White, Michael - Ισημερια

December 22, 2017 | Author: rockerangi3707 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download White, Michael - Ισημερια...

Description

ΜΑΪΚΛ ΓΟΥΑΪΤ

ΙΣ Η Μ Ε Ρ Ι Α

Μετάφραση από τα αγγλικά: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2007

Για τα παιδιά: Λίζα, Ίντια, Τζορτζ, Νόα και Φιν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οξψόρδη, 20ή Μαρτίου, 7:36 μ.μ. Ο ΑΝΤΡΑΣ ΚΟΒΕΙ το σωληνάκι της βενζίνης στο αυτοκίνητο της κοπέλας, την ώρα που εκείνη απολαμβάνει το δείπνο στο σπίτι του φίλου της, και υστέρα κοιτάζει το καύσιμο να χύνεται στην άσφαλτο και να κυλάει στο λόφο, μακριά από το αμάξι, ενώ τα υπολείμματά του εξατμίζονται αργά. Λίγα λεπτά αργότερα τη βλέπει να βγαίνει από το σπίτι και ακολουθεί το αυτοκίνητο της για τετρακόσια μέτρα, καθώς αυτό κατευθύνεται προς το ύπαιθρο, παρακολουθώντας την κοπέλα να φέρνει το όχημά της που πνέει τα λοίσθια στην άκρη του δρόμου. Σβήνοντας τα φώτα, γυρίζει το κλειδί στη μίζα και αφήνει το αυτοκίνητο του να τσουλήσει σχεδόν αθόρυβα και να σταματήσει περίπου πενήντα μέτρα πίσω από το σημείο όπου βρίσκεται εκείνη. Ακούει τις μάταιες προσπάθειές της να βάλει μπροστά τη στεγνή από καύσιμα μηχανή. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο του και βαδίζει χωρίς να βιάζεται κατά μήκος της λωρίδας κυκλοφορίας, φροντίζοντας να αποφεύγει το σεληνόφως και να μένει σε σημεία όπου πέφτουν σκιές, σχηματίζοντας στο έδαφος ψηφιδωτό.

Η σιλουέτα της κοπέλας μόλις και μετά βίας διαγράφεται, καθώς το λεμονί σεληνόφως αντανακλάται στην οροφή του οχήματος και φωτίζει τα κλαδιά των δέντρων και τα φύλλα που απλώνονται από πάνω. Τα πλαστικά καλύμματα των παπουτσιών του τρίζουν πάνω στη μαλακή τύρφη. Ακούει το σταθερό ρυθμό της αναπνοής του και οι ανάσες του συναντούν το εσωτερικό της πλαστικής μάσκας που καλύπτει το πρόσωπο του. Ανοίγει το βήμα του. Η κοπέλα σταματάει να γυρίζει το κλειδί και κοιτάζει γύρω της από τα παράθυρα, όμως δεν τον βλέπει, έτσι χωμένος που είναι στις πυκνές σκιές, καθώς βαδίζει προς το αυτοκίνητο της. Εκείνος τη βλέπει να πιάνει το κινητό της από το κάθισμα του συνοδηγού. Δύο ακόμα βήματα και βρίσκεται στην πόρτα. Την ανοίγει και ορμάει μέσα, με το νυστέρι μπροστά. Η κοπέλα ουρλιάζει, ανοίγει αιφνιδιασμένη τα δάχτυλά της, το τηλέφωνο πέφτει μπροστά της και καταλήγει στο δάπεδο του αυτοκινήτου. Με μια γρήγορη κίνηση, ο άντρας γέρνει πάνω της και σηκώνει το χέρι του. Εκείνη δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του, έτσι όπως καλύπτεται από τη μάσκα. Αρχίζει να τρέμει ανεξέλεγκτα, ανοίγει το στόμα της, όμως φωνή δε βγαίνει από τον τρόμο της. Ενώ ετοιμάζεται να ουρλιάξει, το ελεύθερο χέρι του επιτιθέμενου φράζει με δύναμη το στόμα της. Το πρόσωπο του απέχει τώρα ελάχιστα εκατοστά από το δικό της, κι έτσι εκείνη διακρίνει μέσα από τη μάσκα τις διασταλμένες μαύρες κόρες των ματιών του. Ο πόνος αρχίζει σαν τσίμπημα βελόνας, όμως την αμέσως επόμενη στιγμή γίνεται ανυπόφορος, εξαπλώνεται αστραπιαία στο στήθος της. Αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει τι της συμβαίνει, νιώθει κάποιο υγρό να ξεχύνεται από μέσα της, να μουσκεύει την

μπλούζα της. Έχει την αίσθηση ότι το μέταλλο της λεπίδας ανεβαίνει μέσα από το λαιμό της, ότι προσπαθεί να τρυπήσει τον εγκέφαλο της. Τρέμει σύγκορμη και ένα μουγκρητό γεννιέται στο λαρύγγι της. Δε βρίσκει αέρα για να ακουστεί και πνίγεται. Το επόμενο πράγμα που βγαίνει από το στόμα της είναι ένας κόκκινος πίδακας. Αίμα που εκτοξεύεται από μια κομμένη αρτηρία περνάει πάνω από το ταμπλό του αυτοκινήτου και χτυπάει το παρμπρίζ. Δευτερόλεπτα μετά, η κοπέλα είναι νεκρή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η ΛΟΡΑ ΝΙΒΕΝ έφτασε στην είσοδο της Μποντλεϊανής Βιβλιοθήκης συνοδευόμενη από τον παλιό της φίλο, τον αρχιβιβλιοθηκάριο Τζέιμς Λάιτμαν. Οι δυο τους είχαν βρεθεί πολλές φορές στο διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων - ήταν η πρώτη της επίσκεψη στην Οξφόρδη εδώ και τέσσερα χρόνια. Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο δρόμο. Τον φίλησε στο μάγουλο και ο Λάιτμαν την έπιασε από τους ώμους και την περιεργάστηκε για λίγο προσεκτικά. Ή τ α ν ψηλή και λεπτή, φορούσε ένα βαθυκόκκινο σακάκι με μεγάλα πέτα, ξεβαμμένο τζιν και σουέντ μοκασίνια, ενώ τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε χαλαρό κότσο. Κούνησε το κεφάλι του αργά, επιδοκιμαστικά. «Χάρηκα πάρα πολΰ που σε είδα, καλή μου», είπε. «Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να μην περάσουν χρόνια μέχρι να ξανάρθεις, εντάξει;» Η βραχνή φωνή του ήταν πάρα πολΰ σιγανή, σχεδόν σαν ψίθυρος. Του χαμογέλασε, παρατηρώντας το ρυτιδωμένο, καλοσυνάτο πρόσωπο του. Ο άντρας μπροστά της έμοιαζε με γερασμένη χελώνα που για κέλυφος είχε το κτίριο της Μποντλεϊανής Βιβλιοθήκης, η οποία στέγαζε την εντυπωσιακότερη συλλογή βιβλίων στον κόσμο. Ακούμπησε την παλάμη στον ώμο του πριν κάνει με-

ταβολή και αρχίσει να κατεβαίνει σιγά σιγά τα σκαλοπάτια. Φτάνοντας στη βάση της σκάλας, σταμάτησε και κοίταξε πίσω, όμως ο Λάιτμαν είχε φύγει. Λάτρευε αυτή την πόλη κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι στη σκέψη ότι σύντομα θα επέστρεφε στην πατρίδα της. Η Οξφόρδη κυλούσε στο αίμα της, από την εποχή που φοιτούσε εδώ, πριν από είκοσι και πλέον χρόνια. Είχε γίνει κομμάτι του εαυτού της, ακριβώς όπως και η ίδια είχε γίνει μέρος του πελώριου, πολυσύνθετου ανθρώπινου μωσαϊκού που αποτελούσε την ιστορία της πόλης. Ακολούθησε την οδό Μπρόουντ, πέρασε μπροστά από το θέατρο «Σελντόνιαν» και πήγε να διασχίσει το δρόμο, όμως δεν είχε κοιτάξει και προς τις δύο κατευθύνσεις: μια νέα γυναίκα που φορούσε καφετί πανωφόρι και οδηγούσε ένα παμπάλαιο μαύρο ποδήλατο παραλίγο να πέσει επάνω της. Η ποδηλάτισσα κατάφερε να την αποφύγει την τελευταία στιγμή, χτυπώντας θυμωμένη το κουδουνάκι. Η Λόρα την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς απομακρυνόταν προς την οδό ΣενΤζάιλς, νιώθοντας μια περίεργη συγκίνηση- πριν από είκοσι χρόνια θα ήταν εκείνη στη θέση της, ψάχνοντας ευκαιρία να τρομάξει τους Αμερικανούς τουρίστες. Ίσως, σκέφτηκε, απλώς να νοσταλγούσε τη νιότη της. Όμως δεν ήταν μόνο η προσωπική της ιστορία, ο ρόλος της στο μωσαϊκό της πόλης που την έκανε να αγαπά αυτό το μέρος. Ήταν... τι; Τι ήταν αυτό που αγαπούσε; Δεν μπορούσε να το περιγράψει, ήταν ένα από εκείνα τα απροσδιόριστα ανθρώπινα συναισθήματα, εξίσου μυστηριώδες με την τιμή, τον αλτρουισμό, την ευαισθησία. Όταν ήταν φοιτήτρια εδώ, είχε γράψει μακροσκελείς επιστολές στους φίλους της που ζούσαν στο Ιλινόις, στη Νότια Καρολίνα και στη γενέτειρα της, την Καλιφόρνια, αναφέροντάς τους ό-

σα είχε μάθει. Περηφανευόταν για το μέρος αυτό επειδή ένιωθε ότι αποτελούσε πλέον κομμάτι του. Για τη Λόρα, η Οξφόρδη ήταν μια ονειρική πόλη, ένα σουρεαλιστικό μέρος που χάριζε απλόχερα ασύγκριτες εμπειρίες στους ξένους και εμφυσούσε νέα πνοή στα πνευμόνια. Ή τ α ν ένα μέρος, σκέφτηκε, καθώς διέσχιζε την οδό Σεν Τζάιλς με κατεύθυνση το εστιατόριο όπου είχε ραντεβού στις 8:30 μ.μ., που έδινε αξία στη ζωή.

Την ίδια ώρα, η εικόνα που σχημάτιζε ο Φίλιπ Μπέινμπριτζ για την Οξφόρδη ήταν εντελώς διαφορετική. Είχε έρθει στην πόλη από το σπίτι του οτο Γούντστοκ, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση περίπου είκοσι τεσσάρων χιλιομέτρων από τα τείχη της παλιάς πόλης, προκειμένου να παραλάβει την κόρη του, Τζο, από το δωμάτιο της στο Κολέγιο Σεν Τζον, στην οδό Σεν Τζάιλς. Στη διάρκεια της διαδρομής είχε δει μονάχα τις χειρότερες πλευρές της πόλης. Στον αυτοκινητόδρομο τον είχαν συγχύσει τρεις υπερκινητικοί νεαροί που επέβαιναν σε ένα σκουριασμένο Ρόβερ 216 και προέρχονταν από το Μπλάκμπερντ Λέις, ένα εκτεταμένο γκέτο λίγα χιλιόμετρα πέρα από τους επιβλητικούς πύργους της Οξφόρδης. Ύστερα, σε ένα φανάρι, τον έλουσε με ουκ ολίγα κοσμητικά επίθετα ο οδηγός ενός Μίνι, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι του είχε κόψει το δρόμο στην έξοδο που οδηγούσε στην πόλη. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας μεθυσμένος κατέβηκε από το πεζοδρόμιο στην οδό Μπάμπερι και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο αυτοκίνητο του τη στιγμή που άναβε πράσινο - και δεν ήταν ακόμα ούτε 8:30 μ.μ. Αλλά ήταν συνηθισμένος. Αγαπούσε αυτή την πόλη, με τα καλά και τα άσχημά της, και ήταν ερωτευμένος μαζί της από τότε που ήρθε εδώ για να σπουδάσει φιλοσοφία, πολιτική και οικονο-

μικά στο Κολέγιο Μπέιλιολ, το 1980. Τώρα, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζει σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, υποστηρίζοντας με κάθε σοβαρότητα ότι αν η Οξφόρδη διέθετε μεσογειακό κλίμα, θα ονομαζόταν Απόλυτος Παράδεισος κι εκείνος θα μπορούσε να μείνει μια αιωνιότητα εδώ. Και αυτά τα έλεγε ένας άνθρωπος που περνούσε μεγάλο μέρος της ζωής του σε επαφή -ή, μάλλον, υποχρεωμένος να έρχεται σε επαφή- με την πιο σκοτεινή πλευρά της παμπάλαιας πόλης. Εργαζόταν ως ελεύθερος φωτογράφος εδώ και χρόνια, αλλά πλέον χα περισσότερα χρήματα τα κέρδιζε από τη συνεργασία του με την αστυνομία, τραβώντας φωτογραφίες στα εγκλήματα. Στο διάστημα που έκανε αυτή τη δουλειά είχε δει ωκεανούς αίματος και είχε γίνει μάρτυρας αποτρόπαιων σκηνών. Εξαιτίας αυτών των εμπειριών, ήξερε πολύ καλά ότι κατά βάθος, στα μύχια της, η Οξφόρδη ήταν ολόιδια με τις νότιες συνοικίες του Λος Άντζελες ή το Ιοχ Εντ του Λονδίνου. Συνέχιζε να αγαπά την πόλη, όμως ήξερε ότι, όπως συνέβαινε σε όλα τα μέρη του κόσμου, το όποιο θεϊκό στοιχείο διέθετε η Οξφόρδη στιγματιζόταν από το αίμα και τη φαιά ουσία πολυάριθμων πτωμάτων. Πολύ απλά, έτσι λειτουργούσε ο κόσμος, όπως είχε καταλάβει, είτε βρίσκεται κανείς στη Βένις Μπιτς της Καλιφόρνια είτε στην Όγδοη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης είτε στο κέντρο της Οξφόρδης μια βραδιά του αγγλικού καλοκαιριού. Πάρκαρε στην οδό Σεν Τζάιλς και έτρεξε μέχρι το γραφείο του επιστάτη του Κολεγίου Σεν Τζον, όπου τον περίμενε η Τζο. Ή τ α ν πανέμορφη, θύμιζε ζωγραφιά του Άρθουρ Ράκαμ, ντυμένη με ένα ξεθωριασμένο τζιν και ένα δερμάτινο σακάκι Ραλφ Λόρεν. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά της έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώ-

μους της, σχηματίζοντας φυσικές μπούκλες. Είχε σκούρα μάτια, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, ψηλά ζυγωματικά και γεμάτα χείλη. «Συγνώμη, άργησα». «Μπαμπά, σ έχω μάθει πια», απάντησε η Τζο χαμογελώντας πλατιά. Η φωνή της ήταν ελαφρώς βραχνή και θα μπορούσε να γκρεμίσει τις άμυνες οποιουδήποτε άντρα επιχειρούσε να αντισταθεί στην εμφάνισή της. Ο Φίλιπ ανασήκωσε τους ώμους και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Ωραία. Λοιπόν, είμαστε έτοιμοι να συναντήσουμε τη μητέρα σου για φαγητό;» «Βεβαίως και είμαστε», απάντησε η κοπέλα γελώντας σιγανά. Άρχισαν να κατηφορίζουν την οδό Σεν Τζάιλς. «Για πες μου. Σου λείπει καθόλου η Νέα Υόρκη;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Όχι ακόμα». «Δε μιλάς και πολύ για.την παλιά σου ζωή». «Μάλλον γιατί δεν έχω πολλά να πω. Και μη λες "παλιά σου ζωή", μπαμπά, ακούγεται περίεργα. Πόσο είμαι εδώ; Έξι μήνες;» «Μου φάνηκε αιώνας». «Ευχαριστώ πολύ!» Στράφηκε και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Κλείσ' το καλύτερα, θα μπει καμιά μύγα». Η Τζο κούνησε το κεφάλι της και ξεφύσηξε. «Σοβαρά, ωραία είναι εδώ. Στο Γκρίνουιτς Βίλατζ ήταν κάπως, πώς να το πω, κλειστοφοβικά. Μια χαρά μέρος, αλλά, ξέρεις, είχαμε το σύνδρομο της συγγραφέως που ξαφνικά γίνεται διάσημη και το διαμέρισμα όπου μένει με την έφηβη κόρη της δεν τις χωράει πια». «Ναι, πρόκειται για μια συνηθισμένη κοινωνική ασθένεια με

διάφορες μορφές. Χαίρομαι που δεν έχω να αντιμετωπίσω κάτι τέτοιο. Είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του να είσαι ορκισμένος εργένης, υποθέτω». Η Τζο τον κοίταξε δύσπιστα. «Νομίζεις; Δεν μπορεί, όμως, να υπερτερεί των μειονεκτημάτων, έτσι δεν είναι; Σου το είπα και άλλη φορά, μία από τις αποστολές μου πριν φύγω είναι να σου βρω μια καλή γυναίκα. Κάποια που θα σε φροντίζει». «Για όνομα του Θεού! Σου φαίνεται ότι χρειάζομαι ντάντεμα;» είπε ο Φίλιπ και χτύπησε το στομαχάκι του. Διέσχισαν το δρόμο και πέρασαν μπροστά από την παλιά αίθουσα συγκεντρώσεων των Κουακέρων. Το πεζοδρόμιο ήταν στενό - σειρές από μεταλλικά κάγκελα στα αριστερά, ο δρόμος στα δεξιά. Παλιά ποδήλατα καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του, κλειδωμένα με λουκέτα στα κάγκελα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ένας κουρελιάρης διασκεδαστής που είχε κάνει κατάληψη στο χώρο πετούσε αδέξια πορτοκάλια στον αέρα. «Κάνα ψιλό;» τους ρώτησε με ελπίδα καθώς περνούσαν. Μπροστά τους, περίπου είκοσι μέτρα πιο κάτω, διέκριναν τη Λόρα να τους περιμένει έξω από το εστιατόριο «Μπράουνς».

Ο σερβιτόρος, αφού μάζεψε τα πιάτα από το τραπέζι, γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί. Η Λόρα κοίταξε σκεφτική τον κατάλογο με τα επιδόρπια και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. Τους είχαν δώσει τραπέζι κοντά στις πόρτες της κουζίνας και, καθώς το προσωπικό μπαινόβγαινε, έβλεπαν φευγαλέες σκηνές από το ελεγχόμενο χάος που επικρατούσε εκεί. Η μυρωδιά του τσιγάρου έφτανε στα ρουθούνια τους από το χώρο των καπνιστών και οι συζητήσεις των εκατό περίπου θαμώνων του εστιατορίου δημιουρ-

γούσαν ένα βουητό που μπλεκόταν με την άσιντ τζαζ η οποία μετά βίας ακουγόταν από τα ηχεία. «Θα μας λείψεις, Λόρα», είπε ο Φίλιπ, φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του, και κοίταξε πρώτα εκείνη και μετά την κόρη τους. Ο καιρός στην Οξφόρδη πέρασε πριν καλά καλά το καταλάβει η Λόρα και το επόμενο πρωί πετούσε για Νέα Υόρκη. Παρότι ανυπομονούσε να ξαναδεί το τακτικό και ευρύχωρο διαμέρισμά της στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της έμοιαζε να την κρατά ριζωμένη εδώ. Ήξερε ότι θα της έλειπε η Οξφόρδη, καθώς και οι δύο σημαντικότεροι άνθροπιοι στη ζωή της, ο Φίλιπ και η Τζο. «Ω, είμαι σίγουρη ότι θα ξανάρθω σύντομα», απάντησε, μαζεύοντας μερικές ξανθές τούφες πίσω από το δεξί της αφτί. «Θα πρέπει να βλέπω τι κάνει αυτή εδώ, κατ' αρχάς», είπε κι έριξε μια ματιά όλο νόημα στην Τζο. «Ναι, βέβαια, χρειάζομαι λίγο ντάντεμα», της αντιγύρισε εκείνη, κοιτάζοντας αγριεμένα τη μητέρα της. «Λοιπόν, καλό ταξίδι», είπε ο Φίλιπ και ύψωσε το ποτήρι του. Η Τζο ευχήθηκε το ίδιο, όμως ήδη είχε αρχίσει να στριφογυρίζει στην καρέκλα και να κοιτάζει το ρολόι της. «Μαμά, συγνώμη, πρέπει να την κάνω. Υποτίθεται ότι θα συναντούσα τον Τομ πριν από δέκα λεπτά», είπε και σηκώθηκε. «Κανένα πρόβλημα», απάντησε η Λόρα. «Πήγαινε στο ραντεβού σου. Χαιρετισμούς στο ομορφόπαιδο». Η Τζο φίλησε τον Φίλιπ στο μάγουλο. «Θα σε δω το πρωί, να σιγουρευτώ ότι δε θα ξεχάσεις εισιτήριο και διαβατήριο», είπε γυρνώντας ξανά προς τη Λόρα και χαμογελώντας της πονηρά. Έπειτα άρχισε να κατευθύνεται προς

την έξοδο, ελισσόμενη ανάμεσα στα σχεδόν κολλημένα τραπέζια. Φτάνοντας στην έξοδο, τους έγνεψε «γεια». Περιφέροντας το βλέμμα της στη σάλα του εστιατορίου, η Λόρα ξανάφερε στη μνήμη της σκηνές από τις αμέτρητες φορές που είχε βρεθεί εδώ. Το εστιατόριο ήταν ένα από τα στέκια των φοιτητικών της χρόνων, το μέρος του πρώτου της ραντεβού με τον Φίλιπ, το μέρος όπου του ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος στην Τζο. Αγαπούσε την απαράλλαχτη διακόσμηση, τους κρεμ τοίχους και τους παλιούς καθρέφτες του, το δρύινο πάτωμα και τους πελώριους φοίνικες. Χαζεύοντας τριγύρω, της φάνηκε ότι είδε να κάθεται σε ένα διπλανό τραπέζι μια νεότερη εκδοχή του εαυτού της και ένας Φίλιπ με πιο φρέσκο πρόσωπο που ανταπέδιδε τις γλυκές ματιές της. «Λοιπόν, άξιζε το ταξίδι που έκανες;» ρώτησε ο Φίλιπ ύστερα από λίγο. «Βρήκες αυτό που έψαχνες;» Η Λόρα ήπιε μία ακόμα γουλιά από το κρασί της, ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι και άρχισε να το γυροφέρνει στα δάχτυλά της. «Και ναι, και όχι», είπε αναστενάζοντας. «Για την ακρίβεια, όχι· έχω την αίσθηση ότι κόλλησα σε αδιέξοδο». «Δηλαδή;» «Ε, ξέρεις, συμβαίνουν αυτά». «Αυτό σημαίνει ότι έχασες την ώρα σου εδώ;» «Όχι!» του απάντησε με έμφαση. «Απλώς, θα πρέπει να το δουλέψω περισσότερο». Έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν το βλέπω να πηγαίνει καλά. Μου φαίνεται ότι θα εγκαταλείψω την ιδέα αυτή». Ο Φίλιπ έδειξε να αιφνιδιάζεται. «Μα, είχε προοπτικές». «Ναι, αλλά έτσι είναι η συγγραφή. Νομίζεις ότι κάτι έχεις βρει, κάτι που περπατάει, και μερικές φορές έχεις δίκιο, αλλά κάποιες άλλες σίγουρα όχι».

Έχοντας εργαστεί για χρόνια ως δημοσιογράφος στη Νέα Υόρκη, γράφοντας έξι μυθιστορήματα στον ελεύθερο χρόνο της, βλέποντας και τα έξι να πατώνουν στις πωλήσεις και να χάνονται, πριν από ένα χρόνο η Λόρα είχε πετύχει διάνα ξαφνικά. Η Επανόρθωση ήταν ένα ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα με φόντο το Νέο Άμστερνταμ του 17ου αιώνα. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης το είχαν χαρακτηρίσει «σπινθηροβόλο». Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το Βραβείο του Λευκού Ρόδου και έκανε αρκετές πωλήσεις ώστε να επιτρέψει στη Λόρα να αφήσει τελικά τη δουλειά της. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της έδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία, προωθώντας την όχι μόνο ως μια γοητευτική συγγραφέα, αλλά και ως μια δημοσιογράφο που είχε ασχοληθεί εκτενώς με την κάλυψη των πλέον ειδεχθών εγκλημάτων στην πόλη της Νέας Υόρκης. Εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της δόθηκε, η Λόρα ρίχτηκε αμέσως στη συγγραφή του επόμενου μυθιστορήματος της, που εκτυλισσόταν στην Οξφόρδη του 14ου αιώνα και στο οποίο ένα ιστορικό πρόσωπο, ο θεολόγος και μαθηματικός Τόμας Μπραντγουόρντιν, ήταν ο κεντρικός ήρωας σε μια πολύπλοκη συνωμοσία με στόχο τη δολοφονία του τότε βασιλιά, Εδουάρδου Β'. «Και τι θα κάνεις με αυτό το μυστηριώδη μοναχό, τον Μπραντγουόρντιν;» «Α, συνεχίζει να με ενδιαφέρει· παρεμπιπτόντως, δεν υπήρξε ποτέ μοναχός, Φίλιπ». Χαμογέλασε. «Απλώς, συνειδητοποίησα ότι θα ήταν αδύνατο να έχει εμπλακεί σε συνωμοσία δολοφονίας του βασιλιά. Δεν ήταν του χαρακτήρα του. Ή τ α ν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, ο μεγαλύτερος μαθηματικός της εποχής του. Κάποια στιγμή έφτασε να γίνει αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι, όμως δεν ήταν Ράμπο. Τέλος πάντων, δεν πειράζει, δεν είχα δουλέψει πολύ πάνω σε αυτή την ιδέα. Εξάλλου, υπάρχουν

πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες ιστορίες· κυκλοφορούν στον αέρα και περιμένουν κάποιον να τις αρπάξει. Μάλιστα, νομίζω ότι κάποια μέρα ο Μπραντγουόρντιν ίσως και να ξαναβρεθεί στο προσκήνιο... Δεν πρόκειται να πετάξω κάτι». «Αυτή τη φράση θα μπορούσα κάλλιστα να την είχα πει εγώ», σχολίασε ο Φίλιπ. «Ναι, ίσως και να ήμουν λίγο άδικη με τις περίεργες συνήθειες σου όλα αυτά τα χρόνια». Έγειρε στην πλάτη της καρέκλας της και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. Καθώς ο Φίλιπ κοίταζε τριγύρω για να τραβήξει την προσοχή κάποιου σερβιτόρου, η Λόρα είχε την ευκαιρία να περιεργαστεί φευγαλέα το προφίλ του. Της έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, ενώ είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι χρόνια από την πρώτη τους συνάντηση, ο Φίλιπ ελάχιστα είχε αλλάξει στο διάστημα αυτό. Φυσικά, υπήρχαν τώρα αρκετές γκρίζες τρίχες ανάμεσα στα ατίθασα, σγουρά μαλλιά του και το πρόσωπο του ήταν πιο γεμάτο, τα μάτια του πιο κουρασμένα. Όμως συνέχιζε να έχει το ίδιο σίγουρο, λοξό χαμόγελο που εκείνη το είχε βρει τόσο γοητευτικό όταν τον γνώρισε, στα είκοσι δύο του· τα ίδια ακαταμάχητα καστανά μάτια. Τον σκεφτόταν πάρα πολύ όσο βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Είχε τόσα χρόνια να τον δει, ώστε της φαινόταν σχεδόν απίστευτο που τώρα κάθονταν μαζί σε αυτό το πολυσύχναστο εστιατόριο, με τη βροχή να χτυπάει στα παράθυρα και τα κιτρινοκόκκινα φώτα του δρόμου να φέγγουν. Ό π ω ς τον κοίταζε τώρα, καταλάβαινε γιατί τον είχε ερωτευτεί, γιατί του είχε δοθεί με έναν τρόπο πρωτόγνωρο και ανεπανάληπτο γι' αυτή· για μια στιγμή, της φάνηκε απίστευτο το ότι μπόρεσε να τον αφήσει και να φύγει.

«Καφέ;» Συνέχισε να τον κοιτάζει αφηρημένη. «Μήπως θέλεις καφέ;» Ο σερβιτόρος στεκόταν δίπλα στο τραπέζι και ο Φίλιπ κουνούσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο της. «Α, ναι, ε... Συγνώμη. Θα πάρω έναν ντεκαφεϊνέ με γάλα. Ευ-, χαριστώ». «Το μυαλό σου ταξίδευε αλλού. Μήπως στην εποχή του Μπραντγουόρντιν και του Πλανταγενέτη;» «Μάλλον», είπε ψέματα. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;» ρώτησε ο Φίλιπ καθώς απομακρυνόταν ο σερβιτόρος. «Πραγματικά δεν ξέρω να σου πω αυτή τη στιγμή. Είμαι βέβαιη πως κάτι θα σκεφτώ». Μιλούσε επίτηδες έτσι αόριστα και ο Φίλιπ το καταλάβαινε. Ετοιμαζόταν να φέρει τη συζήτηση σε κάποιο άλλο θέμα, όταν χτύπησε το κινητό του. «Φίλιπ Μπέινμπριτζ», είπε. «Ναι... ναι». Ακουγόταν ασυνήθιστα κοφτός στο τηλέφωνο, σκέφτηκε η Λόρα. «Εντάξει, εδώ γύρω είμαι. Θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί σε... Πόσο...; Δεκαπέντε λεπτά... Ναι; Εντάξει». Έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο. «Πρόβλημα;» «Όχι, τα συνηθισμένα. Από το αστυνομικό τμήμα. Θέλουν να πάω να τραβήξω μερικές φωτογραφίες, έχουν ένα περιστατικό κοντά στο Περτς. Δε μου είπαν κάτι παραπάνω. Συγνώμη, πρέπει να ζητήσουμε το λογαριασμό».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο ΦΙΛΙΠ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΕ να περάσει από το σπίτι του και να αφήσει τη Λόρα εκεί. Μέσα στο αυτοκίνητο του, που μετρούσε ήδη τριάντα χρόνια στους δρόμους, έκανε παγωνιά και η Λόρα ένιωσε ανακούφιση όταν είδε τους μπλε φάρους μπροστά τους. Βγήκαν από το δρόμο, συνεχίζοντας σε ένα λασπωμένο παράδρομο, προτού σταματήσουν σε απόσταση δέκα μέτρων από μια δυνατά φωτισμένη, λευκή, τετράγωνη σκηνή, η οποία σηματοδοτούσε τον τόπο του εγκλήματος. Ο Φίλιπ έσβησε τη μηχανή και η Λόρα κοίταξε μέσα από το βρόμικο παρμπρίζ. Έ ν α ς άνθρωπος που φορούσε λευκή φόρμα με τη λέξη ΣΗΜΑΝΣΗ γραμμένη με πράσινα γράμματα στην πλάτη πέρασε δίπλα από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή. «Λόρα, φοβάμαι ότι θα πρέπει να μείνεις εδώ. Δεν επιτρέπεται να πλησιάσουν μη εξουσιοδοτημένα άτομα», είπε ο Φίλιπ και βγήκε. Πήγε στο πορτμπαγκάζ, το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα ανθεκτικό δερμάτινο σακίδιο που περιείχε τον επαγγελματικό του εξοπλισμό. Το έριξε στον ώμο του. Καθώς επέστρεφε στην πόρτα του οδηγού, κάτι ψαχούλευε μέσα στο σακίδιο. Ενώ πάλευε με το φακό της ψηφιακής μηχανής του, έσκυψε στο παράθυρο.

«Θα είσαι εντάξει;» τη ρώτησε. «Έτσι κι αλλιώς, δε νομίζω ότι θα είναι και πολύ ευχάριστα εκεί πέρα». Πριν προλάβει να του απαντήσει εκείνη, είχε γυρίσει να φύγει. Η Λόρα έμεινε στο αυτοκίνητο για μερικά λεπτά, όμως τελικά υπέκυψε στην περιέργειά της. Βγήκε και πάτησε στις λάσπες, προχωρώντας αποφασιστικά προς τη σκηνή. Δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω για να την εμποδίσει. Μια ματιά θα έριχνε μόνο, είπε στον εαυτό της. Τράβηξε μια ιδέα το πλαστικό και κοίταξε στο εσωτερικό της σκηνής, αλλά το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν οι πλάτες δύο αστυνομικών και ο τύπος της Σήμανσης που είχε γονατίσει και έβαζε κάτι απροσδιόριστο μέσα σε ένα διαφανές σακουλάκι, χρησιμοποιώντας μια λαβίδα. Πίσω του υπήρχε ένα μικρό κόκκινο αυτοκίνητο, με τις πόρτες ανοιχτές και τα παράθυρα λασπωμένα. Κατέβασε το πλαστικό και περπατώντας στις μύτες των ποδιών της πήγε στην άλλη άκρη της σκηνής. Εκεί υπήρχε ένα ακόμα άνοιγμα. Γονάτισε και έφερε το πρόσωπο της στο κενό που υπήρχε στο πλαστικό. Το αυτοκίνητο βρισκόταν μερικά εκατοστά πιο πέρα και από εκεί είχε ανεμπόδιστη θέα στο εσωτερικό του. Το πτώμα μιας νέας γυναίκας ήταν ξαπλωμένο στο πίσω κάθισμα. Τα χέρια και τα πόδια της βρίσκονταν σε διάσταση, το κεφάλι της ήταν γερμένο προς τα πίσω, τα μάτια ανοιχτά, γυάλινα, καρφωμένα στο εσωτερικό της οροφής του αυτοκινήτου. Φορούσε μια απλή μπλούζα και φούστα, μούσκεμα στο αίμα. Η επιδερμίδα της είχε ένα έντονα λευκό χρώμα, λες και όλο το αίμα είχε στραγγίξει, ενώ το δυνατό φως των προβολέων μέσα στη σκηνή την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο ωχρή. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν γεμάτο αίματα· ένας πίδακας, μάλλον από κάποια κομμένη αρτηρία, είχε βάψει κόκκινα τα παράθυρα και το κρεμ ταμπλό.

Η κοπέλα έδειχνε πολύ νέα, περίπου στην ηλικία της Τζο. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη κάποτε. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της άνοιγαν σαν βεντάλια στην πλάτη του καθίσματος, αλλά ταυτόχρονα αρκετές τούφες, ποτισμένες αίμα, είχαν κολλήσει στους ώμους της. Στο λαιμό της, από το ένα αφτί μέχρι το άλλο, υπήρχε ένα βαθύ κόκκινο τραύμα, ενώ ένα δεύτερο ξεκινούσε από το λάρυγγα και κατέβαινε μέχρι τον αφαλό. Η θωρακική κοιλότητα ήταν ανοιχτή, τα κόκαλα σπασμένα. Η Λόρα σηκώθηκε όρθια. Εδώ και καιρό πίστευε ότι είχε δει αρκετά εγκλήματα ώστε να μην την επηρεάζει τίποτα, όμως ξαφνικά ένιωσε ένα κύμα ναυτίας να σαρώνει το σώμα της και φοβήθηκε ότι θα έκανε εμετό. Πήρε βαθιές ανάσες και σταδιακά το αίσθημα της ναυτίας υποχώρησε. Ή τ α ν έτοιμη να γυρίσει γρήγορα στο αυτοκίνητο, όταν άκουσε μια φωνή δίπλα της. «Καλησπέρα». Στράφηκε τρομαγμένη και είδε ένα νεαρό αστυνομικό να την κοιτάζει αυστηρά. Πρέπει να είχε τα χάλια της, σκέφτηκε, κι ας μην ήταν ώρα για τέτοια. Ένιωθε το σώμα της παγωμένο και ήξερε ότι είχε χλομιάσει. Στο μέτωπο της είχαν σχηματιστεί σταγόνες ιδρώτα. «Εγώ, ξέρετε...» «Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ», είπε ο αστυνομικός και την έπιασε από το μπράτσο. Μόλις μπήκαν στη σκηνή, ο αστυνομικός φώναξε έναν αξιωματικό με πολιτικά που στεκόταν παραδίπλα. Η Λόρα, παρά τη θέλησή της, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο αυτοκίνητο που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. «Τι έχουμε εδώ;» είπε ο αξιωματικός, κόβοντάς την από πάνω μέχρι κάτω. «Πώς και βρεθήκατε βραδιάτικα στις ερημιές, με τέτοιο παλιόκαιρο;»

Η Λόρα ήταν έτοιμη να απαντήσει, όταν ο Φίλιπ κοίταξε προς τα εκεί, χαμήλωσε τη φωτογραφική του μηχανή και αναστέναξε βαριά. «Σκατά», τον άκουσε να μουρμουρίζει. «Επιθεωρητά Μονρό», είπε ο Φίλιπ, φροντίζοντας να μην κοιτάξει στα μάτια τη Λόρα. «Η κυρία είναι φίλη μου, ονομάζεται Λόρα Νίβεν». Ο Τζον Μονρό ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με φαρδιούς ώμους. Φορούσε ένα καφέ, άχαρο κοστούμι και μια ανοιχτή μουσιαρδί γραβάτα που είχε γνωρίσει σαφώς καλύτερες μέρες. Σαραντάρης και σχεδόν φαλακρός, είχε λίγα σκούρα μαλλιά, κομμένα και αυτά σύρριζα. Κάποτε ήταν ένας πολλά υποσχόμενος δρομέας ταχύτητας, όμως είχε αφεθεί και είχε χάσει τη φόρμα του. Είχε μεγάλο κεφάλι και κοντόχοντρο λαιμό. Το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του προσώπου του, που του χάριζε έστω και ένα ίχνος γοητείας, ήταν τα μεγάλα, μαύρα μάτια του, τα οποία φανέρωναν ευφυΐα και θάρρος, όχι όμως ηπιότητα και χιούμορ. «Μάλιστα, φίλη σας, κύριε Μπέινμπριτζ», είπε ο Μονρό με την κλασική βαρύτονη φωνή του, χρωματισμένη με ικανές δόσεις χρόνιου σαρκασμού. «Ναι, και σας ζητώ συγνοψη. Της ζήτησα...» «Ω, για όνομα του Θεού, Φίλιπ». Η Λόρα δεν άντεξε άλλο. «Μπορώ να μιλήσω, ξέρεις, και δεν είμαι κανένα παιδάκι». Στράφηκε στον Μονρό, ο οποίος, για μια στιγμή, φάνηκε κάπως αιφνιδιασμένος. «Αστυνόμε...» «Αρχιεπιθεωρητής, κυρία μου». «Αρχιεπιθεωρητά Μονρό, λυπάμαι ειλικρινά. Ο Φίλιπ είπε να μείνω στο αυτοκίνητο. Απλώς, ήμουν...» «Περίεργη;» «Ναι, μάλλον...»

«Καταλαβαίνετε, βεβαίως, κυρία Νίβεν, ότι εδώ διαπράχθηκε έγκλημα, και μάλιστα ιδιαίτερα ειδεχθές. Οι πολίτες δεν...» «Αρχιεπιθεωρητά, σας εγγυώμαι προσωπικά για τη Λόρα», επέμεινε ο Φίλιπ. «Νομίζω ότι έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν έπρεπε να ανακατευτεί, όμως...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, καθώς ένας άντρας που φορούσε λευκή φόρμα και στεκόταν κοντά στο αυτοκίνητο φώναξε προς το μέρος τους: «Αρχιεπιθεωρητά, νομίζω ότι πρέπει να δείτε κάτι». Ο Μονρό στράφηκε απότομα προς τα εκεί και έκανε δύο βήματα προς το αυτοκίνητο. Ο Φίλιπ αγριοκοίταξε τη Λόρα και ήταν έτοιμος να πει κάτι όταν, προς κατάπληξή του, την είδε να ακολουθεί ατάραχη τον Μονρό. «Ερευνούσα το τραύμα», είπε ο ειδικός της Σήμανσης, δείχνοντας ένα νόμισμα βαμμένο στο αίμα, που το κρατούσε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του γαντοφορεμένου χεριού του. Ο Μονρό, που επίσης φορούσε γάντια, πήρε το νόμισμα και το σήκωσε στο φως. Η Λόρα πρόλαβε να το δει καθαρά προτού την κοιτάξει συνοφρυωμένος ο Μονρό, υποχρεώνοντάς τη να κάνει ένα βήμα πίσω. Το νόμισμα είχε διάμετρο δυόμισι περίπου εκατοστών και η όψη που ήταν γυρισμένη προς το μέρος τους απεικόνιζε μια όμορφα φιλοτεχνημένη σκηνή, με πέντε γυναικείες μορφές να κρατούν ψηλά μια κούπα. «Έχω την εντύπωση ότι πρόκειται για ατόφιο χρυσάφι», είπε ο ειδικός της Σήμανσης. «Όμως θα πρέπει να το επιβεβαιώσω στο εργαστήριο». Ο Μονρό τοποθέτησε προσεκτικά το νόμισμα σε μια πλαστική σακούλα που του την κράτησαν ανοιχτή. Έπειτα στράφηκε και είδε τη Λόρα να στέκεται μισό μέτρο πιο πέρα. Κοίταξε με ξινισμένο ύφος τον Φίλιπ.

«Κύριε Μπέινμπριτζ», είπε, φέρνοντας το δείκτη ανάμεσα στο γιακά του πουκαμίσου και το λαιμό του. «Αν τελειώσατε εδώ, θα είχατε την καλοσύνη να συνοδεύσετε τη φίλη σας στο αυτοκίνητο και να πάτε σπίτι σας;» «Καλό βράδυ και σ εσάς, αρχιεπιθεωρητά», πέταξε νευριασμένη η Λόρα τη στιγμή που ο Μονρό έκανε μεταβολή. «Χάρηκα για τη γνωριμία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«ΜΠΟΡΕΊς ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙς τι στο διάβολο σ έπιασε;» ωρυόταν ο Φίλιπ. Η Λόρα δε θυμόταν να τον είχε δει ποτέ τόσο οργισμένο. «Καλά, δεν καταλαβαίνεις; Αυτή είναι η δουλειά μου, Λόρα, και με κάτι τέτοιες εξυπνάδες θα με απολύσουν». «Αχ, για όνομα του Θεού, Φίλιπ, ηρέμησε», του απάντησε η Λόρα. «Μια ματιά έριξα μόνο. Ο μπάτσος τα έκανε χειρότερα, που με έφερε μέσα». Ο Φίλιπ στράφηκε και την κοίταξε αγριεμένος για λίγο, πριν στρέψει ξανά την προσοχή του στο δρόμο. «Ειλικρινά, είναι φορές που...» «Τι;» «Ρωτάς τι; Ο τόπος του εγκλήματος δεν είναι προσβάσιμος για το κοινό, εκτός κι αν το επιτρέψει η αστυνομία. Τα ξέρεις αυτά τα πράγματα, Λόρα, που να πάρει». «Εντάξει, εντάξει. Λυπάμαι. Ήθελα να ζητήσω συγνώμη... Απλώς, δε μου δόθηκε η ευκαιρία». «Είσαι τυχερή που ο Μονρό είχε άλλα στο μυαλό του». Για μερικές στιγμές έπεσε ανάμεσά τους σιωπή. «Λοιπόν, τι συμπέρασμα βγάζεις;» «Δεν επιτρέπεται να μιλήσω γι αυτό, Λόρα».

«Ουφ, έλα τώρα, δεν είμαι καμιά ξένη, Φίλιπ». Εκείνος συνέχιζε να έχει το βλέμμα καρφωμένο στο δρόμο και η Λόρα έβλεπε πόσο ταραγμένος ήταν από τον τρόπο που έσφιγγε το σαγόνι του. «Ώστε έτσι, λοιπόν, ε; Θα μου κρατήσεις μούτρα επειδή παραβίασα τους κανόνες;» Συνέχισε να την αγνοεί. «Έπρεπε να το περιμένω», είπε εκείνη ξεφυσώντας. Ξαφνικά, ο Φίλιπ πάτησε φρένο και έβγαλε το αμάξι από το δρόμο. Άφησε το αυτοκίνητο στο ρελαντί και στράφηκε για να κοιτάξει τη Λόρα. «Κοίτα», είπε, αδυνατώντας να κρύψει το θυμό στη φωνή του. «Λόρα, ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Αλλά μερικές φορές είσαι το πιο ενοχλητικό, το πιο σπαστικό άτομο». Εκείνη έκανε να διαμαρτυρηθεί. «Όχι, άκουσέ με μια φορά», είπε υψώνοντας τη φωνή του κατά έναν τόνο. «Εδώ μιλάμε για τη ζωή μου. Εσύ αύριο θα γυρίσεις όμορφα και ωραία στη Νέα Υόρκη και θα επιστρέψεις στα βιβλία σου, στο μικρόκοσμο σου. Εγώ τους ανθρώπους αυτούς τους βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Έτσι βγάζω το μεροκάματο μου, αυτή είναι η δουλειά μου. Αλλά, βέβαια, ο σεβασμός ποτέ δεν ήταν το φόρτε σου». «Ορίστε;» έκανε απότομα η Λόρα. «Με άκουσες. Πάντα έκανες ό,τι ήθελες. Έρχεσαι και φεύγεις όποτε σου αρέσει». Σταμάτησε, μετανιώνοντας ξαφνικά για το ξέσπασμά του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο θυμός του δεν είχε τόσο σχέση με τη συμπεριφορά της Λόρα εκείνο το βράδυ, αλλά μάλλον με το παρελθόν. Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. «Δε νομίζω ότι είσαι δίκαιος», είπε τελικά η Λόρα. «Μιλάς λες

και φταίει μόνο ένας, Φίλιπ. Αν αναφέρεσαι στην Τζο, σε αυτό που επιλέξαμε να κάνουμε, να σου θυμίσω ότι συμμετείχες και εσύ σ' εκείνες τις αποφάσεις». «Αλήθεια;» απάντησε, και η φωνή του ακούστηκε κάπως πιο ήρεμη. «Αλήθεια συμμετείχα; Θα είχες μείνεις στην Αγγλία με την Τζο, αν σου το είχα ζητήσει; Δεν το νομίζω». Η Λόρα δεν ήξερε τι να απανιήσει. Την εποχή εκείνη, και οι δυο τους ήταν ακόμα παιδιά, τόσο απλό. Εκείνη προερχόταν από διαλυμένη οικογένεια, οι γονείς της είχαν χωρίσει. Η μητέρα της, Τζέιν, ηθοποιός σε ταινίες δεύτερης διαλογής, ζούσε σε μια κοινότητα επανένταξης στο Σεν Λούις και ο πατέρας της, κορυφαίος δικηγόρος, κατοικούσε στο Λος Άντζελες. Η Λόρα είχε κερδίσει υποτροφία για την Οξφόρδη, προκειμένου να σπουδάσει ιστορία της τέχνης στο Κολέγιο Μάγκνταλεν. Ή τ α ν φιλόδοξη, στόχευε ψηλά. Πριν τελειώσει το πανεπιστήμιο, έμεινε έγκυος· λίγο πριν τις εξετάσεις για το πτυχίο άρχισαν οι πρωινές αδιαθεσίες. Οι άλλοι έπιναν σαμπάνια από το μπουκάλι μετά το τελευταίο διαγώνισμα κι εκείνη επέστρεψε στο δωμάτιο της για να κλάψει και να κάνει εμετό, ξανά. Οι γονείς της είχαν έρθει για την αποφοίτησή της και τότε κατάφερε να το πει στη μητέρα της. Η Τζέιν Νίβε ν το είχε αποδεχτεί στοκκά, δεν προσπάθησε να τη σπρώξει προς τη μία ή την άλλη απόφαση. Χρόνια ολόκληρα είχε παλέψει με τους δικούς της δαίμονες, οπότε μια έγκυος κόρη στα είκοσι ένα της δεν ήταν και σπουδαίο πράγμα. Η Λόρα αναρωτήθηκε τώρα μήπως θα ήταν καλύτερα να είχε πάρει μια συγκεκριμένη απόφαση. Ο Φίλιπ είχε προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ωριμότητα, όμως κι εκείνος παιδί ήταν. Είχε αποφοιτήσει την

προηγουμένη χρονιά και ζούσε στο νοίκι, βγάζοντας λιγοστά χρήματα από φωτογραφήσεις γάμων και μωρών και κάνοντας όνειρα για τις δικές του εκθέσεις, οι οποίες, στην πραγματικότητα, απείχαν ακόμα μια δεκαετία. Ή τ α ν άφραγκος, ανώριμος και δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Μετά τη γέννα, η Λόρα είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο να μείνει στην Αγγλία, να βρει κάπου δουλειά. Ί σ ω ς εκείνη και ο Φίλιπ θα μπορούσαν να είχαν βρει μια λύση, να μοιράζονταν τη ζωή τους, όμως κάτι της έλεγε ότι αυτό δε θα πετύχαινε. Πριν το μωρό κλείσει τους έξι μήνες, η Λόρα πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Αμερική παίρνοντάς το μαζί της. Ωστόσο, με τον Φίλιπ παρέμειναν φίλοι και εκείνος ερχόταν να τις δει όποτε μπορούσε. Μόλις η Λόρα έπιασε δουλειά στη Νιον Γιορκ Ποστ, καλύπτοντας το αστυνομικό ρεπορτάζ, άρχισε να βγάζει κάποια καλά χρήματα και έτσι ταξίδεψε στην Αγγλία μερικές φορές, μαζί με την Τζο. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε. Ο σύζυγος της, Ροντ Νιούκομπ, ήταν ένας αποφασισμένος και φιλόδοξος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Μαζί κατέστρωσαν σπουδαία σχέδια να συνεργαστούν σε μια σειρά με θέμα πραγματικά εγκλήματα. Εκείνος φερόταν καλά στο παιδί, που πραγματικά τον λάτρευε, και για ένα σύντομο διάστημα υπήρξαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Το 1994, όμως, ο Ροντ πήγε στη Ρουάντα και επέστρεψε μέσα σε μια μαύρη πλαστική σακούλα. Η Τζο ήταν επτά χρόνων και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στον πατριό της και ότι το μόνο που απέμεινε από αυτόν ήταν μια οικογενειακή βιντεοκασέτα. Ο θάνατος του Ροντ ήρθε σε άσχημη στιγμή για τη Λόρα. Είχε μόλις περάσει στο αστυνομικό ρεπορτάζ και δεν είχε μάθει ακόμα να χειρίζεται τη δυστυχία και τη φρίκη που ήταν αναγκασμένη να αντικρίζει κάθε μέρα. Όταν, μάλιστα, την έστειλαν να

καλύψει ένα έγκλημα στο οποίο μια πόρνη είχε ακρωτηριάσει με τα δόντια της το πέος ενός πελάτη προτού αυτοπυροβοληθεί στο πρόσωπο, η Λόρα κατέφυγε στα αντικαταθλιπτικά και σε εβδομαδιαίες ψυχοθεραπείες. Η φάση αυτή πέρασε και σιγά σιγά συνήθισε να αντέχει την ωμή πραγματικότητα προκειμένου να καλύπτει τα έξοδα του σπιτιού, όμως πάρα πολλές φορές μετάνιωσε για τις επιλογές που είχε κάνει. Και όποτε συναντιόταν με τον Φίλιπ συνειδητοποιούσε πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να έχουν εξελιχτεί τα πράγματα, πόσο πολύ τον αγαπούσε και πόσο αλλιώτικη θα ήταν η ζωή της. Αλλά, κάθε φορά που ένιωθε έτσι, διαπίσιωνε ταυτόχρονα ότι είχαν πάρει χωριστούς δρόμους, ότι γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο για εκείνη ακόμα και να σκεφτεί μια εναλλακτική πραγματικότητα, που θα επέτρεπε και στους τρεις να είναι μαζί. Για μια στιγμή, τα όσα είχε πει και κάνει απόψε της φάνηκαν περιέργως σημαδιακά. Ξαφνικά ένιωσε μια απερίγραπτη θλίψη και χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά της για να μην κλάψει. Δεν ήξερε την απάντηση στην ερώτηση που της είχε θέσει ο Φίλιπ. Θα είχε κάνει κάποια διαφορετική επιλογή; Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Συγνώμη, Φίλιπ. Φέρθηκα παράλογα». Εκείνος την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Η Λόρα δεν είχε καταφέρει να απαντήσει στην ερώτηση του, όμως ο Φίλιπ την καταλάβαινε. Ούτε εκείνος είχε κάποια απάντηση. Είχε την υποψία ότι μερικές φορές η Λόρα ευχόταν τα πράγματα να είχαν εξελιχτεί διαφορετικά. Ο ίδιος σίγουρα το ευχόταν - πιο συχνά, μάλιστα, απ' ό,τι ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του. Και κάθε φορά που κλωθογύριζε στο μυαλό του αυτό το ζήτημα, μια επίμονη φωνή τερμάτιζε τον εσωτερικό διάλογο

με το λογικό επιχείρημα ότι πλέον ήταν πολύ αργά και πως ό,τι έγινε έγινε. Ξαφνικά, της χαμογέλασε. «Τέλος πάντων, είμαι σίγουρος ότι ο Μονρό θα το ξεπεράσει. Είναι καλός αστυνομικός, αλλά ώρες ώρες φέρεται σαν μούλος». Η Λόρα έγειρε προς το μέρος του και τον φίλησε στο μάγουλο, ενώ εκείνος έβαζε ταχύτητα και έφερνε το αυτοκίνητο ξανά στο δρόμο. «Λοιπόν, θα μου πεις τι ξέρεις για την υπόθεση;» Ο Φίλιπ αναστέναξε βαριά, όμως ο θυμός του είχε εξανεμιστεί. «Θεέ μου, δεν το βάζεις κάτω εσύ, ε;» «Όχι», απάντησε η Λόρα χαμογελώντας. «Συνήθως, όχι». «Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πολύ περισσότερα από εσένα. Ήταν μια νέα γυναίκα, γύρω στα είκοσι, είχε φύγει από το σπίτι ενός φίλου της και επέστρεφε στο δικό της. Πέθανε κάπου ανάμεσα στις επτά και οκτώμισι το βράδυ. Την εντόπισε ένας τύπος που είχε βγάλει βόλτα το σκυλί του. Το κοντινότερο σπίτι βρίσκεται σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Κανείς δεν άκουσε ούτε είδε το παραμικρό». «Τα τραύματα, όμως...» είπε η Λόρα, αφήνοντας τη φράση της σιη μέση. «Στην Αμερική είχα δεκαπέντε χρόνια στο αστυνομικό ρεπορτάζ, όμως πρώτη φορά είδα κάτι τέτοιο». «Πράγματι, άσχημο θέαμα». «Στα "άσχημα" είμαι συνηθισμένη: πελάτες που έκοψαν τις γλώσσες σε πόρνες, κεφάλια τιναγμένα στον αέρα από τις σφαίρες ημιαυτόματων όπλων, τέτοια πράγματα. Όμως εδώ κάποιος ξερίζωσε την καρδιά αυτής της κοπέλας. Για όνομα του Θεού, την αφαίρεσε με χειρουργική ακρίβεια, έγινε προσεκτικά». «Το ξέρω, εγώ τη φωτογράφησα».

«Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι κάτι που θα έκανε ένας κοινός δολοφόνος, Φίλιπ. Μου φαίνεται κάτι το... Δεν ξέρω... Κάτι το τελετουργικό, μάλλον». «Ναι, ίσως», απάντησε ο Φίλιπ, με το βλέμμα καρφωμένο στο δρόμο. «Δεν είμαι αστυνομικός». Παρέμειναν σιωπηλοί για λίγο και ύστερα η Λόρα είπε: «Είναι και το νόμισμα. Τι ρόλο μπορεί να έπαιζε αυτό;» «Γιατί τόσο ενδιαφέρον;» ρώτησε κάπως ανυπόμονα ο Φίλιπ. «Τι να σου πω... Φαντάζομαι ότι κατά βάθος παραμένω δημοσιογράφος που καλύπτει το αστυνομικό ρεπορτάζ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΛΥΣΣΟΜΑΝΟΥΣΕ, τραντάζοντας τα παράθυρα του δωματίου της στο σπίτι του Φίλιπ, κι εκείνη έκανε ανήσυχο ύπνο, βλέποντας το ίδιο όνειρο που έβλεπε πάντα κάτι τέτοιες νύχτες· ένα όνειρο που δεν ήταν ακριβώς όνειρο, αλλά μάλλον μια αλλοιωμένη ανάμνηση. Ξεκινούσε με την ίδια να βρίσκεται σε ένα αεροπλάνο πάνω από το Λος Άντζελες. Ή τ α ν νύχτα και πήγαινε να επισκεφτεί τους γονείς της, λίγο καιρό αφότου είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τα πιο απομακρυσμένα προάστια της πόλης, πριν ανακοινώσει ο πιλότος ότι ξεκινούσε η διαδικασία προσγείωσης στο αεροδρόμιο. Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόταν πάνω από την κυρίως πόλη και έστριβε σιγά σιγά προς Βορρά, κινούμενο παράλληλα με την ακτή. Η Λόρα κοίταζε τα φώτα. Η πόλη φαινόταν καθαρά, φωταγωγημένη, σαν γαλαξίας, σαν μία από εκείνες τις απίστευτες εικόνες που στέλνει το τηλεσκόπιο Χαμπλ. Κάθε αυτοκίνητο ήταν ένα άστρο, κάθε σπίτι ένα μικρό ηλιακό σύστημα, ένα ηλιακό σύστημα φτιαγμένο από φώτα. Το νέφος έκανε τα φώτα να λαμπυρίζουν και να τρεμοπαίζουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε αυτή τη διαδρομή, φυσικά. Μάλλον η δωδέκατη, αλλά ποτέ δεν είχε ταξιδέψει νύχτα και

χο θέαμα ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Και τότε, το είδε. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στα φώτα, σε αυτή την ένδειξη ανυπακοής, λες και η ανθρωπότητα έδειχνε στους θεούς πού τους είχε γραμμένους. Ο αυτοκινητόδρομος 1-405 έμοιαζε να σηκώνεται όρθιος μαζί με τα άπειρα αυτοκίνητα που τον διέσχιζαν. Όμως, από τα τρεις χιλιάδες πόδια, δε θύμιζε σε τίποτα δρόμο. Η Λόρα δεν έβλεπε τις διαχωριστικές νησίδες, την άσφαλτο, τις διαγραμμίσεις, μονάχα μια μαύρη λωρίδα ανάμεσα στα φώτα. Αλλά κι εκείνες οι κουκκίδες φωτός δεν μπορούσαν να είναι αυτοκίνητα, σωστά; Ή τ α ν άυλες, δέσμες φωτός που κινούνταν αυτοβούλως, απλώς φώτα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε τη συνολική εικόνα, το τι σχημάτιζαν οι μακριές λωρίδες με όλα εκείνα τα φώτα που κινούνταν σε αυστηρές φάλαγγες, έξι λωρίδες σε κάθε κατεύθυνση, η μία κουκκίδα μετά την άλλη, όλες να κινούνται μαζί. Λίγες στιγμές νωρίτερα, τα φώτα ανήκαν σε μεταλλικά οχήματα που μετέφεραν κάποιον Σταν ή Τζιμ ή Τάμπαθα πίσω στο σπίτι τους, εκεί όπου τους περίμενε κάποιος μικρός Τζίμι, κάποια Ντόροθι και Ντελόρες. Ή τ α ν απλώς φώτα, μικρές φυσαλίδες ανθρωπιάς, προστατευτικά κουκούλια όπου κάποιο ράδιο έπαιζε μουσική. Μέχρι πριν από λίγο ήταν, στο μυαλό της τουλάχιστον, δέματα σκέψης, πακέτα νοσταλγίας, επιθυμιών και αναμνήσεων, ανησυχιών και αδυναμιών. Αλλά η στιγμή εκείνη είχε περάσει και τώρα οι κουκκίδες είχαν γίνει κάτι άλλο. Ο αυτοκινητόδρομος είχε μετατραπεί σε αιμοφόρο αγγείο και οι φωτεινές κουκκίδες, τα άυλα φώτα, είχαν γίνει σωματίδια, τα αλάρμ ήταν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, οι προβολείς τα λευκά, που έρρεαν ασταμάτητα μέσα στο αιμοφόρο αγγείο κάποιου άφεγγου σώματος το οποίο σίγουρα κειτόταν κάπου εκεί κάτω, αθέατο μέσα στη λάμψη.

Ξύπνησε ταραγμένη και ανασηκώθηκε σισ κρεβάτι. Κοίταξε το ρολόι, η ώρα ήταν 5:32 π.μ. Έ ξ ω γινόταν χαλασμός. Τότε θυμήθηκε ότι η Τζο δεν είχε γυρίσει ακόμα όταν επέστρεψαν εκείνοι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Δεν την είχε ακούσει να μπαίνει στο σπίτι. Τώρα είχε ξυπνήσει τελείως και οι εικόνες από εκείνο το χλομό σώμα που είχε δει μέσα στο αυτοκίνητο κατέκλυσαν το μυαλό της. Το εσωτερικό του οχήματος ήταν γεμάτο αίματα. Δεν ήταν άμαθη σε τέτοιες σκηνές, όμως έπειτα θυμήθηκε το ανοιγμένο στήθος της κοπέλας... Ή τ α ν η εικόνα που είδε όταν στάθηκε κοντά στο αυτοκίνητο, δίπλα στον Μονρό. Τα πλευρά έμοιαζαν σαν να είχαν κοπεί με κάποιο ειδικό εργαλείο, κάτι που θα χρησιμοποιούσε ένας χειρουργός. Η τομή είχε γίνει με απόλυτη ακρίβεια, χωρίς προσπάθεια. Έπειτα της ήρθαν στο νου οι κομμένες αρτηρίες και οι φλέβες, στο σημείο όπου κάποτε συνδέονταν με την καρδιά. Και αυτές είχαν κοπεί με ακρίβεια, με μεθοδικότητα. Έριξε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, αρνούμενη να εγκαταλείψει την προσπάθεια να κοιμηθεί, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τις εικόνες εκείνες και να εστιάσει στη ζωή της. Οι βαλίτσες της ήταν έτοιμες και την περίμεναν στα πόδια του κρεβατιού. Θα έφευγε για το αεροδρόμιο στις δέκα το πρωί. Λογικά, αύριο το βράδυ θα βρισκόταν και πάλι στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, πίσω στο διαμέρισμά της, παλεύοντας να αναζωογονήσει τα μαραμένα φυτά της και να βρει κάποια ιδέα για το καινούριο της βιβλίο. Ξαφνικά, θυμήθηκε ότι η ερευνά της για το επόμενο βιβλίο είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο και η σκέψη αυτή έδιωξε τον ύπνο ακόμα πιο μακριά. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της την πλοκή πάνω στην οποία είχε δουλέψει, να χαθεί σε ένα φανταστικό κόσμο. Ή τ α ν έ-

να τέχνασμα που το είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και συχνά έφερνε αποτελέσματα όταν είχε αύπνία, όμως απόψε τίποτα δεν έδειχνε ικανό να την απομακρύνει από το παρόν. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε νοερά και πάλι στον τόπο του εγκλήματος, είδε τον Μονρό να πιάνει εκείνο το νόμισμα με το γαντοφορεμένο του χέρι. Το μέταλλο γυάλιζε στο φως από τα υγρά του σώματος, γυάλιζε παντού, εκτός από τα σημεία όπου το αίμα είχε ξεραθεί, σχηματίζοντας μια λεπτή κρούστα. Πρώτη φορά έβλεπε η Λόρα κάτι τέτοιο. Το νόμισμα έδειχνε εξαιρετικά παλιό. Και, στο άπειρο μάτι της, έμοιαζε σίγουρα φτιαγμένο από χρυσό, παλιό χρυσό. Για ποιο λόγο, σκέφτηκε, να αφήσει κάποιος κάτι τέτοιο πίσω του; Εκτός του ότι αποτελούσε στοιχείο για την αστυνομία, πρέπει να άξιζε και μια περιουσία. Ο Φίλιπ είχε απόλυτο δίκιο που θύμωσε μαζί της, όμως η Λόρα ήξερε ότι κάτω από το θυμό του κρύβονταν πολύ περισσότερα πράγματα. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι το ξέσπασμα ήρθε την παραμονή της αναχώρησής της για τη Νέα Υόρκη. Οι παλιές πικρίες έβγαιναν ξανά στο προσκήνιο. Ο Φίλιπ ένιωθε ότι τον είχε εγκαταλείψει πριν από τόσα χρόνια, παρότι και οι δυο τους ήξεραν από τότε, όπως σίγουρα ήξεραν και τώρα, ότι δε θα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Οι τρεις τελευταίες εβδομάδες ήταν υπέροχες και η Λόρα θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι υπήρξαν φορές που έπιασε τον εαυτό της να φαντάζεται ότι οι τρεις τους ήταν πραγματικά οικογένεια, ότι κι εκείνη ζούσε σε αυτό το σπίτι του 17ου αιώνα, σε ένα χωριό κοντά στην Οξφόρδη, ότι η Τζο είχε μεγαλώσει μαζί τους, και με τους δυο γονείς της. Ή τ α ν φαντασίωση, όμως της άφηνε μια όμορφη αίσθηση. Είχε αφαιρεθεί τόσο πολύ με τις σκέψεις αυτές, ώστε στην αρχή δεν άκουσε το τηλέφωνο που χτυπούσε στο χολ του ισογείου.

Ύστερα έφτασε στ' αφτιά της ο ήχος της πόρτας του Φίλιπ που άνοιξε και τα βαριά του βήματα καθώς διέσχιζε νυσταγμένος το διάδρομο και κατέβαινε την απότομη, στριφογυριστή σκάλα. Τον άκουσε να μιλάει, όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε. Έπειτα έβαλε το ακουστικό στη θέση του και άρχισε και πάλι να ανεβαίνει τη σκάλα. Αυτή τη φορά με φούρια. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα της και αμέσως μετά άνοιξε προς τα μέσα. «Η Τζο», είπε ο Φίλιπ, ενώ το πρόσωπο του έμοιαζε χλομό και ρουφηγμένο έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως του διαδρόμου. «Ήταν σε ένα τροχαίο. Την πήγαν στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Κέμπριτζ,

Φεβρουάριος 1689

Τ Η Ν ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ, ο Ισαάκ Νεύτωνας ήταν πολύ κουρασμένος για να τακτοποιήσει τις αποσκευές του. Ο υπηρέτης του, Ελάιας Πέριγουινκλ, είχε σύρει το βαρύ μπαούλο με τις καινούριες αγορές μέσα από το προαύλιο του Κολεγίου. Τρίνιτι, το είχε ανεβάσει από τα στριφογυριστά πέτρινα σκαλοπάτια και το είχε πάει στο διαμέρισμα που μοιραζόταν ο Νεύτωνας με τον παλαιότερο συνεργάτη του, τον Τζον Γουίκινς. Αφού έδιωξε τον υπηρέτη, ανταμείβοντάς τον για τον κόπο του με ένα μπρούντζινο κέρμα και ένα μασημένο «ευχαριστώ», ο Νεύτωνας μετά βίας βρήκε τη δύναμη να αποθηκεύσει το κλειστό μπαούλο στο εργαστήριο που υπήρχε δίπλα στο δωμάτιο του, να βγάλει τις μπότες του και να πετάξει το λασπωμένο του πανωφόρι σε μια καρέκλα, προτού σωριαστεί στο στρώμα και πέσει σε βαθύ ύπνο. Είχε ξυπνήσει λίγο πριν την έβδομη ώρα, καθώς οι πρώτες αχτίδες του ισχνού χειμωνιάτικου ήλιου έμπαιναν στο δωμάτιο από τα ανατολικά παράθυρα του διαμερίσματος του. Ο Πέριγουινκλ εμφανίστηκε λίγα λεπτά αργότερα με μια τσίγκινη γαβάθα με ζεστό νερό και μια καθαρή λινή πετσέτα. Το νερό τον άνα-

κούφισε, το ένιωθε να ποτίζει την ξηρή του επιδερμίδα. Βλέποντας το είδωλο του στο μικρό καθρέφτη που είχε στηρίξει στο περβάζι του παραθύρου, σκέφτηκε ότι παρουσίαζε οικτρό θέαμα. Ή τ α ν ένας άνθρωπος για τον οποίο ένας καλός, ατάραχος ύπνος φάνταζε μισοξεχασμένη συνήθεια. Μένοντας μόνος του, όταν ο υπηρέτης πήγε να πετάξει το γκρίζο νερό, ο Νεύτωνας άλλαξε πουκάμισο, φόρεσε τις μπότες του και ψάρεψε από την τσέπη του το κλειδί του εργαστηρίου. Όπως κατευθυνόταν προς τα εκεί, πήρε μαζί το επάργυρο πιάτο και ένα ποτήρι που του είχε αφήσει ο Πέριγουινκλ. Στο πιάτο υπήρχε ένα μήλο και ένα κομμάτι ψωμί - στο ποτήρι, φρέσκο, χλιαρό νερό. Το δωμάτιο δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, παρότι ο ίδιος κατείχε τη λουκασιανή έδρα των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η διοίκηση του κολεγίου δεν είχε φανεί γενναιόδωρη απέναντι του, πάντως ο χώρος ήταν αρκετός. Ο Νεύτωνας άναψε τους πυρσούς που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά της πόρτας, δημιουργώντας αχνούς κύκλους φωτός στο χωρίς παράθυρα δωμάτιο. Κλείδωσε την πόρτα πίσω του- ήξερε ότι ο Γουίκινς είχε πάει στο Μάντσεστερ να επισκεφτεί την οικογένειά του, όμως δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει κάποια διακοπή ή οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του ιδιωτικού χώρου. Κατευθύνθηκε στο τζάκι, στοίβαξε μερικά ξύλα και χρησιμοποιώντας τη φλόγα ενός πυρσού σύντομα είχε μια καλή φωτιά, που σκόρπισε τις σκιές και του επέτρεψε να δει καλύτερα, αφού στο δωμάτιο αιωρούνταν συνεχώς μια βαριά χημική ομίχλη. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ράφια, τα οποία φιλοξενούσαν τους τριακόσιους τόμους περίπου της βιβλιοθήκης του, που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά κάθε πτυχή της αλχημείας και της ερ-

μητικής παράδοσης. Είχε χρησιμοποιήσει τα χρήματα που εξασφάλιζε ετησίως από τα κτήματα της οικογένειας στο Γούλσθορπ του Λίνκολνσαϊρ, καθώς και ένα σημαντικό μέρος του μισθού του ως καθηγητή προκειμένου να αποκτήσει αυτή τη βιβλιοθήκη. Εδώ υπήρχαν το Δείηνο της Καθαρής Τετάρτης ή Δείπνο των Δείπνων του Τζιορντάνο Μπρούνο, προσωπικές μεταφράσεις των αιρετικών έργων του Γαλιλαίου που είχαν απαγορευτεί από το Βατικανό, μεταγραφές του κειμένου του σμαραγδένιου πίνακα, το Μανιφέστο των Ροδόσταυρων, το Septimana Philosophica του Μίκαελ Μάιερ και έργα των Ρέιμοντ Λούλι, Ρόμπερτ Φλαντ και Γιάκομπ Μπέμε. Στα ράφια δεν υπήρχαν μόνο βιβλία. Ορισμένα ήταν γεμάτα από στοίβες χαρτιών, σημειώσεις και περιγραφές των πειραμάτων του- ανάλογες σημειώσεις υπήρχαν και σε ένα τραπέζι τοποθετημένο στη μία άκρη του δωματίου. Περίπου το ένα τρίτο του χώρου στα ράφια καταλάμβαναν μπουκάλια και γυάλινα δοχεία. Ορισμένα από τα μπουκάλια περιείχαν χρωματιστά υγρά, καθένα από αυτά ήταν κλεισμένο με φελλό και είχε πάνα) του ετικέτα. Σε μια γωνιά του δωματίου έστεκε μια πολύπλοκη γυάλινη κατασκευή, κάποια συσκευή απόσταξης, και σε μια άλλη ένα τηλεσκόπιο πάνω σε βάση. Στο εσωτερικό του μεγάλου, πέτρινου τζακιού ένα μεταλλικό τσουκάλι κρεμόταν από πλαϊνά στηρίγματα. Για κάποιον ξένο που θα έμπαινε σε αυτό το δωμάτιο, οι διάφορες οσμές που αναμειγνύονταν στην ατμόσφαιρα θα ήταν ανυπόφορες (ακόμα και για άτομα με τις οσφρητικές ευαισθησίες του Που αιώνα), όμως για τον Νεύτωνα οι μυρωδιές είχαν περάσει σε σχεδόν υποσυνείδητο επίπεδο και αν κάποιος ιδιαίτερος συνδυασμός άλλαζε τις συνηθισμένες ισορροπίες, εκείνος τον θεωρούσε για κάποιο λόγο οικείο.

Στο δωμάτιο έκανε παγωνιά, όμως σύντομα η φωτιά θα μετέτρεπε το εργαστήριο σε πραγματική σάουνα. Κάποια χρόνια νωρίτερα, ο Νεύτωνας είχε πληρώσει δυο εργάτες να ανοίξουν ειδικές τρύπες εξαερισμού στον εξωτερικό τοίχο του εργαστηρίου και αυτή η απλή μετατροπή πιθανότατα τον είχε σώσει από ασφυξία σε αρκετές περιπτώσεις. Κατευθύνθηκε με γοργό βήμα στο τραπέζι, έκανε χώρο και ακούμπησε εκεί το πιάτο και το ποτήρι, προτού γυρίσει και γονατίσει μπροστά στο μπαούλο που είχε τοποθετήσει στο κέντρο του εργαστηρίου την προηγούμενη νύχτα. Καθώς καταγινόταν με την κλειδαριά, άρχισε να σκέφτεται το τελευταίο του ταξίδι στο Λονδίνο, σε αναζήτηση του χαμένου στοιχείου που ήταν βέβαιος ότι βρισκόταν εκεί. Η έρευνά του μετρούσε ήδη σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, έψαχνε το θεμελιώδες μυστικό της ύπαρξης, την απόλυτη αλήθεια, τηνprisca sapentia. Η επιστήμη ήταν ο πρώτος του έρωτας και την είχε εξαντλήσει. Το βιβλίο του Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας είχε εκδοθεί πριν δύο χρόνια, καθιστώντας τον αστέρα του ακαδημαϊκού κόσμου, αλλά γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι το Σύμπαν έκρυβε περισσότερα πράγματα από τους βασικούς μηχανισμούς, τις θεμελιώδεις αρχές που είχε παρατηρήσει και περιγράψει στο περίφημο έργο του. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή της άφιξής του εδώ, στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, το 1661, είχε νιώσει την έλξη της αλχημείας και του μυστικισμού. Ο παλιός του μέντορας και προκάτοχος του στη λουκασιανή έδρα, ο Ισαάκ Μπάροου, ήταν εκείνος που του πρόσφερε την πρώτη σπίθα και αυτή είχε μετατραπεί σε φωτιά που κατέκαιε τα πάντα χάρη στα γραπτά των σπουδαίων μυστών του παρελθόντος, ανθρώπων όπως ο Κορνήλιος Αγρίππας και ο Ελάιας Άσμολ, ο Τζον Ντι και ο Τζιορντάνο

Μπρούνο. Η ερευνά τους είχε ονομαστεί Μέγα Έργο και για πολλά χρόνια οι αθάνατοι αυτοί ερευνητές είχαν διεξαγάγει πολυσύνθετα αλχημιστικά πειράματα σε καπνισμένα εργαστήρια. Είχαν δώσει τη ζωή τους στην αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου, του σχεδόν μυθικού υλικού που θα επέτρεπε στους αλχημιστές να μετατρέψουν οποιοδήποτε βασικό μέταλλο σε χρυσό. Αυτή η μαγική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό κόσμο θα έδινε τη δυνατότητα στους μύστες να παραγάγουν το ελιξίριο της ζωής και να ανακαλύψουν την αιώνια νεότητα. Ό π ω ς όλοι οι αλχημιστές που προηγήθηκαν, ο Νεύτωνας είχε στηρίξει τις ιδέες του στο μανιφέστο κάθε ερμητικού πειραματιστή, στο δόγμα του σμαραγδένιου πίνακα. Στα νιάτα του, ο Μπάροου τον είχε διαφωτίσει σχετικά με την ύπαρξη αυτού του θαυμαστού αντικειμένου και του είχε εξηγήσει πως ήταν ο οδηγός όλων των αλχημιστών. Είχε δημιουργηθεί την εποχή των αρχαίων, του είχε εξηγήσει ο Μπάροου, περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι γνώριζαν πολύ περισσότερα για τη λειτουργία του Σύμπαντος απ' ό,τι όλοι οι επιστήμονες και φιλόσοφοι της δικής τους εποχής. Το απόσταγμα εκείνης της γνώσης είχε αποτυπωθεί στο κείμενο του σμαραγδένιου πίνακα. Κανείς δε γνώριζε πού βρισκόταν σήμερα ο πίνακας, είχε εξαφανιστεί από τα μάτια των θνητών, όμως μεταφράσεις του κειμένου κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά ανάμεσα στους αλχημιστές και όλοι τους είχαν ακολουθήσει αυτό που θεωρούσαν ως την απόλυτη αλήθεια, όπως αυτή περιγράφηκε από τους αρχαίους. Ο πίνακας εξηγούσε τη διαδρομή προς τη φιλοσοφική λίθο, πώς έπρεπε οι αλχημιστές να προετοιμάσουν την ψυχή τους, αλλά και το συμπαγές υλικό με το οποίο πειραματίζονταν. Ο Νεύτωνας πίστευε ότι η αποτυχία των αλχημιστών, μέχρι εκείνη τη στιγμή, να δημιουργήσουν το αντι-

κείμενο των ονείρων τους δεν οφειλόταν σε σφάλμα των αρχαίων. Ούτε, φυσικά, σε αδυναμία της φύσης- απλώς, κανένας φιλόσοφος ή αλχημιστής δεν είχε εξαγνίσει αρκετά την ψυχή του και κανένας οπαδός της αλήθειας δεν είχε αφοσιωθεί στο έργο αυτό με αρκετή αποφασιστικότητα και προσήλωση. Αντίθετα με τους άλλους αλχημιστές, από τον ίδιο τον Ερμή τον Τρισμέγιστο μέχρι τους ανθρώπους που απάρτιζαν το στενό του κύκλο, ο Νεύτωνας δεν είχε καμία επιθυμία να δημιουργήσει χρυσό μόνο και μόνο για να πει ότι τα κατάφερε. Ελάχιστη σημασία απέδιδε στο να αποκτήσει αφάνταστα πλούτη. Για εκείνον, το χρυσάφι στην άκρη του ουράνιου τόξου ήταν η καθαρή γνώση, η γνώση που κατείχαν οι θεοί, και ήξερε ότι θα έκανε τα πάντα για να τη βρει. Αποτελούσε το λόγο της ύπαρξής του. Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που είχε περάσει μπροστά στο καμίνι, μελετώντας το μικρόκοσμο και συνδέοντας τον με το μακρόκοσμο, τον οποίο παρατηρούσε μέσα από τους φακούς του τηλεσκοπίου του, είχε καταφέρει να διακρίνει κάποιες σχέσεις και είχε οδηγήσει την έννοια του ολισμού σε νέα επίπεδα σκέψης. Στην πορεία, έφτασε να θεωρεί τον εαυτό του ημίθεο και πίστευε ότι είχε έρθει σε αυτό τον κόσμο για ένα πράγμα·, να βρει τη φιλοσοφική λίθο και να φωτίσει την αλήθεια. Θεωρούσε ότι ήταν ο εκλεκτός του Θεού, ότι τον είχε ξεχωρίσει και του είχε χαρίσει τις μεγαλύτερες πνευματικές δυνάμεις της γεγιάς του προκειμένου εκείνος, ο Ισαάκ Νεύτωνας, καθηγητής της λουκασιανής έδρας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, να πραγματοποιήσει το θέλημα του Πατέρα του και να ξετυλίξει μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας το αληθινό νόημα της ύπαρξης, τις θεμελιώδεις λειτουργίες της φύσης, το μηχανισμό του Σύμπαντος.

Οι μεντεσέδες του μπαούλου έτριξαν καθώς ο Νεύτωνας σήκωνε το καπάκι. Στο εσωτερικό υπήρχαν γυάλινα δοχεία, προσεκτικά τοποθετημένα μέσα σε μαλλί, προκειμένου να προστατευτούν από τον άθλιο καρόδρομο που οδηγούσε στο Λονδίνο. Ή τ α ν δοχεία με χημικές ουσίες. Ένα από αυτά περιείχε κομμάτια από μεταλλικούς κυλίνδρους καλυμμένους με κάποια γκρίζα επίστρωση, βυθισμένους σε ένα κιτρινωπό λάδι. Δίπλα υπήρχε ένα σωληνάριο με σκόνη, μαύρη σαν στάχτη, και ακριβώς δίπλα ένα άλλο γεμάτο με πορφυρή πούδρα. Ακουμπισμένη στο πλάι, καλά τυλιγμένη μέσα σε ένα πυκνό μάλλινο ύφασμα, υπήρχε μια μεγάλη κλεψύδρα. Το ένα τρίτο του μπαούλου καταλάμβαναν τακτικά στοιβαγμένα, δερματόδετα βιβλία. Ο Νεύτωνας πήρε στα χέρια το πρώτο και παρατήρησε τη ράχη του. «Η Φήμη και οι Μαρτυρίες της Αδελφότητας των Ροδόσταυραν του Τόμας Βον»,* διάβασε μεγαλόφωνα τον τίτλο, πριν το ακουμπήσει προσεκτικά στο πάτωμα, δίπλα στο μπαούλο. Το δεύτερο βιβλίο είχε τίτλο τυπωμένο με χρυσούς χαρακτήρες στο εξώφυλλο: Ο Σκεπτικιστής Χημιστής. Το όνομα του συγγραφέα, Ρόμπερτ Μπόιλ, ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα κάτω από τον τίτλο. Ο Νεύτωνας φυλλομέτρησε το βιβλίο για λίγο και το ακούμπησε πάνω στο προηγούμενο. Ύστερα σήκωσε τους υπόλοιπους τόμους από το μπαούλο και τους πήγε σε ένα τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, στα δεξιά του τζακιού, όπου άρχισε να τους τακτοποιεί σε στοίβες, προτού τους μεταφέρει στα ράφια που υπήρχαν από πάνω. Καθώς σήκωνε έναν

* Πρόκειται για τη μετάφραση στα αγγλικά (The Fame and Confessions ofthe Fraternity of the Rosicrueians) από τον Τόμας Βον (αλλιώς Ευγένιος ο Φιλαλήθης) ενός λατινικού ε'ργου με τίτλο Fama Fraternitatis, που εκδόθηκε το 1614 στη Γερμανία. (Σ.τ.Ε.)

ιδιαίτερα όμορφο τόμο, δεμένο σε πράσινο δέρμα, με τίτλο Οι Μείξεις της Αλχημείας: Οι Δώδεκα Πύλες π,ου Οδηγούν στην Ανακάλυψη της Φιλοσοφικής Λίθου του Τζορτζ Ρίπλεϊ, ένα μικρό κομμάτι περγαμηνής γλίστρησε από το οπισθόφυλλο. Έπεσε στα πόδια του Νεύτωνα. Τ η σήκωσε και την ξεδίπλωσε προσεκτικά. Η περγαμηνή ήταν στεγνή και κιτρινισμένη, όμως μπορούσε να διακρίνει ένα κείμενο, γραμμένο με ξεθωριασμένο, καφετί μελάνι στην επκράνειά της. Ο Νεύτωνας πλησίασε στο τζάκι και έφερε την περγαμηνή κοντά στο πρόσωπο του, ώστε να διακρίνει τα μικροσκοπικά γράμματα. Το κείμενο ήταν γραμμένο στην αραμαϊκή, μια αρχαία μορφή της εβραϊκής γλώσσας, την οποία και γνώριζε. Μεταφράζοντας καθώς διάβαζε το κείμενο, ο Νεύτωνας ψιθύριζε: Ω, εσύ, αναζητητή, εσύ, αναζητητή της αλήθειας, μην απελπίζεσαι. Διότι, ενώ πέφτουμε στα γόνατα ενώπιον του σμαραγδένιου πίνακα, υφίσταται μια άλλη, ακόμα βαθύτερη αλήθεια. Φίλοι μου, το έχω δει μονάχα σαν σε όνειρο, όμως οι θεοί δηλώνουν πως είναι αληθινό. Όπως τα λιβάδια είναι πράσινα, το αίμα του Κυρίου είναι κόκκινο, κόκκινο σαν το ρουμπίνι. Και, όπως ο πίνακας έχει το σχήμα που του δόθηκε, έτσι και το ρουμπίνι είναι σφαίρα· διότι, πράγματι, το έχω δει σαν σε όνειρο. Και αν η δύναμη του πίνακα είναι μία, αυτή της ρουμπινένιας σφαίρας είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερη. Ο ένδοξος πίνακας δείχνει το δρόμο, η σφαίρα ανοίγει τις πύλες του κόσμου. Αν η ψυχή σου είναι αγνή, αναζήτησε τη σφαίρα και με αυτή θα αποκτήσεις τη δόξα των αρχαίων. Αναζήτησε τη σφαίρα κάτω από τη γη, φωλιάζει με'σα στην πέτρα, σπουδαία γνώση από πάνω και έδαφος από κάτω. Τ.

Ρ.

Κάτω από το κείμενο αυτό υπήρχε η εικόνα μιας σφαίρας μαζί με μια σειρά μικροσκοπικών γραμμάτων που ακολουθούσαν μια σφιχτή σπείρα από τον έναν πόλο της στον άλλο. Επίσης, στο κάτω μέρος της σελίδας ο Νεύτωνας διέκρινε μια γραμμή αποτελούμενη από γράμματα, αριθμούς και αλχημιστικά σύμβολα. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για ένα σύνολο από κωδικοποιημένες, αποκρυφιστικές οδηγίες. Τέλος, στην κάτω δεξιά γωνία βρισκόταν ένα μικροσκοπικό σχέδιο, ένα περίτεχνο μοτίβο διασταυρούμενων γραμμών, σαν λαβύρινθος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Αν το κείμενο αυτό ανήκε πράγματι στον Ρίπλεϊ (είχε δει το γραφικό χαρακτήρα του στο παρελθόν και ταίριαζε), τότε το εύρημα ήταν πραγματικά ανεκτίμητης αξίας. Για τον ίδιο, όπως και για όλους τους αλχημιστές, ο σμαραγδένιος πίνακας ήταν ο πλέον σημαντικός οδηγός στο ταξίδι προς τη φιλοσοφική λίθο. Όμως, σύμφωνα με τον Ρίπλεϊ, υπήρχε κάτι περισσότερο, αυτή η ρουμπινένια σφαίρα που ήταν απείρως σημαντικότερη. Τσως, συμπέρανε καθώς επέστρεφε στο τραπέζι κάτω από τα ράφια, αυτό το κείμενο να εξηγούσε το γιατί τα υπέρτατα μυστικά συνέχιζαν να του διαφεύγουν έπειτα από τόσο καιρό. Αν πράγματι έτσι ήταν, τότε ο Θεός είχε θελήσει να διαλέξει ο Νεύτωνας το συγκεκριμένο τόμο στο βιβλιοπωλείο του Γουίλιαμ Κούπερ, στη Μικρή Βρετανία, κοντά στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος του την παραμονή της αναχώρησής του για το Κέμπριτζ. Επομένως, αν ήταν θέλημα Θεού, δε γινόταν να αποτύχει. Ήξερε ότι ο Κύριος θα τον καθοδηγούσε σε αυτό το νέο στάδιο του ταξιδιού του. Ή τ α ν αναπόφευκτο να οδηγηθεί στην αλήθεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΑΡΓΌΤΕΡΑ, Ο ΦΙΛΙΠ θα έλεγε όχι δε θυμόταν σχεδόν χίποχε από ι η διαδρομή μέχρι χο νοσοκομείο, μέσα στη σχεδόν απόλυτη σιγή χι]ς νύχτας, όμως χο μυαλό χου έτρεχε, φορτισμένο από την αγωνία και κυνηγημένο από δυσάρεστες αναμνήσεις. Είχαν περάσει είκοσι και πλέον χρόνια από χόχε που ο παχέρας χου, Μορίς, είχε σκοχωθεί σε χροχαίο, κι αυχό υπήρξε χο πιο καθορισχικό, χο πιο αναχρεπχικό γεγονός σχη ζωή χου, ένα γεγονός που είχε μεταβάλει ριζικά την κατεύθυνση που ακολουθούσε. Ή τ α ν είκοσι δύο ετών και δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε μάθει ότι είχε περάσει με άριστα τις εξετάσεις. Τη μέρα της τελετής αποφοίτησης, την ώρα που έπαιρνε πρωινό μαζί με τους συγκατοίκους του στο σαραβαλιασμένο σπίτι τους, στην οδό Κόουλι, χτύπησε το τηλέφωνο. Ή τ α ν ο θείος Γκρεγκ, ο αδερφός του πατέρα του. Το αυτοκίνητο του πατέρα του είχε συγκρουστεί με ένα φορτηγό που πετάχτηκε ξαφνικά στο δρόμο. Η σύγκρουση ήταν μετωπική και ο πατέρας του σκοτώθηκε ακαριαία. Μέχρι τότε ο Φίλιπ πίστευε ότι δεν αγαπούσε πραγματικά τον πατέρα του, ότι δε θα του έλειπε όταν θα ερχόταν η στιγμή που θα έφευγε από τον κόσμο. Είχε πολλές πικρές αναμνήσεις από τον άνθρωπο εκείνο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την αυταρχική συ-

μπεριφορά του, το γεγονός ότι είχε κάνει τη ζωή της μητέρας του κόλαση και, τελικά, είχε στραφεί εναντίον του ίδιου, ορθώνοντας έναν τοίχο σιωπής ανάμεσά τους, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε. Είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ευχαριστήσει τον πατέρα του. Πριν πάει στο πανεπιστήμιο είχε δείξει μεγάλη κλίση στη φωτογραφία, είχε βραβευτεί για τη δουλειά του και είχε αρχίσει, μάλιστα, να πουλάει ορισμένες φωτογραφίες. Ήταν, όμως, μια πτυχή της ζωής του την οποία ο πατέρας του συστηματικά υποτιμούσε, λέγοντάς του ότι δε θα κατόρθωνε ποτέ να φτιάξει περιουσία από τη φωτογραφία. Έτσι, ο Φίλιπ άφησε κατά μέρος τις φωτογραφικές του μηχανές και πήγε στην Οξφόρδη για να σπουδάσει οικονομικά, πνίγοντας τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες του προκειμένου να ακολουθήσει ένα μονοπάτι που είχε επιλέξει ο πατέρας του για εκείνον. Την ώρα που στεκόταν πάνω από το ανοιχτό φέρετρο του πατέρα του στο γραφείο τελετών, τη μέρα της κηδείας, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η τραγική ειρωνεία της τύχης. Σε όλη του τη ζωή επιδίωκε την αποδοχή του ανθρώπου αυτού- κι όμως, τη μέρα του μεγαλύτερου θριάμβου του, ο μπάσταρδος πήγε και σκοτώθηκε. Σε μια στιγμή παραλογισμού, σκέφτηκε ότι ο πατέρας του λες και το έκανε επίτηδες, για να τον πικάρει. Αργότερα, ωστόσο, όταν μπόρεσε να σκεφτεί λογικά, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από εκείνη τη συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση. Ο πατέρας του ήταν καταπιεστικός άνθρωπος, αλλά παράλληλα είχε εμμονή με την ανάγκη περιφρούρησης της ιδιωτικότητάς του. Από καιρό έτρεφε την παρανοϊκή πεποίθηση ότι ο κόσμος όλος ήθελε να σκαλίσει την προσωπική του ζωή. Καθώς ο Φίλιπ κοίταζε αυτό το ανθρώπινο, άψυχο κουφάρι, δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό του

τη σκέψη ότι μπροστά του κειτόταν ένας άνθρωπος που δεν εμπιστεύτηκε ποτέ κανέναν, ένας άνθρωπος που έσκιζε σε ειδικό μηχάνημα την αλληλογραφία του πριν την πετάξει στα σκουπίδια, ένας άνθρωπος που κλειδαμπάρωνε με τρία λουκέτα το σπίτι κάθε βράδυ. Και τώρα ήταν νεκρός, έχοντας χάσει κάθε αξιοπρέπεια. Περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν αυτό το γεγονός που έπεισε τον Φίλιπ να κάνει μια καινούρια αρχή. Ό λ η του τη ζωή την είχε περάσει προσπαθώντας να ικανοποιήσει τον πατέρα του, όμως κατά βάθος ήξερε ότι, ως χαρακτήρας, έμοιαζε περισσότερο στη μητέρα του, την Τζοάν. Η Τζοάν Μπέινμπριτζ, χρησιμοποιώντας το πατρικό της επίθετο, Γκανμόρα, υπήρξε μία από τις πλέον επιτυχημένες καλλιτέχνιδες από την Καραϊβική. Ο μαύρος πατέρας της είχε εξαφανιστεί όταν ήταν μικρή. Τη μεγάλωσε μόνη της η Σκοτσέζα μητέρα της, Ελίζαμπεθ, η οποία από την ηλικία των έξι ετών την ενθάρρυνε να γίνει ζωγράφος. Γνώρισε τον πατέρα του Φίλιπ όταν τον κάλεσε το αφεντικό του στην πρώτη της έκθεση στη Νέα Υόρκη, το 1957. Ο Φίλιπ δεν κατάλαβε ποτέ τι είχε βρει η μητέρα του στον Μορίς. Ή τ α ν ένας επιχειρηματίας που δεν καταλάβαινε από τέχνη, ή μάλλον οτιδήποτε είχε σχέση με τον πολιτισμό. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στους αριθμούς και στα λογιστικά βιβλία, ενώ η Τζοάν ήταν το ακριβώς αντίθετο, ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν ενδιαφερόταν για τα λεφτά, ούτε καν για τη δόξα. Ο Φίλιπ διατήρησε επαφές με τη μητέρα του και κάποιες φορές την επισκέφτηκε στη Βενετία, όπου έζησε για είκοσι πέντε χρόνια με το δεύτερο σύζυγο της, έναν τραγουδιστή της όπερας. Όμως αρνήθηκε να παρασυρθεί στον κόσμο της, παρότι του φαινόταν ιδιαίτερα θελκτικός. Με το θάνατο του Μορίς, στο μυαλό του Φίλιπ ανοίχτηκαν πολλές καινούριες πόρτες. Λίγους μήνες

μετά την απόκτηση του πτυχίου του στα οικονομικά, ακύρωσε όλα τα σχέδια που είχε θέσει σε εφαρμογή ο πατέρας του. Απαρνήθηκε μια δουλειά στο Σίτι του Λονδίνου και τον παχυλό μισθό που τη συνόδευε, πήρε ξανά στα χέρια τη φωτογραφική μηχανή και ορκίστηκε να κάνει τη φωτογραφία ζωή του. Αλλά οι αλλαγές έφτασαν ακόμα πιο βαθιά. Ποτέ του δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για οτιδήποτε είχε σχέση με τα μεταφυσικά, όμως μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς είχε γοητευτεί από το φαινόμενο της αύρας και της φωτογραφίας Κίρλιαν.* Διάβασε όσα βιβλία μπόρεσε να βρει πάνω στο θέμα αυτό, παρακολούθησε εργαστήρια και μαθήματα. Όμως, δυο χρόνια αφότου εισχώρησε σε αυτό τον κόσμο, σταμάτησε ξαφνικά. Ποτέ του δε σκέφτηκε συνειδητά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε όλα αυτά τα πράγματα προκειμένου να ασχοληθεί με τη φωτογράφηση πτωμάτων και χώρων όπου είχαν διαπραχθεί εγκλήματα. Για τον Φίλιπ, ήταν απλώς μια δουλειά, ένας τρόπος να πληρώνει τους λογαριασμούς, ενώ συνέχιζε το δημιουργικό του έργο, πραγματοποιούσε εκθέσεις και ονειρευόταν τη διεθνή καταξίωση. Οι κοντινοί του άνθρωποι είχαν καταλάβει από χρόνια τα κίνητρά του, όμως προτίμησαν να κρατήσουν τις θεωρίες τους για τον εαυτό τους. Συνειδητοποίησαν ότι, φωτογραφίζοντας πτώματα, ο Φίλιπ προσπαθούσε με κάποιον τρόπο να βρει κάτι που δεν είχε κατορθώσει να δει στη σορό του πατέρα του, να βρει κάτι που να μοιάζει με ψυχή.

* Το 1939, οι Ρώσοι Σεμιόν Νχαβίνοβιτς και Βαλεντίνο Κρισάφοβνα Κίρλιαν ανακάλυψαν τυχαία ότι όταν ένα αντικείμενο πάνω σε μια φωτογραφική πλάκα δεχτεί ρεύμα υψηλής συχνότητας, δημιουργείται μια εικόνα που φέρει έγχρωμη άλω. Αυτή υποτίθεται πως είναι η υλική αποτύπωση της πνευματικής αύρας ή ζωτικής δύναμης που περιβάλλει τα έμβια όντα. (Σ.τ.Ε.)

Άρχισε να βρέχει ξανά καθώς πλησίαζαν στσ νοσοκομείο και αυτό έκανε τον Φίλιπ να διακόψει την αναπόληση και να επιστρέψει στο ψυχρό παρόν. Μπήκαν στο χώρο του νοσοκομείου και, αφού πάρκαραν στην πρώτη διαθέσιμη θέση, έτρεξαν στον κατάφωτο χώρο υποδοχής, χωρίς να προσέξουν τα θαυμάσια κόκκινα χρώματα της ανατολής. Τους είχε τηλεφωνήσει μία από τις φίλες της Τζο, η Σαμάνθα, η οποία βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί με την Τζο και το αγόρι της, τον Τομ. Εκείνη είχε απλώς μερικές εκδορές και μώλωπες, όμως δεν ήξερε να τους πει σε τι κατάσταση βρισκόταν το ζευγάρι. Τ η συνάντησαν στο χώρο υποδοχής· μιλούσε σε ένα νεαρό γιατρό, ο οποίος τους οδήγησε μέσα από ένα διάδρομο σε ένα μικρό δωμάτιο που φιλοξενούσε τέσσερα κρεβάτια. Η Τζο βρισκόταν στο ακριανό, πίσω από μια τραβηγμένη κουρτίνα. Η Λόρα και ο Φίλιπ ανακουφίστηκαν βλέποντας τη να ανασηκώνεται. Είχε ένα άσχημο κόψιμο πάνω από το δεξί της μάτι και το χέρι της που ακουμπούσε στα σκεπάσματα ήταν δεμένο μέχρι τον αγκώνα. «Υπέστη διάσειση», είπε ο γιατρός, κοιτάζοντας την καρτέλα της Τζο. «Αλλά η αξονική δεν έδειξε κάτι το ανησυχητικό. Χρειάστηκε να της κάνουμε μερικά ράμματα, όμως νομίζω ότι θα ζήσει. Η Λόρα την αγκάλιασε τρυφερά και η Τζο στράφηκε και χαμογέλασε στον Φίλιπ, ο οποίος στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι. «Θεέ μου, Τζο», είπε η Λόρα. «Νόμισα...» «Όχι, μαμά, εδώ είμαι ακόμα», ψιθύρισε η κοπέλα και άγγιξε το μάγουλο της Λόρα. «Ο φίλος σου, ο Τομ, είναι καλά;» ρώτησε ο Φίλιπ και στράφηκε στο γιατρό.

«Κι εκείνος στάθηκε πολύ τυχερός. Έχει κάποια ραγισμένα πλευρά, δυο σπασμένα δάχτυλα και αρκετές εκδορές και μώλωπες. Του περιποιούνται τα τραύματα εδώ πιο κάτω». «Λοιπόν, τι στην ευχή συνέβη, Τζο; Δε φαντάζομαι να είχε πιει ο Τομ;» «Όχι, μητέρα, δεν πίνει», απάντησε η Τζο και κοίταξε εκνευρισμένη τη μητέρα της. «Αν θέλετε να ξέρετε, εγώ οδηγούσα». Η Λόρα φάνηκε έκπληκτη για μια στιγμή, ύστερα χαμογέλασε αδύναμα στην κόρη της και της έπιασε το χέρι. «Βρισκόμασταν στην οδό Σεν Αλντέιτ, επιστρέφαμε στο Κάρφαξ, όταν ένα αυτοκίνητο βγήκε από έναν παράδρομο. Μάλλον αντέδρασα υπερβολικά, το αυτοκίνητο έστριψε απότομα και γλίστρησε στο βρεγμένο δρόμο. Πέσαμε πάνω σε ένα φανοστάτη». «Τυχεροί σταθήκατε», είπε ο Φίλιπ και κάθισε αναστενάζοντας στο κρεβάτι, απέναντι από τη Λόρα. «Μαμά, εσύ τέτοια ώρα δε θα έπρεπε να πηγαίνεις στο Χίθροου;» Η Λόρα την κοίταξε σαν να θυμήθηκε κάτι, χαμένο στην ομίχλη του χρόνου. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια της. «Πάει αυτό το σχέδιο. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω από την Αγγλία μέχρι να συνέλθεις πλήρως». Η Τζο έκανε να διαμαρτυρηθεί, όμως τη διέκοψε το κινητό του Φίλιπ που άρχισε να χτυπάει. Εκείνος γύρισε και κοίταξε απολογητικά το γιατρό. «Χίλια συγνώμη. Έπρεπε να το είχα κλείσει. Ένα λεπτό θα κάνω». Ύστερα, πατώντας νευρικά κάποια πλήκτρα, περπάτησε προς το παράθυρο, μιλώντας σιγανά στο τηλέφωνο. Ο γιατρός έδειξε να ενοχλείται, όμως στράφηκε στην Τζο και είπε: «Είστε ελεύθερη να φύγετε μόλις νιώσετε αρκετά καλά».

«Και ο Τομ;» «Μάλλον θα χρειαστεί να μείνει για κάνα δυο ώρες ακόμα. Πρέπει να κάνουμε ορισμένες επιπλέον εξετάσεις, αλλά μπορείτε να τον δείτε αν θέλετε». Καθώς κατευθυνόταν προς την πόρτα, κοίταξε τον Φίλιπ και του έκανε ένα νεύμα, σαν να του έκοβε το λαιμό. Ο Φίλιπ έγνεψε αμήχανα και βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο. Γύρισε ξανά στο κρεβάτι και είπε: «Φοβάμαι ότι πρέπει να φύγω. Έγινε και άλλος φόνος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ βρισκόταν σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη των δυο χιλιομέτρων από το νοσοκομείο, όμως ήδη στον περιφερειακό που οδηγούσε από το Χέντινγκτον στην Οξφόρδη είχε αρχίσει να δημιουργείται το πρωινό μποτιλιάρισμα, οπότε ο Φίλιπ χρειάστηκε σχεδόν είκοσι λεπτά για να φτάσει εκεί. Η Λόρα είχε μείνει στο νοσοκομείο με την Τζο, κάτι που τον βόλεψε μια χαρά. Δεν είχε καμία όρεξη να δει τη Λόρα να κάνει τα ίδια κόλπα με το προηγούμενο βράδυ, που εκνεύρισε τον Μονρό. Αν και ήταν ακόμα ταραγμένος από την τρομάρα που είχε περάσει με την κόρη του, ήξερε ότι έπρεπε να εστιάσει την προσοχή του στη δουλειά που τον περίμενε. Άφησε το αυτοκίνητο του σε ένα πάρκινγκ «μόνο για μόνιμους κατοίκους», στο τέρμα της οδού Κέιβ, έβαλε το πάσο της αστυνομίας στο ταμπλό, πήρε το σακίδιο του από το πορτμπαγκάζ και κατευθύνθηκε προς το μονοπάτι που έβαινε παράλληλα με τα νερά ενός παραπόταμου του ποταμού Τσέργουελ. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι γλιστρούσε κι έτσι ο Φίλιπ βάδιζε προσεκτικά. Η βροχή είχε αρχίσει ξανά και ευθεία μπροστά του έβλεπε το θολό, γκριζωπό ποτάμι. Περίπου δέκα μέτρα στα αριστερά στεκόταν μια ομάδα ανθρώπων που δεν έ-

δειχναν στα καλύτερα τους: δυο ένστολοι αστυνομικοί, ο Μονρό με την πλάτη του στραμμένη στο μονοπάτι και ένας αρχιφύλακας που κρατούσε μια ομπρέλα πάνω από χο κεφάλι του αρχιεπιθεωρητή. Λίγο πιο κάτω, ο Φίλιπ διέκρινε δυο τύπους της Σήμανσης να κατευθύνονται προς ένα σπίτι που εκτεινόταν πάνω στο ποτάμι, στηριγμένο σε πασσάλους. Η βροχή δυνάμωνε και ο Φίλιπ σκέφτηκε να τρέξει στο αυτοκίνητο να πάρει την ομπρέλα του, όμως εκείνη τη στιγμή ο Μονρό τον εντόπισε. «Κύριε Μπέινμπριτζ, πώς και μόνος σήμερα;» Ο Φίλιπ αναστέναξε, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και διακινδύνευσε ένα σύντομο χαμόγελο. «Λοιπόν, σας έχουμε κάτι ζόρικο. Θέλω να πλησιάσετε προετοιμασμένος». «Τι; Χειρότερο από το χτεσινοβραδινό;» «Εξαρτάται από το πόσο μυγιάγγιχτος είστε. Το θύμα το εντόπισε μια γυναίκα που είχε κατέβει στο ποτάμι για τρέξιμο, γύρω στις επτά. Τα παιδιά της Σήμανσης μου είπαν ότι είναι νεκρή εδώ και τέσσερις με έξι ώρες. Ακολουθήστε με. Ίσως δυσκολευτείτε λίγο να βρείτε την κατάλληλη γωνία. Το νου σας, γλιστράει εδώ κάτω». Ο Μονρό κατηφόρισε προσεκτικά στο μονοπάτι. Στα κλαδιά ενός δέντρου, στην άκρη της όχθης, είχαν τοποθετηθεί μερικά πλαστικά φύλλα και ένας προβολέας φώτιζε τα νερά του ποταμού, κάτω από το πιο χαμηλό κλαδί. Ο Φίλιπ ακολούθησε από κοντά τον Μονρό και λίγο πιο κάτω διέκρινε την κόκκινη πλώρη μιας βάρκας. Αντικρίζοντας τη φρικιαστική σκηνή, χλόμιασε. Μια νέα γυναίκα βρισκόταν σε ημικλινή θέση στη μία πλευρά της βάρκας. Φορούσε τζιν και μακό μπλουζάκι και τα άψυχα μάτια της ήταν καρφωμένα στην όχθη. Το σώμα της έμοιαζε να

έχει στραγγίξει από το αίμα του. Τα χέρια της βρίσκονταν σε έκταση, ενώ η αριστερή της παλάμη κρεμόταν από το πλάι της βάρκας. Στο εσωτερικό των μπράτσων της και κατά μήκος των ώμων της διακρίνονταν ρυάκια από αίμα. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, όμως οι βολβοί, από λευκοί, τώρα ήταν τελείως κόκκινοι, αφού τα αιμοφόρα αγγεία τους είχαν σπάσει. Ή τ α ν ένα θαμπό κόκκινο, καθώς στα μάτια είχε σχηματιστεί ένα λεπτό στρώμα βρομιάς. Ο λαιμός της ήταν κομμένος και η κορυφή του κεφαλιού της είχε αφαιρεθεί, με ακρίβεια, επιδέξια: ένα μεγάλο κομμάτι του κρανίου και του τριχωτού έλειπε τελείως. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε ο εγκέφαλος, τώρα δεν απέμενε παρά μια κοκκινόμαυρη κοιλότητα. Σε ορισμένα σημεία, ο νεκρός ιστός είχε αποξεστεί, αποκαλύπτοντας το τρομακτικά λευκό οστό. Στο εσωτερικό του κρανίου της γυναίκας, ένα ασημένιο γυαλιστερό νόμισμα αντανακλούσε το φως. Ή τ α ν πανομοιότυπο με το χρυσό νόμισμα που ο Φίλιπ είχε δει να κρατάει στο γαντοφορεμένο χέρι του ο αρχιεπιθεωρητής Μονρό το προηγούμενο βράδυ. Τράβηξε γρήγορα το βλέμμα του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. «Θα σε αφήσω μερικά λεπτά να συνέλθεις, Φίλιπ», είπε ο Μονρό και άρχισε να ανηφορίζει το μονοπάτι. «Όμως θα πρέπει να έχω τις φωτογραφίες στο τμήμα μέσα στην επόμενη ώρα». Πράγματι, ο Φίλιπ δεν άργησε να πάρει τις φωτογραφίες που του είχαν ζητηθεί. Από τη μεγάλη εμπειρία του ήξερε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Ό σ ο πιο φριχτές ήταν οι εικόνες που αντίκριζε τόσο πιο πολύ έπρεπε να αποστασιοποιηθεί, να περάσει σε μια μηχανική κατάσταση, κατά την οποία απλώς έκανε τη δουλειά του και πίεζε τον

εαυτό του να μην ασχολείται με αυτό που έβλεπε μέσα από τους φακούς του. Έβγαλε μια σειρά φωτογραφιών από την πρύμνη της βάρκας· ορισμένες κοντινές, χρησιμοποιώντας τον τηλεφακό, και μερικές ευρυγώνιες. Ύστερα περπάτησε κατά μήκος της όχθης και πήρε μερικές φωτογραφίες από το πλάι, προτού γονατίσει κοντά στην πλώρη, εκεί όπου είχε σφηνώσει η βάρκα στην όχθη και απ' όπου μπορούσε να καταγράψει πιο φρικιαστικές εικόνες, να τις ψηφιοποιήσει και να τις αποθηκεύσει στην κάρτα μνήμης της φωτογραφικής του μηχανής. Μια ανθρώπινη ζωή μεταφρασμένη σε κουκκίδες. Μόνο όταν ανηφόρισε τη λασπωμένη όχθη, χαιρέτησε αφηρημένα τους δύο ένστολους που είχαν απομείνει στη σκηνή του φόνου και έστριψε στη γωνία της οδού Κέιβ συνειδητοποίησε πόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια του. Έφτασε στο αυτοκίνητο κι εκεί, καθώς πήγε να ανοίξει το πορτμπαγκάζ, ένιωσε ένα κύμα ναυτίας να τον πλημμυρίζει. Ξέρασε στο χαντάκι και είδε τον εμετό να παρασύρεται από το νερό της βροχής που κατέβαινε με ορμή στο δρόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Λονδίνο, Οκτώβριος 1689 Τ ο ΚΟΛΕΓΙΟ ΓΚΡΕΣΑΜ, στην καρδιά της πόλης, αποτελούσε πραγματική όαση μέσα στη λέρα και τη βρόμα του Λονδίνου. Παρότι τα κτίρια ήταν παλιά και σχεδόν ετοιμόρροπα και ενώ όλο και πιο πολλοί ζητούσαν επιτακτικά την αναμόρφωση του χώρου, το κολέγιο απέπνεε γαλήνη και γοητεία που δε συμβάδιζαν με τη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Η υποβαθμισμένη όψ η του, ωστόσο, έκρυβε τον τόπο συνάντησης ορισμένων από τα μεγαλυ'τερα μυαλά αυτής ή οποιασδήποτε άλλης εποχής. Η Βασιλική Εταιρεία είχε ιδρυθεί σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, από τον αρχιτέκτονα Κρίστοφερ Ρεν και ορισμένους στενούς συνεργάτες του. Αναπτύχθηκε γρήγορα, κέρδισε τη βασιλική έγκριση και μαζί το όνομά της, όμως τα τελευταία χρόνια βρισκόταν σε ύφεση. Μέρος του προβλήματος που αντιμετώπιζε αυτή η διακεκριμένη ομάδα ανθρώπων ήταν ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει την ίδια βάση για μεγάλο διάστημα. Η αρχική της έδρα βρισκόταν εδώ, στα πάλαι ποτέ λαμπρά κτίρια του Κολεγίου Γκρέσαμ, όμως μετά τις δυο απανωτές τραγωδίες, την τρομερή πανώλη του 1665 και τη Μεγάλη Πυρκαγιά του επόμενου έτους, το κολέγιο πέρασε αρχικά στην κατοχή του Εμπορικού Συλλόγου της πόλης,

που είχε δει τα γραφεία του να καταστρέφονται, και ύστερα μεταμορφώθηκε σε προσωρινή Χρηματαγορά για όσο διάστημα θα διαρκούσε η κατασκευή ενός νέου οικονομικού κέντρου. Η Βασιλική Εταιρεία, με τα βιβλία και τις πειραματικές συσκευές της, τους εξάντες και τους χάρτες της, τα τηλεσκόπια και τα μικροσκόπιά της, κατέληξε στη βιβλιοθήκη της Οικίας Αράντελ, έπειτα από πρόταση του ιδιοκτήτη της, δούκα του Νόρφολκ. Το κτίριο αυτό βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα δυτικότερα, σε ένα δρόμο πολύ κοντά στην οδό Στραντ. Εδώ συνεχίστηκαν οι συνεδριάσεις της Βασιλικής Εταιρείας για ένα διάστημα, προκειμένου να συζητηθούν οι τελευταίες επιστημονικές απόψεις και να διοργανωθούν επιστημονικές έρευνες, με τη φροντίδα του εφόρου των πειραμάτων, Ρόμπερτ Χουκ. Στο διάστημα της παραμονής της στην Οικία Αράντελ, η Βασιλική Εταιρεία άρχισε να δημοσιεύει βιβλία, μεταξύ των οποίων η Μικρογραφία του ίδιου του Χουκ και η Σίλβα του Τζον Έβελιν, ενώ ακολουθώντας την παράδοση που ξεκίνησαν οι πρώτες επιστημονικές εταιρείες στην Ιταλία του Γαλιλαίου, δημοσίευε επίσης ένα περιοδικό, το Φιλοσοφικά Πεπραγμένα, στο οποίο περιγράφονταν ανακαλύψεις, ανατυπώνονταν διαλέξεις και καταγραφόταν το έργο των μελών της εταιρείας. Όμως, λίγα χρόνια μετά την εγκατάσιαση στην Οικία Αράντελ, η Βασιλική Εταιρεία υποχρεώθηκε να μεταφερθεί και πάλι στο Κολέγιο Γκρέσαμ, σε αίθουσες που εξασφάλισε για το σκοπό αυτό ο Χουκ, άνθρωπος με μεγάλη επιρροή, ο οποίος ήταν και επιστημονικός συνεργάτης του κολεγίου. Παρότι τα γνώριζε όλα αυτά, καθώς έμπαινε στο κυρίως προαύλιο του Κολεγίου Γκρέσαμ, δύο λεπτά πριν τις έξι, με τον ορίζοντα στη Δύση λουσμένο στο πορτοκαλί και το φως να λιγοστεύει, ο Ισαάκ Νεύτωνας δεν ένιωθε την παραμικρή συνάφεια με την ε-

ταιρεία της οποίας είχε γίνει μέλος όταν ήταν μόλις είκοσι εννέα ετών, πριν από δεκαεπτά χρόνια. Αν και ήταν οι εκλεκτοί συνάδελφοι του εκείνοι που ανέλαβαν την έκδοση των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας, του βιβλίου που τον κατέστησε τη μεγαλύτερη επιστημονική φυσιογνωμία στον κόσμο στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ο ίδιος σε ελάχιστες περιπτώσεις είχε παρακολουθήσει τις εργασίες της Βασιλικής Εταιρείας. Φίλο δεν μπορούσε να ονομάσει κανένα άλλο μέλος, ενώ έστω και λίγη εμπιστοσύνη ήταν ικανός να δείξει μόνο σε τρία άτομα εκείνης της επιστημονικής κοινότητας. Ο ένας ήταν ο ηλικιωμένος Ρόμπερτ Μπόιλ, ο δεύτερος ήταν ο νεαρός ιδιοφυής Έντμοντ Χάλεϊ και ο τρίτος ήταν ο άνθρωπος που τον είχε πείσει να εγκαταλείψει για λίγο τον περιχαρακωμένο κόσμο του στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέμπριτζ για να βρεθεί στο Λονδίνο εκείνο το απόγευμα, ο περίφημος Κρίστοφερ Ρεν. Πάντως, η βασική αιτία της διαρκούς απουσίας του από τις συναντήσεις της Βασιλικής Εταιρείας ήταν η ακόμα πιο διαρκής παρουσία του Ρόμπερτ Χουκ. Ο άνθρωπος αυτός είχε γίνει άσπονδος εχθρός του σχεδόν από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, ενώ το 1676, όταν τα μέλη της εταιρείας εξέλεξαν τον Χουκ για να διαδεχτεί τον Χένρι Όλντενμπουργκ στη θέση του γραμματέα, ο Νεύτωνας δήλωσε ότι θα υπέβαλλε την παραίτησή του. Τελικά υποχώρησε, υπό τις πιέσεις αυτών που θεωρούσαν ότι δε γινόταν να χαθεί ένα τόσο πολύτιμο μέλος, όμως ορκίστηκε ότι θα παρίστατο στις συνεδριάσεις μόνο όταν εκείνος το έκρινε σκόπιμο. Ο Νεύτωνας ήξερε ότι ο κόσμος τον θεωρούσε δύστροπο. Αναμφισβήτητα, ήταν άνθρωπος που απέφευγε τις παρέες και δεν τον ενδιέφερε αν με τον τρόπο αυτό έθιγε τις ευαισθησίες των

γύρω του. Ή τ α ν εντελώς αυτάρκης και υπερήφανος γι' αυτό. Δε χρειαζόταν κανέναν, όμως οι άνθρωποι τον χρειάζονταν και θα εξαρτώντο ακόμα περισσότερο από αυτόν στο μέλλον, ήταν σίγουρος. Τέτοιες σκέψεις τον είχαν κρατήσει κλεισμένο στο εργαστήριο του στο Κέμπριτζ. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχε ανοιχτεί κάπως ήταν ο Τζον Γουίκινς, μελετητής της θεολογίας και συγκάτοικος του εδώ και περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια. Όμως, σκέφτηκε, καθώς διέσχιζε το προαύλιο και περνούσε κάτω από μια καμάρα, στρίβοντας αριστερά σε έναν πέτρινο διάδρομο, ακόμα και ο Γουίκινς ελάχιστα τον καταλάβαινε και δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τα όσα συνέβαιναν στην πραγματικότητα σ' εκείνο το εργαστήριο, τόσο κοντά στο δικό του υπνοδωμάτιο. Καθώς τα κλωθογύριζε όλα αυτά στο μυαλό του, ο Νεύτωνας γύρισε νοερά πίσω κάπου έξι μήνες, σ' εκείνο το πρωινό που υποχρεώθηκε να αλλάξει κατεύθυνση στις έρευνές του, όταν έμαθε για τη ρουμπινένια σφαίρα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μυστικό του και δε γινόταν να το συζητήσει με άλλους. Μέρες και νύχτες ολόκληρες, το μόνο που έκανε ήταν να αναλογίζεται το νόημα του μηνύματος που είχε αφήσει ο Τζορτζ Ρίπλεϊ. Χτένισε όλα τα κείμενα που είχε στην κατοχή του. Επέστρεψε στο Λονδίνο για να ψάξει στο υγρό βιβλιοπωλείο του Κούπερ, στη Μικρή Βρετανία, και έφτασε στο σημείο να δωροδοκήσει το βιβλιοπώλη για να του επιτρέψει να εξετάσει σχολαστικά τις μουχλιασμένες αποθήκες του. Ή τ α ν σαφές ότι ο Ρίπλεϊ αναφερόταν σε κάποιο πανάρχαιο και σπουδαίο τεχνούργημα. Η ρουμπινένια σφαίρα αναμφισβήτητα ήταν ο χαμένος κρίκος, το κλειδί του Σύμπαντος. Το κείμενο που περιέγραφε αυτό το θαύμα ήταν γραμμένο από το χέρι του Ρίπλεϊ, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από δύο αιώνες. Ή τ α ν άν-

θρωπος ταλαντούχος και ακέραιος. Όμως, ακόμα και με αυτές τις καινούριες ενδείξεις από τον Ρίπλεϊ, ελάχιστα μπορούσε να κάνει ο Νεύτωνας χωρίς να έχει τη σφαίρα στην κατοχή του. Έπρεπε να ανακαλύψει την κρυψώνα της. Μία εβδομάδα νωρίτερα είχε λάβει την πρόσκληση του Κρίστοφερ Ρεν να παραστεί σε μια ειδική συνεδρίαση της Βασιλικής Εταιρείας στο Κολέγιο Γκρέσαμ. Η συνάντηση θα γινόταν με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων από την ολοκλήρωση της κατασκευής του θεάτρου «Σελντόνιαν», στην Οξφόρδη. Ή τ α ν το πρώτο έργο που ανέλαβε ο Ρεν και αποτέλεσε εξαιρετική αφετηρία για τη σταδιοδρομία του ανθρώπου αυτού. Αρχικά είχε μπει στον πειρασμό να πετάξει την όμορφα τυπωμένη πρόσκληση σε μια στοίβα χαρτιά πάνω στο γραφείο του και να την αγνοήσει, όπως έκανε με όλες σχεδόν τις προσκλήσεις, αιτήσεις και επιστολές συναδέλφων του. Όμως, εκτός από τον Γουίκινς, ο Ρεν ήταν ο πιο κοντινός του άνθρωπος και τον εκτιμούσε περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο θνητό. Φτάνοντας στη δίφυλλη πόρτα της αίθουσας διαλέξεων, ο Νεύτωνας πήρε μια βαθιά ανάσα και την άνοιξε. Ο χώρος δεν ήταν παραπάνω από εκατόν είκοσι τετραγωνικά μέτρα, αλλά ο Ρεν, πρώην πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας και ένας από τους διασημότερους ανθρώπους στην Αγγλία, προσέλκυε μεγάλα ακροατήρια. Ως εκ τούτου, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ο Νεύτωνας αναγκάστηκε να σταθεί όρθιος κοντά στην πόρτα. Παρατήρησε το χώρο. Είχε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου και οι τρεις τοίχοι του καλύπτονταν με ράφια από το δάπεδο μέχρι την οροφή, όλα γεμάτα βιβλία. Οι τίτλοι στις δερμάτινες ράχες τους δεν ήταν δυνατό να διαβαστούν με το λιγοστό φως που έριχναν οι δύο πολυέλαιοι. Ο τέταρτος τοίχος ήταν βαμμένος

με ένα αχνό, πρασινογάλαζο χρώμα, όμως σε ορισμένα σημεία ο σοβάς είχε ραγίσει και μια μεγάλη, ακανόνιστη γραμμή διέτρεχε την επιφάνειά του μέχρι την οροφή, σαν κισσός. Εκείνο το βράδυ είχαν έρθει περίπου εκατό μέλη. Ο Νεύτωνας τους γνώριζε σχεδόν όλους εξ όψεως, όμως ελάχιστους με το όνομά τους. Εκεί, κοντά στην πρώτη σειρά, ήταν ο Χάλεϊ και δίπλα του ο Σάμιουελ Πιπς, φορώντας ένα ζωηρό πορτοκαλί σακάκι. Ο Τζον Έβελιν βρισκόταν στην ακριβώς αποπίσω σειρά και έπαιρνε μια πρέζα καπνό από ένα φθαρμένο δερμάτινο πουγκί. Δίπλα του καθόταν ο ζωγράφος της εταιρείας, ο Γκόντφρι Νέλερ, με τον οποίο ο Νεύτωνας είχε γνωριστεί λίγους μήνες νωρίτερα, όταν ο καλλιτέχνης τον είχε επισκεφτεί για να προετοιμάσει το τελευταίο έργο που του ανατέθηκε, το πορτρέτο του καθηγητή της λουκασιανής έδρας. Στην άλλη πλευρά του δωματίου διέκρινε τον Ρόμπερτ Μπόιλ, έναν ιδιαίτερα ψηλό άνθρωπο, λεπτό σαν στέκαη λευκή περούκα του φάνταζε σχεδόν υπερφυσικά φωτεινή μέσα στο ημίφως. Μερικές σειρές πιο πίσω, ο Νεύτωνας εντόπισε τους δύο Ιταλούς που βρίσκονταν το διάστημα εκείνο στη Βρετανία, φιλοξενούμενοι της Βασιλικής Εταιρείας. Ο Τζιουζέπε Ριτσίνι και ο Μάρκο Μπερτολίνι είχαν έρθει από τη Βερόνα πριν από τρεις μήνες και είχαν προκαλέσει αρκετά σχόλια λόγω της προτίμησης που έδειχναν στα αγόρια που ντύνονταν σαν κορίτσια και παρείχαν εξειδικευμένες υπηρεσίες. Στα αριστερά τους διέκρινε το γοητευτικό προφίλ του Νίκολας Φάτιο ντε Ντιγιέ, ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος νεαρού άντρα με τον οποίο είχε γνωριστεί πριν από μερικές εβδομάδες. Ο νεαρός στράφηκε και, βλέποντας τον, του έστειλε ένα σύντομο θερμό χαμόγελο. Σε μια υπερυψωμένη εξέδρα στο βάθος της αίθουσας καθόταν ο Ρόμπερτ Χουκ και ο νυν πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας,

Τζον Βον, 3ος κόμης του Κάρμπερι, εκθαμβωτικά ντυμένος με μια τήβεννο από μοβ και χρυσό μπροκάρ και φορώντας μια πλούσια πουδραρισμένη περούκα. Όμως, ενώ ο κόμης αποτελούσε για τον Νεύτωνα την προσωποποίηση των σπουδαιότερων αρετών και χαρακτηριστικών της αγγλικής αριστοκρατίας, αυτή η μοχθηρή νυφίτσα που καθόταν δίπλα του αντιπροσώπευε ό,τι χειρότερο στον κόσμο. Καμπούρης και δύσμορφος, με ύψος κάτω από ενάμισι μέτρο, παρά τα τακούνια που φορούσε, ο Χουκ έμοιαζε να έχει ζαρώσει στο κάθισμά του. Ο Νεύτωνας απεχθανόταν τον άνθρωπο αυτό με όλη τη δύναμη της ψυχής του και ήξερε ότι και ο Χουκ έτρεφε ακριβώς τα ίδια αισθήματα για εκείνον. Ο γραμματέας -το γνώριζε αυτό- θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πλήξει το κύρος και τη φήμη του, αλλά και ο Νεύτωνας χαμογελούσε κάθε φορά που θυμόταν μια ιδιαίτερα δηκτική επιστολή που είχε απευθύνει σε αυτό το νάνο, στην οποία είχε σχολιάσει ότι αν αυτός, ο Ισαάκ Νεύτωνας, είχε πετύχει κάτι σημαντικό ως επιστήμονας, το κατάφερε στηριζόμενος στους ώμους πνευματικών γιγάντων. Ξαφνικά, έκανε την εμφάνισή του ο Ρεν και κατευθύνθηκε προς το βήμα. Τα μέλη της εταιρείας σηκώθηκαν ταυτόχρονα και χειροκρότησαν, προτού ξανακαθίσουν στις θέσεις τους. Ο Νεύτωνας παραδέχτηκε ενοχλημένος ότι ο Ρεν έδειχνε εντυπωσιακός και διέθετε βασιλικό παράστημα. Ή τ α ν ένας άντρας που δικαίως τύγχανε τέτοιας αναγνώρισης. Πολυμαθής, καθηγητής αστρονομίας, αρχιτέκτονας διεθνούς φήμης, πειραματιστής στον τομέα της ιατρικής και ιδιοφυής συγγραφέας. Παράλληλα, όμως, ήταν και εξαιρετικά σεμνός. Πολλά χρόνια νωρίτερα, όταν ο Νεύτωνας ήταν μικρός, ο Ρεν πρώτος παρατήρησε τους δακτύλιους γύρω από τον πλανήτη Κρόνο. Κι όμως, όταν

ο Ολλανδός αστρονόμος Κρίστιαν Χόιχενς δημοσίευσε πρώτος τις παρατηρήσεις του και έδρεψε τις δάφνες για την ανακάλυψη αυτή, ο Ρεν το δέχτηκε με αταραξία και μεγαθυμία. Αυτή ήταν μια στάση την οποία ο Νεύτωνας έβρισκε σχεδόν ακατανόητη, αλλά βαθιά μέσα στην ψυχή του ήξερε ότι ο Κρίστοφερ Ρεν ήταν καλύτερος άνθρωπος από τον ίδιο ακριβώς επειδή μπορούσε να δείξει τέτοιο χαρακτήρα. Για τα επόμενα τριάντα λεπτά, ο Ρεν κράτησε μαγεμένο το κοινό του. Η φωνή του, χαμηλή και μελωδική αλλά ποτέ κουραστική, τραβούσε την προσοχή του ακροατή, καθιστώντας ενδιαφέροντα και εύληπτα ακόμα και τα πιο εξειδικευμένα σημεία των όσων περιέγραφε. Συνόδευσε την ομιλία του με σχέδια που είχε προετοιμάσει, εξηγώντας αρχικά το πώς είχε σχεδιάσει το θέατρο «Σελντόνιαν», και στη συνέχεια αναφέρθηκε στις προκλήσεις από μηχανική άποψη που του είχαν παρουσιαστεί ως νέου, τότε, αρχιτέκτονα ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να εντυπωσιάσει τους δασκάλους του. Είχε φτιάξει άψογα σχέδια για κάθε στάδιο της κατασκευής του θεάτρου, από την αρχική κάτοψη που του εξασφάλισε την ανάθεση του έργου και τις διάφορες φάσεις της οικοδομικής διαδικασίας, μέχρι τα λαμπρά αποκαλυπτήρια του ολοκληρωμένου κτιρίου το 1669, πέντε χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών. Ο Νεύτωνας απολάμβανε την ομιλία, όμως ύστερα από λίγο το μυαλό του γύρισε ξανά στο πρόβλημα που τον απασχολούσε διαρκώς από το Φεβρουάριο, δηλαδή το νόημα του μυστηριώδους μηνύματος που είχε αφήσει ο Ρίπλεϊ. Ο ήχος της φωνής του Ρεν δεν έφτανε στα αφτιά του. Ο χώρος ήταν συγκεχυμένος. Έβλεπε τις λέξεις που είχε γράψει ο Ρίπλεϊ, το κρυπτογραφημένο μήνυμα και το παράξενο σκαρίφημα, λες και κρατούσε το χαρτί στα χέρια

του. Η φωτογραφική μνήμη του μπορούσε να αναπαραγάγει ό,τι είχε δει με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι την τελευταία ζάρα της περγαμηνής, αλλά, δυστυχώς, η τόσο ισχυρή μνήμη του ελάχιστα τον είχε βοηθήσει στις προσπάθειές του να βγάλει κάποιο νόημα. «Ήταν μια αληθινά απρόσμενη εξέλιξη...» έλεγε ο Ρεν. «Η κατασκευή των θεμελίων είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και ειλικρινά το τελευταίο που θα επιθυμούσα ήταν να δω νέες καθυσιερήσεις, όμως η περιέργειά μου με κέντριζε. Επέτρεψα να ασχοληθούν για μία μέρα με την ανασκαφή του αλλόκοτου ευρήματος, καθώς θεώρησα ότι άξιζε τον κόπο. Μέχρι το τέλος της μέρας, τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει. Κάτω από το συγκεκριμένο τμήμα της Οξφόρδης εκτεινόταν ένα φυσικό και πιθανώς εκτενές δίκτυο σπηλαίων. Το σημείωσα, ως όφειλα, στο ημερολόγιο μου και με την άδεια του κοσμήτορα του Κολεγίου Χέρτφορντ κατασκεύασα ένα στενό διάδρομο από αυτό τον υπόγειο χώρο μέχρι τα κελάρια του γειτονικού κολεγίου, με τη σκέψη ότι κάποια μέρα ίσως επέστρεφα εκεί για να μάθω περισσότερα. Αυτό, δυστυχώς, συνέβη πριν από είκοσι πέντε χρόνια και τα έργα που ανέλαβα εν τω μεταξύ στην υπηρεσία της αυτού μεγαλειότητας δε μου επέτρεψαν να ικανοποιήσω την περιέργειά μου». Το ακροατήριο γέλασε και ο Ρεν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Συγχωρήστε μου αυτή τη μικρή παρέκκλιση από το προκείμενο. Λοιπόν, σχετικά με την κατασκευή της οροφής...» Ο Νεύτωνας είχε αρχίσει να αισθάνεται ένα ρίγος, που ξεκίνησε από την κορυφή της σπονδυλικής του στήλης και σιγά σιγά κατέβηκε σαν κύμα σε ολόκληρο το σώμα του, καταλήγοντας στα πόδια. Ό π ω ς στεκόταν εκεί, μαγεμένος, με το βλέμμα καρφωμένο στο μεγάλο αρχιτέκτονα, ένιωθε παρά άκουγε τα λόγια του Ρίπλεϊ να αντηχούν μέσα στο κεφάλι του... Αναζήτησε τη σψαίρα κάτω

από τη γη, φωλιάζει μέσα στψ ηέτρα, σπουδαία γνώση από πάνω και έδαφος ατιό κάτω.

Όταν ο Νεύτωνας χτύπησε την πόρτα και κοίταξε από το άνοιγμα της, ο Ρεν βρισκόταν μόνος του σε ένα βοηθητικό δωμάτιο, πίσω από την αίθουσα διαλέξεων. Έβγαζε την περούκα του και προσπαθούσε να ξεμπλέξει τα ατίθασα, γκρίζα μαλλιά του. «Τι θαυμάσια έκπληξη!» είπε χαμογελώντας. «Θα μπορούσα να σας απασχολήσω για ένα λεπτό, σερ Κρίστοφερ;» «Φυσικά, κύριε, περάστε. Καθίστε, παρακαλώ. Σας άρεσε η διάλεξή μου;» «Ναι, πάρα πολύ», απάντησε τυπικά ο Νεύτωνας. Προσπαθούσε να ελέγξει την ταραχή του. «Με τιμά ιδιαιτέρως η παρουσία σας, κύριε. Νομίζω ότι είχαμε ένα εξαιρετικό ακροατήριο απόψε, δε συμφωνείτε; Λοιπόν, πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» Ο Ρεν έπαψε να ασχολείται με τα μαλλιά του και άρχισε να βγάζει το σακάκι του. Ο Νεύτωνας πρόσεξε ότι είχε λεκέδες από ιδρώτα. «Βρήκα άκρως ενδιαφέρουσα την περιγραφή σας σχετικά με την κατασκευή του "Σελντόνιαν". Όμως...» Έκανε μια σύντομη παύση, δίσταζε να συνεχίσει. «Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αναφορά σας ο εκείνο το υπόγειο δίκτυο σπηλαίων». «Σοβαρά; Δεν μπορώ να σας περιγράφω την απογοήτευσή μου, κύριε», είπε με ανέκφραστο πρόσωπο ο Ρεν. «Νόμιζα ότι θα προτιμούσατε μια συζήτηση σχετικά με τον αρχιτεκτονικό αυτό άθλο, τον ιδιοφυή σχεδιασμό, την εκπληκτική τιθάσευση των δυνάμεων της φύσης».

Ο Νεύτωνας φάνηκε να τα χάνει για μια στιγμή. «Σας ζητώ ταπεινά συγνώμη», απάντησε. «Δεν είχα πρόθεση να...» «Αστειεύομαι, Ισαάκ. Μα τους θεούς, πρέπει να είναι αλήθεια αυτό που λένε για εσάς, ότι δε γελάτε ποτέ και πως μόνο σε μία περίπτωση σας είδαν να χαμογελάτε». Ο Νεύτωνας, με ξινισμένο ύφος, δεν είπε λέξη και ο Ρεν, διαισθανόμενος ότι πραγματικά είχε προσβάλει τον επιστήμονα, ακούμπησε την παλάμη στον ώμο του επισκέπτη του. «Συγχωρήστε με. Δεν ήθελα να σας προσβάλω, φίλε μου». Ο Νεύτωνας έκανε ένα βήμα πίσω και υποκλίθηκε. «Δεν προσβλήθηκα, σας διαβεβαιώνω. Κύριε, με συνεπήρε το σύνολο της ομιλίας σας, όμως το σπήλαιο με μάγεψε. Ενδεχομένως το ενδιαφέρον αυτό να προέρχεται από κάποιον ανεξήγητο, αρχέγονο συσχετισμό που κάνει το μυαλό μου. Όποια και αν είναι η αιτία, θα ήθελα να μάθω περισσότερα σχετικά με το σπήλαιο αυτό». «Δυστυχώς, δε νομίζω ότι θα μπορούσα να προσθέσω κάτι ουσιαστικό στα όσα ανέφερα στη διάλεξή μου. Έχει μεσολαβήσει ένα τέταρτο του αιώνα. Ήμουν νέος και ιδεαλιστής, νόμιζα ότι θα μπορούσα να επιστρέψω για να εξερευνήσω το χώρο με την άνεσή μου». «Πάντως, υπάρχουν σπήλαια κάτω από το "Σελντόνιαν;"» «Ω, ναι, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά παραμένουν ανεξερεύνητα». «Καταγράψατε τη διάταξή τους στο χαρτί;» «Όχι, λυπάμαι». «Και τι ακριβώς ήταν αυτό που είδατε;» Ο Νεύτωνας δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον εντεινόμενο ενθουσιασμό του. Ο Ρεν συνοφρυώθηκε. «Υπήρχαν δύο ανοίγματα, απ ό,τι θυμάμαι. Έβαλα τους εργάτες να σκάψουν γύρω τους για μια μέρα, όπως είπα. Αποκάλυψαν μια επίπεδη οροφή, ένα στριφογυριστό

διάδρομο, στοές. Έστειλα δυο άντρες εκεί κάτω, με ένα φανάρι. Ναι, ναι, τώρα θυμάμαι πιο καθαρά. Έκαναν απρόσμενα πολλή ώρα να επιστρέψουν. Ετοιμαζόμασταν να στείλουμε μια δεύτερη ομάδα να τους αναζητήσει, όταν ξεπρόβαλαν από το άνοιγμα, κάπως ταλαιπωρημένοι και μάλλον στενοχωρημένοι». Ο Νεύτωνας ανασήκωσε το ένα φρύδι. «Τι τους είχε συμβεί;» «Κατόρθωσα να τους αποσπάσω μόνο κάποιες πληροφορίες. Πίσω από το άνοιγμα υπήρχε κάτι σαν λαβύρινθος. Όμως, ακόμα και γι' αυτό, δεν ήταν απόλυτα βέβαιοι. Ο ένας είπε ότι ήταν κάποιο φυσικό δίκτυο στοών, ο άλλος επέμενε ότι ήταν δουλειά κάποιου δαίμονα. Ή τ α ν προληπτικοί και αδαείς εργάτες, φυσικά, αλλά τότε δεν είχα την πολυτέλεια να στείλω εκεί κάτω κάποιον ευφυέστερο άνθρωπο. Τσως να μην ήταν σωστό εκ μέρους μου να παρεκκλίνω από το έργο που μου είχε ανατεθεί. Απ' ό,τι φάνηκε, υπήρχαν φυσικές στοές που κατευθύνονταν προς το Κολέγιο Χέρτφορντ στα νοτιοανατολικά και προς ένα σημείο κάτω από την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη στα νότια. Γνώριζα από την εμπειρία μου ότι το Κολέγιο Χέρτφορντ διέθετε κελάρια που έφταναν σε μεγάλο βάθος, με στοές που εκτείνονταν προς την κατεύθυνση του θεάτρου μου. Ή τ α ν πολύ εύκολο να τις ενώσω. Με τον τρόπο αυτό νόμιζα ότι θα ικανοποιούσα την περιέργειά μου και θα ανταποκρινόμουν στο κάλεσμα της μούσας μου. Με αντιλαμβάνεστε;» Ο Νεύτωνας έμοιαζε να ταξιδεύει αλλού, συνέχισε να τον κοιτάζει αφηρημένος και δε μίλησε. Τελικά, συνήλθε. «Ζητώ συγνώμη, κύριε», μουρμούρισε. «Με απορρόφησε η περιγραφή σας. Ναι, πράγματι, σας αντιλαμβάνομαι απόλυτα. Αν δεν ανταποκριθούμε στο κάλεσμα της μούσας μας, κινδυνεύουμε να μαραθούμε και να πεθάνουμε».

«Ακριβώς». Ο Νεύτωνας μάλλον δεν είχε κάτι να προσθέσει, οπότε έπεσε μια σιωπή γεμάτη αμηχανία ανάμεσα στους δυο άντρες. «Λοιπόν, αν δεν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι άλλο, Ισαάκ...» είπε ο Ρεν. «Σας είμαι υπόχρεος», απάντησε απότομα ο Νεύτωνας. «Ιδιαιτέρως υπόχρεος. Εις το επανιδείν, σερ Κρίστοφερ». Υποκλίθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Η ΛΟΡΑ ΚΑΘΟΤΑΝ στο σπίτι του Φίλιπ με τη σόμπα να καίει στο φουλ, παρατηρώντας τις φλόγες που τρεμόπαιζαν πίσω από τη γρίλια και προσπαθώντας για πολλοστή φορά εκείνο το βράδυ να καταλάβει πώς ήταν δυνατό να ζει κάποιος σε σπίτι χωρίς κεντρική θέρμανση. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε το αυτοκίνητο του Φίλιπ να σταματάει απέξω. Κρέμασε το μουσκεμένο του πανωφόρι στο χολ και μπήκε στο λίβινγκ ρουμ. «Θεέ μου, τα χάλια σου έχεις», του είπε η Λόρα. «Αισθάνομαι χάλια», της απάντησε, χωρίς να την κοιτάξει. «Πού είναι η Τζο;» «Επάνω, κοιμάται. Έχει αρκετούς μώλωπες, όμως κατά τα άλλα είναι καλά». «Κρύωνε το κορίτσι μου;» ρώτησε σαρκαστικά ο Φίλιπ, μπαίνοντας στην κουζίνα για να ελέγξει τη σόμπα. «Το σπίτι θυμίζει χαμάμ». «Τι αστείο!» είπε η Λόρα. «Απορώ πώς μπορείς να ζεις στη Λίθινη Εποχή. Δεν άκουσες για την καταπληκτική νέα εφεύρεση, το καλοριφέρ;» Ο Φίλιπ αναστέναξε και έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα, στήριξε

τους αγκώνες του στο τραπέζι και ακούμπησε το κεφάλι στις παλάμες του. «Καλά, εντάξει... ό,τι πεις». «Άσχημη μέρα;» Στράφηκε και την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Δε θα έλεγα όχι σε ένα ποτό». Λίγα λεπτά αργότερα, η Λόρα του έδωσε ένα ποτήρι μαλτ ουίσκι και κάθισε στην καρέκλα δίπλα του. «Μου φαίνεται ότι κάτι θέλεις να βγάλεις από μέσα σου». Εκείνος ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό του. «Ναι, και δεν πρόκειται να με αφήσεις ήσυχο μέχρι να σου μιλήσω, σωστά;» σχολίασε ανάλαφρα. «Ακριβώς. Λοιπόν, τι συμβαίνει;» Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της Λόρα, στην τηλεόραση. Το τοπικό δελτίο ειδήσεων είχε μόλις αρχίσει και ο αρχιεπιθεωρητής Μονρό ετοιμαζόταν να δώσει συνέντευξη σε κάποιο δημοσιογράφο. «Για να δούμε πρώτα αυτό», είπε ο Φίλιπ και άνοιξε τον ήχο από το τηλεκοντρόλ. «Επομένως, αρχιεπιθεωρητά Μονρό», έλεγε ο δημοσιογράφος, «επιβεβαιώνετε ότι σημειώθηκε και δεύτερο περιστατικό;» «Μάλιστα, το σώμα μιας νέας γυναίκας βρέθηκε σήμερα το πρωί σε έναν παραπόταμο του Τσέργουελ, κοντά στο κέντρο της πόλης». «Και πρόκειται για φόνο παρόμοιο με τον πρώτο, της προηγουμένης νύχτας;» «Είναι γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά», απάντησε προσεκτικά ο Μονρό. «Μάλιστα. Ορισμένοι λένε ότι έχουμε να κάνουμε με κατά συρροή δολοφόνο. Είστε σε θέση να επιβεβαιώσετε ή να απορρίψετε την άποψη αυτή;»

«Είναι πάρα πολύ νωρίς για τέτοιου είδους υποθέσεις. Αντιλαμβάνεστε, βεβαίως, ότι κάνουμε τα πάντα προκειμένου να διαλευκάνουμε τα ειδεχθή αυτά εγκλήματα...» Ο δημοσιογράφος τον διέκοψε. «Αληθεύει ότι οι φόνοι εμφανίζουν ορισμένα τελετουργικά στοιχεία;» Ο Μονρό έδειχνε κουρασμένος. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε για την ώρα είναι ότι οι φόνοι εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη διάπραξη τους». Ο δημοσιογράφος άλλαξε γρήγορα γραμμή πλεύσης. «Οπότε, αρχιεπιθεωρητά, τι γίνεται τώρα; Θα θέλατε να πείτε κάτι στο κοινό;» «Βεβαίως. Θα ήθελα να επαναλάβω ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τον εντοπισμό του ατόμου ή των ατόμων που διέπραξαν τους φόνους αυτούς και απλώς ζητάμε από τον κόσμο να διατηρήσει την ψυχραιμία του, να στηρίξει το έργο της αστυνομίας με όποιον τρόπο μπορεί και, εφόσον κάποιος διαθέτει σχετικές πληροφορίες, να μας τις γνωστοποιήσει». Ο Φίλιπ έκλεισε την τηλεόραση. «Πάρα πολύ μετρημένος», είπε η Λόρα. «Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Είναι συνηθισμένη πρακτική της αστυνομίας να μη δίνει λεπτομέρειες. Αν εμφανιστεί κάποιος και δώσει στοιχεία που αφορούν τα γεγονότα, τα οποία εσκεμμένα δε δημοσιοποιήθηκαν, τότε είναι φανερό ότι η αστυνομία αξίζει να ασχοληθεί με τις πληροφορίες αυτές. Επίσης, μειώνεται ο κίνδυνος κάποιος τρελάρας να θελήσει να μιμηθεί το δολοφόνο». «Ναι, Φίλιπ, τα ξέρω όλα αυτά. Ξέχασες τι δουλειά έκανα στη Νέα Υόρκη;» Ο Φίλιπ χαμογέλασε. «Συγνώμη».

«Λοιπόν, εσύ, αντίθετα με τον Μονρό, δε θα αναλωθείς σε υπεκφυγές, ελπίζω». «Φυσικά, Λόρα», της απάντησε. Έγειρε ξανά πίσω στην καρέκλα του, τέντωσε τα πόδια του μπροστά και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν της μιλήσει για τη γυναίκα που βρέθηκε στη βάρκα. Αφου περιέγραψε και τις φωτογραφίες που τράβηξε, σώπασε και άδειασε μεμιάς το ποτήρι του. «Θεέ μου», είπε συγκλονισμένη η Λόρα. «Κι εγώ που νόμιζα ότι η Νέα Υόρκη είναι το πιο βίαιο μέρος στον κόσμο. Σου είπαν ότι το πτώμα είχε παραμείνει εκεί πόσο; Τέσσερις ώρες;» «Τα κλαδιά ενός δέντρου έκρυβαν κάπως το θυμα. Την εντόπισε μια περαστική, σήμερα το πρωί». «Τυχερή κι αυτή!» Ο Φίλιπ ανασήκωσε τα φρύδια και έγνεψε καταφατικά. «Οπότε, αυτό σημαίνει ότι ο φόνος έγινε τις πρώτες πρωινές ώρες, γυρω στις τρεις με τέσσερις τα ξημερώματα». «Φαντάζομαι πως ναι», απάντησε ο Φίλιπ και κοίταξε τη Λόρα κουρασμένα. «Η κοπέλα που βρέθηκε δολοφονημένη στη βάρκα ζούσε σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι, σε έναν παραπόταμο του Τσέργουελ, έξω από τις τουριστικές διαδρομές. Εξάλλου, δεν είναι τουριστική περίοδος. Η βάρκα ανήκε στην οικογένεια. Οι γονείς της βρίσκονται στην Ευρώπη. Το θέμα, όμως, είναι ότι δε δολοφονήθηκε μέσα στη βάρκα. Ο Μονρό τράβηξε γραμμή στο σπίτι. Το υπνοδωμάτιο της κοπέλας θύμιζε σφαγείο. Το θυμα μεταφέρθηκε στη βάρκα αργότερα, η οποία οδηγήθηκε σε ένα σημείο κάτω από τα δέντρα και άραξε στην όχθη». «Προσεκτικά σχεδιασμένο έγκλημα, ακριβώς όπως και στο Περτς. Είπες ότι μέσα στο κρανίο της κοπέλας βρέθηκε ένα ασημένιο νόμισμα;»

«Ακριβώς». «Θυμάσαι πού βρέθηκε το χρυσό νόμισμα στη σκηνή του πρώτου φόνου; Το είδες πριν το πάρει στα χέρια του ο Μονρό;» «Όχι». «Σίγουρα δεν είχαν αγγίξει τίποτα πριν φωτογραφίσεις το χώρο;» «Ναι, έχεις δίκιο. Αλλά το τραύμα ήταν φριχτό. Έ χ ω την αίσθηση ότι η Σήμανση είπε πως το κέρμα ήταν τοποθετημένο μέσα στη θωρακική κοιλότητα και ότι το εντόπισαν όταν εξέταζαν το τραύμα». «Ορίστε, λοιπόν, ένα ακόμα τελετουργικό στοιχείο». «Τι θέλεις να πεις;» «Οι φόνοι διαπράχθηκαν με διαφορά λίγων ωρών. Δύο νέες γυναίκες βρέθηκαν πετσοκομμένες με χειρουργική ακρίβεια». «Και;» «Να, έχω ακουστά κάποια παρόμοια περιστατικά, όπως άλλωστε κι εσύ. Στο Γουάιτσαπελ, τη δεκαετία του 1880. Νέες γυναίκες, δολοφονημένες και κατακρεουργημένες. Σου θυμίζει κάτι;» «Τέλεια», είπε ο Φίλιπ, δίνοντάς της το ποτήρι για να το ξαναγεμίσει. «Αυτό ακριβώς χρειαζόταν η Οξφόρδη, ένα σύγχρονο Αντεροβγάλτη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

«ΑΥΤΟ, ΠΑΛΙ, ΠΩΣ ΣΟΥ ΗΡΘΕ;» ρώτησε ο Φίλιπ καθώς η Λόρα, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού του, τον σκουντούσε για να ξυπνήσει. «Έτσι, χωρίς λόγο», απάντησε δήθεν αδιάφορα η Λόρα, ακουμπώντας ανάμεσά τους ένα δίσκο με πρωινό. «Κάτι έχεις στο νου σου εσύ». Ο Φίλιπ ανακάθισε και έτριψε τα μάτια του. «Φίλιπ...» «Θέλεις να χωθείς στην έρευνα, έτσι δεν είναι;» Η Λόρα έβαλε τα δυνατά της να δείξει σοκαρισμένη, όμως τελικά ομολόγησε: «Το σκεφτόμουν όλη νύχτα, σχεδόν δεν έκλεισα μάτι». «Μα, Λόρα, εδώ μιλάμε για έρευνα της αστυνομίας. Δεν έχεις καμία δικαιοδοσία... για όνομα του Θεού. Ούτε εγώ έχω κάποια δικαιοδοσία!» «Δεν είπα ότι θα καταταγώ στο αστυνομικό σώμα, Φίλιπ. Απλώς, θα ήθελα να διεξαγάγω μια παράλληλη έρευνα». «Μια παράλληλη έρευνα;» σχολίασε καυστικά ο Φίλιπ. «Μήπως έχεις αρχίσει να συγχέεις την τηλεόραση με την πραγματικότητα; Δεν παίζουμε τον Κότζακ εδώ πέρα».

«Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω». Ο Φίλιπ την κοίταξε καλά καλά. «Θα μπορούσα τουλάχιστον να πιω λίγο τσάι πρώτα;» Η Λόρα έβαλε γάλα στην κούπα του. «Ε, βέβαια, τι ξέρουν οι Αμερικανοί από τσάι! Άσε, το ετοιμάζω μόνος μου. Εσύ πες μου τι καθόσουν και σκεφτόσουν όλη τη νύχτα». Η Λόρα τοποθέτησε δυο μαξιλάρια στην άλλη άκρη του κρεβατιού και κάθισε με την πλάτη στο σιδερένιο κεφαλάρι. «Λοιπόν, σκεφτόμουν αυτό που είπες χτες το βράδυ, ξέρεις, για τον Αντεροβγάλτη. Αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι, στην πραγματικότητα, οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτούς τους φόνους και τα εγκλήματα στο Γουάιτσαπελ είναι ελάχιστες. Σύμφωνοι, από τα θύματα του Αντεροβγάλτη έλειπαν εσωτερικά όργανα και οι φόνοι εμφάνιζαν τελετουργικά στοιχεία. Η αστυνομία της εποχής ανακάλυψε κάποια αλλόκοτη σχέση με το μασονισμό, όμως τελικά η υπόθεση δε λύθηκε. Ακόμα και σήμερα δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος ήταν ο δολοφόνος». «Και πού θέλεις να καταλήξεις;» «Κατ' αρχάς, όλα τα θύματα στο Γουάιτσαπελ ήταν πόρνες, όπως άλλωστε τα θύματα των πιο πρόσφατων εγκλημάτων του Αντεροβγάλτη του Γιόρκσαϊρ, τη δεκαετία του 1980. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα όργανα από τα τωρινά θύματα είναι πολύ διαφορετικός απ' ό,τι στα εγκλήματα του 19ου αιώνα. Βέβαια, όλα τα θύματα στους φόνους του Γουάιτσαπελ βρέθηκαν με κομμένο το λαιμό, όμως κάθε φόνος ήταν ακόμα πιο βίαιος από τον προηγούμενο. Το τελευταίο θύμα του Αντεροβγάλτη, η Μαρί Κελί, ουσιαστικά κατακρεουργήθηκε. Εξάλλου, στους φόνους υπήρχε μια σαφώς σεξουαλική πτυχή. Εδώ, κάτι τέτοιο δεν ισχύει».

«Διαβασμένη σε βρίσκω», είπε ο Φίλιπ πειρακτικά. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω διαβάσει μερικά βιβλία για τον Αντεροβγάλτη. Ανέκαθεν με γοήτευε η υπόθεση αυτή». Η Λόρα πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Είναι σαφές ότι οι δυο τωρινές υποθέσεις έχουν κάποια τελετουργική διάσταση. Χρυσό νόμισμα, ασημένιο νόμισμα, καρδιά και εγκέφαλος αφαιρέθηκαν. Ίσως να σημαίνει κάτι το γεγονός ότι το δεύτερο θύμα τοποθετήθηκε στο νερό, ενώ το πρώτο θύμα βρισκόταν στη στεριά. Αλλά αυτές οι εικασίες δε μας βοηθούν και πολύ, σωστά; Μήπως ανακάλυψες κάτι επιπλέον χτες;» «Τίποτα το ουσιαστικό, Λόρα. Είμαι φωτογράφος, όχι ντετέκτιβ. Περνάω την περισσότερη μέρα μου εκτυπώνοντας φωτογραφίες, παίρνοντας ψηφιακά αντίγραφα, στέλνοντας υλικό στα κεντρικά, στο Λονδίνο, αναζητώντας φωτογραφίες στη βάση δεδομένων της αστυνομίας». «Δεν μπορεί, όλο και κάποια γνωριμία θα έχεις στο τμήμα. Σίγουρα θα έμαθες τι ξέρουν για τους φόνους. Χριστέ μου! Δεν έχεις καμία περιέργεια;» Ο Φίλιπ σερβιρίστηκε κι άλλη μια κούπα τσάι. Παίρνοντας μια φρυγανισμένη φέτα ψωμί στο χέρι, είπε: «Φυσικά, κάτι ξετρύπωσα, όμως γιατί να σου αποκαλύψω οτιδήποτε;» Η Λόρα έδειξε να σοκάρεται. «Εσύ όπου να ναι επιστρέφεις στη Νέα Υόρκη. Τι θέλεις και ανακατεύεσαι;» «Αποφάσισα να μείνω λίγο ακόμα». «Α, ώστε έτσι, ε;» «Αν σου γίνομαι βάρος, μπορώ να μείνω σε...» «Οχ, Λόρα, σταμάτα. Φυσικά μπορείς να μείνεις, για όσο καιρό θέλεις... Αν μπορέσεις να ανεχτείς τα υδραυλικά του σπιτιού».

Ξαφνικά, εκείνη χαμογέλασε. «Το ατύχημα της Τζο είναι που...» «Το ξέρω αυτό. Τώρα, όμως;» «Τώρα μου κινήθηκε η περιέργεια. Βάζω στο ράφι τον Τόμας Μπραντγουόρντιν και σκέφτομαι κάτι σε σύγχρονο αστυνομικό μυστήριο». «Αχά! Ωραία, να και μια ειλικρινής απάντηση, νομίζω». «Εγώ δεν...» «Εντάξει», είπε μαλακά ο Φίλιπ. «Τι θέλεις να μάθεις;» «Τα πάντα, Φίλιπ. Με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια». Εκείνος γέλασε δυνατά και ακούμπησε στα μαξιλάρια. «Είσαι απίστευτη». «Λοιπόν;» «Κοίτα, δεν ξέρω και πολλά... ούτε αυτοί ξέρουν πολλά. Και οι δύο νεαρές ήταν φοιτήτριες. Το πρώτο θύμα, η κοπέλα στο αυτοκίνητο, ονομαζόταν Ρέιτσελ Σάουθγκεϊτ. Δεκαοκτώ ετών, πρωτοετής, κόρη επισκόπου, του σεβασμιότατου Λέοναρντ Σάουθγκεϊτ, χήρου που ζει στο Σάρεϊ. Η Ρέιτσελ είχε τρεις μεγαλύτερες αδερφές. Η κοπέλα στη βάρκα ονομαζόταν Τζέσικα Φάλερτον. Δεκαεννέα ετών, είχε μόλις ξεκινήσει το δεύτερο έτος. Η οικογένειά της ζει σε ένα σπίτι περίπου εκατό μέτρα από το σημείο όπου ανακαλύφθηκε το πτώμα της. Μοναχοπαίδι, και οι δύο γονείς ήταν εξαιρετικά περήφανοι για την κόρη τους, που ήταν πλέον ακαδημαϊκός πολίτης. Όπως σου ανέφερα και χτες το βράδυ, έμενε μόνη της στο σπίτι, οι γονείς της βρίσκονται στην Ευρώπη. Ειδοποιήθηκαν. Πρέπει να έχουν επιστρέψει ήδη». «Υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα θύματα; Εκτός του ότι ήταν και οι δύο φοιτήτριες; Σε ποιο κολέγιο πήγαιναν;»

«Καμία σχέση, η Τζέσικα σπούδαζε νομικά στο Μπέιλιολ, η Ρέιτσελ αγγλική φιλολογία στο Μέρτον». «Μήπως η εξωτερική τους εμφάνιση; Το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον τους; Γνωρίζονταν;» «Η Τζέσικα ήταν ξανθιά, ψηλή, λεπτή, η Ρέιτσελ ήταν καστανομάλλα, πιο κοντή και γεμάτη. Και οι δυο κατάγονταν από μεσοαστικές οικογένειες. Δεν ξέρω καθόλου αν γνωρίζονταν. Φαντάζομαι ότι οι άνθρωποι του Μονρό τα εξετάζουν αυτά, είναι ρουτίνα». Η Λόρα έγνεψε καταφατικά και κοίταξε έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Ή τ α ν ένα καθαρό, δροσερό, ανοιξιάτικο πρωινό. Τα σύννεφα που είχαν φέρει τη βροχή της προηγουμένης είχαν χαθεί. «Δηλαδή, δεν προκύπτει κάτι ουσιαστικό απ' όλα αυτά, σωστά;» «Τηλεφώνησα σε ένα από τα παιδιά στο τμήμα χτες το βράδυ, για να μάθω τα τελευταία νέα. Η Σήμανση διαπίστωσε ότι πρόκειται για νομίσματα από ατόφια πολύτιμα μέταλλα, όμως δεν είναι αυθεντικά. Κόπηκαν πρόσφατα και τους δόθηκε πατίνα για να φαίνονται παλιά». «Τα πρωτότυπα πρέπει να είναι εξαιρετικά σπάνια κομμάτια, όμως το γεγονός ότι ο δολοφόνος άφησε στον τόπο του εγκλήματος αυτά τα αντίγραφα φανερώνει πως τα νομίσματα σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο γι' αυτόν». Έκανε μια σύντομη παύση. «Θα μπορούσες να τα σκιτσάρεις; Δεν είχαν κάτι φιγούρες;» «Κάτσε λίγο να σκεφτώ». Η Λόρα πήγε σε μια συρταριέρα, όπου βρήκε σημειωματάριο και μολύβι. «Λοιπόν, νομίζω ότι δεν τα χρειαζόμαστε αυτά. Έχω κάτι καλύτερο, αν μπορείς να το αντέξεις». «Τη φωτογραφική σου μηχανή».

«Αν δε σε πειράζει να ανεβοκατέβεις τη σκάλα, την έχω αφήσει στο διάδρομο». Λίγα λεπτά αργότερα, ο Φίλιπ είχε εντοπίσει τις κοντινές λήψεις που είχε αποθηκεύσει στην κάρτα μνήμης της ψηφιακής φωτογραφικής του μηχανής, διάλεξε μία, εστίασε στο νόμισμα και γύρισε την οθόνη προς το μέρος της Λόρα. «Αυτή είναι μάλλον η καλύτερη. Θα μπορούσα να σου την εκτυπώσω». Η Λόρα έβαλε τα δυνατά της για να αγνοήσει την κοκκινόμαυρη σάρκα που περιτριγύριζε το νόμισμα και να εστιάσει στο αντικείμενο που βρισκόταν στο κέντρο της φωτογραφίας. Στο νόμισμα απεικονιζόταν μια κεφαλή σε προφίλ, ένα λεπτό, σχεδόν ερμαφρόδιτο πρόσωπο με γωνίες και μακριά, ευγενική μύτη. Φορούσε κάτι που έμοιαζε με τετράγωνο καπέλο. «Είμαι σίγουρη ότι υπήρχαν κάποιες γυναικείες φιγούρες στο πρώτο νόμισμα». «Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ», απάντησε ο Φίλιπ. Η Λόρα άρπαξε το σημειωματάριο και άρχισε να σκιτσάρει. «Κάτι τέτοιο, δε συμφωνείς;» Έδειξε στον Φίλιπ το σκίτσο: γυναίκες με εσθήτες που κρατούσαν ψηλά μια κούπα. «Ναι, δεν είναι και Ρέμπραντ, όμως κάπως έτσι ήταν η σκηνή που θυμάμαι». «Λοιπόν, τι νομίζεις ότι αναπαριστάνει;» «Ιδέα δεν έχω». «Αυτή η μορφή κάτι μου θυμίζει», είπε η Λόρα, δείχνοντας την ψηφιακή εικόνα. «Άντρας ή γυναίκα, μοιάζει με αρχαίο Αιγύπτιο, με φαραώ, δε βρίσκεις;» Ο Φίλιπ ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως. Η άλλη όψη θα μπορούσε να απεικονίζει κάποια θρησκευτική σκηνή. Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν τον Ήλιο, σωστά; Ίσως η κούπα αυτή», είπε ο Φίλιπ, δείχνοντας το σκίτσο της Λόρα, «να αντιπροσωπεύει τον Ήλιο».

Η Λόρα παρατηρούσε μια την ψηφιακή φωτογραφία και μια το άτεχνο σκίτσο που είχε φτιάξει. «Πολύ θα ήθελα να είχα μια εκτύπωση αυτής της^φωτογραφίας», είπε, χτυπώντας με το δάχτυλο την οθόνη. «Πρέπει να ξεσκαλίσω ορισμένα βιβλία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

«ΕΜΑΘΑ ΠΑ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ τ η ς Τ ζ ο α π ό τ ο γ ε ρ ο - Φ ό δ ε ρ ι ν γ κ ε ϊ , σ τ ο

Σεν Τζον», είπε ο Τζέιμς Λάιτμαν, γυρνώντας προς το μέρος της Λόρα καθώς προχωρούσαν στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του. Οι τοίχοι, το δάπεδο και η οροφή ήταν από ασβεστόλιθο και ο ήχος των βημάτων τους αντηχούσε ολόγυρά τους. Τον ακολούθησε σε μια πλατιά, μαρμάρινη σκάλα και πίσω από μια πόρτα διέκρινε φευγαλέα σειρές από ράφια γεμάτα βιβλία, μέσα σε ένα πελώριο δωμάτιο που φωτιζόταν από φαρδιές δέσμες ηλιαχτίδων. «Συγνώμη που δε σου τηλεφώνησα, Τζέιμς. Με την αναστάτωση που προκλήθηκε, έχασα τη σειρά μου». «Μα, τι λες τώρα, σε καταλαβαίνω απόλυτα. Το καλό είναι ότι έτσι θα μείνεις μαζί μας για λίγο ακόμα. Τις προάλλες αποχαιρετιστήκαμε και νόμιζα ότι θα κάνω χρόνια να σε ξαναδώ». «Ναι, το ξέρω, και έτσι εξασφάλισα λίγο επιπλέον χρόνο για την έρευνά μου, τουλάχιστον μία εβδομάδα». Είχαν φτάσει στο γραφείο του και της κράτησε ανοιχτή τη βαριά, δρύινη πόρτα για να περάσει. Μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε τριγύρω, βιώνοντας την ίδια αίσθηση που είχε όταν βρέθηκε εδώ για πρώτη φορά στα δεκαοκτώ της. Ή τ α ν ένα δωμάτιο με

θολωτή οροφή, γεμάτο παμπάλαια βιβλία, αντίκες και συλλεκτικά αντικείμενα, μια βαλσαμωμένη κουκουβάγια σε μια γυάλινη προθήκη, μια μπρούντζινη πυραμίδα, αλλόκοτα έγχορδα μουσικά όργανα και ξύλινα κουτιά από τη Βόρεια Αφρική. Η μουσική του Μπαχ ακουγόταν απαλά. Μία εβδομάδα και κάτι μετά την άφιξή της στην Οξφόρδη είχε περάσει το πρώτο της πρωινό στην Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη, φανερά ικανοποιημένη από το γεγονός ότι είχε εξασφαλίσει πρόσβαση σε μία από τις πιο «δυσπρόσιτες» βιβλιοθήκες του κόσμου. Ήταν πραγματικά αξέχαστη εμπειρία. Βρισκόταν στον πρόσφατα ανακαινισμένο τομέα της ιστορίας της τέχνης, όταν κατέρρευσε ένα ράφι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, βομβαρδίζοντάς τη με μια σειρά από βαριά βιβλία. Στάθηκε πολύ τυχερή, αφού το περιστατικό τής στοίχισε απλώς μερικές μελανιές στο δεξί της χέρι, όμως ο Τζέιμς Λάιτμαν βρέθηκε επιτόπου σχεδόν αμέσως. Ανέλαβε τον έλεγχο της κατάστασης με την ευγένεια και ταυτόχρονα την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε, επιμένοντας να καθίσει η Λόρα όση ώρα εκείνος βεβαιωνόταν πως ήταν εντάξει. Στο γραφείο όπου βρισκόταν τώρα η Λόρα τής είχε προσφέρει μια κούπα δυνατό τσάι και μπισκότα, ζητώντας να μάθει περισσότερα για την ίδια. Ή τ α ν η αρχή μιας σχέσης που έμελλε να εξελιχθεί σε δυνατή φιλία, μιας σχέσης που παρέμεινε ασυννέφιαστη σε όλο το διάστημα των σπουδών της. Κατάφερε, μάλιστα, να διατηρηθεί παρά την επιστροφή της στην Αμερική και τις σπάνιες επισκέψεις της στην Οξφόρδη. Στη διάρκεια της φοίτησής της, ο Λάιτμαν ανέλαβε το ρόλο του κηδεμόνα, κατά κάποιον τρόπο, μια πατρική φιγούρα που βρισκόταν κοντά της, ενώ τη χώριζαν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα από τους πραγματικούς της γονείς. Παρότι εργάζονταν

σε πολύ διαφορετικούς τομείς, επικοινωνούσαν πνευματικά. Εκείνος ήταν πολυμαθής και εξέχων λόγιος, αναγνωρισμένος παγκοσμίως ως αυθεντία στις αρχαίες γλώσσες, με ειδίκευση στην ελληνιστική και τη λατινική λογοτεχνία. Η αγαπημένη περίοδος της Λόρα ήταν η Αναγέννηση και η αναβίωση του κλασικισμού στην τέχνη. Το όνομα του Τζέιμς Λάιτμαν το είχε πρωτοσυναντήσει στις σελίδες ενός βιβλίου με θέμα την κλασική ζωγραφική, το οποίο είχε διαβάσει στα δεκαπέντε της, όταν ήταν ακόμα μια φιλομαθής μαθήτρια στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια. Αρκετούς μήνες μετά τη γνωριμία τους, η Λόρα έμαθε ότι ο Λάιτμαν είχε παντρευτεί μόνο μία φορά, τη γαλαζοαίματη λαίδη Σουζάνα Γκάτινγκ του Μπριλ, όμως τόσο η γυναίκα του όσο και η κόρη τους, Έμιλι, είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο το 1981, λιγότερο από ένα χρόνο πριν την άφιξη της Λόρα στην Οξφόρδη. Η Έμιλι θα ήταν σχεδόν συνομήλικη με τη Λόρα. Ο Λάιτμαν βολεύτηκε σε μια φθαρμένη δερμάτινη πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του, γνέφοντας στη Λόρα να κάνει το ίδιο, όταν ξαφνικά εκείνη συνειδητοποίησε ότι υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Καθισμένος σε μια δεύτερη πολυθρόνα, κοντά στον απέναντι τοίχο από το γραφείο του Λάιτμαν, βρισκόταν ένας νέος άντρας. Φορούσε ένα περιποιημένο μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο. Είχε μακριά μαλλιά, χτενισμένα με τζελ προς τα πίσω, και έντονα ζυγωματικά. Η μακριά μύτη του θύμιζε ράμφος πουλιού. «Δεν έχεις γνωρίσει τον Μάλκολμ, έτσι δεν είναι, Λόρα; Μάλκολμ Μπρίτζες, προσωπικός βοηθός μου. Μάλκολμ, από εδώ η Λόρα Νίβεν». Ο Μπρίτζες σηκώθηκε και της έτεινε το κοκαλιάρικο χέρι του. «Έχω ακούσει πολλά για εσένα», είπε, παραμένοντας ανέκφρα-

σχος. Η φωνή του ήταν απρόσμενα βαθιά, ενώ η ελαφριά ουαλική προφορά του θύμιζε κάπως τον Άντονι Χόπκινς. Ή τ α ν μια φωνή τελείως αταίριαστη με το παρουσιαστικό του. «Ελπίζω κάποια από τα πράγματα που άκουσες να ήταν θετικά», απάντησε η Λόρα, παρατηρώντας το πρόσωπο του Μπρίτζες. Κάτι επάνω του την ε'κανε να τον αντιπαθήσει αμέσως, όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό. Στράφηκε στον Λάιτμαν. «Ελπίζω να μην ήρθα σε ακατάλληλη ώρα». «Όχι, όχι, μη λες ανοησίες», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας. «Μάλκολμ, τελειώσαμε με τις λεπτομέρειες για την επικείμενη εκδήλωση, σωστά;» «Ναι, νομίζω ότι έχουμε τελειώσει. Τ α υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ», είπε και μάζεψε μερικά χαρτιά από το τραπεζάκι δίπλα του. Ύστερα, γυρνώντας προς τη Λόρα, πρόσθεσε: «Λοιπόν, ελπίζω να σας ξαναδώ σύντομα». Κινήθηκε προς την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Λάιτμαν, που είχε σηκωθεί για να κάνει τις συστάσεις, ξανακάθισε στην πολυθρόνα του. «Λοιπόν, πώς μπορώ να σε βοηθήσω, καλή μου;» ρώτησε. «Το πρωί που μιλήσαμε στο τηλέφωνο ακουγόσουν μάλλον ενθουσιασμένη». Εκείνη παρατήρησε το οικείο πρόσωπο, τα σκούρα καστανά μάτια, τα βαριά βλέφαρα, τα λευκά μαλλιά του, μακριά και ατίθασα. Μερικές φορές τής θύμιζε έναν από τους σπουδαιότερους Άγγλους ποιητές του 20ού αιώνα, τον Γιούσταν Χιου Όντεν, κι άλλες φορές έφερνε σε βιβλικό πατριάρχη, χωρίς γενειάδα. Η Λόρα ήξερε ότι δεν είχε πατήσει ακόμα τα εβδομήντα, όμως έδειχνε μεγαλύτερος. Η επιδερμίδα του είχε τραχιά όψη και το μέτωπο του ήταν τόσο ρυτιδωμένο, ώστε από κοντά έμοιαζε με τις φωτογραφίες της επιφάνειας του Άρη που στέλνουν οι δορυφόροι της ΝΑΣΑ.

«Αφορά το βιβλίο πάνω στο οποίο εργάζομαι», του είπε. «Το μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Τόμας Μπραντγουόρντιν;» «Για την ακρίβεια, όχι», απάντησε κάπως αμήχανα. «Αποφάσισα να αφήσω κατά μέρος αυτή την ιδέα, τουλάχιστον για την ώρα. Σκοπεύω να γράψω κάτι που θα εκτυλίσσεται στο παρόν, ένα θρίλερ μυστηρίου με φόνους». «Α, ναι;» «Σκέφτομαι να τοποθετήσω τη δράση εδώ, στην Οξφόρδη, ή ίσως στο Κέμπριτζ. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα». «Ω, Θεέ μου, Λόρα, μην επιλέξεις τους "άλλους", σε εξορκίζω. Φριχτό μέρος!» Εκείνη του χαμογέλασε. «Θέλω να συνδέσω τους φόνους με κάτι τελετουργικό. Να αφήνει ο δολοφόνος κάτι σημαντικό στον τόπο του εγκλήματος. Αρχικά, είχα στο νου μου να βάλω ένα τελετουργικό μαχαίρι, αλλά χτες το βράδυ άρχισα να σκέφτομαι τα νομίσματα. Η αστυνομία θα τα εντοπίζει κοντά στα πτώματα των θυμάτων». «Νομίσματα;» «Ναι, αρχαία νομίσματα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω το παραμικρό πάνω σε αυτό το αντικείμενο». Ο Λάιτμαν έσκυψε για να πιάσει ένα παράξενο μαραφέτι σε σχήμα V που ήταν ακουμπισμένο σε ένα βοηθητικό τραπέζι δίπλα στην πολυθρόνα Τσέστερφιλντ. Επρόκειτο για ένα σφιχτό ελατήριο με δύο λαβές. Η Λόρα φάνηκε να απορεί. «Αρθρίτιδα», είπε ο Λάιτμαν. «Οι γιατροί μου λένε ότι πρέπει να σφίγγω αυτό το πράγμα επί πέντε λεπτά ανά ώρα, διαφορετικά ο καρπός μου θα μαγκώσει τελείως». Έστρεψε τα μάτια του ψηλά. «Διατηρώ τις αμφιβολίες μου». Αφού έκανε την άσκηση

μερικές φορές, σταμάτησε και κοίταξε τη Λόρα. «Πώς μπορώ να βοηθήσω; Τα νομίσματα δεν είναι ακριβώς το αντικείμενο μου». «Εγώ... Σκέφτηκα ότι ίσως στη βιβλιοθήκη υπάρχει υλικό πάνω στο θέμα αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι έχω πάψει να είμαι μέλος. Ε... Αμερικανούς τουρίστες δέχεστε;» Ο Λάιτμαν γέλασε. «Μόνο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κοίτα, φαντάζομαι ότι βιάζεσαι... Συνήθως έτσι συμβαίνει μ' εσένα». Η Λόρα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Αναπόφευκτο, δυστυχώς». «Λοιπόν, διαθέτουμε πολύ καλό τομέα γύρω από τα νομίσματα. Θα μπορούσα να σε συνοδεύσω μέχρι εκεί και να σε βοηθήσω να ξεκινήσεις. Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση και να προσπεράσουμε τη συμπλήρωση της ειδικής αίτησης». Καθώς σηκωνόταν ο Λάιτμαν, φάνηκε να προσέχει για πρώτη φορά κάτι στο ντύσιμο της. «Θεέ μου, Λόρα. Αυτό είναι το μενταγιόν που σου χάρισα πριν από... πόσα χρόνια;» Ή τ α ν ένα οπάλιο περασμένο σε μια λεπτεπίλεπτη ασημένια αλυσίδα. Το είχε φορέσει εκείνο το πρωί χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι ήταν δώρο του Λάιτμαν. «Όταν ήμουν φοιτήτρια», είπε η Λόρα. «Πρέπει να ήταν το 1983. Έχει περάσει πολύς καιρός. Το φοράω σχεδόν καθημερινά, όμως». «Σου είπα ποτέ ότι αυτός είναι ο ζωδιακός λίθος της κόρης μου;» «Όχι, δε μου το έχεις πει». «Δεν πειράζει. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε». Στο ισόγειο, στην κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης, η Λόρα ακολούθησε τον Λάιτμαν στους διαδρόμους με το καλογυαλισμένο παρκέ, ανάμεσα στις πελώριες δρύινες βιβλιοθήκες που σχημάτιζαν μακριές σειρές. Διέσχισαν την αίθουσα και, φτάνοντας στην άλλη άκρη, ο Λάιτμαν πέρασε από ένα ψηλό άνοιγμα. Έστριψε

αριστερά, προχώρησε σε ένα μακρύ διάδρομο, πέρασε από μια αψίδα στα δεξιά και μπήκε σε ένα άλλο δωμάτιο, μια μικρότερη εκδοχή της κεντρικής αίθουσας. Στα μισά, ο Λάιτμαν έστριψε ξανά δεξιά και σταμάτησε μπροστά σε μια σειρά από βιβλιοθήκες που ακουμπούσαν στον τοίχο. Μπροστά τους υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι με υπολογιστή. Ή τ α ν μόνοι τους σε αυτό το τμήμα της βιβλιοθήκης. «Αυτός είναι ο τομέας που σου έλεγα. Νομίζω ότι εδώ θα βρεις όλες τις πληροφορίες που ζητάς, Λόρα. Αν χρειαστείς κάτι, η κυρία Σίτγουελ βρίσκεται εδώ γυρω». Της έδειξε προς το βάθος του δωματίου. «Μπορεί να σου βρει τα πάντα με κλειστά μάτια. Όμως, αν θελήσεις κάποια άλλη πληροφορία από εμένα, σε παρακαλώ μη διστάσεις. Με περιμένουν κάποιες γραφειοκρατικές ανοησίες επάνω». Έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε πεταχτά στο μάγουλο. «Έλα να με δεις πριν φύγεις». Η Λόρα κάθισε στο τραπέζι και έστρεψε το βλέμμα της στα βιβλία. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ενοχές για τα ψέματα που είχε πει στον ηλικιωμένο άντρα. Όμως, σκέφτηκε, δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν ήξερε τι ακριβώς έψαχνε, οπότε αποφάσισε να δοκιμάσει στην τύχη. Τράβηξε ένα βιβλίο με τίτλο Αρχαία Νομίσματα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων της Οξφόρδης και το ακούμπησε στο τραπέζι. Ύστερα έβγαλε την εκτύπωση της φωτογραφίας του Φίλιπ και το σημειωματάριο με το άτεχνο σκίτσο που απεικόνιζε την άλλη όψη του νομίσματος. Λίγο αργότερα είχε μάθει από τις σελίδες του βιβλίου ότι, παρότι η πρώιμη κοπή νομισμάτων θεωρείται ελληνικό επίτευγμα, τα παλαιότερα γνωστά νομίσματα προέρχονται από την περιοχή της Λυκίας, στη Μικρά Ασία, και εντοπίστηκαν κάτω από ένα ναό της Άρτεμης του 6ου π.Χ. αιώνα. Τα νομίσματα που βρέθηκαν

στον τόπο των δύο εγκλημάτων θύμιζαν αιγυπτιακά, σκε'φτηκε η Λόρα, και το βιβλίο αυτό δεν ανέφερε τίποτα για αρχαία νομίσματα από την Αίγυπτο. Κατέβασε έναν ακόμα τόμο από το ράφι: Νομίσματα της Αρχαιότητας, του Λούθερ Νόιμαν. Μέσα στις πρώτες σελίδες παρουσιάζονταν κάποιες εικασίες σχετικά με τα αιγυπτιακά νομίσματα και τη χρήση τους κατά την περίοδο μετά την ένταξη της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το θέμα μάλλον δε θεωρούνταν σημαντικό και ο συγγραφέας απλώς έκανε μια σύντομη αναφορά, σημειώνοντας, ότι ορισμένα από τα παλαιότερα νομίσματα της Αιγύπτου πιθανολογείται ότι σχεδιάστηκαν από αλχημιστές και αποκρυφιστές οι οποίοι είχαν εμμονή με το χρυσό και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν κάτι σαν μάγοι στην Αυλή ορισμένων φαραώ. Ετοιμαζόταν να επιστρέψει τον τόμο στο ράφι, όταν μια περίεργη σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Ή τ α ν κάτι που της είχε πει ο Τζέιμς. Τι ακριβούς είχε πει; Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το οπάλιο που κρεμόταν στο λαιμό της. «Το οπάλιο είναι ο ζωδιακός λίθος της κόρης μου», είπε μεγαλόφωνα η Λόρα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Λάιτμαν, και άνοιξε ξανά το βιβλίο. Επέστρεψε στη σελίδα που είχε μόλις διαβάσει και τα μάτια της καρφώθηκαν στη λέξη «αλχημιστής». Νιώθοντας το σφυγμό της να δυναμώνει, έφερε το σημειωματάριο προς το μέρος της, γύρισε σελίδα και έγραψε: «αλχημιστής», «μάγος», «αρχαίοι Αιγύπτιοι», «ζωδιακοί λίθοι», «χρυσός και ασήμι» με τέσσερα μεγάλα ερωτηματικά. Αφού ξαναέβαλε τα Νομίσματα της Αρχαιότητας και τα Αρχαία Νομίσματα στα ράφια, στράφηκε στον υπολογιστή, αναζητώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει σχέση με τα αρχαιότερα νομίσματα. Βρήκε μόνο μία καταχώριση, ένα βικτοριανό βιβλίο με τί-

τλο Χαμένα Νομίσματα, του καθηγητή Σάμιουελ Κοέν. Ύστερα έβαλε ως λέξεις αναζήτησης «ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ ΑΛΧΗΜΙΣΤΕΣ». Εκτός από αρκετούς σύγχρονους τίτλους με τάσεις εντυπωσιασμού, τους οποίους η Λόρα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί, η αναζήτηση αυτή κατέληξε επίσης σε ένα μόνο βιβλίο, που και πάλι ήταν ένας παντελώς άγνωστος τόμος της βικτοριανής εποχής, με τίτλο Οι Σκοτεινές Τέχνες των Φαραώ, γραμμένο από κάποιον Έρασμο Φέιρμπρουκ-Ντέιλ. Η Λόρα είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Ό λ η αυτή η έρευνα την έφερνε νοερά πίσω στα φοιτητικά της χρόνια και στις όμορφες αναμνήσεις από τα απογεύματα που είχε περάσει σε χώρους όπως εκείνος στον οποίο βρισκόταν τώρα, ακολουθώντας στοιχεία που την οδηγούσαν από το ένα θέμα στο άλλο, ένα δαιδαλώδες μονοπάτι μέσα στους λαβύρινθους του πνεύματος. Τσως, σκέφτηκε, καθώς άνοιγε το Χαμένα Νομίσματα και γυρνούσε τις πελώριες σελίδες με υπερβολική φροντίδα, αυτό να την είχε εμπνεύσει να εργασιεί στο αστυνομικό ρεπορτάζ: η χαρά της ανακάλυψης των στοιχείων που δίνουν τη λύση σε ένα μυστήριο. Αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε σίγουρα την οδήγησε αναπόφευκτα και στο να γίνει συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου. Και τότε, το είδε. Στο κέντρο της σελίδας 9 υπήρχε η εικόνα δύο δίσκων, των δύο όψεων ενός νομίσματος. Ο πρώτος δίσκος απεικόνιζε πέντε γυναίκες με μακριές, κυματιστές εσθήτες, που κρατούσαν ψηλά μια μεγάλη βαθιά κούπα στα προτεταμένα χέρια τους. Δίπλα υπήρχε η άλλη όψη του νομίσματος, το κεφάλι ενός νεαρού φαραώ. Το πρόσωπο του ήταν ελαφρώς διαφορετικό από εκείνο στη φωτογραφία του Φίλιπ, όμως όλα τα άλλα ήταν πανομοιότυπα. Συγκρατώντας με δυσκολία τον ενθουσιασμό της, η Λόρα διάβασε το κείμενο που συνόδευε τις δύο εικόνες:

Γνωστά ως νομίσματα Άρκανον (περ. 400 ΓΙ.Χ., περιοχή της Ναπάτα), κατασκευάστηκαν στο χε'ρι από τους μάγους της Αυλής του βασιλιά Αλάρα. Καθένα τους απεικονίζει σκηνές που αντικατοπτρίζουν την αρχαία αιγυπτιακή άποψη σχετικά με την ενότητα όλων των πραγμάτων, το ολιστικό συνταίριασμα συμπληρωματικών στοιχείων. Το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι ένα χρυσό νόμιομα στο οποίο εικονίζονται πέντε γυναίκες που κρατούν στα χέρια τους το σύμβολο του Ήλιου. Στην ίδια τοποθεσία βρέθηκαν δύο ακόμα παρόμοια νομίσματα Άρκανον. Ένα ασημένιο νόμισμα στο οποίο εικονίζονται πέντε γυναίκες να κρατούν μια κούπα με το σύμβολο της Σελήνης και ένα τρίτο, φτιαγμένο από σίδερο, όπου εμφανίζεται μια άλλη σφαίρα (σύμφωνα με την ερμηνεία ορισμένων ειδικών, συμβολίζει τον πλανήτη Άρη), την οποία επίσης κρατούν ψηλά πέντε γυναικείες μορφές ντυμένες με εσθήτες. «Χριστέ μου!» αναφα>νησε η Λόρα. «Τελικά, είμαι έξυπνη». Ύστερα στράφηκε στο δεύτερο βιβλίο, το Σκοτεινές Τέχνες των Φαραώ, το φυλλομέτρησε διαβάζοντας τυχαίες παραγράφους, μέχρι που έφτασε σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η Γέννηση του Ολισμού». Τρεις ώρες αργότερα, η Λόρα αντίκρισε το απρόσμενα δυνατό φως του απογευματινού ήλιου, όπως ξεπρόβαλλε μέσα από τα χαμηλά, μαύρα σύννεφα. Q δρόμος έξω από τη βιβλιοθήκη λαμπύριζε από την πολύ πρόσφατη βροχή και ένα αχνό ουράνιο τόξο διακρινόταν πάνω από την Αίθουσα Ράντκλιφ, όμως οι εικόνες αυτές πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες από τη Λόρα. Εκείνη ήταν χαμένη σε έναν πανάρχαιο κόσμο μαγείας και αποκρυφισμού, ενθουσιασμένη με τη σκέψη ότι ίσως να είχε ανακαλύψει τυχαία ένα ζωτικής σημασίας στοιχείο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΟΣ ΗΤΑΝ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ για το έργο που είχε επιτε-

λέσει. Αποτελούσε την εκπλήρωση ενός διακαούς πόθου του. Εργαζόταν για λογαριασμό ενός από τους σημαντικότερους εν ζωή ανθρώπους, πάνω σε κάτι που πραγματικά έκανε τη διαφορά, σε μια δουλειά που είχε σημασία, σκοπό. Επίσης, αποτελούσε μέρος του μεγάλου σχεδίου, του Μεγάλου Έργου, όπως ονομαζόταν κάποτε, αιώνες πριν την εποχή του. Είχε εκπαιδευτεί για πολλά χρόνια προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που είχε αναλάβει. Η εκπαίδευση αυτή ήταν εξοντωτική. Είχε σπουδάσει στις καλύτερες ιατρικές σχολές, είχε εφαρμόσει τις γνώσεις του στα χειρουργεία τριών νοσοκομείων διεθνούς φήμης, μελέτησε σκληρά και απέκτησε πολλές δεξιότητες, ενώ παράλληλα εξασκούσε τα διόλου αμελητέα φυσικά του ταλέντα. Είχε μελετήσει κρυογονική, ψυχολογία και μαθηματικά και ταυτόχρονα είχε εντρυφήσει σε κλάδους του αποκρυφισμού, μεταξύ των οποίων η αριθμολογία, η αστρολογία και η αλχημεία. Σταμάτησε το συνηθισμένο, μαύρο αυτοκίνητο Τογιότα που οδηγούσε σε μια κενή θέση για τους επισκέπτες στο πάρκινγκ του Κολεγίου Σόμερβιλ, στην Οξφόρδη, και πάτησε στο χαλίκι που κά-

λυπτε το χώρο. Οι σόλες των χειροποίητων μαύρων παπουτσιών του έτριξαν πάνω στις πέτρες. Τίναξε την ανύπαρκτη σκόνη από τα πέτα του άψογου ιταλικού κοστουμιού που φορούσε, έστρωσε τα μαλλιά του, έλεγξε τον τέλεια δεμένο κόμπο της μεταξωτής γραβάτας του με τη γαλλική υπογραφή και παρατήρησε το είδωλο του στο πίσω αριστερό παράθυρο, προτού κάνει μεταβολή και κατευθυνθεί προς το κεντρικό προαύλιο του κολεγίου. Έριξε μια ματιά στο ακριβό ελβετικό ρολόι του, η ώρα ήταν σχεδόν τρεις. Ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή η Σαμάνθα Θάροου, τριτοετής φοιτήτρια'ιστορίας και πολιτικών επιστημών, θα εμφανιζόταν στη Σκάλα 7. Από τη στιγμή που θα έκανε την εμφάνισή της εδώ μέχρι τις 9:08 μ.μ. ακριβώς, εκείνος θα παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις της. Με την ευρεία έννοια, γνώριζε ήδη ποιες θα ήταν οι κινήσεις αυτές: είχε παγιδεύσει το δοψάτιό της στη φοιτητική εστία του Σάμερταουν, λίγο βορειότερα από την πόλη, και είχε τοποθετήσει κοριό στο τηλέφωνο της. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά και άρχισε να νιώθει το πρώτο ρίγος της γλυκιάς προσμονής, είδε τη Σαμάνθα να ξεπροβάλλει από το σκοτάδι της εισόδου που οδηγούσε σιη Σκάλα 7. Μιλούσε με μια άλλη φοιτήτρια, μια κοντή Ασιάτισσα. Η Σαμάνθα ήταν μια εξαιρετικά όμορφη, ψηλή, καστανή κοπέλα με αισθησιακά, αμυγδαλωτά μάτια και σαρκώδη χείλη βαμμένα με φωτεινό κραγιόν. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, επιμελώς ατημέλητα. Φορούσε μια κοντή καρό φούστα πάνω από ένα μαύρο μάλλινο καλσόν, μαύρα μποτάκια, ένα στενό κόκκινο πουλόβερ και μαύρο πανωφόρι. Στα χέρια της κρατούσε μια αγκαλιά βιβλία και στον αριστερό της ώμο είχε περασμένη μια μικρή δερμάτινη τσάντα. Ο Προσήλυτος παρατήρησε με κάποια δυσαρέσκεια τις ενδυματολογικές επιλογές της Σαμάνθα Θάροου,

περπατώντας αργά στο προαύλιο του κολεγίου, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τις δύο φοιτήτριες να περνούν δίπλα από το γραφείο του επιστάτη και να βγαίνουν στο δρόμο. Είχε απομνημονεύσει σχεδόν κάθε λεπτομέρεια του φακέλου που είχε φτιάξει για τη Σαμάνθα Θάροου. Γεννημένη στις 19 Μαΐου του 1986 στο Γκόνταλμινγκ του Σάρεϊ. Πατέρας, εργολάβος του στρατού. Μητέρα, δασκάλα. Τρία αδέρφια, δύο μεγαλύτερα αγόρια, ένα μικρότερο κορίτσι. Υπότροφος στο τρίτο έτος στο Σόμερβιλ. Η Σαμάνθα πήγαινε με χίλια και ήταν τρομερά φιλόδοξη. Ιατρική κατάσταση: Υγιέστατη. Οι συνήθεις παιδικές ασθένειες, σπασμένο χέρι στα εννέα, νεφροί κατηγορίας ΑΙ. Ερωτική ζωή: Νυν σύντροφος, Σάιμον Γουέλντινγκ. Εκπαιδευόμενος δάσκαλος, είκοσι τεσσάρων χρόνων. Ζούσε σε νοικιασμένο σπίτι στην Ανατολική Οξφόρδη, μαζί με δύο άλλους φοιτητές, και η Σαμάνθα έμενε εκεί τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα κατά τη διάρκεια του εξαμήνου. Η Σαμάνθα ξεκλείδωσε το ποδήλατο της και το τράβηξε από τον τοίχο όπου ακουμπούσε, έγνεψε «αντίο» στη φίλη της και έστριψε δεξιά, διασχίζοντας την οδό Σεν Τζάιλς με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Ο Προσήλυτος ήξερε πού κατευθυνόταν και δε βιάστηκε να επιστρέψει στο αυτοκίνητο του. Φτάνοντας στο Τογιότα, φόρεσε τα γάντια του, έβγαλε ένα υγρό μαντίλι από το πακέτο που είχε πάντοτε μαζί του και καθάρισε τη θέση του οδηγού πριν καθίσει. Καθάρισε το ταμπλό και το τιμόνι και στη συνέχεια τοποθέτησε το μαντίλι μέσα σε μια μικρή πλαστική σακούλα που είχε στη θέση του συνοδηγού. Ύστερα ίσιωσε το παντελόνι και το σακάκι του και κάθισε έτσι ώστε να προκαλέσει τις λιγότερες δυνατές ζάρες στο κοστούμι του. Γύρισε το κλειδί στη μίζα και ξεκίνησε.

Προσπέρασε τη Σαμάνθα στη Σεν Τζάιλς· κινούνταν ανάμεσα σε μια ομάδα ποδηλατών. Χωρίς να βιαστεί στη διαδρομή, πέρασε από το κέντρο της πόλης και διέσχισε την οδό Κόουλι, έφτασε στην οδό Πρίνσες και πάρκαρε απέναντι από τον αριθμό 268. Δέκα λεπτά αργότερα, η Σαμάνθα εμφανίστηκε στην πλευρά του δρόμου που διασταυρωνόταν με την οδό Κόουλι και κατηφόρισε με το ποδήλατο το στενό δρόμο που πλαισιωνόταν από τα μικροαστικά σπίτια της περιοχής, σταματώντας μπροστά στον αριθμό 268. Εκεί, έφερε το ποδήλατο της στο πεζοδρόμιο, το κλείδωσε ακουμπώντας το στον τοίχο του σπιτιού και χρησιμοποίησε το δικό της κλειδί για να ανοίξει την εξώπορτα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, ο φίλος της, Σάιμον Γουέλντινγκ, θα εμφανιζόταν το νωρίτερο έπειτα από τέσσερις ώρες και η Σαμάνθα θα περνούσε το απόγευμα μελετώντας. Στο μεγαλύτερο διάστημα της βραδιάς, οι δυο τους θα ήταν μόνοι. Οι άλλοι που έμεναν στο σπίτι σκόπευαν να πάνε σε ένα πάρτι που δινόταν σε ένα γειτονικό δρόμο. Λίγο πριν τις 9:00 μ.μ., θα έμπαινε στον αριθμό 268 με τον εξοπλισμό του και θα έβγαινε μέχρι τις 9:15 μ.μ. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα θα συναντούσε το Δάσκαλο και τότε θα βρίσκονταν πια ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση του Μεγάλου Έργου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

«ΔΗΛΑΔΗ, ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ σοβαρά να συνεχίσεις;» ρώτησε η Τζο, που δεν πίστευε στα αφτιά της. «Μην είσαι τόσο αρνητική. Δεν είμαι πρωτάρα σε αυτού του είδους τις έρευνες, έτσι δεν είναι; Θυμάσαι πώς κέρδιζα το ψωμί μας πριν γίνω γνωστή συγγραφέας;» της αντιγύρισε η Λόρα. Η Τζο είχε σηκωθεί από το κρεβάτι για πρώτη φορά μετά το ατύχημα και ξεκουραζόταν στον καναπέ του Φίλιπ, έχοντας μια κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της και ένα μπολ με ζεστή σούπα στο χέρι. Φορούσε μια πιζάμα με αγελάδες, που ήταν τουλάχιστον τρία νούμερα μεγαλύτερη από το κανονικό. Το εκκρεμές στο διάδρομο είχε μόλις χτυπήσει έξι και η Λόρα με τον Φίλιπ λίγο νωρίτερα είχαν ανακεφαλαιώσει όσα συνέβησαν τις δύο τελευταίες μέρες, μέχρι και την επίσκεψη της Λόρα στον Τζέιμς Λάιτμαν το ίδιο απόγευμα. «Εξάλλου», πρόσθεσε η Λόρα με κέφι, ρίχνοντας μια ματιά στον Φίλιπ που καθόταν στην πολυθρόνα του, «νομίζω ότι έχουμε μια σημαντική εξέλιξη». Ο Φίλιπ ανακάθισε. «Τι είδους εξέλιξη;» «Το αποτέλεσμα τεσσάρων ωρών εντατικής έρευνας στη βιβλιοθήκη, αν θέλετε να ξέρετε. Αποδεικνύεται ότι τα νομίσματα

είναι αντίγραφα κάποιων που ονομάζονται Άρκανον. Πρόκειται μάλλον για τα αρχαιότερα γνωστά αιγυπτιακά νομίσματα, χρονολογούμενα γύρω στο 400 π.Χ. Πριν από την εμφάνιση τους, οι Αιγύπτιοι αντάλλασσαν προϊόντα. Το σημαντικότερο είναι ότι τα νομίσματα σχεδιάστηκαν από αλχημιστε'ς που βρίσκονταν στην υπηρεσία των φαραώ. Σύμφωνα με μια έγκυρη πηγή, η εικόνα των γυναικών με την κούπα συνδέεται με την εμμονή των αλχημιστών όσον αφορά τον ολισμό, το συσχετισμό φαινομενικά ασύνδετων πραγμάτων». «Ναι, φυσικά, υπήρχαν αλχημιστές στην αρχαία Αίγυπτο, έτσι δεν είναι;» είπε ο Φίλιπ. «Νομίζω ότι κάπου διάβασα πως τότε ξεκίνησε όλη αυτή η εμμονή με τη δημιουργία χρυσού και την παρασκευή του ελιξιρίου της ζωής». «Μαμά... Πώς να το πω;» σχολίασε συνοφρυωμένη η Τζο. «Όλες αυτές οι ιστορίες με την αλχημεία δεν είναι απλώς ανοησίες;» «Ακούστε τι έχω να σας πω πρώτα, εντάξει;» είπε η Αόρα. Ο Φίλιπ και η Τζο κοιτάχτηκαν και σώπασαν. «Ωραία. Λοιπόν, να πώς έχει το πράγμα. Προκύπτει από τις πηγές ότι μία από τις συνδέσεις που ενδιέφερε τους αλχημιστές ήταν η σχέση μεταξύ ανθρώπου και Σύμπαντος. Οι περισσότεροι αλχημιστές επιχείρησαν να συσχετίσουν το ανθρώπινο σώμα, τους πλανήτες, τα άστρα και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων. Πίστευαν ότι η ανθρώπινη μορφή αποτελούσε αντανάκλαση της ουράνιας σφαίρας. Ό τ ι αυτές οι σχέσεις, αυτά τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αν προτιμάτε, δημιουργήθηκαν από το Θεό και ότι δικό τους έργο ήταν η αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο συνδέονταν. Το θεωρούσαν σχεδόν ιερό καθήκον τους».

«Και πιστεύεις ότι όλα αυτά σχετίζονται με τους φόνους;» ρώτησε ο Φίλιπ. Έδειχνε εντελώς μπερδεμένος. «Οι αλχημιστές πίστευαν ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν χρυσάφι μονάχα αν ανακάλυπταν τη μυθική φιλοσοφική λίθο, μια μαγική ουσία η οποία όταν ενωνόταν με οποιοδήποτε ταπεινό μέταλλο το μεταμόρφωνε σε ατόφιο χρυσάφι. Η φιλοσοφική λίθος θα μπορούσε να ανακαλυφθεί μόνο από έναν άνθρωπο με ευγενικό πνεύμα, από έναν αλχημιστή ο οποίος αντιλαμβανόταν πραγματικά την ολιστική πλευρά του Σύμπαντος και ο οποίος θα μπορούσε να αφήσει το μυαλό του ελεύθερο να ακολουθήσει το Συμπαντικό Πνεύμα. Το σημαντικό για εμάς είναι ότι οι αλχημιστές συσχέτιζαν τα μέταλλα με συγκεκριμένα τμήματα του σώματος». «Μη μου πεις», τη διέκοψε ο Φίλιπ. «Συνέδεαν το χρυσό με την καρδιά και το ασήμι με τον εγκέφαλο;» «Δέκα πόντοι στην ομάδα του κυρίου Μπέινμπριτζ. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Οι αλχημιστές πίστευαν ότι το σώμα και η ουράνια σφαίρα αντανακλούσαν το ένα το άλλο. Έτσι, οι πλανήτες μπορούν να συσχετιστούν με όργανα του σώματος...» «Μαμά, ένα λεπτό, να δω αν κατάλαβα καλά», είπε η Τζο. «Πέρασες όλο το απόγευμα ανακαλύπτοντας αλχημιστικούς συσχετισμούς ανάμεσα σε... κάτσε να δεις, θα το θυμηθώ. Το χρυσό, τον Ήλιο και την καρδιά; Άκουσον άκουσον! Δε μου λες, ο Άγιος Βασίλης πότε κάνει την εμφάνισή του;» «Το θέμα είναι», είπε η Αόρα, «πως πιθανώς να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτές τις μαγγανείες και τους φόνους γιατί, πολύ απλά, ο δολοφόνος τα πιστεύει αυτά τα πράγματα. Δεν έχει σημασία αν είναι μπούρδες». Η Τζο φάνηκε μάλλον ντροπιασμένη. «Συγνώμη, μαμά...»

«Δεν τελείωσα, όμως», απάντησε η Λόρα. «Αν θε'λετε να με ακούσετε, φυσικά». «Οχ, μη γίνεσαι μελοδραματική!» ξεφύσηξε η Τζο, σηκώνοντας τα μάτια της ψηλά. Η Λόρα χαμογέλασε πονηρά και συνέχισε. «Λοιπόν, αν σας φάνηκαν αλλόκοτα αυτά που μόλις σας εξήγησα, κρατηθείτε. Τώρα φτάνουμε στο εντελώς παλαβό σημείο. Ορισμένοι αλχημιστές αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στο άχαρο έργο της αναζήτησης της φιλοσοφικής λίθου, στην ανάμειξη χημικών ουσιών με στόχο τη δημιουργία μιας μαγικής ύλης η οποία, όπως πίστευαν, μπορούσε να μετατρέψει κοινά μέταλλα σε χρυσό. Στο βωμό αυτής της προσπάθειας αναλώθηκαν άπειρες ελπίδες, από την αρχαιότητα μέχρι... τις μέρες μας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ερευνητές. Το θέμα, πάντως, είναι ότι καταβλήθηκαν απερίγραπτες προσπάθειες προκειμένου να δημιουργηθεί η λίθος. Οι μύστες έπρεπε να ακολουθήσουν μια σειρά οδηγιών που προέρχονταν από πολΑές διαφορετικές πηγές και αφιέρωναν κυριολεκτικά μήνες, ορισμένες φορές και χρόνια, για την εκτέλεση ενός και μόνου πειράματος. »Τέλος πάντων, καθώς διάβαζα αυτά τα πράγματα, άρχισα να αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που τους καθοδηγούσε. Ύστερα σκέφτηκα τους βασικούς συσχετισμούς που έκαναν οι αλχημιστές και συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι πρέπει να ήταν και αστρολόγοι. Όταν ήμουν φοιτήτρια είχα ασχοληθεί αρκετά με την αστρολογία. Το ξεπέρασα γρήγορα, όμως». Έριξε μια λοξή ματιά στην Τζο, η οποία κουνούσε το κεφάλι της. «Οι αλχημιστές έκαναν τα πάντα βάσει των άστρων. Κάθε στάδιο της διαδικασίας λάμβανε χώρα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και σε συγκεκριμένες συναστρίες».

Το ακροατήριο της Αόρα παρακολουθούσε σιωπηλό. «Για τους αλχημιστές, μία συγκεκριμένη μέρα του χρόνου θεωρείται η πλέον σημαντική. Η εαρινή ισημερία». «Η ποια;» ρώτησε η Τζο. «Η εαρινή ισημερία, η πρώτη μέρα της άνοιξης, όταν η μέρα αρχίζει να μεγαλώνει», εξήγησε ο Φίλιπ. «Σωστά. Οι αλχημιστές θεωρούσαν τη μέρα αυτή ως την πιο ευνοϊκή για την έναρξη νέων σχεδίων. Ή τ α ν η μέρα κατά την οποία οι περισσότεροι από αυτούς ξεκινούσαν μια νέα σειρά πειραμάτων προκειμένου να δημιουργήσουν τη φιλοσοφική λίθο. Η εαρινή ισημερία πέφτει στις 20 Μαρτίου, ήταν πριν από δύο μέρες... Τότε έγινε και ο πρώτος φόνος». «Λοιπόν, τι λες, Λόρα;» ρώτησε ο Φίλιπ έπειτα από λίγο. «Είναι... ανατριχιαστικό, συμφωνώ, όμως πώς θα μας βοηθήσει αυτό να συλλάβουμε το δολοφόνο αυτών των γυναικών;» «Αυτό ακριβώς σκέφτομαι από την ώρα που έφυγα από τη βιβλιοθήκη. Δεν ξέρω αν αυτά που έμαθα θα μας βοηθήσουν άμεσα, αλλά ίσως αποτρέψουν άλλους φόνους». «Ναι; Με τι τρόπο;» «Σκέψου το λιγάκι. Ο Μονρό σού είπε ότι η Σήμανση πιστεύει πως η Ρέιτσελ Σάουθγκεϊτ δολοφονήθηκε το βράδυ της 20ής του μήνα. Τη μέρα αυτή ο Ήλιος μπήκε στον Κριό και η Γη πέρασε στην εαρινή ισημερία. Για το δολοφόνο, είναι ένα νέο ξεκίνημα, η αρχή μιας διαδικασίας». «Ωραία!» αναφώνησε η Τζο. «Ο φόνος περιγράφεται και ως διαδικασία». «Αυτό που θέλω να πω», συνέχισε η Λόρα, «...είναι ότι ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε ο δεύτερος φόνος πιθανότατα έχει και αυτός κάποια αστρολογική σημασία. Ένας Θεός ξέρει ποια.

Όμως, αν έχω δίκιο και σχεδιάζεται τρίτος και τέταρτος φόνος, θα μπορούσαν να συνδέονται και αυτοί με συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες». «Ακούγεται λογικό», μουρμούρισε ο Φίλιπ. «Φυσικά», είπε απότομα η Λόρα. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω παρά μόνο τα μισά». «Εμένα μη με κοιτάς καθόλου», αναφώνησε η Τζο. «Μαθηματικός είμαι». «Να με συγχωρά η χάρη σου», είπε η Λόρα γελώντας. «Όμως... ήμουν έτοιμη να πω ότι ίσως και να στάθηκες τυχερή». «Δηλαδή;» «Ο Τομ γοητεύεται από κάτι τέτοια πράγματα. Δεν το καταλαβαίνω, κατά τα άλλα είναι τόσο έξυπνο παιδί», κατέληξε η Τζο, βάζοντας χαρακτηριστική, έντονη βρετανική προφορά στο σχόλιο της. «Από ώρα σε ώρα θα περάσει». «Από το σπίτι;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Ελπίζω να μη σε πειράζει, μπαμπά. Ήθελε να δει πώς είμαι». Ο Φίλιπ είχε ήδη σηκώσει τα χέρια ψηλά. «Όχι, κανένα πρόβλημα». «Τέλεια», είπε η Λόρα. «Θα τον βάλουμε να κερδίσει το δείπνο του με το σπαθί του».

Ο Τομ εμφανίστηκε είκοσι λεπτά αργότερα. Έδειχνε απρόσμενα υγιής, με εξαίρεση τον αλουμινένιο νάρθηκα που συγκρατούσε δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού, στα οποία είχε υποστεί κατάγματα στο τροχαίο. Παίκτης του ράγκμπι στην κολεγιακή

ομάδα του Όριελ, φοιτητής ιατρικής, είχε ύφος ε'να και ενενήντα και ζύγιζε περισσότερο από ενενήντα κιλά, χωρίς ίχνος λίπους στο σώμα του. Είχε τετράγωνο σαγόνι, μεγάλα, γαλάζια μάτια και περιποιημένα, κυματιστά καστανά μαλλιά. Με λίγα λόγια, εξαιρετικά γοητευτικός. Ο Τομ κάθισε δίπλα στην Τζο στον καναπέ και η Λόρα τού εξήγησε τι συνέβαινε, ενώ ο Φίλιπ πήγε στην κουζίνα για να του φέρει κάτι να πιει. «Απίστευτο!» αναφώνησε στη σύντομη παύση που ακολούθησε το μονόλογο της Λόρα. «Και όλα αυτά είναι πραγματικά;» «Πολύ το φοβάμαι», είπε ο Φίλιπ επιστρέφοντας στο δωμάτιο και προσφέροντας στον Τομ ένα χυμό. «Φαντάζομαι ότι η Λόρα περιέγραψε το πράγμα με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες». «Το ελπίζω!» έκανε ο Τομ γελώντας. «Δηλαδή, πιστεύετε ότι ο δολοφόνος σχεδιάζει τις κινήσεις του σύμφωνα με κάποιο αστρολογικό χρονοδιάγραμμα;» «Δεν είμαι ακόμα βέβαιη». «Αλλά ξέρετε σίγουρα ότι ο δολοφόνος διέπραξε τον πρώτο φόνο κοντά στην ώρα της εαρινής ισημερίας και άφησε ένα χρυσό νόμισμα, αφού πρώτα...» -έκανε μια παύση- «...αφαίρεσε την καρδιά της κοπέλας. Ο δεύτερος φόνος έγινε σε λιγότερο από δώδεκα ώρες, ο δολοφόνος άφησε ένα ασημένιο νόμισμα και πήρε τον εγκέφαλο της κοπέλας». «Σωστά». «Λοιπόν, έχετε δίκιο για τις πιθανές σχέσεις. Ο εγκέφαλος συνδέεται με το ασήμι και τη Σελήνη. Επομένως, νομίζω ότι είναι προφανές πως η Σελήνη μπήκε στον Κριό την ώρα του δεύτερου φόνου». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Τζο. «Φυσικά!» αναφώνησε η Λόρα. «Πώς και δεν το σκέφτηκα;»

«Τι πράγμα δε σκέφτηκες;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Τώρα πια είναι ολοφάνερο. Ο Ήλιος, η Σελήνη και οι πλανήτες σχετίζονται μεταξύ τους», εξήγησε η Λόρα. «Η θέση των αστερισμών σε σχέση με τον Ήλιο στη διάρκεια του έτους αποτελεί τη βάση του ζωδιακού κύκλου. Έτσι δεν είναι, Τομ;» Εκείνος της έγνεψε καταφατικά. «Επομένως», συνέχισε η Λόρα, «...στη διάρκεια του πρώτου μήνα του έτους, ο Ήλιος εμφανίζεται στον Αιγόκερω, μετά στον Υδροχόο, στους Ιχθύς και ούτω καθεξής. Ο Ήλιος μπαίνει στον Κριό κάποια στιγμή της 20ής ή της 21ης Μαρτίου. Ημερομηνία που συμπίπτει πάνω κάτω με την εαρινή ισημερία. Στη συνέχεια εμφανίζεται στον Ταύρο και σε όλους τους υπόλοιπους αστερισμούς. Όμως οι πλανήτες και η Σελήνη μπορούν επίσης να μπουν και να βγουν από έναν αστερισμό του ζωδιακού στη διάρκεια του μήνα». «Ναι, αλλά chxto δε συμβαίνει και τόσο συχνά», πρόσθεσε ο Τομ. «Η Σελήνη και οι πλανήτες μπορεί να βρίσκονται στην άλλη πλευρά του ουρανού σε όλη τη διάρκεια του μήνα, όμως μερικές φορές περνούν με τη σειρά από τον αστερισμό του ζωδιακού». «Ναι, αλλά...» πήγε να πει η Τζο. Ο Τομ την πρόλαβε. «Ξέρω τι θα πεις, Τζο. Το έχουμε συζητήσει και στο παρελθόν. Τα θεωρείς όλα αυτά ανοησίες, όμως πρέπει να ξέρεις ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αληθινή αστρολογία και στις μπούρδες που βλέπεις στα γυναικεία περιοδικά και τα κυριακάτικα ένθετα. Αυτά τα ωροσκόπια είναι αποκυήματα της φαντασίας του υποτιθέμενου αστρολόγου που τα γράφει. Ένας σωστά εκπαιδευμένος αστρολόγος ασχολείται με πολύ πιο σύνθετους υπολογισμούς, εξετάζει την επίδραση όλων των ουράνιων σωμάτων, όχι μόνο του Ήλιου». «Και αυτό σημαίνει», παρατήρησε ο Φίλιπ, «ότι αυτά τά άλλα

ουράνια σώματα έχουν να κάνουν επίσης με το ζωδιακό κύκλο και συμβάλλουν στις αστρολογικές επιδράσεις;» «Ακριβώς». «Επομένως, η απάντηση στο γρίφο μας θα μπορούσε να είναι ότι η Σελήνη μπήκε στον Κριό λίγο μετά το πέρασμα του Ήλιου στο συγκεκριμένο ζώδιο και ότι με αυτό το γεγονός σχετίζονται η ημερομηνία και η ώρα που διαπράχθηκε η δεύτερη δολοφονία». «Θα το στοιχημάτιζα άφοβα». «Ναι, αλλά... για μια στιγμή. Πιθανότατα θα με ρίξετε στην πυρά, όμως δε νομίζετε ότι υπάρχει ένα θεμελιώδες σφάλμα στην υπόθεση αυτή; Αυτά τα ζώδια συστηματοποιήθηκαν πριν από... πόσο; Δέκα χιλιάδες χρόνια;» είπε η Τζο, κοιτάζοντας τον Τομ. «Ε, όχι και τόσο παλιά», της απάντησε. «Η αστρολογία ξεκίνησε στη Μεσοποταμία γύρω στο 4.000 π.Χ., νομίζω». «Εντάξει, ας πούμε πριν από έξι χιλιάδες χρόνια. Το θέμα είναι ότι οι αστερισμοί δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι μ' εκείνης της εποχής, επειδή, σε σχέση με τη Γη, τα αστέρια μετακινούνται αρκετά στην πορεία μερικών χιλιάδων ετών. Οι αστερισμοί δε βρίσκονται στην ίδια διάταξη που είχαν κατά την αρχαιότητα και σίγουρα δε βρίσκονται στις ίδιες θέσεις με τότε». «Τζο, αυτό είναι άσχετο», είπε η Λόρα. «Γιατί;» «Επειδή έχει σημασία μόνο για τους αστρολόγους των φυλλάδων». Η Τζο έδειχνε μπερδεμένη. «Σκέψου το. Αν έχουν σημειωθεί κάθε λογής ανακατατάξεις σε ένα ή περισσότερα ζώδια, αυτό έχει σημασία μόνο για εκείνους που επιχειρούν να αποδώσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε αυτούς που γεννιούνται κάτω από ένα συγκεκριμένο ζώδιο.

Ξέρεις... αν είσαι Υδροχόος, είσαι αντισυμβατικός και έχεις ευπάθεια στους αστραγάλους. Όλες αυτές οι ανοησίες». «Η μετακίνηση των ουράνιων σωμάτων είναι κάτι που οι αληθινοί αστρολόγοι λαμβάνουν υπόψη. Η Λόρα έχει δίκιο», παρενέβη ο Τομ«Σε αυτί] την περίπτωση, η εαρινή ισημερία δε συντελείται πλέον στον Κριό», είπε ο Φίλιπ. «Δεν έχει ουσιαστικά σημασία, εκτός και αν είσαι συνδρομητής σε κάποιο αστρολογικό περιοδικό». Η Τζο αναστέναξε. «Καλά». Η Λόρα χαμογέλασε. «Μη σκας, καλή μου. Εσύ είσαι απλώς μια μαθηματικός». Η Τζο γέλασε, εγκατέλειψε την προσπάθεια να τους μεταπείσει και έφαγε μια κουταλιά από τη σούπα της. «Εξάλλου», πρόσθεσε ο Φίλιπ, «το θέμα είναι ότι ο δολοφόνος μας φαίνεται ότι εμπνέεται από την αστρολογία. Εμείς καλούμαστε να εστιάσουμε στο τι πιστεύει εκείνος, όχι τι νομίζουμε όλοι εμείς». «Εντάξει», χ είπε η Λόρα, σηκώνοντας τα χέρια. «Ας γυρίσουμε στην ουσία της υπόθεσης. Τομ, πιστεύεις ότι είναι πιθανό η Σελήνη να πέρασε στον Κριό όταν διαπράχθηκε ο δεύτερος φόνος;» «Είναι εύκολο να το διαπιστώσουμε», απάντησε εκείνος. «Ναι;» «Αρκεί να ψάξουμε στην ιστοσελίδα almanac.com. Είμαι συνδρομητής». «Θεέ μου, τι ακούω!» είπε η Τζο. Ο Τομ προσπέρασε το σχόλιο και πήγε στον υπολογιστή που βρισκόταν στο γραφείο κοντά στον καναπέ. «Είναι συνδεδεμένος μκ ιο Internet;» ρώτησε.

«Ναι. Έ χ ω βάλει γραμμή ADSL», είπε ο Φίλιπ και πήγε να σταθεί δίπλα χου, μπροστά στον υπολογισχή. Καχέβασαν τη σελίδα χου Google και ο Τομ πληκχρολόγησε almanac.com. Η ισχοσελίδα εμφανίστηκε χο επόμενο δευτερόλεπτο και τότε εκείνος εισήγαγε τον προσωπικό κωδικό του. Σχη συνέχεια, εμφανίσχηκε ένα νέο μενού. Σχην αρισχερή στήλη υπήρχε μια λίστα ερωτημάτων με κενά τετράγωνα από κάτω. Η Λόρα ακολούθησε τους δύο άντρες, όμως η Τζο έμεινε στον καναπέ. «Απλώς χρειάζεται να εισαγάγω ορισμένα δεδομένα», είπε ο Τομ. «Είναι πολύ καλό site, διαθέτει λογισμικό που υπολογίζει τη θέση οποιουδήποτε πλανήτη και της Σελήνης σε οποιαδήποτε στιγμή, από τώρα μέχρι το έτος 3000». Έφερε τα χέρια στο πληκτρολόγιο. «Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Σελήνη, ημερομηνία 21η Μαρτίου 2006». Πρόσθεσε ορισμένους ακόμα αριθμούς, απάντησε σε μια σειρά ερωτημάτων και ύστερα έκανε κλικ στη λέξη «Αναζήτηση». Η απάντηση ήρθε με εντυπωσιακή ταχύτητα. «Τέλειο», είπε. «Τι πράγμα;» ρώτησε η Λόρα, που δεν έβγαζε άκρη απ' όλα εκείνα τα νούμερα. «Η Σελήνη μπήκε στον Κριό στις 3:47 π.μ. την 21η Μαρτίου». «Αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ώρα του δεύχερου φόνου», είπε ο Φίλιπ, φανερά ενχυπωσιασμένος. «Ο Μονρό ήχαν σίγουρος για χην ώρα;» ρώχησε η Λόρα, γυρίζονχας προς χον Φίλιπ. «Είπε όχι η ομάδα χης Σήμανσης πίσχευε ότι ο φόνος είχε διαπραχθεί τέσσερις με έξι ώρες πριν πάω εγώ εκεί. Όταν έφτασα, η ώρα ήταν λίγο πριν τις 8:30, οπότε ο φόνος πρέπει να διαπράχθηκε κάποια στιγμή μεταξύ 2:30 και 4:30 π.μ.».

«Τομ, με αυτό το λογισμικό μπορείς να παρακολουθήσεις την πορεία οποιουδήποτε πλανήτη, όπως και της Σελήνης;» ρώτησε η Λόρα. «Ναι». «Πρε'πει να διαπιστώσουμε αν κάποιος άλλος πλανήτης πρόκειται να μπει στον Κριό, και πότε. Μπορούμε να τους δούμε έναν προς έναν;» «Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο», απάντησε εκείνος. «Μπορώ να σας πω τις κινήσεις όλων των πλανητών σε όποιο βάθος χρόνου θέλετε». «Μην υπερβάλλεις, Τόμας», σχολίασε εύθυμα η Τζο. «Μόνο μέχρι το 3000». Ο Φίλιπ έσκασε ένα γελάκι, όμως ο Τομ την αγνόησε και άρχισε να πληκτρολογεί, απαντώντας σε μια σειρά ερωτήσεων. Λίγες στιγμές αργότερα έκανε κλικ στη λέξη «Αναζήτηση» και έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω «Εντάξει, για να δούμε τι μπορείς να καταφέρεις», είπε. Χρειάστηκε περισσότερος χρόνος αυτή τη φορά, όμως έπειτα από περίπου είκοσι δευτερόλεπτα εμφανίστηκε μια νέα οθόνη, γεμάτη διαγράμματα και λίστες με αριθμούς. «Τι μας λέει;» ρώτησε ανυπόμονα η Λόρα. «Μισό λεπτό», απάντησε ο Τομ. Κατέβηκε στο κάτω μέρος της οθόνης, κοίταξε προσεκτικά τις πληροφορίες και ύστερα έκλεισε τα μάτια, θέλοντας να συγκεντρωθεί. «Χριστέ μου!» «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Δεν το περίμενα αυτό». «Έχεις την καλοσύνη να αφήσεις τους γρίφους;» είπε με σφιγμένα δόντια η Λόρα. «Συγνο)μη. Κάθε τόσο σημειώνεται σύνοδος πλανητών».

«Εννοείς ότι οι πλανήτες έρχονται στην ευθεία;» διέκοψε ο Φίλιπ. «Ναι, είναι η περίπτωση που δυο ή περισσότερα ουράνια σώματα - η Σελήνη και οι πλανήτες- μοιάζουν να σχηματίζουν ευθεία όπως τα βλέπουμε από τη Γη. Η σύνοδος δύο πλανητών ή ενός πλανήτη και της Σελήνης συμβαίνει αρκετά συχνά, αυτό ονομάζεται τριπλή σύνοδος. Η τετραπλή σύνοδος είναι σπανιότερη, μεσολαβούν αρκετά χρόνια μέχρι την επόμενη. Σε μία εβδομάδα από σήμερα, νωρίς την 31η Μαρτίου, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα για να είμαστε ακριβείς, η Σελήνη και τρεις πλανήτες θα βρίσκονται σε σχεδόν τέλεια θέση για να σχηματίσουν πενταπλή σύνοδο με τον Ήλιο. Αυτό είναι κάτι τόσο σπάνιο, ώστε έχει συμβεί το πολύ δέκα φορές στη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας». Η Λόρα ήταν η πρώτη που αντέδρασε. «Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι τρεις ακόμα πλανήτες θα μπουν στον Κριό μέσα στις αμέσως επόμενες μέρες;» «Ναι». «Μπορείς να βρεις ποιοι θα είναι αυτοί;» «Τους έχω ήδη εντοπίσει», απάντησε ο Τομ και έδειξε την οθόνη. «Η Αφροδίτη, ο Άρης και ο Δίας, με αυτή τη σειρά». «Πότε;» «Ο Δίας, ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου - ο Άρης, λίγες ώρες νωρίτερα, το βράδυ της 30ής Μαρτίου· η Αφροδίτη... για να δω», είπε και εμφάνισε στην οθόνη τις σχετικές πληροφορίες. «Λοιπόν, η Αφροδίτη εισέρχεται στον Κριό απόψε, οκτώ λεπτά μετά τις εννέα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Κέμπριτζ, βράδυ της 10ης Αυγούστου 1690 Ο ΤΖΟΝ ΓΟΥΙΚΙΝΣ είχε ε'ρθει στο Κέμπριτζ το 1663 και πλέον η πόλη του ήταν τόσο οικεία όσο και το πρόσωπο της μητέρας του. Γνώριζε κάθε στροφή σε κάθε δρομάκι, κάθε φυτό και κάθε χορτάρι που φύτρωνε ανάμεσα στις πλάκες με τις οποίες ήταν στρωμένοι οι δρόμοι που διέσχιζε συνήθως. Γνώριζε κάθε καθηγητή και κάθε πολίτη με τον οποίο συναντιόταν στο δρόμο. Απολάμβανε πολλά από τα ίδια καθημερινά πράγματα εδώ και τρεις δεκαετίες: αγόραζε τα βιβλία του από το ίδιο βιβλιοπωλείο, γέμιζε το μελανοδοχείο του στο ίδιο κατάστημα γραφικής ύλης, έραβε τα ρούχα του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στον ίδιο, αλλά πιο ηλικιωμένο πλέον, ράφτη και αγόραζε το ταμπάκο του από τον ίδιο καπνοπώλη που του το είχε προμηθεύσει για πρώτη φορά πριν από είκοσι και περισσότερα χρόνια. Τώρα, όμως, έφευγε, και ο τόπος δεν του φαινόταν πια ο ίδιος. Βιαζόταν πολύ και είχε νοικιάσει ένα άλογο για να επιστρέψει από την Οξφόρδη εκείνη τη μέρα. Έφτασε το σούρουπο, παρέδωσε τα χαλινάρια στο σταβλίτη και το άλογο ταΐστηκε και ποτίστηκε στους στάβλους του κολεγίου. Δε συνήθιζε τέτοιες πολυτέλειες, όμο)ς είχε σπουδαία σχέδια και δεν μπορούσε να χασομε-

ρήσει μέσα στις ασφυκτικά γεμάτες άμαξες που κινούνταν με ταχύτητα σαλιγκαριού. Αναμφίβολα ήταν ενθουσιασμένος από την προοπτική της νέας θέσης που του είχε προσφερθεί, τη διεύθυνση του Κολεγίου Σεν Μαίρη στην Οξφόρδη. Ή τ α ν μια ευκαιρία που δεν μπορούσε να την αφήσει να προσπεράσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να διακόψει με το Κέμπριτζ και τα όσα συνεπαγόταν η ζωή του εκεί. Και, φυσικά, αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αφήσει τον Ισαάκ Νεύτωνα. Αυτός και ο Νεύτωνας είχαν μια πολύ περίεργη σχέση. Είχαν γνωριστεί στη διάρκεια του πρώτου τους εξαμήνου στο Κέμπριτζ. Αμφότεροι είχαν άθλια διάθεση και διόλου καλές σχέσεις με την πλειονότητα των υπόλοιπων φοιτητών. Και οι δύο είχαν φτάσει στην πόλη πιστεύοντας ότι θα βρεθούν μέσα σε μια δίνη γνώσης, όμως, αντίθετα, διαπίστωσαν ότι ελάχιστοι φοιτητές ενδιαφέρονταν για οτιδήποτε πέρα από το ποτό, τον τζόγο και τις πόρνες. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Νεύτωνας προέρχονταν από παρόμοιο περιβάλλον, καθώς είχαν μεγαλώσει σε μικροαστικές οικογένειες. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος σε σχολείο, ο πατέρας του Νεύτωνα είχε πεθάνει πριν γεννηθεί ο γιος του και η μητέρα του παντρεύτηκε τον ιερέα της ενορίας. Κανείς τους δεν είχε το παραμικρό κοινό στοιχείο με την πλειονότητα των νεαρών που εγγράφηκαν στο πανεπιστήμιο την ίδια χρονιά. Πολλοί από τους φοιτητές ήταν γιοι εύπορων κτηματιών και επιτυχημένων εμπόρων. Ωστόσο, ακόμα και αυτοί οι χαμένοι ήταν καλύτεροι από τους πιο τεμπέληδες και ανόητους φοιτητές, τους χυδαίους απογόνους της αριστοκρατίας, οι οικογένειες των οποίων εξαγόρασαν έναντι αδρής αμοιβής την ακαδημαϊκή επιτυχία των γιων τους. Διέσχισε την εσωτερική αυλή του Κολεγίου Τρίνιτι και πέρασε κάτω από την καμάρα που οδηγούσε στη σκάλα. Περπατού-

οε αργά, σχεδόν σαν να προσπαθούσε να αναβάλει το αναπόφευκτο. Είχε ζήσει και κάποιες καλές στιγμές εδώ, σε αυτή τη σπουδαία πόλη. Δε δίσταζε να παραδεχτεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αναλώθηκε σε μια βαρετή καθημερινότητα, πρώτα με τις σπουδές του και ύστερα με τις θεολογικές του έρευνες. Αλλά υπήρχαν και ευχάριστα διαλείμματα, όταν βοηθούσε τον Νεύτωνα στο επιστημονικό του έργο, αντιγράφοντας κείμενα για λογαριασμό του, όποτε μπορούσε. Σε αυτές τις περιόδους, είχε βρεθεί πιο κοντά στο σπουδαίο επιστήμονα απ' οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, ήταν βέβαιος γι' αυτό. Κάποιες φορές, η σωματική ανάγκη είχε γεννήσει ανάμεσά τους μια μοναδική οικειότητα, πράξεις για τις οποίες κανείς τους δε μιλούσε ποτέ και τις κρατούσαν κρυφές από τον κόσμο. Και, φυσικά, υπήρχε πάντοτε η αληθινή αιτία που ζούσε τόσο κοντά με τον άνθρωπο αυτό, ο πραγματικός λόγος που ενθαρρύνθηκε αρχικά να γνωριστεί με τον Νεύτωνα και να γίνει φίλος του. Στην πορεία συνειδητοποίησε ότι ο Νεύτωνας ήταν ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος εν ζωή. Έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματος τους, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του πανωφοριού του και το έβαλε στην κλειδαριά. Ο διάδρομος και τα δωμάτια αριστερά και δεξιά του ήταν βυθισμένα στο μισοσκόταδο. Ζεστός αέρας φυσούσε μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο στο βάθος του διαδρόμου. Η πόρτα της κάμαράς του ήταν κλειστή, όμως εκείνη στα δεξιά του, που οδηγούσε στο δωμάτιο του Νεύτωνα και, πέρα από αυτό, στο εργαστήριο του, έστεκε μισάνοιχτη. Επικρατούσε ασυνήθιστη ησυχία, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το κρώξιμο από δύο τσίχλες που φώλιαζαν σε μια ιτιά, ακριβώς έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Τώρα που βρισκόταν εδώ, ο Γουίκινς ένιωσε ένα ασυγκράτητο κύμα αβεβαιότητας σχετικά με τα σχέδιά του. Αυτό ήταν το

σπίτι του. Ένιωθε ασφαλής εδώ. Έκανε καλά που τα απαρνιόταν όλα αυτά και αναζητούσε μια νέα ζωή στην Οξφόρδη; Αισθανόταν βέβαιος ότι η αποστολή του εδώ, στο Κέμπριτζ, είχε πλέον ολοκληρωθεί. Η δουλειά αυτή ήταν άκρως σημαντική και δε θα μπορούσε να είχε αναχωρήσει νωρίτερα. Οπότε, τουλάχιστον για το θέμα αυτό, δεν αισθανόταν ενοχές. Η σύνοδος των πλανητών θα συντελούνταν την επόμενη νύχτα, στις 11 Αυγούστου, και ήταν σαφές ότι κανείς δε θα επιχειρούσε το πείραμα. Εφόσον ο Νεύτωνας δεν προετοιμαζόταν γι' αυτό, τότε κανείς άλλος δε θα είχε την ικανότητα, τις γνώσεις ή τη φιλοδοξία να το επιχειρήσει. Οι φίλοι του στην Οξφόρδη είχαν το νου τους σε περίπτωση που προέκυπτε κάποια σχετική ένδειξη, όμως δε φαινόταν να συμβαίνει κάτι ύποπτο εδώ. Είχαν πληροφορηθεί ότι την προηγούμενη εβδομάδα σημειώθηκε ένας φόνος, όμως γνώριζαν ότι η κοπέλα είχε πεθάνει από το χέρι του εραστή της, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε, ή τουλάχιστον αυτό μόνο είχαν καταφέρει να μάθουν. Αλλά ακόμα και οι φίλοι του ήταν αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι πολλά εγκλήματα συγκαλύπτονταν με ευκολία και ότι δε θα μπορούσαν να είναι απόλυτα βέβαιοι. Το σημαντικότερο, όμως, σκέφτηκε ο Γουίκινς καθώς κατέβασε από τον ώμο την τσάντα του, έβγαλε το σακάκι και το καπέλο του και τα κρέμασε στους γάντζους του διαδρόμου, ήταν ότι η ρουμπινένια σφαίρα παρέμενε μάλλον ασφαλής στην κρυψώνα της και ότι κανείς ιδιοφυής αλχημιστής δεν είχε εξασφαλίσει τους πανάρχαιους κώδικες και την ερμητική γνώση που θα του επέτρεπαν να αποκτήσει το πολύτιμο αντικείμενο. Ο Γουίκινς διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πόρτα που οδηγούσε στο εργαστήριο του Νεύτωνα ήταν ανοιχτή. Τα σεντόνια του κρεβατιού του, ένα κουβάρι. Το πάτωμα ήταν διάσπαρτο με ξε-

χασμένα πιάτα με φαγητό. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και στο πλατύ περβάζι έστεκε ένα δοχείο με νερό. Ή τ α ν καθαρό, ανέγγιχτο. Ο Γουίκινς κινήθηκε διστακτικά προς την πόρτα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ένας παράλογος φόβος τον είχε κατακλύσει ξαφνικά. Ο Νεύτωνας φρόντιζε πάντοτε με μεγάλη επιμέλεια να διαφυλάσσει την ησυχία του. Ο φίλος του δεν τον είχε ακούσει. Στεκόταν με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα του εργαστηρίου· το προφίλ του φωτιζόταν από τη λάμψη της φωτιάς. Κάτι κρατούσε στις παλάμες του, σχεδόν στοργικά. Ή τ α ν κάτι που ο Γουίκινς πρώτη του φορά έβλεπε έξω από τα όνειρά του, ένα μυθολογικό αντικείμενο που, ωστόσο, ήξερε ότι ταυτόχρονα ήταν εντελώς πραγματικό, απερίγραπτα ιερό, ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε νοήματος, η ρουμπινένια σφαίρα. Νόμισε ότι θα ούρλιαζε, αλλά ευτυχώς δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Ο τρόμος του, όμως, δεν είχε διαλυθεί. Καταβάλλοντος σχεδόν υπερφυσική προσπάθεια, κατάφερε να φέρει τα χέρια στο πρόσωπο του και να μπήξει τα νύχια στα μάγουλά του. Ή τ α ν μια κίνηση μάλλον ακούσια, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ζούσε ακόμα, ότι αυτό που έβλεπε ήταν ολότελα αληθινό. Μία από τις τσίχλες κούρνιασε στο περβάζι και άρχισε να τσιμπάει με το ράμφος της το δοχείο με το νερό. Ο Νεύτωνας έκανε απότομα μεταβολή. Στη διάρκεια των δύο δευτερολέπτων που ακολούθησαν, αμέτρητες αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του Γουίκινς, όμως στην πραγματικότητα εκείνος συνειδητοποίησε μονάχα δύο. Η μία του έλεγε να τραπεί σε φυγή, να τρέξει στην Οξφόρδη και να προειδοποιήσει τους φίλους του. Η άλλη

τον ωθούσε επιτακτικά να ορμήσει στο δωμάτιο και να αρπάξει τη σφαίρα. Στο χρόνο που χρειάστηκε για να καλύψει την απόσταση μέχρι το σημείο όπου καθόταν ο Νεύτωνας, ο επιστήμονας είχε σηκωθεί από την καρέκλα, έτοιμος να δεχτεί την επικείμενη έφοδο. Παρότι είχε πατήσει σχεδόν τα πενήντα και είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του ανάμεσα στα βιβλία, ο Νεύτωνας αποδείχτηκε απρόσμενα ευέλικτος. Ο Γουίκινς έκανε να τον αρπάξει, όμως ο Νεύτωνας γύρισε στο πλάι και έτσι ο άλλος έχασε την ισορροπία του. Περνώντας ξυστά από τον ώμο του Νεύτωνα, ο Γουίκινς βρέθηκε σχεδόν στον αέρα, όμως κατάφερε να ανακόψει την πτώση του γραπώνοντας το τραπέζι που υπήρχε δίπλα στο τζάκι. Έκανε μεταβολή και είδε τον Νεύτωνα να αρπάζει μια στοίβα χαρτιά που βρίσκονταν σε ένα διπλανό τραπέζι. «Ισαάκ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», ούρλιαξε ο Γουίκινς. «Σε παρακαλώ... δεν καταλαβαίνεις...» Αλλά ο Νεύτωνας έδειξε να αγνοεί την παρουσία του. Μια ξαφνική οργή κατέκλυσε τον Γουίκινς, καθώς συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή ότι άδικα ξόδευε το σάλιο του. Όρμησε προς τα εμπρός και άρπαξε τον Νεύτωνα από τους ώμους. Ο επιστήμονας τινάχτηκε προς τα πίσω, ο Γουίκινς δεν κατάφερε να διατηρήσει τη λαβή του και στροβιλίστηκε γύρω από τον εαυτό του. Διέκρινε τη σφαίρα μέσα στη δεξιά παλάμη του συγκατοίκου του και ύστερα, σαν σε αργή κίνηση, η γροθιά του Νεύτωνα με την οποία έσφιγγε τη σφαίρα κινήθηκε με ταχύτητα προς το πρόσωπο του. Μόλις που πρόλαβε να αποφύγει το χτύπημα και καθώς έγειρε απότομα προς τη μια μεριά, χτύπησε με το χέρι του τον Νεύτωνα στο πρόσωπο, γδέρνοντας το μάγουλο του. Ο Νεύτωνας φώναξε από τον πόνο και με τυφλή οργή επιτέθηκε εναντίον

του Γουίκινς, χτυπώντας τον κατευθείαν στο σαγόνι. «Δικιά μου είναι», ούρλιαξε, με μάτια φλογισμένα. Ο Γουίκινς εκσφενδονίστηκε προς τα πίσω και προσγειώθηκε βαριά πάνω στα ράφια. Το κεφάλι του χτύπησε στο ξύλο, κάνοντας αρκετά γυάλινα δοχεία και μπουκάλια να ταλαντευθούν και να πέσουν. Έγιναν θρύψαλα στο πάτωμα, εκτός από ένα που περιείχε κάποιο κιτρινωπό υγρό, με την ετικέτα ΕΛΑΙΟ Β Ι Τ Ρ Ι Ο Λ Ι Ο Υ . Αυτό έπεσε ακριβώς πάνω στον ώμο του Γουίκινς, ο φελλός έφυγε από το στόμιο και το περιεχόμενο του απλώθηκε στο μπράτσο του. Ούρλιαξε. Αλλά πριν ακόμα βγει ο ήχος από τα χείλη του, ο Νεύτωνας, με μια έκφραση μανίας, έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και τον κλότσησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Ο Γουίκινς σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα, αναίσθητος.

Όταν συνήλθε, επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Από τη φωτιά απέμεναν ελάχιστα αποκαΐδια, έκανε ψύχρα και οι μυρωδιές που έφταναν στη μύτη του ήταν αποπνικτικές. Χειρότερη απ' όλες ήταν η οσμή της διαβρωμένης σάρκας. Ο Γουίκινς στάθηκε με κόπο στα πόδια του. Ο πόνος στο κεφάλι του παραλίγο να τον γονατίσει, στο μπράτσο του ένιωθε σουβλιές. Παραπατώντας, έφτασε στο διπλανό δωμάτιο όπου υπήρχε σχετικά περισσότερο φως. Η Σελήνη είχε ξεπροβάλει και μια ασημένια ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Κοίταξε το χέρι του. Το ύφασμα του πουκαμίσου του είχε καεί και η σάρκα του ήταν κατακόκκινη, γεμάτη φουσκάλες. Κατευθύνθηκε στο δοχείο με το νερό που έστεκε στο περβάζι και, μουλιάζοντας σε αυτό ένα πουκάμισο που βρήκε παραδίπλα, το χρησιμοποίησε για να ανακουφίσει τον πόνο.

Ώστε ο Νεύτωνας είχε στην κατοχή του τη ρουμπινένια oq>aiρα! Ο χειρότερος εφιάλτης του είχε βγει αληθινός. Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο και να σκεφτεί. Το δροσερό νερό στο μπράτσο του βοήθησε, όμως το ε'γκαυμα ήταν φοβερό και είχε την αίσθηση ότι μια ντουζίνα βαριοπούλες χτυπούσαν με λύσσα το κρανίο του, σαν να πάλευαν να συντρίψουν έναν ανθεκτικό βράχο. Θυμήθηκε το ρολόι που είχε ο Νεύτωνας στο δωμάτιο του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Είχε ήδη περάσει η τέταρτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει να παρέμεινε αναίσθητος για αρκετό χρονικό διάστημα. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα. Πήρε με τις χούφτες του λίγο νερό από το λαβομάνο, το έφερε στο στόμα του, έκανε γαργάρα και το έφτυσε, κατακόκκινο, μέσα στο δοχείο. Προσπάθησε να σκεφτεί, όμως ο πόνος εξουδετέρωνε τις σκέψεις του. Ο Νεύτωνας είχε γίνει άφαντος. Πιθανώς να πλησίαζε στην Οξφόρδη τώρα ή να είχε καταφύγει κάπου αλλού για να προετοιμαστεί. Η σύνοδος απείχε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Τι έπρεπε να κάνει; Θα μπορούσε να στείλει έναν αγγελιοφόρο στην Οξφόρδη, όμως δε γινόταν να εμπιστευθεί ένα τόσο σημαντικό μήνυμα σε τρίτους- εξάλλου, τι θα έλεγε στο μήνυμα; Λίγες στιγμές αργότερα κίνησε για την πόρτα και από εκεί για τους στάβλους, φορώντας το πανωφόρι και το καπέλο του, με την τσάντα περασμένη ξανά στον ώμο του. Ο νεαρός σταβλίτης δεν ενθουσιάστηκε βλέποντάς τον, όμως ένα σελίνι τού έφτιαξε τη διάθεση και έτσι τον πήγε μέχρι τα άλογα. Ο Νεύτωνας είχε περάσει από εκεί νωρίτερα το ίδιο βράδυ, του είπε το αγόρι, αλλά δεν του μίλησε καθόλου και έδειχνε ακόμα πιο αφηρημένος και δύσθυμος απ' ό,τι συνήθως. Ο Γουίκινς διάλεξε μια καστανόχρωμη φοράδα, ένα από τα κα-

λύτερα άλογα των στάβλων, και έδωσε το αντίτιμο στο νεαρό μέσα σε ένα σφραγισμένο φάκελο που του ζήτησε να τον παραδώσει στον ταμία. Όταν θα επέστρεφε, λίγες μέρες αργότερα, θα εξηγούσε τα πάντα στον αρχισταβλίτη, είπε στο αγόρι. Κάτι εξαιρετικά επείγον είχε προκύψει και δεν μπορούσε να χάνει στιγμή. Ύστερα, νιώθοντας ημιθανής, ο Γουίκινς έπιασε τα γκέμια, γύρισε τη φοράδα προς την άλλη μεριά και κατευθύνθηκε προς τις πύλες και τη δημοσιά που ξεκινούσε πέρα από αυτές. Έφτασε στο χωριό Τκγουελ, ενενήντα έξι χιλιόμετρα δυτικά του Κέμπριτζ, σε δύο ώρες. Καθώς ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τους πύξους, το καινούριο του άλογο, ένα γκρίζο, ευνουχισμένο ζώο, τον μετέφερε μέσα από το Μπριλ, το Χόρτον και, στη συνέχεια, μέσα από το Ίσλιπ στο δρόμο που θα τον οδηγούσε στις ανατολικές πύλες της Οξφόρδης. Έφτασε στα τείχη της πόλης μιάμιση ώρα αργότερα. Με χαλαρό καλπασμό, έστριψε στην οδό Μέρτον, κατέβηκε από το άλογο και το παρέδωσε στα χέρια ενός αγοριού. Ύστερα κατευθύνθηκε αμέσως στο Κολέγιο Γιουνιβέρσιτι.

«Κατάρα!» αναφώνησε ο Ρόμπερτ Χουκ, καθώς ο Τζον Γουίκινς ολοκλήρωνε την αφήγηση της ιστορίας του. «Ανάθεμά τον!» Τράβηξε μια γερή πρέζα καπνού. Κάθονταν σε ένα άνετο διαμέρισμα του Κολεγίου Γιουνιβέρσιτι με θέα το Χάι. Ή τ α ν ένα σύνολο από δωμάτια στα οποία διέμενε κάθε Αύγουστο ο Ρόμπερτ Μπόιλ, στο πλαίσιο των τιμών που απολάμβανε. Ο Γουίκινς ένιωθε τελείως εξουθενωμένος, ενώ τόσο το κεφάλι όσο και το χέρι του τον πονούσαν τρομερά. Είχε γίνει δεκτός από τον Μπόιλ, ο οποίος, παρότι έδειχνε και ο ίδιος

αδύναμος και κουρασμένος, είχε επιμείνει να ελέγξει και να περιποιηθεί τις πληγές του αμέσως. Με έμπειρες, απαλές κινήσεις, είχε εξετάσει το φουσκαλιασμένο δέρμα στο μπράτσο του Γουίκινς, προτού το δέσει σφιχτά. Στο πονεμένο κεφάλι του επισκέπτη του, ο Μπόιλ είχε απλώσει μια πομάδα από ούρα γάτας και κόπρανα ποντικού, την οποία έκρινε ιδιαίτερα αποτελεσματική για τον πονοκέφαλο. Ό σ η ώρα τον φρόντιζε ο ηλικιωμένος άντρας, ο Γουίκινς του περιέγραψε όσα συνέβησαν στο Κέμπριτζ. Ο Μπόιλ ήταν ψύχραιμος και δέχτηκε τα νέα συνοδεύοντάς τα πότε με έναν αναστεναγμό, πότε με κάποιο ήπιο βογκητό. Κάνοντας παύσεις την ώρα που περιποιούνταν τα τραύματα, κοιτούσε επίμονα το πρόσωπο του Γουίκινς και τα διαπεραστικά, πράσινα μάτια του έμοιαζαν σαν να αναζητούσαν κάτι απροσδιόριστο. Έπειτα εμφανίστηκε ο Χουκ, ανταποκρινόμενος στο επείγον μήνυμα που του παρέδωσε ένας αγγελιοφόρος. Αντιδρώντας τελείως αντίθετα από τον Μπόιλ, άναψε και κόρωσε, ξεστομίζοντας βρισιές και κατάρες, πριν τελικά καθίσει έξαλλος σε μια καρέκλα μπροστά στο άδειο τζάκι. «Ακούς εκεί, το τέρας, το... το... κλύσμα», γρύλισε, βγάζοντας από την τσέπη το πουγκί με το ταμπάκο του. Ο Γουίκινς, παρότι υπέφερε από τους πόνους, φάνηκε να σοκάρεται. «Κύριε, συγκρατηθείτε, δε χρειάζονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί». «Και γιατί όχι;» του αντιγύρισε απότομα ο Χουκ. «Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς τον έγκριτο καθηγητή σας. Για την ακρίβεια, ακόμα και οι χαρακτηρισμοί αυτοί μάλλον επιεικείς είναι. Και θα μπορούσα να προσθέσω, κύριε, ότι κι εσείς δεν είστε καλύτερος». Εκείνη τη στιγμή, ο Γουίκινς κατάλαβε απόλυτα γιατί απε-

χθανόταν ο Νεύτωνας τον άνθρωπο αυτό. Το παραμορφωμε'νο, δύομορφο σώμα του Χουκ ήταν σχεδόν εξίσου αποκρουστικό με την προσωπικότητά του. «Ελάτε, τώρα, κύριοι», παρενέβη ο Μπόιλ. «Νομίζω ότι ο Τζον ευχαρίστως θα παραδεχόταν μπροστά μας ότι έκανε λάθη στον τρόπο που χειρίστηκε το ζήτημα του συγκατοίκου του. Αλλά αυτή την ώρα πρέπει να βρούμε λύσεις, όχι να καταλογίσουμε ευθύνες». «Ναι, όμως εγώ ήμουν αυτός που προειδοποίησα και τους δυο σας», επέμεινε ο Χουκ. Στρέφοντας το βλέμμα του από τον Γουίκινς στον Μπόιλ, πρόσθεσε: «Οι φιλοδοξίες του ανθρώπου αυτού δεν έχουν όρια. Σας το είπα, κύριε, στο Λονδίνο, μετά τη διάλεξη του Ρεν, ότι ο Νεύτωνας είχε εντοπίσει κάποιο σημαντικό στοιχείο». «Εγώ δε θυμάμαι καν την παρουσία του σ' εκείνη την εκδήλωση», απάντησε ο Μπόιλ. «Στεκόταν προς το βάθος της αίθουσας, κοντά στην πόρτα. Τον είδα φευγαλέα από την εξέδρα. Δεν έκανα λάθος. Έφυγε πριν σχεδόν ολοκληρώσει ο Ρεν την ομιλία του». «Μάλιστα. Ισχυρίζεστε, επίσης, ότι ρωτήσατε ανοιχτά τον Ρεν για το θέμα αυτό». «Ακριβώς», είπε ο Χουκ σχεδόν ψιθυριστά. «Όμως αρνήθηκε να μου πει το παραμικρό. Ο άνθρωπος ουδέποτε με συμπάθησε». Ο Γουίκινς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό ρουθούνισμα. «Δάσκαλε», είπε, κοιτάζοντας τον Μπόιλ. «Υπήρξα ασυγχώρητα ανόητος στο θέμα αυτό. Αλλά, αν μου επιτρέπατε να διατυπώσω ένα επιχείρημα για την υπεράσπισή μου, θα έλεγα απλώς ότι, ακόμα και αν είχαμε σοβαρές υποψίες πως ο Νεύτωνας γνώριζε για την ύπαρξη της σφαίρας, θα μου ήταν σχεδόν αδύ-

νατο να πιστέψω ότι θα είχε τις γνώσεις να αποσπάσει το αντικείμενο αυτό κάτω από τη μύτη μας, ούτε ότι θα ήξερε τι να το κάνει, έστω και αν κατάφερνε να το πάρει στα χέρια του». «Σ' εσένα, βλάκα, ανατέθηκε το έργο της παρακολούθησης αυτού του δαίμονα!» αναφώνησε ο Χουκ. «Κύριοι, σας παρακαλώ», είπε ο Μπόιλ. «Ακούστε με προσεκτικά, γιατί δε διαθέτω ούτε την ενέργεια ούτε τη διάθεση να επαναλαμβάνομαι αυτό το θλιβερό πρωινό. Πρέπει να αλλάξετε στάση ο ένας απέναντι στον άλλο, ειδάλλως ίσως χαθούν τα πάντα. Αν δεν αρχίσετε να φέρεστε με ευφυΐα και αξιοπρέπεια, ο φίλος μας, ο Ισαάκ Νεύτωνας, θα μας νικήσει. Γιατί, να το θυμάστε αυτό, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος και ικανός αντίπαλος». Σώπασαν για λίγο και αφουγκράστηκαν τους ήχους της πόλης που έφταναν στα αφτιά τους μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Η ώρα ήταν σχεδόν εννέα, και παρότι η Οξφόρδη ήταν ουσιαστικά άδεια από φοιτητές, συνέχιζε να σφύζει από ζωή χάρη στους εμπόρους και τους πλανόδιους πωλητές, τα κάρα που περνούσαν από το Χάι και, πάνω απ' όλα, το ρυθμικό κρότο των σφυριών και το σύρσιμο των πριονιών πάνω στο ξύλο, καθώς είχαν έρθει χτίστες για να επισκευάσουν την οροφή του κολεγίου. «Ποιες είναι οι σκέψεις σου, Δάσκαλε;» ρώτησε ο Χουκ, φροντίζοντας να μην κοιτάξει προς το μέρος του Γουίκινς. «Ξέρεις τι νιώθω για τον Νεύτωνα. Είναι σκατοπερήφανος. Το γνωρίζουν πολλοί αυτό και ορισμένοι έχουν πικρή εμπειρία από το χαρακτήρα του. Ό μ ω ς μόνο ένας βλάκας θα αρνιόταν ότι είναι ευφυέστατος άνθρωπος». «Ως συνήθως, μίλησες χωρίς περιστροφές, Ρόμπερτ, και βέβαια έχεις δίκιο. Πονάω που το λέω, όμως φοβάμαι ότι πρέπει να υποθέσουμε πως συνέβη αυτό που φοβόμαστε. Ο Νεύτωνας συ-

νεργάζεχαι με άλλους. Είναι κάτι που ακόμα και αυτός δεν μπορεί να αποφύγει, όσο και αν το απεχθάνεται. Επίσης, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στην πόλη εδώ και αρκετό καιρό και ότι, παρόλο που δεν πληροφορηθήκαμε τις ενέργειες τους, έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα. Όλοι μας γνωρίζουμε τι απαιτείται για την τελετή». Κοίταξε τους δυο συνομιλητές του φανερά προβληματισμένος. «Κύριοι, η αδράνειά μας μας φέρνει τώρα αντιμέτωπους με τρομερό κίνδυνο. Πρέπει καθένας μας», είπε ρίχνοντας στον Χουκ ένα αυστηρό βλέμμα, που θα έκανε πολυ πιο δυνατούς ανθρώπους να λυγίσουν, «...να πράξει ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να εμποδίσουμε απόψε τον καθηγητή. Ο χρόνος κυλά σε βάρος μας, φίλοι μου. Πρέπει να ξεκινήσουμε τις προετοιμασίες μας άμεσα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Μονρό ήταν εξίσου αυστηρό με τον ίδιο. Στο τραπέζι που καταλάμβανε το ένα τρίτο του δωματίου δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από έναν τελευταίας τεχνολογίας υπολογιστή, δύο τηλέφωνα και μια μολυβοθήκη. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί και τα ξερά κλαδιά ενός παραμελημένου κισσού κρέμονταν θλιβερά στο πλάι μιας αρχειοθήκης. Δύο φθαρμένες καρέκλες έστεκαν στις γωνίες του γραφείου, στραμμένες προς τη χαμηλή, περιστρεφόμενη πολυθρόνα από PVC που χρησιμοποιούσε ο Μονρό. Ωστόσο, εκείνο που καθόριζε την αρχική εντύπωση δεν ήταν τίποτε απ' όλα αυτά, ήταν η μυρωδιά που πλανιόταν στο χώρο, η δυσάρεστη ανάμειξη οσμών από πρόχειρο και γρήγορο φαγητό. Προφανώς, σκέφτηκε η Λόρα καθώς μπήκε στο γραφείο και κάθισε στην καρέκλα που της πρόσφερε ο αρχιεπιθεωρητής, ο Μονρό ήταν από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι ένα σωστό γεύμα αποτελεί σπατάλη χρόνου και πόρων. Τ θ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ

Ένας γυάλινος τοίχος διέτρεχε τη μία πλευρά του δωματίου, ο οποίος πρόσφερε θέα στον ενιαίο χώρο του αστυνομικού τμήματος, που εκείνη την ώρα έβριθε από δραστηριότητα. Στα γραφεία με τα διαχωριστικά πλαίσια, τα οποία καλύπτονταν από πάνω ως κάτω με διαγράμματα και πίνακες, μπροστά στους αναμ-

μένους υπολογιστές, κάθονταν ένστολοι αστυνομικοί και αξιωματικοί με πολιτικά, πίνοντας καφέ, ξεψαχνίζοντας τα αρχεία που εμφανίζονταν στις οθόνες, κουβεντιάζοντας με ένταση, μελετώντας χαρτιά, περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά τους, κρατώντας σημειώσεις, πληκτρολογώντας, μιλώντας στο τηλέφωνο, εξηγώντας και ακούγοντας. Η ώρα ήταν 7:45 μ.μ., όμως θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Το μέρος ήταν υπερβολικά φωτισμένο, θορυβώδες και έσφυζε από ζωή. Ανεξάρτητα από την πόλη, τα αστυνομικά τμήματα, όπως γνώριζε η Λόρα από την εμπειρία της, ήταν χώροι που δεν ησύχαζαν ποτέ. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόσο ο Μονρό όσο και ο Φίλιπ την κοίταζαν επίμονα. «Λοιπόν, κυρία Νίβεν», είπε ο Μονρό, καρφώνοντάς τη με τα διαπεραστικά, μαύρα μάτια του. «Έχετε κάποιες πληροφορίες που νομίζετε ότι ίσως βοηθήσουν στην έρευνά μου». Η φωνή του ελάχιστα μαρτυρούσε τον εκνευρισμό και την ανυπομονησία που η Λόρα ήταν βέβαιη ότι τον διακατείχαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε έναν τέτοιο τύπο, για την ακρίβεια είχε γνωρίσει πολλούς στη δουλειά της. Ο Μονρό ήταν ένα στερεότυπο, το βρετανικό αντίστοιχο των σκληροτράχηλων Αμερικανών μπάτσων που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια της καριέρας της στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Τύποι όπως ο αρχιεπιθεωρητής ήταν άτρωτοι στα περισσότερα όπλα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Λόρα για να αντιμετωπίσει τους άντρες, απαθείς στο ταλέντο της πειθούς που διέθετε και στην ικανότητά της να φέρνει τα πράγματα σε σημείο ώστε να γίνεται το δικό της. Ταυτόχρονα ήξερε ότι οι Μονρό αυτού του κόσμου ήταν οι καλύτεροι αστυνομικοί. Ή τ α ν όλοι τους άντρες που έδιναν την εντύπωση, εξωτερικά του-

λάχιστον, ότι δε διέθεταν προσωπική ζωή, δεν κουβαλούσαν συναισθηματικά φορτία, τίποτα που θα μπορούσε να τους κάνει ευάλωτους ή να τους αποσπάσει από το στόχο τους. «Ναι, έτσι είναι», απάντησε. «Και νομίζω ότι είναι σημαντικές πληροφορίες». «Τώρα ησύχασα». Η Λόρα έριξε ξανά μια ματιά στον Φίλιπ για να βεβαιωθεί ότι συμφωνούσε να αποκαλύψει όλη την ιστορία και άρχισε να εξηγεί τι είχε ανακαλύψει, το αποτέλεσμα της έρευνας στην ιστοσελίδα almanac.com και την επικείμενη σύνοδο. Το πρόσωπο του αρχιεπιθεωρητή έμοιαζε με ανέκφραστη μάσκα. Απλώς κουνούσε τα φρύδια του αραιά και πού για να δείξει ότι τουλάχιστον την άκουγε. Όταν ολοκλήρωσε η Λόρα, εκείνος έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Τα μανίκια του σακακιού του είχαν ανέβει και τεντωθεί τόσο, που η Λόρα είχε την αίσθηση ότι το ύφασμα θα σκιζόταν από στιγμή σε στιγμή. «Αστρολογία», είπε τελικά ο Μονρό, με χαρακτηριστική βρετανική προφορά. Έστρεψε το πρόσωπο του προς το ταβάνι του γραφείου και έμοιαζε σαν να συλλογίζεται κάτι. «Ξέρω τι σκέφτεστε. Σύμφωνοι, ακούγεται πράγματι... αλλόκοτο», είπε η Λόρα. «Πιστεύετε ότι ο δολοφόνος κινείται βάσει ενός προγράμματος που καθορίζεται από τα άστρα, ότι είναι ένας τρελάρας που δολοφονεί βάσει ενός προσεκτικά καταστρωμένου σχεδίου». «Ναι». «Και όλα αυτά λόγω των συμπτώσεων που εντοπίσατε;» Η Λόρα εκνευρίστηκε. «Το ξέρω», πρόσθεσε ο Μονρό, υψώνοντας το χέρι του για να

προλάβει την αντίδραση της. «Το ξέρω, κυρία Νίβεν, ότι δεν πιστεύετε στις συμπτώσεις». «Αρχιεπιθεωρητά, νομίζω ότι τα στοιχεία αυτά είναι κάτι περισσότερο από συμπτώσεις», παρενέβη ο Φίλιπ. «Δε δίνω καμία βάση στην αστρολογία, σε περίπτωση που σκέφτεστε κάτι τέτοιο. Επίσης, ξέρω ότι και η Λόρα είναι πολύ επιφυλακτική». «Κοιτάξτε, κύριε Μπέινμπριτζ, κυρία Νίβεν. Αντιλαμβάνομαι που θέλετε να καταλήξετε. Καταλαβαίνω ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς φανατικός της αστρολογίας για να συμπεράνει ότι ο δολοφόνος κινείται βάσει κάποιων κανόνων, όμως δε νομίζετε ότι αποδίδετε πολυ μεγάλη σημασία σε μια σειρά γεγονότων που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους;» Στη διαδρομή μέχρι την Οξφόρδη ο Φίλιπ είχε προειδοποιήσει τη Λόρα ότι ο Μονρό δεν ήταν από τους ανθρώπους που πείθονταν εύκολα για οτιδήποτε. Για την ακρίβεια, είχε προσθέσει, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, τελεία και παύλα. «Για παράδειγμα;» ρώτησε επιτακτικά η Λόρα. «Ο δολοφόνος μπορεί κάλλιστα να αφήνει παραπλανητικά ίχνη. Τσως να προσπαθεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι κινείται βάσει κάποιου παλαβού σχεδίου μόνο και μόνο για να μας εκνευρίσει. Ή , όπως είπα και πριν, να πρόκειται απλώς για συμπτώσεις». «Δεν πιστεύω ούτε το ένα ούτε το άλλο», είπε ανυπόμονα η Λόρα. «Δε δέχομαι την εξήγηση ότι θα μπορούσε κάποιος να διαπράξει δύο φόνους που ταιριάζουν σε τέτοιο βαθμό με τα στοιχεία που ανακαλύψαμε και στη συνέχεια να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα πιο τραβηγμένη μου ακούγεται η θεωρία ότι όλα αυτά τα δεδομένα είναι απλώς συμπτώσεις». Χάρη στην πολυετή πείρα του, ο Μονρό είχε μάθει να διαβά-

ζει τους ανθρώπους και να τους κάνει να βλέπουν πάνω του αυτό που εκείνος ήθελε να δείξει. Δεν μπορούσε να μη θαυμάσει αυτή την Αμερικανίδα, είχε τσαγανό, όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να αντιστέκεται στις θεωρίες της. «Καταλαβαίνω από φυσική, κυρία Νίβεν. Ό π ω ς καταλαβαίνω και το ότι τα αστρονομικά δεδομένα, αντίθετα με τις αστρολογικές ερμηνείες, είναι αδιαμφισβήτητα. Αλλά πόσο αξιόπιστο είναι το συγκεκριμένο λογισμικό;» Η Λόρα μπερδεύτηκε για μια στιγμή. Ο Μονρό εκμεταλλεύτηκε το ξαφνικό πλεονέκτημα. «Ολόκληρη η θεωρία σας στηρίζεται στον ακριβή χρονικό υπολογισμό των πλανητικών κινήσεων, στη σύνδεση των φόνων με την είσοδο των πλανητών στον... ποιο ζώδιο είπαμε; Στον Κριό, σωστά;» «Δεν έχω κανένα λόγο να πιστέψω ότι η ιστοσελίδα που σας ανέφερα παρέχει ανακριβή στοιχεία», είπε η Λόρα. «Και με τον ακριβή χρόνο των δολοφονιών τι γίνεται;» «Η Ρέιτσελ Σάουθγκεϊτ δολοφονήθηκε κάποια στιγμή ανάμεσα στις 7:00 και 8:30 μ.μ. την 20ή Μαρτίου», απάντησε ο Φίλιπ. «Η Τζέσικα Φάλερτον λίγες ώρες αργότερα, μεταξύ 2:30 και 4:30 π.μ.». «Ναι, όμως ξέρετε ότι οι ειδικοί της Σήμανσης δεν μπορούν να προσδιορίσουν τη στιγμή του θανάτου με την ακρίβεια που χρειάζεστε εσείς. Η αστρολογία φαίνεται ότι είναι πολύ πιο ακριβής επιστήμη», είπε ο Μονρό χαμογελώντας ψυχρά. «Αυτά είναι υπεκφυγές και το ξέρετε, αρχιεπιθεωρητά»^ του αντιγύρισε η Λόρα. «Όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι απλές συμπτώσεις. Εξάλλου, για όνομα του θεού, δύο νέες γυναίκες είναι νεκρές. Έχετε κάποια καλύτερη θεωρία;» Είχε κάνει λάθος και το ήξερε τη στιγμή που ξεστόμισε τα λόγια αυτά. Ο Φίλιπ τής έριξε μια ματιά, εκνευρισμένος.

Ο Μονρό παρέμεινε απόλυτα ψύχραιμος. «Φυσικά, αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης. Και, πράγματι, έχουμε τις θεωρίες μας. Σας ευχαριστώ θερμά που μου διαθέσατε το χρόνο σας. Τώρα, αν έχετε την καλοσύνη...» «Τι πράγμα...!» αναφώνησε η Λόρα. «Θα αγνοήσετε όλα όσα είπα, ενώ ο επόμενος φόνος είναι προγραμματισμένος λίγο μετά τις εννιά; Σε λιγότερο από μία ώρα;» είπε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο ρολόι της. «Φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα κάνω, κυρία Νίβεν. Οι πόροι που διαθέτω είναι περιορισμένοι. Έχω μια ομάδα είκοσι αστυνομικών που εξετάζουν κάποιες θεωρίες τις οποίες θα χαρακτήριζα περισσότερο... ορθόδοξες. Εξάλλου, τι ακριβώς θέλετε να κάνω;» Η ερώτηση ήταν πολύ εύστοχη, φυσικά, και τόσο η Λόρα όσο και ο Φίλιπ αυτό ακριβώς σκέφτονταν στη διαδρομή ως το τμήμα, χωρίς να θίξουν ανοιχτά το θέμα. Ακόμα και αν οι συλλογισμοί τους ήταν σωστοί και ο αρχιεπιθεωρητής πειθόταν, σε τι τους ωφελούσαν αυτές οι πληροφορίες τη δεδομένη στιγμή; «Κοιτάξτε», είπε ο Μονρό και ο τόνος της φωνής του ήταν ασυνήθιστα ήπιος. «Κυρία Νίβεν, εκτιμώ το ενδιαφέρον σας. Είμαι βέβαιος ότι έχετε τις καλύτερες προθέσεις, όμως...» «Κανένα πρόβλημα», είπε κοφτά η Λόρα. Άρπαξε την τσάντα της και σηκώθηκε όρθια. «Λυπάμαι που σας κουράσαμε. Θα σας αφήσουμε να ασχοληθείτε με τις δικές σας θεωρίες. Εύχομαι, απλώς, να έχετε δίκιο».

Καθώς ο αρχιεπιθεωρητής Μονρό έσπρωχνε συνοφρυωμένος τις παλινδρομικές πόρτες που οδηγούσαν στο εργαστήριο της Σήμανσης, ο επικεφαλής του τμήματος, Μαρκ Λάνγκαμ, στράφηκε

στον αρχαιότερο συνεργάτη του και τον κοίταξε με ένα ύφος σαν να του έλεγε: «Σκατά, πάλι στις κακές του είναι». «Ελπίζω να μη με φέρατε ως εδώ άδικα», είπε απότομα ο Μονρό. Ο Λάνγκαμ δεν απάντησε, απλώς τον οδήγησε σε ένα λευκό τραπέζι από πλαστικό και γυαλί, στο κέντρο του δωματίου. Στο επάνω τμήμα του τραπεζίου υπήρχε ενσωματωμένη μια συσκευή προβολής και πάνω στο γυαλί ήταν απλωμένη μια πλαστική μεμβράνη περίπου τριάντα επί τριάντα εκατοστών, που θύμιζε ακτινογραφία. Στο κέντρο της εικόνας υπήρχε ένα ασπρόμαυρο αντικείμενο με μήκος σχεδόν οκτώ εκατοστά, οβάλ σχήματος, με μικροσκοπικές κουκκίδες και γραμμές στην περιφέρειά του. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Μονρό. Ο Λάνγκαμ ακούμπησε ένα φακό πάνω στην εικόνα. «Για δείτε καλύτερα». Ο Μονρό έβαλε το μάτι του πάνω στο φακό και άρχισε να τον μετακινεί σε διάφορα σημεία της πλαστικής μεμβράνης. «Μερικό αποτύπωμα», σχολίασε ο Λάνγκαμ χωρίς εξάρσεις. «Τα σημάδια στην περιφέρεια είναι από ραφές. Ακριβά παπούτσια». Ο Μονρό ίσιωσε την πλάτη του. «Χειροποίητα;» «Πιθανότατα». «Κάτι άλλο που ξέρουμε;» «Από αυτό το μερικό αποτύπωμα είναι μάλλον νούμερο 44, κανονικό φάρδος». «Πού βρέθηκε;» ρώτησε ο Μονρό. Ξαφνικά ακουγόταν πολύ πιο ευδιάθετος. «Κοντά στο σπίτι, λίγο πιο πέρα από το σημείο όπου είχε δεθεί η βάρκα». Παρέδωσε στον Μονρό ορισμένες ασπρόμαυρες

εκτυπώσεις του αποτυπώματος που μόλις και μετά βίας διακρινόταν στη λάσπη. Ό σ η ώρα τις παρατηρούσε ο Μονρό, ο Λάνγκαμ πέρασε πίσω αιΐό το τραπέζι και πήγε σε έναν πάγκο. Η ατσάλινη επιφάνειά του ήταν πεντακάθαρη. Πάνω στον πάγκο, ακουμπισμένα στον τοίχο, υπήρχαν αρκετά μηχανήματα στη σειρά, με ψηφιακές ενδείξεις και λιτά, πλαστικά περιγράμματα. Μπροστά στα μηχανήματα αυτά υπήρχαν δύο δισκία Πέτρι. «Μέσα στο αποτύπωμα βρήκαμε αυτά». Ο Λάνγκαμ έπιασε με μια λαβίδα ένα κομματάκι υλικού που βρισκόταν πάνω στο ένα δισκίο. «Δέρμα άριστης ποιότητας, καινούριο». «Και αυτό τι είναι;» Ο Λάνγκαμ έπιασε ένα κομμάτι πράσινου υλικού αντίστοιχου μεγέθους από το άλλο δισκίο. «Πλαστικό. Εκδοχή του πολυπροπυλένιου, για την ακρίβεια. Αλλά και αυτό είναι άριστης ποιότητας υλικό, ακριβό, σύνθετο πολυμερές, εξαιρετικά ελαφρύ, αλλά πολύ ανθεκτικό». «Και λες ότι βρέθηκε μέσα στο αποτύπωμα;» Ο Λάνγκαμ έγνεψε καταφατικά. «Επίσης εντοπίστηκε σε μικροσκοπικές ποσότητες κατά μήκος της διαδρομής που οδηγεί από το υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου στο λεμβοστάσιο, στην πίσω πλευρά του ισογείου». «Μπορείς να μάθεις κάτι επιπλέον γι' αυτό το πλαστικό; Πόσο σπάνιο είναι;» ρώτησε ο Μονρό. «Δυστυχώς, δεν είναι τόσο ασυνήθιστο και δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι στα κομμάτια που έχουμε βρει μέχρι στιγμής. Ένα ωραίο κομμάτι δύο επί δύο εκατοστών, με το σήμα του κατασκευαστή επάνω, θα μας βοηθούσε περισσότερο». «Ναι, και η γυναίκα σου θα σε ικετεύσει να κάνετε σεξ απόψε».

Ο Λάνγκαμ γέλασε και στράφηκε ξανά στο πρώτο δισκίο. «Ίσως να σταθούμε πιο τυχεροί με αυτό. Δεν υπάρχουν πολλά χειροποίητα παπούτσια φτιαγμένα από αυτό το δέρμα στα καταστήματα». Ο Μονρό πήρε τη λαβίδα και έφερε το κομματάκι στο φως. Έμοιαζε εντελώς κοινό, ένα καφέ-αόημί ξύσμα με μήκος μερικά χιλιοστά. «Θα ελέγξω τη βάση δεδομένων και θα στείλω κάποιον να μιλήσει στους υποδηματοποιούς της πόλης. Νομίζεις ότι τα παπούτσια αυτά είναι καινούρια;» «Αυτό το δέρμα σίγουρα είναι καινούριο και το αποτύπωμα εξαιρετικά καθαρό. Πάντως δεν αποκλείεται να μπήκαν καινούριες σόλες στα παπούτσια πρόσφατα». Ο Μονρό παρέδωσε τη λαβίδα στον Λάνγκαμ. «Ας μη γινόμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι. Κάτι ακόμα. Να μείνει μεταξύ μας αυτό για την ώρα, εντάξει;» Έκανε μεταβολή και τράβηξε γραμμή για την πόρτα. «Καλή δουλειά, Μαρκ», είπε χωρίς να γυρίσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ υπομονετικά στο αυτοκίνητο επί έξι σχεδόν ώρες και λίγες φορές πήρε το βλέμμα του από το σπίτι με τον αριθμό 268 στην οδό Πρίνσες. Παρακολουθούσε τους ενοίκους του σπιτιού και τους φίλους τους να πηγαινοέρχονται. Στις 6:04 μ.μ., οι δύο φοιτητές με τους οποίους συγκατοικούσε ο φίλος της Σαμάνθα, Σάιμον Γουέλντινγκ, έκαναν την εμφάνισή τους. Τους ακολούθησαν, είκοσι επτά λεπτά αργότερα, δύο κοπέλες, οι Κιμ Ρίβεντον και Κλόντια Μίτσερ, τριτοετείς φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Μπρουκς. Παρέμειναν στο σπίτι για άλλα είκοσι ένα λεπτά και οι τέσσερις μαζί αναχώρησαν στις 6:52 μ.μ. Ο Προσήλυτος γνώριζε από τις δικές του έρευνες και επαφές ότι οι δύο φοιτητές που ζούσαν με τον Σάιμον Γουέλντινγκ στον αριθμό 268, ονόματι Νταν Σμιθ και Ίβλιν Ρόουζ, καθώς και οι δύο κοπέλες, δε θα επέστρεφαν στο σπίτι πριν από τις έντεκα. Ο Σάιμον Γουέλντινγκ σταμάτησε έξω από το σπίτι το ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο του στις 7:32 μ.μ. Δε θα έβγαινε ζωντανός από εκεί. Δύο λεπτά πριν τις εννέα, ο Προσήλυτος κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Φορούσε πλαστικά καλύμματα στα παπούτσια του και στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα μεταλλικό κουτί χωρίς κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι. Το κουτί ήταν εφοδιασμένο με στι-

βαρά κουμπώματα στο μπροστινό μέρος. Είχε τριάντα εκατοστά μήκος, δέκα εκατοστά πλάτος και δέκα εκατοστά υψος. Ή τ α ν ένα δοχείο μεταφοράς οργάνων ελεγχόμενης θερμοκρασίας, ένα από τα πέντε που είχε παραγγείλει και τα οποία κατασκευάστηκαν με τις προδιαγραφές που όρισε ο ίδιος από έναν ειδικό στην Αυστρία. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια μικρή μαύρη πλαστική τσάντα, η οποία έκλεινε με φερμουάρ και ήταν ασφαλισμένη με λουκέτο. Ο Προσήλυτος κοίταξε αριστερά και δεξιά πριν διασχίσει το δρόμο. Στο βάθος του δρόμου υπήρχε μια θορυβώδης παμπ, ενώ κάθετα στην οδό Πρίνσες εκτεινόταν η πολυσύχναστη οδός Κόουλι, μία από τις βασικές οδικές αρτηρίες της πόλης, που συνέδεε την Οξφόρδη με το Λονδίνο. Το συγκεκριμένο σημείο του δρόμου ήταν πιο σκοτεινό και ήσυχο, καθώς ο δρόμος σχημάτιζε μια στροφή εκεί. Μπήκε στον κήπο από την ξύλινη πόρτα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την πλαϊνή είσοδο που οδηγούσε σε ένα πέρασμα στη μια πλευρά του σπιτιού, το οποίο κατέληγε στον πίσω κήπο. Ήταν πολύ σκοτεινά στο στενό πέρασμα· το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα και η ψυχρή λάμψη από τα πλησιέστερα φώτα του δρόμου ελάχισφ βελτίωνε την ορατότητα εδώ. Στα δύο τρίτα της διαδρομής σταμάτησε. Δε φαινόταν από το δρόμο. Ακούμπησε το κουτί και την τσάντα στο έδαφος, ξεκλείδωσε και άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας και έβγαλε προσεκτικά από μέσα μια αχρησιμοποίητη πλαστική στολή, γάντια, μια μάσκα προσώπου και μια κουκούλα. Με μεγάλη επιμέλεια φόρεσε τη στολή και πίεσε τα αυτοκόλλητα που την έκλειναν γύρω από το λαιμό, τους καρπούς, τους αστραγάλους και τη μέση του, έτσι ώστε κάθε εκατοστό του σώματος του να καλυφθεί. Κοίταξε το ρολόι του μέσα από το πλαστικό. Η ώρα ήταν 9:04 μ.μ.

Στην πίσω πλευρά του σπιτιού, ο κήπος ήταν απεριποίητος και χορταριασμένος. Ο Προσήλυτος κινήθηκε προσεκτικά και αθόρυβα προς την πόρτα της κουζίνας που έβγαζε κατευθείαν στον κήπο. Εκεί σταμάτησε και αφουγκράστηκε το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν άκουγε το παραμικρό, εκτός από κάποιες αχνές νότες μουσικής που έμοιαζαν να έρχονται από τον επάνω όροφο. Διέσχισε την κουζίνα, πέρασε στο διάδρομο και ανέβηκε τη σκάλα με αργά, αποφασιστικά βήματα. Όλες οι αισθήσεις του βρίσκονταν σε εγρήγορση, ήταν έτοιμος για οτιδήποτε. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, έλεγξε καθένα από τα δωμάτια για να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνος με τα θύματά του και στη συνέχεια κινήθηκε προς το μπροστινό υπνοδωμάτιο. Τώρα αναγνώρισε τη μουσική - ήταν το Αλέγκρο του Κουαρτέτου Εγχόρδων του Σούμπερτ σε ρε ελάσσονα, ένα από τα αγαπημένα του κομμάτια. Κοντοστάθηκε στην πόρτα και προσπάθησε να διακρίνει τυχόν ανθρώπινους ήχους μέσα από τη μουσική. Άκουσε βαριές ανάσες που διακόπτονταν σποραδικά από κάποιο βογκητό. Ανοίγοντας προσεκτικά την πόρτα, μπόρεσε να δει στο εσωτερικό του δωματίου. Η Σαμάνθα βρισκόταν από πάνω, με την πλάτη τεντωμένη, το πρόσωπο στραμμένο στο ταβάνι. Ο Σάιμον, κρατώντας τα μικρά, σφιχτά στήθη της, απολάμβανε το εκστασιασμένο ύφος της συντρόφου του. Ο Προσήλυτος ρίγησε σχεδόν αδιόρατα, νιώθοντας ένα μείγμα συναισθημάτων - ζήλια, αηδία, θαυμασμό. Τα συναισθήματα αυτά προκάλεσαν ένα κύμα σεξουαλικής ενέργειας που διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Ένιωσε το σώμα του να σφίγγεται. Αμέσως μετά, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να περιμένει ούτε λεπτό παραπάνω, ακούμπησε το μεταλλικό κουτί στο πάτωμα, έβγαλε ένα νυστέρι από την τσέπη του, γύμνωσε τη

λεπίδα και με τρεις γρήγορες δραοκελιε'ς έφτασε στην άκρη του κρεβατιού πολύ πριν ο Σάιμον ή η Σαμάνθα συνειδητοποιήσουν την παρουσία του. Με μια επιδέξια κίνηση, τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι της Σαμάνθα κι έκοψε το λαιμό της μονομιάς με το νυστέρι. Η λεπίδα βρήκε την καρωτίδα της, εκτοξεύοντας έναν πίδακα αίματος στο δωμάτιο, προτού το νυστέρι διεισδύσει περισσότερο, κόβοντας τους μυς του λάρυγγό της. Η κραυγή που πήγε να βγει από τα χείλη της έσβησε αμέσως και η κοπέλα σωριάστηκε στο πάτωμα, κρατώντας το λαιμό της, ενώ αίμα πεταγόταν με ορμή ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Έστρεψε το βλέμμα της στον Προσήλυτο. Τα μάτια της έμοιαζαν πελώρια καθώς προσπαθούσε, μάταια, να καταλάβει. Ο Σάιμον είχε παραλύσει από το σοκ και ο Προσήλυτος εκμεταλλεύτηκε τα δευτερόλεπτα που του εξασφάλισε η αδράνειά του. Κατέβασε το νυστέρι με τόση δύναμη στο λαιμό του νεαρού, ώστε σχεδόν τον αποκεφάλισε, προκαλώντας ένα τραύμα που εκτεινόταν από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. Το αίμα που εκτινάχθηκε έβαψε την προσωπίδα του Πρασήλυτου, αλλά εκείνος το σκούπισε αμέσως. Το σώμα του Σάιμον Γουέλντινγκ άρχισε να συσπάται, ενώ από το στόμα του ανέβλυζε σκούρο, σχεδόν μαύρο αίμα, καλύπτοντας το πρόσωπο του με μια υγρή μάσκα. Αφήνοντάς τον να χτυπιέται στα μουσκεμένα σεντόνια, ο Προσήλυτος πήδηξε από το κρεβάτι και γονάτισε δίπλα στη Σαμάνθα. Ή τ α ν ακόμα ζωντανή. Ο Προσήλυτος δεν είχε δευτερόλεπτο για χάσιμο. Ακούμπησε τη μια του παλάμη στο μέτωπο της και έφερε την άλλη κάτω από το λαιμό της. Με μια γρήγορη κίνηση έσπασε τη σπονδυλική της στήλη μεταξύ των δύο πρώτων σπονδύλων, C-1 και C-2- Η νεαρή γυναίκα έπαψε αμέσως να κινείται.

Πήρε το μεταλλικό κουτί και το ακούμπησε στο πλάι της. Στη συνέχεια γύρισε τη Σαμάνθα μπρούμυτα. Με δυο γρήγορες κινήσεις, άνοιξε το σώμα της, κάνοντας δύο τομές μήκους είκοσι περίπου εκατοστών αριστερά και δεξιά από τη σπονδυλική της στήλη. Παραμερίζοντας τη σάρκα, μπόρεσε να δει τα οστά των πλευρών της. Έβγαλε ένα χειρουργικό πριόνι που λειτουργούσε με μπαταρίες από μια θήκη της πλαστικής του στολής και έκοψε τα οστά μέσα σε δευτερόλεπτα. Αφού άνοιξε τα πλευρά, στη συνέχεια χρησιμοποίησε το νυστέρι του προκειμένου να κόψει προσεκτικά τα αγγεία και τα σωληνάρια που οδηγούσαν στο αριστερό και το δεξί νεφρό. Ανοίγοντας το δοχείο μεταφοράς οργάνων, ο Προσήλυτος ένιωσε το κρύο στα χέρια του και είδε τον παγωμένο αέρα να κυλάει από τις πλευρές του κουτιού. Από το κρεβάτι άκουσε ένα δυνατό, υγρό ήχο και ύστερα σιωπή, καθώς ο Σάιμον Γουέλντινγκ πέθαινε με μια τελευταία σύσπαση. Ο Προσήλυτος έβαλε τα γαντοφορεμένα χέρια του στο εσωτερικό του ζεστού σώματος της Σαμάνθα Θάροου. Με προσεκτικές κινήσεις, αφαίρεσε τα δύο νεφρά, τοποθετώντας τα σε ξεχωριστές σακούλες, τις οποίες σφράγισε και στη συνέχεια ακούμπησε απαλά μέσα στο δοχείο. Από μια θήκη στο πλάι του κουτιού έβγαλε ένα μεταλλικό νόμισμα. Προσεκτικά, τοποθέτησε το νόμισμα μέσα στη δεξιά τομή στην πλάτη της Σαμάνθα. Ύστερα έκλεισε το καπάκι του δοχείου μεταφοράς οργάνων και ασφάλισε την κλειδαριά με συνδυασμό. Βγάζοντας ένα μαντίλι ποτισμένο με απολυμαντικό υγρό από την τσέπη του, καθάρισε τα γαντοφορεμένα χέρια του και απομάκρυνε το αίμα από τη λαβή και το καπάκι του μεταλλικού κουτιού, πριν βάλει και πάλι το μαντίλι στην τσέπη του. Αφού τοποθέτησε το προστατευτικό κάλυμμα στη λεπίδα του νυστεριού του, το έβαλε και αυτό στην ίδια τσέπη.

Ακριβώς στις 9:13 μ.μ., εννέα λεπτά αφότου είχε εισβάλει στο σπίτι, βρισκόταν και πάλι στο σκοτεινό, στενό πέρασμα δίπλα από το κτίριο. Έβγαλε τη μάσκα, τα γάντια, τη μονοκόμματη στολή και τα καλύμματα των παπουτσιών του, φροντίζοντας με κάθε επιμέλεια να μην αγγίξει ίχνος αίματος ή ιστού την επιδερμίδα ή τα ρούχα του. Φόρεσε ένα δεύτερο ζευγάρι καθαρά πλαστικά γάντια και αντικατέστησε τα καλύμματα των παπουτσιών με καινούρια, έβγαλε μια μικρή σακούλα από την τσέπη του παντελονιού του και μέσα τοποθέτησε τη στολή, τη μάσκα, τα γάντια, το πρώτο ζευγάρι των καλυμμάτων, το νυστέρι και τα μαντίλια. Ύστερα έβγαλε το δεύτερο ζευγάρι γάντια, τα έριξε μέσα στη σακούλα και την έκλεισε ερμητικά. Σήκωσε το δοχείο μεταφοράς οργάνων και κινήθηκε γρήγορα προς την μπροστινή πλευρά του σπιτιού. Έσκυψε χαμηλά και από τη θέση αυτή έλεγξε το δρόμο. Ένα νεαρό ζευγάρι περπατούσε προς το μέρος του, δύο σπίτια παρακάτω. Κρύφτηκε περισσότερο. Καθώς το ζευγάρι προσπερνούσε, άκουσε την κοπέλα να χαχανίζει. Όταν το ζευγάρι έφτασε στο τέρμα του δρόμου και έστριψε στη γωνία, ο Προσήλυτος ε'λεγξε ξανά το δρόμο και προς τις δύο κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε κανείς. Κινήθηκε γρήγορα αλλά ψύχραιμα πάνω από το χαμηλό τοίχο του κήπου. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του χρησιμοποιώντας το κλειδί και όχι τηλεχειρισμό, τοποθέτησε το δοχείο μεταφοράς οργάνων μέσα και χρησιμοποίησε δύο δερμάτινους ιμάντες για να το ακινητοποιήσει. Στη συνέχεια ακούμπησε την πλαστική τσάντα δίπλα του, έκλεισε το πορτμπαγκάζ και πήγε στην πόρτα του οδηγού. Μόλις μπήκε στο όχημα, έβγαλε τα καλύμματα των παπουτσιών του και τα τοποθέτησε σε μια πλαστική σακούλα την οποία ακούμπησε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Καθάρισε

τα χέρια του με ένα μαντίλι και το έβαλε κι αυτό μέσα στη σακούλα. Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα οδηγούσε προς το κέντρο της Οξφόρδης, μουρμουρίζοντας μια σονάτα για πιάνο του Μπετόβεν και νιώθοντας πολυ ικανοποιημένος με τη δουλειά του εκείνο το βράδυ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

Οξφόρδη, βράδυ της 11ης Αυγούστου 1690 Η ΩΡΑ ΗΤΑΝ ΕΞΙ ακριβώς καθώς η άμαξα κατηφόριζε το Χέντινγκτον Χιλ, ενάμισι χιλιόμετρο από τα τείχη της πόλης, και ο καιρός παρέμενε αφόρητα ζεστός. Στο πανδοχείο «Άρκτος», ένας υπηρέτης ανέβασε τη βαλίτσα του από τη στριφογυριστή σκάλα και τον ρώτησε αν ήθελε να του φέρουν το δείπνο του στο δωμάτιο. Μόλις έφυγε, ο Νεύτωνας μπόρεσε πια να ξεκουραστεί, να απολαύσει την απομόνωση και να αναλογιστεί τα γεγονότα του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Είχε φύγει άρον άρον από το Κέμπριτζ, χτυπώντας αλύπητα το δύσμοιρο άλογό του με το καμουτσί^ι. Όμως, αφού άλλαξε ζώο δύο φορές, πρώτα στο Στάντον Πάκεριτζ και έπειτα στο Γκρέιτ Χάνταμ, κατάφερε να ολοκληρώσει τη διαδρομή σε κάτι περισσότερο από τέσσερις ώρες, φτάνοντας στην πρωτεύουσα λίγο πριν το μεσημέρι. Ως συνήθως, είχε ταξιδέψει χρησιμοποιώντας το όνομα Γουίλιαμ Πέτι και με το όνομα αυτό πέρασε τη νύχτα στην ταβέρνα «Κύκνος», στην Γκρέις Ιν Λέιν, στην πόλη του Λονδίνου. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τις ήσυχες ώρες στο Λονδίνο αναλογιζόταν το έργο που τον περίμενε, ενώ επανειλημμέ-

να θυμήθηκε τη φρίκη που είχε αφήσει πίσω του, στο Κέμπριτζ. Ακόμα δεν μπορούσε να κατανοήσει απόλυτα τι μανία ήταν αυτή που είχε πιάσει τον Γουίκινς. Ίσως, σκε'φτηκε, η σφαίρα να διέθετε κάποια δύναμη που να προκαλούσε αυτή την αντίδραση σε ορισμένους ανθρώπους. Ένα πράγμα γνώριζε με βεβαιότητα, και αυτό ήταν ότι το αλλόκοτο περιστατικό στο εργαστήριο του είχε ενισχύσει την ήδη οξυμένη αίσθηση κινδύνου που ένιωθε. Συνειδητοποίησε ότι σε κάθε γωνία μπορεί να παραφύλαγαν εχθροί. Δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν. Έτσι, προκειμένου να προκαλέσει σύγχυση σε οποιονδήποτε πιθανό αντίπαλο, σε όσους νόμιζαν ότι μπορούσαν να κλέψουν την υπερπολύτιμη σφαίρα, είχε αποφασίσει να κάνει τα πάντα ώστε να καλύψει τα ίχνη του. Αφού πρώτα μετέβη έφιππος στην πρωτεύουσα, από εκεί είχε πάρει την άμαξα προκειμένου να φτάσει στην Οξφόρδη με τον ίδιο τρόπο που επέλεγαν οι περισσότεροι ταξιδιώτες. Η γρατσουνιά στο πρόσωπο του, που του είχε προκαλέσει ο Γουίκινς, συνέχιζε να τον τσούζει, όμως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να κρύψει τα σημάδια. Διακριτικά μεταμφιεσμένος, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μείνει μακριά από τον κόσμο. Ένας υπηρέτης τον ξύπνησε από τον ανήσυχο ύπνο του στις τέσσερις τα ξημερώματα της Τετάρτης και έτσι συνέχισε το ταξίδι του προς την Οξφόρδη, φτάνοντας στην πόλη περίπου δεκατρείς ώρες αργότερα. Τώρα, εδώ, στο πανδοχείο «Άρκτος», ο Νεύτωνας ένιωσε ξαφνικά εξαντλημένος και είχε ανάγκη να κοιμηθεί, όμως βρισκόταν σε υπερδιέγερση. Έφαγε λίγο χυλό και διάβασε με το φως του φεγγαριού, παρακολούθησε απαθής έναν αρουραίο να διασχίζει τρέχοντας το ξύλινο πάτωμα και, όπως ήταν κανονισμένο, στις δέκα ακριβώς άκουσε το φίλο του να πλησιάζει -τα βήματά του αντη-

χούσαν στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο- και να χτυπά διακριτικά την πόρτα. Σηκώθηκε για να ανοίξει και βρέθηκε μπροστά στον Νικόλας Φάτιο ντε Ντιγιέ. Οι μαύρες, μακριές μπούκλες του τον έκαναν να δείχνει νεότερος και γοητευτικότερος απ' ό,τι τον θυμόταν ο Νεύτωνας, κι ας είχαν μεσολαβήσει μόλις τρεις εβδομάδες από την τελευταία τους συνάντηση. Μόλις του έγνεψε να περάσει, ο νέος άντρας μπήκε στο δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο και οι δυο τους αγκαλιάστηκαν. «Το πρόσωπο σου...» είπε ο Νίκολας φανερά ανήσυχος. «Δεν είναι τίποτα», απάντησε ανυπόμονα ο Νεύτωνας και του γύρισε την πλάτη. «Δείχνεις ταραγμένος, φίλε μου. Συνέβη κάτι;» «Ένα ασήμαντο περιστατικό στο Κέμπριτζ. Δεν αξίζει να προβληματίζεσαι, καλέ μου Νικόλας. Λοιπόν, ολοκλήρωσες τις ετοιμασίες;» «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Δεν είναι εύκολο αυτό που μου ζήτησες. Οι συνηθισμένες εργασίες αποδίδουν ελάχιστα, όμως θεωρώ ότι έκανα το ανθρωπίνως δυνατό. Ο Λάντσνταουν κι εγώ βρισκόμαστε στην πόλη εδώ και δύο εβδομάδες και έχουμε συγκεντρώσει όλα όσα απαιτούντα^ Ελέγχω τα δοχεία καθημερινά και παρότι δεν μπορούμε να χάσουμε ούτε στιγμή, πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά». Ο Νεύτωνας παρατήρησε το όμορφο, νεανικό του πρόσωπο. «Αυτά είναι καλά νέα». «Ο θησαυρός είναι ασφαλής;» «Φυσικά και είναι. Λοιπόν, ας επαναλάβουμε μία ακόμα φορά τη διαδικασία». Τριάντα λεπτά αργότερα, αναχώρησαν μαζί από το πανδοχείο.

Η διαδρομή μέχρι το κολέγιο ήταν σύντομη και την έκαναν χωρίς να μιλήσουν. Εκεί τους συνάντησε ένας τρίτος άντρας. Ή τ α ν ακόμα πιο ψηλός από τον Φάτιο ντε Ντιγιέ, αλλά και πιο μυώδης. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Αντάλλαξαν μικρές υποκλίσεις. «Χαίρομαι που σας βλέπω», είπε ο Λάντσνταουν. «Τα έχετε όλα;» Ο Νεύτωνας έδωσε μερικά χτυπηματάκια με την παλάμη στο πανωφόρι του, ακριβώς κάτω από τον αριστερό ώμο. «Όλα καλά». «Τότε, ας προχωρήσουμε. Ακολουθήστε με». Ο Λάντσνταουν τους οδήγησε από την εσωτερική αυλή σε μια καμάρα που τους έβγαλε σε ένα μακρύ, στενό πέρασμα με πολλές πόρτες αριστερά και δεξιά. Φτάνοντας στην τέταρτη πόρτα στα αριστερά, οι τρεις άντρες σταμάτησαν. Ο Λάντσνταουν έβγαλε ένα κλειδί από το παντελόνι του και το έβαλε στην κλειδαριά. Πιάνοντας το χερούλι, το έστριψε και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα. Ευθεία μπροστά τους υπήρχε μια δεύτερη πόρτα. Αυτή ήταν ανοιχτή και πίσω της μπορούσαν να διακρίνουν μια απότομη, στενή πέτρινη σκάλα που χανόταν στη γη. Στην αρχή της σκάλας ένας πυρσός είχε τοποθετηθεί σε μια εσοχή του τοίχου. Ο Λάντσνταουν τον πήρε στο χέρι και πέρασε πρώτος στο άνοιγμα. Κατέβηκαν μερικά σκαλοπάτια και βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο γεμάτο ράφια και υποδοχές που φιλοξενούσαν πολλές εκατοντάδες μπουκάλια κρασιού, λικέρ και μπράντι: ήταν το κελάρι του κολεγίου. Ο Λάντσνταουν τους οδήγησε στο βάθος της θολωτής αίθουσας και σταμάτησε μπροστά στον τοίχο. Ή τ α ν κρύος και υγρός. Ο Λάντσνταουν πέρασε με αργές κινήσεις την παλάμη του πάνω στον τοίχο. Έφερε τον πυρσό κοντά στην πέτρα, όμως

έμοιαζε να τον καθοδηγεί περισσότερο η αφή παρά η όραση. Λίγο μετά, το χέρι του σταμάτησε να κινείται και με το δείκτη του έπιασε ένα μικρό, σκούρο μεταλλικό κρίκο που η περιφέρειά του δεν ήταν μεγαλύτερη από το κέρμα της μιας γκινέας. Τον τράβηξε με δύναμη και αμέσως ακούστηκε ένας ήχος σαν να έπεφτε κάποιο μεγάλο βάρος. Πολύ αργά, ένα μέρος του τοίχου άρχισε να παραμερίζει. Το άνοιγμα δεν ήταν φαρδύτερο απ' ό,τι οι ώμοι ενός άντρα. Ο Λάντσνταουν στράφηκε στους συντρόφους του. «Λοιπόν, κύριοι, το αποψινό μας έργο θα ξεκινήσει σε λίγο. Είστε έτοιμοι να προχωρήσουμε;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

το σπίτι του Φίλιπ διέθετε μια ξεχωριστή ομορφιά, η οποία απουσίαζε εντελώς από τη ζωή της Λόρα, τουλάχιστον τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, η πέμπτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα δε διέφερε και τόσο απ' οποιαδήποτε άλλη ώρα. Από το διαμέρισμά της άκουγε την κίνηση, τις σειρήνες, τις κόρνες των αυτοκινήτων όλη μέρα και όλη νύχτα. Ο θόρυβος αυτός είχε μετατραπεί σε καθημερινή ηχητική υπόκρουση και το συνειδητοποίησε αυτό μόνο όταν έπαψε να τον ακούει. Εδώ, σε αυτό το ήσυχο χωριό, λίγο έξω από την Οξφόρδη, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, τα αυτοκίνητα της Πέμπτης Λεωφόρου φάνταζαν στη Λόρα εξίσου αληθινά με τον Πινόκιο. Σ Τ Ι ς ΠΕΝΤΕ ΤΑ ΞΗΜΕΡίΙΜΑΤΑ,

Είχε ρίξει ένα μάλλινο σάλι στους ώμους της και προσπαθούσε να ζεσταθεί δίπλα στη σόμπα, όση ώρα έβραζε το νερό στο μπρίκι. Ύστερα, κρατώντας ένα ζεστό φλιτζάνι με δυνατό καφέ στο χέρι, διέσχισε το διάδρομο και πέρασε στο κυρίως καθιστικό, με τα χαμηλά δοκάρια στην οροφή και τα τοξωτά παράθυρα. Οι σανίδες του πατώματος έτριξαν και, ξέροντας ότι ο Φίλιπ και η Τζο κοιμούνταν στον επάνω όροφο, έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αφού πρώτα έριξε δυο κύβους ζάχαρη στον καφέ, πλησίασε

στη φωτιά. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε ακόμα κάποια ζέστη από το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε έρθει εδώ ο Τομ και είχαν ανακαλύψει τόσα πολλά σχετικά με τις ημερομηνίες των φόνων, εκείνων που είχαν ήδη διαπραχθεί και όσων ένιωθε σίγουρη ότι θα ακολουθούσαν. Πράγματι, αν οι συλλογισμοί της ήταν σωστοί, τότε μία ακόμα νέα γυναίκα κειτόταν ήδη νεκρή κάπου όχι πολύ μακριά από εδώ, αν και το πτώμα της μάλλον δε θα είχε εντοπιστεί μέχρι τώρα. Πίνοντας μικρές γουλιές από τον καφέ της, άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο, κοιτάζοντας αφηρημένα τους πίνακες που είχε κρεμάσει ο Φίλιπ στους τοίχους. Ανάμεσα τους υπήρχαν και τρία έργα της μητέρας του, εντυπωσιακά, τολμηρά κάδρα με έντονα χρώματα και μικροσκοπικές, ξερακιανές φιγούρες να στέκονται σε πρώτο πλάνο, φιγούρες που έμοιαζαν έτοιμες να σαρωθούν από κάποια ακατονόμαστη, φριχτή δύναμη. Οι πίνακες αυτοί δε θα έδειχναν παράταιροι σε κάποιο διαμέρισμα του Μανχάταν ή κάποιο στούντιο του Μιλάνου και πιθανώς, αναλογίστηκε η Λόρα, κάποιοι από αυτούς να βρίσκονταν πράγματι εκεί. Σε θέματα τέχνης, ο Φίλιπ είχε εκλεκτικό γούστο. Κοντά στους μοντέρνους πίνακες της μητέρας του είχε κρεμάσει βικτοριανές ελαιογραφίες, ακόμα και ένα δυο τοπία των αρχών της δεκαετίας του 1940. Στον ίδιο τοίχο, δίπλα σε αυτά τα έργα, υπήρχαν ορισμένες από τις αγαπημένες του φωτογραφίες, κυρίως αφηρημένης αισθητικής, τραβηγμένες στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Και για να δέσει το σύνολο, είχε κρεμάσει και κάποια οικογενειακά πορτρέτα από το 19ο αιώνα, μακρινοί πρόγονοι που φορούσαν καπέλα εποχής και σκληρά κολάρα. Το προηγούμενο βράδυ, ο Τομ είχε πει κάτι στο οποίο η Λόρα δεν έδωσε σημασία εκείνη τ η στιγμή, όμως τώρα η φράση εί-

χε επιστρέψει, ζητώντας επιτακτικά την προσοχή της. Κάθισε κάτω και εστίασε το βλέμμα της στα αποκαΐδια και στην γκρίζα στάχτη του τζακιού. Δεν άργησε να θυμηθεί. Ή τ α ν την ώρα που περ ί γ ρ α φ ε την πενταπλή σύνοδο. «Αυτό είναι κάτι τόσο σπάνιο», είχε πει, «ώστε ε'χει συμβεί το πολύ δε'κα φορές στη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας». «Φυσικά», είπε η Λόρα μεγαλόφωνα. «Φυσικά. Δέκα φορές στη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να έχει συμβεί κάποιες φορές στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν». Πετάχτηκε όρθια και κατευθύνθηκε στον υπολογιστή. Βρήκε το πρόγραμμα πλοήγησης στο Διαδίκτυο, ανακάλεσε το ιστορικό των ιστοσελίδων που είχαν ανοίξει πρόσφατα και πήγε στη διεύθυνση almanac.com. Ο Τομ είχε αφήσει τον κωδικό πρόσβασης που χρησιμοποιούσε, σε περίπτωση που τον χρειαζόταν η Λόρα. Έφερε στο νου της τη διαδικασία .την οποία είχε ακολουθήσει ο φίλος της κόρης της την προηγούμενη βραδιά και πληκτρολόγησε τις πληροφορίες που ζήτησε το πρόγραμμα πριν πατήσει το πλήκτρο Enter. Πίνοντας μια γουλιά καφέ, παρακολούθησε την εικόνα στην οθόνη να αλλάζει και να δίνει τη θέση της σε μια νέα σελίδα. Σε ένα κουτί κοντά στο κάτω μέρος της οθόνης, που είχε τον τίτλο «Πενταπλές Σύνοδοι 1500-2000 μ.Χ.», είδε μια λίστα με τρεις ημερομηνίες: 1564, 1690, 1851. Η Λόρα χαμογέλασε και στάθηκε για μια στιγμή να σκεφτεί την επόμενη ενέργειά της, χτυπώντας τα δάχτυλά της στην επιφάνεια του γραφείου. Έπειτα, επιστρέφοντας στο πληκτρολόγιο, κατέβασε τη σελίδα του Google και έγραψε: «1851 + ΟΞΦΟΡΔΗ + ΦΟΝΟΙ». Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Ως συνήθως, η μηχα-

νή αναζήτησης είχε εμφανίσει ένα συνονθύλευμα από φαινομενικά ασύνδετες αναφορές στις τρεις λέξεις. Πρώτος στη λίστα ήταν ένας σύνδεσμος για τη Μεγάλη Έκθεση του 1851. Πιο κάτο> υπήρχαν αναφορές στη δολοφονία, τη χρονιά εκείνη, ενός αστυνομικού στο Νότιο Λονδίνο. Άλλοι σύνδεσμοι παρέπεμπαν στον ορισμό της λέξης «φόνος» σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης και σε βιβλία που εκδόθηκαν το 1851 με τη συγκεκριμένη λέξη στον τίτλο τους, ενώ υπήρχε και ένας άσχετος σύνδεσμος που αφορούσε το έργο ενός ντουέτου Αμερικανών μουσικών της ποπ, με τίτλο «Φόνος στην Οξφόρδη». Η μηχανή αναζήτησης είχε εντοπίσει περισσότερους από δύο χιλιάδες συνδέσμους με αυτές τις τρεις λέξεις και η Λόρα ήταν αποφασισμένη να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια. Οι δύο επόμενες σελίδες ήταν γεμάτες με ειδήσεις της εποχής, ακόμα περισσότερους συνδέσμους προς το Λεξικό της Οξφόρδης και αρκετές παραπομπές στη Μεγάλη Έκθεση. Εκεί που ετοιμαζόταν να δοκιμάσει έναν άλλο συνδυασμό λέξεων, η Λόρα πήγε στα Αποτελέσματα 60-80 και κάτι της τράβηξε την προσοχή. Στα μισά της οθόνης υπήρχε ένας σύνδεσμος που έγραφε: «Βικτοριανός ψυχοπαθής; Ο αδερφός Νόρμαν αυτό νομίζει». Οδήγησε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω στο σύνδεσμο και έκανε αριστερό κλικ. Ή τ α ν μια κακόγουστη, φανταχτερή, ερασιτεχνική ιστοσελίδα και μεγάλο μέρος του υλικού της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευφάνταστο στην καλύτερη περίπτωση. Η ιστοσελίδα ονομαζόταν «Αρχείο Συνωμοσιών του Αδερφού Νόρμαν» και ο δημιουργός της, κάποιος τύπος ονόματι Νόρμαν, υπέθεσε η Λόρα, έμοιαζε να έχει εμμονή με τα συνηθισμένα θέματα, την υπόθεση Ρόσγουελ, τη δολοφονία του Κένεντι, το θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα στο Παρίσι, την πλεκτάνη της CIA να κατηγορήσει τον

αθώο Μπιν Λάντεν για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Τίποτε από αυτά δεν της ήταν άγνωστο και έτσι αγνόησε τους εκθαμβωτικά κιτς τίτλους στην αριστερή πλευρά της οθόνης, οι οποίοι υπόσχονταν «Νε'ες Αποκαλύψεις που θα Ανατρέψουν όλα όσα Πιστεύετε». Κατέβηκε ανυπόμονα στο κάτω μέρος της οθόνης και εντόπισε έναν τίτλο που έμοιαζε να έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει. «Σφαγή στην Οξφόρδη: Ένας Βικτοριανός Τσαρλς Μάνσον;» Προς απογοήτευσή της, η αναφορά περιοριζόταν σε μόλις τρεις παραγράφους. Με μάλλον μελοδραματικό τρόπο, ο αδερφός Νόρμαν περιέγραφε τα λιγοστά γεγονότα που γνώριζαν οι συνωμοσιολόγοι. Τρεις φόνοι στην Οξφόρδη, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1851. Τρεις γυναίκες δολοφονημένες και ακρωτηριασμένες. Μήπως τα εγκλήματα ήταν έργο του νεαρού Τζακ του Αντεροβγάλτη, πριν κάνει την εμφάνισή του, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, στο Ανατολικό Λονδίνο; Μήπως ήταν κάποια συνωμοσία που υπέθαλπε το Βρετανικό Κοινοβούλιο; Ή μήπως οι φόνοι είχαν σχέση με κάποια σατανιστική τελετή; Ξαφνικά ένιωσε κουρασμένη. Έτριψε τα μάτια της και αποτελείωσε τον καφέ της. Πόσα από αυτά μπορούσε να θεωρήσει αξιόπιστα; Αν πράγματι είχαν γίνει αυτοί οι φόνοι στην Οξφόρδη του 1851, δε θα τους είχε ακουστά; Κοίταξε την οθόνη χωρίς να την προσέχει πραγματικά, αφήνοντας τις σκέψεις της ελεύθερες. 1851, σκέφτηκε. Πολύς καιρός πριν. Ίσως οι φόνοι να ξεχάστηκαν. Άραγε, υπήρχε οργανωμένη αστυνομία εκείνη την εποχή; Είχαν αναφερθεί οι φόνοι; Υπήρχαν καν εφημερίδες στην Οξφόρδη πριν από ενάμισι αιώνα; Τα ερωτήματα ήταν πάρα πολλά και οι απαντήσεις ελάχιστες. Το χειρότερο ήταν πως κάθε φορά που νόμιζε ότι αποκάλυπτε ένα μικρό κομμάτι του μυστηρίου, ξεπρόβαλλαν ακόμα περισσό-

τεροι γρίφοι. Το μόνο που είχε στα χέρια της ήταν τα κομμάτια ενός παζλ, αλλόκοτα στοιχεία που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Μάλιστα, υπήρχαν κάποια κομμάτια που έμοιαζαν να προέρχονται από τελείως διαφορετικά παζλ και διαρκώς έπεφτε πάνω σε νέα κομμάτια, τα οποία έμοιαζαν τελείως ασύνδετα με τα προηγούμενα. Σκέφτηκε για μια στιγμή να αναζητήσει περισσότερες ιστοσελίδες που ασχολούνταν με συνωμοσίες, όμως δεν είχε όρεξη. Ωστόσο ήταν πεπεισμένη ότι ένας σύγχρονος δολοφόνος δούλευε βάσει κάποιου αλλόκοτου αστρολογικού σχεδίου και, αν πίστευε τον αδερφό Νόρμαν, κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και την τελευταία φορά που σημειώθηκε πενταπλή σύνοδος, ενώ δεν αποκλείεται τα ίδια να είχαν γίνει και τις δύο προηγούμενες φορές. Ο συνδετικός κρίκος ήταν η αστρολογία, ο αποκρυφισμός, κάποια απίθανη αλχημιστική σχέση, τόσο αλλόκοτη ώστε δεν μπορούσε να τη συλλάβει το μυαλό της. Τα χρόνια που είχε περάσει ασχολούμενη με φόνους και υποθέσεις διαφθοράς στη Νέα Υόρκη δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Όμως, καθώς κοίταζε αφηρημένα το κείμενο του αδερφού Νόρμαν, η Λόρα συνειδητοποίησε ακριβώς ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της.

Δύο ώρες αργότερα βρισκόταν σε ένα τρένο με προορισμό το Λονδίνο, κοιτάζοντας μέσα από το βρόμικο τζάμι τα νοτισμένα λιβάδια που περνούσαν με ταχύτητα έξω από το παράθυρο. Δεν είχε ξυπνήσει τον Φίλιπ, όμως του είχε αφήσει ένα σημείωμα στο οποίο του έγραφε απλώς ότι θα πήγαινε στο Λονδίνο για μια μέρα, προκειμένου να ερευνήσει περαιτέρω ένα στοιχείο, και ότι αν προέκυπτε κάτι καινούριο έπρεπε να την πάρει στο κινητό της αμέσως.

Η ιδέα να επισκεφτεί τον Τσάρλι Τάκερ της φαινόταν τώρα προφανής. Ο Τσάρλι υπήρξε ένας από τους καλύτερους φίλους της στη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων και είχαν διατηρήσει επαφή για κάποιο διάστημα μετά το κολέγιο. Ή τ α ν ένας από τους πιο συναρπαστικούς και δυναμικούς ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Καταγόταν από εργατική οικογένεια του Έσεξ και αυτό του πρόσφερε ένα κάθε άλλο παρά βαρετό υπόβαθρο. Ο πατέρας του διατηρούσε πάγκο στη φρουταγορά του Σάουθεντ, ενώ η μητέρα του, πρώην στριπτιζέζ, είχε πεθάνει από καρκίνο στα τριάντα εννέα της. Είχε περάσει στην Οξφόρδη με την υψηλότερη βαθμολογία σε ολόκληρη τη χώρα εκείνη τη χρονιά, όμως απεχθανόταν σχεδόν τα πάντα στην πόλη και στο πανεπιστήμιο. Μάχιμος σοσιαλιστής, σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές περιπτώσεις είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή από φυλάκιση λόγω της πολιτικής δράσης του, ενώ πριν κλείσει τα είκοσι ένα είχε αποκτήσει φάκελο στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες λόγω της συμμετοχής του σε μια ακροαριστερή ομάδα. Στη διάρκεια του τρίτου έτους, περνούσε τόσο πολύ χρόνο σε συναντήσεις, διαδηλώσεις και συγκαλυμμένες αναρχικές δραστηριότητες, ώστε παραλίγο να αποτύχει στις εξετάσεις. Το εντυπωσιακότερο απ' όλα ήταν ότι, τελικά, αποφοίτησε με έπαινο στα μαθηματικά. Η Λόρα ουδέποτε έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική και μάλλον αυτό ήταν το θεμέλιο της στενής τους σχέσης. Καθώς ήταν Αμερικανίδα, δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα η σύγχρονη πολιτική κατάσταση στη Βρετανία, παρότι τα πολιτικά πράγματα προηγούμενων αιώνων τη γοήτευαν και είχαν επηρεάσει σημαντικά τις σπουδές της στην τέχνη της Αναγέννησης. Συμπαθούσε τον Τσάρλι επειδή είχε ζωντάνια, χιούμορ και κο-

φτερό μυαλό. Εκείνος τη συμπαθούσε, απ' ό,τι υπε'θετε η Λόρα, επειδή δεν την ένοιαζαν οι απόψεις του κι έμοιαζε με λευκό τοίχο πάνω στον οποίο μπορούσε να γράψει ατιμώρητος οποιοδήποτε πολιτικό σύνθημα ήθελε. Όταν η Λόρα έφυγε από την Οξφόρδη, ο Τσάρλι είχε ξεκινήσει το διδακτορικό του πάνω στη θεωρία ομάδων, ένα αντικείμενο, όπως της ανέφερε στα γράμματά του, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τα κοινότοπα θέματα. Έδειχνε ικανοποιημένος, μέχρι τη στιγμή που, χωρίς προφανή λόγο, εγκατέλειψε τα πάντα και εξαφανίστηκε. Στο τελευταίο γράμμα που της έστειλε ο Τσάρλι από την Οξφόρδη της έγραφε απλώς ότι έφευγε, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση ή να προχωρήσει σε λεπτομέρειες. Αυτή ήταν και η τελευταία τους επικοινωνία, μέχρι την προηγούμενη χρονιά, όταν στο διαμέρισμα της Λόρα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ έφτασε μια κάρτα. Την είχε στείλει ο Τσάρλι και έφερε ταχυδρομική σφραγίδα από το Λονδίνο. Σκόπευε να ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναρωτιόταν αν θα ήθελε κι εκείνη να συναντηθούν στη Νέα Υόρκη. Φυσικά, ο τόπος συνάντησής τους του είχε φανεί φριχτά μικροαστικός, παρότι στο βλέμμα του η Λόρα διέκρινε θαυμασμό για τη χλιδή γύρω τους. Είχαν πάει σε ένα μπιστρό στη Δυτική Τριακοστή Τέταρτη Οδό, όπου η Λόρα τον άκουσε να χλευάζει τη ματαιοδοξία του Μανχάταν, χωρίς να μπορεί, ωστόσο, να κρύψει εντελώς αυτό που η ίδια θεώρησε ως μια έμμεση, σχεδόν ασυναίσθητη παραδοχή ότι η Νέα Υόρκη ήταν πραγματικά μοναδική. Ο Τσάρλι είχε κλείσει τα σαράντα πριν από δυο τρία χρόνια και δε δίστασε να ομολογήσει ότι είχε κουραστεί, είχε πραγμα-

τικά κουραστεί από τις ακραίες θε'σεις, είχε κουραστεί από τα πενιχρά αποτελέσματα των προσπαθειών του, είχε κουραστεί από τη ζωή. Σχεδόν τα είχε παρατήσει, της είχε πει. Περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο σχετικά με τον περίφημο κύκλο των μαθηματικών του 13ου αιώνα που έδρασαν στο Κολέγιο Μέρτον της Οξφόρδης. Η τετραμελής ομάδα περιλάμβανε τους Γουίλιαμ Χέιτσμπερι, Ρίτσαρντ Σουάινσχεντ, Τζον Ντάμπλετον και, το σημαντικότερο, τον Τόμας Μπραντγουόρντιν. Αλλά δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Αντίθετα, η έρευνά του τον οδήγησε σε μια άλλη κατεύθυνση, που τον έφερε σε επαφή με τις απόψεις του αιρετικού φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον και από εκεί με ολόκληρο τον κόσμο του μεσαιωνικού αποκρυφισμού. Το θετικό, της είπε, ήταν ότι πριν από μερικά χρόνια αποδόθηκε του πολιτικού του μανδύα και τη θέση του πήρε ένα έντονο ενδιαφέρον για εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Ασχολήθηκε σε βάθος με το μυστικισμό, τον αποκρυφισμό και με αυτό στο οποίο αναφέρθηκε ως «το πλούσιο υπογάστριο του πνεύματος». Είχε ανοίξει ένα μικρό βιβλιοπωλείο κοντά στο Βρετανικό Μουσείο, στο Μπλούμσμπερι, το οποίο ονόμαζε «Λευκό Ελάφι» και το οποίο εξειδικευόταν στην αποκρυφιστική και εναλλακτική λογοτεχνία. Κατάφερνε κουτσά στραβά να βγάζει το ψωμί του από αυτή τη δουλειά, ενώ παράλληλα του εξασφάλιζε το χρόνο και τους πόρους προκειμένου να προωθήσει τις δικές του έρευνες. Η Λόρα είχε αιφνιδιαστεί κάπως απ' όλες αυτές τις αλλαγές στη ζωή του Τσάρλι. Ποτέ της δεν είχε νιώσει το παραμικρό ενδιαφέρον για τον αποκρυφισμό, όμως έπειτα από λίγο, καθώς τον άκουγε να μιλάει, άρχισε να της φαίνεται λογικό το ότι ο Τσάρλι απορροφήθηκε από αυτές τις ιδέες. Κατά κάποιον τρόπο, η ε-

πίσκεψη του Τσάρλι ήταν εκείνη που της έδωσε το έναυσμα να γράψει ένα αστυνομικό θρίλερ με πρωταγωνιστή τον Τόμας Μπραντγουόρντιν και θέμα τη συνωμοσία δολοφονίας του βασιλιά Εδουάρδου Β'. Τώρα, καθώς κατευθυνόταν προς το Λονδίνο, ελπίζοντας να βρει τον Τσάρλι να κάθεται ήσυχα ήσυχα στο μαγαζάκι του, ένιωσε ενοχές που δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί του τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες, καθώς και για το ότι δεν του είχε πει ότι σκόπευε να έρθει στην Αγγλία. Φτάνοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πάντινγκτον, λίγο μετά τις οκτώμισι, πήρε το μετρό και κατέβηκε στη στάση της οδού Γουόρεν. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, ήρθε αντιμέτωπη με το πρωινό μποτιλιάρισμα, συνειδητοποιώντας ότι ήταν πολύ νωρίς για να αναζητήσει τον Τσάρλι στη δουλειά του. Για να σκοτώσει την ώρα της, σταμάτησε για καφέ και κρουασάν σε ένα «Στάρμπακς» και στη συνέχεια κατευθύνθηκε νότια, μέσω της οδού Τότεναμ Κορτ. Πέρασε από ένα Internet καφέ για να ελέγξει το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο, αγόρασε εφημερίδα και πήρε και δεύτερο καφέ πριν κινηθεί ανατολικά, περνώντας από το Σέντερ Πόιντ, και κατηφορίσει την οδό Νιου Όξφορντ προκειμένου να βρει το δρομάκι πίσω από την οδό Μιουζίουμ, όπου ήξερε ότι βρισκόταν το «Λευκό Ελάφι». Καθ' οδόν κάλεσε στο κινητό του τον Φίλιπ, όμως της απάντησε ο τηλεφωνητής. Καθώς η Λόρα έστριβε στην πάροδο Πάιντ Μπουλ, ένα δρομάκι με φάρδος όχι περισσότερο από τέσσερα μέτρα, απ' όπου έβλεπε κανείς το Βρετανικό Μουσείο, εντόπισε τη μικροσκοπική βιτρίνα που ήταν φίσκα στα βιβλία. Πάνω από την πόρτα υπήρχε μια παλιομοδίτικη πινακίδα η οποία κρεμόταν από ένα καδρόνι και είχε ζωγραφισμένο πάνω της ένα επιβλητικό, λευκό ελάφι.

Από χο δρόμο, χο μαγαζί φαινόταν οκοχεινό και βουβό, όμως η πόρχα άνοιξε προς χα με'σα μόλις την έσπρωξε. Σχο εσωχερικό μύριζε παλιό χαρχί και καπνό χσιγάρου. Ένας γυμνός γλόμπος κρεμόχαν από τη ραγισμένη οροφή. Οι σανίδες χου παχώμαχος ήχαν σκασμένες και χαραγμένες. Κάθε εκαχοσχό χης επιφάνειας χων χοίχων ήχαν καλυμμένο με ράφια ασφυκχικά γεμάχα από βιβλία κάθε σχήματος, χρώμαχος και μεγέθους. Το μέρος έμοιαζε χαλαιπωρημένο, αλλά καχά περίεργο χρόπο φιλόξενο. Σχο βάθος χου ενιαίου χώρου έσχεκε ένα παλιό γραφείο. Είχε άχαρα, οκαλισχά πόδια από φλαμουριά και η επιφάνεια χου ήταν γεμάτη σκόρπια χαρτιά. Ένας υπολογιστής, παμπάλαιος στην όψη, καταλάμβανε το ένα άκρο, ένα σταχτοδοχείο ξέχειλο από αποτσίγαρα το άλλο. Δίπλα στο γραφείο υπήρχε ένα καλάθι αχρήστων, επίσης γεμάτο μέχρι επάνω με τσαλακωμένα χαρτιά και άλλα απορρίμματα. Πίσω από το γραφείο έχασκε ορθάνοιχτη μια πόρτα που οδηγούσε μάλλον σε κάποιον αποθηκευτικό χώρο. Από το εσωτερικό ερχόταν ένα θαμπό, πορτοκαλί φως, ενώ στα αφτιά της Λόρα έφτανε το σφύριγμα μιας τσαγιέρας. Λίγες στιγμές αργότερα, ένας άντρας εμφανίστηκε στο κατώφλι και κατευθύνθηκε στο γραφείο. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της. Από το στόμα του κρεμόταν ένα τσιγάρο, ενώ στο χέρι κρατούσε μια μεγάλη λερή κούπα. Η Λόρα έβηξε διακριτικά. «Θεέ μου!» αναφώνησε ο Τσάρλι και ακούμπησε την κούπα στο γραφείο τόσο απρόσεκτα, ώστε λέρωσε με τσάι κάτι χαρτιά που υπήρχαν εκεί. Σβήνοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, πέρασε ενθουσιασμένος μπροστά από χο γραφείο, καλωσορίζοντας τη με απλωμένα χέρια. «Λόρα, κούκλα μου», είπε καθώς την αγκάλιαζε. Εκείνη γέλασε σιγανά, κλεισμένη στην αγκαλιά του.

Έπειτα την έπιασε από τα μ π ρ ά τ σ α και έκανε ένα βήμα πίσω για να την παρατηρήσει. «Έχασες β ά ρ ο ς , φιλενάδα, και τα μαλλιά σου είναι πολύ κοντά». Είχε δ ι α τ η ρ ή σ ε ι αναλλοίωτη την προφορά της ιδιαίτερης πατρίδας του, ανεπηρέαστος από την παραμονή του στην Οξφόρδη, την ενασχόληση του με τη μυστικιστική λογοτεχνία και τη μισή δεκαετία δραστηριότητας σε μία από τις καλύτερες περιοχές του Λονδίνου. «Γουστάρεις καφεδάκι;» «Όχι, Τσάρλι, ευχαριστώ, έχω π ά ρ ε ι τόση δόση καφεΐνης, που μου φτάνει για ένα χρόνο. Πάντως, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω», απάντησε η Λόρα. Ο Τσάρλι τράβηξε προς το μέρος της μια παλιά, ξεχαρβαλωμένη καρέκλα και σκούπισε το κάθισμα με το χέρι του. Ύστερα πήγε στην πόρτα, την κλείδωσε και γύρισε την καρτέλα με τη λέξη «ΑΝΟΙΧΤΟ» ανάποδα. «Ποτέ δεν ξέρεις - κατεβαίνουν ορδές τουριστών εδώ», είπε γελώντας και κάθισε στην καρέκλα πίσω από το γραφείο. Ο Τσάρλι ουδέποτε υπήρξε πρότυπο υγιούς ανθρώπου, πάντοτε είχε χλομή όψη και του έλειπαν κιλά, όμως τώρα φαινόταν πραγματικά εξουθενωμένος, σαν να κουβαλούσε στην πλάτη του πολύ περισσότερα από τα σαράντα τέσσερα χρόνια του. Δεν είχε περάσει χρόνος από την τελευταία φρρά που τον είχε δει, όμως στο διάστημα αυτό είχε χάσει μαλλιά, βάρος και ακόμα περισσότερο χρώμα από την επιδερμίδα του. Έδειχνε πολύ άρρωστος, σαν να υπέφερε από κάποια ανίατη ασθένεια, κατέληξε η Λόρα. «Τσάρλι, λυπάμαι που το λέω, αλλά έχεις τα χάλια σου». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δουλεύω πολύ, Λόρα. Νιώθω μια χαρά, πάντως. Μόνο που χάνω μαλλιά», είπε τραβώντας τις λεπτές, λιπαρές, καστανές τούφες που κρέμονταν πάνω από

τα αφτιά του. «Τέλος πάντων, μη σκας για εμένα». Έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα που βρισκόταν δίπλα σε μια στοίβα χαρτιά στο γραφείο του. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε με έναν παλιομοδίτικο αναπτήρα. «Λοιπόν, τι σε φέρνει στα μέρη μας;» «Ξέρεις, εσένα ήρθα...» «Καλά, πιάσε το άλλο παραμύθι!» «Πήγα να ξεκινήσω ένα νέο μυθιστόρημα, ένα βιβλίο για τον Τόμας Μπραντγουόρντιν. Θυμάσαι που αναφερθήκαμε σε αυτόν εκείνο το βράδυ στη Νέα Υόρκη; Όταν έφυγες, άρχισα να σκαρώνω μια ιστορία μυστηρίου». «Είπες ότι πήγες να ξεκινήσεις... Παρελθοντικός χρόνος. Βρέθηκες σε αδιέξοδο;» Η Λόρα κοίταξε τριγύρω της τα χιλιάδες βιβλία που κατέκλυζαν το χώρο, από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι. Ξαφνικά, ένιωσε πολύ μικρή. «Όχι, απλώς είχα μια καλύτερη ιδέα». «Συνέχισε». «Άκουσες στις ειδήσεις για τους φόνους στην Οξφόρδη;» «Ναι», απάντησε απορημένος. «Άοιπόν, μπορώ να σε εμπιστευθώ; Στο όνομα της παλιάς μας φιλίας;» «Φυσικά». Φάνηκε να εκπλήσσεται και ταυτόχρονα να θίγεται κάπως. «Το ξέρεις αυτό...» «Ναι, συγνώμη. Απλώς, είναι που... Κοίτα, η αστυνομία δεν έχει ανακοινώσει όλα όσα γνωρίζει. Όμως, από την άλλη, οι υπεύθυνοι της έρευνας αρνούνται να δουν την πραγματικότητα τουλάχιστον μέχρι την τελευταία φορά που τους μίλησα». «Μιλάς με γρίφους, Λόρα». «Το θέμα είναι ότι οι φόνοι εμφανίζουν τελετουργικά στοιχεία. Και κάτι ακόμα: ο δολοφόνος φαίνεται ότι ακολουθεί ένα

χρονοδιάγραμμα, ένα αστρολογικό πρόγραμμα. Κινείται βάσει κάποιου αποκρυφιστικού σχεδίου». Τα μάτια του Τσάρλι στένεψαν. «Λες ότι ο δολοφόνος κινείται βάσει σχεδίου, που σημαίνει πως θεωρείς ότι δεν έχει ολοκληρώσει το έργο του». «Ναι, αυτό ακριβώς νομίζω. Φοβάμαι ότι αυτά που έχουν συμβεί ως τώρα δεν είναι παρά μόνο η αρχή». «Εντάξει», απάντησε ψύχραιμα ο Τσάρλι και έγειρε πίσω στην καρέκλα του, φέρνοντας το τσιγάρο στα χείλη. Παρατήρησε προσεκτικά τη Λόρα μέσα από τον καπνό που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. «Θα μπορούσες να πάρεις τα πράγματα από την αρχή; Πρέπει να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει». Η Λόρα τού είπε όσα τόλμησε. Όταν τελείωσε, διαπίστωσε ταραγμένη ότι ο συνομιλητής της είχε χλομιάσει ακόμα περισσότερο. «Κάτι ξέρεις γι' αυτή την υπόθεση, έτσι δεν είναι, Τσάρλι;» Εκείνος τράβηξε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο και έβγαλε άλλο ένα από το πακέτο, ανάβοντάς το με την καύτρα του προηγούμενου. «Γιατί το λες αυτό;» «Γιατί σε ξέρω. Το ξέχασες;» Η Λόρα παρατήρησε πόσο βρόμικα ήταν τα νύχια του, καθώς και ότι τόσο ο δείκτης όσο και ο μέσος του δεξιού του χεριού είχαν πάρει μια κιτρινωπή χροιά από τα τσιγάρα. «Κοίτα, το μόνο που έχω ακούσει είναι φήμες. Έτσι δουλεύει ο αποκρυφισμός στις μέρες μας. Κυκλοφορούμε στους χώρους συζήτησης του Διαδικτύου, όμως πρέπει να είμαστε διακριτικοί. Αν ξέρεις τη γλώσσα, μπορείς να συνεννοηθείς χωρίς τυμπανοκρουσίες». «Και τι ακούστηκε στην κοινότητα, Τσάρλι;»

Εκείνος τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και τα λιπόσαρκα μάγουλά του τραβήχτηκαν μέσα, κάνοντας το πρόσωπο του να θυμίζει αποσκελεταψένη μάσκα. «Κάτι μεγάλο βρίσκεται σε εξέλιξη, μεγάλο και επικίνδυνο». «Τι εννοείς;» «Μια ομάδα, μια μικρή ομάδα, εντελώς ανώνυμα, το καταλαβαίνεις αυτό, παίζει επικίνδυνα παιχνίδια». «Στην Οξφόρδη;» «Στην Οξφόρδη». «Τι λογής παιχνίδια;» «Αυτό, κούκλα μου, δεν μπορώ να σου το πω, αφού δεν το ξέρω». «Δεν ξέρεις...; Μπορείς να κάνεις κάποια υπόθεση;» «Οι άνθρωποι φοβούνται πολύ και δε θέλουν να μιλήσουν γι' αυτό». «Εντάξει», απάντησε η Λόρα, μην μπορώντας να κρύψει την απογοήτευσή της. «Καταλαβαίνω ότι πρόκειται για λεπτή υπόθεση, όμως κάτι ξέρεις. Ξέχνα τις λεπτομέρειες, πες μου σε γενικές γραμμές». Ο Τσάρλι ρούφηξε το τσιγάρο του και πάλι, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με ακόμα περισσότερο καπνό. Τελικά, είπε: «Λοιπόν, ακούγεται ότι είναι μπλεγμένες κάποιες παλιές καραβάνες. Δεν ξέρω τι σκαρώνουν και, για να είμαι ειλικρινής, δε θέλω καν να μάθω. Άκουσα, όμως», είπε, κάνοντας παύση για δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, «...ότι στην υπόθεση μπλέκεται ένα χειρόγραφο». «Χειρόγραφο;» Ο Τσάρλι έσβησε το τσιγάρο του, ήπιε μια γουλιά από το τσάι του και πήρε στα χέρια του τον αναπτήρα. Τον άναψε και ύστερα κατέβασε το καπάκι πάνω στη φλόγα. Η Λόρα προσπάθησε

να τον αγνοήσει, όμως μόλις τον είδε να επαναλαμβάνει την κίνηση αυτή για τέταρτη φορά, πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και άρπαξε τον αναπτήρα από τα χέρια του. «Τσάρλι... Τι είδους χειρόγραφο;» «Αόρα, κούκλα μου, θα σου έλεγα αν ήξερα, αλλά, όπως βλέπεις, αυτά ξέρω μόνο. Γνωρίζεις όλα όσα γνωρίζω κι εγώ. Όποιος και αν κρύβεται πίσω από αυτή την ιστορία, κάτι σημαντικό παίζεται, κάτι που ξεπερνάει τα όρια της κοινότητας. Συμμετέχει κάποιος με μεγάλη δύναμη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Ο Τ Α Ν ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΟ «ΛΕΥΚΟ ΕΛΑΦΙ», η Λόρα δοκίμασε ξανά να

τηλεφωνήσει στον Φίλιπ, όμως της απάντησε και πάλι ο τηλεφωνητής. Εκνευρισμένη, έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Ένα κομμάτι του εαυτου της ήταν σχεδόν έτοιμο να πιστέψει ότι ο Μονρό είχε τελικά δίκιο και ότι όλα αυτά τα αστρολογικά που σκάλιζε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ανοησίες. Πέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κινητό της. Ή τ α ν ο Φίλιπ. «Φίλιπ. Έγινε...;» «Όχι, όχι, καμία εξέλιξη», της είπε. «Έχω δυο αναπάντητες κλήσεις από εσένα. Συγνώμη, μου είχε τελειώσει η μπαταρία. Πότε γυρίζεις;» Κοίταξε το ρολόι της. «Μιας και κατέβηκα ως εδώ, λέω να περάσω τη μέρα στην πόλη. Μάλλον θα πάρω κάποιο τρένο που αναχωρεί γύρω στις πέντε. Υπάρχει περίπτωση να με παραλάβεις από το σταθμό;» «Κανένα πρόβλημα, τηλεφώνησέ μου όταν θα φεύγεις». Πήρε το τρένο των 5:29, επιλογή που αποδείχτηκε ατυχής, καθώς ήταν ασφυκτικά γεμάτο με ανθρώπους που επέστρεφαν από τις δουλειές τους. Ευτυχώς, είχε φτάσει νωρίς στο σταθμό και κατάφερε να βρει θέση· ακόμα κι έτσι, όμως, πέρασε το με-

γαλύτερο μέρος του ταξιδιού στοιβαγμένη στο βαγόνι, αφού οι περισσότεροι επιβάτες κατέβαιναν στην Οξφόρδη. Άφησε τους βιαστικούς να περάσουν μόλις έφτασε το τρένο στο σταθμό και ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που κατέβηκαν. Περνώντας από το σημείο ελέγχου, έδωσε το εισιτήριο της στον ελεγκτή και είδε τον Φίλιπ να την περιμένει δίπλα στην έξοδο. «Κάτι συνέβη, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες της. Χαμήλωσε το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν τον κοιτάξει στα μάτια. Ο Φίλιπ πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της και περπάτησε μαζί της μέχρι το αυτοκίνητο του, που τους περίμενε λίγα μέτρα πιο κάτω. Οι ανάσες τους σχημάτιζαν αχνούς στον ψυχρό, βραδινό αέρα. Ο ουρανός ήτάν καθαρός, ξάστερος, η θερμοκρασία είχε πέσει ξαφνικά. Η Λόρα διπλώθηκε στο κάθισμα του παλιού, μικρού αυτοκινήτου και ο Φίλιπ γύρισε το μάλλον ανεπαρκές καλοριφέρ στο φουλ. «Λοιπόν, πες μου», του είπε τελικά αναστενάζοντας. «Δε χρειάζεται να παραλείψεις τις φριχτές λεπτομέρειες». Εκείνος γύρισε το κλειδί στη μίζα και έβαλε ταχύτητα. Έκανε όπισθεν για να ξεπαρκάρει και μπήκε στην ουρά που είχε σχηματιστεί προς την οδό Μπότλεϊ. «Θα/σου τηλεφωνούσα», άρχισε να λέει. «Όμως κι εμένα με ενημέρωσαν πριν από μία ώρα και κάτι, όσο βρισκόσουν στο τρένο, και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα αν...» «Εντάξει, Φίλιπ, μη δικαιολογείσαι». Του χαμογέλασε αδύναμα. «Δεν είμαι θυμωμένη. Απλώς είμαι... πολύ θυμωμένη, γαμώτο μου, τελεία. Αοιπόν, τι έγινε;» «Σύμφωνα με τη Σήμανση, ο φόνος τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στις οκτώ και τις δέκα χτες βράδυ. Τα θύματα ήταν δύο

αυτή τη φορά, ένα ζευγάρι. Κατά τα άλλα, η μέθοδος του δολοφόνου η ίδια». «Ζευγάρι;» «Δυο νεαροί εραστές. Τους πέτυχε σε ιδιαίτερες στιγμές». «Μάλιστα, μη μου πεις... Αφαίρεσε τα νεφρά της κοπέλας, σωστά;» «Ναι». Την κοίταξε κάπως απορημένος. «Είχα ένα βιβλίο μαζί μου στο τρένο: Αρχαία Αστρολογία, της ΕβάνΤαριντάρα. Φούμαρα, φυσικά, όμως περιέχει ορισμένες ενδιαφέρουσες απόψεις για όποιον θέλει να κατανοήσει τις σκέψεις κάποιου που πιστεύει σε αυτά τα πράγματα. Η Αφροδίτη, ο πλανήτης που μπήκε στον Κριό χτες τη νύχτα, συνδέεται με τα νεφρά. Φαντάζομαι ότι ο δολοφόνος άφησε πίσω του ένα ακόμα νόμισμα... Χάλκινο αυτή τη φορά;» Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά. «Είχες δίκιο. Πώς συνδέονται, όμως, οι πλανήτες, οι ημερομηνίες και τα μέταλλα;» «Απ' ό,τι ανακάλυψε ο Τομ, προκύπτει ότι δυο ακόμα πλανήτες πρόκειται να συμμετάσχουν στη σύνοδο, ο Άρης και ο Δίας, άρα σχεδιάζονται δύο ακόμα φόνοι. Επίσης, σύμφωνα με το βιβλίο της κυρίας Ταριντάρα, ο Άρης συνδέεται με το σίδερο και τη χοληδόχο κύστη, ενώ ο Δίας συσχετίζεται με τον κασσίτερο και το συκώτι». Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά, όμως δε μίλησε. «Λοιπόν, τι έγινε με τη διπλή δολοφονία;» ρώτησε η Λόρα χωρίς συναισθηματισμούς. «Δύο φοιτητές ήταν, τους βρήκαν σε ένα σπίτι στην Ανατολική Οξφόρδη. Έκαναν έρωτα όταν τους επιτέθηκε ο δολοφόνος. Και τα δύο θύματα βρέθηκαν με το λαιμό κομμένο. Ο άντρας...» Έκανε μια σύντομη παύση. «Σάιμον... Σάιμον Γουέλντινγκ τον έ-

λεγαν, βρέθηκε ανέπαφος μετά τη δολοφονία του. Η κοπέλα, ονόματι Σαμάνθα Θάροου, μια όμορφη...» Καθώς έβγαιναν στον κεντρικό δρόμο, η Λόρα διέκρινε την ένταση στο πρόσωπο του. «Τα νεφρά της αφαιρέθηκαν με χειρουργική ακρίβεια. Σύμφωνα με τους ανθρώπους του εργαστηρίου, δεν υπάρχει ούτε ένα αποτύπωμα ή κάποιο ίχνος Ι)ΝΛ του δράστη, όπως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις». Ξαφνικά, χτύπησε το τιμόνι με την παλάμη του χεριού του, κάνοντας τη Λόρα να τιναχτεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, παρατηρώντας τα κτίρια να περνούν και να χάνονται πίσω τους. Μπροστά τους, το φανάρι έγινε κόκκινο και ο Φίλιπ έκοψε σιγά σιγά ταχύτητα και ακινητοποίησε τό αυτοκίνητο. «Τα πτώματα εντοπίστηκαν μόλις σήμερα το απόγευμα. Το ζευγάρι βρέθηκε στο σπίτι όπου ο νεαρός συγκατοικούσε με δύο άλλους φοιτητές. Αυτοί επέστρεψαν με τις συντρόφους τους γύρω στα μεσάνυχτα. Πήγαν κατευθείαν για ύπνο και έφυγαν για τις σχολές τους το πρωί. Όταν γύρισαν από τις παραδόσεις, ένας από αυτούς παρατήρησε κάποια ματωμένα αποτυπώματα στη μοκέτα του κεφαλόσκαλου, που έβγαιναν από το δωμάτιο του ζευγαριού. Δεν είχαν κανένα νέο από τον Σάιμον και τη Σαμάνθα, οπότε γύρω στις πέντε παρά τέταρτο χτύπησαν την πόρτα του υπνοδωματίου τους. Η αστυνομία έφτασε στο σπίτι λίγο μετά τις πέντε και εγώ ειδοποιήθηκα στις πέντε και μισή». «Είπαν τα παιδιά στους αστυνομικούς πότε είδαν για τελευταία φορά τα θύματα;» «Έφυγαν από το σπίτι γύρω στις επτά». «Μάλιστα, αυτό δε βοηθάει πολύ στο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η ώρα του φόνου, όμως σίγουρα ο Μονρό με πιστεύει τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, θα έλεγα ότι σε πιστεύει», είπε ο Φίλιπ. «Θέλει να πάμε να τον συναντήσουμε... στο σπίτι του».

Το διαμέρισμα του Μονρό διέθετε ένα υπνοδωμάτιο και βρισκόταν σε ένα πελώριο κτίριο στη Βόρεια Οξφόρδη. Ή τ α ν το εντελώς αντίθετο του μικρού, θλιβερού γραφείου του στο αστυνομικό τμήμα. Επιπλωμένο με γούστο και διακοσμημένο με στιλ, αποκάλυπτε μια τελείως διαφορετική πλευρά του ανθρώπου αυτού. Το καθιστικό ήταν ένας ψηλοτάβανος χώρος με τζάκι και αληθινά κούτσουρα που έκαιγαν στη σχάρα. Πάνω από το τζάκι κρεμόταν ένας πελώριος πίνακας αφηρημένης τέχνης. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε μια απαλή πράσινη απόχρωση, ενώ δύο κρεμ σουέντ καναπέδες πρόσθεταν ζεστασιά. Ο φωτισμός ήταν απαλός και από δύο ηχεία που έδειχναν ακριβά ακούγονταν οι μελωδίες ενός δίσκου του Μπράιαν Τνο. «Καθίστε», είπε, δείχνοντάς τους έναν από τους καναπέδες. «Ξέρω ότι νομίζετε πως σας χρωστώ μια συγνώμη, κυρία Νίβεν», άρχισε να λέει. «Όμως δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να το κάνω. Πάντως, ήθελα να σας ευχαριστήσω για τις πληροφορίες που μας δώσατε». «Θέλετε να με ευχαριστήσετε; Αυτό είναι;» «Ναι, τι άλλο...;» «Έχω την εντύπωση ότι δεν είχατε κανένα ουσιαστικό στοιχείο σε αυτή την υπόθεση, αρχιεπιθεωρητά. Αυτά που σας είπαμε ο Φίλιπ κι εγώ μπορεί να μην οδήγησαν στο δολοφόνο... ακόμα, αλλά αξίζουν κάτι περισσότερο από ένα απλό "ευχαριστώ"». Τώρα ήταν η σειρά του Μονρό να δείξει απορημένος. «Συγνώμη, δε σας...»

«Δε με αντιλαμβάνεστε; Λοιπόν, κατ' αρχάς, σταματήστε να με λέτε κυρία Νίβεν. Το όνομά μου είναι Λόρα. Και δεύτερον, νομίζω ότι κέρδισα μια θέση στην έρευνα αυτή». Ο Μονρό την κάρφωσε με το βλέμμα του και τα μάτια του φανέρωναν ακόμα μεγαλύτερη ένταση απ' ό,τι συνήθως. «Τι λόγο έχω να το κάνω αυτό;» ρώτησε. «Νομίζω ότι αυτό που λέει η Λόρα», παρενέβη ο Φίλιπ, «...με το χαρακτηριστικά διπλωματικό της τρόπο, είναι ότι μπορεί να μας βοηθήσει, αρχιεπιθεωρητά. Και θέλω να δηλώσω επίσημα ότι συμφωνώ μαζί της». «Επίσης, διαθέτω ορισμένες ακόμα πληροφορίες», είπε ψυχρά η Λόρα. «Τι είδους πληροφορίες;» Ο Μονρό δεν μπορούσε να κρύψει τον αυξανόμενο εκνευρισμό του. «Γιατί να σας τις αποκαλύψω;» απάντησε η Λόρα. «Επειδή, κυρία Νίβεν, αν δεν το κάνετε, θα σας Κατηγορήσω για απόκρυψη στοιχείων σχετικών με έρευνα για εξιχνίαση δολοφονίας, να γιατί». «Για όνομα του Θεού!» αντέδρασε ο Φίλιπ. «Καταντάει γελοία αυτή η κατάσταση. Και οι δύο συμπεριφέρεστε σαν παιδάκια». Ο Μονρό σηκώθηκε με αργές κινήσεις. «Με συγχωρείτε», είπε. «Είμαι άθλιος οικοδεσπότης. Μήπως θα θέλατε ένα ποτό;» Η Λόρα έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. «Όχι, ευχαριστώ», είπε ο Φίλιπ. Ο Μονρό κατευθύνθηκε σε ένα ντουλάπι από καρυδιά, έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα κρυστάλλινο ποτήρι και έριξε μια μικρή ποσότητα. «Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους άντρες μου», είπε, «...και στις μεθόδους μου. Τώρα, θα ήθελα να με ενημερώσετε γι' αυτές

τις νέες πληροφορίες και όλα όσα έχετε ανακαλύψει σχετικά με την υπόθεση. Από την πλευρά μου, ευχαρίστως θα ξεχάσω ότι απειλήσατε να αποκρύψετε πληροφορίες από την αστυνομία». Η Λόρα πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια. «Ωραία, αρχιεπιθεωρητά. Είμαι υποχρεωμένη να συνεργαστώ, όμως δεν μπορείτε να με εμποδίσετε να ερευνήσω από την πλευρά μου αυτά τα εγκλήματα». «Όχι, έχετε δίκιο, δεν μπορώ. Ταυτόχρονα, όμως, μην ξεχνάτε ότι μπορώ να στρέψω το νόμο εναντίον σας, αν αρνηθείτε να αποκαλύψετε σημαντικές πληροφορίες ή αν εμποδίσετε με οποιονδήποτε τρόπο το έργο της ομάδας μου». «Φυσικά μπορείτε, όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί».

«Και λέτε ότι αυτός ο φίλος σας ισχυρίζεται πως δεν έχει ιδέα για το περιεχόμενο του χειρογράφου;» ρώτησε ο Μονρό όταν τελείωσε η Λόρα. «Απ' ό,τι φαίνεται, όχι». «Και δε γνωρίζετε τίποτα περισσότερο;» «Όχι». Για μια φευγαλέα στιγμή, η Λόρα διέκρινε καχυποψία στην έκφραση του Μονρό, όμως ύστερα χάθηκε. «Μάλιστα, ευχαριστώ για την ενημέρωση», είπε, θέλοντας να κλείσει τη συζήτηση. «Να με συγχωρείτε, με περιμένουν ένα σωρό έγγραφα». Ο Φίλιπ άρπαξε τη Λόρα από το μπράτσο και κούνησε σχεδόν αδιόρατα το κεφάλι του, προειδοποιώντας τη με αυτό το νεύμα να μην πάει κόντρα στον αστυνομικό. Ή τ α ν ώρα να φύγουν.

Ο Φίλιπ μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκλείδωσε την πόρτα του συνοδηγού από μέσα. Η Αόρα πήρε τη θέση της στο βαθύ κάθισμα. Εκείνος έβαλε το κλειδί στη μίζα, αλλά δεν το γύρισε. Στράφηκε προς το μέρος της και είπε: «Δεν αποκάλυψες τα πάντα στον Μονρό, έτσι δεν είναι;» Εκείνη χαμογέλασε πονηρά και ανασήκωσε τα φρύδια της. «Με ξέρεις υπερβολικά καλά, γλυκέ μου». «Τι άλλο ξέρεις;» Του είπε για τις θεωρίες συνωμοσίας και τους φόνους του 1851. «Καλύτερα που δεν τα ανέφερες αυτά. Το πιθανότερο είναι ότι θα νόμιζε πως σάλταρες τελείως». «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο». «Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα, Σέρλοκ;» «Τι εννοείς;» «Τώρα που σε απέρριψε ο Μονρό». «Α, αυτό εννοείς;» απάντησε περήφανα η Αόρα. «Απόρριψη το θεωρείς; Κάτι τύποι σαν τον Μονρό απλώς με πεισμώνουν ακόμα περισσότερο».

Από το παράθυρο του καθιστικού του, ο Τζον Μονρό παρακολούθησε το αυτοκίνητο του Φίλιπ να φεύγει από το πάρκινγκ και στη συνέχεια ξαναγέμισε το ποτήρι του και κάθισε σε έναν από τους καναπέδες. Η μοίρα μου το 'χει, σκέφτηκε. Πήγε κι έριξε στο δρόμο μου αυτή την εκνευριστική Αμερικανίδα, που φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν. Όφειλε, ωστόσο, να παραδεχτεί ότι τα στοιχεία που είχε ξετρυπώσει ήταν πράγματι εντυπωσιακά. Απλώς υπήρχαν κάποια πράγματα που το μυαλό του τα απέρριπτε.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει από εκείνο το τελευταίο περιστατικό; Γύρισε νοερά στο παρελθόν. Πρέπει να ήταν το 1989. Συμπλήρωνε δυο χρόνια ως αξιωματικός τότε. Ναι, ήταν στα τέλη του 1989, τη χρονιά που παντρεύτηκαν με την Τζέινι. Σεσίλια Μουρ έλεγαν τη γυναίκα που παραλίγο να καταστρέψει την καριέρα του πριν καλά καλά αρχίσει. Ήταν μέντιουμ, ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν η ίδια και οι οπαδοί της. Την είχαν καλέσει για να βοηθήσει στον εντοπισμό ενός δεκαοκτάχρονου κοριτσιού, της Καρολάιν Μάρσντεν, η οποία αγνοούνταν επί τρεις εβδομάδες. Εκείνος ήταν νέος, αφελής και αισιόδοξος, και επίσης του είχε γυαλίσει η Σεσίλια. Είχε δείξει αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη στη γυναίκα αυτή και στις δυνάμεις της, σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο και πόρους, έχοντας πείσει τους ανωτέρους του ότι αυτό το μέντιουμ μπορούσε να τους οδηγήσει στο αγνοούμενο κορίτσι. Η Σεσίλια είχε στήσει ολόκληρη παράσταση για τον «εντοπισμό» της Καρολάιν Μάρσντεν, χρησιμοποιώντας μια τεχνική που την ονόμαζε «τηλεθέαση» και δίνοντας στοιχεία στην αστυνομία σχετικά με το πού θα την έβρισκαν. Του είχαν παραχωρήσει μεγάλη ελευθερία κινήσεων, το ήξερε τώρα πια, όμως δεν ήταν δικαιολογία αυτό. Δίνοντας βάση στις περιγραφές της Σεσίλια Μουρ για το πού βρισκόταν η Καρολάιν -ζωντανή σε κάποιο υπόγειο στο Τλινγκ-, πραγματοποίησε έφοδο, αλλά βρέθηκε μπροστά σε ένα ανυποψίαστο ζευγάρι συνταξιούχων από την Ινδία. Η Καρολάιν βρέθηκε δύο εβδομάδες αργότερα, ή τουλάχιστον βρέθηκαν αρκετά μέρη του σώματος της σε έναν κάδο απορριμμάτων κάτω από τους υπέργειους συρμούς στο Χάμερσμιθ, ώστε να μπορέσει η Σήμανση να εξακριβώσει την ταυτότητά της.

Μετά το φιάσκο, η προαγωγή του ήρθε βασανιστικά αργά ύστερα από πέντε χρόνια και κατάφερε να επιβιώσει στην υπηρεσία αποκλειστικά και μόνο χάρη στο πείσμα και στην αποφασιστικότητά του. Ο αγώνας αυτός κατέστρεψε τη σχέση του με την Τζέινι. Πήραν διαζύγιο το 1993, χωρίς να έχουν αποκτήσει παιδιά, μόλις τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και κοίταξε τις φλόγες στο τζάκι. Άραγε μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να ακολουθήσει και πάλι τα μονοπάτια του αποκρυφισμού; Σύμφωνοι, σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι του, αξιωματικοί και ένστολοι, που τον κορόιδευαν τότε πίσω από την πλάτη του, είτε είχαν πάρει σύνταξη είτε εργάζονταν σε άλλες πόλεις· ένα δυο άτομα που ίσως θυμούνταν την υπόθεση με τη Σεσίλια Μουρ δε θα τολμούσαν να πουν το παραμικρό αυτή τη φορά. Το πρόβλημά του, όμως, δεν ήταν τα σχόλια, για τον Μονρό ήταν θέμα αρχής. Συνειδητοποίησε ότι δε χρειαζόταν να πιστεύει ο ίδιος αυτές τις αστρολογικές ανοησίες για να δεχτεί ότι αποτελούσαν το κίνητρο του δολοφόνου και επίσης ήξερε ότι τόσο η Λόρα Νίβεν όσο και ο Φίλιπ Μπέινμπριτζ δεν ήταν τρελάρες. Για την ακρίβεια, όφειλε να παραδεχτεί ότι και οι δυο τους ήταν ευφυείς και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, τους οποίους μάλλον θα συμπαθούσε αν τους είχε γνωρίσει κάτω από άλλες συνθήκες. Επίσης, υπήρχε ένας ακόμα παράγοντας, κάτι που δεν είχε αποκαλύψει μέχρι στιγμής ούτε στους στενούς του συνεργάτες. Γνώριζε άριστα το αστυνομικό ιστορικό της περιοχής, ήταν μία από τις αγαπημένες του ασχολίες όταν ήταν έφηβος. Οι φόνοι αυτοί παρουσίαζαν εντυπωσιακές ομοιότητες με μια από καιρό ξεχασμένη υπόθεση, τη δολοφονία τριών νέων γυναικών και ενός άντρα, όλοι τους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, πριν από ενάμισι αιώνα, το 1851.

Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι του καθιστικού και κατευθύνθηκε στον καινούριο υπολογιστή που είχε αγοράσει την προηγούμενη εβδομάδα. Κούνησε λίγο το ποντίκι και η οθόνη ενεργοποιήθηκε. Πήγε στη σελίδα μιας μηχανής αναζήτησης και έμεινε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, φέρνοντας στο νου του τη συνάντηση που είχε με τη Λόρα και τον Φίλιπ στο τμήμα, το προηγούμενο βράδυ. Πώς την είχε πει εκείνη την ιστοσελίδα η Λόρα; Θυμήθηκε και, χρησιμοποιώντας μόνο τους δείκτες, πληκτρολόγησε τη διεύθυνση almanac.com.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

ΒΡΊΣΚΟΝΤΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ που γειτνίαζε με τον Εσώτερο Θά-

λαμο. Ή τ α ν ένα μικρό δωμάτιο, ένας θύλακας αέρα εγκλωβισμένος τέσσερα μέτρα κάτω από την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη. Οι τοίχοι ήταν λείοι, το δάπεδο γυαλισμένο και στο κέντρο υπήρχε ένα μεγάλο χαλί από το Θιβέτ. Πάνω στο χαλί έστεκε ένα μαονένιο τραπέζι, χωρίς τίποτα πάνω του, εκτός από ένα μεταξωτό ύφασμα που το κάλυπτε κατά μήκος και κρεμόταν από τις άκρες. Το δωμάτιο φωτιζόταν από δύο ντουζίνες κεριά τοποθετημένα σε ένα μεταλλικό πολυέλαιο που αιωρούνταν από το κέντρο της θολωτής οροφής. Δύο άντρες κάθονταν αντικριστά. «Είμαι πολύ απογοητευμένος», είπε ο Δάσκαλος με ουδέτερη φωνή. Ο Προσήλυτος, ντυμένος με ένα κρεμ λινό κοστούμι Αρμάνι, λευκό πουκάμισο με φαρδύ γιακά και κοκκινοπράσινη ριγέ μεταξωτή γραβάτα δεμένη ψηλά, κοντά στο μήλο του Αδάμ, καθόταν σε μια ολόιδια καρέκλα. Όπως κοίταζε το Δάσκαλο του στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, ένιωσε το πρόσωπο του να χλομιάζει. «Θα σας εξηγούσα τι συνέβη». «Χαίρομαι». «Καθυστέρησα στο σπίτι. Κάποιος βρισκόταν εκεί».

Ο Δάσκαλος ανασήκωσε χο ένα φρύδι. «Δεν ήχαν εύκολη η διαδικασία, Δάσκαλε. Δεν ήθελα να κάνω κάποιο λάθος και ο χρόνος με πίεζε». «Έχεις εκπαιδευτεί καλά, σωσχά;» «Άκουσα θόρυβο από χο ισόγειο. Νόμισα όχι είχαν επιστρέψει νωρίχερα οι γονείς χης κοπέλας. Προφανώς έκανα λάθος». «Προφανώς». «Δεν είχα ολοκληρώσει χην αφαίρεση. Μεχέφερα χο σώμα σχον κήπο, αλλά ο χώρος δεν ήχαν καχάλληλος. Ύστερα είδα χη θέση όπου έδενε η βάρκα χης οικογένειας. Μου φάνηκε καλή επιλογή». «Και χόχε γιαχί μεχέφερες χη βάρκα χαμηλόχερα σχο ποχάμι;» Ο Προσήλυχος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είχα χοποθεχήσει χη γυναίκα σχη βάρκα και είχα αφαιρέσει χον εγκέφαλο χης όχαν χο σκοινί χαλάρωσε και η βάρκα άρχισε να απομακρύνεται από χη θέση της. Προσπάθησα να την εμποδίσω, όμως συνειδητοποίησα ότι αν άρχιζα να τρέχω κατά μήκος της όχθης ή αν έπεφτα μέσα στο νερό, θα επηρέαζα ανεπίτρεπτα τη σκηνή. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να την αφήσω να φύγει. Πρέπει να μάγκωσε στην όχθη, λίγο πιο κάτω από το σπίτι». Ο Προσήλυτος έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα άψογα περιποιημένα χέρια του. Ο Δάσκαλος παρατήρησε το γοητευτικό πρόσωπο του άντρα. Σκέφτηκε ότι έδειχνε πολυ νεότερος από την ηλικία του. Είχε σταθεί τυχερός με τα γονίδιά του - ψηλά ζυγωματικά, καλοσχηματισμένο στόμα και μάτια τόσο γαλανά, που θα νόμιζε κανείς ότι φορούσε έγχρωμους φακούς επαφής. «Δεν ξέρεις τι έγινε, έτσι δεν είναι;» «Τι πράγμα να ξέρω, Δάσκαλε;» «Το λάθος σου μπορεί να έχει πολυ σοβαρές συνέπειες. Η Σή-

μανση εντόπισε υλικό που άφησε πίσω του ο δράστης στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι». «Αυτό είναι αδύνατο. Εγώ...» «Βρήκαν ένα μερικό αποτύπωμα, ίχνη δέρματος και πλαστικού». Ο Προσήλυτος κούνησε το κεφάλι του. Τα μάτια του άστραφταν από αγανάκτηση. «Έλεγξες τη στολή σου πριν την ξεφορτωθείς;» Ο Προσήλυτος έκλεισε τα μάτια και έβγαλε ένα σιγανό αναστεναγμό. «Λοιπόν;» «Όχι». «Επομένως, δεν είναι αδύνατο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Τ Ο ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΕΙΜΣ ΛΑΙΤΜΑΝ ήταν ένα α π ό τα ωραιότερα στην

Οξφόρδη. Παρότι ο ίδιος προερχόταν από ένα σχετικά συνηθισμένο περιβάλλον -ο δικηγόρος πατέρας του και η δασκάλα μητέρα του ήταν μεν μορφωμένοι, αλλά όχι ιδιαίτερα εύποροι-, η μακαρίτισσα σύζυγος του, Σουζάνα Γκάτινγκ, ήταν το μοναχοπαίδι ενός από τους ισχυρότερους ανθρώπους της Αγγλίας, του λόρδου Γκάτινγκ. Έχοντας διατελέσει για μια περίοδο υπουργός Οικονομικών, ο Νέβιλ Γκάτινγκ μπορούσε να ανατρέξει στις ρίζες του γενεαλογικού δέντρου και της οικογενειακής περιουσίας του μέχρι την εποχή του Γεωργίου Λ. Ο πεθερός του Λάιτμαν είχε πεθάνει πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ενώ η μητέρα της Σουζάνα έχασε τη μάχη με τον καρκίνο δύο χρόνια πριν σκοτωθεί η κόρη της και η εγγονή της, και έτσι ο Λάιτμαν είχε κληρονομήσει την αμύθητη περιουσία των Γκάτινγκ. Το τετραώροφο σπίτι που διέθετε στη Βόρεια Οξφόρδη, εξαιρετικό δείγμα γεωργιανής αρχιτεκτονικής, χρησίμευε ως ορμητήριο του στην πόλη, ενώ ένα προσωπικό που αριθμούσε δώδεκα άτομα φρόντιζε τα κτήματα των Γκάτινγκ στο Μπριλ, στα σύνορα των επαρχιών της Οξφόρδης και του Μπάκιγχαμ. «Τρεις επισκέψεις μέσα σε μία εβδομάδα, Λόρα; Ο κόσμος θα αρχίσει να σχολιάζει», είπε ο Λάιτμαν.

Εκείνη γέλασε, τον πλησίασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Ατυχώς, έρχομαι για αυστηρά επαγγελματικούς λόγους, Τζέιμς». «Ω, πολύ λυπάμαι που το ακούω. Τέλος πάντων, πέρασε στο γραφείο, καλή μου». Η Λόρα κάθισε στη μία από τις δύο παλιές δερμάτινες πολυθρόνες που πλαισίωναν το τζάκι, όπου έκαιγε μια ζωηρή φωτιά. Αρχικά είχε απογοητευθεί βλέποντας τον Μάλκολμ Μπρίτζες, το βοηθό του Λάιτμαν που συνάντησε για πρώτη φορά στη βιβλιοθήκη πριν από μερικές μέρες, να της ανοίγει την πόρτα. Της είπε να περάσει, βέβαια, όμως έμοιαζε ενοχλημένος από την άφιξή της. Τότε εμφανίστηκε από το δωμάτιο του ο Τζέιμς, καλωσορίζοντάς τη με τα πειρακτικά του σχόλια. Ο Μπρίτζες είχε πάρει το παλτό της και στη συνέχεια κατευθύνθηκε αμέσως στην κουζίνα για να ετοιμάσει τσάι. «Νόμιζα ότι ο βοηθός σου εργαζόταν στη βιβλιοθήκη», είπε η Λόρα. «Δεν τον συμπαθείς, έτσι δεν είναι, Λόρα;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Απλώς, δεν περίμενα να τον δω εδώ». «Δε συμβαίνει τίποτα το ύποπτο, καλή μου. Απλώς με βοηθάει και εδώ για να κερδίζει λίγα επιπλέον χρήματα. Ο Μάλκολμ είναι μεταπτυχιακός ερευνητικός βοηθός στον Τομέα Ψυχολογίας· έχει μια φίλη να συντηρήσει και, απ' ό,τι καταλαβαίνω, το πάθος του για τη σπηλαιολογία του στοιχίζει αρκετά». Συνδαύλισε τα φλεγόμενα κούτσουρα με μια περίτεχνη μασιά, προτού καθίσει στην άλλη πολυθρόνα, κοντά στη Λόρα. «Τέλος πάντων, ευκαιρία να σου πο) και τα παράπονά μου». «Δηλαδή;» «Δεν ήσουν απόλυτα ειλικρινής μαζί μου τις προάλλες, έτσι δεν είναι;»

«Σε τι αναφέρεσαι;» «Σε αυτά που μου είπες για την υπόθεση του μυθιστορήματος σου». «Ναι, συγνώμη», είπε η Λόρα. «Δεν έλεγα ψέματα, όμως. Πραγματικά έχω στα σκαριά ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, όμως την ιδέα μου την έδωσαν οι πρόσφατοι φόνοι. Θα έπρεπε να σου είχα πει όλη την αλήθεια Ήξερα ότι θα την ανακάλυπτες αργά ή γρήγορα». «Για να είμαι ειλικρινής, δε δίνω και μεγάλη σημασία στις ειδήσεις. Το πληροφορήθηκα απλώς επειδή ο Μάλκολμ το ανέφερε τυχαία, σήμερα το πρωί». «Ωραία, γιατί ήρθα επειδή χρειάζομαι ξανά τη βοήθειά σου». «Χα!» γέλασε ο Λάιτμαν. «Πάντοτε θαύμαζα το θράσος σου». «Σκέφτηκα ότι αν ο αρχιβιβλιοθηκάριος της Μποντλεϊανής Βιβλιοθήκης, που τυχαίνει να είναι αυθεντία παγκοσμίου κύρους στην αρχαία λογοτεχνία, δεν μπορεί να με βοηθήσει, τότε ποιος μπορεί;» «Ξέρεις να λες τα σωστά πράγματα, Λόρα. Θράσος και γοητεία, θανάσιμος συνδυασμός. Λοιπόν, τι συμβαίνει;» «Στο μυθιστόρημα θέλω να χτίσω ένα μέρος της πλοκής γύρω από κάποιο μυστηριώδες έγγραφο, ένα πανάρχαιο χειρόγραφο, ίσως κάποιο ελληνικό ή λατινικό κείμενο που να έχει σχέση με τους φόνους». «Και αυτό το εμπνεύστηκες από κάτι πραγματικό;» Η Λόρα δεν απάντησε αμέσως, κοίταξε για λίγο τη φωτιά, παρακολουθώντας τις φλόγες που χόρευαν ανάμεσα στα πυρακτωμένα κούτσουρα. «Για να πω την αλήθεια, αυτό ήταν που ήθελα να σε ρωτήσω. Ποια είναι η πιθανότητα να εμφανιστεί ένα τέτοιο έγγραφο;»

Ο Λάιτμαν ετοιμαζόταν να απαντήσει όταν ο Μάλκολμ Μπρίτζες μπήκε με ένα δίσκο και πλησίασε στο τζάκι. «Ελπίζω το τσάι να είναι εντάξει», είπε στη Λόρα. «Τέλειο», απάντησε εκείνη και ο Μπρίτζες άφησε το δίσκο πάνω στο τραπέζι. Έβαλε γάλα και τσάι σε δυο φλιτζάνια και πρόσφερε το ένα στη Λόρα. «Ζάχαρη;» «Όχι, ευχαριστώ». Ο Μπρίτζες ετοιμαζόταν να φύγει όταν ο Λάιτμαν είπε: «Μάλκολμ, μιλάμε για αρχαία χειρόγραφα που εμφανίζονται ξαφνικά στη σύγχρονη εποχή. Τι πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί κάτι τέτοιο;» Η Λόρα στράφηκε στον Λάιτμαν με μια έκφραση έκπληξης και ενόχλησης, όμως εκείνος δεν κοίταζε προς το μέρος της. Συνειδητοποίησε αμέσως ότι ο παλιός της μέντορας γι' αυτό ακριβώς το έκανε, για να γίνει εκνευριστικός, κι έτσι δεν είπε τίποτα. «Χειρόγραφο; Τι είδους χειρόγραφο;» Ο Μπρίτζες φάνηκε να αιφνιδιάζεται κάπως από την ερώτηση. «Δεν ξέρω», είπε ο Λάιτμαν. Στα χείλη του σχηματίστηκε φευγαλέα ένα σαρδόνιο χαμόγελο. «Η Λόρα ετοιμαζόταν να μου εξηγήσει. Κάθισε μαζί μας, καλό μου παιδί». Ο Μπρίτζες κάθισε δίπλα στο γραφείο. «Η Λόρα έχει στα σκαριά ένα νέο μυθιστόρημα και θέλει να χρησιμοποιήσει ως στοιχείο της πλοκής κάποιο αρχαίο χειρόγραφο ή κείμενο που ξαφνικά κάνει την εμφάνισή του τον 21ο αιώνα», είπε ο Λάιτμαν, γυρίζοντας ξανά προς τη Λόρα. «Έχεις σκεφτεί καθόλου τι είδους αρχαίο χειρόγραφο είναι αυτό που ανακαλύπτεται;» «Για να είμαι ειλικρινής, ήλπιζα ότι θα μου το έλεγες εσύ, Τζέιμς. Όμως, αν...»

«Τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπιστεί ορισμένα εξαιρετικά κείμενα», δήλωσε ο Λάιτμαν. «Η διασημότερη περίπτωση, φυσικά, ήταν η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας, πριν από πενήντα χρόνια, στο Κουμράν. Επομένως, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Όμως, παρότι συμβαίνουν, οφείλω να πω ότι έχω καιρό να ακούσω για την ανακάλυψη κάποιου καινούριου εγγράφου. Εσύ έχεις ακούσει κάτι, Μάλκολμ;» «Όχι, τουλάχιστον όχι πρόσφατα», απάντησε ο Μπρίτζες. «Είχαμε την περίπτωση του υλικού του Ελάιας Άσμολ, που βρέθηκε στο Κολέγιο Κεμπλ, όμως έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε». «Βεβαίως, ας μην ξεχνάμε και τον Κώδικα της Μαδρίτης, τα σημειωματάρια του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Βρέθηκαν σε κάτι παραπεταμένα κουτιά σε μια ισπανική βιβλιοθήκη τη δεκαετία του 1960. Α, ναι, είχαμε και την ανακάλυψη του Γουέινραϊτ μ' εκείνο το χειρόγραφο που αποδίδεται στον Ηρόδοτο, όμως αυτό συνέβη... πότε; Το 1954, το 1955;» «Εντάξει», είπε αφηρημένα η Αόρα. «Τουλάχιστον, δεν είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά η σκέψη αυτή». «Όχι, όχι, κάθε άλλο», απάντησε ο Λάιτμαν. «Απλώς, πώς να το πω, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν εξαιρετικά σπάνια... δυστυχώς». Ή π ι ε μια γουλιά από το τσάι του και ετοιμαζόταν να προσθέσει κάτι, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. «Πρέπει να είναι ο καθηγητής Τέρνερ», είπε ο Μπρίτζες. «Τον περιμέναμε στις δέκα παρά τέταρτο». «Ω, διάβολε», είπε ο Λάιτμαν. «Τον είχα ξεχάσει τελείως. Λόρα, με συγχωρείς, δε γίνεται να μην τον δω, ήδη έχω αναβάλει δύο φορές τη συνάντησή μας. Θέλει να μου μιλήσει για μια νέα πτέ-

ρυγα στη βιβλιοθήκη, αφόρητα ανιαρές υποθέσεις αλλά αναπόφευκτες, φοβάμαι». Παρότι ήλπιζε ότι θα μάθαινε κάτι ουσιαστικότερο, η Λόρα έκρυψε την απογοήτευσή της. «Κανένα πρόβλημα, Τζέιμς», είπε. «Αισθάνομαι πολύ πιο ήσυχη». Περπάτησαν μαζί μέχρι την πόρτα του γραφείου. «Θα ήθελα να σου κάνω μία ακόμα ερώτηση στα γρήγορα, αν γίνεται. Έχεις μισό λεπτό;» Εκείνος της έγνεψε καταφατικά. «Έχεις ακουστά για την περίπτωση ενός κατά συρροή δολοφόνου που έδρασε στην Οξφόρδη το 1851;» Ο Λάιτμαν δίστασε για μια στιγμή. Ύστερα, είπε: «Ξέρεις, νομίζω ότι κάτι έχει πάρει το αφτί μου. Αν δεν κάνω λάθος, είχαν δολοφονηθεί δυο νέες γυναίκες εκείνη τη χρονιά, έτσι δεν είναι; Ή τ α ν η χρονιά της Μεγάλης Έκθεσης. Όμως ο φόνος δυο ατόμων δε δικαιολογεί τον όρο "κατά συρροή δολοφόνος", δε νομίζεις; Λυπάμαι, Λόρα. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό. Θεέ μου, δε φάνηκα και πολύ χρήσιμος σήμερα, σωστά;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΕΣ απόπειρες να βρει τον Φίλιπ στο τηλέφωνο, η Λόρα θυμήθηκε ότι της είχε πει πως θα πήγαινε στο Λονδίνο για να εξετάσει την περίπτωση να αναλάβει το φωτογραφικό σκέλος ενός βιβλίου με θέμα την Τασμανία. Σκόπευε να περάσει τη νύχτα στην πρωτεύουσα. Πίσω στο Γουντστοκ, έριξε μια ματιά στα βιβλία που είχε στη βιβλιοθήκη του ο Φίλιπ, θέλοντας να δει αν θα έβρισκε κάτι σχετικό με τους φόνους του 1851, όμως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα και μια έρευνα στο Διαδίκτυο αποδείχτηκε εξίσου άκαρπη. Εκείνο το βράδυ έμεινε στον καναπέ με την Τζο, βλέποντας τηλεόραση και μασουλώντας σοκολατάκια. Το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας από ένα μακρύ περίπατο στο δασάκι κοντά στο σπίτι, είδε το νοικιασμένο αυτοκίνητο να σταματά στο δρόμο του Φίλιπ. Το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει να νοικιάσει ένα και δεν περίμενε ότι η εταιρεία θα το παρέδιδε εγκαίρως. Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν στο δρόμο για την Οξφόρδη, σχηματίζοντας τον αριθμό του κινητού του Φίλιπ στο τηλέφωνο της. «Πού βρίσκεσαι;» ρώτησε ενθουσιασμένη. «Φτάνω στην Οξφόρδη από την εθνική, γιατί;»

«Πρέπει να σε δω το συντομότερο δυνατό». «Κοίτα, πρέπει να περάσω από το τμήμα να αφήσω κάτι δισκέτες, ήδη έχω αργήσει. Έλεγα μετά να γυρίσω στο σπίτι, όμως θα μπορούσα να σε συναντήσω για έναν καφέ». «Τέλεια. Πού;» «Τι λες για το "Καφέ της Ιζαμπέλα", στην οδό Σιπ, κοντά στην Κόρνμαρκετ;» «Εντάξει, σε πόση ώρα μπορείς να είσαι εκεί;» «Κοίτα, δώσε μου μισή ώρα... όχι, τρία τέταρτα». Η Λόρα έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι της. Κόντευε εννέα παρά τέταρτο. «Εντάξει, τα λέμε στις εννέα και μισή». Με ένα τίναγμα του καρπού, έκλεισε το τηλέφωνο.

Το «Καφέ της Ιζαμπέλα» ήταν μια μικροσκοπική, απλή καφετέρια σε έναν από τους πιο ήσυχους δρόμους της πεζοδρομημένης ζώνης γύρω από την οδό Κόρνμαρκετ, στο κέντρο της Οξφόρδης. Φιλοξενούσε λιγότερα από μια ντουζίνα τραπέζια, το ντεκόρ ήταν μουντό και άχρωμο, όμως ο Φίλιπ συμπαθούσε την ιδιοκτήτρια, την Ιζαμπέλα Φρασκάντε, μια μεσήλικη Ιταλίδα χήρα η οποία ήταν πάντοτε φιλική και φιλόξενη και ετοίμαζε, κατά την άποψή του, τον καλύτερο καφέ της Κεντρικής Αγγλίας. Η Λόρα έφτασε εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα και ύστερα από λίγο είδε και τον Φίλιπ να μπαίνει. Ή τ α ν μόνοι τους εκεί και, μόλις κάθισε ο Φίλιπ, η ιδιοκτήτρια τον είδε και του χαμογέλασε πλατιά. «Το συνηθισμένο, παρακαλώ, Ιζαμπέλα», είπε και έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του. «Πώς πήγε;» ρώτησε η Λόρα.

«Τι πράγμα;» «Έκλεισες τη δουλειά;» «Α, ναι, ίσως. Το ελπίζω. Υποτίθεται ότι θα μου στείλουν e-mail με την απάντηση τους το απόγευμα. Λοιπόν, τι καινούριο ξετρύπωσες;» «Πήγα να δω τον Τζέιμς Λάιτμαν, όμως δε με βοήθησε ουσιαστικά, δυστυχώς. Νομίζω ότι πρέπει να συγκεντρώσουμε επιπλέον πληροφορίες για τους φόνους του 1851. Έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για σημαντικό στοιχείο. Αλλά από πού θα ξεκινούσες για να μάθεις αν είχαν σημειωθεί αλλεπάλληλοι φόνοι σε αυτή την πόλη πριν από ενάμισι αιώνα και βάλε; Από τις εφημερίδες της εποχής;» «Μάλλον», απάντησε ο Φίλιπ. Η Ιζαμπέλα τού έφερε τον καφέ και ο Φίλιπ ήπιε μια γουλιά. «Θαυμάσιος. Πρέπει να την κάνω να μου αποκαλύψει το μυστικό της κάποια μέρα», ψιθύρισε καθώς απομακρυνόταν η γυναίκα. «Χα! Το μυστικό της είναι ότι είναι Ιταλίδα, Φίλιπ. Ένας ασπρουλιάρης Βρετανός με μηδέν έφεση στα της κουζίνας θα δυσκολευτεί να τη μιμηθεί, δε νομίζεις;» Ο Φίλιπ γέλασε, προσπερνώντας το σχόλιο. Ή π ι ε μία ακόμα γερή γουλιά και πλατάγισε ευχαριστημένος τα χείλη του. «Λοιπόν», είπε η Λόρα. «Από τις εφημερίδες;» «Δεν είμαι σίγουρος αν εκδίδονταν εφημερίδες στην Οξφόρδη το 1851». «Το λογικό θα ήταν να υπήρχαν εφημερίδες. Αυτή η πόλη χτίστηκε πάνω στα χαρτιά». «Ναι, αλλά ήταν χαρτιά βιβλίων, Λόρα, βιβλίων. Οι εφημερίδες θα θεωρούνταν χυδαίες την εποχή εκείνη». «Από τους πανεπιστημιακούς, ίσως ναι, όμως μην ξεχνάς ότι

εδώ ζούσαν και άλλοι άνθρωποι, όπως και τώρα», σχολίασε εκείνη, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά. «Εντάξει», απάντησε ο Φίλιπ. «Αυτό θα το μάθουμε με μια επίσκεψη στη βιβλιοθήκη. Στον τομε'α της τοπικής ιστορίας. Αν υπήρξε κάποια αναφορά στους φόνους, θα βρίσκεται εκεί, μάλλον σε μικροφίλμ». «Τέλεια, ξεκινάμε αμέσως». Σηκώθηκε από την καρέκλα της, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του Φίλιπ. «Ανάθεμά σε, άνθρωπε μου, πάρε τον καφέ σου σε ένα πλαστικό ποτήρι. Δεν μπορεί να είναι τόσο σημαντικός ένας καφές. Και σκούπισε το στόμα σου, για όνομα του Θεού!»

Το 1851 υπήρχαν τρεις εφημερίδες στην Οξφόρδη, με την Τζάκσονς Όξψορντ Τζέρναλ να είναι η δημοφιλέστερη και η αρχαιότερη, καθώς εκδιδόταν από το 1753. Οι άλλες δύο, η Όξψορντ Γιοννιβέρσιτι Χέραλντ και η Όξψορντ ΚρόννκΧ ήταν σχετικά νεότερες. «Φαίνεται ότι έκανες λάθος, Φίλιπ. Δεν υπήρχε μία, αλλά τρεις χυδαίες εφημερίδες την εποχή εκείνη», παρατήρησε η Λόρα. «Ομολογώ το σφάλμα μου». «Πώς μπαίνουμε στα αρχεία;» «Κοίταξε στον κατάλογο της βιβλιοθήκης», απάντησε ο Φίλιπ και μετακίνησε το ποντίκι ώστε να βρεθεί στο πρόγραμμα διαχείρισης αρχείων. «Η βιβλιοθήκη καταχωρίζει τα πάντα ανά δεκαετία. Έπειτα θα πρέπει να αναζητήσουμε εφημερίδες και περιοδικά». Με μερικά κλικ του ποντικιού είχαν ανοίξει το φάκελο της δεκαετίας 1850-1860. Και με κάνα δυο ακόμα είχαν φέρει στην οθόνη τον κατάλογο των εφημερίδων.

«Τώρα πρέπει να επιλέξουμε τις λέξεις-κλειδιά της αναζήτησης. Δε φαντάζομαι να έχεις τα ονόματα των θυμάτων;» Η Λόρα έγνεψε αρνητικά. «Εντάξει, αυτό μας δυσκολεύει, όμως θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε τη λέξη "φόνος", υποθέτω, και να δούμε τι θα μας βγάλει». Υπήρχαν 1.819 καταχωρίσεις. Η Λόρα βόγκηξε. «Μην είσαι τόσο ανυπόμονη. Να βάλουμε πιο συγκεκριμένα κριτήρια», είπε ο Φίλιπ. «Δοκίμασε τις λέξεις "κατά συρροή δολοφόνος"». «Όχι, η έκφραση αυτή δεν υπήρχε εκείνη την εποχή». Η Αόρα προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε διαβάσει πριν από δύο μέρες. «Η ιστοσελίδα που σου ανέφερα έκανε λόγο για τρεις γυναίκες που δολοφονήθηκαν και ακρωτηριάστηκαν στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1851». «Ωραία, ας προσπαθήσουμε να περιορίσουμε την αναζήτηση γράφοντας "νέα γυναίκα"». Ο Φίλιπ πάτησε το πλήκτρο Enter και εμφανίστηκε μια νέα οθόνη. «342 καταχωρίσεις που περιέχουν τις λέξεις "φόνος" και "νέα γυναίκα". Καλύτερα, αλλά δε μας κάνει». «Εντάξει, περιόρισε ακόμα περισσότερο τα κριτήρια προσθέτοντας τη λέξη "ακρωτηριασμένη", αυτό σίγουρα θα μειώσει δραστικά τον αριθμό των άρθρων», πρότεινε η Λόρα και έφερε την καρέκλα της πιο κοντά στην οθόνη. Ο Φίλιπ πάτησε τα ανάλογα πλήκτρα και η λίστα άλλαξε. Αυτή τη φορά υπήρχαν 17 καταχωρίσεις που περιλάμβαναν τις λέξεις «φόνος», «νέα γυναίκα» και «ακρωτηριασμένη». «Τώρα κάτι κάναμε», είπε η Λόρα.

Τα αρχεία βρίσκονταν σε μικροφίλμ. Ο Φίλιπ σημείωσε τους αριθμούς του καταλόγου και υστέρα πήγε και στάθηκε στην ουρά των ανθρώπων που περίμεναν να εξυπηρετηθούν από τη ζορισμένη βιβλιοθηκάριο. Τους πήρε είκοσι λεπτά για να βρουν τα φιλμ, να μάθουν να χρησιμοποιούν το μηχάνημα και να περάσουν το πρώτο μικροφίλμ στη συσκευή. Η πρώτη αναφορά προερχόταν από την Τζάκσονς Όξψορντ Τζέρναλ και είχε ημερομηνία 16 Ιουνίου 1851. Περιείχε ελάχιστες πληροφορίες. Η επόμενη αναφορά προερχόταν από το φύλλο της Όξψορντ ΚρόννκΧ της 18ης Ιουνίου. Σχολίαζε την ίδια περίπτωση, αλλά με κάπως περισσότερα στοιχεία. Στο άρθρο σημειωνόταν ότι η γυναίκα είχε εντοπιστεί «μερικώς ενδεδυμένη» σε ένα στάβλο στο Χέντινγκτον και ότι είχε πεθάνει από τραύματα κάποιου απροσδιόριστου αιχμηρού οργάνου, καθώς και ότι το σώμα της είχε υποστεί «φριχτό ακρωτηριασμό». Οι τρεις επόμενες αναφορές προέρχονταν από τις ισάριθμες εφημερίδες της πόλης και όλες ήταν της ίδιας ημερομηνίας, της 24ης Ιουνίου. Είχε διαπραχθεί και δεύτερος φόνος, ο δράστης είχε ακολουθήσει μια ελαφρώς διαφορετική μέθοδο. Ένα νεαρό ζευγάρι είχε εντοπιστεί νεκρό σε έναν αγρό στα βόρεια της πόλης. Τα θύματα είχαν εγκαταλειφθεί γυμνά και, σύμφωνα με την Όξψορντ Γιοννιβέρσιτι ΧέραΧντ, το σώμα της γυναίκας είχε «παραμορφωθεί αποτρόπαια». Την επομένη της διάπραξης του τρίτου εγκλήματος, στις 9 Ιουλίου, η υπόθεση είχε εξελιχθεί στη σημαντικότερη ιστορία της Οξφόρδης εδώ και χρόνια. Οι αναφορές ήταν πλέον εκτενείς και η εγγενής αποστασιοποίηση της δημοσιογραφίας της εποχής είχε χρωματιστεί πλέον με μια υπερβολική έξαψη, για τα μέτρα

της εποχής. Το σημείωμα του εκδότη από το φύλλο της Όξφορντ Κρόνικλ της 10ης Ιουλίου έγραφε: Η χτεσινή είδηση της διάπραξης ενός ακόμα ειδεχθούς εγκλήματος, θύμα του οποίου υπήρξε μια νέα γυναίκα σιη συνοικία του Φόρεστ Χιλ, στο δρόμο προς Λονδίνο, προκαλεί εύλογους φόβους, καθώς οι αστυνομικές Αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς δυσκολίες ως προς τον προσδιορισμό των παραμέτρων που διέπουν τη διάπραξη αλλεπάλληλων φρικαλέων φόνων που μαστίζουν την πόλη και τα γύρω μέρη μετά το θάνατο της νέας γυναίκας τη 16η Ιουνίου. Χωρίς, βεβαίως, να παραλείψουμε να επαινέσουμε τις ικανότητες και την αφοσίωση των αξιωματικών οι οποίοι συντονίζουν τις έρευνες, θεωρούμε ότι είναι καθήκον μας να υπογραμμίσουμε τις καθ' όλα εύλογες ανησυχίες των κατοίκων της Οξφόρδης. Η αστυνομία οπωσδήποτε έχει διαπιστώσει ότι τα θύματα είναι όλα ανεξαιρέτως νεαρά άτομα, το μεγαλύτερο εκ των οποίων μόλις είκοσι ενός ετών, ενώ σε μία περίπτωση ο στυγερός δολοφόνος επέλεξε ως θύματα δύο νεαρά άτομα που κυκλοφορούσαν ασυνόδευτα και χωρίς να έχουν γνώση οι οικογένειες τους. Είναι επίσης γνωστό σιην κοινή γνώμη ότι, σε αυτό το δεύτερο περιστατικό, το ένα εκ των θυμάτων ήταν νεαρός φοιτητής του πανεπιστημίου και ότι το σώμα του εντοπίστηκε ανέπαφο μετά τη δολοφονία του, ενώ, αντιθέτως, οι ατυχείς νέες γυναίκες δολοφονήθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις με αιχμηρό όργανο, προτού τα σώματα χους υποστούν φριχτούς ακρωτηριασμούς. Αξιόπιστες πηγές, την ταυτότητα των οποίων είναι καθήκον και υποχρέωση μας να διατηρήσουμε μυστική, μας αποκάλυψαν ότι στη σκηνή του τελευταίου ειδεχθούς εγκλήματος συνελήφθη ύποπτο άτομο το οποίο εν συνεχεία ανακρίθηκε από τις Αρχές. Επομένως, υπάρχει ακόμα ελπίδα και όλοι μας προσευχόμαστε

η εξέλιξη αυτή να επιταχύνει την κατά το δυνατό συντομότερη διαλεύκανση αυτής της φρικαλέας σειράς εγκλημάτων, απαλλάσσοντας έτσι από τον ασφυκτικό ζυγό του φόβου όλους όσοι ζουν εντός των τειχών της πόλης αυτής. Στην προσπάθεια αυτή, η εφημερίδα μας και, τολμώ να πω με κάθε βεβαιότητα, η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών μας, θα στηρίξουν το έργο των αξιωματικών της αστυνομίας με αμέριστο ενθουσιασμό. «Ξεκάθαρος λαϊκισμός», είπε ο Φίλιπ, καθώς ολοκλήρωνε την ανάγνωση του άρθρου. Πέρασαν την επόμενη ώρα διαβάζοντας όλες τις αναφορές που είχαν εντοπίσει στον κατάλογο. Είτε από φόβο ότι θα σκανδαλίσουν τους αναγνώστες τους είτε επειδή οι λεπτομέρειες δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ από την αστυνομία, και οι τρεις εφημερίδες δεν ανέφεραν συγκεκριμένα στοιχεία. Οι περιγραφές έβριθαν εκφράσεων όπως «φριχτός ακρωτηριασμός», «αποτρόπαιη παραμόρφωση» και «ειδεχθής ασέλγεια». Αλλά αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον της Λόρα και του Φίλιπ ήταν η υπόθεση του υπόπτου που συνέλαβε η αστυνομία στη σκηνή του φόνου που διαπράχθηκε στο Φόρεστ Χιλ. Ο Ναθάνιελ Μίλινερ χαρακτηριζόταν από τους δημοσιογράφους της εποχής που δε ζούσαν στον κόσμο της πολιτικής ορθότητας ως «ηλίθιος». Ή τ α ν δεκαπέντε ετών, όμως με δυσκολία άρθρωνε κάποιες λέξεις, περπατούσε κουτσαίνοντας και η πλάτη του ήταν παραμορφωμένη. Ή τ α ν γιος ενός καθηγητή της ιατρικής ονόματι Τζον Μίλινερ, ο οποίος είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να κλείσει το γιο του σε ίδρυμα. Έπειτα από ώρες ανακρίσεων, η αστυνομία κατέληξε να αποδεχτεί τον ισχυρισμό του αγοριού ότι τυχαία βρήκε τα πτώματα όταν βγήκε κοντά στο Φό-

ρεστ Χιλ για να πετάξει έναν αετό. Δεν υπήρχε καμία απόδειξη για να στηριχθούν κατηγορίες σε βάρος του Ναθάνιελ, ενώ ήταν μάλλον φανερό ότι ο καθηγητής Μίλινερ, ο οποίος ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας, είχε προστατεύσει το γιο του στη διάρκεια των ανακρίσεων με τον ίδιο τρόπο που τον προστάτευε επί δεκαπέντε χρόνια από τις προκαταλήψεις της βικτοριανής κοινωνίας. Δύο από τις τρεις εφημερίδες της Οξφόρδης είχαν διατηρήσει τις επιφυλάξεις τους ως προς την αθωότητα του αγοριού, καθώς ήταν σαφές σε όλα σχεδόν τα άρθρα της Κρόνικλ και της Χέραλντ ότι οι εκδότες τους ήθελαν να δουν τον Ναθάνιελ να οδηγείται στο ικρίωμα. Μόνο η Τζάκσονς Όξψορντ Τζέρναλ παρουσίαζε τα γεγονότα με ισορροπημένο τρόπο και αρνήθηκε να κατηγορήσει το αγόρι. Λίγο αργότερα και εντελώς ξαφνικά, η υπόθεση πήρε διαφορετική τροπή. Μία εβδομάδα μετά το φόνο στο Φόρεστ Χιλ, η αστυνομία συνέλαβε έναν άντρα ονόματι ΙΊάτρικ Φιτζέραλντ, έναν Ιρλανδό εργάτη ο οποίος δούλευε στην κατασκευή ενός νέου καναλιού στην Οξφόρδη. Παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ότι τον είχαν δει στα μέρη όπου διαπράχθηκαν τα δύο πρώτα εγκλήματα λίγο πριν εντοπιστούν εκεί τα πτώματα των θυμάτων. Ένας άλλος, συνάδελφος του Φιτζέραλντ, που δεν κατονομαζόταν, είπε στην αστυνομία ότι ο Φιτζέρλαντ είχε γίνει «στουπί στο μεθύσι» σε μια παμπ που ονομαζόταν «Νυφίτσα και Αλεπού» και βρισκόταν κοντά στο χώρο των εργασιών για το νέο κανάλι και ότι αργά το βράδυ της διπλής δολοφονίας τού είχε εξομολογηθεί, σύμφωνα με το άρθρο της Κρόνικλ, ότι: «Έχω βάψει τα χέρια μου με αίμα, με πάρα πολύ αίμα». Η δίκη του Φιτζέραλντ ξεκίνησε στις 9 Αυγούστου. Έπειτα α-

πό μόλις δύο συνεδριάσεις του δικαστηρίου, οι ένορκοι τον κήρυξαν ομόφωνα ένοχο. Απαγχονίστηκε στις 12 του ίδιου μήνα. «Είναι εκνευριστικό», είπε η Λόρα. «Οι δολοφονίες θυμίζουν πάρα πολύ τα τωρινά περιστατικά, όμως δεν υπάρχουν λεπτομέρειες· χωρίς αυτές, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την περίπτωση να πρόκειται για σύμπτωση». «Πάντως έχει σημασία το ότι οι δολοφονίες σταμάτησαν μετά τη σύλληψη αυτού του Φιτζέραλντ από την αστυνομία». «Ναι, αλλά σε τι αποδείξεις στηρίχτηκαν; Και τι γνώμη έχεις για το αγόρι, τον Ναθάνιελ;» ρώτησε η Λόρα. «Μπορεί να ήταν ολότελα αθώο. Η αστυνομία, προφανώς, συμπέρανε ότι το παιδί δεν είχε σχέση και κρέμασαν τον εργάτη. Όμως όλα αυτά μου φαίνονται ύποπτα». «Γιατί;» «Σκέψου, οι μάρτυρες εμφανίστηκαν από το πουθενά και ισχυρίστηκαν ότι είχαν δει τον Φιτζέραλντ κοντά στα μέρη όπου διαπράχθηκαν οι δολοφονίες λίγο πριν εντοπιστούν τα πτώματα, σωστά; Όμως τα θύματα το πιθανότερο είναι πως κείτονταν εκεί νεκρά επί ώρες πριν τα ανακαλύψουν. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα». «Ναι, όμως ο τύπος κυκλοφορούσε στην περιοχή των δύο πρώτων φόνων, έτσι δεν είναι;» «Έτσι ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες». Η Λόρα έγνεψε καταφατικά. «Και αυτός ο συνάδελφος του... Οι άνθρωποι μπορεί να πουν πολλά τρελά πράγματα όταν είναι μεθυσμένοι. Δε σημαίνει κάτι αυτό». «Ναι, πάντως στην εποχή μας θα χρειαζόμασταν περισσότερα στοιχεία για να πετύχουμε μια καταδίκη», σχολίασε ο Φίλιπ. «Πρόσεξες και το άλλο;» είπε η Λόρα. «Οι αναφορές αυτές

δεν κάνουν λόγο σχεδόν καθόλου για τους φόνους. Δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια εδώ. Ύποπτα πράγματα, δε νομίζεις;» Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά, συνοφρυωμένος. «Είναι εξοργιστικό, Φίλιπ. Δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτούς τους φόνους». «Πιθανόν, όμως αμφιβάλλω αν θα καταφέρεις να εντοπίσεις περισσότερα στοιχεία απ' όσα βρήκαμε εδώ». Παρέμειναν σιωπηλοί για λίγο και η Λόρα κοίταζε την οθόνη όπου συνέχιζε να προβάλλεται το τελευταίο κείμενο που είχαν διαβάσει. Ξαφνικά, είπε: «Γιατί δε σκεφτήκαμε τις εκθέσεις της αστυνομίας; Σίγουρα θα υπάρχει κάποια επίσημη αναφορά για τους φόνους». «Από το 1851;» «Ναι, γιατί όχι;» «Φαντάζομαι ότι είναι πιθανό. Όμως δε θα βρούμε κάτι τέτοιο εδώ, στην Οξφόρδη. Το τμήμα ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1950 και, αν σκεφτούμε τι χαρτιά περνούν από εκεί μέσα κάθε χρόνο, δε νομίζω ότι κρατούν αρχεία πέραν της δεκαετίας, το πολύ». «Τα παλιότερα αρχεία κάπου πρέπει να βρίσκονται, ωστόσο». «Ναι, φυσικά», απάντησε ο Φίλιπ. «Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Κιου». «Θα τα έχουν ψηφιοποιήσει;» «Αμφιβάλλω». Η Λόρα ετοιμαζόταν να πει κάτι όταν χτύπησε το τηλέφωνο της. Κοίταξε στην οθόνη και είδε ότι είχε λάβει ένα γραπτό μήνυμα. «Είναι από τον Τσάρλι», είπε. «Γράφει ότι έχει κάποιες νέες πληροφορίες σχετικά με το χειρόγραφο. Θέλει να μας συναντήσει στο κατάστημά του σήμερα, στις τέσσερις».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

ΚΑΘΩΣ ΕΦΕΥΓΑΝ από τη βιβλιοθήκη, άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Τρέχοντας κατευθύνθηκαν προς το πολυώροφο πάρκινγκ όπου είχε αφήσει νωρίτερα το αυτοκίνητο της η Λόρα. Μέχρι να φτάσουν εκεί, είχαν γίνει και οι δυο μούσκεμα. «Άφησε το αυτοκίνητο σου στο αστυνομικό τμήμα μέχρι να επιστρέψουμε από το Λονδίνο», πρότεινε η Λόρα. «Θα πάρουμε αυτό, είναι πιο ζεστό, γρηγορότερο... και πολυ πιο στεγνό». Ο Φίλιπ ανασήκωσε τους ώμους. Ό,τι και να έλεγε εκείνος, ήξερε ότι η Λόρα δεν υπήρχε περίπτωση να εκτιμήσει την ομορφιά ενός συλλεκτικού σπορ αυτοκινήτου όπως το λατρεμένο του MGB, ένα αυτοκίνητο που πρωτοκατασκευάστηκε σε ένα μικροσκοπικό εργαστήριο κοντά στην οδό Λόνγκουολ, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά από το σημείο όπου στέκονταν τώρα οι δυο τους. Η ορατότητα στο δρόμο για το Γούντστοκ ήταν σχεδόν μηδενική εξαιτίας της καταρρακτώδους βροχής. Δεν είχε περάσει ακόμα το μεσημέρι κι όμως ο ουρανός ήταν σχεδόν μαύρος και τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει. Μέσα από την κουρτίνα της βροχής ξεπρόβαλλαν οι προβολείς άλλων αυτοκινήτων, ενώ η Λόρα οδηγούσε με το πάσο της, προκαλώντας τον εκνευρισμό όσων ακολουθούσαν. Καθώς ήταν αναγκασμένη, όπως έλεγε, να οδηγεί

στη λάθος πλευρά του δρόμου, φρόντιζε να μη ρισκάρει. Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, ένιωθε εξαντλημένη από την προσπάθεια που κατέβαλε για να συγκεντρωθεί στο δρόμο, ενώ έβλεπε λευκές κουκκίδες να χορεύουν μπροστά στα μάτια της. Σταμάτησε όσο πιο κοντά μπορούσε στην πίσω πόρτα του σπιτιού και μαζί με τον Φίλιπ έτρεξε προς το καταφύγιο που πρόσφερε η σκεπαστή βεράντα, όπου εκείνος ψαχούλεψε στην τσέπη του για να βρει το κλειδί. Το έβαλε στην κλειδαριά, όμως η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή. Πέρασαν και οι δυο στην κουζίνα. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε ο Φίλιπ. «Εδώ». Ή τ α ν η φωνή της Τζο. Η φωτιά έκαιγε δυνατά στο καθιστικό, ενώ ακούγονταν οι νωχελικές νότες ενός κομματιού του Τζάνγκο Ράινχαρτ από το iPod του Φίλιπ, που το είχε συνδέσει με δυο ηχεία. Η Τζο καθόταν στον καναπέ, δίπλα σε μια άλλη κοπέλα. Ο Φίλιπ από κάπου την ήξερε. Η κοπέλα έκλαιγε με λυγμούς και η Τζο προσπαθούσε να την παρηγορήσει. «Τι συνέβη;» ρώτησε η Λόρα. «Τζο;» «Από εδώ η Μάριαν, είναι στην ομάδα μου στο μάθημα της τοπολογίας». Η κοπέλα έδειχνε μάλλον αμήχανη και σκούπισε τα δάκρυά της. «Δεν ήθελα να σας αναστατώσω...» άρχισε να λέει. Είχε εξαιρετικά ψιλή φωνή, σαν κοριτσάκι. «Μη λες ανοησίες», απάντησε η Τζο. «Μαμά, η Μάριαν βρήκε αυτό στη θυρίδα της στο κολέγιο». Έδωσε στη μητέρα της ένα φύλλο χαρτί. Ή τ α ν μια εικόνα που είχε υποστεί επεξεργασία από υπολογιστή. Το κεφάλι της Μάριαν είχε τοποθετηθεί πάνω σε μια πορνογραφική φωτογραφία που παρουσίαζε ένα γυμνό μοντέλο με τα

άκρα σε πλήρη διάσταση πάνω σε ε'να κρεβάτι. Τα χέρια και τα πόδια της είχαν δεθεί στις τέσσερις άκρες του κρεβατιού με χοντρό σκοινί. Χρησιμοποιώντας ένα προηγμένο πρόγραμμα τροποποίησης εικόνων, κάποιος είχε δημιουργήσει μια τεράστια τομή κατά μήκος της κοιλιάς της γυναίκας, απ' όπου ξεπρόβαλλε ένα μέρος των εντοσθίων της. Πάνω από την εικόνα, με φωτεινά, κόκκινα γράμματα, υπήρχε η φράση: «Αυτό θα ήθελα να σου κάνω». «Έχεις καμία υποψία για το ποιος μπορεί να το έκανε, Μάριαν;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Όχι, όχι, δε νομίζω». «Δε νομίζεις;» «Υπάρχει ένας περίεργος τύπος στο έτος μας». «Είναι πολυ αηδιαστικός, πραγματικά προβληματικό άτομο», πρόσθεσε η Τζο. «Ονομάζεται Ράσελ, Ράσελ Κάνινγκαμ. Είναι φοιτητής ψυχολογίας, όμως εμφανίζεται σε ορισμένα από τα μαθήματά μας. Γοητευτικός, σε στιλ Ρίκι Μάρτιν, αλλά σιχαμερός. Σε κάνει να ανατριχιάζεις. Συνέχεια με κοιτάζει λες και με γδύνει με τα μάτια του. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο». «Δοκίμασε ποτέ αυτός ο τύπος να κάνει κάτι;» ρώτησε η Λόρα τη Μάριαν. «Δε νομίζω ότι θα έβρισκε ποτέ το θάρρος να επιχειρήσει να μας πειράξει», απάντησε η Μάριαν. «Ίσως να έχεις δίκιο», παρενέβη ο Φίλιπ. «Όμως δε νομίζω ότι πρέπει να βιαστείς να κατηγορήσεις κάποιον. Πάντως, πρέπει να καταγγείλεις το περιστατικό, Μάριαν. Δε θέλω να σε τρομάξω», πρόσθεσε προσεκτικά ο Φίλιπ. «Αλλά ίσως να έχει κάποια σχέση με τις έρευνες της αστυνομίας σχετικά με τους πρόσφατους φόνους».

Η Μάριαν χλόμιασε. «Το σκέφτηκα κι εγώ, όμως δεν ήθελα να το πω», σχολίασε η Τζο. «Δεν έχω πάει στο κολέγιο μετά το ατύχημα και τώρα μεσολαβούν οι διακοπές του Πάσχα, όμως όσοι έχουν απομείνει στις εστίες είναι τελείως σαλταρισμένοι με όσα συμβαίνουν». «Ξέρω τουλάχιστον δύο κορίτσια που γύρισαν στις οικογένειές τους μέχρι να κλείσει αυτή η υπόθεση. Υπό κανονιές συνθήκες, θα έμεναν στην Οξφόρδη για να μελετήσουν στη διάρκεια των διακοπών», πρόσθεσε η Μάριαν. «Δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι», είπε η Λόρα αναστενάζοντας και κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι από τον καναπέ. «Νομίζω ότι όλες πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεκτικές». «Αυτά τα πράγματα σχεδόν τα συνηθίζεις στη Νέα Υόρκη», σχολίασε η Τζο. «Όμως, δεν ξέρω, νόμιζα ότι η Οξφόρδη θα ήταν...» «Η Οξφόρδη είναι αναμφίβολα όμορφο μέρος», είπε ο Φίλιπ. «Όμως οι άνθρωποι είναι ίδιοι με αυτούς που ζουν στο Μπρονξ ή στο Τιμπουκτού». «Δηλαδή, πιστεύετε ότι πρέπει να πάω στην αστυνομία;» ρώτησε η Μάριαν. «Ναι, έτσι πιστεύω», απάντησε ο Φίλιπ χωρίς δισταγμό. «Μάλλον πρόκειται για κάποιο αρρωστημένο αστείο, όμως η Σήμανση θα θέλει να του ρίξει μια ματιά, για κάθε ενδεχόμενο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24

Τ Α ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ σ τ ε γ ά ζ ο ν τ α ι σ' έ ν α σ ύ γ χ ρ ο ν ο κτί-

ριο, περιτριγυρισμένο από εντυπωσιακούς, περιποιημένους κήπους, στην αναπτυγμένη περιοχή του Κιου, κοντά στον Τάμεση, στα δυτικά του Κεντρικού Λονδίνου. Εδώ, μια μέτρια κατοικία στοιχίζει όσο μια σειρά από σπιτάκια με κήπους στο Σέφιλντ και οι κάτοικοι έχουν υψηλά εισοδήματα και τις ανάλογες καριέρες. Για τα μέτρα του Λονδίνου, τουλάχιστον, οι δεντροφυτεμένοι δρόμοι είναι καθαροί και ασφαλείς, οι καφετέριες και τα καταστήματα συντηρούνται από οικογένειες που ντύνονται με επώνυμα ρούχα, ενώ τα παιδιά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία και περνούν το χρόνο τους συντροφιά με τις Αμερικανίδες και Σουηδέζες νταντάδες τους. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία ιδρύθηκαν με απόφαση της Βουλής το 1838, φιλοξενούν ορισμένα από τα πιο σπάνια έγγραφα που συντάχθηκαν ποτέ. Σε αυτά περιλαμβάνονται το πρωτότυπο κείμενο της πρώτης απογραφής στην Αγγλία, το 1086, τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 1275, ένας κατάλογος των κοσμημάτων της Ελισάβετ Α', η διαθήκη του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, η ομολογία του Γκάι Φοκς* και τα πρακτικά * Άγγλος στρατιώτης (1570-1606), ο οποίος συμμετείχε στη Συνωμοσία της

του πολεμικού συμβουλίου του Τσόρτσιλ από τη Μάχη της Αγγλίας. Εδώ φυλάσσονται, επίσης, τα αρχεία από τις ε'ρευνες που πραγματοποίησε η αστυνομία από τα πρώτα χρόνια της οργάνωσης της. Η Λόρα και ο Φίλιπ πληροφορήθηκαν με έκπληξη ότι τα αρχεία της αστυνομίας βρίσκονταν αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς φακέλους, στους οποίους θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση μέσω μιας σειράς τερματικών στο αναγνωστήριο. Το σύστημα ήταν παρόμοιο μ' εκείνο της Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης κι έτσι δεν άργησαν να βρουν τον τρόπο που λειτουργούσε. Ο Φίλιπ άνοιξε το φάκελο του 1851 και ζήτησε από το σύστημα να εντοπίσει τα αρχεία με θέμα «έρευνες φόνων στην Οξφόρδη». Υπήρχαν τριάντα επτά έγγραφα κατά χρονολογική σειρά, βάσει της ημερομηνίας έναρξης της έρευνας. Πληκτρολόγησε τη λέξη «Ιούνιος». Δύο έρευνες είχαν ξεκινήσει εκείνο το μήνα. Η πρώτη ήταν αποθηκευμένη σε ένα αρχείο με μέγεθος μόλις 22 κιλομπάιτ, ενώ η άλλη καταλάμβανε 231 κιλομπάιτ. Ο Φίλιπ επέλεξε το δεύτερο αρχείο, με το σκεπτικό ότι η έρευνα των φόνων που άρχισαν να διαπράττονται στην Οξφόρδη εκείνο το μήνα πρέπει να ήταν μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις της τοπικής αστυνομίας. Το αρχείο άνοιξε και διάβασαν τον τίτλο: «Έρευνα των Συνδεόμενων Φόνων των Μόλι Γουίδερσπουν, Σίνθια Πέιτζ, Έντουαρντ Μέικπις και Λουσίντα Γκάμπλινγκ, κατοίκων Οξφόρδης, μεΙΙυρίτιδας, που επρόκειτο να εκδηλωθεί στις 5 Νοεμβρίου 1605. Η συνωμοσία αυτη περιλάμβανε την απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Ιακώβου Α' της Αγγλίας, της οικογενείας του και των μελών της αριστοκρατίας. Ξεσκεπάστηκε, όμς την ώρα που έφτανε στην πόρτα, ο Προσήλυτος ήταν ένα βήμα πίσω του. Η Τζο κράτησε την πόρτα ανοιχτή και την έκλεισε με δύναμη μόλις μπήκε μέσα ο Τομ. Ο Προσήλυτος είχε πέσει επάνω της και την έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη. «Το σύρτη!» φώναξε ο Τομ καθώς έριχνε το σώμα του πάνω στο ξύλο. Η Τζο κατάφερε να σπρώξει το σύρτη στη θέση του. Έτρεμε, βρισκόταν στα πρόθυρα της υστερίας· τα μάτια της ήταν αλαφιασμένα, τα μάγουλά της είχαν στεγνώσει από αίμα.

Ο Προσήλυτος άρχισε να σφυροκοπά την πόρτα με απίστευτη δύναμη. Ένα από τα ξύλα υποχώρησε. Η Τζο ούρλιαξε. «Βγες έξω, Τζο», της φώναξε ο Τομ. «Βγες έξω... πήδα... κάνε ό,τι νομίζεις... μονάχα βγες έξω». «Μα...» «Φύγε!» Η Τζο έπιασε το παράθυρο και προσπαθούσε να ανοίξει το μάνταλο, όμως τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Παλεύοντας να αντισταθεί στη ναυτία που της προκαλούσε ο πανικός, κατάφερε να ανοίξει το παράθυρο τη στιγμή που ένα γαντοφορεμένο χέρι περνούσε ανάμεσα από τα τσακισμένα ξύλα και έψαχνε στα τυφλά το σύρτη. Ο Τομ άρπαξε το πιο κοντινό αντικείμενο, ένα βαρύ γυάλινο βάζο και το κατέβασε με δύναμη πάνω στα δάχτυλα του Προσήλυτου. Με ικανοποίηση, άκουσε μια πνιχτή κραυγή πίσω από την πλαστική μάσκα και το γαντοφορεμένο χέρι αποτραβήχτηκε. Ο Τομ υποχώρησε προς το παράθυρο, την ώρα που η πόρτα θρυμματιζόταν από μια μανιασμένη κλοτσιά. Ο Προσήλυτος ήξερε ότι ο προκαθορισμένος χρόνος είχε περάσει, οι αστρολογικές συνθήκες είχαν αλλάξει, όμως πλέον των ωθούσε η οργή και η δίψα του για αίμα. Όρμησε καταπάνω τους.

Ο Μονρό έστριψε από τον κεντρικό δρόμο στην οδό Ρίντλεϊ. Μπροστά τους διέκριναν τρία περιπολικά με τα φώτα σβηστά. Έσβησε κι εκείνος τα φώτα του αυτοκινήτου του και άφησε το αμάξι να τσουλήσει μέχρι εκεί. Τέσσερις αστυνομικοί, ντυμένοι με αλεξίσφαιρα γιλέκα, κράνη και επωμίδες, οπλισμένοι με καραμπίνες, πλησίαζαν στο πλάι

του σπιτιού. Δύο από αυτούς έφυγαν τρέχοντας προς τα εμπρός, ενώ οι άλλοι δύο τους κάλυπταν. Η Λόρα προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα πριν ακόμα σταματήσει το αυτοκίνητο. Ο Μονρό την άρπαξε από το μπράτσο. «Μην κάνεις καμιά βλακεία. Οι άντρες μου εισβάλλουν αυτή τη στιγμή... δε θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους...» Η Λόρα τράβηξε έξαλλη το χέρι της. «Αν νομίζεις ότι...» «Αν μπεις εκεί μέσα μπορεί να σκοτωθείς», φώναξε ο Μονρό. «...Ίσως προκαλέσεις το θάνατο της κόρης σου... Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει... Αυτό θέλεις;» Ξαφνικά, η Λόρα σταμάτησε να χτυπιέται και έφερε τις παλάμες στο πρόσωπο της. «Ω, Θεέ μου», είπε. Ο Φίλιπ την αγκάλιασε. Ο Μονρό κατέβηκε αμέσως και έτρεξε προς το πλησιέστερο περιπολικό. Ο αστυφύλακας Σμιθ ήταν εκεί και μιλούσε στον ασύρματο του. Ο Μονρό ετοιμαζόταν να τον διατάξει να περάσει στην πίσω πλευρά του σπιτιού, όταν ένας δυνατός κρότος τούς έκανε να σηκώσουν τα κεφάλια προς το παράθυρο του υπνοδωματίου. Ακολούθησε μια διαπεραστική κραυγή. «Τζένκινς... αναφορά», ούρλιαξε ο Μονρό στον ασύρματο του. Καμία απάντηση. «Σμιθ, ξεκίνα, πήγαινε από εκείνη την πλευρά». Ο Μονρό τράβηξε το περίστροφο του και έτρεξε στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Τ η στιγμή που έφταναν στις σκιές οι οποίες σχηματίζονταν στο πλάι του σπιτιού, το παράθυρο του επάνω ορόφου άνοιξε διάπλατα. Κάτι το είχε σπρώξει προς τα έξω με τόση δύναμη, ώστε τινάχτηκε στους μεντεσέδες του. Η Λόρα είδε τη σκηνή μέσα από το αυτοκίνητο του Μονρό και πετάχτηκε έξω, τρέχοντας προς

τον κήπο πριν προλάβει να χη σταματήσει ο Φίλιπ. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε χο πρόσωπο χης Τζο να ξεπροβάλλει στο άνοιγμα. Προσπαθούσε να βγει όπως όπως από το παράθυρο, όταν αντήχησαν τρεις πυροβολισμοί. Οι απανωτοί κρότοι ακούστηκαν από το κέντρο του σπιτιού. Ο πρώτος, λίγο μετά ο δεύτερος, ύστερα ε'νας τρίτος. Η Λόρα έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Όταν τα άνοιξε και πάλι, η Τζο είχε εξαφανιστεί. Το σώμα του Προσήλυτου κειτόταν μπρούμυτα στο κατώφλι του υπνοδωματίου- έμοιαζε με λευκή και κόκκινη μαριονέτα. Το πίσω μέρος του κράνους του είχε γίνει θρύψαλα και είχε βαφτεί πορφυρό, ενώ δύο τρύπες φανέρωναν το σημείο όπου ισάριθμες σφαίρες καρφώθηκαν στο σώμα του, ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Τριγύρω υπήρχαν σπασμένα ξύλα. Ο Τομ και η Τζο μιλούσαν στον Μονρό τη στιγμή που η Λόρα και ο Φίλιπ έφτασαν τρέχοντας στο δωμάτιο. Η Λόρα έπεσε πάνω στην κόρη της και την αγκάλιασε. Ο Φίλιπ ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο του Τομ. «Καλά τα κατάφερες», είπε. «Τίποτα δε συγκρίνεται με ένα καλοδουλεμένο κομμάτι ιτιάς στη δύσκολη στιγμή», απάντησε ο Τομ με κάπως τρεμάμενη φωνή. Ο Φίλιπ φάνηκε απορημένος. «Πέρασα όλο το βράδυ κρατώντας ένα μπαστούνι του κρίκετ. Μετά τη διάρρηξη, ήθελα να είμαι έτοιμος για τα πάντα». «Μπράβο σου», απάντησε ο Φίλιπ. Πήγε στο σημείο όπου η Λόρα και η Τζο συνέχιζαν να είναι αγκαλιασμένες. Πήρε την κόρη του στην αγκαλιά του και φίλησε το κλαμένο της πρόσωπο. Ύστερα πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο της και τράβηξε τη Λόρα κοντά τους. «Ευτυχισμένη οικογένεια», είπε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46

Λος Άντζελες, 2 μέρες αργότερα Ο ΨΗΛΟΣ, ΑΔΎΝΑΤΟς ΑΝΤΡΑΣ που φορούσε φαρδύ σορτς και έ-

να πλατύγυρο καπέλο βγήκε στον εκτυφλωτικό ήλιο ενός τέλειου καλιφορνέζικου πρωινού. Στην παραλία επικρατούσε ησυχία. Ή τ α ν ακόμα πολύ νωρίς και δεν είχαν ανοίξει οι μικροπωλητές τις καντίνες τους. Διασχίζοντας το ξύλινο μονοπάτι στην άκρη της Βένις Μπιτς, περπάτησε ξυπόλυτος πάνω στη λεπτή, ζεστή άμμο μέχρι το νερό. Εκεί σταμάτησε, έκανε μεταβολή και κοίταξε το ευρύχωρο σπίτι λίγα μέτρα από την ακτή, που άστραφτε στον ήλιο, καθώς ήταν βαμμένο άσπρο και περιτριγυριζόταν από μπαλκόνια προστατευμένα με ατσάλι και γυαλί. Ύστερα κάθισε στην άμμο για να χαζέψει τον ωκεανό. Το κινητό του χτύπησε. Κοίταξε την οθόνη και διάβασε το μήνυμα που είχε λάβει. Έγραφε: «Αποστολή εξετελέσθη. Τελευταία κοπέλα σώθηκε. Δάσκαλος και μαθητής αμφότεροι νεκροί. Σας εύχομαι αιώνια ευτυχία. Μπραντγουόρντιν». Ο Τσάρλι Τάκερ χαμογέλασε και έστρεψε το βλέμμα του στα κύματα. Δεν ήταν εύκολο να σκηνοθετήσει το θάνατο του στο Λονδίνο, όμως ως ηγέτης των Φυλάκων είχε ποικιλία πόρων στη διά-

θεοί] του. Οι αστυνομικοί και το πλήρωμα του ασθενοφόρου που είχαν εμφανιστεί στη σκηνή της «δολοφονίας» του ήταν πιστά μέλη της αδελφότητας. Είχαν φέρει σε πέρας την αποστολή τους με απόλυτη επιτυχία ενώ, την ώρα που ο ίδιος άρχιζε να συνηθίζει τον ήλιο της Καλιφόρνια, κάποιοι άλλοι φρόντισαν ώστε να ενταφιαστεί στο Κρόιντον ένα άδειο φέρετρο. Αισθανόταν άσχημα που είχε βάλει τη Λόρα σε κίνδυνο, όμως, όπως της είχε πει στο DVD που της άφησε, ούτως ή άλλως είχε επιλέξει η ίδια να μπλέξει σε αυτή την υπόθεση. Υπήρχαν πολλά πράγματα για τα οποία χρωστούσε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Μπραντγουόρντιν του 21ου αιώνα. Αυτό ήταν το κωδικό όνομα που χρησιμοποιούσε ο πλέον έμπιστος σύντροφος του στην αδελφότητα των Φυλάκων, ο Μάλκολμ Μπρίτζες. Ο Μάλκολμ είχε αναλάβει την πιο επικίνδυνη αποστολή απ' όλους και είχε διακινδυνεύσει τα πάντα. Η αδελφότητα τον είχε τοποθετήσει στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και στην Οξφόρδη προκειμένου να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των αποκρυφιστών, ακριβώς όπως ο Τζον Γουίκινς είχε τοποθετηθεί στο Κέμπριτζ πριν από σχεδόν τρεισήμισι αιώνες για να παρακολουθεί τον Νεύτωνα. Δεν είχε πολλά περιθώρια για να ενημερώσει τις Αρχές. Έτσι, ενήργησε όπως είχαν ενεργήσει όλοι οι Φύλακες στην πορεία των αιώνων: παρατηρούσε και περίμενε, έπιανε φιλίες και εισχωρούσε στις τάξεις του αντιπάλου όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς να προκαλεί υποψίες για την πανάρχαια οργάνωση της οποίας ήταν μέλος. Ο Τσάρλι το κατανοούσε αυτό, επειδή και ο ίδιος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο - είχε χρησιμοποιήσει τρίτους, τους είχε οδηγήσει στο να κάνουν πράγματα που ήθελε αυτός να κάνουν. Έτσι, παρότι βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ο Μπρανι-

γουόρντιν-Μπρίτζες τον κρατούσε ενήμερο για όλες τις εξελίξεις. Γνώριζε ότι ο Λάιτμαν είχε αποφασίσει να εξαφανιστεί. Ο καθηγητής είχε χρησιμοποιήσει παρόμοιες τακτικές με τις δικές του, σκηνοθέτησε την εξαφάνισή του, και μάλιστα με τόση λεπτομέρεια, ώστε εξασφάλισε και μάρτυρα που θα βεβαίωνε ότι είδε τη σκηνή της απαγωγής. Επίσης, γνώριζε ότι η Λόρα και ο Φίλιπ είχαν κατέβει στο λαβύρινθο. Έχοντας υποχρεωθεί να παρακολουθεί από μακριά, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει ότι τους είχε δώσει αρκετές πληροφορίες ώστε να φτάσουν εκεί με ασφάλεια, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του θέση. Τώρα μάθαινε ότι η Τζο ήταν ασφαλής και ότι οι Λάιτμαν και Σπένσερ ήταν νεκροί. Αναστέναξε, έφερε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε το πολύτιμο αντικείμενο που πλέον κρατούσε συνεχώς επάνω του: μια τέλεια ρουμπινένια σφαίρα. Τ η σήκωσε στο φως, παρατηρώντας τις λεπτές γραμμές των ιερογλυφικών που είχαν αποτυπωθεί συμπυκνωμένα πάνω στη σπείρα η οποία εκτεινόταν ανάμεσα στους δύο πόλους. Ο ήλιος χόρεψε για λίγο πάνω στο ανεκτίμητο αντικείμενο. Ο Τσάρλι Τάκερ έβαλε ξανά τη σφαίρα στην τσέπη του και έστρεψε το βλέμμα του στον κρυστάλλινο, βαθυγάλαζο ωκεανό, ικανοποιημένος με την πορεία του κόσμου.

ΤΑ Γ Ε Γ Ο Ν Ο Τ Α Π Ι Σ Ω Α Π Ο Τ Ο Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α

Η Ισημερία αποτελεί μυθιστόρημα και ως τέτοιο είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα. Ό μ ω ς ορισμένα στοιχεία της υπόθεσης βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Στις επόμενες σελίδες αναφέρονται επιλεκτικά ορισμένα από αυτά τα στοιχεία και η αλήθεια που κρύβεται πίσω τους.

Αλχημεία Η αλχημεία θεωρείται πρόδρομος της σύγχρονης χημείας. Αποτέλεσε πεδίο πρακτικής εφαρμογής επί χιλιάδες χρόνια και συνεχίζει να έχει οπαδούς ως τις μέρες μας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αλχημεία έχει τις ρίζες της σε πραγματικά πανάρχαιες εποχές και ότι πρόσωπα όπως ο Μωυσής είχαν μυηθεί στα μυστικά της, όμως αυτό μάλλον είναι υπερβολή. Γνωρίζουμε ότι η αλχημεία έχει ιστορία τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών, επειδή υπάρχουν αναφορές στο έργο αλχημισταίν από την αρχαία Κίνα και την Αλεξάνδρεια - στην τελευταία, μεγάλο μέρος των αλχημιστικών κειμένων καταστράφηκε στις αρχές του 5ου αιώνα από τον πατριάρχη Θεόφιλο. Οι αρχαίοι Κινέζοι

έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αλχημεία και μάλιστα πιστεύεται ότι είχαν ανακαλύψει την πυρίτιδα αιώνες πριν ανακαλυφθεί εκ νέου στην Ευρώπη από το σπουδαίο φιλόσοφο του 13ου αιώνα, Ρότζερ Μπέικον. Οι αρχαίοι Κινέζοι κρατούσαν, επίσης, αρχεία των αλχημιστικών πειραμάτων που εκτελούσαν πάνω στους κατάδικους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωα. Οι αλχημιστές πίστευαν ότι μπορούσαν να ανακαλύψουν ένα μαγικό υλικό το οποίο ονομάστηκε φιλοσοφική λίθος, μια ουσία ικανή να μεταμορφώσει οποιοδήποτε μέταλλο σε χρυσάφι. Για το σκοπό αυτό, πολλές χιλιάδες άντρες και γυναίκες κόπιασαν χρόνια ολόκληρα σε σκοτεινά, υγρά εργαστήρια, κυνηγώντας αυτό το στόχο. Οι αλχημισιές πίστευαν πραγματικά σε αυτό που έκαναν και πολλοί ανέπτυξαν εμμονή με την τέχνη τους. Ο σπουδαίος ψυχολόγος Καρλ Γιουνγκ γοητεύτηκε από την αλχημεία και συνειδητοποίησε ότι οι διαδικασίες που ακολουθούσαν οι αλχημιστές στα εργαστήριά τους ήταν, στην πραγματικότητα, τελετές που συνδέονταν με κάποιας μορφής θρησκευτική εμμονή. Ουσιαστικά, οι αλχημιστές επιχειρούσαν να μεταμορφώσουν τις δικές τους ψυχές, καθώς προσπαθούσαν να μετατρέψουν ταπεινά μέταλλα σε χρυσό. Η διαδικασία αυτή θυμίζει κάπως οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική πρακτική, μέσω της οποίας ο μυημένος προσπαθεί να αγγίξει την τελειότητα ή να ανακαλύψει το «θησαυρό» που κρύβει μέσα του. Οι αλχημιστές εν μέρει αντιλαμβάνονταν αυτή την πτυχή των προσπαθειών τους, όμως συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε να έχουν «αγνό πνεύμα» προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους και πολλοί πέρασαν χρόνια προετοιμαζόμενοι πνευματικά για το έργο τους.

Ορισμένοι σύγχρονοι αποκρυφισιές επιμένουν ακόμα ότι η αλχημεία είναι πραγματική επιστήμη και επιχειρούν να συνδέσουν την αλχημεία με τη σύγχρονη κβαντομηχανική, την επιστημονική θεωρία η οποία περιγράφει τον υποατομικό κόσμο. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία σχέση. Η κβαντομηχανική είναι μια σαφής επιστήμη, η οποία στηρίζεται σε πειραματικά στοιχεία σχεδόν ενός αιώνα, ενώ αντίθετα η αλχημεία στηρίζεται στην πλάνη ότι η μεταμόρφωση ενός ταπεινού μετάλλου σε χρυσό μπορεί να συντελεστεί μέσα σε ένα καμίνι. Το σημαντικότερο είναι ότι η κβαντομηχανική μάς προσφέρει πραγματική, απτή τεχνολογία, όπως τα λέιζερ, η τηλεόραση και η μικροηλεκτρονική. Η αλχημεία είναι εντελώς υποκειμενική και δε διαθέτει λογική βάση. Η αλχημεία είναι πολύ δύσκολο αντικείμενο μελέτης, ακριβώς επειδή αποτέλεσε ιδιότυπη πρακτική. Κάθε αλχημιστής είχε τις δικές του μεθόδους για την ανακάλυψη αυτού που θεωρούσε ότι ήταν η φιλοσοφική λίθος. Τα παλαιότερα γνωστά κείμενα πάνω στο θέμα αυτό φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια. Με βάση όσα από τα χειρόγραφα αυτά διασώθηκαν από την καταστροφή της βιβλιοθήκης, Άραβες φιλόσοφοι του 7ου και 8ου αιώνα ανέπτυξαν μια περισσότερο προηγμένη αλχημιστική θεώρηση. Αυτές οι ιδέες πέρασαν στην Ευρ6)πη γύρω στον 11ο αιώνα και η αλχημεία σύντομα έγινε δημοφιλής σε ολόκληρη την ήπειρο. Πέντε αιώνες αργότερα υπήρχαν εκατοντάδες περιφερόμενοι μάγοι οι οποίοι έβρισκαν δουλειά κοντά σε εύπιστους, εύπορους εμπόρους και Ευρωπαίους ευγενείς. Εκατοντάδες αλχημιστές έγραψαν βιβλία σχετικά με τις τεχνικές που χρησιμοποίησαν, όμως απέκρυψαν εσκεμμένα το νόημά τους, χρησιμοποιώντας είτε κώδικες είτε ποιητική γλώσσα,

ώστε να μην μπορέσουν άλλοι αλχημιστές να τους αντιγράψουν. Ένας άλλος λόγος που έκρυψαν τις ανακαλύψεις τους με τους τρόπους αυτούς ήταν για να συγκαλύψουν το γεγονός ότι είχαν αποτύχει παταγωδώς στην επίτευξη του στόχου τους. Το 1404, ο Άγγλος βασιλιάς Ερρίκος Δ' κήρυξε την εξάσκηση της αλχημείας έγκλημα, το οποίο μάλιστα επέσειε την ποινή του θανάτου, επειδή υπήρχε η άποψη ότι αν κατόρθωνε ένας αλχημιστής να μετατρέψει κάποιο απλό μέταλλο σε χρυσό, αυτό θα ανέτρεπε την καθεστηκυία τάξη, καθώς η κυκλοφορία τεράστιων ποσοτήτων χρυσού θα αποσταθεροποιούσε το οικονομικό σύστημα. Αργότερα, όμως, η Ελισάβετ Α' στράφηκε στους αλχημιστές σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα ταμεία του κράτους. Ένας από τους αγαπημένους της ήταν ο Τζον Ντι, ο οποίος υπήρξε προικισμένος φυσικός φιλόσοφος, καθώς και αποκρυφιστής. Οι αλχημιστές δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα επιτυχίας, αφού επιχειρούσαν να μεταβάλουν τις βασικές δομές της ύλης χρησιμοποιώντας απλώς ένα καμίνι και κάποια μείγματα απλών χημικών ουσιών. Η μεταστοιχείωση είναι εφικτή στις μέρες μας μόνο στην καρδιά των πυρηνικών αντιδραστήρων, όπου μεγάλα άτομα διασπώνται σε μικρότερα σωματίδια στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ονομάζεται «πυρηνική διάσπαση». Εντούτοις, παρότι είναι πλέον εφικτό να παραχθεί χρυσός από άλλα μέταλλα, οι ποσότητες ενέργειας που απαιτούνται (και επομένως το ενεχόμενο κόστος) υπερβαίνουν κατά πολύ την αξία του παραγόμενου υλικού στο τέλος της διαδικασίας. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές ήταν πολύ απλές. Συνήθως ξεκινούσαν αναμειγνύοντας σε ένα γουδί τρεις ουσίες: κάποιο μετάλλευμα, συνήθο>ς ακάθαρτο σίδηρο, ένα δεύτε-

ρο μέταλλο (συχνά μόλυβδο ή υδράργυρο) και κάποιο οξύ οργανικής προέλευσης, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κιτρικό οξύ από φρούτα ή λαχανικά. Αναμείγνυαν τα υλικά αυτά μέχρι και για έξι μήνες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την τέλεια συνένωσή τους, και στη συνέχεια θέρμαιναν το μείγμα προσεκτικά σε ένα καμίνι. Η θερμοκρασία αυξανόταν πολυ αργά, μέχρις ότου έφτανε σε ένα ιδανικό σημείο, στο οποίο διατηρούνταν για δέκα μέρες. Η διαδικασία αυτή ήταν επικίνδυνη και μάλιστα παράγονταν τοξικές αναθυμιάσεις. Πολλοί αλχημιστές οι οποίοι εργάζονταν σε στενόχωρα δωμάτια χωρίς εξαερισμό υπέκυψαν από δηλητηρίαση που προκλήθηκε από τις αναθυμιάσεις του υδραργύρου, ενώ άλλοι οδηγήθηκαν σιαδιακά στην παράνοια λόγω της δηλητηρίασης από το μόλυβδο ή τον υδράργυρο. Μόλις ολοκληρωνόταν η διαδικασία θέρμανσης, το υλικό που υπήρχε στο καμίνι λαμβανόταν και διαλυόταν σε κάποιο οξύ. Πολλές γενιές αλχημιστών πειραματίστηκαν με διαφορετικά είδη διαλυτικών και με τον τρόπο αυτό ανακαλύφθηκε το νιτρικό, το θειικό και το αιθυλικό οξύ. Όταν πλέον το υλικό διαλυόταν με επιτυχία στο οξύ, το επόμενο βήμα ήταν η εξάτμιση και η ανασύνθεσή του, δηλαδή η διύλισή του. Η διαδικασία της διύλισης ήταν το πλέον δύσκολο και χρονοβόρο στάδιο και συνήθως ο αλχημιστής έκανε χρόνια μέχρι να καταλήξει σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Επρόκειτο για ένα ακόμα επικίνδυνο στάδιο, καθώς η φωτιά στο εργαστήριο δεν έσβηνε ποτέ και βεβαίως τα ατυχήματα ήταν συχνά. Εφόσον ο πειραματιστής δε γινόταν παρανάλωμα του πυρός και το υλικό δε χανόταν εξαιτίας κάποιας λανθασμένης πειραματικής τεχνικής, τότε ξεκινούσε το επόμενο βήμα, ένα στάδιο που

είχε σαφέστατη σχέση με το μυστικισμό. Συμφωνά με τα περισσότερα αλχημιστικά κείμενα, η στιγμή κατά την οποία έπρεπε να τερματιστεί η απόσταξη καθοριζόταν από κάποιο «σημάδι». Κάθε εγχειρίδιο αλχημείας έδινε διαφορετικές πληροφορίες σχετικά με το πότε ή το πώς θα συνέβαινε αυτό, οπότε ο άμοιρος αλχημιστής απλώς περίμενε μέχρι τη στιγμή που εκείνος θεωρούσε καταλληλότερη για να σταματήσει την απόσταξη και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Το υλικό, στη συνέχεια, αφαιρούνταν από τη συσκευή απόσταξης και τότε προστίθετο κάποιος οξειδωτικός παράγοντας. Συνήθως ήταν νιτρικό κάλιο, ουσία σίγουρα γνωστή στους αρχαίους Κινέζους και πολύ πιθανόν στους Αλεξανδρινούς. Αυτό, συνδυασμένο με θείο που υπήρχε στο μετάλλευμα και άνθρακα από το οργανικό οξύ, έδινε ένα, κυριολεκτικά, εκρηκτικό μείγμα: πυρίτιδα. Πολλοί αλχημιστές που κατάφεραν να επιβιώσουν από τις δηλητηριάσεις και τις φωτιές, τελικά ανατινάχθηκαν μαζί με τα εργαστήριά τους. Εκείνοι που κατόρθωσαν να επιβιώσουν απ' όλα αυτά τα βήματα ήταν σε θέση να προχωρήσουν στα τελικά στάδια, όπου το μείγμα σφραγιζόταν σε ειδικό δοχείο και θερμαινόταν προσεκτικά. Μετά την ψύξη του υλικού, παρατηρούνταν σε ορισμένες περιπτώσεις ένα λευκό στερεό το οποίο ήταν γνωστό ως λευκή λίθος, ικανό, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι, να μεταμορφώσει απλά μέταλλα σε ασήμι. Το πλέον φιλόδοξο στάδιο, κατά το οποίο παραγόταν μια κόκκινη στερεή ουσία ονομαζόμενη «ερυθρό ρόδο», μέσω της θέρμανσης και εν συνεχεία της ψύξης και του καθαρισμού του αποστάγματος, υποτίθεται ότι οδηγούσε στην παραγωγή της περίφημης φιλοσοφικής λίθου.

Όλα αυτά τα στάδια παρουσιάζονταν στη σχετική βιβλιογραφία αλληγορικά και κρύβονταν πίσω από μυστικιστικές εκφράσεις και απόκρυφες έννοιες. Έτσι, η ανάμειξη των αρχικών ουσιών και η ένωσή τους με τη χρήση θερμότητας περιγράφονταν ως «η σύγκρουση δύο δράκων». Με τον τρόπο αυτό, τα αρσενικά και θηλυκά στοιχεία των ουσιών, τα οποία συμβολίζονταν με ένα βασιλιά και μια βασίλισσα, απελευθερώνονταν και στη συνέχεια ανασυνδέονταν ή «παντρεύονταν». Αυτό ήταν το σκεπτικό ενός από τα διασημότερα αλχημιστικά βιβλία, του αλληγορικού ρομάντσου 0 Χημικός Γάμος, το οποίο, σε ένα επίπεδο, έχει ερμηνευθεί ως περιγραφή της διαδικασίας μεταμόρφωσης. Η αλχημεία στηριζόταν σε μύθους, όμως έφερε πρακτικά αποτελέσματα. Οι αλχημιστές εφηύραν ή βελτίωσαν πολλές τεχνικές, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων θέρμανσης, έκχυσης, ανακρυστάλλωσης και εξάτμισης, και υπήρξαν πρωτοπόροι στη χρήση μιας εκτενέστατης σειράς χημικών εξαρτημάτων, μεταξύ των οποίων συσκευές θέρμανσης και εξειδικευμένα γυάλινα δοχεία. Διαδοχικές γενιές αλχημιστών βελτίωσαν την τεχνική της απόσταξης που αρχικά εφάρμοσαν οι μάγοι της Αλεξάνδρειας πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα, κανένα εργαστήριο χημείας δε θα θεωρούνταν πλήρες χωρίς μια συσκευή απόσταξης. Μάλιστα, ο ίδιος εξοπλισμός, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, χρησιμοποιείται για τη διύλιση του πετρελαίου και το διαχωρισμό στα διάφορα συστατικά του. Σχετική βιβλιογραφία: Michael White, Isaac Newton: The Lasl Sorcerer, εκδ. Fourth Estate, 1997.

Αστρολογία Σύμφο>να με τους περισσότερους ιστορικούς, οι ρίζες της σύγχρονης δυτικής αστρολογίας ανάγονται στη Μεσοποταμία, γύρω στο 4000 π.Χ. Οι αρχαίοι εφηύραν το σύστημα των ζωδίων όπως περίπου το γνο)ρίζουμε σήμερα, χωρίζοντας τον ουρανό σε δώδεκα ασιερισμους. Οι βασικές αρχές αυτής της αρχαίας τέχνης υιοθετήθηκαν στη συνέχεια από τους Έλληνες και εδραιώθηκαν, αποτελώντας σημαντικό στοιχείο της φιλοσοφικής θεώρησης εκείνης της εποχής. Ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης ασχολούνταν με την αστρολογία, ενώ ο μεγάλος Έλληνας κατακτητής και μαθητής του Αριστοτέλη, ο Μέγας Αλέξανδρος, έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτή. Με την έλευση του χριστιανισμού, η αστρολογία πέρασε στο περιθώριο. Ωστόσο, ορισμένοι από τους πρώτους ηγέτες της Εκκλησίας υποστήριζαν την αστρολογική σκέψη και μάλιστα επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα αμάλγαμα αστρολογίας και χριστιανικής θεολογίας. Όμως, στην πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, η Εκκλησία αναθεμάτισε τους αστρολόγους και πολλοί από αυτούς κάηκαν στην πυρά με την κατηγορία ότι ήταν αιρετικοί. Ίσως λόγω των θεολογικών αντιδράσεων η αστρολογία πέρασε στο παρασκήνιο και εξελίχθηκε σε αντιεξουσιαστική πρακτική, ακολουθώντας ανάλογη πορεία με πολλές άλλες πτυχές της αποκρυφιστικής παράδοσης, όπως η αλχημεία και η μαντεία. Πολλοί αλχημιστές ήταν επίσης αστρολόγοι και τα δύο αντικείμενα ήταν σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετα, όπως συμβαίνει με τα μέλη του Τάγματος της Μαύρης Σφίγγας στην Ισημερία. Οι περισσότε-

ροι αλχημιστές αναζητούσαν σχέσεις μεταξύ των αλχημιστικών ανακαλύψεων και των ζωδιακών συμβόλων, ενώ θεωρούσαν ότι η αλχημεία και η αστρολογία είχαν κοινές ρίζες στις διδαχές των αρχαίων Αιγυπτίων. Η επιστήμη της αστρονομίας λογικά θα έπρεπε να είχε αποτελέσει την ταφόπλακα της αστρολογίας. Σαφέστατα, η επιστημονική γνώση και η διευρυνόμενη αντίληψη ότι η ανθρωπότητα αποτελεί ένα ασήμαντο είδος μέσα σε ένα σχεδόν άπειρο Σύμπαν μείωσε τη δύναμη της αστρολογίας, όμως υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι πιστεύουν στη σημασία των ζωδίων και ότι οι ζωές τους, με κάποιον τρόπο, καθοδηγούνται από τα άστρα. Πράγματι, η αστρολογία πιθανότατα αποτελεί τη δημοφιλέστερη πτυχή του αποκρυφισμού τον 21ο αιώνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν το ωροσκόπιο τους ή αναφέρουν το ζώδιο τους σε κάποιο πάρτι, χωρίς ουσιαστικά να συνδέουν το θέμα με την παράδοση του αποκρυφισμού. Σύμφωνα με ορισμένες στατιστικές, το 99% των ανθρώπων στις μέρες μας γνωρίζει το ζώδιό του και περίπου το 50% του πληθυσμού διαβάζει συστηματικά το ωροσκόπιο του. Ό μ ω ς οι περισσότεροι επιστήμονες απορρίπτουν την αστρολογία, θεωρώντας ότι εκμεταλλεύεται τις προσδοκίες των αφελών. Επισημαίνουν το γεγονός ότι μια σειρά πειραμάτων έχει αποδείξει πως δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην ημερομηνία γέννησης ενός ανθρώπου και στο χαρακτήρα του ή στην πορεία που θα ακολουθήσει η ζωή του. Υπογραμμίζουν, επίσης, το γεγονός ότι τα περισσότερα ωροσκόπια περιλαμβάνουν φράσεις-κλισέ που θα μπορούσαν να αφορούν τον οποιονδήποτε, όπως: «Σας αρέσουν οι προκλήσεις» ή «Κάποιες φορές αισθάνεστε εξωστρεφείς, άλλες φορές εσωστρεφείς».

Στο πλαίσιο ενός περίφημου πειράματος που στόχο είχε να καταδείξει το πώς αυτού του είδους οι φράσεις μπορούν να ερμηνευθούν -όπως και συμβαίνει- κατά τρόπο που να ταιριάζει στο άτομο που διαβάζει το ωροσκόπιο του, ε'νας Γάλλος επιστήμονας, ο Μισε'λ Γκοκλέν, δημοσίευσε μια αγγελία στο περιοδικό Ιά Paris, προσφέροντας δωρεάν σύνταξη ωροσκοπίου σε όσους απαντούσαν στην αγγελία. Έλαβε εκατόν πενήντα αιτήσεις και απέστειλε τα ωροσκόπια στους ενδιαφερόμενους. Στη συνέχεια τους ζήτησε να του πουν πώς τους φάνηκε το ωροσκόπιο τους. Το 94% απάντησε ότι αντικατόπτριζε με ακρίβεια την προσωπικότητά τους. Αυτό που δεν τους είπε ο Γκοκλέν ήταν ότι είχε στείλει το ίδιο ωροσκόπιο σε όλους, το οποίο, μάλιστα, είχε συνταχθεί για το δόκτορα Πετρουά, ένα διαβόητο Γάλλο δολοφόνο. Η άλλη σοβαρή αντίρρηση ως προς την εγκυρότητα της αστρολογίας είναι αυτή που διατυπώνει η Τζο στις σελίδες του βιβλίου, όταν επισημαίνει ότι τα άστρα δεν έχουν σταθερή θέση στον ουρανό και ότι στη διάρκεια των έξι χιλιάδο^ν ετών από τότε που παρατηρήθηκαν οι αστερισμοί, οι θέσεις τους έχουν μεταβληθεί. Πάντως, η σοβαρότερη αντίρρηση απέναντι στην αστρολογία έχει μια απλή λογική βάση. Η αστρολογία θεμελιώθηκε από σχετικά πρωτόγονους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή αντίληψη για το Σύμπαν. Στο μυαλό των ανθρώπων του 4000 π.Χ., η Γη ήταν ένας μοναδικός τόπος, όπως μοναδική ήταν και η ανθρωπότητα. Θεωρούσαν ότι οι θεοί έλεγχαν κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής και ότι το στερέωμα ήταν απλώς ένα σκηνικό στην πορεία της ανθρωπότητας. Σήμερα, έχουμε τις διδασκαλίες του Δαρβίνου, ενώ αστρονόμοι από τον Γαλιλαίο μέχρι τους ερευνητές του 21ου αιώνα, με τα πλέον προηγμένα ραδιοτηλεσκόπια που διαθέτουν, μας έχουν δείξει ότι η ανθρωπότητα δεν είναι τό-

σο σημαντική στο Σύμπαν και ότι η Γη είναι ένας κόκκος στη διάταξη ενός κοινού γαλαξία που υπάρχει ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλους. Μπροστά σε αυτά τα γεγονότα είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάποια μακρινά άστρα, ορισμένα από τα οποία απέχουν χιλιάδες έτη φωτός από τον κόσμο μας, έχουν την παραμικρή επίδραση στις συντομότατες ζωές μας. Το να πιστεύει κανείς το αντίθετο ίσως να αποτελεί το υπέρτατο παράδειγμα εγωισμού. Σχετική βιβλιογραφία: Terence Hines, Pseudoscience and the Paranormal, εκδ. Prometheus Books, 1988.

Η Μηοντλεϊανή

Βιβλιοθήκη

Είναι η μεγαλύτερη ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη στον κόσμο και πιθανόν η παλαιότερη. Η απαρχή της ανάγεται σε μια συλλογή βιβλίων που ανήκε στον Τόμας Κόμπαμ, επίσκοπο του Γούστερ, και η οποία έγινε δωρεά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τη δεκαετία του 1320. Όταν πέθανα ο Κόμπαμ, τα βιβλία του μπήκαν ενέχυρο, ώστε να πληρωθούν τα έξοδα της κηδείας, όμως αργότερα αγοράστηκαν από το Κολέγιο Όριελ, όπου και παρέμειναν επί σχεδόν τετρακόσια χρόνια. Ένας υφηγητής του Κολεγίου Μέρτον, ονόματι σερ Τόμας Μπόντλεϊ (1545-1613), είχε αναλάβει τη συγκέντρωση πόρων για την οικοδόμηση μιας ανεξάρτητης βιβλιοθήκης για το πανεπιστήμιο. Η συλλογή του Κόμπαμ αποτέλεσε τον πυρήνα αυτής της νέας βιβλιοθήκης, η οποία άνοιξε τις πύλες της το 1602 και πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της, Τόμας Μπόντλεϊ, το 1604.

Σήμερα, η Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη στεγάζεται σε ε'να σύνολο κτιρίων στο κε'ντρο της Οξφόρδης, μεταξύ των οποίων και το κτίριο της νέας βιβλιοθήκης, που ολοκληρώθηκε το 1939. Η πλειονότητα των πέντε εκατομμυρίων βιβλίων που διαθέτει η βιβλιοθήκη φυλάσσεται σε στοές μήκους άνω των εκατό χιλιομέτρων, κάτω από την πόλη της Οξφόρδης. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις στοές αυτές, όμως πιστεύεται ότι άρχισαν να χτίζονται κατά το 18ο αιώνα και έκτοτε επεκτείνονται σταδιακά. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι στοές χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση πολύτιμων έργων τέχνης και αρχαίων τεχνουργημάτων, προκειμένου να προστατευθούν από τις βόμβες της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Απ' ό,τι γνωρίζω, οι στοές ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν για τελετές αποκρυφισμού.

Ρόμπφτ Μηόιλ

(1627-1691)

Μετά τον Νεύτωνα και τον Γαλιλαίο, ο Ρόμπερτ Μπόιλ ίσως να ήταν ο σημαντικότερος επιστήμονας του 17ου αιώνα. Ενδιαφερόταν κυρίως για το αντικείμενο που αργότερα ονομάστηκε χημεία, όμως γνώριζε πολλά σχετικά με τις αλχημιστικές παραδόσεις. Εν πολλοίς, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Μπόιλ ως τον άνθρωπο που γεφύρωσε την αρχαία τέχνη της αλχημείας με τη σύγχρονη επιστήμη της χημείας. Γεννημένος στην Ιρλανδία το 1627, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Βασιλικής Εταιρείας και σεβάσμια μορφή της επιστημονικής κοινότητας του 17ου αιώνα. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στην επιστημονική γνώση ήταν το βιβλίο του Ο Σκεπτικιστής Χημιστής, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1661.

Αριστοκρατικής καταγωγής, ο Μπόιλ ήταν ο δέκατος τέταρτος και μικρότερος γιος του κόμη του Κορκ και επομένως δεν είχε νεαρότερο αδερφό ονόματι Τζέιμς, όπως αναφέρεται στις σελίδες του βιβλίου. Αλλά ήταν ο περιφημότερος επιστήμονας στην Οξφόρδη και διέθετε εργαστήριο στο Κολέγιο Γιουνιβέρσιτι. Σήμερα, μια πλακέτα στον τοίχο του κολεγίου που βλέπει στην οδό Χάι γράφει: Σε ένα σπίτι στο σημείο αυτό, από το 1655 ως το 1668, έζησε ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΟΪΛ Είναι επίσης γνωστό ότι ο Μπόιλ ήταν μέλος μυστικών οργανώσεων, τα μέλη των οποίων συναντιουνταν για να συζητήσουν θέματα αλχημείας και να μοιραστούν γνώσεις γύρω από τον αποκρυφισμό. Γνώριζε καλά τον Ισαάκ Νεύτωνα και ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που θαύμαζε ο λουκασιανός καθηγητής. Ο Ρόμπερτ Μπόιλ ήταν εκείνος που δίδαξε το νεαρό Νεύτωνα ότι έπρεπε να κρατάει μυστικές τις αλχημιστικές του έρευνες για το φόβο ότι θα αποτελούσαν αφορμή να γίνει ο περίγελος της επιστημονικής κοινότητας και ενδεχομένως να έρθει σε ρήξη με την Εκκλησία και το Στέμμα. Σχετική βιβλιογραφία: Lawrence Principe, The Aspiring Adept: Robert Boyle and his Alchemical Quest, εκδ. Princeton University Press, 2000.

Τόμας Μηραντγονόρντιν (ηερ.

1297-1349)

Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Τόμας Μπραντγουόρντιν δεν είναι γνωστή και οι ιστορικοί περιορίζονται σε εικασίες βάσει του γεγονότος ότι πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1321. Εξελίχθηκε σε εξέχουσα μορφή του πανεπιστημίου και κατέλαβε διάφορες σημαντικές θέσεις πριν αποχωρήσει για να ενταχθεί στη βασιλική Αυλή, το 1337. Διορίστηκε επίτροπος του καθεδρικού του Αγίου Παύλου και αργότερα έγινε βασιλικός εφημέριος. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι. Πέθανε στην επιδημία πανώλης που σάρωσε την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1340. Ο Μπραντγουόρντιν δεν ήταν απλώς διάσημος θεολόγος, αλλά και ένας εξαιρετικά ταλαντούχος και προοδευτικός μαθηματικός. Έζησε σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι ακολουθούσαν αναντίρρητα τις διδαχές του Αριστοτέλη, όμως εκείνος αμφισβήτησε πολλές από τις απόψεις του Έλληνα φιλοσόφου. Στην Οξφόρδη, ο Μπραντγουόρντιν ήταν γνωστός ως «βαθυστόχαστος δάσκαλος» και άφησε πίσω του μια σειρά πρωτοποριακών έργων πάνω στη λογική και την επίλυση προβλημάτων.

Το πανδοχείο «Άρκτος», Οξφόρδη Στο βιβλίο, αυτό είναι το πανδοχείο όπου έμεινε ο Νεύτωνας πριν συναντηθεί με τους συντρόφους του από το Τάγμα της Μαύρης Σφίγγας, κάτω από την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη. Το μέρος υ-

πάρχει πράγματι και συμφωνά με το θρύλο πήρε το όνομά του επειδή χτίστηκε πάνω από μια αρκουδοπαγίδα. Είναι μία από τις παλαιότερες παμπ στην Οξφόρδη, καθώς άρχισε να λειτουργεί το 1242.

Το βιβλιοπωλείο του Κούηερ Ο Γουίλιαμ Κούπερ είχε ένα βιβλιοπωλείο στην περιοχή του Λονδίνου που ονομάζεται Μικρή Βρετανία και η οποία φημίζεται για τη λογοτεχνική της παράδοση. Ο Ισαάκ Νεύτωνας πράγματι σύχναζε σε αυτό το βιβλιοπωλείο και ταξίδευε αρκετές φορές στο Λονδίνο για να αγοράσει βιβλία από εκεί. Ο Γουίλιαμ Κούπερ έχαιρε γενικής εκτίμησης, αλλά παράλληλα ήταν γνωστός στους επαΐοντες ως προμηθευτής αποκρυφιστικών κειμένων. Σημαντικός σύνδεσμος του Νεύτωνα, του εξασφάλισε πολλά απαγορευμένα βιβλία όταν ο επιστήμονας άρχισε να πειραματίζεται με την αλχημεία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1670.

Ο σμαραγδένιος πίνακας Για τους αλχημιστές, το κείμενο του σμαραγδένιου πίνακα ήταν ένα από τα πλέον ιερά. Η θρυλική πινακίδα λέγεται ότι ανήκε στο μυθικό Ερμή τον Τρισμέγιστο, τον πατέρα της αλχημείας, και όλοι οι επόμενοι αλχημιστές ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται χρησιμοποιώντας αντίγραφα αντιγράφων του αρχικού κειμένου, τα οποία αλλοιώθηκαν δραματικά με την πάροδο των αιώνων.

Ο λόγος για τον οποίο το κείμενο του σμαραγδένιου πίνακα ήταν τόσο σημαντικό είναι ότι περιείχε μια υποτίθεται δοκιμασμένη μέθοδο για την παραγωγή της φιλοσοφικής λίθου, κάτι σαν εξαιρετικά σύνθετη συνταγή που περνούσε από γενιά σε γενιά. Το πρώτο γνωστό αντίγραφο του κειμένου εμφανίστηκε στη Δύση γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, σε εκδόσεις του κειμένου που είναι γνωστό ως ψευδο-αριστοτέλειο Secretum Secretorum (Μυστικό των Μυστικών) και το οποίο ουσιαστικά είναι μετάφραση του Κιτάμη Σιρ αλ-Ασάρ, ενός βιβλίου με συμβουλές προς βασιλείς, το οποίο μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Γιοχάνες Ισπαλένσις (Ιωάννης ο Ισπανός ή Ιωάννης της Σεβίλης). Το Κιτάμη Σιρ αλΑσάρ, η παλαιότερη γνωστή εκδοχή του κειμένου, πιστεύεται ότι χρονολογείται γύρω στο 800 μ.Χ., όμως ορισμένοι μελετητές ισχυρίζονται ότι προηγήθηκε ένα άλλο έργο, το Κιτάμη Σιρ αΧ-ΚαΧίκα ουά Σαν'ατ αΧ-Ταμηία (ΒιβΧίο τον Μυστικού της Δημιουργίας και της Τέχνης της Φύσης), το οποίο γράφτηκε περίπου το 650 μ.Χ. Η ρουμπινένια σφαίρα που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι εντελώς φανταστική.

Λίαμ'Έθουιτς Το όνομα του συγγραφέα της βιογραφίας του Νεύτωνα που αναφέρεται στο βιβλίο αποτελεί αναγραμματισμό.

Νικόλας Φάτιο. ντε Ντιγιέ

(1664-1753)

Ο Φάτιο ντε Ντιγιέ γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια η οποία

τον παραχάιδεψε στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Απέκτησε σημαντική φήμη για ένα διάστημα στους κύκλους της διανόησης, όμως αυτό δε διήρκεσε πολύ. Έβδομος ανάμεσα στα δώδεκα αδέρφια του, ο Φάτιο μεγάλωσε στην Ελβετία και ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας. Στα δεκαοκτώ του, το 1682, ο Φάτιο ζούσε στο Παρίσι, στηριζόμενος αποκλειστικά στο γενναίο επίδομα που λάμβανε από την οικογένειά του. Ή τ α ν ένας μάλλον ταλαντούχος μαθηματικός και έκανε εντύπωση σε μια σειρά έγκριτων φιλοσόφων χάρη στη νεανική του χάρη. Το 1687 ταξίδεψε στην Αγγλία ειδικά για να συναντήσει τον Νεύτωνα. Πέτυχε να προσεγγίσει το μεγάλο επιστήμονα και στο διάστημα από το 1689 ως το 1693 μοιράστηκαν μια έντονη σχέση. Κάποια στιγμή, ο Νεύτωνας θέλησε να μετακομίσει ο Φάτιο στα διαμερίσματά του στο Κέμπριτζ, όμως το σχέδιο δεν ευδοκίμησε. Το βέβαιο είναι ότι ο Φάτιο ήταν αναμειγμένος με τις αποκρυφιστικές παραδόσεις και ενθάρρυνε τον Νεύτωνα να εντείνει τα σχετικά του πειράματα. Μαζί πραγματοποίησαν σειρά αλχημιστικών δοκιμών και είναι πιθανό ο Φάτιο να εξέθρεψε το ενδιαφέρον του Νεύτωνα για τις σκοτεινές τέχνες. Ο Φάτιο ουδέποτε κέρδισε την εμπιστοσύνη του επιστημονικού κατεστημένου στην Αγγλία και είχε πολλούς εχθρούς. Με τον Νεύτωνα χώρισαν, κάθε άλλο παρά φιλικά, το 1693. Ο Φάτιο έχασε τον προστάτη του και τα εισοδήματά του καταποντίστηκαν. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την ύστερη ζωή του Φάτιο ντε Ντιγιέ. Είναι από εκείνες τις περίεργες μορφές που κινούνταν στις παρυφές της επιστημονικής κοινότητας της εποχής. Ήταν γνωστό ότι είχε σχέσεις με τους Ροδόσταυρους και άλλες περιφερειακές ομάδες και ότι σε τουλάχιστον μία περίπτωση οδη-

γήθηκε στη φυλακή για αντικοινωνικές δραστηριότητες. Έζησε μέχρι τα ενενήντα του, όμως πέθανε πάμπτωχος και εντελώς ξεχασμένος.

Ρόμπερτ Χουκ

(1635-1703)

Γεννημένος το 1635, ο Χουκ ήταν γιος κληρικού. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε διά απαγχονισμού το 1648, όταν ο Ρόμπερτ ήταν ακόμα στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του. Ως παιδί είχε επιδείξει μια έφεση στο σχέδιο και στη ζωγραφική και όταν κληρονόμησε το μέτριο ποσό των εκατό λιρών μετακόμισε στο Λονδίνο για να μαθητεύσει κοντά στο ζωγράφο σερ Πίτερ Λέλι. Για καλή του τυχη, τον εντόπισε ο Ρίτσαρντ Μπάσμπι, δάσκαλος στο Σχολείο Γουέστμινοτερ, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι οι πνευματικές ικανότητες του παιδιού εκτείνονταν πέρα από τις δυνατότητες που είχε ως ζωγράφος. Υπό την καθοδήγηση του Μπάσμπι, έλαβε την καλύτερη διαθέσιμη μόρφωση της εποχής και εξασφάλισε μια θέση στο Κολέγιο Κράιστ Τσερτς, απ' όπου αποφοίτησε το 1663. Ο Χουκ αναγκάστηκε να εργαστεί όταν ήταν προπτυχιακός φοιτητής ως υπηρέτης. Μετά την αποφοίτησή του, έγινε έμμισθος βοηθός του Ρόμπερτ Μπόιλ και δούλεψε στο εργαστήριο του τελευταίου στην Οξφόρδη. Εκεί ήρθε σε επαφή με το Αόρατο Κολέγιο (τον πρόδρομο της Βασιλικής Εταιρείας) και άρχισε να σχετίζεται με σημαντικούς διανοητές της εποχής. Ο Μπόιλ ήταν εκείνος που αργότερα εξασφάλισε στον Χουκ τη θέση του επιμελητή πειραμάτων στο Λονδίνο, το 1662. Ο Χουκ διέθετε ανεξάντλητη ενέργεια και διαρκώς ήταν ενθουσιασμένος με κάτι. Δεν μπορούσε να διαθέσει την αμέριστη

προσοχή του σε ένα πράγμα για μεγάλο διάστημα και στα μάτια πολλών φάνταζε ερασιτέχνης. Το σημαντικότερο έργο του, η Μικρογραφία, ήταν μια εργασία πάνω στη μικροσκοπία, όμως περιείχε και μια σειρά πρωτότυπων θεωριών σχετικά με τη φύση του φωτός. Δημοσιεύτηκε το 1665 και ήταν ένα βιβλίο το οποίο ο Νεύτωνας γνώριζε καλά και μυστικά το θαύμαζε. Ο Χουκ και ο Νεύτωνας εξελίχθηκαν σε ορκισμένους εχθρούς. Ήταν, επίσης, πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Χουκ λάτρευε το χαζολόγημα, το κουτσομπολιό παρέα με φίλους και ένα μπουκάλι κρασί, διατηρούσε σχέσεις με τουλάχιστον μία ερωμένη ανά πάσα στιγμή και ήταν άνθρωπος ο οποίος κατέγραψε τις ερωτικές του περιπέτειες και την ποιότητα των οργασμών του στο ημερολόγιο του. Ο Νεύτωνας ζούσε με ασκητική αυστηρότητα, απομονωμένος στο Κολέγιο Τρίνιτι, στο Κέμπριτζ. Πέρα από αυτό, όμως, ο Νεύτωνας απεχθανόταν οποιονδήποτε ασχολούνταν απλώς επιφανειακά με κάποιο θέμα, όπως έδινε την εντύπωση ότι έκανε ο Χουκ. Από την πλευρά του, ο Χουκ θεωρούσε τον Νεύτωνα ψοφίμι, άνθρωπο που, παρά τη δεδομένη ευφυΐα του, χαρακτηριζόταν από εμμονές, αδιαλλαξία και μια αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι αμφότεροι ήταν εγωιστές επέτεινε τις διαφορές τους, σε σημείο που καθένας υποστήριζε με πάθος τον τρόπο δουλειάς του και αρνιόταν να αναγνωρίσει τις προσπάθειες του άλλου. Παρέμειναν εχθροί μέχρι το θάνατο του Χουκ, το 1703. Σχετική βιβλιογραφία: Lisa Jardine, The Curious Life of Robert Hooke: The Man Who Measured London, εκδ. Harper Collins, 2005.

Υπατία (ηερ.

380-415)

Όπως λέει και ο Τσάρλι Τάκερ στις σελίδες του βιβλίου, η Υπατία ήταν «ζόρικη κοπέλα». Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της. Πιστεύεται ότι γεννήθηκε γυρω στο 380 μ.Χ. και ότι ο πατέρας της, Θέων, ήταν διακεκριμένος μαθηματικός ο οποίος δίδασκε στη μεγάλη σχολή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Είναι γνωστό ότι η Υπατία ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αργότερα έγινε έγκριτη επιστήμονας, κυρίως χάρη στο έργο της πάνω στα μαθηματικά και στη φυσική φιλοσοφία. Σε αυτήν αποδίδονται τρεις σημαντικές πραγματείες πάνω στη γεωμετρία και την άλγεβρα, καθώς και μία πάνω στην αστρονομία. Συμφωνά με ορισμένες πηγές, διατέλεσε τελευταία αρχιβιβλιοθηκάριος της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Η Υπατία είχε βίαιο θάνατο. Κρίθηκε ύποπτη μαγείας και ένας όχλος χριστιανών την έσυρε από την τάξη όπου δίδασκε και τη διαπόμπευσε στους δρόμους. Εκεί θανατώθηκε διά λιθοβολισμού. Η Υπατία ήταν εξαιρετικά προοδευτική στον τρόπο σκέψης της, υποστηρίζοντας ότι «όλες οι επίσημες δογματικές θρησκείες είναι λογικά αστήρικτες και δεν πρέπει να γίνονται δεκτές ως δεδομένες από οποιοδήποτε άτομο σέβεται τον εαυτό του». Επίσης τόνιζε: «Διατηρείτε το δικαίωμά σας να σκέφτεστε, γιατί το να σκέφτεται κανείς λάθος είναι καλύτερο από το να μη σκέφτεται καθόλου». Διόλου περίεργο που οι πρώτοι χριστιανοί τη μισούσαν. Σχετική βιβλιογραφία: Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, εκδ. Harvard University Press, Κέμπριτζ 1995.

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας Η βιβλιοθήκη, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και ο αρχικός της πυρήνας αποτελούνταν από μια συλλογή βιβλίων που κάποτε ανήκε στον Αριστοτέλη. Είναι βέβαιο ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτελούσε το σημαντικότερο χώρο φύλαξης βιβλίων στον αρχαίο κόσμο και στην ακμή της εκτιμάται ότι φιλοξενούσε μισό εκατομμύριο παπύρους. Ήταν βασιλική βιβλιοθήκη και ιδρύθηκε βάσει διατάγματος του Πτολεμαίου Γ" της Αιγύπτου. Λέγεται ότι ο Πτολεμαίος διέταζε τους επισκέπτες της πόλης να παραδίδουν όσα βιβλία είχαν στην κατοχή τους, ώστε αυτά να αντιγραφούν. Το αρχικό κτίριο όπου φυλασσόταν η συλλογή των βιβλίων ήταν χτισμένο στο χώρο του ναού των Μουσών, του Μουσείου (απ' όπου προέρχεται και ο σχετικός όρος). Δεν είναι σαφές ποιος ευθύνεται για την καταστροφή της βιβλιοθήκης το 415 μ.Χ. Ο Ρωμαίος λόγιος Πλούταρχος κατηγόρησε τον Ιούλιο Καίσαρα, όμως πιο πρόσφατα ο έγκριτος ιστορικός Έντουαρντ Γκίμπον υπέδειξε ως ένοχο τον Θεόφιλο, πατριάρχη της Αλεξάνδρειας. Η καταστροφή της βιβλιοθήκης αποτέλεσε τρομερή απώλεια για τον κόσμο της γνώσης. Κανείς δε γνωρίζει πόσα χειρόγραφα καταστράφηκαν όταν η φωτιά ρήμαξε τη βιβλιοθήκη, όμως είναι βέβαιο ότι ορισμένα διασώθηκαν και διατηρήθηκαν για τις επερχόμενες γενιές. Η γνώση που επέζησε εντοπίστηκε αργότερα από Άραβες μελετητές και ορισμένα από τα κείμενα αυτά κατέληξαν στην Ιταλία και την Ισπανία κατά το 14ο και 15ο αιώνα, θέτοντας τα θεμέλια για την Αναγέννηση. Άλλα κειμήλια βρέθηκαν στα χέρια Αράβων αλχημιστών, οι οποίοι μετέφεραν τις γνώ-

σεις τους στους Ευρωπαίους ομολόγους τους, τροφοδοτώντας την εξέλιξη του μυστικισμού και του αποκρυφισμού. Σχετική βιβλιογραφία: Roy MacLeod, The Library of Alexandria: Centre of Learning in the Ancient World, εκδ. Ε Β. Tauris Publishers, 2004.

Ισαάκ Νεύτωνας

(1642-1727)

Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό των ανθρώπων στο άκουσμα του ονόματος του Νεύτωνα είναι η πτώση ενός μήλου και η έμπνευση που του έδωσε για τη διατύπωση της θεωρίας της βαρύτητας. Όμως, στην πραγματικότητα, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία συντείνουν στο ότι η θεωρία δε γεννήθηκε μονομιάς. Αντίθετα, η πραγματική πηγή έμπνευσης που τον οδήγησε στη διατύπωση μιας από τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες ανάγεται στη σχέση του με τον αποκρυφισμό. Ο Ισαάκ Νεύτωνας γεννήθηκε το 1642 στους κόλπους μιας σχετικά εύπορης οικογένειας που ζούσε στο χωριό Γούλσθορπ, κοντά στο Γκράνθαμ του Λίνκολνσαϊρ. Από παιδί ακόμα ήταν απόμακρος, εσωστρεφής και δεν τα πήγαινε ιδιαίτερα καλά στο σχολείο μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών περίπου, όταν τον εντόπισε ο διευθυντής του σχολείου, Χένρι Στόουκς. Ο Νεύτωνας πήγε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ το 1661 και πολύ σύντομα δέχτηκε τις επιδράσεις άλλων, μεγαλύτερων μελετητών, οι οποίοι διέκριναν τις δυνατότητές του και τον ενθάρρυναν. Οι σημαντικότεροι εξ αυτών ήταν οι Χένρι Mop και Ισαάκ Μπάροου, εταίροι του πανεπιστημίου. Και οι δύο αυτοί ά-

ντρες ήταν φυσικοί φιλόσοφοι, όμως παράλληλα ασχολούνταν με την πανάρχαια τέχνη της αλχημείας και το ενδιαφέρον τους αυτό το μετέφεραν στον Νεύτωνα. Για τον Ισαάκ Νεύτωνα, η αλχημεία ήταν το μέσο επίτευξης ενός στόχου. Ή τ α ν πουριτανός και πίστευε ακράδαντα στο λόγο και το έργο του Θεού. Με άλλα λόγια, ήταν αφοσιωμένος στις διδαχές της Βίβλου και πίστευε ότι ήταν καθήκον του να ξετυλίξει το κουβάρι της δημιουργίας, να διερευνήσει τα πάντα, να μελετήσει το έργο του Θεού. Την εποχή του Νεύτωνα, η αλχημεία ήταν παράνομη και η άσκησή της τιμωρούνταν με θάνατο. Η ενασχόλησή του με αυτή θα κατέστρεφε την ακαδημαϊκή του φήμη αν γινόταν γνωστή, όμως παρ' όλα αυτά πέρασε πολύ περισσότερο χρόνο εργαζόμενος πάνω στις αλχημιστικές του έρευνες απ' ό,τι ασχολούμενος με ορθόδοξες επιστημονικές πρακτικές. Για την ακρίβεια, όταν πέθανε ο Νεύτωνας, το 1727, αποκαλύφθηκε όχι διέθετε τη μεγαλύτερη συλλογή αποκρυφιστικών βιβλίων που υπήρξε ποτέ και ότι ο ίδιος είχε γράψει περισσότερες από ένα εκατομμύριο λέξεις πάνω στο αντικείμενο αυτό. Βεβαίως, παράλληλα με τη μελέτη της αλχημείας, ο Νεύτωνας ακολουθούσε μια συμβατική επιστημονική σταδιοδρομία. Έγινε ο δεύτερος καθηγητής της λουκασιανής έδρας των μαθηματικών στο Κέμπριτζ (έδρα που σήμερα κατέχει ο Στίβεν Χόκινγκ), διαδεχόμενος το φίλο και μέντορά του Ισαάκ Μπάροου το 1669, στην ηλικία των είκοσι επτά ετών. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1670 άρχισε να αναγνωρίζεται το έργο του και έξω από τα όρια του πανεπιστημίου, οπότε και έγινε δεκτός ως μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τα βιβλία της ιστορίας, το σημαντικότερο επί-

τευγμα του Νεύτωνα - η σύλληψη της θεωρίας της βαρύτητας το 1666- σημειώθηκε όταν εκείνος έμενε στο σπίτι της μητέρας του, στο Γούλσθορπ. Είναι αλήθεια ότι ο Νεύτωνας, όπως και το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, εγκατέλειψε το Κέμπριτζ στη διάρκεια της πανώλης του 1665-1666 και ότι πράγματι επέστρεψε στην οικογενειακή αγροικία για να ζήσει με τη μητέρα του. Είναι, μάλιστα, πιθανό να καθόταν ο Νεύτωνας πράγματι κάτω από μια μηλιά, αναλογιζόμενος το νόημα της βαρύτητας, και να είδε ένα μήλο να πέφτει. Ίσως αυτό να έδωσε ώθηση στη σκέψη του, όμως είναι φαιδρό ακόμα και ως σκέψη να δεχτούμε ότι συνέλαβε σε μια στιγμή το σύνολο μιας τέτοιας θεωρίας. Το πιθανότερο είναι ότι ο ίδιος ο Νεύτωνας κυκλοφόρησε την ιστορία αυτή προκειμένου να αποκρύψει το γεγονός ότι χρησιμοποίησε την αλχημεία για να καταλήξει στην περίφημη θεωρία του. Η διατύπωση της θεωρίας της βαρύτητας απασχόλησε τον Νεύτωνα σχεδόν είκοσι χρόνια και ουσιαστικά πήρε οριστική μορφή όταν άρχισε να εργάζεται πάνω στο μεγάλο του έργο, τις Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1687. Στο διάστημα των δύο δεκαετιών που μεσολάβησαν από την πρώτη σπίθα της έμπνευσης στον κήπο της αγροικίας μέχρι την εμφάνιση του έργου αυτού, πολλές ήταν οι επιδράσεις που διαμόρφωσαν τη θεωρία. Πρώτον, τα μαθηματικά. Ο Νεύτωνας υπήρξε κορυφαίος μαθηματικός. Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών ήταν ο πιο εξελιγμένος μαθηματικός της εποχής του. Επίσης, ήταν γεννημένος φυσικός φιλόσοφος και είχε απομνημονεύσει το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων μέχρι την εποχή του. Όταν ξέσπασε η επιδημία πανώλης το 1665, υποχρεώνοντάς τον να καταφύγει στην επαρχία, είχε ήδη ξεπεράσει τους μεγάλους διανοητές της επο-

χής, μεταξύ των οποίων οι Ρόμπερτ Μπόιλ και Καρτέσιος, και είχε αρχίσει να συνθέτει τις δικές του θεωρίες. Αξιοποιώντας αυτά τα ταλέντα, άρχισε να κατανοεί ότι η βαρύτητα ήταν εκείνη που διατηρούσε τους πλανήτες σε κίνηση, και μάλιστα μπόρεσε να διατυπώσει μια υπόθεση για τη σχέση ανάμεσα στην απόσταση μεταξύ δύο σωμάτων όπως οι πλανήτες και τη δύναμη της μεταξύ τους βαρύτητας, το «νόμο του αντίστροφου τετραγώνου». Την εποχή εκείνη, η σκέψη ότι ένα αντικείμενο μπορούσε να επηρεάσει την κίνηση ενός άλλου χωρίς να το αγγίξει ήταν αδιανόητη. Η συμπεριφορά αυτή σήμερα ονομάζεται «δράση εξ αποστάσεως» και τη θεωρούμε δεδομένη, όμως οι άνθρωποι στην εποχή του Νεύτωνα δεν μπορούσαν να το καταλάβουν και θεωρούσαν ότι υπεύθυνη ήταν κάποια μαγική ή μυστικιστική ιδιότητα. Μέσα από τα αλχημιστικά του πειράματα, ο Νεύτωνας μπόρεσε να προσεγγίσει τη βαρύτητα με πιο ανοιχτό μυαλό απ' ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοι του. Άρχισε να ερευνά την αλχημεία γύρω στο 1669. Ταξίδεψε στο Λονδίνο προκειμένου να αγοράσει απαγορευμένα βιβλία από άλλους αλχημιστές και προχώρησε σε δικά του πειράματα, κρυμμένος από τις Αρχές και τους αντιπάλους του μέσα στην επιστημονική κοινότητα. Τα πρώτα του πειράματα ήταν στοιχειώδη, όμως, αφού μελέτησε καθετί σχετικό με την αλχημεία, δεν άργησε να την ωθήσει πέρα από τα όρια που είχαν θέσει οι προηγούμενοι αλχημιστές. Με γνήσιο επιστημονικό πνεύμα, προσέγγισε κάθε πείραμα λογικά και με εξαιρετική ακρίβεια, καταγράφοντας επιμελώς τα όσα είχε ανακαλύψει. Ενώ οι παραδοσιακοί αλχημιστές σπαταλούσαν χρόνια ψάχνοντας στα τυφλά χωρίς να ξέρουν τι έκαναν, ο Νεύτωνας προσέγγισε το έργο του συστηματικά.

Μια άλλη μεγάλη διαφορά του Νεύτωνα σε σχέση με τους προκατόχους του ήταν ότι εκείνος ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει χρυσάφι. Μοναδικός στόχος του ήταν να ανακαλύψει, μέσα από τη μελέτη της αλχημείας, τους κρυμμένους στοιχειώδεις νόμους που πίστευε ότι κυβερνούσαν το Σύμπαν. Ίσως να μην είχε συνειδητοποιήσει ότι θα κατέληγε στη θεωρία της βαρύτητας μέσα από την αλχημεία και άλλες μυστικιστικές πρακτικές, όμως πράγματι πίστευε ότι υπήρχε κάποιος θεμελιώδης νόμος ή κρυμμένη πανάρχαια γνώση που μπορούσε να ανακαλύψει μέσα από την έρευνά του. Το μεγάλο βήμα επιτεύχθηκε χάρη στην αλχημεία όταν ο Νεύτωνας παρατήρησε τα υλικά στο χωνευτήρι μετάλλων και συνειδητοποίησε ότι δέχονταν την επίδραση κάποιων δυνάμεων. Παρατήρησε ότι ορισμένα σωματίδια έλκονταν μεταξύ τους, ενώ κάποια άλλα απωθούνταν χωρίς να έρχονται σε επαφή, ούτε υπήρχε κάποιος εμφανής δεσμός ανάμεσά τους. Με άλλα λόγια, είδε τη δράση εξ αποστάσεως μέσα στο χωνευτήρι του αλχημιστή. Έτσι, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η βαρύτητα και ότι αυτό που συνέβαινε στο μικρόκοσμο του αλχημιστικού χωνευτηρίου ίσως να ίσχυε και στο μακρόκοσμο, τον κόσμο των πλανητών και των αστεριών. Όμως υπήρχαν και άλλες αποκρυφιστικές επιδράσεις στο έργο του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1670, όταν ο Νεύτωνας ήταν τριάντα και κάτι, μέχρι το θάνατο του, το 1727, είχε εμμονή με τη θρησκεία και πέρασε χρόνια μελετώντας τη Βίβλο. Πίστευε ότι η πηγή της αληθινής γνώσης βρισκόταν στους αρχαίους λαούς που περιγράφονταν στην Παλαιά Διαθήκη και θεωρούσε το βασιλιά Σολομώντα ως την υπέρτατη αυθεντία.

Ο Νεύτωνας αποκαλούσε τον Σολομώντα «σπουδαιότερο φιλόσοφο του κόσμου» και πέρασε χρόνια μελετώντας το σχέδιο του Ναού του Σολομώντα όπως περιγράφεται στο Βιβλίο του Ιεζεκιήλ και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο ναός οικοδομήθηκε αρχικά γύρω στο 1000 π.Χ. σε ένα χώρο που ήταν ήδη ιερός για τους εβραίους και αποτέλεσε το ιερότερο σύμβολο σοφίας και πίστης πολύ πριν ο Νεύτωνας ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο τη σημασία του. Σχεδόν από τη στιγμή που κατασκευάστηκε μέχρι το Διαφωτισμό, περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, λατρευόταν όπως λάτρευαν οι πιστοί παγανιστές τις πυραμίδες ή το Στόουνχετζ. Ο Νεύτωνας πίσιευε ότι ο Σολομώντας είχε κωδικοποιήσει τη σοφία των αρχαίων, που κρυβόταν στον πυρήνα της Παλαιάς Διαθήκης, στο σχέδιο του ναού του. Επιπλέον, πίστευε ότι, αναλύοντας τη Βίβλο με βάση την κάτοψη του Ναού του Σολομώντα, μπορούσε να προφητέψει μελλοντικά γεγονότα. Σύμφωνα με τον Νεύτωνα, η κάτοψη λειτουργούσε ως πλαίσιο, οι διαστάσεις και η γεωμετρία του ναού πρόσφεραν στοιχεία σχετικά με τις χρονικές κλίμακες και τις προβλέψεις μεγάλων βιβλικών προφητών (ειδικά του Ιεζεκιήλ, του Ιωάννη και του Δανιήλ). Ο συνδυασμός αυτής της κάτοψης με τις ερμηνείες που έδινε στις Γραφές επέτρεψε στον Νεύτωνα να καταλήξει σε ένα λεπτομερές περίγραμμα μιας εναλλακτικής «παγκόσμιας χρονολογίας». Έτσι, χρονολόγησε γεγονότα όπως η Δευτέρα Παρουσία και η Ημέρα της Κρίσης. Όμως η διάταξη του ϊνΓαού του Σολομώντα βοήθησε τον Νεύτωνα και με άλλους τρόπους. Περιέγραψε τον αρχαίο ναό ως «...μια φλόγα για την προσφορά θυσιών [που] έκαιγε διαρκώς στο κέντρο ενός ιερού τόπου» και φανταζόταν ότι στο κέντρο του ναού

έκαιγε μια φωτιά που γύρω της συγκεντρώνονταν οι πιστοί. Τη διάταξη αυτή την ονόμαζε πρυτανείο. Η εικόνα μιας φωτιάς στο κέντρο του ναού με τους πιστούς παραταγμένους κυκλικά γύρω από τις φλόγες αποτέλεσε έναν ακόμα καταλύτη στη διατύπωση της θεωρίας της παγκόσμιας έλξης. Το βασικό στοιχείο στη σκέψη αυτή είναι ότι, αντί απλώς να θεωρήσει τις ακτίνες του φωτός ως ενέργεια που εκλυόταν από τη φωτιά, ο Νεύτωνας τις είχε θεωρήσει μάλλον ως μια δύναμη που προσέλκυε τους πιστούς προς το κέντρο. Με το σκεπτικό αυτό, η σχέση ανάμεσα στο ηλιακό σύστημα και το ναό είναι προφανής. Οι πλανήτες σχετίζονται με τους πιστούς και η φωτιά του ναού (που μερικές φορές ονομάζεται «φωτιά στο κέντρο του κόσμου») ήταν το μοντέλο του Ήλιου. Συνδυάζοντας τη δράση των δυνάμεων που είχε παρατηρήσει στο χωνευτήρι και το νόμο του αντίστροφου τετραγώνου που προέκυψε από αυτή την παρατήρηση, ο Νεύτωνας κατόρθωσε να σχηματίσει τη θεωρία ότι υπήρχε μια αόρατη δύναμη η οποία δρούσε ανάμεσα σε όλα τα αντικείμενα και η οποία εξασθενούσε καθώς τα αντικείμενα απομακρύνονταν. Η μεταβολή της δύναμης αυτής καθοριζόταν από το νόμο του αντίστροφου τετραγώνου. Όλες αυτές οι επιδράσεις, σε συνδυασμό με τα πειράματα που πραγματοποίησε ο Νεύτωνας στα διαμερίσματά του και τις παρατηρήσεις του γύρω από τους πλανήτες και τους κομήτες, τον έπεισαν για το βάσιμο της θεωρίας του. Το έργο του απέδωσε καρπούς με τις Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας, που πλέον θεωρούνται από πολλούς ως η σημαντικότερη επιστημονική πραγματεία στην ιστορία. Κατά ειρωνικό τρόπο, το βιβλίο αυτό προέκυψε όχι απλώς από την επιστημονική ιδιοφυΐα του Νεύτωνα, αλ-

λά και από την εμμονή του με τον αποκρυφισμό και τα μυστικά των αρχαίων. Ο Ισαάκ Νεύτωνας ήταν ένας πολύ δυσάρεστος άνθρωπος, σημαδεμένος από τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του πέθανε πριν τη γέννησή του και όταν ήταν τριών ετών η μητέρα του, με την οποία ήταν πολύ δεμένος, ξαναπαντρεύτηκε και τον άφησε στους παππούδες του. Δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ και εξελίχθηκε σε εσωστρεφές και μονόχνοτο άτομο, σχεδόν ανίκανος να κάνει φίλους. Το 1692, όταν ήταν πενήντα ετών, ο Νεύτωνας υπέστη νευρικό κλονισμό. Αυτό συνέβη αμέσως μετά την περίοδο κατά την οποία κορυφώθηκε η σχέση του με τον αποκρυφισμό και στο τέλος της ομοφυλοφιλικής του σχέσης με τον Νίκολας Φάτιο ντε Ντιγιέ. Ο Νεύτωνας εγκατέλειψε την επιστήμη σχεδόν αμέσως. Το 1696 έφυγε από το σπίτι του στο Κέμπριτζ και μετακόμισε στο Λονδίνο. Έγινε διευθυντής του Βασιλικού Νομισματοκοπείου στον Πύργο του Λονδίνου και έστειλε πολλούς ανθρώπους στην αγχόνη με την κατηγορία της απόξυσης (αφαίρεση μικρών κομματιών από τα νομίσματα και λιώσιμο του χρυσού και του ασημιού). Έγινε μέλος του Κοινοβουλίου, εκπροσωπώντας το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, και αποτέλεσε κορυφαία φυσιογνωμία της εποχής του, αποκτώντας χρήματα, φήμη και αναγνώριση για τη συνεισφορά του στην επιστήμη και στο κράτος. Το ενδιαφέρον του Νεύτωνα για τον αποκρυφισμό αποκαλύφθηκε μετά το θάνατο του. Σχετική βιβλιογραφία: Michael White, Isaac Newton: The hist Sorcerer, εκδ. Fourth Estate, 1997.

Το Τάγμα της Μαύρης Σχρίγγας Ό π ω ς οι Φυλακές, έτσι και το Τάγμα της Μαύρης Σφίγγας αποτελεί επινόηση. Εντούτοις, και τα δύο στηρίζονται σε πραγματικές μυστικές οργανώσεις και αποκρυφιστικές ομάδες που έχουν ιστορία πολλών αιώνων. Οι διασημότερες από τις οργανώσεις αυτές είναι οι Τέκτονες και οι Ναΐτες. Επίσης, οργανώσεις όπως οι Πεφωτισμένοι, οι Ροδόσταυροι και, πιο πρόσφατα, το Ερμητικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής. Μια γρήγορη έρευνα στο Διαδίκτυο αποκαλύπτει την ύπαρξη πολλών περίεργων μυστικών οργανώσεων. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούνται από άκακους φαντασιόπληκτους, όμως υπάρχουν πάμπολλες θεωρίες συνωμοσίας που κάνουν λόγο για τον πραγματικό ρόλο των Πεφωτισμένων και των Τεκτόνων, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ομάδες που ασκούν την εξουσία στο σύγχρονο κόσμο, ελέγχοντας τα οικονομικά και πολιτικά πράγματα. Σχετική βιβλιογραφία: Nick Harding, Secret Societies, εκδ. Pocket Essentials, 2005.

Η Βασιλική Εταιρεία Αρχικά γνωστή ως Αόρατο Κολέγιο, η Βασιλική Εταιρεία ξεκίνησε την πορεία της το 1648 στο Κολέγιο Γουάνταμ, στην Οξφόρδη. Την εποχή εκείνη ήταν απλώς μια ομάδα ακαδημαϊκών που συσπειρώθηκαν ανεπίσημα γύρω από την πρωταγωνιστική μορφή του Τζον Γουίλκινς, ενός έγκριτου μαθηματικού. Στους ιδρυτές

της εταιρείας συγκαταλέγονται εξέχουσες φυσιογνωμίες, όπως ο Ρόμπερτ Μπόιλ, ο Χένρι Όλντενμπουργκ και ο αστρονόμος και επίσκοπος Σεθ Γουάρντ. Ως το 1659, η εταιρεία είχε μεταστεγαστεί στο Λονδίνο (στο Κολέγιο Γκρέσαμ) και τρία χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκε επίσημα από το βασιλιά Κάρολο Β', ο οποίος υπήρξε μεγάλος υποστηρικτής της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Έκτοτε, ονομάστηκε Βασιλική Εταιρεία. Το 1672, μία δεκαετία μετά την επίσημη ίδρυσή της, ο Ισαάκ Νεύτωνας έγινε μέλος της. Ή δ η στην εταιρεία συμμετείχαν ορισμένοι από τους διασημότερους ανθρώπους της εποχής, μεταξύ των οποίων ο Σάμιουελ Πιπς, ο Κρίστοφερ Ρεν και ο Ρόμπερτ Χουκ. Σκοπός της Βασιλικής Εταιρείας ήταν η μελέτη της τότε επονομαζόμενης «φυσικής φιλοσοφίας» (του αντικειμένου που σήμερα ορίζεται ως «επιστήμη») και για το σκοπό αυτό τα μέλη της πραγματοποιούσαν πειράματα και επιδείξεις, διάβαζαν τα έργα τους ενώπιον των εταίρων και δημοσίευαν ορισμένα από τα παλαιότερα γνωστά επιστημονικά κείμενα. Ταυτόχρονα, πολλά από τα μέλη της εταιρείας ασχολούνταν με θέματα που σήμερα θα περιγράφονταν ως μυστικιστικά και υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι ορισμένα μέλη είχαν στενότατες σχέσεις με τους Μασόνους και τους Ναΐτες. Αυτοί οι πρώτοι επιστήμονες, ανάμεσά τους ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο Ισαάκ Νεύτωνας, ο Ρόμπερτ Μπόιλ και ο Ρόμπερτ Χουκ, ζούσαν διπλή ζωή. Επιφανειακά έμοιαζαν με συμβατικούς φιλοσόφους και επιστημονικούς ερευνητές, όμως μακριά από την κοινή θέα ασχολούνταν με ιιάθος με την αλχημεία, την αστρολογία και άλλες πτυχές της ιιαράδοσης του μυστικισμού.

Σχετική βιβλιογραφία: Robert Lomas, The Invisible College: The Royal Society, Freemasonry and the Birth of Modern Science, εκδ. Headline, 2003.

To θέατρο «Σελντόνιαν» Σχεδιάστηκε από τον Κρΐστοφερ Ρεν. Η κατασκευή του άρχισε το 1664 και ολοκληρώθηκε το 1668. Αρχικά αποτέλεσε μέρος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και χρησιμοποιήθηκε για διαλέξεις και ειδικές εκδηλώσεις. Σήμερα είναι ανοιχτό στο κοινό και φιλοξενεί συναυλίες και άλλα πολιτιστικά γεγονότα. Το θέατρο βρίσκεται πολυ κοντά στην Αίθουσα Ράντκλιφ, την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη και το Κολέγιο Χέρτφορντ, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα θεμέλιά του συναντουν τις μυθικές στοές που εκτείνονται κάτω από την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη. Όμως, στην πραγματικότητα, ουδέποτε ο Κρίστοφερ Ρεν ανέφερε ότι ανακάλυψε κάποιον περίεργο λαβύρινθο όταν κατασκευάζονταν τα θεμέλια του κτιρίου.

Η σκυτάλη και η κρυπτογραφία Οι κώδικες μπορούν να χρησιμοποιηθούν με δυο τρόπους και αυτοί ονομάζονται «στεγανογραφία» και «κρυπτογραφία». Η στεγανογραφία αφορά την υλική απόκρυψη του μηνύματος. Το διασημότερο παράδειγμα αυτής της τεχνικής περιγράφεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος κάνει λόγο για μια μέθοδο κωδικοποίησης που χρησιμοποίησε ο Πέρσης Ιστιαίος. Ο Ιστιαίος λέγεται ότι έ-

στείλε ένα μήνυμα στον Αρισταγόρα, τον τύραννο της Μιλήτου, αποτυπώνοντας το ως δερματοστιξία (τατουάζ) στο ξυρισμένο κεφάλι ενός σκλάβου και περιμένοντας να φυτρώσουν ξανά τα μαλλιά. Ύστερα έστειλε το σκλάβο στον Αρισταγόρα με την οδηγία να ξυρίσει το κεφάλι του. Μια άλλη ιδιοφυής εκδοχή της ιδέας αυτής ήταν η λεγόμενη «σκυτάλη», την οποία χρησιμοποίησαν πρώτοι κάποιοι Έλληνες στρατιωτικοί διοικητές. Το μήνυμα καταγραφόταν σε πάπυρο, ανάμεσα σε ένα σύνολο τυχαίων γραμμάτων. Όταν ο πάπυρος τυλιγόταν γύρω από ένα κομμάτι ξύλου, το μήνυμα μπορούσε να διαβαστεί. Το κείμενο αποστελλόταν χωρίς το ξύλο. Ο αποδέκτης έπρεπε να γνωρίζει το μέγεθος του ξύλου που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του μηνύματος και το σωστό τρόπο για να τυλίξει τον πάπυρο γύρω από το ξύλο προκειμένου να διαβάσει το μήνυμα. Η κρυπτογραφία, που αποτελεί πολύ πιο ευέλικτο σύστημα κωδικοποίησης, αποτέλεσε ισχυρό όπλο στα χέρια στρατιωτικών, διοικητών και κυβερνήσεων από τα πρώτα χρόνια της γραφής. Ο Ιούλιος Καίσαρας λέγεται ότι ήταν ένας από τους πρώτους στρατιωτικούς που χρησιμοποίησε κώδικα, στέλνοντας στη Ρώμη μηνύματα με νέα από την εκστρατεία του στη Βρετανία, χρησιμοποιώντας την πιο απλή μορφή κρυπτογράφησης, τη μετάθεση των γραμμάτων της αλφαβήτου κατά τρεις θέσεις, έτσι ώστε το Α να γίνεται Δ, το Β να γίνεται Ε και ούτω καθεξής. Μόνο εκείνοι που γνώριζαν τη μετάθεση μπορούσαν να μεταφράσουν τον κώδικα. Η μέθοδος μπορεί να φαίνεται παιδαριώδης σήμερα, όμως επειδή ήταν ένας από τους πρώτους κώδικες που χρησιμοποιήθηκαν, εξασφάλιζε τη μυστικότητα χάρη στο γεγονός ότι ήταν πρωτοποριακή, τουλάχιστον για ένα διάστημα.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι κώδικες τέθηκαν στο περιθώριο, μαζί με την ανάγνωση και τη γραφή, όμως οι στρατιωτικοί και οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης ανακάλυψαν και πάλι την κρυπτογράφηση. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι απέκρυψε τις πλέον μυστικές έρευνές του κρατώντας σημειώσεις σε αντεστραμμένη γραφή. Ο Ρότζερ Μπέικον είχε εμμονή με τους κώδικες και τους γρίφους και στα μέσα του 13ου αιώνα έγραψε μια πολυδιαβασμένη πραγματεία πάνω στο θέμα αυτό, με τίτλο Μυστικά Έργα Τέχνης και η Ακυρότητα της Μαγείας. Ο πολυμαθής και ιδιοφυής Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, ο οποίος επηρέασε και ενέπνευσε τον Λεονάρντο σε πάρα πολλά θέματα, έγινε γνωστός ως ο «πατέρας της δυτικής κρυπτογραφίας» επειδή εισήγαγε πολλές από τις βασικές αρχές που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από τους αναλυτές ως τις μέρες μας. Οι ιδιοφυείς αυτές ιδέες περιλαμβάνουν την ανάλυση συχνότητας, μια τεχνική που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και προσδιορισμό μοτίβων σε ένα κείμενο, τα οποία στη συνέχεια δίνουν σημαντικά στοιχεία για τον εντοπισμό του κλειδιού του κώδικα. Ο Αλμπέρτι δημιούργησε, επίσης, τους πρώτους πολυαλφαβητικούς κώδικες και τον πρώτο τροχό κωδικοποίησης, χρησιμοποιώντας μια σειρά τροχών χαραγμένων με αριθμούς και γράμματα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντικατάσταση γραμμάτων σε οποιοδήποτε μήνυμα. Οι σκέψεις του Αλμπέρτι πάνω στα πολυαλφαβητικά συστήματα κωδικοποίησης εξελίχθηκαν περαιτέρω από το Γερμανό μελετητή Γιοχάνες Τριθέμιους, ο οποίος δημοσίευσε το έργο του με τίτλο Πολυγραψίες το 1518. Επίσης, οι τροχοί του Αλμπέρτι τροποποιήθηκαν από τον Τόμας Τζέφερσον, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα σύνθετο σύνολο είκοσι έξι τέτοιων τροχών προκειμένου

να δημιουργήσει μια συσκευή κωδικοποίησης που τέθηκε σε χρήση από τις αρχές του 19ου αιώνα, πριν τελικά αποσυρθεί από τον αμερικανικό στρατό το 1942. Η διασημότερη, ίσως, ιστορία με κώδικες στη σύγχρονη εποχή είναι αυτή της «Συσκευής Αίνιγμα», ενός μηχανισμού κωδικοποίησης ο οποίος αναπτύχθηκε από τους Γερμανούς πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να κωδικοποιούνται τα επιχειρησιακά σχέδια και να μεταφέρονται μέσω του υποβρυχιακού στόλου. Το σπάσιμο του κώδικα «Αίνιγμα» αποτέλεσε ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας για τους Συμμάχους και οδήγησε στη συγκρότηση μιας εξειδικευμένης ομάδας Βρετανών κρυπτογράφων και μαθηματικών, η οποία εγκαταστάθηκε στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, στο Μπάκιγχαμσαϊρ. Άρχισαν να αποκωδικοποιούν μηνύματα δημιουργημένα από το «Αίνιγμα» το 1940 και συνέχισαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Το έργο τους δεν έσωσε απλώς τη ζωή χιλιάδων Συμμάχων, αλλά επιπλέον επιτάχυνε σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη του πρώτου ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το σημαντικότερο επίτευγμα ήταν η δημιουργία μιας συσκευής με την ονομασία «Κολοσσός». Επικεφαλής του προγράμματος ήταν ο Άλαν Τούρινγκ. Αυτός και μια μικρή ομάδα αναλυτών έγιναν οι πρώτοι ειδικοί στους υπολογιστές και άνοιξαν το δρόμο για την ευρύτατη διάδοση της χρήσης των υπολογιστών μετά τον πόλεμο. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι έκτοτε η ανάπτυξη των υπολογιστών υπήρξε άρρηκτα δεμένη με τους κώδικες. Σήμερα, τα μαθήματα που προέκυψαν από το έργο των κρυπτογράφων έχουν μέγιστη σημασία για τις επιχειρήσεις και την επιστήμη και συνεχίζουν να αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο για τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς.

Σχετική βιβλιογραφία: Simon Singh, The Code Book, εκδ. Fourth Estate, 2000.

To ρεύμα Τριλ Μιλ To ρεύμα Τριλ Μιλ υπάρχει, ακριβώς όπως περιγράφεται στο βιβλίο, όμως σήμερα αποτελεί θλιβερό υπόλειμμα του αρχικού ρεύματος. Είναι ένας μικρός παραπόταμος του Τάμεση και στη διάρκεια του Μεσαίωνα έρρεε ελεύθερα μέσα από το κέντρο της Οξφόρδης και αποτελούσε υδάτινη οδό για μικρά σκάφη. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα το Τριλ Μιλ είχε μολυνθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ήταν ουσιαστικά ακάλυπτος υπόνομος. Τελικά, κρίθηκε ότι αποτελούσε τόσο σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία, ώστε εκτράπηκε υπογείως και από πάνω του οικοδομήθηκαν κτίρια. Όμως, τόσο η ιστορία του Τ. Ε. Λόρενς όσο και των βικτοριανών σκελετών που αναφέρονται στο βιβλίο είναι αληθινή, αν και απ ό,τι γνωρίζω δεν υπάρχει κάποιο μυστικό πέρασμα σε έναν κρυμμένο, υπόγειο λαβύρινθο μέσω του Τριλ Μιλ.

Τζον Γουίκινς

(1643-1719)

Ο Ισαάκ Νεύτωνας γνώρισε τον Τζον Γουίκινς δεκαοκτώ μήνες μετά την άφιξή του στο Κολέγιο Τρίνιτι, στο Κέμπριτζ, και σύντομα έγιναν συγκάτοικοι. Ο Γουίκινς, γιος του διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου του Μάντσεστερ, μπήκε στο Τρίνιτι το 1663. Σύμφωνα με τη δική του περιγραφή, εκεί που περπατούσε συνάντησε τον Νεύτωνα, μόνο του και σε άσχημη ψυχολογική κατά-

στάση, σι δυο τους έπιασαν κουβέντα και σύντομα διαπίστωσαν ότι είχαν πολλά κοινά. Αποτελεί ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ζωής του Νεύτωνα το γεγονός ότι, παρότι με τον Γουίκινς μοιράστηκαν το ίδιο διαμέρισμα επί δύο και πλέον δεκαετίες, ο τελευταίος δεν άφησε πίσω του σχεδόν καμία αναφορά στη στενή τους σχέση. Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1683 κάτω από θολές συνθήκες και, παρότι ο Γουίκινς έζησε άλλα τριάντα έξι χρόνια, οι δύο άντρες δε συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Επί σειρά ετών, ο Γουίκινς εργάστηκε ως βοηθός του Νεύτωνα. Συχνά καθαρόγραφε σημειώσεις πειραμάτων και βοήθησε στο στήσιμο συσκευών και στην παρακολούθηση της εξέλιξης των ερευνών. Τα δωμάτιά τους μετατράπηκαν σε εργαστήρια. Αρχικά ήταν διάσπαρτα με έγραφα και απλά, χειροποίητα οπτικά όργανα, όμως αργότερα στοιβάχτηκαν εκεί μέσα καμίνια και μπουκάλια με χημικές ουσίες. Μετά την αναχώρησή του από το Κέμπριτζ, ο Γουίκινς έγινε κληρικός, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Πολλά χρόνια μετά το χωρισμό τους, ο Νεύτωνας έστειλε στον Γουίκινς ένα δέμα με Βίβλους για να μοιραστούν στο εκκλησίασμα του χωριού Στόουκ Έντιθ, κοντά στο Μόνμαουθ. Εκτός αυτού, η μοναδική άλλη σωζόμενη αλληλογραφία μεταξύ των δύο αντρών είναι μια επιστολή που γράφτηκε δεκατρία χρόνια αργότερα και στην οποία ο Γουίκινς ζητά από τον πάλαι ποτέ συγκάτοικο του μια νέα δωρεά Βίβλων.

Κρίστοφερ Ρεν

(1632-1723)

Ο Ρεν, ο οποίος χρίστηκε ιππότης το 1673, υπήρξε για πολλούς ο μεγαλύτερος Άγγλος πολυμαθής. Γεννήθηκε σε εξέχουσα οικο-

γένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν εφημέριος του βασιλιά και ο ίδιος μεγάλωσε παίζοντας με το μελλοντικό μονάρχη, Κάρολο Β'. Ο Κρίστοφερ Ρεν έγινε κυρίως γνωστός ως αρχιτέκτονας και σχεδίασε πολλά διάσημα κτίρια του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων τον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, το Βασιλικό Χρηματιστήριο και το θέατρο «Ντρούρι Λέιν». Παράλληλα, όμως, υπήρξε ικανός καλλιτέχνης, μαθηματικός και έγκριτος αστρονόμος, ενώ κατέλαβε και την έδρα αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας μετά τη μεταστέγασή της στο Λονδίνο και χάρη στη γνωριμία του με το βασιλιά Κάρολο Β' συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της εικόνας της εταιρείας. Ο Ρεν πραγματοποίησε μερικές από τις πρώτες (εντελώς αποτυχημένες) μεταγγίσεις αίματος τη δεκαετία του 1660 και ερεύνησε τους νόμους της κίνησης που αργότερα ενέπνευσαν τον Ισαάκ Νεύτωνα να κάνει τα δικά του πειράματα. Ή τ α ν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που έχαιρε της εκτίμησης του Νεύτωνα, ο οποίος αναγνώριζε δημόσια ότι όφειλε πολλά στον Ρεν. Πέθανε το 1723, σε ηλικία ενενήντα ετών, και ήταν ο πρώτος που ενταφιάστηκε στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου. Σχετική βιβλιογραφία: Lisa Jardine, On A Grander Scale: The Outstanding Career of Christopher Wren, εκδ. Harper Collins, 2003.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πολλοί άνθρωποι με βοήθησαν κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την έκδοσή του. Θα ήθελα να ευχαριστήσω, κατ' αρχάς, την πράκτορά μου Κάρολ Μπλέικ, η οποία διέκρινε κάτι στο χειρόγραφο και το προώθησε. Θα ήθελα, επίσης, να εκφράσω την εκτίμησή μου σε όλους όσοι εργάζονται στο λογοτεχνικό πρακτορείο Μπλέικ Φρίντμαν, το καλύτερο στον κόσμο. Θερμές ευχαριστίες οφείλω σε ορισμένους κάλους φίλους, που μου πρόσφεραν συμβουλές για το βιβλίο στο στάδιο της συλλογής υλικού. Αυτοί είναι οι: Τιμ Αλεξάντερ, Κέβιν Ντέιβις, Ντέιβιντ Μίτοι, Κάρεν και Τζουλιαν Τζόνσον, Τζουλ Γουάτσον. Αλλά, πάνω απ' όλα, θα ήθελα να εξάρω την τεράστια συμβολή της συζύγου μου Λίζα, η οποία μου έδωσε ιδέες και έκανε πολύτιμα σχόλια από την πρώτη στιγμή μέχρι την οριστική διαμόρφωση της ιστορίας.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF