TerrorLOVECRAFTsel36.pdf

November 18, 2018 | Author: maria | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download TerrorLOVECRAFTsel36.pdf...

Description

Ή . Ρ. Lovecraft

Ο Τρόμος του Ντάνγουϊτς Γοργόνες  και  Σειρήνες και  Σειρήνες  και  Χίμαιρες  -   - φοβερές  φοβερές  ιστορίες  της  Κελαινούς  και  των  Άρπυιων - μπορεί  ν ' αναπτύσσονται  στη σφαίρα  της  δεισιδαιμονίας , δεισιδαιμονίας , αλλά  κάποτε  υπήρξαν , Είναι  πρότυπα , προπλάσματα  τα  αρχέτυπα  υπάρχουν  μέσα  μας  και  είναι  αιώνια , Πώς  αλλιώς  θα  μπορούσε  η αφήγηση αυτών  που , όταν  είμαστε  σε  εγρήγορση, εγρήγορση , αναγνωρίζουμε  σαν  αναληθή, αναληθή, να  μας  επηρεάζουν ; Μήπως  αντιλαμβανόμαστε  σωματικά  τον  τρόμο  από  τέτοια  αντικείμενα , θεωρώντας  τα  ικανά  να  μας  βλάψουν  μας   βλάψουν  σε  φυσικό  επίπεδο ; Ω , κάθε  άλλο ! Αυτοί  οι  τρόμοι  πηγαίνουν  πολύ  πίσω  στο  χρόνο . Υπάρχουν  πριν  από  το  σώμα  - ή και  χωρίς  το  σώμα  θα  ήταν  οι  ίδιοι , αν  το  είδος  του  φόβου  που  αναλύεται  εδώ  είναι  καθαρά  διανοητικό . αν  είναι  πανίσχυρος  σε  αναλογία  όπως  είναι  και  άστοχος  πάνω  στη γη αν  προηγείται  από  την  περίοδο  της  αναμάρτητης   βρεφικής  ηλικίας  μας , είναι  ερωτήματα  στα  οποία  η απάντηση μπορεί  να  μας   βοηθήσει  να  σχηματίσουμε  μια  εικόνα  για  την  προκοσμική κατάστα -  -  σή μας  και  να  ρίξουμε  να   ρίξουμε  επιτέλους  μια  κλεφτή ματιά  στη σκιώδη γη πριν  από την  από  την ύπαρξή ύπαρξή μας ,  ΤΣΑΡΛΣ ΛΑΜΠ: ΛΑΜΠ: Μάγισσες  και  Άλλοι Σκοτεινοί  Άλλοι  Σκοτεινοί  Φόβοι 

Ι Αν ο ταξιδιώτης στη Βόρεια Μασαχουσέτη πάρει  λάθος στροφή στο σταυροδρόμι του Άλσμπουρι Πάικ, Πάικ,  λίγο,  λίγο,έξω από το Ντινς Κόρνερς, Κόρνερς, φτάνει σε μια απομονωμένη και παράξενη περιοχή. περιοχή.  Το έδαφος  γίνεται όλο και πιο ανηφορικό και οι σκεπασμένοι με ρείκια πέτρινοι φράκτες στριμώχνονται όλο και πιο κοντά στα αυλάκια του στριφογυριστού χωματόδρομου. χωματόδρομου .  Τα δέντρα στα απλόχωρα δάση  γύρω του φαντάζουν πελώρια και τα αγριόχορτα, αγριόχορτα, οι βάλτοι και τα χαμόδεντρα φυτρώνουν πιο οργιαστικά απ απ'' όσο περιμένει κανείς σε κατοικημένες περιοχές. περιοχές. Αντίθετα, Αντίθετα , τα καλλιεργημένα χωράφια φαίνονται παράδοξα  λίγα και χέρσα, χέρσα, ενώ τα αραιά σκορπισμένα σπίτια δημιουργούν μια αλλόκοτα ομοιόμορφη εντύπωση  γηραιότητας,  γηραιότητας, εξαθλίωσης και ερήμωσης. ερήμωσης . Για κάποιον ανεξήανεξή γητο  λόγο,  λόγο, ο περαστικός διστάζει  να ζητήσει οδηγίες από τις ζαρωμένες, ζαρωμένες , μοναχικές φιγούρες που συναντά σε μισογκρεμισμένα κατώφλια ή πάνω στα επικλινή, επικλινή, διάσπαρτα με πέτρες  λιβάδια.  λιβάδια. Αυτές οι φιγούρες είναι τόσο αθόρυβες και φευγαλέες, φευγαλέες, ώστε  νιώθει αντιμέτωπος με απαγορευμένα πράγματα, πράγματα, με τα οποία θα ήταν καλύτερα  ν'  ν' αποφύγει κάθε επαφή. επαφή. .Οταν μια ανηφόρα του δρόμου φέρνει στο οπτικό του πεδίο τα βουνά πέρα από τα πυκνά δάση, δάση, αυτό το αίσθημα ακατανόητου φόβου δυναμώνει. δυναμώνει. Οι κορφές είναι πολύ στρογγυλεμένες και συμμετρικές, συμμετρικές, μη δίνοντας αίσθηση παρηγοριάς και φυσικότητας, φυσικότητας, ενώ, ενώ, μερικές φορές, φορές, ο ουρανός τονίζει με ιδιαίτερη καθαρότητα τους αλλόκοτους κύκλους των ψηλών πέτρινων στηλών που τις στεφανώνουν . στεφανώνουν . Λαγκάδια και βαθιές ρεματιές του κόβουν το δρόμο και οι

κακοφτιαγμένες ξύλινες  γέφυρες από πάνω τους φαίνονται απειλητικές. απειλητικές. 'Οταν ο δρόμος κατηφορίζει πάλι, πάλι, περνάει ανάμεσα σε βάλ τους που  γεννούν μια ενστικτώδη απέχθεια και σχεδόν φρίκη τη  νύχτα,  νύχτα, όταν αθέατα  νυχτοπούλια φλυαρούν και οι πυγολαμπίδες βγαίνουν σε ασύλληπτους αριθμούς  να χορέψουν στους βραχνούς, βραχνούς, ανατριχιαστικά επίμονους ρυθμούς των βατράχων . Η  λεπτή,  λεπτή,  λαμπερή  γραμμή του ψήλότερου κομματιού του Μισκατόνικ θυμίζει φίδι κυλώντας στους πρόποδες των καταραμένων βουνών που κρύβουν τις πηγές του. του. Πλησιάζοντας, Πλησιάζοντας , οι δασωμένες πλαγιές των βουνών τραβούν την προσοχή του περαστικού περισσότερο κι από τις στεφανωμένες με κολόνες κορυφές. κορυφές. Αυτές οι πλαγιές δεσπόζουν τόσο σκοτεινές και δυσοίωνες, δυσοίωνες, ώστε εύχεται κανείς  να έμεναν μακριά του. του. ωστόσο, ωστόσο, δεν υπάρχει τρόπος  να τις άποφύγει. άποφύγει . Πέρα από μια σκεπαστή  γέφυρα αντικρίζει ένα μικρό χωριό, χωριό, στριμωγμένο ανάμεσα στο ποτάμι και την κατακόρυφη πλαγιά του Στρογγυλού Βουνού, Βουνού, και ξαφνιάζεται βλέποντας τις κεκλιμένες σκεπές που μαρτυρούν μια αρχιτεκτονική ακόμα παλιότερη και από εκείνη της  γειτονικής περιοχής. περιοχής. Σίγουρα θ' ανατριχιάσει ανακαλύπτοντας ότι τα περισσότερα σπίτια είναι έρημα κι ετοιμόρροπα και η εκκλησία με το ραγισμένο καμπαναριό φιλοξενεί το μοναδικό, μοναδικό, τσα..τσα..-τατσούλικο τατσούλικο εμπορικό του χωριού. χωριού. Νιώθει δέος φτάνοντας στο σκοτεινό τούνελ της  γέφυρας κι ωστόσο δεν μπορεί  να το αποφύγει. αποφύγει. Μόλις περάσει απέναντι, απέναντι , αντιλαμβάνεται μια ανεπαίσθητη αλλά απαίσια μυρωδιά  γύρω από το δρόμο του χωριού, χωριού, σαν από συγκεντρωμένη μούχλα και αποσύνθεση αιώνων. αιώνων. Βγαίνοντας, Βγαίνοντας, τον κυριεύει βαθιά ανακούφιση. ανακούφιση . Ακολουθώντας το στενό δρόμο  γύρω από τους πρόποδες των  λόφων και μέσα στην επίπεδη περιοχή ανάμεσά τους, τους, ξαναβγαίνει στη δημοσιά  για το Άλσμπουρι Πάικ. Πάικ. Μόνο εκ των υστέρων ίσως μάθει ότι πέρασε από το Ντάνγουιτς. Ντάνγουιτς. Οι ξένοι επισκέπτονται το Ντάνγουιτς όσο πιο σπάνια  γίνεται.  γίνεται. Από κάποια στιγμή και μετά  γκρεμίστηκαν όλες οι πινακίδες που έδειχναν το δρόμο προς τα εκεί. εκεί.  Το τοπίο, τοπίο, εξετάζοντάς το κανείς με τα συνηθισμένα αισθητικά κριτήρια, κριτήρια, είναι ιδιαίτερα όμορφο. όμορφο. Κι όμως, όμως, δεν προσελκύει καλλιτέχνες ή παραθεριστές. παραθεριστές . Πριν δύο αιώνες, αιώνες, όταν οι άνθρωποι δεν περιγελούσαν πράγματα όπως η μαγεία, μαγεία, η  λατρεία του Σατανά και οι αφύσικες παρουσίες στα δάση, δάση, αυτοί ήταν οι  λόγοι που απέφευγαν την περιοχή. περιοχή. Στο δικό μας αιώνα της  λογικής αφού ο τρόμος του Ντάνγουιτς στα  στα  1928 αποσιωπήθηκε απ απ'' αυτούς που  νοιάζονταν  για την ευημερία ολόκληρου του κόσμου ο κόσμος το αποφεύγει χωρίς  να ξέρει ακριβώς το  γιατί.  γιατί.  Ίσως ένας  λόγος μολονότι δεν ισχύει  για τους ανυποψίαστους ξένους είναι ότι οι  ντόπιοι είναι απτοκρουστικά ξεπεσμένοι, ξεπεσμένοι , έχοντας τραβήξει μακριά στο μονοπάτι της παλινδρόμησης που είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλά απομονωμένα μέρη της Νέας Αγγλίας. Αγγλίας.  Έχουν καταλήξει  ν'  ν' αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή, φυλή, με οφθαλμοφανή διανοητικά και σωματικά σημάδια του εκφυλισμού και της ενδογαμίας. ενδογαμίας. Ο μέσος όρος του δείκτη  νοημοσύνης τους είναι αξιοθρήνητα χαμηλός, χαμηλός, ενώ τα χρονικά τους ξεχειλίζουν από ωμή μοχθηρότητα και μισοκαλυμμένους φόνους, φόνους, αιμομειξίες και εγκλήματα της πιο ακατονόμαστης βιαιότητας και διαστροφής. διαστροφής. Η παλιά τάξη των ευγενών, ευγενών, που αποτελείται από δύο ή τρεις παλιές οικογένειες που ήρθαν από το

κακοφτιαγμένες ξύλινες  γέφυρες από πάνω τους φαίνονται απειλητικές. απειλητικές. 'Οταν ο δρόμος κατηφορίζει πάλι, πάλι, περνάει ανάμεσα σε βάλ τους που  γεννούν μια ενστικτώδη απέχθεια και σχεδόν φρίκη τη  νύχτα,  νύχτα, όταν αθέατα  νυχτοπούλια φλυαρούν και οι πυγολαμπίδες βγαίνουν σε ασύλληπτους αριθμούς  να χορέψουν στους βραχνούς, βραχνούς, ανατριχιαστικά επίμονους ρυθμούς των βατράχων . Η  λεπτή,  λεπτή,  λαμπερή  γραμμή του ψήλότερου κομματιού του Μισκατόνικ θυμίζει φίδι κυλώντας στους πρόποδες των καταραμένων βουνών που κρύβουν τις πηγές του. του. Πλησιάζοντας, Πλησιάζοντας , οι δασωμένες πλαγιές των βουνών τραβούν την προσοχή του περαστικού περισσότερο κι από τις στεφανωμένες με κολόνες κορυφές. κορυφές. Αυτές οι πλαγιές δεσπόζουν τόσο σκοτεινές και δυσοίωνες, δυσοίωνες, ώστε εύχεται κανείς  να έμεναν μακριά του. του. ωστόσο, ωστόσο, δεν υπάρχει τρόπος  να τις άποφύγει. άποφύγει . Πέρα από μια σκεπαστή  γέφυρα αντικρίζει ένα μικρό χωριό, χωριό, στριμωγμένο ανάμεσα στο ποτάμι και την κατακόρυφη πλαγιά του Στρογγυλού Βουνού, Βουνού, και ξαφνιάζεται βλέποντας τις κεκλιμένες σκεπές που μαρτυρούν μια αρχιτεκτονική ακόμα παλιότερη και από εκείνη της  γειτονικής περιοχής. περιοχής. Σίγουρα θ' ανατριχιάσει ανακαλύπτοντας ότι τα περισσότερα σπίτια είναι έρημα κι ετοιμόρροπα και η εκκλησία με το ραγισμένο καμπαναριό φιλοξενεί το μοναδικό, μοναδικό, τσα..τσα..-τατσούλικο τατσούλικο εμπορικό του χωριού. χωριού. Νιώθει δέος φτάνοντας στο σκοτεινό τούνελ της  γέφυρας κι ωστόσο δεν μπορεί  να το αποφύγει. αποφύγει. Μόλις περάσει απέναντι, απέναντι , αντιλαμβάνεται μια ανεπαίσθητη αλλά απαίσια μυρωδιά  γύρω από το δρόμο του χωριού, χωριού, σαν από συγκεντρωμένη μούχλα και αποσύνθεση αιώνων. αιώνων. Βγαίνοντας, Βγαίνοντας, τον κυριεύει βαθιά ανακούφιση. ανακούφιση . Ακολουθώντας το στενό δρόμο  γύρω από τους πρόποδες των  λόφων και μέσα στην επίπεδη περιοχή ανάμεσά τους, τους, ξαναβγαίνει στη δημοσιά  για το Άλσμπουρι Πάικ. Πάικ. Μόνο εκ των υστέρων ίσως μάθει ότι πέρασε από το Ντάνγουιτς. Ντάνγουιτς. Οι ξένοι επισκέπτονται το Ντάνγουιτς όσο πιο σπάνια  γίνεται.  γίνεται. Από κάποια στιγμή και μετά  γκρεμίστηκαν όλες οι πινακίδες που έδειχναν το δρόμο προς τα εκεί. εκεί.  Το τοπίο, τοπίο, εξετάζοντάς το κανείς με τα συνηθισμένα αισθητικά κριτήρια, κριτήρια, είναι ιδιαίτερα όμορφο. όμορφο. Κι όμως, όμως, δεν προσελκύει καλλιτέχνες ή παραθεριστές. παραθεριστές . Πριν δύο αιώνες, αιώνες, όταν οι άνθρωποι δεν περιγελούσαν πράγματα όπως η μαγεία, μαγεία, η  λατρεία του Σατανά και οι αφύσικες παρουσίες στα δάση, δάση, αυτοί ήταν οι  λόγοι που απέφευγαν την περιοχή. περιοχή. Στο δικό μας αιώνα της  λογικής αφού ο τρόμος του Ντάνγουιτς στα  στα  1928 αποσιωπήθηκε απ απ'' αυτούς που  νοιάζονταν  για την ευημερία ολόκληρου του κόσμου ο κόσμος το αποφεύγει χωρίς  να ξέρει ακριβώς το  γιατί.  γιατί.  Ίσως ένας  λόγος μολονότι δεν ισχύει  για τους ανυποψίαστους ξένους είναι ότι οι  ντόπιοι είναι απτοκρουστικά ξεπεσμένοι, ξεπεσμένοι , έχοντας τραβήξει μακριά στο μονοπάτι της παλινδρόμησης που είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλά απομονωμένα μέρη της Νέας Αγγλίας. Αγγλίας.  Έχουν καταλήξει  ν'  ν' αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή, φυλή, με οφθαλμοφανή διανοητικά και σωματικά σημάδια του εκφυλισμού και της ενδογαμίας. ενδογαμίας. Ο μέσος όρος του δείκτη  νοημοσύνης τους είναι αξιοθρήνητα χαμηλός, χαμηλός, ενώ τα χρονικά τους ξεχειλίζουν από ωμή μοχθηρότητα και μισοκαλυμμένους φόνους, φόνους, αιμομειξίες και εγκλήματα της πιο ακατονόμαστης βιαιότητας και διαστροφής. διαστροφής. Η παλιά τάξη των ευγενών, ευγενών, που αποτελείται από δύο ή τρεις παλιές οικογένειες που ήρθαν από το

Σάλεμ στα 1692, στα 1692, κρατήθηκε κάπως ψηλότερα από το  γενικό επίπεδο της παρακμής, παρακμής, μολονότι πολλά παρακλάδια της καταποντίστηκαν μέσα στη χυδαία μάζα, μάζα, τόσο βαθιά, βαθιά, ώστε μόνο τα ονόματά τους μαρτυρούν την καταγωγή που  ντροπιάζουν.  ντροπιάζουν. Μερικοί από τους Γουότλι και τους Μπίσοπ στέλνουν ακόμα τους πρωτότοκους  γιους τους στα πανε.. πανε..οτιστήμια οτιστήμια Χάρβαρντ και Μισκατόνικ, Μισκατόνικ , αν και αυτοί οι  γιοι σπάνια επιστρέφουν στις μουχλιασμένες σκεπές κάτω από τις οποίες  γεννήθηκαν αυτοί και οι πρόγονοί τους. τους. Κανείς, Κανείς, ούτε καν αυτοί που  γνωρίζουν τον πρόσφατο τρόμο, τρόμο, δεν μπορεί  να καταλάβει τι συμβαίνει με το Ντάνγουιτς. Ντάνγουιτς. Παλιοί θρύλοι μιλούν  για ανίερες τελετές και μυστικές συνάξεις των Ινδιάνων, Ινδιάνων, στις οποίες καλούσαν α.ιοταγορευμένες σκοτεινές μορφές α.ιοτό τους ψηλούς στρογγυλούς  λόφους,  λόφους, ενώ στις φρενιασμένες προσευχές τους απαντούσαν δυνατοί τριγμοί και υπόκωφα βουητά από τα έγκατα της  γης.  γης.  Το 1747  Το 1747 ο αιδεσιμότατος Χόντλεί, Χόντλεί,  νεοφερμένος στην προτεσταντική εκκλησία του Ντάνγουιτς, Ντάνγουιτς, έκανε ένα αξιομνημόνευτο κήρυγμα με θέμα την κοντινή παρουσία του Άρχοντα του Σκότους και των δαιμόνων του. του. Είπε τα εξής: εξής: Οι  Βλάσφημοι  Δαίμονες  της  Κόλασης  εμφανίζονται  τόσο  συχνά  στο  χωριό  μας  ώστε  δεν  μποτορούμε  να  το  αγνοήσουμε . Οι  επάρατες  Φωνές  του  Αζαζέλ  και  του  Μπουζραέλ , του  Βελζεβούλ και  Βελζεβούλ  και  του  Βελιάλ  ακούγονται  από τα  από  τα Τρίσβαθα  Τρίσβαθα της  της  Γης , όπως  μπορούν  να  βεβαιώσουν  να  βεβαιώσουν  πολλοί  αξιόπιστοι  Μάρτυρες  που  ζουν  ακόμα . Εγώ  ο  ίδιος  άκουσα  μια  Συνομιλία  Μοχθηρών  Δυνάμεων  στο  Λόφο  πίσω  από  το  Σπίτι  μου  πριν  από  δεκαπέντε  μέρες  περίπου . ακούγονταν  Κροταλίσματα  και  Συρσίματα , Βογκητά , Σκληρίγματα  και  Σφυρίγματα  που  κανένα  Πλάσμα  του  Κόσμου  μας  δεν  μπορεί  να  παραγάγει  και  που  δεν  μπορεί  να  προέρχονταν  παρά  από  τις  Αβύσσους  που  μόνο  η Μαύρη Μαγεία μπορεί  Μαγεία  μπορεί  ν ' αποκαλύψει  και μόνο  και  μόνο  ο  Διάβολος  να ξεκλειδώσει  να  ξεκλειδώσει . Ο κύριος Χόντλεί εξαφανίστηκε  λίγο μετά που εκφώνησε αυτό το κήρυγμα, κήρυγμα, αλλά το κείμενο, κείμενο, τυπωμένο στο Σπρίνγκφιλντ, Σπρίνγκφιλντ, σώζεται ακόμα. ακόμα. Οι θόρυβοι στους  λόφους συνεχίστηκαν  ν'  ν' αναφέρονται τα επόμενα χρόνια και αποτελούν ακόμα μυστήριο  για τους  γεωλόγους και τους φυσιογράφους. φυσιογράφους. Άλλες παραδόσεις αναφέρουν μια εμετική δυσωδία κοντά στους κύκλους των πέτρινων στηλών που στεφανώνουν τους  λόφους και ορμητικές αέρινες παρουσίες, παρουσίες, που ακούγονται αμυδρά ορισμένες ώρες από κάποια συγκεκριμένα σημεία στα βάθη των μεγάλων φαραγγιών , ενώ πολλοί προσπαθούν ακόμα  να εξηγήσουν την «Πίστα του Διαβόλου» Διαβόλου» μια ανεμοδαρμένη, ανεμοδαρμένη, καψαλισμένη βουνοπλαγιά όπου δε φυτρώνει ούτε ένα δέντρο, δέντρο, θάμνος ή αγριόχορτο. αγριόχορτο.  Τέλος,  Τέλος, οι  ντόπιοι φοβούνται θανάσιμα τα πολυάριθμα  νυχτοπούλια που σκούζουν τις ζεστές  νύχτες.  νύχτες.  Τα θεωρούν ψυχοπομπούς που περιμένουν τις ψυχές των ετοιμοθάνατων, ετοιμοθάνατων, συγχρονίζοντας τα απόκοσμα κρωξίματά τους με την κοφτή ανάσα του αρρώστου. αρρώστου. Αν καταφέρουν  ν'  ν' αρπάξουν την ψυχή που φεύγει από το σώμα, σώμα, φτερουγίζουν μακριά τερερίζοντας ένα σατανικό  γέλιο.  γέλιο. αλλά, αλλά, αν αποτύχουν, αποτύχουν, βυθίζονται σταδιακά σε μια απ απo o γo  γoητευμένη σιωπή. σιωπή. Αυτοί οι θρύλοι, θρύλοι, φυσικά, φυσικά, είναι  γελοίοι κι εξωφρενικοί, εξωφρενικοί, αφού

προέρχονται από μια ξεχασμένη αρχαιότητα. Και πράγματι, το Ντάνγουιτς είναι εξωφρενικά παλιό -πολύ αρχαιότερο από οποιαδήποτε κοινότητα βρίσκεται σε ακτίνα τριάντα μιλίων απ' αυτό. Στα  νότια του χωριού μπορεί κανείς  να δει τους τοίχους του υπογείου και την καμινάδα ενός παλιού πρεσβυτερίου που χτίστηκε πριν το  1700, ενώ τα ερείπια του μύλου στους καταρράκτες, που χτίστηκε το  1806, είναι το πιο σύγχρονο έργο της αρχιτεκτονικής στο χωριό. Η βιομηχανία δεν άνθισε εδώ και το πέρασμά της από το Ντάνγουιτς το δέκατο ένατο αιώνα αποδείχτηκε βραχύβιο. Παλιότερα απ' όλα είναι τα μεγάλα δαχτυλίδια των πέτρινων στηλών στις κορφές των βουνών, αλλά αυτά αποδίδονται περισσότερο στους Ινδιάνους παρά στους αποίκους. Σωροί σκελετών και κρανίων, που βρέθηκαν μέσα σ' αυτούς τους κύκλους και  γύρω από τον ογκώδη επίπεδο βράχο στο  λόφο Σέντινελ, υποστηρίζουν τις τοπικές δοξασίες ότι αυτά ήταν κάποτε τα  νεκροταφεία άγνωστων φυλών. πολλοί εθνολόγοι, ωστόσο, απορρίπτοντας σαν απίθανη αυτή τη θεωρία, επιμένουν να τα θεωρούν απομεινάρια της Καυκάσιας φυλής.

ΙΙ Στην περιφέρεια του Ντάνγουιτς, σε μια μεγάλη και μισοερειπωμένη αγροικία που ήταν χτισμένη πάνω σε μια πλαγιά, τέσσερα μίλια από το χωριό κι ενάμισι από τον κοντινότερο  γείτονα,  γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ Γουότλι στις 5 το πρωί της Κυριακής, 2 Φεβρουαρίου του 1913. 'Ολοι θυμούνταν την ημερομηνία, επειδή, εκτός του ότι ήταν η Υπαπαντή την οποία οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς  γιορτάζουν μυστηριωδώς με άλλο όνομα ήχησαν  γι' άλλη μια φορά οι υπόκωφοι θόρυβοι στους  λόφους και όλα τα σκυλιά της  γύρω περιοχής  γάβγιζαν αδιάκοπα όλη τη  νύχτα της παραμονής. Λιγότερη αίσθηση προκάλεσε το  γεγονός ότι η μητέρα ήταν απόγονη των εκφυλισμένων Γουότλι μια κάπως παραμορφωμένη, άσχημη και άχρωμη  γυναίκα  γύρω στα τριάντα πέντε, που ζούσε με τον ηλικιωμένο και μισότρελο πατέρα της, που στα  νιάτα του θεωρούνταν πρωταγωνιστής σε φρικτές ιστορίες μαγείας. Η Λαβίνια Γουότλι δεν ήταν παντρεμένη, αλλά, όπως συνηθιζόταν στην περιοχή, δεν προσπάθησε  να αποκηρύξει το παιδί . οι  ντόπιοι μπορούσαν -όπως κι έκαναν-  να υποθέσουν ό,τι ήθελαν. Αντίθετα, εκείνη φαινόταν ανεξήγητα περήφανη  για το μελαψό, τραγόμορφο βρέφος που έκανε τόση αντίθεση με το δικό της αρρωστημένο αλμπινισμό (Αλμπινισμός  ή Αλφισμός : οργανική ανωμαλία  που  χαρακτηρίζεται  από  την  πλήρη έλλειψη χρωστικών  ουσιών  στο  δέρμα  και  τα  μαλλιά  και  τα  κοκκινωπά  μάτια .) και πολλοί την άκουγαν  να μουρμουρίζει παράξενες προφητείες  για τις ασυνήθιστες δυνάμεις και το συνταρακτικό μέλλον του. Μα αυτή η συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από ένα μοναχικό πλάσμα σαν τη Λαβίνια, που συνήθιζε  να περιπλανιέται στους  λόφους μέσα στις καταιγίδες και  να προσπαθεί  να διαβάσει τα βλάσφημα βιβλία που είχε κληρονομήσει ο πατέρας της από δυο  γενιές Γουότλι και που διαλύονταν πια από τη φθορά και το σαράκι. Δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο, το μυαλό της όμως ξεχείλιζε από ασύνδετα αποσπάσματα της αρχαίας  γνώσης που της δίδαξε ο πατέρας της. 'Ολοι απέφευγαν το απομακρυσμένο αγροτόσπιτο εξαιτίας της φήμης του  γερο-Γουότλι ότι

ασχολιόταν με τη μαύρη μαγεία και ο ανεξήγητος, φρικτός θάνατος της  γυναίκας του, όταν η Λαβίνια ήταν δώδεκα χρονών, δεν είχε βελτιώσει φυσικά τη φήμη του. Μόνη μέσα σε παράξενες επιρροές, η Λαβίνια περνούσε το χρόνο της με αλλόκοτες και μεγαλεπήβολες ονειροπολήσεις και ασυνήθιστες ασχολίες. εξάλλου, δεν είχε και πολλές δουλειές στο αγροτόσπιτο, όπου ακόμα και η στοιχειώδης τάξη και καθαριότητα είχαν εκλείψει προ πολλού. Μια φοβερή κραυγή κάλυψε ακό'μα και τους θορύβους του  λόφου και τα αλυχτίσματα των σκυλιών το χάραμα που  γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ, αλλά κανένας  γιατρός ή μαμή δεν παρευρέθηκε στην άφιξή του. Οι  γείτονες δεν έμαθαν  γι' αυτόν παρά μια εβδομάδα αργότερα, όταν ο  γερο-Γουότλι οδήγησε το έλκηθρό του μέσα στο χιόνι ως το κέντρο του Ντάνγουιτς και κουβέντιασε ασυνάρτητα με την ομάδα των αργόσχολων που μαζεύονταν στο. παντοπωλείο του .Οσμπορν . Ο ηλικιωμένος άντρας φαινόταν αλλαγμένος -είχε προστεθεί άλλο ένα στοιχείο στη μυστικοπάθεια του ταραγμένου μυαλού του, μετατρέποντάς τον σιγά σιγά από πηγή σε αντικείμενο του φόβουμολονότι δεν ήταν απ' αυτούς που θα συγχυζόταν από ένα συνηθισμένο οικογενειακό  γεγονός. Μέσα σε όλα αυτά επέδειξε κάποια ίχνη της περηφάνιας που έγινε αργότερα πιο αντιληπτή στη στάση της κόρης του. Αυτά που είπε  για τον πατέρα του παιδιού χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη των ακροατών του. «Δε με  νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι. αν το αγόρι της Λαβίνια έμοιαζε με τον πατέρα του, δε θα έμοιαζε με τίποτα που ξέρουμε. Είναι κουτό  να πιστεύετε ότι μόνο οι  ντόπιοι είναt καλοί. Η Λαβίνια έχει διαβάσει κι έχει δει πράγματα που οι περισσότεροι από εσάς δεν τολμάτε ούτε  να ψιθυρίσετε. Σας  λέω, ο άντρας της είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν απ' αυτή τη μεριά του Άλσμπουρι. κι αν ξέρατε  για τους  λόφους όσα ξέρω εγώ, δε θα ζητούσατε καλύτερη εκκλησία  για το  γάμο της.  Ένα θα σας πω μόνο: κάποια  μέρα θ ' ακούσετε  το  γιο  της  να καλεί  τον πατέρα του από την  κορυφή του  λόφου Σέντι νελ !» Οι μόνοι που είδαν τον Γουίλμπουρ στη διάρκεια του πρώτου μήνα της ζωής του ήταν ο Ζαχαρίας Γουότλι, από το υγιές παρακλάδι της οικογένειας, και η  γυναίκα του Ερλ Σόγιερ, η Μάμι Μπίσοπ. Η επίσκεψη της Μάμι έγινε από καθαρή περιέργεια και δικαιώθηκε με το παραπάνω από τις ιστορίες που είχε  να διηγηθεί. αλλά ο Ζαχαρίας είχε πάει  να παραδώσει ένα ζευγάρι αγελάδες που ο  γερο-Γουότλι είχε αγοράσει α..-τό τον Κέρτις, το  γιο του. Αυτά τα δύο ήταν τα πρώτα από αμέτρητα  γελάδια που αγοράστηκαν από τη μικρή οικογένεια του Γουίλμπουρ ως το 1928, αφού πέρασε ο τρόμος του Ντάνγουιτς. ωστόσο, κανείς δεν είδε ποτέ το σαραβαλιασμένο στάβλο των Γουότλι  γεμάτο με ζωντανά. Κάποια στιγμή, οι  ντόπιοι ήταν αρκετά περίεργοι ώστε  ν' ανέβουν κρυφά και  να μετρήσουν το κοπάδι που έβοσκε  νωθρά στην απότομη πλαγιά πάνω από το παλιό αγροτόσπιτο. δε βρήκαν πάνω από δέκα ή δώδεκα  λιπόσαρκα, αναιμικά ζωντανά. Προφανώς, κάποια μόλυνση ή αρρώστια -ίσως εξαιτίας του ανθυγιεινής βοσκής ή των  νοσηρών παράσιτων από τα μουχλιασμένα δοκάρια του βρομερού στάβλου- θέριζε τα ζώα των Γουότλι. Ωστόσο, παρατήρησαν παράξενες ουλές, σαν τομές, στο σώμα των  γελαδιών και, μια δυο φορές στη διάρκεια των πρώτων μηνών, κάποιοι

επισκέπτες είπαν πως είδαν παρόμοιες ουλές  γύρω στο  λαιμό του πελιδ νού, αξύριστου  γέρου και της βρομερής, κατσαρομάλλας αλμπίνας κόρης του.  Την άνοιξη μετά τη  γέννηση του Γουίλμπουρ, η Λαβίνια ξανάρχισε τις συνηθισμένες τις περιπλανήσεις στους  λόφους, κρατώντας στα δυσανάλογα μπράτσα της το μελαψό παιδί.  Το  γενικό ενδιαφέρον  για τους Γουότλι υποχώρησε, αφού είχαν δει σχεδόν όλοι το παιδί, και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο  να σχολιάσει το πόσο  γρήγορα μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Η ανάπτυξή του ήταν πράγματι πρωτοφανής, αφού τρεις μήνες μετά τη  γέννησή του είχε το ύψος και τη δύναμη που σπάνια βρίσκει κανείς σε μωρά κάτω του ενός έτους. Οι κινήσεις, ακόμα και η φωνή του, έδειχναν μια πειθαρχία και σιγουριά πολύ παράξενη  για ένα μωρό και κανείς δεν ξαφνιάστηκε τελικά όταν, σε ηλικία εφτά μηνών, άρχισε  να περπατάει χωρίς βοήθεια, ξεπερνώντας και τα τελευταία ίχνη του δισταγμού του στη διάρκεια του επόμενου μήνα. Λίγο αργότερα - και συγκεκριμένα στη  γιορτή των Αγίων Πάντωνεμφανίστηκε μια δυνατή  λάμψη τα μεσάνυχτα στην κορυφή του  λόφου Σέντινελ, όπου βρίσκεται η παλιά επίπεδη πέτρα ανάμεσα στους τύμβους των αρχαίων σκελετών. Άρχισαν αρκετές συζητήσεις όταν ο Σίλας Μπίσοπ -από τους υγιείς Μπίσοπ- ανέφερε ότι είχε δει το αγόρι  ν' ανεβαίνει τρέχοντας ορμητικά το  λόφο μαζί με τη μητέρα του, περίπου μία ώρα πριν φανεί η  λάμψη. Ο Σίλας είχε πάει  να μαζέψει μια ξεστρατισμένη δαμάλα, αλλά παραλίγο  να ξεχάσει την αποστολή του όταν είδε φευγαλέα τις δύο φιγούρες μέσα στο αχνό φως του φαναριού του.  Έτρεχαν αθόρυβα σχεδόν μέσα από τα χαμόδεντρα και ο εμβρόντητος μάρτυρας είχε την εντύπωση πως ήταν εντελώς  γυμνοί. Aργότερα είπε ότι ίσως το αγόρι φορούσε κάποιου είδους ζωνάρι κι ένα σκουρόχρωμο φαρδύ παντελόνι. Από τότε, πάντως, κανείς δεν είδε ποτέ τον Γουίλμπτουρ  να μην είναι  ντυμένος και κουμπωμένος μέχρι το  λαιμό, ενώ η παραμικρή πιθανότητα  ν' αποκαλυφθεί μέρος του σώματός του τον πλημμύριζε οργή και  νευρικότητα. Η αντίθεσή του με τους κουρελιάρηδες συγγενείς του έκανε τους πάντες  ν' απορούν μέχρι που ο τρόμος του  1928 απάντησε στα ερωτήματά τους.  Τον επόμενο Ιανουάριο πολύ  λίγοι ασχολήθηκαν με το  γεγονός ότι «το μούλικο της Λαβίνια» είχε αρχίσει  να μιλάει, μόλις έντεκα μηνών. Η ομιλία του ήταν αξιοθαύμαστη, τόσο  γιατί διέφερε από το ιδίωμα της περιοχής όσο κι επειδή ήταν απαλλαγμένη από το παιδιάστικο ψεύδισμα σε βαθμό που θα έκανε περήφανο ένα παιδί τριών ή τεσσάρων χρονών.  Το αγόρι δεν ήταν φλύαρο. ωστόσο, όταν μιλούσε, είχε έναν αλλόκοτο τόνο που ήταν πρωτάκουστος στο Ντάνγουιτς και τους κατοίκους του. Και η έκπληξή τους δε  γεννιόταν μόνο απ' αυτά που τον άκουγαν  να  λέει ή από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αλλά συνδεόταν με τη χροιά της φωνής, με τις ίδιες τις φωνητικές του χορδές που  γεννούσαν τόσο παράξενο ήχο.  Το παρουσιαστικό του είχε αποκτήσει στο μεταξύ μια παράξενη ωριμότητα. ενώ είχε το πολύ μικρό πιγούνι της μητέρας και του παππού του, η αετίσια, ρωμαϊκή μύτη του, σε συνδυασμό με την έκφραση των μεγάλων, σκουρόχρωμων, απύθμενων ματιών του του έδιναν την όψη σχεδόν ενήλικου με εξαιρετική  νοημοσύνη. Ωστόσο, παρά τη  λάμψη της εξυπνάδας του, ήταν εξαιρετικά άσχημος. υπήρχε κάτι ζωώδες, τραγίσιο

θα ' λεγε κανείς, στα χοντρά του χείλη, το κιτρινωπό του δέρμα με τους διεσταλμένους πόρους, τα τραχιά σγουρά μαλλιά και τα ασυνήθιστα μακρόστενα αυτιά του. Γρήγορα άρχισαν  να τον αντιπαθούν ακόμα περισσότερο απ' όσο τον παππού και τη μητέρα του και όλες οι συζητήσεις σχετικά μ' αυτόν ήταν καρυκευμένες με αναφορές στην παλιά μαγεία του  γερο-Γουότλι και στο πώς σείστηκαν οι  λόφοι τότε που είχε φωνάξει το φρικτό όνομα του Γιογκ  Σοδόθ  μέσα σ' έναν κύκλο από πέτρες, κρατώντας ένα μεγάλο βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Εξάλλου, ήταν και τα σκυλιά: μισούσαν το αγόρι, που αναγκαζόταν να αμύνεται με διάφορους τρόπους στις απειλητικές διαθέσεις τους.

ΙΙΙ Στο μεταξύ, ο  γερο-Γουότλι συνέχιζε  ν' αγοράζει  γελάδια, χωρίς το κοπάδι του  να πληθαίνει ποτέ. Και μια μέρα, άρχισε  να κόβει ξύλα και καται-τιάστηκε με την επισκευή των τμημάτων του αγροτόσπιτου που είχαν πέσει σε αχρηστία.  Ήταν ένα άνετο οικοδόμημα με κεκλιμένη σκεπή και με το πίσω μέρος του κυριολεκτικά σκαμμένο μέσα στη βραχώδη πλαγιά. τα τρία  λιγότερο καταστρεμμένα δωμάτια του ισογείου ήταν αρκετά  για τις ανάγκες του ίδιου και της κόρης του. Πάντως, πρέπει  να είχε εκπληκτικά αποθέματα δύναμης  για  να φέρει σε πέρας μια τόσο σκληρή δουλειά. και μολονότι εξακολουθούσε  να μουρμουρίζει ασυνάρτητα κατά καιρούς, οι ικανότητές του στην ξυλουργική μαρτυρούσαν ένα κοφτερό μυαλό. Είχε ξεκινήσει αυτή την προσπάθεια από τη  γέννηση του Γουίλμπουρ, επισκευάζοντας ένα από τα υπόστεγα στην αυλή. το κάρφωσε με σανίδες και το εξόπλισε μ' ένα  γερό καινούριο  λουκέτο.  Την ίδια επιμέλεια επέδειξε και στην επισκευή του ερειπωμένου πάνω ορόφου του σπιτιού. Η παραφροσύνη του εκδηλώθηκε μόνο όταν κάρφωσε με σανίδες όλα τα παράθυρα -αν και πολλοί πίστευαν ότι ήταν τρελό και μόνο που ασχολήθηκε με την επισκευή του σπιτιού. Πιο  λογική τούς φαινόταν η προσθήκη ενός δωματίου  για τον εγγονό του στο ισόγειο. Αυτό το δωμάτιο -επενδυμένο με ψηλά,  γερά ράφια, πάνω στα οποία ο  γερο-Γουότλι τακτοποιούσε με σχολαστική τάξη όλα τα σαρακοφαγωμένα και μισοσκισμένα παλιά βιβλία που στην εποχή του ήταν ανάκατα στοιβαγμένα- το είχαν δει πολλοί, αλλά κανείς δεν είχε ανέβει ποτέ στον ερμητικά κλειστό πάνω όροφο. «Τα  χρησιμοποίησα  κι  εγώ  στην  εποχή μου », μονολογούσε  ο  γερο -  Γουότλι , συναρμολογώντας  μια  ασπρόμαυρη σελίδα  με  κόλλα  που  ετοίμαζε  στο  φούρνο  της  σκουριασμένης  κουζίνας , « αλλά  το  αγόρι  θα  τα  χρησιμοποιήσει  ακόμα  καλύτερα . Τα  θέλει  στην  καλύτερη δυνατή κατάσταση, γιατί  απ ' αυτά θα  διδαχτεί ».  Όταν ο Γουίλμπουρ ήταν ενός έτους κι εφτά μηνών – το Σεπτέμβριο του  1914- το παρουσιαστικό και τα επιτεύγματά του ήταν σχεδόν ανησυχητικά.  Έμοιαζε με παιδί τεσσάρων χρονών και ήταν ευφραδής και απίστευτα έξυπνος ομιλητής.  Έτρεχε ελεύθερα στους αγρούς και τους  λόφους και συνόδευε τη μητέρα του σε όλες της τις περιπλανήσεις. Στο σπίτι, μελετούσε επιμελώς τις αλλόκοτες εικόνες και τα διαγράμματα των βιβλίων του παππού του, ενώ ο  γερο-Γουότλι τον δίδασκε και τον κατηχούσε χαμηλόφωνα  για ατέλειωτα απομεσήμερα. Στο μεταξύ, η

ανακαίνιση του σπιτιού είχε τελειώσει,  γεννώντας ερωτηματικά σε όσους το έβλεπαν. Γιατί ένα από τα παράθυρα του πάνω ορόφου, αυτό στο ανατολικό άκρο του αετώματος κοντά στο  λόφο, είχε μετατραπεί σε πόρτα με χοντρά μαδέρια; Και σε τι εξυπηρετούσε η επικλινής πλατφόρμα που τη συνέδεε με το έδαφος;...  Την ίδια εποχή περίπου, οι επισκέπτες παρατήρησαν ότι η παλιά αποθήκη, που ήταν διπλοκλειδωμένη και καρφωμένη με σανίδες από τότε που  γεννήθηκε ο Γουίλμπoυρ, είχε εγκαταλειφθεί και πάλι. Η πόρτα έχασκε ανοιχτή και μια φορά που μπήκε ο Ερλ Σόγιερ -είχε πάει  να παραδώσει καινούρια  γελάδια στο  γερο-Γουότλι- αναγούλιασε από την εμετική μυρωδιά που κυριαρχούσε εκεί, μια αηδιαστική δυσωδία, όπως είοι-τε, που δεν είχε μυρίσει ποτέ πριν παρά μόνο κοντά στους ινδιάνικους κύκλους πάνω στους  λόφους -μια φρικτή βρόμα που δεν μπoρεί  να προερχόταν από τίποτα υγιές ή  γήινο. Αλλά, πάλι, τα σπίτια και τα υπόστεγα των ανθρώπων του Ντάνγουιτς δε διακρίνονταν για την ευωδιά τους.  Τους επόμενους μήνες δε συνέβη κανένα σημαντικό  γεγονός, εκτός από το ότι όλοι ορκίζονταν πως είχαν παρατηρήσει μια αργή αλλά σταθερή αύξηση των μυστηριωδών κρότων από το  λόφο.  Την Πρωτομαγιά του  1915 οι κρότοι αυτοί ακούστηκαν ως το Άλσμπουρι, ενώ την ερχόμενη Αποκριά ακούστηκε ένα υπόγειο βουητό που ήταν ανεξήγητα συγχρονισμένο με τις εκρήξεις φωτιάς -«κατορθώματα αυτών των μάγων, των Γουότλι»- στην κορυφή του  λόφου Σέντινελ. Ο Γουίλμπουρ συνέχιζε  να μεγαλώνει αφύσικα, με αποτέλεσμα  να είναι τεσσάρων χρονών και  να μοιάζει με δεκάχρονο παιδί. Διάβαζε ασταμάτητα, μόνος του πια, αλλά μιλούσε πολύ  λιγότερο από πριν.  Ήταν τρομερά μυστικοπαθής και οι  ντόπιοι άρχισαν  να σχολιάζουν  για πρώτη φορά τη μοχθηρή έκφραση που αποτυπωνόταν μέρα με την ημέρα στο τραγόμορφο πρόσωπό του. Κάποτε κάποτε μουρμούριζε ακατάληπτα κορακίστικα κι έψαλλε σε αλλόκοτους ρυθμούς, προκαλώντας ρίγη ανομολόγητου τρόμου σε όποιον τύχαινε  να τον ακούσει. Η απέχθεια που προκαλούσε σε όλα ανεξαιρέτως τα σκυλιά έγινε θέμα ατέλειωτων συζητήσεων. κυκλοφορούσε με πιστόλι  για  να μπορεί  να διασχίζει με ασφάλεια την εξοχή. Και η σποραδική χρήση του όπλου δεν αύξησε, φυσικά, τη δημοτικότητά του στους ιδιοκτήτες των μαντρόσκυλων. Οι  λιγοστοί επισκέπτες του σπιτιού έβρισκαν συχνά τη Λαβίνια μόνη στο ισόγειο, ενώ παράξενοι θόρυβοι και βήματα αντηχούσαν από τον ερμητικά κλειστό πρώτο όροφο. Εκείνη δεν αποκάλυπτε ποτέ τι έκαναν ο πατέρας και ο  γιος της εκεί πάνω, μολονότι μια φορά χλόμιασε και πανικοβλήθηκε όταν ένας πλανόδιος ψαράς -αιώνιο πειραχτήριέκανε  ν' ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα που οδηγούσε στη σκάλα. Αυτός είπε αργότερα στους αργόσχολους στο Ντάνγουιτς ότι του φάνηκε πως άκουσε ποδοβολητό αλόγου από τον πάνω όροφο. Εκείνοι το σκέφτηκαν  λίγο, το συνδύασαν με την πλατφόρμα και την πόρτα και τα  γελάδια που εξαφανίζονταν τόσο τακτικά και αναρίγησαν όταν αναλογίστηκαν ιστορίες από τα  νιάτα του  γερο-Γουότλι και θρύλους  για τρομερά πλάσματα που ξεπηδούν από τα έγκατα της  γης όταν θυσιάζεται ένας ταύρος την κατάλληλη στιγμή με συγκεκριμένο τελετουργικό. Είχαν παρατηρήσει από καιρό ότι τα σκυλιά απεχθάνονταν κι έτρεμαν ολόκληρο το κτήμα των Γουότλι, το ίδιο  λυσσασμένα όσο μισούσαν κι έτρεμαν τον ίδιο τον

Γουίλμπουρ.  Το  1917 ξέσπασε ο πόλεμος και ο δικαστής Σόγιερ Γουότλι, επικεφαλής του τοπικού στρατολογικού  γραφείου, δυσκολεύτηκε  να βρει στο Ντάνγουιτς αρκετούς  νέους κατάλληλους  να σταλούν για εκπαίδευση. Η κυβέρνηση, ξαφνιασμένη από τόσο έντονα σημάδια  γενικής κατάπτωσης, έστειλε μερικούς αξιωματικούς και στρατιωτικούς  γιατρούς  να κάνουν έρευνες.  Το πόρισμα των ερευνών τους εκδόθηκε στον  Τύπο της Νέας Αγγλίας, όπως ίσως θυμούνται οι αναγνώστες. Η δημοσιότητα αυτή έβαλε τους δημοσιογράφους στα ίχνη των Γουότλι. Η Μπόστον Γκλόουμπ  και η Άρκχαμ  Αντβερτάιζερ  τύπωσαν φανταχτερά άρθρα στα κυριακάτικα φύλλα τους  γύρω από την πρόωρη ανάπτυξη του  νεαρού Γουίλμπουρ, τη μαύρη μαγεία του  γερο-Γουότλι, τα .παράξενα βιβλία στα ράφια, το σφραγισμένο πρώτο όροφο της παλιάς αγροικίας, τα παράδοξα φαινόμενα όλης της περιοχής και τους θορύβους των  λόφων της. Ο Γουίλμπουρ ήταν τεσσεράμισι χρονών τότε κι έμοιαζε δεκαπε ντάχρονος  νεαρός.  Τα χείλη και τα μάγουλά του σκοτείνιαζαν ήδη από  γένια και η φωνή του είχε αρχίσει να χοντραίνει. Ο Ερλ Σόγιερ συνόδευσε στο σπίτι των Γουότλι ομάδες δημοσιογράφων και φωτογράφων και τους επέστησε την προσοχή στην απαίσια δυσωδία που τώρα φαινόταν  να αναδύεται από τον πάνω όροφο. 'Ηταν, είπε, ακριβώς σαν τη μυρωδιά που του είχε κόψει την ανάσα στο υπόστεγο που εγκαταλείφθηκε μετά την αποπεράτωση της επισκευής του σπιτιού. και σαν τις αμυδρές αναθυμιάσεις που υπήρχαν μερικές φορές κοντά στον πέτρινο κύκλο στα βουνά. Οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς διάβασαν τα άρθρα που  γράφτηκαν και χαμογέλασαν  για τις ανακρίβειες. Απόρησαν, κυρίως, που οι συντάκτες επέμεναν τόσο στο ότι ο  γεροΓουότλι πλήρωνε πάντα  για τα  γελάδια του σε αρχαία χρυσά  νομίσματα. Οι Γουότλι είχαν δεχτεί τους επισκέπτες τους με απροκάλυπτη δυσφορία, μολονότι δεν τόλμησαν  να προκαλέσουν επιπλέον δημοσιότητα με μια βίαιη αντίδραση ή την άρνηση  να μιλήσουν. IV

Για μια δεκαετία τα χρονικά των Γουότλι θάβονται μέσα στη  γενική ζωή μιας αρρωστημένης κοινότητας που ήταν εξοικειωμένη με τις αλλόκοτες συνήθειές τους και μαθημένη στα όργιά τους κάθε Πρωτομαγιά και των Αγίων Πάντων. Δύο φορές το χρόνο θ' άναβαν φωτιές στην κορφή του  λόφου Σέντινελ και τα βουητά του βουνού θ' ακούγονταν ακόμα δυνατότερα κι αγριότερα. ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου  γίνονταν αλλόκοτα και δυσοίωνα πράγματα στο μοναχικό αγροτόσπιτο. Οι επισκέπτες ισχυρίζονταν πως άκουγαν παράξενους ήχους από το σφραγισμένο πάνω όροφο ακόμα κι όταν όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν κάτω και αναρωτιόνταν πόσο βασανιστικά αργά θυσιαζόταν συνήθως μια αγελάδα ή ένας ταύρος. Συζήτησαν  λίγο την πιθανότητα  να προσφύγουν στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων, αλλά τελικά το άφησαν  να περάσει. Βλέπετε, οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς απέφευγαν κατά κανόνα  να τραβούν πάνω τους την προσοχή του έξω κόσμου. Γύρω στο 1923, όταν ο Γουίλμπουρ ήταν δεκάχρονο αγόρι, ενώ το μυαλό, η φωνή, το παράστημα και το  γενειοφόρο πρόσωπό του έδιναν

την εντύπωση του ώριμου άντρα, άρχισε ένας καινούριος οργασμός δραστηριότητας στο παλιό σπίτι. Αυτή τη φορά περιορίστηκε στο σφραγισμένο πάνω όροφο και απο τις ξηλωμένες σανίδες που συσσωρεύτηκαν στην αυλή οι άνθρωποι συμπέραναν ότι ο  νεαρός και ο παππούς του είχαν ρίξει όλα τα χωρίσματα και είχαν αφαιρέσει, μάλιστα, και το δάπεδο της σοφίτας, αφήνοντας έναν πελώριο κενό χώρο ανάμεσα στο δάπεδο του πρώτου ορόφου και την επικλινή στέγη. Οι Γουότλι είχαν  γκρεμίσει ακόμα και τη μεγάλη κεντρική καμινάδα και συνέδεσαν στη σκουριασμένη κουζίνα ένα εξωτερικό τενεκεδένιο μπουρί σόμπας.  Την επόμενη άνοιξη, ο  γερο-Γουότλι παρατήρησε ότι αυξανόταν ο αριθμός των  νυχτοπουλιών που έβγαιναν από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής  για  να τιτιβίσουν κάτω από το παράθυρό του τις  νύχτες.  Έδινε μεγάλη σημασία στο  γεγονός και είπε στους αργόσχολους του 'Οσμπορν ότι μάλλον πλησίαζε η ώρα του. «Κρώζουν  ακριβώς  με  το   ρυθμό  της  ανάσας  μου  τώρα », είπε , « κι  ετοιμάζονται , φαντάζομαι , ν ' αρπάξουν  την  ψυχή μου . Ξέρουν  ότι  φεύγω  και  δε  θέλουν  να  τη χάσουν . Αφού  φύγω , θα  καταλάβετε  όλοι  σας  αν  μ ' έπιασαν  ή όχι . Αν  τα  καταφέρουν , θα  τερερίζουν  σαν  να  γελάνε  ως  το  ξημέρωμα . Αν  όχι , θα  είναι  ήσυχα . Τα  περιμένω , όμως , και  σκοπεύω  να  παλέψω  άγρια για  την  ψυχή μου !»  Το βράδυ της Γιορτής της Σοδειάς, την 1η Αυγούστου του 1924, ο δόκτωρ Χόφτον από το Άλσμπουρι κλήθηκε επειγόντως από τον Γουίλμπουρ Γουότλι, που είχε καλπάσει σαν τρελός μέσα στη  νύχτα με το μοναδικό άλογο που του είχε απομείνει  για  να τηλεφωνήσει από το μαγαζί του 'Οσμπορν. Φτάνοντας, βρήκε το  γερο-Γουότλι σε πολύ σοβαρή κατάσταση. ο σφυγμός κι η ρεγχώδης ανάσα του μαρτυρούσαν ότι το τέλος πλησίαζε. Η άσχημη αλμπίνα κόρη του και ο παράξενα  γενειοφόρος εγγονός του στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι, ενώ από το άδειο κέλυφος από πάνω ακούγονταν ρυθμικά πλαταγίσματα ή πλατσουρίσματα, σαν τον παφλασμό κυμάτων σε  λεία ακρογιαλιά. 'Ομως αυτό που ενόχλησε πάνω απ' όλα το  γιατρό ήταν τα φλύαρα  νυχτοπούλια απέξω: μια πολυπληθής  λεγεώνα πουλιών που τσίριζε ξανά και ξανά το ατέλειωτο σάλπισμά της σε διαβολικό συντονισμό με τη ρηχή ανάσα του ετοιμοθάνατου.  Ήταν απαίσιο και αφύσικο... φρικιαστικό, σκέφτηκε ο δόκτωρ Xόφτo ν, όπως και όλη η περιοχή στην οποία είχε μπει τόσο απρόθυμα ανταποκρινόμενος στην επείγουσα κλήση. Γύρω στη μία το πρωί, ο  γερο-Γουότλι ανέκτησε τις αισθήσεις του, διέκοψε το αγκομαχητό του και ψέλλισε μερικές  λέξεις στον εγγονό του: «Περισσότερο  χώρο , Γουίλι , περισσότερο  χώρο , γρήγορα . Εσύ  μεγαλώνεις , αλλά  εκείνο  μεγαλώνει  γρηγορότερα . Σύντομα  θα  είναι  έτοιμο  να  σε  υπηρετήσει , αγόρι  μου . Άνοιξε  τις  πύλες  του  Γιογκ  Σοδόθ  με  το  μεγάλο  ψαλμό  που  θα   βρεις  στη σελίδα   751 της  ολοκληρωμένης  έκδοσης  και  τότε  μόνο  βάλε  φωτιά  στη φυλακή. Η  φωτιά  από τη γη δεν μπορεί  να  το  βλάψει πια ».  Ήταν θεότρελος, πέρα από κάθε αμφιβολία. Μετά απτό μια παύση, στη διάρκεια της οποίας το κοπάδι των  νυχτοπουλιών απέξω συντόνισε τα κρωξίματά του με τον αλλαγμένο ρυθμό της ανάσας του κι

ακούστηκαν παράξενες βροντές από το βουνό, πρόσθεσε μερικές ακόμα φράσεις: «Τάιζέ  το  τακτικά , Γουίλι , μην  τ ' αφήσεις  να  πεινάσει . αλλά  ούτε  και  να  μεγαλώσει  πολύ  γρήγορα , γιατί , αν   βγει  έξω  πριν  ανοίξεις  το  Γιογκ  Σοδόθ , θα  τελειώσουν  όλα . Μόνο  εκείνοι  από  εκεί  έξω  μπορούν  να  το  κάνουν  να  πολλαπλασιαστεί  και  να  δουλέψει ... Μόνο  εκείνοι , οι παλιοί  που  θέλουν  να  γυρίσουν  πίσω ...»  Τα  λόγια του πνίγηκαν ξανά σε αγκομαχητά και η Λαβίνια έβγαλε μια κραυγή όταν τα κρωξίματα απέξω συγχρονίστηκαν και πάλι με την ανάσα του. Αυτό συνεχίστηκε  για μια ώρα σχεδόν, ώσπου άρχισε ο τελικός ρόγχος. Κι όταν ο δόκτωρ Χόφτον κατέβασε τα ρυτιδωμένα βλέφαρα πάνω από τα απλανή  γκρίζα μάτια, ο σαματάς των πουλιών σιγά σιγά έσβησε τελείως. Η Λαβίνια έκλαιγε με  λυγμούς, αλλά ο Γουίλμπουρ  γέλασε, ενώ οι κρότοι από τα έγκατα της  γης ηχούσαν από μακριά. «Δεν τον  έπιασαν !» μουρμούρισε με τη βαθιά, βαρύτονη φωνή του. Ο Γουίλμπουρ είχε αποκτήσει πραγματικά φοβερή μόρφωση με το μονόπλευρο τρόπο του κι ήταν  γνωστός διά αλληλογραφίας σε πολλούς βιβλιοθηκάριους στα μακρινά μέρη όπου φυλάσσονται σπάνια και απαγορευμένα βιβλία. Οι άνθρωποι του Ντάνγουιτς τον μισούσαν και τον έτρεμαν όλο και περισσότερο, ειδικά όταν άρχισαν  να τον υποψιάζονται  για την εξαφάνιση μερικών παιδιών. αλλά κατάφερναν πάντα  να αποσιωπούν την έρευνα από φόβο ή από απληστία, αφού τα παλιά χρυσά  νομίσματα εξακολουθούσαν , όπως και στην εποχή του παππού του,  να ρέουν τακτικά  για την αγορά  γελαδιών. Στο μεταξύ, ο Γουίλμπουρ έδειχνε πραγματικός άντρας πια και μολονότι το ύψος του ήταν ήδη στο μέσο όρο συνέχιζε  ν' αναπτύσσεται.  Το 1925, όταν τον επισκέφτηκε ένας καθηγητής από το πανεπιστήμιο Μισκατόνικ -με τον οποίο αλληλογραφούσε- κι έφυγε αργότερα κάτωχρος και ταραγμένος, ο μικρός είχε ξεπεράσει τα δύο μέτρα σε ύψος. Από την αρχή ο Γουίλμπουρ αντιμετώπιζε την παραμορφωμένη αλμπίνα μητέρα του με ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηστι και τελικά της απαγόρευσε ν' ανεβαίνει μαζί του στα βουνά το: βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων' το  1926, το θλιβερό πλάσμα παραπονέθηκε στη Μάμι Μπίσοπ ότι τον φοβόταν. « Ξέρω  περισσότερα  γι ' αυτόν  απ ’ όσα  μπορώ  να  σου  πω , Μάμι », είπε , « και  τον  τελευταίο  καιρό  υπάρχουν  κι  άλλα  που  δε  θέλω  να  μάθω ! Μάρτυς  μου  ο  Θεός , δεν  ξέρω  ούτε  τι  θέλει  ούτε  τι  προσπαθεί  να  κάνει ». Εκείνη την ημέρα των Αγίων Πάντων, οι θόρυβοι από το βουνό ήχησαν δυνατότεροι από ποτέ και φλόγες φώτισαν την κορυφή του Σεντινέλ. Οι  ντόπιοι όμως πρόσεξαν περισσότερο τα ρυθμικά κρωξίματα ενός μεγάλου σμήνους  νυχτοπουλιών που, έχοντας καθυστερήσει αφύσικα στην αποδημία τους, είχαν συγκεντρωθεί  γύρω από τη σκοτεινή αγροικία των Γουότλι. Μετά τα μεσάνυχτα, οι διαπεραστικές  νότες τους ξέσπασαν σ' ένα είδος τερερίσματος που θύμιζε σατανικό  γέλιο και αντηχούσε σε όλη την περιοχή μέχρι που έφεξε  για τα καλά, Μόνο τότε εξαφανίστηκαν, πετώντας βιαστικά προς το Νότο, τουλάχιστον ένα μήνα

αργότερα απ' ό,τι συνήθως, Κανείς δεν μπόρεσε  να το εξηγήσει αυτό παρά μόνο αργότερα. Δεν είχε πεθάνει κανείς από τους χωρικούς, αλλά κανείς δεν ξαναείδε τη δύστυχη Λαβίνια Γουότλι, την εκφυλισμένη αλμπίνα.  Το καλοκαίρι του  1927, ο Γουίλμπουρ επισκεύασε δύο καλύβες στην αυλή του σπιτιού κι άρχισε  να μεταφέρει εκεί τα βιβλία και τα πράγματά του. Λίγο αργότερα, ο Ερλ Σόγιερ ανακοίνωσε σ' αυτούς που σύχναζαν στου 'Οσμπορν ότι οι ξυλουργικές εργασίες είχαν ξαναρχίσει στην αγροικία των Γουότλι. Ο Γουίλμπουρ κάρφωνε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του ισογείου και μάλλον αφαιρούσε τα χωρίσματα, όπως είχε κάνει ο παππούς του στον πάνω όροφο πριν απο τέσσερα χρόνια.  Τώρα έμενε σε μια από τις δυο αποθήκες και ο Σόγιερ είπε πως του φαινόταν ασυνήθιστα ανήσυχος και φοβισμένος. 'Ολοι υποψιάζονταν ότι ήξερε κάτι  για την εξαφάνιση της μητέρας του κι ελάχιστοι τολμούσαν  να πλησιάσουν πλέον στο κτήμα του. Είχε ξεπεράσει τα δυο μέτρα και δεκαπέντε πόντους σε ύψος και τίποτα δεν έδειχνε ότι η ανάπτυξή του θα σταματούσε, V

 Το πιο παράδοξο  γεγονός του επόμενου χειμώνα ήταν το πρώτο ταξίδι του Γουίλμπουρ έξω από τα όρια του Ντάνγουιτς, Παρά την πυκνή αλληλογραφία του με τη Βιβλιοθήκη Γουάιντνερ του Χάρβαρντ, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, το Βρετανικό Μουσείο, το Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Μισκατόνικ στο Άρκχαμ, δεν κατάφερε  να δανειστεί το βιβλίο που χρειαζόταν απεγνωσμένα.  Έτσι, ξεκίνησε τελικά ο ίδιος άθλιος, βρόμικος, με  γενειάδα και με άξεστη διάλεκτο-  να συμβουλευτεί ένα αντίγραφο στο Μισκατόνικ, που ήταν το πιο κοντινό  γεωγραφικά, Με ύψος κοντά δυόμισι μέτρα τώρα και με την καινούρια βαλίτσα που είχε αγοράσει από το μαγαζί του 'Οσμπορν, το μελαψό και τραγόμορφο τέρας εμφανίστηκε μια μέρα στο Άρκχαμ ζητώντας το φοβερό βιβλίο που φυλασσόταν κλειδωμένο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου: το τρομερό Νεκρονομικόν του τρελού Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ στη  λατινική έκδοση του Ολάους Βόρμιους, όπως κυκλοφόρησε στην Ισπανία το δέκατο έβδομο αιώνα. Κι ενώ δεν είχε ξαναδεί ποτέ του πόλη, η μοναδική του έγνοια ήταν  να βρει το δρόμο  για το πανεπιστήμιο' φτάνοντας, πέρασε απτόητος μπροστά από το μεγαλόσωμο σκυλί-φύλακα που, έχοντας  γυμνώσει τα δόντια του,  γάβγιζε με αφύσικη  λύσσα κι εχθρικότητα και τέντωνε φρενιασμένα τη χοντρή αλυσίδα του, Ο Γουίλμπουρ είχε μαζί του την ανεκτίμητη αλλά ατελή αγγλική έκδοση του δόκτορα Ντι, την οποία του είχε κληροδοτήσει ο παππούς του. Καταφέρνοντας  να πάρει στα χέρια του το  λατινικό αντίγραφο, άρχισε αμέσως  να παραβάλλει τα δύο κείμενα, με σκοπό  ν' ανακαλύψει το συγκεκριμένο απόσπασμα που αντιστοιχούσε στη σελίδα  751 του ελλιπούς αντιγράφου του. Αυτό δεν μπορούσε  να το κρύψει από το βιβλιοθηκάριο -τον καθηγητή Χένρι Άρμιτατζ  (πτυχιούχο τριών πανεπιστημίων) που τον είχε επισκεφτεί στο αγρόκτημα και τώρα του έκανε διάφορες ερωτήσεις- χωρίς  να τον προσβάλει. 'Οπως αναγκάστηκε

 να παραδεχτεί, έψαχνε  για κάποια μαγική ωδή ή ξόρκι που θα περιείχε το φοβερό όνομα Γιογκ -Σ   οδόθ , αλλά δυσκολευόταν συναντώντας ασυμφωνίες, επαναλήψεις και διφορούμενες διατυπώσεις. Κι ενώ εκείνος αντέγραφε τη μαγική ωδή που διάλεξε τελικά, ο δόκτωρ Άρμιτατζ  κοίταξε άθελά του πάνω από τον ώμο του  νεαρού τις ανοιχτές σελίδες. η αριστερή, η  λατινική έκδοση, περιείχε τερατώδεις απειλές  για την ειρήνη και την πνευματική υγεία του κόσμου: Κι ούτε πρέπει  να πιστεύεται [έλεγε το κείμενο όπως το μετέφραζε  νοερά ο Άρμιτατζ ] ότι ο άνθρωπος είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος κύριος της  γης ή ότι τα  γνωστά ζωντανά και υλικά πράγματα είναι τα μόνα στον κόσμο. Οι Παλιοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. 'Οχι στις διαστάσεις που  γνωρίζουμε, αλλά ανάμεσά τους  βαδίζουν  γαλήνιοι και πρωτογενείς, αδιάστατοι και αόρατοι  για τα μάτια μας. Ο Γιογκ -Σ   οδόθ  ξέρει την πύλη. Ο Γιογκ -Σ   οδόθ  είναι η πύλη. Ο Γιογκ - Σοδόθ  είναι το κλειδί και ο φύλακας της πύλης.  Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, όλα εί  ναι ένα με τον Γιογκ -Σ   οδόθ . Ξέρει από πού έφυγαν οι Παλιοί τότε κι από πού Θα ξαναγυρίσουν. Ξέρει πού πάτησαν Εκείνοι το έδαφος της  γης και πού θα το πατήσουν ξανά και  γιατί κανείς δεν μπορεί  να  Τους εμποδίσει. Μόνο από τη μυρωδιά  Τους καταλαβαίνουν οι άνθρωποι μερικές φορές την παρουσία τους, αλλά τη μορφή  Τους δεν μπορεί  να την ξέρει κανείς, εκτός  από τα  χαρακτηριστικά  που  Αυτοί  προσέδωσαν στην  ανθρωπότητα . κι αυτά είναι πολλών'ειδών και ποικίλλουν από το πιστότερο ομοίωμα του ανθρώπου ως το αόρατο και άυλο σχήμα που έχουν Αυτοί . Περπατούν αόρατοι και τρομεροί σε μοναχικά μέρη όπου έχουν προφερθεί οι Λέξεις κι έχουν απαγγελθεί δυνατά οι  Τελετουργίες στις Εποχές τους. Ο άνεμος μουρμουρίζει με τις φωνές  Τους και η  γη ψιθυρίζει με τη συνείδησή  Τους.  Τσακίζουν το δάσος και συνθλίβουν την πόλη  για  να μην μπορεί κανένα από τα δύο  να δει το χέρι που χτυπάει. Η Καντάθ  Τούς  γνώρισε στην ερημιά των πάγων, αλλά ποιος άνθρωπος  γνωρίζει την Καντάθ; Η παγωμένη έρημος του Νότου και τα βουλιαγμένα  νησιά του Ωκεανού έχουν πέτρες που φέρουν τη σφραγίδα  Τους, αλλά ποιος έχει δει την παγωμένη πόλη ή το σφραγισμένο πύργο που στολίζεται εδώ και αιώνες με φύκια και πεταλίδες; Ο Μέγας Κθούλου είναι ο ξάδερφός  Τους κι ωστόσο μόνο θολά μπορεί  να  Τους διακρίνει. Ιά ! Σουμπ -Ν   ιγκουράθ ! Σαν δυσωδία θα  Τους  γνωρίσετε.  Το χέρι  Τους βρίσκεται στο  λαιμό σας, αλλά δεν  Τους βλέπετε. η κατοικία  Τους είναι μέσα στα διπλοκλειδωμένα σπιτικά σας. Ο Γιογκ - Σοδόθ  είναι το κλειδί της πύλης, όπου συναντιούνται πολλές σφαίρες. Ο άνθρωπος κυβερνά τώρα εκεί που Αυτοί κυβερνούσαν κάποτε. σύντομα θα κυβερνούν Αυτοί εκεί που τώρα κυβερνά ο άνθρωπος. Μετά το καλοκαίρι έρχεται ο χειμώνας, μετά το χειμώνα το καλοκαίρι. Περιμένουν υπομονετικοί και σίγουροι,  γιατί ξέρουν ότι θα ξανάρθει η βασιλεία  Τους. Ο δόκτωρ Άρμιτατζ , συνδυάζοντας αυτά που διάβαζε με τα όσα

είχε ακούσει  για το Ντάνγουιτς,  για τις ζοφερές παρουσίες του,  για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τη σκοτεινή, αποτρόπαιη φήμη  γύρω από το όνομά του, που ξεκινούσε απο μια μυστηριώδη  γέννα κι έφτανε στην υποψία μητροκτονίας, ένιωσε  να τον τυλίγει ένας τρόμος τόσο απτός όσο η υγρασία του τάφου. Ο ζωόμορφος  γίγαντας που ήταν σκυμμένος μπροστά του έμοιαζε με  γέννημα άλλου πλανήτη ή διάστασης, με κάτι που ανήκε μόνο κατά ένα μέρος στην ανθρωπότητα και είχε δεσμούς με μαύρες αβύσσους ουσίας και οντότητας που απλώνονται σαν τιτάνια φαντάσματα πέρα από τις σφαίρες της δύναμης και της ύλης, του χώρου και του χρόνου. Ο Γουίλμπουρ σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε  να μιλάει μ' αυτή την παράξενη, βαρύτονη φωνή που μαρτυρούσε ότι οι φωνητικές του χορδές δεν ήταν ακριβώς ανθρώπινες. «Κύριε  Άρμιτατζ », είπε, «νομίζω  ότι  πρέπει  να  δανειστώ  αυτό  το   βιβλίο . Υπάρχουν  πράγματα  που  πρέπει  να  δοκιμάσω  κάτω  από  συγκεκριμένες  συνθήκες  που  είναι  αδύνατες  εδώ  και  θα  ήταν  θανάσιμο  αμάρτημα  ν ' αφήσετε  ένα  γραφειοκρατικό  κανονισμό  να  με  σταματήσει . Αφήστε  με  να  το  πάρω  μαζί  μου , κύριε , και  σας  ορκίζομαι  ότι  κανείς  δε  θα  το  καταλάβει . Δε  χρειάζεται  να  σας  πω ότι  θα  το  προσέξω σαν  τα  μάτια μου . Δεν κατάντησα εγώ το  αντίγραφο  του  Ντι σ ' αυτά τα χάλια ...» Διέκοψε τη φράση του διαβάζοντας την ανυποχώρητη άρνηση στο πρόσωπο του βιβλιοθηκάριου και τα ζωόμορφα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. Ο Άρμιτατζ , έτοιμος  να του πει ότι μπορούσε  ν' αντι  γράψει όποια αποσπάσματα ήθελε, σκέφτηκε ξαφνικά τα πιθανά επακόλουθα και συγκρατήθηκε. Θα έπαιρνε πολύ μεγάλη ευθύνη δίνοντας σ' ένα τέτοιο πλάσμα το κλειδί  για ανίερες εξώτερες σφαίρες. Ο Γουότλι μάντεψε τις σκέψεις του και προσποιήθηκε τον αδιάφορο. «Πολύ  καλά ,  λοιπόν , αφού  αυτό  θέλετε . Ίσως  στο  Χάρβαρντ  δεν  είναι  τόσο  κατηγορηματικοί  όσο  εσείς ». Χωρίς άλλη  λέξη, σηκώθηκε και βγήκε από το κτίριο, σκύβοντας για  να περάσει από τις πόρτες. Ο Άρμιτατζ  άκουσε το άγριο  γάβγισμα του μεγάλου σκυλιούφύλακα και κοίταξε τη θεόρατη κορμοστασιά του Γουότλι  να διασχίζει τον κήπο του πανεπιστημίου που φαινόταν από το παράθυρο. Αναλογίστηκε τις άγριες ιστορίες που είχε ακούσει και θυμήθηκε τα παλιά άρθρα που είχαν κυκλοφορήσει στην Κυριακάτικη Αντβερτάιζερ , μαζί με τις δοξασίες που είχε σταχυολογήσει από τους χωρικούς του Ντάνγουιτς στη διάρκεια της επίσκεψής του... Αόρατα πράγματα που δεν ήταν από τη  γη -ή τουλάχιστον από την τρισδιάστατη  γη- κυκλοφορούσαν, δύσοσμα και τρομακτικά, μέσα στα  λαγκάδια της Νέας Αγγλίας και  γεννοβολούσαν αισχρά πάνω στις κορφές των βουνών. Γι' αυτό ήταν βέβαιος από πολύ καιρό.  Τώρα όμως ένιωθε  να πλησιάζει ανατριχιαστικά ο Εισβολέας-  Τρόμος και αντιλήφθηκε μια τρομακτική πρόοδο στο σχέδιο του αρχαίου και, κάποτε, παθητικού Εφιάλτη. Απέστρεψε το βλέμμα από το Νεκρονομικόν , μ' ένα ρίγος αποστροφής, αλλά στο δωμάτιο κυριαρχούσε ακόμα μια ανόσια και ακαθόριστη δυσοσμία. «Σαν  δυσωδία  θα  Τους  γνωρίσετε », αναλογίστηκε. Ναι, η μυρωδιά ήταν η ίδια που τον είχε αναγουλιάσει στην αγροικία των Γουότλι  λιγότερο από τρία χρόνια πριν. Σκέψτηκε τον Γουίλμπουρ, ζωόμορφο και απειλητικό άλλη μια φορά, και  γέλασε δυνατά όταν θυμήθηκε τις φήμες που

κυκλοψορούσαν στο χωριό  για τον πατέρα του. «Ενδογαμία ;» μονολόγησε ο Άρμιτατζ . «Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι αφελείς! Δείξ ' τους το Μέγα Θεό Πάνα του Άρθουρ Μάχεν και θα τον αποδώσουν σ' ένα συνηθισμένο σκάνδαλο του Ντάνγουιτς! Αλλά τι πλάσμα, ποια επάρατη, αόρατη δύναμη πάνω ή έξω απ' αυτή την τρισδιάστατη  γη ήταν ο πατέρας του Γουίλμπουρ Γουότλι; Γεννημένος την Υπαπαντή, εννιά μήνες μετά την Πρωτομαγιά του  1912, όταν ο απόηχος των κρότων της  γης έφτασε μέχρι το Άρκχαμ...  Τι βάδισε πάνω στα βουνά εκείνη τη  νύχτα; Ποια ανόσια φρίκη εμφανίστηκε στον κόσμο με μισοανθρώπινο αίμα και σάρκα;» Στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, ο δόκτωρ Άρμι τατζ  βάλθηκε  να συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες μπoρούσε  για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τις άυλες παρουσίες  γύρω από το Ντάνγουιτς. Επικοινώνησε με το δόκτορα Χόφτον από το Άλσμπουρι, που είχε φροντίσει το  γερο-Γουότλι στη μοιραία του αρρώστια και τα τελευταία  λόγια του παππού, όπως τα επανέλαβε  λέξη προς  λέξη ο  γιατρός, του  γέννησαν καινούρια ερωτηματικά. Μια επίσκεψη στο Ντάνγουιτς δεν του αποκάλυψε τίποτα καινούριο. αλλά μια πιο προσεκτική ανάγνωση του Νεκρονομικού, στα ίδια αποσπάσματα που αναζητούσε τόσο απεγνωσμένα ο Γουίλμπουρ, φάνηκε  να παρέχει καινούριες και τρομερές πληροφορίες  για τη φύση, τις μεθόδους και τις επιθυμίες του αλλόκοτου δαίμονα που απειλούσε αυτό τον πλανήτη. Συζητώντας με αρκετούς μελετητές αρχαϊκής  γνώσης στη Βοστόνη και αλληλογραφώντας με πολλούς άλλους, ένιωσε  να τον πλημμυρίζει όλο και μεγαλύτερο δέος, που εξελίχτηκε από ανησυχία σε μια κατάσταση δριμύτατου διανοητικού τρόμου. Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, ένιωσε ότι κάτι έπρεπε  να  γίνει με την απειλή που καραδοκούσε στην κοιλάδα του Μισκατόνικ και με το τερατώδες πλάσμα που ήταν  γνωστό με το ανθρώπινο όνομα Γουίλμπουρ Γουότλι. VI

Ο τρόμος του Ντάνγουιτς ξέσπασε ανάμεσα στη Γιορτή της Σοδειάς και την ισημερία του  1928, και ο δόκτωρ Άρμιτατζ  ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που έγιναν μάρτυρες του φρικιαστικού προλόγου του. Είχε μάθει, στο μεταξύ,  για την  γκροτέσκα εμφάνιση του Γουότλι στο Κέμπριτζ  και τις απεγνωσμένες του προσπάθειες  να δανειστεί ή  ν' αντιγράψει αποσπάσματα του Νεκρονομ.ικού από τη Βιβλιοθήκη Γουάντνερ. Αυτές οι προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες, αφού ο Άρμιτατζ  είχε στείλει σαφείς προειδοποιήσεις σε όλους τους βιβλιοθηκάριους που ήταν υπεύθυνοι  για το φοβερό βιβλίο. Ο Γουίλμπουρ φάνηκε τρομερά ανήσυχος στο Κέμπριτζ  χρειαζόταν οπωσδήποτε το βιβλίο και ανυπομονούσε  να επιστρέψει το συντομότερο στη  γενέτειρά του, σαν  να φοβόταν ότι κάτι φοβερό θα συνέβαινε στη διάρκεια της απουσίας του. Στις αρχές Αυγούστου συνέβη αυτό που σχεδόν αναμενόταν,  Τις μικρές ώρες της 3ης του μήνα, ο δόκτωρ Άρμι τατζ  ξύπνησε ξαφνικά από τα άγρια, φρενιασμένα ουρλιαχτά του σκύλου φύλακα του πανεπιστημίου. Βραχνά και τρομακτικά, τα αλαλιασμένα, ξετρελαμένα αλυχτίσματα και  γρυλίσματα συνεχίζονταν με ολοένα μεγαλύτερη

ένταση, αλλά και παύσεις με τρομερά υπονοούμενα.  Τότε αντήχησε μια κραυγή από έναν εντελώς διαφορετικό  λάρυγγα, μια κραυγή που ξύπνησε το μισό Άρκχαμ και στοίχειωσε τον ύπνο των κατοίκων του  για πάντα, μια κραυγή που δε θα μπορούσε  να προέρχεται από πλάσμα που  γεννήθηκε στη  γη ή που ανήκει σ' αυτή. Ο Άρμιτατζ , αφού  ντύθηκε και βγήκε βιαστικά, είδε πως άλλοι ήταν ήδη έξω κι έτρεχαν μπροστά του κι άκουσε το διαπεραστικό ήχο του συναγερμού της βιβλιοθήκης  να σκίζει τη σιγαλιά της  νύχτας.  Ένα παράθυρο έχασκε ανοιχτό και σκοτεινό μέσα στο φεγγαρόφωτο.  Ότι ήταν αυτό που είχε έρθει, είχε καταφέρει προφανώς  να μπει,  γιατί τα  γαβγίσματα και τα αλ υχτίσματα του σκύλου, που έσβηναν τώρα σ' ένα φρικιαστικό  ντουέτο  γρυλισμάτων και πονεμένων κραυγών, ακούγονταν ήδη από μέσα. Κάποιο ένστικτο προειδοποίησε τον Άρμιτατζ  ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν κατάλληλο θέαμα  για ανυποψίαστα μάτια κι έτσι προσπέρασε το πλήθος με αυταρχικότητα και ξεκλείδωσε την πόρτα του προθαλάμου. Ανάμεσα στους άλλους είδε τον καθηγητή Γουόρεν Ράις και το δόκτορα Φράνσις Μόργκαν, με τους οποίους είχε συζητήσει ένα μέρος των υποψιών και των φόβων του' τους έγνεψε  να τον ακολουθήσουν μέσα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν τώρα ήταν το φοβισμένο, μονότονο κλαψούρισμα του σκύλου, αλλά τώρα ο Άρμιτατζ  αντιλήφθηκε μ' ένα ξαφνικό τίναγμα ότι αμέτρητα  νυχτοπούλια είχαν αρχίσει τους καταραμένους ρυθμικούς κρωγμούς τους μέσα από τους θάμνους, σαν σε συγχρονισμό με τις στερνές ανάσες κάποιου ετοιμοθάνατου. Η ατμόσφαιρα μέσα στο κτίριο ήταν αποπνικτική από την τρομερή δυσωδία που  γνώριζε πια τόσο καλά ο δόκτωρ Άρμιτατζ , και οι τρεις άντρες διέσχισαν τρέχοντας τη σάλα προς το μικρό αναγνωστήριο απ' όπου ερχόταν το σιγανό κλαψούρισμα. Για μια στιγμή, κανείς δεν τόλμησε  ν' ανάψει το φως, αλλά τελικά ο Άρμιτατζ  βρήκε το κουράγιο  να  γυρίσει το διακόπτη.  Ένας από τους τρεις, δεν εξακριβώθηκε ποιος, ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη βλέποντας αυτό που κειτόταν μπροστά τους ανάμεσα στα αναποδογυρισμένα τραπέζια και τις σκορπισμένες καρέκλες. Ο καθηγητής Ράις δήλωσε ότι ένιωσε τις αισθήσεις του  να τον εγκαταλείπουν για μια στιγμή, μολονότι δεν κλονίστηκε ούτε έπεσε.  Το πράγμα που ήταν  γερμένο στο ένα πλάι μέσα σε μια εμετική  λίμνη από κιτρινοπράσινο ιχώρ και κολλώδη μάζα είχε ύψος δύο μέτρα και εβδομήντα πέντε πόντους. Ο σκύλος είχε σκίσει ένα μέρος των ρούχων του και  λίγο από το δέρμα του. Δεν ήταν  νεκρό, αλλά συστρεφόταν σιωπηλά και σπασμωδικά, ενώ το στήθος του ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με τους φρενιασμένους κρωγμούς των ανυπόμονων  νυχτοπουλιών απέξω. Κομμάτια από τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν σκορπισμένα παντού μέσα στο δωμάτιο και ακριβώς έξω από το παράθυρο ήταν πεταμένη μια άδεια υφασμάτινη τσάντα. Κοντά στο κεντρικό  γραφείο ήταν πεσμένο ένα ρεβόλβερ που, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, δεν εκπυρσοκρότησε εξαιτίας ενός ελαττωματικού φυσιγγιού. Ωστόσο, την προσοχή των παρευρισκομένων εκείνη τη στιγμή μονοπωλούσε το ίδιο το πλάσμα. Θα ήταν κοινότοπο και ανακριβές  να πούμε ότι καμιά ανθρώπινη πένα δε θα μπορούσε  να το περιγράψει, αλλά  γεγονός είναι ότι δε θα μπορούσε  να το φανταστεί

κάποιος του οποίου η αντίληψη περιορίζεται στις συνηθισμένες μορφές ζωής αυτού του πλανήτη και των τριών  γνωστών διαστάσεων. Αναμφίβολα ήταν κατά ένα μέρος ανθρώπινο -τα χέρια και το κεφάλι και το ζωόμορφο πρόσωπο με το τραβηγμένο πιγούνι που έφερε τη σφραγίδα των Γουότλι. Αλλά το στήθος και τα χαμηλότερα μέρη του σώματος ήταν απίστευτα τερατόμορφα, τόσο, ώστε μόνο το επιμελές  ντύσιμο του επέτρεπε  να κυκλοφορεί ατιμώρητο πάνω στη  γη. Από τη μέση και πάνω ήταν σχεδόν ανθρωπόμορφο, αν και το στήθος, στο σημείο που τα φονικά σαγόνια του σκύλου ακουμπούσαν ακόμα προσεκτικά, είχαν το σκληρό,  λεπιδωτό δέρμα του κροκόδειλου ή του αλιγάτορα. Η πλάτη είχε κίτρινες και μαύρες βούλες και θύμιζε αμυδρά το πουκάμισο φιδιού. Αλλά από τη μέση και κάτω η φρίκη κορυφωνόταν.  γιατί εδώ εξέλειπε κάθε ομοιότητα με τον άνθρωπο και κυριαρχούσε η πιο εξωφρενική φαντασία.  Το δέρμα ήταν καλυμμένο με τραχύ μαύρο τρίχωμα κι από την κοιλιά προεξείχαν πολυάριθμα μακρόστενα  γκριζοπράσινα πλοκάμια που κατέληγαν σε κόκκινα στόματα σαν βεντούζες. Η θέση τους, ήταν περίεργη και φαινόταν  ν' ακολουθεί τις συμμετρίες κάποιας κοσμικής  γεωμετρίας άγνωστης στη  γη ή το ηλιακό μας σύστημα. πάνω σε κάθε μηρό, βαθιάμέσα σε κάποιου είδους ροδαλή, τριχωτή κόχη, υπήρχαν υποτυπώδη μάτια, ενώ στη θέση της ουράς κρεμόταν κάποιου είδους προβοσκίδα ή κεραία με πορφυρά δαχτυλίδια που αναβόσβηναν κι έμοιαζε με ατροφικό στόμα ή  λαιμό.  Τα άκρα, εκτός από το πυκνό μαύρο τρίχωμά τους, θύμιζαν τα πίσω πόδια  γιγάντιων προ.ίστορικών σαυροειδών και τελείωναν σε πόδια που δεν ήταν οπλές ούτε  νύχια. 'Οταν ανέπνεε το πλάσμα, η ουρά και τα πλοκάμια άλλαζαν ρυθμικά χρώμα. Δεν υπήρχε ίχνος από ανθρώπινο αίμα. μόνο το βρομερό πρασινοκίτρινο ιχώρ που κυλούσε πέρα από την ακτίνα της παχύρρευστης μάζας, ξεθωριάζοντας το χρώμα του βαμμένου δαπέδου.  Έχοντας  νιώσει την παρουσία των τριών αντρών, το ετοιμοθάνατο πλάσμα άρχισε  να μουρμουρίζει χωρίς  να  γυρίσει ή  να σηκώσει το κεφάλι του. Ο δόκτωρ Άρμιτατζ  δεν κατέγραψε τίποτε από τα  λόγια του, αλλά δηλώνει ότι δεν άκουσε ούτε μια  λέξη στ' αγγλικά. Στην αρχή οι συλλαβές δεν είχαν καμιά συγγένεια με οποιαδήποτε  γήινη  γλώσσα, αλλά προς το τέλος ακούστηκαν μερικά αποσπάσματα που ήταν αναμφίβολα από το Νεκρονομικόν, εκείνη την τερατώδη βλασφημία στην αναζήτηση της οποίας είχε χάσει τη ζωή του το πλάσμα. Αυτά τα αποσπάσματα, όπως τα θυμάται ο Άρμιτατζ , ήταν κάτι σαν: « Ν'  γκάι ,  ν' γχα - γχαα , μπουγκ -σ   ογκόγκ , γι ’  αχ : Γιογκ - Σοδόθ , Γιογκ -Σ   οδόθ ...» Σιγά σιγά έσβησαν τελείως, καθώς τα  νυχτοπούλια έσκουζαν σε ρυθμικά κρεσέντο ανίερης προσμονής.  Έπειτα ακολούθησε μια παύση στο ρόγχο και το σκυλί σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, αφήνοντας ένα παρατεταμένο, πένθιμο ουρλιαχτό. Στο κιτρινωπό, τραγόμορφο πρόσωπο του κατάκοιτου πλάσματος σημειώθηκε μια αλλαγή και τα μεγάλα μαύρα μάτια βούλιαξαν φρικιαστικά.  Έξω από το παράθυρο είχε σταματήσει ξαφνικά το διαπεραστικό τερέρισμα των  νυχτοπουλιών και πέρα από τους ψιθύρους του συγκεντρωμένου πλήθους ακούστηκε ο ήχος πανικόβλητων φτεροκοπημάτων. Μεγάλα σύννεφα φτερωτών μαρτύρων έκρυψαν το

φεγγάρι στη φυγή τους, ξετρελαμένα απ' αυτό που είχαν αναζητήσει  για  λεία τους.  Την ίδια στι  γμή, ο σκύλος πετάχτηκε όρθιος,  γάβγισε τρομαγμένα και πήδηξε έξω από το παράθυρο από το οποίο είχε μπει. Μια κραυγή ξέφυγε από το συγκεντρωμένο πλήθος και ο δόκτωρ Άρμιτατζ  φώναξε ότι κανείς δεν έπετρεπε  να μπει στη βιβλιοθήκη μέχρι  να έρθει η αστυνομία και  γιατρός.  Ήταν ευγνώμων τώρα που τα παράθυρα ήταν πολύ ψηλά κι έτσι δεν μπορούσε κάποιος  να κοιτάξει μέσα.  Έκλεισε προσεκτικά τις βαριές κουρτίνες. Στο μεταξύ, είχαν φτάσει δυο αστυνομικοί και ο δόκτωρ Μόργκαν, συναντώντας τους στον προθάλαμο, προσπαθούσε  να τους πείσει,  για το δικό τους καλό,  να αναβάλουν την είσοδό τους στο βρομερό αναγνωστήριο μέχρι  να έρθει ο  γιατρός και  να σκεπάσει τελικά το αφύσικο πτώμα. Στο μεταξύ, πάνω στο δάπεδο άρχισαν  να συμβαίνουν τρομακτικές αλλαγές. Δε χρειάζεται  να περιγράψει κανείς το είδος  και το  βαθμό  της συρρίκνωσης και απoσύνθεσης που συνέβη μπροστά στα μάτια του δόκτορα Άρμιτατζ  και του καθηγητή Ράις. αλλά αξίζει  ν' αναφερθεί ότι, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση του προσώπου και των χεριών, το ανθρώπινο στοιχείο μέσα στον Γουίλμπουρ Γουότλι πρέπει  να ήταν ελάχιστο. 'Οταν ήρθε τελικά ο  γιατρός, υπήρχε μόνο μια κολλώδης ασπριδερή μάζα πάνω στις βαμμένες σανίδες και η φρικτή μυρωδιά είχε σχεδόν εξατμιστεΙ Ο Γουότλι δεν είχε κρανίο ούτε σκελετό, τουλάχιστον, με κάποια κατανοητή ή σταθερή έννοια. 'Οπως φαίνεται, είχε κληρονομήσει πολλά από τον άγνωστο πατέρα του... VII

Ωστόσο, όλα αυτά δεν ήταν παρά ο πρόλογος του τρόμου του Ντάνγουιτς. Οι απαραίτητες διατυπώσεις έγιναν από σοκαρισμένους αστυνομικούς, οι ανατριχιαστικές  λεπτομέρειες κρατήθηκαν μυστικές από τον  Τύπο και το κοινό και στάλθηκαν άντρες στο Ντάνγουιτς και το Άλσμπουρι  να εξετάσουν το κτήμα και  να ειδοποιήσουν τους τυχόν κληρονόμους του Γουίλμπουρ Γουότλι. Βρήκαν το χωριό σε μεγάλη αναστάτωση, τόσο εξαιτίας των ολοένα δυνατότερων βουητών από τους καταραμένους  λόφους όσο και από την ασυνήθιστη δυσοσμία και τους ήχους σαν πλαταγίσματα και ρουφήγματα που έρχονταν από το τεράστιο καύκαλο της αγροικίας των Γουότλι. Ο Ερλ Σόγιερ, που είχε αναλάβει  να φροντίζει το άλογο και τα  γελάδια όσο θα έλειπε ο Γουίλμπουρ, είχε υποστεί ένα τρομερό σοκ. Οι αστυνομικοί επινόησαν διάφορες δικαιο λογίες  για  να μην μπουν στο θορυβώδες κι ερμητικά κλειστό σπίτι και περιόρισαν την έρευνά τους στο χώρο όπου ζούσε ο εκλιπών -τα δυο πρόσφατα επισκευασμένα υπόστεγα- σε μία και μοναδική επίσκεψη. 'Εδωσαν μια ογκώδη αναφορά στην εισαγγελία του Άλσμπουρι, προσθέτοντας ότι οι δικαστικοί αγώνες σχετικά με την κληρονομιά ήταν ακόμα σε εξέλιξη ανάμεσα στους αμέτρητους Γουότλι, εκφυλισμένους και μη, της κοιλάδας του Μισκατόνικ. 'Ενα μακροσκελέστατο χειρόγραφο, που είχε  γραφτεί με παράξενους χαρακτήρες σ' ένα τεράστιο  λογιστικό βιβλίο και θεωρήθηκε κάποιου είδους ημερολόγιο, εξαιτίας των μεγάλων διάκενων και της

ποικιλίας μελανιού και πένας που είχαν χρησιμοποιηθεί, αποτέλεσε έναν ανεξιχνίαστο  γρίφο  γι' αυτούς που το ανακάλυψαν πάνω στο παλιό  γραφείο του  νεκρού.  Ύστερα από μια εβδομάδα διαβουλεύσεων, στάλθηκε στο πανεπιστήμιο του Μισκατόνικ μαζί με την αλλόκοτη συλλογή βιβλίων  για μελέτη και ίσως  για μετάφραση. Ωστόσο, ακόμα και οι κορυφαίοι  γλωσσολόγοι κατάλαβαν ότι η αποκρυπτογράφησή του θα ήταν πολύ δύσκολη. 'Οσο  για τα αρχαία χρυσά  νομίσματα με τα οποία πλήρωναν πάντα τα χρέη τους ο  γερο-Γουότλι και ο Γουίλμπουρ, δε βρέθηκε ούτε ένα.  Ώσπου, μια σκοτεινή  νύχτα του Σεπτεμβρίου, ελευθερώθηκε ο τρόμος. Οι κρότοι από το  λόφο ήταν πολύ δυνατοί στη διάρκεια του απογεύματος και τα σκυλιά  γάβγιζαν ξετρελαμένα όλη τη  νύχτα. Αυτοί που ξύπνησαν πιο  νωρίς πρόσεξαν μια ιδιάζουσα δυσοσμία στον αέρα. Γύρω στις εφτά το πρωί, ο Λούθερ Μπράουν, βοσκόπουλο στο κτήμα του  Τζορτζ  Κόρεϊ, ανάμεσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής και το χωριό,  γύρισε αλαφιασμένος από την πρωινή του εξόρμηση με τις αγελάδες στο κοντινό  λιβάδι.  Ήταν σχεδόν υστερικός από τον τρόμο καθώς μπήκε τρικλίζοντας στην κουζίνα, ενώ έξω στην αυλή ένα εξίσου τρομοκρατημένο κοπάδι  γελαδιών μουγκάνιζε αξιοθρήνητα κι έξυνε το χώμα με τις οπλές του, συμμεριζόμενο την πανικόβλητη φυγή του αγοριού. Ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας, ο Λούθερ διηγήθηκε τραυλίζοντας την ιστορία του στην κυρία Κόρεϊ. «Εκεί πάνω στο δρόμο... πάνω από το φαράγγι, κυρα-Κόρεϊ... κάτι ήταν εκεί! Μυρίζει σαν τον κεραυνό κι όλοι οι θάμνοι και τα δεντράκια είναι σπασμένα στα πλάγια του δρόμου, σαν  να πέρασε από μέσα ολόκληρο σπίτι! Και δεν είναι αυτό το χειρότερο! Υπάρχουν πατημασιές  στο δρόμο, κυρα-Κόρεί -μεγάλες, στρογγυλές πατημασιές, μεγάλες σαν βαρέλια και βαθιές στο χώμα, σαν  να τις έκανε ελέφαντας, μόνο που κανένα τετράποδο  δε θα  μπορούσε  να τις  κάνει! Κοίταξα μια δυο πριν το βάλω στα πόδια και είδα ότι είχαν όλες  γραμμές που ξεκινούσαν από ένα σημείο, σαν  να είχαν πατηθεί κάτω μεγάλα φύλλα φοίνικα -διπλάσια ή τριπλάσια σε μέγεθος. Και η μυρωδιά ήταν απαίσια, σαν αυτή που υπάρχει γύρω από το παλιό σπίτι του μάγου Γουότλι...» Εδώ κόμπιασε και άρχισε  να τρέμει πάλι. Η κυρία Κόρεϊ, ανίκανη  να του αποσπάσει άλλες πληροφορίες, άρχισε  να τηλεφωνεί στους  γείτονες. έτσι άρχισε  ν' απλώνεται ένας πανικός που προμήνυε ακόμα μεγαλύτερο τρόμο. 'Οταν βρήκε τη Σάλι Σόγιερ, οικονόμο στο σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, που ήταν πιο κοντά σ' αυτό των Γουότλι, ήταν η σειρά της  ν' ακούσει αντί  να διηγηθεί. Φαίνεται ότι ο  γιος της Σάλι, ο  Τσόσνι, που κοιμήθηκε ελάχιστα, ανέβηκε στο  λόφο προς το κτήμα των Γουότλι κι επέστρεψε ξετρελαμένος από φόβο, έχοντας δει το ίδιο το σπίτι και το  λιβάδι όπου είχε αφήσει τα  γελάδια του  για τη  νύχτα ο κύριος Μπίσοπ. «Ναι , κυρα -Κ   όρεϊ », ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της Σάλι, «Ο  Τσόσνι  γύρισε σαν σίφουνας και δεν μπορούσε ούτε  να μιλήσει από το φόβο του! Λέει ότι το σπίτι του  γερο-Γουότλι είναι σαν  να τινάχτηκε στον αέρα τα ξύλα είναι σκορπισμένα τριγύρω σαν από έκρηξη δυναμίτη! Μόνο το ισόγειο υπάρχει και είναι καλυμμένο μ' ένα πράγμα σαν πίσσα που μυρίζει απαίσια και στάζει στο χώμα από τα σανίδια των  γκρεμισμέ νων τοίχων. Και υπάρχουν φοβερά παρόμοια αχνάρια στην αυλή. μεγάλα

στρογγυλά αχνάρια, μεγαλύτερα από βαρέλι της μπίρας, που κολλούν με τη βρομερή ουσία που υπάρχει και στο διαλυμένο σπίτι. Ο  Τσόσνι  λέει ότι οδηγούν προς τα  λιβάδια, όπου υπάρχει μια πελώρια αυλακιά, μεγαλύτερη κι από στάβλο, και όλοι οι πέτρινοι φράκτες είναι  γκρεμισμένοι στο δρόμο του. «Και  λέει ακόμα, κυρα-Κόρεί, ότι καθώς πήγαινε  να δει τις αγελάδες του Σεθ, πανικόβλητος όπως ήταν, τις βρήκε στο πάνω  λιβάδι, κοντά στην Πίστα του Διαβόλου, σε φρικτά χάλια. Οι μισές έχουν εξαφανιστεί και όσες είδε δεν τους είχ απομείνει στάλα αίμα. κι ήταν όλο πληγές πάνω τους, σα" εκείνες που είχαν τα  γελάδια των Γουότλι από τότε που  γεννή θηκε το μούλικο της Λαβίνια. Ο Σεθ βγήκε τώρα  να τις δει μολονότι θα ορκιζόμουν ότι δε θα τολμήσει  να πλησιάσει στου μάγου Γουόλτι! Ο  Τσόσνι δεν κοίταξε προσεκτικά  για  να δε πού πήγαινε η αυλακιά μετά το  λιβάδι, αλλά του φάνηκε ότι κατευθυνόταν  για το στενό δρόμο προς το χωριό. «Σ' το  λέω, κυρα-Κόρεϊ, υπάρχει κάτι έξω που δε μοιάζει με τίποτα που ξέρουμε κι εγώ τουλάχιστον  νομίζω ότι εκείνος ο φοβερός Γουίλμπουρ Γουότλι, που βρήκε το τέλος που του άξιζε, φταίει  για την ύπαρξή του. Δεν ήταν ολότελα άνθρω πος, εγώ το έλεγα πάντα.  νομίζω ότι αυτός και ο  γερο-Γουότλ κάτι μεγάλωναν στο καρφωμένο σπί τι τους, κάτι χειρότερο κα από τον ίδιο. Πάντα υπήρχαν αόρατα πλάσματα  γύρω από το Ντάνγουιτς -ζωντανά πλάσματα- που δεν είναι ούτε ανθρώπινα ούτε καλά  για τους ανθρώπους. «Ή  γη μιλούσε  χτες   βράδυ  και  προς  το  πρωί  ο  Τσόσνι  άκουγε  τα  νυχτοπούλια  τόσο  δυνατά  από  το  φαράγγι , που  δεν  κατά . φερε  να  κλείσει  μάτι . Μετά  νόμισε  ότι  άκουσε  έναν  άλλο  σιγα . νό  ήχο  από  το  σπίτι  του  μάγου  Γουότλι  - κάτι  σαν  να  έσπαζα , ή να  έσκιζαν  ξύλο , ανοίγοντας  ένα  μεγάλο  ξύλινο  κιβώτιο . Μ  αυτά  και  μ ' εκείνα , ξαγρύπνησε  μέχρι  που  ξημέρωσε . Και  πρω i πρωί , πήγε  να  δει  τι  είχε  γίνει  στου  Γουότλι . Και  είδε  αρκετά κυρα -Κ   όρεί ! Δεν  μπορεί  να  είναι  καλά  όλ  ' αυτά και  νομίζω  ότι  όλοι  οι  άντρες  πρέπει  να  μαζευτούν  και  να  κάνουν  κάτι . Κάτι  φοβερό  υπάρχει  εδώ γύρω και νιώθω  - Ο  Θεός  να με  συγχωρέσει ! - ότι  ήρθε  η ώρα μου ». «Πρόσεξε  ο  Λούθερ  προς  τα  πού  κατευθύνονταν  τ ' αχνάρια ; ' Οχι ; Αν  ήταν  στο  δρόμο  από  τη δώθε  πλευρά  του  φαραγγιού  και  δεν  έφτασαν  ακόμα  σπίτι  σου , θα  πήγαν  στο  ίδιο  το  φαράγγι . Δε  με  παραξενεύει . Εγώ  πάντα  έλεγα  ότι  το  φαράγγι  της  Κρύας  Πηγής  δεν  είναι  ούτε  καλό  ούτε  υγιεινό  μέρος . Τα  νυχτοπούλια  και  οι  πυγολαμπίδες  εκεί  δε  φέρονταν  ποτέ  σαν  πλάσματα  του  Θεού  και , όπως   λένε , ακούς  παράξενα  πλάσματα  να  περνούν  και  να  μιλάνε  στον  αέρα  εκεί  κάτω  αν  σταθείς  στο  κατάλληλο  σημείο , ανάμεσα  στα  βράχια και  τη Φωλιά της Αρκούδας ». Ως το μεσημέρι εκείνης της μέρας τα τρία τέταρτα των αντρών και αγοριών του Ντάνγουιτς περιπολούσαν όλοι μαζί στους δρόμους και τα  λιβάδια ανάμεσα στα συντρίμμια του σπιτιού των Γουότλι και στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής, εξετάζοντας έντρομοι τα μεγάλα, τερατώδη αποτυπώματα, τα ακρωτηριασμένα  γελάδια του Μπίσοπ, το αλλόκοτο, δύσοσμο ερείπιο του αγροτόσπιτου και την ξεριζωμένη, πατικωμένη βλάστηση στα  λιβάδια και στις πλευρές του δρόμου.  Ότι κι αν ήταν αυτό που ελευθερώθηκε στον πάνω κόσμο είχε σίγουρα κατέβει στο κοντινότερο  λαγκάδι, αφού όλα τα δέντρα στις όχθες ήταν  λυγισμένα και

σπασμένα και είχε ανοιχτεί ένας πελώριος δρόμος στους θάμνους που κρέμονταν στον  γκρεμό.  Ήταν θαρρείς κι ένα ολόκληρο σπίτι, σπρωγμένο από μια χιονοστιβάδα, είχε συρθεί μέσ' από τη σπασμένη βλάστηση της κάθετης σχεδόν πλαγιάς. Από κάτω δεν ερχόταν κανένας ήχος, μόνο μια απόμακρη, αμυδρή δυσοσμία. και δεν είναι παράξενο που οι άντρες προτίμησαν  να σταθούν στην άκρη και  να φιλονικούν αντί  να κατέβουν και  ν' αντιμετωπίσουν τον άγνωστο κυκλώπειο τρόμο στη φωλιά του.  Τρία σκυλιά που ήταν μαζί με την ομάδα  γάβγιζαν δαιμονισμένα στην αρχή, αλλά δείλιασαν και ζάρωσαν πλησιάζοντας στο φαράγγι. Κάποιος τηλεφώνησε τα  νέα στην εφημερίδα Άλσμπουρι  Τράνοκριπτ , αλλά ο εκδότης, συνηθισμένος με τις παράξενες αναφορές από το Ντάνγουιτς, δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το  να  γράψει ένα χιουμοριστικό άρθρο  γι’ αυτό. το κείμενο σύντομα αναδημοσιεύτηκε από το Πρακτορείο Ηνωμένου  Τύπου. Εκείνη τη  νύχτα  γύρισαν όλοι στα σπίτια τους και οχύρωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν σπίτια και στάβλους. 'Οπως ήταν αναμενόμενο, κανένα κοπάδι  γελάδια δεν έμεινε σε ανοιχτό  λιβάδι. Γύρω στις δύο το πρωί, μια φοβερή δυσωδία και το άγριο  γάβγισμα των σκυλιών ξεσήκωσε την οικογένεια του  Έλμερ Φράι, στην ανατολική άκρη του Φαραγγιού της Κρύας Πηγής, και όλοι άκουσαν καθαρά κάποιου είδους πνιχτό φουρφουριστό ή ρουφηχτό ήχο από κάπου έξω στο σκοτάδι. Η κυρία Φράι πρότεινε  να τηλεφωνήσουν στους  γείτονες και ο  Έλμερ ήταν έτοιμος  να συμφωνήσει, όταν τους σταμάτησε ο ξηρός κρότος ξύλου που έσπαγε. Ερχόταν, προφανώς, από το στάβλο. αμέσως μετά, ήχησαν έντρομα μουγκανίσματα και ποδοβολητά  γελαδιών.  Τα σκυλιά ζάρωσαν κλαψουρίζοντας στα πόδια της άφωνης από τον τρόμο οικογένειας. Ο Φράι άναψε ένα φανάρι από συνήθεια, αλλά ήξερε ότι θα ήταν αυτοκτονία  να βγει στο σκοτεινό κήπο.  Τα παιδιά και οι  γυναίκες κλαψούριζαν, συγκρατώντας τις κραυγές αγωνίας τους από κάποιο σκοτεινό, αρχέγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης που τους έλεγε ότι η ζωή τους εξαρτιόταν από τη σιωπή τους.  Τελικά ο σαματάς που έκαναν τα  γελάδια υποχώρησε σε οικτρά πονεμένα αγκομαχητά και ακολούθησαν κρότοι, χτυπήματα και τριξίματα. Οι Φράι, μαζεμένοι κοντά κοντά μέσα στο σαλόνι, δεν τόλμησαν  να κουνηθούν ώσπου έσβησαν και οι τελευταίοι απόηχοι βαθιά μέσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής.  Έπειτα, μέσα στα ανατριχιαστικά αγκομαχητά από το στάβλο και το σατανικό τερέρισμα των  νυχτοπουλιών στο φαράγγι, η Σελίνα Φράι πήρε το τηλέφωνο και μετέδωσε τα  νέα που αποτελούσαν τη δεύτερη φάση του τρόμου.  Την επόμενη μέρα όλοι οι περίοικοι ήταν πανικόβλητοι. έντρομες, βουβές ομάδες αντρών πηγαινοέρχονταν στο σημείο όπου είχε εμφανιστεί το δαιμονικό πλάσμα. Δύο τιτάνιες αυλακιές εκτείνονταν από το φαράγγι προς το κτήμα των Φράι, τερατώδη αχνάρια διακρίνονταν καθαρά στο χώμα και η μια πλευρά του παλιού κόκκινου στάβλου είχε καταρρεύσει. Από το κοπάδι των ζωντανών μόνο το ένα τέταρτο βρέθηκε και αναγνωρίστηκε. Μερικά ήταν φρικτά ακρωτηριασμένα και όλα όσα επέζησαν ήταν τόσο χάλια, ώστε τα πυροβόλησαν επιόπου. Ο Ερλ Σόγιερ υποστήριξε ότι έπερεπε  να ζητήσουν βοήθεια από το Άλσμουρι ή το Άρκχαμ, αλλά οι άλλοι είπαν ότι δεν είχε  νόημα. Ο  γερο-Ζέμπιουλον

Γουότλι, από ένα παρακλάδι των Γουότλι που ισορροπούσε ανάμεσα στο υγιές και το εκφυλισμένο παρακλάδι, μίλησε  για τρομερές τελετουργίες που έπρεπε  να  γίνουν στις κορφές των  λόφων . Η παράδοση ήταν πολύ ισχυρή στην οικογένειά του και οι αναμνήσεις του από ψαλμωδίες εκεί πάνω ήταν παλιότερες από τον Γουίλμπουρ και τον παππού του.  Το σκοτάδι έπεσε πάνω σε μια κοινότητα πολύ τρομαγμένη  για  να οργανώσει αξιόλογη άμυνα. Σε μερικές περιπτώσεις, τα μέλη συγγενικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί κάτω από μία στέγη και παρακολουθούσαν στα σκοτεινά. Γενικά, πάντως, οι άνθρωποι αμπαρώθηκαν και οχυρώθηκαν όπως και την προηγούμενη  νύχτα, καταφεύγοντας στην επιπόλαιη κίνηση  να  γεμίσουν τα μουσκέτα τους και  να έχουν δικράνια κοντά τους. Ωστόσο, μόνο τα βουητά του βουνού ακούστηκαν εκείνη τη  νύχτα. Κι όταν ξημέρωσε, πολλοί ήλπιζαν ότι ο και  νούριος τρόμος είχε περάσει το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Υπήρξαν μάλιστα και πιο θαρραλέοι που πρότειναν μια επιθετική εξόρμηση κάτω στο φαράγγι, μολονότι δεν τόλμησαν  να δώσουν το καλό παράδειγμα στη φοβισμένη πλειοψηφία. 'Οταν έπεσε πάλι η  νύχτα, επαναλήφθηκε το αμι-τάρωμα, αν και ήταν  λιγότερες οι οικογένειες που συγκεντρώθηκαν όλες μαζί.  Το πρωί, η οικογένεια του Φράι και του Μπίσοπ ανέφεραν ότι τα σκυλιά τους ήταν ανήσυχα, ότι άκουσαν ακαθόριστους θορύβους και ότι ερχόταν μια φοβερή δυσωδία από μακριά, ενώ οι πρωινοί εξερευνητές είδαν έντρομοι μια καινούρια σειρά τερατωδών αχναριών στο δρόμο που ανεβαίνει το  λόφο Σέντινελ. 'Οπως και πριν, τα τσακισμένα φυτά στις πλευρές του δρόμου μαρτυρούσαν τον ανόσια πελώριο όγκο του τρόμου, ενώ η διάρθρωση των αχναριών έδειχνε ότι το κινούμενο βουνό είχε ανέβει από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής και είχε  γυρίσει εκεί από τον ίδιο δρόμο. Στους πρόποδες του  λόφου μια αυλακιά σπασμένων χαμόδεντρων με πλάτος κοντά δέκα μέτρα οδηγούσε κάθετα προς τα πάνω και οι διώκτες έμειναν άναυδοι όταν είδαν ότι ούτε τα πιο απόκρημνα σημεία δεν μπόρεσαν  να αναχαιτίσουν την αμείλικτη πορεία. 'Ο,τι κι αν ήταν ο τρόμος, μπορούσε  ν' αναρριχηθεί σε μια βραχώδη πλαγιά σχεδόν κάθετη. κι όταν οι εξερευνητές σκαρφάλωσαν στην κορυφή από πιο ασφαλή μονοπάτια, είδαν ότι εκεί η πορεία σταματούσε -ή μάλλον αντιστρεφόταν. Εκεί ήταν που οι Γουότλι συνήθιζαν  ν' ανάβουν τις σατανικές φωτιές τους και  να τραγουδούν τους κολασμένους ύμνους τους πάνω στον επίπεδο βράχο τα βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων. Ο ίδιος βράχος αποτελούσε τώρα το κέντρο ενός μεγάλου κύκλου οργωμένου από το  γιγαντόσωμο τρόμο, ενώ πάνω στην κάπως κοίλη επιφάνειά του υπήρχε ένα παχύ και βρομερό στρώμα από την κολλώδη 0υσία που είχε παρατηρηθεί στο δάπεδο της αγροικίας των Γουότλι όταν ελευθερώθηκε ο τρόμος. Οι άντρες κοιτάζονταν άναυδοι και μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.  Έπειτα κοίταξαν κάτω από το  λόφο. Προφανώς ο τρόμος είχε κατέβει από τον ίδιο σχεδόν δρόμο που είχε ανέβει. Δεν είχε  νόημα  να κάνουν υποθέσεις.  Το σκεπτικό, η  λογική και το πιθανό κίνητρο αυτής της εξόρμησης ήταν εντελώς ακατανόητα. Μόνο ο  γεροΖέμπιουλον, που δεν ήταν μαζί με την ομάδα, θα μπορούσε  να εκτιμήσει την κατάσταση ή  να προτείνει μια  λογική εξήγηση. Η  νύχτα της Πέμπτης ξεκίνησε όπως και οι άλλες, αλλά τελείωσε

με συμφορά.  Τα  νυχτοπούλια στο φαράγγι έσκουζαν με τόσο ασυνήθιστη επιμονή, ώστε πολλοί δεν μπόρεσαν  να κλείσουν μάτι και  γύρω στις τρεις το πρωί όλα τα τηλέφωνα της ομάδας χτύπησαν ταυτόχρονα. Αυτοί που σήκωσαν το ακουστικό άκουσαν μια ξετρελαμένη από τρόμο φωνή  να τσιρίζει, «Βοήθεια, ω Θεέ μου!...» και μερικοί είπαν ότι αυτή την κραυγή απόγνωσης ακολούθησε ένας δυνατός κρότος. Κανείς δεν τόλμησε  να κάνει το παραμικρό και κανείς δεν ήξερε από ποιον είχε  γίνει το τηλεφώνημα ως το επόμενο πρωί.  Τηλεφωνώντας σε όλους, ανακάλυψαν ότι μόνο οι Φράι δεν απαντούσαν. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε μια ώρα αργότερα, όταν ένα βιαστικά συγκεντρωμένο απόσπασμα οπλισμένων αντρών έφτασε στο κτήμα των Φράι, στο άνοιγμα του Φαραγγιού. Αυτό που αντίκρισαν ήταν φρικτό, αλλά δεν τους ξάφνιασε. Υπήρχαν καινούριες αυλακιές και τερατώδη αχνάρια, αλλά δε βρήκαν τίποτα, ούτε ζωντανό ούτε  νεκρό. Μόνο μια δυσοσμία και μια κολλώδη, σαν πίσσα, ουσία. Η οικογένεια του  Έλμερ Φράι είχε αφανιστεί από το Ντάνγουιτς. VIII

Στο μεταξύ, μια αθόρυβη αλλά πιο οδυνηρή πνευματικά φάση του τρόμου ξετυλιγόταν κρυφά πίσω από την κλειστή πόρτα ενός δωματίου που ξεχείλιζε από βιβλία στο Άρκχαμ.  Το παράξενο χειρόγραφο αρχείο ή ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι, που είχε παραδοθεί στο Πανεπιστήμιο Μισκατόνικ  για μετάφραση, είχε προκαλέσει ιδιαίτερη έκπληξη και σύγχυση στους ειδικούς, τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων  γλωσσών' το ίδιο του το αλφάβητο, παρά τη  γενική ομοιότητα με το αραβικό της Μεσοποταμίας, ήταν εντελώς άγνωστο σε όλους,  Το τελικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ομόφωνα οι ειδικοί ήταν ότι το κείμενο αποτελούσε ένα τεχνητό αλφάβητο, κάτι σαν κρυπτογραφικό κωδικό. ωστόσο, καμιά από τις συνηθισμένες μεθόδους αποκρυπτογράφησης δεν έριξε το παραμικρό φως στο κείμενο, ακόμα κι όταν ερευνήθηκαν όλες οι  γλώσσες που ενδεχομένως είχε χρησιμοποιήσει σαν βάση ο συγγραφέας.  Τα αρχαία βιβλία που είχαν κατασχεθεί από το σπίτι των Γουότλι, μολονότι πολύ ενδιαφέροντα και, σε πολλές περιπτώσεις, ικανά  ν' ανοίξουν καινού ριους και τρομερούς δρόμους έρευνας σε φιλοσόφους κι επιστήμονες, δεν τους βοήθησαν στο συγκεκριμένο πρόβλημα.  Ένα απ' αυτά, ένας βαρύς τόμος με σιδερένια κλειδαριά, ήταν σε άλλο άγνωστο αλφάβητο, πολύ διαφορετικό όμως, αφού έμοιαζε περισσότερο με σανσκριτικά παρά με οποιαδήποτ.ε άλλη  γραφή.  Το παλιό  λογιστικό βιβλίο παραδόθηκε τελικά στο δόκτορα Άρμιτατζ , τόσο εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που έδειχνε  για την υπόθεση Γουότλι όσο και  για τις πλούσιες  γνώσεις του στη  γλωσσολογία και τις απόκρυφες μυστικιστικές ωδές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα. Ο Άρμιτατζ  σκεφτόταν ότι ίσως το αλφάβητο αυτό χρησιμοποιούνταν από τους μυημένους σε κάποιες απόκρυφες  λατρείες που ξεκίνησαν από την αρχαιότητα και έφτασαν ως την εποχή μας, κληρονομώντας πολλούς τύπους και παραδόσεις από τους μάγους της εποχής των Σαρακηνών. Ωστόσο, δε θεωρούσε ζωτικό αυτό το ερώτημα, αφού θα ήταν άσκοπο  να ξέρει την προέλευση των συμβόλων αν, όπως

υποψιαζόταν, χρησιμοποιούνταν  για την κωδικοποίηση μιας σύγχρονης  γλώσσας. Πίστευε ότι,  λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο όγκο του χειρογράφου, ο συγγραφέας δε θα έμπαινε στον κόπο  να χρησιμοποιήσει άλλη  γλώσσα από τη δική του, εκτός ίσως από ορισμένες συγκεκριμένες ωδές και ξόρκια.  Έτσι, άρχισε τη μελέτη του χειρογράφου προϋποθέτοντας αυθαίρετα έστω- ότι το κύριο μέρος του ήταν στ' αγγλικά.  Ήξερε από τις επανειλημμένες αποτυχίες συναδέλφων του ότι ο  γρίφος ήταν βαθύς και περίπλοκος, οπότε θα ήταν άσκοπο  να εξετάσει τις απλούστερες μεθόδους επίλυσης.  Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου αφοσιώθηκε στη σχολαστική μελέτη συγγραμμάτων  γύρω από την κρυπτογραφία. βασιζόμενος στις άφθονες πηγές της βιβλιοθήκης του και ανατρέχοντας κάθε  νύχτα στη μυστικιστική  γνώση της Πολυγραφίας  του  Τριθέμιου, στο De Furtivis Literarum Notis του  Τζιανμπτατίστα Πόρτα, στο Δοκίμιο  περί  Κρυπτογραφίας  του Ντε Βιζενέρ, στο Cryptomenysis Patefacta του Φαλκονέρ, σε μελέτες του δέκατου όγδοου αιώνα των Ντέιβι και Θίκνες, καθώς και σε πιο σύγχρονες αυθεντίες όπως ο Μπλερ, ο φον Μάρτεν και ο Κλίμπερ, πείστηκε με το χρόνο ότι είχε  να κάνει με ένα από τα πιο πανούργα και ιδιοφυή κρυπτογράμματα, στα οποία πολλοί διαφορετικοί κατάλογοι  γραμμάτων χρησιμοποιούνταν όπως στον πίνακα πολλαπλασιασμού και το μήνυμα  γινόταν κατα  νοητό μόνο από το  γνώστη των αυθαίρετων  λέξεων-κλειδιών . Οι παλιότεροι ειδικοί φαίνονταν πιο χρήσιμοι από τους  νεότερους και ο Άρμιτατζ  κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κώδικας του χειρογράφου ανήκε στην αρχαιότητα κι επέζησε αναμφίβολα μέσα από πολλές  γενιές οπαδών του μυστικισμού. Αρκετές φορές του φαινόταν ότι πλησίαζε στη  λύση, αλλά ξαναβρισκόταν στο μηδέν από κά..-τοιο απρόσμενο εμπόδιο.  Έπειτα, καθώς πλησίαζε ο Σεπτέμβριος, τα σύννεφα άρχισαν  να καθαρίζουν. Μερικά  γράμματα, όπως χρησιμοποιούνταν σε κάποια σημεία του χειρογράφου, επιβεβαιώθηκαν πέρα από κάθε αμφιβολία, επαληθεύοντας την υποψία του ότι το κείμενο ήταν στ' αγγλικά.  Το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου έπεσε και το τελευταίο φράγμα και ο δόκτωρ Άρμιτατζ  διάβασε  για πρώτη φορά μια σελίδα του αρχείου του Γουίλμπουρ Γουότλι.  Ήταν πράγματι ημερολόγιο, όπως είχαν υποθέσει όλοι . και ήταν διατυπωμένο σ' ένα ύφος που συνδύαζε την πολυμάθεια σε απόκρυφες επιστήμες και την αμορφωσιά σε άλλα θέματα του αλλόκοτου πλάσματος που το έγραψε.  Το πρώτο κιόλας μεγάλο απόσπασμα που αποκωδικοποίησε ο Άρμιτατζ , που είχε ημερομηνία 26 Νοεμβρίου του  1916, αποδείχτηκε εκπληκτικό και τρομακτικό.  Ήταν  γραμμένο από ένα παιδί τρεισήμισι χρονών που έμοιαζε με δωδεκάχρονο ή δεκατριάχρονο έφηβο. Σήμερα έμαθα το Άκλο του Σαβαώθ [έλεγε] αλλά, δε μου άρεσε,  γιατί η απάντηση έρχεται από το βουνό και όχι από τον αέρα. Αυτό πάνω μ' έχει ξεπεράσει περισσότερο απ' όσο περίμενα και δε μου φαίνεται πως έχει καθόλου  γήινο μυαλό. Πυροβόλησα το κόλεί του  Έλαμ Χάτσιν όταν πήγε  να με δαγκώσει και ο  Έλαμ  λέει ότι θα με σκότωνε αν.μπορούσε. Δε  νομίζω ότι το εννοεί. Ο παππούς μ' έβαλε  να  λέω συνέχεια την ωδή Ντχο χτες βράδυ και  νομίζω ότι είδα τη μυστική πόλη στους δυο μαγνητικούς πόλους. Θα πάω σ'

αυτούς τους πόλους αφού καθαριστεί η  γη, αν δεν μπορέσω  να ξεφύγω ψάλλοντας την ωδή Ντο-Χνα. Αυτοί από:τον αέρα μου είπαν το Σάββατο ότι θα περάσουν χρόνια πριν καταφέρω  να καθαρίσω τη  γη και υποθέτω ότι ο παππούς θα έχει πεθάνει ως τότε, οπότε πρέπει  να μάθω όλες τιςστροφές και τις φράσεις από το Γρ ως το Νχγκρ. Αυτοί απέξω θα με βοηθήσουν, αλλά δεν μπορούν  να ενσαρκωθούν χωρίς ανθρώπινο αίμα. Αλλά εκείνο πάνω είναι ό,τι πρέπει.  Το βλέπω  λίγο όταν κάνω το σύμβολο Βούρις ή του ρίχνω τη σκόνη του Ιμπν Γκαζί και μοιάζει πολύ μ' αυτούς πάνω στο  λόφο την Πρωτομαγιά.  Το άλλο πρόσωπο μπορεί  να ξεθωριάσει  λίγο. Αναρωτιέμαι πώς θα φαίνομαι όταν η  γη θα έχει καθαριστεί από τα  γήινα πλάσματα. Αυτός που ήρθε με το Άκλο Σαβαώθ μου είπε ότι ίσως μεταμορφωθώ, αφού θα πρέπει  να φροντίσω πολλά από τα έξω.  Το ξημέρωμα βρήκε το δόκτορα Άρμιτατζ   λουσμένο στον κρύο ιδρώτα του τρόμου και άγρυπνο από αγωνία. Δεν είχε αφήσει το χειρόγραφο όλη τη  νύχτα, αλλά, καθισμένος στο  γραφείο του κάτω από το φως της  λάμπας,  γύριζε τη μία σελίδα μετά την άλλη με τρεμάμενα χέρια, όσο πιο  γρήγορα μπορούσε  ν' αποκρυπτογραφεί το κείμενο. Είχε τηλεφωνήσει αγχωμένος στη  γυναίκα του ότι δε θα  γύριζε σπίτι κι όταν εκείνη του πήγε πρωινό την επομένη, δεν το άγγιξε. Συνέχισε  να διαβάζει όλη εκείνη τη μέρα, σταματώντας αλαφιασμένος κάθε φορά που ήταν απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός της  λέξης-κλειδιού.  Του πήγαν  γεύμα και δείπνο στο  γραφείο του, αλλά έφαγε ελάχιστα. Γύρω στα μεσάνυχτα της επομένης τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα του, αλλά ξύπνησε πολύ σύντομα από φρικτούς εφιάλτες που συναγωνίζονταν σε φρίκη τις απειλές  για την ανθρωπότητα που είχε ανακαλύψει στο ημερολόγιο.  Το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου ο καθηγητής Ράις και ο δόκτωρ Μόργκαν επέμειναν  να τον δουν  για  λίγο κι έφυγαν σοκαρισμένοι και κάτωχροι. Εκείνο το βράδυ, ο Άρμιτατζ  πήγε στο κρεβάτι του αλλά κοιμήθηκε ελάχιστα.  Την  Τετάρτη -την επομένη- ξαναγύρισε στη μελέτη του χειρογράφου και άρχισε  ν' αντιγράφει αποσπάσματα από τις σελίδες που διάβαζε και άλλες που είχε διαβάσει  νωρίτερα.  Τις μικρές ώρες εκείνης της  νύχτας κοιμήθηκε  λίγο σε μια άνετη πολυθρόνα του  γραφείου του, αλλά ξανάπιασε το χειρόγραφο πριν χαράξει. Λίγο πριν το μεσημέρι ο  γιατρός του, ο δόκτωρ Χάρτγουελ, πήγε  να τον δει κι επέμεινε ότι έπρεπε  να σταματήσει τη δουλειά. εκείνος αρνήθηκε, ομολογώντας πως είχε ζωτική σημασία  γι ' αυτόν  να ολοκληρώσει την ανάγνωση του ημερολογίου και δίνοντας το  λόγο του ότι θα του εξηγούσε σύντομα το  γιατί. Εκείνο το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε το  λυκόφως, τελείωσε την τρο μερή του μελέτη κι έγειρε εξαντλημένος στο κάθισμά του. Η  γυναίκα του, φέρνοντάς του το δείπνο, τον βρήκε σε ημικωματώδη κατάσταση. αλλά είχε αρκετά τις αισθήσεις του  για  να την αποτρέψει με μια δυνατή κραυγή  να διαβάσει τις σημειώσεις του. Σηκώθηκε αδύναμα, μάζεψε τα χαρτιά του και τα έβαλε σ' ένα φάκελο, τον οποίο σφράγισε κι έβαλε αμέσως στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Είχε αρκετή δύναμη  για  να επιστρέψει σπίτι του, αλλά ήταν τόσο φανερό ότι

χρειαζόταν ιατρική βοήθεια, ώστε η  γυναίκα του κάλεσε αμέσως το δόκτορα Χάρτγουελ. Ενώ ο  γιατρός τον έβαζε στο κρεβάτι, εκείνος μουρμούριζε μόνο ξανά και ξανά: «Μα, για  όνομα του  Θεού, τι  μπορούμε   να κάνουμε;» Ο δόκτωρ Άρμιτατζ  κοιμήθηκε, αλλά στη διάρκεια της επόμενης μέρας έπεφτε συχνά σε παραλήρημα. Δεν έδωσε καμιά εξήγηση στον Χάρτγουελ. Στις πιο ήρεμες στιγμές του ζητούσε  να δει επειγόντως τον Ράις και τον Μόργκαν. Στο παραλήρημά του έλεγε αλλόκοτα πράγματα, μαζί με φρενιασμένες εκκλήσεις  να καταστρέψουν κάτι σ' ένα ερμητικά κλειστό αγροτόσπιτο και φανταστικές αναφορές σε κάποιο σχέδιο  για την εξολόθρευση ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής και κάθε ζωικής και φυτικής μορφής ζωής από κάποια τρομερή παλιότερη φυλή όντων από άλλη διάσταση. Ξεφώνιζε ότι ο κόσμος αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο, αφού τα Αρχαία Πλάσματα ήθελαν  να την απογυμνώσουν και  να τη σύρουν μακριά από το ηλιακό σύστημα και την υλική υπόσταση, σε κάποιο άλλο πεδίο ή επίπεδο ύπαρξης από το οποίο είχε ξεφύγει, μυριάδες αιώνες πριν. Άλλες φορές ζητούσε το Νεκρονομικόν και τη Δαιμονο λατρία  του Ρεμίγκιους, στα οποία έλεγε ότι ίσως έβρισκε κάποια μαγική φράση που θα εξόρκιζε το κακό  για το οποίο μιλούσε. «Σταματήστε τους, σταματήστε τους!» φώναζε. «Αυτοί οι Γουότλι σχεδίαζαν  να τους αφήσουν  να περάσουν και, μα το Θεό, άφησαν το χειρότερο! Πείτε στον Ράις και τον Μόργκαν ότι πρέπει  να κάνουμε κάτι! Είμαστε στο σκοτάδι, αλλά ξέρω πώς παρασκευάζεται η σκόνη... Στις 2 Αυγούστου, όταν ήρθε εδώ ο Γουίλμπουρ και βρήκε το θάνατο, σίγουρα...» Αλλά ο Άρμιτατζ  είχε  γερή κράση παρά τα εβδομήντα εφτά του χρόνια και ξεπέρασε την ταραχή του πέφτοντας σε βαθύ ύπνο εκείνη τη  νύχτα, χωρίς  να ανεβάσει πυρετό. Ξύπνησε αργά την Παρασκευή, με πλήρη πνευματική διαύγεια, αν και σκυθρωπός από ένα βασανιστικό φόβο κι ένα βαρύ αίσθημα ευθύνης.  Το απόγευμα του Σαββάτου ήταν σε θέση  να πάει στη βιβλιοθήκη και  να καλέσει τους Ράις και Μόργκαν  για ένα συμβούλιο και την υπόλοιπη μέρα οι τρεις άντρες βασάνισαν το μυαλό τους με τις τρομερότερες εικασίες και την πιο αποκαρδιωτική συζήτηση. Παράξενα και τρομερά βιβλία βγήκαν από τα καγκελόφραχτα ράφια και άλλα ασφαλή μέρη όπου φυλάσσονταν. Διαγράμματα και μαγικές φράσεις αντιγράφτηκαν με φρενιασμένη σπουδή και σε εκπληκτική αφθονία. Δεν υπήρχε ίχνος δυσπιστίας. Άλλωστε, είχαν δει και οι τρεις το σώμα του Γουίλμπουρ Γουότλι  να κείτεται στο δάπεδο της ίδιας αίθουσας και, ύστερα απ' αυτό, κανείς τους δεν είχε την παραμικρή τάση  ν' αψηφήσει το ημερολόγιό του σαν παραληρήματα ενός τρελού. Οι  γνώμες διχάστηκαν, ωστόσο,  για το αν έπρεπε  να ειδοποιήσουν την Πολιτειακή Αστυνομία της Μασαχουσέτης. επικράτησε η αρνητική άποψη. Υπήρχαν πράγματα που απλούστατα δε θα  γίνονταν πιστευτά απ' όσους δεν είχαν δει ένα δείγμα, ό.-τως άλλωστε επαληθεύτηκε από τις μεταγενέστερες έρευνες. Αργά τη  νύχτα το συμβούλιο πήρε τέλος, χωρίς  να έχει καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, ενώ ολόκληρη την Κυριακή ο Άρμιτατζ  ήταν απασχολημένος συγκρίνοντας μαγικες φρασεις και αναμειγνυοντας χημικα στοιχεία που προμηθεύτηκε από το

χημείο του πανεπιστημίου. 'Οσο περισσότερο σκεφτόταν το απίστευτο ημερολόγιο τόσο περισσότερο έτεινε  ν' αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα Οποιουδήποτε υλικού μέσου  για την εξάλειψη αυτής της οντότητας που είχε αφήσει πίσω του ο Γουίλμπουρ Γουότλι της οντότητας που απειλούσε τη  γη και που σε  λίγες ώρες επρόκειτο  να ελευθερωθεί και  να  γίνει ο αλησμόνητος  Τρόμος του Ντάνγουιτς. . Η Δευτέρα ήταν μια επανάληψη της Κυριακής  για το δόκτορα Άρμιτατζ , αφού η ευθύνη που είχε επωμιστεί απαιτούσε άφθονη έρευνα και πειραματισμό. Περαιτέρω αναγνώσεις του τερατώδους ημερολογίου έγιναν αιτία  για διάφορες αλλαγές στο σχέδιο και ήξερε ότι ακόμα και στο τέλος δε θα μπορούσε  να είναι απόλυτα σίγουρος. Ως την  Τρίτη, είχε καταστρώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης και πίστευε ότι θα μπορούσε  να επιχειρήσει ένα ταξίδι στο Ντάνγουιτς μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα.  Έπειτα, την  Τετάρτη, ήρθε η τρομερή έκπληξη. Κα ταχωνιασμένο σε μια  γωνιά της Άρκχαμ  Α  ντβερτάιζερ  ήταν ένα κωμικό μικρό άρθρο από τον Ηνωμένο  Τύπο, που μιλούσε  για το ασύλληπτο κτήνος που είχε  γεννήσει το παράνομο ουίσκι του Ντάνγουιτς. Ο Άρμιτατζ , εμβρόντητος, τηλεφώνησε αμέσως στους Ράις και Μόργκαν. Συζήτησαν  για πολλές ώρες εκείνη τη  νύχτα και το επόμενο πρωί άρχισαν τις πυρετώδικεις προετοιμασίες. Ο Άρμιτατζ  ήξερε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τρομερές δυνάμεις, αλλά παράλληλα καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος  να ανατρέψει την ουσιαστικότερη και πολύ πιο μοχθηρή ανάμειξη που είχαν άλλοι πριν απ' αυτόν. IX

 Το πρωί της Παρασκευής ο Άρμιτατζ , ο Ράις και ο Μόργκαν ξεκίνησαν με αυτοκίνητο  για το Ντάνγουιτς.  Έφτασαν στο χωριό  γύρω στη μία το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν ευχάριστος, αλλά ακόμα και στο δυνατότερο φως του ήλιου ένας υποχθόνιος τρόμος και μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα κρεμόταν πάνω από τους παράξενα στρογγυλεμένους  λόφους και τα βαθιά, σκοτεινά  λαγκάδια της πληγείσας περιοχής. Στιγμές στιγμές μπορούσαν  να διακρίνουν κόντρα στον ουρανό έναν έρημο κύκλο από πέτρες. Η ατμόσφαιρα του βουβού τρόμου στο μαγαζί του .Οσμπορν τους έπεισε ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί και σύντομα πληροφορήθηκαν τον αφανισμό του σπιτιού και της οικογένειας του  Έλμερ Φράι. Πέρασαν όλο το απόγευμα τριγυρνώντας ολόκληρο το Ντάνγουιτς, ρωτώντας τους  ντόπιους  γι' αυτά που είχαν συμβεί και βλέποντας οι ίδιοι, με παγερά ρίγη τρόμου, τα ερείπια του σπιτιού των Φράι με τα αποτυπώματα της κολλώδους ουσίας που είχαν απομείνει, τα πληγωμένα  γελάδια του Σεθ Μπίσοπ και τις πελώριες αυλακιές τσακισμένης βλάστησης σε διάφορα σημεία. Η επίσκεψη του πλάσματος στο  λόφο Σέντινελ είχε ζωτική σημασία στα μάτια του Άρμιτατζ  και κοίταξε  για πολλή ώρα τον απειλητικό, σαν βωμό, βράχο στην κορυφή.  Τελικά οι  νεοφερμένοι, μαθαίνοντας  για μια ομάδα αντρών της Πολιτειακής Αστυνομίας που είχαν έρθει από το Άλσμπουρι το ίδιο πρωί μόλις πληροφορήθηκαν την τραγωδία των Φράι, αποφάσισαν  να βρουν τους αστυνομικούς και  να συγκρίνουν τα συμπεράσματά τους στο βαθμό

που ήταν δυνατό. 'Οπως αποδείχτηκε, ήταν ευκολότερο στα  λόγια παρά στην πράξη,  γιατί όσο κι αν έψαξαν δε βρήκαν το παραμικρό ίχνος της ομάδας πουθενά.  Ήταν πέντε άντρες με ένα αμάξι, αλλά τώρα το αυτοκίνητο ήταν εγκαταλειμμένο κοντά στα ερείπια του σπιτιού των Φράι. Οι  ντόπιοι, που είχαν μιλήσει όλοι με τους αστυνομικούς, αρχικά φάνηκαν το ίδιο σαστισμένοι όσο ήταν ο Άρμιτατζ  και οι σύντροφοί του.  Τότε ο  γερο-Σαμ Χάτσινς σκέφτηκε κάτι και χλόμιασε, σκούντησε τον Φρεντ Φαρ και του έδειξε το υγρό, βαθύ φαράγγι που έχασκε  λίγο πιο πέρα. «Θεέ μου!» βόγκηξε. «τους είπα  να μην κατέβουν στο Φαράγγι. Δεν περίμενα ότι θα το τολμούσαν, μ' αυτά τ' αχνάρια και τη μυρωδιά και τα  νυχτοπούλια που σκούζουν εκεί κάτω, μέσα στη σκοτεινιά που έχει ακόμα και το καταμεσήμερο...» Μια τρομερή ανατριχίλα απλώθηκε στους  ντόπιους και τους επισκέπτες ταυτόχρονα και όλοι άρχισαν  να αφουγκράζονται ενστικτωδώς. Ο Άρμιτατζ , έχοντας την πρώτη του ουσιαστική επαφή με τον τρόμο και τα τερατώδη έργα του, έτρεμε σύγκορμος από την ευθύνη που ένιωθε  να βαραίνει τους ώμους του. Γρήγορα θα έπεφτε η  νύχτα και τότε θα έβγαινε και πάλι η βλασφημία των βουνών, ανοίγοντας τα φρικιαστικά μονοπάτια της. Negotium perambulans in tenembris ... Ο ηλικιωμένος βιβλιοθηκάριος επανέλαβε στο μυαλό του τη μαγική φράση που είχε αποστηθίσει και άγγιξε μηχανικά το χαρτί στο οποίο είχε σημειώσει την άλλη, που δεν μπόρεσε  ν' αποστηθίσει.  Έλεγξε αν ο φακός του δούλευε κανονικά. Ο Ράις, πλάι του, έβγαλε από μια βαλίτσα ένα μεταλλικό ψεκαστήρα, σαν αυτόν που χρησιμοποιείται  για το ψέκασμα των φυτών, ενώ ο Μόργκαν εξέτασε τη μεγάλη καραμπίνα του, πάνω στην οποία βασιζόταν, παρά τις προειδοποιήσεις του συναδέλφου του ότι κανένα υλικό όπλο δεν μπορούσε  να βοηθήσει. Ο Άρμιτατζ , που είχε διαβάσει το φοβερό ημερολόγιο, ήξερε με οδυνηρή βεβαιότητα τι είδους ανοσιούργημα  να περιμένει. αλλά δεν ήθελε  να εντείνει τον τρόμο των κατοίκων του Ντάνγουιτς δίνοντάς τους στοιχεία ή κάνοντας  νύξεις.  Ήλπιζε ότι θα κατάφερνε  να το  νικήσει χωρίς  ν' αποκαλύψει στον κόσμο την τρομερή μοίρα που είχε αποφύγει. Κι ενώ έπεφτε το σκοτάδι, οι  ντόπιοι άρχισαν  να σκορπίζονται ο καθένας  για το σπίτι του, ανυπομονώντας  να κλειδαμπαρωθούν μέσα παρά τη χειροπιαστή απόδειξη ότι καμιά ανθρώπινη κλειδαριά ή αμπάρα δεν ήταν χρήσιμη μπροστά σε μια δύναμη που μπορούσε  να σπάζει δέντρα και  να συνθλίβει σπίτια αν το ήθελε. Κούνησαν αρνητικά τα χέρια τους στην πρόταση των  νεοφερμένων  να μείνουν σκοποί στα ερείπια της αγροικίας των Φράι, κοντά στο φαράγγι. φεύγοντας, πολύ  λίγοι περίμεναν να ξαναδούν ζωντανούς τους παρατηρητές. Εκείνη τη  νύχτα ακούστηκαν και πάλι βροντεροί ήχοι από τα βουνά και τα  νυχτοπούλια έσκουζαν απειλητικά. Κάθε τόσο, το  νυχτερινό αεράκι που φυσούσε από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής έφερνε μια υποψία από την ανείπωτη δυσωδία, την ίδια που οι τρεις επιστήμονες είχαν οσμιστεί και άλλοτε, όταν στάθηκαν πάνω από ένα ετοιμοθάνατο ανοσιούργημα που είχε περάσει δεκαπεντέμισι ολόκληρα χρόνια σαν ανθρώ..οτινο πλάσμα. Αλλά ο τρόμος που περίμεναν δεν εμφανίστηκε.  Ότι κι αν ήταν αυτό κάτω στο φαράγγι, καιροφυλακτούσε και ο Άρμιτατζ 

είπε στους συναδέλφους του ότι το  να επιτιτεθούν μέσα στο σκοτάδι θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.  Το πρωί ήρθε θαμπό και οι  νυχτερινοί ήχοι σταμάτησαν.  Ήταν μια  γκρίζα, μουντή μέρα και ψιχάλιζε πού και πού, ενώ όλο και βαρύτερα σύννεφα μαζεύονταν στα βορειοδυτικά πάνω από τα βουνά. Οι άντρες από το Άρκχαμ δεν μπορούσαν  ν' αποφασίσουν τι έπρεπε  να κάνουν. Βρίσκοντας καταφύγιο από τη βροχή που δυνάμωνε σ' ένα από τα  λιγοστά υπόστεγα του κτήματος των Φράι που δεν είχε καταστραφεί, συζήτησαν αν ήταν πιο συνετό  να περιμένουν ή  να περάσουν στην επίθεση και  να κατέβουν στο φαράγγι, ψάχνοντας το ακατονόμαστο, τερατώδες θήραμά τους. Η βροχή δυνάμωσε κι ακούγονταν μακρινοί κεραυνοί, όλο και πιο δυνατοί. Άξαφνα, μια διχαλωτή αστραπή έλαμψε πολύ κοντά τους, σαν  να κατέβαινε στο καταραμένο φαράγγι. Ο ουρανός σκοτείνιασε και οι επιστήμονες ευχήθηκαν  να σταματούσε  γρήγορα η καταιγίδα και  να καθάριζε ο ουρανός.  Ήταν ακόμα ανατριχιαστικά σκοτεινά μια ώρα αργότερα, όταν ένα συγχυσμένο κομφούζιο φωνών ήχησε κάτω στο δρόμο.  Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε μια τρομοκρατημένη ομάδα από μια  ντουζίνα άντρες που έτρεχαν, ούρλιαζαν και μοιρολογούσαν υστερικά.  Ένας από τους πρώτους εξήγησε ξέπνοα στους επιστήμονες τι συνέβαινε. «Ω Θεέ μου, Θεέ μου!» άρχισε με σπασμένη φωνή. « Τριγυρνάει πάλι, κι αυτή τη φορά  μέσα  στη μέρα ! Είναι έξω! Είναι έξω!  Τριγυρνάει αυτή τη στιγμή και μόνο ο Θεός ξέρει πότε θα μας επιτεθεί!» Ο άντρας σώπασε παλεύοντας  να πάρει ανάσα κι ανέλαβε ένας άλλος  να ολοκληρώσει το μήννμα. «Λιγότερο από μια ώρα πριν ο Ζεμπ Γουότλι εδώ άκουσε το τηλέφωνο  να χτυπάει κι ήταν η κυρα-Κόρεί, που μένει κάτω στη διασταύρωση. Είπε ότι ο μικρός Λούθερ είχε βγει  να οδηγήσει τις αγελάδες στο στάβλο μετά το μεγάλο κεραυνό, όταν είδε όλα τα δέντρα  λυγισμένα στο στόμιο του φαραγγιού -στην αντίθετη πλευρά από δω- και μύρισε την ίδια βρόμα που υπήρχε και τότε που είδε τα μεγάλα αποτυπώματα την περασμένη Δευτέρα. Και της είπε ακόμα πως άκουσε ένα σύρσιμο, δυνατότερο απ' ό, τι θα έκαναν τα δέντρα  λυγίζοντας και οι θάμνοι σπάζοντας και, ξαφνικά, τα δέντρα κατά μήκος του δρόμου άρχισαν  να πιέζονται από τη μια μεριά κι ακουγόταν ένα φοβερό ποδοβολητό και πλατσούρισμα μέσα στη  λάσπη. Αλλά -Ο Θεός  να μας  λυπηθεί! ο Λούθερ δεν είδε  απολύτως τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους να  λυγίζουν! «Κι έπειτα,  λίγο πιο κάτω, εκεί που πήγαινε ο Μπρουκ, ο  γιος του Μπίσοπ, κάτω από το δρόμο, άκουσε ένα φοβερό τρίξιμο πάνω στη  γέφυρα και  λέει ότι  γνώρισε το θόρυβο του ξύλου που αρχίζει  να σπάει. Κι όλη αυτή την ώρα δεν έβλεπε τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους  να τσακίζουν! Κι όταν ο κελαρυστός ήχος απομακρύνθηκε πολύ -στο δρόμο προς το σπίτι του μάγου Γουότλι και το  λόφο Σέντινελ- ο Λούθερ βρήκε το θάρρος  να σκαρφαλώσει εκεί που το είχε πρωτοακούσει και  να κοιτάξει το έδαφος.  Ήταν όλο  λασπόνερα και ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η βροχή έσβηνε όλα τ' αχνάρια τριγύρω πολύ  γρήγορα. αλλά στο στόμιο του φαραγγιού, εκεί που είχαν κινηθεί τα δέντρα, υπήρχαν ακόμα μερικά από τ' αχνάρια που είχε δει κι εκείνη τη

Δευτέρα!» Σ' αυτό το σημείο τον διέκοψε ο πρώτος πληροφοριοδότης. «Αλλά δεν είναι αυτό  το φοβερό! Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο Ζεμπ εδώ τηλεφωνούσε σ' όλους τα  νέα όταν τον διέκοψε ένα τηλεφώνημα από του Σεθ Μπίσοπ. Η οικονόμος του, η Σάλι, είχε πάθει κρίση. Είχε δει μόλις τα δέντρα  να  λυγίζουν στις πλαγιές του δρόμου και είπε ότι άκουγε κάποιου είδους βαρύ πλατσούρισμα, σαν από ελέφαντα,  να κατευθύνεται προς το σπίτι. Άξαφνα μίλησε  για μια απαίσια μυρωδιά και είπε ότι ο  γιος της, ο  Τσόσνι, ξεφώνιζε ότι ήταν η ίδια μυρωδιά που είχε μυρίσει στα ερείπια των Γουότλι το πρωί της Δευτέρας. Και οι σκύλοι  γάβγιζαν και κλαψούρtζαν όλοι μαζί. «Και τότε έβγαλε μια φοβερή κραυγή και είπε ότι το υπόστεγο κάτω από το δρόμο είχε  γκρεμιστεί σαν  να το είχε χτυπήσει τυφώνας, μόνο που ο άνεμος δεν ήταν τόσο δυνατός  για  να έχει κάνει κάτι τέτοιο. 'Ολοι παρακολουθούσαν στη  γραμμή κι ακούσαμε αρκετούς  ν' ανασαίνουν κοφτά. Ξαφνικά η Σάλι ούρλιαξε πάλι και είπε ότι ο φράκτης της μπροστινής αυλής είχε σπάσει, μολονότι δεν έβλεπε ποιος το είχε κάνει.  Τότε όλοι στη  γραμμή άκουσαν τον  Τσόσνι και το  γερο-Σεθ Μπίσοπ  να ουρλιάζουν και η Σάλι ξεφώνιζε ότι κάτι βαρύ είχε χτυπήσει το σπίτι -όχι κεραυνός ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι βαρύ έπεφτε με δύναμη πάνω στην πρόσοψη, ξανά και ξανά, μολονότι δεν έβλεπε τίποτα από τα μπροστινά παράθυρα. Και τότε... και τότε...» 'Ολα τα πρόσωπα συσπάστηκαν από τρόμο και ο Άρμιτατζ  σοκαρισμένος όπως ήταν, κατάφερε με κόπο  να παροτρύνει τον ομιλητή  να συνεχίσει, «Και τότε…. η Σάλι ούρλιαξε: 'Βοήθεια!  Το σπίτι  γκρεμίζεται!… και στο τηλέφωνο ακούσαμε έναν τρομερό κρότο και πολλές κραυγές... όπως τότε που έπεσε το σπίτι του  Έλμερ Φράι, μόνο που…» Ο άντρας σώπασε και συνέχισε κάποιος άλλος από το πλήθος. «Αυτό ήταν. Ούτε ένας ήχος ούτε κιχ στη  γραμμή ύστερα απ' αυτό. Μόνο ησυχία. Εμείς που τ' ακούσαμε βγάλαμε φορτηγά και κάρα και μαζέψαμε όσους ικανούς άντρες μπορούσαμε στο σπίτι του Κόρεί κι έπειτα ήρθαμε εδώ  να μάθουμε τι  λέτεεσείς  να κάνουμε. Εγώ, πάντως,  νομίζω ότι ήρθε η ώρα  να μας κρίνει ο Θεός  για τις αδικίες που έχουμε κάνει και κανένας θνητός δεν μπορεί  να την αποτρέψει...» Ο Άρμιτατζ  κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή  για δράση και μίλησε αποφασιστικά στη διστακτική ομάδα των τρομοκρατημένων χωρικών. «Πρέπει  να το ακολουθήσουμε, παιδιά», είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε. «Νομίζω ότι έχουμε ελπίδες  να το βγάλουμε από τη μέση. Εσείς ξέρετε ότι οι Γουότλι ήταν μάγοι... Λοιπόν, αυτό το πλάσμα είναι  γέννημα της μαγείας και πρέπει  να το πολεμήσουμε με τα ίδια μέσα. Είδα το ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι και διάβασα μερικά από τα παράξενα παλιά βιβλία που μελετούσε εκείνος'  νομίζω,  λοιπόν, ότι ξέρω τα κατάλληλα μαγικά  για  να αφανίσουμε αυτό το πλάσμα. Φυσικά, δεν μπορούμε  να είμαστε σίγουροι, αλλά πρέπει  να το διακινδυνεύσου με.  Το πλάσμα είναι αόρατο -όπως το περίμενα- αλλά έχουμε μια σκόνη σ' αυτό τον ψεκαστήρα που ίσως το κάνει  να φανεί  για μια στιγμή. Θα τη δοκιμάσουμε αργότερα. Είναι πολύ φοβερό που υπάρχει, αλλά δεν είναι φοβερότερο απ' αυτά που θα ελευθέρωνε ο Γουίλμπουρ αν είχε ζήσει περισσότερο. Δε θα μάθετε ποτέ από τι  γλίτωσε ο κόσμος.  Τώρα έχουμε

μόνο αυτό το πλάσμα  να πολεμήσουμε και δεν μπορεί  να πολ λαπλασιαστεί. Ωστόσο, μπορεί  να κάνει μεγάλο κακό. Γι ' αυτό πρέ.πει  να βιαστούμε ν' απαλλάξουμε την κοινότητα απ’ αυτό. «Πρέπει  να το ακολουθήσουμε, ξεκινώντας από το μέρος που μόλις καταστράφηκε. Ας μας οδηγήσει κάποιος. δεν ξέρω πολύ καλά τους δρόμους σας, αλλά θα υπάρχει τρόπος  να κόψουμε δρόμο.  Τι  λέτε  γι ' αυτό;» Οι άντρες δίστασαν  για  λίγο κι έπειτα ο Ερλ Σόγιερ πήρε το  λόγο κι έδειξε μ' ένα  λιγδιασμένο δάχτυλο μέσα από τη βροχή που είχε αρχίσει να κοπάζει. «Θα  φτάσετε  γρηγορότερα  στου  Σεθ  Μπίσοπ  κόβοντας  δρόμο  από  το  χαμηλότερο  λιβάδι  εδώ , διασχίζοντας  το  ρυάκι  πιο  κάτω  και  ανεβαίνοντας  από  το  χωράφι  του  Κάριερ  και  το  δάσος  πιο  πέρα . Θα  βγείτε  στον  πάνω  δρόμο  κοντά στου  Σεθ  - είναι  από την  άλλη μεριά ,  λίγο πιο  κάτω ». Ο Άρμιτατζ  με τον Ράις και τον Μόργκαν ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση που τους έδειξε ο χωρικός. οι περισσότεροι από τους  ντόπιους τους ακολούθησαν διστακτικά. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχε αρχίσει  ν' ανοίγει και όλα έδειχναν ότι η καταιγίδα είχε τελειώσει. 'Οταν ο Άρμιτατζ  πήρε  λάθος κατεύθυνση, ο  Τζο 'Οσμπορν του φώναξε  να σταθεί και τελικά πέρασε μπροστά  για  να του δείχνει το δρόμο.  Το θάρρος και η αποφασιστικότητα των αντρών αυξάνονταν, αν και το  λυκόφως του σχεδόν κατακόρυφου δασωμένου  λόφου, που υψωνόταν προς το τέλος της διαδρομής τους, και τα αιωνόβια δέντρα, ανάμεσα στα οποία έπρεπε  να σκαρφαλώσουν, ήταν μια σκληρή δοκιμασία αυτών των αισθημάτων. Λίγο μετά βγήκαν σ' ένα  λασπωμένο δρόμο και είδαν τον ήλιο  να εμφανίζεται ξανά στον ουρανό.  Ήταν  λίγο πριν το σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, αλλά τα  λυγισμένα δέντρα και τα ξεκάθαρα αχνάρια μαρτυρούσαν τι είχε περάσει από εκεί. Επιθεώρησαν βιαστικά τα ερείπια πέρα από τη στροφή.  Ήταν μια επανάληψη της καταστροφής του σπιτιού των Φράι και τίποτα - νεκρό ή ζωντανό- δε βρέθηκε κάτω από τα χαλάσματα που ήταν κάποτε ο στάβλος και η αγροικία των Μπίσοπ. 'Ολοι βιάζονταν  ν' απομακρυνθούν από τη δυσωδία και την κολλώδη ουσία και στράφηκαν μηχανικά προς την κατεύθυνση που ειχαν τα τρομερα αποτυπωματα: προς το ερειπωμενο σπιτι των Γουότλι και τις πλαγιές του Σέντινελ, με το βωμό στην κορυφή. Περνώντας από τη  γη του Γουίλμπουρ Γουότλι, οι άντρες ταράχτηκαν και η αποφασιστικότητά τους σκιάστηκε από δισταγμό. Δεν ήταν αστείο πράγμα  ν' ακολουθούν κάτι αόρατο, που είχε το μέγεθος σπιτιού και όλη την αχαλίνωτη μοχθηρία ενός δαίμονα. Απέναντι από τους πρόποδες του Σέντινελ, τ' αχνάρια έβγαιναν από το δρόμο και υπήρχε μια καινούρια αυλακιά παράλληλα μ' εκείνη που μαρτυρούσε την προηγούμενη πορεία του τέρατος προς και απο την κορυφή. Ο Άρμιτατζ  έβγαλε ένα αρκετά ισχυρό τηλεσκόπιο τσέπης και κοίταξε την απότομη καταπράσινη πλαγιά του  λόφου.  Έπειτα έδωσε το όργανο στον Μόργκαν, που είχε καλύτερη όραση.  Την επόμενη στιγμή, ο Μόργκαν έβγαλε μια κραυγή κι έδωσε το τηλεσκόπιο στον Ερλ Σόγιερ, δείχνοντάς του ένα συγκεκριμένο σημείο της πλαγιάς. Ο Σόγιερ, με την αδεξιότητα αυτών που δεν έχουν ξαναπιάσει τέτοια όργανα, το ψαχού-

 λεψε  λίγο και τελικά κατάφερε  να εστιάσει τους φακούς με τη βοήθεια του Άρμιτατζ . Η κραυγή του ήταν ακόμα δυνατότερη απ' αυτή του Μόργκαν. «Μεγαλοδύναμε Θεέ!  Το χορτάρι και οι θάμνοι κουνιούνται! Ανεβαίνει πάνω... αργά... έρποντας... φτάνει στην κορυφή όπου  να ' ναι, ένας Θεός ξέρει με ποιο σκοπό!» Αυτός ο σπόρος του πανικού βρήκε πρόσφορο έδαφος σε όλη την ομάδα. Άλλο  να κυνηγούν την ακατονόμαστη οντότητα και άλλο  να τη βρίσκουν. Μπορεί τα μάγια  να ήταν τα κατάλληλα -αλλά αν δεν ήταν; Οι  ντόπιοι άρχισαν  να ρωτούν τον Άρμιτατζ  τι ήξερε  για το πλάσμα, αλλά καμιά απάντηση δε φάνηκε  να τους ικανοποιεί. 'Ολοι τους ένιωθαν ότι είχαν πλησιάσει πολύ σε πλευρές της Φύσης και της ύπαρξης που ήταν αυστηρά απαγορευμένες κι εντελώς έξω από τις υγιείς εμπειρίες της ανθρωπότητας.

 Χ Στο τέλος, οι τρεις άντρες από το Άρκχαμ, ο ηλικιωμένος, ασπρομάλλης δόκτωρ Άρμιτατζ , ο  γεροδεμένος,  γκριζομάλλης καθηγητής Ράις και ο  λεπτός, αρκετά  νέος δόκτωρ Μόργκαν, ανέβηκαν μόνοι το  λόφο.  Ύστερα από πολύ προσεκτικές οδηγίες  για την εστίαση και τη χρήση του, άφησαν το τηλεσκόπιο στην τρομοκρατημένη ομάδα των αντρών, που έμεινε στο δρόμο. έτσι, θα μπορούσαν οι  ντόπιοι  να παρακολουθούν την πορεία τους.  Ήταν δύσκολη ανάβαση και ο Άρμιτατζ  χρειάστηκε βοήθεια αρκετές φορές. Ψηλά πάνω από την ομάδα που σκαρφάλωνε με κόπο, η πελώρια αυλακιά σειόταν καθώς ο δαιμονικός δημιουργός της ξαναπέρασε με βραδύτητα σαλιγκαριού.  Τότε έγινε'φανερό ότι οι διώκτες του κέρδιζαν έδαφος. Ο Κέρτις Γουότλι -από το υγιές παρακλάδι- κρατούσε το τηλεσκόπιο, όταν η ομάδα από το Άρκχαμ έστριψε κάθετα στην αυλακιά. Είπε στους άλλους ότι οι άντρες προσπαθούσαν μάλλον  να φτάσουν σε μια χαμηλότερη κορφή που δέσποζε στην αυλακιά, αρκετά πιο μπροστά από το σημείο όπου σαρώνονταν τώρα οι θάμνοι. Η υπόθεσή του επαληθεύτηκε και οι  ντόπιοι είδαν τους τρεις άντρες  να καταλαμβάνουν τη χαμηλότερη κορυφή  λίγα δευτερόλεπτα αφότου την πέρασε η αόρατη κατάρα.  Τότε ο Γουέσλι Κόρεϊ, που είχε πάρει το τηλεσκόπιο, φώναξε ότι ο Άρμιτατζ  ετοίμαζε τον ψεκαστήρα που κρατούσε ο Ράις κι ότι κάτι επρόκειτο  να συμβείαπό στιγμή σε στιγμή.  Το πλήθος κινήθηκε  νευρικά, ξέροντας ότι η σκόνη που περιείχε θα έκανε τον αόρατο τρόμο ορατό  για μια στιγμή. Δυο τρεις άντρες έκλεισαν τα μάτια τους, αλλά ο Κέρτις Γουότλι άρπαξε το τηλεσκόπιο και  γούρλωσε τα μάτια του. Είδε ότι ο Ράις, από το πλεονεκτικό σημείο που είχε καταλάβει η ομάδα πάνω και πίσω από την κατάρα, είχε μια εξαιρετική ευκαιρία  να εκτοξεύσει τη θαυματουργή του σκόνη. Αυτοί που κοίταζαν με  γυμνό μάτι διέκριναν στιγμιαία ένα  γκρίζο σύννεφο στο μέγεθος περίπου μεγάλου κτιρίου, κοντά στην κορυφή του  λόφου. Ο Κέρτις, που είχε το τηλεσκόπιο, το πέταξε στη  λασπουριά του δρόμου με μια διαπεραστική κραυγή. Οπισθοχώρησε μηχανικά και θα

είχε καταρρεύσει αν δεν τον έπιαναν δυο τρεις άλλοι.  Το μόνο που μπορούσε  να κάνει ήταν  να βογκάει ξεψυχισμένα. «Ω, ω Θεούλη μου!…. Αυτό ... Αυτό το ...» Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο ερωτήσεων και μόνο ο Χένρι Γουίλερ σκέφτηκε  να μαζέψει το τηλεσκόπιο και  να το καθαρί σει από τη  λάσπη. Ο Κέρτις στο μεταξύ μιλούσε ασυνάρτητα και απαντούσε με κατακερματισμένες φράσεις στους άλλους. «Μεγαλύτερο κι από στάβλο... ολόκληρο φτιαγμένο από σκοινιά που στριφογύριζαν... με σχήμα αβγού χήνας και  ντουζίνες πόδια σαν βαρέλια που σαν  να  γαντζώνονται στο χώμα... τίποτα το στερεό πάνω του... Σαν ζελές, φτιαγμένος από χωριστά σκοινιά που περιστρέφονται κολλημένα μεταξύ τους... μεγάλα εξογκωμένα μάτια παντού... δέκα ή είκοσι στόματα ή προβοσκίδες παντού στα πλάγια, μεγάλα σαν μπουριά κι όλα  να τινάζονται και  ν' ανοιγοκλείνουν...  γκρίζο, με μπλε ή πορφυρά δαχτυλίδια... Ω Μεγαλοδύναμε  Θεέ!... Εκείνο  το  μ .ισό  πρόσωπο  από πάνω ...» Αυτή η τελευταία θύμηση, όποια κι αν ήταν, αποδείχτηκε αβάσταχτη  για τον άμοιρο τον Κέρτις, που  λιποθύμησε πριν προλάβει  να συνεχίσει. Ο Φρεντ Φαρ και ο Γουίλ Χάτσινς τον μετέφεραν στην άκρη του δρόμου και τον ξάπλωσαν στο βρεγμένο χορτάρι. Ο Χένρι Γουίλερ, τρέμοντας σύγκορμος, έστρεψε το τηλεσκόπιο προς το βουνό. Μέσα από τους φακούς διέκρινε τρεις μικρες φιγούρες που ετρεχαν προς την κορυφη οσο πιο  γρήγορα τους επέτρεπε η μεγάλη κλίση του εδάφους. Μόνο αυτές -τίποτε άλλο.  Τότε όλοι πρόσεξαν έναν αλλόκοτα άκαιρο ήχο μέσα στο βαθύ φαράγγι πίσω τους, αλλά και ανάμεσα στους θάμνους του ίδιου του Σέντινελ.  Ήταν το κρώξιμο αμέτρητων  νυχτοπουλιών και μέσα στη διαπεραστική χορωδία τους παραμόνευε μια  νότα έντονης και μοχθηρής προσδοκίας. Ο Ερλ Σόγιερ πήρε τώρα το τηλεσκόπιο και ανέφερε ότι οι τρεις φιγούρες στέκονταν στην ψηλότερη κορυφή, που ήταν στο ίδιο ύψος με το βωμό, αλλά σε αρκετή απόσταση απ' αυτόν. Η μία φιγούρα, είπε, ύψωνε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της ρυθμικά. Κι ενώ περιέγραφε τη σκηνή ο Σόγιερ, το πλήθος  νόμισε ότι άκουγε έναν αμυδρό, σχεδόν μελωδικό και απόμακρο ήχο, σαν  να συνόδευε τις κινήσεις ένας δυνατός ψαλμός. Η παράξενη σιλουέτα πάνω σ' εκείνη τη μακρινή κορφή πρέπει  να ήταν ένα πολύ  γκροτέσκο όσο κι εντυπωσιακό θέαμα, αλλά κανείς από τους θεατές δεν είχε διάθεση  για αισθητικές εκτιμήσεις. «Υποθέτω ότι  λένε το ξόρκι», ψιθύρισε ο Γουίλερ αρπάζοντας πάλι το τηλεσκόπιο.  Τα  νυχτοπούλια έσκουζαν ξετρελαμένα και μ' έναν πολύ παράξενο, άτακτο ρυθμό, που δεν ήταν συγχρονισμένος με την τελετουργία που εξελισσόταν. Ξαφνικά το φως του ήλιου φάνηκε  να θαμπώνει χωρίς  να μεσολαβήσει κανένα ορατό σύννεφο.  Ήταν ένα πολύ παράξενο φαινόμενο που όλοι παρατήρησαν.  Ένας υπόκωφος κρότος από τα έγκατα των  λόφων συνέπεσε μυστηριωδώς με μια δυνατή βροντή που ακούστηκε από τον ουρανό. Φάνηκε μια εκτυφλωτική αστραπή και το σαστισμένο πλήθος έψαξε μάταια  για σημάδια ότι πλησίαζε και άλλη καταιγίδα. Η ψαλμωδία των αντρών από το Άρκχαμ ακουγόταν τώρα πιο καθαρά και ο Γουίλερ είδε μέσα από το τηλεσκόπιο ότι ύψωναν όλοι τα μπράτσα τους

στη ρυθμική απαγγελία. Από κάποιο μακρινό κτήμα ακούστηκε το φρενιασμένο γάβγισμα των σκυλιών. Η αλλαγή στη φωτεινότητα του ήλιου μεγάλωσε και το πλήθος κοίταζε άναυδο τον ορίζοντα.  Τότε φάνηκε άλλη μια αστραπή, πιο φωτεινή από την προηγούμενη, και το πλήθος  νόμισε ότι διέκρινε μια ομίχλη  γύρω από το βωμό. Κανείς ωστόσο δε χρησιμοποιούσε το τηλεσκόπιο εκείνη τη στιγμή.  Τα  νυχτοπούλια συνέχιζαν τους άτακτους κρωγμούς τους και οι άντρες του Ντάνγουιτς συγκέντρωσαν το κουράγιο τους  ν' αντιμετωπίσουν την αστάθμητη απειλή με την οποία είχε φορτιστεί ξαφνικά η ατμόσφαιρα. Άξαφνα, χωρίς προειδοποίηση, ακούστηκε εκείνη η βραχνή, σπασμένη, τραχιά φωνή που δε θα σβηστεί ποτέ από τη μνήμη όσων την άκουσαν. Δεν μπορεί  να προερχόταν από ανθρώπινο  λάρυγγα,  γιατί οι φωνητικές χορδές του ανθρώπου δεν μπορούν  να παράγουν τέτοιες ηχητικές διαστροφές. Θα ' λεγε κανείς ότι έβγαινε από την ίδια την κόλαση, αν η πηγή της δεν ήταν ο βωμός στην κορυφή του  λόφου. Είναι σχεδόν σφαλερό  να τ' αποκαλέσουμε ήχους , αφού ο απόκοσμος, υποχθόνιος τόνος απευθυνόταν σε αχνοφώτιστα κέντρα του συνειδητού και του τρόμου πολύ πιο ευαίσθητα από το αυτί. αλλά και πάλι ήταν ήχοι, αφού η «μορφή» τους ήταν αναμφίβολα αν και αόριστα αυτή μισοαρθρωμένων  λέξεων.  Ήταν δυνατοί -δυνατοί όπως και οι κρότοί και οι βροντές πάνω από τους 0ποίους αντηχούσαν- κι ωστόσο δεν προέρχονταν από ορατό ον. Κι επειδή η φαντασία μπορεί  να υποβάλλει ζοφερές εικόνες μέσα στον κόσμο των αόρατων πλασμάτων , οι άντρες στους πρόποδες του βουνού ζάρωσαν πιο κοντά μεταξύ τους και μόρφασαν, σαν  να περίμεναν ένα χτύπημα. « Γγκνάιχ ... γγκνάιχ ... θφθχκχνγκα ... Γιογκ -Σ   οδόθ ...» αντηχούσε το φρικτό κρώξιμο από το διάστημα. « Γ'  μπθνκ ... χ ' εγιΕ ...  ν' γκρκντλ '  λχ ...» Η ορμέμφυτη επιθυμία  να μιλήσει έσβησε εδώ, σαν  να  γινόταν μια τρομερή ψυχική μάχη. Ο Χένρι Γουίλερ έφερε το τηλεσκόπιο στο μάτι του, αλλά είδε μόνο τις τρεις ανθρώπινες φιγούρες πάνω στην κορφή  να σηκώνουν όλες ξέφρενα τα χέρια τους σε αλλόκοτες κινήσεις καθώς η ψαλμωδία τους πλησίαζε στην κορύφωσή της. Από ποια κατασκότεινα πηγάδια αχερόντειου φόβου ή συγκίνησης, από ποιες ανεξερεύνητες αβύσσους εξωκοσμικής συνείδησης ή σατανικής, κρυμμένης  για πολύ καιρό κληρονομικότητας έβγαιναν αυτοί οι μισοαρθρωμένοι βροντεροί κρωγμοί; Φάνηκαν  να συγκεντρώνουν καινούρια δύναμη και συνοχή καθώς κορυφώθηκαν σε απόλυτη, ύψιστη, ύστατη φρενίτιδα: «Εχ- γ- για- για -γ   ιαχαάχ ... ε  γιαααα ... νγκχ ’ ααα ... νγκχ ’ ααα ... χ ' γιουχ ... χ ' γιουχ ... ΒΒΒ -Β   ΟΗΘΕΙΑ ! ΒΟΗΘΕΙΑ !... Πα -Π   ΑΤΕΡΑ ! ΠΑ ΤΕΡΑ ! ΓΙΟΓΚ -Σ   ΟΔΟΘ !...» Αλλά αυτό ήταν όλο. Οι κάτωχροι άντρες στο δρόμο, έκθαμβοι ακόμα από τις αναμφίβολα  αγγλικές  συλλαβές που είχαν ξεχυθεί βαριά και βροντερά από το έξαλλο τίποτα δίπλα στο βωμό που σειόταν, δεν επρόκειτο  να ξανακούσουν ποτέ κάτι παρόμοιο. Αντί  γι' αυτό, τινάχτηκαν έντρομοι από τον πανίσχυρο κρότο που θαρρείς και ξερίζωνε τους  λόφους, το εκκωφαντικό, κατακλυσμιαίο μπουμπουνητό του οποίου την πηγή -αν προερχόταν δηλαδή από τα ουράνια ή από τα έγκατα της  γηςκανείς δεν μπόρεσε  να προσδιορίσει. Μια μοναδική αστραπή έλαμψε

από το πορφυρό ζενίθ στο βωμό κι ένα πελώριο παλιρρο.ίκό κύμα αόρατης δύναμης και ανείπωτης δυσωδίας ξεχύθηκε από το  λόφο και σκέπασε όλη τη  γύρω περιοχή. Δέντρα, χορτάρι και χαμόδεντρα μαστιγώθηκαν  λυσσασμένα. και το τρομοκρατημένο πλήθος στους πρόποδες του  λόφου, αποκαμωμένο από τη φονική δυσοσμία που τους έπνι  γε, σχεδόν εκτοξεύτηκαν πίσω.  Τα σκυλιά  γάβγιζαν από μακριά, το  γρασίδι και το φύλλωμα των δέντρων μαράθηκε σ' ένα παράξενο, αρρφστημένο  γκριζοκίτρινο και στο δάσος και τα χωράφια σκορπίστηκαν τα σώματα ψόφιων  νυχτοπουλιών. Η δυσωδία υποχώρησε  γρήγορα, αλλά η χλωρίδα δεν ξανάγινε ποτέ η ίδια. Μέχρι σήμερα υπάρχει κάτι απόκοσμο και μιαρό στη βλάστηση και  γύρω από τον καταραμένο  λόφο. Ο Κέρτις Γουόλτι είχε αρχίσει  ν' ανακτά τις αισθήσεις του, όταν οι τρεις επιστήμονες κατέβηκαν από το βουνό,  λουσμένοι στις ηλιαχτίδες ενός ήλιου που ήταν και πάλι  λαμπερός και αμόλυ  ντος.  Ήταν σοβαροί και αμίλητοι και φαίνονταν συγκλονισμένοι από αναμνήσεις και σκέψεις ακόμα φοβερότερες απ' αυτές που είχαν κάνει τους  ντόπιους  να τρέμουν. Σαν απάντηση σε μια καταιγίδα ερωτήσεων περιορίστηκαν  να κουνήσουν το κεφάλι και  να επιβεβαιώσουν ένα σημαντικό  γεγονός. «Το  πλάσμα  έφυγε  για  πάντα », είπε  ο  Άρμιτατζ . « Διαλύθηκε  σε  ό , τι  ήταν  αυτό  που  το  αποτελούσε  αρχικά  και  δεν  μπορεί  να  υπάρξει  ποτέ  πια . Ήταν  κάτι  απαράδεκτο  για  το  φυσικό  κόσμο . Μόνο  ένα  ελάχιστο  μέρος  του  αποτελούνταν  από  πραγματική ύλη, με  την  έννοια  που  την  αντιλαμβανόμαστε . Ήταν  σαν  τον  πατέρα  του  - και  το  μεγαλύτερο μέρος  του  γύρισε  σ ' εκείνον , σε  κάποιο  ακαθόριστο   βασίλειο  ή διάσταση έξω  από  το  υλικό  μας  σύμπαν , σε  κάποια  απροσέγγιστη άβυσσο  απ ' όπου  μόνο  οι  πιο  καταραμένες  τελετουργίες  της  ανθρώπινης   βλασφημίας  μπορεί  να  τον  κάλεσαν  για μια στιγμή στους  λόφους ». Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας ο δύστυχος ο Κέρτις Γουότλι άρχισε  να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του. έπιασε το κεφάλι του βογκώντας. Η μνήμη του τον ξαναπήγε στη στιγμή που είχε  λιποθυμήσει κι ο τρόμος του θεάματος που τον είχε συντρίψει ξέσπασε πάλι πάνω του. « Ω,  ω Θεέ  μου , έκείνο το  μισό πρόσωπο ! Εκείνο  το  μισό πρόσωπο  στην  κορυφή... Εκείνο  το  πρόσωπο  με τα  κόκκινα  μάτια  και  τα  κατσαρά  ξεπλυμένα  μαλλιά , με τραβηγμένο  πιγού  νι, όπως  των  Γουότλι ... ' Ηταν  ένα χταπόδι , μια σαρανταποδαρούσα , κάτι  σαν αράχνη, αλλά  είχε  ένα μισοσχηματισμένο  ανθρώπινο  πρόσωπο  από πάνω κι  έμοιαζε  με το  μάγο  Γουότλι , μόνο που ήταν  τόσο  μα τόσο  μεγάλο ...»  Έκανε μια παύση, εξουθενωμένος, ενώ όλοι οι άντρες κοίταζαν με μια κατάπληξη που δεν είχε κρυσταλλωθεί ακόμα σε καινούρια φρίκη. Μόνο ο  γερο-Ζέμπιουλον Γουότλι, που θυμόταν πράγματα από το παρελθόν και είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό ως τώρα, μίλησε τελικά. «Πριν από δεκαπέντε χρόνια», μουρμούρισε, «άκουσα το  γεροΓουότλι  να  λέει ότι κάποια μέρα θ' ακούγαμε το παιδί της Λαβίνια  να φωνάζει το όνομα του πατέρα του από την κορυφή του  λόφου Σέντινελ...» Αλλά ο  Τζο 'Οσμπορν τον διέκοψε  για  να ρωτήσει ξανά τους άντρες από το Άρκχαμ:

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF