xasis

October 1, 2017 | Author: Stavros Athina | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

xasis...

Description









5> -» > ».» Ο>'■>> ->■3> ■>■· » >> .» » > ^ £ ;

*■8

1 » %ϋ»>»• %>>»>· ' * »

^^^^ί** ' *> \*

> »> > > > ■>- > > > > > > 40.ϊ'*" >)> 2>»·» ) · Ι μ > > >, > > ν Τ ? ϊ \> >>> ·> »>->. > .3 >-■» Ό>*. '>> * >

>>*>

>

» ->> » »

»

>> >-> » »

■>, ->

«Γ

Λν£?ο«^^■■νΛ'



^^^^^



^£*Χ?5Ρ

^1

ΚΩΜΩΔΙΑ

Ι Ο

ΧΑΣΗΣ ΥΠΟ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΓΟΥΖΕΑΗ

ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ

"Εχδοσις νέα βελτιωθεΐσα χαι μετά συντόμου Βιογραφίας τοϋ Συγγραφε'ως πλουτισθεΐσα •

Λιά δαπάνης

Β 2ΕΡΓΙ0Γ Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ. ■

ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩι ΕΚ. ΤΟΪ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΪ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΣΕΡΓΙΟΪ Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ Βρχ§4«9ίντο; 8Γ 'Ολύμπιακ» άργύριΰ στεφάνού τω 1839. & ι > II β ύ ν , Ν. I. Τχροκσσοποίλου.

II

II

ΚΩΜΩΔΙΑ

Ο

ΧΑΣΗΣ ΥΠΟ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΓΟΥΖΕΑΗ

ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ

'Εχδοσις νέα βελτιωθεΐσα καί μετά συντόμου Βιογραφίας; του Συγγραφε'ως πλουτισΟεϊσα ΔΊά δαπάνης ΣΕΡΓΙΟΓ Χ ΡΑΦΤΑΝΗ. ■

ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ-. ΕΚ. ΤΟΪ ΤΪΠΟΓΡΛΦΕΙΟϊ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΣΕΡΓΙΟΥ Χ. ΡΛΦΪΛΝΗ Βραβ.ύβέντος 5," ·θλυμ««ΜΒ άρρροϋ βΤ6φάν01ι τ5 1839. ΔιενΟύν. Ν. I. τ α ρ ο α „ σ ο ιτ , ί λ ,'„.



«

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΝΤΟΜΟΣ

—(^^^ί^^Ξτ— Δημήτριος ό Γουζέλης έγεννήθη έν Ζακύνθω έξ εύπορων γο νέων, Διονυσίου και Τουμπίνης, οιτινες ήσαν δόκιμοι του 'Αρχοντολογίου (οϊνΐΐΐ.) Βαπτισθείς δέ τί) 25 Αύγουστου 1774, ών μηνών έξ, εις τον Ναόν τοϋ Χρυσοστόμου, άναδέχθη ύπό Δημητρίου Πυρφή. Έσπούδασε τά Ελληνικά καί Λατινικά και άπαντα τά Έγκόκλια μαθήματα παρά τω διδασκάλω Α. Μαραελάω έμπείρω έλληνιστη των χρόνων εκείνων και τά Ίταλογαλλικά παρ' άλλοις διδασκάλοις. Παιδιόθεν ανέδειξε κλίσιν εις την ποίησιν, ώστε πολλάκις έστιχούργες αύτοσχεδίως σατυρικά και γελοία τινα ποιήματα προς χλεύην των συμμαθητών του. Ή καθημερινή λογομαχία και γελοία κομπορρημοσύνη της οικογενείας Χάση, της οποίας ή'το γείτων ό Γουζέλης (κατοικών απέναντι τοϋ άγίου Παυλου,) έδωκεν αύτώ αίτίαν νά συνθεση την κωμωδίαν ό Χάσης, ών δεκαεξαετής. Αυτη εύηρές-ησε πολύ, ώς-ε καί παρες-άθη πολλάκις ύπό φιλοδραματικών νέων συμπολιτών έπί θεατρικές σκηνής. Καταργηθείσης της Βενετικές έξουσίας έν τ?ί Έπτανήσω, και κρατησάντω>> τών δημοκρατικών Γάλλων έν Ζακύνθω, ό Γουζέλης έγκολπώθη τάς δημοκρατικάς αρχάς, Ιγεινε και αύτός καρμανιόλος, και συνηχμαλωτίσθη μέ την Γαλλικήν φρουράν ύπό τών έξωσάντων τούς Γάλλους έκ Ζα κύνθου 'Ρωσσοτουρκων 1 800, και μετ' αύτών έπέμφθη είς τάς φυλακας της Κωνσταντινουπόλεως, χύδην λεγομένας Μπάνιο^ μετ' άλλων φιλοδημοκρατικών Ζακυνθίων, όθεν απελευθερωθείς διά τ^ς στρατιωτικές συνθήκης μεταξύ Όθομανικής Πόρτας και Γαλλίας, έπέστρεψεν είς Ζάκυνθον. Άλλά μη δυνάμενος νά ύποφέρη τάς αντεκδικήσεις της άριστοκρατορικης φατρίας 'τοϋ άρχοντολογίου, μετέβη εις Τριέστιον, και εκείθεν είς Τταλίαν, έξ '^ς μετέβη εις Γαλλίαν, και έλαβεν ύπηρεσίαν στρατιωτικήν ύπό τον μέγαν Ναπολέοντα, καταταχθείς είς τόν'ΐταλικόν στρατόν. Τότε μετέφρασε την έλευθερωμένην- Ιερου σαλήμ τοϋ Τάσου, την οποίαν αφιέρωσε πρός τον Αυτοκρά τορα Ναπολέοντα πρώτον, Διαλυθέντος δέ του Ίταλικοϋ στρα

τοϋ μετά τήν έκθρόνισιν τοϋ Ναπολέοντος, 6 Γουζέλης άπήλΟεν εις Βενετίαν, και εκείθεν μετέβη 3ΐς Τριέστιον, ένθα έχρημάτ&ε διδάσκαλος, καί έξέδοτο τό ποίημα, την Κρίσιν τοϋ Πάριδος, και συνεφήρμωσε παιδαγωγικά τινα μαθήματα διά την χρήσιν των παίδων. Φύσει δε φιλομαθής, και εύαρεσκόμενος εις την μελέτην Ελλήνων συγγραφέων, απέκτησε βιβλία πάμ πολλα αύτών. ΈπΙ τοϋ προφύλλου δέ ενός αύτών, του πε·1 ριέχοντος τά σωζόμενα τοϋ Πλουτάρχου, έ'κδοσις Φραγκοφορτίου 1599, διασωζομένου νυν παρά τω έκδοτη Κυρίω Σεργάο 'Ραφτάνη, ευρηται τό έξης δίστιχον ιδιοχείρως γραφέν ύπό Γουζέλη, και έκφράζον τήν χαράν αύτοΰ εις τό νά αποκτά τους θησαυρούς των προγο'νων. » Ιίγόραο'α τον Π.ΐούταρχον Λίτρας ίΕακοσίας » χαί εΐ ψ· δνσενρεΐοζερνς, ή'ζιζβ χαί μνείας. ΛηρΊτ^ιος ΓονζέΛης. 1814 Νοεαβρίου 22 ΤριεσίΙψ, Ακολούθως μυηθείς τά τών Φιλικών, καϊ παρορμώμένος ύπό του πατρίου αισθήματος, δτε εν Μολδαυΐα εξερράγη ό Ελ ληνικός άγων, καϊ διεδόθη τό κίνημα έν Πελοποννήσω, κατέ'βη εις τήν Ελλάδα· ηλθε πρώτον εις Ζάκυνθον, καϊ συνομιλήσας μετά τών ενταύθα συνεταίρων^ ελαβεν μεθ' εαυτοΰ έως 60 άνδρας Ζακυνθίους ενθουσιώντας υπέρ θρησκείας και πατρίδος* και μετ' αύτών λάθρα επιβιβασθείς, έπορεύθη'εϊς τά πεδία της μ,άχης· εύρέθη επί της πολιορκίας Μεθώνης· και είτα είς Νεόκαστρον, όπου μετά τοϋ Γεωργίου Τυπάλδου, νυν βιβλιόφύλακος τοϋ Πανεπιστημίου, ετυχεν είς τήν παράδοσιν τοϋ Νεώκάστρόυ, καί κατέγραψε μάλιστα αυτός τά παραδοθέντα σκεύη και κτήματα τών Τούρκων. Αγωνισθείς δέ είτα και εις άλλας μάχας τοϋ 'άγώνος, και ποιήσας διαφόρους πολιτικός υπηρεσίας μετ' άκραιφνοϋς πατριωτισμου και ζήλου ύπέρ ευ νομίας τοϋ Ελληνικου λαοϋ καθ' όλα τά έπαγγέλματα, ά ήξιώθη είτε ώς διοικητής, είτε ως έπαρχος ύφ' όλων τών προσωρινών Κυβερνήσεων τοΰ αγώνος, τοΰ άοϊδίμου Κυβ;ρνήτου καϊ της Αντιβασιλείας, κατέστη φαλαγγίτης, και κα τεγράφη είς τό μητρώον, τυχών προικοδοτήσεις'και κτηματικάς ■μερίδας είς "Πλιδα επί αμοιβή τών αγώνων Τότε έξέδοτο διάφορα

πονημάτια έν Ναυπλίω. Μεταβάς δέ ακολούθως εις Ζάκυνθον ήσπάσατοτούς συγγενείς και συμπολίτας,έπροσκύνησε τον τάφον ιών γονέων του εις τόνναόν τοΰ άγιου ']ωάννου του Χρυσος-όμου της οικογενείας Γουζέλη. Άλλα κακή τότε μοίρα ηθέλησε νά φαρμακεύση τάς περιχαρεις ημέρας της ζωής του έν τη πατρίδι. Ό μονογενής υιός του προώρως κατέβη εις τον τάφον, και άθυμία έκ της υπερβολικής θλίψεως παρώθησεν αυτόν εις μεμονωμένην καΐ αχαριν ζωήν ήτις και μετ' όλίγον έπέσυρε.ν είς τόν τάφον, έπιστρέψαντα περί τά τέλη Μαίου 1843 έκ Πύργου (Ήλιδος) δια Τζόγιαν, όπου φθάσας έν τ-/) οικία Εμμανουήλ Λεονταράκη απεβίωσε τήν αυτήν νύκτα αιφνηδίως. Ό Γουζέλης ήτο μεσαίου αναστήματος, μάλλον εΰσαρκος καί κοκκινωπός τήν όψιν, λευκόθριξ γέρων μι κρου στόματος, και διαπύρου όφΟαλμοϋ, γλυκύς και προσιτός απασιν, εύθυμος και ζωηρός είς τήν συναναστροφών, αστείος εις τάς διηγήσεις του, μνήμην έχων ζωηράν, και νοστιμεύων τάς διηγήσεις της ζωής του μέ πολλά ανέκδοτα, τά όποια εμαθεν έκ των βιβλίων ή έκ της συναναστροφής καί τών περιστάσεων του πολυπεριέργου βίου του. Διεκαίετο υπό του πατριωτισμου, άγαδάς φίλος και καλός "Ελλην δεικνύμενος. Διό ζηλωτής έγένετο άπασι και αξιότιμος παρά σπσυοαίοις και !διώταις. Έκληρόνομήθη ύπό της Ζακυνθίου οικογενείας Στράτη ή Πιτόρου. Έξέδοτο δέ τά έξης συγγράμματα, α'. Συνέταξε τήν κωμωδιαν Χάση, πολλάκις τυπωθεΐσαν. β'. Μετέφρασε διά στίχων άπλοελληνικών τό τσάκωμα τοΰ αϊ Τόκου. γ'. Μετέφρασε διά στίχων τήν έλευθερωμένην Ιερουσαλήμ τοϋ Τάσου. δ'. Τήν Κρίσιν τοϋ Παριδος διά στίχων 1817, Τριεστίω έ'. Σάλπισμα πολεμηστήριον διά στίχων, Ναυπλίω 1827. ς-'. Τά κατά τούς "Ελληνας, διαιρούμενα είς δύο μέρη, έλεγχτικόν και πρακτικόν, ΑΕγίνη 1836. ζ'. Ή Μεγαλοφιλία Πιντίου κα'ι Δάμωνος, ή Διονύσιος ό τύραννος τών Συρακουσών, δράμα πατριωτικόν, Ναυπλίω 1835. 'Εν ΖακύνΟω 9 Μαίου, 1861. II. ΧΙΩΤΗΣ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ι νη) τον θεοδώρον Καταπόόη Λεγομένου ΧΑΣΗ. ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΤΑΠΟΔΗΣ, ό άνδρας της. ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ, νιος τοΰ άνωθε}· Καταπύδη. ΓΙΑΝΝΗΣ, ϊγχονος τοΰ άνωθεν Θοδωρή (τρνφερας ή.Ιιχίας.) ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΑΡΖΟΣ. ΪΙΛΡΗΣ ΝΤΡΑΒΟΣ. ΘΟΔΩΡΗΣ

ΠΑΠΟΓΤΣΗΣ

ΠΟΡΓΟΠΟΪΛΟΣ χαι σύπροφος τοΰ

/ιαγαζειοϋ. ΣΤΑΘΗΣ ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ. ΠΟΝΤΗΑΟΠΟΤΛΟ, τρν ! ! Π ΟΝ. Γιατί ηρθε άπο τ' Αμυστραντάμ, και ά— τοϋ Περου τά μερνι· ΘΟΔ. Ν* αύθαδιασν) δ τίποτσνις, εναν οίο νά βρίση, Τίνος; ένοϋΗ ά... 'μπάστα μου, το ζέρει οποιον ρωτηση. Ενοϋ! ποϋ νάν το παινεθώ, άνθος σ' ουλες τσή φέτσες, Με τ6 δικό μου ξέχωρα, έςηντα άντερέντσες. Μά τι λογιάζει δ κερατας; ντε με'ρδα ούν καρονιάτσο, Μωρέ πώς δέν τοϋ εδινες, άμάνκα ενα μπάτςο; Νά πης καθώς σέ κτύπησε, ϊνράμε στάσου οπίσω; ΓΕΡ. Σώπα άφεντάκη, κ' έγνοια σου. ΠΛΠ. Βάρτου, κ' εγώ άποπίσω, ΘΟΔ. Πενηντα με κτυπησανε, θυμοϋμε μίαν ήμερα, Μά σωταβέντο τσίβαλα, τσοϋ πηρα τον αέρα. Εις τοϋ Μάκρη τά βάσανα, πδ*ανα μπάσο και άλτο, Χίλια μοϋ σουτσεντέρανε, μά ταβγανα στο σάλτο. Εσκότωνα, έςαρμάτωνα, έδερνα τους ανθρώπους, Στήν μπούρσα μου είχα το Μακρη, μουλους του τσή γρόπους. δσοι μοϋ κορδίονόντανε, κ' έκάναν τση σμαριάτσους, Τί ντεσκαπριτσιαρίσματα, κα'. τί χλοτσείες καί μ.πάτσους; Μα πώς; ποτέ δέ μολιπε, πάντα μου το στολίδι Ποτέ* ποτέ" ποτέ" ποτέ* ποτέ το καρτσηκλίδι. Μά σιι τρέχεις ξαρμάτωτος, ωσάν πραματευτάτσος, Λν ηθελ' εχεις άρματα, σ' έδερνε δ κλεύτάττος; Μά θά σέ ιδώ" άν δεν έχης κορμί παλικαρίσιο; ΓΕΡ. Σώπα άορεντάκη κ έγνοια σου. ΠΛΠ. » Βάρτου κ' εγώ άποπίσω. ΘΟΔ. Εισαι καρόνιας; ά! δέ μοϋ 'μοιάζεις. Α! μέ 'ντροπιάζεις, δέν έ^εις «ίμα, Αίμα οχ ταΐς φλέβαις μού δέν εχεις πάρει, Είσαι δειλια ρής, είσαι ολο; φλέμά.

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ. ΣΚΟΥΡΔΟΪΛΠΣ χαι ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ΣΚΟΥΡ. Τά 'πέταξες; μά είν' ντροπης, κρεάντσα, σά βουνησιος! Για τά δρτίκια άχ τά προκτές, κακά είν' δ Διονύσιος.

ΓΕΡ. Κε μπελά κόζα! μα τδ θεδ, στο σπητι φόντο μίο, Θα με £ετάΙ;ης! ομορφη, 'μπέλα, μπίλα περντίο; ΣΚΟΪΡ. Συμπάθησε με! νδν σιορ, με ταϋτα τ\ άιπετάρεις; Νά κογιονάρνϊς, νά γελας, να' γδέν/,;, να ίνφετάρης; ΓΕΡ. Καί πως; σε κογιονάρν,σ», εγώ την αφεντιά σου; ΣΙίΟΥΡ. Είναι δποϋ τά 'πέταξες, μα εβλεπες τά στερνά σου. Στοϋ Πρεβεδούρου έ-η^ενα, ίστάντσα νά μιλήσω, ΚαΙ νά τοϋ πώ χίλια κακά, νά' τον περ^ορίρω. « Τσελέντσα ελα σάπια, τζιουντιτσε λάμ£ άσκόλτα, » Ντε γρκάν ριμάρκο κόζα ζέ, κε τοΰτο Ί'ζάντε' έζόρτα. » Νδν τραταρδ ντε στάμ-ιλι,' βόλιο σοκόρσο άγιοΰτα^ » Πέρ ουνα μόρτε γ*ενεράλ, περντίμο μάη λά βητα. » Οΰν τσέρτο τάλ Γκερόλαμο, ση φέτσε δρ μαρκάντε, » Μα ίν τσέρτε κουάγιε κέ ντά οντδρ, νισοϋν ριμάνε άλ Τζάντε. » Πιετα, πιετά γκιουστησιμο, ?λ πόπολο κοντέμο, » Ε τουτοι οί γράντοι άλ φαβδρ, χδν γκραν ντοβερ ^εστέμο.» Καί άν νίταν καί Λατινικα, τά μίλιά καί άρα μάρ,α, « Γερόλαμους κουαγιόρημ-ους. πόπολους ινφετάρα| » ΓΕΡ. Σιορ συ, σιορ σύ, βένει άνκα μ-/), κ' ελεγα άλλα τόσ,α, Μεν* πκρλάρη στδ ταλιάν, κοσπέτο μπέλα κόσ.α ! α Προβεντιτδρ ντε γκιοΰντιτσε, ντε μπίλο, ντε ιντεντέμο, » Κουέστο ϊζιγάρ νέλ μαγαζ'ιν. 5 ?ϊμο» δ1 νδν σέμο. ΣΚΟΤΡ. Α σιορ κογιδν λασέμε σταρ, ΓΕΡ. . Λασέμε σταρ κ έμενα, Κογιδν, νδν σέμο κλεύταροι. ΣΚΟΪ. Δεν είσαι στη τναβέρνα. Μίλιε με γνώσι γάιδαρε, άζηνο κογιονάτσο, ΓΕΡ. Ηρθα καί σέ 'φορτόθ/,κα, μπράβο σινιδρ τροφάτσο ! Αζινο μ·};, σιορ νο, σιορ νδ, κακά κόβεις ' τά πρέτσα, Αζ-,νο βοϋ, σιδρ συ, σιδρ συ, άντσι σέντσα καβίτσα. ΣΚ.ΟΥ. Μεθά:, μά σού ίμπενιάρουμε, εκεί μοϋ δίνεις κόντο, Στραπάτσο, ίμφετάρισμα, καί βιργολα, καί πόντο. ΣΚΗΝΗ

ΕΙίΤϊΙ.

ΘΟΔΩΡΗΣ χαι ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ©ΟΔ. ί'ΐϊ τι μοϋ ξανακαίεται ! με τά ορτίκια πάλι, Λ.' κεφάλι «γ.νωσιας, ΓΕΡ. (Νά φχομάρα κ' άλλη.)

©ΟΔ. Μα λέω, μωρέ Γερόλυκε, πραματευτη τση Μάνν,ς, Πραματευτάτσε φοβερε, ντεστηντε για νά χάν/ις. Πές μου; τι τους έξάνοιξες: άπδ τή μυροδιά τους, Εγνώρισες τδ δ.άφορο; είδες την καλιτά τους. Δεν τάβλεπες ποϋ έβρώμευαν, τοϋ κόσμου τον αέρα, Πουτάνας τδν πραματευτη, τί έπιασαν καί τοϋ φέρα. Μωρέ δέ πας στδ δίάολο; άς κάμω τδ σταυρό μου, Καί νά τ' άφεσης ήθϊλες, για νά τά βλέπω ομπρός μου. Οΰλοι μωρέ έπεθέναμϊ, νά μ' είχε τά πετάξης, Ενας μωρέ δεν εμνεσκε, άνθρωπος νά τδν κράξης. Σοϋ τδπχ ντά πριντσίπιο, νά μή πολιοξχμόνης, | Μά δέ λυπχσε τδν πχρχ, καί τδν πχρχσχοτόνεις. Εις τδ καιρό μου μάλωνα νά μη ποτάξη^ είδα, Αλευρι τέσσερα σπυριά, νιάνγκχ γιά μιά μαρίδα. 0 θεδς τδ ξέρει εις αυτά, τδ πώς έγίνη δ κόντος! Πως έκαταγελάστηκες, δ άςιος χαί δ πρόντο:. ΓΕΡ. Εχειδ ητανε καί δ Παπουτσης, τά 'πηρχ μέ το μάτι, ©ΟΔ. ίί ξχφνικδ στη γνώσι σου, πτούτου, πτουσου μπερμπάτη,. Μώρ δέν άκοϋτε κονιτσιδν, σέ τοϋτο τδ μαρκάντε, Μά ώς πόσο μωρέ σοϋ ηρθανε, μίλιε σιορ γχζετάντε. ΓΕΡ. Ως ε;η γάτσοι κάθε δυώ* 8χ τδ Μαρη τδν Ντράβο, ΘΟΛ. Τσόκο σου, γειάσου επέτυχες, Γερόλυμέ μου μπράβο! Εςη_ γαζέταις κάθε δυώ! κ' ουλα γιά την κροπία, Ω πραματειά αληθινη, ωσάν αύτη χαμμία. Ε;η γαζέταις κάθε δυδ, χαί γιά νάν τά πετά^η, Βρίζεται δχ τδν Διαμαντη, φευγει μη τόνε σφάςη. Πραματευτάδες ουλοι σας, χέρι νά τοϋ φιληστε, Λεν ειστε σείς γιά πραματιαίς, τά μαγαζειά νά κλείστε. Τοϋτος μέ τά νεγότσια του, έπιασε οΰλη τη Μάνη, Μά δέ μιλείς; ΓΕΡ. ΚαΙ τί νά πώ; ΘΟΔ. Πώς τδ βαγχέλιο βγάναι. ΓΕΡ. Εισαι λοιπδν βαγχελιστης, καί τδ βαγκέλιο βγάνεις, Μά ποΐος; δ Μάρκος; δ Λουκας; Ματθαίος; Ι6ιάννης. ΘΟΔ. Είμαι μωρέ δ χαχδς καιρδς καί δ άνασβολεμένος, Μώρ μοϋ πονεί στη πραματειά, νά μνέσκης γελασμένος. ΓΕΡ. δλπιζ* πάντα κάτι ντίς, νάλθη στδ καλαμηδι, ΘΟΔ. Ντούνκουε μωρέ γιά κάτι ντίς, ρισχιάρεις τδ βλησί,δι! Είναι ποϋ είναι τδ Νησί, γη της επαγγελίας, Κ.' ευρίσκεις μάνα τ' ούρχνοϋ, καί μ-ιγεντέ αληθείας.

— 27 —· Η θάλασσα κ οί άνεμο*, είναι ταπίινομένοι, ΚαΙ κάθε πραμα έχ το Μωριά, κ' άπ' άλλους τό-ου; μπένει. Μά άν κ' έθυμώναν τά στοιχειά, τά νέφη έφουσκώναν, Κ. ή θάλ,ασσαις ως τσ' ουρανούς, τά κύματα άν ύψωναν. Κατακλεισμδς άν έκανε, μέγας στην οικουμένη, Να μη 'μπορν) άπο πουθενά, πράμα ποτέ νά μπένη. Κ' άπδ τ^ν πείνα οί λαοί, σταΐς στοάταις έτελειώναν, Εθάρουνες στα ορτίκια σου; . . . σοϋ τάζοι δέν άπλωναν.... Τά βρωμισμένα φαγητά, στομάχι δέν χορτένουν, Αρώστιαις, πάθη, ξερατά, κακά, θανάτους φέρουν. ΓΕΡ. Γιατί, ώ θεέ μ.ου.' τέτοια αδικία; Ζοϋν οί Γαλιότοι ευτυχισμένοι, Και οί καλόγνωμοι στην δυστυχία. Ουλοι οί σκιάδες ε'ιν δοξασμένοι, Τούτους 8 κόσμος καθένας τιμα.. Βίε το σκατούλη το ζουρμπαλίκι, Δέν ξανασένω μέ τέτοιον πατέρα, δα γάτα μαλώνουμε μ.έ το ποντίκι, Ζουρμπας θέ ναβγω νά βάλω μαχαίρα, * Λεοντάρι ήμερο δέν ώφελα\

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ. ΘΟΔΟΡΙΙΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ χαί ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ΘΟΑ. Τ^ν εφερες το μαθητή; μά θέ νά πέρνη στάρι, ΜΠΑΡ. Α δά δέν πέρνει; κακη κοντάνα τοϋ μερτάρει. ΘΟΔ. Μία χερία λάχανα ποτέ σπητι δέν φέρνει, Πάντα ξερδς κι αδράπανος, θέλει ταύλα στριμμένη. Μία χερία ράπανα, είναι πράμα μεγάλο! Για γιατρικο ά χρειαστώ, οπίσω μου νά βάλλω. ΜΠΑΡ. Μά διάολε δέ βλέπεις δά; (καρκάλα εχει δίκιο, Θά κουβαλης κτλ λάχανα, καί βλ ίτρα και ^αδίκιο). Πάντρευτον! πάντρευτον! άκοϋς; τίρα χαμογελάει, ΓΕΡ. Αμή... μεγάλη δρεξι, ΜΠΑΡ. Μπρε έγνοια σου το ζητάει. Καϊμένε, η καρδούλα σου" μά . . . μά . . . έγώ το ξέρω, ΘΟΔ. Ναίσκε το ξέρε;;, τί ξέρει;; ΜΠΑΡ. Πάει στίχημα νάν το ευρω.'

— 23 — Εκείνο ποϋ γυρεύεται, δεν σας εμπεγετοϋνε. ΘΟΔ. Α-όψε, απόψε «ν ηθελα . . . μά σφάλεις . . . μας τιμοϋνε,' ΜΠΑΡ. 2ούπα τι» ξέρω. ΘΟΛ. Ακουσα? μά άν ηθελα στα χίλια. · · ΜΠΑΡ. Ετουτος άλλα λάχανα, δέν ξέρει βφ' τά σταφύλια. 0 γάμος τοϋτος ά~ο μέ, στέκεται δίχος άλλο, Τίά ζη τδ άνιψηόι μοο} που άς κάτσνι κάθε άλλο· ΘΟΔ. Τώρα; τώρα ^κατάλαβα, εκείνη . . . πτο'ύ νά κάμω, Μ' δ γι μανιέρα βουληθώ, ευθυς κάνω .το γάμο. Μά δέν κινάω μοναχος, άς ήν' καί δυώ νομ'άτ,οι, Γιαμά κράζω" ,τη' μουρη τρυ. βάλτη μορ στο κρεββάτι. ΜΠΑΡ. Α άπο τοϋτο! εχασες, μυρίζίι εκεί μ'πα^ο.ντι, Παίζει και ξύλο μά το θεο, σας κάνουνε κουρκούτι. Δεν είναι 'δώ . . . 'ξέρω γώ . . . τοϋ Βουτσανέση ή μπάτσα . . . Αγκαλά α εκαμε ζευτ&ν. ί)ΟΔ. _ Είναι γνωστον στην πιάτσα. Ητανε τρείς καί ζωντανοι με τ' άρματα καθάρια, Και ουλους τσή ξεβάφτισα, με χώρις κεφαλάρια. Ετουτος ,δά ποϋ μελετάς, μοϋ κάνει, στάσ* ρ-ίσω. Κ. ενώ τί ίστοχάστικα, τον ήλιο νάν τοϋ χύσω. φ Ξεπιστολίζω στη στιγμή, στο πέτο τοϋ τη δίνω, Μά τι σπετάκολο ητανε, δρίντε κολπο εκείνο. Επεσε με την πιστολιά, ωσάν βουβάλι κάτου, Κ,' ε*αμε μιά ξαπλωταριά, τοϋ μάκρου και τοϋ πλάτου. Μά ή πέτρα τον ξαγληστρισε, η άτσίντένιε πούρο II άχ τοϋ φόβου τίι σμπαργίά, κατ' ητανε . . . σιγούρο. Εγώ θαρώ την εκαμα, ε~εσε άφ' τη σμπαρία, Μά σο θεο* έτσι την έ/.αμα, τουδωκα ευλογία. ΜΠΑΡ.Τ' είπες το πώς τοϋ έκαμες; γιατί ειχα άλλοϋ το νοϋ μου. ΘΟΔ. Είπα πώς τον ευλόγησα. ΜΠΑΡ. Μπράβο σου, άφ;ροϋ μου" Αμάνκα, άν τον έτκότωσες, κ έγίνηκες φονέας, Μά πάλι τον ευλόγησες, ωσάν αρχιερέας. Κβρόνια νά ντρεπόσουνα . . . δέν εισαι παλικάρι. ΘΟΔ. Γελας κ έμε, ή παλικαριά ετούτο μ' άβαντσάρει. ΜΠΑΡ.Ορίζεις νά' σοϋ πώ εγώ; ΓΕΡ. . Σιορ Αντωνάκη άπάνου, Ο σιορ Τασάκης σοδ μιλεί, φουγιάζουν, κάτι κάνουν. ΜΠΑΡ. Πάω νά ιδώ, και εφθασα. ΘΟ.Δ. Γύρισε κ' είναι χρεία,

5= 29 — 1 λείψεις, ΙχβιΘηκα'ρ £, δέν' είναι σωτηρία. ΜΠΑνΡ. Εχεις κ'αρκάλα γιά" κακάράντζές. ©ΟΔ. Στά σμπάρα χ'έζέσε, ίσια μέ' τσ* άντρες. ΜΠΑΡ. Αν ησαι ράλης, καί ουλος ποχέριος, ΘΟΑ. Μα [λ ε βαστένει κ^ί ανορας ακέριος. ΜΤΪΑΡ. Δέν σά (λίαν" τάρω', γιατί μεθας. ©ΟΔ. Τδχω άφ' το σπήτι, το ξέρει η1 πιάτσα. ΜΠΑΡ. Δέν είμαι Χάσης. ΘΟΔ. Δέν' είμαι" ράτσα. ΜΠΑΡ.ίΜ ράλη'ς ποίσάϊ,' μ.ίοέ κοντάρΐνα, Πάω καλιά μου, μα εκείνη ή τσίνα. ©ΟΔ. Μωρέ "έχεις προβες', μώρ ίέ φε).«ς'. ΓΕΡ. Εις την περλίγκα. νά σε ΐδοϋμε. Με ζαν/αρόκουκα καί κομφετοϋρε?> Μέ μπισκοτίνια και μέ κουλουρες Μικροι μεγάλοι να1 σέ βΐιρσΟμί',' Κ ή αφεντιά μου νά μπαλοτάρω. ΜΠΑΡ. Μπρά-βο" ντασένο Γέρολυμάκ% Α . . . κάρα-, 'έλχ' ά . . . κ^ρα' νΚΛ.' Δε σε φαλάρει τέτοια μασέλ*,1 Είσαι λιγοφαος ωσάν παιδάκι, Μπράβο πέρ ντιάνα, μώ"£ σε σ"τιμάρω.' ΣΚΗΜ ΟΓΔΟΟΙ. ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΤΓΔΙΟΣ χαί ΜΠΑΡΖΟΣ. ΠΟΝΤ 0 Χάσης, πουναι Θοδωρή; ποϋ1 π$γέ, εις" τι μερίαις" ΠΑΠ'. Α"ς παη στο διάολο, μ' εφαε μέ τση παλικαρίαις.' ΠΟΝΤ. δχι Οα 'δ^ς' μι« μπαρονια, θά πάω εδώ ΠΑ Π. Α σπάσο! Κάπου* θέλ' είναι μά εφθασε, νά του κρατοϋμ* άμπάσοΚάτσε μωρέ στο Οίο σόϋ, άϊμε! καΐμένόι χρόνοι/ • Πόσα" θυμουμαι κ' εύτουνοϋ; μά λειωσαν σαν τδ χιόνι. ΜΠΑΡ.Μωρ' τ* ειναι'; ποιος" απέθανε; και λέ; καϊμένοι χρόνοι; ΠΟΝΤ. Μου λεει" για τον" Θοδωρη," ποκοβε τδ πεπόνι. ΜΠΑΡ. Κι άδά πεπόνια μοναχά; και πλεζονιαίς στη φούρια, Και κολοκύθια τρυφερά, και δροσερά άγκούρια. ΠΟΝΤ.Μπράβο σινιορ Αντώνιο, τά λόγια σου τδν φτιάσα, ' Τόμου άγκούρια έκοβε, τον εκαμε; μπχγάσχ.

ΜΠΑΡ. ΠΑ Π. ΜΠΑΡ. ΠΟΝΤ. ΠΑΠ. ΜΠΑΡ. ΠΟΝΤ. ΠΑΠ.

30 — Σέ τοΰτο γυιέ μου ξέρω 'γώ, μτ, μάθεις δΰω κ' Θέλει νά μπένγι στ' άτρυγα, και εϊς τά τρυγημενα; Μπρε μά το θΐο κ' οι δυω σας, τοϋ χρυσαφιου ή πάστα, Μά. . . Δέν άφίνεις νάν τδ πγ, Εγνοια σας, μπάστα μπάστα. Ράτσα τυράννα, Φέτσα πουτάνα, Ράτσα ντά τσάφο καί γαλαντόμο, Καί γκιντιλόμο κορμί για τράφο. ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ. ΠΗΝΦΕΡΗΣ χαί ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ σο.Ιηάΰοι, ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χαϊ ίχατα

ό ΘΟΔΩΡΗΣ.

ΠΗΝΦ. Πατρον σιορ μίστρο Καλιγιερ, γαβέ ντε σκαρπε μπόνε; ΓΕΡ. Νδ... (θέλουν τον καλόγερο)... ντά κουέλο πιοϋ καντόνε. ΦΡΑΝ.Κόζα ντίζε καλόγερο; ΓΕΡι Κάλος καιρος, δέν βρέχει. ΘΟΔ. Μώρ τ' ειναι ... ή κεφαλη σου φράγκικα δέν κατέχει. Οχι μώρ τδν καλόγερο, νιοράντε βισντεκάτσο, Σιδρ μί λα λίγκουα σι) παρλάρ, κουέλο ζέ κογιονάσσο Ασεμί 'μένα να μιλώ, ΠΗΝΦ. Σκάρπε; ΘΟΔ. Νιάνκα σκαρπέλα, ΦΡΑΝ. Ν6, νδ ριντέτε κάρο Πηνφερο, ΠΗΝΦ. Παπούτσια καπησέλ*. ΘΟΔ. Ντά γυναικών, ντά ρεγατσιών, παρλέμο λά στατούρα, Ντε τάγιο λόγκο ώ ντε χοστδ; ΦΡΑΝ. Ω τσούκα μέσα ντοΰρα.ν ΠΗΝΦ.Πέρ νοϋ, ττέρ νοϋ σιορ πολεντοϋ, ΘΟΔ. Νδ, νδ, ε μι μπελέτο, Λά μία νόμε μπέλο σό, σέρβο σας Τοντορέτο. ΦΡΑΝ. Ε ντδβε μώρ άβέ Εμπαρά, λά λίγκουα φρανκαμέντε; ΘΟΔ. Ω μίλε μίλε γράτσιε, ΠΗΝΦ. (Κογιον ίντιεραμέντε!) Νδν γέ ρισπόντε; ΘΟΔ. Δέν «κοόω, ούν ποκετιν κουφιζω,

ΓΕΡ. Μίλίε του τώρα άμη τΐ; ΘΟΔ. · (Σκζσμοο σέ χαστουκίζω.) ΦΡΑΝ. Μα βτϊ πχπούτσιχ ντόβε ζέ; ΠΗΝΦ. Σινέ πούρ στέμο . . . σπέρο ΘΟΛ. ΣούμΛιτο και λά τροβερά, ντο μπόνα και λά φέρω. ΦΡΑΝ.Μά τοτορέτο κάρο μπέν, κέ σία ντέ ντουράτα. ΘΟΔ. Ντέ ντούρο κόμε σίδερο, βεντέμο καμαράτα. Βεντέμο κέ λ* κουχλιτά, κοστάντε μετζασόλα, Κέ γΐά άσε μισίτσια, ούνα πιχστρίνα σόλα. Λέ μίε ψίδια μν) περχέ, λά χνάρια μία τδ λένε, ΠΗΝΦ. Λέ μάσα κάρο Φραντσεσκιν, ΦΡΑΝ. Ε νόνε βά άνκα μπένε, ΘΟΔ. Ω σκάρπες... κχ'ι... [λά... τσάμπχ σας, ΦΡΑΝ. Νο, νο, I φά ίν στο πάτο. ΘΟΔ. Σέ πάτους ντέ μπονίσιμους, κχΙ γιά φρατσιδν ντε φατο. ΓΕΡ. (Εκείνοι δέν τά θέλουνε κχί λέγετους για πάτους.) ΦΡΑΝ. Α Τοντορέτο σερβιτορ, ΓΕΡ. Ορσε ποϋ παν καλίά τους. ΘΟΔ. Αά ντίγα δέν ε'ν' κεφαλιά, το κόστο άπό καρδία, ϊντρίο ... τά μπιτίζωμε, ΠΙΙΝΦ. ' ' Αντίο, άντιάμο βία. ΓΕΡ. Νάθε μ.' άφησκς μοναχδν, νά τούς παζαριάσω, Ηβλεπες άν δέν νίθελα, πουλίτα τσίι γελάσω. Δεν μ' αφηκες κ έθάρουνα, τίι γλώσσα μά περντίο! Ία φράγκικα τά ξέρουμε, βλέπω ίσια κ οί δύω. ΘΟΔ. Καλύτερα σου τά μιλώ, κ»1 κάνω και τδ μότο, ΓΕΡ. Ντασένο, ώϊμένανε! μπράβο τζαντιότο. ΘΟΔ. Στο 'πέλαο έπνιγόμουνα, καί μουλά μου τά ροϋχα, Αν νίξευρε ωσάν έσέ, μέ τά μισά δποϋ χα. Κομάτι τά ' ξαστόχησα, μά πάλι νάχω έστρο, Γερόλυμε, νίσου βέβαιος, βλέπεις ένα μαέστρο. Εμίλησα καί μιά φορά, χχι μ' ένα Πρεβεοούρο, Εις το ιντέντερ Ιφριξε, τον εκαμε γαίδούρο. Αντσι μ» λαουδάρησε. ΓΕΡ. Και πώς σου είπε ελα, ΘΟΔ. Ω νΛ γραντίσιμο άζινο, περκέ νον άβερ σέλα. ΚαΙ πάλι, χι' άλλη μιά φορά, μέ ένα Γκενεράλγι, Και χάιδεψε με κ' είπε μου, καρλάλα έχεις μεγάλη" ΓΕΡ. λδά νίςερε ρωμέ'ίκα, ΘΟΔ. Μοΰ τοπδ στο ταλιένο.

ΓΕΡ. ΚαΙ πώς; ΘΟΔ. ί'ϊ' /.& φιγούρα κομικα! Όύν στοΰκο παεζάνο.' ΓΕΡ. Μά τοϋτα είναι φράγκικα, Ιτσι θα πα νά ποϋνε; ©ΟΔ. Το ρ\νκρατσιάρισμα μωρέ, μά ουλοι δέν τ' άκοϋνε! Πάντα μοο' τάχω έδεκεϊ,' κ" έσυ μωρ' νάν τά μάθης,Νά κάνν)? τσή ντιφέζες σου, εις 8τι και αν πάθης. ϊί νά σαϋ' κάμω μάτια μου, ποχεις' τδν νουν" χάΐμένον; Μάναν πίχνέρί' έαύ,' άπ"' όΰλα στολισμένον.' Και προβά'τείς Βίπελέρμπεης, με γέλιο και με μποϋρλα, ΕωΥ τά σουρουπώματα, άφοϋ* φωτίσει ή τύόρλα". Ε(ν' άφ τση κονιτσιόνες μο'/, ΓΕΡ.- ... ... Μα. έξόδιασες κατρίνια; ΘΟΔ. Μά έμαθα τά Ελληνικά, Φράγκικα και Λατίνια. ΓΕΡ.3/ά τόμου ξέρεις γράμματα, στο Ελληνικο βαθεία, Ενα τροπάρι 'ξηγησε,' ΘΟΔ. . · ■ Μπρε μιά πενηντάρια". . ΓΕΡ. Τι Οέ νά π7ι την άγριωπον, καί τί τ"δ γαυρουμενην. Το άκροίτως" βακχέσασαν, τδ άσεμνα έξοιστρουμένην. Κόσμου καθεΐλες πανστενώς,· την άμαρτίαν που έχε*., ΚαΙ το άρκύων το ούς ελκυσε, π δ νοΰς μου δεν κατέχει Τδ εκών", το πρίν, τδ σ'αρκωθεις, τδ σώζεις, τδ εύεργέτα Ετοϋτα, τώρα. θά σε δώ, άν ξέρης ξηγήσέτα* ΘΟΔ. Την αγρ^ωπον ,τοϋτο τ' άκοϋς, κ' έκειδ τδ γαυρουμένην, * Πής δ Δαβίδ άπάντησε πουτάνα γαυριασμένη'ν. Τδ άκρα,τώς βακχέσασα^, τδ άσεμνα εξοιστρουμένην, Πώς την έκράτειε μιά παχιά, γαϊδάρα ξεστρωμένην. Την άμαρτίαν πανστενώς, τδ κόσμου τδ καθεϊλες, Πώς την" έστένεβε δ θεδς, νά *άτση τση καθηκλίς. Και το άρκυων τδ ους ελκυσε, στδ. λέω τώρα τώρα, Τδ πρίν τοϋ κάναν πρίντιζε, οί δούλοι του καθ' ώρα. Το εκών τδ δέ τδ σαρκωΟεις τδ σώζεις τδ ε5έργέτα, Ούλα οίΰτοί πώς εϊς1 τ «ΰτί, είχε χρύση βεργέτα. ΓΕΡ. Και τάχα έτσι ώς λές; ©ΟΔ. Αμή δέ σέ γελάω, Κι' άν δέν π'^τεύεις εις έμέ, ρώτα τδ Μαρτελάο, ΓΕΡ. Ελα γκουέρα, ντί μαμπρδ, μυρίντοντδ ντοτδ ντοτδ, Μαμπρδ ^.αμ'πρδ λά γκουέρα, Μυριντόντο τδ μ.υροντέρα. Μαμπρδ' μαμπρδ λά γκουέρα, Μυριντόντο τδ μυροντέρα. Ταρά'ί, λαράϊ . . . λαράϊα λαρά.

— 33 —I ΣΚΗΝΗ

ΔΕΚΑΤΗ.

ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ χαί ΘΟΔΩΡΗΣ. ΠΟΝ. Αϊ ώλα μαστρο Θοδωρη! αϊ ώλα! και ποϋ είσαι; ΘΟΔ. Εδώ με, τί 'ναι; 110Ν. Εγίνηκε, κουράγιο μη φοβήσαι! Φέρε άρματα, δός μου κ' έμε, ογληγορα στη ζώση! 0 Διαμαντής έπέρασε εδώ νά σας σκοτώτη! Ενα τρομπώνι έκράτουνε τ' ατσάλι άσυκωμένο. Και ώσά σκυλί αφ το Ουμο άφριζε λυσιασμένο. Ας παμε, ας παμε. Τί τρέμεις; ποϋνταγε! εχει φτιάση..· Δεν άκουες ποϋ Ιλεγε, εξίύ κερατο-Χάση; ΘΟΔ. & συφορά μας ! . . . νά κρυφτώ! ΠΟΝ. Μορ δός μου τ' άρματά σου: ΘΟΔ. Μά νά σοϋ πω. ΠΟΝ. Α'ί. . . δέ φελας εκόντηνε η 'μιλιά σου. ΘΟΔ. ΕχάΟηκε 6 Γερόλυμος. ΠΟΝ. Α... πάω εγώ κοντά του. ΘΟΔ. Εις το κριτήριο τοϋ ©εοϋ, ώϊμέ! νά πάη καλιάτου. Ποϋ νά κρυφτώ!., νά μείνω εδώ. ·. εκεί γιά νά γλυτώσω.. 2 ■Ωΐμέ... σάν ίσκιος... ώϊμέ... εδώ, εδώ ώς τόσο. ΠΟΝ. (Καθώς ή φάν-ίρα ή" Εμπειρη εργάζεται τδ γνέμα, Ετσι κ' εγώ νά φοβηΟϊι, τοϋ έξΰφανα το ψέμα). Ε:ς ταίς φουρτοΰναις, και εις τούς άνέμους,' Εις ταίς πεδιάδες, και εις τοΰς πολέμους, Ο ναυτης δείχνει, και δ πολεμάρχης, Εις τη φωτία έκεϊ καθάρια, Τά κάστρα φαίνονται χρυσά τιμάρια, Στην γην ξανοίγεται ενας μονάρχης.



Ο ΧΑΣΗΣ 3

ΠΡΑΞΙΣ

ΤΡΙΤΗ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Ή Σκηνή εις την οίκίαν της Ά^ελως, έρωμενι του

Τερολυμου.

ΑΓΓΕΛΩ μονάχη. ΑΓΓ. Μόλον γυναίκα πο&μουνα, εκαμα νά σαστιδση, Η βρώμα, δ παλιότραγος, πούρθε να παιγνιδίση. Μα ανάθεμα ποϋ ελαχε κοντά μου ή" Θοδωρίτσα ί! Γιατι νά ξέρη τ' δδειχνα τσίι γυναικδς την στίτσα, Ο σκυλομούτρης, δ δειλος, πόχει καρδία άπ' αλάφι, Καί πόλυψι τοϋ γουρουνιοϋ, ωσάν έκειδ τοϋ Μπάφη. Ενας αυθάδης άτακτος, γρούδιος γιά το λαγκάδι, Νά θέλη νάν τον άγαποϋν, κορμιά δίχως ψεγάδι; Εγώ ομορφου τζαντσαμινιοϋ τουζα «... δέ σέ θέλω; · ; Και τώρα μέσα τση κοπριες, νά κυλισθ$ ή Αγγέλω; Αφήσετέ με δέν μπορώ, ή φούσκα ή ζαρωμένη, Ο γαϊδαράτσος 6 ορθδς, ή γίδα ή" ψημένη; Νά μην τραπΤί τδ κάψαλο, τ άνοστο στοκοφίσι, Νά σκύψη με τη μούρη του, τα στηθια νά φιληση! Ας ηναι καλά ποϋ τα φιλεί καί δπου τά κανακεύει, Αετδς ποϋ σφάζει ταϊς καρδιαίς, τδ μάτι δθε κορκεύει, Νάρθη με τέτοια πρόφασι; πώς εχω τον υίόν του, Καί πώς αρμέγω νά μοϋ πί) τδ κανακαρικό του. Κρίμας τδ άλλο ρόγκολο, τάνθη τσ άγρανγκινάρας, 0 νέος τση λιγοψυχιας, δ άνδρας τση τρομάρας! Αΐ... δποτε Ιρθη, θάν τοϋ πώ, στην άκρη νά μ' άφίση, Και άν πνι πώς μ' εχει στην καρδιά, τοϋ λέω νά μέ σβύση, Γιά πείσμα τοϋ πατέρα του, νάν τον ?δώ στο καυμα, Δεν εβγανα αναστεναγμδ, δέν εχυνα ενα κλάϊμα. Πόχερας ό βρωμάθρωπος, κ' η σαπισμένη γίδα, Ετσι σ*οδελοξίπλημα, χειρότερο δεν είδα.

5- 35 -ί Τοϋτο δέν είναι μια φορά, τόσον κχιρο καί τόσο,' Μά στα στερνά θέ νά δαρθη, άπο καπέλο τόσο. Λογιάζω πώς κ' εγώ μπορώ, καΙ άνίσως δεν εμπόρια, Απο τση τοσους π' αγαπώ κάνανε δεν ίθώρια. Οσαις νικόμαστε άπδ τον άνδρα, Η για τον έρωτα, η γιά τά δώρα, Η μέ ταξίματα γλυκά σά σΰκα, Τοϋτος σαν λύκος άπο την μάνδρα, Ενας ξυλόγερος γεμάτος ψώρα, ίίσάν νά ημουνα μία κατσίκα. ΣΚΗΝΗ

ΔΕΥΤΕΡΑ.

ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ μόΐος τον, χαί έπηζα ?) ΑΓΓΕΛΩ. ΓΕΡ. 1) ρώχα μυριονόστιμη, ιτφοντίλι ζαχαρένιο, Νά φίλουν τΫίς αφέντρα σου χέρι το μαρμαρένιο; ΚαΙ σύ χρυσο άγκυρίδι μου, κι' ογληγορο μου άδράχτι,' Εις άγρια αγκάθια μ' εχετε, σέ πικνοϋ βάτου φράχτη, Ευτυχισμένα συνεργα, ποϋ διαμαντένια χέρια, 2ας έκρατοϋν κι' αστράφτετε λαμπρότερα άφ τ άστέρια.' Αϊμέ . . . καί ας ειχα μιά φορά τση τάχη σου τη χάρι, Νά πέσω άφ' τά αδράχτι αυτδ, νά σκύψη νά μέ πάρη, Εκειο το χέρι, μά θορώ, τώρα ερχεται σέ μένα, ίδέτε νάζια . . . οϊμέ . . . έδώναι ριζωμένα. ΑΓΓ. ΚαΙ τι σοϋ χάνω και άπο 'δώ, δντας περνάς τυράζεις; ΓΕΡ. ΚαΙ τι σοϋ κάνω και άπδ 'δώ, όντας περνάω μέ σφάζεις; ΑΓΓ. Εγώ; ΓΕΡ. Τά φρυδια, τά μαλιά, ή" μία χάρι κ' ν) άλλη, Το κύτταμα, το μίλημα, το πρόσωπο, τά κάλλη, ΑΓΓ. Εγώ δέν είμαι ομορφη" ΓΕΡ. Αμποτες νά μην ησου, Χίλιους θανάτους κάθε νιοϋ χαρίζει ή ζωη σου. Τόση σου είναι η" ομορφιά, δπ' άπερνα την τάξι, Κ' οποιος θελησει νά σέ ίδί}, κ*λά άς σέ κυττάςη. Εσύ ποϋ είσαι . . . ΑΓΓ. Φθάνει σου* πώς μ' άγαπ&ς το ξέρω,' Μά στο ζητώ, μή μ' αγαπάς στά πάθη μη σέ φέρω . . · ΓΕΡ. Είναι στον κόσμο βάσανα, πάθη ποϋ τυραννίζουν, Μά ούλα στην αγάπη σου, «ϋτά δέν θέλει αξιζουν.

Εσύ δεν θες ν* σ' άγαπω, που άν θέλώ' δέν εμπόρια^ Μα κν μπορώ, δέν -ήθελα, με σέ νά ζησω χώρια. Χαριτωμένο μου ιςουλϊ^ στάσου μ·ί) με πληγώνεις^ ΑΓΓ. Λσεμδ . . . όχι μας θωρουν . , . σέ μένα μην απλώνεις. Σάν τϊ σκοπών κρατείς γΐά με, καί θες ν' άπλώσης χέρι; ΓεΡ. Γυναίκα μου, ελπίδα μου, ζωη χαρά μου, τέρι! ΛΓΓ. Και τόσοι δπο-ϋ για μέ-νανε;ΓΕΡ. . ' Οδλους- νάν τους άφησης" Κ έμέ ποϋ χάνουμε γ*ά σέ, έμενα ν' άκλουθήσης. ΑΓΓ. Μά ποϋ θα παμε; ΓΕΡ. Σπητί μας. ΑΓΓ. ΚαΙ ϊσως δέν το ξέρης! ΓΕΡ. Οχι ! Καί τί; ΑΓΓ. 0 πατέρας σου, μά μην τοϋ. τ' ίναφέρης, Δύο τρείς φοραϊς μέ χτύπησε. ΓΕΡ. ' ' Α ! ! σώπαστα να ζήσης ! Ειναι και γέρος και ζουρλος, σέ πέρνω βθε θελησης. ΑΓΓ. Μα τουτη την άπόφασ-ι, το σπίτι σου την ξέρει; ΓΕΡ. Τούς στοχασμούς των νέωνε δέν άγαποϋν οί γέροι. ΑΓΓ. Εγώ λοιπον τι νά σοϋ πδ, νίρθω στην αγκαλιά σου, Μά· η μάνα χαί δ πατέρα σου, έχθροί τση φαμελιά σου^ ΓΕΡ. Εγώ εχω τόπους άμετρους, δσα έδω έχω γένειχ, ΑΓΓ. Μ·»ϊν έχουν λίγδα τά μαλιά, καί τσακισθουν τά κτένια; ΓΕΡ. Μη σέ δειλιάζει σταχχσμος, κυράν σέ κατασταίνω, Νά βλέπης τα άλάκερο, νά θέλνς τδ κομμένο. Εγώ σέ πέρνω βίο Κορνο, σ οξωμέριά σέ πέρνω. ΑΓΓ. Γιά πρασινάδες χάνουμί, γι* τσή δροσιές πεθένω, 'ί'Ι μοϋ αρέσει την αώγνι, 5 ηλιος πριν προβάλει, Νά κόβω τά μυριστικά, νά βάνω στα κεφάλι" ' Τά χιλιδόνια νά πετοϋν, και δλο νά κελαδίζουν, Ή σκασομύτα η τόντολα, γλυκά νά παιγνιδίζουν^ , . , Σέ καλαμάκια τρυφερά σάλτους τα κανκαρέλι, Εις τδ κλαδί δ τσίντζικα:, στη φράχτη τό γαρδέλι. Νά βλέπω βρύσαις καί νερά, πολλά μοϋ νοστιμίζει, , Κ' εις τά ποτάμια δ σπορδακάς γλυκά νά καρκαρίζη. ΓΕΡ. Θά ΐδης παιγνίδια ομορφα . . . ΑΓΓ. Ά . . . κατεργάρη μπόγια-. Χωρίς στεφάνι, οέ μ' άγκίας. ΓΕΡ. , (Την μπάζω μέ τά λόγια.). Χίλια, στεφάνια στα χρυσά θά σο χω έγώ στολίδια,

— 37 — Την δίψχν, πεΐ-/*ν, θάνατον, για αϊ τά/ώ παιγνίδια. Λ μ.οϋ πιστεόνις μάτια μου, για τίρι μου σε πέρνω, ΑΓΓ. Κι εγώ 'χω τα στολίδια μου, οΰλα, οΰλχ Έα φέρνω* • Μά μοϋ μυρίζει σ' εΰρηκα., φνμόζο νοικοκυρι, Ι^ΕΡ. Ολπίζοι νάν τδν ευρηκες, κ' ελπίζω να σορτηρη. Ελα προβάτει. ΑΓΓ. Αηζν.ζ πρώτα νά βαντακώφω, Το ένα τ άλλο οτ τ,μπορώ, ΓΕΡ. ' (ΕύΟυ; 0» τση ξαμώσω.) · Κάμ« δτι θες" άκαρτερω. ΑΓΓ. Οχι, όνι για τώρα, Οτι θολώνουν τα νε?α, κείνο είναι καλη ώρα. Ελα κ' «γώ σε καρτερώ, καί τοιρα· «μα καλε-ιά σου, • · Εις την «Ολή σε καρτερώ, και γίνεται ή δουλειά σου. ΓΕΡ. Σ άφίνω 'γειά αγάπη μου, μά θε νά αϊ φιλησω^ , · ΑΓΓ. Α κατρεγάρη μ' εμπασες, θε νά α εϋχχριστη·7ω. Αναθεμάτονε, ποϋ πρωτανάόειςε, Στο κόσμο τδν έρο^τα, τση φύβις παιγνίδι*, Τρουπώνει στα στήθη μας, και μας κεντίζίι πολλά τίιτ^δίια, Εμάς τση μαύραις τά θυλ',κά. Χωριέται και τση άνδρες μά φευγει, Κ' άν μείνη δέν κάνει ζημία, Τ' ανδρός τδ στηθος δεν φθείρει ή ίρωτία, Α... δε σοϋ λέω, μας γ·λοΰ7ι με τά γλυκά!

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ. ΘΟ.ΛΩΡΙΙΣ ά^/«^ο/ίίVο^ μοναχός. ΘΟΔ. Μανάδες δεν έκλάψανε πατέρες τους υιούς του, Τοη άνδρες ή γυναίκες του, τ' αδέλφια τσ αδελφους τους, 0 μπάρμπας τ' άνηψίδι του, κι' δ φιότσος τδ νουνό του, Κουνιάδος τον κουνιάδο του, γαμπρος τον πεθερό του. 0 σέμπρος 5 συμπέθερος, 6 φίλος χωρις μέτρον, 0 γνώριμος κι' ό γείτωνας, πικρότερ' άφ' τον Πετρον. Σαν άφ τον άδη δαίμονα, δέ μ' ε'ι^ε ουλος ό κόσμος; Γέροι, παιδιά, κάθε λαδς, δέν ημουν φόβος τρόμο:; Σαν άφ τδν άδη δαίμονας, που δράκους τεταρτιάζει, Ποϋ κάνει πράματα φρικτά, κ η φΰσις τδν τρομάζει;

— 38 — Κάστρα άκαταπάτητχ, με το μηδέν γκρημνίζει, Πύργους ψηλούς ώς τση θεούς, ποϋ ρίχνει που σκορπίζει, Οθε σταθί} και δθε βρεθΐί, σπέρνει σπαβέντα ιντιέρα, Ποϋ σκιάζε: γην καί ουρανούς, και θάλασσαν κ' αέρα; Ποϋ εις τδν θυμόν του μια φορά, εις το άγριόν του βλέμμα, Ακοϋς βρονταίς, σεισμούς, κα'ίμούς, βλέπεις ποτάμι* αίμα Σύγνεφα μαϋρα άπδ καπνούς, ποϋ βλέπεις στδν αέρα, Τδ φώς σκοτάδι σκοτεινο, κόλασι την ^μέρα' Π' άκοϋς δαρμούς κ»1 μουγκρισμούς, βοαίς κλαθμούς και θρηνου;, Ποϋ δεν ήςέρεις ποιους νά κλαϊς, ετούτους η εκείνους. Στήν οικουμένη μια στιγμη, ποϋ βλέπεις την δργην του, Ν' άφανιστϊι ωσάν καπνδς, νά μη φαν/) ποϋ ητου. Ποϋ οι «ι&νες ώστε ζοϋν, τά μάτια α δέν σφαλίσουν, Απο τά εργα τ άκλαυστα, μποροϋν πολλά ν' άφίσουν. Σάν άφ' τον άδη δαίμονας, δεν εκανα τά ίδια; Τά σμπάρα καί τσή σκοτομού;, δέν τάχα γιά παιγνίδια; Δεν έντεσκαπριτσιάρισα με άχριασία με φάρδο, Φουρτούνη, Βάρδα και Λαδά, Κολύρη και Καργάδο; Παλέρμου καί Κουρούμαλου, τδ κρίας δέν τσοϋ πήρα; Απδ τη μέση χίλιονε, δέν τσουπα αλάργα τηρα; Δεν έγελάσαν τά τραγιά, και δέ μοϋ το πιστέψαν; ΚαΙ πέρνω άπέτο τη δουλειά, και ούλοι στά πόδια έπέσαν; Δεν είπα τοϋ Τριζάμπελου, μο>ρ' κόψεμουτση οΰλαις, Μπριζόλαις, λάντζα και γκοφο, γιατι δέ θέλω μπούρλαις; Την πρώτη και τη δεύτερη, σκηνα χοντρο κοψίδι, Κι* απο 'κει άπάνου κερατά, και τ' δρφανδ παΐδι. Σαν λέοντας ο εν εττε ταξα, έτοϋτο τδ χαντζάρι; ΚαΙ είπα πεθένει δ κερατάς, έκειδς ποϋ τά πατσάρει: Εί,θύς ευθύς -δέν άρπαξα, άφ' τδ σκοινί τδ κρίας, Και δέν τούς άβεληρισα, καλούς κακούς με μίας; Τάχα καί δέν τούς έκαμα, καθέναν γατσουλάκι, Κ' ουλοι δε μούπαν στη στιγμή, πάρτα σιορ ©οδωράκη; Ποϋ είναι εκείνος δ *«ιρδς, ποϋ ζωνα τ' άρματα μου, Κ' ή πιάτσα έκουνιότουνα άφ' τά πατηματά μου!! Ποϋ ειναι εκείνος δ καιρος, δπ' ούλα τά παρτίδα, Ούλα ετρομάζανε γιά με, κ' εκείνοι ποϋ δε μ' είδα; ·θυμοϋμαι 'κεϊνο πό'καμα, μέσα στο Μαχαιράδο, Ποϋ εδειρα τον Κυβετδ, Φορτούνη τδ νοδάρο, Κι' δ Παπαδάτος ετρεξε μ' ούλο του τδ καπίκι, ιΓιά νά μέ πιάση ηθελε, σάν τδ μικρδ κατσίκι.

— 39 — Εί$υς τον έποστάρησχ, τοϋ λέω σιάσου 'πίσω, Οποιος κουνιστε! άπο έσας, μυαλά του θάν τοϋ χύσω. Εύθυς μου 'κάμαν τά τραγιά, αδεία για νά περάσόι, Και κίνησα τί) στράτα μου, μ* τιμημένο πάσο. ΚαΙ δέ μοϋ λές άν άφηνα, ποτέ μου πανυγήρι, Δίχως αντάρα /.αί καυγά δποϋ νά μη πατηρη / Δεν είμαι 'γώ ποϋ εκαμα, έκειο τσ' έβρίας το κάζο, Πδνομ* άφηνω 50* το πω, και πάντα ανατριχιάζο;; 12 πώς θυμοϋμε.' ποϋ Εγνεθε, με κατοι ίβρίαις άλλαις, Αρματωμένος ητανε, κοντάτση κ δ Κανάλες. ΚαΙ κεί περνώντας αλά βιά, δ!χοις νά χαιρετήσω, Έκαμα έ'νχ βίξιμο, και 'κειί» παλικαρίσιο. Ημουνα μέ τδ φέσι μου σίδερα φορτωμένος, Ινολορ ντε πατρόνα ημουνα, επιταυτοΟ ζωσμένος. Ντριτσέταις δύω φοβεραίς, στα φιάνκα και στη μέση, Αλλη μικρή για τά κοντά, φουσέκια εις το φέσι. Σ— ατσακουβέρτα τρομερή, χαντζάρα τόση κ' άλλη, Μώρ τι λεβέντη; ! τί κορμί μά εΤ/α και κεφάλι. Και ρίχνω έ'νκ προβέρμπιο, λογιάζω Ετσι τήν πηρα, Μ. . . ά, μ . . . ά εχου* ρ·.ζ:κο, μ . . . ά μ. . . ά εχουν μοίρα, ή πως θυμουμαι στη στιγμή, ή σκύλα είπε φερμέλο, Μιανή; μπατούλι7ς πουτανε, φερμέλο καί κιαπέλο. Κι δποϋ τσακίζούν κατ έμέ, φερμέ, φερμέ σολέντε, ΤΜον με σκαμπέ, νον μέ σκαμπέ, τιρέ τιρέ σαργέντε. ίΐ έδεκεί πώ; άρπαξα, τη μεσινή κολώνα! Τοϋ Μιχαλίτση! κ' εκαμα έτότες κόζα μπόνα. Τή μία ντρ',τοέτα έπέταξα, ιντρίο καν σαργέντε, Περκέ βί μάνιο λάντερα, τώρα πρεζεντα^έντε. Τήν άλλη ντριτσέτα έπέταξα, ίντρίο νον σπασάροι, Και όποϋ άβαντσάροντας σ' έμέ, δ πρώτος τσή σμπαράοω, ίί σε τι σμπαρα επεσαμε, μποϋ μποϋ εγ'ίε Τδ μπάλτσαμό του έμεινε μέσα εις τά γλυκά μου. ΘΟΔ. ίΐ ενας θεοκερατας! επήρε μυρωδια, Τώρα νά ΐδης νά θρονιαστώ, ΠΟΝ. 'βίβα στη συντροφιά. ΓΕΡ. Κόπιασε, ΠΟΝ. Οτι εφαγ», ΠΑΠ. Τσετάρισε αν ορίζης, ΠΟΝ. Ορσε για την αγάπη σας, ΠΑΠ. Κάτσε μη μας χωρίζεις. ΠΟΝ. Ας πάρω άλλη μιά μπουκιά, ψυμένο εις τον ηλιο. ΘΟΔ. Μά πόληψι Στχθάκη μου, κουστίζει σιορ Ποντήλιο. Κέ μπέλζ κόσα μά το Θεο, τι διάολο, σαστίζω, Νάρχουνται εδώ οί θείστραβοι, νά τση ταυλοκαθίζω. ΓΕΡ. Βάλε γιαμά κ' έμένανε, γιόμτ.σέ μου την κούπα, ΘΟΔ. Λίγο Γερολυμάκη μου, σκοτίζει την κούρούπα. ΓΕΡ. Ντασένο, κράσος θαυμαστός! μοσκιάδα εχει μεγάλη, Μά σάν κομάτι ρετσινιάς, βαρεί εις τδ κεφάλι. ΘοΔ. Σ' έσκότησε μωρέ τραγί, γιόμιστη, κέρασέ με* ΓΕΡ. Θά στη γιομήσω στιβαχτη, ΘΟΔ. Μπράβο σου πότισε με. ΠΑΠ. Ηθελε παραγιόμισμα, άκόμη τ6 κοτόπουλο, Εκεί, καλώς τά δέκτηκες! νά και το Ποντν,λόπουλο ! ΠΟΝ.Α. Θέλτε κανένα θέλημα; ΘΟΔ. Οσ/.ε σ ευχαριστουμε, Σπολάϊτης εις την πείραξι, καλιά σου νά γευτουμε. Καλιά σου ινφαμούδικο; ΠΟΝ. Δ. Σκασμος μωρέ φαλτσούνι; Πού σκιάχτηκες . . μη . . . ΠΑΠ. , Σώπενε, ΠΟΝ.Λ. ίδές ενα τσιγκουνη! ΘΟΔ. Ακόμη αύτοϋ στέκεις μν>ρέ; ΠΑΠ. Μπρέ άστο ελα νά φαμε . . . ΘΟΔ. Ράτσα ντε κάν, μπέκο φουτου, άζηνο, πόρκο, ίνφάμε Ελα το τεμεράριο; * ΠΑΠ. , Εκειο δέ θέλει θάρο,

ΘΟΔ. Το τεταρτιάζω, το μαδω, το σφάζοι τδ στροπιάρω. ΓΕΡ. Δός μου ενα πιάτο Παπουτση, οχι το λυγδομένο, Π ΑΠ. Νά.. ίϊ γαμότχ μοπεσε, νίτανε ραϊσμένο. ©ΟΔ. Το τσάκισες; μοϋ τδκαμες, τ& διάφορο άμπονώρχ, Νάν τδ πλερώσ-ρς αδελφέ, γιατί σ' ευρίσκει μπόρα. ΠΑΠ. Μά... μά το Θεΰ δεν τδθελα, ©ΟΔ. Μά... μά θάν τα πλερώστ,ς. ΠΑΠ. Καλέ στ* άλ/,0 εια μοϋ το λες; ©ΟΔ. Αμη θά μέ ζγιμιώση;; Εγώ στο λέω ξάστερα, το πιάτο δέ Οά χάβω, ΓΕΡ. Καί άπο τά φίνα, ©ΟΔ. Πλέρωστο, δέν κάνεις ενα -άσο. ΠΑΠ. Καλά είπε κ' 5 Γερόλυμος, πώς το κρασί κτυπάει, Λίγο νογάει νά 'μιλη, εκείνος ποϋ ι/εθάει; ©ΟΔ. Μοϋ τσάκισες το πιάτο μου, μέ λές και μεθύσμένο; Μώρ γιάσου το σπολαίτνις, άκοϋς το ξεχασμένο; ΠΑΠ. Εγώ δέ δίνω τίποτσι, καί σ εισαι ξεχασμένος, ΓΕΡ. Σφακτνις, ΠΑΜ. Σκασμος, ©ΟΔ. Περίδρομος, ΠΑΠ. Είσαι μουντζουρομένος. ©ΟΔ, Μίλιε πιλιο καλητερα, μπιρμπάντε καί φαλτσούνι, Γιατί σέ κάνω δθε μέ ιδείς, και μοϋ φιλεϊς μπαστούνι. ΓΕΡ. Σοϋ λέει αλήθεια κερατά, σοϋ σπάμε το κεφάλι, ΘΟΔ. Και πετραχείλι καί παπα, νά ίόϊίς νάν τόνε ψάλνι. ΠΛΠ. Δέ σας θυμουμαι ζ πως εχει γκεβολέτσες, ΘΟΔ. Θέλει σβελτέτσα, δείξε του. οΰλες ταη. ντιφερέντσες. Μά■ μη σταθης σαν κούτσουρο; ΓΕΡ. (ϊϊ τη βρωμοκατσηδα; = ·.·..' ΘΟΔ. Μώρ άκουέ με διάολε, ποΰ τάχω οίίλα π«τηδα, Μέ βάσανα, χοντρά χοντρά, άλλα μεγάλα κι άλλον Πουιαυν στη κούνια, στη φασκιές, και βύζανες το' γάλα» Δέν ε?ναι άπδ τά εργα μο»,. έτοΰτα τ' άλφα βήτα, Μά έσάστιζες, άν ηξεοες, τοϋτα λά μία βήτα. Ακου, γιά τηραξέ με 'δώ... άκοϋς ! άλιος 03 χέζω, Νά δείξης γενναιότητα πως τί>ν κρατείς βφέζο. Καί πΐάσε φίλησε τονε> · · ΓΕΡ. Νά ίδω καί ά με φιληαη, , ΘΟΔ. Μοΰ δίνει παρωξί'τματα, δ» θέλει νά γροικήηι.

Θέλίΐ μωρέ πολίτικά, μπάστα να ρεγκίστράρηί* Και ριτσεβοϋτα μην κάνεις, εις δσα όά πασάρεις. Τά βάσανα Θέλουν μυαλδ, τζογέτο στραταγκέμα, Και ό'χι φροϋ φρου, γιατί δ έχΟρδς τι· θέλομε, μά θά μοΐ την πληρώνουν. Ετουτα είναι σταυρώματα, όπου συχνά μοϋ κάνουν, Καί βασιλειάδες νάτονε, δέν ήθελε τδ κάνουν»

49 -ί Α . Γ χρόνοι καί ποϋ εϊσαστε, αν εΐμαι γέρος ? Καί δέ μέ βασταίνει τι» πόδι, άλλιος έβλέπανε,' Το τί αξίζει, τδ τί πεζάρε*. δ Θοδωρης. Ε . . . κ*ί άν κουκίσω και ζώσω μαχαίρα, όλους τσί σφάζω, τσί τεταρτιάζω, Τσί τρόω βραστούς ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΡΩΤΗ. ΘΟΔΩΡΗΣ χαΐ ΓΕΡΟΛΤΜΟΣ. ©ΟΔ. Γερόλυμε αποφάσισα, νά ίοώ νά σε παντρέψω, Καί νά σε κάμω άνθρωπο, νά σε νοικοκυρέψω. Μοϋ φέραν ενα προξενηδ, δπου μ&ς τεριάζει, Ειναι και δμορφούτσηκη, δποϋ εσένα 'μοιάζει. ΓΕΡ. "Άν είναι ετσι όμορφη, ωσάν και την Άγγέλω, Την πέρνω μ εΰχαρίστησι, κ εις τέτοιον τρόπον Θέλω; Μά αν είν' καμμία άσχημη, δποϋ νά μην αξίζη, Δεν την έθέλω βέβαια, κί άς πάη νά γυρίζη. Κ' εγώ μέ την Άγγέλω μου, περνάω γιατί εχει, Ομορφα γοϋστα καΐ καλά, και τέχναις ποϋ κατέχει.' 0ΟΔ. Μπράβο μωρέ Γερόλυμε I μέ μία παλιοταρκάσα, Εχεις καί μοϋτρ* νά 'μιλ^ς, γιά μία βρομοκαρπάσα; Νά θες νά ζης μέ δαύτηνε, ποϋ δ κόσμος τη γνωρίζει, Πώς ε?ναι πρωτοπούτανος, το σΐόματση μυρίζει! Γερόλυμε, Γερόλυμε, πολλά άσχημα πενσάρεις, Καί άσχημα στοχάζεσαι, καί άσχημα βιγκιλάρεις.' έγώ το αποφάσισα, το γάμο νά τελειώσω, Καί τοϋτο το συμπεθεριύ, όέ δέλω νά ξηλώσω. Γ-.ατ' είναι φαμελιά καλη, είναι καί τιμημένη, Εχει καί το δικούλιτση, ειναι καί φημησμένη. Ετσι μωρέ παντρέβουνται, τοϋ κόσμου οί γαλαντόμοι," Καί ζοϋναι μέ καλη τιμη, καί δέν εχουν Ιγκώμη. Μά τί θέλεις εσύ μωρέ, νά πάρης την πουτάνα; Νάχω μωρέ στο σπητι μου, μία παλιοφακλάνα; βέλω μωρέ νά παντρευτ^ς, νά πάρης κορασίδα, Νά τιμηθϊίς νά δοξαστείς, νά σέχω πάντα ελπίδα." ΓΕΡ. Κάμε δτι θέλεις μη ρωτάς, δεν θέλω έγώ νά ξέρω, Γιατ' εισαι δ πατέρας μου, ΘΟΔ. Το τί θά κάμω ξέρω. Ο ΧΑΣΗΣ 4

·

Τ$Λϊμέν& μου εΤχχ ά-όφασι, χακί) σε σε νά χάμω, Αν δεν ευχαριστιόσουνα, σε τοϋτονε το γάμο. Δε β αφινα εγώ τίποτε, δλχ για την ψύχτί μουί Αε σ άφινα μά το Θεο, μήτε και την ευχή" μου Νά ξέρης πώς την Κυριακη, ή αρεσκεια θά γένη, Και θέλω νάσαι έκεϊ παρδν πουναι κ οί καλεσμέ;νθι. Ξέρε μωρέ Γερόλυμε, πώς πέρνεις κοπελάτσα, λτρ γονέους φρόνιμους, πουναι γνωστοι στην πιά;τσα. Είμαι πατέρας χίραις γιομάτος, Για τέτοιο πράμα δποϋ θωρώ. Εγώ λογιάζω καί λογαριάζω, Πώς ϊγω μία νύφη Ποϋ τέρι δέν έχει τση προκοπαίς, Καί συ καμαρώνεις σχ τη χαρά. ΣΚΗΜ ΔΕΚΑΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ. ΠΟΝΤΗφΙΟΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ χαΐ ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ.

ΠΟΝΤ. Μποντι μάστρο Γερόλυμε, ηρθα νά συχαριάσω, | Νά πέξη το μασέλι μου, κάτι νά δοκιμάσω. Θέλω κ εγώ στο γάμο σου, νά κάνω άλτο μπάσο, ΓΕΡ. Σ' ευχαριστώ Σταθάκη μου, κέ μπέλα κόσα σπάσο; ΠΟΝΤ.Τι _χρεία σ' έχω γώ έσ'ε, άζινο βιζντεκάτσ; Ηρθα κ' εγώ σά γείτονας, ΓΕΡ. Ιο νον σόνο πάτσο. Μ II ΑΡ. Μώρ τ' είναι, τι επάθετε; ΠΟΝ. Ηρθα νά χαιρετησω. όπ' έκαμε την άρεσκειά, σέ τέτοιο σπητι πλούσιο. ΜΠΑΡ. Και ποϋ καί ποϋ γάμο έκαμε, πώς εγώ δέν το ξέρω Θέ νάναι βέβαια άπο κειαίς . . . ΠΟΡ. Εγώ εγώ το ξέρω. Νά ξέρης σιορ Αντωνάκη μου, πώς εΐν' έδώ κοντά μας, Είναι γειτονοπούλα μας, έδώ στά δεξιά μας. ΜΠΑΡ.Πές μου μωρέ στο Οέο σου, πιά 'ναι τούτη ή ωραία, ΠΟΝ. Είναι τοϋ Πέρα. ΜΠΑΡ. Εκατάλαβα, δέ θέλω άλλο πλέα. , Νά ζησετε Γερόλυμε, ΓΕΡ. Σ' ευχαριστώ ώς τόσο, ΜΠΑΡ. Μα 'γώ στοχάζομαι προικιδ, νά μην έπηρες τόσο.

51 — Την Επαθες καί ξέγνοιαστο, δέν είσαι δ* κληρονόμος* Γιατί ϋχει σερνικδ παιδί, είναι καί γαλαντόμος. Την επαθες γαλαντόμο μου, το σπητι δέν το πέρνεις, Ξέρετο άπδ 'μένανε, καί τοΟτο μη προσμένεις. Την ίπαθε δ σιορπάρες σου, μέ τέτοια κορδομάρα, Κρίμας εις το φρακάσο του, καί κρίμας την αντάρα, Π' έκεϊνος πάντα ελεγε, πώς θέλει αρχοντοπουλα, Εχέστηκε ώς τά νεφρά, μέ δίχως αλλη μποϋρλα. ΓΕΡ» Μώρ τι άνθρωποι, μώρ τί γαλαντόμοι, Μά τι σέ 'γνοιάζε, τδ τι βράζει ή* παδέλα τοϋ καθενος; Αν ν^ναι αρχοντόπουλο, λά ράτσα νδν φάλα, Γιατ' . είναι κλεύταρος, γιατ' είναι κατήγορος, Μπάστα πως είναι Μπαρζδς.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ. • ΘΟΔΩΡΗΣ *α2 ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ. ΠΑΠ. Μπογκιόρνο μάστρο Θοδωρή, τδμαθες το τί τρέχει; όπου δ Γουζέλης σάτυρα κόντρο σέ σένα Ιχει; - Καί κει μας εχει ουλους μας, μ' εναν καί μ' άλλον τρόπο; Μας βρίζα άποσκεπαστικά. ·©ΟΔ. ' Α . . . δέν εχει τόν τδπο. Γιατ' είναι φρόνιμο παιδι, άπ' ουλα στολισμένο, Εχει καί τήν ίντράδα του, είναι καί φωτισμένο. Μέ γράμματα ελληνικά, φράγκικα και λατίνίχ. Ξέρει καί φραντσέζικα. ΠΑΠ. Μας κρέμασε κουδουνια. Πίστευε οντάς σοϋ μιλώ, γιά δέ σοϋ λέω ψέμα, Και ξέρω δτι γίνεται, γιατ' ειμαι δλος βλέμα' Και πάοι μέ τή φιάχα μου, μέ ντζίρο καί μέ τρόπο, Καί ξετρουπόνω απόκρυφα, καρδίαις των άνθρώπω. ΘΟΔ. Αν είναι ώς καθώς μοϋ λες, ξέρετο άπδ μένα, Πώς θέ νά ίδης καμώματα, κακά καί πικραμένα. Γιατί τί έσιοχάστηκε, εμένα νά ίνφαμάργ; Εγώ δεν είμαι άπδ κεινους, ποϋ κλέφτει, ποϋ ίνφετάρει,' Είμαι κ' εγώ άπδ κεινους, τσί πρώτους γαλαντόμος, Καί πάω στην πιάτοκ καθ' αδγη, καί μέ στιμάρει ό κόσμος.

4=ν ίο π(στείω εγώ ποτε, «το&το νάν το χάμϊΐ» Γ Μά άν τοκαμε εγίν^κε, βλέπεις πως Οά με κάμΥΐί Νά κάμω πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα. ΠΑΠ. Εγνοια σου Θοο*ωράκ»ι μου, γίνεσαι μέλι γάλα. Ετσι σε κράξει δ Μπαρζας ν* πχ'ϊντ* μία κανάτα, ϋλά περάσανε ευθύς. ΘΟΔ. Μάστορα φτοϋνα άστα. Δε,ν ξέρεις τοϋτο τ'ι θά πί, ό κοσμος το τι είναι, Είσαι νιοράντες. καί άμαθος, και δέν γνωρίζεις τ ειναιΐ II Λ II. Ξέρω· καλύτερα άπο σέ·, και δποτε θες στο δείχνω. Και οποιος θέλει άπο σας έδώμε καί τοϋ δείχνω. Καί μάθε πρώτα νά μιλίίς, γιατι 'λίγο κατέχεις, Κ' εγώ νιοράντες δεν είμαι. ΘΟΔ. Λ ξαφνικο νά χέσης, Εγώ δεν είπα δια έσέ, μιλώ για τδ Γουζέλη, Ιί' έγνοια σου μώρ παπουτσνί, γιατί πουλ.ώ έ'ν' αμπέλι, Κ' ευθύς κάνω τδ κέφι μου, βάνω καί τον σκοτώνουν, Βάνω καί τόνε σφάζουνε, κάνω καί τον ξαπλώνουν. ΠΑΠ. Μπρε άμε στο διάολο μουρλέ, κι' άσεμε μένα κάτου, Ποϋ άν το μάθη σδκαμε, τδ σπϊίτι σου άνου κάτου, Μιλείς καϋμένε σάν παιδί, νά θέλης. τώρα νάμπγις, τέτοια φαμελιά χοντρί}, ΘΟΔ. . Εσύ δεν μπορείς νάμπης: Είσε φτωχος καί δέν έχεις, έτσι κομμάτι ίντράδ«, Ποϋ νάχ«ς 'λίγνι 'πόλνιψι, νά σοχουν καί ρεβάρδα. Εγώ είμαι άλλος, άνθρωπος, είμαι καί ακουσμένος, ΠΑΠ. Είσαι γνωστος εις δλουνούς, πώς είσε βουρλισμένος, Πάντα παλικάρία, πάντα μέ άρια, Πάντα μέ φάρδο, καί χέζεται ώς τά νεφρά, Πάντα σμπάρα, πάντα καυγάδες, Πάντα άντάραι:, καί τον έδέρνουνε ώς κ' οι όβραϊοι;

ΪΤΡΑΞΙΣ

ΤΕΤΑΡΤΗ.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ. Οηα'α του Χάσ*?. ΚΑΤΕΡΙΝΑ χαΐ ΙΈΡΟΛΪΜΟΣ. ΚΑΤ. Τον ξέρεις τον πατέρα σου, τό πως συχνά φουγιάζει, Καί για το μαγαζ! έτε, 'λίγο μ καντέμο άνκα ούν βέρσο.

- ··

Τούτι, τούτι ιν κομπανία, Ανταρέμο ίν άλεγρία, Γιά νά πιοϋμε μιά κανάτα, Φέρετε και μία κομμάτα, Νά μασοϋμε κατι ντις, ~τ*ϊ γιομίζω νάν τί;ν πιης.

— (χΐ — . ·

Β.?βϊ τούτι >1 άμίτει, Δνχα. νάσ,τρι ί νεμίτσι,, ΣαλοΙιντέμο δλουν&ΰς.

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ "Ο.ΐη ι) Σ&νούο% μαζοιιέΐη,

'(Η.1ή ό Ποιητής.

Έγώ τώρα έβαρέθηκα καί θέλω νά φινίρω, Σϊ τούτην την ύπόθεσι, και πάλι νά διαγόρω* Νά κάμω τά πενέσματα ώς πρέπει. εις οέ ο'αλως, Γιατί έχουμε ανάμεσα πολλούς εχθρούς και φίλους, "Ομως ό μαστρο-θοδωρής εχει το μεριτό του,. Γιατί έκαζάντιαε πολλά και άψισε των παιδιών του. Ή κατερίνα και αυτή

έγνεθε μέρα νύκτα,

. Νά τσέβρουν γνέματα πολλά νά μην την ποδν μεθύςγια. Άκο'μα καί δ Γερόλυμος εχει τ6 μεριτότον, Πό'λα του τά καμώματα έστάθη γιατρικό του· 'Οπόπινε πολύ κρασί κεΐχε μεγάλη μύτη, Καί μεθυσμένος πάντα του έπήγαινε στο σπήτι. ϊόν έμαθε ό Παπουτσής όπούναι γενημένος Άπό τόν Βάκχον βέβαια αυτός ειναι βγαλμένος· Αύτηνος μόνον μία βολά έστάθη μεθυσμένος, Καί τόμεινε γιά πάντα- του-- είναι καί ξεχασμένος; Είναι άπ& τή γυναικά του ειναι άπό τά παιδιά του? Είναι άπό τά καμώματα εκείνα τά δ«άτου,

— 62 — Ό Αντωνάκης δ Μπαρζός τό φοβερό κέφάλι,' Δε λέω τά καμώματα τ άφίνω για τήν άλλη· Πώς είνε ή μάνα τσή τιμής έτο0το3 έν τό λέω, Τό ξέρει ό κόσμος βέβαια δίχως έγώ νά λέω. Νά ηώ για τον Ποντήλιο μας όποϋνε άπό τσΐ πρώτους, Τσί νυκτοκόπους τσΐ καλούς καί πάει εις τσΐ τόπους, Νά βλέπη τό τ! γίνεται νά φέρνη τά ραπόρτα, ΤοΟ καβενοϋ τό σπήτι του και πότε άνοίγει ή πόρτα. Νά ποϋμε και τόν άλλονε όπου τον λέν Σκορδίλη, Όποϋναι και πραγματευτής και πάντα του στα χείλη, Πάντα τ αρέσει νά μιλή φράγκικα και λατίνια, Καί δέν ταρέσει νά πουλή μαχαίρια καί πηρούνια. Ειναι και τό παιδί αύτό όπου τό λένε Γιάννη, Όπόχει άρώστια φοβερή και δέν μπορεί νά γιάνη* Που τρώει έναν περίδρομο όσα καί άν τοΟ δόσης, Δέν τό χορτένεις βέβαια όξω και τό σκοτώσης. Εϊναι καί ή Άγγέλω μας ή όμορφη κοπέλα, Πόποιος περάσει έκείθενε εύθύς τοΟ λέει έλα* Εϊναι καλή στά ψυχικά γιατί οποίος τήν ζητήσει, Όχι δέ λέει κανενοϋ γιατί έτσι τό θέλει ή φόσί Έμοιασε λέω .

τσή θαυμαστής 'Ρεσοΰλας τσή

φαμόζας,

Μωαμετάνας Γύπτισας έκείνης τσή βιτσιόζας,

"Οπου Ικαμε ένα στράτευμα όλο νά τήν περάση, Καί ό στοχασμός της ήτουνα όλο νάν τά χορτάση. ,Ειναι καί ό Μαρινάχης μας όπου πουλεΐ όρτίκια Πόκαμε τό Γερόλυμο

καί πήρε τά ποντήκια

— 63 — Σολντάδοι οι κακορίζηκοι έπνιγαν νά 'γοράσουν Παπουτσια από δκύτονε κέτσι νά δοκιμάσουν, Μν τα μιλή τά φράγκικα νά κάμουν τδ παζάρι Νά δόσουν τούς παράδες τους κένας του νάν τά πάρη. Ειναι και ό βρομοβούρδουλας Μαρίνος Κατεβάτης Όποΰ τή βάνει μ' εϋκολιά τή νύφη στο κρεββάτι, "Ετσι μιλήσει μέ τασέ ευθύς τή γιουντιχάρη. Για νά σοϋ κάμη τροφαριά και άλλο δε μπενσάρει. Κορμί ειναι τεμεράριο δλος είναι χανάγιας Ειναι φαλτσούνι τέλειο ειναι όλο ταρτάγιας. "Ολοι δλοι μαζομένοι, "Ολοι τούτοι ανταμωμένοι, ΚαΟενοϋ τό όνομα του Είναι και τό

'πάγκελμά του,

Είναι δώ και ή ζωή του Αλλουνου είναι ή τιμή του "Οποιος θέλει νάν τούς ξέρη Άς 'ρωτήση νάν τούς έβρη Πώς έκειό πουναι γραμμένο Είναι όλο συνθεμένο. Πρέπει τώρα νάν τά 'φίσω Ηώς τελειώνει αύτό τό ίσο. Και γιά τοΟτο κάνω τέλος Στο γραμμένο τούτο έλος. ■

υ ρ ι σκ ετ α ι Εν ΖακίνΟα»

καρά τω ίίίψ Ικδ£τγ5 — » Κ. Ίαιάννη Δ. Παπανίκόλα. λ Κιρκύρα « καί τβΐς έκεΐιε βιβλιοπώλαις. » Κεφαλληνία — » Κ. Ν Α. Πολλάνη Πετρίδη. — » Κ. Ανδρέα Γολέμη. » ΛίΙικάίι •— » Κ. Παναγιώτη Βλισμά. » ΜΟά/η — » Κ. II. Λάμπρο». » Αθήναις » καί τοις ΙχεΓοε Βίδλιοπώλαις. — » Βιβλιοπώλη Κ. Σωτηρία» Λομβάρδω. » Ιΐάτραις » ΐι Σύρο» » Ναυπλία» » » » » »

— — — —

Καλάμαις Πρεβέζη — Ίωαννίνοις Κωνς-αντινοκπόλει Σμύρνη —

καί τοις ΙκεΤσε βιβλιοπώλαις. » Βιβλιοπώλη Κ. Π. Γ. Μαίμω. « Βιβλιοπώλη Κ. Σ. Σοφη\ » » » » β

» Άλεςαν&ρεία » — » » Λιβόρνο» — » » Λονδίνο» — » » Παρισίοις

Ύιμαται

Κ. Νικήτα Στρατηγοπούλω. Κ. Κ. Σ. Καραμάνω καΊ Π. Χ.Μαμμάτη. Κ. Παναγιώτη Άραβανδινφ. τοις έκεΤιε Βιβλιοπώλαις. Κ. Γ. Δαμ.ιανω. Κ. Μ. Α. ΡΪ32Ζ3. Τω Κ. Διονυ&ίω Κ. Τσερώνη. Γραφεία» τοϋ Βρεττανι/,οΟ 'Αοτέρος. Κ.. Ευγενία» ΒβΗη.

Δραχ/Λ,

1,25.

Έ;ί?όΟησαν αί 1 2 Τραγωδίαι Ίω. Ζαμπϊλίοο μετά της Βιογραφίας αδτοΰ και λ. ίίς Τομ. 2. τιμώμεναι Δραχ. 18.

[

>

! 5 ! Ε



^3>'Ϊ3>>Β».

'>^»» Ί'1 3)Τ!» > >>3» )>^·ι»

,'^» Τ»0> ^>Τ3)'-»ι»1"^>Μ-,>' >5-»3.>>'ο>>3»·>>■3»ί,·

^ )»3 3» '-Τ>)-)>Λ'»■·.9·

τ">»>-».^β»ν>.>■η»ι..>'>

>;'» Ττκ> ^ο ■>>.3->-"»

'\·*^'>■>.»^>·, ^Β^',,»3τ-»>»ί►·-. *β^·> >νΐ9^>^'Ρ^>'-Ρ 31»β»3θ.■·,...

'>3» ϊ -->το>.■»>»

>

''τ"3·ν3>-3>ι>>-■»>>·»:.>

3"11>> > 33 >» 3> > > > >>

5*'ϊ>33»3«>ι3»>■'■.> )>Τ-»■ ■ » > >-*,»ε»,^.>

λ»'"»"■Ϊ■»'3>3»».1'ν3> »τι>Τ»> ->>ί > 3 1 >^», "3* ^ >^> «> > ) >'Τ» ■>3>>>ΤΒ»>·* Τ»^>< ,ζ» ^ »■>»τ>,> >>■.-»»^-

>> >> >)

> >

:τ»»■>-> » 3»3!^.»ν>■·".·^^>>,3Κ> ,,3» >>)-3Ί'»Ζ>»>-^

>ι,' ''3»>»■"·>··,· ϊ3»3 τ» > >> ;>ο- Τ*· >2».» Τ» »'~>^>>ν>·>> ">3»^>,>ν»,

Λ> >> ^ >3» >Ζ3 )>>,, 0> > ^3» )> -' > ■■··■. -> · ^> >■>3^»3

3>3»>» ^'3>3»>. >»33»>·»ν■^>

35^>3>>3β3*>>■.> *>> : .>^>·3>ϊίο>

3> > >3> > > 3>·>

.-··■-.■ »>3.>3>

3 >3» ί>33^Τ/\>»ι>Τ»»■■ "3» ι> ··> >1>» >

[ > ■■ 3» ">ν'> ">

3Τ*>3>>

*3»3»»>>■■·»>.3»;·

>^ >3>3»>• >

*^ >ρττ Τ3» »> » ):'Γ

ί» *3»3>>3^■·.->>.».,

>» 3>,»"-> »>:>>^ >> >>

,■3»3.>>ί.*»-*.>'»· >\ >>>»^>>>>>χ

>\ »*; >■>1■ >> >■--

-» »" ·■-■>->

V>■»>> >>>■■■,; >"■--3 ^:3>»>>» 3>»3>„,

3>1)»'

^Λ ■>' " ■* > / . 1-> 'V ^ϊ'> >

';» ·>

Χ\ Ν3V>"».

» ^ > 33•^>,»

>·Εν>■.>

' ί■■ί>■■ > »> > >>, 3 α»> ·* *»; »>>>■>-" ' •»-> >^»»•>

">Χ>)'3»> 3>V» 3.' ,3»>.»,■· ϊΜ;>>>» >>· 3» ί»>3>)» ■

)> ,, '■.3■, , ,· )) >,>■- - ) > > • 3■ Τ Β » , > >-•;»■>3>, > »■>*'>, >»>■· >> '>> >>»"'*■ ' >1>>;·Γ». ,'. ε*·.·>>,» 2β->3·»; ·>)) ) 1 . ^ > '»)>.> >^ > > _'>■,

>

> >

»ί ^>>

>3 ) >■»->^>^.■>•.'>>ν>.>^>IX»

>> »>■> ;

*• £> ) )•

»>1), |^ 1?>5)» ~>3 >

»>1 > >

" .

ο >3> >·> >

>>

»

3> >>>3 )> » >■ ■·> » ΤΗ)1■ 23 :*» > > ί1. > > > > .>·» » » > ■ ·> >>■< >.»•3 >

3· *>) 3>ι» ->> ■

*>3>> » >> > » 3» > >

- ί .>>ι■ »> 3» ι

> » > 3



View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF