το καπλανι της βιτρίνας

April 3, 2017 | Author: Kiki Thomaidou | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download το καπλανι της βιτρίν&...

Description

ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΑΛ ΚΗ Σ ΖΕ Η Το Καπλάνι της Βιτρίνας, 1η έκδοση, Θεμέλιο, 1966, 2η έκδοση έως 18η έκδοση, Κέδρος, 1974-1984. Έ χει μεταφραστεί: Αγγλικά (3 εκδόσεις: Η Π Α , Καναδάς, Α γγλία), Ρωσικά, Εστονικά, Νορβηγικά, Φ ινλανδικά, Ιαπω νέζικα, Δ ανέζικα, Γερμανικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Σουηδικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Ιτα­ λικά, Αρμένικα.

Ο Μεγάλος Περίπατος τον Πέτρον, 1η έκδοση, Κέδρος, 1971, 2η έκδοση έως 21η έκδοση, Κέδρος, 1974-1984. Έ χει μεταφραστεί: Αγγλικά (3 εκδόσεις: Η Π Α , Κ αναδάς, Α γγλία), Φ ινλανδικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Σουηδικά, Νορβη­ γικά, Ολλανδικά.

Κοντά στις ράγες, 1η έκδοση, Κέδρος, 1977, 2η έκδοση έως 12η έκδοση, Κέδρος, 1978-1984. Και τα τρία έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Έ ντουαρντ Φέντον και έχουν βραβευτεί με το αμερικάνικο βραβείο Μί1ροφύλακες καί νοί­ κιασαν ένα μικρό καμαράκι, στό τσαρδάκι τού Νώλη. - Είναι έξόριστοι κομμουνιστές, λέει ό Νώλης καί μέ κοιτάζει καλά καλά, σά νά ήθελε νά ρωτήσει άν έχω φυλάξει τό μυστικό του. - Καλέ, μπολσεβίκοι είναι, έτσι είπε ό κύρ Παντε­ λής ό χωροφύλακας, πετάγεται ή "Αρτεμη. "Αν τούς δείξεις, λέει, σταυρό, πέφτουνε χάμω ξεροί. 122

- Λές βλακείες! θυμώνει ό Νώλης. Δέν ξέρω γιατί μά ό νούς μου πέταξε στό Νίκο. Δέν ξέρουμε, άν είναι κάν στή χώρα. Ή Σταματίνα μπορεί κάτι νά ξέρει, μά, σάν τή ρωτήσω, θά άπαντήσει πάλι μέ τά λόγια τής θείας Δέσποινας: Καπλάνι καί Νίκος άπαγορεύεται. * ❖



Τρεις μέρες δέν έρχότανε σχολείο ό Άλέξης καί ή κυρία Ειρήνη μού είπε νά πάω νά ρωτήσω στό σπίτι του, άν είναι άρρωστος. ’Ίσως νά έμεινε μέ τόν μπαμπά του, συλλογίστηκα. Γιατί μού ’λεγε, πώς πρίν λίγες μέρες ήρθε ό μπαμπάς του άπό τήν Αθήνα. Δούλευε έκεΐ, μά τώρα θά μένει μαζί τους στό νησί. Τό σπίτι τού Άλέξη είναι δυο στενά πιό κάτω άπό τό δικό μας. Μιά φορά, πήγα ώς έκεΐ μαζί του, γιά νά μού δώσει ένα βιβλίο, μά δέ μ’ άφησε νά μπώ μέσα. Περίμενα άπέξω, στό πεζοδρόμιο, καί σάν μού έφερε τό βιβλίο, μού λέει: - Θέλεις νά σού δείξω τή γάτα μου; Είναι τής Ά γ ­ κυρας. Έ γώ ήθελα. Καί νόμισα, πώς θά μού ’λεγε νά μπώ στό σπίτι του νά τή δώ. Μά κείνος χάθηκε πάλι στήν πόρτα κι έγώ περίμενα πάλι στό δρόμο. Γύρισε άμέσοος, άλλά χωρίς τή γάτα. - Δέν τή βρήκα, λέει, Θά σ’τή δείξω καμιά άλλη φορά. Γι’ αύτό, όταν χτύπησα σήμερα τό κουδούνι, χτυ­ πούσε κι ή καρδιά μου δυνατά κι έλεγα, μήπως βγει ό ίδιος ό Ά λέξης καί μέ κοιτάξει μέ τό χλωμό χλωμό του πρόσωπο καί πει: 123

- Τι θέλεις στήν πόρτα μου; Ά νοιξε όμως ή μαμά του. Είχε έρθει μιά φορά νά τόν πάρει άπό τό σχολείο καί τήν είδα. Φορούσε ένα παλιό φόρεμα κι άπό πάνω μιά ξεθωριασμένη κλα­ δωτή ποδιά. Μέ κοίταξε παράξενα, σάν νά ρωτούσε τί θέλω. - Μέ έστειλε ή δασκάλα μας... ή κυρία Ειρήνη, κα­ τόρθωσα νά πώ. Νά ρωτήσου γιά τόν Άλέξη... άν είναι άρρουστος. - Πέρασε νά τόν δεις, χαμογελάει έκείνη καί παρα­ μέρισε στήν πόρτα. Έγώ στάθηκα καί δέν ήξερα τί νά κάνω. - Έ λα μαζί μου, λέει ή μαμά τού Άλέξη καί μέ πήρε άπό τό χέρι, Κατεβήκαμε μερικά σκαλιά καί περάσαμε ένα μα­ κρύ διάδρομο, πού μόλις είχε χώρο νά σταθεί κανείς, γιατί δεξιά κι άριστερά, χάμω στό πάτωμα, ήτανε στοιβαγμένα όιβλΐα, πού έφταναν σχεδόν ώς τό τα­ βάνι. "Η μαμά τού Άλέξη άνοιξε μιά πόρτα καί μπή­ καμε σ’ ένα δωμάτιο. Κι εκεί είχε βιβλία, παντού βι­ βλία, κατάχαμα, πάνω σ’ ένα μπαούλο, σέ κάτι ράφια, ώς καί στό περβάζι τού παραθύρου. Τότε είδα γιά πρώτη φορά τόν μπαμπά τού Άλέξη. Καθότανε σ’ ένα τραπέζι κι έγραφε. Είχε άναμμένη τή λάμπα, παρ’ όλο πού έξιυ έλαμπε ό ήλιος. Ά π ό τό παράθυρο δέν έμπαινε σταλιά φως, γιατί τό σπίτι ήταν υπόγειο. - Δημήτρη, λέει ή μαμά τού Άλέξη, ήρθε ένα κορι­ τσάκι άπό τήν τάξη τού Άλέξη, τήν έστειλε ή δα­ σκάλα νά ρωτήσει,.. Εκείνος σήκουσε τά μάτια του γιά νά μέ δεί καί τότε 124

έγώ ξαφνικά κατάλαβα. Ή τανε συγγραφέας... ΣΥΓΓΡΑΦΕ ΑΣ.

- Τί δουλειά κάνει ό πατέρας σου; ρωτούσανε τά παιδιά στό σχολείο τόν Άλέξη. - Τίποτα, γράφει, απαντούσε κείνος. Δέν είχε πάει ό νούς μου πώς μπορεί νά ήτανε συγ­ γραφέας, μά τώρα τό έβλεπα. Ή τανε χλωμός, σάν τόν Άλέξη, μόνο πού δέν είχε μακριά μαλλιά κι έγραφε μέ στυλό, άντί φτερό, όπως είχα δεί μιά φορά σ’ ένα βι­ βλίο τού παππού μιά ζωγραφιά. Πρώτη φορά στή ζωή μου έβλεπα συγγραφέα καί τόν κοίταζα μαρμαρωμένη. Εκείνος δέν έλεγε τίποτα κι έγώ, δέν ξέρα) γιατί, άρχισα νά τόν φοβάμαι. Κι είπα μέσα μου, πο)ς ποτέ, ποτέ δέ θά γίνω συγγραφέας! - Φαίνεται, πώς σέ φοβήθηκε ή μικρή, είπε ή μαμά τοϋ Άλέξη χαμογελώντας. Τότε χαμογέλασε καί κείνος. Τά μάτια του, σάν νά ζωντάνεψαν ξαφνικά, γίνανε πολύ γελαστά καί γύρω γύρω γέμισαν ψιλές ψιλές ζάρες. - Έσύ είσαι πού σέ λένε Μέλισσα; ρώτησε. - Μάλιστα, είπα ξεθαρρεμένα καί χάρηκα πού ό Άλέξης τού είχε μιλήσει γιά μένα. Πάνω στό ντιβάνι, κάτω άπό τήν κουβέρτα, κάτι σάλεψε. Δέν είχα πάρει είδηση, πώς ήτανε κειδά κουλουριασμένος ό Άλέξης, μέ τό πρόσωπο χοψένο στά μαξιλάρια. - Είναι άρρωστος; ρώτησα. Ό Άλέξης ούτε κουνήθηκε. Ή μαμά του πήγε κοντά του. - Δέ θά μιλήσεις στή Μέλισσα; Ό μπαμπάς του άρχισε νά τού λέει ένα σωρό πράγ­ ματα κι έγώ τίποτα δέν μπορούσα νά καταλάβω. Τού 125

’λεγε, πώς πρέπει νά ’ναι περήφανος, πού δέν έχει καινούρια παπούτσια καί ποος ό κύριος Καρανάσης πρέπει νά ντρέπεται πού τού ειπε: «Νά μή σέ ξαναδώ μ’ αύτά τά σαράβαλα». Κι έλεγε άκόμα, πώς εκείνος έφυγε άπό τήν Α θήνα κι άφησε τήν εφημερίδα πού δούλευε γιατί δέν μπορούσε νά γράφει αύτά πού θέ­ λουν εκείνοι καί, καλύτερα, όλη ή οικογένεια νά περ­ πατάει ξιπόλητη. Μιλούσε πολύ δυνατά. Ή μαμά τού Άλέξη σηκώ­ θηκε κι έκλεισε τήν πόρτα τού δωματίου. - Σιγά, Δημήτρη, μήν άκούσει κανείς, είπε κι άρ­ χισε νά κλαίει. Έγώ άρχισα νά λέω πάλι, μέσα μου, πώς ποτέ δέ θά γίν(θ συγγραφέας... Μά ξαφνικά κατάλαβα: ό Άλέξης δέν ερχότανε σχολείο, γιατί είχε παπούτσια σαράβαλα. Τότε θυμήθηκα τά... βασανάκια τής Μυρτώς. Ή Μυρτώ χάλασε τόν κόσμο νά τής πάρουν κάτι παπούτσια μέ κορδόνι —ολόιδια άγορίστικα. Ή θεία Δέσποινα τής τ’ άγόρασε. - Μού ορκίζεσαι, πώς δέ θά πεις τίποτε σέ κανένα; μού λέει ή Μυρτώ, τήν πρώτη κιόλας μέρα πού τά φό­ ρεσε. Έ γώ έδοοσα τό λόγο μου. - Μέ χτυπάνε στίς μύτες. Έτσι, τά φοράει πότε πότε, γιά νά μήν τή ρωτήσει ή μαμά τί τά έκανε, άφού τά ήθελε τόσο. Καί όταν τά βάζει, λέει: - Ά ς βάλω τά βασανάκια μου, σήμερα. Έ πρεπε νά τά πώ όλ’ αύτά, νά ρωτήσω άκόμα καί τί νούμερο παπούτσι φοράει ό Άλέξης, μά ό μπαμπάς του ξανάγινε σοβαρός κι άμίλητος, ή μαμά του έκ126

λαιγε κι ό Άλέξης δέ σάλευε μπρουμυτισμένος στά μαξιλάρια. - Σέ λένε, λοιπόν, Μέλισσα, έκοψε τή σιωπή ό μπαμπάς του, καί πάλι τά μάτια του γίνανε γελαστά καί γέμισαν ψιλές ζάρες γύρω γύρω. Έγώ είπα, πώς μ’ έβγαλε ό παππούς, γιατί λέγανε τή γιαγιά καί μιάν άρχαία βασίλισσα. - Έσύ τούς άγαπάς τούς βασιλιάδες; ρωτάει ό μπαμπάς τού Άλέξη. Έμενα μ’ έπιασε ή φλυαρία μου καί τά είπα όλα. Γιά τή θεία Δέσποινα καί τή Μυρτώ, πού τούς άγαπάνε τούς βασιλιάδες, γιά μένα καί τόν παππού, πού δέν τούς θέμε. Είπα άκόμα καί γιά τόν μπαμπά, πού φοβήθηκε μή χάσει τή θέση του, σάν έγινε δικτατορία, καί μάς έβαλε ν’ άλλάξουμε τό όνομα τού γατιού μας. Είπα καί γιά τή Μυρτώ καί τά άστέρια της, πού θέ­ λουνε νά τήν κάνουνε άρχηγό κι ό παππούς είπε, «άφού δέν είναι ύποχρεωτικό, νά καθίσει στ’ αύγά της». Μίλησα γιά τό καπλάνι τής βιτρίνας, γιά τήν Άρτεμη, πού θαρρούσε πώς ή σάλα μας, μέ τις ξεφτισμένες βελούδινες πολυθρόνες, ήτανε σάν τό παλάτι τών βασιλιάδων στά παραμύθια. « Ό ξάδελφός μας ό Νίκος», πήγα νά πώ, μά στάθηκα καί κοίταξα χαμένη γύροο μου. Ό Άλέξης είχε βγάλει τό κεφάλι του άπό τά μαξι­ λάρια, κι άνασκουμπισμένος μέ τούς άγκώνες στό ντιβάνι, καθότανε καί μ’ άκουγε. Ή μαμά του δέν έκ~ λαιγε πιά, γελούσε κιόλας, κι ό μπαμπάς του γελούσε, γελούσε. - Τί νούμερο παπούτσι φοράς, Άλέξη, άλλαξα κουβέντα βιαστικά καί μίλησα γιά τά βασανάκια τής Μυρτώς. 127

Ό μπαμπάς του σηκώθηκε καί μέ φίλησε στά δυό μάγουλα, υστέρα έγινε σοβαρός: - "Ισως φταίω έγώ, Μέλισσα, πού σέ ρώτησα γιά τούς βασιλιάδες, μά σέ ξένους δέν πρέπει νά μιλάς γι’ αύτά τά πράγματα. - Λέτε νά χάσει ό μπαμπάς τή θέση του στήν Τρά­ πεζα; τόν ρώτησα τρομοκρατημένη. - Ησύχασε, λέει εκείνος. Δέ θά γίνει τίποτα κακό. Ε μείς είμαστε φίλοι σου, μά μή μιλάς σέ ξένους. - Δέ μοιάζουν μέ κοριτσίστικα; μίλησε γιά πρώτη φορά ό Άλέξης. - Καθόλου! τόν καθησυχάζω. Ό λόιδια άγορίστικα. - Γιά λίγες μέρες... άν άφήνει ή μαμά σου, λέει ή μαμά τοϋ Άλέξη. "Ύστερα, θά τά καταφέρουμε νά τού πάρουμε καινούρια. Έ γώ είπα πώς ή μαμά θά χαρεΐ, γιατί δέν τής άρε­ σαν καθόλου γιά κορίτσι. Ό σ ο γιά τή Μυρτώ, αύτή μονάχα τά χρυσά της πενάκια δέ δίνει σέ κανένα, καί τ’ άστρα της, όλα τ’ άλλα πράγματά της δέν τή νοιάζει νά τά χαρίζει. - Ή άδελφή σου είναι αύτή πού ξέρει πόσους στή­ μονες έχει ή μηλέα; γέλασε ό μπαμπάς τού Άλέξη. Μά όλα τού τά είχε πει αύτός ό Άλέξης!... Ό Άλέξης έβαλε τά «σαράβαλά» του, γιά νά ’ρθει νά πάρει τά «βασανάκια» τής Μυρτώς, μή χάσει κι αύριο τό σχολείο. - Δέ θά μπω μέσα στό σπίτι σου, γιατί ντρέπομαι, θά περιμένω στό δρόμο, μού είπε. Κι όλη τήν ώρα πού πηγαίναμε σπίτι, μού έλεγε: - Νά πεις στήν άδελφή σου, γιά τρεις μέρες μόνο. Μετά θά μού πάρουνε. Θαρρώ, πώς θά προτιμούσε χίλιες φορές νά φορεΐ 128

τά «σαράβαλά» του, παρά νά ζητάει ξένα παπούτσια, μά ό κύριος Καρανάσης έλεγε, πώς είναι ντροπή γιά ολόκληρο τό σχολείο νά φορεί ό Άλέξης τέτοια πα­ πούτσια. Αύτό καθόλου δέν τό κατάλαβα. - Πώς σού φάνηκε ό μπαμπάς μου; Δέν είναι σπουδαίος; μέ ρώτησε ό Άλέξης, άφοϋ είχαμε φτάσει πιά κοντά στό σπίτι. - Καλός είναι, τού λέω. "Όμως μέσα μου δέν ήξερα άν θέλω νά γίνω συγ­ γραφέας. Τό βράδυ, σάν πέσαμε στά κρεβάτια μας, διηγήθηκα στή Μυρτώ γιά τό σπίτι τοϋ Άλέξη: - Είναι άληθινός συγγραφέας ό μπαμπάς του. Τό γραφείο του είναι γεμάτο βιβλία καί σκόνη. Εκείνος φορεί σακάκι μέ τρύπιους άγκώνες καί γράφει μέ τό φως τής λάμπας, ενώ έξο) φέγγει ό ήλιος. - Έγώ δέ θέλω νά ’χαμε μπαμπά συγγραφέα, λέει ή Μυρτώ. Γιατί, τότε, μπορεί νά τρέχαμε καί μεΐς στίς γειτονιές νά ζητάμε δανεικά παπούτσια. Δέν τής άπάντησα, γιατί δέν ήξερα τί νά πώ, θυμή­ θηκα πώς μού άρεσε πολύ έτσι όπως μιλούσε μαζί μου ό μπαμπάς τού Άλέξη σάν νά ’μασταν δυό φίλοι. - ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! καληνυχτίζω τή Μυρτώ. Είχα δεί πρώτη φορά στή ζωή μου συγγραφέα καί γ ι ’ αύτό ήμουνα ΕΥ-ΠΟ. - ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, άπαντάει ή Μυρτώ. Σήμερα είπα στόν κύριο Καρανάση, πώς δέ θά γίνω ή πρώτη φαλαγγίτισσα... έτσι, δέ θά γίνω κι άρχηγός.

129

Τό ψιλικατζίδικο τής κνρα-Α γγελικής καί ή άποταμίενση. Τις Πέμπτες δέν κατεβαίνουμε πιά στή σάλα, σάν τις άλλες χρονιές, στις επισκέψεις τής θείας Δέσποι­ νας. Έ τσι άποφάσισαν ό παππούς κι ό μπαμπάς. - Παιδιά είναι, μπορεί νά τούς ξεφύγει καμιά κου­ βέντα, λένε. Μά κι οί έπισκέψεις δέν έρχονται πιά ταχτικά, όπως πρώτα. Μιά φορά τό μήνα, κάποτε ούτε κι αύτή. Ή θεία Δέσποινα λέει μέ παράπονο, πώς φταίνε γι’ αύτό... έκείνοι. Ό Νίκος καί τό καπλάνι, φαντάζομαι πώς έννοεί. Έτσι, τό καπλάνι τό βλέπουμε πιά πού καί πού σά θυμηθεί ή Σταματίνα νά μάς φωνάξει, όταν καθαρίζει τή σάλα. Γι’ αύτό παραξενεύτηκα, όταν μέ φώναξε κάποια μέρα κρυφά καί μού λέει: - Θές νά δει τό καπλάνι; Έ χω τό κλειδί τής βιτρίνας. Δέν είχανε περάσει καλά καλά τρεις μέρες, πού έπλυνε τά τζάμια τής βιτρίνας καί μάς πήρε στή σάλα νά τό δούμε. - Μιά στιγμή νά φωνάξω τή Μυρτώ. Ή Σταματίνα όμως δέ μ’ άφησε, γιατί, λέει, ή Μυρτώ είναι άπάνω μέ τή θεία Δέσποινα κι έκείνη βιάζεται. Θά μ’ άνοίξει μονάχα μιά στιγμή νά τό δώ. Ά νοιξε καί μόνο πού δέν έβαλα φωνή: Τό καπλάνι είχε άνάμεσα στά δόντια του ένα άσπρο χαρτάκι!! Σάν καί τότε! Τό χέρι μου έτρεμε, καθώς τό ’χωνα νά τρα130

βήξω τό χαρτί - όχι τόσο γιατί φοβόμουνα τά σουβλερά του δόντια, μά γιατί άνυπομονούσα νά δώ τό μήνυμα. ΑΓΟΡΑΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΕ­ ΤΡΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΙΑΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ. ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΟΝΗ. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ.

- Δές, λέω στή Σταματίνα, τό «μόνη» είναι υπο­ γραμμισμένο δυό φορές. - Λοιπόν, νά πας μόνη, κάνει άδιάφορα έκείνη. - Νά μήν τό πώ οΰτε στή Μυρτώ! - Έ τσι λέει τό χαρτί, ΜΟΝΗ, εξηγεί έκείνη. Χτυπούσε τόσο δυνατά ή καρδιά μου, πού νόμιζα πώς θά σπάσει, Σάν είχαμε πάρει τό πρώτο μήνυμα άπό τό καπλάνι καί ξεκινούσαμε γιά τό Μύλο μέ τό Μισό Φτερό, έμοιαζε πιότερο μέ παιχνίδι· κι έπειτα, ήμασταν όλοι κι ό Νώλης, πού μαζί του δέ φοβάται κανείς. Ά ραγε νά περίμενα τό Νώλη, όταν θά ’ρθει γιά μάθημα νά πάμε μαζί; Μά τό μήνυμα έλεγε ΣΗ­ ΜΕΡΑ, ΜΟΝΗ.

Τό ψιλικατζίδικο τής κυρα-Άγγελικής είναι ένα στενό, πίσω άπό τό σπίτι μας. Καί τί δέν μπορεί ν’ άγοράσει κανείς έκεί μέσα! Έκτος άπό τά είδη τού σχολείου, έχει καί πουλιά άκόμα μέ χρυσωμένα κλου­ βιά καί σοκολάτες μέ λοταρία, πού άμα βρεις μέσα μιάν εικόνα ενός σπάνιου λουλουδιού, μπορείς νά κερδίσεις ένα τέτοιο κλουβί μέ τό πουλάκι μαζί. Ό παππούς λέει, πώς όλες μας οί «άποταμιεύσεις», τής Μυρτώς καί μένα, στήν κυρία Αγγελική πηγαίνουν. Δέν είμαστε όμως τυχερές, γιατί ποτέ δέ μάς έπεσε τό σπάνιο λουλούδι. Τί άραγε θά ’βρισκα τώρα, στό ψιλικατζίδικο τής κυρα-Άγγελικής; Μήπιος γράμμα άπό τό Νίκο, μέσα 131

στό τετράδιο πού θά άγόραζα; Δέν μ’ άρεσε καθόλου πού πήγαινα μόνη μου χωρίς κανένα παιδί. Έ τσι δέν είχε γούστο. Ή κυρα-5Αγγελική ήξερε πώς μ’ άρέσουν τά πουλιά καί μ’ άφηνε πολλές φορές νά χτυπώ μέ τό δάχτυλο τά κάγκελα τού κλουβιού τους καί κείνα νά ’ρχονται νά μού τσιμπάνε τό χέρι. Μόλις ζήτησα τετράδια, έκείνη χαμογέλασε καί μού λέει: - Έ λα νά σού δείξθ3 ένα καινούριο πουλί. Μέ πήρε καί μέ πήγε σέ μιά μικρή πορτούλα, πού ήτανε στό βάθος τού μαγαζιού. Τήν άνοιξε καί μού έγνεψε νά μπώ μέσα. - Μέλισσα! Κάποιος μίλησε. Κάποιος, πού μέ φώναζε Μέλισσα, γιατί μεγάλωσα πιά. Τά μάτια μου θαμπωμένα άπό τόν ήλιο δέν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στό μισοσκότεινο καμαράκι. Μά, πρίν συνηθίσω καλά στό σκοτάδι, δυο χέρια μέ σήκωσαν ψηλά... - Ά χ , τσίχλα, τσίχλα! Πουπουλάκι είσαι. Δέ θά βάλεις δυο δράμια κρέας άπάνω σου; Δέν μπορούσα νά βγάλω λέξη άπό τή σαστιμάρα μου. Τί γύρευε ό Νίκος στό ψιλικατζίδικο τής κυρα5Αγγελικής! - Βλέπεις, δέν έφυγα άκόμα, λέει καί χαμογελάει (τόν διακρίνω τώρα), σάν νά ’ναι τό πιό φυσικό πράγμα τού κόσμου νά βρίσκεται κειδά, στό σκοτεινό δωματιάκι, άνάμεσα σέ άδεια κουτιά, στοίβες τετρά­ δια καί κλουβιά. Ά ρχισε νά μέ ρωτάει γιά όλους στό σπίτι, καί γιά τήν Άρτεμη καί τό Νώλη, μά πιότερο ήθελε νά μάθει γι’ αύτούς τούς «έξόριστους», όπως τούς έλεγε ό Νώ­ λης, πού μένανε στό τσαρδάκι τους. 132

- Μπορεϊς νά κρατήσεις ένα μυστικό, πού μόνο εσύ κι ό Νώλης νά τό ξέρετε; είπε ό Νίκος καί μέ κοίταξε σοβαρά σοβαρά στά μάτια. Βέβαια καί μπορούσα, μά ήτανε πολύ βαρύ νά ’χω κι άλλο μυστικό άπό τή Μυρτώ. Φτάνει πού είχα τού Νώλη! Κι έδώ δέν είναι Λαμαγάρι, νά μπορώ νά τρέχο3 ό,τι ώρα θέλω, στήν άκρογιαλιά, νά σκάβοο λακκουβάκια στήν άμμο καί νά φωνάζω, έκεϊ μέσα, τά μυστικά μου. - Ούτε στή Μυρτώ δέν κάνει νά τά πώ; - Σέ κανένα, λέει ό Νίκος, άκόμα πιό σοβαρά. Έ δωσα τό λόγο μου, μέ βαριά καρδιά. Ό Νίκος πήρε άπό τήν τσέπη του ένα κουτί τσιγάρα, έσχισε τήν ταινία, τό άνοιξε, έβαλε μέσα κάτω άπό τό χρυσό­ χαρτο ένα διπλωμένο χαρτάκι καί ξανακόλλησε τήν ταινία. - Νά τό δώσει ό Νώλης στούς έξορίστους, λέει καί μού κρύβει τό κουτί στήν τσέπη. Μόλις σού ξαναφέρει πίσω τό κουτί, έλα πάλι ν’ άγοράσεις τετράδια. Ξέρω πώς δέν είναι παιχνίδια αύτά γιά παιδιά, συνεχίζει. Μά ζούμε σέ πολύ πολύ δύσκολους καιρούς. Σά ρώτησε μετά τά νέα μας άπ’ τό σχολείο, έμοιαζε πάλι μέ τόν παλιό Νίκο, πού τραγουδούσε κι έπαιζε μαζί μας παιχνίδια ξένοιαστα, γιά παιδιά, πού δέν ήταν άνάγκη νά τά κρύβεις άπό κανέναν. Έγώ τού τά διηγήθηκα όλα: γιά τό σχολείο, γιά τόν Άλέξη καί τόν μπαμπά του... Ό Νίκος στεναχωρέθηκε πολύ, σάν τού είπα πώς ή Μυρτώ θέλει νά γίνει άρχηγός. Δέ μ’ άφησε νά τού πώ κι άλλα, γιά νά μήν άνησυχούν στό σπίτι, πού έλειψα τόση ώρα. - Θά μείνεις άκόμα πολύ στό νησί; τόν ρώτησα. 133

- Έξαρτάται, απάντησε κείνος και μού χάιδεψε βιαστικά τά μαλλιά. Ό ταν γύρισα στό σπίτι, τούς βρήκα όλους άνω κάτω. Μονάχα τής Μυρτώς τά μάτια γυάλιζαν άπό χαρά. Θά γινόταν άρχηγός. Έ τσι είπε ό μπαμπάς! Γύ­ ρισε άπό τή δουλειά του κι έλεγε, πώς τόν κάλεσε ό διευθυντής του, ό κύριος Περικλής* καί τού έκανε παρατήρηση έπειδή τού παραπονέθηκε ό κύριος Κα­ ρανάσης, πώς δέν άφήνει τή Μυρτώ νά γίνει μιά άπό τις πρώτες φαλαγγίτισες τού νησιού μας. Ό μπαμπάς δικαιολογήθηκε, πώς είναι άκόμα μικρή... άμα πάει στό Γυμνάσιο... Τότε, ό κύριος Περικλής τού είπε, πώς ό κύριος Καρανάσης τή διάλεξε, άς είναι καί μικρή, γιατί είναι ψηλή καί είναι τό πιό όμορφο κοριτσάκι στό σχολείο. Θέλουν νά τής ράψουν στολή φαλαγγίτισσας, νά τή βγάλουν φωτογραφίες νά τις στείλουν σ’ όλα τά περιοδικά τού κόσμου, νά τίς βάλουν στό έξώφυλλο. Είπε ό κύριος Περικλής, ότι θά προβιβάσει καί τόν μπαμπά, ένώ άν δέν άφήσει τή Μυρτώ... δέν ξέρει, μπορεί αύτό νά έχει συνέπειες στή δουλειά του. - Αύτό έλειπε, λέει ό παππούς έξω φρένων, νά δούμε τό παιδί μας στά φασιστικά περιοδικά νά φιγουράρει. Ντροπή! - Είναι φοβερό νά τό σκεφτεϊς, μίλησε κι ή μαμά άκόμα, καί βούρκωσε. - Μά θά χάσω τή θέση μου, καταλάβατε; φώναξε ό μπαμπάς. Ό κύριος Περικλής τό είπε καθαρά: Θά έχει συνέπειες . Έ τσι κι άλλιώς, σέ λίγο καιρό, θά γίνει ύποχρεωτικό καί θά πάνε όλα τά παιδιά. - Τουλάχιστο νά μήν έχουμε τό ρεζίλι νά είμαστε πρώτοι, θύμωσε ό παππούς. 134

"Όταν άρχισε νά μιλάει ή θεία Δέσποινα καί νά λέει πάλι, πώς θά τό μετανιώσουν, άν εμποδίσουν τή Μυρτώ άπό τέτοια τύχη, μάς στείλανε εμάς στό δωμά­ τιό μας. Άκούγαμε τίς φωνές τους ώς άπάνω. Πριν γίνει δικτατορία ποτέ δέ μιλούσε κανείς άπότομα στόν άλλον. - Άκουσες πού θά μέ βάλουν καί στά περιοδικά; καμάρωνε ή Μυρτώ, λές καί είχε μπει κιόλας. Θά μού ράψουν καί ςττολή!... Κι έγώ νά μήν μπορώ νά τής πώ, πώς είδα τόν Νίκο καί πώς δέν τού άρεσε καθόλου, μά καθόλου πού θέ­ λει νά γίνει άρχηγός! - Τά συγχαρητήριά μου, λέει ή Σταματίνα μπαίνον­ τας στό δωμάτιο. Θά γίνεις άρχηγός, κυρία Μυρτώ, ό πατέρας σου τό άποφάσισε. Πού νά κόβονταν τά πό­ δια τοϋ βάθρακα, πού μάς κάθισε στό σβέρκο, μουρ­ μούρισε ύστερα όλο νεύρα. - ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, λέει ή Μυρτώ. ΕΥ-ΠΟ: θά γίνω άρ­ χηγός. Κι άπό τή χαρά της, δίνει μιά κλοτσιά στά σκεπάσματά της. - ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, μουρμουρίζω έγώ καί κουκουλώ­ νομαι άπό τό κεφάλι. ΛΥ-ΠΟ, γιατί έχω μυστικά άπό τή Μυρτώ. ΛΥ-ΠΟ, γιατί στό σπίτι οί μεγάλοι τσακώνονται. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ό Νίκος κρύβεται σ’ ένα σκονισμένο καμαράκι. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ό Άλέξης έρχεται πέντε μέρες τώρα στό σχολείο μέ δανεικά παπούτσια.

135

Στις τριάντα Όχτωβρίου δέν είχαμε μαθήματα, γιατί είναι ή γιορτή τής «άποταμιεύσεως». Ό παπ­ πούς ήτανε έξω φρένων. - Δέ φτάνουν, λέει, τόσοι άγιοι, πού κάθε τόσο έχετε άργία, προστέθηκε τώρα καί ή άποταμίευση! Θά γινότανε στό σχολείο γιορτή κείνη τή μέρα. Πρίν μιά βδομάδα, ό κύριος Καρανάσης μάς έβγαλε ολόκληρο λόγο γιά τήν άποταμίευση. Δέ θυμάμαι κα­ θόλου τί είπε, γιατί παίζαμε μέ τόν Άλέξη «ναυμα­ χίες» καί μού βούλιαζε όλο τή ναυαρχίδα. Ά ποτα ­ μίευση όμως θά πει νά κρύβεις χρήματα. Έ πρεπε όλοι νά γράψουμε έκθεση καί τις καλύτερες θά τις διάβα­ ζαν τή μέρα τής γιορτής. Δέ περίμενα, φυσικά, νά διαβαστεί ή έκθεσή μου. Ή κυρία Ειρήνη μού βάζει πάντα άριστα στις έκθέσεις, μά τούτη τή φορά δέν μπορούσα νά γράψω τί­ ποτα. "Εβλεπα καί τόν Άλέξη, πλάι μου, πού μουτζούρωνε καί ξαναμουτζούρωνε τό χαρτί του. Τί νά πεις γιά τήν άποταμίευση! Πώς θά παίρναμε, όμως, κουλούρι κι έγώ κι ό Άλέξης, δέ τό φανταζόμαστε. Αύτές τις έκθέσεις τις βαθμολογούσε ό ϊδιος ό κύριος Καρανάσης. - Τί σάς ήρθε καί γράψατε τέτοια πράγματα, μάς είπε στεναχωρεμένα ή κυρία Ειρήνη, σάν μάς έπέστρεψε τά τετράδια. Δέ μέ ρωτούσατε; «Δι’ άνοήτους σκέψεις, άνευ περιεχομένου», έγραφε ό κύριος Καρανάσης μέ κόκκινο μολύβι κάτω άπό τήν έκθεσή μου. Καί άπό τού Άλέξη άκριβώς τό ϊδιο. Ό Άλέξης είχε γράψει γιά ένα θείο του, πολύ πλούσιο, πού όλο φύλαγε τά λεπτά του σέ κάτι κου­ τιά. Δέν ξόδευε πεντάρα, ντυνότανε κουρέλια καί τέ­ 136

λος τά κρυμμένα λεπτά τά έφαγαν τά ποντίκια. Έγώ έγραψα γιά ένα κοριτσάκι, πού, όταν τής έδιναν ν’ άγοράσει σοκολάτες, εκείνο έκρυβε τά λεπτά καί, σά μεγάλωσε, άρρώστησε κι οί γιατροί τής είπαν νά μήν τρώει γλυκά. Κι έτσι, ποτέ στή ζωή του δέ δοκίμασε σοκολάτα. Ή Μυρτώ πήρε άριστα καί στή γιορτή 0ά διαβά­ ζανε τήν έκθεσή της. Ή τανε ή καλύτερη σ’ όλο τό δη­ μοτικό. - Α φού εσύ, τής λέω, δέν κρύβεις ποτέ σου μιά δε­ κάρα κι άγοράζεις πενάκια κι ένα σωρό τενεκεδάκια άπό τήν κυρα-Άγγελική, πώς έγραψες ότι «ό άνθρο^πος, άποταμιεύοντας, γίνεται χρήσιμος στόν εαυτό του καί τήν κοινωνία;» - Έγώ έγραψα, ό,τι μάς είπε ό κύριος Καρανάσης, απάντησε έκείνη. Ό χ ι σάν καί σένα καί τόν Άλέξη, πού γίνατε ρεζίλι σ’ όλο τό σχολείο. - Ξέρεις τί είπε ό μπαμπάς μου; μού λέει ό Άλέξης, τήν άλλη μέρα. Πώς, άν ήτανε κείνος στή θέση τού κύριου Καρανάση, θά μάς έβαζε άριστα. Τό περίεργο είναι πώς κι ό παππούς τό ίδιο είπε. - Ά ν είχαμε στό σπίτι μας έστω κι ένα φλιτζάνι τού καφέ χωρίς σπασμένο χέρι, μού εμπιστεύεται ό Άλέξης, θά καλούσαμε τόν παππού σου. Ό μπαμ­ πάς μου θέλει πολύ νά τόν γνωρίσει, Έ γώ τόν έπεισα, πώς τόν παππού δέν τόν νοιάζει καθόλου, μά καθόλου, γι’ αύτά τά πράγματα καί πώς έκείνος έχει στό γραφείο του ένα χοντρό φλιτζάνι μέ σπασμένο χέρι καί πίνει τόν καφέ του. Σέ άλλο, λέει, δέν τόν εύχαριστιέται. - Θά μιλήσίο τότε μέ τή μητέρα μου, λέει σοβαρά ό Άλέξης. 137

Δέν πρόλαβαν, όμως, νά τόν καλέσουν και γνωρί­ στηκαν στό μεταξύ αλλού ό παππούς κι ό πατέρας τού Άλέξη.

Ή θάλασσα καί ό ουρανός δέν ξεχώριζαν. Είχαν γίνει σάν μιά γκριζιοπή κουρτίνα, πού δέν ήξερες πού άρχιζε καί πού τέλειωνε. Ά σπρα μεγάλα κύματα πη­ δούσανε κι έσπαγαν στό λιμενοβραχίονα. - Δέ θά ’ρθει ή Άρτεμη σήμερα, λέω στή Μυρτώ, πού κάθεται μαζί μου στήν τζαμιυτή καί κοιτάμε τό άφρισμένο πέλαγος. - Ούτε κι ό Νώλης θά ’ρθει, συνέχισα καί κοίταζα τή βροχή, πού είχε κιόλας άρχίσει νά χτυπάει στά τζάμια. Σκέφτηκα πώς ό Νίκος θά περίμενε άδικα τό κουτί άπό τά τσιγάρα κι άθελά μου μού ξέφυγε δυ­ νατά: - Κρίμα. - Τί κρίμα; ρωτάει ή Μυρτώ. - Πού δέ θά ’ρθουν ό Νώλης κι ή "Αρτεμη. - Έμέ-να δέ μέ νοι-άαααζει, τραγουδάει έκείνη. Τώρα, πού θά γίνω φαλαγγίτισσα, θά κάνω παρέα μόνο μέ τά παιδιά τής φάλαγγάς μας. Ό κύριος Κα­ ρανάσης είπε, πώς τώρα πιά φίλοι μας κι άδέλφια θά ’ναι οί άλλοι φαλαγγίτες. - Καί θά τούς αγαπάς αύτούς - πώς τούς είπε; — τούς φαλαγγίτες σου πιό πολύ άπό μένα; άνησύχησα έγώ. - Μποοοοορείιιιι, τραγουδάει τώρα μέ κορόνες ή Μυρτώ. 138

Ή βροχή ξέσπασε πιά μέ δύναμη κι οί άστραπές έπεφταν καί χάνονταν στή θάλασσα, πού φούσκωσε πιότερο άκόμα κι άφρισε καί δέν έμεινε τίποτα πού νά θυμίζει τήν ήρεμη, γαλάζια, καλοκαιριάτικη θαλασσίτσα τού Λαμαγαριού. - Γιά δές, λέει ή Μυρτώ. Κάποιος τρέχει, μέσα στή βροχή. Έ να παιδί κουκουλωμένο μ’ ένα τσουβάλι έτρεχε πλατσουρώντας στά νερά πρός τήν πόρτα τού σπιτιού μας. Δέν μπορεί νά ’τανε άλλος άπό τό Νώλη. Προτού ακούσιο άκόμα τό κουδούνι νά χτυπά, όρμησα στή σκάλα πηδώντας δύο δύο τά σκαλιά. Ή Σταματίνα τού είχε κιόλας άνοίξει καί σταυροκοπιότανε. Μά τί Νώλης ήτανε κείνος. Μουσκεμένος ώς τό κόκαλο. Ά π ό παντού στάζανε νερά. Μονάχα τά παπούτσια του ήτανε ολόστεγνα, γιατί τά ’χε βγάλει, σ’ όλο τό δρόμο καί τά ’χε κρύψει κάτω άπό τή μασχάλη του. - Καλύτερα νά μάθεις πιό λίγα γράμματα, μουρ­ μουρίζει ή Σταματίνα. Ν’ άρπάξεις καμιά πνευμονία, νά τρελαθεί ή μάνα σου, ή κακομοίρα. Τόν πήρε στήν κουζίνα κι έτρεξε νά τού φέρει τί­ ποτα ρούχα ώσπου νά τού στεγνώσει τά δικά του. - Κοίταξε, λέει ό Νώλης, σάν έφυγε ή Σταματίνα. Ούτε μιά σταλιά δέ βράχηκε. Καί μού δείχνει τό κουτί άπό τά τσιγάρα τού Νίκου. Στό Νίκο πήγα μονάχα τήν άλλη μέρα, παρόλο πού ό Νώλης έπέμενε, πώς πρέπει νά τού πάω τά τσιγάρα, όσο μπορώ πιό γρήγορα. Μά ή βροχή δέ σταματούσε καί δέν μπορούσα νά πώ, πώς πάω ν’ άγοράσω τετρά­ δια μέ τέτοιον κατακλυσμό. Τήν άλλη μέρα ειχε λια­ 139

κάδα, σάν νά ’τανε άνοιξη. Ά π ό τό παράθυρο τής τά­ ξης μας κοίταζα τή θάλασσα, πού ήτανε πάλι όλογάλανη κι οί βαρκούλες άρμένιζαν. Νόμιζα, πώς όλοι θά ’πρεπε νά ’χανε ξεχάσει τή χτεσινή μπόρα. Ό Άλέξης όμως τή θυμότανε. Κουτούλαγε άπό τή νύστα πάνω στό θρανίο καί δυο φορές τόν έσπρωξα μέ τόν άγκώνα μου, ένώ πήγαινε νά τόν πάρει ό ύπνος. - Φταίει ή χτεσινή βροχή, μού λέει στό διάλειμμα. Ό λ ο ι στό σπίτι δέν κλείσαμε μάλι, όλη τή νύχτα. Τό χολ καί τό μπρος δωμάτιο πλημμύρισαν νερά καί τ’ άδειάζαμε μέ τούς κουβάδες. Καί πάλι συλλογίστηκα, πώς δέ θά γίνω συγγρα­ φέας, νά μένω σ’ ένα σπίτι δέκα σκαλιά κάτω άπό τή γή· Μόλις σχολάσαμε έτρεξα γιά τετράδια, στό ψιλικατζίδικο τής κυρίας Αγγελικής. Μπήκα στό καμαράκι καί κατατρόμαξα. Καθόταν ένας άντρας, μ’ ένα παχύ παχύ μουστάκι, σάν βούρτσα. - ΓΙολύ εύχάριστο, πού δέ μέ γνώρισες, γέλασε έκεΐνος καί γνώρισα τή φωνή τού Νίκου. - Γιατί μασκαρεύτηκες έτσι; άπόρησα. - Τί; δέ μού πάει; άστειεύτηκε. Δέν μπορούσα νά τόν συνηθίσω καί μού φαινόταν σάν ξένος. Τού ’δωσα τό κουτί άπό τά τσιγάρα, έκεΐνος πήρε ένα χαρτάκι άπό μέσα, τό διάβασε κι ύστερα τό ’σκισε, μικρά κομματάκια, άναψε ένα σπίρτο καί τό ’καψε. Ό ταν τού είπα, πώς ό Νώλης τό ’φερε μέσα στόν κατακλυσμό τόν είδα πού στεναχωρέθηκε. - Θέλεις νά σού χαρίσω ένα κλουβί μ’ ένα κανα­ ρίνι; άλλαξε ξαφνικά κουβέντα. Ή κυρα-Άγγελική λέει, πώς σ’ άρέσουν. 140

- Καί τί θά πώ ατό σπίτι; - Μπορεις νά πεις, πώς σού ’πεσε στό λότο. - Αύτό δέν είναι ψέμα; ρωτώ κι ή καρδιά μου χτυπά δυνατά δυνατά, γιατί πολύ τό ’θελα τό κλουβί μέ τό καναρίνι. Ό μω ς πάλι, τίς σοκολάτες μέ τούς λότους τίς παίρναμε πάντα μαζί μέ τή Μυρτώ καί μαζί τίς άνοίγαμε καί θά μού "λεγε πώς έκανα ζαβολιά. - Είναι ψέμα, έχεις δίκιο, λέει ό Νίκος, καί μού φάνηκε σάν νά λυπήθηκε, πού δέν μπορούσε νά μού χαρίσει τό καναρίνι, Δέ μ’ άφηνε νά φύγω. Ήθελε νά μάθει καθετί πού γίνεται στό σπίτι καί στό σχολείο. Κι όταν τού είπα, πώς ή Μυρτώ θά γίνει φαλαγγίτισσα, στίς τέσσερις Νοεμβρίου, πού θά είναι μεγάλη γιορτή στό σχολείο, γιατί κλείνουν τρεις μήνες, πού έγινε δικτατορία, εκείνος δέ θύμωσε μέ τή Μυρτώ. Κι όπως τότε, πού θέλαμε νά θάψουμε τήν Πιπίτσα, τά ’βαλε μέ μάς, τώρα τά ’βαλε μέ τόν κύριο Καρανάση, πού ενώ κα­ νένα σχολείο δέ σχημάτισε άκόμα φάλαγγα, γιατί δέν πήγαιναν τά παιδιά, εκείνος ήθελε μέ τό ζόρι νά τή φτιάξει πρώτος. Πού τά ’ξερε όλα ό Νίκος, κλεισμένος στό καμαράκι μέ τά κλουβιά; - Έρχεται τό καπλάνι καί μού τά λέει όλα, ε­ ξήγησε, σάν είδε τήν άπορία μου. Γύρισα στό σπίτι μέ τά τσιγάρα πάλι στήν τσέπη. Πολύ μ’ άρεσε νά περπατώ μόνη μου, στά στενά δρο­ μάκια τής χώρας. Είναι τόσο στενά, πού σάν άπλώσεις τά δυό σου χέρια λίγο άκόμα καί θ’ άγγίξεις τά σπίτια άπ’ τή μιά ώς τήν άλλη μεριά! Κάτω, είναι στρωμένα μέ πλάκες άλλού τετράγωνες κι άλλού μακρουλές. Ή Πιπίτσα λέει, πώς δέν κάνει νά πατούμε στίς γραμμές 141

πού χοορίζουν τις πλάκες, γιατί θά παντρευτούμε Ά ράπη, σά μεγαλώσουμε. Σαχλαμάρες, βέβαια, μά μένα μ’ αρέσει νά πατώ στις μύτες, άπό πέτρα σέ πέ­ τρα, χωρίς ν’ άγγίξω τις γραμμές καί νά λέω μιά ευχή άπό μέσα μου. Ά ς γίνει νά πάμε τό καλοκαίρι στό Λαμαγάρι, μέ τό Νίκο! είπα σήμερα άπό μέσα μου κι έφτασα στό σπίτι χωρίς ν’ άγγίξω ούτε μιά γραμμή.

142

Τά βλαβερά βιβλία, τό στραβολαίμιασμα τής Μνρτώς καί ή σαχλαμάρα των σαχλαμαρών. Καλά έλεγε ό παππούς, πώς όλο άργίες είμαστε. Ε ί­ χαμε κάνει μόνο δύο μαθήματα καί στό διάλειμμα μάς μάζεψε ό κύριος Καρανάσης στήν αύλή καί είπε νά μπούμε στή γραμμή. - Δέ θά πάτε στις τάξεις σας, λέει, άλλά θά σάς πάω στήν πλατεία κι έκεΐ όλο τό σχολείο θά πάρει ένα μεγάλο μάθημα. - Μήποος θά κάνουμε πατριδογνωσία; ρώτησα τόν Άλέξη. - Κάτι άλλο είναι, άπάντησε κείνος, γιατί θά πάνε κι οί μεγάλες τάξεις, πού δέν κάνουν πατριδογνωσία. Σά φτάσαμε στήν πλατεία, τά χάσαμε. Στή μέση άκριβώς, έκεΐ πού στέκει πάνω σέ μιά κολόνα ένα μαρμάρινο λιοντάρι, έκαιγε μιά μεγάλη φωτιά. Λίγο παραπέρα, σέ μιά έξέδρα, στέκονταν ό νομάρχης, ό Άμστραμντάμ Πικιπικιράμ, ό μπαμπάς τής Πιπίτσας κι ό δεσπότης μέ τά άμφιά του. Γύρω στή φωτιά στε­ κότανε κόσμος, πιό πολύ παιδιά, μέ τά σχολεία τους. Δέν καταλαβαίναμε τίποτα. Σέ λίγο, έφτασαν δυο άντρες πού κουβαλούσαν με­ γάλα τσουβάλια στούς ώμους τους. Άναμέρισαν σπρώχνοντας τόν κόσμο καί σάν έφτασαν κοντά στή φωτιά άδειασαν τά τσουβάλια τους. Ή τανε βιβλία!! - Τί κάνουνε; ρώτησε ό Άλέξης ένα παιδί, πού στεκότανε δίπλα μας. 143

- Καίνε τά βλαβερά βιβλία , άπάντησε κείνο. Ό κύριος Καρανάσης άνέβηκε στήν εξέδρα κι άρ­ χισε νά βγάζει λόγο. Μιλούσε γιά βλαβερά καί τρο­ μερά βιβλία, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή καί γίνεται ό άνθρωπος εγκληματίας. - Πάμε κοντά νά δούμε, λέει ό Άλέξης. Τρυπώσαμε άνάμεσα στόν κόσμο καί φτάσαμε κοντά στή φωτιά. Τά παιδιά άπό τίς μεγάλες τάξεις πηδούσαν κιόλας πάνοο άπό τίς φλόγες, σά νά ’τανε τού Άι-Γιαννιού. Παράξενα πού καίγονταν τά βι­ βλία. Στήν άρχή, μόλις πάρουν τά φύλλα φωτιά, τό βιβλίο άνοίγει σάν νά τ’ άγγιξε κανένα άόρατο χέρι κι ύστερα, όσο καίγεται, μοιάζει μέ λουλούδι, πού κλεί­ νει τά πέταλά του. Ή φωτιά χαμηλώνει, καί τότε μπο­ ρούν καί πηδούν καί τά παιδιά άπό τό δημοτικό. "Ερχονταν όμιος πάλι οί άνθρωποι μέ τά τσουβάλια καί τ’ άδειαζαν. Ή φωτιά ψήλωνε, ψήλωνε, τά παιδιά τσίριζαν καί δώστου ποιος θά πηδήξει πιό ψηλά. Μιά στιγμή, καθώς άδειαζαν ένα τσουβάλι, μερικά βιβλία έπεσαν άκριβώς πάνω στά πόδια μας. Έ κανα νά κλο­ τσήσω ένα πρός τή φωτιά, μά στάθηκα. Κάπου τό ’χα ξαναδεϊ αύτό τό βιβλίο... Δεμένο μέ μαύρο εξώφυλλο καί χρυσά γράμματα... Γύρισα μέ τό πόδι μου τό ε­ ξώφυλλο καί, τώρα πιά, ήμουνα σίγουρη. Ήταν ένας «άρχαίος» τού παππού. Ό παππούς σ1 όλα του τά βι­ βλία είχε τήν υπογραφή του μέ μώβ μελάνι. Τή γνώ­ ρισα άμέσως, φαρδιά πλατιά, στή δεύτερη σελίδα. Ό παππούς σέ κανένα δέν επιτρέπει ν’ άγγίξει τά βιβλία του. Πού βρέθηκε έδώ ό «άρχαίος» του, έτοιμος νά πέσει στή φωτιά; Έσκυψα καί τόν μάζεψα. Τόν κρά­ τησα λίγο στό χέρι... - Πέτα το, λοιπόν, μού ψιθυρίζει ό Άλέξης κι άρ144

πάζει τό βιβλίο άπό τά χέρια μου, νά τό ρίξει στή φω­ τιά. Δέ βλέπεις πού σέ κοιτάνε! Έ γώ τά ’χασα. Ά π ό τήν έξέδρα, ό κύριος Καρανά­ σης κι ό Πικιπικιράμ κοίταζαν πρός τή μεριά μου καί κάτι λέγανε. Έ φερα γύρω τό βλέμμα μου κι είδα παι­ διά πού ξεφωνίζανε, καί μεγάλους άκόμα, καί πηδού­ σαν τή φωτιά, μά ό πιό πολύς κόσμος στεκότανε άμίλητος μέ κλειστά χείλια. Έ ψαχνα ένα ένα τά πρόσωπά τους, σίγουρη πώς θά ’βρισκα έναν άντρα μέ κατεβασμένο τό καπέλο, πού νά τού κρύβει σχεδόν τά μάτια καί νά ’χει ένα πυκνό μουστάκι, σάν βούρτσα!... Έ πειτα χωρίς κι έγώ νά ξέρω γιατί, άρχισα νά σπρώχνω τά παιδιά νά πάω πιό πίσω, νά βγω άπ’ τόν κύκλο, πού όλο έσφιγγε καί μάς έφερνε, έτσι όπως εί­ χαμε σταθεί μέ τόν Άλέξη στήν πρώτη γραμμή, όλο καί πιό κοντά στή φωτιά. Ή ρθε κι ό Άλέξης άπό πίσω μου. Σταθήκαμε, λίγο πιό πέρα άπ’ τόν κόσμο, ν’ άνασάνουμε. Πάνω άπό τά κεφάλια μας πετούσαν σάν νυχτερίδες κομμάτια άπό καμένο χαρτί. Νά ’βλεπες πώς σέ κοίταξε ό κύριος Καρανάσης, σάν έσκυψες νά πάρεις τό βιβλίο! λέει ό Άλέξης. Ό τα ν έσβησε ή φωτιά καί δέν είχαν πιά άλλα βι­ βλία νά ρίξουν, ό κόσμος άρχισε νά διαλύεται. Ό κύ­ ριος Καρανάσης ειπε, πώς πέρασε ή ώρα γιά νά γυρί­ σουμε στό σχολείο, καί μάς άφησε νά πάμε στά σπίτια μας. Ξεκινήσαμε μαζί μέ τόν Άλέξη. Δέν ξέρω γιατί, μά δέν τού είχα πει άκόμα, πώς τό βιβλίο πού έσκυψα νά πιάσω ήτανε ό «άρχαίος» τοϋ παππού. Ά φού περάσαμε τήν πλατεία, είδα νά στέκει κοντά στόν τοίχο ενός σπιτιού ό παππούς καί πλάι του ό πατέρας τού Άλέξη. Δέν γνωριζόντανε. Στέκονταν μέ τήν πλάτη, σχεδόν, ό ένας στόν άλλο, άμίλητοι. Ό παππούς μέ τό 146

μπαστούνι του έσπρωχνε τά καμένα χαρτιά, πού είχαν γεμίσει τό δρόμο καί τό πεζοδρόμιο. Ό Άλέξης κι έγώ τρέξαμε κοντά τους. - Παππού, ένας «άρχαίος» σου βρέθηκε μέσα στή φωτιά, λέω. - Ξέρω, ξέρω, κουνάει τό κεφάλι ό παππούς. Ό πατέρας τού Άλέξη γύρισε ξαφνιασμένος. - Σύστησέ με λοιπόν στόν παππού σου, Μέλισσα. - Παππού, ό πατέρας τού Άλέξη... Δέν πρόλαβα ν’ άποτελειώσω κι άπλώσαν κι οί δυό τά χέρια τους... - Πήραν κι άπό σάς βιβλία; ρωτάει χαμηλόφωνα ό πατέρας τού Άλέξη. - Σήμερα τό πρωί ήρθαν μέ τά τσουβάλια, άπαντάει ό παππούς. - Εμένα μάζεψαν καί χειρόγραφα, συνεχίζει ό μπαμπάς τού Άλέξη καί κοιτάζει γύρω του. Μπροστά προχωρούμε έγώ μέ τόν Άλέξη καί πίσω ό παππούς μέ τόν μπαμπά τού Άλέξη. Φυσάει άέρας καί στή μέση τού δρόμου στροβιλίζονται τά καμένα χαρτιά, σάν νά χορεύουνε. - Θά τό θυμάται τό νησί μας αύτό τό αίσχος, άκούω πού λέει ό παππούς. - Φοβάμαι πώς αύτό είναι μόνο ή άρχή, ή φωνή τού μπαμπά τού Άλέξη. - Κοίταξε! λέει ό Άλέξης καί δείχνει τά χαρτιά. Σχημάτισαν σάν ένα ώμέγα. Πλάτων! Τό ο μέ ώμέγα. Έ τσι τόν έλεγαν τόν «άρχαίο» τού παππού, πού κάηκε στή φωτιά. Σάν πρωτόμαθα τό άλφάβητο, μ’ άρεσε πολύ τό ώμέγα καί ζήλευα τή Μυρτώ, πού τό όνομά της γρά­ φονταν έτσι. Σάν έμαθα νά συλλαβίζω, πήγαινα στή 147

βιβλιοθήκη τού παππού καί μ’ άφηνε νά άνεβαίνω στή μικρή σκαλίτσα καί νά διαβάζω τά εξώφυλλα άπό τούς «αρχαίους» του. Πλά-των... Πλάτων... - Παππού, μπορώ νά βγάλω τήν άρκουδίτσα μου έτσι; τόν ρώτησα. - Ά ν είναι σοφή, σάν τόν Πλάτωνα..., γέλασε ό παππούς. Δέν ήταν, φυσικά, όμως τό Πλάτιον μού άρεσε πολύ κι έγώ τή βάφτισα. Ό ταν γυρίσαμε στό σπίτι, ό παπ­ πούς μέ πήρε στό γραφείο του. Στά ράφια έχασκαν άδειες τρύπες: τά βιβλία πού έλειπαν. - Αύτό πού είδες σήμερα, Μέλισσα, νά μήν τό ξεχάσεις ποτέ, σ’ όλη σου τή ζωή. Κι όταν πεθάνιο έγώ, νά μείνουν έτσι οί άδειες θέσεις των βιβλίων, νά σ’ τό θυμίζουν. Έ τσι είπε ό παππούς καί, θαρρώ, πρώτη φορά στή ζωή μου άπό τότε πού γεννήθηκα, τόν είδα νά κάθεται μέ καμπουριασμένη τήν πλάτη κι όχι στητός στητός σάν πάντα. Ή Μυρτώ δέν ήτανε στήν πλατεία νά δει τή φωτιά, γιατί τήν είχανε στείλει νά κάνει πρόβα στή στολή τής φαλαγγίτισσας. - ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέει πρίν κοιμηθούμε. Γιατί δέν πρόλαβα νά δώ τή φωτιά. - ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέω έγώ. Γιατί είδα τή φωτιά. Έκλεινα τά μάτια μου, μά δέ μ’ έπαιρνε ό ύπνος. Μιά έβλεπα τό Νίκο, μέ τό μουστάκι σάν βούρτσα, μιά ένα ώμέγα νά κατρακυλάει στή μέση τού δρόμου... καί φωτιά, φωτιά, φωτιά..., ν’ άνεβαίνουν οί φλόγες της καί νά γλείφουν τή βιβλιοθήκη τού παππού, γιά νά φτάσουν τά σοφά του βιβλία. Ά π ό κείνη τή μέρα τής φωτιάς, μόλις άκούω τό ΠΑ 148

τοΰ παππού, ξέρω πώς σέ λ ί γ ο θ’ άκουστεΐ τό κουδούνι τής πόρτας. Είναι ό μπαμπάς τού Άλέξη. Γίνανε φίλοι μέ τόν παππού. ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ

Κάθε μέρα όταν γυρίζουμε άπό τό σχολείο, ό παπ­ πούς μάς ρωτάει: - Λοιπόν, τί κάνατε σήμερα; Έμεΐς τού λέμε τί μαθήματα είχαμε, άν μάθαμε τί­ ποτα καινούρια. Τόν τελευταίο καιρό ή Μυρτώ άπαντάει: - Έγώ δέν έκανα μάθημα. Μέ πήρε άπό τήν τάξη ό κύριος Καρανάσης γιά πρόβες. - Καλά γράμματα θά μάθεις, κουνάει ό παππούς τό κεφάλι του. Ή άλήθεια είναι πώς ούτε στή δίκιά μας τάξη γίνε­ ται κανονικό μάθημα. Ό λο καί κάποιο παιδί θά φω­ νάξουν γιά πρόβα, γιατί ή μεγάλη γιορτή γιά τήν «έπέτειο τής δικτατορίας καί τής εύτυχίας μας», όπως λέει ό κύριος Καρανάσης, πλησιάζει. - Πρόσεξες, μού λέει ό Άλέξης, πώς τά «κανο­ νικά» παιδιά θά πούνε τά πιό μεγάλα ποιήματα, ένώ έμεΐς, τά «μέ έκπτιοση» κάτι μικρά στιχάκια μόνο. Δέν τό είχα προσέξει. Είχα άπορήσει μονάχα, γιατί ή Πιπίτσα, πού είναι ή χειρότερη στήν άπαγγελία απ' όλη τήν τάξη, θά πεί ένα τόσο μεγάλο ποίημα. Τό ’λεγε όλο, μέ μιάν άνάσα, χωρίς κόμματα καί τελείες, μέ τή μονότονη καί κλαψάρικη φωνή της. "Ίδρωνε ή κακομοίρα ή κυρία Ειρήνη νά τήν κάνει νά νιώσει κάπως αύτά πού λέει, μά τίποτα. Έχουμε ένα κορίτσι 149

στήν τάξη πού τό λένε Αντιγόνη. Ό τα ν τή σηκώνει ή κυρία Ειρήνη νά άπαγγείλει κανένα ποίημα, σ’ όλη τήν τάξη δέν άκούγεται άνάσα! Ή Αντιγόνη δέν είναι ούτε «κανονικιά» ούτε «μέ έκπτωση». Είναι «δω­ ρεάν». Ή μαμά της δουλεύει παραδουλεύτρα στό σπίτι τού κυρίου Καρανάση κι έκεΐνος άντί νά τής πληρώνει μεροκάματο, πήρε τήν Αντιγόνη στό σχο­ λείο. Πολύ τή λυπόμαστε μέ τόν Άλέξη, καί λέμε, βέ­ βαια, πώς πολύ καλύτερα νά είσαι μέ έκπτωση παρά δωρεάν. Γιατί ό,τι άταξίες καί νά κάνουν τ’ άλλα παι­ διά ή Αντιγόνη τις πληρώνει. Ά ν λερώσουν τό άποχωρητήριο, ή άν πιτσιλίσουν μελάνια στόν τοίχο, έρ­ χεται ό κύριος Καρανάσης καί τή φιονάζει άπό τό μά­ θημα νά πάει νά τά καθαρίσει. Σ;ό θρανίο κάθεται ολομόναχη. Είμαστε μονά παιδιά στήν τάξη καί κά­ ποιος έπρεπε νά κάθεται μόνος. Κι ό κύριος Καρανά­ σης έκανε παρατήρηση στή δασκάλα μας, πού είχε βά­ λει τήν Αντιγόνη δίπλα στήν κόρη τού Άμστραμντάμ Πικιπικιράμ. - Καιρός είναι νά μάθετε νά ξεχωρίζετε τήν ήρα άπό τό στάρι, κυρία Ειρήνη, τής είπε. Εκείνη κοκκίνισε σάν παπαρούνα, τό ϊδιο καί ή Αντιγόνη, πού μάζεψε τά βιβλία στή σάκα της, γιά νά πάει στό μοναχικό θρανίο καί δάγκωνε τά χείλια της νά μήν κλάψει. Ή μικρή Πικιπικιράμ έκλαιγε μέ λυγ­ μούς. Είναι καλό κοριτσάκι. Κοντούλα καί χλωμή σάν χαρτί. Δέν είναι καλή μαθήτρια καί στά διαλείμματα παρακαλούσε τήν Αντιγόνη: - Θά μ’ άφήσεις νά κοιτάζω στήν ορθογραφία; Ή Αντιγόνη τήν άφηνε καί τής έδινε καί τά τετρά­ διά της άκόμα νά άντιγράψει τις άσκήσεις. Ώ ς καί τήν ιχνογραφία τής ζωγράφιζε καί τήν έκανε νά παίρ­ 150

νει άριστα, γιατί μόνη της, ή καημένη, ούτε μιά ίσια γραμμή δέν μπορούσε νά τραβήξει. Ή Μυρτώ, κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε, μάθαινε τό μονόλογό της, πού θά πει στή γιορτή. Τή «σαχλα­ μάρα των σαχλαμαρών», έτσι έλεγε ό Άλέξης τό μο­ νόλογο τής Μυρτώς, πού τόν είχε γράψει ό ίδιος ό κύ­ ριος Καρανάσης. Τήν παραμονή τής γιορτής, σάν πέσαμε ^στά κρεβά­ τια μας, ή Μυρτώ ήθελε πάλι νά κάνει τήν πρόβα της. Στάθηκε όρθια πάνω στό κρεβάτι της, έβγαλε τή θήκη τού μαξιλαριού, τήν πάτησε μέ τό πόδι της καί άρχισε νά άπαγγέλλει: «... Σέ ποδοπατώ, μισητόν λάβαρον τού εχθρού καί προτάσσω τά στήθη μου στό έχθρικόν ξίφος. Κι άν είναι νά πέσω λαβωμένη επί τής γής...» Έδώ, ή Μυρτώ ξάπλωσε μπρούμυτα στό κρεβάτι, άρπαξε τή μαξιλαροθήκη μέ τά δόντια της καί συνέ­ χισε: «... θά σέ σχίσω μέ τά δόντια μου, ώσπου νά βγει ή ύστερη πνοή μου...». - Τί κάνεις; τής φωνάζω. Σχίζεις τή μαξιλαροθήκη! Θύμωσε τόσο πολύ πού τή σταμάτησα, πού μ’ ένα σάλτο πήδηξε στό κρεβάτι μου. Τό σομιέ ξέφυγε άπό τή θέση του κι ώσπου νά τό καταλάβω, βρεθήκαμε κάτω κι οί δυό. Ή Μυρτώ κρατιόταν άπό τά κάγκελα τού κρεβατιού μου καί ξεφώνιζε, πώς στραμπούληξε τό λαιμό της. Πάνω στήν ώρα μπαίνουν στό δωμάτιο: ό παππούς, ό μπαμπάς, ή μαμά, ή θεία Δέσποινα κι ή Σταματίνα. Ρωτούσαν, όλοι μαζί, τί έγινε. Ή Μυρτώ τσίριζε γιά τά καλά, πώς δέν μπορεί νά γυρίσει τό κε­ φάλι της. Ό μπαμπάς είπε νά τής κάνουν εντριβή, ή μαμά είπε: όχι δέν κάνει, πρέπει νά τήν άλείψουν μέ μιά άλοιφή, ή θεία Δέσποινα τήν πήρε στήν άγκαλιά 151

της, κι ή Σταματίνα κοίταγε νά στήσει τό κρεβάτι. Τό πρωί, ή Μυρτώ ξύπνησε στραβολαιμιασμένη. Τό κεφάλι της θαρρείς καί ήτανε βιδωμένο στραβά καί κοίταζε μόνο δεξιά. - Πώς θά πώ τό μονόλογό μου; Πώς θά γίνω φαλαγγίτισσα; κλαψούριζε. Ή μαμά, ή Σταματίνα κι ή θεία Δέσποινα τήν ντύ­ νανε κι οι τρεις μαζί μέ χίλιες δυσκολίες. Τή λυπό­ μουνα τήν κακομοίρα, μά ήτανε καί πολύ άστεία. Πήγαμε στό σχολείο μαζί μέ τή θεία Δέσποινα καί τή μαμά. Ό σ ο κι άν παρακάλεσε ή Μυρτώ τόν παπ­ πού νά ’ρθει νά τή δει, πού θά άπάγγείλει καί θά ντυ­ θεί φαλαγγίτισσα, έκείνος άρνιότανε. - Αύτό δά μού έλειπε, έλεγε. Φτάσαμε στό σχολείο καί μπήκαμε στή μεγάλη σάλα, πού θά γινόταν ή γιορτή. Ήταν κιόλας ό Ά λ έ­ ξης μέ τή μαμά του. Ό Άλέξης φορούσε άκόμα τά «βασανάκια» τής Μυρτώς κι ή μαμά του τό ϊδιο ξε­ βαμμένο μπλέ φόρεμα, πού φορούσε όσες φορές τήν έβλεπα. Ή γιορτή άρχισε. Έβγαλε πρώτα λόγο ό κύ­ ριος Καρανάσης. Έγώ μέ τόν Άλέξη, όσο μιλούσε, παίζαμε ένα πολύ ώραΐο παιχνίδι. Μπροστά μας κα­ θότανε ή μαμά ένός παιδιού πού φορούσε ένα φόρεμα όλο τετραγωνάκια. Σέ κάθε τετραγωνάκι ειχε διάφορα σχέδια: μιά καμήλα, μιά χουρμαδιά, έναν πίθηκο. Ρω­ τούσαμε, λοιπόν, μέ τή σειρά, ό ένας τόν άλλον: «Σέ δέκα τετραγωνάκια, πόσες λ.χ. καμήλες;» Ό ποιος πε­ τύχαινε τό σωστό άριθμό κέρδιζε. Ούτε καταλάβαμε πώς τέλειωσε ό κύριος Καρανάσ

η

ζ ·~

Είχε πεί άκόμα καί τό «Ζήτω ό βασιλεύς», «Ζήτω ό κυβερνήτης», «Ζήτω τό έθνος», γιατί τά παιδιά ξεφώ­ 152

νιζαν: «ζήτω» τόσο δυνατά, πού μόλις άκουσα τόν Άλέξη, πού μού έλεγε: - Τρεις πίθηκοι σέ έξι τετράγωνα. Ύστερα ό δάσκαλος τής γυμναστικής χτύπησε δυ­ νατά τό ταμπούρλο. Ό κύριος Καρανάσης στάθηκε στή μέση τής εξέδρας, πού είχαν στήσει καί είπε: - Τώρα, θά σάς παρουσιάσω τούς πρώτους φαλαγ­ γίτες καί φαλαγγίτισσες τού νησιού μας, πού έχουμε τήν τιμή νά άνήκουν στό σχολείο μας. Ά π ό τήν πόρτα, πού είναι πίσω άπό τήν εξέδρα, βγήκαν έξι παιδιά: τρία άγόρια καί τρία κορίτσια, ντυμένα μέ μπλέ σκούρα στολή, άσπρη γραβάτα καί δίκοχο. Στίς έπωμίδες τους είχαν, άλλος άπό δύο, άλ­ λος άπό τρία άστέρια. Στάθηκαν προσοχή καί χαιρέ­ τησαν μέ τό χέρι τεντωμένο ψηλά (χαιρέτησαν φασι­ στικά, όπως λέει ό Άλέξης). Τό ένα κορίτσι μόνο δέν κοίταζε όπως έπρεπε μπροστά. Είχε τό κεφάλι του γυρισμένο δεξιά, σά νά ’τανε στραβοβιδωμένο. Ήταν ή άδελφή μου ή Μυρτιό! Μέ τόν Άλέξη δέν μπορού­ σαμε νά κρατήσουμε τά γέλια - τόσο άστεία ήτανε. Ξαφνικά, ό Άλέξης σταμάτησε νά γελάει καί μ’ έσπριοξε μέ τόν άγκώνα. - Κοίτα, κοίτα, λέει. Είναι ό Κόσκορης!! Δίπλα στή Μυρτώ στεκότανε ένα κοντόχοντρο άγόρι, μέ λιγδωμένα μαλλιά. Ή τανε ό Κόσκορης, μα­ θητής τής δευτέρας γυμνασίου, πού όλο φασαρίες έκανε στό σχολείο. Μιά φορά, τόν πιάσανε νά καπνί­ ζει μέσα στό μάθημα. Έκλεβε τά μολύβια καί τίς γό­ μες των παιδιών κι όλο έσπαζε καί κανένα κεφάλι, Ό κύριος Καρανάσης τού έλεγε: «Άμα τό ξανακάνεις θά σέ διώξω!». Μά δέν τόν τιμωρούσε. Ό Άλέξης λέει, πώς ό Κόσκορης όχι μόνο πληρώνει κανονικά δίδα153

χτρα, μά κι ό μπαμπάς του είναι στή χωροφυλακή. Γύρισα νά κοιτάξω τή μαμά, πού καθότανε πιό πίσω. Είχε κρύψει τό κεφάλι της καί δέν κοίταζε καθόλου τή Μυρτώ. Ή θεία Δέσποινα καθότανε στητή στητή καί καμαρωτή. Ό τα \ ή Μυρτώ άνέβηκε στήν έξέδρα νά πει τό μο­ νόλογό της ό κύριος Καρανάσης άνήγγειλε: - Καί τώρα, ή φαλαγγίτισσά μας θά άπαγγείλει ένα μονόλογο τού ύποφαινομένου, μέ τόν τίτλο: «Οί μπολσεβίκοι θά πεθάνουν». Χάμω, στήν έξέδρα, ήτ,ανε μιά κόκκινη σημαία, πού ή Μυρτώ έπρεπε νά τήν ποδοπατήσει καί νά τή σχίσει μέ τά δόντια της. Τήν είχαν βάλει στά άριστερά της κι όταν έκείνη άρχισε νά τήν ποδοπατάει, τό... βιδωμένο κεφάλι της κοίταζε δεξιά. Σάν ήρθε ή ώρα νά ξαπλω­ θεί κάτω, τή βλέπω καί στηρίζεται μέ τά χέρια καί πόδια στό πάτωμα καί τό κορμί της ήτανε στόν άέρα. - Τά παιδιά είχανε τόσο βρωμίσει μέ τά πόδια τους τό πάτωμα, πού θά λέρωνα τό φουστάνι μου, άν ξά­ πλωνα χάμω, μού είπε ύστερα, πού τή ρώτησα, γιατί έπεσε έτσι άβολα. Σάν τέλειωσε τή «σαχλαμάρα τών σαχλαμαρών», τήν έπιασε ό κύριος Καρανάσης άπό τό χέρι νά ύποκλιθούνε μαζί στόν κόσμο. Ό Άλέξης γελούσε τόσο πολύ, πού άρχισα νά θυμώνω. Ή τανε κρίμα ή Μυρτώ. Σά γυρίσαμε στό σπίτι, ή μαμά έβαλε τά κλάματα. Έκλαιγε σάν παιδί. Πρώτη φορά έχω δει μεγάλο νά κλαίει! Έλεγε, πώς καλύτερα νά ’χανε ό μπαμπάς τή δουλειά του καί νά γινόμασταν σάν τούς τσιγγάνους, πού μένουνε στό οικόπεδο πίσω άπό τό σπίτι μας, παρά νά γίνει ή Μυρτώ φαλαγγίτισσα καί νά σταθεί δίπλα στόν Κόσκορη, πού είναι κλέφτης. Ό μπαμπάς 154

φώναζε, πώς λέει παιδιάστικα πράγματα. Ό παππούς ύπεράσπιζε τή μαμά, ή θεία Δέσποινα ήτανε μέ τό μέ­ ρος τού μπαμπά κι ή Μυρτώ, μέ τό στραβολαιμια­ σμένο κεφάλι της δοκίμαζε, μπροστά στό μεγάλο κα­ θρέφτη τής σάλας, πώς νά χαιρετάει καλύτερα φασι­ στικά. Τό καπλάνι τήν κοίταζε μ’ άγριεμένο τό μαύρο μάτι καί τό γαλάζιο ήτανε λυπημένο. Πήγα κοντά του. Κοίταξα μήπως έχει κανένα άσπρο χαρτάκι άνάμεσα στά δόντια του. Πόσες, άραγες, μέρες πέρασαν άπό τήν τελευταία φορά πού είδα τό Νίκο; Ά ν δέ σού μηνύσει τό καπλάνι, νά μήν έρθεις, έστο3 κι άν φέρει ό Νώλης τσιγάρα, μού είχε πει ό Νί­ κος. Ή θελα νά καθίσω σήμερα εκεί, σέ μιά γωνία στή σάλα, πλάι στό καπλάνι, νά μήν πάω καθόλου στό άλλο σπίτι, πού τσακώνονταν οί μεγάλοι... Νά ’χανε ό μπαμπάς τή δουλειά του, συλλογιόμουνα. Δέ θά ’τανε καί τόσο άσχημα, νά πάμε νά ζήσουμε στό διπλανό οικόπεδο, σάν τούς τσιγγάνους. Θά ’χαμε γιά σπίτι, όπως αύτοί, ένα άχρηστο λεωφορείο, καί στά παρά­ θυρά του θά κρεμόντανε τσίτινα κλαδωτά κουρτινά­ κια. Κι άμα πέρναγε ό χειμώνας, θά γυρίζαμε άπό χωριό σέ χωριό, ί'σοος πηγαίναμε καί σ’ άλλα νησιά καί πιό μακριά άκόμα, στήν άλλη Ελλάδα, ϊσως φτάναμε καί στήν Αθήνα, νά δούμε τήν Ακρόπολη, πού τόσα καί τόσα μάς έχει πει ό παππούς γι’ αύτή. Μετά, μπορεί νά πηγαίναμε σέ άλλες πολιτείες καί ξένους τόπους, νά γυρίζαμε τόν κόσμο ολόκληρο. Μπορεί, τότε, κι ή Μυρτώ νά ξαναγινότανε όπως ήτανε πρώτα, πριν άγοράσει τά χρυσά άστέρια, άπό τό ψιλικατζίδικο τής κυρα-Άγγελικής. Τώρα, άπ’ όλα τά παλιά, άπόμεινε 155

ν ά ρ ω τ ά μ ε κ ά θ ε β ρ ά δ υ ή μ ιά τ ή ν άλλη: ΛΥ-ΠΟ; ΕΥ-ΠΟ; - ΕΥ-ΠΟ! ΕΥ-ΠΟ! άπαντάει πάντα ή Μυρτώ. - ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, έγώ.

156

Σκότωσαν τό καπλάνι. Μιά άλλη λυπητερή ιστορία καί ό «άθλος» τής Μυρτώς. Κάνει τόσες πολλές βροχές, πού ό Νώλης κι ή Ά ρ ­ τεμη δέν μπορούν νά ’ρθουν στή χώρα. Ή "Αρτεμη καλά, μά ό Νώλης δέ φοβάται κι άν είχε κανένα κουτί τσιγάρα νά φέρει, είμαι σίγουρη, πώς καί μέ τόν κατακλυσμό θά ’φτανε. Γιατί, όμως, άραγε δέ φέρνει καί γιατί ό Νίκος όέ στέλνει μήνυμα; Έγώ, όλο καί πετιέμαι στό ψιλικατζίδικο τής κυρα-Αγγελικής νά πάρω κάτι καί κάθε φορά λέω, πώς θά μού πει: «Θέ­ λεις νά δεις ένα παράξενο πουλί;». Εκείνη όμως σωπαίνει. Σωπαίνει κι ή Σταματίνα, σωπαίνει καί τό καπλάνι, Τότε πίστεψα πιά, πώς έφυγε ό Νίκος. - Αλήθεια, πού νά ’ναι ό Νίκος; μέ ρώτησε στά ξαφνικά ή Μυρτώ, μιά βαρετή Κυριακή, πού χα­ ζεύαμε πάλι τίς σταγόνες τής βροχής στά τζάμια. Τήν κοίταξα παραξενεμένη, γιατί νόμιζα πώς πί­ στευε, πώς άπό καιρό έχει φύγει ό Νίκος. - Στήν Α θήνα είναι, πού ήθελες νά ’ναι;... τής λέω. - Ό κύριος Καρανάσης κι ό άρχηγός μας λένε, πώς είναι στή χώρα, κάνει μέ έμπιστευτικό ύφος ή Μυρτώ. Καί μέ ρώτησε, μάλιστα, άν έχει πυκνό μουστάκι - σά βούρτσα. Τού είπα πώς δέν έχει μουστάκι καί πώς θά ’φυγε, γιατί, άπό τότε πού πήγαμε σχολείο, δέ μάς ξανάστειλε μήνυμα μέ τό καπλάνι, - Μαρτύρησες τό καπλάνι; τρόμαξα έγώ. 157

Ή Μυρτώ σηκώθηκε όρθια σάν κοκοράκι, έτοιμο γιά καβγά. - Δέ μαρτύρησα, κυρά μου. Ό άρχηγός μας πρέπει νά ξέρει τί γίνεται στά σπίτια μας κι έγώ πρέπει νά τού λέω τί κάνεις εσύ, ή Σταματίνα, ό παππούς... - Ό παππούς χίλιες φορές μάς λέει τό ρητό: «τά εν οϊκω, μή εν δήμω». Ό ,τ ι γίνεται σπίτι, νά μήν τό λέμε έξω! φώναξα έγώ, μήν κρατώντας τά δάκρυά μου. Θά τά πώ όλα στόν παππού καί στή μαμά καί στόν μπαμπά! - Είσαι μαρτυριάρα! τσιρίζει έκείνη. - Έγώ μαρτυριάρα ή έσύ πού λές τά μυστικά τού Νίκου καί μπορούν καί κακό νά τού κάνουν; - Έσύ, έσύ, πεισμώνει έκείνη, - πού θά τά πεις στόν παππού! Έγώ τά λέω μόνο στόν άρχηγό μου. Γιατί είμαι φαλαγγίτισσα... Τό βράδυ άναστατώθηκε όλο τό σπίτι. Ό παππούς έτρεμε άπό τό θυμό. - Ά κούς έκεί, λέει, νά βάζουν τά παιδιά νά κατα­ σκοπεύουν τά σπίτια τους! Ό μπαμπάς: Τί νά ’κανα, τί νά ’κανα; Θά μ’ έδιω­ χναν άπό τή δουλειά! Ή μαμά: (Κλαίει πάλι καί δέ λέει τίποτα). Ή θεία Δέσποινα: Δέ βλέπω τίποτα τό τραγικό. Ή Σταματίνα: Πάει, τού ’καναν μάγια τού παιδιού μας! Σάν έμαθε, όμως, ή Σταματίνα, πώς ή Μυρτώ μί­ λησε γιά τό γράμμα πού έστειλε τό καπλάνι, χλώμιασε. Τυλίχτηκε στό σάλι της καί λέει στή μαμά: - Ετοιμάστε σεις τό βραδινό, κυρία, έγώ πρέπει νά πάω στήν κουμπάρα μου, πού είναι άρρωστη. 158

Βγήκε στό δρόμο κι άς έπεφτε ή βροχή μέ τά του­ λούμια. Τήν άλλη μέρα τό πρωί, ό μπαμπάς μόλις είχε φύγει γιά τή δουλειά του κι έμείς ετοιμαζόμασταν γιά τό σχολείο, όταν βρόντηξαν τήν πόρτα μας δυνατά. "Ανοιξε ή Σταματίνα καί τό σπίτι μας τό γέμισαν χω­ ροφύλακες. Δείξανε ένα χαρτί στόν παππού κι έκεΐνος τούς είπε: - Ψάξτε όσο θέλετε, μονάχα πού θά πάει χαμένος ό κόπος σας, γιατί ό έγγονός μου έφυγε άπό τό καλο­ καίρι. Εκείνοι δέ θέλαν πουθενά νά κοιτάξουν μονάχα στή μεγάλη σάλα καί ζήτησαν τό κλειδί άπό τή βιτρίνα. Ή θεία Δέσποινα τοϋ τό ’δωσε, έκανε νά μπει στή σάλα, ν’ άνοίξει τή βιτρίνα, μά κείνοι τής πήραν τό κλειδί άπό τά χέρια. - Θά ψάξουμε μόνοι μας, είπανε. Ή ώρα γιά τό σχολείο είχε περάσει καί κανείς δέ θυμήθηκε νά μάς πει, πώς έπρεπε νά φύγουμε. Μόνο ή Μυρτώ κοίταξε μιά στιγμή τό ρολόι. - Ποπό! άργήσαμε. Πάμε Μέλια, μού λέει κι έκανε νά πάρει τήν τσάντα της. - Σήμερα δέν έχει σχολείο, λέει ό παππούς, μέ τόνο πού δέ σήκωνε άντίρρηση. - Θά μέ περιμένει ό άρχηγός μου, μετά τό μάθημα, γκρινιάζει ή Μυρτώ. - Ά ς περιμένει! θυμώνει γιά τά καλά ό παππούς. - Νά πώ, λοιπόν, πώς δέ μ’ άφησες νά πάω; - Πές το! Καλά λέει ή Σταματίνα πώς έκαναν μάγια τής Μυρτώς! Νά μιλάει έτσι στόν παππού; Οί χωροφύλακες δέ λέγανε νά βγούνε άπό τή σάλα 159

κι ή Σταματίνα πήγε καί τούς βρόντηξε τήν πόρτα. - Ά ν τά κάνετε όλα άνω κάτω, θά σάς βάλω νά τά συγυρίσετε, τούς φώναξε. Εκείνοι άνοίξανε καί βγήκανε μουτρωμένοι. Ή Σταματίνα συνέχιζε νά τούς πειράζει νευριασμένα. - Μέσα στό ρολόι νά ψάξετε. Μπορεί έκεί νά χώ­ θηκε αύτός πού ζητάτε! Οι χωροφύλακες φύγανε. Ή Σταματίνα άνοιξε τήν πόρτα τής σάλας, κοίταξε μέσα κι έπιασε μέ τά δυο χέρια τό κεφάλι της. - Χριστέ καί Παναγιά! Χριστέ καί Παναγιά! μουρ­ μούρισε. Πήγα κοντά της καί πέτρωσα μπροστά στήν άνοιχτή πόρτα. Κατάχαμα, στή μέση τής σάλας, ήτανε ξαπλω­ μένο άνάσκελα τό καπλάνι, Ή κοιλιά του ήτανε ανοιγμένη καί τό πάτωμα είχε γεμίσει μέ άχερα. - Τό σκότωσαν, Σταματίνα! ξεφώνισα καί μέ πιάσαν τά κλάματα. Πήγα κοντά του, σήκ(οσα τό κεφάλι του: έκεί πού ήτανε τό γαλάζιο μάτι του, έχασκε μιά τρύπα! Πάνε πιά όλα! Δέ θά μού ξαναφέρει μήνυμα άπό τό Νίκο. Κι έκεΐνος δέ θά μπορεί πιά, τά καλοκαίρια στό Λα­ μαγάρι, νά μάς λέει τις ιστορίες τοϋ καπλανιοϋ! - Έτσι κι αλλιώς ήτανε πάντα ψόφιο. Μονάχα έμεΐς πιστεύαμε τις κουτές ιστορίες του. Ήταν ή Μυρτώ πού τά ’λεγε αύτά κι είχε έρθει νά σταθεί άπό πάνω μου. Γύρισα καί τήν κοίταξα. Ό χι, δέν ήτανε αύτή ή άδελφούλα μου! Ή τανε ένα ξένο κορίτσι, πού τό ’χα δει στή γιορτή τού σχολείου, νά στέκεται πάλι στόν κλέφτη τόν Κόσκορη καί νά χαιρε­ τάει φ α σ ι σ τ ι κ ά . Τώρα σ’ όλη τή χώρα ψάχνουν τόν άνθρωπο μέ τό 160

μουστάκι σάν βούρτσα, πού λένε, πώς μοιάζει τού Νί­ κου. Κάθε μέρα πού γυρίζει ή Σταματίνα άπό τά ψώ­ νια, πριν προφτάσει ν’ άκουμπήσει καλά καλά τό δί­ χτυ, μάς λέει τά νέα. - Σήμερα ψάξανε στήν πέρα γειτονιά... Σήμερα ψάξανε στίς έκκλησιές ώς καί μέσα στό ιερό άκόμα. Έγώ έτρεμα κάθε φορά, μήν άκούσοο νά πει, πώς ψάχνουνε τά ψιλικατζίδικα καί τά μικρά καμαράκια μέ τά κλουβιά. Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός καί σάν νά ξεχάστηκαν όλα καί νά μή νοιαζότανε πιά κανείς γιά τόν άνθρωπο μέ τό παχύ μουστάκι σάν βούρτσα. Πίστεψαν, πώς άλήθεια είχε φύγει άπό τή χώρα, έτσι έλεγε ή Σταματίνα. Ό λ α έμοιαζαν νά ήσύχασαν, μο­ νάχα στή σάλα μέσα στή βιτρίνα τού καπλανιού ήτανε τώρα συγυρισμένα τά καλά πιατάκια τής θείας Δέ­ σποινας, μέ τά παράξενα πουλιά. - Πού πήγε τό καπλάνι; ρωτούσα τή Σταματίνα, μά κείνη δέν ήξερε κι ή θεία Δέσποινα ούτε ήθελε πιά νά γίνεται λόγος γι’ αύτό. Στό σπίτι κανείς δέ μιλούσε γιά τό Νίκο καί γιά τό καπλάνι. Πρώτα ήτανε άλλιώς, γιατί είχα τή Μύρτο) νά κουβεντιάζουμε, μά τώρα έκείνη μόνο γιά τή φάλλαγγά της νοιάζεται, πού δέν έγινε βέβαια άκόμα φάλαγγα, γιατί οί φαλλαγγίτες τού σχολειού μας μείνανε έξι, όπως στήν άρχή. - Σέ λίγο θά γίνετε όλοι! μάς φοβέριζε ό κύριος Καρανάσης, θά γίνει υποχρεωτικό. Μιά μέρα ό Άλέξης δέν ήρθε πάλι σχολείο κι άναρωτιόμουνα μήπως πάθανε τίποτα τά «βασανάκια» τής Μυρτώς. Ά π ό μέρες, τώρα, είχανε κάνει κάτι στρογγυλές τρύπες στίς σόλες κι ό Άλέξης τίς γέμιζε μέ στυπόχαρτο καί έφημερίδα, νά μήν περνούνε τά νερά. Άρρωστος δέν μπορεί νά ’τανε, γιατί χτές τ’ 161

απόγευμα, πού ήρθε ό μπαμπάς του νά δει τόν παπ­ πού, έφερε καί τόν Άλέξη μαζί. Ά π ό τότε πού άρχισε νά έρχεται ό μπαμπάς τού Άλέξη στό σπίτι, ό παπ­ πούς παράγγελνε καί τού πήγαιναν ένα άναμμένο μαγκάλι στό γραφείο του. Δέν ήτανε μεγάλο, σάν τής θείας Δέσποινας, ούτε είχε μπρούτζινο πουλί στό σκέπασμά του, έδινε δμοος μιά γλυκιά ζέστη σ’ όλο τό δωμάτιο. Μέσα στή στάχτη σιγόβραζε ένα κατσαρολάκι μέ νερό καί φύλλα εύκαλύπτου, πού μοσχομύριζαν. Καθίσαμε λοιπόν καί μεϊς μαζί τους, γιατί ήθελα νά δείξω τού Άλέξη ένα βιβλίο τού παππού μέ ζω­ γραφιές άπό τήν Τλιάδα. Τό βιβλίο ήτανε στά πάνω πάνω ράφια κι έμεΐς, όπως άνεβήκαμε στή σκαλίτσα νά τό βρούμε, καθίσαμε στό τελευταίο σκαλοπάτι, νά τό ξεφυλλίσουμε. Έ γώ τό ’χα δει πολλές φορές, γι’ αύτό έριχνα μόνο μιά ματιά καί περίμενα νά τό κοιτά­ ξει καλά ό Άλέξης καί νά γυρίσει τή σελίδα. Μιά στιγ­ μή, κοίταξα κάτω καί μού φάνηκε άλλιώτικο τό γρα­ φείο τού παππού άπό ψηλά. Έβλεπα τοϋ παππού τή φαλάκρα πού γυάλιζε καί πλάι της τά μαύρα μαύρα μαλλιά τού μπαμπά τού Άλέξη. Μιλούσαν ήρεμα καί σιγανά. Μά, πιό πολύ, ό παππούς ριοτούσε κι ό μπαμ­ πάς τού Άλέξη διηγιότανε. - Γιά κοίταξε τόν Έχτορα, πώς τόν σέρνει νεκρό πίσω άπό τό άρμα του ό Άχιλλέας, είπε ό Άλέξης καί μού ’δειξε τή φκοτογραφία. - Έ γώ είμαι μέ τόν Έχτορα, συνέχισε. Έσύ, Μέ­ λια; - Μέ τόν Άχιλλέα βέβαια, άφού είναι Έλληνας. - Καί τί σημασία έχει; Οί Έλληνες φερθήκανε μπαμπέσικα στούς Τρώες. - Είσαι, λοιπόν, μέ τούς έχθρούς τής Ελλάδας; 162

- Μέ ποιους έχθρούς είναι ό Άλέξης; σήκωσε ό μπαμπάς του τό κεφάλι νά μάς δει, - Μέ τούς Τρώες, άπάντησα έγώ. Καί λέει, πώς οί Έλληνες είχανε άδικο. Ό παππούς κι ό μπαμπάς τού Άλέξη γελάσανε. - Είχανε άδικο οί "Έλληνες, γιατί πήγανε νά κατα­ χτήσουνε ξένη γή, λέει ό μπαμπάς του. - Κι έμεΐς, πού είμαστε Έλληνες, μπορούμε νά συμφωνάμε μέ τόν έχθρό; άπόρησα γιά τά καλά έγώ. Τότε ό μπαμπάς τού Άλέξη είπε τά πιό παράξενα πράγματα. Ά ν , λέει, οί Έλληνες θελήσουνε νά κατα­ χτήσουνε ξένη γή καί κάνουνε πόλεμο, έμεΐς πρέπει νά υπερασπίσουμε αύτό τό ξένο κράτος καί νά μήν άφήσουμε νά τό σκλαβώσουν. - Μπερδεμένα σού φαίνονται έ, Μέλια; Δέν πειρά­ ζει, θά μεγαλώσεις καί θά καταλάβεις πιότερο. Κοίταζα στή ζωγραφιά τόν Έχτορα, πού άποχαιρετάει τή γυναίκα του καί τό παιδί του κι ύστερα τόν είδα σκοτωμένο, δεμένο πίσω άπό τό άρμα τού Ά χιλλέα... - Πολύ μπερδεμένα, άπάντησα καί γέλασαν όλοι! Γιά νά ξανάρθω στόν Άλέξη, πού έλεγα, πώς δέν είχε έρθει μιά μέρα σχολείο. Μόλις σχολάσαμε έτρεξα στό σπίτι του. Παράξενο, ή ξώπορτα ήτανε ανοιχτή. - Άλέξη, Άλέξη! φώναξα. Κανείς δέν άπάντησε. Μπήκα μέσα στό σπίτι, κοί­ ταξα στά δωμάτια, κανείς. Βρήκα τόν Άλέξη στήν κουζίνα. Είχε στουπώσει κομμάτια ψωμί σ’ ένα φλι­ τζάνι γάλα καί τά ’τρωγε άργά άργά, μέ τό κουταλάκι. Ούτε πρόσεξε, πώς στεκόμουνα στήν πόρτα. - Είσαι άρρωστος; ρώτησα. Έκεΐνος σήκωσε τό κεφάλι του ξαφνιασμένα. 163

- Σχολάσατε; είπε μόνο. - Τί έχεις, Άλέξη; - Πιάσανε τόν μπαμπά μου, Μέλια,... οί χωροφύλα­ κες. Τόν σήκωσαν τή νύχτα άπό τό κρεβάτι. Τόν πή­ ρανε μέ τίς πιτζάμες. Ή μαμά έφυγε νά μάθει πού τόν πήγανε. Δέν ήθελε νά μέ πάρει μαζί. Στεκόμουνα άκίνητη στήν πόρτα κι ένιωθα σάν νά βουλιάζει, νά βουλιάζει ή καρδιά μου σέ μιά μεγάλη λύπη... Ή κουζίνα τού Άλέξη ήτανε ύγρή καί σκο­ τεινή, ό νεροχύτης σπασμένος κι ό Άλέξης έπινε γάλα μέ ψωμί σ’ ένα φλιτζάνι χωρίς χέρι. Ό παππούς έλεγε, πώς ό μπαμπάς τού Άλέξη έγραφε πολύ πολύ όμορφα καί σοφά βιβλία. Γιατί λοιπόν νά τόν πάρουνε, σάν κλέφτη, οί χιοροφύλάκες άπό τό σπίτι του; Θυμάμαι, πέρυσι, όταν παίρνανε τόν μπαμπά τού Όδυσσέα, πού έτρεχαν ξοπίσω του ή γυναίκα του, ή γριά γιαγιά καί τά παιδιά του καί σκλήριζαν όλοι μαζί. Μά κείνος ψάρευε μέ δυναμίτη, πού άπαγορευότανε. Ό μπαμπάς τού Άλέξη δέν έκανε τίποτα κακό, ούτε δούλευε κάν, μόνο έγραφε βιβλία. Ό χ ι, ποτέ, μά ποτέ δέ θά γίνιο συγγραφέας κι άς μή γράψω ποτέ τίς χαρούμενες καί λυπητερές ιστορίες πού σκέφτομαι! Θά ’ναι φριχτό νά σέ σηκώνουν νύχτα άπό τό κρεβάτι σου, μέ τίς πιτζάμες, νά σέ σέρνουν στό δρόμο κι οί πιτζάμες νά είναι ριγωτές γκρι καί κόκκινες, μέ μεγάλα γκρίζα μπαλώματα στό παντε­ λόνι καί στούς άγκώνες, όπως τού μπαμπά τού Άλέξη. - Τί θά τού κάνουνε, Μέλια; έκανε ξαφνικά ό Άλέξης καί ένιωσα πώς ήτανε έτοιμος νά κλάψει. - Πάμε νά ρωτήσουμε τόν παππού. 164

Τρεις μέρες δέν ήρθε ό Άλέξης στό σχολείο. Πή­ γαινε μέ τή μαμά του στή φυλακή κι όλο περίμενε, πώς θά τόν άφήσουνε νά δει τόν μπαμπά του. Μά τόν μπαμπά του τόν στείλανε εξορία, σέ άλλο, μακρινό νησί καί δέν άφησαν κανένα νά τόν δει. Τήν τέταρτη μέρα ό Άλέξης παρουσιάστηκε ξαφνικά στήν τάξη καί σάν τόν ρώτησε ή κυρία Ειρήνη άν ήταν άρρω­ στος, είπε: Ό χι! τόσο άπότομα, πού εκείνη δέν τόν ρώτησε τίποτα άλλο. Μόλις άρχισε τό μάθημα, μπήκε στήν τάξη ό κύριος Καρανάσης. - Παιδιά προδοτών δέν μπορούν νά σπουδάσουν μέ τά παιδιά τών καλών οικογενειών, είπε μονάχα. Ε μείς δέν καταλάβαμε τί ήθελε νά πει. Τότε βλέπω τόν Άλέξη νά μαζεύει στή σάκα του τά βιβλία του καί νά πηγαίνει άμίλητος πρός τήν πόρτα. - Α ντίο, παιδί μου, τού φώναξε ή κυρία Ειρήνη, ενώ εκείνος είχε βγει σχεδόν άπό τήν τάξη. Ό κύριος Καρανάσης γύρισε καί τήν κοίταξε μέ τέ­ τοιο κακό βλέμμα, πού τήν έκανε νά κοκκινίσει. "Ύστερα βγήκε καί κείνος καί βρόντηξε πίσω του τήν πόρτα. - Γιατί έφυγε ό Άλέξης; ρωτήσαμε όλοι. - Δέν ξέρω, άπάντησε ή κυρία Ειρήνη καί πήρε τήν κιμωλία νά μάς γράψει τό μάθημα στόν πίνακα.

-

Καί τώρα τί θά γίνει, παππού; Τί θά γίνει, Μέλισσα; Πώς θά τελειώσει ή ιστορία; Ποιά ιστορία; 165

- Νά, ό μπαμπάς τού Άλέξη είναι έξορία, ό Ά λ έ­ ξης έφυγε άπό τό σχολείο, τής Μυρτώς τής έκαναν μάγια, πού λέει και ή Σταματίνα, ό Νίκος ούτε μάς γράφει... Πώς θά τελειώσει ή ιστορία, παππού; - Δέν ξέροο, παιδί μου, άληθινά δέν ξέρω. Πρώτη φορά ρωτούσα κάτι τόν παππού κι έλεγε: δέν ξέρω. Καί τό έλεγε έτσι, σάν νά λυπότανε πολύ πού δέν ήξερε.

Ή ρθε κι ή Κυριακή, βαρετή όσο ποτέ. Ήθελα νά πάιο στόν Άλέξη, μά δέ μ’ άφηνε ό μπαμπάς. Καλύ­ τερα, λέει, νά ’ρχεται κείνος σέ μάς.. Μά ό Άλέξης δέν ήθελε ν’ άφήσει τή μαμά του μόνη κι έκείνη ποτέ δέν έρχεται στό σπίτι μας. Θαρρώ, ντρέπεται νά πάει έπίσκεψη, μέ κείνο τό μπλέ, ξεθιοριασμένο φουστάνι. Κάθισα στήν τζαμωτή καί συλλογιόμουνα τί καλά ήτανε πέρυσι τό χειμώνα τίς βαρετές Κυριακές, πού ήμασταν μαζί, νά βαριόμαστε μέ τή Μυρτώ καί παί­ ζαμε τόν «παππού ζητιάνο» καί μετρούσαμε τίς στα­ γόνες πού κυλούσαν στά τζάμια. Τώρα, ή Μυρτώ πάει κάθε Κυριακή άπόγευμα στή φάλαγγά της. Ά ν κάνει καμιά φορά πώς δέν τήν άφήνει ό μπαμπάς, ό άρχη­ γός της τό λέει στόν κύριο Καρανάση, έκεΐνος στό διευθυντή τού μπαμπά, πού τόν καλεί νά τού πει πάλι, ότι θά έχει συνέπειες. Περίμενα, μέ τή μύτη κολλημένη στό τζάμι, νά δώ τή Μυρτώ νά φανεί. Σκοτείνιασε, άρχισαν ένα ένα ν’ άνάβουν τά φώτα τής προκυμαίας κι έκείνη άκόμα... - Καλέ, δέ φάνηκε τό παιδί μας; ρώτησε ή Σταμα166

τίνα, πού ήρθε και στάθηκε πλάι μου, νά κοιτάζει στό δρόμο. - Άργησε πολύ! άνησύχησα γιά τά καλά έγώ. Ό παππούς, σάν τοΰ τό ’παμε, βγήκε νά πάει στό σχολείο, νά δει τί γίνεται, γιατί ό κύριος Καρανάσης άφηνε μιά τάξη άνοιχτή νά μαζεύονται οί φαλαγγίτες τις Κυριακές. - Τό σχολείο είναι θεόκλειστο, είπε ό παππούς σά γύρισε, ψυχή. Σέ λίγο, ξανάβαλε τό καπέλο του καί πήγε νά ψάξει στούς δρόμους. - Τό ’λεγα γώ, τό ’λεγα γώ! έσμιγε άπελπισμένα τά χέριά της ή Σταματίνα. Θά πάθουμε καμιά συμφορά, μ’ αυτούς τούς άλήτες, πού ’ναι σ’ αύτή τή βρωμοφά­ λαγγα. Ό παππούς ξαναγύρισε, ήρθαν ή μαμά κι ό μπαμ­ πάς άπέξω, γύρισε κι ή θεία Δέσποινα άπό τις επι­ σκέψεις της, μά ή Μυρτώ πουθενά. Ανησύχησαν τότε όλοι παρά πολύ καί καθένας πρότεινε καί κάτι άλλο νά κάνουμε - Νά πάμε νά ριοτήσουμε στό σπίτι τού Κόσκορη, είπα τότε έγώ. Κάθεται κοντά στό σχολείο. - Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ό παππούς. - Έ να παιδί πού κλέβει γομολάστιχες καί είναι φαλαγγίτης, μαζί μέ τή Μυρτώ. - Λές άνοησίες, Μέλια, μάλωσε ή θεία Δέσποινα. - Πήγαινε βάλε τό παλτό σου καί θά πάμε μαζί, είπε ό παππούς. Ανέβηκα τρεχάλα στό δωμάτιό μας νά φορέσω τό παλτό μου. Καθώς άνοιξα τήν πόρτα, άκουσα δυνατά κλάματα. Μπρούμυτα, άπάνω στό κρεβάτι της, ήτανε πεσμένη μέ τά παπούτσια ή Μυρτώ! 167

- Μυρτώ, Μυρτούλα, τί έχεις; ξεφώνισα κι έτρεξα κοντά της. Έκείνη δέν άπαντούσε, μονάχα έκλαιγε άκόμα πιό δυνατά. Τά ’χασα. - Έ λα λοιπόν, Μέλια! άκούστηκε ή φωνή του παπ­ πού άπό κάτω. Έτρεξα στή σκάλα καί χωρίς νά κατέβω τούς φώ­ ναξα όλους άπάνω. Ήρθαν όλοι τρεχάτοι στήν κά­ μαρά μας, καί ρωτούσανε πάλι όλοι μαζί. Κάθε φορά, σά γίνεται κάτι, οί μεγάλοι ρωτάνε όλοι μαζί καί σα­ στίζουνε χειρότερα. - Τί έπαθες; - Γιατί άργησες; - Πώς μπήκες μέσα στό σπίτι, χωρίς νά σέ πάρουμε είδηση; - Πού είχες πάει; - Μέ ποιούς ήσουνα; - Ή πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, λέει μιά στιγμή ή Σταματίνα. Ό λοι σωπάσανε. Γιατί, άραγε, νά μπει ή Μυρτώ στό σπίτι άπό τήν πίσω πόρτα, σάν τόν κλέφτη; Τότε μίλησε ό παππούς: - Φέρε της ένα ζεστό, Σταματίνα, κι άς τήν άφήσουμε νά κοιμηθεί. Μιά φορά, τώρα είναι σπίτι καί γερή κι αύτό είναι τό σπουδαιότερο. - Θέλεις νά καθίσω κοντά σου τή νύχτα; ρωτά ή μαμά! Ή Μυρτώ όμως ούτε κουνάει, ούτε λέει λέξη, μόνο κλαίει, κλαίει. Ό παππούς έγνεψε σ’ όλους νά βγούνε άπό τό δωμάτιο καί μού λέει σιγανά: - ’Ίσως μιλήσει σέ σένα. Ά ν χρειαστεί, φώναξέ μας. Κανένας δέ θά κοιμηθεί. 168

Καί αά μείναμε μόνες στήν κάμαρα, πάλι δέ μού είπε τίποτα ή Μυρτώ. Οΰτε τήν άλλη μέρα. Δέν έκλαιγε πιά, μόνο καθότανε στό κρεβάτι της καί κοί­ ταγε τό ταβάνι. Ούτε έγώ πήγα στό σχολείο, γιατί δέν κοιμήθηκα σχεδόν τή νύχτα καί τό πρωί ή μαμά μ’ έβαλε νά κοιμηθώ. Μόλις άνοιγα γιά μιά στιγμή τά μάτια, έβλεπα τή Μυρτώ νά κάθεται άκίνητη στό κρε­ βάτι της καί νά πηγαινοέρχονται όλοι στό δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Ό παππούς πήγε στό σχολείο, μήπως μάθει τί έγινε. Ρώτησε τόν κ. Καρανάση, ρώ­ τησε τούς άλλους φαλαγγίτες, μά όλοι λέγανε πώς δέ συνέβηκε άπολύτως τίποτα. Ξεχάστηκαν λίγο παρα­ πάνω καί δέν πήραν είδηση πώς πέρασε ή ώρα. - Είναι όλοι τους ψεύτες, είπε ό παππούς όλο θυμό, σά γύρισε. Λένε πώς δέν κούνησαν άπ’ τό σχο­ λείο, ενώ έγώ, σάν πήγα, ήτανε θεόκλειστα όλα. Ή Μυρτώ κοιμάται, κοιμάται μέ τις ώρες. Ήρθε ό γιατρός καί τής έκανε ένεση. Σά νύχτωσε, ή Σταμα­ τίνα τούς έδιωξε όλους νά κοιμηθούνε καί είπε, πώς θά ξενυχτήσει κείνη, πλάι στή Μυρτώ. Πήρε μιά κα­ ρέκλα κάθισε πλάι της καί άναψε ένα μικρό λαμπάκι, - Τί λές νά ’παθε ή Μυρτώ, Σταματίνα; Μήπως τήν μάγεψαν στ7 άλήθεια; ρώτησα σιγανά. - Κοιμήσου, λέει έκείνη, κι αύριο, νά δεις, όλα θά περάσουν. - Λ Υ -Π Ο , Λ Υ -Π Ο , είπα στόν εαυτό μου καί κου­ κουλώθηκα, άπό τό κεφάλι, μέ τά σκεπάσματα. Ύστερα, δέν κατάλαβα άν ξύπνησα ή άν έβλεπα όνειρο. Μά, βέβαια, όνειρο ήτανε: Πόύ·βρέθηκε, μέσα στό δωμάτιό μας ό Νίκος, νά κάθεται πλάι στό κρε­ βάτι τής Μυρτώς! Ό μως, τόν έβλεπα ολοκάθαρα. Ή μικρή λαμπίτσα φώτιζε τήν κάμαρα κι άπάνοο στό τα­ 169

βάνι ζωγραφιζόταν τεράστια ή σκιά του. Ήταν ό Νί­ κος, μόνο τό πυκνό μουστάκι σάν βούρτσα δέν τό ’χε πιά. Δέν μπορεί νά ’ναι όνειρο! Ά κουγα ψιθυριστή, μά ξεκάθαρη τή φωνή του. - Καί τώρα κοιμήσου, έλεγε τής Μυρτώς. Ή τανε ένα κακό όνειρο πού πέρασε. Είδες πού σ’ τό ύποσχέθηκα καί ήρθα; Είναι όνειρο λοιπόν; Σέ ποιόν ύπασχέθηκε νά ’ρθει ό Νίκος; Στή Μυρτώ; ’Αφού είχε νά τή δει άπό τότε πού έφυγε άπό τό Λαμαγάρι. Έ κανα μιά προσπάθεια ν’ άνοίξω τά βλέφαρά μου, πού έπεφταν βαριά άπό τόν ύπνο. Τέλος, τό κατόρθιοσα κι άνακάθισα στό κρεβάτι... Ή μουνα ξύπνια κι αύτός, πού καθότανε πλάι στή Μυρτώ, ήτανε ό Νίκος! - Νίκο, ψιθύρισα. - Ξύπνησες, μικρό; - Τέλειωσαν, λοιπόν, όλα καί θά μείνεις στό σπίτι πιά; - Δέν τέλειωσε τίποτα, Μέλισσα, άκούστηκε λυπη­ μένη ή φωνή τού Νίκου. Αύριο φεύγω άπό τό νησί κι ήρθα νά σάς άποχαιρετήσω. - Πές της, λοιπόν, τί έγινε! Μιλούσε ή Μυρτώ. Μέ μιά άδύνατη, άδύνατη φοονούλα, πού μόλις έβγαινε. Κι ό Νίκος τότε διηγήθηκε τόν αθλο τής Μυρτώς. Τήν Κυριακή τ’ άπόγευμα, στό σχολείο, ό άρχηγός τους τούς είπε, πώς κάθε καλός φαλαγγίτης πρέπει νά κάνει έναν άθλο. Πρέπει νά κάνει κάτι, γιά τή φάλαγγά του. - Σήμερα είναι ή σειρά σου, είπε μετά στή Μυρτώ. - Καί τί θά κάνιο; ρώτησε κείνη. - Μόλις σκοτεινιάσει, θά σού πούμε. 170

- Πρέπει νά πάω σπίτι μόλις σκοτεινιάσει, άλλιώς θά μέ μαλώσουν. - Φοβιτσιάρα, τήν κοροΐδεψε ό Κόσκορης (τό παιδί πού έκλεβε τις γομολάστιχες). Δέν πά νά σέ μα­ λώσουνε! Γιά τή φάλαγγα όλα πρέπει νά τά υποφέ­ ρεις. Μόλις σκοτείνιασε γιά καλά, βγήκανε άπό τό σχο­ λείο καί περνώντας άπό κάτι σοκάκια μπήκανε σ’ ένα άδειο οικόπεδο. Ψυχή δέν ήτανε έκεί, μονάχα γάτες νιαούριζαν. Τόσες πολλές, πού μπερδευότανε στά πό­ δια τους. - Θά έκανε ό Κόσκορης τόν άθλο, λέει ψιθυριστά ό άρχηγός, μά είναι χοντρός. - Τί πρέπει νά κάνω; ρώτησε πάλι ή Μυρτώ, πού δέν καταλάβαινε τίποτα. - Όρκίσου στήν τιμή τής φάλαγγας καί θά σού πώ. - Όρκίζομαι. - Αύτή ή μάντρα βγάζει στόν πίσω τοίχο τού ψιλικατζίδικου τής κυρα-’Αγγελικής, εξήγησε πάντα ψι­ θυριστά ό άρχηγός. Χτές βράδυ μεγάλωσα τήν τρύπα, πού περνάνε οί γάτες. Τράβηξε δυο μεγάλες κοτρόνες άπό τόν τοίχο κι είπε στή Μυρτώ νά δοκιμάσει, άν χωράει νά περάσει, - Τί θά κάνω στό ψιλικατζίδικο; άπόρησε κείνη. Είναι κλειστό τέτοια ώρα. - Θά ψάξεις μέ τό κλεφτοφάναρο, πού θά σού δώ­ σουμε, (φως δέν κάνει ν’ άνάψεις), καί θά βρεις νά μάς φέρεις: Τρία κουτιά σφυρίχτρες μέ άσπρα στριφτά κορδόνια. Δέκα σουγιαδάκια μέ διπλή λε­ πίδα καί όσες μπορείς πιότερες σοκολάτες, άπ’ αύτές μέ τή λοταρία. - Πώς νά τά πάρω; τά χάνει ή Μυρτώ, άφού ή κυ­ 171

ρία Αγγελική θά λείπει, Αύτό είναι κλεψιά. - Κλεψιά! θυμώνει ό άρχηγός. Νά φέρεις πράγματα πού τά χρειάζεται ή φάλαγγά σου, είναι κλεψιά; Τί άθλος θά ήτανε, άν πήγαινες μέρα μεσημέρι καί μέ τά λεφτά νά τ’ άγοράσεις; - Καλέ, είναι φοβιτσιάρα, κοροΐδεψε ό Κόσκορης. Καί δέν ξέρω τί τούς θέλουμε τούς δειλούς στή φά­ λαγγά μας. Ή Μυρτώ τότε έσκυψε νά χοοθεί στήν τρύπα. - Ψάξε έσύ μέ τήν ήσυχία σου, λέει ό άρχηγός. Έμεΐς θά κλείσουμε τήν τρύπα κι ύστερα θά ’ρθουμε νά σέ πάρουμε. Κύλησαν άπέξω τίς πέτρες κι ή Μυρτώ βρέθηκε κλεισμένη, στό σκοτάδι, Ά ναψ ε τό κλεφτοφάναρο κι έμεινε άκούνητη στή θέση της. - Είναι άθλος κι όμως πολύ μοιάζει μέ κλεψιά, συλλογιότανε. Έ τσι μάλιστα μέ τό κλεφτοφάναρο... Ψαχουλεύοντας βρήκε τό διακόπτη τού ήλεκτρικού καί τόν γύρισε. Τά πουλιά, πού ήταν στό ψιλικατζίδικο, ξύπνησαν καί άρχισαν άνήσυχα νά πετούν στά κλουβιά τους. - Πού νά ’ναι άραγε, οί σφυρίχτρες μέ τ’ άσπρα κορδόνια; άναρωτήθηκε ή Μυρτώ κι έψαχνε μέ τό βλέμμα στά ράφια... Θά τής δώσουνε, βέβαια, κι έκείνης μιά σφυρίχτρα, νά τήν κρεμάσει άπό τόν ώμο της. Κι όταν γίνει ύποχρεωτικό νά γίνουν όλοι στό σχολείο φαλαγγίτες, αύτή θά ’ναι άρχηγός, στίς παρελάσεις θά πηγαίνει μπροστά καί κάθε τόσο θά γυρίζει πρός τά πίσω νά σφυρίζει στή φάλαγγά της. Τί θά πει, όμως, ή κυρία Αγγελική τό πρωί, σά δει τά πράγματα νά λείπουνε; Σίγουρα, θά πάει ό άρχηγός καί θά τής πει: «Έγώ έβαλα τή φαλαγγίτισσά μου νά τά πάρει, γιατί 172

έπρεπε νά κάνει έναν άθλο». Ά ν όμως, δέν πεί τί­ ποτα; Νά βγει, άραγε νά ρωτήσει τόν άρχηγό καί τόν Κόσκορη; Δέ θά τήν ποΰνε όμως δειλή, άν τή δούνε νά βγαίνει απ’ τήν τρύπα, χιορίς τά πράγματα; Καί τότε... άντίο! Άρχηγός δέ θά γίνει ποτέ! Κάποιος θόρυβος, σάν τρίξιμο πόρτας, έκανε τή Μυρτώ νά γυρίσει τό κεφάλι τρομαγμένη... Παρακάτιο, δέν είχα άνάγκη ν’ άκούσίο τήν ιστορία, μπορούσα καί μόνη μου νά φανταστώ τί έγινε. Ά π ό τή μικρή πορτίτσα, πού πάει στό καμαράκι, μέ τ’ άδεια κλουβιά, φανερώθηκε μπροστά της ό Νίκος!!! Φαντάζομαι, πόσο θά τά ’χασε ή Μυρτώ. Ά λλο τόσο, βέβαια, κι ό Νίκος, πού τήν είδε νυχτιάτικα μ’ ένα κλεφτοφάναρο στό χέρι, στό κλειστό μαγαζάκι. Θά τής έξήγησε μετά, πώς βέβαια καί είναι κλεψιά κι όχι άθλος. Κι ή Μυρτώ έβαλε τέτοια κλάματα, πού ό Νίκος φοβήθηκε πώς κάτι θά πάθει, "Ύστερα, τήν έπεισε νά γυρίσει γρήγορα στό σπίτι πριν γυρίσουν οί άλλοι δύο. Τής ξεκλείδωσε νά φύγει άπό τήν πόρτα, καί τής έδωσε τό λόγο του, πώς θά ’ρθει σπίτι νά τή δει καί .νά μάς πει έκεΐνος τί συνέβηκε. Τότε μόνον ή Μυρτώ σταμάτησε νά κλαίει κι έφυγε. Σάν τέλειωσε ό Νίκος τή διήγησή του, είπε στή Στα­ ματίνα νά πάνε μαζί νά ξυπνήσουν τόν παππού, γιά νά τόν άποχαιρετήσει. Μάς άγκάλιασε μετά καί τίς δυό καί, κοτζάμ Νίκος, είχε τά μάτια του γεμάτα δάκρυα. - Πώς θά φύγεις; τόν ρώτησα. Δέ θά σέ πιάσουν, άν σέ δούν στό βαπόρι; - Θά πάω καβάλα στό καπλάνι, γέλασε κείνος. - Δέν ξέρεις, πώς τό καπλάνι πέθανε; 173

- Δέν πέθανε, Μέλισσα, πληγώθηκε μόνο καί τώρα είναι μιά χαρά. Μάς ξαναφίλησε. - Θά σάς γράψω, ψιθύρισε συγκινημένα καί βγήκε άπό τήν κάμαρά μας, μαζί μέ τή Σταματίνα. - Έ λα στό κρεβάτι μου, λέει ή Μυρτώ. Δέν μπορώ νά κοιμηθώ μόνη μου. Τρύπωσα στό πλάι της. -

ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; ρ ώ τη σα.

- Δέν ξέρω Μέλια. - Έγώ ΕΥ-ΓΙΟ, ΕΥ-ΓΓΟ! Γιατί ζεϊ τό καπλάνι!

174

Τό καναρίνι καί ή Ισπανία. Αστέρια καί καβούρια. 'Άν είχα γεννηθεί συγγραφέας. Ό ταν ξύπνησα τό άλλο πριοί, μού φάνηκε, πώς όλα τά ’χα δει στόν ύπνο μου. Ή Μυρτώ κοιμότανε άκόμα. Μάς πήρε ό ύπνος καί δέ μάς ξύπνησε κανέ­ νας! Θά ’ναι πιά άργά γιά τό σχολείο! Ή πόρτα άνοιξε άθόρυβα καί μπήκε ή μαμά στις μύτες τών πο­ διών. - Μέλια, είπε ψιθυριστά, μήν ξυπνήσει τή Μυρτώ. Μήν πας καί σήμερα σχολείο, μείνε νά κάνεις συντρο­ φιά στήν άδελφούλα σου. - Ξέρεις; ρώτησα. - Ναι, μάς τά είπε ή Σταματίνα όλα. - Καί τώρα τί θά γίνει, μαμά; - Τί νά γίνει, Μέλια; - Νά... μέ τή Μυρτώ, μέ τούς φαλαγγίτες, μέ τό σχολείο; - Δέν ξέρω, Μέλια. Θά σκεφτοϋμε. Παράξενο μού φαίνεται νά ’ναι ή Μυρτώ στό κρε­ βάτι! Αύτή σχεδόν ποτέ της δέν άρριοσταίνει. Τώρα κάθεται ξαπλωμένη, κοιτάζει τό ταβάνι κι ούτε νά φάει θέλει, Ή θεία Δέσποινα άνοιξε τό ντουλάπι της καί τής κουβάλησε ένα σωρό γλυκά, μά κείνη δέν τ’ άγγιξε. Έ γώ κάθομαι δίπλα της, τής λέω άστεία - τίποτε όμως, οΰτε χαμογελούσε κάν. Ξαφνικά σηκώθηκε άπό τό κρεβάτι καί φόρεσε τά παντοφλάκια της. 175

- Θέλεις τίποτα; ρώτησα. - Κάτι νά πώ στόν παππού καί στή μαμά. - Στάσου νά τούς φωνάξω. - Θά πάω έγώ. Κατέβηκα μαζί της τίς σκάλες καί πήγαμε στήν τραπεζαρία, όπου ήτανε όλοι μαζεμένοι, ώς κι ό μπαμπάς! Δέν είχε πάει στή δουλειά του. - Μυρτώ!! τρομάξανε μόλις τήν είδανε, έτσι μέ τίς πιτζάμες καί χλωμή χλωμή. Έκείνη στάθηκε στήν πόρτα καί τούς λέει μέ φωνή πού έτρεμε: - Σ’ αύτό τό βρωμοσχολείο έγώ δέν ξαναπηγαίνω! Ά ς μή μάθω ποτέ γράμματα κι άς γίνω άνθρωπος άγράμματος, ξύλο άπελέκητο, πού λέει κι ό παππούς! Χλώμιασε άκόμα πιό πολύ, τόσο πού φοβήθηκα πώς θά λιποθυμούσε. Ή μαμά τήν πήρε στήν άγκαλιά της καί ό παππούς είπε: - "Ησύχασε, Μυρτούλα. Σ’ αύτό τό «βρωμοσχολεΐο», όπως τό λές, δέ θά ξαναπάς. Θά πάρουμε χαρτί άπό τό γιατρό πώς άρρώστησες καί θά κάνεις μάθημα στό σπίτι μαζί μου. - Τότε νά κάνω κι έγώ μαζί σου κι ό Άλέξης! χάρηκα έγώ. - Ό χι, Μέλισσα, είπε ό παππούς σοβαρά. Έσύ πρέπει νά τελειώσεις έκεϊ φέτος τήν τάξη, νά μήν κά­ νει φασαρίες ό κύριος Καρανάσης στόν μπαμπά σου. Καί τού χρόνου, πάτε όλοι μαζί - κι ό Άλέξης - στό δημόσιο. Ά ς είναι κι εκατό παιδιά σέ κάθε τάξη. Θά σάς βοηθώ έγώ στά μαθήματα. Κι άν γίνει ύποχρεωτικό νά γίνετε φαλαγγίτισσες καί δέν μπορούμε νά κάνουμε άλλιώς θά πάτε, μά στήν ψυχή σας μέσα δέ θά ’σαστε φαλαγγίτισσες. 176

Ύστερα ό παππούς χαμογέλασε καί μάς κοίταξε χαρούμενα, σάν νά μή είχε γίνει τίποτα. - Παρακαλάτε νά κάνει λιακάδα τήν Κυριακή! Θά πάρουμε τόν Άλέξη μαζί μας, θά νοικιάσουμε μιά βενζίνα καί θά πάμε όλη μέρα έκδρομή στό Λαμαγάρι. - Σταματίνα, δώσε μου σέ παρακαλώ νά φάω τά αύγά πού άφησα τό πρωί, είπε ξαφνικά ή Μυρτώ κι όλοι γέλασαν.

Είχαν περάσει πέντε μέρες, πού έγιναν όλα αυτά καί πού έφυγε γιά πάντα ό Νίκος. Πήγα στήν κυραΆγγελική ν’ άγοράσω ένα ψεύτικο «ολόχρυσο» ρολογάκι, νά τό χαρίσω στήν Άρτεμη, άν πηγαίναμε στό Λαμαγάρι. Ά ραγε, νά ’ξερε ή κυρα-Άγγελική γιά τόν άθλο τής Μυρτώς; Μόλις μέ είδε, χαμογέλασε καί μού λέει: - Περίμενε. Ανέβηκε σέ μιά καρέκλα καί ξεκρέμασε άπό τό με­ σιανό γάντζο ένα κλουβί μέ ένα καναρίνι. Ή τανε κατακίτρινο, μέ μιά μονάχα μαύρη βούλα στό κεφάλι. - Είναι δικό σου, μού κάνει. Εσένα καί τής Μυρτώς. Έ γώ τά ’χασα καί δέν τολμούσα ν’ άπλώσω τό χέρι νά τό πάρω. - Πάρ’ το! συνέχισε κείνη. Ύστερα χαμήλωσε τή φωνή της, πού έγινε σχεδόν ψιθυριστή. - Σάς τ’ άφησε δώρο ό Νίκος. Περπατώ στά στενά πλακόστρωτα δρομάκια μ’ ένα 177

μεγάλο πράσινο κλουβί, πού μέσα πηδάει φοβισμένο τό καναρίνι. - Μή φοβάσαι, μή φοβάσαι, τού λέω. Σέ λίγο, θά μάς γνωρίσεις καί θά γίνεις ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, μαζί μας. Θά σού βρω ένα όμορφο, πολύ όμορφο όνομα. Θά μι­ λάμε γιά τό Νίκο μαζί σου (έσύ τόν ξέρεις) καί γιά τό καπλάνι. Κοίτα τί δύσκολο πού είναι νά μήν πατώ γραμμές, σάν κρατώ τό κλουβί σου. Δέ θά πατήσω όμως. Πές κι έσύ τήν εύχή! Νά ’χει φτάσει καλά ό Νί­ κος, καβάλα στό καπλάνι του. Ή Σταματίνα μόλις μέ είδε μέ τό κλουβί στά χέρια, φώναξε τή Μυρτώ κι ειπε νά τήν περιμένουμε στήν τζαμωτή, πού θά φέρει γάντζο νά τό κρεμάσουμε. Λές καί τό περίμενε, πώς θά φέρω τό καναρίνι στό σπίτι! - Τώρα, άντί καπλάνι θά ’χουμε τό καναρίνι, λέει ή Μυρτώ. - Ά ραγε, θά μάς φέρνει κι αύτό μήνυμα άπό τό Νίκο; Τό μήνυμα, όμως, τούτη τή φορά μάς τό ’φερε ή Σταματίνα. Έ ψαξε στίς τσέπες της κι έβγαλε ένα γράμμα. - Διαβάστε το, λέει, καί δώστε το μετά νά τό κάψω. Ή τανε άπό τό Νίκο! «Αγαπητές ξαδελφούλες, έγραφε. Καβάλησα τό καπλάνι καί πάω στήν Ισπανία. Θυμάστε πού σάς έλεγα πώς πολεμάνε έκει. Πάω νά πολεμήσω μαζί μ’ αύτούς πού τραγουδάνε. Θά γυρίσω μιά μέρα, θά πάμε πάλι στό Λαμαγάρι μας, τό πιό όμορφο μέρος τής γής, καί θά σάς διηγιέμαι τίς θαυμαστές περιπέ­ τειες, πού θά περάσουμε τό καπλάνι κι έγώ. Θά πολε­ μήσουμε γιά τή Δημοκρατία. Θά νικήσουμε καί θά τή φέρουμε στό νησί μας. Τότε πιά κανείς δέ θά μάς χα­ 178

λάει τά παιχνίδια μας. Τότε θά πάει κι ό Νώλης σχο­ λείο καί θά γίνει μουσικός. Ν’ άγαπάτε πάντα τά παι­ διά του Λαμαγαριού. Γειά σας, κοριτσάκια!». ... Νά βγάζαμε άραγε Τσπανία τό καναρίνι; - Σαχλαμάρες, είπε ή Μυρτώ. Δέν είναι πουλίσιο όνομα. Τήν Κυριακή, είναι λιακάδα! Κι ή θάλασσα λάδι. Θαρρείς κι ήτανε κατακαλόκαιρο. Χαιρόμουνα πολύ πού θά γνωρίσει ό Άλέξης τό Λαμαγάρι. Σκέψου, νά ’ναι τόσο κοντά στή χώρα καί νά μήν έχει πάει ποτέ, στό πιό όμορφο μέρος τού κόσμου! Ό Άλέξης όμως δέν είχε πάει ποτέ έξοχή τό καλο­ καίρι. Ερχότανε ό μπαμπάς του άπό τήν Α θήνα καί μένανε στή χώρα. Ά π ό φέτος, είπε ό παππούς, θά τόν παίρνουμε τό καλοκαίρι μαζί μας στό Λαμαγάρι. Ή μαμά του θά ταξιδέψει στό μακρινό νησί, νά δει τόν μπαμπά του. - Μά δέν είναι εύθύνη ένα άγόρι στό σπίτι; κατα­ τρόμαξε ή θεία Δέσποινα, σάν άκουσε, πο)ς ό παπ­ πούς κάλεσε τόν Άλέξη. - Λές άνοησίες, Δέσποινα! τής είπε ό παππούς, γιά τρίτη φορά, άπό τότε πού έγινε δικτατορία. Μέ τή βενζινάκατο θαρρείς καί πετούσαμε πρός τό Λαμαγάρι. Πρίν πηδήσουμε άκόμα στό μουράγιο, άρχίσαμε τις φωνές: - Νώωωληηη! Άρτεμηηη! Όδυσσέεεα! Αύγήηη! Ά λλος μέσα άπό τά πεύκα, άλλος άπό τά βραχάκια άλλος άπό τήν άμμουδιά, ένας ένας ξεπροβάλαν οί φίλοι μας. - Αυτός ό ντροπαλός ποιος είναι; άστειεύτηκε ή 179

Άρτεμη, σάν είδε τόν Άλέξη νά στέκεται παράμερα. - Ό πιό καλός μας φίλος στή χώρα, τής είπα. - Έ χετε άκόμα νοικάρηδες; ρώτησε ό παππούς τό Νώλη. - Τούς πήρανε, κάνει λυπημένα εκείνος. Τούς πή­ γανε σ’ άλλο νησί. - Κι έσύ γιατί δέν ήρθες γιά μάθημα; τόν ψευτομάλωσε ό παππούς. Τόσες μέρες είχε λιακάδες. - Βρήκα δουλειά στό πέρα χωριό. Στούς στρατώ­ νες... Πλένω άλογα. Ό παππούς τού χάιδεψε τό κεφάλι καί κίνησε νά πάει νά βρει τόν κύρ Άντώνη. Ό Νώλης όλο μέ τράβαγε, ήθελε νά μάθει γιά τό Νίκο. - Έφυγε, τού ψιθυρίζω. Θά σάς πούμε ύστερα. Νά τ’ άκούσουν όλα τά παιδιά. Αρχίσαμε νά τρέχουμε σ’ όλο τό Λαμαγάρι. Πόσο άλλιώτικο είναι τό χειμώνα! Οί πύργοι κι άποθήκες κατάκλειστα καί τά τσαρδάκια μοιάζουν πιό φτωχά άκόμα. Μονάχα τά χαλίκια, πλυμένα καί ξαναπλυμένα άπό τίς τρικυμίες καί τίς βροχές, λαμποκοπάνε κάτω άπό τόν ήλιο στίς άμμουδιές. Σέ μιάν άκρη ξε­ χασμένος ό «Άρίονας», ή βαρέλα τής Πιπίτσας. Χω­ ρίς πάτο, μέ τά σιδερένια στεφάνια ξεχαρβαλωμένα, μάς έκανε νά θυμηθούμε τό «μεγάλο μπελά». - «Νά νεκροφιλήσω τή μαμά καί τό μπαμπά, θέλω καί δέ θέλω». «Νά μέ μαζέψουν κομματάκια στό ζεμ­ πίλι», τή μιμήθηκε ή Άρτεμη καί βάλαμε όλοι τά γέ­ λια. Πήγαμε στά βραχάκια μας κι έγώ είπα στό Νώλη: - Νά καθίσεις στό θρόνο. Είσαι ό πιό μεγάλος μας. Ό Νώλης κάθισε. Κανείς μας δέ μιλούσε. Ή τανε 180

τόση ησυχία, πού άκουγόταν τό τίκι τάκ τού ρολογιού τού Νίκου, πού φορούσε ό Νώλης στό χέρι του. Βρή­ καμε καί μιά καβουροφωνιά. Σηκώσαμε κάτι πέτρες, μιά μεγάλη καβουρομάνα, μέ τά καβουράκια της, άρ­ χισαν νά τρέχουν σάν παλαβά, μέ τό λοξό τους βάδι­ σμα. "Η Μυρτώ κάτι κρατούσε στή χούφτα της, τήν άνοιξε κι άκούστηκε ένα ελαφρό πλατσούρισμα στή θάλασσα. Τρία ολόχρυσα άστέρια γυάλισαν μέσα στό νερό, πλάι στά χρωματιστά χαλίκια. Ή Άρτεμη έκανε νά τά πιάσει. - Μή! ξεφώνισε ή Μυρτώ, κι έκείνη τραβήχτηκε. Βγήκε πάλι ή καβουρομάνα, πήρε ένα άστέρι μέ τις δαγκάνες της καί τό τράβηξε στή φοολιά της. Τά μικρά καβουράκια ξοπίσω προσπαθούσανε νά πιάσουνε κι αυτά τ’ άστέρια μέ τις δικές τους δαγκάνες. - Ά χ , θά τά πάρουνε καί τά δυο, πού άπομείνανε! φωνάζει ή Άρτεμη. Τέτοια λαμπερά άστεράκια! - Είναι σιχαμένα, τής λέει ή Μυρτώ. Ά σ ’ τα νά τά κρύψει ή καβουρομάνα βαθιά βαθιά, πού νά μήν ξα­ ναφανούνε πιά. - Πάμε στό Μύλο μέ τό Μισό Φτερό; πρότεινε ό Νώλης καί βάλαμε όλοι τήν τρεχάλα κατακεί. Σπρώξαμε τή μισοανοιγμένη πόρτα, έτριξε πάλι σάν καί τότε, φάνηκε ή στριφογυριστή σκαλίτσα, μονάχα πού δέν άκούστηκαν βήματα καί δέν παρουσιάστηκε μπροστά μας ό Νίκος νά χαμογελά. Ανεβήκαμε στό καμαράκι του. Μιά στάμνα, μισογεμάτη νερό, είχε άπομείνει σέ μιά γωνιά. - Παιδιά, τούς λέμε τότε, ή Μυρτώ κι έγώ, ό Νίκος πάει στήν Ισπανία. Καί τούς είπαμε γιά τό γράμμα του, πού τό είχαμε μάθει άπέξω. 181

Έ τσι έμαθε, γιά πρώτη φορά, ό Άλέξης γιά τό Νίκο καί τό καπλάνι,

Ά ν είχα γεννηθεί συγγραφέας, θά ’γραφα μιά πολύ χαρούμενη ιστορία. Θά ’γραφα γιά τό Νίκο καί τό καπλάνι. Ό χι, όμως, γιά τό Νίκο πού κρυβότανε στό Μύλο μέ τό Μισό Φτερό καί στό καμαράκι μέ τά άδεια κλουβιά. Ούτε γιά τό καπλάνι, πού κειτόταν πληγωμένο στή μεγάλη σάλα. Θά ’γραφα πώς γύρισε ό Νίκος καβάλα στό καπλάνι, πού ’χε τώρα καί τά δυό μάτια γαλάζια. Μπορεί κιόλας νά γύριζαν πετώντας, νά ’χει άνακαλυφτεί πώς νά πετάνε οί άνθρωποι καί τά καπλάνια. Θά ’ρχονταν πρώτα σέ μάς, στό Λαμα­ γάρι, "Ύστερα θά πετούσαν σ’ όλες τίς χώρες κι όπου πήγαιναν θά ’καναν όλα τά παιδιά τού κόσμου ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ!

- Κατά πού πέφτει ή Ισπανία; ρώτησε ό Όδυσσέας, σάν καθίσαμε σ’ ένα βράχο νά ξαποστάσουμε άπό τίς πολλές τρεχάλες. - Κατακεΐ, λέει ή Μυρτώ καί δείχνει κάπου, πέρα στή θάλασσα. Τότε, θαρρείς κι είχαμε συνεννοηθεί, σταθήκαμε όρθιοι πάνω στό βράχο, κάναμε χωνί τά χέρια μας καί .φωνάξαμε: - Γειά σου, Νίκοοοο!... Μάς άκούς; Γειά σου, Νίκοοοο! Ό άγέρας έπαιρνε τίς φωνές μας καί τίς έχανε μα­ κριά στή θάλασσα. Φώναζε κι ό Άλέξης κι άς μήν είχε γνωρίσει ποτέ τό Νίκο καί τό καπλάνι τής βιτρίνας... 182

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF