Download To Hmerologio Enos Perittou Anthropou - Ivan Sergeevic Turgenev...
IBAN
ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΈΦ
TO ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ENO£ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
MimnmniriiiHiii
IT
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
_.f
IBAN Τ Ο Υ Ρ Γ Κ Ε Ν Ι Ε Φ
TO ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ENO£ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ -
Μετάφραση από τα Ρωσικά Βασίλης Ντινόπουλος
ΕΚΑθ£Εΐ2
ΕΡΑΤΩ
ι Q
Ερατώ, εκδόσεις Βαλτετσίου 39, Αθήνα ιο6 81 τηλ. 210.38.30.323 * FAX 210.38.30.277 email:
[email protected]
Copyright: Ερατώ εκδόσεις, Αθήνα 2οι ι
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Το ημερολόγιο
ενός
περιττού
ανθρώπου
9
ISBN 978-960-229-234-1 ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΐ3ΐ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ 137
CK
<
ο C
^> ο ε > ^
ex
Ι "3
-=3 Η "C Η -£> Ο ^3 C^ ρ
Ή -C? Ο
-η ίί
Στο χωριουδάκι
Προβατοπηγή.
2θ Μαρτίου 18... Ο γιατρός μόλις έφυγε. Τελικά, παρ' όλη την πονη ράδα του, κατάφερα να βρω την άκρη! Τον ανά γκασα επιτέλους να μιλήσει ανοιχτά. Ναι, 9α πε θάνω και μάλιστα πολύ γρήγορα. Τα ποτάμια ξεπαγώνουν και με το τελευταίο χιόνι ίσως φύγω κι εγώ κολυμπώντας... Για πού; Ένας Θεός ξέρει! Μπορεί και για τη θάλασσα. Εντάξει, λοιπόν! Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω την άνοιξη. Αστείο όμως δεν είναι ν' αρχίζω το ημερολόγιο μου δυο βδομάδες πριν πεθάνω; Αλλά πού είναι το κακό; Γιατί πόσο λιγότερες είναι δεκατέσσερες μέρες από δεκατέσσερα χρόνια ή από δεκατέσσερις αιώ νες; Μπροστά στην αιωνιότητα, λένε, όλα είναι ένα τίποτα - μάλιστα. Αλλά σε αυτή την περίπτω ση και η ίδια η αιωνιότητα είναι ένα τίποτα. Μου II
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
φαίνεται όμως ότι μπαίνω σε μεταφυσικούς στο χασμούς και αυτό είναι κακό σημάδι. Μήπως δει λιάζω; Καλύτερα ν' αρχίσω να μιλάω για κάτι. Έξω έχει υγρασία, φυσάει αέρας και αυτό για μένα είναι απαγορευτικό. Για ποιο θέμα να μιλήσω; Ένας έντι μος άνθρωπος δεν μιλάει για τις αρρώστιες του. Να γράφω μια νουβέλα - όχι, δεν είναι δική μου δουλειά, δεν έχω τη δύναμη να κάνω συλλογισμούς για ζητήματα υφηλού επιπέδου και οι περιγραφές του δικού μου περιβάλλοντος ούτε καν με απασχο λούν, αλλά αν δεν κάνω τίποτα πλήττω και παραείμαι τεμπέλης για να διαβάσω. Ε, λοιπόν, θα διηγη θώ στον εαυτό μου όλη μου τη ζωή. Υπέροχη ιδέα! Μπροστά στον θάνατο θα είναι και κόσμιο και δεν θα προσβάλλει κανέναν. Αρχίζω λοιπόν.
αρχίζοντας πρώτα πρώτα απ' τον ίδιο τον εαυτό της. Στη διάρκεια των πενήντα χρόνων της ζωής της ούτε μια φορά δεν ξεκουράστηκε, ούτε μια φορά δεν σταύρωσε τα χέρια της. Αιωνίως κατα γινόταν με μικροπράγματα και πηγαινοερχόταν σαν τα μυρμήγκια, χωρίς κανένα λόγο, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε και για τα μυρμήγκια. Το αεικίνητο σαράκι της την έτρωγε μέρα και νύχτα. Μια φορά μόνο την είδα τελείως ήρεμη, συγκεκρι μένα στο φέρετρο την επομένη του θανάτου της. Κοιτάζοντας την μου φάνηκε -μα την αλήθειαότι το πρόσωπο της είχε μιαν έκφραση συγκαλυμ μένης έκπληξης. Με τα μισάνοιχτα χείλη της, με τα πεσμένα μάγουλα και με τα μειλίχια ακίνητα μάτια της, ήταν σαν να έβγαζε μια πνοή που έλε γε: «Τι καλά που δεν σαλεύω!» Ναι, ωραία, τι καλά ν' απαλλαγώ κι εγώ επιτέλους από την βασανιστι κή αίσθηση της ζωής, απ' το ανήσυχο και πιεστι κό συναίσθημα της ύπαρξης! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Γεννήθηκα πριν από τριάντα χρόνια σε μια αρ κετά πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων. Ο πατέ ρας μου ήταν ένας μανιώδης χαρτοπαίκτης και η μητέρα μου μια κυρία με χαρακτήρα... πολύ ενάρε τη. Μόνον που εγώ δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναί κα που το ηθικό της ύφος να έχει συντελέσει στη δημιουργία τόσο λίγης ευτυχίας. Την συνέθλιβε το βάρος των αρετών της και τους παίδευε όλους, 12
Μεγάλωσα άσχημα και άχαρα. Ο πατέρας και η μητέρα με αγαπούσαν και οι δύο, αλλά αυτό δεν μ' έκανε να αισθάνομαι πιο άνετα. Ο πατέρας μέΐ3
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
σα στο ίδιο του το σπίτι δεν είχε καμία εξουσία, ως άνθρωπος ασήμαντος και φανερά παραδομέ νος σ' ένα επαίσχυντο και ολέθριο ελάττωμα. Είχε επίγνωση της κατάπτωσης του και μη έχοντας τη δύναμη να ξεκόφει απ' το αγαπημένο του πάθος, προσπαθούσε τουλάχιστον με την γλυκιά πάντο τε και σεμνή εμφάνιση του, με τις ταπεινόφρονες υπεκφυγές, ν' αποσπά τη συγκατάβαση της υπο δειγματικής γυναίκας του. Η μανούλα μου δεχό ταν όντως την ατυχία της με εξαίρετη και μεγα λοπρεπή καρτερία, μια αρετή μέσα στην οποία υ πήρχε τόση πολλή υπερευαίσθητη περηφάνια. Ποτέ και για κανένα λόγο δεν κατηγορούσε τον πατέρα μου, του έδινε δε χωρίς μιλιά τα τελευ ταία της χρήματα και πλήρωνε τα χρέη του. Εκεί νος της έπλεκε το εγκώμιο και μπροστά της και κατά την απουσία της, μα το να κάθεται στο σπίτι δεν του άρεσε και εμένα με χάιδευε στα κρυφά, σαν να φοβόταν μήπως με μολύνει με την παρουσία του• αλλά τα παραμορφωμένα χαρα κτηριστικά του απέπνεαν τότε τόση καλοσύνη, το νευρικό χαμόγελο στα χείλη του γινόταν τόσο συγκινητικό, τα καστανά μάτια με τις λεπτές ρυ-
τίδες τριγύρω ακτινοβολούσαν με τόση αγάπη, ώ στε άθελα μου έσφιγγα το μάγουλο μου στο δικό του, το υγρό και ζεστό από τα δάκρυα. Σκούπιζα με το μαντήλι μου τα δάκρυα και αυτά πάλι έτρε χαν μόνα τους, σαν το νερό που υπερχειλίζει από ένα γεμάτο ποτήρι. Άρχιζα κι εγώ να κλαίω και εκείνος με παρηγορούσε χαϊδεύοντας τη ράχη μου και φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο με τρε μάμενα χείλη. Ακόμα και τώρα, είκοσι και πλέον χρόνια απ' τον θάνατο του, όταν θυμάμαι τον καημένο τον πατέρα μου, βουβά αναφιλητά πνί γουν τον λαιμό μου και η καρδιά μου χτυπάει, χτυπάει με τόση ζέση, με τόση πίκρα, υποφέρει από μια τόσο μελαγχολική συμπόνια, σάμπως να της έμενε πολύς καιρός ακόμα για να χτυπάει και να συμπονεί.
14
15
Η μητέρα μου, τουναντίον, απευθυνόταν σ' ε μένα πάντοτε με τον ίδιο ευγενικό αλλά ψυχρό τρόπο. Τέτοιες μητέρες, ηθικοπλαστικές και δί καιες, τις συναντάει συχνά κανείς στα παιδικά βι βλία. Με αγαπούσε, αλλά εγώ δεν την αγαπούσα. Μάλιστα! Απέφευγα την ενάρετη μητέρα μου και αγαπούσα με πάθος τον φαύλο πατέρα μου.
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΊΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Αλλά αρκετά για σήμερα. Είναι αρχή ακόμα. Και για το τέλος, όποιο και αν είναι αυτό, δεν έχω λόγο να σκοτίζομαι. Αυτό είναι δουλειά της αρ ρώστιας μου.
Ο καιρός σήμερα είναι καταπληκτικός. Ζεστός, ο λοκάθαρος. Ο ήλιος παιχνιδίςει χαρούμενα στο λιωμένο χιόνι. Όλα λάμπουν, αχνίζουν, στάζουν. Τα σπουργίτια ξεφωνίζουν σαν τρελά κοντά στους νοτισμένους σκοτεινούς φράχτες. Ο υγρός αέρας ερεθίζει τρομερά και γλυκά το στήθος μου. Η άνοιξη, έρχεται η άνοιξη! Κάθομαι κοντά στο πα ράθυρο και κοιτάζω τον αγρό πέρα απ' το ποταμά κι. Ω, φύση, φύση, πώς σ' αγαπώ! Μέσα από τα σπλάχνα σου, όμως, βγήκα ανίκανος ακόμα και να ζω. Πέρα μακριά πηδάει με τ' ανοιχτά φτερά του το αρσενικό σπουργίτι. Φωνάζει - και κάθε ήχος της φωνής του, κάθε αναμαλλιασμένο φτερό στο μικρό του σωματάκι ανασαίνει υγεία και δύνα μη...
Και τι γίνεται ύστερα; Τίποτα. Είναι γερό και έχει δικαίωμα να φωνάζει και ν' αναμαλλιάζεται. Εγώ, όμως, είμαι άρρωστος και πρέπει να πεθάνω - αυτό είναι όλο. Δεν αξίζει να πω περισσότερα. Οι κλαφιάρικες επικλήσεις στη φύση είναι φοβε ρά αστείες. Ας γυρίσουμε, όμως, στη διήγηση. Μεγάλωσα, όπως έχω ήδη πει, πολύ άσχημα και άχαρα. Αδελφούς κι αδελφές δεν είχα. Ανα τράφηκα στο σπίτι. Γιατί πώς 9' απασχολιόταν η μητερούλα, αν μ' έβαζαν σε κανένα οικοτροφείο ή δημόσιο ίδρυμα; Γι' αυτό δεν είναι εξάλλου τα παιδιά; Για να μην πλήττουν οι γονείς; Τον περισ σότερο καιρό μέναμε στο χωριό και πότε πότε πη γαίναμε στη Μόσχα. Όπως συνηθίζεται, είχα παι δαγωγούς και δασκάλους. Μου έχει μείνει ιδιαί τερα στη μνήμη ένας ξερακιανός και κλαφιάρης Γερμανός, ο Ρήκμαν, ένα εξαιρετικά αξιολύπητο και χτυπημένο απ' τη μοίρα πλάσμα που μάταια έλιωνε από μια βασανιστική λαχτάρα για την μα κρινή πατρίδα του. Μερικές φορές, μέσα στην φο βερή πνιγηρότητα του στενού προθαλάμου, εμπο τισμένου πέρα για πέρα με την ξινή μυρωδιά του ζυμωμένου κβας, καθόταν δίπλα στη σόμπα, αξύ-
ι6
W
2ΐ Μαρτίου
2 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
TO ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ριστος ο θειούλης μου ο Βασίλης, που άκουγε στο παρατσούκλι Γκουσίνια, φορώντας το δικό του παμπάλαιο κοξάκικο ημίπαλτο από μπλε χοντρόπανο και έπαιξε χαρτιά με τον αμαξά Πότοπ, ο οποίος φορούσε την νέα, λευκή σαν τον αφρό, προ βατίσια κάπα του και τις ακαταμάχητες γρασομένες μπότες, ενώ ο Ρήκμαν πίσω από το χώρισμα τραγουδούσε στα γερμανικά:
τα παιδιά, αλλά θυμάμαι πως ακόμα και μέσα στον ύπνο μου αισθανόμουν ένα βαρύ και ρυθμικό αγκομαχητό. Ξαφνικά ένιωσα κάποιον να με πιά νει από την πλάτη και να με σκουντάει. Ανοίγω τα μάτια, μπροστά μου ο θειούλης. «Τι συμβαίνει;» «Ελάτε, ελάτε, ο Αλεξέι Μιχαήλιτς τελειώνει...» Εγώ τρέχω σαν τρελός απ' το κρεβάτι στην κρεβα τοκάμαρα... Κοιτάξω - ο πατέρας ξαπλωμένος με γερμένο πίσω το κεφάλι, κατακόκκινος, υποφέρει αγκομαχώντας. Στις πόρτες μαξεύονται οι υπηρέ τες με τα πρόσωπα τους τρομαγμένα. Στον διά δρομο κάποιος με δυνατή φωνή ρωτάει: «Ειδο ποίησε κανείς τον γιατρό;» Βγάξουν το άλογο απ' τον στάβλο, οι πόρτες τρίξουν, ενώ το σπερματσέτο καίει στο πάτωμα του δωματίου και η μητερούλα εδώ τρομερά αναστατωμένη, χωρίς ωστό σο να χάνει ούτε την κοσμιότητα της ούτε τη συ ναίσθηση της προσωπικής αξιοπρέπειας της. Πέ φτω πάνω στο στήθος του πατέρα, τον αγκαλιάξω, αρχίξω να φελλίξω: «Πατέρα, πατέρα...» Εκεί νος ακίνητος στο κρεβάτι μισόκλεινε παράξενα τα μάτια. Έριξα μια ματιά στο πρόσωπο του και μια ανυπόφορη φρίκη μού έκοφε την ανάσα. Απ' την
Καρδούλα μου, καρδούλα μου γιατί 'σαι λυπημένη; Τι είν' αυτό που ο' έκανε να είσαι πικραμένη; Σε ξένη χώρα είμαστε, εδώ είναι ωραία, τι da '9ελες καρδούλα μου να έχεις για παρέα;1 Μετά τον θάνατο του πατέρα μετακομίσαμε μόνιμα στη Μόσχα. Εγώ ήμουν τότε δώδεκα χρο νών. Ο πατέρας μου πέθανε μια νύχτα από α ποπληξία. Εκείνη τη νύχτα δεν θα την ξεχάσω. Κοιμόμουν βαθιά όπως κοιμούνται συνήθως όλα ι. (Γερμανικά στο πρωτότυπο). Herz, mein Herz, warum so traurig? Was bekummert dich so sehr? Sistja schon im fremden LandeHerz, mein Herz - was willst du mehr?
19
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
τρομάρα που πήρα, άρχισα να τιτιβίζω σαν ένα πουλάκι που το πιάνεις απότομα - με τράβηξαν και με πήγαν πιο πέρα. Την προηγούμενη ακόμα μέρα, σαν να είχε μια προαίσθηση ότι πλησιάζει ο θάνατος, με χάιδευε θλιμμένος με τόση ζεστασιά. Στο σπίτι έφεραν έναν υπναλέο και παχύδερμο γιατρό με μια έντονη μυρωδιά βότκας. Ο πατέρας μου πέθανε κάτω απ' το νυστέρι του και την άλλη μέρα, τελείως χαμένος από τη λύπη, στεκόμουν με το κεράκι στα χέρια μπροστά στο τραπέζι όπου κειτόταν ο μακαρίτης και άκουγα μηχανικά σαν ανόητος τον μπάσο φαλμό του νεωκόρου, που τον διέκοπτε πότε πότε η αδύνατη φωνή του ιερέα. Τα δάκρυα μου κάθε λίγο και λιγάκι έτρεχαν στα μά γουλα, στα χείλη, στον γιακά, στο προστήθιο του πουκαμίσου μου. Μαυρισμένος απ' το κλάμα, κοί ταζα επίμονα και προσεχτικά την ακίνητη όφη του πατέρα σαν κάτι να περίμενα από αυτόν. Η μητέρα μου στο μεταξύ έκανε αργά αργά μετά νοιες μέχρι κάτω στο πάτωμα, σηκωνόταν πάλι αργά αργά και έκανε τον σταυρό της πιέζοντας δυνατά τα δάχτυλα στο μέτωπο, στους ώμους και στην κοιλιά της. Στο μυαλό μου δεν είχα ούτε μία
σκέφη, ένιωθα ένα βάρος, άλλα αισθανόμουν συγ χρόνως ότι μέσα μου γίνεται κάτι φοβερό... Ο θά νατος τότε με κοίταξε κατά πρόσωπο και με πρό σεξε... Μετακομίσαμε στη Μόσχα μετά τον θάνατο του πατέρα για έναν πολύ απλό λόγο: ολόκληρο το κτήμα μας είχε βγει στο σφυρί για χρέη και πουλήθηκε, εκτός από ένα χωριουδάκι, το ίδιο εκείνο στο οποίο διάγει μέχρι τέλους τη ζωή της η μεγαλοπρεπής ύπαρξη μου. Ομολογώ ότι παρ' όλο που τότε ήμουν ακόμα νέος, λυπήθηκα ωστόσο για την πώληση της φωλιάς μας. Στην πραγματι κότητα, όμως, λυπόμουν μόνο για τον κήπο μας. Με αυτό τον κήπο με συνδέουν μοναδικές, σχε δόν φωτεινές αναμνήσεις. Εκεί μια ήσυχη ανοι ξιάτικη βραδιά έθαφα τον καλύτερο φίλο μου, ένα γηραλέο σκυλί χωρίς ουρά και με στρεβλά πόδια - την Τρίξα. Εκεί κάπου κάπου, κρυμμένος στο φηλό χορτάρι, έτρωγα τα μήλα που έκλεβα, κόκκινα και γλυκά μήλα απ' το Νόβγκοροντ. Εκεί τελικά διέκρινα για πρώτη φορά ανάμεσα στους θάμνους με τα ώριμα σμέουρα την καμαριέρα Κλαύδια, η οποία παρά την πλακουτσωτή μύτη
20
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
της και τη συνήθεια να χαχανίζει μέσα απ' το τσεμπέρι της, μου προκαλούσε ένα τέτοιο τρυφε ρό πάθος, ώστε στην παρουσία της μόλις που ανέπνεα και κοκκάλωνα χωρίς να βγάζω άχνα. Μια φο ρά, ήταν μια λαμπερή Κυριακή, όταν ήρθε η σειρά της να ασπαστεί το αρχοντικό μου χέρι παρά λίγο να ριχτώ να φιλήσω τα στραβοπατημένα παπού τσια της από τραγόδερμα. Θεέ μου! Πέρασαν στ' αλήθεια από τότε είκοσι χρόνια; Πέρασε άραγε τό σος καιρός από τότε που καβάλα στο πυρόξανθο, τριχωτό άλογο μου διέτρεχα κατά μήκος τον παλιό φράχτη του κήπου μας και πατώντας στους αναβο λείς ανασηκωνόμουν για να τραβήξω τα δίχρωμα φύλλα από τις λεύκες; Όσο ζει ο άνθρωπος, δεν νιώθει την προσωπική του ζωή. Καθώς περνάει ο καιρός, όμως, την αντιλαμβάνεται σαν ένα ανάλα φρο φύσημα του αγέρα.
χωρικού απ' τον χωματόδρομο, διακοπτόμενο από τα άστατα σκουντήματα του κάρου - στέλνω σ' εσάς το τελευταίο μου αντίο!... Εγκαταλείποντας τη ζωή, σ' εσάς και μόνο απλώνω τα χέρια μου. Θα ήθελα για άλλη μια φορά να αναπνεύσω την πικρή φρεσκάδα της αφιθιάς, τη γλυκιά μυρωδιά του μαυροσίταρου στους αγρούς της πατρίδας μου. Θα ήθελα ν' ακούσω από μακριά άλλη μια φορά το διακριτικό χτύπημα της ραγισμένης καμπάνας στην εκκλησία της ενορίας μας. Να ξαπλώσω άλλη μια φορά στη δροσερή σκιά του θάμνου κάτω απ' τη βελανιδιά, στην πλαγιά του γνωστού φαραγ γιού. Να συνοδεύσω με τα μάτια τα κινητά ίχνη του αέρα που τρέχουν σαν σκοτεινό ρεύμα πάνω στο χρυσαφένιο χορτάρι...
Ω κήπε μου, ω δρομάκια με τα χαμόκλαδα κο ντά στη μικρή λιμνούλα! Ω μικρή, αμμουδερή γω νίτσα με το γερασμένο φράγμα, εκεί που έπιανα τις πέστροφες! Κι εσείς φηλές σημύδες, με τα μα κρόστενα γερμένα κλωνάρια, που από μέσα τους ακούγεται πότε πότε το λυπητερό τραγουδάκι του
Αχ! Προς τι όλ' αυτά; Μα σήμερα δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα το κάνω αύριο.
22 Μαρτίου. Σήμερα πάλι κάνει κρύο και έχει συννεφιά. Αυτός ο καιρός είναι πολύ πιο κατάλληλος. Ταιριάζει με 23
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
το έργο μου. Η χθεσινή μέρα εντελώς άτοπα ξύ πνησε μέσα μου μια πληθώρα από περιττά αισθή ματα και αναμνήσεις. Αυτό μάλλον δεν θα ξανα γίνει. Οι συναισθηματικές διαχύσεις είναι σαν τη γλυκόριζα. Στην αρχή την αισθάνεσαι καλή, κά πως υποφερτή, αλλά μετά το στόμα δεν τη δέχε ται. Θ' αρχίσω απλά και ήρεμα να διηγούμαι τη ζωή μου. Έτσι λοιπόν, πήγαμε στη Μόσχα... Κι ωστόσο σκέπτομαι: αξίζει άραγε να διηγη θώ με λεπτομέρειες τη ζωή μου; Όχι, σίγουρα δεν αξίζει... Η ζωή μου καθόλου δεν ξεχωρίζει απ' τη ζωή πλήθους άλλων ανθρώ πων. Το πατρικό σπίτι, το πανεπιστήμιο, η υπηρε σία μου σε χαμηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις, η αποχώρηση, ο μικρός κύκλος φίλων, η αξιοπρεπής φτώχεια, οι σεμνές απολαύσεις, οι χωρίς φιλοδο ξίες ασχολίες, οι σχεδόν ανύπαρκτες επιθυμίες πέστε μου, σας παρακαλώ, σε ποιον δεν είναι γνω στά όλ' αυτά; Και γι' αυτό δεν θ' αρχίσω να διη γούμαι τη ζωή μου, πόσω μάλλον που γράφω για την δική μου προσωπική ευχαρίστηση. Και αν το παρελθόν μου ακόμα και σ' εμένα τον ίδιο δεν πα-
ρουσιάζει κάτι ούτε πολύ ευχάριστο ούτε πολύ δυσάρεστο, ακριβώς αυτό σημαίνει ότι δεν έχει κάτι άξιο προσοχής. Καλύτερα να προσπαθήσω να περιγράφω στον εαυτό μου τον χαρακτήρα μου. Τι άνθρωπος είμαι;... Μπορεί να μου πουν ότι κανένας δεν το ρωτάει αυτό. Συμφωνώ. Αλλά εγώ βλέπετε πεθαίνω, μα τον Θεό πεθαίνω, αλλά πριν πεθάνω, νομίζω ότι δικαιούμαι ως συγχωρητέος να έχω την επιθυμία να μάθω τι στο καλό είδος πουλιού ήμουν; Αφού σκέφθηκα καλά και ωραία αυτό το ερώ τημα και χωρίς ωστόσο να έχω καμία ανάγκη να εκφραστώ πολύ πικρά για τον εαυτό μου, όπως κάνουν οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πολύ σίγουροι για την αξιοπρέπεια τους, πρέπει να ομολογήσω ένα πράγμα: Ήμουν ένας τελείως παραπανίσιος άνθρωπος στον κόσμο ή μάλλον ένα τελείως πα ραπανίσιο πουλί. Και αυτό σκοπεύω να το αποδεί ξω αύριο, επειδή σήμερα βήχω σαν γριά προβατί να και η νταντά μου, η Τερέντιεβνα, δεν θα με α φήσει σε ησυχία: «Ξαπλώστε, πατερούλη μου, πιεί τε το τσάι...» Ξέρω γιατί επιμένει, θέλει και αυτή να πιει τσάι. Λοιπόν! Γιατί όχι! Γιατί να μην αφή-
24
25
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
σω τη φτωχή γριούλα να βγάλει τώρα, στα τελευ ταία μου, όλο το δυνατό όφελος απ' τον κύριο της;... Όσο υπάρχει ακόμα καιρός.
Πάλι χειμώνας. Πέφτουν πυκνές νιφάδες χιονιού. Περιττός, περιττός... Ωραία λέξη σκέφτηκα/Ο σο πιο πολύ εμβαθύνω στον εαυτό μου και όσο πιο προσεχτικά εξετάζω όλη την περασμένη μου ςωή, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι για την αυστηρή αλή θεια αυτής της λέξης. Περιττός - ακριβώς. Στους άλλους ανθρώπους αυτή η λέξη δεν ταιριάξει... Υπάρχουν άνθρωποι κακοί, καλοί, γνωστικοί, κου τοί, ωραίοι, άσχημοι" περιττοί όμως... όχι. Δηλα δή προσέξτε με: και χωρίς αυτούς τους ανθρώπους η υφήλιος σίγουρα θα μπορούσε να βρει τον δρό μο της... αλλά η ματαιότητα δεν είναι η βασική τους ιδιότητα ούτε το διακριτικό τους γνώρισμα, ενώ και σ' εσάς, όταν μιλάτε γι' αυτούς, η λέξη «περιττός» δεν είναι η πρώτη που θα σας έρθει στη γλώσσα. Όμως εγώ... για τον εαυτό μου τίποτα
άλλο δεν επιτρέπεται να πω: περιττός - αυτό και μόνο. Άτομο υπεράριθμο - τελεία και παύλα. Όταν έκανα την εμφάνιση μου, η φύση προφανώς δεν τα υπολόγισε καλά και εξαιτίας αυτού ξεμπέρδεψε μαςί μου όπως θα ξεμπέρδευε με έναν αναπάντεχο και απρόσκλητο μουσαφίρη. Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπε για μένα ένας χωρατατςής, μεγάλος λά τρης της πρέφας, ότι δηλαδή η μητέρα μου δεν είχε μαςί μου καλή χαρτωσιά. Μιλάω τώρα για τον ίδιο μου τον εαυτό ήρεμα, χωρίς κανένα χόλιασμα... Παλιά ιστορία! Σε όλη τη διάρκεια της ςωής μου έβρισκα τη θέση μου μονίμως πιασμένη, ίσως και διότι έφαχνα όχι εκεί που έπρεπε. Ήμουν υπερβο λικά δύσπιστος, συνεσταλμένος, ευερέθιστος, όπως όλοι οι άρρωστοι' και εκτός αυτού, πιθανόν λόγω υπερβολικής ευθιξίας ή γενικά εξαιτίας της άτυχης συγκρότησης του χαρακτήρα μου, ανάμεσα στα αισθήματα και στις ιδέες -και ανάμεσα στις εκφράσεις αυτών των συναισθημάτων και των ιδεών- βρισκόταν ένα ανεξήγητο, παράλογο και ακατανίκητο εμπόδιο. Και όταν αποφάσιςα να νι κήσω με τη βία αυτό το εμπόδιο, να σπάσω τον φραγμό, οι κινήσεις μου, η έκφραση του προσώπου
26
27
23 Μαρτίου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μου, όλη μου η ύπαρξη έπαιρνε μια όφη βασανιστι κής έντασης, καθώς όχι μόνο φαινόμουν αλλά και γινόμουν πραγματικά αφύσικος και φυχρός. Αυτό το ένιωθα και βιαζόμουν να κλειστώ στον εαυτό μου. Τότε χτυπούσε μέσα μου ένας περίεργος συνα γερμός. Μελετούσα προσεχτικά τον εαυτό μου στην κάθε του λεπτομέρεια, έκανα σύγκριση με τους άλλους, θυμόμουν ακόμα και τα πιο φευγαλέα βλέμματα, τα χαμόγελα, τις συζητήσεις του κό σμου στις οποίες ήθελα να συμμετέχω, τους σχο λίαζα όλους από την άσχημη πλευρά τους, γελούσα σαρκαστικά για την αξίωση που είχα «να είμαι όπως όλοι» και ξαφνικά μέσα στο γέλιο μου, θλιμ μένος και εξαντλημένος ολόκληρος, έπεφτα σε μια παράλογη μελαγχολία και ύστερα άρχιζα πάλι τα ίδια - με δυο λόγια τριγύριζα σαν τον σκίουρο στη ρόδα. Ολόκληρες μέρες περνούσαν έτσι με την βα σανιστική και άγονη αυτή δουλειά. Και τώρα, λοι πόν, κάντε μου τη χάρη, πέστε μου κι εσείς σε ποιον και σε τι χρειάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος; Γιατί έγινε αυτό μ' εμένα, ποια είναι η αιτία της επίμονης αυτής φασαρίας με τον ίδιο μου τον εαυ τό; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μου το πει;
Θυμάμαι, κάποτε ταξίδευα από τη Μόσχα με την άμαξα. Ο δρόμος ήταν καλός, αλλά ο αμαξάς δίπλα στα τέσσερα άλογα είχε ζέφει και το βοη θητικό. Αυτό το δυστυχισμένο, το πέμπτο και εν τελώς άχρηστο άλογο, δεμένο όπως όπως στο μπροστινό μέρος της άμαξας μ' ένα κοντόχοντρο σχοινί που του έκοβε αλύπητα τον μηρό, του έτρι βε την ουρά, το υποχρέωνε να τρέχει με τον πιο α φύσικο τρόπο και έδινε σε όλο του το σώμα τη μορφή που έχει το κόμμα της στίξης, μου προκα λούσε πάντοτε βαθιά συμπόνια. Είπα στον αμαξά ότι τούτη τη φορά, κατά τη δική μου γνώμη, θα μπορούσε να κάνει και χωρίς το πέμπτο άλογο... Εκείνος δεν μίλησε, μόνο τίναξε τον λαιμό του, χτύπησε με το μαστίγιο το άλογο καμιά δεκαριά φορές πάνω στην ισχνή ράχη του και κάτω από τη φουσκωμένη κοιλιά του και όχι χωρίς ειρωνικό χαμόγελο ξεστόμισε: «Μπερδεύτηκε για τα καλά με το σχοινί! Τι στο διάολο έπαθε;»
28
29
Να που μπερδεύτηκα κι εγώ... Ευτυχώς που ο σταθμός δεν είναι μακριά. Περιττός... Υπόσχομαι στον εαυτό μου να α ποδείξω το δίκαιο της γνώμης μου και θα τηρήσω
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
αυτή την υπόσχεση. Δεν θεωρώ αναγκαίο να ανα φερθώ σε χιλιάδες μικρολεπτομέρειες καθημερι νών περιπτώσεων και συμβάντων, τα οποία ω στόσο στα μάτια κάθε λογικού ανθρώπου θα χρη σίμευαν ως ακαταμάχητες αποδείξεις προς όφε λος μου, δηλαδή προς όφελος της άποφής μου. Κα λύτερα ν' αρχίσω κατ' ευθείαν από μια αρκετά σο βαρή περίπτωση, μετά την οποία πιθανόν δεν θα μείνει καμιά αμφιβολία σχετικά με την ακρίβεια της λέξης περιττός. Το ξαναλέω, δεν σκοπεύω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά και δεν μπορώ να αντιπαρέλθω ένα αρκετά αξιοπερίεργο και εξαιρετικό περιστατικό και πιο συγκεκριμένα, την παράξενη συμπεριφορά των φίλων μου (είχα και εγώ κάπο τε φίλους) κάθε φορά που τους συναντούσα ή και όταν ακόμα περνούσα για λίγο απ' το σπίτι τους. Όλοι τους αισθάνονταν κυριολεκτικώς άβολα. Όταν με συναντούσαν χαμογελούσαν κάπως αφύ σικα, δεν με κοίταξαν στα μάτια ούτε στα πόδια, όπως κάνουν μερικοί, αλλά πιο πολύ στα μάγου λα' μετά μου έσφιγγαν βιαστικά το χέρι και έλε γαν πάλι βιαστικά: «Ε! Γεια σου, Τσουλκατούριν!» (η τύχη με χρέωσε με αυτό το παρατσούκλι) ή «Α,
να κι ο Τσουλκατούριν». Αμέσως παραμέριζαν και έμεναν για λίγο ασάλευτοι, σαν να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν. Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά, διό τι δεν μου λείπει η οξυδέρκεια ούτε το χάρισμα της παρατήρησης και γενικά δεν είμαι κουτός. Και ακόμα, πότε πότε έρχονται στο μυαλό μου σκέφεις αρκετά διασκεδαστικές, όχι τελείως ασυνή θιστες, αλλά επειδή είμαι ένας περιττός άνθρω πος και έχω μέσα μου φερμουάρ, αισθάνομαι ά σχημα να εκφράσω τη σκέφη μου, πόσω μάλλον α φού ξέρω εκ των προτέρων ότι θα την εκφράσω πολύ άσχημα. Αλλες φορές πάλι βλέπω τους άλ λους να μιλούν απλά και ελεύθερα, με τόση γρηγο ράδα... Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, άσχετα με το φερμουάρ μου είχα και εγώ αυτήν τη φαγού ρα να μιλάω αρκετά συχνά, αλλά τις λέξεις τις πρόφερα κανονικά μόνον όταν ήμουν νέος, ενώ στα πιο ώριμα χρόνια μου σχεδόν κάθε φορά τα κατάφερνα να συγκρατώ τον εαυτό μου. Πολλές φορές λέω χαμηλόφωνα: «Να, τώρα καλύτερα να σωπαίνουμε για λίγο». Και ησυχάζω. Για να σω παίνουμε, είμαστε όλοι ικανοί. Ειδικά οι γυναίκες μας, αυτό κάνουν. Μια περήφανη Ρωσίδα κοπέλα
30
3ΐ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
σωπαίνει τόσο δυναμικά, ώστε ακόμα και σε άν θρωπο που είναι προετοιμασμένος, παρόμοιο θέαμα είναι ικανό να του προκαλέσει ελαφριά τρε μούλα και κρύον ιδρώτα. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό, ούτε και να κριτικάρω τους άλλους. Έρχο μαι στην αφήγηση που υποσχέθηκα. Εδώ και λίγα χρόνια, χάρη στη συγκυρία τε λείως ασήμαντων, αλλά πολύ σοβαρών για μένα περιστάσεων, έπρεπε να μείνω έξι περίπου μήνες στην επαρχιακή πόλη Ο... Η πόλη αυτή είναι χτι σμένη πολύ στενόχωρα πάνω σε μια πλαγιά. Εκεί ζουν οχτακόσιοι περίπου κάτοικοι σε μια ασυνή θιστη φτώχεια, μέσα σε μικρά παλιόσπιτα' και Θεέ μου, μη χειρότερα, στον κεντρικό δρόμο που τον λένε λιθόστρωτο ασπρίζουν αραιά και πού κάτι φοβερές πλάκες από τραχύ ασβεστόλιθο, ε ξαιτίας των οποίων ακόμα και τα κάρα παρακάμ πτουν τον δρόμο. Ακριβώς στο κέντρο της απί στευτα ακατάστατης πλατείας ανυψώνεται ένα μικροσκοπικό κιτρινωπό οικοδόμημα με σκοτει νές τρύπες, μέσα στις οποίες κάθονται άνθρωποι με μεγάλες τραγιάσκες και προσποιούνται ότι κάνουν δήθεν εμπόριο. Απ' το οικοδόμημα αυτό,
λοιπόν, προεξέχει ένα ασυνήθιστα φηλό παρδαλό κονταρόξυλο και δίπλα σε τούτο, για την τάξη και κατ' εντολή του προϊσταμένου, φυλάσσεται το φορτίο του κιτρινωπού σανού και περπατάει μια κότα που ανήκει στο δημόσιο. Με δυο λέξεις, στην πόλη Ο... μένεις όπου θέλεις. Τις πρώτες μέρες εκεί, παρά λίγο να τρελαθώ απ' την πλήξη. Πρέπει να πω για τον εαυτό μου ότι μόλο που είμαι ένας άνθρωπος περιττός, δεν είναι ουσιαστικά από δική μου επιθυμία. Ο ίδιος είμαι άρρωστος, αλλά όμως ό,τι είναι άρρωστο δεν μπορώ να το υποφέ ρω... Από την ευτυχία θα έλεγα ότι δεν απέχω πο λύ, προσπάθησα να την πλησιάσω και απ' τα δεξιά και από τ' αριστερά... Γι' αυτό δεν αποτελεί έκ πληξη που μπορώ κι εγώ να πλήττω όπως κάθε άλλος θνητός. Στην πόλη Ο... βρισκόμουν για υπη ρεσιακούς λόγους...
32
33
Η Τερεντιέβνα έχει ορκιστεί κατηγορηματικά να με ξεθεώσει. Να ένα δείγμα της συνομιλίας μας: Τ ε ρ ε ν τ ι έ β ν α : Ααχ, πατερούλη μου! Τι είναι όλ' αυτά που γράφετε; Σας κάνει κακό να τα γράφετε. Εγω: Ναι, είναι πληκτικά, Τερεντιέβνα!
3 Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
Πιείτε το τσάι σας και ξαπλώστε. Να δώσει ο Θεός να θολώσετε, να σας πάρει ο ύπνος. Era: Μα δεν θέλω να κοιμηθώ. Αυτη:
Α υ τ η : Αχ, πατερούλη μου! Τι πάθατε; Ο Κύριος μαζί σας! Ξαπλώστε λοιπόν, ξαπλώστε, θα είναι πιο καλά.
Εγω: Και να ξαπλώσω και να μην ξαπλώσω, πάλι θα πεθάνω, Τερεντιέβνα! Α υ τ η : Θεός φυλάξοι, Κύριε ελέησον... Λοιπόν, θέλετε λίγο τσάι;
Εγω: Δεν θα ζήσω ούτε μια βδομάδα, Τερεντιέβ να! Α υ τ η : Κουταμάρες, πατερούλη! Τι είναι αυτά που λέτε;... Πάω τώρα να βάλω το σαμοβάρι. Ω, γερασμένο, κιτρινιάρικο, φαφούτικο πλά σμα! Για σένα, εγώ δεν είμαι στ' αλήθεια άνθρω πος!
24 Μαρτίου. Φοβερή παγωνιά. Την ίδια ημέρα της άφιξης μου στην πόλη Ο... οι υπηρεσιακές δουλειές που ανέφερα πιο πάνω με 34
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
υποχρέωσαν να επισκεφθώ κάποιον Οζιόγκιν, Κύ ριλλο Ματθέιτς, έναν από τους κυριότερους δημο σίους υπαλλήλους της περιφέρειας. Αλλά γνωρί στηκα μαζί του ή, όπως λένε, τον πλησίασα ύστε ρα από δύο εβδομάδες. Το σπίτι του βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο και ξεχωρίζει απ' όλα τ' άλλα για το ύφος του, τη βαμμένη σκεπή του και από δυο λιοντάρια στην είσοδο του, εκείνης της ασυ νήθιστης ράτσας που κάπου κάπου μοιάζουν με κακομούτσουνα σκυλιά σαν αυτά της Μόσχας. Και μόνο απ' τα λιοντάρια θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Οζιόγκιν είναι ένας άνθρωπος εύπορος. Και πραγματικά, είχε στη δούλεφή του τετρακόσιους περίπου αγρότες. Στο σπίτι του δε χόταν όλη την αφρόκρεμα της κοινωνίας στην πόλη Ο... και φημιζόταν για τη φιλοξενία του. Στο σπίτι του ερχόταν και ο δήμαρχος με το ντρόζκι1 και τα δυο πυρρόξανθα άλογα, ασυνήθιστα βαρύς και ογκώδης, σαν να ήταν τυλιγμένος με πολλές κουβέρτες. Έρχονταν και άλλοι υπάλληλοι. Ένας δικηγόρος, πλάσμα κιτρινωπό και μοχθηρό, ένας ι. ντρόξκι: ελαφριά τετράτροχη επιβατική άμαξα. 35
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
χωρατατζής χωρομέτρης γερμανικής καταγωγής με χαρακτηριστικά ταταρικά, ένας αξιωματικός συγκοινωνιών, στοργική φυχή, τραγουδιστής, αλ λά και κουτσομπόλης, ο πρώην ηγέτης της περιφέ ρειας, ένας κύριος με κόκκινα μαλλιά, με χτυπητό προστήθιο πουκαμίσου, παντελόνια εφαρμοστά και με υπερβολικά ευγενική έκφραση προσώπου, η οποία είναι τόσο χαρακτηριστική στους ανθρώ πους που έχουν υπάρξει υπόδικοι. Έρχονταν επί σης και δυο τσιφλικάδες, φίλοι αχώριστοι, όχι πια νέοι, μάλιστα και καχεκτικοί, από τους οποίους ο μικρότερος εξουθένωνε συνεχώς τον μεγαλύτερο και του βούλωνε το στόμα με την ίδια πάντοτε παρατήρηση: «Λοιπόν αρκετά, Σεργκέι Σεργκέιτς, λάθος κάνετε. Τη λέξη πρόμπκα την γράφετε με μπ. Ναι, κύριοι», συνέχιζε με όλη τη θέρμη της πε ποίθησης του, απευθυνόμενος στους παρόντες, «ο Σεργκέι Σεργκέιτς γράφει όχι πρόμπκα, αλλά μπρόμπκα». Και όλοι οι παρόντες γελούσαν, μόλο που πιθανόν κανένας τους δεν ξεχώριζε για κά ποια ιδιαίτερη ικανότητα στην ορθογραφία. Και ο δύστυχος Σεργκέι Σεργκέιτς σώπαινε και μ' ένα σβησμένο χαμόγελο έσκυβε το κεφάλι. Αλλά ξε-
χνάω ότι η ώρα περνάει και εγώ επιδίδομαι σε λε πτομέρειες. Λοιπόν, χωρίς περιττά λόγια, ο Οζιόγκιν ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη, την Ελιζαμπέτα Κυρίλλοβνα και εγώ αυτή την κόρη την ερωτεύθηκα. Ο ίδιος ο Οζιόγκιν ήταν ένας άνθρωπος με τρίων δυνατοτήτων, ούτε κακός ούτε καλός, η δε γυναίκα του έχανε τον ρυθμό της μπροστά ακόμα και σ' ένα αδύναμο κοτόπουλο. Η κόρη τους όμως δεν έμοιαζε στους γονείς της. Ήταν ομορφούτσικη, με ζωηρό .πνεύμα και μειλίχιο χαρακτήρα. Τα γκρίζα, φωτεινά μάτια της κοίταζαν καλόφυχα και ολόισια κάτω από τα παιδικά ανασηκωμένα φρύδια της. Ήταν σχεδόν πάντοτε χαμογελαστή και επίσης γελούσε αρκετά συχνά. Η δροσερή φω νή της ηχούσε πολύ όμορφα. Οι κινήσεις της ήσαν ελεύθερες, γρήγορες και κοκκίνιζε χαρούμενα. Ντυνόταν όχι υπερβολικά κομφά. Της πήγαιναν μόνο τα απλά φορέματα. Εγώ γενικά δεν έκανα α μέσως γνωριμίες' και αν με κάποιον αισθανόμουν άνετα απ' την πρώτη φορά -κάτι εξάλλου που σχε δόν ποτέ δεν γινόταν- ομολογώ ότι θα ήταν σί γουρα προς όφελος της νέας γνωριμίας. Με τις γυ-
36
37
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
τ ό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ναίκες δεν ήξερα καθόλου πώς να συμπεριφερθώ και μπροστά τους ή κατσούφιαζα παίρνοντας ύ φος αγριωπό ή έδειχνα τα δόντια με έναν βλακώ δη τρόπο και από την αμηχανία μου στριφογύριζα τη γλώσσα μου στο στόμα. Με την Ελισαβέτα Κυρίλλοβνα, αντιθέτως, ένιωσα από την πρώτη στιγ μή σαν στο σπίτι μου. Να πώς έγινε αυτό. Μια φο ρά, έρχομαι στον Οζιόγκιν κάποια ώρα προ του φαγητού και ρωτάω: «Είναι μέσα;» Μου απαντούν: «Μέσα, ντύνονται, παρακαλώ περάστε στο σαλό νι». Προχωρώ στο σαλόνι. Κοιτάζω προς το παρά θυρο όπου στέκεται μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος μου, έχοντας στα χέρια της ένα κλουβί. Εγώ, ως συνή θως, λιγάκι σκέβρωσα. Αλλά εντάξει, μόνο που από ευγένεια ξερόβηξα. Εκείνη γύρισε γρήγορα, μα τόσο γρήγορα που οι μπούκλες της χτύπησαν στο πρόσωπο της, με είδε, υποκλίθηκε και μού έ δειξε χαμογελώντας ένα κιβώτιο γεμάτο ως τη μέση με σπόρους. «Σας πειράζει;» Εγώ, εννοείται και όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, έ κλινα πρώτα το κεφάλι και ταυτόχρονα λύγισα γρήγορα και ίσιωσα τα γόνατα (σαν να με χτυπη
σε κάποιος από πίσω στους τένοντες), κάτι που ως γνωστόν είναι ένδειξη άριστης ανατροφής και άνεσης στους τρόπους. Ύστερα χαμογέλασα, σή κωσα το χέρι και προσεχτικά και όμορφα έκανα με αυτό δυο φορές μια περιστροφική κίνηση στον αέρα. Η κοπέλα αμέσως γύρισε την πλάτη της, έβγαλε απ' το κλουβί μια σανιδούλα, άρχισε να ξύνει δυνατά την επιφάνεια της μ' ένα μαχαίρι και ξαφνικά, χωρίς ν' αλλάξει θέση, είπε τις ακόλου θες λέξεις: «Αυτό είναι το γεράκι του πατέρα... Σας αρέσουν τα γεράκια;» - «Προτιμώ τα καναρί νια», απάντησα εγώ, όχι χωρίς κάποια ένταση. «Κι εγώ επίσης αγαπώ τα καναρίνια, μα κοιτάξτε το πόσο ωραίο είναι. Κοιτάξτε, δεν φοβάται. (Εγώ απορούσα που ο ίδιος δεν φοβόμουν.) Ελάτε κο ντά. Το λένε Πόπκα». Πλησίασα και έσκυψα. «Στ' αλήθεια, δεν είναι πολύ χαριτωμένο;» Γύρισε προς το μέρος μου το πρόσωπο της, αλλά στεκόμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που αναγκάστηκε να γείρει λίγο πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει με τα φωτεινά ματάκια της. Την κοίταξα κι εγώ' ολόκληρο το νεανικό, σαν τριαντάφυλλο πρόσωπο της, τόσο χαμογελαστό που απ' την ευχαρίστηση 39
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω κι εγώ το χαμό γελο μου. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο κύριος Οζιόγκιν. Αμέσως τον πλησίασα και άρχισα να του μιλάω ελευθέρα, μη ξέροντας κι ο ίδιος πώς έμεινα να γευματίσω και τελικά παρέμεινα όλη τη βραδιά. Την άλλη μέρα ο υπηρέτης του Οζιόγκιν, ξερακιανός και κοντόφθαλμος, καθώς μου έβγαζε τη χλαίνη, μου χαμογέλασε σαν να ήμουν φίλος του σπιτιού. Να βρω ένα άσυλο, να χτίσω έστω μια πρόχει ρη φωλιά, να μάθω τις καθημερινές χαρές, τις σχέσεις και τις συνήθειες, τούτη την ευτυχία εγώ, ο περιττός άνθρωπος δίχως οικογενειακές ανα μνήσεις, μέχρι τώρα δεν την έχω δοκιμάσει. Αν κάτι μέσα μου, έστω και οτιδήποτε, μου θύμιζε λουλούδι και αν η σύγκριση δεν ήταν τόσο χτυπη τή, θα έλεγα σίγουρα ότι από εκείνη την ημέρα έ λαμψε η φυχή μου. Όλα μέσα μου και τριγύρω μου άλλαξαν στη στιγμή! Όλη μου η ζωή φωτίστηκε με αγάπη, κυριολεκτικά όλη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, σαν ένα σκοτεινό, παρατημένο δω μάτιο στο οποίο έφεραν ένα αναμμένο κερί. Ξά πλωνα να κοιμηθώ, σηκωνόμουν, ντυνόμουν, έ-
τρωγα πρωινό, κάπνιζα το τσιμπούκι, όλα διαφο ρετικά από πρώτα" και ακόμα αναπηδούσα στον δρόμο, μα την αλήθεια, λες και στις πλάτες μου είχαν ξαφνικά φυτρώσει φτερά. Θυμάμαι, ούτε ένα λεπτό δεν βρέθηκα σε αβεβαιότητα ως προς το αίσθημα που μου ενέπνευσε η Ελισαβέτα Κυρίλλοβνα- την αγάπησα με πάθος από την πρώτη μέρα και από την πρώτη κιόλας μέρα ήξερα ότι ερωτεύθηκα. Την έβλεπα κάθε μέρα επί τρεις ε βδομάδες. Αυτές οι εβδομάδες ήσαν η πιο ευτυχι σμένη περίοδος της ζωής μου, αλλά η ανάμνηση τους μου φέρνει κατάθλιψη. Δεν γίνεται να σκέ πτομαι μόνον αυτές, διότι άθελα μου παρουσιά ζεται και ό,τι επακολούθησε και μια φαρμακερή θλίψη κυριεύει αργά αργά ως το μεδούλι την συ γκινημένη μου τώρα καρδιά.
40
4ΐ
Όταν ο άνθρωπος είναι καλά, το μυαλό του -ό πως είναι γνωστό- εργάζεται πολύ λίγο/Ενα ήρε μο και ευχάριστο αίσθημα, ένα αίσθημα ικανο ποίησης διαποτίζει όλη την ύπαρξη του και τον κατακυριεύει και η συνείδηση της προσωπικότη τας του εξαφανίζεται. Ευδαιμονεί, όπως λένε οι κακοαναθρεμμένοι ποιητές. Και όταν τελικά πα-
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ρέρχεται αυτή η «μαγεία», ο άνθρωπος πότε πότε αγανακτεί και λυπάται που μέσα στην ευτυχία του έδινε τόσο λίγη προσοχή στον ίδιο του τον εαυτό, που δεν συλλογιόταν, δεν αναπολούσε, δεν συνέχιζε διπλά τις απολαύσεις του... σαν τον πα νευτυχή άνθρωπο, όταν μάλιστα αξίζει να συλλο γιστεί για τα αισθήματα του! Ευτυχισμένος άν θρωπος - ούτε μύγα στο σπαθί του. Γι' αυτό και ε γώ, όταν θυμάμαι αυτές τις τρεις εβδομάδες, εί ναι σχεδόν αδύνατον να κρατήσω στο μυαλό την ακριβή, την συγκεκριμένη εντύπωση, πόσω μάλ λον που στη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου τί ποτα το ιδιαίτερα υπέροχο δεν έγινε μεταξύ μας... Αυτές οι είκοσι μέρες είναι για μένα κάτι το ζε στό, νεανικό και εύοσμο, μια φωτεινή περίοδος στην γκρίζα και ανιαρή ζωή μου. Η μνήμη μου γί νεται ξαφνικά αδυσώπητα πιστή και καθαρή μό νον από τη στιγμή που -μιλώντας με τις λέξεις εκείνων των κακοαναθρεμμένων συγγραφέωνέπεσαν επάνω μου τα χτυπήματα της μοίρας. Ναι, αυτές οι τρεις εβδομάδες... Εξάλλου, όχι ότι δεν άφησαν μέσα μου καμιά εικόνα. Μερικές φορές, όταν συμβαίνει να σκέπτομαι για πολλή
ώρα εκείνη την εποχή, διάφορες αναμνήσεις ξάφ νου αναδύονται απ' το σκοτάδι του παρελθόντος και εμφανίζονται απρόσμενα σαν αστέρια στον βραδινό ουρανό για να συναντηθούν με ένα έντο νο, προσηλωμένο βλέμμα. Μου έμεινε ιδιαίτερα στη μνήμη ένας περίπατος σ' ένα μικρό δασάκι στην άκρη της πόλης. Ήμασταν τέσσερα άτομα: η γριά Οζιόγκινα, η Λίζα, εγώ και κάποιος Μπιζμιόνκωφ, χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος στην πόλη Ο..., ένας ξανθός, καλοσυνάτος και ήσυχος άνθρωπος. Θα χρειαστεί να σας πω περισ σότερα γι' αυτόν. Ο ίδιος ο Οζιόγκιν είχε μείνει στο σπίτι, επειδή απ' τον πολύ ύπνο πονούσε το κεφάλι του. Η μέρα ήταν θαυμάσια, ζεστή και ή συχη. Πρέπει να σημειώσω ότι τα ψυχαγωγικά πάρκα και οι κοινωνικοί περίπατοι δεν συγκινούν και τόσο τον Ρώσο. Στις πρωτεύουσες των νομών, στα επονομαζόμενα δημόσια πάρκα, ποτέ δεν θα συναντήσετε φυχή• το πολύ πολύ καμιά γριά να κάθεται αναστενάζοντας σε κάποιο φημένο απ' τον ήλιο πράσινο παγκάκι, κοντά σε ένα αρρωστη μένο δεντράκι - και αυτό, αν κοντά στην αυλό πορτα δεν υπάρχει καμιά λιγδιασμένη σανίδα. Αν
42
43
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
όμως στα περίχωρα υπάρχει κανένα δροσερό δα σύλλιο με σημύδες, οι έμποροι και μερικές φορές οι δημόσιοι υπάλληλοι πηγαίνουν εκεί ευχάριστα τις Κυριακές και τις γιορτινές μέρες με τα σαμοβάρια, τις πίτες και τα καρπούζια, βάζουν όλη αυτή την ευλογία κάτω στο σκονισμένο χορτάρι ακριβώς δίπλα στον δρόμο, κάθονται γύρω γύρω και τρώνε πίνοντας τσάι με όρεξη μέχρι να σκο τεινιάσει. Ένα τέτοιο ακριβώς δασύλλιο υπήρχε τότε σε απόσταση δύο βερστιών από την πόλη Ο... Φθάσαμε εκεί μετά το γεύμα, ήπιαμε ως συνήθως τσάι και ύστερα ξεκινήσαμε και οι τέσσερις να περπατήσουμε στο αλσύλλιο. Ο Μπιζμιόνκωφ πή ρε απ' το μπράτσο την γριά Οζιόγκινα και εγώ την Λίζα. Η μέρα τώρα έγερνε προς το βράδυ. Βρισκό μουν τότε στο αποκορύφωμα της πρώτης αγάπης (δεν είχαν περάσει περισσότερο από δύο εβδο μάδες από τότε που είχαμε γνωριστεί), βρισκό μουν σε μια κατάσταση πάθους και προσεχτικής λατρείας, όταν όλη η φυχή αγνά και άθελα ιχνη λατεί την κάθε κίνηση του αγαπημένου πλάσμα τος, όταν δεν μπορείς να χορτάσεις την παρουσία του, να ακούσεις τη φωνή του, όταν χαμογελάς 44
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
κοιτάζοντας σαν μικρό άρρωστο παιδάκι που έγι νε καλά" αν είσαι λίγο έμπειρος, με την πρώτη μα τιά και από εκατό βήματα απόσταση πρέπει να ξέρεις αυτό που σου συμβαίνει. Μέχρι εκείνη τη μέρα ούτε μια φορά δεν είχε τύχει να πιάσω τη Λίζα από το μπράτσο. Περπατούσαμε μαζί πλάι πλάι, προχωρώντας ήσυχα στο πράσινο χορτάρι. Ελαφρό αεράκι φτερούγιζε κυριολεκτικά γύρω μας, ανάμεσα στους άσπρους κορμούς των σημύ δων, ρίχνοντας στο πρόσωπο μου την κορδέλα του καπέλου της. Εγώ την παρακολουθούσα επίμονα, ώσπου τελικά και συναινετικά γύριζε προς το μέ ρος μου και γελούσαμε κι οι δυο μας. Τα πουλιά τιτίβιζαν χαρούμενα από πάνω μας και ο γαλανός ουρανός φώτιζε χαϊδευτικά τη λιγοστή φυλλωσιά. Το μυαλό μου θόλωνε απ' το πλεόνασμα της ευχα ρίστησης. Εδώ σπεύδω να παρατηρήσω ότι η Λίζα δεν ήταν καθόλου ερωτευμένη μαζί μου. Της άρε σα και γενικά κανέναν δεν απέφευγε, αλλά δεν ήμουν εγώ εκείνος που θα άγγιζε την παιδική της ηρεμία. Προχωρούσε κρατώντας με αγκαζέ, σαν να ήμουν ο αδελφός της. Ήταν τότε δεκαεπτά χρονών... Και στο μεταξύ το ίδιο αυτό βραδινό, 45
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μπροστά μου άρχισε μέσα της εκείνος ο εσωτερι κός και ήσυχος αναβρασμός που προηγείται της μεταλλαγής ενός παιδιού σε γυναίκα... Ήμουν μάρτυρας αυτής της μεταλλαγής όλης της ύπαρ ξης, αυτής της αθώας αμηχανίας και της ανήσυχης περισυλλογής. Πρώτος εγώ παρατήρησα αυτή την απότομη απαλότητα της ματιάς, την χτυπητή α πιστία της φωνής — και ω ανόητε, ω περιττέ άν θρωπε... για μιαν ολόκληρη εβδομάδα δεν ντράπη κα να κάνω την υπόθεση ότι εγώ, εγώ ο ίδιος ή μουν η αιτία αυτής της μεταλλαγής! Να πώς έγινε. Περπατούσαμε αρκετή ώρα μέχρι το βραδάκι και μιλούσαμε πότε πότε. Εγώ ήμουν σιωπηλός όπως όλοι οι άπειροι ερωτευμένοι και εκείνη δεν είχε ίσως τι να μου πει, αλλά συλλογισμένη κου νούσε κάπως ιδιαίτερα το κεφάλι της δαγκώνο ντας στοχαστικά ένα κομμένο φυλλαράκι. Μερι κές φορές πήγαινε μπροστά τόσο αποφασιστικά... και ύστερα ξαφνικά σταματούσε, με περίμενε και κοίταξε τριγύρω με ανασηκωμένα τα φρύδια της και με ένα ελαφρά ειρωνικό και αφηρημένο χαμό γελο. Την προηγούμενη μέρα διαβάζαμε και οι δυο
μαζί τον «Αιχμάλωτο του Καυκάσου»1. Με τι α πληστία με άκουγε στηρίζοντας το πρόσωπο της στα δυο της χέρια και ακουμπώντας με το στήθος στο τραπέζι! Άρχισα να της μιλάω τώρα για την χθεσινή μας ανάγνωση. Εκείνη κοκκίνισε, με ρώ τησε αν έδωσα πριν ξεκινήσουμε στο πουλάκι κανναβούρι, μετά έπιασε να τραγουδάει δυνατά κά ποιο τραγουδάκι και ξαφνικά σώπασε. Το δασύλ λιο από την μια πλευρά του προς την άκρη ήταν αρκετά ψηλό και κατέληγε σ' έναν απότομο γκρε μό. Κάτω κυλούσε ένα ελικοειδές ποταμάκι και πέρα από αυτό στον απέραντο χώρο απλώνονταν ατελείωτα λειβάδια, πότε αναδύοντας ελαφρά μιαν αχλύ σαν κύματα, πότε σαν ένα φαρδύ στρω μένο τραπεζομάντηλο που το διέκοπταν εδώ και εκεί χαράδρες. Εγώ και η Λίζα βγήκαμε πρώτοι στην άκρη του δασυλλίου. Ο Μπιζμιόνκωφ είχε μείνει πίσω με τη γριά. Βγήκαμε, κοντοσταθήκα με και άθελα μας μισοκλείσαμε και οι δυο τα μά τια. Ακριβώς απέναντι μας, στη μέση μιας πυρα-
6
47
4
ι. Πρόκειται για το γνωστό διήγημα του Λέοντα Τολστόι. (Στ.ε.)
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
κτώμενης καταχνιάς, έδυε ένας πορφυρός τερά στιος ήλιος. Ο μισός ουρανός καιγόταν παίρνο ντας κόκκινο χρώμα και οι κόκκινες αχτίδες χτυ πούσαν περνώντας πάνω απ' τα λειβάδια, ρίχνο ντας μια ροδοκόκκινη αντιφεγγιά ακόμα και στην σκιερή πλευρά των φαραγγιών και έπεφταν σαν πύρινο μολύβι στο ποταμάκι, στα σημεία όπου αυτό δεν κρυβόταν πίσω από τους κρεμαστούς θά μνους, και μετά ακουμπούσαν κυριολεκτικά στο στήθος του γκρεμού και του δασυλλίου. Στεκόμα σταν περιλουσμένοι μέσα σ' ένα φλογερό μεγα λείο. Δεν είμαι σε θέση να μεταδώσω όλη τη φο βερή μεγαλοπρέπεια αυτής της εικόνας. Λένε ότι σ' έναν τυφλό το κόκκινο χρώμα φαντάξει σαν ήχος σάλπιγγας. Δεν ξέρω κατά πόσο η σύγκριση είναι σωστή, αλλά στ' αλήθεια ήταν ένα κάλεσμα σε αυτό το φλεγόμενο χρυσάφι τού αέρα μες στο λυκόφως του δειλινού, με την βαθυκόκκινη λάμφη του ουρανού και της γης. Φώναξα απ' τον ενθου σιασμό μου και αμέσως γύρισα προς τη Λίξα. Εκείνη κοίταξε κατευθείαν στον ήλιο. Θυμάμαι τη λάμφη του ν' αντανακλά σαν δυο μικρές φωτεινές κηλίδες στα μάτια της. Ήταν κατάπληκτη και βα-
θιά συγκινημένη. Στην δική μου έξαρση δεν απα ντούσε και για πολλή ώρα έμενε ακίνητη με σκυ φτό το κεφάλι... Εγώ άπλωσα το χέρι μου και εκεί νη γύρισε απ' την άλλη μεριά και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Την κοίταξα με μια κρυφή, σχεδόν χαρούμενη απορία... Η φωνή του Μπιξμιόνκωφ ακούστηκε δυο βήματα πιο πέρα. Η Λίξα σκούπι σε γρήγορα τα δάκρυα και μ' ένα δειλό χαμόγελο κοίταξε προς το μέρος μου. Η γριά βγήκε απ' το δασύλλιο ακουμπώντας στο χέρι του ξανθού συ νοδού της. Με τη σειρά τους και οι δύο θαύμασαν τη θέα. Η γριά ρώτησε κάτι την Λίξα και θυμάμαι πως άθελα μου ταράχτηκα όταν σε απάντηση της αντήχησε σαν ραγισμένο γυαλί η σπασμένη φωνούλα της κόρης της. Στο μεταξύ ο ήλιος βασίλε ψε, το λυκόφως άρχισε να σβήνει. Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα πάλι την Λίξα απ' το χέρι. Στο αλσύλλιο ακόμα έφεγγε και μπορούσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά της. Ήταν ανήσυχη και δεν σήκω νε τα μάτια. Το ροδοκόκκινο χρώμα, διάχυτο σε όλο το πρόσωπο της δεν χανόταν, λες και η Λίξα στεκόταν ακόμα στις αχτίδες του ήλιου που έ δυε... Το χέρι της μόλις που έπιανε το δικό μου.
8
49
4
4 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
αν9ρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά, τό σο δυνατά χτυπούσε μέσα μου η καρδιά. Μακριά, μέσα απ' τα δέντρα ξεπρόβαλλε η άμαξα. Ο αμα ξάς ερχόταν να μας συναντήσει πάνω στην αφρά τη άμμο του δρόμου. «Λισαβέτα Κυρίλλοβνα», είπα εγώ, τελικά, «για τί κλαίγατε;» «Δεν ξέρω», ήταν ο δικός της αντίλογος, ύστε ρα από μια μικρή σιωπή" με κοίταξε με τα ήρεμα• μάτια της, υγρά ακόμα απ' τα δάκρυα -το βλέμμα της ήταν τώρα διαφορετικό- και μετά πάλι ακο λούθησε σιωπή. «Βλέπω ότι σας αρέσει η φύση...» συνέχισα ε γώ. Δεν ήταν καθόλου αυτό που ήθελα να πω και αυτή την τελευταία φράση η γλώσσα μου μόλις που την φέλλισε μέχρι το τέλος. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Δεν μπορούσα πια να προφέρω τις λέ ξεις... περίμενα κάτι... όχι ομολογία -προς Θεού!περίμενα ένα βλέμμα ευπιστίας, μια ερώτηση... Αλλά η Λίζα κοίταξε κάτω και σώπαινε. Ξαναείπα άλλη μια φορά με μισή φωνή: «Γιατί;» Και απάντη ση δεν πήρα. Εκείνη, το έβλεπα, δεν ένιωθε άνετα, σχεδόν ντρεπόταν.
Έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας καθόμασταν ήδη στην άμαξα και πλησιάζαμε στην πόλη, με τ' άλογα να τρέχουν σε ρυθμικό τροχασμό. Περνού σαμε γρήγορα μέσα απ' τον δροσερό αέρα του δει λινού. Εγώ άρχισα ξαφνικά την κουβέντα, απευθύ νοντας χωρίς σταματημό τα λόγια μου τη μια φορά στον Μπιζμιόνκωφ, την άλλη στην Οζιόγκινα, δίχως να κοιτάζω την Λίζα, αλλά μπορούσα να παρατηρήσω ότι από τη γωνία της άμαξας το βλέμμα της ούτε μια φορά δεν σταματούσε σ' εμέ να. Στο σπίτι όλο ανασκιρτούσε, όμως δεν ήθελε να διαβάσει μαζί μου και γρήγορα πήγε να κοιμη θεί. Η απότομη αλλαγή, εκείνη για την οποία έλε γα, είχε γίνει. Σταμάτησε να είναι κοριτσάκι και επίσης άρχισε να περιμένει... όπως εγώ... για κά τι... Δεν περίμενε για πολύ.
50
Όμως εγώ το ίδιο εκείνο βράδυ γύρισα στο διαμέρισμα μου καταγοητευμένος. Το ανήσυχο προαίσθημα ή υποψία που είχε γεννηθεί μέσα μου, εξαφανίστηκε. Την αιφνίδια προσποίηση στη συ μπεριφορά της Λίζας απέναντι μου την λογάρια ζα κοριτσίστικη ντροπαλότητα, ατολμία... Μήπως δεν είχα διαβάσει χίλιες φορές σε πολλά λογοτε5ΐ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
χνικά έργα ότι η πρώτη εμφάνιση της αγάπης ανη συχεί και φοβίξει μια κοπέλα; Αισθανόμουν αρκε τά ευτυχισμένος και κατέστρωνα ήδη στο μυαλό μου διάφορα σχέδια... Αν κάποιος μου έλεγε τότε στο αυτί: «Δεν λες την αλήθεια, αγαπητέ μου! Δεν είναι καθόλου αυ τό που σε περιμένει, αδελφάκι μου. Αυτό που σε περιμένει είναι να πεθάνεις μόνος μέσα σ' ένα άθλιο παλιόσπιτο, κάτω απ' την ανυπόφορη γκρί νια μιας γριάς χωριάτισσας, η οποία περιμένει πότε θα πεθάνεις για να πουλήσει πάμφθηνα τις μπότες σου...» Μάλιστα, τότε άθελα σου θα πεις μαςί με κά ποιον Ρώσο φιλόσοφο: «Πώς γίνεται να μάθεις αυτό που δεν ξέρεις;» Αύριο η συνέχεια.
Ξαναδιάβασα αυτά που έγραφα χθες και λίγο έλει ψε να σκίσω όλο το τετράδιο. Μου φαίνεται ότι μακρηγορώ και τα λέω πολύ μελίρρυτα. Ωστόσο,
επειδή οι άλλες αναμνήσεις μου εκείνου του καιρού δεν παρουσιάζουν τίποτα το ευχάριστο, πέρα από εκείνη την μοναδική ευχαρίστηση, την οποία είχε στον νου του ο Λέρμοντωφ όταν έλεγε ότι είναι ευχάριστο και οδυνηρό ν' αγγίξεις το έλκος μιας παλιάς πληγής, γιατί λοιπόν κι εγώ να μην ικανο ποιήσω τον εαυτό μου; Αλλά είναι ανάγκη να ξέ ρεις και το μέτρο. Γι' αυτό και συνεχίζω χωρίς τρυφερότητες. Στη διάρκεια μιας ολόκληρης εβδομάδας με τά τους περιπάτους στην εξοχή, η θέση μου στην ουσία ούτε τόσο δα δεν καλυτέρεψε, μόλο που η αλλαγή στη Λίξα γινόταν αισθητή μέρα με τη μέρα. Εγώ, όπως έχω ήδη πει, ερμήνευα αυτή την αλλαγή ως ευνοϊκή για μένα... Η δυστυχία των μοναχικών και διστακτικών ανθρώπων —από εγωισμό διστακτικών- συνίσταται συγκεκριμέ να στο ότι ενώ έχουν μάτια ακόμα και ορθάνοι χτα, τίποτα δεν βλέπουν ή τα βλέπουν όλα σ' έναν ψεύτικο κόσμο σαν μέσα από βαμμένα γυα λιά. Οι ίδιες τους οι προσωπικές σκέψεις και πα ρατηρήσεις είναι εμπόδιο σε κάθε τους βήμα. Στην αρχή της γνωριμίας μας, η Λίζα απευθυνό-
52
53
25 Μαρτίου. Μια λευκή χειμωνιάτικη
μέρα.
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ταν σ' εμένα ευκολόπιστα κι ελεύθερα, σαν παι δί. Ίσως ακόμα στη διάθεση της απέναντι μου να υπήρχε κάτι περισσότερο από μια απλή, παιδική προσήλωση... Αλλά όταν έγινε μέσα της εκείνη η παράξενη, σχεδόν αιφνίδια αλλαγή, ύστερα από μια σύντομη περίοδο αμηχανίας αισθανόταν τον εαυτό της συνεσταλμένο μπροστά στην δική μου παρουσία. Άθελα της έστρεφε μακριά από μένα το πρόσωπο της και ταυτόχρονα μελαγχολούσε συλ λογισμένη... Περίμενε... τι; Η ίδια δεν ήξερε... αλλά εγώ... εγώ, όπως έχω ήδη πει, χαιρόμουν με αυτή την αλλαγή... Εγώ, μα τον Θεό, παρά λίγο να κοκκαλώσω -όπως λένε- από ενθουσιασμό. Άλλω στε είμαι έτοιμος να συμφωνήσω ότι και άλλος στη θέση μου θα μπορούσε να ξεγελαστεί... Και ποιος δεν έχει εγωισμό; Βέβαια όλα αυτά ξεκαθά ρισαν μέσα μου μόνον με την πάροδο του χρόνου, όταν έπρεπε πια να κατεβάσω τα δικά μου αδύνα μα φτερά.
κούσαν χρόνια και χρόνια. Και ποιος είπε ότι και η ίδια η αλήθεια είναι πραγματική; Το φέμα είναι τόσο ανθεκτικό όσο και η αλήθεια, αν όχι περισ σότερο. Θυμάμαι καλά ότι ακόμα και την τρέ χουσα εβδομάδα αραιά και πού σάλευε μέσα μου ένα σκουλήκι... αλλά ο φιλαράκος μας, άνθρωπος μοναχικός -πάλι θα το πω- είναι τόσο ανίκανος να καταλάβει αυτό που του συμβαίνει, όσο και αυτό που γίνεται μπροστά στα μάτια του. Και ε πιπλέον, μήπως η αγάπη είναι φυσικό συναίσθη μα; Μήπως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου το ν' αγαπάει; Η αγάπη είναι αρρώστια και για την αρρώστια γραπτός νόμος δεν υπάρχει. Ας υποθέσουμε ότι η καρδιά μου κάποτε σφιγγό ταν άσχημα και όλα μέσα μου γύριζαν άνω κάτω. Πώς θέλατε να ξέρω αν όλα είναι ή δεν είναι εντά ξει, ποια είναι η αιτία, ποια η σημασία της κάθε αίσθησης ξεχωριστά;
Η παρεξήγηση που προέκυφε με την Λίξα συνε χιζόταν μια ολόκληρη εβδομάδα και εδώ δεν υ πάρχει τίποτα το αξιοπερίεργο. Τυχαίνει να έχω παραστεί μάρτυρας παρεξηγήσεων, οι οποίες διαρ-
Αλλά όπως και να 'χει το πράγμα, όλες αυτές οι παρεξηγήσεις, τα προαισθήματα και οι ελπίδες βρήκαν τη λύση τους ως εξής: Κάποιο πρωινό, γύρω στις δώδεκα η ώρα, μόλις είχα μπει στον προθάλαμο του κυρίου Οςιόγκιν,
54
55
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
όταν μια άγνωστη, ηχηρή φωνή ακούστηκε στη σάλα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και υπό τη συνο δεία του νοικοκύρη εμφανίστηκε στο κατώφλι έ νας γεροδεμένος και φηλός άντρας είκοσι πέντε περίπου χρονών, ο οποίος έριξε βιαστικά στην πλάτη τη στρατιωτική χλαίνη που ήταν απλωμένη στον πάγκο, χαιρετήθηκε θωπευτικά με τον Κύ ριλλο Ματθέιτς, πέρασε από δίπλα μου αγγίζο ντας αδιάφορα την τραγιάσκα του και εξαφανί στηκε κουδουνίζοντας με τα σπιρούνια του. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα τον Οξιόγκιν. «Ο πρίγκιπας Ν*», μου απάντησε εκείνος με το πρόσωπο του όλο έγνοια, «σταλμένος απ' την Πε τρούπολη για να παραλάβει τους νεοσύλλεκτους». «Και πού είναι αυτοί οι άνθρωποι;» συνέχισε με αγανάκτηση. «Κανείς δεν ήρθε να του δώσει τη χλαίνη του». Μπήκαμε στη σάλα. «Έχει μέρες που ήρθε;» «Νομίξω χθες το βράδυ. Του πρότεινα να μεί νει εδώ, αλλά δεν δέχτηκε. Πάντως μου φαίνεται πολύ ευγενικό παιδί». «Έχει πολλή ώρα εδώ σε σας;»
«Κοντά στη μία ώρα. Με παρακάλεσε να τον παρουσιάσω στην Ολυμπιάδα Νικήτιτσνα». «Τον παρουσιάσατε;» «Και βέβαια». «Και με την Λισαβέτα Κυρίλλοβνα αυτός...» «Και μ' εκείνην γνωρίστηκε, ασφαλώς». Εγώ σιώπησα. «Ήρθε για πολύ εδώ, ξέρετε;» «Ναι, νομίζω ότι πρέπει να μείνει δύο εβδομά δες, ίσως και περισσότερο». Ο Κύριλλος Ματθέιτς έτρεξε να ντυθεί. Έκανα λίγες βόλτες στη σάλα. Δεν ξέρω κατά πόσο ο ερχομός του πρίγκιπα Ν* μου έκανε τότε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, εκτός από εκείνο το συναίσθημα αντιπάθειας που μας καταλαμβάνει συνήθως με την εμφάνιση ενός νέου προσώπου στον κύκλο του σπιτιού μας. Στο αίσθημα αυτό μπορεί να ανακατεύτηκε ακόμα και κάτι σαν ξήλεια ενός διστακτικού και καχύποπτου Μοσχοβίτη απέναντι στον λαμπρό αξιωματικό της Πε τρούπολης. «Ο πρίγκιπας», σκέφθηκα, «είναι πρω τευουσιάνος και εμάς θα μας κοιτάζει από φηλά...» Τον είδα όχι πάνω από ένα λεπτό, αλλά
56
57
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
αμέσως κατάλαβα ότι ήταν καλός, έξυπνος και άνετος. Αφού έκανα λίγες βόλτες μέσα στη σάλα, σταμάτησα ύστερα μπροστά στον καθρέφτη, έ βγαλα απ' την τσέπη τη χτένα, έδωσα στα μαλλιά μου την αφροντισιά ενός ζωγράφου και ξαφνικά, όπως συμβαίνει μερικές φορές, βυθίστηκα στην παρατήρηση του ίδιου του προσώπου μου. Θυμά μαι, η προσοχή μου ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένη στη μύτη μου. Το ήπιο και ακαθόριστο περίγραμ μα αυτού του μέλους δεν μου έδινε ιδιαίτερη ικα νοποίηση και ξαφνικά, στο σκοτεινό βάθος του γερμένου καθρέφτη όπου αντανακλούσε σχεδόν όλο το δωμάτιο, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η επιβλητική κορμοστασιά της Λίξας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν κούνησα ούτε το δαχτυλάκι μου και διατήρησα στο πρόσωπο μου την έκφραση που είχα. Η Λίζα τέντωσε το κεφάλι, με κοίταξε με προσοχή και ανασηκώνοντας τα φρύδια, δαγκώ νοντας τα χείλη και κρατώντας την αναπνοή της, σαν άνθρωπος ευχαριστημένος που δεν τον αντε λήφθησαν, έκανε προσεκτικά προς τα πίσω και τράβηξε προς το μέρος της σιγανά την πόρτα. Η πόρτα έτριξε ελαφρά. Η Λίξα ανατρίχιασε και 58
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
κοκκάλωσε στον τόπο... Εγώ δεν σάλεφα καθό λου... Εκείνη άπλωσε πάλι το χέρι για τη λαβή της πόρτας και χάθηκε πίσω της. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, η έκφραση του προσώπου της μόλις είδε την αφεντιά μου, ήταν έκφραση στην οποία δεν ξεχώριζε τίποτα άλλο πέρα απ' την επιθυμία να ξεκουμπιστεί ευγενικά και ν' αποφύγει τη δυ σάρεστη συνάντηση' και από μια γρήγορη αντα νάκλαση ικανοποίησης την οποία πρόλαβα να συλλάβω στα μάτια της, όταν της φάνηκε ότι κα τάφερε ακριβώς να ξεγλιστρήσει απαρατήρητη όλ' αυτά μιλούσαν ξεκάθαρα: αυτή η κοπέλα δεν μ' αγαπάει. Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να ξεκολ λήσω τα μάτια από την ακίνητη, βουβή πόρτα που φάνηκε πάλι με την άσπρη κηλίδα στο βάθος του καθρέφτη. Ήθελα να γελάσω με την ίδια την τε ντωμένη κορμοστασιά μου - κατέβασα το κεφάλι, γύρισα στο σπίτι και σωριάστηκα στο ντιβάνι. Αισθανόμουν ένα ασυνήθιστο βάρος, τόσο που δεν μπορούσα να κλάφω... και ποιος ο λόγος να κλάφω; «Είναι ποτέ δυνατόν;» έλεγα και ξανάλε γα αδιάκοπα, ξαπλωμένος ανάσκελα σαν ψόφιος και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Είναι 59
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
δυνατόν;» Πώς σας φάνηκε αυτό το «είναι δυνα τόν;»
λογικό στήριγμα για την απόγνωση μου. Δεν μπο ρούσα να ζηλεύω τον πρίγκιπα Ν*, οποιαδήποτε και αν ήσαν τα προσόντα του- από μόνη της η εμ φάνιση του δεν ήταν αρκετή ώστε να ξεριζώσει με την πρώτη τη συμπάθεια της Λίζας στο πρόσωπο μου... Υπήρχε, όμως, πραγματικά αυτή η συμπά θεια; Έφερνα στη μνήμη μου το παρελθόν. «Και ο περίπατος στο δάσος;» αναρωτιόμουν. «Και η έκ φραση της Λίζας στον καθρέφτη;» συνέχιζα. «Μα ο περίπατος στο δάσος μού φαίνεται... Αχ, Θεέ μου! Τι τιποτένιο πλάσμα που είμαι!» φώναζα δυνατά στο τέλος. Αυτού του είδους οι ανείπωτοι και απερίσκεπτοι συλλογισμοί πηγαινοέρχονταν χί λιες φορές και στριφογύριζαν σαν μονότονος ανε μοστρόβιλος μέσα στο κεφάλι μου. Πάλι θα πω ότι γύρισα στους Οζιόγκιν το ίδιο ανήσυχος, κα χύποπτος και ψυχρός, όπως ήμουν από παιδί...
26 Μαρτίου. Οι πάγοι λιώνουν. Όταν την άλλη μέρα, ύστερα από πολλές εσωτερι κές διακυμάνσεις μπήκα αναστατωμένος στη γνω στή σάλα των Οζιόγκιν, δεν ήμουν πια ο άνθρω πος πού ήξεραν τις τρεις αυτές εβδομάδες. Όλοι οι προηγούμενοι τρόποι και συμπεριφορές μου που είχα αρχίσει να τους ξεσυνηθίζω με την επιρροή του καινούργιου για μένα συναισθήματος, εμφα νίστηκαν πάλι αναπάντεχα και με κατακυρίευσαν σαν τον νοικοκύρη που επιστρέφει στο σπίτι του. Άνθρωποι σαν εμένα, καθοδηγούνται όχι τόσο από τα θετικά γεγονότα, όσο από τις προσωπικές εντυπώσεις τους. Εγώ που μόλις χθες έκανα όνει ρα για τους «ενθουσιασμούς της αμοιβαίας αγά πης», σήμερα πια δεν είχα καμιά αμφιβολία για τη «δυστυχία μου» και απελπίστηκα τελείως, μόλο που και ο ίδιος δεν ήμουν σε θέση να βρω κάποιο 6ο
Βρήκα όλη την οικογένεια στη σάλα. Ο Μπιζμιόνκωφ καθόταν πάλι σε μια γωνίτσα. Όλοι ήσαν στα κέφια τους. Ειδικά ο Οζιόγκιν έλαμπε τόσο, που με την πρώτη λέξη του με πληροφόρησε ότι ο πρίγκιπας Ν* ήταν μαζί τους χθες το απομεσήμε ρο και μέχρι το βράδυ. Η Λίζα με χαιρέτησε ήρε6ι
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΕΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μα. «Λοιπόν», είπα στον εαυτό μου, «τώρα κατα λαβαίνω για ποιο λόγο είστε στα κέφια σας». Ομολογώ ότι η δεύτερη επίσκεφη του πρίγκιπα με προβλημάτισε. Αυτό δεν το περίμενα. Ο φίλος μας γενικά περιμένει τα πάντα στον κόσμο, εκτός από αυτό που πρέπει να συμβεί σε μια φυσιολογική σειρά πραγμάτων. Με κατεβασμένα μούτρα, πήρα ένα ύφος ανθρώπου προσβεβλημένου αλλά ωστό σο μεγαλόψυχου. Ήθελα να τιμωρήσω την Λίζα με τη δυσμένεια μου, πράγμα όμως που με κάνει να συμπεράνω ότι παρ' όλα αυτά δεν είχα ακόμα απογοητευθεί τελείως. Λένε ότι σε μερικές περι πτώσεις, όταν σε αγαπούν πραγματικά, είναι α κόμα και καλό να παιδεύεις το λατρευτό σου πρό σωπο, αλλά στη δική μου θέση αυτό θα ήταν απετ ρίφραστα κουτό.
αλλά βλέποντας ότι του απαντούσα απρόθυμα, α πευθυνόταν πιο πολύ στον Μπιζμιόνκωφ, ο οποίος τον άκουγε με μεγάλη προσοχή. Και ξαφνικά μπή κε μέσα κάποιος να αναγγείλει τον πρίγκιπα Ν*. Ο οικοδεσπότης ευθύς αναπήδησε και έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Προσήλωσα αμέσως ένα αετήσιο βλέμμα πάνω στη Λίζα, η οποία είχε κοκκινί σει από ευχαρίστηση και κουνιόταν στην καρέκλα. Ο πρίγκιπας μπήκε μέσα, αρωματισμένος, εύθυ μος, διαχυτικός...
Η Λίζα με τον πιο αφελή τρόπο απέφευγε να στρέφει σ' εμένα την προσοχή της. Μόνον η γριά Οζιόγκινα πρόσεξε την πανηγυρική σιωπή μου και με ρώτησε μ' ενδιαφέρον για την υγεία μου. Εγώ, βέβαια, μ' ένα πικρό χαμόγελο της απάντησα ότι δόξα τω Θεώ ήμουν πολύ καλά. Ο Οζιόγκιν παρέ τεινε την κουβέντα γύρω απ' τον επισκέπτη του,
Επειδή δεν συγγράφω ένα διήγημα για τον κα λοπροαίρετο αναγνώστη, αλλά απλά γράφω για την προσωπική μου ευχαρίστηση, δεν έχω κάποιον λόγο να καταφεύγω στα συνηθισμένα τεχνάσμα τα των κυρίων λογοτεχνών. Θα πω τώρα αμέσως, χωρίς περαιτέρω αναβολή, ότι η Λίζα από την πρώτη κιόλας ημέρα αγάπησε με πάθος τον πρί γκιπα και ο πρίγκιπας την αγάπησε κι εκείνος - εν μέρει επειδή δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, εν μέ ρει από τη συνήθεια να ξεμυαλίζει τις γυναίκες, αλλά επίσης και για τον λόγο ότι η Λίζα ακριβώς ήταν ένα πολύ αξιαγάπητο πλάσμα. Το ότι αγα πούσαν ο ένας τον άλλον δεν εκπλήσσει καθόλου.
02
63
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Εκείνος, φαίνεται, σίγουρα δεν περίμενε να βρει έ να παρόμοιο διαμάντι μέσα σ' ένα τόσο απαίσιο κοχύλι (μιλάω για την σιχαμερή πόλη Ο...), αλλά και εκείνη μέχρι τότε ούτε στον ύπνο της δεν είχε δει κάτι που να μοιάζει έστω και λίγο με αυτό τον λαμπρό, έξυπνο και γοητευτικό αριστοκράτη. Μετά τους πρώτους χαιρετισμούς ο Οζΐόγκιν με παρουσίασε στον πρίγκιπα, ο οποίος φέρθηκε στο πρόσωπο μου πολύ ευγενικά. Γενικά ήταν πολύ ευγενής με όλους και παρά την δυσανάλογη απόσταση που χώριςε εκείνον και τον δικό μας ασήμαντο επαρχιακό κύκλο, ήξερε όχι μόνον να μη δυσκολεύει κανέναν, αλλά ακόμα και να δείχνει σαν να είναι ίδιος μ' εμάς και μόνον συμπτωματι κά να μένει στην Αγία Πετρούπολη. Αυτή η πρώτη βραδιά... Αχ, αυτή η πρώτη βρα διά! Στις ευτυχισμένες μέρες της νιότης μου οι δάσκαλοι μάς έλεγαν και έφερναν ως παράδειγμα το χαρακτηριστικό της αρρενωπής υπομονής εκεί νου του νεαρού Λακεδαιμόνιου, ο οποίος αφού είχε κλέψει μια μικρή αλεπουδίτσα την έκρυφε μετά κάτω απ' τη χλαμύδα του και χωρίς να βγά λει ούτε άχνα την άφησε να φάει όλα τα σωθικά
του, προτιμώντας με αυτό τον τρόπο τον ίδιο τον θάνατο απ' την ντροπή... Δεν μπορώ να βρω πιο καλή σύγκριση για να εκφράσω τα ανείπωτα μαρ τύρια που πέρασα εκείνο το βράδυ, όταν για πρώ τη φορά είδα τον πρίγκιπα πλάι στη Λίςα. Το μο νίμως αγωνιώδες χαμόγελο, η βασανιστική παρα κολούθηση, η βλακώδης σιωπή μου, η μελαγχολι κή και μάταια επιθυμία να φύγω, όλ' αυτά ήσαν μάλλον αξιοσημείωτα στο είδος τους. Δεν ήταν μόνον η αλεπουδίτσα που έσκαφε τα σωθικά μου. Η ςήλεια, ο φθόνος, το αίσθημα της μηδαμινότητας, η ανήμπορη κακία, όλα με τυραννούσαν. Δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω ότι ο πρίγκιπας ή ταν αναμφισβήτητα ένας πολύ αγαπητός νεαρός άνθρωπος... Τον καταβρόχθιζα με τα μάτια μου. Μου φαίνεται στ' αλήθεια ότι κοιτάζοντας τον ξεχνούσα ν' ανοιγοκλείσω τα μάτια. Δεν μιλούσε μόνο με τη Λίςα, αλλά βέβαια μιλούσε μόνο για κείνην. Εγώ θα πρέπει να του ήμουν φοβερά βαρε τός... Πιθανόν να μάντεψε γρήγορα ότι είχε να κάνει μ' έναν αποδιωγμένο εραστή, αλλά από συ μπόνια, όσο και από βαθιά συναίσθηση απόλυτης εκ μέρους μου ασφάλειας απευθυνόταν σ' εμένα
64
65 5 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
με ασυνήθιστα θερμό τρόπο. Μπορείτε τώρα να φανταστείτε πόσο προσβλητικό ήταν αυτό για μένα! Όσο περνούσε η ώρα, θυμάμαι, προσπαθού σα να διορθώσω το λάθος μου. Εγώ, (μη γελάτε μαζί μου, όποιος κι αν είστε και τύχει να πέσουν τα μάτια σας πάνω σε αυτές τις γραμμές, πόσω μάλλον που αυτό ήταν το τελευταίο μου όνειρο)... εγώ, μα τον Θεό, μέσα στα ποικίλα βάσανα μου, φαντάστηκα ξαφνικά ότι η Λίζα θέλει να με τιμω ρήσει για την αλαζονική ψυχρότητα στην αρχή της επίσκεφής μου, ότι έχει θυμώσει μαζί μου και ερωτοτροπεί με τον πρίγκιπα μόνο από αγανάκτη ση... Βρήκα την κατάλληλη στιγμή και με ήπιο αλλά τρυφερό μειδίαμα την πλησίασα και μουρμούρισα: «Φτάνει, συγχωρείστε με... αλλά δεν είναι επειδή φοβήθηκα». Και ξαφνικά, χωρίς να περιμένω την α πάντηση της, έδωσα στο πρόσωπο μου μιαν ασυνή θιστα ζωηρή και τολμηρή έκφραση, χαμογέλασα με το ζόρι, τέντωσα το χέρι πάνω απ' το κεφάλι προς την οροφή (θυμάμαι, θέλησα να διορθώσω το σάλι στον λαιμό) και ακόμα ήμουν έτοιμος να γυρίσω στο ένα μου ποδαράκι, σαν να ήθελα να πω: «Όλα τελείωσαν, είμαι χαρούμενος, ας είμαστε όλοι χα-
ρούμενοι». Όμως δεν γύρισα, από φόβο μήπως πέσω από κανένα αφύσικο κοκκάλωμα στα γόνα τα... Η Λίζα δεν με καταλάβαινε καθόλου, με κοί ταζε έκπληκτη στο πρόσωπο και χαμογέλασε βια στικά, σαν να ήθελε ν' απαλλαγεί το γρηγορότερο και μετά πλησίασε πάλι τον πρίγκιπα. Όσο και αν ήμουν τυφλός και κουφός, δεν μπορούσα μέσα μου να μην παραδεχτώ ότι εκείνη καθόλου δεν θύμωσε, ούτε δυσανασχέτησε μαζί μου τότε, απλούστατα δεν σκεπτόταν εμένα. Το χτύπημα ήταν αποφασι στικό. Οι τελευταίες μου ελπίδες κατέρρευσαν πα ταγωδώς, όπως ένας όγκος πάγου που τον περόνιασε ο ανοιξιάτικος ήλιος και σκορπίζει απρόσμενα σε μικρότερα κομμάτια. Χτυπήθηκα κατακέφαλα με την πρώτη εφόρμηση και σαν τους Πρώσους στα περίχωρα της Ιένας, σε μια μέρα έχασα τα πάντα. Όχι, δεν είχε θυμώσει μαζί μου!...
66
67
Αλίμονο, κάθε άλλο! Την έβλεπα σαν ένα δενδρύλλιο κοντά στην ακτή, να σκύβει με απληστία πάνω απ' το ποτάμι, έτοιμη να του προσφέρει για πάντα την πρώτη άνθηση της άνοιξης της και όλη της τη ζωή. Σε όποιον έτυχε να είναι μάρτυρας τέ τοιου πάθους, αυτός έζησε πικρές στιγμές, αν ο
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ίδιος αγαπούσε χωρίς να τον αγαπούν. Για πάντα θα θυμάμαι αυτή την αχόρταγη αυταπάρνηση, αυτό το βλέμμα, ακόμα παιδικό και ήδη γυναι κείο, αυτό το ευτυχισμένο σαν ολάνθιστο χαμό γελο, μαζί με τα μισάνοιχτα χείλη και τα κόκκινα μάγουλα... Όλ' αυτά που η Λίζα προαισθανόταν αμυδρά όταν κάναμε τους περιπάτους στο δασύλ λιο εκπληρώθηκαν τώρα και εκείνη δοσμένη ολό κληρη στην αγάπη, ταυτόχρονα ησύχαζε και έλα μπε σαν το καινούργιο κρασί όταν σταματάει να βράζει, επειδή έχει έρθει ο καιρός του...
ασθμαίνοντας προσέτρεξα στη σάλα του Κύριλλου Ματθέιτς. Η κατάσταση μου ήταν εντελώς παρά λογη. Σώπαινα επίμονα, μερικές φορές μέρες ολό κληρες δεν έβγαζα μιλιά. Όπως έχω ήδη πει, ποτέ δεν διακρινόμουν για την ευφράδεια μου. Τώρα όμως ό,τι είχα στο μυαλό μου κυριολεκτικά εξα φανιζόταν με την παρουσία του πρίγκιπα, αφήνο ντας με γυμνό σαν το γεράκι. Εκτός αυτού, όταν ήμουν μόνος, όσο και αν πίεζα το δύστυχο μυαλό μου, γυροφέρνοντας στη σκέφη μου όλα όσα πα ρατηρούσα ή σημείωνα στη διάρκεια της προηγού μενης μέρας, όταν μετά γύριζα στον Οζιόγκιν, μό λις που είχα τη δύναμη πάλι να παρακολουθώ τα γεγονότα. Με συμπονούσαν σαν κάποιον άρρω στο, το έβλεπα. Κάθε πρωί έπαιρνα μια νέα ορι στική απόφαση, η οποία κατά ένα μεγάλο μέρος γεννιόταν βασανιστικά στη διάρκεια της αϋπνίας μου. Ετοιμαζόμουν να εξηγηθώ με τη Λίζα, να της δώσω μια φιλική συμβουλή... Αλλά όταν τύχαινε να είμαι μόνος μαζί της, η γλώσσα μου ξαφνικά σαν απολιθωμένη έπαυε να λειτουργεί και περιμέ ναμε και οι δύο την είσοδο κάποιου τρίτου προ σώπου. Μιαν άλλη φορά ήθελα να φύγω τρέχο-
Είχα την υπομονή να μείνω εκείνη την πρώτη, αλλά και τις επόμενες βραδιές... μέχρι το τέλος! Με τίποτα δεν μπορούσα να ελπίζω. Όσο περνού σαν οι μέρες, η Λίζα και ο πρίγκιπας συνδέονταν όλο και πιο πολύ... Αλλά εγώ έχανα τελείως το αί σθημα της προσωπικής μου αξιοπρέπειας και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω απ' το θέαμα της δυστυ χίας μου. Θυμάμαι, μια μέρα δοκίμασα να μην ' πάω, το πρωί έδωσα στον εαυτό μου τον λόγο της τιμής μου να μείνω στο σπίτι... και στις οχτώ η ώρα το βράδυ (συνήθως έβγαινα στις επτά) σαν τρελός τινάχτηκα πάνω, φόρεσα το καπέλο και 68
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ντας, εννοείται για πάντα, αφήνοντας στο αγαπη τό μου πρόσωπο ένα γράμμα γεμάτο κατηγορίες• και μια μέρα άρχισα να γράφω τούτο το γράμμα, όμως το αίσθημα του δικαίου μέσα μου ακόμα δεν είχε χαθεί τελείως, διότι κατάλαβα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κατηγορήσω κανέναν για τίποτα και έτσι έριξα στη φωτιά το σημείωμα μου. Μιαν άλλη φορά πάλι, μες στη μεγαλοψυχία μου τα θυ σίαζα ξαφνικά όλα, έδινα την ευλογία μου στη Λίζα για την ευτυχισμένη της αγάπη και από τη γωνιά μου χαμογελούσα μειλίχια και με φιλοφροσύνη στον πρίγκιπα - αλλά οι σκληρόκαρδοι ερα στές όχι μόνον δεν έλεγαν ένα ευχαριστώ για τη θυσία μου, ούτε καν την πρόσεχαν και όπως φαί νεται δεν είχαν ανάγκη ούτε από τις ευλογίες μου ούτε απ' τα χαμογελά μου... Εγώ τότε, από αγα νάκτηση, περνούσα απότομα σε τελείως αντίθετη φυχική διάθεση. Έδινα στον εαυτό μου την υπό σχεση, κουκουλωμένος μ' ένα αδιάβροχο σαν τον Ισπανό, να μαχαιρώσω από μια γωνιά τον ευτυχή αντίζηλο και μετά φανταζόμουν με κτηνώδη ευ χαρίστηση την απόγνωση της Λίζας... Αλλά πρώ τον, στην πόλη Ο... τέτοιες γωνιές υπάρχουν πολύ
λίγες και δεύτερον, ξύλινος φράχτης, φανάρι, φύ λακας μακριά στο βάθος του δρόμου... δεν υπάρ χει! Σε μια τέτοια γωνιά είναι κάπως πιο κόσμιο να εμπορεύεσαι κουλούρια παρά να χύνεις ανθρώ πινο αίμα. Πρέπει να ομολογήσω ότι μεταξύ των άλλων μέσων για λυτρωμό, όπως πολύ αόριστα εκφραζόμουν καθώς κουβέντιαζα με τον ίδιο μου τον εαυτό, σκέφτηκα να μιλήσω με τον ίδιο τον Οζιόγκιν... για να στρέφω την προσοχή αυτού του ευπατρίδη στην επικίνδυνη θέση της κόρης του, στις θλιβερές συνέπειες της απερισκεψίας της... Μια φορά, μάλιστα, άνοιξα κουβέντα μαζί του γι' αυτή την λεπτή υπόθεση, αλλά μιλούσα τόσο πο νηρά και αόριστα που εκείνος με άκουγε, με άκου γε και ξαφνικά σαν μισοκοιμισμένος σκούπισε έντονα και γρήγορα με την παλάμη όλο του το πρόσωπο, χωρίς να προσέχει τη μύτη του, μετά ρουθούνισε και απομακρύνθηκε από μένα πηγαί νοντας στην άλλη άκρη. Δεν χρειάζεται να πω ότι εγώ έχοντας πάρει αυτή την απόφαση, διαβεβαίω να τον εαυτό μου πως έχω τις πιο ανιδιοτελείς προθέσεις, πως εύχομαι το γενικό καλό και εκτε λώ το καθήκον ενός φίλου του σπιτιού... Τολμώ ό-
70
71
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μως να σκεφτώ ότι ακόμα και αν ο Κύριλλος Ματθέιτς δεν έκοβε τις διαχύσεις μου, εγώ ωστόσο δεν 9α είχα την παλληκαριά να τελειώσω τον μο νόλογο μου. Πότε πότε άρχιζα με σοβαρότητα αρ χαίου σοφού να σταθμίζω τα προτερήματα του πρίγκιπα. Άλλες φορές παρηγορούσα τον εαυτό μου με την ελπίδα ότι μόνον έτσι θα ερχόταν η Λίζα στα λογικά της, ότι η αγάπη της δεν ήταν πραγματική αγάπη... Αχ, όχι! Με δυο λόγια, δεν ξέρω τι σκέψεις τότε στριφογύριζαν στον νου μου. Ένα μόνο μέσον, το ομολογώ ειλικρινά, δεν πέρα σε ποτέ απ' το μυαλό μου και συγκεκριμένα, ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα ν' αυτοκτονήσω. Τον λόγο που δεν μου ήρθε στο μυαλό, δεν τον ξέρω...Ίσως τότε να είχα την προαίσθηση ότι και να μην το κάνω, δεν 9α ζήσω για πολύ.
με πλησιάσει. Ο Μπιζμιόνκωφ, πάντοτε ευγενι κός και έτοιμος να σ' εξυπηρετήσει, με απέφευγε. Τότε λοιπόν νόμισα ότι είχα συνάδελφο, ότι και εκείνος αγαπούσε την Λίζα. Ποτέ όμως δεν απα ντούσε στους υπαινιγμούς μου και γενικά μιλού σε ανόρεχτα μαζί μου. Ο πρίγκιπας ήταν μαζί του πολύ φιλόφρων, μπορεί να πει κανείς πως τον σε βόταν. Ούτε ο Μπιζμιόνκωφ ούτε εγώ... εμποδί ζαμε τον πρίγκιπα και τη Λίζα, αλλά ο Μπιζμιόν κωφ δεν τους απέφευγε όπως εγώ, ούτε και κοίτα ζε σαν λύκος ή σαν θύμα - και συντασσόταν ευχα ρίστως μαζί τους όταν οι δυο τους το επιθυμού σαν. Αλήθεια, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν δια κρινόταν ιδιαιτέρως για τ' αστεία του, αλλά και πρωτύτερα, όταν είχε το κέφι του, πάλι ήταν κά πως συνεσταλμένος.
Είναι αντιληπτό ότι με αυτά τα αρνητικά δε δομένα η διαγωγή μου, η συμπεριφορά μου με τους ανθρώπους, περισσότερο από κάθε άλλη φο ρά διακρινόταν από έλλειφη φυσικότητας και από ένταση. Ακόμα και η γριά Οζιόγκινα, αυτό το α νόητο εκ γενετής πλάσμα, άρχιζε να με φοβάται και μερικές φορές δεν ήξερε από ποια πλευρά να
Έτσι πέρασαν κοντά στις δύο εβδομάδες. Ο πρί γκιπας δεν ήταν μόνον καλός και έξυπνος, έπαιζε στο πιάνο, τραγουδούσε, ζωγράφιζε αρκετά ικα νοποιητικά, ήξερε να διηγείται. Τα ανέκδοτα που αντλούσε από ανώτερους κύκλους της ζωής της πρωτεύουσας, έκαναν μεγάλη εντύπωση στους ακροατές και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη όσο ο ί-
72
73
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
διος φαινόταν να μην δίνει κάποια ιδιαίτερη ση μασία σε αυτά.
καιρίας ακόμα και από υπολογισμό. Πώς λοιπόν να μην τα προλαβαίνει όλα και στην εντέλεια; Απ' την ημέρα που είχε έρθει, όλοι στο σπίτι έβρισκαν ότι ο καιρός περνούσε με ασυνήθιστη ταχύτητα. Όλα πήγαιναν θαυμάσια. Ο γέροντας Οζιόγκιν μόλο που έκανε ότι τίποτε δεν προσέχει, όπως φαίνεται στα κρυφά έτριβε τα χέρια του με τη σκέφη να κάνει έναν τέτοιο γαμπρό. Ο ίδιος ο πρίγκιπας οδηγούσε όλη την υπόθεση πολύ ήρεμα και κόσμια, όταν ξαφνικά ένα αναπάντεχο περι στατικό... Αύριο η συνέχεια. Σήμερα κουράστηκα. Οι ανα μνήσεις αυτές με εξάπτουν και με φέρνουν με το ένα πόδι στον τάφο. Η Τερεντιέβνα σήμερα βρήκε ότι η μύτη μου προεξέχει και αυτό λένε είναι κακό σημάδι.
Συνέπεια αυτής της, αν θέλετε, απλής κατερ γαριάς του πρίγκιπα, ήταν πως κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας παραμονής του στην πόλη Ο... είχε καταγοητεύσει κυριολεκτικά όλη την ντόπια κοινωνία. Για κάποιον που προέρχεται από τα α νώτερα κοινωνικά στρώματα, το να γοητεύσει τον καθένα από εμάς, τους ανθρώπους της στέπας, εί ναι πάντοτε πολύ εύκολο. Οι συχνές επισκέψεις του πρίγκιπα στους Οζιόγκιν (περνούσε μαζί τους όλα τα βράδια) προκαλούσαν βέβαια τη ζήλεια των άλλων κυρίων ευγενών και δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ο πρίγκιπας ως άνθρωπος κοσμικός και έξυ πνος δεν απέφευγε κανέναν τους, πήγαινε σε ό λους, έλεγε σε όλες τις κυρίες και τις δεσποινίδες έστω και μία θωπευτική λέξη, επέτρεπε στον εαυ τό του να τρώει με εξεζητημένο ύφος βαριά φαγη τά και να πίνει ακριβά κρασιά με εξαίρετες ονομα σίες - με μια λέξη, συμπεριφερόταν άριστα, προσε χτικά και επιδέξια. Ο πρίγκιπας Ν* γενικά ήταν άνθρωπος με εύθυμο χαρακτήρα, κοινωνικός, φιλόφρων από τη φύση του και λόγω της παρούσης ευ74
27 Μαρτίου. Οι πάγοι συνεχίζουν να λιώνουν. Η όλη υπόθεση βρισκόταν σε μια κατάσταση όπως περιγράφεται πιο πάνω. Ο πρίγκιπας και η Λίζα 75
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
αγαπιούνταν μεταξύ τους και οι ηλικιωμένοι Οςιόγκιν περίμεναν να δούνε τι θα γίνει. Ο Μπιςμιόνκωφ ήταν βέβαια παρών, γι' αυτόν τι άλλο να πει κανείς; Εγώ χτυπιόμουν σαν το ψάρι στον πάγο και παρακολουθούσα με όλες μου τις δυνά μεις -θυμάμαι πως εκείνο τον καιρό είχα σκοπό τουλάχιστον να μην αφήσω τη Λίςα να καταστρα φεί στα δίχτυα ενός αποπλανητή και γι' αυτό τον λόγο άρχισα να προσέχω ιδιαιτέρως τις καμαριέ ρες και το μοιραίο «οπίσθιο» εξώστεγο, αν και από την άλλη μεριά ονειρευόμουν, μερικές φορές νύχτες ολόκληρες, με πόση συγκινητική μεγαλο ψυχία 9' απλώσω με τον καιρό το χέρι στο απατη μένο θύμα και θα πω: «Ο ύπουλος σε απάτησε, εγώ όμως είμαι αληθινός σου φίλος... ας ξεχάσου με το παρελθόν και ας γίνουμε ευτυχισμένοι!»όταν διαδόθηκε ξαφνικά σε ολόκληρη την πόλη το ευχάριστο νέο - ο ηγέτης της περιφέρειας σκόπευε να διοργανώσει έναν μεγάλο χορό προς τιμήν του αξιότιμου επισκέπτη, στο κτήμα του στην Γκορνοστάγεβκα ή αλλιώς Γκουμπνιάκοβα. Όλοι οι αξιω ματούχοι και οι ιθύνοντες της πόλης Ο... έλαβαν πρόσκληση, απ' τον έπαρχο μέχρι τον φαρμακο-
ποιό, έναν ασυνήθιστο κελαηδιστό Γερμανό με την αυστηρή απαίτηση να έχει την ικανότητα να μιλάει καθαρά τα ρωσικά, εξαιτίας της οποίας χρησιμοποιούσε χωρίς διακοπή και τελείως άκαι ρα έντονες εκφράσεις, όπως για παράδειγμα: «Εγκώ, με πάρει το ντιάολο, σήμερα πολύ καλό...» Άρχισαν λοιπόν, όπως συνηθίζεται, φοβερές προε τοιμασίες. Ένας μαγαςάτορας με καλλυντικά πού λησε δεκαέξι μπλε σκούρα βαςάκια κρέμας προ σώπου με την επιγραφή στα γαλλικά «Γιασεμί». Οι δεσποινίδες έφτιαχναν σφιχτά φορέματα με μια βασανιστική ςώνη, η οποία έδενε μ' έναν κόμπο στο στομάχι. Οι μητέρες ύψωναν στα κεφάλια τους κάτι φοβερά στολίδια, αντί για σκούφιες δήθεν. Οι κατακουρασμένοι πατεράδες ήσαν ξάπλα, όπως λένε, χωρίς τα πισινά τους πόδια... Η επιθυμητή μέρα επιτέλους έφθασε. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήμουν κι εγώ. Η απόσταση από την πόλη μέχρι την Γκορνοστάγεβκα ήταν εννιά βέρστια. Ο Κύριλλος Ματθέιτς μου πρότεινε μια θέση στο αμάξι του, αλλά εγώ αρνήθηκα... σαν τα τιμωρημένα παιδιά που θέλουν ναςιάρικα να εκδι κηθούν τους γονείς τους και δεν τρώνε στο τραπέ-
76
77
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ζι τ' αγαπημένα τους φαγητά. Εκτός αυτού αισθα νόμουν ότι η παρουσία μου 9α δυσκόλευε τη Λίζα. Ο Μπιζμιόνκωφ με αντικατέστησε. Ο πρίγκιπας πήγε με την δική του άμαξα, ενώ εγώ μ' ένα άθλιο τετράτροχο που νοίκιασα πανάκριβα γι' αυτή την επίσημη περίπτωση. Δεν θα περιγράφω τον χορό. Τα πάντα ήσαν όπως θα έπρεπε να είναι. Οι μου σικοί με τις εξαιρετικά παράφωνες τρομπέτες στις χορωδίες, οι έκθαμβοι τσιφλικάδες με τις πα λιές φαμίλιες τους, το βιολετί παγωτό, η παχύρ ρευστη σουμάδα, οι άλλοι με τις στραβοπατημέ νες μπότες και τα πλεχτά βαμβακερά γάντια, τα επαρχιώτικα λιοντάρια με τα σπασμωδικά παρα μορφωμένα πρόσωπα κ.τ.λ. κ.τ.λ. Και όλος αυτός ο μικρόκοσμος περιφερόταν γύρω απ' τον ήλιο του - γύρω απ' τον πρίγκιπα. Εγώ χαμένος μέσα στο πλήθος, απαρατήρητος ακόμα και από τις σαρανταοκτάχρονες κοπέλες με τα κόκκινα σπυριά στο μέτωπο και τα γαλάζια λουλούδια στο σκοτάδι, κοίταξα αδιάκοπα μια τον πρίγκιπα και μια τη Λί ζα. Ήταν ντυμένη πολύ χαριτωμένα και πολύ ω ραία εκείνη τη βραδιά. Χόρεφαν μαζί μόνο δυο φορές (είναι αλήθεια, χόρεφε μαζί της μαζούρκα!)
αλλά τουλάχιστον σ' εμένα φαινόταν ότι μεταξύ τους υπήρχε κάποια κρυφή, αδιάλειπτη επικοι νωνία. Εκείνος, χωρίς να την κοιτάζει και χωρίς να της μιλάει, έδειχνε σαν ν' απευθυνόταν σ' αυ τήν, και μόνον σ' αυτήν. Ήταν ωραίος, λαμπρός και αγαπητός στους άλλους, γι' αυτήν και μόνο. Και η ίδια ήταν φανερό ότι αισθανόταν βασίλισ σα του χορού - και αξιαγάπητη. Το πρόσωπο της την ίδια στιγμή που έλαμπε από παιδική χαρά και απονήρευτη υπερηφάνεια, ξαφνικά φωτιζόταν από ένα άλλο, πιο βαθύ συναίσθημα. Από μέσα της έπνεε η ευτυχία. Αυτά όλα τα έβλεπα... Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρειαζόταν να τα παρατη ρήσω... Αυτό στην αρχή με πίκραινε, ύστερα μου φαινόταν σαν να με αναστάτωνε και τελικά μ' ε ξόργιζε. Ξάφνου ένιωσα τον εαυτό μου ασυνήθι στα κακόν και θυμάμαι που χάρηκα ιδιαιτέρως με αυτή την αίσθηση και ακόμα κέρδισα και κάποια εκτίμηση για τον εαυτό μου. «Να τους δείξουμε ότι ακόμα δεν πεθάναμε», είπα από μέσα μου. Ό ταν άρχισαν ν' αντηχούν οι προσκλητήριες ιαχές της μαζούρκας, κοίταξα ήρεμα τριγύρω, πλησίασα φυχρά και θαρραλέα μια μακροπρόσωπη δεσποινί-
78
79
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
δα με κόκκινη και γυαλιστερή μύτη, με ασχημοβαλμένο και ανοιχτό σαν ξεκούμπωτο στόμα και με ξερακιανό λαιμό που θύμιζε λαβή κοντραμπά σου. Την προσέγγισα και χτυπώντας ξερά τα τα κούνια μου την προσκάλεσα να χορέφουμε. Φο ρούσε ένα ροζέ φόρεμα, που το χρώμα του φαινό ταν λες και μόλις είχε αναρρώσει από κάποια α σθένεια. Πάνω απ' το κεφάλι της τρεμούλιαζε μια ξεθωριασμένη και θλιμμένη μύγα σε μια τεράστια χάλκινη σούστα. Και γενικά αυτή η κοπέλα ήταν, αν μπορούσε κάποιος να το πεί έτσι, μουλιασμέ νη με μια ξινισμένη πλήξη και μια χρόνια αποτυ χία. Απ' την αρχή της βραδιάς δεν είχε κουνηθεί απ' τη θέση της και κανένας δεν σκεπτόταν να την προσκαλέσει. Ένας δεκαεξάχρονος νεαρός ξανθο μάλλης, μη βρίσκοντας άλλη ντάμα, είχε στραφεί κάποια στιγμή προς το μέρος της, είχε αρχίσει να την πλησιάζει, μετά το σκέφτηκε λίγο, την κοίτα ξε και μετά βιάστηκε να κρυφτεί μέσα στο πλή θος. Μπορείτε να φανταστείτε τώρα με πόση ευ χάριστη έκπληξη δέχτηκε την πρόσκληση μου! Την οδήγησα μ' επισημότητα μέσα από τη μεγάλη σάλα, έφαξα να βρω δυο καθίσματα και κάθισα
μαζί της στον κύκλο της μαζούρκας στα δέκα ζευ γάρια, σχεδόν απέναντι απ' τον πρίγκιπα, στον ο ποίον βέβαια είχαν παραχωρήσει την πρώτη θέση. Όπως έχω ήδη πει, ο πρίγκιπας χόρευε με τη Λίζα. Ούτε εμένα ούτε την ντάμα μου ενοχλούσαν με προσκλήσεις. Αυτό σημαίνει ότι χρόνος για συζή τηση μεταξύ μας υπήρχε άφθονος. Να πω την αλή θεια, η ντάμα μου δεν διακρινόταν για την ικανό τητα της να προφέρει τα λόγια της με ειρμό. Το στόμα της χρησίμευε πιο πολύ για να στραβώνει προς τα κάτω, σχηματίζοντας ένα παράξενο χα μόγελο που ως τώρα δεν το έχω ξαναδεί. Συνάμα σήκωνε φηλά τα μάτια, λες και κάποια αόρατη δύ ναμη της τραβούσε το πρόσωπο. Αλλά εμένα δεν μου χρειαζόταν η ευφράδεια της. Ευτυχώς που ένιωθα τον εαυτό μου κακό και η ντάμα μου δεν μου ενέπνεε κανένα δισταγμό/Εβαλα μπροστά να κάνω κριτική στα πάντα και στους πάντες, ιδιαί τερα στους μπράβους της πρωτεύουσας και στους κομψευόμενους της Πετρούπολης και τελικά δια χώρισα τη θέση μου μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε η ντάμα μου έπαφε σιγά σιγά να χαμογελάει και αντί να σηκώνει τα μάτια της φηλά, άρχισε ξαφ-
8ο
8ι 6 Το ημερολόγιο
Ι
ενός περιττού
ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
νικά -και αυτό από την έκπληξη της- να λοξοκοιτάζει και μάλιστα τόσο παράξενα, σαν να ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσε ότι το πρόσωπο της έχει μύτη. Και ο διπλανός μου, ένα από εκείνα τα λιοντάρια για τα οποία μίλησα πιο πάνω, δεν πήρε ούτε μια φορά το βλέμμα του από πάνω μου και ακόμα γύρισε προς το μέρος μου με μιαν έκ φραση ηθοποιού χαμένου πάνω στη σκηνή, σαν να ήθελε να πει: «Κι εσύ εδώ λοιπόν;» Εγώ πάντως συ νέχιζα να τραγουδάω, όπως λένε, σαν αηδόνι, πα ρακολουθώντας ταυτόχρονα τον πρίγκιπα και τη Λίζα. Δέχονταν συνέχεια προσκλήσεις για χορό, αλλά εγώ υπέφερα λιγότερο όταν χόρευαν οι δυο τους και ιδίως όταν κάθονταν κοντά κοντά και μιλούσαν μεταξύ τους χαμογελώντας μ' εκείνο το μειλίχιο χαμόγελο το οποίο δεν θέλει να λείφει απ' το πρόσωπο των ερωτευμένων εραστών κυ ρίως τότε δεν υπέφερα τόσο. Όταν όμως η Λίζα φτερούγιζε στην αίθουσα με κάποιον ασίκη λιμο κοντόρο και ο πρίγκιπας με την γαλάζια εσάρπα της στα γόνατα του την παρακολουθούσε ονειρο πόλα με το βλέμμα του σαν να καμάρωνε για την κατάκτηση του, τότε, ω τότε δοκίμαζα ανυπόφο-
ρα μαρτύρια και από αγανάκτηση μου ξέφευγαν τέτοιες κακόβουλες παρατηρήσεις που οι κόρες των ματιών της ντάμας μου έρχονταν και α κουμπούσαν στη μύτη της! Στο μεταξύ η μαζούρκα πλησίαζε προς το τέλος... Άρχισαν να κάνουν την χορευτική παραλλαγή, που την ονομάζουν la confidente1. Σε αυτήν τη φιγούρα η ντάμα κάθεται στο κέντρο του κύκλου, διαλέγει άλλη ντάμα έμπιστη και της φιθυρίζει στο αυτί το όνομα του κυρίου με τον οποίον επιθυμεί να χορέφει. Ένας καβαλιέρος οδηγεί στην έμπιστη ντάμα έναν έναν τους χορευτές και αυτή τους αρνείται έως ότου τελικά εμφανιστεί κάποια στιγμή ο καθορισμένος τυχερός. Η Λίζα κάθισε στη μέση του κύκλου και διάλεξε την κόρη του οικοδεσπότη, μια από εκεί νες τις κοπέλες για τις οποίες ο κόσμος λέει «ας πάνε στο καλό». Ο πρίγκιπας άρχισε να φάχνειγια τον εκλεκτό. Έχοντας παρουσιάσει μάταια περί τους δέκα νέους (η κόρη του οικοδεσπότη τους αρ νήθηκε όλους μ' ένα ωραιότατο χαμόγελο), τελι-
82
ι. la confidente: ο εμπιστευτικός χορός (γαλλικά στο πρω τότυπο). 83
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
κά στράφηκε προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή κάτι το ασυνήθιστο έγινε μέσα μου. Ένιωσα να τρεμουλιάξει όλο μου το κορμί και ήθελα ν' αρνη θώ, αλλά όμως σηκώθηκα και πήγα. Ο πρίγκιπας με οδήγησε στη Λίξα... Εκείνη ούτε καν με κοίταξε. Η κόρη του οικοδεσπότη κούνησε αρνητικά το κεφά λι, ο πρίγκιπας γύρισε προς το μέρος μου και μάλ λον παρακινημένος από την έκφραση ανατριχίλας στο πρόσωπο μου, μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Αυτή η χλευαστική υπόκλιση, αυτή η άρνηση που μου διαβίβασε ο θριαμβευτής αντίζηλος μου, το αδιάφορο χαμόγελο του, η αδιαφορία και η έλλει ψη προσοχής εκ μέρους της Λίξας - όλα αυτά με αγανάκτησαν... Πλησίασα τον πρίγκιπα και μανια σμένος του ψιθύρισα: «Εσείς, θαρρώ, θελήσατε να με χλευάσετε!» Ο πρίγκιπας έκπληκτος με κοίταξε περιφρονητικά, μ' έπιασε πάλι απ' το χέρι και καμώνοντας ότι με συνοδεύει στη θέση μου, μου απάντησε φυχρά: «Εγώ;» «Ναι, εσείς!» συνέχισα εγώ ψιθυριστά, υπα κούοντας τον ωστόσο, δηλαδή αφήνοντας τον να με οδηγήσει στη θέση μου. «Εσείς. Αλλά δεν έχω
σκοπό να επιτρέψω σ' έναν τιποτένιο τυχάρπαστο της Πετρούπολης...» Ο πρίγκιπας χαμογέλασε ήρεμα, σχεδόν συγκαταβατικά, μου έσφιξε το χέρι και ψιθύρισε: «Σας καταλαβαίνω, αλλά εδώ δεν είναι ο χώρος, θα τα πούμε». Αμέσως μετά μου γύρισε τα νώτα, πλησίασε τον Μπιξμιόνκωφ και τον οδήγησε στη Λίςα. Ο κιτρινιάρης υπαλληλίσκος βγήκε ο εκλε κτός. Η Λίςα σηκώθηκε να τον συναντήσει. Εγώ καθισμένος δίπλα στην ντάμα μου με τη θλιμμένη μύγα στο κεφάλι, ένιωθα σχεδόν σαν ήρωας. Η καρδιά μέσα μου χτυπούσε δυνατά, το στήθος υψωμένο ευγενικά κάτω απ' το κολλαρισμένο επιστήθιο, ανάσαινα βαθιά και γρήγορα και ξαφνικά κοίταξα με τέτοια μεγαλοπρέπεια προς το γειτονικό λιοντάρι, που κλώτσησε άθελα του με το γυρισμένο σ' εμένα ποδάρι του. Ξεφορτώθηκα αυτό το άτομο και μετά έφερα έναν γύρο με το βλέμμα όλο τον κύκλο των χορευτών... Μου φάνηκε ότι δυο τρεις από τους κυρίους με κοίταξαν όχι χωρίς κά ποια αμηχανία, αλλά γενικά η συνομιλία μας με τον πρίγκιπα δεν είχε γίνει αντικείμενο προσο χής... Ο αντίζηλος μου καθόταν τώρα στο κάθισμα
84
85
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
του, τελείως ήρεμος καν με το χαμόγελο στο πρό σωπο, όπως πρώτα. Ο Μπιζμιόνκωφ συνόδευσε τη Λίζα μέχρι τη θέση της. Εκείνη του έκανε από φιλοφροσύνη υπόκλιση και αμέσως στράφηκε προς τον πρίγκιπα, όπως μου φάνηκε, με κάποια αγωνία. Ε κείνος όμως της απάντησε μ' ένα χαμόγελο, κάνο ντας μια χαριτωμένη χειρονομία και θα πρέπει να της είπε κάτι πολύ ωραίο, διότι αυτή κοκκίνισε ολόκληρη από ευχαρίστηση, χαμήλωσε το βλέμμα και ύστερα το σήκωσε πάλι και με μια χαϊδευτική επίπληξη το προσήλωσε πάνω του.
φάλι... Αφού παρέδωσα την φοβισμένη κοπέλα ε κεί όπου ανήκε, απομακρύνθηκα προς το παράθυ ρο, σταύρωσα τα χέρια μου και άρχισα να περι μένω τι θα γίνει. Περίμενα αρκετή ώρα. Ο πρί γκιπας ήταν συνεχώς περικυκλωμένος απ' τον οι κοδεσπότη και πιο συγκεκριμένα, περικυκλωμέ νος όπως η Αγγλία από τη θάλασσα, δίχως να υπολογίζω βέβαια και τα λοιπά μέλη της οικογέ νειας του περιφερειακού ηγέτη και τους άλλους επισκέπτες. Και εκτός αυτού δεν μπορούσε να πλησιάσει έναν τόσο ασήμαντο άνθρωπο σαν εμένα και ν' αρχίσει την κουβέντα μαζί του, χω ρίς να προκαλέσει την γενική έκπληξη. Αυτή η ασημαντότητα μου, θυμάμαι, ακόμα μ' ευχαρι στούσε τότε. «Φρόνιμα!» σκέφτηκα παρακολου θώντας πώς απευθυνόταν ευγενικά πότε στο ένα πότε στο άλλο αξιότιμο πρόσωπο, τα οποία επι ζητούσαν την τιμή να τα προσέξει έστω και για μια στιγμή, όπως λένε οι ποιητές. «Όχι δα, αγα πητέ... θα με πλησιάσεις, εγώ βλέπεις σε πρό σβαλα». Τελικά, ο πρίγκιπας με επιδεξιότητα ξε φορτώθηκε το πλήθος των θαυμαστών του, πέ ρασε από δίπλα μου, κοίταξε μια στο παράθυρο
Η ηρωική διάθεση που αναπτύχθηκε αναπά ντεχα μέσα μου δεν χάθηκε μέχρι το τέλος της μαζούρκας, ωστόσο είχα πια σταματήσει τις ευφυολογίες και την «κριτικομανία», παρά μόνον κοίταζα πότε πότε σκυθρωπά και αυστηρά την ντάμα μου, η οποία φαινόταν πια πως άρχιζε να με φοβάται και κόμπιαζε τελείως ανοιγοκλείνο ντας αδιάκοπα τα μάτια της, οπότε την οδήγησα στη φυσική σιγουριά της μητέρας της, μιας πολύ παχιάς γυναίκας με ξανθοκόκκινη τόκα1 στο κε ι, τόκα: γυναικείο στολίδι, καρφίτσα ή πόρπη. (Σ.τ.ε.) 86
87
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μια στα μαλλιά μου, γύρισε και ξαφνικά σταμά τησε σαν κάτι να είχε ξεχάσει. «Α, ναι!» είπε απευθυνόμενος σ' εμένα χαμογε λαστά, «με την ευκαιρία, έχω για σας μια δουλίτσα». Δυο τσιφλικάδες, από τους πιο ενοχλητικούς, που ακολουθούσαν επίμονα τον κόμη, ίσως σκέ φτηκαν ότι η «δουλίτσα» είναι υπηρεσιακή και με σεβασμό έκαναν πίσω. Ο κόμης μ' έπιασε απ' το μπράτσο και με οδήγησε στην άκρη. Η καρδιά μου χτυπούσε στο στήθος. «Εσείς, νομίξω», άρχισε παρατείνοντας τη λέξη εσείς και κοιτάζοντας με στο πιγούνι με μια έκ φραση περιφρονητική, η οποία κατά περίεργο τρό πο δεν μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα στο νεανι κό και όμορφο πρόσωπο του, «με είπατε αυθάδη;» «Είπα αυτό που σκεπτόμουν», αντείπα εγώ υ ψώνοντας τον τόνο της φωνής μου. «Σςς... ήσυχα», παρατήρησε αυτός, «οι έντιμοι άνθρωποι δεν φωνάζουν. Θα θέλατε ίσως να μο νομαχήσετε μαζί μου;» «Αυτό είναι δική σας δουλειά», απάντησα εγώ τεντώνοντας το κορμί μου.
«Θα αναγκαστώ να σας καλέσω σε μονομα χία», είπε αδιάφορα, «αν δεν πάρετε πίσω τις εκ φράσεις σας». «Με τίποτα δεν προτίθεμαι να τις απαρνηθώ», αντέτεινα εγώ με υπερηφάνεια. «Αλήθεια;» παρατήρησε, όχι χωρίς κάποιο ει ρωνικό χαμόγελο. «Σε αυτή την περίπτωση», συνέ χισε ύστερα από μια μικρή παύση, «θα έχω την τιμή να σας στείλω αύριο τον μάρτυρα μου». «Πολύ καλά», είπα εγώ με φωνή όσο μπορούσα πιο αδιάφορη. Ο πρίγκιπας υποκλίθηκε ελαφρά. «Δεν μπορώ να σας απαγορεύσω να με βρίσκε τε έναν τιποτένιο άνθρωπο», πρόσθεσε μισοκλεί νοντας υπεροπτικά τα μάτια, «αλλά οι πρίγκιπες Ν* δεν μπορεί να είναι τυχάρπαστοι. Εις το επανιδείν, κύριε... κύριε Στουκατούριν». Μου γύρισε γρήγορα την πλάτη και πλησίασε πάλι τον οικοδεσπότη, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει ν' ανησυχεί. «Κύριε Στουκατούριν!... Εμένα με λένε Τσουλκατούριν...» Τίποτε δεν βρήκα να του πω για απάντηση σε
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
αυτή την τελευταία προσβολή, παρά μόνο τον κοί ταξα με λυσσά. «Αύριο», μουρμούρισα σφίγγοντας τα δόντια και αμέσως έφαξα να βρω έναν γνωστό μου αξιω ματικό, τον λογχοφόρο ίλαρχο Κολομπερντιάγεφ, μανιώδη γλεντζέ και περίφημο παιδί, στον οποίο είπα με λίγα λόγια για τη φιλονικία μου με τον πρίγκιπα και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυρας μου. Αυτός βέβαια συμφώνησε αμέσως και ύστερα πήγα στο σπίτι. Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ - από την ταραχή μου, όχι από δειλία. Δεν είμαι δειλός. Και ακόμα, πολύ λίγο σκεπτόμουν για το πιθανό ενδεχόμενο να χάσω τη ζωή μου, αυτό το υπέρτα το αγαθό στον κόσμο, όπως διαβεβαιώνουν οι Γερμανοί. Σκεπτόμουν μόνον τη Λίζα, τις δικές μου χαμένες ελπίδες, αυτό που έπρεπε να κάνω. «Πρέπει άραγε να προσπαθήσω να σκοτώσω τον πρίγκιπα;» αναρωτιόμουν και εννοείται πως ήθε λα να τον σκοτώσω όχι από εκδίκηση, αλλά από την επιθυμία μου για το καλό της Λίζας. «Εκείνη όμως δεν θ' αντέξει αυτό το χτύπημα», συνέχιζα. «Όχι, ας είναι πιο καλά να σκοτώσει εκείνος εμέ-
να!» Ομολογώ επίσης ότι μου ήταν ευχάριστη η σκέψη πώς εγώ, ένας ασήμαντος επαρχιώτης, α νάγκασα ένα τόσο σοβαρό πρόσωπο να μονομαχή σει μαζί μου. Το πρωί με βρήκε απορροφημένο με αυτές τις σκέφεις. Κοντά στο πρωινό έκανε την εμφάνιση του ο Κολομπερντιάγεφ. «Λοιπόν», με ρώτησε μπαίνοντας με θόρυβο στην κρεβατοκάμαρα μου, «πού είναι ο μάρτυρας του πρίγκιπα;» «Μα για όνομα του Θεού», απάντησα εγώ αγα νακτισμένος. «Η ώρα είναι μόλις επτά το πρωί, ο πρίγκιπας ακόμα ούτε το τσάι του δεν πήρε, κοι μάται τώρα». «Σε αυτή την περίπτωση», αντείπε ο ακούρα στος ίλαρχος, «δώστε εντολή να μου φέρουν τσάι. Από χθες το βράδυ έχω πονοκέφαλο... Ούτε καν γδύθηκα και άλλωστε», συμπλήρωσε με ένα χα σμουρητό, «γενικά σπάνια βγάζω τα ρούχα μου». Του έφεραν το τσάι. Ήπιε έξι ποτήρια με ρού μι, κάπνισε τέσσερα τσιμπούκια, μου είπε ότι χθες αγόρασε πάμφθηνα ένα άλογο που οι αμαξάδες δεν το ήθελαν και ότι σκοπεύει να το εξασκήσει
90
9ΐ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
δένοντας του το μπροστινό πόδι και μετά α ποκοιμήθηκε με τα ρούχα στο ντιβάνι και με το τσιμπούκι στο στόμα. Εγώ σηκώθηκα και τακτο ποίησα τα χαρτιά μου. Ένα σημείωμα πρόσκληση της Λίζας, το μοναδικό σημείωμα που είχα λάβει από εκείνη, το έβαλα στο στήθος μου αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και το πέταξα στο καλάθι. Ο Κολομπερντιάγεφ ροχάλιζε ελαφρά, με το κεφάλι του κρεμασμένο πάνω στο δερμάτινο μαξιλάρι. Θυμάμαι πως κοίταζα πολλή ώρα το αναμαλλια σμένο, λεβέντικο, αμέριμνο και αγαθό πρόσωπο του. Στις δέκα η ώρα ο υπηρέτης μου ανέφερε τον ερχομό του Μπιζμιόνκωφ. Ο πρίγκιπας είχε επι λέξει αυτόν για μάρτυρα!
φόρησε ότι «θα μονομαχήσουμε σήμερα, στις τρεις, με πιστόλια». Εγώ έκλινα το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας. Ο Μπιζμιόνκωφ αμέσως μας χαιρέτησε και έφυγε. Ήταν κάπως χλωμός και εσωτερικά ταραγμένος, σαν άνθρωπος ασυνήθι στος σε τεχνάσματα αυτού του είδους, αλλά ωστόσο ήταν και ευγενής και ψυχρός. Εγώ μπρο στά του ένιωθα να ντρέπομαι κάπως και δεν τολ μούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Ο Κολομπερ ντιάγεφ άρχισε πάλι να διηγείται ιστορίες για το άλογο του. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ ευ πρόσδεκτη, διότι φοβόμουν μην τυχόν αναφέρει τη Λίζα. Αλλά ο καλός μου ίλαρχος δεν ήταν κου τσομπόλης και επιπλέον περιφρονούσε όλες τις γυναίκες, τις οποίες ονόμαζε -ένας Θεός ξέρει γιατί- σαλάτα. Στις δύο η ώρα προγευματίσαμε και στις τρεις βρισκόμασταν στη θέση όπου θα ελάμβανε χώρα η μονομαχία - στο ίδιο εκείνο δασάκι όπου κάποτε περπατούσα με τη Λίζα, δυο βήματα από εκείνο τον γκρεμό.
Και οι δυο μαζί ξυπνήσαμε τον βαθυκοιμισμένο ίλαρχο. Εκείνος σηκώθηκε, μας κοίταξε σαν α ποχαυνωμένος και με βραχνή φωνή ζήτησε βότ κα' μετά ίσιωσε το σώμα του και αφού αυτός και ο Μπιζμιόνκωφ υποκλίθηκαν, πήγαν μαζί σε ένα άλλο δωμάτιο για να συσκεφθούν. Η σύσκεφη των κυρίων μαρτύρων δεν διήρκεσε πολύ/Επειτα από ένα τέταρτο μπήκαν και οι δυο μαζί στην κρεβατοκάμαρα. Ο Κολομπερντιάγεφ με πληρο-
Φθάσαμε πρώτοι. Ο πρίγκιπας όμως με τον Μπιζμιόνκωφ δεν μας άφησαν να περιμένουμε για πολύ. Ο πρίγκιπας ήταν, χωρίς υπερβολή, φρέσκος 93
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
φρέσκος σαν το τριαντάφυλλο. Τα καστανά του μάτια, εξαιρετικά εγκάρδια, κοίταζαν μέσα απ' το γείσο της τραγιάσκας. Κάπνιζε αχυρένιο πού ρο και με το που είδε τον Κολομπερντιάγεφ του έ σφιξε θερμά το χέρι. Ακόμα και σ' εμένα υποκλί θηκε πολύ ευγενικά. Εγώ, τουναντίον, ένιωθα τον εαυτό μου χλωμό και τα χέρια μου, προς μεγάλη μου αγανάκτηση, έτρεμαν ελαφρά... το λαρύγγι μου είχε στεγνώσει... Ποτέ πριν δεν είχα μονομα χήσει. «Ω, Θεέ μου», σκέφτηκα, «μόνο αυτός ο σκω πτικός κύριος να μην εξέλαβε τη συγκίνηση μου για δειλία!» Από μέσα μου έστελνα τα νεύρα μου σε όλους τους διαβόλους, αλλά κοιτάζοντας τελι κά τον πρίγκιπα κατευθείαν στο πρόσωπο και πιάνοντας στα χείλη του ένα ανεπαίσθητο σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο, ξαφνικά πάλι οργίστηκα και αμέσως μετά ηρέμησα. Στο μεταξύ οι μάρτυρες μας έφτιαξαν ένα εμπόδιο, μέτρησαν τα βήματα, γέμισαν τα πιστόλια. Ο Κολομπερντιάγεφ πιο πολύ εργαζόταν. Ο Μπιζμιόνκωφ πιο πολύ παρα κολουθούσε. Η μέρα ήταν μεγαλοπρεπής - όχι χειρότερη από μια μέρα ενός αλησμόνητου περι πάτου. Ένα πυκνό μαβί χρώμα του ουρανού περ-
νούσε όπως πρώτα μέσα απ' το επιχρυσωμένο πράσινο των φύλλων. Το θρόισμα τους, φαίνεται, μ' εκνεύριζε. Ο πρίγκιπας συνέχιζε να καπνίζει το πούρο του, ακουμπώντας με την πλάτη στον κορ μό μιας μικρής φιλύρας... «Παρακαλώ σηκωθείτε, κύριοι, είμαστε έτοι μοι», είπε τελικά ο Κολομπερντιάγεφ δίνοντας μας τα πιστόλια. Ο πρίγκιπας έκανε μερικά βήματα, σταμάτησε και γυρίζοντας πίσω το κεφάλι με ρώτησε: «Α κόμα επιμένετε να μην απαρνήστε τα λόγια σας;» Εγώ ήθελα να του απαντήσω, αλλά με πρόδωσε η φωνή μου και αρκέστηκα σε μια περιφρονητική χειρονομία. Ο πρίγκιπας χαμογέλασε πάλι και πήγε και στάθηκε στη θέση του. Αρχίσαμε τη μο νομαχία πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον. Εγώ σή κωσα το πιστόλι, σημάδεφα στο στήθος τον αντί παλο μου -τη στιγμή αυτή ακριβώς ήταν ο εχθρός μου- αλλά ξαφνικά, σαν κάποιος να με σκούντησε κάτω απ' τον αγκώνα, σήκωσα φηλά την κάννη και πυροβόλησα. Ο πρίγκιπας κλονίστηκε, πλησίασε το αριστερό του χέρι στον αριστερό του κρόταφο - ένα μικρό αυλάκι αίματος κύλησε στο μάγουλο
94
95
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
του κάτω απ' το λευκό καστόρινο γάντι. Ο Μπιζμιόνκωφ ρίχτηκε κοντά του. «Καλά», είπε ο πρίγκιπας βγάζοντας την τρυπη μένη τραγιάσκα του, «αφού με χτύπησε στο κεφά λι και δεν έπεσα, 9α είναι καμιά γρατσουνιά». Έβγαλε ήρεμα από την τσέπη το μπατίστινο 1 μαντήλι του και το έβαλε στα μουσκεμένα με αί μα κατσαρά μαλλιά του. Τον κοίταξα εμβρόντη τος και δεν κουνιόμουν απ' τη θέση μου. «Παρακαλώ, πηγαίνετε στο εμπόδιο!» μου είπε αυστηρά ο Κολομπερντιάγεφ. Εγώ υπάκουσα. «Η μονομαχία συνεχίζεται;» πρόσθεσε αυτός απευθυνόμενος στον Μπιζμιόνκωφ. Ο Μπιζμιόνκωφ δεν του απάντησε. Ο πρίγκι πας, όμως, χωρίς να βγάλει το μαντήλι απ' την πλη γή και μη δίνοντας στον εαυτό του ούτε καν την ικανοποίηση να με βασανίζει στο εμπόδιο, έφερε χαμογελώντας αντίρρηση. «Η μονομαχία τελείω σε», είπε και πυροδότησε στον αέρα. Εγώ παρά λίγο
να κλάφω από αγανάκτηση και μανία. Αυτός ο άν θρωπος με την μεγαλοψυχία του σε τελευταία ανά λυση με δυσφήμισε, με έσφαξε. Ήθελα ν' αντιδρά σω, ήθελα ν' απαιτήσω να με πυροβολήσει. Αλλά εκείνος με πλησίασε και μου έτείνε το χέρι. «Όλα ξεχάστηκαν μεταξύ μας, έτσι δεν είναι;» εκστόμισε με φωνή θερμή, φιλική. Εγώ κοίταξα το χλωμό πρόσωπο του, το ματω μένο μαντήλι του και έχοντας τα απολύτως χαμέ να, ντροπιασμένος και συντετριμμένος του έ σφιξα το χέρι... «Κύριοι!» πρόσθεσε, απευθυνόμενος στους μάρ τυρες. «Ελπίζω ότι όλα αυτά θα μείνουν μυστικά». «Εννοείται!» αναφώνησε ο Κολομπερντιάγεφ. «Όμως, πρίγκιφ, αν μου επιτρέπετε...» Και ο ίδιος πήγε και του έδεσε το κεφάλι. Ο πρίγκιπας φεύγοντας μου έκανε άλλη μια υπόκλιση, αλλά ο Μπιζμιόνκωφ ούτε καν με κοί ταξε. Νικημένος, ηθικά νικημένος, επέστρεφα με τον Κολομπερντιάγεφ στο σπίτι. «Μα τι έχετε;» με ρωτούσε ο ίλαρχος. «Ηρεμή στε, η πληγή είναι ακίνδυνη. Και αύριο ακόμα αν θέλει, μπορεί να χορεύει. Ή λυπάστε που δεν τον
ι. Δηλαδή, μαντήλι από λινό ύφασμα με πολύ πυκνή ύφαν ση. (Σ.τ.ε.)
6
97
9
7 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
σκοτώσατε; Σ' αυτή την περίπτωση ματαιοπονεί τε, είναι καλό παιδί». «Γιατί με λυπήθηκε;» μουρμούρισα εγώ στο τέ λος. «Αυτό δα μας έλειπε!» διεφώνησε ήρεμα ο ίλαρχος... «Αχ, αυτοί οι συγγραφείς!» Δεν ξέρω γιατί σκαρφίστηκε να με ονομάσει συγγραφέα. Αρνούμαι απολύτως να περιγράφω τα βάσανα μου εκείνο το απόγευμα που ακολούθησε μετά την άτυχη μονομαχία μου. Το φιλότιμο μου υπέ φερε ανείπωτα. Τύφεις συνείδησης δεν είχα, αυτό που με εξόντωνε ήταν το αίσθημα της βλα κείας μου. «Εγώ και μόνον εγώ έδωσα στον εαυ τό μου το τελευταίο, το τελειωτικό χτύπημα!» έλεγα και ξανάλεγα πηγαινοερχόμενος με μεγά λα βήματα στο δωμάτιο. «Ο πρίγκιπας, πληγω μένος από μένα και με συγχωρεί... Τώρα μάλι στα, η Λίςα είναι δική του. Τίποτα πια δεν μπο ρεί να τη σώσει, να τη συγκρατήσει στην άκρη του γκρεμού». Ήξερα πολύ καλά ότι η μονομαχία μας δεν μπορούσε να μείνει μυστική, άσχετα τι είχε πει ο πρίγκιπας. Σε κάθε περίπτωση, για τη
Λίςα δεν μπορούσε να μείνει μυστική. «Ο πρίγκι πας δεν είναι τόσο χαςός», μουρμούριςα με λύσ σα, «για να μην επωφεληθεί...» Κι ωστόσο έκανα λάθος. Για την μονομαχία και για την πραγματι κή της αιτία, βέβαια, το γνώριςε όλη η πόλη την επομένη, αλλά δεν ήταν ο κόμης που φλυαρούσε, τουναντίον. Όταν εκείνος με δεμένο κεφάλι και με την προκαταβολικά κατασκευασμένη αιτιο λογία παρουσιάστηκε μπροστά στη Λίςα, εκείνη τα ήξερε ήδη όλα... Αν ήταν ο Μπιςμιόνκωφ που της μετέδωσε το νέο, αν ήταν από άλλες πηγές που έφθασε σ' εκείνη, δεν μπορώ να πω. Κι επιτέ λους, μήπως σε μια μικρή πόλη είναι δυνατόν κα νείς να κρύφει κάτι; Μπορείτε να φανταστείτε πώς το εξέλαβε η Λίξα, πώς το εξέλαβε όλη η φα μελιά του Οςιόγκιν! Σε ό,τι λοιπόν αφορά εμένα, ξαφνικά έγινα δέκτης μιας γενικής οργής, μιας απέχθειας, σαν να ήμουν ένα είδος αποβράσματος, ένας παλαβός ζηλότυπος ανθρωποφάγος. Οι λίγοι γνωστοί μου με απαρνήθηκαν λες και ήμουν λεπρός. Οι αρχές της πόλης απευθύνθηκαν αμέσως στον πρίγκιπα με την πρόταση της παρα δειγματικής και αυστηρής τιμωρίας μου. Μερι99
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
κές θερμές και επίμονες παρακλήσεις του ίδιου του πρίγκιπα απέτρεψαν τη συμφορά που κρεμό ταν πάνω απ' το κεφάλι μου. Αυτός ο άνθρωπος ήταν γραφτό από τη μοίρα να μ' εξοντώσει με κάθε τρόπο. Με τη μεγαλοψυχία του με χτύπησε σαν τη σκεπή της ταφόκασας. Περιττό να πω ότι το σπίτι των Οςιόγκιν για μένα έκλεισε αμέσως. Ο Κύριλλος Ματθέιτς μου επέστρεφε ακόμα και ένα απλό μολύβι που είχα ξεχάσει εκεί. Κανονικά, αυτός ακριβώς δεν έπρεπε να είναι θυμωμένος μαςί μου. Όπως έλεγαν στην πόλη, η δική μου «πα ράλογη» ξήλεια καθόρισε, ξεκαθάρισε -τρόπος του λέγειν- τις σχέσεις του πρίγκιπα με τη Λίςα. Στο πρόσωπο του τόσο οι ίδιοι οι Οςιόγκιν, όσο και οι άλλοι κάτοικοι άρχισαν να προσβλέπουν σαν σ' έναν γαμπρό. Στην ουσία αυτό δεν θα έπρε πε να του είναι και τόσο ευχάριστο. Η Λίςα, όμως, του άρεσε πολύ. Εκτός αυτού, ακόμα τότε δεν είχε πετύχει τους σκοπούς του... Με όλη την επιδεξιό τητα ενός έξυπνου και κοσμικού ανθρώπου προ σαρμόστηκε στη νέα του κατάσταση, αμέσως μπήκε, όπως λένε, στο πνεύμα του καινούργιου του ρόλου...
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ενώ εγώ... εγώ για δικό μου λογαριασμό, για λογαριασμό του μέλλοντος μου δεν έδωσα τότε σημασία! Όταν τα βάσανα φθάνουν μέχρι του ση μείου να υποχρεώνουν όλον τον εσωτερικό μας κόσμο να καταρρεύσει και να γογγύςει σαν το παραφορτωμένο κάρο, θα έπρεπε αυτά τα βάσανα να σταματήσουν να είναι κωμικά... Αλλά όχι! Το γέλιο όχι μόνον συνοδεύει τα δάκρυα ως το τέλος, ως την εξάντληση, αλλά και μέχρι να στερέψουν! Χτυπάει και αντηχεί εκεί όπου η γλώσσα μένει ά φωνη και νεκρώνει η ίδια η λύπη... Και γι' αυτό, πρώτον, επειδή δεν σκοπεύω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό να φαίνομαι γελοίος και δεύτερον, επειδή έχω κουραστεί φοβερά, αναβάλλω τη συνέ χεια και με τη βοήθεια του Θεού το τέλος της διή γησης μου μέχρι την επομένη...
ιοί
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
29 Μαρτίου. Ελαφριά παγωνιά' μέχρι χ9ες έλιωναν οι πάγοι. Εχθές δεν είχα τις δυνάμεις να συνεχίσω το ημε ρολόγιο μου. Σαν τον Ποπρίστσιν1, την περισσό τερη ώρα ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κου βέντιαζα με την Τερεντιέβνα. Να μια γυναίκα! Πριν από εξήντα χρόνια έχασε τον πρώτο της μνη στήρα από πανούκλα, επέζησε όλων των παιδιών της, η ίδια είναι αδικαιολόγητα γριά, το τσάι της το πίνει όσο γλυκό το θέλει, είναι χορτάτη και ντυμένη ζεστά. Και τι νομίζετε ότι μου έλεγε χθες όλη μέρα; Σε μιαν άλλη γριά, τελείως ξεπουπου λιασμένη, πρόσταξα να δώσουν για γιλέκο (αυτή φοράει μπροστήθια με τη μορφή γιλέκου) έναν γιακά μιας παμπάλαιας λιβρέας, που ήταν μισοφαγωμένη απ' τον σκώρο... Και γιατί, παρακαλώ, να μην το δώσουν στην ίδια; «Μα είμαι η νταντά σας... Αχ, αχ, πατερούλη μου, αμαρτάνετε... Κι ε ι. Ποπρίστσιν: ο κεντρικός ήρωας στο έργο Το ενός τρελού, του Νικολάι Γκόγκολ. (Σ.τ.ε.) 102
ημερολόγιο
γώ που σας περιποιούμαι τόσα χρόνια!» και τα λοιπά και τα λοιπά. Η άσπλαχνη γριά μ' εξάντλη σε κυριολεκτικά με τις παρατηρήσεις της... Ας ε πιστρέφουμε όμως στην αφήγηση. Υπέφερα λοιπόν σαν το σκυλί που του πάτησαν τα οπίσθια με κάποια ρόδα. Μόνον τότε, μόνον μετά την εκδίωξη μου απ' το σπίτι των Οζιόγκιν έμαθα τελικά πόση ικανοποίηση μπορεί ν' αντλή σει ο άνθρωπος όταν βλέπει την ίδια του τη δυ στυχία. Ω, άνθρωποι! Σωστό αξιολύπητο γένος!... Αντε, όμως, αρκετά με τις φιλοσοφικές παρατη ρήσεις... Πέρασα μέρες ολόκληρες σε τέλεια απο μόνωση και μόνον με τα πιο πλάγια, μέχρι και πο ταπά μέσα μπορούσα να μαθαίνω τι συνέβαινε στην οικογένεια Οζιόγκιν, τι έκανε ο πρίγκιπας. Ο υπηρέτης μου είχε γνωριστεί με την πρώτη εξα δέλφη της γυναίκας του αμαξά του. Αυτή η γνωρι μία μού έδωσε κάποια ανακούφιση και ο υπηρέτης μου δεν άργησε να υποθέσει, με δικούς μου υπαι νιγμούς και δωράκια, για ποιο ζήτημα έπρεπε να μιλήσει με το αφεντικό του, όταν τα βράδια του έβγαζε τραβώντας τις μπότες. Πότε πότε τύχαι νε να συναντήσω στον δρόμο είτε κάποιον απ' την ιο3
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
οικογένεια των Οξιόγκιν είτε τον Μπιξμιόνκωφ ή τον πρίγκιπα... Με τον πρίγκιπα και με τον Μπιξμιόνκωφ χαιρετιόμουν, αλλά δεν άνοιγα συζήτη ση. Τη Λίξα την είδα μόνον τρεις φορές: μια φορά που ήταν μαξί με τη μητέρα της σ' ένα κατάστημα μόδας, μια φορά σε ανοιχτή άμαξα μαξί με τον πατέρα, τη μητέρα της και τον πρίγκιπα, μια φορά στην εκκλησία. Εννοείται πως δεν τολμούσα να την πλησιάσω και κοίταξα μόνον από μακριά. Στο κατάστημα ήταν όλο έγνοια αλλά εύθυμη... Έδινε παραγγελίες περίφροντις και πρόβαρε τις κορδέ λες. Η μανούλα της την κοίταξε με τα χέρια σταυ ρωμένα στο στομάχι, ανασηκώνοντας τη μύτη και χαμογελώντας μ' εκείνο το βλακώδες και αφο σιωμένο χαμόγελο, το οποίο επιτρέπεται μό^ον στις στοργικές μητέρες. Στην άμαξα με τον πρί γκιπα η Λίξα ήταν... ποτέ δεν 9α ξεχάσω αυτήν τη συνάντηση! Οι γέροντες Οξιόγκιν κάθονταν στις πίσω θέσεις της άμαξας, ο πρίγκιπας με τη Λίξα μπροστά. Ήταν πιο χλωμή απ' ότι συνήθως. Στα μάγουλα της μόλις φαίνονταν δυο ροξ γραμμές. Ήταν στραμμένη κατά το ήμισυ προς το μέρος του πρίγκιπα και ακουμπισμένη στο τεντωμένο δεξιό
χέρι της (με το αριστερό κρατούσε την ομπρέλα) και τον κοίταξε κλίνοντας λιγωμένη το κεφαλάκι της, κατευθείαν στο πρόσωπο με τα εκφραστικά της μάτια. Εκείνην τη στιγμή του δόθηκε ολόκλη ρη δείχνοντας του για πάντα την εμπιστοσύνη της. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω προσεχτικά την έκ φραση του -η άμαξα πέρασε από δίπλα μου πολύ γρήγορα- αλλά μου φάνηκε ότι και αυτός ήταν βαθιά συγκινημένος.
ιο4
ιο5
Την τρίτη φορά την είδα στην εκκλησία. Δεν είχαν περάσει περισσότερες από δέκα μέρες απ' την ημέρα που την είχα συναντήσει στην άμαξα με τον πρίγκιπα, ούτε περισσότερες από τρεις εβδο μάδες απ' τη μονομαχία μου. Η δουλειά για την οποία ο πρίγκιπας είχε έρθει στην Ο... είχε πλέον τελειώσει, αλλά καθυστερούσε ακόμα την αναχώ ρηση του. Απάντησε στην Πετρούπολη ότι ασθε νεί. Στην πόλη περίμεναν κάθε μέρα μια τυπική πρόταση απ' την πλευρά του προς τον Κύριλλο Ματθέιτς. Εγώ περίμενα μόνον αυτό το τελευ ταίο χτύπημα, ώστε ν' αποσυρθώ μια για πάντα. Η πόλη Ο... μού ήταν ανιαρή. Δεν μπορούσα να κά θομαι στο σπίτι και απ' το πρωί ως το βράδυ τρι-
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
γύριζα στα περίχωρα. Μια γκρίζα βροχερή μέρα, καθώς επέστρεφα από έναν περίπατο που τον είχε διακόφει η βροχή, μπήκα για λίγο σε μια εκκλησία. Η εσπερινή λειτουργία μόλις άρχιζε και ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Έριξα μια ματιά τριγύρω και ξαφνικά κοντά σ' ένα παράθυρο είδα ένα γνωστό προφίλ. Στην αρχή δεν το γνώρισα. Αυτό το χλω μό πρόσωπο, αυτό το σβησμένο βλέμμα, αυτά τα βαθουλωμένα μάγουλα - ήσαν στ' αλήθεια όλα αυτά εκείνη η ίδια Λίζα που έβλεπα εδώ και δυο βδομάδες; Κουκουλωμένη με το παλτό, χωρίς κα πέλο στο κεφάλι, φωτισμένη απ' το πλάι με μια κρύα αχτίδα που έπεφτε απ' το φαρδύ λευκό παρά θυρο, κοίταζε ακίνητη στο εικονοστάσι και προ-/ σπαθούσε να προσευχηθεί, προσπαθούσε να βγει' από κάποια μελαγχολική νάρκη. Πίσω της στεκό ταν ένας χοντρός με κόκκινα μάγουλα νεαρός Καζάκος, με κίτρινα φυσίγγια στο στήθος, κοιτά ζοντας με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος και με μια νυσταγμένη απορία την κοπέλα του. Εγώ ανατρίχιασα ολόκληρος, ήθελα να την πλησιάσω αλλά σταμάτησα. Ένα βασανιστικό προαίσθημα έσφιξε το στήθος μου. Μέχρι το τέλος του εσπε-
ρινού η Λίζα δεν κουνήθηκε. Όλος ο κόσμος βγή κε, ο διάκονος άρχισε να σκουπίζει την εκκλησία, αλλά εκείνη δεν έφευγε απ' τη θέση της. Ο Καζά κος την πλησίασε, της είπε κάτι αγγίζοντας το φόρεμα της, αυτή κοίταξε τριγύρω, πέρασε το χέρι της πάνω απ' το πρόσωπο της και έφυγε. Από μακριά την συνόδευσα μέχρι το σπίτι και ύστερα γύρισα πίσω. «Καταστράφηκε!» φώναξα μπαίνοντας στο δω μάτιο μου. Ως έντιμος άνθρωπος, δεν ξέρω ακόμα και τώ ρα ποια ήταν τότε τα συναισθήματα μου. Θυμά μαι, σταύρωσα τα χέρια, έπεσα στο ντιβάνι και έστρεφα τα μάτια στο πάτωμα. Αλλά δεν ξέρω, μέσα στη θλίφη μου, μου φαίνεται σαν να υπήρχε κάτι που μ' ευχαριστούσε... Με κανέναν τρόπο δεν θα τ' ομολογούσα αυτό, αν δεν έγραφα για λογαριασμό μου... Ήταν σαν να με τυραννούσαν βασανιστικά, φοβερά προαισθήματα... αλλά ποιος ξέρει, ίσως να ήμουν πολύ πιο αναστατωμένος αν δεν είχαν επιβεβαιωθεί. «Τέτοια είναι η καρδιά του ανθρώπου!» θα φώναζε τώρα με εκφραστική φωνή ένας Ρώσος δάσκαλος τα παλιά τα χρόνια,
ιο6
ιο7
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
υψώνοντας τον παχύ δείκτη του χεριού του, στολισμένον μ' ασημένιο δαχτυλίδι. Αλλά τι μας νοιά ζει εμάς τώρα η γνώμη του Ρώσου δασκάλου με την ιδιαίτερα εκφραστική φωνή και με το δαχτυ λίδι στο δάχτυλο; Όπως και να έχει το πράγμα, τα προαισθήμα τα μου αποδείχθηκαν σωστά. Αίφνης στην πόλη διαδόθηκε η είδηση ότι ο πρίγκιπας έφυγε κατό πιν κάποιας δήθεν εντολής απ' την Πετρούπολη, δίχως να έχει κάνει καμιά κουβέντα ούτε στον Κύριλλο Ματθέιτς ούτε στη γυναίκα του και ότι της Λίζας της απομένει πλέον μέχρι το τέλος των ημερών της να θρηνεί την παρασπονδία του. Η αναχώρηση του πρίγκιπα ήταν τελείως αναπάντε χη διότι την παραμονή ακόμα ο αμαξάς του, σύμ φωνα με την διαβεβαίωση του υπηρέτη μου, με κανένα τρόπο δεν υποπτευόταν την πρόθεση του κυρίου του. Αυτό το νέο μού άναφε φωτιές. Αμέ σως ντύθηκα και βιάστηκα να πάω στον Οζιόγκιν, αλλά μετά που το σκέφθηκα καλά, το βρήκα πρέ πον να περιμένω μέχρι την άλλη μέρα. Άλλωστε δεν έχανα τίποτα μένοντας στο σπίτι. Το ίδιο εκείνο βράδυ ήρθε τρέχοντας σ' εμένα κάποιος
Παντοπιπόπουλος, Έλληνας περαστικός, που ό λως τυχαίως είχε ξεμείνει στην πόλη Ο..., ένας κουτσομπόλης πρώτου μεγέθους, ο οποίος περισ σότερο απ' όλους έβραζε από αγανάκτηση ενα ντίον μου για τη μονομαχία μου με τον πρίγκιπα. Στον υπηρέτη μου δεν έδωσε καν τον χρόνο να μου πει τ' όνομα του, μόνο όρμησε στο δωμάτιο μου, έσφιξε γερά το χέρι μου, χίλιες φορές μου ζήτησε συγγνώμη, με ονόμασε παράδειγμα μεγαλοψυ χίας και τόλμης, περιέγραφε τον πρίγκιπα με τα πιο μελανά χρώματα και δεν λυπήθηκε καθόλου τους γέροντες Οζιόγκιν, τους οποίους κατά τη γνώμη του η μοίρα τους τιμώρησε δικαίως. Με την ευκαιρία άγγιξε και το θέμα της Λίζας και μετά έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα με φίλησε στον ώμο. Στο μεταξύ έμαθα από αυτόν ότι ο πρί γκιπας, en vrai grand seigneur1, την παραμονή της αναχώρησης, έπειτα από έναν λεπτό υπαινιγμό του Κύριλλου Ματθέιτς απάντησε φυχρά ότι δεν είχε την πρόθεση να εξαπατήσει κανέναν και δεν
ιο8
109
ι. en vrai grand seigneur: σαν γνήσιος άρχοντας (γαλλικά στο πρωτότυπο).
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
σκέπτεται να παντρευτεί, μετά σηκώθηκε, χαιρέ τησε και αυτό ήταν όλο... Την άλλη μέρα πήγα στους Οςιόγκιν. Ο κοντό φθαλμος υπηρέτης τους μόλις με είδε πήδηξε απ' τον μπάγκο με γρηγοράδα αστραπής, ενώ εγώ πρό σταξα να με αναγγείλει. Ο υπηρέτης έτρεξε και αμέσως γύρισε. «Παρακαλώ, περάστε», είπε. Μπή κα στο γραφείο του Κυρίλλου Ματθέιτς... Αύριο η συνέχεια.
πίωνα τον Αφρικανό. Ο Οςιόγκιν ήταν προφανώς σαστισμένος και περίλυπος, απέφευγε το βλέμμα μου, έκανε μικρά βήματα επί τόπου. Παρατήρησα επίσης ότι μιλούσε δυνατά με κάπως αφύσικο τρόπο και γενικά εκφραζόταν πολύ αόριστα. Αό ριστα αλλά με θέρμη μου ςήτησε συγγνώμη, αόρι στα ανέφερε για τον προσκεκλημένον που έφυγε, πρόσθεσε και μερικές γενικές και αόριστες παρα τηρήσεις για τις απάτες, για την αστάθεια των γήινων αγαθών και ξαφνικά ένιωσε στα μάτια του ένα δάκρυ, βιάστηκε να τραβήξει ταμπάκο, ίσως για να με ξεγελάσει για τον λόγο που τον έ κανε να δακρύσει... Χρησιμοποιούσε ρωσικό πρά σινο ταμπάκο και είναι γνωστό ότι αυτό το βοτά νι ακόμα και τους γέροντες τους αναγκάζει να χύ νουν δάκρυα, που κάνουν το ανθρώπινο μάτι να φαίνεται χαςό και παράλογο για λίγες στιγμές. Εγώ, εννοείται, φερόμουν πολύ προσεκτικά με τον γεράκο' ρώτησα για την υγεία της γυναίκας και της κόρης του και αμέσως με τρόπο επιδέξιο κα τηύθυνα τη συςήτηση στο ενδιαφέρον ςήτημα για την οικονομική μέθοδο αλλαγής της σποράς. Ήμουν ντυμένος ως συνήθως, αλλά το αίσθημα
3θ Μαρτίου.
Παγωνιά.
Και έτσι μπήκα στο γραφείο του Κύριλλου Ματθέιτς. Θα πλήρωνα πολλά λεφτά σε όποιον θα μπο ρούσε να μου δείξει τώρα το ίδιο μου το πρόσωπο εκείνο το λεπτό, όταν αυτός ο αξιοσέβαστος δη μόσιος υπάλληλος, αφού φόρεσε βιαστικά τη ρό μπα του απ' την Μπουχάρα, με πλησίασε με απλω μένα τα χέρια. Απ' το πρόσωπο μου θα πρέπει να αναδυόταν ένας συγκρατημένος θρίαμβος, μια συγκαταβατική συμπόνια και μια απεριόριστη με γαλοψυχία... Ένιωθα τον εαυτό μου σαν τον ΣκιΙΙΟ
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
της λεπτής ευπρέπειας και μειλίχιας συγκαταβατικότητας που με διακατείχε, μου προκαλούσε μια αίσθηση γιορτινή και δροσερή, σαν να φορού σα άσπρο γιλέκο κι άσπρη γραβάτα. Ένα πράγμα με ανησυχούσε: η σκέφη γύρω απ' τη συνάντηση με τη Λίςα... Ο Οξιόγκιν τελικά πρότεινε ο ίδιος να με συνοδεύσει στη γυναίκα του. Αυτή η αγαθή μα κουτή γυναίκα, μόλις με είδε στην αρχή σάστι σε, αλλά το μυαλό της δεν είχε την ικανότητα να διατηρήσει για πολύ την ίδια εντύπωση και έτσι ηρέμησε γρήγορα. Τελικά την είδα τη Λίζα... Μπή κε στο δωμάτιο... Περίμενα ότι θα βρω μια ντροπιασμένη, μεταμελημένη αμαρτωλή και εκ των προτέρων έδωσα στο πρόσωπο μου την πιο τρυφερή και ενθαρρυ ντική έκφραση... Γιατί να πω φέματα; Την αγα πούσα πραγματικά και διφούσα να έχω την ευτυ χία να την συγχωρήσω, να της δώσω το χέρι μου. Αλλά προς δική μου ανείπωτη έκπληξη, εκείνη σε απάντηση στην δική μου εκφραστική υπόκλιση, χαμογέλασε φυχρά και παρατήρησε αδιάφορα: «Α, εσείς;» Και αμέσως παραμέρισε. Το γέλιο της, α λήθεια, μου φάνηκε επιτηδευμένο και σε κάθε πε-
ρίπτωση πήγαινε άσχημα στο σοβαρά αδυνατι σμένο της πρόσωπο... Ωστόσο δεν περίμενα τέ τοια υποδοχή... Την κοίταςα με έκπληξη... Τι αλ λαγή είχε γίνει μέσα της! Μεταξύ του παιδιού πρώτα και της γυναίκας τώρα δεν υπήρχε τίποτα το κοινό. Φαινόταν σαν να έχει μεγαλώσει, σαν να έχει τεντωθεί προς τα πάνω. Όλα τα χαρακτηρι στικά του προσώπου της, ειδικά των χειλιών της, λες και ήσαν χαραγμένα... το βλέμμα της είχε γί νει πιο βαθύ, πιο σταθερό και σκοτεινό. Παρέμει να στους Οξιόγκιν μέχρι το γεύμα. Εκείνη σηκω νόταν, έβγαινε απ' το δωμάτιο και ξαναγύριζε, απαντούσε ήρεμα στις ερωτήσεις και σκόπιμα δεν έδινε σ' εμένα προσοχή. Εγώ το έβλεπα, ήθελε να με κάνει να νιώσω ότι δεν είμαι άξιος ακόμα και για τον θυμό της, μόλο που παρά λίγο να σκοτώ σω τον εραστή της. Τελικά έχασα την υπομονή μου. Ο φαρμακερός υπαινιγμός ξέφυγε απ' τα χεί λη μου... Εκείνη ανατρίχιασε, μου έριξε μια γρήγο ρη ματιά, σηκώθηκε και πλησιάζοντας στο παρά θυρο εκστόμισε ελαφρά με τρεμουλιαστή φωνή: «Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπώ και πάντοτε θα
112
ιΐ3 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
ανθρώπου
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
τον αγαπώ και καθόλου δεν τον θεωρώ ένοχο μπροστά μου, τουναντίον...» Η φωνή της άρχισε να τρέμει, σταμάτησε... Ήθελε να δαμάσει τον εαυτό της, αλλά δεν μπορούσε, πλημμύρισε στα δάκρυα και έφυγε απ' το δωμάτιο... Οι γέροντες Οζιόγκιν συγχύστηκαν... έσφιξα το χέρι και στους δυο, πήρα μιαν ανάσα, ύφωσα τα μάτια στον ουρα νό και απομακρύνθηκα. Είμαι πολύ αδύναμος, ο καιρός που μου μένει είναι πολύ λίγος, δεν είμαι όπως πρώτα σε κατά σταση να περιγράφω με λεπτομέρειες εκείνη τη νέα σειρά βασανιστικών σκέφεων με τις σκληρές προθέσεις και με τα λοιπά αποκυήματα της επιλε γόμενης εσωτερικής πάλης, τα οποία γεννήθηκαν μέσα μου μετά την ανανέωση της επαφής μου με τους Οζιόγκιν. Δεν αμφέβαλλα ότι η Λίζα αγα πάει ακόμα και 9' αγαπάει για πολύ τον πρίγκι πα... Αλλά ως άνθρωπος που είχε συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, είχα κι εγώ ηρεμήσει και μάλι στα δεν έκανα όνειρα για την αγάπη της. Επιθυ μούσα μόνον τη φιλία της, να τυχαίνω της εμπι στοσύνης της και του σεβασμού της, ο οποίος σύμφωνα με τη διαβεβαίωση έμπειρων ανθρώπων
λογίζεται ως το πιο ελπιδοφόρο στήριγμα της ευ τυχίας στον γάμο... Δυστυχώς άφησα να ξεφύγει απ' την προσοχή μου ένα αρκετά σοβαρό περιστα τικό και συγκεκριμένα ότι η Λίζα απ' την ημέρα της μονομαχίας με μίσησε. Αυτό το έμαθα πολύ αργά. Άρχισα λοιπόν να επισκέπτομαι το σπίτι των Οζιόγκιν, όπως και πρώτα. Ο Κύριλλος Ματθέιτς περισσότερο από ποτέ με καλόπιανε και με περι ποιόταν. Έχω ακόμα λόγους να σκέπτομαι ότι ε κείνον τον καιρό θα έδινε σ' εμένα ευχαρίστως την κόρη του, μόλο που ήμουν ανεπίζηλος γα μπρός. Η κοινή γνώμη κατέτρεχε τον ίδιο και τη Λίζα, αλλά εμένα τουναντίον με εγκωμίαζε μέχρι τα ουράνια. Η συμπεριφορά της Λίζας απέναντι μου δεν άλλαξε. Τον πιο πολύ καιρό σιωπούσε, ή ταν υποτακτική όταν την παρακαλούσαν να φάει, δεν έδειχνε καθόλου εσωτερικά σημάδια λύπης, ωστόσο έλιωνε σαν το κεράκι. Στον Κύριλλο Ματ θέιτς οφείλω ν' αποδώσω δικαιοσύνη για τούτο: την λυπόταν με κάθε τρόπο. Μόνον η γριά Οζιόγκινα κατσούφιαζε κοιτάζοντας το καημένο της κοριτσάκι. Έναν άνθρωπο δεν απέφευγε η Λίζα,
ιΐ4
ιΐ5
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
καίτοι δεν μιλούσε πολύ μαζί του, συγκεκριμένα τον Μπίζμιόνκωφ. Οι γέροντες Οζΐόγκιν απευθύ νονταν σ' αυτόν με απότομο, ακόμα και άξεστο τρόπο, δεν μπορούσαν να τον συγχωρήσουν που είχε παραστεί μάρτυρας στη μονομαχία. Αυτός όμως συνέχιςε να πηγαίνει κοντά τους, σαν να μην έβλεπε τη δυσμένεια τους. Μαζί μου ήταν πολύ ψυχρός και -παράξενο πράγμα- εγώ κυριολεκτικά τον φοβόμουν. Αυτό συνέχισε περί τις δύο εβδο μάδες. Τελικά, ύστερα από μιαν άυπνη νύχτα, αποφάσισα να εξηγηθώ με τη Λίζα, να της αποκα λύψω την καρδιά μου, να της πω ότι άσχετα με όσα έγιναν, άσχετα με κάθε είδους διαδόσεις και κουτσομπολιά, 9α θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ ευτυχισμένον αν με κρίνει άξιον για το χέρι της και επανακτήσει την εμπιστοσύνη της σ' εμένα. Εγώ, μα την αλήθεια και χωρίς αστεία, φανταζό μουν ότι παρουσιάζομαι, όπως λένε και οι χρηστομαθείς, σαν ένα παράδειγμα ανείπωτης μεγα λοψυχίας και ότι εκείνη από έκπληξη και μόνον θα συμφωνήσει. Εν πάση περιπτώσει, ήθελα να εξη γηθώ μαζί της και να βγω επιτέλους από την αβε βαιότητα.
Πίσω απ' το σπίτι των Οζΐόγκιν βρισκόταν έ νας αρκετά μεγάλος κήπος, ο οποίος κατέληγε σ' ένα δασύλλιο με φλαμουριές, παραμελημένο και κατάφυτο. Στη μέση αυτού του αλσυλλίου υψωνό ταν ένα παλιό κιόσκι κινέζικου τύπου. Ένας φρά χτης από καδρόνια χώριζε τον κήπο από ένα τυ φλό στενό δρομάκι. Η Λίζα μερικές φορές περπα τούσε ώρες ολόκληρες μόνη της σ' αυτό τον κήπο. Ο Κύριλλος Ματθέιτς το γνώριζε αυτό και απαγό ρευε να την ενοχλούν ή να πηγαίνουν κοντά της. Ας είναι, όπως έλεγε, η λύπη της κάποτε θα εξα ντληθεί. Όταν δεν την έβρισκαν στο σπίτι, αρκού σε μόνον να χτυπήσουν το καμπανάκι πριν απ' το γεύμα στο εξώστεγο και αμέσως εμφανιζόταν με την ίδια επίμονη σιωπή στα χείλη και στο βλέμμα, με κάποιο τσαλακωμένο φυλλαράκι στο χέρι. Και να που κάποια στιγμή, βλέποντας ότι δεν ήταν στο σπίτι, έκανα ότι ετοιμαζόμουν να φύγω, χαι ρετήθηκα με τον Κύριλλο Ματθέιτς, φόρεσα το καπέλο και βγήκα απ' τον προθάλαμο στην αυλή και απ' την αυλή στον δρόμο, αλλά αμέσως ξεγλί στρησα με ασυνήθιστη γρηγοράδα πίσω στην εξώ πορτα και προχώρησα δίπλα απ' την κουζίνα προς
ιι6
ιΐ7
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
τον κήπο. Ευτυχώς κανένας δεν με πρόσεξε. Χωρίς να το πολυσκέπτομαι, με γοργά βήματα μπήκα στο δασύλλιο. Μπροστά μου, στο μονοπάτι, στεκόταν η Λίζα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Σταμάτησα, πήρα μια βαθιά ανάσα και ήθελα πια να την πλησιάσω, αλλά ξάφνου, χωρίς να γυρίζει πίσω σήκωσε το χέρι της και άρχισε ν' αφουγκράζε ται... Απ' τα δέντρα, προς την κατεύθυνση του τυ φλού δρομάκου, ακούστηκαν καθαρά δυο χτυπήμα τα σαν να χτυπούσε κάποιος στον φράχτη. Η Λίζα χτύπησε με τις παλάμες, ακούστηκε ο αδύνατος τριγμός της πορτούλας και μέσα απ' τα χαμόδενδρα βγήκε ο Μπιζμιόνκωφ. Με σβελτάδα κρύφτη κα στο δέντρο. Η Λίζα σιωπηλά στράφηκε προς το μέρος του... Σιωπηλά και αυτός την έπιασε αγκαζέ και οι δυο τους ήσυχα πήραν το δρομάκι. Εγώ έκπληκτος τους κοίταζα. Σταμάτησαν, κοί ταξαν τριγύρω και τους έχασα μέσα στους θά μνους, έπειτα φάνηκαν πάλι και τελικά μπήκαν στο κιόσκι. Το κιόσκι ήταν κυκλικό, μια μικρή κα τασκευή με μία πόρτα κι ένα μικρό παράθυρο. Στη μέση φαινόταν ένα παλιό τραπέζι μ' ένα ποδαρά κι επικαλυμμένο με λεπτό πράσινο μούσκλο. Δυο
ξεθωριασμένα ντιβάνια ήσαν τοποθετημένα ένα σε κάθε πλευρά, σε κάποια απόσταση από τους γκρίζους σκοτεινιασμένους τοίχους. Εδώ στις ασυνήθιστα ζεστές μέρες, τον παλιό καιρό, πότε μια φορά τον χρόνο και πότε συχνότερα έπιναν το τσάι τους. Η πόρτα δεν έκλεινε τελείως, το πλαί σιο είχε πέσει απ' το παράθυρο από καιρό και έχο ντας γαντζωθεί σε μια γωνιά κρεμόταν λυπητερά, σαν το σπασμένο φτερό ενός πουλιού. Πλησίασα αθόρυβα στο κιόσκι και προσεχτικά κοίταξα απ' τη χαραμάδα στο παράθυρο. Η Λίζα καθόταν σ' ένα απ' τα ντιβανάκια με σκυφτό το κεφάλι. Το δεξιό της χέρι ακουμπούσε στα γόνατα της και το αριστερό το κρατούσε ο Μπιζμιόνκωφ στα δυο του χέρια. Την κοίταζε με συμπόνια. «Πώς αισθάνεστε σήμερα;» την ρώτησε με μισή φωνή. «Τα ίδια», του είπε αυτή αντιλέγοντας. «Ούτε χειρότερα ούτε καλύτερα, όλα άδεια, φοβερά ά δεια!» πρόσθεσε σηκώνοντας βαρύθυμα τα μάτια. Ο Μπιζμιόνκωφ δεν της απάντησε. «Τι νομίζετε», συνέχισε εκείνη, «θα μου γράφει πάλι;»
ιι8
ιΐ9
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
«Δεν νομίξω Λιςαμπέτα Κυρίλλοβνα». Εκείνη σιωπούσε. «Και πραγματικά, τι έχει να γράφει; Μου τα εί πε όλα στο πρώτο γράμμα του. Δεν μπορούσα να γίνω γυναίκα του. Αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένη... όχι για πολύ... αλλά ήμουν ευτυχισμένη». Ο Μπιξμιόνκωφ έσκυφε το κεφάλι. «Αχ», συνέχισε αυτή με ςωντάνια, «αν ξέρατε πόσο μου είναι αντιπαθής αυτός ο Τσουλκατούριν... Μου φαίνεται πάντοτε ότι στα χέρια αυτού του ανθρώπου... βλέπω το αίμα του». (Ανατρίχια σα πίσω απ' τη χαραμάδα). «Ωστόσο», πρόσθεσε με συλλογή, «ποιος ξέρει, ίσως χωρίς αυτήν τη μο νομαχία... Αχ, όταν τον είδα πληγωμένο, ένιωσα αμέσως ότι ήμουν ολόκληρη αυτός». «Ο Τσουλκατούριν σας αγαπάει», παρατήρησε ο Μπιξμιόνκωφ. «Και τι μ' ενδιαφέρει αυτό; Έχω μήπως ανάγκη απ' την αγάπη κανενός;...» Σταμάτησε και πρόσθε σε σιγανά: «Εκτός απ' την δική σας. Μάλιστα, φίλε μου, η δική σας αγάπη μού είναι απαραίτητη, δί χως εσάς θα είχα πεθάνει. Με βοηθήσατε να ξεπε ράσω φοβερές στιγμές...»
Σώπασε πάλι... Ο Μπιξμιόνκωφ άρχισε με πα τρική τρυφερότητα να της χαϊδεύει το χέρι. «Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, Λιξαμπέτα Κυ ρίλλοβνα!» επανέλαβε μερικές φορές στη σειρά. «Μα και τώρα», εκστόμισε εκείνη με φωνή πνιγ μένη, «μου φαίνεται ότι θα πέθαινα χωρίς εσάς. Μόνον εσείς με στηρίξετε. Και εκτός αυτού μου τον θυμίζετε... Εσείς, βλέπετε, τα ξέρετε όλα. Θυμάστε πόσο καλός ήταν εκείνη την ημέρα... Αλ λά συγχωρήστε με, σας κάνω να αισθάνεστε ά σχημα...» «Μιλήστε, μιλήστε! Μα τι λέτε; Ο Θεός μαζί σας!» διέκοφε ο Μπιξμιόνκωφ. Η Λίςα του έσφιξε το χέρι. «Είστε πολύ καλός, Μπιξμιόνκωφ», συνέχισε «είστε καλός σαν άγγελος. Τι να κάνω! Αισθάνο μαι ότι θα τον αγαπώ μέχρι να πεθάνω. Τον συγ χώρησα, τον ευγνωμονώ. Ας του δίνει ο Θεός ευ τυχία! Ας του δώσει ο Θεός τη γυναίκα της καρ διάς του!» Και τα μάτια της πλημμύρισαν με δά κρυα. «Μόνο να μη με ξεχνούσε, μόνο να θυμόταν πότε πότε και τη Λίςα του...»'Εκανε μια μικρή παύ ση και τέλος πρόσθεσε: «Πάμε».
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ο Μπιςμιόνκωφ έφερε το χέρι του στα χείλη της. «Ξέρω», άρχισε να του λέει ςωηρά, «όλοι με κα τηγορούν, όλοι με πετροβολούν. Ας είναι! Εγώ ω στόσο δεν θ' αντάλλαξα τη δυστυχία μου με την δική τους ευτυχία... Όχι! όχι!... Με αγάπησε λίγο, αλλά με αγάπησε! Ποτέ δεν μ' εξαπάτησε, ποτέ δεν μου είπε ότι 9α γίνω γυναίκα του. Εγώ η ίδια ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό. Μόνον ο καημένος πατερούλης μου το ήλπιςε. Και τώρα ακόμα δεν είμαι τελείως δυστυχισμένη, μου μένει η ανάμνη ση, όσο φοβερές κι αν ήσαν οι συνέπειες... Πνίγο μαι εδώ... εδώ ήταν που τον είδα για τελευταία φορά... Πάμε έξω στον αέρα».
κωφ και η Λίςα επέστρεφαν απ' τον ίδιο δρομάκο. Ήσαν κι οι δυο τους πολύ συγκινημένοι, ειδικά ο Μπιςμιόνκωφ. Φαινόταν να κλαίει. Η Λίςα κοντο στάθηκε, τον κοίταξε και με καθαρή προφορά είπε τ' ακόλουθα λόγια: «Συμφωνώ, Μπιςμιόνκωφ, Δεν θα συμφωνούσα αν θέλατε μόνον να με σώσετε, να με βγάλετε απ' τη δεινή θέση, αλλά εσείς μ' αγαπάτε, τα ξέρετε όλα και παρ' όλα αυτά μ' αγαπάτε. Εγώ ποτέ δεν θα βρω πιο αξιόπιστο, πιο αληθινό φίλο. Θα γίνω γυναίκα σας». Ο Μπιςμιόνκωφ της φίλησε το χέρι και εκείνη λυπημένη του χαμογέλασε και πήγε στο σπίτι. Ο Μπιςμιόνκωφ όρμησε στο δασάκι και εγώ πήρα τον δρόμο μου. Επειδή ο Μπιςμιόνκωφ ίσως να είπε στη Λίςα ακριβώς αυτό που σκόπευα εγώ να της πω και επειδή εκείνη θα του απάντησε ακρι βώς αυτό που θα επιθυμούσα ν' ακούσω από την ίδια, δεν υπήρχε λόγος να σκοτίζομαι. Δυο εβδο μάδες μετά τον παντρεύτηκε. Οι γέροντες Οςιόγκιν ήσαν ευχαριστημένοι με οποιονδήποτε γα μπρό.
Σηκώθηκαν. Μόλις που πρόλαβα να πηδήξω στην άκρη και να κρυφτώ πίσω απ' τη χοντρή φλα μουριά. Οι δυο τους βγήκαν απ' το κιόσκι και όσο μπορούσα να κρίνω απ' τον θόρυβο των βημάτων, πήγαν στο αλσύλλιο. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκό μουν ακίνητος στη θέση μου, φορτωμένος με κά ποια ακατονόμαστη απορία και να που ξαφνικά ακούστηκαν πάλι βήματα. Ξαφνιάστηκα και με προσοχή βγήκα απ' την κρυφώνα μου. Ο Μπιςμιόν-
«Λοιπόν, πέστε μου τώρα, δεν είμαι άνθρωπος 123
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
περιττός; Δεν έπαιξα σε όλη αυτή την ιστορία τον ρόλο του περιττού ανθρώπου; Ο ρόλος του πρίγκι πα... γι' αυτόν δεν έχω τίποτε να πω, ο ρόλος του Μπιζμιόνκωφ το ίδιο κατανοητός... Αλλά εγώ; Προς τι ανακατεύτηκα εδώ;... Τι χρειάζεται ο βλακώδης πέμπτος τροχός στην άμαξα!... Αχ, θλί βομαι, θλίβομαι!...» Να τι λένε αυτοί που ρυμουλ κούν. «Αλλη μια φορούλα, άλλη μια φορά». Μια μέρα ακόμα και άλλη μια ούτε πικρή ούτε γλυκιά.
Είμαι άσχημα. Γράφω αυτές τις γραμμές απ' το κρεβάτι. Από χθες το βραδάκι ο καιρός ξαφνικά άλλαξε. Σήμερα είναι ζέστη, μια μέρα σχεδόν κα λοκαιρινή. Όλα λιώνουν, πέφτουν, κυλούν. Στον αέρα μυρίζει σκαμμένο χώμα, μια βαριά, δυνατή, αποπνιχτική μυρωδιά. Από παντού ανεβαίνει αχνός. Ο ήλιος βγάζει φωτιά, χτυπάει. Νιώθω άσχημα, σαν να διαλύομαι. Ήθελα να γράφω το ημερολόγιο μου και αντί γι' αυτό τι έκανα; Διηγήθηκα μία περίπτωση της
ζωής μου, φλυάρησα, οι αποκοιμισμένες αναμνή σεις μου ξύπνησαν και με παρέσυραν. Έγραφα χω ρίς να βιάζομαι, με λεπτομέρειες, σαν να είχα ακόμα χρόνια μπροστά μου. Αλλά τώρα δεν έχω τον χρόνο να συνεχίσω. Ο θάνατος, ο θάνατος έρ χεται. Ήδη ακούω το φοβερό κρεσέντο... Κατα φθάνει. .. Έρχεται!.. Αλλά πού είναι το κακό! Δεν είναι μήπως αδιά φορο ό,τι και αν διηγήθηκα; Μόλις φανεί ο θάνα τος, χάνονται και οι τελευταίες γήινες ματαιότη τες. Αισθάνομαι ότι ησυχάζω. Θα γίνω πιο απλός, πιο καθαρός. Αργησα να βάλω μυαλό!... Παράξενο πράγμα! Ησυχάζω - ακριβώς. Αλλά ταυτόχρονα... νιώθω φρίκη, μάλιστα, φρίκη. Στις δώδεκα και μι σή, γερμένος πάνω σε μια σιωπηλή, χαίνουσα ά βυσσο ανατριχιάζω, γυρίζω με αχόρταγη προσοχή και κοιτάζω τα πάντα γύρω μου. Το κάθε πράγμα διπλά αγαπητό. Δεν χορταίνω να βλέπω το φτω χό μου και άχαρο δωμάτιο, αποχαιρετιέμαι με κάθε μικρή κηλίδα στους τοίχους του! Χορτάστε μάτια μου για τελευταία φορά! Η ζωή φεύγει, ομαλά και ήσυχα απομακρύνεται από μένα, σαν την ακτή από τα βλέμματα των ναυτικών. Το γε-
124
125
31 Μαρτίου.
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ρασμένο, κιτρινωπό πρόσωπο της νταντάς μου, τυ λιγμένο με σκούρο τσεμπέρι, το σφυριχτό σαμοβάρι στο τραπέζι, η γλάστρα με το γεράνι μπροστά στο παράθυρο, και εσύ φτωχό μου σκυλάκι, Τρεζόρ, το φτερό με το οποίο γράφω αυτές τις γραμμές, το ίδιο μου το χέρι, σας βλέπω τώρα... Να εσείς, να... Είναι άραγε δυνατόν... ίσως ακόμα και σήμερα... να μη σας ξαναδώ πια ποτέ; Είναι βαρύ για ένα ζωντα νό πλάσμα ν' αποχωρίζεται τη ζωή! Τι μου χαϊδολογιέσαι, καημένο μου σκυλί; Τι ακουμπάς το στήθος στο κρεβάτι συσφίγγοντας σπασμωδικά την κολο βή ουρά σου και δεν κατεβάζεις από πάνω μου τα καλοσυνάτα και λυπημένα σου μάτια; Ή μήπως λυπάσαι για μένα; Ή νιώθεις ότι ο κύριος σου σύ ντομα πια δεν 9α υπάρχει; Αχ, αν μπορούσα έτσι να περάσω με τη σκέφη όλες τις αναμνήσεις μου, όπως περνώ με τα μάτια όλα τα πράγματα στο δωμάτιο μου! Ξέρω ότι αυτές οι αναμνήσεις δεν είναι ευχά ριστες και ούτε σημαντικές, αλλά δεν έχω άλλες. «Κενό, φοβερό κενό!» όπως έλεγε η Λίζα.
χωρίς να έχει δοκιμάσει ούτε μια φορά την ευτυ χία, χωρίς να έχει μεγαλώσει ούτε μια φορά κάτω απ' το γλυκό βάρος της χαράς; Αλίμονο! Αυτό εί ναι αδύνατον, αδύνατον, το ξέρω... Αν τουλάχι στον τώρα, πριν πεθάνω - ο θάνατος είναι ιερό πράγμα, ανυψώνει κάθε πλάσμα- αν κάποια αγα πητή, λυπημένη, φιλική φωνή τραγουδούσε από πάνω μου την αποχαιρετιστήρια ραφωδία, μια ραφωδία για την προσωπική μου λύπη, τότε ίσως να συμφιλιωνόμουν μαζί του. Αλλά να πεθάνω απνευστί, ανόητα...
Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! Να, τώρα πεθαίνω... Μια καρδιά ικανή και έτοιμη ν' αγαπήσει, σύντομα θα πάφει να χτυπάει... Θα ηρεμήσει άραγε για πάντα, 126
Μου φαίνεται πως αρχίζω να παραμιλώ. Αντίο ζωή, αντίο κήπε μου! Κι εσείς, φλαμου ριές μου! Όταν θα έρθει το καλοκαίρι, κοιτάξτε να μην ξεχάσετε να σκεπαστείτε με τ' άνθη σας από πάνω ως κάτω... και οι άνθρωποι ας χαίρο νται να ξαπλώνουν στη μυρωδάτη σας σκιά, στο δροσερό νωπό χορτάρι, κάτω από τον χαμηλόφω νο ψίθυρο των φύλλων σας, σαν τα ενοχλεί ελα φρά ο αγέρας. Αντίο, αντίο σας! Αντίο σε όλα και για πάντα! Αντίο, Λίζα! Έγραφα αυτές τις δυο λέξεις - και παρά λίγο να γελάσω. Αυτό αποτελεί επιφώνημα 127
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
νομίζω στα βιβλία. Σαν να γράφω μια συναισθη ματική νουβέλα ή σαν να τελειώνω ένα απεγνω σμένο γράμμα... Αύριο πρωταπριλιά. Μήπως πεθάνω αύριο; Αυ τό θα ήταν κάπως, ίσως και απρέπεια. Ωστόσο εμένα μου πάει... Πόσες σαχλαμάρες είπε σήμερα ο γιατρός!...
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Μου είναι βαρετό να γράφω... πετάω το φτε ρό... Έφτασε η ώρα! Ο θάνατος δεν πλησιάζει με αυξημένο βρόντο, όπως η καρότσα το βράδυ στο λιθόστρωτο, μα είναι εδώ, φτερουγίζει γύρω μου, όπως εκείνη η ελαφριά πνοή που έκανε ν' αναση κωθούν τα μαλλιά του προφήτη. Πεθαίνω... Ζήστε, ζωντανοί! Ας είναι στη δική μου δύση η ζωή να παίζει δροσερή και η αδιάφορη η φύση ας είναι αιώνια λαμπερή.
ι Απριλίου Όλα τελείωσαν... Η ζωή τελείωσε. Σίγουρα σήμε ρα θα πεθάνω. Έξω κάνει ζέστη... σχεδόν πνιγη ρή... Ή μήπως το στήθος μου αρνείται ν' ανασάνει; Η μικρή μου κωμωδία παίχτηκε. Η αυλαία πέφτει. Εξοντωμένος πια, θα πάψω να είμαι περιττός... Αχ, πόσο φωτεινός είναι ο ήλιος! Αυτές οι τε ράστιες αχτίδες ανασαίνουν την αιωνιότητα... Αντίο, Τερεντιέβνα!.. Σήμερα το πρωί καθόταν στο παράθυρο δακρυσμένη... ίσως για μένα... αλλά και η ίδια μάλλον δεν 9' αργήσει να πεθάνει. Την έβαλα να μου δώσει τον λόγο της ότι δεν θα «χτυ πάει» τον Τρεζόρ.
129
128 9 Το ημερολόγιο
ενός περιττού
αν$ρώπου
Επίμετρο
Ο
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΠΡΩΤΟΣ
Ι Ρώσος συγγραφέας του δεκάτου ενάτου αιώ'να ο οποίος απέκτησε παγκόσμια φήμη ως μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουρ γός. Τα έργα του προσφέρουν την ρεαλιστική απεικό νιση των Ρώσων χωρικών και εμπεριστατωμένες μελέ τες της ρωσικής διανόησης για την προώθηση της χώ ρας στην νέα εποχή. Τα πολλά χρόνια που έζησε στην δυτική Ευρώπη ως ανεπίσημος ουσιαστικά, πολιτιστι κός πρεσβευτής, οφείλονταν κατά ένα μέρος στο προ σωπικό και καλλιτεχνικό του επίπεδο ως φιλελεύθε ρου απέναντι στο αντιδραστικό τσαρικό καθεστώς, κατά δε ένα άλλο μέρος στον επαναστατικό ριζοσπα στισμό ο οποίος κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό στους σύγχρονους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας. Στα γραπτά του διαχεόταν το βαθύ ενδιαφέρον του όχι μόνον για το μέλλον της πατρώας γης, αλλά και για μια ολοκλήρωση της τέχνης η οποία θα εξασφάλιζε τη θέση του στη ρωσική λογοτεχνία.
Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του ι8ι8.Ήταν το δεύτε ρο παιδί του συνταξιούχου αξιωματικού του ιππικού 133
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Σεργκέι Τουργκένιεφ και της Βαρβάρας Πετρόβνας. Ο πατέρας του είχε πολύ λίγη επιρροή στη ζωή του Ιβάν, σε αντίθεση με την πλούσια μητέρα του, η δεσπόζου σα μορφή της οποίας στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και στην αρχή της νεότητας του υ πήρξε ζωντανό παράδειγμα για την κυριαρχία των η ρωίδων στα μεγάλα μυθιστορήματα του. Η απόλυτη αντίθεση και εχθρότητα του Τουργκέ νιεφ προς την σοσιαλιστική ιδεολογία έμελλε να γίνει η βάση του ιδεολογικού του φιλελευθερισμού και της έμπνευσης του για το όραμα του σχετικά με τον ρόλο της διανόησης. Ήταν ο μοναδικός Ρώσος συγγραφέας με μια ομο λογουμένως ευρωπαϊκή νοοτροπία και ευαισθησία. Παρ' όλο που στη γενέτειρα του έτυχε ν' αποκτήσει καλή παιδεία στα σχολεία της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, θεωρούσε ότι η μόρφωση του κυρίως έλαβε χώρα μετά τη «βουτιά του» στη θάλασσα της Γερμανίας τα χρόνια 1838 έως 1841 στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Εκεί έκανε φιλίες με εξέχουσες προσω πικότητες της δικής του γενιάς και αυτές ξύπνησαν το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία του Χέγκελ (17701831). Τον είχε συνεπάρει το ιδανικό για την αφιέρω ση της ζωής του και του ταλέντου του στο μέλλον της Ρωσίας. Στη γενέτειρα του επέστρεφε απ' το Βερολί-
νο με την βαθιά πεποίθηση της ανωτερότητας της Δύ σης και της αδήριτης ανάγκης ν' ακολουθήσει η Ρωσία τον δρόμο της εκδυτικοποίησης. Μετά την αποτυχία του να καταλάβει μια θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και παραιτούμενος από τις κυβερνητικές υποχρεώσεις του άρχισε να δημοσιεύει σύντομα έργα πρόζας. Ήταν μελέτες με θέμα τον «διανοούμενο χωρίς θέληση», τυπικές της δικής του γενιάς. Η πλέον διάσημη ήταν η νουβέλα του Γο ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου... (1850), η οποία προσέδιδε το επίθετο περιττός σε τόσο πολλούς παρόμοιους με τον ήρωα του ανθρώπους με α δύναμη θέληση, πνευματικούς πρωταγωνιστές στα έρ γα του και στη ρωσική λογοτεχνία γενικότερα.
134
ΐ35
Ταυτόχρονα δοκίμασε να γράφει και κάποια θεα τρικά έργα όπως το Ένας φτωχός κύριος (1848) μιμού μενος προφανώς το ύφος του παλαιότερου του Νικολάι Γκόγκολ (ι8θ9-ι852).Ένα από αυτά, το Γεροντοπαλλήκαρο (1849), είναι το μόνο που ανέβηκε στη σκη νή εν όσω ο συγγραφέας ακόμα ζούσε, ενώ τα υπόλοι πα απορρίφθηκαν από την τσαρική λογοκρισία. Το Έ νας μήνας στην εξοχή γραμμένο το 1855 ανέβηκε για πρώτη φορά το 1872. Η αναγνώριση του από τους κρι τικούς και τους θεατές, ως μεγάλου θεατρικού συγ γραφέα, ήρθε μετά την επιτυχία των θεατρικών έργων
ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΕΠΕΒΙΤΣ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
του Αντόν Τσεχωφ στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και με την ενεργό ανάμειξη του Κ. Στανισλάφσκι το Ι909-
Ο Ιβάν Τουργκένιεφ, ευαίσθητος πάντοτε σχετικά με τη λογοτεχνική του φήμη, αντέδρασε στην ομόφω νη σχεδόν εχθρική στάση των ομοτέχνων του φεύγο ντας από τη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε στο Μπάντεν Μπάντεν στη νότιο Γερμανία. Οι διαφωνίες του με τον Λέοντα Τολστόι και τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ό πως και η γενική απομόνωση του από τη ρωσική σκη νή, συνετέλεσαν ώστε η εξορία του αυτή να γίνει ορι στική. Η πικρία του για τη Ρωσία που τον απέρριπτε διαφαίνεται στις σύντομες ιστορίες του Φαντάσματα (1864) και Αρκετά (1865). ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ι36
Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ -