Download To Paidi Apo Te Germania - Camilla Lackberg...
Ψηφιακή έκδοση Μάιος 2013 Camilla Läckberg, Tyskungen, Forum 2007 © 2007, Camilla Läckberg. First published by Forum, Sweden. Published by arrangement with Nordin Agency, Sweden. © 2011, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-136-6 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
3/499
• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085
CamillaLackberg Το παιδί από τη Γερμανία Μετάφραση από τα σουηδικά
Γρηγόρης Κονδύλης
Στον Βίλε και στη Μέγια
Σ
τη σιγαλιά που επικρατούσε στο δωμάτιο ακουγόταν μόνο ο ήχος που έκαναν οι μύγες. Εκείνο το συνεχές βουητό που παραγόταν από το ξέφρενο χτύπημα των φτερών τους. Ο άντρας στην καρέκλα δεν κινούνταν. Δεν είχε κινηθεί εδώ και αρκετό διάστημα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν άντρας πια. Όχι αν ως άντρας ορίζεται κάποιος που ζει, αναπνέει και αισθάνεται. Διότι τώρα είχε γίνει τροφή. Καταφύγιο για έντομα και σκουλήκια. Οι μύγες πετούσαν σε μεγάλα σμάρια γύρω από το ακίνητο κορμί. Κάθονταν πάνω του. Τα σαγόνια τους δούλευαν. Μετά πετούσαν ξανά και αναζητούσαν άλλο κομμάτι κορμιού για να προσγειωθούν. Δοκίμαζαν μια εδώ και μια παραπέρα. Έπεφταν η μια πάνω στην άλλη. Η περιοχή γύρω από την πληγή στο κεφάλι του άντρα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η μεταλλική μυρωδιά του αίματος είχε εξαφανιστεί προ πολλού και είχε αντικατασταθεί από μια άλλη, πιο μπαγιάτικη και πιο γλυκερή. Το αίμα είχε πήξει. Στην αρχή είχε βγει από την πίσω μεριά του κεφαλιού του και είχε κυλήσει στην πλάτη της καρέκλας. Κατέληξε στο πάτωμα, όπου σχημάτισε μια λιμνούλα και κατόπιν έπηξε. Στην αρχή ήταν κόκκινο, γεμάτο ζωντανά αιμοσφαίρια. Τώρα είχε αλλάξει χρώμα, είχε γίνει σχεδόν μαύρο. Η λιμνούλα δεν έμοιαζε πλέον να αποτελείται από εκείνο το παχύ υγρό που κυλάει στις φλέβες ενός ανθρώπου. Τώρα ήταν απλώς μια ιξώδης, μαύρη μάζα. Μερικές μύγες προσπαθούσαν να πετάξουν έξω. Ήταν χορτασμένες. Ικανοποιημένες. Είχαν εναποθέσει τα αυγά τους. Τα σαγόνια τους είχαν δουλέψει σκληρά και είχαν γεμίσει το μέσα τους, είχαν κατασιγάσει την πείνα τους. Τώρα ήθελαν να πετάξουν μακριά. Χτυπούσαν τα φτερά τους στο τζάμι, καθώς μάταια προσπαθούσαν να προσπεράσουν το αόρατο εμπόδιο. Όταν προσέκρουαν στη γυάλινη επιφάνεια, ο ήχος που ακουγόταν θύμιζε πνιχτό κροτάλισμα. Αργά ή γρήγορα εγκατέλειπαν την προσπάθεια. Όταν ένιωθαν ξανά πείνα επισκέπτονταν άλλη μια φορά αυτό που ήταν κάποτε ένας άντρας. Αυτό που τώρα ήταν απλώς κρέας.
7/499
Όλο το καλοκαίρι η Ερίκα κλωθογύριζε τις σκέψεις που απασχολούσαν μόνιμα το μυαλό της. Ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, μπαίνοντας στον πειρασμό να ανέβει στον τελευταίο όροφο. Αλλά τελικά πάντα σταματούσε στην αρχή της σκάλας που οδηγούσε στη σοφίτα. Θα μπορούσε να αποδώσει αυτό τον δισταγμό σε όλα εκείνα που συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, τα επακόλουθα του γάμου και το χάος που επικρατούσε γενικώς στο σπίτι όταν η Άννα και τα παιδιά έμεναν ακόμη μαζί τους. Όμως αυτό δεν ήταν ολόκληρη η αλήθεια. Η Ερίκα φοβόταν. Φοβόταν για το τι θα έβρισκε. Φοβόταν ότι θα άρχιζε να σκαλίζει κάτι που θα ανέσυρε στην επιφάνεια πράγματα τα οποία θα ήταν καλύτερα να μη γνωρίζει. Η Ερίκα ήξερε ότι ο Πάτρικ θέλησε πολλές φορές να τη ρωτήσει γι’ αυτό. Τον έβλεπε που προβληματιζόταν επειδή εκείνη δεν ήθελε να διαβάσει τα σημειωματάρια που είχαν βρει στη σοφίτα. Αλλά δεν την είχε ρωτήσει. Αν το είχε κάνει, η Ερίκα δεν θα ήταν σε θέση να του απαντήσει. Αυτό που την τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι πιθανώς θα αναγκαζόταν ν’ αλλάξει την εικόνα που είχε για την πραγματικότητα. Η εικόνα που είχε για τη μητέρα της −το ποια ήταν και το πώς είχε συμπεριφερθεί στις κόρες της− δεν ήταν ιδιαίτερα θετική. Αλλά ήταν δική της, η καταδική της εικόνα. Και την ένιωθε πολύ οικεία, μια εικόνα που είχε αντέξει στον χρόνο, σαν μια ακλόνητη αλήθεια στην οποία μπορούσε να βασίζεται. Ίσως να επιβεβαιωνόταν. Ίσως μάλιστα να ενισχυόταν. Αλλά τι θα γινόταν αν υπονομευόταν; Τι θα συνέβαινε αν η Ερίκα αναγκαζόταν να αποδεχτεί μια εντελώς καινούργια πραγματικότητα; Μέχρι τώρα, πάντως, δεν είχε βρει το κουράγιο να κάνει αυτό το βήμα. Η Ερίκα πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι. Από το καθιστικό στο ισόγειο άκουσε τα χαρούμενα γέλια της Μάγια, καθώς ο Πάτρικ έπαιζε μαζί της. Οι ήχοι αυτοί της πρόσφεραν ασφάλεια, πράγμα που την έκανε να βάλει και το άλλο πόδι στη σκάλα. Πέντε σκαλοπάτια ακόμα και θα έφτανε. Η σκόνη στροβιλίστηκε στον αέρα όταν η Ερίκα σήκωσε το πορτάκι και πάτησε επιτέλους στο δάπεδο της σοφίτας. Αυτή και ο Πάτρικ είχαν συζητήσει την προοπτική να διαμορφώσουν κατάλληλα τη σοφίτα κάποια στιγμή στο μέλλον, δημιουργώντας ίσως έναν βολικό χώρο για τη Μάγια, για όταν θα μεγάλωνε και θα ήθελε να μένει μόνη κάποιες φορές. Προς το παρόν πάντως η
8/499
σοφίτα λειτουργούσε απλώς ως αποθηκευτικός χώρος, με πλατιές σανίδες στο πάτωμα και επικλινή οροφή με γυμνά δοκάρια. Ήταν μισογεμάτη με παλιατζούρες. Χριστουγεννιάτικα στολίδια, μωρουδιακά ρούχα της Μάγια που δεν της έμπαιναν πια, διάφορες κούτες γεμάτες πράγματα που δεν ταίριαζαν στο γούστο τους, αλλά που είχαν μεγάλη οικονομική ή συναισθηματική αξία για να πεταχτούν. Το σεντούκι ήταν στο βάθος, στη στενή πλευρά του χώρου. Παλαιού τύπου, από ξύλο, με μεταλλικά ενθέματα. Η Ερίκα είχε την εντύπωση ότι αυτού του είδους τα σεντούκια αποκαλούνταν «αμερικανικά μπαούλα». Πήγε και κάθισε στο πάτωμα δίπλα στο σεντούκι. Έβαλε το χέρι της πάνω του. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα έπιασε το καπάκι και το σήκωσε. Της ήρθε μια μπαγιατίλα που την έκανε να ζαρώσει τη μύτη της. Αναρωτήθηκε τι να ήταν αυτό που προκαλούσε εκείνη την ιδιαίτερη, ταγκιασμένη μυρωδιά. Μούχλα, πιθανώς, σκέφτηκε και ένιωσε μεμιάς φαγούρα στις ρίζες των μαλλιών της. Θυμόταν ακόμη τι είχε νιώσει όταν μαζί με τον Πάτρικ είχαν βρει το σεντούκι και έψαξαν το περιεχόμενό του. Θυμόταν ακόμη ότι είχε βγάλει τα πράγματα το ένα μετά το άλλο. Ζωγραφιές που είχαν κάνει αυτή και η Άννα όταν ήταν μικρές. Κατασκευές από το μάθημα της χειροτεχνίας. Όλα φυλαγμένα από τη μητέρα τους την Έλσι, από τη μητέρα που έδινε την εντύπωση ότι δεν ενδιαφερόταν καθόλου όταν της πήγαιναν τα πράγματα που είχαν φτιάξει με τόσο κόπο. Η Ερίκα έκανε το ίδιο και τώρα, έβγαζε ένα προς ένα τα αντικείμενα και τα τοποθετούσε στο πάτωμα δίπλα της. Αυτό που ήθελε βρισκόταν στον πάτο του σεντουκιού. Έπιασε προσεκτικά το κομμάτι υφάσματος. Επιτέλους το κρατούσε ξανά στα χέρια της. Το μικρό ζιπούνι ήταν κάποτε λευκό, αλλά σηκώνοντάς το στο φως έβλεπε ότι είχε κιτρινίσει από τα χρόνια. Εκείνο όμως από το οποίο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της ήταν οι καφετιοί λεκέδες. Αρχικά τους είχε περάσει για σκουριά, αλλά μετά είχε αντιληφθεί πως ήταν μάλλον ξεραμένο αίμα. Υπήρχε κάτι σπαρακτικό στο παιδικό ρουχαλάκι με τους λεκέδες αίματος. Πώς είχε βρεθεί το ζιπουνάκι στη σοφίτα; Σε ποιον ανήκε; Και γιατί το είχε φυλάξει η μητέρα της; Η Ερίκα το άφησε προσεκτικά δίπλα της. Όταν εκείνη και ο Πάτρικ το είχαν βρει, μέσα σε αυτό ήταν τυλιγμένο ένα άλλο αντικείμενο, το οποίο δεν βρισκόταν πια στο σεντούκι. Ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε πάρει αποκεί
9/499
η Ερίκα − ένα ναζιστικό μετάλλιο κρυμμένο στο λεκιασμένο ύφασμα. Τα συναισθήματα που κυριάρχησαν μέσα της όταν το αντίκρισε πρώτη φορά την είχαν ξαφνιάσει. Η καρδιά της είχε αρχίσει να χτυπάει γρηγορότερα, το στόμα της είχε στεγνώσει, και εικόνες από επίκαιρα και ντοκιμαντέρ πέρασαν φευγαλέα μπροστά από τα μάτια της. Πώς είχε βρεθεί ένα μετάλλιο των ναζί εδώ στη Φιελμπάκα; Στο σπίτι της; Ανάμεσα στα πράγματα της μητέρας της; Της φαινόταν εντελώς παράλογο. Πολύ θα ήθελε να βάλει ξανά το μετάλλιο στο σεντούκι και να κλείσει το καπάκι. Αλλά ο Πάτρικ είχε επιμείνει να το πάνε σε έναν εμπειρογνώμονα, μήπως και μάθουν κάτι περισσότερο γι’ αυτό. Εκείνη συμφώνησε απρόθυμα. Ήταν σαν να άκουγε ψιθύρους μέσα της, δυσοίωνες, προειδοποιητικές φωνές. Κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να κρύψει το μετάλλιο και να το διαγράψει από τη μνήμη της. Αλλά η περιέργεια υπερνίκησε τις φωνές. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου το πήγε σε κάποιον που ειδικευόταν στην ιστορία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Με λίγη τύχη σύντομα θα μάθαιναν από πού προερχόταν. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της Ερίκα είχε κινήσει περισσότερο αυτό που είχε βρει στον πάτο του σεντουκιού. Τέσσερα μπλε σημειωματάρια. Αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας της στο εξώφυλλο. Εκείνη την καλλιγραφική, δεξιόστροφη γραφή, αλλά σε μια ηλικιακά νεότερη, πιο στρογγυλεμένη εκδοχή. Τώρα η Ερίκα τα έβγαλε από το σεντούκι και πέρασε τον δείκτη της πάνω από το εξώφυλλο του πρώτου σημειωματάριου. «Ημερολόγιο» έγραφε απέξω, και στα τέσσερα. Η λέξη αυτή της δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα. Περιέργεια, έξαψη, ανυπομονησία. Αλλά και φόβο, αμφιβολία και μια έντονη αίσθηση ότι παραβίαζε την ιδιωτική ζωή της μητέρας της. Είχε άραγε το δικαίωμα να τα διαβάσει; Είχε άραγε το δικαίωμα να μάθει τις ενδόμυχες σκέψεις και τα κρυφά συναισθήματα της μητέρας της; Το περιεχόμενο ενός ημερολογίου δεν προορίζεται για τα μάτια τρίτων. Η μητέρα της δεν είχε γράψει τις σκέψεις της για να τις μοιραστεί με κάποιο άλλο άτομο. Ίσως η Έλσι να αρνούνταν κατηγορηματικά να τα διαβάσει η κόρη της. Αλλά η Έλσι ήταν νεκρή, και η Ερίκα δεν μπορούσε να της ζητήσει την άδεια. Συνεπώς ήταν αναγκασμένη να αποφασίσει μόνη της τι θα έκανε με τα σημειωματάρια. «Ερίκα;» Η φωνή του Πάτρικ διέκοψε τις σκέψεις της. «Ναι;» «Έρχονται οι επισκέπτες!»
10/499
Η Ερίκα κοίταξε το ρολόι της. Ωχ, είχε πάει κιόλας τρεις! Σήμερα ήταν τα πρώτα γενέθλια της Μάγια, και οι στενότεροι φίλοι και συγγενείς θα έρχονταν για επίσκεψη. Ο Πάτρικ μάλλον θα νόμιζε ότι την είχε πάρει ο ύπνος. «Έρχομαι!» Τίναξε από πάνω της τη σκόνη, πήρε με κάποιο δισταγμό τα σημειωματάρια και το ζιπουνάκι και κατέβηκε την απότομη σκάλα της σοφίτας. Από κάτω άκουσε μουρμουρητά.
«Καλώς τους, καλώς τους!» Ο Πάτρικ παραμέρισε για να περάσουν οι πρώτοι επισκέπτες. Ήταν ο Γιούχαν και η Ελίσαμπετ, ένα ζευγάρι που είχαν γνωρίσει εξαιτίας της Μάγια: είχαν κι εκείνοι έναν γιο στην ίδια ηλικία. Το αγόρι λάτρευε τη Μάγια με μια σφοδρότητα που δεν είχαν ξαναδεί, αν και μερικές φορές αυτή η τρυφερότητα γινόταν πολύ επιθετική. Τώρα, μόλις ο Βίλιαμ αντίκρισε τη Μάγια στο χολ, όρμησε καταπάνω της σαν μπουλντόζα και της κατάφερε ένα τάκλιν τόσο επιδέξιο που θα το ζήλευε ακόμα και παίκτης του εθνικού πρωταθλήματος χόκεϊ επί πάγου. Δεν ήταν περίεργο που η Μάγια δεν εκτίμησε όσο έπρεπε αυτό τον ελιγμό. Οι γονείς του έτρεξαν για να τραβήξουν τον πανευτυχή Βίλιαμ πάνω από τη Μάγια, η οποία είχε πέσει κάτω και τσίριζε. «Άκου, παιδί μου, δεν κάνει έτσι ο κόσμος. Θα πρέπει να είσαι πιο προσεκτικός με τις κοπέλες!» Ο Γιούχαν κοιτούσε με αυστηρό βλέμμα τον γιο του, ενώ εμπόδιζε τον ερωτευμένο κανακάρη του να προβεί σε άλλη μια μετωπική επίθεση. «Μου φαίνεται πως έχει την ίδια τεχνική στο καμάκι όπως εσύ» έκανε γελώντας η Ελίσαμπετ, για να δεχτεί μια προσβεβλημένη ματιά από τον σύζυγό της. «Έλα, μικρή μου. Δεν ήταν δα και τόσο επικίνδυνο. Σήκω τώρα». Ο Πάτρικ σήκωσε την κόρη του που έκλαιγε, την έσφιξε στην αγκαλιά του μέχρι που εκείνη σταμάτησε να σκούζει και μετά την έσπρωξε απαλά προς τη μεριά του Βίλιαμ. «Κοίταξε τι σου έφερε ο Βίλιαμ. Δώρο!» Η μαγική λέξη είχε το αποτέλεσμα που έπρεπε. Με μεγάλη σοβαρότητα και επισημότητα ο Βίλιαμ άπλωσε το χέρι και έδωσε στη Μάγια το πακέτο με το όμορφο περιτύλιγμα. Κανένα από τα δύο παιδιά δεν είχε κατακτήσει ακόμη πλήρως την τεχνική του περπατήματος, έτισ η διπλή αποστολή του Βίλιαμ να κρατηθεί στα πόδια του και να προσφέρει ταυτόχρονα το δώρο αποδείχτηκε
11/499
πολύ δύσκολη – με αποτέλεσμα να προσγειωθεί στο πάτωμα με τον πισινό. Αλλά όταν είδε το προσωπάκι της Μάγια να λάμπει από χαρά στη θέα του δώρου φάνηκε να ξεχνάει τον δικό του πόνο. Σε αυτό βοήθησε βεβαίως και η φουσκωτή πάνα. «Ιιιιι...» έκανε η Μάγια ενθουσιασμένη και άρχισε να τραβάει την κορδέλα. Ωστόσο, έπειτα από δύο δευτερόλεπτα περίπου το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απογοήτευσης και ο Πάτρικ έτρεξε να προσφέρει τη βοήθειά του. Άνοιξαν μαζί το πακέτο, και η Μάγια μπόρεσε να βγάλει από μέσα ένα γκρίζο, απαλό ελεφαντάκι που αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία. Το έσφιξε στο στήθος της και τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από το απαλό κουκλάκι χτυπώντας τα πόδια της κάτω. Φυσικά προσγειώθηκε κι αυτή στο πάτωμα. Η προσπάθεια του Βίλιαμ να χαϊδέψει το ελεφαντάκι αντιμετωπίστηκε με μια βλοσυρή έκφραση και με πολύ ξεκάθαρη γλώσσα του σώματος. Ο μικρός θαυμαστής της Μάγια προφανώς εξέλαβε την αντίδραση ως πρόσκληση για να εντείνει τις προσπάθειές του και οι γονείς υποπτεύθηκαν νέα σύγκρουση. «Νομίζω πως είναι ώρα να φάμε κάτι» είπε ο Πάτρικ. Σήκωσε τη Μάγια και πήγε στο καθιστικό. Ο Βίλιαμ και οι γονείς του τους ακολούθησαν, και όταν έβαλαν το αγοράκι μπροστά στο μεγάλο κουτί με τα παιχνίδια η ειρήνη αποκαταστάθηκε. Προσωρινά τουλάχιστον. «Γεια σας και χαρά σας!» Η Ερίκα φάνηκε στη σκάλα, πήγε κοντά στους επισκέπτες και τους αγκάλιασε. Χάιδεψε τον Βίλιαμ στο κεφάλι. «Ποιος θέλει καφέ;» ακούστηκε η φωνή του Πάτρικ από την κουζίνα. Οι άλλοι τρεις ενήλικες απάντησαν ταυτόχρονα «εγώ». «Πώς πάει η συζυγική ζωή λοιπόν;» Ο Γιούχαν χαμογέλασε και πέρασε το χέρι του στους ώμους της γυναίκας του όπως κάθονταν στον καναπέ. «Ως συνήθως. Εκτός από το γεγονός ότι ο Πάτρικ επιμένει να με αποκαλεί “κυρά” όλη την ώρα. Καμιά πρόταση πώς θα τον κάνω να σταματήσει;» Η Ερίκα στράφηκε προς την Ελίσαμπετ και της έκλεισε το μάτι. «Α, δέξου το και μη δίνεις σημασία. Άλλωστε αργότερα θα σταματήσει να μιλάει για την “κυρά” και αντ’ αυτού θα μιλάει για την κυβέρνηση. Οπότε μην παραπονιέσαι. Αλήθεια, η Άννα πού είναι;» «Είναι στου Νταν. Αποφάσισαν να συζήσουν...» Η Ερίκα σήκωσε με νόημα τα φρύδια.
12/499
«Σοβαρά; Τόσο γρήγορα;» έκανε η Ελίσαμπετ σηκώνοντας κι αυτή τα φρύδια. Τα πιπεράτα κουτσομπολιά είχαν συχνά αυτό το αποτέλεσμα. Τους διέκοψε το κουδούνι. Η Ερίκα τινάχτηκε. «Σίγουρα αυτοί θα ’ναι. Ή η Κριστίνα». Το τελευταίο όνομα ειπώθηκε λες και οι συλλαβές του ήταν παγάκια που χτυπούσαν μεταξύ τους. Από τον γάμο και μετά η σχέση της Ερίκα με την πεθερά της έγινε ακόμα πιο ψυχρή. Αυτό οφειλόταν, ως επί το πλείστον, στη σχεδόν μανιασμένη εκστρατεία της Κριστίνα να πείσει τον Πάτρικ ότι δεν ήταν δυνατόν ένας άντρας που έκανε καριέρα να πάρει άδεια πατρότητας για τέσσερις μήνες. Αλλά προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας του ο Πάτρικ δεν είχε υποχωρήσει ούτε χιλιοστό. Αντιθέτως, μάλιστα, αυτός επέμεινε να αναλάβει τη Μάγια όλο το φθινόπωρο. «Γεια... Έχει κάποιο παιδάκι γενέθλια εδώ σήμερα;» Η φωνή της Άννας ακούστηκε από την είσοδο. Η Ερίκα δεν μπορούσε να μη σκιρτά από ευτυχία κάθε φορά που άκουγε τον πρόσχαρο τόνο που είχε αποκτήσει η φωνή της μικρής της αδελφής. Η χαρά είχε χαθεί για πολλά χρόνια από τη φωνή της. Αλλά τώρα είχε επιστρέψει. Η Άννα ακουγόταν δυνατή, ευτυχισμένη και ερωτευμένη. Στην αρχή η Άννα ανησυχούσε μήπως η Ερίκα θα ενοχλούνταν από τη σχέση της με τον Νταν. Αλλά όταν η Ερίκα το άκουσε έβαλε τα γέλια. Είχε περάσει μια αιωνιότητα, μια ζωή ολάκερη, από τότε που η ίδια και ο Νταν ήταν ζευγάρι. Όμως ακόμα και να της φαινόταν κάπως παράξενο, δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να το παραβλέψει, αρκεί να έβλεπε την Άννα ευτυχισμένη ξανά. «Πού είναι το αγαπημένο μου κοριτσάκι;» Ο Νταν, ξανθός, μεγαλόσωμος και θορυβώδης, αναζητούσε γύρω του τη Μάγια. Είχαν ιδιαίτερη αδυναμία ο ένας στον άλλο, και η Μάγια εμφανίστηκε παραπατώντας προς το μέρος του με τα χεράκια της απλωμένα. «Δώρο;» έκανε ερωτηματικά, καθώς είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πλήρως την έννοια των γενεθλίων. «Φυσικά και σου φέραμε δώρο, αγάπη μου» είπε ο Νταν και έγνεψε στην Άννα, η οποία έδωσε στη Μάγια ένα μεγάλο ροζ πακέτο με ασημένια κορδέλα. Η Μάγια ξέφυγε σπαρταρώντας από την αγκαλιά του Νταν και επιδόθηκε ξανά στην μπελαλίδικη διαδικασία να ανοίξει το δώρο. Αυτή τη φορά τη βοήθησε η Ερίκα, και έβγαλαν μαζί μια μεγάλη κούκλα που ανοιγόκλεινε τα μάτια. «Κούκα» δήλωσε τρισευτυχισμένη η Μάγια, αγκαλιάζοντας σφιχτά και αυτό το δώρο. Κατόπιν έβαλε πλώρη για τον Βίλιαμ, για να του δείξει το πρόσφατο
13/499
πολύτιμο απόκτημά της, και επανέλαβε «κούκα» ώστε να σιγουρευτεί ότι κι εκείνος καταλάβαινε τι ήταν αυτό που κράδαινε μπροστά στο πρόσωπό του. Το κουδούνι χτύπησε ξανά και το επόμενο δευτερόλεπτο εμφανίστηκε η Κριστίνα. Η Ερίκα έσφιξε τα δόντια. Απεχθανόταν πραγματικά την κακή συνήθεια της πεθεράς της να χτυπάει βιαστικά το κουδούνι και την επόμενη στιγμή να μπουκάρει μέσα. Η διαδικασία του δώρου επαναλήφθηκε, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε επιτυχία. Η Μάγια κρατούσε συλλογισμένη τα μπλουζάκια που ήταν μέσα στο πακέτο, έριξε άλλη μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κάποιο παιχνίδι και μετά κοίταξε τη γιαγιά της με γουρλωμένα μάτια. «Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ πρόσεξα ότι η μπλούζα που φορούσε της ήταν μικρή, και όταν είδα ότι το Λίντεξ έδινε τρεις μπλούζες στην τιμή των δύο της αγόρασα μερικές. Σίγουρα θα της φανούν χρήσιμες». Η Κριστίνα χαμογελούσε ικανοποιημένη, αδιαφορώντας πλήρως για την απογοητευμένη έκφραση της Μάγια. Η Ερίκα κατέπνιξε την επιθυμία να της πει πόσο ηλίθιο πίστευε πως ήταν να φέρνει κανείς δώρο ρούχα σε ένα παιδάκι που γιορτάζει τα πρώτα του γενέθλια. Και δεν έφτανε που απογοητεύτηκε η Μάγια, η Κριστίνα είχε καταφέρει επίσης να ρίξει μια από τις συνήθεις μπηχτές της. Διότι αυτό που τους έλεγε ήταν ότι δεν μπορούσαν να ντύσουν την κόρη τους καταπώς έπρεπε. «Και τώρα η τούρτα» φώναξε ο Πάτρικ, ο οποίος φαινόταν να ξέρει πάντα πότε ήταν ώρα να επέμβει σε μια στιγμή αμηχανίας. Η Ερίκα κατάπιε την προσβολή και πήγαν όλοι στο καθιστικό για τη μεγάλη τελετή σβησίματος του κεριού. Η Μάγια επιστράτευσε όλη της τη δύναμη για να φυσήξει το ένα και μοναδικό κερί, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ψεκάσει την τούρτα με σάλια. Ο Πάτρικ τη βοήθησε διακριτικά να σβήσει το κερί και μετά η μικρή πήρε επίσημο ύφος καθώς της τραγούδησαν «Να ζήσεις, Μάγια, και χρόνια πολλά...». Πάνω από το ξανθό κεφάλι της Μάγια η Ερίκα συνάντησε το βλέμμα του Πάτρικ. Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό και είδε ότι και ο Πάτρικ είχε συγκινηθεί. Ένας χρόνος. Το μικρό τους μωρό είχε γίνει ενός έτους. Ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι που περπατούσε τρεκλίζοντας, που χτυπούσε τα χεράκια του όταν άκουγε το μουσικό σήμα του παιδικού τηλεοπτικού προγράμματος Μπολιμπούμπα, που έτρωγε μόνο του, που μοίραζε τα πιο υγρά φιλιά σε όλη τη βόρεια Ευρώπη και που αγαπούσε όλο τον κόσμο. Η Ερίκα
14/499
χαμογέλασε στον Πάτρικ. Αυτός της αντιγύρισε το χαμόγελο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η ζωή ήταν τέλεια.
Ο Μέλμπεργ αναστέναξε βαριά. Το συνήθιζε τώρα τελευταία. Αναστέναζε. Η αναποδιά που του είχε τύχει την άνοιξη τον είχε ρίξει σε κατάθλιψη. Αλλά δεν ένιωθε έκπληξη. Είχε επιτρέψει στον εαυτό του να χάσει τον έλεγχο, είχε δώσει χώρο στην επιπολαιότητα και στο συναίσθημα. Αυτό δεν μπορούσες να το κάνεις ατιμώρητα. Έπρεπε να το ξέρει. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι του άξιζε που υπέφερε. Καλά να πάθει. Τέλος πάντων, τώρα είχε πάρει το μάθημά του, και δεν ήταν από τους ανθρώπους που έκαναν το ίδιο λάθος δύο φορές, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. «Μπέρτιλ;» Η φωνή της Άνικα ακούστηκε επιτακτική από τον χώρο υποδοχής. Ο Μπέρτιλ Μέλμπεργ έκανε προς τα πίσω τα μαλλιά που είχαν γλιστρήσει από το σχεδόν άτριχο κεφάλι του και σηκώθηκε βαριεστημένα και απρόθυμα. Δεν ήταν πολλές οι γυναίκες από τις οποίες δεχόταν εντολές, αλλά η Άνικα Γιάνσον ανήκε σε αυτό το κλειστό κλαμπ. Μάλιστα, με τα χρόνια είχε αναπτύξει και έναν κάποιο σεβασμό για την Άνικα. Δεν θυμόταν άλλη γυναίκα για την οποία θα μπορούσε να πει πως ένιωθε το ίδιο. Το φιάσκο με εκείνη που είχε μετατεθεί στο τμήμα τους την άνοιξη αποδείκνυε τα λεγόμενά του. Και τώρα θα τους έστελναν πάλι γυναίκα για να συμπληρωθεί το δυναμικό του τμήματος. Πόσο δύσκολο ήταν να τους φέρουν έναν ένστολο άντρα αντί να τους στέλνουν κοριτσόπουλα για να καλύψουν τη θέση του Ερνστ Λούντγκρεν; Χάλια η κατάσταση. Ένα γάβγισμα από την υποδοχή τον έκανε να συνοφρυωθεί. Μήπως η Άνικα είχε πάρει μαζί της κάποιο από τα σκυλιά της; Ήξερε όμως τι γνώμη είχε εκείνος για τα σκυλιά γενικώς. Μάλλον θα έπρεπε να της πει δυο λόγια γι’ αυτό. Όμως δεν ήταν κάποιο από τα λαμπραντόρ της Άνικα που είχε έρθει για επίσκεψη. Ήταν ένας ψωριάρης σκύλος ακαθόριστου χρώματος και ράτσας, δεμένος σε ένα λουρί που το κρατούσε μια μικρόσωμη μελαχρινή γυναίκα. «Τον βρήκα εδώ απέξω» είπε εκείνη με έντονη προφορά Στοκχόλμης. «Α, μάλιστα. Και τότε τι θέλει εδώ μέσα;» είπε τραχιά ο Μπέρτιλ και έκανε μεταβολή για να πάει ξανά στο γραφείο του.
15/499
«Αποδώ η Πάουλα Μοράλες» βιάστηκε να τον διαφωτίσει η Άνικα, και ο Μπέρτιλ αναγκάστηκε να γυρίσει πάλι πίσω. Μα ναι, γαμώτο. Η καινούργια που θα ερχόταν είχε ένα όνομα που ακουγόταν ισπανικό. Αλλά τούτη εδώ ήταν μικροσκοπική, διάολε. Κοντή και λεπτή. Ωστόσο, το βλέμμα που κάρφωσε πάνω του μόνο αδυναμία δεν έδειχνε. Άπλωσε το χέρι της. «Χάρηκα για τη γνωριμία. Ο σκύλος έτρεχε εδώ απέξω μόνος του. Καταπώς φαίνεται δεν έχει ιδιοκτήτη. Ή τουλάχιστον δεν έχει αφεντικό ικανό να τον φροντίσει». Ο τόνος της φωνής της ήταν αυστηρός και ο Μπέρτιλ αναρωτήθηκε πού ήθελε να καταλήξει. «Εντάξει, άφησέ τον κάπου τότε». «Δεν υπάρχει κανένα μέρος για αδέσποτα σκυλιά. Μόλις με ενημέρωσε η Άνικα». «Δεν υπάρχει;» έκανε ο Μέλμπεργ. Η Άνικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ε, τότε... πάρ’ τον στο σπίτι σου» είπε εκείνος και προσπάθησε να αποδιώξει τον σκύλο που τώρα τριβόταν στο μπατζάκι του. Αλλά ο σκύλος τον αγνόησε και κάθισε ξαφνικά πάνω στο δεξί του πόδι. «Α, δεν γίνεται. Έχουμε ήδη σκυλί στο σπίτι. Και δεν της αρέσει η παρέα» απάντησε η Πάουλα ήρεμα, διατηρώντας την ένταση στο βλέμμα της. «Εσύ, Άνικα... Δεν μπορεί να κάνει... παρέα με τα δικά σου σκυλιά;» ρώτησε ο Μέλμπεργ με όλο και πιο απελπισμένο ύφος. Γιατί έπρεπε να ασχολείται πάντα αυτός με τόσο ασήμαντα θέματα; Για όνομα του Θεού, ήταν το αφεντικό εκεί μέσα! Η Άνικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν έχουν συνηθίσει τα ξένα σκυλιά. Θα υπάρξει πρόβλημα αν τον πάω κι αυτόν στο σπίτι». «Πάρ’ τον εσύ» είπε η Πάουλα και του έτεινε το λουρί. Έκπληκτος από το θράσος της ο Μέλμπεργ είδε τον εαυτό του να απλώνει το χέρι και να παίρνει το λουρί, ενώ ο σκύλος ανταποκρίθηκε κολλώντας ακόμα περισσότερο στο πόδι του. Άρχισε μάλιστα και να κλαψουρίζει. «Βλέπεις; Του αρέσεις». «Μα εγώ δεν μπορώ... δεν έχω...» Ο Μέλμπεργ τραύλιζε, ανήμπορος για πρώτη φορά να βρει την κατάλληλη ατάκα.
16/499
«Δεν έχεις άλλο ζώο στο σπίτι, και σου υπόσχομαι να ρωτήσω τριγύρω μήπως τον έχασε κανείς. Αλλιώς θα βρούμε κάποιον που θα θέλει να τον αναλάβει. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να τρέχει δεξιά κι αριστερά, μπορεί να τον πατήσει κάνα αυτοκίνητο». Χωρίς να το θέλει ο Μέλμπεργ ένιωσε να λυγίζει από τις παρακλήσεις της Άνικα. Έριξε μια ματιά στο σκυλί. Εκείνο σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν υγρό, ικετευτικό. «Καλά καλά, τι διάολο, θα το πάρω το κοπρόσκυλο αν είναι να κάνετε τέτοια φασαρία. Αλλά μόνο για κάνα δυο μέρες. Και θα το κάνεις μπάνιο πριν το πάρω». Σήκωσε το δάχτυλό του προς την Άνικα, η οποία έδειχνε φανερά ανακουφισμένη. «Κανένα πρόβλημα, θα το κάνω μπάνιο εδώ στο τμήμα» είπε εκείνη όλο προθυμία. Έπειτα πρόσθεσε: «Χίλια ευχαριστώ, Μπέρτιλ». Ο Μέλμπεργ μούγκρισε. «Φρόντισε μόνο να λάμπει την επόμενη φορά που θα τον δω. Αλλιώς δεν πρόκειται να περάσει το κατώφλι του σπιτιού μου!» Διέσχισε εκνευρισμένος τον διάδρομο, μπήκε στο γραφείο του και κοπάνησε την πόρτα. Η Άνικα και η Πάουλα χαμογέλασαν η μια στην άλλη. Ο σκύλος κλαψούρισε και χτύπησε με χαρά την ουρά του στο πάτωμα.
«Καλή σας μέρα, λοιπόν». Η Ερίκα έγνεψε στη Μάγια, η οποία την αγνόησε. Καθόταν στο πάτωμα μπροστά στην τηλεόραση και έβλεπε Τελετάμπις. «Θα περάσουμε πολύ ωραία οι δυο μας» είπε ο Πάτρικ και έδωσε ένα φιλί στην Ερίκα. «Η μικρή κι εγώ θα τα καταφέρουμε μια χαρά τους επόμενους μήνες». «Αν σ’ άκουγε κανείς θα νόμιζε ότι φεύγω για τα πέρατα του κόσμου» είπε η Ερίκα και γέλασε. «Θα κατέβω για το μεσημεριανό, ούτως ή άλλως». «Νομίζεις ότι θα λειτουργήσει αυτό το σύστημα; Να δουλεύεις στο σπίτι;» «Ας το δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Εσύ κάνε σαν να μην είμαι εδώ». «Κανένα πρόβλημα. Με το που μπεις στο γραφείο σου παύεις να υπάρχεις για μένα» είπε ο Πάτρικ και της έκλεισε το μάτι.
17/499
«Χμ, για να δούμε» αποκρίθηκε η Ερίκα και ανέβηκε τη σκάλα. «Αξίζει πάντως να κάνω μια προσπάθεια, μήπως και αποφύγω να νοικιάσω γραφείο έξω». Μπήκε στο γραφείο της και έκλεισε την πόρτα με ανάμεικτα συναισθήματα. Έναν ολόκληρο χρόνο ήταν στο σπίτι και ασχολούνταν αποκλειστικά με τη Μάγια. Εν πολλοίς λαχταρούσε να φτάσει αυτή εδώ η μέρα. Να παραδώσει τη σκυτάλη στον Πάτρικ. Να ασχοληθεί ξανά με ζητήματα καθαρά για ενήλικες. Είχε μπουχτίσει με τα παιδικά πάρκα, τις παιδικές χαρές και τα παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα. Η δημιουργία της τέλειας τούρτας από άμμο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ερεθιστική πνευματική εργασία, και όσο κι αν αγαπούσε την κόρη της θα την έπιανε τρέλα αν αναγκαζόταν να τραγουδήσει άλλη μια φορά το «Αχ, κουνελάκι, κουνελάκι...». Εν πάση περιπτώσει, τώρα είχε έρθει η σειρά του Πάτρικ ν’ αναλάβει το παιδί. Η Ερίκα κάθισε με ευλάβεια μπροστά στον υπολογιστή, πάτησε το κουμπί εκκίνησης και απόλαυσε το γνώριμο, ανάλαφρο σφύριγμα. Η τελευταία προθεσμία για την παράδοση του νέου βιβλίου της στη σειρά των πραγματικών εγκλημάτων ήταν τον Φεβρουάριο. Ευτυχώς είχε προλάβει να κάνει λίγη έρευνα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έτσι ένιωθε ότι μπορούσε ν’ αρχίσει. Άνοιξε το αρχείο του Word που είχε ονομάσει «Ελίας» −μια που αυτό ήταν το όνομα του πρώτου θύματος της δολοφόνου− και τοποθέτησε τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο. Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα τη διέκοψε. «Συγγνώμη που σε ενοχλώ». Ο Πάτρικ την κοιτούσε διστακτικά. «Απλώς θέλω να ρωτήσω πού έχεις βάλει το φορμάκι της Μάγια». «Στο στεγνωτήριο είναι». Ο Πάτρικ έγνεψε και έκλεισε ξανά την πόρτα. Έβαλε άλλη μια φορά τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο και πήρε βαθιά ανάσα. Άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα. «Συγγνώμη, υπόσχομαι ότι θα σε αφήσω ήσυχη, αλλά απλώς πρέπει να σε ρωτήσω... Τι ρούχα νομίζεις ότι πρέπει να φορέσει σήμερα η Μάγια; Έχει αρκετή ψύχρα, αλλά από την άλλη ιδρώνει, όπως ξέρεις, και μπορεί να κρυολογήσει...» Ο Πάτρικ χαμογέλασε συνεσταλμένα. «Φόρεσέ της μια λεπτή φανέλα και λεπτό παντελονάκι κάτω από το φορμάκι. Συνήθως της φοράω και το λεπτό σκουφάκι, γιατί αλλιώς ζεσταίνεται πολύ».
18/499
«Ευχαριστώ» είπε ο Πάτρικ και έκλεισε ξανά την πόρτα. Η Ερίκα ήταν έτοιμη να γράψει την πρώτη αράδα όταν άκουσε κλάματα από τον κάτω όροφο. Σύντομα τα κλάματα μετατράπηκαν σε στριγκλιές, και ύστερα από δύο λεπτά η Ερίκα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της αναστενάζοντας και κατέβηκε τη σκάλα. «Κάτσε να σε βοηθήσω. Είναι σκέτη απελπισία όταν πας να την ντύσεις». «Ναι, το πρόσεξα» είπε ο Πάτρικ που στο μέτωπό του γυάλιζαν στάλες ιδρώτα από την προσπάθεια να ντύσει τη Μάγια που διαμαρτυρόταν και αντιστεκόταν. Πέντε λεπτά αργότερα η κόρη τους ήταν ακόμη εκνευρισμένη αλλά ντυμένη. Η Ερίκα φίλησε και τους δύο στο στόμα πριν τους σπρώξει απαλά έξω από την πόρτα. «Κάντε τώρα έναν μακρύ περίπατο για να μπορέσει να δουλέψει και η μαμά με την ησυχία της» είπε. Είδε ότι ο Πάτρικ ήταν στενοχωρημένος. «Ζητώ συγγνώμη. Ίσως πάρει κάνα δυο μέρες μέχρι να μάθω τα κόλπα, αλλά δεν πρόκειται να σε ενοχλεί κανείς μετά, σου το υπόσχομαι». «Ωραία» είπε η Ερίκα και έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα. Αφού γέμισε μια μεγάλη κούπα με καφέ, ανέβηκε στο γραφείο. Επιτέλους, μπορούσε να αρχίσει.
«Σσς... Μην κάνεις τόσο θόρυβο, γαμώτο». «Ααα, τι σημασία έχει, ρε; Η μάνα μου λέει ότι λείπουν και οι δύο. Κανείς δεν ασχολήθηκε να πάρει την αλληλογραφία όλο το καλοκαίρι. Φαίνεται πως δεν τους ενδιέφερε καθόλου, γι’ αυτό κι εκείνη αδειάζει το γραμματοκιβώτιό τους από τον Ιούνιο. Οπότε ηρέμησε, μπορούμε να κάνουμε όσο θόρυβο θέλουμε». Ο Ματίας γέλασε, αλλά ο Άνταμ φαινόταν ακόμη δύσπιστος. Αυτό το παλιό σπίτι ήταν ανατριχιαστικό. Όπως ήταν και οι δύο γέροι, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Ματίας. Όχι, ο Άνταμ δεν θα το ρίσκαρε. «Και πώς θα μπούμε μέσα;» Δεν του άρεσε καθόλου που από τον φόβο η φωνή του είχε αποκτήσει μια γκρινιάρικη χροιά, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Συχνά ευχόταν να έμοιαζε περισσότερο στον Ματίας. Ήταν θαρραλέος, ατρόμητος... καμιά φορά στα όρια της ανοησίας. Και πάντα εκείνος έριχνε όλες τις κοπέλες. «Θα το λύσουμε. Πάντα βρίσκεις κάποιον τρόπο να μπεις σ’ ένα σπίτι».
19/499
«Αυτό το λες από τη μεγάλη πείρα που έχεις στις διαρρήξεις, ε;» Ο Άνταμ γέλασε, προσέχοντας ωστόσο να μιλάει χαμηλόφωνα. «Άκου, αγόρι μου, έχω κάνει ένα σωρό πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα» αποκρίθηκε αλαζονικά ο Ματίας. Ναι, καλά, σκέφτηκε ο Άνταμ, αλλά δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση. Μερικές φορές ο Ματίας είχε την ανάγκη να το παίζει πιο μάγκας από όσο ήταν πραγματικά. Ας το έκανε λοιπόν. Ο Άνταμ ήταν αρκετά έξυπνος για να μην ξεκινήσει κουβέντα μαζί του. «Τι νομίζεις ότι θα βρούμε εκεί μέσα;» Τα μάτια του Ματίας έλαμπαν καθώς οι δυο τους προχωρούσαν σκυφτά και αθόρυβα προς το σπίτι, αναζητώντας ένα παράθυρο, ένα πορτάκι, κάτι που θα τους επέτρεπε να μπουκάρουν. «Δεν ξέρω». Ο Άνταμ κοιτούσε συνεχώς γύρω του αγχωμένος. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε θεωρούσε την ιδέα τους όλο και πιο ανόητη. «Ίσως υπάρχουν ένα σωρό αντικείμενα των ναζί. Σκέψου να έχει στολές και τέτοια». Ήταν φανερή η έξαψη στη φωνή του Ματίας. Από τότε που είχαν κάνει εκείνη τη σχολική εργασία για τα Ες Ες, ο Ματίας είχε πάθει εμμονή. Διάβαζε ό,τι έβρισκε για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και για τον ναζισμό, και ο γείτονας που έμενε λίγο παρακάτω στον δρόμο −όλοι γνώριζαν πως ήταν κάτι σαν εμπειρογνώμονας στο θέμα της Γερμανίας και των ναζί− αποτελούσε έκτοτε ακαταμάχητο δέλεαρ. «Μπορεί να μην έχει τίποτε από αυτά στο σπίτι» έκανε ο Άνταμ, αν και ήξερε ότι τα λόγια του δεν θα έπιαναν τόπο. «Ο μπαμπάς είπε ότι ο γέρος ήταν καθηγητής ιστορίας πριν να πάρει σύνταξη, οπότε προφανώς έχει ένα σωρό βιβλία και τα παρόμοια. Δεν είναι σίγουρο ότι θα βρούμε κάτι συγκλονιστικό». «Αυτό θα το ανακαλύψουμε σύντομα». Τα μάτια του Ματίας έλαμψαν καθώς έδειχνε ένα παράθυρο. «Κοίτα. Αυτό εκεί το παράθυρο είναι μισάνοιχτο». Ο Άνταμ διαπίστωσε απογοητευμένος ότι ο Ματίας είχε δίκιο. Έτρεφε την κρυφή ελπίδα πως δεν θα κατάφερναν να μπουν στο σπίτι. «Χρειαζόμαστε κάτι για να σπρώξουμε λίγο το παράθυρο». Ο Ματίας έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω. Ένας γάντζος παραθύρου που είχε πέσει στο έδαφος τους πρόσφερε τη λύση. «Εντάξει, για να δούμε τώρα». Με χειρουργική ακρίβεια ο Ματίας κατάφερε να σηκώσει τον γάντζο ψηλά πάνω από το κεφάλι του και να τον
20/499
ακουμπήσει στη μια άκρη του παραθύρου. Το έσπρωξε, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Το παράθυρο παρέμεινε ακίνητο. «Γαμώτο, πρέπει να τα καταφέρω». Με τη γλώσσα έξω προσπάθησε ξανά. Ήταν πολύ δύσκολο να κρατάει το σίδερο πάνω από το κεφάλι του και ταυτόχρονα να βάζει δύναμη για να το σπρώξει. Άρχισε να ασθμαίνει. Τελικά κατάφερε να χώσει τον γάντζο κάνα εκατοστό ακόμη. «Θα καταλάβουν ότι κάποιος διέρρηξε το σπίτι!» διαμαρτυρήθηκε αδύναμα ο Άνταμ, αλλά ο Ματίας δεν φαινόταν να τον ακούει. «Τώρα θα ανοίξει το γαμημένο το παράθυρο!» Με τον ιδρώτα να τρέχει από τους κροτάφους του, έκανε άλλη μια προσπάθεια, και το παράθυρο άνοιξε. «Γες!» Ο Ματίας έσφιξε θριαμβευτικά τη γροθιά του και μετά στράφηκε ξαναμμένος προς τον Άνταμ. «Βοήθησέ με ν’ ανέβω». «Ίσως υπάρχει κάτι ν’ ανέβουμε, μια σκάλα ή...» «Ξεκόλλα που να πάρει ο διάολος, σπρώξε με ν’ ανέβω και μετά θα σε τραβήξω». Ο Άνταμ στάθηκε δίπλα στον τοίχο και έπλεξε τα χέρια του για να πατήσει ο Ματίας. Έκανε έναν μορφασμό καθώς το παπούτσι του Ματίας χώθηκε στις παλάμες του, ωστόσο αγνόησε τον πόνο και σήκωσε ψηλά τον φίλο του. Ο Ματίας κρατήθηκε από το περβάζι του παραθύρου και κατάφερε να σκαρφαλώσει. Έβαλε στο περβάζι το ένα πόδι και μετά το άλλο. Ζάρωσε τη μύτη του. Γαμώτο, βρομούσε εκεί μέσα. Βρομούσε πολύ. Παραμέρισε την κουρτίνα και προσπάθησε να δει μέσα στο δωμάτιο μισοκλείνοντας τα μάτια. Φαινόταν σαν βιβλιοθήκη, αλλά όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές με αποτέλεσμα να επικρατεί μισοσκόταδο. «Ρε συ, μυρίζει σκατά εδώ μέσα». Στράφηκε προς τον Άνταμ κρατώντας τη μύτη του. «Χέσ’ το τότε» είπε ο Άνταμ, με μια λάμψη ελπίδας στα μάτια. «Όχι, ρε γαμώτο. Αφού μπήκαμε. Τώρα αρχίζουν τα ωραία! Έλα, πιάσε το χέρι μου». Άφησε τη μύτη του και πιάστηκε από το περβάζι, καθώς τέντωνε το δεξί του χέρι προς τον Άνταμ. «Θα μπορέσεις να με τραβήξεις;» «Και βέβαια θα μπορέσω, γαμώτο. Έλα τώρα, άσε τις κουβέντες». Ο Άνταμ έπιασε το χέρι του και εκείνος τον τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Για λίγο το
21/499
εγχείρημά τους φαινόταν αδύνατο, αλλά τελικά ο Άνταμ πιάστηκε από το περβάζι και ο Ματίας πήδηξε στο πάτωμα για να του κάνει χώρο. Με το που πάτησε στο δωμάτιο ακούστηκε ένα παράξενο τρίξιμο κάτω από τα πόδια του. Κοίταξε το πάτωμα. Κάτι υπήρχε εκεί, αλλά στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να δει τι ήταν. Πιθανόν τίποτα ξερά φύλλα. «Τι διάολο;» είπε ο Άνταμ όταν πήδηξε κι αυτός στο πάτωμα, αλλά ούτε εκείνος κατάφερε να αναγνωρίσει τι έτριζε έτσι. «Σκατά, τι βρομάει έτσι, γαμώτο;» είπε και φαινόταν ότι θα πάθει ασφυξία από τη δυσωδία. «Αυτό σου έλεγα» έκανε χαρούμενος ο Ματίας. Η όσφρησή του είχε αρχίσει να προσαρμόζεται και η βρόμα δεν τον ενοχλούσε τόσο πια. «Ας δούμε τώρα τι ωραία πράγματα έχει εδώ μέσα ο γέρος. Άνοιξε την κουρτίνα». «Κι άμα μας πάρει κάνα μάτι;» «Ποιος διάολο να μας δει εδώ; Άνοιξε την κουρτίνα, ρε γαμώτο». Ο Άνταμ έκανε ό,τι του είπε ο Ματίας. Οι κουρτίνες άνοιξαν με έναν συριστικό ήχο και το εκτυφλωτικό φως πλημμύρισε τον χώρο. «Γαμάτο δωμάτιο» είπε ο Ματίας και κοίταξε γεμάτος θαυμασμό γύρω του. Όλοι οι τοίχοι του δωματίου ήταν καλυμμένοι με βιβλιοθήκες από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Σε μια γωνία υπήρχαν δύο δερμάτινες πολυθρόνες γύρω από ένα τραπεζάκι. Στην άλλη άκρη του δωματίου δέσποζε ένα τεράστιο γραφείο και μια παλιομοδίτικη πολυθρόνα γραφείου με ψηλή πλάτη. Ήταν στραμμένη κατά το ήμισυ, με την πλάτη προς το μέρος τους. Ο Άνταμ προχώρησε ένα βήμα, αλλά το τρίξιμο από το πάτωμα τον έκανε να κοιτάξει ξανά κάτω. Τούτη τη φορά είδαν και οι δύο τι ήταν αυτό που πατούσαν. «Τι διάολο...» Το πάτωμα ήταν καλυμμένο από μύγες. Μαύρες, αηδιαστικές, ψόφιες μύγες. Ακόμη και στο περβάζι του παραθύρου κείτονταν σωροί από μύγες. Τόσο ο Άνταμ όσο και ο Ματίας σκούπισαν αυτόματα τα χέρια τους στο παντελόνι τους. «Τι αηδία, γαμώτο» είπε ο Ματίας μορφάζοντας. «Πού βρέθηκαν όλες αυτές οι μύγες;» Ο Άνταμ κοίταξε απορημένος το πάτωμα. Έπειτα το μυαλό του, το οποίο είχε εμπεδώσει όλα τα επεισόδια του CSI, έβγαλε ένα δυσάρεστο συμπέρασμα. Νεκρές μύγες. Αηδιαστική μυρωδιά. Προσπάθησε να αποδιώξει τη σκέψη, αλλά το βλέμμα του οδηγήθηκε αμείλικτα στην πολυθρόνα.
22/499
«Ματίας;» «Ναι;» έκανε εκείνος εκνευρισμένος, καθώς προσπαθούσε, με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπο, να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να σταθεί χωρίς να πατάει σε κάποιο σωρό από νεκρές μύγες. Ο Άνταμ δεν απάντησε. Κατευθύνθηκε διστακτικά προς την πολυθρόνα. Κάτι μέσα του του φώναζε να κάνει μεταβολή και να φύγει τρέχοντας όσο γρηγορότερα μπορούσε. Αλλά η περιέργεια ήταν πολύ πιο ισχυρή, και ένιωθε λες και τα πόδια του τον πήγαιναν από μόνα τους προς την πολυθρόνα. «Ναι, τι είναι;» επανέλαβε ο Ματίας, αλλά σώπασε όταν είδε τον Άνταμ να προχωράει σφιγμένος και γεμάτος ένταση. Ο Άνταμ απείχε περίπου μισό μέτρο από την πολυθρόνα όταν άπλωσε το χέρι του. Είδε και ο ίδιος ότι το χέρι του έτρεμε ελαφρά. Πολύ αργά, χιλιοστό το χιλιοστό, το χέρι του πλησίασε προς την πλάτη της πολυθρόνας. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν το τρίξιμο κάτω από τα πόδια του. Ένιωσε τη δερμάτινη επένδυση της πολυθρόνας δροσερή στ’ ακροδάχτυλά του. Πίεσε την πλάτη της λίγο περισσότερο και την έσπρωξε προς τ’ αριστερά ώστε η πολυθρόνα να αρχίσει να στρέφεται προς το μέρος του. Έκανε ένα βήμα πίσω. Η πολυθρόνα γύρισε αργά αποκαλύπτοντας τι υπήρχε πάνω της. Ο Άνταμ άκουσε πίσω του τον Ματίας να ξερνάει.
Τα μάτια που παρακολουθούσαν και την παραμικρή του κίνηση ήταν μεγάλα και υγρά. Ο Μέλμπεργ προσπάθησε να αγνοήσει το ζώο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο σκύλος καθόταν κολλημένος πάνω του και του έριχνε βλέμματα λατρείας. Στο τέλος ο Μέλμπεργ ενέδωσε. Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου, έβγαλε ένα γλύκισμα καρύδας και το πέταξε στο πάτωμα μπροστά στον σκύλο. Το γλύκισμα εξαφανίστηκε σε δύο δευτερόλεπτα και για μια στιγμή ο Μέλμπεργ είχε την εντύπωση ότι ο σκύλος τού χαμογελούσε. Μπα, απλώς το φαντάστηκε. Τουλάχιστον ο σκύλος ήταν πεντακάθαρος πλέον. Η Άνικα είχε κάνει καλή δουλειά. Ωστόσο, ο Μπέρτιλ θεώρησε ότι ήταν κάπως κακόγουστο αυτό που είχε συμβεί: κατά τη διάρκεια της νύχτας ο σκύλος πήδηξε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε δίπλα του. Το σαπούνι δεν σκότωνε ψύλλους και τέτοια. Κι αν το τρίχωμά του ήταν γεμάτο μικροσκοπικά τερατάκια που επιθυμούσαν να επισκεφτούν το ογκώδες κορμί του Μέλμπεργ; Ωστόσο, μια σχολαστική
23/499
επιθεώρηση του τριχώματός του δεν αποκάλυψε καμιά μορφή ζωής, και η Άνικα του είχε δώσει τον λόγο της ότι δεν είχε εντοπίσει ψύλλους στον σκύλο όταν τον έπλενε. Αλλά όχι και να κοιμάται μαζί του, διάολε! Τέρμα αυτά. Υπήρχαν και όρια. «Πώς θα σε φωνάζουμε, λοιπόν;» έκανε ο Μέλμπεργ και αμέσως ένιωσε ανόητος που καθόταν και μιλούσε σε ένα πλάσμα το οποίο περπατούσε στα τέσσερα. Αλλά ο σκύλος έπρεπε να έχει κάποιο όνομα. Το σκέφτηκε λίγο και μετά κοίταξε γύρω του μήπως δει κάτι που θα του έδινε κάποια ιδέα. Όμως μόνο ανόητα ονόματα σκύλων περνούσαν από το μυαλό του: Αζόρ, Ντικ... Μπα, χάλια ήταν. Ύστερα άρχισε να χαχανίζει. Μόλις είχε κατεβάσει μια λαμπρή ιδέα. Του είχε λείψει ειλικρινά ο Λούντγκρεν −όχι πολύ, αλλά λίγο εν πάση περιπτώσει− από τότε που είχε αναγκαστεί να τον απολύσει. Οπότε γιατί να μη βάφτιζε τον σκύλο Ερνστ; Είχε μια δόση χιούμορ αυτό. Χαχάνισε ξανά. «Ερνστ. Τι λες γι’ αυτό, αγόρι μου; Καλό δεν είναι;» Άνοιξε ξανά το συρτάρι και έβγαλε άλλο ένα γλύκισμα. Φυσικά και δικαιούνταν άλλο ένα γλύκισμα ο Ερνστ. Και δεν θα ήταν δικό του το λάθος αν το σκυλί πάχαινε. Σε κάνα δυο μέρες η Άνικα θα έβρισκε σίγουρα κάποιο μέρος να τον στείλουν, και δεν είχε σημασία αν μέχρι τότε θα έτρωγε ένα ή δύο γλυκίσματα καρύδας. Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου έκανε αυτόν και τον Ερνστ ν’ αναπηδήσουν. «Μπέρτιλ Μέλμπεργ». Στην αρχή δεν άκουγε τι του έλεγε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής, τόσο υστερική ήταν. «Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να μου τα πείτε πιο αργά. Τι λέγατε λοιπόν;» Άκουσε προσεκτικά και όταν κατάλαβε τι του έλεγε το άλλο άτομο σήκωσε τα φρύδια. «Ένα πτώμα; Πού;» Κάθισε πιο ίσια στην καρέκλα του. Ο σκύλος, που ονομαζόταν πλέον Ερνστ, ανακάθισε επίσης, τεντώνοντας ταυτόχρονα τ’ αυτιά του. Ο Μέλμπεργ σημείωσε μια διεύθυνση στο μπλοκ που είχε μπροστά του, ολοκλήρωσε τη συνομιλία του με ένα «Μείνετε εκεί που είστε» και τινάχτηκε πάνω. Ο Ερνστ τον πήρε στο κατόπι. «Μείνε εδώ». Η φωνή του Μέλμπεργ είχε αποκτήσει μια ασυνήθιστα αυταρχική χροιά, και προς μεγάλη του έκπληξη είδε τον σκύλο να σταματάει απότομα και να περιμένει περαιτέρω εντολές. «Κάτω!» είπε ο Μέλμπεργ κάνοντας ακόμα μια δοκιμή, δείχνοντας ταυτόχρονα το καλάθι που είχε αφήσει
24/499
η Άνικα για τον σκύλο σε μια γωνιά του γραφείου του. Ο Ερνστ υπάκουσε απρόθυμα, κατευθύνθηκε αργά προς το καλάθι και ξάπλωσε εκεί με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια. Έριξε ένα πληγωμένο βλέμμα στο προσωρινό αφεντικό του. Ο Μπέρτιλ Μέλμπεργ ένιωσε μια παράξενη ικανοποίηση βλέποντας ότι κάποιος, επιτέλους, τον υπάκουε. Αναζωογονημένος από αυτή την άσκηση εξουσίας διέσχισε ορμητικά τον διάδρομο ενώ φώναζε σε όλους και σε κανέναν ταυτόχρονα: «Πήραμε ειδοποίηση για ένα πτώμα». Τρία κεφάλια εμφανίστηκαν από ισάριθμες πόρτες: ένα κόκκινο, του Μάρτιν Μολίν, ένα γκρίζο, του Γιέστα Φλίγκαρε, και ένα κορακίσιο, της Πάουλα Μοράλες. «Ένα πτώμα;» είπε ο Μάρτιν και βγήκε στον διάδρομο πρώτος απ’ όλους. Ακόμα και η Άνικα ερχόταν τώρα από τον χώρο υποδοχής. «Ένα αγόρι, ένας έφηβος, τηλεφώνησε μόλις τώρα και το ανέφερε. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός και ο κολλητός του μπήκαν κρυφά σε ένα σπίτι ανάμεσα στη Φιελμπάκα και στο Χαμπουργσούντ. Και μέσα βρήκαν ένα πτώμα». «Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού;» ρώτησε ο Γιέστα. Ο Μέλμπεργ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν γνωρίζω περισσότερα. Είπα στα παιδιά να μείνουν εκεί και να μας περιμένουν. Πάμε αμέσως. Μάρτιν, εσύ και η Πάουλα παίρνετε το ένα αυτοκίνητο, εγώ και ο Γιέστα το άλλο». «Μήπως πρέπει να τηλεφωνήσουμε στον Πάτρικ;» ρώτησε κάπως διστακτικά ο Γιέστα. «Ποιος είναι ο Πάτρικ;» ρώτησε η Πάουλα κοιτάζοντας μια τον Γιέστα και μια τον Μέλμπεργ. «Ο Πάτρικ Χέντστρεμ» διευκρίνισε ο Μάρτιν. «Δουλεύει κι αυτός εδώ, αλλά έχει άδεια πατρότητας από σήμερα». «Τι διάολο να τον κάνουμε τον Χέντστρεμ;» είπε ο Μέλμπεργ και ρουθούνισε προσβεβλημένος. «Είμαι εγώ εδώ» πρόσθεσε με πομπώδες ύφος και ξεκίνησε για το πάρκινγκ. «Ζήτω!» μουρμούρισε ο Μάρτιν όταν ο Μέλμπεργ απομακρύνθηκε, και η Πάουλα σήκωσε ερωτηματικά το ένα φρύδι. «Τίποτα, ξέχνα το» έκανε ο Μάρτιν απολογητικά, αλλά δεν μπόρεσε να μην προσθέσει: «Σύντομα θα καταλάβεις». Η Πάουλα φαινόταν ακόμη μπερδεμένη, αλλά δεν το συνέχισε. Σιγά σιγά θα καταλάβαινε τη δυναμική του χώρου εργασίας της.
25/499
Η Ερίκα αναστέναξε. Τώρα στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Ίσως υπερβολική ησυχία. Εδώ και έναν χρόνο είχε διαρκώς τ’ αυτιά της τεντωμένα, ώστε να πιάνει το παραμικρό κλαψούρισμα ή την επόμενη κραυγή. Αλλά τώρα το σπίτι ήταν εντελώς σιωπηλό. Ο κέρσορας τρεμόπαιζε στην πρώτη αράδα του αρχείου Word. Εδώ και μισή ώρα δεν είχε γράψει ούτε μία λέξη. Στο μυαλό της επικρατούσε απόλυτη ακινησία. Είχε ξεφυλλίσει τις σημειώσεις της και τα άρθρα που είχε φωτοτυπήσει το καλοκαίρι. Έπειτα από πολλές προσπάθειες μέσω αλληλογραφίας είχε καταφέρει να κλείσει ραντεβού με την πρωταγωνίστρια της υπόθεσης, τη δολοφόνο, αλλά αυτό θα γινόταν σε τρεις εβδομάδες. Έτσι, προς το παρόν έπρεπε να αρκεστεί στο υλικό που είχε στα χέρια της. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Οι λέξεις δεν έλεγαν να της κάνουν το χατίρι και να εμφανιστούν. Άρχισε να αμφιβάλλει για το αν θα μπορούσε να γράψει κάτι. Ήταν εκείνη η αμφιβολία που έχει μονίμως κάθε συγγραφέας. Είχε στερέψει από ιδέες, από λέξεις; Μήπως είχε ήδη γράψει την τελευταία της φράση; Μήπως είχε ξοφλήσει ως συγγραφέας; Δεν υπήρχαν άλλα βιβλία μέσα της; Η λογική τής έλεγε ότι σχεδόν πάντα έτσι ένιωθε όταν άρχιζε ένα καινούργιο βιβλίο, αλλά αυτό δεν τη βοηθούσε. Ήταν σαν βασανιστήριο, μια διαδικασία την οποία περνούσε κάθε φορά. Ήταν σχεδόν σαν να γεννούσε. Αλλά σήμερα ένιωθε ιδιαίτερα αργοκίνητη. Έβαλε αφηρημένα στο στόμα της μια καραμέλα με γεύση σοκολάτα για παρηγοριά. Έριξε μια ματιά στα μπλε σημειωματάρια που ήταν πάνω στο γραφείο δίπλα στον υπολογιστή. Ο ρέων γραφικός χαρακτήρας της μητέρας της ζητούσε την προσοχή της. Διχαζόταν ανάμεσα στον φόβο να διαβάσει αυτά που είχε γράψει η μητέρα της και στην περιέργεια για όσα θα μπορούσε να μάθει. Άπλωσε διστακτικά το χέρι της και πήρε το πρώτο σημειωματάριο. Το ζύγισε στην παλάμη της. Ήταν ελαφρύ. Το όνομα ήταν γραμμένο με μελάνι, αλλά με τα χρόνια το μπλε χρώμα είχε ξεθωριάσει. «Έλσι Μουστρέμ». Ήταν το πατρικό όνομα της μητέρας της. Φαλκ ονομάστηκε όταν παντρεύτηκε τον πατέρα της Ερίκα. Άνοιξε αργά το σημειωματάριο. Οι σελίδες είχαν γραμμές, λεπτές μπλε γραμμές. Πάνω πάνω ήταν γραμμένη η ημερομηνία. «3 Σεπτεμβρίου 1943». Διάβασε την πρώτη αράδα: Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτός ο πόλεμος;
Φιελμπάκα 1943
«Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτός ο πόλεμος;» Η Έλσι δάγκωσε την άκρη του στιλογράφου της και αναρωτήθηκε πώς να συνεχίσει. Πώς να διατυπώσει τις σκέψεις της γι’ αυτό τον πόλεμο, ο οποίος χωρίς να γίνεται στη δική της χώρα δεν έπαυε να είναι παρών; Της φαινόταν παράξενο που κρατούσε ημερολόγιο. Δεν ήξερε πώς της είχε έρθει η ιδέα, αλλά ένιωθε την ανάγκη να ντύσει με λέξεις όλες εκείνες τις σκέψεις που της δημιουργούσε η ζωή, τόσο οικεία αλλά και ξένη συνάμα. Από μια άποψη δεν μπορούσε να θυμηθεί τα χρόνια πριν από τον πόλεμο. Ήταν δεκατριών χρόνων, σύντομα θα γινόταν δεκατεσσάρων, και όταν άρχισε ο πόλεμος ήταν μόλις εννιά. Τα πρώτα χρόνια δεν τους είχε απασχολήσει ιδιαίτερα, αν και οι μεγάλοι έδιναν ξαφνικά προσοχή σε διάφορα πράγματα και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τις ειδήσεις, τόσο στις εφημερίδες όσο και στο ραδιόφωνο. Όταν κάθονταν στο σαλόνι μπροστά στο ραδιόφωνο φαίνονταν νευρικοί, φοβισμένοι, αλλά και γεμάτοι έξαψη συγχρόνως. Αυτό που συνέβαινε στον κόσμο ήταν συναρπαστικό, απειλητικό αλλά συναρπαστικό. Κατά τ’ άλλα η καθημερινότητα δεν είχε αλλάξει και πολύ. Τα ψαροκάικα έβγαιναν και επέστρεφαν ξανά στα λιμάνια τους. Μερικές φορές οι ψαριές ήταν καλές. Άλλοτε κακές. Στη στεριά οι γυναίκες ασχολούνταν με τις δουλειές τους, τις ίδιες δουλειές που έκαναν κάποτε και οι μανάδες τους, και οι μανάδες των μανάδων τους πριν από αυτές. Παιδιά έπρεπε να γεννηθούν, άπλυτα ρούχα να πλυθούν και σπίτια να καθαριστούν. Ήταν ένας κύκλος εργασιών που δεν τέλειωνε ποτέ, αλλά τώρα ο πόλεμος απειλούσε να διαταράξει αυτή την κυκλικότητα και την πραγματικότητα που γνώριζαν. Άλλωστε, αυτά ήταν τα μόνα συναρπαστικά πράγματα που είχε βιώσει ως παιδί, η κυκλικότητα των υποχρεώσεων και η γενικότερη πραγματικότητα. Και τώρα ο πόλεμος ήταν δίπλα τους.
27/499
«Έλσι;» Άκουσε τη φωνή της μητέρας της από τον κάτω όροφο. Η Έλσι έκλεισε βιαστικά το ημερολόγιο και το έβαλε στο πάνω συρτάρι του μικρού γραφείου της, μπροστά από το παράθυρο. Είχε περάσει πολλές ώρες εδώ κάνοντας τα μαθήματά της, αλλά τώρα τα χρόνια του σχολείου είχαν τελειώσει γι’ αυτήν και στην πραγματικότητα δεν της χρειαζόταν πια το γραφείο. Σηκώθηκε, ίσιωσε το φόρεμά της και πήγε κάτω στη μητέρα της. «Έλσι, μπορείς να με βοηθήσεις να φέρω νερό;» Η όψη της μητέρας της ήταν γκρίζα και κουρασμένη. Είχαν περάσει όλο το καλοκαίρι στον μικρό χώρο του υπογείου, καθώς το υπόλοιπο σπίτι το νοίκιαζαν σε παραθεριστές. Στις υπηρεσίες περιλαμβάνονταν το καθάρισμα, το φαγητό και η εξυπηρέτηση των ενοικιαστών, οι οποίοι ήταν απαιτητικοί. Ένας δικηγόρος από το Γέτεμποργ, με τη σύζυγό του και τρία παιδιά σε ημιάγρια κατάσταση. Η μητέρα της Έλσι έτρεχε από το πρωί ως το βράδυ και δεν τους προλάβαινε, τους έπλενε τα ρούχα, τους ετοίμαζε καλαθάκι με φαγητό για τις βαρκάδες τους και καθάριζε τα δωμάτιά τους, ενώ παράλληλα είχε και το δικό της νοικοκυριό. «Κάθισε λίγο, μητέρα» είπε μαλακά η Έλσι και έβαλε διστακτικά το χέρι της στον ώμο της μητέρας της. Εκείνη σκίρτησε στο άγγιγμά της. Καμία από τις δυο τους δεν ήταν συνηθισμένη να την αγγίζουν, αλλά έπειτα από δισταγμό ενός δευτερολέπτου η μητέρα έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι της κόρης της και άφησε με ευγνωμοσύνη την Έλσι να την οδηγήσει σε μια καρέκλα. «Μα την αλήθεια, κόρη μου, ώρα ήταν να φύγουν. Τόσο απαιτητικούς ανθρώπους δεν είχα ξαναδεί. “Μήπως η Χίλμα θα είχε την καλοσύνη...” ο ένας, “Μήπως η Χίλμα θα μπορούσε...” ο άλλος, “Μήπως θα ήταν δυνατόν η Χίλμα...” η παράλλη». Η Χίλμα μιμήθηκε τις ευγενικές φωνές τους, αλλά αμέσως μετά έφερε θορυβημένη το χέρι στο στόμα. Δεν συνήθιζε να είναι τόσο ασεβής απέναντι στους πλούσιους. Ήταν σημαντικό να ξέρει κανείς τη θέση του σε τούτο τον κόσμο. «Καταλαβαίνω γιατί είσαι κουρασμένη, μητέρα. Δεν ήταν δα και οι ευκολότεροι ενοικιαστές». Η Έλσι άδειασε το τελευταίο νερό στο κατσαρόλι και το έβαλε πάνω στη σόμπα. Όταν το νερό έβρασε, έριξε μέσα υποκατάστατο καφέ και γέμισε ένα φλιτζάνι για τη Χίλμα και ένα για τον εαυτό της. «Θα φέρω αμέσως νερό, μητέρα, αλλά ας πιούμε πρώτα λίγο καφέ». «Αχ, τι καλό κορίτσι που είσαι, μικρή μου». Η Χίλμα ήπιε μια γουλιά από το θλιβερό υποκατάστατο. Σε ειδικές περιπτώσεις τής άρεσε να πίνει τον καφέ
28/499
από το πιατάκι του φλιτζανιού, βάζοντας έναν σβόλο ζάχαρη ανάμεσα στα δόντια της. Αλλά τώρα έπρεπε να κάνουν οικονομία στη ζάχαρη, κι άλλωστε δεν το απολάμβανε το ίδιο με τούτο το υποκατάστατο. «Είπε ο πατέρας πότε θα επιστρέψει;» Η Έλσι χαμήλωσε το βλέμμα. Σε εποχές πολέμου αυτή η ερώτηση είχε διαφορετικό νόημα απ' ό,τι παλιότερα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχαν τορπιλίσει το Εκερέ, το οποίο βυθίστηκε αύτανδρο. Έκτοτε, σε κάθε αναχώρηση, οι αποχαιρετισμοί είχαν μια χροιά μοιραίου. Αλλά η δουλειά έπρεπε να συνεχιστεί. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Το φορτίο έπρεπε να μεταφερθεί, και έπρεπε επίσης να πιάσουν ψάρια. Αυτές ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, είτε γινόταν πόλεμος είτε όχι. Μάλιστα, έπρεπε να είναι και ευγνώμονες που επιτράπηκε να συνεχιστούν τα δρομολόγια των μικρών φορτηγών από και προς τη Νορβηγία. Αυτά τα δρομολόγια θεωρούνταν ασφαλέστερα ακόμα και από τα δρομολόγια ασφαλούς διέλευσης που διεξάγονταν εκτός των αποκλεισμένων υδάτων. Τα καράβια από τη Φιελμπάκα μπορούσαν να συνεχίζουν να ψαρεύουν, και ακόμα κι αν οι ψαριές ήταν μικρότερες από πριν, οι ψαράδες συμπλήρωναν το εισόδημά τους με μεταφορές από και προς τα νορβηγικά λιμάνια. Ο πατέρας της Έλσι μετέφερε συχνά πάγο από τη Νορβηγία· αν ήταν τυχερός φόρτωνε και καθ’ οδόν προς τα εκεί. «Πόσο θα ’θελα...» Η Χίλμα σώπασε για μια στιγμή, αλλά μετά συνέχισε. «Πόσο θα ’θελα να πρόσεχε λίγο παραπάνω...» «Ποιος; Ο πατέρας;» ρώτησε η Έλσι, αν και ήξερε πολύ καλά ποιον εννοούσε η μητέρα της. «Ναι...» Η Χίλμα μόρφασε μόλις ήπιε μια γουλιά από εκείνο το ρόφημα. «Έχει μαζί του το παιδί του γιατρού σε αυτό το ταξίδι και... να, κάτι τέτοια δεν έχουν καλό τέλος, αυτό λέω μόνο». «Ο Άξελ είναι θαρραλέος, κάνει ό,τι μπορεί. Και ο πατέρας θέλει απλώς να βοηθήσει όσο γίνεται». «Είναι μεγάλο το ρίσκο όμως» είπε η Χίλμα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι, «είναι μεγάλο το ρίσκο που παίρνει όταν είναι μαζί του αυτό το παιδί και οι φίλοι του... Δεν μπορώ να μην πω ότι βάζει τον πατέρα σου και τους άλλους σε κίνδυνο». «Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε τους Νορβηγούς» είπε ήρεμα η Έλσι. «Σκέψου να ήμασταν εμείς στη θέση τους, να
29/499
χρειαζόμασταν εμείς τη βοήθειά τους. Ο Άξελ και οι σύντροφοί του κάνουν καλά πράγματα». «Ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτό, δεν μπορώ. Θα πας να φέρεις εκείνο το νερό καμιά φορά;» Ο τόνος της Χίλμα ήταν τραχύς. Σηκώθηκε και πήγε στον νεροχύτη για να πλύνει το φλιτζάνι της. Η Έλσι δεν ενοχλήθηκε. Ήξερε ότι αυτή η τραχύτητα οφειλόταν στην ανησυχία της. Αφού έριξε μια τελευταία ματιά στην πρόωρα κυρτωμένη ράχη της μητέρας της, πήρε τον κουβά και βγήκε για να φέρει νερό από το πηγάδι.
Π
ρος μεγάλη του έκπληξη ο Πάτρικ απολάμβανε τους περιπάτους. Τα τελευταία χρόνια δεν είχε καιρό για να ασκείται, αλλά αν κατά τη διάρκεια της άδειας πατρότητας έκανε έναν μεγάλο περίπατο καθημερινά ίσως να έριχνε την μπάκα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Επίσης, η Ερίκα είχε κόψει τα γλυκά στο σπίτι, κι έτσι είχε καταφέρει κι αυτός να χάσει δυο τρία κιλά. Προσπέρασε το βενζινάδικο ΟΚ/Q8 και συνέχισε με γοργό βήμα στον δρόμο που οδηγούσε νότια. Σχεδίαζε να πάει ως τον μύλο και να γυρίσει. Η Μάγια καθόταν στο καροτσάκι της, γερμένη μπροστά, και δεν σταματούσε να βγάζει χαρούμενες φωνούλες. Λάτρευε τους περιπάτους και χαιρετούσε όσους συναντούσε με ένα πρόσχαρο «γεια» και ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν πραγματικά μια μικρή ηλιαχτίδα, αν και κάπου κάπου γινόταν δύστροπη. Από την οικογένεια της Ερίκα πρέπει να το πήρε αυτό, σκέφτηκε ο Πάτρικ. Καθώς συνέχιζε τον δρόμο του, ένιωθε όλο και πιο ικανοποιημένος από τη ζωή του. Η καθημερινότητα κυλούσε αβίαστα τώρα πια. Και επιτέλους, αυτός, η Ερίκα και η Μάγια ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Όχι πως δεν συμπαθούσε την Άννα και τα παιδιά, αλλά ήταν λίγο αγχωτικό να μένουν τόσο πολλά άτομα μαζί μήνες ολόκληρους. Έπειτα ήταν και το πρόβλημα με τη μητέρα του που τον ανησυχούσε. Ένιωθε ότι ήταν διαρκώς στη μέση μεταξύ της Ερίκα και της μητέρας του. Φυσικά καταλάβαινε την Ερίκα που εκνευριζόταν επειδή η μητέρα του εμφανιζόταν στα καλά καθούμενα στο σπίτι τους με ένα σωρό προτάσεις και επικρίσεις για το πώς φρόντιζαν το νοικοκυριό και τη Μάγια. Ο Πάτρικ όμως πολύ θα ήθελε να αντιδράει η Ερίκα όπως κι εκείνος, δηλαδή να μη δίνει σημασία. Στο κάτω κάτω θα μπορούσε κι αυτή να δείξει λίγη κατανόηση. Η Κριστίνα ζούσε μόνη της και δεν είχε με τι να ασχοληθεί πέρα από τον ίδιο και την οικογένειά του. Η αδελφή του η Λότα έμενε στο Γέτεμποργ που παρότι δεν βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου, ήταν πολύ ευκολότερο για τη μητέρα του να πηγαίνει σ’ αυτούς. Χάρη στην Κριστίνα, που καθόταν πού και πού στο σπίτι με τη Μάγια, αυτός και η Ερίκα είχαν καταφέρει να
31/499
βγουν κάποια βράδια έξω για φαγητό... Και, τέλος πάντων, ο Πάτρικ θα ήθελε η Ερίκα να βλέπει και τα θετικά της όλης κατάστασης. «Κοίτα, κοίτα» έκανε ενθουσιασμένη η Μάγια δείχνοντας με το δαχτυλάκι της καθώς προσπερνούσαν το λιβάδι όπου βοσκούσαν τα άλογα της ιππικής λέσχης Ριμφάξε.[1] Ο Πάτρικ δεν ήταν λάτρης των συγκεκριμένων ζώων, αλλά όφειλε να ομολογήσει ότι τα άλογα των φιόρδ ήταν όντως χαριτωμένα και φαίνονταν σχετικά ακίνδυνα. Σταμάτησαν λίγο για να τα χαζέψουν, και ο Πάτρικ σκέφτηκε ότι την επόμενη φορά καλό θα ήταν να φέρει μαζί του μερικά μήλα ή καρότα. Αφού η Μάγια χόρτασε να τα κοιτάζει, συνέχισαν την πορεία τους για να φτάσουν στον μύλο, απ’ όπου θα έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής στη Φιελμπάκα. Απολάμβανε, όπως πάντα, τη θέα του καμπαναριού που υψωνόταν επιβλητικό στην κορφή του λόφου, όταν ξαφνικά πρόσεξε ένα πολύ γνώριμο αυτοκίνητο. Δεν είχε αναμμένους τους φάρους ούτε ηχούσαν οι σειρήνες, οπότε δεν πρέπει να ήταν κάτι επείγον, ωστόσο ο Πάτρικ ένιωσε τον σφυγμό του να επιταχύνεται. Όταν το πρώτο περιπολικό έφτασε στην κορφή, είδε και το άλλο ν’ ακολουθεί. Συνοφρυώθηκε. Και τα δύο περιπολικά. Τότε πρέπει να ήταν κάτι αρκετά σημαντικό. Άρχισε να γνέφει όταν το κοντινότερο σ’ αυτόν αυτοκίνητο απείχε καμιά εκατοστή μέτρα. Εκείνοι μείωσαν ταχύτητα και ο Πάτρικ πλησίασε τον Μάρτιν που καθόταν στο τιμόνι. Η Μάγια κουνούσε ξαναμμένη τα χέρια της. Στον κόσμο της ήταν πάντα ωραίο να συμβαίνει κάτι. «Γεια σου, Χέντστρεμ. Έχεις βγει βόλτα;» έκανε ο Μάρτιν και κούνησε το χέρι του στη Μάγια. «Ε, ναι, πρέπει να διατηρούμε τη φόρμα μας... Εσείς για πού το βάλατε;» Το άλλο περιπολικό έστριψε και σταμάτησε πίσω από το πρώτο, και ο Πάτρικ έγνεψε στον Μπέρτιλ και στον Γιέστα. «Γεια, είμαι η Πάουλα Μοράλες». Ο Πάτρικ δεν είχε προσέξει ότι δίπλα στον Μάρτιν καθόταν μια άγνωστη γυναίκα με στολή. Πήρε το χέρι της και συστήθηκε πριν προλάβει ο Μάρτιν να απαντήσει στην ερώτησή του. «Μας ειδοποίησαν ότι βρέθηκε ένα πτώμα. Εδώ παραπέρα είναι». «Υποψιάζεστε εγκληματική ενέργεια;» Ο Πάτρικ ζάρωσε το μέτωπό του. Ο Μάρτιν ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρουμε τίποτα περισσότερο από αυτά που σου είπα. Δύο αγόρια βρήκαν το πτώμα και μας τηλεφώνησαν». Το
32/499
περιπολικό από πίσω κορνάρισε, κάτι που έκανε τη Μάγια να τιναχτεί στο καροτσάκι της. «Δεν μου λες... Δεν μπαίνεις μέσα να έρθεις κι εσύ; Δεν νιώθω και τόσο σίγουρος με... τέλος πάντων, ξέρεις ποιον» είπε βιαστικά ο Μάρτιν και έγνεψε προς το περιπολικό από πίσω. «Μπα... Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» είπε ο Πάτρικ. «Έχω και τη μικρή μαζί μου... και επισήμως είμαι αδειούχος». «Σε παρακαλώ» είπε ο Μάρτιν και έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Έλα να ρίξεις απλώς μια ματιά, θα σας πάω στο σπίτι μετά. Το καρότσι μπορούσε να το βάλουμε στο πορτμπαγκάζ». «Ναι, αλλά το περιπολικό δεν έχει παιδικό καρεκλάκι...» «Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Έλα με τα πόδια τότε. Εδώ παρακάτω είναι, μετά τη στροφή. Πρώτος παράδρομος δεξιά, δεύτερο σπίτι αριστερά. Στο γραμματοκιβώτιο γράφει Φράνκελ». Ο Πάτρικ φάνηκε διστακτικός, αλλά ένα κορνάρισμα από το πίσω περιπολικό τον έκανε να πάρει την απόφασή του. «Εντάξει, θα έρθω να ρίξω μια ματιά. Αλλά θα κρατήσεις εσύ τη Μάγια όταν θα μπω μέσα. Και μην πεις κουβέντα στην Ερίκα, θα φρικάρει αν μάθει ότι πήρα μαζί μου τη μικρή σε δουλειά της αστυνομίας». «Σ’ το υπόσχομαι» είπε ο Μάρτιν και του έκλεισε το μάτι. Έκανε νόημα στον Μπέρτιλ και στον Γιέστα στο άλλο περιπολικό και έβαλε πρώτη. «Θα σε δω εκεί, λοιπόν». «Εντάξει» είπε ο Πάτρικ με μια έντονη αίσθηση ότι θα το μετάνιωνε αυτό. Αλλά η περιέργεια υπερνίκησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Έστριψε το καρότσι και άρχισε να βαδίζει βιαστικά προς το Χαμπουργσούντ.
«Ό,τι είναι από πεύκο πρέπει να πεταχτεί!» Η Άννα στεκόταν με τα χέρια στη μέση και προσπαθούσε να φαίνεται όσο τρομακτικότερη γινόταν. «Τι πρόβλημα υπάρχει με το πεύκο;» ρώτησε ο Νταν και έξυσε αμήχανα το κεφάλι του. «Είναι κακάσχημο! Απορώ και που ρωτάς» είπε η Άννα, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια της. «Μη δείχνεις τόσο τρομαγμένος, αγάπη μου... Αλλά θα πρέπει όντως να επιμείνω, δεν υπάρχει ασχημότερο πράγμα από τα
33/499
έπιπλα που είναι φτιαγμένα από πεύκο. Και το κρεβάτι είναι το χειρότερο απ’ όλα. Εκτός αυτού, δεν θέλω να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι που κοιμόσουν με την Πενίλα. Μπορώ να μείνω στο ίδιο σπίτι, αλλά δεν μπορώ να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι». «Εντάξει, αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά θα χαλάσουμε ένα σωρό λεφτά για να αγοράσουμε καινούργια έπιπλα...» Φαινόταν ανήσυχος. Από τότε που αυτός και η Άννα έγιναν ζευγάρι αποφάσισε να κρατήσει το σπίτι, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να τακτοποιήσει τα οικονομικά του. «Έχω τα λεφτά που μου έδωσε η Ερίκα όταν αγόρασε το μερίδιό μου από το πατρικό μας σπίτι. Ο Λούκας δεν μπόρεσε να βάλει χέρι σ’ αυτά τα χρήματα. Οπότε θα πάρουμε ένα μέρος και θα πάμε να αγοράσουμε μερικά καινούργια πράγματα. Μαζί αν θέλεις, εκτός αν τολμάς να με αφήσεις ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω». «Πίστεψέ με, δεν έχω καμιά διάθεση να πάρω αποφάσεις για έπιπλα» είπε ο Νταν. «Αν δεν επιλέξεις τίποτα εξωφρενικό, μπορείς να πάρεις ό,τι γουστάρεις. Αλλά τέρμα οι κουβέντες, έλα εδώ και δώσε μου ένα φιλί». Όπως συνέβαινε συχνά, άναψαν και οι δύο, και ο Νταν ήταν έτοιμος να ξεκουμπώσει το σουτιέν της Άννας, όταν κάποιος άνοιξε απότομα την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Από το χολ είχε κανείς πλήρη θέα στην κουζίνα, οπότε δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι συνέβαινε εκεί. «Θεέ μου, τι αηδία! Κάθεστε και χουφτώνεστε στην κουζίνα;» Η Μπελίντα τούς προσπέρασε φουριόζα και ανέβηκε στο δωμάτιό της κατακόκκινη από το κακό της. Στο κεφαλόσκαλο σταμάτησε και φώναξε προς τα κάτω: «Θα πάω να μείνω με τη μαμά όσο γρηγορότερα μπορώ, να το ξέρετε! Τουλάχιστον εκεί δεν θα σας βλέπω να χώνετε ο ένας τη γλώσσα του στον λαιμό του άλλου όλη την ώρα! Είναι ενοχλητικό! Αηδιαστικό! Το καταλαβαίνετε;» Μπαμ! Η πόρτα του δωματίου της Μπελίντα έκλεισε με πάταγο, και άκουσαν το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε μουσική, τόσο δυνατά που τα πιάτα στον πάγκο της κουζίνας αναπήδησαν και κροτάλισαν με ρυθμό. «Ουπς» έκανε ο Νταν και μόρφασε κοιτώντας προς τον πάνω όροφο. «Ναι, το “ουπς” είναι μάλλον η κατάλληλη λέξη» είπε η Άννα και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του. «Δεν είναι εύκολο γι’ αυτήν». Η Άννα πήρε τα πιάτα που κροτάλιζαν και τα έβαλε στον νεροχύτη.
34/499
«Το καταλαβαίνω, αλλά θα πρέπει να αποδεχτεί ότι είμαι με μια άλλη γυναίκα» είπε ο Νταν εκνευρισμένος. «Προσπάθησε να μπεις στη θέση της. Πρώτα χωρίζετε με την Πενίλα, μετά περνάει αποδώ μέσα...» ζύγισε προσεκτικά τα λόγια της «...ένα τσούρμο γυναίκες και ύστερα εμφανίζομαι εγώ και μετακομίζω στο σπίτι με δύο μικρά παιδιά. Η Μπελίντα δεν είναι ούτε δεκαεφτά, και αυτό από μόνο του είναι πολύ δύσκολο. Και έχει να αντιμετωπίσει τρεις αγνώστους που μετακομίζουν στο σπίτι της...» «Ναι, το ξέρω, έχεις δίκιο...» είπε ο Νταν και αναστέναξε. «Αλλά δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ σε μια έφηβη. Τι να κάνω, να την αφήσω στην ησυχία της ή θα νιώσει ότι την παραμελώ; Να επιμείνω να της μιλήσω με κίνδυνο να θεωρήσει ότι την πιέζω; Τι διάολο λέει το εγχειρίδιο σε μια τέτοια περίπτωση;» Η Άννα γέλασε. «Νομίζω ότι στο μαιευτήριο ξέχασαν να βγάλουν τέτοιο εγχειρίδιο. Αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να κάνεις μια προσπάθεια να της μιλήσεις. Κι αν σου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα, ε, τουλάχιστον θα έχεις προσπαθήσει. Και ύστερα από λίγο καιρό κάνεις άλλη μια προσπάθεια. Και αργότερα κι άλλη. Φοβάται μη σε χάσει. Φοβάται μήπως χάσει το δικαίωμα να παραμείνει παιδί. Φοβάται πως θα τα πάρουμε όλα τώρα που μετακομίσαμε εδώ. Δεν είναι και τόσο παράξενο αυτό». «Τι έχω κάνει για να αξίζω μια τόσο έξυπνη γυναίκα;» είπε ο Νταν και τράβηξε ξανά την Άννα στην αγκαλιά του. «Δεν ξέρω» είπε η Άννα και έχωσε χαμογελαστή το πρόσωπό της στο στήθος του. «Αλλά δεν είμαι και τόσο έξυπνη στην πραγματικότητα. Απλώς φαίνομαι έξυπνη σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατακτήσεις σου...» «Άκου εδώ» έκανε γελώντας ο Νταν και έσφιξε δυνατά την Άννα πάνω του. «Δεν θέλω τέτοια τώρα. Γιατί αλλιώς εκείνο το κρεβάτι δεν πρόκειται να κουνηθεί από τη θέση του...» «Θέλεις να μείνω εδώ ή δεν θέλεις;» «Εντάξει. Νίκησες. Το κρεβάτι θα εξαφανιστεί». Γέλασαν και φιλήθηκαν. Από πάνω τους η μουσική ακουγόταν εκκωφαντικά.
35/499
Ο Μάρτιν πρόσεξε τα αγόρια αμέσως μόλις έστριψε μπροστά στο σπίτι. Στέκονταν λίγο παράμερα κι είχαν και οι δύο τα χέρια τους τυλιγμένα γύρω από το κορμί τους σαν να έτρεμαν. Τα πρόσωπά τους είχαν χλωμιάσει, και φάνηκαν σαφώς ανακουφισμένοι μόλις είδαν τα περιπολικά να πλησιάζουν. «Μάρτιν Μολίν». Έδωσε το χέρι του στο παιδί που βρισκόταν πιο κοντά, το οποίο συστήθηκε μουρμουρίζοντας ως Άνταμ Άντερσον. Το άλλο αγόρι, που στεκόταν λοξά πίσω από τον Άνταμ, κούνησε το χέρι του και είπε απολογητικά και λίγο ντροπιασμένα: «Ξέρασα και σκουπίστηκα με... Τέλος πάντων, δεν είναι καλή ιδέα να σας δώσω το χέρι μου». Ο Μάρτιν έγνεψε με κατανόηση. Και ο ίδιος έτσι είχε αντιδράσει αντικρίζοντας πτώματα, και σίγουρα δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να ντρέπεται κανείς. «Λοιπόν, τι συνέβη;» Στράφηκε στον Άνταμ, που φαινόταν πιο ψύχραιμος. Ήταν πιο κοντός από τον φίλο του, με έντονη ακμή στα μάγουλα και ξανθά πυκνά μαλλιά. «Να, το θέμα είναι ότι εμείς...» Ο Άνταμ κοίταξε διερευνητικά τον Ματίας, ο οποίος ανασήκωσε απλώς τους ώμους. Ο Άνταμ συνέχισε: «Σκεφτήκαμε να μπούμε μέσα και να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι, επειδή φαινόταν ότι και οι δύο γέροι έλειπαν ταξίδι». «Οι δύο γέροι;» ρώτησε ο Μάρτιν. «Δηλαδή μένουν δύο εδώ;» Ο Ματίας απάντησε: «Είναι δύο αδέλφια. Δεν ξέρουμε τα μικρά τους ονόματα, αλλά η μάνα μου τα ξέρει σίγουρα. Μάζευε την αλληλογραφία τους από τις αρχές Ιουνίου. Ο ένας γέρος φεύγει πάντα τα καλοκαίρια, αλλά ο άλλος μένει εδώ. Αυτή τη φορά όμως δεν έπαιρνε κανένας την αλληλογραφία από το γραμματοκιβώτιο, και σκεφτήκαμε ότι...» Άφησε τη φράση του μετέωρη και κοίταξε θυμωμένα τα παπούτσια του. Στο ένα ήταν ακόμη κολλημένη μια νεκρή μύγα. Τίναξε το πόδι του αηδιασμένος. «Αυτός είναι που έχει πεθάνει εκεί μέσα;» ρώτησε και σήκωσε το βλέμμα του. «Σε αυτή τη φάση εσείς γνωρίζετε περισσότερα από μας» είπε ο Μάρτιν. «Αλλά για συνέχισε, σκεφτήκατε να μπείτε στο σπίτι είπατε. Τι έγινε μετά;» «Ο Ματίας βρήκε ένα ανοιχτό παράθυρο, σκαρφάλωσε και μπήκε μέσα πρώτος» είπε ο Άνταμ. «Το όλο θέμα είναι λίγο γελοίο, αφού όταν βγήκαμε ανακαλύψαμε ότι η εξώπορτα ήταν ξεκλείδωτη. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να
36/499
είχαμε μπει μέσα σαν κύριοι! Αλλά ο Ματίας σκαρφάλωσε και μπήκε από το παράθυρο, τέλος πάντων, και μετά με τράβηξε κι εμένα. Όταν πατήσαμε στο πάτωμα, προσέξαμε ότι κάτι έτριζε κάτω από τα πόδια μας, αλλά δεν βλέπαμε τι επειδή ήταν πολύ σκοτεινά». «Σκοτεινά;» τον διέκοψε ο Μάρτιν. «Γιατί ήταν σκοτεινά;» Είδε με την άκρη του ματιού του τον Γιέστα, την Πάουλα και τον Μπέρτιλ να στέκονται πίσω του και να ακούνε τι έλεγαν τα αγόρια. «Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές» εξήγησε υπομονετικά ο Άνταμ. «Αλλά ανοίξαμε την κουρτίνα του παραθύρου από το οποίο είχαμε μπει. Και τότε είδαμε ότι το πάτωμα ήταν καλυμμένο με νεκρές μύγες. Και μύριζε απαίσια». «Πολύ αηδιαστικά» έκανε και ο Ματίας και φάνηκε να προσπαθεί να συγκρατήσει ακόμα ένα κύμα ναυτίας. «Και μετά;» τους ενθάρρυνε ο Μάρτιν. «Μετά προχωρήσαμε στο δωμάτιο και προσέξαμε την πολυθρόνα του γραφείου, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μας. Έτσι δεν μπορούσαμε να δούμε αν καθόταν κάποιος εκεί. Είχα την αίσθηση ότι... να, δηλαδή, παρακολουθώ και το CSI, και όταν υπάρχει τέτοια αηδιαστική μυρωδιά, νεκρές μύγες και τέτοια... ε, δεν χρειάζεται να είσαι Αϊνστάιν για να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κάτι νεκρό εκεί μέσα. Έτσι, πήγα στην πολυθρόνα, τη γύρισα και... τον είδα να κάθεται εκεί!» Ο Ματίας μάλλον ξαναθυμήθηκε την εικόνα, γιατί γύρισε από την άλλη μεριά και ξέρασε στο γρασίδι πίσω του. Σκούπισε το στόμα του με το χέρι και ψιθύρισε: «Συγγνώμη». «Δεν πειράζει» είπε ο Μάρτιν. «Σε όλους μας έχει τύχει όταν αντικρίσαμε πτώμα». «Όχι σ’ εμένα» έκανε ο Μέλμπεργ με ανωτερότητα. «Ούτε σ’ εμένα» είπε και ο Γιέστα λακωνικά. «Ούτε και σ’ εμένα συνέβη ποτέ» διαβεβαίωσε η Πάουλα. Ο Μάρτιν στράφηκε προς το μέρος τους και τους έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. «Ήταν τρομερά αηδιαστικός» είπε ο Άνταμ προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον φίλο του. Πίσω του ο Ματίας αναγούλιασε ξανά, διπλωμένος στα δύο, αλλά μάλλον δεν είχε τίποτε άλλο να βγάλει.
37/499
«Μπορεί να πάει κανείς τα παιδιά στο σπίτι τους;» ρώτησε ο Μάρτιν και στράφηκε προς τους συναδέλφους του. Αρχικά δεν μίλησε κανείς, αλλά στο τέλος ο Γιέστα είπε: «Θα τους πάω εγώ. Ελάτε μαζί μου, παιδιά, θα σας πάω με το αυτοκίνητο». «Μένουμε καμιά διακοσαριά μέτρα αποδώ» είπε ο Ματίας ξέπνοα. «Τότε θα περπατήσουμε μαζί μέχρι εκεί» είπε ο Γιέστα και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν. Ξεκίνησαν μ’ εκείνο το τεμπέλικο βήμα που είναι τόσο χαρακτηριστικό για τους εφήβους, ο Ματίας με όψη γεμάτη ευγνωμοσύνη, ο Άνταμ φανερά απογοητευμένος που θα έχανε την περαιτέρω πορεία των γεγονότων. Ο Μάρτιν τούς ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που εξαφανίστηκαν στη στροφή και στη συνέχεια είπε με φωνή που σαφώς δεν φανέρωνε ενθουσιασμό: «Ας δούμε, λοιπόν, τι έχουμε εδώ». Ο Μπέρτιλ Μέλμπεργ καθάρισε τον λαιμό του. «Όχι ότι έχω πρόβλημα με τα πτώματα... Σε καμία περίπτωση. Έχω δει πτώματα και πτώματα στην καριέρα μου. Αλλά κάποιος πρέπει να ελέγξει... τη γύρω περιοχή επίσης. Ίσως πρέπει να το αναλάβω εγώ που είμαι προϊστάμενος και πιο πεπειραμένος». Καθάρισε ξανά τον λαιμό του. Ο Μάρτιν και η Πάουλα αντάλλαξαν ματιές διασκεδάζοντας, αλλά πριν να απαντήσει ο Μάρτιν φρόντισε να πάρει σοβαρή έκφραση. «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο, Μπέρτιλ. Καλύτερα να ελέγξεις εσύ τη γύρω περιοχή που έχεις και την απαιτούμενη πείρα. Εγώ και η Πάουλα θα πάμε να κοιτάξουμε μέσα». «Ναι... ακριβώς. Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο». Ο Μέλμπεργ ταλαντεύτηκε λίγο πάνω στα τακούνια του και στη συνέχεια διέσχισε με βήμα νωχελικό το γρασίδι. «Πάμε μέσα, λοιπόν;» ρώτησε ο Μάρτιν. Η Πάουλα απλώς έγνεψε. «Προσεκτικά» είπε ο Μάρτιν πριν ανοίξει την πόρτα. «Δεν πρέπει να καταστρέψουμε οποιαδήποτε ίχνη, σε περίπτωση που αποδειχτεί πως δεν πρόκειται για φυσικό θάνατο. Ρίχνουμε απλώς μια ματιά μέχρι να έρθει η σήμανση».
38/499
«Ήμουν πέντε χρόνια στη Διεύθυνση Εγκλημάτων στη Μονάδα Διερεύνησης Εγκλημάτων της Στοκχόλμης. Ξέρω πώς να κινούμαι σε έναν πιθανό τόπο εγκλήματος» είπε η Πάουλα, χωρίς να ακούγεται κακοπροαίρετη. «Με συγχωρείς, δεν το ήξερα αυτό» έκανε ντροπιασμένος ο Μάρτιν, αλλά ύστερα έστρεψε την προσοχή του στη δουλειά που είχαν μπροστά τους. Μια απόκοσμη σιωπή επικρατούσε στο σπίτι όταν μπήκαν στο χολ. Δεν ακουγόταν το παραμικρό πέρα από τον ήχο των βημάτων τους. Ο Μάρτιν αναρωτήθηκε αν η σιωπή θα του φαινόταν εξίσου απόκοσμη σε περίπτωση που δεν γνώριζαν ότι υπήρχε ένα πτώμα στο σπίτι. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μάλλον δεν θα του φαινόταν απόκοσμη. «Εκεί μέσα» ψιθύρισε, αλλά αμέσως μετά σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψιθυρίζει. Έτσι, επανέλαβε με κανονική φωνή, η οποία αντήχησε στους σιωπηλούς τοίχους: «Εκεί μέσα!» Η Πάουλα τον ακολουθούσε από κοντά. Ο Μάρτιν έκανε δύο βήματα ακόμα προς το δωμάτιο που υπέθετε ότι ήταν η βιβλιοθήκη και άνοιξε την πόρτα. Η περίεργη μυρωδιά που είχαν νιώσει με το που μπήκαν στο σπίτι έγινε εντονότερη. Τα αγόρια είχαν δίκιο. Το πάτωμα ήταν γεμάτο ψόφιες μύγες. Έτριξαν κάτω από τα πόδια τους καθώς μπήκαν μέσα, πρώτα αυτός και μετά η Πάουλα. Η μυρωδιά ήταν γλυκερή, μεστή, αλλά τώρα πολύ λιγότερο ενοχλητική απ' ό,τι θα πρέπει να ήταν αρχικά. «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιος πέθανε εδώ μέσα πριν από αρκετό καιρό» είπε η Πάουλα, καθώς κάρφωνε το βλέμμα της, όπως και ο Μάρτιν, στο βάθος του δωματίου. «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία» είπε ο Μάρτιν με μια άσχημη γεύση στο στόμα. Έκανε την καρδιά του πέτρα και διέσχισε προσεκτικά το δωμάτιο, κατευθυνόμενος προς το πτώμα στην πολυθρόνα. «Μείνε εκεί». Άπλωσε το χέρι του για να σταματήσει την Πάουλα, η οποία στάθηκε υπάκουα στο κατώφλι. Δεν φάνηκε να ενοχλείται. Όσο λιγότερα παπούτσια πατούσαν στο δωμάτιο τόσο καλύτερα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πέθανε από φυσικά αίτια» δήλωσε ο Μάρτιν, έχοντας αρχίσει κιόλας να αναγουλιάζει. Κατάπινε συνεχώς για να καταπολεμήσει την τάση για εμετό και προσπάθησε να επικεντρωθεί στη δουλειά του. Παρά την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν το πτώμα, το πράγμα ήταν ξεκάθαρο. Ένα μεγάλο συντριπτικό τραύμα στην αριστερή
39/499
πλευρά του κεφαλιού αποκάλυπτε την αιτία του θανάτου. Ο άνθρωπος στην πολυθρόνα είχε χάσει τη ζωή του με πολύ βίαιο τρόπο. Ο Μάρτιν έκανε προσεκτικά μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Η Πάουλα τον ακολούθησε. Ο αστυνομικός πήρε δύο βαθιές ανάσες έξω στον καθαρό αέρα, και η τάση για εμετό άρχισε να μειώνεται. Την ίδια στιγμή είδε τον Πάτρικ να στρίβει στη γωνία και να κατευθύνεται προς το μέρος τους από το χαλικόστρωτο δρομάκι της αυλής. «Φόνος είναι» είπε ο Μάρτιν μόλις τους πλησίασε ο Πάτρικ. «Πρέπει να έρθει ο Τούρμπγιερν με την ομάδα του και να πιάσουν δουλειά. Για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα». «Εντάξει» είπε ο Πάτρικ με βλοσυρό ύφος. «Μπορώ να...» Σταμάτησε και κοίταξε τη Μάγια στο καρότσι. «Πήγαινε μέσα εσύ και ρίξε μια ματιά, θα αναλάβω εγώ τη Μάγια» έκανε πρόθυμα ο Μάρτιν. Πήγε στο καρότσι και σήκωσε τη Μάγια στην αγκαλιά του. «Έλα, μικρή μου, πάμε να δούμε τα λουλούδια εκεί πέρα». «Λούδια» έκανε ανυπόμονα η Μάγια και έδειξε προς το παρτέρι. «Ήσουν κι εσύ μέσα;» ρώτησε ο Πάτρικ την Πάουλα. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Δεν είναι ωραίο το θέαμα. Φαίνεται σαν να βρίσκεται εκεί όλο το καλοκαίρι. Αυτή τη γνώμη σχημάτισα τουλάχιστον». «Πρέπει να έχεις δει αρκετά τόσα χρόνια στη Στοκχόλμη». «Ναι, αν και δεν έχω δει πολλά πτώματα παρατημένα τόσο καιρό. Κάνα δυο μόνο». «Τέλος πάντων, πάω μέσα να ρίξω μια ματιά. Έχω άδεια πατρότητας, αλλά...» Η Πάουλα χαμογέλασε. «Δύσκολο να κρατηθείς μακριά, ε; Σε καταλαβαίνω. Αν και ο Μάρτιν φαίνεται να τα καταφέρνει μια χαρά...» Κοίταξε χαμογελαστή προς το παρτέρι, όπου ο Μάρτιν καθόταν ανακούρκουδα με τη Μάγια και θαύμαζαν τα λουλούδια που ήταν ακόμη ανθισμένα. «Είναι βράχος ο Μάρτιν. Από κάθε άποψη» είπε ο Πάτρικ και άρχισε να πηγαίνει προς το σπίτι. Έπειτα από μερικά λεπτά επέστρεψε. «Ναι, συμφωνώ με τον Μάρτιν. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Το θύμα έχει ένα μεγάλο συντριπτικό τραύμα στο κεφάλι». «Κανένα ύποπτο ίχνος». Ο Μέλμπεργ εμφανίστηκε λαχανιασμένος από τη γωνία του σπιτιού. «Πώς ήταν τα πράγματα εκεί μέσα; Μπήκες, Χέντστρεμ;»
40/499
Κοίταξε τον Πάτρικ με αυστηρά υπηρεσιακό ύφος, κι εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι φόνος. Θα τηλεφωνήσεις στη σήμανση;» «Βέβαια» έκανε με πομπώδες ύφος ο Μέλμπεργ. «Άλλωστε εγώ είμαι προϊστάμενος σε τούτο εδώ το τρελάδικο. Αλλά εσύ τι κάνεις εδώ αλήθεια;» ρώτησε τον Πάτρικ. «Επέμενες να πάρεις άδεια πατρότητας και μόλις την πήρες εμφανίζεσαι φάντης μπαστούνι μπροστά μας». Ο Μέλμπεργ στράφηκε στην Πάουλα και συνέχισε. «Εγώ πάντως δεν την καταλαβαίνω τη νέα γενιά. Οι άντρες μένουν στο σπίτι και αλλάζουν πάνες και οι γυναίκες σουλατσάρουν πέρα δώθε με στολή». Τους γύρισε απότομα την πλάτη και απομακρύνθηκε με αδέξιο βήμα προς το περιπολικό για να τηλεφωνήσει στη σήμανση. «Καλώς όρισες στο αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε» έκανε ξερά ο Πάτρικ και η Πάουλα του χαμογέλασε σαν να το διασκέδαζε πραγματικά. «Ε, δεν προσβάλλομαι τόσο εύκολα. Υπάρχουν ένα σωρό τύποι σαν και δαύτον. Αν καθόμουν να ασχολούμαι με τους ένστολους δεινόσαυρους θα τα είχα παρατήσει πριν από πολύ καιρό». «Καλά κάνεις και κρατάς τέτοια στάση» αποκρίθηκε ο Πάτρικ. «Τουλάχιστον ο Μέλμπεργ έχει το πλεονέκτημα ότι είναι συνεπής − κάνει διακρίσεις εις βάρος όλων». «Είναι κι αυτό μια παρηγοριά» είπε γελώντας η Πάουλα. «Ποιο είναι το αστείο, ρε παιδιά;» ρώτησε ο Μάρτιν που κρατούσε ακόμη τη Μάγια στην αγκαλιά του. «Ο Μέλμπεργ» είπαν συγχρόνως ο Πάτρικ και η Πάουλα. «Τι είπε πάλι ο άνθρωπος;» «Α, τα συνηθισμένα του» αποκρίθηκε ο Πάτρικ και άπλωσε τα χέρια του να πάρει τη Μάγια. «Αλλά η Πάουλα φαίνεται ότι μπορεί να το χειριστεί, οπότε τα πράγματα θα πάνε καλά. Τώρα εγώ και η μικρή μου θα πάμε στο σπίτι μας. Κάνε αντίο, κούκλα μου». Η Μάγια κούνησε το χέρι και χαμογέλασε λίγο παραπάνω στον Μάρτιν, ο οποίος έλαμψε από τη χαρά του. «Τι, το κορίτσι μου με εγκαταλείπει; Κι εγώ που νόμιζα ότι είχαμε κάτι παραπάνω μεταξύ μας...» Σούφρωσε τα χείλη του και προσποιήθηκε τον στενοχωρημένο.
41/499
«Η Μάγια δεν θα έχει ποτέ άλλο άντρα πέρα από τον μπαμπά της, έτσι δεν είναι, κορίτσι μου;» Ο Πάτρικ έτριψε τη μύτη του στον σβέρκο της Μάγια, η οποία ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Κατόπιν την έβαλε στο καρότσι και χαιρέτησε με ένα νεύμα τους άλλους. Από τη μια, ήταν ανακουφισμένος που μπορούσε να φύγει. Από την άλλη, βέβαια, πολύ θα ήθελε να μείνει εκεί.
Είχε μπερδευτεί. Ήταν Δευτέρα; Ή μήπως ήταν Τρίτη; Η Μπρίτα πηγαινοερχόταν γεμάτη νευρικότητα στο καθιστικό. Ήταν τόσο... απογοητευτικό. Της φαινόταν πως όσο περισσότερο προσπαθούσε να σιγουρευτεί για κάτι τόσο γρηγορότερα της διέφευγε. Σε κάποιες εκλάμψεις μια φωνή μέσα της της έλεγε ότι αυτό όφειλε να το ελέγξει με τη δύναμη της θέλησης. Θα έπρεπε να υποχρεώσει το εγκέφαλό της να την υπακούσει. Ταυτόχρονα όμως γνώριζε ότι ο εγκέφαλός της άλλαζε, διασπόταν, έχανε την ικανότητά του να θυμάται, να διατηρεί αποθηκευμένες τις στιγμές, τα γεγονότα, τις πληροφορίες, τα πρόσωπα. Δευτέρα. Δευτέρα ήταν. Φυσικά. Χτες την είχαν επισκεφτεί οι κόρες της με τις οικογένειές τους, για το κυριακάτικο τραπέζι. Χτες. Οπότε σήμερα ήταν Δευτέρα. Σίγουρα. Η Μπρίτα σταμάτησε να πηγαινοέρχεται ανακουφισμένη. Ένιωσε πως είχε καταφέρει μια μικρή νίκη. Ήξερε τι μέρα ήταν σήμερα. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Κάθισε στη μια άκρη του καναπέ. Το ύφασμα του Γιόζεφ Φρανκ τής ήταν οικείο. Το είχαν αγοράσει μαζί με τον Χέρμαν. Πράγμα που σήμαινε ότι εκείνη το διάλεξε κι εκείνος συμφώνησε με την επιλογή της. Θα συμφωνούσε σε οτιδήποτε αρκεί να ήταν ευτυχισμένη εκείνη. Θα δεχόταν ευχαρίστως ακόμα κι έναν πορτοκαλή καναπέ με πράσινες βούλες, αν το ήθελε εκείνη. Ο Χέρμαν... Πού να ήταν άραγε; Άρχισε να τσιμπάει νευρικά το λουλουδάτο ύφασμα του καναπέ. Ήξερε πού ήταν. Πράγματι ήξερε. Είδε μπροστά της πεντακάθαρα το στόμα του να ανοιγοκλείνει λέγοντάς της πού θα πήγαινε. Θυμήθηκε ότι της το είχε επαναλάβει πολλές φορές. Αλλά όπως συνέβη και με τη μέρα της εβδομάδας μόλις πριν, αυτή η πληροφορία τής διέφευγε, τη σάστιζε, τη χλεύαζε. Άρπαξε απογοητευμένη το μπράτσο του καναπέ. Όφειλε να θυμηθεί, ακόμα κι αν έπρεπε να συγκεντρωθεί πάρα πολύ. Την κατέλαβε μια αίσθηση πανικού. Πού ήταν ο Χέρμαν; Θα αργούσε πολύ άραγε; Μήπως είχε πάει ταξίδι; Και την
42/499
άφησε εδώ; Ίσως να την είχε εγκαταλείψει για πάντα. Αυτό είχαν πει τα χείλη του στη θολή ανάμνησή της; Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι αυτό δεν ίσχυε. Έπρεπε να ελέγξει αν ήταν ακόμη εκεί τα πράγματά του. Η Μπρίτα σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Ο πανικός σφυροκοπούσε στ’ αυτιά της σαν παλιρροϊκό κύμα. Τι ακριβώς είχε πει ο Χέρμαν; Μια ματιά στην ντουλάπα την ηρέμησε. Όλα τα πράγματά του ήταν εκεί. Σακάκια, πουλόβερ, πουκάμισα. Όλα ήταν εκεί. Αλλά η Μπρίτα δεν ήξερε ακόμη πού είχε πάει. Η Μπρίτα έπεσε στο κρεβάτι, κουλουριάστηκε σαν μικρό παιδί και έκλαψε. Στο μυαλό της τα πράγματα εξακολουθούσαν να εξαφανίζονται. Δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο. Λεπτό το λεπτό. Ο σκληρός δίσκος της ζωής της σβηνόταν. Κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
«Καλώς τους. Πρέπει να κάνατε πραγματικά μεγάλο περίπατο. Αργήσατε πολύ!» Η Ερίκα πήγε κοντά στον Πάτρικ και στη Μάγια, η οποία της έδωσε ένα υγρό φιλί. «Ναι... Δεν θα καθόσουν να δουλέψεις εσύ;» Ο Πάτρικ απέφευγε να κοιτάξει την Ερίκα στα μάτια. «Ε... ναι...» έκανε με έναν στεναγμό η Ερίκα. «Αλλά δυσκολεύομαι να αρχίσω. Το μόνο που κάνω είναι να κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή και να τρώω καραμέλες. Αν συνεχιστεί αυτό, μέχρι να τελειώσω το βιβλίο θα είμαι εκατό κιλά». Βοήθησε τον Πάτρικ να βγάλει το φορμάκι της Μάγια. «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και έριξα μια ματιά στα ημερολόγια της μαμάς». «Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε ο Πάτρικ, ανακουφισμένος που η Ερίκα δεν του έκανε άλλες ερωτήσεις για τον μακρύ τους περίπατο. «Μπα, ήταν κυρίως σημειώσεις για την καθημερινότητα. Ελάχιστες σελίδες διάβασα, άλλωστε. Θα τα διαβάσω σιγά σιγά, απ’ ό,τι φαίνεται». Η Ερίκα μπήκε στην κουζίνα και για ν’ αλλάξει θέμα είπε: «Θέλεις να πιούμε λίγο τσάι;» «Ευχαρίστως» αποκρίθηκε ο Πάτρικ και κρέμασε τα ρούχα της Μάγια και το παλτό του. Πήγε κι αυτός στην κουζίνα και κοίταξε την Ερίκα που ετοίμαζε το νερό, τα φακελάκια του τσαγιού και τις κούπες. Άκουγαν τη Μάγια να παίζει
43/499
με τα παιχνιδάκια της στο καθιστικό. Έπειτα από μερικά λεπτά η Ερίκα έβαλε στο τραπέζι δύο κούπες με αχνιστό τσάι και κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο. «Ωραία, για λέγε τώρα» του είπε εκείνη και τον κοίταξε διερευνητικά. Τον ήξερε τόσο καλά. Το μουλωχτό βλέμμα του, το νευρικό χτύπημα των δαχτύλων του στο τραπέζι. Υπήρχε κάτι που δεν ήθελε ή δεν τολμούσε να της αποκαλύψει. «Τι να πω;» έκανε εκείνος και προσπάθησε να φαίνεται όσο πιο αθώος γινόταν. «Μη με κοιτάς εμένα με αυτά τα αθώα γαλανά ματάκια. Τι μου κρύβεις;» Ήπιε μια γουλιά από το καυτό τσάι της και περίμενε να της απαντήσει, διασκεδάζοντας με τη νευρικότητά του. «Ναι...» «Ναι τι;» έκανε η Ερίκα για να τον ενθαρρύνει και δεν μπόρεσε να αρνηθεί ότι μια μικρή, σαδιστική πλευρά του εαυτού της απολάμβανε τον προφανή εκνευρισμό του. «Ναι...» έκανε ξανά ο Πάτρικ και ήπιε μια γουλιά τσάι για να κερδίσει λίγο χρόνο, ενώ σκεφτόταν ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να παρουσιάσει αυτό που είχε συμβεί. «Να, πήγαμε μέχρι τον μύλο Λέρστερν και έτυχε να συναντήσουμε μερικούς συναδέλφους που ήταν εκεί επειδή είχαν δεχτεί ένα τηλεφώνημα». Της έριξε μια διστακτική ματιά. Η Ερίκα σήκωσε τα φρύδια της και περίμενε ν’ ακούσει τη συνέχεια. «Είχαν πάρει σήμα για ένα πτώμα που βρέθηκε σε κάποιο σπίτι στον δρόμο για το Χαμπουργσούντ και πήγαιναν προς τα κει». «Μάλιστα. Αλλά εσύ έχεις άδεια πατρότητας, οπότε δεν σε αφορά». Η Ερίκα έμεινε με την κούπα μετέωρη. «Δεν πιστεύω να εννοείς ότι...» Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Ναι» είπε ο Πάτρικ με λίγο τσιριχτή φωνή και το βλέμμα χαμηλωμένο. «Μη μου πεις ότι πήγες με τη Μάγια στο σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα!» Τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Ε, ναι, αλλά τη Μάγια την κρατούσε ο Μάρτιν όταν μπήκα μέσα να ρίξω μια ματιά. Την πήγε να δουν τα λουλούδια». Προσπάθησε να της χαμογελάσει διαλλακτικά, αλλά το μόνο που κατάφερε να της αποσπάσει ήταν ένα ψυχρό βλέμμα.
44/499
«Μπήκες μέσα να ρίξεις μια ματιά». Τα παγάκια στη φωνή της κροτάλιζαν αμείλικτα. «Έχεις άδεια πατρότητας. Και τονίζω το “άδεια” για να μην πω ότι πρέπει να τονίσω και τη λέξη “πατρότητα”! Πόσο δύσκολο ήταν να πεις: “Δεν δουλεύω αυτό τον καιρό”;» «Μα μια ματιά έριξα...» έκανε ξέπνοα ο Πάτρικ, αν και ήξερε ότι η Ερίκα είχε δίκιο. Ήταν όντως σε άδεια. Σε άδεια πατρότητας. Οι υπόλοιποι στο αστυνομικό τμήμα μπορούσαν κάλλιστα να τα βγάλουν πέρα χωρίς αυτόν. Και σίγουρα δεν έπρεπε να είχε πάει με τη Μάγια σε έναν τόπο εγκλήματος. Τη στιγμή που σκέφτηκε αυτό το τελευταίο αντιλήφθηκε ότι υπήρχε μια λεπτομέρεια που η Ερίκα δεν γνώριζε. Ένα μικρό τικ εμφανίστηκε στο πρόσωπό του όταν ξεροκατάπιε και πρόσθεσε: «Πρόκειται για φόνο τελικά». «Φόνο!» Η φωνή της Ερίκα ακούστηκε παραμορφωμένη. «Δεν φτάνει δηλαδή που πήγες τη Μάγια σε τόπο όπου είχε βρεθεί ένα πτώμα, αλλά ήταν και δολοφονία». Τα υπόλοιπα λόγια που ήθελε να πει στάθηκαν στον λαιμό της. «Αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθώ περαιτέρω». Ο Πάτρικ άνοιξε τα χέρια του. «Ας το αναλάβουν οι άλλοι. Εγώ έχω άδεια μέχρι τον Ιανουάριο, και το ξέρουν. Θα αφοσιωθώ πλήρως στη Μάγια. Σου δίνω τον λόγο μου!» «Το καλό που σου θέλω» μούγκρισε υπόκωφα η Ερίκα. Ήταν τόσο εξοργισμένη που ήθελε να σκύψει πάνω από το τραπέζι και να τον ταρακουνήσει. Αλλά μετά η περιέργεια την έκανε να ηρεμήσει κάπως. «Πού έγινε αυτό; Ξέρει κάποιος από τους συναδέλφους σου ποιο είναι το θύμα;». «Δεν έχω ιδέα. Ήταν ένα μεγάλο άσπρο σπίτι που βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα στον πρώτο παράδρομο δεξιά μετά τον μύλο». Η Ερίκα τού έριξε ένα παράξενο βλέμμα. Μετά είπε: «Ένα μεγάλο λευκό σπίτι με γκρίζα πλαίσια;» Ο Πάτρικ σκέφτηκε λίγο και μετά έγνεψε καταφατικά. «Ναι, έτσι νομίζω. Φράνκελ έγραφε στο γραμματοκιβώτιο». «Ξέρω ποιος ή μάλλον ποιοι ζουν εκεί. Ο Άξελ και ο Έρικ Φράνκελ. Ο Έρικ Φράνκελ είναι ο άνθρωπος στον οποίο έδωσα το ναζιστικό μετάλλιο». Ο Πάτρικ την κοίταξε άφωνος. Πώς το ξέχασε αυτό; Το Φράνκελ δεν ήταν συνηθισμένο επώνυμο. Από το καθιστικό ακούγονταν οι χαρούμενες φωνούλες της Μάγια.
45/499
Ήταν ήδη αργά το απόγευμα όταν τελικά επέστρεψαν στο τμήμα. Ο επικεφαλής της σήμανσης, ο Τούρμπγιερν Ρούουντ, και η ομάδα του είχαν έρθει, είχαν κάνει τη δουλειά τους με τον καλύτερο τρόπο και μετά έφυγαν. Και το πτώμα είχε μεταφερθεί. Τώρα ήταν στον δρόμο για τον ιατροδικαστή, όπου θα το εξέταζαν από κάθε άποψη. «Τι Δευτέρα και τούτη» έκανε αναστενάζοντας ο Μέλμπεργ, καθώς ο Γιέστα έστριβε για να μπει στο πάρκινγκ του τμήματος. «Πράγματι» είπε ο Γιέστα, ο οποίος δεν συνήθιζε να φλυαρεί. Όταν μπήκαν στο τμήμα, ο Μέλμπεργ το μόνο που πρόλαβε να καταλάβει ήταν ότι κάτι τον πλησίασε με εκπληκτική ταχύτητα. Μια μαλλιαρή φιγούρα όρμησε καταπάνω του και ένιωσε μια γλώσσα να προσπαθεί να του γλείψει το πρόσωπο. «Στοπ! Στοπ! Σταμάτα αμέσως!» Ο Μέλμπεργ έσπρωξε αηδιασμένος τον σκύλο, ο οποίος χαμήλωσε τ’ αυτιά του και κατευθύνθηκε απογοητευμένος προς τη μεριά της Άνικα. Εκεί τουλάχιστον ήξερε ότι ήταν καλοδεχούμενος. Ο Μέλμπεργ σκούπισε τα σάλια με την ανάστροφη του χεριού του και κάτι μουρμούρισε, ενώ ο Γιέστα πάλευε να μην ξεσπάσει σε γέλια. Η όλη σκηνή είχε άλλο ένα κωμικό στοιχείο, αφού τα μαλλιά που ο Μέλμπεργ περίτεχνα έστρωνε στη φαλάκρα του είχαν πέσει στο πλάι. Με μια οργισμένη κίνηση τα επανέφερε στην κορυφή του κεφαλιού του και συνέχισε να μουρμουρίζει σε όλη τη διαδρομή μέχρι το γραφείο του. Ο Γιέστα γέλασε κακαριστά καθώς πήγαινε στο γραφείο του, αλλά ξαφνιάστηκε μόλις άκουσε έναν πολύ γνώριμο βρυχηθμό: «Ερνστ! Ερνστ! Έλα εδώ!» Ο Γιέστα κοίταξε σαστισμένος γύρω του. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο συνάδελφός του ο Ερνστ Λούντγκρεν είχε πάρει πόδι, και είχε ακούσει ότι δεν επρόκειτο να γυρίσει ποτέ πίσω. Αλλά ο Μέλμπεργ φώναξε πάλι: «Ερνστ! Ερνστ! Έλα εδώ! Τώρα!» Ο Γιέστα βγήκε στον διάδρομο για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Είδε τον Μέλμπεργ με κατακόκκινο πρόσωπο να δείχνει κάτι στο πάτωμα. Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Και οι υποψίες του επαληθεύτηκαν όταν είδε τον σκύλο να πλησιάζει αργά, με το κεφάλι χαμηλά, σαν να ντρεπόταν.
46/499
«Ερνστ; Τι είναι αυτό εδώ;» Ο σκύλος προσπαθούσε να δείξει ότι δεν καταλάβαινε τι του έλεγε ο Μέλμπεργ. Αλλά το σκυλόσκατο στο πάτωμα μιλούσε τη δική του γλώσσα. «Άνικα» βρυχήθηκε ο Μέλμπεργ και το επόμενο δευτερόλεπτο η γραμματέας του τμήματος πλησίαζε βιαστικά. «Ουπς, μάλλον είχαμε ένα μικρό ατύχημα εδώ». Έριξε μια συμπονετική ματιά στον σκύλο, ο οποίος την πλησίασε με ευγνωμοσύνη. «Ένα μικρό ατύχημα; Ο Ερνστ έχεσε στο πάτωμά μου!» Ο Γιέστα δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Άρχισε να ρουθουνίζει, και στην προσπάθειά του να σταματήσει το ρουθούνισμα έγινε δυνατότερο. Κόλλησε και την Άνικα και κατέληξαν να γελάνε και οι δύο τρανταχτά, ενώ δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά τους. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο Μάρτιν με περιέργεια. Η Πάουλα τον ακολουθούσε καταπόδας. «Ο Ερνστ...» ο Γιέστα δεν μπορούσε ν’ ανασάνει «ο Ερνστ... έχεσε στο πάτωμα». Ο Μάρτιν κοιτούσε δίχως να καταλαβαίνει τίποτε, αλλά όταν το βλέμμα του πήγε από το σκυλόσκατο στον σκύλο του Μέλμπεργ, που ήταν κολλημένος στο πόδι της Άνικα, κατάλαβε τι είχε συμβεί. «Λες... Ερνστ τον βάφτισες τον σκύλο;» έκανε ο Μάρτιν και ξέσπασε κι αυτός σε γέλια. Μόνο ο Μέλμπεργ και η Πάουλα δεν γελούσαν τώρα υστερικά. Ο Μέλμπεργ φαινόταν έτοιμος να σκάσει από το κακό του, ενώ η Πάουλα δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα. «Θα σου εξηγήσω μετά» της είπε ο Μάρτιν και σκούπισε τα μάτια του. «Διάολε, αυτό είναι χιούμορ, είσαι πραγματικός χωρατατζής, Μπέρτιλ» είπε στη συνέχεια ο Μάρτιν. «Ναι... ίσως να είμαι λίγο χωρατατζής» είπε ο Μπέρτιλ και απρόθυμα άφησε να φανεί ένα αχνό χαμόγελο. «Τέλος πάντων, φρόντισε να το καθαρίσεις αυτό εδώ, Άνικα, για να πιάσουμε δουλειά». Μούγκρισε και πήγε να καθίσει στο γραφείο του. Ο σκύλος κοίταξε λίγο διστακτικά τον Μπέρτιλ και την Άνικα, αλλά μετά αποφάσισε ότι τα χειρότερα είχαν περάσει και ακολούθησε το καινούργιο του αφεντικό κουνώντας την ουρά. Όλοι οι άλλοι στο τμήμα κοιτούσαν έκπληκτοι το αταίριαστο ζευγάρι και αναρωτιούνταν τι έβλεπε ο σκύλος στον Μέλμπεργ που δεν το έβλεπαν αυτοί.
47/499
Όλη νύχτα η Ερίκα σκεφτόταν τον Έρικ Φράνκελ. Δεν τον γνώριζε καλά, αλλά αυτός και ο αδελφός του, ο Άξελ, ήταν, τρόπον τινά, αναπόσπαστο μέρος της ζωής στη Φιελμπάκα. Οι γιοι του γιατρού. Έτσι τους αποκαλούσαν πάντα στη μικρή κοινωνία, παρόλο που είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τότε που ο πατέρας τους ήταν γιατρός στη Φιελμπάκα και πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που είχε πεθάνει. Η Ερίκα θυμήθηκε την επίσκεψή της στη βίλα όπου έμεναν τα δύο αδέλφια. Τη μία και μοναδική της επίσκεψη. Έμεναν μαζί στο σπίτι των γονιών τους, εργένηδες κι οι δυο. Ενδιαφέρονταν με πάθος για τη Γερμανία και τον ναζισμό, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο Έρικ ήταν κάποτε καθηγητής ιστορίας στο γυμνάσιο, αλλά στον ελεύθερο χρόνο του συνέλεγε αντικείμενα από την περίοδο του ναζισμού, η οποία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Ο Άξελ, ο μεγαλύτερος αδελφός, είχε κάποια σχέση με το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ, αν θυμόταν καλά η Ερίκα. Είχε μια αόριστη ανάμνηση ότι ο Άξελ είχε υποφέρει τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Πρώτα είχε τηλεφωνήσει στον Έρικ. Του είπε τι είχε βρει και του περιέγραψε το μετάλλιο. Ρώτησε αν μπορούσε να τη βοηθήσει σε μια έρευνα για την προέλευση του μεταλλίου, και για το πώς ήταν δυνατό να είχε βρεθεί ανάμεσα στα πράγματα της μητέρας της. Η πρώτη του αντίδραση ήταν η σιωπή. Εκείνη είπε πολλά «εμπρός» στο τηλέφωνο, επειδή νόμισε ότι ο Έρικ το είχε κλείσει. Μετά τον άκουσε να της λέει, με λίγο παράξενη φωνή, να πάρει το μετάλλιο και να πάει αποκεί, για να του το δείξει. Η Ερίκα παραξενεύτηκε από τη μακρά σιωπή. Από τον περίεργο τόνο της φωνής του. Τότε δεν το είχε αναφέρει στον Πάτρικ. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι τα είχε φανταστεί όλα αυτά. Και όταν πήγε στη βίλα των αδελφών Φράνκελ δεν παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο στον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε ο Έρικ το μετάλλιο. Την υποδέχτηκε ευγενικά και εκείνη του έδειξε το μετάλλιο όταν βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη. Ο Έρικ είχε πάρει το μετάλλιο με συγκρατημένο ενδιαφέρον και το είχε κοιτάξει προσεκτικά. Μετά την είχε ρωτήσει αν μπορούσε να το κρατήσει λίγο καιρό. Ήθελε να διερευνήσει το θέμα. Η Ερίκα είχε συμφωνήσει. Ένιωθε ευγνωμοσύνη που κάποιος είχε τη διάθεση να το ψάξει βαθύτερα.
48/499
Επίσης, της είχε δείξει τη συλλογή του. Η Ερίκα είχε κοιτάξει τα αντικείμενα που ήταν συνδεδεμένα με μια τόσο σκοτεινή και άσχημη περίοδο της ιστορίας με ένα μείγμα τρόμου και ενδιαφέροντος. Δεν άντεξε και τον ρώτησε πώς ήταν δυνατόν κάποιος που μισούσε τόσο πολύ τον ναζισμό και όλα όσα εκπροσωπούσε να περιστοιχίζεται από αντικείμενα που του τον θύμιζαν. Ο Έρικ δίστασε πριν απαντήσει. Είχε πάρει συλλογισμένος ένα καπέλο με το έμβλημα των Ες Ες, το περιέστρεψε στα χέρια του και φάνηκε να σκέφτεται πώς θα διατύπωνε την απάντησή του. «Δεν εμπιστεύομαι την ικανότητα του ανθρώπου να θυμάται» είχε απαντήσει τελικά. «Δίχως αντικείμενα που μπορούμε να τα πιάσουμε ή να τα δούμε εύκολα ξεχνάμε αυτό που δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Εγώ συλλέγω αντικείμενα που μας βοηθούν να θυμόμαστε. Και ένα κομμάτι μέσα μου θέλει, βέβαια, να κρατάει μακριά αυτά τα αντικείμενα από ανθρώπους που τα βλέπουν με άλλα μάτια. Που τα βλέπουν με θαυμασμό». Η Ερίκα είχε γνέψει καταφατικά. Από μια άποψη το καταλάβαινε. Από μια άλλη όμως όχι. Αποχαιρετίστηκαν με μια χειραψία. Κα τώρα ήταν νεκρός. Δολοφονημένος. Ίσως να δολοφονήθηκε λίγο μετά την αναχώρησή της αποκεί. Σύμφωνα με όσα της είχε αποκαλύψει −απρόθυμα− ο Πάτρικ, ο Έρικ ήταν νεκρός όλο το καλοκαίρι μέσα στο σπίτι. Θυμήθηκε για άλλη μια φορά τον παράξενο τόνο στη φωνή του Έρικ όταν του είχε πει για το μετάλλιο και στράφηκε προς τον Πάτρικ που καθόταν δίπλα της στον καναπέ και έκανε ζάπινγκ. «Ξέρεις αν το μετάλλιο είναι ακόμη εκεί;» Ο Πάτρικ την κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα. «Δεν το σκέφτηκα καθόλου αυτό. Δεν έχω ιδέα. Αλλά δεν υπήρχε κάτι που να αποδεικνύει ότι ήταν φόνος με σκοπό τη ληστεία. Εκτός αυτού, ποιος θα ενδιαφερόταν για ένα παλιό ναζιστικό μετάλλιο; Δεν είναι δα και τόσο σπάνια. Μου φαίνεται ότι είναι αρκετά εύκολο να...» «Ναι, ξέρω, αλλά...» έκανε διστακτικά η Ερίκα. Κάτι την ενοχλούσε ωστόσο. «Μπορείς να τηλεφωνήσεις στους συναδέλφους σου αύριο και να τους ζητήσεις να κοιτάξουν για το μετάλλιο;» «Τι να σου πω» έκανε ο Πάτρικ. «Νομίζω ότι έχουν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν από το να ψάχνουν ένα μετάλλιο. Άσε να το δούμε
49/499
αργότερα με τον αδελφό του Έρικ. Να του ζητήσουμε να το βρει αυτός. Σίγουρα κάπου στο σπίτι τους θα είναι». «Ο Άξελ, ναι. Αλήθεια, πού βρίσκεται; Και γιατί δεν βρήκε αυτός τον αδελφό του ολόκληρο καλοκαίρι;» Ο Πάτρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ έχω άδεια πατρότητας, αν θυμάσαι. Μπορείς να τηλεφωνήσεις στον Μέλμπεργ και να τον ρωτήσεις». «Χα χα, πολύ αστείο» είπε η Ερίκα και χαμογέλασε. Αλλά η ανησυχία δεν έλεγε να την αφήσει. «Δεν είναι όμως παράξενο που δεν τον βρήκε ο Άξελ;» «Είναι. Αλλά εσύ δεν είπες πως έλειπε σε ταξίδι όταν πήγες στο σπίτι τους;» «Ναι, ο Έρικ είπε ότι ο αδελφός του ήταν στο εξωτερικό. Αλλά αυτό έγινε τον Ιούνιο». «Γιατί όμως το σκέφτεσαι;» Ο Πάτρικ στράφηκε ξανά στην τηλεόραση. Το «Επιτέλους στο σπίτι» θα άρχιζε από στιγμή σε στιγμή. «Δεν ξέρω...» απάντησε η Ερίκα και κοίταξε αφηρημένα την οθόνη. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ένιωθε αυτή την ανησυχία. Αλλά ακόμη δεν έλεγε να βγάλει εκείνη τη σιωπή του Έρικ από το μυαλό της. Ακόμη άκουγε εκείνο τον παράξενο, βραχνό τόνο της φωνής του όταν της ζήτησε να πάει αποκεί με το μετάλλιο. Για κάποιο λόγο είχε αντιδράσει έτσι. Για κάποιο λόγο που αφορούσε το μετάλλιο. Προσπάθησε να εστιάσει την προσοχή της στις ξυλουργικές κατασκευές του Μάρτιν Τιμέλ. Δεν τα κατάφερε και τόσο καλά.
«Γαμώτο, παππού, έπρεπε να δεις τι έγινε σήμερα. Εκείνος ο χαμένος ο μαυροκέφαλος προσπάθησε να χωθεί στην ουρά και “μπαμ”! Έφαγε μια κλοτσιά και έπεσε κάτω σαν κομμένο δέντρο. Μετά τον κλότσησα στ’ αχαμνά τόσο δυνατά, που σφάδαζε και κλαψούριζε ένα ολόκληρο τέταρτο». «Και τι καταφέρνεις μ’ αυτά που κάνεις, Περ; Εκτός από το ότι μπορεί να συλληφθείς για σωματική βλάβη και να σε στείλουν σε αναμορφωτήριο θα γίνεις και αντιπαθής, θα στραφούν όλοι εναντίον σου. Και αντί να στηρίξεις την υπόθεσή μας θα καταφέρεις να συνενώσεις όλους τους αντιπάλους μας». Ο Φρανς κοίταξε απαυδισμένος τον εγγονό του. Μερικές φορές δεν ήξερε πώς να χαλιναγωγήσει τις ορμόνες της εφηβείας που φούντωναν στο αγόρι αυτό. Ήξερε τόσα λίγα. Παρά τη σκληρή εξωτερική του εμφάνιση, με το παντελόνι
50/499
παραλλαγής, τις βαριές αρβύλες και το ξυρισμένο κεφάλι, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων που τρόμαζε εύκολα. Δεν ήξερε τίποτα για την υπόθεσή τους. Δεν ήξερε πώς λειτουργούσε ο κόσμος. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να διοχετεύει τις καταστροφικές παρορμήσεις του, ώστε να τις χρησιμοποιήσει σαν αιχμή του δόρατος που διαπερνούσε πέρα για πέρα την κοινωνική υφή. Το αγόρι, που καθόταν δίπλα του στα σκαλοπάτια, χαμήλωσε ντροπιασμένο το κεφάλι του. Ο Φρανς ήξερε ότι το πλήγωνε με τα σκληρά του λόγια. Άλλωστε ο εγγονός του αυτόν ήθελε να εντυπωσιάσει. Αλλά δεν θα του έκανε καλό αν δεν του έδειχνε πώς λειτουργούσε ο κόσμος. Ο κόσμος ήταν ψυχρός, σκληρός και αδυσώπητος, και μόνο οι ισχυρότεροι έβγαιναν νικητές από τη μάχη. Ταυτόχρονα το αγαπούσε αυτό το αγόρι. Ήθελε να το προστατεύσει από το κακό. Ο Φρανς έβαλε το χέρι του στους ώμους του παιδιού. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο στενοί ήταν ακόμη. Ο Περ είχε πάρει το δικό του σουλούπι. Ψηλόλιγνος, με στενούς ώμους. Καμία προπόνηση με βάρη δεν θα μπορούσε να διορθώσει τέτοια φτιαξιά. «Θα πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι λίγο» είπε ο Φρανς σε ηπιότερο τόνο. «Να σκέφτεσαι πριν κάνεις κάτι. Χρησιμοποίησε τα λόγια αντί για τις γροθιές. Η βία δεν είναι το πρώτο εργαλείο. Είναι το τελευταίο». Έσφιξε λίγο παραπάνω τους ώμους του παιδιού. Για μια στιγμή ο Περ ακούμπησε πάνω του, όπως έκανε όταν ήταν μικρός. Μετά θυμήθηκε ότι ήθελε να μεγαλώσει. Ότι δεν ήταν πια μικρός. Ότι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο, τότε και τώρα, ήταν να κάνει τον παππού του περήφανο. Ίσιωσε το κορμί του. «Ξέρω, παππού. Απλώς τσατίστηκα πολύ, γαμώτο, όταν χώθηκε έτσι στην ουρά. Γιατί τέτοιοι είναι αυτοί. Χώνονται παντού, απροειδοποίητα, θεωρούν τον κόσμο δικό τους, νομίζουν ότι η Σουηδία είναι δική τους. Απλώς με... τσάτισε πολύ». «Ξέρω» είπε ο Φρανς. Τράβηξε το χέρι του από τους ώμους του εγγονού του και τον χτύπησε ελαφρά στο γόνατο. «Αλλά να σκέφτεσαι, σε παρακαλώ. Δεν μου είσαι χρήσιμος αν σε βάλουν φυλακή».
Κριχάνσαντ 1943
Πάλευε με τη ναυτία σε όλη τη διαδρομή προς τη Νορβηγία. Τους άλλους δεν φαινόταν να τους πειράζει η θάλασσα. Ήταν συνηθισμένοι. Μεγαλωμένοι στη θάλασσα. Είχαν πόδια θαλασσινά, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του. Ακολουθούσαν τις κινήσεις της θάλασσας και κατάφερναν να περπατούν σταθερά στο κατάστρωμα, ποτέ δεν τους έπιανε ναυτία που ξεκινούσε από το στομάχι και κατέληγε στον λαιμό. Ο Άξελ στηρίχτηκε βαριά στην κουπαστή. Ήθελε απλώς να σκύψει πάνω από την κουπαστή και να ξεράσει. Αλλά αρνούνταν να υποστεί τέτοιο εξευτελισμό. Ήξερε ότι τα πειράγματα των άλλων δεν θα ήταν κακοπροαίρετα, αλλά ήταν πολύ περήφανος για να αντέξει το δούλεμα των ψαράδων. Σύντομα θα έφταναν στον προορισμό τους, και μόλις πατούσε το πόδι του στη στεριά η αδιαθεσία θα εξαφανιζόταν ως διά μαγείας. Το ήξερε αυτό. Είχε κάνει πολλές φορές τη διαδρομή. «Στεριά εν όψει!» φώναξε ο Έλοφ, ο καπετάνιος του σκάφους. «Σε δέκα λεπτά φτάνουμε». Ο Έλοφ παρατηρούσε τον Άξελ, ο οποίος τώρα στεκόταν δίπλα του στο πηδάλιο. Το πρόσωπο του καπετάνιου ήταν ηλιοκαμένο και αργασμένο. Ένα πετσί ρυτιδιασμένο, που το χτυπούσαν οι αγέρηδες από τα παιδικά του χρόνια. «Τα ’χεις έτοιμα τα δικά σου;» ρώτησε και κοίταξε γύρω του. Στο λιμάνι της Κριχάνσαντ είδαν τα γερμανικά καράβια, μια ξεκάθαρη υπόμνηση για το ποια ήταν η πραγματικότητα. Η Γερμανία είχε εισβάλει στη Νορβηγία. Η Σουηδία παρέμενε ακόμη ελεύθερη, αλλά κανείς δεν γνώριζε πόσο θα κρατούσε η τύχη της. Μέχρι τότε παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα τα δυτικά της σύνορα, καθώς και τη γερμανική προέλαση στην υπόλοιπη Ευρώπη. «Εσείς φροντίστε για τα δικά σας κι εγώ θα φροντίσω για τα δικά μου» είπε ο Άξελ. Ακούστηκε πιο απότομος από όσο ήθελε, αλλά πάντα ένιωθε κάποιες
52/499
ενοχές που έμπλεκε το πλήρωμα του σκάφους σε κινδύνους που θα προτιμούσε να αντιμετωπίζει μόνος του. Ωστόσο, δεν υποχρέωνε κανέναν, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ο Έλοφ είχε πει αμέσως ναι όταν τον είχε ρωτήσει αν μπορούσε να τον παίρνει μαζί του στα ταξίδια του καμιά φορά, μεταφέροντας και κάποια... πράγματα. Ως τώρα δεν είχε χρειαστεί να πει τι μετέφερε, και ούτε ο Έλοφ ούτε το υπόλοιπο πλήρωμα του Ελφρίντα ρώτησαν ποτέ. Έδεσαν στο λιμάνι και ετοίμασαν τα χαρτιά που ήξεραν ότι θα τους ζητούσαν. Οι Γερμανοί δεν άφηναν τίποτα στην τύχη και πάντα περνούσαν από αυστηρό έλεγχο πριν μπορέσουν να ξεφορτώσουν. Μόλις τελείωναν τα γραφειοκρατικά άρχιζαν να ξεφορτώνουν τα ανταλλακτικά μηχανών που ήταν το επίσημο φορτίο τους. Οι Νορβηγοί παραλάμβαναν τα ανταλλακτικά, ενώ οι Γερμανοί παρατηρούσαν με βλοσυρό ύφος τη διαδικασία, με τα όπλα έτοιμα για περίπτωση ανάγκης. Ο Άξελ θα περίμενε μέχρι το βράδυ. Έπρεπε να πέσει το σκοτάδι για να ξεφορτώσει το δικό του φορτίο. Συχνά το φορτίο του αποτελούνταν από τρόφιμα. Τρόφιμα και πληροφορίες. Όπως και τούτη τη φορά. Αφού έφαγαν για βράδυ, σε μια ατμόσφαιρα τεταμένης σιωπής, ο Άξελ κάθισε και περίμενε ανυπόμονα να έρθει η ώρα που είχαν συμφωνήσει. Ένα προσεκτικό χτύπημα στο τζάμι έκανε τον ίδιο και τους άλλους να τιναχτούν. Ο Άξελ έσκυψε αμέσως μπροστά, σήκωσε μερικές σανίδες από το πάτωμα και άρχισε να βγάζει ξύλινα κιβώτια. Φάνηκαν μερικά χέρια τα οποία, ήσυχα και προσεκτικά, άρχισαν να παραλαμβάνουν τα κιβώτια, τα οποία έδιναν σε κάποιον στην αποβάθρα. Όλα αυτά γίνονταν μέσα στον θόρυβο από τις έντονες συζητήσεις των Γερμανών στο παράπηγμα που ήταν πιο πέρα. Τέτοια ώρα το βράδυ έβγαιναν τα βαριά ποτά, κάτι που διευκόλυνε το δύσκολο έργο των ναυτικών. Τους μεθυσμένους Γερμανούς τούς ξεγελούσες ευκολότερα από τους νηφάλιους. Έπειτα από ένα χαμηλόφωνο «ευχαριστώ» στα νορβηγικά το φορτίο απομακρύνθηκε από το σκάφος και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Για μια ακόμα φορά η παράδοση είχε γίνει χωρίς προβλήματα. Με μια μεθυστική αίσθηση ανακούφισης ο Άξελ κατέβηκε ξανά κάτω στο καμπούνι. Τρία ζευγάρια μάτια τον κοίταξαν, αλλά κανένας δεν είπε κάτι. Ο Έλοφ απλώς έγνεψε, μετά κοίταξε κάτω και άρχισε να γεμίζει την πίπα του. Ο Άξελ ένιωσε να τον κατακλύζει ευγνωμοσύνη για τους άντρες αυτούς. Αντιμετώπιζαν τις τρικυμίες και τους
53/499
Γερμανούς με την ίδια ήρεμη έκφραση. Είχαν αποδεχτεί εδώ και πάρα πολύ καιρό ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τα γυρίσματα της ζωής και της τύχης. Απλώς έκαναν ό,τι μπορούσαν, προσπαθούσαν να ζουν όσο καλύτερα γινόταν. Τα υπόλοιπα τα άφηναν στη θεία πρόνοια. Ο Άξελ ξάπλωσε αποκαμωμένος στην κουκέτα του. Αποκοιμήθηκε μεμιάς, νανουρισμένος από τον ανάλαφρο κλυδωνισμό του σκάφους και τον παφλασμό του νερού. Από το παράπηγμα της αποβάθρας ακούγονταν οι φωνές των Γερμανών, μια πιο δυνατά, μια πιο χαμηλά. Έπειτα από λίγο άρχισαν τα τραγούδια. Αλλά ο Άξελ κοιμόταν ήδη πολύ βαριά.
«Λ
οιπόν, τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα;» Ο Μέλμπεργ κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο όπου συνήθιζαν να κάθονται στα διαλείμματα. Ο καφές είχε γίνει, τα κουλουράκια βρίσκονταν στο τραπέζι και όλοι ήταν παρόντες. Η Πάουλα καθάρισε τον λαιμό της. «Ήρθα σ’ επαφή με τον αδελφό, τον Άξελ. Φαίνεται ότι δουλεύει στο Παρίσι και περνάει πάντοτε εκεί τα καλοκαίρια του. Αλλά ετοιμάζεται να επιστρέψει. Ακούστηκε συντετριμμένος όταν του είπα για τον θάνατο του αδελφού του». «Ξέρουμε πότε έφυγε από τη χώρα;» ρώτησε ο Μάρτιν την Πάουλα. Εκείνη κοίταξε ένα σημειωματάριο που είχε μπροστά της. «Στις 3 Ιουνίου, απ’ ό,τι λέει ο ίδιος. Φυσικά θα το ελέγξω». Ο Μάρτιν έγνεψε. «Έχουμε καμιά προκαταρκτική έκθεση από τον Τούρμπγιερν και την ομάδα του;» Ο Μέλμπεργ μετακίνησε προσεκτικά τα πόδια του. Ο Ερνστ ήταν αραγμένος με όλο το βάρος του πάνω τους, αλλά παρόλο που σύντομα θα μούδιαζαν, ο Μέλμπεργ για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να σπρώξει παραπέρα τον Ερνστ. «Τίποτε ακόμη» είπε ο Γιέστα και πήρε ένα κουλουράκι. «Μίλησα όμως μαζί του το πρωί και ίσως μας στείλει κάτι μέχρι αύριο». «Καλώς, ελπίζω να το κάνει νωρίς το πρωί» είπε ο Μέλμπεργ και προσπάθησε ξανά να μετακινήσει λίγο τα πόδια του. Αλλά ο Ερνστ απλώς ακολούθησε τη νέα θέση των ποδιών του και ξάπλωσε πάλι πάνω τους. «Υπάρχουν ύποπτοι; Κάποιοι που τον εχθρεύονταν; Απειλές; Κάτι;» Ο Μέλμπεργ κοίταξε τον Μάρτιν επιτακτικά, αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν υπάρχουν αστυνομικές αναφορές για οτιδήποτε τέτοιο. Αλλά πρέπει να πούμε ότι είχε αμφιλεγόμενα ενδιαφέροντα. Ο ναζισμός πάντα εγείρει έντονα συναισθήματα». «Μπορούμε να πάμε ξανά στο σπίτι και να κοιτάξουμε. Μήπως υπάρχουν απειλητικές επιστολές ή κάτι παρόμοιο στα συρτάρια του».
55/499
Όλοι στράφηκαν ξαφνιασμένοι στον Γιέστα. Οι πρωτοβουλίες του ήταν σαν εκρήξεις ηφαιστείων − σπάνιες, αλλά δεν μπορούσες να τις αγνοήσεις. «Πάρε μαζί σου τον Μάρτιν και πηγαίνετε όταν τελειώσουμε αποδώ» είπε ο Μέλμπεργ και χαμογέλασε ικανοποιημένος στον Γιέστα, ο οποίος έγνεψε και ανέκτησε μεμιάς τη συνήθη ληθαργική του εμφάνιση. Ο Γιέστα Φλίγκαρε ζωντάνευε μόνο στο γήπεδο του γκολφ. Οι συνάδελφοί του είχαν αντιληφθεί και αποδεχτεί προ πολλού αυτή την κατάσταση. «Εσύ, Πάουλα, περιμένεις να δεις πότε θα επιστρέψει ο αδελφός του −Άξελ τον είπαμε, έτσι;− και φροντίζεις να κάνεις μια κουβέντα μαζί του. Μια που δεν ξέρουμε ακόμη πότε πέθανε ο Έρικ, μπορεί αυτός να του άνοιξε το κεφάλι και μετά να το έσκασε στο εξωτερικό. Οπότε μόλις προσγειωθεί σε σουηδικό έδαφος πέσε πάνω του. Πότε έρχεται, αλήθεια;» Η Πάουλα συμβουλεύτηκε άλλη μια φορά τις σημειώσεις της. «Θα φτάσει στο αεροδρόμιο Λαντβέτερ στις εννιά και τέταρτο αύριο το πρωί». «Καλώς. Φρόντισε να έρθει αποδώ πρώτα». Τώρα ο Μέλμπεργ ήταν αναγκασμένος να μετακινήσει τα πόδια του, ένιωθε σαν να ήταν γεμάτα βελόνες και σύντομα θα μούδιαζαν εντελώς. Ο Ερνστ σηκώθηκε, τον κοίταξε προσβεβλημένος και εγκατέλειψε το δωμάτιο με την ουρά στα σκέλια. Κατευθύνθηκε προς το καλάθι του στο γραφείο του Μέλμπεργ. «Μιλάμε για αληθινό έρωτα» παρατήρησε η Άνικα γελώντας καθώς κοιτούσε τον σκύλο να φεύγει. «Λοιπόν...» Ο Μέλμπεργ καθάρισε τον λαιμό του. «Μόλις θα ρωτούσα σχετικά μ’ αυτό. Πότε θα έρθουν να το πάρουν αυτό το κακόμοιρο το σκυλί τελικά;» Χαμήλωσε το βλέμμα του και η Άνικα πήρε την πιο αθώα έκφρασή της. «Ε, ξέρεις, δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό. Έκανα ένα σωρό τηλεφωνήματα, αλλά κανείς δεν μπορεί να δεχτεί έναν σκύλο τέτοιου μεγέθους, οπότε αν μπορούσες να τον κρατήσεις κάνα δυο μέρες ακόμη...» Η Άνικα κοίταξε τον Μέλμπεργ με τα μεγάλα γαλανά μάτια της. Εκείνος γρύλισε. «Καλά, τέλος πάντων, κάνα δυο μέρες ακόμη θα καταφέρω, πιστεύω, να αντέξω αυτό τον κοπρίτη. Αλλά μετά τέρμα, αν δεν βρεις κάποιον να τον πάρει θα τον βγάλω ξανά στον δρόμο». «Σ’ ευχαριστώ, Μπέρτιλ, καλοσύνη σου. Θα βάλω τα δυνατά μου». Η Άνικα έκλεισε στους άλλους το μάτι όταν ο Μέλμπεργ δεν την έβλεπε, κι εκείνοι
56/499
κρατήθηκαν να μη βάλουν τα γέλια. Είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν το σχέδιό της. Η Άνικα ήταν πανέξυπνη, δίχως αμφιβολία. «Ωραία, ωραία» είπε ο Μέλμπεργ και σηκώθηκε. «Ας πιάσουμε δουλειά, λοιπόν». Βγήκε με νωχελικά βήματα από το δωμάτιο. «Ακούσατε τι είπε ο προϊστάμενος» έκανε ο Μάρτιν και σηκώθηκε. «Γιέστα, πάμε;» Ο Γιέστα φαινόταν ήδη να έχει μετανιώσει για την πρόταση που είχε κάνει, η οποία σήμαινε περισσότερη δουλειά για τον ίδιο, ωστόσο έγνεψε κουρασμένα και ακολούθησε τον Μάρτιν. Έπρεπε απλώς να ανασκουμπωθεί για να βγάλει την εβδομάδα. Το Σαββατοκύριακο θα πήγαινε για γκολφ από τις επτά το πρωί. Μέχρι τότε ήταν υποχρεωμένος να τραβάει κουπί.
Οι σκέψεις για τον Έρικ Φράνκελ και το μετάλλιο δεν άφηναν την Ερίκα να ησυχάσει. Προσπάθησε να τις αποδιώξει και τα κατάφερε αρκετά καλά για κάνα δυο ώρες· μάλιστα, μπόρεσε επιτέλους να αρχίσει τη δουλειά της. Αλλά μόλις χαλάρωσε λίγο, οι σκέψεις αυτές επέστρεψαν. Από τη σύντομη συνάντησή της με τον Έρικ είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ήταν ένας ήρεμος, ευγενικός κύριος που αναζωογονούνταν όταν μιλούσε για το μεγάλο του ενδιαφέρον, τον ναζισμό. Αποθήκευσε το κείμενό της και έπειτα από μια στιγμή δισταγμού άνοιξε τον Internet Explorer. Μπήκε στο Google, πληκτρολόγησε το ονοματεπώνυμο «Έρικ Φράνκελ» στο πεδίο αναζήτησης και πάτησε enter. Εμφανίστηκαν αρκετά αποτελέσματα. Ορισμένα από αυτά έδιναν πληροφορίες για άλλα άτομα με το ίδιο όνομα. Τα περισσότερα όμως αφορούσαν τον σωστό Έρικ Φράνκελ. Η Ερίκα αφιέρωσε μια ολόκληρη ώρα για να ανοίξει αυτές τις ιστοσελίδες και να διαβάσει κάποιες από τις πληροφορίες. Είχε γεννηθεί το 1930 στη Φιελμπάκα. Είχε έναν αδελφό, τον Άξελ, μεγαλύτερο κατά τέσσερα χρόνια. Άλλα αδέλφια δεν υπήρχαν. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στη Φιελμπάκα την περίοδο 1935-1954, και το σπίτι όπου ζούσαν ο ίδιος και ο αδελφός του ήταν το πατρικό τους. Συνέχισε να ψάχνει. Το όνομά του εμφανίστηκε σε πολλά φόρουμ που ασχολούνταν με τον ναζισμό. Αλλά δεν βρήκε τίποτα που να δείχνει ότι ήταν φίλα προσκείμενος στον ναζισμό. Το αντίθετο μάλιστα − αν και σε μερικές ιστοσελίδες η Ερίκα μπορούσε να ανιχνεύσει κάποιου είδους απρόθυμο
57/499
θαυμασμό για ορισμένες ναζιστικές απόψεις. Ή τουλάχιστον μια έντονη γοητεία, κάτι που φαινόταν να αποτελεί κίνητρο για τον Έρικ. Έκλεισε το Ίντερνετ και έπλεξε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της. Δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με όλα αυτά. Αλλά η περιέργεια δεν την άφηνε να ησυχάσει. Η Ερίκα τινάχτηκε μόλις άκουσε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα πίσω της. «Συγγνώμη, σε ενοχλώ;» Το κεφάλι του Πάτρικ φάνηκε στο κατώφλι. «Όχι, κανένα πρόβλημα». Έστριψε την καρέκλα του γραφείου και τον κοίταξε. «Να, ήθελα να σου πω ότι η Μάγια κοιμάται. Κι εγώ θα ήθελα να βγω να κάνω μερικές δουλειές. Μπορείς να έχεις τον νου σου για λίγο σ’ αυτό εδώ;» Της έδωσε το μηχάνημα ενδοεπικοινωνίας που το χρησιμοποιούσαν για να ακούνε πότε ξυπνούσε η Μάγια. «Δεν ξέρω... Πρέπει να δουλέψω, όπως καταλαβαίνεις». Η Ερίκα αναστέναξε. «Τι έχεις να κάνεις;» «Μου ήρθε μια ειδοποίηση από το ταχυδρομείο για κάποια βιβλία που πρέπει να πάω να πάρω. Επίσης, θα πάω στο φαρμακείο να πάρω ένα Νεζερίλ, και μετά σκέφτηκα να ρίξω κι ένα προπό, μια που θα κατέβω στο κέντρο. Α, να ψωνίσω και κάτι για φαγητό». Η Ερίκα ένιωσε μεμιάς ανείπωτη κούραση. Σκέφτηκε όλες τις δουλειές που έκανε τον τελευταίο χρόνο μονίμως με τη Μάγια στο καρότσι ή στην αγκαλιά της. Συχνά, όταν τελείωνε, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ίδια δεν είχε ποτέ κανέναν να προσέχει τη Μάγια για να μπορεί να φεύγει και να ψωνίζει με την ησυχία της. Ωστόσο, απόδιωξε αυτές τις σκέψεις, δεν ήθελε να φανεί μικροπρεπής και ιδιόρρυθμη. «Φυσικά μπορώ να την προσέχω» είπε με χαμόγελο, προσπαθώντας να δείξει κάποια προθυμία. «Άλλωστε κοιμάται, οπότε μπορώ να δουλεύω ταυτόχρονα». «Είσαι θησαυρός» είπε ο Πάτρικ και τη φίλησε στο μάγουλο πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. «Θησαυρός, βέβαια» μονολόγησε η Ερίκα και άνοιξε ξανά το κείμενό της. Τις σκέψεις για τον Έρικ Φράνκελ προσπάθησε να τις καταχωνιάσει κάπου στο βάθος του μυαλού της.
58/499
Μόλις έβαλε τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο άκουσε έναν ήχο από την ενδοεπικοινωνία. Έμεινε ακίνητη. Μάλλον δεν ήταν τίποτα. Πιθανώς η Μάγια να μετακινήθηκε στο κρεβάτι, το μηχάνημα ήταν πολύ ευαίσθητο ορισμένες φορές. Άκουσε το αυτοκίνητο να παίρνει μπρος και να απομακρύνεται. Κάρφωσε το βλέμμα της στην οθόνη, προσπαθώντας να βρει την επόμενη φράση. Άκουσε πάλι έναν ήχο από την ενδοεπικοινωνία. Κοίταξε τη συσκευή λες και θα μπορούσε να την ξορκίσει για να μείνει βουβή, αλλά αμείφθηκε με ένα ηχηρό «Ουάααα». Αμέσως ακολούθησε ένα διαπεραστικό «Μαμάααα... Μπαμπάααα...» Με μια αίσθηση παραίτησης έσπρωξε πίσω την καρέκλα και σηκώθηκε. Αναμενόμενο. Πήγε μέχρι το δωμάτιο της Μάγια που ήταν λίγο πιο κάτω στο χολ και άνοιξε την πόρτα. Η κόρη τους στεκόταν όρθια και ούρλιαζε. «Μάγια, γλυκιά μου, πρέπει να κοιμηθείς». Η Μάγια κούνησε δυνατά το κεφάλι της. «Ναι, θα κοιμηθείς τώρα». Η Ερίκα προσπάθησε να ακουστεί όσο πιο αποφασιστική γινόταν. Έβαλε ξανά την κόρη της να ξαπλώσει στην κούνια, αλλά η Μάγια τινάχτηκε σαν να είχε ελαστικές αρθρώσεις. «Μαμάααα!» φώναξε με μια φωνή που μπορούσε να σπάσει κρύσταλλα. Η Ερίκα ένιωσε τον θυμό να φουντώνει μέσα της. Το είχε κάνει τόσες φορές αυτό. Αναρίθμητες μέρες να την ταΐζει, να τη βάζει για ύπνο, να την κουβαλάει, να παίζει μαζί της. Αγαπούσε την κορούλα της. Αλλά ένιωθε απελπιστικά την ανάγκη να παραδώσει σε κάποιον άλλο την ευθύνη. Να μπορέσει ν’ ανασάνει λίγο. Να κάνει ως ενήλικη πράγματα που κάνουν οι ενήλικες, όπως ακριβώς έκανε ο Πάτρικ όλη τη χρονιά που η ίδια ήταν στο σπίτι με τη Μάγια. Έβαλε πάλι τη μικρή να ξαπλώσει, με αποτέλεσμα εκείνη να μανιάσει εντελώς. «Τώρα θα κοιμηθείς» είπε η Ερίκα. Βγήκε πισωπατώντας από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Βράζοντας από θυμό άρπαξε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Πάτρικ στο κινητό, πατώντας αρκετά δυνατά τα πλήκτρα. Τινάχτηκε όταν άκουσε κάποιο τηλέφωνο να χτυπάει στον κάτω όροφο. Το κινητό του Πάτρικ ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. «Που να πάρει ο διάολος!» Κοπάνησε το ασύρματο τηλέφωνο στο τραπέζι και υποχρέωσε τον εαυτό της να πάρει κάνα δυο βαθιές ανάσες. Δάκρυα οργής άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της, αλλά προσπάθησε να
59/499
επιχειρηματολογήσει λογικά με την πιο ήρεμη πλευρά του εαυτού της. Δεν θα χανόταν δα και ο κόσμος αν αντικαθιστούσε τον Πάτρικ για λίγο. Αλλά από την άλλη, μπορεί και να χανόταν. Αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Διότι δεν ήταν σίγουρη ότι ο Πάτρικ ήθελε να πάρει τη σκυτάλη που του είχε δώσει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Και το σημαντικότερο ήταν ότι δεν θα άφηνε την κατάσταση να επηρεάσει τη Μάγια. Δεν ήταν δικό της το λάθος. Η Ερίκα πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και μπήκε ξανά στο δωμάτιο της κόρης της. Η Μάγια είχε γίνει κατακόκκινη από τα ουρλιαχτά. Στο δωμάτιο τώρα είχε απλωθεί μια χαρακτηριστική μυρωδιά. Το μυστήριο είχε λυθεί. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να κοιμηθεί η Μάγια. Με μια έντονη αίσθηση μεταμέλειας και μια εντονότερη αίσθηση ανεπάρκειας, η Ερίκα σήκωσε απαλά την κόρη της και την παρηγόρησε, τοποθετώντας το χνουδωτό κεφαλάκι στο στήθος της. «Έλα, έλα, αγάπη μου, η μαμά θα σου αλλάξει τη βρόμικη πάνα, έλα, ησύχασε». Η Μάγια σφίχτηκε πάνω της κλαίγοντας με αδύναμους λυγμούς. Στην κουζίνα το κινητό του Πάτρικ χτυπούσε διαπεραστικά.
«Είναι λίγο τρομακτικά εδώ μέσα...» Ο Μάρτιν στάθηκε στο χολ και αφουγκράστηκε τους χαρακτηριστικούς ήχους που ακούγονται σε όλα τα παλιά σπίτια. Μικρά τριξίματα, συριγμοί, αδύναμοι ήχοι που προκαλούσε ο άνεμος. Ο Γιέστα έγνεψε καταφατικά. Υπήρχε όντως κάτι ανατριχιαστικό στην ατμόσφαιρα του σπιτιού, αλλά σκέφτηκε ότι μάλλον ένιωθαν έτσι εξαιτίας του τι είχε συμβεί εκεί παρά στο ίδιο το σπίτι. «Είπες ότι ο Τούρμπγιερν μάς επιτρέπει να μπούμε μέσα, έτσι δεν είναι;» Ο Μάρτιν στράφηκε στον Γιέστα. «Ναι, έχουν ήδη εξετάσει ό,τι ήθελαν». Ο Γιέστα κούνησε το κεφάλι προς τη μεριά της βιβλιοθήκης, εκεί όπου τα ίχνη από τη σκόνη για τα δακτυλικά αποτυπώματα ήταν ακόμη ορατά. Μαύρα, μουντζουρωμένα σημεία που διατάρασσαν την εικόνα του κατά τ’ άλλα όμορφου δωματίου. «Εντάξει λοιπόν». Ο Μάρτιν σκούπισε τα παπούτσια του στο χαλάκι της πόρτας και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. «Ν’ αρχίσουμε αποδώ;» «Σύμφωνοι» είπε ο Γιέστα με έναν αναστεναγμό και τον ακολούθησε απρόθυμα.
60/499
«Εγώ θα πιάσω το γραφείο κι εσύ, αν θέλεις, ξεκίνα από τα ντοσιέ». «Εντάξει». Ο Γιέστα αναστέναξε ξανά, αλλά ο Μάρτιν δεν του έδωσε σημασία. Ο Γιέστα πάντα αναστέναζε όταν είχε συγκεκριμένη δουλειά να κάνει. Ο Μάρτιν πλησίασε προσεκτικά το μεγάλο γραφείο. Ήταν ένα τεράστιο έπιπλο από σκούρο ξύλο με περίτεχνα σκαλίσματα. Ο Μάρτιν σκέφτηκε ότι θα ταίριαζε καλύτερα σε κάποια αγγλική έπαυλη παρά σε αυτό εδώ το μεγάλο και ευάερο δωμάτιο. Στην επιφάνεια του γραφείου επικρατούσε απόλυτη τάξη. Υπήρχαν μόνο ένα στιλό και ένα κουτί με συνδετήρες τακτοποιημένα με απόλυτη συμμετρία. Μερικές κηλίδες αίματος είχαν πιτσιλίσει ένα μπλοκ όπου ήταν γραμμένες ξανά και ξανά οι ίδιες λέξεις. Ο Μάρτιν έσκυψε για να δει τι είχε γραφτεί τόσο πολλές φορές. «Ignoto militi». Δεν του έλεγαν τίποτε αυτές οι δύο λέξεις. Άρχισε να ανοίγει προσεκτικά τα συρτάρια του γραφείου, το ένα μετά το άλλο, και έψαξε μεθοδικά το περιεχόμενό τους. Τίποτα δεν του κίνησε το ενδιαφέρον. Το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι ο Έρικ και ο αδελφός του μοιράζονταν αυτόν εδώ τον χώρο δουλειάς, και προφανώς μοιράζονταν επίσης την τάση για τάξη και νοικοκυροσύνη. «Δεν είναι κάπως νοσηρό αυτό εδώ;» Ο Γιέστα είχε σηκώσει ένα ντοσιέ προς τη μεριά του Μάρτιν και του έδειχνε το περιεχόμενό του. Όλα τα έγγραφα ήταν απολύτως τακτοποιημένα, με ένα φύλλο στην αρχή όπου ο Έρικ ή ο Άξελ είχαν γράψει ευκρινώς όλα τα περιεχόμενα του ντοσιέ. «Ναι, δεν μοιάζει καθόλου με τα δικά μου ντοσιέ μπορώ να πω». Ο Μάρτιν γέλασε. «Πάντα πίστευα ότι οι πολύ τακτικοί άνθρωποι έχουν κάποιο πρόβλημα. Ίσως να έχει σχέση με την ελλιπή εξάσκηση στο καθοίκι όταν ήταν μωρά ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...» «Είναι κι αυτή μια θεωρία». Ο Μάρτιν χαμογέλασε. Ο Γιέστα μπορούσε να γίνει πραγματικά διασκεδαστικός. Αν και συχνά αυτό συνέβαινε χωρίς ο ίδιος να έχει τέτοια πρόθεση. «Βρήκες τίποτα; Εδώ πάντως δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον». Ο Μάρτιν έκλεισε το τελευταίο συρτάρι. «Μπα, όχι ακόμη. Κυρίως λογαριασμούς, συμβόλαια και τέτοια. Φυλάνε λογαριασμούς ρεύματος από αμνημονεύτων ετών. Καταχωρισμένους ανά ημερομηνία». Ο Γιέστα κούνησε το κεφάλι. «Πάρε κι εσύ ένα ντοσιέ». Τράβηξε
61/499
ένα μεγάλο, χοντρό ντοσιέ με μαύρη ράχη από τη βιβλιοθήκη πίσω από το γραφείο και το έδωσε στον συνάδελφό του. Ο Μάρτιν το πήρε, πήγε σε μια από τις πολυθρόνες πιο πέρα και κάθισε για να το ελέγξει. Ο Γιέστα είχε δίκιο. Επικρατούσε απόλυτη τάξη. Ξεφύλλισε κάθε πλαστική θήκη, μελέτησε κάθε έγγραφο, κι είχε αρχίσει ν’ απογοητεύεται. Μέχρι που έφτασε στο γράμμα Σ του ευρετηρίου. Με μια σύντομη ματιά κατάλαβε ότι στο Σ αντιστοιχούσε η καταχώριση Σουηδίας Φίλοι. Γεμάτος περιέργεια ο Μάρτιν άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά, τα οποία αποδείχτηκε πως ήταν επιστολές. Κάθε χαρτί είχε ένα τυπωμένο λογότυπο στην πάνω δεξιά γωνία, μια κορόνα, με φόντο μια κυματιστή σουηδική σημαία. Όλες οι επιστολές είχαν τον ίδιο αποστολέα. Κάποιον Φρανς Ρίνγκχολμ. «Άκου αυτό» είπε ο Μάρτιν και άρχισε να διαβάζει μια από τις πρώτες επιστολές, η οποία ήταν και η πιο πρόσφατη σύμφωνα με την ημερομηνία:
Παρά την κοινή μας ιστορία, δεν μπορώ πλέον να αγνοήσω το γεγονός ότι αντιτάσσεσαι ενεργά στους στόχους και στους σκοπούς των Φίλων της Σουηδίας, και αυτό αναπόφευκτα θα έχει συνέπειες. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να σε προστατεύσω, για χάρη της παλιάς μας φιλίας, αλλά εντός της οργάνωσης υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις που δεν τα βλέπουν με καλό μάτι όλα αυτά, και σύντομα θα έρθει η ώρα που δεν θα μπορώ να σου προσφέρω πλέον προστασία από τις δυνάμεις αυτές.
Ο Μάρτιν σήκωσε το φρύδι. «Και συνεχίζει περίπου στο ίδιο ύφος». Ξεφύλλισε βιαστικά τα υπόλοιπα γράμματα. Μέτρησε πέντε συνολικά. «Φαίνεται πως ο Έρικ Φράνκελ, μέσω της δραστηριότητάς του, είχε πατήσει τον κάλο κάποιας νεοναζιστικής οργάνωσης, αλλά παραδόξως είχε κάποιον προστάτη εντός της οργάνωσης». «Έναν προστάτη που στο τέλος ίσως απέτυχε να τον προστατεύσει». «Ναι, έτσι φαίνεται. Πρέπει να ψάξουμε και τα υπόλοιπα χαρτιά για να δούμε μήπως βρούμε κάτι περισσότερο. Αλλά είναι σίγουρο πως πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα με τον Φρανς Ρίνγκχολμ».
62/499
«Ρίνγκχολμ...» Ο Γιέστα κοίταζε με απλανές βλέμμα καθώς σκεφτόταν. «Κάπου το ξέρω αυτό το όνομα». Μόρφασε καθώς προσπαθούσε να κάνει τη μνήμη του να του δώσει μια απάντηση, αλλά δεν τα κατάφερε. Συνέχισε να φαίνεται συλλογισμένος όσο έψαχναν και τα υπόλοιπα ντοσιέ. Έπειτα από μία ώρα ο Μάρτιν έκλεισε το τελευταίο ντοσιέ και δήλωσε: «Εγώ πάντως δεν βρήκα τίποτα ενδιαφέρον. Εσύ;» Ο Γιέστα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, και καμία άλλη αναφορά σε αυτούς τους Φίλους της Σουηδίας». Βγήκαν από τη βιβλιοθήκη και έψαξαν το υπόλοιπο σπίτι. Παντού υπήρχαν σαφή σημάδια του ενδιαφέροντος για τη Γερμανία και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τίποτα που να κεντρίσει την περιέργεια των δύο αστυνομικών. Το σπίτι ήταν όμορφο, αλλά με κάπως παλιομοδίτικη επίπλωση, και έβλεπες σημάδια φθοράς σε μερικά σημεία. Στους τοίχους ή σε παλιομοδίτικες κορνίζες πάνω σε κομό και κομοδίνα υπήρχαν ασπρόμαυρα φωτογραφικά πορτρέτα με τους γονείς και άλλους συγγενείς των δύο αδελφών. Η παρουσία τους ήταν παντού προφανής. Και φαινόταν επίσης πως τα αδέλφια δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στην εμφάνιση του σπιτιού από την εποχή που ζούσαν ακόμη οι γονείς τους, εξού και η γενικότερη αίσθηση παλαιότητας. Ένα λεπτό στρώμα σκόνης ήταν το μόνο που διατάρασσε την τάξη. «Αναρωτιέμαι αν έκαναν μόνοι τους τις δουλειές του σπιτιού ή αν ερχόταν κάποιος και καθάριζε» είπε ο Μάρτιν σκεφτικός διατρέχοντας με το δάχτυλό του το κομό που βρισκόταν στο ένα από τα τρία υπνοδωμάτια του πάνω ορόφου. «Δυσκολεύομαι να φανταστώ δύο εβδομηνταπεντάρηδες να καθαρίζουν εδώ μέσα μόνοι τους» είπε ο Γιέστα και άνοιξε μια ντουλάπα που ήταν πιο κοντά στην πόρτα του δωματίου. «Ποιου λες να είναι αυτό το δωμάτιο, του Έρικ ή του Άξελ;» Περιεργάστηκε τη σειρά των καφέ σακακιών και των λευκών πουκαμίσων που κρέμονταν στην ντουλάπα. «Του Έρικ» είπε ο Μάρτιν. Κρατούσε ένα βιβλίο που βρήκε πάνω στο κομοδίνο. Έδειξε την πρώτη σελίδα όπου ήταν γραμμένο ένα όνομα με μολύβι. Έρικ Φράνκελ. Ήταν μια βιογραφία του Άλμπερτ Σπέερ. «Ο αρχιτέκτονας του Χίτλερ» διάβασε ο Μάρτιν στο οπισθόφυλλο πριν αφήσει το βιβλίο ξανά στη θέση του.
63/499
«Έμεινε είκοσι χρόνια στη φυλακή του Σπαντάου μετά τον πόλεμο» μουρμούρισε ο Γιέστα και ο Μάρτιν τον κοίταξε έκπληκτος. «Πώς το ξέρεις αυτό;» «Το ξέρω επειδή κι εγώ πιστεύω ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος παρουσιάζει ενδιαφέρον. Έχω διαβάσει πολλά σχετικά βιβλία. Παρακολούθησα επίσης αρκετά ιστορικά ντοκιμαντέρ στο Ντισκάβερι και σε άλλα κανάλια». «Τι μου λες!» έκανε ο Μάρτιν, με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ήταν η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που εργάζονταν μαζί που μάθαινε ότι ο Γιέστα είχε και κάποιο άλλο ενδιαφέρον πέρα από το γκολφ. Συνέχισαν να ψάχνουν το σπίτι για καμιά ώρα ακόμη, δίχως να βρουν κάτι καινούργιο. Ωστόσο, ο Μάρτιν ένιωθε ικανοποιημένος καθώς οδηγούσε προς το αστυνομικό τμήμα. Το όνομα Φρανς Ρίνγκχολμ ήταν ένα στοιχείο για να συνεχίσουν την έρευνα.
Στο σουπερμάρκετ Κόνσουμ δεν είχε πολύ κόσμο, οπότε ο Πάτρικ περπατούσε με το πάσο του στους διαδρόμους ανάμεσα στα ράφια. Ήταν λυτρωτικό που μπόρεσε να βγει από το σπίτι για λίγο. Αυτές οι στιγμές που είχε για τον εαυτό του του πρόσφεραν μια αίσθηση ελευθερίας. Ήταν μόλις η τρίτη μέρα της άδειας πατρότητας, και ενώ ένα κομμάτι του εαυτού του ξετρελαινόταν να είναι στο σπίτι με τη Μάγια, ένα άλλο κομμάτι δυσκολευόταν πολύ να συνηθίσει την παραμονή στο σπίτι. Όχι επειδή δεν είχε τίποτα να κάνει όλη τη μέρα. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι οι δουλειές δεν έλειπαν όταν έπρεπε να φροντίζεις ένα μωρό. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ένιωθε την κατάσταση τόσο... τονωτική, σκέφτηκε με ένα αίσθημα ενοχής. Και του φαινόταν απίστευτο που ήταν τόσο περιορισμένος. Ούτε στην τουαλέτα δεν μπορούσε να πάει με την ησυχία του, γιατί η Μάγια είχε το συνήθειο να στέκεται απέξω και να φωνάζει «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά» κοπανώντας την πόρτα με τις μικρές γροθιές της μέχρι που εκείνος αναγκαζόταν να της ανοίξει. Ύστερα στεκόταν γεμάτη περιέργεια και τον παρακολουθούσε όσο εκείνος έκανε αυτό που σε όλη την προηγούμενη ζωή του το έκανε απολύτως μόνος. Ένιωσε κάπως ένοχος που είχε ζητήσει από την Ερίκα να αναλάβει για λίγο τις υποχρεώσεις του για να φύγει. Αλλά εδώ που τα λέμε η Μάγια κοιμόταν, οπότε η Ερίκα θα μπορούσε να δουλέψει. Ωστόσο, ίσως έπρεπε να τηλεφωνήσει
64/499
στο σπίτι για να σιγουρευτεί. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του για να βγάλει το κινητό, αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι το είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας. Γαμώτο! Τέλος πάντων, ήταν σίγουρο ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Πήγε στο ράφι με τις παιδικές τροφές και άρχισε να μελετάει τις γεύσεις που υπήρχαν. Ραγού βοδινού, ψάρι με σος άνηθο, μπα... Το σπαγγέτι με σάλτσα κιμά φαινόταν πολύ νοστιμότερο. Πέντε βαζάκια από αυτό, λοιπόν. Ή μήπως έπρεπε να αρχίσει να φτιάχνει σπιτικό φαγητό στη Μάγια. Ναι, ήταν μια πολύ καλή ιδέα, σκέφτηκε και έβαλε ξανά στο ράφι τα τρία από τα πέντε βαζάκια. Μπορούσε να κάνει τον μεγάλο σεφ, με τη Μάγια δίπλα του, και... «Άσε με να μαντέψω... Είσαι έτοιμος να κάνεις το λάθος του πρωτάρη. Σκέφτεσαι να μαγειρεύεις μόνος σου». Η φωνή ήταν παράξενα γνώριμη, αλλά ακουγόταν κάπως παράταιρη στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Ο Πάτρικ κοίταξε πίσω του. «Κάριν; Γεια σου! Τι κάνεις εδώ;» Ο Πάτρικ δεν περίμενε να δει την πρώην σύζυγό του στο Κόνσουμ της Φιελμπάκα. Τελευταία φορά είχαν συναντηθεί όταν η Κάριν μετακόμισε από το σπίτι τους στο Τανουμσχέντε για να συζήσει με εκείνο τον άντρα με τον οποίο ο Πάτρικ την είχε πιάσει στο κρεβάτι τους. Μια εικόνα πέρασε φευγαλέα από το μυαλό του, αλλά εξαφανίστηκε αμέσως. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε. Είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, που λένε. «Εγώ και ο Λέιφ αγοράσαμε σπίτι στη Φιελμπάκα. Στη Σούμπαν». «Α, μάλιστα» έκανε ο Πάτρικ πασχίζοντας να μη φανερώσει την έκπληξή του. «Ναι, θέλαμε να μετακομίσουμε πιο κοντά στους γονείς του Λέιφ, τώρα που αποκτήσαμε και τον Λούντε». Έδειξε το καρότσι του σουπερμάρκετ και ο Πάτρικ πρόσεξε ότι μέσα καθόταν ένα αγοράκι με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. «Για κοίτα» έκανε ο Πάτρικ. «Τέλειος συγχρονισμός. Έχω κι εγώ μια μικρή στο σπίτι, στην ίδια ηλικία, τη Μάγια». «Ναι, το άκουσα, για να πω την αλήθεια» είπε γελώντας η Κάριν. «Παντρεύτηκες την Ερίκα Φαλκ, έτσι δεν είναι; Πες της ότι λατρεύω τα βιβλία της!» «Θα της το πω» αποκρίθηκε ο Πάτρικ και έγνεψε ελαφρά προς τη μεριά του Λούντε, που απ’ ό,τι φαινόταν μέλημά του ήταν να δείχνει χαριτωμένος.
65/499
«Τι κάνεις τώρα;» ρώτησε την Κάριν με περιέργεια. «Τελευταία φορά που είχα ακούσει για σένα δούλευες σε κάποιο λογιστικό γραφείο». «Ναι, πάει πολύς καιρός από τότε. Σταμάτησα να δουλεύω εκεί πριν από τρία χρόνια. Αυτό τον καιρό έχω άδεια μητρότητας. Εργάζομαι σε ένα γραφείο συμβούλων που ασχολείται με οικονομικά». «Α, μάλιστα· μάλιστα, κι εγώ είμαι στην τρίτη μέρα της άδειας πατρότητας» είπε ο Πάτρικ δίχως να κρύβει την περηφάνια του. «Υπέροχα! Αλλά πού είναι...» Η Κάριν κοίταξε γύρω από τον Πάτρικ κι εκείνος χαμογέλασε λίγο αμήχανα. «Την κράτησε η Ερίκα για λίγο, έπρεπε να βγω για μερικές δουλειές». «Ναι, ναι, το ξέρω καλά αυτό». Η Κάριν τού έκλεισε το μάτι. «Η ανικανότητα των αντρών να κάνουν περισσότερες από μία δουλειές ταυτόχρονα φαίνεται ότι έχει καθολική ισχύ». «Ναι, μάλλον έτσι είναι» είπε ο Πάτρικ λίγο αμήχανα. «Τι θα έλεγες να κάνουμε μια βόλτα με τα παιδιά κάποια μέρα; Δεν είναι και τόσο εύκολο να τα απασχολείς, και θα έχουμε κι εμείς την ευκαιρία να πούμε καμιά κουβέντα. Μιλάμε για την τέλεια ευκαιρία!» Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε ερωτηματικά τον Πάτρικ. «Ναι, βέβαια! Πότε και πού θέλεις να συναντηθούμε;» «Συνήθως βγαίνω βόλτα με τον Λούντε κατά τις δέκα το πρωί. Μπορείτε κάλλιστα να ακολουθήσετε αν θέλετε. Μπορούμε να συναντηθούμε αύριο έξω από το φαρμακείο, κατά τις δέκα και τέταρτο». «Μια χαρά. Αλήθεια, τι ώρα είναι τώρα; Ξέχασα το κινητό στο σπίτι που το χρησιμοποιώ και ως ρολόι». Η Κάριν κοίταξε το ρολόι της. «Δύο και τέταρτο». «Γαμώτο! Λείπω δύο ώρες!» Έσπρωξε το καρότσι μπροστά και προχώρησε με βήμα ταχύ προς το ταμείο. «Θα τα πούμε αύριο!» «Στις δέκα και τέταρτο. Έξω από το φαρμακείο. Και μην αργήσεις, όπως κάποτε!» φώναξε πίσω του η Κάριν. «Όχι, εντάξει» φώναξε και ο Πάτρικ και άρχισε να πετάει τα ψώνια στον ιμάντα. Ευχόταν με όλη του την ψυχή να κοιμόταν ακόμη η Μάγια.
66/499
Η πρωινή ομίχλη έπεφτε βαριά έξω από το παράθυρο όταν πλησίαζαν προς το Γέτεμποργ. Ένα βουητό ακούστηκε όταν κατέβηκαν οι τροχοί προσγείωσης. Ο Άξελ έγειρε το κεφάλι στην πλάτη της θέσης του και έκλεισε τα μάτια. Αλλά η κίνηση ήταν λάθος. Εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται στο μυαλό του, όπως τόσες και τόσες φορές στα χρόνια που είχαν περάσει. Άνοιξε ξανά τα μάτια. Ήταν κουρασμένος. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ τη νύχτα, όλο στριφογύριζε στο κρεβάτι του, στο διαμέρισμα που είχε στο Παρίσι. Η γυναίκα στο τηλέφωνο του είχε πει τα μαντάτα για τον Έρικ με μια φωνή που φανέρωνε συμπόνια αλλά και κάποια αποστασιοποίηση. Από τον τρόπο της κατάλαβε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ανακοίνωνε έναν θάνατο. Ένιωσε ίλιγγο όταν σκέφτηκε όλες τις ανακοινώσεις θανάτων που είχαν γίνει στην ιστορία. Τηλεφωνήματα από την αστυνομία, ένας παπάς έξω από την πόρτα, ένας φάκελος με σφραγίδα του στρατού. Εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν πεθάνει. Και κάποιος έπρεπε να το ανακοινώνει. Πάντα έπρεπε να το ανακοινώνει κάποιος. Ο Άξελ έτριψε την άκρη του αυτιού του. Με τα χρόνια αυτή η κίνηση είχε καταλήξει ένα ασυνείδητο αντανακλαστικό. Δεν άκουγε από το αριστερό αυτί, και τρίβοντάς το ένιωθε ότι μείωνε το συνεχές βουητό. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, αλλά δεν είδε παρά μόνο το δικό του είδωλο. Έναν γκρίζο ογδοντάρη γεμάτο ρυτίδες. Με θλιμμένα, βαθουλωτά μάτια. Άγγιξε το πρόσωπό του. Για μια στιγμή νόμισε ότι έβλεπε τον Έρικ. Οι ρόδες άγγιξαν το έδαφος με έναν γδούπο. Είχε φτάσει.
Έχοντας κατά νου το μικρό ατύχημα που είχε συμβεί στο γραφείο του, ο Μέλμπεργ πήρε το λουρί που κρεμόταν σε ένα καρφί στον τοίχο και το πέρασε στο κολάρο του Ερνστ. «Έλα τώρα, να τελειώνουμε και μ’ αυτό». Ο Μέλμπεργ γρύλιζε, αλλά ο Ερνστ κατευθύνθηκε προς την πόρτα με μια ταχύτητα που έκανε τον Μπέρτιλ να σιγοτρέχει πίσω του. «Υποτίθεται ότι εσύ πας τον σκύλο βόλτα, όχι αυτός εσένα» σχολίασε η Άνικα, που φάνηκε να το διασκεδάζει όταν τους είδε να περνούν από μπροστά της.
67/499
«Αν προτιμάς, ευχαρίστως να τον βγάλεις εσύ έξω αντί για μένα» μούγκρισε ο Μέλμπεργ, αλλά συνέχισε να πηγαίνει προς την έξοδο. Τον ηλίθιο τον κοπρίτη. Τον πονούσαν τα χέρια του από την προσπάθεια να τον κρατάει. Αλλά όταν ο Ερνστ σταμάτησε απότομα, σήκωσε το πόδι του δίπλα σε έναν θάμνο και άδειασε την κύστη του, ηρέμησε και κατάφεραν να συνεχίσουν τον περίπατό τους με πιο βραδύ ρυθμό. Ο Μέλμπεργ έπιασε τον εαυτό του να σιγοσφυρίζει. Δεν ήταν και τόσο άσχημα. Λίγο ο καθαρός αέρας, λίγο η άσκηση, σίγουρα θα του έκαναν καλό. Και ο Ερνστ είχε αρχίσει να τον ακούει. Περπατούσαν στο μονοπάτι του δάσους που ανοιγόταν μπροστά τους και ο Ερνστ οσφραινόταν τα πάντα. Ήταν πια πολύ ήρεμος. Ακριβώς σαν τους ανθρώπους δηλαδή, σκέφτηκε ο Μέλμπεργ, όταν καταλαβαίνουν ποιος έχει το πάνω χέρι. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να βάλει σε τάξη τούτο το σκυλάκι. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Ερνστ σταμάτησε ξαφνικά. Όρθωσε τ’ αυτιά του και κάθε μυς στο ρωμαλέο κορμί του φάνηκε να τεντώνεται. Ύστερα όρμησε μπροστά. «Ερνστ; Τι διάολο!» Ο Μέλμπεργ τεντώθηκε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να πέσει στο έδαφος. Κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του την τελευταία στιγμή και προσπάθησε να προσαρμοστεί στον καλπασμό του σκύλου. «Ερνστ! Ερνστ! Σταμάτα! Στάσου! Εδώ!» Άμαθος καθώς ήταν, είχε λαχανιάσει από το τρέξιμο και δεν μπορούσε να φωνάξει στο σκυλί το οποίο αγνοούσε τις εντολές του. Όταν πέρασαν μια στροφή του μονοπατιού, λίγο πολύ πετώντας, ο Μέλμπεργ κατάλαβε τι ήταν αυτό που είχε προκαλέσει τέτοια επιτάχυνση. Ο Ερνστ όρμησε σε ένα μεγάλο σκυλί με ανοιχτόχρωμο τρίχωμα που φαινόταν να είναι της ίδιας ράτσας. Άρχισαν και τα δύο να πηδούν το ένα γύρω από το άλλο, ενώ οι ιδιοκτήτες τους τραβούσαν τα λουριά. «Σενιορίτα! Κάτω! Ντροπή σου! Κάτσε!» Μια κοντή μελαχρινή γυναίκα έδινε εντολές στο σκυλί της με αυστηρή φωνή και, σε αντίθεση με τον Ερνστ, το δικό της υπάκουσε και απομακρύνθηκε από τον νέο του φίλο. Κάθισε ντροπιασμένο κάτω και κοίταξε μουλωχτά την αφεντικίνα του. «Ντροπή, Σενιορίτα. Δεν κάνουμε έτσι». Η γυναίκα κοίταζε το σκυλί κατάματα όσο του τα έψελνε, και ο Μέλμπεργ κατέπνιξε μια παρόρμηση να περιμένει σε στάση προσοχής.
68/499
«Ε... σας... σας ζητώ συγγνώμη» τραύλισε ο Μέλμπεργ και τράβηξε το λουρί για να εμποδίσει τον Ερνστ να ορμήσει ξανά στο άλλο σκυλί που, κρίνοντας από το όνομά του, πρέπει να ήταν θηλυκό. «Είναι προφανές ότι δεν μπορείτε να ελέγξετε το σκυλί σας». Η αφεντικίνα της Σενιορίτα είχε αυστηρή φωνή και τα μαύρα μάτια της άστραφταν καθώς κάρφωνε το βλέμμα της πάνω του. Μιλούσε με ξενική προφορά, πράγμα διόλου περίεργο αφού έμοιαζε να κατάγεται από κάποια νότια χώρα. «Ξέρετε, δεν είναι ακριβώς δικό μου το σκυλί... Απλώς τον προσέχω μέχρι να...» Ο Μέλμπεργ άκουσε τον εαυτό του να τραυλίζει σαν έφηβος. Καθάρισε τον λαιμό του και προσπάθησε ξανά, με λίγο αυταρχικότερο ύφος: «Δεν έχω ιδιαίτερη εμπειρία από σκυλιά. Και δεν είναι δικό μου». «Ο σκύλος πάντως φαίνεται να έχει αντίθετη γνώμη». Η γυναίκα έδειξε τον Ερνστ που καθόταν κολλητά στο πόδι του Μέλμπεργ και τον κοίταζε με λατρεία. «Ναι, εντάξει...» έκανε ο Μέλμπεργ ξεροκαταπίνοντας με αμηχανία. «Θέλετε να συνεχίσουμε μαζί τη βόλτα μας; Με λένε Ρίτα». Έτεινε το χέρι της στον Μέλμπεργ. Εκείνος της έδωσε το δικό του έπειτα από ένα δευτερόλεπτο δισταγμού. «Έχω σκυλιά όλη μου τη ζωή. Σίγουρα μπορώ να σας δώσω μερικές συμβουλές. Άλλωστε ο περίπατος είναι πιο διασκεδαστικός όταν έχεις παρέα». Δίχως να περιμένει απάντηση άρχισε να βαδίζει κατά μήκος του μονοπατιού. Και ο Μέλμπεργ, χωρίς να καταλάβει πώς έγινε, την ακολούθησε. Λες και τα πόδια του είχαν αποκτήσει δική τους βούληση. Ούτε ο Ερνστ διαμαρτυρήθηκε. Ακολούθησε αμέσως τη Σενιορίτα και τώρα περπατούσε ευτυχισμένος δίπλα της κουνώντας ασταμάτητα την ουρά του.
Φιελμπάκα 1943
«Έρικ; Φρανς;» Η Μπρίτα και η Έλσι πέρασαν διστακτικά το κατώφλι. Είχαν χτυπήσει την πόρτα, αλλά δεν πήραν απάντηση. Κοίταξαν ανήσυχες γύρω τους. Ο γιατρός και η γυναίκα του σίγουρα δεν θα εκτιμούσαν το γεγονός ότι δύο κοπέλες επισκέπτονταν τους γιους τους όταν δεν ήταν οι ίδιοι στο σπίτι. Συνήθιζαν να συναντιούνται στη Φιελμπάκα, αλλά σε μια αναλαμπή τόλμης ο Έρικ τούς είχε προτείνει να πάνε στο σπίτι του, επειδή οι γονείς του θα έλειπαν όλη τη μέρα. «Έρικ». Η Έλσι φώναξε λίγο δυνατότερα και τινάχτηκε όταν άκουσε ένα «Σσς» από το δωμάτιο που βρισκόταν απέναντι στο χολ. Ο Έρικ έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας και τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα. «Είναι ο Άξελ πάνω και κοιμάται. Επέστρεψε το πρωί». «Είναι τόσο γενναίος...» είπε η Μπρίτα και αναστέναξε, αλλά μόλις αντίκρισε τον Φρανς το πρόσωπό της έλαμψε. «Γεια!» «Γεια» είπε ο Φρανς, αλλά το βλέμμα του δεν ήταν στραμμένο πάνω της. Κοιτούσε την Έλσι. «Γεια σου, Έλσι». «Γεια σου, Φρανς» απάντησε η Έλσι, η οποία κατευθύνθηκε αμέσως προς τις βιβλιοθήκες. «Α, έχετε πολλά βιβλία!» Χάιδεψε με το χέρι της τις ράχες των βιβλίων. «Μπορείς να δανειστείς όποιο θέλεις» είπε γενναιόδωρα ο Έρικ, αλλά αμέσως πρόσθεσε: «Αρκεί να μου υποσχεθείς ότι θα το προσέχεις. Ο μπαμπάς είναι πολύ σχολαστικός με τα βιβλία».
70/499
«Εντάξει» απάντησε η Έλσι πανευτυχής και κοίταξε άπληστα τα βιβλία. Λάτρευε το διάβασμα. Ο Φρανς δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. «Εγώ πιστεύω ότι τα βιβλία είναι χάσιμο χρόνου» είπε η Μπρίτα. «Είναι πολύ καλύτερα να ζεις ο ίδιος τα πράγματα παρά να διαβάζεις όσα έζησαν οι άλλοι. Δεν συμφωνείς, Φρανς;» Η Μπρίτα κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα του και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Το ένα δεν αποκλείει το άλλο» έκανε εκείνος αυστηρά, χωρίς να την κοιτάζει. Είχε ακόμη το βλέμμα του στραμμένο στην Έλσι. Μια ρυτίδα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της Μπρίτα. Πετάχτηκε ξανά από την πολυθρόνα. «Θα πάτε στον χορό το Σάββατο;» Έκανε μερικές χορευτικές φιγούρες. «Εμένα δεν με αφήνουν οι γονείς μου» απάντησε χαμηλόφωνα η Έλσι, δίχως να πάρει το βλέμμα της από τα βιβλία. «Και ποιον αφήνουν νομίζεις;» έκανε η Μπρίτα και εκτέλεσε ακόμα μερικές χορευτικές φιγούρες. Τράβηξε τον Φρανς, ο οποίος αντιστάθηκε και κατάφερε να παραμείνει στην πολυθρόνα. «Σταμάτα τις ανοησίες». Ο τόνος της φωνής του ήταν κοφτός, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Μπρίτα, είσαι τρελή, το ξέρεις...» «Και δεν σου αρέσουν τα τρελά κορίτσια; Αν είναι έτσι, μπορώ να σοβαρευτώ». Πήρε μια βλοσυρή έκφραση. «Ή να δείξω τη χαρά μου...» Γέλασε δυνατά και το γέλιο της αντήχησε στους τοίχους. «Σσς!» έκανε ο Έρικ και κοίταξε το ταβάνι. «Μπορώ να γίνω και πάρα πολύ σιωπηλή...» ψιθύρισε η Μπρίτα θεατρινίστικα, και ο Φρανς γέλασε ξανά. Την τράβηξε και την κάθισε στα γόνατά του. «Και τρελή μου κάνεις». Μια φωνή τούς διέκοψε. «Πολλή φασαρία κάνετε». Ο Άξελ στεκόταν στην πόρτα, με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». Η φωνή του Έρικ φανέρωνε τη λατρεία που ένιωθε για τον μεγάλο του αδελφό, αλλά τώρα συνοδευόταν και από μια στενοχωρημένη έκφραση στο πρόσωπο.
71/499
«Δεν πειράζει, Έρικ. Μπορώ να πάω να ξαπλώσω λίγο αργότερα». Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Λοιπόν; Βλέπω ότι τώρα που ο πατέρας και η μητέρα πήγαν να επισκεφτούν τους Άξελσον άδραξες την ευκαιρία να φέρεις μερικές κυρίες εδώ». «Δεν θα το έλεγα έτσι» μουρμούρισε ο Έρικ συνοφρυωμένος. Ο Φρανς γέλασε, έχοντας ακόμη την Μπρίτα στα γόνατά του. «Πού τις βλέπεις τις κυρίες; Εδώ μέσα δεν υπάρχει ούτε μία. Δύο μυξιάρικα κοριτσάκια μόνο». «Α, σταμάτα πια!» Η Μπρίτα χτύπησε τον Φρανς στο στήθος. Προφανώς δεν το βρήκε αστείο. «Και η Έλσι είναι τόσο απασχολημένη με τα βιβλία που δεν λέει ούτε γεια». Η Έλσι έκανε μεταβολή και είπε με αμηχανία: «Συγγνώμη, εγώ... Καλημέρα, Άξελ». «Αστειεύομαι, όπως καταλαβαίνεις. Ασχολήσου με τα βιβλία όσο θέλεις. Ο Έρικ θα σου είπε ότι μπορείς να δανειστείς όποιο θέλεις». «Ναι, μου το είπε». Η Έλσι ήταν ακόμη κατακόκκινη και βιάστηκε να στραφεί ξανά προς τη βιβλιοθήκη. «Πώς πήγε χτες;» Το βλέμμα του Έρικ ήταν καρφωμένο στον αδελφό του. Φαινόταν να αδημονεί να ακούσει. Η πρόσχαρη, φωτεινή έκφραση του Άξελ σκοτείνιασε μεμιάς. «Καλά» είπε κοφτά. «Καλά πήγε». Μετά έκανε απότομα μεταβολή. «Πάω να ξαπλώσω λίγη ώρα ακόμη. Προσπαθήστε να είστε λίγο πιο ήσυχοι, σας παρακαλώ». Ο Έρικ ακολούθησε με το βλέμμα τον αδελφό του. Εκτός από λατρεία και περηφάνια, το βλέμμα αυτό έκρυβε και ζήλια. Το βλέμμα του Φρανς ήταν απλώς γεμάτο θαυμασμό. «Πόσο γενναίος είναι ο αδελφός σου... Θα ήθελα κι εγώ να βοηθήσω. Αν ήμουν λίγο μεγαλύτερος...» «Τι θα έκανες δηλαδή;» ρώτησε η Μπρίτα, που ήταν ακόμη θυμωμένη επειδή την είχε ντροπιάσει μπροστά στον Άξελ. «Δεν θα τολμούσες ποτέ. Σκέφτηκες τι θα έλεγε ο πατέρας σου; Απ’ ό,τι έχω ακούσει, εκείνος μάλλον τους Γερμανούς θα ήθελε να βοηθήσει». «Κόφ’ το πια». Ο Φρανς έσπρωξε θυμωμένα την Μπρίτα από τα γόνατά του. «Ο κόσμος λέει πολλά. Δεν ήξερα ότι πίστευες τέτοιες μαλακίες».
72/499
Ο Έρικ, που λειτουργούσε πάντα ως ειρηνοποιός στην παρέα, σηκώθηκε ξαφνικά και είπε: «Μπορούμε να ακούσουμε μουσική από το γραμμόφωνο του πατέρα για λίγο, αν θέλετε. Έχει Κάουντ Μπέισι». Κινήθηκε βιαστικά προς το γραμμόφωνο για να βάλει μουσική. Δεν του άρεσε να βλέπει κόσμο να τσακώνεται. Δεν του άρεσε καθόλου.
Η
Πάουλα ανέκαθεν λάτρευε τα αεροδρόμια. Ήταν τόσο ιδιαίτερη η αίσθηση να βρίσκεσαι εκεί και να παρακολουθείς τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν και απογειώνονταν. Άνθρωποι με βαλίτσες και βλέμμα γεμάτο προσδοκία, άνθρωποι που πήγαιναν διακοπές ή έκαναν επαγγελματικά ταξίδια. Και όλες οι συναντήσεις. Όλοι οι άνθρωποι που ξανασυναντιούνταν ή αποχαιρετιούνταν. Θυμήθηκε ένα αεροδρόμιο πριν από πολύ, πάρα πολύ καιρό. Το πλήθος των ανθρώπων, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τις κουβέντες. Και τη συγκίνηση που περισσότερο ένιωθε παρά έβλεπε στο πρόσωπο της μητέρας της. Τον τρόπο με τον οποίο κρατούσε σφιχτά το χέρι της. Τη βαλίτσα που την είχε γεμίσει, την είχε αδειάσει και την είχε ξαναγεμίσει. Τίποτα δεν έπρεπε να πάει λάθος. Διότι εκείνο το ταξίδι δεν είχε επιστροφή. Θυμόταν επίσης τη ζέστη, και το ψύχος στο οποίο έφτασαν. Ποτέ δεν το περίμενε ότι μπορούσε να κρυώνει κανείς τόσο πολύ. Και το αεροδρόμιο στο οποίο είχαν φτάσει ήταν πολύ διαφορετικό. Πιο σιωπηλό, με ψυχρά, γκρίζα χρώματα. Κανείς δεν μιλούσε δυνατά, κανείς δεν χειρονομούσε. Όλοι φαίνονταν κλεισμένοι στις μικρές τους φυσαλίδες. Κανένας δεν τους κοιτούσε στα μάτια. Απλώς σφράγισαν τα χαρτιά τους, και με παράξενη φωνή, σε μια παράξενη γλώσσα, τους προώθησαν για τα περαιτέρω. Και η μητέρα της της έσφιγγε το χέρι. «Αυτός λες να ’ναι;» Ο Μάρτιν έδειξε έναν άντρα γύρω στα ογδόντα που βγήκε από τον έλεγχο διαβατηρίων. Ήταν ψηλός, με γκρίζα μαλλιά· φορούσε μπεζ αδιάβροχο. Πολύ κομψός, σκέφτηκε αυθόρμητα η Πάουλα. «Πάμε να τον ρωτήσουμε». Η Πάουλα προχώρησε πρώτη. «Ο Άξελ Φράνκελ;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Πίστευα ότι εγώ θα ερχόμουν στο αστυνομικό τμήμα». Φαινόταν κουρασμένος. «Σκεφτήκαμε να έρθουμε να σας πάρουμε, αντί να καθόμαστε και να σας περιμένουμε». Ο Μάρτιν τού έγνεψε φιλικά. «Α, μάλιστα. Πολύ καλά λοιπόν, σας ευχαριστώ. Συνήθως χρησιμοποιώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οπότε αυτό είναι πολυτέλεια για μένα».
74/499
«Πρέπει να παραλάβετε αποσκευές;» Η Πάουλα κοίταξε διερευνητικά προς τον ιμάντα παραλαβής αποσκευών. «Όχι, όχι, μόνο αυτό εδώ έχω». Έδειξε μια χειραποσκευή την οποία τραβούσε πίσω του. «Ταξιδεύω πάντα με ελάχιστα πράγματα». «Μια τέχνη που δεν έμαθα ποτέ μου» είπε γελώντας η Πάουλα. Η κούραση εξαφανίστηκε για μια στιγμή από το πρόσωπο του άντρα, στο οποίο σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Έπιασαν κουβέντα για τον καιρό μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο. Μπήκαν και ο Μάρτιν ξεκίνησε για τη Φιελμπάκα. «Έχετε... μάθατε μήπως κάτι περισσότερο;» Η φωνή του Άξελ τρεμούλιασε λίγο· σταμάτησε για μια στιγμή για να μπορέσει να συγκεντρωθεί. Η Πάουλα, που καθόταν δίπλα του στο πίσω κάθισμα, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δυστυχώς όχι. Ελπίζουμε ότι θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε εσείς. Θα θέλαμε, για παράδειγμα, να μάθουμε αν ο αδελφός σας είχε εχθρούς. Κάποιους που θα ήθελαν να του κάνουν κακό, ίσως;» Ο Άξελ κούνησε αργά το κεφάλι. «Όχι, όχι, πραγματικά όχι. Ο αδελφός μου ήταν ένας ήρεμος, ήσυχος άνθρωπος και... όχι, είναι παράλογο να σκεφτόμαστε ότι κάποιος θα ήθελε να κάνει κακό στον Έρικ». «Τι γνωρίζετε για τις επαφές του με μια ομάδα που ονομάζεται Σουηδίας Φίλοι;» ρώτησε ο Μάρτιν και κοίταξε κατάματα τον Άξελ από το καθρεφτάκι. «Ώστε διαβάσατε την αλληλογραφία του Έρικ. Με τον Φρανς Ρίνγκχολμ». Ο Άξελ έτριψε τη μύτη του και καθυστέρησε να απαντήσει. Η Πάουλα και ο Μάρτιν περίμεναν υπομονετικά. «Είναι μια περίπλοκη ιστορία που ξεκίνησε πριν από πάρα πολύ καιρό». «Έχουμε αρκετό χρόνο» είπε η Πάουλα δίνοντάς του να καταλάβει ότι περίμενε να ακούσει τη συνέχεια. «Ο Φρανς είναι παιδικός φίλος δικός μου και του Έρικ. Γνωριζόμαστε όλη μας τη ζωή. Αλλά −πώς να το πω;− εμείς διαλέξαμε έναν δρόμο και ο Φρανς έναν άλλο». «Ο Φρανς είναι ακροδεξιός;» Ο Μάρτιν ξανακοίταξε τον Άξελ μέσα από το καθρεφτάκι. Ο Άξελ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, δεν έχω ακριβή στοιχεία για το πώς, πότε και σε ποια έκταση, όμως σε όλη την ενήλικη ζωή του ο Φρανς κινούνταν σε αυτούς τους κύκλους, και συμμετείχε στην ίδρυση αυτών εδώ... των Φίλων της
75/499
Σουηδίας. Είχε προφανώς πολλές επιρροές από την οικογένειά του σχετικά με τις απόψεις αυτές, αλλά όσο τον ήξερα εγώ δεν έδειχνε ποτέ του τέτοιες συμπάθειες. Όμως οι άνθρωποι αλλάζουν». Ο Άξελ κούνησε το κεφάλι. «Για ποιο λόγο νομίζετε ότι αυτή η οργάνωση ένιωθε να απειλείται από τη δραστηριότητα του Έρικ; Απ' ό,τι κατάλαβα δεν ήταν πολιτικοποιημένος. Ήταν ιστορικός, με ειδίκευση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Ο Άξελ αναστέναξε. «Δεν είναι τόσο απλό όταν ασχολείσαι με αυτά τα πράγματα... Δεν μπορείς να ερευνάς τον ναζισμό και να παραμένεις, ή να θεωρείσαι, απολίτικος. Πολλές νεοναζιστικές οργανώσεις πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν υπήρξαν ποτέ, κι έτσι όλες οι προσπάθειες να γράψεις γι’ αυτά και να χαρτογραφήσεις όσα συνέβησαν θεωρούνται απειλή και επίθεση εναντίον αυτών των οργανώσεων. Όπως σας είπα, είναι περίπλοκο». «Και ποια είναι η δική σας συμμετοχή σε αυτό το θέμα; Εσείς έχετε δεχτεί απειλές;» Η Πάουλα τον μελετούσε προσεκτικά. «Φυσικά. Πολύ περισσότερο από τον Έρικ. Σκοπός της ζωής μου ήταν να δουλεύω στο Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ». «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Μάρτιν. «Ένας οργανισμός που εντοπίζει ναζί που έχουν περάσει στην παρανομία και φροντίζει να δικαστούν» απάντησε η Πάουλα. «Σωστά, αυτό κάνει, μεταξύ άλλων» είπε ο Άξελ και έγνεψε. «Οπότε ναι, έχω δεχτεί κι εγώ απειλές». «Έχετε φυλάξει κάποιες από τις απειλητικές επιστολές που έχετε λάβει;» ρώτησε ο Μάρτιν από το μπροστινό κάθισμα. «Είναι όλες στο Κέντρο. Όσοι δουλεύουμε εκεί τους στέλνουμε όλες τις επιστολές που παίρνουμε και τις αρχειοθετούν. Μπορείτε να μιλήσετε μαζί τους, θα σας διαφωτίσουν πλήρως». Έδωσε μια κάρτα στην Πάουλα, η οποία την πήρε και την έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της. «Και οι Φίλοι της Σουηδίας; Έχετε λάβει κάτι από αυτούς;» «Όχι... Δεν νομίζω... Απ' ό,τι θυμάμαι, όχι. Αλλά μπορείτε να το ελέγξετε στο Κέντρο, όπως σας είπα. Έχουν τα πάντα». «Ο Φρανς Ρίνγκχολμ τι σχέση έχει με όλα αυτά; Είπατε ότι ήταν παιδικός σας φίλος, σωστά;» έκανε ο Μάρτιν.
76/499
«Για την ακρίβεια, ήταν παιδικός φίλος του Έρικ. Εγώ ήμουν λίγα χρόνια μεγαλύτερος, οπότε δεν είχαμε ακριβώς τους ίδιους φίλους». «Αλλά ο Έρικ γνώριζε καλά τον Φρανς, έτσι;» Τα καστανά μάτια της Πάουλα τον περιεργάζονταν με ένταση. «Ναι, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχαν σχέσεις». Ήταν προφανές ότι ο Άξελ δεν ένιωθε άνετα με αυτή την κουβέντα. Ανακάθισε. «Μιλάμε για κάτι που έγινε πριν από εξήντα χρόνια. Και γεροντική άνοια να μην πάθεις, η μνήμη είναι πια αρκετά θολή». Χαμογέλασε αχνά και χτύπησε το κεφάλι του με τον δείκτη του. «Κρίνοντας πάντως από τα γράμματα που βρήκαμε, δεν έχουν περάσει τόσο πολλά χρόνια. Ο Φρανς επικοινώνησε επανειλημμένως με τον αδελφό σας, αν μη τι άλλο διά αλληλογραφίας». Ο Άξελ πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του με μια έκφραση αμηχανίας. «Κοιτάξτε, εγώ ζούσα τη ζωή μου και ο αδελφός μου τη δική του. Δεν ξέραμε πάντα τι έκανε ο άλλος. Μόλις πριν από τρία χρόνια εγκατασταθήκαμε και οι δύο μόνιμα −όσον αφορά εμένα, εν μέρει μόνιμα− στη Φιελμπάκα. Ο Έρικ είχε ένα διαμέρισμα στο Γέτεμποργ όλα τα χρόνια που δούλευε εκεί και εγώ ταξίδευα διαρκώς. Αλλά πάντα είχαμε το σπίτι εδώ ως βάση, και όταν κάποιος με ρωτάει πού ζω, απαντάω στη Φιελμπάκα. Τα καλοκαίρια βέβαια πάντα πηγαίνω στο Παρίσι. Δεν αντέχω τον χαμό με τον τουρισμό εδώ. Κατά τ’ άλλα ο αδελφός μου κι εγώ ζούμε πολύ ήρεμα και αρκετά απομονωμένοι. Μόνο η καθαρίστρια μας επισκέπτεται. Το προτιμάμε... το προτιμούσαμε έτσι...» Η φωνή του Άξελ έσπασε. Η Πάουλα αναζήτησε το βλέμμα του Μάρτιν και εκείνος κούνησε ελαφρά το κεφάλι πριν στρέψει ξανά το βλέμμα του στον δρόμο. Κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποια άλλη ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής μιλούσαν βεβιασμένα περί ανέμων και υδάτων. Ο Άξελ έδινε την εντύπωση ότι θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή, και η απογοήτευσή του ήταν ολοφάνερη όταν τελικά έστριψαν στο δρομάκι του σπιτιού του. «Έχετε πρόβλημα να... μείνετε εδώ;» αναγκάστηκε να ρωτήσει η Πάουλα. Ο Άξελ στάθηκε βουβός για λίγο, με το βλέμμα στραμμένο προς το μεγάλο λευκό σπίτι και με τη μικρή τσάντα του στο χέρι. Τελικά είπε:
77/499
«Όχι. Αυτό είναι το σπίτι μου. Και το σπίτι του Έρικ. Εδώ ανήκουμε. Και οι δύο». Χαμογέλασε θλιμμένα και τους χαιρέτησε διά χειραψίας προτού κατευθυνθεί προς την πόρτα. Η Πάουλα τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Απέπνεε μοναξιά.
«Λοιπόν, τα άκουσες όταν επέστρεψες στο σπίτι χτες;» Η Κάριν γέλασε καθώς έσπρωχνε το καρότσι με τον Λούντε. Περπατούσε γρήγορα, και ο Πάτρικ ένιωσε να λαχανιάζει στην προσπάθειά του να ακολουθήσει τον ρυθμό της. «Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι». Μόρφασε όταν σκέφτηκε την υποδοχή που του επιφύλασσε η Ερίκα την προηγούμενη μέρα. Η αλήθεια είναι ότι η γυναίκα του δεν είχε την καλύτερη διάθεση. Και σε κάποιο βαθμό την καταλάβαινε, μια που η Μάγια ήταν δική του ευθύνη τώρα, ώστε να μπορεί η Ερίκα να δουλεύει. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ότι η Ερίκα υπερέβαλλε λίγο. Δεν είχε πάει δα και για διασκέδαση, δουλειές για το σπίτι έκανε. Και πώς να ήξερε ότι η Μάγια, ειδικά χτες, δεν θα κοιμόταν όπως το συνήθιζε; Όχι, ήταν όντως λίγο άδικο που η Ερίκα τού φερόταν ψυχρά όλη την υπόλοιπη μέρα. Από την άλλη, το καλό με την Ερίκα ήταν πως δεν γινόταν μνησίκακη, έτσι σήμερα το πρωί τον είχε φιλήσει ως συνήθως και τα χτεσινά είχαν ξεχαστεί. Αν και ο Πάτρικ δεν τόλμησε να της πει ότι θα είχε παρέα στον περίπατό τους σήμερα. Θα της το έλεγε, εννοείται, αλλά σκέφτηκε να το καθυστερήσει λίγο. Η Ερίκα δεν ήταν ιδιαίτερα ζηλιάρα, αλλά ο περίπατος με την πρώην του ίσως ήταν ένα θέμα που δεν έπρεπε να πέσει στο τραπέζι τη συγκεκριμένη στιγμή. Λες και διάβασε τη σκέψη του, η Κάριν είπε: «Ελπίζω η Ερίκα να μην έχει πρόβλημα που συναντηθήκαμε. Έχουν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από τότε που χωρίσαμε, αλλά ορισμένοι άνθρωποι είναι... λίγο πιο ευαίσθητοι...» «Όχι δα» έκανε ο Πάτρικ, μη θέλοντας να παραδεχτεί τη δειλία του. «Κανένα πρόβλημα. Η Ερίκα δεν έχει τέτοια προβλήματα». «Ωραία. Είναι ωραίο να έχεις λίγη παρέα, αλλά όχι αν αυτό προκαλεί προβλήματα στο σπίτι». «Και ο Λέιφ;» έκανε ο Πάτρικ, σπεύδοντας ν’ αλλάξει κουβέντα. Έσκυψε πάνω από το καρότσι και ίσιωσε το σκουφάκι της Μάγια που είχε πέσει στο
78/499
πλάι. Η Μάγια δεν έδωσε σημασία καθώς ήταν απασχολημένη προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τον Λούντε στο διπλανό καροτσάκι. «Ο Λέιφ...» ρουθούνισε η Κάριν. «Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι θαύμα που ο Λούντε αναγνωρίζει τον Λέιφ. Λείπει συνέχεια σε περιοδείες». Ο Πάτρικ έγνεψε με κατανόηση. Ο άντρας της Κάριν ήταν τραγουδιστής σε χορευτική ορχήστρα, και άνετα μπορούσε να φανταστεί πόσο δύσκολο είναι να είσαι «χήρα» λόγω χορευτικής ορχήστρας. «Ελπίζω να μην υπάρχουν σοβαρά προβλήματα μεταξύ σας». «Μπα, βλεπόμαστε τόσο σπάνια ώστε είναι αδύνατο να δημιουργηθούν προβλήματα» είπε γελώντας η Κάριν, αλλά το γέλιο της ακούστηκε πικρό και ψεύτικο. Ο Πάτρικ ένιωσε ότι δεν του έλεγε όλη την αλήθεια και δεν ήξερε πραγματικά τι να της πει. Ήταν λίγο περίεργο να συζητάει τέτοια πράγματα με την πρώην του. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. «Πάτρικ Χέντστρεμ». «Γεια σου, ο Πέντερσεν είμαι. Τηλεφωνώ σχετικά με τα αποτελέσματα νεκροψίας του Έρικ Φράνκελ. Έχετε, ως συνήθως, πάρει την έκθεση με φαξ, αλλά σκέφτηκα πως θα ήθελες να ακούσεις μια χοντρική περιγραφή από το τηλέφωνο». «Ναι, βέβαια...» Ο Πάτρικ δίστασε ρίχνοντας πρώτα ένα βλέμμα στην Κάριν, η οποία είχε επιβραδύνει το βήμα της για να τον περιμένει. «Μόνο που προς το παρόν έχω άδεια πατρότητας...» «Α, έτσι; Τα συγχαρητήριά μου! Έχεις μια υπέροχη περίοδο μπροστά σου. Εγώ είχα μείνει στο σπίτι μισό χρόνο και με τα δύο παιδιά μου και νομίζω ότι αυτοί ήταν οι καλύτεροι μήνες της ζωής μου». Ο Πάτρικ έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Αυτό δεν το περίμενε από τον σούπερ αποτελεσματικό, απόμακρο και μάλλον ψυχρό παθολογοανατόμο του ιατροδικαστικού τμήματος. Φαντάστηκε τον Πέντερσεν με λευκή ρόμπα γιατρού, να κάθεται σε μια παιδική χαρά και να κατασκευάζει αργά, μεθοδικά και με περισσή ακρίβεια σπιτάκια από άμμο στο σκάμμα. Του ξέφυγε ένα γέλιο και άκουσε ένα τραχύ «Πού είναι το αστείο;». «Τίποτα, τίποτα» αποκρίθηκε ο Πάτρικ κι έκανε νόημα στην απορημένη Κάριν ότι θα της εξηγούσε μετά. «Να σου πω» συνέχισε με σοβαρή φωνή τώρα «μήπως παρ’ όλα αυτά θα μπορούσες να με ενημερώσεις εν συντομία; Είχα
79/499
περάσει από τη σκηνή του εγκλήματος προχτές, και προσπαθώ να μη χάνω επαφή με ό,τι συμβαίνει». «Ναι, βέβαια» είπε ο Πέντερσεν, κάπως χολωμένος ακόμη. «Είναι αρκετά απλό. Ο Έρικ Φράνκελ χτυπήθηκε με ένα βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι. Πιθανότατα ήταν κάτι φτιαγμένο από πέτρα. Υπάρχουν μικρά πέτρινα θραύσματα στην πληγή, κάτι που αποδεικνύει πως η εν λόγω πέτρα πρέπει να ήταν αρκετά πορώδης. Το θύμα πέθανε ακαριαία, καθώς το χτύπημα στον δεξιό κρόταφο προκάλεσε εκτενή αιμορραγία στον εγκέφαλο». «Έχεις κάποια ιδέα από ποιο σημείο ήρθε το χτύπημα; Από πίσω; Από μπροστά;» «Εκτιμώ ότι ο δράστης στεκόταν μπροστά του. Και κατά πάσα πιθανότητα είναι δεξιόχειρας, και είναι φυσικότερο για έναν δεξιόχειρα να χτυπάει από τα δεξιά. Για έναν αριστερόχειρα αυτό θα ήταν εξαιρετικά άβολο». «Και το αντικείμενο με το οποίο χτυπήθηκε; Τι θα μπορούσε να είναι;» Ο Πάτρικ άκουσε την ανυπομονησία στη φωνή του. Το να μιλάει για μια υπόθεση ήταν μια πολύ οικεία και φυσική ασχολία γι’ αυτόν. «Αυτό είναι δική σας δουλειά να το βρείτε. Βαρύ πέτρινο αντικείμενο. Ωστόσο, το κρανίο δεν φαίνεται να χτυπήθηκε με κάποια αιχμηρή άκρη, το τραύμα έχει περισσότερο τον χαρακτήρα συντριπτικού τραύματος». «Εντάξει, τότε έχουμε κάτι για να προχωρήσουμε». «Έχουμε;» έκανε ο Πέντερσεν, με σαρκαστικό τόνο. «Εσύ έχεις άδεια πατρότητας, έτσι δεν είπες;» «Ε... ναι, βέβαια» είπε ο Πάτρικ και έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Θα τηλεφωνήσεις υποθέτω στο τμήμα και θα τους δώσεις αυτά τα στοιχεία». «Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, πρέπει να το κάνω» είπε ο Πέντερσεν. «Τι λες, να πιάσω τον ταύρο από τα κέρατα και να τηλεφωνήσω στον Μέλμπεργ; Ή έχεις κάποια άλλη πρόταση;» «Πάρε τον Μάρτιν» είπε ο Πάτρικ αυθόρμητα και ο Πέντερσεν χαχάνισε. «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Σε ευχαριστώ πάντως για τη συμβουλή. Αλλά... δεν θα με ρωτήσεις πότε πέθανε;» «Ναι, δίκιο έχεις, πότε πέθανε;» Η φωνή του Πάτρικ ακούστηκε πάλι ανυπόμονη. Η Κάριν τον κοίταξε ξανά.
80/499
«Αδύνατο να πει κανείς με ακρίβεια. Έμεινε πάρα πολύ καιρό σε θερμό περιβάλλον. Αλλά η κατά προσέγγιση εκτίμησή μου είναι πριν από δύο έως τρεις μήνες. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε κάπου στον Ιούνιο». «Δεν μπορείς να γίνεις πιο ακριβής;» Ο Πάτρικ ήξερε την απάντηση στην ερώτησή του προτού την κάνει. «Δεν είμαστε μάγοι εδώ. Δεν έχουμε κρυστάλλινη σφαίρα. Τον Ιούνιο. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που μπορείς να πάρεις στην παρούσα κατάσταση. Κι αυτό το κατάλαβα από το είδος των μυγών καθώς και από το πόσες γενιές μυγών και προνυμφών παρήχθησαν. Με αυτά τα δεδομένα και από το στάδιο σήψης κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πέθανε πιθανώς τον Ιούνιο. Δική σας δουλειά είναι να έρθετε πιο κοντά στην ακριβή ημερομηνία θανάτου. Ή μάλλον, δουλειά των συναδέλφων σου». Ο Πέντερσεν γέλασε. Ο Πάτρικ δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε τον είχε ξανακούσει να γελάει. Και μάλιστα γέλασε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους. Εις βάρος του. Αλλά ίσως κάτι τέτοιο να χρειαζόταν ο Πέντερσεν για να γελάσει. Ο Πάτρικ έκλεισε το τηλέφωνο ύστερα από τις συνήθεις ευχαριστίες. «Δουλειά;» ρώτησε η Κάριν γεμάτη περιέργεια. «Ναι, είναι μια έρευνα που κάνουμε αυτό τον καιρό». «Ο γέρος που βρέθηκε νεκρός τη Δευτέρα;» «Χαίρομαι που ακούω ότι ο μηχανισμός του κουτσομπολιού λειτουργεί άψογα, ως συνήθως» είπε ο Πάτρικ. Η Κάριν είχε ανοίξει ξανά το βήμα της, και ο Πάτρικ άρχισε να σιγοτρέχει για να την προλάβει. Ένα κόκκινο αυτοκίνητο τους προσπέρασε. Ύστερα από εκατό μέτρα επιβράδυνε και φάνηκε πως ο οδηγός του κοιτούσε πίσω από το καθρεφτάκι. Μετά έκανε όπισθεν, και ο Πάτρικ βλαστήμησε από μέσα του. Είδε ότι ήταν το αυτοκίνητο της μητέρας του. «Γεια σας, γεια σας. Βγήκατε βόλτα παρέα;» Η Κριστίνα είχε κατεβάσει το τζάμι του παραθύρου και κοιτούσε ξαφνιασμένη τον Πάτρικ και την Κάριν. «Γεια σου, Κριστίνα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» Η Κάριν έσκυψε προς το ανοιχτό παράθυρο. «Μετακόμισα στη Φιελμπάκα και συνάντησα τυχαία τον Πάτρικ. Ανακαλύψαμε ότι είμαστε και οι δύο σε άδεια και δεν θα μας έκανε κακό λίγη παρέα. Έχω κι εγώ ένα παιδάκι, τον μικρό Λούντβιγκ». Η Κάριν έδειξε προς το καροτσάκι. Η Κριστίνα έσκυψε μπροστά και μόλις είδε το μωρό της Κάριν έβγαλε εκείνα τα ακατάληπτα γουργουρίσματα όπως συνήθιζε.
81/499
«Τι ωραία» είπε η Κριστίνα με μια φωνή που έκανε το στομάχι του Πάτρικ να σφιχτεί. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του που έκανε το σφίξιμο πιο επώδυνο. Δίχως να θέλει να μάθει την απάντηση ρώτησε: «Και για πού το έβαλες εσύ;» «Σε εσάς έλεγα να έρθω. Καιρό έχω να σας επισκεφτώ. Σας έφτιαξα και μερικά καλούδια». Έδειξε χαρούμενη μια σακούλα με κουλουράκια και ένα κέικ που ήταν δίπλα της στη θέση του συνοδηγού. «Η Ερίκα δουλεύει...» έκανε ο Πάτρικ σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την αποτρέψει, αν και ήξερε ότι δεν είχε νόημα. Η Κριστίνα έβαλε πρώτη. «Ακόμα καλύτερα. Σίγουρα θα χαρεί που θα κάνει ένα διάλειμμα για καφέ. Θα επιστρέψετε κι εσείς σύντομα, έτσι δεν είναι;» Κούνησε το χέρι της στη Μάγια. Εκείνη της ανταπέδωσε χαρωπά τον χαιρετισμό κουνώντας το δικό της. «Ναι, ναι, βέβαια» είπε ο Πάτρικ και προσπάθησε να σκεφτεί έναν καλό τρόπο να πει στη μητέρα του να μην αποκαλύψει τίποτα για την παρέα του στον περίπατο. Αλλά ένιωθε το μυαλό του εντελώς άδειο. Σήκωσε παραιτημένος το χέρι και τη χαιρέτησε. Με έναν κόμπο στο στομάχι είδε τη μητέρα του να απομακρύνεται με ταχύτητα προς την κατεύθυνση του Σέλβικ. Σίγουρα θα έπρεπε να δώσει πολλές εξηγήσεις επιστρέφοντας.
Το βιβλίο πήγαινε καλά. Είχε γράψει τέσσερις σελίδες από το πρωί και τώρα τεντωνόταν ικανοποιημένη στην καρέκλα του γραφείου. Ο χτεσινός θυμός της είχε καταλαγιάσει και τώρα, εκ των υστέρων βέβαια, πίστευε ότι ίσως είχε αντιδράσει υπερβολικά. Θα αποζημίωνε τον Πάτρικ απόψε. Θα έφτιαχνε κάτι καλό για βραδινό. Ενόψει του γάμου είχαν κάνει δίαιτα και είχαν χάσει και οι δυο τους μερικά κιλά, αλλά τώρα είχαν επιστρέψει στις καθημερινές τους συνήθειες. Και καμιά φορά επέτρεπαν στον εαυτό τους κάποια πολυτέλεια. Ίσως να έφτιαχνε ψαρονέφρι με σος γκοργκοντζόλα. Άρεσε και στον Πάτρικ. Η Ερίκα εγκατέλειψε τη σκέψη του φαγητού και τεντώθηκε για να πιάσει τα ημερολόγια της μητέρας της. Κανονικά έπρεπε να καθίσει και να τα διαβάσει μια κι έξω, αλλά δεν της είχε βγει ακόμη. Έτσι, τα διάβαζε σιγά σιγά. Σε μικρές δόσεις. Φευγαλέες ματιές στον κόσμο της μητέρας της. Ανέβασε τα πόδια της στο γραφείο και άρχισε την επίπονη διαδικασία αποκρυπτογράφησης του
82/499
παλιομοδίτικου, περίτεχνου γραφικού χαρακτήρα. Μέχρι τώρα είχε διαβάσει για τις καθημερινές δουλειές στο σπίτι, πώς βοηθούσε η μητέρα της τη γιαγιά της, κάποιες σκέψεις για το μέλλον, ανησυχία για τον παππού της Ερίκα που ήταν στη θάλασσα συνεχώς, καθημερινή και σχόλη. Οι σκέψεις για τη ζωή παρουσιάζονταν μέσα από το αφελές και αθώο πρίσμα μιας έφηβης, και η Ερίκα δυσκολευόταν να συνδυάσει εκείνη την κοριτσίστικη φωνή που έβγαινε από το κείμενο με τη σκληρή φωνή της μητέρας της, η οποία δεν ξεστόμισε ποτέ έναν τρυφερό λόγο ούτε έδειξε την αγάπη της στην ίδια ή στην Άννα. Μόνο αυστηρή ανατροφή και αποστασιοποίηση. Στην επόμενη σελίδα η Ερίκα ανακάθισε απότομα στη θέση της. Είχε δει ένα γνώριμο όνομα. Ή μάλλον δύο. Η Έλσι έγραφε ότι είχε πάει στο σπίτι του Έρικ και του Άξελ μια φορά που έλειπαν οι γονείς τους. Το κείμενο ήταν κυρίως μια λυρική περιγραφή της φοβερά εντυπωσιακής, απ' ό,τι φαινόταν, βιβλιοθήκης του πατέρα τους, αλλά η Ερίκα πρόσεξε αυτά τα δύο ονόματα. Ο Έρικ και ο Άξελ. Πρέπει να ήταν ο Έρικ και ο Άξελ Φράνκελ. Διάβασε με ανυπομονησία τα πάντα για την επίσκεψη και από το ύφος κατάλαβε ότι συναντιούνταν συχνά. Η Έλσι και ο Έρικ, και άλλοι δύο νέοι που λέγονταν Μπρίτα και Φρανς. Η Ερίκα έψαξε στη μνήμη της. Όχι, δεν είχε ακούσει ποτέ τη μητέρα της να μιλάει για κάποιον από αυτούς. Ήταν απολύτως σίγουρη. Στο ημερολόγιο ο Άξελ εμφανιζόταν σχεδόν σαν μυθικός ήρωας. Η Έλσι τον περιέγραφε ως «απίστευτα θαρραλέο και σχεδόν εξίσου όμορφο με τον Έρολ Φλιν». Μήπως η μητέρα της ήταν ερωτευμένη με τον Άξελ Φράνκελ; Όχι, η περιγραφή δεν της έδινε αυτή την αίσθηση. Αλλά ήταν φανερό ότι έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για εκείνον. Η Ερίκα ακούμπησε το ημερολόγιο στο γόνατό της και βυθίστηκε σε σκέψεις. Γιατί ο Έρικ Φράνκελ δεν είχε αναφέρει ότι γνωριζόταν με τη μητέρα της όταν ήταν νέοι; Άλλωστε του είχε πει πού βρήκε το μετάλλιο και σε ποιον ανήκε. Κι όμως εκείνος δεν είχε πει τίποτα. Η Ερίκα θυμήθηκε ξανά την παράξενη σιωπή. Είχε δίκιο. Ο Έρικ τής είχε αποκρύψει κάτι. Ένα διαπεραστικό κουδούνισμα από κάτω διέκοψε τις σκέψεις της. Κατέβασε τα πόδια της από το γραφείο και έσπρωξε πίσω την καρέκλα του γραφείου με έναν αναστεναγμό. Ποιος να ήταν; Ένα «Καλημέρα» από το χολ έλυσε μεμιάς την απορία της. Η Ερίκα αναστέναξε ξανά, με μεγαλύτερη ένταση τώρα. Η Κριστίνα. Η πεθερά της. Πήρε βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα και
83/499
κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. «Καλημέρα» ακούστηκε ξανά, πιο επίμονα, και η Ερίκα ένιωσε να σφίγγει τα δόντια της εκνευρισμένη. «Καλημέρα» έκανε κι εκείνη, όσο πιο πρόσχαρα μπορούσε, αλλά κατάλαβε και η ίδια πόσο βεβιασμένη ακούστηκε η φωνή της. Ευτυχώς που η Κριστίνα δεν αντιλαμβανόταν τις αποχρώσεις της φωνής. «Να με κι εγώ!» αναφώνησε χαρούμενα η πεθερά και κρέμασε το μπουφάν της. «Έχω φέρει λίγα κουλουράκια για τον καφέ. Τα έφτιαξα μόνη μου. Σκέφτηκα ότι θα σας άρεσαν, μια που εσείς οι σημερινές γυναίκες καριέρας δεν έχετε χρόνο για τέτοια». Η Κριστίνα είχε ένα απίστευτο ταλέντο να κάνει συγκαλυμμένη κριτική. Η Ερίκα αναρωτιόταν συχνά αν αυτό το ταλέντο το είχε εκ γενετής ή αν το απέκτησε με πολύχρονη εξάσκηση. Προφανώς θα ήταν ένας συνδυασμός και των δύο, κατέληγε πάντα. «Α, σε ευχαριστώ» είπε ευγενικά και πήγε στην κουζίνα όπου η Κριστίνα στεκόταν ήδη και ετοίμαζε καφέ λες και το σπίτι ήταν δικό της και όχι της Ερίκα. «Κάθισε εσύ, θα ετοιμάσω εγώ» είπε στην πεθερά της. «Δεν πειράζει, ξέρω πού βρίσκεται το καθετί εδώ μέσα». «Ναι, αυτό είναι αλήθεια» είπε η Ερίκα, ελπίζοντας να μην αντιληφθεί η Κριστίνα τον σαρκασμό. «Ο Πάτρικ και η Μάγια έχουν βγει βόλτα. Μάλλον θα αργήσουν να επιστρέψουν» συνέχισε, ελπίζοντας ότι αυτό θα έκανε την πεθερά της να μείνει λίγο. «Ναι, το ξέρω ότι έχουν βγει» είπε η Κριστίνα και προσπάθησε να μετρήσει τις δόσεις καφέ που έβαζε. «Δύο, τρία, τέσσερα...» Έβαλε ξανά τον μικρό δοσομετρητή στο κουτί με τον καφέ και έστρεψε την προσοχή της στην Ερίκα. «Αλλά όπου να ’ναι θα γυρίσουν. Τους είδα καθώς ερχόμουν. Χάρηκα που μετακόμισε και η Κάριν εδώ, για να έχει και ο Πάτρικ λίγη παρέα στον περίπατο. Είναι τόσο βαρετό να περπατάς μόνος σου, ειδικά αν είσαι άνθρωπος σαν τον Πάτρικ, που έχει συνηθίσει να δουλεύει και να είναι χρήσιμος. Απ' ό,τι κατάλαβα, ήταν και οι δύο πολύ χαρούμενοι που συναντήθηκαν». Η Ερίκα κοιτούσε την Κριστίνα προσπαθώντας να επεξεργαστεί την πληροφορία που μόλις είχε ακούσει. Αλλά δεν της έλεγε τίποτα. Κάριν; Συναντήθηκαν; Ποια Κάριν;
84/499
Τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι ο Πάτρικ, το μυαλό της Ερίκα ξεκόλλησε επιτέλους. Α, αυτή η Κάριν... Ο Πάτρικ χαμογελούσε αμήχανα και έπειτα από μια στιγμή σιωπής γεμάτη ένταση είπε: «Α, τι ωραία, θα πιούμε καφεδάκι».
Είχαν συγκεντρωθεί για ενημέρωση στην κουζίνα του αστυνομικού τμήματος. Η ώρα για το μεσημεριανό πλησίαζε, και το στομάχι του Μέλμπεργ διαμαρτυρόταν έντονα. «Λοιπόν, τι έχουμε μέχρι τώρα;» Πήρε ένα από τα κουλουράκια που η Άνικα είχε βάλει σε ένα πιάτο στο τραπέζι. Ένα μεζεδάκι πριν από το μεσημεριανό. «Πάουλα και Μάρτιν; Μιλήσατε με τον αδελφό του θύματος το πρωί. Μάθατε κάτι ενδιαφέρον;» Όσο μιλούσε μασουλούσε το κουλουράκι, και ψίχουλα πετάγονταν στο τραπέζι. «Ναι, πήγαμε και τον πήραμε από το Λαντβέτερ το πρωί» είπε η Πάουλα. «Αλλά απ' ό,τι φαίνεται, δεν ξέρει και πολλά. Τον ρωτήσαμε για τα γράμματα που βρήκαμε από τους Φίλους της Σουηδίας, αλλά το μόνο που μπόρεσε να μας πει σχετικά με το θέμα ήταν ότι ο Φρανς Ρίνγκχολμ ήταν παιδικός φίλος του Έρικ. Όμως δεν είχε ιδέα για ιδιαίτερες απειλές από τη συγκεκριμένη οργάνωση, παρόλο που τόνισε πως αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, εξαιτίας των ενδιαφερόντων του Έρικ, καθώς και των δικών του». «Ο Άξελ έχει δεχτεί ποτέ απειλές;» ρώτησε ο Μέλμπεργ και ψέκασε το τραπέζι με περισσότερα ψίχουλα. «Καταπώς φαίνεται αρκετές φορές». Είχε πάρει ο Μάρτιν τον λόγο. «Αλλά αυτές τις απειλές τις αρχειοθετεί η οργάνωση στην οποία δουλεύει». «Δηλαδή, δεν ξέρει αν έχει λάβει κι αυτός γράμματα από τους Φίλους της Σουηδίας;» Η Πάουλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν πρέπει να έχει ιδέα. Και τον καταλαβαίνω, εδώ που τα λέμε. Πρέπει να του στέλνουν ένα κάρο τέτοιες ηλίθιες επιστολές, οπότε γιατί να ασχολείται ο ίδιος;» «Τι εντύπωση σας έδωσε; Έχω ακούσει ότι στα νιάτα του θεωρούνταν σχεδόν ήρωας». Η Άνικα κοίταξε με περιέργεια τον Μάρτιν και την Πάουλα.
85/499
«Είναι ένας πολύ κομψός, αξιοπρεπής ηλικιωμένος κύριος» είπε η Πάουλα. «Αλλά και εξαιρετικά καταβεβλημένος λόγω των περιστάσεων. Μου φάνηκε πάρα πολύ στενοχωρημένος για τον θάνατο του αδελφού του, δεν ξέρω αν κατάλαβες κι εσύ το ίδιο». Στράφηκε στον Μάρτιν, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. «Ναι, συμφωνώ». «Υποθέτω ότι θα ανακρίνετε ξανά τον Άξελ Φράνκελ» είπε ο Μέλμπεργ και κοίταξε τον Μάρτιν. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήρθες σε επαφή με τον Πέντερσεν, σωστά;» Καθάρισε τον λαιμό του. «Μου φαίνεται παράξενο που δεν θέλησε να μιλήσει μαζί μου». Ο Μάρτιν ξερόβηξε. «Νομίζω ότι είχες βγάλει βόλτα τον σκύλο όταν τηλεφώνησε. Σίγουρα η πρώτη του σκέψη ήταν να τα πει σ’ εσένα». «Χμ, ναι, ίσως έχεις δίκιο. Τέλος πάντων, συνέχισε. Τι σου είπε;» Ο Μάρτιν επανέλαβε συνοπτικά όσα του είχε αναφέρει ο Πέντερσεν για το τραύμα του θύματος και δεν μπόρεσε να μη γελάσει τελικά όταν είπε: «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο Πέντερσεν τηλεφώνησε στον Πάτρικ, ο οποίος μάλλον δεν είναι πολύ χαρούμενος με την παραμονή του στο σπίτι. Ο Πέντερσεν του έκανε αναλυτική ενημέρωση, και με το σκεπτικό ότι δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να τον πείσουμε να μας ακολουθήσει στη σκηνή του εγκλήματος, μάλλον θα εμφανιστεί κι εδώ σύντομα, προφανώς με τη Μάγια». Η Άνικα γέλασε. «Ναι, μίλησα μαζί του χτες και είπε κάπως διπλωματικά ότι θα του πάρει λίγο καιρό ακόμη να συνηθίσει την αλλαγή». «Το πιστεύω» είπε ο Μέλμπεργ και ρουθούνισε. «Ηλίθια επινόηση αυτό το πράγμα. Ολόκληρος άντρας και κάθεται να αλλάζει πάνες και να μαγειρεύει. Παλιότερα οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες. Η δική μας γενιά γλίτωσε αυτές τις βλακείες. Στον καιρό μου οι άντρες έκαναν τα πράγματα που τους ταίριαζαν καλύτερα, ενώ οι γυναίκες φρόντιζαν τα παιδιά». «Εγώ ευχαρίστως θα άλλαζα πάνες» είπε ήρεμα ο Γιέστα με το βλέμμα καρφωμένο στο τραπέζι. Ο Μάρτιν και η Άνικα τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι, αλλά αμέσως θυμήθηκαν κάτι που είχαν μάθει πολύ πρόσφατα. Ο Γιέστα και η συγχωρεμένη η γυναίκα του είχαν αποκτήσει κάποτε έναν γιο που πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Και δεν είχαν κάνει άλλα παιδιά. Έμειναν σιωπηλοί μερικές στιγμές, αποφεύγοντας να κοιτάξουν τον Γιέστα. Έπειτα η Άνικα είπε:
86/499
«Ναι, κι εγώ πιστεύω ότι είναι καλύτερα τώρα. Για να βλέπετε κι εσείς οι άντρες πόση δουλειά έχει ένα παιδί. Δικά μου παιδιά δεν έχω», τώρα ήταν η σειρά της Άνικα να πάρει μια θλιμμένη έκφραση, «αλλά έχουν όλες οι φίλες μου, και δεν νομίζω ότι όλη μέρα κάθονται και χαζεύουν επειδή είναι στο σπίτι με παιδιά. Οπότε καλό θα του κάνει και του Πάτρικ αυτή η άδεια». «Εμένα πάντως δεν πρόκειται να με πείσεις ποτέ γι’ αυτό» είπε ο Μέλμπεργ. Ζάρωσε το μέτωπό του και κοίταξε τα χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του στο τραπέζι. Τίναξε από πάνω τους ένα σωρό ψίχουλα και διάβασε μερικές αράδες προτού μιλήσει. «Έχω εδώ την έκθεση από τον Τούρμπγιερν και τους άντρες του...» «Και τις γυναίκες» πρόσθεσε η Άνικα. Ο Μέλμπεργ αναστέναξε επιδεικτικά. «Και τις γυναίκες, λοιπόν... Μα τι διάολο πάθατε σήμερα και ξεθάψατε το τσεκούρι του φεμινιστικού πολέμου; Θα συνεχίσουμε την έρευνά μας ή θα τραγουδήσουμε το “Κουμπαγιά” και θα μιλήσουμε για την Γκούντρουν Σίμαν;»[2] Κούνησε το κεφάλι του και εξακολούθησε να μιλάει. «Όπως είπα, έχω εδώ την έκθεση από τον Τούρμπγιερν και το τεχνικό τμήμα του. Μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις “μηδέν εκπλήξεις”. Υπάρχουν αρκετά ίχνη παπουτσιών και δακτυλικά αποτυπώματα, και πρέπει φυσικά να τα ελέγξουμε όλα. Γιέστα, φρόντισε να πάρεις τα αποτυπώματα όσων πέρασαν αποκεί, και καλό θα ήταν να έπαιρνες και του αδελφού. Κατά τ’ άλλα...» έριξε ξανά μια ματιά στα χαρτιά και γρύλισε «ναι, είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι το θύμα δέχτηκε ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο». «Όχι περισσότερα, δηλαδή, αλλά μόνο ένα» έκανε η Πάουλα. «Χμ, ναι, ακριβώς. Ένα χτύπημα, αν κρίνει κανείς από τα ίχνη αίματος στους τοίχους. Συζήτησα την έκθεση με τον Τούρμπγιερν στο τηλέφωνο και τον ρώτησα ακριβώς αυτό, και μπορεί να το δει κανείς καθαρά αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο πιτσιλίστηκαν οι τοίχοι από το αίμα. Βέβαια, αυτά τα ξέρουν καλά οι τεχνικοί, αλλά το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο, εν πάση περιπτώσει − ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι». «Ναι, και συμφωνεί απολύτως με τα αποτελέσματα της νεκροψίας» είπε ο Μάρτιν και έγνεψε. «Και το αντικείμενο; Ο Πέντερσεν πιστεύει ότι πρόκειται για ένα βαρύ αντικείμενο».
87/499
«Ακριβώς!» είπε ο Μέλμπεργ θριαμβευτικά και έβαλε το δάχτυλό του κάπου στη μέση του εγγράφου. «Κάτω από το γραφείο βρέθηκε μια βαριά πέτρινη προτομή. Πάνω της υπήρχαν αίμα, τρίχες και φαιά ουσία, και είμαι πεπεισμένος ότι τα υπολείμματα πέτρας που βρήκε ο Πέντερσεν στο τραύμα θα ταιριάζουν με την πέτρα από την οποία είναι φτιαγμένη η προτομή». «Με άλλα λόγια, έχουμε το όπλο του εγκλήματος. Κάτι είναι κι αυτό» είπε ο Γιέστα βλοσυρά και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του, που είχε κρυώσει πλέον. Ο Μέλμπεργ κοίταξε τους υφισταμένους του γύρω από το τραπέζι. «Λοιπόν, έχετε κάποια πρόταση για το πώς θα συνεχίσουμε;» Το είπε με τέτοιο τρόπο λες και ο ίδιος είχε ήδη μια μεγάλη λίστα με τις κατάλληλες κινήσεις για την έρευνα. Πράγμα που δεν ίσχυε. «Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε στον Φρανς Ρίνγκχολμ. Να μάθουμε περισσότερα για εκείνες τις απειλές». «Και επίσης να μιλήσουμε με όσους ζουν εκεί γύρω, να δούμε αν κάποιος είχε παρατηρήσει κάτι παράξενο την περίοδο που έγινε η δολοφονία» συνέχισε η Πάουλα. Η Άνικα σήκωσε το βλέμμα της από το σημειωματάριό της. «Κάποιος θα πρέπει επίσης να έρθει σε επαφή με την καθαρίστρια που είχαν τα δύο αδέλφια. Να μάθει πότε πήγε στο σπίτι τελευταία φορά, αν συνάντησε τον Έρικ και γιατί δεν πήγε να καθαρίσει όλο το καλοκαίρι». «Ωραία» είπε ο Μέλμπεργ και έγνεψε. «Λοιπόν, γιατί είστε εδώ ακόμη; Πηγαίνετε έξω να δουλέψετε!» Κάρφωσε το βλέμμα του στους αστυνομικούς και δεν το πήρε από πάνω τους μέχρι που βγήκαν από την κουζίνα. Μετά άπλωσε το χέρι του και πήρε άλλο ένα κουλουράκι. Κατανομή εργασίας. Αυτό σήμαινε ηγετική ικανότητα.
Όλοι συμφωνούσαν ότι η παρακολούθηση των μαθημάτων ήταν άσκοπη σπατάλη χρόνου, γι’ αυτό και στην τάξη εμφανίζονταν σποραδικά, όταν είχαν όρεξη. Κάτι που δεν συνέβαινε συχνά. Σήμερα είχαν συναντηθεί κατά τις δέκα. Δεν υπήρχαν και πολλά να κάνουν στο Τανουμσχέντε. Ως επί το πλείστον άραζαν και κουβέντιαζαν. Και κάπνιζαν.
88/499
«Άκουσες για εκείνο τον κωλόγερο στη Φιελμπάκα;» Ο Νίκε τράβηξε μια βαθιά τζούρα και γέλασε. «Σίγουρα ο παππούς σου και οι κολλητοί του τον καθάρισαν». Η Βανέσα ρουθούνισε. «Σιγά» είπε με ξινισμένο ύφος ο Περ, αλλά όχι δίχως κάποια περηφάνια. «Ο παππούς δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που έγινε. Δεν θα διακινδύνευε να μπει στη στενή για έναν γέρο. Οι Φίλοι της Σουηδίας έχουν καλύτερους και υψηλότερους στόχους». «Μίλησες με τον γέρο ή ακόμη; Τον ρώτησες αν μπορούμε να έρθουμε σε κάποια συγκέντρωση;» Τώρα ο Νίκε δεν γελούσε. Είχε μια έκφραση ανυπομονησίας στο πρόσωπό του. «Όχι ακόμη...» αποκρίθηκε απρόθυμα ο Περ. Είχε ιδιαίτερο κύρος στην παρέα γιατί ήταν εγγονός του Φρανς Ρίνγκχολμ, και σε μια στιγμή αδυναμίας είχε υποσχεθεί στους άλλους ότι θα προσπαθούσε να τους πάρει μαζί του σε μια από τις συναντήσεις που γίνονταν κάπου στην Ουντεβάλα. Αλλά τελικά η ευκαιρία δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ. Άλλωστε ήξερε τι θα του απαντούσε ο παππούς του. Ότι ήταν ακόμη πολύ νέοι. Ότι χρειάζονταν κάνα δυο χρόνια για «να αναπτύξουν πλήρως τις δυνατότητές τους». Ο Περ δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που χρειαζόταν να αναπτυχθεί. Αντιλαμβάνονταν τα πράγματα εξίσου καλά με τους μεγαλύτερους οι οποίοι είχαν γίνει δεκτοί. Στο κάτω κάτω, τα πράγματα ήταν απλά. Τι ήταν αυτό που δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν; Αυτό ακριβώς του άρεσε. Ότι όλα ήταν τόσο απλά. Δεν υπήρχαν γκρίζες ζώνες. Ο Περ δεν καταλάβαινε γιατί ο κόσμος περιέπλεκε τόσο πολύ τα πράγματα, τα μελετούσε από τη μια, τα μελετούσε από την άλλη, όταν όλα ήταν τόσο απλά. Εμείς εναντίον των άλλων. Αυτό ήταν το όλο θέμα. Εμείς και οι άλλοι. Κι αν κάθονταν στ’ αυγά τους και έκαναν τη δουλειά τους δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Επέμεναν όμως να μπαίνουν στα δικά τους χωράφια. Επέμεναν να παραβιάζουν τα όρια που έπρεπε να είναι προφανή σε όλους. Άλλωστε η διαφορά ήταν σαφής. Λευκό ή κίτρινο. Λευκό ή καφετί. Λευκό ή εκείνο το αηδιαστικό μαυρομπλέ χρώμα που είχαν όσοι προέρχονταν από τα σκοτεινότερα, αρχέγονα δράση της Αφρικής. Τόσο απλά ήταν όλα, ρε γαμώτο. Αν και τώρα πια δεν ήταν τόσο εύκολο να δει κανείς τη διαφορά. Όλα είχαν καταστραφεί, είχαν μπερδευτεί, είχαν μπουρδουκλωθεί. Κοίταξε τους φίλους του που ήταν αραγμένοι νωχελικά στο παγκάκι δίπλα του. Ήξερε άραγε ποια
89/499
ήταν η πραγματική τους καταγωγή; Ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε κάνει κάποια από τις πουτάνες στο σόι τους. Ίσως να έτρεχε ακάθαρτο αίμα και στις δικές τους φλέβες. Ο Περ ανατρίχιασε σε αυτή τη σκέψη. Ο Νίκε τού έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Τι διάολο σου συμβαίνει; Φαίνεσαι σαν να έφαγες κάτι που σε πείραξε». Ο Περ ρουθούνισε. «Δεν τρέχει τίποτα». Αλλά η σκέψη και η αηδία δεν έλεγαν να τον αφήσουν. Έσβησε το τσιγάρο του. «Ελάτε, πάμε πάνω στο καφέ. Θα μας πιάσει κατάθλιψη εδώ πέρα». Έγνεψε με το κεφάλι προς το κτίριο του σχολείου και ξεκίνησε να περπατά με βήμα γοργό δίχως να περιμένει να δει αν οι άλλοι τον ακολουθούσαν. Ήξερε ότι τον ακολουθούσαν. Για μια στιγμή σκέφτηκε τον δολοφονημένο άντρα. Μετά ανασήκωσε τους ώμους με αδιαφορία. Δεν ήταν δα σημαντικός.
Φιελμπάκα 1943
Όσο έτρωγαν ακουγόταν εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος των μαχαιροπίρουνων πάνω στα πιάτα. Και οι τρεις προσπαθούσαν να μη ρίχνουν λοξές ματιές στην άδεια καρέκλα. Αλλά κανένας τους δεν τα κατάφερνε τόσο καλά. «Μα να πρέπει να φύγει τόσο σύντομα...» Η Γέρτρουντ έδωσε το μπολ με τις πατάτες στον Έρικ, ο οποίος έβαλε άλλη μια πατάτα στο πιάτο του που ήταν ήδη γεμάτο. Ήταν πιο απλό έτσι. Αλλιώς η μάνα του δεν θα έβαζε γλώσσα μέσα μέχρι να τον αναγκάσει να πάρει κι άλλο. Αλλά μόλις κοίταξε το ξέχειλο πιάτο του αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να τα φάει όλα αυτά. Το φαγητό δεν τον ενδιέφερε. Έτρωγε απλώς και μόνο επειδή ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Και επειδή η μητέρα του έλεγε πως ντρεπόταν να τον βλέπει ο κόσμος τόσο λιπόσαρκο. Θα πίστευαν ότι δεν τον τάιζε, έλεγε. Ο Άξελ, από την άλλη, έτρωγε τα πάντα με μοναδική όρεξη. Ο Έρικ έριξε μια λοξή ματιά στην άδεια καρέκλα, ενώ έφερνε απρόθυμα το πιρούνι στο στόμα. Ένιωθε το φαγητό να διογκώνεται μέσα του και να τον πνίγει. Η σάλτσα μετέτρεπε τις πατάτες σε ένα υγρό συνονθύλευμα, κι εκείνος ανοιγόκλεινε μηχανικά τα σαγόνια του για να διώξει την μπουκιά από το στόμα το συντομότερο δυνατόν. «Πρέπει να κάνει τη δουλειά του». Ο Χιούγκο Φράνκελ κοίταξε αυστηρά τη σύζυγό του. Ωστόσο, και το δικό του βλέμμα στράφηκε στην καρέκλα του Άξελ, απέναντι από τον Έρικ. «Απλώς σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να καθίσει μερικές μέρες στο σπίτι για να ηρεμήσει». «Αυτό θα το αποφασίσει μόνος του. Κανείς δεν μπορεί να πει στον Άξελ τι να κάνει πέρα από τον ίδιο τον Άξελ» είπε ο Χιούγκο φουσκώνοντας από
91/499
περηφάνια· ο Έρικ ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος. Του συνέβαινε συχνά όταν η μητέρα και ο πατέρας μιλούσαν για τον Άξελ. Μερικές φορές ο Έρικ ένιωθε ότι ήταν αόρατος. Σαν να ήταν απλώς μια σκιά στην οικογένεια, μια σκιά του υψηλόφρονα, φωτεινού Άξελ, ο οποίος γινόταν πάντα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, χωρίς να χρειάζεται να παλέψει γι’ αυτό. Έβαλε απρόθυμα μια μπουκιά στο στόμα. Ευχόταν να τελειώσει αυτό το γεύμα, για να αποσυρθεί στο δωμάτιό του και να διαβάσει. Κατά προτίμηση ιστορικά βιβλία. Υπήρχε κάτι σε όλα αυτά τα γεγονότα, στα ονόματα, στις χρονολογίες, στους τόπους, το οποίο τον συνάρπαζε. Τα βιβλία δεν άλλαζαν ποτέ. Μπορούσε να τα εμπιστευτεί, να βασιστεί πάνω τους. Ο Άξελ δεν ήταν πολύ του διαβάσματος, αλλά περιέργως είχε βγάλει το σχολείο με άριστα. Και ο Έρικ είχε καλούς βαθμούς, αλλά έπρεπε να μελετάει πολύ για να τους πάρει. Και κανένας δεν τον χτυπούσε φιλικά στον ώμο ούτε έλαμπε κανείς από περηφάνια όταν μιλούσε γι’ αυτόν σε φίλους και γνωστούς. Κανείς δεν περηφανευόταν για τον Έρικ. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να κρατήσει κακία στον αδελφό του. Μερικές φορές ευχόταν να μπορούσε να το κάνει. Ευχόταν να μπορούσε να τον μισήσει, να τον σιχαθεί, να τον θεωρήσει υπαίτιο για εκείνο το τσίμπημα στο στήθος. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αγαπούσε τον Άξελ. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ο Άξελ ήταν ο δυνατότερος, ο γενναιότερος, εκείνος για τον οποίο άξιζε να περηφανεύεται κανείς. Όχι ο Έρικ. Αυτό ήταν γεγονός. Όπως στα ιστορικά βιβλία. Ήταν γεγονός όπως η ημερομηνία της μάχης του Χέιστινγκς το 1066. Δεν επιδεχόταν συζήτηση, δεν επιδεχόταν επιχειρηματολογία, δεν επιδεχόταν αλλαγή. Απλώς έτσι ήταν. Ο Έρικ κοίταξε το πιάτο του. Προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν άδειο. «Πατέρα, μπορώ να αποχωρήσω από το τραπέζι;» Ο τόνος της φωνής του έκρυβε προσδοκία. «Έφαγες; Για δες... Εντάξει, πήγαινε. Η μητέρα κι εγώ θα καθίσουμε λίγο ακόμη μάλλον». Καθώς ο Έρικ ανέβαινε τη σκάλα για να πάει στο δωμάτιό του άκουσε τη συζήτηση των γονιών του από την τραπεζαρία. «Δεν νομίζεις ότι ο Άξελ ριψοκινδυνεύει πολύ...»
92/499
«Γέρτρουντ, πρέπει να σταματήσεις να τον κανακεύεις. Είναι δεκαεννιά χρόνων και ο έμπορος είπε σήμερα ότι τέτοιο παιδί δεν έχει ξαναδεί ποτέ... Πρέπει να είμαστε περήφανοι για τον γιο μας...» Οι φωνές έσβησαν όταν ο Έρικ έκλεισε την πόρτα πίσω του. Σωριάστηκε στο κρεβάτι και πήρε το πρώτο βιβλίο από μια στοίβα, ένα για τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν κι αυτός θαρραλέος. Ακριβώς σαν τον Άξελ.
«Λ
έω απλώς ότι θα μπορούσες να το είχες αναφέρει. Κοιτούσα την Κριστίνα σαν ηλίθια όταν μου είπε ότι ήσουν περίπατο με την Κάριν». «Ναι, ναι... ξέρω». Ο Πάτρικ χαμήλωσε το κεφάλι. Εκείνη η μία ώρα κατά την οποία η Κριστίνα ήταν στο σπίτι για καφέ έβριθε από υπαινιγμούς και λοξές ματιές, και όταν σηκώθηκε να φύγει και έκλεισε την πόρτα πίσω της η Ερίκα ξέσπασε. «Δεν με πειράζει που πήγες βόλτα με την πρώην σου στο χωριό, θέλω να το καταλάβεις αυτό. Δεν είμαι ζηλιάρα, και το ξέρεις. Αλλά γιατί δεν μου το είπες; Αυτό θέλω να μάθω μόνο...» «Ναι, το καταλαβαίνω...» Ο Πάτρικ απέφευγε να κοιτάξει την Ερίκα στα μάτια. «Το καταλαβαίνεις! Αυτό έχεις να μου πεις όλο κι όλο; Καμία εξήγηση; Πίστευα ότι δεν είχαμε μυστικά ο ένας από τον άλλο!» Η Ερίκα ένιωσε πως πλησίαζε εκείνο το όριο όπου θα μπορούσε κανείς να πει ότι αντιδρούσε υπερβολικά. Αλλά τα απωθημένα των τελευταίων ημερών είχαν βρει τώρα διέξοδο, και δεν μπορούσε να σταματήσει. «Επίσης πίστευα ότι είχαμε μοιράσει τις ευθύνες! Ότι εσύ θα έπαιρνες άδεια πατρότητας και εγώ θα δούλευα. Κι ωστόσο με ενοχλείς συνεχώς, μπαίνεις στο γραφείο μου λες και είναι κέντρο διερχομένων και χτες είχες μάλιστα την αναίδεια να λείψεις δύο ολόκληρες ώρες και να με αφήσεις μόνη με τη Μάγια. Πώς νομίζεις ότι τα αντιμετώπιζα εγώ όλα αυτά έναν χρόνο που ήμουν στο σπίτι; Ή μήπως νόμιζες ότι είχα καμιά υπηρέτρια που έτρεχε να με εξυπηρετήσει κάθε φορά που έπρεπε να πάω να κάνω μερικές δουλειές ή να μου λέει πού βρίσκονται τα γάντια της Μάγια; Για πες μου, αυτό νόμιζες;» Η Ερίκα άκουσε τη διαπεραστική φωνή της και αναρωτήθηκε αν όντως ήταν αυτή που ακουγόταν έτσι. Σταμάτησε αμέσως και είπε σε χαμηλότερο τόνο: «Με συγχωρείς, δεν ήθελα να... Κοίτα, λέω να βγω λίγο έξω να περπατήσω. Πρέπει να βγω από το σπίτι για λίγο».
94/499
«Ναι, βέβαια» είπε ο Πάτρικ που έμοιαζε σαν χελώνα η οποία είχε βγάλει προσεκτικά το κεφάλι της έξω από το καβούκι της για να κοιτάξει αν είναι όλα εντάξει. «Και με συγχωρείς που δεν είπα τίποτα...» Την κοίταξε με ένα ικετευτικό βλέμμα. «Αχ, μη με κοιτάς έτσι» είπε εκείνη και χαμογέλασε αχνά. Είχε σηκωθεί η λευκή σημαία. Είχε μετανιώσει που είχε παραφερθεί τόσο πολύ, αλλά θα μιλούσαν περισσότερο αργότερα. Τώρα ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Περπατούσε στη μικρή πόλη με γρήγορο βήμα. Η Φιελμπάκα φαινόταν παράξενα ερημική όταν την εγκατέλειπε το πολύβουο πλήθος των τουριστών έπειτα από τους καλοκαιρινούς μήνες. Ήταν σαν σαλόνι το πρωί έπειτα από τρελό πάρτι. Βρόμικα ποτήρια με ποτά, μια μπερδεμένη σερπαντίνα σε μια γωνιά, ένα χάρτινο καπέλο βαλμένο στραβά στο κεφάλι κάποιου γλεντζέ που κοιμόταν σωριασμένος στον καναπέ. Όπως και να ’χε, η Ερίκα προτιμούσε αυτή την περίοδο. Το καλοκαίρι ήταν τόσο έντονο, τόσο ενοχλητικό. Τώρα επικρατούσε ησυχία στην πλατεία Ίνγκριντ Μπέργμαν. Η Μαρία και ο Ματς είχαν ανοιχτό το κιόσκι του κέντρου για μερικές μέρες ακόμη, μετά θα το έκλειναν και θα επέστρεφαν στη δουλειά τους στο Σέλεν, όπως έκαναν κάθε χρόνο. Αυτό ήταν επίσης κάτι που της άρεσε πολύ στη Φιελμπάκα. Όλες οι αλλαγές ήταν προβλέψιμες. Κάθε χρόνο το ίδιο πράγμα, ο ίδιος κύκλος. Τα ίδια όπως και πέρυσι. Η Ερίκα χαιρέτησε όποιον συνάντησε καθώς περνούσε από την πλατεία Ίνγκριντ Μπέργμαν και πήρε την ανηφόρα για το Γκαλερμπάκεν. Γνώριζε, ή μάλλον αναγνώριζε, τους περισσότερους. Μόλις όμως καταλάβαινε ότι κάποιος ήθελε να της πιάσει κουβέντα άνοιγε το βήμα της. Δεν είχε καμία όρεξη για συζητήσεις σήμερα. Όταν προσπέρασε με ταχύτητα το βενζινάδικο OK/Q8 και συνέχισε προς την οδό Ντίνγκλε, ήξερε προς τα πού κατευθυνόταν. Με του που έφυγε από το Σέλβικ το υποσυνείδητό της είχε μάλλον αποφασίσει πού θα την έβγαζε αυτός ο περίπατος. Μόλις τώρα το συνειδητοποιούσε και η ίδια.
«Τρεις περιπτώσεις σωματικής βλάβης, δύο ληστείες τραπεζών συν μερικές άλλες μικρές καταδίκες. Καμία καταδίκη, ωστόσο, για υποκίνηση φυλετικού μίσους» είπε η Πάουλα και έκλεισε την πόρτα του περιπολικού από τη μεριά
95/499
του συνοδηγού. «Βρήκα αρκετά και για ένα αγόρι ονόματι Περ Ρίνγκχολμ, πταίσματα προσώρας». «Είναι ο εγγονός του» είπε ο Μάρτιν και κλείδωσε το περιπολικό. Βρίσκονταν στην Γκρέμπεσταντ, όπου ζούσε ο Φρανς Ρίνγκχολμ, σε ένα διαμέρισμα δίπλα στο ξενοδοχείο Γιέστις. «Χα χα, τι μεθύσια έχω ρίξει εδώ πέρα» συνέχισε ο Μάρτιν και κούνησε το κεφάλι προς την είσοδο του Γιέστις. «Μπορώ κάλλιστα να το φανταστώ. Αλλά αυτές οι μέρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, έτσι δεν είναι;» «Ναι, εννοείται. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε κλαμπ πολύ καιρό, πάνω από χρόνο». Δεν φαινόταν πολύ στενοχωρημένος γι’ αυτό. Συγκεκριμένα, ήταν τόσο ερωτευμένος με την Πία, που δεν ήθελε να ξεπορτίζει καθόλου από το καινούργιο τους διαμέρισμα αν δεν υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Αλλά είχε χρειαστεί να φιλήσει μερικούς βατράχους, ή μάλλον φρύνους, μέχρι να βρει την πριγκίπισσά του. «Εσύ;» Ο Μάρτιν κοίταξε με περιέργεια την Πάουλα. «Εγώ τι;» Η Πάουλα προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση. Στο μεταξύ είχαν φτάσει έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του Φρανς. Ο Μάρτιν χτύπησε δυνατά και άκουσαν τον ήχο βημάτων μέσα στο διαμέρισμα. «Ναι;» Ένας άντρας με κοντοκουρεμένα, σχεδόν ξυρισμένα γκρίζα μαλλιά άνοιξε την πόρτα. Φορούσε τζιν και καρό πουκάμισο, σαν εκείνα που επιμένει να φοράει ο σουηδός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιαν Γκιγιού επιδεικνύοντας παντελή αδιαφορία για τις επιταγές της μόδας. «Ο Φρανς Ρίνγκχολμ;» Ο Μάρτιν τον κοίταζε με περιέργεια. Ήταν πασίγνωστος στην περιοχή και όχι μόνο, όπως είχε διαπιστώσει ο Μάρτιν έπειτα από αναζήτηση στο Διαδίκτυο. Ήταν προφανώς ιδρυτής μιας από τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες ξενοφοβικές οργανώσεις της Σουηδίας. Σύμφωνα με τις φήμες σε διάφορα φόρουμ, η οργάνωση αυτή άρχιζε να γίνεται αρκετά υπολογίσιμη δύναμη. «Μάλιστα. Πώς μπορώ να βοηθήσω...» κοίταξε τον Μάρτιν και την Πάουλα από την κορφή ως τα νύχια «τους αγαπητούς αστυνομικούς;» «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Μπορούμε να περάσουμε;» Ο Φρανς έκανε στην άκρη δίχως κάποιο άλλο σχόλιο. Είδαν ότι απλώς σήκωσε το φρύδι. Ο Μάρτιν κοίταξε ξαφνιασμένος τριγύρω. Δεν ήξερε ακριβώς
96/499
τι περίμενε να δει. Μάλλον ένα σπίτι βρόμικο, ακατάστατο, απεριποίητο. Όμως το διαμέρισμα ήταν τόσο τακτοποιημένο και νοικοκυρεμένο, που μπροστά του το δικό του θα θύμιζε στέκι ναρκομανών. «Καθίστε». Ο Φρανς τέντωσε το χέρι και έδειξε τους καναπέδες στο καθιστικό στα δεξιά του χολ. «Μόλις ετοίμασα φρέσκο καφέ. Γάλα; Ζάχαρη;» Η φωνή του ήταν ήρεμη και ευγενική. Ο Μάρτιν και η Πάουλα κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. «Τίποτα από τα δύο» απάντησε ο Μάρτιν. «Μόνο γάλα, όχι ζάχαρη» είπε η Πάουλα και προχώρησε μπροστά από τον Μάρτιν στο καθιστικό. Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο στον λευκό καναπέ και κοίταξαν γύρω τους. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και ευάερο, με μεγάλα παράθυρα που είχαν θέα στη θάλασσα. Το διαμέρισμα δεν φαινόταν σχολαστικά τακτοποιημένο, αλλά έδινε την εντύπωση της άνεσης, της θαλπωρής και της καθαριότητας. «Ορίστε και ο καφές». Ο Φρανς μπήκε στο καθιστικό με έναν βαρυφορτωμένο δίσκο. Έβαλε πάνω στο τραπεζάκι τρία φλιτζάνια με αχνιστό καφέ και δίπλα τους ένα μεγάλο πιάτο με μπισκότα. «Παρακαλώ, πάρτε». Έδειξε με το χέρι του το τραπεζάκι και έπειτα πήρε ένα από τα φλιτζάνια προτού γείρει πίσω στη μεγάλη πολυθρόνα. «Λοιπόν, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Η Πάουλα ήπιε μια γουλιά καφέ και στη συνέχεια είπε: «Σίγουρα θα ακούσατε ότι ένας άντρας βρέθηκε νεκρός λίγο έξω από τη Φιελμπάκα». «Ο Έρικ, ναι» είπε ο Φρανς και έγνεψε θλιμμένα πριν πιει κι αυτός μια γουλιά καφέ. «Ναι, λυπήθηκα πολύ όταν το έμαθα. Και πρέπει να είναι τρομερό για τον Άξελ. Υποθέτω ότι θα ήταν πολύ μεγάλο χτύπημα γι’ αυτόν». «Ναι, βέβαια, ήταν...» Ο Μάρτιν καθάρισε τον λαιμό του. Ένιωθε εντελώς μπερδεμένος από την ευγενική στάση του άντρα και από το γεγονός ότι ήταν το αντίθετο από αυτό που περίμενε να δει. Ωστόσο, συγκεντρώθηκε και είπε: «Ο λόγος για τον οποίο θέλαμε να σας μιλήσουμε είναι ότι βρήκαμε μερικές επιστολές στο σπίτι του Έρικ Φράνκελ». «Α, τα φύλαξε τα γράμματα, λοιπόν» είπε ο Φρανς χασκογελώντας καθώς άπλωνε το χέρι του να πάρει ένα μπισκότο. «Ο Έρικ συνέλεγε μανιωδώς πράγματα. Εσείς οι νέοι μπορεί να πιστεύετε ότι είναι άκρως παλιομοδίτικο να
97/499
στέλνεις γράμματα. Αλλά εμείς οι παλιοί δυσκολευόμαστε να εγκαταλείψουμε τις συνήθειές μας». Έκλεισε φιλικά το μάτι στην Πάουλα. Εκείνη ήταν έτοιμη να του χαμογελάσει, αλλά αμέσως υπενθύμισε στον εαυτό της ότι ο άντρας που καθόταν μπροστά της είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να αντιστρατεύεται και να δυσκολεύει ανθρώπους σαν την ίδια. «Στα γράμματά σας κάνετε λόγο για κάποια απειλή...» Το πρόσωπό της παρέμενε αυστηρό. «Μπα... Εγώ δεν θα το έλεγα απειλή». Ο Φρανς την κοίταξε με ήρεμο βλέμμα και μετά έγειρε ξανά πίσω στην πολυθρόνα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο προτού συνεχίσει. «Θεώρησα απλώς ότι έπρεπε να πω στον Έρικ ότι υπήρχαν κάποιες... δυνάμεις εντός της οργάνωσης που δεν αντιδρούσαν πάντοτε, πώς να το πω... με σύνεση». «Και πιστεύετε ότι υπήρχε λόγος να το πείτε αυτό στον Έρικ επειδή...» «Επειδή εγώ και ο Έρικ ήμασταν φίλοι από τότε που φορούσαμε κοντά παντελονάκια. Ομολογώ ότι κάποια στιγμή απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο, και δεν υπήρξε κανονική φιλία εδώ και πολλά χρόνια. Διότι επιλέξαμε διαφορετικούς δρόμους στη ζωή». Ο Φρανς χαμογέλασε. «Αλλά ποτέ μου δεν θέλησα το κακό του Έρικ και, ναι, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον προειδοποιήσω, το έκανα. Ορισμένοι δυσκολεύονται να το καταλάβουν, αλλά δεν μπορείς να λύνεις τα πάντα πάντοτε με τις γροθιές». «Εσείς όμως δεν έχετε διστάσει να... χρησιμοποιήσετε και τις γροθιές σας» είπε ο Μάρτιν. «Τρεις καταδίκες για σωματική βλάβη, μερικές για ληστείες τραπεζών και κατά τη διάρκεια των θητειών σας στη φυλακή δεν ήσασταν ακριβώς και ο Δαλάι Λάμα, απ’ ό,τι κατάλαβα». Ο Φρανς δεν φάνηκε να προσβάλλεται από το σχόλιο του Μάρτιν και χαμογέλασε μειλίχια. Όχι πολύ διαφορετικά από τον Δαλάι Λάμα. «Για όλα υπάρχει μια αιτία. Η φυλακή έχει τους δικούς της κανόνες, εκεί μέσα μόνο μία γλώσσα καταλαβαίνουν. Και η σοφία έρχεται με την ηλικία – αυτό το μάθημα το έμαθα στον δρόμο της ζωής». «Ο εγγονός σας το έμαθε το μάθημά του ή όχι ακόμη;» Ο Μάρτιν άπλωσε το χέρι του να πάρει ένα μπισκότο καθώς έκανε την ερώτηση. Με αστραπιαία ταχύτητα ο Φρανς άπλωσε το δικό του χέρι και έσφιξε τον καρπό του Μάρτιν με μια σιδερένια λαβή. Με το βλέμμα καρφωμένο στον αστυνομικό είπε σφυριχτά: «Ο εγγονός μου δεν έχει απολύτως καμία σχέση με όλα αυτά. Το κατάλαβες;»
98/499
Ο Μάρτιν δεν απέστρεψε το βλέμμα του, αλλά τράβηξε απότομα το χέρι του και έτριψε τον καρπό του. «Μην το ξανακάνεις αυτό» είπε χαμηλόφωνα. Ο Φρανς γέλασε και έγειρε ξανά πίσω στην πολυθρόνα. Ήταν πάλι ο ευγενικός, καλοσυνάτος κύριος. Αλλά για μερικά δευτερόλεπτα το προσωπείο είχε πέσει. Και πίσω από την ηρεμία φάνηκε η κρυμμένη οργή. Το ερώτημα ήταν αν ο Έρικ έπεσε θύμα αυτής της οργής.
Ο Ερνστ τραβούσε ανυπόμονα το λουρί και ο Μέλμπεργ πάλευε πραγματικά για να τον συγκρατήσει. Κοιτούσε τριγύρω και προσπαθούσε να πηγαίνει όσο πιο αργά μπορούσε. Ο Ερνστ δεν καταλάβαινε γιατί το αφεντικό του επέμενε ξαφνικά να περπατάει σαν χελώνα και λαχανιασμένος πάσχιζε να τραβήξει το λουρί που τον κρατούσε για να κάνει τον γέρο να περπατήσει γρηγορότερα. Ο Μέλμπεργ είχε κάνει σχεδόν όλη τη διαδρομή όταν ανταμείφθηκε για τις προσπάθειές του. Πάνω που σκεφτόταν να τα παρατήσει άκουσε πίσω του βήματα. Ο Ερνστ άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του που θα συναντούσε τη φίλη του. «Βγήκατε κι εσείς περίπατο, λοιπόν». Η φωνή της Ρίτα ακούστηκε ακριβώς όπως τη θυμόταν ο Μέλμπεργ, πρόσχαρη, και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Ναι, βγήκαμε. Για περίπατο, δηλαδή». Του ήρθε να πλακώσει τον εαυτό του στις κλοτσιές. Τι ηλίθια απάντηση ήταν αυτή που είχε ξεστομίσει; Αυτός που ήταν τόσο ευφραδής με τις κυρίες... Και τώρα να στέκεται μπροστά στη Ρίτα και να μιλάει σαν ηλίθιος. Πίεσε τον εαυτό του να συνέλθει και προσπάθησε να επιδείξει περισσότερη αυτοκυριαρχία όταν είπε: «Είναι άλλωστε σημαντικό να ασκούνται, απ’ ό,τι έχω καταλάβει. Έτσι, εγώ και ο Ερνστ προσπαθούμε να κάνουμε τουλάχιστον μία ώρα περίπατο καθημερινά». «Και βέβαια, δεν ωφελούνται μόνο οι σκύλοι από την άσκηση. Εγώ κι εσύ την έχουμε επίσης ανάγκη». Η Ρίτα ρουθούνισε και χτύπησε τη στρογγυλή κοιλιά της. Ο Μέλμπεργ θεώρησε πολύ λυτρωτική αυτή τη δήλωση. Επιτέλους, μια γυναίκα που καταλάβαινε ότι δεν ήταν πάντα μειονέκτημα να έχεις λίγο περισσότερο κρέας πάνω σου. «Συμφωνώ απόλυτα» έκανε κι αυτός χτυπώντας την μπάκα του. «Είναι σημαντικό να διατηρεί κανείς έναν άλφα βαθμό βαρύτητας».
99/499
«Γεια στο στόμα σου!» είπε η Ρίτα γελώντας. Η ενθουσιώδης έκφραση σε συνδυασμό με την προφορά της ακούστηκε πολύ γοητευτική. «Γι’ αυτό κι εγώ φροντίζω να γεμίζω ξανά τις δεξαμενές». Σταμάτησε έξω από μια πολυκατοικία, και η Σενιορίτα άρχισε να τραβιέται προς μία από τις εισόδους. «Θα ήθελες να σου προσφέρω λίγο καφέ; Και γλυκό». Ο Μέλμπεργ έκανε πραγματική προσπάθεια να μην αρχίσει να χοροπηδάει από τη χαρά του και πάσχισε να δείξει ότι το σκεφτόταν. Κατόπιν έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, ευχαριστώ, ένα καφεδάκι μπορώ να το πιω. Δεν έχω τη δυνατότητα να λείψω πολύ από τη δουλειά, αλλά...» «Εντάξει, λοιπόν». Εκείνη πληκτρολόγησε τον κωδικό της πόρτας και μπήκε πρώτη μέσα. Ο Ερνστ δεν φαινόταν να έχει την ίδια αυτοσυγκράτηση με το αφεντικό του, διότι όρμησε πανευτυχής ακολουθώντας τη Σενιορίτα στην κατοικία της. Η πρώτη σκέψη που έκανε ο Μέλμπεργ όταν μπήκε στο διαμέρισμα της Ρίτα ήταν «θαλπωρή». Το διαμέρισμα δεν ήταν τόσο μινιμαλιστικά γυμνό, καταπώς συνηθίζουν οι Σουηδοί, αλλά ακτινοβολούσε από χρώματα και ζεστασιά. Έβγαλε το λουρί του Ερνστ, ο οποίος έτρεξε να προλάβει τη Σενιορίτα, που του επέτρεψε να ορμήσει στα παιχνίδια της. Ο Μέλμπεργ κρέμασε το σακάκι του, έβγαλε τα παπούτσια του, τα έβαλε τακτικά στο ράφι των παπουτσιών και ακολούθησε τη φωνή της Ρίτα στην κουζίνα. «Φαίνεται ότι περνούν καλά μαζί». «Ποιοι;» έκανε χαζά ο Μέλμπεργ, μια που ο εγκέφαλός του ήταν πλήρως συγκεντρωμένος στα γεμάτα οπίσθια της Ρίτα που του είχε γυρισμένη την πλάτη και μετρούσε τις δόσεις του καφέ στον πάγκο της κουζίνας. «Η Σενιορίτα και ο Ερνστ φυσικά». Στράφηκε προς το μέρος του και γέλασε. Ο Μέλμπεργ γέλασε αμήχανα. «Α, ναι, ναι, φυσικά. Ναι, φαίνεται ότι περνούν καλά μαζί». Μια ματιά προς το καθιστικό το επιβεβαίωσε, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό από όσο ο ίδιος επιθυμούσε. Ο Ερνστ εκείνη τη στιγμή είχε αρχίσει να οσφραίνεται την περιοχή κάτω από την ουρά της Σενιορίτα. «Σου αρέσουν τα κουλουράκια;» ρώτησε η Ρίτα.
100/499
«Κοιμάται η Ντόλι Πάρτον ανάσκελα;» ρώτησε ο Μέλμπεργ, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Η Ρίτα στράφηκε προς το μέρος του με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Ξέρω γω; Πιθανόν. Με τέτοιο στήθος μάλλον είναι υποχρεωμένη να κοιμάται ανάσκελα...» Ο Μέλμπεργ γέλασε αμήχανα ξανά. «Είναι απλώς μια έκφραση. Εννοούσα ότι μου αρέσουν πολύ τα κουλουράκια». Την παρακολούθησε ξαφνιασμένος να βάζει τρία φλιτζάνια και τρία πιατάκια στο τραπέζι της κουζίνας. Το μυστήριο λύθηκε μεμιάς όταν η Ρίτα φώναξε προς το δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κουζίνα. «Γιοχάνα! Ώρα για καφέ!» «Έρχομαι!» ακούστηκε μια φωνή από το δωμάτιο και το επόμενο δευτερόλεπτο εμφανίστηκε στην πόρτα μια απίστευτα όμορφη ξανθιά γυναίκα με την κοιλιά τούρλα. «Αποδώ η νύφη μου, η Γιοχάνα» είπε η Ρίτα και έδειξε την πασιφανώς έγκυο γυναίκα. «Και αποδώ ο Μπέρτιλ, το αφεντικό του Ερνστ. Τον συνάντησα στο δάσος» έκανε και ρουθούνισε. Ο Μέλμπεργ άπλωσε το χέρι του για να χαιρετήσει τη Γιοχάνα και το επόμενο δευτερόλεπτο κόντεψε να πέσει στα γόνατα από τον πόνο. Δεν του είχαν ξανασφίξει τόσο δυνατά το χέρι, αν και στη ζωή του είχε ανταλλάξει χειραψία με πολλούς χειροδύναμους τύπους. «Δυνατή λαβή» είπε με τσιριχτή φωνή και με έναν αναστεναγμό ανακούφισης κατάφερε να ελευθερώσει, επιτέλους, το χέρι του. Η Γιοχάνα τον περιεργάστηκε με θυμηδία και μετά κάθισε με κόπο σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας. Αφού προσπάθησε να βρει μια στάση που θα της επέτρεπε να φτάνει και το φλιτζάνι και το πιάτο με τα κουλουράκια, άρχισε να τρώει με μεγάλη όρεξη. «Πότε με το καλό;» ρώτησε ευγενικά ο Μέλμπεργ. «Σε τρεις εβδομάδες» απάντησε εκείνη κοφτά. Έτρωγε το κουλούρι της φροντίζοντας να μην αφήνει ούτε ψίχουλο να πάει χαμένο. Μετά άπλωσε το χέρι να πάρει άλλο ένα. «Τρως για δύο, βλέπω» είπε ο Μέλμπεργ και γέλασε, αλλά ένα ξινό βλέμμα της Γιοχάνα τον έκανε να σταματήσει.
101/499
«Είναι το πρώτο μου εγγόνι» είπε περήφανα η Ρίτα και χτύπησε απαλά την κοιλιά της Γιοχάνα. Το πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε όταν κοίταξε την πεθερά της και έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό της. «Εσύ έχεις εγγόνια;» ρώτησε η Ρίτα όλο περιέργεια αφού έβαλε καφέ στα φλιτζάνια και κάθισε ξανά στο τραπέζι με τον Μπέρτιλ και τη Γιοχάνα. «Όχι, όχι ακόμη» απάντησε εκείνος και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αλλά έχω έναν γιο. Τον λένε Σίμον και είναι δεκαεπτά χρόνων». Ο Μέλμπεργ τεντώθηκε περήφανα. Ο γιος είχε έρθει αργά στη ζωή του, και το μαντάτο για την ύπαρξή του αρχικά δεν του καλάρεσε. Αλλά σιγά σιγά συνήθισαν ο ένας τον άλλο και τώρα δεν σταματούσε να εκπλήσσεται από τη ζεστασιά που ένιωθε στην καρδιά του κάθε φορά που σκεφτόταν τον Σίμον. Ήταν καλό παιδί. «Δεκαεπτά χρόνων, ε... Έχει καιρό μπροστά του. Αλλά ένα σου λέω. Τα εγγόνια είναι το επιδόρπιο της ζωής». Η Ρίτα χάιδεψε άλλη μια φορά την κοιλιά της Γιοχάνα. Ήπιαν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας ευχάριστα θέματα, ενώ τα δύο σκυλιά έκαναν άνω κάτω το διαμέρισμα. Ο Μέλμπεργ ένιωθε γοητευμένος από την απλή, αυθεντική χαρά που τον πλημμύριζε όσο καθόταν στην κουζίνα της Ρίτα. Μετά τα στραπάτσα των τελευταίων ετών δεν ήθελε με τίποτα να ξαναμπλέξει με γυναίκες. Αλλά τώρα βρισκόταν εδώ. Και το απολάμβανε. «Λοιπόν, τι λες;» Η Ρίτα τον κοίταζε επιτακτικά και ο Μέλμπεργ κατάλαβε ότι δεν είχε αντιληφθεί την ερώτηση στην οποία έπρεπε να απαντήσει. «Συγγνώμη;» «Είπα: Θέλεις να έρθεις στο μάθημα χορού σάλσα που έχω απόψε; Είναι ένα γκρουπ για αρχάριους. Καθόλου δύσκολο. Στις οχτώ». Ο Μέλμπεργ την κοίταξε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. Μάθημα σάλσα; Αυτός; Η ιδέα ήταν για γέλια. Αλλά εκείνη τη στιγμή κοίταξε λίγο βαθύτερα στα σκούρα μάτια της Ρίτα και άκουσε με τρόμο τον εαυτό του να απαντάει: «Μάθημα σάλσα; Στις οχτώ; Βεβαίως».
Η Ερίκα είχε ήδη αρχίσει να μετανιώνει καθώς ανέβαινε το χαλικόστρωτο μονοπάτι προς το σπίτι του Έρικ και του Άξελ. Η ιδέα δεν της φαινόταν πια τόσο καλή όσο της είχε φανεί στην αρχή, και ήταν πολύ διστακτική όταν σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει την πόρτα. Στην αρχή δεν ακούστηκε
102/499
τίποτα και με ανακούφιση σκέφτηκε ότι ευτυχώς δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Έπειτα όμως άκουσε βήματα από μέσα και η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της όταν η πόρτα άνοιξε. «Παρακαλώ;» Ο Άξελ Φράνκελ φαινόταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Της έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Γεια σας, με λένε Ερίκα Φαλκ και...» Δίστασε, δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. «Η κόρη της Έλσι». Ο Άξελ σήκωσε το κεφάλι και την περιεργάστηκε με ένα παράξενο βλέμμα. Η κούραση είχε εξαφανιστεί από τα μάτια του και φαινόταν να την παρατηρεί με προσοχή. «Ναι, τώρα το βλέπω. Μοιάζεις πολύ στη μητέρα σου». «Της μοιάζω;» έκανε ξαφνιασμένη η Ερίκα. Κανείς δεν της είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. «Ναι, στα μάτια. Και στο στόμα». Έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι και φάνηκε να μελετά κάθε λεπτομέρεια της εξωτερικής της εμφάνισης. Μετά ξαφνικά παραμέρισε. «Πέρασε μέσα». Η Ερίκα μπήκε στο χολ. «Έλα. Πάμε να καθίσουμε στη βεράντα». Διέσχισε το χολ και φάνηκε να περιμένει την Ερίκα να τον ακολουθήσει. Εκείνη έβγαλε βιαστικά το μπουφάν της. Της έδειξε με το χέρι τον καναπέ σε μια υπέροχη εσωτερική βεράντα με τζαμαρία, σχεδόν ίδια με τη βεράντα που είχαν με τον Πάτρικ στο σπίτι τους. «Κάθισε». Μάλλον δεν σκόπευε να τη ρωτήσει αν ήθελε καφέ, και αφού κάθισαν για λίγο σιωπηλοί η Ερίκα καθάρισε τον λαιμό της. «Ο λόγος για τον οποίο...» Πήρε ξανά φόρα και συνέχισε. «Ο λόγος για τον οποίο πέρασα αποδώ είναι ότι είχα δώσει ένα μετάλλιο στον Έρικ». Κατάλαβε πόσο απότομο ακούστηκε αυτό και έκανε μια παρένθεση: «Και βέβαια θα ήθελα να εκφράσω τα συλλυπητήριά μου. Εγώ...» Η Ερίκα ένιωθε τρομερή αμηχανία. Ανακάθισε και έψαχνε τρόπο να συνεχίσει. Ο Άξελ προσπάθησε να την ενθαρρύνει με μια κίνηση του χεριού του και είπε με φιλικό ύφος: «Κάτι έλεγες για ένα μετάλλιο». «Ναι» συνέχισε εκείνη, ευγνώμων που ο Άξελ πήρε την πρωτοβουλία να μπει στο θέμα. «Την άνοιξη είχα βρει ένα μετάλλιο ανάμεσα στα πράγματα της μητέρας μου. Ένα ναζιστικό μετάλλιο. Δεν ήξερα γιατί το είχε και μου κίνησε την περιέργεια. Και επειδή ήξερα ότι ο αδελφός σας...» Ανασήκωσε τους ώμους της.
103/499
«Μπόρεσε να σε βοηθήσει ο αδελφός μου;» «Δεν ξέρω. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο πριν από το καλοκαίρι, αλλά μετά ήμουν πολύ απασχολημένη και να... είχα σκεφτεί να έρθω ξανά σε επαφή μαζί του, αλλά...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. «Και τώρα θέλεις να μάθεις αν υπάρχει ακόμη;» Η Ερίκα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, και να με συγχωρείτε, ξέρω ότι είναι απαράδεκτο να σας απασχολώ γι’ αυτό το πράγμα τώρα που... Αλλά η μητέρα μου δεν είχε φυλάξει πολλά πράγματα και...» Ανακάθισε ξανά. Μάλλον έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει πρώτα. Αυτό που έκανε ήταν πολύ ψυχρό. «Καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω ακριβώς. Πίστεψέ με, γνωρίζω πόσο σημαντική είναι η σχέση μας με το παρελθόν. Και ο Έρικ θα το καταλάβαινε απόλυτα. Αν σκεφτείς ότι μάζευε ένα κάρο πράγματα. Ένα κάρο δεδομένα. Γι’ αυτόν δεν ήταν άψυχα. Ζούσαν, αφηγούνταν μια ιστορία, μας δίδασκαν κάτι». Κοίταξε έξω από την τζαμαρία και για μια στιγμή φάνηκε να ταξιδεύει κάπου μακριά. Έπειτα έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην Ερίκα. «Φυσικά θα ψάξω να το βρω. Αλλά πρώτα πες μου κάτι περισσότερο για τη μητέρα σου. Πώς ήταν ως άνθρωπος; Πώς ήταν η ζωή της;» Η Ερίκα θεώρησε τις ερωτήσεις του παράξενες. Αλλά τα μάτια του είχαν μια σχεδόν ικετευτική έκφραση που την έκανε να θέλει να απαντήσει. «Ε... πώς ήταν η μητέρα μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Η μαμά ήταν λίγο μεγάλη όταν γέννησε εμένα και την αδελφή μου και... δεν ξέρω... ποτέ δεν καταφέραμε να αποκτήσουμε καλή επαφή. Και... πώς ήταν η ζωή της;» Η Ερίκα προσπάθησε να σκεφτεί, αλλά η ερώτηση την μπέρδευε. Από τη μια δεν την καταλάβαινε ακριβώς και από την άλλη δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Νομίζω ότι δυσκολευόταν κάπως με αυτή. Με τη ζωή εννοώ. Η μητέρα μου έμοιαζε πάντα πολύ συγκρατημένη, όχι και τόσο... ευτυχισμένη». Η Ερίκα πραγματικά πάσχιζε να δώσει μια καλύτερη περιγραφή. Αλλά αυτό που είπε ήταν ό,τι πιο κοντά στην αλήθεια. Διότι δεν θυμόταν να είχε δει ποτέ τη μητέρα της ευτυχισμένη. «Λυπάμαι που το ακούω». Ο Άξελ κοίταξε ξανά έξω από την τζαμαρία, σαν να μην μπορούσε να αντικρίσει την Ερίκα. Εκείνη αναρωτήθηκε γιατί της έκανε αυτές τις ερωτήσεις.
104/499
«Πώς ήταν η μητέρα μου όταν τη γνωρίζατε εσείς;» Η Ερίκα δεν μπόρεσε να κρύψει την ανυπομονησία στη φωνή της. Ο Άξελ έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Στην πραγματικότητα ο αδελφός μου έκανε παρέα με την Έλσι, είχαν άλλωστε την ίδια ηλικία. Αλλά ήταν συνεχώς μαζί, ο Έρικ, η Έλσι, ο Φρανς και η Μπρίτα. Ένα πραγματικό τετράφυλλο τριφύλλι». Γέλασε με ένα παράξενο άχαρο γέλιο. «Ναι, γράφει γι’ αυτούς στα ημερολόγια που βρήκα. Τον αδελφό σας τον ξέρω. Ο Φρανς και η Μπρίτα όμως ποιοι ήταν;» «Ημερολόγια;» Ο Άξελ την κοίταξε ξαφνιασμένος, αλλά η έκπληξη εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα από το πρόσωπό του ώστε η Ερίκα νόμισε πως το φαντάστηκε. «Ο Φρανς Ρίνγκχολμ και η Μπρίτα...» ο Άξελ κροτάλισε τα δάχτυλά του «πώς την έλεγαν, αλήθεια, την Μπρίτα στο επώνυμο;» Σκάλισε για μια στιγμή τις σκοτεινές πτυχές της μνήμης του, αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει την πληροφορία. «Πιστεύω, πάντως, ότι μένει ακόμη στη Φιελμπάκα. Έχει κόρες, δύο ή τρεις, αλλά είναι αρκετά μεγαλύτερές σου πιστεύω. Κοίτα να δεις, στο στόμα μου το έχω, αλλά... Άλλωστε άλλαξε επώνυμο όταν παντρεύτηκε. Όχι, όχι, λάθος, τώρα θυμήθηκα. Την έλεγαν Γιούχανσον, και παντρεύτηκε επίσης έναν Γιούχανσον, οπότε δεν άλλαξε ποτέ το επώνυμό της». «Τότε θα μπορέσω να τη βρω σίγουρα. Αλλά δεν μου είπατε, πώς ήταν η μητέρα μου; Τότε;» Ο Άξελ έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα. Κατόπιν είπε: «Αθόρυβος άνθρωπος, συλλογισμένος. Αλλά δεν ήταν βλοσυρή, όχι. Όχι όπως την περιγράφεις. Είχε μια αύρα ήρεμης χαράς γύρω της. Ή μάλλον μέσα της. Δεν ήταν σαν την Μπρίτα». Ρουθούνισε. «Δηλαδή πώς ήταν η Μπρίτα;» «Ποτέ δεν μου άρεσε. Δεν καταλάβαινα γιατί ο αδελφός μου συναναστρεφόταν ένα τέτοιο... κουτορνίθι». Ο Άξελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, η μητέρα σου ήταν άλλος άνθρωπος. Η Μπρίτα, αντιθέτως, ήταν ρηχή, ανόητη και έτρεχε πίσω από τον Φρανς με έναν τρόπο που... δεν ήταν συνηθισμένος για τις κοπέλες εκείνα τα χρόνια. Άλλες εποχές τότε, όπως καταλαβαίνεις». Της χαμογέλασε λίγο στραβά και της έκλεισε το μάτι. «Κι ο Φρανς;» Η Ερίκα κρεμόταν από τα χείλη του Άξελ, έτοιμη να ρουφήξει κάθε πληροφορία που μπορούσε να της δώσει για τη μητέρα της. Ήξερε
105/499
άλλωστε ελάχιστα. Και όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο περισσότερο καταλάβαινε πόσο λίγο γνώριζε τη μητέρα της. «Ούτε τον Φρανς Ρίνγκχολμ εκτιμούσα ιδιαίτερα και δεν καταλάβαινα γιατί ο αδελφός μου τον έκανε παρέα. Εκρηκτικό ταμπεραμέντο, με πολλά κακά στοιχεία και... Όχι, δεν είναι τύπος που θέλεις να τον κάνεις παρέα. Ούτε τώρα ούτε τότε». «Τι κάνει τώρα;» «Μένει στην Γκρέμπεσταντ. Και μπορείς κάλλιστα να πεις ότι αυτός και εγώ κινηθήκαμε διαμετρικά αντίθετα στη ζωή». Η φωνή του ακούστηκε στεγνή και γεμάτη περιφρόνηση. «Τι εννοείτε ακριβώς;» «Εννοώ ότι εγώ αφιέρωσα τη ζωή μου στην καταπολέμηση του ναζισμού, ενώ ο Φρανς ήθελε να δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται, και κατά προτίμηση εδώ, σε σουηδικό έδαφος». «Και πού κολλάει το ναζιστικό μετάλλιο που βρήκα εγώ σε όλα αυτά;» Η Ερίκα έσκυψε προς τον Άξελ, αλλά εκείνη τη στιγμή φάνηκε σαν να έκλεισε μια καταπακτή μπροστά στο πρόσωπό του. Σηκώθηκε απότομα. «Ναι, μάλιστα, το μετάλλιο. Ας πάμε να το ψάξουμε». Βγήκε πρώτος από τη βεράντα και η Ερίκα τον ακολούθησε αποσβολωμένη. Αναρωτιόταν τι είχε πει που τον έκανε να κλειστεί έτσι στον εαυτό του, αλλά αποφάσισε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσει. Στο χολ είδε τον Άξελ να σταματάει μπροστά σε μια πόρτα την οποία η Ερίκα δεν είχε προσέξει νωρίτερα. Η πόρτα ήταν κλειστή· τον είδε να διστάζει, με το χέρι στο πόμολο. «Καλύτερα να μπω μόνος μου μέσα» είπε με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή. Η Ερίκα κατάλαβε ποιο δωμάτιο ήταν. Η βιβλιοθήκη, εκεί όπου είχε πεθάνει ο Έρικ. «Μπορούμε να ψάξουμε άλλη φορά» είπε η Ερίκα και ένιωσε ξανά ενοχές που είχε ενοχλήσει τον Άξελ εκείνες τις δύσκολες στιγμές. «Όχι, θα ψάξουμε τώρα» είπε κοφτά ο Άξελ. Επανέλαβε αμέσως την ίδια πρόταση με ηπιότερο ύφος, κάτι που αποδείκνυε ότι δεν είχε την πρόθεση να ακουστεί τόσο απότομος. «Επιστρέφω αμέσως». Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του. Η Ερίκα έμεινε μόνη στο χολ, ακούγοντας τον Άξελ να κινείται στο δωμάτιο. Ακουγόταν σαν να άνοιγε συρτάρια και πρέπει να βρήκε αμέσως αυτό
106/499
που έψαχνε διότι έπειτα από ένα λεπτό, ή δύο το πολύ, εμφανίστηκε ξανά στην πόρτα. «Εδώ είναι». Της έδωσε το μετάλλιο με μια μυστηριώδη έκφραση στο πρόσωπο, και η Ερίκα άπλωσε το χέρι της και το πήρε. «Ευχαριστώ, εγώ...» Έχασε τα λόγια της και έσφιξε απλώς το μετάλλιο. «Ευχαριστώ» επανέλαβε και αρκέστηκε σε αυτό. Όταν διέσχισε ξανά το χαλικόστρωτο μονοπάτι αφήνοντας πίσω της το σπίτι, με το μετάλλιο στην τσέπη, ένιωσε το βλέμμα του Άξελ στην πλάτη της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να κάνει μεταβολή, να πάει πίσω στο σπίτι και να ζητήσει συγγνώμη που τον είχε απασχολήσει με τα δικά της κοινότοπα θέματα. Μετά όμως άκουσε την πόρτα να κλείνει.
Φιελμπάκα 1943
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι τόσο δειλός ο Περ Άλμπιν Χάνσον!»[3] Ο Βίλγκοτ Ρίνγκχολμ κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι και το ποτήρι με το κονιάκ αναπήδησε. Είχε πει στην Μπούντιλ να αρχίσει να στρώνει για βραδινό και αναρωτιόταν γιατί αργούσε. Γυναίκες, σκέφτηκε, μέχρι να σηκώσουν το ένα πόδι βρομάει τ’ άλλο. Τίποτα δεν γινόταν στην ώρα του αν δεν το έκανε μόνος του. «Μπούντιλ!» φώναξε προς τη μεριά της κουζίνας, αλλά προς μεγάλη του στενοχώρια δεν πήρε απάντηση. Τίναξε τη στάχτη του πούρου του και βρυχήθηκε άλλη μια φορά, με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. «Μπούντιιλ!» «Μπας και η κυρά σου έχασε τον δρόμο για την κουζίνα;» είπε ο Έγκον Ρούντγκρεν με ένα γέλιο που θύμιζε κακάρισμα. Άρχισε να γελάει και ο Γιάλμαρ Μπένγκτσον. Αυτό νευρίασε περισσότερο τον Βίλγκοτ. Τώρα η γυναίκα του τον εξευτέλιζε μπροστά στους πιθανούς συνεργάτες του. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αλλά τη στιγμή που έκανε να σηκωθεί για να δει τι συνέβαινε η σύζυγός του βγήκε από την πόρτα της κουζίνας με έναν βαρυφορτωμένο δίσκο στα χέρια. «Συγγνώμη για την καθυστέρηση» είπε η γυναίκα με το βλέμμα χαμηλωμένο καθώς άφηνε τον δίσκο στο τραπέζι μπροστά τους. «Φρανς, θα μπορούσες να...» Έγνεψε παρακλητικά με το κεφάλι προς την κουζίνα, αλλά ο Βίλγκοτ τη διέκοψε πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή της. «Ο Φρανς δεν θα κάθεται να ασχολείται με γυναικείες δουλειές στην κουζίνα. Είναι μεγάλος τώρα και μπορεί να μας κάνει παρέα για να μαθαίνει κάνα δυο χρήσιμα πράγματα». Έκλεισε το μάτι στον γιο του, ο οποίος τεντώθηκε στην πολυθρόνα απέναντί του. Πρώτη φορά τού επιτρεπόταν να
108/499
μείνει τόσο πολύ σε ένα από τα δείπνα εργασίας του πατέρα του. Συνήθως αποχωρούσε αμέσως μετά το επιδόρπιο και κλεινόταν στο δωμάτιό του. Σήμερα όμως ο πατέρας του επέμενε να καθίσει μαζί τους. Το στήθος του είχε φουσκώσει τόσο πολύ από την περηφάνια που νόμιζε ότι τα κουμπιά του πουκαμίσου του θα τινάζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Και το βράδυ θα γινόταν σύντομα πολύ καλύτερο. «Τι θα έλεγες να πιεις μερικές στάλες κονιάκ, αγόρι μου; Τι λέτε κι εσείς; Την προηγούμενη εβδομάδα έκλεισε τα δεκατρία, δεν είναι ώρα να δοκιμάσει κι αυτός το πρώτο του κονιάκ;» «Αν είναι ώρα λέει;» είπε γελώντας ο Γιάλμαρ. «Θα έλεγα ότι η ώρα έχει έρθει εδώ και πολύ καιρό. Τα δικά μου παιδιά ήταν έντεκα όταν τους έδωσα να δοκιμάσουν, και τους έκανε πολύ καλό, για να πω την αλήθεια». «Βίλγκοτ, νομίζεις πραγματικά...» Η Μπούντιλ κοιτούσε με απόγνωση τον άντρα της να βάζει ένα μεγάλο ποτήρι κονιάκ και να το δίνει στον Φρανς, ο οποίος άρχισε να βήχει δυνατά μετά την πρώτη γουλιά. «Ήρεμα, νεαρέ, με μικρές γουλιές το πίνουν, όχι με τον κουβά». «Βίλγκοτ...» είπε ξανά η Μπούντιλ, αλλά τώρα τα μάτια του συζύγου της σκοτείνιασαν. «Γιατί είσαι ακόμη εδώ εσύ; Δεν έχεις δουλειά στην κουζίνα;» Για μια στιγμή φάνηκε πως η Μπούντιλ θα έλεγε κάτι. Στράφηκε στον Φρανς, αλλά εκείνος ύψωσε απλώς το ποτήρι θριαμβευτικά και είπε με χαμόγελο: «Στην υγειά σου, αγαπητή μητέρα». Η Μπούντιλ πήγε στην κουζίνα και έκλεισε την πόρτα ακούγοντας τους άντρες να ξεκαρδίζονται στα γέλια. «Τι έλεγα λοιπόν;» είπε ο Βίλγκοτ και τους έκανε νόημα με το χέρι να πάρουν τα σάντουιτς με τη ρέγγα από τον ασημένιο δίσκο. «Ναι, μα τι σκέφτεται εκείνος ο Περ Άλμπιν; Φυσικά και πρέπει να υποστηρίξουμε τη Γερμανία!» Ο Έγκον και ο Γιάλμαρ έγνεψαν καταφατικά. Βέβαια, δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν. «Είναι λυπηρό» είπε ο Γιάλμαρ «που σε τέτοιους δύσκολους καιρούς η Σουηδία δεν μπορεί να υψώσει το ανάστημά της και να διατηρήσει τα σουηδικά ιδανικά. Σε λίγο θα ντρεπόμαστε να λέμε ότι είμαστε Σουηδοί». Όλοι οι άντρες έγνεψαν καταφατικά και ήπιαν μια γουλιά κονιάκ.
109/499
«Μα τι κάνω κι εγώ τώρα; Δεν γίνεται να πίνουμε κονιάκ με τη ρέγκα. Φρανς, πετάξου κάτω και φέρε μερικές κρύες μπίρες». Έπειτα από πέντε λεπτά η τάξη είχε αποκατασταθεί και μπορούσαν να καταβροχθίσουν τα σάντουιτς ρέγκας με μεγάλες γουλιές Τίποργ σε θερμοκρασία κελαριού. Ο Φρανς είχε ξανακαθίσει στην πολυθρόνα απέναντι από τον πατέρα του, με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, καθώς ο Βίλγκοτ δίχως περαιτέρω σχόλια άνοιξε μια μπίρα και του την έδωσε. «Ναι, έχω ρίξει κι εγώ μερικές κορόνες για να στηρίξω αυτή την ιερή υπόθεση. Και θα συνιστούσα στους κυρίους να κάνουν το ίδιο. Αυτή τη στιγμή ο Χίτλερ χρειάζεται όλους τους άξιους άντρες στο πλευρό του». «Ναι, οι δουλειές πάνε μια χαρά άλλωστε» είπε ο Γιάλμαρ και ύψωσε το μπουκάλι του. «Καλά καλά δεν έχουμε να στείλουμε όλο το σιδηρομετάλλευμα που ζητούν. Ό,τι κι αν λένε για τον πόλεμο, ως επιχειρηματική ιδέα δεν είναι διόλου άσχημος». «Ακριβώς, και αν μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τη μάστιγα των Εβραίων και να κερδίζουμε ταυτόχρονα λεφτά θα είναι ιδανικό». Ο Έγκον πήρε άλλο ένα σάντουιτς ρέγκας. Ο δίσκος είχε αρχίσει να αδειάζει. Έφαγε μια μπουκιά και μετά στράφηκε στον Φρανς, ο οποίος άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον όσα λέγονταν. «Πρέπει να είσαι πολύ περήφανος για τον πατέρα σου, μικρέ. Δεν υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν πια στη Σουηδία». «Ναι» έκανε συνεσταλμένα ο Φρανς, αμήχανος ξαφνικά που η προσοχή όλων είχε στραφεί πάνω του. «Να ακούς αυτά που λέει ο πατέρας σου, και όχι ό,τι λένε οι άσχετοι. Γνωρίζεις ότι οι περισσότεροι από αυτούς που κατηγορούν τους Γερμανούς και τον πόλεμο δεν έχουν καθαρό αίμα στις φλέβες τους. Υπάρχουν πολλοί νομάδες και Βαλόνοι και τέτοιοι εδώ στην περιοχή μας, και δεν είναι παράξενο που προσπαθούν να διαστρεβλώσουν τα γεγονότα. Αλλά ο πατέρας σου ξέρει τι γίνεται στον κόσμο. Κι αυτός κι εγώ είδαμε τους Εβραίους και τους ξένους να προσπαθούν να πάρουν τα ηνία, να προσπαθούν να καταστρέψουν ό,τι σουηδικό υπάρχει, ό,τι καθαρό. Όχι, ο Χίτλερ μια χαρά τα πάει, να το θυμάσαι αυτό που σου λέω». Ο Έγκον είχε πάρει φόρα και από το στόμα του εκσφενδονίζονταν τώρα ένα κάρο ψίχουλα. Ο Φρανς τον άκουγε καταγοητευμένος.
110/499
«Πιστεύω ότι πρέπει να μιλήσουμε για δουλειές τώρα, κύριοι». Ο Βίλγκοτ κοπάνησε την μπίρα στο τραπέζι και όλοι έστρεψαν την προσοχή τους πάνω του. Ο Φρανς κάθισε και τους άκουσε άλλα είκοσι λεπτά. Μετά σηκώθηκε και πήγε τρεκλίζοντας ελαφρά στο κρεβάτι του. Όταν έπεσε με τα ρούχα πάνω από τα σκεπάσματα ένιωθε το δωμάτιο να γυρίζει. Από το σαλόνι ακουγόταν η συζήτηση των αντρών σαν ένα απόμακρο μουρμουρητό. Όταν ο Φρανς αποκοιμήθηκε ήταν ακόμη μακαρίως αδαής για το πώς θα ένιωθε όταν θα ξυπνούσε.
Ο
Γιέστα αναστέναξε βαθιά. Το καλοκαίρι ήταν έτοιμο να παραχωρήσει τη θέση του στο φθινόπωρο, πράγμα που σήμαινε ότι το γκολφ θα περιοριζόταν στο ελάχιστο. Βέβαια έκανε ακόμη ζέστη και, θεωρητικά, είχε μπροστά του έναν μήνα παιχνίδι. Αλλά από την εμπειρία του, που την είχε αποκτήσει μετά κόπων και βασάνων, ήξερε πώς θα πήγαινε συνήθως το πράγμα. Θα έχανε κάνα δυο γύρους λόγω βροχής. Κάνα δυο γύρους λόγω κεραυνών. Και μετά η θερμοκρασία θα έπεφτε ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη, τη μια μέρα θα ήταν υποφερτή, την άλλη ανυπόφορη. Αυτό ήταν το μειονέκτημα στη Σουηδία. Και δεν υπήρχαν πλεονεκτήματα που μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα. Ίσως να υπήρχε ένα, το εθνικό φαγητό της βόρειας Σουηδίας, η παστή ρέγγα. Αλλά αν μετακόμιζε κανείς στο εξωτερικό μπορούσε να πάρει μαζί του κάνα δυο τέτοιες μεγάλες κονσέρβες. Τότε θα είχε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Τουλάχιστον στο αστυνομικό τμήμα τα πράγματα ήταν ήρεμα. Ο Μέλμπεργ είχε βγάλει βόλτα τον Ερνστ και ο Μάρτιν με την Πάουλα είχαν πάει στην Γκρέμπεσταντ να μιλήσουν με τον Φρανς Ρίνγκχολμ. Ο Γιέστα αναρωτήθηκε ξανά πού είχε ακούσει αυτό το όνομα και προς μεγάλη του ανακούφιση το θυμήθηκε. Ρίνγκχολμ. Μα έτσι έλεγαν εκείνο τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Μπουχουσλένινγκεν. Άπλωσε το χέρι, πήρε την εφημερίδα από το γραφείο και έψαξε μέχρι που κατάφερε να βάλει το δάχτυλό του θριαμβευτικά πάνω στο σωστό όνομα: «Σελ Ρίνγκχολμ». Ένας εριστικός τύπος που του άρεσε να κυνηγάει τους τοπικούς πολιτικούς και άλλους μεγαλόσχημους. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, αλλά το επώνυμο ήταν ασυνήθιστο. Να ήταν άραγε γιος του Φρανς; Ο Γιέστα αποθήκευσε την πληροφορία στη μνήμη του. Ίσως να του φαινόταν χρήσιμη αργότερα. Για την ώρα είχε πιο επείγοντα θέματα ν’ ασχοληθεί. Αναστέναξε πάλι. Με τα χρόνια, είχε κάνει τον αναστεναγμό τέχνη. Ίσως να περίμενε μέχρι να ερχόταν ο Μάρτιν. Έτσι δεν θα μοιραζόταν μόνο τη δουλειά αλλά θα είχε και
112/499
κάνα δυο ώρες ελεύθερες, αν ο Μάρτιν και η Πάουλα αποφάσιζαν να φάνε κάπου στον δρόμο για μεσημέρι πριν να έρθουν στο τμήμα. Αλλά τι στην ευχή, σκέφτηκε. Καλύτερα θα ήταν να τελειώνει και μ’ αυτό, αντί να το αφήσει για μετά. Ο Γιέστα σηκώθηκε και φόρεσε το μπουφάν του. Είπε στην Άνικα ότι θα έπαιρνε ένα από τα αυτοκίνητα που ήταν στο πάρκινγκ. Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς τη Φιελμπάκα. Καθώς χτυπούσε την πόρτα αντιλήφθηκε πόσο ανόητος ήταν. Η ώρα ήταν μόλις περασμένες δώδεκα. Τα αγόρια θα πρέπει να βρίσκονταν στο σχολείο. Ετοιμαζόταν να φύγει όταν η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Άνταμ. Ήταν συναχωμένος. Είχε κατακόκκινη μύτη και εκείνη τη γυαλάδα στα μάτια που προκαλεί ο πυρετός. «Είσαι άρρωστος;» ρώτησε ο Γιέστα. Το αγόρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και σαν να ήθελε να το επιβεβαιώσει φτερνίστηκε δυνατά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι που κρατούσε. «Είμπαι γκρυωμένος» έκανε ο Άνταμ με μια φωνή που αποδείκνυε πεντακάθαρα ότι και τα δύο ρουθούνια του ήταν βουλωμένα. «Μπορώ να περάσω;» Ο Άνταμ παραμέρισε. «Με δική σας ευθύνη όμως» είπε και φτερνίστηκε ξανά. Ο Γιέστα ένιωσε ότι το χέρι του ψεκάστηκε με σάλιο που σίγουρα περιείχε τον ιό, αλλά το σκούπισε ήρεμα με το μανίκι του πουλόβερ του. Κάνα δυο μέρες αναρρωτική άδεια δεν θα ήταν άσχημες. Θα υπέμενε ευχαρίστως μια καταρροή αν ήταν να μείνει ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού και να παρακολουθήσει το τελευταίο επαγγελματικό τουρνουά του γκολφ που είχε γράψει στο βίντεο. Θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει το χτύπημα του Τάιγκερ Γουντς σε αργή κίνηση. «Η μπαμπά ζεν είναι ζτο σμπίτι» έκανε μπουκωμένος ο Άνταμ. Ο Γιέστα ακολούθησε σαστισμένος το παιδί στην κουζίνα. Μετά κατάλαβε τι του είχε πει. «Η μαμά δεν είναι στο σπίτι». Αυτό προσπάθησε να πει ο Άνταμ. Ο Γιέστα αναρωτήθηκε προς στιγμήν κατά πόσο επιτρεπόταν να ανακρίνει έναν ανήλικο δίχως την παρουσία κάποιου κηδεμόνα, αλλά απόδιωξε αμέσως τη σκέψη. Οι κανόνες ήταν ως επί το πλείστον ενοχλητικοί και δυσκόλευαν τη δουλειά, έτσι πίστευε. Αν ο Ερνστ ήταν εδώ θα συμφωνούσε σίγουρα μαζί του.
113/499
Ο Ερνστ ο αστυνομικός, δηλαδή, όχι ο σκύλος, σκέφτηκε ο Γιέστα και ρουθούνισε με το αστείο του. Ο Άνταμ τον κοίταξε παραξενεμένος. Κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας, που είχε ακόμη ίχνη από το πρωινό. Ψίχουλα, λεκέδες από βούτυρο, μερικές κηλίδες από σοκολατούχο ρόφημα. «Λοιπόν». Ο Γιέστα χτύπησε τα δάχτυλά του στην επιφάνεια του τραπεζιού, αλλά το μετάνιωσε αμέσως μόλις είδε ότι κόλλησαν πάνω τους ένα σωρό ψίχουλα. Τα σκούπισε στο παντελόνι του και πήρε ξανά φόρα. «Λοιπόν. Πώς... χειρίζεσαι την όλη υπόθεση;» Η ερώτηση ακούστηκε παράξενη ακόμα και στα δικά του αυτιά. Δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στο να μιλάει σε εφήβους ή σε άτομα με ψυχικό τραύμα, όπως αποκαλούνται. Όχι ότι πίστευε ιδιαίτερα όλες αυτές τις ανοησίες. Προς Θεού, δηλαδή, ο γέρος ήταν νεκρός όταν τον βρήκαν και δεν ήταν δα και τίποτα επικίνδυνο. Είχε δει κι αυτός κάμποσα πτώματα στην καριέρα του, αλλά δεν ένιωθε να έχει κάποιο ψυχικό τραύμα. Ο Άνταμ φύσηξε τη μύτη του και ανασήκωσε τους ώμους. «Πώς το χειρίζομαι; Μια χαρά, νομίζω. Στο σχολείο όλοι λένε πως ήταν πολύ κουλ». «Πώς και πήγατε εκεί αρχικά;» «Ιδέα του Ματίας ήταν». Ο Άνταμ είχε πει “Μπατίας”, αλλά τώρα το μυαλό του Γιέστα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη διαφορά και να μεταφράζει αμέσως όσα έλεγε το αγόρι. «Όλοι εδώ γύρω γνωρίζουν ότι οι γέροι ήταν λοξοί και ότι ασχολούνταν με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τέτοια, και ένας από το σχολείο είχε πει ότι είχαν ένα σωρό κουλ πράγματα στο σπίτι, και ο Ματίας σκέφτηκε να πάμε να δούμε και...» Η φλυαρία του διακόπηκε ξαφνικά από ένα τέτοιο γερό φτέρνισμα που έκανε τον Γιέστα να αναπηδήσει στην καρέκλα του. «Δηλαδή ήταν ιδέα του Ματίας να διαρρήξετε το σπίτι» είπε ο Γιέστα και κοίταξε αυστηρά τον Άνταμ. «Όχι και να διαρρήξουμε...» Ο Άνταμ ανακάθισε ανήσυχος στην καρέκλα του. «Δηλαδή, δεν πήγαμε να κλέψουμε και τέτοια, απλώς θα κοιτούσαμε λίγο τα πράγματα που είχαν. Και πιστεύαμε ότι έλειπαν και οι δύο γέροι, και σκεφτήκαμε πως ούτε θα το καταλάβαιναν πως είχαμε πάει εκεί...» «Τέλος πάντων, ας το πιστέψω» είπε ο Γιέστα. «Και δεν είχατε ξαναμπεί στο σπίτι άλλη φορά;»
114/499
«Όχι, λόγω τιμής» είπε ο Άνταμς και κοίταξε ικετευτικά τον αστυνομικό. «Πρώτη φορά μπαίναμε εκεί μέσα». «Θα χρειαστεί να σου πάρω δακτυλικά αποτυπώματα. Για να αποδειχτούν όσα λες. Και για να μπορέσω να σε αποκλείσω. Δεν έχεις πρόβλημα, φαντάζομαι, ε;» «Μπα» έκανε ο Άνταμ με μάτια που έλαμπαν. «Βλέπω CSI. Ξέρω πόσο σημαντικό είναι. Να αποκλείεις κάποιον. Και μετά βάζετε όλα τα δακτυλικά αποτυπώματα στον υπολογιστή και βλέπετε ποιοι άλλοι είχαν μπει εκεί μέσα». «Ναι, ακριβώς. Έτσι ακριβώς δουλεύουμε» είπε ο Γιέστα με πολύ σοβαρό ύφος, αλλά από μέσα του έκλαιγε από τα γέλια. Βάζουμε όλα τα δακτυλικά αποτυπώματα στον υπολογιστή. Από την πόλη έρχομαι... Έβγαλε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να πάρει τα δακτυλικά αποτυπώματα του Άνταμ: ένα ταμπόν με χρώμα και μια καρτέλα με δέκα τετραγωνάκια πάνω στα οποία πίεσε προσεκτικά τα δάχτυλα του παιδιού το ένα μετά το άλλο. «Αυτό ήταν» είπε ικανοποιημένος όταν τελείωσε. «Τα περνάτε από σκάνερ; Τι ακριβώς κάνετε;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Άνταμ. «Και βέβαια τα περνάμε από σκάνερ» είπε ο Γιέστα «και μετά τα βάζουμε για σύγκριση σε εκείνη την τράπεζα δεδομένων που ανέφερες. Όλοι οι σουηδοί υπήκοοι άνω των δεκαοχτώ ετών βρίσκονται εκεί μέσα. Και αρκετοί ξένοι επίσης. Ξέρεις, από Ιντερπόλ και τέτοια. Είμαστε συνδεδεμένοι μαζί τους, με την Ιντερπόλ. Με άμεση σύνδεση. Και επίσης με το FBI και τη CIA». «Κουλ!» έκανε ο Άνταμ και κοίταξε με θαυμασμό τον Γιέστα. Ο Γιέστα γελούσε σε όλη τη διαδρομή προς το Τανουμσχέντε.
Έστρωσε το τραπέζι με περισσή φροντίδα. Έβαλε το κίτρινο τραπεζομάντιλο που ήξερε ότι η Μπρίτα το λάτρευε. Το λευκό σερβίτσιο με τα ανάγλυφα μοτίβα. Τα κηροπήγια που ήταν γαμήλιο δώρο. Και λίγα λουλούδια σε ένα βάζο. Η Μπρίτα ήταν σχολαστική ως προς αυτό. Ασχέτως εποχής, είχε πάντα λουλούδια. Ήταν τακτική πελάτισσα του ανθοπωλείου, παλιότερα τουλάχιστον. Τώρα πια περνούσε ο Χέρμαν και αγόραζε λουλούδια. Διότι ήθελε να είναι όλα όπως πάντα. Αν όλα γύρω της παρέμεναν απαράλλακτα, ίσως εκείνη η περιδίνηση προς τα κάτω να σταματούσε ή, έστω, να επιβραδυνόταν.
115/499
Το χειρότερο ήταν στις αρχές. Πριν γίνει η διάγνωση. Η Μπρίτα ήταν πολύ τακτική σε όλα της. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί άξαφνα δεν μπορούσε να βρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, γιατί έλεγε λάθος τα ονόματα των εγγονιών της, γιατί δεν θυμόταν τα τηλέφωνα των φίλων της, που τα ήξερε απέξω κι ανακατωτά μια ζωή. Στην αρχή έλεγαν ότι φταίει η κούραση και το άγχος. Είχε αρχίσει να παίρνει εκείνες τις πολυβιταμίνες και το συμπλήρωμα σιδήρου, μια που πίστευαν πως ίσως να είχε κάποιο είδος διατροφικής ανεπάρκειας. Αλλά τελικά δεν μπορούσαν να κλείνουν τα μάτια, κάτι δεν πήγαινε καθόλου, μα καθόλου καλά. Η διάγνωση τους άφησε άφωνους αρκετή ώρα, και τους δύο. Κατόπιν της Μπρίτα τής ξέφυγε ένας λυγμός. Μόνο αυτό. Ένας λυγμός. Έσφιξε δυνατά το χέρι του Χέρμαν, και της το έσφιξε κι εκείνος. Ήξεραν και οι δύο τι σήμαινε αυτό. Η ζωή που είχαν ζήσει μαζί επί πενήντα πέντε συναπτά έτη θα άλλαζε δραματικά. Αργά αλλά σταθερά ο εγκέφαλός της θα καταβαλλόταν από την ασθένεια, η Μπρίτα θα έχανε ολοένα και περισσότερο τον εαυτό της: τις αναμνήσεις της, την προσωπικότητά της. Η άβυσσος έχασκε τεράστια και βαθιά μπροστά τους. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε. Οι καλές στιγμές γίνονταν όλο και λιγότερες. Τα χέρια του Χέρμαν έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να διπλώσει τις χαρτοπετσέτες όπως έκανε πάντα η Μπρίτα. Συνήθιζε να τις διπλώνει σε σχήμα βεντάλιας. Παρόλο που την είχε δει να το κάνει τόσες φορές δεν τα κατάφερε. Στην τέταρτη προσπάθεια η οργή και η απογοήτευση φούντωσαν μέσα του και έσκισε τη χαρτοπετσέτα. Μικρά κομμάτια έπεσαν πάνω στα πιάτα. Κάθισε στην καρέκλα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Σκούπισε ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού του. Πενήντα πέντε χρόνια ήταν μαζί. Καλά χρόνια. Ευτυχισμένα χρόνια. Βέβαια είχαν τα πάνω τους και τα κάτω τους, όπως συνέβαινε σε όλους τους γάμους. Αλλά τα θεμέλια δεν είχαν διαταραχτεί ποτέ. Μαζί είχαν ωριμάσει, αυτός και η Μπρίτα. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Ειδικά όταν απέκτησαν την Άννα-Γκρέτα. Ο Χέρμαν είχε νιώσει πολύ περήφανος για την Μπρίτα τότε. Πριν αποκτήσουν την κορούλα τους, ο Χέρμαν έβρισκε καμιά φορά τη σύζυγό του ρηχή και φλύαρη, όφειλε να το παραδεχτεί αυτό. Αλλά από τη μέρα που την είδε να κρατάει την Άννα-Γκρέτα στην αγκαλιά της, η Μπρίτα είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν σαν να είχε αποκτήσει ένα θεμέλιο που δεν το είχε μέχρι τότε.
116/499
Τρεις κόρες είχαν αποκτήσει. Τρεις ευλογημένες θυγατέρες, και με κάθε παιδί αγαπούσε τη γυναίκα του όλο και περισσότερο. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. «Μπαμπά; Πώς είσαι; Δεν απάντησες όταν χτύπησα και έτσι άνοιξα και μπήκα». Ο Χέρμαν σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και προσπάθησε να χαμογελάσει σαν αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο της μεγάλης τους κόρης. Αλλά δεν μπόρεσε να την ξεγελάσει. Εκείνη τον αγκάλιασε και ακούμπησε το μάγουλό της στο δικό του. «Είναι δύσκολη η σημερινή μέρα, μπαμπά;» Έγνεψε καταφατικά και επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει λίγο σαν παιδί στην αγκαλιά της κόρης του. Την είχαν αναθρέψει σωστά, αυτός και η Μπρίτα. Η Άννα-Γκρέτα ήταν θερμή και περιποιητική και μια αγαπημένη γιαγιά για τα δύο δισέγγονά τους. Μερικές φορές ο Χέρμαν δεν καταλάβαινε πώς ο καιρός είχε περάσει τόσο γρήγορα. Αυτή η γκριζομάλλα γυναίκα, που είχε κλείσει τα πενήντα, ήταν η κόρη του με την οποία έπαιζε κάποτε στο σπίτι και τον έκανε ό,τι ήθελε. «Τα χρόνια περνούν, καλή μου Άννα-Γκρέτα» είπε ο Χέρμαν και τη χτύπησε ανάλαφρα στο μπράτσο που το είχε απλώσει πάνω στο στήθος του. «Ναι, μπαμπά, τα χρόνια περνούν» είπε εκείνη και τον έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά της. Μετά τον άφησε. «Έλα τώρα να δούμε αν μπορούμε να βάλουμε τάξη στο τραπέζι. Η μαμά δεν θα χαρεί όταν δει πώς τα έχεις κάνει». Γέλασε, και ο Χέρμαν δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Θα φτιάξω εγώ τις βεντάλιες και εσύ θα αναλάβεις τα μαχαιροπίρουνα. Είναι καλύτερα έτσι νομίζω, αν κρίνω από αυτά εδώ». Έδειξε τα κομματάκια της χαρτοπετσέτας που ήταν σκορπισμένα σαν χαρτοπόλεμος στο τραπέζι και του έκλεισε το μάτι. «Βέβαια, είναι καλύτερα έτσι» είπε και χάρισε στην κόρη του ένα χαμόγελο γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Καλύτερα».
«Τι ώρα θα έρθουν;» φώναξε ο Πάτρικ από την κρεβατοκάμαρα στον πάνω όροφο. Κατόπιν προτροπής της Ερίκα είχε ανέβει να φορέσει κάτι πιο επίσημο από τζιν και φανελάκι. Το επιχείρημά του «Μα μόνο η αδελφή σου και ο Νταν
117/499
θα έρθουν για φαγητό» δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήταν Παρασκευή βράδυ και είχαν καλεσμένους, οπότε έπρεπε να υπάρχει κάποιο στιλ. Τόσο απλά. Η Ερίκα άνοιξε την πόρτα του φούρνου και κοίταξε το ψαρονέφρι που ήταν τυλιγμένο σε σφολιάτα. Είχε ακόμη ενοχές για τη χτεσινή μέρα που τα είχε ψάλει στον Πάτρικ, και για να τον αποζημιώσει είχε ετοιμάσει ένα από τα αγαπημένα του φαγητά, ψαρονέφρι σε σφολιάτα βουτύρου με σος πορτό και πουρέ. Αυτό είχε ετοιμάσει και το πρώτο βράδυ που τον είχε καλέσει στο σπίτι της. Το πρώτο βράδυ που... Γέλασε χαλαρά και έκλεισε την πόρτα του φούρνου. Της φαίνονταν τόσο μακρινά τώρα όλα αυτά, αν και είχαν γίνει μόλις πριν από μερικά χρόνια. Αγαπούσε τον Πάτρικ πολύ και ειλικρινά, αλλά ήταν περίεργο πώς η καθημερινότητα και η ζωή με το παιδί μπορούσε να σκοτώσει εκείνη την επιθυμία να κάνεις έρωτα πέντε φορές, όπως είχαν κάνει εκείνη τη νύχτα. Τώρα πια κουραζόταν μόνο με τη σκέψη τόσης δραστηριότητας στο κρεβάτι. Ένιωθε ότι και η μία φορά την εβδομάδα ήταν άθλος. «Θα είναι εδώ σε κάνα μισάωρο» φώναξε προς τα πάνω και άρχισε να ετοιμάζει τη σος. Η ίδια είχε αλλάξει, φορούσε μαύρο παντελόνι και μια μοβ μπλούζα που ήταν η αγαπημένη της από τότε που έμενε στη Στοκχόλμη ακόμη, όπου υπήρχε μια αξιοπρεπής γκάμα καταστημάτων για να κάνει τα ψώνια της. Για να είναι σίγουρη ότι δεν θα λερωθεί είχε φορέσει ποδιά. Άκουσε τον Πάτρικ να σφυρίζει με θαυμασμό όταν κατέβηκε από τη σκάλα. «Τι αντικρίζουν τα κουρασμένα μάτια μου; Μια αποκάλυψη. Ένα πλάσμα θεϊκής λάμψης, με μια πινελιά σπιτικής κομψότητας και εκλεκτής εδεσματολογικότητας». «Η λέξη “εδεσματολογικότητα” δεν υπάρχει» είπε η Ερίκα και γέλασε όταν ο Πάτρικ τη φίλησε στον αυχένα. «Υπάρχει τώρα» είπε εκείνος και της έκλεισε το μάτι. Έπειτα έκανε ένα βήμα πίσω και εκτέλεσε μια πιρουέτα. «Λοιπόν; Εγώ καλός είμαι; Ή ν’ ανέβω και ν’ αλλάξω πάλι;» «Έλα, σταμάτα. Με κάνεις να φαίνομαι η στρίγκλα του σπιτιού». Η Ερίκα τον κοίταξε δήθεν αυστηρά από πάνω έως κάτω, γέλασε και είπε: «Αποτελείς στολίδι για το σπίτι μας. Μπορείς όμως τώρα να στρώσεις το τραπέζι μπας και θυμηθώ γιατί σε παντρεύτηκα;» «Να στρώσω το τραπέζι; Πες πως έγινε κιόλας!»
118/499
Μισή ώρα αργότερα, στις επτά ακριβώς, χτύπησε το κουδούνι. Τόσο το φαγητό όσο και το τραπέζι ήταν ήδη έτοιμα. Η Άννα και ο Νταν στέκονταν απέξω, μαζί με την Έμα και τον Άντριαν, που όρμησαν μέσα και άρχισαν να φωνάζουν τη Μάγια. Η μικρή τους ξαδέλφη ήταν απίστευτα δημοφιλής. «Ποιος είναι αυτός ο κούκλος, Ερίκα;» ρώτησε η Άννα. «Και τον Πάτρικ τι τον έκανες; Για να πω την αλήθεια, πολύ άργησες να τον αντικαταστήσεις με αυτό εδώ το απίθανο μοντέλο». Ο Πάτρικ αγκάλιασε την Άννα. «Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, πολυαγαπημένη μου κουνιάδα... Λοιπόν, πώς είναι τα πιτσουνάκια; Είναι μεγάλη τιμή για την Ερίκα και για μένα που μπορέσατε να ξεκολλήσετε από την κρεβατοκάμαρα και να έρθετε να μας επισκεφθείτε στο ταπεινό μας σπίτι». «Έλααα!» έκανε η Άννα και κοκκίνισε καθώς χτυπούσε τον Πάτρικ στο στήθος. Αλλά το βλέμμα που έριξε στον Νταν απέδειξε ότι ο Πάτρικ είχε αναντίρρητα δίκιο. Η βραδιά ήταν πολύ ωραία. Η Έμα και ο Άντριαν απασχόλησαν με μεγάλη τους χαρά τη Μάγια μέχρι που ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο, και μετά αποκοιμήθηκαν κι αυτά πιάνοντας από μια γωνιά του καναπέ. Το φαγητό πήρε τους επαίνους που του άξιζαν, το κρασί ήταν υπέροχο και τα μπουκάλια άδειασαν γρήγορα. Η Ερίκα απολάμβανε κάθε στιγμή με την αδελφή της και τον Νταν. Δίχως κανένα σκοτεινό σύννεφο στον ορίζοντα. Δίχως καμία σκέψη για όλα εκείνα που είχαν αφήσει πίσω τους. Μόνο απλή κουβεντούλα και φιλικά πειράγματα. Ξαφνικά η ηρεμία αυτή διαταράχτηκε από το κινητό του Νταν που είχε αρχίσει να χτυπάει σαν δαιμονισμένο. «Με συγχωρείτε, θέλω απλώς να δω ποιος τηλεφωνεί τέτοια ώρα» είπε ο Νταν και πήγε να φέρει το τηλέφωνο από το μπουφάν του. Συνοφρυώθηκε όταν είδε την οθόνη, φαινόταν να μην αναγνωρίζει το νούμερο που τον καλούσε. «Ναι, Νταν εδώ» είπε απορημένος. «Ποιος; Συγγνώμη, δεν ακούγεται καθαρά... Η Μπελίντα; Πού; Πώς; Μα εγώ έχω πιει, δεν μπορώ... Βάλ’ τη σε ένα ταξί και στείλ’ την εδώ. Αμέσως! Ναι, θα το πληρώσω εγώ. Φρόντισε μόνο να έρθει εδώ». Η ρυτίδα ανάμεσα φρύδια του έγινε βαθύτερη, και βλαστήμησε όταν έκλεισε το κινητό, αφού πρώτα έδωσε τη διεύθυνση του Πάτρικ και της Ερίκα. «Γαμώτο!» «Τι συνέβη;» έκανε ανήσυχη η Άννα.
119/499
«Η Μπελίντα συνέβη. Φαίνεται πως ήταν σε κάποιο πάρτι και είναι λιώμα στο μεθύσι. Μια φίλη της ήταν στο τηλέφωνο. Θα τη βάλουν σε ένα ταξί να τη φέρει εδώ». «Μα πού ήταν; Είπε πως θα πήγαινε στο σπίτι της Πενίλα στο Μούνκενταλ...» «Προφανώς δεν πήγε. Η φίλη της τηλεφωνούσε από την Γκρέμπεσταντ». Ο Νταν άρχισε να πληκτρολογεί έναν αριθμό και μετά φάνηκε πως ξύπνησε την πρώην σύζυγό του. Πήγε στην κουζίνα και το μόνο που άκουγαν οι άλλοι ήταν κάποιες σκόρπιες λέξη από τη συνομιλία τους. Αλλά οι λέξεις αυτές δεν ακούγονταν καθόλου φιλικές. Μερικά λεπτά αργότερα μπήκε ξανά στην τραπεζαρία και κάθισε μαζί τους με μια έκφραση απογοήτευσης. «Προφανώς η Μπελίντα τής είχε πει ότι θα κοιμόταν σε μια φίλη της. Και η φίλη της είπε, κατά πάσα πιθανότητα, ότι θα κοιμόταν στην Μπελίντα. Με κάποιον τρόπο πήγαν στην Γκρέμπεσταντ στο πάρτι. Που να πάρει ο διάολος! Νόμιζα ότι μπορούσα να την εμπιστευτώ ότι θα την πρόσεχε!» Πέρασε ταραγμένος το χέρι από τα μαλλιά του. «Την Πενίλα εννοείς;» ρώτησε η Άννα και τον χάιδεψε στο μπράτσο για να τον ηρεμήσει. «Δεν είναι τόσο εύκολο αν θέλεις να ξέρεις. Θα μπορούσες να την πατήσεις κι εσύ. Είναι το παλιότερο τέχνασμα που υπάρχει». «Όχι, δεν θα την πατούσα!» είπε οργισμένος ο Νταν. «Θα είχα τηλεφωνήσει στους γονείς της φίλης της το βράδυ για να ελέγξω αν ήταν όλα εντάξει. Ποτέ δεν θα εμπιστευόμουν ένα κορίτσι δεκαεπτά χρόνων. Πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κανείς; Να μην μπορώ να την εμπιστευτώ ότι θα φροντίσει τα κορίτσια;» «Ηρέμησε» είπε η Άννα αυστηρά. «Ας τα πάρουμε ένα ένα. Το σημαντικότερο τώρα είναι να φροντίσουμε την Μπελίντα». Τον διέκοψε αμέσως μόλις ο Νταν άνοιξε το στόμα να πει κάτι. «Και δεν θα της τα ψάλουμε απόψε. Αυτή την κουβέντα θα την κάνουμε αύριο, όταν θα είναι νηφάλια. Εντάξει;» Παρόλο που η τελευταία λέξη ειπώθηκε με ένα ερωτηματικό στο τέλος, όλοι στην τραπεζαρία, του Νταν συμπεριλαμβανομένου, κατάλαβαν ότι αυτό δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Εκείνος απλώς έγνεψε καταφατικά. «Πάω να ετοιμάσω τον ξενώνα» είπε η Ερίκα και σηκώθηκε. «Κι εγώ πάω να βρω έναν κουβά ή κάτι τέτοιο» είπε ο Πάτρικ και ευχήθηκε μέσα του να μη χρειαζόταν να επαναλάβει αυτή τη φράση όταν η Μάγια θα έφτανε στην εφηβεία.
120/499
Μερικά λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα αυτοκίνητο να σταματάει έξω από το σπίτι και ο Νταν με την Άννα έτρεξαν να ανοίξουν την πόρτα. Η Άννα πλήρωσε τον ταξιτζή, ενώ ο Νταν σήκωσε και έβγαλε έξω την Μπελίντα που ήταν σωριασμένη στο πίσω κάθισμα. «Μπαμπά...» ψεύδισε εκείνη. Μετά έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του. Ο Νταν ένιωσε αναγούλα από τα χνότα της που βρομούσαν ξερατά, αλλά ταυτόχρονα αισθάνθηκε μεγάλη τρυφερότητα για την κόρη του που φαινόταν τόσο μικρή και ευάλωτη στην αγκαλιά του. Είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που την είχε κουβαλήσει στην αγκαλιά του. Ένα τίναγμα στο κορμί της Μπελίντα τον έκανε να κρατήσει ενστικτωδώς το κεφάλι της στο πλάι, μακριά από το στέρνο του. Ένα δυσώδες, κοκκινωπό συνονθύλευμα εκτοξεύτηκε στην εξωτερική σκάλα της Ερίκα και του Πάτρικ. Δεν υπήρχε αμφιβολία τι είχε πιει η κόρη του, και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα. Ή τουλάχιστον αποδεικνυόταν πως το κόκκινο κρασί ήταν ένα από τα ποτά που είχαν καταναλωθεί σε υπερβολικά μεγάλη ποσότητα. «Φέρ’ τη μέσα, παράτα το αυτό, θα καθαρίσουμε μετά» είπε η Ερίκα και έκανε νόημα στον Νταν να περάσει μέσα. «Πήγαινέ τη μέχρι το ντους, θα τη φροντίσουμε εγώ και η Άννα και θα της αλλάξουμε ρούχα». Στο ντους η Μπελίντα άρχισε να κλαίει. Ήταν ένα κλάμα που σου έσχιζε την καρδιά. Η Άννα τής χάιδεψε το κεφάλι, ενώ η Ερίκα τη σκούπιζε προσεκτικά με μια πετσέτα. «Ηρέμησε, καρδούλα μου, θα περάσει, θα δεις» έλεγε η Άννα καθώς φορούσε στην Μπελίντα ένα καθαρό φανελάκι. «Ο Κιμ θα ήταν εκεί... Κι εγώ πίστευα ότι... Αλλά είπε στη Λίντα πως με θεωρούσε... άσχημη...» Μιλούσε με δυσκολία, ανάμεσα σε λυγμούς. Η Άννα κοίταξε την Ερίκα πάνω από το κεφάλι της Μπελίντα. Καμία από τις δυο τους δεν θα ήθελε να βρισκόταν στη θέση της κοπέλας, με τίποτα. Τίποτα δεν πονάει περισσότερο από τη ραγισμένη καρδιά ενός ατόμου στην εφηβεία. Είχαν περάσει και οι δυο τους από τη φάση αυτή και καταλάβαιναν πολύ καλά γιατί ενέδιδε κανείς στον πειρασμό να πνίξει τη στενοχώρια του στο ποτό. Αλλά αυτό αποτελούσε μια άκρως προσωρινή λύση. Αύριο η Μπελίντα θα ένιωθε πολύ χειρότερα, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Το ήξεραν, και τη γνώση αυτή
121/499
την είχαν πληρώσει και οι ίδιες ακριβά. Όμως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τη βάλουν στο κρεβάτι. Τα υπόλοιπα θα τα έλυναν αύριο.
Ο Μέλμπεργ στεκόταν με το χέρι στο πόμολο της πόρτας. Ζύγισε τα υπέρ και τα κατά. Ένιωσε αναντίρρητα πως τα «κατά» ξεπερνούσαν κατά πολύ τα «υπέρ». Αλλά δύο πράγματα τον είχαν φέρει ως εδώ. Το πρώτο ήταν ότι δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει Παρασκευή βράδυ. Το δεύτερο ήταν πως το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν τα σκούρα μάτια της Ρίτα. Ωστόσο, αναρωτιόταν ακόμη αν αυτοί οι δύο παράγοντες ήταν αρκετοί για να κάνει κάτι τόσο παράλογα γελοίο όπως το να πάει σε ένα μάθημα σάλσα. Εξάλλου εκεί μέσα θα υπήρχαν ένα κάρο απελπισμένες γυναίκες που πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν άντρα σε μαθήματα χορού. Αξιολύπητο. Για μια στιγμή ήταν έτοιμος να κάνει μεταβολή και να περάσει από το βενζινάδικο, να αγοράσει μερικές σακούλες πατατάκια και να πάει στο σπίτι του να παρακολουθήσει ένα επεισόδιο της εκπομπής «Γεμάτη κατάψυξη» με τον Στέφαν και τον Κρίστερ, το οποίο είχε γράψει σε βίντεο. Γέλασε στη σκέψη. Αυτοί οι τύποι έβγαζαν απίστευτο γέλιο. Ο Μπέρτιλ είχε τελικά αποφασίσει να πραγματοποιήσει το σχέδιό του όταν η πόρτα άνοιξε. «Μπέρτιλ! Πόσο χαίρομαι που ήρθες! Πέρασε μέσα, θα αρχίσουμε αμέσως». Προτού καλά καλά καταλάβει τι συνέβαινε η Ρίτα τον είχε αρπάξει από το χέρι και τον τραβούσε στην αίθουσα γυμναστικής. Λατινοαμερικανική μουσική ξεχυνόταν από ένα τεράστιο ραδιοσιντί στο πάτωμα, και τέσσερα ζευγάρια τον κοίταζαν με περιέργεια όταν μπήκε μέσα. Ίσος αριθμός αντρών και γυναικών, παρατήρησε με έκπληξη ο Μέλμπεργ, και η εικόνα του εαυτού του ως κρέατος που θα το έσχιζαν κάποιες άπληστες και ξαναμμένες ύαινες ξεθώριασε μεμιάς. «Εσύ θα χορέψεις μαζί μου. Θα με βοηθήσεις να δείξω τις φιγούρες» είπε η Ρίτα και τον τράβηξε αποφασιστικά στο κέντρο της αίθουσας. Στάθηκε μπροστά του, έπιασε το ένα του χέρι ενώ το άλλο το έβαλε γύρω από τη μέση της. Ο Μέλμπεργ πάλευε μέσα του να μην ενδώσει στον πειρασμό να χουφτώσει τα υπέροχα παχάκια της. Δεν καταλάβαινε με τίποτα τους άντρες που προτιμούσαν να νιώθουν τα κόκαλα των γυναικών στις παλάμες τους.
122/499
«Μπέρτιλ, δώσε προσοχή» είπε αυστηρά η Ρίτα και εκείνος ίσιωσε αμέσως το κορμί του. «Κοιτάξτε τώρα τι κάνουμε εγώ και ο Μπέρτιλ» είπε η Ρίτα απευθυνόμενη στα άλλα ζευγάρια. «Οι ντάμες: δεξί πόδι μπροστά, μετακινήστε το βάρος στο αριστερό πόδι, και πίσω με το δεξί. Το ίδιο ισχύει για τους καβαλιέρους, αλλά από την ανάποδη, αριστερό πόδι μπροστά, το βάρος στο δεξί, και κατόπιν το αριστερό πίσω. Ας κάνουμε αυτά τα βήματα μέχρι να τα μάθουμε καλά». Ο Μέλμπεργ προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε η Ρίτα, αλλά ήταν λες και ο εγκέφαλος είχε επιλέξει να διαγράψει ακόμα και αυτές τις τόσο θεμελιώδεις πληροφορίες για το ποιο πόδι ήταν το δεξί και ποιο το αριστερό. Όμως η Ρίτα ήταν καλή δασκάλα. Με αποφασιστικές κινήσεις οδηγούσε τα πόδια του μπρος πίσω, και έπειτα από λίγο, προς μεγάλη του χαρά, ένιωσε ότι άρχιζε να εκτελεί σωστά τις κινήσεις. «Και τώρα... θα αρχίσουμε να λικνίζουμε τους γοφούς» είπε η Ρίτα και κοίταξε επιτακτικά τους μαθητές της. «Εσείς οι Σουηδοί είστε τόσο σφιγμένοι. Αλλά η σάλσα είναι κίνηση, είναι ευελιξία, είναι απαλές κινήσεις». Τους έδειξε τι εννοούσε κουνώντας τους γοφούς της στον ρυθμό της μουσικής, με έναν τρόπο που έδινε την εντύπωση ότι οι γοφοί της ήταν κύμα που κλυδωνιζόταν μπρος πίσω. Ο Μέλμπεργ την κοιτούσε καταγοητευμένος. Φαινόταν τόσο εύκολο όταν το έκανε εκείνη. Αποφασισμένος να την εντυπωσιάσει, προσπάθησε να τη μιμηθεί, καθώς κινούσε μπρος πίσω τα πόδια του στα βήματα που πίστευε ότι είχε πλέον μάθει. Αλλά τώρα δεν λειτουργούσε τίποτα. Ένιωθε τους γοφούς του σαν να είχαν πάθει αγκύλωση ύστερα από εγχείρηση, και οι προσπάθειές του να συντονίσει αυτή την κίνηση με τις κινήσεις των ποδιών του τον οδήγησαν σε ολοκληρωτικό βραχυκύκλωμα. Σταμάτησε απότομα με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα μαλλιά του επέλεξαν εκείνη τη στιγμή να γλιστρήσουν στο πλάι, πάνω στο αριστερό του αυτί. Τα τακτοποίησε με αστραπιαία ταχύτητα, ελπίζοντας ότι κανείς δεν το είχε προσέξει. Ένα μικρό ρουθούνισμα από ένα ζευγάρι έκανε μεμιάς θρύψαλα την ελπίδα του. «Ξέρω ότι είναι δύσκολο, θέλει εξάσκηση, Μπέρτιλ» είπε ενθαρρυντικά η Ρίτα και τον προέτρεψε να προσπαθήσει ξανά. «Άκου τη μουσική, Μπέρτιλ, άκου. Και άφησε το σώμα σου να την ακολουθήσει. Μην κοιτάζεις τα πόδια
123/499
σου, εμένα να κοιτάζεις. Στη σάλσα θα πρέπει να κοιτάζεις πάντα την ντάμα σου στα μάτια. Είναι χορός της αγάπης, χορός του πάθους». Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του και εκείνος επιστράτευσε όλη του τη θέληση για να κρατήσει το δικό του βλέμμα πάνω της και όχι στα πόδια του. Στην αρχή δεν τα κατάφερε καθόλου. Αλλά έπειτα από λίγο, με την ήρεμη καθοδήγηση της Ρίτα, αισθάνθηκε ότι κάτι συνέβαινε. Λες και το κορμί του για πρώτη φορά άκουγε πραγματικά τη μουσική. Οι γοφοί του άρχισαν να κουνιούνται ανάλαφρα στον ρυθμό. Κοίταξε βαθύτερα στα μάτια της Ρίτα. Και ενώ οι λατινοαμερικανικοί ρυθμοί ξεχύνονταν ορμητικά από το τεράστιο ραδιοσιντί, ένιωσε να πέφτει.
Κριχάνσαντ 1943
Στην πραγματικότητα του Άξελ δεν του άρεσε να ριψοκινδυνεύει. Ούτε ήταν κάνας εξαιρετικά γενναίος τύπος. Βεβαίως και φοβόταν. Αλλιώς θα ήταν τρελός. Αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει. Δεν μπορούσε να κάθεται και να βλέπει το κακό να θριαμβεύει δίχως να κάνει τίποτα. Στεκόταν στην κουπαστή και ένιωθε τον άνεμο να του μαστιγώνει το πρόσωπο. Λάτρευε τη μυρωδιά της αρμύρας. Πάντα ζήλευε τους ψαράδες, τους άντρες που έβγαιναν από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και άφηναν το σκάφος να τους πάει όπου πήγαιναν τα ψάρια. Ο Άξελ ήξερε ότι θα γελούσαν μαζί του αν τους έλεγε πόσο τους ζήλευε. Δεν θα πίστευαν ότι αυτός, ο γιος του γιατρού, που θα σπούδαζε και θα γινόταν κάτι σημαντικό, ζήλευε εκείνους. Ότι ζήλευε τους ρόζους στα χέρια τους, την ψαρίλα που δεν έλεγε να φύγει από τα ρούχα τους, την αβεβαιότητα αν θα επέστρεφαν στο σπίτι κάθε φορά που ξανοίγονταν στο πέλαγος. Θα σκέφτονταν ότι ήταν παράλογο και θρασύ εκ μέρους του να ζηλεύει τη ζωή που έκαναν. Δεν θα τον καταλάβαιναν. Αλλά βαθιά μέσα του, μέχρι και την τελευταία ίνα του κορμιού του, ένιωθε ότι γι’ αυτή τη ζωή ήταν προορισμένος. Φυσικά και είχε μυαλό για σπουδές, αλλά ποτέ του δεν ένιωθε άνετα στο σπίτι ανάμεσα στα βιβλία, όπως ένιωθε εδώ, σε ένα κατάστρωμα που κλυδωνιζόταν, με τον άνεμο να του ανακατεύει τα μαλλιά και με τη μυρωδιά της ψαρίλας στα ρουθούνια. Ο Έρικ, αντιθέτως, λάτρευε τον κόσμο των βιβλίων. Υπήρχε πάντα μια αύρα ευτυχίας γύρω του όταν καθόταν τα βράδια στο κρεβάτι του, με τα μάτια του να κινούνται στις σελίδες κάποιου βιβλίου, το οποίο ήταν πολύ ογκώδες και πολύ παλιό για να τραβήξει την προσοχή και να ενθουσιάσει οποιονδήποτε άλλο πέρα από τον Έρικ. Ο Έρικ καταβρόχθιζε τη γνώση, γλεντούσε τη γνώση, περιδρόμιαζε σαν λιμασμένος γεγονότα, χρονολογίες, ονόματα και τόπους.
125/499
Αυτό γοήτευε τον Άξελ, αλλά παράλληλα τον έθλιβε. Ήταν τόσο διαφορετικός από τον αδελφό του. Ίσως ήταν μεγάλη η διαφορά ηλικίας. Τέσσερα χρόνια τούς χώριζαν. Ποτέ δεν είχαν παίξει μαζί, ποτέ δεν μοιράστηκαν τα παιχνίδια. Επίσης, ο Άξελ στενοχωριόταν που έβλεπε ότι οι γονείς τους έκαναν διακρίσεις ανάμεσά τους. Εξύψωναν τον ίδιο με έναν τρόπο που διατάρασσε την ισορροπία στην οικογένεια, τον έκαναν κάτι που δεν ήταν και μείωναν τον Έρικ. Αλλά πώς θα μπορούσε να τους εμποδίσει; Αφού αυτός έκανε ό,τι ήταν προορισμένος να κάνει. «Πιάνουμε λιμάνι σε λίγο». Η στεγνή φωνή του Έλοφ πίσω του τον έκανε να αναπηδήσει. Δεν τον είχε ακούσει να πλησιάζει. «Μόλις δέσουμε θα βγω για λίγο στη στεριά. Θα λείψω καμιά ώρα περίπου». Ο Έλοφ έγνεψε καταφατικά. «Να προσέχεις, μικρέ» είπε και έριξε μια τελευταία ματιά στον Άξελ καθώς πήγαινε στην πρύμνη να πάρει το πηδάλιο. Δέκα λεπτά αργότερα ο Άξελ κοίταξε προσεκτικά γύρω του πριν βγει στην αποβάθρα. Ένστολοι Γερμανοί ξεπρόβαλλαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα, αλλά οι περισσότεροι ασχολούνταν με κάποια δουλειά, κυρίως με τον έλεγχο των σκαφών που έδεναν στην αποβάθρα. Ένιωσε τον σφυγμό του ν’ ανεβαίνει. Αρκετοί ναυτικοί πηγαινοέρχονταν στη στεριά, για να φορτώσουν ή να ξεφορτώσουν. Προσπάθησε να κινηθεί εξίσου νωχελικά με αυτούς, που έκαναν απλώς τη δουλειά τους και δεν είχαν κρυφά σχέδια. Δεν είχε τίποτα μαζί του αυτή τη φορά. Σε αυτό εδώ το ταξίδι απλώς θα έπαιρνε κάτι. Ο Άξελ δεν ήξερε τι περιείχε το έγγραφο που του είχαν εμπιστευτεί να περάσει κρυφά στη Σουηδία. Ούτε ήθελε να ξέρει. Γνώριζε μόνο σε ποιον έπρεπε να το παραδώσει. Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Ο άντρας τον οποίο έπρεπε να βρει θα στεκόταν στο κάτω άκρο του λιμανιού, θα φορούσε μπλε κασκέτο και καφέ πουκάμισο. Με άγρυπνο βλέμμα ο Άξελ πλησίασε σε εκείνη τη γωνιά του λιμανιού όπου έπρεπε να βρίσκεται ο άντρας. Όλα φαινόταν να πηγαίνουν καλά μέχρι στιγμής. Κανείς δεν έδινε σημασία σε έναν ψαρά που κινούνταν με οικειότητα στο περιβάλλον του λιμανιού. Οι Γερμανοί ασχολούνταν με τα δικά τους και δεν τον πρόσεχαν καθόλου. Στο τέλος είδε τον άντρα που έψαχνε. Στοίβαζε κιβώτια και φαινόταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Ο Άξελ περπάτησε προς το μέρος του με αποφασιστικό βήμα. Το κόλπο ήταν να φαίνεται πως είχε να κάνει κάποια συγκεκριμένη δουλειά εκεί πέρα. Δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να
126/499
κάνει το λάθος να κοιτάζει γύρω γύρω διερευνητικά με τρόπο που θα κινούσε προφανώς υποψίες. Θα ήταν σαν να κυκλοφορούσε με έναν στόχο στο στήθος. Φτάνοντας στον άντρα, ο οποίος δεν τον είχε πάρει ακόμη χαμπάρι, σήκωσε το πλησιέστερο κιβώτιο και άρχισε να στοιβάζει κι αυτός. Με την άκρη του ματιού του είδε την επαφή του να ρίχνει κάτι στο έδαφος πίσω από μερικά κιβώτια. Ο Άξελ έκανε πως έσκυψε για να σηκώσει άλλο ένα κιβώτιο, αλλά άρπαξε πρώτα το τυλιγμένο χαρτί και το έχωσε στην τσέπη του. Η παράδοση είχε ολοκληρωθεί. Δεν είχε ακόμη ανταλλάξει ούτε βλέμμα με τον άντρα. Ένιωσε την ανακούφιση να κυλάει ορμητικά στις φλέβες του, κάτι που του προκάλεσε ίλιγγο. Η παράδοση ήταν πάντα η κρισιμότερη στιγμή. Μόλις ολοκληρωνόταν δίχως προβλήματα, ο κίνδυνος να σε πιάσουν ήταν πολύ μικρότερος. «Halt! Hände hoch! Αλτ! Ψηλά τα χέρια!» Η διαταγή στα γερμανικά ήρθε από το πουθενά. Ο Άξελ κοίταξε αποσβολωμένος τον άντρα δίπλα του, και από το βλέμμα ντροπής που του έριξε εκείνος κατάλαβε. Ήταν παγίδα. Είτε όλη η αποστολή ήταν ένα κόλπο για να τον πιάσουν είτε οι Γερμανοί είχαν μάθει τι θα γινόταν και ανάγκασαν τους εμπλεκόμενους να τους βοηθήσουν να στήσουν την παγίδα. Όπως και να ’χε, ο Άξελ ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει. Προφανώς οι Γερμανοί τον είχαν παρακολουθήσει από τη στιγμή που βγήκε στη στεριά μέχρι και τη στιγμή της παράδοσης. Και το έγγραφο στην τσέπη του τον έκαιγε. Σήκωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία παράδοσης. Οι άντρες που στέκονταν μπροστά του ήταν της Γκεστάπο. Το παιχνίδι είχε τελειώσει.
Έ
να δυνατό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε το πρωινό τελετουργικό του. Κάθε πρωί η ίδια ρουτίνα. Πρώτα ντους. Μετά ξύρισμα. Έπειτα προετοιμασία του πρωινού, δύο αυγά, μία φέτα ψωμί σίκαλης με βούτυρο και τυρί και ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ. Πάντα το ίδιο πρωινό, το οποίο έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση. Τα χρόνια που είχε περάσει στη φυλακή τον είχαν κάνει να εκτιμήσει τη ρουτίνα, το προβλέψιμο. Άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Φρανς σηκώθηκε ενοχλημένος και πήγε να ανοίξει. «Γεια σου, Φρανς». Ο γιος του στεκόταν και τον κοιτούσε μ’ εκείνο το σκληρό βλέμμα το οποίο είχε αναγκαστεί να συνηθίσει. Ο Φρανς δεν μπορούσε να θυμηθεί πια τις εποχές που όλα ήταν διαφορετικά. Αλλά είχε μάθει να αποδέχεται όσα δεν μπορούσε να αλλάξει, κι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που δεν θα μπορούσε να αλλάξει ποτέ. Μόνο στα όνειρά του μερικές φορές είχε πια την αίσθηση ενός μικρού χεριού στο δικό του. Μια ξεθωριασμένη ανάμνηση, από μια εποχή πριν από πολύ, πάρα πολύ καιρό. Με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο στεναγμό έκανε στην άκρη και άφησε τον γιο του να περάσει. «Γεια σου, Σελ» είπε. «Τι σε φέρνει στον γέρο πατέρα σου;» «Ο Έρικ Φράνκελ» είπε ψυχρά ο Σελ και περιεργάστηκε τον πατέρα του σαν να περίμενε κάποια ιδιαίτερη αντίδραση. «Τρώω πρωινό. Πέρασε μέσα να τα πούμε». Ο Σελ τον ακολούθησε στο καθιστικό. Έριξε μια ματιά όλο περιέργεια γύρω του. Δεν είχε ξαναμπεί σε αυτό το διαμέρισμα. Ο Φρανς τον ρώτησε αν ήθελε καφέ. Ήξερε εκ των προτέρων την απάντηση. «Λοιπόν, τι συμβαίνει με τον Έρικ Φράνκελ;» «Ξέρεις βέβαια ότι είναι νεκρός». Ακούστηκε σαν απλή δήλωση, όχι σαν ερώτηση. Ο Φρανς έγνεψε καταφατικά. «Ναι, άκουσα ότι ο γερο-Έρικ είναι νεκρός. Θλιβερό».
128/499
«Αυτή είναι η ειλικρινής σου άποψη; Ότι είναι θλιβερό;» Ο Σελ τον κοιτούσε έντονα, και ο Φρανς ήξερε καλά γιατί. Δεν τον επισκεπτόταν ως γιος, αλλά ως δημοσιογράφος. Ο Φρανς έδωσε στον εαυτό του λίγο χρόνο πριν απαντήσει. Υπήρχαν τόσο πολλά κάτω από την επιφάνεια. Τόσο πολλά που χωρούσαν στις αναμνήσεις του και που τον είχαν ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή. Αλλά δεν θα τα αφηγούνταν ποτέ στον γιο του. Ο Σελ δεν θα καταλάβαινε. Είχε καταδικάσει τον πατέρα του πριν από πολύ καιρό. Στέκονταν στις αντίθετες πλευρές ενός τείχους που ήταν τόσο ψηλό ώστε να μην μπορείς να δεις από την άλλη. Έτσι είχαν τα πράγματα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και ως επί το πλείστον, μόνο τον εαυτό του μπορούσε να κατηγορήσει. Όταν ο Σελ ήταν μικρός δεν είχε δει και πολλές φορές τον πατέρα του, τον σχεδόν μόνιμο τρόφιμο των φυλακών. Μόνο μερικές φορές τον είχε πάρει η μητέρα του μαζί κατά τις επισκέψεις στη φυλακή, αλλά η θέα του μικρού προσώπου, γεμάτου ερωτηματικά, στο γυμνό και αφιλόξενο δωμάτιο του επισκεπτηρίου, ανάγκασε τον Φρανς να κάνει την καρδιά του πέτρα και να απαγορεύσει τις επισκέψεις του γιου του. Είχε σκεφτεί ότι ήταν καλύτερα για το παιδί να μην έχει καθόλου πατέρα παρά να έχει αυτόν τον πατέρα που είχε. Ίσως να είχε κάνει λάθος. Αλλά τώρα ήταν πολύ αργά για να το αλλάξει. «Ναι, λυπάμαι για τον θάνατο του Έρικ. Γνωριζόμασταν από τότε που ήμασταν νέοι, και μόνο καλές αναμνήσεις έχω από αυτόν. Μετά πήραμε διαφορετικούς δρόμους και...» Ο Φρανς άνοιξε τα χέρια του. Δεν ήταν υποχρεωμένος να εξηγήσει στον Σελ. Γνώριζαν καλά και οι δυο τους τα περί διαφορετικών δρόμων. «Δεν αληθεύει όμως αυτό που λες. Έχω πληροφορίες ότι είχες επαφές με τον Έρικ τον τελευταίο καιρό. Και ότι οι Φίλοι της Σουηδίας είχαν δείξει συγκεκριμένο ενδιαφέρον για τους αδελφούς Φράνκελ. Δεν έχεις πιστεύω αντίρρηση να κρατάω σημειώσεις;» Ο Σελ έβγαλε επιδεικτικά ένα σημειωματάριο στο τραπέζι και κοίταξε προκλητικά τον πατέρα του καθώς ακουμπούσε το στιλό στο χαρτί. Ο Φρανς ανασήκωσε τους ώμους και με μια κίνηση του χεριού του του έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε πρόβλημα. Δεν είχε πια όρεξη να παίζει αυτό το παιχνίδι. Ο Σελ είχε πολλή οργή μέσα του, και ο Φρανς μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ήταν η δική του οργή. Εκείνη η αδηφάγος οργή που κουβαλούσε
129/499
πάντα μέσα του και που του είχε δημιουργήσει τόσα προβλήματα, τόσες φορές, και είχε καταστρέψει τόσα πράγματα στη ζωή του. Ο γιος του είχε χρησιμοποιήσει αυτή την οργή με διαφορετικό τρόπο. Ναι, παρακολουθούσε τι έγραφε ο Σελ στην εφημερίδα. Αναρίθμητοι τοπικοί πολιτικοί και επιχειρηματίες είχαν γευτεί την οργή του Σελ Ρίνγκχολμ, σε τυπωμένη μορφή από τις σελίδες της εφημερίδας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο διαφορετικοί αυτός και ο Σελ, έστω κι αν είχαν επιλέξει διαφορετικές αφετηρίες. Η οργή που είχαν μέσα τους τους ωθούσε και τους δύο προς τα εμπρός στη ζωή. Αυτή έκανε τον Φρανς να νιώθει σαν στο σπίτι του όταν βρισκόταν ανάμεσα σε φυλακισμένους με ναζιστικές τάσεις, τους οποίους είχε συναντήσει από την πρώτη φορά που φυλακίστηκε. Είχαν κι εκείνοι το ίδιο μίσος, την ίδια κινητήρια δύναμη. Κι αυτός μπορούσε να επιχειρηματολογεί, ήξερε να μιλάει, τον είχε εκπαιδεύσει σχολαστικά ο πατέρας του. Η συμμετοχή του στη ναζιστική συμμορία της φυλακής τού είχε προσδώσει κύρος και δύναμη, ήταν κι αυτός κάποιος, κι εκείνη η οργή θεωρήθηκε πλεονέκτημα, απόδειξη ισχύος. Και με τα χρόνια μπήκε για τα καλά στο πετσί του ρόλου. Δεν μπορούσες πλέον να ξεχωρίσεις τον άντρα από τις απόψεις του. Είχαν γίνει ένα. Είχε την αίσθηση πως αυτό ίσχυε και για τον Σελ. «Πού είχαμε μείνει;» Ο Σελ έριξε μια ματιά στην άγραφη ακόμη σελίδα του μπλοκ του. «Ναι, έλεγα ότι είχες προφανώς κάποιες επαφές με τον Έρικ». «Μόνο λόγω της παλιάς μας φιλίας. Τίποτα ιδιαίτερο. Και τίποτα που θα μπορούσε να συνδεθεί με τον θάνατό του». «Αυτό ισχυρίζεσαι εσύ, βεβαίως» έκανε ο Σελ. «Άλλοι όμως θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Και τι σόι επαφές ήταν αυτές; Τίποτε απειλές;» Ο Φρανς ρουθούνισε ειρωνικά. «Δεν ξέρω από πού πήρες τις πληροφορίες σου, αλλά εγώ δεν απείλησα τον Έρικ Φράνκελ. Έχεις γράψει αρκετά για τους ομοϊδεάτες μου ώστε να ξέρεις ότι υπάρχουν πάντα μερικοί... θερμοκέφαλοι που δεν σκέφτονται ορθολογικά. Ακριβώς γι’ αυτό ενημέρωσα τον Έρικ». «Οι ομοϊδεάτες σου» επανέλαβε ο Σελ με μια περιφρόνηση που άγγιζε σχεδόν τα όρια της αηδίας. «Εννοείς φρενοβλαβείς αντιδραστικούς που πιστεύουν ότι μπορούν να κλείσουν τα σύνορα». «Πες το όπως θέλεις» έκανε κουρασμένα ο Φρανς. «Εγώ πάντως δεν απείλησα τον Έρικ Φράνκελ. Και τώρα σε παρακαλώ θα ήθελα να φύγεις».
130/499
Για μια στιγμή φάνηκε ότι ο Σελ θα διαμαρτυρόταν. Μετά, όμως, σηκώθηκε, έσκυψε πάνω από τον πατέρα του και τον κάρφωσε με το βλέμμα. «Δεν υπήρξες ποτέ σωστός πατέρας, αλλά αυτό μπορώ να το ξεπεράσω. Όμως, σου το ορκίζομαι, αν χώσεις τον γιο μου ακόμα πιο βαθιά σε αυτή την ιστορία, τότε...» Έσφιξε τις γροθιές του. Ο Φρανς σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ήρεμα τον Σελ. «Δεν έχω χώσει τον γιο σου σε τίποτα. Είναι αρκετά μεγάλος για να σκεφτεί μόνος του. Κάνει μόνος του τις επιλογές του». «Όπως έκανες εσύ τις δικές σου;» είπε ο Σελ με πίκρα. Ύστερα όρμησε έξω σαν να μην άντεχε πια να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τον πατέρα του. Ο Φρανς παρέμεινε καθισμένος και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει στο στήθος του. Όταν άκουσε την εξώπορτα να κλείνει με πάταγο, συλλογιζόταν πατεράδες και γιους. Και τις επιλογές που γίνονταν για τους τελευταίους, είτε το θέλανε είτε όχι.
«Περάσατε καλά το Σαββατοκύριακο;» Η Πάουλα απεύθυνε την ερώτηση στον Μάρτιν και στον Γιέστα, ενώ μετρούσε τις δόσεις του καφέ που θα έριχνε στη μηχανή. Οι άλλοι δύο αρκέστηκαν να γνέψουν βλοσυρά. Κανένας από τους δύο δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τα πρωινά της Δευτέρας. Ο Μάρτιν εξάλλου είχε κοιμηθεί άσχημα όλο το Σαββατοκύριακο. Τώρα τελευταία είχε αρχίσει να μένει άγρυπνος τις νύχτες και να ανησυχεί για το παιδί που θα αποκτούσαν σε δύο μήνες περίπου. Όχι επειδή δεν το ήθελε. Το αντίθετο. Το ήθελε, και πολύ μάλιστα. Αλλά τώρα ήταν σαν να καταλάβαινε για πρώτη φορά πόσο μεγάλη ήταν η ευθύνη. Ότι θα είχε μια ζωούλα, έναν ανθρωπάκο που θα έπρεπε να φυλάει, να αναθρέφει και να φροντίζει από κάθε άποψη. Και η συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος τον έκανε να ξαπλώνει και να κοιτάζει άγρυπνος το ταβάνι τις νύχτες, ενώ η μεγάλη κοιλιά της Πία ανεβοκατέβαινε στον ρυθμό της ήσυχης ανάσας της. Αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν εκφοβισμός στο σχολείο και όπλα και ναρκωτικά και σεξουαλική κακοποίηση και λύπες και αναποδιές. Όταν τα σκεφτόταν όλα αυτά, δεν είχαν τελειωμό εκείνα που θα μπορούσαν να βλάψουν το παιδί που αναμενόταν. Και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε αν ήταν πραγματικά ώριμος
131/499
για μια τέτοια ευθύνη. Αλλά ήταν λίγο αργά για ανησυχίες τώρα πια. Διότι σε δυο μήνες το μωρό θα ήταν αναπόφευκτα παρόν. «Πολύ ορεξάτους σας βλέπω». Η Πάουλα κάθισε και έβαλε τα χέρια της στο τραπέζι, ενώ κοιτούσε τον Γιέστα και τον Μάρτιν με ένα χαμόγελο. «Η ευθυμία τη Δευτέρα το πρωί θα έπρεπε να είναι απαγορευμένη» είπε ο Γιέστα και σηκώθηκε να πάρει κι άλλο καφέ. Δεν είχε περάσει όλο το νερό στο φίλτρο της μηχανής, και όταν τράβηξε την κανάτα καφές άρχισε να τρέχει στη θερμαινόμενη πλάκα. Ο Γιέστα δεν φάνηκε να το προσέχει, απλώς έβαλε την κανάτα στη θέση της όταν γέμισε το φλιτζάνι. «Γιέστα, πρόσεχε λίγο» είπε η Πάουλα αυστηρά όταν εκείνος έστρεψε την πλάτη του στο χάλι που είχε προκαλέσει και πήγε να ξανακαθίσει. «Δεν μπορείς να το αφήσεις έτσι. Πρέπει να το καθαρίσεις». Ο Γιέστα έριξε μια ματιά στη μηχανή του καφέ και φάνηκε πως τώρα, για πρώτη φορά, πρόσεξε τη λιμνούλα καφέ που είχε σχηματιστεί στον πάγκο της κουζίνας. «Α, ναι, ναι» έκανε δύσθυμα και σκούπισε τον πάγκο. Ο Μάρτιν γέλασε. «Είναι υπέροχο να βλέπω ότι κάποιος σε βάζει στη θέση σου». «Αχ, ναι, οι γυναίκες. Είναι ανάγκη να είστε τόσο σχολαστικές ανά πάσα στιγμή;» Η Πάουλα ετοιμαζόταν να του απαντήσει καταλλήλως, όταν ακούστηκε θόρυβος από τον διάδρομο. Ένας θόρυβος ασυνήθιστος για το αστυνομικό τμήμα − χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Ο Μάρτιν τέντωσε τον λαιμό του με μια έκφραση όλο προσδοκία. «Πρέπει να είναι...» είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας ο Πάτρικ με τη Μάγια στην αγκαλιά του. «Γεια σας και χαρά σας!» «Γεια σου!» είπε ο Μάρτιν χαρούμενα. «Δεν άντεξες άλλο μακριά μας, ε;» Ο Πάτρικ χαμογέλασε. «Ε, να, εγώ και η μικρή μου είπαμε να περάσουμε αποδώ για να δούμε μήπως τεμπελιάζετε. Έτσι δεν είναι, κούκλα μου;» Η Μάγια γουργούρισε χαρούμενα και κούνησε τα χεράκια της. Μετά άρχισε να στριφογυρίζει στην αγκαλιά του Πάτρικ για να δείξει ότι ήθελε να κατέβει. Ο Πάτρικ τής έκανε το χατίρι και εκείνη με αβέβαια βήματα προχώρησε κατευθείαν προς τον Μάρτιν.
132/499
«Γεια σου, κούκλα μου. Τον θυμήθηκες τον θείο Μάρτιν βλέπω. Που κοιτάζατε μαζί τα λουλουδάκια. Ξέρεις τι θα κάνουμε τώρα, Μάγια; Ο θείος Μάρτιν θα πάει να φέρει ένα κουτί με παιχνίδια για σένα». Σηκώθηκε και πήγε να φέρει το κουτί με τα παιχνίδια, το οποίο είχαν στο αστυνομικό τμήμα για τις περιπτώσεις που κάποιος είχε μαζί του παιδιά που έπρεπε να απασχοληθούν. Η Μάγια τρελάθηκε από τη χαρά της με το σεντούκι του θησαυρού −θησαυρός για εκείνη ήταν όλα τα ευχάριστα και υπέροχα αντικείμενα− το οποίο εμφανίστηκε ένα λεπτό αργότερα στην κουζίνα. «Ευχαριστώ, Μάρτιν» είπε ο Πάτρικ. Έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι. «Λοιπόν, πώς πάνε τα πράγματα;» ρώτησε και μόρφασε μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά καφέ. Φαίνεται πως σε μια εβδομάδα είχε προλάβει να ξεχάσει πόσο χάλια ήταν ο καφές στο τμήμα. «Λίγο αργά, για να πούμε την αλήθεια» είπε ο Μάρτιν. «Αλλά έχουμε μερικά στοιχεία». Του είπε την κουβέντα που είχαν κάνει με τον Φρανς Ρίνγκχολμ και τον Άξελ Φράνκελ. Ο Πάτρικ κούνησε το κεφάλι με φανερό ενδιαφέρον. «Και ο Γιέστα πήγε και πήρε τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα αποτυπώματα των παπουτσιών του ενός παιδιού την Παρασκευή. Απομένει να κάνουμε το ίδιο και με το άλλο παιδί, για να αρχίσουμε να αποκλείουμε τα ίχνη τους από την έρευνα». «Τι σας είπε αυτός, λοιπόν;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Είδαν κάτι ενδιαφέρον; Γιατί επέλεξαν να μπουκάρουν στο σπίτι των αδελφών Φράνκελ; Βρήκατε κάτι με το οποίο μπορείτε να συνεχίσετε;» «Όχι, δεν βγήκε τίποτα χρήσιμο από αυτόν» είπε ο Γιέστα βλοσυρά. Ένιωθε πως ο Πάτρικ αμφισβητούσε τον τρόπο που έκανε τη δουλειά του, και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Αλλά ταυτόχρονα οι ερωτήσεις του Πάτρικ έθεσαν σε κίνηση κάποια γωνιά του μυαλού του. Κάτι σάλεψε εκεί μέσα, κάτι που αισθάνθηκε πως έπρεπε να βγάλει στην επιφάνεια. Αλλά ίσως να ήταν απλώς της φαντασίας του. Και αν άνοιγε το στόμα του μάλλον θα έδινε στον Πάτρικ περισσότερους λόγους να συνεχίσει τις κριτικές ερωτήσεις. «Δηλαδή, για να συνοψίσουμε, προς το παρόν βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο και κάνουμε σημειωτόν. Το μόνο ενδιαφέρον που έχουμε είναι η σχέση με τους Φίλους της Σουηδίας. Κατά τ’ άλλα ο Έρικ Φράνκελ δεν φαίνεται να είχε εχθρούς, και δεν έχουμε και πολλά άλλα πιθανά κίνητρα για τα οποία θα ήθελε κανείς να τον σκοτώσει».
133/499
«Ελέγξατε τις τραπεζικές του συναλλαγές; Μήπως υπάρχει κάτι ενδιαφέρον εκεί;» Ο Πάτρικ σκεφτόταν φωναχτά. Ο Μάρτιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι, θυμωμένος με τον εαυτό του που δεν το είχε σκεφτεί. «Θα το κάνουμε το συντομότερο δυνατόν» είπε. «Και θα πρέπει να ρωτήσουμε τον Άξελ αν υπήρχε κάποια γυναίκα στη ζωή του Έρικ. Ή άντρας, βέβαια. Κάποιο άτομο στο οποίο μπορεί να έλεγε τα μυστικά του στο κρεβάτι. Ένα άλλο που θα κάνουμε σήμερα είναι να μιλήσουμε με τη γυναίκα που καθάριζε το σπίτι του Έρικ και του Άξελ». «Ωραία» είπε ο Πάτρικ και έγνεψε καταφατικά. «Ίσως να μας εξηγήσει γιατί δεν πήγε να καθαρίσει ολόκληρο καλοκαίρι. Και, ως εκ τούτου, δεν βρήκε τον Έρικ». Η Πάουλα σηκώθηκε. «Ξέρετε κάτι; Λέω να τηλεφωνήσω αμέσως στον Άξελ και να ελέγξω το θέμα του πιθανού συντρόφου στη ζωή του Έρικ». Πήγε στο γραφείο της. «Έχετε εδώ τα γράμματα που έστειλε ο Φρανς στον Έρικ;» ρώτησε ο Πάτρικ. Ο Μάρτιν σηκώθηκε. «Βέβαια, πάω να τα φέρω. Διότι υποθέτω ότι εννοείς πως θα ήθελες να τους ρίξεις μια ματιά». Ο Πάτρικ σήκωσε με προσποιητή αδιαφορία τους ώμους. «Ε, μια και είμαι εδώ...» Ο Μάρτιν γέλασε. «Δεν κόβεται το χούι, πρέπει να ξέρεις. Πώς τα περνάς με την άδεια πατρότητας;» «Για να σε δω κι εσένα στη θέση μου. Διότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός ωρών που αντέχεις. Και η Ερίκα δουλεύει στο σπίτι, οπότε χαίρεται πολύ όταν δεν την ενοχλούμε». «Είσαι σίγουρος όμως ότι εννοούσε να κάνετε έναν περίπατο μέχρι το αστυνομικό τμήμα;» Ένα σπινθηροβόλημα φάνηκε στα μάτια του Μάρτιν. «Όχι, ίσως να μην εννοούσε αυτό. Αλλά μια ματιά είπα να ρίξω κι εγώ. Κοιτάζω αν όλα πάνε όπως πρέπει». «Ε, τότε πάω να φέρω εκείνα τα γράμματα, για να ρίξεις μια ματιά...» Μερικά λεπτά αργότερα ο Μάρτιν εμφανίστηκε με τα πέντε γράμματα, τα οποία φυλούσαν πλέον σε πλαστικές θήκες. Η Μάγια σήκωσε το κεφάλι της από το κουτί με τα παιχνίδια και άπλωσε το χεράκι της για να πάρει τα χαρτιά που κρατούσε ο Μάρτιν, αλλά εκείνος τα απομάκρυνε και τα έδωσε στον
134/499
Πάτρικ. «Όχι, κορίτσι μου, δεν κάνει να παίξεις με αυτά». Η Μάγια δέχτηκε την άρνηση κάπως προσβεβλημένη, αλλά μετά το ενδιαφέρον της στράφηκε ξανά στην εξερεύνηση της κούτας με τα παιχνίδια στο πάτωμα. Ο Πάτρικ έβαλε τα γράμματα το ένα δίπλα στο άλλο στο τραπέζι. Τα διάβασε σιωπηλός· μια βαθιά ρυτίδα είχε σχηματιστεί στο μέτωπό του. «Δεν είναι και τόσο συγκεκριμένα αυτά που γράφει. Ως επί το πλείστον επαναλαμβάνεται. Λέει ότι ο Έρικ θα πρέπει να κρατήσει χαμηλό προφίλ επειδή δεν μπορεί πια να τον προστατεύει. Ότι υπάρχουν δυνάμεις στους Φίλους της Σουηδίας που δεν σκέφτονται πριν δράσουν». Ο Πάτρικ συνέχισε το διάβασμα. «Και εδώ βλέπω ότι ο Έρικ πρέπει μάλλον να του απάντησε. Διότι ο Φρανς γράφει: Θεωρώ ότι κάνεις λάθος σε αυτά που λες. Κάνεις λόγο για συνέπειες. Για ευθύνες. Εγώ μιλάω για το θάψιμο των περασμένων. Έχουμε διαφορετική άποψη, διαφορετική στάση απέναντι στα πράγματα. Αλλά έχουμε το ίδιο σημείο εκκίνησης. Στον πάτο παραφυλάει το ίδιο τέρας. Και σε αντίθεση μ’ εσένα, εγώ πιστεύω ότι δεν θα ήταν συνετό να ξυπνάει κανείς τα παλιά τέρατα. Ορισμένα κόκαλα θα πρέπει να μένουν ανέγγιχτα. Σου εξέθεσα ήδη την άποψή μου στο προηγούμενο γράμμα για το τι έγινε, και δεν πρόκειται να ξαναμιλήσω γι’ αυτό. Και σου συνιστώ να κάνεις το ίδιο. Αυτή τη στιγμή έχω επιλέξει να λειτουργήσω προστατευτικά, αλλά αν η κατάσταση αλλάξει, αν βγουν τα τέρατα στο φως, ίσως αλλάξω γνώμη». Ο Φρανς κοίταξε τον Μάρτιν. «Ρωτήσατε τον Φρανς τι εννοούσε με αυτό; Για ποια “παλιά τέρατα” μιλάει;» «Όχι, δεν προλάβαμε να τον ρωτήσουμε ακόμη. Αλλά θα ξαναμιλήσουμε μαζί του». Η Πάουλα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Κατάφερα να εντοπίσω τη γυναίκα στη ζωή του Έρικ. Έκανα ό,τι είπε ο Πάτρικ. Τηλεφώνησα στον Άξελ. Και εκείνος μου είπε ότι τα τελευταία χρόνια ο Έρικ είχε μια “καλή φίλη”, έτσι ακριβώς το έθεσε, ονόματι Βιούλα Ελμάντερ. Της τηλεφώνησα. Μπορεί να μας δεχτεί τώρα το πρωί». «Γρήγορη δουλειά» είπε ο Πάτρικ και χαμογέλασε επιδοκιμαστικά στην Πάουλα. «Δεν έρχεσαι κι εσύ;» ρώτησε αυθόρμητα ο Μάρτιν, αλλά ύστερα έριξε μια ματιά στη Μάγια που εξέταζε επισταμένα το μάτι μιας κούκλας και πρόσθεσε: «Όχι, δεν γίνεται φυσικά».
135/499
«Βεβαίως και γίνεται, μπορείς να την αφήσεις εδώ σ’ εμένα» ακούστηκε μια φωνή από το άνοιγμα της πόρτας. Η Άνικα κοίταξε με προσδοκία τον Πάτρικ και χάρισε στη Μάγια ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο η μικρή ανταπέδωσε μεμιάς. Μια που δεν είχε δικά της παιδιά η Άνικα δεν έχανε ευκαιρία να δανειστεί κάποιο. «Δεν ξέρω...» έκανε ο Πάτρικ και κοίταξε σκεφτικός τη Μάγια. «Νομίζεις ότι δεν θα τα καταφέρω;» ρώτησε η Άνικα. Προσποιήθηκε την προσβεβλημένη και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Όχι, δεν είναι αυτό...» είπε ο Πάτρικ, διστακτικός ακόμη. Αλλά τελικά νίκησε η περιέργεια και έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, ας γίνει έτσι. Θα έρθω για λίγο μαζί σας, για να μπορέσω να επιστρέψω πριν από το μεσημεριανό. Αλλά τηλεφώνησέ μου αμέσως αν υπάρξει το παραμικρό πρόβλημα. Και... α, ναι, πρέπει να φάει γύρω στις δέκα και μισή, και προτιμάει ακόμη αυτό που τρώει να είναι πολύ λιωμένο, αν και νομίζω ότι έχω μαζί μου ένα βαζάκι με σάλτσα κιμά που μπορείς να ζεστάνεις στα μικροκύματα, αλλά τότε μπορείς απλώς να τη βάλεις στο καρότσι και να πάτε μια μικρή βόλτα, και μην ξεχάσεις το μπιμπερό, και θέλει το αρκουδάκι δίπλα της όταν θα κοιμηθεί και...» «Στοπ! Στοπ!» Η Άνικα σήκωσε ψηλά τα χέρια της. «Εγώ και η Μάγια θα τα καταφέρουμε μια χαρά. Κανένα πρόβλημα. Θα φροντίσω να μη λιμοκτονήσει όσο θα την έχω υπό την επίβλεψή μου, και μάλλον θα κανονίσουμε να ρίξει και έναν υπνάκο». «Ευχαριστώ, Άνικα» είπε ο Πάτρικ και σηκώθηκε. Κάθισε ανακούρκουδα δίπλα στην κόρη του και φίλησε το ξανθό κεφαλάκι της. «Ο μπαμπάς θα λείψει για λίγο. Θα μείνεις με την Άνικα. Τι λες;» Η Μάγια τον κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα για ένα δευτερόλεπτο, αλλά μετά στράφηκε ξανά στα παιχνίδια και προσπάθησε να τραβήξει τις βλεφαρίδες της κούκλας. Αποσβολωμένος ο Πάτρικ σηκώθηκε και είπε: «Μάλιστα, τώρα βλέπει κανείς πόσο αναντικατάστατος είναι. Τέλος πάντων, καλά να περάσεις, κορίτσι μου». Αγκάλιασε την Άνικα και βγήκε στο πάρκινγκ. Μια υπέροχη αίσθηση ενθουσιασμού φούντωσε μέσα του όταν κάθισε στη θέση του οδηγού του περιπολικού με τον Μάρτιν δίπλα του. Η Πάουλα κάθισε πίσω κρατώντας ένα σημείωμα όπου είχε γράψει τη διεύθυνση της Βιούλα. Ο Πάτρικ έκανε όπισθεν για να βγει από το πάρκινγκ και κατευθύνθηκε προς τη Φιελμπάκα. Καταπολέμησε την επιθυμία να αρχίσει να τραγουδάει από τη χαρά του.
136/499
Ο Άξελ κατέβασε αργά το τηλέφωνο. Ξαφνικά όλα του φαίνονταν εξωπραγματικά. Λες και ήταν ακόμη ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ονειρευόταν. Το σπίτι ήταν τόσο άδειο δίχως τον Έρικ. Πάντα πρόσεχαν και οι δύο ώστε να παρέχουν ο ένας στον άλλο τον χώρο του. Φρόντιζαν να μην εισβάλλουν ο ένας στην ιδιωτική σφαίρα του άλλου. Ορισμένες φορές περνούσαν μέρες χωρίς να μιλήσουν. Έτρωγαν συχνά σε διαφορετικές ώρες, παρέμεναν στα δωμάτιά τους που βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία του σπιτιού. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν κοντά. Ή υπήρξαν κάποτε, διόρθωσε ο Άξελ τον εαυτό του. Διότι τώρα επικρατούσε ενός άλλου είδους σιωπή στο σπίτι. Μια σιωπή διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε όταν ο Έρικ καθόταν στη βιβλιοθήκη και διάβαζε. Διότι τότε μπορούσαν να σπάνε εκείνη τη σιωπή ανταλλάσσοντας μερικές κουβέντες. Τούτη εδώ η σιωπή όμως ήταν ολοκληρωτική, ατέλειωτη. Δεν διακοπτόταν ποτέ. Ο Έρικ δεν είχε φέρει ποτέ τη Βιούλα στο σπίτι. Ούτε είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν. Οι μοναδικές φορές που ο Άξελ είχε έρθει σε επαφή μαζί της ήταν όταν τύχαινε να απαντάει εκείνος σε τηλεφωνήματά της. Τότε ο Έρικ συνήθιζε να εξαφανίζεται για κάνα δυο μέρες. Ετοίμαζε μια μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα και αποχωρούσε με έναν σύντομο αποχαιρετισμό. Ορισμένες φορές ο Άξελ ένιωθε ζήλια βλέποντας τον αδελφό του να φεύγει. Ζήλευε γιατί ο ίδιος δεν είχε κανέναν στη ζωή του. Φυσικά είχαν υπάρξει γυναίκες, αλλά τίποτα σταθερό, τίποτα που να ξεπερνάει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα. Και πάντα έφταιγε εκείνος. Δεν το αμφισβήτησε ποτέ, αλλά ούτε και μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η άλλη δύναμη στη ζωή του ήταν πολύ ισχυρή, τον καταβρόχθιζε ολόκληρο. Με τα χρόνια είχε γίνει μια απαιτητική ερωμένη που δεν άφηνε περιθώρια για κάτι άλλο. Η δουλειά είχε γίνει η ζωή του, η ταυτότητά του, ο εσώτερος πυρήνας του. Δεν ήξερε πότε είχαν γίνει όλα αυτά. Ή μάλλον όχι, ήξερε. Στη σιωπή που επικρατούσε στο σπίτι ο Άξελ κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο σεκρετέρ του χολ. Και για πρώτη φορά από τότε που πέθανε ο αδελφός του έκλαψε.
137/499
Η Ερίκα απολάμβανε την ηρεμία στο σπίτι της. Μπορούσε μάλιστα να έχει ανοιχτή την πόρτα του γραφείου δίχως να ακούγονται ενοχλητικοί θόρυβοι από το υπόλοιπο σπίτι. Ανέβασε τα πόδια της στο γραφείο και σκέφτηκε τη συνομιλία της με τον αδελφό του Έρικ Φράνκελ. Η συνομιλία αυτή είχε ανοίξει μια πόρτα μέσα της και πυροδότησε μια μεγάλη, ακόρεστη περιέργεια για κάποιες πλευρές της προσωπικότητας της μητέρας της τι οποίες προφανώς δεν γνώριζε. Ούτε είχε φανταστεί ποτέ ότι υπήρχαν. Ένιωθε επίσης, καθαρά από ένστικτο, ότι είχε μάθει ελάχιστα από αυτά που γνώριζε ο Άξελ Φράνκελ για τη μητέρα της. Αλλά πάλι γιατί να θέλει εκείνος να της αποκρύψει κάτι; Τι υπήρχε στο παρελθόν της μητέρας της που εκείνος δίσταζε να της αποκαλύψει; Άπλωσε το χέρι της και πήρε τα ημερολόγια τα οποία συνέχισε να διαβάζει αποκεί που είχε σταματήσει δύο μέρες νωρίτερα. Αλλά δεν έβρισκε πουθενά στοιχεία, μόνο τις σκέψεις και την καθημερινότητα μιας έφηβης. Δεν υπήρχαν μεγάλες αποκαλύψεις, τίποτα που θα μπορούσε να προκαλέσει εκείνη την παράξενη έκφραση στα μάτια του Άξελ όταν μίλησε για τη μητέρα της. Η Ερίκα συνέχισε να διαβάζει, σάρωνε με το βλέμμα τις σελίδες μήπως και βρει κάτι που θα της τραβούσε την προσοχή. Οτιδήποτε που θα τη βοηθούσε να αποδιώξει εκείνη την αίσθηση ανησυχίας που είχε μέσα της. Χρειάστηκε να φτάσει στις τελευταίες σελίδες του τρίτου ημερολογίου για να βρει κάτι που μόλις και μετά βίας πρόδιδε μια αναφορά στον Άξελ. Ξαφνικά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κατέβασε τα πόδια στο πάτωμα, πήρε τα ημερολόγια και τα έβαλε προσεκτικά στην τσάντα της. Άνοιξε την εξώπορτα για να δει τι καιρό κάνει, φόρεσε ένα λεπτό μπουφάν και ξεκίνησε με βήμα ταχύ. Ανέβηκε τα απότομα σκαλοπάτια προς το Μπάντις και σταμάτησε στο τελευταίο, κάθιδρη από την προσπάθεια. Το παλιό εστιατόριο φαινόταν έρημο και εγκαταλειμμένο τώρα που είχε ατονήσει η τουριστική περίοδος, αν και τα τελευταία χρόνια παρουσίαζε κάμψη ακόμα και τα καλοκαίρια. Κρίμα. Βρισκόταν σε καταπληκτικό σημείο, δέσποζε στον λόφο πάνω από την αποβάθρα, με θέα προς το αρχιπέλαγος της Φιελμπάκα. Με τα χρόνια βέβαια το κτίριο είχε παραμεληθεί και θα απαιτούνταν μεγάλο κεφάλαιο αν ήθελε κανείς να το συνεφέρει. Το σπίτι που έψαχνε βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το εστιατόριο, και έλπιζε ότι το άτομο που αναζητούσε θα ήταν εκεί.
138/499
Ένα ζευγάρι σπινθηροβόλα μάτια την υποδέχτηκαν όταν άνοιξε η πόρτα μπροστά της. «Ναι;» είπε η κυρία που στεκόταν στο χολ και την κοιτούσε με περιέργεια. «Λέγομαι Ερίκα Φαλκ». Η Ερίκα δίστασε. «Είμαι κόρη της Έλσι Μουστρέμ». Μια φευγαλέα λάμψη πέρασε από τα μάτια της Μπρίτα. Στάθηκε σιωπηλή και ακίνητη για λίγο, ύστερα ξαφνικά παραμέρισε για να περάσει η Ερίκα. «Ναι, φυσικά. Η κόρη της Έλσι. Τώρα το βλέπω. Πέρασε». Η Ερίκα μπήκε και κοίταξε με περιέργεια γύρω της. Το σπίτι ήταν φωτεινό, με ευχάριστη ατμόσφαιρα. Στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες με παιδιά και εγγόνια και ενδεχομένως με μικρά δισέγγονα. «Εδώ είναι όλο το σόι» είπε η Μπρίτα και χαμογέλασε καθώς έδειχνε τις φωτογραφίες. «Πόσα παιδιά έχετε;» ρώτησε ευγενικά η Ερίκα. «Τρεις κόρες. Όμως, για όνομα του Θεού, μη μου μιλάς στον πληθυντικό. Με κάνεις να νιώθω τόσο μεγάλη. Όχι ότι δεν είμαι. Αλλά δεν χρειάζεται να το νιώθω κιόλας. Η ηλικία, άλλωστε, είναι απλώς ένας αριθμός». «Ναι, αυτό είναι αλήθεια» είπε η Ερίκα και γέλασε. Της άρεσε πραγματικά αυτή η ηλικιωμένη κυρία. «Έλα, κάθισε» είπε η Μπρίτα και ακούμπησε ανάλαφρα τον αγκώνα της Ερίκα, η οποία έβγαλε το μπουφάν και τα παπούτσια της και την ακολούθησε στο καθιστικό. «Πολύ όμορφο το σπίτι σας!» «Πενήντα πέντε χρόνια μένουμε εδώ» είπε η Μπρίτα. Το πρόσωπό της γινόταν απαλό και φωτεινό όταν χαμογελούσε. Κάθισε σε έναν μεγάλο λουλουδάτο καναπέ και χτύπησε με το χέρι τη θέση δίπλα της. «Έλα, κάθισε εδώ, να τα πούμε λίγο. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Εγώ και η Έλσι... κάναμε πολλή παρέα όταν ήμασταν νέες». Για μια στιγμή η Ερίκα νόμισε ότι άκουσε τον ίδιο παράξενο τόνο φωνής που είχε ακούσει όταν μίλησε με τον Άξελ, αλλά το επόμενο δευτερόλεπτο η εντύπωση αυτή χάθηκε και η Μπρίτα χαμογελούσε ξανά με εκείνο το τρυφερό χαμόγελο.
139/499
«Ξέρεις, βρήκα κάποια πράγματα που είχε αφήσει η μητέρα μου όταν καθάριζα τη σοφίτα και... μου κίνησαν λίγο την περιέργεια. Δεν ξέρω πολλά για τη μητέρα μου. Για παράδειγμα, εσείς πώς γνωριστήκατε;» «Ήμασταν συμμαθήτριες. Μας έβαλαν να καθίσουμε στο ίδιο θρανίο από την πρώτη μέρα στο σχολείο και μετά συνεχίσαμε να καθόμαστε μαζί». «Γνωρίζατε τον Έρικ και τον Άξελ Φράνκελ επίσης, απ’ ό,τι κατάλαβα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, περισσότερο τον Έρικ και λιγότερο τον Άξελ. Ο αδελφός του Έρικ ήταν λίγο μεγαλύτερός μας και μάλλον μας έβρισκε ενοχλητικά μυξιάρικα. Αλλά ήταν απίστευτα όμορφος ο Άξελ». «Ναι, το έχω ακούσει αυτό» είπε γελώντας η Ερίκα. «Ακόμη είναι, άλλωστε». «Ναι, πρέπει να πω ότι συμφωνώ, αλλά μην το πεις στον άντρα μου» έκανε με έναν θεατρινίστικο ψίθυρο η Μπρίτα. «Όχι, σου το υπόσχομαι». Στην Ερίκα άρεσε όλο και περισσότερο τούτη η παλιά φίλη της μητέρας της. «Και ο Φρανς; Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήταν και ο Φρανς Ρίνγκχολμ στην παρέα σας». Η Μπρίτα έμεινε ξαφνικά ακίνητη. «Ο Φρανς, ναι. Βέβαια, ήταν και ο Φρανς στην παρέα μας». «Αν καταλαβαίνω καλά, δεν πρέπει να τον συμπαθούσες ιδιαίτερα». «Εγώ δεν συμπαθούσα τον Φρανς; Μα ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Αλλά ήταν έρωτας δίχως ανταπόκριση. Αυτός δεν είχε μάτια για μένα». «Για ποια είχε μάτια τότε;» ρώτησε η Ερίκα, αν και πίστευε πως ήξερε την απάντηση. «Ο Φρανς είχε μάτια μόνο για τη μητέρα σου. Την ακολουθούσε παντού σαν κουτάβι. Όχι πως κατάφερε τίποτα με αυτό. Η μητέρα σου δεν θα γυρνούσε ποτέ να κοιτάξει κάποιον σαν τον Φρανς. Αυτό το έκαναν μόνο κάτι κουτορνίθια σαν κι εμένα, που δεν πρόσεχαν τίποτα περισσότερο από την εξωτερική εμφάνιση. Διότι ήταν ωραίος άντρας. Με εκείνο τον ελαφρώς επικίνδυνο τρόπο που φαίνεται τόσο δελεαστικός στις έφηβες, αλλά που καταλήγει τρομακτικός όταν ωριμάζουν». «Μπα, δεν ξέρω αν ισχύει αυτό» έκανε η Ερίκα. «Οι επικίνδυνοι άντρες φαίνεται πως συνεχίζουν να γοητεύουν και τις μεγαλύτερες γυναίκες».
140/499
«Μάλλον έχεις δίκιο» είπε η Μπρίτα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Αλλά μεγαλώνοντας είχα την τύχη να τ’ αφήσω πίσω μου αυτά. Και να ξεπεράσω τον Φρανς. Δεν... δεν ήταν το είδος του άντρα που θα ήθελα στη ζωή μου. Δεν ήταν σαν τον Χέρμαν μου». «Μήπως κρίνεις λίγο σκληρά τον εαυτό σου; Εννοώ, δεν μου φαίνεσαι για κάνα κουτορνίθι». «Όχι, τώρα δεν είμαι. Αλλά μέχρι να συναντήσω τον Χέρμαν και να αποκτήσω το πρώτο μου παιδί ήμουν... Όχι, δεν ήμουν καλή κοπέλα». Η ειλικρίνεια της Μπρίτα ξάφνιασε την Ερίκα. Ήταν πολύ σκληρή με τον εαυτό της. «Και ο Έρικ; Πώς ήταν ο Έρικ;» Η Μπρίτα κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο. Φαινόταν να σκέφτεται την ερώτηση. Μετά το πρόσωπό της μαλάκωσε. «Ο Έρικ ήταν ένας μικρός γέρος ήδη από την εφηβεία του. Δεν το λέω όμως υποτιμητικά. Ήταν απλώς μικρομέγαλος. Και πολύ σοφός κατά έναν ενήλικο τρόπο. Σκεφτόταν πολύ. Και διάβαζε πολύ. Συνεχώς, ασταμάτητα, καθόταν με τη μύτη χωμένη σε ένα βιβλίο. Ο Φρανς συνήθιζε να τον πειράζει γι’ αυτό. Αλλά όλοι επέτρεπαν στον Έρικ να συνεχίζει αυτές τις παραξενιές του επειδή ο αδελφός του ήταν αυτός που ήταν». «Ο Άξελ ήταν δημοφιλής απ’ ό,τι καταλαβαίνω». «Ο Άξελ ήταν ήρωας. Και εκείνος που τον θαύμαζε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Έρικ. Λάτρευε και το χώμα που πατούσε ο αδελφός του. Στα μάτια του Έρικ ο Άξελ δεν έκανε ποτέ λάθος». Η Μπρίτα χτύπησε ανάλαφρα την Ερίκα στο πόδι και σηκώθηκε απότομα. «Λέω να πάω να φτιάξω καφεδάκι προτού συνεχίσουμε την κουβέντα. Η κόρη της Έλσι. Πολύ ευχάριστη έκπληξη, πάρα πολύ ευχάριστη». Η Ερίκα παρέμεινε στον καναπέ όταν η Μπρίτα εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Άκουσε τους θορύβους από πορσελάνινα σκεύη και από νερό που έτρεχε. Μετά ξαφνικά επικράτησε ησυχία. Η Ερίκα περίμενε ήρεμα καθισμένη στον καναπέ, απολαμβάνοντας τη θέα που ανοιγόταν μπροστά της. Έπειτα από κάμποσα λεπτά, ωστόσο, άρχισε να αναρωτιέται γιατί επικρατούσε ακόμη ησυχία στην κουζίνα. «Μπρίτα;» φώναξε. Καμία απάντηση. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα για να βρει την οικοδέσποινα. Η Μπρίτα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε μπροστά με βλέμμα απλανές. Ένα από τα μάτια της κουζίνας είχε πυρακτωθεί και πάνω του
141/499
βρισκόταν μια άδεια μεταλλική κανάτα για καφέ η οποία είχε αρχίσει να καπνίζει. Η Ερίκα όρμησε και άρπαξε την κανάτα από το μάτι. «Γαμώτο!» φώναξε γιατί έκαψε το χέρι της. Το έβαλε κάτω από τη βρύση για λίγο. Μετά στράφηκε προς την Μπρίτα. Φαινόταν σαν κάτι να είχε σβήσει στα μάτια της. «Μπρίτα;» είπε με απαλή φωνή. Την έπιασε ανησυχία ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε πάθει κάποιου είδους κρίση, αλλά μετά την είδε να στρέφει το βλέμμα προς το μέρος της. «Για κοίτα που ήρθες να με επισκεφτείς τελικά, Έλσι». Η Ερίκα την κοίταξε κατάπληκτη. Άρχισε να διαμαρτύρεται: «Μα, Μπρίτα, η Ερίκα είμαι, η κόρη της Έλσι». Η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται τι της έλεγε η Ερίκα. Είπε χαμηλόφωνα: «Ήθελα να σου μιλήσω εδώ και πολύ καιρό, Έλσι. Ήθελα να σου εξηγήσω. Αλλά δεν ήμουν σε θέση...» «Τι δεν μπορούσες να εξηγήσεις; Τι ήθελες να πεις στην Έλσι;» Η Ερίκα κάθισε απέναντί της δίχως να μπορεί να κρύψει την ανυπομονησία της. Για πρώτη φορά αισθανόταν ότι ήταν κοντά στην ουσία του θέματος. Σε αυτό που θα της διασαφήνιζε το αίσθημα που της είχαν δημιουργήσει οι συζητήσεις της με τον Έρικ και τον Άξελ. Κάτι κρυφό, κάτι που εκείνοι δεν ήθελαν να μάθει η Ερίκα. Αλλά η Μπρίτα την κοιτούσε μπερδεμένη, δίχως να λέει τίποτα. Η Ερίκα ήθελε να σκύψει από πάνω της, να την αρπάξει από τους ώμους και να την ταρακουνήσει, να την αναγκάσει να της πει εκείνο που ήταν έτοιμη να της πει. Επανέλαβε την ερώτησή της: «Τι δεν μπορούσες να εξηγήσεις; Κάτι σχετικά με τη μητέρα μου; Τι;» Η Μπρίτα κούνησε το χέρι και μετά έσκυψε πάνω από το τραπέζι, προς την Ερίκα. Με χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά, της είπε: «Ήθελα να σου μιλήσω. Αλλά τα παλιά κόκαλα. Πρέπει. Ν’ αναπαυθούν εν ειρήνη. Είναι ανώφελο να... ο Έρικ είπε ότι... άγνωστος στρατιώτης...» Ο τόνος της φωνής της χαμήλωσε κι άλλο, έγινε ένα ακατάληπτο μουρμουρητό και η Μπρίτα κάρφωσε πάλι το απλανές βήμα της στον αέρα. «Ποια κόκαλα; Για τι πράγμα μιλάς; Τι είπε ο Έρικ;» Ασυναίσθητα η Ερίκα είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της και στην ησυχία της κουζίνας ακούστηκε σαν κραυγή. Η Μπρίτα αντέδρασε κλείνοντας τ’ αυτιά της και λέγοντας κάτι
142/499
ακατάληπτο, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν δεν θέλουν να ακούσουν επιπλήξεις. «Τι συμβαίνει εδώ μέσα; Ποια είσαι εσύ;» Μια θυμωμένη αντρική φωνή έκανε την Ερίκα να στραφεί απότομα στην καρέκλα. Ένας ψηλός άντρας με γκρίζα μαλλιά σαν στεφάνι γύρω από τη φαλάκρα του και δύο σακούλες του σούπερ μάρκετ στα χέρια στεκόταν και την κοιτούσε. Η Ερίκα κατάλαβε ότι ήταν ο Χέρμαν. Σηκώθηκε. «Με συγχωρείτε, εγώ... Το όνομά μου είναι Ερίκα Φαλκ. Η Μπρίτα ήταν παιδική φίλη της μητέρας μου, και ήθελα απλώς να τη ρωτήσω μερικά πράγματα. Δεν φαινόταν να υπάρχει πρόβλημα στην αρχή... αλλά μετά... Πήγε και άναψε το μάτι». Η Ερίκα άκουσε τον εαυτό της να φλυαρεί, αλλά η όλη κατάσταση της φαινόταν τρομακτικά δυσάρεστη. Άκουγε την Μπρίτα να συνεχίζει να μιλάει ακατάληπτα. «Η σύζυγός μου έχει Αλτσχάιμερ» είπε ο Χέρμαν και ακούμπησε κάτω τις σακούλες. Στα λόγια του κρυβόταν ατέλειωτη θλίψη. Η Ερίκα αισθάνθηκε ένα τσίμπημα ενοχής. Αλτσχάιμερ. Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Η ταχύτατη εναλλαγή από την απόλυτη σαφήνεια στην απόλυτη σύγχυση. Θυμήθηκε ξαφνικά ότι είχε διαβάσει πως ο εγκέφαλος των ατόμων που πάσχουν από Αλτσχάιμερ περνάει σε ένα είδος παραμεθόριας περιοχής όπου το μόνο που υπάρχει είναι η ομίχλη. Ο Χέρμαν πλησίασε τη σύζυγό του και της κατέβασε τα χέρια από τ’ αυτιά. «Μπρίτα, αγάπη μου. Έπρεπε να πάω για ψώνια. Αλλά τώρα γύρισα. Έλα, ησύχασε, είναι όλα εντάξει τώρα...» Την αγκάλιασε και την κούνησε σαν μωρό παιδί, και σιγά σιγά η ακατάληπτη φλυαρία της σταμάτησε. Κοίταξε την Ερίκα. «Καλύτερα να φύγεις τώρα. Και θα προτιμούσα να μην ξανάρθεις». «Μα η Μπρίτα ανέφερε κάτι για... Θα ήθελα να μάθω...» Η Ερίκα σκόνταφτε πάνω στις ίδιες της τις λέξεις στην προσπάθειά της να πει αυτό που ήθελε, αλλά ο Χέρμαν απλώς την κοίταξε κατάματα και της είπε με αποφασιστική φωνή: «Μην ξανάρθεις». Με την αίσθηση του κλέφτη, του εισβολέα, η Ερίκα γλίστρησε αθόρυβα έξω από το σπίτι. Πίσω της άκουσε τον Χέρμαν να παρηγορεί και να ηρεμεί τη γυναίκα του. Αλλά στο μυαλό της αντηχούσαν τα ασαφή λόγια της Μπρίτα για τα παλιά κόκαλα. Τι να εννοούσε άραγε;
143/499
Τα γεράνια ήταν ασυνήθιστα όμορφα αυτό το καλοκαίρι. Η Βιούλα τα γυρόφερνε και απομάκρυνε με περισσή φροντίδα τα μαραμένα φύλλα από τα άνθη τους. Αυτό ήταν προϋπόθεση για να παραμείνουν όμορφα. Τα παρτέρια της ήταν πλέον πολύ εντυπωσιακά. Κάθε χρόνο έπαιρνε άνθη από τα ήδη υπάρχοντα, τα φύτευε προσεκτικά σε μικρές γλάστρες και όταν μεγάλωναν τα μεταφύτευε σε μεγαλύτερες. Το αγαπημένο της ήταν το γεράνι της Μορμπάκα. Τίποτα δεν το ξεπερνούσε σε ομορφιά. Υπήρχε κάτι στον συνδυασμό των λεπτοφυών, ροζ ανθών του και των λίγο αδέξια γερμένων κλαδιών του που δημιουργούσε μια πραγματικά καλαίσθητη εικόνα. Αλλά και τα ροζ γεράνια ήταν επίσης όμορφα. Ήταν πολλοί οι λάτρεις των γερανιών. Από τότε που ο γιος της της είχε γνωρίσει τον υπέροχο κόσμο του Ίντερνετ η Βιούλα είχε γίνει μέλος σε τρία διαφορετικά φόρουμ για γεράνια και είχε εγγραφεί σε τέσσερα εβδομαδιαία ενημερωτικά δελτία. Αλλά περισσότερο απ’ όλα χαιρόταν την ανταλλαγή email με τον Λάσε Ανρέλ. Αν υπήρχε κάποιος που αγαπούσε περισσότερο τα γεράνια από την ίδια, αυτός ήταν ο Λάσε. Αντάλλαζαν email από τότε που η Βιούλα είχε πάει σε μια από τις διαλέξεις του με θέμα το βιβλίο του για τα γεράνια. Εκείνο το βράδυ τού είχε κάνει πολλές ερωτήσεις. Άρεσαν ο ένας στον άλλο, και τώρα εκείνη περίμενε πώς και πώς τα μηνύματά του, τα οποία έρχονταν βεβαίως τακτικά. Ο Έρικ την πείραζε σχετικά με το θέμα αυτό. Της έλεγε ότι στην πραγματικότητα είχε κρυφή σχέση με τον Λάσε Ανρέλ και ότι τα περί γερανιών ήταν ουσιαστικά κωδικοποιήσεις για πολύ πιο ερωτικές δραστηριότητες... Ειδικά για το «ροζ γεράνι» ο Έρικ είχε μια θεωρία δικής του έμπνευσης και είχε βαφτίσει το... ναι, αυτό... ροζ γεράνι... Η Βιούλα κοκκίνιζε κάθε φορά που το σκεφτόταν, αλλά το κοκκίνισμα εξαφανιζόταν γρήγορα και την έπιαναν τα κλάματα όταν, για πολλοστή φορά τις τελευταίες μέρες, θυμόταν ότι ο Έρικ είχε φύγει. Το χώμα των γερανιών ρούφηξε πρόθυμα το νερό όταν έριξε προσεκτικά λίγο στο πιατάκι της γλάστρας με μια καράφα. Ήταν σημαντικό να μη ρίχνει κανείς πολύ νερό στα γεράνια. Το χώμα τους θα έπρεπε, κατά προτίμηση, να στεγνώνει εντελώς ανάμεσα στα ποτίσματα. Αυτό ήταν, από πολλές απόψεις, μια κατάλληλη μεταφορά για τη σχέση της με τον Έρικ. Όταν γνωρίστηκαν, το
144/499
χώμα και των δυο τους είχε στεγνώσει πια για τα καλά, και πρόσεχαν ιδιαίτερα να μην ποτίζουν υπερβολικά αυτό που είχαν. Έμενε ο καθένας στο δικό του σπίτι, ζούσαν χωριστές ζωές και συναντιούνταν μόνο όταν είχαν όρεξη και επιθυμία. Αυτή ήταν μια υπόσχεση που είχαν δώσει ο ένας στον άλλο από πολύ νωρίς. Ότι η σχέση τους θα έπρεπε να ήταν γεμάτη χαρές. Ότι δεν θα επιβαρυνόταν από τις καθημερινές κοινοτοπίες. Ότι θα παρέμενε μια αμοιβαία ανταλλαγή τρυφερότητας, αγάπης και ευχάριστης κουβέντας. Όποτε το είχαν ανάγκη. Όταν χτύπησε η πόρτα, η Βιούλα άφησε κάτω την κανάτα με το νερό και σκούπισε τα δάκρυά της με το μανίκι της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έριξε μια τελευταία ματιά στα γεράνια της για να πάρει λίγη δύναμη και πήγε ν’ ανοίξει.
Φιελμπάκα 1943
«Μπρίτα, ηρέμησε... Τι συνέβη; Πάλι μεθυσμένος είναι;» Η Έλσι χάιδεψε την πλάτη της φίλης της όπως κάθονταν στο κρεβάτι της. Η Μπρίτα έγνεψε καταφατικά. Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένα αναφιλητό. Η Έλσι την τράβηξε πιο κοντά της εξακολουθώντας να της χαϊδεύει την πλάτη. «Έλα, ησύχασε, θα φύγεις σύντομα αποδώ. Θα βρεις δουλειά. Θα φύγεις από όλη τη μιζέρια στο σπίτι». «Δεν θα... δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ στο σπίτι» είπε ανάμεσα σε λυγμούς η Μπρίτα πάνω στο στήθος της Έλσι. Η Έλσι ένιωσε την μπλούζα της να μουσκεύει από τα δάκρυα της Μπρίτα, αλλά δεν την ένοιαζε. «Φέρθηκε ξανά άσχημα στη μητέρα σου;» Η Μπρίτα έγνεψε καταφατικά. «Τη χτύπησε στο πρόσωπο. Μετά δεν είδα άλλα. Έφυγα τρέχοντας αποκεί. Αχ, και να ’μουνα αγόρι, θα τον είχα κάνει μαύρο στο ξύλο». «Μην το λες αυτό, κρίμα ένα τόσο όμορφο πρόσωπο να ανήκει σε αγόρι» είπε η Έλσι κουνώντας την Μπρίτα στην αγκαλιά της. Γνώριζε πολύ καλά τη φίλη της και ήταν σίγουρη ότι μερικά κολακευτικά λόγια θα της έφτιαχναν τη διάθεση. «Μμμ...» έκανε η Μπρίτα και σταμάτησε λίγο τα κλάματα. «Αλλά είναι κρίμα για τ’ αδελφάκια μου». «Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά γι’ αυτό» είπε η Έλσι και έφερε στο μυαλό της τα τρία μικρότερα αδέλφια της Μπρίτα. Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό από τον θυμό για τα προβλήματα που δημιουργούσε ο Τορντ, ο πατέρας της Μπρίτα, στην οικογένειά του. Ήταν διαβόητος στη Φιελμπάκα για την άσχημη
146/499
συμπεριφορά του όταν έπινε τις μπίρες του, και μάλλον όλοι ήξεραν ότι χτυπούσε συχνά τη γυναίκα του, τη Ρουτ, ένα κατατρομαγμένο πλάσμα που προσπαθούσε να κρύβει τις μελανιές στο πρόσωπό της με ένα μαντίλι όταν ήταν υποχρεωμένη να βγαίνει στη μικρή κοινότητα έπειτα από κάθε ξυλοδαρμό. Μερικές φορές τις έτρωγαν και τα παιδιά, αν και το περισσότερο ξύλο το έτρωγαν τα δύο μικρά αγόρια. Η Μπρίτα και η μικρότερη αδελφή της την έβγαζαν πιο ανώδυνα. «Μα δεν λέει να πάει να πεθάνει. Να πέσει και να πνιγεί όταν είναι μεθυσμένος» ψιθύρισε η Μπρίτα. Η Έλσι την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της. «Σσς... Μη λες τέτοια, Μπρίτα. Ούτε να τα σκέφτεσαι καν. Με τη βοήθεια του Θεού θα διορθωθούν όλα, θα δεις. Με κάποιον τρόπο θα φτιάξουν. Δίχως να χρειαστεί να πάρεις το κρίμα στον λαιμό σου με το να εύχεσαι να πεθάνει». «Με τη βοήθεια του Θεού;» είπε η Μπρίτα με πίκρα. «Αυτός δεν ξέρει ούτε κατά πού πέφτει το σπίτι μας. Και παρ’ όλα αυτά η μητέρα κάθεται κάθε Κυριακή και προσεύχεται. Και ιδού πόσο τη βοήθησε ο Θεός. Είναι εύκολο για σένα να μιλάς για τον Θεό. Οι γονείς σου είναι καλοί. Και δεν έχεις ένα σωρό αδέλφια να φροντίζεις και να στριμώχνεστε σε ένα σπιτάκι». Η πίκρα στη φωνή της Μπρίτα ήταν ολοφάνερη. Η Έλσι απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της φίλης της. Με φιλικό, αλλά ελαφρώς αυστηρό τόνο τής είπε: «Ούτε σ’ εμάς είναι πάντα εύκολα τα πράγματα. Η μητέρα ανησυχεί τόσο πολύ για τον πατέρα, ώστε κάθε μέρα αδυνατίζει ολοένα και περισσότερο. Από τότε που τορπίλισαν το Εκερέ πιστεύει ότι κάθε ταξίδι του πατέρα θα είναι και το τελευταίο. Την πιάνω μερικές φορές να στέκεται στο παράθυρο και ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, σαν να προσπαθεί να την ξορκίσει για να φέρει σώο τον πατέρα στο σπίτι». «Και πάλι, δεν είναι το ίδιο πράγμα» είπε η Μπρίτα και άρχισε να κλαψουρίζει με αξιοθρήνητο τρόπο. «Φυσικά και δεν είναι το ίδιο πράγμα, εννοώ ότι... τέλος πάντων, άσ’ το». Η Έλσι ήξερε ότι ήταν ανώφελο να συνεχίσει την κουβέντα. Γνώριζε την Μπρίτα από τότε που ήταν μικρά παιδιά και την αγαπούσε για τις καλές πλευρές της που ήξερε ότι υπήρχαν. Αλλά καμιά φορά ήταν κι αυτές κρυμμένες πίσω από έναν εγωκεντρισμό που δεν της επέτρεπε να βλέπει άλλα προβλήματα πέρα από τα δικά της.
147/499
Άκουσαν βήματα στη σκάλα, και η Μπρίτα τσιτώθηκε μεμιάς και άρχισε να σκουπίζει μετά μανίας τα δάκρυά της. «Έχεις επισκέψεις». Η φωνή της Χίλμα ακούστηκε επιφυλακτική. Πίσω της, στη σκάλα, εμφανίστηκαν ο Φρανς και ο Έρικ. «Γεια σας!» Η Έλσι καταλάβαινε ότι η μητέρα της δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτές τις επισκέψεις. Αλλά τους άφησε να περάσουν αφού είπε πρώτα: «Έλσι, μην ξεχνάς ότι πρέπει να πας στους Έστερμαν τα ρούχα που τους έπλυνα. Σε δέκα λεπτά. Και ξέρεις ότι ο πατέρας σου φτάνει από στιγμή σε στιγμή». Κατέβηκε τη σκάλα και εξαφανίστηκε. Ο Φρανς και ο Έρικ κάθισαν στο πάτωμα του δωματίου της Έλσι, μια που δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να καθίσουν. «Απ' ό,τι φαίνεται, δεν της πολυαρέσει που σε επισκεπτόμαστε» είπε ο Φρανς. «Η μητέρα μου πιστεύει ότι οι πλούσιοι δεν πρέπει να συναναστρέφονται με τους φτωχούς» είπε η Έλσι. «Εσείς υποτίθεται ότι ανήκετε στην ανώτερη τάξη, εσείς οι δύο, αν και δεν καταλαβαίνω από πού βγαίνουν κάτι τέτοια συμπεράσματα». Χαμογέλασε περιπαικτικά και ο Φρανς τής έβγαλε τη γλώσσα. Ο Έρικ, εντωμεταξύ, κοιτούσε την Μπρίτα. «Πώς είσαι, Μπρίτα;» ρώτησε ήρεμα. «Έκλαιγες;» «Δεν σε αφορά» έκανε απότομα εκείνη και τέντωσε περήφανα τον λαιμό της. «Α, σίγουρα τίποτα κοριτσίστικα προβλήματα» είπε ο Φρανς και γέλασε. Η Μπρίτα τον κοίταξε με λατρεία και του χαμογέλασε πλατιά. Αλλά τα μάτια της ήταν ακόμη κατακόκκινα. «Είσαι μεγάλο πειραχτήρι, Φρανς» είπε η Έλσι και έπλεξε τα χέρια της στα γόνατά της. «Υπάρχει όντως κόσμος που περνάει δύσκολα, ξέρεις. Δεν περνούν όλοι τόσο καλά όσο εσύ και ο Έρικ. Ο πόλεμος προκάλεσε δυσκολίες σε πολλές οικογένειες. Θα έπρεπε να το σκέφτεστε καμιά φορά». «“Να το σκέφτεστε;” Εμένα γιατί με μπλέκεις σε αυτή την κουβέντα;» έκανε φανερά πληγωμένος ο Έρικ. «Το ότι ο Φρανς είναι ένας αδαής ηλίθιος το ξέρουμε όλοι, αλλά το να κατηγορείς εμένα για άγνοια των προβλημάτων του κόσμου...» Ο Έρικ κοίταζε προσβεβλημένος την Έλσι, αλλά τινάχτηκε και φώναξε «άι» όταν ο Φρανς τον χτύπησε στο μπράτσο.
148/499
«Αδαής ηλίθιος εγώ; Έτσι με είπες; Πιστεύω ότι ηλίθιοι είναι εκείνοι που λένε κάτι φράσεις του τύπου “άγνοια των προβλημάτων του κόσμου”. Ακούγεσαι σαν να είσαι ογδόντα χρόνων. Τουλάχιστον. Μάλλον δεν σου κάνουν καλό όλα αυτά τα βιβλία που διαβάζεις. Κάτι δεν πάει καλά εδώ πάνω, μου φαίνεται». Ο Φρανς έδειξε τι εννοούσε χτυπώντας τον δείκτη του στον κρόταφό του. «Μην ασχολείσαι μαζί του» έκανε κουρασμένα η Έλσι. Μερικές φορές την κούραζαν αυτοί οι διαπληκτισμοί των αγοριών. Ήταν τόσο παιδαριώδεις. Ένας θόρυβος από κάτω έκανε το πρόσωπό της να φωτιστεί. «Ήρθε ο πατέρας!» Χαμογέλασε ευτυχισμένη στους τρεις φίλους της και σηκώθηκε για να πάει να τον συναντήσει. Όμως κάτι στον τόνο της φωνής των γονιών της την έκανε να παγώσει. Κάτι είχε συμβεί. Ακούγονταν αναστατωμένοι. Οι φωνές τους δεν είχαν εκείνο τον χαρούμενο τόνο που άκουγε πάντα όταν επέστρεφε ο πατέρας. Έπειτα άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν στη σκάλα και να ανεβαίνουν. Μόλις είδε το πρόσωπο του πατέρα της κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το πρόσωπό του είχε μια γκρίζα απόχρωση και περνούσε το χέρι από τα μαλλιά του, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν πραγματικά ανήσυχος για κάτι. «Πατέρα;» έκανε εκείνη προσεκτικά και ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά στο στήθος της. Τι να είχε συμβεί άραγε; Αναζήτησε το βλέμμα του, αλλά εκείνος είχε στρέψει το δικό του στον Έρικ. Άνοιξε πολλές φορές το στόμα του για να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, οι λέξεις έμοιαζαν να μη θέλουν να βγουν. Τελικά όμως κατάφερε να πει: «Έρικ, μάλλον πρέπει να πας στο σπίτι σου. Η μητέρα σου και ο πατέρας σου... θα σε χρειαστούν». «Τι έγινε; Γιατί...» Μετά ο Έρικ έφερε απότομα το χέρι στο στόμα του. Τι κακά μαντάτα θα μπορούσε να έχει γι’ αυτόν ο πατέρας της Έλσι; «Ο Άξελ; Είναι...» Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη φράση του. Το μόνο που έκανε ήταν να καταπίνει συνεχώς, για να φύγει ο κόμπος από τον λαιμό του. Οι σκέψεις στριφογύριζαν σαν μανιακές στο μυαλό του, και είδε ξαφνικά το νεκρό σώμα του Άξελ μπροστά του. Πώς θα αντίκριζε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς θα έπρεπε να... «Δεν είναι νεκρός» είπε ο Έλοφ και κούνησε το χέρι του όταν κατάλαβε τι σκεφτόταν το αγόρι. «Δεν είναι νεκρός» επανέλαβε. «Αλλά έπεσε στα χέρια των Γερμανών».
149/499
Η σαστιμάρα στο πρόσωπο του Έρικ ήταν εμφανέστατη καθώς προσπαθούσε να χειριστεί τη νέα πληροφορία. Η ανακούφιση και η χαρά που ο Άξελ δεν ήταν νεκρός παραχώρησαν σύντομα τη θέση τους στην ανησυχία που ο αδελφός του βρισκόταν στο έλεος του εχθρού. «Πάμε, θα έρθω μαζί σου μέχρι το σπίτι» είπε ο Έλοφ. Ένιωθε το κορμί του βαρύ μπροστά στο δύσκολο καθήκον που είχε μπροστά του, να πει στους γονείς του Άξελ ότι αυτή τη φορά ο γιος τους δεν είχε επιστρέψει από το ταξίδι.
Η
Πάουλα χαμογέλασε ικανοποιημένη στο πίσω κάθισμα. Υπήρχε κάτι οικείο και ευχάριστο στον τρόπο με τον οποίο ο Μάρτιν και ο Πάτρικ πειράζονταν μεταξύ τους στα μπροστινά καθίσματα. Εκείνη τη στιγμή ο Μάρτιν εξηγούσε ότι πραγματικά δεν του είχε λείψει η οδήγηση του Πάτρικ. Φαινόταν ότι και οι δύο συνάδελφοι εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο. Άλλωστε και η ίδια είχε αρχίσει να αποκτά κάποιο σεβασμό για τις ικανότητες του Πάτρικ. Γενικώς, το Τανουμσχέντε είχε αποδειχτεί πραγματική τύχη για την ίδια. Δεν ήξερε σε τι συνίστατο αυτή η τύχη, αλλά από τότε που μετακόμισε εδώ είχε την αίσθηση ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι της. Έζησε πάρα πολλά χρόνια στη Στοκχόλμη και είχε ξεχάσει πώς ήταν να μένεις σε μια μικρή κοινωνία. Ίσως επειδή το Τανουμσχέντε, από πολλές απόψεις, της θύμιζε το μικρό χωριό στη Χιλή όπου είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια πριν μεταναστεύσουν στη Σουηδία. Δεν μπορούσε να βρει άλλη εξήγηση για το ότι είχε προσαρμοστεί τόσο γρήγορα στον ρυθμό της ζωής στο Τανουμσχέντε. Δεν της έλειπε καθόλου η Στοκχόλμη. Ίσως να έφταιγε ότι ως αστυνομικός εκεί είχε αντικρίσει ό,τι χειρότερο υπήρχε, κάτι που επηρέαζε την αντίληψή της για την πόλη. Αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει σαν στο σπίτι της στην πρωτεύουσα, ούτε όταν ήταν παιδί ούτε ως ενήλικη. Η ίδια και η μητέρα της είχαν πιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στα προάστια. Ανήκαν στα πρώτα κύματα μεταναστών που είχαν έρθει στη Σουηδία, και η Πάουλα ήταν η μόνη στην τάξη που δεν είχε σουηδική καταγωγή. Αυτό το είχε πληρώσει. Πλήρωνε κάθε μέρα, κάθε λεπτό το γεγονός ότι είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα. Ούτε βοήθησε που έπειτα από έναν χρόνο κιόλας μιλούσε τέλεια σουηδικά, δίχως το παραμικρό ίχνος ξενικής προφοράς. Τα σκούρα μάτια της και τα μαύρα μαλλιά της πρόδιδαν την καταγωγή της. Αντιθέτως, και παρά το τι πίστευαν πολλοί που ήταν έξω από τον χορό, δεν είχε αντιμετωπίσει ρατσιστική συμπεριφορά όταν μπήκε στην αστυνομία. Διότι πλέον οι Σουηδοί είχαν συνηθίσει τους ανθρώπους από άλλες χώρες, και η ίδια δεν θεωρούνταν μετανάστρια πια. Εν μέρει επειδή ζούσε χρόνια στη Σουηδία και εν μέρει επειδή με τη λατινοαμερικανική εμφάνισή της δεν θεωρούνταν
151/499
τόσο ξένη όσο οι πρόσφυγες από τις αραβικές χώρες και την αφρικανική ήπειρο. Αυτή η διάκριση της φαινόταν αρκετά παράλογη. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο άτομα σαν τον Φρανς Ρίνγκχολμ τής φαίνονταν τρομακτικά. Δεν μπορούσαν να δουν τις αποχρώσεις, δεν έβλεπαν τις παραλλαγές, κοιτούσαν μόνο την επιφάνεια για ένα δευτερόλεπτο και μετά αντιμετώπιζαν τον άλλο βάσει αιώνιων προκαταλήψεων. Αυτή η άνευ διακρίσεων κρίση είχε αναγκάσει την ίδια και τη μητέρα της να ξενιτευτούν. Κάποιος είχε αποφασίσει ότι μόνο ένας δρόμος, ένας τύπος ανθρώπων ήταν ο σωστός. Μια απόλυτη εξουσία είχε αποφασίσει ότι όλοι οι άλλοι ήταν λαθεμένες παραλλαγές. Άτομα όπως ο Φρανς Ρίνγκχολμ υπήρχαν πάντα. Άτομα που πίστευαν ότι διέθεταν το μυαλό ή τη δύναμη ή την εξουσία να καθορίζουν τα πρότυπα. «Σε ποιον αριθμό είπες ότι ήταν;» Ο Μάρτιν στράφηκε στην Πάουλα διακόπτοντας τις σκέψεις της. Εκείνη έριξε μια ματιά στο χαρτάκι που κρατούσε στο χέρι της. «Αριθμός επτά». «Εκεί» είπε ο Μάρτιν και έδειξε το σπίτι στον Πάτρικ, ο οποίος έστριψε και πάρκαρε. Ήταν στην περιοχή του Λόφου, του Κούλεν, ένα συγκρότημα διαμερισμάτων ακριβώς πάνω από τη Φιελμπάκα. Η συνηθισμένη πινακίδα με το όνομα στην πόρτα είχε αντικατασταθεί με μια πιο προσωπική, ξύλινη, με το όνομα Βιούλα Πέτερσον καλλιγραφικά γραμμένο και με λουλούδια ζωγραφισμένα γύρω από το όνομα. Και η γυναίκα που άνοιξε την πόρτα ταίριαζε με την πινακίδα. Η Βιούλα ήταν παχουλή, με σωστές αναλογίες ωστόσο, και το πρόσωπό της ακτινοβολούσε φιλικότητα. Όταν η Πάουλα είδε το ρομαντικό λουλουδάτο φόρεμά της φαντάστηκε και ένα ψάθινο καπέλο στα γκρίζα μαλλιά της που ήταν πιασμένα κότσο. «Περάστε» είπε η Βιούλα και παραμέρισε. Η Πάουλα έριξε μια επιδοκιμαστική ματιά στο χολ. Το σπίτι ήταν πολύ διαφορετικό από το δικό της, αλλά της άρεσε. Δεν είχε πάει ποτέ στην Προβηγκία, αλλά κάπως έτσι τη φανταζόταν. Ρουστίκ έπιπλα, συνδυασμένα όμορφα με υφάσματα και πίνακες με μοτίβα λουλουδιών. Τέντωσε τον λαιμό της για να δει το καθιστικό και παρατήρησε ότι υπήρχε συνέπεια στο στιλ.
152/499
«Έχω φτιάξει καφέ» είπε η Βιούλα και τους οδήγησε στο καθιστικό. Στο τραπεζάκι υπήρχε ένα υπέροχο λουλουδάτο σερβίτσιο σε ροζ χρώμα, με βουτήματα όμορφα τακτοποιημένα σε μια πιατέλα. «Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε» είπε ο Πάτρικ και κάθισε προσεκτικά στον καναπέ. Μόλις τελείωσαν οι συστάσεις, η Βιούλα γέμισε τα φλιτζάνια τους καφέ από μια υπέροχη ροζ πορσελάνινη κανάτα με μοτίβα λουλουδιών και περίμενε να συνεχίσουν. «Πώς καταφέρνετε να έχετε τόσο όμορφα γεράνια;» άκουσε η Πάουλα τον εαυτό της να λέει, καθώς έπινε μια γουλιά καφέ. Ο Πάτρικ και ο Μάρτιν την κοίταξαν ξαφνιασμένοι. «Ρωτάω επειδή τα δικά μου είτε μαραίνονται είτε ξεραίνονται» εξήγησε. Ο Πάτρικ και ο Μάρτιν σήκωσαν ψηλότερα τα φρύδια τους. «Α, δεν είναι τόσο δύσκολο, εδώ που τα λέμε» απάντησε με περηφάνια η Βιούλα. «Φρόντισε απλώς να στεγνώνει καλά το χώμα πριν τα ποτίσεις ξανά, αλλά και τότε ακόμα δεν θα πρέπει να τα ποτίζεις πολύ. Και μια απίστευτα καλή συμβουλή που μου έδωσε ο Λάσε Ανρέλ λέει ότι μπορείς να τους ρίχνεις λίγα ούρα κατά καιρούς, τα βοηθάει πολύ αν βλέπεις ότι δημιουργούν προβλήματα». «Ο Λάσε Ανρέλ;» επανέλαβε ο Μάρτιν. «Αυτός που σχολιάζει τα αθλητικά στην Αφτονμπλάντετ; Και στο Κανάλι 4; Τι δουλειά έχει αυτός με τα γεράνια;» Η Βιούλα φαινόταν σαν να μην ήθελε καν να μπει στον κόπο να απαντήσει σε μια τέτοια χαζή ερώτηση. Αυτό που ήξερε εκείνη ήταν πως ο Λάσε κατ’ αρχάς ειδικευόταν στα γεράνια· τώρα αν ήταν και αθλητικογράφος δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Ο Πάτρικ καθάρισε τον λαιμό του. «Απ’ ό,τι καταλάβαμε, εσείς και ο Έρικ συναντιόσασταν τακτικά». Δίστασε λίγο, αλλά συνέχισε: «Ειλικρινά... λυπάμαι, τα συλλυπητήριά μου». «Ευχαριστώ» είπε η Βιούλα και κοίταξε προς το φλιτζάνι της. «Ναι, όντως συναντιόμασταν. Ο Έρικ έμενε καμιά φορά εδώ, ίσως δύο φορές τον μήνα». «Πώς γνωριστήκατε;» ρώτησε η Πάουλα. Της ήταν λίγο δύσκολο να καταλάβει πώς τα είχαν βρει αυτοί οι δύο, σκεπτόμενη πόσο διαφορετικά ήταν τα σπίτια τους. Η Βιούλα χαμογέλασε. Η Πάουλα πρόσεξε δύο πολύ γοητευτικά λακκάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό της.
153/499
«Ο Έρικ έδωσε μια διάλεξη στη βιβλιοθήκη πριν από μερικά χρόνια. Πότε να ήταν; Να ’ταν πριν από τέσσερα χρόνια; Κάτι τέτοιο. Μίλησε για την κομητεία Μπούχους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήγα να τον ακούσω. Έπειτα πιάσαμε κουβέντα και, ναι... το ένα έφερε το άλλο». Χαμογέλασε σκεπτόμενη το γεγονός. «Πήγατε καμιά φορά στο σπίτι του;» Ο Μάρτιν πήρε ένα μπισκοτάκι. «Όχι. Ο Έρικ πίστευε ότι ήταν καλύτερα να βρισκόμαστε εδώ. Μένει... έμενε με τον αδελφό του, και παρόλο που ο Άξελ έλειπε τον περισσότερο καιρό δεν... όχι, προτιμούσε να έρχεται εδώ». «Έκανε ποτέ λόγο για κάποια απειλή;» ρώτησε ο Πάτρικ. Η Βιούλα κούνησε έντονα το κεφάλι. «Όχι, ποτέ. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ... εννοώ, γιατί να θέλει κανείς να απειλήσει τον Έρικ, έναν συνταξιούχο καθηγητή ιστορίας; Είναι παράλογο». «Ωστόσο, είναι γεγονός ότι δέχτηκε απειλές, έστω και έμμεσα. Ακριβώς επειδή ενδιαφερόταν για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ναζισμό. Ορισμένες οργανώσεις δεν δέχονται να παρουσιάζεις μια εικόνα της ιστορίας με την οποία διαφωνούν». «Ο Έρικ δεν παρουσίαζε καμία εικόνα, όπως ατυχέστατα το θέσατε» είπε η Βιούλα και τα μάτια της άστραψαν ξαφνικά. «Ήταν πραγματικός ιστορικός, ακριβής με τα γεγονότα και άκρως σχολαστικός στο να παραθέτει την αλήθεια όπως ακριβώς ήταν, όχι όπως ο ίδιος ή κάποιος άλλος επιθυμούσε να ήταν. Ο Έρικ δεν παρουσίαζε εικόνες. Συνέθετε παζλ. Αργά αργά, κομμάτι το κομμάτι, συνέθετε την πραγματικότητα. Ένα κομμάτι γαλανού ουρανού εδώ, ένα κομμάτι πράσινου λιβαδιού εκεί, μέχρι να μπορέσει τελικά να δείξει το αποτέλεσμα στον κόσμο. Όχι ότι θα τελείωνε ποτέ» είπε έχοντας ανακτήσει την τρυφερότητα στα μάτια της. «Το έργο ενός ιστορικού δεν τελειώνει ποτέ. Υπάρχουν πάντοτε περισσότερα στοιχεία, περισσότερη πραγματικότητα που πρέπει να καταδειχτεί». «Γιατί όμως είχε τέτοιο πάθος για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;» ρώτησε η Πάουλα. «Γιατί αποκτά κανείς ένα ενδιαφέρον γενικά; Γιατί εμένα μου αρέσουν τα γεράνια; Γιατί όχι τα τριαντάφυλλα;» Η Βιούλα άνοιξε τα χέρια της, αλλά ξαφνικά στα μάτια της φάνηκε ότι κάτι είχε σκεφτεί. «Αν και στην περίπτωση του Έρικ δεν χρειάζεται να είναι κανείς Αϊνστάιν για καταλάβει το γιατί. Οι
154/499
εμπειρίες του αδελφού του κατά τη διάρκεια του πολέμου τον σημάδεψαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πιστεύω. Δεν μου μίλησε ποτέ γι’ αυτό, απλώς καταλάβαινα διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές. Μόνο μία και μοναδική φορά αναφέρθηκε στη μοίρα του αδελφού του, και ήταν η μοναδική φορά που είδα τον Έρικ πιωμένο. Ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε». Η φωνή της έσπασε, και χρειάστηκε να συγκεντρωθεί μερικά δευτερόλεπτα πριν συνεχίσει. «Ο Έρικ χτύπησε την πόρτα μου απρόσκλητος, πράγμα πολύ ασυνήθιστο. Πέρα από αυτό ήταν και πιωμένος, κάτι ακόμα πιο ασυνήθιστο. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Μπήκε, λοιπόν, πήγε κατευθείαν στο μπαρ με τα ποτά και έβαλε ένα μεγάλο ποτήρι ουίσκι. Μετά κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάει και να πίνει ασταμάτητα ουίσκι. Δεν καταλάβαινα και πολλά από αυτά που έλεγε, ήταν ασυνάρτητα λόγια και έμοιαζαν περισσότερο με κουβέντες μεθυσμένου. Αφορούσαν ωστόσο τον Άξελ, αυτό το κατάλαβα. Αυτά που είχε περάσει όταν τον αιχμαλώτισαν. Και πώς αυτό είχε επηρεάσει την οικογένεια». «Είπατε πως αυτό συνέβη την τελευταία φορά που είδατε τον Έρικ. Πώς κι έτσι; Γιατί δεν συναντηθήκατε μέσα στο καλοκαίρι; Πώς και δεν αναρωτηθήκατε πού ήταν;» Το πρόσωπο της Βιούλα παραμορφώθηκε από μια γκριμάτσα, καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Τελικά είπε με βραχνή φωνή: «Γιατί ο Έρικ μού είπε αντίο. Έφυγε αποδώ γύρω στα μεσάνυχτα. Τρεκλίζοντας, για να είμαστε ακριβείς. Και το τελευταίο πράγμα που μου είπε ήταν ότι δεν θα ξανασυναντιόμασταν. Με ευχαρίστησε για όσα περάσαμε μαζί και με φίλησε στο μάγουλο. Μετά έφυγε. Νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν απλώς ανοησίες που λέει κάποιος πάνω στο μεθύσι του. Και την άλλη μέρα συμπεριφερόμουν σαν ανόητο κοριτσόπουλο, καθόμουν και κοιτούσα το τηλέφωνο όλη τη μέρα και περίμενα να μου τηλεφωνήσει και να μου δώσει εξηγήσεις ή να μου ζητήσει συγγνώμη ή... οτιδήποτε... Αλλά δεν τηλεφώνησε. Κι εγώ με τη βλακώδη περηφάνια μου αρνούμουν να επικοινωνήσω. Αν το είχα κάνει, αν δεν εγκατέλειπα την υπόθεση, ίσως να μη βρισκόταν καθισμένος εκεί...» Ξέσπασε σε κλάματα και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη φράση της. Αλλά η Πάουλα κατάλαβε τι εννοούσε. Έβαλε το χέρι της πάνω στη Βιούλα και είπε απαλά: «Δεν μπορούσατε να κάνετε τίποτα. Πώς θα μπορούσατε να ξέρετε τι θα γινόταν;»
155/499
Η Βιούλα έγνεψε απρόθυμα και σκούπισε τα δάκρυα με την ανάστροφη της παλάμης της. «Θυμάστε ποια μέρα ήταν εδώ;» ρώτησε ο Πάτρικ με προσδοκία. «Μπορώ να κοιτάξω στο ημερολόγιο» είπε η Βιούλα και σηκώθηκε, φανερά ανακουφισμένη για τη διακοπή. «Κρατώ καθημερινά σημειώσεις, οπότε κάπου θα το ανακαλύψω». Βγήκε από το δωμάτιο και έλειψε για λίγο. «Στις δεκαπέντε Ιουνίου» είπε όταν επέστρεψε. «Το θυμάμαι επειδή είχα πάει στον οδοντίατρο το απόγευμα, οπότε είναι απολύτως σίγουρο». «Εντάξει, σας ευχαριστώ» είπε ο Πάτρικ και σηκώθηκε. Όταν χαιρέτησαν τη Βιούλα και βρέθηκαν ξανά στον δρόμο είχαν όλοι την ίδια σκέψη στο μυαλό τους. Τι είχε συμβεί στις δεκαπέντε Ιουνίου που είχε κάνει τον Έρικ να μεθύσει και να διακόψει τη σχέση του με τη Βιούλα; Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί άραγε;
«Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να την ελέγξει!» «Νταν, πιστεύω ότι γίνεσαι άδικος τώρα! Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα την πατούσες κι εσύ με τον ίδιο τρόπο;» Η Άννα ήταν ακουμπισμένη στον πάγκο της κουζίνας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και κοιτούσε αυστηρά τον Νταν. «Όχι... Εγώ δεν θα την πατούσα έτσι!» Τα ξανθά μαλλιά του Νταν στέκονταν όρθια, επειδή πάνω στην ταραχή του περνούσε διαρκώς το χέρι του από μέσα τους. «Όχι βέβαια... Εσύ που σκεφτόσουν σοβαρά την πιθανότητα να μπήκε κάποιος κρυφά στο σπίτι τη νύχτα και να έφαγε όλες τις σοκολάτες που είχαμε στο ντουλάπι με τα τρόφιμα. Κι αν δεν έβρισκα το περιτύλιγμα της γκοφρέτας κάτω από το μαξιλάρι της Λίντα θα ήσουν ακόμη έξω και θα έψαχνες διαρρήκτες με ίχνη σοκολάτας γύρω από το στόμα...» Η Άννα έπνιξε ένα γέλιο και ένιωσε τον θυμό της να ξεθυμαίνει. Ο Νταν την κοίταξε και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Πάντως ήταν πολύ πειστική όταν μας διαβεβαίωνε ότι ήταν αθώα». «Απολύτως. Το παιδί θα πάει για Όσκαρ όταν μεγαλώσει. Σκέψου όμως ότι και η Μπελίντα μπορεί να είναι εξίσου πειστική. Και τότε δεν θα φαντάζει πολύ
156/499
παράξενο το γεγονός ότι η Πενίλα την πίστεψε. Και μην ορκιστείς ότι δεν θα είχες κάνει το ίδιο ακριβώς». «Όχι, έχεις δίκιο υποθέτω» έκανε ο Νταν βαρύθυμα. «Αλλά η Πενίλα θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στη μαμά της φίλης και να το ελέγξει. Και αποδώ και πέρα αυτό θα κάνει». «Τι λέτε για τη μαμά;» Η Μπελίντα κατέβηκε τη σκάλα, φορώντας ακόμη το νυχτικό και με μαλλιά τόσο μπερδεμένα ώστε να μοιάζει με τρολ. Είχε αρνηθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι από τη στιγμή που την πήραν από το σπίτι της Ερίκα και του Πάτρικ το πρωί του Σαββάτου, με πονοκέφαλο και φανερά μετανιωμένη. Αλλά τώρα φαινόταν πως το μεγαλύτερο μέρος της μεταμέλειας είχε εξαφανιστεί και είχε αντικατασταθεί με περισσότερη από εκείνη την οργή που είχε γίνει ο μόνιμος συνοδός της. «Δεν λέμε τίποτα ιδιαίτερο για τη μαμά σου» έκανε κουρασμένα ο Νταν, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μια ακόμα σύγκρουση ήταν προ των πυλών. «Μήπως εσύ λες πάλι μαλακίες για τη μαμά μου;» έκανε με σφιγμένα δόντια η Μπελίντα κοιτώντας προς τη μεριά της Άννας, η οποία έριξε ένα βλέμμα παραίτησης στον Νταν. Έπειτα στράφηκε στην Μπελίντα και είπε ήρεμα: «Δεν μίλησα ποτέ άσχημα για τη μαμά σου. Και το ξέρεις. Οπότε μη μου μιλάς εμένα μ’ αυτό το ύφος». «Θα μιλάω με όποιο ύφος γουστάρω, γαμώτο!» ξέσπασε η Μπελίντα. «Εδώ είναι το σπίτι μου, όχι το δικό σου σπίτι! Οπότε μπορείς να πάρεις τα μαλακισμένα τα παιδιά σου και να φύγεις αποδώ μέσα!» Ο Νταν έκανε ένα βήμα μπροστά με το βλέμμα σκοτεινιασμένο. «Μην ξαναμιλήσεις έτσι στην Άννα! Μένει κι αυτή εδώ τώρα. Όπως κι ο Άντριαν και η Έμα. Κι αν δεν σου αρέσει...» Με το που ξεστόμισε τις τελευταίες λέξεις κατάλαβε πως αυτό ήταν το πιο βλακώδες πράγμα που μπορούσε να πει εκείνη τη στιγμή. «Όχι, δεν μου αρέσει! Γι’ αυτό μαζεύω τα πράγματά μου και πάω στη μαμά μου! Και θα μείνω εκεί! Μέχρι να φύγουν αυτή και τα παιδιά της αποδώ!» Η Μπελίντα έκανε μεταβολή και όρμησε στη σκάλα. Τόσο ο Νταν όσο και η Άννα τινάχτηκαν όταν την άκουσαν να βροντάει την πόρτα του δωματίου πίσω της.
157/499
«Ίσως να έχει δίκιο, Νταν» είπε η Άννα με σβησμένη φωνή. «Ίσως βιαστήκαμε. Εννοώ, δεν είχε και πολύ καιρό να το συνηθίσει, και εμείς εισβάλαμε στο σπίτι της και στη ζωή της». «Δεκαεπτά χρόνων είναι, που να πάρει ο διάολος. Και συμπεριφέρεται σαν να είναι πέντε». «Πρέπει να την καταλάβεις. Δεν είναι τόσο εύκολο γι’ αυτήν. Ήταν σε ευαίσθητη ηλικία όταν εσύ και η Πενίλα χωρίσατε...» «Α, ναι, ευχαριστώ πολύ, τώρα θα μου πεις ότι πρέπει να έχω και ενοχές. Ξέρω ότι εγώ φταίω που χωρίσαμε, αλλά δεν χρειάζεται να στέκεσαι μπροστά μου και να μου το πετάς κατάμουτρα». Ο Νταν προσπέρασε οργισμένος την Άννα, κατευθύνθηκε στην πόρτα και βγήκε έξω. Μέσα σε ένα λεπτό βρόντηξε άλλη μια πόρτα στο σπίτι με αποτέλεσμα να τρίξουν τα τζάμια. Για μερικά δευτερόλεπτα η Άννα στεκόταν ακίνητη στον πάγκο της κουζίνας. Έπειτα σωριάστηκε στο πάτωμα και ξέσπασε σε κλάματα.
Φιελμπάκα 1943
«Άκουσα ότι οι Γερμανοί έβαλαν στο χέρι το παιδί των Φράνκελ, εκείνο τον Άξελ». Ο Βίλγκοτ γέλασε με ικανοποίηση καθώς κρεμούσε το παλτό του στον γάντζο στο χολ. Έδωσε τον χαρτοφύλακά του στον Φρανς, ο οποίος τον πήρε και τον έβαλε στη συνηθισμένη θέση του, σε μια καρέκλα του χολ. «Τέλος πάντων, καιρός ήταν. Αυτά που έκανε εγώ τα αποκαλώ προδοσία της πατρίδας. Ξέρω ότι δεν είναι πολλοί εδώ στη Φιελμπάκα που θα συμμεριστούν την άποψή μου, αλλά οι άνθρωποι είναι πρόβατα, ακολουθούν το κοπάδι και βελάζουν κατά παραγγελία. Μόνο άτομα σαν κι εμένα, που μπορούν να σκέφτονται μόνα τους, βλέπουν την πραγματικότητα όπως είναι. Και να θυμάσαι τα λόγια μου, αυτό το παιδί ήταν προδότης της πατρίδας. Ας ελπίσουμε πώς θα του κόψουν τα πόδια με συνοπτικές διαδικασίες». Ο Βίλγκοτ μπήκε στο σαλόνι και άραξε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Φρανς τον ακολούθησε και ο Βίλγκοτ τον κοίταξε με προσδοκία. «Έλα, πού είναι το ποτό μου; Πολύ αργείς σήμερα». Ο τόνος της φωνής του έκρυβε δυσαρέσκεια. Ο Φρανς βιάστηκε να πάει στο μπαρ για να βάλει ένα ποτό στον πατέρα του. Ήταν μια ρουτίνα που είχαν από τότε που ήταν μικρός. Η μητέρα του δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Φρανς είχε αρχίσει να πίνει από τόσο μικρός, αλλά ο λόγος της δεν είχε καμία αξία. «Κάτσε κάτω, μικρέ, κάτσε κάτω». Σφίγγοντας το ποτήρι στο χέρι ο Βίλγκοτ έδειξε γενναιόδωρα την πολυθρόνα δίπλα του. Ο Φρανς ένιωσε τη γνώριμη μυρωδιά του αλκοόλ όταν κάθισε. Το ποτό που είχε σερβίρει σίγουρα δεν ήταν το πρώτο που έπινε ο πατέρας του σήμερα. «Ο πατέρας σου έκλεισε πολύ καλές δουλειές σήμερα, όπως καταλαβαίνεις». Ο Βίλγκοτ έγειρε μπροστά και η μυρωδιά του αλκοόλ χτύπησε τα ρουθούνια του
159/499
Φρανς. «Υπέγραψα συμβόλαιο με μια γερμανική εταιρεία. Αποκλειστικό συμβόλαιο. Θα είμαι ο μοναδικός αντιπρόσωπός τους στη Σουηδία. Δυσκολεύονταν πολύ να βρουν καλούς συνεργάτες, και τους πιστεύω». Ο Βίλγκοτ ξέσπασε σε ένα κακαριστό γέλιο που έκανε το μεγάλο στομάχι του να χοροπηδήσει. Κατέβασε το σναπς και έδωσε το ποτήρι στον Φρανς. «Άλλο ένα». Τα μάτια του γυάλιζαν από το αλκοόλ. Το χέρι του Φρανς έτρεμε ελαφρώς όταν πήρε το ποτήρι. Και συνέχισε να τρέμει όταν το γέμισε με το διαφανές ποτό με την αψιά μυρωδιά, κάνοντας να πέσουν μερικές σταγόνες απέξω. «Βάλε κι εσύ ένα» είπε ο Βίλγκοτ. Ακούστηκε περισσότερο σαν διαταγή παρά σαν προτροπή. Διαταγή ήταν στην ουσία. Ο Φρανς άφησε κάτω το γεμάτο ποτήρι του πατέρα του και άπλωσε το χέρι να πάρει ένα άδειο ποτήρι για τον εαυτό του. Το χέρι του δεν έτρεμε πια καθώς γέμιζε το ποτήρι μέχρι πάνω. Στη συνέχεια μετέφερε τα δύο ποτήρια εκεί όπου καθόταν ο πατέρας του. Ο Βίλγκοτ ύψωσε το ποτήρι προς το μέρος του Φρανς που είχε ήδη ξανακαθίσει. «Έλα, άσπρο πάτο, λοιπόν». Ο Φρανς ένιωσε το υγρό να τον καίει πίσω από το στέρνο του μέχρι κάτω στο στομάχι, εκεί όπου κατέληξε σαν καυτός σβόλος. Ο πατέρας του χαμογέλασε. Είχε κυλήσει λίγο ποτό στο σαγόνι του. «Πού είναι η μητέρα σου;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Βίλγκοτ. Ο Φρανς κάρφωσε το βλέμμα του σε ένα σημείο στον τοίχο πίσω από τον πατέρα του. «Πήγε στη γιαγιά. Θ’ αργήσει να γυρίσει». Η φωνή του ακούστηκε υπόκωφη και μεταλλική. Σαν να ανήκε σε κάποιον άλλο. Σε κάποιον απέξω. «Α, ωραία. Τότε μπορούμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας. Αλλά βάλε άλλο ένα δικό σου, άντε». Ο Φρανς ένιωσε το βλέμμα του πατέρα του καρφωμένο στην πλάτη του όταν σηκώθηκε για να γεμίσει το ποτήρι του. Αυτή τη φορά δεν άφησε το μπουκάλι στο μπαρ, το πήρε μαζί του. Ο Βίλγκοτ χαμογέλασε επιδοκιμαστικά και σήκωσε το ποτήρι του για να του το γεμίσει. «Είσαι πολύ καλό παιδί». Ο Φρανς ένιωσε ξανά το αλκοόλ να του καίει τον λαιμό, και μετά το κάψιμο μετατράπηκε σε μια αίσθηση ευεξίας κάπου στο διάφραγμα. Τα περιγράμματα γύρω του άρχισαν να ξεθωριάζουν. Ένιωσε να αιωρείται κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ πραγματικότητας και μη πραγματικότητας.
160/499
Η φωνή του Βίλγκοτ είχε μαλακώσει. «Θα κερδίσω χιλιάδες όμορφα λεφτά με αυτή τη δουλειά τα επόμενα χρόνια. Κι αν οι Γερμανοί συνεχίσουν να εξοπλίζονται, θα έρθουν πολύ περισσότερα. Μπορεί να κερδίσουμε εκατομμύρια. Μου υποσχέθηκαν να με φέρουν σε επαφή με περισσότερες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες μας. Κι όταν βάλω εκεί μέσα το ένα πόδι...» Τα μάτια του Βίλγκοτ έλαμπαν στο μισοσκόταδο του σούρουπου. Έγλειψε τα χείλη του. «Μια μέρα θα πάρεις μια καλή επιχείρηση στα χέρια σου, Φρανς». Έσκυψε μπροστά και έβαλε το χέρι του στο πόδι του γιου του. «Θα γίνει μια πρώτης τάξεως επιχείρηση. Κι εκείνη τη μέρα θα μπορέσεις να πεις σε όλους εδώ στη Φιελμπάκα να πάνε στον αγύριστο. Όταν οι Γερμανοί θα έχουν πάρει την εξουσία, όταν θα αποφασίζουμε εμείς και θα έχουμε περισσότερα λεφτά από όσα θα μπορούσαν να ονειρευτούν αυτοί εδώ. Πιες, λοιπόν, άλλο ένα ποτό με τον πατέρα σου για να γιορτάσουμε τους φωτεινούς καιρούς». Ο Βίλγκοτ σήκωσε το ποτήρι του και το τσούγκρισε με το ποτήρι του Φρανς, το οποίο είχε γεμίσει ο ίδιος μέχρι πάνω. Η ευεξία απλώθηκε ακόμα περισσότερο στο στήθος του Φρανς. Τσούγκρισε με τον πατέρα του.
Ο
Γιέστα μόλις είχε αρχίσει να παίζει μια παρτίδα γκολφ στον υπολογιστή, όταν άκουσε τα βήματα του Μέλμπεργ από τον διάδρομο. Έκλεισε βιαστικά το παιχνίδι και άνοιξε μια αναφορά πασχίζοντας να φαίνεται ότι τη διάβαζε πολύ προσεκτικά. Τα βήματα του Μέλμπεργ πλησίαζαν όλο και περισσότερο, αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό στον ρυθμό τους. Και τι ήταν όλα εκείνα τα «άι άι» που άκουγε από τον προϊστάμενό του; Ο Γιέστα κύλησε γεμάτος περιέργεια την καρέκλα του προς τα πίσω ώστε να μπορεί να βλέπει τον διάδρομο. Το πρώτο που είδε ήταν ο Ερνστ, ο οποίος βάδιζε νωχελικά μπροστά από τον Μέλμπεργ με τη γλώσσα να κρέμεται, ως συνήθως, πολύ έξω από το στόμα. Έπειτα είδε μια παράξενα καμπουριασμένη φιγούρα που πάσχιζε να περπατήσει. Η φιγούρα έμοιαζε, όντως, πολύ στον Μέλμπεργ − και δεν έμοιαζε. «Τι διάολο κοιτάς;» Εντάξει, η φωνή και ο τόνος ανήκαν οπωσδήποτε στον προϊστάμενο. «Τι σου συνέβη;» ρώτησε ο Γιέστα, και τώρα είχε βγει και η Άνικα από την κουζίνα του τμήματος όπου τάιζε τη Μάγια. Ο Μέλμπεργ μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε. «Πως;» έκανε η Άνικα. «Τι είπες; Δεν ακούσαμε καλά». Ο Μέλμπεργ τής έριξε ένα άγριο βλέμμα και μετά είπε: «Χόρεψα σάλσα. Ερωτήσεις κανείς;» Ο Γιέστα και η Άνικα κοιτάχτηκαν με το στόμα ανοιχτό. Μετά έβαλαν και οι δύο τα δυνατά τους να παραμείνουν ανέκφραστοι. «Λοιπόν;» βρυχήθηκε ο Μέλμπεργ. «Κανένα αστείο σχόλιο; Κανείς; Διότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για μειώσεις μισθών σε αυτό το τμήμα». Μετά μπήκε στο γραφείο του και κοπάνησε την πόρτα πίσω του. Η Άνικα και ο Γιέστα έμειναν να κοιτάζουν μερικά δευτερόλεπτα την κλειστή πόρτα, μετά δεν μπόρεσαν να κρατηθούν άλλο. Έσκασαν και οι δύο σε τέτοια γέλια που τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσαν να το κάνουν όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Ο Γιέστα έσπρωξε την
162/499
Άνικα στην κουζίνα και, αφού έλεγξε ότι η πόρτα του Μέλμπεργ ήταν ακόμη κλειστή, είπε ψιθυριστά: «Είπε όντως ότι χόρεψε σάλσα; Έτσι είπε;» «Πολύ φοβάμαι πως το είπε» είπε η Άνικα και σκούπισε τα δάκρυα με το μανίκι του πουλόβερ της. Η Μάγια τούς κοιτούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκεί που καθόταν στο τραπέζι με ένα πιάτο μπροστά της. «Ναι, αλλά πώς; Γιατί;» έκανε δύσπιστα ο Γιέστα που μόλις τώρα άρχιζε να φαντάζεται τη σκηνή. «Ναι, κι εγώ πρώτη φορά τ’ ακούω, εν πάση περιπτώσει». Η Άνικα κούνησε το κεφάλι γελώντας και κάθισε για να συνεχίσει να ταΐζει τη Μάγια. «Τον είδες πώς περπατούσε. Ήταν εντελώς πιασμένος. Σαν εκείνο το πλάσμα στον Άρχοντα των δαχτυλιδιών. Γκόλουμ δεν το λέγανε;» Ο Γιέστα έβαλε τα δυνατά του για να μιμηθεί τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν ο Μέλμπεργ και η Άνικα έφερε το χέρι της στο στόμα για να μη γελάσει δυνατά. «Ναι, το κορμί του Μέλμπεργ πρέπει να έπαθε γερό σοκ. Έχει να ασκηθεί από... Ποτέ, μάλλον». «Σίγουρα δεν το έχει κάνει ποτέ του. Είναι πραγματικό αίνιγμα πώς έβγαλε πέρα τα σωματικά τεστ στη σχολή». «Εδώ που τα λέμε, δεν το ξέρουμε, ίσως να ήταν πραγματικός αθλητής στα νιάτα του». Η Άνικα συλλογίστηκε λίγο αυτό που μόλις είχε πει και μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μπα, δεν νομίζω. Θεούλη μου, τι ήταν κι αυτό το σημερινό. Ο Μέλμπεργ σε μάθημα σάλσα. Τι έχουμε ν’ ακούσουμε ακόμα να λες». Προσπάθησε να δώσει μια κουταλιά στη Μάγια, αλλά η μικρή αρνούνταν επίμονα ν’ ανοίξει το στόμα. «Το μικρό μας κοριτσάκι αποδώ δεν θέλει να φάει με τίποτα. Αν δεν καταφέρω να της δώσω έστω και λίγο, προβλέπω ότι θα χάσω για πάντα την εμπιστοσύνη του Πάτρικ» είπε αναστενάζοντας και προσπάθησε άλλη μια φορά. Αλλά το στόμα της Μάγια ήταν εξίσου απόρθητο με το Φορτ Νοξ. «Μπορώ να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια;» είπε ο Γιέστα και άπλωσε το χέρι για να πάρει το κουτάλι. Η Άνικα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Εσύ; Εντάξει, προσπάθησε κι εσύ. Αλλά μην τρέφεις και πολλές ελπίδες». Ο Γιέστα δεν απάντησε, απλώς άλλαξε θέση με την Άνικα και κάθισε δίπλα στη Μάγια. Έβαλε στο κουτάλι τη μισή ποσότητα από όση έβαζε η Άνικα και μετά σήκωσε το κουτάλι στον αέρα. «Βρουμ βρουμ βρουμ, και τώρα έρχεται το
163/499
αεροπλάνο...» Έκανε μερικούς ελιγμούς με το κουτάλι στον αέρα σαν να ήταν αεροπλάνο και αμείφθηκε με την απερίσπαστη προσοχή της Μάγια. «Βρουμ βρουμ βρουμ, έρχεται το αεροπλάνο και πετάει αμέσως μέσα...» Το στόμα της Μάγια άνοιξε σαν να είχε ακούσει το σύνθημα και το αεροπλάνο φορτωμένο με σπαγγέτι και σάλτσα κιμά κατέβηκε για να προσγειωθεί. «Μμ... ωραία δεν ήταν;» έκανε ο Γιέστα και έβαλε ακόμα λίγο φαγητό στο κουτάλι. «Τουφ τουφ τουφ, τώρα έρχεται το τρένο... Τουφ τουφ τουφ, και κατευθείαν μέεεσα στο τούνελ». Το στόμα της Μάγια άνοιξε άλλη μια φορά και το σπαγγέτι μπήκε στο τούνελ. «Δεν γίνεται αυτό!» έκανε η Άνικα με το στόμα ανοιχτό. «Πού τα έμαθες αυτά εσύ;» «Έλα, δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο» είπε συνεσταλμένα ο Γιέστα. Αλλά χαμογέλασε περήφανα όταν το αυτοκίνητο μπήκε στο στόμα με την τρίτη μπουκιά σπαγγέτι. Η Άνικα κάθισε δίπλα τους στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε τον Γιέστα που άδειαζε σιγά σιγά το πιάτο που υπήρχε μπροστά στη Μάγια. Κάθε μπουκιά εξαφανιζόταν. «Ξέρεις κάτι, Γιέστα;» έκανε με ήρεμη φωνή η Άνικα. «Η ζωή είναι πολύ άδικη μερικές φορές». «Δεν σκεφτήκατε να υιοθετήσετε;» είπε ο Γιέστα χωρίς να την κοιτάζει. «Στην εποχή μου δεν ήταν τόσο συνηθισμένο. Αλλά σήμερα δεν θα δίσταζα καθόλου. Τώρα πια πολλά παιδιά είναι υιοθετημένα». «Κάναμε μια κουβέντα γι’ αυτό» είπε η Άνικα ζωγραφίζοντας αμήχανα κύκλους με τον δείκτη της στο τραπεζομάντιλο. «Αλλά δεν το συνεχίσαμε. Προσπαθήσαμε πολύ να γεμίσουμε τη ζωή μας με άλλες δραστηριότητες εκτός από παιδιά... αλλά...» «Ποτέ δεν είναι αργά» είπε ο Γιέστα. «Αν αρχίσετε τώρα ίσως να μην τραβήξει πολύ. Και το χρώμα του παιδιού δεν έχει καμία σημασία, μπορείτε να επιλέξετε μια χώρα που δεν έχει μεγάλη ουρά. Τόσα παιδιά χρειάζονται ένα σπίτι. Κι αν ήμουν εγώ παιδί, θα ευχαριστούσα την καλή μου τύχη αν κατέληγα σ’ εσένα και στον Λέναρτ». Η Άνικα κατάπιε και κοίταξε την κίνηση του δείκτη της στο τραπεζομάντιλο. Τα λόγια του Γιέστα είχαν ξυπνήσει κάτι μέσα της, κάτι που η ίδια και ο Λέναρτ απωθούσαν τα τελευταία χρόνια. Ίσως να φοβούνταν. Όλες οι αποβολές, όλες
164/499
οι ελπίδες που είχαν γίνει επανειλημμένως κομμάτια, είχαν κάνει την καρδιά ευαίσθητη και ευάλωτη. Δεν είχαν τολμήσει να ελπίσουν ξανά, δεν είχαν τολμήσει να ρισκάρουν άλλη μια αποτυχία. Αλλά ίσως να ήταν αρκετά δυνατοί τώρα. Ίσως να μπορούσαν, να τολμούσαν. Διότι η επιθυμία υπήρχε ακόμη. Ισχυρή και διακαής, όπως πάντα. Αυτή δεν είχαν καταφέρει να τη σπρώξουν στα απωθημένα, αυτή την επιθυμία, τη λαχτάρα να κρατήσουν ένα παιδί στην αγκαλιά τους, να αγαπήσουν ένα παιδί. «Τέλος πάντων, τώρα πρέπει να κάνω και λίγη δουλειά». Ο Γιέστα σηκώθηκε χωρίς να κοιτάξει την Άνικα. Χάιδεψε λίγο αδέξια τη Μάγια στο κεφάλι. «Τούτη εδώ πάντως το φαΐ της το έφαγε, οπότε ο Πάτρικ δεν θα θεωρήσει ότι λιμοκτονεί όταν μένει εδώ μ’ εμάς». Κόντευε να βγει από την πόρτα της κουζίνας όταν η Άνικα είπε χαμηλόφωνα: «Γιέστα. Ευχαριστώ». Ο Γιέστα έγνεψε ντροπαλά. Έπειτα εξαφανίστηκε στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή, αλλά κοιτούσε την οθόνη χωρίς να τη βλέπει πραγματικά. Αντίθετα, είχε τώρα μπροστά του τη Μάι-Μπριτ. Και το αγοράκι. Αυτό που έζησε μόνο μερικές μέρες. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Μια αιωνιότητα. Σχεδόν μια ολάκερη ζωή. Αλλά μπορούσε ακόμη να νιώσει τη μικρούλα λαβή του γύρω από τον δείκτη του. Ο Γιέστα αναστέναξε και άνοιξε ξανά το παιχνίδι με το γκολφ.
Επί τρεις ώρες δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της εκείνη την καταστροφική επίσκεψη στο σπίτι της Μπρίτα. Στη διάρκεια αυτών των ωρών πρόλαβε να γράψει πέντε σελίδες για το νέο της βιβλίο. Έπειτα άρχισε να σκέφτεται πάλι την Μπρίτα και σταμάτησε κάθε προσπάθεια να γράψει κάτι παραπάνω. Ντρεπόταν πολύ όταν έφυγε από το σπίτι της Μπρίτα. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το βλέμμα του Χέρμαν όταν την είδε να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, δίπλα στη σύζυγό του που βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης. Η Ερίκα τον καταλάβαινε. Ήταν αναίσθητο εκ μέρους της να μην καταλάβει τα σημάδια. Ταυτόχρονα, δυσκολευόταν επίσης να μετανιώσει για την επίσκεψη. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να ενώνει τα κομμάτια του παζλ για τη
165/499
μητέρα της. Ασαφή και διάσπαρτα οπωσδήποτε, αλλά πολύ περισσότερα από αυτά που είχε παλιότερα. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν είχε ακούσει ποτέ της τα ονόματα Έρικ, Μπρίτα ή Φρανς. Ωστόσο, κάποια περίοδο πρέπει να ήταν πολύ σημαντικά στη ζωή της μητέρας της. Αλλά κανείς από αυτούς δεν φαινόταν να έχει έρθει σε επαφή με κάποιον από τους άλλους στην ενήλικη ζωή τους. Παρόλο που όλοι τους ζούσαν ακόμη στη μικρή Φιελμπάκα, ήταν σαν να ζούσαν σε παράλληλους κόσμους. Και η εικόνα της Έλσι που είχαν αρχίσει να περιγράφουν ο Άξελ και η Μπρίτα ήταν παραδόξως η ίδια, ενώ δεν συμφωνούσε καθόλου με την εικόνα της μητέρας που θυμόταν η Ερίκα. Δεν είχε δει ποτέ τη μητέρα της να εκπέμπει ζεστασιά ή να δείχνει ενδιαφέρον για άλλους ή να έχει κάποια από τις αρετές που τις απέδιδαν οι άλλοι στη νεαρή της ηλικία. Δεν μπορούσε να πει ότι η μητέρα της ήταν κακός άνθρωπος, αλλά ήταν μια γυναίκα αποστασιοποιημένη, ένας χαρακτήρας κλειστός. Αυτή η θέρμη που κάποτε εξέπεμπε είχε εξαφανιστεί, κατά κάποιον τρόπο, στο διάβα της ζωής, πολύ πριν γεννηθούν η Ερίκα και η Άννα. Η Ερίκα ένιωσε μεμιάς μια θλίψη που την παρέλυσε. Μια θλίψη για όλα εκείνα που είχε χάσει. Όλα εκείνα τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ της να ανακτήσει. Η μητέρα της είχε φύγει, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, στο οποίο είχε χαθεί και ο Τούρε, ο πατέρας της Ερίκα και της Άννας, πριν από τέσσερα χρόνια. Δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να επαναφέρει στη ζωή η Ερίκα, τίποτε από το οποίο θα μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση, τίποτα για το οποίο θα μπορούσε να ικετεύσει ή να κατηγορήσει τη μητέρα της. Το μόνο που μπορούσε να προσδοκά ήταν κατανόηση. Τι είχε συμβεί σ’ εκείνη την Έλσι που περιέγραφαν οι φίλοι της; Τι είχε συμβεί στην ευγενική, τη στοργική και τρυφερή Έλσι; Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις της. Σηκώθηκε για ν’ ανοίξει. «Άννα; Έλα μέσα». Άφησε αμέσως την αδελφή της να περάσει και με την οξυδέρκεια της μεγαλύτερης αδελφής παρατήρησε τα κατακόκκινα μάτια της Άννας. «Τι συνέβη, Άννα;» ρώτησε και ακούστηκε πιο ανήσυχη από όσο ήθελε. Η Άννα είχε περάσει πολλά τα τελευταία χρόνια, και η Ερίκα δεν μπορούσε να ξεχάσει πραγματικά τον μητρικό ρόλο που είχε αναλάβει απέναντι στην αδελφή της όταν ήταν ακόμη μικρές.
166/499
«Συνέβη απλώς αυτό που συμβαίνει όταν ανακατεύεις δύο οικογένειες» αποκρίθηκε η Άννα και προσπάθησε να χαμογελάσει αχνά. «Τίποτα που δεν μπορώ να χειριστώ μόνη μου, αλλά καλό θα ήταν να πούμε καμιά κουβέντα για να ξεσκάσω». «Έλα λοιπόν να μιλήσουμε» είπε η Ερίκα. «Θα σου βάλω ένα φλιτζάνι καφέ και θα ψάξω στο ντουλάπι να δω μήπως υπάρχει τίποτα να φάμε για παρηγοριά». «Δηλαδή θέλεις να πεις ότι τώρα που παντρεύτηκες εγκατέλειψες τη δίαιτα;» έκανε πειραχτικά η Άννα. «Αχ, μη μου μιλάς γι’ αυτό» αναστέναξε η Ερίκα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. «Έπειτα από μιας εβδομάδας καθιστική δουλειά πρέπει ν’ αγοράσω καινούργιο παντελόνι. Αυτό που φοράω μου κάθεται σαν έντερο λουκάνικου γύρω από τη μέση». «Ναι, ξέρω ακριβώς τι εννοείς» είπε η Άννα και κάθισε στο τραπέζι. «Αυτή η συμβίωση μου χάρισε κι εμένα κάνα δυο κιλά γύρω από τη μέση μού φαίνεται... Και το χειρότερο είναι ότι ο Νταν μπορεί να καταβροχθίζει ό,τι γουστάρει χωρίς να παίρνει γραμμάριο». «Ναι, είναι μια πολύ απεχθής ιδιότητα του Νταν αυτή» είπε η Ερίκα και έβαλε μερικά κουλουράκια σε ένα πιάτο. «Τρώει ακόμη κουλουράκια κανέλας για πρωινό;» «Μπα, το έκανε και τότε που ήσασταν μαζί;» ρώτησε η Άννα και κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Άντε να διδάξεις στα παιδιά τη σημασία ενός υγιεινού πρωινού, όταν έχεις τον Νταν να κάθεται και να βουτάει τα κουλουράκια κανέλας σε ζεστή σοκολάτα μπροστά στα μάτια τους». «Α, και πού να δεις τα σάντουιτς του Πάτρικ με τυρί και χαβιάρι, που τα βουτάει σε ζεστή σοκολάτα! Λοιπόν; Τι ακριβώς συνέβη; Η Μπελίντα ξέσπασε πάλι;» «Ναι, αυτή η ιστορία πάλι, αλλά ό,τι κι αν κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση βγαίνεις λάθος, και σήμερα εγώ και ο Νταν αρπαχτήκαμε ακριβώς γι’ αυτό...» Η Άννα φάνηκε θλιμμένη. Άπλωσε το χέρι της να πάρει ένα κουλουράκι. «Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν φταίει η Μπελίντα, και αυτό προσπαθώ να εξηγήσω στον Νταν. Αντιδρά σε μια κατάσταση που είναι καινούργια γι’ αυτήν και την οποία δεν επέλεξε. Και έχει δίκιο. Δεν ζήτησε ποτέ της να φορτωθεί εμένα και δύο παιδιά».
167/499
«Ναι, σωστά, έχεις κάποιο δίκιο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να απαιτήσεις να συμπεριφέρεται πολιτισμένα. Συγκεκριμένα, ο Νταν πρέπει να το απαιτήσει αυτό. Ο δρ Φιλ λέει ότι ένας θετός γονιός δεν μπορεί ποτέ να παρέμβει και να επιβάλει πειθαρχία σε ένα τόσο μεγάλο παιδί...» «Ο δρ Φιλ;» Η Άννα γέλασε τόσο πολύ με αποτέλεσμα να της καθίσουν μερικά τρίμματα στον λαιμό και να την πιάσει βήχας. «Ερίκα, τώρα βλέπω ότι ήταν πράγματι ώρα να αφήσεις για λίγο τη φροντίδα του παιδιού στον Πάτρικ. Ο δρ Φιλ, ε;» «Έχω μάθει πολλά παρακολουθώντας τον δρα Φιλ πρέπει να ξέρεις» έκανε η Ερίκα προσβεβλημένη. Απαγορευόταν να κάνεις πλάκα με τον θεό του σπιτικού της. Μέχρι πριν από λίγο καιρό ο δρ Φιλ ήταν η απόλαυση της ημέρας της. Ακόμα και τώρα σκεφτόταν να κάνει κάνα διάλειμμα από το γράψιμο για να τον παρακολουθεί. «Αλλά μπορεί να έχει και κάποιο δίκιο σ’ αυτό» παραδέχτηκε απρόθυμα η Άννα. «Έχω την αίσθηση πως ο Νταν δεν παίρνει στα σοβαρά το θέμα ή πως το παίρνει πάρα πολύ σοβαρά, περισσότερο από όσο χρειάζεται. Από την Παρασκευή μού έχει βγει η ψυχή να τον παρακαλάω να μην αρχίσει να τσακώνεται με την Πενίλα για την ανατροφή των παιδιών. Αλλά άρχισε να παραληρεί ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί την Πενίλα και... Τέλος πάντων, έγινε πυρ και μανία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κατέβηκε η Μπελίντα από το υπνοδωμάτιό της και έγιναν όλα μπάχαλο. Και τώρα δεν θέλει να μείνει μαζί μας, και ο Νταν την έστειλε με το λεωφορείο στο Μούνκενταλ». «Η Έμα και ο Άντριαν τι λένε για όλα αυτά;» Η Ερίκα πήρε άλλο ένα κουλουράκι. Θα ασχολούνταν με την καλύτερη διατροφή την επόμενη εβδομάδα. Σίγουρα. Αρκεί να είχε αυτή την εβδομάδα δική της για να μπει στη ρουτίνα του γραψίματος και μετά... «Τα παιδιά, χτύπα ξύλο, πιστεύουν ότι όλα είναι υπέροχα». Η Άννα χτύπησε το τραπέζι. «Λατρεύουν τον Νταν και τα κορίτσια, και πιστεύουν ότι είναι καταπληκτικό που έχουν μεγάλες αδελφές. Οπότε προς το παρόν είναι όλα ήσυχα σε αυτό το μέτωπο». «Και η Μάλιν με τη Λίσεν πώς το βλέπουν το θέμα;» Η Ερίκα αναφερόταν στις μικρές αδελφές της Μπελίντα, που ήταν έντεκα και οχτώ χρόνων αντίστοιχα. «Πολύ καλά επίσης. Τους αρέσει να παίζουν με την Έμα και τον Άντριαν και φαίνεται ότι ανέχονται κι εμένα. Όχι, κυρίως η Μπελίντα δημιουργεί
168/499
προβλήματα. Αλλά είναι, καταπώς φαίνεται, της ηλικίας. Σε αυτή την ηλικία τα κορίτσια νιώθουν μπερδεμένα και προκαλούν προβλήματα». Η Άννα αναστέναξε και πήρε άλλο ένα κουλούρι. «Κι εσύ; Πώς τα πας με το βιβλίο; Γράφεις;» «Ναι, καλά πάει. Είναι πάντα δύσκολα στην αρχή, αλλά έχω πάρα πολύ υλικό να αξιοποιήσω, και μερικές συνεντεύξεις που έχω ήδη κλείσει. Όλα αρχίζουν να παίρνουν μορφή. Αλλά...» η Ερίκα δίστασε. Είχε βαθιά μέσα της ριζωμένο το ένστικτο να προστατεύει την αδελφή της σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά αποφάσισε ότι η Άννα είχε το δικαίωμα να γνωρίζει με τι ακριβώς ασχολούνταν η ίδια. Της τα είπε λοιπόν όλα εν συντομία, από την αρχή, της είπε για το μετάλλιο και για τα άλλα που είχε βρει στο σεντούκι της Έλσι, για τα ημερολόγια και για το ότι είχε μιλήσει σε ανθρώπους από το παρελθόν της μητέρας τους. «Και όλα αυτά μου τα λες τώρα;» έκανε η Άννα. Η Ερίκα ανακάθισε αμήχανα. «Ναι, ναι, ξέρω... Αλλά σου τα λέω, έτσι δεν είναι;» Η Άννα φαινόταν να σκέφτεται αν θα έπρεπε να τα ψάλει κι άλλο στην αδελφή της, αλλά μετά φάνηκε να παίρνει την απόφαση να μην το συνεχίσει. «Θα ήθελα να δω αυτά τα πράγματα» είπε ξερά η Άννα και η Ερίκα σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα, ανακουφισμένη που η αδελφή της δεν θα συνέχιζε να την επικρίνει που παρέλειψε να την ενημερώσει για όσα είχε ανακαλύψει. «Φυσικά. Πάω να τα φέρω». Η Ερίκα ανέβηκε τρέχοντας στον πάνω όροφο και έφερε τα πράγματα που τα φυλούσε στο γραφείο της. Όταν κατέβηκε ξανά τα άπλωσε όλα στο τραπέζι της κουζίνας: τα ημερολόγια, το ζιπουνάκι και το μετάλλιο. Η Άννα κοίταξε τα αντικείμενα. «Πού στο καλό τα βρήκε όλα αυτά;» είπε και έβαλε το μετάλλιο στην παλάμη της, το κοίταξε από πίσω, το γύρισε ξανά και το μελέτησε προσεκτικά. «Κι αυτό εδώ; Τίνος είναι αυτό εδώ;» Η Άννα σήκωσε ψηλά το λεκιασμένο ζιπουνάκι. «Σκουριά είναι;» Κρατούσε το ζιπουνάκι μπροστά στα μάτια της για να βλέπει καλύτερα τις κηλίδες που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του. «Ο Πάτρικ πιστεύει ότι είναι αίμα» είπε η Ερίκα, κάτι που έκανε την Άννα να απομακρύνει το ζιπουνάκι από το πρόσωπό της.
169/499
«Αίμα; Γιατί να φυλάξει η μαμά ένα ζιπουνάκι γεμάτο αίματα;» Με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπο έβαλε το ρουχαλάκι παραπέρα στο τραπέζι και πήρε τα ημερολόγια. «Υπάρχει τίποτε ακατάλληλο για ανηλίκους εδώ μέσα;» ρώτησε η Άννα κουνώντας τα μπλε ημερολόγια. «Μήπως υπάρχουν ερωτικές περιγραφές που μπορεί να μου προκαλέσουν ψυχικό τραύμα για μια ζωή αν τις διαβάσω;» «Όχι» έκανε γελώντας η Ερίκα. «Πώς ταράζεσαι έτσι, διάολε. Όχι, δεν υπάρχει τίποτε ακατάλληλο. Στην πραγματικότητα, δεν λένε και πολλά. Μόνο κάποιες περιγραφές της καθημερινότητας που δεν έχουν κανένα νόημα. Αλλά πρέπει να πω ότι έχω σκεφτεί ένα πράγμα...» Η Ερίκα διατύπωνε για πρώτη φορά τη σκέψη που γυρόφερνε στο περιθώριο της συνείδησής της εδώ και κάμποσο καιρό. «Τι;» έκανε γεμάτη περιέργεια η Άννα καθώς ξεφύλλιζε τα ημερολόγια. «Να, αναρωτιόμουν αν υπάρχουν περισσότερα κάπου... Αυτά εδώ σταματούν τον Μάιο του 1944, όταν γέμισε το τέταρτο ημερολόγιο. Μετά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Βέβαια, η μαμά μπορεί να βαρέθηκε να κρατάει ημερολόγιο. Αλλά γιατί αυτό να συμπέσει με το γεγονός ότι γέμισε το τέταρτο ημερολόγιο; Το θεωρώ λίγο παράξενο». «Πιστεύεις δηλαδή ότι υπάρχουν περισσότερα; Και τι παραπάνω θα μπορούσαν να μας πουν, αν υπάρχουν, από αυτά που μας λένε τα τέσσερα ημερολόγια; Εννοώ, δεν φαίνεται ακριβώς να είχε κάνει και καμιά τρελή ζωή η μαμά μας. Άλλωστε γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ, γνώρισε τον μπαμπά, γεννηθήκαμε εμείς... δεν βλέπω να υπάρχει κάτι περισσότερο». «Μην είσαι τόσο σίγουρη» είπε η Ερίκα συλλογισμένη. Αναρωτήθηκε πόσα έπρεπε να αποκαλύψει στην αδελφή της. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να πει, εδώ που τα λέμε. Αλλά είτε επρόκειτο για διαίσθηση είτε για κάτι άλλο, ήταν σίγουρη πως αυτά που είχε ανακαλύψει προειδοποιούσαν για κάτι μεγαλύτερο, κάτι που είχε επίσης ρίξει τη σκιά του στη ζωή τη δική της και της Άννας. Πάνω απ’ όλα, το μετάλλιο και το ζιπουνάκι θα έπρεπε να είχαν παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή της μητέρας τους, κι ωστόσο δεν είχαν ακούσει ποτέ τίποτα γι’ αυτά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και της περιέγραψε με περισσότερες λεπτομέρειες τις συζητήσεις που είχε κάνει με τον Έρικ, τον Άξελ και την Μπρίτα. «Δηλαδή πήγες στο σπίτι του Άξελ Φράνκελ και ζήτησες να σου επιστρέψει το μετάλλιο της μαμάς δυο μέρες αφότου βρέθηκε νεκρός ο αδελφός του;
170/499
Διάολε, τι αρπακτικό είναι τούτο, θα σκέφτηκε ο άνθρωπος» είπε η Άννα με τέτοια σκληρή ειλικρίνεια που μόνο τα μικρότερα αδέλφια μπορούν να δείχνουν. «Δεν μου λες, θέλεις να μάθεις τι είπαν ή όχι;» έκανε η Ερίκα αγανακτισμένη. Ωστόσο, συμφωνούσε εν μέρει με την Άννα. Σίγουρα αυτό που είχε κάνει δεν έδειχνε και μεγάλη ευαισθησία. Όταν η Ερίκα τελείωσε την αφήγησή της, η Άννα την κοίταζε συνοφρυωμένη. «Μου φαίνεται σαν να είχαν γνωρίσει έναν άλλο άνθρωπο. Και τι είπε η Μπρίτα για το μετάλλιο, λοιπόν; Ήξερε γιατί η μαμά είχε στην κατοχή της ένα ναζιστικό μετάλλιο;» Η Ερίκα κούνησε το κεφάλι. «Δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω. Έχει Αλτσχάιμερ και έπειτα από λίγο περιήλθε σε σύγχυση, ήρθε και ο άντρας της στο σπίτι και ταράχτηκε πολύ και, ναι...» η Ερίκα καθάρισε τον λαιμό της «...εκείνος μου ζήτησε να φύγω». «Ερίκα!» αναφώνησε η Άννα. «Μου λες ότι πήγες στο σπίτι τους και ανέκρινες μια συγχυσμένη γριά γυναίκα! Και σε πέταξε έξω ο άντρας της! Τον καταλαβαίνω απόλυτα τον άνθρωπο... Έχεις μουρλαθεί λίγο ή μου φαίνεται;» Η Άννα κούνησε το κεφάλι της σαν να μην πίστευε όσα άκουγε. «Εντάξει, αλλά εσύ δεν έχεις καθόλου περιέργεια; Γιατί κρατούσε η μαμά όλα αυτά τα πράγματα κρυμμένα; Και γιατί όσοι τη γνώριζαν μας περιγράφουν έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο; Η Έλσι που περιγράφουν δεν είναι η γυναίκα με την οποία μεγαλώσαμε. Κάποια στιγμή κάτι συνέβη... Η Μπρίτα είχε αρχίσει να μου λέει κάτι λίγο πριν περιέλθει σε σύγχυση, κάτι για παλιά κόκαλα και... ω, δεν θυμάμαι, αλλά ένιωθα σαν να το χρησιμοποιούσε ως μεταφορά για κάτι που ήταν κρυμμένο και... εεε... μπορεί και να φαντάζομαι πράγματα, αλλά υπάρχει κάτι παράξενο σε αυτή την αναφορά, σκέφτομαι να το ψάξω μέχρι τέλους και...» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ερίκα αναγκάστηκε να διακόψει την μπερδεμένη περιγραφή της. «Ερίκα. Α, γεια σου, Κάριν». Η Ερίκα στράφηκε προς την Άννα και γούρλωσε τα μάτια. «Ναι, ευχαριστώ, όλα καλά. Ναι, χαίρομαι κι εγώ που μιλάμε επιτέλους». Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα προς την Άννα, που δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. «Ο Πάτρικ; Όχι δεν είναι στο σπίτι αυτή τη στιγμή. Αυτός και η Μάγια πήγαν μέχρι το τμήμα να πουν ένα γεια και μετά δεν ξέρω τι ακριβώς θα έκαναν. Α, έτσι... Ναι... σίγουρα θα θέλουν κι
171/499
αυτοί να βγούνε μ’ εσένα και τον Λούντε για έναν περίπατο αύριο. Στις δέκα. Στο φαρμακείο. Ναι, ναι, θα του το πω, οπότε σου τηλεφωνεί αν έχει κάτι άλλο να κάνει, αλλά δεν νομίζω. Ναι, και ευχαριστώ. Ναι, σίγουρα θα τα ξαναπούμε. Ευχαριστώ, ευχαριστώ». «Τι ήταν αυτό;» είπε η Άννα σαστισμένη. «Ποια είναι η Κάριν; Και τι θα κάνει μαζί της ο Πάτρικ στο φαρμακείο αύριο;» Η Ερίκα κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Έπειτα από μια μεγάλη παύση είπε: «Η Κάριν, η πρώην γυναίκα του Πάτρικ. Αυτή και ο Λέιφ, που έχει χορευτική ορχήστρα, μετακόμισαν εδώ στη Φιελμπάκα. Και έτυχε τώρα να έχουν και αυτή και ο Πάτρικ γονική άδεια ταυτόχρονα, οπότε θα βγούνε με τα παιδιά αύριο». Η Άννα κόντεψε να κρεπάρει από τα γέλια. «Δηλαδή μόλις έκλεισες ραντεβού για περίπατο στον Πάτρικ με την πρώην του; Θεέ μου, αυτό κι αν είναι ανήκουστο. Δεν έχει τίποτε άλλες παλιές φιλενάδες ο Πάτρικ να τις πάρεις τηλέφωνο μήπως θέλουν κι αυτές να τους κάνουν παρέα; Χάλια περνάει στην άδειά του ο καψερός». Η Ερίκα έριξε μια άγρια ματιά στη μικρή της αδελφή. «Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά εκείνη πήρε τηλέφωνο. Και πού είναι το παράξενο, παρακαλώ; Χωρισμένοι είναι. Εδώ και πολλά χρόνια. Και έχουν γονική άδεια και οι δύο. Όχι, δεν είναι καθόλου παράξενο. Ούτε έχω πρόβλημα με αυτό». «Ό,τι πεις» έκανε ξεκαρδισμένη η Άννα κρατώντας την κοιλιά της. «Ακούω όντως ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα... Μόνο που η μύτη σου μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο όλο και περισσότερο». Η Ερίκα σκέφτηκε για μια στιγμή αν έπρεπε να αρπάξει και να πετάξει ένα κουλουράκι στην αδελφή της, αλλά στο τέλος αποφάσισε να μην το κάνει. Ας πίστευε ό,τι ήθελε η Άννα, η Ερίκα δεν ήταν ζηλιάρα.
«Δεν πάμε να μιλήσουμε και με την καθαρίστρια να τελειώνουμε;» ρώτησε ο Μάρτιν. Ο Πάτρικ δίστασε για λίγο, μετά έβγαλε το κινητό του. «Στάσου να τσεκάρω αν είναι όλα εντάξει με τη Μάγια». Μόλις πήρε την αναφορά από την Άνικα έβαλε ξανά το κινητό στην τσέπη και έγνεψε.
172/499
«Εντάξει, όλα είναι μια χαρά. Μόλις έβαλε τη Μάγια να κοιμηθεί στο καροτσάκι. Έχεις τη διεύθυνση;» Στράφηκε στην Πάουλα. «Ναι, την έχω». Η Πάουλα ξεφύλλισε το μπλοκ και διάβασε φωναχτά τη διεύθυνση. «Λάιλα Βάλτερς τη λένε. Είπε ότι θα ήταν στο σπίτι όλη τη μέρα» πρόσθεσε. «Ξέρεις πού είναι;» «Ναι, είναι ένα από τα σπίτια στον κυκλικό κόμβο στην είσοδο της Φιελμπάκα, από τα νότια». «Τα κίτρινα;» ρώτησε ο Μάρτιν. «Ναι, ακριβώς. Ξέρεις πώς θα πάμε, έτσι; Στρίβεις δεξιά εδώ λίγο πιο μπροστά από το σχολείο». Δεν τους πήρε περισσότερο από κάνα δυο λεπτά να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Λάιλα ήταν όντως στο σπίτι. Έδειχνε ελαφρώς τρομαγμένη όταν άνοιξε την πόρτα. Φαινόταν πολύ απρόθυμη να τους αφήσει να μπούνε μέσα, και έτσι έμειναν όρθιοι στο χολ. Ούτως ή άλλως δεν είχαν πολλές ερωτήσεις να της κάνουν, και κανείς τους δεν σκέφτηκε να της ζητήσει να περάσουν μέσα. «Καθαρίζετε το σπίτι των αδελφών Φράνκελ, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Πάτρικ ήταν ήρεμη και καθησυχαστική και ο ίδιος προσπάθησε να κάνει την παρουσία τους όσο λιγότερο τρομακτική γινόταν. «Ναι, αλλά ελπίζω να μην έχω προβλήματα γι’ αυτό...» έκανε η Λάιλα με σιγανή, ψιθυριστή φωνή. Ήταν κοντή και ντυμένη με ρούχα σπιτιού, με μια άνετη φόρμα από ένα ύφασμα που έμοιαζε βελουτέ. Τα μαλλιά της είχαν εκείνο το ακαθόριστο γκρίζο χρώμα και ήταν κομμένα κοντά και πρακτικά, δίχως ωστόσο να είναι και όμορφα από αισθητική άποψη. Στεκόταν μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και φαινόταν να ανυπομονεί να ακούσει την απάντηση στην ερώτησή της. Ο Πάτρικ πίστευε ότι ήξερε ποιο ήταν το πρόβλημά της. «Καθαρίζατε και πληρωνόσασταν μαύρα, αυτό δεν εννοείτε; Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό δεν απασχολεί εμάς, ούτε πρόκειται να το αναφέρουμε πουθενά. Εμείς διεξάγουμε έρευνα για φόνο, οπότε ενδιαφερόμαστε για εντελώς διαφορετικά πράγματα». Έκανε μια προσπάθεια να της χαμογελάσει καθησυχαστικά και είδε τη Λάιλα να σταματάει επιτέλους να κουνιέται νευρικά από το ένα πόδι στο άλλο.
173/499
«Ναι, μου άφηναν απλώς έναν φάκελο με τα λεφτά στο σεκρετέρ του χολ κάθε δεκαπέντε μέρες. Είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνω εκεί κάθε δεύτερη Τετάρτη». «Είχατε δικό σας κλειδί;» Η Λάιλα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, άφηναν πάντα το κλειδί κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας, και όταν τελείωνα το ξανάβαζα εκεί». «Και γιατί δεν πήγατε να καθαρίσετε όλο το καλοκαίρι;» Η Πάουλα έκανε την ερώτηση για την οποία είχαν πάει εκεί, και ήθελαν να ακούσουν την απάντηση. «Νόμιζα ότι θα πήγαινα. Δεν είχαμε συμφωνήσει κάτι άλλο, εν πάση περιπτώσει. Αλλά όταν πήγα την καθορισμένη μέρα δεν υπήρχε κλειδί κάτω από το χαλάκι. Χτύπησα την πόρτα, αλλά δεν άνοιξε κανείς. Και μετά προσπάθησα να τηλεφωνήσω, για να δω μήπως είχε γίνει κάποια παρανόηση ως προς τη μέρα. Αλλά δεν απαντούσαν. Ήξερα, βέβαια, ότι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Άξελ, θα έλειπε όλο το καλοκαίρι, πάντα έλειπε τα χρόνια που καθάριζα εκεί. Και επειδή δεν ήταν κανένας στο σπίτι, υπέθεσα απλώς ότι και ο μικρότερος αδελφός θα έλειπε για το καλοκαίρι. Αν και, για να πω την αλήθεια, το θεώρησα λίγο αγενές να μη μου πουν ότι θα έλειπαν και οι δύο. Αλλά τώρα καταλαβαίνω γιατί...» Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Και δεν είδατε τίποτα που να σας φάνηκε παράξενο;» ρώτησε ο Μάρτιν. Η Λάιλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν θα το έλεγα. Όχι, τίποτα που να με παραξένεψε». «Ξέρετε ποια ημερομηνία πήγατε και δεν μπόρεσατε να μπείτε;» ρώτησε τώρα ο Πάτρικ. «Ναι, ξέρω. Γιατί ήταν τα γενέθλιά μου. Και θυμάμαι που σκέφτηκα ότι ήταν πραγματική ατυχία που δεν θα δούλευα ειδικά στα γενέθλιά μου. Είχα σκεφτεί να πάρω κάτι στον εαυτό μου με τα λεφτά που θα έβγαζα εκείνη τη μέρα, ήταν η μέρα που θα με πλήρωναν, βλέπετε». Σταμάτησε και ο Πάτρικ τη ρώτησε με τακτ: «Και ποια ήταν η ημερομηνία, λοιπόν; Πότε είναι τα γενέθλιά σας;» «Αχ, τι χαζή που είμαι» έκανε εκείνη. «Στις δεκαεπτά Ιουνίου ήταν. Σίγουρα. Στις δεκαεπτά Ιουνίου. Και πήγα εκεί δυο φορές και κοίταξα. Αλλά πάλι δεν βρήκα κανέναν, και πουθενά κλειδί φυσικά. Έτσι υπέθεσα ότι είχαν ξεχάσει να με ειδοποιήσουν ότι δεν θα ήταν στο σπίτι το καλοκαίρι».
174/499
Ανασήκωσε τους ώμους θέλοντας να δείξει ότι είχε συνηθίσει να μην την ειδοποιούν για διάφορα οι άνθρωποι. «Ευχαριστούμε, ήταν όντως πολύτιμες οι πληροφορίες που μας δώσατε». Ο Πάτρικ άπλωσε το χέρι του για να τη χαιρετήσει και ρίγησε σαν ένιωσε εκείνη την άψυχη χειραψία. Ήταν σαν να κρατούσε ένα ψόφιο ψάρι στο χέρι του. «Λοιπόν, τι πιστεύετε;» είπε ο Πάτρικ όταν μπήκαν ξανά στο αυτοκίνητο και πήραν τον δρόμο για το τμήμα. «Πιστεύω ότι μπορούμε, με αρκετή σιγουριά, να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο Έρικ Φράνκελ δολοφονήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ της δέκατης πέμπτης και δέκατης έβδομης Ιουνίου» είπε η Πάουλα. «Ναι, θα συμφωνήσω σ’ αυτό» είπε ο Πάτρικ. Πήρε την πολύ κλειστή στροφή πριν από το Ανρός με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα και παρά τρίχα δεν τράκαρε με το απορριμματοφόρο. Ο Λέιφ ο σκουπιδιάρης σήκωσε τη γροθιά του και ο Μάρτιν είχε γαντζωθεί κατατρομαγμένος από τη χειρολαβή πάνω από την πόρτα του συνοδηγού. «Χριστουγεννιάτικο δώρο ήταν το δίπλωμα οδήγησης;» ρώτησε η Πάουλα από το πίσω κάθισμα, φαινομενικά ατάραχη από την παραλίγο μοιραία εμπειρία τους. «Τι εννοείς; Είμαι από τους καλύτερους οδηγούς!» έκανε προσβεβλημένος ο Πάτρικ και αναζήτησε με το βλέμμα κάποια υποστήριξη από τον Μάρτιν. «Βέβαια» είπε ο Μάρτιν και γέλασε ειρωνικά. Μετά γύρισε πίσω προς την Πάουλα. «Προσπάθησα να βάλω τον Πάτρικ σε εκείνο το πρόγραμμα που λέγεται “Οι χειρότεροι οδηγοί της Σουηδίας”, αλλά νομίζω πως θεώρησαν ότι είχε υπερβολικά πολλά προσόντα. Είπαν ότι δεν είχε νόημα να γίνει κάποιος διαγωνισμός αν συμμετείχε και ο Πάτρικ». Η Πάουλα έβαλε τα γέλια και ο Πάτρικ ρουθούνισε προσβεβλημένος: «Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς. Περάσαμε τόσες και τόσες ώρες μαζί σε αυτοκίνητο· μήπως τρακάρισα ποτέ ή μπλέχτηκα ποτέ σε κάποιο συμβάν; Όχι βέβαια. Οδηγώ δίχως την παραμικρή παρατήρηση τόσα χρόνια, οπότε αυτά είναι καθαρές συκοφαντίες». Ρουθούνισε ξανά και έριξε μια άγρια ματιά στον Μάρτιν − και παραλίγο να τρακάρει με ένα Σάαμπ που ήταν μπροστά τους. Πάτησε με δύναμη το φρένο.
175/499
«Εγώ δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο» είπε ο Μάρτιν και σήκωσε ψηλά τα χέρια, ενώ η Πάουλα στο πίσω κάθισμα δεν μπορούσε να ανασάνει από τα γέλια. Ο Πάτρικ ήταν μουτρωμένος σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή προς το τμήμα. Πάντως τηρούσε το όριο ταχύτητας.
Η οργή μετά τη συνάντηση με τον πατέρα του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ο Φρανς τον επηρέαζε πάντα κατ’ αυτό τον τρόπο. Ή μάλλον όχι, όχι πάντα. Όταν ήταν μικρός ο Σελ, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η απογοήτευση. Μια απογοήτευση αναμειγμένη με αγάπη, η οποία με τα χρόνια μετατρεπόταν σε έναν σκληρό πυρήνα μίσους και οργής. Είχε συνειδητοποιήσει πως είχε αφήσει εκείνα τα συναισθήματα να επηρεάσουν τις επιλογές του και ότι στην πράξη είχε αφήσει τον πατέρα του να επηρεάσει τη ζωή του. Αλλά υπήρχε κάτι που τον έκανε να νιώθει εντελώς ανίσχυρος. Αρκεί να σκεφτόταν εκείνο το συναίσθημα που είχε όταν η μητέρα του τον έσερνε μαζί της στις αμέτρητες επισκέψεις στη φυλακή για να συναντούν τον Φρανς. Εκείνο το ψυχρό, γκρίζο δωμάτιο. Εντελώς απρόσωπο, δίχως κανένα συναίσθημα. Εκείνες οι αδέξιες προσπάθειες του πατέρα του να μιλήσει μαζί του, όταν προσποιούνταν πως συμμετείχε στη ζωή του και δεν την κοιτούσε απλώς από μακριά. Πίσω από κάγκελα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε μπει στη φυλακή ο πατέρας του για τελευταία φορά. Αυτό δεν σήμαινε πως είχε γίνει καλύτερος άνθρωπος. Μόνο ότι είχε γίνει εξυπνότερος. Είχε διαλέξει έναν άλλο δρόμο. Και ο Σελ, ως εκ τούτου, είχε διαλέξει τον ακριβώς αντίθετο. Είχε γράψει άρθρα για τις ρατσιστικές οργανώσεις με μια μανία και με ένα πάθος που του είχαν χαρίσει φήμη και μια υπόληψη που απλωνόταν πολύ έξω από τους τοίχους του κτιρίου της εφημερίδας Μπουχουσλένινγκεν. Έπαιρνε πολλές φορές το αεροπλάνο από την Τρολχέταν για να πάει στη Στοκχόλμη και να καθίσει σε κάποιον καναπέ τηλεοπτικού προγράμματος για να μιλήσει για τις καταστροφικές δυνάμεις του νεοναζισμού και για το πώς έπρεπε να τις αντιμετωπίσει η κοινωνία. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους −οι οποίοι τούτη την εποχή και με το πνεύμα των λαπάδων ήθελαν να καλούν τις νεοναζιστικές οργανώσεις σε δημόσιους χώρους για ανοιχτή συζήτηση− ο Σελ τηρούσε πάντα σκληρή γραμμή. Κανείς δεν
176/499
έπρεπε να ανέχεται τους νεοναζί. Έπρεπε να τους βάζουν συνεχώς εμπόδια, να υπάρχει πάντα αντίλογος όπου και όποτε επέλεγαν να εκφράσουν τις απόψεις τους και απλώς να τους δείχνουν την πόρτα όπου κι αν πήγαιναν, σαν ανεπιθύμητα παράσιτα που ήταν. Πάρκαρε έξω από το σπίτι της πρώην του. Αυτή τη φορά δεν είχε μπει στον κόπο να τηλεφωνήσει. Διότι μερικές φορές εκείνη φρόντιζε να λείπει όταν την προειδοποιούσε ότι θα πήγαινε. Αλλά τώρα είχε βεβαιωθεί πρώτα ότι ήταν στο σπίτι. Είχε καθίσει πολλή ώρα στο αυτοκίνητο, λίγο παρακάτω, και περίμενε να τη δει. Έπειτα από μία ώρα εκείνη εμφανίστηκε με το αυτοκίνητο και παρκάρισε μπροστά στο σπίτι. Προφανώς είχε πάει στο σουπερμάρκετ να ψωνίσει, μια που έβγαλε δύο σακούλες από το αυτοκίνητο. Ο Σελ περίμενε μέχρι να μπει μέσα και μετά κάλυψε με το αυτοκίνητό του τα τελευταία εκατό μέτρα μέχρι το σπίτι. Κατέβηκε και χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα της. Η Καρίνα πήρε μια απαυδισμένη έκφραση όταν είδε ποιος στεκόταν απέξω. «Εσύ είσαι; Τι θέλεις;» Μιλούσε κοφτά. Ο Σελ άρχισε να εκνευρίζεται. Αυτή η γυναίκα δεν μπορούσε να καταλάβει τη σοβαρότητα του πράγματος. Δεν καταλάβαινε ότι τώρα έπρεπε να υιοθετηθεί σκληρή γραμμή. Οι τύψεις συνείδησης τον έκαιγαν, και αυτό έκανε τον εκνευρισμό του μεγαλύτερο. Έπρεπε, βλέπεις, να δείχνει συνεχώς τόσο θυμωμένη... τόσο συντετριμμένη. Ακόμη. Έπειτα από δέκα χρόνια. «Πρέπει να μιλήσουμε. Για τον Περ». Την προσπέρασε με φόρα, μπήκε στο σπίτι και άρχισε να βγάζει επιδεικτικά τα παπούτσια του. Στη συνέχεια κρέμασε το μπουφάν του. Για μια στιγμή η Καρίνα φάνηκε πως ήθελε να διαμαρτυρηθεί, μετά όμως σήκωσε τους ώμους και μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε με την πλάτη στον πάγκο και τα χέρια σταυρωμένα σαν να προετοιμαζόταν για μάχη. Άλλωστε οι δυο τους είχαν δώσει πολλές μάχες στο παρελθόν. «Τι έγινε πάλι;» Κούνησε το κεφάλι της τόσο έντονα ώστε τα μαύρα μαλλιά της έπεσαν μπροστά στα μάτια της. Τα απομάκρυνε με το χέρι της. Ο Σελ είχε δει αμέτρητες φορές αυτή τη χειρονομία. Ήταν ένα από τα πράγματα που είχε αγαπήσει στην Καρίνα όταν γνωρίστηκαν. Τα πρώτα χρόνια. Προτού κυριαρχήσουν η καθημερινότητα και η πλήξη, προτού ξεθωριάσει ο έρωτας και ο Σελ αναγκαστεί να επιλέξει άλλο δρόμο. Ακόμη δεν ήξερε αν η επιλογή του ήταν σωστή.
177/499
Ο Σελ τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. «Πρέπει να κάνουμε κάτι. Πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί από μόνο του. Όταν ένα παιδί ανακατεύεται με τέτοιους τύπους...» Η Καρίνα τον διέκοψε σηκώνοντας το χέρι της. «Ποιος σου είπε ότι πιστεύω πως το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του; Έχω απλώς άλλη άποψη για το πώς πρέπει να λύνονται ορισμένα προβλήματα. Και το να στείλουμε τον Περ κάπου μακριά δεν είναι λύση. Πρέπει να το συνειδητοποιήσεις». «Γιατί δεν θες να καταλάβεις ότι πρέπει να απομακρυνθεί από αυτό το περιβάλλον!» είπε ο Σελ και πέρασε θυμωμένα το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Με το “αυτό το περιβάλλον” υποθέτω ότι εννοείς τον πατέρα σου». Η φωνή της Καρίνα ξεχείλιζε από περιφρόνηση. «Νομίζω ότι εσύ θα έπρεπε να φροντίσεις να λύσεις τα προβλήματα που έχεις με τον πατέρα σου πριν μπλέξεις τον Περ». «Ποια προβλήματα;» Ο Σελ άκουσε τη φωνή του να υψώνεται και πίεσε τον εαυτό να πάρει μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. «Πρώτον, το ότι λέω πως το παιδί πρέπει να φύγει αποδώ δεν οφείλεται μόνο στον πατέρα μου. Νομίζεις ότι δεν βλέπω τι γίνεται εδώ μέσα; Έχεις την εντύπωση ότι δεν ξέρω πως έχεις ένα κάρο μπουκάλια κρυμμένα σε ντουλάπια και συρτάρια;» Ο Σελ τίναξε το χέρι του προς τα ντουλάπια. Η Καρίνα έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνος σήκωσε το χέρι του αποτρεπτικά. «Και δεν έχω να λύσω τίποτα με τον Φρανς» είπε με σφιγμένα δόντια. «Διότι όσον αφορά εμένα δεν θέλω να έχω καμία απολύτως σχέση με αυτό τον άνθρωπο και δεν σκοπεύω να του επιτρέψω να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Περ. Αλλά επειδή δεν μπορούμε να τον παρακολουθούμε κάθε λεπτό της μέρας, κι εσύ απ’ ό,τι φαίνεται δεν ενδιαφέρεσαι ιδιαίτερα για το θέμα, δεν βλέπω άλλη λύση πέρα από το να βρούμε κάποιο σχολείο να τον κλείσουμε εσωτερικό, ένα σχολείο με προσωπικό που ξέρει να χειρίζεται τέτοιες καταστάσεις». «Και πώς θα γίνει αυτό;» φώναξε η Καρίνα και οι αφέλειές της έπεσαν ξανά μπροστά στα μάτια της. «Δεν χώνεις έτσι απλά έναν έφηβο εσωτερικό σε σχολείο για προβληματικά παιδιά. Πρέπει να κάνει κάτι πρώτα. Αλλά ίσως εσύ να τρίβεις τα χέρια σου περιμένοντας ακριβώς αυτό για να...» «Διάρρηξη» τη διέκοψε ο Σελ. «Έκανε διάρρηξη». «Τι είναι αυτά που λες; Τι διάρρηξη;»
178/499
«Στις αρχές Ιουνίου. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού τον έπιασε στα πράσα. Τηλεφώνησε σ’ εμένα. Πήγα και μάζεψα τον Περ. Μπήκε στο σπίτι από ένα παραθυράκι του υπογείου και ήταν έτοιμος να κλέψει ένα σωρό πράγματα όταν τον έπιασε ο ιδιοκτήτης, ο οποίος τον κλείδωσε μέσα. Τον απείλησε ότι θα τηλεφωνούσε στην αστυνομία αν ο Περ δεν του έδινε το τηλέφωνο των γονιών του. Και, ναι, ο Περ τού έδωσε το δικό μου τηλέφωνο, όχι το δικό σου». Δεν μπόρεσε να μη νιώσει μια κάποια ικανοποίηση από την ταραχή και την απογοήτευση που διέκρινε στο πρόσωπο της Καρίνα. «Έδωσε το δικό σου τηλέφωνο; Γιατί δεν έδωσε το δικό μου;» Ο Σελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει. Ο πατέρας είναι πάντα πατέρας». «Και σε ποιο σπίτι έκανε διάρρηξη;» Η Καρίνα δυσκολευόταν ακόμη να χωνέψει ότι ο Περ προτίμησε να τηλεφωνήσει στον Σελ. Εκείνος καθυστέρησε λίγο να απαντήσει. Μετά είπε: «Σε εκείνο τον γέρο που βρήκαν νεκρό στη Φιελμπάκα την προηγούμενη εβδομάδα. Τον Έρικ Φράνκελ. Στο δικό του σπίτι μπήκε». «Μα γιατί;» έκανε εκείνη κουνώντας απορημένη το κεφάλι. «Αυτό προσπαθώ να σου πω! Ο Έρικ Φράνκελ ήταν ειδικός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι είχε φυλαγμένα ένα σωρό πράγματα από εκείνη την περίοδο. Προφανώς ο Περ ήθελε να εντυπωσιάσει τους φίλους του μοστράροντάς τους μερικά αυθεντικά αντικείμενα». «Η αστυνομία το ξέρει;» «Όχι ακόμη» είπε εκείνος ψυχρά. «Αλλά εξαρτάται από...» «Θα τολμούσες να κάνεις κάτι τέτοιο στον ίδιο σου τον γιο; Να τον καταγγείλεις στην αστυνομία;» ψιθύρισε η Καρίνα και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. Ο Σελ ένιωσε ξαφνικά το στομάχι του να δένεται κόμπος. Είδε νοερά την πρώτη φορά που είχε συναντήσει την Καρίνα. Σε ένα πάρτι της σχολής δημοσιογραφίας. Εκείνη είχε έρθει με μια φίλη της, αλλά η φίλη αυτή έφυγε με έναν τύπο μόλις έφτασαν εκεί και η Καρίνα κατέληξε να κάθεται σε έναν καναπέ νιώθοντας ξένη και μόνη. Εκείνος την ερωτεύτηκε αμέσως μόλις την είδε. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα και μια κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά, τα οποία τότε ήταν μακριά, μαύρα όπως και τώρα, δίχως ωστόσο τις γκρίζες τρίχες που είχαν κάνει την εμφάνισή τους πια. Υπήρχε κάτι πάνω της που τον έκανε να
179/499
θέλει να τη φροντίσει, να την υπερασπιστεί, να την αγαπήσει. Θυμήθηκε τον γάμο τους. Το φόρεμα που τότε εκείνη θεωρούσε απίστευτα όμορφο σήμερα θα φάνταζε σαν απομεινάρι της δεκαετίας του ογδόντα, με πάρα πολλά βολάν και φουσκωτά μανίκια. Του είχε φανεί σαν οπτασία. Ύστερα θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είδε με τον Περ. Κουρασμένη, άβαφη, ντυμένη με την κακάσχημη ρόμπα του νοσοκομείου. Όμως κρατούσε στην αγκαλιά της τον γιο τους. Τον κοίταξε και χαμογέλασε, κι ο Σελ ένιωσε ότι μπορούσε να παλέψει με δράκους ή να πολεμήσει εναντίον ολάκερου στρατού και να νικήσει. Τώρα που στέκονταν και οι δύο στην κουζίνα, αντιμέτωποι σαν μονομάχοι σε αρένα, είδαν φευγαλέα ο ένας στα μάτια του άλλου την πρότερη ευτυχισμένη ζωή τους. Θυμήθηκαν για λίγο στιγμές γέλιου, στιγμές έρωτα, προτού η αγάπη τους ξεθωριάσει, προτού ραγίσει και εξαφανιστεί. Αυτή η φευγαλέα ανάμνηση τον έκανε ευάλωτο. Ο κόμπος στο στομάχι του έγινε πιο σφιχτός. Προσπάθησε να αποδιώξει αυτές τις σκέψεις. «Αν χρειαστεί, θα φροντίσω να λάβει η αστυνομία αυτή την πληροφορία» είπε ο Σελ. «Ή θα φροντίσουμε να φύγει ο Περ από τούτο εδώ το περιβάλλον ή θα βάλω την αστυνομία να κάνει τη δουλειά». «Γουρούνι!» έκανε η Καρίνα με μια φωνή που είχε βραχνιάσει από το κλάμα και από την απογοήτευση για όλες τις υποσχέσεις που δεν είχαν τηρηθεί. Ο Σελ σηκώθηκε. Πίεσε τον εαυτό του να ακουστεί ψυχρός όταν είπε: «Αυτό θα γίνει. Έχω μερικές προτάσεις για πού μπορούμε να στείλουμε τον Περ. Θα σου τις στείλω με email, για να τις κοιτάξεις με την ησυχία σου. Και ο Περ απαγορεύεται να έχει οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα μου. Το κατάλαβες;» Η Καρίνα δεν του απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι επισημαίνοντας την παράδοσή της. Είχε χάσει προ πολλού τη διάθεση να αντιμετωπίζει τον Σελ. Τη μέρα που την παράτησε, που τους παράτησε, εκείνη παρέδωσε τα όπλα. Ο Σελ μπήκε στο αυτοκίνητο, οδήγησε καμιά εκατοστή μέτρα και σταμάτησε. Ακούμπησε το μέτωπό του στο τιμόνι και έκλεισε τα μάτια. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα περνούσε το πρόσωπο του Έρικ Φράνκελ. Και ό,τι είχε μάθει από τον άνθρωπο αυτό. Το ερώτημα ήταν πώς θα αξιοποιούσε τις πληροφορίες.
Γκρίνι, έξω από το Όσλο, 1943
Το χειρότερο ήταν το κρύο. Αυτό που δεν σε άφηνε να ζεσταθείς ούτε στιγμή. Η υγρασία απορροφούσε την ελάχιστη ζέστη που υπήρχε και τυλιγόταν γύρω από το κορμί του σαν κρύα, υγρή κουβέρτα. Ο Άξελ μαζεύτηκε στην κουκέτα. Οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα σε τούτο το μοναχικό κελί. Ωστόσο, προτιμούσε την πλήξη από κάθε διακοπή της. Από τις ανακρίσεις, από τους ξυλοδαρμούς, από τις καταιγιστικές ερωτήσεις που έπεφταν σαν επίμονη βροχή η οποία δεν έλεγε να σταματήσει. Πώς ήταν δυνατόν να τους δώσει απαντήσεις; Γνώριζε ελάχιστα, και αυτά τα ελάχιστα που γνώριζε δεν θα τα αποκάλυπτε ποτέ. Έπρεπε να τον σκοτώσουν πρώτα. Ο Άξελ πέρασε το χέρι στο κεφάλι του. Είχαν μείνει μερικές πολύ κοντές τρίχες που της ένιωθε σκληρές στην παλάμη του. Τους είχαν κάνει ντους και τους είχαν ξυρίσει το κεφάλι μόλις έφτασαν εκεί. Μετά τους φόρεσαν στολές της Νορβηγικής Φρουράς. Τη στιγμή που τον συνέλαβαν ο Άξελ ήξερε ότι θα κατέληγε εδώ. Στη φυλακή που βρισκόταν δώδεκα χιλιόμετρα έξω από το Όσλο. Αλλά κανείς δεν τον είχε προετοιμάσει για τις συνθήκες, για τον αβυσσαλέο τρόμο που γέμιζε τις ώρες της μέρας του, για την κουραστική μονοτονία, για τον πόνο. «Φαγητό». Κάτι κροτάλισε έξω από το κελί και ο νεαρός φρουρός άφησε έναν δίσκο μπροστά από τα κάγκελα. «Τι μέρα είναι;» ρώτησε στα νορβηγικά ο Άξελ. Αυτός και ο Έρικ είχαν περάσει σχεδόν όλα τα καλοκαίρια στους γονείς της μητέρας τους στη Νορβηγία, και ήξερε τέλεια τη γλώσσα. Έβλεπε καθημερινά τον φρουρό και προσπαθούσε να μιλήσει μαζί του καθώς διψούσε για ανθρώπινη επαφή. Αλλά τις περισσότερες φορές έπαιρνε μονολεκτικές απαντήσεις. Όπως και σήμερα. «Τετάρτη».
181/499
«Ευχαριστώ». Ο Άξελ προσπάθησε να χαμογελάσει. Το αγόρι έκανε μεταβολή για να φύγει. Ο Άξελ δεν άντεχε να μείνει ξανά στη μοναξιά και στο κρύο, γι’ αυτό προσπάθησε να τον κάνει να καθίσει λίγο παραπάνω ρωτώντας τον κάτι ακόμα. «Τι καιρό έχει έξω;» Το αγόρι σταμάτησε. Δίστασε. Κοίταξε γύρω του, μετά επέστρεψε στον Άξελ. «Συννεφιασμένο. Κάνει πολύ κρύο» είπε. Ο Άξελ εντυπωσιάστηκε από το πόσο νεαρός φαινόταν ο φρουρός. Είχαν την ίδια ηλικία, ίσως να ήταν κάνα δυο χρόνια νεότερος, αλλά έτσι όπως ένιωθε τώρα ο Άξελ σίγουρα ο φρουρός θα τον περνούσε για πολύ μεγαλύτερο, εξωτερικά και εσωτερικά. Το αγόρι έκανε μερικά βήματα για να απομακρυνθεί. «Κάπως υπερβολικό κρύο για τέτοια εποχή, δεν νομίζεις;» Η φωνή του έσπασε και κατάλαβε πόσο παράξενο ακούστηκε το σχόλιό του. Κάποτε πίστευε ότι η άνευ νοήματος συζήτηση ήταν χαμένος χρόνος. Τώρα όμως ήταν ένα σωσίβιο, ανάμνηση μιας ζωής που φαινόταν όλο και πιο απόμακρη. «Ναι, σίγουρα. Αλλά κάνει συχνά κρύο στο Όσλο τέτοια εποχή». «Αποδώ γύρω είσαι;» Ο Άξελ βιάστηκε να κάνει την ερώτηση πριν προλάβει να απομακρυνθεί πάλι ο φρουρός. Το αγόρι δίστασε και φάνηκε απρόθυμο να απαντήσει. Κοίταξε ξανά γύρω του, αλλά κανείς άλλος δεν φαινόταν ούτε ακουγόταν εκεί κοντά. «Κάνα δυο χρόνια είμαστε εδώ». Ο Άξελ έκανε άλλη μια ερώτηση: «Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ; Νιώθω σαν να έχει περάσει μια αιωνιότητα». Γέλασε ανάλαφρα, αλλά τρόμαξε που το γέλιο του ακούστηκε τόσο βραχνό και τραχύ. Εδώ και πολύ καιρό δεν είχε κάποιο λόγο να γελάσει. «Δεν ξέρω αν πρέπει...» Ο φρουρός τράβηξε λίγο τον γιακά της στολής του. Φαινόταν πως δεν είχε συνηθίσει ακόμη αυτό το αυστηρό ντύσιμο. Αλλά με τον καιρό θα το συνήθιζε, σκέφτηκε ο Άξελ. Θα συνήθιζε και τη στολή και το πώς έπρεπε να χειρίζεται τους ανθρώπους. Τέτοια ήταν, άλλωστε, η ανθρώπινη φύση. «Τι σημασία έχει αν μου πεις πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ;» έκανε ο Άξελ ικετευτικά. Ήταν πολύ ενοχλητικό να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου δεν
182/499
υπάρχει χρόνος. Να μην υπάρχουν ώρες, ημερομηνίες, μέρες της εβδομάδας για να κρατηθείς. «Περίπου δύο μήνες. Δεν θυμάμαι ακριβώς». «Περίπου δύο μήνες. Και σήμερα είναι Τετάρτη. Με συννεφιασμένο καιρό. Αυτά φτάνουν για μένα». Ο Άξελ χαμογέλασε στο αγόρι, το οποίο επίσης χαμογέλασε, κάπως διστακτικά ωστόσο. Όταν ο φρουρός έφυγε, ο Άξελ κάθισε στην κουκέτα με τον δίσκο στα γόνατα. Το φαγητό απείχε πολύ από το επιθυμητό. Το ίδιο πράγμα καθημερινά. Πατάτες που ήταν για τα γουρούνια και αηδιαστικό βραστό κρέας. Ήταν και αυτό μέρος του σχεδίου για να τους σπάσουν το ηθικό. Έχωσε αδιάφορα το κουτάλι στο γκρίζο συνονθύλευμα, αλλά η πείνα τον ανάγκασε τελικά να βάλει την πρώτη κουταλιά στο στόμα του. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι έτρωγε το υπέροχο βραστό που έφτιαχνε η μητέρα του, αλλά δεν τα κατάφερε και πολύ καλά. Μάλιστα, έκανε τα πράγματα χειρότερα, μια που οι σκέψεις του περιπλανήθηκαν προς την κατεύθυνση που απαγορευόταν να πάνε, στο σπίτι και στην οικογένεια, στη μητέρα, στον πατέρα και στον Έρικ. Ξαφνικά ακόμα και η πείνα έπαψε να αποτελεί κίνητρο, τίποτα πια δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να φάει. Άφησε το κουτάλι στο μπολ και έγειρε το κεφάλι του στην τραχιά επιφάνεια του τοίχου. Ξαφνικά τους είδε όλους μπροστά του. Τον πατέρα με το παχύ, γκρίζο μουστάκι, το οποίο χτένιζε προσεκτικά κάθε βράδυ πριν ξαπλώσει. Τη μητέρα με τα μακριά μαλλιά πιασμένα κότσο στον αυχένα και με τα ματογυάλια της στην άκρη της μύτης, να κάθεται και να πλέκει στο φως του λαμπατέρ τα βράδια. Και τον Έρικ. Σίγουρα στο δωμάτιό του με τη μύτη χωμένη σε κάποιο βιβλίο. Τι να έκαναν άραγε; Να τον σκέφτονταν αυτή τη στιγμή; Πώς να είχαν πάρει οι γονείς του την είδηση της σύλληψής του; Και ο Έρικ. Που ήταν συχνά σιωπηλός και του άρεσε να μένει μόνος του. Ο Έρικ, με το λαμπρό πνεύμα, που επεξεργαζόταν κείμενα και δεδομένα με εντυπωσιακή ταχύτητα, αλλά που δυσκολευόταν να δείχνει τα συναισθήματά του. Μερικές φορές ο Άξελ, από καθαρή αντίδραση, πήγαινε και αγκάλιαζε σφιχτά για αρκετή ώρα τον αδελφό του, μόνο και μόνο για να νιώσει την παγωμάρα και τη δυσαρέσκειά του από ένα τόσο έντονο άγγιγμα. Έπειτα από λίγο, ωστόσο, ένιωθε τον Έρικ να μαλακώνει, να χαλαρώνει και να επιτρέπει στον εαυτό του να δεχτεί αυτή την εγγύτητα για μερικά δευτερόλεπτα, προτού του ξεφύγει τελικά ένα θυμωμένο «Άφησέ με». Ήξερε πολύ καλά τον αδελφό του. Πολύ
183/499
καλύτερα από όσο πίστευε εκείνος. Ήξερε ότι ο Έρικ καμιά φορά αισθανόταν παρείσακτος στην οικογένεια, ήξερε ότι σκεφτόταν πως δεν θα έφτανε ποτέ στο επίπεδο του Άξελ. Και τώρα τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα από ποτέ για τον Έρικ. Ο Άξελ ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να καταλαβαίνει ότι η ανησυχία για τη δική του τύχη θα επηρέαζε την καθημερινότητα του Έρικ, ότι η θέση του αδελφού του στην οικογένεια θα περιοριζόταν κι άλλο. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πώς θα ήταν η ζωή του Έρικ αν ο ίδιος πέθαινε.
«Γ
εια, ήρθαμε κι εμείς!» Ο Πάτρικ έκλεισε την πόρτα και άφησε τη Μάγια στο πάτωμα του χολ. Εκείνη άρχισε αμέσως να μπουσουλάει προς τα μέσα, και ο Πάτρικ την άρπαξε από το μπουφάν για να τη σταματήσει. «Άκου εδώ, μικρούλα μου. Πρέπει να σου βγάλω παπούτσια και μπουφάν πριν τρέξεις στη μαμά σου». Της τα έβγαλε και την άφησε να φύγει. «Ερίκα; Είσαι εδώ;» φώναξε. Καμία απάντηση, αλλά μόλις αφουγκράστηκε λίγο άκουσε χτυπήματα από πάνω. Πήρε τη Μάγια αγκαλιά και ανέβηκε στο γραφείο της Ερίκα. «Γεια σου, εδώ είσαι λοιπόν;» «Ναι, έγραψα μερικές σελίδες σήμερα. Πέρασε και η Άννα και ήπιαμε καφέ». Η Ερίκα χαμογέλασε στη Μάγια και τέντωσε τα χέρια προς το μέρος της. Η Μάγια πήγε τρεκλίζοντας προς το μέρος της και έδωσε ένα υγρό φιλί στο στόμα της Ερίκα. «Γεια σου, αγάπη μου, τι κάνατε με τον μπαμπά σήμερα;» Έτριψε τη μύτη της στη μύτη της Μάγια και η κορούλα της ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Τα φιλιά των Εσκιμώων ήταν η ειδικότητά τους. «Λείψατε πολλή ώρα» είπε η Ερίκα και έστρεψε την προσοχή της στον Πάτρικ. «Ναι, αναγκάστηκα να δουλέψω λίγο με τα παιδιά» είπε ο Πάτρικ ενθουσιασμένος. «Η καινούργια κοπέλα φαίνεται πολύ καλή, αλλά δεν είχαν σκεφτεί όλες τις πλευρές της υπόθεσης, οπότε πήγα μαζί τους στη Φιελμπάκα και επισκεφτήκαμε ένα σπίτι. Η επίσκεψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να έρθουμε πιο κοντά στον χρόνο θανάτου του Έρικ Φράνκελ, περιορίζοντάς τον σε δύο μέρες και...» Σταμάτησε στη μέση της φράσης βλέποντας την έκφραση της Ερίκα. Αντιλήφθηκε αμέσως ότι έπρεπε να το είχε σκεφτεί καλύτερα πριν ανοίξει το στόμα του. «Και πού ήταν η Μάγια όταν εσύ “αναγκάστηκες να δουλέψεις λίγο με τα παιδιά;”» ρώτησε η Ερίκα παγερά. Ο Πάτρικ σφίχτηκε. Αχ και να χτυπούσε κάποιος συναγερμός τώρα. Αλλά πού τέτοια τύχη; Πήρε βαθιά ανάσα και έκανε εφόρμηση.
185/499
«Την πρόσεχε για λίγο η Άνικα. Στο τμήμα». Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ακούστηκε τόσο άσχημο τώρα που το είπε δυνατά, ενώ προηγουμένως δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό ότι μπορεί να μην ήταν σωστό. «Δηλαδή η Άνικα πρόσεχε την κόρη μας στο αστυνομικό τμήμα ενώ εσύ πήγες να δουλέψεις κάνα δυο ώρες. Καλά κατάλαβα;» «Εεε... ναι...» είπε ο Πάτρικ και έψαχνε αγωνιωδώς έναν τρόπο να αλλάξει την κατάσταση προς όφελός του. «Πέρασε πολύ καλά. Έφαγε όλο το φαγητό της και μετά η Άνικα την πήγε έναν σύντομο περίπατο και η Μάγια κοιμήθηκε στο καροτσάκι». «Είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι η Άνικα έκανε υπέροχη δουλειά ως μπέιμπι σίτερ. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Εκείνο που με ενοχλεί είναι ότι συμφωνήσαμε να αναλάβεις εσύ τη Μάγια όσο εγώ θα δουλεύω. Και σαφώς δεν απαιτώ να είσαι μαζί της κάθε λεπτό μέχρι τον Ιανουάριο, σίγουρα θα χρειαστεί να πάρουμε και κάποιον να την προσέχει. Αλλά νομίζω ότι είναι λίγο νωρίς ακόμη για να την αφήνεις στη γραμματέα του αστυνομικού τμήματος και να πηγαίνεις για δουλειά έπειτα από μια εβδομάδα γονικής άδειας. Δεν συμφωνείς;» Ο Πάτρικ σκέφτηκε για μια στιγμή αν η ερώτηση της Ερίκα ήταν ρητορική, αλλά όταν είδε ότι εκείνη περίμενε απάντηση αντιλήφθηκε ότι τελικά δεν ήταν. «Ε, έτσι όπως το θέτεις, είναι... ναι, ήταν φυσικά βλακώδες... Αλλά δεν είχαν καν ελέγξει αν ο Έρικ είχε σχέση με κάποια γυναίκα, κι ένιωσα τέτοια έξαψη που... Ουφ, ναι, ήταν χαζομάρα» ολοκλήρωσε την μπερδεμένη αγόρευσή του. Πέρασε το χέρι από τα καστανά μαλλιά του, με αποτέλεσμα οι τρίχες να μείνουν όρθιες και μπερδεμένες. «Αποδώ και πέρα τέρμα η δουλειά. Έχεις τον λόγο μου. Μόνο εγώ και η μικρή. Τ’ ορκίζομαι». Σήκωσε ψηλά και τους δύο αντίχειρες και προσπάθησε να φανεί όσο πιο αξιόπιστος μπορούσε. Η Ερίκα φάνηκε πως είχε κι άλλα να πει, αλλά τελικά αναστέναξε βαριά και σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου. «Τέλος πάντων, μικρούλα μου, φαίνεται ότι δεν πέρασες και τόσο άσχημα. Να πούμε ότι συγχωρούμε τον μπαμπά αρκεί να πάει κάτω και να μας ετοιμάσει φαγητό;» Η Μάγια έγνεψε με ενθουσιασμό. «Ο μπαμπάς μπορεί να μας ετοιμάσει καρμπονάρα για να εξιλεωθεί» είπε η Ερίκα και πήγε στον κάτω όροφο με τη Μάγια αγκαλιά. Η Μάγια έγνεψε ξανά με ενθουσιασμό. Η καρμπονάρα του μπαμπά ανήκε στα απολύτως αγαπημένα της φαγητά.
186/499
«Και τι συμπεράσματα βγάλατε, λοιπόν;» ρώτησε η Ερίκα λίγο αργότερα, ενώ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και παρακολουθούσε τον Πάτρικ να ψήνει το μπέικον και να βράζει νερό για το σπαγγέτι. Η Μάγια είχε αράξει μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούσε το παιδικό πρόγραμμα Μπολιμπούμπα. Έτσι είχαν λίγη ώρα για να συζητήσουν με την ησυχία τους. «Πιθανότατα πέθανε κάποια στιγμή μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι Ιουνίου». Ανακάτεψε το μπέικον στο τηγάνι. «Γαμώτο!» Λίγο από το λίπος που είχε λιώσει τινάχτηκε και του έκαψε το χέρι. «Διάολε, πονάει πολύ. Ευτυχώς που δεν τηγανίζει κανείς μπέικον γυμνός». «Ξέρεις κάτι, αγάπη μου; Κι εγώ πιστεύω ότι είμαστε τυχεροί που δεν τηγανίζεις μπέικον γυμνός...» Η Ερίκα τού έκλεισε το μάτι και εκείνος πήγε κοντά της και τη φίλησε στο στόμα. «Έγινα πάλι “αγάπη σου”; Είμαι πάλι στο συν τώρα;» Η Ερίκα προσποιήθηκε ότι το σκεφτόταν. «Μπα, δεν θα έλεγα ακριβώς συν. Αλλά επέστρεψες στο μηδέν. Αν όμως η καρμπονάρα είναι πραγματικά νόστιμη, μάλλον θα πας στο συν ξανά...» «Πώς ήταν η δική σου μέρα;» ρώτησε ο Πάτρικ και επέστρεψε στο μαγείρεμα. Έβγαλε προσεκτικά τα κομμάτια του μπέικον από το τηγάνι και τα έβαλε σε χαρτί κουζίνας για να τραβήξει το πολύ λίπος. Το κόλπο για μια καλή καρμπονάρα ήταν να ξεροτηγανιστεί το μπέικον, δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από μαλακό μπέικον στην καρμπονάρα. «Από πού να ξεκινήσω;» είπε η Ερίκα και αναστέναξε. Του μίλησε πρώτα για την επίσκεψη της Άννας και για τα προβλήματά της με την έφηβη Μπελίντα που συμπεριφερόταν σαν κακή πεθερά. Έπειτα πήρε φόρα και του μίλησε για την επίσκεψή της στην Μπρίτα. Ο Πάτρικ άφησε κάτω το τηγάνι και την κοίταξε έκπληκτος. «Πήγες στο σπίτι της για να την ανακρίνεις; Μια ηλικιωμένη γυναίκα με Αλτσχάιμερ; Διόλου παράξενο που ο άντρας της έγινε έξω φρενών μαζί σου. Κι εγώ έτσι θα αντιδρούσα». «Ευχαριστώ πολύ, και η Άννα το ίδιο είπε. Αρκετή κριτική δέχτηκα γι’ αυτό που έκανα, φτάνει». Η Ερίκα σκοτείνιασε. «Δεν ήξερα ότι έχει Αλτσχάιμερ όταν πήγα εκεί». «Και τι σου είπε, λοιπόν;» ρώτησε ο Πάτρικ καθώς έβαζε το σπαγγέτι στο βραστό νερό.
187/499
«Ξέρεις ότι αυτά που έβαλες φτάνουν για έναν λόχο, έτσι;» είπε η Ερίκα όταν είδε τα μακαρόνια να βυθίζονται στην κατσαρόλα. «Εσύ το φτιάχνεις το φαγητό ή εγώ;» έκανε ο Πάτρικ και κούνησε απειλητικά τη σπάτουλα που κρατούσε. «Πες μου τώρα τι σου είπε εκείνη η γυναίκα». «Το πρώτο είναι ότι αυτή και η μαμά έκαναν πολλή παρέα όταν ήταν νέες. Προφανώς ήταν πολύ στενές φίλες – αυτές οι δύο, ο Έρικ Φράνκελ και ένας ακόμη που λέγεται Φρανς». «Ο Φρανς Ρίνγκχολμ;» ρώτησε ο Πάτρικ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενώ ανακάτευε το σπαγγέτι. «Ναι. Έτσι νομίζω τον λέγανε. Φρανς Ρίνγκχολμ. Γιατί; Τον ξέρεις;» Η Ερίκα τον κοιτούσε με περιέργεια, αλλά ο Πάτρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Σου είπε κάτι άλλο; Είχε κάποια επαφή με τον Έρικ ή τον Φρανς πρόσφατα; Ή τον Άξελ, ίσως;» «Δεν νομίζω» είπε η Ερίκα. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, κανείς δεν έχει επαφή με κανέναν, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος». Συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να ανακαλέσει στο μυαλό της όλη τη συζήτηση με την Μπρίτα. «Είπε όμως κάτι... Ναι, είπε κάτι για τον Έρικ και για “παλιά κόκαλα”. Και ότι έπρεπε να αναπαυθούν εν ειρήνη. Και ότι ο Έρικ είχε πει... Όχι, μετά εξαφανίστηκε στις ομίχλες του μυαλού της και δεν κατάφερα να μάθω τίποτα περισσότερο. Ήταν αρκετά μπερδεμένη εκείνη τη στιγμή, οπότε δεν ξέρω πόση σημασία μπορεί να δώσει κανείς σε αυτά που έλεγε. Μάλλον δεν θα είχαν καμία σημασία». «Μην είσαι τόσο σίγουρη» έκανε ο Πάτρικ συλλογισμένος. «Μην είσαι καθόλου σίγουρη. Είναι η δεύτερη φορά σήμερα που ακούω αυτή την έκφραση σε σχέση με τον Έρικ Φράνκελ. Παλιά κόκαλα... Τι διάβολο μπορεί να σημαίνει αυτό;» Και ενώ ο Πάτρικ αναρωτιόταν τι μπορεί να σήμαινε η φράση, το νερό του σπαγγέτι άρχισε να χύνεται από την κατσαρόλα.
Ο Φρανς είχε προετοιμαστεί σχολαστικά για τη συνάντηση. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδρίαζε μία φορά τον μήνα, και ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να συζητήσουν. Σύντομα θα έμπαιναν στην προεκλογική περίοδο και είχαν μπροστά τους τη μεγαλύτερη πρόκληση.
188/499
«Ήρθαν όλοι;» Κοίταξε γύρω του στο τραπέζι και μέτρησε από μέσα του τα πέντε υπόλοιπα άτομα του συμβουλίου. Όλοι άντρες. Η μόδα της ισότητας δεν είχε φτάσει ακόμη στις νεοναζιστικές οργανώσεις. Και μάλλον δεν θα έφτανε ποτέ. Την αίθουσα στην Ουντεβάλα τούς την είχε παραχωρήσει ο Μπέρτολφ Σβένσον. Βρισκόταν στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οποίας ήταν ιδιοκτήτης. Κατά τ’ άλλα η αίθουσα χρησιμοποιούνταν για εκδηλώσεις συλλόγων, και τα ίχνη από το τελευταίο γλέντι που είχαν κάνει κάποιοι το Σαββατοκύριακο ήταν ορατά. Είχαν επίσης πρόσβαση σε ένα γραφείο στην ίδια πολυκατοικία, αλλά ήταν μικρό και έτσι ακατάλληλο για ομαδικές συνεδριάσεις. «Δεν καθάρισαν καλά μετά το πάρτι. Θα τους κάνω μια κουβεντούλα αργότερα» μουρμούρισε ο Μπέρτολφ και κλότσησε ένα άδειο μπουκάλι μπίρα που κύλησε στο πάτωμα. «Ας επιστρέψουμε στην ημερήσια διάταξη» έκανε αυστηρά ο Φρανς. Δεν είχαν ώρα για χαζοκουβέντες. «Πού βρισκόμαστε με τις προετοιμασίες;» Ο Φρανς στράφηκε στον Πέτερ Λίντγκρεν, το νεότερο μέλος του συμβουλίου. Είχε ψηφιστεί συντονιστής της προεκλογικής εκστρατείας, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Φρανς. Δεν τον εμπιστευόταν αυτό τον τύπο. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε συλληφθεί για πρόκληση σωματικής βλάβης σε έναν Σομαλό στην πλατεία της Γκρέμπεσταντ, και ο Φρανς πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του στον βαθμό που ήταν απαραίτητο. Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις του Φρανς, ο Πέτερ απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση και ρώτησε: «Ακούσατε τι έγινε στη Φιελμπάκα;» Γέλασε. «Φαίνεται πως κάποιος έκοψε το νήμα της ζωής εκείνου του γαμημένου προδότη της πατρίδας, του Φράνκελ». «Ναι, και επειδή θέλω να πιστεύω ότι κανένας από τους δικούς μας δεν έχει σχέση με αυτό, προτείνω να επιστρέψουμε στα θέματα της ημερήσιας διάταξης» είπε ο Φρανς και κάρφωσε το βλέμμα του στον Πέτερ. Επικράτησε σιωπή για λίγο, όσο οι δύο άντρες επιδίδονταν σε έναν σιωπηλό αγώνα ισχύος. Έπειτα ο Πέτερ έστρεψε αλλού το βλέμμα. «Έχουμε αρχίσει και πάμε καλά. Έχουμε στρατολογήσει πολύ κόσμο τελευταία και έχουμε εξασφαλίσει πως όλα
189/499
τα μέλη, παλιά και νέα, είναι έτοιμα να ανασκουμπωθούν για να στείλουν το μήνυμά μας σε ακόμα περισσότερους ανθρώπους μέχρι τις εκλογές». «Καλώς» είπε κοφτά ο Φρανς. «Και η εγγραφή του κόμματος είναι έτοιμη; Πώς πάμε από ψηφοδέλτια;» «Υπό έλεγχο». Ο Πέτερ χτύπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι, φανερά ενοχλημένος που τον ρωτούσε σαν να ήταν σχολιαρούδι. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και πέταξε μια μπηχτή στον Φρανς. «Πάντως απέτυχες να προστατεύσεις τον παλιό σου φίλο. Τι τόσο σημαντικό είχε αυτός ο τύπος που άξιζε να διακινδυνεύσεις τη φήμη σου; Ο κόσμος λέει πολλά γι’ αυτό, ξέρεις. Αμφισβητούν την αφοσίωσή σου...» Ο Φρανς σηκώθηκε και κοίταξε τον Πέτερ. Ο Βέρνερ Χέρμανσον, που καθόταν δίπλα του, τον έπιασε από το μπράτσο. «Μην τον ακούς, Φρανς. Κι εσύ, Πέτερ, ηρέμησε μη σε πάρει ο διάολος. Αυτά είναι γελοιότητες. Θα έπρεπε να μιλάμε για το πώς θα πάμε μπροστά, όχι να καθόμαστε να λέμε μαλακίες ο ένας για τον άλλο. Εμπρός, δώστε τα χέρια». Ο Βέρνερ κοίταξε ικετευτικά τον Πέτερ και τον Φρανς. Αυτός και ο Φρανς ήταν από τα αρχαιότερα μέλη των Φίλων της Σουηδίας, και επίσης γνώριζε τον Φρανς καλύτερα από όλους. Και τούτη τη στιγμή δεν ανησυχούσε για τη σωματική ακεραιότητα του Φρανς, αλλά του Πέτερ. Είχε δει τι μπορούσε να κάνει ο Φρανς. Για μια στιγμή η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Μετά ο Φρανς κάθισε ξανά στη θέση του. «Κινδυνεύοντας να ακουστώ φλύαρος προτείνω να επιστρέψουμε στην ημερήσια διάταξη. Έχει κανείς αντίρρηση; Υπάρχουν άλλοι που θέλουν να πουν καμία ανοησία για να χάσουμε ακόμα περισσότερο χρόνο; Ακούω». Τους κοίταξε έναν προς έναν μέχρι που όλοι χαμήλωσαν το βλέμμα. Μετά συνέχισε. «Φαίνεται πως τα πιο πολλά πρακτικά θέματα έχουν μπει σε μια σειρά. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τα ζητήματα και τις προγραμματικές θέσεις που πρέπει να προωθήσουμε. Άκουσα τι λέει ο κόσμος εδώ στην πόλη, και νομίζω ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουμε να κερδίσουμε μια έδρα στο δημοτικό συμβούλιο. Ο κόσμος έχει αντιληφθεί πόσο ανίκανη είναι η κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση όσον αφορά το μεταναστατευτικό. Βλέπουν ότι οι δουλειές τους πάνε σε μη Σουηδούς. Βλέπουν ότι τα οικονομικά του δήμου κατασπαταλώνται σε κοινωνικά επιδόματα για την ίδια ομάδα. Υπάρχει γενική δυσαρέσκεια για
190/499
τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα πράγματα ο δήμος, και αυτό θα το εκμεταλλευτούμε». Το τηλέφωνό του ήχησε διαπεραστικά μέσα από την τσέπη του «Διάολε, συγγνώμη, μάλλον ξέχασα να το κλείσω. Μια στιγμή». Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του παντελονιού του και κοίταξε την οθόνη. Αναγνώρισε τον αριθμό. Ήταν το τηλέφωνο στο σπίτι του Άξελ. Αγνόησε την κλήση και απενεργοποίησε το κινητό. «Συγγνώμη. Λοιπόν, τι λέγαμε; Ναι, έχουμε μια απίστευτη ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε την άγνοια που επέδειξε ο δήμος σχετικά με το πρόβλημα των προσφύγων και...» Συνέχισε να μιλάει. Όλοι γύρω από το τραπέζι τον άκουγαν προσεκτικά. Αλλά στο μυαλό του οι σκέψεις κάλπαζαν ξέφρενα προς μια εντελώς άλλη κατεύθυνση.
Η απόφαση να κάνει κοπάνα την ώρα των μαθηματικών ήταν αυτονόητη. Αν υπήρχε κάποιο μάθημα στο οποίο δεν θα ήθελε ποτέ να πηγαίνει ήταν τα μαθηματικά. Κάτι με τους αριθμούς και τα παρόμοια του προκαλούσε ανατριχίλα. Δεν τα καταλάβαινε, τελεία και παύλα. Το μυαλό του γινόταν πουρές όταν προσπαθούσε να κάνει πρόσθεση ή αφαίρεση. Τι διάολο θα μπορούσε να κάνει, εδώ που τα λέμε, με την αριθμητική; Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει ένας από αυτούς τους οικονομολόγους ή κάτι εξίσου βαρετό, οπότε δεν υπήρχε λόγος να κάθεται εκεί και να ιδρώνει. Ο Περ άναψε άλλο ένα τσιγάρο και κοίταξε γύρω του στο προαύλιο. Οι άλλοι είχαν πάει στο σουπερμάρκετ για να δουν μπας και μπορέσουν να βουτήξουν τίποτε. Αλλά εκείνος δεν είχε όρεξη να τους ακολουθήσει. Είχε κοιμηθεί στο σπίτι του Τούμας το προηγούμενο βράδυ και έπαιζαν Tomb Raider μέχρι τις πέντε το πρωί. Η μάνα του είχε τηλεφωνήσει πολλές φορές στο κινητό, και στο τέλος ο Περ αναγκάστηκε να το απενεργοποιήσει. Θα προτιμούσε βέβαια να ήταν ακόμη στο κρεβάτι και να χουζουρεύει, αλλά η μητέρα του Τούμας τον είχε πετάξει έξω όταν έφυγε για τη δουλειά, οπότε είχαν συρθεί μέχρι το σχολείο, μια και δεν είχαν καμιά καλύτερη ιδέα. Τώρα όμως είχε αρχίσει να βαριέται πολύ, πάρα πολύ. Ίσως θα έπρεπε να είχε πάει με την υπόλοιπη παρέα τελικά. Σηκώθηκε από το παγκάκι για να πάει
191/499
να τους βρει, αλλά κάθισε ξανά όταν είδε τον Ματίας να βγαίνει από την πόρτα του σχολείου έχοντας από κοντά εκείνη τη χαζογκόμενα που για κάποιο λόγο έτρεχαν όλοι πίσω της. Ο ίδιος δεν είχε καταλάβει ποτέ τι έπαιζε με τη Μία. Εκείνη η φαινομενικά αθώα ξανθιά δεν υπήρξε ποτέ ο τύπος του. Τέντωσε τ’ αυτιά του ν’ ακούσει τι έλεγαν. Κυρίως μιλούσε ο Ματίας, και μάλλον έλεγε κάτι ενδιαφέρον γιατί η Μία είχε γουρλώσει τα έντονα βαμμένα γαλανά μάτια της και φαινόταν καταγοητευμένη. Όταν πλησίασαν, ο Περ μπόρεσε να ακούσει αποσπασματικά κάποια πράγματα. Έμεινε ακίνητος. Ο Ματίας ήταν τόσο απασχολημένος προσπαθώντας να ρίξει τη Μία, ώστε δεν πρόσεξε ότι ο Περ καθόταν λίγο παραπέρα. «Α, θα έπρεπε να δεις πώς χλώμιασε ο Άνταμ όταν τον είδε. Αλλά εγώ κατάλαβα αμέσως τι έπρεπε να γίνει και είπα στον Άνταμ να κάνει πίσω αργά για να μην καταστρέψουμε τυχόν στοιχεία». «Ω...» έκανε με θαυμασμό η Μία. Ο Περ γέλασε από μέσα του. Διάολε, ο Ματίας ήταν σε πολύ καλό δρόμο να πηδήξει αυτή τη στιγμή. Το κιλοτάκι της γκόμενας θα είχε γίνει μούσκεμα. Συνέχισε να ακούει. «Και ξέρεις ότι κανένας άλλος εκτός από μας δεν είχε τολμήσει να πάει εκεί. Οι άλλοι απλώς έλεγαν ότι θα πήγαιναν, αλλά φυσικά, άλλο να το λες και άλλο να το κάνεις...» Τώρα ο Περ είχε ακούσει αρκετά. Τινάχτηκε πάνω και έτρεξε να προλάβει τον Ματίας. Πριν ο Ματίας καταλάβει τι γινόταν, ο Περ τού όρμησε από πίσω και τον πέταξε στο έδαφος. Κάθισε πάνω στην πλάτη του, έστριψε το χέρι του Ματίας πίσω μέχρι που εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο και μετά τον έπιασε γερά από τα μαλλιά. Έτσι όπως είχε τα μαλλιά του, σαν να ήταν κάνας μαλάκας σέρφερ, προσφέρονταν για να τον αρπάξεις. Στη συνέχεια σήκωσε με αποφασιστικότητα το κεφάλι του Ματίας και το κοπάνησε στο έδαφος. Αδιαφόρησε εντελώς για το γεγονός ότι η Μία ούρλιαζε μερικά μέτρα πιο πέρα και μετά άρχισε να τρέχει προς το σχολείο για βοήθεια. Ο Περ κοπάνησε άλλη μια φορά το κεφάλι του Ματίας κάτω και του έλεγε στον ρυθμό των χτυπημάτων: «Τι μαλακίες είναι αυτές που λες! Είσαι ένας γαμημένος μαλάκας... Νόμιζεις ότι θα σε αφήσω να γυρίζεις και να λες ό,τι σου γουστάρει... πουστράκι...» Ο Περ ήταν τόσο οργισμένος που το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει και όλα γύρω του είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο που ένιωθε ήταν το κεφάλι του Ματίας στο χέρι
192/499
του, στις συσπάσεις που διαπερνούσαν το χέρι του κάθε φορά που το κοπανούσε στο έδαφος. Το μόνο που έβλεπε ήταν το αίμα που άρχιζε να βάφει το έδαφος κάτω από το κεφάλι του Ματίας. Ένιωθε μεγάλη ευεξία βλέποντας τις κόκκινες κηλίδες. Κι αυτή η ευεξία έφτανε μέχρι βαθιά στο στήθος του, το χάιδευε, του πρόσφερε μια ηρεμία που σπάνια ένιωθε. Δεν καταπολέμησε αυτή τη μανία που τον είχε καταλάβει, την άφηνε να τον γεμίζει, την άφηνε να τον κυριεύει άπληστα και απολάμβανε μια πρωτόγονη αίσθηση που παραμέριζε οτιδήποτε άλλο, οτιδήποτε περίπλοκο, θλιβερό, ασήμαντο. Δεν ήθελε να σταματήσει, δεν μπορούσε να σταματήσει. Συνέχιζε να ουρλιάζει και να χτυπάει, συνέχιζε να βλέπει εκείνο το κόκκινο κολλώδες υγρό κάθε φορά που σήκωνε το κεφάλι του Ματίας, μέχρι που κάποιος τον άρπαξε από πίσω και τον τράβηξε μακριά. «Τι διάολο κάνεις εκεί;» Ο Περ στράφηκε και κοίταξε, με έκπληξη σχεδόν, τη θυμωμένη και ταραγμένη έκφραση στο πρόσωπο του καθηγητή μαθηματικών. Πίσω από κάθε τζάμι στα παράθυρα υπήρχαν πρόσωπα και στο προαύλιο είχε ήδη συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος περιέργων. Ο Περ κοίταξε δίχως εμφανή συναισθήματα το αναίσθητο σώμα του Ματίας και άφησε τον καθηγητή να τον τραβήξει ακόμα πιο μακριά από το θύμα του. «Έχεις τρελαθεί εντελώς;» Το πρόσωπο του καθηγητή μαθηματικών απείχε μερικά εκατοστά από το δικό του. Ο καθηγητής τού φώναζε πολύ δυνατά, αλλά ο Περ έστρεψε αδιάφορα αλλού το πρόσωπό του. Για μια στιγμή είχε νιώσει υπέροχα. Τώρα όμως είχε μέσα του ένα μεγάλο κενό.
Στεκόταν αρκετή ώρα στο χολ και κοιτούσε τις φωτογραφίες στον τοίχο. Τόσες ευτυχισμένες στιγμές. Τόση αγάπη. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του γάμου τους, στην οποία έδειχναν πολύ πιο επίσημοι από όσο ένιωθαν πραγματικά. Η Άννα-Γκρέτα στην αγκαλιά της Μπρίτα, ο ίδιος πίσω από τη φωτογραφική μηχανή. Αν θυμόταν καλά, πρέπει να είχε αφήσει στην άκρη τη φωτογραφική μηχανή αφού τράβηξε τη φωτογραφία και να πήρε για πρώτη φορά την κόρη του αγκαλιά. Η Μπρίτα τον παρακάλεσε ανήσυχη να κρατάει καλά το κεφαλάκι της, αλλά η συμβουλή ήταν περιττή διότι ο ίδιος είχε ενστικτωδώς καταλάβει τι έπρεπε να κάνει με την κορούλα του. Και έπειτα λάμβανε ενεργά μέρος στην
193/499
ανατροφή και στη φροντίδα του παιδιού, πολύ περισσότερο από όσο αναμενόταν από έναν άντρα εκείνη την εποχή. Η πεθερά του τον είχε επιπλήξει πολλές φορές, λέγοντας ότι δεν ήταν δουλειά του άντρα να αλλάζει πάνες ή να κάνει μπάνιο μωρά. Αλλά εκείνος δεν της έδινε σημασία. Του φαινόταν τόσο φυσικό, και δεν το έβρισκε δίκαιο να επωμίζεται όλο το βάρος της ανατροφής η Μπρίτα, με τα τρία κορίτσια που είχαν έρθει το ένα μετά το άλλο. Στην πραγματικότητα ήθελαν να κάνουν κι άλλα παιδιά, αλλά μετά τον τρίτο τοκετό, ο οποίος ήταν δέκα φορές πιο περίπλοκος από τους δύο πρώτους, ο γιατρός τον είχε πάρει παράμερα και του είχε πει ότι το σώμα της Μπρίτα δεν θα άντεχε άλλη εγκυμοσύνη. Η Μπρίτα είχε κλάψει τότε. Είχε σκύψει το κεφάλι και δίχως να τον κοιτάζει άφησε τα δάκρυά της να τρέξουν, και του ζήτησε συγγνώμη που δεν θα μπορούσε να του χαρίσει έναν γιο. Εκείνος την είχε κοιτάξει κατάπληκτος. Ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό να ζητήσει κάτι περισσότερο απ' ό,τι είχε μέχρι τότε. Περιτριγυρισμένος από τα τέσσερα κορίτσια του ένιωθε πλουσιότερος απ’ ό,τι περίμενε να γίνει ποτέ. Του είχε πάρει κάμποση ώρα να την πείσει γι’ αυτό, αλλά όταν η Μπρίτα αντιλήφθηκε πως ο Χέρμαν εννοούσε όσα έλεγε σταμάτησε να κλαίει και επικέντρωσε την προσοχή της στα κορίτσια που είχε φέρει στον κόσμο. Τώρα είχε πολύ περισσότερα άτομα να αγαπάει. Οι κόρες του είχαν αποκτήσει παιδιά, τα οποία ο Χέρμαν και η Μπρίτα έβαλαν αμέσως στην καρδιά τους, και ο Χέρμαν, για άλλη μια φορά, έκανε επίδειξη των ικανοτήτων του αλλάζοντας πάνες και πλένοντας τα παιδιά όταν έτρεχαν να βοηθήσουν τις κόρες τους και τις οικογένειές τους. Ήταν όλα πολύ δύσκολα γι’ αυτές τώρα, να τα προλαβαίνουν όλα, τη δουλειά, το νοικοκυριό, την οικογένεια. Αλλά ο Χέρμαν και η Μπρίτα χαίρονταν και ένιωθαν ευγνωμοσύνη που υπήρχε μια θέση γι’ αυτούς, που υπήρχε κάποιος να βοηθήσουν, κάποιος να αγαπήσουν. Και τώρα ακόμα και τα εγγόνια τους είχαν αποκτήσει παιδιά. Τα δάχτυλα του Χέρμαν είχαν χάσει πλέον την ευλυγισία τους, αλλά με εκείνες τις καινούργιες εύχρηστες πάνες τα κατάφερνε ακόμη. Κούνησε το κεφάλι. Πού είχαν χαθεί τόσα χρόνια; Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Η Μπρίτα έπαιρνε τον μεσημεριανό υπνάκο της. Είχε περάσει δύσκολη μέρα. Μερικές στιγμές σήμερα δεν τον αναγνώριζε και είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στο πατρικό της σπίτι. Ρώτησε για τη μητέρα της. Και μετά ρώτησε,
194/499
γεμάτη τρόμο, για τον πατέρα της. Ο Χέρμαν τής χάιδευε τα μαλλιά και της έλεγε συνεχώς ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Ότι δεν μπορούσε να της κάνει κακό πια. Χάιδεψε το χέρι της πάνω από το πλεχτό κάλυμμα. Ήταν ρυτιδιασμένο και με τις ίδιες κηλίδες ηλικίας που είχε αποκτήσει και ο ίδιος. Αλλά είχε ακόμη τα ίδια μακριά όμορφα δάχτυλα. Χαμογέλασε όταν είδε πως είχε βάψει τα νύχια της ροζ. Η Μπρίτα ήταν πάντοτε λίγο ματαιόδοξη, δεν είχε απαλλαγεί ποτέ από αυτό. Αλλά ο Χέρμαν δεν παραπονιόταν. Υπήρξε μια όμορφη σύζυγος, και επί πενήντα πέντε χρόνια δεν είχε σκεφτεί ούτε είχε γυρίσει να κοιτάξει άλλο άντρα. Τα μάτια της πετάρισαν κάτω από τα βλέφαρα. Κάτι ονειρευόταν. Μακάρι να μπορούσε να παρεισφρήσει στα όνειρά της. Να ζήσει μέσα σε αυτά, μαζί της, και να προσποιηθούν ότι όλα ήταν όπως πριν. Σήμερα μέσα στη σύγχυσή της είχε μιλήσει για πράγματα που είχαν συμφωνήσει να μην αναφέρει ποτέ ξανά. Αλλά μια που ο εγκέφαλός της κατέρρεε και μαράζωνε, έπεφταν επίσης κάποια τείχη που είχαν χτίσει με τα χρόνια γύρω από το μυστικό. Το είχαν μοιραστεί τόσο πολύ καιρό οι δυο τους, ώστε είχε περάσει στον ιστό της κοινής ζωής τους και είχε γίνει αόρατο. Ο ίδιος είχε επιτρέψει στον εαυτό του να χαλαρώσει, να ξεχάσει. Δεν ήταν καλό που την είχε επισκεφτεί ο Έρικ. Καθόλου καλό. Η επίσκεψή του είχε δημιουργήσει μια ρωγμή στο τείχος, η οποία όλο και μεγάλωνε. Αν δεν έκλεινε αυτή η ρωγμή, ένα κατακλυσμιαίο ποτάμι θα ξεχυνόταν αποκεί και θα τους παρέσυρε όλους. Αλλά δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί τώρα πια γι’ αυτόν. Κανείς δεν χρειαζόταν να ανησυχεί πια γι’ αυτόν. Συνέχισε να της χαϊδεύει το χέρι.
«Α, ξέχασα να σου το πω χτες. Τηλεφώνησε η Κάριν. Έχετε ραντεβού για περίπατο στις δέκα. Στο φαρμακείο». Ο Πάτρικ σταμάτησε απότομα. «Η Κάριν; Σήμερα; Σε...» κοίταξε το ρολόι του «μισή ώρα». «Λυπάμαι» είπε η Ερίκα με μια φωνή που μαρτυρούσε πως δεν λυπόταν καθόλου. Μετά μαλάκωσε. «Σκεφτόμουν να πάω μέχρι τη βιβλιοθήκη για να
195/499
κάνω λίγη έρευνα, οπότε αν φροντίσεις να είστε έτοιμοι εσύ και η Μάγια σε είκοσι λεπτά, μπορώ να σας πάω εγώ μέχρι εκεί». «Δεν...» ο Πάτρικ δίστασε «...πειράζει δηλαδή;» Η Ερίκα πήγε κοντά του και τον φίλησε στο στόμα. «Σε σύγκριση με το ότι χρησιμοποιείς το αστυνομικό τμήμα ως παιδικό σταθμό για την κόρη μας τα ραντεβού με τις πρώην δεν είναι τίποτα». «Χα χα, πολύ αστείο» έκανε βλοσυρά ο Πάτρικ, παρόλο που ήξερε ότι η Ερίκα είχε δίκιο. Δεν ήταν και πολύ έξυπνο αυτό που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα. «Μη χαζεύεις, λοιπόν! Δρόμο, πήγαινε να ντυθείς! Διότι σίγουρα θα με πειράξει αν σκοπεύεις να πας έτσι όπως είσαι να συναντήσεις την πρώην σου». Η Ερίκα γέλασε και περιεργάστηκε τον σύζυγό της από την κορφή ως τα νύχια, έτσι όπως στεκόταν στην κρεβατοκάμαρα φορώντας μόνο το σλιπ και τις κάλτσες. «Γιατί, έτσι δεν φαίνεται πως είμαι σωματαράς;» είπε ο Πάτρικ και πήρε πόζα μπόντι μπίλντερ. Η Ερίκα ξεκαρδίστηκε τόσο, που αναγκάστηκε να καθίσει στο κρεβάτι. «Όχι, Θεέ μου, μην το κάνεις αυτό». «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Πάτρικ δήθεν προσβεβλημένος. «Είμαι τόσο καλογυμνασμένος... Αυτό εδώ το έχω απλώς για να νομίζουν οι εγκληματίες ότι είναι ασφαλείς». Χτύπησε την κοιλιά του που τρεμούλιασε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι θα συνέβαινε αν είχε μόνο μυς. Ο έγγαμος βίος δεν είχε βοηθήσει ιδιαίτερα να μειωθεί η περίμετρος της μέσης του. «Σταμάτα!» φώναξε η Ερίκα. «Δεν θα μπορέσω να ξανακάνω έρωτα μαζί σου αν συνεχίσεις έτσι...» Ο Πάτρικ όρμησε πάνω της στο κρεβάτι με έναν ζωώδη βρυχηθμό και άρχισε να τη γαργαλάει. «Πάρε πίσω αυτό που είπες! Θα το πάρεις πίσω; Πες μου!» «Ναι, ναι, το παίρνω πίσω, σταμάτα!» ούρλιαξε η Ερίκα η οποία πάθαινε υστερία με το γαργαλητό. «Μαμά! Μπαμπά!» ακούστηκε μια χαρούμενη φωνή από την πόρτα όπου στεκόταν η Μάγια και χτυπούσε παλαμάκια από τη χαρά της για όσα αντίκριζε. Είχε βγει από το δωμάτιό της λόγω της ενδιαφέρουσας φασαρίας που ακουγόταν από το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά.
196/499
«Έλα εδώ να σε γαργαλήσει κι εσένα ο μπαμπάς» είπε ο Πάτρικ. Πήρε την κόρη του στο κρεβάτι. Το επόμενο δευτερόλεπτο μάνα και κόρη ούρλιαζαν μαζί από τα γέλια. Έπειτα από λίγο ήταν κατάκοποι στο κρεβάτι και πείραζαν ο ένας τον άλλο, μέχρι που η Ερίκα τινάχτηκε απότομα πάνω. «Τέρμα τώρα. Πρέπει να βιαστείτε. Εγώ θα ντύσω τη Μάγια κι εσύ φρόντισε να γίνεις πιο αξιοπρεπής». Είκοσι λεπτά αργότερα η Ερίκα οδηγούσε προς το κτίριο Κοινοτικών Υπηρεσιών, στο οποίο στεγάζονταν το φαρμακείο και η βιβλιοθήκη. Ένιωθε λίγη περιέργεια. Ήταν η πρώτη φορά που θα συναντούσε την Κάριν, παρότι είχε ακούσει αρκετά γι’ αυτή κατά καιρούς. Η αλήθεια πάντως ήταν πως ο Πάτρικ δεν της είχε μιλήσει πολύ για τον προηγούμενο γάμο του. Πάρκαρε, βοήθησε τον Πάτρικ να βγάλει το καροτσάκι από το πορτμπαγκάζ και τον ακολούθησε για να πει ένα γεια στην Κάριν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άπλωσε το χέρι της: «Γεια σου, είμαι η Ερίκα» είπε. «Μιλήσαμε χτες στο τηλέφωνο». «Πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω!» έκανε η Κάριν και η Ερίκα αντιλήφθηκε έκπληκτη ότι εντελώς αυθόρμητα συμπάθησε τη γυναίκα που είχε μπροστά της. Είδε με την άκρη του ματιού της τον Πάτρικ να κουνιέται πέρα δώθε, νιώθοντας πολύ άβολα. Η Ερίκα απολάμβανε την όλη κατάσταση. Είχε πολλή πλάκα. Περιεργάστηκε προσεκτικά την πρώην του Πάτρικ και συμπέρανε ότι η Κάριν ήταν λεπτότερη από την ίδια και λίγο πιο κοντή. Είχε σκούρα μαλλιά πιασμένα σε μια απλή αλογοουρά. Ήταν εντελώς άβαφη, είχε όμορφα χαρακτηριστικά, αλλά φαινόταν μάλλον... κουρασμένη. Προφανώς η ζωή με ένα μικρό παιδί θα φταίει, σκέφτηκε η Ερίκα και αντιλήφθηκε πως ούτε η ίδια θα έβγαινε ασπροπρόσωπη σε μια σχολαστική έρευνα παλιότερα, πριν μάθει η Μάγια να κοιμάται κανονικά τις νύχτες. Έπιασαν την κουβέντα για λίγο, αλλά μετά η Ερίκα τούς χαιρέτησε και συνέχισε προς τη βιβλιοθήκη. Κατά κάποιον τρόπο ήταν ανακουφιστικό που μπόρεσε επιτέλους να αντικρίσει το πρόσωπο της γυναίκας που αποτελούσε μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του Πάτρικ για οχτώ χρόνια. Δεν την είχε δει ούτε σε φωτογραφία. Αλλά αν σκεφτόταν κανείς τον λόγο για τον οποίο χώρισαν, δικαιολογημένα ο Πάτρικ δεν ήθελε να κρατήσει φωτογραφίες από τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί.
197/499
Στη βιβλιοθήκη επικρατούσε ησυχία, όπως πάντα. Η Ερίκα είχε περάσει πολλές ώρες εκεί μέσα. Οι βιβλιοθήκες είχαν κάτι που της πρόσφερε μια αίσθηση ικανοποίησης. «Γεια σου, Κρίστιαν!» Ο βιβλιοθηκάριος σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά όταν είδε την Ερίκα. «Γεια σου, Ερίκα. Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω! Πώς μπορώ να σε βοηθήσω σήμερα;» Η προφορά της Σμόλαντ ακουγόταν, ως συνήθως, πολύ ευχάριστη. Η Ερίκα πάντα αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι που είχαν αυτή την προφορά γίνονταν συμπαθείς αμέσως μόλις άνοιγαν το στόμα τους. Στην περίπτωση του Κρίστιαν ίσχυε η πρώτη εντύπωση. Ήταν πάντα εγκάρδιος και πρόθυμος να βοηθήσει, και ήταν επίσης πολύ ικανός στη δουλειά του. Είχε βοηθήσει πολλές φορές την Ερίκα να βρει πληροφορίες που η ίδια θεωρούσε ότι ήταν αδύνατο να εντοπίσει. «Χρειάζεσαι περισσότερα για την υπόθεση που σε ενδιέφερε τελευταία;» ρώτησε εκείνος και την κοίταξε με προσδοκία. Οι αναζητήσεις της Ερίκας ήταν πάντα μια ευχάριστη διακοπή στην αρκετά μονότονη δουλειά του, στην οποία του ζητούσαν κυρίως βιβλία για ψάρια, ιστιοφόρα και τη χλωρίδα της κομητείας του Μπούχους. «Όχι, όχι σήμερα» είπε εκείνη και κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά του στον πάγκο πληροφοριών. «Σήμερα θέλω μερικά στοιχεία για ανθρώπους αποδώ, από τη Φιελμπάκα. Και για γεγονότα». «Για ανθρώπους και για γεγονότα, λοιπόν. Θα μπορούσες ίσως να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένη;» της είπε και της έκλεισε το μάτι. «Θα προσπαθήσω». Η Ερίκα ξεφούρνισε ένα κατεβατό από ονόματα: «Μπρίτα Γιούχανσον, Φρανς Ρίνγκχολμ, Άξελ Φράνκελ, Έλσι Φαλκ, όχι, εννοώ Μουστρέμ, και...» δίστασε μερικά δευτερόλεπτα και μετά είπε: «Έρικ Φράνκελ». Ο Κρίστιαν την κοίταξε έκπληκτος ακούγοντας το τελευταίο όνομα. «Αυτός δεν είναι που βρέθηκε δολοφονημένος;» «Ναι» είπε κοφτά η Ερίκα. «Και η Έλσι; Είναι η...»
198/499
«Η μητέρα μου, ναι. Χρειάζομαι μερικές πληροφορίες για τα άτομα αυτά, κυρίως κατά την περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ξέρεις κάτι; Μπορείς να περιορίσεις την αναζήτηση στα χρόνια του πολέμου». «Με άλλα λόγια, από το 1939 μέχρι το 1945». Η Ερίκα έγνεψε και κοίταξε γεμάτη προσδοκία τον Κρίστιαν να πληκτρολογεί στον υπολογιστή του τα ονόματα και τις χρονολογίες που του είχε δώσει. «Με τη δική σου δουλειά πώς τα πας;» Το πρόσωπο του βιβλιοθηκάριου σκοτείνιασε προς στιγμήν. Αμέσως όμως επανήλθε και ο Κρίστιαν απάντησε στην ερώτησή της: «Μια χαρά, ευχαριστώ. Έχω φτάσει στη μέση. Κι αυτό χάρη στις συμβουλές σου». «Α, δεν έκανα τίποτα» είπε η Ερίκα και τον κοίταξε αμήχανα. «Αν χρειαστείς άλλες συμβουλές εδώ είμαι, ή αν θελήσεις να ρίξω μια ματιά στο χειρόγραφο. Έχεις βρει τίτλο;» «“Η γοργόνα”» είπε ο Κρίστιαν αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Θα το ονομάσω “Η γοργόνα”». «Ωραίος τίτλος, πώς και...» άρχισε να λέει η Ερίκα, αλλά ο Κρίστιαν τη διέκοψε απότομα κουνώντας το κεφάλι. Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη, δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοιες αντιδράσεις. Αναρωτήθηκε μήπως είχε πει κάτι που τον πείραξε, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να ήταν. «Εδώ υπάρχουν μερικά άρθρα που ίσως σε ενδιαφέρουν» είπε ο Κρίστιαν. «Θέλεις να σου τα εκτυπώσω για να τα πάρεις;» «Ναι, ευχαριστώ» είπε η Ερίκα, απορημένη ακόμη με τη συμπεριφορά του. Όταν όμως ο Κρίστιαν επέστρεψε από τον εκτυπωτή, μερικά λεπτά αργότερα, με ένα πάκο χαρτιά στα χέρια, ήταν ξανά ο γνωστός φιλικός βιβλιοθηκάριος. «Θα διαβάζεις με τις ώρες. Πες μου πάντως αν χρειαστείς κάτι άλλο». Η Ερίκα τον ευχαρίστησε και βγήκε από τη βιβλιοθήκη. Ήταν τυχερή. Το καφέ που βρισκόταν ακριβώς απέξω μόλις είχε ανοίξει. Πήρε έναν καφέ, κάθισε σε ένα τραπέζι και άρχισε να διαβάζει. Αλλά αυτά που υπήρχαν στα χαρτιά ήταν τόσο ενδιαφέροντα ώστε ο καφές κρύωσε στο φλιτζάνι.
«Λοιπόν, τι έχουμε μέχρι τώρα;» Ο Μέλμπεργ τέντωσε τα πόδια του με έναν μορφασμό πόνου. Αυτό το πιάσιμο δεν έλεγε να περάσει. Αν συνέχιζε με αυτό
199/499
τον ρυθμό ίσα που θα προλάβαιναν να ανακάμψουν οι μύες του ως το επόμενο σωματικό μαρτύριο στο μάθημα σάλσα της Παρασκευής. Όλως περιέργως, όμως, η σκέψη αυτή δεν ήταν τόσο τρομακτική όσο πίστευε αρχικά. Εκείνη η μουσική, η εγγύτητα στο κορμί της Ρίτα και το γεγονός ότι κατά το τέλος του μαθήματος τα πόδια του είχαν όντως αρχίσει να πιάνουν τον ρυθμό, όλα αυτά κάτα κάποιον τρόπο τον γοήτευαν. Όχι, δεν θα τα παρατούσε. Αν κάποιος είχε τη δυνατότητα να γίνει ο βασιλιάς της σάλσα στο Τανουμσχέντε, ήταν αυτός. «Συγγνώμη, πώς είπες;» πετάχτηκε ο Μέλμπεργ. Δεν είχε ακούσει τίποτε απ’ ό,τι είπε η Πάουλα, βυθισμένος καθώς ήταν στις ονειροπολήσεις του για λάτιν ρυθμούς. «Έλεγε ότι καταφέραμε μάλλον να περιορίσουμε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δολοφονήθηκε ο Έρικ Φράνκελ» είπε ο Γιέστα. «Στις δεκαπέντε Ιουνίου ήταν στο... κορίτσι του, ή όπως αλλιώς μπορεί ν’ αποκαλεί κανείς άτομα τέτοιας ηλικίας. Εκείνη τη μέρα τής είπε ότι ήθελε να διακόψουν, ήταν μάλιστα εμφανώς μεθυσμένος, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνον σύμφωνα με τη γυναίκα αυτή». «Και η καθαρίστρια πήγε στο σπίτι στις δεκαεπτά Ιουνίου και δεν μπόρεσε να μπει μέσα» συμπλήρωσε ο Μάρτιν. «Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ήταν απαραίτητα νεκρός τότε, ωστόσο αποτελεί σαφή ένδειξη. Διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε τύχει να μην μπορεί να μπει μέσα η καθαρίστρια. Κι αν τα αδέλφια δεν ήταν στο σπίτι, της άφηναν πάντοτε κλειδί σε συμφωνημένο σημείο». «Εντάξει, καλώς, τότε θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε με βάση την υπόθεση ότι πέθανε μεταξύ της δεκαπέντε και δεκαεπτά Ιουνίου. Μάθετε πού βρισκόταν τότε ο αδελφός του». Ο Μέλμπεργ έσκυψε και έξυσε πίσω από τ’ αυτιά τον Ερνστ, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από το τραπέζι του γραφείου, πάντα δίπλα στα πόδια του. «Πιστεύεις πραγματικά ότι ο Άξελ Φράνκελ έχει κάποια σχέση με...» Η Πάουλα δεν ολοκλήρωσε τη φράση της βλέποντας την ενοχλημένη έκφραση του Μέλμπεργ. «Δεν πιστεύω τίποτε αυτή τη στιγμή. Αλλά ξέρεις κι εσύ, εξίσου καλά με μένα, ότι οι περισσότεροι φόνοι γίνονται από κάποιον της οικογένειας. Ταρακουνήστε, λοιπόν, τον αδελφό του. Έγινα κατανοητός;»
200/499
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Έστω για μια φορά, ο Μέλμπεργ είχε δίκιο. Το ότι η ίδια είχε συμπαθήσει τον Άξελ Φράνκελ δεν έπρεπε να την εμποδίσει να κάνει τη δουλειά της. «Και τα παιδιά που μπήκαν στο σπίτι; Έχουμε δακτυλικά αποτυπώματα και ίχνη παπουτσιών από αυτά;» Ο Μέλμπεργ κοίταξε γύρω στο τραπέζι περιμένοντας απάντηση. Τα βλέμματα όλων των άλλων στράφηκαν στον Γιέστα. Εκείνος συστράφηκε στην καρέκλα του. «Ε... όχι ακριβώς... Δηλαδή... Ναι και όχι... Έχω πάρει από το ένα αγόρι, τον Άνταμ, αλλά δεν έχω προλάβει... με τον άλλο...» Ο Μέλμπεργ κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Μου λες, δηλαδή, ότι είχες ένα σωρό μέρες μπροστά σου να κάνεις αυτή την απλή δουλειά και δεν “πρόλαβες”; Καλά το κατάλαβα;» Ο Γιέστα έγνεψε αποκαρδιωμένος. «Ναι, ε... ναι, έτσι είναι. Αλλά θα το κάνω σήμερα». Ο Μέλμπεργ κάρφωσε ξανά το βλέμμα του πάνω του. «Αμέσως, στο πιτς φιτίλι» είπε ο Γιέστα και έσκυψε το κεφάλι. «Το καλό που σου θέλω» είπε ο Μέλμπεργ, ο οποίος στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του στον Μάρτιν και στην Πάουλα. «Κάτι άλλο; Τι γίνεται μ’ εκείνο τον Ρίνγκχολμ; Υπάρχει καθόλου ψαχνό; Η προσωπική μου άποψη είναι πως πρόκειται για το πλέον ενδιαφέρον άτομο στην υπόθεση, και πρέπει να τους κάνουμε άνω κάτω αυτούς τους Φίλους της Σουηδίας ή όπως διάολο αυτοαποκαλούνται». «Πήγαμε στο σπίτι του Φρανς και μιλήσαμε μαζί του, αλλά δεν βγάλαμε κάτι που θα μπορούσαμε να το δούμε σαν ίχνος. Σύμφωνα με αυτόν, υπήρχαν κάποια στοιχεία στην οργάνωση που είχαν στείλει απειλητικά γράμματα στον Έρικ Φράνκελ, και ο ίδιος προσπάθησε να μπει στη μέση και να προστατεύσει τον Έρικ λόγω της παλιάς τους φιλίας». «Αυτά τα “στοιχεία”...» είπε ο Μέλμπεργ ζωγραφίζοντας εισαγωγικά στον αέρα «μιλήσαμε μαζί τους;» «Όχι, όχι ακόμη» είπε ο Μάρτιν ήρεμα «αλλά είναι στις δουλειές που θα κάνουμε σήμερα». «Καλά, καλά» είπε ο Μέλμπεργ και προσπάθησε να απομακρύνει τον Ερνστ από τα πόδια του, που είχαν αρχίσει να μουδιάζουν. Αυτό όμως το σπρώξιμο έκανε τον Ερνστ να αμολήσει μια ηχηρή πορδή και να ξαναπάρει θέση στα πόδια του προσωρινού αφεντικού του.
201/499
«Ωραία, τότε απομένει ένα πράγμα να συζητήσουμε, και αυτό είναι ότι το τμήμα δεν λειτουργεί και ως παιδικός σταθμός! Καταλαβαίνετε τι λέω;» Κάρφωσε το βλέμμα του στην Άνικα η οποία καθόταν σιωπηλή και κατέγραφε όσα λέγονταν. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα πάνω από τα ματογυάλια της. Έπειτα από μακρά σιωπή, και αφού ο Μέλμπεργ είχε αρχίσει να σφίγγεται και να αναρωτιέται μήπως είχε μιλήσει με πιο σκληρό ύφος από όσο χρειαζόταν, εκείνη είπε: «Έκανα όλες τις δουλειές μου κανονικότατα, παρόλο που κράτησα τη Μάγια για λίγο χτες, και αυτό είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να σε απασχολεί εσένα, Μπέρτιλ». Ένας σιωπηλός αγώνας ισχύος διεξήχθη καθώς η Άνικα αντιμετώπιζε με ηρεμία το βλέμμα του Μέλμπεργ. Έπειτα ο Μέλμπεργ κοίταξε αλλού και μουρμούρισε: «Μάλιστα, εντάξει, εσύ ξέρεις καλύτερα...» «Επίσης, χάρη στον Πάτρικ κάναμε κάτι που αντιληφθήκαμε πως είχαμε ξεχάσει: ελέγξαμε τον τραπεζικό λογαριασμό του Έρικ...» Η Πάουλα έκλεισε το μάτι στην Άνικα, δείχνοντας την υποστήριξή της. «Σίγουρα θα το σκεφτόμασταν και μόνοι μας αργά ή γρήγορα... Αλλά τώρα έγινε γρήγορα... αντί για αργά...» έκανε ο Γιέστα και κοίταξε επίσης την Άνικα, προτού κατεβάσει ξανά το βλέμμα και αρχίσει να μελετάει με ενδιαφέρον την επιφάνεια του τραπεζιού. «Εντάξει, αλλά είχα την εντύπωση πως όταν κάποιος έχει άδεια πατρότητας έχει άδεια πατρότητας» είπε βλοσυρά ο Μέλμπεργ, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είχε χάσει αυτή τη μάχη. «Πολύ καλά λοιπόν, έχουμε και δουλειές να κάνουμε». Σηκώθηκαν όλοι και έβαλαν τα φλιτζάνια τους στο πλυντήριο πιάτων. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
Φιελμπάκα 1944
«Ήμουν σίγουρη πως θα σε έβρισκα εδώ». Η Έλσι κάθισε δίπλα στον Έρικ στο απάγκιο που πρόσφερε η ρωγμή ενός βράχου. «Ναι, εδώ έχω τις περισσότερες πιθανότητες να μη με ενοχλήσει κανείς» είπε τραχιά ο Έρικ, αλλά μετά το πρόσωπό του μαλάκωσε και ακούμπησε στο γόνατό του το βιβλίο που κρατούσε. «Συγγνώμη» είπε «δεν ήθελα να ξεσπάσω σ’ εσένα». «Μήπως ο λόγος για την κακή σου διάθεση είναι ο Άξελ;» ρώτησε με απαλή φωνή η Έλσι και κάθισε δίπλα του. «Πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;» «Συμπεριφέρονται σαν να είναι ήδη νεκρός» είπε ο Έρικ και κοίταξε την ταραγμένη θάλασσα στην είσοδο του λιμανιού της Φιελμπάκα. «Η μητέρα τουλάχιστον έτσι συμπεριφέρεται. Ο πατέρας όλο μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτα πράγματα, αρνείται να μιλήσει για το γεγονός». «Και εσύ πώς νιώθεις;» ρώτησε η Έλσι και περιεργάστηκε με ενδιαφέρον τον φίλο της. Γνώριζε πολύ καλά τον Έρικ. Περισσότερο από όσο πίστευε ο ίδιος. Είχαν παίξει αμέτρητες ώρες μαζί, αυτή, ο Έρικ, η Μπρίτα και ο Φρανς. Δεν υπήρχαν πολλά παιχνίδια να παίξουν πια, τώρα που ήταν σχεδόν ενήλικες. Εκείνη τη στιγμή όμως η Έλσι δεν έβλεπε καμία διαφορά ανάμεσα στον δεκατετράχρονο και στον πεντάχρονο Έρικ, ο οποίος από τότε που φορούσε κοντά παντελονάκια ήταν ήδη μεγάλος άντρας σε παιδικό κορμί. Ήταν σαν ο Έρικ να είχε γεννηθεί άντρας και εξελίχθηκε σταδιακά στον πραγματικό εαυτό του. Λες και το παιδικό, το αγορίστικο και τώρα το εφηβικό κορμί ήταν τα στάδια που έπρεπε να περάσει μέχρι να φτάσει στο σημείο που θα χωρούσε πραγματικά στο πετσί του. «Δεν ξέρω τι νιώθω» είπε ξερά ο Έρικ και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Ωστόσο, η Έλσι πρόλαβε να δει κάτι που έλαμψε στην άκρη του ματιού του.
203/499
«Φυσικά και ξέρεις» του είπε και συνέχισε να κοιτάζει το προφίλ του. «Μίλησέ μου». «Νιώθω τόσο... διχασμένος... Εν μέρει νιώθω τέτοιο φόβο και λύπη γι’ αυτό που έγινε, και που γίνεται, με τον Άξελ. Και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσε να πεθάνει με κάνει...» Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη, αλλά δεν τα κατάφερε. Η Έλσι όμως καταλάβαινε τι εννοούσε. Έμεινε αμίλητη και τον άφησε να συνεχίσει. «Από την άλλη, όμως, νιώθω τέτοια οργή...» Η φωνή του ακούστηκε βαθιά, δίνοντας μια πρώτη ιδέα για το πώς θα ακουγόταν στο μέλλον ο ενήλικας Έρικ. «Νιώθω οργή επειδή τώρα έχω γίνει πιο αόρατος από ποτέ. Δεν είμαι πουθενά. Δεν υπάρχω. Όσο ήταν στο σπίτι ο Άξελ φαινόταν σαν να μπορούσε να εκτρέψει λίγο από το φως που έπεφτε πάνω του και σ’ εμένα. Μια μικρή δέσμη φωτός, περιστασιακά. Και αυτό μου έφτανε. Ποτέ δεν απαίτησα κάτι περισσότερο. Ο Άξελ δικαιούνταν να βρίσκεται στο φως, να τραβάει την προσοχή όλων. Πάντα ήταν καλύτερος από μένα. Εγώ δεν θα έκανα ποτέ ό,τι έκανε αυτός. Δεν είμαι θαρραλέος. Δεν τραβάω τα βλέμματα του κόσμου πάνω μου. Έπειτα δεν έχω την ικανότητα του Άξελ να κάνω τον κόσμο γύρω μου να νιώθει καλά. Διότι εκεί πιστεύω ότι βρισκόταν... ότι βρίσκεται το μυστικό του, ότι κάνει τους πάντες γύρω του να νιώθουν καλά. Εγώ δεν διαθέτω αυτή την ικανότητα. Αντίθετα, προκαλώ νευρικότητα, ανησυχία στους ανθρώπους. Δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν μ’ εμένα. Έχω πάρα πολλές γνώσεις. Γελάω πολύ λίγο. Εγώ...» Αναγκάστηκε να πάρει ανάσα ύστερα από αυτό το λογύδριο, που ήταν πιθανότατα το μακροσκελέστερο της ζωής του. Η Έλσι δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Πρόσεξε μη σου τελειώσουν τα λόγια, Έρικ. Είσαι άλλωστε τόσο φειδωλός μ’ αυτά». Του χαμογελούσε, αλλά ο Έρικ έσφιγγε τα δόντια του. «Μα αυτό ακριβώς εννοώ. Και ξέρεις κάτι; Πιστεύω ότι θα μπορούσα να σηκωθώ και να φύγω, να απομακρύνομαι ολοένα και περισσότερο, και να μη γυρίσω ποτέ. Κανείς στο σπίτι δεν θα πρόσεχε ότι έλειπα. Για τον πατέρα και τη μητέρα είμαι απλώς μια σκιά σε κάποια γωνιά του οπτικού τους πεδίου, και κατά κάποιον τρόπο πιστεύω σχεδόν ότι θα ένιωθαν ανακούφιση αν η σκιά αυτή εξαφανιζόταν, ώστε να επικεντρωθούν απερίσπαστοι στον Άξελ». Η φωνή του έσπασε και απέστρεψε ξανά το πρόσωπό του ντροπιασμένος.
204/499
Η Έλσι πέρασε το χέρι της γύρω του και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει από το σκοτεινό μέρος όπου βρισκόταν. «Έρικ, σου δίνω τον λόγο μου ότι θα το πρόσεχαν αν εξαφανιζόσουν. Είναι απλώς... απασχολημένοι με αυτό που συνέβη στον Άξελ». «Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τότε που τον έπιασαν οι Γερμανοί» είπε ο Έρικ άχρωμα. «Πόσο καιρό θα είναι απασχολημένοι; Έξι μήνες; Έναν χρόνο; Δύο; Μια ζωή; Εγώ είμαι εδώ. Τώρα. Υπάρχω ακόμη εδώ. Γιατί να μη σημαίνει τίποτε αυτό; Και ταυτόχρονα νιώθω πανάθλιος που ζηλεύω τον αδελφό μου, ο οποίος είναι πιθανώς φυλακισμένος και μπορεί να εκτελεστεί και να μην τον ξαναδούμε ποτέ. Αδελφός να σου τύχει!» «Κανένας δεν αμφισβητεί την αγάπη σου για τον Άξελ». Η Έλσι τον χάιδεψε πάνω από το πουκάμισο. «Αλλά δεν είναι παράξενο που θέλεις να βλέπουν κι εσένα, που θέλεις να υπάρχεις. Εγώ πάντως ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχεις... Αλλά πρέπει να τους μιλήσεις για τα συναισθήματά σου, πρέπει να τους υποχρεώσεις να σε δουν». «Δεν τολμώ». Ο Έρικ κούνησε έντονα το κεφάλι. «Κι αν με θεωρήσουν πανάθλιο άτομο;» Η Έλσι κράτησε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. «Άκουσέ με, Έρικ Φράνκελ. Δεν είσαι καθόλου πανάθλιο άτομο. Αγαπάς τον αδελφό σου και τους γονείς σου. Αλλά έχεις θλίψη μέσα σου. Πρέπει να τους το πεις αυτό, πρέπει να απαιτήσεις κι εσύ λίγο χώρο. Καταλαβαίνεις;» Εκείνος προσπάθησε να στρέψει αλλού το κεφάλι, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να το κρατάει σταθερό ανάμεσα στις παλάμες της και να τον κοιτάζει επίμονα στα μάτια. Στο τέλος ο Έρικ έγνεψε καταφατικά. «Έχεις δίκιο. Θα τους μιλήσω...» Η Έλσι τύλιξε αυθόρμητα τα χέρια της γύρω του και τον έσφιξε δυνατά πάνω της. Τον ένιωσε να χαλαρώνει καθώς του χάιδευε την πλάτη. «Τι διάολο!» Μια φωνή πίσω τους τους έκανε να τραβηχτούν ο ένας από τον άλλο. Η Έλσι γύρισε και είδε τον Φρανς, κάτασπρο και με τις γροθιές σφιγμένες, να τους καρφώνει με το βλέμμα. «Τι διάολο!» επανέλαβε ο Φρανς και φάνηκε πως δυσκολευόταν να βρει κάτι άλλο να πει. Η Έλσι αντιλήφθηκε πώς πρέπει να του φάνηκε η στάση τους και μίλησε ήρεμα για να κάνει τον Φρανς να καταλάβει τι είχε συμβεί
205/499
πραγματικά, πριν τον παρασύρει το φοβερό του ταμπεραμέντο. Τον είχε δει να ανάβει και να φουντώνει με την ταχύτητα σπίρτου πολλές φορές παλιότερα. Ο Φρανς ήταν διαρκώς έτοιμος για βίαια ξεσπάσματα, λες και όλη την ώρα έψαχνε να βρει αιτίες για να εξωτερικεύσει την οργή του. Και η Έλσι ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να καταλάβει ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό μπορεί να αποδεικνυόταν καταστρόφικό αν δεν κατάφερνε να του εξηγήσει τι είχε γίνει. «Εγώ και ο Έρικ καθόμασταν απλώς και μιλούσαμε λίγο». Η Έλσι μίλησε αργά και ήρεμα. «Ναι, ναι, είδα ότι απλώς καθόσασταν και μιλούσατε» είπε ο Φρανς και κάτι στο βλέμμα του έκανε την Έλσι να ριγήσει. «Μιλούσαμε για τον Άξελ, και το πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεται εκεί όπου βρίσκεται» είπε εκείνη δίχως να παίρνει τα μάτια της από τα μάτια του Φρανς. Η αγριάδα και η ψυχρότητα στο βλέμμα του καταλάγιασαν. Η Έλσι συνέχισε να μιλάει. «Παρηγορούσα τον Έρικ. Αυτό έγινε. Κάθισε τώρα μαζί μας». Χτύπησε το χέρι της επιτακτικά στον βράχο δίπλα της. Εκείνος δίστασε. Όμως τα σφιγμένα χέρια του είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν, ενώ η ψυχρότητα είχε εξαφανιστεί από το βλέμμα του. Αναστέναξε βαριά και κάθισε. «Συγγνώμη...» είπε δίχως να την κοιτάζει. «Εντάξει, δεν πειράζει» αποκρίθηκε εκείνη «αλλά καλό θα είναι να μην προτρέχεις και μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα». Ο Φρανς κάθισε σιωπηλός για λίγο. Μετά στράφηκε προς το μέρος της. Η ένταση των συναισθημάτων που η Έλσι είδε στα μάτια του την κατατρόμαξε, πολύ περισσότερο από την προηγούμενη ψυχρότητα και την οργή που είχε αντικρίσει μέσα τους. Η σκέψη που πέρασε από το μυαλό της ήταν ότι αυτή η ιστορία δεν θα είχε καλό τέλος. Σκέφτηκε επίσης την Μπρίτα και τα ερωτευμένα βλέμματα που έριχνε μονίμως στον Φρανς. Η Έλσι επανέλαβε μέσα της: Αυτή η ιστορία δεν θα έχει καλό τέλος.
«Π
ολύ ευχάριστος άνθρωπος». Η Κάριν χαμογελούσε καθώς έσπρωχνε το καρότσι με τον Λούντε μπροστά της. «Η Ερίκα είναι κορυφή» είπε ο Πάτρικ και ένιωσε τα χείλη του να σχηματίζουν ένα χαμόγελο. Είχαν βέβαια κάποιες γκρίνιες τελευταία, αλλά αυτά ήταν μικροπράγματα. Ο Πάτρικ ένιωθε πολύ τυχερός που ξυπνούσε δίπλα στην Ερίκα κάθε πρωί. «Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο για τον Λέιφ» είπε η Κάριν. «Αλλά έχει αρχίσει να με κουράζει πραγματικά η ζωή με μουσικάντη χορευτικής μπάντας. Αν και ήξερα σε τι έμπλεκα, οπότε μάλλον δεν επιτρέπεται να παραπονιέμαι». «Αλλάζει η ζωή όταν αποκτά κανείς παιδί» είπε ο Πάτρικ, και η πρότασή του ακούστηκε λίγο σαν διαπίστωση και λίγο σαν ερώτηση. «Βρε, λες;» απάντησε ειρωνικά η Κάριν. «Μάλλον ήμουν αφελής, αλλά δεν είχα ιδέα πόση δουλειά έχει η μητρότητα και τι απαιτήσεις έχει ένα μικρό παιδί, και... τέλος πάντων, δεν είναι εύκολο να τα βγάζεις πέρα μόνος σου. Μερικές φορές νιώθω ότι εγώ κάνω όλη τη σκληρή δουλειά, εγώ ξυπνάω τις νύχτες, εγώ αλλάζω πάνες, εγώ παίζω μαζί του, εγώ τον ταΐζω, εγώ τον πάω στον γιατρό όταν αρρωσταίνει. Και μετά έρχεται ο Λέιφ και μπαίνει στο σπίτι και ο Λούντε τον υποδέχεται σαν να είναι ο Αϊ-Βασίλης με τα δώρα. Κι αυτό μου φαίνεται πάρα πολύ άδικο». «Ναι, αλλά σε ποιον τρέχει ο Λούντε όταν πέφτει και χτυπάει;» ρώτησε ο Πάτρικ. Η Κάριν χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, σ’ εμένα έρχεται. Οπότε κάτι σημαίνει και γι’ αυτόν το γεγονός ότι τον κουβαλώ στην αγκαλιά μου τις νύχτες. Αλλά δεν ξέρω... νιώθω λίγο γελασμένη κατά κάποιον τρόπο. Δεν θα έπρεπε να ήταν έτσι». Αναστέναξε και ίσιωσε το καπέλο του Λούντε που είχε γείρει στο πλάι με αποτέλεσμα να του καλύπτει το ένα αυτί. «Εγώ πάντως έχω να πω ότι η δουλειά αυτή είναι πολύ διασκεδαστικότερη απ’ ό,τι είχα φανταστεί» είπε ο Πάτρικ, αλλά κατάλαβε πως είχε πει χαζομάρα μόλις η Κάριν τον κάρφωσε με το βλέμμα.
207/499
«Πιστεύει και η Ερίκα το ίδιο λες;» έκανε δηκτικά και ο Πάτρικ κατάλαβε πού το πήγαινε. «Όχι, δεν το πιστεύει. Ή τουλάχιστον δεν το πίστευε τον τελευταίο χρόνο» αποκρίθηκε ο Πάτρικ και το στομάχι του σφίχτηκε όταν θυμήθηκε πόσο χλωμή και άκεφη ήταν η Ερίκα τους πρώτους μήνες με τη Μάγια. «Μήπως οφειλόταν άραγε στο γεγονός ότι η Ερίκα αποσπάστηκε βίαια από τις καθημερινές της ασχολίες για να φροντίσει τη Μάγια ενώ εσύ πήγαινες στη δουλειά;» «Μα βοηθούσα όσο μπορούσα» διαμαρτυρήθηκε ο Πάτρικ. «Βοηθούσες, ναι» είπε η Κάριν και τον προσπέρασε με το καροτσάκι μόλις μπήκαν στο στενό δρομάκι που έβγαζε στο Μπαντχόλμεν. «Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο “βοηθάω” και στο είμαι εκείνος που φέρει την απόλυτη ευθύνη. Δεν είναι τόσο απλό να ανακαλύψεις πώς θα ηρεμήσεις ένα παιδί που κλαίει, πώς και πότε θα τρώει και πώς θα απασχολείς τον εαυτό σου και ένα μωρό τουλάχιστον πέντε μέρες την εβδομάδα, συχνά χωρίς να έχεις άλλο ενήλικα κοντά σου για παρέα. Άλλο πράγμα να είσαι γενικός διευθυντής της Μωρό ΑΕ και άλλο να είσαι υφιστάμενος που περιμένει εντολές». «Ναι, αλλά δεν μπορείς να ρίχνεις όλο το φταίξιμο στους μπαμπάδες» είπε ο Πάτρικ και έσπρωξε το καρότσι στην απότομη ανηφόρα. «Εμένα μου φαίνεται ότι οι μαμάδες δεν θέλουν να αφήσουν τον έλεγχο στους μπαμπάδες, κι όταν ο μπαμπάς αλλάζει πάνα εκείνη θα του πει ότι το κάνει λάθος, κι όταν πας να τα ταΐσεις σου λέει ότι δεν κρατάς καλά το μπιμπερό, και άλλα παρόμοια. Οπότε δεν νομίζω πως τα πράγματα θα είναι εύκολα για τους μπαμπάδες όταν θελήσουν να πάρουν τον ρόλο του γενικού διευθυντή για τον οποίο έκανες λόγο». Η Κάριν έμεινε σιωπηλή για λίγο, μετά κοίταξε τον Πάτρικ και είπε: «Αυτό έκανε η Ερίκα δηλαδή όταν ήταν στο σπίτι με τη Μάγια; Δεν σε άφηνε να πάρεις πρωτοβουλία;» Περίμενε ήρεμα την απάντησή του. Ο Πάτρικ το σκέφτηκε καλά και είπε: «Όχι, δεν έκανε αυτό η Ερίκα. Μάλλον εγώ πίστευα ότι ήταν ωραία που δεν χρειαζόταν να αναλαμβάνω την κύρια ευθύνη. Όταν η Μάγια έκλαιγε και προσπαθούσα να την ηρεμήσω ήταν βολικό να ξέρω ότι όσο κι αν ούρλιαζε μπορούσα πάντοτε να την αφήνω στην Ερίκα, η οποία θα κατάφερνε να την ηρεμήσει, αν δεν τα κατάφερνα εγώ. Και
208/499
ήταν οπωσδήποτε ευχάριστο να πηγαίνω στη δουλειά κάθε πρωί, μια που θα είχα επίσης την ευτυχία να επιστρέφω κάθε βράδυ στη Μάγια». «Επειδή έπαιρνες τη δόση σου από τον κόσμο των ενηλίκων» έκανε ξερά η Κάριν. «Και τώρα πώς τα πας; Τώρα που έχεις εσύ τη βασική ευθύνη; Λειτουργεί;» Ο Πάτρικ το σκέφτηκε και έγνεψε αρνητικά. «Όχι, δεν έχω πάρει ακριβώς άριστα όσο έχω την άδεια πατρότητας, για να το πω κι έτσι. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο. Η Ερίκα δουλεύει στο σπίτι, ξέρει πού βρίσκεται το καθετί...» Κούνησε ξανά το κεφάλι. «Ναι, τα ξέρω αυτά. Κάθε φορά που έρχεται στο σπίτι ο Λέιφ αρχίζει να φωνάζει: “Κάααριν! Πού είναι οι πάνες;”. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς λειτουργείτε στις κανονικές σας δουλειές, αφού στο σπίτι δεν μπορείτε να θυμηθείτε ούτε πού βάζουμε τις πάνες». «Α, σταμάτα πια» είπε ο Πάτρικ και έσπρωξε ελαφρώς την Κάριν. «Δεν είμαστε δα και τόσο άχρηστοι. Λίγη εμπιστοσύνη μπορείς να μας δείξεις τελικά. Πριν από μια γενιά οι άντρες δεν έμπαιναν καν στον κόπο να αλλάζουν τις πάνες των παιδιών τους. Πιστεύω ότι έχουμε προοδεύσει πάρα πολύ από τότε. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να αλλάξεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Είχαμε ως πρότυπα τους πατεράδες μας, αυτοί μας σημάδεψαν μια για πάντα, και όπως και να το κάνεις κάποια πράγματα παίρνουν χρόνο. Αλλά κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε». «Εσύ μπορεί» είπε η Κάριν, με φανερή πικρία στη φωνή. «Αλλά ο Λέιφ σίγουρα δεν κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί». Ο Πάτρικ δεν είπε τίποτα. Και τι να ’λεγε. Όταν χωρίστηκαν στο Σέλβικ, στη διασταύρωση όπου βρισκόταν ο ιστιοπλοϊκός όμιλος Νορντερβίκεν, ο Πάτρικ ήταν λυπημένος και συλλογισμένος. Κάποτε επιθυμούσε να ατυχήσει η Κάριν επειδή τον είχε προδώσει. Τώρα όμως τη λυπόταν πάρα πολύ.
Το τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα τούς έκανε να μπουν τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Ο Μέλμπεργ, όπως πάντα, μουρμούρισε κάποια δικαιολογία και βιάστηκε να εξαφανιστεί στο γραφείο του. Αλλά ο Μάρτιν, η Πάουλα και ο Γιέστα κατέβαιναν τώρα την Αφέρσγκαταν κατευθυνόμενοι προς το λύκειο του
209/499
Τανουμσχέντε. Τους είχαν πει να πάνε στο γραφείο του διευθυντή. Δεν ήταν η πρώτη επίσκεψη του Μάρτιν στο σχολείο, οπότε δεν είχε πρόβλημα να το βρει. «Τι συνέβη;» Κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο όπου είδε έναν βλοσυρό έφηβο να κάθεται σε μια καρέκλα πλαισιωμένος από τον διευθυντή και δύο άντρες που ο Μάρτιν υπέθεσε πως ήταν καθηγητές. «Ο Περ χτύπησε σοβαρά έναν από τους μαθητές μας» είπε ο διευθυντής αυστηρά και κάθισε στο γραφείο. «Πολύ χαίρομαι που ήρθατε τόσο γρήγορα». «Πώς είναι ο μαθητής;» ρώτησε η Πάουλα. «Χάλια. Είναι μαζί του η νοσοκόμα του σχολείου, και περιμένουμε το ασθενοφόρο. Τηλεφώνησα στη μητέρα του Περ, όπου να ’ναι θα ’ρθει». Ο γυμνασιάρχης έριξε μια άγρια ματιά στο αγόρι, το οποίο αντέδρασε με ένα αδιάφορο χασμουρητό. «Θα έρθεις μαζί μας στο τμήμα» είπε ο Μάρτιν και του έκανε νόημα να σηκωθεί. Μετά στράφηκε στον διευθυντή. «Κοιτάξτε μήπως μπορέσετε να έρθετε σε επαφή με τη μητέρα του πριν φτάσει εδώ, αλλιώς πείτε της να μας συναντήσει στο τμήμα. Η συνάδελφός μου Πάουλα Μοράλες θα μείνει να κάνει ερωτήσεις στους μάρτυρες που είδαν την επίθεση». Η Πάουλα έγνεψε στον διευθυντή. «Θα αρχίσω αμέσως» είπε και έφυγε από το γραφείο. Ο Περ διατηρούσε ακόμη το ίδιο αδιάφορο ύφος όταν λίγο αργότερα βγήκε περπατώντας νωχελικά πίσω από τους αστυνομικούς στον διάδρομο. Ένα μεγάλο πλήθος περίεργων μαθητών είχε συγκεντρωθεί και ο Περ αντέδρασε χαμογελώντας και υψώνοντας το μεσαίο δάχτυλο. «Μαλάκες» μουρμούρισε. Ο Γιέστα τού έριξε μια αυστηρή ματιά. «Μη βγάλεις ξανά άχνα μέχρι να φτάσουμε στο τμήμα». Ο Περ ανασήκωσε τους ώμους, αλλά έκανε ό,τι του είπε. Στην υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το κτίριο που στέγαζε την αστυνομία και την πυροσβεστική κοιτούσε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου δίχως να λέει λέξη. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους τον έβαλαν σε ένα δωμάτιο και περίμεναν να έρθει η μητέρα του. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του Μάρτιν. Άκουσε με ενδιαφέρον αυτά που του είπε ο συνομιλητής του και μετά στράφηκε στον Γιέστα συλλογισμένος.
210/499
«Η Πάουλα ήταν» είπε ο Μάρτιν. «Ξέρεις ποιος ήταν αυτός που κακοποιήθηκε;» «Όχι, γιατί; Τον γνωρίζουμε;» «Ναι, βέβαια. Είναι ο Ματίας Λάρσον, αυτός που βρήκε τον Έρικ Φράνκελ. Τον πάνε στο νοσοκομείο τώρα. Οπότε θα του κάνουμε κι αυτού μερικές ερωτήσεις αργότερα». Ο Γιέστα άκουσε την πληροφορία δίχως να τη σχολιάσει, αλλά ο Μάρτιν τον είδε που χλώμιασε. Δέκα λεπτά αργότερα μπήκε τρέχοντας από την κεντρική είσοδο η Καρίνα και ρώτησε λαχανιασμένη στη ρεσεψιόν πού ήταν ο γιος της. Η Άνικα την οδήγησε ήρεμα στο γραφείο του Μάρτιν. «Πού είναι ο Περ; Τι συνέβη;» Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα και ακουγόταν φοβερά αναστατωμένη. Ο Μάρτιν τής συστήθηκε και της έδωσε το χέρι του. Τα τυπικά και γνωστά τελετουργικά λειτουργούσαν πολλές φορές κατευναστικά. Έτσι λειτούργησαν και τώρα. Η Καρίνα επανέλαβε την ερώτησή της σε χαμηλότερο τόνο και μετά κάθισε στην καρέκλα που της υπέδειξε ο αστυνομικός. Ο Μάρτιν μόρφασε ελαφρά νιώθοντας μια γνωστή μυρωδιά που προερχόταν από τη γυναίκα απέναντί του. Μπαγιάτικο μεθύσι. Χαρακτηριστική μυρωδιά, εύκολα την αναγνώριζες. Ίσως να είχε πάει σε κάποιο πάρτι την προηγούμενη μέρα. Αν και δεν το πίστευε. Το πρόσωπό της είχε την πλαδαρότητα και το ελαφρύ πρήξιμο του αλκοολικού. «Ο Περ συνελήφθη γιατί χτύπησε ένα αγόρι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήραμε από το σχολείο, χτύπησε έναν συμμαθητή του στο προαύλιο του σχολείου». «Ω Θεέ μου» έκανε εκείνη και έσφιξε το μπράτσο της καρέκλας. «Πώς... Αυτός που...» Αδυνατούσε να ολοκληρώσει τη φράση της. «Τον μεταφέρουν τώρα στο νοσοκομείο. Φαίνεται πως είναι σε κακό χάλι». «Μα γιατί; Πώς;» Ξεροκατάπιε και ταυτόχρονα κούνησε έντονα το κεφάλι. «Αυτό σκοπεύουμε να εξιχνιάσουμε. Έχουμε τον Περ σε ένα από τα δωμάτια ανακρίσεων και θα θέλαμε, με την άδειά σας, να του κάνουμε μερικές ερωτήσεις». Η Καρίνα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, φυσικά». Ξεροκατάπιε ξανά. «Εντάξει λοιπόν. Πάμε να μιλήσουμε στον Περ». Ο Μάρτιν βγήκε από το γραφείο ακολουθούμενος από την Καρίνα. Σταμάτησε στον διάδρομο και
211/499
χτύπησε ελαφρά την πόρτα του Γιέστα. «Έλα μαζί μας. Θα μιλήσουμε με το παιδί τώρα». Η Καρίνα και ο Γιέστα χαιρετήθηκαν ευγενικά διά χειραψίας. Στη συνέχεια μπήκαν και οι τρεις στο δωμάτιο όπου καθόταν ο Περ και προσπαθούσε να δείχνει πολύ βαριεστημένος. Όμως έχασε αυτό το ύφος για μια στιγμή μόλις μπήκε η μητέρα του. Όχι για πολύ όμως. Μια ελαφριά σύσπαση του φρυδιού. Μια τρεμούλα στα χέρια. Μετά πίεσε τον εαυτό του να ξαναφορέσει τη μάσκα της αδιαφορίας και έστρεψε το βλέμμα του στον τοίχο. «Περ, πού πήγες και έμπλεξες πάλι;» Η φωνή της Καρίνα έσπασε όταν κάθισε δίπλα στον γιο της και προσπάθησε να βάλει το χέρι της στον ώμο του. Εκείνος τινάχτηκε για να το απομακρύνει και δεν της απάντησε. Ο Μάρτιν και ο Γιέστα κάθισαν απέναντι από τον Περ και την Καρίνα, και ο Μάρτιν άνοιξε το μαγνητόφωνο που είχαν μπροστά τους. Λόγω συνήθειας είχε μαζί του μπλοκάκι και στιλό, τα οποία έβαλε πάνω στο τραπέζι. Έπειτα εκφώνησε την ημερομηνία και την ώρα για να μαγνητοφωνηθούν και αμέσως μετά καθάρισε τον λαιμό του. «Λοιπόν, Περ, μπορείς να μου πεις τι συνέβη; Αυτή τη στιγμή ο Ματίας μεταφέρεται στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο. Αν σε ενδιαφέρει δηλαδή». Ο Περ απλώς χαμογέλασε, και η μητέρα του του έριξε μια αγκωνιά στα πλευρά. «Περ! Απάντησε αμέσως! Και φυσικά σε ενδιαφέρει τι κάνει ο Ματίας! Έτσι δεν είναι;» Η φωνή της έσπασε πάλι, αλλά ο γιος της αρνούνταν επίμονα να την κοιτάξει. «Αφήστε τον Περ να απαντήσει» είπε ο Γιέστα και έκλεισε καθησυχαστικά το μάτι στην Καρίνα. Έπεσε σιωπή για λίγο, ενόσω περίμεναν τον δεκαπεντάχρονο ν’ απαντήσει. Έπειτα ο Περ τίναξε το κεφάλι. «Ε, ο Ματίας έλεγε ένα κάρο μαλακίες». «Τι “μαλακίες” εννοείς;» έκανε φιλικά ο Μάρτιν. «Μήπως θα μπορούσες να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;» Επικράτησε ξανά σιωπή. Στη συνέχεια ο Περ είπε: «Τίποτα ιδιαίτερο, απλώς προσπάθησε να ρίξει τη Μία, που το παίζει η γκόμενα του σχολείου, και τον άκουσα να καυχιέται για το πόσο γενναίοι ήταν αυτός και ο Άνταμ που μπήκαν
212/499
στο σπίτι εκείνου του γέρου, και ότι κανένας άλλος δεν είχε τολμήσει να το κάνει! Θέλω να πω, τι διάολο, η ιδέα αυτή τους ήρθε αφού είχα μπει εγώ εκεί. Είχαν τεντώσει τ’ αυτιά τους σαν δορυφορικά πιάτα όταν τους είπα για όλα τα γαμάτα πράγματα που είχε εκεί μέσα, και όλοι ξέρουμε ότι δεν θα τολμούσαν ποτέ να μπουν πρώτοι. Οι σπασίκλες». Ο Περ γέλασε και η Καρίνα χαμήλωσε το βλέμμα της ντροπιασμένη. Ο Μάρτιν χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει τι είχε πει ο Περ. Μετά επανέλαβε αργά: «Εννοείς το σπίτι του Έρικ Φράνκελ; Στη Φιελμπάκα;» «Ναι, αυτόν που βρήκαν νεκρό ο Ματίας και ο Άνταμ. Ο γέρος που είχε όλα εκείνα τα αντικείμενα των ναζί. Μιλάμε για πολλά μαραφέτια» είπε ο Περ και τα μάτια του έλαμψαν. «Είχα σκεφτεί να ξαναπάω και να προσπαθήσω να πάρω μερικά με τους φίλους μου, αλλά ήρθε ο γέρος και με κλείδωσε μέσα και τηλεφώνησε στον πατέρα μου και...» «Για περίμενε, περίμενε λίγο» είπε ο Μάρτιν και σήκωσε τα χέρια του για να τον σταματήσει. «Πες μου τα λίγο πιο ήρεμα. Μου λες ότι ο Έρικ Φράνκελ σε πήρε χαμπάρι όταν μπήκες στο σπίτι του; Και ότι σε κλείδωσε μέσα;» Ο Περ έγνεψε καταφατικά. «Νόμιζα ότι δεν ήταν στο σπίτι και μπήκα από ένα παράθυρο του υπογείου. Αλλά εκείνος ήρθε όταν μπήκα σε εκείνο το δωμάτιο με όλα τα βιβλία και τις μαλακίες, και τότε έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Και μετά με ανάγκασε να του δώσω τον αριθμό τηλεφώνου του πατέρα μου και του τηλεφώνησε». «Εσείς το ξέρατε αυτό;» Ο Μάρτιν κοίταξε αυστηρά την Καρίνα. Εκείνη έγνεψε ελαφρά. «Ναι, αν και το έμαθα πολύ πρόσφατα. Ο Σελ, ο πρώην σύζυγός μου, δεν μου το είχε αναφέρει νωρίτερα. Πριν μου το πει δεν είχα ιδέα για το τι είχε συμβεί. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν του έδωσες το δικό μου τηλέφωνο, Περ. Αντί να μπλέξεις τον μπαμπά σου!» «Και να σου το έλεγα, δεν θα ήξερες τι να κάνεις» είπε ο Περ και κοίταξε για πρώτη φορά τη μητέρα του. «Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να πίνεις όλη μέρα, και δεν δίνεις δεκάρα για τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα βρομοκοπάς!» Τα χέρια του Περ άρχισαν να τρέμουν ξανά όπως και πριν, όταν είχαν μπει οι αστυνομικοί και η μητέρα του στο δωμάτιο και ο ίδιος είχε χάσει τον αυτοέλεγχό του για μια στιγμή.
213/499
Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της Καρίνα. Κοίταζε αμίλητη τον γιο της. Έπειτα είπε με χαμηλή φωνή: «Αυτά έχεις να πεις για μένα έπειτα από όσα έχω κάνει για σένα; Σε γέννησα, σε έντυσα και σε βοήθησα όλα αυτά τα χρόνια, αφότου μας παράτησε ο πατέρας σου». Μετά στράφηκε στον Μάρτιν και στον Γιέστα. «Σηκώθηκε μια μέρα και έφυγε. Γέμισε τις βαλίτσες του και έφυγε. Αποδείχτηκε ότι ήταν με κάποια εικοσιπεντάρα που έμεινε έγκυος, και παράτησε εμένα και τον Περ δίχως να γυρίσει να μας κοιτάξει ποτέ. Απλώς έφτιαξε μια καινούργια οικογένεια και εμάς μας πέταξε σαν σκουπίδια». «Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που την έκανε ο μπαμπάς» είπε ο Περ κουρασμένα και μεμιάς φάνηκε πολύ πιο γερασμένος από τα δεκαπέντε του χρόνια. «Πώς τον λένε τον πατέρα σου;» ρώτησε ο Γιέστα. «Ο πρώην άντρας μου λέγεται Σελ Ρίνγκχολμ» απάντησε η Καρίνα με αυστηρή φωνή. «Μπορώ να σας δώσω το τηλέφωνό του». Ο Μάρτιν και ο Γιέστα αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Ο Σελ Ρίνγκχολμ από την εφημερίδα Μπουχουσλένινγκεν;» ρώτησε ο Γιέστα και τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους. «Ο γιος του Φρανς Ρίνγκχολμ;» «Ο Φρανς είναι παππούς μου» είπε περήφανα ο Περ. «Είναι ο πιο μάγκας απ’ όλους. Είχε κάνει φυλακή μάλιστα, αλλά τώρα ασχολείται με την πολιτική. Θα συμμετάσχουν στις ερχόμενες εκλογές και θα βγουν, και μετά θα εξαφανιστούν οι ξένοι από τον δήμο». «Περ!» ξεφώνισε η Καρίνα σοκαρισμένη και στράφηκε στους αστυνομικούς. «Είναι στην ηλικία της αναζήτησης. Πειραματίζεται με διάφορους ρόλους. Και, ναι, ο παππούς του δεν ασκεί θετική επιρροή πάνω του. Ο Σελ τού έχει απαγορεύσει να βλέπει τον πατέρα του». «Ναι, σιγά» μουρμούρισε ο Περ. «Κι εκείνος ο γέρος με τα ναζιστικά μπιχλιμπίδια έπαθε ό,τι του άξιζε. Τον άκουσα να μιλάει με τον πατέρα όταν εκείνος ήρθε να με πάρει και του έλεγε ένα κάρο μαλακίες, ότι θα του έδινε πλούσιο υλικό για άρθρα που θα έγραφε ο πατέρας για τους Φίλους της Σουηδίας, και ειδικά για τον Φρανς. Νόμιζαν ότι δεν τους άκουγα, αλλά τελικά αποφάσισαν να συναντηθούν αργότερα. Μαλάκες προδότες. Καταλαβαίνω γιατί ο παππούς ντρέπεται για τον πατέρα» έκανε με μίσος ο Περ.
214/499
Η Καρίνα γύρισε και του έδωσε ένα χαστούκι. Στη σιωπή που επικράτησε αμέσως μετά μητέρα και γιος κοιτάχτηκαν με έκπληξη και μίσος. Έπειτα το πρόσωπο της Καρίνα μαλάκωσε. «Συγγνώμη, συγγνώμη, αγάπη μου. Δεν το ήθελα... Εγώ... Συγγνώμη». Προσπάθησε να αγκαλιάσει τον γιο της, αλλά εκείνος την έσπρωξε μακριά του. «Άντε αποδώ, ηλίθια αλκοολική. Μη με ξαναγγίξεις! Ακούς τι σου λέω;» «Για να ηρεμήσουμε λίγο τώρα». Ο Γιέστα μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του και κοίταξε αυστηρά την Καρίνα και τον Περ. «Δεν νομίζω ότι μπορούμε να πούμε περισσότερα αυτή τη στιγμή. Μπορείς να φύγεις προς το παρόν, Περ. Αλλά...» Κοίταξε με ερωτηματικό ύφος τον Μάρτιν που έγνεψε σχεδόν αδιόρατα. «Αλλά θα επικοινωνήσουμε με τις κοινωνικές υπηρεσίες γι’ αυτό το θέμα. Είδαμε πολλά που μας ανησυχούν και πιστεύουμε ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να ασχοληθούν με την υπόθεση. Άλλωστε η έρευνα για τον ξυλοδαρμό θα πάρει τον δρόμο της». «Είναι πραγματικά αναγκαίο;» ρώτησε η Καρίνα με τρεμάμενη φωνή, αλλά η ερώτηση είχε γίνει εντελώς αδύναμα. Ο Γιέστα αποκόμισε την εντύπωση ότι ένα κομμάτι της ένιωθε ανακούφιση που κάποιος θα αναλάμβανε να δώσει λύση στην κατάσταση. Όταν ο Περ και η Καρίνα έφυγαν από το τμήμα, ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά δίχως να κοιτάζονται, ο Γιέστα ακολούθησε τον Μάρτιν στο γραφείο του. «Τελικά από αυτή την υπόθεση προέκυψαν διάφορα που πρέπει να σκεφτούμε» είπε ο Μάρτιν και κάθισε στην καρέκλα του. «Ναι, πράγματι» συμφώνησε ο Γιέστα. Δάγκωσε τα χείλη του και ταλαντεύτηκε λίγο αναποφάσιστος στα τακούνια του. «Μου φαίνεται ότι κάτι έχεις να μου πεις, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά ίσως δεν είναι σημαντικό». Τελικά ο Γιέστα φάνηκε να παίρνει την απόφασή του. Εδώ και μερικές μέρες κάτι τον ενοχλούσε υποσυνείδητα, και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης κατάλαβε ξαφνικά τι ήταν. Τώρα σκεφτόταν πώς να το διατυπώσει σωστά. Ήξερε ότι δεν θα χαροποιούσε τον Μάρτιν.
Ο Άξελ στεκόταν αρκετή ώρα στη σκεπαστή βεράντα και περίμενε. Στο τέλος χτύπησε την πόρτα. Ο Χέρμαν άνοιξε σχεδόν αμέσως. «Α, ήρθες λοιπόν».
215/499
Ο Άξελ έγνεψε καταφατικά. Στάθηκε ακίνητος στο κατώφλι. «Έλα μέσα. Δεν της είπα ότι θα ερχόσουν. Δεν ξέρω αν θα σε θυμηθεί». «Τόσο άσχημα είναι;» Ο Άξελ περιεργάστηκε με συμπόνια τον άντρα που είχε μπροστά του. Ο Χέρμαν φαινόταν κουρασμένος. Δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα. «Εδώ είναι όλη η οικογένεια;» ρώτησε ο Άξελ και έγνεψε προς τις φωτογραφίες στο χολ. Ο Χέρμαν έλαμψε ολόκληρος. «Ναι, όλοι αυτοί». Ο Άξελ μελέτησε τις φωτογραφίες με τα χέρια πίσω στην πλάτη. Μεσοκαλόκαιρα και γενέθλια, Χριστούγεννα και καθημερινές. Ένα σμήνος από ανθρώπους, από παιδιά κι εγγόνια. Επέτρεψε για μια στιγμή στον εαυτό του να φανταστεί πώς θα ήταν ο δικός του τοίχος με φωτογραφίες, αν είχε. Φωτογραφίες από μέρες στο γραφείο. Ατέλειωτα έγγραφα. Αναρίθμητα γεύματα με πολιτικές προσωπικότητες και άλλους μεγαλόσχημους, με επιρροή στην εξουσία. Ελάχιστοι φίλοι, αν υπήρχαν. Δεν άντεχαν πολλοί άνθρωποι τους ρυθμούς του Άξελ. Το μόνιμο κυνηγητό με στόχο να βρεθεί άλλος ένας εγκληματίας. Κάποιος εγκληματίας πολέμου που ζούσε μια άνετη ζωή που δεν του άξιζε. Άλλος ένας που είχε βάψει τα χέρια του με αίμα και που απολάμβανε, εντούτοις, το προνόμιο να χαϊδεύει τα κεφαλάκια των εγγονιών του. Πώς να μπορέσουν οικογένεια, φίλοι και μια κανονική ζωή να αναμετρηθούν με αυτό το κίνητρο; Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δεν είχε καν επιτρέψει στον εαυτό του να σκεφτεί αν του έλειπε κάτι. Άλλωστε η ανταμοιβή ήταν παραπάνω από ικανοποιητική όταν η εργασία του απέδιδε καρπούς. Έπειτα από χρόνια αναζήτησης σε αρχεία, έπειτα από χρόνια συνεντεύξεων με ανθρώπους που ξεχνούσαν πολύ γρήγορα, κατέληγαν να εντοπίζουν τους ενόχους και να τους οδηγούν ενώπιον της δικαιοσύνης. Αυτή η ανταμοιβή ήταν τόσο μεγάλη ώστε να παραμερίζει τη λαχτάρα για μια κανονική ζωή. Ή έστω έτσι πίστευε πάντα. Αλλά τώρα που στεκόταν μπροστά στις φωτογραφίες του Χέρμαν και της Μπρίτα αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν είχε κάνει λάθος που είχε δώσει προτεραιότητα στον θάνατο αντί για τη ζωή. «Είναι υπέροχοι» είπε ο Άξελ και γύρισε την πλάτη του στις φωτογραφίες. Ακολούθησε τον Χέρμαν στο καθιστικό και σταμάτησε απότομα όταν είδε την Μπρίτα. Παρόλο που αυτός και ο Έρικ είχαν τη βάση τους στη Φιελμπάκα όλα
216/499
τους τα χρόνια, δεν την είχε δει εδώ και δεκαετίες. Δεν προέκυψε λόγος να διασταυρωθούν οι ζωές τους. Τα χρόνια έπεσαν από πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και παραπάτησε. Η Μπρίτα ήταν ακόμη όμορφη. Στην πραγματικότητα κάποτε ήταν πολύ ομορφότερη από την Έλσι, την οποία μπορούσες απλώς να περιγράψεις ως γλυκιά. Αλλά η Έλσι είχε μια εσωτερική λάμψη, μια ευγένεια με την οποία δεν μπορούσε να αναμετρηθεί η επιφανειακή ομορφιά της Μπρίτα. Αν και κάτι είχε αλλάξει με τα χρόνια. Δεν διέκρινε τίποτε από την παλιά σκληρή και άχαρη συμπεριφορά της Μπρίτα. Τώρα απέπνεε μόνο μια ζεστή, μητρική αίσθηση. Μια ωριμότητα που πρέπει να της είχαν χαρίσει τα χρόνια. «Εσύ είσαι;» είπε εκείνη και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Είσαι πραγματικά εσύ, Άξελ;» Άπλωσε και τα δυο της χέρια προς το μέρος του και εκείνος τα έπιασε. Πόσα χρόνια είχαν περάσει. Πάρα πολλά. Εξήντα ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή. Όταν ήταν νεότερος δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι τα χρόνια περνούν τόσο γρήγορα. Τα χέρια που κρατούσε στα δικά του ήταν ρυτιδιασμένα, με μικροσκοπικές καφετιές κηλίδες. Τα μαλλιά της Μπρίτα δεν ήταν πια σκούρα, αλλά είχαν ένα όμορφο ασημόγκριζο χρώμα. Τον κοιτούσε ήρεμα στα μάτια. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Άξελ. Γέρασες όμορφα». «Κοίτα να δεις, πάνω που σκεφτόμουν το ίδιο για σένα» είπε ο Άξελ και χαμογέλασε. «Έλα, έλα, κάθισε να μιλήσουμε. Χέρμαν, δεν μας ετοιμάζεις λίγο καφέ;» Ο Χέρμαν έγνεψε καταφατικά και πήγε στην κουζίνα. Η Μπρίτα κάθισε στον καναπέ και κρατούσε ακόμη το χέρι του Άξελ όταν κάθισε κι εκείνος δίπλα της. «Βλέπεις, Άξελ, γεράσαμε κι εμείς. Δεν το πιστεύαμε ποτέ» είπε εκείνη με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο στο πλάι. Διατηρεί ακόμη ένα μέρος της κοκεταρίας που είχε στα νιάτα της, σκέφτηκε ο Άξελ και φάνηκε να το διασκεδάζει. «Έκανες πολύ καλά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, άκουσα» είπε η Μπρίτα και τον κοίταξε διερευνητικά. Εκείνος απέφυγε το βλέμμα της. «Τι καλά πράγματα κάθεσαι και μου λες. Έκανα αυτό που έπρεπε να γίνει. Ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα κρύβεις κάτω από το χαλί» της είπε και μετά σώπασε απότομα. «Δίκιο έχεις, Άξελ» είπε η Μπρίτα με σοβαρό ύφος. «Δίκιο έχεις».
217/499
Κάθονταν ο ένας δίπλα τον άλλο αμίλητοι και κοιτούσαν πέρα στον κόλπο μέχρι που ήρθε ο Χέρμαν με καφέ και φλιτζάνια σε έναν λουλουδάτο δίσκο. «Να τος και ο καφές». «Ευχαριστώ, αγάπη μου» είπε η Μπρίτα. Ο Άξελ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται όταν είδε το βλέμμα που αντάλλαξαν οι δυο τους. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι με τη δουλειά του είχε συμβάλει να νιώσουν γαλήνη πολλοί άνθρωποι. Είχαν την ικανοποίηση να δουν τους βασανιστές τους να δικάζονται. Ήταν κι αυτό ένα είδος αγάπης. Όχι προσωπικής αγάπης, όχι σαρκικής, αλλά αγάπης, εν πάση περιπτώσει. Σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του, η Μπρίτα τού είπε προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι καφέ: «Εσύ, Άξελ, πέρασες καλά στη ζωή σου;» Η ερώτηση είχε τόσο πολλές διαστάσεις, τόσο πολλές διαστρωματώσεις, που δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Είδε νοερά τον Έρικ και τους φίλους του στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους, ανέμελους, απροβλημάτιστους. Η Έλσι με το γλυκό χαμόγελο και τους τρυφερούς τρόπους. Ο Φρανς, που έκανε τους πάντες γύρω του να νιώθουν ότι χόρευαν στο χείλος ενός ηφαιστείου, αλλά που είχε ταυτόχρονα κάτι ευαίσθητο, κάτι ευάλωτο. Η Μπρίτα, που έδειχνε τόσο διαφορετική σε σχέση με σήμερα. Αυτή που κουβαλούσε την ομορφιά της σαν ασπίδα, και την οποία ο ίδιος είχε ήδη κρίνει ως κέλυφος αδειανό, άνευ αξιόλογου περιεχομένου. Και ίσως να ήταν έτσι. Αλλά τα χρόνια είχαν γεμίσει το κέλυφος, και τώρα πίστευε ότι η Μπρίτα έλαμπε από μέσα. Και ο Έρικ. Όταν η σκέψη πήγαινε στον Έρικ γινόταν πολύ οδυνηρή, τόσο οδυνηρή που το μυαλό επιζητούσε να την αποδιώξει. Αλλά εκεί που καθόταν τώρα, στο καθιστικό της Μπρίτα, ο Άξελ ανάγκασε τον εαυτό του να δει τον αδελφό του όπως ήταν τότε, πριν έρθουν τα δύσκολα χρόνια. Τον είδε να κάθεται με τα πόδια ανεβασμένα στο γραφείο του πατέρα. Τα καστανά μαλλιά του ήταν πάντα λίγο ανακατεμένα, και είχε εκείνη την αφηρημένη έκφραση που τον έκανε να μοιάζει μεγαλύτερος από όσο ήταν. Ο Έρικ. Ο αγαπημένος, ο πολυαγαπημένος του Έρικ. Ο Άξελ αντιλήφθηκε ότι η Μπρίτα περίμενε μια απάντηση. Πίεσε ξανά τον εαυτό του να επιστρέψει από το τότε και να προσπαθήσει να βρει την απάντηση στο τώρα. Αλλά όπως πάντα, αυτά τα δύο ήταν απελπιστικά μπερδεμένα, και τα εξήντα χρόνια που είχαν περάσει μπερδεύονταν στη μνήμη
218/499
του μαζί με ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, γνωριμιών και συμβάντων. Το χέρι που κρατούσε το φλιτζάνι τρεμούλιασε. Στο τέλος είπε: «Δεν ξέρω. Έτσι πιστεύω. Πέρασα τη ζωή μου όσο καλά μου άξιζε να την περάσω». «Εγώ είχα μια καλή ζωή, Άξελ. Και αποφάσισα πριν από πάρα πολύ καιρό ότι αυτή η ζωή μού άξιζε. Το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ». Το χέρι του τρεμούλιασε ακόμα περισσότερο και χύθηκε λίγος καφές στον καναπέ. «Α, συγγνώμη... δεν...» Ο Χέρμαν πετάχτηκε πάνω. «Δεν πειράζει, θα φέρω μια πετσέτα». Εξαφανίστηκε στην κουζίνα και επέστρεψε πολύ γρήγορα με μια μπλε καρό πετσέτα μουσκεμένη με νερό, την οποία πίεσε προσεκτικά στον καναπέ. Η Μπρίτα ξεφώνισε δυνατά και ο Άξελ τινάχτηκε ξαφνιασμένος. «Ωχ, τώρα θα θυμώσει η μητέρα. Ο αγαπημένος της καναπές. Κακό αυτό». Ο Άξελ κοίταξε απορημένος τον Χέρμαν, ο οποίος αντέδρασε τρίβοντας ακόμα δυνατότερα τον λεκέ. «Καλά, νομίζεις ότι έτσι θα φύγει; Η μητέρα θα θυμώσει πολύ μαζί μου. Η Μπρίτα κουνιόταν μπρος πίσω και κοιτούσε με αγωνία τις προσπάθειες του Χέρμαν να εξαφανίσει τον λεκέ. Εκείνος σηκώθηκε και αγκάλιασε με το ένα χέρι τη σύζυγό του. «Θα το λύσουμε, αγάπη μου. Θα τον εξαφανίσω εγώ τον λεκέ. Σου το υπόσχομαι». «Είσαι σίγουρος; Γιατί αν θυμώσει η μητέρα μπορεί να το πει στον πατέρα και...» Η Μπρίτα έσφιξε το χέρι της και το δάγκωσε νευρικά. «Σου υπόσχομαι να τον καθαρίσω. Δεν θα καταλάβει τίποτα». «Α, ωραία, ωραία. Πολύ καλά» είπε η Μπρίτα και χαλάρωσε. Μετά τσιτώθηκε ξανά και άρχισε να κοιτάζει επίμονα τον Άξελ. «Εσύ ποιος είσαι; Τι θέλεις εδώ;» Ο Άξελ κοίταξε τον Χέρμαν για να του πει τι να κάνει. «Έρχεται και φεύγει» είπε ο Χέρμαν. Κάθισε δίπλα στην Μπρίτα και της χάιδεψε καθησυχαστικά το χέρι. Εκείνη κοιτούσε έντονα τον Άξελ, λες και υπήρχε κάτι ενοχλητικό, κάτι σκωπτικό στο πρόσωπό του, κάτι που της διέφευγε. Μετά άρπαξε σφιχτά το χέρι του Άξελ και πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του. «Με καλεί συνεχώς, να ξέρεις».
219/499
«Ποιος;» ρώτησε ο Άξελ αντιστεκόμενος στην παρόρμηση να απομακρύνει το πρόσωπό του, το χέρι του, το κορμί του από την Μπρίτα. Η Μπρίτα δεν απάντησε. Ύστερα άκουσε τα δικά του λόγια να επαναλαμβάνονται από εκείνη: «Ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα κρύβεις κάτω από το χαλί» του ψιθύρισε αργά, με το πρόσωπό της μόλις μερικά εκατοστά από το δικό του. Εκείνος τράβηξε απότομα το χέρι του και κοίταξε τον Χέρμαν πάνω από το ασημόγκριζο κεφάλι της Μπρίτα. «Τα βλέπεις και μόνος σου» έκανε κουρασμένα ο Χέρμαν. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Άντριαν! Σταμάτα αμέσως!» Η Άννα πάσχιζε τόσο πολύ να τον ντύσει ώστε ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι πάνω της, αλλά ο Άντριαν είχε προσφάτως αναγάγει σε μορφή τέχνης την ικανότητα να γλιστράει σαν το χέλι. Ούτε κάλτσα δεν μπορούσε να του φορέσει. Προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει καθώς του φορούσε ένα σλιπάκι, αλλά εκείνος της ξέφυγε και άρχισε να τρέχει γελώντας σε όλο το σπίτι. «Άντριαν! Σταμάτα πια! Σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο. Είπαμε ότι θα πάμε με τον Νταν στο Τανουμσχέντε να ψωνίσουμε μερικά πράγματα. Μπορείς να δεις και τα παιχνίδια στο Χέντεμιρς» προσπάθησε να τον δελεάσει, παρότι είχε συνειδητοποιήσει ότι οι δωροδοκίες μάλλον δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος χειρισμού μιας τέτοιας κρίσης. Αλλά τι να έκανε; «Δεν είστε έτοιμοι ακόμη;» είπε ο Νταν που κατέβηκε από τον πάνω όροφο και είδε την Άννα να κάθεται στο πάτωμα με μια στοίβα ρούχα δίπλα της, ενώ ο Άντριαν έτρεχε γύρω της σαν Ινδιάνος. «Έχω μάθημα σε μισή ώρα. Πρέπει να φύγω». «Ωραία, έλα να τον ντύσεις εσύ τότε» είπε απότομα η Άννα και πέταξε στον Νταν τα ρούχα του Άντριαν. Ο Νταν την κοίταξε απορημένος. Τον τελευταίο καιρό η Άννα δεν είχε καθόλου καλή διάθεση, αλλά ίσως να μην ήταν παράξενο αυτό. Η ένωση δύο ξεχωριστών οικογενειών κόστιζε πολύ περισσότερο ψυχικά από όσο πίστευαν. «Έλα, Άντριαν» είπε ο Νταν και άρπαξε τον μικρό άγριο όταν πήγε να περάσει τρέχοντας δίπλα του. «Τώρα θα δούμε αν θυμάμαι ακόμη πώς γίνεται
220/499
αυτό». Φόρεσε στον Άντριαν τις κάλτσες και το σλιπάκι με απρόσμενη ευκολία, αλλά μέχρι εκεί. Διότι έπειτα ο Άντριαν δοκίμασε τις ικανότητές του στον Νταν και ελίχθηκε σαν χέλι αρνούμενος να φορέσει το παντελόνι. Ο Νταν έκανε κάνα δυο προσπάθειες με ηρεμία, αλλά μετά έχασε κι αυτός την υπομονή του. «Άντριαν, ΑΚΙΝΗΤΟΣ!» Ο Άντριαν σταμάτησε έκπληκτος. Έπειτα αναψοκοκκίνισε και φώναξε: «ΔΕΝ είσαι ο μπαμπάς μου! Άσε με! Θέλω τον μπαμπά μου. Μπαμπάαα!» Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την Άννα. Όλες οι αναμνήσεις από τον Λούκας, από εκείνα τα απαίσια χρόνια που ζούσε φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, επέστρεψαν, και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα. Όρμησε στη σκάλα, ανέβηκε τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα και σωριάστηκε στο κρεβάτι, όπου ξέσπασε σε λυγμούς. Έπειτα ένιωσε ένα απαλό χέρι στην πλάτη της. «Αγάπη μου, τι έπαθες; Δεν ήταν δα και τίποτα σοβαρό. Δεν έχει συνηθίσει τέτοιες καταστάσεις και μας δοκιμάζει. Και τούτο εδώ δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτά που έκανε η Μπελίντα όταν ήταν μικρή. Είναι ερασιτέχνης σε σχέση μ’ εκείνη. Μια φορά απαύδησα τόσο με τις τσιριμόνιες της, που την άρπαξα και την έβγαλα έξω με το βρακί. Βέβαια η Πενίλα θύμωσε μαζί μου. Ήταν Δεκέμβριος, εδώ που τα λέμε. Έμεινε εκεί έξω κάνα λεπτό, μέχρι που το μετάνιωσα και την άφησα να μπει πάλι μέσα». Η Άννα δεν γέλασε. Αντιθέτως, άρχισε να κλαίει περισσότερο και έτρεμε σύγκορμη. «Αγάπη μου, τι έχεις; Με κάνεις και ανησυχώ. Ξέρω ότι πέρασες πολλά, αλλά όλα θα τα λύσουμε. Χρειάζονται όλοι κάποιο χρόνο, μετά θα ηρεμήσουν τα πράγματα. Εσύ... Εσύ κι εγώ... θα τα λύσουμε όλα μαζί». Εκείνη έστρεψε το κατακόκκινο από το κλάμα πρόσωπό της προς το μέρος του και ανακάθισε στο κρεβάτι. «Ναι... ναι, ξέρω...» έκανε καθώς προσπαθούσε να ελέγξει το κλάμα. «Το... ξέρω... και δεν... καταλαβαίνω... γιατί... γίνομαι... έτσι...» Ο Νταν τη χάιδεψε στην πλάτη και το κλάμα της υποχώρησε κάπως. «Είμαι απλώς... λίγο... υπερευαίσθητη... δεν καταλαβαίνω... γιατί... έτσι γίνομαι... μόνο... όταν...» Η Άννα σταμάτησε απότομα και κοίταξε τον Νταν με ανοιχτό το στόμα.
221/499
«Τι πράγμα;» έκανε εκείνος μοιάζοντας ολόκληρος με ερωτηματικό. «Έτσι γίνεσαι μόνο όταν... τι;» Η Άννα δεν κατάφερε να του απαντήσει, αλλά έπειτα από λίγο είδε ότι ο Νταν κατάλαβε. Τότε έγνεψε κι εκείνη καταφατικά με τα μάτια γουρλωμένα. «Έτσι γίνομαι μόνο όταν είμαι... έγκυος». Έπεσε απόλυτη σιωπή στην κρεβατοκάμαρα. Έπειτα ακούστηκε μια φωνούλα από την πόρτα. «Ντύθηκα. Μόνος μου. Είμαι μεγάλο παιδί. Πάμε στο μαγαζί με τα παιχνίδια τώρα;» Ο Νταν και η Άννα κοιτούσαν τον Άντριαν που στεκόταν στην πόρτα, φουσκωμένος σαν διάνος από περηφάνια. Έλεγε αλήθεια. Βέβαια, είχε φορέσει το παντελόνι ανάποδα, το μπρος πίσω, και την μπλούζα το μέσα έξω. Αλλά ήταν γεγονός πως είχε ντυθεί. Εντελώς μόνος του.
Η όμορφη μυρωδιά έφτανε ως το χολ. Ο Μέλμπεργ πήγε γεμάτος προσδοκία στην κουζίνα. Η Ρίτα τού είχε τηλεφωνήσει λίγο πριν από τις έντεκα για να τον ρωτήσει αν ήθελε να περάσει από το σπίτι της για να φάνε μαζί μεσημεριανό, μια που η Σενιορίτα είχε εκφράσει την επιθυμία να παίξει με τον Ερνστ. Δεν τη ρώτησε με ποιο τρόπο είχε ανακοινώσει το σκυλί την επιθυμία αυτή στην αφεντικίνα του. Ορισμένα πράγματα έπρεπε να τα δέχεσαι σαν μάννα εξ ουρανού. «Γεια σου». Η Γιοχάνα στεκόταν δίπλα στη Ρίτα και τη βοηθούσε να κόψει λαχανικά. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόταν, μια που η κοιλιά της την υποχρέωνε να στέκεται σε κάποια απόσταση από τον πάγκο της κουζίνας. «Γεια σας, γεια σας. Τι ωραίες μυρωδιές» είπε ο Μέλμπεργ και οσφράνθηκε τον αέρα. «Τσίλι κον κάρνε θα φάμε» είπε η Ρίτα, τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Ο Μέλμπεργ αντιστάθηκε στον πειρασμό να σηκώσει το χέρι και να αγγίξει το σημείο που είχαν ακουμπήσει τα χείλη της. Κάθισε στο τραπέζι που ήταν στρωμένο για τέσσερα άτομα. «Περιμένουμε παρέα;» ρώτησε ο Μέλμπεργ και κοίταξε απορημένος τη Ρίτα.
222/499
«Το έτερον ήμισυ θα έρθει από τη δουλειά για μεσημεριανό» είπε η Γιοχάνα και έτριψε την πλάτη της. «Δεν κάθεσαι λίγο λέω εγώ;» είπε ο Μέλμπεργ και τράβηξε μια καρέκλα για να τη διευκολύνει να καθίσει. «Πρέπει να είναι βαρύ αυτό που κουβαλάς». Η Γιοχάνα έκανε ό,τι της είπε και κάθισε βαριανασαίνοντας δίπλα του. «Ναι, δεν έχεις ιδέα πόσο βαρύ είναι. Αλλά ελπίζω πως σύντομα θα σταματήσω το κουβάλημα. Θα είναι ειλικρινά υπέροχο να γλιτώσω από αυτό». Χάιδεψε την κοιλιά της. «Θέλεις να πιάσεις;» ρώτησε τον Μέλμπεργ όταν είδε το βλέμμα του. «Μπορώ;» έκανε ο Μέλμπεργ με χαζό ύφος. Την ύπαρξη του δικού του παιδιού την έμαθε όταν ο Σίμον ήταν ήδη στην εφηβεία, έτσι αυτό το κομμάτι γονικής εμπειρίας αποτελούσε για εκείνον μυστήριο. «Εδώ, κλοτσάει». Η Γιοχάνα πήρε το χέρι του και το έβαλε αριστερά στην κοιλιά της. Ο Μέλμπεργ τινάχτηκε σαν ένιωσε μια γερή κλοτσιά στο χέρι του. «Διάολε. Καθόλου άσχημα. Δεν πονάει;» Κοιτούσε την κοιλιά ενώ συνέχιζε να νιώθει γερές κλοτσιές στην παλάμη του. «Όχι ιδιαίτερα. Απλώς είναι λίγο άβολο όταν θέλω να κοιμηθώ. Το ταίρι μου πιστεύει ότι το παιδί θα βγει ποδοσφαιριστής». «Ναι, αυτό σκεφτόμουν κι εγώ, για να πω την αλήθεια» είπε ο Μέλμπεργ που δεν έλεγε να πάρει την παλάμη του από την κοιλιά της. Αυτή η εμπειρία ξυπνούσε παράξενα συναισθήματα μέσα του, συναισθήματα που δεν μπορούσε να καθορίσει. Λαχτάρα, γοητεία, θλίψη... Δεν ήξερε ακριβώς τι. «Έχει ο μπαμπάς κάποια χαρίσματα στην μπάλα που μπορούν να μεταδοθούν κληρονομικά;» ρώτησε και γέλασε. Προς μεγάλη του έκπληξη, η ερώτησή του αντιμετωπίστηκε με απόλυτη βουβαμάρα. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την έκπληκτη έκφραση της Ρίτα. «Μα, Μπέρτιλ, δεν ξέρεις ότι...» Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η εξώπορτα. «Τι όμορφα που μυρίζει, μαμά» ακούστηκε μια φωνή από το χολ. «Τι έχουμε; Το νόστιμο τσίλι σου, ίσως;» Η Πάουλα μπήκε στην κουζίνα και η έκπληξη στο πρόσωπό της ήταν σίγουρα μεγαλύτερη από του Μέλμπεργ. «Πάουλα;»
223/499
«Αφεντικό;» Μετά κάτι σάλεψε στο μυαλό του Μέλμπεργ και όλα τα ερωτήματά του απαντήθηκαν. Η Πάουλα είχε μετακομίσει εδώ με τη μαμά της. Η Ρίτα μόλις είχε μετακομίσει εδώ. Και αυτά τα σκούρα μάτια. Περίεργο που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Είχαν ακριβώς τα ίδια μάτια. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορούσε ακριβώς... «Ώστε συνάντησες τη συμβία μου» είπε η Πάουλα και τύλιξε επιδεικτικά τα χέρια της γύρω από τη Γιοχάνα. Τον κοιτούσε και περίμενε την αντίδρασή του. Τον προκαλούσε να πει κάτι λαθεμένο, να κάνει κάτι ανάρμοστο. Με την άκρη του ματιού του ο Μέλμπεργ είδε τη Ρίτα να τον κοιτάζει έντονα. Κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα, αλλά είχε σταματήσει να ανακατεύει το φαγητό περιμένοντας την αντίδρασή του. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. Χιλιάδες προκαταλήψεις. Χιλιάδες πράγματα που είχε πει όλα τα προηγούμενα χρόνια, τα οποία ίσως να ήταν πολύ απερίσκεπτα. Αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι αυτή ήταν η στιγμή στη ζωή του που έπρεπε να πει το σωστό πράγμα, να κάνει το σωστό πράγμα. Παίζονταν πολλά αυτή τη στιγμή. Ενώ τα σκούρα μάτια της Ρίτα ήταν καρφωμένα πάνω του είπε ήρεμα: «Δεν ήξερα ότι θα γινόσουν μαμά. Και τόσο γρήγορα μάλιστα. Οπότε να μου επιτρέψεις να σε συγχαρώ. Και η Γιοχάνα είχε την ευγενή καλοσύνη να με αφήσει να νιώσω τις κλοτσιές του μικρού άγριου εκεί μέσα, και πρέπει να πω ότι τείνω να συμφωνήσω με τη θεωρία σου πως έχει μέλλον στο ποδόσφαιρο». Η Πάουλα στάθηκε ακίνητη μερικά δευτερόλεπτα, με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τη Γιοχάνα και το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του, προκειμένου να αποφασίσει αν υπήρχε κάποια ειρωνεία, κάτι άσχημο πίσω από αυτά που έλεγε. Έπειτα χαλάρωσε και χαμογέλασε. «Και βέβαια είναι υπέροχο να το νιώθεις όταν κλοτσάει». Στον χώρο είχε πέσει μια βόμβα ανακούφισης. Η Ρίτα άρχισε να ανακατεύει το φαγητό και είπε γελώντας: «Δεν είναι τίποτα μπροστά στις κλοτσιές που έριχνες εσύ, Πάουλα. Θυμάμαι που ο πατέρας σου μου έκανε πλάκα πως μάλλον ήθελες να βγεις από δικό σου δρόμο, διαφορετικό από τον συνηθισμένο». Η Πάουλα φίλησε τη Γιοχάνα στο μάγουλο και κάθισε κι αυτή στο τραπέζι. Δεν μπορούσε να κρύψει τις απορημένες ματιές που έριχνε στον Μέλμπεργ. Εκείνος ωστόσο ένιωθε τρομερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όχι βέβαια πως δεν του φαινόταν παράξενο να συζούν δύο γυναίκες ως ζευγάρι, κι αυτό το
224/499
πράγμα με την εγκυμοσύνη έκανε το μυαλό του να σκέφτεται χίλια δυο παράξενα πράγματα. Αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να ικανοποιήσει την περιέργειά του και στο συγκεκριμένο θέμα... Αλλά και πάλι... Το σημαντικό ήταν πως είχε πει τα σωστά πράγματα, και προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε πως εννοούσε κάθε λέξη. Η Ρίτα έβαλε την κατσαρόλα στο τραπέζι και τους έδωσε το σύνθημα να γεμίσουν τα πιάτα τους. Το βλέμμα που έριξε στον Μέλμπεργ ήταν η απόλυτη απόδειξη ότι ο Μέλμπεργ είχε κάνει το σωστό. Ο ίδιος θυμόταν ακόμη την αίσθηση του τεντωμένου δέρματος της κοιλιάς, και το ποδαράκι που κλοτσούσε την παλάμη του.
«Ήρθες πάνω στην ώρα για το μεσημεριανό. Μόλις ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω». Ο Πάτρικ δοκίμασε την ντοματόσουπα με ένα κουτάλι και μετά έβαλε την κατσαρόλα στο τραπέζι. «Μα τι περιποίηση είναι αυτή; Πώς κι έτσι;» Η Ερίκα μπήκε στην κουζίνα, στάθηκε πίσω του και τον φίλησε στον αυχένα. «Δεν πιστεύω να νομίζεις πως αυτά είναι όλα. Εννοείς ότι έφτανε να ετοιμάσω ένα φαγητό για να σε εντυπωσιάσω; Μη μου λες τέτοια, διάολε. Διότι αν είναι έτσι, τότε τζάμπα έβαλα πλυντήριο, σκούπισα το καθιστικό και άλλαξα την καμένη λάμπα στην τουαλέτα». Ο Πάτρικ έκανε μεταβολή και τη φίλησε στο στόμα. «Τι πίνεις και δεν μας δίνεις;» είπε η Ερίκα και τον κοίταξε απορημένη. «Πού είναι η Μάγια;» «Κοιμάται εδώ και ένα τέταρτο. Οπότε θα φάμε μεσημεριανό με την ησυχία μας, εσύ κι εγώ. Και μετά, όταν τελειώσεις το φαγητό σου, ανεβαίνεις πάνω για δουλειά, ενώ εγώ θα πλύνω τα πιάτα». «Εεε... εντάξει... Αρχίζω να τρομάζω τώρα» είπε η Ερίκα. «Ή ξόδεψες όλα τα λεφτά μας ή θα μου αποκαλύψεις ότι έχεις ερωμένη ή ότι σε πήραν στο διαστημικό πρόγραμμα της ΝΑΣΑ και είναι έτοιμοι να ανακοινώσουν ότι θα σε βάλουν σε τροχιά γύρω από τη Γη για έναν χρόνο... Αλλιώς τον άντρα μου τον απήγαγαν εξωγήινοι και εσύ είσαι απλώς ένα υβρίδιο, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και ρομπότ...»
225/499
«Πού ήξερες για τη ΝΑΣΑ;» είπε ο Πάτρικ και της έκλεισε το μάτι. Έκοψε μερικές φέτες ψωμί, τις έβαλε σε ένα καλαθάκι και μετά κάθισε απέναντι από την Ερίκα στο τραπέζι της κουζίνας. «Μπα, η αλήθεια είναι ότι μου είπε μερικά πράγματα η Κάριν που με έκαναν να σκεφτώ, και... να, είπα να προσφέρω λίγο καλύτερες υπηρεσίες εδάφους, που λένε. Αλλά μη νομίζεις ότι θα γίνεται πάντα αυτό, δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι δεν θα ξανακυλήσω». «Δηλαδή, το μόνο που πρέπει να κάνει μια γυναίκα για να τη βοηθάει περισσότερο ο άντρας της στο σπίτι είναι να τον στέλνει σε ραντεβού με την πρώην του. Αυτό πρέπει να το πω και στις φίλες μου...» «Μμμ... καλά τα λες» είπε ο Πάτρικ και φύσηξε τη σούπα που είχε στο κουτάλι του. «Αν και δεν ήταν ακριβώς ραντεβού. Κι η Κάριν δεν φαίνεται να περνάει και πολύ καλά». Της ανέφερε εν συντομία όσα είχε πει η Κάριν και η Ερίκα έγνεψε καταφατικά. Παρόλο που η Κάριν μάλλον είχε ακόμα λιγότερη υποστήριξη στο σπίτι απ’ ό,τι η ίδια, η καθημερινότητα της πρώην του Πάτρικ ακουγόταν πολύ γνώριμη. «Εσύ πώς τα πήγες;» ρώτησε ο Πάτρικ και ρούφηξε κάπως ηχηρά τη σούπα του. Η Ερίκα έλαμψε ολόκληρη. «Βρήκα πάρα πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα συναρπαστικά πράγματα συνέβησαν εδώ στη Φιελμπάκα και στη γύρω περιοχή κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Γινόταν ό,τι είδους λαθρεμπόριο μπορείς να φανταστείς από και προς τη Νορβηγία... Τρόφιμα, ειδήσεις, όπλα, άνθρωποι. Και ήταν πολλοί οι γερμανοί αποστάτες και οι νορβηγοί αντιστασιακοί που έρχονταν εδώ. Και έπειτα υπήρχε και ο κίνδυνος με τις νάρκες, αρκετά αλιευτικά και φορτηγά πλοία βυθίστηκαν αύτανδρα όταν έπεσαν σε νάρκη. Ξέρεις ότι είχαν καταρρίψει ένα γερμανικό αεροπλάνο έξω από το Ντίνγκλε; Το 1940, η αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε ένα αεροπλάνο με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι τρεις άντρες του πληρώματος. Δεν το είχα ακούσει ποτέ μου. Νόμιζα ότι ο πόλεμος πέρασε απαρατήρητος από τη Σουηδία, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα με τα τρόφιμα τότε, μια που τα έδιναν με το δελτίο». «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχεις πέσει με τα μούτρα σε αυτή την ιστορία» είπε γελώντας ο Πάτρικ και έβαλε κι άλλη σούπα στην Ερίκα.
226/499
«Ναι, και δεν σου τα είπα όλα ακόμη! Ζήτησα από τον Κρίστιαν να μου βρει πληροφορίες στις οποίες να αναφέρονται η μητέρα μου και οι φίλοι της, αν υπήρχαν. Δεν πίστευα ότι θα έβρισκε κάτι, ήταν άλλωστε τόσο νέοι όλοι τους τότε. Αλλά για κοίταξε εδώ...» Η φωνή της Ερίκα έτρεμε όταν πήγε να φέρει τον χαρτοφύλακά της. Τον άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο πάκο χαρτιά. «Ωχ, δεν βρήκες και λίγα». «Όχι, κάθισα τρεις ώρες και διάβαζα» είπε η Ερίκα και συνέχισε να ξεφυλλίζει με ελαφρώς τρεμάμενα χέρια. Στο τέλος βρήκε αυτό που έψαχνε. «Να το! Κοίτα!» Έδειξε ένα άρθρο με μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ο Πάτρικ πήρε το χαρτί και μελέτησε προσεκτικά το άρθρο. Το πρώτο που τράβηξε την προσοχή του ήταν η φωτογραφία. Πέντε άτομα. Το ένα δίπλα στο άλλο. Μισόκλεισε τα μάτια για να διαβάσει τη λεζάντα και αναγνώρισε τέσσερα ονόματα: Έλσι Μουστρέμ, Φρανς Ρίνγκχολμ, Έρικ Φράνκελ και Μπρίτα Γιούχανσον. Το πέμπτο όνομα όμως δεν το είχε ξανακούσει. Ένα αγόρι, περίπου στην ίδια ηλικία με τους άλλους, ονόματι Χανς Ούλαβσεν. Διάβασε σιωπηλός το υπόλοιπο άρθρο, ενώ η Ερίκα τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. «Λοιπόν; Τι λες; Δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Κοίτα την ημερομηνία. Ήρθε στη Φιελμπάκα σχεδόν τη μέρα που φαίνεται να σταμάτησε η μητέρα μου να γράφει ημερολόγιο. Έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση! Κάτι πρέπει να σημαίνει!» Η Ερίκα βημάτιζε πέρα δώθε στην κουζίνα. Ο Πάτρικ έσκυψε και κοίταξε ξανά τη φωτογραφία. Μελέτησε προσεκτικά τους πέντε νέους. Ένας από αυτούς νεκρός, δολοφονημένος, εξήντα χρόνια αργότερα. Κάτι μέσα του του έλεγε πως η Ερίκα είχε δίκιο. Κάτι θα έπρεπε να σήμαινε.
Οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό της Πάουλα καθώς επέστρεφε στο αστυνομικό τμήμα. Η μητέρα της της είχε αναφέρει ότι την είχε συνοδεύσει ένας ευχάριστος άντρας στον περίπατό της, τον οποίο έπεισε κατόπιν να συμμετάσχει στο μάθημα χορού. Αλλά η Πάουλα δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι
227/499
επρόκειτο για τον προϊστάμενό της. Και πραγματικά δεν την ενθουσίαζε ιδιαίτερα αυτή η υπόθεση. Ο Μέλμπεργ ήταν ίσως ο τελευταίος άντρας στον πλανήτη που θα ήθελε για τη μητέρα της. Αν και όφειλε να ομολογήσει ότι είχε χειριστεί πολύ καλά την πληροφορία για την ίδια και τη Γιοχάνα. Απροσδόκητα καλά. Οι στενόμυαλοι ήταν το πρώτο επιχείρημά της σε σχέση με τη μετακόμιση στο Τανουμσχέντε. Ακόμα και στη Στοκχόλμη η Πάουλα και η Γιοχάνα δυσκολεύονταν να γίνουν αποδεκτές. Σε μια μικρή πόλη... κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό. Αλλά το είχε συζητήσει με τη Γιοχάνα και με τη μητέρα της, και είχαν καταλήξει από κοινού στην απόφαση πως αν η καινούργια ζωή δεν λειτουργούσε θα επέστρεφαν στη Στοκχόλμη. Αν και μέχρι τώρα όλα πήγαιναν καλά, παραπάνω από καλά. Η Πάουλα ένιωθε πολύ άνετα στο καινούργιο τμήμα, η μητέρα της είχε ξεκινήσει τα μαθήματα σάλσα και μια δουλειά μερικής απασχόλησης στο σουπερμάρκετ Κόνσουμ, και παρόλο που η Γιοχάνα είχε αναρρωτική άδεια προς το παρόν −και έπειτα θα έπαιρνε άδεια μητρότητας για κάμποσο καιρό−, είχε ήδη μιλήσει με κάποια από τις τοπικές επιχειρήσεις που ενδιαφερόταν για νέα άτομα στο οικονομικό τμήμα της. Αλλά τη στιγμή που η Πάουλα είδε την έκφραση του Μέλμπεργ όταν έφτασε στο σπίτι της και αγκάλιασε τη Γιοχάνα ένιωσε πως όλα κατέρρευσαν μεμιάς γύρω της σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η ζωή τους μπορεί να διαλυόταν. Αλλά ο Μέλμπεργ τις εξέπληξε. Ίσως να μην ήταν τόσο ανίατη περίπτωση όσο πίστευε η Πάουλα στην αρχή. Η Πάουλα αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την Άνικα στη ρεσεψιόν, μετά χτύπησε την πόρτα του Μάρτιν και μπήκε στο γραφείο του. «Πώς πήγε;» «Με τον ξυλοδαρμό; Ομολόγησε· δεν είχε άλλωστε και πολλές επιλογές. Έφυγε με τη μητέρα του, αλλά ο Γιέστα έχει πάει να τηλεφωνήσει στις κοινωνικές υπηρεσίες. Η κατάσταση στο σπίτι τους δεν είναι και η καλύτερη». «Ναι, κάπως έτσι είναι συνήθως τα πράγματα» είπε η Πάουλα και κάθισε. «Το ουσιαστικά ενδιαφέρον όμως ήταν η αιτία του ξυλοδαρμού. Ο Περ έκανε διάρρηξη στο σπίτι του Έρικ Φράνκελ την περασμένη άνοιξη». Η Πάουλα σήκωσε το ένα φρύδι, αλλά άφησε τον Μάρτιν να συνεχίσει. Όταν της αφηγήθηκε όλη την ιστορία, κάθισαν αμίλητοι για λίγο. «Αναρωτιέμαι τι να είχε ο Έρικ που ενδιέφερε τον Σελ» είπε έπειτα η Πάουλα. «Κάτι που αφορούσε τον πατέρα του ίσως;»
228/499
Ο Μάρτιν ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω ιδέα. Αλλά σκέφτηκα να μιλήσουμε μαζί του για να δούμε τι θα μας πει. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να πάμε στην Ουντεβάλα για να ανακρίνουμε μερικούς από τους κυρίους που ανήκουν στους Φίλους της Σουηδίας, και η εφημερίδα Μπουχουσλένινγκεν έχει την έδρα της εκεί. Αλλά θα μιλήσουμε με τον Άξελ πρώτα». «Το γοργόν και χάριν έχει» είπε η Πάουλα και σηκώθηκε. Είκοσι λεπτά αργότερα στέκονταν ξανά έξω από το σπίτι του Άξελ και του Έρικ. Φαίνεται πιο γερασμένος από την τελευταία φορά που τον είδαμε, σκέφτηκε η Πάουλα. Πιο γκρίζος, πιο αδύνατος, κάπως διαφανής κατά κάποιον τρόπο. Χαμογελούσε ευγενικά όταν τους κάλεσε να περάσουν μέσα, δεν τους ρώτησε γιατί τον επισκέπτονταν ξανά, αλλά τους οδήγησε απευθείας στη βεράντα. «Βρήκατε κάποια άκρη;» ρώτησε όταν κάθισαν. «Με την έρευνα» πρόσθεσε, παρότι η διευκρίνιση ήταν περιττή. Ο Μάρτιν κοίταξε την Πάουλα και είπε: «Ακολουθούμε κάποια στοιχεία. Το σημαντικότερο είναι ότι καταφέραμε να μάθουμε πότε περίπου πέθανε ο αδελφός σας». «Αυτό είναι σίγουρα μεγάλη πρόοδος» είπε ο Άξελ και χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο δεν εξαφάνισε τη θλίψη ή την κούραση που υπήρχε στα μάτια του. «Και πότε νομίζετε ότι έγινε;» Κοίταξε τον Μάρτιν και την Πάουλα. «Συνάντησε τη... φιλενάδα του, τη Βιούλα Ελμάντερ, στις δεκαπέντε Ιουνίου, οπότε ξέρουμε ότι τότε ήταν ακόμη ζωντανός. Η άλλη ημερομηνία είναι κάπως αβέβαιη, αλλά νομίζουμε τέλος πάντων ότι στις δεκαεπτά Ιουνίου ήταν ήδη νεκρός, τότε που η καθαρίστριά σας...» «Η Λάιλα» συμπλήρωσε ο Άξελ όταν είδε τον Μάρτιν να προσπαθεί να θυμηθεί το όνομά της. «Ναι, η Λάιλα. Ήρθε αποδώ στις δεκαεπτά Ιουνίου για να καθαρίσει, όπως το συνήθιζε, αλλά κανείς δεν της άνοιξε, και το κλειδί δεν ήταν στο σημείο από όπου το έπαιρνε συνήθως όταν λείπατε». «Ναι, ο Έρικ ήταν εξαιρετικά σχολαστικός ως προς αυτό. Άφηνε πάντα έξω το κλειδί για τη Λάιλα και ποτέ δεν το ξέχασε απ’ ό,τι ξέρω. Αν δεν άνοιξε, λοιπόν, και ούτε υπήρχε κλειδί έξω, τότε...» Ο Άξελ σταμάτησε και πέρασε βιαστικά το χέρι από τα μάτια του, σαν να έβλεπε μπροστά του το φάντασμα του αδελφού του και ήθελε να το κάνει να εξαφανιστεί.
229/499
«Ζητώ ειλικρινά συγγνώμη» είπε απαλά η Πάουλα «αλλά πρέπει να σας ρωτήσω πού βρισκόσασταν μεταξύ δεκαπέντε και δεκαεπτά Ιουνίου. Είναι καθαρά τυπική ερώτηση, σας βεβαιώνω». Ο Άξελ έκανε μια χειρονομία για να δείξει ότι δεν προσβαλλόταν από την ερώτηση. «Δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάτε συγγνώμη, ξέρω ότι είναι μέρος της δουλειάς σας, και εκτός αυτού οι στατιστικές λένε ότι οι περισσότεροι φόνοι γίνονται από κάποιο μέλος της οικογένειας, έτσι δεν είναι;» Ο Μάρτιν έγνεψε καταφατικά. «Ναι, θέλουμε αυτές τις πληροφορίες ώστε, αν είναι δυνατό, να σας αποκλείσουμε από την έρευνα». «Φυσικά. Θα φέρω την ατζέντα μου». Ο Άξελ έλειψε για λίγο και επέστρεψε με ένα παχύ σημειωματάριο. Κάθισε ξανά και άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Για να δούμε... Έφυγα από τη Σουηδία απευθείας για Παρίσι στις τρεις Ιουνίου και δεν επέστρεψα παρά μόνο όταν εσείς... είχατε την ευγενή καλοσύνη να έρθετε να με πάρετε από το αεροδρόμιο. Αλλά από τις δεκαπέντε μέχρι τις δεκαεπτά... Για να δούμε... Είχα μια συνάντηση στις Βρυξέλλες στις δεκαπέντε Ιουνίου, έφυγα για Φρανκφούρτη στις δεκαέξι και επέστρεψα στα κεντρικά γραφεία μας στο Παρίσι στις δεκαεπτά. Θα φροντίσω να σας δώσω αντίγραφα των εισιτηρίων μου αν θέλετε». Έδωσε την ατζέντα του στην Πάουλα. Εκείνη μελέτησε σχολαστικά τις σημειώσεις, έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Μάρτιν, ο οποίος έγνεψε αρνητικά, και στη συνέχεια έβαλε την ατζέντα στο τραπέζι και την έσπρωξε προς τη μεριά του Άξελ. «Όχι, δεν νομίζω ότι θα χρειαστούν αντίγραφα. Θυμάστε όμως τίποτε από αυτές τις ημερομηνίες σε σχέση με τον Έρικ; Κάτι ιδιαίτερο; Σας τηλεφώνησε; Σας είπε κάτι;» Ο Άξελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δυστυχώς. Όπως είπα, ο αδελφός μου κι εγώ δεν συνηθίζαμε να τηλεφωνιόμαστε όσο έλειπα στο εξωτερικό. Ο Έρικ θα με έπαιρνε τηλέφωνο μόνο αν έπιανε φωτιά το σπίτι». Γέλασε ανάλαφρα, αλλά μετά σταμάτησε απότομα και πέρασε πάλι το χέρι του μπροστά από τα μάτια του. «Αυτά ήταν όλα; Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μάθετε;» ρώτησε και έκλεισε με προσοχή το ημερολόγιο πάνω στο τραπέζι. «Ναι, υπάρχει όντως κάτι άλλο» είπε ο Μάρτιν κοιτάζοντας επίμονα τον Άξελ. «Ανακρίναμε τον Περ Ρίνγκχολμ επειδή ξυλοκόπησε κάποιον χτες. Και μας είπε ότι αποπειράθηκε να κάνει διάρρηξη στο σπίτι σας, στις αρχές Ιουνίου.
230/499
Κι ότι ο Έρικ τον έπιασε στα πράσα, τον κλείδωσε στη βιβλιοθήκη και τηλεφώνησε στον πατέρα του, τον Σελ Ρίνγκχολμ». «Τον γιο του Φρανς» είπε ο Άξελ. Ο Μάρτιν έγνεψε καταφατικά. «Ναι, ακριβώς. Και ο Περ άκουσε επίσης μερικά από τα λόγια που αντάλλαξαν ο Έρικ με τον Σελ, και συμφώνησαν ότι θα συναντιούνταν αργότερα, μια που ο Έρικ είχε κάποιες πληροφορίες οι οποίες, κατά τη γνώμη του, θα ενδιέφεραν τον Σελ. Σας λέει κάτι αυτό;» «Ιδέα δεν έχω» είπε ο Άξελ και κούνησε έντονα το κεφάλι του. «Και αυτό που ήθελε να αποκαλύψει ο Έρικ στον Σελ; Έχετε ιδέα τι μπορεί να ήταν;» Ο Άξελ έμεινε αρκετή ώρα αμίλητος. Το σκεφτόταν. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να ήταν. Ο Έρικ είχε περάσει χρόνια χαρτογραφώντας την περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και είχε έρθει, φυσικά, σε επαφή με τον ναζισμό της περιόδου εκείνης· ο Σελ, από την άλλη, ασχολείται με τον ναζισμό στη σημερινή Σουηδία. Οπότε μπορώ να σκεφτώ πως ίσως ο Έρικ είχε βρει κάποια σύνδεση, ένα στοιχείο ιστορικού ενδιαφέροντος που θα μπορούσε να δώσει στον Σελ κάποιο υπόβαθρο. Αλλά γι’ αυτό μπορείτε κάλλιστα να ρωτήσετε τον Σελ, αυτός θα σας πει για τι πράγμα μιλούσαν...» «Ναι, θα πάμε τώρα κιόλας στην Ουντεβάλα για να κάνουμε μια κουβέντα μαζί του. Αλλά θα σας δώσω τον αριθμό του κινητού μου, αν τυχόν θυμηθείτε κάτι αργότερα». Ο Μάρτιν έγραψε τον αριθμό του σε ένα χαρτάκι και το έδωσε στον Άξελ, ο οποίος το τοποθέτησε επιμελώς στην ατζέντα του. Η Πάουλα και ο Μάρτιν παρέμειναν σιωπηλοί σε όλη τη διαδρομή προς το τμήμα. Αλλά οι σκέψεις τους κινούνταν στην ίδια τροχιά. Τι τους διέφευγε; Τι είδους ερωτήσεις έπρεπε να είχαν κάνει; Μακάρι να ’ξεραν...
«Τέρμα οι αναβολές. Δεν μπορεί να μείνει άλλο στο σπίτι». Ο Χέρμαν κοίταξε τις κόρες του με μια απόγνωση τόσο αβυσσαλέα, που εκείνες μετά βίας δεν απέστρεψαν το βλέμμα. «Ξέρουμε, μπαμπά. Κάνεις το σωστό, δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Φρόντισες τη μαμά όσο γινόταν, όμως τώρα πρέπει να την αναλάβουν άλλοι. Θα της βρούμε ένα πολύ όμορφο μέρος». Η Άννα-Γκρέτα πήγε πίσω από τον πατέρα
231/499
της και τον αγκάλιασε. Ανατρίχιασε σαν ένιωσε πόσο αδύνατος ήταν κάτω από το πουκάμισό του. Η αρρώστια της μαμάς τον είχε καταβάλει. Ίσως περισσότερο από όσο φαινόταν. Ή από όσο ήθελαν να δουν. Έσκυψε μπροστά και ακούμπησε το μάγουλό της στο μάγουλο του Χέρμαν. «Εδώ είμαστε κι εμείς, πατέρα. Εγώ, η Μπιργίτα, η Μάγκαν και οι οικογένειές μας. Είμαστε εδώ για σένα, στο πλάι σου, το ξέρεις καλά. Δεν θα νιώσεις ποτέ μόνος». «Δίχως τη μητέρα σας νιώθω μόνος. Αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανένας» έκανε με υπόκωφη φωνή ο Χέρμαν και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού του με το μανίκι του. «Αλλά ξέρω ότι αυτό είναι το καλύτερο για την Μπρίτα. Το ξέρω». Οι θυγατέρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα πάνω από το κεφάλι του πατέρα τους. Ο Χέρμαν και η Μπρίτα ήταν ο πυρήνας της ζωής όλων τους, ήταν κάτι σταθερό, κάτι συμπαγές στο οποίο μπορούσαν να στηρίζονται. Και τώρα το ίδιο το θεμέλιο της ζωής τους αμφιταλαντευόταν, και προσπαθούσαν να στηριχτούν η μια στην άλλη για να ξαναβρούν τη σταθερότητα. Ήταν τρομακτικό να βλέπεις έναν γονιό να συρρικνώνεται, να μικραίνει, να γίνεται λιγότερος κι από τον ίδιο σου τον εαυτό. Ήταν τρομακτικό να χρειάζεται να γίνεσαι εσύ ενήλικας γι’ αυτούς που όλη σου τη ζωή θεωρούσες αλάνθαστους, άφθαρτους. Και παρόλο που ο ενήλικας έχει πάψει να θεωρεί τους γονείς του θεϊκά πλάσματα που έχουν απαντήσεις για όλα, πάντα θα τον πληγώνει να τους βλέπει να χάνουν τη δύναμη που είχαν κάποτε. Η Άννα-Γκρέτα έσφιξε μερικές φορές τον κοκαλιάρικο ώμο του Χέρμαν και μετά κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. «Θα τα καταφέρει η μαμά τώρα που είσαι εδώ;» ρώτησε ανήσυχη τον πατέρα της η Μάγκαν. «Να μην πεταχτώ μια στιγμούλα να δω τι κάνει;» «Αποκοιμήθηκε λίγο πριν την αφήσω» είπε ο Χέρμαν. «Αλλά δεν κοιμάται πάνω από μία ώρα, οπότε πρέπει να γυρίσω στο σπίτι τώρα» είπε εκείνος και σηκώθηκε με δυσκολία. «Να έρθουμε αποκεί και να μείνουμε μαζί της κάνα δυο ώρες για να ξαπλώσεις κι εσύ, να ξεκουραστείς λίγο» είπε η Μπιργίτα. «Να πάει ο μπαμπάς να ξαπλώσει λίγο στον ξενώνα;» ρώτησε τη Μάγκαν, μια που είχαν μαζευτεί στο σπίτι της να πιουν καφέ και να μιλήσουν για τη μητέρα τους.
232/499
«Πολύ καλή ιδέα» είπε η Μάγκαν και έγνεψε ενθουσιασμένη προς τον πατέρα της. «Πήγαινε εσύ να ξαπλώσεις και θα πάμε εμείς στο σπίτι σας». «Ευχαριστώ, καλά μου κορίτσια» είπε ο Χέρμαν και πήγε προς το χολ. «Αλλά η μητέρα κι εγώ φροντίζαμε ο ένας τον άλλο πάνω από πενήντα χρόνια, και είναι χαρά μου να τη φροντίσω για όσο καιρό μάς απέμεινε. Γιατί όταν θα μπει στο ίδρυμα...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Βιάστηκε να βγει από το σπίτι πριν δουν οι κόρες του τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν ασταμάτητα.
Η Μπρίτα χαμογελούσε στον ύπνο της. Η διαύγεια που στερούνταν στο ξύπνιο της επέστρεφε με μεγαλύτερη ορμή όταν κοιμόταν. Τότε έβλεπε τα πάντα καθαρά. Κάποιες αναμνήσεις δεν ήταν επιθυμητές, αλλά εισχωρούσαν απρόσκλητες στο μυαλό της. Όπως ο ήχος από τη λωρίδα του πατέρα πάνω σε γυμνά παιδικά οπίσθια. Ή τα μουσκεμένα από τα δάκρυα μάγουλα της μητέρας. Ή το στριμωξίδι στο μικρό σπίτι στον λόφο, όπου οι οιμωγές των παιδιών αντηχούσαν στα δωμάτια και την έκαναν να θέλει να κλείνει τ’ αυτιά της και να ουρλιάζει μαζί τους. Κάποιες άλλες αναμνήσεις ήταν πιο ευχάριστες. Όπως τα καλοκαίρια που έτρεχαν στους ζεστούς βράχους και έπαιζαν ανέμελα. Η Έλσι με τα λουλουδάτα φορέματά της που τα έραβε τόσο επιδέξια η μητέρα της. Ο Έρικ με τα κοντά παντελονάκια του και με τη μονίμως σοβαρή έκφραση. Ο Φρανς με τα σγουρά, ξανθά μαλλιά του, τα οποία η Μπρίτα ήθελε πάντα να χαϊδεύει, ακόμα και τότε που ήταν μικροί και η διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Μια φωνή διείσδυσε στις αναμνήσεις του ύπνου. Μια φωνή που αναγνώριζε πολύ καλά. Η φωνή που της μιλούσε όλο και πιο συχνά. Η φωνή που δεν την άφηνε να ησυχάσει, είτε ήταν ξύπνια είτε κοιμόταν είτε βρισκόταν σε πνευματική ομίχλη. Εκείνη η φωνή που διαπερνούσε τα πάντα, που ήθελε τα πάντα, που επέμενε να υπάρχει στον κόσμο της. Η φωνή που δεν την άφηνε να συμφιλιωθεί, να ξεχάσει. Η φωνή που νόμιζε πως δεν θα ξανάκουγε ποτέ. Κι όμως ήταν εδώ. Ήταν τόσο παράξενο. Και τόσο τρομακτικό. Τίναζε πέρα δώθε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Μέσα στον ύπνο της προσπάθησε να αποδιώξει εκείνη τη φωνή, να αποδιώξει τις αναμνήσεις που τάραζαν την ανάπαυσή της. Στο τέλος τα κατάφερε. Και βγήκαν μπροστά οι
233/499
ευτυχείς αναμνήσεις. Η πρώτη φορά που είδε τον Χέρμαν. Τότε που κατάλαβε πως αυτός και αυτή θα ζούσαν μαζί. Ένας γάμος. Η ίδια με όμορφο νυφικό, ολόλευκο, ζαλισμένη από την ευτυχία. Οι ωδίνες και μετά η αγάπη, όταν γεννήθηκε η Άννα-Γκρέτα. Και η Μπιργίτα και η Μαργκαρέτα, που τις αγαπούσε εξίσου. Ο Χέρμαν που άλλαζε και φρόντιζε τα μωρά, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της μητέρας της. Εδώ ήθελε να μείνει το μυαλό της. Εδώ, σ’ αυτές τις αναμνήσεις. Αν έπρεπε να διαλέξει κάποια θύμηση για να γεμίζει το κεφάλι της για την υπόλοιπη ζωή της, αυτή θα ήταν η θύμηση του Χέρμαν να λούζει τη μικρότερη κόρη στην παιδική μπανιέρα. Τον Χέρμαν που σιγοτραγουδούσε καθώς κρατούσε προσεκτικά το κεφαλάκι της στο χέρι του. Τον Χέρμαν που περνούσε με απίστευτη προσοχή ένα βρεγμένο πετσετάκι πάνω από το μικρό κορμί. Τον Χέρμαν που παρακολουθούσε την κορούλα τους να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα κάθε του κίνηση. Και τον εαυτό της στο κατώφλι, όπου στεκόταν κρυφά για να τους παρακολουθεί και να τους απολαμβάνει. Ακόμα κι αν ξεχνούσε όλα τ’ άλλα, αυτή την ανάμνηση θα πάλευε με νύχια και με δόντια να την κρατήσει. Τον Χέρμαν και τη Μαργκαρέτα, το χέρι κάτω από το κεφάλι, την τρυφερότητα, την εγγύτητα. Ένας ήχος την ανάγκασε να ξυπνήσει. Προσπάθησε να επιστρέψει στα όνειρα. Να επιστρέψει στον ήχο που έκανε το νερό όταν ο Χέρμαν βουτούσε μέσα το πετσετάκι. Τον ήχο των ευτυχισμένων φωνών της Μαργκαρέτα όταν την αγκάλιαζε το ζεστό νερό. Αλλά ένας καινούργιος ήχος την ανάγκαζε να πλησιάσει πιο πολύ στην επιφάνεια του ξύπνιου. Ακόμα πιο κοντά στην ομίχλη που ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο. Αν ξυπνούσε σήμαινε ότι θα διακινδύνευε να χαθεί στο θαμπό, γκρίζο χρώμα που καταλάμβανε το μυαλό της και σπαταλούσε όλο και περισσότερο τον χρόνο της. Στο τέλος άνοιξε απρόθυμα τα μάτια της. Μια φιγούρα στεκόταν από πάνω της. Την κοιτούσε. Η Μπρίτα χαμογέλασε. Ίσως να μην ήταν ξύπνια τελικά. Ίσως να κρατούσε ακόμη σε απόσταση τις ομίχλες με τις αναμνήσεις του ύπνου. «Εσύ είσαι;» ρώτησε και κοίταξε τη φιγούρα που έσκυβε πάνω της. Το σώμα της ήταν χαλαρό και βαρύ από τον ύπνο που δεν την είχε ακόμη εγκαταλείψει εντελώς, και ένιωσε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Για κάνα λεπτό κανείς τους δεν έλεγε τίποτα. Δεν υπήρχαν και πολλά να πουν. Έπειτα η επίγνωση άρχισε να κυριαρχεί στο μπερδεμένο μυαλό της. Οι αναμνήσεις ανέβαιναν στην επιφάνεια. Συναισθήματα που είχαν παραδοθεί στη λήθη είχαν αρχίσει να
234/499
τινάζονται, να ξυπνούν, να αποκτούν ξανά ζωή. Και τότε ένιωσε τον φόβο να ριζώνει μέσα της. Τον φόβο από τον οποίο την είχε απελευθερώσει η σταδιακή λήθη. Τώρα έβλεπε τον Θάνατο να στέκει δίπλα στο κρεβάτι της, και όλο της το είναι διαμαρτυρόταν που έπρεπε να εγκαταλείψει τη ζωή από τώρα, να αφήσει όλα όσα είχε αποκτήσει. Γαντζώθηκε σφιχτά στο σεντόνι, και από τα ξερά χείλη της έβγαιναν μόνο λαρυγγικοί ήχοι. Ο τρόμος απλώθηκε σε όλο το κορμί της και την έκανε να στρίβει έντονα το κεφάλι της πέρα δώθε. Προσπάθησε απεγνωσμένα να μεταδώσει σκέψεις, να στείλει κραυγές βοήθειας στον Χέρμαν, λες κι εκείνος μπορούσε να την ακούσει μέσα από τα κύματα σκέψης που εξέπεμπε στον αέρα. Αλλά ήξερε ότι όλα αυτά ήταν μάταια. Ο Θάνατος ήταν εδώ για να την πάρει, το δρεπάνι του θα έπεφτε σύντομα, και κανένας δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Μόνη της θα πέθαινε, εδώ στο κρεβάτι της. Δίχως τον Χέρμαν. Δίχως τις κόρες της. Δίχως ένα αντίο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η ομίχλη διαλύθηκε και το μυαλό της ήταν πια καθαρότερο από ποτέ. Με τον φόβο να καλπάζει σαν αφηνιασμένο ζώο στο στήθος της κατάφερε, στο τέλος, να πάρει μια βαθιά ανάσα και να βγάλει μια απελπισμένη κραυγή. Ο Θάνατος δεν κουνήθηκε. Την κοίταζε μόνο όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, την κοίταζε και χαμογελούσε. Το χαμόγελο δεν ήταν εχθρικό, αλλά ακριβώς γι’ αυτό φαινόταν τόσο τρομακτικό. Έπειτα ο Θάνατος έσκυψε μπροστά και πήρε με τα δυο του χέρια το μαξιλάρι που ήταν στην πλευρά του Χέρμαν. Η Μπρίτα είδε κατατρομαγμένη εκείνη τη λευκότητα να την πλησιάζει. Την τελική ομίχλη. Το κορμί της αντέδρασε για λίγο. Ένιωσε πανικό επειδή δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Προσπάθησε να πάρει ανάσα, να βάλει στα πνευμόνια της οξυγόνο. Τα χέρια της άφησαν το σεντόνι, ψαχούλεψαν με άγριες κινήσεις τον αέρα. Συνάντησαν αντίσταση, συνάντησαν επιδερμίδα. Ξέσχισαν, πάλεψαν κι αγωνίστηκαν να την κρατήσουν ζωντανή για λίγο ακόμη. Μετά έγιναν όλα μαύρα.
Γκρίνι, έξω από το Όσλο, 1944
«Ώρα να σηκωθείτε!» Η φωνή του φύλακα ακούστηκε σε όλη την καζάρμα. «Παράταξη στον περίβολο σε πέντε λεπτά για επιθεώρηση». Ο Άξελ άνοιξε με κόπο τα μάτια του. Για μια στιγμή δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Η καζάρμα ήταν σκοτεινή και ήταν τόσο νωρίς που δεν φαινόταν καθόλου φως απέξω. Ωστόσο, ήταν μια βελτίωση σε σχέση μ’ εκείνο το κελί της απομόνωσης όπου τον είχαν τους πρώτους μήνες. Προτιμούσε το στριμωξίδι και την άσχημη μυρωδιά στην καζάρμα από τις ατέλειωτες μέρες στη μοναξιά. Στο Γκρίνι υπήρχαν τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι κρατούμενοι, έτσι είχε ακούσει. Δεν του φάνηκε περίεργο. Όπου κι αν στρεφόταν υπήρχαν άνθρωποι, με την ίδια έκφραση παραίτησης στο πρόσωπο που είχε πιθανώς κι αυτός. Ο Άξελ ανακάθισε στην κουκέτα και έτριψε τα μάτια του. Η εντολή να παραταχθούν ακουγόταν πολλές φορές τη μέρα, όποτε γούσταραν οι φύλακες, και αλίμονο σ’ όποιον δεν κινούνταν όσο γρήγορα έπρεπε. Σήμερα όμως ο Άξελ δυσκολευόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είχε ονειρευτεί τη Φιελμπάκα. Είχε ονειρευτεί ότι καθόταν στο Βεντεμπέργετ, ότι αγνάντευε τη θάλασσα και έβλεπε τα αλιευτικά που έρχονταν γεμάτα ρέγγες. Μπορούσε σχεδόν να ακούσει τους κρωγμούς των γλάρων που έκαναν λαίμαργοι κύκλους γύρω από τα κατάρτια των αλιευτικών. Στην πραγματικότητα ήταν απαίσιοι κρωγμοί, αλλά είχαν γίνει κι αυτοί κομμάτι της μικρής κοινωνίας τους. Είχε ονειρευτεί εκείνη την αίσθηση του ανέμου που τον τύλιγε, ζεστός ή χλιαρός τα καλοκαίρια. Και τη μυρωδιά από τα φύκια που έφτανε καμιά φορά μέχρι το βουνό, την οποία ρουφούσε άπληστα. Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ ωμή και ψυχρή για να μπορέσει να παραμείνει γαντζωμένος στο όνειρο. Ένιωσε το τραχύ ύφασμα της κουβέρτας στο σώμα του όταν την τράβηξε από πάνω του και έστριψε τα πόδια του πάνω
236/499
από την άκρη του ετοιμόρροπου κρεβατιού. Η πείνα τού κατέτρωγε τα σωθικά. Τους έδιναν βέβαια φαγητό, αλλά ήταν ελάχιστο και προσφερόταν πάρα πολύ σπάνια. «Είναι ώρα να βγείτε έξω» είπε ο νεότερος από τους φύλακες, ο οποίος έκανε μια γύρα ανάμεσά τους. Σταμάτησε μπροστά στον Άξελ. «Κάνει κρύο σήμερα» είπε φιλικά. Ο Άξελ απέφυγε το βλέμμα του. Ήταν το ίδιο αγόρι που βρισκόταν και στη φυλακή, το οποίο θεωρούσε φιλικότερο από τους άλλους. Και έτσι αποδείχτηκε. Δεν είχε δει ποτέ τον νεαρό να κακοποιεί ή να προσβάλλει κάποιον, με τον τρόπο που το έκαναν οι περισσότεροι φύλακες. Αλλά οι μήνες που είχε περάσει στη φυλακή είχαν τραβήξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Ανάμεσα σε φυλακισμένο και σε φύλακα. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικές οντότητες. Οι φύλακες ζούσαν τόσο διαφορετική ζωή που με δυσκολία μπορούσε να τους κοιτάζει όταν περνούσαν από το οπτικό του πεδίο. Η στολή του φύλακα σηματοδοτούσε ότι το άτομο αυτό ανήκε σε μια ομάδα ανθρώπων που δεν είχαν μεγάλη αξία. Είχε μάθει από τους άλλους κρατούμενους ότι η στολή του φύλακα είχε καθιερωθεί έπειτα από την απόδραση ενός φυλακισμένου το 1941. Αναρωτιόταν πώς βρήκε κάποιος τη δύναμη να δραπετεύσει. Ο ίδιος δεν είχε επ’ ουδενί αυτή τη δύναμη, ένιωθε άδειος από κάθε ψήγμα ενεργητικότητας, κι αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού σκληρής δουλειάς, ελάχιστου φαγητού και ύπνου και μεγάλης ανησυχίας για όσους είχε αφήσει στην πατρίδα. Και φυσικά ανείπωτης εξαθλίωσης. «Πρέπει να βιαστείς» είπε ο νεαρός φύλακας και τον έσπρωξε ελαφρά. Ο Άξελ έκανε ό,τι του είπε και τάχυνε το βήμα του. Αν καθυστερούσε στην πρωινή επιθεώρηση οι επιπτώσεις μπορεί να ήταν πολύ σκληρές. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα για να βγει στον περίβολο, σκόνταψε. Ένιωσε το πόδι του να χάνει την επαφή με το σκαλοπάτι, να πέφτει μπροστά, πάνω στον φύλακα που προπορευόταν. Κούνησε μάταια τα χέρια του στον αέρα για να ανακτήσει την ισορροπία του, αλλά αντί να αισθανθεί στο πρόσωπό του τον αέρα, ένιωσε τη στολή και το κορμί του φύλακα. Με έναν βαρύ γδούπο ο Άξελ προσγειώθηκε στην πλάτη του φρουρού και νόμισε ότι έχανε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του καθώς χτύπησε στο στέρνο. Στην αρχή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έπειτα ένιωσε χέρια να τον αρπάζουν και να τον στήνουν όρθιο. «Σου επιτέθηκε» είπε ο φρουρός που τον κρατούσε σφιχτά από τον γιακά.
237/499
Λεγόταν Γένσεν και ήταν ένας από τους σκληρότερους φύλακες. «Δεν νομίζω...» έκανε ο νεαρός φύλακας διστακτικά όταν σηκώθηκε και τίναξε το χώμα από τη στολή του. «Σου επιτέθηκε είπα!» Το πρόσωπο του Γένσεν ήταν κατακόκκινο. Δεν έχανε ευκαιρία να παιδεύει εκείνους στους οποίους ασκούσε εξουσία. Όταν περνούσε από το στρατόπεδο, οι φυλακισμένοι χωρίζονταν στα δύο όπως η Ερυθρά Θάλασσα για τον Μωυσή. «Όχι, δεν...» «Τον είδα που σου επιτέθηκε!» ούρλιαξε ο μεγαλύτερος φύλακας και έκανε ένα απειλητικό βήμα προς τα εμπρός. «Λοιπόν, θα του δώσεις εσύ ένα μάθημα ή θα το κάνω εγώ;» «Μα...» Ο φύλακας, που ήταν ουσιαστικά παιδί, κοίταζε απελπισμένος μια τον Άξελ και μια τον μεγαλύτερο φύλακα. Ο Άξελ τον κοίταξε αδιάφορα. Είχε προ πολλού σταματήσει να αντιδράει, να νιώθει. Ό,τι συνέβαινε απλώς συνέβαινε. Αν αντιδρούσε, δεν θα επιζούσε. «Εντάξει τότε, θα αναλάβω εγώ...» Ο μεγαλύτερος φύλακας πήγε προς τον Άξελ και σήκωσε το όπλο του. «Όχι! Θα το κάνω εγώ! Δουλειά μου είναι...» είπε ο νεαρός κατάχλωμος και μπήκε ανάμεσά τους. Κοίταξε τον Άξελ στα μάτια και φάνηκε σχεδόν σαν να τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Έπειτα σήκωσε το χέρι και έδωσε στον Άξελ ένα χαστούκι. «Αυτό το λες τιμωρία εσύ;» φώναξε βραχνά ο Γένσεν. Τώρα είχε συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος γύρω τους και μια ομάδα από άλλους φύλακες γελούσαν με προσδοκία. Ό,τι έσπαζε τη μονοτονία στην καθημερινότητα της φυλακής ήταν ευπρόσδεκτο. «Χτύπα τον δυνατότερα!» ούρλιαξε ο Γένσεν και το πρόσωπό του έγινε ακόμα πιο κόκκινο. Ο νεαρός φύλακας κοίταξε ξανά τον Άξελ, ο οποίος αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο βλέμμα του. Τότε ο νεαρός πήρε φόρα και του έριξε γροθιά στο πιγούνι. Το κεφάλι του Άξελ τινάχτηκε πίσω, αλλά στεκόταν ακόμη στα πόδια του. «Πιο δυνατά!» Τώρα οι φύλακες ήταν περισσότεροι και φώναζαν όλοι μαζί, ενώ σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπο του νεαρού φύλακα. Όμως δεν αναζητούσε πλέον το βλέμμα του Άξελ. Τα μάτια του είχαν αποκτήσει μια
238/499
γυαλάδα, κάτι σαν μεμβράνη, και έσκυψε, πήρε το όπλο του που βρισκόταν στο έδαφος και το σήκωσε για να χτυπήσει. Ο Άξελ έστρεψε τη μια πλευρά του προσώπου του, εντελώς αντανακλαστικά. Το χτύπημα τον βρήκε ακριβώς πάνω από το αριστερό του αυτί. Ένιωσε ότι κάτι έσπασε, και ο πόνος ήταν απερίγραπτος. Το επόμενο χτύπημα τον βρήκε κατάμουτρα. Έπειτα δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Μόνο τον πόνο.
Δ
εν υπήρχε καμία επιγραφή στην πόρτα που να επισημαίνει ότι ο συγκεκριμένος χώρος φιλοξενούσε τους Φίλους της Σουηδίας. Μόνο ένα σημείωμα πάνω από τη θυρίδα αλληλογραφίας που έλεγε «Απαγορεύονται τα διαφημιστικά» και το όνομα «Σβένσον». Ο Μάρτιν και η Πάουλα είχαν πάρει τη διεύθυνση από τους συναδέλφους στην Ουντεβάλα, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά τις δραστηριότητες της οργάνωσης. Δεν είχαν τηλεφωνήσει. Υπέθεσαν πως κάποιος θα ήταν εκεί σε ώρες γραφείου. Ο Μάρτιν χτύπησε το κουδούνι. Ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος πίσω από την πόρτα, αλλά αρχικά δεν συνέβη τίποτα. Σήκωσε το χέρι για να χτυπήσει ξανά, όταν άνοιξε η πόρτα. «Ναι;» Ένας άντρας γύρω στα τριάντα κοίταξε με ερωτηματικό ύφος και συνοφρυώθηκε όταν είδε τις στολές τους. Το συνοφρύωμα έγινε εντονότερο όταν πρόσεξε την Πάουλα. Την περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω, και μάλιστα με τρόπο που έκανε την Πάουλα να θέλει να του χώσει μια γερή γονατιά ανάμεσα στα σκέλια. «Λοιπόν; Πώς μπορώ να βοηθήσω την κυβέρνηση σήμερα;» έκανε με προκλητικό ύφος. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε με κάποιον από τους Φίλους της Σουηδίας. Ήρθαμε στο σωστό μέρος;» «Βεβαίως, περάστε». Ο άντρας, που ήταν ξανθός, ψηλός και μεγαλόσωμος, κάπως «χτισμένος» από τη γυμναστική, παραμέρισε και τους άφησε να περάσουν. «Μάρτιν Μολίν, και αποδώ η Πάουλα Μοράλες. Είμαστε από την αστυνομία του Τανουμσχέντε». «Α, μάλιστα. Επισκέψεις από μακριά, λοιπόν» είπε ο άντρας και πήγε πρώτος προς το μικρό γραφείο. «Εγώ είμαι ο Πέτερ Λίντγκρεν». Κάθισε πίσω από το γραφείο και υπέδειξε δύο καρέκλες για τους επισκέπτες. Ο Μάρτιν σημείωσε νοερά το όνομά του με σκοπό να τον ελέγξει στο σύστημα υπολογιστών μόλις θα επέστρεφαν στο τμήμα. Κάτι του έλεγε ότι τα
240/499
αρχεία τους θα τους έδιναν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τον άντρα που είχε μπροστά του. «Τι θέλετε λοιπόν;» Ο Πέτερ έγειρε πίσω στην καρέκλα του και έδεσε τα χέρια του γύρω από το γόνατο. «Ερευνούμε τη δολοφονία ενός άντρα ονόματι Έρικ Φράνκελ. Σας λέει τίποτα το όνομα;» Η Πάουλα πίεσε τον εαυτό της να ακουστεί ήρεμη. Αυτός ο τύπος άντρα τής προκαλούσε ανατριχίλα. Η ειρωνεία ήταν πως και ο Πέτερ Λίντγκρεν σίγουρα θα ένιωθε ακριβώς το ίδιο βλέποντας κάποια σαν κι αυτή. «Όχι, θα ’πρεπε;» είπε ο Πέτερ και κοίταξε τον Μάρτιν αντί για την Πάουλα. «Ναι» αποκρίθηκε ο Μάρτιν. «Είχατε κάποιο είδος... επαφών μαζί του. Με απειλές, για να γίνω πιο σαφής. Αλλά υποθέτω ότι εσείς δεν ξέρετε τίποτα, έτσι;» Ο τόνος της φωνής του Μάρτιν ξεχείλιζε από σαρκασμό. Ο Πέτερ Λίντγκρεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν μου λέει τίποτα το όνομα. Έχετε κάποιες αποδείξεις για αυτές τις... απειλές;» ρώτησε και χαμογέλασε. Ο Μάρτιν κατάλαβε ότι ο άντρας απέναντί του προσπαθούσε να τον κάνει ν’ ανοίξει τα χαρτιά του. Έπειτα από μια στιγμή δισταγμού είπε: «Το τι έχουμε και τι δεν έχουμε σε αυτή τη φάση είναι άσχετο. Αλλά ξέρουμε ότι είχατε απειλήσει τον Έρικ Φράνκελ. Και ξέρουμε επίσης ότι ένα άτομο από την οργάνωσή σας, ο Φρανς Ρίνγκχολμ, γνώριζε το θύμα και τον προειδοποίησε για τις απειλές αυτές». «Δεν θα έπαιρνα πολύ στα σοβαρά τον Φρανς» είπε ο Πέτερ, και στα μάτια του έλαμψε κάτι πολύ επικίνδυνο. «Χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην... οργάνωσή μας, αλλά ο Φρανς έχει αρχίσει να γερνάει, και... εμείς ανήκουμε σε μια νέα γενιά που ετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία. Σε καινούργιες εποχές ισχύουν καινούργιοι κανόνες και... κάτι τύποι σαν τον Φρανς δεν καταλαβαίνουν πάντα τους καινούργιους κανόνες του παιχνιδιού». «Ενώ κάποιοι σαν εσάς τους καταλαβαίνουν, ε;» είπε ο Μάρτιν. Ο Πέτερ άνοιξε τα χέρια του. «Καλό είναι να ξέρει κανείς πότε πρέπει να τηρεί τους κανόνες και πότε να τους παραβαίνει. Αυτό που έχει σημασία είναι να στρωθεί ο δρόμος που θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς μας».
241/499
«Και ο σκοπός σας σε αυτή την περίπτωση είναι...» Η Πάουλα κατάλαβε ότι ακούστηκε πολύ προκλητική, και ένα προειδοποιητικό βλέμμα του Μάρτιν την επιβεβαίωσε. «Μια καλύτερη κοινωνία» είπε ήρεμα ο Πέτερ. «Αυτοί που κυβέρνησαν τούτη τη χώρα δεν έκαναν και τόσο καλή δουλειά. Επέτρεψαν σε ξένες... δυνάμεις να καταλάβουν πολύ μεγάλο χώρο. Και επέτρεψαν να παραμεριστούν οι σουηδικές, οι γνήσιες δυνάμεις». Κοίταξε προκλητικά την Πάουλα, η οποία κατάπινε συνεχώς για να μην αντιδράσει. Δεν ήταν ούτε ο σωστός τόπος ούτε ο σωστός χρόνος για οποιαδήποτε αντίδραση. Και ήξερε πάρα πολύ καλά ότι ο άντρας αυτός προσπαθούσε να την προκαλέσει. «Αλλά έχουμε καταλάβει ότι ο άνεμος έχει αλλάξει. Ο κόσμος συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο πως αν συνεχίσουμε έτσι, αν αφήσουμε αυτούς που έχουν την εξουσία να γκρεμίζουν όσα έχτισαν οι πρόγονοί μας, οδεύουμε ολοταχώς προς την καταστροφή. Εμείς μπορούμε να προσφέρουμε μια καλύτερη κοινωνία». «Και με ποιο τρόπο θα μπορούσε... θεωρητικά, ας πούμε... ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος καθηγητής ιστορίας να αποτελεί απειλή για μια... καλύτερη κοινωνία;» «Θεωρητικά, ας πούμε...» Ο Πέτερ έπλεξε ξανά τα δάχτυλά του γύρω από το γόνατό του. «Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να αποτελεί σοβαρή απειλή, βεβαίως. Αλλά συνέβαλε στη διάδοση μιας ψευδούς εικόνας, μιας εικόνας που οι νικητές του πολέμου δούλεψαν σκληρά για να διαδώσουν. Και φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορούμε να το ανεχτούμε. Θεωρητικά πάντα». Ο Μάρτιν άρχισε να λέει κάτι, αλλά ο Πέτερ τον διέκοψε. Προφανώς δεν είχε τελειώσει. «Όλες οι εικόνες, όλες οι αφηγήσεις για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα παρόμοια είναι σκέτα επινοήματα, υπερβολικά ψεύδη που σφυρηλατήθηκαν αργότερα για να εμφανιστούν ως αλήθειες. Και ξέρετε γιατί; Για να εξαφανίσουν παντελώς το αρχικό μήνυμα, το σωστό μήνυμα. Οι νικητές του πολέμου γράφουν την ιστορία, και αποφάσισαν να πνίξουν την πραγματικότητα στο αίμα, να στρεβλώσουν την εικόνα που θα έβλεπε ο κόσμος, για να μην τολμήσει κανείς να ξεσηκωθεί και να αμφισβητήσει αν νίκησε η σωστή πλευρά. Και αυτή η συσκότιση, αυτή η προπαγάνδα, είχε και την υποστήριξη του Έρικ Φράνκελ. Γι’ αυτό θα μπορούσε... θεωρητικά πάντα...
242/499
κάποιος σαν τον Έρικ Φράνκελ να στέκεται εμπόδιο στην κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε». «Αλλά, απ' ό,τι ξέρετε εσείς, κανένας δεν εκτόξευσε κάποια απειλή εναντίον του...» Ο Μάρτιν τον κοίταξε. Ήξερε τι απάντηση θα του έδινε. «Όχι, δεν έγινε κάτι τέτοιο. Δουλεύουμε με τους κανόνες της δημοκρατίας. Με ψηφοδέλτια. Με εκλογικά μανιφέστα. Αποκτούμε δύναμη με την ψήφο του λαού. Οτιδήποτε άλλο είναι ξένο προς εμάς». Κοίταξε την Πάουλα που είχε σφίξει τα χέρια της στα γόνατά της. Την Πάουλα που τώρα έβλεπε μπροστά της τους στρατιώτες που είχαν έρθει να πάρουν τον πατέρα της. Είχαν ακριβώς την ίδια έκφραση με αυτό τον άνθρωπο. «Καλώς, τότε να μη σας ενοχλούμε άλλο». Ο Μάρτιν σηκώθηκε. «Πήραμε και τα ονόματα των άλλων μελών του διοικητικού συμβουλίου από την αστυνομία της Ουντεβάλα... και φυσικά θα μιλήσουμε και μαζί τους γι' αυτή την υπόθεση». Ο Πέτερ σηκώθηκε και έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά. Αλλά κανείς δεν θα έχει να πει κάτι άλλο. Και όσον αφορά τον Φρανς... Προσωπικά δεν θα έδινα ιδιαίτερη σημασία σε έναν γέρο που ζει στο παρελθόν».
Η Ερίκα δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί στο γράψιμο. Στο μυαλό της τριγύριζαν διαρκώς σκέψεις για τη μητέρα της. Έβγαλε τη στοίβα με τα φωτοτυπημένα άρθρα και έβαλε πάνω πάνω το άρθρο με τη φωτογραφία. Ήταν τόσο απογοητευτικό να κοιτάζει τα πρόσωπα όλων εκείνων των ανθρώπων δίχως να μπορεί να βρει κάποια απάντηση. Έσκυψε πιο κοντά στη φωτογραφία, με το πρόσωπο σχεδόν πάνω στο χαρτί. Τα μελέτησε λεπτομερώς ένα προς ένα. Πρώτα τον Έρικ Φράνκελ. Κοίταζε τη φωτογραφική μηχανή με σοβαρότητα. Η στάση του ήταν άκαμπτη. Υπήρχε κάτι θλιβερό στην όψη του, και χωρίς να ξέρει αν είχε δίκιο ή όχι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έφταιγε η σύλληψη του αδελφού του που είχε αφήσει τα ίχνη της πάνω του. Αλλά την ίδια αύρα σοβαρότητας και θλίψης είχε και όταν τον συνάντησε η ίδια η Ερίκα τον Ιούνιο για να τον ρωτήσει για το μετάλλιο της μητέρας της. Η Ερίκα κάρφωσε το βλέμμα της στο άτομο που στεκόταν δίπλα στον Έρικ. Τον Φρανς Ρίνγκχολμ. Ήταν όμορφος. Πολύ όμορφος. Ξανθά μαλλιά που
243/499
σγούραιναν λίγο και ήταν μακρύτερα στον αυχένα, προφανώς περισσότερο από όσο θα επιθυμούσαν οι γονείς του. Κοιτούσε τον φακό με ένα πλατύ γοητευτικό χαμόγελο. Είχε τα χέρια του ανέμελα απλωμένα στους ώμους αυτών που στέκονταν εκατέρωθεν. Κανένας τους δεν φαινόταν ευχαριστημένος με την κίνησή του. Η Ερίκα εξέτασε πολύ προσεκτικά το άτομο στα δεξιά του Φρανς. Τη μητέρα της. Την Έλσι Μουστρέμ. Είχε βέβαια πολύ τρυφερότερη έκφραση από αυτή που είχε δει ποτέ η Ερίκα στη μητέρα της. Υπήρχε ωστόσο κάποια ένταση στο διακριτικό της χαμόγελο που έδειχνε πως δεν εκτιμούσε το γεγονός ότι ο Φρανς είχε βάλει το χέρι του στον ώμο της. Η Ερίκα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο γλυκιά ήταν η μητέρα της. Φαινόταν τόσο ευγενική και καλή. Η Έλσι με την οποία είχε μεγαλώσει, η Έλσι που είχε γνωρίσει, ήταν ψυχρή, απρόσιτη. Λιγομίλητη με έναν τρόπο που δεν μπορούσες να τον προβλέψεις με τίποτα κοιτάζοντας την κοπέλα της φωτογραφίας. Η Ερίκα πέρασε αργά το δάχτυλό της πάνω από το πρόσωπο της μητέρας της στη φωτογραφία. Πόσο διαφορετικά μπορεί να ήταν όλα αν η μητέρα που γνώρισε ήταν η κοπέλα που αντίκριζε στη φωτογραφία. Τι είχε συμβεί σ' εκείνη την κοπέλα, τι της είχε αφαιρέσει όλη την τρυφερότητα που φαινόταν να διαθέτει; Τι έκανε την ευγενική διακριτικότητά της να αντικατασταθεί από αδιαφορία; Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να τυλίξει εκείνα τα απαλά χέρια που ξεπρόβαλλαν από το κοντομάνικο λουλουδάτο φόρεμά της γύρω από τις κόρες της, να τις αγκαλιάσει με αγάπη και ζεστασιά; Η Ερίκα κοίταξε θλιμμένη το επόμενο άτομο στη φωτογραφία. Το βλέμμα της Μπρίτα δεν ήταν στραμμένο στον φακό. Ήταν στραμμένο στην Έλσι. Ή στον Φρανς. Δεν ήταν σίγουρη. Η Ερίκα άπλωσε το χέρι της και πήρε τον μεγεθυντικό φακό από το γραφείο της. Τον έφερε πάνω από το πρόσωπο της Μπρίτα και μισόκλεισε τα μάτια για να δει όσο καθαρότερα γινόταν. Ήταν ακόμη δύσκολο να πει με σιγουριά ποιον κοιτούσε. Αλλά η πρώτη της εντύπωση ήταν ότι το πρόσωπο της Μπρίτα έδειχνε οργή. Τα χείλη της ήταν στραμμένα προς τα κάτω. Υπήρχε μια σκληράδα στα σφιγμένα σαγόνια της. Και μια σκληράδα στο βλέμμα. Ναι, η Ερίκα ήταν σχεδόν σίγουρη τώρα. Η Μπρίτα κοιτούσε έναν από τους δύο, την Έλσι ή τον Φρανς, ή και τους δύο ίσως. Κοίταξε το τελευταίο άτομο της φωτογραφίας. Είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με τους άλλους. Επίσης ξανθός, σαν τον Φρανς, αλλά με λίγο κοντύτερα,
244/499
κυματιστά μαλλιά. Ψηλός, αρκετά λεπτός, με μια συλλογισμένη έκφραση στο πρόσωπο. Όχι χαρούμενη, αλλά ούτε θλιμμένη. Σκεφτικός ήταν το πρώτο επίθετο που θα χρησιμοποιούσε η Ερίκα για να τον περιγράψει. Διάβασε ξανά το άρθρο. Ο Χανς Ούλαβσεν ήταν ένας νορβηγός αντιστασιακός που είχε περάσει λαθραία στη Σουηδία με το αλιευτικό Ελφρίντα, νηολογημένο στη Φιελμπάκα. Του είχε προσφέρει καταφύγιο ο καπετάνιος του αλιευτικού, ο Έλοφ Μουστρέμ, και τώρα γιόρταζε −κατά τον αρθρογράφο− το τέλος του πολέμου με τους φίλους του στη Φιελμπάκα. Η Ερίκα έβαλε ξανά το χαρτί στη στοίβα. Υπήρχε κάτι στη δυναμική αυτών των νέων παιδιών, κάτι αισθητό... Αλλά όχι, που να πάρει η ευχή, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Μπορούσες να το πεις οτιδήποτε, προαίσθημα, διαίσθηση. Ένιωθε απλώς ότι εδώ βρισκόταν η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις της, ερωτήσεις που όσο περισσότερα ανακάλυπτε τόσο περισσότερο αυξάνονταν. Ήξερε ότι έπρεπε να μάθει πιο πολλά για τη φωτογραφία, για τις σχέσεις ανάμεσα στην παρέα και για τον νορβηγό αντιστασιακό Χανς Ούλαβσεν. Και μόνο δύο άτομα μπορούσε να ρωτήσει. Το Άξελ Φράνκελ και την Μπρίτα Γιούχανσον. Η Μπρίτα ήταν πιο κοντά της, από κάθε άποψη. Η Ερίκα έπρεπε να ζητήσει μια εξήγηση για την οργή στο βλέμμα της Μπρίτα. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην ηλικιωμένη και συγχυσμένη γυναίκα, αλλά αν εξηγούσε στον άντρα της Μπρίτα γιατί έπρεπε να μιλήσει με τη σύζυγό του, ίσως εκείνος να καταλάβαινε. Ίσως να της επέτρεπε να δει ξανά την Μπρίτα, αν είχε κάποια στιγμή πνευματικής διαύγειας. Αύριο, πήρε την απόφασή της η Ερίκα, αύριο θα αντιμετωπίσω το θέμα άμεσα, χωρίς υπεκφυγές. Θα ξαναπάω εκεί. Κάτι της έλεγε ότι η Μπρίτα είχε όλες τις απαντήσεις που χρειαζόταν.
Φιελμπάκα 1944
Τον είχε εξουθενώσει ψυχικά και σωματικά. Ο πόλεμος. Τον είχαν εξουθενώσει και όλα αυτά τα πέρα δώθε στο νερό, που δεν ήταν πια φίλος του αλλά εχθρός του. Ήταν μόνιμα ερωτευμένος με τη θάλασσα πέρα από το Μπούχους. Την αγαπούσε για το πώς κινούνταν, πώς μύριζε και πώς ακουγόταν όταν έσκαζε πάνω στην πρωριά μάσκα του καραβιού του. Αλλά με το που ήρθε ο πόλεμος η σχέση τους άλλαξε, χάθηκε η φιλικότητα. Η θάλασσα ήταν τώρα εχθρική. Έκρυβε κινδύνους κάτω από την επιφάνεια, νάρκες οι οποίες μπορούσαν να ανατινάξουν αυτόν και το πλήρωμά του. Και οι Γερμανοί που περιπολούσαν στη θάλασσα δεν έκαναν καθόλου καλύτερα τα πράγματα. Ποτέ δεν ήξερες τι ιδέα μπορεί να περνούσε από το μυαλό τους. Η θάλασσα είχε γίνει απρόβλεπτη με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχαν συνηθίσει και θεωρούσαν αναμενόμενο. Τις φουρτούνες, τις ξέρες είχαν μάθει να τις χειρίζονται, είχαν μάθει να τις αντιμετωπίζουν μέσα από τις εμπειρίες γενιών και γενιών. Κι αν η φύση έπαιρνε το πάνω χέρι − ε, τότε το αντιμετώπιζαν κι αυτό με ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία. Αυτή η διαφορετικά απρόβλεπτη θάλασσα ήταν πολύ χειρότερη. Κι αν επιζούσαν από το ταξίδι, υπήρχαν και οι παραπανίσιοι κίνδυνοι όταν έπιαναν λιμάνι για να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν. Κι αν μη τι άλλο, η σύλληψη του Άξελ Φράνκελ από τους Γερμανούς αυτό ακριβώς του υπενθύμιζε. Ατένισε τον ορίζοντα κι άφησε τη σκέψη του να τρέξει για μερικά λεπτά σ’ εκείνο το παιδί. Πόσο γενναίο ήταν. Και πόσο άτρωτο φαινομενικά. Τώρα δεν ήξερε κανείς πού βρισκόταν. Είχαν ακουστεί κάποιες φήμες πως τον είχαν στο Γκρίνι. Αλλά ούτε αν αλήθευαν αυτές οι φήμες ήξερε ούτε αν –σε περίπτωση που αλήθευαν− ήταν ακόμη εκεί το παιδί. Ακουγόταν πως μερικοί από τους φυλακισμένους στη Νορβηγία είχαν αρχίσει να μεταφέρονται στη Γερμανία με πλοία. Ίσως ο Άξελ
246/499
να ήταν ήδη εκεί. Ίσως και να μην υπήρχε πια. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που τον είχαν συλλάβει, και ο Άξελ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Δύσκολο, λοιπόν, να μη σκέφτεσαι το χειρότερο. Ο Έλοφ πήρε βαθιά ανάσα. Συναντούσε τους γονείς του παιδιού καμιά φορά. Τον κύριο και την κυρία Φράνκελ. Τον γιατρό και τη σύζυγό του. Αλλά δεν μπορούσε να τους κοιτάξει κατάματα. Αν είχε τη δυνατότητα άλλαζε πεζοδρόμιο και τους προσπερνούσε με το βλέμμα χαμηλά. Αισθανόταν, τρόπον τινά, ότι έπρεπε να είχε κάνει κάτι περισσότερο. Δεν ήξερε τι. Αλλά κάτι. Ίσως να μην έπαιρνε καν μαζί του το παιδί. Πονούσε η καρδιά του σαν έβλεπε και τον αδελφό του Άξελ. Εκείνο τον σοβαρό μικρό. Τον Έρικ. Όχι πως ο Έρικ ήταν κάνας ομιλητικός τύπος, αλλά από τότε που είχε εξαφανιστεί ο αδελφός του έγινε ακόμα πιο λιγομίλητος. Είχε σκεφτεί να μιλήσει στην Έλσι γι’ αυτό το θέμα. Να της πει πως δεν του άρεσε που έκανε παρέα μ’ αυτά τα αγόρια, τον Έρικ και τον Φρανς. Όχι πως είχε κάτι εναντίον του Έρικ. Αυτό το αγόρι είχε καλοσύνη στο βλέμμα. Με τον Φρανς τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτός χρειαζόταν ένα γερό χέρι ξύλο, έτσι πίστευε ο Έλοφ. Αλλά κανένα από τα δύο αγόρια δεν ήταν κατάλληλο για να κάνει παρέα στην Έλσι. Προέρχονταν από διαφορετικές τάξεις. Δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι ανθρώπων. Αυτός και η Χίλμα θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γεννηθεί σε άλλο πλανήτη από τους Φράνκελ και τους Ρίνγκχολμ. Και οι κόσμοι τους δεν έπρεπε να συναντηθούν ποτέ. Διότι από μια τέτοια συνάντηση τίποτα καλό δεν μπορούσε να προκύψει. Εντάξει όταν ήταν μικρά ακόμη και έπαιζαν αμπάριζα και κρυφτό. Αλλά τώρα ήταν μεγάλα παιδιά. Και τίποτα καλό δεν μπορούσε να βγει από αυτή τη συναναστροφή. Η Χίλμα τού το είχε επισημάνει πολλές φορές. Του είχε ζητήσει να μιλήσει στη θυγατέρα τους. Αλλά δεν του έκανε καρδιά να ζητήσει από την κόρη του κάτι τέτοιο. Ήταν ήδη δύσκολα τα πράγματα με τον πόλεμο. Και οι φιλίες ήταν ίσως η μόνη πολυτέλεια που μπορούσαν να προσφέρουν οι νέοι άνθρωποι στον εαυτό τους. Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, θα στερούσε από την Έλσι τους φίλους της; Αργά ή γρήγορα ωστόσο θα υποχρεωνόταν να το κάνει. Τα αγόρια ήταν πάνω απ’ όλα αγόρια. Η αμπάριζα και το κρυφτό θα γίνονταν σύντομα κρυφά αγκαλιάσματα, τα ήξερε αυτά από τις δικές του εμπειρίες. Ήταν κι ο ίδιος κάποτε νέος, έστω κι αν αυτό τώρα φαινόταν απίστευτα μακρινό. Είχε έρθει πια ο καιρός να χωρίσουν οι δύο κόσμοι. Έτσι ήταν και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Κανείς δεν μπορούσε να αλλάξει τη φυσική ροή των πραγμάτων.
247/499
«Καπετάνιε! Έλα να δεις κάτι σε παρακαλώ». Οι σκέψεις του Έλοφ διακόπηκαν και στράφηκε προς το σημείο απ’ όπου ακούστηκε η φωνή. Ένας άντρας του πληρώματος του έκανε νοήματα να πάει επειγόντως προς το μέρος του. Ο Έλοφ ζάρωσε το μέτωπό του απορημένος και κατευθύνθηκε προς τα κει. Βρίσκονταν στην ανοιχτή θάλασσα και είχαν μερικές ώρες ταξίδι μέχρι να δέσουν στο λιμάνι της Φιελμπάκα. «Έχουμε έναν λαθρεπιβάτη» είπε ο Κάλε Ίνγκβαρσον ξερά και έδειξε προς το αμπάρι. Ο Έλοφ πήγε και κοίταξε έκπληκτος. Ένας νεαρός καθόταν ανακούρκουδα πίσω από τα σακιά του φορτίου. Σηκώθηκε διστακτικά. «Τον ανακάλυψα όταν άκουσα έναν θόρυβο αποδώ μέσα. Έβηχε τόσο πολύ που μου φάνηκε παράξενο που δεν ακούστηκε μέχρι πάνω στο κατάστρωμα» είπε ο Κάλε και έβαλε μια δόση ταμπάκο κάτω από το χείλι του. Μόρφασε. Ο ταμπάκος σε καιρό πολέμου ήταν ένα μη ικανοποιητικό υποκατάστατο. «Ποιος είσαι και τι κάνεις στο καράβι μου;» ρώτησε αυστηρά ο Έλοφ. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φωνάξει μερικούς από τους άντρες του πληρώματος για ενίσχυση. «Με λένε Χανς Ούλαβσεν και μπήκα στο καράβι σου στην Κριχάνσαντ» είπε ο νεαρός σε μελωδικά νορβηγικά. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του για να χαιρετήσει. Έπειτα από έναν μικρό δισταγμό άπλωσε και ο Έλοφ το δικό του. Το αγόρι τον κοιτούσε κατάματα. «Έλπιζα να φτάσω μέχρι τη Σουηδία μαζί σας. Οι Γερμανοί έχουν... ας πούμε μάλλον ότι δεν μπορούσα να παραμείνω σε νορβηγικό έδαφος αν ήθελα να ζήσω». Ο Έλοφ έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα. Σκεφτόταν. Δεν του άρεσε να τον ξεγελούν. Αλλά εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει το παιδί; Μήπως θα έπρεπε να παρουσιαστεί μπροστά του, με όλους τους Γερμανούς που περιπολούσαν στο λιμάνι, και να τον ρωτήσει ευγενικά αν μπορούσε να τον πάρει μαζί του στη Σουηδία; «Από πού είσαι;» τον ρώτησε τελικά και περιεργάστηκε το αγόρι από την κορυφή ως τα νύχια. «Από το Όσλο». «Τι έκανες και δεν μπορούσες να μείνεις στη Νορβηγία;» «Κανείς δεν λέει τι έχει αναγκαστεί να κάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου» είπε ο Χανς και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκοτείνιασαν. «Αλλά ας
248/499
πούμε, εν πάση περιπτώσει, ότι οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν μπορούν να με χρησιμοποιήσουν άλλο». Σίγουρα θα περνούσε κόσμο από τα σύνορα, σκέφτηκε ο Έλοφ. Ήταν μια επικίνδυνη δουλειά, κι αν οι Γερμανοί τον είχαν πάρει στο κατόπι έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης όσο ήταν ακόμη ζωντανός. Ο Έλοφ ένιωσε πως άρχισε να μαλακώνει μέσα του. Θυμήθηκε τον Άξελ, ο οποίος είχε πάει τόσες φορές μαζί τους στη Νορβηγία, δίχως να σκεφτεί ούτε στιγμή τις επιπτώσεις που μπορεί να είχαν όσα έκανε στον ίδιο... Και που τελικά το πλήρωσε ακριβά. Γιατί, λοιπόν, ο Έλοφ να φανεί υποδεέστερος από τον δεκαεννιάχρονο γιο του γιατρού; Πήρε αμέσως την απόφασή του. «Τέλος πάντων, μπορείς να έρθεις μαζί μας. Θα πάμε στη Φιελμπάκα. Έχεις φάει τίποτα;» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Έχω να φάω από προχτές. Το ταξίδι από το Όσλο ήταν... δύσκολο. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις απευθείας από το Όσλο στην Κριχάνσαντ». Χαμήλωσε το βλέμμα του. «Κάλε, κανόνισε να φάει κάτι το παιδί. Εγώ πρέπει να φροντίσω να γυρίσουμε σώοι και αβλαβείς στην πατρίδα. Είναι και εκείνες οι διαολονάρκες που σπέρνουν στο διάβα μας οι Γερμανοί». Κούνησε θυμωμένος το κεφάλι και άρχισε να ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Όταν γύρισε και κοίταξε πίσω του είδε το βλέμμα του παιδιού. Η συμπόνια που ένιωσε τον εξέπληξε. Πόσων χρόνων να ήταν άραγε; Όχι πάνω από δεκαοχτώ. Κι όμως, υπήρχαν πολλά γραμμένα σε εκείνο το βλέμμα. Χαμένα νιάτα και απώλεια εκείνης της αγνότητας που έπρεπε να συνοδεύει τη νιότη. Ο πόλεμος είχε αναμφισβήτητα πολλά θύματα. Και όχι απαραίτητα μόνο τους νεκρούς.
Ο
Γιέστα ένιωθε λίγο ένοχος. Αν είχε κάνει σωστά τη δουλειά του ίσως ο Ματίας να μη βρισκόταν στο νοσοκομείο τώρα. Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν ήταν σίγουρο πως θα είχε επηρεάσει την κατάσταση. Αν όμως ανακάλυπτε ότι ο Περ είχε μπει κρυφά στο σπίτι των Φράνκελ την περασμένη άνοιξη, ίσως η πορεία των γεγονότων να ήταν διαφορετική. Όταν ο Γιέστα πήγε στο σπίτι του Άνταμ για να του πάρει τα δακτυλικά αποτυπώματα, ο Άνταμ είχε όντως αναφέρει ότι κάποιος άλλος από το σχολείο είχε πει ότι ο γέρος είχε ένα σωρό ενδιαφέροντα αντικείμενα. Αυτό υπήρχε κάπου στο βάθος του μυαλού του και δεν μπορούσε να το φέρει στην επιφάνεια, αυτό του διέφευγε, τον ενοχλούσε και τον διαόλιζε συνεχώς. Γιατί να μην ήταν λίγο προσεκτικότερος; Λίγο σχολαστικότερος. Με άλλα λόγια, γιατί δεν έκανε όπως έπρεπε τη δουλειά του; Αναστέναξε. Έβγαλε εκείνο τον χαρακτηριστικό αλά Γιέστα στεναγμό, τον οποίο είχε τελειοποιήσει έπειτα από χρόνια εξάσκησης. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει τώρα. Έπρεπε να προσπαθήσει να τακτοποιήσει τα πράγματα όσο καλύτερα γινόταν. Πήγε στο πάρκινγκ και πήρε το περιπολικό που είχε απομείνει. Το άλλο το είχαν πάρει ο Μάρτιν και η Πάουλα για να πάνε στην Ουντεβάλα. Σαράντα λεπτά αργότερα πάρκαρε έξω από το νοσοκομείο της Στρέμσταντ. Η ρεσεψιονίστ τον πληροφόρησε ότι η κατάσταση του Ματίας είχε σταθεροποιηθεί και του εξήγησε πώς θα πήγαινε στο δωμάτιο όπου τον είχαν. Πήρε βαθιά ανάσα πριν ανοίξει την πόρτα. Σίγουρα θα ήταν η οικογένειά του εκεί. Στον Γιέστα δεν άρεσε να συναντάει συγγενείς. Με αυτούς η κατάσταση φορτιζόταν συναισθηματικά, και δυσκόλευε πολύ τη δουλειά που έπρεπε να κάνει. Κι όμως, μερικές φορές είχε καταπλήξει τους συναδέλφους του και τον εαυτό του επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία όταν μιλούσε με ανθρώπους σε δύσκολες καταστάσεις. Αν διέθετε όρεξη και ενέργεια θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί αυτό το ταλέντο στη δουλειά του, να το κάνει πλεονέκτημα. Αλλά αυτή η ενέργεια σπάνια έκανε την εμφάνισή της, και δεν του ήταν και τόσο ευπρόσδεκτη.
250/499
«Τον πιάσατε;» Ένας μεγαλόσωμος άντρας με κοστούμι και γραβάτα που είχε στραβώσει σηκώθηκε μόλις μπήκε μέσα ο Γιέστα. Κρατούσε αγκαλιά μια κλαμένη γυναίκα, που πρέπει να ήταν η μητέρα, μια και έμοιαζε με το παιδί στο κρεβάτι του θαλάμου. Ο Γιέστα συνειδητοποίησε ότι διέκρινε την ομοιότητα ανακαλώντας στη θύμησή του τα χαρακτηριστικά του Ματίας από τότε που τον συνάντησε έξω από το σπίτι των Φράνκελ. Διότι το παιδί στο κρεβάτι δεν έμοιαζε με τίποτα στον Ματίας. Το πρόσωπό του ήταν μια πρησμένη και γεμάτη ξεραμένα αίματα πληγή που είχε αρχίσει να μελανιάζει. Τα χείλη είχαν γίνει διπλάσια από το πρήξιμο και προφανώς έβλεπε, όσο έβλεπε, μόνο από το ένα μάτι. Το άλλο ήταν κλεισμένο. «Αν πιάσω στα χέρια μου αυτό τον αναθεματισμένο... συμμορίτη» έκανε ο πατέρας του Ματίας και έσφιξε τις γροθιές του. Είχε δάκρυα στα μάτια και ο Γιέστα σκέφτηκε ξανά ότι θα προτιμούσε να αποφύγει την οικογένεια. Αλλά τώρα ήταν εδώ. Καλύτερα να έκανε τη δουλειά του και να τέλειωνε. Ιδίως επειδή ένιωθε ολοένα και περισσότερες ενοχές καθώς κοιτούσε το στραπατσαρισμένο πρόσωπο του Ματίας. «Αφήστε την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της» είπε ο Γιέστα και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα τους. Συστήθηκε και μετά κοίταξε κατάματα τους γονείς του Ματίας για να σιγουρευτεί ότι τον άκουγαν. «Πιάσαμε τον Περ και τον ανακρίναμε. Ομολόγησε ότι χτύπησε τον γιο σας, και θα υπάρξουν φυσικά συνέπειες. Δεν ξέρω τι ακριβώς ακόμη, είναι θέμα εισαγγελέα πλέον». «Αλλά είναι υπό κράτηση, έτσι;» έκανε η μητέρα του Ματίας με χείλη που τρέμανε. «Όχι αυτή ακριβώς τη στιγμή. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποφασίζει ο εισαγγελέας να διατάξει την κράτηση ανηλίκου. Συμβαίνει πολύ σπάνια. Γι’ αυτό έφυγε με τη μητέρα του και πήγε στο σπίτι για όσο συνεχίζουμε την έρευνα. Ειδοποιήσαμε επίσης τις κοινωνικές υπηρεσίες». «Δηλαδή πήγε στο σπίτι με τη μαμά του, ενώ ο δικός μου γιος βρίσκεται εδώ και...» Η φωνή του πατέρα του Ματίας έσπασε και το βλέμμα του κινούνταν ασταμάτητα μεταξύ του Γιέστα και του γιου του. «Ναι, προς το παρόν. Αλλά θα υπάρξουν συνέπειες. Αυτό σας το εγγυώμαι. Τώρα όμως θα ήθελα να συζητήσω μερικά πράγματα με τον γιο σας αν είναι δυνατόν, για να δούμε αν έχουμε καλύψει τα πάντα γύρω από το περιστατικό».
251/499
Οι γονείς του Ματίας κοιτάχτηκαν, και μετά έγνεψαν καταφατικά και οι δυο. «Εντάξει, αλλά μόνο αν αντέχει. Πότε ξυπνάει και πότε κοιμάται. Παίρνει αναλγητικά». «Θα το κάνουμε με τον ρυθμό που αντέχει» είπε καθησυχαστικά ο Γιέστα και τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του Ματίας. Δυσκολεύτηκε αρκετά να καταλάβει τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του παιδιού, αλλά στο τέλος είχε επιβεβαιώσει πώς έγιναν όλα. Και συμφωνούσαν απολύτως με όσα είχε ομολογήσει ο Περ. Όταν τελείωσε τις ερωτήσεις, στράφηκε ξανά στους γονείς του Ματίας. «Μπορώ να του πάρω και δακτυλικά αποτυπώματα τώρα;» Οι γονείς αντάλλαξαν πάλι μια ματιά. Μίλησε ξανά ο πατέρας του Ματίας. «Ναι, εντάξει. Αν είναι απαραίτητο για...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του, αλλά στράφηκε και κοίταξε τον γιο του με βουρκωμένα μάτια. «Ένα λεπτό θα κάνω» είπε ο Γιέστα και έβγαλε τα σύνεργα για να πάρει τα αποτυπώματα. Λίγο αργότερα καθόταν στο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και κοιτούσε το κουτί με τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ματίας. Ίσως να μην είχαν καμία απολύτως σημασία για την έρευνα. Αλλά αυτός είχε κάνει τη δουλειά του. Τελικά. Ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά.
«Τελευταία στάση για σήμερα, εντάξει;» είπε ο Μάρτιν καθώς έβγαιναν από το περιπολικό έξω από τα γραφεία της εφημερίδας Μπουχουσλένινγκεν. «Ναι, πρέπει να πάμε και στα σπίτια μας κάποια στιγμή» είπε η Πάουλα και κοίταξε το ρολόι της. Είχε καθίσει αμίλητη σε όλη τη διαδρομή από το γραφείο της οργάνωσης Φίλοι της Σουηδίας μέχρι εδώ, και ο Μάρτιν την άφησε να σκεφτεί με την ησυχία της. Κατάλαβε ότι ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη να αντιμετωπίζει τέτοιους ανθρώπους. Άτομα που την καταδίκαζαν προτού καν τη χαιρετήσουν, που έβλεπαν μόνο το χρώμα του δέρματός της και τίποτε άλλο. Πίστευε και ο ίδιος πως η κατάσταση ήταν άκρως δυσάρεστη, αλλά αυτός με το κατάλευκο γεμάτο φακίδες δέρμα του και τα κατακόκκινα μαλλιά του δεν ανήκε στα άτομα που τραβούσαν τέτοιου είδους βλέμματα. Βέβαια, κάποια πειράγματα άκουγε κι αυτός όταν πήγαινε σχολείο λόγω του χρώματος των
252/499
μαλλιών του, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Άλλωστε, δεν ήταν το ίδιο πράγμα. «Θέλουμε να δούμε τον Σελ Ρίνγκχολμ» είπε η Πάουλα και έσκυψε πάνω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. «Ένα λεπτό να τον ειδοποιήσω». Η κυρία στη ρεσεψιόν σήκωσε το τηλέφωνο και ανακοίνωσε στον Σελ Ρίνγκχολμ ότι είχε επισκέπτες. «Καθίστε και θα έρθει αμέσως». «Ευχαριστούμε». Κάθισαν στις πολυθρόνες που ήταν τοποθετημένες γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι και περίμεναν. Έπειτα από μερικά λεπτά εμφανίστηκε ένας ελαφρώς παχουλός άντρας με σκούρα μαλλιά και μακριά γένια. Κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Η Πάουλα σκέφτηκε ότι μπορεί να έμοιαζε κάπως με τον Μπγιερν από τους ΑΒΒΑ. Ή με το Μπένι. Δεν μπορούσε ποτέ της να τους ξεχωρίσει αυτούς τους δύο. «Σελ Ρίνγκχολμ» είπε εκείνος, άπλωσε το χέρι και τους χαιρέτησε. Η χειραψία ήταν πολύ δυνατή, σχεδόν οδυνηρή, και ο Μάρτιν δεν μπόρεσε να μη μορφάσει. «Ελάτε, πάμε στο γραφείο μου». Προπορεύτηκε διασχίζοντας την αίθουσα της αρχισυνταξίας και τους οδήγησε τελικά στο γραφείο του. «Παρακαλώ, καθίστε. Νόμιζα ότι γνώριζα όλους τους αστυνομικούς στην Ουντεβάλα, αλλά εσείς είστε νέα πρόσωπα για μένα, οφείλω να πω. Για ποιον δουλεύετε;» Ο Σελ κάθισε πίσω από το γραφείο που ήταν φορτωμένο με χαρτιά. «Δεν είμαστε από την αστυνομία της Ουντεβάλα. Είμαστε από το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε». «Μπα;» έκανε ο Σελ ξαφνιασμένος. Αλλά η Πάουλα νόμισε πως για μια στιγμή είδε κάτι άλλο. Κάτι που εξαφανίστηκε όπως είχε εμφανιστεί, αμέσως. «Και τι έχετε κατά νου, λοιπόν;» Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στομάχι του. «Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σας πούμε ότι σήμερα συλλάβαμε τον γιο σας για πρόκληση σωματικής βλάβης σε συμμαθητή του» είπε ο Μάρτιν. Ο άντρας τσιτώθηκε. «Τι διάολο μου λέτε; Συλλάβατε τον Περ; Ποιος ήταν ο... Πώς είναι;» Σκόνταφτε πάνω στις λέξεις που έβγαιναν ακανόνιστα από το στόμα του. Η Πάουλα περίμενε υπομονετικά να κάνει μια παύση για να μπορέσουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του. «Χτύπησε έναν συμμαθητή του
253/499
ονόματι Ματίας Λάρσον στο προαύλιο. Ο Ματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Στρέμσταντ και η τελευταία αναφορά λέει πως η κατάστασή του ήταν σταθερή, αλλά ότι έχει πολύ σοβαρά τραύματα». «Τι...» Ο Σελ φαινόταν να δυσκολεύεται να τα καταλάβει όλα αυτά. «Μα γιατί δεν μου τηλεφώνησε κανένας νωρίτερα; Έτσι όπως μου τα λέτε είναι σαν να έγινε πριν από κάνα δυο ώρες». «Ο Περ μάς ζήτησε να τηλεφωνήσουμε στη μητέρα του. Έτσι ήρθε εκείνη στο τμήμα και ήταν μαζί με τον Περ κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Έπειτα τον αφήσαμε να πάει στο σπίτι μαζί της». «Ναι, δεν είναι και ιδιαίτερα ιδανική η κατάσταση όπως θα προσέξατε». Ο Σελ κοίταξε προσεκτικά την Πάουλα και τον Μάρτιν. «Όχι, καταλάβαμε κι εμείς κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ότι υπάρχουν συγκεκριμένα... προβλήματα» είπε διστακτικά ο Μάρτιν «και ζητήσαμε από τις κοινωνικές υπηρεσίες να ερευνήσουν την κατάσταση». Ο Σελ αναστέναξε. «Ναι, έπρεπε να είχα πάρει το πράγμα πάνω μου νωρίτερα... Αλλά όλο κάτι συνέβαινε... Δεν ξέρω...» Κοίταξε μια φωτογραφία στο γραφείο του με μια ξανθιά γυναίκα και δύο παιδιά λίγο μικρότερα από δέκα ετών. Επικράτησε σιωπή για λίγο. «Και τι γίνεται τώρα;» «Ο εισαγγελέας θα εξετάσει το συμβάν και κατόπιν θα πάρει απόφαση για το πώς θα συνεχίσουμε. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά...» Ο Σελ κούνησε το χέρι. «Ξέρω, καταλαβαίνω. Πιστέψτε με, δεν το παίρνω καθόλου ελαφρά το θέμα. Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ σοβαρό. Αλλά θέλω μόνο να μάθω πιο συγκεκριμένα τι νομίζετε...» Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία, αλλά μετά έστρεψε το βλέμμα του στους αστυνομικούς. Του απάντησε η Πάουλα. «Δύσκολο να πούμε κάτι. Αλλά πιστεύω ότι θα καταλήξει σε κάποιο κέντρο για προβληματικά παιδιά». Ο Σελ έγνεψε κουρασμένα. «Ναι, κατά κάποιον τρόπο ίσως αυτό είναι το καλύτερο. Ο Περ ήταν... δύσκολο παιδί εδώ και πολύ καιρό, και ίσως αυτό να τον κάνει να καταλάβει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Αλλά περνούσε κι αυτός ζόρια. Δεν στάθηκα δίπλα του όπως έπρεπε, και η μαμά του... Ναι, το καταλάβατε κι εσείς. Αλλά ούτε κι αυτή ήταν πάντα έτσι. Το διαζύγιο την...» Η φωνή του ατόνησε και το βλέμμα του έπεσε πάλι στη φωτογραφία. «Της στοίχισε πολύ».
254/499
«Είναι και κάτι άλλο επίσης». Ο Μάρτιν έσκυψε μπροστά και κοίταξε τον Σελ. «Τι;» «Ξέρετε, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποδείχτηκε ότι ο Περ μπήκε κρυφά σε ένα σπίτι στις αρχές του καλοκαιριού, τον Ιούνιο. Και ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο Έρικ Φράνκελ, τον έπιασε στα πράσα. Απ’ ό,τι καταλάβαμε, αυτό δεν σας είναι άγνωστο, σωστά;» Ο Σελ έμεινε σιωπηλός για λίγο, μετά κούνησε αργά το κεφάλι. «Όχι, δεν μου είναι άγνωστο. Ο Έρικ Φράνκελ μού τηλεφώνησε αφού κλείδωσε πρώτα τον Περ στη βιβλιοθήκη του σπιτιού κι εγώ πήγα εκεί». Χαμογέλασε στραβά. «Εδώ που τα λέμε, από μια άποψη η υπόθεση ήταν αστεία... Ο Περ φυλακισμένος ανάμεσα σε όλα εκείνα τα βιβλία. Πρέπει να ήταν η μοναδική επαφή που είχε ποτέ του με βιβλία». «Δεν υπάρχει τίποτε αστείο σε μια διάρρηξη» είπε ξερά η Πάουλα. «Θα μπορούσε να είχε πολύ άσχημη κατάληξη». «Ναι, το ξέρω, συγγνώμη. Ήταν ένα ατυχές αστείο» είπε ο Σελ και χαμογέλασε απολογητικά. «Αλλά ο Έρικ κι εγώ συμφωνήσαμε να μη δώσουμε έκταση στο θέμα, και ο Έρικ θεώρησε ότι αυτό θα γινόταν μάθημα στον Περ. Πίστευε ότι ο Περ δεν θα το ξανάκανε. Αυτά συνέβησαν τότε. Πήγα και πήρα τον Περ αποκεί, του τα έψαλα και, ναι...» Σήκωσε παραιτημένος τους ώμους του. «Φαίνεται όμως πως εσείς και ο Έρικ Φράνκελ μιλήσατε και για κάτι άλλο εκτός από τη διάρρηξη του Περ. Διότι ο Περ μάς είπε πως άκουσε τον Έρικ να σας λέει πως θα σας έδινε πληροφορίες οι οποίες θα σας ενδιέφεραν, και συμφωνήσατε να συναντηθείτε κάποια μέρα αργότερα. Σας λέει κάτι αυτό;» Έπεσε σιωπή. Μετά ο Σελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, πρέπει να πω ότι δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Ο Περ μάλλον τα επινόησε όλα αυτά, ή κάτι παρεξήγησε από την κουβέντα μου με τον Έρικ. Είπαμε απλώς ότι θα μπορούσα να του τηλεφωνήσω αν χρειαζόμουν κάποιες πληροφορίες για τον ναζισμό». Ο Μάρτιν και η Πάουλα τον κοιτούσαν με δυσπιστία. Κανένας από τους δυο τους δεν πίστευε λέξη από όσα άκουγε. Ήταν φανερό πως έλεγε ψέματα. Αλλά δεν μπορούσαν να το αποδείξουν. «Γνωρίζετε αν ο πατέρας σας και ο Έρικ είχαν κάποια επαφή;» ρώτησε τελικά ο Μάρτιν.
255/499
Οι ώμοι του Σελ χαλάρωσαν, σαν να είχε νιώσει ανακούφιση που άλλαξαν θέμα. «Καμία, απ’ ό,τι ξέρω. Αν και εγώ, βέβαια, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες του πατέρα μου. Πέρα φυσικά απ’ ό,τι αφορά τα άρθρα μου». «Δεν είναι παράξενο αυτό για σας;» είπε η Πάουλα με ειλικρινή περιέργεια. «Να ξεμπροστιάζετε έτσι τον πατέρα σας;» «Εσείς θα έπρεπε να καταλαβαίνετε καλύτερα απ’ όλους μας τη σημασία της καταπολέμησης των ρατσιστικών συμπεριφορών» είπε ο Σελ. «Είναι σαν καρκίνωμα στο σώμα της κοινωνίας, και πρέπει να το καταπολεμήσουμε με κάθε τρόπο. Και αν ο πατέρας μου τώρα τυχαίνει να είναι ένα κομμάτι αυτού του καρκινώματος... τότε, εντάξει... δική του επιλογή είναι» είπε ο Σελ και άνοιξε τα χέρια του. «Ο πατέρας μου κι εγώ, άλλωστε, δεν έχουμε καμία σχέση, εκτός από το γεγονός ότι άφησε έγκυο τη μητέρα μου. Σε όλη την παιδική μου ηλικία πήγαινα και τον έβλεπα στις φυλακές, και μόλις μεγάλωσα αρκετά ώστε να μπορώ να σκέφτομαι μόνος μου και να παίρνω τις δικές μου αποφάσεις φρόντισα να μην υπάρχει πλέον αυτό το άτομο στη ζωή μου». «Δεν έχετε δηλαδή καμία επαφή; Ο Περ έχει επαφές μαζί του;» ρώτησε ο Μάρτιν, περισσότερο από περιέργεια και όχι γιατί είχε κάποια σχέση με την έρευνα. «Εγώ δεν έχω καμία επαφή μαζί του. Αλλά δυστυχώς ο πατέρας μου έχει καταφέρει να γεμίσει το κεφάλι του γιου μου με ένα σωρό ανοησίες. Όσο ο Περ ήταν μικρός φροντίζαμε να μην έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, αλλά τώρα που είναι μεγαλύτερος και κινείται ελεύθερα είχε... ναι, δεν μπορέσαμε να εμποδίσουμε τη συναναστροφή τους στον βαθμό που θα θέλαμε». «Μάλιστα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο» είπε ο Μάρτιν. «Προς το παρόν, τουλάχιστον» πρόσθεσε αμέσως και σηκώθηκε. Η Πάουλα ακολούθησε το παράδειγμά του. Καθώς έβγαιναν από την πόρτα, ο Μάρτιν κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του. «Είστε σίγουρος πως δεν έχετε καμία πληροφορία για ή από τον Έρικ Φράνκελ που θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει;» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και για μια πολύ σύντομη στιγμή ο Σελ φάνηκε να διστάζει. Έπειτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και είπε κοφτά: «Όχι, καμία. Καμία απολύτως».
256/499
Ούτε αυτή τη φορά τον πίστεψαν.
Η Μαργκαρέτα ήταν ανήσυχη. Κανένας δεν απαντούσε στο σπίτι των γονιών της από τη στιγμή που ο Χέρμαν τις είχε επισκεφτεί την προηγούμενη μέρα. Ήταν παράξενο και ανησυχητικό. Πάντοτε τους ειδοποιούσαν αν πήγαιναν κάπου, αλλά τώρα πια δεν έβγαιναν συχνά. Άλλωστε η Μαργκαρέτα συνήθιζε να τους παίρνει τηλέφωνο κάθε βράδυ και να μιλάει μαζί τους. Ήταν ένα τελετουργικό που ακολουθούσαν εδώ και πολλά χρόνια, και δεν θυμόταν να υπήρξε έστω και μία φορά που δεν είχαν απαντήσει οι γονείς της. Τώρα πληκτρολόγησε τον αριθμό −που τα δάχτυλά της ήξεραν πλέον απέξω κι ανακατωτά− και το τηλέφωνο άρχισε να καλεί, μόνο που η κλήση της έμεινε αναπάντητη. Το ένα σινιάλο μετά το άλλο αντηχούσαν στο κενό, κανείς όμως δεν σήκωνε το ακουστικό στην άλλη άκρη της γραμμής. Είχε σκεφτεί ήδη από την προηγουμένη το βράδυ να πάει αποκεί να δει τι γίνεται, αλλά ο άντρας της, ο Ούβε, την έπεισε να αφήσει να περάσει πρώτα η βραδιά. Σίγουρα θα είχαν πέσει για ύπνο νωρίς. Αλλά τώρα ήταν πρωί, και μάλιστα αργά, και ακόμη δεν απαντούσε κανείς. Η Μαργκαρέτα ένιωσε την ανησυχία να ριζώνει για τα καλά μέσα της, μια ανησυχία που εξελισσόταν σταθερά σε βεβαιότητα πως κάτι κακό είχε συμβεί. Ήταν η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει. Φόρεσε παπούτσια και μπουφάν και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το σπίτι των γονιών της. Ήταν μια διαδρομή δέκα λεπτών, και κάθε δευτερόλεπτο αυτού του χρόνου κατηγορούσε τον εαυτό της που άφησε τον Ούβε να την πείσει και δεν είχε πάει το προηγούμενο βράδυ. Κάτι δεν πήγαινε καλά, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Στα εκατό μέτρα από το σπίτι είδε κάποιον να στέκεται έξω από την εξώπορτα του πατρικού της. Μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει ποιος ήταν, αλλά μόνο όταν πλησίασε αρκετά αναγνώρισε εκείνη τη συγγραφέα, την Ερίκα Φαλκ. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε σε φιλικό τόνο, αλλά άκουσε και η ίδια την ανησυχία στη φωνή της. «Ήρθα... να... να βρω την Μπρίτα. Αλλά δεν απαντάει κανείς...» Ήταν φανερό πως η ξανθιά γυναίκα ένιωθε πολύ άβολα έτσι όπως στεκόταν στη σκάλα της σκεπαστής βεράντας.
257/499
«Εγώ τους τηλεφωνώ από χτες και δεν παίρνω απάντηση, οπότε ήρθα να δω αν είναι καλά» είπε η Μαργκαρέτα. «Ελάτε κι εσείς μέσα, μπορείτε να περιμένετε στο χολ». Η Μαργκαρέτα τέντωσε το χέρι της σε ένα από τα δοκάρια που κρατούσαν τη σκεπή της βεράντας της εισόδου και έπιασε ένα κλειδί. Το χέρι της έτρεμε λίγο όταν ξεκλείδωνε την πόρτα. «Ελάτε μέσα, εγώ πάω να κοιτάξω» είπε και ξαφνικά ένιωσε ευγνωμοσύνη που ήταν και κάποιος άλλος παρών. Μάλλον θα έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει στη μία ή και στις δύο αδελφές της πριν έρθει. Αλλά τότε δεν θα μπορούσε να κρύψει πόσο σοβαρή θεωρούσε την κατάσταση, το γεγονός ότι η ανησυχία την κατέτρωγε. Έκανε μια βόλτα στον κάτω όροφο και κοίταξε γύρω της. Όλα ήταν τακτοποιημένα, στη σωστή τους θέση, και όλα έμοιαζαν να είναι όπως πάντα. «Μαμά; Μπαμπά;» φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τώρα ένιωσε τον φόβο να σχίζει για τα καλά τα σωθικά της και δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει στις αδελφές της, έπρεπε να το είχε κάνει. «Μείνετε εδώ, πάω πάνω να κοιτάξω» είπε στην Ερίκα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Δεν ανέβαινε βιαστικά, αλλά αργά, πολύ αργά, και έτρεμε σύγκορμη. Ήταν όλα τόσο αφύσικα ήσυχα. Όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι άκουσε έναν αμυδρό ήχο. Της φάνηκε σαν λυγμός. Σχεδόν σαν να έκλαιγε μικρό παιδί. Σταμάτησε για λίγο για να εντοπίσει την πηγή του ήχου και αντιλήφθηκε σύντομα ότι ερχόταν από την κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Με την καρδιά της να σφυροκοπάει στο στήθος της πήγε γρήγορα προς τα εκεί και έσπρωξε αργά την πόρτα. Της πήρε αρκετά δευτερόλεπτα για να επεξεργαστεί τη σκηνή που αντίκρισε. Έπειτα άκουσε, σαν από πολύ μακριά, την ίδια της τη φωνή να ουρλιάζει και να καλεί βοήθεια.
Όταν χτύπησε την πόρτα τού άνοιξε ο Περ. «Παππού» αναφώνησε και πήρε την έκφραση κουταβιού που χρειαζόταν ένα χάδι στο κεφάλι. «Τι έκανες πάλι;» είπε ο Φρανς αυστηρά και μπήκε αμέσως στο χολ. «Μα εγώ... αυτός... αυτός έλεγε ένα σωρό μαλακίες. Τι να έκανα δηλαδή, να καθόμουν και να τον άκουγα;» Ο Περ φαινόταν πληγωμένος. Πίστευε πως αν υπήρχε κάποιος που θα τον καταλάβαινε αυτός ήταν ο παππούς. «Άλλωστε δεν
258/499
έκανα και τίποτα σε σύγκριση με αυτά που έχεις κάνει εσύ» είπε πεισμωμένα, χωρίς ωστόσο να τολμά να κοιτάξει τον Φρανς κατάματα. «Γι’ αυτό ακριβώς ξέρω για τι πράγμα μιλάω!» Ο Φρανς έπιασε τον εγγονό του από τους ώμους και τον τράνταξε, αναγκάζοντάς τον να τον κοιτάξει στα μάτια. «Θα πάμε μέσα και θα κάτσουμε να κουβεντιάσουμε. Ίσως μπορέσω να βάλω λίγο μυαλό στο χοντροκέφαλό σου. Τη μάνα σου πού την έχεις;» Ο Φρανς κοίταξε γύρω του για να δει την Καρίνα, έτοιμος ν’ αρπαχτεί μαζί της για το δικαίωμά του να βρίσκεται εκεί και να μιλάει με τον εγγονό του. «Μάλλον θα κοιμάται για να ξεμεθύσει» είπε ο Περ και πήγε νωχελικά στην κουζίνα. «Άρχισε να πίνει αμέσως μόλις φτάσαμε στο σπίτι χτες και έπινε ακόμη το βράδυ όταν πήγα να ξαπλώσω. Αλλά σήμερα δεν την άκουσα καθόλου». «Θα πάω εγώ να δω τι κάνει. Εσύ βάλε λίγο καφέ εντωμεταξύ» είπε ο Φρανς. «Μα δεν ξέρω να φτιάχνω...» άρχισε να λέει ο Περ με γκρινιάρικη, πεισμωμένη φωνή. «Τότε είναι ώρα να μάθεις» του φώναξε ο Φρανς και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα της Καρίνα. «Καρίνα» είπε δυνατά και μπήκε στο δωμάτιο. Αντί για απάντηση άκουσε ένα ηχηρό ροχαλητό. Η Καρίνα ήταν έτοιμη να πέσει από το κρεβάτι, όπου ήταν σωριασμένη με το ένα χέρι στο πάτωμα. Το δωμάτιο μύριζε αλκοόλ και ξερατά. «Γαμώτο» έκανε δυνατά ο Φρανς. Μετά όμως πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε κοντά της. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και την ταρακούνησε. «Καρίνα, είναι ώρα να ξυπνήσεις». Καμία αντίδραση. Ο Φρανς κοίταξε γύρω του. Το μπάνιο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην κρεβατοκάμαρά της· πήγε και άνοιξε τη βρύση για να γεμίσει την μπανιέρα. Κι ενώ το νερό έτρεχε στην μπανιέρα άρχισε να τη γδύνει με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του. Δεν του πήρε ώρα, μόνο σλιπάκι και σουτιέν φορούσε. Την τύλιξε στο πάπλωμα και τη μετέφερε στο μπάνιο. Εκεί την έβαλε χωρίς πολλά πολλά μέσα στην μπανιέρα. «Τι διάολο» χλιμίντρισε η πρώην νύφη του αγουροξυπνημένη. «Τι διάολο κάνεις;»
259/499
Ο Φρανς δεν απάντησε. Πήγε στην ντουλάπα της, την άνοιξε και της έβγαλε καθαρά ρούχα. Τα άφησε στη λεκάνη δίπλα στην μπανιέρα. «Ο Περ φτιάχνει καφέ. Πλύσου καλά, ντύσου και έλα κάτω στην κουζίνα». Για μια στιγμή η Καρίνα φάνηκε έτοιμη να διαμαρτυρηθεί. Αλλά μετά έγνεψε υπάκουα. «Λοιπόν, έμαθες την τέχνη της χρήσης μιας μηχανής καφέ;» ρώτησε τον Περ, ο οποίος καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και εξέταζε προσεκτικά τα νύχια του. «Σίγουρα θα έχει σκατά γεύση» είπε ο Περ βλοσυρά «αλλά κάτι θα βγει τελικά». Ο Φρανς κοίταξε το υγρό που είχε αρχίσει να τρέχει στη γυάλινη κανάτα. Ήταν μαύρο σαν πίσσα. «Όπως και να ’χει, θα βγει δυνατός». Κάθισαν αρκετή ώρα σιωπηλοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Ήταν πολύ παράξενη αίσθηση να βλέπεις τη δική σου ιστορία σε κάποιον άλλο. Διότι σίγουρα μπορούσε να δει χαρακτηριστικά του δικού του πατέρα στο παιδί. Χαρακτηριστικά από έναν πατέρα τον οποίο έπρεπε να είχε σκοτώσει, αλλά δεν το είχε κάνει κι ακόμη μετάνιωνε γι’ αυτό. Αν το είχε κάνει ίσως να ήταν όλα διαφορετικά. Αν είχε στρέψει όλη εκείνη την οργή που έβραζε μέσα του στο άτομο που έπρεπε... Αλλά η οργή του ξέσπασε κάπου χωρίς κατεύθυνση, χωρίς στόχο. Και υπήρχε πολλή ακόμη μέσα του. Το ήξερε. Απλώς δεν την άφηνε να ξεσπάει ανεξέλεγκτα όπως έκανε όταν ήταν νέος. Τώρα αυτός έλεγχε την οργή, όχι η οργή εκείνον. Κι αυτό έπρεπε να εξηγήσει στον εγγονό του. Δεν ήταν κακό πράγμα η οργή. Αρκεί να ήξερες ποια είναι η σωστή στιγμή για να ξεσπάσει. Πρέπει κανείς να καταλάβει ότι η οργή είναι ένα προσεκτικά εκτοξευμένο βέλος, κι όχι ένα τσεκούρι που το κραδαίνεις σαν παλαβός. Ο Φρανς είχε πάρει λάθος δρόμο. Και το μόνο που είχε κερδίσει ήταν μια ζωή που είχε σπαταληθεί κατά μεγάλο μέρος στη φυλακή και έναν γιο ο οποίος δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. Δεν υπήρχαν άλλοι. Αυτοί της οργάνωσης δεν ήταν φίλοι του. Ποτέ δεν είχε κάνει το λάθος να τους θεωρήσει φίλους ή να προσπαθήσει να γίνει φίλος τους. Είχαν όλοι τόση οργή μέσα τους, ώστε η ανάπτυξη τέτοιων δεσμών φιλίας ανάμεσά τους ήταν αδύνατη. Είχαν απλώς έναν κοινό στόχο. Αυτό ήταν όλο. Κοίταζε τον Περ και έβλεπε τον πατέρα του. Αλλά και τον εαυτό του. Και τον Σελ. Τον γιο που γνώρισε κατά τη διάρκεια των σύντομων συναντήσεων στα επισκεπτήρια των σωφρονιστικών ιδρυμάτων και κατά τη διάρκεια των επίσης
260/499
σύντομων περιόδων που ήταν έξω. Ήταν ένα εγχείρημα καταδικασμένο να αποτύχει. Και απέτυχε. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν ήταν καν σίγουρος αν αγαπούσε τον γιο του. Ίσως να τον είχε αγαπήσει κάποτε. Ίσως η καρδιά του να σκιρτούσε όταν η Ράκελ ερχόταν με τον γιο τους στη φυλακή. Αλλά δεν θυμόταν πια. Το περίεργο ήταν πως τώρα που καθόταν στην κουζίνα με τον εγγονό του η μόνη αγάπη που μπορούσε να θυμηθεί ήταν η αγάπη που είχε νιώσει για την Έλσι. Ένας έρωτας εξήντα ετών, αλλά τον ένιωθε σαν να είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. Αυτή και ο εγγονός του ήταν τα μοναδικά άτομα για τα οποία είχε νοιαστεί. Τα μοναδικά άτομα που κατάφεραν να του ξυπνήσουν κάποιο συναίσθημα μέσα του. Αλλά τώρα ήταν κι αυτό νεκρό. Και ο πατέρας του είχε σκοτώσει καθετί άλλο. Ο Φρανς είχε πολύ καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά. Είχε πολύ καιρό να σκεφτεί τον πατέρα του. Όλους τους άλλους. Αλλά πρόσφατα το παρελθόν είχε ζωντανέψει ξαφνικά μπροστά του. Και τώρα είχε έρθει η ώρα να το ξανασκεφτεί. «Ο Σελ θα γίνει έξω φρενών αν μάθει ότι ήρθες εδώ». Η Καρίνα στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Ταλαντευόταν λίγο, αλλά ήταν καθαρή και ντυμένη. Τα μαλλιά της ήταν μουσκεμένα, αλλά είχε ρίξει μια πετσέτα στους ώμους για να μη βρέχεται το πουλόβερ της. «Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη του Σελ» είπε ξερά ο Φρανς. Σηκώθηκε να βάλει καφέ για τον ίδιο και την Καρίνα. «Δεν είμαι σίγουρη ότι πίνεται αυτό το πράμα» είπε εκείνη όταν κάθισε και είδε το φλιτζάνι που ήταν γεμάτο μέχρι το χείλος με κατάμαυρο καφέ. «Αυτό είναι και πιες το τώρα αμέσως» είπε ο Φρανς που εκείνη τη στιγμή άνοιγε τα ντουλάπια και τα συρτάρια της κουζίνας. «Μα τι κάνεις;» Η Καρίνα ήπιε μια γουλιά καφέ και έκανε έναν μορφασμό. «Παράτα τα ντουλάπια μου, διάολε!» Εκείνος δεν απάντησε. Απλώς άρχισε να βγάζει μπουκάλια, το ένα μετά το άλλο, και να αδειάζει μεθοδικά το περιεχόμενό τους στον νεροχύτη. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνεις!» ούρλιαξε εκείνη. Ο Περ σηκώθηκε να φύγει. «Εσύ στη θέση σου!» είπε ο Φρανς στον Περ και τον έδειξε με το δάχτυλό του. «Σήμερα θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα μια για πάντα». Ο Περ υπάκουσε και κάθισε μαζεμένος στην καρέκλα του.
261/499
Μία ώρα αργότερα, όταν είχε χυθεί και η τελευταία σταγόνα αλκοόλ, είχε απομείνει μόνο η αλήθεια.
Ο Σελ κοιτούσε επίμονα την οθόνη του υπολογιστή του. Οι ενοχές τον κατέτρωγαν. Από την ώρα που τον είχαν επισκεφτεί χτες οι αστυνομικοί προσπαθούσε να βρει το κουράγιο να πάει στον Περ και στην Καρίνα. Αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Δεν ήξερε από πού να πιαστεί για να ξεκινήσει. Αυτό που τον τρόμαζε ήταν πως ένιωθε ότι είχε αρχίσει να τα παρατάει. Μπορούσε να πολεμάει με όλη του τη δύναμη εξωτερικούς εχθρούς. Μπορούσε να επιτίθεται σε εκμεταλλευτές της εξουσίας και νεοναζί και να μάχεται τεράστιους ανεμόμυλους δίχως να νιώθει κούραση. Αλλά όταν ερχόταν η σειρά της παλιάς του οικογένειας, η σειρά του Περ και της Καρίνα, ένιωθε σαν να μην είχε πια δυνάμεις. Τις είχαν καταφάει οι ενοχές. Κοίταξε τη φωτογραφία της Μπεάτα και των παιδιών. Αγαπούσε τη Μάγκντα και τον Λούκε, φυσικά, και δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτούς... αν και όλα είχαν εξελιχθεί πολύ γρήγορα, και με λάθος τρόπο. Είχε παρασυρθεί από τις καταστάσεις, και μερικές φορές αναρωτιόταν αν αυτό του είχε κάνει περισσότερο κακό από καλό. Ίσως να ήταν η χρονική συγκυρία ατυχής. Ίσως να είχε πάθει την κρίση των σαράντα και η Μπεάτα να είχε εμφανιστεί ακριβώς τη λάθος στιγμή. Στην αρχή δεν πίστευε ότι ήταν αλήθεια. Ότι μια γλυκιά, νεαρή κοπέλα θα ενδιαφερόταν για κάποιον σαν κι αυτόν, που πρέπει να φαινόταν κανονικός γέρος στα μάτια της. Αλλά ήταν αλήθεια. Κι αυτός δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί. Το να πλαγιάζει μαζί της, να νιώθει το γυμνό, σφιχτό κορμί της, να βλέπει τον θαυμασμό που στρεφόταν πάνω του σαν προβολέας ήταν σαν να βρισκόταν σε μια ατελείωτη μέθη. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί καθαρά, να κάνει ένα βήμα πίσω και να πάρει οποιαδήποτε λογική απόφαση. Αντιθέτως, είχε επιτρέψει στον εαυτό του να παρασυρθεί από αυτή τη μεθυστική κατάσταση. Η ειρωνεία ήταν ότι είχε αρχίσει να αισθάνεται τα πρώτα σημάδια νηφαλιότητας όταν η κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια του. Είχε αρχίσει να τον κουράζει το γεγονός ότι ποτέ δεν του έφερνε κάποια σοβαρή αντίρρηση, ότι εκείνη δεν γνώριζε τίποτα για προσσεληνώσεις ή για την επανάσταση στην Ουγγαρία. Τον κούραζε ακόμα και η αίσθηση της λείας επιδερμίδας κάτω από τα δάχτυλά του.
262/499
Θυμόταν ακόμη τη στιγμή που όλα κατέρρευσαν. Τη θυμόταν σαν να ήταν χτες. Τη συνάντηση στο καφέ. Τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της που έλαμπαν από χαρά όταν του αποκάλυψε πως θα γινόταν μπαμπάς, πως θα αποκτούσαν παιδί. Πως τώρα ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει στην Καρίνα, όπως είχε υποσχεθεί. Θυμόταν ότι εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε το μεγάλο του λάθος. Θυμόταν εκείνο το βάρος που είχε νιώσει στην καρδιά, την επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε να επανορθώσει. Για μια στιγμή είχε σκεφτεί να την παρατήσει σύξυλη. Να την παρατήσει, να πάει στο σπίτι και να πλαγιάσει στον καναπέ δίπλα στην Καρίνα, να παρακολουθήσουν μαζί τις ειδήσεις, με τον πεντάχρονο Περ να κοιμάται ήσυχος στο κρεβατάκι του. Αλλά το αντρικό του ένστικτο του έλεγε ότι δεν μπορούσε να κάνει αυτή την επιλογή. Υπήρχαν ερωμένες που δεν πήγαιναν να μιλήσουν στη νόμιμη σύζυγο. Και υπήρχαν κι εκείνες που πήγαιναν. Ο Σελ δεν είχε αμφιβολία σε ποια κατηγορία ανήκε η Μπεάτα. Δεν θα την ένοιαζε ποιον ή τι θα κατέστρεφε, αν εκείνος την κατέστρεφε πρώτος. Θα ποδοπατούσε τη ζωή του, θα κατέστρεφε καθετί δικό του, δίχως να κοιτάξει πίσω της. Κι εκείνος θα απέμενε ανάμεσα στα ερείπια. Το ήξερε αυτό και επέλεξε τον δρόμο της δειλίας. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη σκέψη να μείνει μόνος. Να κάθεται σε κάποιο μίζερο διαμέρισμα για εργένηδες, να κοιτάζει με βλέμμα απλανές τους τέσσερις τοίχους και ν’ αναρωτιέται τι διάβολο απέγινε η ζωή του. Οπότε είχε επιλέξει τον μοναδικό δρόμο που απέμενε. Τον δρόμο της Μπεάτα. Εκείνη είχε θριαμβεύσει. Κι αυτός είχε εγκαταλείψει την Καρίνα και τον Περ σαν σκουπίδια στην άκρη του δρόμου. Ακόμα και ο ίδιος έβλεπε ότι τους είχε μεταχειριστεί σαν άχρηστους. Σαν ανεπαρκείς. Είχε εξευτελίσει, είχε συντρίψει την Καρίνα. Και είχε χάσει τον Περ. Αυτό ήταν το τίμημα που είχε καταβάλει για να νιώθει μια νεανική επιδερμίδα κάτω από τα δάχτυλά του. Ίσως θα μπορούσε να μην είχε χάσει τον Περ. Αν είχε τη δύναμη να ξεπεράσει την ενοχή που πίεζε σαν βράχος το στήθος του κάθε φορά που σκεφτόταν εκείνους που άφησε πίσω του. Αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε κάνει μερικές σποραδικές παρεμβάσεις, έπαιζε την αυθεντία, έπαιζε σπανιότερα και τον ρόλο του πατέρα, με άθλια αποτελέσματα.
263/499
Και τώρα δεν αναγνώριζε πλέον τον γιο του. Ήταν σαν να έβλεπε κάποιον ξένο. Και δεν άντεχε να προσπαθήσει άλλο. Είχε γίνει σαν τον πατέρα του, είχε μετατραπεί σε Φρανς. Κι αυτή ήταν η πιο πικρή αλήθεια. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του μισούσε τον πατέρα του επειδή είχε εγκαταλείψει τον ίδιο και τη μητέρα του για μια ζωή με την οποία δεν είχαν καμία σχέση. Και τώρα συνειδητοποιούσε ότι είχε κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ο Σελ χτύπησε τη γροθιά του στην επιφάνεια του γραφείου, σε μια προσπάθεια να αντικαταστήσει τον πόνο στην καρδιά με έναν σωματικό πόνο. Δεν τον βοήθησε καθόλου αυτό. Κατόπιν άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου για να κοιτάξει το μοναδικό πράγμα που θα απομάκρυνε τις οδυνηρές σκέψεις. Κοίταζε επίμονα τον φάκελο. Κάποια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να παραδώσει το υλικό στους αστυνομικούς, αλλά ο επαγγελματίας μέσα του τον εμπόδισε στο παρά πέντε. Όχι ότι του είχε δώσει και πολλά ο Έρικ. Όταν πέρασε από το γραφείο του Σελ μιλούσε την περισσότερη ώρα με τρόπο αόριστο και έμμεσο, φαινόταν να διστάζει σχετικά με το τι και πόσα ήθελε να πει. Για μερικά δευτερόλεπτα φαινόταν πως ο Έρικ ήταν έτοιμος να κάνει μεταβολή και να φύγει, χωρίς ν’ αποκαλύψει τίποτα. Ο Σελ άνοιξε τον φάκελο. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να είχε ρωτήσει περισσότερα τον Έρικ, για το τι ήθελε να κάνει γι’ αυτόν, προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει. Το μόνο που είχε ήταν μερικά άρθρα εφημερίδων που του είχε δώσει ο Έρικ, δίχως σχόλια και εξηγήσεις. «Τι να τα κάνω όλα τούτα;» είχε ρωτήσει ο Σελ ανοίγοντας απορημένος τα χέρια του. «Αυτό είναι δική σου δουλειά» είχε απαντήσει ο Έρικ. «Ξέρω ότι μπορεί να σου φαίνεται παράξενο. Αλλά δεν μπορώ να σου δώσω όλη την απάντηση. Δεν μπορώ. Σου δίνω τα εργαλεία, κι εσύ θα κάνεις τα υπόλοιπα». Και μετά είχε φύγει. Είχε αφήσει τον Σελ στο γραφείο του με έναν φάκελο ο οποίος περιείχε τρία άρθρα. Ο Σελ έξυσε τα γένια του και άνοιξε τον φάκελο. Είχε ήδη διαβάσει το υλικό πολλές φορές, αλλά στο μεταξύ είχαν συμβεί άλλα πράγματα που τον εμπόδισαν να δώσει όλη του την προσοχή στα άρθρα. Για να είναι ειλικρινής, δεν πίστευε κιόλας ότι άξιζε να τους αφιερώσει τόσο χρόνο. Ο γέρος μπορεί να είχε πάθει γεροντική άνοια, να είχε ξεμωραθεί. Και γιατί δεν μιλούσε καθαρά
264/499
και ξάστερα αν είχε πραγματικά στην κατοχή του τόσο τρομερό υλικό όπως άφηνε να εννοηθεί; Τώρα τα πράγματα είχαν περάσει σε εντελώς άλλο επίπεδο. Διότι τώρα ο Έρικ Φράνκελ είχε δολοφονηθεί. Και ξαφνικά ο φάκελος που κρατούσε ο Σελ τού έκαιγε τα χέρια. Ήταν καιρός να ανασκουμπωθεί και να πιάσει δουλειά. Και ήξερε ακριβώς από πού έπρεπε να αρχίσει. Υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής στα τρία άρθρα. Ένας νορβηγός αντιστασιακός ονόματι Χανς Ούλαβσεν.
Φιελμπάκα 1944
«Χίλμα!» Κάτι στον τόνο της φωνής του Έλοφ έκανε τόσο τη σύζυγο όσο και την κόρη του να πάνε να τον συναντήσουν τρέχοντας. «Θεέ και Κύριε, γιατί φωνάζεις έτσι; Τι τρέχει;» είπε η Χίλμα, αλλά σταμάτησε απότομα όταν είδε ότι ο Έλοφ είχε κάποιον μαζί του. «Έχουμε επισκέψεις;» ρώτησε μετά και σκούπισε νευρικά τα χέρια της στην ποδιά της. «Κι εγώ κάθομαι και πλένω πιάτα...» «Μην ανησυχείς» είπε ο Έλοφ καθησυχαστικά. «Το παιδί αποδώ δεν ενδιαφέρεται για το πώς είναι το σπίτι μας. Ήρθαμε μαζί σήμερα με το καράβι. Το έσκασε από τους Γερμανούς». Το αγόρι άπλωσε το χέρι του στη Χίλμα και έκανε μια μικρή υπόκλιση όταν του έδωσε κι εκείνη το δικό της. «Χανς Ούλαβσεν» είπε με τα μελωδικά νορβηγικά του και άπλωσε το χέρι του και στην Έλσι, η οποία του έδωσε αδέξια το δικό της και έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Πέρασε δύσκολα για να φτάσει ως εδώ, ίσως να του ετοιμάζαμε κάτι να φάει» είπε ο Έλοφ. Κρέμασε το ναυτικό του κασκέτο και έδωσε την κοντή του χλαίνη στην Έλσι, η οποία έμεινε ακίνητη με τη χλαίνη στην αγκαλιά. «Μη στέκεσαι έτσι, κοπέλα μου, πήγαινε να κρεμάσεις το ρούχο του πατέρα σου» της είπε αυστηρά ο Έλοφ, αλλά μετά δεν μπόρεσε να μην τη χαϊδέψει στο μάγουλο. Όταν σκεφτόταν όλους τους κινδύνους που συνόδευαν κάθε ταξίδι, θεωρούσε δώρο κάθε επανένωση με την Έλσι και τη Χίλμα. Καθάρισε τον λαιμό του, εκνευρισμένος που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να επιδείξει τέτοια συναισθήματα μπροστά σε ξένο άνθρωπο. Μετά έδειξε με το χέρι το σπίτι τους. «Πέρασε, πέρασε. Πιστεύω ότι κάτι θα βρει για μας η Χίλμα, και στερεό και υγρό» είπε και κάθισε σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας.
266/499
«Δεν έχουμε και πολλά» είπε η σύζυγός του με τα μάτια χαμηλωμένα. «Αλλά τα λίγα που έχουμε ευχαρίστως να τα μοιραστούμε». «Σας ευχαριστώ ειλικρινά» είπε το αγόρι και κάθισε στην καρέκλα απέναντι από τον Έλοφ κοιτώντας πεινασμένο τα σάντουιτς που είχε βάλει η Χίλμα σε μια πιατέλα στο τραπέζι. «Έλα, πάρε να φας» είπε η Χίλμα και πήγε στο ντουλάπι για να βάλει από ένα σφηνάκι σναπς στους άντρες. Ήταν ακριβό, αλλά η περίσταση το απαιτούσε. Έφαγαν για λίγο σιωπηλοί. Μόλις απέμεινε μόνο ένα σάντουιτς, ο Έλοφ έσπρωξε την πιατέλα προς τη μεριά του Νορβηγού και του έκανε νόημα με τα μάτια να το πάρει. Η Έλσι τούς παρατηρούσε κρυφά από τον πάγκο της κουζίνας όπου στεκόταν και βοηθούσε τη μητέρα της. Ήταν τόσο συναρπαστικά όλα αυτά. Στην κουζίνα τους καθόταν κάποιος που είχε ξεφύγει από τους Γερμανούς και έφτασε ως εδώ από τη Νορβηγία. Δεν έβλεπε την ώρα να το πει στους άλλους. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της και της ήταν σχεδόν αδύνατο να σταματήσει τα λόγια της. Αλλά ο πατέρας της είχε σκεφτεί το ίδιο πράγμα, επειδή έκανε την ερώτηση εκείνη ακριβώς τη στιγμή. «Ξέρεις, έχουμε ένα ντόπιο αγόρι που το συνέλαβαν οι Γερμανοί. Έχει περάσει πάνω από χρόνος τώρα, αλλά έλεγα μήπως εσύ...» Ο Έλοφ άνοιξε τα χέρια του, ενώ το βλέμμα του καρφώθηκε γεμάτο προσδοκία στον νεαρό απέναντί του. «Δεν είναι και μεγάλες οι πιθανότητες να τον γνωρίζω. Τόσος κόσμος πάει κι έρχεται. Πώς τον λένε;» «Άξελ Φράνκελ» είπε ο Έλοφ συνεχίζοντας να κοιτάζει τον Νορβηγό γεμάτος ελπίδα. Αλλά το βλέμμα του γέμισε απογοήτευση όταν είδε τον άλλο να το σκέφτεται λίγο και μετά να κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Δυστυχώς όχι. Δεν είναι από αυτούς που έχω γνωρίσει. Νομίζω, δηλαδή. Δεν ακούσατε τίποτα γι’ αυτόν; Κάτι που να δίνει περισσότερες πληροφορίες...» «Δυστυχώς» είπε ο Έλοφ και κούνησε κι αυτός αρνητικά το κεφάλι. «Οι Γερμανοί τον έπιασαν στην Κριχάνσαντ, και από τότε δεν ακούσαμε τίποτα. Κι εδώ που τα λέμε μπορεί να είναι...» «Όχι, πατέρα, αυτό δεν ισχύει!» Η Έλσι ένιωσε τα μάτια της να πλημμυρίζουν δάκρυα και ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα για να πάει στο
267/499
δωμάτιό της. Δεν μπορούσε να καταλάβει και η ίδια πώς εκτέθηκε έτσι και ντρόπιασε τη μητέρα και τον πατέρα της. Να κλαίει σαν μωρό μπροστά στον ξένο άνθρωπο. «Γνωρίζει η κόρη σας αυτόν τον... Άξελ;» ρώτησε ο Νορβηγός στενοχωρημένος και κοίταξε προς τη μεριά της σκάλας. «Είναι φίλοι με τον αδελφό του. Κόστισε πολύ στον Έρικ η ιστορία αυτή. Και στους γονείς του, βέβαια» είπε ο Έλοφ και αναστέναξε. Τα μάτια του Χανς σκοτείνιασαν. «Η αλήθεια είναι πως τούτος ο πόλεμος κόστισε πολλά σε πολλούς» είπε. Ο Έλοφ κατάλαβε ότι το αγόρι απέναντί του είχε δει πράγματα που κανένας στην ηλικία του δεν θα έπρεπε να είχε αντικρίσει. «Και η οικογένειά σου;» ρώτησε διστακτικά ο Έλοφ. Η Χίλμα, που σκούπιζε ένα πιάτο στον πάγκο, έμεινε ακίνητη. «Δεν ξέρω πού βρίσκονται» είπε τελικά ο Χανς και χαμήλωσε το βλέμμα. «Μετά τον πόλεμο, αν τελειώσει ποτέ, θα ψάξω να τους βρω. Μέχρι τότε δεν μπορώ να επιστρέψω στη Νορβηγία». Η Χίλμα κοίταξε κατάματα τον Έλοφ πάνω από το ξανθό κεφάλι του αγοριού. Έπειτα από μια σιωπηλή συνεννόηση μεταξύ τους, η οποία διεξήχθη αποκλειστικά με βλέμματα, συμφώνησαν. Ο Έλοφ καθάρισε τον λαιμό του. «Λοιπόν, εμείς συνήθως νοικιάζουμε το σπίτι μας σε οικογένειες που έρχονται για διακοπές και μένουμε στο υπόγειο όσο είναι εδώ αυτοί. Αλλά το υπόγειο είναι άδειο τον υπόλοιπο χρόνο. Ίσως να θέλεις... να μείνεις εδώ για λίγο και να ξεκουραστείς. Να σκεφτείς προς τα πού θα τραβήξεις μετά. Και σίγουρα θα μπορέσω να σου βρω δουλειά. Ίσως όχι κανονική δουλειά, αλλά κάτι για να έχεις μερικά λεφτά στην τσέπη. Πρέπει φυσικά να αναφέρω και στην αστυνομία ότι σε έφερα στη χώρα, αλλά αν υποσχεθώ ότι θα σε προσέχω δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα». «Θα μείνω μόνο αν μου επιτρέψετε να πληρώνω για το δωμάτιο με τα χρήματα που θα κερδίζω» είπε ο Χανς και τους κοίταξε με μάτια που ήταν γεμάτα από ένα μείγμα ευγνωμοσύνης και υποχρέωσης. Ο Έλοφ κοίταξε ξανά τη Χίλμα και μετά έγνεψε καταφατικά. «Μπορεί να γίνει κι αυτό. Κάθε προσφορά είναι δεκτή σε καιρούς πολέμου». «Πηγαίνω να του ετοιμάσω το δωμάτιο» είπε η Χίλμα και έβαλε το πανωφόρι της.
268/499
«Θέλω ειλικρινά να σας ευχαριστήσω. Πραγματικά» είπε ο νεαρός με τα μελωδικά νορβηγικά του και κούνησε με σεβασμό το κεφάλι, αλλά όχι αρκετά γρήγορα για να μην προλάβει να δει ο Έλοφ ότι τα μάτια του είχαν βουρκώσει. «Δεν κάνει τίποτα» αποκρίθηκε ο Έλοφ αδέξια. «Δεν κάνει τίποτα».
«Β
οήθεια!» Η Ερίκα τινάχτηκε μόλις άκουσε την κραυγή από τον πάνω όροφο. Όρμησε τρέχοντας προς τη σκάλα και την ανέβηκε με ελάχιστες δρασκελιές. «Τι έγινε;» ρώτησε, αλλά σταμάτησε μόλις είδε το πρόσωπο της Μαργκαρέτα. Στεκόταν στο κατώφλι ενός από τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η Ερίκα έκανε μερικά βήματα μπροστά και πήρε μια κοφτή ανάσα μόλις είδε το μεγάλο διπλό κρεβάτι. «Μπαμπά» είπε η Μαργκαρέτα με έναν λυγμό και μπήκε στο δωμάτιο. Η Ερίκα σταμάτησε στο κατώφλι, χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς αντίκριζε και τι έπρεπε να κάνει. «Μπαμπά» επανέλαβε η Μαργκαρέτα. Ο Χέρμαν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Κοίταζε με βλέμμα απλανές το ταβάνι και δεν αντέδρασε ακούγοντας τη Μαργκαρέτα. Δίπλα του στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη η Μπρίτα. Το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο και άκαμπτο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν νεκρή. Ο Χέρμαν ήταν ξαπλωμένος κολλητά δίπλα της, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της. «Τη σκότωσα» είπε χαμηλόφωνα. Η Μαργκαρέτα κοντανάσανε. «Τι λες, μπαμπά. Φυσικά και δεν σκότωσες τη μαμά!» «Τη σκότωσα» επανέλαβε εκείνος μονότονα και αγκάλιασε σφιχτότερα τη νεκρή σύζυγό του. Η κόρη του έκανε τον γύρο του κρεβατιού και κάθισε στην άκρη, στη μεριά όπου ήταν ο πατέρας της. Προσπάθησε προσεκτικά να τραβήξει τα χέρια του από εκείνη τη σπασμωδική λαβή με την οποία κρατούσε τη μητέρα της, και έπειτα από μερικές προσπάθειες τα κατάφερε. Του χάιδεψε το μέτωπο και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Μπαμπά, δεν είναι δικό σου το λάθος. Η μαμά δεν ήταν καλά. Σίγουρα η καρδιά της δεν άντεξε. Δεν είναι δικό σου λάθος, πρέπει να το καταλάβεις». «Εγώ τη σκότωσα» επανέλαβε εκείνος ξανά και κοίταξε έναν λεκέ στον τοίχο.
270/499
Η Μαργκαρέτα στράφηκε στην Ερίκα. «Κάλεσε ασθενοφόρο, σε παρακαλώ». Η Ερίκα δίστασε. «Να καλέσω και την αστυνομία;» «Ο μπαμπάς είναι σοκαρισμένος. Δεν ξέρει τι λέει. Δεν χρειάζεται η αστυνομία» είπε με αυστηρό ύφος η Μαργκαρέτα. Έπειτα στράφηκε ξανά στον πατέρα της και του έπιασε το χέρι. «Άσε με να το αναλάβω εγώ, μπαμπά. Θα τηλεφωνήσω στην Άννα-Γκρέτα και στην Μπιργίτα και θα σε βοηθήσουμε. Είμαστε μαζί σου». Ο Χέρμαν δεν απάντησε· παρέμεινε ξαπλωμένος και άβουλος και την άφησε να του κρατάει το χέρι, αλλά χωρίς να της το σφίγγει. Η Ερίκα κατέβηκε στο ισόγειο και έβγαλε το κινητό της. Έμεινε αρκετές στιγμές ακίνητη και το σκέφτηκε. Κατόπιν πληκτρολόγησε έναν αριθμό. «Γεια σου, Μάρτιν. Η Ερίκα είμαι, η γυναίκα του Πάτρικ. Μάλλον θα χρειαστώ τη βοήθειά σου. Είμαι στο σπίτι της Μπρίτα Γιούχανσον. Είναι νεκρή. Ο άντρας της λέει ότι τη σκότωσε αυτός. Φαίνεται σαν φυσικός θάνατος, αλλά... Ναι, εντάξει, τότε περιμένω εδώ. Θα τηλεφωνήσεις εσύ για ασθενοφόρο ή να πάρω εγώ; Εντάξει». Η Ερίκα έκλεισε το τηλέφωνο ευχόμενη να μην είχε κάνει κάτι ανόητο. Φαινόταν, βέβαια, ότι η Μαργκαρέτα είχε δίκιο, και ότι η Μπρίτα είχε απλώς πεθάνει στον ύπνο της. Αλλά γιατί ο Χέρμαν έλεγε ότι τη σκότωσε αυτός; Επίσης ήταν μια παράξενη σύμπτωση ότι είχε πεθάνει άλλος ένας από τον κύκλο της μητέρας της, μόλις δύο μήνες μετά τον Έρικ. Όχι, ήταν πεπεισμένη πως είχε κάνει το σωστό. Η Ερίκα πήγε ξανά στον πάνω όροφο. «Τηλεφώνησα για βοήθεια» είπε. «Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;» «Ετοίμασε λίγο καφέ, σε παρακαλώ, κι εγώ θα προσπαθήσω να κατεβάσω κάτω τον μπαμπά». Η Μαργκαρέτα τράβηξε προσεκτικά τον Χέρμαν και τον κάθισε στο κρεβάτι. «Έλα, μπαμπά, έλα, πάμε κάτω να περιμένουμε το ασθενοφόρο». Η Ερίκα κατέβηκε στην κουζίνα. Έψαξε λίγο μέχρι να βρει τα απαραίτητα και έβαλε στην καφετιέρα γερές δόσεις καφέ. Μερικά λεπτά αργότερα άκουσε βήματα στη σκάλα και είδε τη Μαργκαρέτα να οδηγεί προσεκτικά και μαλακά
271/499
τον πατέρα της στο ισόγειο. Τον έβαλε να καθίσει σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας. Ο Χέρμαν σωριάστηκε σαν άδειο σακί. «Ελπίζω να έχουν κάτι να του δώσουν» είπε η Μαργκαρέτα ανήσυχη. «Πρέπει να ήταν ξαπλωμένος μαζί της από χτες. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μας τηλεφώνησε...» «Έχω...» η Ερίκα δίστασε προς στιγμήν, αλλά μετά το πήρε απόφαση. «Τηλεφώνησα και στην αστυνομία. Σίγουρα έχεις δίκιο, αλλά ήμουν υποχρεωμένη να... Δεν μπορούσα να μην...» Δεν βρήκε τα κατάλληλα λόγια και η Μαργκαρέτα την κοιτούσε σαν να έβλεπε κάποια τρελή. «Τηλεφώνησες στην αστυνομία; Νομίζεις ότι ο μπαμπάς εννοούσε αυτά που έλεγε; Είσαι με τα καλά σου; Είναι συγκλονισμένος επειδή βρήκε τη γυναίκα του νεκρή, και τώρα θα τον αναγκάσεις να απαντήσει και σε ερωτήσεις της αστυνομίας; Πώς τολμάς;» Η Μαργκαρέτα έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Ερίκα, η οποία στεκόταν με τη γυάλινη κανάτα στο χέρι, αλλά τότε ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. «Σίγουρα αυτοί θα είναι, πάω ν’ ανοίξω» είπε η Ερίκα με χαμηλωμένο βλέμμα και άφησε κάτω την κανάτα πριν πάει βιαστικά στο χολ. Όντως. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο Μάρτιν ήταν ο πρώτος που είδε. Εκείνος έγνεψε βλοσυρά. «Γεια σου, Ερίκα». «Γεια σου» έκανε εκείνη χαμηλόφωνα και παραμέρισε. Κι αν είχε κάνει λάθος; Αν εξέθετε έναν συντετριμμένο άνθρωπο σε περιττά βάσανα; Αλλά ήταν πολύ αργά τώρα. «Η νεκρή γυναίκα είναι πάνω στην κρεβατοκάμαρα» είπε χαμηλόφωνα και κούνησε το κεφάλι προς τη μεριά της κουζίνας. «Ο άντρας της είναι εκεί μέσα. Με την κόρη τους... Αυτή βρήκε... Φαίνεται πως είναι νεκρή εδώ και ώρες». «Εντάξει, θα ρίξουμε μια ματιά» είπε ο Μάρτιν και έγνεψε στην Πάουλα και στο πλήρωμα του ασθενοφόρου. Σύστησε βιαστικά την Πάουλα στην Ερίκα και συνέχισε κατευθυνόμενος στην κουζίνα, όπου στεκόταν η Μαργκαρέτα και χάιδευε τους ώμους του πατέρα της. «Αυτό είναι απ’ τ’ ανήκουστα» είπε εκείνη και κάρφωσε τον Μάρτιν με το βλέμμα. «Η μητέρα μου πέθανε στον ύπνο της και ο πατέρας μου υπέστη σοκ. Είναι αναγκαία όλα αυτά;» Ο Μάρτιν σήκωσε τα χέρια του για να την κάνει να σταματήσει. «Σίγουρα είναι όπως τα λέτε. Αλλά τώρα είμαστε εδώ, οπότε επιτρέψτε μας να ρίξουμε
272/499
μια ματιά. Θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε. Επίσης, τα θερμά μου συλλυπητήρια». Την κοίταξε με αποφασιστικό βλέμμα και στο τέλος εκείνη συναίνεσε με ένα απρόθυμο νεύμα. «Είναι στον πάνω όροφο. Μπορώ να τηλεφωνήσω στις αδελφές μου και στον άντρα μου τώρα;» «Οπωσδήποτε» είπε ο Μάρτιν και πήγε προς τη σκάλα. Η Ερίκα δίστασε για λίγο, αλλά μετά ακολούθησε τον Μάρτιν και το πλήρωμα του ασθενοφόρου στον πάνω όροφο. Στάθηκε λίγο παράμερα και είπε χαμηλόφωνα στον Μάρτιν: «Ήρθα εδώ για να μιλήσω μαζί της για τον Έρικ Φράνκελ, μεταξύ άλλων. Ίσως να είναι σύμπτωση, αλλά δεν το βρίσκεις λίγο παράξενο;» Ο Μάρτιν την κοίταξε, ενώ άφησε τον υπεύθυνο γιατρό να μπει πρώτος. «Εννοείς ότι μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση; Μα πώς;» «Δεν ξέρω» είπε η Ερίκα και κούνησε το κεφάλι. «Αλλά κάνω μερικές έρευνες σχετικά με τη μητέρα μου και ανακάλυψα πως ήταν παιδική φίλη με τον Έρικ Φράνκελ και με την Μπρίτα. Στην παρέα τους ήταν και ένας Φρανς Ρίνγκχολμ». «Φρανς Ρίνγκχολμ;» έκανε ο Μάρτιν ξαφνιασμένος. «Ναι, τον ξέρεις;» «Ναι... κάναμε μια κουβέντα μαζί του για τη δολοφονία του Έρικ» είπε συλλογισμένος ο Μάρτιν ενώ τα γρανάζια του μυαλού του είχαν αρχίσει να λειτουργούν εντατικά. «Δεν είναι λίγο περίεργο που πέθανε και η Μπρίτα; Δύο μήνες μετά τον Έρικ Φράνκελ;» επέμεινε η Ερίκα. Ο Μάρτιν φαινόταν διστακτικός. «Μα δεν πρόκειται και για νέους ανθρώπους. Εννοώ πως στην ηλικία τους αρχίζουν να συμβαίνουν διάφορα: εγκεφαλικά, καρδιακές προσβολές, ό,τι βάλει ο νους σου». «Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν πρόκειται ούτε για εγκεφαλικό ούτε για καρδιακή προσβολή» είπε ο γιατρός από το δωμάτιο. Ο Μάρτιν και η Ερίκα τινάχτηκαν. «Και τι είναι τότε;» ρώτησε ο Μάρτιν. Μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε ακριβώς πίσω από τον γιατρό που ήταν πάνω από το κρεβάτι της Μπρίτα. Η Ερίκα παρέμεινε στο κατώφλι, αλλά τεντώθηκε για να μπορεί να βλέπει.
273/499
«Αυτή η γυναίκα υπέστη ασφυξία» είπε ο γιατρός και έδειξε τα μάτια της Μπρίτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο σήκωσε το ένα της βλέφαρο. «Έχει πετέχιες στα μάτια». «Πετέχιες;» έκανε ο Μάρτιν χωρίς να καταλαβαίνει. «Είναι ένα είδος κόκκινων κηλίδων στο ασπράδι των ματιών που προκαλούνται λόγω της ρήξης πολύ μικρών αγγείων έπειτα από αυξημένη πίεση αίματος. Είναι χαρακτηριστικές σε περιπτώσεις ασφυξίας ή στραγγαλισμού και τα παρόμοια». «Δεν μπορεί όμως να της συνέβη κάτι που την έκανε να μην μπορεί να πάρει ανάσα; Τα ίδια συμπτώματα δεν θα είχε και τότε;» ρώτησε η Ερίκα. «Ναι, υπάρχει και αυτή η πιθανότητα, σαφώς» είπε ο γιατρός. «Αλλά επειδή εγώ με την πρώτη εξέταση είδα ένα πούπουλο στον φάρυγγά της, θα τολμούσα να στοιχηματίσω ότι το όπλο του εγκλήματος είναι αυτό εδώ». Έδειξε ένα λευκό μαξιλάρι δίπλα στο κεφάλι της Μπρίτα. «Αν και οι πετέχιες δείχνουν ότι πρέπει να ασκήθηκε άμεση πίεση και στον λαιμό της, σαν να εφάρμοσε κάποιος μια λαβή στραγγαλισμού, για παράδειγμα. Αλλά όλα αυτά θα απαντηθούν μετά τη νεκροψία. Ένα είναι σίγουρο πάντως, δεν πρόκειται να γράψω “θάνατος από φυσικά αίτια” στην έκθεσή μου πριν αποδείξει ο παθολογοανατόμος ότι έχω άδικο. Αυτός ο χώρος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί σκηνή εγκλήματος». Σηκώθηκε και βγήκε προσεκτικά από την κρεβατοκάμαρα. Ο Μάρτιν τον ακολούθησε. Έβγαλε το κινητό για να τηλεφωνήσει στους τεχνικούς της σήμανσης, οι οποίοι θα εξέταζαν σχολαστικά το δωμάτιο. Αφού τους έστειλε όλους στο ισόγειο, πήγε και ο ίδιος στην κουζίνα και κάθισε απέναντι από τον Χέρμαν. Η Μαργκαρέτα τον κοίταξε και μια βαθιά ρυτίδα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της. Από την έκφρασή του κατάλαβε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως θα ’πρεπε. «Πώς ονομάζεται ο πατέρας σας;» ρώτησε κοιτώντας τη Μαργκαρέτα. «Χέρμαν» αποκρίθηκε εκείνη. Η ρυτίδα έγινε βαθύτερη. «Χέρμαν» έκανε ο Μάρτιν. «Μπορείτε να μου πείτε τι συνέβη;» Στην αρχή δεν πήρε καμία απάντηση. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το πλήρωμα του ασθενοφόρου που μιλούσε χαμηλόφωνα στο καθιστικό. Κατόπιν ο Χέρμαν σήκωσε το βλέμμα του και είπε καθαρά: «Εγώ τη σκότωσα».
274/499
Η Παρασκευή ξεκίνησε με υπέροχο καιρό, από αυτόν που κάνει στα τέλη του καλοκαιριού. Ο Μέλμπεργ τέντωσε τα πόδια του κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, καθώς άφηνε τον Ερνστ να τον παρασύρει. Ακόμα και ο σκύλος φαινόταν να χαίρεται τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα. «Ακούς, Ερνστ» είπε ο Μέλμπεργ περιμένοντας το σκυλί που είχε σηκώσει το ένα του πόδι σε έναν θάμνο. «Απόψε, εσύ και ο μπαμπάκας σου θα πάτε ξανά για χορό». Ο Ερνστ τον κοίταξε απορημένος και έγειρε μερικά δευτερόλεπτα το κεφάλι του, αλλά στη συνέχεια επέστρεψε στο άδειασμα της κύστης του. Ο Μέλμπεργ έπιασε τον εαυτό του να σφυρίζει ανέμελα σκεπτόμενος το αποψινό μάθημα χορού και την αίσθηση του κορμιού της Ρίτα όταν κολλούσε πάνω του. Ένα ήταν σίγουρο. Θα μπορούσε κάλλιστα να παρακολουθεί τακτικά αυτά τα μαθήματα χορού. Μετά όμως η διάθεσή του χειροτέρεψε κάπως καθώς οι σκέψεις των παθιασμένων ρυθμών παραχώρησαν τη θέση τους στις σκέψεις για την έρευνα. Ή τις έρευνες. Δεν τον άφηναν στην ησυχία του σε τούτη την πόλη, που να πάρει ο διάολος. Τι τους είχε πιάσει και ξέκαναν ο ένας τον άλλο; Τέλος πάντων, η μια υπόθεση φαινόταν αρκετά εύκολη. Άλλωστε ο άντρας της είχε ομολογήσει. Τώρα περίμεναν απλώς την ιατροδικαστική έκθεση που θα επιβεβαίωνε ότι ήταν φόνος, οπότε μετά θα την έκλειναν. Αυτά που αναμασούσε ο Μάρτιν Μολίν, ότι ήταν κάπως παράξενο ότι κάποιος που σχετιζόταν με τον Έρικ Φράνκελ επίσης δολοφονήθηκε, δεν τα έπαιρνε και πολύ στα σοβαρά. Για όνομα του Θεού, απ’ ό,τι είχε καταλάβει ήταν παιδικοί φίλοι. Πριν από εξήντα χρόνια. Πριν από μία αιωνιότητα δηλαδή. Αποκλείεται αυτό να είχε σχέση με την έρευνα για τον φόνο. Όχι, ήταν μια ανόητη σκέψη. Ωστόσο, είχε επιτρέψει στον Μολίν να το ψάξει λίγο, να ελέγξει τηλεφωνικά αρχεία και τα λοιπά, μπας και έβρισκε κάποια σχέση. Σίγουρα δεν θα έβρισκε τίποτα. Αλλά θα σταματούσε, τουλάχιστον, να το λέει και να το ξαναλέει. Ο Μέλμπεργ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει στην πόρτα της Ρίτα, ενώ ο ίδιος ήταν απορροφημένος από τις σκέψεις του. Ο Ερνστ στάθηκε και άρχισε να κουνάει ανυπόμονα την ουρά του. Ο Μέλμπεργ κοίταξε το ρολόι του. Έντεκα. Ιδανική ώρα για ένα φλιτζάνι καφέ,
275/499
αν η Ρίτα ήταν στο σπίτι. Δίστασε μια στιγμή, αλλά τελικά χτύπησε το κουδούνι. Καμία απάντηση. «Ε, γεια σου». Η φωνή που ακούστηκε από πίσω του τον ξάφνιασε. Ήταν η Γιοχάνα που κατευθυνόταν με δυσκολία προς το μέρος του. Παράπαιε λίγο και είχε το χέρι στη μέση της. «Αν μου έλεγαν πως θα ήταν τόσο δύσκολο να κάνεις έναν μικρό περίπατο δεν θα το πίστευα» είπε εκείνη φανερά απογοητευμένη και έγειρε πίσω για να τεντώσει την πλάτη της, καθώς μόρφαζε από τον πόνο. «Μου τη δίνει να κάθομαι στο σπίτι και να περιμένω, αλλά το σώμα δεν επιθυμεί ακριβώς το ίδιο με το πνεύμα». Αναστέναξε και χάιδεψε την κοιλιά της. «Υποθέτω ότι ήρθες για τη Ρίτα, έτσι δεν είναι;» είπε εκείνη και τον κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Ε, βέβαια, ναι...» είπε ο Μέλμπεργ και ξαφνικά ένιωσε αμηχανία. «Εμείς... δηλαδή ο Ερνστ κι εγώ, κάναμε τη συνηθισμένη βολτούλα μας, και ο Ερνστ ήθελε να περάσει αποδώ για να συναντήσει... ε... τη Σενιορίτα, οπότε...» «Η Ρίτα δεν είναι στο σπίτι» είπε η Γιοχάνα, με το ίδιο πονηρό χαμόγελο. Προφανώς διασκέδαζε αφάνταστα με την αμηχανία του. «Θα είναι σε μια φίλη της όλο το απόγευμα. Αλλά αν θέλεις ν’ ανέβεις να πιούμε καφέ, εντάξει. Εννοώ εφόσον ο Ερνστ θέλει να ακολουθήσει έστω κι αν η Σενιορίτα δεν είναι στο σπίτι» του είπε και του έκλεισε το μάτι «τότε μπορείς ευχαρίστως να έρθεις να μου κάνεις παρέα. Κοντεύω να κρεπάρω από τη μοναξιά εδώ μέσα». «Ναι... ναι, βέβαια» είπε ο Μέλμπεργ και την ακολούθησε στην κεντρική είσοδο. Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, η Γιοχάνα κάθισε σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας για να πάρει ανάσα. «Θα ετοιμάσω αμέσως καφέ, αλλά να πάρω μια ανάσα πρώτα». «Εσύ κάτσε εκεί που είσαι» είπε ο Μέλμπεργ. «Είδα πού βάζει τα πράγματα την τελευταία φορά, οπότε θα φτιάξω εγώ καφέ. Εσύ ξεκουράσου». Η Γιοχάνα τον παρακολουθούσε έκπληκτη να ανοίγει ντουλάπια και συρτάρια, αλλά παρέμεινε καθισμένη νιώθοντας ευγνωμοσύνη. «Πρέπει να είναι πολύ βαρύ αυτό εκεί» είπε ο Μέλμπεργ καθώς έβαζε νερό στην καφετιέρα και ρίχνοντας μια ματιά στην κοιλιά της.
276/499
«Δεν λες τίποτα. Ξέρεις, η εγκυμοσύνη είναι πολύ υπερεκτιμημένη, πρέπει να πω. Στην αρχή νιώθεις σκατά για τρεις ή τέσσερις μήνες και οφείλεις να βρίσκεσαι πάντα κοντά σε τουαλέτα, μήπως χρειαστεί να ξεράσεις. Έπειτα ακολουθούν, βέβαια, κάνα δυο μήνες που νιώθεις αρκετά καλά και καμιά φορά υπέροχα, θα έλεγα. Μετά είναι σαν να μεταμορφώνεσαι τη νύχτα σε Μπαρμπαμπαμπά. Ή σε Μπαρμπαμαμά, ίσως». «Και μετά...» «Μη συνεχίσεις τη φράση σου, ακούς;» είπε η Γιοχάνα αυστηρά και κούνησε τον δείκτη της. «Ούτε να το σκεφτώ δεν τολμώ ακόμη. Αν αρχίσω να σκέφτομαι ότι υπάρχει μόνο μία διέξοδος για το παιδί αυτό, πανικοβάλλομαι. Και αν μου πεις τώρα ότι “οι γυναίκες γεννούσαν από καταβολής κόσμου και επιβίωναν, και γεννούσαν μάλιστα ένα σωρό παιδιά, άρα δεν είναι δύσκολο” θα πρέπει δυστυχώς να σου ρίξω μπουνιά». Ο Μέλμπεργ σήκωσε ψηλά τα χέρια του για να την αποτρέψει. «Μα μιλάς με κάποιον που δεν έχει περάσει ούτε καν έξω από μαιευτήριο...» Σέρβιρε τον καφέ και κάθισε μαζί της στο τραπέζι. «Πρέπει να είναι ωραίο να τρως για δύο πάντως» είπε εκείνος και χαμογέλασε πλατιά βλέποντάς τη να χώνει το τρίτο κεκάκι στο στόμα της. «Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που το εκμεταλλεύομαι πλήρως» είπε γελώντας η Γιοχάνα και άπλωσε το χέρι να πάρει άλλο ένα κεκάκι. «Αλλά κι εσύ μου φαίνεται ότι μοιράζεσαι την ίδια φιλοσοφία, παρότι δεν έχεις την εγκυμοσύνη ως δικαιολογία» του είπε και έδειξε περιπαικτικά την κοιλιά του Μέλμπεργ. «Με τη σάλσα θα την εξαφανίσω σε χρόνο μηδέν». Χτύπησε την κοιλιά του. «Ναι, μάλλον θα πρέπει να σας δω καμιά φορά» είπε η Γιοχάνα και χαμογέλασε φιλικά. Για μια στιγμή ο Μέλμπεργ ένιωσε γοητευμένος και έκπληκτος από το γεγονός ότι κάποιος έδειχνε να εκτιμά πραγματικά τη συντροφιά του. Αλλά συνειδητοποίησε ότι και ο ίδιος, προς μεγάλη του έκπληξη, περνούσε καλά με τη νύφη της Ρίτα. Πήρε βαθιά ανάσα και τόλμησε να κάνει την ερώτηση που τον έκαιγε από τότε που είχαν φάει μεσημεριανό όλοι μαζί και κατάλαβε τι γινόταν. «Πώς... Ο μπαμπάς... Ποιος...» Αντιλήφθηκε ότι αυτή η φράση ίσως να μην ήταν και η πιο καλοδιατυπωμένη της ζωής του, αλλά η Γιοχάνα κατάλαβε εν
277/499
πάση περιπτώσει τι εννοούσε. Τον κοίταξε αυστηρά μερικά δευτερόλεπτα και φαινόταν να σκέφτεται αν έπρεπε να απαντήσει στην ερώτησή του. Στο τέλος το πρόσωπό της μαλάκωσε και φάνηκε πως είχε αποφασίσει να πιστέψει ότι τη ρωτούσε απλώς και μόνο από καθαρή περιέργεια. «Μια κλινική. Στη Δανία. Ποτέ δεν συναντήσαμε τον πατέρα. Όπως καταλαβαίνεις, η εγκυμοσύνη δεν είναι αποτέλεσμα μιας νυχτερινής μπαρότσαρκας, σε περίπτωση που πίστευες κάτι τέτοιο». «Όχι... δεν πίστευα κάτι τέτοιο» είπε ο Μέλμπεργ, αλλά μέσα του αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η σκέψη αυτή είχε περάσει από το μυαλό του. Κοίταξε το ρολόι. Έπρεπε να επιστρέψει στο αστυνομικό τμήμα. Η ώρα του μεσημεριανού πλησίαζε και δεν μπορούσε να το χάσει. Σηκώθηκε, μάζεψε τα φλιτζάνια και το πιάτο και τα έβαλε στον νεροχύτη. Έπειτα έμεινε για λίγο ακίνητος, διστακτικός. Στο τέλος έβγαλε το πορτοφόλι του από την κωλότσεπη, τράβηξε μια επαγγελματική κάρτα και την έδωσε στη Γιοχάνα. «Αν τύχει... Αν τύχει και δυσκολευτείς κατά κάποιον τρόπο ή σου συμβεί κάτι... Υποθέτω πως η Πάουλα και η Ρίτα είναι απίκο βέβαια μέχρι να... αλλά... σε περίπτωση που...» Η Γιοχάνα πήρε κατάπληκτη την κάρτα, και ο Μέλμπεργ βιάστηκε να κατευθυνθεί στο χολ. Ούτε ο ίδιος καταλάβαινε από πού εμφανίστηκε αυτή η παρόρμηση να δώσει στη Γιοχάνα την κάρτα του. Ίσως να είχε κάποια σχέση με το γεγονός ότι είχε αισθανθεί εκείνες τις κλοτσιές στις παλάμες του όταν η Γιοχάνα είχε ακουμπήσει το χέρι του στην κοιλιά της. «Ερνστ, έλα εδώ» είπε αυστηρά και έσπρωξε έξω το σκυλί. Έπειτα έκλεισε την πόρτα πίσω του δίχως να χαιρετήσει.
Ο Μάρτιν κοιτούσε και ξανακοιτούσε τις καταχωρίσεις των τηλεφωνικών κλήσεων. Δεν αποδείκνυαν πως ό,τι του είχε πει το ένστικτό του ήταν αλήθεια, αλλά ούτε και το αντίθετο. Λίγο πριν δολοφονηθεί ο Έρικ Φράνκελ κάποιος του είχε τηλεφωνήσει από το τηλέφωνο της Μπρίτα και του Χέρμαν. Δύο κλήσεις ήταν καταχωρισμένες. Και άλλη μια πρόσφατα, πριν από δύο μέρες. Τότε πρέπει να ήταν ο Άξελ, ο οποίος δέχτηκε τηλεφώνημα από την Μπρίτα ή τον Χέρμαν. Επίσης υπήρχε καταχωρισμένη και μια κλήση προς τον Φρανς Ρίνγκχολμ.
278/499
Ο Μάρτιν έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο, έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο. Όλο το πρωί εξέταζε τα έγγραφα, τις φωτογραφίες και το υπόλοιπο υλικό που είχαν συλλέξει κατά τη διάρκεια της έρευνας για τον θάνατο του Έρικ Φράνκελ. Ήταν αποφασισμένος ότι δεν θα τα παρατούσε πριν βρει κάποια πιθανή σχέση ανάμεσα στους δύο φόνους. Αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε βρει τίποτα. Εκτός από τις καταχωρίσεις των κλήσεων. Πέταξε απογοητευμένος τις λίστες με τις κλήσεις στο γραφείο. Ένιωθε ότι είχε βαλτώσει. Και ήξερε ότι ο Μέλμπεργ τού είχε επιτρέψει να ερευνήσει λίγο περισσότερο τις συνθήκες γύρω από τον θάνατο της Μπρίτα μόνο και μόνο για να τον κάνει να σωπάσει. Ο Μέλμπεργ, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, φαινόταν πεπεισμένος ότι ο ένοχος ήταν ο σύζυγος. Αλλά δεν είχαν ανακρίνει ακόμη τον Χέρμαν. Βρισκόταν σε κατάσταση ισχυρού σοκ, κατά τους γιατρούς, και είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο. Οπότε έπρεπε να περιμένουν μέχρι να αποφανθούν οι γιατροί πως ήταν σε θέση να αντέξει μια ανάκριση. Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα, και δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Κοίταξε τον φάκελο με το υλικό της έρευνας, λες και ήθελε να το ξορκίσει να μιλήσει. Μετά του ήρθε μια ιδέα. Φυσικά. Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα έστριβε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του Πάτρικ και της Ερίκα. Είχε τηλεφωνήσει στον Πάτρικ καθ’ οδόν για να σιγουρευτεί ότι ήταν στο σπίτι, και τώρα εκείνος του άνοιγε την πόρτα. Κρατούσε αγκαλιά τη Μάγια, η οποία άρχισε να κουνάει με χαρά τα χέρια της όταν είδε ποιος είχε έρθει. «Γεια σου, κορίτσι μου» είπε ο Μάρτιν κουνώντας τα δάχτυλά του. Η Μάγια απάντησε απλώνοντας τα χέρια της προς το μέρος του, κι επειδή δεν τα παρατούσε εύκολα, ο Μάρτιν βρέθηκε έπειτα από λίγο να κάθεται στον καναπέ με τη μικρή στα γόνατά του. Ο Πάτρικ καθόταν στην πολυθρόνα σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά και τις φωτογραφίες. Έτριβε συλλογισμένος το πιγούνι του. «Πού είναι η Ερίκα;» ρώτησε ο Μάρτιν και κοίταξε γύρω του. «Ε;» Ο Πάτρικ σήκωσε το κεφάλι μπερδεμένος. «Α, έχει πάει στη βιβλιοθήκη για κάνα δυο ώρες. Να κάνει λίγη έρευνα για το καινούργιο της βιβλίο».
279/499
«Α, μάλιστα» είπε ο Μάρτιν και μετά επικεντρώθηκε στη Μάγια, ώστε να μπορέσει ο Πάτρικ να κοιτάξει όλο το υλικό. «Πιστεύεις λοιπόν ότι η Ερίκα έχει δίκιο;» ρώτησε τελικά σηκώνοντας το βλέμμα από τα χαρτιά. «Νομίζεις, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στον φόνο του Έρικ Φράνκελ και της Μπρίτα Γιούχανσον;» Ο Μάρτιν σκέφτηκε μερικές στιγμές και έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το πιστεύω. Δεν έχω συγκεκριμένες αποδείξεις γι’ αυτό ακόμη, αλλά μια και με ρωτάς η απάντηση είναι πως ναι, είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει σχέση». Ο Πάτρικ έγνεψε κι αυτός καταφατικά. «Ναι, γιατί αλλιώς θα πρέπει να θεωρηθεί αναμφισβήτητα μια πολύ παράξενη σύμπτωση». Τέντωσε τα πόδια. «Ρωτήσατε τον Άξελ Φράνκελ και τον Φρανς Ρίνγκχολμ προς τι αυτά τα τηλεφωνήματα που δέχτηκαν από το σπίτι της Μπρίτα και του Χέρμαν;» «Όχι ακόμη». Ο Μάρτιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ήθελα να το συζητήσω πρώτα μαζί σου, να ελέγξω μήπως μόνο εγώ τρελάθηκα και ψάχνω κάτι ενώ έχουμε ήδη κάποιον που ομολόγησε». «Τον άντρα της, ναι...» είπε συλλογισμένος ο Πάτρικ. «Το ερώτημα είναι βέβαια γιατί να πει πως τη σκότωσε αν δεν το έκανε αυτός». «Πού να ξέρει κανείς. Ίσως για να προστατεύσει κάποιον». Ο Μάρτιν ανασήκωσε τους ώμους. «Χμ...» Ο Πάτρικ σκέφτηκε φωναχτά καθώς συνέχιζε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά στο τραπέζι. «Και η έρευνα για τον φόνο του Έρικ Φράνκελ; Έχετε καταλήξει πουθενά;» «Μπα, όχι, δεν θα το έλεγα, είπε ο Πάτρικ απογοητευμένος καθώς κουνούσε τη Μάγια στο γόνατό του. «Η Πάουλα ελέγχει προσεκτικότερα τους Φίλους της Σουηδίας, μιλήσαμε με τους γείτονες, αν και κανένας δεν θυμάται να είχε παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο. Βέβαια, το σπίτι των αδελφών Φράνκελ είναι αρκετά απομονωμένο και δεν είχαμε πολλές ελπίδες ότι κάποιος θα είχε δει οτιδήποτε. Δυστυχώς οι φόβοι μας επιβεβαιώθηκαν. Για τα υπόλοιπα υπάρχουν στοιχεία εκεί». Έδειξε τα χαρτιά που ήταν ανοιχτά σαν βεντάλια στο τραπεζάκι μπροστά στον Πάτρικ. «Και τα οικονομικά του Έρικ;» Ξεφύλλισε τα χαρτιά και μετά τράβηξε μερικά που ήταν κάτω κάτω. «Βρήκατε κάτι ασυνήθιστο;» «Όχι, όχι ιδιαίτερα. Τα συνηθισμένα κυρίως. Λογαριασμοί, πού και πού καμιά ανάληψη μικροποσών σε μετρητά, τέτοια... ξέρεις».
280/499
«Δεν υπήρχε οποιαδήποτε κίνηση μεγάλων ποσών ή κάτι τέτοιο;» Ο Πάτρικ μελέτησε με προσοχή τις στήλες με τους αριθμούς. «Όχι. Το μόνο που θα μπορούσες να πεις πως ξέφευγε λίγο είναι μια μηνιαία μεταφορά ποσού που έκανε ο Έρικ. Η τράπεζα λέει ότι έκανε αυτή τη μεταφορά εδώ και πενήντα χρόνια». Ο Πάτρικ γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένος τον Μάρτιν. «Πενήντα χρόνια; Σε ποιον ή σε τι μετέφερε αυτά τα χρήματα;» «Σε κάποιον ιδιώτη στο Γέτεμποργ προφανώς. Το όνομα θα το βρεις σε κάποιο σημείωμα στον φάκελο» είπε ο Μάρτιν. «Δεν ήταν μεγάλο το ποσό. Βέβαια αυξανόταν με τα χρόνια, και είχε φτάσει πλέον τις δύο χιλιάδες κορόνες. Δεν μου φάνηκε όμως κάτι που θα έπρεπε... Εννοώ ότι δύσκολα θα μπορούσε να είναι εκβιασμός ή κάτι παρόμοιο, γιατί ποιος θα πλήρωνε επί πενήντα χρόνια;» Ο Μάρτιν κατάλαβε πόσο σαθρό ακούστηκε το επιχείρημά του και του ’ρθε να κοπανήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Έπρεπε να είχε ελέγξει καλύτερα αυτή τη μεταφορά χρημάτων. Τέλος πάντων, κάλλιο αργά παρά ποτέ. «Μπορώ να του τηλεφωνήσω σήμερα κιόλας για να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε» είπε ο Μάρτιν και μετέφερε τη Μάγια στο άλλο γόνατο, γιατί είχε αρχίσει να μουδιάζει το πόδι του. Ο Πάτρικ έμεινε σιωπηλός μια στιγμή και μετά είπε: «Ξέρεις κάτι; Θέλω να κάνω καμιά βόλτα για να αλλάξω παραστάσεις». Άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε το σημείωμα. «Βίλχελμ Φριντέν λέγεται προφανώς αυτός στον οποίο μεταφέρονταν τα λεφτά. Μπορώ να πάω αύριο αποκεί και να του μιλήσω προσωπικά. Έχω τη διεύθυνση εδώ». Κούνησε το σημείωμα. «Ισχύει υποθέτω, έτσι δεν είναι;» «Ναι, είναι η διεύθυνση που μου έδωσε η τράπεζα. Οπότε πρέπει να ισχύει» είπε ο Μάρτιν. «Καλώς. Τότε θα πάω εκεί αύριο. Μπορεί να είναι κάνα ευαίσθητο θέμα, οπότε θα ήταν ανόητο να τηλεφωνήσουμε». «Εντάξει, αν θέλεις και μπορείς να πας θα με υποχρεώσεις» είπε ο Μάρτιν. «Αλλά τι θα κάνεις με...» Έδειξε τη Μάγια. «Θα έρθει μαζί μου» είπε ο Πάτρικ και έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο στην κόρη του. «Και με την ευκαιρία θα πάμε να επισκεφτούμε τη θεία Λότα και τα
281/499
ξαδέλφια, έτσι δεν είναι, κούκλα μου; Ωραία δεν είναι να συναντάς τα ξαδελφάκια σου;» Η Μάγια έβγαλε κάτι λαρυγγισμούς και χτύπησε τα χεράκια της. «Μπορώ να τα κρατήσω αυτά εδώ για κάνα δυο μέρες;» ρώτησε ο Πάτρικ δείχνοντας τον φάκελο. «Βέβαια, κράτησέ τα. Κι αν βρεις κάτι άλλο πες μας να το ελέγξουμε προσεκτικότερα. Όταν εσύ θα πας στο Γέτεμποργ για να συναντήσεις τον Φριντέν, εγώ και η Πάουλα θα ρωτήσουμε τον Φρανς και τον Άξελ για τα τηλεφωνήματα από τη Μπρίτα ή τον Χέρμαν». «Μη ρωτήσεις τον Άξελ για τις πληρωμές πριν μιλήσω με τον Φριντέν και μάθουμε περισσότερα». «Φυσικά». «Μην απογοητεύεσαι, εντάξει;» έκανε παρηγορητικά ο Πάτρικ όταν αυτός και η Μάγια συνόδευσαν τον Μάρτιν μέχρι την πόρτα. «Ξέρεις κι από παλιά τι συμβαίνει σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Αργά ή γρήγορα θα γίνει το κλικ και θα αποκαλυφθούν όλα». «Ναι, ξέρω» είπε ο Μάρτιν, αν και δεν ακουγόταν εντελώς πεπεισμένος. «Αλλά πρέπει να πω ότι βρήκες κι εσύ καιρό να πάρεις άδεια. Θα ήταν ευπρόσδεκτη η βοήθειά σου». Χαμογέλασε για να μη φανεί δηκτικός. «Περίμενε, και θα ’ρθει κι η σειρά σου. Και ενώ εσύ θα αλλάζεις πάνες, εγώ θα τα δίνω όλα στο τμήμα». Ο Πάτρικ έκλεισε το μάτι στον Μάρτιν και τον αποχαιρέτησε. «Αύριο εσύ κι εγώ θα πάμε στο Γέτεμποργ, εντάξει;» είπε στη Μάγια και έκανε μερικά χορευτικά βήματα με τη μικρή στην αγκαλιά του. «Αλλά πρέπει να δούμε πώς θα το πλασάρουμε στη μαμά πρώτα». Η Μάγια έγνεψε ότι συμφωνούσε.
Η Πάουλα ένιωθε εξουθενωμένη. Εξουθενωμένη και αηδιασμένη. Εδώ και ώρες σέρφαρε στο Ίντερνετ αναζητώντας στοιχεία για τις σουηδικές νεοναζιστικές οργανώσεις και κυρίως για τους Φίλους της Σουηδίας. Είχε ακόμη την αίσθηση ότι αυτοί κρύβονταν πίσω από τον θάνατο του Έρικ Φράνκελ, αλλά το πρόβλημα ήταν πως η αστυνομία δεν είχε τίποτα συγκεκριμένο για να συνεχίσει. Δεν είχαν βρει απειλητικές επιστολές, μόνο κάποιες νύξεις στα
282/499
γράμματα από τον Φρανς Ρίνγκχολμ, ο οποίος έγραφε ότι οι Φίλοι της Σουηδίας δεν εκτιμούσαν τις δραστηριότητες του Έρικ και ότι ο ίδιος δεν μπορούσε πλέον να τον προστατεύει από τέτοιες δυνάμεις. Ούτε άλλα τεχνικά στοιχεία υπήρχαν που να συνδέουν κάποιον από αυτούς με τη σκηνή του εγκλήματος. Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είχαν συμφωνήσει −αλλά χωρίς να κρύβουν την περιφρόνησή τους− να τους πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα με την ευγενική βοήθεια της αστυνομίας της Ουντεβάλα. Αλλά το Κρατικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο δεν διαπίστωσε καμία ταύτιση με κάποια από τα δακτυλικά αποτυπώματα στη βιβλιοθήκη του Έρικ και του Άξελ. Ούτε ο έλεγχος των άλλοθι τους είχε οδηγήσει πουθενά. Κανένα βέβαια από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των Φίλων της Σουηδίας δεν είχε εντελώς ακλόνητο άλλοθι, αλλά των περισσότερων ήταν επαρκές, τουλάχιστον μέχρι να έβρισκε η αστυνομία αρκετά αποδεικτικά στοιχεία που θα οδηγούσαν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Πολλοί από αυτούς είχαν επιβεβαιώσει ότι ο Φρανς είχε κάνει ένα ταξιδάκι για να συναντήσει ομοϊδεάτες τους στη Δανία εκείνες τις μέρες, παρέχοντάς του έτσι άλλοθι. Το άλλο πρόβλημα ήταν πως η οργάνωση ήταν τόσο μεγάλη −μεγαλύτερη από όσο φανταζόταν η Πάουλα−, και δεν ήταν εύκολο να πάρεις δακτυλικά αποτυπώματα και να ελέγξεις τα άλλοθι όλων αυτών που σχετίζονταν με τους Φίλους της Σουηδίας. Έτσι είχαν αποφασίσει να περιοριστούν στα ηγετικά στελέχη, προς το παρόν τουλάχιστον. Μέχρι στιγμής χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η Πάουλα συνέχισε να σερφάρει απογοητευμένη. Από πού προέρχονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Από πού πήγαζε όλο αυτό το μίσος; Μπορούσε να καταλάβει το μίσος για συγκεκριμένα άτομα, για ανθρώπους που είχαν κάνει κακό σε κάποιον. Αλλά να μισείς ανθρώπους αδιακρίτως επειδή ήταν από άλλη χώρα και όχι από τη δική σου ή επειδή είχαν άλλο χρώμα; Αυτό δεν το καταλάβαινε με τίποτα. Η ίδια μισούσε τους δήμιους που σκότωσαν τον πατέρα της. Τους μισούσε τόσο πολύ που θα μπορούσε αναμφίβολα να τους σκοτώσει αν της δινόταν η ευκαιρία, αν ζούσαν ακόμη. Αλλά το μίσος της σταματούσε εκεί, παρόλο που θα μπορούσε να μεγαλώσει, να διευρυνθεί. Είχε αρνηθεί να επιτρέψει στον εαυτό της να πλημμυρίσει από τόσο πολύ μίσος. Αντιθέτως, είχε περιορίσει το μίσος της στους άντρες που κρατούσαν τα όπλα που έριξαν τις σφαίρες στο κορμί του πατέρα της. Αν δεν είχε περιορίσει αυτό το μίσος, θα κατέληγε να μισεί τη χώρα
283/499
καταγωγής της. Και πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε να σηκώσει τέτοιο φορτίο, τέτοιο μίσος για τη χώρα όπου γεννήθηκε, τη χώρα όπου έκανε τα πρώτα της βήματα, όπου έπαιξε με φίλους, όπου κάθισε στα πόδια της γιαγιάς, όπου άκουσε τα τραγούδια που τραγουδούσαν τα βράδια και χόρεψε σε γλέντια; Πώς θα μπορούσε να τα μισήσει όλα αυτά; Αλλά αυτοί εδώ οι άνθρωποι... Συνέχισε να κυλάει τον κέρσορα προς τα κάτω και διάβαζε στη μια στήλη μετά την άλλη για το πώς άνθρωποι σαν κι αυτή έπρεπε να εξολοθρεύονται ή έστω να τους διώχνουν και να τους στέλνουν στις πατρίδες τους. Υπήρχαν και φωτογραφίες. Πολλές από τη ναζιστική Γερμανία, φυσικά. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε δει τόσο πολλές φορές παλιότερα, οι σωροί των γυμνών, αποσκελετωμένων πτωμάτων που είχαν πεταχτεί σαν σκουπίδια μετά τον θάνατό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άουσβιτς, Μπούχενβαλτ, Νταχάου... όλα τα ονόματα που ηχούσαν τρομακτικά γνώριμα, συνδεδεμένα για πάντα με το απόλυτο κακό. Αλλά εδώ, στις ιστοσελίδες αυτές, τούτα τα μέρη τα υμνούσαν και τα τιμούσαν. Ή τα αρνούνταν. Γιατί υπήρχαν και οι αρνητές της πραγματικότητας. Ο Πέτερ Λίντγκρεν ήταν ένας από αυτούς. Υποστήριζε ότι αυτά δεν είχαν συμβεί ποτέ. Ότι έξι εκατομμύρια Εβραίοι δεν είχαν δολοφονηθεί, δεν είχαν εξοριστεί, δεν είχαν βασανιστεί, δεν είχαν πνιγεί με αέρια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς μπορούσε κανείς να αρνηθεί κάτι τέτοιο, όταν υπήρχαν τόσο πολλά αποδεικτικά στοιχεία, τόσο πολλοί μάρτυρες; Πώς λειτουργούσαν τα στρεβλά μυαλά αυτών των ανθρώπων; Τινάχτηκε όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Γεια σου. Με τι ασχολείσαι;» Το κεφάλι του Μάρτιν φάνηκε στο κατώφλι. «Ελέγχω όλα τα δεδομένα που υπάρχουν για τους Φίλους της Σουηδίας» είπε εκείνη και αναστέναξε. «Κατατρομάζεις σκαλίζοντας όλα αυτά τα πράγματα. Ξέρεις ότι υπάρχουν περίπου είκοσι νεοναζιστικές οργανώσεις στη Σουηδία; Και ότι οι Σουηδοί Δημοκράτες πήραν συνολικά 281 έδρες σε 144 δήμους; Πού στον διάολο πάει αυτή η χώρα;» «Δεν ξέρω, είναι όντως να αναρωτιέσαι» είπε ο Μάρτιν. «Πάντως είναι σίγουρα τρομακτικό» είπε η Πάουλα και πέταξε το στιλό της που χτύπησε στο γραφείο και έπεσε στο πάτωμα. «Μάλλον χρειάζεσαι ένα διάλειμμα από όλα αυτά» είπε ο Μάρτιν. «Σκέφτηκα να πάμε να κουβεντιάσουμε λίγο με τον Άξελ πάλι».
284/499
«Για κάτι συγκεκριμένο;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Πάουλα. Σηκώθηκε και ακολούθησε τον Μάρτιν που κατευθυνόταν ήδη προς το πάρκινγκ του τμήματος. «Μπα, σκέφτηκα απλώς ότι καλό θα ήταν να ελέγξουμε τα πράγματα άλλη μια φορά, αυτός ήταν εξάλλου πιο κοντά στον Έρικ και ήξερε περισσότερα για εκείνον. Αλλά θέλω να τον ρωτήσω και κάτι άλλο...» Δίστασε. «Δεν ξέρω αν μόνο εγώ πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει σχέση με τον φόνο της Μπρίτα Γιούχανσον, αλλά κάποιος τηλεφώνησε από το σπίτι της στον Άξελ τις προάλλες, και τον Ιούνιο έγινε άλλο ένα τηλεφώνημα εκεί, παρότι δεν είναι σίγουρο αν έγινε στον Έρικ ή στον Άξελ. Έλεγξα επίσης τις λίστες τηλεφωνικών κλήσεων των Φράνκελ, και τον Ιούνιο τηλεφώνησε κάποιος από το σπίτι τους στην Μπρίτα ή στον Χέρμαν. Δύο φορές. Πριν τηλεφωνήσουν κι εκείνοι στους Φράνκελ». «Αξίζει να ελεγχθεί καταπώς φαίνεται» είπε η Πάουλα και έβαλε τη ζώνη ασφαλείας. «Προκειμένου να αποφύγω τους ναζί για λίγο, δέχομαι οποιαδήποτε θεωρία, όσο τραβηγμένη κι αν είναι». Ο Μάρτιν έγνεψε καταφατικά και οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το πάρκινγκ. Καταλάβαινε απολύτως την Πάουλα. Από την άλλη, κάτι του έλεγε ότι η θεωρία του δεν ήταν τόσο τραβηγμένη.
Η Άννα ήταν σοκαρισμένη όλη την εβδομάδα, και μόλις την Παρασκευή ένιωσε ότι μπορούσε να αρχίσει να χωνεύει την είδηση. Ο Νταν το είχε πάρει πολύ καλύτερα. Έπειτα από το αρχικό σοκ, τριγύριζε και σιγοτραγουδούσε μόνος του. Απέρριπτε όλες τις αντιρρήσεις της λέγοντας χαρούμενος: «Έλα, όλα θα πάνε καλά. Θα είναι υπέροχο. Ένα δικό μας μωρό. Σούπερ!» Η Άννα όμως δεν μπορούσε ακόμη να συμφωνήσει ότι η κατάσταση ήταν «σούπερ». Έπιανε τον εαυτό της να χαϊδεύει την κοιλιά της, να προσπαθεί να φανταστεί εκείνο το μικροσκοπικό πλασματάκι μέσα της. Αυτό που ήταν μέχρι στιγμής άγνωστης ταυτότητας, ένα έμβρυο, το οποίο σε μερικούς μήνες θα γινόταν ένα μικρό μωρό. Παρόλο που είχε βρεθεί δύο φορές στην ίδια κατάσταση, της φαινόταν ακόμη ακατανόητο. Ίσως λίγο πιο ακατανόητο τούτη τη φορά. Διότι μόλις και μετά βίας θυμόταν τις εγκυμοσύνες στην Έμα και στον Άντριαν. Είχαν εξαφανιστεί σε μια ομίχλη, εκεί όπου ο φόβος του ξυλοδαρμού
285/499
κυριαρχούσε κάθε στιγμή της ζωής της, είτε κοιμόταν είτε ήταν ξύπνια. Κατανάλωνε όλη της την ενέργεια προσπαθώντας να προστατεύει την κοιλιά της, να προστατεύει τη ζωή τους, από τον Λούκας. Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να το κάνει. Και όλως παραδόξως αυτό την τρόμαζε. Τούτη τη φορά μπορούσε να το χαρεί. Έπρεπε να το χαρεί. Και θα το χαιρόταν. Άλλωστε αγαπούσε τον Νταν. Ένιωθε ασφαλής μαζί του. Ήξερε ότι ποτέ του δεν θα σκεφτόταν να κάνει κακό στην ίδια ή σε κάποιον άλλο. Πώς μπορούσε κάτι τέτοιο να είναι τρομακτικό; Σε αυτή την ερώτηση προσπαθούσε να απαντήσει τις τελευταίες μέρες. «Τι νομίζεις ότι είναι; Αγόρι ή κορίτσι; Νιώθεις κάτι που μπορεί να αποκαλύπτει το ένα ή το άλλο;» Ο Νταν είχε γλιστρήσει κρυφά πίσω της, είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω της και της χάιδευε την ακόμη επίπεδη κοιλιά της. Η Άννα γέλασε και προσπάθησε να ανακατέψει το φαγητό, παρόλο που την εμπόδιζαν λίγο τα χέρια του Νταν. «Άκου, είμαι περίπου στην έβδομη εβδομάδα. Δεν είναι κάπως νωρίς για να μαντέψω το φύλο του παιδιού; Και δεν μου λες, γιατί σε νοιάζει;» Η Άννα στράφηκε προς το μέρος του με μια ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της. «Ελπίζω να μην ποντάρεις και πολύ στο ότι θα αποκτήσεις γιο, διότι ξέρεις ότι ο πατέρας καθορίζει το φύλο, και μια που απέκτησες τρεις κοπέλες πριν, η στατιστική πιθανότητα...» «Σσς...» Ο Νταν έφερε γελώντας το δάχτυλό του στα χείλη της. «Θα χαρώ ό,τι κι αν είναι. Κι αν είναι ένα μικρό αγόρι, υπέροχα. Αν είναι κοριτσάκι, κανόνι. Κι επίσης...» Το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Θεωρώ πως έχω ήδη έναν γιο. Τον Άντριαν. Και ελπίζω να το γνωρίζεις αυτό. Νόμιζα ότι το ήξερες. Όταν ζήτησα να μετακομίσετε εδώ μαζί μου, δεν εννοούσα να μετακομίσετε μόνο στο σπίτι. Αλλά κι εδώ». Έφερε τη γροθιά του στο στήθος του, ακριβώς στο σημείο της καρδιάς. Η Άννα πάσχιζε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Δεν τα κατάφερε καλά, και ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού της στο μάγουλό της. Το κάτω χείλι της είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Νταν σκούπισε τα δάκρυά της και μετά έπιασε το πρόσωπό της και με τα δυο του χέρια. Την κοίταξε κατάματα. Την ανάγκασε να τον κοιτάξει κι εκείνη. «Αν βγει κοριτσάκι, εγώ και ο Άντριαν θα πρέπει να συμμαχήσουμε εναντίον όλων των θηλυκών εδώ μέσα. Αλλά ποτέ μη σκεφτείς ότι δεν βλέπω εσένα, την
286/499
Έμα και τον Άντριαν σαν ένα και το αυτό. Και σας αγαπώ και τους τρεις σας. Και αγαπώ κι εσένα εκεί μέσα, μ’ ακούς;» φώναξε προς την κοιλιά της Άννας. Η Άννα γέλασε. «Νομίζω ότι τα αυτιά αναπτύσσονται κατά την εικοστή εβδομάδα». «Α, για να σου πω, τα δικά μου παιδιά αναπτύσσονται πάρα πολύ γρήγορα» είπε ο Νταν και της έκλεισε το μάτι. «Χμ... ναι, δεν λέω» είπε η Άννα, αλλά δεν μπόρεσε να μη βάλει ξανά τα γέλια. Φιλήθηκαν για λίγο, αλλά μετά τους ξάφνιασε η εξώπορτα που άνοιξε απότομα και έκλεισε με πάταγο. «Ποιος είναι;» έκανε ο Νταν και πήγε προς το χολ. «Εγώ» ακούστηκε μια βαρύθυμη φωνή. Η Μπελίντα τούς κοιτούσε μουλωχτά. «Πώς ήρθες εδώ;» ρώτησε ο Νταν και την κοίταξε θυμωμένος. «Πώς λες να ήρθα; Με τον ίδιο τρόπο που έφυγα, γαμώτο. Με το λεωφορείο». «Εμένα θα μου μιλάς καλύτερα ή δεν θα μου μιλάς καθόλου» είπε με σφιγμένα δόντια ο Νταν. «Α... τότε επιλέγω...» Η Μπελίντα έφερε τον δείκτη στο μάγουλο και προσποιήθηκε ότι σκεφτόταν. «Ναι, τώρα ξέρω. Επιλέγω λοιπόν ΝΑ ΜΗ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ ΚΑΘΟΛΟΥ!» Και με τα λόγια αυτά ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, πήγε στο δωμάτιό της, βρόντηξε την πόρτα όσο δυνατότερα μπορούσε και έβαλε το στερεοφωνικό στη διαπασών, με αποτέλεσμα το πάτωμα να αρχίσει να δονείται κάτω από τα πόδια τους. Ο Νταν κάθισε βαρύς στο κάτω σκαλοπάτι, τράβηξε την Άννα κοντά του και άρχισε να μιλάει στην κοιλιά της που βρισκόταν στο ύψος του στόματός του. «Ελπίζω να έκλεισες τ’ αυτιά σου εσύ εκεί μέσα. Διότι ο μπαμπάς σου θα είναι πολύ γέρος για τέτοιο λεξιλόγιο όταν φτάσεις κι εσύ στην ηλικία αυτή». Η Άννα τού χάιδεψε συμπονετικά τα μαλλιά. Από πάνω τους η μουσική σφυροκοπούσε.
Φιελμπάκα 1944
«Είχε τίποτα νέα από τον Άξελ;» Ο Έρικ δεν μπορούσε να κρύψει την έξαψή του. Είχαν συγκεντρωθεί και οι τέσσερις στο συνηθισμένο μέρος, στον λόφο Ράμπε, λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο. Όλοι ήταν περίεργοι να μάθουν τι είχε να πει η Έλσι για τα νέα που είχαν απλωθεί σαν πυρκαγιά στη μικρή κοινωνία, ότι ο Έλοφ είχε φέρει μαζί του έναν νορβηγό αντιστασιακό που είχε ξεφύγει από τους Γερμανούς. Η Έλσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, τον ρώτησε και ο πατέρας, αλλά δεν τον είχε ακουστά είπε». Ο Έρικ κοίταξε κάτω στον γρανιτόβραχο απογοητευμένος και κλότσησε με την αρβύλα του μια γκρίζα λειχήνα. «Ίσως να μην τον είχε ακουστά με το όνομά του, αλλά αν του τον περιγράφατε μπορεί να ήξερε κάτι» είπε ο Έρικ με μια καινούργια λάμψη ελπίδας στα μάτια. Πόσο θα ήθελε να ακούσει κάτι, ένα μικρό μαντάτο, που να αποδείκνυε ότι ο Άξελ ήταν ζωντανός. Την προηγούμενη μέρα η μητέρα του είχε πει φωναχτά αυτό που όλοι φοβούνταν. Είχε κλάψει, πιο γοερά από ποτέ, και είπε ότι μάλλον θα έπρεπε να ανάψουν ένα κεράκι για τον Άξελ στην εκκλησία την Κυριακή, διότι δεν πρέπει να ήταν πια ζωντανός. Ο πατέρας θύμωσε και την έβρισε, αλλά ο Έρικ είδε την παραίτηση στα μάτια του. Ούτε ο πατέρας πίστευε πια ότι ο Άξελ ζούσε. «Ναι, πάμε να του μιλήσουμε» είπε η Μπρίτα ανυπόμονα. Σηκώθηκε και τίναξε τη φούστα της. Έλεγξε με το χέρι τα μαλλιά της, φρόντισε να είναι ίσιες οι κοτσίδες της προκαλώντας το ειρωνικό σχόλιο του Φρανς. «Ναι, καταλαβαίνω ότι από ενδιαφέρον για τον Έρικ φτιάχνεσαι, Μπρίτα. Δεν ήξερα ότι έτρεχες και πίσω από Νορβηγούς. Δεν σου φτάνουν οι Σουηδοί;» Γέλασε και η Μπρίτα αναψοκοκκίνισε.
288/499
«Σκάσε, Φρανς, γίνεσαι γελοίος. Φυσικά και ενδιαφέρομαι για τον Έρικ. Και για να μάθω κάτι για τον Άξελ. Και δεν πειράζει να φαίνομαι αξιοπρεπής». «Τότε πρέπει να προσπαθήσεις πολύ. Αν θέλεις να φαίνεσαι αξιοπρεπής, δηλαδή» είπε ωμά ο Φρανς και τράβηξε τη φούστα της Μπρίτα. Εκείνη κοκκίνισε κι άλλο και φάνηκε πως ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όταν η Έλσι είπε με αυστηρή φωνή: «Σταμάτα, Φρανς. Μερικές φορές λες απίστευτες βλακείες. Σταμάτα επιτέλους!» Εκείνος την κοίταξε και το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο. Σηκώθηκε απότομα και έφυγε τρέχοντας, με το βλέμμα σκοτεινιασμένο. Ο Έρικ έσπρωξε μερικές πετρούλες με τα δάχτυλά του. Δίχως να κοιτάζει την Έλσι είπε χαμηλόφωνα: «Πρέπει να προσέχεις τι λες στον Φρανς. Έχει κάτι... Κάτι βράζει μέσα του. Το νιώθω». Η Έλσι τον κοίταξε έκπληκτη και αναρωτήθηκε από πού έβγαζε αυτό το παράξενο συμπέρασμα ο Έρικ. Ενστικτωδώς όμως ήξερε ότι είχε δίκιο. Η ίδια ήξερε τον Φρανς από τότε που ήταν μικρά παιδιά, και καταλάβαινε ότι κάτι φούντωνε μέσα του, κάτι ανεξέλεγκτο, κάτι άγριο. «Τι ανόητος που είσαι» είπε ρουθουνίζοντας η Μπρίτα. «Δεν τρέχει τίποτα με τον Φρανς. Απλώς... πειραζόμασταν λίγο». «Εθελοτυφλείς γιατί είσαι ερωτευμένη μαζί του» αποφάνθηκε ο Έρικ. Η Μπρίτα τού έριξε μια στον ώμο. «Άι, γιατί το έκανες αυτό τώρα;» είπε εκείνος και έπιασε τον ώμο του. «Επειδή λες βλακείες. Λοιπόν, θέλεις να μιλήσεις με τον Νορβηγό για τον αδελφό σου ή όχι;» Η Μπρίτα ξεκίνησε και ο Έρικ αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Έλσι. «Ήταν στο υπόγειο όταν έφυγα. Δεν νομίζω ότι είναι κακό να τον ρωτήσουμε κάνα δυο πράγματα». Έπειτα από λίγο η Έλσι χτυπούσε διακριτικά την πόρτα του υπογείου. Όταν εκείνος άνοιξε, φάνηκε να τα χάνει βλέποντας την παρέα απέξω. «Γεια σας» έκανε με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα. Η Έλσι κοίταξε τους άλλους πριν πάρει τον λόγο. Είδε με την άκρη του ματιού της τον Φρανς να κατευθύνεται αργά προς το μέρος τους. Είχε πιο
289/499
ήρεμη έκφραση τώρα και βάδιζε ανέμελα, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. «Αναρωτιόμαστε αν μπορούμε να περάσουμε μέσα. Θα θέλαμε να σου μιλήσουμε λίγο». «Βεβαίως» είπε ο Νορβηγός και παραμέρισε. Η Μπρίτα τού έκλεισε το μάτι με κοκεταρία όταν πέρασε από δίπλα του και τα αγόρια τον χαιρέτησαν διά χειραψίας. Δεν υπήρχαν πολλά έπιπλα στο μικρό δωμάτιο. Η Μπρίτα και η Έλσι κάθισαν στις δύο μοναδικές καρέκλες που υπήρχαν, ο Χανς κάθισε στο καλοστρωμένο κρεβάτι και ο Φρανς με τον Έρικ στο πάτωμα. «Για τον αδελφό μου θέλαμε να σε ρωτήσουμε» είπε ο Έρικ και τον κοίταξε με μια σπίθα ελπίδας. Υπήρχε ακόμη στο βλέμμα του, όχι μεγάλη, αλλά διέκρινες κάποια αναλαμπή πού και πού. «Ο αδελφός μου βοηθούσε τους δικούς σας από την αρχή του πολέμου. Ερχόταν στη Νορβηγία με το καράβι του μπαμπά της Έλσι, μ’ αυτό που ήρθες κι εσύ εδώ, και μετέφερε πράγματα πέρα δώθε στη δική σας πλευρά. Αλλά πριν από έναν χρόνο τον συνέλαβαν οι Γερμανοί στο λιμάνι της Κριχάνσαντ και...» ανοιγόκλεισε τα μάτια του «έκτοτε δεν ξανακούσαμε τίποτα γι’ αυτόν». «Με ρώτησε κι ο πατέρας της Έλσι» είπε ο Χανς και κοίταξε τον Έρικ. «Αλλά δεν αναγνωρίζω το όνομα, δυστυχώς. Και δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ για κάποιο Σουηδό που συνελήφθη στην Κριχάνσαντ. Είμαστε πολλοί. Και δεν είναι λίγοι οι Σουηδοί που μας έχουν βοηθήσει, για να λέμε την αλήθεια». «Ίσως να μην τον ξέρεις με το όνομά του, αλλά υπάρχει περίπτωση να τον αναγνώριζες από την εξωτερική του εμφάνιση;» Ο Έρικ μίλησε ανυπόμονα και έπλεξε τα χέρια του γύρω από το γόνατό του. «Δεν μου φαίνεται πιθανό, αλλά για δοκίμασε. Περίγραψέ μου τον». Ο Έρικ τον περιέγραψε όσο καλύτερα μπορούσε. Δεν ήταν τόσο δύσκολο. Παρά το γεγονός ότι ο αδελφός του έλειπε πάνω από έναν χρόνο ήταν σαν να τον έβλεπε ακόμη καθαρά μπροστά του. Αν και ταυτόχρονα ήταν πολλοί εκείνοι που έμοιαζαν με τον Άξελ και δυσκολευόταν να θυμηθεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα τον ξεχώριζαν από άλλα συνομήλικα αγόρια. Ο Χανς τον άκουσε, αλλά μετά κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι. «Όχι, δεν μου ακούγεται διόλου γνώριμος. Λυπάμαι πολύ». Ο Έρικ καμπούριασε απογοητευμένος. Έμειναν όλοι σιωπηλοί για λίγο. Έπειτα μίλησε ο Φρανς:
290/499
«Λοιπόν, πες μας τι περιπέτειες έζησες στον πόλεμο. Πρέπει να έχεις ζήσει πολύ ενδιαφέρουσες καταστάσεις!» Τα μάτια του έλαμψαν. «Μπα, δεν έχω και πολλά να πω» αποκρίθηκε απρόθυμα ο Χανς, αλλά η Μπρίτα διαμαρτυρήθηκε. Με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του τον προέτρεψε να τους αφηγηθεί κάτι, οτιδήποτε, απ’ όσα είχε ζήσει. Έπειτα από μερικές προτροπές ακόμα, ο Νορβηγός υποχώρησε και άρχισε να τους λέει πώς ήταν τα πράγματα στη Νορβηγία. Για την προέλαση των Γερμανών, για τα δεινά που είχε υποστεί ο λαός, για τις αποστολές που είχαν φέρει εις πέρας εναντίον των Γερμανών. Οι άλλοι τέσσερις κάθονταν με το στόμα ορθάνοιχτο και τον άκουγαν. Ήταν τόσο συναρπαστικά όλα αυτά. Έβλεπαν, βεβαίως, κάτι μελαγχολικό στο βλέμμα του Χανς και καταλάβαιναν ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να είχε δει πολλή δυστυχία. Κι όμως. Δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το γεγονός ότι όλα αυτά ήταν συναρπαστικά. «Ναι, εγώ πάντως πιστεύω ότι ήταν τρομερά γενναίο εκ μέρους σου» είπε η Μπρίτα και κοκκίνισε. «Τα περισσότερα αγόρια δεν θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, μόνο μερικοί σαν τον Άξελ και εσένα είναι αρκετά θαρραλέοι για να πολεμήσουν γι’ αυτό που πιστεύουν». «Λες δηλαδή ότι εμείς δεν θα τολμούσαμε;» έκανε θυμωμένος ο Φρανς. Ο εκνευρισμός του αυξανόταν από το γεγονός ότι η Μπρίτα έριχνε ματιές θαυμασμού στον Νορβηγό, ενώ συνήθως ο θαυμασμός της απευθυνόταν στον ίδιο. «Είμαστε κι εμείς γενναίοι, τόσο εγώ όσο και ο Έρικ, και όταν φτάσουμε στην ηλικία του Άξελ και... πόσων χρόνων είσαι αλήθεια;» ρώτησε ξαφνικά τον Χανς. «Μόλις έκλεισα τα δεκαεπτά» είπε ο Χανς, που έμοιαζε να νιώθει άβολα με όλο εκείνο το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπό του και τις δραστηριότητές του. Αναζήτησε το βλέμμα της Έλσι. Εκείνη ήταν σιωπηλή και όλη αυτή την ώρα άκουγε τους άλλους, αλλά τώρα αντιλήφθηκε το βλέμμα του. «Νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Χανς να ξεκουραστεί, έχει περάσει πολλά» είπε με απαλή φωνή και κοίταξε επίμονα τους φίλους της. Σηκώθηκαν όλοι απρόθυμα και τον ευχαρίστησαν καθώς πισωπατούσαν για να βγουν από το δωμάτιο. Η Έλσι έμεινε τελευταία και στράφηκε προς το μέρος του ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε την πόρτα.
291/499
«Ευχαριστώ» είπε ο Χανς και της χαμογέλασε αχνά. «Πρέπει να πω ότι ήταν όμορφα με λίγη συντροφιά, οπότε μπορείτε να ξανάρθετε. Αλλά τώρα είμαι λίγο...» Του χαμογέλασε κι εκείνη. «Καταλαβαίνω απολύτως. Θα έρθουμε κάποια άλλη φορά, και θα φροντίσουμε να σου δείξουμε και το χωριό μας επίσης. Αλλά τώρα ξεκουράσου». Έκλεισε την πόρτα. Όμως, η εικόνα του Χανς παρέμενε χαραγμένη στο βλέμμα της και αρνούνταν να φύγει.
Η
Ερίκα δεν ήταν στη βιβλιοθήκη όπως πίστευε ο Πάτρικ. Για εκεί είχε ξεκινήσει, αλλά ακριβώς τη στιγμή που πάρκαρε το αυτοκίνητο μια σκέψη σφήνωσε στο μυαλό της. Υπήρχε και κάποιος άλλος που γνώριζε καλά τη μητέρα της. Ένα άλλο άτομο με το οποίο είχε φιλικές σχέσεις η Έλσι πολύ πιο πρόσφατα και όχι εξήντα χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φίλη που θυμόταν ότι είχε η μητέρα της όσο η Ερίκα και η Άννα ήταν ακόμη μικρές. Περίεργο που δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Από την άλλη, η Κριστίνα είχε επιβληθεί τόσο πολύ με την ιδιότητά της ως πεθερά που την είχε κάνει να ξεχάσει εντελώς ότι ήταν και φίλη της μητέρας της. Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς το Τανουμσχέντε. Πρώτη φορά θα έκανε μια τόσο αυθόρμητη επίσκεψη στο σπίτι της Κριστίνα. Έριξε μια ματιά στο κινητό της διερωτώμενη αν έπρεπε να της τηλεφωνήσει πρώτα. Μπα, τι στην ευχή! Αφού η Κριστίνα μπούκαρε στο δικό τους σπίτι όποια ώρα τής κάπνιζε, μπορούσε να κάνει το ίδιο κι εκείνη. Ήταν ακόμη εκνευρισμένη όταν έφτασε εκεί. Χτύπησε στα γρήγορα το κουδούνι, ένα σύντομο κουδούνισμα, και μετά όρμησε μέσα. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε. «Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή της Κριστίνα από την κουζίνα, λίγο ανήσυχη. Την επόμενη στιγμή φάνηκε στο χολ. «Ερίκα;» έκανε έκπληκτη κοιτώντας τη νύφη της. «Ήρθες να με επισκεφτείς; Έχεις και τη Μάγια μαζί σου;» Κοίταξε γύρω από την Ερίκα, αλλά δεν είδε πουθενά την εγγονή της. «Όχι, είναι στο σπίτι με τον Πάτρικ» είπε η Ερίκα. Έβγαλε τα παπούτσια της και τα άφησε με προσοχή στο ράφι για τα παπούτσια. «Έλα, μη στέκεσαι εκεί, πέρασε μέσα» είπε η Κριστίνα, ακόμη απορημένη. «Θα ετοιμάσω καφέ». Η Ερίκα την ακολούθησε στην κουζίνα. Περιεργαζόταν λίγο ξαφνιασμένη την πεθερά της. Της φαινόταν άλλος άνθρωπος. Ποτέ δεν είχε δει την Κριστίνα να μην είναι άψογα ντυμένη και βαριά βαμμένη. Και όταν ερχόταν στο σπίτι
293/499
τους για επίσκεψη κινούνταν πάντοτε σαν να είχε τεράστια αποθέματα ενέργειας, μιλούσε ακατάπαυστα και δεν καθόταν στιγμή. Τούτη εδώ η γυναίκα ήταν εντελώς διαφορετική. Παρότι ήταν αργά, η Κριστίνα φορούσε ακόμη ένα ξεθωριασμένο νυχτικό, και το πρόσωπό της ήταν εντελώς άβαφο. Αυτό την έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη, με έντονες ρυτίδες και γραμμές. Ούτε τα μαλλιά της είχε περιποιηθεί, ήταν ακόμη πατημένα από το μαξιλάρι. «Χάλια πρέπει να ’μαι» είπε η Κριστίνα, σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις της Ερίκα, και πέρασε αμήχανη το χέρι από τα μαλλιά της. «Εδώ που τα λέμε, δεν νιώθω την ανάγκη να περιποιηθώ τον εαυτό μου όταν δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να κάνω ή κάπου να πάω». «Μα εσύ δίνεις την εντύπωση ότι έχεις πάντα πολλά να κάνεις» είπε η Ερίκα και κάθισε σε μια καρέκλα. Η Κριστίνα δεν είπε τίποτε αρχικά, έβγαλε δύο φλιτζάνια και ένα ρολό με μπισκότα και τα άφησε στο τραπέζι. «Δεν είναι εύκολο να βγαίνεις στη σύνταξη όταν έχεις δουλέψει μια ολόκληρη ζωή» είπε τελικά και γέμισε τα φλιτζάνια με καφέ. «Και όλοι έχουν μια ζωή να ζήσουν, είναι απασχολημένοι στο φουλ. Υπάρχουν βέβαια πράγματα που θα μπορούσα να κάνω, αλλά δεν έχω πραγματικά όρεξη να ασχοληθώ...» Άπλωσε το χέρι της και πήρε ένα μπισκότο αποφεύγοντας να κοιτάξει την Ερίκα. «Και τότε γιατί μας λες ότι έχεις τόσα πολλά να κάνεις που δεν τα προλαβαίνεις;» «Α, εσείς οι νέοι έχετε τη δική σας ζωή. Δεν ήθελα να νιώσετε την υποχρέωση να με φροντίσετε. Θεός φυλάξοι, δεν θέλω να σας γίνω βάρος. Και καταλαβαίνω όταν έρχομαι αποκεί ότι δεν είμαι πάντα ευπρόσδεκτη, και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα...» Σταμάτησε να μιλάει και η Ερίκα την κοιτούσε κατάπληκτη. Η Κριστίνα σήκωσε το βλέμμα της από το τραπέζι και συνέχισε: «Θέλω να ξέρεις ότι ζω για τις στιγμές που θα είμαι κοντά σ’ εσάς και στη Μάγια. Η Λότα έχει τα δικά της στο Γέτεμποργ και δεν της είναι πάντα εύκολο να έρχεται εδώ, ούτε κι εμένα μου είναι εύκολο να πηγαίνω εκεί, μια που δεν έχουν και πολύ χώρο. Και νιώθω, όπως σου είπα, πως δεν χαίρεστε πάντα με τις επισκέψεις μου...» Κοίταξε πάλι αλλού. Η Ερίκα ένιωσε ντροπή. «Εγώ φταίω περισσότερο γι’ αυτό, το παραδέχομαι» είπε στην πεθερά της με απαλή φωνή. «Αλλά είσαι πάντα ευπρόσδεκτη. Με τη Μάγια περνάτε τόσο
294/499
καλά. Το μόνο που θέλουμε είναι να σέβεσαι την ιδιωτική μας ζωή. Σπίτι μας είναι, αλλά είσαι ευπρόσδεκτη. Έτσι εμείς... εγώ μάλλον προτιμώ να τηλεφωνείς και να ρωτάς αν μπορείς να έρθεις, δεν θέλω να ορμάς στο σπίτι... Και προσπάθησε, για όνομα του Θεού, να μη μας λες πώς πρέπει να φροντίζουμε το σπίτι και το παιδί μας. Αν μπορείς να τα σεβαστείς αυτά είσαι ευπρόσδεκτη στο σπίτι μας, και ο Πάτρικ σίγουρα θα χαρεί αν τον βοηθάς λίγο με τη Μάγια τώρα που έχει άδεια πατρότητας». «Ναι, το καταλαβαίνω αυτό» είπε η Κριστίνα και γέλασε. Τα μάτια της έλαμψαν. «Πώς τα πάει;» «Στην αρχή έτσι κι έτσι» είπε η Ερίκα και της μίλησε για την επίσκεψη της Μάγια στη σκηνή του εγκλήματος και στο αστυνομικό τμήμα. «Αλλά τώρα νομίζω ότι έχουμε συμφωνήσει τι ισχύει και τι όχι». «Αχ, αυτοί οι άντρες» έκανε η Κριστίνα. «Θυμάμαι όταν ο Λαρς έμεινε μόνος του στο σπίτι με τη Λότα πρώτη φορά. Η μικρή ήταν περίπου ενός έτους, και εγώ θα πήγαινα πρώτη φορά μόνη μου να ψωνίσω για λίγο. Είκοσι λεπτά είχαν περάσει όταν ήρθε ο υπεύθυνος του μαγαζιού και μου είπε ότι ο Λαρς είχε τηλεφωνήσει και είπε ότι προέκυψε κρίση στο σπίτι και ότι έπρεπε να πάω αμέσως εκεί. Άφησα όλα τα ψώνια και γύρισα τρέχοντας − και σίγουρα είχε προκύψει κρίση». «Δηλαδή;» ρώτησε η Ερίκα με τα μάτια γουρλωμένα. «Τι να σου πω! Νόμιζε ότι οι σερβιέτες μου ήταν οι πάνες της Λότα. Και επειδή δεν έβρισκε κάποιον τρόπο να στερεώσει τη σερβιέτα στη Λότα, μόλις μπαίνω μέσα τον βλέπω να προσπαθεί να την κολλήσει με κολλητική ταινία». «Όχι δα!» έκανε η Ερίκα και ακολούθησε το παράδειγμα της Κριστίνα που ήδη είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. «Ναι. Έμαθε όμως με τον καιρό. Ο Λαρς υπήρξε καλός πατέρας για τον Πάτρικ και τη Λότα, αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά ήταν άλλοι καιροί τότε». «Μια και είπες “άλλοι καιροί”» έκανε η Ερίκα και άδραξε την ευκαιρία να συζητήσει αυτό για το οποίο είχε έρθει «αυτό το διάστημα προσπαθώ να μάθω μερικά πράγματα για τη μητέρα μου, για το πώς μεγάλωσε και τα λοιπά. Ανακάλυψα μερικά παλιά πράγματα στη σοφίτα, μεταξύ άλλων κάποια ημερολόγια και, να... με έκαναν να σκεφτώ λίγο».
295/499
«Ημερολόγια;» έκανε η Κριστίνα και κάρφωσε το βλέμμα της στην Ερίκα. «Τι έγραφαν;» Ο τόνος της φωνής της ήταν έντονος και η Ερίκα κοίταξε έκπληκτη την πεθερά της. «Τίποτα ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Κυρίως σκέψεις μιας έφηβης. Αλλά το ωραίο είναι ότι γράφει πάρα πολλά για τους φίλους της με τους οποίους έκανε πολλή παρέα τότε. Τον Έρικ Φράνκελ, την Μπρίτα Γιούχανσον και τον Φρανς Ρίνγκχολμ. Και τώρα οι δύο από αυτούς, ο Έρικ και η Μπρίτα, δολοφονήθηκαν με διαφορά μερικών μηνών. Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά είναι σίγουρα λίγο παράξενο». Η Κριστίνα την κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Είναι νεκρή η Μπρίτα;» ρώτησε και η φωνή της έδειχνε πόσο δύσκολο της ήταν να το χωνέψει. «Ναι, δεν το άκουσες; Ούτε καν από διαδόσεις; Η κόρη της τη βρήκε νεκρή πριν από δύο μέρες. Φαίνεται ότι πέθανε από ασφυξία. Αλλά ο άντρας της λέει ότι τη σκότωσε αυτός». «Δηλαδή και ο Έρικ και η Μπρίτα είναι νεκροί;» έκανε η Κριστίνα. Φαινόταν ότι στο μυαλό της στροβιλίζονταν χιλιάδες σκέψεις. «Τους γνώριζες;» ρώτησε η Ερίκα γεμάτη περιέργεια. «Όχι». Η Κριστίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τους ήξερα μόνο από αυτά που μου είχε πει η Έλσι». «Και τι σου είχε πει λοιπόν;» ρώτησε η Ερίκα και έσκυψε ανυπόμονα πάνω από το τραπέζι. «Ακριβώς γι’ αυτό πέρασα αποδώ. Γιατί ήσουν φίλη της μαμάς πάρα πολλά χρόνια. Σκέφτηκα πως αν κάποιος ξέρει κάτι για τη μαμά, αυτή είσαι εσύ. Γι’ αυτό πες μου τι σου έλεγε τόσα χρόνια. Και γιατί σταμάτησε να γράφει ημερολόγιο τόσο απότομα το 1944; Ή μήπως υπάρχουν κι άλλα κάπου; Σου είπε ποτέ η μαμά κάτι γι’ αυτό; Και στο τελευταίο της ημερολόγιο αναφέρει ότι είχε πάει ένας νορβηγός αντιστασιακός στο σπίτι τους, κάποιος Χανς Ούλαβσεν. Βρήκα αποκόμματα εφημερίδων που δείχνουν ότι και οι τέσσερις φίλοι έκαναν αρκετή παρέα μαζί του. Πού πήγε αυτός μετά;» Οι ερωτήσεις έβγαιναν ακατάπαυστα από το στόμα της Ερίκα, τόσο γρήγορα ώστε ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η Κριστίνα καθόταν αμίλητη απέναντί της. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια έκφραση άμυνας. «Δεν μπορώ να απαντήσω στις ερωτήσεις σου, Ερίκα» είπε εκείνη σιγά. «Δεν μπορώ. Το μόνο στο οποίο μπορώ να απαντήσω είναι πού πήγε μετά ο
296/499
Χανς Ούλαβσεν. Η Έλσι μού αφηγήθηκε ότι επέστρεψε στη Νορβηγία αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Δεν τον ξανάδε ποτέ». «Ήταν...» Η Ερίκα δίστασε, δεν ήξερε πώς να διατυπώσει την ερώτησή της. «Τον αγαπούσε;» Η Κριστίνα έμεινε σιωπηλή αρκετή ώρα. Έξυνε το σχέδιο του μουσαμαδένιου τραπεζομάντιλου και φαινόταν να μετράει μέσα της με μεγάλη ακρίβεια την απάντησή της. Στο τέλος κοίταξε την Ερίκα. «Ναι» είπε. «Τον αγαπούσε».
Ήταν μια όμορφη μέρα. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που είχε προσέξει κάτι τέτοιο. Το ότι κάποιες μέρες μπορούσαν να είναι ομορφότερες από άλλες. Αλλά η σημερινή ήταν όντως μια όμορφη μέρα. Κάτι μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου. Με έναν ζεστό, απαλό αέρα. Με το φως να έχει χάσει τη διαύγεια του καλοκαιριού και να έχει αρχίσει να παίρνει τη φεγγοβολιά του φθινοπώρου. Μια πραγματικά όμορφη μέρα. Στάθηκε στο παράθυρο του ξώστεγου και κοίταξε έξω. Είχε τα χέρια του πίσω. Αλλά δεν είδε τα δέντρα πέρα από το οικόπεδο. Ή το χόρτο που είχε ψηλώσει λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε και τώρα είχε αρχίσει να μαραίνεται. Είδε την Μπρίτα. Την ξανθιά, όμορφη Μπρίτα που δεν την είχε δει ποτέ διαφορετικά από αυτό που ήταν τότε, κατά τη διάρκεια του πολέμου: ένα κοριτσόπουλο. Ήταν μια από τις φίλες του Έρικ, μια γλυκιά, αλλά πολύ επιπόλαιη κοπέλα. Δεν του είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον. Ήταν πολύ νέα κι αυτός πολύ απασχολημένος με αυτά που έπρεπε να γίνουν, με αυτά που μπορούσε να κάνει. Η Μπρίτα είχε απλώς περιφερειακή θέση στον κόσμο του. Αλλά τώρα τη σκεφτόταν. Σκεφτόταν πώς ήταν όταν τη συνάντησε τις προάλλες. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει. Ήταν ακόμη όμορφη. Ακόμη λίγο ματαιόδοξη. Αλλά τα χρόνια την είχαν αλλάξει. Την είχαν κάνει διαφορετική. Ο Άξελ αναρωτήθηκε αν είχε αλλάξει και ο ίδιος τόσο πολύ. Ίσως. Ίσως και όχι. Ίσως τα χρόνια στη γερμανική αιχμαλωσία να τον είχαν αλλάξει αρκετά για μια ολόκληρη ζωή. Σε βαθμό που να μην μπορεί πλέον να αλλάξει άλλο. Είχε δει τα πάντα. Είχε αντικρίσει όλη τη φρίκη. Ίσως αυτό να είχε αλλάξει κάτι μέσα του, ώστε να μην μπορεί πια ούτε να το γιάνει ούτε να το αντικαταστήσει.
297/499
Ο Άξελ είδε άλλα πρόσωπα μπροστά του. Τα πρόσωπα αυτών που είχαν κυνηγήσει, τα πρόσωπα αυτών που ο ίδιος είχε βοηθήσει να πιάσουν. Δεν ήταν τίποτα συναρπαστικές καταδιώξεις όπως στις ταινίες, αλλά καταδιώξεις που διεξάγονταν μέσω μεθοδικής δουλειάς, πειθαρχίας και φυσικά όλων εκείνων των διοικητικών καθηκόντων που τα συνόδευαν. Καθόσουν στο γραφείο σου και ακολουθούσες ακούραστα τα ίχνη που είχαν αφήσει πίσω τους έγγραφα πέντε δεκαετιών. Αμφισβητούσες τη γνησιότητα ταυτοτήτων, πληρωμών, ταξιδιών και πιθανών τοποθεσιών διαφυγής. Τους έπιαναν τον έναν μετά τον άλλο. Φρόντιζαν να τιμωρούνται για τις αμαρτίες τους που γλιστρούσαν όλο και πιο πίσω στον χρόνο. Ποτέ δεν θα τους προλάβαιναν όλους. Το ήξερε αυτό. Υπήρχαν ακόμη πάρα πολλοί εκεί έξω, και οι περισσότεροι από αυτούς πέθαιναν πλέον. Αλλά αντί να πεθάνουν φυλακισμένοι, εξευτελισμένοι, πέθαιναν με την ησυχία τους από γηρατειά, δίχως να χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωποι με τις πράξεις τους. Αυτό ήταν το κίνητρό του. Αυτό ήταν που τον έκανε να μη βρίσκει ποτέ ηρεμία, να ψάχνει πάντα, να καταδιώκει, να τρέχει από τη μια συνάντηση στην άλλη, να ξεφυλλίζει το ένα αρχείο μετά τον άλλο. Αν υπήρχε έστω και ένας εκεί έξω που ο Άξελ μπορούσε να βοηθήσει να τον συλλάβουν, δεν υπήρχε περίπτωση να ηρεμήσει. Ο Άξελ κοιτούσε με απλανές βλέμμα έξω από το παράθυρο. Ήξερε ότι αυτό το πράγμα τού είχε γίνει εμμονή. Η δουλειά του καταβρόχθιζε τα πάντα. Είχε γίνει μια σανίδα σωτηρίας από την οποία μπορούσε να πιαστεί όταν αμφέβαλλε για τον εαυτό του και την ανθρώπινη ιδιότητά του. Όσο τους καταδίωκε δεν ήταν υποχρεωμένος να αμφισβητεί το ποιος ήταν. Όσο εργαζόταν στην υπηρεσία των Καλών αποπλήρωνε αργά αλλά σταθερά το χρέος του. Μόνο με το να βρίσκεται σε αέναη κίνηση μπορούσε να αποτινάζει από πάνω του όλα αυτά που δεν άντεχε να σκέφτεται. Έκανε μεταβολή. Είχε ακουστεί ένα χτύπημα στην πόρτα. Για μια στιγμή δεν κατάφερε να σβήσει όλα τα πρόσωπα που παρέλασαν τρεμοφέγγοντας μπροστά από τα μάτια του. Τα απόδιωξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και πήγε να ανοίξει. «Α, εσείς είστε» είπε όταν είδε την Πάουλα και τον Μάρτιν. Η κούραση τον τύλιξε για μια στιγμή. Μερικές φορές τού φαινόταν πως τούτη η ιστορία δεν θα τέλειωνε ποτέ. «Μπορούμε να σας μιλήσουμε λίγο;» ρώτησε ο Μάρτιν φιλικά.
298/499
«Βεβαίως, περάστε» είπε ο Άξελ και τους οδήγησε στην ίδια βεράντα που είχαν καθίσει και την τελευταία φορά. «Έχουμε κάποια νέα; Παρεμπιπτόντως, άκουσα για την Μπρίτα. Τρομερό. Τους συνάντησα, μάλιστα, αυτή και τον Χέρμαν πριν από κάνα δυο μέρες και... δυσκολεύομαι πολύ να πιστέψω ότι αυτός...» Ο Άξελ κούνησε το κεφάλι. «Ναι, είναι αναμφισβήτητα ένα τραγικό γεγονός» είπε η Πάουλα. «Αλλά προσπαθούμε να μη βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα». «Αλλά απ’ ό,τι άκουσα ο Χέρμαν ομολόγησε, έτσι δεν είναι;» είπε ο Άξελ. «Ναι, σαφώς...» Ο Μάρτιν φάνηκε να διστάζει λίγο. «Όμως, προτού τον ανακρίνουμε...» Άνοιξε τα χέρια του. «Ακριβώς γι’ αυτό περάσαμε αποδώ». «Πολύ καλά κάνατε, αν και δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω». «Ρίξαμε μια ματιά στις τηλεφωνικές κλήσεις που έγιναν από το σπίτι της Μπρίτα και του Χέρμαν, και ο δικός σας αριθμός εμφανίζεται τρεις φορές». «Ναι, γι’ αυτό μπορώ σίγουρα να σας διαφωτίσω. Ο Χέρμαν μού τηλεφώνησε πριν από κάνα δυο μέρες και μου ζήτησε να περάσω αποκεί για να πω ένα γεια στην Μπρίτα. Ξέρετε, δεν είχαμε καμία επαφή για πάρα πολλά χρόνια, και ομολογώ ότι εξεπλάγην. Αλλά απ' ό,τι κατάλαβα είχε δυστυχώς πάθει Αλτσχάιμερ και εγώ πίστεψα ότι ο Χέρμαν ήθελε απλώς να συναντήσει η Μπρίτα κάποιον από τα παλιά, μήπως και αυτό τη βοηθούσε κατά κάποιον τρόπο». «Γι’ αυτό πήγατε λοιπόν εκεί;» ρώτησε η Πάουλα και τον κοίταξε έντονα. «Για να συναντήσει η Μπρίτα κάποιον από τα παλιά;» «Ναι, αυτό είπε εν πάση περιπτώσει ο Χέρμαν. Βέβαια, τότε, παλιά, δεν ήμασταν ιδιαίτερα κοντά ο ένας στον άλλο, η Μπρίτα έκανε κυρίως παρέα με τον αδελφό μου τον Έρικ, αλλά σκέφτηκα ότι η επίσκεψή μου δεν θα μπορούσε να τη βλάψει. Και στην ηλικία μου είναι πάντα ευχάριστο να μιλάς για παλιές αναμνήσεις». «Και τι έγινε όταν πήγατε εκεί;» Ο Μάρτιν έσκυψε λίγο μπροστά. «Ήταν ικανοποιητικά διαυγής για κάμποση ώρα, και κάναμε κουβεντούλα για τον παλιό καιρό. Αλλά μετά χάθηκε στη σύγχυση και, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχε κανένα νόημα να μείνω άλλο εκεί, οπότε έφυγα. Απίστευτα τραγικό. Είναι πολύ σκληρή ασθένεια».
299/499
«Και οι τηλεφωνικές κλήσεις στις αρχές Ιουνίου;» Ο Μάρτιν συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του. «Πρώτα μία από το δικό σας τηλέφωνο στις δύο του μήνα, έπειτα μία από την Μπρίτα ή τον Χέρμαν στις τρεις του μήνα, και τέλος ξανά από το δικό τους τηλέφωνο στις τέσσερις του μήνα». Ο Άξελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτές τις κλήσεις. Πρέπει να μίλησαν με τον Έρικ. Αλλά μάλλον για το ίδιο πράγμα θα μίλησαν. Και όντως ήταν λογικότερο να θέλησε η Μπρίτα να συναντήσει τον Έρικ αν είχε αρχίσει να γλιστράει στο παρελθόν. Ήταν φίλοι, όπως σας είπα και πριν». «Ωστόσο, το πρώτο τηλεφώνημα έγινε από το δικό σας σπίτι» επέμεινε ο Μάρτιν. «Ξέρετε για ποιο λόγο μπορεί να τους τηλεφώνησε ο Έρικ;» «Όπως σας ξαναείπα, μπορεί εγώ και ο αδελφός μου να ζούσαμε κάτω από την ίδια στέγη, αλλά δεν ανακατευόμασταν ποτέ ο ένας στις δουλειές του άλλου. Ιδέα δεν έχω για ποιο λόγο μπορεί να τηλεφώνησε ο Έρικ στην Μπρίτα. Ίσως να ήθελε απλώς να ξαναβρεθούν για να θυμηθούν τα παλιά. Έχει κανείς κάτι τέτοιες ιδέες όταν γερνάει. Αυτό που βρίσκεται πολύ πίσω στον χρόνο μπορεί να έρθει ξαφνικά πολύ κοντά και να αποκτήσει βαρύνουσα σημασία». Ο Άξελ αντιλήφθηκε πόσο αληθές ήταν αυτό τη στιγμή που το είπε. Είδε νοερά ανθρώπους από το παρελθόν να τον περιγελούν και να ορμούν τρέχοντας πάνω του. Έσφιξε το μπράτσο της πολυθρόνας. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να επιτρέψει να τον πιάσουν στα χέρια τους. «Πιστεύετε δηλαδή ότι ο Έρικ ήθελε να συναντηθούν χάριν της παλιάς τους φιλίας;» ρώτησε με δυσπιστία ο Μάρτιν. «Όπως είπα» έκανε ο Άξελ και άφησε το μπράτσο της πολυθρόνας «δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Αλλά αυτή η εξήγηση μου φαίνεται πιθανότερη προς το παρόν». Ο Μάρτιν αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Πάουλα. Φαινόταν πως δεν θα μπορούσαν να μάθουν κάτι περισσότερο. Είχε όμως μια ενοχλητική αίσθηση πως του έδιναν ψίχουλα από κάτι πολύ μεγαλύτερο. Όταν έφυγαν ο Άξελ πήγε και στάθηκε ξανά στο παράθυρο. Μπροστά του είχαν στήσει πάλι χορό τα πρόσωπα του παρελθόντος.
300/499
«Γεια σου. Πώς τα πήγες στη βιβλιοθήκη;» Το πρόσωπο του Πάτρικ έλαμψε όταν είδε την Ερίκα να ανοίγει την πόρτα. «Ε... δεν πήγα στη βιβλιοθήκη» είπε η Ερίκα με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο. «Και πού πήγες;» ρώτησε ο Πάτρικ απορημένος. Η Μάγια είχε κοιμηθεί και αυτός καθάριζε το τραπέζι από το μεσημεριανό τους φαγητό. «Στην Κριστίνα» είπε εκείνη κοφτά και πήγε κοντά του στην κουζίνα. «Ποια Κριστίνα; Τη μητέρα μου εννοείς;» έκανε ο Πάτρικ κατάπληκτος. «Γιατί; Κάτσε να δω μήπως έχεις πυρετό». Την πλησίασε και έβαλε το χέρι του στο μέτωπό της. Η Ερίκα τον έσπρωξε απαλά. «Ε, εντάξει, δεν είναι δα και τόσο παράξενο. Είναι η... πεθερά μου, εδώ που τα λέμε. Φυσικά μπορώ να πάω να την επισκεφτώ. Έτσι, στο λίγο αυθόρμητο». «Ναι, καλά» είπε ο Πάτρικ και γέλασε. «Έλα τώρα, ρίχ’ τα. Τι την ήθελες τη μάνα μου;» Η Ερίκα τού μίλησε για την ιδέα που της είχε έρθει έξω από τη βιβλιοθήκη, ότι υπήρχε όντως και κάποια άλλη που γνώριζε την Έλσι πολλά χρόνια. Και του ανέφερε την παράξενη αντίδραση της Κριστίνα και την αποκάλυψη ότι η Έλσι είχε ερωτική σχέση με τον Νορβηγό που το είχε σκάσει από τους Γερμανούς. «Αλλά μετά δεν ήθελε να μου πει τίποτε άλλο» είπε η Ερίκα απογοητευμένη. «Ή δεν γνώριζε τίποτε άλλο. Δεν ξέρω. Φαίνεται πάντως πως ο Χανς Ούλαβσεν παράτησε τη μαμά κατά κάποιον τρόπο. Έφυγε από τη Φιελμπάκα και σύμφωνα με την Κριστίνα η Έλσι τής είχε πει ότι εκείνος επέστρεψε στη Νορβηγία». «Και πώς σκέφτεσαι να συνεχίσεις αποδώ και πέρα;» ρώτησε ο Πάτρικ και έβαλε ό,τι είχε απομείνει από το μεσημεριανό στο ψυγείο. «Θα προσπαθήσω να τον εντοπίσω, φυσικά» είπε η Ερίκα και κατευθύνθηκε προς το καθιστικό. «Πάντως πιστεύω ότι πρέπει να πούμε στην Κριστίνα να έρθει την Κυριακή. Για να δει και τη Μάγια λίγο». «Τώρα είμαι εντελώς σίγουρος ότι έχεις πυρετό» είπε γελώντας ο Πάτρικ. «Αλλά εντάξει, θα τηλεφωνήσω αργότερα στη μαμά και θα τη ρωτήσω αν θέλει να περάσει για καφέ την Κυριακή. Ας δούμε βέβαια πρώτα αν μπορεί, συνήθως έχει ένα σωρό δουλειές να κάνει».
301/499
«Μμμ... ναι» άκουσε την Ερίκα να λέει με έναν παράξενο τόνο από το καθιστικό. Ο Πάτρικ κούνησε το κεφάλι. Γυναίκες. Δεν θα τις καταλάβαινε ποτέ. Αλλά ίσως αυτό να ήταν και το όλο θέμα με δαύτες. «Τι είναι αυτά εδώ;» φώναξε η Ερίκα. Ο Πάτρικ πήγε κοντά της για να δει τι εννοούσε. Εκείνη στεκόταν και έδειχνε τον φάκελο στο τραπεζάκι του καθιστικού, και για μια στιγμή ο Πάτρικ θέλησε να κοπανήσει το κεφάλι του στον τοίχο που δεν τον έκρυψε πριν επιστρέψει η Ερίκα. Ήξερε ότι τώρα πια ήταν πολύ αργά για να της το κρατήσει μυστικό. «Είναι όλο το υλικό της έρευνας που αφορά τον φόνο του Έρικ Φράνκελ» είπε και σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό του προς το μέρος της. «Και δεν πρέπει να πεις πουθενά κουβέντα για όλα αυτά που θα διαβάσεις εκεί μέσα. Σύμφωνοι;» «Καλά καλά» είπε η Ερίκα αφηρημένα και του έκανε νόημα να απομακρυνθεί σαν να ήταν ενοχλητική μύγα. Έπειτα κάθισε στον καναπέ και άρχισε να κοιτάζει τα έγγραφα και τις φωτογραφίες. Μία ώρα αργότερα τα είχε διαβάσει όλα και ξεκίνησε ξανά από την αρχή. Ο Πάτρικ πήγε μερικές φορές να δει τι κάνει η Ερίκα, αλλά τελικά παράτησε κάθε προσπάθεια για επαφή. Πήρε την πρωινή εφημερίδα, την οποία δεν είχε προλάβει να διαβάσει. «Δεν έχετε και πολλά πειστήρια για να συνεχίσετε» είπε η Ερίκα καθώς διάβαζε την έκθεση της σήμανσης περνώντας το δάχτυλό της πάνω από τις αράδες. «Όχι, είναι όντως αδύναμα» είπε ο Πάτρικ και άφησε κάτω την εφημερίδα. «Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού δεν υπήρχαν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα εκτός από αυτά του Έρικ και του Άξελ και των παιδιών που τον βρήκαν. Τίποτα δεν φαίνεται να λείπει, και τα ίχνη από πατημασιές ταυτίστηκαν επίσης με τα ίδια άτομα. Το όπλο του εγκλήματος βρισκόταν κάτω από το γραφείο και ήταν ένα όπλο που ανήκε εκεί μέσα, για να το θέσω έτσι». «Με άλλα λόγια, δεν ήταν φόνος εκ προμελέτης. Φαίνεται σαν απόφαση της στιγμής» είπε η Ερίκα σκεφτική. «Ναι, εκτός αν κάποιος ήξερε ότι η πέτρινη προτομή υπήρχε στο παράθυρο». Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του Πάτρικ, μια ιδέα που του είχε
302/499
ξανάρθει πριν από κάνα δυο μέρες. «Δεν μου λες, ποια ημερομηνία είχες πάει στο σπίτι του Έρικ Φράνκελ με το μετάλλιο;» «Γιατί;» ρώτησε η Ερίκα και ακουγόταν ακόμη σαν να ήταν μίλια μακριά. «Δεν ξέρω. Ίσως να μην έχει σημασία. Αλλά καλό θα ήταν να μου πεις». «Ήταν μια μέρα πριν πάμε με τη Μάγια στην Κιβωτό της Σκανδιναβίας, στο πάρκο με τα άγρια ζώα» είπε η Ερίκα και συνέχιζε να ξεφυλλίζει την έκθεση. «Στις τρεις Ιουνίου δεν πήγαμε; Στην περίπτωση αυτή επισκέφτηκα τον Έρικ στις δύο Ιουνίου». «Σου έδωσε ποτέ καμιά πληροφορία για το μετάλλιο; Σου είπε τίποτα όταν ήσουν εκεί;» «Θα σου το είχα αναφέρει» αποκρίθηκε η Ερίκα. «Όχι, μου είπε μόνο ότι ήθελε να το εξετάσει λίγο σχολαστικότερα πριν μου δώσει οποιαδήποτε πληροφορία γι’ αυτό». «Δηλαδή ακόμη δεν ξέρεις τι είδους μετάλλιο είναι;» «Όχι» είπε η Ερίκα και κοίταξε συλλογισμένη τον Πάτρικ. «Αλλά πρέπει να μάθω οπωσδήποτε. Θα το ελέγξω αύριο, θα δω με τι τρόπο». Έστρεψε ξανά το βλέμμα στον φάκελο και κοίταξε με ενδιαφέρον τις εικόνες από τον τόπο του εγκλήματος. Πήρε την πρώτη φωτογραφία και μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα. «Δεν γίνεται, που να πάρει ο διάολος, να...» μουρμούρισε. Σηκώθηκε και ανέβηκε στον πάνω όροφο. «Τι;» είπε ο Πάτρικ, αλλά δεν πήρε απάντηση. Η Ερίκα εμφανίστηκε ξανά στο ισόγειο με έναν μεγεθυντικό φακό στο χέρι. «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Πάτρικ και κοίταξε τη σύζυγό του πάνω από την εφημερίδα. «Μπα, δεν ξέρω... Σίγουρα δεν είναι τίποτε, αλλά... Φαίνεται όμως πως κάποιος έχει γράψει κάτι στο μπλοκ που βρίσκεται στο γραφείο του Έρικ. Δεν μπορώ να δω καλά...» Έσκυψε πιο κοντά στη φωτογραφία και κράτησε τον μεγεθυντικό φακό πάνω από το μικρό άσπρο παραλληλόγραμμο, όπως απεικονιζόταν το μπλοκ στη φωτογραφία. «Νομίζω ότι...» μισόκλεισε ξανά τα μάτια. «Νομίζω ότι λέει “Ignoto militi”». «Ωραία, και τι σημαίνει αυτό;» έκανε ο Πάτρικ. «Δεν ξέρω. Αναφέρεται σε κάτι στρατιωτικό, θα έλεγα. Αλλά σίγουρα δεν θα έχει καμία σημασία. Απλές μουντζούρες» είπε η Ερίκα απογοητευμένη.
303/499
«Ερίκα...» Ο Πάτρικ κατέβασε την εφημερίδα και έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι. «Μίλησα με τον Μάρτιν όταν ήρθε αποδώ με τον φάκελο. Και μου ζήτησε μια χάρη». Τέλος πάντων, αν ήθελε να ήταν απολύτως ειλικρινής, ο ίδιος είχε προσφερθεί να βοηθήσει, αλλά αυτό δεν ήταν ανάγκη να το μάθει η Ερίκα. Καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε. «Μου ζήτησε να δω ένα άτομο στο Γέτεμποργ στου οποίου τον λογαριασμό ο Έρικ Φράνκελ κατέθετε χρήματα κάθε μήνα επί πενήντα χρόνια». «Επί πενήντα χρόνια;» ρώτησε η Ερίκα υψώνοντας το φρύδι. «Πλήρωνε κάποιον επί πενήντα χρόνια; Για ποιο λόγο; Εκβιασμός;» Το νέο τής φαινόταν συναρπαστικό. «Κανείς δεν ξέρει. Και σίγουρα δεν είναι τίποτε, αλλά... Τέλος πάντων, ο Μάρτιν αναρωτιόταν αν μπορούσα να πάω να το ελέγξω». «Σίγουρα, θα έρθω κι εγώ» είπε η Ερίκα ενθουσιασμένη. Ο Πάτρικ την κοιτούσε. Δεν περίμενε ακριβώς αυτή την αντίδραση. «Ε, ναι, βέβαια, ίσως κι αυτό...» είπε εκείνος ενώ σκεφτόταν αν υπήρχε κάποια καλή δικαιολογία για να μην πάρει μαζί του τη σύζυγό του. Βέβαια, επρόκειτο απλώς για μια δουλειά ρουτίνας, έναν έλεγχο θα έκανε για τα λεφτά, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα. «Εντάξει, έλα κι εσύ μαζί. Θα περάσουμε και μια βόλτα από τη Λότα μετά, για να δει και η Μάγια τα ξαδέλφια της». «Πολύ ωραία» είπε η Ερίκα, που συμπαθούσε την αδελφή του Πάτρικ. «Και ίσως βρω κάποιον στο Γέτεμποργ για να ρωτήσω για το μετάλλιο». «Δεν είναι απίθανο. Κάνε κάνα τηλεφώνημα το απόγευμα και δες μήπως μπορέσεις να βρεις κάποιον που να ξέρει από τέτοια». Σήκωσε την εφημερίδα ξανά και συνέχισε να διαβάζει. Δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ενημερωθεί τώρα που η Μάγια κοιμόταν ακόμη. Η Ερίκα πήρε τον μεγεθυντικό φακό και ξανακοίταξε το μικρό μπλοκ στο γραφείο του Έρικ. Ignoto militi. Κάτι σκίρτησε στο υποσυνείδητό της.
Αυτή τη φορά τού πήρε μόνο μισή ώρα μέχρι να μπει στον ρυθμό. «Ωραία, Μπέρτιλ» είπε η Ρίτα και του έσφιξε λίγο παραπάνω το χέρι. «Έχεις αρχίσει να μπαίνεις στον ρυθμό τώρα, το νιώθω».
304/499
«Βέβαια» έκανε ο Μπέρτιλ με μετριοφροσύνη «πάντα είχα μια ευκολία με τον χορό». «Έτσι, ε;» είπε εκείνη και του έκλεισε το μάτι. «Άκουσα ότι εσύ και η Γιοχάνα ήπιατε καφεδάκι παρέα σήμερα». Του χαμογέλασε και σήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάξει. Ήταν και κάτι άλλο που του άρεσε στη Ρίτα. Ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά επειδή αυτή ήταν τόσο κοντή ο Μέλμπεργ ένιωθε γίγαντας. «Ναι, περνούσα τυχαία έξω από την πολυκατοικία σας...» είπε εκείνος συνεσταλμένα. «Και τότε εμφανίστηκε η Γιοχάνα και με ρώτησε αν ήθελα να ανέβω για καφέ». «Α, περνούσες τυχαία» είπε γελώντας η Ρίτα, καθώς συνέχιζαν να κινούνται στον ρυθμό της σάλσα. «Τι κρίμα που δεν ήμουνα εκεί όταν πέρασες τυχαία. Αλλά κάνατε καλή παρέα, μου είπε η Γιοχάνα». «Α, ναι, βέβαια, είναι ευχάριστη κοπέλα» είπε ο Μέλμπεργ και ένιωσε ξανά εκείνες τις κλοτσιές του μωρού στην παλάμη του. «Πραγματικά ευχάριστη κοπέλα». «Δεν ήταν πάντα εύκολα τα πράγματα γι’ αυτές». Η Ρίτα αναστέναξε. «Ακόμα κι εγώ δυσκολευόμουν να το συνηθίσω στην αρχή. Αλλά το είχα μάλλον καταλάβει πριν έρθει στο σπίτι η Πάουλα και μου συστήσει τη Γιοχάνα. Και τώρα είναι μαζί σχεδόν δέκα χρόνια, και μπορώ να σου πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν θα προτιμούσα κανέναν άλλο για την Πάουλα. Ταιριάζουν πάρα πολύ. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις αντιλαμβάνεσαι πόσο ασήμαντο είναι το θέμα του φύλου». «Στη Στοκχόλμη όμως πρέπει να ήταν ευκολότερα τα πράγματα, ε; Με την ανοχή, εννοώ» είπε ο Μέλμπεργ διστακτικά και βλαστήμησε γιατί συγχρόνως πάτησε το πόδι της Ρίτα. «Εκεί πρέπει να είναι συνηθισμένα αυτά εννοώ. Αν δεις τηλεόραση νομίζεις ότι σχεδόν κάθε δεύτερο άτομο στη Στοκχόλμη έχει τέτοιες τάσεις». «Μπα, δεν θα το έλεγα» είπε η Ρίτα γελώντας. «Αλλά σίγουρα ήμασταν λίγο ανήσυχες όταν θα μετακομίζαμε εδώ. Εγώ πάντως εξεπλάγην θετικά, πρέπει να πω. Δεν νομίζω ότι οι κοπέλες αντιμετώπισαν πρόβλημα μέχρι τώρα. Ίσως βέβαια ο κόσμος να μην το έχει καταλάβει ακόμη. Θα δούμε. Τι να κάνουν, δηλαδή; Να σταματήσουν να ζουν; Να μη μετακομίζουν όπου θέλουν; Όχι, μερικές φορές πρέπει να τολμάς να μπαίνεις και στην περιπέτεια του
305/499
αγνώστου». Ξαφνικά φάνηκε θλιμμένη, και το βλέμμα της καρφώθηκε κάπου μακριά, πέρα από τον ώμο του Μέλμπεργ. Κι εκείνος νόμισε πως κατάλαβε τι σκεφτόταν η Ρίτα. «Ήταν δύσκολο; Να φύγεις αποκεί;» τη ρώτησε διστακτικά και αντιλήφθηκε, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι ήθελε πραγματικά να ακούσει την απάντηση. Συνήθως απέφευγε ευαίσθητα θέματα ή έκανε τέτοιες ερωτήσεις μόνο και μόνο επειδή έπρεπε, και δεν τον ενδιέφερε η απάντηση. Τώρα όμως ήθελε να ακούσει. «Και δύσκολο και εύκολο» είπε η Ρίτα και στα σκούρα μάτια της ο Μέλμπεργ είδε ότι η γυναίκα αυτή είχε δει πράγματα που ο ίδιος ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε. «Μου ήταν εύκολο να εγκαταλείψω το χάλι που είχε καταντήσει η χώρα μου. Αλλά μου ήταν δύσκολο να εγκαταλείψω τη χώρα που ήταν κάποτε». Για μια στιγμή έχασε τον ρυθμό του χορού και έμεινε εντελώς ακίνητη, κρατώντας ακόμη τον Μέλμπεργ. Μετά τα μάτια της άστραψαν, τράβηξε τα χέρια της και χτύπησε δυνατά παλαμάκια. «Λοιπόν, τώρα θα μάθουμε το επόμενο βήμα, πώς να περιστρεφόμαστε. Μπέρτιλ, εσύ θα με βοηθήσεις να το δείξω». Έπιασε ξανά τα χέρια του και έδειξε αργά ποια βήματα έπρεπε να κάνει αυτός για να μπορέσει να τη στριφογυρίσει κάτω από το μπράτσο του. Δεν ήταν τόσο εύκολο, και ο Μέλμπεργ μπέρδεψε χέρια και πόδια. Η Ρίτα δεν έχασε το κουράγιο της, του έδειξε και του ξανάδειξε μέχρι που τόσο ο Μπέρτιλ όσο και οι άλλοι κατάλαβαν πώς γινόταν. «Θα τα πάμε μια χαρά» είπε εκείνη, κοιτώντας τον Μέλμπεργ. Κι αυτός αναρωτήθηκε αν εννοούσε μόνο τον χορό. Ή και κάτι άλλο. Έλπιζε ότι εννοούσε και κάτι άλλο.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα σεντόνια του κρεβατιού στο νοσοκομείο θρόιζαν όταν εκείνος κουνιόταν, γι’ αυτό προσπαθούσε να μην κινείται. Προτιμούσε την απόλυτη σιωπή. Τους εξωτερικούς θορύβους δεν μπορούσε να τους επηρεάσει, τις φωνές, τα βήματα, το κροτάλισμα από τους δίσκους σερβιρίσματος. Αλλά εδώ μέσα ήθελε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερη ησυχία. Να μη διαταράσσεται η σιωπή από το θρόισμα των σεντονιών.
306/499
Ο Χέρμαν κοίταξε έξω από το παράθυρο. Όσο περισσότερο σκοτείνιαζε το είδωλό του άρχιζε να παίρνει μορφή στο τζάμι. Συλλογίστηκε πόσο αξιολύπητη φαινόταν η φιγούρα του στο κρεβάτι. Ένας μικρόσωμος, γκρίζος γέρος με λευκά ρούχα νοσοκομείου, με αραιά μαλλιά και ρυτιδιασμένα μάγουλα. Λες και όλο του το κύρος τού το έδινε η Μπρίτα. Λες και εκείνη του προσέδιδε αξία που τον έκανε πιο γεμάτο, πιο ψηλό. Λες και εκείνη ήταν το άτομο που έδινε νόημα στη ζωή του. Και τώρα αυτός έφταιγε που η Μπρίτα είχε χαθεί. Οι κόρες του είχαν έρθει να τον επισκεφτούν σήμερα. Τον άγγιζαν, τον αγκάλιαζαν, τον κοιτούσαν με ανήσυχα μάτια και του μιλούσαν με φωνή γεμάτη έγνοια. Αλλά αυτός δεν είχε καταφέρει να τις κοιτάξει. Φοβόταν μήπως δούνε την ενοχή στα μάτια του. Μήπως δούνε τι είχε κάνει. Τι είχε προκαλέσει. Είχαν κρατήσει το μυστικό πολλά χρόνια. Αυτός και η Μπρίτα. Το είχαν μοιραστεί, το είχαν καταχωνιάσει, είχαν εξιλεωθεί. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο ίδιος. Όταν όμως ήρθε η αρρώστια και οι άμυνες άρχισαν να χαλαρώνουν, ο Χέρμαν κατάλαβε, σε μια στιγμή διαύγειας, ότι ποτέ δεν εξιλεώνεσαι από κάτι τέτοιο. Αργά ή γρήγορα η μοίρα σε προλαβαίνει. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Δεν μπορείς να τρέξεις μακριά. Σαν ανόητοι είχαν πιστέψει ότι αρκούσε που έζησαν μια καλή ζωή, που ήταν καλοί άνθρωποι· που αγάπησαν τα παιδιά τους και τα έκαναν άτομα που μπόρεσαν να μεταδώσουν την αγάπη. Και τελικά είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι το καλό που είχαν δημιουργήσει είχε επισκιάσει το κακό. Είχε σκοτώσει την Μπρίτα. Γιατί δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό; Ήξερε ότι ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, να τον ρωτήσουν διάφορα, να τον αμφισβητήσουν. Γιατί δεν ήθελαν να αποδεχτούν την κατάσταση; Είχε σκοτώσει την Μπρίτα. Και τώρα δεν του είχε απομείνει τίποτα.
«Έχεις κάποια ιδέα ποιο είναι αυτό το άτομο και γιατί ο Έρικ τού έδινε τόσα λεφτά όλα αυτά τα χρόνια;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Ερίκα όταν πλησίαζαν στο Γέτεμποργ. Η Μάγια είχε συμπεριφερθεί υποδειγματικά στο πίσω κάθισμα και επειδή είχαν ξεκινήσει πριν από τις οχτώμισι η ώρα ήταν μόλις δέκα όταν μπήκαν στην πόλη. «Όχι, τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι αυτά που είδες κι εσύ». Ο Πάτρικ έγνεψε προς την πλαστική θήκη με τα χαρτιά που είχε η Ερίκα στα γόνατά της.
307/499
«Βίλχελμ Φριντέν, οδός Βάσα 38, Γέτεμποργ. Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1924» διάβασε η Ερίκα φωναχτά. «Ναι, εκεί κρατάς όσα ξέρουμε. Μίλησα λίγο με τον Μάρτιν χτες το βράδυ και μου είπε ότι δεν ανακάλυψε καμία σχέση του Φριντέν με τη Φιελμπάκα, ούτε έχει ποινικό μητρώο. Τίποτα. Οπότε μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Αλήθεια, τι ώρα έχεις ραντεβού με τον τύπο για το μετάλλιο;» «Στις δώδεκα, στην αντικερί του» είπε η Ερίκα και ακούμπησε το χέρι της στην τσέπη όπου βρισκόταν το μετάλλιο τυλιγμένο σε ένα μαλακό πανί. «Θα μείνεις στο αυτοκίνητο με τη Μάγια ή θα κάνεις βόλτα μαζί της όσο εγώ θα μιλάω με τον Βίλχελμ Φριντέν;» ρώτησε ο Πάτρικ και έστριψε σε μια θέση στάθμευσης επί της οδού Βάσα. «Τι πράγμα;» είπε η Ερίκα και ακούστηκε προσβεβλημένη. «Θα έρθω μαζί σου, φυσικά». «Μα, δεν γίνεται αυτό... Η Μάγια...» είπε αμήχανα ο Πάτρικ και αντιλήφθηκε πού θα πήγαινε η συζήτηση μόλις το είπε. Και πού θα κατέληγε. «Αν η Μάγια μπορεί να σε ακολουθεί σε σκηνές εγκλήματος και στο αστυνομικό τμήμα, μπορεί να μας ακολουθήσει και σε έναν γέρο άνω των ογδόντα» είπε εκείνη και ο τόνος της φωνής της απέκλειε οποιαδήποτε συνέχεια στη συζήτηση αυτή. «Εντάξει» είπε ο Πάτρικ και αναστέναξε. Ήξερε πότε το παιχνίδι ήταν χαμένο. Όταν χτύπησαν το κουδούνι της πόρτας στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, η οποία είχε χτιστεί στις αρχές του αιώνα, άνοιξε ένας εξηντάρης. Τους κοίταξε ερωτηματικά. «Ναι; Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Ο Πάτρικ έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα. «Ονομάζομαι Πάτρικ Χέντστρεμ και είμαι από το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε. Θα ήθελα να κάνω μερικές ερωτήσεις που αφορούν κάποιον Βίλχελμ Φριντέν». «Ποιος είναι;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του διαμερίσματος. Ο άντρας στράφηκε και φώναξε προς την κατεύθυνση της φωνής. «Είναι κάποιος αστυνομικός που θέλει να ρωτήσει κάτι για τον μπαμπά!» Στράφηκε ξανά προς τον Πάτρικ. «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ γιατί ενδιαφέρεται η αστυνομία για τον μπαμπά, αλλά, εν πάση περιπτώσει,
308/499
περάστε». Έκανε στην άκρη για να τους αφήσει να περάσουν και σήκωσε έκπληκτος τα φρύδια όταν μπήκε μέσα η Ερίκα με τη Μάγια στην αγκαλιά. «Βλέπω ότι αρχίζουν νωρίς στην αστυνομία τώρα πια» είπε αστειευόμενος. Ο Πάτρικ χαμογέλασε αμήχανα. «Αποδώ η σύζυγός μου, Ερίκα Φαλκ, και η κόρη μου η Μάγια. Είναι... η γυναίκα μου ενδιαφέρεται προσωπικά για την υπόθεση που ερευνούμε και...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Δεν υπήρχε κανένας καλός τρόπος να εξηγήσει γιατί ένας αστυνομικός έπαιρνε μαζί του σύζυγο και κόρη όταν πήγαινε να κάνει μερικές ερωτήσεις. «Συγγνώμη, δεν συστήθηκα. Με λένε Γιέραν Φριντέν και είμαι γιος του Βίλχελμ». Ο Πάτρικ τον περιεργάστηκε. Ήταν μετρίου αναστήματος, είχε γκρίζα, κάπως σγουρά μαλλιά και φιλικά, γαλανά μάτια. «Είναι εδώ ο πατέρας σας;» ρώτησε καθώς ακολουθούσαν τον Γιέραν Φριντέν σε ένα μακρόστενο χολ. «Δυστυχώς ήρθατε πολύ αργά για να ρωτήσετε τον πατέρα μου οτιδήποτε. Πέθανε πριν από δύο εβδομάδες». «Ω!» έκανε έκπληκτος ο Πάτρικ. Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Ήταν σίγουρος πως ο άντρας αυτός, παρά την προχωρημένη ηλικία του, ζούσε ακόμη, μια που δεν ήταν καταχωρισμένος ως αποθανών στο ληξιαρχείο. Αλλά αυτό μάλλον συνέβαινε επειδή ο θάνατός του ήταν τόσο πρόσφατος. Έπαιρνε λίγο καιρό πριν περάσουν τέτοιες μεταβολές στα αρχεία. Αισθάνθηκε βαθιά απογοητευμένος. Οπότε αυτό το στοιχείο −που η διαίσθησή του του έλεγε πως ήταν σημαντικό− είχε κιόλας χαθεί; «Μπορείτε να μιλήσετε με τη μητέρα αν θέλετε» είπε ο Γιέραν και έδειξε με το χέρι του προς το καθιστικό. «Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλετε να μάθετε, αλλά όταν μας ενημερώσετε πιστεύω ότι ίσως θα είναι σε θέση να σας βοηθήσει». Μια μικρόσωμη, αδύναμη γυναίκα με κατάλευκα μαλλιά σηκώθηκε από τον καναπέ. Ήταν ακόμη όμορφη κατά έναν χαριτωμένο τρόπο. Κατευθύνθηκε προς το μέρος τους με το χέρι απλωμένο. «Μέρτα Φριντέν». Τους κοιτούσε με περιέργεια και χαμογέλασε πλατιά μόλις είδε τη Μάγια. «Ω, για κοίτα! Γεια σου! Αχ, τι ομορφούλα είσαι εσύ; Πώς τη λένε;» «Μάγια» έκανε περήφανα η Ερίκα και συμπάθησε μεμιάς τη Μέρτα Φριντέν.
309/499
«Γεια σου, Μάγια» είπε η Μέρτα, πήγε κοντά της και τη χάιδεψε στο μάγουλο. Η Μάγια έλαμψε από χαρά για την προσοχή που της έδιναν, αλλά άρχισε να κουνάει ασταμάτητα χέρια και πόδια μόλις είδε μια παλιά κούκλα που βρισκόταν σε μια γωνία του καναπέ. «Όχι, Μάγια» είπε η Ερίκα αυστηρά και προσπάθησε να συγκρατήσει την κόρη της. «Δεν πειράζει, αφήστε τη να την κοιτάξει» είπε η Μέρτα με μια κίνηση του χεριού της. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ μέσα που δεν πρέπει να αγγίξει η μικρούλα. Από τότε που έφυγε ο Βίλχελμ συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι δεν θα πάρουμε τίποτα μαζί μας εκεί όπου πάμε». Τα μάτια της γέμισαν θλίψη και ο γιος της την πλησίασε και έβαλε το χέρι στους ώμους της. «Κάθισε, μαμά, θα ετοιμάσω εγώ καφέ για τους επισκέπτες μας. Για να μπορέσετε να μιλήσετε με την ησυχία σας». Η Μέρτα τον ακολούθησε με το βλέμμα όταν εκείνος κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. «Είναι καλό παιδί» είπε. «Προσπαθώ να μην του γίνομαι βάρος, τα παιδιά πρέπει να ζουν τη δική τους ζωή. Αλλά είναι πολύ ευγενικός και δεν σκέφτεται μόνο το δικό του καλό. Ο Βίλχελμ ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτόν». Φάνηκε να χάνεται για λίγο στους λαβύρινθους της μνήμης, αλλά μετά στράφηκε στον Πάτρικ. «Λοιπόν, για τι πράγμα ήθελε να μιλήσει η αστυνομία με τον Βίλχελμ μου;» Ο Πάτρικ καθάρισε τον λαιμό του. Αισθανόταν ότι περπατούσε σε λεπτό πάγο. Ίσως να έβγαζε στην επιφάνεια ένα σωρό πράγματα τα οποία αυτή η συμπαθητική μικρόσωμη κυρία να μην επιθυμούσε να μάθει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι άρχισε να λέει διστακτικά: «Λοιπόν... Ερευνούμε μια δολοφονία στα βόρεια, στη Φιελμπάκα. Και εγώ είμαι από το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε, και η Φιελμπάκα ανήκει στην αστυνομική δικαιοδοσία του Τάνουμ» διευκρίνισε. «Ω! Δολοφονία; Θεέ και Κύριε!» έκανε η Μέρτα και ζάρωσε το μέτωπό της. «Ναι, δολοφονήθηκε ένας άντρας ονόματι Έρικ Φράνκελ» είπε ο Πάτρικ και έκανε μια παύση για να δει αν η ηλικιωμένη θα αντιδρούσε στο άκουσμα του ονόματος. Απ' ό,τι είδε, όμως, η Μέρτα δεν αναγνώρισε το όνομα. Κάτι που επιβεβαίωσε και η ίδια. «Έρικ Φράνκελ; Όχι, δεν μου λέει τίποτα. Αλλά πώς φτάσατε στον Βίλχελμ;» Έσκυψε μπροστά με φανερό ενδιαφέρον.
310/499
«Λοιπόν...» Ο Πάτρικ δίστασε. «Επί πενήντα χρόνια αυτός ο Έρικ Φράνκελ έκανε μια μηνιαία κατάθεση στο όνομα του Βίλχελμ Φριντέν. Του συζύγου σας. Και φυσικά αναρωτιόμαστε γιατί γίνονταν αυτές οι πληρωμές, και ποια ήταν η σχέση των δύο αντρών». «Ο Βίλχελμ λάβαινε χρήματα από... από έναν άντρα στη Φιελμπάκα ονόματι Έρικ Φράνκελ;» Η Μέρτα έδειχνε ειλικρινά έκπληκτη. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Γιέραν με έναν δίσκο με φλιτζάνια και τους κοίταξε με περιέργεια. «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε. Του απάντησε η μητέρα του. «Ο αστυνομικός αποδώ λέει πως ένας άντρας ονόματι Έρικ Φράνκελ, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος, πλήρωνε κάθε μήνα τον πατέρα σου εδώ και πενήντα χρόνια». «Πώς;» έκανε έκπληκτος ο Γιέραν και κάθισε στον καναπέ δίπλα στη μητέρα του. «Τον μπαμπά; Γιατί;» «Αυτό αναρωτιόμαστε κι εμείς» είπε ο Πάτρικ. «Κι ελπίζαμε ότι θα μας διαφώτιζε ο Βίλχελμ». «Κούκα» είπε η Μάγια κατευχαριστημένη και σήκωσε την παλιά κούκλα προς το μέρος της Μέρτα. «Ναι, κούκλα» είπε η Μέρτα και χαμογέλασε στη Μάγια. «Την είχα όταν ήμουν μικρή». Η Μάγια έσφιξε απαλά την κούκλα στην αγκαλιά της. Η Μέρτα δεν χόρταινε να την κοιτάζει. «Τι χαριτωμένο παιδί» είπε η Μέρτα και η Ερίκα έγνεψε με ενθουσιασμό. «Για τι ποσό μιλάμε;» ρώτησε ο Γιέραν και κοίταξε τον Πάτρικ. «Δεν είναι μεγάλο ποσό. Δύο χιλιάδες κορόνες τον μήνα τα τελευταία χρόνια. Αλλά αυξανόταν σταδιακά με τα χρόνια και φαίνεται πως προσαρμοζόταν. Έτσι, αν και το ποσό άλλαζε, η κατά προσέγγιση αξία του παρέμενε σταθερή». «Μα γιατί δεν μας είπε τίποτα ο μπαμπάς;» ρώτησε ο Γιέραν και κοίταξε τη μητέρα του. Εκείνη κούνησε αργά το κεφάλι. «Ιδέα δεν έχω, καλέ μου. Αλλά εγώ και ο Βίλχελμ δεν μιλούσαμε ποτέ για τα οικονομικά. Αυτό το κομμάτι το είχε αναλάβει εκείνος, κι εγώ ασχολούμουν με το σπίτι, όπως ήταν σύνηθες στη γενιά μας. Αυτό τον καταμερισμό υποχρεώσεων είχαμε. Οπότε αν δεν υπήρχε ο Γιέραν δεν θα ήξερα τι να κάνω
311/499
τώρα με όλους τους λογαριασμούς, τα δάνεια και τα παρόμοια». Ακούμπησε το χέρι της στο χέρι του γιου της, κι εκείνος της το έσφιξε. «Χαίρομαι που σε βοηθάω, μαμά, το ξέρεις αυτό». «Υπάρχουν κάποια χαρτιά που αφορούν τα οικονομικά σας για να ρίξουμε μια ματιά;» ρώτησε αποκαρδιωμένος ο Πάτρικ. Έλπιζε να βρει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις του σχετικά με τις παράξενες μηνιαίες καταθέσεις, αλλά φαινόταν πως είχε πέσει σε αδιέξοδο. «Δεν έχουμε τέτοια χαρτιά στο σπίτι, τα έχει όλα ο δικηγόρος» είπε ο Γιέραν απολογητικά. «Μπορώ όμως να ζητήσω να σας βγάλουν φωτοτυπίες και να σας τις στείλουν». «Θα σας είμαστε ευγνώμονες» είπε ο Πάτρικ και ένιωσε την ελπίδα του να αναπτερώνεται λίγο. Ίσως, τελικά, να κατάφερναν να βγάλουν άκρη. «Συγγνώμη, ξέχασα να σερβίρω τον καφέ» είπε ο Γιέραν και σηκώθηκε βιαστικά από τον καναπέ. «Θα φύγουμε, έτσι κι αλλιώς» είπε ο Πάτρικ και κοίταξε το ρολόι. «Οπότε μην μπαίνετε σε κόπο». «Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να σας βοηθήσουμε περισσότερο». Η Μέρτα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και χαμογέλασε τρυφερά στον Πάτρικ. «Δεν πειράζει. Τι να γίνει, συμβαίνουν αυτά. Επιτρέψτε μου να σας εκφράσω τα θερμά μου συλλυπητήρια» είπε ο Πάτρικ. «Ελπίζω να μη σας ενόχλησε το γεγονός ότι ήρθαμε και σας κάναμε ένα σωρό ερωτήσεις, τόσο προσωπικές, μάλιστα... Δεν ξέραμε...» «Δεν υπάρχει πρόβλημα, καλέ μου» είπε εκείνη κουνώντας το χέρι της. «Ήξερα τον Βίλχελμ μου απέξω κι ανακατωτά, και ό,τι σχέση και να έχει με εκείνες τις καταθέσεις σας εγγυώμαι ότι δεν θα υπάρχει τίποτα παράνομο ή ανήθικο. Οπότε ρωτήστε ό,τι θέλετε, και όπως είπε ο Γιέραν θα φροντίσουμε να σας ενημερώσουν για τα οικονομικά μας. Απλώς λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σας βοηθήσω». Σηκώθηκαν όλοι και πήγαν προς το χολ. Η Μάγια τούς ακολούθησε, κρατώντας ακόμη σφιχτά την κούκλα στην αγκαλιά της. «Μάγια, κορίτσι μου, πρέπει να αφήσεις την κούκλα τώρα». Η Ερίκα προετοιμάστηκε ψυχολογικά για το αναπόφευκτο ξέσπασμα της Μάγια. «Άσε το κορίτσι να κρατήσει την κούκλα» είπε η Μέρτα και χάιδεψε τα μαλλιά της Μάγια όταν εκείνη την προσπέρασε. «Όπως είπα, δεν θα μπορέσω
312/499
να πάρω μαζί μου την κούκλα εκεί όπου θα πάω, και είμαι πολύ μεγάλη για να παίζω με κούκλες». «Είστε σίγουρη;» ρώτησε η Ερίκα. «Είναι τόσο παλιά και σίγουρα αποτελεί αγαπημένη ανάμνηση και...» «Τις αναμνήσεις τις φυλάς εδώ» είπε η Μέρτα και χτύπησε απαλά το μέτωπο. «Όχι σε αντικείμενα και πράγματα. Οπότε τίποτα δεν θα με ευχαριστήσει περισσότερο από το να ξέρω ότι η Γκρέτα θα έχει κάποιον να την παίζει. Σίγουρα θα έχει βαρεθεί στη γωνιά του καναπέ μιας γριάς». «Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ» είπε η Ερίκα, τόσο συγκινημένη, ώστε αναγκάστηκε να ανοιγοκλείσει πολλές φορές τα μάτια για να μη δακρύσει. «Ούτε να το συζητάτε». Η Μέρτα χάιδεψε ξανά το κεφαλάκι της Μάγια και έπειτα αυτή και ο γιος της ακολούθησαν τους επισκέπτες τους μέχρι την πόρτα. Το τελευταίο πράγμα που είδαν η Ερίκα και ο Πάτρικ πριν κλείσει η πόρτα πίσω τους ήταν ο Γιέραν που έβαλε τρυφερά το χέρι του στους ώμους της μητέρας του και φίλησε το λευκό της κεφάλι.
Ο Μάρτιν βημάτιζε ανήσυχος στο σπίτι του. Η Πία δούλευε και όταν έμενε μόνος του στο διαμέρισμα δεν τον άφηναν να ησυχάσει οι σκέψεις γύρω από την υπόθεση. Ήταν σαν να είχε δεκαπλασιαστεί η αίσθηση της ευθύνης του από τότε που πήρε άδεια ο Πάτρικ, και δεν ήξερε πόσο έτοιμος ήταν για κάτι τέτοιο. Κατά κάποιον τρόπο θεωρούσε αδυναμία του που έπρεπε να ζητάει τη βοήθεια του Πάτρικ. Από την άλλη, εμπιστευόταν πάρα πολύ την κρίση του, και ίσως όχι τόσο πολύ τη δική του. Καμιά φορά αναρωτιόταν αν θα αισθανόταν ποτέ απολύτως σίγουρος στη δουλειά του. Ήταν αυτή η λανθάνουσα αμφιβολία, η αβεβαιότητα που υπήρχε από τότε που είχε τελειώσει τη σχολή. Να ήταν άραγε κατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά; Ήταν ικανός να κάνει ό,τι καλούνταν να κάνει; Βημάτιζε πέρα δώθε συλλογισμένος. Αντιλαμβανόταν και ο ίδιος πως η ανασφάλειά του σχετικά με το επάγγελμα ενισχυόταν από το γεγονός ότι αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του και ότι δεν ήταν σίγουρος πως μπορούσε να επωμιστεί τέτοια ευθύνη. Κι αν δεν τα κατάφερνε; Κι αν δεν μπορούσε να υποστηρίξει την Πία όπως έπρεπε; Κι αν δεν κατάφερνε να αποδείξει ότι μπορούσε να κάνει το καθήκον του ως πατέρας; Κι αν, κι αν... ένα
313/499
σωρό αν... Οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό του όλο και γρηγορότερα και τελικά αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να μην τρελαθεί. Άρπαξε ένα μπουφάν, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε νότια. Στην αρχή δεν ήξερε πραγματικά προς τα πού πήγαινε, αλλά όταν άρχισε να πλησιάζει στην Γκρέμπεσταντ κατάλαβε. Αυτό που στριφογύριζε στο μυαλό του από την προηγούμενη μέρα ήταν το τηλεφώνημα που έγινε από το σπίτι της Μπρίτα και του Χέρμαν στον Φρανς Ρίνγκχολμ. Έπεφτε συνεχώς πάνω στους ίδιους ανθρώπους σε τούτες τις δύο έρευνες, και παρόλο που φαινόταν να έχουν παράλληλες πορείες, ο Μάρτιν ένιωθε ότι κάπου όντως συνέκλιναν. Γιατί είχε τηλεφωνήσει ο Χέρμαν ή η Μπρίτα στον Φρανς τον Ιούνιο; Πριν πεθάνει ο Έρικ; Υπήρχε μόνο μία καταχωρισμένη κλήση που έγινε στις τέσσερις Ιουνίου. Δεν είχε διαρκέσει πολύ. Δύο λεπτά και τριάντα τρία δευτερόλεπτα, θυμόταν ο Μάρτιν, που είχε αποστηθίσει τις λίστες των κλήσεων. Τι τον ήθελαν τον Φρανς; Να ήταν άραγε τόσο απλό όσο το είχε παρουσιάσει ο Άξελ; Ότι η αρρώστια της Μπρίτα την έκανε να θέλει να ξανασυναντηθεί με τους παλιούς της φίλους; Ανθρώπους με τους οποίους, όπως έδειχναν όλα, δεν είχε καμία απολύτως επαφή επί εξήντα χρόνια; Εντάξει, το ανθρώπινο μυαλό έπαιζε περίεργα παιχνίδια, αλλά... Μπα, υπήρχε κάτι άλλο γραμμένο πίσω από τις αράδες σε αυτή την περίπτωση. Κάτι που του διέφευγε. Και δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει προτού μάθει τι ήταν. Ο Φρανς ήταν έτοιμος να βγει όταν ο Μάρτιν τον συνάντησε στην πόρτα του διαμερίσματός του. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω σήμερα;» είπε εκείνος ευγενικά. «Μερικές συμπληρωματικές ερωτήσεις μόνο». «Μόλις έβγαινα για τον καθημερινό μου περίπατο. Αν θέλετε να μου μιλήσετε πρέπει να με ακολουθήσετε. Δεν αναβάλλω για τίποτα και για κανέναν τον περίπατό μου. Έτσι κρατιέμαι σε φόρμα». Άρχισε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και ο Μάρτιν τον ακολούθησε. «Δεν έχετε πρόβλημα να σας δουν να κυκλοφορείτε με αστυνομικό;» ρώτησε ο Μάρτιν και χαμογέλασε στραβά. «Ξέρετε, πέρασα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με δεσμοφύλακες, όταν ήμουν νέος. Το έχω συνηθίσει πια» είπε ο Φρανς με μια λάμψη στα μάτια που έδειχνε πόσο το διασκέδαζε. «Λοιπόν, για πείτε μου, τι θέλετε να μάθετε αυτή
314/499
τη φορά;» είπε μετά, και η λάμψη εξαφανίστηκε από τα μάτια του. Ο Μάρτιν σχεδόν έτρεχε για να τον προλαβαίνει. Ο γέρος κρατούσε καλό ρυθμό. «Δεν ξέρω αν το ακούσατε, αλλά είχαμε άλλη μια δολοφονία στη Φιελμπάκα». Ο Φρανς επιβράδυνε το βήμα του για μια στιγμή, αλλά μετά συνέχισε όπως και πριν. «Όχι, δεν άκουσα τίποτα. Ποιος;» «Η Μπρίτα Γιούχανσον». Ο Μάρτιν παρατηρούσε προσεκτικά τον Φρανς. «Η Μπρίτα;» έκανε ο Φρανς και έστρεψε το κεφάλι του προς τον Μάρτιν. «Μα πώς; Ποιος;» «Ο άντρας της υποστηρίζει ότι τη σκότωσε αυτός. Αλλά έχω αμφιβολίες...» Ο Φρανς τινάχτηκε. «Ο Χέρμαν; Μα γιατί; Δεν μπορώ να πιστέψω...» «Γνωρίζατε τον Χέρμαν;» ρώτησε ο Μάρτιν και προσπάθησε να μη δείξει πόσο σημαντική ήταν η απάντηση σε αυτή την ερώτηση. «Όχι, δεν θα το έλεγα» είπε η Φρανς και κούνησε το κεφάλι. «Στην πραγματικότητα τον συνάντησα μόνο μία φορά. Μου τηλεφώνησε τον Ιούνιο και μου είπε ότι η Μπρίτα ήταν άρρωστη και είχε εκφράσει την επιθυμία να με δει». «Σας φάνηκε παράξενο; Αν σκεφτεί κανείς ότι είχατε να συναντηθείτε εξήντα χρόνια;» Η φωνή του Μάρτιν φανέρωνε καθαρά τη δυσπιστία του για όσα του έλεγε ο Φρανς. «Ναι, φυσικά σκέφτηκα πως ήταν κάπως παράξενο. Αλλά ο Χέρμαν μού είπε ότι η Μπρίτα είχε Αλτσχάιμερ, και δεν είναι προφανώς ασυνήθιστο να επιστρέφει κανείς σε εποχές και ανθρώπους που ήταν κάποτε σημαντικά. Γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά και κάναμε παρέα». «Και η συντροφιά αποτελούνταν από...» «Εγώ, η Μπρίτα, ο Έρικ και η Έλσι Μουστρέμ». «Από τους οποίους οι δύο δολοφονήθηκαν πρόσφατα, σε διάστημα δύο μηνών» είπε ο Μάρτιν λαχανιασμένος από το γρήγορο βάδισμα. «Δεν θεωρείτε πολύ παράξενη αυτή τη σύμπτωση;» Ο Φρανς κοίταξε πέρα στον ορίζοντα. «Όταν φτάνει κανείς στην ηλικία μου έχει ζήσει πολλές παράξενες συμπτώσεις, κι έτσι δεν του φαίνονται πια τόσο παράξενες. Άλλωστε είπατε ότι ο άντρας της ομολόγησε πως τη σκότωσε.
315/499
Μήπως πιστεύετε ότι αυτός σκότωσε και τον Έρικ;» Ο Φρανς κοίταξε τον Μάρτιν. «Δεν πιστεύουμε τίποτε αυτή τη στιγμή. Αλλά σίγουρα σε βάζει σε σκέψεις το γεγονός ότι δύο από μια παρέα τεσσάρων δολοφονούνται σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα». «Όπως είπα, δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σε αυτά που αποκαλούμε παράξενες συμπτώσεις. Μόνο η σύμπτωση. Και η μοίρα». «Πολύ φιλοσοφημένο για κάποιον που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή. Ή μήπως η τύχη και η μοίρα σάς οδήγησαν εκεί;» Ο τόνος της φωνής του Μάρτιν ήταν λίγο οξύς. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι έπρεπε να κρατήσει τα προσωπικά του συναισθήματα έξω από την υπόθεση. Αλλά είχε δει πώς αυτά που πίστευε ο Φρανς Ρίνγκχολμ είχαν επηρεάσει την Πάουλα τούτη την εβδομάδα, και δυσκολευόταν να κρύψει την αποστροφή του. «Η τύχη και η μοίρα δεν έχουν καμία σχέση με αυτό. Ήμουν ενήλικας και ικανός να παίρνω αποφάσεις μόνος μου όταν μπήκα σε αυτή την τροχιά. Βεβαίως, εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι δεν έπρεπε να κάνω όσα έκανα, να πω το ένα... ή το άλλο... Και ότι έπρεπε να πάρω τον άλλο δρόμο, τον τάδε... τον δείνα...» Ο Φρανς σταμάτησε και στράφηκε προς τον Μάρτιν. «Αλλά δεν έχουμε αυτό το προνόμιο όταν ζούμε τη ζωή, έτσι δεν είναι;» είπε και συνέχισε το περπάτημα. «Το προνόμιο να βλέπουμε την εξέλιξη των πραγμάτων προτού συμβούν. Έκανα τις επιλογές που έκανα. Έζησα τη ζωή που έζησα. Και πλήρωσα το τίμημα». «Και τις απόψεις σας; Τις διάλεξατε κι αυτές;» Ο Μάρτιν αντιλήφθηκε ότι ήταν πραγματικά περίεργος να ακούσει την απάντηση. Δεν τους καταλάβαινε αυτούς τους ανθρώπους. Αυτούς που έκριναν και κατέκριναν μεγάλα τμήματα της ανθρωπότητας. Δεν καταλάβαινε πως δικαιολογούσαν αυτές τις απόψεις στον εαυτό τους. Και ενώ ένα κομμάτι του ένιωθε αποστροφή για τους ανθρώπους αυτούς, δεν έπαυε να νιώθει περιέργεια για το πώς λειτουργούσαν. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένα μικρό παιδί θέλει να ξεκοιλιάσει ένα ραδιόφωνο για να μάθει πώς λειτουργεί. Ο Φρανς έμεινε σιωπηλός αρκετές στιγμές. Προφανώς η ερώτηση του φαινόταν πολύ σοβαρή και σκεφτόταν πώς έπρεπε να απαντήσει. «Οι απόψεις μου είναι καθαρά δική μου επιλογή και δική μου δουλειά. Βλέπω ότι κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία, και αυτή είναι η ερμηνεία που
316/499
δίνω για τα στραβά της κοινωνίας. Και θεωρώ καθήκον μου να προσπαθήσω να προσφέρω κάποια λύση στο πρόβλημα». «Μα να ρίχνετε όμως το φταίξιμο σε ολόκληρες εθνότητες...» Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει αυτό τον τρόπο σκέψης. «Κάνετε το λάθος να βλέπετε τους ανθρώπους ως άτομα» είπε ξερά ο Φρανς. «Ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ άτομο. Είμαστε μέλη μιας ομάδας. Μέλη μιας συλλογικότητας. Και οι ομάδες αυτές πάντα πολεμούσαν η μια την άλλη, πάλευαν για τη θέση τους στην ιεραρχία, στην παγκόσμια τάξη. Μπορεί κανείς να εύχεται να μην ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά έτσι είναι. Και παρόλο που εγώ δεν διασφαλίζω με τη βία τη θέση μου στον κόσμο, δεν παύω να ανήκω στους επιζώντες. Αυτός που καταλήγει νικητής στην παγκόσμια τάξη. Και την ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές». Σώπασε και έστρεψε το βλέμμα του στον Μάρτιν. Ο Μάρτιν αισθάνθηκε να ανατριχιάζει παρότι ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από αυτό τον γρήγορο περίπατο. Υπήρχε κάτι αβυσσαλέα τρομακτικό σε αυτή τη φανατική πεποίθηση. Πάγωσε όταν κατάλαβε πως καμία λογική δεν θα μπορούσε να πείσει τον Φρανς και τους ομοίους του ότι έβλεπαν τον κόσμο μέσα από παραμορφωτικά γυαλιά. Απλώς έπρεπε να τους κρατάει κανείς περιορισμένους, περιθωριοποιημένους, να τους αποδεκατίζει. Ο Μάρτιν πάντα πίστευε ότι αν μπορούσες να μιλήσεις λογικά με έναν άνθρωπο, κάποια στιγμή θα έφτανες σε έναν πυρήνα που επιδεχόταν αλλαγή. Όμως στο βλέμμα του Φρανς έβλεπε έναν πυρήνα που περιβαλλόταν από τόση οργή και τόσο μίσος, ώστε να μη σου επιτρέπει να τον αγγίξεις.
Φιελμπάκα 1944
«Πολύ νόστιμο» είπε ο Βίλγκοτ και πήρε κι άλλο ψητό σκουμπρί. «Πολύ γευστικό, Μπούντιλ». Εκείνη δεν απάντησε, αλλά χαμήλωσε λίγο το κεφάλι με ανακούφιση. Όταν ο σύζυγός της είχε καλή διάθεση και ήταν ικανοποιημένος μαζί της, εκείνη είχε την αίσθηση μιας προσωρινής αναστολής. «Ένα θα σου πω, και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου, αγόρι μου» είπε ο Βίλγκοτ και έτεινε το πιρούνι του προς τον Φρανς. «Όταν αποφασίσεις να παντρευτείς να σιγουρευτείς πρώτα ότι η κοπελιά σου είναι καλή τόσο στην κουζίνα όσο και στο κρεβάτι!» Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, με αποτέλεσμα να φαίνεται όλη η μπουκιά στο στόμα του. «Βίλγκοτ!» έκανε η Μπούντιλ και τον κάρφωσε με το βλέμμα, αλλά δεν τόλμησε να προσθέσει τίποτα παραπάνω από αυτή την αδύναμη διαμαρτυρία. «Έλα τώρα, καλό είναι να τα μαθαίνει αυτά το παιδί» είπε και έβαλε μια τεράστια κουταλιά πουρέ πατάτας στο πιάτο του. «Α, παρεμπιπτόντως, πρέπει να είσαι περήφανος για τον πατέρα σου σήμερα. Μόλις μου έκαναν ένα τηλεφώνημα από το Γέτεμποργ και μου είπαν ότι η εταιρεία του Εβραίου του Ρούσενμπεργ κήρυξε πτώχευση επειδή του έφαγα τόσο πολλές δουλειές τον τελευταίο χρόνο. Τα βλέπεις! Πρέπει να το γιορτάσουμε! Έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε. Να τους γονατίζουμε τον έναν μετά τον άλλο, και οικονομικά και με το καμουτσίκι!» Γελούσε τόσο που η κοιλιά του χοροπηδούσε. Το βούτυρο από το σκουμπρί είχε κυλήσει στο σαγόνι του που γυάλιζε από τη λίγδα. «Δεν θα είναι εύκολο γι’ αυτόν να τα βγάλει πέρα τώρα, τέτοιες εποχές» είπε η Μπούντιλ, μην μπορώντας να συγκρατηθεί. Κατάλαβε το λάθος της την ίδια στιγμή που ξεστόμισε αυτά τα λόγια.
318/499
«Πώς σου ήρθε τώρα αυτό, αγαπητή μου;» έκανε ο Βίλγκοτ με παραπλανητικά ήπιο τόνο, και άφησε το μαχαίρι και το πιρούνι δίπλα στο πιάτο. «Μια που νιώθεις συμπόνια για έναν τέτοιο τύπο, πολύ θα ήθελα να σε ακούσω να αναπτύσσεις λίγο αυτό το σκεπτικό». «Όχι, δεν εννοούσα τίποτα» είπε εκείνη και χαμήλωσε το βλέμμα, ελπίζοντας ότι θα τη γλίτωνε με αυτή την κίνηση υποχώρησης. Αλλά εκείνη η λάμψη στα μάτια του Βίλγκοτ είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της. Τώρα έστρεψε όλη του την προσοχή στη σύζυγό του. «Όχι, με ενδιαφέρει να μάθω τι έχεις να πεις. Έλα, λοιπόν, συνέχισε». Ο Φρανς κοιτούσε μια τον πατέρα και μια τη μητέρα του, ενώ ένας όλο και μεγαλύτερος κόμπος τού έσφιγγε το στομάχι. Είδε τη μητέρα του να τρέμει ελαφρά καθώς την κοιτούσε ο Βίλγκοτ. Και είδε ότι τα μάτια του πατέρα του γυάλιζαν, γυάλιζαν όπως πολλές φορές στο παρελθόν. Σκέφτηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να ζητήσει να αποχωρήσει από το τραπέζι, αλλά κατάλαβε ότι ήταν αργά πια. Η φωνή της Μπούντιλ έσπασε λίγο από τη νευρικότητα, και αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί μερικές φορές προτού πει: «Απλώς σκέφτηκα την οικογένειά του. Ότι μπορεί να είναι δύσκολο να βρουν κάποια άλλη απασχόληση σε αυτούς τους καιρούς που ζούμε». «Μιλάμε για έναν Εβραίο, Μπούντιλ». Ο τόνος της φωνής του ήταν παραινετικός, και μιλούσε αργά, σαν να απευθυνόταν σε παιδί. Ακριβώς αυτός ο τόνος φαινόταν να ξυπνάει κάτι στη σύζυγό του. Σήκωσε το κεφάλι της και είπε με μια αμυδρή νότα ανυπακοής: «Και οι Εβραίοι άνθρωποι είναι. Πρέπει να βρίσκουν τροφή για τα παιδιά τους όπως ακριβώς κι εμείς». Ο Φρανς ένιωσε τον κόμπο στο στομάχι του να παίρνει γιγάντιες διαστάσεις. Ήθελε να φωνάξει στη μητέρα του να το βουλώσει, να μη μιλάει έτσι στον πατέρα του. Ποτέ δεν έβγαινε σε καλό όταν του μιλούσες έτσι. Τι την είχε πιάσει; Πώς μπορούσε να του λέει τέτοια πράγματα; Και να υπερασπίζεται έναν Εβραίο; Πώς ήταν δυνατό να άξιζε αυτή η κουβέντα το τίμημα που ο Φρανς ήξερε ότι θα πλήρωνε η μητέρα του; Ένιωσε ξαφνικά ένα παράλογο μίσος για εκείνη. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ανόητη; Δεν ήξερε ότι δεν είχε νόημα να προκαλεί τον πατέρα; Το καλύτερο ήταν να σκύβει το κεφάλι και να κάνει ό,τι της έλεγε, να μην του πηγαίνει κόντρα. Έτσι μπορεί να τη γλίτωνε για
319/499
λίγο. Αλλά ήταν πολύ ανόητη γυναίκα. Είχε δείξει αυτό που δεν έπρεπε να δείχνει όταν ήταν παρών ο Βίλγκοτ Ρίνγκχολμ. Μια μικρή σπίθα εξέγερσης. Μια μικρή σπίθα αμφισβήτησης. Και ο Φρανς ήταν κατατρομαγμένος με την μπαρουταποθήκη που έμελλε τώρα να εκραγεί λόγω αυτής της σπίθας. Στην αρχή επικράτησε σιωπή στο δωμάτιο. Ο Βίλγκοτ την κοιτούσε και φαινόταν πως δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό που του είχε πει. Μια αρτηρία σφυροκοπούσε στον λαιμό του. Ο Φρανς τον είδε να σφίγγει τις γροθιές του. Ήθελε να το βάλει στα πόδια. Να φύγει τρέχοντας από το τραπέζι και να συνεχίσει να τρέχει μέχρι που να μην μπορεί να τρέξει άλλο. Αλλά αισθανόταν σαν καρφωμένος στην καρέκλα, ανήμπορος να κινηθεί. Ακολούθησε η έκρηξη. Η σφιγμένη γροθιά του Βίλγκοτ τινάχτηκε και βρήκε την Μπούντιλ ακριβώς στο σαγόνι. Η καρέκλα της αναποδογύρισε και εκείνη έπεσε με έναν βαρύ γδούπο στο πάτωμα. Βόγκηξε δυνατά από τον πόνο, ένα βογκητό τρομακτικά γνώριμο στον Φρανς. Αντί να τη συμπονέσει όμως ένιωσε περισσότερη οργή. Γιατί να μην μπορεί να το βουλώσει; Γιατί τον ανάγκαζε να βλέπει τέτοια πράγματα; «Ώστε μου έγινες εβραιόφιλη, έτσι;» είπε ο Βίλγκοτ και σηκώθηκε. «Λέγε! Τέτοια έγινες;» Η Μπούντιλ είχε καταφέρει να γυρίσει και τώρα στεκόταν στα τέσσερα στο πάτωμα και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Ο Βίλγκοτ πήρε φόρα και την κλότσησε στο διάφραγμα. «ΛΕΓΕ! Απάντησέ μου! Έχω έναν φίλο των Εβραίων στο σπίτι; Στο ίδιο μου το σπίτι!» Εκείνη δεν απάντησε, αλλά προσπάθησε με κόπο να συρθεί μακριά. Ο Βίλγκοτ την ακολούθησε και της κατάφερε μια καινούργια κλοτσιά που τη βρήκε στα πλευρά. Εκείνη τινάχτηκε και σωριάστηκε στο πάτωμα, αλλά μετά στηρίχτηκε παραπαίοντας στα τέσσερα ξανά και έκανε νέα προσπάθεια να συρθεί. «Είσαι μια γαμημένη τσούλα, αυτό είσαι! Μια λυσσασμένη, γαμημένη σκύλα που γουστάρει Εβραίους!» Ο Βίλγκοτ έφτυνε τις λέξεις και όταν ο Φρανς κοίταξε το πρόσωπο του πατέρα του είδε μια έκφραση ικανοποίησης. Ο Βίλγκοτ πήρε φόρα και κλότσησε ξανά την Μπούντιλ, ενώ την έλουζε με βρισιές. Έπειτα κοίταξε τον Φρανς. Η έξαψη ήταν φανερή στο πρόσωπό του, μια έκφραση που ο Φρανς γνώριζε πολύ καλά.
320/499
«Άκου, αγόρι μου, τώρα θα μάθεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι στις σκύλες. Αυτή είναι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν. Κοίτα να μαθαίνεις». Ανάσαινε βαριά όταν με το βλέμμα καρφωμένο στον Φρανς άρχισε να λύνει τη ζώνη του και να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Έπειτα έκανε μερικά βήματα και έφτασε την Μπούντιλ, που είχε καταφέρει να συρθεί κάνα μέτρο πιο πέρα. Την έπιασε από τα μαλλιά με το ένα χέρι. Με το άλλο χέρι τής σήκωσε ψηλά τη φούστα. «Όχι, όχι, μη... σκέψου τον... Φρανς...» τον ικέτευε εκείνη. Ο Βίλγκοτ γέλασε και τράβηξε πίσω το κεφάλι της, ενώ έμπαινε μέσα της με ένα δυνατό βογκητό. Ο κόμπος στο στομάχι του Φρανς έγινε πέτρα, βράχος. Ένας τεράστιος, ψυχρός βράχος μίσους. Και όταν η μητέρα του έστρεψε το κεφάλι της και συνάντησε το βλέμμα του, γονατισμένη στο πάτωμα, με τον πατέρα του να μπαινοβγαίνει μέσα της, κατάλαβε ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει για να επιβιώσει ήταν να καλλιεργήσει αυτό το μίσος.
Ο
Σελ πέρασε το πρωινό του Σαββάτου στο γραφείο. Η Μπεάτα είχε πάρει τα παιδιά και είχαν πάει στα πεθερικά του, και ο Σελ θεώρησε πως ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να κάνει μερικές έρευνες για τον Χανς Ούλαβσεν. Μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει τίποτε απολύτως. Υπήρχαν πάρα πολλοί Νορβηγοί με το ίδιο όνομα από εκείνη την περίοδο, και αν δεν έβρισκε κάτι που θα του επέτρεπε να αρχίσει να αποκλείει μερικούς, η προσπάθειά του δεν θα είχε κανένα νόημα. Είχε διαβάσει πολλές φορές τα άρθρα που του είχε δώσει ο Έρικ, δίχως να βρει κάτι συγκεκριμένο και δίχως να καταλαβαίνει σε τι αποσκοπούσε ο Έρικ όταν του τα έδωσε. Τι νόμιζε ότι θα κατάφερνε να ανακαλύψει; Αυτό τον προβλημάτιζε περισσότερο τώρα. Αν ο Έρικ Φράνκελ ήθελε να βρει κάτι ο Σελ, γιατί δεν του είχε πει ευθέως τι; Γιατί επέλεξε αυτό τον αινιγματικό τρόπο με τα άρθρα; Ο Σελ αναστέναξε. Το μόνο που ήξερε για τον Χανς Ούλαβσεν ήταν η αντιστασιακή του δράση κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ερώτημα ήταν πώς έπρεπε να χρησιμοποιήσει αυτή την πληροφορία για να συνεχίσει. Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκε την πιθανότητα να μιλήσει στον πατέρα του, να τον ρωτήσει αν ήξερε κάτι παραπάνω για τον Νορβηγό. Απέρριψε αμέσως την ιδέα. Καλύτερα να καθόταν εκατό ώρες σε ένα αρχείο παρά να ζητούσε βοήθεια από τον πατέρα του για οτιδήποτε. Αρχείο. Γιατί όχι; Να υπήρχε άραγε κάποιος κατάλογος στη Νορβηγία με τους νορβηγούς αντιστασιακούς; Έπρεπε να είχαν γραφεί πολλά για την Αντίσταση, και κατά πάσα πιθανότητα κάποιος θα είχε κάνει έρευνα και θα είχε προσπαθήσει να χαρτογραφήσει το κίνημα της Αντίστασης. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι. Άνοιξε τον Explorer στον υπολογιστή και έκανε μερικές αναζητήσεις, δοκίμασε λέξεις αναζήτησης με διαφορετικούς συνδυασμούς μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε. Κάποιος Έσκιλ Χάλβορσεν είχε γράψει μερικά βιβλία για τη Νορβηγία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το αντιστασιακό κίνημα. Με αυτόν έπρεπε να μιλήσει. Ο Σελ βρήκε τον
322/499
τηλεφωνικό κατάλογο της Νορβηγίας στο Ίντερνετ και σύντομα εντόπισε και τον αριθμό τηλεφώνου του Έσκιλ Χάλβορσεν. Κάλεσε τον αριθμό, αλλά αναγκάστηκε να το ξανακάνει επειδή ξέχασε να πάρει τον κωδικό της χώρας πρώτα. Το ότι θα του τηλεφωνούσε και θα τον ενοχλούσε Σάββατο πρωί δεν ήταν κάτι που απασχολούσε τον Σελ, οι δημοσιογράφοι δεν έπρεπε να έχουν τέτοιους ενδοιασμούς. Έπειτα από αναμονή μερικών δευτερολέπτων, μέσα στην ανυπομονησία, άκουσε τελικά να απαντάει στο τηλέφωνο ο άντρας που είχε καλέσει. Ο Σελ τού παρουσίασε την υπόθεσή του και εξήγησε ότι προσπαθούσε να εντοπίσει έναν άντρα ονόματι Χανς Ούλαβσεν, νορβηγό αντιστασιακό που είχε βρει καταφύγιο στη Σουηδία τον τελευταίο χρόνο του πολέμου. «Μήπως σας λέει κάτι το όνομα;» Ο Σελ ζωγράφιζε απογοητευμένος κύκλους στο σημειωματάριο που είχε δίπλα του. Ένα κομμάτι του είχε ελπίσει ότι θα τα κατάφερνε μεμιάς. «Ναι, καταλαβαίνω ότι μιλάμε για χιλιάδες που ήταν στην Αντίσταση τότε, αλλά υπάρχει κάποια πιθανότητα να...» Ο άλλος του έκανε μια σχοινοτενή παρουσίαση για το πώς ήταν οργανωμένη η Αντίσταση. Ο Σελ κρατούσε σημειώσεις με απίστευτη ταχύτητα ενώ τον άκουγε. Ήταν αναμφισβήτητα ένα συναρπαστικό θέμα, ειδικά αν σκεφτόταν κανείς ότι ο νεοναζισμός ανήκε στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, ωστόσο δεν έπρεπε να παρεκκλίνει από αυτό που πραγματικά έψαχνε. «Υπάρχει κάπου κάποιο αρχείο με ονόματα αυτών που συμμετείχαν στην Αντίσταση;» «Μάλιστα, υπάρχουν δηλαδή ορισμένα τεκμηριωμένα στοιχεία...» «Μήπως θα σας ήταν εύκολο να με βοηθήσετε κοιτώντας αν υπάρχουν στοιχεία για κάποιον Χανς Ούλαβσεν, για το αν ζει ακόμη και πού;» «Χίλια ευχαριστώ. Είχε έρθει στη Σουηδία το 1944, στη Φιελμπάκα, αυτά είναι τα στοιχεία που έχω. Ίσως σας βοηθήσουν στην έρευνα». Ο Σελ έκλεισε το τηλέφωνο με μια έκφραση ικανοποίησης. Βέβαια, δεν είχε μάθει κάτι καινούργιο, όπως έλπιζε, αλλά ένιωθε πως αν κάποιος μπορούσε να βρει πληροφορίες για τον Χανς Ούλαβσεν, αυτός ήταν ο άντρας με τον οποίο είχε μόλις μιλήσει.
323/499
Εντωμεταξύ, μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Η Βιβλιοθήκη της Φιελμπάκα πιθανώς να είχε πληροφορίες για τον Νορβηγό. Άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει. Πήρε το μπουφάν του, έκλεισε τον υπολογιστή και έφυγε από το γραφείο. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, ο Έσκιλ Χάλβορσεν είχε ήδη αρχίσει να αναζητά στοιχεία για τον αντιστασιακό Χανς Ούλαβσεν.
Η Μάγια κρατούσε ακόμη σφιχτά την κούκλα όταν την έβαλαν στο αυτοκίνητο. Η Ερίκα ήταν συγκινημένη από την ευγενική χειρονομία της γιαγιάς και χαιρόταν με τον κεραυνοβόλο έρωτα που είχε νιώσει η Μάγια για την κούκλα. «Τι χαριτωμένη κυρία» είπε στον Πάτρικ, ο οποίος απλώς έγνεψε, καθώς προσπαθούσε να βγει από τη χαοτική κίνηση του Γέτεμποργ, με τις οδούς μίας κατεύθυνσης και τον μεταλλικό ήχο των τραμ που πάντα έδιναν την εντύπωση ότι εμφανίζονταν από το πουθενά. «Πού θα παρκάρουμε;» ρώτησε και κοίταξε γύρω του. «Εκεί υπάρχει μια θέση». Η Ερίκα τού έδειξε και ο Πάτρικ ακολούθησε τις οδηγίες της. «Είναι μάλλον καλύτερα να μην έρθετε εσύ και η Μάγια στην αντικερί» είπε εκείνη και έβγαλε το καρότσι από το πορτμπαγκάζ. «Δεν νομίζω ότι μια αντικερί είναι το ιδανικό μαγαζί για την κορούλα μας, που άμα πιάσει κάτι στα χέρια της δεν το αφήνει». «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο» είπε ο Πάτρικ και έβαλε τη Μάγια στο καρότσι. «Θα κάνουμε έναν περίπατο. Αλλά θα μου τα πεις όλα μετά». «Το υπόσχομαι». Η Ερίκα κούνησε το χέρι στη Μάγια και κατευθύνθηκε προς τη διεύθυνση που της είχαν δώσει στο τηλέφωνο. Η αντικερί βρισκόταν στο Γκουλντχέντεν. Τη βρήκε αμέσως. Η πόρτα κουδούνισε όταν μπήκε μέσα. Ένας μικρόσωμος, λιπόσαρκος άντρας με λευκή γενειάδα που ανέμιζε εμφανίστηκε πίσω από μια κουρτίνα. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε ο άντρας ευγενικά και γεμάτος προσδοκία. «Γεια σας, είμαι η Ερίκα Φαλκ. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο». Πήγε κοντά του και έτεινε το χέρι της.
324/499
«Enchanté»[4] έκανε εκείνος και φίλησε το χέρι της, προς μεγάλη έκπληξη της Ερίκα. Δεν θυμόταν πότε είχε δεχτεί χειροφίλημα τελευταία φορά. Αν είχε συμβεί ποτέ. «Είχατε νομίζω ένα μετάλλιο για το οποίο θα θέλατε πληροφορίες, έτσι δεν είναι; Περάστε μέσα να καθίσουμε όσο θα το κοιτάζω». Σήκωσε την κουρτίνα κι εκείνη αναγκάστηκε να σκύψει λίγο για να περάσει από το απίστευτα χαμηλό κατώφλι. Όταν βρέθηκε στην άλλη μεριά έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ρωσικές εικόνες κάλυπταν κάθε χιλιοστό των τοίχων του μικρού χώρου που θύμιζε κρύπτη. Εκτός από τις εικόνες υπήρχε χώρος και για ένα μικρό τραπέζι με δύο καρέκλες. «Το πάθος μου» είπε ο άντρας που την προηγούμενη μέρα στο τηλέφωνο είχε συστηθεί ως Όκε Γκρουντέν. «Έχω μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ρωσικών εικόνων στη Σουηδία» είπε με περηφάνια καθώς κάθονταν. «Είναι πολύ όμορφες» είπε η Ερίκα και τις περιεργάστηκε. «Είναι πολύ περισσότερο από όμορφες, καλή μου» είπε εκείνος λάμποντας ολόκληρος από περηφάνια καθώς κοιτούσε τη συλλογή του. «Είναι φορείς μιας ιστορίας και μιας παράδοσης που είναι... μεγαλειώδεις». Σταμάτησε και φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά. «Αλλά γίνομαι εύκολα κουραστικός όταν μιλάω για το συγκεκριμένο θέμα, οπότε ας ασχοληθούμε με αυτό για το οποίο ήρθατε να με δείτε. Μου φάνηκε ενδιαφέρον, οφείλω να το παραδεχτώ». «Ναι, κατάλαβα ότι είναι κι αυτό ένα από τα ειδικά σας ενδιαφέροντα, τα μετάλλια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Εκείνος την κοίταξε πάνω από τα ματογυάλια του. «Απομονώνεται κανείς πολύ εύκολα όταν εγκαταλείπει τις κοινωνικές συναναστροφές και δίνει προτεραιότητα σε παλιά αντικείμενα. Δεν είμαι εντελώς σίγουρος ότι έκανα το σωστό, αλλά εύκολο είναι να λες στερνή μου γνώση...» Χαμογέλασε, και η Ερίκα τού ανταπέδωσε το χαμόγελο. Διέθετε ένα ήρεμο, ειρωνικό χιούμορ που της άρεσε. Όταν η Ερίκα έβαλε το χέρι στην τσέπη της και έβγαλε προσεκτικά το μετάλλιο, ο Όκε άναψε μια δυνατή λάμπα πάνω στο τραπέζι. Την κοιτούσε με ευλάβεια να ξεδιπλώνει το ύφασμα και να εμφανίζει το μετάλλιο. «Α...» έκανε και το πήρε στην παλάμη του. Το εξέταζε προσεκτικά, το γύριζε από τη μια, το γύριζε από την άλλη, κάτω από το δυνατό φως της λάμπας, και μισόκλεινε τα μάτια για να μη χάσει καμιά από τις μικρές λεπτομέρειες.
325/499
«Πού το βρήκατε;» ρώτησε τελικά ο Όκε και την κοίταξε ξανά πάνω από τα ματογυάλια του. Η Ερίκα τού μίλησε για το σεντούκι της μητέρας της και πώς βρήκε το μετάλλιο εκεί μέσα. «Και η μητέρα σας, απ’ ό,τι γνωρίζετε, δεν είχε καμία σχέση με τη Γερμανία, σωστά;» Η Ερίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, καμία, απ’ ό,τι έχω ακούσει τουλάχιστον. Αλλά διάβασα αρκετά τώρα τελευταία, και η Φιελμπάκα, εκεί όπου μεγάλωσε και έζησε η μητέρα μου, βρίσκεται κοντά στα νορβηγικά σύνορα, και κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλοί ήθελαν να βοηθήσουν τους νορβηγούς αντιστασιακούς στον αγώνα τους κατά των Γερμανών. Γνωρίζω ότι ο παππούς μου, μεταξύ άλλων, άφηνε να πηγαίνουν λαθραία με το πλοίο του στους Νορβηγούς. Προς το τέλος του πολέμου έφερε μαζί του και έναν νορβηγό αντιστασιακό, τον οποίο φιλοξένησε». «Ναι, υπήρχαν αναμφισβήτητα πολλές δοσοληψίες ανάμεσα στις παράκτιες πόλεις μας και την κατακτημένη Νορβηγία. Ακόμα και η γειτονική περιοχή Ντάλσλαντ είχε να κάνει με πολλούς Γερμανούς και Νορβηγούς κατά τη διάρκεια του πολέμου». Ακουγόταν σαν να σκεφτόταν δυνατά, ενώ συνέχιζε να εξετάζει το μετάλλιο. «Δεν έχω ιδέα πώς μπορεί να έπεσε στα χέρια της μητέρας σας αυτό εδώ» της είπε. «Αλλά μπορώ να σας πω ότι είναι ένα μετάλλιο που ονομάζεται Σιδηρούς Σταυρός και το οποίο απονεμόταν για ιδιαίτερα ανδρείες πράξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου». «Υπάρχει κάποιο είδος καταλόγου ή κάτι τέτοιο γι’ αυτούς στους οποίους απονεμήθηκε το μετάλλιο αυτό;» ρώτησε γεμάτη ελπίδα η Ερίκα. «Οι Γερμανοί ήταν καλοί στα διοικητικά και στη γραφειοκρατία κατά τη διάρκεια του πολέμου, καλώς ή κακώς, και κάτι θα πρέπει να είχε αρχειοθετηθεί...» Ο Όκε κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, τέτοιος κατάλογος δεν υπάρχει, δυστυχώς. Και δεν μπορώ να πω ότι αυτό το μετάλλιο ήταν ιδιαίτερα σπάνιο. Αυτό εδώ ονομάζεται Σιδηρούς Σταυρός Α΄ Τάξεως. Απονεμήθηκαν περίπου τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες τέτοια μετάλλια στον πόλεμο, οπότε είναι αδύνατο να εντοπίσει κανείς σε ποιον δόθηκε το συγκεκριμένο». Η Ερίκα φάνηκε απογοητευμένη. Έλπιζε ότι το μετάλλιο θα της έδινε περισσότερες πληροφορίες, αλλά τώρα αποδεικνυόταν άλλο ένα αδιέξοδο.
326/499
«Ναι, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά» είπε εκείνη δίχως να μπορεί να κρύψει την απογοήτευσή της. Σηκώθηκε και ευχαρίστησε τον Όκε δίνοντάς του το χέρι, και δέχτηκε άλλο ένα χειροφίλημα. «Λυπάμαι» είπε εκείνος και την ακολούθησε στον κυρίως χώρο της αντικερί. «Μακάρι να σας φαινόμουν περισσότερο χρήσιμος...» «Δεν πειράζει» είπε εκείνη και άνοιξε την πόρτα. «Θα πρέπει να βρω άλλους τρόπους, γιατί θέλω πραγματικά να ανακαλύψω πώς έφτασε στα χέρια της μητέρας μου». Αλλά όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, αισθάνθηκε απόγνωση. Μάλλον δεν θα έλυνε ποτέ το μυστήριο του μεταλλίου.
Ζαξενχάουζεν 1945 Είχε μια θολή ανάμνηση από τη μεταφορά τους. Θυμόταν περισσότερο τον πόνο και το πύον στο αυτί του. Είχε καθίσει στο τρένο για τη Γερμανία στριμωγμένος ανάμεσα στους άλλους κρατούμενους από το Γκρίνι, και δεν μπορούσε να επικεντρωθεί σε τίποτε άλλο πέρα από το κεφάλι του που το ένιωθε έτοιμο να εκραγεί. Δεν αντέδρασε καν στην είδηση ότι θα τους μετέφεραν στη Γερμανία. Άκουσε το νέο με νωχελική αδιαφορία. Κατά κάποιον τρόπο το θεώρησε λυτρωτικό. Ήξερε άλλωστε τι σήμαινε. Γερμανία σήμαινε θάνατος. Δεν ήταν σίγουροι για τίποτα, κανείς δεν ήξερε τι τους περίμενε. Αλλά ακούγονταν διάφορα. Υπαινιγμοί. Και φήμες για τον θάνατο που τους περίμενε εκεί. Ήξεραν ότι τους αποκαλούσαν κρατούμενους ΝΝ από τη γερμανική φράση Nacht und Nebel, νύχτα και ομίχλη. Το σχέδιο ήταν να εξαφανιστούν, να πεθάνουν, δίχως δίκη, δίχως δικαστική απόφαση. Απλώς να χαθούν στη νύχτα και στην ομίχλη. Όλοι είχαν ακούσει τις ιστορίες, είχαν προετοιμαστεί για το τι μπορούσε να τους περιμένει στον τελευταίο σταθμό. Αλλά τίποτε από όσα είχαν ακούσει δεν μπορούσε να τους προετοιμάσει για την πραγματικότητα. Διότι είχαν φτάσει στην ίδια την κόλαση. Μια κόλαση χωρίς φωτιές − αλλά κόλαση μολαταύτα. Βρισκόταν εκεί μερικές εβδομάδες και όσα είχε δει σε αυτό το χρονικό διάστημα τον ακολουθούσαν στα όνειρά του κατά τη διάρκεια του ανήσυχου νυχτερινού ύπνου και τον έκαναν να αγωνιά κάθε πρωί, όταν τους ανάγκαζαν σε εγερτήριο στις τρεις για να δουλέψουν ασταμάτητα μέχρι τις εννιά το βράδυ. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για τους κρατούμενους ΝΝ. Τους έβλεπαν ήδη σαν νεκρούς και βρίσκονταν πολύ χαμηλά στην πυραμίδα. Και για μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιοι ήταν τους είχαν βάλει ένα κόκκινο Ν στην πλάτη. Το κόκκινο χρώμα σήμαινε ότι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Οι ποινικοί, αντιθέτως, είχαν πράσινα σύμβολα. Γίνονταν διαρκώς συγκρούσεις μεταξύ
328/499
κόκκινων και πράσινων για την πρωτοκαθεδρία στο στρατόπεδο. Η μόνη παρηγοριά ήταν πως οι σκανδιναβοί κρατούμενοι είχαν ενωθεί. Ήταν διασκορπισμένοι στο στρατόπεδο, αλλά κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά, συναντιούνταν και μιλούσαν για όσα γίνονταν. Εκείνοι που μπορούσαν να μοιραστούν κάτι έκοβαν ένα κομμάτι από το σιτηρέσιό τους. Έπειτα συγκέντρωναν τα ψωμάκια και τα έδιναν στους σκανδιναβούς κρατούμενους που ήταν στο νοσηλευτήριο. Έλεγαν ότι έπρεπε να επιστρέψουν στην πατρίδα όσο περισσότεροι Σκανδιναβοί γινόταν. Αλλά ήταν πολλοί αυτοί που δεν τα κατάφεραν. Ο Άξελ είχε χάσει τον λογαριασμό − είχαν ήδη χαθεί πάρα πολλοί. Κοίταξε το φτυάρι που κρατούσε. Το χέρι του ήταν μόνο κόκαλα, καθόλου σάρκα, μόνο δέρμα τσιτωμένο πάνω σε αρθρώσεις. Ακούμπησε κατάκοπος στο φτυάρι για μια στιγμή που κοίταξε αλλού ο κοντινότερος φρουρός, αλλά βιάστηκε να ξαναρχίσει το σκάψιμο βλέποντας τον φρουρό να στρέφεται προς το μέρος του. Κάθε φτυαριά τον έκανε να λαχανιάζει από την προσπάθεια. Ο Άξελ ανάγκαζε τον εαυτό του να μη σκέφτεται τον λόγο για τον οποίο αυτός και οι άλλοι κρατούμενοι έσκαβαν. Αυτό το λάθος το έκανε μόνο μία φορά, την πρώτη μέρα. Και ακόμη έβλεπε εκείνο το θέαμα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια. Τον σωρό των ανθρώπων. Των πτωμάτων. Αποσκελετωμένα πτώματα που είχαν στοιβαχτεί σαν σκουπίδια και θα τα πέταγαν σε έναν λάκκο. Το ευκολότερο ήταν να μην κοιτάς. Έβλεπε τον σωρό με την άκρη του ματιού του, καθώς προσπαθούσε με κόπο να φτυαρίζει αρκετό χώμα για να μην προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των φρουρών. Δίπλα του ένας κρατούμενος σωριάστηκε στο έδαφος. Το ίδιο αποστεωμένος, το ίδιο υποσιτισμένος με τον Άξελ· απλώς κατέρρευσε, ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του πια. Ο Άξελ σκέφτηκε να πάει κοντά του και να τον βοηθήσει, αλλά τέτοιες σκέψεις δεν έβρισκαν πια έδαφος να στηριχτούν στο μυαλό του, δεν οδηγούσαν σε καμιά πράξη. Διότι τώρα τα πάντα είχαν να κάνουν με την επιβίωση. Ήταν το μοναδικό πράγμα για το οποίο αρκούσε η ελαχιστότατη ενέργεια που τους είχε απομείνει. Ο καθένας έπρεπε να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του, να επιβιώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είχε ακούσει τις συμβουλές των Γερμανών που ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Nie auffallen − μην ξεχωρίζεις, μην τραβάς την προσοχή. Αντιθέτως, όταν τα πράγματα σκούραιναν έπρεπε να αποτραβιέσαι διακριτικά προς τη μέση και να κρατάς το κεφάλι σκυφτό. Εξού και η αδιαφορία με την
329/499
οποία είδε ο Άξελ τον φρουρό να κατευθύνεται στον διπλανό του συγκρατούμενο, να τον αρπάζει από το μπράτσο, να τον σέρνει στη μέση του λάκκου, όπου ήταν το βαθύτερο σημείο, εκεί όπου είχαν ήδη τελειώσει το σκάψιμο. Κατόπιν ο φρουρός σκαρφάλωσε ήρεμα και βγήκε από τον λάκκο αφήνοντας τον κρατούμενο εκεί μέσα. Δεν χαλάλισε ούτε σφαίρα. Τώρα πια βρίσκονταν στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, και θα ήταν πραγματική σπατάλη να πυροβολήσεις κάποιον ο οποίος ήταν λίγο πολύ νεκρός. Τα πτώματα θα τα έριχναν πάνω του. Κι αν δεν ήταν ήδη νεκρός, θα πέθαινε σίγουρα από ασφυξία. Ο Άξελ έστρεψε αλλού το βλέμμα, μακριά από τον κρατούμενο στη μέση του λάκκου, και συνέχισε να σκάβει στη δική του γωνιά. Δεν σκεφτόταν πια τους άλλους στην πατρίδα. Δεν υπήρχε χώρος για τέτοιες σκέψεις αν ήθελε να επιβιώσει.
Δ
ύο μέρες αργότερα η Ερίκα ήταν ακόμη αποκαρδιωμένη. Είχε ελπίσει ότι θα μάθαινε περισσότερα για το μετάλλιο. Ήξερε πως και ο Πάτρικ ένιωθε το ίδιο έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια να βρει για ποιο πράγμα γίνονταν οι πληρωμές. Αλλά κανείς τους δεν είχε παραιτηθεί. Ο Πάτρικ είχε ακόμη μια μικρή ελπίδα περιμένοντας να μελετήσει τα χαρτιά για τα οικονομικά του Βίλχελμ Φριντέν. Κι η ίδια ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει τις έρευνες για την προέλευση του μεταλλίου. Κάθισε στο γραφείο της να γράψει λίγο, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο. Πάρα πολλές σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Άπλωσε το χέρι στη σακούλα με τις καραμέλες, καραμέλες σοκολάτας και κόλας, κι απόλαυσε τη γεύση της κόλας όταν η σοκολάτα έλιωσε στο στόμα της. Σύντομα έπρεπε να τις σταματήσει. Απλώς τον τελευταίο καιρό είχαν συσσωρευτεί ένα σωρό πράγματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στερήσει στον εαυτό της την απόλαυση μιας κραιπάλης με καραμέλες. Θα ασχολούνταν αργότερα μ’ αυτό το θέμα. Άλλωστε είχε καταφέρει να χάσει κιλά πριν από τον γάμο την περασμένη άνοιξη, με τη δύναμη της θέλησης και μόνο. Ε, λοιπόν, θα το έκανε ξανά. Μια άλλη μέρα όμως. «Ερίκα!» Ακούστηκε η φωνή του Πάτρικ από το ισόγειο. Σηκώθηκε και πήγε στο κεφαλόσκαλο για να δει τι την ήθελε. «Τηλεφώνησε η Κάριν. Εγώ και η Μάγια θα πάμε βόλτα μ’ αυτή και τον Λούντε». «Εντάξει» είπε η Ερίκα, αν και όχι πολύ καθαρά, μια που ακόμη είχε την καραμέλα στο στόμα της. Επέστρεψε στο γραφείο και κάθισε ξανά μπροστά στον υπολογιστή. Δεν είχε αποφασίσει τελικά τι γνώμη είχε γι’ αυτό το πράγμα. Τους περιπάτους με την Κάριν δηλαδή. Βέβαια της είχε φανεί συμπαθητική, άλλωστε είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που είχαν χωρίσει με τον Πάτρικ. Η Ερίκα ήταν πεπεισμένη ότι αυτό το θέμα είχε λήξει μια για πάντα όσον αφορούσε τον Πάτρικ. Αλλά πάλι... Της φαινόταν λίγο παράξενο να τον αφήνει έτσι να πηγαίνει βόλτες με την πρώην του. Διότι, εδώ που τα λέμε,
331/499
κάποτε έκανε έρωτα με την Κάριν. Η Ερίκα κούνησε το κεφάλι για να αποδιώξει τις εικόνες που εμφανίστηκαν στο μυαλό της και παρηγορήθηκε με άλλη μια καραμέλα από το σακουλάκι. Έπρεπε να συμμαζευτεί. Ποτέ δεν ήταν ζηλιάρα. Μπήκε στο Ίντερνετ και σέρφαρε για λίγο. Ξάφνου της ήρθε μια ιδέα, μπήκε στην αρχική σελίδα μιας μηχανής αναζήτησης, έγραψε «Ignoto militi» και πάτησε Αναζήτηση. Εμφανίστηκαν αμέσως πολλά αποτελέσματα. Άνοιξε το πρώτο και διάβασε με ενδιαφέρον. Θυμήθηκε γιατί της είχε φανεί γνωστή η έκφραση. Μια σχολική εκδρομή στο Παρίσι πριν από πολλά χρόνια είχε φέρει όλη την παρέα των ελάχιστα ενδιαφερόμενων μαθητών γαλλικών στην Αψίδα του Θριάμβου. Και στον τάφο του Αγνώστου Στρατιώτη. Το «Ignoto militi» σήμαινε απλώς «Τω Αγνώστω Στρατιώτη». Η Ερίκα συνοφρυώθηκε διαβάζοντας το κείμενο. Οι σκέψεις έτρεχαν σαν μανιασμένες στο μυαλό της και γίνονταν ερωτήματα. Ήταν άραγε τυχαίο που ο Έρικ Φράνκελ το έγραψε αυτό στο μπλοκ που είχε στο γραφείο του; Ή μήπως η πράξη του είχε κάποιο βαθύτερο νόημα; Και ποιο ήταν αυτό; Διάβασε κι άλλες ιστοσελίδες, αλλά δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον, και έτσι έκλεισε το παράθυρο στην οθόνη. Με την τρίτη καραμέλα στο στόμα έβαλε τα πόδια πάνω στο γραφείο και άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να συνεχίσει. Η ιδέα τής ήρθε όταν κατάπιε το τελευταίο κομματάκι κόλας. Υπήρχε κάποιος ο οποίος θα μπορούσε να ξέρει κάτι. Ήταν κάπως τραβηγμένο, αλλά... Βιάστηκε να κατέβει στο ισόγειο, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι του χολ, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την Ουντεβάλα. Τρία τέταρτα αργότερα είχε παρκάρει το αυτοκίνητο, αλλά καθόταν ακόμη μέσα συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε κάποιο καλό σχέδιο για να συνεχίσει. Θα ήταν σχετικά εύκολο να μάθει με ένα τηλεφώνημα σε ποια κλινική βρισκόταν ο Χέρμαν, αλλά δεν είχε ιδέα αν θα της επέτρεπαν να τον δει. Τέλος πάντων, κάπως θα το έλυνε. Θα αυτοσχεδίαζε. Για να είναι σίγουρη πέρασε από το κατάστημα στην είσοδο του νοσοκομείου και αγόρασε μια μεγάλη ανθοδέσμη. Πήρε το ασανσέρ και βγήκε στον σωστό όροφο. Συνέχισε με αποφασιστικό βήμα. Κανείς δεν φαινόταν να της δίνει σημασία. Η Ερίκα κοιτούσε τους αριθμούς των δωματίων. Τριάντα πέντε. Εκεί πρέπει να ήταν. Τώρα ευχόταν να είναι μόνος και να μην έβρισκε και τις κόρες του εκεί, γιατί τότε θα την έπαιρνε ο διάολος και θα τη σήκωνε.
332/499
Η Ερίκα πήρε βαθιά ανάσα και έσπρωξε την πόρτα. Ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Δεν υπήρχαν επισκέπτες. Μπήκε μέσα και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω της. Ο Χέρμαν ήταν ξαπλωμένος στο ένα από τα δύο κρεβάτια. Ο άλλος ασθενής φαινόταν να κοιμάται του καλού καιρού. Ο Χέρμαν, αντιθέτως, κοιτούσε το ταβάνι, με τα χέρια επιμελώς τακτοποιημένα πάνω από το σεντόνι. «Γεια σου, Χέρμαν» είπε η Ερίκα απαλά και τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του. «Δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Είχα επισκεφτεί την Μπρίτα. Κι εσύ θύμωσες μαζί μου». Στην αρχή νόμισε ότι ο Χέρμαν είτε δεν μπορούσε είτε δεν ήθελε να την ακούσει. Έπειτα τον είδε να στρέφει αργά το βλέμμα του προς το μέρος της. «Ξέρω ποια είσαι. Η κόρη της Έλσι». «Πράγματι. Η κόρη της Έλσι». Η Ερίκα χαμογέλασε. «Ήσουν στο σπίτι μας... και τις προάλλες» είπε εκείνος και την κοίταξε χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. Η Ερίκα ένιωσε μια άφατη τρυφερότητα γι’ αυτό τον άνθρωπο. Τον είδε μπροστά της ξαπλωμένο δίπλα στη νεκρή γυναίκα του, να την αγκαλιάζει σφιχτά. Και τώρα φαινόταν τόσο μικροσκοπικός ξαπλωμένος όπως ήταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μικροσκοπικός και εύθραυστος. Δεν ήταν πια ο άντρας που της είχε βάλει τις φωνές επειδή είχε ταράξει την Μπρίτα. «Ναι, ήμουν κι εγώ στο σπίτι. Με τη Μαργκαρέτα» είπε η Ερίκα. Ο Χέρμαν απλώς έγνεψε. Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Στο τέλος η Ερίκα είπε: «Προσπαθώ να μάθω μερικά πράγματα για τη μητέρα μου. Έτσι έπεσα πάνω στο όνομα της Μπρίτα. Και όταν μίλησα μαζί της είχα την αίσθηση ότι ήξερε περισσότερα από όσα ήθελε ή μπορούσε να μου πει». Ο Χέρμαν τής χαμογέλασε παράξενα, αλλά δεν απάντησε. Η Ερίκα πήρε ξανά φόρα και συνέχισε: «Επίσης θεωρώ περίεργη σύμπτωση το γεγονός ότι τα δύο από τα τρία άτομα με τα οποία έκανε παρέα η μητέρα μου τότε πέθαναν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα...» Σταμάτησε και περίμενε την αντίδρασή του. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Σήκωσε το χέρι και το σκούπισε. «Εγώ τη σκότωσα» είπε και έστρεψε ξανά το βλέμμα στο ταβάνι. «Εγώ τη σκότωσα». Η Ερίκα άκουσε τι είπε και σύμφωνα με τον Πάτρικ τίποτα δεν αποδείκνυε το αντίθετο. Ήξερε όμως πως ο Μάρτιν είχε τις αμφιβολίες του, η ίδια είχε τις
333/499
αμφιβολίες της, και υπήρχε ένας παράξενος τόνος στη φωνή του Χέρμαν όταν το έλεγε και το ξανάλεγε, ένας τόνος που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ούτε η ίδια. «Ξέρεις τι δεν ήθελε να μου πει η Μπρίτα; Ήταν κάτι που συνέβη τότε, στα χρόνια του πολέμου; Κάτι που αφορούσε τη μητέρα μου; Νομίζω ότι έχω δικαίωμα να μάθω» συνέχισε επίμονα. Έλπιζε να μην ασκούσε πάρα πολλή πίεση σε έναν φανερά ασταθή άνθρωπο, αν και επιθυμούσε με όλη της την ψυχή να ανακαλύψει τι κρυβόταν στο παρελθόν της μητέρας της, πράγμα που ίσως να είχε αμβλύνει κάπως την κρίση της. Δεν πήρε καμία απάντηση, κι έτσι συνέχισε: «Όταν η Μπρίτα άρχισε να μπερδεύεται είχε πει κάτι για έναν άγνωστο στρατιώτη που ψιθύριζε. Ξέρεις ποιος ήταν; Η Μπρίτα νόμιζε ότι ήμουν η Έλσι. Όχι η κόρη της Έλσι. Και μιλούσε για κάποιον άγνωστο στρατιώτη. Ξέρεις τι εννοούσε;» Στην αρχή δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον ήχο που έβγαλε ο Χέρμαν. Μετά αντιλήφθηκε ότι ήταν γέλιο. Γελούσε. Μια απείρως θλιβερή απομίμηση γέλιου. Δεν καταλάβαινε τι ήταν τόσο αστείο που τον έκανε να γελάει. Αλλά ίσως και να μην ήταν αστείο. «Ρώτα τον Πάουλ Χέκελ. Και τον Φρίντριχ Χικ. Αυτοί μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις σου». Γελούσε και ξαναγελούσε, δυνατότερα κάθε φορά, μέχρι που άρχισε να τραντάζεται όλο το κρεβάτι. Το γέλιο του τρόμαξε την Ερίκα περισσότερο από τα δάκρυά του, ωστόσο τον ρώτησε: «Ποιοι είναι αυτοί; Πού μπορώ να τους βρω; Τι σχέση έχουν με όλα αυτά;» Ήθελε να αρπάξει τον Χέρμαν, να τον ταρακουνήσει για να τον κάνει ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της, να της πει κάτι σαφές, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα. «Τι συμβαίνει εδώ;» Ένας γιατρός στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με βλοσυρή όψη. «Συγγνώμη, λάθος δωμάτιο. Και ο παππούς αποδώ ήθελε να μιλήσει λίγο, όπως είπε. Αλλά μετά...» Σηκώθηκε απότομα και βιάστηκε να φύγει με ένα απολογητικό ύφος. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της όταν έφτασε στο πάρκινγκ. Δύο ονόματα που δεν είχε ξανακούσει ποτέ και που δεν της έλεγαν τίποτα. Τι δουλειά είχαν δύο Γερμανοί με αυτή την υπόθεση; Είχαν κάποια σχέση με τον
334/499
Χανς Ούλαβσεν; Μα αυτός είχε αγωνιστεί κατά των Γερμανών πριν το σκάσει στη Σουηδία. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Σε όλη τη διαδρομή προς τη Φιελμπάκα τα δύο ονόματα στριφογύριζαν συνεχώς στο μυαλό της. Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ. Περίεργο. Ήταν τόσο σίγουρη ότι δεν τα είχε ξανακούσει. Ταυτόχρονα, της φαίνονταν κάπως γνώριμα...
«Μάρτιν Μολίν». Απάντησε στο τηλέφωνο με το πρώτο χτύπημα και άκουσε με προσοχή μερικά λεπτά, διακόπτοντας μόνο για να κάνει κάποιες σύντομες ερωτήσεις. Έπειτα πήρε το μπλοκ του, στο οποίο είχε κρατήσει σημειώσεις κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος, και πήγε στον Μέλμπεργ. Τον βρήκε σε μια πολύ περίεργη στάση. Ο Μέλμπεργ καθόταν στο πάτωμα στη μέση του γραφείου του, με τα πόδια τεντωμένα, και προσπαθούσε να αγγίξει τα δάχτυλα των ποδιών του. Δίχως ιδιαίτερη επιτυχία. «Ε, με συγχωρείς. Μήπως ενοχλώ;» έκανε ο Μάρτιν σταματώντας απότομα στο κατώφλι. Ο Ερνστ ωστόσο χάρηκε που τον είδε, πήγε κοντά του κουνώντας μανιωδώς την ουρά του και άρχισε να του γλείφει το χέρι. Ο Μέλμπεργ δεν αποκρίθηκε, απλώς ζάρωσε το μέτωπο και προσπάθησε να σηκωθεί. Προς μεγάλη του απογοήτευση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να απλώσει το χέρι στον Μάρτιν, που τον τράβηξε πάνω μέχρι που στάθηκε στα πόδια του. «Κάνω απλώς μερικές διατάσεις» μουρμούρισε ο Μέλμπεργ και κατευθύνθηκε φανερά πιασμένος προς την καρέκλα του. Ο Μάρτιν έφερε το ένα χέρι στο στόμα για να κρύψει το χαμόγελο. Το πράγμα γινόταν όλο και καλύτερο. «Λοιπόν; Ήθελες κάτι ιδιαίτερο ή απλώς σκέφτηκες να με ενοχλήσεις χωρίς λόγο;» ρώτησε θυμωμένα ο Μέλμπεργ και έσκυψε να πιάσει ένα από τα γλυκίσματα καρύδας που φυλούσε στο κάτω συρτάρι του γραφείου του. Ο Ερνστ το οσμίστηκε στον αέρα και βιάστηκε να κατευθυνθεί προς την υπέροχη −και απολύτως γνώριμη πλέον− μυρωδιά στρέφοντας το ικετευτικό υγρό βλέμμα του στον Μέλμπεργ. Εκείνος προσπάθησε να του απαντήσει με ένα αυστηρό βλέμμα, αλλά μαλάκωσε μεμιάς, έσκυψε ξανά και πήρε άλλο ένα
335/499
γλύκισμα που το πέταξε στον σκύλο. Δύο δευτερόλεπτα αργότερα το γλύκισμα είχε εξαφανιστεί. «Σαν ν’ αρχίζει να κάνει κοιλιά ο Ερνστ» είπε ο Μάρτιν και κοίταξε ανήσυχος τον σκύλο, που η μπάκα του άρχιζε να μοιάζει με την μπάκα του προσωρινού αφεντικού του. «Μπα, δεν έχει ανάγκη αυτός. Απλώς του προσθέτει λίγη επιβλητικότητα» είπε ο Μέλμπεργ και χάιδεψε το δικό του προκοίλι. Ο Μάρτιν εγκατέλειψε το θέμα του σπλαχνικού λίπους και κάθισε στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο του Μέλμπεργ. «Τηλεφώνησε ο Πέντερσεν. Και έλαβα επίσης την έκθεση του Τούρμπγιερν το πρωί. Ε, λοιπόν, τα πρώτα στοιχεία συμφωνούν απολύτως. Η Μπρίτα Γιούχανσον δολοφονήθηκε. Την έπνιξαν με το μαξιλάρι που βρισκόταν δίπλα της στο κρεβάτι». «Και πώς ξέρουν...» άρχισε να λέει ο Μέλμπεργ, αλλά ο Μάρτιν τον διέκοψε. «Λοιπόν» έκανε και συμβουλεύτηκε το σημειωματάριό του. «Ο Πέντερσεν χρησιμοποίησε, όπως το συνηθίζει, λίγο πιο επιστημονική γλώσσα, αλλά με απλά λόγια βρήκαν ένα πούπουλο από το μαξιλάρι στον λάρυγγα. Πιθανότατα να έφτασε εκεί όταν πίεσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό της. Αυτό έκανε τον Πέντερσεν να ψάξει και για ίνες, και βρήκε βαμβακερές ίνες που ταιριάζουν με τις ίνες του μαξιλαριού. Επίσης υπήρχαν βλάβες στην περιοχή του λαιμού, το οποίο δείχνει πως κάποιος άσκησε πίεση και απευθείας στον λαιμό της. Πιθανώς με το χέρι· έψαξαν και για δακτυλικά αποτυπώματα στον λαιμό, αλλά δεν βρήκαν τίποτα, δυστυχώς». «Ναι, αυτά είναι αρκετά σαφή. Απ’ ό,τι άκουσα, ήταν άρρωστη. Λίγο ξεκουτιασμένη» είπε ο Μέλμπεργ και στριφογύρισε τον δείκτη του στον κρόταφο. «Αλτσχάιμερ είχε» είπε αυστηρά ο Μάρτιν. «Ναι, καλά, συνέχισε» είπε ο Μέλμπεργ αγνοώντας την ενοχλημένη αντίδραση του Μάρτιν. «Αλλά μη μου πεις τίποτε άλλο πέρα από το ότι το έκανε ο γέρος, διότι όλα αυτό δείχνουν. Λες να ήταν από αυτές τις περιπτώσεις... ευθανασίας;» συνέχισε, ικανοποιημένος από την παραγωγική λογική του, και αντάμειψε τον εαυτό του με άλλο ένα γλύκισμα καρύδας. «Ναι... βέβαια...» είπε ο Μάρτιν απρόθυμα, ενώ ξεφύλλισε το μπλοκάκι του και σταμάτησε σε μια άλλη σελίδα. «Αλλά υπάρχει ένα δακτυλικό αποτύπωμα
336/499
στη μαξιλαροθήκη που είναι πολύ καθαρό, σύμφωνα με τον Τούρμπγιερν. Είναι δύσκολο, ξέρεις, να πάρεις δακτυλικά αποτυπώματα από ύφασμα, αλλά σε αυτή την περίπτωση η μαξιλαροθήκη κούμπωνε με κάνα δυο κουμπιά, και σε ένα από αυτά υπάρχει ένα καθαρό δακτυλικό αποτύπωμα. Που δεν ανήκει στον Χέρμαν» είπε με έμφαση ο Μάρτιν. Ο Μέλμπεργ συνοφρυώθηκε και κοίταξε ανήσυχος τον Μάρτιν. Έπειτα το πρόσωπό του έλαμψε. «Σίγουρα κάποια από τις θυγατέρες. Έλεγξέ τες κι αυτές για σιγουριά, για να δούμε αν επιβεβαιώνεται. Μετά να τηλεφωνήσεις σ’ εκείνο τον γιατρό της κλινικής και να του πεις να κάνει στον άντρα της Μπρίτα όποια γαμημένη θεραπεία γουστάρει ή να του δώσει ό,τι φάρμακα θέλει αρκεί να συνέλθει, διότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας πρέπει να του μιλήσουμε οπωσδήποτε. Κατάλαβες;» Ο Μάρτιν αναστέναξε, αλλά έγνεψε καταφατικά. Δεν του άρεσε αυτό. Καθόλου. Όμως ο Μέλμπεργ είχε δίκιο. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να δείχνουν προς κάποια άλλη κατεύθυνση. Μόνο ένα και μοναδικό δακτυλικό αποτύπωμα. Επίσης, ο Μάρτιν μπορεί να είχε την ατυχία να έχει δίκιο ο Μέλμπεργ σε αυτό το σημείο. Ξεκίνησε να φύγει, αλλά έκανε μεταβολή χτυπώντας το μέτωπό του με το χέρι του. «Ωχ, ξέχασα και κάτι άλλο. Τι ανόητος που είμαι, γαμώτο. Ο Πέντερσεν βρήκε μεγάλες ποσότητες DNA κάτω από τα νύχια των χεριών της. Υπολείμματα δέρματος και αίμα. Προφανώς γρατσούνισε αυτόν που την έπνιξε. Και πολύ μάλιστα, κατά τον Πέντερσεν, αφού διέθετε μακριά και αιχμηρά νύχια και κατάφερε να γδάρει πάρα πολύ δέρμα. Ο Πέντερσεν πιστεύει ότι το πιθανότερο είναι να γρατσούνισε τον δολοφόνο της στα μπράτσα ή στο πρόσωπο». Ο Μάρτιν ακούμπησε στο κούφωμα της πόρτας. «Ο σύζυγος έχει γρατσουνιές;» ρώτησε ο Μέλμπεργ και έγειρε μπροστά με τους αγκώνες στηριγμένους στο γραφείο. «Φαίνεται πως πρέπει να κάνουμε οπωσδήποτε μια επίσκεψη στον Χέρμαν τώρα αμέσως» είπε ο Μάρτιν. «Μάλλον έτσι φαίνεται» είπε επιτακτικά ο Μέλμπεργ. «Πάρε την Πάουλα μαζί σου» φώναξε μετά, αλλά ο Μάρτιν είχε ήδη φύγει.
337/499
Τις τελευταίες μέρες ο Περ τριγυρνούσε στο σπίτι αθόρυβα. Δεν πίστευε ότι θα τα κατάφερναν. Στο παρελθόν η μάνα του δεν είχε καταφέρει να μείνει νηφάλια ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Τουλάχιστον όχι από τότε που τους παράτησε ο πατέρας. Δύσκολα μπορούσε να θυμηθεί πώς ήταν τα πράγματα πριν από τον χωρισμό τους, αλλά οι ελάχιστες, αμυδρές αναμνήσεις που διατηρούσε ήταν ευχάριστες. Και παρόλο που δεν μπορούσε με τίποτα να πιστέψει ότι η μάνα του θα τα κατάφερνε, είχε αρχίσει να ελπίζει. Όλο και περισσότερο ώρα με την ώρα. Λεπτό με το λεπτό. Εκείνη έτρεμε ολόκληρη και τον κοιτούσε ντροπιασμένη κάθε φορά που προσπερνούσε ο ένας τον άλλο στο σπίτι. Αλλά ήταν νηφάλια. Ο Περ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν βρήκε ούτε ένα καινούργιο μπουκάλι με ποτό. Ούτε ένα. Κι εδώ που τα λέμε, γνώριζε όλες τις κρυψώνες της. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί εκείνη έμπαινε στον κόπο να τα κρύβει. Μπορούσε κάλλιστα να τα αφήνει στον πάγκο της κουζίνας. «Να φτιάξω λίγο φαγητό;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα και τον κοίταξε διστακτικά. Ήταν σαν να γυρόφερναν ο ένας τον άλλο σαν δύο ζώα, δύο κατατρομαγμένα ζώα που συναντιούνταν πρώτη φορά και δεν ήξεραν πώς ακριβώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Ίσως να ήταν κι έτσι. Είχε πολύ καιρό να τη δει εντελώς νηφάλια. Δεν την αναγνώριζε πια ξεμέθυστη. Ούτε κι εκείνη τον ήξερε καλά. Πώς να τον μάθαινε άλλωστε όταν ήταν συνεχώς μέσα στην ομίχλη της μέθης που φιλτράριζε όσα έβλεπε και όσα δεν έβλεπε; Τώρα ήταν δύο ξένοι. Αλλά δύο ξένοι με μεγάλες ελπίδες, με περιέργεια και ενδιαφέρον. «Είχες κανένα νέο από τον Φρανς;» τον ρώτησε καθώς έβγαζε τα απαραίτητα από το ψυγείο για να φτιάξει μακαρόνια με κιμά. Ο Περ δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Όλη του τη ζωή άκουγε ότι απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε επαφή με τον παππού, και τώρα ο παππούς είχε πάρει την πρωτοβουλία να σώσει την κατάσταση. Η Καρίνα είδε τη σύγχυση και την απροθυμία του να απαντήσει. «Δεν έγινε τίποτα. Άσε τον Σελ να λέει ό,τι θέλει. Όσον αφορά εμένα μπορείς να μιλάς με τον Φρανς. Αρκεί να...» Δίστασε, φοβόταν μήπως πει κάτι λάθος, κάτι που θα μπορούσε να καταστρέψει εκείνη την εύθραυστη αμοιβαία εμπιστοσύνη που πάλευαν να οικοδομήσουν τις τελευταίες μέρες. Τελικά επιστράτευσε το κουράγιο της και συνέχισε: «Δεν με πειράζει αν βλέπεις τον παππού. Είναι... να, ο Φρανς είπε κουβέντες που έπρεπε να ειπωθούν. Κουβέντες που με έκαναν να
338/499
καταλάβω ότι...» Άφησε στην άκρη το μαχαίρι με το οποίο έκοβε κρεμμύδι και ο Περ την είδε να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της όταν στράφηκε προς το μέρος του. «Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν. Και γι’ αυτό θα του χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη. Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα συναναστρέφεσαι με... εκείνα τα άτομα που τον περιτριγυρίζουν...» Τον κοίταξε ικετευτικά. Το κάτω χείλι της έτρεμε. «Κι εγώ δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα... Ελπίζω να το καταλαβαίνεις αυτό. Είναι δύσκολο. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό είναι δύσκολα. Μπορώ όμως να σου υποσχεθώ ότι θα προσπαθήσω. Εντάξει;» Πάλι εκείνο το ντροπιασμένο, ικετευτικό βλέμμα. Ο Περ ένιωσε ένα μικρό κομμάτι της σκληράδας μέσα του να λιώνει και να εξαφανίζεται. Το μόνο που ήθελε όλα αυτά τα χρόνια, αφότου έφυγε ο πατέρας, ήταν να παραμείνει μικρός. Αλλά αντί γι’ αυτό είχε αναλάβει να καθαρίζει τα ξερατά της, να προσέχει μήπως βάλει φωτιά στο σπίτι όταν κάπνιζε στο κρεβάτι, να πηγαίνει για ψώνια. Να κάνει πράγματα που κανένα μικρό παιδί δεν θα έπρεπε να κάνει. Όλα αυτά πέρασαν φευγαλέα από το μυαλό του. Αλλά δεν είχε καμία σημασία. Γιατί το μόνο που άκουγε ήταν η φωνή της, οι ικεσίες της, η απαλή μητρική φωνή της. Έτσι, έκανε ένα βήμα μπροστά και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Χώθηκε στην αγκαλιά της παρόλο που σύντομα θα της έριχνε ένα κεφάλι. Ύστερα από δέκα χρόνια επέτρεψε πρώτη φορά στον εαυτό του να νιώσει ξανά μικρός.
Φιελμπάκα 1945
«Ωραία δεν είναι να έχεις ρεπό;» γουργούρισε η Μπρίτα και χάιδεψε τον Χανς στο μπράτσο. Εκείνος απλώς γέλασε και απομάκρυνε το χέρι του. Τους είχε μάθει πλέον όλους έπειτα από μισό χρόνο και ήξερε πότε η Μπρίτα τον χρησιμοποιούσε για να ζηλέψει ο Φρανς. Το γεμάτο θυμηδία βλέμμα που του έριξε ο Φρανς τού έλεγε ότι κι αυτός ήξερε ακριβώς πού το πήγαινε η Μπρίτα. Ωστόσο, ο Χανς θαύμαζε την επιμονή της· ποτέ δεν θα σταματούσε να μαραζώνει για τον Φρανς. Και ο Φρανς θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι έφταιγε κι ο ίδιος λίγο, μια που ενίοτε υποδαύλιζε τον έρωτά της για εκείνον δίνοντάς της προσοχή, για να της φερθεί κατόπιν με τον συνηθισμένο ψυχρό τρόπο του. Ο Χανς πίστευε ότι αυτό που έκανε ο Φρανς άγγιζε τα όρια της αναλγησίας, αλλά δεν ήθελε να εμπλακεί στα παιχνίδια τους. Αυτό που τον ενοχλούσε, ωστόσο, ήταν πως έπειτα από κάμποσο καιρό κατάλαβε ποια επιθυμούσε πραγματικά ο Φρανς. Την είδε να κάθεται λίγο παραπέρα και ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά όταν εκείνη είπε κάτι στον Φρανς και χαμογέλασε. Η Έλσι είχε πολύ όμορφο χαμόγελο. Και δεν ήταν μόνο το χαμόγελο, ήταν και τα μάτια, η ψυχή, τα όμορφα μπράτσα της που πρόβαλλαν από το κοντομάνικο φόρεμά της, το λακκάκι που εμφανιζόταν στην αριστερή πλευρά του στόματός της όταν χαμογελούσε. Όλα, όλα, κάθε λεπτομέρειά της, εσωτερική και εξωτερική, ήταν όμορφα. Υπήρξαν καλοί μαζί του. Η Έλσι και η οικογένειά της. Πλήρωνε ένα πολύ μικρό, πολύ λογικό ενοίκιο, και ο Έλοφ τού είχε βρει δουλειά σε ένα καράβι. Τον καλούσαν συχνά για φαγητό, σχεδόν κάθε βράδυ, και υπήρχε κάτι στη ζεστασιά τους, στη συντροφιά τους, που τον γέμιζε μέχρι το μεδούλι. Τα συναισθήματα που του είχε αφαιρέσει ο πόλεμος είχαν αρχίσει να επιστρέφουν σιγά σιγά. Και η Έλσι. Ο Χανς είχε προσπαθήσει να αντιπαλέψει τις σκέψεις,
340/499
τις εικόνες και τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν όταν ξάπλωνε τα βράδια και την έβλεπε μπροστά του. Αλλά στο τέλος κατάλαβε ότι έπρεπε να καταθέσει τα όπλα − ήταν απελπισμένα, απεγνωσμένα ερωτευμένος μαζί της. Και η ζήλια κομμάτιαζε την καρδιά του κάθε φορά που έβλεπε τον Φρανς να την κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα που την κοιτούσε και ο ίδιος πιθανότατα. Και μετά ήταν η Μπρίτα. Που δεν ήταν αρκετά έξυπνη για να καταλάβει τι συνέβαινε πραγματικά, αλλά που ένιωθε ενστικτωδώς ότι δεν βρισκόταν στο κέντρο της προσοχής ούτε του Φρανς ούτε του Χανς. Ο Χανς ήξερε ότι αυτό την κατέτρωγε. Ήταν άλλωστε ένα εγωιστικό, επιφανειακό κορίτσι, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποια σαν την Έλσι έκανε παρέα μαζί της. Αλλά αφού η Έλσι επέμενε να την έχει πάντα κοντά της, έπρεπε και αυτός να την ανέχεται. Εκείνος που του άρεσε περισσότερο από τους τέσσερις νέους φίλους του, εκτός από την Έλσι βέβαια, ήταν ο Έρικ. Υπήρχε κάτι μικρομέγαλο, κάτι σοβαρό πάνω του, το οποίο ο Χανς θεωρούσε καθησυχαστικό. Του άρεσε να κάθεται παράμερα από τους άλλους και να μιλάει μαζί του. Μιλούσαν για τον πόλεμο, για την ιστορία, για την πολιτική και την οικονομία, και ο Έρικ είχε ανακαλύψει ενθουσιασμένος ότι στο πρόσωπο του Χανς είχε βρει έναν όμοιό του, κάποιον που του έλειπε πριν. Βέβαια, ο ίδιος δεν είχε τις γνώσεις του Έρικ σε ό,τι αφορούσε αριθμούς και γεγονότα, ωστόσο διέθετε κι αυτός πολλές γνώσεις για τον κόσμο και την ιστορία, και πώς όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα συνδέονταν. Κι αυτό τους έκανε να μιλούν για ώρες. Η Έλσι τούς έκανε πλάκα πως ήταν σαν δύο ηλικιωμένοι που κάθονται και αφηγούνται ιστορίες ο ένας στον άλλο, αλλά ο Χανς έβλεπε ότι της άρεσε που αυτοί οι δύο έκαναν τόσο καλή παρέα. Το μόνο για το οποίο δεν μιλούσαν ήταν το θέμα του Άξελ, του αδελφού του Έρικ. Ο Χανς δεν είχε ανακινήσει ποτέ το θέμα, και έπειτα από την πρώτη φορά που το συζήτησαν δεν το είχε κάνει ούτε ο Έρικ. «Νομίζω ότι η μητέρα θα έχει έτοιμο το φαγητό όπου να ’ναι» είπε η Έλσι. Σηκώθηκε και τίναξε τη φούστα της. Ο Χανς έγνεψε και σηκώθηκε κι αυτός. «Καλύτερα να έρθω κι εγώ, αλλιώς θα μου κάνει φασαρία» είπε ο Χανς και κοίταξε την Έλσι, η οποία απλώς χαμογέλασε με κατανόηση και άρχισε να κατηφορίζει τον λόφο. Ο Χανς ένιωσε να κοκκινίζει. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός της, δεκαεπτά χρόνων, αλλά τον έκανε να αισθάνεται σαν κακομαθημένο σχολιαρούδι.
341/499
Αποχαιρέτησε τους άλλους τρεις που κάθονταν ήρεμοι και βιάστηκε να κατηφορίσει κι αυτός στο κατόπι της Έλσι. Εκείνη κοίταξε προσεκτικά δεξιά κι αριστερά πριν περάσει τον δρόμο και μετά άνοιξε την καγκελόπορτα για το νεκροταφείο. Περνούσαν αποκεί για να κόβουν δρόμο. «Ωραία βραδιά απόψε» είπε εκείνος και άκουσε τη νευρικότητα στη φωνή του. Θύμισε στον εαυτό του πως έπρεπε να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν χαζός. Εκείνη διέσχιζε βιαστικά το χαλικόστρωτο μονοπάτι και εκείνος σχεδόν έτρεχε πίσω της. Έπειτα από μερικές δρασκελιές βρέθηκε δίπλα της, με τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. Δεν είχε απαντήσει στο σχόλιό του για τον καιρό, κάτι που τον χαροποίησε, μια που ήταν ένα ανόητο σχόλιο. Ξαφνικά ένιωσε βαθιά και ειλικρινά χαρούμενος. Περπατούσε δίπλα στην Έλσι, μπορούσε μάλιστα να ρίχνει κρυφά βλέμματα στον αυχένα και στο προφίλ της, ο αέρας ήταν χλιαρός και τα μικρά χαλίκια έτριζαν ευχάριστα κάτω από τα πόδια τους. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που ένιωθε έτσι. Καθαρή ευτυχία. Και δεν ήταν σίγουρος αν την είχε νιώσει ποτέ να τον κατακλύζει με τέτοια σφοδρότητα. Του είχαν τύχει πολλά που εμπόδιζαν για καιρό την αίσθηση αυτής της ευτυχίας. Είχαν συμβεί πολλά που είχαν κάνει το στήθος του να πονάει από την ταπείνωση, το μίσος και τον φόβο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μη σκέφτεται το παρελθόν. Τη στιγμή που γλίστρησε κρυφά στο καράβι του Έλοφ αποφάσισε να τα αφήσει όλα αυτά εκεί όπου ανήκαν, στο παρελθόν. Και να μην κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω του. Αλλά τώρα οι εικόνες επέστρεφαν. Περπατούσε σιωπηλός δίπλα στην Έλσι και προσπαθούσε να τις αποδιώξει, να τις κάνει να γυρίσουν στις κοιλότητες όπου τις είχε κρύψει· εκείνες όμως γκρέμιζαν τα εμπόδια που όρθωνε ο Χανς και έφταναν ξανά στο μυαλό του. Ίσως αυτό να ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει επειδή ένιωσε μια στιγμή ευτυχίας. Εκείνη τη σύντομη και γλυκόπικρη στιγμή ευτυχίας. Αλλά ακόμα κι έτσι άξιζε τον κόπο. Μόνο που αυτό δεν τον βοηθούσε τώρα, τώρα που περπατούσε δίπλα στην Έλσι και ένιωθε πως τα πρόσωπα, οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι αναμνήσεις, οι ήχοι προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στο μυαλό του. Πανικόβλητος κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να κάνει. Ο λαιμός του είχε αρχίσει να κλείνει, η ανάσα του έγινε κοφτή και ασθμαίνουσα. Δεν μπορούσε πλέον να εμποδίσει αυτές τις σκέψεις. Αλλά ούτε να τις δεχτεί. Κάτι έπρεπε να κάνει. Εκείνη τη στιγμή το χέρι της
342/499
Έλσι άγγιξε τυχαία το δικό του. Αυτό το άγγιγμα τον έκανε να ριγήσει. Ήταν απαλό και ηλεκτρισμένο, και η απλότητα με την οποία έγινε το καθιστούσε μοναδικό για να μπορέσει να αποδιώξει όλα εκείνα που δεν άντεχε να σκεφτεί. Σταμάτησε απότομα στο ύψωμα πάνω από το νεκροταφείο. Η Έλσι ήταν ένα βήμα μπροστά, και όταν γύρισε να κοιτάξει, η διαφορά ύψους του εδάφους έκανε το πρόσωπό της να βρεθεί ακριβώς μπροστά στο δικό του. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ανήσυχη, και εκείνη τη στιγμή ο Χανς δεν κατάλαβε ακριβώς τι τον έπιασε. Έκανε μισό βήμα προς το μέρος της, πήρε το πρόσωπό της ανάμεσα στα δυο του χέρια και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Εκείνη στην αρχή κοκάλωσε, και ο Χανς ένιωσε ξανά τον πανικό να ξεχύνεται μέσα του. Μετά εκείνη μαλάκωσε, τα χείλη της χαλάρωσαν πάνω στα δικά του και άνοιξαν. Μισάνοιξε πολύ αργά τα χείλη της, και ο Χανς, κατατρομαγμένος αλλά γεμάτος έξαψη, άφησε τη γλώσσα του να γλιστρήσει και ν’ αναζητήσει τη δική της. Κατάλαβε ότι η Έλσι δεν είχε ξαναφιλήσει ποτέ αγόρι, αλλά η γλώσσα της συνάντησε ενστικτωδώς τη δική του, και ο Χανς αισθάνθηκε να του κόβονται τα γόνατα. Με τα μάτια κλειστά τραβήχτηκε μακριά της. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα όμως άνοιξε τα μάτια του. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τα δικά της μάτια. Και μέσα τους μια αντανάκλαση αυτού που ένιωθε και ο ίδιος. Έκαναν την υπόλοιπη διαδρομή πλάι πλάι, με βήμα αργό, σιωπηλοί. Οι εικόνες δεν επέστρεψαν. Ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Ο
Κρίστιαν ήταν απορροφημένος από ό,τι διάβαζε στην οθόνη του υπολογιστή όταν εμφανίστηκε η Ερίκα. Είχε πάει απευθείας στη βιβλιοθήκη έπειτα από το ταξιδάκι στην Ουντεβάλα και τη βασάνιζαν ακόμη οι ίδιες αναπάντητες ερωτήσεις που είχε και όταν έφυγε από τον Χέρμαν στο νοσοκομείο. Είχε την αίσθηση πως υπήρχε κάτι αμυδρά γνώριμο σε εκείνα τα δύο ονόματα, που τα είχε γράψει σε ένα χαρτί το οποίο έδινε τώρα στον Κρίστιαν. «Γεια σου, Κρίστιαν. Μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις να ελέγξω αν υπάρχει κάτι σχετικό με αυτά τα δύο ονόματα; Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ» είπε η Ερίκα και τον κοίταξε με την προσδοκία ζωγραφισμένη στο βλέμμα. Εκείνος διάβασε προσεκτικά το σημείωμα, και η Ερίκα παρατήρησε ανήσυχη ότι ο Κρίστιαν φαινόταν εξαντλημένος. Ίσως να είχε αρπάξει κάποιο φθινοπωρινό κρυολόγημα ή να είχε προβλήματα με τα παιδιά, σκέφτηκε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να ανησυχεί γι’ αυτόν. «Κάθισε και θα τα ψάξω λίγο» είπε ο Κρίστιαν και η Ερίκα υπάκουσε. Μέσα της έκανε άπειρες ευχές να πάνε όλα καλά με την αναζήτηση αυτή, αλλά ένιωσε την ελπίδα της να ξεθωριάζει όταν δεν είδε καμία αντίδραση στο πρόσωπο του Κρίστιαν καθώς εκείνος μελετούσε τ’ αποτελέσματα της έρευνάς του. «Όχι, δυστυχώς. Δεν βρίσκω τίποτα» της είπε τελικά και κούνησε λυπημένος το κεφάλι. «Τουλάχιστον δεν υπάρχουν στα δικά μας αρχεία και στις τράπεζες δεδομένων. Αλλά μπορείς τα ψάξεις στο Ίντερνετ. Το πρόβλημα είναι πως μάλλον πρόκειται για αρκετά συνηθισμένα γερμανικά ονόματα». «Εντάξει» είπε απογοητευμένη η Ερίκα. «Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια σχέση ανάμεσα στα ονόματα και στη γύρω περιοχή;» «Δυστυχώς». Η Ερίκα αναστέναξε. «Τέλος πάντων, θα ήταν πολύ εύκολο, υποθέτω». Μετά το πρόσωπό της έλαμψε. «Δεν μου λες, μπορείς να κοιτάξεις αν υπάρχει κάτι περισσότερο για ένα άτομο που αναφερόταν στα άρθρα που μου έδωσες την άλλη φορά; Μόνο που τότε δεν τον ψάξαμε ιδιαίτερα, κοιτάξαμε κυρίως για
344/499
τη μητέρα μου και μερικούς φίλους της. Πρόκειται για έναν νορβηγό αντιστασιακό που λεγόταν Χανς Ούλαβσεν και που ήταν εδώ στη Φιελμπάκα...» «Γύρω στα τέλη του πολέμου, ξέρω» είπε ο Κρίστιαν λακωνικά. «Τον ξέρεις;» έκανε η Ερίκα ξαφνιασμένη. «Όχι, αλλά είναι η δεύτερη φορά που μου ζητάνε πληροφορίες γι’ αυτόν μέσα σε δύο μέρες. Φαίνεται πολύ δημοφιλής τύπος». «Ποιος σου ζήτησε πληροφορίες για τον Νορβηγό;» ρώτησε η Ερίκα και κράτησε την ανάσα της. «Πρέπει να το κοιτάξω» αποκρίθηκε ο Κρίστιαν και έσπρωξε την καρέκλα του προς μια μικρή συρταριέρα. «Άφησε την κάρτα του για την περίπτωση που θα έβρισκα κάτι περισσότερο για τον άνθρωπο αυτό. Και μου είπε να του τηλεφωνήσω». Σιγοτραγουδούσε με το στόμα κλειστό καθώς έψαχνε στα συρτάρια. Τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε. «Α, μάλιστα, εδώ είναι η κάρτα του. Σελ Ρίνγκχολμ». «Ευχαριστώ, Κρίστιαν» είπε η Ερίκα και χαμογέλασε. «Τώρα ξέρω με ποιον πρέπει να πω δυο κουβέντες». «Ακούγεται πολύ σοβαρό» είπε ο Κρίστιαν και γέλασε, αλλά το γέλιο δεν έφτασε ποτέ στα μάτια του. «Μπα, το μόνο που θέλω να μάθω είναι γιατί ενδιαφέρεται κι αυτός για τον Χανς Ούλαβσεν...» Η Ερίκα φάνηκε να σκέφτεται φωναχτά. «Εσύ του βρήκες τίποτε αυτού του Σελ Ρίνγκχολμ όταν ήρθε αποδώ;» «Τα ίδια που πήρες κι εσύ όταν είχες έρθει αποδώ. Οπότε δεν έχω κάτι παραπάνω να σου δώσω». «Όχι, ε; Ισχνή σοδειά η σημερινή» είπε η Ερίκα και αναστέναξε. «Μήπως μπορώ να αντιγράψω τον αριθμό του τηλεφώνου από την κάρτα του;» «Παρακαλώ» είπε ο Κρίστιαν και έσπρωξε την κάρτα προς το μέρος της. «Ευχαριστώ» είπε εκείνη και του έκλεισε το μάτι. Της έκλεισε κι εκείνος το μάτι, κουρασμένα όμως. «Δεν μου λες» έκανε η Ερίκα. «Τα πας ακόμη καλά με το βιβλίο; Σίγουρα δεν θέλεις να σε βοηθήσω; “Η γοργόνα” είναι ο τίτλος, έτσι δεν είπες;» «Ναι, καλά τα πάω» είπε ο Κρίστιαν με κάπως παράξενο ύφος. «Και ο τίτλος είναι “Η γοργόνα”. Αλλά να με συγχωρείς τώρα γιατί έχω δουλειά...» Της γύρισε την πλάτη και άρχισε να πληκτρολογεί στον υπολογιστή. Η Ερίκα έφυγε
345/499
μπερδεμένη. Ποτέ δεν της φερόταν έτσι ο Κρίστιαν. Τέλος πάντων, τώρα είχε άλλα πράγματα να κάνει. Όπως ένα τηλεφώνημα στον Σελ Ρίνγκχολμ.
Είχαν συμφωνήσει να βρεθούν στο νησί Βεντέ. Εκεί δεν υπήρχε κίνδυνος να τους πάρει κάποιο μάτι τέτοια εποχή, και εδώ που τα λέμε ήταν απλώς δύο γερόντια που είχαν βγει βόλτα. «Φαντάσου να γνωρίζαμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον» είπε ο Άξελ και κλότσησε μια πέτρα που κύλησε στην παραλία. Τα καλοκαίρια οι λουόμενοι συναντούσαν και κάνα κοπάδι γελάδια εδώ, και δεν ήταν απίθανο να δεις παιδιά και καμιά μακρυμάλλα αγελάδα να δροσίζονται πλάι πλάι στο νερό. Αλλά τώρα η παραλία ήταν έρημη και ο άνεμος έσυρε μακριά ξεραμένες τούφες από φύκια. Είχαν συμφωνήσει σιωπηλά να μη μιλήσουν για τον Έρικ. Ή για την Μπρίτα. Κανένας από τους δύο, εξάλλου, δεν ήξερε γιατί είχαν αποφασίσει να συναντηθούν. Αυτή η συνάντηση δεν είχε κανένα νόημα. Δεν θα άλλαζε τίποτα. Κι όμως, η ανάγκη να συναντηθούν υπήρχε. Σαν ένα τσίμπημα κουνουπιού, που έπρεπε σώνει και καλά να το ξύσεις. Και παρόλο που αυτοί οι δύο, όπως ακριβώς στην περίπτωση του κουνουπιού, ήξεραν ότι η κατάσταση θα επιδεινωνόταν, είχαν ενδώσει στον πειρασμό. «Υποθέτω πως αυτό ακριβώς είναι το νόημα, να μην ξέρει κανείς τι θα γίνει στο μέλλον» είπε ο Φρανς και ατένισε το νερό. «Αν είχε κανείς μια κρυστάλλινη σφαίρα που θα έδειχνε όλα όσα έμελλε να περάσει στη ζωή του δεν θα είχε καν όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Μάλλον το νόημα είναι να γεύεται κανείς τη ζωή σε μικρές δόσεις. Να δέχεται τις λύπες και τα προβλήματα σε μικρές μερίδες, αρκετά μικρές για να μπορεί να τις χωνεύει». «Τυχαίνει όμως να μας έρχονται και σε υπερβολικά μεγάλες μερίδες» είπε ο Άξελ και κλότσησε άλλο ένα βότσαλο. «Τότε μιλάς για άλλους, όχι για σένα και για μένα» είπε ο Φρανς και έστρεψε το βλέμμα του στον Άξελ. «Πρέπει να ξέρεις ότι φαινόμαστε διαφορετικοί στα μάτια των άλλων. Αλλά εγώ κι εσύ είμαστε ίδιοι. Το ξέρεις αυτό. Δεν κάνουμε πίσω. Όσο μεγάλη κι αν είναι η μερίδα που πρέπει να καταβροχθίσουμε». Ο Άξελ έγνεψε. Έπειτα κοίταξε τον Φρανς. «Μετάνιωσες για κάτι;»
346/499
Ο Φρανς σκέφτηκε πολύ την ερώτηση. Έπειτα είπε αργά: «Και για τι να μετανιώσω; Ό,τι έγινε έγινε. Κάνουμε όλοι τις επιλογές μας. Εσύ έκανες τις δικές σου. Εγώ τις δικές μου. Έχω μετανιώσει άραγε για κάτι; Όχι. Ποιο το όφελος;» Ο Άξελ ανασήκωσε τους ώμους. «Η μεταμέλεια είναι έκφραση ανθρωπιάς. Δίχως μεταμέλεια... τι είμαστε άραγε;» «Μα το ερώτημα είναι αν η μεταμέλεια αλλάζει κάτι. Και το ίδιο ισχύει και γι’ αυτό με το οποίο έχεις ασχοληθεί. Για την εκδίκηση. Αφιέρωσες όλη τη ζωή σου στο κυνήγι εγκληματιών, και μοναδικός σου σκοπός ήταν να εκδικηθείς. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός. Και τι άλλαξε αυτό; Έξι εκατομμύρια πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τι θα αλλάξετε κυνηγώντας μια γυναίκα που ήταν δεσμοφύλακας κατά τη διάρκεια του πολέμου, η οποία έζησε κατόπιν ως νοικοκυρά στις ΗΠΑ; Τι θα αλλάξετε με το να τη σέρνετε στα δικαστήρια για εγκλήματα που έκανε πριν από εξήντα χρόνια και βάλε;» Ο Άξελ ξεροκατάπιε. Τον περισσότερο καιρό ήταν πεπεισμένος για τη σημασία του έργου τους. Αλλά ο Φρανς είχε χτυπήσει ένα ευαίσθητο σημείο. Του είχε κάνει μια ερώτηση που είχε κάνει και ο ίδιος στον εαυτό του μερικές φορές, σε κάποιες στιγμές αδυναμίας. «Προσφέρουμε γαλήνη στους συγγενείς των θυμάτων. Και δίνουμε το μήνυμα πως εμείς ως άνθρωποι δεν αποδεχόμαστε οτιδήποτε». «Κουραφέξαλα» είπε ο Φρανς και έβαλε τα χέρια στις τσέπες. «Πιστεύεις ότι αυτό θα τρομάξει κανέναν ή ότι θα στείλει κάποιο μήνυμα τώρα που το παρόν είναι πολύ ισχυρότερο από το παρελθόν; Είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης να μη βλέπει τις επιπτώσεις των πράξεών της, να μη διδάσκεται από την ιστορία. Και η γαλήνη. Αν δεν έχεις βρει γαλήνη έπειτα από εξήντα χρόνια, μην περιμένεις κάποιο είδος ανταπόδοσης των ίσων για να τη βρεις μετά». «Είναι κυνικά τα λόγια σου» είπε ο Άξελ χώνοντας κι αυτός τα χέρια στις τσέπες του πανωφοριού του. Ο αέρας είχε αρχίσει να γίνεται ψυχρός και ο Άξελ τον ένιωθε. «Θέλω απλώς να σε κάνω να αντιληφθείς πως πίσω από όλη αυτή την ευγενική σταυροφορία στην οποία πιστεύεις ότι αφιέρωσες τη ζωή σου κρύβεται ένα άκρως πρωτόγονο, ευτελές, ανθρώπινο συναίσθημα: η επιθυμία για εκδίκηση. Δεν πιστεύω στην εκδίκηση. Πιστεύω ότι το μόνο στο οποίο
347/499
πρέπει να επικεντρωθούμε είναι να κάνουμε πράγματα που μπορούν να αλλάξουν καταστάσεις του παρόντος». «Κι αυτό νομίζεις ότι κάνεις εσύ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Άξελ με ένταση στη φωνή. «Στεκόμαστε ο καθένας στη δική του πλευρά των οδοφραγμάτων, Άξελ» είπε ο Φρανς ξερά. «Αλλά ναι, αυτό νομίζω ότι κάνω. Αλλάζω κάτι. Δεν εκδικούμαι. Δεν μετανιώνω. Κοιτάζω μπροστά και ακολουθώ αυτό στο οποίο πιστεύω. Και είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που κάνεις εσύ, κι εκεί δεν πρόκειται να συναντηθούμε ποτέ. Οι δρόμοι μας χώρισαν πριν από εξήντα χρόνια, και δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούν ποτέ». «Πώς έγιναν έτσι τα πράγματα;» είπε χαμηλόφωνα ο Άξελ και κατάπιε. «Αυτό προσπαθώ να σου πω. Δεν έχει καμία σημασία πώς έγιναν έτσι τα πράγματα. Σημασία έχει ότι έτσι είναι. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να επιβιώσουμε. Να μην κοιτάξουμε πίσω μας. Να μη βαυκαλιζόμαστε με μεταμέλειες ή εικασίες για το πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα». Ο Φρανς σταμάτησε και ανάγκασε τον Άξελ να τον κοιτάξει. «Δεν επιτρέπεται να κοιτάζεις πίσω. Ό,τι έγινε έγινε. Το τότε είναι τότε. Δεν υπάρχει τίποτα που να λέγεται μεταμέλεια». «Εκεί ακριβώς κάνεις το μεγάλο λάθος, Φρανς» είπε ο Άξελ και έσκυψε το κεφάλι. «Εκεί κάνεις το μεγάλο λάθος».
Ο γιατρός που ήταν υπεύθυνος για τον Χέρμαν τούς άφησε με μεγάλη απροθυμία να μπουν για να μιλήσουν μερικά λεπτά με τον ασθενή. Αλλά όταν ο Μάρτιν και η Πάουλα υποσχέθηκαν ότι θα ήταν μαζί τους και δύο από τις κόρες του Χέρμαν, ο γιατρός υποχώρησε και επέτρεψε να γίνει μια σύντομη συζήτηση. «Γεια σου, Χέρμαν» είπε ο Μάρτιν και έδωσε το χέρι του στον άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ο Χέρμαν άπλωσε το χέρι, αλλά η χειραψία ήταν πολύ αδύναμη. «Συναντηθήκαμε στο σπίτι σου, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν το θυμάσαι. Αποδώ η συνάδελφος Πάουλα Μοράλες. Θα θέλαμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις, αν γίνεται» συνέχισε ο Μάρτιν με απαλή φωνή και μετά αυτός και η Πάουλα κάθισαν δίπλα στο κρεβάτι. Ο Μάρτιν, χωρίς να το
348/499
γνωρίζει, κάθισε στην ίδια καρέκλα όπου είχε καθίσει η Ερίκα πριν από λίγη ώρα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε ο Χέρμαν, ο οποίος φαινόταν να καταλαβαίνει λίγο περισσότερο τι γινόταν γύρω του. Οι κόρες του είχαν καθίσει στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, και η Μαργκαρέτα κρατούσε το χέρι του πατέρα της. «Τα συλλυπητήριά μας» είπε ο Μάρτιν. «Από ό,τι κατάλαβα, εσύ και η Μπρίτα ήσασταν παντρεμένοι πολλά χρόνια, σωστά;» «Πενήντα πέντε χρόνια» είπε ο Χέρμαν και για πρώτη φορά από την ώρα που μπήκαν είδαν μια ζωντάνια στα μάτια του. «Ήμασταν παντρεμένοι πενήντα πέντε χρόνια, η Μπρίτα μου κι εγώ». «Μήπως θα μπορούσες να μας πεις πώς έγινε; Όταν πέθανε η Μπρίτα;» είπε η Πάουλα προσπαθώντας να μιλάει το ίδιο ήπια με τον Μάρτιν. Η Μαργκαρέτα και η Άννα-Γκρέτα τούς κοιτούσαν ανήσυχες και ήταν έτοιμες να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Χέρμαν τις εμπόδισε με μια κίνηση του χεριού. Ο Μάρτιν, ο οποίος είχε παρατηρήσει πως το πρόσωπο του Χέρμαν δεν είχε γρατσουνιές, προσπαθούσε τώρα να δει κάτω από τα μανίκια της νοσοκομειακής πουκαμίσας που φορούσε ο Χέρμαν, μήπως διακρίνει εκεί κάτι. Δεν μπόρεσε να δει τίποτα και αποφάσισε να περιμένει για να το ελέγξει μετά, όταν θα είχαν τελειώσει με τις ερωτήσεις. «Είχα περάσει από τη Μαργκαρέτα να πιω καφέ» είπε ο Χέρμαν. «Είναι τόσο καλά μαζί μου τα κορίτσια μου. Ειδικά από τότε που αρρώστησε η Μπρίτα». Ο Χέρμαν χαμογέλασε στις κόρες του. «Είχαμε και ένα σωρό πράγματα να συζητήσουμε. Είχα... αποφασίσει ότι η Μπρίτα θα περνούσε καλύτερα αν έμενε σε ένα μέρος όπου θα την πρόσεχαν περισσότερο...» Δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Η Μαργκαρέτα τον χτύπησε ανάλαφρα στο χέρι. «Ήταν το μόνο που μπορούσες να κάνεις, μπαμπά. Δεν υπήρχε άλλη λύση, το ξέρεις αυτό». Ο Χέρμαν δεν έδωσε σημασία και συνέχισε. «Μετά πήγα στο σπίτι. Ήμουν λίγο ανήσυχος γιατί είχα λείψει πολύ. Δύο ώρες σχεδόν. Συνηθίζω να επιστρέφω πολύ γρήγορα όταν βγαίνω έξω, να λείπω το πολύ μία ώρα, όσο εκείνη κοιμάται. Φοβάμαι... φοβόμουν πολύ μήπως ξυπνούσε νωρίτερα και έβαζε φωτιά στο σπίτι και στον εαυτό της». Τώρα έτρεμε, αλλά πήρε μια βαθιά
349/499
ανάσα και συνέχισε. «Έτσι μόλις μπήκα στο σπίτι τη φώναξα. Αλλά δεν πήρα απάντηση. Σκέφτηκα ότι, δόξα τω Θεώ, ακόμη κοιμάται, και ανέβηκα στην κρεβατοκάμαρα. Και τη βρήκα εκεί... Μου φάνηκε λίγο παράξενο, είχε ένα μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπο, και αναρωτήθηκα γιατί να κοιμάται έτσι. Πήγα λοιπόν κοντά της και σήκωσα το μαξιλάρι από το πρόσωπό της. Και είδα αμέσως ότι μας είχε αφήσει. Τα μάτια... τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ταβάνι και ήταν εντελώς, μα εντελώς ακίνητη». Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του και η Μαργκαρέτα τού τα σκούπισε προσεκτικά. «Είναι πραγματικά απαραίτητο αυτό;» ρώτησε ικετευτικά και κοίταξε τον Μάρτιν και την Πάουλα. «Ο μπαμπάς είναι ακόμη σοκαρισμένος και...» «Εντάξει είμαι, Μαργκαρέτα» είπε ο Χέρμαν. «Εντάξει είμαι». «Καλά, αλλά μόνο μερικά λεπτά ακόμη, μπαμπά. Μετά θα τους πετάξω έξω με τα ίδια μου τα χέρια αν χρειαστεί. Πρέπει να ξεκουραστείς». «Ήταν πάντα η πιο μαχητική από τις τρεις» είπε ο Χέρμαν και ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. «Πραγματική μέγαιρα». «Σταμάτα, δεν χρειάζεται να γίνεσαι τόσο αναιδής επειδή είσαι στο νοσοκομείο» είπε η Μαργκαρέτα, χαρούμενη ωστόσο που ο πατέρας της είχε ακόμη όρεξη για πειράγματα. «Δηλαδή, μας λες ότι ήταν νεκρή όταν μπήκες στο δωμάτιο, σωστά;» έκανε έκπληκτη η Πάουλα. «Γιατί όμως ισχυριζόσουν ότι εσύ τη σκότωσες;» «Γιατί εγώ τη σκότωσα» είπε ο Χέρμαν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε πάλι. «Αλλά ποτέ δεν είπα ότι τη δολοφόνησα. Αν και θα μπορούσα κάλλιστα να το είχα κάνει». Κοίταξε τα χέρια του, ανίκανος να αναμετρηθεί με τα βλέμματα των αστυνομικών ή των θυγατέρων του. «Μπαμπά, δεν καταλαβαίνουμε! Τι λες;» Η Άννα-Γκρέτα φαινόταν πολύ απελπισμένη, αλλά ο Χέρμαν αρνούνταν ν’ απαντήσει. «Ξέρεις ποιος τη σκότωσε;» ρώτησε ο Μάρτιν, επειδή κατάλαβε ενστικτωδώς ότι ο Χέρμαν δεν σκεφτόταν να απαντήσει πια γιατί ισχυριζόταν, με γαϊδουρινό πείσμα, ότι είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. «Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο» είπε ο Χέρμαν και συνέχισε να κοιτάζει με απλανές βλέμμα τα σκεπάσματα. «Δεν μπορώ άλλο». «Ακούσατε τι είπε ο μπαμπάς» έκανε η Μαργκαρέτα και σηκώθηκε. «Είπε ό,τι είχε να πει. Αλλά το σημαντικότερο είναι πως τον ακούσατε να λέει ότι δεν δολοφόνησε αυτός τη μαμά. Τα άλλα ήταν... ήταν η θλίψη που μιλούσε».
350/499
Ο Μάρτιν και η Πάουλα σηκώθηκαν. «Σας ευχαριστούμε που μας παραχωρήσατε μερικά λεπτά. Αλλά έχουμε μια τελευταία παράκληση» είπε ο Μάρτιν και στράφηκε στον Χέρμαν. «Για να επιβεβαιώσεις όσα λες θα μπορούσες να μας δείξεις τα χέρια σου μέχρι πάνω; Διότι η Μπρίτα γρατσούνισε αυτόν που την έπνιξε». «Μα γιατί είναι απαραίτητο αυτό πάλι; Σας είπε ότι...» Η Μαργκαρέτα ύψωσε τον τόνο της φωνής της, αλλά ο Χέρμαν τράβηξε ήρεμα τα μανίκια της πουκαμίσας και τέντωσε τους βραχίονές του προς τον Μάρτιν. Εκείνος κοίταξε προσεκτικά την πάνω και την κάτω μεριά τους. Καμία γρατσουνιά. «Ορίστε λοιπόν!» είπε η Μαργκαρέτα που φαινόταν έτοιμη να πετάξει έξω με τις κλοτσιές τον Μάρτιν και την Πάουλα, όπως ακριβώς τους είχε απειλήσει. «Τελειώσαμε. Σ’ ευχαριστούμε για τον χρόνο σου, Χέρμαν. Και για άλλη μια φορά, τα θερμά μας συλλυπητήρια» είπε ο Μάρτιν και έκανε νόημα στη Μαργκαρέτα και στην Άννα-Γκρέτα ότι ήθελε να τους ακολουθήσουν έξω. Όταν βρέθηκαν στον διάδρομο τους εξήγησε την κατάσταση με τα δακτυλικά αποτυπώματα και εκείνες συμφώνησαν πρόθυμα να δώσουν τα δικά τους ώστε να εξαιρεθούν από την έρευνα. Μάλιστα, ακριβώς τη στιγμή που είχαν τελειώσει με τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων των δύο θυγατέρων εμφανίστηκε και η Μπιργίτα, η τρίτη θυγατέρα, και τώρα πια μπορούσαν να στείλουν και των τριών τα αποτυπώματα στο εργαστήριο. Ο Μάρτιν και η Πάουλα κάθισαν για λίγο σκεφτικοί στο αυτοκίνητο. «Ποιον πιστεύεις ότι προστατεύει;» ρώτησε η Πάουλα τη στιγμή που έβαζε το κλειδί στη μίζα, δίχως ωστόσο να το στρίψει. «Δεν ξέρω. Ωστόσο, αποκόμισα την ίδια ακριβώς εντύπωση μ’ εσένα. Ότι γνωρίζει ποιος δολοφόνησε την Μπρίτα, αλλά τον καλύπτει. Και επίσης ότι ο ίδιος ο Χέρμαν, κατά κάποιον τρόπο, θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατό της». «Να μπορούσε να το πει και σ’ εμάς» είπε η Πάουλα και έστριψε το κλειδί βάζοντας μπρος το αυτοκίνητο. «Ναι, δεν μπορώ με τίποτα...» Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι και χτύπησε εκνευρισμένος τα δάχτυλά του στο ταμπλό. «Τον πιστεύεις όμως, έτσι δεν είναι;» Η Πάουλα ήξερε ήδη την απάντηση. «Ναι, τον πιστεύω. Και το γεγονός ότι δεν έχει ούτε μία γρατσουνιά αποδεικνύει ότι είχα δίκιο. Όμως δεν μπορώ να καταλάβω με τίποτα γιατί θέλει
351/499
να προστατεύσει όποιον δολοφόνησε τη σύζυγό του. Και γιατί θεωρεί τον εαυτό του ένοχο». «Πάντως εδώ δεν πρόκειται να το λύσουμε» είπε η Πάουλα και οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το πάρκινγκ. «Έχουμε τα δακτυλικά αποτυπώματα από τις κόρες του, θα φροντίσουμε να τα στείλουμε για να αποκλείσουμε ότι κάποιο από αυτά είναι πάνω στο μαξιλάρι, και μετά θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε τίνος είναι εκείνο το δακτυλικό αποτύπωμα». «Ναι, δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτε άλλο προς το παρόν» είπε ο Μάρτιν, αναστέναξε βαριά και έστρεψε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Κανένας από τους δύο δεν πρόσεξε ότι συναντήθηκαν με την Ερίκα βόρεια του Τορπ.
Φιελμπάκα 1945
Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Φρανς είδε τι συνέβη. Διότι δεν είχε πάρει καθόλου τα μάτια του από την Έλσι ενώ εκείνη απομακρυνόταν. Ήθελε να τη βλέπει μέχρι που θα εξαφανιζόταν πίσω από την κορυφή του λόφου. Έτσι είδε το φιλί. Ένιωσε σαν κάποιος να του έμπηξε μαχαίρι απευθείας στην καρδιά. Το αίμα άρχισε να σφυροκοπάει στις φλέβες του, ενώ μια ψύχρα διαπέρασε τις αρθρώσεις του. Πονούσε τόσο που νόμιζε πως θα σωριαζόταν νεκρός εκείνη τη στιγμή. «Για κοίτα...» είπε ο Έρικ που είχε δει κι αυτός τον Χανς και την Έλσι. «Έμοιαζε σαν...» έκανε γελώντας και κούνησε το κεφάλι. Ο ήχος του γέλιου του Έρικ προκάλεσε μια έκρηξη λευκού φωτός στο κεφάλι του Φρανς. Έπρεπε να κάνει κάτι για να διώξει όλα εκείνα που τον πονούσαν. Όρμησε λοιπόν στον Έρικ και τον άρπαξε από τον λαιμό. «Βούλωσέ το, βούλωσέ το, ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ, ρε παλιομαλάκα...» Έσφιξε περισσότερο τον λαιμό του Έρικ και τον είδε να πασχίζει πραγματικά να πάρει ανάσα. Του άρεσε να βλέπει τον τρόμο στα μάτια του Έρικ, διότι έκανε μικρότερο εκείνο τον μόνιμο κόμπο στο στομάχι του, τον οποίο είχε δεκαπλασιάσει μεμιάς εκείνο το φιλί. «Τι κάνεις εκεί;» φώναξε η Μπρίτα κοιτώντας τα αγόρια μπροστά της. Τον Έρικ ανάσκελα στο έδαφος και τον Φρανς από πάνω του. Δίχως δεύτερη σκέψη όρμησε πάνω τους και άρχισε να τραβάει το πουκάμισο του Φρανς, αλλά εκείνος τίναξε με τέτοια δύναμη το χέρι του που η Μπρίτα έπεσε πίσω. «Σταμάτα, σταμάτα, Φρανς» ούρλιαξε η Μπρίτα και σύρθηκε μακριά του με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της. Κάτι στον τόνο της φωνής της τον έκανε να συνέλθει. Κοίταξε τον Έρικ, ο οποίος είχε αρχίσει να παίρνει ένα παράξενο χρώμα, και χαλάρωσε βιαστικά τη λαβή στον λαιμό του.
353/499
«Συγγνώμη» μουρμούρισε και έφερε το χέρι στα μάτια του. «Συγγνώμη... εγώ...» Ο Έρικ σηκώθηκε και τον κοίταξε τρίβοντας τον λαιμό του. «Τι ήταν αυτό; Τι σε έπιασε; Κόντεψες να με πνίξεις, που να σε πάρει ο διάολος! Τα έχεις εντελώς χαμένα; Τι σκατά συμβαίνει;» Τα γυαλιά του Έρικ είχαν στραβώσει στη μύτη του. Τα έβγαλε και τα φόρεσε κανονικά. Ο Φρανς κοιτούσε μπροστά του με βλέμμα απλανές χωρίς να μιλάει. «Είναι ερωτευμένος με την Έλσι, όπως καταλαβαίνεις» είπε πικραμένη η Μπρίτα, ενώ σκούπιζε τα δάκρυα που έτρεχαν ακόμη. «Και φανταζόταν, βέβαια, ότι είχε ελπίδες. Αλλά είσαι ανόητος αν το πιστεύεις αυτό, Φρανς! Δεν γύρισε ποτέ της να σε κοιτάξει. Και τώρα πάει και πέφτει στην αγκαλιά εκείνου του Νορβηγού. Ενώ εγώ...» Ξέσπασε σε σπαραξικάρδια κλάματα και άρχισε να κατεβαίνει τον λόφο. Ο Φρανς την κοιτούσε να φεύγει με το βλέμμα εντελώς άδειο, ενώ ο Έρικ τον παρατηρούσε οργισμένος ακόμη. «Μα που να πάρει η ευχή, Φρανς. Είσαι δηλαδή... Αλήθεια είναι, λοιπόν; Είσαι ερωτευμένος με την Έλσι; Ε, τώρα καταλαβαίνω γιατί αφηνίασες. Αλλά δεν είναι δυνατόν...» Ο Έρικ σταμάτησε και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Ο Φρανς δεν του απάντησε. Δεν μπορούσε. Το μυαλό του κατέκλυζε η εικόνα του Χανς που έσκυβε και φιλούσε την Έλσι. Και η εικόνα εκείνης που ανταποκρινόταν στο φιλί του.
Τ
ώρα πια η Ερίκα έδινε λίγο περισσότερη σημασία όταν έβλεπε περιπολικό, και της φάνηκε ότι είδε τον Μάρτιν σ’ εκείνο που την προσπέρασε λίγο πριν από το Τορπ, όταν κατευθυνόταν προς την Ουντεβάλα για δεύτερη φορά την ίδια μέρα. Αναρωτήθηκε γεμάτη περιέργεια από πού να έρχονταν. Βέβαια, δεν υπήρχε καμία απολύτως βιασύνη να ασχοληθεί με αυτό τώρα, αλλά ήξερε ότι δεν θα ηρεμούσε στιγμή ώστε να καθίσει να γράψει το βιβλίο της αν δεν ξεψάχνιζε τις τελευταίες πληροφορίες που είχε αποκτήσει. Και αναρωτιόταν γιατί ο Σελ Ρίνγκχολμ, δημοσιογράφος της εφημερίδας Μπουχουσλένινγκεν, ενδιαφερόταν επίσης για τον νορβηγό αντιστασιακό. Όταν έπειτα από λίγο καθόταν στον χώρο αναμονής στο κτίριο της εφημερίδας σκεφτόταν τις πιθανές αιτίες του ενδιαφέροντος που είχε δείξει ο Σελ Ρίνγκχολμ, αλλά αποφάσισε να αφήσει τις εικασίες μέχρι να μπορέσει να τον ρωτήσει ευθέως. Έπειτα από μερικά λεπτά την οδήγησαν στο γραφείο του. Την κοίταξε με περιέργεια όταν την είδε να μπαίνει και να τον χαιρετάει. «Ερίκα Φαλκ; Η συγγραφέας;» της είπε και της έδειξε μια καρέκλα να καθίσει. Εκείνη κάθισε και κρέμασε το μπουφάν της στην πλάτη της καρέκλας. «Ναι, ακριβώς». «Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο σας, αλλά όλοι λένε πως είναι καλά» είπε εκείνος ευγενικά. «Είστε εδώ για να κάνετε έρευνα για κάποιο καινούργιο βιβλίο; Εγώ βέβαια δεν κάνω αστυνομικό ρεπορτάζ, οπότε δεν ξέρω πώς μπορώ να σας βοηθήσω. Διότι εσείς γράφετε για πραγματικές υποθέσεις φόνων, αν έχω καταλάβει καλά». «Δεν έχει καμία σχέση με τα βιβλία μου, οφείλω να ομολογήσω» είπε η Ερίκα. «Για διάφορους λόγους άρχισα να ψάχνω το παρελθόν της μητέρας μου. Ήταν πολύ καλή φίλη με τον πατέρα σας, μεταξύ άλλων». Ο Σελ συνοφρυώθηκε. «Πότε;» ρώτησε και έσκυψε μπροστά. «Έκαναν παρέα από μικρά παιδιά και μετά ως έφηβοι, απ' ό,τι έχω καταλάβει. Ενδιαφέρομαι κυρίως για την περίοδο του πολέμου, και τότε πρέπει να ήταν, όπως ξέρετε, περίπου δεκαπέντε χρόνων».
355/499
Ο Σελ έγνεψε καταφατικά και περίμενε τη συνέχεια. «Τέσσερις νέοι φαίνεται πως ήταν κολλητοί. Εκτός από τον πατέρα σας και τη μητέρα μου ήταν κάποια Μπρίτα Γιούχανσον και ένας Έρικ Φράνκελ. Και όπως σίγουρα γνωρίζετε, η Μπρίτα και ο Έρικ δολοφονήθηκαν τους τελευταίους δύο μήνες. Λίγο παράξενη σύμπτωση, δεν νομίζετε;» Καμία απάντηση ακόμη από τον Σελ, αλλά η Ερίκα παρατήρησε ένα σκίρτημα στο κορμί του και μια λάμψη στα μάτια του. «Και...» Έκανε μια παύση. «Μετά εμφανίστηκε άλλο ένα άτομο. Το 1944 ήρθε στη Φιελμπάκα ένας νορβηγός αντιστασιακός, παιδί ακόμη μάλλον. Είχε καταφέρει να επιβιβαστεί κρυφά στο καράβι του παππού μου και κατέληξαν να τον φιλοξενήσουν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Ονομαζόταν Χανς Ούλαβσεν. Αλλά αυτά τα ξέρετε ήδη... Έτσι δεν είναι; Διότι απ' ό,τι κατάλαβα αρχίσατε κι εσείς να ενδιαφέρεστε γι’ αυτόν, και απλώς αναρωτιέμαι γιατί». «Είμαι δημοσιογράφος και δεν μπορώ να μιλώ για τέτοια πράγματα» είπε εκείνος αποφεύγοντας να απαντήσει. «Λάθος, μόνο τις πηγές σας δεν μπορείτε να αποκαλύψετε» είπε ήρεμα η Ερίκα. «Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να μη βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. Είμαι αρκετά καλή στο να ξεθάβω πράγματα, και εσείς έχετε την ίδια εμπειρία ως δημοσιογράφος. Ενδιαφερόμαστε και οι δύο για τον Χανς Ούλαβσεν. Μπορώ να καταλάβω αν δεν θέλετε να μου πείτε τον λόγο. Αλλά μπορούμε, τουλάχιστον, να ανταλλάξουμε πληροφορίες, αυτές που ήδη έχουμε και αυτές που πιθανώς θα ανακαλύψουμε, ο καθένας από τη μεριά του. Τι λέτε;» Σώπασε και περίμενε με αγωνία μια απάντηση. Ο Σελ το σκέφτηκε. Χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του στην επιφάνεια του γραφείου, καθώς υπολόγιζε μάλλον τα υπέρ και τα κατά. «Εντάξει» είπε τελικά και άπλωσε το χέρι του για να πιάσει κάτι από το πρώτο συρτάρι του γραφείου. «Ουσιαστικά δεν υπάρχει λόγος, νομίζω, να μη βοηθήσει ο ένας τον άλλο. Άλλωστε η δική μου πηγή είναι ένας ήδη πεθαμένος άνθρωπος, οπότε μπορώ να σας τα πω όλα. Ακούστε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα. Είχα έρθει σε επαφή με τον Έρικ Φράνκελ για μια... προσωπική υπόθεση». Καθάρισε τον λαιμό του και έσπρωξε προς το μέρος της τον φάκελο που είχε βγάλει. «Μου είχε πει τότε ότι ήθελε να μου αφηγηθεί κάτι, κάτι που θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει και που έπρεπε να βγει προς τα έξω».
356/499
«Έτσι ακριβώς το διατύπωσε;» Η Ερίκα έσκυψε μπροστά και πήρε τον φάκελο. «Ότι ήταν κάτι που έπρεπε να βγει προς τα έξω;» «Ναι, έτσι θυμάμαι ότι μου είπε» έκανε ο Σελ και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Έπειτα ήρθε εδώ, μερικές μέρες αργότερα. Είχε μαζί του τα άρθρα που υπάρχουν στον φάκελο και απλώς μου παρέδωσε το πακέτο. Και δεν είπε ποτέ για ποιο λόγο το έκανε. Φυσικά τον ρώτησα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνος επέμενε πως αν ήμουν τόσο ικανός να ξεθάβω πληροφορίες όσο είχε ακούσει, τότε αυτά που υπήρχαν στον φάκελο αρκούσαν». Η Ερίκα ξεφύλλισε το περιεχόμενο του πλαστικού φακέλου. Ήταν τα ίδια άρθρα που είχε πάρει και αυτή από τον Κρίστιαν, τα άρθρα που υπήρχαν στα αρχεία όπου αναφερόταν ο Χανς Ούλαβσεν και η χρονική περίοδος που πέρασε στη Φιελμπάκα. «Αυτά είναι όλα κι όλα δηλαδή;» Αναστέναξε. «Ναι, έτσι ακριβώς ένιωσα κι εγώ. Και σκέφτηκα πως αν ήξερε κάτι, γιατί δεν το έλεγε ευθέως; Αλλά για κάποιο λόγο ήταν σημαντικό γι’ αυτόν να βρω μόνος μου τα υπόλοιπα. Οπότε με αυτά προσπάθησα να κάνω μια αρχή, και θα σας έλεγα ψέματα αν αρνούμουν πως το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατά χίλια τοις εκατό όταν ο Έρικ Φράνκελ βρέθηκε νεκρός. Και αναρωτήθηκα αν ίσως υπήρχε κάποια σχέση με όλα αυτά...» Έδειξε τον φάκελο που κρατούσε η Ερίκα στα γόνατά της. «Και άκουσα φυσικά για τον φόνο της ηλικιωμένης γυναίκας την προηγούμενη εβδομάδα. Αλλά δεν είχα ιδέα για τη σχέση... και, βέβαια, αυτό εγείρει οπωσδήποτε αρκετά ερωτήματα». «Βρήκατε τίποτα για τον Νορβηγό;» ρώτησε ανυπόμονα η Ερίκα. «Εγώ δεν προχώρησα τόσο πολύ ακόμη. Στην πραγματικότητα ανακάλυψα ότι αυτός και η μητέρα μου είχαν ερωτική σχέση, και ότι αυτός έπειτα φαίνεται πως εγκατέλειψε ξαφνικά τη Φιελμπάκα. Στην επόμενη φάση σκέφτομαι να προσπαθήσω να τον εντοπίσω, να μάθω πού εξαφανίστηκε, αν επέστρεψε στη Νορβηγία ή... Αλλά εσείς ίσως έχετε προχωρήσει ως προς αυτό... ή όχι;» Ο Σελ έγειρε το κεφάλι για να γνέψει θετικά ή αρνητικά στην ερώτηση. Έπειτα της μίλησε για τη συνομιλία του με τον Έσκιλ Χάλβορσεν και ότι αυτός δεν είχε ακουστά τον Χανς Ούλαβσεν, αλλά του είχε υποσχεθεί ότι θα το έψαχνε. «Μπορεί να έμεινε και στη Σουηδία επίσης» είπε συλλογισμένη η Ερίκα. «Αυτό θα μπορούσε να το βρει κανείς μέσω των σουηδικών αρχών, εν πάση
357/499
περιπτώσει. Μπορώ να το κοιτάξω. Αλλά αν ισχύει ότι εξαφανίστηκε κάπου στο εξωτερικό, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ». Ο Σελ πήρε τον φάκελο που του επέστρεψε η Ερίκα. «Είναι οπωσδήποτε μια καλή ιδέα. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ξαναγύρισε στη Νορβηγία. Πολλοί παρέμειναν στη Σουηδία μετά τον πόλεμο». «Στείλατε κάποια φωτογραφία του Ούλαβσεν στον Έσκιλ Χάλβορσεν;» ρώτησε η Ερίκα. «Όχι, δεν το έκανα· και έχετε δίκιο» είπε ο Σελ και άρχισε να ξεφυλλίζει τα άρθρα. «Έχετε δίκιο, έπρεπε να του στείλω. Ποτέ δεν ξέρεις, και το παραμικρό μπορεί να βοηθήσει. Αλλά θα του τηλεφωνήσω ξανά μόλις τελειώσουμε και θα δω αν μπορώ να ταχυδρομήσω ή καλύτερα να στείλω με φαξ κάποια από αυτές τις φωτογραφίες. Ίσως αυτή εδώ, τι λέτε; Αυτή δεν είναι η πιο καθαρή;» Έσπρωξε προς το μέρος της το άρθρο με την ομαδική φωτογραφία που η Ερίκα είχε μελετήσει τόσο προσεκτικά την προηγούμενη μέρα. «Ναι, νομίζω ότι αυτή είναι καλή. Και εδώ φαίνεται όλη η παρέα. Αυτή εκεί είναι η μητέρα μου». Έδειξε με το δάχτυλό της την Έλσι. «Και έκαναν, δηλαδή, πολλή παρέα εκείνη την εποχή;» ρώτησε ο Σελ συλλογισμένος. Επέπληξε τον εαυτό του που δεν είχε κάνει τη σύνδεση μεταξύ της Μπρίτα στη φωτογραφία και της Μπρίτα που είχε δολοφονηθεί. Αλλά αυτή η σχέση θα ξέφευγε από τους περισσότερους, σκέφτηκε και παρηγορήθηκε. Ήταν δύσκολο να εντοπίσεις πολλές ομοιότητες ανάμεσα στη δεκαπεντάχρονη Μπρίτα και στην εβδομηνταπεντάχρονη γυναίκα. «Ναι, απ' ό,τι κατάλαβα ήταν δεμένη παρέα, παρόλο που αυτό δεν ήταν και τόσο αποδεκτό τότε. Οι ταξικές διαφορές στη Φιελμπάκα ήταν έντονες, και η Μπρίτα, όπως και η μητέρα μου, ανήκαν βεβαίως στους φτωχότερους, ενώ τα αγόρια, ο Έρικ Φράνκελ και... ο πατέρας σας, ανήκαν στην “αφρόκρεμα”». Η Ερίκα ζωγράφισε εισαγωγικά στον αέρα. «Ναι, στην αφρόκρεμα...» είπε βλοσυρά ο Σελ και η Ερίκα αντιλήφθηκε πως πρέπει να υπήρχαν πολλά κάτω από την επιφάνεια αυτών των λέξεων. «Α, να! Δεν σκέφτηκα να μιλήσω με τον Άξελ Φράνκελ» είπε η Ερίκα ενθουσιασμένη. «Ίσως να ξέρει κάτι για τον Χανς Ούλαβσεν. Παρόλο που ήταν λίγο μεγαλύτερος, εμφανίζεται κάπου στο παρασκήνιο, και ίσως αυτός...» Οι σκέψεις της και οι προσδοκίες της είχαν πάρει φόρα, αλλά ο Σελ σήκωσε το χέρι του για να τη σταματήσει.
358/499
«Δεν πρέπει να ελπίζετε και πολύ σε αυτό. Το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά ευτυχώς έκανα μερικές έρευνες πρώτα σχετικά με τον Άξελ Φράνκελ και... Ξέρατε ότι είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Νορβηγία;» «Ναι, αλλά δεν ξέρω και τόσα πολλά γι’ αυτό το συμβάν» είπε η Ερίκα και κοίταξε με ενδιαφέρον τον Σελ. «Οπότε αν ξέρετε κάτι παραπάνω...» Σήκωσε τα χέρια της και περίμενε. «Όπως είπα ήδη, ο Άξελ αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς όταν πήγε να παραδώσει ένα έγγραφο στους αντιστασιακούς. Μεταφέρθηκε στη φυλακή Γκρίνι, έξω από το Όσλο, όπου έμεινε μέχρι τις αρχές του 1945. Τότε οι Γερμανοί τον μετέφεραν με ένα πλήθος άλλους φυλακισμένους από το Γκρίνι στη Γερμανία, με πλοίο και τρένο, και ο Άξελ Φράνκελ βρέθηκε πρώτα σε ένα στρατόπεδο που το έλεγαν Ζαξενχάουζεν, εκεί όπου πήγαιναν πολλούς σκανδιναβούς κρατούμενους. Κατόπιν, προς το τέλος του πολέμου, τον μετέφεραν στο Νοϊενγκάμε». Η Ερίκα πήρε μια κοφτή ανάσα. «Δεν είχα ιδέα... Ο Άξελ Φράνκελ ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία; Δεν ήξερα καν ότι κρατούσαν Νορβηγούς ή Σουηδούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης». Ο Σελ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, κυρίως νορβηγοί αιχμάλωτοι κατέληγαν εκεί. Και μερικοί από άλλες χώρες, τους οποίους είχαν συλλάβει οι Γερμανοί για συμμετοχή στην Αντίσταση. Τους αποκαλούσαν κρατούμενους ΝΝ, Nacht und Nebel, νύχτα και ομίχλη, δηλαδή. Πήραν το όνομά τους από ένα διάταγμα που εξέδωσε ο Χίτλερ το 1941 με το οποίο γνωστοποιούσε ότι οι άμαχοι των κατεχόμενων χωρών δεν θα περνούσαν από δίκη στην πατρίδα τους. Έπρεπε να τους στέλνουν στη Γερμανία, για να τους εξαφανίζουν “στη νύχτα και στην ομίχλη”. Ορισμένοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα και πέθαναν από τη σκληρή δουλειά. Όπως και να ’χει, γεγονός είναι ότι ο Άξελ Φράνκελ δεν βρισκόταν στη Φιελμπάκα την ίδια περίοδο με τον Χανς Ούλαβσεν». «Μα δεν ξέρουμε πότε ακριβώς έφυγε από τη Φιελμπάκα ο Νορβηγός» είπε η Ερίκα και ζάρωσε το μέτωπό της. «Εγώ πάντως δεν έχω βρει κανένα στοιχείο γι’ αυτό. Δεν έχω ιδέα πότε εγκατέλειψε τη μητέρα μου». «Εγώ όμως ξέρω ακριβώς πότε έφυγε ο Χανς Ούλαβσεν» είπε με θριαμβευτικό ύφος ο Σελ και άρχισε να ψάχνει τα χαρτιά στο γραφείο του.
359/499
«Στο περίπου, εν πάση περιπτώσει» πρόσθεσε μετά. «Α, να!» Τράβηξε ένα χαρτί και το έβαλε μπροστά στην Ερίκα. Έδειξε ένα απόσπασμα στη μέση της σελίδας. Η Ερίκα έσκυψε μπροστά και διάβασε φωναχτά: «Ο Σύλλογος της Φιελμπάκα οργάνωσε και φέτος με μεγάλη επιτυχία...» «Όχι, όχι, στη διπλανή στήλη» είπε ο Σελ και έδειξε ξανά. «Α, μάλιστα» είπε η Ερίκα και έκανε μια καινούργια προσπάθεια. «Κατέπληξε μερικούς το γεγονός ότι ο νορβηγός αντιστασιακός που είχε βρει καταφύγιο εδώ στη Φιελμπάκα μάς εγκατέλειψε τόσο απότομα. Πολλοί κάτοικοι της Φιελμπάκα λυπήθηκαν πραγματικά που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να τον αποχαιρετήσουν και να τον ευχαριστήσουν για όσα έκανε στον πόλεμο, του οποίου τη λήξη, ευτυχώς, ζήσαμε...» Η Ερίκα κοίταξε την ημερομηνία στο πάνω μέρος της σελίδας και μετά σήκωσε το κεφάλι. «Δεκαεννιά Ιουνίου 1945». «Ναι, εξαφανίστηκε δηλαδή αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, αν το ερμηνεύω σωστά» είπε ο Σελ, πήρε πίσω το άρθρο και το έβαλε πάνω στα άλλα. «Γιατί όμως;» Η Ερίκα έγειρε το κεφάλι στο πλάι, όπως έκανε πάντα όταν σκεφτόταν. «Θα έλεγα ότι δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα να μιλήσω με τον Άξελ. Ίσως ο αδελφός του να του είχε πει κάτι. Αφήστε, θα το αναλάβω εγώ. Υπάρχει καμία πιθανότητα να μιλήσετε εσείς με τον πατέρα σας;» Ο Σελ έμεινε σιωπηλός. Κατόπιν είπε: «Και βέβαια υπάρχει. Και θα σας ειδοποιήσω αν μάθω κάτι από τον Χάλβορσεν. Κι εσείς όμως πρέπει να με ειδοποιήσετε αμέσως μόλις μάθετε οτιδήποτε. Έγινα κατανοητός;» Είχε σηκώσει προειδοποιητικά το δάχτυλό του. Δεν ήταν συνηθισμένος να συνεργάζεται, αλλά σε αυτή την υπόθεση ήταν φανερά τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας με την Ερίκα. «Θα το ελέγξω και με τις σουηδικές αρχές επίσης» είπε η Ερίκα και σηκώθηκε. «Και υπόσχομαι να σας ενημερώσω αμέσως μόλις μάθω κάτι». Έκανε να φορέσει το μπουφάν της, αλλά σταμάτησε. «Και κάτι ακόμα. Δεν ξέρω αν έχει σημασία, αλλά...» «Πείτε μου, όλα μπορεί να έχουν σημασία» είπε εκείνος γεμάτος περιέργεια και την κοίταξε. «Μίλησα με τον άντρα της Μπρίτα, τον Χέρμαν. Φαίνεται να γνωρίζει κάτι για όλα αυτά... Δεν ξέρω, αλλά αυτή την εντύπωση μου έδωσε. Όταν τον ρώτησα για τον Χανς Ούλαβσεν αντέδρασε πολύ περίεργα, αλλά έπειτα μου
360/499
είπε να ρωτήσω κάποιους ονόματι Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ. Προσπάθησα να δω μήπως υπάρχει κάτι γι’ αυτούς, αλλά δεν βρίσκω τίποτε. Αν και...» «Ναι;» έκανε ο Σελ. «Όχι, δεν ξέρω. Μπορώ να πάρω όρκο ότι δεν τους έχω ξανακούσει. Αλλά κάτι σχετικό με αυτά τα ονόματα μου φαίνεται γνώριμο... Όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ». Ο Σελ χτύπησε το στιλό του στην επιφάνεια του γραφείου. «Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ;» ρώτησε και όταν η Ερίκα έγνεψε καταφατικά, εκείνος έγραψε τα ονόματα σε ένα μπλοκ. «Εντάξει, θα το ελέγξω κι εγώ. Αλλά ούτε κι εμένα μου λένε τίποτα». «Τότε έχουμε δουλειά να κάνουμε» είπε η Ερίκα και χαμογέλασε όταν σταμάτησε στο κατώφλι. Ένιωθε ωραία τώρα που δούλευαν δύο σε αυτή την έρευνα. «Ναι, μάλλον έτσι είναι» είπε ο Σελ αφηρημένα. «Τα λέμε» είπε η Ερίκα. «Ναι, βέβαια» είπε ο Σελ και σήκωσε το τηλέφωνο χωρίς να ρίξει μια ματιά στην Ερίκα που έφευγε. Καιγόταν από την ανυπομονησία να βρει την άκρη σε αυτή την υπόθεση. Η δημοσιογραφική του μύτη τού έλεγε ότι εδώ υπήρχε κάτι που βρομούσε.
«Δεν καθόμαστε να τα πάρουμε όλα από την αρχή;» Ήταν Δευτέρα απόγευμα και στο τμήμα επικρατούσε ηρεμία. «Εντάξει» είπε ο Γιέστα και σηκώθηκε απρόθυμα. «Να έρθει και η Πάουλα;» «Φυσικά» είπε ο Μάρτιν και πήγε να τη φωνάξει. Ο Μέλμπεργ είχε βγάλει βόλτα τον Ερνστ, και η Άνικα φαινόταν απασχολημένη στη ρεσεψιόν, οπότε κάθισαν οι τρεις τους στην κουζίνα, με όλο το υπάρχον υλικό της έρευνας μπροστά τους. «Έρικ Φράνκελ» είπε ο Μάρτιν και ακούμπησε το στιλό του σε μια λευκή, άγραφη σελίδα του μπλοκ του. «Δολοφονήθηκε στο σπίτι του, με ένα αντικείμενο που υπήρχε εκεί» είπε η Πάουλα και ο Μάρτιν έγραφε πυρετωδώς. «Μπορεί να μην ήταν εκ προμελέτης» είπε ο Γιέστα και ο Μάρτιν έγνεψε.
361/499
«Δεν υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα στην προτομή που χρησιμοποιήθηκε ως φονικό όπλο, αλλά ούτε φαίνεται να έχει σκουπιστεί, οπότε ο δολοφόνος πρέπει να φορούσε γάντια, κάτι που φυσικά ανατρέπει τη θεωρία ότι δεν ήταν προμελετημένος φόνος» παρενέβη η Πάουλα. Κοίταξε τα γράμματα του Μάρτιν στο μπλοκ. «Σοβαρά τώρα, μη μου πεις ότι θα μπορείς να διαβάσεις αυτά τα γράμματα μετά» έκανε με δυσπιστία εκείνη, μια που οι λέξεις έμοιαζαν με ιερογλυφικά. Ή με στενογραφία. «Και βέβαια μπορώ, αν τα καθαρογράψω στον υπολογιστή αμέσως μόλις τελειώσουμε» είπε με χαμόγελο ο Μάρτιν και συνέχισε να γράφει. «Αλλιώς την πάτησα». «Ο Έρικ Φράνκελ πέθανε από ένα και μόνο δυνατό χτύπημα στον κρόταφο» είπε ο Γιέστα και έβγαλε μπροστά τις φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος. «Ο δολοφόνος άφησε κατόπιν το όπλο του εγκλήματος». «Κι αυτό συντελεί επίσης στο να μη φαίνεται σαν ιδιαίτερα ψυχρή ή εκ προμελέτης δολοφονία» είπε η Πάουλα και σηκώθηκε για να σερβίρει καφέ. «Το μόνο που μπορέσαμε να προσδιορίσουμε ως πιθανή απειλή είναι ότι ο Φράνκελ ήταν ειδικός στον ναζισμό και οι γνώσεις του φαίνεται να προκάλεσαν διαμάχη ανάμεσα στον ίδιο και στη νεοναζιστική οργάνωση Φίλοι της Σουηδίας». Ο Μάρτιν πήρε τα πέντε γράμματα στις πλαστικές θήκες και τα άπλωσε στο τραπέζι. «Και εκτός αυτού έχει προσωπική σχέση με την οργάνωση μέσω του παιδικού του φίλου Φρανς Ρίνγκχολμ». «Έχουμε κάποιο στοιχείο που μπορεί να συνδέσει τον Φρανς με τον φόνο; Οτιδήποτε;» Η Πάουλα κοιτούσε τα γράμματα σαν να ήθελε να τα κάνει να μιλήσουν. «Όχι ιδιαίτερα, διότι τρεις ναζί φίλοι του ισχυρίζονται πως ο Φρανς βρισκόταν στη Δανία μαζί τους τις μέρες εκείνες. Βέβαια, αυτό δεν είναι τόσο ακλόνητο άλλοθι, αν υπάρχει κάτι που να ονομάζεται ακλόνητο άλλοθι, αλλά δεν έχουμε αρκετά πειστήρια για να αρχίσουμε. Τα ίχνη πατημασιών που βρήκαμε ανήκαν στα παιδιά που μπήκαν στο σπίτι, κατά τ’ άλλα ούτε ίχνη παπουτσιών έχουμε ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, ή κάτι άλλο πέρα από όσα αναμενόταν να βρούμε εκεί».
362/499
«Θα πιούμε κανέναν καφέ ή σκέφτεσαι να σταθείς εκεί με την κανάτα για πάντα;» είπε ο Γιέστα επειδή η Πάουλα στεκόταν ακίνητη με την κανάτα καφέ στο χέρι. «Αν πεις “σε παρακαλώ” μπορεί να πιεις καφέ» είπε περιπαικτικά η Πάουλα και ο Γιέστα μούγκρισε απρόθυμα ένα «σε παρακαλώ». «Έπειτα έχουμε την ημερομηνία» είπε ο Μάρτιν και έγνεψε στην Πάουλα για να την ευχαριστήσει που του έβαλε κι εκείνου καφέ. «Μπορέσαμε ήδη με σχετική σιγουριά να συμπεράνουμε ότι πέθανε μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι Ιουνίου. Έχουμε ένα χρονικό εύρος δύο ημερών. Και έπειτα έμεινε εκεί νεκρός, μια που ο αδελφός του ήταν στο εξωτερικό και κανείς δεν περίμενε νέα του Έρικ, εκτός πιθανώς από τη Βιούλα, αλλά όπως είδαμε ο ίδιος είχε φροντίσει να διαλύσει τη σχέση τους λίγο πριν». «Και κανείς δεν είδε τίποτα; Γιέστα, μίλησες με όλους τους γείτονες; Είδαν μήπως κανένα άγνωστο αυτοκίνητο τριγύρω; Ίσως κάποιον που έκανε ύποπτες κινήσεις;» Ο Μάρτιν τον κοιτούσε με ερωτηματικό βλέμμα. «Μα δεν υπάρχουν και πολλοί γείτονες για να μιλήσεις» έκανε βλοσυρά ο Γιέστα. «Αυτό σημαίνει πως δεν μίλησες με κανέναν;» «Μίλησα με όλους τους γείτονες, και κανείς δεν είδε τίποτα». «Εντάξει, τότε αυτό το αφήνουμε προς το παρόν». Ο Μάρτιν αναστέναξε και ήπιε μια γουλιά καφέ. «Η Μπρίτα Γιούχανσον; Είναι αναντίρρητα μια περίεργη σύμπτωση που φαίνεται να έχει σχέση με τον Έρικ Φράνκελ. Και με τον Φρανς Ρίνγκχολμ επίσης. Βέβαια, πρόκειται για μια σχέση που είχε αρχίσει σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν, ωστόσο έχουμε λίστες τηλεφωνικών κλήσεων που αποδεικνύουν ότι υπήρξε κάποια επαφή μεταξύ τους τον Ιούνιο· τόσο ο Φρανς όσο και ο Έρικ συναντήθηκαν με την Μπρίτα εκείνο το διάστημα». Ο Μάρτιν έκανε μια παύση και τους κοίταξε διερευνητικά. «Γιατί να επιλέξουν ειδικά αυτό το διάστημα να έρθουν σε επαφή ξανά έπειτα από εξήντα χρόνια; Να πιστέψουμε τον άντρα της Μπρίτα που λέει ότι αυτό έγινε για χάρη της συζύγου του, επειδή η αρρώστια της επιδεινωνόταν όλο και περισσότερο και ήθελε να θυμηθεί τα παλιά;» «Προσωπικά πιστεύω ότι αυτά είναι μπούρδες» είπε η Πάουλα και έφερε ένα πακέτο με μπισκότα. Τράβηξε την πλαστική ταινία από τη μια άκρη και
363/499
πήρε τρία μπισκότα πριν δώσει το πακέτο στους άλλους. «Δεν πιστεύω λέξη. Νομίζω πως αν μπορούσαμε να μάθουμε γιατί συναντήθηκαν, η έρευνά μας θα διευκολυνόταν. Αλλά ο Φρανς είναι σιωπηλός σαν τάφος, και ο Άξελ μάς σερβίρει την ίδια ιστορία με τον Χέρμαν». «Και δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε τις καταθέσεις» είπε ο Γιέστα που ταυτόχρονα αφαιρούσε με χειρουργική ακρίβεια το στρώμα της κρέμας βανίλιας από το μπισκότο του. Στη συνέχεια έγλειψε σχολαστικά την κρέμα σοκολάτας πριν συνεχίσει: «Όσον αφορά τον φόνο του Φράνκελ εννοώ». Ο Μάρτιν κοίταξε έκπληκτος τον Γιέστα. Δεν ήξερε ότι είχε απασχολήσει τον Γιέστα και αυτό το κομμάτι της έρευνας, αφού τις περισσότερες φορές εφάρμοζε την τακτική «λαμβάνω υπόψη μόνο τις πληροφορίες που μου δίνουν». «Ναι, ως προς αυτό το θέμα είχαμε την ευγενική βοήθεια του Χέντστρεμ το Σάββατο» είπε ο Μάρτιν και έβγαλε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει όταν του τηλεφώνησε ο Πάτρικ και του είπε τι είχε γίνει κατά την επίσκεψη στο σπίτι του Βίλχελμ Φριντέν. «Μάλιστα. Και τι ανακάλυψε λοιπόν;» Ο Γιέστα πήρε ακόμα ένα μπισκότο και ακολούθησε την ίδια διαδικασία. Απομάκρυνε προσεκτικά την κρέμα βανίλιας, έγλειψε την κρέμα σοκολάτας και μετά άφησε το μπισκότο. «Μα, Γιέστα, δεν γίνεται και να γλείφεις τη σοκολάτα και να πετάς τα υπόλοιπα!» είπε η Πάουλα θυμωμένη. «Κι εσύ τι είσαι δηλαδή; Η αστυνομία των μπισκότων;» αποκρίθηκε ο Γιέστα και πήρε επιδεικτικά άλλο ένα μπισκότο. Η Πάουλα ρουθούνισε εξοργισμένη, αλλά απομάκρυνε το πακέτο με τα μπισκότα και το άφησε στον πάγκο της κουζίνας. «Δυστυχώς, η επίσκεψη δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτική» είπε ο Μάρτιν. «Ο Βίλχελμ Φριντέν πέθανε μόλις πριν από δύο εβδομάδες και η χήρα και ο γιος του δεν γνώριζαν τίποτα για τις καταθέσεις. Δεν μπορούμε, φυσικά, να ξέρουμε αν έλεγαν αλήθεια, αλλά ο Πάτρικ είπε ότι του φάνηκαν ειλικρινείς. Ο γιος, πάντως, υποσχέθηκε να ζητήσει από τον δικηγόρο να στείλει τα χαρτιά του πατέρα του που αφορούν τα οικονομικά του, οπότε μπορεί να υπάρχει κάτι εκεί, αν είμαστε τυχεροί».
364/499
«Ο αδελφός του; Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό;» Ο Γιέστα κοιτούσε άπληστα το πακέτο με τα μπισκότα στον πάγκο και φαινόταν πως σκεφτόταν αν θα έμπαινε στον κόπο να πάει να το πάρει. «Τηλεφωνήσαμε και ρωτήσαμε τον Άξελ» είπε η Πάουλα και έριξε στον Γιέστα ένα προειδοποιητικό βλέμμα. «Αλλά δεν είχε ιδέα γιατί ο Έρικ πλήρωνε αυτά τα ποσά». «Και τον πιστεύουμε;» Ο Γιέστα υπολόγιζε την απόσταση από την καρέκλα μέχρι τον πάγκο. Με μια αιφνίδια επιδρομή θα τα κατάφερνε μάλλον. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Δύσκολα τον διαβάζεις αυτό τον άνθρωπο. Τι λες κι εσύ, Πάουλα;» Ο Μάρτιν στράφηκε προς το μέρος της. Κι ενώ εκείνη σκεφτόταν, ο Γιέστα άδραξε την ευκαιρία. Πετάχτηκε πάνω και όρμησε προς το πακέτο με τα μπισκότα, αλλά η Πάουλα τίναξε το αριστερό της χέρι με ταχύτητα κόμπρας και το άρπαξε. «Όχι, Γιέστα, με τίποτα...» Του έκλεισε το μάτι κι εκείνος δεν μπόρεσε να μη σκάσει ένα μικρό χαμόγελο. Είχε αρχίσει να γουστάρει τα πειράγματά τους. Η Πάουλα στράφηκε προς τον Μάρτιν, έχοντας πλέον τα μπισκότα στα γόνατά της. «Συμφωνώ απολύτως μαζί σου. Είναι δύσκολο να τον διαβάσεις αυτό τον άνθρωπο... Οπότε δεν ξέρω». Κούνησε το κεφάλι της. «Πάμε πάλι στην Μπρίτα» είπε ο Μάρτιν και έγραψε στο μπλοκ ΜΠΡΙΤΑ με κεφαλαία γράμματα. Υπογράμμισε το όνομα. «Το καλύτερο από τα στοιχεία μας, κατά την άποψή μου, είναι το γεγονός ότι ο Πέντερσεν βρήκε πιθανότατα το DNA του δολοφόνου κάτω από τα νύχια της. Και βέβαια το γεγονός ότι γρατσούνισε εκείνον που την έπνιξε, στο πρόσωπο ή στα χέρια. Πήγαμε το πρωί και κάναμε μερικές ερωτήσεις στον Χέρμαν, ο οποίος δεν είχε καμία γρατσουνιά. Είπε επίσης ότι η Μπρίτα ήταν νεκρή όταν εκείνος έφτασε στο σπίτι. Ότι κειτόταν νεκρή στο κρεβάτι με το μαξιλάρι στο πρόσωπο». «Ωστόσο, επιμένει ότι είναι ένοχος για τον θάνατό της» συμπλήρωσε η Πάουλα. «Γιατί το λέει αυτό, τι εννοεί;» Ο Γιέστα συνοφρυώθηκε. «Προστατεύει κάποιον;»
365/499
«Ναι, αυτό πιστεύουμε κι εμείς». Το πρόσωπο της Πάουλα μαλάκωσε και έσπρωξε το πακέτο με τα μπισκότα προς τον Γιέστα. «Πάρε και knock yourself out». «Νοκ τι πράγμα;» έκανε ο Γιέστα του οποίου οι γνώσεις στα αγγλικά περιορίζονταν σε εκφράσεις που είχαν σχέση με το γκολφ, ενώ η προφορά του ακόμα και σε αυτές χρειαζόταν σοβαρή βελτίωση. «Δώσ' τα όλα με τη σοκολάτα σου» απάντησε η Πάουλα. «Έπειτα είναι και το δακτυλικό αποτύπωμα» είπε ο Μάρτιν διασκεδάζοντας με τα φιλικά πειράγματα της Πάουλα προς τον Γιέστα. Αν δεν τον ήξερε καλά, θα πίστευε πως ο ηλικιωμένος συνάδελφός τους είχε αρχίσει να μαλακώνει πολύ. «Ένα και μοναδικό δακτυλικό αποτύπωμα σε κάποιο από τα κουμπιά του μαξιλαριού. Δεν είναι και καμιά φοβερή ανακάλυψη» είπε βλοσυρά ο Γιέστα. «Από μόνο του όχι, δεν είναι. Αλλά αν το δακτυλικό αποτύπωμα προέρχεται από το ίδιο άτομο που άφησε το DNA του κάτω από τα νύχια της Μπρίτα, το θεωρώ εξαιρετικά ελπιδοφόρο». Ο Μάρτιν υπογράμμισε το ακρωνύμιο DNA στο μπλοκ του. «Πότε θα είναι έτοιμο το προφίλ του DNA;» ρώτησε η Πάουλα. «Την Πέμπτη υπολογίζουν από το εργαστήριο» απάντησε ο Μάρτιν. «Εντάξει, και μετά πρέπει να βγούμε να πάρουμε δείγματα DNA από μερικούς μερικούς». Η Πάουλα τέντωσε τα πόδια της. Καμιά φορά αναρωτιόταν αν τα συμπτώματα που είχε η Γιοχάνα λόγω εγκυμοσύνης ήταν κολλητικά. Μέχρι στιγμής είχε αποκτήσει πόνους στα πόδια, κάτι παράξενες μικρές συσπάσεις και απίστευτη όρεξη για φαγητό. «Έχουμε υποψήφιους δηλαδή για λήψη δείγματος DNA». Ο Γιέστα ήταν τώρα στο πέμπτο μπισκότο. «Πρωτίστως τον Άξελ και τον Φρανς». «Και γιατί να περιμένουμε μέχρι την Πέμπτη; Θα πάρει ούτως ή άλλως μερικές μέρες για τα αποτελέσματα, και εδώ που τα λέμε οι πληγές επουλώνονται, οπότε πάμε να τους ρίξουμε μια ματιά το συντομότερο δυνατόν» είπε ο Γιέστα. «Πολύ καλή ιδέα, Γιέστα» είπε ο Μάρτιν έκπληκτος. «Θα το κάνουμε αύριο κιόλας. Τίποτε άλλο; Κάτι που ίσως ξεχάσαμε ή μας διέφυγε;»
366/499
«Τι να μας έχει διαφύγει;» ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα. Εμφανίστηκε ο Μέλμπεργ με τον Ερνστ ελαφρώς λαχανιασμένο στο κατόπι του. Το σκυλί είδε μεμιάς τον σωρό με τα απομεινάρια από τα μπισκότα του Γιέστα και έτρεξε να καθίσει αμέσως στα πόδια του με βλέμμα επαίτη. Η επαιτεία απέδωσε και τα μπισκότα εξαφανίστηκαν με μια μπουκιά. «Απλώς κάνουμε ανασκόπηση ορισμένων θεμάτων, προσπαθούμε να ελέγξουμε αν μας διέφυγε κάτι» είπε ο Μάρτιν και έδειξε τα έγγραφα που ήταν μπροστά τους στο τραπέζι. «Και μόλις είπαμε να πάμε να πάρουμε δείγμα DNA από τον Άξελ και τον Φρανς αύριο». «Ναι, ναι, κάντε το» είπε ανυπόμονα ο Μέλμπεργ, φοβούμενος μήπως τον έμπλεκαν κι αυτόν στην πραγματική δουλειά που έπρεπε να γίνει. «Συνεχίστε αυτό που κάνετε. Καλά τα πάτε». Φώναξε τον Ερνστ, που τον ακολούθησε κουνώντας την ουρά, και μπήκαν παρέα στο γραφείο του αφεντικού του, εκεί όπου πήγε και ξάπλωσε στη συνηθισμένη του θέση, στα πόδια του Μέλμπεργ. «Εκείνη η συμφωνία να βρεθεί κάποιος άλλος να πάρει τον σκύλο φαίνεται πως πάγωσε» είπε η Πάουλα γελώντας. «Πρέπει μάλλον να σταματήσουμε να θεωρούμε τον Ερνστ αδέσποτο. Αν και δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος ακριβώς φροντίζει ποιον σε αυτή τη σχέση, που να πάρει ο διάολος. Επίσης κυκλοφορεί ευρέως η φήμη ότι ο Μέλμπεργ έγινε βασιλιάς της σάλσα τώρα στα γεράματα» είπε ο Γιέστα ρουθουνίζοντας. Ο Μάρτιν χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και είπε ψιθυριστά. «Ναι, το παρατηρήσαμε κι εμείς... Σήμερα το πρωί, όταν μπήκα στο γραφείο του, ήταν στο πάτωμα και έκανε διατάσεις...» «Έλα! Πλάκα μού κάνεις!» είπε ο Γιέστα με τα μάτια γουρλωμένα. «Πώς διάολο τα κατάφερνε;» «Δεν τα κατάφερνε» είπε ο Μάρτιν γελώντας. «Ήθελε να αγγίξει καθιστός στο πάτωμα τα δάχτυλα των ποδιών του, αλλά δεν μπορούσε λόγω κοιλιάς. Για να αναφέρω μόνο ένα εμπόδιο». «Για συμμαζευτείτε εσείς οι δυο, τα μαθήματα σάλσα που παρακολουθεί ο Μέλμπεργ τα κάνει η μαμά μου» είπε η Πάουλα προειδοποιητικά. Ο Γιέστα και ο Μάρτιν την κοίταξαν εμβρόντητοι. «Και η μαμά κάλεσε τον Μέλμπεργ στο σπίτι μας για μεσημεριανό τις προάλλες και... όντως ήταν πολύ ευχάριστος» ολοκλήρωσε η Πάουλα.
367/499
Τώρα ο Μάρτιν και ο Γιέστα είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Ο Μέλμπεργ μαθαίνει σάλσα στη σχολή της μητέρας σου; Και έφαγε μεσημεριανό μαζί σας; Ώρα είναι να αρχίσεις να φωνάζεις τον Μέλμπεργ “μπαμπά”» έκανε γελώντας τρανταχτά ο Μάρτιν και ο Γιέστα τον μιμήθηκε. «Α, κόφτε το πια» είπε με ξινισμένο ύφος η Πάουλα και σηκώθηκε να φύγει. «Τελειώσαμε, έτσι;» συμπλήρωσε και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Μάρτιν και ο Γιέστα κοιτάχτηκαν αποσβολωμένοι, αλλά μετά έσκασαν στα γέλια. Όλα αυτά είχαν πραγματικά πολλή πλάκα.
Το Σαββατοκύριακο είχε περάσει με πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη. Ο Νταν και η Μπελίντα λογομαχούσαν ασταμάτητα και η Άννα ένιωθε το κεφάλι της να γίνεται χιλιάδες κομμάτια από το πανδαιμόνιο. Αναγκάστηκε να τους φωνάξει πολλές φορές, να τους παρακαλέσει να σκεφτούν τον Άντριαν και την Έμα, και για καλή της τύχη αυτό το επιχείρημα φάνηκε να πείθει τους δύο μονομάχους. Παρόλο που η Μπελίντα δεν θα το παραδεχόταν ποτέ ανοιχτά, λάτρευε τα παιδιά, κάτι που έκανε την Άννα να της συγχωρεί πολλά από την επιθετική συμπεριφορά της. Επίσης σκεφτόταν καμιά φορά ότι ο Νταν δεν καταλάβαινε ακριβώς τι περνούσε η μεγαλύτερη κόρη του και γιατί αντιδρούσε όπως αντιδρούσε. Ήταν σαν να είχαν παγιδευτεί σε ένα είδος αδιεξόδου μεταξύ τους, από το οποίο κανείς τους δεν ήξερε πώς θα έβγαιναν. Η Άννα αναστέναξε καθώς γυρόφερνε στο καθιστικό και συμμάζευε τα παιχνίδια των παιδιών της, τα οποία είχαν καταφέρει να σκορπίσουν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια. Τις τελευταίες μέρες, επίσης, είχε προσπαθήσει να χωνέψει το γεγονός ότι αυτή και ο Νταν θα αποκτούσαν παιδί. Η σκέψη απασχολούσε συνεχώς το μυαλό της και χρειάστηκε να σπαταλήσει πολλή ενέργεια για να καταπνίξει τους φόβους της. Εκτός αυτού είχε αρχίσει να νιώθει εξίσου άσχημα όπως στις προηγούμενες εγκυμοσύνες. Δεν έκανε τόσο συχνά εμετό, αλλά είχε μονίμως μια αίσθηση αναγούλας και ανακατέματος στο στομάχι, σαν να έπασχε από μόνιμη ναυτία. Ο Νταν είχε παρατηρήσει ότι η Άννα είχε χάσει λίγο τη συνηθισμένη της όρεξη και έτρεχε ξοπίσω της σαν ανήσυχη υπερπροστατευτική μητέρα, προσπαθώντας να τη δελεάσει με διάφορα φαγητά.
368/499
Κάθισε στον καναπέ και έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της, ενώ προσπαθούσε να επικεντρωθεί στην αναπνοή της για να θέσει υπό έλεγχο τη ναυτία. Όταν περίμενε τον Άντριαν, η ναυτία αυτή είχε κρατήσει μέχρι τον έκτο μήνα· είχε περάσει μερικούς πραγματικά ατέλειωτους μήνες... Από τον πάνω όροφο ακούστηκαν πάλι φωνές, με τη συνοδεία της δυνατής μουσικής από το στερεοφωνικό της Μπελίντα. Δεν άντεχε άλλο. Απλώς δεν άντεχε άλλο. Ένιωσε αναγούλα, και οι σπασμοί του εμετού έκαναν την ξινίλα να φτάσει μέχρι το στόμα. Σηκώθηκε αμέσως και πήγε στην τουαλέτα του κάτω ορόφου, γονάτισε μπροστά στη λεκάνη και προσπάθησε να βγάλει αυτό που ανεβοκατέβαινε στον λαιμό της. Αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Μόνο ξερά αναγουλιάσματα, που δεν πρόσφεραν ανακούφιση, ούτε καν προσωρινή. Σηκώθηκε ξανά απαυδισμένη, σκούπισε το στόμα της με μια πετσέτα και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Αυτό που είδε την τρόμαξε. Είχε το ίδιο χρώμα με τη λευκή πετσέτα που κρατούσε και τα μάτια της ήταν μεγάλα και φοβισμένα. Όπως ήταν δηλαδή τα χρόνια που ζούσε με τον Λούκας. Κι όμως, όλα ήταν τόσο διαφορετικά τώρα. Πολύ καλύτερα. Χάιδεψε την επίπεδη ακόμη κοιλιά της. Τόση ελπίδα. Και τόσος φόβος. Συγκεντρωμένα σε ένα μικρό σημείο της κοιλιάς της, στη μήτρα της. Τόσο εξαρτημένο, τόσο μικρό. Φυσικά και είχε σκεφτεί να αποκτήσει παιδί με τον Νταν. Αλλά όχι τώρα, όχι τόσο γρήγορα. Κάποια στιγμή, σε ένα μακρινό, αόριστο μέλλον. Αφότου θα ηρεμούσαν τα πράγματα. Ωστόσο, ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό να κάνει κάτι γι’ αυτό, τώρα που τα πράγματα ήταν όπως ήταν. Ο δεσμός είχε ήδη δημιουργηθεί. Ο αόρατος, εύθραυστος, αλλά και ισχυρός δεσμός ανάμεσα στην ίδια και σε αυτό που δεν φαινόταν ακόμη διά γυμνού οφθαλμού. Πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε από το μπάνιο. Οι φωνές είχαν μεταφερθεί στο χολ. «Είπα ότι θα πάω στη Λίντα. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις, ρε γαμώτο; Πρέπει να έχω κι εγώ φίλους! Ή μήπως απαγορεύεται κι αυτό τώρα, κωλόγερε!» Η Άννα αισθάνθηκε ότι ο Νταν έπαιρνε φόρα για να δώσει στην Μπελίντα μια ξεγυρισμένη απάντηση, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή η υπομονή της εξαντλήθηκε. Με μεγάλες δρασκελιές πήγε κοντά του και επιτέθηκε με τέτοια ορμή που ήταν σαν να μαχόταν υπέρ βωμών και εστιών:
369/499
«Εσείς οι δύο το ΒΟΥΛΩΝΕΤΕ! Τώρα! Καταλάβατε; Συμπεριφέρεστε σαν μικρά παιδιά και οι δύο, κι αυτό τελειώνει ΤΩΡΑ!» Σήκωσε το δάχτυλο και συνέχισε πριν προλάβει κανένας από τους άλλους δύο να τη διακόψει: «Νταν, εσύ φρόντισε να σταματήσεις να γκρινιάζεις στην Μπελίντα, πρέπει να καταλάβεις πως δεν μπορείς να την κλειδώνεις μέσα! Είναι δεκαεπτά χρόνων και πρέπει να συναντάει τους φίλους της!» Το πρόσωπο της Μπελίντα φωτίστηκε από ένα χαμόγελο ικανοποίησης, αλλά η Άννα δεν είχε τελειώσει ακόμη. «Και εσύ σταμάτα να κάνεις σαν παιδάκι και άρχισε να συμπεριφέρεσαι σαν ενήλικη, αν θέλεις να σε αντιμετωπίζουν ως τέτοια! Και δεν θέλω να ακούσω άλλες μαλακίες επειδή εγώ και τα παιδιά μένουμε εδώ, διότι τώρα αυτό συμβαίνει είτε σου αρέσει είτε όχι, και είμαστε πρόθυμοι να γνωριστούμε καλύτερα μαζί σου αν μας δώσεις μια ευκαιρία!» Η Άννα πήρε λαχανιασμένη μια ανάσα και συνέχισε με ένα ύφος που ανάγκασε τον Νταν και την Μπελίντα να σταθούν προσοχή τρομοκρατημένοι: «Και επίσης δεν πρόκειται να φύγουμε, αν αυτό είναι το σχέδιό σου, διότι εγώ και ο πατέρας σου θα αποκτήσουμε παιδί, οπότε τα παιδιά μου και οι αδελφές σου θα συνδεθούν οικογενειακά μεταξύ τους με το παιδί αυτό. Και θέλω πάρα πολύ να τα βρούμε, αλλά δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου, πρέπει να βοηθήσετε κι εσείς! Ένα μωρό θα γεννηθεί την άνοιξη, είτε το θέλεις είτε όχι, και να με πάρει ο διάολος αν νομίζεις ότι σκέφτομαι να τα ανεχτώ όλα αυτά μέχρι τότε!» Η Άννα ξέσπασε σε κλάματα, ενώ οι άλλοι δύο στέκονταν σαν πετρωμένοι. Έπειτα η Μπελίντα έβγαλε έναν λυγμό, κοίταξε τον Νταν και την Άννα και βγήκε τρέχοντας από την πόρτα, την οποία βρόντηξε όσο δυνατότερα μπορούσε. «Ωραία τα κατάφερες, Άννα. Ήταν πραγματικά απαραίτητο αυτό;» είπε ο Νταν κουρασμένα. Η Έμα και ο Άντριαν είχαν επίσης αντιδράσει σε όλη αυτή τη φασαρία και τώρα παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στο χολ μην ξέροντας τι να κάνουν. «Ε, άντε στον διάολο» είπε η Άννα και άρπαξε ένα μπουφάν. Η εξώπορτα βρόντηξε για δεύτερη φορά.
370/499
«Γεια σου. Πού ήσουνα;» Ο Πάτρικ συνάντησε την Ερίκα στην πόρτα και τη φίλησε στο στόμα. Η Μάγια ήθελε κι αυτή ένα φιλί από τη μαμά και ήρθε τρέχοντας, με κάποια αστάθεια, και με τα χέρια απλωμένα. «Είχα δύο ενδιαφέρουσες συνομιλίες θα έλεγα, χωρίς να υπερβάλλω». Η Ερίκα κρέμασε το μπουφάν της κι έπειτα ακολούθησε τον Πάτρικ στο καθιστικό. «Μπα; Για ποιο πράγμα;» ρώτησε όλο περιέργεια ο Πάτρικ. Κάθισε στο πάτωμα και συνέχισε τη δραστηριότητα στην οποία επιδίδονταν με τη Μάγια όταν άκουσαν την Ερίκα να έρχεται: έχτιζαν τον μεγαλύτερο πύργο του κόσμου από τουβλάκια. «Νόμιζα πως το νόημα ήταν να ασκείται η Μάγια με αυτά τα τουβλάκια, ή κάνω λάθος;» είπε γελώντας η Ερίκα και κάθισε δίπλα τους. Παρατηρούσε γελώντας τον άντρα της που προσπαθούσε, απόλυτα συγκεντρωμένος, να τοποθετήσει ένα κόκκινο τουβλάκι στην κορυφή ενός πύργου που ήταν ψηλότερος από τη Μάγια. «Σσς...» έκανε ο Πάτρικ και έβγαλε λίγο έξω τη γλώσσα του καθώς, με όσο πιο σταθερό χέρι μπορούσε, πάσχιζε να τοποθετήσει το τουβλάκι στην ήδη ετοιμόρροπη κατασκευή. «Μάγια, μπορείς να δώσεις στη μαμά το κίτρινο τουβλάκι» είπε με έναν θεατρινίστικο ψίθυρο η Ερίκα στη Μάγια και έδειξε το τουβλάκι που ήταν στον πάτο της κατασκευής. Η Μάγια έλαμψε ολόκληρη στην προοπτική να κάνει το χατίρι της μαμάς, έσκυψε και τράβηξε αμέσως το τουβλάκι, διαλύοντας μεμιάς το επιμελώς στημένο κατασκεύασμα του Πάτρικ. Ο Πάτρικ έμεινε ακίνητος με το κόκκινο τουβλάκι στον αέρα. «Α, ευχαριστώ πολύ» είπε πεισμωμένος και έριξε μια άγρια ματιά στην Ερίκα. «Έχεις υπόψη σου τι δεξιότητα απαιτείται για να χτίσεις έναν τόσο ψηλό πύργο, με πόση ακρίβεια χιλιοστού και με πόσο σταθερό χέρι πρέπει να δουλέψεις;» «Υπάρχει κάποιος που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τι εννοούσα όταν έλεγα για έναν ολόκληρο χρόνο ότι ένιωθα την έλλειψη ερεθισμάτων;» αντιγύρισε γελώντας η Ερίκα. Έσκυψε μπροστά και έδωσε στον άντρα της ένα φιλί. «Χμ, ναι, αρχίζω να καταλαβαίνω» της είπε και τη φίλησε κι εκείνος, χρησιμοποιώντας και τη γλώσσα του. Η Ερίκα ανταποκρίθηκε στην πρόκληση, και το φιλί εξελίχθηκε σε μικρές περιπτύξεις, οι οποίες διακόπηκαν όταν η Μάγια, με μεγάλη ακρίβεια, πέταξε ένα τουβλάκι στο κεφάλι του μπαμπά της.
371/499
«Άι!» Ο Πάτρικ έπιασε το κεφάλι του και μετά σήκωσε το δάχτυλό του προς τη Μάγια. «Τι τρόποι είναι αυτοί! Να πετάς τουβλάκια στον μπαμπά σου, όταν προσπαθεί κι αυτός μια φορά στο τόσο να πασπατέψει λίγο τη μαμά». «Πάτρικ!» Η Ερίκα τού έριξε μια στον ώμο. «Είναι πραγματικά απαραίτητο να μάθουμε στην κόρη μας το ρήμα “πασπατεύω” από αυτή την ηλικία;» «Αν θέλει αδελφάκια πρέπει να μάθει να ανέχεται το θέαμα του μπαμπά και της μαμάς που χαϊδολογιούνται» είπε εκείνος και η Ερίκα είδε ότι ο άντρας της είχε εκείνη τη γνώριμη λάμψη στα μάτια. Σηκώθηκε. «Ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη για κάποιο καιρό ακόμη. Αλλά μπορούμε να εξασκηθούμε λίγο απόψε...» Του έκλεισε το μάτι και πήγε στην κουζίνα. Επιτέλους είχαν αρχίσει να ξαναθυμούνται αυτό το κομμάτι της συζυγικής ζωής. Ήταν απίστευτο πόσο καταστροφικό αποτέλεσμα είχε η άφιξη ενός παιδιού στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, ωστόσο έπειτα από έναν χρόνο αρκετά ισχνό από αυτή την άποψη είχαν αρχίσει να ξαναβρίσκουν τον ρυθμό τους. Βέβαια, έπειτα από έναν χρόνο στο σπίτι, η Ερίκα δεν είχε καν τη διάθεση να σκεφτεί να χαρίσουν στη Μάγια αδελφάκια. Ένιωθε πως έπρεπε να προσγειωθεί ξανά στο επίπεδο του ενήλικα, προτού επιστρέψει στον κόσμο των μωρών. «Τι ενδιαφέρουσες συζητήσεις έκανες σήμερα λοιπόν;» ρώτησε ο Πάτρικ που την είχε ακολουθήσει στην κουζίνα. Η Ερίκα τού μίλησε για τα δύο ταξιδάκια της στην Ουντεβάλα, και τι είχε αποκομίσει από αυτά. «Δεν αναγνωρίζεις, δηλαδή, τα ονόματα;» έκανε ο Πάτρικ και ζάρωσε το μέτωπό του αφού άκουσε την Ερίκα να αφηγείται όσα της είχε πει ο Χέρμαν. «Όχι, κι εδώ είναι το περίεργο. Δεν θυμάμαι να τα έχω ξανακούσει, αλλά μου φαίνεται πως υπάρχει κάτι που... Ω, δεν ξέρω. Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ. Μου φαίνονται κάπως γνώριμα». «Έτσι εσύ και ο Σελ Ρίνγκχολμ θα ενώσετε τις δυνάμεις σας για να εντοπίσετε αυτόν τον... Χανς Ούλαβσεν;» Ο Πάτρικ ακουγόταν δύσπιστος και η Ερίκα κατάλαβε πού το πήγαινε. «Ξέρω, ξέρω, ακούγεται σαν καθαρή εικασία. Δεν έχω ιδέα τι ρόλο έπαιξε αυτός, αλλά κάτι μου λέει ότι ήταν σημαντικός. Εννοώ ότι ακόμα και αν δεν έχει καμία σχέση με τους φόνους, φαίνεται πως κάτι σήμαινε για τη μητέρα μου.
372/499
Άλλωστε αποκεί άρχισαν όλα για μένα. Απλώς θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτή». «Ναι, αλλά θα ήθελα να προσέχεις λίγο». Ο Πάτρικ έβαλε ένα κατσαρόλι για να ζεστάνει νερό. «Θα πιεις τσάι;» «Ναι, ευχαριστώ». Η Ερίκα κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. «Τι εννοείς να προσέχω;» «Εννοώ ότι σύμφωνα με όσα έχω ακούσει ο Σελ είναι πολύ πανούργος δημοσιογράφος, οπότε πρέπει να προσέξεις να μη σε εκμεταλλευτεί». «Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Φυσικά, μπορεί να πάρει τις πληροφορίες που θα ξεθάψω εγώ και μετά να μη μου δώσει τίποτα σε αντάλλαγμα, αλλά αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Κι αυτό το ρίσκο πρέπει να το πάρω. Αλλά πιστεύω πως δεν θα κάνει κάτι τέτοιο. Συμφωνήσαμε να μιλήσω εγώ με τον Άξελ Φράνκελ για τον Νορβηγό και να ελέγξω επίσης αν υπάρχει καταχωρισμένος σε κάποια επίσημα σουηδικά αρχεία, και ο Σελ να μιλήσει με τον πατέρα του. Αν και αυτό δεν ήταν ακριβώς μια δουλειά που ανέλαβε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό». «Όχι, αυτοί οι δύο δεν φαίνεται να έχουν και τις καλύτερες σχέσεις» είπε ο Πάτρικ. Γέμισε δύο κούπες με καυτό νερό και έβαλε μέσα από ένα φακελάκι τσάι. «Διάβασα αρκετά από τα άρθρα που έχει γράψει ο Σελ, με τα οποία ξεμπροστιάζει τον πατέρα του με τον χειρότερο τρόπο». «Θα είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ αυτών των δύο» είπε λακωνικά η Ερίκα και πήρε την κούπα που της έδωσε ο Πάτρικ. Τον κοίταζε όσο έπινε προσεκτικά το καυτό τσάι. Από το καθιστικό ακούγονταν οι φωνούλες της Μάγια που κουβέντιαζε με κάποιον άγνωστο συνομιλητή. Προφανώς την κούκλα, την οποία κρατούσε όλη την ώρα κοντά της. «Πώς αισθάνεσαι που δεν συμμετέχεις στην αστυνομική έρευνα σε μια τέτοια υπόθεση;» ρώτησε η Έρικα τον Πάτρικ. «Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν πως δεν μου είναι δύσκολο. Αλλά αντιλαμβάνομαι και την ευκαιρία που έχω να κάθομαι στο σπίτι με τη Μάγια. Άλλωστε η δουλειά εκεί θα είναι και θα με περιμένει. Δεν λέω ότι επιθυμώ οπωσδήποτε έρευνες και για άλλους φόνους, αλλά να... καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Για πες μου τώρα, πώς τα πάτε με την Κάριν;» ρώτησε η Ερίκα προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο ουδέτερη γινόταν.
373/499
Η απάντηση του Πάτρικ καθυστέρησε κάνα δευτερόλεπτο, αλλά μετά είπε: «Δεν ξέρω. Μου φαίνεται τόσο... θλιμμένη. Δεν νομίζω ότι τα πράγματα πήγαν όπως τα ήθελε, και τώρα είναι σε μια κατάσταση που... όχι, δεν ξέρω. Τη λυπάμαι λίγο». «Μετάνιωσε που σε έχασε;» ρώτησε η Ερίκα και περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση. Στην πραγματικότητα δεν είχαν μιλήσει ποτέ για τον γάμο του με την Κάριν, και τις ελάχιστες φορές που είχε προσπαθήσει να τον ρωτήσει της απαντούσε κοφτά και μονοσύλλαβα. «Όχι, δεν νομίζω. Ή μάλλον ναι... Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι μετανιώνει επειδή έκανε αυτό που έκανε, και επειδή τους έπιασα στα πράσα». Γέλασε και η φωνή του πήρε έναν πικραμένο τόνο όταν πέρασε από το μυαλό του μια εικόνα που δεν την είχε δει εδώ και πολύ καιρό και που πίστευε ότι την είχε αφήσει πίσω του. «Αλλά δεν ξέρω... Το ότι έκανε ό,τι έκανε οφειλόταν κυρίως στο γεγονός πως δεν τα πηγαίναμε καλά». «Νομίζεις όμως ότι το θυμάται;» έκανε η Ερίκα. «Μερικές φορές έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε τα πράγματα εκ των υστέρων». «Οπωσδήποτε, αλλά νομίζω ότι το θυμάται. Πρέπει να το θυμάται» είπε ο Πάτρικ, αν και ακουγόταν λίγο συλλογισμένος. «Τέλος πάντων, τι λέει το πρόγραμμα για αύριο;» ρώτησε εντελώς ξαφνικά ο Πάτρικ, σε μια προσπάθεια να αλλάξει θέμα. Η Ερίκα κατάλαβε την πρόθεσή του, αλλά άφησε να περάσει το δικό του. «Σκέφτηκα να πάω να μιλήσω λίγο με τον Άξελ, όπως είπα. Και θα κάνω μερικά τηλεφωνήματα στο ληξιαρχείο και στην εφορία για να βρω μήπως έχουν κάτι για τον Χανς». «Δεν μου λες, δεν είχες κι ένα βιβλίο να γράψεις;» έκανε γελώντας ο Πάτρικ, αλλά ακούστηκε και λίγο ανήσυχος. «Υπάρχει ακόμη χρόνος γι’ αυτό, έχω κάνει την περισσότερη έρευνα. Και δυσκολεύομαι να επικεντρωθώ στο βιβλίο αν δεν λύσω αυτές τις απορίες, οπότε άφησέ με να κάνω το δικό μου και...» «Καλά καλά» είπε ο Πάτρικ και σήκωσε τα χέρια ψηλά για να τη σταματήσει. «Είσαι μεγάλο κορίτσι και μπορείς να διαθέτεις τον χρόνο σου όπως θέλεις. Εγώ και η μικρούλα θα κάνουμε τα δικά μας κι εσύ τα δικά σου». Σηκώθηκε και τη φίλησε στο κεφάλι καθώς πέρασε από δίπλα της.
374/499
«Λοιπόν, τώρα θα πάω να χτίσω ένα καινούργιο αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Σκέφτηκα ένα αντίγραφο του Ταζ Μαχάλ» δήλωσε ο Πάτρικ. Η Ερίκα κούνησε το κεφάλι γελώντας. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν ο άντρας που είχε παντρευτεί ήταν στα καλά του. Μάλλον όχι, ήταν το συμπέρασμά της.
Η Άννα την είδε από μακριά. Μια μικρή μοναχική φιγούρα σε μια από τις πλωτές αποβάθρες. Δεν είχε βγει σκόπιμα να την αναζητήσει. Αλλά καθώς κατηφόριζε το Γκαλερμπάκεν ήξερε ότι έπρεπε να πάει να τη συναντήσει. Η Μπελίντα δεν την άκουσε να πλησιάζει. Καθόταν και κάπνιζε. Είχε ένα πακέτο τσιγάρα και ένα κουτί σπίρτα δίπλα της. «Γεια σου» είπε η Άννα. Η Μπελίντα τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Κοίταξε το τσιγάρο στο χέρι της και για μια στιγμή έδωσε την εντύπωση ότι σκεφτόταν να το κρύψει, τελικά όμως το έβαλε προκλητικά στο στόμα και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. «Μπορώ να πάρω ένα;» ρώτησε η Άννα και κάθισε δίπλα στην Μπελίντα. «Καπνίζεις;» έκανε η Μπελίντα ξαφνιασμένη, αλλά της έδωσε το πακέτο. «Κάπνιζα κάποτε. Για πέντε χρόνια. Αλλά ο... πρώην άντρας μου... Δεν του άρεσε». Ήταν μια πολύ συγκρατημένη περιγραφή. Κάποτε, στις αρχές, όταν ο Λούκας την έπιασε να καπνίζει κρυφά ένα τσιγάρο τής το έσβησε στη μέσα μεριά του αγκώνα της. Είχε ακόμη μια αμυδρή ουλή. «Δεν θα πεις τίποτα στον μπαμπά γι’ αυτό, εντάξει;» έκανε προκλητικά η Μπελίντα και κούνησε το τσιγάρο στον αέρα. Αλλά μετά πρόσθεσε και ένα ψιθυριστό «Σε παρακαλώ». «Αν δεν με καρφώσεις δεν θα σε καρφώσω» είπε η Άννα και έκλεισε τα μάτια όταν τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά. «Σοβαρά θα καπνίσεις; Δεν σκέφτεσαι το... μωρό;» έκανε η Μπελίντα και ακούστηκε ξαφνικά σαν αγανακτισμένη ηλικιωμένη κυρία. Η Άννα γέλασε. «Τούτο εδώ θα είναι το πρώτο και το τελευταίο τσιγάρο που θα καπνίσω στη διάρκεια αυτής της εγκυμοσύνης, το υπόσχομαι». Έμειναν για λίγο σιωπηλές σχηματίζοντας δαχτυλίδια καπνού πάνω από το νερό. Η καλοκαιρινή ζέστη είχε αντικατασταθεί από ένα σεπτεμβριάτικο κρύο όλο υγρασία. Δεν φυσούσε όμως, και η θάλασσα απλωνόταν ήρεμη μπροστά
375/499
τους. Το λιμάνι φαινόταν έρημο, με λίγες μόνο βάρκες στην αποβάθρα, σε αντίθεση με τα καλοκαίρια που τα σκάφη ήταν δεμένα σε διπλές και τριπλές σειρές. «Δεν είναι εύκολο, ε;» ρώτησε η Άννα ατενίζοντας τη θάλασσα. «Ποιο πράγμα;» έκανε με βλοσυρό ύφος η Μπελίντα, αβέβαιη ακόμη για το ποια στάση έπρεπε να τηρήσει απέναντι στην Άννα. «Να είσαι παιδί. Αν και πλησιάζεις στην ενηλικίωση». «Και να σου πω, δεν θα καταλάβεις» αποκρίθηκε η Μπελίντα και κλότσησε ένα βότσαλο στη θάλασσα. «Όχι, βέβαια, δίκιο έχεις, εγώ γεννήθηκα μεγάλη» είπε γελώντας η Άννα και σκούντηξε την Μπελίντα στο πλευρό. Ανταμείφθηκε με ένα πολύ αχνό χαμόγελο, το οποίο ωστόσο εξαφανίστηκε μεμιάς. Η Άννα την άφησε να κάνει τα δικά της. Ας αποφάσιζε μόνη της η Μπελίντα τον ρυθμό εξέλιξης της σχέσης τους. Κάθισαν αρκετά λεπτά αμίλητες. Έπειτα η Άννα είδε με την άκρη του ματιού της την Μπελίντα να την κοιτάζει διστακτικά. «Νιώθεις πολύ άσχημα;» Η Άννα έγνεψε. «Σαν βρομοκούναβο με ναυτία». «Και γιατί να νιώθει ναυτία ένα κουνάβι;» έκανε η Μπελίντα με ένα ρουθούνισμα. «Γιατί όχι; Έχεις αποδείξεις ότι δεν νιώθουν ναυτία τα κουνάβια; Αν είναι έτσι, θα ήθελα πολύ να τις δω. Διότι εγώ έτσι ακριβώς νιώθω. Σαν βρομοκούναβο με ναυτία». «Καλά, με δουλεύεις» είπε η Μπελίντα, αλλά δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Ναι, σε δουλεύω, αλλά πέρα από την πλάκα νιώθω σαν να είμαι εκατό κιλά». «Και η μαμά αισθανόταν σκατά όταν ήταν έγκυος στη Λίσεν. Ήμουν αρκετά μεγάλη τότε και το θυμάμαι. Ήταν... συγγνώμη, δεν θα πρέπει ίσως να λέω για τότε που η μαμά και ο μπαμπάς...» Σταμάτησε γεμάτη αμηχανία, πήρε άλλο ένα τσιγάρο και έκρυψε το σπίρτο στα χέρια της για να το ανάψει. «Μπορείς κάλλιστα να μιλάς για τη μαμά σου. Όσο γουστάρεις. Δεν έχω πρόβλημα με το γεγονός ότι ο Νταν είχε μια ζωή πριν από μένα, και με αυτό θέλω να πω ότι απέκτησε εσάς τις τρεις. Με τη μητέρα σας. Πίστεψέ με, λοιπόν, δεν χρειάζεται να νιώθεις ότι προδίδεις τον πατέρα σου αν αγαπάς τη μητέρα σου. Και σου ορκίζομαι ότι δεν με ενοχλεί καθόλου να μιλάς για την Πενίλα.
376/499
Καθόλου». Η Άννα έβαλε το χέρι της στο χέρι της Μπελίντα που το ακουμπούσε στην αποβάθρα. Στην αρχή η Μπελίντα φάνηκε έτοιμη να το τραβήξει, αλλά τελικά δεν το έκανε. Έπειτα από μερικά λεπτά η Άννα τράβηξε το χέρι της και πήρε άλλο ένα τσιγάρο. Ας κάπνιζε δύο από τούτα τα δηλητήρια σε αυτή την εγκυμοσύνη. Αλλά μετά τέρμα. Σίγουρα. «Ξέρω να βοηθάω με τα μωρά» είπε η Μπελίντα και κοίταξε την Άννα. «Βοήθησα πολύ τη μαμά όταν ήταν μικρή η Λίσεν». «Μου το έχει πει ο Νταν. Μου είπε ότι αυτός και η μαμά σου έπρεπε να σε πιέζουν για να βγαίνεις να παίζεις με τις φίλες σου. Και ότι ήσουν πολύ ικανή. Οπότε ελπίζω να έχω κι εγώ λίγη βοήθεια την άνοιξη. Μπορείς να αναλάβεις όλες τις πάνες με τα κακά». Έσπρωξε ξανά λίγο την Μπελίντα στο πλευρό, η οποία τώρα της ανταπέδωσε το σπρώξιμο. Με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά που έκανε τα μάτια της να λάμπουν η Μπελίντα είπε: «Αναλαμβάνω μόνο κατουρημένες πάνες. Σύμφωνοι;» Έδωσε το χέρι της στην Άννα κι εκείνη το έσφιξε. «Σύμφωνοι. Οι κατουρημένες πάνες είναι δικές σου». Έπειτα πρόσθεσε: «Τις πάνες με τα κακά θα τις αναλάβει ο μπαμπάς σου». Τα γέλια τους αντήχησαν σε όλο το έρημο λιμάνι. Η Άννα θα θυμόταν εκείνη τη στιγμή ως μια από τις καλύτερες στη ζωή της. Ήταν η στιγμή που έσπασε ο πάγος.
Ο Άξελ ετοίμαζε τη βαλίτσα του όταν κατέφθασε η Ερίκα. Της άνοιξε την πόρτα κρατώντας από μια κρεμάστρα με ένα πουκάμισο στο κάθε χέρι. Στην πόρτα του χολ κρεμόταν μια ταξιδιωτική γκαρνταρόμπα. «Ετοιμάζεστε για ταξίδι;» ρώτησε η Ερίκα. Ο Άξελ έγνεψε καταφατικά καθώς κρεμούσε τα πουκάμισα με προσοχή για να μην τσαλακωθούν. «Πρέπει να αρχίσω να δουλεύω σύντομα. Επιστρέφω στο Παρίσι την Παρασκευή». «Μπορείτε να φύγετε δίχως να γνωρίζετε ποιος...» Άφησε τη φράση της μετέωρη. «Δεν έχω άλλη επιλογή» είπε πικραμένος ο Άξελ. «Θα επιστρέψω, φυσικά, με το πρώτο αεροπλάνο αν η αστυνομία χρειαστεί τη βοήθειά μου. Αλλά πρέπει
377/499
να αρχίσω οπωσδήποτε τη δουλειά. Και... δεν είναι τόσο εποικοδομητικό να κάθομαι εδώ και να σκέφτομαι». Έτριψε κουρασμένα τα μάτια του, και η Ερίκα πρόσεξε πόσο καταβεβλημένος φαινόταν. Ήταν σαν να είχε γεράσει πολύ από την τελευταία φορά που τον είχε δει. «Πιθανόν θα σας κάνει καλό να φύγετε για λίγο» είπε η Ερίκα μαλακά. Έπειτα φάνηκε να διστάζει. «Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις και να συζητήσουμε κάποια πράγματα. Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» Ο Άξελ έγνεψε κουρασμένα, παραιτημένα, και της έκανε νόημα να περάσει στα ενδότερα. Η Ερίκα σταμάτησε στον καναπέ στη βεράντα, όπου είχαν καθίσει την προηγούμενη φορά, αλλά ο Άξελ την προσπέρασε και μπήκε στο επόμενο δωμάτιο. «Τι ωραίος χώρος» είπε εκείνη με μια ανάσα και κοίταξε γύρω της. Ήταν σαν να έμπαινες σε ένα μουσείο περασμένων εποχών. Όλα εκεί μέσα απέπνεαν έναν αέρα της δεκαετίας του σαράντα, και παρόλο που φαινόταν καθαρό και τακτοποιημένο, υπήρχε και μια μυρωδιά παλιού σε όλο το δωμάτιο. «Ναι, ούτε οι γονείς μου ούτε ο Έρικ ούτε εγώ ήμασταν πολύ υπέρ των νεωτερισμών. Η μητέρα και ο πατέρας δεν έκαναν ποτέ μεγάλες αλλαγές στο σπίτι, και τελικά δεν κάναμε ούτε εμείς. Άλλωστε πιστεύω ότι εκείνη η εποχή ήταν μια περίοδος όμορφων αντικειμένων, οπότε δεν έβλεπα τον λόγο ν’ αλλάξω κάποια από τα έπιπλα με πιο μοντέρνα και, κατά τη γνώμη μου, ασχημότερα» είπε εκείνος και χάιδεψε σκεφτικός ένα κομψότατο κομό. Κάθισαν σε έναν καναπέ με μια όμορφη καφετιά απόχρωση. Δεν ήταν ιδιαίτερα βολικός, αλλά σε ανάγκαζε να κάθεσαι σωστά και στητά. «Κάτι ήθελες να ρωτήσεις» είπε ο Άξελ φιλικά, με μια δόση ανυπομονησίας ωστόσο. «Ναι, ακριβώς» είπε η Ερίκα και ένιωσε να τα χάνει κάπως. Ήταν η δεύτερη φορά που ενοχλούσε τον Άξελ Φράνκελ με τις ερωτήσεις της, παρόλο που εκείνος είχε τόσα να σκεφτεί. Αλλά όπως και την πρώτη φορά αποφάσισε πως αφού είχε έρθει, μπορούσε κάλλιστα να ρωτήσει αυτά που ήθελε. «Έκανα ορισμένες έρευνες για τη μητέρα μου και, ως εκ τούτου, για τους φίλους της: τον αδελφό σας, τον Φρανς Ρίνγκχολμ και την Μπρίτα Γιούχανσον». Ο Άξελ έγνεψε καταφατικά και στριφογύρισε τους αντίχειρες περιμένοντάς τη να συνεχίσει.
378/499
«Υπήρχε άλλο ένα άτομο που μπήκε στην παρέα τους». Ο Άξελ πάλι δεν είπε τίποτα. «Προς το τέλος του πολέμου ήρθε ένας νορβηγός αντιστασιακός με το καράβι του παππού μου... Το ίδιο καράβι με το οποίο ταξιδεύατε κι εσείς τόσο συχνά». Εκείνος την κοιτούσε δίχως να μιλάει, αλλά η Ερίκα είδε το σώμα του να τεντώνεται λίγο όταν του ανέφερε τα ταξίδια που είχε κάνει εκείνος στη Νορβηγία. «Ήταν καλός άνθρωπος ο παππούς σου» είπε χαμηλόφωνα ο Άξελ έπειτα από λίγο. Τα χέρια του παρέμειναν ακίνητα στα γόνατά του. «Ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω συναντήσει». Η Ερίκα δεν είχε γνωρίσει τον παππού της και ένιωθε όμορφα να ακούει κάποιον να μιλάει γι’ αυτόν με τόσο θερμά λόγια. «Απ' ό,τι κατάλαβα, εσείς ήσασταν αιχμάλωτος την εποχή που ο Χανς Ούλαβσεν ήρθε εδώ με το καράβι του παππού. Ήρθε το 1944 και σύμφωνα με όσα καταφέραμε να ανακαλύψουμε έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου». «Είπες “καταφέραμε”» τη διέκοψε ο Άξελ. «Ποιοι δηλαδή καταφέρατε να το ανακαλύψετε αυτό;» Υπήρχε ένταση στη φωνή του. Η Ερίκα δίστασε. Έπειτα είπε απλώς: «Εννοώ βέβαια ότι είχα τη βοήθεια του Κρίστιαν από τη Βιβλιοθήκη της Φιελμπάκα. Τίποτα περισσότερο». Δεν θέλησε να αναφέρει τον Σελ, και ο Άξελ φάνηκε να αποδέχεται την εξήγησή της. «Ναι, ήμουν κρατούμενος τότε» είπε και το κορμί του πήρε ξανά μια άκαμπτη στάση. Ήταν σαν όλοι οι μύες του να θυμήθηκαν τι είχαν υποφέρει και αντέδρασαν με μια σύσπαση. «Δεν τον συναντήσατε ποτέ;» Ο Άξελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, είχε ήδη φύγει όταν επέστρεψα». «Πότε επιστρέψατε στη Φιελμπάκα;» «Τον Ιούνιο του 1945. Με τα λευκά λεωφορεία». «Λευκά λεωφορεία;» έκανε απορημένη η Ερίκα, αλλά θυμήθηκε μεμιάς κάτι λίγα από αυτά που είχε μάθει στα μαθήματα ιστορίας, και ότι σε αυτή την υπόθεση είχε ανακατευτεί και ο Φόλκε Μπερναντότε.
379/499
«Ήταν ένα σχέδιο του Φόλκε Μπερναντότε» απάντησε ο Άξελ και επιβεβαίωσε αυτό που η Ερίκα θυμόταν πολύ αμυδρά. «Είχε οργανώσει την επιστροφή στην πατρίδα όλων των σκανδιναβών κρατουμένων σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα λεωφορεία ήταν λευκά, με τον ερυθρό σταυρό ζωγραφισμένο στην οροφή και στα πλάγια, για να μην τα περάσουν για στρατιωτικούς στόχους». «Υπήρχε δηλαδή κίνδυνος να τα εκλάβουν ως στρατιωτικούς στόχους όταν μετέφεραν πρώην κρατούμενους μετά το τέλος του πολέμου;» έκανε μπερδεμένη η Ερίκα. Ο Άξελ χαμογέλασε με κατανόηση για την άγνοιά της και άρχισε να περιστρέφει ξανά τον έναν αντίχειρα γύρω από τον άλλο. «Τα πρώτα λεωφορεία μετέφεραν κρατούμενους από τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι επέστρεψαν στις πατρίδες τους τότε. Κατόπιν, έπειτα από το τέλος του πολέμου, μετέφεραν άλλες δέκα χιλιάδες, τον Μάιο και τον Ιούνιο. Εγώ επέστρεψα με την τελευταία φουρνιά. Τον Ιούνιο του 1945». Ακούγονταν όλα πολύ πεζά όπως τα περιέγραφε, αλλά κάτω από τον αποστασιοποιημένο τόνο της φωνής του η Ερίκα άκουγε τον απόηχο της φρίκης που έζησε. «Ο Χανς Ούλαβσεν εξαφανίστηκε τον Ιούνιο του 1945. Άρα πρέπει να έφυγε λίγο πριν έρθετε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εκείνη. «Μάλλον με μερικές μέρες διαφορά» είπε γνέφοντας καταφατικά ο Άξελ. «Αλλά πρέπει να με συγχωρήσεις αν η μνήμη μου είναι λίγο θολή ως προς αυτό το σημείο. Ήμουν πολύ... εξαντλημένος όταν επέστρεψα». «Ναι, το καταλαβαίνω» είπε η Ερίκα και χαμήλωσε το βλέμμα. Ένιωθε παράξενα να κάθεται και να μιλάει με έναν άνθρωπο που είχε δει τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης από μέσα. «Σας είχε πει τίποτα ο αδελφός σας γι’ αυτόν; Θυμάστε κάτι; Οτιδήποτε; Δεν έχω αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά έχω την αίσθηση ότι ο Έρικ και οι φίλοι του έκαναν πολλή παρέα με τον Χανς Ούλαβσεν τον χρόνο που εκείνος έμεινε στη Φιελμπάκα». Ο Άξελ κοίταξε έξω από το παράθυρο ενώ φαινόταν ότι προσπαθούσε να θυμηθεί. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και ζάρωσε λίγο το μέτωπό του. «Θυμάμαι ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα στον Νορβηγό και στη μητέρα σου. Ελπίζω να μη σε πειράζει που το λέω».
380/499
«Κανένα πρόβλημα». Η Ερίκα κούνησε το χέρι της για να τονίσει αυτό που έλεγε. «Έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε, και άλλωστε το γνωρίζω ήδη αυτό». «Κοίτα να δεις που η μνήμη μου δεν είναι και τόσο χάλια όσο θέλω να πιστεύω μερικές φορές» είπε ο Άξελ. Χαμογέλασε αχνά και έστρεψε το βλέμμα του πάνω της. «Ναι, είμαι σίγουρος πως ο Έρικ μού είχε αφηγηθεί πως υπήρξε κάποια ρομαντική σχέση ανάμεσα στην Έλσι και στον Χανς». «Πώς αντέδρασε εκείνη όταν ο Χανς έφυγε; Θυμάστε καθόλου πώς ήταν η Έλσι εκείνη την εποχή;» «Φοβάμαι ότι δεν θυμάμαι και πολλά. Αλλά δεν ήταν πραγματικά ο εαυτός της, έπειτα απ’ ό,τι συνέβη στον παππού σου. Άλλωστε έφυγε και η ίδια έπειτα από λίγο καιρό για να πάει σε... μια σχολή οικοκυρικής, αν δεν κάνω λάθος. Και μετά χαθήκαμε. Όταν επέστρεψε έπειτα από κάνα δυο χρόνια στη Φιελμπάκα εγώ είχα αρχίσει ήδη να δουλεύω στο εξωτερικό και δεν ερχόμουν πολύ συχνά εδώ. Ούτε αυτή και ο Έρικ είχαν κάποια επαφή μετά, απ’ ό,τι θυμάμαι. Δεν είναι παράξενο πάντως. Πολλοί άνθρωποι που είναι καλοί φίλοι ως παιδιά και έφηβοι απομακρύνονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ενήλικη ζωή και τη σοβαρότητά της». Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο. «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείτε» είπε η Ερίκα απογοητευμένη. Ούτε ο Άξελ είχε κάποια πληροφορία για τον Χανς. «Και κανείς δεν είπε ποτέ πού μπορεί να πήγε ο Χανς; Δεν είπε τίποτα στον Έρικ πριν να φύγει;» Ο Άξελ κούνησε το κεφάλι. «Λυπάμαι πολύ. Ειλικρινά εύχομαι να μπορούσα να σε βοηθήσω, αλλά δεν ήμουν σε καλή κατάσταση όταν επέστρεψα, και έπειτα είχα άλλα πράγματα να σκεφτώ. Δεν θα μπορούσες όμως να τον εντοπίσεις μέσω των δημόσιων αρχών;» είπε εκείνος, προσπαθώντας να την ενθαρρύνει, ενώ σηκωνόταν. Η Ερίκα ερμήνευσε σωστά την κίνησή του και σηκώθηκε κι αυτή. «Ναι, αυτό είναι το επόμενο βήμα. Αν είμαι τυχερή ίσως το λύσω με αυτό τον τρόπο. Ίσως να μην έχει μετακομίσει και τόσο μακριά... Τι να πει κανείς...» «Ναι, όντως. Σου εύχομαι ειλικρινά καλή τύχη» είπε ο Άξελ και τη χαιρέτησε διά χειραψίας. «Ξέρω ακριβώς πόσο σημαντικά είναι αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, για να μπορούμε να ζούμε στο παρόν. Πίστεψέ με, ξέρω τι λέω». Της χτύπησε ανάλαφρα το χέρι και η Ερίκα χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη για τις προσπάθειές του να την παρηγορήσει.
381/499
«Αλήθεια, βρήκες τίποτα περισσότερο για εκείνο το μετάλλιο;» τη ρώτησε καθώς ετοιμαζόταν να της ανοίξει την πόρτα. «Δυστυχώς όχι» αποκρίθηκε η Ερίκα που αισθανόταν όλο και πιο απογοητευμένη κάθε λεπτό που περνούσε. «Μίλησα με κάποιον ειδικό από το Γέτεμποργ, αλλά είναι δυστυχώς πολύ συνηθισμένο και δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε σε ποιον ανήκε». «Ειλικρινά λυπάμαι πάρα πολύ που δεν μπόρεσα να σε βοηθήσω περισσότερο». «Α, δεν πειράζει, μια παρατραβηγμένη εικασία ήταν άλλωστε» είπε εκείνη και κούνησε το χέρι της. Το τελευταίο που είδε ήταν τον Άξελ να στέκεται στο κατώφλι και να την παρακολουθεί που έφευγε. Ένιωσε απέραντο οίκτο γι’ αυτόν. Ωστόσο, μία του κουβέντα την έκανε να σκεφτεί κάτι. Η Ερίκα άρχισε να περπατάει με αποφασιστικό βήμα προς τη Φιελμπάκα.
Ο Σελ δίστασε πριν χτυπήσει το κουδούνι. Όταν στάθηκε μπροστά στην πόρτα του πατέρα του αισθάνθηκε ξαφνικά σαν κατατρομαγμένο παιδαρέλι. Η μνήμη τον ταξίδεψε πίσω σε όλες εκείνες τις φορές που είχε σταθεί έξω από τις επιβλητικές πύλες της φυλακής, κρατώντας σφιχτά τη μητέρα του από το χέρι και με ίσα μέρη φόβου και προσδοκίας μέσα του περίμενε να συναντήσει τον πατέρα του. Διότι στην αρχή υπήρχε προσδοκία. Επιθυμούσε τον Φρανς. Του έλειπε. Θυμόταν μόνο εκείνες τις σύντομες περιόδους που ο πατέρας του είχε βρεθεί έξω από τη φυλακή, τότε που τον στριφογύριζε στον αέρα, τότε που έκαναν περιπάτους στο δάσος και τον κρατούσε από το χέρι, του μιλούσε για τα μανιτάρια, για τα δέντρα και τους θάμνους. Ο Σελ πίστευε ότι ο πατέρας του τα ήξερε όλα. Αλλά τα βράδια, στο δωμάτιό του, αναγκαζόταν να πιέζει το μαξιλάρι στ’ αυτιά του για να αφήνει απέξω όλους τους ήχους των καβγάδων, των άγριων, απαίσιων φιλονικιών που δεν φαινόταν να έχουν καμία αρχή και ως εκ τούτου κανένα τέλος. Η μητέρα του και ο πατέρας του συνέχιζαν τον καβγά αποκεί που τον είχαν αφήσει την τελευταία φορά που ο Φρανς είχε μπει στη φυλακή, και πάντα γίνονταν τα ίδια, φασαρίες, ξυλοδαρμοί, ξανά και ξανά, μέχρι που έφταναν για άλλη μια φορά οι αστυνομικοί, κοπανούσαν την πόρτα και έπαιρναν μαζί τους τον πατέρα.
382/499
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η προσδοκία έφθινε κάθε χρονιά που περνούσε, και τελικά του είχε μείνει μόνο ο φόβος εκεί που στεκόταν στο δωμάτιο επισκέψεων και έβλεπε τη γεμάτη λαχτάρα έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα του. Και μετά ο φόβος είχε μετατραπεί σε μίσος. Κατά κάποιον τρόπο θα του ήταν ευκολότερο να τον μισεί αν δεν θυμόταν εκείνους τους περιπάτους στο δάσος. Διότι αυτό που γεννούσε το μίσος, αυτό που το έκανε να φουντώνει, ήταν το ερώτημα που πάντα έθετε στον εαυτό του όταν ήταν μικρός. Πώς μπορούσε ο πατέρας του να κάνει τα ίδια και να ξεχνάει τα πάντα; Να ξεχνάει αυτόν; Και να επιλέγει έναν κόσμο γκρίζο και ψυχρό, ο οποίος αφαιρούσε κάτι από το βλέμμα του κάθε φορά που επέστρεφε σε αυτόν. Ο Σελ κοπάνησε δυνατά την πόρτα, εκνευρισμένος που επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από τις αναμνήσεις. «Ξέρω ότι είσαι στο σπίτι, άνοιξε!» φώναξε και στάθηκε να αφουγκραστεί με ανυπομονησία. Έπειτα άκουσε την αλυσίδα ασφαλείας να σηκώνεται και την κλειδαριά να ξεκλειδώνεται. «Μεγάλες προφυλάξεις παίρνεις − από τους κολλητούς σου φυλάγεσαι, υποθέτω» του πέταξε ο Σελ και τον προσπέρασε μπαίνοντας στο χολ. «Τι θέλεις εσύ εδώ;» ρώτησε ο Φρανς. Ο Σελ ξαφνιάστηκε από το πόσο γερασμένος φαινόταν ο πατέρας του. Εύθραυστος. Απόδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Ο γέρος είχε μεγαλύτερες αντοχές από πολλούς. Σίγουρα θα ζούσε και περισσότερο απ’ όλους. «Ήθελα μερικές πληροφορίες από σένα». Πήγε και κάθισε στον καναπέ χωρίς να περιμένει να του το πει κανείς. Ο Φρανς κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί του και δεν είπε κουβέντα. Περίμενε τον Σελ να συνεχίσει. «Τι γνωρίζεις για έναν άντρα ονόματι Χανς Ούλαβσεν;» Ο Φρανς σκίρτησε, αλλά ανέκτησε άμεσα τον αυτοέλεγχό του. Έγειρε νωχελικά στην πολυθρόνα και έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της. «Γιατί;» ρώτησε και κοίταξε κατάματα τον γιο του. «Δεν σε αφορά». «Και γιατί να σε βοηθήσω τη στιγμή που έχεις αυτή τη συμπεριφορά;» Ο Σελ έγειρε μπροστά ώστε το πρόσωπό του να απέχει ελάχιστα εκατοστά από το πρόσωπο του πατέρα του. Τον κοίταξε αρκετή ώρα μέχρι που του είπε ψυχρά: «Επειδή μου το χρωστάς. Οφείλεις να αρπάξεις κάθε ευκαιρία που σου
383/499
δίνεται για να με βοηθήσεις, αν θέλεις να μειώσεις τις πιθανότητες να χορέψω στον τάφο σου τη μέρα που θα πεθάνεις». Για μια στιγμή τα μάτια του Φρανς έλαμψαν. Εμφανίστηκε κάτι που είχε χαθεί. Ίσως οι αναμνήσεις από τους περιπάτους στο δάσος και από ένα μικρό παιδί που το σήκωναν ψηλά δύο γεροδεμένα χέρια. Αλλά έπειτα χάθηκε. Κοίταξε τον γιο του και είπε ήρεμα: «Ο Χανς Ούλαβσεν ήταν ένας νορβηγός αντιστασιακός. Ήταν δεκαεπά χρόνων όταν ήρθε στη Φιελμπάκα. Το 1944 νομίζω. Και έφυγε έπειτα από έναν χρόνο. Αυτό ξέρω μόνο». «Ψέματα!» είπε ο Σελ και έγειρε ξανά πίσω στον καναπέ. «Ξέρω ότι κάνατε αρκετή παρέα μαζί του, εσύ, η Έλσι Μουστρέμ, η Μπρίτα Γιούχανσον και ο Έρικ Φράνκελ. Και τώρα δύο από αυτούς είναι νεκροί, δολοφονημένοι, σε διάστημα μόλις δύο μηνών. Δεν το βρίσκεις λίγο παράξενο;» Ο Φρανς αγνόησε την ερώτηση. Αντί να του απαντήσει ρώτησε: «Και τι σχέση έχει ο Νορβηγός;» «Δεν ξέρω. Αλλά θα το ανακαλύψω» είπε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια ο Σελ, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον θυμό του. «Λοιπόν, τι άλλο γνωρίζεις γι’ αυτόν; Πες μου για τον χρόνο που κάνατε παρέα, πες μου τι έγινε όταν έφυγε. Κάθε λεπτομέρεια που μπορείς να θυμηθείς». Ο Φρανς αναστέναξε και φάνηκε πως ταξίδευε νοερά πίσω στον χρόνο. «Θες λεπτομέρειες, λοιπόν... Για να δούμε τι μπορώ να θυμηθώ. Α, ναι, ζούσε στο σπίτι των γονιών της Έλσι, είχε έρθει εδώ με το καράβι του πατέρα της». «Αυτά τα ξέρω ήδη» είπε ο Σελ. «Άλλα θέλω να μάθω». «Του έδωσαν δουλειά στα σκάφη που μετέφεραν φορτία σε παράκτιες περιοχές της νότιας Σουηδίας, αλλά όταν ήταν ελεύθερος έκανε παρέα μαζί μας. Εμείς ήμασταν δυο χρόνια νεότεροι, αλλά δεν τον πείραζε, καλά περνούσαμε. Κι ορισμένοι από μας καλύτερα από τους άλλους» είπε. Εξήντα χρόνια δεν είχαν καταφέρει να σβήσουν την πίκρα που ένιωθε και τότε. «Αυτός και η Έλσι» είπε ξερά ο Σελ. «Πώς το ξέρεις αυτό;» έκανε ξαφνιασμένος ο Φρανς που ακόμη ένιωθε εκείνο το τσίμπημα στην καρδιά όποτε σκεφτόταν εκείνους τους δύο. Η καρδιά είχε, αναντίρρητα, καλύτερη μνήμη από το μυαλό. «Απλώς το ξέρω. Συνέχισε».
384/499
«Όπως σου τα είπα. Αυτός και η Έλσι τα φτιάξανε και μάλλον θα ξέρεις επίσης ότι εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενος γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;» «Δεν το ήξερα». «Έτσι ήταν, πάντως. Είχα αδυναμία στην Έλσι, αλλά εκείνη επέλεξε τον Νορβηγό. Και η ειρωνεία ήταν πως η Μπρίτα ήταν ξετρελαμένη μαζί μου, αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε. Και βέβαια θα μπορούσα να σκεφτώ να πλαγιάσω μαζί της, αλλά κάτι μου έλεγε πάντα ότι αυτό θα μου δημιουργούσε περισσότερο πρόβλημα παρά απόλαυση, οπότε δεν το έκανα». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου» είπε ειρωνικά ο Σελ. Ο Φρανς αντέδρασε σηκώνοντας απλώς το φρύδι. «Και τι έγινε μετά; Αν ο Χανς και η Έλσι ήταν τόσο αγαπημένοι, γιατί εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε;» «Α, αυτό είναι μάλλον η παλιότερη ιστορία του κόσμου. Της υποσχέθηκε τον ουρανό με τ’ άστρα, και μετά τον πόλεμο είπε ότι θα πήγαινε στην πατρίδα του τη Νορβηγία για να αναζητήσει την οικογένειά του και ότι θα επέστρεφε. Αλλά...» Ο Φρανς ανασήκωσε τους ώμους με ένα πικραμένο χαμόγελο. «Πιστεύεις ότι την εξαπάτησε;» «Δεν ξέρω, Σελ. Ειλικρινά σου μιλάω, δεν ξέρω. Έχουν περάσει εξήντα χρόνια και ήμασταν πολύ νέοι. Ίσως να εννοούσε όσα είχε πει στην Έλσι και να παρουσιάστηκαν υποχρεώσεις στην πατρίδα του που επισκίασαν όλα τα άλλα. Ή μπορεί εξαρχής να είχε σκοπό να το σκάσει μόλις του δινόταν η ευκαιρία». Ο Φρανς ανασήκωσε τους ώμους. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι μας αποχαιρέτησε και μας είπε ότι θα επέστρεφε αμέσως μόλις τακτοποιούσε τις υποχρεώσεις με την οικογένειά του. Και μετά έφυγε. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν τον σκέφτηκα καθόλου μετά. Ξέρω ότι η Έλσι ήταν λυπημένη για κάποιο διάστημα, αλλά η μητέρα της φρόντισε να τη στείλει σε κάποια σχολή, και το τι έγινε μετά δεν το γνωρίζω. Είχα ήδη φύγει από τη Φιελμπάκα και... ε, ξέρεις τι συνέβη μετά». «Ναι, βέβαια ξέρω» είπε ο Σελ βλοσυρά, φέρνοντας ξανά στο μυαλό του τις γκρίζες πύλες της φυλακής. «Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί σε ενδιαφέρει αυτό εσένα» είπε ο Φρανς. «Εκείνος εμφανίστηκε και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Και δεν νομίζω ότι κάποιος από μας είχε επαφή μαζί του έκτοτε. Από πού κι ως πού, λοιπόν, αυτό το ενδιαφέρον;» Ο Φρανς κοιτούσε επίμονα τον Σελ.
385/499
«Δεν μπορώ να σου πω» απάντησε εκείνος τραχιά. «Αλλά αν υπάρχει κάτι θα το ψάξω μέχρι κεραίας, πίστεψέ με». Κοίταξε προκλητικά τον πατέρα του. «Σε πιστεύω, Σελ, σε πιστεύω» είπε κουρασμένα ο Φρανς. Ο Σελ κοίταξε το χέρι του πατέρα του που ήταν ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας. Ήταν το χέρι ενός γέρου. Ρυτιδιασμένο, με εμφανή νεύρα, με μικρές κηλίδες, συρρικνωμένο. Τόσο διαφορετικό από το χέρι που κρατούσε το δικό του σε εκείνους τους περιπάτους στο δάσος. Εκείνο το χέρι ήταν τόσο δυνατό, τόσο λείο, τόσο ζεστό όταν τυλιγόταν γύρω από το δικό του. Του δημιουργούσε τόση ασφάλεια. «Φαίνεται πως θα είναι καλή χρόνια για μανιτάρια φέτος» άκουσε τον εαυτό του να λέει, και ο Φρανς τον κοίταξε αποσβολωμένος. Έπειτα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν και απάντησε χαμηλόφωνα: «Έτσι νομίζω κι εγώ, Σελ. Έτσι νομίζω κι εγώ».
Ο Άξελ ετοίμαζε τη βαλίτσα του με στρατιωτική πειθαρχία. Είχε μάθει ύστερα από τα ατέλειωτα χρόνια ταξιδιών. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Ένα παντελόνι που θα διπλωνόταν απρόσεκτα θα σήμαινε μια κοπιώδη διαδικασία σιδερώματος στις μικροσκοπικές σιδερώστρες των ξενοδοχείων. Ένα αδέξια βιδωμένο καπάκι οδοντόπαστας θα σήμαινε μια μικρή καταστροφή που θα απαιτούσε επείγον καθάρισμα. Γι’ αυτό γέμιζε τη μεγάλη βαλίτσα του με περισσή σχολαστικότητα. Ο Άξελ κάθισε στο κρεβάτι. Ήταν το ίδιο δωμάτιο που είχε από παιδί, αλλά το είχε αλλάξει αρκετά στο πέρασμα των χρόνων. Πίστευε ότι τα μοντέλα αεροπλάνων και τα κόμικς δεν ήταν κατάλληλα για το δωμάτιο ενός ενήλικα. Αναρωτήθηκε αν θα επέστρεφε ποτέ εδώ. Η παραμονή του στο σπίτι αυτές τις τελευταίες εβδομάδες ήταν δύσκολη. Ταυτόχρονα, του φαινόταν απαραίτητη. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Έρικ, λίγο πιο πέρα στο στενόμακρο χολ του πάνω ορόφου. Ο Άξελ χαμογέλασε όταν μπήκε μέσα και κάθισε στο κρεβάτι του αδελφού του. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο βιβλία. Φυσικά. Οι βιβλιοθήκες ήταν παραφορτωμένες και υπήρχαν στοίβες βιβλίων στο πάτωμα, πολλά από αυτά με μικρά κίτρινα αυτοκόλλητα ανάμεσα στις σελίδες. Ο Έρικ δεν είχε μπουχτίσει ποτέ τα βιβλία του, τα γεγονότα του, τις χρονολογίες του και την ακλόνητη πραγματικότητα που μπορούσαν να του
386/499
προσφέρουν. Τα πράγματα ήταν ευκολότερα για τον Έρικ κατ’ αυτό τον τρόπο. Μπορούσε να διαβάζει την πραγματικότητα τυπωμένη με μαύρα γράμματα σε λευκό φόντο. Δεν υπήρχαν γκρίζες ζώνες, δεν υπήρχαν πολιτικά τερτίπια ή ηθικοί ενδοιασμοί που αποτελούσαν καθημερινότητα στον κόσμο του Άξελ. Μόνο συγκεκριμένα γεγονότα. Η μάχη το Χέιστινγκς το 1066. Ο θάνατος του Ναπολέοντα το 1821. Η παράδοση της Γερμανίας στις 5 Μαΐου 1945. Ο Άξελ έπιασε ένα βιβλίο που βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι του Έρικ. Ένας χοντρός τόμος που περιέγραφε πώς ανοικοδομήθηκε η Γερμανία μετά τον πόλεμο. Ο Άξελ το άφησε πάλι στο κρεβάτι. Ήξερε τα πάντα γι’ αυτό. Επί εξήντα χρόνια η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από τον πόλεμο και τα επακόλουθά του. Αλλά πάνω απ’ όλα περιστρεφόταν γύρω από τον ίδιο. Ο Έρικ το είχε αντιληφθεί. Είχε εντοπίσει τις αδυναμίες τόσο στη ζωή του Άξελ όσο και στη δική του ζωή. Τις είχε παρουσιάσει σαν ψυχρά γεγονότα. Φαινομενικά χωρίς κανένα συναίσθημα. Αλλά ο Άξελ γνώριζε τον αδελφό του τόσο καλά, ώστε να ξέρει πως πίσω από όλα τα ψυχρά δεδομένα υπήρχε πιο πολύ συναίσθημα απ' ό,τι στους περισσότερους ανθρώπους που είχε συναντήσει. Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του. Εδώ, στο δωμάτιο του Έρικ, τα πράγματα δεν ήταν τόσο σαφή όσο θα ήθελε ο ίδιος να είναι. Όλη η ζωή του Άξελ στηρίχτηκε στην παντελή έλλειψη αμφισημίας. Είχε χτίσει τον κόσμο του γύρω από το τι ήταν σωστό και τι λάθος. Είχε εμφανιστεί ως ο άνθρωπος που μπορούσε να δείχνει και να λέει σε ποιο στρατόπεδο ανήκαν οι άλλοι. Κι ωστόσο ο Έρικ ήταν εκείνος ο οποίος, μέσα στον ήσυχο κόσμο των βιβλίων του, ήξερε τα πάντα περί σωστού και λάθους. Λίγο πολύ, ο Άξελ το ήξερε πάντα αυτό. Ήξερε ότι ο αγώνας για την έξοδο από την γκρίζα ζώνη, η πάλη μεταξύ καλού και κακού, θα έφθειρε περισσότερο τον αδελφό του παρά τον ίδιο. Αλλά ο Έρικ είχε παλέψει. Επί εξήντα χρόνια έβλεπε τον Άξελ να πηγαίνει και να έρχεται, τον άκουγε να μιλάει για τη συμβολή του στην υπηρεσία του καλού. Τον είχε αφήσει να χτίσει μια εικόνα του εαυτού του ως του ατόμου που υπηρετούσε πάντα τη δικαιοσύνη. Ο Έρικ τον παρατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια σιωπηλός, τον άκουγε. Τον κοιτούσε με εκείνο το ήρεμο βλέμμα πίσω από τα ματογυάλια του και τον άφηνε να ζει στην πλάνη του. Αλλά κάπου βαθιά μέσα του ο Άξελ πάντα ήξερε ότι κορόιδευε τον εαυτό του, όχι τον Έρικ.
387/499
Και τώρα θα συνέχιζε να ζει μέσα στο ίδιο ψέμα. Θα επέστρεφε στη δουλειά. Θα επέστρεφε στο κοπιαστικό κυνηγητό που έπρεπε να συνεχιστεί. Δεν έπρεπε να χάσει τον ρυθμό του, διότι σύντομα θα ήταν αργά, σύντομα δεν θα υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να θυμηθεί και κανείς που θα μπορούσε να τιμωρηθεί. Σύντομα θα υπήρχαν μόνο βιβλία ιστορίας που θα καταμαρτυρούσαν αυτά που είχαν συμβεί. Ο Άξελ σηκώθηκε και κοίταξε το δωμάτιο άλλη μια φορά πριν πάει στο δικό του. Είχε πολλά ακόμα να βάλει στη βαλίτσα του.
Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που η Ερίκα είχε πάει στον τάφο του παππού και της γιαγιάς, των γονιών της μητέρας της. Της το είχε θυμίσει η κουβέντα της με τον Άξελ, και αποφάσισε να περάσει από το νεκροταφείο καθ’ οδόν προς το σπίτι. Η Ερίκα άνοιξε την καγκελόπορτα και άκουσε το τρίξιμο κάτω από τα πόδια της καθώς πήρε το χαλικόστρωτο μονοπάτι. Πέρασε πρώτα από τον τάφο των γονιών της, στην αριστερή πλευρά του μονοπατιού. Κάθισε ανακούρκουδα και ξερίζωσε μερικά αγριόχορτα γύρω από την ταφόπετρα ώστε να φαίνεται καθαρή· σημείωσε νοερά να αγοράσει μερικά λουλούδια. Κοίταξε το όνομα της μητέρας της στην ταφόπετρα. Έλσι Φαλκ. Θα ήθελε να τη ρωτήσει πολλά. Αν δεν είχε γίνει εκείνο το δυστύχημα πριν από τέσσερα χρόνια θα μπορούσε να μιλήσει στην ίδια και να μη χρειάζεται να ψάχνει στα τυφλά για να μάθει γιατί ήταν όπως ήταν η μητέρα της. Όσο ήταν παιδί έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της. Και ως ενήλικη όμως το ίδιο εκανε. Πίστευε ότι το λάθος ήταν δικό της, ότι έφταιγε εκείνη. Διότι πώς ήταν δυνατό να μην την αγγίζει η μητέρα της, να μην της μιλάει καθόλου; Γιατί δεν της είχε πει ποτέ ότι την αγαπούσε ή ότι τη συμπαθούσε έστω; Κουβαλούσε πολλά χρόνια εκείνη την αίσθηση ανεπάρκειας, την αίσθηση ότι δεν ήταν αρκετά καλή. Βέβαια, ο πατέρας της την είχε αποζημιώσει για πολλά από αυτά. Ο Τούρε, ο οποίος είχε αφιερώσει τόσο χρόνο και είχε δείξει τόση αγάπη στην ίδια και στην Άννα. Που πάντα άκουγε, πάντα ήταν έτοιμος να φυσήξει ένα γδαρμένο γόνατο, και που η αγκαλιά του ήταν πάντα τόσο μεγάλη και ασφαλής και για τις δυο τους. Αλλά δυστυχώς αυτά δεν έφταναν. Ιδιαίτερα όταν η
388/499
μητέρα τους με δυσκολία άντεχε την παρουσία τους, με δυσκολία τις κοιτούσε, και ποτέ μα ποτέ δεν τις αγκάλιασε. Γι’ αυτό, λοιπόν, η εικόνα της μητέρας της, όπως εμφανιζόταν τώρα, την μπέρδευε τόσο πολύ. Πώς ήταν δυνατόν εκείνη η ήρεμη αλλά θερμή και τρυφερή κοπέλα, όπως ισχυρίζονταν όλοι πως ήταν, να μεταμορφώθηκε σε ένα τόσο ψυχρό και αποστασιοποιημένο άτομο, το οποίο μάλιστα αντιμετώπιζε τα παιδιά της σαν ξένους; Η Ερίκα άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το χαραγμένο όνομα της μητέρας της. «Τι σου συνέβη, μαμά;» ψιθύρισε και ένιωσε τον λαιμό της να στεγνώνει. Όταν σηκώθηκε λίγο αργότερα ήταν ακόμα πιο αποφασισμένη να ψάξει την ιστορία της μητέρας της όσο πιο βαθιά γινόταν. Υπήρχε οπωσδήποτε κάτι που της διέφευγε, κάτι που έπρεπε να βγει στο φως. Και όσο κι αν της κόστιζε θα το έβρισκε. Η Ερίκα έριξε μια τελευταία ματιά στην ταφόπετρα των γονιών της και μετά πήγε μερικά μέτρα παραπέρα, στον τάφο του παππού και της γιαγιάς. Έλοφ και Χίλμα Μουστρέμ. Δεν τους είχε γνωρίσει. Η τραγωδία που κόστισε τη ζωή του παππού της είχε συμβεί πολύ πριν γεννηθεί η ίδια, και η γιαγιά της είχε πεθάνει δέκα χρόνια μετά τον παππού. Η Έλσι δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτούς. Η Ερίκα χαιρόταν για ό,τι είχε μάθει μέχρι στιγμής από τις έρευνές της. Ότι ο παππούς και η γιαγιά ήταν άνθρωποι αξιαγάπητοι, ζεστοί. Κάθισε ξανά ανακούρκουδα και κοίταξε την ταφόπετρα σαν να προσπαθούσε να την κάνει να μιλήσει. Όμως η ταφόπετρα παρέμενε σιωπηλή. Δεν θα έβγαζε τίποτε αποκεί. Αν ήθελε να μάθει την αλήθεια θα έπρεπε να την αναζητήσει αλλού. Κατευθύνθηκε προς την ανηφοριά και την εκκλησία για να κόψει δρόμο για το σπίτι. Στα ριζά του λόφου κοίταξε αυτομάτως δεξιά, προς τη μεγάλη γκρίζα και γεμάτη βρύα ταφόπετρα που βρισκόταν λίγο απόμερα, ακριβώς στη βάση του λόφου, που αποτελούσε τη μια πλευρά του νεκροταφείου. Έκανε ένα βήμα προς τα κει, αλλά αμέσως μετά έμεινε ακίνητη. Γύρισε και πήγε πίσω μέχρι που έφτασε μπροστά στη μεγάλη γκρίζα ταφόπετρα, ενώ η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της. Σκόρπια γεγονότα, ασυνάρτητες φράσεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Μισόκλεισε τα μάτια για να βεβαιωθεί ότι έβλεπε καλά, έκανε ένα βήμα μπροστά, πήγε πιο κοντά στην
389/499
ταφόπετρα και διάβασε το κείμενο βάζοντας πάνω και το δάχτυλο, για να σιγουρευτεί ότι το μυαλό της και τα μάτια της δεν την ξεγελούσαν. Κατόπιν όλα τα δεδομένα μπήκαν στη θέση τους με μια ξαφνική αναλαμπή. Βέβαια! Τώρα η Ερίκα ήξερε τι είχε συμβεί, ή τουλάχιστον ήξερε εν μέρει τι είχε συμβεί. Έβγαλε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του Πάτρικ με τρεμάμενα δάχτυλα. Τώρα ήταν η σειρά του να παρέμβει.
Οι κόρες του Χέρμαν είχαν μόλις φύγει. Έρχονταν κάθε μέρα οι ευλογημένες κορούλες του. Ζεσταινόταν η ψυχή του να τις βλέπει να κάθονται η μια δίπλα στην άλλη στο κρεβάτι του. Τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές συνάμα. Και όταν τις κοιτούσε έβλεπε την Μπρίτα. Η Άννα-Γκρέτα είχε τη μύτη της, η Μπιργίτα τα μάτια της και η μικρότερη, η Μαργκαρέτα, είχε εκείνα τα λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε. Ο Χέρμαν έκλεισε τα μάτια για να εμποδίσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Δεν άντεχε άλλο να κλαίει. Δεν υπήρχαν άλλα δάκρυα μέσα του. Αναγκάστηκε όμως να ανοίξει ξανά τα μάτια. Διότι κάθε φορά που τα έκλεινε έβλεπε μπροστά του την Μπρίτα, όπως την είχε δει όταν σήκωσε το μαξιλάρι που είχε πάνω στο πρόσωπό της. Δεν χρειαζόταν βέβαια να σηκώσει το μαξιλάρι για να μάθει τι είχε γίνει. Αλλά το έκανε παρ’ όλα αυτά. Θέλησε να βεβαιωθεί. Ήθελε να δει τι είχε κάνει μέσω μιας απερίσκεπτης πράξης. Διότι, φυσικά, είχε καταλάβει. Τη στιγμή που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και την είδε να κείτεται εκεί, ακίνητη, με το μαξιλάρι στο πρόσωπο, κατάλαβε. Όταν σήκωσε το μαξιλάρι και είδε το παγωμένο βλέμμα της, στην ουσία πέθανε και ο ίδιος. Ακριβώς εκείνη την στιγμή. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ξαπλώσει δίπλα της, κολλητά, και να αγκαλιάσει το κορμί της. Αν ήταν στο χέρι του θα βρισκόταν ακόμη εκεί. Θα ήθελε να την έχει αγκαλιά όσο εκείνη θα πάγωνε όλο και περισσότερο, όσο αυτός θα άφηνε τις σκέψεις να αλωνίζουν ελεύθερα στο μυαλό του. Ο Χέρμαν κοιτούσε το ταβάνι όσο σκάλιζε τη μνήμη του. Τα καλοκαιρινά βράδια που έπαιρναν τη βάρκα για την παραλία του νησιού Βαλέ, με τα κορίτσια στη βάρκα και την Μπρίτα να κάθεται μπροστά, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ήλιο. Είχε τα μακριά της πόδια απλωμένα και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στην πλάτη της. Είδε πώς άνοιγε τα μάτια, έστρεφε το
390/499
κεφάλι προς το μέρος του και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Εκείνος της κουνούσε το χέρι πίσω από το πηδάλιο, με μια αίσθηση πλούτου στην καρδιά. Μετά το βλέμμα του σκοτείνιασε. Η ανάμνηση της πρώτης φοράς που η Μπρίτα τού μίλησε για εκείνο το ακατονόμαστο θέμα. Μια σκοτεινή μέρα του χειμώνα. Τα κορίτσια ήταν στο σχολείο. Του είχε πει να καθίσει, ότι ήθελε να του μιλήσει για κάτι. Η καρδιά του κόντεψε σχεδόν να σταματήσει, και η πρώτη σκέψη που είχε κάνει −ακόμη τη θυμόταν ντροπιασμένος− ήταν ότι η Μπρίτα ήθελε να τον αφήσει, ότι είχε αγαπήσει κάποιον άλλο. Γι’ αυτό και άκουσε εκείνο το άλλο με ανακούφιση. Εκείνος την είχε ακούσει. Εκείνη του είχε μιλήσει. Πολλή ώρα. Και όταν έφτασε η στιγμή να πάει να πάρει τα κορίτσια, συμφώνησαν να μην ξαναμιλήσουν γι’ αυτό. Ό,τι έγινε έγινε. Ούτε την είχε αντιμετωπίσει διαφορετικά έπειτα από την αποκάλυψη. Ούτε είχε νιώσει ούτε της είχε μιλήσει διαφορετικά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Πώς θα μπορούσε το μυστικό αυτό να παραγκωνίσει όλες τις μέρες που είχαν περάσει ήρεμα και ευτυχισμένα και τις νύχτες που είχαν μοιραστεί. Εκείνο το άλλο δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τις εικόνες από όλα αυτά. Με τίποτα. Έτσι, είχαν συμφωνήσει να μην το ξαναζητήσουν ποτέ πια. Αλλά ύστερα ήρθε η ασθένεια και η κατάσταση άλλαξε. Η ασθένεια τα είχε αλλάξει όλα. Πέρασε σαν τυφώνας από τη ζωή τους και ξερίζωσε τα πάντα. Κι αυτός είχε παρασυρθεί. Είχε κάνει ένα λάθος. Ένα και μοναδικό, αλλά μοιραίο λάθος. Είχε κάνει ένα τηλεφώνημα που δεν έπρεπε. Αλλά υπήρξε αφελής. Πίστεψε πως ήταν ώρα να αερίσει τα πάντα από τη μούχλα και τη σαπίλα. Πίστεψε πως αν έδειχνε πόσο υπέφερε η Μπρίτα από αυτό που είχε κρυμμένο στο μυαλό της, το οποίο συρρικνωνόταν όλο και περισσότερο, θα γινόταν προφανές πως είχε έρθει η ώρα. Ότι ήταν πια καιρός. Ότι δεν είχε νόημα να το παλεύουν άλλο. Ότι τα παλιά έπρεπε να βγουν στο φως, για να γαληνέψει η σκέψη τους. Για να ηρεμήσει η Μπρίτα. Θεέ και Κύριε, πόσο αφελής ήταν! Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε βάλει το μαξιλάρι ο ίδιος στο πρόσωπό της, να το είχε κρατήσει εκεί. Το ήξερε. Και ο πόνος ήταν αφόρητος. Ο Χέρμαν έκλεισε τα μάτια για να τον κλείσει απέξω, και αυτή τη φορά δεν είδε το άψυχο βλέμμα της Μπρίτα. Αντιθέτως, την είδε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Χλωμή και κουρασμένη, αλλά ευτυχισμένη. Με την Άννα-Γκρέτα στην αγκαλιά της. Σήκωσε το χέρι της και του έκανε νεύμα. Του έγνεψε να πάει πιο κοντά.
391/499
Με έναν τελευταίο στεναγμό, ο Χέρμαν άφησε πίσω του ό,τι του προκαλούσε πόνο και πήγε χαμογελώντας προς το μέρος τους.
Ο Πάτρικ κοιτούσε με βλέμμα απλανές. Ήταν δυνατό να είχε δίκιο η Ερίκα; Το θεώρησε εντελώς τρελό όταν του το είπε αλλά και... λογικό, ωστόσο. Αναστέναξε, γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει τώρα. «Έλα, μικρή μου, πάμε μια εκδρομούλα» είπε και σήκωσε τη Μάγια. Πήγαν στο χολ. «Θα πάρουμε και τη μαμά από τον δρόμο». Λίγο αργότερα έστριψε, πέρασε μπροστά από την καγκελόπορτα και μπήκε στο νεκροταφείο. Εκεί στεκόταν η Ερίκα και τους περίμενε χοροπηδώντας σχεδόν από την ανυπομονησία της. Ο Πάτρικ είχε αρχίσει να νιώθει την ίδια ανυπομονησία και αναγκάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό του να μην πατάει πολύ το γκάζι καθώς οδηγούσε προς το Τανουμσχέντε. Βέβαια, ήταν κάπως άτσαλος οδηγός, αλλά όταν είχε τη Μάγια στο αυτοκίνητο οδηγούσε πάντα προσεκτικά. «Θα μιλήσω εγώ τώρα, εντάξει;» είπε ο Πάτρικ όταν πάρκαραν μπροστά στο αστυνομικό τμήμα. «Θα έρθεις μέσα κι εσύ μόνο και μόνο επειδή δεν έχω όρεξη να κάθομαι να διαφωνώ μαζί σου γι’ αυτό, και γνωρίζω επίσης ότι πιθανότατα δεν θα κατάφερνα τίποτε. Αλλά εκεί μέσα είναι ο προϊστάμενός μου και εγώ έχω ξανακάνει το ίδιο πράγμα. Έγινα κατανοητός;» Η Ερίκα έγνεψε απρόθυμα καθώς έβγαζε τη Μάγια από το αυτοκίνητο. «Δεν πεταγόμαστε να δούμε μια στιγμή αν μπορεί να την κρατήσει η μαμά όσο θα είμαστε απασχολημένοι; Επειδή δεν σου αρέσει να βρίσκεται στο τμήμα μαζί μου, εννοώ...» έκανε περιπαικτικά ο Πάτρικ και η Ερίκα τον αγριοκοίταξε. «Έλα τώρα, ξέρεις ότι θέλω να τελειώνω το συντομότερο δυνατό με όλα αυτά. Άλλωστε δεν φαίνεται να την έβλαψε η προηγούμενη βάρδιά της στο τμήμα» είπε εκείνη και του έκλεισε το μάτι. «Μπα μπα! Πώς αποδώ;» είπε η Άνικα και έλαμψε ολόκληρη όταν η Μάγια τής χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο αναγνώρισης. «Πρέπει να μιλήσουμε με τον Μπέρτιλ» είπε ο Πάτρικ. «Είναι μέσα;» «Ναι, στο γραφείο του είναι» απάντησε η Άνικα και του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. Τους άφησε να περάσουν και ο Πάτρικ κατευθύνθηκε
392/499
βιαστικά προς το γραφείο του Μέλμπεργ, ενώ η Ερίκα τον ακολουθούσε με τη Μάγια στην αγκαλιά της. «Χέντστρεμ! Τι διάολο κάνεις εδώ; Κι έχεις όλη τη φαμίλια μαζί σου, βλέπω» έκανε κατσούφικα ο Μέλμπεργ δίχως να σηκωθεί για να χαιρετήσει. «Πρέπει να συζητήσουμε κάτι μαζί σου» είπε ο Πάτρικ και κάθισε σε μια καρέκλα. Η Μάγια και ο Ερνστ είχαν ήδη δει ο ένας τον άλλο προς μεγάλη τους αμοιβαία ικανοποίηση. «Έχει συνηθίσει τα παιδιά;» ρώτησε η Ερίκα διστάζοντας να αφήσει την κόρη τους που πάσχιζε να κατέβει στο πάτωμα. «Πώς διάολο να το γνωρίζω αυτό;» είπε ο Μέλμπεργ, αλλά αμέσως μαλάκωσε. «Είναι το καλύτερο σκυλί του κόσμου. Δεν θα πείραζε ούτε μύγα». Η φωνή του περιείχε και κάποια περηφάνια. Ο Πάτρικ σήκωσε χαμογελώντας το ένα φρύδι. Μάλλον κάποιος την είχε πατήσει άγρια με τον σκύλο. Η Ερίκα άφησε διστακτικά τη Μάγια δίπλα στον Ερνστ, ο οποίος άρχισε να τη γλείφει στο πρόσωπο, κάτι που η Μάγια δέχτηκε με ένα μείγμα ενθουσιασμού και φόβου. «Λοιπόν, τι ήθελες να μου πεις;» Ο Μέλμπεργ κοίταξε τον Πάτρικ, και στο βλέμμα του υπήρχε κάποια δόση περιέργειας. «Θέλω να ζητήσεις άδεια εκταφής». Ο Μέλμπεργ άρχισε να βήχει σαν να του είχε καθίσει κάτι στον λαιμό και το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο κόκκινο καθώς προσπαθούσε να πάρει αέρα. «Εκταφή! Τα έχεις εντελώς χαμένα, άνθρωπέ μου;» κατάφερε να πει έπειτα από λίγο. «Η άδεια πατρότητας πρέπει να σε βάρεσε κατακέφαλα! Έχεις ιδέα πόσο ασυνήθιστο είναι ν’ ανοίγεις τάφους; Κι εμείς το κάναμε δυο φορές τα τελευταία χρόνια. Αν ζητήσω άδεια άλλη μία φορά θα με σταμπάρουν ως ηλίθιο και θα με βάλουν σε τρελάδικο. Αλήθεια, ποιον θέλεις να ξεθάψεις τούτη τη φορά;» «Έναν νορβηγό αντιστασιακό που εξαφανίστηκε το 1945» είπε ήρεμα η Ερίκα, όπως καθόταν ανακούρκουδα δίπλα στον Πάτρικ και χάιδευε τον Ερνστ πίσω από τ’ αυτιά. «Συγγνώμη;» Ο Μέλμπεργ την κοίταξε σαν χαζός, λες και δεν ήξερε αν είχε ακούσει λάθος ή όχι. Η Ερίκα τού αφηγήθηκε υπομονετικά όλα όσα είχε ανακαλύψει για την παρέα των τεσσάρων και τον Νορβηγό που είχε έρθει στη Φιελμπάκα έναν
393/499
χρόνο πριν από το τέλος του πολέμου. Του είπε για το πώς χάθηκαν τα ίχνη του τον Ιούνιο του 1945 και ότι δεν είχαν καταφέρει να τον βρουν ακόμη. «Είναι, δηλαδή, απίθανο να παρέμεινε στη Σουηδία; Ή να πήγε κάπου στην Ευρώπη; Ρώτησες τις αρμόδιες αρχές, ντόπιες και νορβηγικές;» Ο Μέλμπεργ φαινόταν εξαιρετικά δύσπιστος. Η Ερίκα σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στην άλλη καρέκλα. Κοίταξε τον Μέλμπεργ σαν να προσπαθούσε να τον υπνωτίσει ώστε να την πάρει στα σοβαρά. Και μετά του είπε όσα της είχε αναφέρει ο Χέρμαν. Ότι ο Πάουλ Χέκελ και ο Φρίντριχ Χικ θα μπορούσαν να της πουν πού βρισκόταν ο Ούλαβσεν. «Όταν άκουσα αυτά τα ονόματα μου φάνηκαν κάπως γνώριμα, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ από πού τα ήξερα. Μέχρι σήμερα. Πήγα στο νεκροταφείο για να επισκεφτώ τους τάφους των γονιών μου και των γονιών της μητέρας μου. Και τότε το είδα». «Ποιο πράγμα;» ρώτησε συλλογισμένος ο Μέλμπεργ. Εκείνη κούνησε το χέρι της. «Θα έρθω και σ’ αυτό αν με αφήσεις να συνεχίσω». «Ναι, ναι, συνέχισε» είπε ο Μέλμπεργ που τώρα, παρά την αρχική του αντίδραση, έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. «Υπάρχει ένας τάφος στο νεκροταφείο της Φιελμπάκα που είναι λίγο ιδιαίτερος. Είναι από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί είναι θαμμένοι δέκα γερμανοί στρατιώτες, επτά αναγνωρισμένοι που αναφέρονται με το όνομά τους και τρεις άγνωστοι». «Ξέχασες να του πεις για τις λέξεις στο μπλοκ» είπε ο Πάτρικ, ο οποίος είχε παραιτηθεί και είχε αφήσει την παρουσίαση των γεγονότων στη σύζυγό του. Ένας σωστός σύζυγος ξέρει πότε πρέπει να κάνει πίσω. «Ναι, βέβαια, είναι κι αυτό ένα στοιχείο». Η Ερίκα τού μίλησε για τις δύο λέξεις στο μπλοκ του Έρικ, τις οποίες είχε δει όταν μελέτησε προσεκτικότερα τη φωτογραφία από τον τόπο του εγκλήματος, τις λέξεις Ignoto militi. «Και πώς είδες εσύ τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος;» έκανε εκνευρισμένος ο Μέλμπεργ και αγριοκοίταξε τον Πάτρικ. «Αυτό άσ’ το να το συζητήσουμε μετά» είπε ο Πάτρικ «απλώς άκου τώρα τι σου λέει η Ερίκα, σε παρακαλώ». Ο Μέλμπεργ γρύλισε, αλλά άφησε το θέμα αυτό προς το παρόν και έκανε νόημα στην Ερίκα να συνεχίσει.
394/499
«Είχε γράψει, λοιπόν, αυτές τις λέξεις σε ένα μπλοκ, πολλές φορές, και εγώ έψαξα να βρω τι σήμαιναν. Πρόκειται για μια εγχάρακτη επιγραφή που υπάρχει στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για να είμαι πιο ακριβής. Και οι λέξεις σημαίνουν ακριβώς αυτό: “Τω αγνώστω στρατιώτη”». Ο Μέλμπεργ φαινόταν ότι ακόμη δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε ακριβώς, γι’ αυτό και η Ερίκα συνέχισε ενώ ταυτόχρονα χειρονομούσε. «Αυτό το είχα συνέχεια στο μυαλό μου. Έχουμε έναν νορβηγό αντιστασιακό που εξαφανίζεται το 1945 και κανένας δεν ξέρει πού έχει πάει. Έχουμε δύο λέξεις που τις γράφει επανειλημμένα ο Έρικ και αφορούν τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η Μπρίτα είχε πει κάτι για “παλιά κόκαλα” και μετά έχουμε τα ονόματα που μου ανέφερε ο Χέρμαν. Πού θέλω να καταλήξω; Πριν από λίγο πέρασα από εκείνο τον τάφο στο νεκροταφείο της Φιελμπάκα, και τότε κατάλαβα γιατί τα ονόματα αυτά ήταν τόσο γνώριμα. Είναι κι αυτά χαραγμένα εκεί». Η Ερίκα έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα. Ο Μέλμπεργ την κοιτούσε επίμονα. «Δηλαδή Πάουλ Χέκελ και Φρίντριχ Χικ είναι τα ονόματα δύο Γερμανών που είναι θαμμένοι σε έναν τάφο από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο νεκροταφείο της Φιελμπάκα;» «Ναι» είπε η Ερίκα και άρχισε να σκέφτεται πώς έπρεπε να συνεχίσει την παρουσίαση. Αλλά την πρόλαβε ο Μέλμπεργ. «Δηλαδή λες ότι...» Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα και έριξε μια ματιά στον Πάτρικ πριν συνεχίσει. «Λέω ότι, κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει άλλο ένα πτώμα στον τάφο. Πιστεύω ότι ο νορβηγός αντιστασιακός Χανς Ούλαβσεν είναι θαμμένος εκεί. Και δεν ξέρω πώς, αλλά πιστεύω ότι αυτός είναι το κλειδί για τους φόνους του Έρικ και της Μπρίτα». Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Κανείς δεν έλεγε τίποτα και οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν στο γραφείο του Μέλμπεργ ήταν εκείνοι που έκαναν η Μάγια και ο Ερνστ. Έπειτα από μερικές στιγμές σιωπής, ο Πάτρικ είπε χαμηλόφωνα: «Ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται τρελό. Αλλά το συζήτησα διεξοδικά με την Ερίκα και βρίσκω πολλά σωστά σε όσα υποστηρίζει. Δεν μπορώ να σου προσφέρω συγκεκριμένα πειστήρια, αλλά υπάρχουν πολλές ενδείξεις που στηρίζουν όσα λέει. Και υπάρχει επίσης μεγάλη πιθανότητα να έχει δίκιο η
395/499
Ερίκα όταν λέει πως αυτό κρύβεται πίσω από τους δύο φόνους. Δεν ξέρω πώς και δεν ξέρω γιατί. Αλλά το πρώτο βήμα είναι να μάθουμε αν βρίσκεται παραπανίσιο πτώμα στον τάφο· και αν όντως υπάρχει, να διαλευκάνουμε πώς αυτό το άτομο πέθανε και κατέληξε εκεί». Ο Μέλμπεργ δεν απάντησε. Σταύρωσε τα χέρια του, κάθισε σιωπηλός και σκέφτηκε. Στο τέλος αναστέναξε βαθιά. «Ναι, πρέπει να είμαι κι εγώ εντελώς τρελός. Αλλά πιστεύω ότι πιθανόν έχετε δίκιο. Δεν μπορώ να σας εγγυηθώ ότι θα τα καταφέρω, έχουμε τρόπον τινά προϊστορία με κάτι τέτοια, και αντιλαμβάνομαι ότι ο εισαγγελέας θα τραβάει τα μαλλιά του. Αλλά θα προσπαθήσω. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ». «Αυτό είναι το μόνο που σου ζητάμε» έκανε ενθουσιασμένη η Ερίκα και φαινόταν έτοιμη να ορμήσει και να αγκαλιάσει τον Μέλμπεργ. «Καλά καλά, για ηρέμησε λίγο. Δεν νομίζω ότι θα καταφέρω τίποτε. Αλλά θα προσπαθήσω. Σε αυτή την περίπτωση θέλω να με αφήσετε στην ησυχία μου για να κάνω τη δουλειά μου». «Φεύγουμε αμέσως» είπε ο Πάτρικ και σηκώθηκε. «Απλώς ειδοποίησέ μας μόλις έχεις κάτι καινούργιο». Ο Μέλμπεργ δεν απάντησε, απλώς κούνησε το χέρι του για να τους διώξει, ενώ σήκωνε το ακουστικό για να αρχίσει τη δυσκολότερη πιθανόν εκστρατεία στην καριέρα του.
Φιελμπάκα 1945
Έμενε μαζί τους μισό χρόνο, και ήξεραν ότι αγαπιούνταν εδώ και τρεις μήνες όταν έγινε η καταστροφή. Η Έλσι ήταν στη βεράντα και πότιζε τα λουλούδια της μητέρας της όταν τους είδε ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα. Το κατάλαβε ακριβώς τη στιγμή που είδε τα βλοσυρά τους πρόσωπα. Πίσω της άκουγε τη μητέρα να τακτοποιεί τα πιατικά στην κουζίνα. Η Έλσι ήθελε να τρέξει μέσα και να την απομακρύνει αποκεί, να την πάει κάπου αλλού, πριν ακούσει αυτό που ήξερε ότι η μητέρα της δεν θα μπορούσε να αντέξει. Αντιλήφθηκε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Έτσι πήγε με τρεμάμενα πόδια και άνοιξε την εξώπορτα. Τρεις άντρες από ένα άλλο αλιευτικό της Φιελμπάκα πέρασαν μέσα. «Είναι εδώ η Χίλμα;» ρώτησε ο μεγαλύτερος, τον οποίο η Έλσι αναγνώρισε ως καπετάνιο του αλιευτικού. Εκείνη έγνεψε και τους συνόδευσε μέσα. Οι άντρες μπήκαν στην κουζίνα πρώτοι, και όταν η Χίλμα στράφηκε και τους είδε, της έπεσε το πιάτο που κρατούσε και έγινε χίλια κομμάτια στο πάτωμα. «Όχι, όχι, ω Θεέ μου, όχι!» έκανε εκείνη. Η Έλσι είχε προλάβει να φτάσει δίπλα της την τελευταία στιγμή και την έπιασε προτού σωριαστεί στο πάτωμα. Έβαλε τη μητέρα της να καθίσει σε μια καρέκλα και την αγκάλιασε σφιχτά, καθώς ένιωθε πως η καρδιά της κόντευε να γίνει χίλια κομμάτια. Οι τρεις ψαράδες στέκονταν αμήχανοι δίπλα στο τραπέζι και έπαιζαν νευρικά στα χέρια τους τα ναυτικά κασκέτα τους. Τελικά μίλησε ο καπετάνιος. «Ήταν μια θαλάσσια νάρκη, Χίλμα. Είδαμε τα πάντα από το σκάφος μας και σπεύσαμε να τους βοηθήσουμε. Αλλά... δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα». «Αχ, Θεέ μου» επανέλαβε η Χίλμα με κομμένη την ανάσα. «Και όλοι οι άλλοι...»
397/499
Η Έλσι έμεινε κατάπληκτη που η μητέρα της ακόμα και τούτη τη στιγμή ήταν σε θέση να σκέφτεται τους άλλους, αλλά μετά ήρθε και στο δικό της μυαλό η εικόνα του πληρώματος του πατέρα της. Οι άντρες που τους γνώριζε τόσο καλά και που οι οικογένειές τους θα λάβαιναν το ίδιο κακό μαντάτο. «Κανένας δεν γλίτωσε» είπε ο καπετάνιος και ξεροκατάπιε με θόρυβο. «Απέμειναν μόνο τσακισμένα ξύλα. Σταματήσαμε και ψάξαμε πολύ... Δεν βρήκαμε όμως τίποτα. Μόνο εκείνο το αγόρι τον Όσκαρσον. Αλλά ήταν ήδη νεκρό όταν το τραβήξαμε πάνω στο κατάστρωμα». Τα δάκρυα έτρεχαν τώρα ποτάμι στο πρόσωπο της Χίλμα και δάγκωνε ασταμάτητα τη γροθιά της για να εμποδίσει την κραυγή να βγει. Η Έλσι κατάπιε τα δάκρυά της και προσπάθησε να φανεί γενναία. Πώς θα επιβίωνε η μητέρα της ύστερα από μια τέτοια καταστροφή; Πώς θα τα κατάφερνε και η ίδια έπειτα από ένα τέτοιο χτύπημα; Ο καλοσυνάτος πατέρας της. Πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα και πάντα έτοιμος να βοηθήσει. Πώς θα τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτόν τώρα; Ακούστηκε ένα διστακτικό χτύπημα στην πόρτα, κι ένας από τους μαντατοφόρους πήγε ν’ ανοίξει. Ο Χανς μπήκε στην κουζίνα. Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο. «Είδα... ότι ήρθαν επισκέψεις. Σκέφτηκα ότι... Τι...» Χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν ήθελε να τις ταράξει άλλο, όπως κατάλαβε η Έλσι, αλλά του χρωστούσε ευγνωμοσύνη που είχε δείξει ενδιαφέρον. «Το καράβι του πατέρα έπεσε σε νάρκη» είπε εκείνη με τραχιά φωνή. «Κανένας δεν γλίτωσε». Ο Χανς παραπάτησε. Έπειτα πήγε στο ντουλάπι όπου ο Έλοφ φυλούσε τα οινοπνευματώδη και άρχισε να γεμίζει αποφασιστικά έξι σφηνάκια σναπς που τα έβαλε πάνω στο τραπέζι. «Νομιζω ότι θα μας κάνει καλό ένα τονωτικό τώρα» είπε με τα μελωδικά νορβηγικά του που όσο περνούσε ο καιρός ακούγονταν όλο και περισσότερο σαν σουηδικά. Πήραν όλοι με ευγνωμοσύνη από ένα σφηνάκι, εκτός από τη Χίλμα. Η Έλσι έπιασε διστακτικά ένα ποτηράκι και το έβαλε μπροστά στη μητέρα της. «Έλα, πιες το». Η Χίλμα υπάκουσε την κόρη της, έφερε με τρεμάμενο χέρι το ποτήρι στο στόμα της και το κατέβασε με έναν μορφασμό. Η Έλσι έριξε ένα βλέμμα όλο ευγνωμοσύνη στον Χανς. Ήταν καλό που δεν αισθανόταν μόνη της εκείνη τη στιγμή.
398/499
Ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα. Τώρα πήγε ο Χανς να ανοίξει. Ήταν οι γυναίκες που είχαν αρχίσει να έρχονται. Όλες εκείνες που ζούσαν με τον καθημερινό φόβο ότι η θάλασσα θα τους πάρει τους άντρες τους. Οι γυναίκες που καταλάβαιναν τι περνούσε η Χίλμα και που ήξεραν ότι τις χρειαζόταν δίπλα της. Ήρθαν φέρνοντας φαγητό, ένα χέρι βοήθειας, μερικά λόγια παρηγοριάς ότι ήταν θέλημα Θεού. Κι αυτό βοήθησε. Όχι πολύ, αλλά όλες ήξεραν ότι κάποια μέρα μπορεί να χρειάζονταν κι εκείνες την ίδια παρηγοριά και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να απαλύνουν τον πόνο της φίλης τους. Με ένα αφόρητο βάρος στην καρδιά, η Έλσι έκανε ένα βήμα πίσω και είδε τις γυναίκες να μαζεύονται γύρω από τη Χίλμα, ενώ οι άντρες που είχαν φέρει το μαντάτο υποκλίθηκαν θλιμμένοι και έφυγαν για να πάνε και σε άλλα χαροκαμένα σπίτια. Όταν έπεσε η νύχτα, η Χίλμα κατάφερε τελικά να κοιμηθεί αποκαμωμένη. Η Έλσι ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και κοιτούσε με βλέμμα απλανές το ταβάνι, εντελώς άδεια κι ανήμπορη να χωνέψει ό,τι είχε συμβεί. Έβλεπε μπροστά της το πρόσωπο του πατέρα της. Ήταν πάντα εκεί, κοντά της, για χάρη της. Ήταν το καμάρι του πατέρα της. Το ήξερε ανέκαθεν αυτό. Για εκείνον η κόρη του είχε μια αξία που υπερέβαινε οτιδήποτε άλλο. Και η Έλσι ήξερε πως ο πατέρας της είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα σ' εκείνη και στο αγόρι από τη Νορβηγία, το οποίο ο Έλοφ εκτιμούσε όλο και περισσότερο. Αλλά τους είχε αφήσει να κάνουν τα δικά τους. Ήταν βέβαια διαρκώς σε εγρήγορση, αλλά είχε ταυτόχρονα δώσει τη σιωπηλή του συναίνεση και ίσως να έλπιζε ότι κάποια στιγμή θα έκανε τον Χανς γαμπρό. Η Έλσι πίστευε ότι ο πατέρας της δεν θα είχε αντίρρηση γι’ αυτό. Άλλωστε τόσο η ίδια όσο και ο Χανς είχαν σεβαστεί και τον πατέρα και τη μητέρα της. Είχαν παραμείνει σε μερικά κρυφά φιλιά και προσεκτικά αγκαλιάσματα, αλλά τίποτα παραπέρα. Τίποτα που θα τους έκανε να μην μπορούν να κοιτάξουν τους γονείς της κατάματα. Τώρα όμως που ήταν ξαπλωμένη και κοιτούσε το ταβάνι τίποτε από αυτά δεν είχε πια σημασία. Ο πόνος στο στήθος ήταν τόσο έντονος που δεν μπορούσε να τον υποφέρει μόνη της. Κατέβασε προσεκτικά τα πόδια της στο πάτωμα. Υπήρχε ακόμη κάτι μέσα της που δίσταζε, αλλά ο πόνος έσχιζε το στήθος της
399/499
και την έκανε να αναζητά τη μόνη ανακούφιση που ήξερε πως θα μπορούσε να έχει. Κατέβηκε προσεκτικά και αθόρυβα τη σκάλα. Έριξε μια ματιά στη μητέρα όταν προσπέρασε την κρεβατοκάμαρά της και ένιωσε μια μαχαιριά στο στήθος όταν είδε πόσο μικρή φαινόταν τώρα σ’ εκείνο το κρεβάτι. Αλλά τουλάχιστον κοιμόταν βαριά. Ανακουφιζόταν λίγο μακριά από την πραγματικότητα. Η εξώπορτα έτριξε ελαφρά όταν έστριψε το κλειδί στην κλειδαριά και την ξεκλείδωσε. Ο νυχτερινός αέρας ήταν τόσο κρύος που της έκοψε την ανάσα όταν βγήκε στη σκεπαστή βεράντα μόνο με το νυχτικό, ενώ τα κρύα πέτρινα σκαλοπάτια έκαναν τις γυμνές της πατούσες να πονούν. Κατέβηκε βιαστικά και σταμάτησε διστακτική μπροστά στην πόρτα του. Αλλά ο δισταγμός κράτησε μόνο μία στιγμή. Ο πόνος την ωθούσε να αναζητήσει ανακούφιση. Εκείνος άνοιξε με το πρώτο σιγανό χτύπημά της. Παραμέρισε και την άφησε να περάσει χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνη μπήκε μέσα και στάθηκε εκεί, μόνο με το νυχτικό, με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του, δίχως να μιλάει καθόλου. Το βλέμμα του Χανς εξέφρασε μια βουβή ερώτηση, κι εκείνη απάντησε πιάνοντας το χέρι του. Για μερικές στιγμές εκείνη τη νύχτα μπόρεσε να ξεχάσει τον πόνο στο στήθος της.
Ο
Σελ ένιωθε ταραγμένος μετά τη συνάντηση με τον πατέρα του. Όλα αυτά τα χρόνια κατάφερνε πολύ καλά να διατηρεί τη σχέση τους, να επιμένει στο μίσος του. Του ήταν πολύ εύκολο να βλέπει μόνο τα αρνητικά, να εστιάζει μόνο στα λάθη που είχε κάνει ο Φρανς όσο ο γιος του ήταν ακόμη παιδί. Αλλά ίσως τα πράγματα να μην ήταν μόνο άσπρα ή μαύρα. Ανακάθισε προσπαθώντας να αποδιώξει αυτές τις σκέψεις. Του ήταν ευκολότερο να μη βλέπει κάποιες γκρίζες περιοχές, να βλέπει μόνο το σωστό και το λάθος. Αλλά σήμερα ο Φρανς τού είχε φανεί γερασμένος και εύθραυστος. Και για πρώτη φορά ο Σελ αντιλήφθηκε ότι ο πατέρας του δεν θα ζούσε για πάντα, δεν θα υπήρχε πάντα εκεί ως σύμβολο του μίσους του. Κάποια μέρα ο πατέρας του δεν θα υπήρχε, και τότε θα ήταν αναγκασμένος να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Βαθιά μέσα του ήξερε ότι το μίσος του είχε τέτοια ένταση επειδή αυτός είχε ακόμη τη δυνατότητα να απλώσει ένα χέρι συμφιλίωσης, να κάνει το πρώτο βήμα. Δεν ήθελε όμως να το κάνει. Δεν είχε καμία διάθεση. Αλλά η δυνατότητα υπήρχε, και πάντα του έδινε μια αίσθηση ισχύος. Τη μέρα όμως που θα πέθαινε ο πατέρας θα ήταν πολύ αργά. Θα απέμενε μόνο μια ζωή γεμάτη μίσος. Τίποτε άλλο. Το χέρι του έτρεμε λίγο όταν σήκωσε το ακουστικό για να κάνει μερικά τηλεφωνήματα. Η Ερίκα είχε βέβαια πει ότι θα αναλάμβανε αυτή τις ερωτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές, αλλά ο Σελ δεν ήταν συνηθισμένος να εμπιστεύεται άλλους. Καλύτερα να το έλεγχε ο ίδιος. Έπειτα από μία ώρα και πέντε τηλεφωνήματα, τόσο εντός Σουηδίας όσο και εκτός, στη Νορβηγία, ήταν πια αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι οι έρευνές του δεν είχαν αποδώσει τίποτα συγκεκριμένο. Ήταν δύσκολο, καμία αντίρρηση ως προς αυτό, όταν είχαν μόνο ένα όνομα και μια κατά προσέγγιση ηλικία. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να πάρει απαντήσεις, πάντα υπήρχαν. Δεν είχαν εξαντληθεί ακόμη όλες οι δυνατότητες, και είχε άλλωστε καταφέρει να αντλήσει αρκετά αξιόπιστες πληροφορίες που τον έκαναν να πιστεύει ότι ο Νορβηγός δεν είχε παραμείνει στη Σουηδία. Οπότε το πιθανότερο ήταν ότι ο Χανς είχε επιστρέψει στην
401/499
πατρίδα του μόλις τελείωσε ο πόλεμος και πέρασε ο κίνδυνος να τον συλλάβουν. Πήρε τον φάκελο με τα άρθρα και αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι είχε ξεχάσει να στείλει με φαξ τη φωτογραφία του Χανς Ούλαβσεν στον Έσκιλ Χάλβορσεν. Σήκωσε άλλη μια φορά το ακουστικό για να του τηλεφωνήσει και να μάθει τον αριθμό του φαξ για να του στείλει τη φωτογραφία. «Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτε ακόμη» είπε ο Χάλβορσεν μόλις άκουσε το όνομα, και ο Σελ έσπευσε να πει ότι δεν του είχε τηλεφωνήσει γι’ αυτό. «Μια φωτογραφία του θα βοηθούσε. Μπορείτε να τη στείλετε με φαξ στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο» είπε ο Χάλβορσεν και του έδωσε τον αριθμό ενός φαξ. Ο Σελ έστειλε αμέσως ένα αντίγραφο του άρθρου το οποίο περιείχε και την πιο καθαρή φωτογραφία του Χανς Ούλαβσεν. Έπειτα κάθισε ξανά στο γραφείο του. Ευχήθηκε να έβρισκε κάτι καλύτερο η Ερίκα. Ο ίδιος ένιωθε πως είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
«Ήρθε ο παππούς» φώναξε ο Περ προς τη μεριά του καθιστικού και η Καρίνα πήγε στο χολ να τον προϋπαντήσει. «Μπορώ να περάσω για λίγο;» ρώτησε ο Φρανς. Η Καρίνα παρατήρησε ανήσυχη ότι ο Φρανς δεν φαινόταν καλά. Όχι ότι ενδιαφερόταν ποτέ για τον πατέρα του Σελ, αλλά αυτό που είχε κάνει για την ίδια και τον Περ τού είχε εξασφαλίσει μια θέση στη λίστα των ανθρώπων στους οποίους η Καρίνα χρωστούσε ευγνωμοσύνη. «Πέρασε, πέρασε μέσα» είπε εκείνη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Τον είδε να την κοιτάζει προσεκτικά και ένιωσε την ανάγκη ν’ απαντήσει στη βουβή ερώτησή του: «Ούτε σταγόνα από την τελευταία φορά που ήσουν εδώ. Ο Περ μπορεί να το επιβεβαιώσει». Ο Περ κατένευσε και κάθισε απέναντι από τον Φρανς στο τραπέζι της κουζίνας. Το βλέμμα που έριξε στον παππού του άγγιζε τα όρια της λατρείας.
402/499
«Σαν να μου φαίνεται ότι άρχισες να βγάζεις μαλλιά στο κεφάλι» έκανε αστειευόμενος ο Φρανς στον εγγονό του και του χάιδεψε το κοντοκουρεμένο του κεφάλι. «Σιγά» έκανε ο Περ με κάποια αμηχανία, και μετά πέρασε και το δικό του χέρι από το κεφάλι του φανερά ικανοποιημένος. «Μπράβο» είπε ο Φρανς. «Πολύ καλά». Η Καρίνα τού έριξε μια προειδοποιητική ματιά καθώς έβαζε καφέ. Εκείνος της έριξε ένα σχεδόν αδιόρατο βλέμμα σαν να την επιβεβαίωνε πως δεν επρόκειτο να συζητήσει τις πολιτικές του απόψεις με τον Περ. Μόλις έγινε ο καφές και η Καρίνα κάθισε μαζί τους, έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Φρανς. Αυτός έστρεψε τα μάτια στο φλιτζάνι του. Εκείνη παρατήρησε ξανά πόσο κουρασμένος φαινόταν. Και παρόλο που, κατά την άποψή της, χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του με λανθασμένο τρόπο, στα μάτια της ήταν πάντα η προσωποποίηση της δύναμης. Αλλά τώρα δεν ήταν καθόλου έτσι. «Έχω ανοίξει έναν λογαριασμό στο όνομα του Περ» είπε ο Φρανς τελικά χωρίς να τους κοιτάζει ακόμη. «Θα έχει πρόσβαση σε αυτόν όταν γίνει είκοσι πέντε χρόνων. Έχω ήδη καταθέσει αρκετά χρήματα». «Από πού...» άρχισε να λέει η Καρίνα, αλλά ο Φρανς ύψωσε το χέρι του για να τη σταματήσει και συνέχισε. «Για λόγους τους οποίους δεν μπορώ να αναφέρω ο λογαριασμός δεν βρίσκεται σε σουηδική τράπεζα, αλλά σε μια τράπεζα του Λουξεμβούργου». Η Καρίνα σήκωσε το φρύδι, αν και όχι εντελώς ξαφνιασμένη. Ο Σελ πάντοτε έλεγε ότι ο πατέρας του είχε κάπου κρυμμένα λεφτά, από τις εγκληματικές του δραστηριότητες που τον είχαν οδηγήσει στη φυλακή πολλές φορές. «Αλλά γιατί... τώρα;» ρώτησε εκείνη και τον κοίταξε. Ο Φρανς φάνηκε αρχικά πως δεν ήθελε να απαντήσει στο ερώτημα, αλλά στο τέλος είπε: «Αν μου συμβεί κάτι, θέλω να είναι τακτοποιημένο αυτό το ζήτημα». Η Καρίνα δεν μίλησε. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο. «Κουλ!» έκανε ο Περ και κοίταξε με θαυμασμό τον παππού του. «Πόσα χρήματα παίρνω;» «Περ, σταμάτα!» είπε η Καρίνα και κάρφωσε με το βλέμμα τον γιο της, ο οποίος σήκωσε τους ώμους.
403/499
«Πολλά χρήματα» απάντησε ξερά ο Φρανς χωρίς να διευκρινίσει τίποτα περισσότερο. «Αλλά αν και ο λογαριασμός είναι στο όνομά σου, έχω θέσει μερικούς όρους. Εν μέρει δεν θα μπορείς να σηκώσεις χρήματα πριν γίνεις είκοσι πέντε και εν μέρει» σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό του «έχω θέσει και τον όρο ότι δεν θα μπορέσεις να τον αγγίξεις προτού κρίνει η μητέρα σου πως είσαι αρκετά ώριμος για να χειριστείς αυτά τα χρήματα και να δώσει την έγκρισή της. Αλλά και αυτό ισχύει μετά τα είκοσι πέντε. Οπότε αν κρίνει πως δεν είσαι αρκετά έξυπνος για να κάνεις κάτι καλό με τα λεφτά αυτά, δεν θα μπορέσεις ούτε να τα μυρίσεις. Έγινα κατανοητός;» Ο Περ μουρμούρισε κάτι, αλλά δέχτηκε αδιαμαρτύρητα όσα είπε ο Φρανς. Η Καρίνα δεν ήξερε τι στάση έπρεπε να κρατήσει απέναντι σε αυτή την κίνηση του Φρανς. Υπήρχε κάτι στον τρόπο του, κάτι στη φωνή του, που της προκαλούσε ανησυχία. Ταυτόχρονα ένιωθε ότι χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτό τον άνθρωπο, για ό,τι έκανε για τον Περ. Δεν την ενδιέφερε από πού προέρχονταν τα λεφτά. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που λείψανε σε κάποιον, και σίγουρα θα βοηθούσαν τον Περ στο μέλλον, οπότε δεν είχε σκοπό ν’ αρχίσει να ψειρίζει τα πράγματα. «Με τον Σελ τι να κάνω, τι θα του πω;» ρώτησε. Τώρα ο Φρανς σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. «Ο Σελ δεν πρέπει να μάθει τίποτε από όλα αυτά πριν από τη μέρα που ο Περ θα μπορεί να πάρει τα χρήματα. Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα του πεις τίποτα! Ούτε κι εσύ, Περ!» Στράφηκε στον εγγονό του και τον κοίταξε το ίδιο έντονα. «Είναι το μόνο που απαιτώ. Να μη μάθει τίποτα ο πατέρας σου πριν βρεθεί προ τετελεσμένου γεγονότος». «Εντάξει, όχι, ο πατέρας δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα» είπε ο Περ και φαινόταν μάλλον ευχαριστημένος που θα μπορούσε να κρατήσει κάτι μυστικό από τον πατέρα του. Έπειτα ο Φρανς είπε σε ηπιότερο τόνο: «Ξέρω ότι μάλλον θα σε τιμωρήσουν για την ανοησία που έκανες τις προάλλες. Άκουσέ με προσεκτικά». Ανάγκασε τον Περ να τον κοιτάξει κατάματα. «Θα δεχτείς την ποινή σου, μάλλον σε ίδρυμα για προβληματικά παιδιά θα σε βάλουν. Δεν θα κάνεις παρέα με αλήτες. Μακριά από την αλητεία γενικότερα. Θα εκτίσεις την ποινή σου δίχως να προκαλέσεις περισσότερα προβλήματα και δεν θα ξαναμπλέξεις σε τέτοιες καταστάσεις. Με ακούς;»
404/499
Μιλούσε αργά και καθαρά και κάθε φορά που ο Περ φαινόταν πως ήθελε να αποστρέψει το βλέμμα του ο Φρανς τον ανάγκαζε να τον ξανακοιτάξει κατάματα. «Πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα, δεν θέλεις να κάνεις τη ζωή που έκανα εγώ. Η ζωή μου ήταν σκατά, από την αρχή ως το τέλος. Τα μόνα σημαντικά πράγματα που έκανα στη ζωή μου, που είχαν νόημα για μένα, είστε εσύ και ο πατέρας σου, έστω κι αν εκείνος δεν θα το πίστευε ποτέ του. Αυτή είναι η αλήθεια. Οπότε υποσχέσου μου ότι θα μείνεις μακριά από όλες αυτές τις βλακείες. Θέλω να μου το υποσχεθείς, θέλω να σε ακούσω!» «Ναι, ναι» έκανε ο Περ και φάνηκε να νιώθει άβολα. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι άκουγε και δεχόταν αυτό που του πρότεινε ο παππούς του. Ο Φρανς ευχήθηκε μέσα του να έφτανε αυτό. Ήξερε και ο ίδιος πόσο δύσκολο ήταν να βγεις από μια πεπατημένη. Αλλά με λίγη τύχη ίσως να είχε καταφέρει να δώσει στον εγγονό του μια μικρή ώθηση προς μια άλλη κατεύθυνση στη ζωή. Ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα. Ο Φρανς σηκώθηκε. «Αυτά ήθελα να πω. Αφήνω όλες τις οδηγίες που χρειάζεσαι για να πάρεις τα λεφτά εδώ». Άφησε ένα χαρτί μπροστά στην Καρίνα, στο τραπέζι της κουζίνας. «Γιατί δεν κάθεσαι λίγο ακόμη;» ρώτησε η Καρίνα και ένιωσε ξανά εκείνη την ανησυχία. Ο Φρανς κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έχω δουλειές». Κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, αλλά σταμάτησε στο κατώφλι και κοίταξε πίσω του. Έπειτα από έναν μικρό δισταγμό είπε χαμηλόφωνα: «Φροντίστε τον εαυτό σας» και σήκωσε το χέρι για να τους αποχαιρετήσει, πριν στραφεί ξανά προς την εξώπορτα και φύγει. Η Καρίνα και ο Περ έμειναν καθισμένοι στην κουζίνα. Είχαν καταλάβει και οι δύο ότι επρόκειτο για ένα οριστικό αντίο.
«Τούτο το πράγμα πάει να γίνει παράδοση» είπε ο Τούρμπγιερν Ρούουντ ξερά. Στεκόταν δίπλα στον Πάτρικ και παρακολουθούσε τη μακάβρια διαδικασία. Η Άννα είχε αναλάβει να φυλάξει τη Μάγια κι έτσι ήταν και η Ερίκα μαζί τους και κοιτούσε την εκταφή με φανερή ανυπομονησία.
405/499
«Δεν πρέπει να ήταν εύκολο για τον Μέλμπεργ να βγάλει άδεια» είπε ο Πάτρικ, προβαίνοντας έτσι σε μια ασυνήθιστα επαινετική αναφορά στον προϊστάμενό του. «Απ’ ό,τι άκουσα, ο εισαγγελέας τού φώναζε ασταμάτητα επί δέκα λεπτά» είπε ο Τούρμπγιερν δίχως να πάρει το βλέμμα του από τον τάφο, από τον οποίο αφαιρούνταν τώρα το ένα στρώμα χώμα μετά το άλλο. «Θα χρειαστεί να τους ξεθάψουμε όλους;» ρώτησε ο Πάτρικ και ανατρίχιασε. Ο Τούρμπγιερν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν έχετε δίκιο, ο άντρας που ψάχνετε θα πρέπει να βρίσκεται πάνω πάνω. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα έμπαινε κανείς στον κόπο να τον θάψει κάτω από όλους τους άλλους» είπε με ειρωνικό ύφος. «Πιθανότατα να μη βρίσκεται καν σε φέρετρο, και τα ρούχα του μπορεί επίσης να μας αποδείξουν ότι στέκει η θεωρία σας». «Πόσο σύντομα μπορούμε να έχουμε μια προκαταρκτική έκθεση για την αιτία θανάτου;» ρώτησε η Ερίκα. «Αν τον βρούμε» πρόσθεσε, αν και φαινόταν σίγουρη πως η εκταφή θα αποδείκνυε ότι είχε δίκιο. «Μου υποσχέθηκαν ότι μπορούμε να την έχουμε μεθαύριο, την Παρασκευή δηλαδή» είπε ο Πάτρικ. «Μίλησα με τον Πέντερσεν το πρωί και μου είπε ότι θα βάλει το θέμα αυτό πρώτο. Μπορεί να αρχίσει αύριο κιόλας τη δουλειά και να μας δώσει μερικές πληροφορίες την Παρασκευή. Αλλά θα είναι προκαταρκτικές, το τόνισε ιδιαίτερα αυτό. Πάντως, ευελπιστούμε ότι θα μάθουμε την αιτία του θανάτου». Μια φωνή πέρα από τον τόπο εκταφής τον διέκοψε, και πήγαν όλοι από περιέργεια πιο κοντά για να δουν τι συνέβαινε. «Βρήκαμε κάτι» είπε ένας από τους τεχνικούς και ο Τούρμπγιερν τον πλησίασε αμέσως. Συζήτησαν λίγο, με τα κεφάλια σχεδόν κολλητά. Έπειτα ο Τούρμπγιερν επέστρεψε στον Πάτρικ και στην Ερίκα, που δεν είχαν τολμήσει να πλησιάσουν. «Φαίνεται πως υπάρχει κάποιος θαμμένος πολύ κοντά στην επιφάνεια, ο οποίος δεν βρίσκεται σε φέρετρο. Θα συνεχίσουμε προσεκτικότερα τώρα για να μην καταστρέψουμε οποιαδήποτε στοιχεία. Οπότε θα πάρει κάποια ώρα ακόμη για να τον ξεθάψουμε». Δίστασε λίγο. «Αλλά φαίνεται πως μάλλον έχεις δίκιο». Η Ερίκα κατένευσε και ανάσανε με ανακούφιση. Κοίταξε λίγο παραπέρα και είδε τον Σελ να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Τον εμπόδισαν ο Μάρτιν και
406/499
ο Γιέστα που ήταν εκεί για να σταματούν οποιονδήποτε αναρμόδιο ήθελε να πλησιάσει. Η Ερίκα πήγε βιαστικά προς το μέρος τους. «Εντάξει είναι, εγώ τον ειδοποίησα». «Απαγορεύονται ο τύπος και οι αναρμόδιοι διέταξε ο Μέλμπεργ και ήταν κατηγορηματικός» μουρμούρισε ο Γιέστα και έβαλε την παλάμη του στο στέρνο του Σελ. «Αφήστε τον» είπε ο Πάτρικ που είχε πλησιάσει κι αυτός τώρα. «Παίρνω εγώ την ευθύνη». Έριξε ένα πολύ έντονο βλέμμα στην Ερίκα που έλεγε ξεκάθαρα πως θα ήταν υπεύθυνη για ενδεχόμενες συνέπειες. Εκείνη έγνεψε βιαστικά και τράβηξε μαζί της τον Σελ προς τον τάφο. «Βρήκαν τίποτα;» τη ρώτησε εκείνος. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες από την έξαψη. «Έτσι φαίνεται. Μάλλον βρήκαμε τον Χανς Ούλαβσεν» είπε η Ερίκα και παρακολούθησε εντυπωσιασμένη τους τεχνικούς που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν ένα μη αναγνωρίσιμο όγκο σε έναν λάκκο μόλις μισό μέτρο βάθος. «Δεν έφυγε ποτέ από τη Φιελμπάκα λοιπόν» έκανε με κομμένη την ανάσα ο Σελ, δίχως να μπορεί κι αυτός να πάρει το βλέμμα του από τους τεχνικούς. «Έτσι φαίνεται. Αλλά το ερώτημα είναι πώς κατέληξε εδώ». «Ο Έρικ και η Μπρίτα πάντως ήξεραν ότι ήταν θαμμένος εδώ». «Ναι, και έχουν δολοφονηθεί και οι δύο». Η Ερίκα κούνησε το κεφάλι λες και έτσι θα διαλεύκανε όλες τις λεπτομέρειες. «Μα ήταν εδώ μέσα εξήντα χρόνια. Γιατί τώρα; Τι τον έκανε ξαφνικά τόσο σημαντικό;» αναρωτήθηκε ο Σελ. «Δεν έμαθες τίποτε από τον πατέρα σου;» ρώτησε η Ερίκα και έστρεψε το βλέμμα της προς τον Σελ. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τίποτα. Και δεν μπορώ να σου πω αν αυτό συμβαίνει επειδή δεν ξέρει ή επειδή δεν θέλει να μιλήσει». «Πιστεύεις ότι μπορεί να...» Δεν τόλμησε να ολοκληρώσει τη φράση της, αλλά ο Σελ κατάλαβε τι εννοούσε. «Πιστεύω ότι ο πατέρας μου είναι ικανός για οτιδήποτε, αυτό είναι το μόνο που ξέρω πολύ καλά». «Τι κουβεντιάζετε εσείς οι δύο;» ρώτησε ο Πάτρικ που τώρα στεκόταν δίπλα στην Ερίκα με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του μπουφάν του.
407/499
«Κουβεντιάζουμε το ενδεχόμενο να είναι ο πατέρας μου ο δολοφόνος» είπε ο Σελ ήρεμα. Ο Πάτρικ φάνηκε να αντιδρά με ένα σκίρτημα μπροστά στην ειλικρίνεια του άλλου. «Καταλήξατε πουθενά;» ρώτησε τελικά. «Είχαμε και εμείς τις υποψίες μας, αλλά όπως φαίνεται ο πατέρας σου έχει άλλοθι για τον φόνο του Έρικ». «Δεν το ήξερα αυτό» είπε ο Σελ. «Αλλά ελπίζω να ελέγξατε δύο και τρεις φορές όσα σας είπε, γιατί δεν είναι δα και τόσο δύσκολο για έναν έμπειρο φυλακόβιο σαν τον πατέρα να κανονίσει άλλοθι». Ο Πάτρικ παραδέχτηκε μέσα του πως ο Σελ είχε δίκιο και υπενθύμισε στον εαυτό του να ρωτήσει τον Μάρτιν πόσο καλά έλεγξαν το άλλοθι του Φρανς. Ο Τούρμπγιερν πήγε κοντά τους. Έγνεψε στον Σελ και φάνηκε σαν να τον αναγνώρισε. «Ααα, βλέπω ότι παραχωρήσατε άδεια και στην τέταρτη εξουσία να παρακολουθήσει όσα κάνουμε». «Έχω προσωπικό ενδιαφέρον για τούτη την υπόθεση» είπε ο Σελ. Ο Τούρμπγιερν σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Αν η αστυνομία επέτρεπε την παρουσία ενός δημοσιογράφου, εκείνον δεν τον αφορούσε καθόλου. Το πρόβλημα ήταν της αστυνομίας. «Θα έχουμε τελειώσει σε καμιά ώρα περίπου» είπε. «Και έμαθα ότι ο Πέντερσεν είναι έτοιμος να αρχίσει αμέσως». «Ναι, μίλησα κι εγώ μαζί του» είπε ο Πάτρικ και έγνεψε. «Εντάξει λοιπόν. Τότε ας φροντίσουμε να τον βγάλουμε, για να δούμε τι μυστικά κρύβει κι αυτός». Τους γύρισε την πλάτη και επέστρεψε στον τάφο. «Ναι, ας δούμε τι μυστικά κρύβει» είπε χαμηλόφωνα η Ερίκα καθώς είχε στραμμένο το βλέμμα της στο χώμα. Ο Πάτρικ έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
Φιελμπάκα 1945
Οι μήνες που ακολούθησαν τον θάνατο του πατέρα της ήταν συγκεχυμένοι και επώδυνοι. Η μητέρα της προσπαθούσε να κάνει τις καθημερινές της δουλειές και ό,τι άλλο έπρεπε. Αλλά κάτι έλειπε. Ο Έλοφ είχε πάρει ένα κομμάτι της Χίλμα κοντά του, και η Έλσι δεν αναγνώριζε πια τη μητέρα της. Κατά κάποιον τρόπο δεν είχε χάσει μόνο τον πατέρα της αλλά και τη μητέρα της. Η μόνη ασφάλεια που της είχε απομείνει ήταν αυτή που μοιραζόταν με τον Χανς τις νύχτες. Κάθε βράδυ, μόλις κοιμόταν η μητέρα της, κατέβαινε σ’ εκείνον και χωνόταν στην αγκαλιά ου. Ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος. Ήξερε ότι θα υπήρχαν συνέπειες που δεν μπορούσε να προβλέψει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τις στιγμές που ξάπλωνε δίπλα του, κάτω από το πάπλωμα, στην αγκαλιά του, και ένιωθε εκείνον να της χαϊδεύει αργά τα μαλλιά, εκείνες τις στιγμές ο κόσμος ήταν πάλι ακέραιος. Όταν φιλιούνταν και απλωνόταν παντού μέσα τους εκείνη η γνώριμη πλέον αλλά πάντα καταπληκτική και έντονη έξαψη, αδυνατούσε να καταλάβει πώς μπορούσε να ήταν λάθος αυτό που έκαναν. Πώς ήταν δυνατό να είναι λάθος ο έρωτας σε έναν κόσμο ο οποίος μπορούσε απότομα και βίαια να ανατιναχτεί και να γίνει χίλια κομμάτια από μια νάρκη. Ο Χανς αποτελούσε επίσης ευλογία για τις δυο γυναίκες όσον αφορούσε τα πρακτικά ζητήματα. Τώρα που είχε πεθάνει ο πατέρας, τα οικονομικά τους αποτελούσαν μεγάλο πονοκέφαλο, και το μόνο που τις βοηθούσε να τα βγάζουν πέρα ήταν το γεγονός ότι ο Χανς είχε αρχίσει να δουλεύει περισσότερο στα αλιευτικά και τους έδινε όλα τα χρήματα που κέρδιζε. Καμιά φορά η Έλσι αναρωτιόταν αν η μητέρα της ήξερε τελικά ότι πήγαινε τα βράδια στο δωμάτιό του αλλά έκανε τα στραβά μάτια επειδή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αντιδράσει.
409/499
Η Έλσι χάιδεψε την κοιλιά της όπως ήταν ξαπλωμένη δίπλα στον Χανς και αφουγκραζόταν την ήρεμη ανάσα του δίπλα της. Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από τότε που είχε καταλάβει πώς είχαν τα πράγματα. Ήταν βέβαια αναπόφευκτο, αλλά αρχικά έκανε τα στραβά μάτια για το ρίσκο που έπαιρνε. Και παρά την κατάστασή της, παρέμενε πολύ ήρεμη. Άλλωστε κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Χανς. Κι αυτό άλλαζε τα πάντα περί ντροπής και επιπτώσεων. Δεν εμπιστευόταν κανέναν στον κόσμο περισσότερο από τον Χανς. Δεν του είχε πει τίποτε ακόμη, αλλά βαθιά μέσα της ήξερε ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ότι ο Χανς θα χαιρόταν. Ότι θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλο και με κάποιον τρόπο θα τα κατάφερναν. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το χέρι της πάνω στην κοιλιά της. Κάπου εκεί μέσα υπήρχε κάτι μικρό, ο καρπός ενός έρωτα. Του δικού της και του Χανς. Πώς μπορούσε να είναι λάθος αυτό; Πώς μπορούσε το παιδί το δικό της και του Χανς να είναι λάθος; Η Έλσι αποκοιμήθηκε με το χέρι στην κοιλιά της και μ’ ένα αχνό χαμόγελο στα χείλια.
Υ
πήρχε ακόμη μια αίσθηση αναμονής και νευρικότητας στο τμήμα μετά το άνοιγμα του τάφου την προηγούμενη μέρα. Ο Μέλμπεργ, βεβαίως, πηγαινοερχόταν και κόμπαζε συνεχώς έχοντας ιδιοποιηθεί στο ακέραιο τα εύσημα για την ανακάλυψη, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Ούτε ο Μάρτιν μπορούσε να κρύψει πόσο συναρπαστική θεωρούσε αυτή την εξέλιξη. Ακόμα και ο Γιέστα είχε μια σπίθα στα μάτια όταν φυλούσαν τον αποκλεισμένο τομέα του νεκροταφείου. Αλλά και οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να κάνουν εικασίες για το πώς συνδέονταν όλα. Αν και δεν ήξεραν πολλά ακόμη, και ιδίως ποιες ήταν οι σχέσεις, δεν έπαυε να υπάρχει σε όλους η έντονη πεποίθηση ότι τα ευρήματα αποτελούσαν σημαντική εξέλιξη και ότι βρίσκονταν κοντά στη λύση. Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τους θριαμβικούς συλλογισμούς του Μάρτιν. «Ενοχλώ;» Φάνηκε η Πάουλα που τον κοίταζε με βλέμμα ερωτηματικό. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μπα, όχι. Πέρασε μέσα». Εκείνη μπήκε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Τι λες για όλο αυτό;» «Δεν ξέρω ακόμη. Αλλά θα είναι πολύ ενδιαφέρον να διαβάσουμε την έκθεση του Πέντερσεν». «Πιστεύεις ότι δολοφονήθηκε;» ρώτησε η Πάουλα με την περιέργεια να πλημμυρίζει τα καστανά της μάτια. «Αλλιώς γιατί να κρύψουν το πτώμα;» είπε ο Μάρτιν και έγνεψε ότι συμφωνούσε. Εκείνη είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. «Αλλά το ερώτημα είναι γιατί όλα αυτά έγιναν τώρα. Έπειτα από εξήντα ολόκληρα χρόνια. Με άλλα λόγια, πρέπει να αρχίσουμε με την εικασία ότι οι δολοφονίες της Μπρίτα και του Έρικ συνδέονται με την “καθ’ υπόθεση”» είπε εκείνη και σχημάτισε εισαγωγικά στον αέρα «δολοφονία του νεαρού Νορβηγού. Αλλά γιατί τώρα; Τι το πυροδότησε;»
411/499
«Δεν ξέρω» είπε ο Μάρτιν και αναστέναξε. «Ας ελπίσουμε ότι η νεκροψία θα μας δώσει κάτι συγκεκριμένο». «Κι αν δεν μας δώσει;» έκανε η Πάουλα και πέταξε στο τραπέζι την απαγορευμένη σκέψη που είχε κολλήσει και στο μυαλό του Μάρτιν. «Ένα ένα» της απάντησε χαμηλόφωνα. «Παρεμπιπτόντως» είπε η Πάουλα και άλλαξε θέμα «με τη γενικότερη αναστάτωση ξεχάσαμε τη λήψη δείγματος DNA. Σήμερα δεν ήταν να έρθουν τα αποτελέσματα του DNA; Θα είναι άχρηστα αν δεν έχουμε κάτι να τα συγκρίνουμε». «Δίκιο έχεις» είπε ο Μάρτιν και σηκώθηκε. «Πάμε να το κάνουμε τώρα αμέσως». «Από ποιον να αρχίσουμε; Από τον Άξελ ή από τον Φρανς; Διότι αυτοί οι δύο μας ενδιαφέρουν πρώτα και κύρια, έτσι δεν είναι;» «Πάμε στον Φρανς» είπε ο Μάρτιν και φόρεσε το μπουφάν του.
Η Γκρέμπεσταντ ήταν το ίδιο ερημική με τη Φιελμπάκα μετά το τέλος της καλοκαιρινής σεζόν. Δεν έβλεπαν παρά ελάχιστους μόνιμους κατοίκους καθώς διέσχιζαν την κωμόπολη. Ο Μάρτιν πάρκαρε το περιπολικό στη μικρή θέση στάθμευσης μπροστά στο εστιατόριο Τηλέγραφος, και πέρασαν στην άλλη πλευρά του δρόμου για να πάνε στο διαμέρισμα του Φρανς. Κανείς δεν απάντησε όταν χτύπησαν το κουδούνι. «Διάολε, μάλλον δεν είναι στο σπίτι, θα πρέπει να ξανάρθουμε. Ή να του τηλεφωνήσουμε πρώτα» είπε ο Μάρτιν και έκανε μεταβολή για να πάει πίσω στο περιπολικό. «Περίμενε λίγο» είπε η Πάουλα και σήκωσε το χέρι της για να τον σταματήσει. «Η πόρτα είναι ανοιχτή». «Μα δεν μπορούμε...» διαμαρτυρήθηκε ο Μάρτιν, αλλά είχε αργήσει. Η συνάδελφός του είχε ανοίξει την πόρτα και είχε μπει ήδη μέσα. «Είναι κανείς εδώ;» την άκουσε να φωνάζει και την ακολούθησε απρόθυμα. Καμία απάντηση από το διαμέρισμα. Διέσχισαν προσεκτικά το χολ, έριξαν μια ματιά στην κουζίνα και στο καθιστικό. Πουθενά ο Φρανς. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
412/499
«Πάμε να δούμε στην κρεβατοκάμαρα» έκανε ανυπόμονα η Πάουλα. Ο Μάρτιν φάνηκε να διστάζει. «Έλα τώρα» έκανε εκείνη ξανά. Με έναν αναστεναγμό ο Μάρτιν την ακολούθησε. Και η κρεβατοκάμαρα ήταν άδεια, το κρεβάτι ήταν στρωμένο επιμελώς, αλλά ο Φρανς πουθενά. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε η Πάουλα κάνοντας άλλη μια προσπάθεια όταν έφτασαν ξανά στο χολ. Καμία απάντηση. Κινήθηκαν αργά προς την τελευταία πόρτα που ήταν ακόμη κλειστή. Τον είδαν αμέσως μόλις άνοιξαν την πόρτα. Ήταν ένα μικρό γραφείο. Ο Φρανς βρισκόταν πεσμένος με τα μούτρα στην επιφάνεια του επίπλου, με το πιστόλι ακόμη στο στόμα και με μια χάσκουσα πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Μάρτιν ένιωσε το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό του, παραπάτησε και ξεροκατάπιε πριν καταφέρει να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του. Η Πάουλα, απεναντίας, φαινόταν εντελώς ατάραχη. Έδειξε τον Φρανς, ανάγκασε και τον Μάρτιν να κοιτάξει, παρόλο που εκείνος ήθελε να το αποφύγει, και του είπε ήρεμα: «Κοίτα τα χέρια του». Με τη ναυτία να έρχεται και να φεύγει και με μια ξινίλα στο στόμα ο Μάρτιν πίεσε τον εαυτό του να εστιάσει το βλέμμα του στους πήχεις του Φρανς. Τινάχτηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Οι πήχεις του Φρανς ήταν γεμάτοι γρατσουνιές.
Ένα παράξενο μείγμα ενθουσιασμού και προσδοκίας επικρατούσε στο αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε την Παρασκευή. Η ανακάλυψη ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Φρανς είχε δολοφονήσει την Μπρίτα θα επιβεβαιωνόταν τώρα από το DNA και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Κανένας δεν αμφέβαλλε ότι θα έβρισκαν και κάποια σχέση με τη δολοφονία του Έρικ Φράνκελ. Κατά τη διάρκεια της μέρας θα λάβαιναν και μια προκαταρκτική έκθεση για το πτώμα που είχε βρεθεί στον παλιό τάφο στη Φιελμπάκα, και όλοι ένιωθαν μεγάλη περιέργεια για το περιεχόμενο της έκθεσης. Ο Μάρτιν απάντησε στο τηλεφώνημα που έκανε ο ιατροδικαστής, και κραδαίνοντας το πρωτόκολλο νεκροψίας, που είχε σταλεί με φαξ, πήγαινε από γραφείο σε γραφείο και τους καλούσε όλους να συγκεντρωθούν στην κουζίνα.
413/499
Όταν κάθισαν, ο Μάρτιν ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας για να τον ακούνε καθαρά. «Όπως είπα, έλαβα μια προκαταρκτική έκθεση από τον Πέντερσεν» άρχισε και έκανε πως δεν άκουσε το σχόλιο του Μέλμπεργ ότι αυτός έπρεπε να είχε δεχτεί το τηλεφώνημα. «Επειδή δεν έχουμε δείγμα DNA ή οδοντιατρική κάρτα για να συγκρίνουμε, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι πρόκειται για τον Χανς Ούλαβσεν. Αλλά η ηλικία είναι ίδια. Έπίσης, ο θάνατος συμπίπτει με τον χρόνο εξαφάνισης του Ούλαβσεν, έστω κι αν είναι πολύ δύσκολο να πούμε κάτι ακριβέστερο έπειτα από τόσα χρόνια». «Από τι πέθανε, λοιπόν;» ρώτησε η Πάουλα. Χτυπούσε ασταμάτητα το πόδι της από την ανυπομονησία ν’ ακούσει τη συνέχεια. Ο Μάρτιν έκανε μια παύση και απόλαυσε τη στιγμή που στεκόταν κι αυτός στο προσκήνιο. Έπειτα είπε: «Ο Πέντερσεν είπε ότι το πτώμα είχε υποστεί πολλαπλά τραύματα. Και τομές με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο και συντριπτικά κατάγματα από κλοτσιές ή χτυπήματα ή και από τα δύο. Κάποιος ήταν πάρα πολύ οργισμένος με τον Χανς Ούλαβσεν και άφησε όλη του την οργή να ξεσπάσει πάνω του. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες λεπτομέρειες στην προκαταρκτική έκθεση που έστειλε ο Πέντερσεν». Ο Μάρτιν τεντώθηκε και άφησε τα χαρτιά στο τραπέζι μπροστά τους. «Και η αιτία θανάτου είναι...» Η Πάουλα συνέχιζε να χτυπάει το πόδι της στο πάτωμα. «Δύσκολο να πεις ότι πέθανε από κάποια συγκεκριμένη σωματική βλάβη. Πολλές από αυτές ήταν θανατηφόρες, σύμφωνα με τον Πέντερσεν». «Πάω στοίχημα ότι το έκανε ο Ρίνγκχολμ. Και γι’ αυτό σκότωσε μετά τον Έρικ και την Μπρίτα» είπε βλοσυρά ο Γιέστα, εκφράζοντας φωναχτά αυτό που σκέφτονταν όλοι γύρω του. «Πάντα ήταν ένα οργισμένο κάθαρμα» πρόσθεσε ο Γιέστα και έγνεψε δύσθυμα. «Είναι μια υπόθεση» είπε ο Μάρτιν και έγνεψε. «Αλλά δεν πρέπει να οδηγούμαστε σε βιαστικά συμπεράσματα. Βέβαια στους πήχεις του Φρανς υπάρχουν οι γρατσουνιές που μας είχε πει ο Πέντερσεν να αναζητήσουμε, αλλά ακόμη δεν λάβαμε τα αποτελέσματα των δειγμάτων που πήραμε από τον Φρανς χτες. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε ακόμη να επιβεβαιώσουμε ότι το DNA του
414/499
Φρανς ταιριάζει με τα υπολείμματα δέρματος που βρέθηκαν κάτω από τα νύχια της Μπρίτα και ούτε ξέρουμε ακόμη αν είναι δικό του το αποτύπωμα που υπήρχε στο κουμπί της μαξιλαροθήκης. Οπότε ας ηρεμήσουμε λίγο. Μέχρι να πάρουμε απαντήσεις, κάνουμε τη δουλειά μας ως συνήθως». Ο Μάρτιν έμεινε κατάπληκτος ακούγοντας τον εαυτό του να μιλάει με τόση επαγγελματικότητα και ηρεμία. Έτσι ακριβώς μιλούσε και ο Πάτρικ όταν έκανε τις ενημερώσεις και τις ανασκοπήσεις του. Δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια κρυφή ματιά στον Μέλμπεργ, για να δει αν ήταν αναστατωμένος που ο Μάρτιν είχε πατήσει σε χωράφια που ανήκαν σ’ εκείνον, λόγω ιεραρχίας. Αλλά ο Μέλμπεργ φαινόταν ικανοποιημένος που απέφευγε άλλη μια φορά τη σκληρή δουλειά. Μόλις ερχόταν η ώρα, μόλις εξιχνίαζαν την υπόθεση, θα ξυπνούσε και θα άρπαζε τη δόξα. «Τι κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρώτησε η Πάουλα και κοίταξε τον Μάρτιν. Του έκλεισε στα γρήγορα το μάτι για να του δείξει πως τα είχε πάει πολύ καλά. Ο Μάρτιν ένιωσε να φουσκώνει από την επιδοκιμασία, έστω κι αν δεν είχε εκφραστεί με λόγια. Όσο καιρό ήταν ο μικρός, ο αρχάριος του τμήματος, δεν τολμούσε πραγματικά να κάνει το βήμα προς τα εμπρός. Αλλά η άδεια πατρότητας που είχε πάρει ο Πάτρικ τού είχε δώσει την ευκαιρία να δείξει τι άξιζε. «Τώρα νομίζω πως σε ό,τι έχει σχέση με τον Φρανς πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα των συγκρίσεων από το εργαστήριο. Αλλά θα ξεκινήσουμε από την αρχή και θα ξανακοιτάξουμε το υλικό της έρευνας για τον θάνατο του Φράνκελ, και να δούμε αν μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια σχέση με τον Φρανς εκεί, εκτός από αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Ίσως μπορείς να το αναλάβεις εσύ αυτό, Πάουλα. Τι λες;» Εκείνη κατένευσε. Ο Μάρτιν στράφηκε στον Γιέστα. «Γιέστα, μπορείς να κοιτάξεις αν είναι δυνατό να βρεις κάτι περισσότερο για τον Χανς Ούλαβσεν; Ιστορικό, αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω για τον καιρό που πέρασε στη Φιελμπάκα και τα παρόμοια. Μπορείς να μιλήσεις και με την Ερίκα, τη γυναίκα του Πάτρικ, φαίνεται πως έχει βρει αρκετά στοιχεία γι’ αυτόν, και το ίδιο φαίνεται πως έχει κάνει και ο γιος του Φρανς. Φρόντισε να τους πεις ότι πρέπει να μοιραστούν μαζί μας τις πληροφορίες τους. Με την Ερίκα δεν θα έχεις πρόβλημα, αλλά όσον αφορά τον Σελ ίσως χρειαστεί να τον πιέσεις λίγο περισσότερο».
415/499
Ο Γιέστα κατένευσε κι αυτός με τη σειρά του, αλλά με πολύ λιγότερη προθυμία σε σύγκριση με την Πάουλα. Δεν θα ήταν εύκολο ή ευχάριστο να ψάξει στοιχεία εξήντα χρόνων. Αναστέναξε. «Ας το κάνουμε έτσι, λοιπόν» είπε και έδειχνε σαν να τον είχαν ειδοποιήσει ότι είχε επτά δύσκολα χρόνια μπροστά του. «Άνικα, μπορείς να μας ειδοποιήσεις αμέσως μόλις πει κάτι το εργαστήριο για τα αποτελέσματα;» «Φυσικά» είπε η Άνικα και άφησε κάτω το μπλοκ στο οποίο κρατούσε σημειώσεις όσο μιλούσε ο Μάρτιν. «Εντάξει, λοιπόν. Έχουμε όλοι αρκετά να κάνουμε». Ο Μάρτιν ένιωσε το πρόσωπό του να καίει από την ικανοποίηση που είχε κάνει την πρώτη του ενημέρωση. Σηκώθηκαν και βγήκαν από την κουζίνα. Η μυστηριώδης μοίρα του Χανς Ούλαβσεν απασχολούσε τη σκέψη όλων.
Ο Πάτρικ έβαλε στη θέση του το ακουστικό μόλις τελείωσε τη συνομιλία του με τον Μάρτιν. Πήγε στον πάνω όροφο, στο γραφείο της Ερίκα, και χτύπησε προσεκτικά την πόρτα. «Έλα μέσα!» «Συγγνώμη που σε απασχολώ, αλλά πιστεύω ότι θέλεις να μάθεις τα νέα». Κάθισε στην πολυθρόνα στη γωνία και της αφηγήθηκε όσα του είχε πει ο Μάρτιν για τα τρομακτικά τραύματα του Χανς Ούλαβσεν − ή, τέλος πάντων, αυτού που πίστευαν ότι ήταν ο Χανς Ούλαβσεν. «Φανταζόμουν ότι είχε δολοφονηθεί... Αλλά με τέτοιο τρόπο...» είπε η Ερίκα φανερά συγκινημένη. «Ναι, κάποιος φαίνεται πως ήθελε να ξεκαθαρίσει ανεξόφλητους λογαριασμούς μαζί του» είπε ο Πάτρικ. Έπειτα πρόσεξε ότι είχε διακόψει την Ερίκα τη στιγμή που εκείνη ξανακοίταζε τα ημερολόγια της μητέρας της. «Βρήκες τίποτε άλλο ενδιαφέρον εκεί μέσα;» τη ρώτησε και έδειξε τα ημερολόγια. «Δυστυχώς όχι» είπε εκείνη και πέρασε απογοητευμένη το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της. «Σταματούν ακριβώς στο σημείο όπου ο Χανς Ούλαβσεν
416/499
εμφανίζεται στη Φιελμπάκα, τη στιγμή δηλαδή που τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον». «Και δεν έχεις ιδέα γιατί σταμάτησε να γράφει ακριβώς τότε;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Όχι, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Δεν είμαι σίγουρη ότι σταμάτησε να γράφει. Διότι φαίνεται πως της είχε γίνει συνήθεια να γράφει καθημερινά μερικά πράγματα, και αναρωτιέμαι γιατί να σταματήσει έτσι ξαφνικά. Όχι, πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερα ημερολόγια κάπου αλλού, αλλά πού στον διάολο είναι...» έκανε η Ερίκα συλλογισμένη στριφογυρίζοντας μια τούφα μαλλιά γύρω από τον δείκτη της. Ήταν μια χειρονομία που ο Πάτρικ αναγνώριζε πολύ καλά πια. «Πάντως τη σοφίτα την έψαξες διεξοδικά, οπότε αποκλείεται να βρίσκονται εκεί» είπε ο Πάτρικ και συνέχισε σαν να σκεφτόταν δυνατά: «Λες να είναι στο υπόγειο;» Η Ερίκα το σκέφτηκε λίγο, αλλά μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, έψαξα τις περισσότερες μεριές εκεί κάτω όταν καθαρίσαμε πριν μετακομίσεις εδώ. Μπα, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα βρίσκονται στο σπίτι, και σε αυτή την περίπτωση έχω ξεμείνει από θεωρίες». «Αλλά τώρα έχεις λίγη βοήθεια όσον αφορά τον Χανς Ούλαβσεν. Από τη μια, έχεις τον Σελ που σε βοηθάει, και πιστεύω στην ικανότητά του να ανακαλύπτει πράγματα. Από την άλλη, ο Μάρτιν είπε ότι και αυτοί θα συνεχίσουν να δουλεύουν με τα στοιχεία που έχουν μήπως ανακαλύψουν και κάτι άλλο, και ζήτησε από τον Γιέστα να μιλήσει μαζί σου για να του πεις τι έχεις βρει μέχρι τώρα». «Ναι, δεν με πειράζει να μοιραστώ τις πληροφορίες που έχω» είπε η Ερίκα «αλλά ελπίζω να έχει και ο Σελ την ίδια άποψη». «Αυτόν μην τον υπολογίζεις» είπε ξερά ο Πάτρικ. «Είναι δημοσιογράφος και σε όλα αυτά βλέπει ένα λαυράκι προς δημοσίευση». «Πάντως προβληματίζομαι ακόμη...» έκανε η Ερίκα διστακτικά και άρχισε να γυρίζει μια δεξιά και μια αριστερά την περιστρεφόμενη καρέκλα της. «Προβληματίζομαι για ποιο λόγο να έδωσε ο Έρικ εκείνα τα άρθρα στον Σελ. Τι ήξερε για τον φόνο του Χανς Ούλαβσεν που ήθελε να το ανακαλύψει ο Σελ; Και γιατί να μην του πει απλώς αυτό που ήξερε; Γιατί μια τέτοια αινιγματική προσέγγιση;»
417/499
Ο Πάτρικ σήκωσε τους ώμους. «Αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά, σύμφωνα με τον Μάρτιν, όλοι στο τμήμα πιστεύουν πως τα πάντα θα συνδεθούν με τον θάνατο του Φρανς. Πιστεύουν ότι ο Φρανς σκότωσε τον Χανς Ούλαβσεν και ότι οι δολοφονίες του Έρικ και της Μπρίτα έγιναν ακριβώς για να καλύψουν αυτή την ιστορία με τον Χανς». «Ε, ναι, βέβαια, πολλά συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης» είπε η Ερίκα. «Αλλά είναι ακόμη πολλά κι εκείνα που...» άφησε τη φράση της ανολοκλήρωτη. «Είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω. Για παράδειγμα, γιατί τώρα; Έπειτα από εξήντα χρόνια; Αν βρισκόταν στον τάφο εξήντα χρόνια, γιατί αυτό το ζήτημα βγήκε ξανά στην επιφάνεια;» Δάγκωνε τη μέσα πλευρά του μάγουλού της όσο σκεφτόταν. «Ιδέα δεν έχω» είπε ο Πάτρικ. «Αλλά όπως είπα, πρέπει μάλλον να αποδεχτούμε πως ένα κομμάτι από όλα αυτά αποτελεί τόσο μακρινό παρελθόν, ώστε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε ολόκληρη την εικόνα». «Μάλλον έχεις δίκιο» είπε η Ερίκα με φανερή απογοήτευση. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τη σακούλα από το γραφείο. «Καραμελίτσα;» «Ναι, ευχαριστώ» είπε ο Πάτρικ και πήρε μια καραμέλα από τη σακούλα. Απόλαυσαν σιωπηλοί τις καραμέλες τους, ενώ σκέφτονταν το μυστήριο που τύλιγε τον βίαιο θάνατο του Χανς Ούλαβσεν. «Νομίζεις ότι το έκανε ο Φρανς; Αυτό πιστεύεις; Και λες να σκότωσε αυτός τον Έρικ και την Μπρίτα;» είπε στο τέλος η Ερίκα κοιτάζοντας τον Πάτρικ προσεκτικά σαν να τον μελετούσε. Εκείνος σκέφτηκε αρκετή ώρα την ερώτησή της και μετά είπε, τραβώντας λίγο τα λόγια του: «Ναι, αυτό νομίζω... Εξάλλου τα περισσότερα στοιχεία σε αυτόν μας οδηγούν. Ο Μάρτιν είπε ότι θα λάβουν τις απαντήσεις από το εργαστήριο τη Δευτέρα, και τα αποτελέσματα μάλλον θα δείξουν ότι σκότωσε την Μπρίτα, τουλάχιστον. Μετά θα έλεγα ότι, με αυτό το δεδομένο, θα βρουν στοιχεία που θα τον συνδέουν και με τον φόνο του Έρικ. Ο φόνος του Χανς είναι τόσο μακρινός, ώστε αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε τι ακριβώς έγινε. Το μόνο που...» Έκανε έναν μορφασμό. «Ναι; Είναι κάτι που σου φαίνεται περίεργο;» ρώτησε αμέσως η Ερίκα. «Ναι, το γεγονός ότι ο Φρανς έχει άλλοθι όσον αφορά τη δολοφονία του Έρικ. Αλλά όπως είπα, οι φίλοι του μπορεί να λένε ψέματα. Αυτό πρέπει να το
418/499
ψάξουν σοβαρά ο Μάρτιν και οι υπόλοιποι. Αυτή είναι η μόνη αντίρρηση που έχω». «Και δεν υπήρξαν ερωτηματικά σχετικά με τον Φρανς; Είναι αναμφίβολα αυτοκτονία;» «Όχι, δεν φαίνεται να υπάρχουν ερωτηματικά». Ο Πάτρικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Το περίστροφο ήταν δικό του, το κρατούσε στο χέρι του και είχε την κάννη στο στόμα». Η Ερίκα μόρφασε με την εικόνα που πέρασε από το μυαλό της. Ο Πάτρικ συνέχισε: «Αν λοιπόν επιβεβαιώσουν ότι ήταν μόνο τα δικά του αποτυπώματα στο περίστροφο και ότι έχει υπολείμματα πυρίτιδας στο χέρι με το οποίο το κρατούσε, δεν θα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ήταν κάτι άλλο πέρα από αυτοκτονία». «Δεν βρήκατε όμως γράμμα». «Όχι, σύμφωνα με τον Μάρτιν δεν βρήκαμε τίποτα τέτοιο. Αλλά δεν βρίσκει κανείς πάντα γράμματα στις αυτοκτονίες». Σηκώθηκε και πέταξε το χαρτί της καραμέλας στο καλαθάκι των αχρήστων. «Να σε αφήσω να δουλέψεις τώρα, αγάπη μου. Προσπάθησε να γράψεις και λίγο, αλλιώς ο εκδότης θα σε κυνηγάει με φλογοβόλο». Πήγε προς το μέρος της και τη φίλησε στο στόμα. «Ναι, το ξέρω» έκανε η Ερίκα αναστενάζοντας. «Αλλά δούλεψα αρκετά το βιβλίο σήμερα. Τι θα κάνετε με τη Μάγια;» «Τηλεφώνησε η Κάριν» είπε ανέμελα ο Πάτρικ. «Μάλλον θα πάμε βόλτα μόλις ξυπνήσει η Μάγια». «Πολλούς περιπάτους κάνεις με την Κάριν» αντιγύρισε η Ερίκα και ξαφνιάστηκε και η ίδια με τον αποδοκιμαστικό τόνο της. Ο Πάτρικ την κοίταξε έκπληκτος. «Ζηλεύεις; Την Κάριν;» Γέλασε και πήγε πάλι κοντά της για να την ξαναφιλήσει. «Δεν έχεις κανέναν απολύτως λόγο να τη ζηλεύεις». Γέλασε άλλη μια φορά, αλλά μετά σοβαρεύτηκε. «Αν όμως θεωρείς πως είναι πρόβλημα να συναντιόμαστε με τα παιδιά, να το πεις». Η Ερίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, βεβαίως όχι. Είμαι απλώς λίγο ανόητη. Άλλωστε δεν έχεις και πολλούς άλλους να κάνεις παρέα τώρα που είσαι
419/499
σε άδεια πατρότητας, οπότε εκμεταλλεύσου την ευκαιρία να βλέπεις ένα ενήλικο άτομο». «Σίγουρα;» Ο Πάτρικ την κοιτούσε πολύ σοβαρά. «Σίγουρα» είπε η Ερίκα και του κούνησε το χέρι. «Πήγαινε τώρα, γιατί πρέπει να δουλεύει και κάποιος σε τούτη την οικογένεια». Εκείνος γέλασε και έκλεισε την πόρτα του γραφείου της. Η τελευταία εικόνα που είδε από τη χαραμάδα της σχεδόν κλειστής πόρτας ήταν η Ερίκα που άπλωνε το χέρι της για να πιάσει ένα από τα μπλε ημερολόγια.
Φιελμπάκα 1945
Ήταν απίστευτο. Ο πόλεμος που νόμιζες πως δεν θα τελείωνε ποτέ είχε εντούτοις τελειώσει. Η Έλσι καθόταν στο κρεβάτι του Χανς και διάβαζε εφημερίδα, ενώ προσπαθούσε να κάνει το μυαλό της να κατανοήσει το νόημα της λέξης που κραύγαζε τυπωμένη με κατάμαυρο μελάνι στο πρωτοσέλιδο: ΕΙΡΗΝΗ! Ένιωσε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της και φύσηξε τη μύτη της στην ποδιά την οποία φορούσε ακόμη, αφού είχε βοηθήσει τη μητέρα της με το πλύσιμο των πιάτων. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, Χανς» του είπε. Ο Χανς, που είχε το χέρι στους ώμους της, την έσφιξε περισσότερο. Κοίταζε κι εκείνος την εφημερίδα και φαινόταν ανήμπορος να καταλάβει αυτό που διάβαζε. Η Έλσι έριξε μια ματιά προς την πόρτα, ανησυχώντας μήπως τους δει κανείς. Δεν ήταν πια τόσο προσεκτικοί και συναντιούνταν και κατά τη διάρκεια της μέρας. Αλλά η Χίλμα είχε πάει τρέχοντας στους γείτονες και η Έλσι πίστευε ότι δεν θα τους ενοχλούσε κανείς. Άλλωστε σύντομα θα ερχόταν η ώρα να μιλήσουν και στη Χίλμα για τη σχέση τους. Οι φούστες είχαν αρχίσει να τη στενεύουν στη μέση, και το πρωί με δυσκολία είχε κουμπώσει το πάνω κουμπί. Αλλά σίγουρα όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Χανς είχε αντιδράσει όπως ακριβώς περίμενε και η ίδια, όταν του μίλησε για την κατάστασή της πριν από κάνα δυο εβδομάδες. Τα μάτια του έλαμψαν, τη φίλησε ενώ έβαλε τρυφερά το χέρι του πάνω στην κοιλιά της. Μετά τη διαβεβαίωσε ότι θα τα κατάφερναν. Άλλωστε δουλειά είχε, και μπορούσε να τη ζήσει. Η μητέρα της τον συμπαθούσε πολύ. Βέβαια η Έλσι ήταν μικρή, αλλά θα ζητούσαν άδεια από τις αρχές για να παντρευτούν. Με κάποιον τρόπο θα τα κατάφερναν.
421/499
Κάθε λέξη που της είχε πει είχε ανακουφίσει ένα κομμάτι της κρυφής ανησυχίας της, παρόλο που θεωρούσε πως τον ήξερε πολύ καλά και τον εμπιστευόταν. Κι εκείνος ήταν, άλλωστε, τόσο ήρεμος. Την είχε διαβεβαιώσει ότι το παιδί τους θα ήταν το πιο λατρεμένο παιδί σε όλο τον κόσμο και ότι σίγουρα θα έβρισκαν τρόπο να λύσουν τα πρακτικά ζητήματα. Ίσως να υπήρχαν μερικές δυσκολίες στην αρχή, αλλά αν ήταν αγαπημένοι και δεμένοι, τα δύσκολα θα περνούσαν και τόσο η οικογένειά της όσο και ο Θεός θα τους έδιναν την ευχή τους. Η Έλσι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η ζωή τής φάνηκε πάρα πολύ ωραία. Η είδηση της ειρήνης είχε απλωθεί στο στήθος της και της χάρισε τέτοια ζεστασιά που έλιωσε μεγάλο κομμάτι του πάγου ο οποίος είχε δημιουργηθεί μετά τον θάνατο του πατέρα της. Πόσο θα ήθελε να ζούσε και ο πατέρας τούτη τη στιγμή. Αν αυτός και το καράβι του τα είχαν καταφέρει μερικές εβδομάδες ακόμη... Απόδιωξε αυτές τις σκέψεις. Ήταν θέλημα Θεού και όχι ανθρώπου, και καθετί γινόταν για κάποιο σκοπό, έτσι ήταν πάντα, όσο τρομερά κι αν φαίνονταν τα πράγματα. Είχε εμπιστοσύνη στον Θεό και είχε εμπιστοσύνη στον Χανς, και αυτό την έκανε να ατενίζει το μέλλον με αυτοπεποίθηση. Με τη μητέρα της τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η Έλσι ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τη Χίλμα τους τελευταίους μήνες. Μετά τον χαμό του Έλοφ η Χίλμα είχε συρρκνωθεί, είχε μαραζώσει, και δεν έβλεπες πια καμία χαρά στα μάτια της. Όταν ήρθε το μαντάτο της ειρήνης σήμερα, για πρώτη φορά από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας η Έλσι κατάφερε να δει μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο της Χίλμα. Θα έδινε, άραγε, το παιδί που περίμεναν ξανά στη μητέρα λίγη από εκείνη τη χαρά της ζωής που είχε χάσει, μόλις θα ξεπερνούσε το πρώτο σοκ; Βέβαια, υπήρχε και ο φόβος η μητέρα να άρχιζε να ντρέπεται για την Έλσι, αλλά με τον Χανς είχαν συμφωνήσει να της το πουν το συντομότερο δυνατό, για να μπορούν να κάνουν τις κατάλληλες προετοιμασίες πριν έρθει το παιδί. Η Έλσι έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε όπως καθόταν με το κεφάλι γερμένο στον ώμο του Χανς, νιώθοντας την τόσο γνώριμη μυρωδιά του κορμιού του στα ρουθούνια της. «Θα ήθελα πολύ να πάω στην πατρίδα και να δω τι κάνουν οι δικοί μου, τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει» είπε ο Χανς και χάιδεψε τα μαλλιά της.
422/499
«Μερικές μέρες θα λείψω μόνο, δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω». Τη φίλησε στο κεφάλι. «Το καλό που σου θέλω» είπε η Έλσι με ένα πλατύ χαμόγελο. «Αλλιώς θα σε κυνηγήσω μέχρι τα πέρατα του κόσμου, αν χρειαστεί». «Είμαι σίγουρος ότι θα το έκανες» αντιγύρισε εκείνος και γέλασε. Μετά σοβάρεψε. «Πρέπει απλώς να τακτοποιήσω ορισμένα πράγματα, τώρα που μπορώ να πάω πάλι στη Νορβηγία». «Ακούγεται σοβαρή η κατάσταση» έκανε εκείνη και σήκωσε το κεφάλι από τον ώμο του κοιτώντας τον ανήσυχη. «Φοβάσαι μήπως συνέβη κάτι στους δικούς σου;» Εκείνος έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλός πριν απαντήσει. «Δεν μπορώ να το ξέρω. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που μιλήσαμε. Αλλά δεν θα φύγω αμέσως. Μάλλον σε καμιά εβδομάδα ή κάτι τέτοιο, και θα επιστρέψω στο άψε σβήσε». «Καλό αυτό» είπε η Έλσι και έγειρε ξανά πάνω του. «Γιατί δεν θέλω να μένω μακριά σου». «Κι ούτε θα χρειαστεί» της είπε εκείνος και τη φίλησε ξανά στα μαλλιά. «Δεν θα χρειαστεί ποτέ». Ο Χανς έκλεισε τα μάτια, την τράβηξε πάνω του και στην έσφιξε στην αγκαλιά του. Ανάμεσά τους βρισκόταν η ανοιχτή εφημερίδα, με τη λέξη «ΕΙΡΗΝΗ» σε όλο το πρωτοσέλιδο.
Ή
ταν παράξενο. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε σκεφτεί, πρώτη φορά στη ζωή του, ότι ο πατέρας του δεν ήταν αθάνατος. Και την Πέμπτη είχε χτυπήσει την πόρτα του η αστυνομία και του είχε ανακοινώσει τον θάνατό του. Ξαφνιάστηκε με τα έντονα συναισθήματα που τον πλημμύρισαν. Το πώς χοροπήδησε για μια στιγμή η καρδιά μέσα στο στήθος του και το πώς αυτός, όταν άπλωσε το χέρι, αισθάνθηκε ότι κρατούσε τον πατέρα του, ένα μικρό χέρι σε ένα μεγάλο, και το πώς τα χέρια τους γλιστρούσαν κατόπιν μακριά το ένα από το άλλο, αργά και σταθερά. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι μέσα του υπήρχε κάτι ισχυρότερο από μίσος. Η ελπίδα. Ήταν το μόνο που είχε καταφέρει να επιβιώσει, το μόνο που είχε καταφέρει να συνυπάρξει με το φθοροποιό μίσος που ένιωθε για τον πατέρα του, δίχως να ασφυκτιά. Η αγάπη είχε πεθάνει πριν από πάρα πολύ καιρό. Η ελπίδα, όμως, είχε κρυφτεί σε μια πολύ μικρή γωνιά της καρδιάς του, απαρατήρητη κι απ’ αυτόν τον ίδιο ακόμα. Καθώς ο Σελ στεκόταν στο χολ, κι αφού έκλεισε την πόρτα πίσω από τους αστυνομικούς, ένιωσε την ελπίδα να εξαφανίζεται, και συγχρόνως ένας πόνος έκανε τα πάντα να σκοτεινιάσουν γύρω του. Επειδή κάπου βαθιά μέσα του εκείνο το μικρό αγόρι λαχταρούσε τον πατέρα του. Έλπιζε ότι θα υπήρχε κάποιος δρόμος που θα παρέκαμπτε τα τείχη που είχαν δημιουργήσει οι δυο τους. Αλλά τώρα αυτός ο δρόμος ήταν κλειστός. Τα τείχη θα παρέμεναν ορθωμένα. Πιθανώς να κατέρρεαν με τα χρόνια, αλλά δίχως καμία δυνατότητα συμφιλίωσης. Όλο το Σαββατοκύριακο προσπαθούσε να χωνέψει το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός. Είχε χαθεί για πάντα. Και μάλιστα αυτόχειρας. Παρόλο που κάποια στιγμή είχε σκεφτεί ότι αυτό ήταν το τέλος που ταίριαζε σε μια ζωή καταστροφική από πολλές απόψεις, δυσκολευόταν να το χωνέψει. Το Σαββατοκύριακο είχε επίσης πάει στο σπίτι της Καρίνα και του Περ. Τους είχε τηλεφωνήσει από την Πέμπτη και τους ανέφερε τι είχε συμβεί, αλλά δεν μπόρεσε να πάει να τους δει μέχρι να καταλαγιάσουν οι σκέψεις και οι εικόνες που κατέκλυζαν το μυαλό του. Και όταν πέρασε τελικά αποκεί ένιωσε
424/499
πραγματική έκπληξη. Υπήρχε κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό στην ατμόσφαιρα του σπιτιού, κάτι που δεν το κατάλαβε αμέσως. Αλλά μετά είχε ξεφωνίσει κατάπληκτος: «Μα είσαι νηφάλια!» Και δεν εννοούσε ότι η Καρίνα ήταν νηφάλια προσωρινά, μόνο τη συγκεκριμένη στιγμή, διότι τέτοια διαλείμματα είχε δει και παλιότερα, έστω κι αν δεν ήταν τόσο συχνά όσο περνούσαν τα χρόνια. Αλλά τώρα είχε νιώσει ενστικτωδώς ότι κάτι είχε αλλάξει. Υπήρχε μια ηρεμία, μια αποφασιστικότητα στα μάτια της που είχε αντικαταστήσει εκείνο το πληγωμένο βλέμμα το οποίο έβλεπε από τότε που την είχε εγκαταλείψει και που του προκαλούσε μονίμως ενοχές. Ακόμα και ο Περ ήταν διαφορετικός. Συζήτησαν για το τι θα συνέβαινε μετά τη δίκη για την επίθεσή του στο άλλο αγόρι, και ο γιος του τον είχε εκπλήξει με την ηρεμία του και με το πώς σκεφτόταν να χειριστεί την κατάσταση. Όταν ο Περ αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, ο Σελ επιστράτευσε όλο το κουράγιο του και ρώτησε την Καρίνα τι είχε συμβεί, και με έκπληξη που έπαιρνε συνεχώς μεγαλύτερες διαστάσεις άκουσε για την επίσκεψη του πατέρα του στο σπίτι. Και ότι ο πατέρας του είχε καταφέρει, με κάποιον τρόπο, αυτό που ο Σελ είχε αποτύχει να κάνει δέκα ολόκληρα χρόνια. Αυτό χειροτέρεψε πολύ τα πράγματα. Και επιβεβαίωσε ότι ήταν φρούδα η ελπίδα που έτρεφε βαθιά στην καρδιά του και του τριβέλιζε συνεχώς το μυαλό. Γιατί ο πατέρας του είχε χαθεί. Σε τι θα μπορούσε να ελπίζει τώρα πια; Ο Σελ στάθηκε στο παράθυρο του γραφείου του και κοίταξε έξω. Σε μια σύντομη, απολύτως ειλικρινή στιγμή στοχασμού μπόρεσε για πρώτη φορά να δει τον εαυτό του και τη ζωή του με το ίδιο σκληρό βλέμμα που έβλεπε τον πατέρα του. Και αυτό που είδε τον τρόμαξε. Σίγουρα, η προδοσία των κοντινών του ανθρώπων δεν ήταν εξίσου εμφανής ή εξίσου ασυγχώρητη στα μάτια της κοινωνίας. Αλλά μήπως αυτό την έκανε μικρότερη; Διόλου. Είχε εγκαταλείψει την Καρίνα και τον Περ. Τους είχε πετάξει σαν σκουπίδια στην άκρη του δρόμου. Είχε απογοητεύσει και είχε προδώσει ακόμα και την Μπεάτα. Αυτή την πρόδωσε πριν καν αρχίσει η σχέση τους. Γιατί δεν την αγάπησε ποτέ. Του άρεσε απλώς αυτό που εκπροσωπούσε, τότε, σε μια στιγμή αδυναμίας, όταν το χρειαζόταν. Αλλά την ίδια δεν την αγάπησε ποτέ. Κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής όφειλε να παραδεχτεί πως ούτε καν του άρεσε. Όχι όπως η Καρίνα. Ποτέ δεν ένιωσε για την Μπεάτα όπως είχε νιώσει για την Καρίνα όταν την είδε πρώτη φορά εκεί στον καναπέ, με ένα κίτρινο φόρεμα και κίτρινη κορδέλα στα
425/499
μαλλιά. Είχε επίσης προδώσει τη Μάγκντα και τον Λούκε. Διότι η ντροπή που είχε αφήσει πίσω το πρώτο παιδί του όρθωσε μέσα του κάθε είδους τείχος, καθιστώντας τον ανάλγητο και ανεπίδεκτο εκείνης της αρχέγονης, βαθιάς και καθολικής αγάπης που είχε αισθανθεί για τον Περ όταν τον πρωτοείδε στην αγκαλιά της Καρίνα. Την αγάπη αυτή είχε αρνηθεί να την προσφέρει στα παιδιά τα δικά του και της Μπεάτα, και πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ. Έπρεπε να ζήσει με το βάρος αυτής της προδοσίας. Όπως και οι άλλοι που την υφίσταντο. Το χέρι του έτρεμε ελαφρά καθώς σήκωσε το φλιτζάνι με τον καφέ. Μόρφασε όταν κατάλαβε ότι ο καφές είχε κρυώσει όσο αυτός έκανε όλες εκείνες τις μελαγχολικές σκέψεις. Όμως είχε ήδη βάλει μια γεμάτη γουλιά κρύου καφέ το στόμα του και αναγκάστηκε να την καταπιεί. Άκουσε μια φωνή από τον διάδρομο. «Έχεις αλληλογραφία». Ο Σελ στράφηκε και έγνεψε αφηρημένα. «Ευχαριστώ». Άπλωσε το χέρι και πήρε την αλληλογραφία της ημέρας που είχε σταλεί προσωπικά σε αυτόν. Κοίταξε τη σοδειά αδιάφορα. Μερικά διαφημιστικά, κάποια τιμολόγια. Και ένα γράμμα. Με έναν γνώριμο γραφικό χαρακτήρα στον φάκελο. Το κορμί του άρχισε να τρέμει και αναγκάστηκε να καθίσει. Άφησε το γράμμα στο γραφείο μπροστά του, έμεινε για λίγο καθιστός και απλώς το κοιτούσε. Κοιτούσε το όνομά του και τη διεύθυνση. Γραμμένα με έναν καλλιγραφικό, παλιομοδίτικο γραφικό χαρακτήρα. Τα λεπτά περνούσαν όσο εκείνος προσπαθούσε να στείλει εγκεφαλικά σήματα στο χέρι του, να το διατάξει να πιάσει το γράμμα και να το ανοίξει. Αλλά ήταν σαν τα σήματα αυτά να μπερδεύονταν στον δρόμο προκαλώντας ολοκληρωτική παράλυση. Στο τέλος τα σήματα έφτασαν στον προορισμό τους και άνοιξε το γράμμα αργά, βασανιστικά αργά. Ήταν συνολικά τρία φύλλα χαρτί, χειρόγραφα, και του πήρε κάμποση ώρα πριν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τον γραφικό χαρακτήρα. Αλλά τα κατάφερε. Ο Σελ διάβασε. Και άφησε ξανά το γράμμα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Ένιωσε για τελευταία φορά τη ζεστασιά από το χέρι του πατέρα στο δικό του. Έπειτα πήρε το μπουφάν του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Το γράμμα το έβαλε προσεκτικά στην τσέπη του μπουφάν του. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να κάνει τώρα.
Γερμανία 1945
Τους είχαν μαζέψει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νοϊενγκάμε. Υπήρχαν φήμες ότι τα λευκά λεωφορεία είχαν έρθει αρχικά για να μεταφέρουν άλλους κρατούμενος, Πολωνούς παραδείγματος χάρη, για να χωρέσουν μετά οι Σκανδιναβοί. Οι φήμες έλεγαν επίσης ότι αυτό είχε κοστίσει αρκετές ζωές. Οι κρατούμενοι άλλων εθνικοτήτων ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τους Σκανδιναβούς, οι οποίοι έπαιρναν με πολλούς τρόπους τροφή και ως εκ τούτου τα είχαν καταφέρει συγκριτικά καλά τον καιρό που πέρασαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αναφέρθηκε ότι πολλοί είχαν χάσει τη ζωή τους ή ότι πέρασαν τα πάνδεινα κατά τη μεταφορά τους από το στρατόπεδο. Αλλά ακόμα κι αν αλήθευαν οι φήμες, κανείς δεν είχε τη διάθεση ν’ ασχοληθεί με αυτά τώρα. Τώρα που η ελευθερία ήταν προ των πυλών. Ο Μπερναντότε είχε διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς και του επέτρεψαν να στείλει λεωφορεία για να φέρουν στην πατρίδα τούς σκανδιναβούς κρατούμενους, και γι’ αυτό ήταν τώρα εδώ. Ο Άξελ μπήκε με ασταθή βήματα στο λεωφορείο. Τούτη ήταν η δεύτερη μετακίνησή του σε μερικούς μήνες. Από το Ζαξενχάουζεν είχαν μεταφερθεί ξαφνικά στο Νοϊενγκάμε· ξυπνούσε συχνά τις νύχτες και θυμόταν εκείνο το τρομακτικό ταξίδι. Είχαν καθίσει ανήμποροι, απαθείς, σε εμπορικά βαγόνια και άκουγαν τις βόμβες που έπεφταν γύρω τους καθώς διέσχιζαν τη Γερμανία. Μερικές βόμβες έπεφταν τόσο κοντά, ώστε άκουγαν τη βροχή των χωμάτων που κατέληγε στις οροφές των βαγονιών. Αλλά καμία δεν έπεσε πάνω τους. Για κάποιο λόγο είχε καταφέρει να επιβιώσει ακόμα και από τις βόμβες. Και τώρα, αφότου είχε σβήσει και η τελευταία του θέληση για ζωή, είχε έρθει το μαντάτο ότι η διάσωσή τους είχε κανονιστεί. Με τα λεωφορεία που θα τους οδηγούσαν στη Σουηδία. Που θα τους οδηγούσαν στην πατρίδα.
427/499
Μπόρεσε να μπει μόνος του σε ένα από τα λεωφορεία, άλλοι όμως ήταν σε τέτοιο χάλι που έπρεπε να τους μεταφέρουν. Μέσα στο λεωφορείο επικρατούσε στριμωξίδι και πολλή δυστυχία. Κάθισε προσεκτικά στο πάτωμα, δίπλωσε τα πόδια του και ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατά του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Θα πήγαινε στο σπίτι του, στη μητέρα και στον πατέρα. Και στον Έρικ. Στη Φιελμπάκα. Με τη φαντασία του τα είδε όλα καθαρά. Όλα αυτά που δεν επέτρεπε στον εαυτό του να σκέφτεται εδώ και πολύ καιρό. Αλλά επιτέλους, τώρα που ήξερε ότι σε λίγο θα τα έβλεπε όλα, τόλμησε να αφήσει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν. Ήξερε όμως ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Ούτε κι αυτός θα ήταν πια ίδιος. Είχε δει, είχε ζήσει πράγματα και καταστάσεις που τον είχαν αλλάξει για πάντα. Μισούσε αυτή την αλλαγή. Μισούσε όσα είχε αναγκαστεί να κάνει και μισούσε όσα είχε αναγκαστεί να δει με τα ίδια του τα μάτια, να γίνει αυτόπτης μάρτυρας. Και αυτά δεν τέλειωσαν τη στιγμή που επιβιβάστηκε στο λεωφορείο. Το ταξίδι ήταν μακρύ και γεμάτο πόνο, σωματικά απόβλητα, αρρώστια και φρίκη. Σε όλη τη διαδρομή είδε υλικό πολέμου να καίγεται και μια χώρα ερειπωμένη. Δύο άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ένας από αυτούς ήταν ο άντρας πάνω στον οποίο είχε ακουμπήσει τις στιγμές που μπόρεσε να κλείσει τα μάτια και να αποκοιμηθεί τις νυχτερινές ώρες. Το πρωί, όταν ξύπνησε, ο άντρας δίπλα του κατέρρευσε μόλις ο Άξελ μετακίνησε το κορμί του. Ο Άξελ απλώς τον έσπρωξε λίγο παραπέρα και φώναξε κάποιο από τα άτομα που επόπτευαν τη μεταφορά. Έπειτα σωριάστηκε ξανά στη θέση του. Ήταν απλώς άλλος ένας νεκρός. Είχε δει άπειρους νεκρούς. Είχε παρατηρήσει ότι έπιανε συνέχεια το αυτί του. Κάθε τόσο βούιζε, αλλά την περισσότερη ώρα το τύλιγε μια κενή συριστική σιωπή. Είχε φέρει αμέτρητες φορές εκείνη τη σκηνή στο μυαλό του. Βέβαια είχε δει πολύ χειρότερα πράγματα από τότε, αλλά κατά κάποιον τρόπο η εικόνα του κοντακιού από το τουφέκι του φρουρού που ερχόταν καταπάνω του είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του ως η επιτομή της απόλυτης προδοσίας. Διότι αυτοί οι δύο είχαν συναντηθεί ως άνθρωποι. Παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε αντίθετες πλευρές, είχαν συνάψει μια σχέση σχεδόν φιλική, η οποία του είχε προσφέρει μια αίσθηση σεβασμού και ασφάλειας. Αλλά τη στιγμή που είδε το αγόρι να σηκώνει το όπλο και ένιωσε τον πόνο όταν κάτι έσπασε με το χτύπημα
428/499
που δέχτηκε πάνω από το αυτί ο Άξελ εγκατέλειψε όποια αυταπάτη κι αν έτρεφε περί έμφυτης καλοσύνης του ανθρώπου. Εκεί που καθόταν στο λεωφορείο το οποίο τον πήγαινε στο σπίτι του, μαζί με ανθρώπους τραυματισμένους στο σώμα και στην ψυχή, έδωσε στον εαυτό του την ιερή υπόσχεση να μην ησυχάσει ποτέ αν δεν λογοδοτούσαν οι ένοχοι. Είχαν περάσει το όριο της ανθρωπιάς, και ήταν καθήκον του να μην αφήσει κανέναν τους να ξεφύγει. Ο Άξελ έπιασε πάλι το αυτί του και έφερε στο μυαλό του το σπίτι του. Σύντομα, πολύ σύντομα θα ήταν εκεί.
Η
Πάουλα μασούσε ένα στιλό ενώ μελετούσε με πολλή προσοχή τα έγγραφα ένα προς ένα. Είχε μπροστά της όλο το υλικό για τον φόνο του Έρικ Φράνκελ και το εξέταζε άλλη μια φορά. Κάπου έπρεπε να υπάρχει κάτι. Ίσως μια μικρή λεπτομέρεια που της είχε διαφύγει, κάποια πληροφορία που θα αποδείκνυε αυτό που ήδη υποψιάζονταν, ότι ο Φρανς Ρίνγκχολμ είχε σκοτώσει και τον Έρικ. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο να μελετάς το υλικό μιας έρευνας με συγκεκριμένο στόχο, να προσπαθείς δηλαδή να βρεις στοιχεία που δείχνουν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αλλά προσπαθούσε να μένει όσο το δυνατόν πιο ανοιχτή και σε άλλες ερμηνείες, και γι’ αυτό έψαχνε οτιδήποτε θα μπορούσε να εγείρει ερωτήματα. Μέχρι στιγμής δεν είχε βρει τίποτα. Όμως είχε ακόμη πολύ υλικό για ψάξιμο. Ορισμένες φορές, ωστόσο, της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί. Η Γιοχάνα θα γεννούσε σύντομα, αλλά θεωρητικά μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Είχε μέσα της ένα περίεργο μείγμα φόβου και χαράς γι’ αυτό που θα αντιμετώπιζαν. Ένα παιδί. Κάτι για το οποίο θα ήταν υπεύθυνες. Αν είχε μιλήσει με τον Μάρτιν σίγουρα θα είχε αναγνωρίσει μία προς μία όλες τις σκέψεις που περιστρέφονταν γύρω από το γεγονός αυτό, ωστόσο είχε κρατήσει όλες τις ανησυχίες για τον εαυτό της. Στη δική τους περίπτωση η ανησυχία ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που αισθάνονται οι άλλοι μέλλοντες γονείς. Είχαν άραγε πράξει σωστά όταν πραγματοποίησαν το όνειρό τους να αποκτήσουν παιδί οι δυο τους; Μήπως θα αποδεικνυόταν εγωιστική πράξη, το τίμημα της οποίας θα πλήρωνε το παιδί τους; Και μήπως έπρεπε να είχαν μείνει στη Στοκχόλμη για να μεγαλώσει το παιδί εκεί; Ίσως να ήταν ευκολότερα εκεί απ’ ό,τι εδώ, στη μικρή κοινωνία, όπου η οικογένειά τους θα ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα και θα τραβούσε την προσοχή των πάντων. Από την άλλη, κάτι της έλεγε ότι είχαν πράξει σωστά που μετακόμισαν εδώ. Όλοι ήταν πολύ φιλικοί, και μέχρι στιγμής δεν είχε νιώσει ότι υπήρχαν άτομα που τις στραβοκοίταζαν. Αν και τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά μόλις ερχόταν το παιδί. Ποιος ξέρει;
430/499
Η Πάουλα αναστέναξε. Άπλωσε το χέρι της και πήρε το επόμενο έγγραφο. Ήταν η έκθεση της εξέτασης για το όπλο του φόνου: την πέτρινη προτομή που ήταν τοποθετημένη στο παράθυρο και η οποία είχε βρεθεί γεμάτη αίματα κάτω από το γραφείο. Αλλά δεν έλεγε πολλά ως στοιχείο. Δεν είχαν βρει δακτυλικά αποτυπώματα πάνω της, κανένα ίχνος ξένων ουσιών, τίποτα. Μόνο το αίμα του Έρικ, τρίχες και μυαλά. Άφησε το έγγραφο και πήρε τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Τις μελέτησε ξανά, για πολλοστή φορά. Ξαφνιάστηκε που η σύζυγος του Πάτρικ είχε παρατηρήσει αυτό που υπήρχε γραμμένο στο μπλοκ πάνω στο γραφείο. Ignoto militi... Τω αγνώστω στρατιώτη. Η ίδια δεν είχε καταφέρει να το δει όταν κοίταζε τις φωτογραφίες, και ακόμη κι αν το έβλεπε δεν θα σκεφτόταν με τίποτα να ψάξει τι σήμαινε − όφειλε να το παραδεχτεί αυτό. Η Ερίκα δεν είχε απλώς ανακαλύψει τις λέξεις, αλλά είχε καταφέρει να τις τοποθετήσει στο πλαίσιο των στοιχείων και των ενδείξεων, πράγμα που τους οδήγησε στον εντοπισμό του Χανς Ούλαβσεν στον παλιό τάφο. Αλλά ένα από τα σημαντικότερα πράγματα ήταν το θέμα του χρόνου. Δεν είχαν τη δυνατότητα να πουν πότε ακριβώς δολοφονήθηκε ο Έρικ Φράνκελ, είχαν καταφέρει μόνο να καθορίσουν ότι πρέπει να συνέβη μεταξύ δεκαπέντε και δεκαεπτά Ιουνίου. Ίσως να μπορούσε κανείς να ανακαλύψει κάτι περισσότερο σχετικά με αυτό, σκέφτηκε η Πάουλα και πήρε ένα μπλοκ. Άρχισε με σταθερό χέρι να καταγράφει όλα τα στοιχεία και κατάφερε να αποτυπώσει σε ένα χρονοδιάγραμμα πράγματα όπως η επίσκεψη της Ερίκα, η επίσκεψη του μεθυσμένου Έρικ στη Βιούλα, το ταξίδι του Άξελ στο Παρίσι και η προσπάθεια της καθαρίστριας να μπει στο σπίτι. Έψαξε όλα τα έγγραφα για κάποιο άλλο σχετικό στοιχείο το οποίο να αποδείκνυε πού ήταν ο Φρανς εκείνο το χρονικό διάστημα, αλλά βρήκε μόνο τις μαρτυρίες των μελών της οργάνωσης Φίλοι της Σουηδίας που είχαν ισχυριστεί ότι ο Φρανς βρισκόταν στη Δανία εκείνες τις μέρες. Γαμώτο. Έπρεπε να τον είχαν πιέσει να τους πει περισσότερες λεπτομέρειες όταν είχαν την ευκαιρία. Αλλά εκείνος θα είχε σίγουρα φροντίσει να βρει χαρτιά που θα επιβεβαίωναν το άλλοθί του. Τόσο πανούργος ήταν. Τι είχε πει όμως ο Μάρτιν κατά τη διάρκεια μιας ενημέρωσης; Ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ακλόνητο άλλοθι...
431/499
Η Πάουλα τινάχτηκε στην καρέκλα της. Μια σκέψη τής πέρασε από το μυαλό, μια σκέψη που γινόταν όλο και πιεστικότερη. Υπήρχε κάτι που δεν είχαν ελέγξει.
«Γεια σου. Η Κάριν είμαι. Δεν μου λες, μπορείς να έρθεις αποδώ να με βοηθήσεις με κάτι; Ο Λέιφ έφυγε το πρωί ξανά για δουλειά και έχει αρχίσει να τρέχει νερό από έναν σωλήνα στο υπόγειο». «Μα δεν είμαι υδραυλικός» είπε ο Πάτρικ διστακτικά. «Μπορώ βέβαια να πεταχτώ αποκεί να δω τι ζημιά έχει γίνει, και αν χρειάζεται να τηλεφωνήσουμε σε κάναν υδραυλικό». «Υπέροχα» έκανε εκείνη ανακουφισμένη. «Πάρε και τη Μάγια μαζί σου, αν θέλεις, για να παίξουν με τον Λούντε». «Ναι, η Ερίκα δουλεύει, οπότε καλό θα ήταν να πάρω μαζί μου τη Μάγια» είπε εκείνος και υποσχέθηκε να πάει όσο γρηγορότερα μπορούσε. Ένιωσε λίγο περίεργα, αναγκάστηκε να ομολογήσει στον εαυτό του, όταν ένα τέταρτο αργότερα έστριβε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι της Κάριν και του Λέιφ στην περιοχή Σούμπαν. Ένιωσε, λοιπόν, περίεργα όταν αντίκρισε το σπίτι όπου έμενε η πρώην του με τον άντρα του οποίου τον λευκό πισινό θυμόταν να ανεβοκατεβαίνει όταν τους είχε πιάσει στα πράσα. Κάτι τέτοια δεν τα ξεχνάς. Η Κάριν τού άνοιξε την πόρτα με τον Λούντε στην αγκαλιά προτού προλάβει ο Πάτρικ να χτυπήσει το κουδούνι. «Έλα μέσα» του είπε και έκανε ένα βήμα στο πλάι. «Η ομάδα διάσωσης κατέφθασε» είπε αστειευόμενος και άφησε κάτω τη Μάγια. Ο Λούντε την έπιασε αποφασιστικά από το χέρι και την τράβηξε προς το δωμάτιό του προφανώς, λίγο πιο κάτω στο χολ. «Εδώ κάτω είναι». Η Κάριν άνοιξε μια πόρτα. Φάνηκε μια σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Κατέβηκε εκείνη πρώτη. «Θα είναι εντάξει τα παιδιά;» ρώτησε ο Πάτρικ ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά προς το δωμάτιο του Λούντε. «Σίγουρα κάτι θα κάνουν για μερικά λεπτά δίχως πρόβλημα» είπε η Κάριν και έγνεψε στον Πάτρικ να την ακολουθήσει.
432/499
Στο τέλος της σκάλας τού έδειξε έναν σωλήνα στο ταβάνι του υπογείου, ενώ το πρόσωπό της είχε πάρει μια ανήσυχη έκφραση. Ο Πάτρικ πήγε πιο κοντά να τον κοιτάξει και μετά της είπε καθησυχαστικά: «Μπα, θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τρέχει. Απλή εξίδρωση είναι». Της έδειξε κάτι μικροσκοπικές σταγόνες νερού πάνω στον σωλήνα. «Α, αυτό είναι υπέροχο. Ανησύχησα πολύ όταν είδα τόσο νερό» είπε η Κάριν και ξεφύσηξε με ανακούφιση. «Αχ, τι ευγενικό εκ μέρους σου που ήρθες να το δεις. Να σε κεράσω καφέ; Ή βιάζεσαι να επιστρέψεις στο σπίτι;» Τον κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα καθώς εκείνος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. «Όχι, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε. Ένα καφεδάκι είναι ό,τι πρέπει». Έπειτα από λίγο κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγαν τα μπισκότα που είχε βγάλει η Κάριν. «Δεν πιστεύω να περίμενες τίποτα σπιτικό» είπε εκείνη και χαμογέλασε. Ο Πάτρικ άπλωσε το χέρι και πήρε ένα μπισκοτάκι βρόμης. Κούνησε το κεφάλι γελώντας. «Μπα, τα σπιτικά κουλουράκια δεν ήταν ποτέ το φόρτε σου. Και γενικώς η μαγειρική, για να είμαστε ειλικρινείς». «Ε, όχι δα» έκανε η Κάριν προσβεβλημένη. «Δεν ήταν τόσο κακή η μαγειρική μου. Το ρολό κιμά, εν πάση περιπτώσει, θυμάμαι ότι σου άρεσε». Ο Πάτρικ έκανε έναν μορφασμό και κούνησε το χέρι με τρόπο που σήμαινε «έτσι κι έτσι». «Το έλεγα κυρίως επειδή ήσουν τόσο περήφανη για το ρολό που έφτιαχνες. Αλλά στην πραγματικότητα σκεφτόμουν μήπως έπρεπε να πουλήσω ακριβά τη συνταγή στον στρατό. Για να το χρησιμοποιούν στα κανόνια αντί για οβίδες». «Ε, όχι!» έκανε η Κάριν. «Είσαι πολύ αγενής!» Μετά έβαλε τα γέλια. «Εντάξει, έχεις δίκιο. Η μαγειρική δεν είναι το φόρτε μου. Κάτι που ο Λέιφ τονίζει διαρκώς. Εδώ που τα λέμε, δεν φαίνεται να πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που να είναι το φόρτε μου». Η φωνή της έσπασε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ο Πάτρικ έβαλε ενστικτωδώς το χέρι του στο δικό της. «Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» Εκείνη κατένευσε και σκούπισε τα μάτια της προσεκτικά με τη χαρτοπετσέτα της. «Συμφωνήσαμε να μείνουμε χωριστά. Καβγαδίσαμε το Σαββατοκύριακο και αντιληφθήκαμε ότι δεν πάει άλλο. Έτσι, αυτή τη φορά έφυγε για τα καλά, και δεν πρόκειται να επιστρέψει». «Λυπάμαι» είπε ο Πάτρικ κρατώντας ακόμη το χέρι της στο δικό του.
433/499
«Ξέρεις τι με πονάει περισσότερο;» έκανε εκείνη. «Ότι στην πραγματικότητα δεν νιώθω να μου λείπει. Και ότι αντιλαμβάνομαι πως όλο αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος». Η φωνή της έσπασε, και ο Πάτρικ άρχισε να νιώθει ανησυχία για το πού θα κατέληγε αυτή η κουβέντα. «Περνούσαμε άλλωστε τόσο καλά εμείς οι δυο. Έτσι δεν είναι; Κι αν εγώ δεν ήμουν τόσο ηλίθια...» Τη διέκοψε ένας λυγμός, σκουπίστηκε με τη χαρτοπετσέτα και έσφιξε το χέρι του Πάτρικ. Τώρα ο Πάτρικ δεν μπορούσε να το τραβήξει, παρότι θεωρούσε πως είχε έρθει η ώρα να το κάνει. «Ξέρω ότι εσύ προχώρησες στη ζωή. Ξέρω ότι είσαι με την Ερίκα. Αλλά δεν μπορείς να αρνηθείς ότι είχαμε πολύ ιδιαίτερη σχέση εγώ κι εσύ, έτσι δεν είναι; Είχαμε. Δεν είχαμε; Υπάρχει περίπτωση να μπορέσουμε... εσύ κι εγώ να μπορέσουμε...» Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη φράση της, αλλά κρατούσε το χέρι του πάρα πολύ σφιχτά, ικετευτικά. Ο Πάτρικ ξεροκατάπιε, αλλά μετά είπε ήρεμα: «Αγαπώ την Ερίκα. Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερο που πρέπει να γνωρίζεις. Δεύτερον, η εικόνα που έχεις από τη σχέση μας είναι καθαρή φαντασία, ένας εκ των υστέρων εξωραϊσμός, και τη δημιούργησες τώρα που δεν περνάς καλά με τον Λέιφ. Καλά περνούσαμε, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Και γι’ αυτό εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως εξελίχθηκαν. Ήταν απλώς θέμα χρόνου». Ο Πάτρικ αναζήτησε το βλέμμα της. «Και το ξέρεις πολύ καλά αυτό, αν το σκεφτείς λογικά θα αντιληφθείς ότι το ξέρεις. Συνεχίζαμε επειδή μας φαινόταν βολικό, όχι από αγάπη. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, έκανες και στους δυο μας χάρη, έστω κι αν εγώ δεν επιθυμούσα, βεβαίως, να τελειώσει η σχέση μας με τον τρόπο που τελείωσε. Αλλά αυτή τη στιγμή απλώς ξεγελάς τον εαυτό σου. Εντάξει;» Η Κάριν ξέσπασε ξανά σε κλάματα, κυρίως λόγω της ταπείνωσης που είχε υποστεί. Ο Πάτρικ το κατάλαβε και κάθισε δίπλα της, έβαλε το χέρι του στους ώμους της και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του, καθώς της χάιδευε τα μαλλιά. «Σσς» της είπε. «Έλα τώρα... Όλα θα τακτοποιηθούν...» «Πώς... μπορείς... να... είσαι... τόσο... Αφού... μόλις... έγινα... ρεζίλι... στα... μάτια... σου...» έκανε η Κάριν ανάμεσα στους λυγμούς της και προσπάθησε να στρέψει ντροπιασμένη το κεφάλι της. Αλλά ο Πάτρικ συνέχισε να της χαϊδεύει ήρεμος τα μαλλιά.
434/499
«Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι για τίποτα» της είπε. «Είσαι αναστατωμένη και δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά. Αλλά ξέρεις ότι έχω δίκιο». Πήρε τη χαρτοπετσέτα του και σκούπισε τα δάκρυα από τα κατακόκκινα μάγουλά της. «Θέλεις να φύγω ή θα τελειώσουμε τον καφέ μας;» τη ρώτησε και την κοίταξε με ηρεμία στα μάτια. Τον κοίταξε και η Κάριν και μετά το κορμί της φάνηκε να χαλαρώνει. «Αν ξεχάσουμε το γεγονός ότι σου ρίχτηκα μόλις πριν από λίγο» του είπε κι εκείνη ήρεμα «πολύ θα ήθελα να έμενες». «Εντάξει, λοιπόν» αποκρίθηκε ο Πάτρικ και επέστρεψε στην καρέκλα του. «Έχω μνήμη χρυσόψαρου, οπότε σε λίγα δευτερόλεπτα θα θυμάμαι μόνο τούτα εδώ τα νοστιμότατα ετοιματζίδικα κουλουράκια» είπε και ξαναπήρε ένα μπισκοτάκι βρόμης. «Τι γράφει τώρα η Ερίκα;» ρώτησε ξαφνικά η Κάριν σε μια φανερή προσπάθεια να αλλάξει θέμα. «Αυτό που έπρεπε να γράφει είναι το νέο της βιβλίο, αλλά έχει κολλήσει σε κάποιες έρευνες που κάνει για το παρελθόν της μητέρας της» απάντησε ο Πάτρικ, επίσης ευγνώμων που του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει για κάτι άλλο. «Και πώς της ήρθε αυτό;» ρώτησε η Κάριν, με πραγματική περιέργεια τώρα, παίρνοντας κι αυτή ένα μπισκότο. Ο Πάτρικ τής μίλησε για τα ευρήματα στο σεντούκι και για το πώς η Ερίκα είχε ανακαλύψει τη σύνδεση με τους φόνους για τους οποίους μιλούσαν όλοι στην περιοχή. «Το πιο απογοητευτικό για την Ερίκα είναι ότι η μητέρα της κρατούσε ημερολόγιο, αλλά έχει βρει τα σημειωματάρια μόνο μέχρι το 1944. Και είτε η μητέρα της σταμάτησε απότομα να γράφει τότε είτε πρέπει να υπάρχουν ακόμα μερικά μπλε σημειωματάρια κρυμμένα κάπου, αλλά όχι στο σπίτι μας» έκανε ο Πάτρικ. Η Κάριν τινάχτηκε. «Πώς είπες ότι είναι αυτά τα ημερολόγια;» Ο Πάτρικ συνοφρυώθηκε και την κοίταξε απορημένος. «Μπλε, λεπτά, περίπου σαν σχολικά τετράδια. Γιατί;» «Διότι αν είναι όντως έτσι, ξέρω πού βρίσκονται» είπε αργά η Κάριν.
435/499
«Έχεις επισκέψεις» είπε η Άνικα κοιτώντας στο γραφείο του Μάρτιν από το κατώφλι. «Μπα, ποιος είναι;» έκανε εκείνος με περιέργεια, αλλά πήρε αμέσως απάντηση μόλις είδε τον Σελ Ρίνγκχολμ να περνάει την πόρτα. «Δεν ήρθα εδώ με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα» είπε μεμιάς και σήκωσε ψηλά τα χέρια για να προλάβει τον Μάρτιν ο οποίος ετοιμαζόταν να διαμαρτυρηθεί για την επίσκεψη. «Ήρθα ως γιος του Φρανς Ρίνγκχολμ» είπε και κάθισε βαριά σε μια από τις καρέκλες. «Λυπάμαι για...» έκανε ο Μάρτιν και δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Όλοι γνώριζαν ότι η σχέση πατέρα και γιου δεν ήταν η καλύτερη. Ο Σελ κούνησε το χέρι για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση και μετά το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του. «Αυτό εδώ μου ήρθε σήμερα». Ο τόνος της φωνής του ήταν ουδέτερος, αλλά το χέρι που πέταξε τον φάκελο στο γραφείο έτρεμε. Ο Μάρτιν άνοιξε το γράμμα, αφού ο Σελ τού έγνεψε πως αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνει. Διάβασε τις τρεις χειρόγραφες σελίδες σιωπηλός, αλλά σήκωσε αρκετές φορές τα φρύδια του. «Ομολογεί την ενοχή του όχι μόνο για τον φόνο της Μπρίτα Γιούχανσον, αλλά και του Χανς Ούλαβσεν όπως και του Έρικ Φράνκελ» είπε ο Μάρτιν και κοίταξε τον Σελ. «Ναι, αυτό γράφει εκεί» είπε ο Σελ και χαμήλωσε το βλέμμα. «Υποθέτω ότι το είχατε ήδη υποψιαστεί, οπότε δεν μπορεί να σας ξαφνιάζει και πολύ». «Αν σας έλεγα κάτι διαφορετικό θα ήταν ψέματα» είπε γνέφοντας καταφατικά ο Μάρτιν. «Αλλά αποδεικτικά στοιχεία έχουμε μόνο για τον φόνο της Μπρίτα». «Τότε αυτό εδώ θα σας βοηθήσει πολύ» είπε ο Σελ και έδειξε το γράμμα. «Είστε σίγουρος ότι...» «Ότι είναι ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα μου; Ναι» τον πρόλαβε ο Σελ. «Ναι, είμαι απολύτως σίγουρος. Ο πατέρας μου έγραψε αυτό το γράμμα. Και πρέπει να πω ότι ούτε εγώ ξαφνιάζομαι» πρόσθεσε με έναν τόνο πικρίας. «Αλλά δεν πίστεψα ποτέ μου...» Κούνησε το κεφάλι. Ο Μάρτιν έσκυψε και διάβασε όλες τις σελίδες άλλη μια φορά. «Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, γράφει ότι δολοφόνησε μόνο την Μπρίτα. Μετά εκφράζεται πιο συγκεχυμένα: “Φέρω την ευθύνη για τον θάνατο του Έρικ,
436/499
όπως και για τον άντρα που βρήκατε σε έναν τάφο ο οποίος δεν θα έπρεπε να είναι δικός του”». Ο Σελ σήκωσε τους ώμους του. «Ποια η διαφορά; Απλώς χρησιμοποιεί σπουδαιοφανή διατύπωση. Όχι, δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο πατέρας μου...» Δεν συνέχισε, αλλά πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα για να μην προδώσει τα συναισθήματά του. Ο Μάρτιν διάβασε σκεφτικός μερικές αράδες ακόμα. «“Νόμιζα ότι μπορούσα να τα τακτοποιήσω όλα όπως συνηθίζω να τακτοποιώ διάφορα, σκέφτηκα πως μια αποφασιστική πράξη θα τα έλυνε όλα και θα τα έκρυβε όλα. Αλλά τη στιγμή που σήκωνα το μαξιλάρι στο πρόσωπό της ήξερα ότι δεν είχα λύσει τίποτα. Και κατάλαβα ότι απέμενε μία και μοναδική επιλογή. Ότι είχα φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Ότι το παρελθόν με είχε προλάβει τελικά”». Ο Μάρτιν κοίταξε τον Σελ. «Καταλαβαίνετε τι εννοεί; Τι έπρεπε να μείνει κρυφό; Για ποιο παρελθόν κάνει λόγο;» Ο Σελ κούνησε το κεφάλι. «Ιδέα δεν έχω». «Θα ήθελα να το κρατήσω αυτό λίγο» είπε ο Μάρτιν και κούνησε τις χειρόγραφες σελίδες. «Εντάξει» έκανε κουρασμένα ο Σελ. «Κρατήστε το. Ούτως ή άλλως είχα σκεφτεί να το κάψω». «Παρεμπιπτόντως είχα πει στον Γιέστα από το τμήμα μας να σας μιλήσει με την πρώτη ευκαιρία. Μήπως βολεύει να το κάνουμε τώρα;» Ο Μάρτιν τοποθέτησε προσεκτικά το γράμμα σε μια πλαστική θήκη και το έβαλε στην άκρη. «Σε σχέση με τι;» ρώτησε ο Σελ. «Με τον Χανς Ούλαβσεν. Απ' ό,τι κατάλαβα, κάνατε μερικές έρευνες γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;» «Τι σημασία έχει τώρα; Ο πατέρας μου ομολογεί στο γράμμα ότι τον δολοφόνησε». «Αυτή είναι μία ερμηνεία, ναι. Αλλά υπάρχουν ακόμη μερικά ερωτηματικά γύρω από τον ίδιο και τον θάνατό του τα οποία θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε. Οπότε, αν έχετε κάποια πληροφορία, οτιδήποτε, που θα μπορούσατε να μας δώσετε...» Ο Μάρτιν άνοιξε τα χέρια του και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Μιλήσατε με την Ερίκα Φαλκ;» ρώτησε ο Σελ.
437/499
Ο Μάρτιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα το κάνουμε κι αυτό. Αλλά τώρα που σας έχουμε εδώ, μήπως...» «Εντάξει, αλλά δεν έχω και πολλά να αναφέρω». Ο Σελ τού είπε για τις συνομιλίες του με τον Έσκιλ Χάλβορσεν και πως δεν είχε πάρει ακόμη κάποια πληροφορία απ’ αυτόν για τον Χανς Ούλαβσεν και ότι δεν ήταν σίγουρος ότι θα έπαιρνε καμία γενικώς. «Δεν μπορείτε να του τηλεφωνήσετε τώρα για να δείτε μήπως βρήκε κάτι;» έκανε γεμάτος περιέργεια ο Μάρτιν και έδειξε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του. Ο Σελ σήκωσε τους ώμους και έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του μια πολυχρησιμοποιημένη ατζέντα. Την ξεφύλλισε μέχρι που βρήκε μια σελίδα όπου ήταν κολλημένο ένα κίτρινο αυτοκόλλητο με το όνομα του Έσκιλ Χάλβορσεν. «Δεν φαντάζομαι να βρήκε τίποτε, αλλά μπορώ να του τηλεφωνήσω». Ο Σελ αναστέναξε. Τράβηξε κοντά του το τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό έχοντας μπροστά του την ατζέντα. Ακούστηκαν πολλά σήματα κλήσης πριν απαντήσει ο Νορβηγός. «Ναι, καλημέρα, είμαι ο Σελ Ρίνγκχολμ. Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ ξανά, αλλά σκέφτηκα να ρωτήσω αν... Α, πήρατε τη φωτογραφία την Πέμπτη, πολύ καλά. Έχετε μήπως...» Έγνεφε όσο άκουγε τον άντρα στην άλλη άκρη της γραμμής, και η όλο και πιο ενθουσιώδης έκφραση του προσώπου του έκανε τον Μάρτιν να ανακαθίσει στην καρέκλα του και να μελετάει την έκφραση του Σελ με περισσό ενδιαφέρον. «Α, δηλαδή από τη φωτογραφία τον...» «Αλλά το όνομα ήταν λάθος; Το πραγματικό όνομα δηλαδή είναι...» Ο Σελ χτύπησε τα δάχτυλά του και έκανε νόημα στον Μάρτιν ότι χρειαζόταν χαρτί και στιλό. Ο Μάρτιν όρμησε κυριολεκτικά στη θήκη με τα στιλό και την αναποδογύρισε, με αποτέλεσμα να πέσουν όλα κάτω, ωστόσο ο Σελ κατάφερε να πιάσει ένα από αυτά και μετά πήρε μια αναφορά που βρισκόταν στην εισερχόμενη αλληλογραφία του Μάρτιν και άρχισε να γράφει με ταχύτητα στην πίσω μεριά του εγγράφου. «Α, ώστε δηλαδή αυτός δεν ήταν...»
438/499
«Ναι, καταλαβαίνω ότι αυτό είναι άκρως ενδιαφέρον. Και για μας επίσης... ειλικρινά σας μιλάω...» Ο Μάρτιν κόντευε να σκάσει από την περιέργεια και είχε το βλέμμα του καρφωμένο στον Σελ. «Εντάξει. Και χίλια ευχαριστώ. Αυτό δίνει στα πράγματα μια εντελώς άλλη διάσταση. Ναι, ναι, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ». Ο Σελ έβαλε επιτέλους το ακουστικό στη θέση του και χαμογέλασε πλατιά στον Μάρτιν. «Ξέρω ποιος είναι! Ξέρω ποιος είναι, που να με πάρει ο διάολος!»
«Ερίκα!» Η πόρτα έκλεισε με πάταγο και η Ερίκα αναρωτήθηκε γιατί ο Πάτρικ φώναζε τόσο δυνατά. «Ναι, τι είναι; Πιάσαμε φωτιά;» Στεκόταν στο πλατύσκαλο και τον κοιτούσε. «Έλα κάτω. Πρέπει να σου πω κάτι». Χειρονομούσε ανυπόμονα και εκείνη υπάκουσε. «Κάθισε» είπε αυτός μόλις μπήκαν στο καθιστικό. «Τώρα πρέπει να πω ότι είμαι πολύ, μα πάρα πολύ περίεργη» έκανε εκείνη μόλις κάθισαν στον καναπέ. Τον κοίταξε έντονα. «Πες μου, λοιπόν». Ο Πάτρικ πήρε βαθιά ανάσα. «Θυμάσαι που είπες πως πίστευες ότι υπάρχουν κι άλλα ημερολόγια κάπου;» «Ναι;» Η Ερίκα ένιωσε κάτι να φουντώνει μέσα της. «Ήμουνα στης Κάριν πριν από λίγο». «Στης Κάριν;» έκανε έκπληκτη η Ερίκα. Ο Πάτρικ κούνησε το χέρι του για να τη σταματήσει. «Χέσ’ το τώρα αυτό και άκουσέ με. Εντελώς τυχαία ανέφερα τα ημερολόγια στην Κάριν. Κι εκείνη μου είπε πως ξέρει πού υπάρχουν κι άλλα!» «Πλάκα μού κάνεις;» είπε η Ερίκα και τον κοίταζε έκπληκτη. «Πώς ξέρει κάτι τέτοιο;» Ο Πάτρικ τής είπε και το πρόσωπο της Ερίκα φωτίστηκε. «Βέβαια, έτσι είναι. Αλλά γιατί δεν μου ανέφερε τίποτα;»
439/499
«Δεν έχω ιδέα, αλλά πρέπει να πας να τη ρωτήσεις» είπε ο Πάτρικ. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και είδε την Ερίκα να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την εξώπορτα. «Περίμενε, ερχόμαστε κι εμείς» είπε ο Πάτρικ και άρπαξε τη Μάγια από το πάτωμα. «Ναι, αλλά βιαστείτε» είπε η Ερίκα που έβγαινε από την πόρτα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι. Λίγο αργότερα η Κριστίνα άνοιγε ξαφνιασμένη την πόρτα του σπιτιού της. «Γεια σας. Τι έκπληξη ήταν αυτή; Πώς κι αποδώ;» «Είπαμε να περάσουμε για λίγο» αποκρίθηκε η Ερίκα και αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Πάτρικ. «Καλά κάνατε. Περάστε, θα βάλω καφέ» είπε η Κριστίνα, η οποία φαινόταν ακόμη απορημένη. Η Ερίκα περίμενε με αγωνία. Άφησε την Κριστίνα να φτιάξει καφέ και να καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας και μετά της είπε με ολοφάνερη ανυπομονησία και έξαψη: «Θυμάσαι που σου είχα πει ότι βρήκα τα ημερολόγια της μαμάς στη σοφίτα. Και ότι τώρα τελευταία είχα διαβάσει πολλά για να μπορέσω να καταλάβω ποια ήταν πραγματικά η Έλσι Μουστρέμ». «Ναι, βέβαια, μου το ανέφερες» είπε η Κριστίνα αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Κι όταν ήμουν εδώ την τελευταία φορά σού είχα πει πως μου φαινόταν παράξενο που είχε σταματήσει απότομα να γράφει ημερολόγιο το 1944 και ότι δεν υπήρχαν άλλα». «Ναι» είπε η Κριστίνα μελετώντας με απίστευτο ενδιαφέρον το τραπεζομάντιλο. «Σήμερα, όταν ο Πάτρικ πήγε να πιει καφέ στης Κάριν, ανέφερε τα ημερολόγια και της περιέγραψε πώς ήταν. Κι εκείνη θυμόταν πολύ καλά ότι είχε δει παρόμοια σημειωματάρια εδώ, στο σπίτι σου». Η Ερίκα έκανε μια παύση και μελέτησε την έκφραση της πεθεράς της. «Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εσύ της είχες πει να φέρει ένα τραπεζομάντιλο από τη λινοθήκη, και στο βάθος της λινοθήκης θυμάται ότι είδε μερικά μπλε σημειωματάρια που έγραφαν “Ημερολόγιο” απέξω. Υπέθεσε πως ήταν παλιά δικά σου και δεν σου είπε τίποτε, αλλά σήμερα, όταν ο Πάτρικ ανέφερε τα ημερολόγια της μαμάς...
440/499
τότε κατάλαβε τη σχέση. Και το ερώτημά μου είναι τώρα» είπε με ήρεμη φωνή η Ερίκα «γιατί δεν μου είπες τίποτα γι’ αυτό;» Η Κριστίνα κοίταζε σιωπηλή το τραπέζι. Ο Πάτρικ προσπαθούσε να μην τις κοιτάζει· αφοσιώθηκε στα βουτήματα που έτρωγε μαζί με τη Μάγια. Στο τέλος η Κριστίνα σηκώθηκε και πήγε στο καθιστικό. Η Ερίκα την παρακολουθούσε άγρυπνα κρατώντας την ανάσα της. Άκουσε την πόρτα ενός ντουλαπιού να ανοίγει και να κλείνει, και μια στιγμή αργότερα η Κριστίνα επέστρεψε στην κουζίνα. Στα χέρια της κρατούσε τρία μπλε σημειωματάρια. Ακριβώς σαν αυτά που είχε στο σπίτι η Ερίκα. «Υποσχέθηκα στην Έλσι να της τα φυλάξω. Δεν ήθελε να τα δείτε εσύ και η Άννα. Αλλά υποθέτω...» Η Κριστίνα δίστασε, αλλά τελικά τα έδωσε στην Ερίκα. «Υποθέτω ότι έρχεται κάποια στιγμή που πρέπει να βγουν όλα στο φως. Και μάλλον αυτή η στιγμή ήρθε. Πιστεύω ότι και η Έλσι θα το ενέκρινε». Η Ερίκα πήρε τα ημερολόγια και πέρασε το χέρι της πάνω από την επιφάνεια του πρώτου. «Ευχαριστώ» είπε και κοίταξε την Κριστίνα. «Ξέρεις τι γράφει εδώ μέσα;» Η Κριστίνα δίστασε. Μάλλον δεν ήξερε πώς έπρεπε να απαντήσει. «Δεν τα έχω διαβάσει. Αλλά ξέρω πολλά από αυτά για τα οποία γράφει η Έλσι». «Θα καθίσω μέσα να τα διαβάσω» είπε η Ερίκα και ένιωσε να τρέμει καθώς πήγαινε στο καθιστικό της Κριστίνα. Άνοιξε προσεκτικά το πάνω ημερολόγιο στην πρώτη σελίδα. Άρχισε να διαβάζει. Τα μάτια της έτρεχαν στις αράδες, στον γνώριμο πλέον γραφικό χαρακτήρα, και διαβάζοντας μάθαινε για τη μητέρα της και, κατ’ επέκταση, για τον ίδιο της τον εαυτό. Με όλο και μεγαλύτερη έκπληξη και ταραχή διάβασε για την ιστορία αγάπης της μητέρας της και του Χανς Ούλαβσεν και για το ότι η μητέρα της ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος. Στο τρίτο ημερολόγιο είχε φτάσει στην αναχώρηση του Χανς για τη Νορβηγία. Και στις υποσχέσεις που έδωσε. Τα δάχτυλα της Ερίκα έτρεμαν όλο και περισσότερο, και μπορούσε να νιώσει πλέον και σωματικά εκείνο τον αυξανόμενο πανικό που πρέπει να ένιωσε και η μητέρα της όταν έγραφε πώς περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες δίχως νέα από τον Χανς. Και όταν η Ερίκα έφτασε στις τελευταίες σελίδες άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να σταματήσει. Μέσα από τα δάκρυα κατάφερε να διαβάσει τι έγραψε η μητέρα της με εκείνο τον όμορφο γραφικό χαρακτήρα της:
441/499
Σήμερα πήγα με το τρένο στο Μπορλένγκε. Η μητέρα δεν ήρθε να με αποχαιρετήσει. Είναι πλέον πολύ δύσκολο να συνεχίσω να κρύβω την κατάστασή μου. Και δεν θέλω να υποστεί η μητέρα μου αυτή την ντροπή. Την υφίσταμαι εγώ, και αυτό μου φτάνει και μου περισσεύει. Αλλά παρακάλεσα τον Θεό να μου δώσει δύναμη να τα βγάλω πέρα. Δύναμη να δώσω σε άλλους το παιδί που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά που το αγαπώ τόσο πολύ, απίστευτα πολύ...
Μπορλένγκε 1945
Εκείνος δεν επέστρεψε ποτέ. Την είχε αποχαιρετήσει με ένα φιλί, της είπε ότι σύντομα θα επέστρεφε και έφυγε. Κι εκείνη τον περίμενε. Στην αρχή ήταν σίγουρη, κατόπιν είχε ένα μικρό σούβλισμα ανησυχίας, που με τον καιρό εξελίχθηκε σε καλπάζοντα πανικό. Διότι εκείνος δεν επέστρεψε ποτέ. Δεν κράτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει. Πρόδωσε την ίδια και το μωρό. Κι αυτή που ήταν τόσο σίγουρη... Δεν αμφισβήτησε ποτέ την υπόσχεσή του, θεωρούσε δεδομένο ότι την αγαπούσε όσο τον αγαπούσε κι εκείνη. Η δύστυχη, αφελής κοπέλα. Πόσες και πόσες κοπέλες δεν εξαπατήθηκαν άλλωστε κατά τον ίδιο τρόπο στην ιστορία της ανθρωπότητας; Αναγκάστηκε να πάει στη μητέρα της όταν δεν μπορούσε να το κρύψει άλλο. Με το κεφάλι σκυφτό, δίχως να μπορεί να κοιτάξει τη Χίλμα κατάματα, της τα είπε όλα. Ότι επέτρεψε να την εξαπατήσουν, ότι είχε πιστέψει στα λόγια του και ότι τώρα κουβαλούσε μέσα της το παιδί του. Η μητέρα δεν είπε τίποτα στην αρχή. Μια νεκρή, ψυχρή σιωπή έπεσε στην κουζίνα όπου κάθονταν οι δυο τους, και τότε, για πρώτη φορά, ο τρόμος άδραξε με δύναμη την καρδιά της Έλσι. Διότι κάπου πολύ βαθιά μέσα της έτρεφε την ελπίδα ότι η μητέρα της θα την αγκάλιαζε, θα την κουνούσε στοργικά και θα της έλεγε: «Όλα θα τακτοποιηθούν, καλό μου παιδί. Κάτι θα κάνουμε». Η μητέρα που γνώριζε πριν από τον θάνατο του πατέρα αυτό θα έκανε. Θα έβρισκε τη δύναμη να την αγαπήσει ακόμα και στην ντροπή της. Αλλά η μητέρα δεν ήταν πλέον η ίδια χωρίς τον πατέρα. Ένα κομμάτι της είχε πεθάνει μαζί του, και το κομμάτι που είχε απομείνει δεν ήταν αρκετά δυνατό. Έτσι, λοιπόν, ετοίμασε αμίλητη μια βαλίτσα για την Έλσι, με τα πλέον απαραίτητα. Αποφάσισε να στείλει την έγκυο δεκαεξάχρονη κόρη της με το τρένο στο Μπορλένγκε, για να πάει στην αδελφή της που ζούσε εκεί σε ένα
443/499
αγρόκτημα. Της έβαλε και ένα γράμμα στην τσέπη. Ούτε μέχρι τον σταθμό του τρένου δεν την πήγε, ένα ξερό αντίο της είπε στο χολ και μετά της γύρισε την πλάτη και χώθηκε στην κουζίνα της. Αυτό που όλοι ήξεραν στο χωριό, πάντως, ήταν ότι η Έλσι έφυγε για να πάει σε σχολή οικοκυρικής. Από τότε είχαν περάσει πέντε μήνες. Πέντε διόλου εύκολοι μήνες. Και παρόλο που η κοιλιά της και το κορμί της μεγάλωναν όλο και περισσότερο κάθε εβδομάδα που περνούσε, εκείνη αναγκαζόταν να δουλεύει το ίδιο σκληρά όπως και οι άλλοι στο αγρόκτημα. Μοχθούσε από το πρωί ως το βράδυ και έκανε όλες τις δουλειές που της ανέθεταν, ενώ η μέση της την πονούσε όλο και περισσότερο από το βάρος του εμβρύου που κλοτσούσε μέσα της. Από μια άποψη ήθελε να μισήσει το παιδί. Αλλά δεν μπορούσε. Ήταν άλλωστε κομμάτι δικό της, δικό της και του Χανς − για τον οποίο δεν μπορούσε να νιώσει πραγματικό μίσος. Πώς θα ήταν, λοιπόν, δυνατό να μισήσει το πλάσμα που τους ένωνε; Όλα είχαν κανονιστεί. Το παιδί θα της το έπαιρναν μόλις γεννιόταν και θα το έδιναν σε θετούς γονείς. Άλλη λύση δεν υπήρχε, είχε πει η Έντιτ, η αδελφή της Χίλμα. Τα πρακτικά ζητήματα τα είχε φροντίσει ο άντρας της ο Άντον, ο οποίος γκρίνιαζε συνέχεια για την ντροπή να έχει η γυναίκα του μια ανιψιά που δόθηκε στον πρώτο άντρα που βρέθηκε μπροστά της. Η Έλσι δεν είχε καν διάθεση να αντιδράσει. Δεχόταν τις προσβολές αδιαμαρτύρητα και δίχως να μπορεί να δώσει άλλη εξήγηση. Διότι ήταν δύσκολο να προβάλει ως επιχείρημα το γεγονός ότι ο Χανς δεν είχε επιστρέψει. Παρόλο που της το είχε υποσχεθεί. Οι πόνοι άρχισαν νωρίς ένα πρωί. Αρχικά πίστεψε ότι ήταν οι συνηθισμένοι πόνοι στη μέση που την είχαν ξυπνήσει ξαφνικά. Αλλά έπειτα εκείνος ο ήπιος πόνος άρχισε να θεριεύει, ερχόταν και έφευγε και γινόταν ολοένα εντονότερος. Αφού κυλίστηκε για κάνα δυο ώρες στο κρεβάτι, αντιλήφθηκε σιγά σιγά πως είχε έρθει η ώρα και κατάφερε να σηκωθεί με κόπο. Πιέζοντας με τα χέρια της τη σπονδυλική της στήλη, είχε μπει αλαφροπατώντας στην κρεβατοκάμαρα της Έντιτ και του Άντον και είχε ξυπνήσει προσεκτικά τη θεία της. Έπειτα το σπίτι μετατράπηκε σε κυψέλη δραστηριότητας. Της είπαν να πάει να ξαπλώσει και έστειλαν τη μεγάλη κόρη τους να φέρει τη μαμή. Έβρασαν νερό, έβγαλαν καθαρές πετσέτες και η Έλσι, που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ένιωθε τον τρόμο να ριζώνει βαθιά μέσα της.
444/499
Έπειτα από δέκα ώρες ο πόνος ήταν αφόρητος. Η μαμή είχε έρθει αρκετά νωρίτερα και την εξέτασε μάλλον με κινήσεις τραχιές. Της φερόταν εχθρικά, καθιστώντας ξεκάθαρη την άποψη που είχε για τις νεαρές ανύπαντρες κοπέλες που έκαναν παιδιά. Η Έλσι αισθανόταν σαν να είχε βρεθεί σε πεδίο μάχης. Κανείς δεν της έλεγε μια καλή κουβέντα, κανείς δεν είχε ένα χαμόγελο γι’ αυτήν που κειτόταν στο κρεβάτι και νόμιζε πως θα πέθαινε. Γιατί τόσο πολύ πονούσε. Κάθε φορά που τη χτυπούσε εκείνο το κύμα πόνου άρπαζε σφιχτά το κεφαλάρι και έσφιγγε τα δόντια για να μην ουρλιάξει. Ήταν σαν να την έκοβαν στα δύο. Στην αρχή ξεκουραζόταν λίγο ανάμεσα στα κύματα των πόνων, μερικά λεπτά που μπορούσε να ανασάνει ανακουφισμένη και να ξαναπάρει δυνάμεις. Αλλά τώρα οι πόνοι είχαν αποκτήσει τέτοια συχνότητα ώστε να μην της δίνουν καμία ευκαιρία για ξεκούραση. Και όλο η ίδια σκέψη τής τριβέλιζε το μυαλό: Πεθαίνω. Πρέπει να το είπε δυνατά, αυτό αντιλήφθηκε μέσα από την ομίχλη του πόνου, γιατί η μαμή την αγριοκοίταξε και είπε: «Να τ’ αφήσεις αυτά που ξέρεις. Εσύ οδήγησες τον εαυτό σου σε αυτή την κατάσταση, οπότε τώρα θα υποφέρεις χωρίς διαμαρτυρίες. Για σκέψου του λίγο, κοπέλα πράμα!» Η Έλσι δεν είχε τη δύναμη να παραπονεθεί. Κρατήθηκε με τόση δύναμη από το κεφαλάρι του κρεβατιού, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν, όταν ένας καινούργιος πόνος διαπέρασε την κοιλιά και έφτασε μέχρι τα πόδια της. Δεν πίστευε ότι υπήρχε τέτοιος πόνος. Ένας πόνος που τον ένιωθε παντού. Διαπερνούσε κάθε της ίνα, κάθε κύτταρο του κορμιού της. Και είχε αρχίσει να κουράζεται. Είχε παλέψει τόσο πολλές ώρες ώστε ένα κομμάτι της ήθελε απλώς να τα παρατήσει, να πέσει στο κρεβάτι και να αφήσει τον πόνο να την πάρει, να την καταπιεί, να κάνει ό,τι θέλει. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο στον εαυτό της. Επρόκειτο για το παιδί της και για το παιδί του Χανς, αυτό θα γεννιόταν, και εκείνη θα το γεννούσε ακόμα κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε στη ζωή της. Ένα άλλο είδος πόνου άρχισε τώρα να μπλέκεται με τον γνώριμο πλέον πόνο. Ένιωσε μεγάλη πίεση και η μαμή έγνεψε με ικανοποίηση στη θεία της που στεκόταν παράμερα. «Όπου να ’ναι τελειώνει» είπε η μαμή και πίεσε την κοιλιά της Έλσι. «Μόλις σου πω θα σπρώξεις με όλη σου τη δύναμη και το παιδί θα βγει».
445/499
Η Έλσι δεν απάντησε, αλλά κατάλαβε τι της είπε και περίμενε αυτό που θα γινόταν. Η αίσθηση ότι έπρεπε να σπρώξει γινόταν όλο και εντονότερη, και πήρε βαθιά ανάσα. «Εντάξει, τώρα σπρώξε όσο πιο δυνατά μπορείς» τη διέταξε αποφασιστικά η μαμή, και η Έλσι πίεσε προς τα κάτω το σαγόνι της και τανύστηκε. Της φάνηκε πως δεν έγινε τίποτα, αλλά η μαμή τής έγνεψε βιαστικά και έτσι κατάλαβε ότι το είχε κάνει καλά. «Περίμενε τώρα μέχρι να έρθει ο επόμενος πόνος» είπε αυστηρά και η Έλσι υπάκουσε. Ένιωσε ξανά την πίεση να αυξάνεται και μόλις έφτασε στο ζενίθ άκουσε πάλι τη διαταγή να σπρώξει. Αυτή τη φορά ένιωσε σαν να ξεκόλλησε κάτι, ήταν δύσκολο να το περιγράψει, αλλά ήταν σαν κάτι να υποχώρησε. «Το κεφάλι είναι έξω τώρα. Ένας πόνος ακόμα...» Η Έλσι έκλεισε τα μάτια της μια στιγμή και είδε μπροστά της τον Χανς. Δεν είχε τη δύναμη να πενθήσει γι’ αυτόν τώρα, έτσι άνοιξε ξανά τα μάτια. «Τώρα!» είπε η μαμή όπως στεκόταν ανάμεσα στα πόδια της Έλσι, και με τις τελευταίες δυνάμεις της η Έλσι πίεσε προς τα κάτω το σαγόνι και έσπρωξε με τα γόνατα μαζεμένα. Κάτι υγρό γλίστρησε από μέσα της, κι εκείνη έπεσε εξαντλημένη προς τα πίσω, πάνω στα μουσκεμένα από τον ιδρώτα σεντόνια. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν ανακούφιση. Ανακούφιση που είχαν περάσει όλες αυτές οι ώρες του μαρτυρίου. Ένιωθε επίσης μια κούραση πρωτόγνωρη, κάθε κομμάτι του κορμιού της ήταν εξαντλημένο και δεν άντεχε να κουνηθεί ούτε χιλιοστό. Μέχρι που άκουσε το κλάμα. Ένα θυμωμένο, τσιριχτό κλάμα που την έκανε να στηριχτεί με κόπο στους αγκώνες της για να μπορέσει να εντοπίσει από πού ερχόταν. Σαν τον είδε της ξέφυγε ένας λυγμός. Ήταν... τέλειος. Μουσκεμένος από υγρά και αίματα και θυμωμένος που τον έβγαλαν στο κρύο, αλλά τέλειος. Η Έλσι έπεσε ξανά στα μαξιλάρια όταν αντιλήφθηκε πως τούτη ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα τον έβλεπε. Η μαμή έκοψε τον ομφάλιο λώρο και έπλυνε προσεκτικά το μωρό με μια πετσέτα. Έπειτα του φόρεσε το ζιπουνάκι με τα κεντήματα το οποίο είχε βγάλει η Έντιτ από το ντουλάπι. Κανείς δεν έδινε σημασία στην Έλσι, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το παιδί. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από αγάπη και τα μάτια της
446/499
καταβρόχθιζαν άπληστα κάθε λεπτομέρεια του μωρού. Μόλις η Έντιτ έκανε μια κίνηση να τον πάρει και να βγουν από το δωμάτιο η γλώσσα της λύθηκε: «Θέλω να τον κρατήσω!» «Δεν συνιστάται σε τέτοιες καταστάσεις» είπε η μαμή άγρια, θυμωμένα, και έκανε νόημα στην Έντιτ να βγει έξω. Αλλά η θεία δίσταζε. «Σε παρακαλώ, άσε με να τον κρατήσω λίγο. Ένα λεπτό μόνο. Μετά μπορείς να τον πάρεις». Η φωνή της Έλσι ήταν τόσο πειστική, ώστε η θεία της δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Πήγε κοντά της και απίθωσε το παιδί στην αγκαλιά της. Η Έλσι έπιασε προσεκτικά τον γιο της και τον κοίταξε κατάματα. «Γεια σου, αγάπη μου» ψιθύρισε και τον λίκνισε αργά πάνω της. «Θα του λερώσεις με αίματα το ζιπουνάκι» είπε η μαμή φανερά εκνευρισμένη. «Έχω κι άλλα ζιπουνάκια» είπε η Έντιτ και έριξε μια ματιά στη μαμή που την έκανε να το βουλώσει. Η Έλσι δεν χόρταινε να τον κοιτάζει. Τον ένιωθε ζεστό και βαρύ στα χέρια της. Κοιτούσε συνεπαρμένη τα μικρά δαχτυλάκια με τα μικροσκοπικά, τέλεια νυχάκια. «Είναι όμορφο αγόρι» είπε η Έντιτ και στάθηκε δίπλα της. «Μοιάζει στον πατέρα του» είπε η Έλσι και χαμογέλασε όταν ο μικρός έπιασε σφιχτά τον δείκτη της. «Άφησέ τον τώρα. Πρέπει να φάει» είπε η μαμή και άρπαξε το παιδί από την αγκαλιά της Έλσι. Η πρώτη της σκέψη ήταν να αντισταθεί, να τον αρπάξει κι αυτή με τη σειρά της από τη μαμή και να μην τον αφήσει ποτέ ξανά. Αλλά μετά εκείνη η στιγμή χάθηκε και η μαμή άρχισε με γρήγορες κινήσεις να του βγάζει το ματωμένο ζιπουνάκι και να του φοράει άλλο. Έπειτα τον παρέδωσε στην Έντιτ, η οποία, αφού έριξε μια τελευταία ματιά στην Έλσι, βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Έλσι ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της. Κάπου βαθιά στην καρδιά της κάτι θρυμματίστηκε, βλέποντας τον γιο της για τελευταία φορά. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξανανιώσει τέτοιο πόνο. Και εκεί, ξαπλωμένη στο καταϊδρωμένο και καταματωμένο κρεβάτι της, αποφάσισε να μην εκτεθεί ποτέ ξανά σε τέτοιο πράγμα. Αποφάσισε να μην επιτρέψει άλλη φορά σε άνθρωπο να μπει στην καρδιά της. Ποτέ, ποτέ ξανά. Με τα δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα έδωσε στον εαυτό της αυτή την
447/499
υπόσχεση, ενώ η μαμή με τραχιές κινήσεις τη βοηθούσε να απαλλαγεί από τον πλακούντα.
«Μ
άρτιν!» «Πάουλα!» Φώναξαν και οι δύο ταυτόχρονα και ήταν φανερό πως πήγαιναν ο ένας στο γραφείο του άλλου έχοντας νέα, και μάλιστα επείγοντα. Αλλά τώρα σταμάτησαν και οι δύο στον διάδρομο και κοιτάζονταν με κατακόκκινα μάγουλα. Ο Μάρτιν συνήλθε πρώτος. «Έλα μέσα» είπε. «Ο Σελ Ρίνγκχολμ ήταν εδώ πριν από λίγο. Πρέπει να σου μιλήσω». «Έχω κι εγώ να σου πω κάτι μετά» είπε η Πάουλα και ακολούθησε τον Μάρτιν στο γραφείο του. Εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε. Η Πάουλα κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, αλλά ανυπομονούσε τόσο να μοιραστεί μαζί του αυτό που είχε ανακαλύψει, ώστε δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη. «Πρώτον, ο Φρανς Ρίνγκχολμ παραδέχτηκε τον φόνο της Μπρίτα Γιούχανσον, και επιπλέον αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός σκότωσε τον Έρικ Φράνκελ και...» εδώ ο Μάρτιν δίστασε «τον άντρα που βρήκαμε στον τάφο». «Δηλαδή το ομολόγησε στον γιο του πριν πεθάνει;» ρώτησε μπερδεμένη η Πάουλα. Ο Μάρτιν έσπρωξε προς το μέρος της την πλαστική θήκη με το γράμμα. «Μάλλον μετά. Διότι αυτό έφτασε ταχυδρομικά στον Σελ σήμερα. Διάβασέ το και πες μου αυθόρμητα τι σκέφτεσαι». Η Πάουλα πήρε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει με προσοχή. Όταν τελείωσε την ανάγνωση το έβαλε πίσω στη θήκη και είπε συλλογισμένη, με μια ρυτίδα στο μέτωπο: «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δηλώνει απερίφραστα πως δολοφόνησε την Μπρίτα. Αλλά τον Έρικ και τον Χανς Ούλαβσεν... Το μόνο που λέει είναι ότι ευθύνεται για τον θάνατό τους, αλλά είναι κάπως παράξενος ο τρόπος που το εκφράζει σε αυτή την περίπτωση, ειδικά όταν γράφει ξεκάθαρα ότι αυτός σκότωσε την Μπρίτα. Οπότε δεν ξέρω... Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι όντως λέει
449/499
κυριολεκτικά πως σκότωσε και τους άλλους δύο... Και εκτός αυτού...» Έγειρε μπροστά και ετοιμάστηκε να πει τι είχε ανακαλύψει η ίδια, αλλά ο Μάρτιν τη διέκοψε: «Περίμενε, έχω κι άλλα». Σήκωσε το χέρι του και εκείνη έκλεισε το στόμα ελαφρώς προσβεβλημένη. «Ο Σελ έψαξε λίγο περισσότερο αυτόν... τον Χανς Ούλαβσεν. Προσπάθησε να μάθει πού είχε πάει, να μάθει γενικώς περισσότερα γι’ αυτόν». «Ναι;» έκανε ανυπόμονα η Πάουλα. «Ήρθε λοιπόν σ’ επαφή με έναν νορβηγό καθηγητή πανεπιστημίου που γνωρίζει σχεδόν τα πάντα σχετική με τη γερμανική κατοχή στη Νορβηγία. Και επειδή έχει στη διάθεσή του τόσο πολύ υλικό για τη νορβηγική Αντίσταση ο Σελ πίστεψε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει να εντοπίσει τον Χανς Ούλαβσεν». «Ναι...» έκανε ξανά η Πάουλα και άρχισε να φαίνεται εκνευρισμένη επειδή ο Μάρτιν δεν έμπαινε στο ψητό. «Στην αρχή δεν βρήκε τίποτα...» Η Πάουλα αναστέναξε επιδεικτικά. «...πριν να του στείλει ο Σελ με φαξ ένα άρθρο που είχε και μια φωτογραφία του Χανς Ούλαβσεν του “αντιστασιακού”». Ο Μάρτιν σχημάτισε εισαγωγικά στον αέρα με τα δάχτυλά του. «Και μετά;» Τώρα η Πάουλα περίμενε ν' ακούσει με πραγματικό ενδιαφέρον και ξέχασε για λίγο τα δικά της νέα. «Λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν αντιστασιακός. Ήταν γιος ενός άντρα των Ες Ες ονόματι Ράινχαρτ Βολφ. Ούλαβσεν ήταν το πατρικό της μητέρας του, και το χρησιμοποίησε κατά τη φυγή του στη Σουηδία. Η νορβηγίδα μητέρα του είχε παντρευτεί Γερμανό και όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Νορβηγία ο Βολφ, ο οποίος είχε μάθει καλά τα νορβηγικά από τη γυναίκα του, πήρε υψηλό πόστο στα Ες Ες στη Νορβηγία. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος ο πατέρας αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στη Γερμανία. Για την τύχη της γυναίκας του δεν ξέρει κανείς τίποτε, αλλά ο γιος του, ο Χανς, εξαφανίστηκε από τη Νορβηγία το 1944 και δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Και ξέρουμε πολύ καλά γιατί. Διότι κατέφυγε στη Σουηδία, δήλωσε ότι ήταν αντιστασιακός και κατέληξε, με κάποιον τρόπο, σε έναν τάφο στο νεκροταφείο της Φιελμπάκα». «Απίστευτο. Αλλά εμάς τι μας προσφέρει αυτό σε σχέση με την έρευνα;» ρώτησε η Πάουλα.
450/499
«Δεν ξέρω ακόμη. Αλλά έχω την αίσθηση πως έχει σημασία» είπε συλλογισμένος ο Μάρτιν. Έπειτα χαμογέλασε. «Τώρα έμαθες τα συγκλονιστικά νέα μου. Εσύ τι ήθελες να μου πεις;» Η Πάουλα πήρε βαθιά ανάσα και μετά του είπε στα γρήγορα τι είχε ανακαλύψει. Ο Μάρτιν κοίταξε με θαυμασμό τη συνάδελφό του. «Βέβαια, αυτό αλλάζει εντελώς τα πράγματα» είπε και σηκώθηκε. «Πρέπει να κάνουμε μια κατ’ οίκον έρευνα. Φέρε μπροστά το αυτοκίνητο, εγώ θα τηλεφωνήσω στον εισαγγελέα να φροντίσω να πάρουμε ένταλμα». Η Πάουλα δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτε άλλο. Πετάχτηκε από την καρέκλα, με το αίμα να χτυπάει στ’ αυτιά της. Ήταν πολύ κοντά στη λύση. Το αισθανόταν. Ήταν πολύ κοντά.
Η Ερίκα δεν είχε βγάλει μιλιά από την ώρα που μπήκαν στο αυτοκίνητο. Απλώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο, με τα ημερολόγια στα γόνατά της, με τα λόγια και τον πόνο της μητέρας της να στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Ο Πάτρικ την είχε αφήσει στην ησυχία της, αντιλαμβανόμενος ότι θα του μιλούσε όταν θα ήθελε η ίδια. Δεν ήξερε τόσο πολλές λεπτομέρειες όσες η Ερίκα, μια που δεν είχε διαβάσει τα ημερολόγια, αλλά όσο η Ερίκα τα διάβαζε η Κριστίνα τού μίλησε για το παιδί που έδωσε για υιοθεσία η Έλσι. Αρχικά ένιωσε κάπως θυμωμένος με τη μητέρα του. Πώς μπόρεσε να αποκρύψει ένα τέτοιο πράγμα από την Ερίκα; Και από την Άννα, βεβαίως. Αλλά σιγά σιγά άρχισε να το βλέπει και από τη δική της σκοπιά. Είχε υποσχεθεί στην Έλσι να μην πει τίποτα. Είχε δώσει μια υπόσχεση σε μια φίλη και την είχε τηρήσει. Του είπε επίσης ότι είχε σκεφτεί μερικές φορές να πει στην Ερίκα και στην Άννα ότι είχαν αδελφό, αλλά φοβόταν τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αυτή η αποκάλυψη. Οπότε όσες φορές ένιωθε αυτή την αμφιβολία κατέληγε πως έπρεπε να κρατήσει το μυστικό. Από τη μια, ο Πάτρικ ένιωθε πως ήθελε να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε πάντα η μητέρα του, από την άλλη, πίστευε απολύτως την Κριστίνα όταν τον διαβεβαίωνε ότι είχε προσπαθήσει να κάνει αυτό που θεωρούσε καλύτερο. Αλλά τώρα το μυστικό είχε αποκαλυφθεί, και έβλεπε ότι η Κριστίνα ήταν ανακουφισμένη. Απέμενε το ερώτημα πώς θα χειριζόταν η σύζυγός του αυτό που είχε μάθει. Αν και ήξερε, εδώ που τα λέμε. Γνώριζε αρκετά καλά την Ερίκα
451/499
και ήταν σίγουρος ότι θα αναστάτωνε τον κόσμο για να βρει τον αδελφό της. Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε το προφίλ της. Η Ερίκα κοιτούσε έξω από το παράθυρο με απλανές βλέμμα. Ξαφνικά σκέφτηκε πόσο πολύ την αγαπούσε. Ήταν τόσο εύκολο να ξεχνάς κάτι τέτοιο. Ήταν τόσο εύκολο να αφήνεις τη ζωή και την καθημερινότητα να κυλούν, με τη δουλειά, με το σπίτι και απλώς... να φεύγουν και να χάνονται οι μέρες, η μια μετά την άλλη. Αλλά ορισμένες στιγμές −σαν κι αυτή εδώ− ένιωθε, με ανομολόγητα τρομακτική σφοδρότητα, πόσο πολύ ταίριαζαν ο ένας με τον άλλο, πόσο πολύ ανήκαν ο ένας στον άλλο. Και πόσο πολύ λάτρευε να ξυπνάει κάθε πρωί δίπλα της. Όταν έφτασαν στο σπίτι η Ερίκα πήγε απευθείας στο γραφείο της. Ακόμη δεν είχε πει κουβέντα και είχε εκείνη την απόμακρη έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Πάτρικ έκανε μερικές δουλειές στο σπίτι και έβαλε τη Μάγια να κοιμηθεί πριν τολμήσει να ενοχλήσει την Ερίκα. «Μπορώ να μπω;» ρώτησε και χτύπησε προσεκτικά την πόρτα της. Η Ερίκα στράφηκε προς το μέρος του και κατένευσε, χλωμή ακόμη, αλλά με πιο ήρεμο και προσγειωμένο βλέμμα. «Πώς είσαι;» τη ρώτησε και κάθισε στην πολυθρόνα στη γωνία. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω» είπε εκείνη και πήρε βαθιά ανάσα. «Ζαλισμένη, υποθέτω». «Είσαι θυμωμένη με τη μαμά; Που δεν σου είπε τίποτα, εννοώ». Η Ερίκα το σκέφτηκε λίγο, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν θα το έλεγα. Η μαμά τής ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα κρατούσε το μυστικό, και μπορώ να καταλάβω γιατί φοβόταν πως θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό αν το αποκάλυπτε». «Θα το πεις στην Άννα;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Ναι, φυσικά. Έχει κι αυτή δικαίωμα να ξέρει. Αλλά πρέπει να το χωνέψω πρώτα». «Κι έχεις αρχίσει να ψάχνεις ήδη υποπτεύομαι» είπε ο Πάτρικ και έγνεψε χαμογελαστός στον ανοιχτό υπολογιστή που ήταν συνδεδεμένος στο Ίντερνετ. «Φυσικά» είπε η Ερίκα και χαμογέλασε αχνά κι αυτή. «Έριξα μια ματιά για να δω τι τρόποι υπάρχουν για να παρακολουθήσεις την πορεία των υιοθεσιών, και μάλλον δεν θα υπάρξει πρόβλημα να τον βρω». «Σου φαίνεται τρομακτικό;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Δεν έχεις ιδέα τι τύπος είναι ή τι ζωή κάνει».
452/499
«Φοβερά τρομακτικό» συμφώνησε η Ερίκα. «Αλλά είναι τρομακτικότερο να μην ξέρεις. Εννοώ ότι υπάρχει ένας αδελφός κάπου εκεί έξω. Και πάντα ήθελα έναν μεγαλύτερο αδελφό...» Χαμογέλασε στραβά. «Η μητέρα σου πρέπει να τον σκεφτόταν πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Αλλάζει αυτό καθόλου την εικόνα που είχες για εκείνη;» «Φυσικά και την αλλάζει» απάντησε η Ερίκα. «Δεν μπορώ να πω ότι έπραττε σωστά όταν απέκοπτε εμένα και την Άννα από τη μητρική της στοργή, και μάλιστα με τον τρόπο που το έκανε. Αλλά...» Έψαξε να βρει τις σωστές λέξεις. «Αλλά μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ήθελε να δεθεί με κανέναν. Εννοώ, σκέψου να σε εγκαταλείπει πρώτα ο πατέρας του παιδιού σου −ναι, αυτό πίστευε τελικά η ίδια− και μετά να αναγκάζεσαι να δώσεις το παιδί σου σε ξένους. Και ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων! Ούτε να φανταστώ δεν μπορώ πόσο οδυνηρά πρέπει να ήταν όλα αυτά για την ίδια. Και μάλιστα, ακριβώς μετά τον χαμό του πατέρα της − και απ' ό,τι φάνηκε έχασε και τη μητέρα της ουσιαστικά. Όχι, δεν μπορώ να την κατηγορήσω. Όσο κι αν το θέλω, δεν μπορώ». «Αχ και να ’ξερε ότι ο Χανς δεν την εγκατέλειψε». Ο Πάτρικ κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, και αυτό είναι σχεδόν το χειρότερο σε τούτη την υπόθεση. Ο Χανς δεν έφυγε ποτέ από τη Φιελμπάκα. Δεν την εγκατέλειψε. Τον σκότωσαν με τον χειρότερο τρόπο». Η φωνή της Ερίκα έσπασε. «Γιατί; Γιατί τον δολοφόνησαν;» «Θέλεις να τηλεφωνήσω στον Μάρτιν να ρωτήσω μήπως έχει νεότερα;» ρώτησε ο Πάτρικ. Άλλωστε δεν ήθελε να τηλεφωνήσει μόνο για χάρη της Ερίκα. Είχε και ο ίδιος συγκινηθεί πολύ από τη μοίρα του Νορβηγού. Ειδικά τώρα, που είχαν μάθει ότι ο Χανς ήταν πατέρας του ετεροθαλούς αδελφού της Ερίκα, το ενδιαφέρον του είχε γίνει εντονότερο. «Ναι, μπορείς να το κάνεις;» ρώτησε ανυπόμονα η Ερίκα. «Εντάξει, πάω αμέσως να του τηλεφωνήσω». Ο Πάτρικ σηκώθηκε. Ένα τέταρτο αργότερα ανέβηκε πάλι στο γραφείο της Ερίκα και εκείνη κατάλαβε από την όψη του ότι είχε νέα να της πει. «Εμφανίστηκε ένα πιθανό κίνητρο για τη δολοφονία του Χανς Ούλαβσεν» είπε εκείνος. Η Ερίκα ανακάθισε στην καρέκλα. «Ναι;» έκανε. Ο Πάτρικ δίστασε λίγο πριν της μεταφέρει όσα του είχε αφηγηθεί ο Μάρτιν.
453/499
«Ο Χανς Ούλαβσεν δεν ήταν αντιστασιακός. Ήταν γιος ενός ανώτερου αξιωματικού των Ες Ες και δούλευε και ο ίδιος για τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Νορβηγία». Επικράτησε απόλυτη σιωπή στο δωμάτιο. Η Ερίκα τον κοιτούσε και είχε μείνει, όλως παραδόξως, άφωνη. Ο Πάτρικ συνέχισε: «Και ο Σελ Ρίνγκχολμ πήγε στο τμήμα με ένα γράμμα αυτοκτονίας από τον Φρανς που το παρέλαβε με το ταχυδρομείο. Ομολογεί ότι σκότωσε την Μπρίτα και γράφει επίσης ότι φέρει την ευθύνη για τον θάνατο του Έρικ και του Χανς. Αν και ο Μάρτιν αμφιβάλλει γι’ αυτό. Τον ρώτησα αν θα μπορούσε να το ερμηνεύσει ως ομολογία του Φρανς για τη δολοφονία του Έρικ και του Χανς και μου είπε ότι δεν θα έπαιρνε όρκο». «Και τι εννοεί δηλαδή; Τι πάει να πει φέρει την ευθύνη; Τι σημαίνει αυτό;» έκανε η Ερίκα όταν τελικά ξαναβρήκε τη μιλιά της. «Και αν ο Χανς δεν ήταν αντιστασιακός... Η μαμά το ήξερε; Μα πώς...» Κούνησε μπερδεμένη το κεφάλι της. «Εσύ τι πιστεύεις που διάβασες τα ημερολόγια; Το ήξερε;» τη ρώτησε ο Πάτρικ και ξανακάθισε. Η Ερίκα το σκέφτηκε, αλλά μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι» είπε αποφασιστικά. «Δεν πιστεύω ότι το ήξερε η μαμά. Όχι, με τίποτα». «Το ερώτημα είναι αν ο Φρανς το ανακάλυψε κατά κάποιον τρόπο» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Πάτρικ. «Αλλά γιατί να μη γράψει ξεκάθαρα ότι τους δολοφόνησε, αν αυτό ήθελε να πει; Γιατί έγραψε ότι φέρει την ευθύνη για τον θάνατό τους;» «Είπε ο Μάρτιν τι σκοπεύουν να κάνουν τώρα;» «Όχι, είπε μόνο ότι η Πάουλα βρήκε ένα πιθανό στοιχείο και θα πήγαιναν να το ελέγξουν, και ότι θα μου τηλεφωνήσει αν μάθει κάτι καινούργιο. Ακουγόταν πολύ ξαναμμένος» πρόσθεσε ο Πάτρικ και ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας. Ήταν ασυνήθιστο και ενοχλητικό για τον ίδιο να βρίσκεται μακριά από το κέντρο των γεγονότων. «Βλέπω ξεκάθαρα τι σκέφτεσαι τώρα» είπε η Ερίκα χαμογελαστή. «Ναι, θα ήμουν μεγάλος ψεύτης αν σου έλεγα ότι δεν θα ήθελα να βρισκόμουν αυτή τη στιγμή στο τμήμα» είπε ο Πάτρικ. «Αλλά δεν θέλω να αλλάξω αυτό που κάνω τώρα, και νομίζω ότι το ξέρεις».
454/499
«Το ξέρω» είπε η Ερίκα. «Και καταλαβαίνω πώς νιώθεις. Δεν είναι καθόλου παράξενο». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνούλα από το δωμάτιο της Μάγια, επιβεβαιώνοντας αυτό που μόλις συζητούσαν. Ο Πάτρικ σηκώθηκε. «Ορίστε, μόλις σφύριξε ο διαιτητής». «Μπες στο γήπεδο και παίξε μπάλα, λοιπόν» έκανε γελώντας η Ερίκα. «Αλλά φέρε μου τη μικρή βασανίστρια να τη φιλήσω πρώτα». «Αμέσως» έκανε ο Πάτρικ. Καθώς πήγαινε να βγει από την πόρτα άκουσε την Ερίκα να παίρνει μια κοφτή ανάσα. «Ξέρω ποιος είναι ο αδελφός μου» είπε εκείνη. Γελούσε, κι ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της επανέλαβε: «Πάτρικ, ξέρω ποιος είναι ο αδελφός μου».
Ο Μάρτιν έμαθε ότι είχαν πάρει ένταλμα για κατ’ οίκον έρευνα ενώ κάθονταν στο περιπολικό. Είχαν ήδη ξεκινήσει σίγουροι ότι θα το έπαιρναν. Κανείς δεν μίλησε κατά τη διαδρομή. Ήταν και οι δύο βυθισμένοι σε σκέψεις και προσπαθούσαν να συνδυάσουν τα στοιχεία που είχαν, να δουν τη γενικότερη εικόνα που είχε αρχίσει να εμφανίζεται. Κανένας δεν απάντησε όταν χτύπησαν την πόρτα. «Δεν φαίνεται να είναι κανείς στο σπίτι» είπε η Πάουλα. «Και πώς θα μπούμε;» αναρωτήθηκε ο Πάτρικ και κοίταξε προβληματισμένος τη βαριά πόρτα. Θα ήταν πολύ δύσκολο να την παραβιάσουν. Η Πάουλα χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι της για να ψάξει σε μια δοκό που προεξείχε πάνω από την εξώπορτα. «Με κλειδί» είπε και έδειξε το εύρημά της. «Τι θα έκανα χωρίς εσένα;» είπε ο Μάρτιν εννοώντας κάθε λέξη. «Μάλλον θα έσπαζες τον ώμο σου προσπαθώντας να μπεις μέσα» είπε εκείνη και ξεκλείδωσε την πόρτα. «Θα χωριστούμε για να ψάξουμε;» ρώτησε η Πάουλα. «Μπορώ να πάρω το ισόγειο κι εσύ τον πάνω όροφο». «Τι ακριβώς ψάχνουμε;» Η Πάουλα φάνηκε λίγο αβέβαιη ξαφνικά. Ήταν σίγουρο πως ακολουθούσαν τον σωστό δρόμο, αλλά τώρα που στέκονταν εδώ
455/499
δεν ήταν το ίδιο πεπεισμένη ότι θα έβρισκαν κάτι που θα αποδείκνυε την υπόθεσή τους. «Δεν ξέρω πραγματικά». Ο Μάρτιν φαινόταν να συμμερίζεται την αβεβαιότητά της. «Αλλά ας ψάξουμε παντού όσο καλύτερα μπορούμε και βλέπουμε τι θα βρούμε». «Εντάξει» είπε η Πάουλα και ανέβηκε τη σκάλα. Μία ώρα αργότερα κατέβηκε ξανά στο ισόγειο. «Τίποτα μέχρι στιγμής, αλλά θα ψάξω λίγο ακόμη εκεί πάνω... Ή μήπως θέλεις να αλλάξουμε; Εσύ βρήκες τίποτα ενδιαφέρον;» «Όχι, όχι ακόμη». Ο Μάρτιν έγνεψε αρνητικά. «Αλλά η αλλαγή είναι καλή ιδέα. Μόνο που...» Φαινόταν συλλογισμένος όταν έδειξε μια πόρτα στο χολ. «Θα μπορούσαμε να ψάξουμε στο υπόγειο πρώτα. Εκεί δεν έψαξε κανένας μας». «Καλή ιδέα» είπε η Πάουλα και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο. Η σκάλα ήταν θεοσκότεινη, αλλά κάπου εντόπισε έναν διακόπτη στο χολ, ακριβώς δίπλα στην πόρτα, και άναψε το φως. Κατέβηκε πριν από τον Μάρτιν και σταμάτησε μερικά δευτερόλεπτα στη βάση της σκάλας, για να προσαρμοστούν τα μάτια της στον αμυδρό φωτισμό. «Τι ανατριχιαστικό μέρος» είπε ο Μάρτιν που την είχε ακολουθήσει. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στους τοίχους και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Σσς...» έκανε η Πάουλα και έφερε τον δείκτη στα χείλη της. Μια ρυτίδα φάνηκε στο μέτωπό της. «Άκουσες κάτι;» «Όχι...» είπε ο Μάρτιν και προσπάθησε να αφουγκραστεί. «Όχι, δεν άκουσα τίποτα». «Μου φάνηκε πως ακούστηκε πόρτα αυτοκινήτου που έκλεισε. Σίγουρα δεν άκουσες τίποτα;» «Ναι. Μάλλον το φαντάστηκες...» Σώπασε και ξαφνικά ακούστηκαν βήματα στο πάτωμα από πάνω τους. «Το φαντάστηκα, ε; Καλύτερα να πάμε πάνω» είπε η Πάουλα και έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλοπάτι. Την ίδια στιγμή η πόρτα του υπογείου έκλεισε με πάταγο και άκουσαν ένα κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. «Τι διάολο...» Η Πάουλα ανέβηκε άλλα δυο σκαλοπάτια, όταν έσβησε και το φως στο υπόγειο. Έμειναν ακίνητοι στα σκοτάδια.
456/499
«Γαμώτο μου, που να πάρει ο διάολος!» βλαστήμησε η Πάουλα και ο Μάρτιν την άκουσε να κοπανάει την πόρτα. «Άνοιξέ μας να βγούμε! Ακούς τι λέω! Αστυνομία! Άνοιξε αμέσως την πόρτα!» Όταν σταμάτησε για να πάρει ανάσα και να ξαναφωνάξει άκουσε καθαρά μια πόρτα αυτοκινήτου να κλείνει και ένα αυτοκίνητο να ξεκινάει με ταχύτητα. «Γαμώτο» είπε η Πάουλα καθώς κατέβαινε ψηλαφιστά τη σκάλα. «Πρέπει να τηλεφωνήσουμε για βοήθεια» είπε ο Μάρτιν και έκανε να πιάσει το τηλέφωνο, ενώ ταυτόχρονα θυμόταν ότι το είχε αφήσει στην τσέπη του μπουφάν του. «Πρέπει να τηλεφωνήσεις από το δικό σου τηλέφωνο, άφησα το δικό μου στο μπουφάν που κρέμεται στο χολ» έκανε ο Μάρτιν. Δεν πήρε απάντηση από την Πάουλα και ένιωσε την ανησυχία να φουντώνει μέσα του. «Μη μου πεις ότι κι εσύ...» «Ναι» έκανε με αξιολύπητο τόνο η Πάουλα. «Και το δικό μου βρίσκεται στην τσέπη του μπουφάν...» «Γαμώτο». Ο Μάρτιν ανέβηκε στα τυφλά τη σκάλα για να προσπαθήσει να σπάσει την πόρτα. «Άι, διάολε!» ξεφώνισε όταν η προσπάθειά του είχε ως αποτέλεσμα να τσακίσει τον ώμο του. Κατέβηκε και πήγε κοντά στην Πάουλα. «Ούτε χιλιοστό δεν κουνιέται η πόρτα!» «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε εκείνη με μελαγχολική φωνή. Έπειτα ανάσανε κοφτά. «Ωχ, η Γιοχάνα!» «Ποια είναι η Γιοχάνα;» έκανε μπερδεμένος ο Μάρτιν. Η Πάουλα έμεινε σιωπηλή μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα είπε: «Είναι η συμβία μου. Περιμένουμε παιδί σε δύο εβδομάδες. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις... Και της έχω υποσχεθεί να βρίσκομαι πάντα κοντά στο τηλέφωνο». «Σίγουρα δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος» είπε ο Μάρτιν ενώ προσπαθούσε να χωνέψει την άκρως προσωπική πληροφορία που του είχε δώσει η καινούργια του συνάδελφος. «Την πρώτη φορά ξεπερνούν τον κανονικό χρόνο κύησης». «Ας ελπίσουμε να είναι έτσι» έκανε η Πάουλα. «Αλλιώς θα απαιτήσει την κεφαλή μου επί πίνακι. Ευτυχώς μπορεί πάντα να τηλεφωνήσει στη μαμά. Και στη χειρότερη περίπτωση...»
457/499
«Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις τώρα» την παρηγόρησε ο Μάρτιν. «Δεν πρόκειται να μείνουμε πολύ εδώ πέρα, και όπως σου είπα, αφού απομένουν ακόμη δύο εβδομάδες μπορείς να είσαι ήσυχη». «Ναι, αλλά κανείς δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ» είπε η Πάουλα και κάθισε στο τελευταίο σκαλοπάτι. «Και ενώ εμείς έχουμε κολλήσει σ' αυτό το υπόγειο, ο δολοφόνος το σκάει». «Δες το πράγμα από την καλή του πλευρά. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως είχαμε δίκιο» είπε ο Μάρτιν σε μια προσπάθεια να της φτιάξει λίγο τη διάθεση. Η Πάουλα δεν καταδέχτηκε καν να του απαντήσει. Στο χολ το κινητό της Πάουλα χτυπούσε σαν δαιμονισμένο.
Ο Μέλμπεργ στεκόταν διστακτικός έξω από την πόρτα. Είχε νιώσει τόσο όμορφα στο μάθημα χορού την Παρασκευή, αλλά από τότε δεν είχε συναντήσει τη Ρίτα, παρά τα επανειλημμένα σουλάτσα του κατά μήκος του μονοπατιού όπου συνήθιζε να κάνει τον περίπατό της η Ρίτα. Και την είχε επιθυμήσει πολύ. Τον εξέπλητταν τα συναισθήματά του, αλλά δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί το γεγονός ότι πραγματικά του έλειπε πολύ. Φαινόταν πως και ο Ερνστ το ίδιο ένιωθε, μια που τράβηξε το λουρί προς την κατεύθυνση του σπιτιού της Ρίτα. Ο Μέλμπεργ δεν είχε καμία πρόθεση να του φέρει αντίρρηση. Αλλά τώρα δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Από τη μια, δεν ήξερε αν ήταν στο σπίτι και, από την άλλη, ένιωθε ασυνήθιστα ντροπαλός και φοβισμένος μήπως φανεί αδιάκριτος. Στο τέλος όμως απόδιωξε αυτά τα ασυνήθιστα συναισθήματα και χτύπησε το κουδούνι. Δεν απάντησε κανείς και ο Μέλμπεργ έκανε να φύγει, όταν ακούστηκαν μερικά παράσιτα και μια αγχωμένη φωνή από το θυροτηλέφωνο. «Ναι;» έκανε εκείνος και επέστρεψε στην εξώπορτα. «Ο Μπέρτιλ Μέλμπεργ είμαι». Στην αρχή δεν πήρε απάντηση. Μετά ακούστηκε ένα αδύναμο «Έλα πάνω». Και ύστερα ένα βογκητό. Συνοφρυώθηκε. Περίεργο. Ρυμουλκώντας τον Ερνστ ανέβηκε τους δύο ορόφους για να φτάσει στο διαμέρισμα της Ρίτα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι ο Μέλμπεργ μπήκε απορημένος μέσα. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε, αλλά αρχικά δεν πήρε απάντηση. Έπειτα άκουσε ένα βογκητό πάρα πολύ κοντά. Κοίταξε γύρω του και είδε ένα άτομο πεσμένο στο πάτωμα.
458/499
«Έχω... πόνους...» βόγκηξε η Γιοχάνα, η οποία είχε κουλουριαστεί σαν μπάλα, ενώ περίμενε λαχανιασμένη να περάσει ο πόνος. «Θεέ μου» είπε ο Μέλμπεργ και ένιωσε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. «Πού είναι η Ρίτα; Να της τηλεφωνήσω! Και η Πάουλα, πρέπει να βρούμε την Πάουλα, και ασθενοφόρο...» έκανε τραυλίζοντας και κοίταξε γύρω του στο χολ για να εντοπίσει το κοντινότερο τηλέφωνο. «Προσπάθησα... δεν τις... βρίσκω...» βόγκηξε η Γιοχάνα, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει πριν υποχωρήσει ο πόνος. Μετά στάθηκε βασανιστικά αργά στα πόδια της, αφού πιάστηκε από το πόμολο της διπλανής ντουλάπας. Κρατούσε την κοιλιά της ενώ κοιτούσε με βλέμμα άγριο τον Μπέρτιλ. «Λες να μην τις πήρα τηλέφωνο! Αλλά δεν απαντάει καμιά τους! Πόσο δύσκολο είναι να το σηκώσουν... Γαμώ τον διάολό μου...» Η βροχή από βρισιές διακόπηκε από έναν νέο πόνο. Η Γιοχάνα έπεσε ξανά στα γόνατα και άρχισε να παίρνει βαθιές ρυθμικές ανάσες. «Πήγαινέ με... στο νοσοκομείο» του είπε και έδειξε με κόπο δυο κλειδιά αυτοκινήτου που βρίσκονταν στο κομό του χολ. Εκείνος τα κοιτούσε λες και θα μεταμορφώνονταν σε δηλητηριώδες φίδι, αλλά μετά είδε σαν σε αργή κίνηση το χέρι του να απλώνεται προς τα εκεί και να πιάνει τα κλειδιά. Δίχως να ξέρει κι αυτός από πού πήγαζε αυτή η πρωτοβουλία, πήρε τη Γιοχάνα −κουβαλώντας τη και σέρνοντάς τη λίγο πολύ− στο αυτοκίνητο και την έσπρωξε στην πίσω θέση. Ο Ερνστ υποχρεώθηκε να μείνει στο διαμέρισμα. Με το γκάζι πατημένο στο τέρμα, ο Μέλμπεργ οδήγησε προς το Νοσοκομείο Βόρειου Έλβσμποργ. Οι φωνές της Γιοχάνα γίνονταν ολοένα εντονότερες, και ο Μέλμπεργ ένιωσε πως σύντομα θα τον έπιανε πανικός. Και η διαδρομή από το Βένεσμποργ στην Τρολχέταν τού φαινόταν ατέλειωτη. Αλλά στο τέλος κατάφερε να παρκάρει στην είσοδο της μαιευτικής κλινικής του νοσοκομείου. Στήριξε πάλι πάνω του τη Γιοχάνα και την τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο καθώς τον ακολουθούσε στη ρεσεψιόν. «Πρόκειται να γεννήσει» είπε ο Μέλμπεργ στη νοσοκόμα πίσω από το τζάμι. Εκείνη κοίταξε τη Γιοχάνα με μια έκφραση που έδειχνε πως η πληροφορία ήταν ολίγον τι περιττή. «Ελάτε αποδώ» είπε σαν να έδινε διαταγή και τους οδήγησε σε ένα δωμάτιο.
459/499
«Εγώ μάλλον... να φεύγω τώρα...» έκανε με νευρικότητα ο Μέλμπεργ όταν είπαν στη Γιοχάνα να βγάλει το παντελόνι της. Αλλά η Γιοχάνα τον άρπαξε από το χέρι ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το σκάσει και του είπε με σφιγμένα δόντια από τον πόνο: «Δεν... θα... πας... πουθενά... Δεν... μόνη...» «Μα...» έκανε να διαμαρτυρηθεί ο Μέλμπεργ, αλλά κατάλαβε ότι δεν του πήγαινε να την αφήσει μόνη της. Με έναν στεναγμό κάθισε σε μια καρέκλα προσπαθώντας να κοιτάει προς την αντίθετη μεριά από εκείνη όπου βρισκόταν η Γιοχάνα, η οποία περνούσε τώρα από σχολαστική εξέταση. «Επτά εκατοστά διαστολή» είπε η μαία και κοίταξε τον Μέλμπεργ, σαν να πίστευε ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε αυτή την πληροφορία. Έγνεψε, αλλά μέσα του αναρωτιόταν τι να σήμαινε αυτό. Ήταν καλό; Κακό; Πόσα εκατοστά απαιτούνταν; Με αυξανόμενο τρόμο αντιλήφθηκε ότι θα το μάθαινε και αυτό, όπως και πολλά άλλα, πριν τελειώσει τούτη η εμπειρία. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και κάλεσε ξανά τον αριθμό της Πάουλα. Ακούστηκε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Το ίδιο συνέβη και με το κινητό της Ρίτα. Τι σόι άνθρωποι ήταν τούτοι; Πώς μπορούσαν να έχουν κλειστό το κινητό όταν ήξεραν ότι η Γιοχάνα θα γεννούσε σύντομα; Ο Μέλμπεργ έβαλε πάλι το τηλέφωνο στην τσέπη και άρχισε να σκέφτεται μήπως έπρεπε να δοκιμάσει ξανά να το σκάσει κάποια στιγμή που δεν θα τον πρόσεχαν. Έπειτα από δύο ώρες ήταν ακόμη εκεί. Τους είχαν βάλει σε έναν θάλαμο τοκετών και τώρα η Γιοχάνα τον κρατούσε αποφασιστικά από το χέρι με μια σιδερένια λαβή. Δεν μπόρεσε να μη νιώσει οίκτο για την κοπέλα. Μόλις του είχαν εξηγήσει ότι τα επτά εκατοστά θα γίνονταν δέκα, αλλά εκείνα τα τρία τελευταία αργούσαν πολύ. Η Γιοχάνα χρησιμοποιούσε κατά κόρον τη μάσκα του οξειδίου του αζώτου, κάτι που θα ήθελε και ο Μέλμπεργ να χρησιμοποιήσει για λίγο. «Δεν αντέχω άλλο...» είπε η Γιοχάνα με τα μάτια θολωμένα από το οξείδιο του αζώτου. Τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο μέτωπό της. Ο Μέλμπεργ πήρε μια πετσέτα και τη σκούπισε. «Ευχαριστώ...» είπε εκείνη και τον κοίταξε κατάματα, κάτι που τον έκανε να ξεχάσει κάθε σκέψη να το σκάσει. Ο Μέλμπεργ ένιωθε συνεπαρμένος με αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του. Βέβαια, ήξερε ότι ο τοκετός ήταν επώδυνη διαδικασία, αλλά δεν είχε αντιληφθεί ποτέ πόσο ηράκλεια
460/499
προσπάθεια απαιτούνταν, και για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε βαθύ σεβασμό για το γυναικείο φύλο. Ο ίδιος δεν θα τα κατάφερνε ποτέ, αυτό ήταν απολύτως σίγουρο. «Προσπάθησε... Τηλεφώνησε ξανά...» είπε η Γιοχάνα και άρχισε να ρουφάει ξανά οξείδιο όταν το μηχάνημα που ήταν συνδεδεμένο με το μαραφέτι στην κοιλιά της έδειξε ότι αναμενόταν ένας μεγάλος πόνος. Ο Μέλμπεργ τράβηξε το χέρι του και άρχισε να πληκτρολογεί ξανά τα δύο νούμερα που είχε προσπαθήσει να καλέσει αμέτρητες φορές τις τελευταίες ώρες. Αλλά πάλι κανείς δεν απαντούσε. Κούνησε λυπημένος το κεφάλι του προς τη Γιοχάνα. «Τι διάολο...» είπε εκείνη, αλλά την πρόλαβε ο επόμενος πόνος και τα λόγια έγιναν βογκητά. «Σίγουρα δεν θέλεις εκείνο το... επιμύθιο, ή πώς αλλιώς το λένε, που σου είπε εκείνη η νοσοκόμα;» έκανε ο Μέλμπεργ ανήσυχος και σκούπισε ξανά τον ιδρώτα από το μέτωπο της Γιοχάνα. «Όχι... είμαι τόσο κοντά τώρα... Μπορεί να σταματήσουν... Και το λένε επισκληρίδιο αναισθησία...» Βόγκηξε ξανά και η ράχη της τεντώθηκε σαν τόξο. Η μαία είχε μπει πάλι στον θάλαμο και έλεγξε τη διαστολή της Γιοχάνα, όπως είχε κάνει συχνά τις ώρες που ήταν εκεί. «Έχει πλήρη διαστολή τώρα» είπε ικανοποιημένη η μαία. «Το ακούς, Γιοχάνα; Έκανες καλή δουλειά. Δέκα εκατοστά. Σύντομα θα αρχίσεις να σπρώχνεις. Ήσουν πολύ καλή. Το μωρό σου θα βγει σε λίγο». Ο Μέλμπεργ έπιασε το χέρι της Γιοχάνα και το έσφιξε δυνατά. Είχε μια παράξενη αίσθηση στο στήθος, και η πρώτη λέξη που σκέφτηκε για να την κατονομάσει ήταν «περηφάνια». Περηφάνια που επιδοκίμασαν τη Γιοχάνα, περηφάνια που είχαν παλέψει μαζί και περηφάνια που το παιδί το δικό της και της Πάουλα θα γεννιόταν σύντομα. «Πόση ώρα παίρνει αυτό το σπρώξιμο;» ρώτησε ο Μέλμπεργ τη μαία και εκείνη απάντησε ευγενικά στην ερώτησή του. Κανένας δεν είχε ρωτήσει για τη σχέση του με τη Γιοχάνα, οπότε υπέθεσε πως τον θεωρούσαν πατέρα του παιδιού, έστω κι αν ήταν μιας κάποιας ηλικίας. Ας τους άφηνε λοιπόν να το πιστεύουν. «Διαφέρει από άτομο σε άτομο, αλλά θα έλεγα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το παιδί θα βγει το πολύ σε μισή ώρα» είπε εκείνη και χαμογέλασε
461/499
ενθαρρυντικά στη Γιοχάνα, η οποία ξεκουραζόταν μεταξύ δύο συσπάσεων. Μετά μόρφασε και το κορμί της τεντώθηκε ξανά. «Το νιώθω διαφορετικά τώρα» είπε εκείνη με σφιγμένα δόντια και άπλωσε το χέρι της να πιάσει τη μάσκα με το αέριο. «Είναι οι ωδίνες του τοκετού» είπε η μαία. «Περίμενε μέχρι να νιώσεις έναν πολύ ισχυρό πόνο, θα σε βοηθήσω κι εγώ, και όταν θα σου λέω να σπρώχνεις θα τραβάς πάνω τα γόνατα, θα πιέζεις το σαγόνι προς το στήθος και θα σπρώχνεις γερά». Η Γιοχάνα έγνεψε εξαντλημένη και έσφιξε ξανά το χέρι του Μέλμπεργ. Της το έσφιξε κι εκείνος και μετά στράφηκαν και οι δύο με ανυπομονησία στη μαία περιμένοντας την εντολή της. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα η Γιοχάνα άρχισε να βαριανασαίνει. Έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στη μαία. «Περίμενε, περίμενε, περίμενε... βάστα λίγο ακόμη... περίμενε μέχρι να γίνει πραγματικά έντονος... και ΤΩΡΑ σπρώχνεις». Η Γιοχάνα έκανε ό,τι της είπε, πίεσε το σαγόνι της στο στήθος της, τράβηξε τα γόνατα και έσπρωξε τόσο δυνατά, που το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Συνέχισε μέχρι που σταμάτησαν οι ωδίνες. «Μπράβο, πολύ καλά τα πήγες. Ήταν ένας πολύ καλός πόνος! Περίμενε τώρα τον επόμενο, και θα δεις ότι θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε». Αποδείχτηκε ότι η μαία είχε δίκιο. Έπειτα από δύο πόνους ακόμα το μωρό γλίστρησε έξω και το τοποθέτησαν αμέσως πάνω στο στομάχι της Γιοχάνα. Ο Μέλμπεργ κοιτούσε σαν αλλοπαρμένος. Ήξερε πώς γινόταν θεωρητικά, αλλά πάλι... το να το βλέπεις στην πράξη... Να βλέπεις ένα παιδί να γεννιέται, ένα παιδί που κουνούσε χέρια και πόδια και φώναζε ενοχλημένο, πριν αρχίσει να ψάχνει το στήθος της Γιοχάνα. «Δείξε στο αγοράκι σου τον δρόμο του για το στήθος, αυτό ψάχνει» είπε η μαία φιλικά και βοήθησε τη Γιοχάνα μέχρι που η νέα ζωούλα βρήκε τη ρώγα και άρχισε να θηλάζει. «Να σας ζήσει» είπε η μαία και στους δύο, και ο Μέλμπεργ αντιλήφθηκε ότι έλαμπε σαν ήλιος. Δεν του είχε τύχει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν του είχε ξανατύχει τέτοιο πράγμα στη ζωή του, που να τον πάρει ο διάολος και να τον σηκώσει. Έπειτα από λίγο το αγοράκι σταμάτησε να θηλάζει. Το πήραν, το έπλυναν και το τύλιξαν σε μια κουβέρτα. Η Γιοχάνα ανακάθισε στο κρεβάτι με ένα
462/499
μαξιλάρι στην πλάτη και περιεργαζόταν με λατρεία τον γιο της. Έπειτα κοίταξε τον Μέλμπεργ και είπε χαμηλόφωνα: «Σε ευχαριστώ. Δεν θα τα έβγαζα πέρα μόνη μου». Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Μέλμπεργ ήταν να γνέψει. Είχε έναν κόμπο στον λαιμό που δεν τον άφηνε να μιλήσει και ξεροκατάπινε συνεχώς για να τον κάνει να εξαφανιστεί. «Θέλεις να τον κρατήσεις;» ρώτησε η Γιοχάνα και του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. Ο Μέλμπεργ το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να γνέψει ξανά. Άπλωσε τα χέρια του με νευρικότητα, ενώ η Γιοχάνα έβαζε τον γιο της στην αγκαλιά του. Του έδειξε πώς να κρατάει σταθερά το κεφαλάκι του. Του φάνηκε παράξενο να κρατάει στην αγκαλιά του εκείνο το ζεστό, καινούργιο κορμάκι. Κοίταξε το προσωπάκι και ένιωσε τον κόμπο στον λαιμό του να μεγαλώνει. Όταν είδε τα μάτια του αγοριού κατάλαβε ένα πράγμα. Ότι από τη στιγμή εκείνη και για πάντα θα ήταν απύθμενα και απελπιστικά ερωτευμένος.
Φιελμπάκα 1945
Ο Χανς χαμογέλασε μόνος του. Ίσως δεν θα έπρεπε. Όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Βέβαια, θα ήταν δύσκολα στην αρχή. Αρκετοί θα εμφανίζονταν με επικρίσεις και προσωπικές απόψεις και σίγουρα θα μιλούσαν για αμαρτία ενώπιον του Θεού και άλλα πολλά. Αλλά όταν θα περνούσαν τα χειρότερα θα μπορούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους, αυτός, η Έλσι και το παιδί. Πώς λοιπόν να μη χαιρόταν με αυτή την προοπτική; Όμως το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του όταν σκέφτηκε αυτό που είχε μπροστά του. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από τη μια, ήθελε να αγνοήσει εντελώς το παρελθόν, να μείνει εδώ και να υποκρίνεται πως δεν είχε ζήσει ποτέ του άλλη ζωή. Ήθελε να πιστεύει ότι είχε ξαναγεννηθεί, ότι είχε μπροστά του μια ζωή σαν άγραφο χαρτί, από τη στιγμή που επιβιβάστηκε κρυφά στο πλοίο του πατέρα της Έλσι. Αλλά τώρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Και αυτό άλλαζε τα πάντα. Δεν μπορούσε να προχωρήσει μπροστά αν δεν γυρνούσε πρώτα πίσω. Κυρίως για χάρη της μητέρας του. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι περνούσε καλά και ότι ήξερε πως ο γιος της ήταν ζωντανός και είχε βρει μια οικογένεια. Πήρε μια βαλίτσα και άρχισε να τη γεμίζει με ρούχα για κάνα δυο μέρες. Μια εβδομάδα, ίσως. Δεν υπολόγιζε να λείψει περισσότερο. Δεν θα μπορούσε να μείνει πιο πολύ μακριά από την Έλσι. Η Έλσι ήταν πλέον ένα απαραίτητο κομμάτι της ζωής του και δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί να βρίσκεται μακριά της περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Μόλις τελείωνε με αυτό εδώ το ταξίδι θα επέστρεφε αμέσως κοντά της και θα ήταν μαζί για πάντα. Κάθε βράδυ θα πλάγιαζαν μαζί και θα ξυπνούσαν αγκαλιασμένοι, δίχως ντροπή και δίχως μυστικά. Εννοούσε όσα είχε πει ότι θα πήγαινε στις αρχές για να πάρει άδεια γάμου. Αν έπαιρναν την άδεια θα μπορούσαν να παντρευτούν πριν από τη
464/499
γέννηση του παιδιού. Αναρωτήθηκε αν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι. Χαμογέλασε ξανά καθώς μάζευε τα πράγματά του. Ένα κοριτσάκι, με το χαμόγελο της Έλσι. Ή ένα αγοράκι, με τα δικά του σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ας ήταν ό,τι ήθελε. Ένιωθε πραγματική ευτυχία και θα δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι επέλεγε ο Θεός να τους χαρίσει. Κάτι σκληρό, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι ύφασμα, έπεσε σαν τράβηξε ένα πουλόβερ από ένα συρτάρι. Ακούστηκε πέφτοντας στο πάτωμα και ο Χανς έσκυψε αμέσως να το σηκώσει. Κάθισε βαρύς στο κρεβάτι κρατώντας το αντικείμενο στο χέρι του. Ήταν ο Σιδηρούς Σταυρός με τον οποίο είχε τιμηθεί ο πατέρας του για τις υπηρεσίες του τον πρώτο χρόνο του πολέμου. Το κοίταξε επίμονα. Το είχε κλέψει από τον πατέρα του, το είχε πάρει μαζί του για να θυμάται από τι είχε ξεφύγει όταν εγκατέλειψε τη Νορβηγία αλλά και ως πρόσθετη ασφάλεια αν έπεφτε στα χέρια των Γερμανών, πριν προλάβει να διαφύγει στη Σουηδία. Έπρεπε να το είχε πετάξει. Το ήξερε πως έπρεπε να το είχε κάνει. Αν κάποιος έψαχνε τα πράγματά του και το έβρισκε, το μυστικό του θα αποκαλυπτόταν. Αλλά το χρειαζόταν. Το χρειαζόταν για να θυμάται. Δεν είχε αισθανθεί θλίψη που άφησε πίσω τον πατέρα του. Αν μπορούσε να ευχηθεί κάτι, αυτό θα ήταν να μην έχει καμία επαφή πλέον με εκείνο τον άνθρωπο. Εκπροσωπούσε όλα τα ανθρώπινα λάθη και ο Χανς ντρεπόταν που κάποια περίοδο της ζωής του στάθηκε αδύναμος να τα βάλει μαζί του. Εικόνες πέρασαν από το μυαλό του. Σκληρές, ανάλγητες εικόνες πράξεων που είχε κάνει ένα άτομο με το οποίο δεν είχε πια τίποτα κοινό. Ο Χανς υπήρξε, λοιπόν, αδύναμος, ένα άτομο που είχε υποταχτεί στις επιθυμίες του πατέρα του, αλλά κι ένα άτομο που τελικά κατάφερε να ξεφύγει από αυτόν. Έσφιξε το μετάλλιο τόσο δυνατά, ώστε οι άκρες του άρχισαν να του κόβουν το δέρμα. Δεν θα επέστρεφε για να δει τον πατέρα του. Πιθανότατα να τον είχε προλάβει η μοίρα και να είχε λάβει την τιμωρία που του άξιζε. Αλλά έπρεπε να συναντήσει τη μητέρα του. Δεν της άξιζε η αγωνία που πρέπει να ένιωθε, μια που δεν ήξερε αν ο γιος της ζούσε ή είχε πεθάνει. Έπρεπε να της μιλήσει, να της δείξει ότι ήταν καλά και να της πει για την Έλσι και το παιδί. Η Έλσι δεν θα είχε καμία αντίρρηση γι’ αυτό, ήταν σίγουρος. Ένα από τα πολλά χαρίσματά της ήταν ότι είχε καλή καρδιά. Πίστευε άλλωστε ότι η Έλσι και η μητέρα του θα τα πήγαιναν πολύ καλά.
465/499
Ο Χανς σηκώθηκε από το κρεβάτι και έπειτα από έναν σύντομο δισταγμό έβαλε το μετάλλιο στο συρτάρι. Ας έμενε εκεί μέχρι να επιστρέψει, για να του θυμίζει το άτομο που δεν θα ήθελε να ξαναγίνει ποτέ του. Για να του θυμίζει ότι ποτέ δεν θα ξαναγινόταν ένα δειλό, αδύναμο παιδί. Έπρεπε να φερθεί σαν άντρας τώρα, για την Έλσι και το παιδί. Έκλεισε τη βαλίτσα και κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο, στο οποίο είχε περάσει πολλές ευτυχισμένες στιγμές τον τελευταίο χρόνο. Το τρένο έφευγε σε κάνα δυο ώρες. Απέμενε μόνο ένα πράγμα να κάνει πριν αναχωρήσει. Έπρεπε να μιλήσει σε ένα άτομο. Βγήκε και έκλεισε την πόρτα. Αμέσως ένιωσε να κατακλύζεται από ένα κακό προαίσθημα. Είχε την αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά την απόδιωξε αμέσως και πήρε τον δρόμο του. Σε μία εβδομάδα άλλωστε θα ήταν πίσω.
Η
Ερίκα επέμενε να πάει μόνη της με το αυτοκίνητο στο Γέτεμποργ, παρόλο που ο Πάτρικ είχε προσφερθεί να την ακολουθήσει. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνη της. Σταμάτησε λίγο έξω από την πόρτα, πριν μπορέσει να σηκώσει το δάχτυλο και να χτυπήσει το κουδούνι. Αλλά στο τέλος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο. Η Μέρτα την κοίταξε ξαφνιασμένη όταν της άνοιξε, αλλά μετά παραμέρισε και την άφησε να περάσει. «Συγγνώμη για την ενόχληση» είπε η Ερίκα και ένιωσε μεμιάς τον λαιμό της να στεγνώνει. «Θα έπρεπε να τηλεφωνήσω πρώτα, αλλά...» «Δεν πειράζει». Η Μέρτα τής χαμογέλασε φιλικά. «Στην ηλικία μου νιώθω ευγνωμοσύνη που έρχεται κάποιος να με επισκεφτεί, οπότε μόνο ευχαριστημένη μπορώ να είμαι. Πέρασε μέσα, πέρασε». Η Ερίκα την ακολούθησε, διέσχισαν το χολ και πήγαν στο καθιστικό. Σκεφτόταν πυρετωδώς πώς έπρεπε να αρχίσει την κουβέντα, αλλά η Μέρτα την πρόλαβε. «Καταφέρατε να βρείτε άκρη με εκείνους τους φόνους;» ρώτησε. «Λυπάμαι πραγματικά που δεν μπορέσαμε να σας βοηθήσουμε περισσότερο τις προάλλες, αλλά όπως είπα και τότε δεν είχα καμία ανάμειξη στα οικονομικά μας». «Ξέρω για ποιο λόγο γίνονταν οι καταθέσεις. Ή μάλλον για ποιο άτομο» είπε η Ερίκα με την καρδιά να σφυροκοπάει στο στήθος της. Η Μέρτα την κοίταξε απορημένη, αλλά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι της έλεγε. Αργά, και με το βλέμμα καρφωμένο στην ηλικιωμένη γυναίκα, η Ερίκα είπε με απαλή φωνή: «Τον Νοέμβριο του 1945 η μητέρα μου γέννησε έναν γιο, τον οποίο έδωσαν για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννα. Τον γέννησε στο σπίτι της αδελφής της γιαγιάς μας, στο Μπορλένγκε. Πιστεύω ότι ο άντρας που δολοφονήθηκε, ο Έρικ Φράνκελ, έκανε τις καταθέσεις εκείνες στον λογαριασμό του άντρα σας για χάρη του παιδιού».
467/499
Επικράτησε απόλυτη σιωπή στο καθιστικό. Έπειτα η Μέρτα χαμήλωσε το βλέμμα. Η Ερίκα είδε ότι τα χέρια της ηλικιωμένης γυναίκας έτρεμαν. «Έκανα κι εγώ αυτή τη σκέψη, για να πω την αλήθεια. Αλλά ο Βίλχελμ δεν μου είπε ποτέ τίποτα και... ίσως ένα κομμάτι του εαυτού μου να μην ήθελε να ξέρει. Διότι τον νιώθαμε πάντα σαν γιο μας και παρόλο που μπορεί να ακούγεται τρομερά ψυχρό, δεν σκέφτηκα ποτέ ιδιαίτερα ότι ήταν παιδί κάποιας άλλης. Διότι ήταν δικός μας. Δικός μου και του Βίλχελμ, και δεν τον αγαπήσαμε ποτέ λιγότερο επειδή δεν τον είχα γεννήσει εγώ. Λαχταρούσαμε καιρό να αποκτήσουμε παιδί, προσπαθούσαμε και... ναι, ο Γιέραν μάς ήρθε σαν δώρο Θεού». «Γνωρίζει ότι...» «Ότι είναι υιοθετημένος; Ναι, βέβαια, δεν του το κρύψαμε ποτέ. Αλλά δεν νομίζω ότι το σκέφτηκε πάρα πολύ, για να πω την αλήθεια. Ήμασταν οι γονείς του, η οικογένειά του. Βέβαια, μιλήσαμε μερικές φορές γι’ αυτό ο Βίλχελμ κι εγώ, για το πώς θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αν ο Γιέραν ήθελε να μάθει κάτι παραπάνω για τους... βιολογικούς του γονείς. Αλλά πάντα λέγαμε άσε να το ζητήσει πρώτα και βλέπουμε, και ο Γιέραν δεν εκδήλωσε ποτέ τέτοια επιθυμία, οπότε το αφήσαμε κι εμείς». «Μου αρέσει» είπε η Ερίκα εντελώς αυθόρμητα και προσπάθησε να συνηθίσει τη σκέψη ότι ο άντρας που είχε συναντήσει πρόσφατα ήταν αδελφός της. Δικός της και της Άννας, διόρθωσε τον εαυτό της. «Και σ’ αυτόν άρεσες» είπε η Μέρτα και έλαμψε ολόκληρη. «Και κάπου μέσα μου έκανα τη σκέψη ότι μοιάζατε πολύ. Είναι κάτι γύρω από τα μάτια που... τέλος πάντων, δεν ξέρω, αλλά έχετε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά». «Πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσε αν...» Η Ερίκα δεν τολμούσε να ολοκληρώσει τη φράση της. «Επειδή μας είχε πάρει τα αυτιά για αδελφάκια όταν ήταν μικρός, θέλω να πιστεύω ότι μια μικρή αδελφή θα γινόταν δεκτή με ανοιχτές αγκάλες». Η Μέρτα χαμογέλασε και φάνηκε να έχει χαλαρώσει αρκετά μετά το πρώτο σοκ. «Δύο αδελφές» είπε η Ερίκα. «Έχω και μια μικρότερη αδελφή που τη λένε Άννα». «Δύο αδελφές» επανέλαβε η Μέρτα και κούνησε το κεφάλι. «Ε, τι να πω τότε; Η ζωή δεν σταματάει ποτέ να μας εκπλήσσει. Ούτε καν στην ηλικία μου».
468/499
Έπειτα σοβάρεψε. «Θα σε πείραζε να μου πεις για τη μητέρα σου... τη μητέρα του...» Κοίταξε με διερευνητικό βλέμμα την Ερίκα. «Βεβαίως να σας πω» είπε η Ερίκα και άρχισε να της αφηγείται τις περιπέτειες της Έλσι και πώς κατέληξε να δώσει αλλού τον γιο της. Της είπε πολλά, της μιλούσε πάνω από μία ώρα, προσπαθώντας να αφηγηθεί σωστά την ιστορία και την περιπέτεια της μητέρας της στη γυναίκα που είχε αναθρέψει και είχε αγαπήσει εκείνο τον γιο που η Έλσι είχε υποχρεωθεί να αποχωριστεί. Τινάχτηκαν και οι δύο όταν άνοιξε η πόρτα και ακούστηκε μια χαρούμενη φωνή από το χολ. «Γεια σου, μαμά! Έχεις επισκέψεις;» Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν προς το καθιστικό. Η Ερίκα κοίταξε τη Μέρτα ερωτηματικά και εκείνη έγνεψε ήρεμα δίνοντας την έγκρισή της. Ο καιρός των μυστικών ήταν πια παρελθόν.
Τέσσερις ώρες αργότερα άρχισαν να απελπίζονται. Ένιωθαν σαν τυφλοπόντικες κλειδωμένοι στο κατασκότεινο κελάρι, έστω κι αν έπειτα από λίγο τα μάτια τους συνήθισαν αρκετά στο σκοτάδι και μπορούσαν να διακρίνουν περιγράμματα. «Ξέρεις, δεν τα είχα υπολογίσει έτσι ακριβώς τα πράγματα» είπε η Πάουλα και αναστέναξε. «Λες να στείλουν καμιά ομάδα αναζήτησης σύντομα;» αστειεύτηκε, αν και δεν κατάφερε να μην αναστενάξει άλλη μια φορά. Ο Μάρτιν, που είχε ενδώσει στον πειρασμό να κοπανήσει άλλες δυο φορές την πόρτα, καθόταν και έτριβε τον ώμο του που εκείνη τη στιγμή τον πονούσε πολύ. Σίγουρα θα αποκτούσε μια εντυπωσιακή μελανιά στο σημείο αυτό. «Θα είναι σίγουρα πολύ μακριά τώρα» είπε η Πάουλα και ένιωσε την απογοήτευση να την πνίγει. «Μάλλον» συμφώνησε ο Μάρτιν, αυξάνοντας περισσότερο την απογοήτευσή της. «Διάολε, έχει ένα σωρό πράγματα εδώ κάτω». Η Πάουλα μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει τα περιγράμματα των αντικειμένων που γέμιζαν τα ράφια στο υπόγειο. «Τα περισσότερα ανήκαν σίγουρα στον Έρικ» είπε ο Μάρτιν. «Απ' ό,τι κατάλαβα, αυτός ήταν ο συλλέκτης».
469/499
«Όλα αυτά τα ναζιστικά αντικείμενα θα πρέπει να αξίζουν μια περιουσία». «Σίγουρα. Αλλά αν όλη σου τη ζωή μαζεύεις πράγματα, στο τέλος κάνεις γερή μπάζα». «Γιατί άραγε να το έκανε αυτό;» Η Πάουλα είχε καρφώσει το βλέμμα στα σκοτάδια και προσπαθούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη της γύρω από αυτό που και οι δύο θεωρούσαν πλέον γεγονός. Κι αν ήθελε να ήταν ειλικρινής, αυτή τη σιγουριά την απέκτησε από τη στιγμή που είχε αρχίσει να σκέφτεται το θέμα του άλλοθι. Τότε της ήρθε η ιδέα να ελέγξει αν υπήρχε κάποια άλλη πτήση τον Ιούνιο στην οποία εμφανιζόταν το όνομα του Άξελ Φράνκελ ως επιβάτη. Όταν έλεγξαν το άλλοθί του είχαν απλώς επαληθεύσει ότι είχε πάρει την πτήση για Παρίσι εκείνη την ημερομηνία που είχε δηλώσει ο ίδιος. Δεν είχαν ελέγξει αν είχε κάνει και κάποιο άλλο ταξίδι. Και τελικά το βρήκε, το είδε με τα μάτια της. Κάποιος Άξελ Φράνκελ είχε ταξιδέψει από το Παρίσι στο Γέτεμποργ στις δεκαέξι Ιουνίου και επέστρεψε στο Παρίσι αυθημερόν. «Δεν ξέρω» είπε ο Μάρτιν. «Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω ακόμη. Τα αδέλφια αυτά υποτίθεται ότι είχαν καλές σχέσεις. Γιατί άραγε θέλησε ο Άξελ να σκοτώσει τον Έρικ; Τι πυροδότησε μια τόσο ισχυρή αντίδραση;» «Πρέπει να είχε σχέση με εκείνη την ξαφνική συνάντηση ανάμεσα στον Έρικ, τον Άξελ, την Μπρίτα και τον Φρανς. Δεν μπορεί να ήταν απλή σύμπτωση αυτή η συνάντηση. Και κατά κάποιον τρόπο πρέπει να συνδεόταν με τη δολοφονία του Νορβηγού». «Ναι, μέχρι εκεί το καταλαβαίνω κι εγώ. Αλλά πώς; Και γιατί; Γιατί τώρα, έπειτα από εξήντα χρόνια; Αυτό δεν καταλαβαίνω». «Ας τον ρωτήσουμε, λοιπόν. Αν βγούμε ποτέ αποδώ μέσα. Και αν καταφέρουμε να τον πιάσουμε. Σίγουρα έχει πάρει τον δρόμο για το εξωτερικό» είπε η Πάουλα αποκαρδιωμένη. «Ίσως να βρουν τους σκελετούς μας εδώ μέσα σε κάνα χρόνο» αστειεύτηκε ο Μάρτιν, αλλά το χιούμορ του δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα. «Ναι, ή αν είμαστε τυχεροί μπορεί κάποιος από τους εφήβους της περιοχής να μπει κρυφά μέσα» είπε ξερά η Πάουλα και άρπαξε μια γερή αγκωνιά χαμηλά στα πλευρά από τον Μάρτιν. «Πάουλα! Τώρα μιλάς σωστά!» έκανε ενθουσιασμένος ο Μάρτιν, ενώ η Πάουλα έτριβε το σημείο που τη βρήκε ο αγκώνας του.
470/499
«Ό,τι και να ’ναι ελπίζω ν’ αξίζει, μια που μου διέλυσες το νεφρό» έκανε εκείνη με ξινισμένο ύφος. «Θυμάσαι τι είχε πει ο Περ στην ανάκριση;» «Δεν ήμουν στην ανάκριση εγώ, εσύ και ο Γιέστα τον ανακρίνατε» του υπενθύμισε εκείνη, αλλά ακουγόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο τώρα. «Είπε ότι μπήκε από ένα παράθυρο του υπογείου». «Αν υπήρχαν παράθυρα εδώ θα είχαμε πολύ περισσότερο φως» είπε η Πάουλα σκεφτική και προσπάθησε να διακρίνει κάτι στους τοίχους. Ο Μάρτιν σηκώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται στα τυφλά προς τον τοίχο. «Πάντως έτσι μας είπε. Πρέπει να υπάρχει παράθυρο. Αλλά μπορεί να είναι καλυμμένο με κάτι. Είναι όπως είπες. Τα πράγματα εδώ μέσα πρέπει να αξίζουν μια περιουσία, και ο Έρικ δεν θα ήθελε να τα εκθέτει στα μάτια του καθενός». Σηκώθηκε και η Πάουλα και ακολούθησε τον Μάρτιν. Άκουσε ένα «Άιιι!» όταν ο Μάρτιν κουτούλησε στον απέναντι τοίχο, επιφώνημα το οποίο ακολούθησε ένα «Αχά!» και αναπτέρωσε την ελπίδα της. Μια ελπίδα που μετατράπηκε σε αίσθηση θριάμβου όταν ο Μάρτιν τράβηξε το χοντρό ύφασμα που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο παράθυρο και το φως της μέρας φώτισε το υπόγειο. «Δεν μπορούσες να το θυμηθείς κάνα δυο ώρες νωρίτερα;» έκανε μουτρωμένη η Πάουλα. «Λίγη ευγνωμοσύνη δεν βλάπτει τώρα που έλυσα το πρόβλημα των φυλακισμένων» είπε χαρούμενος ο Μάρτιν. Τράβηξε τον σύρτη του παραθύρου και το άνοιξε προς τα έξω. Πήρε μια καρέκλα που ήταν κάνα μέτρο πιο πέρα και την τοποθέτησε ακριβώς κάτω από το παράθυρο. «Οι κυρίες προηγούνται!» «Ευχαριστώ!» μουρμούρισε η Πάουλα, ανέβηκε στην καρέκλα και με μερικούς ελιγμούς βγήκε από το παράθυρο. Ο Μάρτιν την ακολούθησε με τους ίδιους ελιγμούς και σε ένα λεπτό στέκονταν και οι δύο ακίνητοι απέξω για να συνηθίσουν τα μάτια τους στο ανελέητο φως της μέρας. Έπειτα κινητοποιήθηκαν. Έκαναν τρέχοντας τον γύρο του σπιτιού μέχρι την εξωτερική πόρτα, αλλά διαπίστωσαν ότι ήταν κλειδωμένη πλέον, και αυτή τη φορά δεν υπήρχε κλειδί πάνω από την πόρτα. Αυτό σήμαινε ότι τα μπουφάν τους ήταν κλειδωμένα μέσα, μαζί με τα κινητά και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ο Μάρτιν ετοιμαζόταν να τρέξει στον
471/499
κοντινότερο γείτονα όταν άκουσε έναν δυνατό θόρυβο από κάτι που έσπαγε. Όταν κοίταξε προς το μέρος από όπου ερχόταν ο ήχος είδε ότι η Πάουλα, με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο, είχε πετάξει μια πέτρα σε ένα από τα παράθυρα του ισογείου. «Αφού βγήκαμε από παράθυρο, σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να μπούμε κατά τον ίδιο τρόπο». Πήρε ένα κλαδί και καθάρισε τα απομεινάρια τζαμιού από το πλαίσιο του παραθύρου. Έπειτα κοίταξε προκλητικά τον Μάρτιν. «Λοιπόν; Θα αφήσεις τον Άξελ να προπορευτεί κι άλλο ή θα με βοηθήσεις να μπω μέσα;» Ο Μάρτιν δίστασε μια στιγμούλα. Έπειτα έσπρωξε τη συνάδελφό του για ν’ ανέβει στο παράθυρο. Κατόπιν σκαρφάλωσε κι ο ίδιος. Τώρα απέμενε να προλάβουν τον δολοφόνο του Έρικ Φράνκελ. Και είχαν ακόμη πολλές αναπάντητες ερωτήσεις.
Ο Άξελ είχε φτάσει στο αεροδρόμιο Λαντβέτερ. Κι όταν έφτασε κάθισε εκεί. Η αδρεναλίνη που κυλούσε ορμητικά στις φλέβες του όταν κλείδωσε τους αστυνομικούς στο υπόγειο, πέταξε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο και έφυγε δεν υπήρχε πια. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα μεγάλο κενό. Ο Άξελ καθόταν εντελώς ακίνητος και κοιτούσε έξω από τις τζαμαρίες τα αεροπλάνα που απογειώνονταν το ένα μετά το άλλο. Θα μπορούσε να φύγει με οποιοδήποτε από αυτά. Λεφτά είχε, και επαφές είχε. Μπορούσε να εξαφανιστεί όπου ήθελε, όπως ήθελε. Ήταν τόσο καιρό κυνηγός, ώστε να έχει μάθει όλα τα κόλπα του θηράματος που κρύβεται. Αλλά δεν επιθυμούσε να το κάνει. Σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει. Μπορούσε να ξεφύγει. Αλλά δεν ήθελε. Γι’ αυτό και καθόταν εκεί, στην γκρίζα ζώνη, ενώ παρακολουθούσε τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν και απογειώνονταν. Περίμενε τη μοίρα να τον προλάβει. Και προς μεγάλη του έκπληξη δεν του φαινόταν και τόσο τρομερό αυτό. Ίσως έτσι να ένιωθαν και τα δικά του θηράματα όταν τους χτυπούσε την πόρτα και τους αποκαλούσε με το πραγματικό τους όνομα. Ένα παράξενο μείγμα τρόμου και ανακούφισης. Αλλά στη δική του περίπτωση το τίμημα αποδείχτηκε πολύ υψηλό. Του είχε κοστίσει τον Έρικ.
472/499
Μακάρι να μην ερχόταν η κόρη της Έλσι με εκείνο το μετάλλιο. Αυτό που συμβόλιζε όλα όσα είχαν προσπαθήσει να ξεχάσουν όλη τους τη ζωή. Με μια επίσκεψη η κόρη της Έλσι είχε ξυπνήσει όλες τις μνήμες, και ο Έρικ πίστεψε ότι αυτό ήταν σημάδι πως είχε έρθει η ώρα. Διότι ο Έρικ είχε προτείνει και παλιότερα ότι έπρεπε να διορθώσουν τα πράγματα, όσα μπορούσαν, ή έστω να λογοδοτήσουν. Όχι ενώπιον της δικαιοσύνης. Ήταν ήδη αργά για κάτι τέτοιο. Κανείς δεν θα μπορούσε να τους κρίνει με ένδικα μέσα πια. Αλλά μπορούσαν να κριθούν σε ανθρώπινο, ηθικό επίπεδο. Ενώπιον των ομοίων τους, των συνανθρώπων τους. Μπορούσαν να λογοδοτήσουν για όσα είχαν κάνει, είχε πει ο Έρικ. Τους άξιζε το όνειδος, η καταδίκη. Είχαν καταφέρει να αποφύγουν την κρίση για πάρα πολύ καιρό, επέμενε με αυξανόμενο πείσμα. Όμως ο Άξελ πάντα κατάφερνε να τον ηρεμεί, να τον πείθει ότι με αυτό δεν θα έβγαινε τίποτα. Μόνο ζημιά μπορούσε να γίνει. Τίποτε από αυτά που είχαν γίνει δεν μπορούσε να αλλάξει. Τα πράγματα ήταν όπως ήταν, και αν τα άφηναν πίσω τους ο Άξελ μπορούσε να αφιερώσει τον χρόνο του για να ζητήσει αποζημίωση και να αποδώσει δικαιοσύνη. Όχι γι’ αυτά για τα οποία ήταν ένοχοι, αλλά να υπηρετεί μέσω της δουλειάς του το καλό και να πολεμάει το κακό. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αν ο Έρικ συνέχιζε να επιμένει ότι έπρεπε να λογοδοτήσουν για παλιές αμαρτίες. Ό,τι έγινε έγινε, δεν είχε νόημα να θυσιάσει όλα τα καλά που είχε κάνει, και που θα έκανε, για να καταστήσει εφικτή μια τιμωρία που δεν θα άλλαζε τίποτα. Ακόμα και ο ίδιος ο νόμος αδιαφορούσε για το κακό που είχαν κάνει. Και ο Έρικ τον άκουγε. Και προσπαθούσε να τον καταλάβει. Αλλά βαθιά μέσα του ο Άξελ ήξερε ότι οι τύψεις κατέτρωγαν τον αδελφό του, τον κατέτρωγαν από μέσα προς τα έξω και στο τέλος θα απέμενε μόνο το όνειδος. Ο Άξελ είχε προσπαθήσει να δείξει στον εαυτό του έναν κόσμο γκρίζο, παρόλο που έπρεπε να γνωρίζει −το γνώριζε− ότι αυτό δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Διότι, καλώς ή κακώς, ο κόσμος του Έρικ ήταν άσπρος και μαύρος. Ο κόσμος του Έρικ ήταν δεδομένα. Δεν υπήρχαν ασάφειες στον κόσμο του Έρικ. Ήταν ένας κόσμος που αποτελούνταν από χρονολογίες και ονόματα, ημερομηνίες και τόπους, γραμμένα όλα με μαύρα γράμματα σε λευκό φόντο. Αυτό τον κόσμο έπρεπε να αντιπαλέψει ο Άξελ. Και τα είχε καταφέρει για πάρα πολύ καιρό. Για εξήντα χρόνια. Αλλά μετά είχε εμφανιστεί η Ερίκα Φαλκ με ένα σύμβολο από το παρελθόν, την ίδια στιγμή που τα αμυντικά τείχη της Μπρίτα
473/499
είχαν αρχίσει να καταρρέουν λόγω μιας ασθένειας που εκφύλιζε σιγά σιγά το μυαλό της. Ο Έρικ είχε αρχίσει να κλονίζεται όλο και περισσότερο. Και ο Άξελ ένιωθε τον πανικό να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Προσπάθησε απελπισμένα να τον φέρει στα συγκαλά του, να τον κάνει να σκεφτεί λογικά. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για κάτι που δεν ταίριαζε στην εικόνα του. Δεν τον έβλεπαν έτσι οι άνθρωποι. Όλα αυτά που ήταν, όλα αυτά που έβλεπαν σε αυτόν, θα διαλύονταν σαν την ομίχλη, και μετά θα απέμενε μόνο εκείνη η μία απαίσια πράξη. Αντίθετα, το έργο μιας ολόκληρης ζωής θα κατέρρεε. Μια μέρα που βρισκόταν στο γραφείο του στο Παρίσι είχε χτυπήσει το τηλέφωνο. Ήταν ο Έρικ ο οποίος του δήλωσε ότι είχε έρθει η ώρα. Έτσι απλά. Ακουγόταν μεθυσμένος, πράγμα απίστευτα ανησυχητικό, μια που ο Έρικ ήταν πάντα μετρημένος με το αλκοόλ. Έκλαιγε στο τηλέφωνο και είπε ότι δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο. Ότι είχε περάσει από τη Βιούλα και την αποχαιρέτησε για να τη γλιτώσει από την ντροπή που θα ένιωθε όταν θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια. Έπειτα μουρμούρισε κάτι περί πραγμάτων που είχαν πάρει τον δρόμο τους, και ότι δεν άντεχε να περιμένει κάποιον άλλο να βγάλει τα δικά τους άπλυτα στη φόρα. Αυτά που ο ίδιος δεν είχε τολμήσει να ομολογήσει. Αλλά τώρα η εποχή της δειλίας είχε τελειώσει, η αναμονή είχε τελειώσει, είχε πει ψευδίζοντας, καθώς ο Άξελ έσφιγγε το ακουστικό με ιδρωμένο χέρι. Έτσι, ο Άξελ πήρε το πρώτο αεροπλάνο που βρήκε με σκοπό να μιλήσει μαζί του λογικά, να τον κάνει να καταλάβει. Και είχε συναντήσει τον αδελφό του στο γραφείο του σπιτιού. Ο Άξελ έκλεισε τα μάτια και ένιωσε την καρδιά του να πονάει καθώς εκείνες οι σκηνές περνούσαν από το μυαλό του. Ο Έρικ καθόταν στο γραφείο του όταν ο Άξελ όρμησε μέσα. Ο Έρικ κάτι έγραφε αφηρημένος σε ένα μπλοκ, ενώ με την κάπως ξερή και άτονη φωνή του ξεστόμισε τα λόγια που ο Άξελ φοβόταν εδώ και εξήντα χρόνια. Ο Έρικ είχε αποφασίσει. Οι τύψεις τον κατέτρωγαν και δεν μπορούσε να αντιστέκεται άλλο. Είχε πει καθαρά και ξάστερα στον Άξελ ότι είχε αρχίσει να παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Ο Άξελ έλπιζε ότι αυτά που του είχε πει από το τηλέφωνο ήταν απλώς λόγια και ότι ο αδελφός του θα λογικευόταν όταν θα ξεμεθούσε. Τώρα όμως
474/499
αντιλαμβανόταν πως είχε κάνει λάθος. Ο αδελφός του είχε πάρει την απόφασή του και θα έμενε πιστός σε αυτή με απίστευτο πείσμα. Ο Άξελ τον είχε παρακαλέσει, τον είχε ικετεύσει. Τον είχε εκλιπαρήσει να μην το κάνει, αλλά να αφήσει τα θαμμένα μυστικά θαμμένα. Όμως πρώτη φορά έβλεπε τον αδελφό του τόσο αμετακίνητο στην απόφασή του. Αυτή τη φορά δεν θα μπορούσε να προβάλει επιχειρήματα, να τον πείσει να το αναβάλει. Ο Έρικ είχε πάρει οριστικά την απόφασή του, θα άφηνε την αλήθεια να βγει στην επιφάνεια. Είχε μιλήσει επίσης για το παιδί. Πρώτη φορά αποκάλυπτε πως μέσα από τις έρευνές του είχε καταφέρει να μάθει πού είχε πάει το παιδί. Επίσης ότι ήταν αγόρι. Ότι ο ίδιος έστελνε λεφτά κάθε μήνα για την ανατροφή του από τότε που είχε αρχίσει να κερδίζει δικά του χρήματα. Σαν ένα είδος αποζημίωσης γι’ αυτό που του είχαν αφαιρέσει. Ο θετός πατέρας του αγοριού πρέπει να πίστευε ότι πατέρας ήταν ο Έρικ και αποδέχτηκε το μηνιάτικο για τον θετό του γιο δίχως ερωτήσεις. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Αυτή η κίνηση εξιλέωσης δεν είχε απαλύνει τον πόνο που τον κατέτρωγε, απλώς έκανε τις συνέπειες των πράξεών τους πιο πραγματικές. Άρα τώρα έπρεπε να έρθει και η ώρα της πραγματικής εξιλέωσης, είχε πει ο Έρικ κοιτάζοντας κατάματα τον αδελφό του. Ο Άξελ άρχισε να φαντάζεται τη ζωή του αποδώ και πέρα. Έβλεπε τον εαυτό του σαν εξωτερικός παρατηρητής, με άλλα μάτια. Είδε πώς θα τον κοιτούσε ο κόσμος. Είδε ότι θα χανόταν μια ζωή θαυμασμού και σεβασμού προς το άτομό του. Με ένα απλό χτύπημα των χεριών όλα αυτά θα εξαφανίζονταν. Έπειτα είδε μπροστά του το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τον κρατούμενο δίπλα του, τον οποίο έσπρωξαν στον λάκκο που οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν σκάψει. Θυμήθηκε την πείνα, τη δυσωδία, τον εξευτελισμό. Την αίσθηση του κοντακιού που τον βρήκε στο αυτί με αποτέλεσμα να σπάσει κάτι μαλακό εκεί μέσα. Τον νεκρό άντρα που είχε γείρει πάνω του καθώς διέσχιζαν την Ευρώπη κατευθυνόμενοι προς τη Σουηδία. Είχε επιστρέψει κι αυτός ξαφνικά. Άκουσε τους ήχους, ένιωσε τις μυρωδιές, την οργή που φούντωνε μονίμως στο στήθος του, ακόμα και τότε που δεν είχε πια ίχνος δύναμης μέσα του και απλώς εστίαζε στην επιβίωση, μέρα με τη μέρα. Δεν έβλεπε πια τον αδελφό του σ’ εκείνη την καρέκλα μπροστά του. Δεν έβλεπε τον Έρικ, αλλά όλους εκείνους που τον είχαν εξευτελίσει, που τον είχαν χτυπήσει, και οι οποίοι τώρα χασκογελούσαν, χαιρέκακοι και ικανοποιημένοι που είχε έρθει η δική του σειρά να βάλει το
475/499
κεφάλι του στην καρμανιόλα. Δεν μπορούσε να τους δώσει αυτή την ικανοποίηση. Όλοι οι νεκροί, και οι ζωντανοί, στέκονταν στη σειρά και γελούσαν κοροϊδευτικά προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό. Έπρεπε να επιβιώσει. Αυτό μόνο είχε σημασία. Άκουγε ένα σφύριγμα στο αυτί του, χειρότερο από ποτέ. Δεν άκουγε πια τίποτε από αυτά που έλεγε ο Έρικ, μόνο το στόμα του έβλεπε να ανοιγοκλείνει. Αλλά δεν ήταν πια ο Έρικ αυτός ο άντρας απέναντί του. Ήταν εκείνος ο ξανθός νεαρός στο Γκρίνι, ο οποίος του είχε μιλήσει κάποτε τόσο φιλικά, που τον είχε κάνει να πιστέψει ότι τον έβλεπε σαν συνάνθρωπο, και τον οποίο ο Άξελ θεωρούσε τον μοναδικό άνθρωπο σε έναν ωκεανό απανθρωπιάς. Ήταν όμως εκείνος που είχε σηκώσει το τουφέκι και κατόπιν, κοιτάζοντας κατάματα τον Άξελ, το άφησε να πέσει, με το κοντάκι πρώτα, και να τον χτυπήσει στο αυτί, ξεσχίζοντας ταυτόχρονα και την καρδιά του. Γεμάτος οργή και πόνο ο Άξελ έπιασε αυτό που βρήκε δίπλα του. Σήκωσε τη βαριά, πέτρινη προτομή ψηλά πάνω από το κεφάλι του Έρικ, ο οποίος συνέχιζε να μιλάει και να μουντζουρώνει το μπλοκ που είχε στο γραφείο του. Έπειτα άφησε την προτομή να πέσει. Δεν είχε βάλει καθόλου δύναμη. Απλώς την άφησε να πέσει με όλο της το βάρος στο κεφάλι του αδελφού του. Όχι, όχι στο κεφάλι του Έρικ. Στο κεφάλι του φρουρού του. Ή μήπως ήταν τελικά ο Έρικ; Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα. Βρισκόταν στο σπίτι του, στη βιβλιοθήκη, κι ωστόσο οι μυρωδιές και οι ήχοι ήταν τόσο ζωντανά. Η δυσωδία των πτωμάτων, ο ήχος από τις βαριές μπότες σε ρυθμικό βηματισμό, γερμανικές εντολές που μπορεί να σήμαιναν άλλη μια μέρα ζωής − ή θάνατο. Ο Άξελ άκουγε ακόμη τον ήχο εκείνης της βαριάς πέτρας όταν συνέθλιψε δέρμα και κόκαλο. Μετά τελείωσαν όλα. Ο Έρικ έβγαλε έναν και μοναδικό στεναγμό και έπεσε· τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Μετά το πρώτο σοκ, αφού συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, ο Άξελ ένιωσε μια παράξενη ηρεμία. Αυτό που είχε συμβεί ήταν αναπόφευκτο. Άφησε με προσοχή την πέτρινη προτομή κάτω από το γραφείο, έβγαλε τα ματωμένα γάντια και τα έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του. Έπειτα τράβηξε όλες τις κουρτίνες, κλείδωσε τις πόρτες, μπήκε ξανά στο αυτοκίνητό του, επέστρεψε στο αεροδρόμιο και πήρε το πρώτο αεροπλάνο για το Παρίσι. Είχε προσπαθήσει να τα ξεχάσει όλα και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά, μέχρι που τηλεφώνησε η αστυνομία.
476/499
Ήταν δύσκολη η επιστροφή στην πατρίδα. Αρχικά δεν ήξερε πώς θα κατάφερνε να πατήσει το πόδι του ξανά στο σπίτι. Αλλά αφού εκείνοι οι δύο ευγενικοί αστυνομικοί τον είχαν μεταφέρει από το αεροδρόμιο, συνήλθε και έκανε απλώς αυτό που όφειλε να κάνει. Και καθώς περνούσαν οι μέρες είχε καταφέρει να συνάψει ένα είδος ειρήνης με το πνεύμα του Έρικ, του οποίου την παρουσία ένιωθε στο σπίτι. Ήξερε ότι ο Έρικ τον είχε συγχωρήσει. Αντιθέτως, δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ γι’ αυτό που ο Άξελ είχε κάνει στην Μπρίτα. Βέβαια, δεν είχε απλώσει ο ίδιος χέρι πάνω της, αλλά ήξερε ποιες επιπτώσεις θα είχε το τηλεφώνημα που έκανε στον Φρανς. Ήξερε ακριβώς τι έκανε όταν έλεγε στον Φρανς πως η Μπρίτα θα τα αποκάλυπτε όλα. Είχε επιλέξει προσεκτικά τα λόγια του, τη διατύπωση. Είχε πει αυτά που έπρεπε για να εξαπολύσει τον Φρανς σαν φονική σφαίρα εκπληκτικής ακρίβειας προς τον στόχο. Ήξερε ότι η πολιτική φιλοδοξία του Φρανς, που άγγιζε τα όρια της απληστίας, η λαχτάρα του για κύρος και εξουσία, θα έμπαιναν σε λειτουργία. Ήδη κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής τους συνομιλίας είχε νιώσει την απίστευτη οργή του Φρανς, η οποία αποτελούσε πάντα και την κινητήρια δύναμή του. Έφερε, ως εκ τούτου, κι αυτός το ίδιο μερίδιο ευθύνης με τον Φρανς. Και αυτό τον βασάνιζε. Ακόμη θυμόταν πώς την κοιτούσε ο άντρας της. Ο Χέρμαν την κοιτούσε με μια αγάπη που ήταν πρωτόγνωρη για τον Άξελ. Και εκείνη την αγάπη, εκείνο το δέσιμο που είχαν αυτά τα δύο άτομα τα είχε αφαιρέσει. Ο Άξελ είδε άλλο ένα αεροπλάνο να απογειώνεται, άγνωστο για πού. Ο ίδιος είχε φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Δεν είχε πια πού να πάει. Ένιωσε πραγματική ανακούφιση όταν έπειτα από πολλές ώρες αναμονής ένιωσε, επιτέλους, ένα χέρι στον ώμο του και άκουσε το όνομά του.
Η Πάουλα φίλησε τη Γιοχάνα στο μάγουλο και τον γιο της στο κεφάλι. Ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει ότι τα είχε χάσει όλα αυτά. Και ότι ήταν εκεί ο Μέλμπεργ. «Λυπάμαι πολύ, πάρα πολύ» επανέλαβε για πολλοστή φορά. Η Γιοχάνα χαμογέλασε κουρασμένα. «Δεν ξέρεις τι σου έσουρα όταν προσπαθούσα να σε βρω και δεν τα κατάφερνα, αλλά εντάξει, καταλαβαίνω ότι δεν φταις εσύ που σε κλείδωσαν σ' ένα υπόγειο. Και χαίρομαι ειλικρινά που είσαι καλά και δεν έπαθες τίποτα».
477/499
«Το ίδιο κι εγώ. Χαίρομαι που είσαι κι εσύ καλά» είπε η Πάουλα και τη φίλησε ξανά. «Κι αυτός είναι... υπέροχος». Κοίταξε ξανά τον γιο τους στην αγκαλιά της Γιοχάνα και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν εκεί. Επιτέλους, ο γιος τους είχε γεννηθεί. «Έλα, κράτησέ τον» είπε η Γιοχάνα και της έδωσε το μωρό. Η Πάουλα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, τον πήρε στην αγκαλιά της και άρχισε να τον κουνάει. «Και πόσες πιθανότητες υπήρχαν να τα παίξει σήμερα το τηλέφωνο της Ρίτα;» «Πράγματι. Η μαμά είναι συντετριμμένη» είπε η Πάουλα καθώς είχε αρχίσει να μιλάει τα άνευ περιεχομένου μαμακίστικα με τον γιο της. «Είναι απολύτως πεπεισμένη ότι δεν θα της ξαναμιλήσεις ποτέ». «Όχι δα, δεν ήταν δικό της λάθος. Άλλωστε βρήκα βοήθεια τελικά». Γέλασε. «Ναι, Θεέ μου! Ποιος θα το πίστευε;» είπε η Πάουλα, σοκαρισμένη ακόμη από το γεγονός ότι ο προϊστάμενός της είχε βοηθήσει στη γέννηση του γιου της. «Έπρεπε να τον ακούσεις εκεί έξω στην αίθουσα αναμονής με τη μαμά. Κάθεται και καυχιέται για το πόσο “υπέροχο παιδί” είναι και πόσο γενναία ήσουν εσύ. Αν η μαμά δεν ήταν από πριν ερωτευμένη μαζί του, σίγουρα θα τον ερωτευτεί τώρα, αφού βοήθησε να έρθει στον κόσμο το εγγόνι της. Τι να πω, Θεούλη μου...» έκανε η Πάουλα και κούνησε το κεφάλι. «Για μια στιγμή νόμισα ότι θα έφευγε τρέχοντας, αλλά πρέπει να ομολογήσεις ότι είναι πιο δυνατός από όσο φαίνεται». Κατά φωνή, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και εμφανίστηκε ο Μπέρτιλ με τη Ρίτα. «Για ελάτε μέσα εσείς» είπε η Γιοχάνα και τους κούνησε το χέρι. «Θέλαμε να δούμε πώς είστε» είπε η Ρίτα και πήγε στην Πάουλα και στον εγγονό της. «Μα και βέβαια θέλατε, έχει περάσει ήδη μισή ώρα από τότε που ήσασταν εδώ» είπε η Γιοχάνα για να τους πειράξει. «Πρέπει να δούμε αν μεγάλωσε. Και αν άρχισε να βγάζει γένια» είπε ο Μέλμπεργ με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο, καθώς παρατηρούσε πιο κοντά από το παιδί με τη λαχτάρα στα μάτια. Η Ρίτα τον κοιτούσε με ένα βλέμμα που μόνο βλέμμα αγάπης μπορούσε να χαρακτηριστεί. «Μπορώ να τον κρατήσω λίγο ξανά;» ρώτησε γεμάτος προσδοκία ο Μέλμπεργ.
478/499
Η Πάουλα έγνεψε. «Βεβαίως, το έχεις κερδίσει αυτό το δικαίωμα άλλωστε» του είπε και του έδωσε το παιδί. Η Πάουλα έγειρε προς τα πίσω και παρατηρούσε πώς κοιτούσε ο Μέλμπεργ τον γιο της και πώς κοιτούσε η Ρίτα και τους δύο. Και συνειδητοποίησε πως παρόλο που είχε κάνει τη σκέψη ότι ο γιος της έπρεπε να έχει και ένα αντρικό πρότυπο στη ζωή του, δεν είχε φανταστεί ποτέ τον Μέλμπεργ σε αυτό τον ρόλο. Αλλά τώρα που αντιμετώπιζε και αυτή την πιθανότητα, δεν ήταν πλέον σίγουρη ότι θα αποτελούσε άσχημη επιλογή.
Φιελμπάκα 1945
Έλπιζε ότι ο Έρικ θα ήταν στο σπίτι. Το θεωρούσε σημαντικό να μιλήσει μαζί του πριν φύγει. Εμπιστευόταν τον Έρικ. Υπήρχε κάτι γνήσιο, κάτι έντιμο πίσω από τη μάλλον επιφυλακτική φάτσα του. Ήξερε ότι μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη. Σε αυτό υπολόγιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Διότι ο Χανς δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ότι ίσως να του συνέβαινε κάτι. Θα επέστρεφε στη Νορβηγία, και παρότι ο πόλεμος είχε τελειώσει δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. Είχε κάνει πολλά και ασυγχώρητα πράγματα, και ο πατέρας του ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της γερμανικής βίας στη χώρα του. Οπότε έπρεπε να είναι ρεαλιστής. Έπρεπε να σκεφτεί σαν άντρας, λαμβάνοντας υπόψη του όλες τις πιθανότητες τώρα που θα γινόταν και πατέρας. Δεν μπορούσε να αφήσει έτσι την Έλσι, χωρίς ένα δίχτυ ασφαλείας, χωρίς προστασία. Και ο Έρικ ήταν ο μόνος που ο Χανς θεωρούσε ότι μπορούσε να επωμιστεί έναν τέτοιο ρόλο. Χτύπησε την πόρτα. Αλλά δεν ήταν μόνο ο Έρικ στο σπίτι. Αναστέναξε απογοητευμένος σαν είδε την Μπρίτα και τον Φρανς στη βιβλιοθήκη. Κάθονταν και άκουγαν δίσκους στο γραμμόφωνο του πατέρα του Έρικ. «Η μαμά και ο μπαμπάς θα λείπουν μέχρι αύριο» του εξήγησε ο Έρικ και κάθισε στη συνηθισμένη μεριά του, πίσω από το γραφείο. Ο Χανς έμεινε ακίνητος, διστακτικός στο άνοιγμα της πόρτας. «Αν γίνεται, θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως» είπε ο Χανς και έγνεψε προς τον Έρικ. «Τι σόι μυστικά έχετε εσείς οι δύο;» είπε δηκτικά ο Φρανς και έβαλε το πόδι του στο μπράτσο της πολυθρόνας όπου καθόταν. «Ναι, τι σόι μυστικά έχετε;» είπε η Μπρίτα μιμούμενη τον Φρανς και χαμογέλασε στον Χανς.
480/499
«Πραγματικά θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως» δήλωσε ξανά ο Χανς. Ο Έρικ έγνεψε και σηκώθηκε. «Πάμε έξω λίγο» είπε και βγήκε στα σκαλοπάτια της σκεπαστής βεράντας. Ο Χανς τον ακολούθησε και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω τους. Κάθισαν στον τελευταίο σκαλοπάτι. «Πρέπει να λείψω μερικές μέρες» είπε ο Χανς και σκάλισε με το παπούτσι του τα χαλίκια. «Πού θα πας;» ρώτησε ο Έρικ και σήκωσε τα ματογυάλια του που όλο του γλιστρούσαν χαμηλά στη μύτη. «Στη Νορβηγία. Πρέπει να πάω στην πατρίδα για... να κανονίσω μερικά πράγματα». «Μάλιστα» έκανε ο Έρικ αδιάφορα. «Και θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη». «Εντάξει». Ο Έρικ σήκωσε τους ώμους. Από μέσα ακουγόταν μουσική από το γραμμόφωνο. Ο Φρανς είχε μάλλον ανεβάσει την ένταση. Ο Χανς δίστασε στην αρχή. Έπειτα είπε: «Η Έλσι είναι έγκυος». Ο Έρικ δεν είπε τίποτα. Απλώς σήκωσε τα γυαλιά που είχαν γλιστρήσει ξανά στη μύτη του. «Περιμένει παιδί και θέλω να πάω στις αρχές για να μου δώσουν άδεια να την παντρευτώ. Αλλά πρέπει να πάω στην πατρίδα και να κανονίσω κάποια πράγματα πρώτα, και αν... αν μου συμβεί κάτι... υπόσχεσαι να τη φροντίζεις;» Ο Έρικ δεν είπε τίποτα. Ο Χανς περίμενε με αγωνία μια απάντηση. Δεν ήθελε να φύγει πριν του υποσχεθεί κάποιος που εμπιστευόταν ότι θα φρόντιζε την Έλσι. Στο τέλος ο Έρικ είπε: «Φυσικά και θα συμπαρασταθώ στην Έλσι. Παρόλο που θεωρώ ατυχέστατο το γεγονός ότι την έφερες σε τέτοια θέση. Αλλά τι θα μπορούσε να σου συμβεί;» Ζάρωσε το μέτωπό του. «Εσένα πρέπει να σε υποδεχτούν σαν ήρωα στην πατρίδα σου. Υπάρχει περίπτωση να σε κατηγορήσει κανείς ότι το έσκασες όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα;» είπε και στράφηκε στον Χανς. Εκείνος αγνόησε την ερώτηση του Έρικ, σηκώθηκε και τίναξε το παντελόνι του. «Φυσικά και δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε. Αλλά καλού κακού ήθελα να σου μιλήσω γι’ αυτό. Και μου υποσχέθηκες μόλις τώρα ότι θα τη φροντίσεις».
481/499
«Εντάξει, εντάξει» είπε ο Έρικ και σηκώθηκε κι αυτός. «Θα έρθεις μέσα να πεις ένα γεια και στους άλλους πριν φύγεις; Είναι και ο αδελφός μου στο σπίτι. Ήρθε χτες» είπε ο Έρικ και έλαμψε ολόκληρος. «Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό» έκανε ο Χανς και έσφιξε τον ώμο του Έρικ. «Πώς είναι; Άκουσα ότι ερχόταν στην πατρίδα, αλλά και ότι πέρασε πολλά». «Ναι, είναι αλήθεια». Το πρόσωπο του Έρικ σκοτείνιασε. «Πέρασε πολλά βάσανα. Και είναι πολύ αδύναμος. Αλλά είναι εδώ τώρα!» είπε και έλαμψε ξανά. «Οπότε έλα μέσα να του πεις ένα γεια, δεν έχετε συναντηθεί ποτέ άλλωστε». Ο Χανς χαμογέλασε. Έγνεψε καταφατικά και μπήκαν ξανά με τον Έρικ στο σπίτι.
Τ
α πρώτα λεπτά η ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν λίγο τεταμένη. Κατόπιν η νευρικότητα χάθηκε και μπόρεσαν να μιλήσουν χαλαρά και οι δύο με τον αδελφό τους. Η Άννα φαινόταν ακόμη λίγο σοκαρισμένη από το ξαφνικό μαντάτο, αλλά κοιτούσε εντυπωσιασμένη τον Γιέραν που καθόταν απέναντί της στο τραπέζι. «Δεν αναρωτήθηκες ποτέ ποιοι είναι οι πραγματικοί σου γονείς;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Ερίκα, καθώς έπαιρνε μια καραμέλα από το μπολ που το είχε γεμίσει με πολλά είδη από καραμέλες. «Φυσικά, μερικές φορές» είπε ο Γιέραν. «Ταυτόχρονα όμως... για μένα ο μπαμπάς και η μαμά, ο Βίλχελμ και η Μέρτα δηλαδή, ήταν πάντα αρκετοί, κατά κάποιον τρόπο. Βέβαια, κάπου κάπου το σκεφτόμουν κι αυτό, και αναρωτιόμουν γιατί με είχαν δώσει για υιοθεσία και τα παρόμοια». Δίστασε λίγο. «Εντάξει, κατάλαβα ότι η βιολογική μου μητέρα πέρασε πολύ δύσκολα». «Ναι» είπε η Ερίκα και έριξε ένα βλέμμα στην Άννα. Είχε δυσκολευτεί πολύ να αποφασίσει πόσα έπρεπε να αποκαλύψει στη μικρή της αδελφή, απέναντι στην οποία λειτουργούσε πάντα υπερπροστατευτικά. Αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι η Άννα είχε περάσει πολύ δυσκολότερες καταστάσεις από την ίδια. Έτσι, λοιπόν, είχε αποκαλύψει στην αδελφή της όλες τις πληροφορίες που είχε, των ημερολογίων συμπεριλαμβανομένων. Η Άννα είχε δεχτεί τις πληροφορίες με ψυχραιμία, και τώρα κάθονταν και οι τρεις τους στο σπίτι της Ερίκα και του Πάτρικ. Τρία αδέλφια. Δύο αδελφές και ένας αδελφός. Ένιωθαν παράξενα, αλλά περιέργως τους φαινόταν κι αυτονόητο. Ίσως να έλεγαν αλήθεια όσοι υποστήριζαν πως το αίμα νερό δεν γίνεται. «Υποθέτω πως είναι πολύ αργά για να αρχίσω να σας ανακρίνω για το αν έχετε φίλους και τέτοια» είπε γελώντας ο Γιέραν δείχνοντας τον Πάτρικ και τον Νταν. «Φαίνεται πως αυτό το στάδιο της σχέσης μας το έχασα οριστικά και αμετάκλητα, δυστυχώς». «Ναι, μάλλον έτσι είναι» είπε χαμογελώντας η Ερίκα και πήρε άλλη μια καραμέλα.
483/499
«Παρεμπιπτόντως, άκουσα ότι έπιασαν τον δολοφόνο, τον αδελφό» είπε ο Γιέραν και σοβάρεψε απότομα. Ο Πάτρικ κατένευσε. «Ναι, καθόταν και περίμενε στο αεροδρόμιο. Παράξενο, γιατί θα μπορούσε να φύγει αν ήθελε, και δεν θα τον πιάναμε ποτέ. Αλλά σύμφωνα με τους συναδέλφους μου ήταν πολύ συνεργάσιμος». «Γιατί όμως σκότωσε τον αδελφό του;» ρώτησε ο Νταν και έβαλε το χέρι του στους ώμους της Άννας. «Ακόμη τον ανακρίνουν, οπότε δεν ξέρω τίποτα προς το παρόν» είπε ο Πάτρικ και έδωσε μια καραμέλα στη Μάγια που καθόταν στο πάτωμα δίπλα του και έπαιζε με την κούκλα που της είχε δώσει η μητέρα του Γιέραν. «Επίσης δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί αυτός, ο αδελφός που δολοφονήθηκε δηλαδή, έστελνε χρήματα στον πατέρα μου όλα αυτά τα χρόνια. Διότι από όσα έχω ακούσει δεν ήταν αυτός ο πατέρας μου, αλλά ένας Νορβηγός. Ή μήπως τα έχω μπερδέψει;» ρώτησε ο Γιέραν και κοίταξε την Ερίκα. «Όχι, έχεις απόλυτο δίκιο. Σύμφωνα με τα ημερολόγια της μαμάς ο πατέρας σου ονομαζόταν Χανς Ούλαβσεν ή, μάλλον, Χανς Βολφ. Ο Έρικ και η μαμά δεν είχαν ποτέ ερωτική σχέση, απ' ό,τι φαίνεται. Οπότε δεν ξέρω...» Η Ερίκα δάγκωσε σκεφτική το κάτω χείλι της. «Μάλλον θα αποκαλυφθεί κι αυτό όταν μάθουμε περισσότερα από τον Άξελ Φράνκελ». «Σίγουρα» είπε ο Πάτρικ και έγνεψε για να δείξει ότι συμφωνούσε. Ο Νταν καθάρισε τον λαιμό του και όλοι στράφηκαν απορημένοι προς το μέρος του. Αντάλλαξαν μερικά βλέμματα με την Άννα και στο τέλος εκείνη είπε: «Λοιπόοοον... έχουμε κι εμείς μερικά νέα». «Τι νέα;» έκανε περίεργη η Ερίκα και έχωσε άλλη μια καραμέλα στο στόμα της. «Εεε...» Η Άννα δίστασε λίγο, αλλά μετά οι λέξεις πετάχτηκαν σαν χείμαρρος από το στόμα της: «Θα αποκτήσουμε παιδί. Την άνοιξη». «Όχιιι! Υπέροχα!» αναφώνησε η Ερίκα και έκανε τρέχοντας τον γύρο του τραπεζιού για να αγκαλιάσει πρώτα την αδελφή της και μετά τον Νταν, πριν καθίσει ξανά με μάτια που ακτινοβολούσαν. «Πώς είσαι; Πώς νιώθεις; Είσαι καλά;» Η Ερίκα εκσφενδόνιζε τις ερωτήσεις σε ρυθμό πολυβόλου και η Άννα έβαλε τα γέλια.
484/499
«Ε, χάλια νιώθω, βέβαια. Αλλά έτσι ένιωθα και με τον Άντριαν. Και ψοφάω για καραμέλες όλη την ώρα». «Χα χα, καραμέλες πήγες και ζήλεψες;» έκανε γελώντας η Ερίκα. «Εντάξει, εγώ δεν θα μιλήσω, γιατί λίγο έλειψε να σκάσω από τις καραμέλες όταν ήμουν έγκυος στη...» Η Ερίκα σταμάτησε απότομα και κοίταξε ξαφνιασμένη τον σωρό από τα περιτυλίγματα που είχε μπροστά της. Κοίταξε τον Πάτρικ και είδε στο ανοιχτό του στόμα ότι είχε κάνει κι αυτός την ίδια σκέψη. Τα γρανάζια του μυαλού της άρχισαν να κινούνται σαν δαιμονισμένα. Πότε έπρεπε να της είχε έρθει περίοδος; Είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ιστορία της μητέρας της, ώστε δεν σκέφτηκε το... Πριν από δύο εβδομάδες! Έπρεπε να είχε περίοδο πριν από δύο εβδομάδες. Κοίταξε με χαζό ύφος τα περιτυλίγματα από τις καραμέλες που είχε καταβροχθίσει. Έπειτα άκουσε την Άννα να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Φιελμπάκα 1945
Ο Άξελ άκουσε φωνές από το ισόγειο. Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι. Θα του έπαιρνε αρκετό καιρό για να αναρρώσει πλήρως. Αυτό του είχε πει ο γιατρός που τον εξέτασε μετά την άφιξή του στη Σουηδία. Και ο πατέρας του είχε επιβεβαιώσει ανήσυχος τη διάγνωση, όταν ο Άξελ έφτασε τελικά στο σπίτι του την προηγούμενη μέρα. Πόσο υπέροχα ένιωσε όταν έφτασε στο σπίτι του. Για μια στιγμή τού φάνηκε πως όλος ο τρόμος που είχε ζήσει, όλη η φρίκη που βίωσε δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά η μητέρα του έβαλε τα κλάματα μόλις τον αντίκρισε. Και έκλαψε ξανά όταν αγκάλιασε το σκελετωμένο, εύθραυστο κορμί του. Και ο Άξελ ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Διότι δεν ήταν απλώς δάκρυα χαράς, αλλά και δάκρυα επειδή δεν ήταν πια ο ίδιος. Και δεν θα γινόταν ποτέ ο ίδιος. Ο θαρραλέος, τολμηρός, χαρούμενος Άξελ δεν υπήρχε πια. Αυτά του τα είχαν αφαιρέσει τα χρόνια που πέρασε φυλακισμένος. Έβλεπε στα μάτια της μητέρας του ότι θρηνούσε εκείνο τον γιο που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα χαιρόταν για το μικρό απομεινάρι του γιου που υποδεχόταν στο σπίτι. Η μητέρα δεν ήθελε να ακολουθήσει τον πατέρα και να λείψει όλη τη νύχτα, όπως είχαν συμφωνήσει πριν από καιρό. Αλλά ο πατέρας είχε καταλάβει ότι ο Άξελ χρειαζόταν λίγη ηρεμία και επέμενε ότι έπρεπε να φύγουν και οι δύο. «Είναι στο σπίτι του τώρα το παιδί» είπε πει ο πατέρας. «Έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας να τα πούμε. Ας τον αφήσουμε στην ησυχία του να ξεκουραστεί. Άλλωστε θα είναι ο Έρικ στο σπίτι και θα του κρατάει συντροφιά». Στο τέλος η μητέρα του υποχώρησε και έφυγε με τον πατέρα. Και ο Άξελ δέχτηκε με ευγνωμοσύνη την ευκαιρία να μείνει μόνος για λίγο, άλλωστε
486/499
έπρεπε να συνηθίσει πολλα ξανά εδώ στην πατρίδα. Να συνηθίσει να είναι ο Άξελ. Έστρεψε το δεξί αυτί του προς την πόρτα και αφουγκράστηκε. Έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι η ακοή από το αριστερό αυτί είχε χαθεί για πάντα, όπως είχε πει ο γιατρός. Αλλά αυτό δεν ήταν καινούργιο για τον Άξελ. Από τότε που ο φρουρός τον είχε χτυπήσει πάνω από το αυτί ένιωθε ότι κάτι είχε σπάσει εκεί μέσα. Η βλάβη ήταν μόνιμη, καθημερινή υπενθύμιση για όσα είχε περάσει. Βγήκε στον διάδρομο σέρνοντας τα βήματά του. Κι επειδή τα πόδια του ήταν ακόμη τόσο αδύναμα, ο πατέρας τού είχε δώσει ένα μπαστούνι που μπορούσε να το χρησιμοποιεί ως στήριγμα. Ήταν το μπαστούνι που είχε και ο παππούς του πριν πεθάνει, ένα γερό, σταθερό μπαστούνι με ασημένια βάση. Αναγκάστηκε να κρατηθεί γερά από την κουπαστή καθώς προσπαθούσε με κόπο να κατέβει τη σκάλα, αλλά είχε μείνει ξαπλωμένος πολλές ώρες για να ξεκουραστεί και ήθελε οπωσδήποτε να μάθει σε ποιον ανήκαν οι φωνές που άκουγε. Παρόλο που είχε αποζητήσει τη μοναξιά, τώρα ήθελε λίγη παρέα. Ο Φρανς και η Μπρίτα κάθονταν στις πολυθρόνες. Του φάνηκε παράξενο που τους είδε να κάθονται εκεί λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Γι’ αυτούς η ζωή είχε περάσει με τον γνωστό, κανονικό, ήσυχο ρυθμό της. Δεν είχαν δει πτώματα να στοιβάζονται, ούτε τον διπλανό συγκρατούμενο να σωριάζεται χτυπημένος από σφαίρα στο μέτωπο. Για μια στιγμή οργίστηκε με την αδικία αυτή, αλλά μετά υπενθύμισε στον εαυτό του ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να εκτεθεί σε κίνδυνο και όφειλε να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Ωστόσο, ένα μέρος αυτής της οργής υπόβοσκε ακόμη μέσα του. «Άξελ! Τι καλά που ήρθες!» είπε ο Έρικ και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του γραφείου. Το πρόσωπό του έλαμψε ολόκληρο σαν είδε τον αδελφό του. Αυτό ζέσταινε την καρδιά του Άξελ από τότε που μπήκε στο σπίτι. Το γεγονός ότι είδε ξανά το πρόσωπο του αδελφού του. «Ναι, ο γέροντας με το μπαστούνι κατάφερε να σταθεί στα πόδια του» είπε γελώντας ο Άξελ κραδαίνοντας το μπαστούνι προς τον Φρανς και την Μπρίτα. «Είναι εδώ κάποιος που θέλω να γνωρίσεις» είπε ανυπόμονα ο Έρικ. «Ο Χανς είναι Νορβηγός και ήταν στην Αντίσταση, αλλά κατάφερε να διαφύγει και να έρθει εδώ με το σκάφος του Έλοφ, όταν άρχισαν να τον κυνηγούν οι Γερμανοί. Χανς, αποδώ ο αδελφός μου ο Άξελ». Η φωνή του Έρικ ξεχείλιζε από περηφάνια.
487/499
Εκείνη τη στιγμή παρατήρησε ο Άξελ ότι κάποιος στεκόταν μπροστά στον τοίχο. Είχε την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα και γι’ αυτό ο Άξελ είδε απλώς μια λεπτή φιγούρα με ξανθά, σγουρά μαλλιά. Ο Άξελ πρόφτασε να κάνει ένα βήμα για να τον χαιρετήσει προτού ο νέος στραφεί προς το μέρος του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο κόσμος σταμάτησε. Ο Άξελ είδε μπροστά του το κοντάκι του τουφεκιού. Το είδε να σηκώνεται και να πέφτει πάνω στο αυτί του. Ξανάζησε την προδοσία, την αίσθηση να εμπιστεύεσαι κάποιον που θεωρούσες ότι ανήκε στους καλούς και μετά να τον βλέπεις να σε προδίδει. Είδε μπροστά του το παιδί και το αναγνώρισε μεμιάς. Άκουσε ένα βουητό στ’ αυτιά του και το αίμα του άρχισε να βράζει. Η ταραχή και η οργή κατέκλυσαν το στήθος του. Και πριν να καταλάβει και ο ίδιος καλά καλά τι έκανε σήκωσε το μπαστούνι και χτύπησε το παιδί στο πρόσωπο. «Τι κάνεις;» ξεφώνισε ο Έρικ και πήγε τρέχοντας στον Χανς που είχε σωριαστεί στο πάτωμα και κρατούσε το κεφάλι του, ενώ το αίμα έτρεχε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ακόμα και ο Φρανς με την Μπρίτα είχαν πεταχτεί πάνω και κοιτούσαν τον Άξελ με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Έδειξε με το μπαστούνι του το αγόρι και με φωνή που έτρεμε από το μίσος είπε: «Σας είπε ψέματα. Δεν είναι νορβηγός αντιστασιακός. Φύλακας στο Γκρίνι ήταν όταν ήμουν εκεί. Αυτός μου κατέστρεψε την ακοή, όταν με χτύπησε πάνω από το αυτί με το τουφέκι». Έπεσε απόλυτη σιωπή στο δωμάτιο. «Είναι αλήθεια αυτό που λέει ο αδελφός μου;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Έρικ και κάθισε δίπλα στον Χανς που βογκούσε σωριασμένος στο πάτωμα. «Μας είπες ψέματα; Ήσουν με τους Γερμανούς;» «Στο Γκρίνι έλεγαν ότι ήταν γιος ενός αξιωματικού των Ες Ες» είπε ο Άξελ τρέμοντας ακόμη σύγκορμος. «Κι ένας τέτοιος τόλμησε να αφήσει την Έλσι έγκυο» είπε ο Έρικ και κοίταξε με μίσος τον Χανς. «Τι είπες;» έκανε ο Φρανς που είχε γίνει άσπρος σαν πανί. «Άφησε την Έλσι έγκυο;» «Αυτό ήθελε να μου πει νωρίτερα. Και είχε το θράσος να μου ζητήσει να τη φροντίσω σε περίπτωση που κάτι του συνέβαινε. Διότι είχε κάποιες δουλειές στη Νορβηγία». Ο Έρικ ήταν τόσο οργισμένος, που έτρεμε ολόκληρος. Άνοιξε
488/499
και έκλεισε τις γροθιές του ενώ κοιτούσε τον Χανς, ο οποίος μάταια προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του. «Ναι, μπορώ να φανταστώ ότι έχει δουλειές εκεί πέρα. Ήθελε να τρέξει στην αγκαλίτσα του μπαμπά του» είπε ο Άξελ και σήκωσε ξανά το μπαστούνι. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη τον Χανς ο οποίος σωριάστηκε για άλλη μια φορά στο πάτωμα με ένα βογκητό. «Όχι, ήθελα να πάω... Η μητέρα μου...» έκανε ψευδίζοντας ο Χανς και τους κοίταξε ικετευτικά. «Γαμημένο γουρούνι» είπε ο Φρανς με σφιγμένα δόντια και του έριξε μια πολύ δυνατή κλοτσιά στο στομάχι. «Πώς μπόρεσες; Να μας κοιτάς καταπρόσωπο και να λες ψέματα; Όταν μάλιστα ήξερες πως ο αδελφός μου...» Ο Έρικ είχε δάκρυα στα μάτια και η φωνή του έσπασε απότομα. Έκανε πίσω μερικά βήματα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα του που έτρεμε περισσότερο τώρα. «Δεν ήξερα... Ο αδελφός σου...» είπε ο Χανς προσπαθώντας ξανά να σταθεί στα πόδια του. «Είχες σκεφτεί να λακίσεις, ε;» ούρλιαξε ο Φρανς. «Ν’ αφήσεις την Έλσι έγκυο και να το σκάσεις. Ο διάολος να σε πάρει, γαμημένο γουρούνι. Οποιαδήποτε άλλη, καθοίκι. Όχι όμως την Έλσι! Και τώρα πρέπει να γεννήσει και Γερμανόπουλο από πάνω!» Η φωνή του είχε αρχίσει να παραμορφώνεται από την ένταση. Η Μπρίτα τον κοιτούσε απελπισμένη. Ήταν σαν να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή πόσο βαθιά αισθήματα έτρεφε ο Φρανς για την Έλσι. Ο πόνος στο στήθος της την έκανε να σωριαστεί στο πάτωμα και να αρχίσει να κλαίει ανεξέλεγκτα. Ο Φρανς έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και την κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα. Πριν προλάβει κάποιος ν’ αντιδράσει πήγε στο γραφείο, πήρε τον χαρτοκόπτη που ήταν εκεί και τον έχωσε βαθιά στο στέρνο του Χανς. Οι υπόλοιποι έμειναν να τον κοιτάζουν μερικά δευτερόλεπτα. Ο Έρικ και η Μπρίτα στέκονταν παράλυτοι από το σοκ. Αλλά η θέα του αίματος που άρχισε να αναβλύζει γύρω από το μαχαίρι ξύπνησε κάτι εντελώς ζωώδες στον Άξελ. Έστρεψε όλη τη μανία του σ’ εκείνο το ανθρώπινο κουβάρι που κειτόταν τώρα ακίνητο στο πάτωμα. Τα χτυπήματα, οι κλοτσιές και οι μαχαιριές έπεφταν βροχή πάνω στον Χανς, ενώ ο Άξελ και ο Φρανς έβγαζαν πρωτόγονες κραυγές.
489/499
Κι όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν, εξαντλημένοι, λαχανιασμένοι, κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το αγόρι στο πάτωμα. Κοίταξε ο ένας τον άλλο. Ήταν φοβισμένοι, αλλά και γεμάτοι έξαψη κατά κάποιον τρόπο. Η αίσθηση του ανεξέλεγκτου εκείνου μίσους, όλων εκείνων των απωθημένων που υπήρχαν μέσα τους και ήθελαν να βρουν διέξοδο, ήταν πραγματικά λυτρωτική και ισχυρή, κι αυτό είδαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Έμειναν όρθιοι κάμποση ώρα, μοιράστηκαν το θέαμα, το πέρασαν από κάθε πόρο της μνήμης τους, καλυμμένοι από το αίμα του Χανς, στα χέρια, στα ρούχα και στο πρόσωπο. Το αίμα είχε τιναχτεί σε έναν μεγάλο κύκλο γύρω τους και είχε πιτσιλίσει τα πάντα, και μια βαθυκόκκινη λιμνούλα απλωνόταν σιγά σιγά κάτω από το θύμα. Το αίμα είχε πιτσιλίσει και τον Έρικ, ο οποίος στεκόταν ακόμη με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα του και έτρεμε ανεξέλεγκτα. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από τον ματωμένο σωρό μπροστά του και είχε το στόμα μισάνοιχτο όταν στράφηκε στον αδελφό του. Η Μπρίτα καθόταν στο πάτωμα και κοιτούσε τα χέρια της που ήταν επίσης πιτσιλισμένα με αίματα, και το βλέμμα της ήταν κενό σαν του Έρικ. Κανείς τους δεν έλεγε τίποτα. Ήταν σαν εκείνη την απόκοσμη σιωπή που έπεται μιας καταιγίδας, όπου όλα είναι ακίνητα, αλλά η σιωπή δεν παύει να κουβαλά μαζί της το προηγούμενο σφύριγμα του ανέμου. Τελικά, ο Φρανς πήρε πρώτος τον λόγο. «Πρέπει να καθαρίσουμε» είπε ψυχρά και άγγιξε με το πόδι του τον Χανς. «Μπρίτα, θα μείνεις εδώ να καθαρίσεις. Ο Έρικ, εγώ και ο Άξελ θα φροντίσουμε να τον απομακρύνουμε αποδώ». «Και πού θα τον πάμε;» ρώτησε ο Άξελ, ενώ προσπαθούσε με το μανίκι του πουλόβερ του να καθαρίσει το αίμα που είχε πιτσιλίσει το πρόσωπό του. Ο Φρανς έμεινε σιωπηλός λίγο. Σκεφτόταν. Έπειτα είπε: «Ξέρω τι θα κάνουμε. Θα περιμένουμε μέχρι να σκοτεινιάσει και μετά θα τον βγάλουμε έξω. Πρέπει να τον βάλουμε κάπου για να μη γεμίσει και με άλλα αίματα τον χώρο. Έπειτα θα ασχοληθούμε όλοι με το καθάρισμα εδώ μέσα και θα φροντίσουμε να πλυθούμε και εμείς επίσης». «Μα...» άρχισε να λέει ο Έρικ, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Σωριάστηκε στο πάτωμα και κάρφωσε το βλέμμα του σε κάποιο σημείο πέρα από τον Φρανς. «Ξέρω το τέλειο μέρος. Θα τον βάλουμε μαζί με τους δικούς του» είπε ο Φρανς με μια φωνή που έκρυβε αρκετή θυμηδία.
490/499
«Με τους δικούς του;» επανέλαβε ο Άξελ με υπόκωφη φωνή. Στεκόταν και κοιτούσε το μπαστούνι του οποίου η άκρη ήταν καλυμμένη από αίματα και τρίχες. «Θα τον βάλουμε στον τάφο των Γερμανών. Στο νεκροταφείο» είπε ο Φρανς και το χαμόγελό του έγινε ακόμα πλατύτερο. «Υπάρχει μια ιδέα θείας δίκης σε όλο αυτό». «Ignoto militi» μουρμούρισε ο Έρικ αποκεί που καθόταν στο πάτωμα χωρίς να βλέπει τίποτα μπροστά του. Ο Φρανς τον κοίταξε απορημένος. «Τω αγνώστω στρατιώτη» διευκρίνισε ο Έρικ χαμηλόφωνα «αυτή είναι η επιγραφή στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη». Ο Φρανς γέλασε. «Ναι, το βλέπεις και εσύ. Είναι το τέλειο μέρος». Κανένας από τους άλλους δεν γέλασε, αλλά και κανένας δεν έφερε αντίρρηση στην πρόταση του Φρανς. Με μηχανικές κινήσεις άρχισαν να κάνουν όσα έπρεπε να γίνουν. Ο Έρικ έφερε έναν μεγάλο χάρτινο σάκο από το υπόγειο, στον οποίο έβαλαν τον Χανς. Ο Άξελ έφερε τα σύνεργα καθαρισμού από την αποθηκούλα του χολ και ο Φρανς με την Μπρίτα ανέλαβαν το κοπιαστικό έργο του καθαρισμού του πατώματος στη βιβλιοθήκη. Αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ ό,τι περίμεναν. Το αίμα ήταν πηχτό και στην αρχή έδινε την εντύπωση ότι απλωνόταν παντού και κολλούσε. Η Μπρίτα έκλαιγε υστερικά καθώς έτριβε το πάτωμα, σταματούσε και μετά άρχιζε ένα απλό κλαψούρισμα καθώς ήταν γονατιστή με τη βούρτσα στο χέρι. Ο Φρανς τής φώναζε συνεχώς να συνεχίσει τη δουλειά. Ο ίδιος δούλευε με τέτοια μανία, που ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι πάνω του, αλλά σε αντίθεση με τους άλλους δεν υπήρχε ίχνος σοκ στο δικό του βλέμμα. Ο Έρικ έτριβε μηχανικά το πάτωμα και είχε σταματήσει να λέει ότι έπρεπε να αναφέρουν αυτό που είχε συμβεί. Στο τέλος κατάλαβε ότι ο Φρανς είχε δίκιο, ήταν αδύνατο να παραδώσει τον Άξελ στην αστυνομία τώρα που είχε μόλις επιστρέψει από την κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Έπειτα από μία ώρα σκληρής δουλειάς σκούπισαν τον ιδρώτα από τα μέτωπά τους και ο Φρανς διαπίστωσε ικανοποιημένος ότι δεν φαινόταν κανένα ίχνος από όσα είχαν διαδραματιστεί εκεί μέσα. «Πρέπει να σας δανείσουμε κάτι από την γκαρνταρόμπα των γονιών μας» είπε χαμηλόφωνα ο Έρικ και πήγε να φέρει ρούχα στον Φρανς και στην Μπρίτα. Όταν επέστρεψε σταμάτησε και κοίταξε τον αδελφό του, ο οποίος καθόταν αμίλητος και σκυφτός σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης, έχοντας ακόμη το
491/499
βλέμμα του καρφωμένο στις ματωμένες τρίχες που είχαν κολλήσει στην άκρη του μπαστουνιού. Δεν είχε πει λέξη από τη στιγμή που του πέρασε η οργή. Τώρα όμως σήκωσε τα μάτια του και είπε σαν να μιλούσε στο κενό: «Πώς θα τον πάμε στο νεκροταφείο; Δεν είναι καλύτερα να τον θάψουμε στο δάσος;» «Έχετε ένα τρίκυκλο με καρότσα. Αυτό θα πάρουμε» είπε ο Φρανς που δεν ήθελε να εγκαταλείψει την ιδέα του. «Ελάτε. Αν τον θάψουμε στο δάσος σίγουρα κάποιο αγρίμι θα τον ξεθάψει. Κανείς όμως δεν θα σκεφτεί ότι υπάρχει κι άλλος θαμμένος στον τάφο των Γερμανών. Εννοώ ότι εκεί υπάρχουν ήδη μερικοί νεκροί. Κι αν τον βάλουμε στο τρίκυκλο και του ρίξουμε και κάτι από πάνω κανείς δεν θα δει τίποτα». «Έχω σκάψει αρκετούς τάφους...» έκανε αφηρημένα ο Άξελ και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο μπαστούνι. «Αυτό θα το κανονίσουμε ο Φρανς κι εγώ» είπε βιαστικά ο Έρικ. «Εσύ θα μείνεις εδώ, Άξελ. Και εσύ, Μπρίτα, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι σου, διότι θα ανησυχήσουν οι γονείς σου αν δεν εμφανιστείς για το βραδινό». Μιλούσε βιαστικά, οι λέξεις έβγαιναν σε ρυθμό πολυβόλου από μέσα του, και δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα από τον αδελφό του. «Για μένα δεν νοιάζεται κανείς πότε θα πάω στο σπίτι» είπε κάπως βλοσυρά ο Φρανς. «Οπότε μπορώ να μείνω. Περιμένουμε μέχρι τις δέκα, ύστερα δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος έξω, και θα έχει σκοτεινιάσει για τα καλά». «Και τι θα κάνουμε με την Έλσι;» ρώτησε ο Έρικ, πιο χαμηλόφωνα τώρα και πιο αργόσυρτα. Κοίταξε τα παπούτσια του. «Τον περιμένει να επιστρέψει. Και τώρα που είναι έγκυος...» «Ναι, για να γεννήσει έναν αναθεματισμένο γερμανόσπορο. Ας υποστεί τις συνέπειες, λοιπόν!» έκανε οργισμένος ο Φρανς. «Η Έλσι δεν πρέπει να μάθει τίποτα! Έγινα κατανοητός; Ας πιστέψει ότι έφυγε και την παράτησε, κάτι που σίγουρα είχε σκοπό να κάνει άλλωστε! Αλλά δεν σκέφτομαι να της δείξω καμία συμπόνια. Ας τα βγάλει πέρα μόνη της. Έχει κανείς αντίρρηση;» Ο Φρανς τούς κοίταξε όλους. Κανένας δεν είπε κουβέντα. «Εντάξει τότε! Το κανονίσαμε. Αυτό είναι και θα μείνει το μυστικό μας. Πήγαινε στο σπίτι σου τώρα, Μπρίτα, για να μην αρχίσουν να σε ψάχνουν». Η Μπρίτα σηκώθηκε και ίσιωσε με τρεμάμενα χέρια το ματωμένο φόρεμά της. Δίχως να πει κουβέντα πήρε το φόρεμα που της έδωσε ο Έρικ και πήγε να πλυθεί και ν’ αλλάξει. Το τελευταίο που είδε πριν αφήσει πίσω της τα τρία
492/499
αγόρια στη βιβλιοθήκη ήταν το βλέμμα του Έρικ. Όλη η οργή που υπήρχε στα μάτια του όταν αποκαλύφθηκε το μυστικό του Χανς είχε τώρα εξαφανιστεί. Είχε απομείνει μόνο η ντροπή. Μερικές ώρες αργότερα έβαλαν τον Χανς στον τάφο, στον οποίο θα αναπαυόταν ανενόχλητος εξήντα χρόνια.
Φιελμπάκα 1975
Η Έλσι έβαλε προσεκτικά στο σεντούκι το σκίτσο που είχε κάνει η Ερίκα. Ο Τούρε είχε πάρει τα κορίτσια για βαρκάδα και η Έλσι θα ήταν μόνη στο σπίτι μερικές ώρες. Συνήθιζε να ανεβαίνει συχνά εδώ πάνω. Καθόταν λίγο και σκεφτόταν αυτά που έγιναν και αυτά που γίνονταν. Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική από τη ζωή που είχε φανταστεί. Πήρε τα μπλε ημερολόγια και χάιδεψε το πρώτο με τα ακροδάχτυλά της. Πόσο νέα ήταν κάποτε. Και πόσο αφελής. Και πόσο πόνο θα είχε γλιτώσει αν ήξερε τότε αυτά που ήξερε σήμερα. Ότι, δηλαδή, κανένας δεν είχε την πολυτέλεια να αγαπάει πάρα πολύ. Διότι το τίμημα ήταν υπερβολικά μεγάλο και γι’ αυτό πλήρωνε ακόμη για εκείνη τη μία και μοναδική φορά που είχε αγαπήσει πάρα πολύ. Είχε τηρήσει όμως την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της. Να μην αγαπήσει ποτέ ξανά κατ’ αυτό τον τρόπο. Βέβαια, καμιά φορά αισθανόταν ότι ήθελε να χαλαρώσει, να αφήσει κάποιον να μπει ξανά στην καρδιά της. Ειδικά όταν κοιτούσε τις δύο κατάξανθες κόρες της, τα πρόσωπά τους που στρέφονταν προς το μέρος της γεμάτα προσδοκία. Έβλεπε σ’ αυτά ένα είδος πείνας, μια πείνα για κάτι που η ίδια έπρεπε να τους δώσει αλλά δεν μπορούσε. Ειδικά στην Ερίκα. Φαινόταν ότι το χρειαζόταν περισσότερο από την Άννα. Έπιανε καμιά φορά την Ερίκα να κάθεται και να την κοιτάζει με μια έκφραση όλης εκείνης της λαχτάρας −λαχτάρας που δεν έβρισκε ανταπόκριση− που μπορούσε να χωρέσει σε ένα μικρό κοριτσίστικο κορμί. Και τότε ένα κομμάτι της Έλσι ήθελε να αθετήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της, να αγκαλιάσει την κόρη της και να νιώσει τις καρδιές τους, τη δική της και της Eρίκα, να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό. Αλλά πάντα κάτι την εμπόδιζε. Την τελευταία στιγμή, πριν σηκωθεί, πριν αγκαλιάσει την κόρη της, ένιωθε εκείνο το μικρό ζεστό κορμί στα χέρια της. Το
494/499
ολοκαίνουργιο βλέμμα του που στρεφόταν πάνω της, που έμοιαζε τόσο με το βλέμμα του Χανς, με το δικό της βλέμμα. Ένας καρπός αγάπης, ένα παιδί που πίστευε πως θα το μεγάλωναν μαζί. Αλλά κατέληξε να το γεννήσει μόνη της, σε ένα δωμάτιο με ξένους, το ένιωσε να γλιστράει μέσα από το κορμί της και στη συνέχεια από τα χέρια της, όταν της το πήραν για να το δώσουν σε μια άλλη μητέρα για την οποία η Έλσι δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Έβαλε το χέρι της στο σεντούκι και έβγαλε το ζιπουνάκι. Οι κηλίδες από το αίμα είχαν ξεθωριάσει με τα χρόνια και τώρα φαίνονταν σαν σκουριά μάλλον. Έφερε το ζιπουνάκι στη μύτη της, το μύρισε για να δει αν μπορούσε ακόμη να αισθανθεί έστω και κάποια υποψία από τη μυρωδιά του, από εκείνη τη γλυκιά, ζεστή μυρωδιά που είχε όταν το κράτησε στην αγκαλιά της. Αλλά δεν ένιωθε τίποτα. Μόνο τη μυρωδιά της κλεισούρας, της μούχλας. Η μυρωδιά του σεντουκιού είχε απομακρύνει με τα χρόνια τη μυρωδιά του παιδιού και η Έλσι δεν μπορούσε πλέον να τη νιώσει. Μερικές φορές τής είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη να ψάξει να τον βρει. Για να βεβαιωθεί, τουλάχιστον, ότι περνούσε καλά. Αλλά αυτό είχε παραμείνει σκέψη, δεν έγινε ποτέ πράξη. Όπως παρέμενε πάντοτε σκέψη το να σηκωθεί και να αγκαλιάσει τις κορούλες της, να απαλλαχτεί μια και καλή από την υπόσχεση να κρατήσει για πάντα την καρδιά της κλειστή. Πήρε το μετάλλιο που βρισκόταν στον πάτο του σεντουκιού και το ζύγισε στο χέρι της. Το είχε βρει όταν έψαξε το δωμάτιο του Χανς πριν φύγει για να πάει να γεννήσει το παιδί του. Τότε που πίστευε ακόμη ότι υπήρχε ελπίδα και ότι θα μπορούσε ίσως να βρει ανάμεσα στα πράγματά του μια λογική εξήγηση· να καταλάβει γιατί δεν επέστρεψε ποτέ σ’ αυτή και στο παιδί. Αλλά το μόνο που είχε ανακαλύψει, εκτός από μερικά ρούχα, ήταν το μετάλλιο. Δεν ήξερε τι σήμαινε, δεν ήξερε πού το είχε βρει ο Χανς ή τι ρόλο έπαιζε στη ζωή του. Αλλά ένιωσε ότι ήταν σημαντικό και το κράτησε. Το τύλιξε προσεκτικά στο ζιπουνάκι και τα έβαλε ξανά στο σεντούκι. Εκεί έβαλε και τα ημερολόγια όπως και το σκίτσο που της είχε δώσει η Ερίκα το ίδιο πρωί. Γιατί αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να προσφέρει στα κοριτσάκια της. Μια στιγμή αγάπης όταν έμενε μόνη με τις αναμνήσεις της. Διότι μονάχα τότε μπορούσε να σκέφτεται τις κορούλες της όχι μόνο με το μυαλό αλλά και με την καρδιά. Αλλά μόλις εκείνες την κοιτούσαν με τα πεινασμένα για αγάπη μάτια τους η καρδιά της Έλσι έκλεινε αμέσως κατατρομαγμένη.
495/499
Γιατί όποιος δεν αγαπούσε δεν κινδύνευε να χάσει τίποτα.
Ευχαριστίες
Και αυτή τη φορά ήταν μεγάλο στήριγμα ο Micke, έτσι είναι ο πρώτος που θέλω να ευχαριστήσω. Όπως πάντα, η επιμελήτριά μου Karin Linge Nordh, με τη ζεστασιά και την αμέριστη προσοχή της, έκανε το χειρόγραφό μου ένα καλύτερο βιβλίο και εμένα μια καλύτερη συγγραφέα. Όπως και όλοι οι άλλοι στον εκδοτικό οίκο Forum, που συνέχισαν να μου προσφέρουν σιγουριά και ενθάρρυνση. Είναι πραγματική απόλαυση να συνεργάζομαι μαζί σας. Οι πολυαγαπημένοι μου Bengt και Maria είναι φυσικά ο Bengt Nordin και η Maria Enberg από το Nordin Agency, που πάντα καταφέρνουν να μου δείχνουν την αγνή, σχεδόν παιδική, χαρά τους και την ικανοποίησή τους για τις επιτυχίες μου, ειδικά όταν έχουν κάτι καινούργιο και ευχάριστο να μου πουν. Δίχως εσάς αυτή η δουλειά θα ήταν πολύ πιο μοναχική. Είχα επίσης πολλή βοήθεια στον έλεγχο των δεδομένων και άκουσα πολλές και καλές απόψεις για το κείμενο. Οι αστυνομικοί, από τη μια, από το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε ήταν πάντοτε πολύ εξυπηρετικοί· θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Petra Widén και τον Folke Åsberg. Επίσης, ο Martin Melin μελέτησε λεπτομέρειες που είχαν σχέση με την αστυνομική έρευνα στο χειρόγραφο και έκανε πολύτιμες παρατηρήσεις. Ως επιπλέον μπόνους είχα και τη βοήθεια του πατέρα του, του Jan Melin, σε ιστορικές λεπτομέρειες για τη δεκαετία του 1940 και για τη Σουηδία στα χρόνια του πολέμου. Ευχαριστώ και τον Jonas Lindgren από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Γέτεμποργ που μου έδωσε πάρα πολλές συμβουλές. Επίσης οφείλω να ευχαριστήσω τον Anders Torevi που διάβασε και αυτή τη φορά το χειρόγραφο και διόρθωσε πολλές λεπτομέρειες που αφορούν τη Φιελμπάκα, μια που έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που ζούσα εκεί. Όπως και τη μητέρα μου, την Gunnel Läckberg, που μου έδωσε πληροφορίες
497/499
για τη Φιελμπάκα και με βοήθησε πολύ με τα παιδιά. Το ίδιο ισχύει για τον Hans και τη Mona Eriksson, και επίσης για τη Mona που διάβασε το χειρόγραφο και μου είπε τη γνώμη της. Αυτή τη φορά θέλω να ευχαριστήσω επίσης τον Lasse Anrell που μου επέτρεψε να τον φιλοξενήσω για λίγο στις σελίδες του βιβλίου μου. Μου υποσχέθηκε επίσης να μου δώσει κάποιες συμβουλές για τα γεράνια την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε. Στην Έπαυλη Gimo, ως συνήθως, βρήκα πραγματική ηρεμία για να δουλέψω. Πάντα με προσέχουν εκεί, με έναν υπέροχο τρόπο, όταν καταφθάνω με τον φορητό υπολογιστή μου για να πιάσω δωμάτιο. Ευχαριστώ και τα κορίτσια... Ξέρετε ποιες είστε... Τι νόημα θα είχε η συγγραφική ζωή χωρίς εσάς; Έρημη, μοναχική και βαρετή θα ήταν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους αναγνώστες του ιστολογίου μου: Σας ευχαριστώ πολύ, πάρα πολύ, που συνεχίζετε να διαβάζετε τα βιβλία μου. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω την Caroline, τον Johan, τη Maj-Britt και τον Ulf που μας οδήγησαν και μας βοήθησαν να εγκατασταθούμε στον παράδεισο όπου βρίσκομαι τώρα. Camilla Läckberg Κο Λάντα, Ταϊλάνδη, 9 Μαρτίου 2007 www.camillalackberg.com
Σημειώσεις
[1] Hrimfaxe ή Rimfaxe είναι το άλογο που έσερνε το άρμα της Νύχτας στη σκανδιναβική μυθολογία. Σημαίνει αυτόν «που φέρει δροσιά (ή πάχνη) στη χαίτη». [2] Το «Kum ba yah» είναι ένα τραγούδι-επίκληση στον Θεό, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ανθρωπιστικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις ανά τον κόσμο. Η Gudrun Schyman ήταν πρόεδρος του Αριστερού Κόμματος Σουηδίας, και κατά τη διάρκεια της προεδρίας της το κόμμα υιοθέτησε τον φεμινισμό ως ιδεολογική βάση. [3] Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός (1885-1946) και 23ος πρωθυπουργός της Σουηδίας. Ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών (1925-46). Χρημάτισε δύο φορές πρωθυπουργός σε τέσσερις κυβερνήσεις, μία εξ αυτών σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ιδρυτής του Σουηδικού Μοντέλου του κράτους πρόνοιας, ήταν ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια για μια σοσιαλδημοκρατική εξουσία στη Σουηδία που κράτησε 44 χρόνια. [4] (γαλλικά) Κυριολεκτικά: καταγοητευμένος, μαγεμένος, αλλά χρησιμοποιείται απλώς και ως χάρηκα.
@Created by PDF to ePub