To Ellhniko Ethnos Svorwnos

May 4, 2017 | Author: agkathi | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Λαογραφία-Ιστορία...

Description

ΝΙΚΟΣ Γ. ΣΒΟΡΩΝΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ Γ Ε Ν Ε Σ Η ΚΑΙ Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η ΤΟΥ ΝΕΟΥ Ε Λ Λ Η Ν ΙΣ Μ Ο Υ

IIρολεγάμενα: Σ ΙΊ. I. Α Σ Δ Ρ Α Χ Α Σ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘ Ν Ο Σ Γ Ε Ν Ε Σ Η ΚΑΙ Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η Τ ΟΥ Ν Ε Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Σ Μ Ο Υ

Το ελληνικό έθνος Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού ife Στο εξώφυλλο και το αυτί φωτογραφίες του Νίκου Σβορώνου

μακέτα εξωφύλλου-οργάνωση παραγωγής: Μαρία Τσουμαχίδου

σελιδοποίηση: Βασιλική Μπεκυρά πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2004 (2.500 αντίτυπα) δεύτερη έκδοση: Νοέμβριος 2004 (2.000 αντίτυπα) τρίτη έκδοση: Δεκέμβριος 2004 (1.000 αντίτυπα) τέταρτη έκδοση: Δεκέμβριος 2004 (2.000 αντίτυπα) πέμπτη έκδοση: Δεκέμβριος 2004 (2.500 αντίτυπα)

© 2004, Δημήτρης Σιδηρόπουλος και εκδόσεις ΠΟΛΙΣ Ομήρου 32,106 72 Αθήνα τηλ.: 210-36 43 382, fax: 210-36 36 501 e-mail: [email protected] ISBN : 9 6 0 -4 3 5 -0 2 8 -5

Ν ΙΚ Ο Σ Γ. ΣΒΟΡΩΝΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ Τ Ο Ϊ Ν Ε Ο Ϊ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Προλεγόμενα ΣΠ . I. Α ΣΔΡΑ ΧΑ Σ Φιλολογική επιμέλεια Ν Α ΣΟ Σ ΒΑ ΓΕΝ Α Σ

εκδόσεις Π Ο Λ ΙΣ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

tfh

Το κείμενο του Νίκου Σβορώνου, που παρουσιάζουν οι εκδόσεις Πόλις με τον τίτλο Το ελληνικό έθνος: Γένεση

και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, προοριζόταν να δημοσιευθεί σε ένα συλλογικό έργο, στο Εγκυκλοπαιδικό

Λεξικό τηςΝεωτέραςΕλλάδος, που είχε προγραμματίσει στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 ο εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη με αρχισυντάκτη τον Στάθη Δρομάζο (1915-1983). Το κείμενο του Σβορώνου είναι αχρόνιστο, αλλά ένα του άλλο προορισμένο κι αυτό για το ίδιο Λε­ ξικό φέρει τη χρονολογική ένδειξη 1963-1965. Κρίνο­ ντας από δικό μου προηγούμενο, θα έκλινα προς τη δεύ­ τερη χρονολογία. Δεν μπορώ να εγγυηθώ για την ακρί^βεια του τίτλου του Λεξικού αυτού, ύπως τον παραδίδει ο Σβορώνος σε σημείωση του δεύτερου κειμένου του, για το οποίο έκαμα λόγο. Δεν γνωρίζω επίσης την τύχη του αρχείου του Λεξικού, και η ίδια άγνοια, αν εμπιστευθώ σε κάποιες έμμεσες προφορικές μαρτυρίες, ισχύ/ 7 /

III.

I.

A I Δ PA X A Σ

ει και για τους κληρονόμους του εκδότη του, του Γιώρ­ γου Ελευθερ ουδάκη (1918-1968). Μένω με την εντύπω­ ση ότι το Λεξικό αυτό, θηρεύοντας ένα είδος ιστορικού

αντικειμενισμού, είχε την πρόθεση να δώσει σημαίνουσα θέση σε έναν “ επιστημονικοποιημένο” αριστερό ιστο­ ρικό λόγο, ένας από τους κύριους εκφραστές του οποί­ ου ήταν τότε ο Νίκος Σβορώνος. Η ιδεολογική και δια­ νοητική πορεία του Στάθη Δρομάζου δείχνει ότι ήταν πια σε θέση να επωμιστεί το ρόλο αυτόν. Χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, θεωρώ εύλογο ότι η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 έθεσε τέρμα σ’ αυτή την ανανεωτική προ­ σπάθεια του εκδοτικού Οίκου Ελευθερουδάκη, η οποία, νομίζω, είχε εξασφαλίσει κάποια γενικότερη συγκατά­ νευση μέσα στο κλίμα της ευφορίας που είχε δημιουργηθεί με την Ένωση Κέντρου. Όλα αυτά έχουν τη σημασία τους για την κατανόηση των κινήτρων που ώθησαν τον Νίκο Σβορώνο να αποδε­ χθεί την πρόσκληση να συμβάλει στη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του Λεξικού αυτού. Δεν ξέρω επίσης με ποιόν τρόπο ήρθαν σε επαφή μαζί του οι συντελεστές του Λεξικού και, δυστυχώς, δεν τον ρώτησα ποτέ να μου το πει, μολονότι γνώριζα ότι του είχε ανατεθεί και είχε αποδεχθεί να γράψει κάποια άρθρα. Αξίζει να υπενθυ­ μίσω ότι τα χρόνια εκείνα ο Νίκος Σβορώνος ήταν στη Γαλλία ένας αναγνωρισμένος επιστήμονας και ότι ήταν δύσκολο πλέον να επαναληφθούν γ ι’ αυτόν όσα είχε γράψει το 1953 ο τότε εθνικόφρων αθηναϊκός Τύπος. / 8 /

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Αξίζει επίσης να υπενθυμίσω ότι για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αριστερής και μαρξιστικής, μάλιστα κομματικής, λογιοσύνης τα ζητήματα της ασυνέχειας της ελληνικής ιστορίας είχαν ήδη τεθεί με όρους που δεν ανταποκρίνονταν σ’ αυτό που για τον Σβορώνο ήταν η ιστορική μεθοδολογία και, μαζί μ’ αυτήν, η ιστοριογρα­ φική δεοντολογία. Με δυο λόγια, νομίζω ότι γ ι’ αυτόν η πρόσκληση να γράψει σε ένα έργο υψηλής εκλαΐκευσης ένα άρθρο για τη διαμόρφωση του ελληνικού, δηλαδή του νεοελληνικού, έθνους ήταν συγχρόνως μια πρόκληση με διαφορετικούς και αντίθετους αποδέκτες: την κατε­ στημένη ιστοριογραφία με τις δογματικές της βεβαιότη­ τες ως προς την ιστορική συνέχεια του έθνους αυτού και τη ριζοτόμο και ανατρεπτική αντίληψη της μαρξίζουσας και επίσης δογματικής Αριστεράς. Είναι αυτόδηλο ότι από τους αποδέκτες αυτούς τον ενδιέφεραν κυρίως οι δεύτεροι, ενώ με τους πρώτους αποκαταστούσε μια γέ­ φυρα επικοινωνίας στο όνομα μιας ιστορικής μεθοδολο­ γίας που θεωρούσε ότι ενέχει αυτοδύναμα στοιχεία αντικειμενικότητας υποχρεωτικός αποδεκτά. Το κείμενο αυτό του Νίκου Σβορώνου οργανώνει ιδέ­ ες και διαπιστώσεις του που υπήρχαν πολύ πριν απ’ αυ­ τό και πολύ μετά από τη στιγμή που το σύνταξε: στο λό­ γο που εκφωνεί το 1976, όταν ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενσωματώνει ολόκληρα κομμάτια απ’ αυτό το ανέκδοτο κείμενο, ενώ τα κεντρικά του σημεία ανευρί­ /9 t

Σ 11. I.

ΑΣΛΡΑΧΛΣ

σκονται σε πολλά από τα συναφή του δημοσιεύματα. Μια πρόχειρη ανάγνωση αυτού του άρθρου θα οδηγού­ σε στο βιαστιχύ συμπέρασμα ότι είναι το αποτέλεσμα της διασταύρωσης της παπαρρηγοπουλικής και ζαμπελικής ανάγνωσης της ελληνικής ιστορίας με το άρθρο του Στάλιν (1913) Το εθνικό ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία, γνωστό ως 0 μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, που θα μπορούσε να το έχει διαβάσει στην Ελλάδα στις εκδύ­ σεις Κοροντζή (1945) και οπωσδήποτε στη Γαλλία και στα γαλλικά (Editions Sociales, 1946). Μολονότι ο ίδιος θεωρεί, όταν γράφει το άρθρο του, ύτι δεν υπάρχει μια γενικώς αποδεκτή θεωρία για το έθνος, ωστύσο η επί­ δραση του σταλινικού κειμένου, άμεση ή έμμεση, είναι εμφανής, ιδίως ως προς τις προϋποθέσεις της δημιουρ­ γίας του εθνικού κράτους. Πέρα όμως από τις πρώτες και εύκολες εντυπώσεις υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο κι αυτό συνίσταται στην εμπειρική “ θέση” του Σβορώνου, ότι δηλαδή για να γνωρίσεις πώς ένας λαός συγκροτήθηκε σε εθνικό κράτος, θα πρέπει προηγουμένως να γνωρί­ σεις την ιστορία του λαού αυτού, στην περίπτωσή μας του ελληνικού. Ήδη τέθηκαν δυο κεφαλαιώδη ζητήματα: τί σημαίνει «λαός» και τί σημαίνει «ελληνικός». Δεν συντρέχει λόγος να επαναλάβω τις απόψεις του ως προς το περιεχόμενο της μιας ή της άλλης έννοιας, «οντότητας», όπως θα προτιμούσε ο ίδιος: θα θυμίσω μόνο ότι αποδέχεται το καθιερωμένο σχήμα της συνέχει­ ας του ελληνικού λαού και της «ελληνικότητας», την / 1C /

11 Ρ Ο Λ 1·: Γ Ο Μ Ε Ν Α

οποία ονομάζει «ελληνισμό», παρά την αμφισημία του όρου- ότι τη μια και την άλλη τις θεωρεί στη μεταβλητότητά τους μέσα στο μακραίωνο ιστορικό χρόνο, αναγνω­ ρίζοντας ωστόσο ένα σταθερό πυρήνα, τον «ελληνισμό», που δεν τον καταστρέφουν, όταν δεν στηρίζονται σ’ αυ­ τόν, οι οικουμενικότητες, ελληνιστικές, ρωμαϊκές, χρι­ στιανικές - μάλιστα βυζαντινές- ότι, τέλος, η συνέχεια δεν είναι συνέχεια εθνική, γιατί γ ι’ αυτόν η εθνότητα και η συνείδηση γ ι’ αυτή, δεν αρκοόν για την αναγωγή της πρώτης σε αίτιο πολιτειακής συγκρότησης, είναι μόνο μια από τις προϋποθέσεις της. Δεν είναι περιττό επίσης να θυμίσω ότι στο κείμενο αυτό, όπως σε όλα τα κείμενα του Νίκου Σβορώνου, η θεωρία υπόκειται ως ιστορικό σκεπτικό, δεν αναδύεται και, πολύ περισσότερο, δεν εκτοπίζει την “ οντολογία” της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι, αν το κείμενο αυτό γραφόταν σε κοντινότερούς μας καιρούς, θα είχε την ίδια «φιλοσοφία της σύνθεσης», πα­ ρά την άνθηση των ερευνών και των συνθετικών δοκιμών γύρω από την έννοια και την πραγματικότητα του έθνους. Σε καμιά ακόμη περίπτωση ο Σβορώνος δεν θα χρονολογούσε την οντότητα του έθνους βάσει και μόνο της ανάδειξής του σε ενοποιητική αρχή του εθνικού κρά­ τους: γι’ αυτόν έχει μείζονα σημασία η διασαφήνιση των όρων μιας ιστορικής δυνατολογίας, δηλαδή της πιθανό­ τητας που είχαν οι προϋποθέσεις του εθνικού πολιτεια­ κού μορφώματος να αναχθούν στην πράξη στο μόρφω­ μα αυτό. Έτσι η αφήγηση της ιστορίας του εθνικού κρά­ / 11 /

Σ 11.

I . ΑΣΔΡΑΧΑΣ

τους, του ελληνικού εθνικού κράτους, διαπλέκεται με την αφήγηση της ιστορίας των δυνατολογικών του προ­

ϋποθέσεων. Εδώ ακριβώς ενεδρεύει ένας κίνδυνος. Ένας κίνδυνος ως προς την πρόσληψη αυτού του κει­ μένου. Γιατί πράγματι μια επιφανειακή ανάγνωση αυ­ τού του κειμένου θα μπορούσε να το εκλάβει ως μια συν­ θετική αφήγηση της όλης ελληνικής ιστορίας, διαρθρω­ μένης βεβαίως γύρω από τα ζητήματα που συνέλκει ο κύριος θεματικός της άξονας. Νομίζω ότι η ενδεχόμενη αυτή πρόσληψη είναι ατυχής. Για τον δημιουργικό ανα­ γνώστη είναι αυτόδηλο ότι, ανάμεσα στα άλλα, το υφάδι της αφήγησης αρθρώνεται σε τρεις κυρίως τρόπους πρό­ σβασης που υποδηλώνουν ένα ιστορικό σκεπτικό, συνε­ πώς μια θεωρία για το πώς πρέπει να οδεύει η ιστοριο­ γραφία: πρώτα, το αντικειμενικό, δηλαδή πώς έγιναν τα πράγματα· δεύτερο, η συγχρονική συνείδηση των πραγ­ μάτων τρίτο οι μεταγενέστερες εννοιοδοτήσεις, με εκπρεπές παράδειγμα τη συμπερίληψη στην προβληματι­ κή του «εθνολογικού» παράγοντα, τόσο διαπραγματευμένου και, συνεπώς, ιστορικοποιημένου, μέσω ενός άλ­ λου προεξάρχοντα παράγοντα, του πολιτισμικού. Με άλλα λόγια, η συνεχώς επίπεδη αφήγηση γίνεται μια αφήγηση διαφοροποιητική με σαφή χρονολογική οριοθέτηση. Θα επιμείνω για λίγο στη συγχρονική συνείδηση. Πρόκειται για τις βυζαντινές, κυρίως, λόγιες αναφο­ ρές στην ελληνικότητα, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τη χριστιανική οικουμενικότητα, τις οποίες ο Σβορώνος / 12 /

ΙΙΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

επιστρατεύει για να δείξει το βαθμιαίο πέρασμα από την απαξίωση στην καταξίωση του συστατικού, γ ι’ αυτόν, ελληνοκεντρικού χαρακτήρα μιας πιθανής, αλλά τελικώς επαληθευμένης, ιστορικής δυνατολογίας. Τούτο δεν ση­ μαίνει ότι θα συνυπέγραφε μια δήλωση ότι το έθνος το δημιουργούν οι εκλεκτοί, δηλαδή οι elites, γιατί ως μαρ­ ξιστής ξέρει ότι το καθ’ εαυτό δεν περιμένει, για να υπάρξει, το δι’ εαυτό. Έτσι, δίπλα στις λόγιες αναφορές αναζητά τις συλλογικές, που ξέρει πολύ καλά ότι είναι ετεροχρονισμένες, αλλά όχι γ ι’ αυτό μη διηνεκείς. Μαζί με τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο μιλά για τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο λόγο των εκλεκτών και στον άφα­ το λόγο της συλλογικότητας. Πρύκειται επίσης για τις θεωρητικές αφορμές μιας άλλης συνάντησης που δεν ήταν δυνατό να γίνει τότε: εννοώ με τους διανοούμενους του Αντόνιο Γκράμσι. Η συγχρονική συνείδηση είναι μια ένδειξη, ίσως ένα θερμόμετρο, για την ανίχνευση φαινο­ μένων που η χρονικότητά τους ξεπερνά τη δική τους χρονικότητα: ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα αυτά είναι ενδείξεις για το τί συμβαίνει, για την απαξίωση στην πε­ ρίπτωσή μας ή την καταξίωση της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, στα ηγετικά στρώματα των κοινωνιών και των αυτοκρατορικών σχηματισμών με τους οποίους εκ­ φράζονται και τους οποίους εκφράζουν, και σε καμιά πε­ ρίπτωση μια ένδειξη τού τί συμβαίνει στα υπάλληλα κοι­ νωνικά στρώματα, που εκφράζονται με άλλους τρόπους ανιχνεύσιμους στον οιονεί ενιαίο χρόνο της λαογραφίας. /13/

ΣΙ!.

I.

ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Όπως ο Ζαμπέλιος, έτσι κι αυτός δεν δέχεται ότι οι επώ­ νυμοι λόγιοι είχαν λόγους να εκφράσουν τις συλλογικότητες, γιατί ακριβώς δεν είχε φτάσει η ώρα τους να αναχθούν σε συνεκτικό στοιχείο της ιστορικής κατηγορίας που λέγεται έθνος ως πολιτειακό συγκρότημα. Μέσα απ’ αυτές όμως τις ατραπούς της ιστορικής ανάλυσης που υπακούει στην τέχνη της ερμηνευτικής περιγραφής, ο Νί­ κος Σβορώνος μάς ανοίγει τις θύρες μιας συνολικής κα­ τανόησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών, όπως λέγαμε άλλοτε, προϋποθέσεων και πραγματικών κατα­ στάσεων που προσδιόρισαν και πραγματοποίησαν τη μετάβαση από το ιστορικό ενδεχόμενο στο ιστορικό γ ε­ γονός, στη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους. Κύριο χαρακτηριστικό της εθνικής διαδικασίας ήταν μέ­ σα στη μεγάλη διαχρονία η συγκρουσιακή, άλλοτε επιλε­ κτική και εκ των πραγμάτων συμβιωτική, σχέση της χρι­ στιανικής οικουμενικότητας με την αρχαία ελληνική κλη­ ρονομιά, όπως κατά κύριο λόγο εκφράζεται στο φιλοσο­ φικό και τελικώς και προς το αισθητικό ακόμη πεδίο. Την κατάφαση προς την αρχαιότητα και μαζί μ’ αυτή την ομογενοποιητική διαδικασία του εξελληνισμού τη θεωρεί σε συνάρτηση με τη συρρίκνωση της οικουμενικού τύπου βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον ιγ' αιώνα, εποχή στην οποία ανάγει τις ρίζες του νεοελληνικού έθνους. Η δεύτερη και για τον ίδιο οργανική συνάρτηση αφο­ ρά τους κοινωνικούς όρους της ανάδυσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης και δίνει ιδιάζουσα σημασία στους οι­ / 14 /

ΙΙΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

κονομικούς ρόλους των πόλεων κατά τους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στη διαμόρ­ φωση μιας εμβρυώδους αστικής τάξης. Όλα αυτά όμως με την υπόδειξη της ρευστότητας καταστάσεων και ιδε­ ολογιών που απέτρεπε αυτές και εκείνες από την από­ κτηση καθαρού περιγράμματος. Είναι μια άποψη που θα την επαναλάβει και για τους κοντινότερους χρόνους της ελληνικής ιστορίας. Η τρίτη συνάρτηση είναι το γεγονός της κατάκτησης, κατ’ εξοχήν της οθωμανικής: σύμφωνα με το ερμηνευτικό του σχήμα, η ετερότητα των καταχτη­

μένων. εθνική συνάμα και θρησκευτική, ενισχύει τις εσω­ τερικές της συνοχές και ισχυροποιεί τις θρησκευτικές, κα­ θώς η Εκκλησία αποτελεί τον κύριο ενοποιητικό θεσμό. Τους κατακτημένους θα τους εκφράσουν δυο αντιθετικές, αλλά με κοινή αναγωγή στην εθνικώς αναγνωρίσιμη ετε­ ρότητα, δηλαδή η τάση της ενσωμάτωσης στο εξουσια­

στικό σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η τά­ ση της απελευθέρωσης με αιχμή την ανταρσία. Από εδώ ανακύπτει ο αντιστασιακός χαρακτήρας, όπως τον ονό­ μαζε, της ελληνικής ιστορίας, στον οποίο επέμεινε ξανά. Την ετερότητα των κατακτημένων την προσδιορίζει με όρους κοινωνικούς, και πάλι θα κάμει λόγο για μεγά­ λη γαιοκτησία και για εμπόρους, που κατά τον προχω­ ρημένο ιη' αιώνα θα γίνουν τα εδράσματα μιας αστικής τάξης που κι αυτή στο ελληνικό πλέον κράτος δεν θα έχει καθαρό περίγραμμα. Φυσικά δίνει έμφαση στο σχηματισμό ιδεολογίας στα χρόνια της οθωμανικής κυ­ / 15/

Σ II.

I.

Α Σ Λ Ρ Α Χ ΑΣ

ριαρχίας, για να τονίσει την πρωτοκαθεδρία του θρη­ σκευτικού λόγου, αλλά κυρίως για να επισημάνει την τομή που επέφερε, με την απόσπασή του απ’ αυτόν κα­ τά τον ιη' αιώνα, ο λόγος των διαφωτιστών, αλλιώς η πνευματική, παράλληλα με την οικονομική, επαφή των καταχτημένων με τη Δύση: όλα αυτά για να δείξει την τελική πλέον φάση της διαμόρφωσης της ελληνικής εθνι­ κής συνείδησης και το νοηματικό και κοινωνικό περιεχό­ μενο της επανάστασης του 1821, ένα κοινωνικό περιεχό­ μενο που δεν ήταν ομοιογενές αλλά αντιθετικό στο εσω­ τερικό του, αντιθετικό γιατί την εθνική ιδέα και το σύν­ δρομό της, την εθνική αποκατάσταση, την είχαν ενστερνισθεί διαφορετικά και αντιτιθέμενα οικονομικά, θεσμι­ κά και πνευματικά περιβάλλοντα. Αυτό είναι το γενικό σχήμα του Νίκου Σβορώνου για τη διαμόρφωση του ελ­ ληνικού έθνους: αποδέχεται το αντίστοιχο που είχε υιο­ θετήσει η επικρατούσα ελληνική ιστοριογραφία, όχι βε­ βαίως και η βουλγκάτα της, αλλά και αφίσταται από αυτό, στο μέτρο όπου στα αναλυτικά του εργαλεία εν­ σωματώνεται με κυρίαρχο τρόπο η κοινωνική και οικο­ νομική ιστορία με ό,τι τούτο συνεπάγεται ως προς την «ιεράρχηση», όπως ο ίδιος έλεγε, των φαινομένων, και μάλιστα των πνευματικών. Με άλλα λόγια, με το άρθρο του αυτό θέλησε να κάμει μια μαρξιστική ανάγνωση όλης της ελληνικής ιστορίας, επικεντρωμένη στο ζήτημα των προϋποθέσεων της ανάδυσης μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης, στο ζήτημα των αντιφατικών καταστάσεων / ι6 /

Ι1ΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

που την ευνοούσαν ή την ανάστελλαν, όταν δεν την κα­ ταργούσαν, στο ζήτημα των όρων που την καθιέρωσαν όλα αυτά με τον τρόπο της ερμηνευτικής περιγραφής. Το κείμενο αυτό δεν δημοσιεύθηκε στην ώρα του και έτσι δεν είχαμε τις μάλλον αναμενόμενες αντιδράσεις από το χώρο της αριστερής λογιοσύνης, την οποία ήταν πιθανό να εξένιζε, παρά το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις του για τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας δεν ήταν γι’ αυτή καινοτόμες. Αναφέρομαι στην αριστερή λογιο­ σύνη, γιατί θεωρώ ότι σ’ αυτή πρωτίστως απευθυνόταν, σε μια στιγμή μάλιστα όπου προσπαθούσε να απαλλα­ γεί από τις αγκυλώσεις της. Έτσι χάνουμε την “ επικαιρότητα” του γραφτού, δηλαδή την άμεση του επίπτωση. Απομένει ωστόσο ως μια πρόταση εξαιρετικά επιχειρη­ σιακή και σήμερα, όταν το αντικείμενο αυτού του άρ­ θρου έχει γίνει επίκαιρο ξανά· εξαιρετικά επιχειρησια­ κή επίσης και ως προς τον τρόπο διαπραγμάτευσης, που συνίσταται στην εμμονή για την κατανόηση της συγχρονικότητας της ιστορικής οντολογίας, της ιδιόμορφης χρονικότητας των συστατικών της στοιχείων. Όπως έχω σημειώσει, τις ιδέες που αναπτύσσει στο άρθρο του ο Νίκος Σβορώνος τις ξαναβρίσκουμε σε άλ­ λα του γραπτά: δεν έτυχε να γίνουν αντικείμενο συστη­ ματικής κριτικής ανάγνωσης, και ένας από τους λόγους είναι ότι για να γίνει αυτό προϋποτίθεται μια επισταμένη γνώση όλης της ελληνικής ιστορίας: ο ίδιος ήταν συ­ στηματικός μελετητής της βυζαντινής και της νεώτερης / 17 /

ΣΙΙ.

I.

A I Λ ΡΑΧΑ Σ

και οπωσδήποτε ενεργητικός κάτοχος της αρχαίας· όταν κάποτε του ζητήθηκε να συντάξει μια σύνοψή της, δεν είχε κανένα ενδοιασμό, αυτός ο ερευνητής που θεωρού­ σε ότι η ιστορία δεν κατανοείται από δεύτερο χέρι, δη­ λαδή μόνο από τη βιβλιογραφία. Έτσι, όταν δεχόταν να γράψει αυτό το άρθρο, αισθανόταν ότι είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στις ιστοριογραφικές απαιτήσεις που ο ίδιος έθετε στον εαυτό του. Ευτυχώς που είχε πολλά εξωτερικά ερεθίσματα να μιλήσει για πράγματα που αλλιώς θα τα άφηνε στο βασί­ λειο της σιωπής, εξαντλούμενος στη συγγραφή ευρετικών εξειδικευμένων βιβλίων ή μελετημάτων. Ένα από τα ερεθίσματα αυτά ήταν η πρόσκληση να γράψει για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους: του έδωσε την αφορ­ μή να διατυπώσει τις ιδέες και τις πεποιθήσεις του για ένα μείζον ιστορικό πρόβλημα, τις τύχες της ελληνικής αρχαιότητας στο πεδίο των προσλήψεων και σε αντιδια­ στολή με την μη εκφωνούμενη επιβίωσή της· μια από τις εκφάνσεις των τυχών αυτών ήταν η διαμόρφωση της ελ­ ληνικής εθνικής συνείδησης. Δεν ήταν αυτογενής αλλά βρισκόταν σε συνάρτηση με μια γενικότερη ιστορία που, ανάμεσα στα αποτελέσματά της, είναι η καθηγεμόνευση από άλλες δυνάμεις ενός λαού που ο Σβορώνος τον θεω­ ρεί ως, σε τελευταία ανάλυση, ελληνικό, και του οποίου τη φωνή δεν μπορούσαν παρά με διαμεσολαβήσεις να την εκφράσουν οι πνευματικές ηγεσίες: πρόκειται τελικώς για ένα ιστοριογραφικό στοίχημα στο οποίο μας κα/ ι8 /

ΙΙΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

λεί μ’ αυτό το ζητημένο του άρθρο ο Νίκος Σβορώνος, και ως προς το οποίο οι μερικευμένες αντιρρήσεις θα ήταν μάλλον άχαρες και αποπροσανατολιστικές. Όπως πα­ ντού, έτσι κι εδώ ο Νίκος Σβορώνος δεν εκφράζει μια θεω­ ρία και έτσι δεν ευκολύνει την, εκτός των πραγμάτων, συ­ ζήτηση: διατυπώνει ένα ερμηνευτικό σχήμα με εμφανείς μαρξικές καταβολές, σχήμα ιστορικό που, χωρίς να το συ­ ζητήσεις, δεν μπορείς να αντιπροτείνεις μια θεωρία για τη γένεση του ελληνικού έθνους και, σε επέκταση, τη δια­ μόρφωση σε έθνος με μορφή κράτους των λαών εκείνων που τούς αποκαλεί, μαζί με άλλους, λαούς ιστορικούς. ΣΠ. I. ΑΣΔΡΑΧΑΣ

* Το άλλο κείμενο του Σβορώνου που προοριζόταν επίσης για το Λε­ ξικό του Ελευθερουδάκη δημοσιεύθηκε το 1982 (Νίκος Γ. Σβορώνος. Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας. Θεμέλιο, Αθήνα 1982 (β' έκδ. 1987). σ. 117-144: «Βυζάντιο: εσωτερική κρίση και πτώση (10281453)». Ο λόγος που εκφώνησε κατά την αναγόρευσή του (19 Μάίου 1976) σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στον οποίο ενσωματώνεται ένα τμήμα του κειμένου που παρουσιάζεται σ’ αυτήν εδώ την έκδοση δημοσιεόθηκε στη σειρά των επισήμων λόγων του Πανεπι­ στημίου Αθηνών ( Επίσημοι Λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1975-76. τόμος 20. Αθήνα 1978, σ. 327-343) και από εκεί στα Ανάλεκτα (σ. 145161: «Η ελληνική ιδέα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»). Για τα σχόλια του αθηναϊκού Τόπου βλ. Φίλιππος Ηλιου. «Η υπέρβαση της στρατευμένης ιστοριογραφίας», Αρχειοτάξιο, τεύχος 6. Μάιος 2004, σ. 134-142 (σ. 141142) και Σπ. I. Ασδραχάς. Πατριδογραφήματα , Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2003. σ. 408-412. Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι εξα­ ντλητική αναγραφή των δημοσιευμάτων του Σβορώνου έχει δώσει ο Κώ­ στας Γ. Τσικνάκης: Εργογραφία Νίκου Γ. Σβορώνου. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας - Εταιρεία Φίλων Νίκου Σβορώνου, Αθήνα 2003. / 19 /

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ifh

Η έννοια έθνος στην αυστηρή της σημασία παρουσιάζεται περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη καιγενικευμένη, τουλάχιστον στους προηγμένους λαούς, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ύστερα από τη Γαλλική Επανά­ σταση και καθ’ όλον τον 19ο αιώνα η ιδέα αυτή παίρνει τέτοια δύναμη, ώστε να επιβάλει μια καινούργια ιδεολο­ γία στη δυτική Ευρώπη, την αρχή των Εθνικοτήτων, που διακηρύσσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης κάθε έθνους. Η ανάπτυξη και η γενίκευση της ιδεολογίας αυτής βαδίζει παράλληλα και σε συσχετισμό με την ανάπτυξη της αστι­ κής τάξης των διαφόρων λαών και τους αγώνες της για κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, μολονότι η ιδεολογία αυτή υπερβαίνει τους ταξικούς σχηματισμούς. Παρ’ όλη την αμεσότητα και τη δύναμη της ιδέας του έθνους και τον βασικό της ρόλο στην ιστορία των νεοτέρων χρόνων, στάθηκε δύσκολο, ακόμα ως τα σήμερα, να δοθεί ένας επιστημονικός ορισμός του έθνους κοινά πα­ / 21 /

ΝΙΚΟΣ

I'.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

ραδεκτός, να καθοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενό του και το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το έθνος από άλλες συγγενικές έννοιες, κυρίως από την έννοια του λαού ή της εθνότητας (ethnie), με την οποία συχνά ταυτίζεται. Ακόμα πιο δύσκολος φαίνεται ο καθορισμός και η αξιολόγηση των παραγόντων που συνετέλεσαν στη διαμόρφωσή του. Είναι λοιπόν πιο φρόνιμο στο ση­ μερινό στάδιο της έρευνας, που απαιτεί, πριν από την οποιαδήποτε απόπειρα γενικής θεωρίας, την επιστημο­ νική διερεύνηση κάθε έθνους χωριστά, να πάρουμε για βάση της ιστορικής ανάλυσης που αφορά τον Νέο Ελλη­ νισμό την άμεσα αισθητή εικόνα που δίνει στον σύγχρο­ νο άνθρωπο ένα συντελεσμένο έθνος: μια διαμορφωμέ­ νη σταθερή κοινότητα ανθρώπων μ ε συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πο­ λιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμέ­ νη βούληση ή τάση πολιτισμικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανε­ ξαρτησίας. Η γενική αυτή εικόνα ενός συντελεσμένου έθνους χρειάζεται την ιστορική της εξήγηση, γιατί β έ­ βαια κανένας πλέον σοβαρός μελετητής δεν ικανοποιεί­ ται με τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή ,το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φύλων, ή ενός μεταφυ­ σικού “ λαϊκού πνεύματος”, μιας “ ψυχής” · ούτε αρκείται / 22 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνι­ κής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόμων που το απαρτίζουν. Η δημιουργία της κοινής αυτής βούλησης υπακούει σε κάποια ιστορική νομοτέλεια και βρίσκεται σε στενή εξάρτηση με τους κοινωνικούς παράγοντες που κινούν την ιστορία. Το έθνος είναι κι αυτό μια ιστορική κατηγορία, η κα­ τακλείδα μιας σειράς σχηματισμών που βγαίνει ο ένας από τον άλλον σε μια συνεχή εξελικτική διαλεκτική πο­ ρεία με τη συνεργία πολλών παραγόντων, οι οποίοι δεν έχουν όλοι την ίδια λειτουργία, ούτε, επομένως, την ίδια βαρύτητα, για τον σχηματισμό του κάθε έθνους, που το καθένα απλώνει τις ρίζες του, άλλο μακρύτερα και άλλο λιγότερο μακριά, στον ιστορικό χρόνο. Η προσπάθειά μας λοιπόν στη γενική τούτη θεώρηση θα είναι να καθορίσουμε με συντομία τα κύρια χαρα­ κτηριστικά των διαφόρων σχηματισμών από τους οποί­ ους πέρασε το ανθρώπινο σύνολο που ονομάζουμε Ελληνισμό έως ότου φτάσει στην καθαρότητα μιας εθνι­ κής συνείδησης, τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων στη διαμόρφωση ενός ελληνικού έθνους και τα στοιχεία που απαρτίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Νεότε­ ρου Ελληνισμού ως σχηματισμένου έθνους.

/ 23 /

A. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ife

Η αρχαία πανελλήνια λαϊκή κοινότητα Δεν χρειάζεται καν βαθύτερη μελέτη της ελληνικής ιστο­ ρίας για να διαπιστωθεί ότι ο Ελληνισμός από την πρώ­ τη του ιστορική εμφάνιση και σε όλη την ιστορία του αποτέλεσε πάντα αυτοτελή κοινότητα και ξεχώριζε με σαφήνεια τον εαυτό του από τα σύνολα που τον περιέ­ βαλλαν, ακόμα και σε στιγμές που μαζί με άλλους λα­ ούς ανήκε ως κυρίαρχο ή ως υποτεταγμένο στοιχείο σε πλατύτερες πολιτικές ή πολιτιστικές ενότητες: μέσα στον ελληνιστικό κόσμο, ή στη Ρωμαϊκή, στη Βυζαντινή ή την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκείνο που πρέπει να ξεχωριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια είναι τα συνδετικά στοιχεία της κοινότητας αυτής, όσα ο ίδιος ο Ελληνισμός προέβαλλε ως τέτοια σε κάθε στιγμή της ιστορίας του, και όσα, πραγματικά, αντικειμενικά, έπαιξαν τον συν­ δετικό αυτό ρόλο. Το πρώτο συνδετικό στοιχείο που προέβαλλε η ίδια η / 25 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

αρχαία ελληνική κοινότητα ήταν η κοινή καταγωγή, ο φυ­

λετικός σύνδεσμος, το όμαιμον του Ηροδότου. Στοιχείο πραγματικό ως έναν μόνο βαθμό, γιατί τα αρχαία ελληνι­ κά φύλα που κατέβηκαν στην Ελλάδα χρειάστηκε να αναμιχθούν αναμεταξύ τους, να αναμιχθούν με ξένα φυλετικά στοιχεία, τους αυτόχθονες προέλληνες, για να σχηματί­ σουν το σύνολο που ονομάζουμε αρχαίο ελληνισμό. Η γνωστή και πολυτονισμένη διάσπαση του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε διάφορα κρατίδια-πόλεις, που αποτελούν χωριστές οικονομικές ενότητες και βρίσκο­ νται σε συνεχείς προστριβές αναμεταξύ τους, η διαφο­ ροποίηση της ελληνικής γλώσσας, που εμφανίζεται διασπασμένη σε διαλέκτους ή ομάδες διαλέκτων λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένες η μια από την άλλη, και γενικά οι έντονες ιδιομορφίες που παρουσιάζουν τα διά­ φορα τμήματα του Ελληνισμού, δεν είναι στοιχεία που θα επέτρεπαν να τον χαρακτηρίσουμε Έθνος με τη νεό­ τερη σημασία του όρου. Του λείπει ακόμα το βαθύ αί­ σθημα μιας αδιάρρηκτης κοινότητας συμφερόντων (πνευματικών και υλικών), η συνείδηση ενός αλληλέγγυ­ ου συνόλου. Οι διάφορες ελληνικές ομάδες δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν ούτε μπροστά στην εξωτερική απειλή: την περσική, τη μακεδονική ή αργότερα τη ρω­ μαϊκή. Ακόμη, τα “ πατριωτικά” αισθήματα που ανα­ πτύχθηκαν ανάμεσα στα μέλη μερικών πολιτικών σχη­ ματισμών, ύπως της Σπάρτης ή της Θήβας και κυρίως της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τους οποίους μερικοί δεν / 20 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

διστάζουν να τους χαρακτηρίσουν ως έθνη και να μιλούν για σπαρτιατικό-λακωνικό, ή θηβαϊκό, ή αθηναϊκό έθνος, εμφανίζονται, για μια περίοδο, ως ανασταλτικό στοιχείο για την παραπέρα ανάπτυξη και εμβάθυνση του αισθή­ ματος της πανελλήνιας ενότητας. Εξ άλλου, οι κάπως ευρύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν κάτω από την αθηναϊκή ή τη σπαρτιατική ή τη θηβάική ηγεμονία δεν απέκτησαν βαθύτερη συνοχή, ούτε είχαν σταθερή διάρκεια, ώστε να προκαλέσουν την πλήρη συγχώνευση των μελών τους. Αν για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αποτέλεσε στην κλασική εποχή ένα συγκροτημένο έθνος, η ιδέα μιας πανελλήνιας ενότητας (που αναμφισβήτητα υπάρ­ χει και εκφράζεται με τις αμφικτυονίες, τους πανελλήνι­ ους αγώνες ή, ακόμα, με την πολιτική ενός Περικλή), η, ως έναν βαθμό, φυλετική συγγένεια του ελληνικού πλη­ θυσμού (και ακόμα περισσότερο η πίστη του στην κοινή του καταγωγή), το κοινό βάθος των ελληνικών διαλέ­ κτων, τέλος ο κοινός του πολιτισμός, μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστο­ ρικά σχηματισμένη σε έναν ορισμένο χώρο σταθερή κοι­ νότητα, σε έναν συγκροτημένο λαό ή εθνότητα (ethnie) με ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία.

/ 27 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

Ελληνιστική περίοδος: Διεύρυνση της ελληνικής κοινότητας και εμβάθυνση της ιδέας της ελληνικής ενότητας Στην περίοδο της μακεδονικής ηγεμονίας και της ελλη­ νιστικής αυτοκρατορίας που δημιουργήθηκε με τις κα­ τακτήσεις του Αλεξάνδρου ένα πλήθος λιγότερο ή πε­ ρισσότερο συγγενικά φύλα - οι ίδιοι οι Μακεδόνες κατακτητές και μεγάλα τμήματα των διαφόρων υποτελών στο μακεδονικό βασίλειο λαών (Θράκες, Ιλλυριοί, Ηπειρώτες) - που από τους νοτιότερους Έλληνες των κλασι­ κών χρόνων θεωρούνταν ως τότε βάρβαροι και έξω από την ελληνική κοινότητα, γίνονται, έστω και με δυσκολία, δεκτά στο πανελλήνιο σύνολο. Για πρώτη φορά όλοι αυ­ τοί οι πληθυσμοί της Νότιας Βαλκανικής βρίσκονται ενωμένοι πολιτικά, έστω και με διαλείμματα και με χα­ λαρούς ακόμα δεσμούς, κάτω από τη μακεδονική ηγε­ σία, και έρχονται σε στενή επαφή αναμεταξύ τους, είτε στα αμφικτυονικά συνέδρια, ύπου μετέχουν όλοι, είτε στον στρατό του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του βα­ σιλέων της Μακεδονίας. Οι αγώνες, εξ άλλου, εναντίον των βαρβάρων της βορείου Βαλκανικής και της Περσι­ κής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, που αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι εν ονόματι ολοκλήρου του Ελληνισμού, ενισχύουν τη συνείδηση της ενύτητας. Η κατάκτηση της Ανατολής και η δημιουργία, στη θέση της / 28 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

Περσικής Αυτοκρατορίας, των ελληνιστικών κρατών με­ ταβάλλει τους παλαιούς χαλαρούς θρησκευτικούς δε­ σμούς ανάμεσα στον αποικιακό ελληνισμό της Ανατολής και τους Έλληνες της Ελλάδας σε δεσμούς υλικότερους, περισσότερο χειροπιαστούς: νέα πλήθη από τις ελληνι­ κές χώρες, στην ευρύτερή τους τώρα εκδοχή, εγκαθί­ στανται μόνιμα στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής και αναλαμβάνουν τον βαθμιαίο εξελληνισμό των αυτοχθό­ νων που τις περιβάλλουν, ενώ η αλματική ανάπτυξη του εμπορίου με την πρωτοφανή για τον αρχαίο κόσμο διεύ­ ρυνση της αγοράς, η ανάπτυξη της εμπορευματικής και χρηματικής οικονομίας και των μέσων συγκοινωνίας δι­ ευκολύνουν την επικοινωνία των διαφόρων τμημάτων του Ελληνισμού, που κρατά στα χέρια του, προνομιακά, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας ολόκληρου αυτού του κόσμου. Στον καινούργιο τούτο ανάμικτο ελληνιστικό κόσμο, που δημιουργείται γύρω από την ανατολική Μεσόγειο και που εκτείνεται ως την Αίγυπτο και ως τα βάθη της Ασίας, διακρίνεται καθαρά ένα κυρίαρχο στοιχείο, το πλήθος των Ελλήνων και εξελ­ ληνισμένων, που όσο και αν κατακερματίζεται ακόμα πολιτικά στα διάφορα -θεωρητικώς ανεξάρτητα ή ημιανεξάρτητα, αλλά στην ουσία κάτω από τη μακεδονική ηγεμονία- κρατίδια στην Ελλάδα και τα νησιά της, ή στις διάφορες μεγάλες αυτοκρατορίες ή στα μικρότερα κράτη των διαδόχων στην Αίγυπτο και την Ανατολή, έχει έντονη τη συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που / 29 /

ΝΙΚΟΣ

I.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

ξεχωρίζει από τα πλήθη των καταχτημένων βαρβάρων. Η βάση της ενότητας αυτής δεν είναι πλέον η πίστη σε μια κοινή καταγωγή, αλλά η κοινότητα του πολιτισμού. Μια καινούργια ιδέα γεννιέται και δίνει νέο περιεχόμε­ νο στη νέα τούτη φάση του Ελληνισμού, ιδέα που εκ­ φράζεται με πληρότητα στην περίφημη φράση του Ισο­ κράτη: «Κ α ί τό τών Ελλήνων δνομα πεποίηκε μηκέτι τοϋ γένους, άλλα τής διανοίας δοκεϊν είναι και μάλλον Έλληνας καλεϊσθαι τούς της παιδεύσεως της ήμετέρας ή τούς της κοινής φύσεως μετέχοντας». Βάση αντικειμενι­ κά αληθινή, στοιχείο συνεκτικό ενός λαού άμεσα αισθη­ τό, τουλάχιστον στο πιο εξωτερικό του στοιχείο, τη γλώσσα, όχι μόνο σε μια περιορισμένη πνευματική αρι­ στοκρατία, αλλά και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Πράγματι, με την παραδοχή της αττικής διαλέκτου, που είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί σε ένα μεγάλο τμήμα του κλασικού ελληνισμού ως επίσημη γλώσσα του κρά­ τους, και μαζί με αυτήν του ελληνικού πολιτισμού, και όχι λόγω της αμφισβητούμενης από τους ίδιους τους Έλληνες ελληνικής τους καταγωγής, οι Μακεδόνες κα­ ταφέρνουν να γίνουν δεκτοί στην πανελλήνια κοινότητα. Την αττική διάλεκτο δέχονται επίσης ως επίσημη γρα­ πτή γλώσσα και τα ελληνιστικά βασίλεια. Έτσι επιβάλ­ λεται σε ολόκληρο τον ελληνικό και εξελληνισμένο κό­ σμο μια ενιαία επίσημη γραπτή γλώσσα. Συγχρόνως, με βάση την αττική διάλεκτο και με επιδράσεις κυρίως της ιωνικής διαλέκτου σχηματίζεται μια ομιλούμενη γλώσ­ / 30 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

σα, η ελληνιστική κοινή, που, έστω και στις τοπικές της παραλλαγές, γίνεται κοινό όργανο συνεννόησης του ελ­ ληνιστικού κόσμου. Οι παλαιές ελληνικές διάλεκτοι υπο­ χωρούν όλο και περισσότερο, ώσπου με τον καιρό εξα­ φανίζονται - εκτός από μερικά απομονωμένα υπολείμ­ ματα που επιζούν ακόμα στις σημερινές ελληνικές δια­ λέκτους (τσακωνικά, ποντιακά). Αττική λοιπόν - επίση­ μη γλώσσα των διανοουμένων, της διοίκησης και των ανωτέρων στρωμάτων - και κοινή ομιλουμένη γλώσσα, στις διάφορες παραλλαγές της των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, αποτελούν τον πιο έκδηλο δεσμό ενός ενι­ αίου λαού και συγχρόνως ένα από τα πιο ισχυρά στοι­ χεία που τον συνδέουν με το ελληνικό παρελθόν και που θα του εξασφαλίσουν την αδιάκοπη συνέχεια στις μελ­ λοντικές του εξελίξεις.

Ρωμαϊκή κατάχτηση. Πολιτική και πολιτισμική ενότητα του Ελληνισμού Η κατάκτηση ολόκληρου του ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους και η ένταξή του στη Ρωμαϊκή Αυτοκρα­ τορία επιταχύνει την πορεία προς την ενότητα, που γ ί­ νεται στην περίοδο αυτή ακόμα πιο βαθιά. Οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί που κατακερματίζονται κατά την ελληνιστική περίοδο στα διάφορα κράτη των διαδόχων και στις ανεξάρτητες ή ημιανεξάρτητες πόλεις / 3> /

F

"

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

βρίσκουν μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την πολιτι­ κή τους ενότητα. Με τη γνωστή εξέλιξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς μιάν όλο και περισσότερο συγκε­ ντρωτική μοναρχία, η έστω και θεωρητική ανεξαρτησία των διαφόρων ελληνιστικών κρατών εξαφανίζεται, η αυ­ τονομία των πόλεων εξασθενεί, για να πάρει τελικά τη μορφή μιας απλής κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Οι οικονο­ μικοί φραγμοί ανάμεσα στους διάφορους αυτόνομους πολιτικούς οργανισμούς παύουν να υφίστανται, ο Ελλη­ νισμός βρίσκει την οικονομική του ενότητα μέσα στην απέραντη ρωμαϊκή αγορά, που είχε κέντρο τη Μεσό­ γειο. Αποτέλεσμα της νέας αυτής κατάστασης ήταν η γενική επιβολή της ελληνικής κοινής στην Ανατολή και στη Νότια Βαλκανική. 0 εξελληνισμός επεκτείνεται και βαθαίνει, ιδιαίτερα στις ανατολικότερες επαρχίες της Μικράς Ασίας. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε εδώ η διάδοση του Χριστιανισμού, ο οποίος χρησιμοποίησε ως επίσημο όρ­ γανο την ελληνική κοινή και, ύστερα από την κατάπαυ­ ση των διωγμών, γίνεται γρήγορα η επικρατέστερη θρη­ σκεία στο μεγαλύτερο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο­ ρίας. Έτσι ήδη από τον 4ο αιώνα, όπου με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης μεταφέρεται και τυπικά το κέ­ ντρο βάρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατο­ λή και όπου τοποθετείται συμβατικά η εμφάνιση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο, σε αντίθεση με τα διάφορα βάρβαρα ή ημιβάρβαρα φύλα που περιλαμβάνει η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, /32 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

έχει απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό τα διάφορα ιθαγενή στοιχεία και παρουσιάζει τέτοια συνοχή, ώστε ν’ αποτελέσει ευθύς εξ αρχής το κύριο στοιχείο, πάνω στο οποίο θα στηριχθεί ο νέος στην ουσία του κρατικός σχηματι­ σμός και το οποίο θα του δώσει τη σφραγίδα του.

Βυζάντιο. 0 Ελληνισμός κυρίαρχο στοιχείο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εξελληνισμός της Ανατολής Αν βέβαια είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί, τουλάχι­ στον κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισης της Βυ­ ζαντινής Αυτοκρατορίας και ίσως κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της, ότι το Βυζάντιο είναι το εκχριστια­ νισμένο ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους, η έντονη και διαρκής τάση του προς τον εξελληνισμό, έως τη με­ ταβολή του σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος, είναι πλέον μια ιστορική διαπίστωση γενικά παραδεκτή. Ανάμεσα στους λαούς που απάρτισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατο­ ρία ο Ελληνισμός αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο, στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση. Εξακολουθεί έτσι εντονότερα από πριν να δυναμώνει τους δεσμούς του και να ρίχνει όλο και πιο βαθιά τις ρίζες του στις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από την ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης, της νέας πρωτεύουσας του Κράτους, και των άλλων μεγάλων ελ­ / 33/

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

ληνικών πόλεων. Η Θράκη και η κεντρική Μικρά Ασία (τα δυτικά της παράλια είναι ελληνικά προ πολλού) γ ί­ νονται τώρα χώρες ελληνικές και τα κύρια στηρίγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η συγκεντρωτική διοί­ κηση που αντιπρόσωποί της φθάνουν ως το πιο μικρό χωριό, το κοινό δίκαιο που επιβάλλεται όλο και περισ­ σότερο σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας και κάνει να υποχωρούν τα τοπικά δίκαια, που άλλωστε πολλά από τα στοιχεία τους συγχωνεύονται ολοένα στο επίση­ μο τούτο κοινό δίκαιο, η γενική επιβολή, τέλος, της Ορ­ θοδοξίας ως επίσημης θρησκείας του Κράτους και η δη­ μιουργία ισχυρής εκκλησιαστικής ιεραρχίας με διοικητι­ κή και δικαστική, εκτός της πνευματικής, δικαιοδοσία, που βρίσκεται πανταχού παρούσα, δίπλα στην κρατική μηχανή, συντελούν στην προϊούσα συγχώνευση και τον εξελληνισμό των διαφόρων ετερογενών στοιχείων της Αυτοκρατορίας. Μολονότι το Βυζάντιο συνεχίζει θεωρη­ τικά το Ρωμαϊκό Κράτος και η λατινική εξακολουθεί να θεωρείται, ως τον 6ο αιώνα, η επίσημη του γλώσσα, στην πράξη η ελληνική έχει επιβληθεί παντού. Οι διοικητικοί όροι μεταφράζονται ελληνικά ή εξελληνίζονται ενωρίς, το κοινό επίσημο ρωμαϊκό δίκαιο έχει αρχίσει να πλου­ τίζεται με το ελληνιστικό δίκαιο και να γίνεται ελληνο­ ρωμαϊκό, οι νόμοι και τα διατάγματα των αυτοκρατόρων γράφονται ελληνικά, ή ελληνικά και λατινικά, η με­ λέτη και ερμηνεία του δικαίου καλλιεργείται στις μεγά­ λες ελληνικές σχολές της Ανατολής. Ο Ιουστινιανός, πα­ / 34 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ρά το ρομαντικό του όνειρο της ανασύστασης της Ρω­ μαϊκής Αυτοκρατορίας, αναγκάζεται να δημοσιεύσει τις Νεαρές του διατάξεις ελληνικά και να επιτρέψει τη με­ τάφραση της κωδικοποίησής του, που στο τέλος εξετόπισε το λατινικό πρωτότυπο και έγινε η βάση για τις κα­ τοπινές κωδικοποιήσεις, οι οποίες γράφονται, καθώς και ολόκληρη η νομοθεσία, ελληνικά. Ας προστεθεί, ακόμη, ότι στη δημοσιονομική του οργάνωση, στους θεσμούς του αγροτικού του συστήματος και της αγροτικής οικο­ νομίας, και γενικότερα στην όλη του οικονομική και κοι­ νωνική δομή, το Βυζάντιο είναι στην ουσία περισσότερο συνέχεια των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής πα­ ρά της Ρώμης. Σε όλη λοιπόν αυτή την περίοδο, που αρχίζει με τη Μακεδονική ηγεμονία και συνεχίζεται -περνώντας από τη ρωμαϊκή κατάκτηση- με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το βασικό ιστορικό γεγονός για τον Ελληνισμό είναι η ενσωμάτωση των διαφόρων φύλων, που βρίσκονται εγκα­ τεσπαρμένα ήδη από τα βάθη των αιώνων στη νοτιότερη Βαλκανική, με τον Ελληνισμό της κλασικής εποχής, η βαθμιαία συγχώνευση, αλλού βαθύτερη, αλλού λιγότερο βαθειά, ενός πλήθους ξένων παλαιών επίσης φυλετικών στοιχείων, κυρίως μικρασιατικών, που σφιχτοδένονται σε μια πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενότητα και δημιουργούν έναν ενιαίο λαό ανθρωπολογικά, εθνολογι­ κά ανάμικτο, όπως όλοι οι ιστορικοί λαοί, μα που βασι­ κό του στοιχείο, που του δίνει το όνομά του και τη σφρα­ / 35 /

Ν1Κ0Χ

I\

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

γίδα του και γίνεται ο καταλύτης για τη μακροχρόνια

τούτη αφομοιωτική ενέργεια, είναι ο Ελληνισμός, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί στους κλασικούς χρόνους και πλουτισθεί με τα βορειότερα συγγενικά του φόλα.

Εθνολογικές εξελίξεις του ελληνικού λαού Η εθνολογική σύσταση του λαού αυτού, που εγκατεστη­ μένος σε συμπαγέστερες μάζες στην ηπειρωτική Ελλά­ δα, στη Μακεδονία και τη Θράκη, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και στην κεντρική και δυτική Μικρά Ασία, ακτινοβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις διεσπαρ­ μένος σε νησίδες, κυρίως αστικών κέντρων, περιβαλλό­ μενες από ξένους πληθυσμούς, δεν θα διαταραχθεί σο­ βαρά ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η εθνολογική επίδραση των ρωμαϊκών λεγεώνων δεν μπορούσε να είναι υπολογίσιμη, εφόσον πολύ ενωρίς οι λεγεώνες στρατολογούνται ανά­ μεσα στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Οι διάφοροι βάρβα­ ροι, που από τον 3ο αιώνα αρχίζουν να διεισδύουν στα δυτικά σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεν κατάφεραν να εγκατασταθούν οριστικά και κατά μεγάλες μάζες στην Ανατολή. Όσοι κατάφεραν να διεισδύσουν ή όσοι εγκατεστάθηκαν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, όπως π.χ. οι Γαλάτες και οι Γότθοι, αναμιγνύο­ νται με τους ελληνικούς πληθυσμούς, όπως δείχνουν τα ονόματα που τους δίνονται (Γραικογαλάται και Γοτθο­ / 36 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

γραικού και τελικά αφομοιώνονται. Η σημαντικότερη συνέπεια των βαρβαρικών επιδρομών στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η αραίωση του πληθυσμού της υπαίθρου, ιδιαίτερα στη βόρεια Βαλκανική, και η δι­ ευκόλυνση έτσι της εγκατάστασης των σλαβικών φύλων. Η εθνολογική αυτή κατάσταση ταράσσεται σοβαρά από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και κυρίως τον 7ο αιώνα από τις αβαρο-σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια και τις αραβικές επιδρομές στην Ασία. Η απόσπαση των νοτιότερων επαρχιών της αυτοκρα­ τορίας (Συρίας, Αιγύπτου) από το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, ύστερα της Κυρηναϊκής και ολόκληρης της βόρει­ ας Αφρικής από τους Άραβες, συντελεί στη μεγαλύτερη εθνολογική και ιδεολογική συνοχή της Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός του ανατολικού τμήματος είναι πλέον στην πλειονότητά του ελληνικός, ή ολοκληρωτικά εξελληνι­ σμένος, ενώ στις επαρχίες που αποχωρίστηκαν οριστικά ο ελληνισμός βρισκόταν σε μειοψηφία και απομονωμέ­ νος ανάμεσα σε συμπαγείς ετερόγλωσσους και εθνολο­ γικά ξένους πληθυσμούς, που όχι μόνο δεν είχαν ποτέ συνδεθεί βαθύτερα με την αυτοκρατορία, αλλά δεν ε ί­ χαν πάψει ποτέ να εκδηλώνουν την αντίθεσή τους με διάφορες μορφές, κυρίως θρησκευτικές, είτε με τον Μανιχαϊσμό και τα διάφορα παρακλάδια του, είτε με τον Μονοφυσιτισμό. Η βαθειά αυτή αντίθεση των πληθυ­ σμών εξηγεί άλλωστε κατά μέγα μέρος και την προέλα­ ση των Αράβων. / 37 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

Περισσότερο πολύπλοκα ήταν τα αποτελέσματα των σλαβικών επιδρομών στη Βαλκανική. Από τον 6ο αιώνα τα σλαβικά φύλα ανακατεμένα αρχικά με Κουτριγούρους, ύστερα με Αβάρους, αρχίζουν να περνούν τον Δούναβη και να εγκαθίστανται όλο και πιο πολυάριθμα, κυρίως από τον 7ο αιώνα, στις αποδεκατισμένες και ανεπαρκώς εξελληνισμένες επαρχίες της βορείου Βαλ­ κανικής, που προοδευτικά εκσλαβίζονται. Ιδιαίτερη ση­ μασία έχει στην κίνηση τούτη η εισροή στις χώρες αυτές του Φιννοουγγρικού λαού των Βουλγάρων, οι οποίοι το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα υποτάσσουν ένα με­ γάλο μέρος των Αβαροσλάβων της Βαλκανικής και ιδρύ­ ουν το πρώτο ανεξάρτητο από την Αυτοκρατορία βουλ­ γαρικό κράτος ανάμεσα στον Αίμο και στον Δούναβη. Οι Βούλγαροι κατακτητές θα δεχτούν με τον καιρό τη γλώσσα των πιο πολυάριθμων καταχτημένων Σλάβων, αλλά θα δώσουν σ’ αυτά τα πολιτικώς κατακερματισμέ­ να στίφη τα πρώτα γερά πλαίσια μιας πολιτικής οργά­ νωσης. Έτσι από τον 7ο αιώνα και πέρα η βόρεια Βαλ­ κανική αποχωρίζεται από τον Ελληνισμό, γιατί και όταν τα σλαβικά και βουλγαρικά φύλα που εγκαταστάθηκαν εδώ περιήλθαν κάτω από την πολιτική και πολιτιστική επίδραση του Βυζαντίου δεν θα πάψουν ποτέ να διατη­ ρούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. 0 ’ αποτελέσουν ιδιαίτερους αυτοτελείς λαούς που θα εξελιχθούν και αυ­ τοί στα συγκροτημένα σημερινά έθνη. Και στη Βαλκανι­ κή λοιπόν ο εκσλαβισμός των βορείων επαρχιών που ξε­ / 38 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

φεύγουν από τον καθαρά ελληνικό κόσμο, εντείνει κι εδώ τη μεγαλύτερη συγκέντρωση προς τα νότια του Ελ­ ληνισμού, συγκέντρωση που είχε ήδη αρχίσει από την εποχή των βαρβαρικών επιδρομών του 3ου και 4ου αιώ­ να. Έτσι ο Ελληνισμός του Βυζαντίου, περισσότερο συμ­ πυκνωμένος τώρα σε ένα συνεχές έδαφος με σαφέστε­ ρα, αν όχι με ακρίβεια διαγεγραμμένα, όρια, θα αντισταθεί στις συνεχείς επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία, θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ένταση τον εξελληνισμό των ξένων στοιχείων, που μένουν ακόμα εδώ μέσα στα σύνορά του, και θα κατορθώσει να απορροφήσει και να αφομοιώσει τα πλήθη των Σλάβων, που δεν παύουν να διεισδύουν ειρηνικά ή ως επιδρομείς στις νότιες π ε­ ριοχές της Βαλκανικής, οι οποίες αποτελούσαν ως τον 6ο αιώνα τον κατεξοχήν ελληνικό χώρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αβαρο-σλαβική διείσδυ­ ση από το τέλος του 6ου και καθ’ όλον τον 7ο αιώνα στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την κε­ ντρική Ελλάδα και ως την Πελοπόννησο, ήταν αξιόλογη και επέφερε στις χώρες αυτές σοβαρές εθνολογικές αναστατώσεις. Η εντύπωση που παρέχουν οι σποραδι­ κές σύγχρονες ή λίγο μεταγενέστερες πληροφορίες είναι τέτοιες, ώστε ερμηνευόμενες μονόπλευρα επέτρεψαν στον Fallmerayer να διατυπώσει ήδη από το 1830 την πολύκροτη θεωρία του, σύμφωνα με την οποία το γένος των Ελλήνων, που είχε δημιουργήσει τον θαυμαστό πο­ λιτισμό της αρχαιότητας, είχε εξαφανιστεί: οι πληθυσμοί / 39 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

των άλλοτε ελληνικών χωρών δεν ήταν παρά ένα συνον­ θύλευμα Σλάβων, που είχαν κατακλύσει τις χώρες αυτές και εξαφανίσει το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού, και Αλβανών, που, εισβάλλοντας εδώ αργότερα, είχαν αποτελειώσει το εξοντωτικό έργο των Σλάβων. Ούτε σταγόνα γνήσιου και άκρατου ελληνικού αίματος δεν έρρεε πλέον στις φλέβες του έθνους, που ύστερα από σκληρούς αγώνες είχε κατορθώσει ν’ απελευθερώσει μια γωνιά της γης του και να δημιουργήσει τον πρώτο μικρό πυρήνα ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους. Η “ επιστημονική” τούτη θεωρία ερχόταν στην ώρα της να ενισχύσει της αντιδραστικές δυνάμεις της Ευρώ­ πης, τις οποίες η Ελληνική Επανάσταση και το φιλελληνικό κίνημα που αυτή ξεσήκωσε, έκφραση κυρίως του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, έκανε να ανησυχήσουν σοβαρά. Από τότε το πρόβλημα της καταγωγής των Νε­ οελλήνων μπερδεύεται με τους εκάστοτε εθνικούς, πο­ λιτικούς ή και κοινωνικούς ακόμα αγώνες στα Βαλκάνια και γίνεται περισσότερο αντικείμενο προπαγάνδας πα­ ρά ψύχραιμης επιστημονικής έρευνας. Η προσεκτική και αντικειμενική εξέταση των πηγών δείχνει βέβαια ότι τα πλήθη των σλαβικών φύλων που ει­ σέβαλαν στις ελληνικές χώρες ήταν πολυάριθμα, και ότι δεν διείσδυσαν πάντα ειρηνικά. Δείχνει επίσης ότι κατάφεραν να εκτοπίσουν ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου ελ­ ληνικού πληθυσμού. Οι ίδιες, όμως, αυτές πηγές δεν αφή­ νουν επίσης καμιάν αμφιβολία ότι οι επήλυδες Σλάβοι δεν / 4 °

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

κατάφεραν καθόλου να εξαφανίσουν ολότελα τους πλη­ θυσμούς αυτούς. Το νότιο βαλκανικό τμήμα της Αυτο­ κρατορίας διαθέτει στα μέσα του 8ου αιώνα αρκετούς ελ­ ληνικούς πληθυσμούς, ώστε ο Κωνσταντίνος ο Ε' να μπορεί να μεταφέρει «εκ των νήσων και Ελλάδος και των κατωτικών μερών» πληθυσμούς για να πυκνώσει τον πλη­ θυσμό της Κωνσταντινούπολης, που είχε αραιωθεί από τον λιμό του 746. Άλλωστε, δίπλα στις πληροφορίες που μιλούν για την εξαφάνιση ελληνικών πληθυσμών από τους Σλάβους ή τη φυγή τους έξω από την Ελλάδα (Ιταλία), υπάρχουν άλλες, και στις ίδιες πηγές, που μιλούν για την αποχώρηση του πληθυσμού αυτού στα νησιά του Αιγαίου ή στα οχυρωμένα μέρη της Ελλάδας. Άλλες που παρου­ σιάζουν τα σλαβικά φύλα εγκατεστημένα ανάμεσα στους γηγενείς πληθυσμούς, με τους οποίους έχουν άλλοτε φιλι­ κές, άλλοτε εχθρικές σχέσεις, και, ακόμη, μιλούν για ολό­ κληρα τμήματα του ελληνικού χώρου, κυρίως τα παράλια, που είχαν ξεφύγει εντελώς από τις σλαβικές επιδρομές και δεν είχαν πάψει να ανήκουν στη βυζαντινή κυριαρχία. Δηλαδή χωρίς να μπορούμε, έστω και κατά προσέγγιση, να υπολογίσουμε την αριθμητική σχέση ανάμεσα στους εισβολείς και τον ντόπιο πληθυσμό, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνισμός που έμεινε επί τόπου ήταν αρκετός σε όγκο και σε συνοχή, ώστε να μπορέσει, βοηθούμενος από τη συνειδητή πολιτική της κεντρικής εξουσίας, να ξαναρ­ χίσει σύντομα την ανάκτηση των χαμένων εδαφών και να αφομοιώσει με τον καιρό τα ξένα αυτά στοιχεία. / 4ΐ /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

Η κίνηση για την αφομοίωση και τον εκβυζαντινισμό των «σκλαβινιών», δηλαδή των περιοχών που είχαν εγκατασταθεί οι Σλάβοι, αρχίζει αρκετά ενωρίς και εμ­ φανίζεται ως αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής των βυ­ ζαντινών Αυτοκρατόρων ήδη από το τέλος του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα. Η εφαρμογή της πολιτικής αυ­ τής επιχειρείται είτε με τα όπλα και με την αναγκαστι­ κή μεταφορά ολόκληρων πληθυσμών από τα Βαλκάνια στη Μικρά Ασία και την εγκατάστασή τους ανάμεσα σε πυκνούς ελληνικούς πληθυσμούς· είτε με μεταφορές χριστιανικών ελληνικών ή εξελληνισμένων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία στις σκλαβινίες για την ενίσχυση του ντόπιου πληθυσμού, που σιγά-σιγά ξανάρχεται στις π ε­ ριοχές που είχε εγκαταλείψει- είτε με την ίδρυση νέων οχυρωμένων πόλεων ή την ανάκτηση εκείνων που είχαν καταστραφεί. Ακόμη, επιχειρείται με τον εκχριστιανισμό, ασφαλές μέσο για τον εξελληνισμό των Σλάβων, και με την εκκλησιαστική και πολιτική οργάνωση των επαρχιών που είχαν υποστεί τις σλαβικές επιδρομές: Από το τέλος του 7ου αιώνα ο Ιουστινιανός ο Β' εκστρα­ τεύ ει εναντίον των σκλαβινιών μέχρι Θεσσαλονίκης και μεταφέρει πλήθη Σλάβων στο θέμα Οψίκιον της Μικράς Ασίας, ενώ ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ' στα μέσα του 8ου αι­ ώνα μεταφέρει Σύρους μονοφυσίτες και Αρμένιους (κα­ τοίκους του θέματος των Αρμενιακών) στη Θράκη και οχυρώνει ή ανοικοδομεί τις κατεστραμμένες πόλεις της περιοχής. Νέα εκστρατεία και υποταγή στην κεντρική / 4 2

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

χυβέρνηση των σκλαβινιών της Μακεδονίας και της κυ­ ρίως Ελλάδος γίνεται επί Ειρήνης (783). Μεγαλύτερη έκταση φαίνεται να έχουν τα μέτρα του Νικηφόρου του Α' (802-811), που μεταφέρει από όλα τα θέματα της Αυ­ τοκρατορίας χριστιανικούς πληθυσμούς και τους εγκαθιστά στις σκλαβινίες της νοτίου Βαλκανικής, Ελλάδος και Πελοποννήσου. Στις ενέργειες του Νικηφόρου διαφαίνεται επίσης η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια εκχριστιανισμού των Σλάβων των ελληνικών χωρών και της αναδιοργάνωσης, πολιτικής και εκκλησιαστικής, των χω­ ρών αυτών, πράγμα που σίγουρα διευκόλυνε τον επα­ ναπατρισμό του ελληνικού στοιχείου. Η κίνηση αυτή εξακολουθεί κατά τον 9ο-10ο αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία για τον εκχριστιανισμό και τον εξελληνισμό των σκλαβινιών φαίνεται να έχουν τα μέτρα του Βασιλείου του Α' και του οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου. Από τον 10ο αιώνα η αφομοίωση των Σλάβων των ελ­ ληνικών χωρών φαίνεται να έχει προχωρήσει σημαντικά, γιατί δεν εμφανίζονται πλέον στις πηγές παρά ως σκόρ­ πιες μειονότητες ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς πλη­ θυσμούς, γεωργικά πλήθη, κατά μεγάλο μέρος πάροικοι των μεγάλων εκκλησιαστικών και λαϊκών κτημάτων. Εκτός από τους Μιλιγγούς και τους Εζερίτες της Πελο­ ποννήσου, τις σπουδαιότερες σλαβικές μειονότητες, που θα διατηρήσουν ως τον 15ο αιώνα κάποιαν αυτονομία και θα απασχολήσουν με τις κατά καιρούς εξεγέρσεις τους την κεντρική βυζαντινή εξουσία ή τις τοπικές αρχές, / 43 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

οι άλλες εκχριστιανισμένες μειονότητες δεν φαίνονται να έρχονται πλέον σε αντίθεση με τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς με τους οποίους συγχωνεύονται. Πολυπληθέστεροι ίσως από τους Σλάβους ήταν οι Αλβανοί, που αρχίζουν να διεισδύουν και αυτοί στις ελ­ ληνικές χώρες πιθανώς πριν από τον 12ο αιώνα και πυ­ κνώνουν περισσότερο κατά τον 14ο στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Ακαρνανία, στην Αττική, στην Εύβοια και στα γύρω νησιά του Αιγαίου, και στο τέλος του αιώνα στην Πελοπόννησο. Οι νέοι αυτοί άποικοι έρχονται συ­ χνά με την άδεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, είτε ύστερα από ενέργειες των διαφόρων ξένων ή ντόπιων τοπαρχών των βυζαντινών επαρχιών (δυναστών της Ηπείρου, δεσποτών της Πελοποννήσου, ή ημιανεξαρτήτων ηγεμονίσκων της Θεσσαλίας ή Σέρβων ηγεμόνων στην εποχή της δημιουργίας του μεγάλου σερβικού κρά­ τους του Δουσάν), οι οποίοι θέλουν να ενισχύσουν τον αραιωμένο πληθυσμό της Ελλάδας, είτε αργότερα επω­ φελούμενοι της τουρκικής κατάκτησης. Παλαιότερη φαίνεται η διείσδυση στην Ελλάδα των βλαχικών (λατινοφώνων) πληθυσμών, που δεν φαίνεται να ήσαν πολυάριθμοι. Η κάθοδός τους πρέπει εν πολλοίς να συνδέεται με τις εισβολές των Σλάβων και των Αλβανών. Το φραγκικό στοιχείο, που ήρθε στις ελληνικές χώρες με τις Σταυροφορίες και τη φραγκική κατάκτηση, δεν ήταν τόσο σημαντικό, ώστε να έχει υπολογίσιμη επίδρα­ / 4 4

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ση στην εθνολογική σύνθεση των χωρών αυτών. Δεν άφησε παρά ελάχιστα ίχνη σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου. Ιδιαίτερος υπήρξε ο ρόλος της τουρκικής κατάκτησης. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων αιώνων της κατά­ κτησης συνετέλεσαν βέβαια στον εκτουρκισμό ενός μέ­ ρους της Μικράς Ασίας, που χάνεται για τον Ελληνισμό, και εξασθένισαν το ελληνικό στοιχείο στη Βαλκανική. Αλλά, αφετέρου, η αγεφύρωτη διαφορά της θρησκείας των δύο λαών προφύλαξε γενικά ό,τι απέμεινε από τον Ελληνισμό από την ανάμιξή του με το τουρκικό στοιχείο. Στο διάστημα λοιπόν οκτώ αιώνων, από τον 7ο αιώ­ να ως το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, νέα ση­ μαντικά φυλετικά στοιχεία έρχονται να προστεθούν στον λαό που ζει στις ελληνικές χώρες και αποτελεί το ουσιαστικό στοιχείο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα πλήθη αυτά δεν διακρίνονται στους πρώτους αι­ ώνες της οθωμανικής κατάκτησης παρά μερικά ίχνη. Τα πλήθη των Σλάβων που διείσδυσαν στην κεντρική Ελλά­ δα και στην Πελοπόννησο δεν έχουν αφήσει άλλα ίχνη εκτός από μερικά τοπωνύμια. Μόνο μερικές μειονότη­ τες στις βόρειες συνοριακές περιοχές του σημερινού ελ­ ληνικού κράτους διατήρησαν καθ’ όλη την Τουρκοκρα­ τία το σλαβικό τους ιδίωμα, και μερικές το διατηρούν ακόμα. Οι ομάδες όμως αυτές είναι κυρίως υπολείμμα­ τα νεότερων σλαβικών εποικισμών των τελευταίων χρό­ νων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εμφανίζονται / 4 5 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

κατά την εποχή της δημιουργίας της δεύτερης βουλγα~| ρικής αυτοκρατορίας (1204-1350) και της σερβικής ηγε-| μονίας στα Βαλκάνια (1331-1355), και κατά την Τουρ-| κοκρατία. Είναι δε ζήτημα που χρειάζεται βαθύτερη] έρευνα αν στις ομάδες αυτές υπάρχουν παλαιοί πυρή­ νες, υπολείμματα των πρώτων σλαβικών εισβολών. Με­ γαλύτερη γλωσσική αντίσταση παρουσίασε το αλβανικό I στοιχείο, καθώς και οι μικρές απομονωμένες ομάδες ] των Βλάχων. Οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, μολονότι ζούσαν ; ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς στην κε­ ντρική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου, και ανέπτυξαν ελληνική εθνική συν­ είδηση μετέχοντας σε όλους τους εθνικούς αγώνες του νεότερου ελληνισμού, στους οποίους έδωσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες, διατήρησαν επί αιώνες, και μερικοί δια­ τηρούν ακόμα, τα γλωσσικά τους ιδιώματα. Οι ντόπιοι λοιπόν πληθυσμοί συγκροτημένοι ήδη σε έναν ενιαίο λαό, σε μια εθνότητα με γερούς υλικούς και πνευματικούς δεσμούς, με ανώτερο πνευματικό πολιτι­ σμό χωρίς ουσιαστική διακοπή, εντεταγμένοι σ’ ένα με­ γάλο συγκεντρωτικό κράτος και πλαισιωμένοι από μια θαυμαστά οργανωμένη διοικητική και εκκλησιαστική ιε­ ραρχία, ήταν φυσικό ν’ απορροφήσουν στη μεγάλη τους πλειονότητα τα ημιβάρβαρα και πολιτικά ανοργάνωτα ξένα στοιχεία, που κατά διαστήματα εισρέουν στις ελ­ ληνικές χώρες. Οποιαδήποτε και αν είναι η ανθρωπολογική σύνθεση / 46 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

των πληθυσμών των ελληνικών χωρών στα διάφορα στά­ δια της ιστορίας, οποιοδήποτε και αν είναι το ποσοστό της συμβολής των καθαρά ελληνικών φύλων στην ανθρωπολογική σύνθεση του αρχαίου ελληνικού λαού και η διάρκειά του ανά τους αιώνες, ή των διαφόρων εισβολέ­ ων (Σλάβων, Αλβανών, Βλάχων κτλ.) στον Μεσαίωνα ή στα νεότερα χρόνια -κα ι τον βαθμό αυτό δεν τον καθο­ ρίζουν τα πολύ γενικά και ακόμα υποθετικά συμπερά­ σματα των ανθρωπολογικών ερευνών- το βασικό και αναμφισβήτητο γεγονός για τον ιστορικό που ασχολείται με την εξέλιξη κοινωνικών και ιστορικών σχηματισμών, ανθρωπολογικά ανάμικτων, είναι τούτο: με την ελληνική γλώσσα των ελληνικών φύλων ως κοινό όργανο τα διά­ φορα στοιχεία του πληθυσμού των ελληνικών χωρών σχημάτισαν τον κοινό πολιτισμό που ονομάζεται ελληνι­ κός και συγκροτήθηκαν έτσι σε έναν ενιαίο λαό, σε μιαν εθνότητα, που έδωσε στον εαυτό του το όνομα των Ελλήνων. Ακόμη: αποφασιστικά στοιχεία του πολιτι­ σμού αυτού -ιδιαίτερα η ελληνική γλώσσα- τα οποία εξελίσσονται ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή και χωρίς να χάσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, εξακολουθούν την ίδια συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία ενσωμα­ τώνοντας στον ενιαίο αυτό λαό μεγάλο μέρος από τα ξέ­ να στοιχεία, με τα οποία οι περιπέτειες της ιστορίας τον έφεραν κατά καιρούς σε επαφή. Οι Σλάβοι και οι Αλβα­ νοί, σε μικρότερο ποσοστό οι Βλάχοι, στίφη ανοργάνωτα αφομοιωθέντα με τη σειρά τους, μετέβαλαν βέβαια κα­ / 4 7

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

τά κάποιο ποσοστό την αναλογία των διαφόρων εθνολο­ γικών στοιχείων του λαού με τον οποίο αφομοιώθηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν τον Ελληνισμό, που εμφανίζεται από αιώνες πριν -περισσότερο ως φορέας και ως έκφραση πολιτισμού, παρά ως αμιγής εθνολογική ομάδα- από τον ηγετικό του ρόλο και που εξακολουθεί να αποτελεί αντικειμενικά το βασικό στοιχείο ενός πά­ ντα ενιαίου λαού με πλήρη συνείδηση της ενότητάς του. Η συνέχεια αυτή του Ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη μεγαλύτερη ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα, που δεν εμφανίζει στη συνεχή της εξέλιξη καμία εξωτε­ ρική επίδραση στην οργανική της δομή. Τα μόνα ξένα ίχνη στην ελληνική γλώσσα είναι μερικά λεξιλογικά δά­ νεια, συγκεκριμένα ουσιαστικά που αναφέρονται κυ­ ρίως στην ποιμενική ζωή. Σημαντικό εδώ είναι, ακόμη, το γεγονός ότι η βάση μερικών νεοελληνικών διαλέκτων δεν είναι η ελληνιστική κοινή, αλλά κατευθείαν οι αρχαί­ ες διάλεκτοι - η δωρική για τα τσακώνικα, η ιωνική για τα ποντιακά. Σημαντικός άλλωστε αριθμός αρχαϊκών στοιχείων βρίσκεται και στις άλλες νεοελληνικές διαλέ­ κτους. Την ίδια συνέχεια από την αρχαιότητα ως τα σή­ μερα εμφανίζει και το τοπωνυμικό των ελληνικών χω­ ρών. Ο αριθμός των σλαβικών ή αλβανικών ή βλαχικών τοπωνυμίων, που δεν ανάγονται όλα στην εποχή των με­ σαιωνικών εποικισμών -πολλά εμφανίζονται σε νεότερους χρόνους- σε σχέση με το πλήθος των καθαρά ελλη­ νικών τοπωνυμίων, που μεγάλος αριθμός τους ανάγεται / 4 8/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

στην αρχαιότητα, είναι ελάχιστος. Οι λαογραφικές έρευ­ νες και γενικότερα η μελέτη του βίου των Βυζαντινών και των Νεο-ελλήνων δείχνουν ολοένα και περισσότερο ότι πολλά στοιχεία λαϊκής λατρείας, τέχνης, και γενικά κοινωνικής ζωής έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική αρ­ χαιότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι εδώ δεν υπάρχουν και τα ίχνη των επιδράσεων των διαφόρων λα­ ών, με τους οποίους ο Ελληνισμός ήρθε σ’ επαφή και των οποίων αφομοίωσε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα.

Β. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ jfe

Η υποχώρηση της ελληνικής ιδέας Αν η γλωσσική ενότητα και γενικά η πολιτιστική συνέ­ χεια, η πολιτική και οικονομική ενότητα, που διαγράφηκαν παραπάνω, συνετέλεσαν στη δημιουργία και τη συν­ τήρηση ενός ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, ικανής ν’ αφομοιώνει συνεχώς ξένα στοιχεία, άλλοι αντίρροποι ιστορικοί παράγοντες, η ένταξη του λαού αυτού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η παραδοχή του Χριστιανισμού, προκαλώντας τη βαθμιαία εξασθένηση στη συνείδησή του της αντικειμενικά βασικής και καθο­ ριστικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτισμού στη δια­ μόρφωσή του ως λαού, αμαύρωσαν συγχρόνως και την ενάργεια της ελληνικής ιδέας, που υποχωρεί συνεχώς, ιδίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ώσπου να βρεθεί σε συγ­ κεχυμένη και λανθάνουσα κατάσταση, εν σχέσει με τις νέες ιδέες - δυνάμεις, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα και τη χριστιανική ιδέα, που προβάλλουν ως οι κύριες συνεκτικές δυνάμεις ευρύτερων σχηματισμών. / 5 °

/

ΪΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

Πράγματι, η εξάπλωση του Ελληνισμού ανάμεσα στους διαφόρους λαούς που είχαν απαρτίσει τον ελληνι­ στικό κόσμο, η ένταξή του ύστερα στη Ρωμαϊκή Αυτο­ κρατορία, μετέβαλαν ριζικά και την πολιτική του ιδεο­ λογία. Η ιδέα του πολίτη, φορέα κάθε εξουσίας, υποχω­ ρεί, ώσπου να αντικατασταθεί από την ιδέα ενός από­ λυτου μονάρχη, ο οποίος ταυτίζεται με το θείο ή, ύστερα από την επιβολή του Χριστιανισμού, αντλεί την εξουσία του από τον Θεό. Οι διάφοροι ελληνικοί κρατικοί σχη­ ματισμοί. που στηρίζονται στον συνειδητό δεσμό ενός συνόλου πολιτών που μιλούν την ίδια γλώσσα ή ανήκουν ως Έλληνες ή εξελληνισμένοι στην ίδια πολιτιστική οι­ κογένεια, εντάσσονται πρώτα και έπειτα διαλύονται μέ­ σα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι άλλοτε πολίτες των διαφόρων ελληνιστικών πολιτικών συγκροτημάτων με­ ταβάλλονται, ύστερα από το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ .), μαζί με όλους τους πληθυσμούς του ρωμαϊ­ κού κράτους, σε Ρωμαίους πολίτες, για να μεταβληθούν σε λίγο σε υπηκόους ενός απόλυτου μονάρχη. Η συνεί­ δηση ξεχωριστών λαϊκών ενοτήτων, χωρίς βέβαια να σβήσει εντελώς, υποχωρεί στην πλατύτερη συνείδηση της Αυτοκρατορίας, που γίνεται συνεκτικός δεσμός δια­ φόρων λαών, υπηκόων ενός θεοπρόβλητου αυτοκράτορα, ο οποίος ενσαρκώνει τη ρωμαϊκή ιδέα. Εξ άλλου, ο ηγετικός ρόλος του Ελληνισμού μέσα στον ελληνιστικό κόσμο είχε δημιουργήσει ήδη πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση τις προϋποθέσεις για την ανά/ 5 1 /

ΝΙΚΟΙ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

πτύξη μιας οικουμενικής ιδέας. 0 ηγετικός αυτός ρόλος του Ελληνισμού συνεχίζεται, και μάλιστα επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή Ανατολή με τη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χάρη στην πολιτική των Ρω­ μαίων, που κατέστησε το ελληνικό στοιχείο, δίπλα στο ιταλιωτικό, προνομιούχο λαό στην Ανατολή και τον πο­ λιτισμό του κύριο πολιτιστικό στοιχείο ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Έτσι ο Ελληνισμός, σε αντίθεση με άλ­ λους παλαιούς συγκροτημένους λαούς της Ανατολής (Πέρσες, Σύρους κτλ.), όχι μόνο εγκατέλειψε σιγά-σιγά κάθε αντίδραση εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά θεώρησε τον εαυτό του αναπόσπαστο και οργανι­ κό της μέλος, σε τέτοιο σημείο που, όταν ύστερα από την κρίση του 3ου αιώνα το δυτικό τμήμα της Αυτοκρα­ τορίας άρχισε να παρακμάζει για να καταλυθεί τελικά από τα στίφη των βαρβάρων που ανασυντάσσουν σε νέ­ ες βάσεις την κεντρική και δυτική Ευρώπη, να αναλάβει για λογαριασμό του τη συνέχιση της αυτοκρατορικής ιδέας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έπειτα, καθώς στην εξελληνισμένη Ανατολή οι κύρι­ οι αντίπαλοι του Χριστιανισμού, η ειδωλολατρία και η αρχαία φιλοσοφία, είχαν αδιάρρηκτα συνδεθεί με τον Ελληνισμό, οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί και εξελληνι­ σμένοι πληθυσμοί άρχισαν να ξεχωρίζουν τον εαυτό τους και να απομακρύνονται από την ελληνική παράδοση. Με τον προοδευτικό εκχριστιανισμό των ελληνικών και εξελληνισμένων πληθυσμών εμφανίζεται συγχρόνως και / 5 2

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ο πρώτος, αληθινά δραματικός, διχασμός στη συνείδηση των Ελλήνων. Δεν ήταν απλώς η ελληνική πολυθεΐα και ειδωλολατρία που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανι­ κή πίστη, ήταν η ίδια η ελληνική κοσμοθεωρία που ερχό­ ταν σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό. Ήταν αληθινά δύσ­ κολο να συγχωνευθεί σε μιαν αρμονική ενότητα η ελεύ­ θερη κίνηση της ελληνικής σκέψης, που πηγάζει από τον ανθρώπινο λόγο, με την υποταγμένη στην αποκάλυψη, την πέραν του λόγου, χριστιανική σκέψη, που οι Έλλη­ νες θεωρούσαν βαρβαρική αντίληψη. Ο Κέλσος έλεγε: «Βάρβαρόν φησιν [...] είναι τό δόγμα, δήλον ότι τον ίουδάίσμόν,ώχριστιανισμόςήρτηται». 0 Πορφύριος, μιλώ­ ντας για τον Ωριγένη, γράφει: «Έ λλην εν Έ λλησι παιδευθε'ις λόγοις προς τό βάρβαρον έξώκειλε τόλμημα». Βέβαια, οι πρώτοι μεγάλοι θεωρητικοί του Χριστια­ νισμού, οι πατέρες της Εκκλησίας, που όλοι τους είχαν βαθειά ελληνική μόρφωση, αισθάνθηκαν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας, γλώσσα, διαλεκτική και ρητορι­ κή τέχνη, για τη διάδοση του Χριστιανισμού, για τη δια­ τύπωση και θεμελίωση των δογμάτων του, για να στηρί­ ξουν την άμυνά του ή την πολεμική του. Με τις μορφές ακόμα της ελληνιστικής τέχνης οι πρώτοι χριστιανοί τε­ χνίτες εκφράζουν τον καινούργιο ιδεολογικό τους κό­ σμο. Αλλά όλοι αυτοί έχουν πλήρη συνείδηση ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι παρά απλά μέσα, απαραίτητα όργανα στην υπηρεσία της νέας κοσμοθεωρίας, που βρί­ / 53/

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

σκεται στην ουσία της σε πλήρη αντίθεση με την ελληνι-* κή σκέψη. Η πάλη αυτή, που η έκβασή της δεν έχει κρι-i θεί οριστικά -χριστιανισμός και ελληνική παιδεία συνυ-ί πάρχουν ακόμα- αντικαθρεφτίζεται με πιστότητα στη! μεταβολή του περιεχομένου των όρων Έλλην - ελληνι- · κός. Οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί εγκατα­ λείπουν βέβαια το εθνικό τους όνομα Έλλην, που αρχί­ ζει να παίρνει τη θρησκευτική του σημασία (ειδωλολά­ τρης), κρατούν όμως ακόμα το πολιτιστικό του περιεχό­ μενο, που αναφέρεται στην ελληνική παιδεία και τον ελ­ ληνικό πολιτισμό. Η επικρατέστερη έννοια του Έλλην ως τον 6ο αιώνα είναι ειδωλολάτρης: εκείνος που ανήκει στον ελληνικό κύκλο του πολιτισμού και μιλάει ελληνι­ κά, και διακρίνεται από τον εθνικό, που είναι ο μη χρι­ στιανός ή μη Εβραίος, που μένει έξω από τον ελληνικό πολιτιστικό κύκλο. Η δημιουργική προσπάθεια των πρώτων πατέρων της Εκκλησίας να συμβιβάσουν, ως έναν βαθμό, τη χρι­ στιανική πίστη με την ελληνική παιδεία, πράγμα που επέτρεψε κάποιαν αυτονομία στην ερμηνεία των Γρα­ φών, τη μόνη “ ελευθερία” που γνώρισε η χριστιανική σκέψη, σταματάει για αιώνες, ύστερα από την οριστική διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων και την επιβολή της ορθοδοξίας. Κάθε απόπειρα αυτονομίας στη σκέψη που ξεμακραίνει κάπως από το καθιερωμένο δόγμα χα­ ρακτηρίζεται αίρεση και συνδέεται με την ελληνική παι­ δεία που καταδικάζεται. Η έστω και εξωτερική επαφή / 54 !

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

με την ελληνική σκέψη διακόπτεται. Με την κωδικοποί­ ηση του Ιουστινιανού η νομοθεσία που καταδικάζει την ειδωλολατρία και τις αιρέσεις γίνεται αυστηρότερη. Οι τελευταίες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές κλείνονται από τον Ιουστινιανό. Από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα το

πολιτιστικό περιεχόμενο των όρων Έλλην - ελληνικός υποχωρεί, ώσπου σχεδόν εξαφανίζεται μπροστά στο θρησκευτικό περιεχόμενο, που αποδίδεται τώρα σε κά­ θε μη χριστιανό και μη Εβραίο και ταυτίζεται με τον όρο εθνικός και το λατινικό paganus. Για τον Φώτιο οι Ρώσσοι πριν δεχθούν τον χριστιανισμό είχαν «ελληνικήν και άθεον δόξαν», ο Ιωάννης Μόσχος μιλεί για «Σαρακηνόν τινά έλληνα», ο ίδιος ο Ψελλός χαρακτηρίζει τους Κινέ­ ζους «έλληνας το δόγμα». Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γ ί­ νεται ορθόδοξο χριστιανικό κράτος. Χριστιανός και Ρω­ μαίος γίνονται σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Ο εκχριστιανισμός των διαφόρων λαών είναι ο πρώτος σταθμός για την πολιτική ή απλώς πολιτιστική τους ένταξη στη σφαί­ ρα επιρροής της Αυτοκρατορίας. Ο διχασμός αυτός, που εξασθενίζει στη συνείδηση του Ελληνισμού το αίσθημα της ιστορικής του συνέχειας και τον οδηγεί σε ένα είδος ιστορικής αλλοτρίωσης, ενισχύεται από τον πολιτιστικό διχασμό που αναπτύσσεται κατά την ίδια αυτή περίοδο. Η συμμετοχή στην πολιτική ζωή όλων των κοινωνικών στρωμάτων των ελευθέρων πολιτών, η οποία χαρακτήρι­ ζε τα σημαντικότερα για τον πολιτισμό πολιτικά συγ­ / 5 5 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

κροτήματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η οποία, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, έδινε στον αρχαίο ελληνικό πο­ λιτισμό μια ενιαία έκφραση ενός κοινωνικού συνόλου με γερές λαϊκές βάσεις, αρχίζει να ελαττώνεται ήδη στην ελ­ ληνιστική περίοδο για να εξαφανισθεί στα ελληνιστικά βασίλεια και, έπειτα, στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτο­ κρατορία. Η αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων, των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, στους οποίους γρήγορα θα προστεθεί ο ανώτατος χριστιανικός κλήρος, συγκεντρώνοντας όλο και περισσό­ τερο τον πλούτο, μετέχει μόνη στη διοίκηση των κοινών και μονοπωλεί την ανώτερη και ανώτατη παιδεία, που γίνεται απρόσιτη στις μεγάλες λαϊκές μάζες. Ήδη λοιπόν από την ελληνιστική εποχή αρχίζουν να δημιουργούνται δύο πνευματικά ρεύματα, ένα επίσημο, έκφραση μιας πνευματικής αριστοκρατίας που βγαίνει από την άρχουσα τάξη, και ένα λαϊκό ρεύμα με αυτόνομη αλλά λανθάνουσα εξέλιξη. Τα δύο αυτά ρεύματα απομακρύνονται το ένα από το άλλο ολοένα και περισσότερο καθ’ όλο αυτό το διάστημα, από την ελληνιστική περίοδο ως το τέλος του 11ου αιώνα. Ο γλωσσικός διχασμός, που αρχί­ ζει με την αποκλειστική χρησιμοποίηση της αττικής γλώσσας από τους λογίους των ελληνιστικών χρόνων, εκ­ φράζει κατά τον πιο άμεσο τρόπο αυτόν τον πολιτιστικό διχασμό. Η ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα, που διαρκώς εξελίσσεται, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από

Ιφ Ι

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

την επίσημη αττική γλώσσα, την οποία προσπαθούν να μιμηθούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ως συνε­ χιστές των αττικιστών οι Βυζαντινοί λόγιοι, και η οποία γίνεται η επίσημη γλώσσα του κράτους. Η επίσημη αυτή γλώσσα, τυπική και χωρίς δυνατότητες εξέλιξης, χάνει κάθε επαφή με τις λαϊκές της ρίζες και γίνεται ακατα­ νόητη από τις μεγάλες μάζες του ελληνόφωνου πληθυ­ σμού. Η ίδια η χριστιανική εκκλησία εγκατέλειψε και αυτή ενωρίς την ελληνιστική κοινή, την οποία είχε χρησι­ μοποιήσει στην αρχή για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Τα ελληνικά στοιχεία που υπάρχουν στον επίσημο αυτό πολιτισμό, η έστω και τυποποιημένη και νεκρή γλωσσική του ελληνική έκφραση, η ρητορική ή η λογική και η διαλεκτική ελληνική τέχνη, τα στοιχεία της αριστο­ τελικής ή της πλατωνικής και, κυρίως, της νεοπλατωνικής σκέψης, που έχουν διεισδύσει στη χριστιανική ιδεολογία, τα ελληνιστικά στοιχεία που ανάμικτα με ανατολικά βρί­ σκονται στη βάση της καλλιτεχνικής βυζαντινής δημιουρ­ γίας, ξεκομμένα από τις λαϊκές τους ρίζες, από τις ελλη­ νικές και εξελληνισμένες μάζες της Αυτοκρατορίας, όπου θα έβρισκαν τα ζωντανά στοιχεία της ελληνικής παράδο­ σης για να τραφούν, ν’ αναπτυχθούν και να γίνουν πραγ­ ματικά συνειδητά, δεν κατορθώνουν ακόμα να ξαναζω­ ντανέψουν τη συνείδηση της ελληνικής συνέχειας.

/ 5 7 /

ΝΙΚΟΙ

Γ.

ΣΒΟ ΡΩ Ν ΟΙ

Η προοδευτική ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση στον μεσαιωνικό Ελληνισμό Η αμεσότερη επαφή με την αρχαία ελληνική δημιουργία που παρατηρείται τον 10ο και τον 11ο αιώνα, ύστερα από την “ αναγέννηση” του 9ου αιώνα, αποτέλεσμα της πνευματικής αναταραχής που προκάλεσε η εικονομάχία, αρχίζει βέβαια να ξανασυνδέει στη συνείδηση μερι­ κών από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της κί­ νησης αυτής το πολιτιστικό παρόν με την ελληνική πα­ ράδοση. Η έννοια Έλλην - ελληνικός, χωρίς να πάψει να σημαίνει κυρίως τον ειδωλολάτρη, αρχίζει να ξαναποχτά για μερικούς το πολιτιστικό της περιεχόμενο. Ήδη στον Φώτιο, καθαρότερα στους ανθρωπιστές του 11 ου αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον Ψελλό, διακρίνουμε καθαρά μια σταθερή προσπάθεια αποκατάστασης της καταδι­ κασμένης ως τα τότε ελληνικής παιδείας και γενικότερα της ελληνικής σκέψης, με την προβολή των στοιχείων εκείνων που όχι μόνο δεν αντίκεινται στη χριστιανική πί­ στη αλλά κατά κάποιον τρόπο την προετοίμαζαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγιος μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους, δάσκαλος του Ψελλού, προσεύχεται στον Χ ρι­ στό για τη σωτηρία της ψυχής του Πλάτωνα και του Πλουτάρχου, γιατί με τη ζωή τους και τη σκέψη τους ήταν κοντά στον νόμο που κήρυξε ο Χριστός. Η αποκα­ τάσταση όμως αυτή της ελληνικής παιδείας, που ξεχω­ / 58 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ρίζεται από την ελληνική θρησκεία, δεν μπορεί ακόμα να επιβληθεί γενικά. Η ελληνική παράδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ως προγονική κληρονομιά. Εξακολου­ θεί να προκαλεί την αντίδραση της μεγάλης μερίδας των βυζαντινών λογίων και κυρίως του ορθόδοξου κλήρου, που υποστηρίζεται από το επίσημο κράτος. Οι περισσό­ τεροι από τους αντιπροσώπους της αναγεννητικής αυ­ τής κίνησης, ο Λέων ο Μαθηματικός (9ος αι.), ο Φώτιος (9ος-10ος αι.), ο Ψελλός (11ος αι.) και άλλοι κατηγοροόνται ως ελληνίζοντες και μάγοι και υποχρεώνονται να απολογηθούν και να τονίσουν όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει τη χριστιανική πίστη από την ελληνική σκέ­ ψη, αλλά και την ανωτερότητα του δικού τους βυζαντι­ νού χριστιανικού πολιτισμού, που στηρίζεται στην αλή­ θεια, εν σχέσει με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που, παρά τη θαυμαστή του λαμπρότητα της έκφρασης, εκήρυττε ψεύτικα ιδεώδη.

Το επίσημο λοιπόν αυτό πολιτιστικό ρεύμα, που κατευθύνεται από τους αυλικούς και γενικότερα από τους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και μερικών άλλων μεγάλων κέντρων της Αυτοκρατορίας και απευθύνεται σε έναν περιορισμένο κύκλο γαιοκτημόνων-αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας και της εκκλη­ σίας, με ποικίλη εθνολογική προέλευση, εκφράζει κατά πρώτο λόγο, με το περιεχόμενό του, τον οικουμενικό και χριστιανικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Συνοψίζοντας σε ένα γενικότατο διάγραμμα την ως / 5 9

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

εδώ εξέλιξη του Ελληνισμού διακρίνουμε στην εξέλιξη τούτη δύο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτα-πρώτα μια στα­ θερή πορεία προς την ενότητα: συγχώνευση των διαφό­ ρων ελληνικών φύλων με τα αυτόχθονα στοιχεία της κυ­ ρίως Ελλάδας και των νησιών της, είσοδος στο πανελλή­ νιο τούτο σύνολο νέων βορειοτέρων λαών περισσότερο ή λιγότερο συγγενικών, στενότερος σύνδεσμος των διαφό­ ρων ελληνικών ομάδων που βρίσκονται ήδη από την αρ­ χαιότητα διασκορπισμένες στα διάφορα σημεία της Ανατολής. Η πορεία προς την ενότητα δεν διακόπτεται με την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο και μεγαλύτε­ ρους χώρους, γιατί συνοδεύεται με τον εξελληνισμό ενός μεγάλου μέρους των ξένων εθνολογικά λαών, που αναμεσά τους εγκαταστάθηκε ο Ελληνισμός, και με μια όλο και πιο βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενό­ τητα. Η πορεία τούτη οδήγησε στη δημιουργία ενός ενι­ αίου ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, με συν­ είδηση της ιστορικής του συνέχειας. Έ πειτα από την εμφάνιση μιας οικουμενικής τάσης, που αρχίζει να εμφανίζεται από την ελληνιστική εποχή, αναπτύσσεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και κυριαρχεί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ιδέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Χριστιανισμός που συνδέουν τώ­ ρα τον Ελληνισμό με τους άλλους λαούς που συγκρο­ τούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προκαλούν ένα σοβα­ ρό ρήγμα στη συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας, ρήγμα που φαίνεται καθαρότερα στον επίσημο πολιτι­ / 6ο /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

σμό της Αυτοκρατορίας, που, παρ’ όλο το ελληνικό του υπόστρωμα, θέλει να εκφράσει την οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας, και που το πολιτιστικό χάσμα που τη χαρακτηρίζει, τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τις λαϊκές του ρίζες. Η αυτοκρατορική και χριστια­ νική αυτή οικουμενικότητα αναστέλλει για κάμποσους αιώνες την ανάπτυξη στον λαό αυτό, ή στην εθνότητα αυτή, μιας εθνικής συνείδησης και τη μεταβολή της σε τελειωμένο έθνος, δεν είχε όμως διασπάσει την ενότητά του ως λαού, ως εθνότητας. Πράγματι, η εθνολογική διάκριση ανάμεσα στους διαφόρους λαούς-εθνότητες της Αυτοκρατορίας, έστω και λόγω των γλωσσικών τους διαφορών, που για τους συγχρόνους ήταν δείγμα περισσότερο ή λιγότερο εθνο­ λογικών διαφορών, δεν είχε πάψει να υφίσταται. Τα πα­ ραδείγματα αφθονούν. Απλή ανάγνωση των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων -το παράδειγμα του περί θεμάτων του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου είναι αρ­ κετό- δείχνει τις εθνολογικές αυτές διακρίσεις. Οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δίπλα στο κοι­ νό όνομα Ρωμαίος (Ρωμιός), που δίνεται σε όλους του υπηκόους της Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από εθνολο­ γική προέλευση, χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέ­ λουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυ­ τοκρατορίας. Τον όρο Γραικός τον βρίσκουμε στον ιστο/ 6ι /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

ρικό Πρίσκο (6ος αι.), που αναφέρει ότι κάποιος που μι­ λάει ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», στον Προ­ κόπιο, που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην», στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κων­ σταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι.), στον Κεδρηνό και σε άλλους. Στους μεταγενέστερους ιστορικούς ο όρος απαντά συχνότερα. Άλλωστε ο ίδιος ο όρος Έλλην, αν είχε χάσει την εθνολογική του σημασία για τους λογίους, είναι πολύ πιθανόν ότι διατηρήθηκε, δίπλα στον όρο Ρω­ μαίος, στον ελληνικό λαό, όπως φαίνεται από μερικά δη­ μοτικά τραγούδια, που, μολονότι δεν είναι αρχαιότερα από τον 15ο αιώνα, μπορούν να απηχούν παλαιότερες καταστάσεις. Ιδιαίτερα ο όρος φαίνεται να διατηρήθηκε στους κατοίκους της Ελλάδας, η οποία κράτησε άλλω­ στε το όνομά της ως όνομα γεωγραφικής ενότητας, και στην οποία το όνομα ελλαδικός, που δίδεται στους κα­ τοίκους ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, υπενθυμίζει την ελ­ ληνική τους καταγωγή- ακόμη, σε περιοχές όπως τα δυ­ τικά παράλια της Μικράς Ασίας, και κυρίως τα παράλια του Πόντου, όπου η ανάμνηση της ελληνικής καταγωγής των κατοίκων τους έμεινε ζωντανή. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διακρίνει εθνολογικά τους κατοίκους της Μάνης από τους γείτονες Σλάβους του Ταϋγέτου και ξέρει ότι κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαί­ ων», και, ακόμη, ότι στην εποχή του «παρά των εντο­ πίων'Έλληνες προσαγορεύονται»,γιατί σε παλαιότερα /

62

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

χρόνια ήταν ειδωλολάτρες «κατά τους παλαιούς Έ λλη­ νας». Ο ίδιος, μιλώντας για το θέμα Παφλαγονίας και το «έθνος» των Παφλαγόνων, διακρίνει τις παραθαλάσιες πόλεις (Σινώπη Αμάσεια, Τήιον και Αμινσός), για τις οποίες γράφει: «Έ λληνίδες είσί πόλεις καί Ελλήνων άποικοι». Το θέμα Χαλδαίας και η Τραπεζούς « Ε λ λ ή ­ νων είσί άποικίαι». Ας προστεθεί, ακόμα, ότι η γλώσσα που μιλούν οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας δεν έπαψε να ονομάζεται ελληνική. Η χρήση αυτή του όρου Έλλην με την εθνολογική του σημασία και η κάποια ταύτιση του όρου Ρωμαίος με τον όρο Έλλην θα γενικευθούν στους κατοπινούς αιώνες. Από τους ελληνιστικούς λοιπόν χρόνους, και κυρίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ύστερα στο Βυζάντιο, η εξάπλωση του αρχαίου Ελληνισμού στην Ανατολή και η συνεχής αφομοίωση ξέ­ νων στοιχείων, εθνολογικών και πολιτιστικών, καταλήγει στον σχηματισμό μιας νέας ιστορικής σύνθεσης, με δια­ φορετικές εθνολογικές αναλογίες και διαφορετικό συν­ ειδησιακό περιεχόμενο, στον μεσαιωνικό ή βυζαντινό Ελληνισμό. Οι διαφορές αυτές, που τονίζονται άλλωστε από τον ίδιο τον βυζαντινό Ελληνισμό, ως το σημείο που να ξεχωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του από τον αρχαίο, να απαρνηθεί το ίδιο του το όνομα και να διακόψει στη συν­ είδησή του την πολιτιστική του συνέχεια, επιβάλλουν βέβαια την ποιοτική διαφοροποίηση του μεσαιωνικού Ελληνισμού από τον αρχαίο (το επίθετο μεσαιωνικός δεν / 6 3

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

εκφράζει εδώ μόνο μια χρονολογική, αλλά και κάποια ποιοτική διαφορά). Όμως τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχει­ ας, που, έστω και λανθάνοντα στη συνείδησή του, υπάρ­ χουν και δρουν στην πραγματικότητα (το πιο χειροπια­ στό είναι η ελληνική γλώσσα), εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού, που με την ενηλικίωση αλλάζει τη φυσιογνωμία του. 0 ίδιος αυτός λαός, η ίδια αυτή εθνότητα, όταν οι νέες συνθήκες θα προκαλέσουν το προοδευτικό αδυνάτισμα της Αυτοκρατορίας, ως τη διάλυσή της, και κατά συνέπεια την υποχώρηση της οικουμενικής χριστιανικής ιδέας, θα αρχίσει να παίρ­ νει συνείδηση του εαυτού του και της ιστορικής του συν­ έχειας, να ξανασυνδέεται με τον αρχαίο Ελληνισμό και, γεφυρώνοντας το πολιτιστικό του χάσμα, να δημιουργεί ξανά έναν πολιτισμό με λαϊκές ρίζες, με έναν λόγο να δημιουργεί ελληνική εθνική συνείδηση.

Η ανάπτυξη της εθνικής ελληνικής ιδέας Η νέα τούτη πορεία του Ελληνισμού αρχίζει να διαγρά­ φεται καθαρά από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα /

64

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρ­ φωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος. Οι ιστορικοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, που θα προκαλέσουν το αδυνάτισμα και την πτώση της συγκεντρωτικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν βαθειές τις ρίζες, εκδηλώνονται όμως με ιδιαίτερη δύναμη από το τέλος του 11ου αιώνα και προκαλούν την πρώτη βαθειά κρίση, που η Αυτοκρατορία δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει τελικά. Η αριστοκρατία των μεγάλων γαιο­ κτημόνων στο τέλος του 11ου αιώνα έχει κερδίσει την οριστική της μάχη, και με τις αποκεντρωτικές της τάσεις απειλεί την ενότητα του κράτους. Οι εξωτερικοί εχθροί στα Βαλκάνια, στην Ανατολή και στη Δύση, επωφελού­ μενοι από την εσωτερική κρίση, επιτίθενται από πα­ ντού. Ένα μεγάλος μέρος της Μικράς Ασίας χάνεται, ύστερα από την ήττα του Μαντζικέρτ (1071), για την Αυτοκρατορία και πέφτει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, που ιδρύουν το μεγάλο τουρκικό κράτος στη Μικρά Ασία. Η σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο, σύ­ γκρουση οικονομική, ιδεολογική και πολιτική, οξύνεται και γίνεται οριστική. Η εχθρότητα που είχε προκαλέσει ήδη από τον 9ο αιώνα η ίδρυση μιας Φραγκικής Αυτο­ κρατορίας, που διεκδικεί τη Ρωμαϊκή οικουμενικότητα, εντείνεται τώρα με τις διαμάχες ανάμεσα στην Αγία / 65 /

ΝΙΚΟΣ

Γ. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

Έδρα και στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί Φωτίου, για να καταλήξει στο οριστικό σχίσμα επί Κηρουλαρίου (1078). Η οικονομική διείσδυση των Ιταλικών πόλεων στην Ανατολή παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Τέ­ λος, η στρατιωτική σύγκρουση των δύο κόσμων αρχίζει με την επίθεση των Νορμανδών στην Ιταλία, που χάνε­ ται για το Βυζάντιο ύστερα από την κατάληψη του Μπάρι (1071), και εντείνεται με τις επιθέσεις των ίδιων των Νορμανδών εναντίον των βαλκανικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας, προοίμια των Σταυροφοριών που θα ακολουθήσουν και που θα λήξουν με τη διάλυση της Αυ­ τοκρατορίας (1204). Στην ίδια αυτή περίοδο, ανάμεσα στα 1040 περίπου και 1200, οι διάφοροι μη ελληνικοί λα­ οί που έμεναν ως τώρα υποταγμένοι στην Αυτοκρατο­ ρία (Αρμένιοι και Ίβηρες στην Ανατολή, Σέρβοι και Βούλγαροι στα Βαλκάνια), αρχίζουν να αποχωρίζονται ο ένας μετά τον άλλον, ιδρύουν ανεξάρτητους πολιτικούς σχηματισμούς με πυρήνες εθνικούς και τείνουν διαρκώς να συνενωθούν και να εξελιχθούν σε πραγματικά εθνικά κράτη. Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής -που, αν θέλουμε να της δώσουμε μια συμβατική χρονολογική αφετηρία, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε το έτος 1071 (έτος των δύο μεγάλων ηττών στην Ανατολή και στη Δύ­ ση), ή, ακόμα το 1081, έτος της ανόδου στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, του ιδρυτή της πρώτης καθαρά ελ­ ληνικής δυναστείας, και που διαρκεί ως την άλωση της 1 6 6 1

Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204)— είναι η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση όλων των μη εξελ­ ληνισμένων στοιχείων. Το μόνο συστατικό στοιχείο της μένει ο Ελληνισμός, που απομονωμένος και περικυκλωμένος από εχθρικούς πλέον λαούς-εθνότητες, παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολι­ τικής και πολιτιστικής οντότητας. Η ελληνική ιδέα, που ως τα τώρα έμενε σαν μακρινή ίσως ανάμνηση στα λαϊ­ κότερα στρώματα, προβάλλεται ολοένα και εντονότερα από τους λογίους. Η ελληνική παιδεία, που είχε αρχίσει ν’ αποκαθίσταται από πριν, παρουσιάζεται στους ση­ μαντικότερους συγγραφείς σαν δική τους κληρονομιά για την οποία είναι υπερήφανοι. Το όνομα Έλλην αρχί­ ζει να ξαναπαίρνει το διπλό του πολιτιστικό και εθνολο­ γικό περιεχόμενο. Έλλην είναι όποιος μετέχει ελληνικής παιδείας και έχει ελληνική καταγωγή. Για άλλη μια φο­ ρά οι Βυζαντινοί λόγιοι χωρίζουν τον κόσμο σε Έλληνες και βαρβάρους. Η Αννα Κομνηνή, που σεμνύνεται για τις ελληνικές της σπουδές και για το ότι είχε μελετήσει τους πλατωνικούς διαλόγους και τα έργα του Αριστοτέ­ λη, και θεωρεί αμόρφωτο και βάρβαρο κάθε άμοιρο ελ­ ληνικής παιδείας, μιλώντας για τη σχολή της Κωνσταντι­ νούπολης που ίδρυσε ο Αλέξιος Κομνηνός γράφει: «Κ αι έστιν ιδεΐν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην έλληνίζοντα και 'Ρωμαΐον τα των Ελλήνων συγ­ γράμματα μεταχειριζόμενον και τον άγράμματον Έ λλη­ να όρθώς έλληνίζοντα». Για τον Νικήτα Χωνιάτη οι Ρω­

ΝΙΚΟΣ

Γ. Ι Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

μαίοι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες. Έτσι, σταματώντας με την άλωση της Πόλης από τους σταυ­ ροφόρους βαρβάρους, δηλώνει ότι αρνείται να συνεχίσει την ιστορία του, γιατί: «πώς αν ε’ίην εγώ τό βέλτιστον χρήμα, την ιστορίαν ,τό κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαΐς καθ’ Ελλήνων πράξεσιχαριζόμενος;». Άλλωστε η επαφή με την ελληνική παιδεία γίνεται τώρα ουσιαστικότερη. Οι διανοητές του Βυζαντίου προσ­ παθούν, πέρα από την απλή μίμηση της ελληνικής έκ­ φρασης, να αφομοιώσουν την ελληνική σκέψη. Τέτοια ήταν η προσπάθεια του Ψελλού, του Ιταλού και των μα­ θητών τους, που, παρ’ όλο ότι η σκέψη τους μένει ακόμα εξαρτημένη από τη θεολογία, δείχνει συγχρόνως και την απαρχή κάποιας ανεξάρτητης φιλοσοφικής διάθεσης, η οποία αντιμετωπίζει την εξέταση των μεταφυσικών προβλημάτων επί τη βάσει του ανθρωπίνου λόγου θέτο­ ντας προβλήματα ανάλογα με τα φιλοσοφικά προβλή­ ματα που εμφανίζονται στη Δύση την ίδια περίπου επο­ χή (πλατωνισμός, αριστοτελισμός, ρεαλισμός, νομιναλι­ σμός). Την ίδια αυτή περίοδο έχουμε επίσης την πρώτη ένδειξη κάποιας γεφύρωσης του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα στον επίσημο και το λαϊκό πολιτισμό. Ήδη ο Ψελλός εξετάζει τις λαϊκές παραδόσεις και προσπαθεί, άλλοτε με κάποια ορθολογιστική μέθοδο, άλλοτε με την αλληγορία, να αναχθεί σε γενικά θεολογικά ή φιλοσοφι­ κά συμπεράσματα. Συγχρόνως, για πρώτη φορά η λαϊ­ κή γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερη / 6 8

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

έκταση από τους λογίους στη λογοτεχνία. Σ ’ αυτή την περίοδο ανήκουν τα στιχουργήματα του Πτωχοπρόδρομου και ίσως η παλαιότερη σύνθεση σ’ ένα ενιαίο έργο των ακριτικών τραγουδιών. Από το τελευταίο λοιπόν τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204 ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορι­ κό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊ­ κές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία ελληνική κληρονο­ μιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδησή του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία. Η ίδια η επίσημη Εκκλησία, παρ’ όλη την αντί­ δρασή της στους νέους αυτούς προσανατολισμούς, με τις διαμάχες της με την Παποσύνη και τον οριστικό της χωρισμό από τη δυτική εκκλησία, αρχίζει να χάνει τον οι­ κουμενικό της χαρακτήρα και να μεταβάλλεται σε ανα­ τολική ορθόδοξη εκκλησία, που έχει για κύριο στήριγμα τον Ελληνισμό. Η νέα αυτή ιδεολογία εκφράζει το πρώ­ το ξύπνημα ενός εθνικού αισθήματος στον Ελληνισμό, που έχει μείνει πλέον το μόνο στήριγμα του Βυζαντίου. Οι ιδεολογικές αυτές κατευθύνσεις θα ξεκαθαρι­ στούν περισσότερο στους αιώνες που ακολουθούν, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού πατριωτικού αισθήματος μέσα στους πολύπλευρους αγώνες του Ελληνισμού. Το παλαιό αυτοκρατορικό-πατριωτικό αίσθημα που γνώρισε το Βυζάντιο σε παλαιότερους αιώνες κατά τους αγώνες του εναντίον των Αβάρων, των Σλάβων ή των Αράβων, παίρνει πράγματι τώρα για πρώτη φορά εθνικό-ελληνι/

69 /

Ν ί Κ Ο Ι

Γ.

Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

κό περιεχόμενο με την αντίθεση ολόκληρου του Ελληνι­ σμού εναντίον της φραγκικής κατάκτησης, αντίσταση που ο εθνικός της χαρακτήρας τονίζεται περισσότερο από το γεγονός ότι ο Ελληνισμός δεν παλεύει μόνο ενα­ ντίον ξένων προς την Αυτοκρατορία στοιχείων (των Φράγκων ή των Τούρκων κατακτητών), αλλά και ενα­ ντίον λαών όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, που είχαν θεωρηθεί επί αιώνες αναπόσπαστα τμήματα της Αυτο­ κρατορίας. Ελληνισμός και Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται στη συνείδηση των Ελλήνων. Τα διάφορα ελληνικά πολιτικά συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν έπειτα από τη διάλυση της Αυτο­ κρατορίας, το Βασίλειο της Νικαίας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, αργότερα το Δεσποτάτο του Μωρέως, με τους αγώνες τους εναντίον των Φράγκων, του Τούρκων και των βαλκανικών κρατών, παίρνουν όλο και σαφέστερα τον χαρακτήρα εθνικών κρατών, τα οποία, παρ’ όλους τους εμφυλίους πολέμους που διεξάγουν μεταξύ τους, θέλουν να συνενώσουν, το καθένα για λογαριασμό του, τον Ελληνισμό. 0 εθνικός αυτός χαρακτήρας φαίνεται ακόμη και στην εσωτερική τους δομή, η οποία χρειάζεται να ερευνηθεί ακόμη βαθύτερα- φαίνεται ιδιαίτερα από το γεγο­ νός ότι τα κράτη αυτά επιχείρησαν να στηριχτούν για τους αγώνες τους, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία των Κομνηνών, στις ντόπιες εθνικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη τούτη είχε η προσπάθεια των βα­ / 7 °

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

σιλέων της Νίκαιας να εφαρμόσουν μια πολιτική ρυθμι­ στική των αντίρροπων κοινωνικών δυνάμεων, να ανα­ πτύξουν την εγχώρια οικονομία, να την ανεξαρτητοποι­ ήσουν από τη Δύση και να ανακουφίσουν τις μεσαίες και λαϊκές τάξεις, για να πετύχουν έτσι στο κράτος αυτό μια πραγματική εθνική συνοχή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ακριβώς το κράτος αυτό ήταν το πρώτο που ονομάστη­ κε από τους συγχρόνους «ελληνίς επικράτεια», «ελληνικόν», «Ε λλά ς», ότι ο πληθυσμός του με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ ' Βατάτζη έχει τη συνείδηση ότι ανήκει στο «γένος των Ελλήνων». Η πρόσκαιρη ανασύσταση της Αυτοκρατορίας με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) δεν διέκο­ ψε την πορεία προς την όλο και μεγαλύτερη ενάργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η προσπάθεια του Μιχαήλ Παλαιολόγου να ξαναδώσει στο κράτος του τον παλαιό του οικουμενικό χαρακτήρα, χωρίς καμία πλέον ανταπόκριση με την πραγματικότητα, αποτυγχάνει τε­ λικά. Εσωτερικά η μεγάλη αριστοκρατία της γης έχει κατορθώσει να οικειοποιηθεί με την επέκταση του συ­ στήματος των προνοιών-οικονομιών, που γίνονται κλη­ ρονομικές, και των διαφόρων παραχωρήσεων γης και εισ­ οδημάτων, το μεγαλύτερο μέρος της γης και των κρατι­ κών εσόδων. Επιπλέον, συνδυάζοντας την ανάληψη των ανώτατων διοικητικών θέσεων στις διάφορες επαρχίες με την απόκτηση, κατά κυριότητα ή κατά πρόνοιαν-οικονομίαν, προνομιακών γαιών στις επαρχίες αυτές, ανεξ­ / 7 1 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

αρτητοποιείται όλο και περισσότερο από την κεντρική εξουσία. Η αποκεντρωτική αυτή κίνηση διευκολύνεται από τις ξένες κατακτήσεις, που απομονώνουν ολόκληρα τμήματα του κράτους και επιβάλλουν ένα είδος “ συλλο­ γικής” αυτοκρατορικής διοίκησης, γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με πλήρη πολιτική διάσπα­ ση και με την εκμηδένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εσωτερική αυτή διάλυση δεν επιτρέπει στο κράτος των Παλαιολόγων να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Το σερβικό και το βουλγαρικό κράτος, το κα­ θένα με τη σειρά του, δεν αρκούνται πλέον στην εξασφά­ λιση της ανεξαρτησίας τους, αλλά αναπτύσσουν ιμπε­ ριαλιστική πολιτική και αμφισβητούν από τους βυζαντι­ νούς αυτοκράτορες την ίδια την Αυτοκρατορία. 0 Δουσάν, κατακτώντας ένα μεγάλο μέρος του Βυζαντίου ως τη Θεσσαλία, θα τιτλοφορηθεί αυτοκράτωρ των Σέρβων και των Ρωμαίων. Η ραγδαία πρόοδος των Τούρκων, ύστερα από τη δημιουργία του κράτους των Οθωμανών (1281-1326), το οποίο θα αναπτυχθεί γρήγορα και θα απορροφήσει τα άλλα τουρκικά κρατίδια, αφαιρεί ορι­ στικά από το Βυζάντιο το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, ο πληθυσμός της οποίας ή εκτουρκίζεται ή αποσύρεται, μπροστά στην τουρκική προέλαση, προς τα βο­ ρειοδυτικά παράλια ή προς τις ηπειρωτικές χώρες, που κι αυτές η μια μετά την άλλη αρχίζουν, από τα μέσα του 14ου αιώνα, να περιέρχονται στα χέρια των Οθωμανών. Έτσι, από το τέλος του 13ου αιώνα ο Ελληνισμός βρί/ 7 2 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ακεται πολιτικά κατακερματισμένος. Ένα μέρος του

βρίσκεται κάτω από την ξένη κυριαρχία: κάτω από τους Φράγκους, τους Σέρβους, τους Βουλγάρους, τους Τούρ­ κους. Το υπόλοιπο τμήμα που βρίσκεται κάτω από την ελληνική διοίκηση κατανέμεται ανάμεσα στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως και στους διαφόρους τοπάρχες της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, που, ακόμα και όταν θεωρητικά αναγνώριζαν τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, ουσιαστικά παρέμεναν ανεξάρτητοι. Η Κωνσταντινούπολη παύει λοιπόν να εί­ ναι το μοναδικό πολιτικό κέντρο του Ελληνισμού. Νέα πολιτικά κέντρα δημιουργούνται ή αναπτύσσονται, η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Άρτα, ο Μυστράς. Στους αποκεντρωμένους αυτούς πολιτικούς σχηματισμούς εμ­ φανίζονται ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές ανακα­ τατάξεις, που θα έχουν αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη του Ελληνισμού. Η τοπική πολιτική δραστηριό­ τητα που αναπτύσσεται στα διάφορα αυτά κέντρα βρί­ σκεται βέβαια κατά κύριο λόγο στα χέρια της αριστο­ κρατίας της γης, που με τις χωριστικές της τάσεις είχε συμβάλει ως κύριος παράγοντας στη διάλυση της Αυτο­ κρατορίας. Η αριστοκρατία αυτή μένει, στη μεγάλη πλειονότητά της, αρνητικό στοιχείο για τη συνοχή του Ελληνισμού και την ανάπτυξη της εθνικής ιδέας. Οι αρ­ χικοί αγώνες των δεσποτών της Ηπείρου ή των άλλων τοπαρχών της Ελλάδας εναντίον των κατακτητών εκφυ­ λίζονται την εποχή αυτή σε διαλυτικές έριδες ανάμεσα / 7 3

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

στους διαφόρους τοπάρχες, που συχνά συμμαχούν με τους ξένους καταχτητές και, γενικά, συμβιβάζονται μα­ ζί τους, όταν εξασφαλίσουν τα οικονομικά και κοινωνι­ κά τους προνόμια. Στην αριστοκρατία αυτή της γης αντιτίθεται μια μέση τάξη εμπόρων και βιοτεχνών, που αποκτά την εποχή αυτή ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι η πολιτική αποκέντρωση διευκολύνει την ανάπτυξη μιας τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, που, ξεφεύγοντας από την καταπιεστική κηδεμονία της κεντρικής εξου­ σίας, επωφελείται από την οικονομική δραστηριότητα που εμφανίζεται έντονη στα Βαλκάνια χάρη στους Ιτα­ λούς εμπόρους. Βέβαια το μεγάλο εξωτερικό εμπόδιο βρίσκεται στα χέρια των ξένων. Οι ντόπιοι όμως συμμε­ τέχουν κατά ένα ποσοστό στην οικονομική αυτή κίνηση, κρατώντας στα χέρια τους τις εσωτερικές αγορές και συνεργαζόμενοι ως ενδιάμεσοι με τους ξένους, με τους οποίους συγχρόνως βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό. Στην οικονομική αυτή δραστηριότητα μετέχει άλλωστε και ένα μέρος της αριστοκρατίας της γης, είτε γιατί έχει στα χέρια του την ντόπια παραγωγή, είτε γιατί συμμε­ τέχει έμμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις των ξένων. Δημιουργείται έτσι μια ανάμικτη κοινωνική τάξη πλουσίων πολιτών, η οποία έρχεται σε αμεσότερη επαφή με τις πιο ανεπτυγμένες μορφές της οικονομίας των ιταλικών πό­ λεων, επηρεάζεται επίσης από τις πολιτικές τους ιδέες. Μετέχοντας ενεργά στην οικονομική ζωή, αρχίζει να έχει, για πρώτη φορά με τέτοιαν ένταση, αξιώσεις συμ­ / 74 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

μετοχής στην πολιτική ζωή, και εν μέρει το πετυχαίνει διευκολυνόμενη από την απουσία μιας ισχυρής κεντρι­ κής εξουσίας και από την ανάπτυξη κάποιων εμβρυω­ δών μορφών αυτοδιοίκησης. Αυτό το νόημα έχουν τα οι­ κονομικά και διοικητικά προνόμια που πετυχαίνουν τα «κοινά» της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων ή οι πολί­ τες της Μονεμβασίας. Σε μερικά μάλιστα αστικά κέ­ ντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη και άλλες πόλεις της Θράκης, η μέση αυτή τάξη με την υποστήρι­ ξη των βιοτεχνών και των λαϊκότερων κοινωνικών στοι­ χείων εμφανίζει τέτοια πολιτική οργάνωση, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει με πραγματικές εξεγέρσεις την εξουσία από την αριστοκρατία της γης σε περιόδους πολιτικών κρίσεων, όπως κατά την περίοδο των δυνα­ στικών ερίδων ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β' και Ανδρόνι­ κο Γ', ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο. Η ανάμικτη αυτή τάξη, που βρίσκεται σε οικονομικό συναγωνισμό με τους ξένους και σε αντίθεση με την προνομιούχο ντόπια αριστοκρατία της γης, γίνεται μαζί με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα το κύριο κοινωνι­ κό βάθρο της εθνικής ιδέας και -μ ε προοδευτικό αδυνά­ τισμα της αυτοκρατορίας- ενός ενιαίου εθνικού ελληνι­ κού κράτους. Η εθνική αυτή τάση φαίνεται στην υπο­ στήριξη του νομίμου αυτοκράτορα Ιωάννου Ε' Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννου Καντακουζηνού, αντιπρό­ σωπου της μεγάλης αριστοκρατίας, από τους επανα­ / 75 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

στάτες της Θεσσαλονίκης και των άλλων θρακικών πό­ λεων- φαίνεται από την αντίσταση που α υτοί προβάλ­ λουν συγχρόνως στους Σέρβους που απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη, από τον αποχωρισμό των πόλεων της Ηπείρου από τους Ηπειρώτες τοπάρχες και την προσχώ­ ρησή τους στη νόμιμη εξουσία της Κωνσταντινουπόλε­ ως, και από τη λαϊκή αντίδραση στην Πελοπόννησο, που ανάγκασε τον δεσπότη Θεόδωρο να ματαιώ σει το σχέ­ διό του της παραχώρησης της Πελοποννήσου στο τάγμα των ιπποτών της Ρόδου. Η εθνική ελληνική ιδεολογία με τις βαθειές πλέον λαϊ­ κές ρίζες εκφράζεται με σαφήνεια από τις αξιολογότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της εποχής, που είναι απε­ λευθερωμένες από τις οικουμενικές υπερεθνικές παρα­ δόσεις της Κωνσταντινουπόλεως και ζουν σε χώρους ελ­ ληνικούς, όπου η παρουσία του ελληνικού παρελθόντος ήταν εντονότερη και η επίκλησή του ευκολότερη. Η χρι­ στιανική πίστη δεν εμποδίζει πλέον την ανασύνδεση με το ελληνικό παρελθόν. Η πολιτιστική και φυλετική τώρα συνέχεια του Ελληνισμού γίνεται κοινή συνείδηση. Παρ’ όλη την αντίδραση των ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύ­ κλων που συνασπίζονται γύρω από την ιδεολογία της «ησυχίας», η μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η ουσιαστικότερη επαφή μαζί του γενικ εύ ετα ι και οδηγεί ενίοτε σε τολμηρές για την εποχή πνευματικές συνθέσεις. Η ελληνική ιδέα κατακτά συνεχώς έδαφος, ακόμα και στους συντηρητικούς κύκλους, και καταλήγει / ηβ /

ΤΟ

Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Ο

ΕΘ Ν Ο Σ

να γίνει κοινό στοιχείο στη συνείδηση των αντίπαλων πολιτικών και πνευματικών ομάδων της εποχής: στους οπαδούς της ησυχίας, υπέρμαχους της ορθόδοξης παρά­ δοσης, ή στους ανανεωτές με τις ορθολογιστικές τάσεις, στους ενωτικούς, που θεωρούν την ένωση με τη δυτική εκκλησία ως το μόνο μέσο σωτηρίας του Ελληνισμού από την τουρκική απειλή, ή στους ανθενωτικούς, που ταύτιζαν εθνική ιδέα και ορθοδοξία και θεωρούσαν τον καθολικισμύ ως την πραγματική απειλή του έθνους. Οι αναφορές της γραμματείας της εποχής στην αρχαία Ελλάδα και στα αρχαία ελληνικά παραδείγματα είναι συχνές. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου παραλληλίζο­ νται με τα μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας, οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες. Η ορθοδοξία και ο μυστικισμός του Νικολάου Καβάσιλα δεν τον εμποδίζουν να μελετά την αρχαία φιλοσοφία και να θεωρεί τους συμπατριώτες του απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. Το ίδιο ο Θεόδω­ ρος Μετοχίτης όταν γράφει: «έκείνων τοίνυν γένος μέν τό άρχηθεν ήσαν και πατέρες Έ λληνες». Ο ίδιος ο Κων­ σταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας, ονομάζει την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον» των Χρι­ στιανών, «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». Στο τέλος τους 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα η συνεί­ δηση της ελληνικής συνέχειας είναι τόσο καθαρή, ώστε ο Ιωάννης Αργυρόπουλος να ταυτίζει το Βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα και να γράφει για τον Ιωάννη Η' Παλαιολόγο: «Οϊαν ιδέαν άπέκρυψε, ο!ον έξεΐλε κοινόν τοΐς / 7 7

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

Έλλησιν οφθαλμόν, ώ τής Ελλάδος όρθότης,ήλιε βασι­ λεύ», ο δε Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, απευθυνόμενος προςτον Μανουήλ Παλαιολόγο, κηρύσσει: «Έ σμένγάρ νϋν, ών ήγεΐσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες τό γένος, ώς ή τε φωνή και ή πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Από την ελληνική τούτη γωνιά, άλλωστε, επιχειρείται, στα πρόθυρα της οριστικής πτώσης της Αυτοκρατο­ ρίας, και η σπουδαιότερη προσπάθεια, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απελευθέρωσης και συγκέντρωσης του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, του οποίου ο Γεμιστός διατυπώνει την πρώτη θεωρία. Αν αφαιρέσουμε τα ουτοπιστικά στοιχεία που έχουν την πηγή τους στην πλατωνική σκέψη και που ανάλογα συναντάμε και σε άλλους αρχαιολάτρες αντι­ προσώπους της Αναγέννησης, τα κύρια συστατικά στοι­ χεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός είναι οι γενι­ κές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται ύστερα από τη διάλυση του μεσαιωνικού φεουδαλικού συστήματος και των αυτοκρατοριών: εθνικός στρατός, εθνική ανεξάρτη­ τη οικονομία, με εθνικό γερό νόμισμα, λελογισμένη φο­ ρολογία βασισμένη στο εισόδημα, ισχυρή κεντρική εξου­ σία με επικεφαλής έναν μονάρχη, με ακέραιους και ειδι­ κευμένους συμβούλους διαλεγμένους από τη μεσαία τά­ ξη των πολιτών. Η εθνική πολιτική ιδεολογία του Γεμι­ στού προσδιορίζεται, ακόμη, με προφητική σαφήνεια, όταν ο Γεμιστός προσπαθεί να καθορίσει τις γεωγραφι­ / 7§ /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

κές και εθνολογικές βάσεις ενός τέτοιου κράτους, που είναι οι καθαρά, κατά τη γνώμη του, ελληνικές χώρες. Ολόκληρη η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου στην τελευταία περίοδο της ιστορίας του φανερώνει την ανασύνδεση των συγχρόνων με την ελλη­ νική παράδοση. Ο ελληνικός χαρακτήρας εμφανίζεται καθαρότερα στην τέχνη, που αποκαθαίρεται όλο και πε­ ρισσότερο από τα ανατολικά της στοιχεία ή την ιερατική ακαμψία των προηγουμένων εποχών, και, πλουτιζόμενη με ζωντανά λαϊκά στοιχεία, δημιουργεί μορφές ελεύθε­ ρες που θυμίζουν ελληνικά και ελληνιστικά πρότυπα. Παράλληλα η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να υψώνεται σε λο­ γοτεχνική γλώσσα, να χρησιμοποιείται σε ευρύτερη κλί­ μακα από τους λογίους, με αξιόλογα επιτεύγματα, όπως τα διάφορα έμμετρα μυθιστορήματα και άλλα στιχουρ­ γήματα, που δεν απευθύνονται μόνο στα λαϊκά στρώ­ ματα αλλά και στους αυλικούς κύκλους. Και εδώ παρατηρείται, όπως και στην αρχάίζουσα γραμματεία, η ίδια ανάμιξη των λαϊκών στοιχείων με τις αναμνήσεις από την αρχαία Ελλάδα. Μερικά μάλιστα από τα έργα αυτά έχουν αρχαία ελληνικά θέματα (Αχιλληΐς, παράφραση

Ιλίάδας κτλ.). Η ανασύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, η προβολή των λαϊκών στοιχείων στην τέχνη και η ανύψωση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας σε λογοτεχνικό όργανο, οι πρώτες δειλές και αδέξιες απόπειρες επιστημονικής σκέψης, γε­ νικά χαρακτηριστικά ενός αναγεννητικού πνεύματος και / 79 /

Ν ΙΚ Ο Σ

Γ.

Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Σ

συγχρόνως θετικά σημεία της γέννησης της εθνικής συν- 1

είδησης συνοδεύονται, όπως είναι φυσικό, με την προο- |

δευτική απομάκρυνση των Βυζαντινών από την ιδέα της <

αυτοκρατορικής ρωμαϊκότητας. Ο άγνωστος στιχοπλό- j

κος του Χρονικού του Μορέως ξέρει ότι οι σύγχρονοί ] του Βυζαντινοί« Έλληνες είχαν το όνομα» και ότι «από

τη Ρώμη επήρασι τ ’ όνομα των Ρωμαίων». Μερικοί από : τους συγχρόνους θα πάψουν να δίνουν το όνομα Ρωμαί­ ος στους Βυζαντινούς και θα το χρησιμοποιούν κυρίως για τους δυτικούς, τους πιστούς της ρωμαϊκής καθολι­ κής εκκλησίας. 0 Κυδώνης χρησιμοποιεί για τους Έλλη­ νες τον όρο Γραικός, που χρησιμοποιείται, όπως ο όρος Graecia, κατά γενικό κανόνα από τους δυτικούς, και σπανιότερα τον όρο Ρωμαίος, που τον χρησιμοποιεί συ­ χνότερα για τους δυτικούς. Πιο καθαρά γίνεται η διά­ κριση στα πρακτικά της Συνόδου της Φλωρεντίας. Ακό­ μη και όσοι δεν μπορούν εύκολα να εγκαταλείψουν την έννοια της ρωμαϊκότητας, αισθάνονται την ανάγκη να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό. Γι’ αυτούς οι Βυζαντι­ νοί είναι απόγονοι των Ρωμαίων και των Ελλήνων, ανά­ μιξη των δύο επισήμων γενών της αρχαιότητας, απ’ όπου προέρχεται το γένος των «Ρωμαιο-ελλήνων». Ως απάντηση στη θεωρία τούτη έρχεται το ιστορικό διά­ γραμμα στον πρόλογο της ιστορίας του Χαλκοκονδύλη, μαθητή του Γεμιστού, όπου πρώτος ίσως αυτός εκφρά­ ζει με τέτοιαν ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπης συνέχει­ ας του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους ως την /8ο/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

εποχή του και, τονίζει τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον Ελληνισμό και στη Ρώμη, και το ιστορικό και πολι­ τικό συνάμα λάθος του λαού αυτού και των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που, περιφρονώντας την ελληνική τους υπόσταση, προτίμησαν τον τίτλο των Ρωμαίων, όταν, παρά τη ρωμαϊκή ανάμιξη, ο λαός αυτός στη με­ γάλη του πλειονότητα διατήρησε τα πάτρια ελληνικά ήθη και την ελληνική γλώσσα: «Έ λληνάς τε τό από τοϋδε 'Ρωμαίοις αύτοΰ έπιμιγνύντας,γλώτταν μέν και ήθη διά τω πολλω πλέονας 'Ρωμαίων Έλληνας αύτοΰ έπικρατεΐν, διά τέλους φυλάξαι ,τοΰνομα μέν τοι μηκέτι κατά τό πάτριον καλουμένους άλλάξασθαι καί τούς γε βασιλείς Βυζαντίου επί, τό σφάς αύτοός 'Ρωμαίων βασι­ λείς τε και αύτοκράτορας σεμνύνεσθαι άποκαλεΐν, Ελλήνων δέ βασιλείς ούκέτι ούδαμή άξιοΰν». Και λίγο παρακάτω: «ταΰτα μέν ές τοσοϋτόν μοι άποχρώντως έχοντα έπιδεδείχθω περί τε τής τών Ελλήνων βασιλείας και της ές 'Ρωμαίους έχούσης αύτών διαφοράς, ώς δη ούκ όρθώςτά γε ές βασιλείαν και έςτοΰνομα αύτώ προσηγορεύετο τούτοις».

/ 8! /

Γ. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

Οι Οθωμανοί λοιπόν, που, επωφελούμενοι από την εσω­ τερική διάλυση του βυζαντινού κράτους, τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις των νεότευκτων βαλκανικών κρα­ τιδίων και την καιροσκοπική στάση της Δύσης, κατάφεραν να κατακτήσουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστη­ μα τις ελληνικές χώρες και ολόκληρη τη Βαλκανική, βρέ­ θηκαν ευθύς εξ αρχής αντιμέτωποι με λαούς που, έχοντας ήδη ο καθένας σε διαφορετικό βαθμό ανεπτυγμένη την εθνική συνείδηση, δεν θα πάψουν να οργανώνουν με ποι­ κίλες μορφές την αντίσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντίσταση αυτή, που παίρνει, όπως είναι φυσικό, πολλές φορές τη μορφή της οργάνωσης του έθνους για τη διατήρησή του με την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες της κατάκτησης, θα καθορίσει και την εξέ­ λιξη του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης.

/82

/

Γ

ΤΟ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Ε Θ Ν Ο Σ

Η ιδεολογία της οργάνωσης και της επιβίωσης του έθνους Αν ο Ελληνισμός στις παραμονές της πτώσης είχε απαλ­ λαγεί από την ιδέα της ρωμαϊκότητας, διατηρούσε πά­ ντα ζωντανή της ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η σύγχυση που γίνεται στη συνείδησή του της εθνικής ιδέ­ ας και της ιδέας του Βυζαντίου εντείνεται μάλιστα ύστερα από την κατάκτηση. Το όνειρο της εθνικής ανά­ στασης, που γεννιέται αμέσως με την Άλωση, παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας εξελληνισμένης Βυζα­ ντινής Αυτοκρατορίας. Η θέση της εκκλησίας παρέχει κάποια πραγματική βάση στο νοσταλγικό αυτό όνειρο. Ο πατριάρχης Κων­ σταντινουπόλεως αναγνωρίζεται από τους μουσουλμά­ νους κατακτητές, που συγχέουν την εθνότητα και τη θρησκεία, θρησκευτικός και εθνικός αρχηγός των Ορθο­ δόξων. Τα υπόλοιπα πατριαρχεία ή οι αυτοκέφαλες εκ­ κλησίες, παρά τη θεωρητική τους ανεξαρτησία, εξαρτώνται στην πραγματικότητα από την Κωνσταντινούπολη. Η αναγνώριση της δικαστικής εξουσίας της Εκκλησίας επί των χριστιανών ραγιάδων όχι μόνο στις καθαρά εκ­ κλησιαστικές υποθέσεις αλλά και στις πολιτικές που συνδέονταν με το εκκλησιαστικό δίκαιο (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο), δικαιοδοσία που επεκτάθηκε στην πράξη σε υποθέσεις αστικού δικαίου γενικότερα.

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

δίνει στην Εκκλησία έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, που τον υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι όλες οι ηγετικές δυνάμεις του Έθνους στην εποχή αυτή, τα υπολείμματα της βυζαντινής αριστοκρατίας που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατακτητές, καθώς και τα κατά τόπους όργανα της κοινοτικής αυτοδιοίκησης, συνδέονται στενά μαζί της. Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, με μοναδικούς δασκά­ λους τους μοναχούς και τον κατώτερο κλήρο (στα σχο­ λεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και στα μονα­ στήρια ως την κάποιαν ανώτερη παιδεία των σχολείων των διαφόρων μητροπόλεων και της πατριαρχικής Ακα­ δημίας, που ίδρυσε αμέσως μετά την άλωση ο Γεννάδιος και αναδιοργάνωσαν αργότερα οι διάδοχοί του), οι αγώ­ νες της για τη διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμιστών, αποτελούν θεμελιακή συμ­ βολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού. Οι ακολουθίες τους παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα εθνικοθρησκευτικών ποιημάτων: «Δέχου, ώ Τριάς προσκυνητή,/ δέχου, ώ θεάνθρωπε Λό/ 84 /

ΪΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

γε,/τούς νεομάρτυρας τούτους,/ οΰς προσάγει σου γ έ ­ νος αιχμάλωτον / [...] και ελευθερίαν άντίδος/ και πται­ σμάτων την συγχώρησιν». Άλλωστε στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτι­ κά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστια­ νικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχει ενεργά και πολ­ λές φορές τα κατευθύνει. Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται έτσι επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος. Εμφανίζεται συγχρόνως ως η μόνη πολιτική δύ­ ναμη που συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ενσαρκώνει το όνειρο ενός μελλοντι­ κού ενιαίου ελληνικού χριστιανικού κράτους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεδεμένη με τη χριστιανική Ορθοδοξία και, διαμέσου της Εκκλησίας, με το όνειρο μιας εξελληνισμένης χριστιανικής Αυτο­ κρατορίας. Το κράτος, που την ανάστασή του προφη­ τεύει ο Χαλκοκονδύλης και που θα δοξάσει και πάλι τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα, «οπότε δη άνά βασιλείαν ού φαύλην Έ λλην τε αύτός βασιλεύς και έξ αύτοϋ έσόμενοι βασιλείς, οι δη και οί των Ελλήνων παΐδες, ξυλλεγόμενοι κατά σφών αυτών έθιμα ως ήδιστα μέν σφίσιν αύτοϊς,τοΐς δέ άλλοις ώς κράτιστα πολιτεύοιντο», δεν είναι άλλο από την αναστημένη Βυζαντινή Αυ­ /8 5 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

τοκρατορία που θα ξανασυγκεντρώσει τον σκορπισμέ­ νο Ελληνισμό. Η σφραγίδα του εθνικού συνδέσμου, της «Υπερπόντιας εθνότητας» των Ελλήνων φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάντοβας, είχε για σύμβολο τον μελ­ λοντικό αυτοκράτορα των Ελλήνων. Το τριπλό αυτό περιεχόμενο της συνείδησης του Ελληνισμού της εποχής αντικαθρεφτίζεται στη σκέψη του πρώτου εθνάρχη των Ελλήνων Γενναδίου, καθώς και άλλων διανοητών του Ελληνισμού: η πτώση της Αυτο­ κρατορίας είναι ισοδύναμη με τον όλεθρο του Γένους των Ελλήνων, η αρχαία πατρίς των κατακτημένων είναι η Ελλάδα, αλλά η πατρίδα αυτή είναι ταυτόχρονα και «κοινή πάντων των από Χριστού καλουμένων». Έτσι είχε διαμορφωθεί μια ιδιαίτερη εθνική ιδεολο­ γία, γεμάτη αντιφάσεις, που θα ονομαστεί αργύτερα Μεγάλη Ιδέα και που συντέλεσε κατά πολύ στη γενικό­ τερη ιδεολογική σύγχυση του Ελληνισμού. 0 ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ανομοιογένεια της ελληνικής ηγετικής τάξης που διαμορφώθηκε κατά την Τουρκοκρατία, δεν θα συντελέσει σε ένα εύκολο ξεκαθάρισμα. Πρώτα-πρώτα, η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία με τους ίδιους της τους αγώνες για τη διατήρηση της χριστιανι­ κής Ορθοδοξίας, και διαμέσου αυτής το ίδιο το Έθνος, τονίζοντας το χριστιανικό του στοιχείο, αναστέλλει την κίνηση προς την ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση και τη γονιμοποίησή της με τα ζωντανά λαϊκά στοιχεία, κίνηση που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν από την / 86 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

Αλωση. Η στροφή προς την κλασική αρχαιότητα και το ανθρωπιστικό πνεύμα θεωρούνται επικίνδυνα (ύστερα μάλιστα από τις ακραίες εκδηλώσεις του Γεμιστού, που επιχείρησε να αναστήσει την αρχαία θρησκεία) για την ενότητα της Ορθοδοξίας και καταδικάζονται. 0 Γεννά­ διος αναθεματίζει και καίει τα έργα του Γεμιστού. Η πνευματική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας στρέφεται και πάλι προς ένα άγονο και τυπικό εκκλη­ σιαστικό πνεύμα και θέτει ως αποκλειστικό της σκοπό την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας εναντίον του Ισλάμ και του Καθολικισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της πνευματι­ κής παραγωγής των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι τα απολογητικά και πολεμικά έργα εναντίον του Ισλάμ και κυρίως εναντίον του Καθολικισμού. Με αυτό το πνεύμα η Εκκλησία απομακρύνει τον Ελληνισμό από τη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη και αναστέλλει τη φυσιολο­ γική του πνευματική εξέλιξη. Με τη νεκρή αρχάίζουσα γλώσσα που επιβάλλει τον απομακρύνει επίσης από τις λαϊκές του ρίζες. Άλλωστε από τον 17ο αιώνα και πέρα οι δύο άλλες κοινωνικές ομάδες, που ως τα τώρα βρίσκονταν κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας, οι Φαναριώτες στην πρωτεύουσα, οι πρόκριτοι στις επαρχίες, θα αρχίσουν να αμφισβητούν απύ την Εκκλησία την ηγεσία του υπό­ δουλου Ελληνισμού, και κατά τον 18ο αιώνα θα επικρα­ τήσουν. Η μικρή ομάδα της παλαιάς βυζαντινής αριστοκρα­ / 8 7

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

τίας, που από την αρχή της κατάχτησης είχε έρθει σε συμβιβασμό με τον κατακτητή και είχε αναλάβει διοικη­ τικές βοηθητικές θέσεις στην τουρκική διοίκηση και αξιώματα γύρω από το Πατριαρχείο, αυξάνεται σε πλή­ θος και σε δύναμη. Παίρνει σιγά-σιγά στα χέρια της το εμπύριο της Μαύρης Θάλασσας και την ενοικίαση των φόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνδέεται με τους ημιανεξάρτητους ακόμα πρίγκηπες των παρα­ δουνάβιων ηγεμονιών. Υπεισέρχεται έτσι στην οικονομία των πλούσιων αυτών χωρών. Εξ άλλου κατά την ίδια αυτή περίοδο με τη σταθεροποίηση και την επέκταση των τουρκικών καταχτήσεων στη Βόρειο Βαλκανική ευ­ ρύνεται η οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων ως την Ουγγαρία, και σε λίγο ως την Κεντρική Ευρώπη. Δημιουργείται έτσι μια ομάδα πλουσίων Ελλήνων, που σε επαφή με τη Δύση μορφώνεται, μαθαίνει ξένες γλώσσες και μπορεί να τροφοδοτεί σε ανθρώπινο υλικό την παλαιά ομάδα των Βυζαντινών αρχόντων που βρισκόταν στην υπηρεσία των Τούρκων, η οποία αυξάνει έτσι σε πλήθος και δύναμη και αποτελεί την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των Φαναριωτών, όπως τους ονόμασαν από τη συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως Φανάρι, όπου κατοι­ κούσαν. Η ομάδα αυτή, εκτός από τα αξιώματα του Πα­ τριαρχείου, παίρνει στα χέρια της, από το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα, τα σπουδαία οθωμανικά αξιώματα του Διερμηνέα του Στόλου και του Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, και από τις αρχές του 18ου αιώνα την κυβέρνη­ / 88 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ση, με τον τίτλο του πρίγκηπα, των παραδουνάβιων ηγε­ μονιών. Οι Φαναριώτες εξελίσσονται έτσι σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παίζουν υπολογίσιμο ρόλο στην πολιτική της Αγ­ γλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην Ανατολή. Η ομά­ δα των Φαναριωτών εμφανίζεται στον 18ο αιώνα ως μια κληρονομική υπαλληλική αριστοκρατική κάστα, που παίρνει ουσιαστικά στα χέρια της τη διεύθυνση των υπο­ θέσεων του Πατριαρχείου και γίνεται η πρωταρχική πο­ λιτική δύναμη του υπόδουλου Ελληνισμού. Παράλληλα αναπτύσσεται στις επαρχίες η ομάδα των προκρίτων. Την αποτελούν κατ’ αρχήν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες της γης, που κατάφεραν, είτε συμβιβαζόμε­ νοι με τον κατακτητή, είτε επωφελούμενοι από τις γενι­ κές συνθήκες της κατάχτησης, να κρατήσουν ένα μεγά­ λο μέρος από τα κτήματά τους. Σ’ αυτούς προστίθενται, κυρίως στις περιοχές που υπήρχαν αξιόλογα αστικά κέ­ ντρα και στα νησιά, τα οικονομικά ισχυρότερα στρώμα­ τα του ελληνικού πληθυσμού, που η οικονομική δραστη­ ριότητα του 16ου και του 17ου αιώνα επέτρεψε να ανα­ πτυχθούν. Από την ανάμικτη αυτή κοινωνική ομάδα προέρχονται, ήδη από τους πρώτους αιώνες της Τουρ­ κοκρατίας, τα όργανα της εμβρυώδους στην αρχή κοινο­ τικής αυτοδιοίκησης, που συνεργάζονται με τους αντι­ προσώπους της κεντρικής εξουσίας στην κατανομή των φόρων και στον διακανονισμό των διαφόρων τοπικών υποθέσεων. Με την ανάπτυξη του κοινοτικού συστήμα­ / 89 /

ΝΙΚΟΣ

r. ΣΒΟΡΩΝΟΣ

τος, στο οποίο οι Έλληνες, εκμεταλλευόμενοι, τις δυνα­ τότητες που τους έδινε το διοικητικό σύστημα των Οθω­ μανών, έδιναν όλο και τελειότερες μορφές, η ομάδα των προκρίτων, που τις περισσότερες φορές γίνονται κληρο­ νομικοί άρχοντες των κοινοτήτων αυτών, εξελίσσεται και αυτή σε μια κληρονομική “ αριστοκρατία” και απο­ βαίνει, δίπλα στην Εκκλησία και στους Φαναριώτες, η τρίτη πολιτική δύναμη του Ελληνισμού. Η ανομοιογένεια και η διπλή λειτουργία της ηγετικής αυτής τάξης του Ελληνισμού, δηλαδή του ανωτάτου κλή­ ρου, των Φαναριωτών και των προκρίτων, που είναι αντιπροσωπευτικά όργανα του έθνους, από τη μια με­ ριά, και, συγχρόνως, προέκταση της τουρκικής διοίκη­ σης, από την οποία ουσιαστικά εξαρτώνται, καθορίζουν και τον αντιφατικό της ρόλο στην εξέλιξη του περιεχο­ μένου της εθνικής συνείδησης. Ως αντιπροσωπευτικά όργανα του Ελληνισμού, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον κατακτητή και στο υπό­ δουλο έθνος, που εξασφαλίζουν τη σχετική διοικητική του αυτονομία και εκφράζουν κατά κάποιο τρόπο την πολιτική του ύπαρξη, συμβάλλουν βέβαια στη διατήρη­ ση της εθνικής του συνείδησης. Σε μερικές μάλιστα πε­ ριπτώσεις η φιλελεύθερη πολιτική και η εκπαιδευτική δράση ορισμένων πατριαρχών, η έστω και επιπόλαια επαφή με τη δυτική παιδεία των Φαναριωτών, επιτρέπει την ανάπτυξη κάποιας προοδευτικής ιδεολογίας επηρε­ ασμένης από τα ιδεολογικά ρεύματα της Δύσης, γεγονός / 9° /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

που πλουτίζει τη νεοελληνική σκέψη και συμβάλλει στην ωρίμανση της εθνικής συνείδησης. Τέτοια ήταν η δράση του Ιερεμία του Β' τον 16ο αιώνα, κυρίως του Κυρίλλου Λούκαρη τον 17ο αιώνα, και μερικών Φαναριωτών οπα­ δών ενός φωτισμένου δεσποτισμού κατά τον 18ο αιώνα. Οι περιπτώσεις όμως αυτές είναι εξαιρέσεις. Ως προέ­ κταση της οθωμανικής διοίκησης, όταν μάλιστα με την κατάπαυση της έντασης των εξισλαμισμών και τη βαθ­ μιαία προσαρμογή στη νέα κατάσταση οι τρεις αυτές ηγετικές ομάδες οργανώνονται καλύτερα και σταθερο­ ποιούνται μέσα στα πλαίσια της τουρκικής κατάκτησης, αποκτούν συνείδηση ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμή­ μα μιας καθεστηκυίας τάξης, με την οποία αισθάνονται αλληλέγγυες, εφόσον δεν απειλεί πλέον σοβαρά ούτε την Ορθοδοξία ούτε την ύπαρξη του Ελληνισμού. Η εθνι­ κή τους συνείδηση υποτάσσεται στην ταξική τους συνεί­ δηση μιας προνομιούχας κοινωνικής τάξης, της οποίας η εθνική ιδεολογία περιορίζεται στο κήρυγμα ενός συμβι­ βασμού που εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη κατακτητών και κατακτημένων. Ο ανώτερος κλήρος, οι Φαναριώτες και οι πρόκριτοι, που παρ’ όλες τις διαφορές τους μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν την άρχουσα τάξη της ελληνικής κοινωνίας κατά την Τουρκοκρατία, από τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζονται ως συγκροτημένη κοινωνική τάξη αποβαί­ νουν αρνητικά στοιχεία για την ανάπτυξη και το ξεκαθάρισμα του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης. Δυ/ 9 ΐ

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

νάμεις συντηρητικές, προσκολλημένες σε μιαν αποστεωμένη παράδοση, συνδέουν πάντα την ιδέα του Γένους με την ιδέα της Ορθοδοξίας, και την απελευθέρωσή του με τις φεουδαλικές ακόμα δυνάμεις της Δύσης (Βενετία, Βασίλειο Νεαπόλεως, Ισπανία, Αυστρία ως τον 17ο αιώ­ να- με την ορθόδοξη Ρωσία των τσάρων κατά τον 18ο), οι οποίες μπορούσαν να εξασφαλίσουν, στη θέση των Τούρκων, την καθεστηκυία τάξη. Έτσι συμμετέχουν, κυ­ ρίως ο κλήρος και οι πρόκριτοι, στα κινήματα που προκαλούν στις ελληνικές χώρες οι δυνάμεις αυτές ως αντι­ περισπασμό στους πολέμους τους εναντίον της Οθωμα­ νικής Αυτοκρατορίας. Ο πλουτισμός του περιεχομένου της εθνικής συνείδη­ σης των Ελλήνων, η προσπάθεια της αποσαφήνισης και της εναρμόνισης των διαφόρων στοιχείων που την συν­ θέτουν, θα γίνει ουσιαστικά από τις δυνάμεις που ανα­ πτύχθηκαν σε αντίθεση με την τουρκική κατάκτηση και έξω από αυτήν. Οι ανταρτικές ομάδες που σχηματίστηκαν από τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης και που αναπτύχθηκαν —^γρήγορα και αποτέλεσαν πραγματικές στρατιωτικές ομάδ'ες με ιδιαίτερη οργάνωση σε διαρκή ένοπλη σύγ­ κρουση με τον κατακτητή, διατηρούν και αναπτύσσουν το πνεύμα της ανεξαρτησίας του αγροτικού πληθυσμού και της ένοπλης αντίστασης προς τον κατακτητή, πνεύ­ μα που αντιτίθεται στο πνεύμα της παθητικής αντίστα­ σης και της προσαρμογής των ηγετικών ομάδων του / 92 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

Ελληνισμού. Ανάλογο ρόλο κατέληξαν να παίξουν και τα σώματα των αρματολών. Το είδος αυτό της πολιτο­ φυλακής, που αποτελούνταν από χριστιανούς με ανώτε­ ρους αξιωματικούς μωαμεθανούς, Τούρκους ή Αλβα­ νούς, και που οργανώθηκε από τον κατακτητή για τη φρούρηση των οχυρών θέσεων των συνόρων και των δια­ βάσεων και για τη διατήρηση της τάξης, κατέληξε να με­ ταβληθεί σε αντιστασιακή δύναμη εναντίον των κατα­

χτητών, με το συχνό πέρασμά τους στην κατάσταση του κλέφτη. Η συμμετοχή των κλεφτών και αρματολών στους πολέμους των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης και της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βα­ θαίνει την εθνική συνείδηση των ομάδων αυτών και με­ ταβάλλει την αυθόρμητη στην αρχή αντίσταση ενός πλη­ θυσμού στις καταπιέσεις των κυρίων σε συνειδητοποιη­ μένο και οργανωμένο εθνικό αγώνα. Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα και η ιδέα της συνέ­ χειας του Ελληνισμού, που είχε εν τω μεταξύ εγκαταλειφθεί από την Εκκλησία, καλλιεργείται από τους λόγιους μετανάστες στη Δύση. Είτε ως ανώτεροι τιτλούχοι της Καθολικής Εκκλησίας, όπως ο καρδινάλιος Βησσαρίων, είτε ως καθηγητές των ιταλικών πανεπιστημίων ή δά­ σκαλοι και συνεργάτες των μεγαλύτερων αντιπροσώπων της Αναγέννησης, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Ιάνος Λάσκαρης, ο Αντώνιος Έπαρχος και άλλοι, ενεργούν κο­ ντά στον πάπα και τους ηγεμόνες της Δύσης για να ξα­ ναζωντανέψουν το πνεύμα της σταυροφορίας εναντίον / 93 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

των Οθωμανών εν ονόματι του χριστιανισμού και κυρίως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η δράση των λογίων αυτών συνδέει τον Ελληνισμό και την εθνική ιδέα με το πνεύμα της δυτικής Αναγέννησης και τον Ανθρωπισμό. Η ανάπτυξη των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων στις ιταλικές πόλεις, η πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων στα φραγκοκρατούμενα τμήματα του ελληνικού χώρου (Δωδεκάνησα, Κύπρος, Κυκλάδες, Κρήτη, Ιόνια νησιά) και η εγκατάσταση των δυτικών εμπόρων στα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντείνει τον σύν­ δεσμο αυτό. Η ιδεολογία της Δύσης αρχίζει να διαδίδεται στις ελληνικές χώρες και να πλουτίζει την ελληνική σκέ­ ψη. που αρχίζει να βγαίνει από τα στενά πλαίσια μιας τυ­ ποποιημένης Ορθοδοξίας. Με την επαφή των Ελλήνων με τις προοδευτικές δυνάμεις της Δύσης συνδέονται οι πρώ­ τες αναγεννητικές προσπάθειες του Ελληνισμού. 0 πα­ τριάρχης Ιερεμίας ο Β' (1572-1595) βρίσκεται σε σχέσεις με τις εκκλησίες της Μεταρρύθμισης. Το ίδιο και ο Κύ­ ριλλος Αούκαρις τον 17ο αιώνα, που επιτρέπει τη μετά­ φραση του Ευαγγελίου και υποστηρίζει τον Θεόφιλο Κορυδαλέα (1560-1646), που με την απομάκρυνσή του από τη θεολογία και την ασχολία του με τον Αριστοτέλη, πα­ ρά τη σχολαβτική^κόμη μέθοδο του, θεωρείται ο πρό­ δρομος της νεοελληνικής Αναγέννησης. Από το ίδιο αυτό περιβάλλον, που συνδέεται με τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη, προέρχεται επίσης η στροφή προς τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και η κίνηση για τη / 94 /

Τ Ο

Ε ΛΛ Η Ν IΚΟ

ΕΘΝΟΣ

χρησιμοποίηση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμα μια φορά. όπως και στους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατο­ ρίας, η τάση προς τη λαϊκή παράδοση συνδυάζεται με την ανασύνδεση των Ελλήνων με την κλασική Ελλάδα και την τάση προς την επιστημονική περιέργεια και τις πρακτι­ κές γνώσεις. Ο Λέων Αλλάτιος (1586-1669) ασχολείται με την κατάσταση του Ελληνισμού της εποχής του, ερευ­ νά τη βυζαντινή ιστορία και τη νεοελληνική παράδοση. 0 Νικόλαος Σοφιανός γράφει, το 1544, γραμματική της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας και συνιστά τη μετάφραση στα νέα ελληνικά των Ελλήνων κλασικών. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν πρακτικά εγχειρίδια αριθμητικής, νομικές συλλογές και επιστολάρια στη λαϊκή γλώσσα. Στην Κρή­ τη και στα άλλα νησιά δημιουργούνται τα πρώτα αξιόλο­ γα λογοτεχνικά επιτεύγματα σε λαϊκή γλώσσα: τα λυρι­ κά ποιήματα της Κύπρου και της Ρόδου, ο Ερωτόκριτος, το κρητικό θέατρο, και οι ομιλίες του Σκούφου (16441697) και του Ηλία Μηνιάτη (1669-1714). Η κίνηση αυτή θα ολοκληρωθεί κατά τον 18ο αιώνα από τις νέες κοινω­ νικές δυνάμεις που θα αναπτυχθούν.

/ 95 /

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

0 νεοελληνικός Διαφωτισμός και η εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία 0 18ος αιώνας αποτελεί αποφασιστικό σταθμό στην εξέ­ λιξη του Νέου Ελληνισμού. Η σχετική ειρήνη που επι­ κρατεί στην Ανατολή ευνοεί στις χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ανάπτυξη του εμπορίου, που βρί­ σκεται στα χέρια των δύο μεγαλύτερων οικονομικών δυ­ νάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η οι­ κονομική δραστηριότητα μετατίθεται από τις νοτιότερες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, όπου βρίσκεται η μεγάλη πλειο­ νότητα των Ελλήνων, που μετέχουν ενεργά στην οικονο­ μική αυτή δραστηριότητα. Στην αρχή παίρνουν στα χέ­ ρια τους, με ανταγωνιστές τους Εβραίους και τους Αρμέ­ νιους, το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού εμπορίου, από τα μέσα του 18ου αιώνα μετέχουν στο εξωτερικό εμπόριο των ξένων, στο τέλος του 18ου αιώνα και στην αρχή του 19ου γίνονται επικίνδυνοι ανταγωνιστές τους. Δημιουργούνται έτσι στις ελληνικές χώρες αξιόλογα εμπορικά κέντρα, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη, πραγμα­ τικές οικονομικές πρωτεύουσες της Οθωμανικής Αυτο­ κρατορίας, τα Γιάννενατ^ΓΑρτα, η Πάτρα, η Χίος κτλ. Συγχρόνως, οι ελληνικές παροικίες της δυτικής Ευρώπης, στη Γερμανία, στην Αυστρία, αργότερα στη Γαλλία και στη Νότια Ρωσία, πληθύνονται. Οι παροικίες αυτές δεν /Φ /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

αποτελούνται, πλέον από πρόσφυγες, όπως, οι παλαιότερες, αλλά από εμπόρους που πέρασαν στο στάδιο ενός ενεργητικού εμπορίου, και που πολλοί από αυτούς έχουν πραγματοποιήσει σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίων. Οι πόλεμοι ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία στη Μεσόγειο, όπου οι αντίπαλες δυνάμεις χρησιμοποιούν στην υπηρεσία τους Έλληνες ναυτικούς, οι πόλεμοι κυ­ ρίως της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, όταν με τον ναυτικό αποκλεισμό και τον ηπειρωτικό αποκλεισμό του Ναπολέοντα οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι τροφοδοτούσαν τη Γαλλία και σχεδόν ολόκλη­ ρη την Κεντρική Ευρώπη, η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), με την οποία η Ρωσία αναλαβαίνει την προστασία των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρα­ τορίας και πετυχαίνει την άδεια για τους Έλληνες να ταξιδεύουν με ρωσική σημαία, συντελούν στη ραγδαία ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Η εμπορική και ναυτιλιακή αυτή δραστηριότητα συν­ τελεί επίσης στην ανάπτυξη, με βραδύτερο ρυθμό και σε χαμηλά πάντα επίπεδα, της ελληνικής βιοτεχνίας, που αρχίζει να ξεπερνά το στάδιο της οικιακής οικονομίας. Η ολιγάριθμη και λίγο υπολογίσιμη ομάδα των Ελλή­ νων εμπόρων και βιοτεχνών του 16ου και 17ου αιώνα αυξάνει τώρα σε πλήθος και πλούτο και εξελίσσεται σε αυτόνομη κοινωνική τάξη, που από τα μέσα του 18ου αιώνα αισθάνεται αρκετά δυνατή, ώστε να αρχίζει να διεκδικεί τη συμμετοχή της στη διεύθυνση των εθνικών / 97/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

υποθέσεων. Πετυχαίνει πράγματι να παίρνει μέρος στην εκλογή του πατριάρχη και στη διοίκηση της Εκκλησίας, και στις περιοχές των σπουδαιότερων αστικών κέντρων παίρνει μέρος στην κοινοτική αυτοδιοίκηση και συντελεί στην τελειοποίηση του κοινοτικού συστήματος. Σε λίγο θα επιδιώξει να πάρει στα χέρια της την ηγεσία του έθνους και να κατευθύνει τις τύχες του. Στην ανοδική της πορεία η αστική τάξη έρχεται αντι­ μέτωπη με την τουρκική κατάκτηση. Όσο αναπτύσσεται θα έρθει επίσης σε αντίθεση με τις ως τα τώρα ηγετικές ομάδες του Ελληνισμού, την Εκκλησία, τους Φαναριώτες και τους προκρίτους. Η ελεύθερή της οικονομική ανάπτυξη εμποδίζεται από τη μεσαιωνική ακόμα οργά­ νωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το αρχαϊκό της οικονομικό σύστημα, που στηρίζεται στα προνόμια, στην αυθαιρεσία και στην αρπακτική διάθεση των οργά­ νων της, των διαφόρων πασάδων και δυνατών τιμαριω­ τών, που είχαν γίνει τον 18ο αιώνα σχεδόν ανεξάρτητοι καταλύοντας κάθε έννοια κράτους. Η επένδυση του συσσωρευμένου κεφαλαίου στις ελληνικές χώρες γίνεται σχεδόν αδύνατη. Έτσι οι βιοτεχνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να μεταβληθούν σε πραγματικές βιομηχανίες, και μπροστά στον συναγωνισμό της· αναπτυσσόμενης βιομηχανίας της Δύσης και τις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων πασάδων παρακμάζουν. Οι μεγάλες εμπορι­ κές επιχειρήσεις των Ελλήνων αναπτύσσονται στη Δύση, όπου και εδώ τα προστατευτικά μέτρα των διαφόρων / 9 8 /

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

κρατών περιορίζουν την πρωτοβουλία των Ελλήνων κε­ φαλαιούχων. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αστική τάξη και τις συνθήκες της τουρκικής κατάκτησης, που αποκλείει κά­ θε δυνατύτητα συμβιβασμού, συντελεί στη δημιουργία, σε μια μεγάλη μερίδα της νέας κοινωνικής αυτής τάξης του Ελληνισμού, μιας επαναστατικής εθνικής ιδεολο­ γίας, που ενισχυμένη από την ευρωπαϊκή ιδεολογία, με την οποία η μερίδα αυτή βρίσκεται σε επαφή, συντελεί με τη σειρά της στη μεγαλύτερη αποσαφήνιση της εθνι­ κής συνείδησης. Στην ιδεολογία της συνύπαρξης με τον κατακτητή για την εξασφάλιση της διατήρησης του έθνους, ή της χι­ μαιρικής ελπίδας της απελευθέρωσής του μόνο χάρη στις επεμβάσεις των χριστιανικών δυνάμεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντιπαρατίθεται τώρα, θολό και απροσδιόριστο αίτημα στην αρχή, συγκεκριμέ­ νο πρόγραμμα από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώ­ να, η ιδέα της οργάνωσης του Ελληνισμού για τη δημι­ ουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αναλαμ­ βάνοντας την πρωτοβουλία της προετοιμασίας και της οργάνωσης των πνευματικών δυνάμεων του έθνους, η αστική τάξη εμφανίζεται από τα μέσα του 18ου αιώνα ως ο κύριος παράγοντας της εθνικής αφύπνισης και ο φορέας της νέας αυτής εθνικής ιδεολογίας. Η συμβολή των Ελλήνων εμπόρων στην πνευματική προετοιμασία του Ελληνισμού χρονολογείται από πα/ 9 9

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

λιά. Η πρώτη μεγάλη προσπάθεια για την ίδρυση σχο­ λείων στις ελληνικές χώρες, ήδη στον 17ο αιώνα, οφείλεται στην πρωτοβουλία του μεγαλεμπόρου Μανολάκη Καστοριανού. Η κίνηση αυτή θα ενταθεί στον 18ο αιώ­ να με τη συνεχή οικονομική άνοδο. Τα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν (Γιάννενα, Καστοριά, Μοσχόπολη, Χίος, Σμύρνη, Κυδωνιές κτλ.) γίνονται συγχρόνως κέ­ ντρα πνευματικά του Ελληνισμού με πολυάριθμες κα­ τώτερες και ανώτερες σχολές. Η κυκλοφορία του έντυ­ που βιβλίου αυξάνεται σημαντικά. Ο αριθμός των Ελ­ λήνων που χάρη στην υποστήριξη των εμπόρων του εξωτερικού, αλλά και ορισμένων φωτισμένων Φαναριωτών, μπορούν και σπουδάζουν στη Δύση και γίνονται κατόπιν δάσκαλοι στα εκπαιδευτήρια των ελληνικών χωρών πολλαπλασιάζεται. Στα κέντρα αυτά, που συν­ δέονται άμεσα με την ανερχόμενη στις ελληνικές παροι­ κίες της Δύσης αστική τάξη, έχει την αρχή του ο ελληνι­ κός Διαφωτισμός. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η συνεχής και ουσιαστική επαφή της ελληνικής σκέψης με τα νέα ιδεολογικά ρεύματα της Δύσης και τη δυτική επι­ στήμη. Η μερίδα της νεαρής αστικής τάξης και οι διανο­ ούμενοι που συνδέονται μαζί της, που ζουν και δρουν στη Δύση και συνεργάζονται με τις αστικές τάξεις των δυτικών χωρών, πολλές φορές μάλιστα εξαρτώνται από αυτές, δέχονται τα κύρια στοιχεία της ιδεολογίας που τις εκφράζουν και τη μεταφέρουν στις ελληνικές χώρες. Παρατηρείται έτσι σαφής στροφή της ελληνικής παιδεί­ /

100

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

ας προς τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες, που δεν έχει πλέον ως μόνο σκοπό την πρακτική γνώση, αλλά συντελεί στην ανανέωση της θεωρητικής σκέψης, που γνωρίζει τα ορθολογιστικά ρεύματα της εποχής και τον ελεύθερο φιλοσοφικό στοχασμό. Οι Έλληνες λόγιοι γνωρίζουν τον εμπειρισμό του Νεύτωνα και τη φιλοσο­ φία των Malebranche, Leibniz, Wolff, Locke, Spinoza. Γνωρίζουν τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ και τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, και αρχίζουν να τους μεταφράζουν. Το νέο τούτο ιδεολογικό κλίμα βοηθάει επίσης στην αποσαφήνιση και τον πλουτισμό της εθνικής συνείδησης. Τα στοιχεία που πρόβαλλαν ασυστηματοποίητα ακόμα οι προηγούμενες γενεές συνειδητοποιούνται τώρα κα­ λύτερα, γίνονται αντικείμενα μελέτης και οργανώνονται γύρω από την κεντρική ιδέα της απελευθέρωσης. Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα γίνεται κοινή συν­ είδηση. Η ιδέα αυτή φτάνει μάλιστα στην υπερβολή με την τάση που παρατηρείται, αυτή την εποχή, της από­ λυτης ταύτισης των συγχρόνων Ελλήνων με τους αρχαί­ ους προγόνους. Οι Έλληνες της εποχής παίρνουν αρχαία ελληνικά ονόματα και θέλουν να αναστήσουν την αρχαία ελληνική γλώσσα. Παρ’ όλη τη σύγχυση την οποία φέρ­ νει στην ελληνική σκέψη η άκριτη και ανεδαφική αυτή ελληνολατρία, που σβήνει κάθε άλλη στιγμή της ιστο­ ρίας του Ελληνισμού, αποτελεί για την εποχή χαρακτη­ ριστικό τεκμήριο του βαθμού της ανάπτυξης του εθνι­ κού αισθήματος. Το ελληνικό έθνος, όπως και όλα τα νε­ / 101 /

ΝΙΚΟΙ

Γ. Σ Β Ο ΡΩ Ν Ο Σ

οσύστατα έθνη, αναζητά τις ρίζες του και τους αρχαίους τίτλους του ευγενείας στην αρχαία Ελλάδα, τους μόνους τίτλους που μπορούσε να προσέξει η κλασικίζουσα και ελληνοτραφής δυτική σκέψη του 18ου αιώνα. Με μεγαλύτερο πραγματισμό αντιμετωπίζεται την εποχή αυτή το δεύτερο βασικό στοιχείο του έθνους, η λαϊκή του παράδοση. Βέβαια το πρόβλημα τούτο θεω­ ρείται ακόμα από τη γλωσσική του μόνο σκοπιά, από τη χρησιμοποίηση της ζωντανής λαϊκής γλώσσας ως οργά­ νου του γραπτού λόγου. Αλλά το γλωσσικό ζήτημα βρί­ σκει τώρα τις θεωρητικές, φιλοσοφικές και ιστορικές του βάσεις και συνδέεται άμεσα, όπως ακριβώς συμβαίνει την ίδια αυτή εποχή και σε άλλα έθνη της Ευρώπης, με το πρόβλημα της απελευθέρωσης: για να απελευθερω­ θεί η Ελλάδα πρέπει να μορφωθούν οι Έλληνες. Τα όρ­ γανα της μόρφωσης πρέπει λοιπόν να γράφονται στη γλώσσα που καταλαβαίνει ολόκληρος ο ελληνικός λαός και που, όντας η φυσική εξέλιξη της αρχαίας, είναι κα­ τάλληλη να εκφράσει με σαφήνεια και δύναμη όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και σκέψεις και όλα τα συναισθή­ ματα. Είναι η διδασκαλία του Μοισιόδακα (1730-1800 περίπου), συμπληρωμένη από τον Καταρτζή (1720/251807) και τους μαθητές του. Με την αποδοχή από το μεγαλύτερο μέρος της αστικής τάξης και των λογίων που την αντιπροσωπεύουν των βασικών αρχών του δυτικού Διαφωτισμού ενισχύεται και αποκτά πρωταρχική σημασία την εποχή αυτή το /

102

/

ΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΗΘ N Ο I

τρίτο βασικό στοιχείο του Νέου Ελληνισμού, η συνείδη­ ση ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της οικογένειας των λαών της Ευρώπης και η βούλησή του να ενταχθεί στο ρεύμα του ενιαίου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Το παράδειγμα της «φωτισμένης Ευρώπης» προβάλλε­ ται από όλα τα προοδευτικά πνεύματα της εποχής, από τον Μοισιόδακα, τον Καταρτζή, τον Ρήγα ως τον Κοραή. Το παράδειγμα της Ευρώπης και οι φιλελεύθερες ιδέες που γεννιούνται από τον Διαφωτισμό καθοδηγούν και την πολιτική δράση των Ελλήνων αστών στην απελευθε­ ρωτική κίνηση που προετοιμάζουν, η οποία από τα μέσα του 18ου αιώνα συνδέεται με την επαναστατική ή απλώς φιλελεύθερη ιδεολογία της Δύσης και από το τέλος του 18ου αιώνα με τη Γαλλική Επανάσταση. Η νέα αυτή ιδεολογία δεν επιβλήθηκε βέβαια χωρίς αγώνες. Η Εκκλησία βρίσκεται αντιμέτωπη ευθύς εξ αρ­ χής στα νέα αυτά ρεύματα, που τα θεωρεί επικίνδυνα για τη χριστιανική πίστη. Το 1721 αναθεματίζει τον Με­ θόδιο Ανθρακίτη, που κατηγορείται ότι εμπνέεται από τον Malebranche. Κατά τα μέσα του 18ου αιώνα αναθε­ ματίζει τον ελευθεροτεκτονισμό, που είχε εισχωρήσει στις ελληνικές χώρες ως την Κωνσταντινούπολη. Οι αγώνες αυτοί όσο περιορίζονται στο πολιτιστικό ιδεολο­ γικό πεδίο έχουν ακόμα ήπια μορφή. Οι νεοτεριστές δεν έφθασαν ποτέ ως τις ακραίες συνέπειες της σκέψης των δυτικών τους δασκάλων και δεν ήθελαν με κανέναν τρό­ πο να απομακρυνθούν από τη χριστιανική πίστη και την /

103

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε η αντίστασή τους είναι ακόμα αδύνατη, όπως η κοινωνική τάξη που τους στηρί­ ζει. 0 Ανθρακίτης ύστερα από το ανάθεμα θα υποχωρή­ σει (1723), και η προοδευτική στην αρχή ομάδα του Ευ­ γενίου Βούλγαρη (1716-1806) και του Νικηφόρου Θεοτόκη (1736-1805) θα ζητήσει γρήγορα κάποιο συμβιβα­ σμό ανάμεσα στις νέες φιλοσοφικές ιδέες και στη συντή­ ρηση της ηγετικής τάξης του έθνους. Στην ύφεση αυτή των αγώνων συντελεί επίσης η στάση των Φαναριωτών εκείνων που, οπαδοί του «φωτισμένου Δεσποτισμού», ανέχτηκαν και υποστήριξαν μάλιστα μερικούς Έλληνες νεοτεριστές. Ο Καταρτζής και άλλοι δρουν στις παρα­ δουνάβιες ηγεμονίες. Η ανοχή όμως αυτή σταματά κατά την περίοδο που ακολουθεί τη Γαλλική Επανάσταση. Η διευθύνουσα τάξη αρχίζει να συνειδητοποιεί καλύτερα τον πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο των νέων ιδεών και αρχίζει να καταδιώκει τους οπαδούς τους. Οι καταδίκες του πανθεϊσμού, του Βολταίρου, των «αθέων Γάλλων», των ελευθεροτεκτόνων πολλαπλασιάζονται. Αλλά τώρα στις καταδίκες και στις καταδιώξεις απαντά με την ίδια επιθετικότητα η επαναστατική ομάδα που αρχίζει να ξε­ χωρίζει από το σύνολο των μετριοπαθών νεοτεριστών. Βρισκόμαστε κατά το τέλος του αιώνα, στην περίοδο που η οργάνωση για τον εθνικό αγώνα έχει ήδη προχω­ ρήσει, και ο φιλελεύθερος, αν όχι καθαρά επαναστατι­ κός, πολιτικός του χαρακτήρας είναι φανερός. Η κίνηση του Ρήγα (1757 περίπου-1798) συνδέεται με τη Γαλλική / 1 0 4

/

r TO

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

Επανάσταση και καλεί σε εξέγερση όχι μόνο τους Έλλη­ νες αλλά και τους άλλους βαλκανικούς λαούς, ακόμα και τον καταπιεζόμενο από τους τιμαριώτες τουρκικό λαό, με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης βαλκανικής δημοκρατίας με ηγεσία ελληνική, της οποίας ο Ρήγας συντάσσει το σύνταγμα με υπόδειγμα το επαναστατικό γαλλικό σύνταγμα του 1793. Η σύνδεση με τη γαλλική ι

πολιτική της αγροτικής εξέγερσης της Θεσσαλίας (18081809), που είχε αρχηγό τον Ευθύμιο Βλαχάβα, δεν δ ιέ­ φυγε της προσοχής των συντηρητικών ομάδων του Ελλη­ νισμού. Άλλωστε ο κοινωνικός αγώνας εκδηλώνεται σα­ φέστερα από το 1800 περίπου στις κοινότητες όπου συν­ αντάμε δημοκρατικά κόμματα (στην Κοζάνη, στην Κέα, στη Σάμο), καθώς και στις συντεχνίες και τις βιοτεχνικές συντροφιές. Η εχθρότητα της διευθύνουσας τάξης απέναντι σε κάθε απελευθερωτική κίνηση εντείνεται. Η επίσημη στάση της εκφράζεται στην περίφημη «Πατρική Διδα­ σκαλία» του Πατριαρχείου, που καταδικάζει τα απελευ­ θερωτικά κινήματα και διδάσκει την υποταγή στη νόμι­ μη εξουσία των σουλτάνων. Στην «Πατρική Διδασκα­ λία» απαντούν οι επαναστατικοί κύκλοι με την «Α δελ­ φική Διδασκαλία», γραμμένη από τον Κοραή. Η εχθρική στάση της Εκκλησίας απέναντι στο απε­ λευθερωτικό κίνημα καθώς και το εξω-θρησκευτικό, αν όχι αντιθρησκευτικό, κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι νέες φιλοσοφικές ιδέες, συντελούν στην κάποια ανεξαρ/ 1 0 5

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

τητοποίηση της εθνικής ιδέας από την ιδέα της ορθοδο­ ξίας. 0 δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας της απελευθερωτικής κίνησης τείνει να την ανεξαρτητοποιήσει από την ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εθνι­ κή ιδεολογία της πιο δυναμικής μερίδας της αστικής τά­ ξης και των διανοουμένων που την εκφράζουν φτάνει στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου σε τέ­ τοια ωριμότητα και καθαρότητα, ώστε να επιτρέψει στις δυνάμεις αυτές να οργανώσουν τις διάχυτες επαναστα­ τικές δυνάμεις του έθνους (την αγροτιά με τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, τα μικροαστικά στοιχεία των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών), να σπάσει τους δισταγμούς ή την εχθρότητα των ηγετικών συντη­ ρητικών ομάδων και να παρασύρει ολόκληρο τον Ελλη­ νισμό σε έναν κοινό απελευθερωτικό αγώνα. Το ελληνικό έθνος είναι πλέον συντελεσμένο. Με την Επανάστασή του του 1821 διακηρύσσει με τα ακόλουθα λόγια την ύπαρξή του: «Τ ό έλληνικόν έθνος κηρύτττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του εις έθνικήν συνηγμένην συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και άνθρώπων, την πολιτικήν αύτοΰ υπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Επτά αιώνες, από το τέλος του 11ου αιώνα ώς το τέ­ λος του 18ου, χρειάστηκαν για να μπορέσει ένας παλαι­ ός λαός όπως ο ελληνικός να συγκροτηθεί σε ένα νέο έθνος και να ξεκαθαρίσει τα κύρια στοιχεία της εθνικής του συνείδησης. Η πορεία του δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη, ούτε συνεχής. Χαρακτηρίζεται από διακοπές, από / ιο6 /

TO

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΚΘΝΟΣ

οπισθοδρομήσεις και από διάφορα ξεστρατίσματα. 0 Ελληνισμός για να συνειδητοποιήσει και να συνθέσει τα στοιχεία της εθνικής του συνείδησης και να παρουσια­ στεί ως μια αυτόνομη ιστορική οντότητα χρειάστηκε να επιχειρήσει τη συμφιλίωση και την εναρμόνιση πολλα­ πλών, συχνά αντιφατικών, παραδόσεων -που ζούσαν πότε σε λανθάνουσα κατάσταση, πότε περισσότερο εναργείς- από τα διάφορα στάδια της μακρόχρονης ιστορίας του: αρχαία ελληνική υποταγμένη στον Λόγο και κυριαρχημένη από την ιδέα του ελεύθερου πολίτη παράδοση, υπέρλογος Χριστιανισμός και βυζαντινή αυτοκρατορική απολυταρχία. Έπρεπε ακόμα να συνειδη­ τοποιήσει, για να μπορέσει να τις κυριαρχήσει, τις διά­ φορες ξένες επιδράσεις, φυλετικές και πολιτιστικές, που δέχτηκε στις πολλαπλές του σχέσεις. Έπειτα, οι προσ­ πάθειες αυτές γίνονταν τις περισσότερες φορές κάτω από την ξένη κατάκτηση, γεγονός που, νοθεύοντας τον χαρακτήρα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του καθι­ στούσε τις επιδράσεις τους στην εθνική πορεία αντιφα­ τικές. Έτσι το νέο Ελληνικό Έθνος καθ’ όλο αυτό το μα­ κροχρόνιο διάστημα από την εμφάνιση των πρώτων ση­ μείων της εθνικής του συνείδησης ως τον μεγάλο σταθμό που αποτελείη εθνική του Επανάσταση, κατόρθωσε βέ­ βαια να συλλάβει και να εμβαθύνει ως ένα σημείο τα διάφορα στοιχεία που το δημιούργησαν και το συνέ­ χουν: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, χριστιανικό ορθόδοξο και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, την ιδιαίτερη λαϊκή του /

10 7

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΩΝΟΣ

παράδοση και τον ρόλο της στη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού πολιτισμού, τη σημασία της ένταξής τους στο ενιαίο ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν είχε όμως ακόμα κατορθώσει να εναρμονίσει τα διάφορα αυτά στοιχεία, να αφανίσει τις αντιφάσεις τους σε μια νέα σύνθεση και να ιεραρχήσει τον ρόλο που έπαιξε το κα­ θένα τους στη διαμόρφωσή του, να ζυγιάσει τέλος την ακριβή σχέση του περιεχομένου της εθνικής του συνεί­ δησης με την αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα. Μόνο σε μια μικρή φωτισμένη μερίδα του παρατηρείται η απαρχή μιας κάποιας ιεράρχησης. Για το σύνολο όμως του έθνους τα στοιχεία τούτα μένουν ανιεράρχητα και θα προκαλέσουν την ιδεολογική σύγχυση που θα εκδη­ λωθεί και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώ­ να, όπου οι διάφορες ομάδες φθάνουν ως τον εμφύλιο πόλεμο, για να δώσουν η καθεμιά στην Επανάσταση την κοινωνική και πολιτική κατεύθυνση που της υπαγόρευε το ταξικό της συμφέρον. Κυρίως όμως θα εκδηλωθεί με­ τά την Επανάσταση, κατά την πρώτη περίοδο του ελλη­ νικού κράτους, που η επικράτηση των συντηρητικών στοιχείων, η οποία διευκολύνεται με τη συγχώνευση μιας μερίδας των πιο οικονομικά ανεπτυγμένων αστών με τους στρατιωτικούς αρχηγούς του αγώνα, απογόνους των παλιών κλεφτών, μπερδεύει πάλι την ελληνική ιδεο­ λογία και της αφαιρεί ακόμα και όσα καθαρά στοιχεία υπήρχαν rispiv από την Επανάσταση. Έτσι π.χ. η αρχαι­ ολατρία, που συνδεόταν στην αρχή της με την ανάπτυξη / ι ο 8

/

w

TO

ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΕΘΝΟΣ

του απελευθερωτικού κινήματος, μεταβάλλεται σε οπισθοδρομική θεωρία που αρνείται κάθε ζωντανό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης ή της σύγχρονης ζωής- κατορθώ­ νει όμως να συμβιβάζεται και να συμβαδίζει με τη Με­ γάλη Ιδέα, που κηρύσσει την ανασύσταση της Βυζαντι­ νής Αυτοκρατορίας και παραμορφώνει τις εθνικές διεκ­ δικήσεις. Η μελέτη του εθνικού πολιτισμού και της ουσίας του ελληνικού έθνους ξαναρχίζει συστηματικά και σε νέες βά­ σεις από το τέλος του 19ου αιώνα, φθάνει σε αξιόλογα επιτεύγματα με το δημοτικιστικό κίνημα, αλλά εξακολου­ θεί να βρίσκεται ακόμη στο κέντρο της ελληνικής σκέψης.

/

1 0 9

/

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ε. ΒΑΚΛΛΟΠΟί'ΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελλη­

νισμού, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1961, τόμ. Β', Θεσσαλονί­ κη 1964. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ I. ΔΑΝΙΗΛΙΔΗ, Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία. Πρώτο βιβλίο, Αθήνα 1934. Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, β' έκδοση, Αθήνα 1954. HANS DITTEN, «Βάρβαροι, Έλληνες und Ρωμαίοι bei den letzten byzantinischen Geschichteschreiben», Actes du X IIe Congres International d ’Etudes Byzantines. Ochride, Tome III, Beograd 1964, a. 274-299. JULIUS jtTTHNER, Hellenen undBarbaren, Aus der Geschichtedes griechischen Nationalbewusstseins, Leipzig, 1923. P. JOUGUET, L’ imperialisme Μαοέάοηίεη et Vhellenisation de V Orient, Paris 1961. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ A. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, Οι Σλάβοι ενΕλλάδι. Σύμβο­ λαί εις την ιστορίαν του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, Αθήν α ι1945. / ι ΐ 3

/

ΝΙΚΟΣ

Γ.

ΣΒΟΡΟΝΟΣ

KILIAN LECHNER, Hellenen und Barbaren im WeltbildderBy-

zantiner, Miinchen 1954. ΑΡΗ ΠΟΤΛΙΑΝΟΪ, Η προέλευση των Ελλήνων, Αθήνα 1960. Γ. ΣΚΛΗΡΟΥ, Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, Α λεξά νδ ρεια 1919. NICOLAS G. SVORONOS, Le commerce de Salonique au XVIIIe

siecle. Paris 1956. NICOLAS G. SVORONOS, Histoire de la Gr'ece Moderne, Paris 1964. BASILE TATAKIS, La philosophic Byzantine. Paris 1949.

/ 1 14

/

ΣΗΜ ΕΙΩΜ Α Τ Ο Ϊ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΠ ΙΜ ΕΛ Η ΤΗ

Ο Νίκος Σβορώ νος δεν μ π ό ρ εσ ε να δ ε ι αυτή τη μ ελ έτη του τυ π ω μ ένη . Την άνοιξη του 1986 στο Ρέθυμνο (όπου β ρ ι­ σκόταν ως επ ισ κ έπ της καθηγητής στο Π α νεπ ισ τήμιο Κ ρή­ της και ως μέλος της Διοικούσας Ε π ιτροπ ής του) μου έδω ­ σε φ ω τοτυπία δα κτυλόγραφ ου τη ς (68 α ριθμημένω ν σ ελί­ δων) ζητώντας μου να την επ ιμεληθώ γλωσσικά, γ ια τ ί ή θ ε­ λ ε, όπως είπ ε, να την εκ δ ώ σ ει « σ ε β ιβ λ ια ρ ά κ ι» . Την είχε γ ρ ά ψ ε ι « π ρ ιν από χ ρ ό ν ια », στο Π αρίσι, κ α ι φ οβόταν ότι εξα ιτία ς της μακρόχρονης απουσίας του από την Ε λλά δα η γλώσσα τη ς θα ήταν «π α λ ιο κ α ιρ ίσ ια ». Έ κανα τη γλωσσική επ ιμ έλ εια χειρογράφω ς σε φωτοτυ­ π ία τη ς φ ω τοτυπία ς του δα κτυλόγραφ ου, κρατώ ντας, με την ά δειά του (για να το χρησιμοποιήσω στα μαθήματά μου της Ιστορίας της Ν εοελληνικής Λ ογοτεχνίας), ένα φω τοα­ ντίγραφο του γλωσσικά επ ιμελημένο υ κειμ ένου . Κράτησα, επίσης, και την αρχική φ ω τοτυπία του δακτυλόγραφου. Η κακή, μ ετά το 1986, κατάσταση της υ γ εία ς του Σ βο ρώνου εμ π ό δ ισ ε την έκδοση τη ς μ ελ έτη ς. Σ τη σ υνέντευξή / 115/

ΝΑΣΟΣ

ΒΑΓΕΝΑΣ

του στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα (τεύχος 35-36-37, Δεκέμβριος 1988), λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, απαντώντας στην ερώτηση αν αποδέχεται «την παπαρρηγοπούλεια άποψη για την αδιάπτωτη συνέχεια της ελληνι­ κής ιστορίας», συνόδευε τη σύντομη απάντησή του με τα εξής: «Εν πάση περιπτώσει, τα έχω γράψει καλύτερα. Σας υπόσχομαι πολύ σύντομα να βγει ένα βιβλιαράκι για τις περιπέτειες της εθνικής συνείδησης. Έτοιμο είναι και θα βγει πολύ σύντομα». Στο υπό ενοποίηση, ταξινόμηση και καταγραφή Αρχείο Σβορώνου, μέρος του οποίου βρίσκεται σήμερα στη Βιβλιο­ θήκη Νίκου Γ. Σβορώνου, στη Λευκάδα, και ένα άλλο μέρος του στην οικία του κληρονόμου του Σβορώνου κ. Δημήτρη Σιδηρόπουλου, το δακτυλόγραφο της μελέτης και η επιμε­ λημένη γλωσσικά φωτοτυπία του δεν βρέθηκαν. Έτσι, με την άδεια του κ. Σιδηρόπουλου, η μελέτη δημοσιεύεται εδώ από το φωτοαντίγραφο της επιμελημένης γλωσσικά φωτο­ τυπίας του δακτυλόγραφου, το οποίο είχε μείνει στα χέρια μου (και το οποίο, μαζί με την αρχική φωτοτυπία του δα­ κτυλόγραφου, θα κατατεθεί στο Αρχείο Σβορώνου). Όπως διευκρινίζει στα «Προλεγόμενά» του ο Σπ. I. Ασδραχάς, η μελέτη είχε γραφεί ως άρθρο για την - μαται­ ωμένη εξαιτίας της δικτατορίας του 1967 - έκδοση ενός Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού της Νεωτέρας Ελλάδος, που ετοίμαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο εκδοτικός οί­ κος Ελευθερουδάκη. Ο τίτλος της στο δακτυλόγραφο είναι «ΕΘΝΟΣ (Ελληνικό) - Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού». Επειδή η μελέτη δημοσιεύεται εδώ αυτοτε/ 116 /

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

λώς, το πρώτο μέρος του κρίθηκε σκόπιμο να αναπροσαρ­ μοστεί. Το κείμενο στο δακτυλόγραφο είναι σε πολυτονικό. Διόρθωσα τα δακτυλογραφικά λάθη, εκσυγχρόνισα την ορ­ θογραφία και ορισμένους παλαιοδημοτικούς τύπους (έγραψα, λ.χ. διέκοψε αντί διάκοφε, αρπακτική αντί αρπαχτική), έκανα επεμβάσεις στη στίξη και μικρές επεμβά­ σεις στη σύνταξη (λ.χ. αντικατέστησα, όπου χρειαζόταν, το αναφορικό που με το οποίος,-α, -ο, για να φανεί καλύτερα το υποκείμενο της πρότασης). Τέλος ενσωμάτωσα στο κεί­ μενο τις λίγες, βραχείες, προσθήκες και τους τίτλους των κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που υπήρχαν, γραμμένα με το χέρι, στο περιθώριο των δακτυλόγραφων σελίδων. ΝΑΣΟΣ ΒΑ ΓΕ Ν Α Σ

/

1

17 /

Π ΕΡΙΕΧ Ο Μ ΕΝ Α

Προλεγόμενα ...................................................................... Ε ΙΣΑ ΓΩ ΓΙΚ Α

........................................................................................

Α. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

7 21

25

Η αρχαία πανελλήνια λα'ική κοινότητα.......................... 25 Ελληνιστική περίοδος: Διεύρυνση της ελληνικής κοι­ νότητας και εμβάθυνση της ιδέας της ελληνικής κοινότητας .................................................................... 28 Ρωμαϊκή κατάκτηση. Πολιτική και πολιτισμική ενότη­ τα του Ελληνισμού ...................................................... 31 Βυζάντιο. Ο ελληνισμός κυρίαρχο στοιχείο της Ανα­ τολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εξελληνισμός της Ανατολής ...................................................... 33 Εθνολογικές εξελίξεις του ελληνικού λαού.................... 36

/ ιΐ9 /

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Β. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗ Σ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝ ΕΙΔΗ ΣΗ Σ

50

Η υποχώρηση της ελληνικής ιδ έα ς .................................. 50 Η προοδευτική ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση στον μεσαιωνικό Ελληνισμό ...................................... 58 Η ανάπτυξη της εθνικής ελληνικής ιδέας ...................... 64

Γ. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

82

Η ιδεολογία της οργάνωσης και της επιβίωσης του έθνους ............................................................................ 83 Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός και η εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία ...................................................... 96 Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ Ι Α ..................................................................................... 111

Σημείωμα του φιλολογικού επιμελητή ........................... 115

/ 1 2 0

/

εκδόσεις

Π Ο Λ ΙΣ

ΓΙΩ Ρ Γ Ο Σ ΓΙΑ ΝΝΟ ΥΛΟ Π ΟΥΛΟ Σ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ Τ Ο Ν ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΝ ΟΣ ΜΥΘΟΥ ΑΠΟ Τ Ο Ν ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, Τ Ο Ν ΘΕΟΤΟΚΑ, Τ Ο Ν ΣΕΦΕΡΗ ΚΑΙ Τ Ο Ν Λ ΟΡΕΝΤΖΑΤΟ

0 Μακρυγιάννης είναι ένας από τους πιο ισχυρούς μύ­ θους της νεότερης Ελλάδας. Αριστεροί, δεξιοί και νεορθόδοξοι τον θεωρούν δικό τους, οι λογοτέχνες τον θαυ­ μάζουν, οι πατριώτες τον επικαλούνται και όλοι δέχο­ νται ότι ο Ρουμελιώτης αγωνιστής με το «απελέκητο» γράψιμο ενσαρκώνει όσο κανένας άλλος τα εθνικά μας ορμέμφυτα: ανθρωπιά, ελευθερία, δικαιοσύνη, κα­ λαισθησία, αγάπη για την πατρίδα. Όπως όλοι οι μύθοι όμως, έτσι και ο Μακρυγιάννης δεν προέκυψε αλλά κατασκευάστηκε. Το βιβλίο Διαβάζοντας τον Μα,κρυγιάννη αναλύει προσεκτικά τις αναγνώσεις του Βλαχογιάννη, του Θεοτοκά, του Σεφέρη και του Λορεντζάτου, γιά να αναδείξει τους τρόπους με τους ο­ ποίους ο μύθος του Μακρυγιάννη εμπλέκεται με τις με­ ταλλάξεις και τα σταθερά σημεία της νεοελληνικής ιδεολογίας, από το κίνημα του δημοτικισμού και τη γε­ νιά του 30, μέχρι τη νεορθοδοξία και τον σύγχρονο ελ­ ληνοκεντρισμό. Ο Μακρυγιάννης, αυτός ο υποδειγμα­ τικός Ελληνας, είναι ένα από τα κλειδιά που μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς κατασκευάστηκε και πώς λειτουργεί η έννοια της ελληνικότητας.

εκδόσεις

Π Ο Λ ΙΣ

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ I. ΚΥΡΤΑΤΑΣ ΚΑΤΑΚΤΩΝΤΑΣ Τ Η Ν ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ε Σ Δ ΙΑ Δ Ρ Ο Μ Ε Σ

Η εικόνα που έχουμε για την αρχαιότητα είναι προϊόν σταδιακής κατάκτησης. Ξεκίνησε να διαμορφώνεται με τα έργα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη αλλά εξελίσ­ σεται διαρκώς. Ο Δημήτρης Κυρτάτας υποστηρίζει ότι στην εποχή της λεγάμενης παγκοσμιοποίησης, ο τρό­ πος θεώρησης της αρχαιότητας τείνει και πάλι να αλ­ λάξει. Αντί να υπογραμμίζονται τα μεμονωμένα επ ι­ τεύγματα των Ελλήνων και οι εσωτερικές τους σχέσεις, το ενδιαφέρον στρέφεται περισσότερο στη γενικότερη συνεκτίμηση του μεσογειακού κόσμου και μάλιστα στο ακόμα ευρύτερο πλαίσιο των ανατολικών πολιτισμών.

ifei

εκδόσεις

Π Ο Λ ΙΣ

Ν Α Σ Ο Σ ΒΑ ΓΕΝ Α Σ Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν ΙΣ Μ Ο Σ ΚΑΙ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ Η πεποίθηση του μεταμοντέρνου κριτικού ότι το νόημα συνεχώς μετακυλίεται, ότι καμία ερμηνευ­ τική απόφανση δεν μπορεί να αποδειχθεί αντικει­ μενικά έγκυρη, τον οδηγεί στον απόλυτο κριτικό σχετικισμό και στην κατάλυση των αξιολογικών διακρίσεων στην άποψη ότι κανένα λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι καλύτερο από ένα άλλο. Ο μοντερνιστής κριτικός υποστη­ ρίζει αντίθετα ότι απόλυτη ερμηνευτική αντικει­ μενικότητα δεν υπάρχει- όμως υπάρχει σχετική: το γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενική δεν σημαίνει ότι μια ερμη­ νεία δεν μπορεί να είναι αντικειμενικότερη από μιαν άλλη, γιατί διαφορετικά ή όλες οι ερμηνείες θα ήταν λανθασμένες ή όλες θα ήταν νόμιμες, δηλαδή καμία δεν θα ήταν λανθασμένη.

εκδόσεις

Π Ο Λ ΙΣ

ΒΕΝ ΕΤΙΑ Α Π Ο ΣΤ Ο Λ ΙΔ Ο Υ Λ Ο ΓΟ ΤΕ Χ Ν ΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟ ΡΙΑ Σ Τ Η Μ ΕΤΑ ­ Π Ο Λ ΕΜ ΙΚ Η Α ΡΙΣΤΕΡΑ. Η Π Α ΡΕΜ ΒΑ ΣΗ Τ Ο Υ Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Χ Α Τ Ζ Η 1 9 4 7 -19 81 Η αφετηρία και το επίκεντρο αυτού του βιβλίου είναι το ιστορικό - φιλολογικό έργο του Δημήτρη Χατζή. Επιχειρεί να το μελετήσει μέσα από τη διαλογική του σχέση με το σύνθετο διανοητικό πεδίο της μεταπολε­ μικής Αριστεράς και με άξονα τη συμπλοκή ιστορίας και λογοτεχνίας, πολιτισμού και πολιτικής. Καθώς ο Χατζής ολοφάνερα διαφοροποιήθηκε από παγιωμένες θέσεις της αριστερής κριτικής, το βιβλίο παρακολουθεί την πορεία του ανανεωτικού αριστερού κριτικού λόγου και διερευνά τη γενεαλογία, την ποικιλία και την εμ­ βέλειά του, ξεκινώντας από τον μεσοπόλεμο αλλά επι­ κεντρώνοντας, κυρίως, στα πεδία της ελλαδικής, προδικτατορικής Αριστεράς, της πολιτικής εξορίας στην Ανατολική Ευρώπη και της μεταπολίτευσης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται η παρέμβαση και η συμβολή του Χατζή στον διμέτωπο αγώνα που μοιρα­ ζόταν με άλλους αριστερούς διανοούμενους της γενιάς του: από τη μια να απελευθερωθούν από τις παλαιές εξαρτήσεις και το δόγμα και από την άλλη να βρουν μια νέα μορφή υπευθυνότητας, συλλογικότητας και δημιουργικής αυτοδέσμευσης σε κοινούς σκοπούς.

εκδόσεις

Π Ο Λ ΙΣ

BER N A RD PIER RO N ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ Χ ΡΙΣΤΙΑ Ν Ο Ι ΣΤ Η Ν ΕΟ ΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ (1921-1945) ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

ΡΙΚΑ Μ ΙΙΕ Ν Β Ε Ν ΙΣ Τ Ε

Το βιβλίο του Bernard Pierron αποτελεί σημαντική συμ­ βολή στη μελέτη της ιστορίας των Εβραίων στο νεοελλη­ νικό κράτος και ανοίγει δρόμους που θα μπορούσαν να οδη­ γήσουν στην ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας για τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο αρχίζει με την επα­ νάσταση του 1821 και τελειώνει με την εκτόπιση και εξό­ ντωση των Εβραίων της Ελλάδας στα ναζιστικά στρατό­ πεδα. Ωστόσο, ήδη στην πρώτη αυτή περίοδο του ελληνι­ κού κράτους αναδεικνύονται οι βασικές συνιστώσες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού αντισημιτισμού. Η ((ταυτότητα» των ομάδων, η ((κουλτούρα» τους δεν γίνεται κατανοητή με βάση έναν σκληρό πυρήνα, ούτε με βάση μια σειρά χαρακτηριστικά - τη «δική» τους ιστο­ ρία, τη διαφορετική τους θρησκεία. Χρειάζεται να στα­ θούμε στα ρευστά σύνορα των σχέσεών τους με τις άλλες ομάδες. Στην περίπτωση των σχέσεων Εβραίων και χρι­ στιανών μας καλούν να αναζητήσουμε μια εβραϊκή θεώ­ ρηση στην οικουμενική κληρονομιά ή να ξαναβρούμε τα δυτικά σχήματα στον εβραϊκό πολιτισμό, μας παροτρύ­ νουν να ξανασκεφτούμε τις σχέσεις ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό στην ιστορική τους εξέλιξη. Το βιβλίο του Pierron είναι σημαντικό διότι εστιάζει σε αυτές ακριβώς τις σχέσεις. Είναι επίσης τολμηρό διότι φέρνει στην επ ι­ φάνεια την πιο θλιβερή πλευρά τους.

ife

Ο Νίκος Σβορώνος γεννήθηκε το 1911 στη Λ ευκάδα και πέθανε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Π ανεπιστημίου Αθηνών. Εργάσθηκε στο Μ εσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πήρε μέρος στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατο­ χής μέσα από τις γρα μμές του ΕΛΑ Σ. Το 1945, χάρις στις ενέργειες του δ ι­ ευ θ υ ν τή του Γ α λ λ ικ ο ύ Ιν σ τιτο ύ το υ Οκτάβ Μ ερλιέ και μ ε υποτροφία της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατέφ υγε στη Γαλλία μαζί με άλλους αριστερούς δια ­ νοουμένους. Το 1955 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθα γένεια και το 1961 α π έ­ κτησε τη γαλλική. Το 1962 απέκτησε το doctorat τρίτου κύκλου και το 1975 ανακηρύχθηκε Docteur es Lettres της Σορβόννης. Εργάσθηκε στο CNRS και δίδαξε ως διευθυντής σπουδών στην Ecole Pra­ tique des Hautes Etudes (IV Section) Ιστορία των θεσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ->

Μ ετά την πτώση της δικτατορίας δ ί­ δαξε στα Π ανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης, δ ιετέλεσ ε μέλος της διοικούσας επιτροπής του Π ανεπιστημίου Κ ρήτης και δ ιευθυ ντής ερευνώ ν στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, και ανακηρύχθηκε επ ίτιμος διδάκτωρ των Π ανεπι­ στημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Θ εμέλιο κυκλοφο­ ρούν τα βιβλία του: * Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας * Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας * Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18° αιώνα. Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο των Κ.Θ . Δημαρά και Ν. Σβορώ νου, Η μέθοδος της ιστορίας. Ιστοριο­ γραφικά και αυτοβιογραφικά σχόλια.

Σ υνεντεύξεις με τους Στ. Πεσμαζόγλου και Ν .Κ. Αλιβιζάτο (Αναδημοσίευση από το περιοδικό Σύγχρονα Θέματα).

Είναι λοιπόν πιο φρόνιμο στο σημερινό στάδιο της έρευνας, που απαιτεί, πριν από την οποιαδήποτε απόπειρα γενικής θε­ ωρίας. την επιστημονική διερεύνηση κάθε έθνους χωριστά, να πάρουμε για βάση της ιστορικής ανάλυσης που αφορά τον Νέο Ελληνισμό την άμεσα αισθητή εικόνα που δίνει στον σύγ­ χρονο άνθρωπο ένα συντελεσμένο έθνος: μια διαμορφ(ομένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων μ ε συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πολιτισμική φυσιο­ γνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμένη βούληση ή τάση πο­ λιτισμικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας. Η γενική αυτή εικόνα ενός συντελεσμένου έθνους χρειάζε­ ται την ιστορική της εξήγηση, γιατί βέβαια κανένας πλέον σο­ βαρός μελετητής δεν ικανοποιείται με τις ρομαντικές αντιλή­ ψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή ,το πολύ. ενός συνόλου συγγενικών φύλων, ή ενός με­ ταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής»· ούτε αρκείται στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόμων που το απαρτί­ ζουν. Η δημιουργία της κοινής αυτής βούλησης υπακούει σε κάποια ιστορική νομοτέλεια και βρίσκεται σε στενή εξάρτηση με τους κοινωνικούς παράγοντες που κινούν την ιστορία. Ν.Σ.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF