Tsakalogiannis Europe History 1890 1991 B
April 12, 2017 | Author: Christos Delinis | Category: N/A
Short Description
Download Tsakalogiannis Europe History 1890 1991 B...
Description
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ..
Από τη Βαστίλη στο τείχος του Βερολίνου 1789 - 1989 ΤΟΜΟΣ Β': 1890 - 1989
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ..
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Τη ζωή τη ζούμε ατενίζοντας μπροστά, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας πίσω, γράφει ο Soren ΚieΓkegaard. Σε περιόδους αβεβαιότητας, όταν το μέλλον εμφανίζεται θολό και αινιγματικό, τότε η ανάγκη προς μια επιστροφή στο παρελθόν καθίσταται πιο επιτακτική. Σε τέτοιες περιόδους «να εξερευνάς το παρελθόν σημαίνει να εργά ζεσαι για το μέλλον», παρατηρεί ο Alexis de Tocqueνille.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν με τον Benedetto Groce ότι κάθε ιστορικό πόνημα αποτελεί σύγχρονη ιστορία, ότι δηλαδή η θεώρηση και η ερμηνεία προγε νέστερων γεγονότων αναπόφευκτα γίνο νται υπό το πρίσμα των πολιτικών, κοινωνι κών και ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να ερευ νήσει και να εξετάσει το ευρωπα'ίκό γίγνε σθαι υπό το φως των κοσμο'ίστορικών εξε λίξεων και αλλαγών, που συντελέστηκαν με την κατάρρευση του τείχους του Βερολί νου, την ενοποίηση της Γερμανίας και το τέλος του ψυχρού πολέμου.
ΤΟΜΟΣ Β' Από τη Πτώση του Μπίσμαρκ στο Τείχος του Βερολίνου 1890 -1989
Ο Πάνος Τσακαλογιάννης γεννήθηκε στην
Έχει δημοσιεύσει πληθώρα εργασιών σε
ΑθιΊνα και σπούδασε στην Αγγλία Πολιτικι]
επιστημονικά περιοδικά όπως το Journa! of
Κοινωνιολογία (ΒΑ), Ευρωπαίκή Ιστορία,
Contempurary
Ευρωπα'ίκό Εθνικισμό και Ευρωπα'ίκι] Ολο
Mudern Greek Studies, το Journal of Common
κλήρωml (ΜΑ και Ph,
D),
History, το
Byzantine
and
Market Studies, το Eurupean Foreign Affairs
Μετά από μια σύντομη παραμονή στο
Reνίe\\', το Journal of Eurupean Integratiol1
Πανεπισt1Ίμιo Αθηνών, διετέλεσε υηί! Head
κ,ά" καθώς και σε συ/λογικούς τόμους διε
στο νεο'ίδρυθέν Ευρωπα'ίκό Ινστιτούτο Δημό
θνούς κύρους, Οι πιο πρόσφατες μελέτες του
σιας Διοίκηmις στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας
είναι The European υηίοη as a Security
(1984-89) ως υπεύθυνος για τις εξωτερικές rY'/.έ .
CommLlIlity, Prublenls and Pruspects (Nomos,
σεις και τις πολιτικές πτυχές της Ευρωπα'ίκής
Baden-Baden, 1996) και η Πολιτική Διάσταση
Κοινότητας, Το 1990-93 ιΊταν συντονιστιΊς ενός
της Ευρωπαίκής Ένωmις (ΑθιΊνα, Παπαζιjmις,
ερευνητικού προγράμματος της Vo!ks\vagen
1996), Αυη] την εποχή κάνει έρευνα για μια με
StiftιJl1g για την ευρωπα'ίκι] ασφάλεια στη μετα
λέτΊΙ με θέμα The Eurupean υηίοη and the
ψυχροπολεμικι] εποχή, Έχει διατελέσει επι
Nationa! Question,
σκέπτης καθηγητΊΊς στα ΠανεπιστΊΊμια της
Διδάσκει Σύγχρονη Ευρωπα'ίκι] Ιστορία
Φρανκφούρτης και του Άμστερνταμ και Guest
και Εξωτερικές Σχέσεις τΊις Ε.Ε, καθώς και
Scho!ar στο Bruokings InstitutiOI1, Washington
Πολιτικι] Ολοκλιjρωmι σt11ν Ε.Ε, σε μεταπτυ
D, C,
χιακό επίπεδο (ΜΑ) στο ηl1jμα Διεθνών και Ευρωπαίκών Οικονομικών Σπουδών (ΔΕΟΣ) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Στο εξώφυλλο: Το γχρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου,
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΤΙΛΗ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1789 - 1989
© Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ Σταδίου 44, 10504 Αθήνα, τηλ. (01 ) 32 29 638 - Fax: 32 45 052
Τυπογραφική Επιμέλεια: Αλίκη Σαλίμπα Φωτοστοιχειοθεσία: Σπεντζάρη Αικατερίνη ISBN 960-08-01 26-6
ΠΑΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΤΙΛΗ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1789 - 1989
ΤΟΜΟΣΒ' ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1890 - 1989
Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ 1997
Quand Dieu ifface, c' est qu' ίl se pripare
iι
icrire
Jacques-Benigne Bossuet (1627-1704)
Όταν ο Θεός σβήνει, σημαίνει ότι ετοιμάζεται να γράψει
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ: 1880-1914 .........................11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1870-1914 ...............................35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: 1880-1914...................65
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ: 1880-1914 ...........125
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΩΝ ΚΑΙ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: 1890-1914 ........155
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΙΡΗΝΗ: 1914-1922 ....................195
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: 1914-1923 ................. 227
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ: 1923-1932 .................................261
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟΣ - ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: 1929-1939
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.301
.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: 1939-1945 .............................349
10
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚEΦAΛJU O ENΔEΚATO ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ:
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
1945-1989 . . . . . .. . . . . . . . .389 .
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
445
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 451
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ: 1 880-19 1 4 Η τελευταία εικοσιπενταετία του 190υ αιώνα έχει χαρακτηρισtεί ως η «μεγάλη ύφεση» της Ευρώπης. Ο όρος αυτός θέτει μία σειρά από σο βαρά προβλήματα γιατί η οικονομική «ύφεση» αυτής της περιόδου δεν έχει σχεδόν τίποτε το κοινό με τη μεγάλη παγκόσμια ύφεση ποι) ξέσπα σε μετά το 1929 και η οποία κλόνισε συθέμελα το παγκόσμιο καπιταλι σtικό σύσtημα, προκαλώντας τεράσtιες κοινωνικές και πολιτικές παρε νέργειες σtη δεκαετία του 1930-40. Αντίθετα, η «μεγάλη ύφεση» του 1 873-95 όχι μόνο δεν διασάλευσε τα θεμέλια του καπιταλισμού, αλλά συνετέλεσε σtην παγιοποίηση και «παγκοσμιοποίησή» του. Η «μεγάλη ύφεση» του 1 873-95 όχι μόνο δεν οδήγησε σ' ένα κλίμα απόγνωσης και απόρριψης του καπιταλισμού, όπως συνέβη σε μεγάλο βαθμό τη δεκα ετία του 1930-40, αλλά αντίθετα σηματοδότησε τη «συμφιλίωση» μ' αυ τόν μεγάλων σtρωμάτων της εργατικής τάξης, η οποία την περίοδο αυ τή ενσωματώνεται σtO σύσtημα. Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα σtην πρώτη και τη δεύτερη «μεγά λη ύφεση», δηλαδή σ' αυτή του 1873-1895 και σ' εκείνη της δεκαετίας του 1930-40, συνίσtαται σtO ότι η πρώτη δεν προσέλαβε το δραματικό χαρακτήρα της δεύτερης1 . Αν και η κρίση αυτή είχε προβλεφθεί από τον Μαρξ, σαν μια από τις ενδογενείς κυκλικές κρίσεις του καπιταλι σtικoύ συσtήματoς, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην κατάρρευσή του, ωσtόσO δεν προκάλεσε τον αναμενόμενο πανικό. Πολλοί ισtoρικoί θεωρούν ότι ο όρος «ύφεση» σχετικά με την πε ρίοδο 1873-95 ε ίναι αδόκιμος, καθώς, σtην πραγματικότητα, αν εξαιρέ σει κανείς τις περιόδους 1879-83 και 1 89 1 -95, όπου παρατηρείται κά ποια σχετική πτώση σtOυς ρυθμούς ανάπτυξης, η φάση αυτή χαρακτη ρίζεται από έντονη οικονομική δρασtηριότητα. Ο όρος «μεγάλη ύφε-
12
,ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ση» χρησιμοποιήθηκε από μια βασιλική επιτροπή της Βρετανίας που συστήθηκε το 1 882 για να εξετάσει τους λόγους που ευθύνονταν για την πτώση στις τιμές, τα κέρδη και τις εξαγωγές, στα οποία αποδιδόταν η αύξηση της ανεργίας. Ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά οφείλονταν περισ σότερο σε δομικές αλλαγές, κυρίως στην πτώση των τιμών των αγροτι κών προ'ίόντων καθώς και στην ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων. Οι σωρευτικές επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, όπως θα εξετάσου με διεξοδικότερα παρακάτω, έγιναν πιο αισθητές στη Βρετανία, η οποία ουσιαστικά, στην περίοδο αυτή, χάνει την πρωτοκαθεδρία ως η κατ' εξοχήν παγκόσμια βιομηχανική δύναμη. Αυτός ο ρόλος διεκδικεί ται τώρα τόσο από τη Γερμανία όσο και από τις ραγδαία ανερχόμενες Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεπώς, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η «με γάλη ύφεση» του 1873-95 είχε μάλλον περιορισμένο χαρακτήρα και αφορούσε σε ορισμένους κλάδους, κυρίως τον αγροτικό, και σε παρα δοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως η υφαντουργία, οι οποίοι εξέ φραζαν έντονη την αγανάκτησή τους κατά του συστήματος του οικονο μικού φιλελευθερισμού το οποίο θεωρούσαν υπόλογο γι' αυτή την κρί ση2. Συνεπώς, αντί να αποτελέσει την απαρχή για τη χρεοκοπία του κα πιταλιστικού συστήματος, η ύφεση του 1 873- 1895 ήταν μάλλον το εφαλ τήριο για την αναδιάρθρωσή του με βάση τα νέα τεχνολογικά, οικονο μικά και κοινωνικά δεδομένα. Είναι ενδεικτικό ότι αυτή η φάση είναι επίσης γνωστή ως η περίοδος της δεύτερης «βιομηχανικής επανάστα σης», ένας όρος που έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε κατά κόρο, σε ση με ίο που να έχει χάσει στις μέρες μας τη σημασία του. Θα ήταν συνεπώς χρήσιμο να ξεκινήσουμε αναλύοντας πρώτα τις διεργασίες που συντελέστηκαν στη «βάση», δηλαδή στον οικονομικό, τεχνολογικό και εμπορικό τομέα, στο τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώ να, και κατόπιν να αναλύσουμε τις επιπτώσεις του στο «οικοδόμημα», ήτοι στην κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την ιδεολογία. Η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» ήταν προ'ίόν τριών αλληλοτροφο δοτούμενων παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η ανάπτυξη νέων τεχνολο γιών και η εφαρμογή νέων επιστημονικών ανακαλύψεων στην οικονο μία και την παραγωγή. Όπως αναφέρθηκε και στον πρώτο τόμο αυτής
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
13
της μελέτης, η πρώτη «βιομηχανική επανάσταση» βασίστηκε κυρίως στη χειρωνακτική εργασία. Η συσχέτισή της με την επιστήμη ήταν πε ριορισμένη καθώς και η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών. Ο αντι προσωπευτικός τύπος επιχειρηματία ήταν ο, χαμηλής σχετικά μόρφω σης και κοινωνικής προέλευσης, αυτοδημιούργητος που ούτε τις γνώ σεις ούτε και τα κίνητρα διέθετε για τεχνολογικές καινοτομίες. Η πα ραγωγή στην πρώτη «βιομηχανική επανάσταση» -περίπου 1 750-1 830είναι σχετικά στατική, σε σύγκριση με τη δεύτερη βιομηχανική επανά σταση που αναδύεται από τα μέσα του 1 90υ αιώνα. Η τελευταία χαρα κτηρίζεται από μια αλληλοτροφοδοτούμενη διαλεκτική σχέση μεταξύ τεχνολογίας και επιστήμης από τη μια πλευρά και οικονομίας και πα ραγωγικής διαδικασίας από την άλλη. Αυτή η εξέλιξη διαμόρφωσε νέες τεχνολογίες καθώς και νέους βιο μηχανικούς κλάδους οι οποίοι σταδιακά εκτόπισαν τους παραδοσια κούς. Π.χ. το 1 867 ο Siemens ανακαλύπτει το δυναμό το οποίο αποτέ λεσε βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας ηλεκτρικών ει δών. Ένας άλλος κλάδος, στον οποίο οι Γερμανοί διέπρεψαν, ήταν η χημική βιομηχανία και τα συνθετικά με τα οποία κατέκτησαν μια ηγε μονική θέση, παρόμοια με εκείνη που κατείχαν οι Βρετανοί στην πρώ τη βιομηχανική επανάσταση. Οι αναδυόμενοι κλάδοι στα τέλη του 190υ αιώνα ήταν η χημική βιομηχανία, η χαλυβουργία, η μηχανουργία και λί γο αργότερα η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία έμελλε να επιφέρει επα ναστατικές καινοτομίες με τεράστιες οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ταυτόχρονα παρατηρείται η ανάπτυξη νέων μορφών ενέργειας, του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου. Ιδιαί τερα η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων στις αρχές του 200ύ αιώνα αύξη σε κάθετα τη ζήτηση για πετρέλαιο. π .χ. ενώ το 1 900 η παγκόσμια πα ραγωγή αυτοκινήτων ήταν μόλις 9.000, από τα οποία σχεδόν τα μισά εί χαν παραχθεί στις ΗΠΑ, το 1916, μόνο η Ford παρήγαγε 735.000 αυτο κίνητα. Το παράδειγμα του αυτοκινήτου είναι τυπικό μιας ευρύτερης διερ γασίας που παρατηρείται από τα τέλη του 1 90υ αιώνα και η οποία προ σέλαβε τεράστιες διαστάσεις τον 20ό αιώνα, σχεδόν έως τις μέρες μας. Ότι δηλαδή, ενώ μία σειρά από μεγάλες καινοτομίες, όπως η επινόηση
14
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
του αυτοκινήτου ή του κινηματογράφου, είχαν ευρωπα"ίκή προέλευση, στη συγκεκριμένη περίπτωση γαλλική, η μαζική εκμετάλλευσή τους γι νόταν στις ΗΠΑ. Έννοιες όπως «μαζική παραγωγή» και αργότερα «μαζική κοινωνία», που ουσιαστικά υποδηλώνουν μαζική κατανάλωση τυποποιημένων προ'ίόντων έχουν αμερικανική προέλευση. Αν και αυτά τα φαινόμενα βρήκαν ευρύτερη απήχηση στην Ευρώπη ουσιαστικά με τά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου, στην Αμερική κάνουν την εμ φάνισή τους λίγο πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο. Η μαζική παραγωγή έγινε εφικτή χάρη στην εισαγωγή νέων μεθό δων μάνατζμεντ, κυρίως την εφαρμογή του «τε'ίλορισμού» πρώτα στην αυτοκινητοβιομηχανία και αργότερα σε άλλους κλάδους, όπως η ένδυ ση, το έπιπλο, Κ.λπ. Ο «τε'ίλορισμός» είναι συνώνυμος με την «assembly line», δηλαδή τον κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε μια σειρά από επί μέρους πράξεις που εκτελεί κάθε εργάτης. Μ' αυτό τον τρόπο, δηλαδή με την ενασχόληση κάθε εργάτη με μια μόνο συγκε κριμένη πράξη, αυξανόταν κάθετα η παραγωγικότητα και το τελικό προ'ίόν ήταν πιο τυποποιημένο. Οπωσδήποτε, αυτή η διαδικασία επέ φερε μεγάλες ψυχολογικές επιπτώσεις στον εργάτη, ο οποίος από δη μιουργός που ήταν πριν, ως ράφτης ή επιπλοποιός κ.λπ., μετατρεπόταν τώρα σε μια απλή προέκταση της μηχανής. Ωστόσο ο «τε'ίλορισμός» εί χε τεράστια απήχηση και σαγήνευσε πολλούς μοντερνιστές ή άλλους θιασώτες της μαζικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου και του Λέ νιν, ο οποίος θεώρησε ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής θα βοηθούσε τη Σοβιετική Ένωση να εκβιομηχανιστεί το ταχύτερο δυνατό και έτσι να καλύψει το χάσμα που τη χώριζε από τη Δύση. Ουσιαστικά, όμως, τα διάφορα «πενταετή προγράμματα» που εκπονήθηκαν επί Στάλιν και των επιγόνων του αποτελούσαν κακέκτυπα των αμερικανικών μεθόδων μαζικής παραγωγής, ιδίως του «τε·ίλορισμού». Ο τρίτος άξονας πάνω στον οποίο βασίστηκε η «δεύτερη βιομηχανι κή επανάσταση» ήταν η εντυπωσιακή ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1869, εγκαινίασε μία νέα εποχή στην ανάληψη ή την ολο κλήρωση μεγάλων έργων, όπως η διώρυγα του Παναμά, τα οποία έδω σαν μια τεράστια ώθηση στις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Ο χρόνος και το
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
15
κόστος μεταφοράς ανθρώπων και προ'ίόντων μειώθηκε εντυπωσιακά στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό είχε τεράστιες επιπτώσεις -οικονομικές, εμπορικές, κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές- με τις οποίες θα ασχοληθούμε παρακάτω. Παρόμοιες επιδράσεις είχε και η τεράστια ανάπτυξη των σιδηροδρόμων. Η διαδικασία αυτή προσέλαβε προς τα τέλη του 190υ αιώνα νέες διαστάσεις. Ενώ στις αρχές και τα μέσα του 190υ αιώνα τα σιδηροδρομικά δίκτυα κάλυπταν σχετικά μικρές απο στάσεις, κυρίως στη Βρετανία και τη Δυτικ� Ευρώπη, δηλαδή αποτε λούσαν μέρος της εθνικής συγκρότησης ή τον εκσυγχρονισμό, προς στα τέλη του 190υ αιώνα η ανάπτυξη σιδηροδρομικών δικτύων προσλαμβά νει διηπειρωτικές διαστάσεις. Αυτή είναι η εποχή της γοργής ανάπτυ ξης του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου στη Ρωσία καθώς και του «trans pacific» στις ΗΠΑ και τον Καναδά, ο οποίος συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό. Οπωσδήποτε η ανάληψη και εκτέλεση τέτοιων έργων υποδήλωνε την εμφάνιση στην παγκόσμια κονίστρα δυο ηπειρωτικού μεγέθους δυ νάμεων, με τεράστιες δυνατότητες τις οποίες δεν είχαν οι Ευρωπαίοι. Ωστόσο, αυτό που κατείχαν οι Ευρωπαίοι, πριν το 1914, ήταν τεράστιες αποικίες στην Αφρική και την Ασία καθώς και ανώτερη τεχνολογία και διαθέσιμα κεφάλαια, τα οποία τους επέτρεπαν να θεωρούν ότι μπορού σαν κι αυτοί να αναλάβουν παρόμοιας έκτασης σιδηροδρομικά έργα. Π.χ. οι Βρετανοί σαν απώτερο στόχο, πριν το 1914, είχαν τη σιδηροδρο μική σύνδεση μεταξύ του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας (Cape Town) στη Νότια Αφρική με το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Οι Γερμανοί, από την άλλη μεριά, προωθούσαν με μεγαλύτερο ζήλο την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνο - Κωνσταντινούπολη - Βαγδάτη Περσικός Κόλπος, ο «σιδηρόδρομος της Βαγδάτης», όπως αποκαλέ στηκε. Και τα δύο έργα όμως δεν συπληρώθηκαν. Η διαφρικανική σι δηροδρομική γραμμή προσέκρουσε στα γαλλικά συμφέροντα, ενώ ο σιδηρόδρομος της Βαγδάτης κυρίως στα βρετανικά και τα ρωσικά και, κατά δεύτερο λόγο, στα γαλλικά συμφέροντα. Ο τελευταίος, μάλιστα, θεωρήθηκε από ορισμένους ιστορικούς σαν μία από τις κύριες αιτίες για την έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου. Βλέπουμε λοιπόν ότι αν αυτά και άλλα παρόμοια μεγαλεπήβολα έργα δεν πραγματοποιήθηκαν,
16
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη τεχνογνωσίας ή υλικών μέσων και κεφαλαίων, αλλά σε πολιτικά εμπόδια, κυρίως στο ότι προσέκρουσαν στις αντιδράσεις των άλλων ευρωπα'ίκών χωρών που θεωρούσαν ότι κάτι παρόμοιο θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι η μόνη δύναμη που μπορούσε να ανα λάβει παρόμοια μεγαλόπνοα έργα χωρίς να αντιμετωπίζει και παρό μοια πολιτικά προσκόμματα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα και η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη στην Άπω Ανατολή με τη γοργά αναπτυσ σόμενη Ιαπωνία. Η ήττα της Ρωσίας από την Ιαπωνία στο ρωσο'ίαπωνι κό πόλεμο του 1904-5 ουσιαστικά έθετε φραγμούς στη ρωσική διείσδυ ση στην ανατολική Ασία. Αντίθετα, οι ΗΠΑ, έχοντας υποτάξει τους ιθαγενείς Ινδιάνους, είχαν απεριόριστες δυνατότητες διείσδυσης στην κατάκτηση της «άγριας Δύσης». Μόνο φυσικά εμπόδια μπορούσαν να επιβραδύνουν αυτή την πορεία. Ίσως θα ήταν ωφέλιμο να προσθέταμε εδώ ότι αυτή η φάση σηματοδοτεί την πλήρη εξάρθρωση της αντίστα σης των Ινδιάνων, οι οποίοι είχαν κάπως ανακάμψει στη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου ( 1864-68). Την επόμενη εικοσαετία οι διάφορες φυλές των Ινδιάνων συντρίβονται η μία μετά την άλλη. Η τε λευταία αντίσταση των Ινδιάνων ήταν το 1890 στη μάχη στο Wounded Κnee (Τραυματισμένο Γόνατο). Η φυσική εξόντωση των Ινδιάνων απο τελεί τη μελανότερη σελίδα, όχι μόνο στην αμερικανική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Οπωσδήποτε εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να ασχοληθούμε μ' αυτό το θλιβερό επεισόδιο3. Αυτό που έχει ση μασία για το σκοπό της παρούσας μελέτης είναι ότι η νέα πιο επιθετι κή πολιτική που υιοθετήθηκε από τους λευκούς κατά των Ινδιάνων στις ΗΠΑ, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από οικονομικά κριτήρια και πρωτίστως από την επιθυμία των λευκών να «ξεκαθαρίσουν» από τους Ινδιάνους αυτή την τεράστια έκταση μεταξύ της κεντρικής και δυτικής ζώνης των ΗΠΑ, για να δημι ουργηθεί απρόσκοπτα το σιδηροδρομικό δίκτυο που θα ένωνε την ανα τολική με τη δυτική ακτή. Συνεπώς σωστά θεωρείται αυτή η περίοδος, μετά το 1870, ως η φά ση στην οποία τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάδειξη των ΗΠΑ σε υπερ δύναμη. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτό δεν οφειλό-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡ Κ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
17
ταν μόνο σε οικονομικούς λόγους, δηλαδή στην εντυπωσιακή βιομηχα νική ανάπτυξη των ΗΠΑ, αλλά και σε πολιτικούς, κυρίως στο ότι, σε αντίθεση με τις άλλες δυνάμεις, οι ΗΠΑ είχαν το μοναδικό προνόμιο να επιβάλουν τον πλήρη έλεγχό τους σε μια τεράστια έκταση στη Βό ρεια Αμερική. Εκτός από τη συντριβή των Ινδιάνων, οι Αμερικανοί προσαρτούν από το ανίσχυρο Μεξικό την περιοχή του Τέξας, η έκταση του οποίου ε ίναι περίπου η ίδια με της Γαλλίας. Η τελευταία πράξη παίχτηκε στο τέλος του αιώνα με τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο με τον οποίο η Ισπανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τα τελευταία ερεί σματά της στην Αμερική, μεταξύ των οποίων ήταν και η Φλόριντα. Ακριβώς σ' αυτές τις φάσεις της εθνικής έξαρσης, που κύριο χαρακτη ριστικό της είναι η επιβολή μιας εθνικής ομάδας πάνω στις άλλες, δια μορφώνεται και η εθνική ιδεολογία, με τη μορφή της «ιστορικής απο στολής», δηλαδή του ιστορικού ρόλου που υποτίθεται ότι καλείται να εκπληρώσει το έθνος εν ονόματι μιας υπερβατικής δύναμης. Είτε αυτό αυτοονομάζεται το «εκλεκτό έθνος του Θεού», όπως στην περίπτωση της Αγγλίας το 160-1 70 αιώνα4, ή «Manifest Destiny» (Δύναμη του Πε πρωμένου) όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για παραλ λαγές αυτών στη Ρωσία, τη Γερμανία και αλλού, το μήνυμα είναι πα ντού το ίδιο, δηλαδή ο προεξέχων ιστορικός ρόλος μιας εθνικής ομάδας σε σχέση με τις άλλες. Ακόμα και η «άθεη» Γαλλία της πρώτης επανα στατικής περιόδου διεκδικεί αυτό τον ιστορικό ρόλο με τη μορφή της «εκπολιτιστικής αποστολής» που επωμίζονται οι επαναστάτες στο όνο μα των ιδεών των διαφωτιστών τις οποίες πίστευαν ότι εκπροσωπούν. Οι διεργασίες αυτές στις ΗΠΑ και τη Ρωσία τις τελευταίες δεκαετί ες του 190υ αιώνα αποτελούν προσπάθειες για τη συγκρότηση έθνους κράτους ανάλογα με εκείνα στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας είναι ο εκσυγχρονισμός του συ γκοινωνιακού δικτύου και των επικοινωνιών, ως βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας «εσωτερικής αγοράς» και τη συγκέντρωση εξουσιών σε ένα «εθνικό κέντρο». Προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η διαμόρφωση μιας εθνικής κουλτούρας, κάτι το οποίο ενίοτε σημαίνει την περιθωριοποίηση, αν όχι την εξαφάνιση, άλ λων πολιτισμικών ομάδων οι οποίες έχουν την ατυχία να βρίσκονται
18
ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
στο δρόμο αυτής της διαδικασίας του εθνικού «εκσυγχρονισμού», όπως οι Ιρλανδοί, οι Σκοτσέζοι και οι Ουαλοί το 170 αιώνα στη Βρετανία, οι Brettons στη Γαλλία, τη μετεπαναστατική περίοδο, οι Σλάβοι στην κε ντρική Ευρώπη το 190 αιώνα, οι διάφορες ασιατικές φυλές στη Ρωσία και οι Ινδιάνοι στην Αμερική την ίδια περίοδο. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, κυρίως οι επιδράσεις τους στο συσχετισμό δυνάμεως μεταξύ των κρατών, δεν έγιναν άμεσα κατανοητές. Με εξαίρεση ορι σμένους, ελάχιστους, διορατικούς διανοητές που μπόρεσαν να κατα νοήσουν τις απώτερες επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, η συντριπτι κή πλειονότητα των ανθρώπων γεύονταν τις θετικές αλλά και αρνητι κές επιδράσεις της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης». Η εντυπω σιακή ανάπτυξη της τεχνολογίας στα μέσα παραγωγής και της οργάνω σης της παραγωγικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη στις συγκοινωνίες και επικοινωνίες, σωρευτικά επέφεραν επαναστατικές αλλαγές τόσο στις οικονομικές όσο και στις κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών, η υποβρύχια καλωδιακή σύνδεση των ωκεανών, η εμφάνιση πρώτα του αυτοκινήτου και λίγο αργότερα του αεροπλάνου, όλα αυτά σηματοδο τούσαν τη συρρίκνωση των αποστάσεων και την απαρχή της δημιουργί ας ενός «παγκόσμιου χωριού», όπως ονομάστηκε αργότερα αυτή η δια δικασία παγκοσμιοποίησης. Αυτό συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός νέου κλίματος, ενός διαφο ρετικού και πρωτόγνωρου τρόπου ζωής και σκέψης στην Ευρώπη. Αυ τή η φάση σηματοδοτεί την εποχή του μοντερνισμού, της μαζικής κοι νωνίας, της πίστης στην ανθρώπινη πρόοδο και στις σχεδόν απεριόρι στες δυνατότητες της επιστήμης να επιλύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό. Σηματοδοτεί μία εποχή εφησυχα σμού κατά την οποία αρχίζουν να επικρατούν δοξασίες περί αέναης προόδου, περί του «τέλους της Ιστορίας» και περί της διαμόρφωσης ενός πλαισίου παγκόσμιας ειρήνης που θα στηριζόταν στην οικονομική αλληλεξάρτηση και την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Η επιστήμη, η οικονομική ανάπτυξη και αλληλεξάρτηση, η σωστή εκπαίδευση κα θώς και η εντυπωσιακή εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας, όλα αυτά
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
19
προσέφεραν τις προϋποθέσεις για την πλήρη εξαφάνιση όχι μόνο της ανέχειας, της αρρώστιας, του ανθρώπινου πόνου και της δυστυχίας, αλ λά και την εξάλειψη του μίσους, της μισαλλοδοξίας και των πολέμων, καθώς τα αίτια που τα προκαλούσαν θα είχαν πλέον εκλείψει. Μ' άλλα λόγια, αυτή η περίοδος σηματοδοτεί το θρίαμβο του «οικονομικού αν θρώπου», του h,omo economicus, ή της «κοινωνιολογίας της οικονομί ας», όπως τη χαρακτήρισε ο Raymond Aron. Επίσης είναι η εποχή των ειρηνιστικών ρευμάτων στα οποία πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι σοσια λιστές, οι συνδικαλιστές καθώς και οι φιλελεύθεροι και οι ριζοσπάστες αστοί. Τις παραμονές του Α' παγκοσμίου πολέμου τα ρεύματα αυτά εί χαν αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση και η πίστη στην οικονομία είχε εμπεδωθεί τόσο βαθιά που, όπως θα εξετάσουμε σε επόμενο κεφάλαιο, ένας ευρωπα"ίκός πόλεμος θεωρείτο αδιανόητος. Με άλλα λόγια είχε δημιουργηθεί ένα σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών και της πραγματικής κατάστασης στην Ευρώπη η οποία, παρά την πρω τοφανή οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη, όχι μόνο δεν είχε επιλύσει το πρόβλημα του πολέμου, αλλά το είχε καταστήσει πιο ορατό. Το πώς συνέβη αυτό αποτελεί ένα τεράστιο ερώτημα που έχει απασχολήσει όχι μόνο ιστορικούς αλλά και ψυχαναλυτές, όπως ο Φρό ιντ και ο Γιουνγκ, φιλόσοφους και άλλους στοχαστές. Το θέμα αυτό στις μέρες μας έχει κολοσσιαία σημασία, όχι απλώς ακαδημα·ίκή, κα θώς η εποχή που αναλύουμε παρουσιάζει ορισμένες εντυπωσιακές ομοιότητες με τη σημερινή, κυρίως μετά την πτώση του τείχους του Βε ρολίνου και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Αυτές οι εξελίξεις πιστεύε ται ότι έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την εμπέδωση του οράματος για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία, πάνω στα ίχνη εκείνου που παρατηρούμε πριν έναν αιώνα στην Ευρώπη. Συνεπώς έχει ιδιαίτερη σημασία να αναλύσουμε πιο διε ξοδικά τις διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία του «ευρωπα·ίκού ονείρου» στα τέλη του 190υ αιώνα καθώς και τους λόγους που προκά λεσαν την κατάρρευσή του το 1914. Ένας αρκετά δόκιμος τρόπος για την κατανόηση ενός τόσο πολύ πλοκου και αμφισβητούμενου προβλήματος είναι μια διεξοδικότερη ανάλυση των επιπτώσεων στον ευρωπα·ίκό χώρο της «μεγάλης ύφεσης»
20
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
και της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης» το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα. Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος «μεγάλη ύφεση» έχει βρετανική προέλευση, ενώ ο δεύτερος όρος βρήκε μεγα λύτερη απήχηση στη Γερμανία, όπως και στην Αμερική. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Και οι δυο διεργασίες -η ύφεση και οι δομικές αλλαγές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογούν τον όρο «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση»- συνέπεσαν, ή μάλλον ήταν αλληλένδετες. Η οικονομική «ύφεση» ουσιαστικά προερχόταν από τις παρενέργειες της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης», από τις διαρθρωτικές αλλαγές που αυτή προκαλούσε. Μία βασική επίπτωσή της ήταν η πτώση των τιμών των αγροτικών προ'ίόντων -και κατά συνέπεια του αγροτικού εισοδήματος- στην Ευ ρώπη. Αυτή η εντυπωσιακή μείωση των τιμών των αγροτικών προ'ίό ντων οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες από τους οποίους δύο προεξέ χουν. Ο ένας είναι η σταδιακή εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην αγρο τική παραγωγή, κυρίως γεωργικών μηχανών, χημικών λιπασμάτων και σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της γεωργικής παραγωγής ο άλλος έχει να κάνει με το άνοιγμα νέων προμηθευτών αγροτικών προ'ίόντων από τη Βόρεια και Νότια Αμερική, κυρίως την Αργεντινή, από την Αυ στραλία, ακόμα και από τη Ρωσία. Η μείωση στο κόστος μεταφοράς, σαν αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών, καθώς και οι τεράστιες διαθέσιμες για αγροτική καλλι έργεια εκτάσεις σ' αυτές τις χώρες, οι οποίες σημειωτέον είχαν κατά κανόνα ευρωπα'ίκούς πληθυσμούς, συνέτειναν στην ενσωμάτωσή τους στην ευρωπα'ίκή οικονομία. Τόσο για λόγους οικονομικούς όσο και για πολιτιστικούς ήταν δύσκολο να αποκλειστούν τα κατά πολύ φθηνότερα αγροτικά προ"ίόντα (όπως το βαμβάκι, τα σιτηρά, τα κρέατα κ.λπ.) των χωρών αυτών από τις ευρωπα'ίκές αγορές, παρά τις έντονες και ενίοτε βίαιες αντιδράσεις των Ευρωπαίων αγροτών και παραγωγών που υφί σταντο τις αρνητικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Συνεπώς η υπερπαραγωγή αγροτικών προ"ίόντων στην Ευρώπη σε συνδυασμό με την «εισβολή» φθηνών προ'ίόντων από υπερπόντιες αγο ρές προκάλεσαν μία τεράστια κρίση προς τα τέλη του 1 90υ αιώνα, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η κάθετη μείωση των αγροτικών τιμών
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
21
σε Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία κ.λπ. Αν και αυτή έχει χαρακτηριστεί ως «αγροτική κρίση», οι ευρύτερες επιπτώσεις της, όπως θα δούμε παρακάτω -οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτι σμικές, ιδεολογικές και διεθνείς- ήταν καταλυτικές. Όπως είπαμε παραπάνω, αυτή η περίοδος -δηλαδή το τελευταίο τέταρτο του 1 90υ αιώνα- σηματοδοτεί την απαρχή της «παγκοσμιοποίησης» της οικονο μίας, που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η ραγδαία δημιουργία νέων μέσων παραγωγής και η ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα των συγκοι νωνιών και επικοινωνιών, που με τη σειρά τους διευκόλυναν τη διακί νηση ανθρώπων, ιδεών αλλά και προ·ίόντων στα τέσσερα σημεία του πλανήτη. Για τους θιασώτες του Cobden και της Σχολής του Μάντσεστερ, δη λαδή για τους ενστερνιστές του lαisser fαire, αυτές οι οικονομικές διερ γασίες ήταν ευπρόσδεκτες καθώς σηματοδοτούσαν την επικράτηση των αρχών του ελεύθερου εμπορίου, και κατά προέκταση την εμπέδωση της ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι' αυτούς, η παγκοσμιοποίηση της οι κονομίας ήταν μια λογική συνέπεια της ελεύθερης αγοράς, η οποία θα προήγε την οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία των λαών και την κα λύτερη κατανόηση των προβλημάτων που αυτοί αντιμετώπιζαν - οικο νομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά. Με άλλα λόγια, η διαδι κασία της παγκοσμιοποίησης αποτελούσε τη δικαίωση των ιδεών του Adam Smith, του homo economicus και του ορθού λόγου. Δεν είναι τυ χαίο, συνεπώς, ότι την περίοδο αυτή, και έως το 1 91 4, επικρατεί ένα ιδεολογικό κλίμα που τονίζει τις ευεργετικές επιπτώσεις αυτών των δι εργασιών για την ειρήνη στην Ευρώπη. Είναι η εποχή της σχεδόν από λυτης επικράτησης του επιστημονισμού, της πίστης στην πρόοδο και στις αστείρευτες ανθρώπινες δυνατότητες. Είναι η εποχή κατά την οποία ευδοκιμούν δοξασίες, όπως το τέλος της πολιτικής και των συ γκρούσεων, σε εθνικό και ακόμα περισσότερο σε διακρατικό επίπεδο. Αυτά θεωρούνται τώρα σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής, τότε που ο άνθρωπος ήταν δέσμιος των πάθων του, του σκοταδισμού και της ανέ χειας, που τώρα πιστεύεται ότι ανήκουν στο παρελθόν. Με την αμοι βαία κατανόηση, την οικονομική αλληλεξάρτηση και τις τεράστιες δυ νατότητες που προσφέρουν η τεχνολογία και η επιστήμη, δεν υπήρχε
22
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πρόβλημα που θα εμπόδιζε την πορεία προς την εμπέδωση της παγκό σμιας ευημερίας και ειρήνης. Αυτό το όραμα διατυπώνεται από διάφο ρους διανοητές της εποχής εκείνης, οι οποίοι εκπροσωπούν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Όπως θα δούμε και παρακάτω, τα κείμενα που απέκτησαν τεράστια δημοτικότητα εκείνη την εποχή, καλλιεργούσαν ένα κλίμα μεγάλων προσδοκιών και εφησυχασμού και έναν ευδαιμονι σμό που τελικά, το 1914, αποδείχθηκε ότι λίγο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, η οποία ήταν πολύ πιο σύνθετη και επιδεχόταν διαφο ρετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Ουσιαστικά αυτή είναι η εποχή των μεγάλων αντιθέσεων μεταξύ του ιδεατού και του εφικτού, μεταξύ ενός ευρωπα'ίκού ονείρου που σα γήνευε σχεδόν όλες τις ιθύνουσες τάξεις και τους φορείς τους -δημο σιογράφους, συγγραφείς, αναλυτές- από τη μια πλευρά, και ενός εφιάλτη από την άλλη, ο οποίος αν και λιγότερο ορατός παραμόνευε στο σκοτάδι περιμένοντας καρτερικά τη στιγμή που θα έκανε αισθητή την παρουσία του. Όπως παρατηρούσε και ο Τσώρτσιλ μετά τον Α' πα γκόσμιο πόλεμο, στην Ευρώπη, πριν το 1914, υπήρχαν δυο διαφορετι κοί κόσμοι. Ο ένας ήταν ο πραγ ματικός κόσμος, με τις καθημερινές δραστηριότητές του και τους κοσμοπολίτικους στόχους του. Ωστόσο, «κάτω από την επιφάνεια» ελλόχευε ο άλλος, υποθετικός κόσμος, ένας κόσμος που τη μια στιγμή φαινόταν εντελώς φανταστικός και την επό μενη στιγμή έτοιμος να ξεπεταχτεί στην επιφάνεια - «ένας κόσμος τε ρατόμορφων σκιών που κινούνταν σπασμωδικά και άχρωμα μέσα από μονοπάτια που οδηγούσαν σε μία απύθμενη καταστροφή». Με άλλα λόγια, το όνειρο και ο εφιάλτης συνυπήρχαν, παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι προτιμούσαν να βλέπουν μόνο τη μία όψη του νομίσματος. *
*
*
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές διεργασίες στην Ευρώπη την περίοδο που εξετάζουμε, θα πρέπει να ασχοληθούμε διεξοδικότερα με τις οικονομικές, εμπορι κές και βιομηχανικές εξελίξεις και τις πολιτικές τους επιπτώσεις. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ραγδαία οικονομική, τεχνολογική και εμπορική ανάπτυξη μετά το 1 870 καθώς και η «παγκοσμιοποίηση»
ΑΏΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
23
της αγοράς που αυτή η ανάπτυξη συνεπαγόταν, χαιρετίσθηκαν με ιδιαί τερη ικανοποίηση στη Βρετανία, για λόγους ιδεολογικούς -η παγκό σμια επικράτηση του laisseι-faire- αλλά και για πολιτικούς και οικονο μικούς, αφού η Βρετανία εξακολουθούσε να θεωρείται «το παγκόσμιο εργαστήρι», δηλαδή η δεσπόζουσα παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, και ήταν επόμενο να αναμένει τα μεγαλύτερα οφέλη από το άνοιγμα νέων αγορών και από τη διεύρυνση και ε μβάθυνση του διεθνούς εμπο ρίου. Δηλαδή, θεωρούσε δεδομένο ότι, στο διεθνή καταμερισμό εργα σίας, η Βρετανία θα διατηρούσε την προνομιακή θέση που είχε κατο χυρώσει για τον εαυτό της μετά το 1815 ως η κατ' εξοχήν βιομηχανική δύναμη γύρω από την οποία θα οργανωνόταν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η «παγκοσμιοποίηση» της αγοράς, κυρίως με την προσφορά φτηνών πρώτων υλών και αγροτικών προ'ίόντων, της προσέφερε μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως φτηνά τρόφιμα, που θα βο ηθούσαν στη συμπίεση των μισθών και του πληθωρισμού και κατ' επέ κταση στη μείωση του κόστους παραγωγής. Ταυτόχρονα η ενσωμάτωση υπερπόντιων χωρών στη διεθνή οικονομία θα άνοιγε νέες αγορές και ευκαιρίες για τις βρετανικές εξαγωγές βιομηχανικών πρσ"ίόντων καθώς και για επενδύσεις σ' αυτές τις «παρθένες» αγορές. Συνεπώς όλα συ ναινούσαν στην ενίσχυση της εντύπωσης ότι η παγκοσμιοποίηση της αγοράς αν μη τι άλλο θα εδραίωνε ακόμα περισσότερο την προνομια κή θέση της Βρετανίας καθώς αυτή θα είχε τη δυνατότητα να προσαρ μόσει την παγκόσμια οικονομία στις ανάγκες και προτεραιότητές της. Με άλλα λόγια η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να αποτελέσει αναπόσπαστο συστατικό της Fax Brίtannica . Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι οι άλλες χώρες θα δέχονταν να παραμείνουν οικονομικά και βιομη χανικά υποδεέστερες, δηλαδή να αποτελούν συστατικά ενός βρετανο κεντρικού συστήματος. Η διατήρηση των άλλων δυνάμεων, κυρίως των υπερπόντιων, στο ρόλο των προμηθευτών πρώτων υλών και τροφίμων θεωρείτο από τους Βρετανούς σχεδόν σαν δεδομένη. Δεν είναι τυχαίο Π.χ. ότι η βρετανική κυβέρνηση τάχθηκε με το μέρος των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, παρά το γεγονός ότι οι Νότιοι υπεράσπιζαν το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Ωστόσο οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ ήταν κατ' εξο-
24
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
χήν αγροτικές, με κύριο προ'ίόν το βαμβάκι, ένα μεγάλο μέρος του οποίου εξαγόταν στη Βρετανία σαν πρώτη ύλη. Αντίθετα, οι βόρειες πολιτείες ήταν βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένες και φιλοδοξούσαν να καταστήσουν τις ΗΠΑ μία μεγάλη βιομηχανική δύναμη, κάτι που έγινε εφικτό μετά το τέλος του ε μφυλίου πολέμου. Να συνοψίσουμε, η φάση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ήταν επακόλουθο τόσο της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης» όσο και πολιτικών διεργασιών σε μία σειρά από χώρες. Αυτές υπέσκαπταν το διακανονισμό στην Ευρώπη -πολιτικό και οικονομικό- που είχε επι βάλει η Βρετανία το 1815. Στον πολιτικό τομέα, η δεκαετία του 1860-70 σηματοδοτεί το μετασχηματισμό της Ρωσίας, με μια σειρά από μεταρ ρυθμίσεις που αναφέρθηκαν στον πρώτο τόμο. Ακόμα σημαντικότερες όμως ήταν οι πολιτικές αλλαγές που επέφεραν ο αμερικανικός εμφύ λιος πόλεμος ( 1864-68) και η πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας και σε μικρότερο βαθμό της Ιταλίας. Την ίδια εποχή παρόμοιες διαδικασίες εθνικής ενοποίησης και εκσυγχρονισμού δρομολογούνταν στη μακρινή Ιαπωνία με την άνοδο στο θρόνο της Δυναστείας των Meiji, το 1867, που έθεσε τέρμα στο φεουδαρχικό �στημα των shogun των Tokugawa. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η Ιαπωνία καθίσταται μια μεγάλη οικονομική αλλά και στρατιωτική δύναμη που οι «δυτικές» δυνάμεις δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν, ή, ακόμα χειρότερο, να υποτιμή σουν, κάτι που έμαθαν με πολύ επώδυνο τρόπο οι Ρώσοι το 1905, με την ταπεινωτική ήττα τους από τους «υπανάπτυκτους Ασιάτες». Συνεπώς η «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας συμβάδιζε με την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, δηλαδή με την ανάδυση νέων δυνάμε ων τόσο στην ηπειρωτική Ευρώπη όσο και στην Αμερική και την Ασία. Αυτές οι κοσμο'ίστορικής σημασίας διεργασίες ήταν επόμενο να οδηγή σουν στην περιθωριοποίηση της Ευρώπης, πολύ περισσότερο καθώς η Ευρώπη πολιτικά ήταν κατακερματισμένη. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτός ο πολιτικός κατακερματισμός και οι ασυμβίβαστες πολιτικές φι λοδοξίες οδήγησαν τελικά την Ευρώπη στην καταστροφή το 1914. Ωστόσο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έτειναν να αγνοούν τις εκρηκτικές διαστάσεις αυτού του προβλήματος και να τονίζουν, σε υπερβολικό βαθμό, όπως αποδείχθηκε αργότερα, τις κοινές πολιτισμικές καταβο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
25
λές τους και την ύπαρξη ενός ευρωπα'ίκού «πολιτισμικού προτύπου» το οποίο υποτίθεται θα τιθασεύσει τις επιθετικές ροπές των κυβερνήσεών τους. Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί εδώ είναι ότι η εμφάνιση στην παγκόσμια σκηνή μη ευρωπα'ίκών δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ρωσία που λίγοι θεωρούσαν ως ευρωπα'ίκή χώρα, λειτουργούσε συσπειρωτικά και βοηθούσε στο να προσδίδεται μεγαλύτερη σημασία στο ευρωπα'ίκό πρότυπο, δηλαδή σε ό,τι ένωνε τους Ευρωπαίους, σε αντιδιαστολή με άλλους πολιτισμούς, κυρίως τους Ασιάτες. Εκφράσεις όπως «ασιατικός δεσποτισμός» ή «πρόκληση της Ανατολής» ή και η πιο ρατσιστική «κίτρινος κίνδυνος» ακούγονται όλο και πιο συχνά, την πε ρίοδο αυτή. Βέβαια, για τον ιστορικό, εκείνο που μπορεί να διακρίνει σ' αυτές τις εκφράσεις είναι μια αδυναμία των Ευρωπαίων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Από τα τέλη του 190υ αιώνα είναι σαφές ότι το πλαί σιο που είχε επιβληθεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 είχε αρχίσει να υποχωρεί και η πλήρης κατάρρευσή του ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ τον ευρωκεντρικό χαρακτήρα του Συνε δρίου της Βιέννης. Ακόμα και η μεγάλη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αποκλείστηκε από αυτό, λόγω θρησκευτικών προκαταλήψεων, ενώ άλ λα ευρωπα'ίκά κράτη ελάσσονος σημασίας είχαν συμμετάσχει. Επίσης ο ευρωκεντρικός χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος της εποχής εκείνης φαίνεται και από το ότι ο σημαντικότερος συλλογικός φορέας για τη διατήρηση της ειρήνης θεωρείτο ότι ήταν το «Συνέδριο της Ευ ρώπης» (Concert of Europe). Το ότι το όργανο αυτό τελικά αποδείχθη κε ανίκανο να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη οφειλόταν στις εν δογενείς αδυναμίες και αντιπαραθέσεις των μεγάλων ευρωπα'ίκών δυ νάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων παρά για την προαγωγή ενός συλλογικού ευ ρωπα'ίκού στόχου. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Bismarck, στην «Ευ ρώπη» συνήθως προσέφευγαν όσοι ήθελαν να πετύχουν κάτι που ήταν δύσκολο να διεκδικήσουν στο όνομα της χώρας τους, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, λόρδος Salisbury, χαρακτήριζε την ευρωπα'ίκή ιδέα μια «φαντασίωση»5. Το γεγονός ότι επιφανείς Ευρωπαίοι πολιτικοί εκφρά ζονταν τόσο κυνικά για τις προοπτικές μιας ενιαίας Ευρώπης, οφειλό-
26
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ταν κυρίως στο ότι είχαν επίγνωση των σοβαρών ενδογενών προβλημά των της ηπείρου. Το θέμα αυτό έχει τεράστια σημασία καθώς η διατήρηση της λεπτής ισορροπίας στην Ευρώπη εξαρτιόταν, όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο, από την ικανότητα των μεγάλων ευρωπα'ίκών δυνάμεων, και πρωτίστως της Βρετανίας και της ανερχόμενης πολιτικά και οικο νομικά Γερμανίας, να εξισορροπήσουν τις σχέσεις και τα συμφέροντά τους. Ουσιαστικά η έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αποτυχία αυτής της προσπάθειας, η οποία προκάλεσε ολέθριες συνέπειες στη γηραιά ήπειρο. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν τις δυο χώρες σε αναμέτρηση. Όπως ήδη αναφέρθηκε στον πρώτο τόμο, η ενοποίηση της Γερμανί ας και η ήττα της Γαλλίας το 1 870 από την Πρωσία ε ίχαν μεταβάλει ρι ζικά τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Η Βρετανία, όπως και οι άλλες δυνάμεις, ανήμπορες να παρέμβουν σ' αυτές τις εξελίξεις, αντέδρασαν μάλλον αμήχανα και με ανάμικτα συναισθήματα. Οπωσδήποτε η ύπαρ ξη μιας πανίσχυρης στρατιωτικά Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης δυσκόλευε σημαντικά την παραδοσιακή ευρωπα'ίκή πολιτική του Λον δίνου που αποσκοπούσε στην αποτροπή μιας ηπειρωτικής «υπερδύ ναμης», όπως ήταν η Ισπανία το 170 αιώνα και η Γαλλία έως το 1815. Ωστόσο οι οξείες αντιπαραθέσεις των Βρετανών με τη Ρωσία στην Ασία και την Εγγύς Ανατολή τους έκανε να τρέφουν ελπίδες ότι μία ισχυρή Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στη «ρωσική πρόκληση». Η ύπαρξη τόσο στενών πολιτισμικών δεσμών μεταξύ των δύο γερμανικών φυλών, οι δεσμοί αίματος, που ένωναν τους βασιλι κούς οίκους της Βρετανίας και της Γερμανίας, οι θρησκευτικές ακόμα και γλωσσικές συγγένειες, καθώς και οι στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, (όλα αυτά) συνηγορούσαν στο ότι οι δυο αυτές δυνάμεις είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν αγαθές σχέσεις για να παί ξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη. Πώς λοιπόν εξηγείται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, ο οποίος τελικά τις οδήγησε σε πλήρη ρή ξη; Αποτελούσε αυτή η εξέλιξη μοιραία παρεξήγηση, ένα κολοσσιαίο λάθος, ή ήταν κάτι το αναπόφευκτο; Ποιος φέρει την κύρια ευθύνη γι'
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
27
αυτή τη σύγκρουση; Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα εξα κολουθούν να απασχολούν τους ιστορικούς. Για να δώσει κανείς ικανοποιητικές απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτή ματα θα πρέπει να ανατρέξει στις οικονομικές διεργασίες στο τελευ ταίο τέταρτο του 190υ αιώνα. Ενώ η πρώτη βιομηχανική επανάσταση ήταν ουσιαστικά βρετανική υπόθεση, η «δεύτερη βιομηχανική επανά σταση» , έναν περίπου αιώνα αργότερα, είχε ένα σαφή γερμανικό χα ρακτήρα. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, ενώ η πρώτη βιομηχανική επανάσταση εξέφραζε τον εθνικό χαρακτήρα των Βρετανών, η δεύτε ρη αντικατόπτριζε εκείνο των Γερμανών. Ενώ η πρώτη στηρίχτηκε στον αυτοδημιούργητο επιχειρηματία που συνήθως προερχόταν από τα λα'ί κά κοινωνικά στρώματα, με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά μεγά λη πίστη στις ικανότητές του και στις δικές του δυνάμεις, η δεύτερη βιο μηχανική επανάσταση, στα τέλη του 190υ αιώνα, αντικατόπτριζε το γερμανικό χαρακτήρα, δηλαδή την έφεσή του για συλλογικότητα, οργά νωση και εφαρμοσμένη επιστήμη. Ο Άγγλος πρωτοκαπιταλιστής δεν εί χε ούτε τις γνώσεις ούτε και τα κίνητρα για να εισαγάγει επιστημονικές μεθόδους και πρακτικές στην παραγωγή. Οπωσδήποτε, σταδιακά, η ανάπτυξη νέων κλάδων, όπως οι σιδηρόδρομοι και η χαλυβουργία, ει σήγαγαν νεωτεριστικές μεθόδους και επέτρεψαν μια στενότερη συνερ γασία μεταξύ της επιστήμης και της παραγωγής. Ωστόσο αυτή η συνερ γασία ποτέ δεν έφτασε στη Βρετανία το επίπεδο της Γερμανίας. Εκεί, η επιστημονική παράδοση από την εποχή του Leibniz, τα τέλη του 170υ αιώνα, ευνοούσαν μια πιο πρακτική επιστημονική προσέγγιση, όχι μό νο στα Μαθηματικά αλλά και στη Φυσική, τη Χημεία, κ.λπ. Αυτό σήμαι νε ότι η Γερμανία βρέθηκε πιο προετοιμασμένη για να εκμεταλλευτεί τις πρωτοεμφανιζόμενες τεχνολογίες και τους πιο εξελιγμένους βιομη χανικούς κλάδους τα τέλη του 190υ αιώνα. Ήδη η ενοποίηση της Γερ μανίας είχε δημιουργήσει τη μεγαλύτερη εσωτερική αγορά στην Ευρώ πη, με εξαίρεση βέβαια τη Ρωσία η οποία δεν υπολογιζόταν ως βιομη χανική δύναμη. Η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας την περίοδο 1870-1914 είναι ιλιγγιώδης για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Το σιδηροδρομικό της δίκτυο επεκτάθηκε κατά περίπου 45.000 χιλ. Το 1 913 η Γερμανία παρή-
28
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γε τα δύο τρίτα του ατσαλιού της Ευρώπης διπλάσιο από εκείνο της Βρετανίας. Η παραγωγή χάλυβα και ατσαλιού ε ίχε ιδιαίτερη σημασία λόγω της στενής σχέσης αυτών των κλάδων με την πολεμική βιομηχα νία, συμπεριλαμβανομένης και της ναυπήγησης θωρηκτών σκαφών, κά τι που προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία την περίοδο που εξετάζουμε εδώ. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει η παραγωγή άνθρακα και άλλοι παρα δοσιακοί κλάδοι στους οποίους η Βρετανία διατηρούσε έως τότε ένα μεγάλο προβάδισμα. Εκεί όμως που οι Γερμανοί απέκτησαν σχεδόν πλήρη έλεγχο ήταν στους νέους κλάδους, όπως οι χημικές και πετροχη μικές βιομηχανίες, οι ηλεκτρικές συσκευές και η φαρμακοβιομηχανία. Πολλοί από τους σημερινούς κολοσσούς ιδρύθηκαν την περίοδο που εξετάζουμε: Η BASF (Badische Anilindund Soda-Fabrik) το 1890 απα σχολούσε 6.300 εργαζομένους, ενώ η Farbwerke Hoechst 3.500. Το 1904 αυτές οι δύο μαζί με την Bayer, την τρίτη μεγάλη βιομηχανία του κλάδου, δημιούργησαν ένα τραστ για το μοίρασμα της αγοράς και για τον καλύτερο προγραμματισμό των επενδύσεων. Η ευρηματικότητα και οι καινοτομίες που εισήγαγαν αυτές οι εταιρίες ήταν εντυπωσιακές. Δεν αφορούσαν μόνο σε καταναλωτικά αγαθά αλλά και στην πολεμική βιομηχανία, σε έναν τομέα όπου δυστυχώς διέπρεψαν και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Αποτέλεσμα αυτών των ραγδαίων ανακατατάξεων ήταν να χάσει η Βρετανία τον προνομιακό ρόλο που κατείχε, έως περίπου το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, ως η δεσπόζουσα παγκόσμια βιομηχανική δύ ναμη, και να γίνει «απλώς μία από τις τρεις μεγάλες βιομηχανικές δυ νάμεις και σε ορισμένους νευραλγικούς τομείς η ασθενέστερη από αυ τές τις τρεις», παρατηρεί ένας ιστορικός6. Π.χ. έχει υπολογιστεί ότι, το 1914, ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας ήταν ίσος με εκείνο της Βρετανίας και Γαλλίας μαζί? Το θέμα της βρετανικής βιο μηχανικής συρρίκνωσης έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς μεταξύ των οποίων και ο γνωστός για το βιβλίο του Η Άνοδος και Πτώση των Μεγάλων Δ υνάμεων Paul Kennedy. Το σημείο που τονίζουν οι περισσό τεροι ιστορικοί είναι ότι η Βρετανία σε απόλυτα μεγέθη εξακολούθησε να αναπτύσσεται την περίοδο 1870- 1 914, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξής της ήταν σαφώς μικρότεροι από των κύριων ανταγωνιστών της, και πρωτί-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
29
στως της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Οι λόγοι που συνετέλεσαν στη μεί ωση της βρετανικής ζωτικότητας ήταν πολλοί και σύνθετοι. Οπωσδήπο τε το εκπαιδευτικό σύστημα, που στη Βρετανία παρέμενε σαφώς πιο καθυστερημένο απ' ό,τι στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, έπαιξε μεγάλο ρόλο, καθώς και η αδυναμία των Βρετανών καπιταλιστών να εκσυγχρονιστούν και να εισαγάγουν νέες τεχνολογίες και μεθόδους παραγωγής. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Eric Hobsbawm, πέρα από τους «αντικειμενικούς» λόγους που εξηγούν τη βιομηχανική συρρίκνω ση της Βρετανίας, υπήρχαν και οι ψυχολογικοί ή ακόμα και «υπαρξια κοί» λόγοι. Όπως γράφει: «Ένα έθνος το οποίο ήδη βρίσκεται στην κορυφή στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, τείνει να κοιτάζει με υπεροψία τους άλλους κάτω, με αισθήματα αυτο·ίκανοποίησης και κάμποσης περιφρόνησης. Οι Αμε ρικανοί και οι Γερμανοί μπορούσαν να ονειρεύονται το μεγάλο πεπρω μένο τους. Οι Βρετανοί αισθάνονταν ότι είχαν ήδη εκπληρώσει το δικό τους. Π.χ. δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίμονη επιθυμία των Γερμανών να ενισχύσουν τη βιομηχανία τους με επιστημονική έρευνα, σχετιζόταν με τον εθνικιστικό τους πόθο να φτάσουν τους Βρετανούς. Επίσης κα νείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι το πάθος των Αμερικανών για την απόκτηση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, αν και τους έδινε μια διαρ κή ώθηση στην τεχνική πρόοδο, ωστόσο στην ουσία βασιζόταν σε οικο νομικά ανορθόδοξα δεδομένα»8. Συμπερασματικά, η εικόνα που παρουσίαζε η Βρετανία από τα τέ λη του 190υ αιώνα ήταν μιας χώρας με συρρικνούμενο κύρος και αυτο πεποίθηση που δεν έπαιρνε πλέον πρωτοβουλίες στη διεθνή διπλωμα τία και που οικονομικά γινόταν όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισ σότερο εξαρτώμενη από τις ξένες αγορές για τα τρόφιμά της9. Η αίσθη ση της σχετικής οικονομικής παρακμής, ή καλύτερα η αίσθηση της πε ριθωριοποίησης στη Βρετανία, την εποχή της παγκοσμιοποίησης της οι κονομίας, επέφερε μία τεράστιας σημασίας επίπτωση, δηλαδή την επα νασύνδεση της οικονομίας με την πολιτική. Η αποδέσμευση της οικονο μίας από την πολιτική αποτελούσε, σύμφωνα με ένα μεγάλο μελετητή της ευρωπα·ίκής ιστορίας, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του δια-
30
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κανονισμού του 1815. Αυτός ήταν ένας από τους τρεις λόγους για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη μετά το 1815. 10 Η αυτονόμηση της οικονομίας από την πολιτική αντλούσε τη δύνα μή της πρωτίστως από τη συντριπτική θέση που κατείχε η Βρετανία στο οικονομικό πεδίο. Αυτό επέτρεπε να βρίσκουν γόνιμο έδαφος οι ιδέες του Cobden και της Σχολής του Μάντσεστερ για ελεύθερο εμπόριο, δη λαδή για τη φιλοσοφία του laisse!" [aif'e, η οποία βασιζόταν στο αξίωμα πως ό,τι προάγει την οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των λαών έχει επίσης ευεργετικές επιπτώσεις στην πολιτική, καθώς προάγει την ευη μερία, το αμοιβαίο συμφέρον και την αλληλοκατανόηση. Τώρα, καθώς βαδίζουμε προς τη δύση του 190υ αιώνα, αυτές οι δοξασίες δεν φαίνο νται πλέον τόσο αυτονόητε ς όσο πριν. Πολλοί άρχισαν να αναρωτιού νται, κυρίως εκείνοι που απασχολούνταν σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως η υφαντουργία και η ένδυση, και είχαν αισθανθεί περισσότερο τις αρνητικές επιπτώσεις του ελεύθερου εμπορίου, κατά πόσο αυτό αποτελούσε απαράβατο νόμο. Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων ήταν ο εμπορικός προστατευτισμός. Παραδόξως τα πρώτα βήματα προς τον προστατευτισμό έγιναν την ίδια περίπου εποχή που ανοίγονται νέες αγορές και η διαδικασία παγκοσμιοποίησης της οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Το σύνθημα αυτών που επιδιώκουν τη λήψη προστατευτι κών μέτρων, κυρίως στη γεωργία, υφαντουργία, ένδυση κ.λπ., ε ίναι ότι το ζητούμενο δεν είναι το ελεύθερο εμπόριο, in abrstactio, αλλά το δί καιο εμπόριο. «Νο free trade but fair trade» ήταν το νέο σύνθημα που άρχισε να ακούγεται στις διάφορες ευρωπα'ίκές χώρες, κυρίως στη Βρετανία, το προπύργιο του ελεύθερου εμπορίου. Ουδείς βέβαια αγνοούσε την τεράστια διάσταση μεταξύ ελεύθερου και «δικαίου» (fair) εμπορίου. Το πρώτο ήταν αυτόνομο από πολιτικές παρεμβάσεις. Στο μόνο που υπάκουε ήταν το «αόρατο χέρι» της αγο ράς, η οποία θεωρείτο ότι ήταν αυτοελεγχόμενη και ακολουθούσε τους δικούς της νόμους. Σε αντιδιαστολή το «δίκαιο» εμπόριο περιείχε μία σαφή πολιτική διάσταση καθώς η έννοια αυτή ε ίναι υποκειμενική και σχετική. Ποιος θα καθόριζε και θα αποφαινόταν τι ήταν δίκαιο και τι άδικο στις εμπορικές συναλλαγές των κρατών. Με άλλα λόγια η πολι τική, εσωτερική και εξωτερική των χωρών, γινόταν πλέον συνυφασμέ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
31
ν η μ ε την οικονομία, κυρίως με το εξωτερικό εμπόριο. Όσο μεγαλύτε ρο ρόλο έπαιζε το εξωτερικό εμπόριο στις οικονομίες των μεγάλων βιο μηχανικών κρατών, τόσο μεγάλωναν οι ασυμμετρίες στις εμπορικές συ ναλλαγές τους. Παράλληλα αυξάνονταν οι εσωτερικές πιέσεις από τα στρώματα που πλήττονταν από αυτές τις εξελίξεις καθώς και οι πιέσεις στις κυβερνήσεις για να πάρουν προστατευτικά μέτρα. Ουσιαστικά ο όρος πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, όπως παρατηρεί ο Robert Gilpin, έχει τις καταβολές του στην περίοδο αυτή, δηλαδή στα τέλη του 190υ αιώναΙ Ι . Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα τα οικονομικά δεδομένα αγνοούνταν από τους πολιτικούς, αλλά απλά ότι δεν προκαλούσαν τις πολιτικές παρενέργειες και τους προβληματι σμούς που παρατηρούμε στα τέλη του 190υ αιώνα. Καθώς το θέμα αυ τό έχει τεράστια σημασία και σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την ιστορι κή περίοδο που εξετάζουμε εδώ αλλά και με τη σύγχρονη, ίσως να ήταν χρήσιμο να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο κάνοντας ορισμένους παραλ ληλισμούς μεταξύ της εποχής εκείνης και της σημερινής. Το μεταπολε μικό πλαίσιο δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο του 1815. Και στις δυο περιπτώσεις μία δύναμη κάπως αποστασιοποιημένη από το κέντρο των ευρωπα'ίκών εξελίξεων, δηλαδή η Βρετανία το 1815 και οι ΗΠΑ το 1945, βρέθηκε σε μία μοναδικά προνομιακή θέση, όχι μόνο, ή κυρίως, στρατιωτικά, αλλά και στον οικονομικό-βιομηχανικό τομέα. Ουσιαστι κά αυτό που επιδίωξαν να κάνουν οι Αμερικανοί μετά το 1945 ήταν να επανασυστήσουν το βρετανικό μοντέλο της μεταναπολεόντειας περιό δου. Το βασικότερο στοιχείο αυτού του πλαισίου ήταν η παλιννόστηση του ελεύθερου εμπορίου και η αναστήλωση των ιδεών του Gobden για το laisser fαire. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί και κοινωνικοί διανοητές, όπως Π.χ. ο Raymond Ατοη, θεωρούν ότι το μεταπολεμικό σύστημα ου σιαστικά άρχισε να καταρρέει από τις 1 5 Αυγούστου 1971, όταν η Wa shington, μονομερώς, τορπίλισε το πλαίσιο του Bretton Woods. Επο μένως, από το 1971 έχουμε τη σταδιακή επάνοδο στην πολιτική οικονο μία των διεθνών σχέσεων, δηλαδή την επανασύνδεση της οικονομίας με την πολιτική. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ατοη, η αναστολή της μετατρεψ ιμότητας του δολαρίου σε χρυσό από την Washington, τον Αύ-
32
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γουστο του 197 1 , και τα ταξίδια του Νίξον στη Μόσχα και το Πεκίνο την ίδια εποχή αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος1 2. Οπωσδήποτε, στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα. Αυτό που ίσως θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ ε ίναι ότι, μετά το 1971, αλλά κυ ρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1 980-90, οι Αμερικανοί άρχισαν να αισθάνονται πολύ έντονα τα ίδια σύνδρομα με τους Βρετανούς έναν αι ώνα νωρίτερα, δηλαδή της οικονομικής περιθωριοποίησης κυρίως σχε τικά με την Ιαπωνία, η οποία βιομηχανικά, ακόμα και τεχνολογικά, εί χε αρχίσει να αποκτά προβάδισμα από τις ΗΠΑ. Το σύνδρομο της πα ρακμής, «declinism», όπως έγινε γνωστό στις ΗΠΑ, πήρε τεράστιες διαστάσεις στα μέσα της δεκαετίας του '80 και προσέφερε γόνιμο έδα φος για μια πληθώρα μελετών πάνω σ' αυτό το θέμα, όπως το βιβλίο του Paul Kennedy για την άνοδο και πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ο Paul Kennedy είναι επίσης ο συγγραφέας μιας από τις πιο εμπεριστα τωμένες, και κατά πολύ σοβαρότερης μελέτης, που αναφέρεται στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ, κυρίως στην οικονομική περιθωριοποίη ση της Βρετανίας από τη Γερμανία, και από την οποία έχει αντλήσει το βασικό προβληματισμό του για το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Αξίζει επί σης να σημειωθεί ότι αυτός ο τόσο έντονος προβληματισμός και οι ανη συχίες των Αμερικανών για την επερχόμενη οικονομική περιθωριο ποίησή τους, έχει ατονήσει μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την ανάδειξη των ΗΠΑ σαν τη μόνη παγκόσμια υπερδύναμη. Τώρα το εν διαφέρον έχει μετατεθεί στη διαχείριση των προβλημάτων που προέκυ ψαν με την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Γιουγκο σλαβίας κ.λπ. Σήμερα η διεύρυνση του ΝΑΤΟ σχεδόν μονοπωλεί το εν διαφέρον των διεθνών ΜΜΕ, ενώ το «καυτό» πριν δέκα χρόνια πρό βλημα των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ-Ιαπωνίας έχει περάσει σχεδόν στην αφάνεια. Ωστόσο, υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ της σημερινής κατά στασης και εκείνης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Σήμερα οι ΗΠΑ μπορεί να είναι η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη πολιτικά και σε λιγότερο βαθμό στρατιωτικά, αλλά στον οικονομικό τομέα δεν κατέ χει τη μοναδικότητα που είχε την περίοδο 1945-7 1 . Υπάρχουν και άλ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
33
λες οικονομικές υπερδυνάμεις, όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, με τις οποίες οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν μεγάλο αντα γωνισμό και να αισθάνονται τις φοβίες που είχαν τη δεκαετία του '80 για περιθωριοποίηση. Ίσως η σημερινή κατάσταση να βοηθάει να ξε χαστούν κάπως αυτά τα προβλήματα, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα επόμενα χρόνια θα επανακτήσουν τη σημασία που είχαν την πε ρασμένη δεκαετία. Όμως, αυτό είναι άλλο θέμα που καλύτερα να το αφήσουμε για τον επίλογο της παρούσας μελέτης. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.
Eric J . Hobsbawm, /IIdLIstry αιld ΕιιψίΙ'ε, Penguin, 1969, σελ. 127. Norman Stone, Eιιropε TraIIs[onIIed: 1879· 1919, Fontana, 1983, σελ. 20. Για μια συγκλονιστική αψ1Ίγηση αυτού του δράματος, βλέπε Dean Brown, ΒιιτΥ ΜΥ Ηεaπ Αι WoιInded Knee: Αιι lιιdίaιι Hίstoτy ο[ tlIe AI1Iencan West, London, Pan, 1970. Alan G. R. Smith, TlIe El1leιgellce ο[ α ΝaΙίοιι State: Τιιε COIllrrιo"wealrll ο[ Eng!and, 1529-1660, London, Longman, 1982, σελ. 373. Α . J. Ρ . Taylor, BisrιIarck: Τιιε Marι and ιlιε Statel1lall, London, NEL, 1974, σελ. 130. Επίσης Rene Albrecht Carrie, TJle Concerl ο[Europe. London, Macmillan, 1 968, σελ 2 1 . Eric J. Hobsbawm, IndlIstry alld ΕιιψίΓε, 6.α., σελ 127. David Thomson, Eng/and ίιι tlIe Nineteelltll CeIlII"y: 1815-1914, Penguin, 1955, σελ 162. . Eric J. Hobsbawm, IIldLIstry arιd ΕιιψίΓε, 6.α., σελ 184-85. David Thomson, Ellg!alld ίιι tlle Nilleteelltll Cellιury: 1815-1914. 6.α., σελ. 163. Ε.Η. Carr. Natiolla!isl1I aIId After, London, Macmillan, 1945, σελ. 2 1 . Robert ΟίΙρίη, Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων, Αθήνα, Gutenberg, 1995, Τ6μος Α, σελ. 1 1 1 . Raymond Ατοη, The lιιψεπα! ReplIb!ic: TlIe United States and tlIe Wor!d: 1945- 1973, London, Weidenfeld and Nicolson, 1975, σελ. 160.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕγΤΕΡΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1 870-1 9 1 4 Την περίοδο 1 870-1914 επήλθαν τεράστιες κοινωνικές ανακατατά ξεις κυρίως στη δυτική και, σε μικρότερο βαθμό, την κεντρική Ευρώπη. Ένα βασικό χαρακτηριστικό ήταν η σχεδόν απόλυτη επικράτηση του αστικού τρόπου ζωής. Ακόμα και οι ευγενείς και τα αριστοκρατικά στοιχεία του «παλαιού καθεστώτος» συμφιλιώθηκαν, σε πολλές δυτικές χώρες, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά όχι όμως και η Γερμανία, με τα αστικά καθεστώτα και τα πρότυπα που αυτές ενστερ νίζονταν. Πάνω απ' όλα, ακόμα και οι πιο ένθερμοι νοσταλγοί του πα ρελθόντος σιγά-σιγά συμφιλιώθηκαν με το πνεύμα του καπιταλισμού καθώς μία επιστροφή στον απολυταρχισμό είχε γίνει πλέον πρακτικά αδιανόητη. Ορισμένοι από αυτούς έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο εμπόριο ή την παραγωγή. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός αριστοκρατών διατήρησε υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως στο στρά τευμα και στο διπλωματικό σώμα. Και στους δύο κλάδους, έως το 1914, υπάρχει ένας δυσανάλογος αριθμός ατόμων, κυρίως σε υψηλές θέσεις, που φέρουν τίτλους ευγενείας, όπως σερ, λόρδος, κόμης, vοn κ.λπ. Μία άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη ε ίναι η πρόσμιξη μεταξύ αριστοκρατών και καπιταλιστών, κυρίως μέσω του γάμου. Αυτός είναι ένας τρόπος για να αποκτήσουν οι, συνήθως νεόπλουτοι, καπιταλιστές τίτλους ευγενεί ας και κοινωνική υπόσταση. Υπάρχουν πλείστα παραδείγματα γόνοι αριστοκρατών να παντρεύονται κόρες καπιταλιστών, ή το αντίστροφο. Αυτό υποδηλώνει ότι οι δύο τάξεις έχουν πλέον αντιπαρέλθει τις παλι ές τους αντιπαραθέσεις. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτη ριστεί σαν τη μετάβαση «από την αριστοκρατία στην πλουτοκρατία»l καθώς το χρήμα είχε πλέον τον πρώτο λόγο, επενδυμένο με ένα ψευδε πίγραφο λουστράρισμα από μανιερισμούς που δανειζόταν από την τά-
36
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ξη που υποτίθεται ότι είχε θέσει ως ιστορική αποστολή, μετά το 1789, να εξαφανίσει. Αυτό ήταν επόμενο καθώς, την περίοδο αυτή, και οι δύο πλευρές αι σθάνονται την αυξανόμενη πρόκληση, αριθμητική αλλά και πολιτική, της εργατικής τάξης. Στην περίοδο αυτή, η εργατική τάξη αποκτά μεγα λύτερη ταξική συνείδηση και πολιτική έκφραση, με την ίδρυση εργατι κών-σοσιαλιστικών κομμάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, με μοναδική ίσως εξαίρεση την Ελλάδα. Μ' αυτό το θέμα θα ασχολη θούμε διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτό που πρέπει να τονί σουμε εδώ ε ίναι ότι, την περίοδο 1 870-1914, το εργατικό κίνημα και οι πολιτικοί φορείς του αν και αποκτούν μία εντυπωσιακή μαζικότητα, κυ ρίως στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στις χώρες της Benelux και στη Σκανδιναβία, ωστόσο παραμένουν, κοινωνικά, μάλλον περιχα ρακωμένα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Π.χ. η μαρξιστική, ή η αναρχοσυνδικαλιστική ιδεολογία που κυριαρχούσαν στο εργατικό κί νημα δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για κοινωνικές ζυμώσεις με άλ λους χώρους. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Βρετανία όπου ο επαναστατικός μαρξισμός είχε περιορισμένη απήχηση, σε αντίθεση με τους «φαμπια νιστές» οι οποίοι πρέσβευαν μία εξελικτική μετάβαση από τον καπιτα λισμό στο σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει ότι, στις περισσότερες περιπτώ σεις, η «διεισδυτικότητα» των σοσιαλιστικών ιδεών και αξιών στους άλ λους κοινωνικούς χώρους ήταν περιορισμένη. Αυτό δεν ίσχυε μόνο αναφορικά με τις αστικές, μεγαλοαστικές και αριστοκρατικές τάξεις, κάτι που ήταν φυσικό άλλωστε, λόγω των ταξικών διαφορών που τις χώριζαν, αλλά και με τους μικροαστούς και ίσως ακόμα περισσότερο με πληθυσμούς αγροτικής προέλευσης που μετακινούνταν στις μεγα λουπόλεις. Αυτή η φάση έχει χαρακτηριστεί ως η «εποχή των μαζών», μια φράση που χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ο Νίτσε. Οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου στην ευρωπα'ίκή ιστορία, πολιτικές, κοινωνικές ακόμα και ιδεολογικές, είναι τεράστιες, και το θέμα θα μας απασχολή σει αρκετά σ' αυτή τη μελέτη. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ότι η πολιτι κή αφύπνιση αυτών των στρωμάτων περιέπλεξε την κάπως σχηματική αντιδιαστολή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, το κάπως πολωτικό μαρ ξιστικό πλαίσιο ανάλυσης. Τόσο το φαινόμενο του ευρωπα'ίκού ιμπε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
37
ριαλισμού, ο οποίος φτάνει το απόγειό του τη φάση αυτή, όπως και εκείνο του φασισμού, ακόμα και του σταλινισμού, την περίοδο του με σοπολέμου, είναι δύσκολο να κατανοηθούν εάν δεν λάβει κανείς υπό ψη του τις τεράστιες δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις στο χάρτη της Ευρώπης την περίοδο 1870-1914. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι λόγοι γι' αυτές τις ιστορικής σημασίας δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις ήταν πολλοί και σύνθε τοι. Ωστόσο, απλοποιώντας λίγο, θα μπορούσε κανείς να τους ταξινο μήσει σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε οικονομικούς-τεχνολογικούς, σε κοινωνικοπολιτικούς και σε πολιτισμικούς-εκπαιδευτικούς. Οπωσδή ποτε αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούσαν και διαμόρφωναν μία δυ ναμική, το «πνεύμα» ή καλύτερα το «ρεύμα» της εποχής. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η «μεγάλη ύφεση» και η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» στο τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα προ κάλεσαν τεράστιες επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και οικονομία, σε βαθμό που πολλοί ιστορικοί να θεωρούν ότι η υποτιθέμενη μεγάλη ύφεση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από διαρθρωτικές ανακατατάξεις στην καπιταλιστική οικονομία που σαν κύριο επακόλουθό τους είχαν τη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα στο σύνολο της οικονομίας. Ουσια στικά επρόκειτο για μια «αγροτική κρίση» καθώς ο πρωτογενής τομέ ας της οικονομίας καλείτο να προσαρμοσθεί σε ραγδαίες τεχνολογικές, οικονομικές και νεωτεριστικές εξελίξεις. Αποτέλεσμα του εκσυγχρονι σμού και της μηχανοποίησης της αγροτικής παραγωγής καθώς και της εισαγωγής φθηνών αγροτικών προ·ίόντων από τρίτες αγορές, κυρίως της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) και της Αυστραλίας, ήταν η κάθε τη μείωση των τιμών των αγροτικών πρσ"ίόντων στη δυτική - κεντρική Ευρώπη, κυρίως του σιταριού και των δημητριακών εν γένει. Π.χ. στη Γαλλία, η τιμή του σιταριού, την περίοδο 1870- 1890, μειώθηκε κατά 40%, ενώ στη Βρετανία κατά 50%. Παρόμοια στοιχεία υπάρχουν και για άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης και, ενώ παρατηρούνται ορισμέ νες αποχρώσεις από χώρα σε χώρα, ωστόσο η γενική εικόνα είναι αναμφισβήτητα μελανή για τον αγροτικό πληθυσμό. Ο τρόπος που αντι μετώπισε κάθε χώρα αυτή την κρίση διέφερε. Η εξειδίκευση σε νέους αγροτικούς κλάδους, όπως η κτηνοτροφία και η γαλακτοκομία, ήταν
38
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πιο αποτελεσματική στη Βρετανία, τη Δανία και την Ολλανδία. Ακόμα και η Σερβία στράφηκε προς τη χοιροτροφία, για την αγορά της Αυ στροουγγαρίας. Η Γαλλία επλήγη ακόμα περισσότερο, γιατί εκτός από τα δημητριακά της κατεστράφη σχεδόν ολοσχερώς και η αμπελουργία της, λόγω επιδημίας φυλλοξέρας. Αυτό την εξανάγκασε να στραφεί προς τον προστατευτισμό, για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, όχι μόνο από τις υπερπόντιες αγορές αλλά και από χώρες όπως η Ισπανία και Πορτογαλία, οι οποίες την εκτόπιζαν, κυρίως στα κρασιά. Παρό μοια στροφή προς τον προστατευτισμό παρατηρείται και στην Ιταλία. Οπωσδήποτε ο εμπορικός προστατευτισμός δεν περιοριζόταν μόνο σ' αυτές τις χώρες, ή μόνο στα αγροτικά προ"ίόντα. Όμως αυτό που παρα τηρείται είναι ότι βιομηχανικά ασθενέστερες χώρες, όπως η Ιταλία ή ακόμα και η Γαλλία, με πολύ μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, αισθάνθηκαν πιο έντονα τις επιπτώσεις της «αγροτικής κρίσης» και συνεπώς ήταν πιο επιρρεπείς στον προστατευτισμό. Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, εκτός από την εξειδίκευση σε νέες αγροτικές δραστηριότητες καταφεύγουν και σε νέες μορφές οργάνω σης, πρωτίστως στη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών, για μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Η δημιουργία αγροτικών συ νεταιρισμών, στα τέλη του 190υ αιώνα, αποτελεί ένα τεράστιο βήμα, όχι μόνο για τα οικονομικά οφέλη, που επέφερε, αλλά και για τον «εκ παιδευτικό», κοινωνικό ρόλο των συνεταιρισμών στις νέες ευρωπα·ίκές συνθήκες όπου δεσπόζουσα θέση αποκτά ο δευτερογενής τομέας. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί όχι μόνο συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των πλείστων προκλήσεων και απειλών που αντιμετώπιζε η γεωργία, στη φάση αυτή της ανελέητης εκβιομηχάνισης της Ευρώπης και της εξάλει ψης των μικροπαραγωγών, αλλά έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στον εκ συγχρονισμό της γεωργικής παραγωγής, ώστε στις μέρες μας η Ευρω πα·ίκή Ένωση να διαθέτει ορισμένες από τις πιο σύγχρονες αγροβιομη χανίες. Αυτές οι προσαρμογές, σε πολλές ευρωπα·ί κές χώρες, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, την περίοδο 18701914. Η μείωση αυτή αντικατόπτριζε τη συρρίκνωση του ρόλου του αγροτικού τομέα στις ανεπτυγμένες ευρωπα·ίκές χώρες. Π.χ. στη Βρε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
39
τανία, το 1 9 10, μόνο το 8,8% ασχολείτο στον πρωτογενή τομέα (γεωρ γία - αλιεία - δασοκομία) ενώ στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμα νία το ποσοστό αυτό ήταν μεταξύ 22% και 35%, δηλαδή κατά πολύ χα μηλότερο από εκείνο όσων απασχολούνταν στη βιομηχανία, το εμπόριο και τον τριτογενή τομέα. Με άλλα λόγια, ενώ στις αρχές του 190υ αιώ να ο βιομηχανικός-εμπορικός τομέας ήταν συμπληρωματικός του αγρο τικού τομέα ο οποίος δέσποζε ακόμα και στη Βρετανία, έναν αιώνα αρ γότερα, οι όροι έχουν αντιστραφεί, με τη γεωργία να περιορίζεται στη θέση του «φτωχού συγγενή» σε σχέση με τη βιομηχανία. Βέβαια η κα τάσταση διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Γαλλία ο πρωτογενής τομέας εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση, με 4 1 % έναντι 33% για το δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία σχεδόν τα 2/3 του πληθυσμού εξακολουθούν να απα σχολούνται με τη γεωργία, ενώ στη Ρωσία και τα Βαλκάνια το ποσοστό ξεπερνά το 80%. Αποτέλεσμα αυτής της κάθετης μείωσης του αγροτικού εργατικού δυναμικού ήταν η εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού των αστικών κέ ντρων. Έτσι, ενώ το 1 850 μόνο 14 ευρωπα'ίκές πόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, το 1910 είχαν 38. Η αύξηση του πληθυ σμού των μεγαλουπόλεων ήταν επίσης εντυπωσιακή. Μεταξύ 1880 και 1914 ο πληθυσμός του Λονδίνου αυξήθηκε από 5 σε 7 εκατομμύρια, του Παρισιού από 2 σε 3 και του ευρύτερου Βερολίνου από 1,5 σε 4 περί που εκατομμύρια. Το 1850 ο πληθυσμός του Βερολίνου ήταν μόλις 400.000. Ανάλογες αυξήσεις παρατηρούνται και σε άλλα αστικά κέ ντρα της Ευρώπης, από το Μιλάνο στη Βαρκελώνη και από τη Μασσα λία στο Αμβούργο. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η αύξηση του πληθυ σμού των μικρών πόλεων με 20-100 χιλιάδες κατοίκους, που, μόνο στη Γερμανία, αυξήθηκαν, την ίδια περίοδο, από 75 σε 223, το οποίο ανα λογε ί στο περίπου 15% του συνολικού πληθυσμού το 1914. Εκτός από τη βιομηχανική-τεχνολογική ανάπτυξη που ήταν ο μο χλός για την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη γοργή αστικοποίηση της Ευρώπης, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που ωθούσαν προς την ίδια κατεύ θυνση. Ο ένας είναι η εντυπωσιακή βελτίωση των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, που από μόνη της συνέτεινε να μειωθεί το φυσικό χάσμα
40
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μεταξύ υπαίθρου και πόλεων. Μεγαλύτερη κινητικότητα σημαίνει κα λύτερη γνώση και εξοικείωση του αγροτικού πληθυσμού με τις συνθή κες στις πόλεις και τις ευκαιρίες για ανεύρεση εργασίας. Στην προκει μένη περίπτωση παρατηρούμε κι εδώ μία διαδικασία που βλέπουμε στις μέρες μας σε άλλες περιοχές της υφηλίου, κυρίως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αρκεί, δηλαδή, ένα μέλος της οικογένειας να εγκατα σταθεί στην πόλη, για να προλειάνει το έδαφος για την εγκατάσταση όλης της φαμίλιας και συνήθως και άλλων συγγενών στο άστυ. Ένας άλλος παράγοντας που επέδρασε στην αστικοποίηση της Ευ ρώπης ήταν η εντυπωσιακή βελτίωση στις συνθήκες υγιεινής στις πό λεις. Έως τα μέσα του 190υ αιώνα οι πόλεις είναι φορείς επιδημιών και ασθενειών, λόγω των συνθηκών υγιεινής, όπως η έλλειψη αποχέτευσης, υδρευτικού δικτύου, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης. Επί σης οι κίνδυνοι για μολύνσεις και επιδημίες αυξάνονταν από τα κόπρα να ζώων στα αστικά κέντρα, κυρίως από τα άλογα τα οποία αποτε λούσαν, έως τις αρχές του 200ύ αιώνα, το κύριο μεταφορικό μέσο, με τις άμαξες. Όμως, σταδιακά, οι συνθήκες υγιεινής βελτιώνονται σημα ντικά. Έως το τέλος του αιώνα έχει εξαλειφθεί η χολέρα, ο τύφος και άλλες επιδημίες. Αυτό οφείλεται στις καλύτερες μεθόδους ιατρικής πε ρίθαλψης και τρόπους υγιεινής, όπως Π.χ. στην παστερίωση του γά λακτος, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη ραγδαία μείωση της βρεφι κής και παιδικής θνησιμότητας, στη βελτίωση της ποιότητας του πόσι μου νερού καθώς και στους μαζικούς εμβολιασμούς. Τέλος, η σταδιακή αντικατάσταση των κάρων και των αμαξών από το αυτοκίνητο, στις αρ χές του 200ύ αιώνα, συνέτεινε σημαντικά στην εξάλειψη των μολύνσε ων και την αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στις πόλεις. Αποτελεί ειρωνεία ότι το αυτοκίνητο που στις μέρες μας θεωρείται, δικαίως, ως ένας από τους κυριότερους συντελεστές μόλυνσης του περιβάλλοντος, επέδρασε ευεργετικά στη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών όταν πρωτοεμφανίστηκε. Βέβαια οι μεγαλουπόλεις την εποχή εκείνη κάθε άλλο παρά πρότυπα καθαρών πόλεων ήταν. Η μόλυνση του περι βάλλοντος από τις καμινάδες των εργοστασίων δημιουργούσε πέπλα καπνού που σχεδόν μόνιμα τις κάλυπταν, ένα θέμα το οποίο απασχολεί τους επικριτές της ανάπτυξης και του μοντερνισμού της εποχής εκείνης,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
41
όπως ο ιστορικός Oswald Spengler, ο D.H. Lawrence, ο Ζολά και άλ λοι. Ωστόσο για τους ξεριζωμένους χωρικούς που είχαν καταφύγει στις πόλεις, οι περιβαλλοντικές συνθήκες ήταν το μικρότερο άμεσο πρόβλη μα. Η φτώχεια, η ανεργία, οι συνήθως άθλιες συνθήκες διαβίωσης κα θώς και η αλλοτρίωση στις μεγαλουπόλεις αποτελούσαν πιο άμεσες προτεραιότητες. Η πολιτική αφύπνιση των στρωμάτων που συνέρεαν στις πόλεις διευκολύνθηκε από την προσπάθεια των κυβερνήσεων να προαγάγουν ένα εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι αυ τή που αναπτύχθηκε τελευταία στην Ευρώπη, τουλάχιστον σε οργανω μένη βάση, ήταν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η πανεπιστημιακή εκπαί δευση έχει τις καταβολές της στο Μεσαίωνα με την ίδρυση γνωστών πανεπιστημίων, όπως η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ στη Βρετανία, η Σορβόνη στη Γαλλία, η Χα·ίδελβέργη στη Γερμανία, το Leyden στην Ολ λανδία κ.λπ. Η Μέση Εκπαίδευση αναπτύχθηκε στις αρχές του 190υ αιώνα και αποσκοπούσε στην εκμάθηση γνώσεων που να ανταποκρίνο νταν στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, κυρίως τεχνικές γνώσεις και ειδικεύσεις. Ωστόσο, όσον αφορά την πρωτοβάθμια εκπαί δευση, έως περίπου τα μέσα του 190υ αιώνα, οι κυβερνήσεις έδειχναν περιορισμένο ενδιαφέρον για την οργάνωση ενός εθνικού συστήματος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτή, έως τότε, βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Εκκλησίας, ή άλλων μη κρατικών φορέων. Την περίοδο 1 870- 1914, σε όλες τις χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης δημιουργούνται εθνικά συστήματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευ σης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάλειψη του αναλφα βητισμού, έως το 1914, σε προηγμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλ λία, η Βρετανία, οι Κάτω Χώρες και η Σκανδιναβία. Στην Αυστροουγ γαρία ο αναλφαβητισμός μειώθηκε αλλά ανομοιογενώς. Ενώ δηλαδή για τους Τσέχους υπηκόους ήταν 3% και τους Γερμανούς 6%, στους Πολωνούς έφτανε το 40% και στους Ουκρανούς το 80% . Επίσης τερά στιες διαφορές παρατηρούμε στην Ιταλία, όπου το 1900 ο αναλφαβητι σμός ανερχόταν στο 47% του πληθυσμού. Όμως, στη βόρεια Ιταλία ήταν μόνο γύρω στο 10- 12% ενώ έφτανε το 70% στην Calabria. Όσο ανατολικότερα πηγαίνει κανείς, τόσο αυξάνουν τα ποσοστά των αναλ-
42
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
φάβητων. Στη Ρωσία το ποσοστό έφθανε το 80% ενώ, στα Βαλκάνια, μεταξύ 60% στην Ελλάδα και περίπου 75% τη Σερβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Ο κύριος λόγος που ώθησε τις κυβερνήσεις να εντάξουν την πρωτο βάθμια εκπαίδευση κάτω από την κρατική αιγίδα ήταν κυρίως πολιτι κός, δηλαδή η επιδίωξή τους για την εθνική ενσωμάτωση των κατωτέ ρων στρωμάτων. Αυτό σήμαινε ότι η διδακτέα ύλη και τα σχολικά βι βλία θα υπάγονταν τώρα στη δικαιοδοσία του κράτους, αντί για την Εκ κλησία ή άλλους λιγότερο ελεγχόμενους φορείς. Οπωσδήποτε αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας στις περισσότερες χώ ρες, από τη Ρωσία έως τη Βρετανία, αντίδραση που με τον καιρό με τριάσθηκε, κυρίως λόγω του ότι σε μεγάλο βαθμό, η κρατική πρωτο βάθμια εκπαίδευση διατήρησε την «πολιτισμική προπαγάνδα» που ασκούσε προηγούμενα η Εκκλησία, όπως ο αντισημιτισμός και η ξενο φοβία, καθώς επίσης την έμφαση στις αξίες και πολιτισμικές παραδό σεις J...3TI 0 °OZ, no1. SD)1.3DX3g SU1. Dl.DTI -J...St31.11!3 Dl. D,,{9 30StOamAD ;>x1wmono °DTIJ...Y,"{lt 9X1J...0"{oXnc\l, mx 9X1J...0"{ -03g1 '9X1AOOA10X '9X11.1"{011: OTI10;>AD8 DAjI 13ajlch11!3 ugY, 3X)3 6Z61 01. 130 -;>lt03� 3X)3 nOlt Uo)aX U 'SD)TIOAOX10 SU1. UOOO)1."{39 y,x1l.3XD U1. ;>aDlI llDUJOU003()DW £i:xmyou m,{ 5313()PUDOOIII1 °Dg31!)11:3 ;>"{uc\l,n 30 3A3TIjlaD11: D)J...a3AD u mx AD 'm1.3Atyl11."{3g DA 3D1Xa;> Y,X1a3TIY AU1. mx U11:tylang y,X1l.nv UW ltDDW;>1.DX Y,X1TIOAOX10 U ';>xmgDl.� °1."{39�StOd A01. 3TI DAOaX91.nDl. A9g3XO '££61 no1. O1a;>noADI A01. D)OnO�3 AU1. 39D"{ -jlAD ADl.9 a3"{1.)X 0 mx 30St08no,,{OXD 'S130;>wmg S3a31.St,,{DJ...3TI 30 'og08 -jlTI mOTI9aD11: Styl91axy 0££61 01. !l�;)a A\;)N n01. uc\l,U"{;>AD AUW 1."{39�StOd
VldO�3:1 IDIf\'llOdA.3: HNOdXJA.3:
va
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
275
άλλων. Αυτή ήταν η έννοια του ολοκληρωτισμού που κυριάρχησε στην Ευρώπη τη δεκαετία του '30. Αυτό το ζήτημα θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο. Εκείνο που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ είναι οι καταλυτικές πολιτικές επι πτώσεις της οικονομικής κρίσης καθώς και το γεγονός ότι η οικονομι κή κατάρρευση προσέφερε ιδεολογικά επιχειρήματα τόσο στο σταλινι σμό όσο και στο φασισμό. Βέβαια αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από κα κέκτυπα θεωρητικών και ιδεολογικών διατυπώσεων της προπολεμικής περιόδου, ωστόσο αυτό είχε μικρή σημασία στο φορτισμένο κλίμα της δεκαετίας του '30. Για το σταλινισμό, η οικονομική κρίση αποτελούσε την πιο απτή απόδειξη της επερχόμενης κατάρρευσης του «σάπιου» κα πιταλιστικού συστήματος, εξ ου και η υιοθέτηση του ολέθριου συνθήμα τος της «τρίτης (και τελευταίας) περιόδου» που υποτίθεται ότι διένυε ο καπιταλισμός. Με άλλα λόγια επικρατεί στους κύκλους της κομουνιστι κής (σταλινικής) Αριστεράς μία μηχανιστική τελεολογική αντίληψη για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού που τον καθιστούσε όμως πιο επιθετικό και επικίνδυνο. Γι' αυτό όλοι οι εχθροί και πράκτο ρές του εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να εκκαθαριστούν. Στον αντίποδα, ο φασισμός αντλούσε την ιδεολογική του υπόσταση από τις ιμπεριαλιστικές, ρατσιστικές και κοινωνικοδαρβινικές θεωρίες πε ρί της επικράτη�ης της ισχυρότερης φυλής, που βεβαίως ήταν η λευκή, δηλαδή η αρεία γερμανική φυλή. Συνεπώς, ο φασισμός θεωρούσε ότι η υποταγή ή η εξόντωση άλλων λαών ή φύλων αποτελούσε απαράβατο νόμο της φύσης. Πριν όμως ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, θα εξετάσουμε εδώ το δεύτερο σκέλος της ευρωπα'ίκής κρίσης στο Μεσοπόλεμο, ήτοι τις προ σπάθειες που καταβλήθηκαν τη δεκαετία του '20, για να διευθετηθούν τα πολιτικά προβλήματα που είχαν προκύψει στην Ευρώπη από τον πό λεμο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Συνθήκη των Βερσαλιών είχε ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου. Στη Γερμανία κανένα κόμμα, ακόμα και οι κομουνιστές, δεν την θεωρούσε δίκαιη αλλά μια υπαγορευμένη συνθήκη που είχε επιβληθεί από την αδύνατη πλευρά, τη Γαλλία, στη Γερμανία σε μία στιγμή μεγάλης εσωτερικής κρίσης, δηλαδή όταν η
276
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ lΣTOPIA
νεοσύστατη Δημοκρατία της Βα'ίμάρης πάλευε για την επιβίωσή της. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ τελικά δεν επικύρωσαν τη Συνθήκη των Βερσα λιών καθώς και το ότι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στην Κοινωνία των Εθνών, δημιουργούσε ένα μεγάλο πολιτικο κενό και υπέσκαπτε τα θεμέλια του σαθρού οικοδομήματος του 1919. Για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων στις Βερσαλίες, η Βρετανία είχε υποσχεθεί άμεση στρατιωτική υποστήριξη στη Γαλλία, ωστόσο η μη επικύρωση της συν θήκης από τις ΗΠΑ απάλλασσε τη Βρετανία από αυτή τη δέσμευση. Συνεπώς το ζητούμενο ήταν πώς η Γαλλία από μόνη της θα μπορούσε να επιβάλει στη δυνητικά ισχυρότερη Γερμανία τους όρους της Συνθή κης των Βερσαλιών. Το γεγονός ότι και η Ρωσία, η μεγάλη σύμμαχος της Γαλλίας έως το 1917, βρισκόταν σε διπλωματική καραντίνα, και εκτός της Κοινωνίας των Εθνών, περιόριζε ακόμα περισσότερο τις δυ νατότητες της Γαλλίας. Για τη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, «σκοπός όλων των κυβερνή σεων ήταν είτε να αναθεωρήσουν τη συνθήκη, ε ίτε να αναβάλουν την εφαρμογή της ή να παρακάμψουν τις δεσμεύσεις της»24. Αυτό βασικά αφορούσε στις «μετριοπαθείς» πολιτικές δυνάμεις που στήριζαν το κα θεστώς της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης και που, στην πλειοψηφία τους, είχαν ψηφίσει στη βουλή, με 237 ψήφους, έστω και απρόθυμα, υπέρ της επικύρωσης της συνθήκης. Ωστόσο 138 βουλευτές ε ίχαν καταψηφίσει τη συνθήκη, και αποτελούσαν έναν πόλο έλξης των δύνάμεων εκείνων που με την πρώτη ευκαιρία θα επιδίωκαν την ανατροπή τόσο της Δημο κρατίας της Βα'ίμάρης όσο και της Συνθήκης των Βερσαλιών, καθώς γ' αυτές τις δυνάμεις αυτά τα δύο -η Δημοκρατία της Βα'ίμάρης και η Συν θήκη των Βερσαλιών- ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτή η ευκαιρία ήλθε τον Ιανουάριο του 1933, όταν οι δυνάμεις αυτές παρέδω σαν την εξουσία στον Χίτλερ. Σ' αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με την περίοδο έως το 1933, δηλαδή την περίοδο της Βα'ίμάρης, όταν η κυβέρνηση στο Βερολίνο ασκείται από δημοκρατικές δυνάμεις. Αυτή την περίοδο καταβάλ λονται προσπάθειες για την «εξομάλυνση» της κατάστασης στην Ευρώπη και για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που είχαν προκύψει το 1914-19, με συναινετικές διαδικασίες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
277
Για την πολιτική σταθεροποίηση της Ευρώπης, το κέντρο βάρους έπεφτε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία παρ' όλες τις αδυναμίες της, αποτελούσε το σημαντικότερο διεθνές συλλογικό όργανο, για τη δια σφάλιση και προαγωγή της ειρήνης. Ωστόσο δεδομένου ότι οι πολιτι κές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την εμπέδω ση της ειρήνης στην Ευρώπη, ποιες ήταν οι πραγματικές δυνατότητες της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ); Προφανώς περιορισμένες και σε με γάλες κρίσεις, όπως στην περίπτωση της ιαπωνικής εισβολής στη Μαντ ζουρία, το 1931 -32, ή της ιταλικής εισβολής στην Αβησσυνία, το 1936, που ήταν σχεδόν αμελητέες. Ακόμα και οι κυρώσεις που επεβλήθησαν στην Ιταλία δεν υλοποιήθηκαν. Βέβαια αν η ΚτΕ δεν μπορούσε να επι βληθεί στην Ιαπωνία ή την Ιταλία, πώς θα το κατόρθωνε στην περίπτω ση του Χίτλερ, το 1 938-39, σχετικά με την Τσεχοσλοβακία και την Πο λωνία; Δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτές τις μοιραίες κρίσεις, οι οποίες «άνοιξαν την αυλαία για το Β' παγκόσμιο πόλεμο», η ΚτΕ αγνοήθηκε από όλες τις πλευρές25. Σε τι διέφερε η ΚτΕ σε σχέση με το καθεστώς που επικρατούσε στις διεθνείς σχέσεις πριν το 1914, ή με εκείνο που διαμορφώθηκε μετά το 1945; Ορισμένοι ιστορικοί τονίζουν τις ιδιαιτερότητές της και τείνουν να τη θεωρούν ως sui generis, δηλαδή σαν κάτι το μοναδικό. Άλλοι όμως υπογραμμίζουν τις ομοιότητες, κυρίως όσον αφορά την ουσία, με το προγενέστερο και το επόμενο καθεστώς. Ένα κοινό χαρακτηριστικό και των τριών συστημάτων ήταν ότι στηρίζονταν και εξέφραζαν τα συμ φέροντα των εκάστοτε δυνάμεων. Το σύστημα που διαμορφώθηκε το 190 αιώνα, δηλαδή μετά το Συνέδριο της Βιέννης ( 1815), στερείτο ενός θεσμικού πλαισιού, είτε της ΚτΕ ή των Ηνωμένων Εθνών, και κυριαρ χείτο από τις μεγάλες δυνάμεις26. Η ΚτΕ ήταν ουσιαστικά τέκνο του Αμερικανού προέδρου Wilson και αντανακλούσε τις ιδεαλιστικές απόψεις του για τις διεθνείς σχέ σεις. Το βασικό θεσμικό πλαίσιό της αποτελούνταν από μία Συνέλευση, ένα Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από μόνιμα και μη μόνιμα μέλη, από ένα Διεθνές Δικαστήριο, και από μία σειρά από επιτροπές, όπως η Επιτρο πή Ασφαλείας, η Οικονομική Επιτροπή, η Επιτροπή Αφοπλισμού, Μειονοτήτων κ.λπ., καθώς και από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Συ-
278
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νεπώς η βασική δομή του δεν διέφερε πολύ από αυτή των Ηνωμένων Εθνών. Η βασικότερη διαφορά συνίσταται στο πολιτικό υπόβαθρο και της μεν και της δε. Παρά τις επιθυμίες του Wilson, η ΚτΕ αποτελούσε κι αυτή ένα σύστημα των Δυνάμεων, αλλά ουσιαστικά χωρίς την ενερ γό συμμετοχή, και ενίοτε την ανοικτή εχθρότητα, των περισσοτέρων δυ νάμεων. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να συμμετέχουν, η Σοβιετική Ένωση αποκλείστηκε λόγω καθεστώτος και προσχώρησε μόνο το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ. Η Γερμανία προσχώρησε το 1926 και αποχώρη σε περίπου την ίδια εποχή που προσχωρούσε η Σοβιετική Ένωση. Συνεπώς, από τις μεγάλες δυνάμεις της προπολεμικής περιόδου, η Ρωσία, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία ουσιαστικά βρίσκονταν εκτός του συστήματος, όπως και οι ΗΠΑ, η ανερχόμενη δύναμη και αυ τή που είχε τα οικονομικά, πολιτικά αλλά και ηθικά αποθέματα για να παίξει το ρόλο του σταθεροποιητή. Τη «ραχοκοκαλιά» της ΚτΕ αποτε λούσαν η Βρετανία και η Γαλλία, ενώ η Ιταλία και η Ιαπωνία, αν και εκδήλωναν έντονο ενδιαφέρον, λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά καθώς και οι δυο ήταν «αναθεωρητικές» δυνάμεις, δηλαδή επιδίωκαν την αλλαγή του stαtus quo που εξέφραζε η ΚτΕ. Σε αντίθεση, τα Ηνω μένα Έθνη συγκροτήθηκαν με γνώμονα τις νικήτριες δυνάμεις του Β' παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση και τη Βρετανία, στις οποίες προστέθηκαν, για πολιτικούς λόγους, η Κίνα και η Γαλλία. Αυτές οι δυνάμεις αποτελούσαν «τους χωροφύλακες της οι κουμένης» (the world's policemen), όπως τις αποκαλούσε ο πρόεδρος Ρούζβελτ. Το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών ήταν απαλλαγμένο από τις ιδεα λιστικές αγκυλώσεις της ΚτΕ. Αυτό εκφράστηκε πρακτικά με τον πε ριορισμό του δικαιώματος του βέτο, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μόνο στα 5 μόνιμα μέλη του, «στους χωροφύλακες της οικουμέ νης», σε αντίθεση με την ΚτΕ, όπου το δικαίωμα του βέτο διατηρούσαν όλα τα μέλη της. Είναι ενδιαφέρον ότι το παρόν σύστημα κατόρθωσε να επιβιώσει τόσο από τις δοκιμασίες του ψυχρού πολέμου όσο και από αυτές μετά το τέλος του. Αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση της Κορέ ας, το 1950-51 , όπου οι Αμερικανοί απευθύνθηκαν στα μέλη των Ηνω μένων Εθνών για να παρακάμψουν το βέτο της Σοβιετικής Ένωσης στο
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
279
Συμβούλιο Ασφαλείας, τα 5 μόνιμα μέλη αυτού του οργανισμού έχουν επιδείξει από το 1945 μία εντυπωσιακή ικανότητα για τη διατήρηση των κεκτημένων, ανεξάρτητα από τις ιστορικές μεταβολές που έχουν γίνει από τότε27. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τον ΟΗΕ, που στηρίζεται στον προ νομιακό ρόλο των Δυνάμεων, η ΚτΕ ουσιαστικά λειτουργούσε σε ένα πολιτικό κενό. Η μόνη δύναμη που ήταν απόλυτα προσηλωμένη σ' αυ τή ήταν η Γαλλία, η οποία θεωρούσε την ΚτΕ ως μέσο για τη διατήρη ση του stαtus quo του 1 919. Το πρόβλημα συνίστατο στο ότι η Γαλλία, χωρίς τις «φυσικές εγγυήσεις» για άμεση στρατιωτική συνδρομή από την Αμερική και τη Βρετανία σε περίπτωση γερμανικής επιθετικότητας, εξακολουθούσε στο Μεσοπόλεμο να ζει με τον εφιάλτη του 1 870-71. Η εμπειρία του Α' παγκοσμίου πολέμου δεν είχε μεταβάλει αυτό το φόβο καθώς οι Γάλλοι ήξεραν ότι «θα είχαν ηττηθεί μέσα σε έξι εβδομάδες αν δεν παρενέβαιναν οι Βρετανοί»28. Για τη Γαλλία, ο κίνδυνος εστια ζόταν στο ότι η Γερμανία κατείχε τη δυτική όχθη του ποταμού Ρήνου, που της έδινε ένα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα. Συνεπώς το 191819 το Παρίσι έκανε τεράστιες προσπάθειες να αποσπάσει από τη Γερ μανία αυτή την περιοχή δυτικά του Ρήνου. Αυτό ωστόσο προσέκρουσε στις αντιδράσεις των Αγγλο-Αμερικανών, καθώς 5 εκατομμύρια Γερ μανοί θα ζούσαν υπό γαλλική κατοχή. Για να καθησυχαστούν οι γαλλικοί φόβοι, οι Αγγλο-Αμερικανοί δε σμεύονταν να προσφέρουν άμεση βοήθεια στη Γαλλία «σε περίπτωση απρόκλητη ς γερμανικής επιθετικότητας». Ωστόσο η μη επικύρωση της Συνθήκης των Βερσαλιών από την Αμερική σήμαινε την ακύρωση και αυτής της δέσμευσης. Αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στη Γαλλία που θε ωρούσε ότι είχε εξαπατηθεί από τους Συμμάχους της και βέβαια αύξα νε την ανασφάλειά της απέναντι στη Γερμανία. Για να καλυφθεί αυτό το αμυντικό κενό η Γαλλία δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει στο μηχανισμό της ΚτΕ και σε μια σειρά από συμμαχίες με χώρες που περιέβαλλαν τη Γερμανία. Ωστόσο η χάρτα (Covenant) της ΚτΕ, δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την αμερικανική αμυντική ομπρέλα κα θώς για την ανάληψη οποιαδήποτε στρατιωτικής δράσης από την ΚτΕ χρειαζόταν η ομοφωνία των μελών της. Ακόμα και σ' αυτή την περίπτω-
280
ΣγΓΧΡΟΝΗ EγPΩilAΪΚH ΙΣΤΟΡΙΑ
ση η απόφαση αυτή δεν ήταν δεσμευτική. Με άλλα λόγια «Ο μηχανι σμός της ΚτΕ δεν προσέφερε τις προοπτικές για άμεση στρατιωτική δράση, τη μόνη εγγύηση σε περίπτωση γερμανικής εισβολής»29. Ο άλλος τρόπος για την αναχαίτιση της Γερμανίας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τους γείτονές της. Στο παρελθόν αυτό το ρόλο είχε παί ξει η Ρωσία, αλλά μετά το 1919, η Σοβιετική Ένωση είχε καταδικάσει την πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων και ακολουθούσε το δικό της μοναχικό δρόμο για τη διάδοση και επικράτηση του δικού της πολιτι κού συστήματος. Στην ουσία, τόσο η Ρωσία αλλά και η Γερμανία αντι μετωπίζονταν από τις δυτικές δυνάμεις ως παρίες, κάτι που αποδείχτη κε ολέθριο για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Ευρώπη. Το «υλι κό» που προσφερόταν στη Γαλλία για την αναχαίτιση της Γερμανίας ήταν τα νεοσύστατα κράτη που προέκυψαν το 1919, ήτοι η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία, καθώς και η Ρουμανία. Η πρώτη εί χε κάθε λόγο να αισθάνεται κι αυτή ανασφαλής απέναντι στη Γερμανία και να επιδιώκει, όπως και η Γαλλία, τη διατήρηση του status quo της Συνθήκης των Βερσαλιών. Ωστόσο τα εσωτερικά και εξωτερικά προ βλήματα που αντιμετώπιζε η Πολωνία, όπως η οικονομική και κοινωνι κή υπανάπτυξη και ένας άκρατος αλυτρωτισμός, ή επεκτατισμός, προς τη Λιθουανία και την Ουκρανία, δεν την καθιστούσαν και τόσο αξιόπι στο αντίβαρο απέναντι στη Γερμανία. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι άλλες τρεις χώρες. Π.χ. η Τσεχοσλοβακία απαρτιζόταν από 6,5 εκατ. Τσέχους, 2 εκατ. Σλοβάκους, 3 εκατ. Γερμανούς και μικρότερες μειονότητες Ούγγρων και Πολωνών, ενώ η Γιουγκοσλαβία από ακόμα μεγαλύτερη εθνική ανομοιογένεια. Επίσης, ενώ η Πολωνία είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για τη Γερμανία, οι χώρες που συγκροτούσαν τη «Μικρή Entente» δηλαδή η Γιουγκοσλαβία, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία, ανησυχούσαν πε ρισσότερο για την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, την Ιταλία, την κατ' εξοχήν επιθετική δύναμη στα Βαλκάνια. Συνεπώς, για να συνδράμουν αυτές τη Γαλλία για τη δια σφάλιση της Συνθήκης των Βερσαλιών, θα έπρεπε και το Παρίσι να προσφέρει σ' αυτές τις χώρες εγγυήσεις αναφορικά με τους δικούς τους κινδύνους, που προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία και την Ουγγαρία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
281
Μ' αυτό τον τρόπο η Γαλλία, αντί να επωμίζεται την ευθύνη για τη διασφάλιση μόνο της Συνθήκης των Βερσαλιών, αναγόταν ως ο θεμα τοφύλακας όλων των συνθηκών. Εκτός από τη Γερμανία, έπρεπε τώρα να υποστηρίζει την Πολωνία απέναντι στη Λιθουανία, την Τσεχοσλο βακία από την Ουγγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία απέναντι στη Βουλγαρία και την Ιταλία. Με άλλα λόγια είχε συγκροτήσει μία νέα «Ιερά Συμμαχία» για τη διατήρηση του stαtus quo στην Ευρώπη και την πάταξη του «αναθεωρητισμού» των Συνθηκών3Ο• Ωστόσο το πρόβλημα της Γαλλίας, που τελικά κατέληξε σε νέα ευρωπα"ίκή τραγωδία, ήταν ότι δεν διέθετε τα αποθέματα που διέθετε η Βρετανία το 1815 για να τιθα σεύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Συνεπώς, ενώ το Συνέδριο της Βιέν νης είχε δημιουργήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμπεριφέρονταν οι ευρωπα"ίκές δυνάμεις, οι Συνθήκες του 1919 καθώς και οι συμμαχίες της Γαλλίας με την Πολωνία και τη «Μικρή Entente» λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά και ωθούσαν τις «αναθεωρητικές» δυνάμεις να δράσουν εκτός του θεσμικού πλαισίου που πρόσφερε η ΚτΕ. Πόσο επισφαλείς ήταν αυτό φάνηκε τον Απρίλιο του 1922 όταν οι δυο παρίες δυνάμεις, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, συνήψαν μυ στική Συνθήκη στο Ράπαλο της Ιταλίας. Μ' αυτή οι δύο πλευρές απο ποιούνταν οποιαδήποτε μορφή πολεμικών αποζημιώσεων και συμφω νούσαν να αυξήσουν τις εμπορικές ανταλλαγές τους. Επίσης η Γερμα νία εγκατέλειπε κάθε διεκδίκηση για τις γερμανικές περιουσίες που εί χε εθνικοποιήσει το σοβιετικό καθεστώς. Αν και δεν υπήρχαν μυστικές συμφωνίες για στρατιωτική και πολιτική συνεργασία, ωστόσο η ύπαρ ξή τους θεωρείτο δεδομένη από τις άλλες χώρες. Η Συνθήκη του Ράπαλο έπεσε σαν βόμβα και προκάλεσε στις δυτικές πρωτεύουσες έκ πληξη, πανικό και αγανάκτηση. Η έκπληξη ήταν απόλυτα δικαιολογημένη καθώς από το Νοέμβριο του 1918 οι δυο χώρες είχαν διακόψει διπλωματικές σχέσεις και οι μπολσεβίκοι πάσχιζαν ανοικτά να ανατρέψουν το γερμανικό καθέ στώς3 1 . Η αγανάκτηση οφειλόταν στο ότι οι δυο δυνάμεις είχαν αψηφή σει τις στερεότυπες απόψεις των δυνάμεων που εκπροσωπούσαν το stα tus quo και με τον τρόπο τους έστελναν ένα μήνυμα για τις δυνατότητες που είχαν να το υποσκάψουν. Άλλωστε, όπως εξετάσαμε παραπάνω σ'
282
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αυτή τη μελέτη, δεν ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανία (Πρωσία) και η Ρωσία (Σοβιετική Ένωση) συνέπλεαν για λόγους σκοπιμότητας. Από τον πόλεμο της Κριμαίας έως τα τέλη του 190υ αιώνα ο γερμανορωσι κός άξονας αποτελούσε βασικό συστατικό για την εξωτερική πολιτική των δυο χωρών. Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος είχε διαταράξει αυτή την προνομιακή σχέση, ωστόσο και οι δυο πλευρές διαπίστωναν, μετά το 1919, ότι και οι δυο είχαν ζημιωθεί από αυτόν και ότι αυτά που τους ένωναν ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χώριζαν. Αυτό βέβαια το ήξεραν πολύ καλά και οι δυτικές δυνάμεις -Βρετα νοί, Γάλλοι και Αμερικάνοι- εξ ου και ο πανικός τους. Όπως γράφει ένα Βρετανός ιστορικός, «η ιδέα μιας αναπτυσσόμενης χώρας, όπως η Ρωσία, που θα υπόκεινταν στο οργανωτικό δαιμόνιο της Γερμανίας, ήταν κάτι που καμιά δυτικοευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε να διανοη θεί χωρίς να της προκαλεί πανικό»32. Σ' αυτό, όπως αποδείχτηκε αργό τερα, είχαν απόλυτα δίκιο. Το Ράπαλο αποτελούσε το πρώτο βήμα για τη σύσφιγξη των γερμανοσοβιετικών σχέσεων την περίοδο του Μεσο πολέμου, οι οποίες παρά τις οποιεσδήποτε διακυμάνσεις τους κατέλη ξαν, το 1939, στο Σύμφωνο Ribbentrop-Molotov, μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετική Ένωσης. Το θέμα αυτό εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Εκείνο που παρατηρεί κανείς από την εποχή της Κριμαίας και του Ράπαλου, το 1922 και του Συμφώνου Ribbentrop-Molotov το 1939, έως την Ostpolitik του 1970-1989, στην οποία θα αναφερθούμε πάλι στο τε λευταίο κεφάλαιο αυτής της μελέτης, είναι η ευκολία με την οποία η Γερμανία και η Ρωσία (Σοβιετική Ένωση) αγνόησαν στο παρελθόν τις οποιεσδήποτε υποτιθέμενες αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές τους όταν αυτό το επέβαλαν τα ζωτικά εθνικά τους συμφέροντα. Συνεπώς αν κάτι παρόμοιο προκύψει και στο μέλλον δεν θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη. *
*
*
Η πιο σημαντική διπλωματική εξέλιξη τη δεκαετία του '20 ήταν η Συνθήκη του Λοκάρνο, το Δεκέμβριο του 1925. Την περίοδο αυτή η οι κονομική κατάσταση είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Με το Σχέδιο Dawes
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
283
για τη ρύθμιση των αποζημιώσεων, το 1924, και μια σειρά από άλλες δι πλωματικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, είχε αρχίσει να διαφαίνεται ένα κλίμα ύφεσης στην Ευρώπη. Επίσης ο υπουργός των Εξωτερικών στη Γερμανία, Gustaν Stresemann, επιδίω κε να αναιρέσει τα τετελεσμένα του Α' παγκοσμίου πολέμου με διπλω ματικά μέσα και, αν ήταν δυνατό, με τη συναίνεση των δυτικών δυνά μεων. Η θητεία του Στρέσεμαν στο υπουργείο των Εξωτερικών έως το 1929, συνέπεσε με εκείνη του Aristide Briand στη Γαλλία. Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από μια σημαντική βελτίωση στις γαλλο-γερμανι κές σχέσεις, με επιστέγασμα το Σχέδιο Briand το 1929-30 για τη δη μιουργία μιας Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία θα επανέλθουμε παρα κάτω. Πρώτα όμως ας ασχοληθούμε με τις διεργασίες έως το 1929-30, αρ χίζοντας με τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Αυτή αφορούσε κυρίως στην αναγνώριση από τη γερμανική πλευρά των δυτικών της συνόρων, αλλά όχι και των ανατολικών τα οποία αρνιόταν να θεωρήσει ως τελεσίδικα, αν και διαβεβαίωνε ότι δεν προτίθενταν να τα αλλάξει με την προσφυ γή στη βία. Τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη του Λοκάρνο ήταν η Γαλλία, η Βρετανία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Σε περίπτωση απρόκλητη ς επίθεσης της Γερμανίας κατά της Γαλλίας, ή και αντίστρο φα, η Βρετανία και η Ιταλία θα συμπαρατάσσονταν με το μέρος του θύ ματος. Επίσης υπήρχαν και μία σειρά από άλλες επί μέρους συμφωνίες της Γερμανίας με τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Πολωνία και την Τσεχοσλο βακία, στις οποίες διατυπωνόταν ότι όσες διαφορές δεν ήταν εφικτό να διευθετηθούν με διαπραγματεύσεις, θα παραπέμπονταν σε διαιτησία. Μια άλλη συμφωνία μεταξύ Πολωνίας, Γαλλίας και Τσεχοσλοβακίας διαβεβαίωνε ότι σε περίπτωση που η Γερμανία αρνιόταν την επιδιαιτη σία, αυτές οι χώρες θα υποστήριζαν η μία την άλλη, ακόμα και στρατιω τικά, εάν αυτό ήταν αναγκαίο. Η Συνθήκη του Λοκάρνο ήταν σημαντική όχι τόσο λόγω των συγκε κριμένων ρυθμίσεων όσο λόγω του ότι συνέβαλε στη βελτίωση του ψυ χολογικού κλίματος. Επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν και οι κα λές σχέσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας, Μπριάν και Στρέσεμαν. Το γεγονός ότι η συνθήκη επικρί-
284
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θηκε δριμύτατα από τους εθνικιστές στη Γαλλία και τη Γερμανία, συνέ τεινε στο να αναβαθμίζει τη σημασία της33. Ωστόσο η Συνθήκη του Λο κάρνο είχε ίσως μεγαλύτερη σημασία για τις προεκτάσεις της, δηλαδή για όσα υπονοούνταν σ' αυτήν. Π.χ. υποδήλωνε ότι οι δεσμεύσεις της Γερμανίας σχετικά με τα δυτικά της σύνορα είχαν πλέον μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι η Συνθήκη των Βερσαλιών. Επίσης, και πιο σημαντι κό, σήμαινε ότι τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας ε ίχαν πλέον μεγαλύτε ρη σημασία απ' ό,τι τα ανατολικά της. Δηλαδή, έμμεσα, οι δυτικές δυ νάμεις αναγνώριζαν ότι τα ανατολικά σύνορα δεν ήταν απαράβατα. Η Βρετανία και η Ιταλία δεν αναλάμβαναν καμία στρατιωτική δέσμευση για να τα εγγυηθούν, όπως έκαναν με τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας. Μακροπρόθεσμα η Συνθήκη του Λοκάρνο λειτουργούσε αποσταθε ροποιητικά, τόσο για τη Συνθήκη των Βερσαλιών, όσο και για την ΚτΕ. Όσον αφορά την πρώτη, το Λοκάρνο ενίσχυε την εντύπωση ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε περιορισμένη πρακτική αξία εάν δεν συνοδευόταν και από άλλες διμερείς συμφωνίες. Σχετικά με την ΚτΕ, το Λοκάρνο υποδήλωνε ότι οι εγγυήσεις των συνόρων των μελών της που διατύπωνε το Άρθρο 10 της Χάρτας (Covenant) της ΚτΕ, δεν ήταν απόλυτες αλλά εξαρτιόνταν περισσότερο από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει ορισμένες χώρες στο Λοκάρνο. Αυτές οι προεκτάσεις έγιναν καλύτερα κατανοητές μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.34 Με τά την επικύρωση της Συνθήκης του Λοκάρνο, η Γερμανία θα προσχω ρούσε στην ΚτΕ, σαν μόνιμο μέλος του Συμβουλίου του. Ωστόσο η Γερ μανία αρνήθηκε να συμμετέχει στην επιβολή στρατιωτικών κυρώσεων από την ΚτΕ κατά άλλου κράτους με τη δικαιολογία ότι η Συνθήκη των Βερσαλιών την είχε αποδυναμώσει σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούσε να αναλάβει παρόμοιες δεσμεύσεις. Επίσης η γεωγραφική θέση της, στο κέντρο της Ευρώπης, την ανάγκαζε να μην επιτρέψει σε άλλη δύ ναμη να χρησιμοποιήσει τη Γερμανία ως στρατιωτικό ορμητήριο. Προφανώς, μ' αυτές τις διατυπώσεις, η Γερμανία επιδίωκε να δια φυλάξει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και διασαφήνιζε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να στραφεί εναντίον της αλλά ούτε και να επι τρέψει σε ξένα στρατεύματα, γαλλικά ή βρετανικά, να επιτεθούν ενα ντίον της, μέσω Γερμανίας35. Με άλλα λόγια η Γερμανία δεν ήταν δια-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
285
τεθειμένη να διαταράξει τη Συνθήκη του Ράπαλο, του 1 922, με τη Σο βιετική Ένωση, για χάρη της Συνθήκης του Λοκάρνο, με τις δυτικές δυ νάμεις. Βέβαια είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς εάν αυτό, δηλαδή η πρόκληση ρήξης μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, αποτε λούσε έναν από τους απώτερους στόχους των δυτικών δυνάμεων, στη σύναψη της Συνθήκης του Λοκάρνο. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι η Γερμανία έδινε μεγαλύτερη προτεραιότητα στη διατήρηση αρμο νικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση παρά στις οποιεσδήποτε ρυθμί σεις για τη βελτίωση των σχέσεών της με τις δυτικές δυνάμεις. Και, όπως αναμενόταν, η Σοβιετική Ένωση είχε εκφράσει έντονες ανησυχί ες ως προς τους απώτερους στόχους της Συνθήκης του Λοκάρνο36 . Αυτό έγινε καλύτερα αντιληπτό λίγο αργότερα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μέρος του πακέτου της Συνθήκης του Λοκάρνο ήταν και η προσχώρηση της Γερμανίας στην ΚτΕ, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλί ου της. Αυτό αρχικά δεν φαινόταν να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήμα τα καθώς η άρνηση των ΗΠΑ να συμμετέχουν στην ΚτΕ σήμαινε ότι η θέση που θα καταλάμβανε ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου της ΚτΕ παρέμενε κενή. Η σύνθεση του Συμβουλίου της ΚτΕ θα αποτελούνταν από 5 μόνιμα μέλη -Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες- και από 4 μη μόνιμα που αργότερα αυξήθηκαν σε 6 και που εκλέγονταν από τη Συνέλευση. Με άλλα λόγια η σύνθεσή του δεν διέ φερε και πολύ από αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η σημαντικότερη διαφορά συνίσταται στο ότι το δικαίωμα του βέτο μπορούσαν να ασκήσουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου της ΚτΕ ενώ στον ΟΗΕ αυτό το προνόμιο περιορίζεται μόνο στα 5 μόνιμα μέλη του (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία). Η διαδικασία για μόνιμα μέλη στο Συμβούλιο της ΚτΕ απαιτούσε την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του, μόνιμων και αιρετών, επικυρωμένη από την πλειοψηφία των μελών της Συνέλευσης. Η αίτηση της Γερμανίας για ένταξη ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο της ΚτΕ προκάλεσε παρόμοιες απαιτήσεις και από άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Ισπανία και η Βραζιλία. Η αίτηση της Πολωνίας είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς αυτή αποτελούσε, για τη Γαλλία τουλάχιστον, βασικό αντίβαρο της Γερμανίας. Η κατάσταση περιπλεκόταν από την
286
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
υποστήριξη της Βρετανίας στην ισπανική υποψηφιότητα η οποία, όπως και η Βραζιλία, συμπεριλαμβανόταν στα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλί ου της ΚτΕ. Συνεπώς αυτές οι δυο μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίω μα του βέτο στην ένταξη της Γερμανίας, κάτι που δεν δίσταζαν να γνω στοποιήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν σύγχυση και πανδαιμόνιο, όχι και τόσο διαφορετικό με αυτό που παρατηρούμε στις μέρες μας αναφορι κά με τη διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η λύση στην περίπτωση της ΚτΕ, το 1926, ήταν η αύξηση των μη μόνιμων μελών του Συμβουλίου από 6 σε 9, με τη δυνατότητα 3 από αυτά να ανανεώνουν τη θητεία τους στο Συμβούλιο της ΚτΕ με την έγκριση των 2/3 της Συνέ λευσης. Μ' αυτό τον τρόπο δημιουργείτο μία τρίτη κατηγορία ημιμόνι μων μελών του Συμβουλίου. Η Γερμανία και η Πολωνία αποδέχτηκαν αυτό το διακανονισμό αλλά η Ισπανία και η Βραζιλία, που προφανώς θα είχαν δυσκολίες να συγκεντρώσουν την έγκριση των 2/3 της Συνέ λευσης, τον απέρριψαν και, όπως ήταν «της μόδας» εκείνη την εποχή, αποχώρησαν από την ΚτΕ. Ωστόσο και οι Γερμανοί δέχτηκαν αυτό το συμβιβασμό μάλλον απρόθυμα και δεν έπαυαν να θεωρούν ότι βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση, στο Συμβούλιο της ΚτΕ, σε σχέση με τα μόνιμα μέλη τους. Προς το παρόν η επιρροή του Στρέσεμαν συνέτεινε να αντιμετωπιστούν οι έντονες επικρίσεις μέσα στη Γερμανία. Σ' αυτό συνέβαλε, ίσως περισ σότερο, το ότι παράλληλα με την αποδοχή αυτού του συμβιβασμού στο Συμβούλιο της ΚτΕ, η Γερμανία συνήπτε τον Απρίλιο του 1926, νέα Συνθήκη με τη Σοβιετική Ένωση, τη Συνθήκη του Βερολίνου, με την οποία οι δυο χώρες επιβεβαίωναν την προσήλωσή τους στη Συνθήκη του Ράπαλο, του 1922, και την αμοιβαία δέσμευσή τους να παραμείνουν ουδέτερες, σε περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δέχονταν επίθεση από τρίτη δύναμη. Επίσης η Συνθήκη του Βερολίνου συνοδευόταν από ανταλλαγές διπλωματικών σημειωμάτων στα οποία η Γερμανία υπερέ βαλε εαυτόν ώστε να διαβεβαιώσει τη Μόσχα ότι το Βερολίνο ερμή νευε το Άρθρο 16 της Χάρτας (Covenant) της ΚτΕ με τέτοιο τρόπο που απέκλειε γερμανική συμμετοχή σε ενδεχόμενες κυρρώσεις κατά της Ρωσίας. Επίσης το Βερολίνο διαβεβαίωνε τη Μόσχα ότι θα χρησιμο ποιούσε τη θέση του ως μόνιμο μέλος τους Συμβουλίου της ΚτΕ για να
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
287
παρεμποδίσει οποιαδήποτε «αδικαιολόγητη» καταδίκη της Σοβιετικής Ένωσης, από την ΚτΕ, για επιθετικότητα. Με άλλα λόγια το «πνεύμα της Κριμαίας» επιβεβαιωνόταν και ενι σχυόταν και με συμβατικές ρυθμίσεις. Και πάλι το Παρίσι και το Λον δίνο εξέφρασαν αγανάκτηση και σοκ για τη Συνθήκη του Βερολίνου. Σε μια κίνηση αντιπερισπασμού δήλωναν την αντίθεσή τους σε οποια δήποτε μείωση των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής στη Ρηνανία. Αυτές οι εξελίξεις ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες για το Λονδίνο καθώς την επο χή εκείνη οι σχέσεις του με τη Μόσχα είχαν διακοπεί, λόγω διαφόρων διαπληκτισμών, ένας από τους οποίους σχετιζόταν με την περιβόητη (πλαστή) «Επιστολή Ζινόβιεφ», σύμφωνα με την οποία η Μόσχα παρα κινούσε τα βρετανικά συνδικάτα σε εξέγερση. Θα πρέπει να υπογραμ μίσουμε ότι η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από οξύτατες εργατικές κινητοποιήσεις στη Βρετανία, με επιστέγασμα τη Γενική Απεργία του 1 926, τη μεγαλύτερη εργατική κινητοποίηση στην ιστορία του βρετανι κού εργατικού κινήματος. Συνεπώς ήταν εύκολο να ανακαλύπτει η βρε τανική κυβέρνηση «σοβιετικό δάκτυλο» πίσω από αυτές τις κινητοποιή σει ς. Επίσης αυτό εξηγεί και τη ζωηρή επιθυμία του Λονδίνου να διευθε τηθούν οι σχέσεις με τη Γερμανία ώστε να απομονωνόταν η Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση, με τη Συνθήκη του Βερολί νου, υποδήλωνε την άρνησή της να συμπράξει σ' αυτή την υπόθεση. Όπως δήλωνε ο Austen Chamberlain, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερι κών, οι άοκνες προσπάθειές του για βελτίωση του κλίματος στην Ευρώ πη, με τη Συνθήκη του Λοκάρνο είχαν αναιρεθεί «από τη αναστάτωση και τη σύγχυση που είχαν προκαλέσει οι γερμανοσοβιετικές συνομιλί ες»37. Το συμπέρασμα που συναγόταν ήταν ότι οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να είναι πιο διαλλακτικές απέναντι στη Γερμανία, εάν ήθελαν να την αποσπάσουν από τη Σοβιετική Ένωση. Όπως υπενθύμιζε ο Τσάμπερλεν στον Μπριάν «συγκρουόμαστε με τη Σοβιετική Ρωσία για την ψυχή της Γερμανίας. κ1£ 13StXD1 91.(t\7' '9«D1.U1.91'(8U Alu.o � U)a3riu -(t3 AUl.D 'D1.U1.9au9aug Ul.D � Lt.o91AA. Ul.D 'U)3'((tOq Ul.D � U)a38(t3'(3 AUl.D 130�A.Uqo s(t01. U8 sD1.U1.9D1 su1. �xau U AU m1.;>1.aU�3 sSt01.(tU 91£U» 'gmA -gnb0.l gp S!Xgrv 0 mx )3aUWaU1£ 5(1)1£9 'Lt.o(t,(;>AU U)D1.(t3'(31. 3I 'A(I)'(1£9 A91x1riOW A(I)1. �X01£3 AUl.D 'O)UalOri )3g01£U UA s(I)9riOX3qA3 UriU1.;>1£ -UaU1£ 9ax1riuau1£ 01. mx 11.9 UO(l)AA.)1£3 AU1. mx s918UX 's(tOq)3 (t01. UO(l) -)g11£3 AU1. mA. uou'(Stog U1. M01.jl8mq 101£(I)a8A;> 10 UriUl.D;>lq 009 m1.)3A -lX u8 m)l aU1£ '«m1.)3A -lX s(I)ri9 mx» U)aOl.D1 U 11.9 St0x1aOl.D1 (to,(;>A.3ri s9A3 UO(l)l.D)1£mq U1. 3ri 130�A(I)cDrio'o UA ;>aU1£ s)3AUX )3ao:uri A3q 'sUMjlA. SU1. U)A(I)A.U AU1. ;>Aa31£ (t01£ ori09x AUAjI P �qu'(uq '«St01a(l)X (t01ri09xA.U1£» s9A3 U)A.a(t01riuq U1. mA. 31.01£;>X AUOStO'(lri (t01£ A(I)A)3X3 s3)Xoqooa1£ 511. ;>1.AUAO,O UA m1.3A)UcD (t01£ U1.�AU'(1£ (t01. sIWU)01£OlriOOXA.U1£ sU1. mx .l3N'M3.lNI (t01. 'sowri -�ax (to'((t;> (t01. �X01£3 'sStori8(ta s13q911A.A.1'(1 3ri t\O.o�;>'('(u u,(9 (t01£ 'suri �X1q U 5(1)1£9 �X01£3 mri 3I 's�cDOal.DD1.UX sUA3ri)3X11£3 smri uri(),J\�rioa1£ 5(1) )31.(t3Auria3 UA 131£jla1£ 31.StO s01.A98,(3aU1£ (t01. A91A13q A(I)1. UcjLU'(;>AU1£3 AU1. 13A)UriLt.o A3q umgjlg 91.(t\7' S1761 01. 'sD1.,(;>lJ sU1. 31.StO '�181 01. sUMjI -18. SU1. O1aqjlA(tI 01. 30U8St0'(OXU (t01£ (tOA)3X3 D1.U1.91g0axuri U1. 13XjI UA )3ao:uri A3q U1£91a(t3 AUl.D onb Sn/VJS A9aU1£ 01. 11.9 13A)UriuI 'uamx09a1£ AO'('(;>ri mx Ul.D(tUa80-3 s(I)1£;>X 1DA)3 U)1£OaaOD1 �A1a3riuo U D1.38)1.A\7' 's1300-0axA.o'o s31A;>1.11. 91£U Ua3l.DSt s(I)3ri;>t\O.q 9riD11.3Xoo'o 01. UcD(t'(A.;>AU AU�UacDjI�3 (t01£ 'D1.'(;>lJ Ul. 3ri �1761 (t01. � sUMjll8. slu UX�8t\O.I U1. 3ri '�I8I (t01. OA)3X3 5(1)1£9 '(to)Om,(1£ St0X11.1'(01£ (t03ajll.D s9A3 UcjL13'('(jI U mA
AONIVOd3:1:1 AO.L :rOXI3.L O.L:r )!dVw:rmw AO.L H3:t5.Lll NH.L OliV
61717
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενική ι.στορία της Ευρώπης, κυρίως τόμοι 4-6, Αθήνα, Παπαζήσης. Κολιόπουλος Ι.Σ., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία
1789-1945,
Θεσσαλονίκη, Βάνιας,
1993. Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Δ ιπλωματική Ιστορία Τριών Αιώνων: Από τη Βιέννη στις Βερσαλίες,
1815-1919,
Αθήνα, Ι. Σιδέρης.
Clough S. and Rapp R., Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορια, 2 Τόμοι, Αθήνα, Παπαζή σης. Κissinger Η., Δ ιπλωματία, Αθήνα, Νέα Σύνορα. Hobsbawm Ε., Η Εποχή των Επαναστάσεων
1789-1848,
Αθήνα, Εκδόσεις Εθνικής
Τραπέζης. Hobsbawm Ε., Η Εποχή του Κεφαλαι:ου, Αθήνα, Εκδόσεις Εθνικής Τραπέζης. Hobsbawm Ε., Η Εποχή των Άκρων, Αθήνα, Θεμέλιο. Μαρξ Κ, Το Κομμουνι.στικό Μανι.φέστο. Μαρξ Κ, Το Κεφάλαιο, κυρίως τόμος Α. Stearns Ρ.Ν., Euι"Opean Socieιy ίl1 Upheaval: Social Histoιy since
1800,
London,
Macmillan, 1970. Histoire de Ι ' Europe, Paris, Hachette, 1992.
Fisher H.A.L., Α ΗωΟΙΥ ο[ ΕΙΠΟΡe
1 789-1935,
London, Fontana, 1976.
Thomson Ο., ΕΙΠΟΡe Since Napoleon, Penguin, 1961. Joll J., Eu/"Ope Sil1ce
1870,
Penguin, 1976.
Gί\dea R., BaITicades and Boι·ders: EuTope
1800-1914,
Oxford U.P., 1996.
Davies Ν. , Eu/"Ope: Α HistoIY, London, Pimlico, 1997. Taylor, A.J.P., The StIuggle [ΟΙ' Masteιy ίη Eu/"Ope, Oxford U.P., 1970. Ριντ Τ., Δ έκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο. Λένιν Β., Κράτος κι Επανάσταση. Λένιν Β., Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Carr, Ε.Η., Α HistoIY ο[ Soviet Russia, Τόμοι 10, Penguin. Cohen, S. F., Bukhaιin and the Bolsl1evik RevolLltion
1888-1938,
Oxford u.P., 1980.
Deutscher Ι, The Prophet Armed, The P/"Opfret Ullaιmed, The PI"Ophet Outcast: Trotsky
1879-1940,
Oxford u.P., 1970.
Carr, Ε.Η. , Interr/ational Relations Between the Two World Wars, London, Macmillan,
1967. Carr Ε.Η., TI1e Twenιy Yeaι's ' σίsίs
1919-1939,
London, Macmί\lan, 1982.
Marriot J.A.R., Coml1ιol!wealth ΟΙ· Anarc/ry? Ν.Υ., Columbia u.P. , 1939. Taylor A.J.P. The Origins ο[ the Second WOI'ld Waι; Penguin, 1963. Hί\debrand Κ , Tf/e Foreign Policy ο[ tl1e Th.iI·d ReicfJ, London, Batsford, 1973.
452
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Yergin D., The Slzattered Peace, Penguin, 1980. Loth W., The Division of tlle World:
1941-1955,
London, Routledge, 1988.
Hogan, M.J., The Marshall Plan, Cambridge u.P., 1987. Laqueur W., Europe Since Hitler, Penguin, 1972. Milward A.S., The Eltropean Rescue of the Nation StaIe, London, Routledge, 1992. Grosser Α., Les Occidentaux: Les pays d' Eltl"ope et les Etats- Unis depuis lα gueπe, Paris, Fayard, 1978. Monnet J., Αναμνήσει.ς, Αθήνα, Ροές, 1988. Willis F.R., Fral1ce, Germαny αnd the New Europe:
1945-1967,
Oxford U.P., 1968.
Serνan-Schreiber J-J., Le Defi. A meIicail1, Paris, Editions Denoel, 1967. Ash T.G., 1n Europe 's Nal1le: GeImany and the Divided Continent, London, Vintage,
1994. Gorbachev Μ. , Peι-estl"Oikα: New Tllinkil1g foι'
ΟΙ/Ι"
Couιztιy αnd tlle Woι-ld, London,
Collins, 1987. Zelikow Ρ. and Rice C., GeImαny Ul1ified and Europe Trαl1sfol7ned: Α StIldy in StatecrαJt, Harνard u.P., 1997.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
453
Η ΕΥΡΩΠΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1914
Συνθήκες της εργατικής τάξης στο Ανατολικό Λονδίνο το 1 9 12
Η «διεθνείς» των ευρωπα'ίκών μοναρχιών, πριν το 1 9 14. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, καθιστοί: Αλφόνσος ο ΧΙΙΙ της Ισπανίας, Γεώρ γιος ο ν της Μεγάλης Βρετανίας, Φρειδερίκος ο νιΙΙ της Δανίας. Όρθιοι: Χά κων ο νιΙ της Νορβηγίας, Φερδινάνδος ο Ι της Βουλγαρίας, Εμμανουήλ ο 11 της ΙΙορτογαλίας, Γουλιέλμος ο ΙΙ αυτοκράτορας της Γερμανίας, Γεώργιος ο Ι της Ελλάδας και Αλβέρτος ο Ι του Βελγίου.
454
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σύλληψη Σουφραζέτων μετά από διαδήλωση στο παλάτι του Μπάκινγχαμ.
Επιβολή του νόμου των Ευρωπαίων στους ιθαγενείς της Αφρικής, Καμερούν 191 1.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
455
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Βερολινέζοι χαιρετούν με ενθουσιασμό την είδηση της έκρηξης του Α' παΥκοσμί ου πολέμου.
Ο πόλεμος των χαρακωμάτων, μάχη του Σομ, 1916.
456
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΕγΡΩΠΗ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Σκηνή από μία επίθεση μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας, Οκτωβριανή Επανάσταση 1917.
1917
Αφίσα μπολσεβίκων: Ο μπολσεβίκος ιππότης σφάζει το καπιταλιστικό τέρας .
σΗ T H BPb
1920
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
457
Λόγος του Λένιν σε δυνάμεις μπολσεβίκων πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο, 1920. Στη φωτογράφία διακρίνεται ο Τρότσκι να στέκεται αριστερά του Λένιν. Σε μεταγενέστερες σοβιετικές εκτυπώσεις της φωτογραφίας, ο Τρότσκι έχει εξαφανιστεί.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ
και ο Καρλ Λίμπνεχτ λίγο πριν τη δολοφο νία τους, το 1919.
458
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕγΡΩΠΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Το πολιτικοποιημένο θέατρο στη Γερμανία τη δεκαετία του '20, από το θίασο «Die Trommler» του Breslau .
�ο �Ζ �
ld Μ ::t:
d
-<
S
��
@ χ 2 d -< tJj
qJ
ο >
Ζ ο -<
Πρωτοποριακός σοβιετικός κινηματογράφος στη δεκαετία του '20. Τρικ μοντάζ από την ταινία «ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» του Ντρίτζα-Βερτόφ.
� \Ο
460
ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Δημοκρατικές διαδικασίες», στην κεντρική επιτροπή του κ.κ.Σ.Ε μετά την επικράτηση του Στάλιν.
Γερμαν6ς εργάτης κοιτάζει απαθής ναζί να σχεδιάζουν τον αγκυλωτ6 σταυρ6 στο κεφάλι άτυχου �βραίoυ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣ ΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
461
462
ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Μαζικές συλλήψεις απ6 τους ναζί στην κατεχ6μενη Ευρώπη
Σοβιετικ6ς στρατιώτης υ ψώνει τη σημαία με το σφυροδρέπανο στο Ραίχ σταγκ του Βερολίνου, Μά ιος 1945.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
463
Γ ε ρμανικά στρατ εύματα καταλαμβάνουν τη Βαστίλη .
Ο Ντ ε Γκωλ και οι συν ε ργάτ ε ς του επιστρέφουν στο Παρίσι μ ετά την απ ελε υθέρωση . Αψίδα του Θ ριάμβου.
464
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ομιλία του Τσώρτσιλ στο Φούλτον του Μισούρι στις 5 Μαρτίου 1946, όπου αναφέρθηκε στο σιδηρούν παραπέτασμα.
Ο αποκλε ισμός του Β ε ρολίνου. Αμε ρικανικό α εροπλάνο ρίχν ε ι πολ ε μοφόδια στους β ε ρολινέζους. 1948, το απόγ ε ιο του ψυχρού πολέμου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
465
466
ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, Μάρτιος 1957.
Το χτίσιμο του Τείχους του Βερολίνου, 1961.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΤΟ 1968
Μάιος του 1968. Παριζιάνοι φοιτητές σε εξέγερση.
Πράγα 1968. Εισβολή σοβιετικών στρατευμάτων για την καταστολή της « αντεπανάστασης» .
467
468
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩ ΠΑΪ ΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
469
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το εργατικό κίνημα της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία με ηγέτη τον Λεχ Βαλέσα.
Η νέα σοβιετική ηγεσία στη διάρκεια του 270υ Συνεδρίου του κ.κ. της ΕΣΣΔ. Από αριστερά: Ο υπ' αριθμόν 2 ισχυρός άνδρας του κόμματος Γιέγκορ Λιγκάτσεφ, ο Γκορμπατσώφ και ο Πρόεδρος της ΕΣΣΔ Αντρέι Γκρομίκο. Στη δεύτερη σειρά, δεύτερος πίσω από τον Λιγκάτσεφ,ο εκδιωχθείς το Νόεμβριο του 1987, θερμός υποστηρικτής της «περεστρόικα» , Μπόρις Γιέλτσιν.
470
ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Αμερικανός πρό ε δρος Ρή Υκαν με τον Σοβιε τικό ηΥέτη Γκορμπατσώφ κατά τη συνάντησή τους στο Ρέικιαβικ.
View more...
Comments