Τα 39 Σκαλοπάτια - Τζων Μπιούκαν

April 21, 2017 | Author: arakisa | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Τα 39 Σκαλοπάτια - Τζων &Mu...

Description

ΤΑΤΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

'Γζων Μπιούκαν, Τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια Τίτλος πρωτοτύπου:

John Buchan, The thίrty-nίne steps, 1914

Μετάφραση : Στέλλα Τσίρκα

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη ΕΙΔΙΚΉ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΊΉΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΊΎΙΠΑ

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ Μετάφραση

ΣΤΕΛΛΑ τΣΙΡΚΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

2006

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ Ο Τζων Μπιούκαν γεννήθηκε στο Περθ το

1876, και ήταν γιος πρε­

σβυτεριανού πάστορα. Πήγε σχολείο στο Περθ και στη Γλασκώβη, και σπούδασε στα πανεπιστήμια της Γλασκώβης και της Οξφόρδης. Μετά τις σπουδές του πήγε στη Νότια Αφρική να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση μετά τον πόλεμο των Μπόερ. Εργάστηκε με ιδιαί­ τερη επιτυχία ως δικηγόρος και εκλέχθηκε βουλευτής το

1927, πήρε 1935 και διορί­ πέθανε το 1940.

τον τίτλο του πρώτου Βαρόνου του Τουήντσμουιρ το

στηκε γενικός Κυβερνήτης του Καναδά, όπου και

Έγραψε ποίηση, βιογραφίες και νουβέλες, αλλά έχει γίνει γνωστός κυρίως από τα περιπετειώδη αφηγήματά του.

Τα

39

σκαλοπάτια είναι το πρώτο από πέντε αφηγήματα με

ήρωα τον Ρίτσαρντ Χάναϋ (τα άλλα είναι τα

Standfast, The

τh,-ee

Hostages

και

G,-eenmantle, M,The Island of Sheep ). Όπως γρά ­

φει ο ίδιος ο Μπιούκαν, το έγραψε για να περάσει τον καιρό του το χειμώνα του

1914,

στη διάρκεια μιας υποτροπής της ασθένειας που

τον ταλαιπωρούσε σε όλη του τη ζωή. Το βιβλίο είναι ένα συναρπα­ στικό θρίλερ με φόνους, καταδιώξεις, συλλήψεις, aποδράσεις και πανούργες παραπλανήσεις, που διαδραματίζονται, ως επί το πλεί­ στον, στη Σκωτία και περιγράφονται από τον Μπιούκαν με υπέρο­

χες λεπτομέρειες. Ο ίδιος ο Χάναϋ πρέπει να είναι ο φίλος του

Μπιούκαν στρατάρχης Λόρδος Άιρονσα·ίντ

(1880- 1959).

Πρώτη φορά συναντάμε τον 37χρονο Χάναϋ την άνοιξη του

1914. Είναι ένας γεροδεμένος, αν και ίσως λίγο

βαρετός μεταλλειο­

λόγος, που αφού πλουτίζει στην Αφρική, γυρίζει μετά από τριάντα

χρόνια στο Λονδίνο, όπου πλήττει θανάσιμα. Επιστρέφοντας ένα βράδυ στο σπίτι του στο Γουέστ Εντ τον πλησιάζει ο Φράνκλιν

Σκούντερ, ένας φοβισμένος αμερικανός γείτονας, από τον οποίο ο Χάναϋ θα ακούσει την ιστορία μια τρομακτικής συνωμοσίας που

8

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

έχει εξυφανθεί για να προκαλέσει έναν πανευρωπα'ίκό πόλεμο. Ο Σκούντερ ξέρει ότι οι συνωμότες θέλουν να τον σκοτώσουν· κρύβει ένα πτώμα στο διαμέρισμά του, με την ελπίδα να τους παραπλανή­

σει ότι είναι το δικό του. Ο Χάναϋ κρύβει τον Αμερικανό, για να γλιτώσει από τους διώκτες του και να ειδοποιήσει τις αρχές, αλλά

λίγες νύχτες αργότερα, τον βρίσκει στο διαμέρισμά του μ' ένα μα­ χαίρι στην καρδιά. Ο Χάναϋ είναι τώρα μπλεγμένος. Έχει ένα πτώ­ μα στο διαμέρισμά του, για το οποίο δεν έχει καμιά εξήγηση. Επι­ σήμως, ο Σκούντερ έχει πεθάνει λίγες μέρες πριν. Δεν έχει φίλους

ούτε γνωριμίες στην Αγγλία, κι αποφασίζει να εξαφανιστεί. Βάζει στην τσέπη του το σημειωματάριο του Σκούντερ, που περιέχει λε­ πτομέρειες για τη διεθνή συνωμοσία, και φεύγει μεταμφιεσμένος

για τη νοτιοδυτική Σκωτία. Εκεί αρχίζουν οι περιπέτειες με τους συνωμότες, αλλά και με την αστυνομία. Περιπέτειες με αυτοκίνητα,

μ' ένα αεροπλάνο, μ' έναν μισομεθυσμένο συντηρητή δρόμων, μ' έναν υποψήφιο βουλευτή και μ' έναν παράξενο αρχαιολόγο, μέχρι που πέφτει στα χέρια του αρχηγού της Μυστικής Υπηρεσίας, του φοβερού Σερ Γουόλτερ Μπούλιβαντ. Τα

39 σκαλοπάτια

είναι ένα βιβλίο σημαντικό όχι μόνο γιατί εί­

ναι μια από τις πρώτες αληθινές περιπέτειες κατασκοπίας, αλλά και γιατί καταγράφει την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής. Πολλές από τις υποθέσεις του Μπιούκαν μπορεί να αμφι­

σβητηθούν σήμερα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αφορούν την τάξη του και την εποχή του. Τα

39 σκαλοπάτια

έχουν γίνει αρκετές

φορές θέμα ταινίας, αλλά η πρώτη ασπρόμαυρη ταινία με σκηνοθέ­

τη τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντόνατ παραμένει η καλύτερη.

Περιεχόμενα

1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10.

Ο άνθρωπος που πέθανε

...................................................................................... 11 .................................................................. 26 Οι περιπέτειες του λόγιου πανδοχέα ......................................................... 34 Η περιπέτεια του ριζοσπάστη υποψήφιου ........................................... 49 Η περιπέτεια του διοπτροφόρου συντηρητή δρόμων ................... 63 Η περιπέτεια του φαλακρού αρχαιολόγου ........................................... 74 Ο ψαράς με τα ψεύτικα δολώματα ............................................................... 93 Ο ερχομός της Μαύρης Πέτρας ................................................................... 106 Τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια ...................................................................... 116 Διάφορες ομάδες που συγκλίνουν στη θάλασσα .......................... 125 Ο γαλατάς αρχίζει τα ταξίδια του

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο άνθρωπος που πέθανε

Γύρισα από το Σίτι γύρω στις τρεις εκείνο τα απόγευμα του Μάη ,

γεμάτος αηδία από τη ζωή. Είμαι ήδη τρεις μήνες στη Μάνα Πα­

τρίδα, και την έχω πια βαρεθεί. Αν κάποιος μου είχε πει πριν από ένα χρόνο ότι θα αισθανόμουν έτσι, θα μου φαινόταν αστείο, αλ­

λά τελικά έτσι ε ίναι. Ο καιρός με εκνεύριζε , οι κουβέντες του μέ­ σου Εγγλέζου με αρρώσταιναν, δεν μπορούσα να γυμναστώ όσο ήθελα, και οι λονδρέζικες διασκεδάσεις ήταν τόσο ευχάριστες όσο κι ένα ποτήρι σόδα ξεχασμένο στον ήλιο για μέρες. «Ρίτσαρντ Χάναϋ» έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου, «φίλε μου , έχεις μπει σε λάθος λούκι, και πρέπει να βγεις όσο είναι καιρός».

Δάγκωνα τα χείλη μου κάθε φορά που σκεφτόμουνα τα σχέδια

που είχα κάνει όλα τα προηγούμενα χρόνια στο Μπουλουβάγιο.

Είχα φτιάξει ένα κομπόδεμα, όχι βέβαια τρανταχτό, αλλά αρκε­ τό για μένα, και είχα σκεφτεί όλους τους τρόπους για να περνάω ωραία. Ο πατέρας μου με είχε πάρει από τη Σκωτία όταν ήμουν

έξι χρονών, και από τότε δεν είχα ξαναγυρίσει. Έτσι, φανταζό­ μουν την Αγγλία σαν χώρα εξωτική, και σκόπευα να περάσω

εκεί την υπόλοιπη ζωή μου· αλλά από την αρχή με απογοήτευσε. Σε μια βδομάδα βαρέθηκα να βλέπω τα αξιοθέατα, και σε λιγό­ τερο από μήνα μου την είχαν δώσει τα εστιατόρια, τα θέατρα και

οι ιπποδρομίες . Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι δεν είχα ούτε

έναν αληθινό φίλο να κάνω παρέα, και αυτό ήταν μάλλον η αιτία. Πολλοί με καλούσαν στα σπίτια τους, αλλά δεν έ δειχναν να εν-

12

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

διαφέρονται και τόσο για το άτομό μου· μου πετούσαν μια δυο ερωτήσεις για τη Νότια Αφρική και συνέχιζαν την κουβέντα για

τις δικές τους υποθέσεις. Διάφορες κυρίες της Αυλής με καλού­ σαν για τσάι και για να συζητήσω με διευθυντές σχολείων από τη

Νέα Ζηλανδία και εκδότες από το Βανκούβερ, κι αυτό ήταν το πιο θλιβερό πράγμα απ' όλα. Και να με εγώ, τριάντα εφτά χρο­ νών πια, γερός και δυνατός, με λ-εφτά, να χασμουριέμαι από το

πρωί ώς το βράδυ. Είχα σχεδόν αποφασίσει να φύγω και να γυρί­ σω πίσω στη σαβάνα, γιατί σίγουρα αισθανόμουν ο πιο βαριε­ στημένος άνθρωπος του Ηνωμένου Βασιλείου.

Εκείνο το απόγευμα είχα πιέσει τους χρηματιστές μου για

επενδύσεις, προσπαθώντας ν' απασχολ1Ίσω το μυαλό μου με κά­ τι, και στο δρόμο για το σπίτι πέρασα από τη λέσχη μου

-

που

'μοιαζε περισσότερο με μπιραρία, και δεχόταν μέλη των αποι­ κιών. Ήπια ένα ποτό και διάβασα τον απογευματινό τύπο. Έγραφε κυρίως για τις φασαρίες στη Μέση Ανατολή, και υπήρ­

χε ένα άρθρο για τον Καρολίδη, τον έλληνα πρωθυπουργό. Μάλλον μου άρεσε αυτός ο τύπος. Απ' όλες τις περιγραφές, έμοιαζε να 'ναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και φαινόταν να παίζει καθαρό παιχνίδι, πράγμα που δε θα μπορούσε να πει κα­

νείς για τους περισσότερους από τους άλλους. Πρέπει να τον μι­ σούσαν πολύ στο Βερολίνο και στη Βιέννη, αντίθετα με μας που

τον υποστηρίζαμε, και μια εφημερίδα έλεγε ότι ήταν ο μόνος

που θα μπορούσε να εμποδίσει την αιματοχυσία ·στην Ευρώπη. Θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να βρω μια δου­ λειά σε κείνα τα μέρη. Μου φάνηκε ότι η Αλβανία θα ήταν το μέ­ ρος όπου σίγουρα το χασμουρητό θα μου κοβόταν .

Κατά τις έξι πήγα σπίτι, ντύθηκα, δείπνησα στο Καφέ Ρουα­ γιάλ, και μπήκα σε ένα μιούζικ-χωλ. Το σόου ήταν ηλίθιο, με γυ­ ναίκες που χοροπηδούσαν και άντρες με πιθηκίσια πρόσωπα.

Έτσι δεν έμεινα πολύ· η νύχτα ήταν όμορφη και καθαρή καθώς

γυρνούσα στο διαμέρισμα που είχα νοικιάσει κοντά στο Πόρτ­

λαντ Πλέης. Το πλήθος περνούσε δίπλα μου βιαστικό στα πεζο­ δρόμια, πολυάσχολο και θορυβώδες, και ζήλευα τους ανθρώ-

ΤΑ ΤΡΙΑΝΓΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

13

πους που είχαν κάτι να κάνουν. Αυτές οι πωλήτριες και οι υπάλ­

ληλοι και οι κομψοί νεαροί και οι αστυνομικοί είχαν κάποιο εν­

διαφέρον στη ζωή τους . Που τους επέτρεπε να συνεχίζουν.

Έδωσα μια κορόνα σ' ένα ζητιάνο που τον είδα να χασμουριέ­ ται : ήταν ομοιοπαθής. Στο Όξφορντ Σέρκους κοίταξα ψηλά τον ανοιξιάτικο ουρανό και πήρα όρκο: θα 'δι να στη Μάνα Πατρίδα

άλλη μια μέρα για να μου δώσει κάτι να κάνω· αν δε συνέβαινε τίποτα, θα 'παιρνα το επόμενο πλοίο για το Κέηπ Τάουν . Το διαμέρισμά μου ήταν στον πρώτο όροφο, σ' ένα νέο κτίριο πίσω από το Λάνγκχαμ Πλέης. Οι σκάλες ήταν κοινές, υπήρχε

θυρωρός κι ένα παιδί του ασανσέρ στην είσοδο, αλλά δεν υπήρ­ χε εστιατόριο ή κάτι τέτοιο, και κάθε διαμέρισμα ήταν αρκετά

απομονωμένο από τα υπόλοιπα. Απεχθάνομαι τους μόνιμους

υπηρέτες, κι έτσι είχα έναν τύπο να με φροντίζε ι, που ερχόταν με τη μέρα. Έφτανε πριν απ' τις οχτώ κάθε πρωί κι έφευγε στις εφτά, μια και ποτέ δε δειπνούσα στο σπίτι.

Έβαζα το κλειδί στην πόρτα, όταν πήρε το μάτι μου έναν άντρα δίπλα μου · δεν τον είχα δει να πλησιάζει και η ξαφνική εμφάνισή του με τρόμαξε . Ήταν αδύνατος, με κοντό καστανό

μούσι και μικρά, διαπεραστικά μπλε μάτια. Αναγνώρισα τον ένοικο του διαμερίσματος του τελευταίου ορόφου, που τον είχα συναντήσει το πρωί στις σκάλες .

«Μπορώ να σας μιλήσω; Θα μπορούσα να περάσω για ένα

λεπτό;» Προσπαθούσε να κρατήσει τη φωνή του σταθερή και μ' έσπρωξε μαλακά.

Άνοιξα την πόρτα και τον άφησα να περάσει. Μόλις πέρασε

το κατώφλι, όρμησε στο πίσω δωμάτιο όπου καπνίζω και γράφω τα γράμματά μου. Μετά γύρισε πίσω.

«Είναι κλειδωμένη η πόρτα;» ρώτησε πυρετικά κι έβαλε την αλυσίδα μόνος του. «Λυπάμαι» είπε ταπεινά, «που παίρνω το θάρρος, αλλά μου

φαίνεστε το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να καταλά­

βει. Σας είχα στο μυαλό μου όλη την εβδομάδα, όταν τα πράγμα­ τα έγιναν σκούρα . Πέστε μου, θα μου κάνετε μια χάρη;»

14

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Θα σας ακούσω» είπα. «Μόνο αυτό μπορώ να υποσχε θώ». Είχα αρχίσει ν' ανησυχώ από τις αστείε ς κινήσεις αυτού του νευ­ ρικού μικροσκοπικού τύπου.

Υπήρχε ένας δίσκος με ποτά στο τραπέζι δίπλα του, κι έφτια­

ξε μόνος του ένα ουίσκι με σόδα. Το κατέβασε με τρεις γουλιές και ράγισε το ποτήρι καθώς το άφηνε κάτω. «Συγνώμη» είπε, «είμαι λίγο ταραγμένος απόψε. Βλέπετε,

αυτή τη στιγμή τυχαίνει να ' μαι νεκρός». Κάθισα σε μια πολυθρόνα κι άναψα την πίπα μου. «Και πώς αισθάνεται κα~είς όταν είναι νεκρός;» τον ρώτησα.

Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως είχα απέναντί μου έναν τρελό. Ένα χαμόγελο φάνηκε στο τραβηγμένο του πρόσωπο . «Κι όμως -δεν είμαι τρελός. Ξέρετε, κύριε, σας παρακολουθούσα,

και νομίζω ότι είστε ένας μάλλον ψύχραιμος και απαθής τύπος. Νομίζω, επίσης, ότι είστε τίμιος άνθρωπος και δε φοβάστε να ρι­ ψοκινδυνέψετε. Θα σας εμπιστευτώ. Χρειάζομαι βοήθεια πιο πολύ από τον καθένα, και θα ήθελα να ξέρω αν μπορώ να υπο­ λογίζω σε σας». «Συνεχίστε την αφήγησή σας» είπα, «και θα σας πω » .

Έμοιαζε να προσπαθεί να ξαναβρεί την ψυχραιμία του πριν αρχίσει να λέει την πιο αλλόκοτη και ανόητη ιστορία που έχω ποτέ ακούσει. Δεν την πολυκατάλαβα στην αρχή, και έπρεπε να

τον σταματώ συχνά και να του κάνω ερωτήσεις. Λοιπόν, να η βά­ ση της ιστορίας: Ήταν Αμερικανός, από το Κεντάκι, κι αφού τελείωσε το κολέ­

γιο, μια και ήταν αρκετά ευκατάστατος, ξεκίνησε να γνωρίσει τον κόσμο. Έγραψε λιγάκι, δούλεψε σαν πολεμικός aνταποκρι­ τής γ ια λογαριασμό μιας εφημερίδας του Σικάγου, και πέρασε

ένα δυο χρόνια στη νοτιοανατολική Ευρώπη . Συμπέρανα ότι μι­ λούσε καλά τις ξένες γλώσσες και είχε καταφέρει να μάθει πολ­ λά για την κοινωνία σ' εκείνα τα μέρη. Αναφέρθηκε με οικειότη­

τα σε πολλά ονόματα που θυμόμουν να έχω δει στις εφημερίδες .

Ασχολήθηκε με την πολιτική, μου είπε, στην αρχή από ενδια­ φέρον και αργότερα γιατί δ εν μπορούσε να σταματήσει. Μου

ΤΑΤΡVlliΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

15

φαινόταν ξύπνιος κα ι ενεργητικός άνθρωπος, που ήθελε πάντα

να ψάχνει σε βάθος τα πράγματα. Τελικά, έφτασε λίγο πιο βα­ θιά απ' ό,τι ήθελε. Σας λέω τι μου είπε και ό,τι μπόρεσα να βγάλω. Πίσω απ' όλες τις κυβερνήσεις και τους στρατούς , υπήρχε ένα υπόγειο κί­

νημα που μεθοδευόταν από πολύ επικίνδυνους ανθρώπους. Το ανακάλυψε τυχαία και του κίνησε την περιέργεια. Το 'ψαξε πα­ ραπέρα , και τότε πιάστηκε. Κατάλαβα ότι οι περισσότεροι άν­

θρωποι που ήταν αναμεμειγμένο ι σ' αυτή την ιστορία ανήκαν σ' εκείνο το είδος των διανοούμενων αναρχικών που δημιουργούν επαναστάσεις, αλλά είχαν με το μέρος τους και οικονομικούς παράγοντες που έπαιζαν για χρήματα . Ένας έξυπνος μπορεί να πλουτίσει από μια αγορά που καταρρέει, και βόλευε και τους

δύο να προκαλέσουν αναταραχή στην Ευρώπη.

Μου είπε μερικά αλλόκοτα πράγματα, που εξηγούσαν πολλά από αυτά που με είχαν μπερδέψει -πράγματα που έγιναν στους

Βαλκανικούς Πολέμους, πώς ένα κράτος, για παράδειγμα, ξαφ­

νικά επικρατούσε, γιατί φτιάχνονταν και χαλούσαν οι συμμα­ χίες, γιατί ορισμένοι εξαφανίστηκαν και ποια ήταν τα πραγματι­ κά αίτια του πολέμου . Ο στόχος όλης αυτής της συνωμοσίας ήταν να έρθουν στα χέρια η Ρωσία με τη Γερμανία.

Όταν ρώτησα γιατί, είπε πως η ομάδα των αναρχικών πίστευε ότι θα τους δινόταν η ευκαιρία που γύρευαν: καθώς όλα θα ήταν

ρευστά, θα προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν καινούργιο κόσμο . Οι καπιταλιστές θ' άνοιγαν τα σεντούκια τους και θα έκαναν πε­ ριουσίες αγοράζοντας τα ερείπια του πολέμου. Το κεφάλαιο, εί­ πε , δεν έχει συνείδηση ούτε πατρίδα, εξάλλου, οι Εβραίοι ήταν

από πίσω, και οι Εβραίοι μισούσαν τη Ρωσία πιο πολύ κι απ' την κόλαση.

«Απορείτε;» φώναξε. «Κατατρέχονταν για τριακόσια χρόνια, κι αυτή θα είναι η εκδ ίκησή τους για το πογκρόμ. Οι Εβραίοι εί­ ναι παντού, αλλά πρέπει να ψάξει κανείς στα παρασκήνια για

να τους ανακαλύψει. Κοιτάξτε οποιαδήποτε γερμανική επιχεί­ ρηση. Αν έχετε πάρε δώσε μαζί της ο πρώτος άνθρωπος που θα

16

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

συναντήσετε θα είναι ο πρίγκιπας φον Τάδε, ένας κομψός νεα­ ρός που μιλάει αγγλικά κολεγίου. Αλλά αυτός δεν μετράει. Αν η δουλειά είναι μεγάλη, πίσω του θα βρεις ένα προγναθικό Βεστ­

φαλό με ανασηκωμένο φρύδι και τρόπους γουρουνιού. Αυτός εί­

ναι ο γερμανός επιχειρηματίας, που εσένα, τον Άγγλο, σε κάνει και τρέμεις. Αλλά αν κάνεις χοντρές μπίζνες και πρέπει να φτά­ σεις στο αληθινό αφεντικό, δέκα προς ένα θα βρεθείς μπροστά

σ' έναν μικρόσωμο, χλομό Εβραίο με φιδίσια μάτια, καθισμένον σε αναπηρικό καροτσάκι. Ε, λοιπόν ναι, αυτός είναι που κυβερ­ νάει τον κόσμο σήμερα και καρφώνει το μαχαίρι του στην αυτο­

κρατορία του Τσάρου, γιατί πρόσβαλαν το θείο του και μαστί­ γωσαν τον πατέρα του κάπου στον Βόλγα .

Δεν μπόρεσα να μην του πω ότι οι αναρχοεβραίοι του δε φαί­

νεται να 'χουν πετύχει και πολλά μέχρι τώρα. «Και ναι και όχι» είπε . «Κέρδισαν ώς ένα σημείο, αλλά πέτυ­

χαν κάτι σημαντικότερο από χρήματα, κάτι που δεν αγοράζεται: το αρχαίο πολεμικό ένστικτο του ανθρώπου. Αν πρόκειται να

σκοτωθείς, εφευρίσκεις κάποιο είδος σημαίας και πατρίδας για να υπερασπιστείς, και αν ζήσεις, aρχίζεις πια να τ' αγαπάς. Αυ ­ τοί οι ανόητοι πολεμιστές έχουν βρει κάτι για το οποίο νοιάζο­ νται, κι αυτό έχει αναστατώσει τα ωραία σχέδια που είχαν φτιά­

ξει στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Οι φίλοι μου όμως δεν έχουν παίξει το τελευταίο τους χαρτί. Έχουν κρυμμένο τον άσο στο

μανίκι, και αν δε μείνω ζωντανός για ένα μήνα ακόμη, θα τον

βγάλουν και θα κερδίσουν». «Μα νόμιζα ότι είστε ήδη νεκρός» πέταξα .

> Κάθισε σ' ένα τραπέζι κι έγραψε όσα του υπαγόρευσα. Η

ιστορία ήταν ότι ένας τύπος που λέγεται Τουίνστον (μου φάνηκε

ότι θα ήταν καλύτερα να κρατήσω αυτό το όνομα) θα πήγαινε να τον δει πριν απ' τις

15 Ιουνίου, και έπρεπε να του

φερθεί ευγενι­

κά. Είπε ότι ο Τουίνστον θα αποδείκνυε την καλή πίστη του ψι­ θυρίζοντας τη φράση

«Μαύρη Πέτρα» και σφυρίζοντας το

«Άννυ Λώρυ>>. «Ωραία» είπε ο Σερ Χάρυ. «Ταχτοποιήθηκε όπως έπρεπε. Λοιπόν, θα βρεις το νονό μου -το όνομά του είναι Σερ Γουώλτερ

Μπάλιβαντ- κάτω στο εξοχικό του σπιτάκι, γύρω στην Πεντη κο ­

στή. Είναι κοντά στο Άρτινσγουελ στο Κένεθ. Πάει κι αυτό . Τώ­ ρα, τι άλλο μένει;» «Είσαι περίπου στο ύψος μου. Δάνεισέ μου το πιο παλιό τουήντ

62

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

κοστούμι που έχεις. Οποιοδήποτε θέλεις, φτάνει το χρώμα να εί­

ναι τελείως διαφορετικό από τα ρούχα που κατέστρεψα το από­ γευμα. Μετά δείξε μου κάποιο χάρτη της περιοχής και δώσε μου λεπτομέρειες για τη μορφή του εδάφους. Τέλος, αν έρθει η

αστυνομία και με ψάχνει, δείξε τους μόνο το αυτοκίνητο στο ρέ­ μα. Αν έρθουν οι άλλοι όμως, πες τους ότι πήρα το εξπρές για το νότο μετά τη συνάθροιση».

Έκανε, ή τουλάχιστον υποσχέθηκε να κάνει, όλα όσα είπαμε . Ξύρισα τα υπολείμματα του μουστακιού μου και φόρεσα ένα πα­ μπάλαιο κοστούμι από χοντρό μαλλί. Κοιτώντας το χάρτη, πήρα

μια ιδέα για την περιοχή τριγύρω, και μου έδειξε τα δυο πράγ­ ματα που ήθελα να ξέρω -πού θα μπορούσα να συναντήσω την κύρια σιδηροδρομική γραμμή για το νότο και ποια ήταν τα πλη ­ σιέστερα άγρια μέρη.

Στις δύο το πρωί με ξύπνησε από το λήθαργο όπου είχα πέσει καθιστός στην πολυθρόνα του γραφείου, και με οδήγησε στα τυ­

φλά μέσα στη σκοτεινή, γεμάτη αστέρια νύχτα . Μου έδωσε ένα παλιό ποδήλατο που είχε φυλαγμένο σε μια αποθήκή .

«Στρίψε πρώτα δεξιά προς το δάσος με τα ψηλά έλατα» είπε . «Κατά το χάραμα, θα πρέπει να είσαι ήδη για τα καλά στους λό­ φους. Κρύψε το ποδήλατο σε κανένα χαντάκι και συνέχισε στους βαλτότοπους με τα πόδια. Μπορείς να περάσεις καμιά

βδομάδα ανάμεσα στους βοσκούς. Εκεί θα 'σαι τελείως ασφα­

λής, όπως στη Νέα Γουινέα». Έτρεχα χαρούμενος με το ποδήλατο στους aπότομους χαλι­

κόστρωτους δρόμους του λόφου, μέχρι που ο ουρανός πήρε το χλομό φως του πρωινού. Καθώς ο ήλιος έδιωχνε και τα τελευ ­ ταία ίχνη της πάχνης , έφτασα σ' ένα πλατύ καταπράσινο μέρος,

απ' όπου ξεκινούσαν από κάθε πλευρά λαγκάδια, και στο βάθος

φαινόταν αχνογάλαζος ο ορίζοντας . Εδώ, οπωσδήποτε σύντομα, θα ξανάπαιρνα νέα από τους διώκτες μου.

ΠEMillO ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η περιπέτεια του διοπτροφόρου

συντηρητή δρόμων Κάθ.ισα στην κορφή του περάσματος και προσπάθησα να εκτι­ μήσω τη θέση μου. Πίσω μου ήταν ο δρόμος που σκαρφάλωνε μέσα από μια στε­

νή χαράδρα των λόφων, και η ρεματιά που δημιουργούσε κάποι­ ος αρκετά μεγάλος ποταμός. Μπροστά υπήρχε ένας επίπεδος

χώρος με μήκος γύρω στο ένα μίλι, γεμάτος θάμνους και λακ­ κούβες με βούρκο, και μετά, πίσω του, ο δρόμος κατηφόριζε

απότομα από μιαν άλλη χαράδρα σε μια πεδιάδα, όπου η γαλά­ ζια αχ λή χανόταν κάπου μακριά. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν λό­ φοι στρογγυλεμένοι, καταπράσινοι κα ι λείοι σαν πίστες του σκι,

αλλά στα νότια -δηλαδή στα αριστερά μου- φαίνονταν αμυδρά τα ψηλά, γεμάτα ρείκια βουνά που θυμόμουν από το χάρτη, σαν

το μεγάλο ύψωμα που είχα διαλέξει, για καταφύγιο. Για την ώρα ήμουν στην κεντρική προεξοχή ενός τεράστιου οροπεδίου και μπορούσα να δω οτιδήποτε κινούνταν για μίλια. Στα λιβάδια κά­

τω από το δρόμο, μισό μίλι πίσω, κάποιος έβγαινε από μια καλύ ­

βα, ήταν όμως το μοναδικό σημάδι ανθρώπινης ζωής τριγύρω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τραγούδι των κορυδαλλών και το κελάρυσμα των ρυακιών. Ήταν περίπου εφτά η ώρα, και καθώς περίμενα, έφτασε γι'

άλλη μια φορά στ' αυτιά μου ο aπειλητικός ήχος από τον αέρα. Η πλεονεκτική μου θέση ίσως τελικά ν ' αποδεικνυόταν παγίδα.

64

ΤΖΩΝ ΜΙΠΟΥΚΑΝ

Δεν υπήρχε κάλυψη ούτε για τα πουλιά σ' αυτά τα γυμνά πράσι­ να μέρη .

Κάθισα ακίνητος και aπελπισμένος, καθώς ο ήχος γινόταν

ολοένα και πιο έντονος. Είδα το αεροπλάνο να βγαίνει από τα

ανατολικά. Πετούσε ψηλά· καθώς κοιτούσα όμως, βούτηξε μερι­ κές δεκάδες μέτρα κι άρχισε να κάνει όλο και πιο μικρούς κύ ­

κλους πάνω από την κορυφή του λόφου, σαν το γεράκι που πετά γύρω γύρω πριν ορμήσει. Τώρα πετούσε πολύ χαμηλά, και ο πα­ ρατηρητής του σκάφους με είδε . Μπορούσα να δω τον ένα από τους δύο επιβάτες να με κοιτάζει μέσα απ' τα γυαλιά του .

Ξαφνικά, άρχισε να σηκώνεται με γρήγορες στροφές, κι αμέ­ σως μετά ανέπτυξε ταχύτητα προς τα ανατολικά , μέχρι που έγινε

πάλι ένα σημάδι στο γαλάζιο ορίζοντα. Αυτό μ' έβαλε σε σκέψεις. Οι εχθροί μου με είχαν εντοπίσει, και σε λίγο ο κλοιός θα έκλεινε γύρω μου · δεν ήξερα πόσους άντρες είχαν, αλλά σίγουρα θα ήταν αρκετοί. Το αεροπλάνο είχε δει το ποδήλατό μου, και μάλλον συμπέραναν ότι θα προσπαθούσα να ξεφύγω από το δρόμο . Αν συνέβαινε όντως έτσι, τότε είχα ίσως μια ευκαιρία να ξεφύγω από τους βάλτους δεξιά ή αριστερά. Συνέχι­ σα με το ποδήλατο για καμιά εκατοστή μέτρα από το δρόμο και το πέταξα σε μια λακκούβα με βούρκο, όπου βούλιαξε ανάμεσα στα αγριόχορτα και τις νεραγκούλες. Σκαρφάλωσα ύστερα σ' έναν μι­

κρό λόφο απ' όπου μπορούσα να βλέπω τις δυο κοιλάδες. Τίποτε

δεν κουνιόταν στη μακριά άσπρη κορδέλα που τις διέσχιζε. Είχα πει πριν ότι σ' όλον εκείνο τον τόπο δεν υπήρχε ούτε γω­ νιά να κρυφτεί ένας ποντικός . Καθώς η μέρα προχωρούσε,

πλημμύριζε από απαλό, φρέσκο φως, μέχρι που έγινε σαν τις μυ­

ρωδάτες εκείνες λιακάδες των νοτιοαφρ ικανικών πεδιάδων . Μπορεί κάποια άλλη στιγμή να μου άρεσε πολύ αυτό το μέρος,

τώρα όμως έμοιαζε να με πνίγει. Τα ανοιχτά βαλτοτόπια ήταν τοίχοι φυλακής και ο ευχάριστος αέρας των λόφων ήταν ανάσα από μπουντρούμια.

Στριφογύρισα ένα νόμισμα -κορόνα δεξιά, γράμματα αριστε­ ρά- και έπεσε κορόνα. Γύρισα λοιπόν προς τα βόρεια. Σε λίγο

ΤΑΊΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

65

έφτασα στην άκρη της κορυφογραμμής, που ήταν ο εσωτερικός

τοίχος του περάσματος. Είδα το δρόμο περίπου δέκα μίλια, και πέρα μακριά υπήρχε κάτι που κουνιόταν: μου φάνηκε πως ήταν

ένα αμάξι. Πέρα από την κορυφή έβλεπα έναν ανώμαλο πράσι­ νο βάλτο που έφτανε σε μια δασωμένη χαράδρα. Η ζωή στα οροπέδια όλες αυτές τις μέρες, μου έδινε μάτια γε ­

ρακιού, και μπορούσα να δω πράγματα για τα οποία οι περισσό­ τεροι άνθρωποι θα χρειάζονταν τηλεσκόπιο ... Μακριά, κάτω

στην πλαγιά, κάνα δυο μίλια πιο κει, μερικοί άντρες προχωρού­ σαν στη σειρά : είχαν βγει κυνήγι . Κρύφτηκα πίσω από την κορυφή. Αυτός ο δρόμος ήταν κλει­

στός για μένα. Θα έπρεπε να δοκιμάσω τους μεγαλύτερους λό­ φους στο νότο, πέρα από το δρόμο. Το αυτοκίνητο που είχα δει

πλησίαζε, αλλά ήταν ακόμη μακριά: μας χώριζαν μερικές απότο­ μες aνηφοριές . Έτρεξα γρήγορα σκύβοντας χαμηλά, και καθώς έτρεχα, συνέχιζα να ελέγχω την άκρη του λόφου μπροστά μου.

Ήταν η ιδέα μου, ή όντως έβλεπα ανθρώπινες σιλουέτες, μια δυο, ίσως και περισσότερες, που σάλευαν σε ένα λαγκάδι πίσω απότορέμα;

Αν σ' έχουν στριμώξει απ' όλες τις πλευρές σ' ένα κομμάτι γης, υπάρχει μόνο μια πιθανότητα να ξεφύγεις. Πρέπει να μεί­ νεις σ' αυτό το κομμάτι και ν' aφήσεις τους εχθρούς σου να σε

ψάχνουν και να μη σε βρίσκουν . Αυτό ήταν λογικό βέβαια, αλλά

πώς στην ευχή να ξεφύγεις από την προσοχή τους σ' αυτό το μέ­

ρος που ήταν σαν τραπεζομάντιλο; Θα έθαβα εαυτό μου μέχρι το λαιμό στη λάσπη, ή θα ξάπλωνα κάτω απ' το νερό ή θα σκαρ ­ φάλωνα στο ψηλότερο δέντρο. Αλλά δεν υπήρχε νερό, οι τρύπες του βούρκου ήταν μικρές λακκούβες και το ρέμα ένα στενό ρυά­

κι. Δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από χαμηλή πρασινάδα, γυμνούς λόφους και άσπρους δρόμους. Μετά, σε μια μικρή καμπή του δρόμου, δίπλα σ' ένα σωρό πέ ­

τρες, συνάντησα το συντηρητή.

Είχε μόλις φτάσει, κι άφηνε βαριεστημiνα κάτω το σφυρί του. Με κοίταξε με νυσταγμένα μάτια και χασμουρήθηκε.

66

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Να παρ' ο διάολος τη μέρα που παράτησα του κοπάδ'!» είπε σαν να απευθυνόταν σε κοινό. «lκεί ήμαν αφέντης. Τώρα είμι

σκλάβος τση κυβέρνησης, κολλημένος στο δρόμο. Τα χέρια μ' πονάνι κι η ράχη μ' έχει γίν' σαν του καμπούρη». Σήκωσε το σφυρί, χτύπησε μια πέτρα, πέταξε το εργαλείο πέ ­

ρα βρίζοντας, και σκέπασε τ' αυτιά του με τα δυο του χέρια . «Θ ε μ', λυπήσου μι! Το κιφάλι μ' πάει να σπάσει!» φώναξε. ΆΗταν μια τραχιά σιλουέτα, πάνω κάτω στο μπόι μου, αλλά

πιο σκυφτός, με γένια μιας βδομάδας στο πιγούνι του κι ένα ζευ­ γάρι χοντρά κοκάλινα γυαλιά.

«Διν μπουρώ να του κάν'» ξαναφώναξε .

«0

ιπόπτης ας μ'

αναφέρ'. Είμι για ξάπλα». Τον ρώτησα τι είχε, αν και ήταν ολοφάνερο .

«Του κακό είνι ότι δεν έχω συνέρθ' ακόμα. Ψες βράδ' είχαμι τα παντρολογήματα της θυγατέρας μ', της Μέραν, κ ι χο ρεύαν

ίσαμι το πρωί στο στάβλο . Ιγώ κι μερκά άλλα καλόπαιδα στρω­ θήκαμι στου πιοτό, και να μι. Κι άμα αρχίσου να πίνου ... »

Συμφώνησα μαζί του ότι του χρειαζόταν ξάπλα. «Εύκολα του λες, πώς το κάμς όμως;» μουρμούρισε. «Είνι που

μου 'ρθι ραβασάκι ψες κι μου 'λιγι πως ο καινούργιος ιπόπτης του δρόμου θα πιράσ' απού δω σήμερα. Θα 'ρθει κι δε θα μ' έβρει, κι άμα μ' έβρει, θα ' μι πίτα. Την έχω βάψ' έτσ' κι αλλιώς .

Θα πέσω στου κρεβάτι μ' και θα κάν' τουν άρρωστ'. Αλλά ποιος

θα μι πιστέψ' που όλοι ξέρουν την αρρώστια μ';» Τότε μου ' ρθε μια λαμπρή ιδέα.

ζει;» ρώτησα.

«0

νέος επόπτης σε γνωρί­

I

«Αυτός, όι. Έ:χει μια βδομάδα στη δ'λειά. Γυρνάει με τ' αμάξι

τ' και διν ξέρ' τι tου γίνιτ'».

«Πού είναι το[ σπίτι σου;>> ρώτησα, και μου έδειξε με δάχτυλο

που έτρεμε την ?-Οαλύβα δίπλα στο ρέμα.

«Τότε λοιπόν) άντε στο κρεβάτι σου» είπα, «και όνειρα γλυ­

κά. Θα πάρω τη θέση σου για λίγο, και θα δω εγώ τον επόπτη>>.

Με κοίταξε Jφηρημένα. Μετά, καθώς η ιδέα κατέβαινε στο αποβλακωμένο ~πό τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ μυαλό του, το

ΤΑ Ί'ΡΙΑΝ'ΓΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆτΙΑ

67

πρόσωπό του γέμισε από ένα πλατύ, μεθυσμένο χαμόγελο. «Είσι μάγκας» φώναξε . «Αυτό γίνιτ' εύκολα . Τέλειουσα τούτο

το σωρό τις πέτρες και δε χρειάζιτ' να σπάσεις άλλες ώς του με ­ σημέρ' . Πάρε μόν' το καρουτσάκι και τσούλα τες απ' του νταμάρ'

και καν' ένα σωρό γι' αύριο . Μι λέν' Αλεξάντερ Τέρνμπολ κι είμι εφτά χρόνια στη δουλειά. Κι προυτύτερα, είκοσι χρόνια, ήμαν

τσομπάνης στο Λέιθερν Γουώτερ. Οι φίλοι μ' μι φωνάζουν "Έκι" κι μερικοί "Σπέκι" γιατί φουράω γυαλιά. Μόνο μίλα του ιπόπτ' μι

το καλό κι αυτός θα 'νι φχαριστημένος. Θα γυρίσ' του μεσημέρ'».

Δανείστηκα τα γυαλιά του και το βρώμικο παλιό καπέλο του . Έβγαλα το σακάκι, το γιλέκο και το κολάρο , και του τα έδωσα να τα πάει σπίτ ι . Πήρα επίσης το βρώμικο πήλινο τσιμπούκι του,

για να 'ναι η εικόνα πιο πειστική. Μου έδειξε τα απλά πράγματα

που είχα να κάνω, και χωρίς άλλη κουβέντα ξεκίνησε αργά για

το σπίτι του. Πήγαινε σίγουρα για ύπνο, νομίζω όμως ότι όλο και κάτι θα είχε απομείνει στον πάτο κάποιου μπουκαλιού. Προσευ ­ χt1θηκα να φτάσει στο κρεβάτι του πριν εμφανιστούν στη σκηνή οι φίλοι μου .

Μετά άρχισα να ετοιμάζομαι για το ρόλο μου . Άνοιξα το για­ κά του πουκαμίσου μου -ήταν ένα ελεεινό μπλε και άσπρο καρό, σαν αυτά που φορούν οι ζευγολάτες- και αποκάλυψα έναν λαι­

μό μαύρο σαν του γύφτου. Μάζεψα τα μανίκια μου και εμφανί­ στηκαν δυο μπράτσα ηλιοκαμένα και τραχιά, με παλιές ουλές,

σαν να 'ταν χέρια σιδερά. Άσπρισα το παντελόνι μου και τις μπότες μου με σκόνη του δρόμου, και σήκωσα τα μπατζάκια μου στερεώνοντάς τα μ' ένα σκοινί κάτω απ ' το γόνατο . Μετά άρχι­

σα να φτιάχνω το πρόσωπό μου· με μια χούφτα χώμα έκανα ένα

σημάδι γύρω από το λαιμό μου, εκεί όπου θα περίμενε κανείς να φτάνει η κυριακάτικη καθαριότητα του κυρίου Τέρνμπολ. Έτρι­ ψα κάμποσο χώμα πάνω στα ηλιοψημένα μάγουλά μου. Τα μά­

τια ενός εργάτη χωρίς αμφ ι βολία θα ήταν λίγο ερεθισμένα.

Έτσι, προσπάθησα να ρίξω λίγη σκόνη και στα δικά μου, και μ' . ένα δυνατό τρίψιμο κατάφερα να τα κάνω να θολώσουν. Τα σά­

ντουιτς που μου είχε δώσει ο Σερ Χάρυ είχαν φύγει μαζί με το

68

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

σακάκι μου , αλλά το κολατσιό του συντηρητti, δεμένο σ' ένα κόκκινο μαντίλι, ήταν στη διάθεσή μου. Έφαγα με μεγάλη βου­

λιμία μερικές χοντρές φέτες μαύρο ψωμί και τυρί και ήπια λίγο κρύο τσάι. Στο μαντίλι ήταν και μια τοπική εφημερίδα, δεμένη με σπάγκο και σταλμένη στον κύριο Τέρνμπολ· την είχε για τη μεσημεριανή του διακοπή. Ξανάφτιαξα τον μπόγο κι έβαλα την

εφημερίδα σε εμφανή θέση δίπλα του . Οι μπότες μου ήταν παράταιρες κλοτσώντας όμως τις πέτρες γύρω, τις έκανα να πάρουν την ταλαιπωρημένη όψη που έχουν οι

μπότες των εργατών του δρόμου. Μετά δάγκωσα και έξυσα τα νύ­ χια μου, ώσπου ο ι άκρες τους έσπασαν και στράβωσαν. Οι άντρες

που αντιμετώπιζα θα πρόσεχαν και τις λεπτομέρειες . Έσπασα ένα κορδόνι μου και το ξανάδεσα με έναν αδέξιο κόμπο · χαλάρω­ σα το άλλο, ώστε οι χοντρές γκρίζες κάλτσες μου να φαίνονται πάνω απ' τ ις μπότες. Τίποτα ακόμη στο δρόμο . Το αυτοκίνητο που

είχα δει πριν από μισή ώρα, πρέπει να είχε γυρίσει πίσω. Αφού τέλειωσα με την εμφάνισή μου, πήρα το καρότσι κι άρ ­

χισα τις διαδρομές από και προς το νταμάρι, που ήταν καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα .

Θυμάμαι έναν γέρο ανιχνευτή στη Ροδεσία, που είχε κάνει πολλά παράξενα πράγματα στον καιρό του, και μια φορά μου έλεγε ότι το μυστικό για να παίξεις σωστά ένα ρόλο είναι να βά­

λεις τον εαυτό σου στη θέση του. Δεν μπορείς να πετύχεις, είπε, αν δεν καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι αυτός . Έτσι, έδιωξα όλες τις άλλες σκέψεις και στράφηκα στην επι­ διόρθωση του δρόμου. Σκεφτόμουν το μικρό άσπρο καλύβι σαν το σπίτι μου , θυμόμουν τα χρόνια που πέρασα βοσκός στο Λέι­

θερν Γουώτερ, κι έβαλα το μυαλό μου να ονειροπολεί τον ύπνο στο στάβλο κι ένα μπουκάλι φτηνό ουίσκι. Ακόμα τίποτα να εμ­

φανιστεί στον μακρύ , άσπρο δρόμο.

Πού και πού, κάνα πρόβατο έσκαγε μύτη απ' τα χόρτα και με κοίταζε. Ένας ερωδιός φτερούγισε στη λίμνη του ρ έ ματος χωρίς

να μου δώσει σημασία. Συνέχισα να τσουλάω τα φορτία τις πέτρες με το βαρύ βήμα του επαγγελματία. Σε λίγο ζεστάθηκα, και η σκό-

69 νη στο πρόσωπό μου μετατράπηκε σε μια στερεή και μόνιμη μά­ σκα. Ήδη μετρούσα τις ώρες ώς το βράδυ που θα σήμαινε το τέλος της μονότονης και κοπιαστικής δουλε ιάς του κυρίου Τέρνμπολ. Ξαφνικά, άκουσα μια φωνή από το δρόμο, και σηκώνοντας το

βλέμμα μου, είδα μια διθέσια Φορντ και έναν στρογγυλοπρόσω­ πο νεαρό με καπέλο.

«Είσαι ο Αλεξάντερ Τέρνμπολ;» ρώτησε. «Είμαι ο νέος επι­ θεωρητής δρόμων της κομητείας. Μένεις στο Μπλάκχοουπ­

Φουτ και είσαι υπεύθυνος για τον τομέα από το Λέιντλομπάιρς μέχρι το Ριγκς; Ωραία! Μεγάλο κομμάτι δρόμου, Τέρνμπολ, και

μάλλον καλά φτιαγμένο. Ο δρόμος ήταν λίγο πιο μαλακός ένα μίλι πιο κάτω και οι άκρες θέλουν κάποιο καθάρισμα. Φρόντισέ το αυτό, έτσι; Καλή σου μέρα, λοιπόν. Τώρα πια θα με γνωρίσεις την επόμενη φορά που θα με δεις» . Προφανώς, η μεταμφίεσή μου ήταν αρκετά καλή για το φοβε­

ρό επιθεωρητή. Συνέχισα τη δουλειά μου, και καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, η κυκλοφορία έγινε λίγο πυκνότερη. Το φορτηγάκι ενός αρτοποιού σκαρφάλωσε το λόφο κι αγόρασα μια σακούλα

μπισκότα με τζίντζερ, που τα έκρυψα στις τσέπες του παντελο­ νιού μου για ώρα ανάγκης. Ύστερα πέρασε ένας βοσκός με τα πρόβατά του, και με αναστάτωσε κάπως όταν φώναξε δυνατά «Πού 'ν ' ο γερο-Σπέκι;»

«Είναι στου κρεβάτ' μι κολκό» απάντησα, και ο βοσκός απο ­

μακρύνθηκε. Κατά το μεσημέρι, ένα μεγάλο αμάξι κατηφόρισε το λόφο, με προσπέρασε και σταμάτησε καμιά εκατοστή μέτρα παρακάτω.

Οι τρεις επιβάτες του κατέβηκαν σαν να 'θελαν να ξεμουδιά­

σουν και πλησίασαν προς το μέρος μου. Τους δυο απ' αυτούς τους είχα δει και πριν, από το παράθυρο του πανδοχείου στο Γκάλογουεη: ο ένας λεπτός, απότομος και μαυριδερός, και ο άλλος άνετος και χαμογελαστός. Ο τρίτος έμοι­

αζε να 'ναι της περιοχής -ίσως κάνας κτηνίατρος ή μικροκτημα­ τίας. Φορούσε κακοραμμένο φαρδύ παντελόνι, και τα μάτια του ήταν τόσο σπινθηροβόλα και δύσπιστα όσο και μιας κότας.

70

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Μέρα» είπε ο τελευταίος. «Εύκολη δουλειά, ε;»

Δεν είχα σηκώσει τα μάτια μου καθώς πλησίαζαν, και τώρα που είχαν έρθει κοντά μου, ίσιωσα την πλάτη μου αργά και με

δυσκολία, όπως κάνουν οι εργάτες των δρόμων. Έφruσα με θό­

ρυβο σαν άξεστος Σκωτσέζος και τους κοίταξα σταθερά προτού ν' απαντήσω. Αντιμετώπισα τρία ζευγάρια μάτια που με κοίτα­ ζαν ερευνητικά. «Ε, υπάρχουν κι καλύτερες, υπάρχουν κι χειρότερες>> είπα aποφθεγματικά . «Θα προτιμούσα τη δ'κιά σ', να κάθουμι όλη μέρα πάνω σι κείνα τα μαξιλάρια. Ισί και το μεγάλο σ' αμάξι

χαλνάτε τους δρόμους μ'! Άμα ήτανε όλα δίκια, τότε ισείς να φτιάχνατ' ό,τι χαλνάτ'». Ο τύπος με τα φωτεινά μάτια κοιτούσε την εφημερίδα δίπλα

στον μπόγο του Τέρνμπολ. «Βλέπω ότι παίρνεις και τις εφημερίδες στην ώρα τους» είπε.

Την κοίταξα αδιάφορα. «Άμα βάλ'ς ότι τούτη η φημιρίδα βγή­ κε του περασμένου Σάββατ', ε, είμι μόνο έξι μέρ'ς πίσου» . Τη σήκωσε, κοίταξε τον τίτλο και την ξ αν άφησε κάτω . Ο ένας από τους άλλους δυο χάζευε τις μπότες μου, και μια λέξη στα

γερμανικά τράβηξε την προσοχή του συνομιλητή μου. «Πολύ καλό γούστο στις μπότες>> μου είπε . «Αυτές δεν είναι σίγουρα φτιαγμένες από ντόπιο τσαγκάρη» .

«Όχι δα!» είπα με ετοιμότητα. «Απ' του Λονδίνου είνι. Τις πή ­

ρα από 'ναν κύριο που 'ταν εδώ για κυνήγ' πέρσι. Πώς τον λέγαν, να δεις; ... » Και έξυσα το κεφάλι μου προσπαθώντας να θυμηθώ. Ο καλοφτιαγμένος τύπος μίλησε ξανά στα γερμανικά. «Πάμε να φύγουμε>> είπε. «Είναι εντάξει>>. Μου έκαναν μια τελευταία ερώτηση.

«Μήπως είδες κανέναν να περνά το πρωί από εδώ; Μπορεί

να είχε ποδήλατο, μπορεί να 'ταν και πεζός>>. Παραλίγο να πέσω στην παγίδα και να πω καμιά ιστορία για έναν ποδηλάτη που πέρασε βιαστικά το χάραμα . Είχα όμως την

πρόνοια να δω τον κίνδυνο. Προσποιήθηκα ότι πάσχιζα να σκε­ φτώ .

ΤΑ 'ΓΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ

71

«Δεν ήμαν ιδώ πολύ νωρίς» είπα. «Είχαμε παντρολογήματα ψες. Η κόρη μ'. Ε, το βαστήξαμι ώς αργά . Άνοιξα την πόρτα κα­ τά τις ιφτά, αλλά κανείς δεν ήταν στου δρόμο τέτοια ώρα . Απ' όταν ήρθα πέρασε μόν' ο φούρναρης κι ο βοσκός, ο Ράτσιλ, χώ­ ρια οι aφεντιές σας».

Ο ένας τους μου έδωσε ένα πούρο, που το μύρισα επιφυλακτι­ κά και το 'χωσα στον μπόγο του Τέρνμπολ. Μπήκαν στο αμάξι τους και εξαφανίστηκαν σε τρία λεπτά.

Η καρδιά μου χοροπήδησε με απέραντη ανακούφιση, αλλά συνέχισα να τσουλάω τις πέτρες μου· και καλά έκανα τελικά,

γιατί σε δέκα λεπτά το αυτοκίνητο επέστρεψε, κι ο ένας απ' τους επιβάτες με χαιρέτησε κουνώντας το χέρι . Αυτοί οι κύριοι δεν

άφηναν τίποτα στην τύχη . Τέλειωσα το ψωμοτύρι του Τέρνμπολ και σε λίγο τέλειωσα και τις πέτρες. Η επόμενη κίνηση με μπέρδευε. Δεν μπορούσα να συνεχίσω για πολύ αυτήν τη δουλειά . Η Θεία Πρόνοια είχε

κρατήσε ι τον κύριο Τέρνμπολ στο σπίτι· αν όμως εμφανιζόταν, θα είχαμε φασαρίες. Είχα την εντύπωση ότι ο κλοιός ήταν ακό­ μη αρκετά σφιχτός γύρω από την κοιλάδα, κι αν περπατούσα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, θα 'πεφτα πάνω στους διώκτες μου. Έπρεπε παρ' όλα αυτά να ξεφύγω. Κανενός τα νεύρα δε θ ' άντεχαν αν τον παρακολουθούσαν πάνω από μία μέρα. Έμεινα στο πόστο μου ώς τις πέντε περίπου. Είχα αποφασί­

σει να πάω στο σπίτι του Τέρνμπολ όταν θα σκοτείνιαζε και να προσπαθήσω να περάσω τους λόφους στο σκοτάδι. Ξαφνικά,

ένα άλλο αμάξι έφτασε στο δρόμο κι έκοψε ταχύτητα μερικά μέ­ τρα πριν από μένα. Είχε σηκωθεί αέρας, κι ο επιβάτης ήθελε ν ' ανάψει τσιγάρο .

Ήταν σπορ αμάξι και τα καθίσματα γεμάτα από ταχτοποιημέ­ ν ες αποσκιουές. Ένας άντρας καθόταν μέσα, και κατά καταπλη ­

κτική σύμπτωση τον ήξερα. Το όνομά του ήταν Μάρμαντιουκ τζόπλυ, και ήταν πληγή για την πλάση. Ήταν ένα είδος χρηματι­

στή αίματος, που έκανε τις δουλειές του κολακεύοντας πρωτότο­ κους γιους, νεαρούς πλούσιους ευγενείς και aνόητες γριές κυρίες.

72

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Ο «Μάρμι» ήταν γνωστή προσωπικότητα, απ' ό,τι είχα καταλάβει, στους χορούς, στις εβδομάδες πόλο και στα εξοχικά σπίτια. Κυνη­ γούσε τα σκάνδαλα, και θα σερνόταν ένα μίλι με την κοιλιά για όποιον είχε έναν τίτλο ή ένα εκατομμύριο. Με είχαν συστήσει για δουλειά στην επιχείρησή του, κι όταν ήρθα στο Λονδίνο, ήταν αρ­

κετά ευγενικός μαζί μου: με κάλεσε σε δείπνο στο κλαμπ του. Εκεί άρχισε να επιδεικνύεται συνέχεια, και φλυαρούσε για τις δούκισσές του μέχρι που ο σνομπισμός του με αηδίασε. Ρώτησα κάποιον μετά γιατί κανείς δεν τον έδιωχνε με τις κλοτσιές, κι αυ­

τός μου απάντησε ότι οι Άγγλοι σέβονται το ασθενές φύλο. Εν πάση περιπτώσει, τώρα ήταν εκεί μπροστά μου, ντυμένος κομψά, μ' ένα φοβερό αμάξι, προφανώς καθ' οδόν για κάποιον

από τους καθωσπρέπει φίλους του. Και τότε μου ήρθε να κάνω μια τρομερή απερισκεψία: σ' ένα δευτερόλεπτο είχα πηδήξει στο αυτοκίνητό του και τον είχα πιάσει απ' τον ώμο.

«Γεια σου, Τζόπλυ» του σφύριξα. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέ­ πω, αγόρι μου!» Πήρε μεγάλη τρομάρα. Με κοίταξε σαν χαμέ­ νος. «Ποιος στην ευχή είσαι εσύ;» ψέλλισε.

«Με λένε Χάναϋ» είπα. «Από τη Ροδεσία. Δε θυμάσαι;» «Θεέ μου, ο δολοφόνος!» είπε πνιγμένα.

«Όπως ακριβώς το είπες. Και θα γίνει και δεύτερος φόνος, αγαπητέ μου, αν δεν κάνεις ό,τι σου πω. Δώσε μου το σακάκι σου. Και το καπέλο σου».

Έκανε ό,τι του είπα, γιατί ο φόβος τον είχε τυφλώσει. Πάνω από το βρώμικο παντελόνι και το ελεεινό πουκάμισο έβαλα το

κομψό σακάκι του, που κούμπωνε μέχρι το λαιμό κι έτσι έκρυβε τα ελαττώματα του γιακά μου. Έχωσα βαθιά το καπέλο του στο κεφάλι μου και πρόσθεσε και τα γάντια του στην αμφίεσή μου· ο

σκονισμένος εργάτης είχε μετατραπεί σε χρόνο μηδέν σε έναν

από τους πιο καλοντυμένους οδηγούς της Σκωτίας. Στο κεφάλι

τού κυρίου Τζόπλυ κόλλησα το aπερίγραπτο καπέλο του Τέρν­ μπολ και του είπα να μην τολμήσει να το βγάλει.

Μετά, με λίγη δυσκολία, γύρισα το αμάξι. Το σχέδιό μου ήταν

να επιστρέψω από εκεί που είχε έρθει, οπότε αυτοί που με κατα-

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

73

σκόπευαν, έχοντας δει το αυτοκίνητο πιο μπροστά να περνάει,

θα το ξανάφηναν χωρίς να παρατηρήσουν ότι η κοψιά του Μάρ­ μι είναι τελείως διαφορετική από τη δικιά μου.

«Τώρα, αγόρι μου» του είπα, «κάτσε ακίνητος και να 'σαι καλό παιδί. Δε θέλω να σου κάνω κακό. Δανείζομαι μόνο το αμάξι σου

για κάνα δυο ώρες. Αλλά αν πας να μου κάνεις κανένα κόλπο, και πάνω απ' όλα αν aνοίξεις το στόμα σου, να 'σαι σίγουρος, μάρτυς μου ο Θεός, ότι θα σου σπάσω το λαιμό. Συνεννοηθήκαμε;>>

Ευχαριστήθηκα τη διαδρομή εκείνο το απόγευμα. Κατηφορί­

ζαμε με ογδόντα μίλια την ώρα την κοιλάδα, μέσα από κάνα δυο

χωριά, και δεν μπορούσα να μην προσέξω αρκετούς περίεργους τύπους που σεργιάνιζαν δίπλα στο δρόμο. Αυτοί πρέπει να ήταν

οι τσιλιαδόροι, και θα είχαν πολλά να μου πουν αν είχα έρθει με άλλη περιβολή ή συντροφιά. Όπως όμως ήταν τα πράγματα, με

κοίταζαν χωρίς περιέργεια . Ένας απ' αυτούς μάλιστα άγγιξε το

καπέλο του σε χαιρετισμό και του τον aνταπέδωσα με χάρη. Καθι6ς έπεφτε το σκοτάδι, έστριψα σε μια πλα'ίνή χαράδρα που, όπως θυμόμουν από το χάρτη, οδηγούσε σε μια έρημη γω­ νιά των λόφων. Αφήσαμε γρήγορα πίσω μας τα χωριά, ύστερα

τις φάρμες, και μετά τις τελευταίες καλύβες στην άκρη του δρό­ μου. Τέλος, φτάσαμε σ' έναν απόμερο βάλτο, όπου η νύχτα σκο ­

τείνιαζε την αντανάκλαση του ηλιοβασιλέματος στα βαλτόνερα. Εκεί σταματήσαμε, και αναγκαστικά γύρισα το αμάξι και επέ­

στρεψα στον κύριο Ί'ζόπλυ τα πράγματά του. «Χίλια ευχαριστώ» είπα. «Είσαι πιο χρήσιμος απ' ό,τι φα­ νταζόμουν . Και τώρα στρίβε και πήγαινε κατευθείαν στην αστυνομία>>. Καθώς έμεινα στα ριζά του λόφου, κοιτάζοντας τα πίσω φώτα

να τρεμοσβήνουν, ξανάφερα στο νου μου τα διάφορα είδη εγκλήματος που είχα διαπράξει μέχρι τότε. Αντίθετα με ό,τι πί­ στευε ο κόσμος, δεν ήμουν δολοφόνος, αλλά είχα γίνει ένας aσύστολος ψεύτης, ένας ξεδιάντροπος αγύρτης κι ένας ληστής

με ιδιαίτερη προτίμηση στα ακριβά αμάξια.

ΕΚΤΟΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η περιπέτεια του φαλακρού αρχαιολόγου

Πέρασα τη νύχτα σε μια πλαγιά του λόφου, σ' ένα απάνεμο μέ­ ρος όπου οι θάμνοι ήταν ψηλοί και μαλακοί. Κρύωνα πολύ, δεν είχα ούτε σακάκι, ούτε έστω ένα μπουφάν. Τα είχε κρατήσει όλα ο κύριος Τέρνμπολ, καθώς και το σημειωματάριο του Σκούντερ, το ρολόι μου και -το χειρότερο- την πίπα μου και το σακουλάκι

με τον καπνό. Πάνω μου είχα μόνο τα λεφτά μου, στη ζώνη μου,

και περίπου μισό κιλό μπισκότα με τζίντζερ στην τσέπη του πα­ ντελονιού μου. Έφαγα περίπου τα μισά από τα μπισκότα, και φωλιάζοντας

όσο μπορούσα πιο βαθιά μέσα στους θάμνους, κατάφερα λιγάκι

να ζεσταθώ . Η διάθεσιi μου είχε φτιάξει και άρχιζα ν' απολαμβά­

νω το τρελό παιχνίδι του κρυφτού και της αγωνίας. Μέχρι τώρα είχα σταθεί πολύ τυχερός. Ο γαλατάς, ο διανοούμενος νεαρός στο πανδοχείο, ο Σερ Χάρυ, ο συντηρητής του δρόμου και ο aνόητος Μάρμι, ήταν όλοι τους μέρη της αναπάντεχα καλής μου τύχης.

Κατά έναν περίεργο τρόπο, η πρώτη αυτή επιτυχία μού έδωσε την αίσθηση ότι θα μπορούσα να φέρω την ιστορία εις πέρας. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου ήταν ότι πεινούσα απελπιστι­

κά . Όταν αυτοκτονεί ένας Εβραίος στο Σίτι και γίνεται έρευνα, οι εφημερίδες συνήθως αναφέρουν ότι ο νεκρός «είχε φάη κα­ λά προηγουμένως». Θυμάμαι, σκεφτόμουν πως κανείς δε θα μπορούσε να γράψει για μένα ότι ήμουν «καλοφαγωμένος> αν

ΤΑΤΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

75

θα μ' έβρισκαν με σπασμένο το λαιμό σε καμιά λακκούβα με λα­

σπόνερα. Είχα ξαπλώσει και βασανιζόμουν -τα μπισκότα με το τζίντζερ μάλλον είχαν δώσει υπόσταση στο ξεχασμένο κενό στο στομάχι μου- απ' την ανάμνηση όλου εκείνου του καλού φαγη­ τού που ποτέ δεν είχα εκτιμήσει πολύ στο Λονδίνο. Τα λαχταρι­

στά λουκάνικα του Πάντοκ και το ευωδιαστό, άφθονο μπέικον και τα αυγά μάτια με το υπέροχο σχήμα -πόσες φορές τα είχα περιφρονήσει! Και οι κοτολέτες που έφτιαχναν στη λέσχη, κι

εκείνο το ζαμπόν που πρόσφεραν με το κρύο πιάτο ... Τα θυμό ­ μουν όλα κι αισθανόμουν τόση βουλιμία! Οι σκέψεις μου γύρι­

ζαν πάνω από όλες τις ποικιλίες των φαγητών, και τελικά κατέ­ ληξα σε μια καλοψημένη μπριζόλα, ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα, και κουνέλι για μετά. Και ονειρευόμενος μάταια αυτές τις νοστι­ μιές, αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα παγωμένος και πιασμένος περίπου μία ώρα μετά

την αυγή. Μου πήρε κάποιο χρόνο να θυμηθώ πού βρισκόμουν, γιατί ήμουν εξαντλημένος και είχα κοιμηθεί βαριά. Πρώτα κοί­

ταξα τον αχνογάλανο ουρανό μέσα από το δίχτυ που έφτιαχναν τα κλαδιά των θάμνων, μετά είδα τη μεγάλη πλαγιά του λόφου, κι ύστερα τις μπότες μου ακουμπισμένες και ταχτοποιημένες όμορφα πλάι σε μια βατομουριά . Στηρίχτηκα στους αγκώνες

μου κι έριξα μια ματιά κάτω στην κοιλάδα, κι αυτή η ματιά μ' έκανε να πεταχτώ επάνω και να φορέσω τις μπότες μου σαν

αστραπή.

Υπήρχαν άνθρωποι κάτω, καμιά τρακοσαριά μέτρα μακριά, απλωμένοι στην πλαγιά του λόφου και χτυπούσαν τους θάμνους. Ο Μάρμι δεν είχε αργήσει να οργανώσει την εκδίκησή του. Σύρθηκα από την κρυψώνα μου σ' ένα μέρος καλυμμένο με θάμνους κι από εκεί πέρασα σε μια ρηχή τάφρο που ανέβαινε προς το βουνό . Με οδήγησε σ' ένα στενό χαντάκι, απ' όπου

σκαρφάλωσα στην κορυφή . Από εκεί κοίταξα πίσω και είδα πως

δε με είχαν ακόμη ανακαλύψε ι. Οι διώκτες μου όργωναν με

υπομονή την πλαγιά του λόφου κι ανέβαιναν σιγά σιγά ποοc τα πάνω.

76

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Μένοντας πίσω από το οπτικό τους πεδίο, έτρεξα περίπου μι­ σό μίλι, μέχρι που νόμισα ότι ήμουν στο πιο ψηλό σημείο της κοι­ λάδας. Τότε σηκώθηκα, κι αμέσως με είδε ένας από την ομάδα, που γρήγορα το φώναξε και στους άλλους. Άκουσα κραυγές από εκεί κάτω και είδα ότι η γραμμή της έρευνάς τους στράφηκε σε

άλλη κατεύθυνση. Προσποιήθηκα ότι τραβιόμουν πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα, αλλά γύρισα πίσω από το μέρος απ' όπου είχα έρθει, και σε είκοσι λεπτά ήμουν πίσω από την κορυφή , πά­

νω από το μέρος που κοιμήθηκα. Από αυτό το σημείο είχα την ικανοποίηση να βλέπω την ομάδα να ανεβαίνει το λόφο προς την

κορυφή της κοιλάδας, κυνηγώντας απελπιστικά λάθος ίχνη. Μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα σε πολλούς δρόμους, και διάλεξα μια κορυφή που έκανε γωνία μ' αυτήν που ήμουν, κι έτσι πολύ σύντομα θα μας χώριζε , τους εχθρούς μου κι εμένα,

μια βαθιά κοιλάδα. Αυτή η «γυμναστική» με είχε ζεστάνει και είχα αρχίσει να διασκεδάζω αφάνταστα. Καθώς προχωρούσα, έφαγα και το πρωινό μου: τα ψίχουλα των μπισκότων.

Δεν ήξερα πολλά πράγματα για την περιοχή και δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι επρόκειτο να κάνω. Είχα εμπιστοσύνη στη δύναμη των ποδιών μου , αλλά ήξερα καλά πως αυτοί πίσω μου ήταν εξοικειωμένοι με τη φύση του εδάφους, και η άγνοιά μου θα ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο. Έβλεπα μπροστά μου συνέχε ια

λόφους που ψήλωναν όσο πήγαιναν προς τα νότια. Προς το βορ­

ρά υπήρχαν πλατιές κορυφές, που τις χώριζαν ρηχές και φαρδιές κοιλάδες. Η κορυφή που είχα διαλέξει κατηφόριζε απότομα ένα δυο μίλια πιο κάτω, σ' έναν βαλτότοπο που έμοιαζε με τσέπη στη

μέση του οροπεδίου. Θα μπορούσα να ξεφύγω προς αυτή την κα­

τεύθυνση : έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν χειρότερη από τις άλλες. Το κόλπο που έκανα μου είχε δώσει ένα καλό προβάδισμα

-πάνω κάτω είκοσι λεπτά- και η κοιλάδα πίσω μου με χώριζε προς το παρόν απ' αυτούς που με κυνηγούσαν. Προφανώς η αστυνομία είχε καλέσει τους ντόπιους γ ια βοήθεια, και οι άν­

θρωποι που μπορούσα να δω έμοιαζαν με βοσκούς ή αγροφύλα­ κες. Μόλις με είδαν, άρχισαν να φωνάζουν κι εγώ τους χαιρέτη-

ΤΑ ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆτΙΑ

77

σα κουνώντας τους το χέρι. Δύο από αυτούς κατέβηκαν γρήγορα

την πλαγιά κι άρχισαν να σκαρφαλώνουν προς το μέρος μου, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν στην ίδια πλευρά του λόφου. Αι­ σθάνθηκα σαν μαθητούδι που παίζει κλέφτες και αστυνόμους. Σε λίγο όμως έπαψε να μοιάζει με παιχνίδι. Αυτοί οι τύποι πί­ σω μου ήταν άντρες γεροί και βρίσκονταν σε γνώριμο περιβάλ­ λον. Γυρνώντας το κεφάλι μου είδα ότι μόνο τρεις με ακολου­

θούσαν από πίσω, και μάντεψα ότι οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να κόψουν δρόμο για να βγουν ξαφνικά μπροστά μου. Το ότι δεν

ήξερα την περιοχή απέβαινε σε βάρος μου. Αποφάσισα να βγω

από το λαβύρινθο των κοιλάδων στο βαλτότοπο που είχα δει από ψηλά. Έπρεπε ν' αυξήσω την απόσταση που με χώριζε απ' αυτούς και πίστευα ότι μπορούσα να το κάνω αν έβριΟ"-'α το κα­

τάλληλο έδαφος. Αν υπήρχε κάποια κρυψώνα, θα μπορούσα να δοκιμάσω να κρυφτώ, αλλά σ' αυτές τις γυμνές πλαγιές ξεχώρ ι­ ζα σαν τη μύγα μες στο γάλα. Η ελπίδα μου στηριζόταν στα γερά

μου πόδια και στο καθαρό μου μυαλό, χρειαζόμουν όμως πιο εύ­ κολο έδαφος μια και δεν είχα μεγαλώσει στα βουνά. Πώς θα 'θελα ένα καλό aφρικάνικο πόνυ!

Έβαλα όλες μου τις δυνάμεις κι έφυγα τρέχοντας προς το βάλτο πριν φανούν οι σιλουέτες τους στον ορίζοντα πίσω μου· πέρασα ένα ρυάκι και βγήκα σ' ένα δρόμο, πέρασμα ανάμεσα σε δυο στε­

νές κοιλάδες. Μπροστά μου ήταν ένα μεγάλο χωράφι με θάμνους

που aνηφόριζε σε μια κορφή στεφανωμένη από μια συστάδα πε­ ρίεργων δέντρων. Στο χαντάκι δίπλα στο δρόμο ήταν μια πύλη, απ'

όπου ξεκινούσε ένα χορταριασμένο μονοπάτι προς το βάλτο. Πήδηξα το χαντάκι και ακολούθησα το μονοπάτι, και μετά

από καμιά εκατοστή μέτρα -όταν πια δε φαινόταν από το δρό­

μο- το χορταριασμένο μονοπάτι γινόταν μια αξιοπρεπής αλέα που έπρεπε κάποιος να τη φρόντιζε. Προφανώς οδηγούσε σε σπίτι, και άρχισα να σκέφτομαι να προχωρήσω κι εγώ προς τα

εκεί. Μέχρι εδώ η τύχη μου ήταν πολύ καλή, και ίσως να έβρι­

σκα τη μεγάλη ευκαιρία σ' αυτό τα απομακρυσμένο σπίτι. Υπήρ­ χαν πάντως δέντρα εκεί πέρα , κι αυτό σήμαινε κάλυψη.

78

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Δεν ακολούθησα το δρόμο, αλλά την πλαγιά του ρέματος που έστριβε προς τα δεξιά. Οι πυκνές φτέρες που φύτρωναν εκεί και οι ψηλές όχθες με κρατούσαν αθέατο. Έκανα καλά που το απο­

φάσισα, γιατί μόλις μπήκα στο χαντάκι, κοιτάζοντας πίσω ακό­

μη, είδα τους διώκτες μου να φτάνουν στην κορυφή απ' όπου εί­ χα πριν λίγο κατέβει.

Μετά απ' αυτό δεν ξαναγύρισα να κοιτάξω . Δεν είχα καιρό.

Έτρεξα στην πλαγιά, έρποντας εκεί όπου το μέρος ήταν ανοι­ χτό, και για μεγάλο διάστημα τσαλαβουτώντας στο ρηχό ποτάμι. Βρήκα ένα εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο μ' έναν παραμελημένο

κήπο και σωρούς από στοιβαγμένη τύρφη . Ύστερα βρέθηκα ανάμεσα σε θημωνιές από φρεσκοκομμένο άχυρο, και σε λίγο

ήμουν στην άκρη μιας συστάδας από ανεμοδαρμένα έλατα. Από

εκεί είδα τις καμινάδες του σπιτιού να καπνίζουν μερικές εκατο­ ντάδες μέτρα στ' αριστερά μου· άφησα την πλαγιά, πήδηξα άλλο ένα χαντάκι, και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σ' έναν

άγριο κήπο . Μια ματιά πίσω μου μ' έκανε να καταλάβω ότι οι διώκτες μου , που ακόμη δεν είχαν περάσει το πρώτο ύψωμα του βάλτου, με είχαν χάσει.

Το γρασίδι ήταν πολύ άγριο, κομμένο με δρεπάνι κι όχι με την κανονική μηχανή, φυτεμένο ανάμεσα σε παρτέρια με καχεκτι­ κές ροδοδάφνες. Ένα ζευγάρι μαυροπούλια, απ' αυτά που δε

συχνάζουν σε κήπους, φτερούγισαν μακριά καθώς πλησίαζα. Το

σπίτι μπροστά μου ήταν μια συνηθισμένη φάρμα αυτού του βαλ­ τότοπου, με μια πρόσθετη εξεζητημένη κάτασπρη πτέρυγα. Δί­

πλα στην πτέρυγα υπήρχε μια τζαμαρία, και εκεί είδα έναν ηλι­ κιωμένο κύριο που με κοίταζε ήρεμα.

Προχώρησα προς το σπίτι από τη χαλικόστρωτη πλευρά του

λόφου και μπήκα στην ανοιχτ1Ί πόρτα της βεράντας. Το δωμάτιο

όπου βρέθηκα ήταν ευχάριστο: η τζαμαρία από τη μια πλευρά και ένας σωρός βιβλία στην άλλη. Στο δωμάτιο στο βάθος φαινό­ ταν να υπάρχουν κι άλλα βιβλία. Στο πάτωμα, αντί για τραπέζια,

υπήρχαν θήκες, σαν αυτές που μ.,η;ορεί να δει κανείς στα μου­ σεία, γεμάτες νομίσματα και περίεργα αντικείμενα από πέτρα.

ΤΑ ΊΊ'ΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

79

Υπήρχε ένα γραφείο στη μέση, και καθισμένος εκεί, ανάμεσα σε χαρτιά και ανοιχτού ς τόμους μπροστά του, ήταν ο συμπαθητι­

κός, ηλικιωμένος κύριος. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και λαμπερό, κι έμοιαζε ήρωας του Ντίκενς φορούσε μεγάλα γυα­ λιά στην άκρη της μύτης του και το πάνω μέρος του κεφαλιού του ήταν γυμνό και γυαλιστερό σαν μπουκάλι. Δεν κουνήθηκε καθό­ λου όταν μπήκα· σήκωσε μόνο γαλήνια τα φρύδ ια του και περί­ μενε να μιλήσω.

Δεν ήταν και τόσο εύκολο, μέσα σε πέντε λεπτά που είχα στη διάθεσή μου, να εξηγήσω σ' έναν άγνωστο ποιος ήμουν και τι ήθε­

λα, και να τον πείσω να με βοηθήσει. Δεν το προσπάθησα καν. Υπήρχε κάτι στα μάτια του ανθρώπου αυτού μπροστά μου, κάτι

που φανέρωνε εξυπνάδα, γνώση και κατανόηση, που μ' έκανε να

μην μπορώ να aρθρώσω λέξη. Τον κοιτούσα απλώς και τραύλιζα. «Φαίνεσαι βιαστικός, φίλε μου» είπε αργά.

Έγνεψα προς το παράθυρο. Έβλεπε ανάμεσα από τα έλατα

προς το βαλτότοπο, και μπορούσαμε να δούμε σιλουέτες κάπου μισό μίλι μακριά, που προσπαθούσαν να περάσουν από τους θά­ μνους.

«Α, μάλιστα» είπε· πήρε ένα ζευγάρι κιάλια και περιεργάστη­ κε τις σιλουέτες. «Δραπέτης, ε; Καλά λοιπόν, θα τα πούμε αργότερα με την

ησυχία μας . Στο μεταξύ, αρνούμαι να δεχτώ παραβίαση της

ιδιωτικής μου ζωής απ' αυτούς τους αδέξιους, χωριάτες αστυνο­ μικούς . Πήγαινε στο γραφείο μου και θα δεις δυο πόρτες απένα­

ντί σου . Μπες στην αριστερή και κλείσ' την πίσω σου . Θα.είσαι απόλυτα ασφαλής» . Και ο παράξενος αυτός άνθρωπος ξανάπιασε την πένα του.

Έκανα ό,τι μου είπε, και βρέθηκα σ' ένα μικρό σκοτεινό δω­ μάτιο που είχε έντονη μυρωδιά χημικών, και φωτιζόταν μόνο από ένα μικροσκοπικό παράθυρο ψηλά στον τοίχο. Η πόρτα εί­

χε κλείσει πίσω μου μ' ένα κλικ σαν πόρτα χρηματοκιβωτίου . Για

μιαν ακόμη φορά είχα βρει ένα απρόσμενο καταφύγιο. Παρ' όλα αυτά δεν αισθανόμουν άνετα. Υπήρχε κάτι σ' αυτόν

80

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

τον ηλικιωμένο κύριο που με μπέρδευε και μάλλον με τρόμαζε. Ήταν τόσο άνετος και ετοιμόλογος, σχεδόν σαν να με περίμενε.

Και τα μάτια του ήταν τρομερά έξυπνα.

Δε μ' έφτανε κανένας ήχος σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο. Το μόνο που ήξερα, ήταν ότι η αστυνομία μάλλον θα έψαχνε το σπί­

τι και τότε θα ζητούσε να μάθει τι κρυβόταν πίσω από τούτη την πόρτα. Προσπάθησα να ηρεμήσω και να ξεχάσω την πείνα μου.

Ύστερα είδα τα πράγματα πιο αισιόδοξα. Ο ηλικιωμένος κύ ­ ριος δε θα μπορούσε να μου αρνηθεί ένα γεύμα, κι άρχισα να

φαντάζομαι το πρόγευμά μου· θα μπορούσα βέβαια να φάω μπέικον με αυγά, αλλά μου χρειαζόταν κανένα κιλό μπέικον και καμιά πενηνταριά αυγά. Και μετά, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να μου

τρέχουν τα σάλια, ακούστηκε ξανά ένα κλικ και η πόρτα άνοιξε. Όρμησα προς το φως του ήλιου και βρήκα το σπιτονοικοκύρη

να κάθεται σε μια βαθιά πολυθρόνα στο γραφείο του, και να με κοιτάζει περίεργα. «Έφυγαν;» ρώτησα.

«Έφυγαν. Τους έπεισα ότι πέρασες το λόφο. Δε θ' αφήσω πο­ τέ την αστυνομία να μπει ανάμεσα σε μένα και τον επίτιμο καλε­ σμένο μου. Ήταν μάλλον τυχερό πρωινό για σένα , κύριε Ρί­ τσαρντ Χάναϋ».

Καθώς μιλούσε, τα βλέφαρά του έμοιαζαν να πέφτουν και να μισοκλείνουν πάνω από τα εξεταστικά, γκρίζα του μάτια. Σαν

αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η φράση του Σκούντερ, όταν περιέγραψε τον άνθρωπο που φοβόταν πιο πολύ απ' όλα στον κόσμο . Είχε πει ότι μπορούσε να μισοκλείνει τα μάτια του «σαν το γεράκι». Τότε κατάλαβα ότι είχα έρθει ακριβώς στο στόμα

του λύκου, στο στρατηγείο των εχθρών μου.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τον πνίξω τον παλιοπροδότη και να πεταχτώ έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Φάνηκε να μαντεύ­ ει τη σκέψη μου, γιατί χαμογέλασε κι έγνεψε προς την πόρτα πί­ σω μου.

Γύρισα και είδα δυο υπηρέτες με τα πιστόλια τους στραμμένα πάνω μου.

ΤΑ 'ΓΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

81

Ήξερε το όνομά μου αλλά δε με είχε δει ποτέ. Και μ' αυτή τη σκέψη, άρχισα πάλι να πιστεύω ότι ίσως είχα άλλη μια μικρή ελπίδα.

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε» είπα απότομα. «Και ποιον φωνάζετε Ρίτσαρντ Χάναϋ; Το όνομά μου είναι Έινσλυ» . «Α, έτσι;» είπε χαμογελώντας. «Μα και βέβαια έχετε και άλ­ λα ονόματα. Αλίμονο! Δε θα μαλώσουμε για ένα όνομα!»

Προσπαθούσα τώρα να συγκροτήσω ξανά τον εαυτό μου και τις σκέψεις μου, και αναλογίστηκα ότι τα ρούχα μου , χωρίς σα­ κάκι και γιλέκο και κολάρο, δε θα με πρόδιδαν με τίποτα. Φόρε­

σα την πιο σκυθρωπή όψη μου και μάζεψα τους ώμους μου. «Υποθέτω ότι θα με παραδώσετε τελικά, κι αυτό το λέω βρώ ­ μικο κόλπο. Θεέ μου, μακάρι να μην είχα δει ποτέ εκείνο το κα­

ταραμένο αυτοκίνητο! Να τα λεφτά, και το κρίμα δικό σας!» και πέταξα τέσσερις χρυσές λίρες στο τραπέζι. Άνοιξε λίγο τα μάτια του. «Α, όχι, δε θα σε παραδώσω. Οι φί­ λοι μου κι εγώ θα κάνουμε μια μικρή, ιδιωτική διευθέτηση του

θέματός σου. Αυτό είναι όλο. Ξέρεις μάλλον πολλά, κύριε Χά­ ναϋ. Είσαι ικανός και πειστικός ηθοποιός, αλλά όχι και τόσο ικανός».

Μιλούσε με σιγουριά αλλά μπορούσα να ξεχωρίσω κάποια αδιόρατη αμφιβολία στο μυαλό του.

«Α, για τ' όνομα του Θεού, πάψε, μη μιλάς έτσι!» φώναξα.

«Τα πάντα είναι εναντίον μου . Δεν είχα ούτε τόση δα τύχη από τότε που πάτησα το πόδι μου στην ακτή, στο Λη θ . Και σιγά το με­ γάλο κακό! Πεινούσα φοβερά και βούτηξα τα λεφτά που βρήκα σε μια σακαράκα. Αυτό έκανα όλο κι όλο, και γι' αυτό καταδιώ­

κομαι εδώ και δυο μέρες απ' τους αναθεματισμένους τους μπά­ τσους, πάνω κάτω σε τούτους τους καταραμένους λόφους. Μα το Θεό, τα βαρέθηκα. Κάνε ό,τι θες, παππού! Ο Νεντ Έινσλυ, βα ­ ρέθηκε να πολεμάει πια».

Μπορούσα να διακρίνω την αμφιβολία που κέρδιζε έδαφος.

«Θα μπορούσες να μου διηγηθείς τι έκανες τον τελευταίο και­ ρό; » ρώτησε.

82

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Δεν μπορώ, αφεντικό» είπα κλαψουρίζοντας σαν ζητιάνος. «Δεν έχω φάει τίποτα εδώ και δυο μέρες. Δώσ' μου μια μπουκιά

φα:t, κι ύστερα θ' ακούσεις όλη την αλήθεια». Η πείνα μου θα ζωγραφιζόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπό μου, γιατί έκανε νόημα σε έναν από τους άντρες που στέκονταν στην

πόρτα. Μου έφεραν λίγη κρύα πίτα κι ένα ποτήρι μπίρα, και τα καταβρόχθισα σαν γουρούνι -ή μάλλον, σαν τον Νεντ Έινσλυ ,

μια και προσπαθούσα να παίζω άψογα το ρόλο του. Την ώρα που έτρωγα, μου μίλησε απότομα γερμανικά, αλλά εγώ γύρισα

και τον κοίταξα μ' ένα πρόσωπο τελείως ανέκφραστο, σαν από πέτρα.

Ύστερα του είπα την ιστορία, -πώς είχα έρθει με το πλοίο

στο Ληθ την προηγούμενη βδομάδα, και πήγαινα στον αδερφό μου στο Γουίγκταουν . Μου είχαν τελειώσει τα λεφτά -άφησα να

εννοηθεί πως τα έχασα σ' ένα φράχτη, και κοιτώντας πέρα, είδα μέσα στο ρέμα ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Πλησίασα και το σκάλι­ σα λίγο για να δω τι είχε συμβεί, και βρήκα τρεις χρυσές λίρες aφημένες πάνω στο κάθισμα και άλλη μια στο πάτωμα . Κανείς

δεν ήταν εκεί, και ούτε φαινόταν πουθενά ο ιδιοκτήτης, οπότε βούτηξα κι εγώ το χρήμα. Αλλά δεν ξέρω πώς έγινε, το πήρε εί­ δηση η αστυνομία και άρχισε το κυνηγητό. Όταν προσπάθησα ν'

αλλάξω μια λίρα σ' ένα φούρνο, η φουρνάρισσα φώναξε τους

χωροφύλακες, και λίγο αργότερα την ώρα που έπλενα το πρό­ σωπό μου σε μια πηγή, παραλίγο να με πιάσουν. Ευτυχώς, τα κα­ τάφερα να φύγω, αφήνοντας όμως πίσω μου το σακάκι και το γ ι­ λέκο μου.

«Ας πάρουν πίσω τα λεφτά» φώναξα, «Και όλα τα καλά τους . Αυτά τα τέρατα δε διστάζουν να κυνηγήσουν ένα άτυχο ανθρω­ πάκι. Δηλαδή, αν ήσουν εσύ, αφεντικό, που βρήκες το χρήμα, όλα θα ήταν καλά, ούτε γάτα ούτε ζημιά!>> «Είσαι καλός ψεύτης, Χάναϋ» είπε.

Κοκκίνισα απ' το θυμό μου. «Κόφ' την πλάκα, διάολε! Σου εί­

πα ότι το όνομά μου είναι Έινσλυ, και δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου κανέναν που να τον λένε Χάναϋ. Μακάρι να με είχε

ΤΑ ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

83

πιάσει η αστυνομία, αντί για σένα, με τους Χάναϋ και τους κα­

κομούτσουνους πιστολάδες σου ... Όχι, αφεντικό, συγνώμη, δεν το εννοούσα αυτό το τελευταίο! Σου είμαι υποχρεωμένος για το

φαΊ, και θα σ' ευγνωμονώ αν μ' aφήσεις να φύγω τώρα που έφυ­ γε και η αστυνομία».

Ήταν φανερό πως είχε μπερδευτεί πολύ· βλέπετε, δε με είχε

δει ποτέ, και η εμφάνισή μου πρέπει να είχε αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τις φωτογραφίες μου, αν είχε πάρει καμιά . Ήμουν μάλλον συμπαθητικός και κομψός στο Λονδίνο , και τώρα έμοια­

ζα με κοινότατο αλήτη.

«Δεν προτίθεμαι να σ' αφήσω ελεύθερο. Αν είσαι αυτός που λες ότι είσαι, θα σου δοθεί πολύ γρήγορα η ευκαιρία να το απο ­ δείξεις . Αν όμως είσαι ό,τι πιστεύω πως είσαι νομίζω ότι δε θα μπορείς να βλέπεις το φως του ήλιου για πολύ ακόμα>> . Χτύπησε το κουδούνι, κι ένας τρίτος υπηρέτης ήρθε από τη βεράντα. «Θέλω τον Λάντσεστερ σε πέντε λεπτά» είπε. «Θα είμαστε τρεις στο γεύμα».

Ύστερα με κοίταξε σταθερά, κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη δο­ κιμασία στην οποία θα μπορούσε να με υποβάλει. Υπήρχε κάτι το εξωτικό και το διαβολικό σ' αυτά τα μάτια, τα

πονηρά, τα ψυχρά, τα μυστήρια και διαβολεμένα έξυπνα. Με γοήτευαν σαν τα λαμπερά μάτια του φιδιού . Αισθάνθηκα μια

πολύ δυνατή παρόρμηση να aφεθώ στο έλεός του και να προ­ σφερθώ να υπηρετήσω τη δική του πλευρά, και αν σκεφτείτε πώς ένιωθα για όλη αυτή την ιστορία, θα δείτε ότι η παρόρμηση θα πρέπει να ήταν τελείως φυσιολογική: η αδυναμία ενός υπνω ­ τισμένου μυαλού, κυριευμένου από ένα ισχυρότερο πνεύμα . Κα­

τάφερα όμως να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του, ακόμα και να κλαψουρίσω.

«Την άλλη φορά θα με ξέρεις πια, αφεντικό» είπα.

«Καρλ» μίλησε στα γερμανικά σ' έναν από τους τύπους που

στέκονταν στην πόρτα, «κλείσε το φίλο μας σε μια αποθήκη μέ ­ χρι να γυρίσω, και σε καθιστώ υπεύθυνο για την κράτησή του».

84

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Προχώρησα έξω από το δωμάτιο με δυο πιστόλια κολλημένα στ' αυτιά μου.

Η αποθήκη ήταν ένα σκοτεινό και θαμπό δωμάτιο, και θα πρέ ­ πει να ανήκε στο παλιό αγροτόσπιτο. Δεν είχε χαλί πάνω στο ανώμαλο πάτωμα, και το μόνο που υπήρχε για να καθίσει κανείς ήταν ένα θρανίο. Ήταν κατάμαυρο -πίσσα: τα παράθυρα ήταν

κλεισμένα με βαριές μπάρες. Κατάλαβα με την αφή ότι κοντά στους τοίχους είχε κουτιά και βαρέλια και σακιά με κάποιο βα­

ρύ υλικό μέσα. Όλος ο χώρος μύριζε μούχλα και κλεισούρα. Οι φύλακές μου γύρισαν το κλειδί στην πόρτα, και τους άκουγα να σέρνουν τα πόδια τους καθώς έστεκαν φρουρώντας με απ' έξω. Κάθισα μέσα σ' εκείνη την παγωμένη σκοτεινιά και το μυαλό μου δεν ήταν πια σε θέση να λειτουργήσει. Ο γέρος είχε φύγει

για να συναντήσει εκείνους τους δύο παλιάνθρωπους που μου είχαν μιλήσει χτες . Εκείνοι με είχαν δει σαν συντηρητή δρόμων και θα τους ήταν εύκολο να με θυμηθούν, γιατί φορούσα τα ίδια

κουρέλια. Τι θέλει ένας εργάτης δρόμων είκοσι μίλια μακριά

απ' το πόστο του και γιατί τον καταδιώκει η αστυνομία; Μια δυο τέτοιες ερωτήσεις θα τους έφερναν στη σωστή κατεύθυνση .

Ίσως να είχαν δει τον κύριο Τέρνμπολ ή και τον Μάρμι. Κατά πάσα πιθανότητα, θα με συνέδεαν και με τον Σερ Χάρυ, κι ύστε ­

ρα όλη η ιστορία θα ήταν πια σχεδόν διάφανη. Τι προοπτικές εί­ χα άραγε εδώ, σ' αυτό το σπίτι στη μέση του βαλτότοπου, με τρεις κακοποιούς και τους οπλισμένους υπηρέτες τους; Άρχισα να σκέφτομαι μελαγχολικά την αστυνομία που έτρεχε τώρα στους λόγους ψάχνοντας . Τουλάχιστον αυτοί ήταν πατριώ­

τες και τίμιοι άνθρωποι, και σίγουρα θα ψαν πιο ευγενικοί από τούτους τους αιμοδιψείς ξένους. Δεν επρόκειτο όμως να με ακού­

σουν. Αυτός ο γερο-διάβολος με τα παράξενα μάτια δεν άργησε να τους ξεφορτωθεί. Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να έπεισε την

αστυνομία. Ίσως να είχε γράμματα από διάφορα υπουργεία, που έλεγαν ότι πρέπει να του παρασχεθεί κάθε δυνατότητα να συνω-

85

ΤΑ ΊΊ'ΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ

μοτήσει εναντίον της Βρετανίας. Έχουμε, βλέπετε, κι εμείς τον τρόπο μας να κατευθύνουμε και να κάνουμε την πολιτικ1Ί μας στη Γηραιά Αλβιόνα.

Οι τρεις τους θα γύριζαν σε λίγο να γευματίσουν, κι έτσι δε θα περίμενα παρά μόνο κάνα δίωρο. Απλώς, περίμενα το τέλος: δυ­ στυχώς, δεν έβλεπα κανέναν τρόπο να ξεφύγω από εκεί μέσα. Μακάρι να είχα το κουράγιο του Σκούντερ. Μπορώ τώρα να

ομολογήσω ότι δεν ένιωθα καμιά μα καμιά εσωτερικ1Ί δύναμη. Το μόνο που με κρατούσε ακόμη, ήταν ότι ήμουν φοβερά θυμω­

μένος. Η σκέψη ότι αυτοί οι τρεις κατάσκοποι με κορόιδευαν, μ' έκανε να βράζω από θυμό. Ευχήθηκα να μπορούσα με κάποιον τρόπο να στρίψω το λαρύγγι ενός τους πριν με καθαρίσουν.

·

Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο θύμωνα, κι έτσι άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω στο δωμάτιο. Δοκίμασα ν' ανοίξω τα παραθυρόφυλλα, αλλά έμοιαζαν κλειδωμένα με κλειδί και δεν μπορούσα να τα κουνήσω. Απέξω ακούγονταν αχνά τα κακαρί­

σματα από τις κότες κάτω από το ζεστό ήλιο. Έπειτα έπεσα ανά­ μεσα στα κιβώτια και στα σακιά. Τα κιβώτια ήταν αδύνατο να ανοιχτούν, και τα σακιά έμοιαζαν παραγεμισμένα με κάτι πράγ­

ματα σαν μπισκότα για σκύλους, που μύριζαν κανέλα. λλλά όπως τριγυρνούσα ψάχνοντας στο δωμάτιο, βρ1iκα ένα χερούλι

στον τοίχο, που έμοιαζε ν' αξίζει τον κόπο να το ψάξω. Ήταν η πόρτα μιας εντοιχισμένης ντουλάπας, και ήταν κλει­

δωμένη. Την κούνησα, και μου φάνηκε ότι μάλλον δε θα πρό­ βαλλε μεγάλη αντίσταση. Αφού ήθελα κάτι, το καλύτερο που εί­ χα να κάνω ήταν να βάλω όλη μου τη δύναμη σ' αυτή την πόρτα,

και να πιέσω το χερούλι τυλίγοντας τα χέρια μου τριγύρω. Τελι­ κά, ακούστηκε ήχος από κάτι που έσπαγε, και φοβήθηκα ότι θα έκανε τους φρουρούς να έρθουν και ν' αρχίσουν τις ερωτήσεις. Περίμενα λίγο κι ύστερα άρχισα να εξερευνώ τα ράφια της

ντουλάπας. Υπήρχαν εκεί μέσα ένα σωρό περίεργα πράγματα. Βρήκα

ένα δυο παλιά σπαρματσέτα στις τσέπες του παντελονιού μου και τα άναψα. Έσβησαν σχεδόν αμέσως, αλλά ήταν αρκετά για

86

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

να διακρίνω κάτι. Υπήρχε ένα μικρό στοκ από ηλεκτρικούς φα­ κούς σ' ένα ράφι. Πήρα έναν και είδα ότι δούλευε μια χαρά.

Με τη βοήθεια του φακού, συνέχισα την εξερεύνησή μου.

Υπήρχαν μπουκάλια και κανάτια με πράγματα που μύριζαν πε ­ ρίεργα, κατά πάσα πιθανότητα χημικά για πειράματα, και υπήρ­ χαν ρολά από λεπτό χάλκινο σύρμα και νήμα από λεπτό, λαδω­ μένο μετάξι . Είχε ακόμα ένα κουτί με κροτίδες, και πολύ σκοινί

για φιτίλια. Και εκεί πίσω στο ράφι, βρήκα ένα χοντρό καφέ κουτί από χαρτόνι, και μέσα ένα ξύλινο κιβώτιο. Κατάφερα να

το μισανοίξω και είδα μέσα μια ντουζίνα από γκρίζα τουβλάκια, το καθένα γύρω στα τέσσερα τετραγωνικά εκατοστά.

Πήρα ένα και είδα ότι τριβόταν εύκολα στο χέρι μου· ύστερα το μύρισα και το δοκίμασα στη γλώσσα μου· κάθισα ν.α σκεφτώ.

Ε, αλίμονο, ήμουν και μεταλλειολόγος: μπορούσα να αναγνωρί­ σω τον λεντονίτη όταν τον έβλεπα. Μ' ένα από αυτά τα τουβλάκια μπορούσα να τινάξω το σπίτι

συθέμελα. Είχα χρησιμοποιήσει το υλικό στη Ροδεσία και ήξερα τη δύναμή του. Το πρόβλημά μου ήταν όμως ότι οι γνώσεις μου

δεν ήταν ακριβείς. Είχα ξεχάσει την κανονική φόρτιση και το σωστό τρόπο να την προετοιμάζεις, και δεν ήμουν σίγουρος για το χρονικό περιθώριο. Θυμόμουν πολύ αμυδρά την ισχύ του, επειδή, αν και το είχα χρησιμοποιήσει, δεν το είχα χειριστεί με

τα ίδια μου τα χέρια. Αλλά ήταν μια πιθανότητα, η μόνη πιθανότητα που είχα. Ήταν μάλλον επικίνδυνη, η άλλη λύση όμως ήταν απόλυτη, σί­ γουρη και μοιραία. Αν το aποφάσιζα, τα ποσοστά θα ήταν, όπως υπολόγιζα, περίπου πέντε προς ένα υπέρ του να ανατιναχθώ κι

εγώ μαζί με το σπίτι και να με βρουν πάνω σε κάποιο από τα δέ­ ντρα τριγύρω. Αν δεν το έκανα, τότε σίγουρα θα βρισκόμουν το

πολύ ώς το απόγευμα σε μια τρύπα δύο μέτρων μέσα στον κήπο. Έτσι έπρεπε να το δω. Το μέλλον ήταν και στις δυο περιπτώσεις αρκετά σκοτεινό, αλλά όπως και να 'ναι, υπήρχε μια τελευταία

πιθανότητα και για μένα και για την πατρίδα μου. Η ανάμνηση του άμοιρου του Σκούντερ μ' έκανε να πάρω την

ΤΑ Ί'ΡΙΑΝΎΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

87

απόφασή μου . Ήταν η πιο άσκημη στιγμή της ζωής μου και δεν είμαι καλός στο να παίρνω τέτοιες αποφάσεις που απαιτούν ψυ­ χραιμία. Κατάφερα παρ' όλα αυτά να συγκρατήσω με τα δόντια

τις τελευταίες μου δυνάμεις και έδιωξα μακριά τις φοβερές αμ­ φιβολίες που με κυρίευαν . Σφάλισα αμέσως το μυαλό μου , και προσπάθησα να φανταστώ ότι έκανα ένα πείραμα απλό, σαν τα

βεγγαλικά του Γκάι Φοκς. Πήρα μια κροτίδα και στερέωσα πάνω της μισό μέτρο φιτίλι. Ύστερα πήρα το ένα τέταρτο από ένα τουβλάκι λεντονίτη και το

έθαψα κοντά στην πόρτα, κάτω από ένα από τα σακιά, σε μια κοιλότητα στο πάτωμα, τοποθετώντας την κροτίδα εκεί μέσα. Μπορούσα να υποθέσω ότι τουλάχιστον τα μισά κιβώτια περιεί­

χαν δυναμίτη. Αν η ντουλάπα έκλεινε τέτοια φοβερά εκρηκτικά, γιατί όχι και τα κιβώτια; Σ ' αυτή την περίπτωση, θα κάναμε, οι γερμανοί υπηρέτες, εγώ και μια περιοχή εκατό μέτρων γύρω μας,

ένα καταπληκτικό ταξίδι προς τον ουρανό. Υπήρχε ακόμα ο κίν­ δυνος να προκληθεί έκρηξη και στις άλλες πλάκες του λεντονίτη που ήταν στην ντουλάπα : είχα, βλέπετε, ξεχάσει σχεδόν όσα ήξε ­

ρα για τον λεντονίτη . Έπαψα όμως να σκέφτομαι άλλο τις πιθα­ νότητες. Τα ρίσκα ήταν φοβερά, αλλά έπρεπε να το παίξω. Τρύπωσα ακριβώς κάτω από το πρεβάζι του παραθύρου και

άναψα το φιτίλι. Μετά περίμενα ένα δυο λεπτά . Η σιγή ήταν νε­ κρική -μόνο ο ήχος από βαριές μπότες στο διάδρομο και το ει­

ρηνικό και χαρούμενο κακάρισμα από τις κότες στη ζεστή εξοχή διέκοπταν την απόλυτη ησυχία. Άφησα την ψυχή μου στα χέρια του Δημιουργού μου και αναρωτήθηκα πού θα βρισκόμουν σε πέντε δευτερόλεπτα.

Ένα μεγάλο κύμα ζέστης φάνηκε να ορμά από το πάτωμα προς τα πάνω και να αιωρείται για μια ανυπόφορη στιγμή στον αέρα ύστερα ο τοίχος απέναντί μου άστραψε μ ' ένα χρυσοκίτρι­

νο χρώμα και διαλύθηκε με φοβερό θόρυβο, που σφυροκόπησε μέχρι βαθιά μέσα το μυαλό μου· κάτι έπεσε πάνω μου χτυπώντας

με στον αριστερό ώμο . Και μετά, νομίζω, λιποθύμησα.

88

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Η λιποθυμία μου πρέπει να κράτησε λίγα δευτερόλεπτα μόνο. Αισθάνθηκα να πνίγομαι από πυκνούς κίτρινους καπνούς, και

προσπάθησα να τραβηχτώ από τα ερείπια και να σταθώ στα πό­ δια μου. Κάπου πίσω μου μύρισα τον καθαρό αέρα. Τα μάνταλα του παραθύρου είχαν υποχωρήσε ι και απ' ό,τι είχε μείνει, ο κα­

πνός χυνόταν έξω, προς το καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Προχώρη ­ σα πάνω στα σπασμένα ξύλα του παραθύρου και βρέθηκα να στέκομαι στην αυλή, μέσα σε πυκνή και καυστική ομίχλη. Αι­

σθάνθηκα έντονη αδιαθεσία και αναγούλα, μπορούσα όμως να

κινώ τα πόδια μου, κι έτσι προχώρησα παραπατώντας στα τυ ­ φλά, ίσια έξω απ' το σπίτι. Ένας μικρός νερόμυλος έτρεχε μέσα σ' έναν ξύλινο υδραγω­ γό στην άλλη πλευρά της αυλής. Έπεσα μέσα στο νερό . Ήταν δροσερό και μ' έκανε να ξανανιώσω. Είχα πια τα κότσια να σκε ­

φτώ πώς θα δραπετεύσω. Σκαρφάλωσα στο λούκι ανάμεσα από τα γλοιώδη πράσινα φυτά, μέχρι που έφτασα στον τροχό του μύ­ λου. Μετά σύρθηκα μέσα από την τρύπα του άξονα στον παλιό

μύλο, και βρέθηκα κουτρουβαλώντας πάνω σ' ένα στρώμα από άχυρο. Ένα καρφί έπιασε το παντελόνι μου , και άφησα ένα κομμάτι ύφασμα πίσω μου .

Ο μύλος είχε μείνει αχρησιμοποίητος για καιρό. Οι σκάλες

του είχαν σαπίσει από την πολυκαιρία και στο πατάρι οι αρου ­ ραίοι είχαν ανοίξει μεγάλες τρύπες στο πάτωμα. Μ' έπιασε ναυ­

τία. Ένας τροχός πάνω από το κεφάλι μου γυρνούσε αδιάκοπα. Ο αριστερός μου ώμος και το χέρι μου έμοιαζαν να τρέμουν χω­ ρίς σταματημό. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα ότι η ομίχλη έμενε σαν κρ ε μασμένη πάνω από το σπίτι, και ότι έβγαινε κα­ πνός από ένα παράθυρο επάνω . Δόξα τω Θεώ, είχα βάλει φωτιά στο σπίτι: μπορούσα ν ' ακούσω φωνές που έδειχναν σύγχυση,

από την άλλη πλευρά.

Δεν είχα όμως χρόνο για χάσιμο, και ο μύλος ήταν μάλλον κα­

κή κρυψώνα. Αυτοί που μ' έψαχναν, θα σκέφτονταν οπωσδήπο­ τε το μύλο, και ήμουν σίγουρος ότι η έρευνα θ' άρχιζε μόλις ανα­

κάλυπταν ότι το σώμα μου δε βρισκόταν στην αποθήκη. Από ένα

ΤΑ ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆτΙΑ

89

άλλο παράθυρο είδα ότι στην άλλη άκρη υπήρχε ένας παλιός πέ­ τρινος περιστερώνας. Αν μπορούσα να φτάσω εκεί χωρίς ν'

αφήσω ίχνη, ίσως να έβρισκα μια καλ1Ί κρυψώνα. Φανταζόμουν

ότι οι αντίπαλοί μου, αν πίστευαν ότι μπορούσα να κινηθώ, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι θα προσπαθούσα να φτάσω στο λόφο. Έτσι, θ' άρχιζαν να με ψάχνουν στο βάλτο τριγύρω. Σύρθηκα κατεβαίνοντας τη σπασμένη σκάλα και σκορπίζο­ ντας άχυρα πίσω μου για να καλύψω τα ίχνη από τα βήματα.

Έκανα το ίδιο και στο πάτωμα του μύλου , και στο κατώφλι της πόρτας που κρεμόταν από τους σπασμένους μεντεσέδες. Ρίχνο­ ντας μια ματιά έξω, είδα ότι ανάμεσα σε μένα και τον περιστε ­ ρώνα υπήρχε ένα ακάλυπτο λιθόστρωτο κομμάτι όπου δε θα φαινόταν ίχνη από πατημασιές. Εκτός απ' αυτό, δε φωνόταν κα­ θόλου από το σπίτι, γιατί το έκρυβαν τα κτίρια του μύλου. Διέ­

σχισα το χώρο γλιστρώντας, κι έφτασα στο πίσω μέρος του περι­ στερώνα. Προσπάθησα να σκεφτώ έναν τρόπο για ν' ανεβώ

επάνω. Αυτό αποδείχτηκε από τα δυσκολότερα πράγματα που επιχείρησα ποτέ να κάνω. Ο ώμος και το χ έρ ι μου πονούσαν

διαβολεμένα, και αισθανόμουν τόσο άρρωστος και ζαλισμένος, που κινδύνευα συνεχώς να πέσω. Αλλά τελικά, δεν ξέρω πώς, τα κατάφερα. Χρησιμοποιώντας τις πέτρες που εξείχαν, τις τρύπες του τοίχου και μια σκληρή ρίζα από κισσό, έφτασα τέλος στην κορυφή. Υπήρχε ένα μικρό παραπέτο πίσω, όπου βρήκα λίγο

μέρος για να ξαπλώσω. Ύστερα λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα, το κεφάλι μου έκαιγε και ο ήλιος έπεφτε κα­ τευθείαν στα μάτια μου. Για κάμποση ώρα έμεινα ακίνητος: οι φοβεροί καπνοί είχαν παραλύσει τα μέλη μου και είχαν θολώσει

το μυαλό μου. Διάφοροι ήχοι έφταναν από το σπίτι -άντρες φώ­ ναζαν δυνατά κι ένα αυτοκίνητο μαρσάριζε. Υπήρχε μια μικρή τρύπα στο παραπέτο, και στρίβοντας προς τα εκεί μπορούσα να δω ένα μέρος από την αυλή. Είδα μερικές σιλουέτες να βγαίνουν έξω -ένας υπηρέτης με το κεφάλι μπανταρισμένό κι ένας νέος

με φαρδύ παντελόνι. Έψαχναν για κάτι και κινήθηκαν προς το μύλο. Μετά, ένας απ' αυτούς είδε το κομμάτι από το ύφασμα στο

90

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

καρφί και φώναξε τον άλλον. Και οι δυο γύρισαν στο σπίτι κι έφεραν ακόμη δύο για να το δουν. Είδα τη στρογγυλή σιλουέτα του πρώην δεσμοφύλακά μου και μου φάνηκε ότι ξεχώρισα τον τύπο που τραύλιζε. Πρόσεξα ότι όλοι κρατούσαν πιστόλια. Για μισή ώρα κάναν άνω κάτω το μύλο ψάχνοντας. Μπορούσα να

τους ακούω να κλοτσούν τα βαρέλια και να τραβούν τα σάπια

δοκάρια. Ύστερα βγήκαν έξω και στάθηκαν ακριβώς κάτω απ' τον περιστερώνα μαλώνοντας έντονα. Κατσάδιασαν άσκημα τον υπηρέτη με τους επιδέσμους. Τους άκουσα ν' ανοιγοκλείνουν την πόρτα του περιστερώνα, και για μια φοβερή στιγμή μου πέ­ ρασε από το μυαλό ότι ανέβαιναν επάνω. Μετά το ξανασκέφτη ­ καν και γύρισαν σπίτι.

Όλο εκείνο το φοβερό απόγευμα έμεινα να ψήνομαι στον

ήλιο πάνω στην ταράτσα. Η δίψα ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο . Η γλώσσα μου είχε στεγνώσει και, ακόμη χειρότερα, μπορούσα να ακούω το δροσερό ήχο του νερού που έτρεχε από το νερόμυ­

λο. Κοίταξα την πορεία του ρέματος, όπως ερχόταν από το βάλ­ το, και το ακολούθησα με τη φαντασία μου ώς την κορυφή του φαραγγιού , εκεί όπου θα ανάβλυζε από μια παγωμένη πηγή με

νοτισμένες φτέρες και μούσκλια. Θα ' δινα χίλιες λίρες για να βουτήξω το κεφάλι μου μέσα της. Είχα μια θαυμάσια θέα απ' όλο το δαχτυλίδι του βαλτότοπου.

Είδα το αυτοκίνητο ν' απομακρύνεται με ταχύτητα με δύο επιβά­

τες, και έναν άντρα πάνω σε άλογο να τρέχει προς τα ανατολικά. Κατάλαβα ότι έψαχναν για μ-ένα και τους ευχήθηκα να ευχαρι­

στηθούν το ψάξιμο. Είδα όμως και κάτι άλλο, πιο ενδιαφέρον. Το σπίτι βρισκόταν στην κορυφή ενός υψώματος του βαλτότοπου, στο μέσο ενός εί­ δους οροπεδίου, και δεν υπήρχε πιο ψηλό σημείο κοντύτερα, εκτός από τους μεγάλους λόφους, που ήταν έξι μίλια μακριά. Η πραγματική κορυφή, όπως έχω αναφέρει, ήταν μια αρκετά μεγά­ λη συστάδα δέντρων -κυρίως έλατα, με λίγες φλαμουριέs και

οξιές. Πάνω στον περιστερώνα βρισκόμουν σχεδόν στο ίδιο επί­ πεδο με την κορυφή των δέντρων, και μπορούσα να δω τι ήταν πιο

ΤΑΤΡ~ΝτΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

91

πέρα. Το δάσος δεν ήταν πυκνό, είχε μόνο το σχήμα δαχτυλιδιού, και μέσα υπήρχε ένας χώρος καλυμμένος από πράσινη χλόη, που

οποιοσδήποτε θα το έπαιρνε για ένα μεγάλο γήπεδο κρίκετ. Δε μου πήρε πολύ να μαντέψω τι ήταν. Ήταν αεροδρόμιο, και μάλιστα μυστικό. Η περιοχή είχε επιλεγεί πολύ έξυπνα. Αν, για παράδειγμα, έβλεπε κάποιος ένα αεροπλάνο να κατεβαίνει προς

τα εδώ, θα νόμιζε σίγουρα ότι είχε φύγει πάνω από το λόφο περ­ νώντας πέρα από τα δέντρα. Καθώς η περιοχή ήταν στην κορυφή ενός υψώματος, στο μέσο ενός μεγάλου αμφιθεατρικού χώρου,

οποιοσδΥjποτε παρατηρητής από κάθε κατεύθυνση θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι είχε χαθεί το αεροπλάνο πίσω από το λόφο . Μό­ νο ένας άνθρωπος που βρισκόταν πάρα πολύ κοντά θα καταλά ­

βαινε ότι το αεροπλάνο δεν είχε περάσει από πάνω, αλλά είχε προσγειωθεί στο κέντρο του δάσους. Ένας παρατηρητής με τηλε­

σκόπιο σ' έναν από τους ψηλότερους λόφους, θα μπορούσε να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά μόνο βοσκοί πήγαιναν εκεί, και οι

βοσκοί δεν κουβαλούν μαζί τους στρατιωτικά κιάλια. Κοιτώντας από τον περιστερώνα, -μπορούσα να δω πέρα μακριά μια γαλάζια γραμμή, που ήξερα ότι ήταν η θάλασσα. Και έγινα έξαλλος από θυμό όταν σκέφτηκα ότι οι εχθροί μας είχαν αυτόν το μυστικό πύργο ελέγχου για να κατοπτεύουν τα θαλάσσια περάσματά μας .

Ύστερα σκέφτηκα ότι, αν εκείνο το αεροπλάνο γυρνούσε ,

υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να με ανακαλύψουν . Έτσι, όλο το

απόγευμα έμεινα ξαπλωμένος και προσευχόμουν να σκοτεινιά­

σει. Πόσο μεγάλη χαρά αισθάνθηκα όταν είδα τον ήλιο να δύει πίσω από τους μεγάλους λόφους δυτικά, και η θαμπάδα του λυ ­ κόφωτος σύρθηκε πάνω από το βάλτο! Το αεροπλάνο είχε αργή ­ σει. Το σούρουπο είχε πέσει για καλά όταν άκουσα το θόρυβο της μηχανής, και το είδα να κατεβαίνει για να προσγειωθεί στο λημέρι του μέσα στο δάσος. Φώτα αναβόσβησαν για λίγο, και υπήρχε πολύ πήγαιν' έλα γύρω από το σπίτι. Μετά σκοτείνιασε

και όλα ησύχασαν .

Δόξα τω Θεώ, η νύχτα ήταν πλeίως σκοτεινή . Το φεγγάρι ήταν στο τελευταίο του τέταρτο, και θα ανέτελλΕ πολύ αργά. Η

92

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

δίψα μου ήταν υπερβολική για να μ' αφήσει να χρονοτριβήσω, κι έτσι, γύρω στις εννιά, τουλάχιστον τόσο υπολόγιζα ότι ήταν, άρ­ χισα να κατεβαίνω. Δεν ήταν εύκολο, και στα μέσα της διαδρο­

μής προς τα κάτω άκουσα την πίσω πόρτα του σπιτιού ν' ανοίγει,

και είδα το φως ενός φακού πάνω στον τοίχο του μύλου . Για με­ ρικά λεπτά γεμάτα αγωνία, κρεμάστηκα από τον κισσό και ευ­ χήθηκα, όποιος κι αν ήταν, να μην πλησιάσει προς τον περιστε­

ρώνα. Ύστερα το φως χάθηκε, κι έπεσα όσο πιο μαλακά μπο­ ρούσα στο σκληρό έδαφος της αυλής.

Σύρθηκα με την κοιλιά, προστατευόμενος από ένα πέτρινο χα­

ντάκι, μέχρι που έφτασα στην άκρη των δέντρων που περιέβαλ­ λαν το σπίτι. Αν ήξερα πώς, θα προσπαθούσα να βάλω μπρος το

αεροπλάνο, αλλά κατάλαβα ότι κάθε προσπάθεια θα ήταν μάλ­ λον μάταιη. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι κάποιου είδους φρουρά θα υπήρχε γύρω από το σπίτι, κι έτσι πέρασα μέσα από το δάσος σκυμμένος στα τέσσερα, προσπαθώντας να γνωρίσω πρώτα με

την αφή κάθε πόντο μπροστά μου. Κι έκανα καλά από ό,τι φάνη­ κε, γιατί έπεσα πάνω σ' ένα καλώδιο, μισό μέτρο απ' το έδαφος. Αν είχα μπλεχτεί πάνω του, θα είχε χτυπήσει κατά πάσα πιθανό­

τητα κάποιο κουδούνι στο σπίτι, και θα μ' έπιαναν. Εκατό μέτρα πιο πέρα, βρήκα άλλο ένα καλώδιο, έξυπνα το­ ποθετημένο στην άκρη ενός μικρού ρέματος. Πάνω από αυτό

ήταν ο βάλτος, και σε πέντε λεπτά είχα χωθεί για τα καλά στις

φτέρες και στα ρείκια. Σε λίγο χρόνο βρέθηκα στον αυχένα του υψώματος, στο μικρό φαράγγι απ' όπου πήγαζε το νερό που ερ­

χόταν στον υδρόμυλο. Δέκα λεπτά αργότερα, το πρόσωπό μου

ήταν βουτηγμένο στην πηγή και κατέβαζα τόνους από το ευλογη­ μένο αυτό νερό.

Δεν σταμάτησα όμως, παρά μόνο αφού άφησα γύρω στα έξι μίλια πίσω μου το καταραμένο εκείνο σπίτι.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ψαράς με τα ψεύτικα δολώματα

Κάθισα χάμω στην κορυφή του λόφου κι αναλογίστηκα τη θέση μου. Δεν αισθανόμουν και πολύ ωραία, γιατί η ανακούφισή μου

για την απόδραση σκιαζόταν από τη μεγάλη ταλαιπωρία του κορμιού μου. Οι αναθυμιάσεις του λεντονίτη με είχαν σχεδόν δηλητηριάσει, και όλες εκείνες οι ώρες που ψηνόμουν από τον

ήλιο πάνω στον περιστερώνα δεν είχαν βοηθήσει. Είχα έναν φο­ βερό πονοκέφαλο και αισθανόμουν πολύ άρρωστος. Και ο ώμος μου ήταν χάλια. Στην αρχή νόμισα πως ήταν μωλωπισμένος, αλ­ λά φαινόταν να πρήζεται, και το αριστερό μου χέρι ήταν πια άχρηστο.

Το σχέδιό μου ήταν να βρω το σπίτι του κυρίου Τέρνμπολ, και να πάρω τα πράγματά μου -κυρίως το σημειωματάριο του Σκού­

ντερ- κι ύστερα να κατευθυνθώ προς το νότο. Πίστευα ότι όσο πιο γρήγορα επικοινωνούσα με τον άνθρωπο του Φόρε·ίν Όφις, τον Σερ Γουώλτερ Μπάλιβαντ, τόσο το καλύτερο . Δεν έβλεπα

πώς θα μπορούσα ν' αποκτήσω περισσότερες αποδείξεις απ' όσες ήδη είχα. Το μόνο που έμενε, ήταν ν' αποδεχτεί ή να απορ­ ρίψει την ιστορία μου, και εν πάση περιπτώσει, θα ήμουν σε κα­ λύτερα χέρια απ' αυτούς τους διαβολικούς Γερμανούς. Είχα αρ­ χίσει να αισθάνομαι συμπάθεια για τη βρετανική αστυνομία. Ήταν μια πολύ όμορφη νύχτα, γεμάτη αστέρια, και δε δυσκο­

λεύτηκα στο δρόμο. Ο χάρτης του Σερ Χάρυ μου έδειχνε τα κα­ τατόπια, και το μόνο που έπρεπε να κάνω, ήταν να βάλω πλώρη

94

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

νοτιοδυτικά, για να βγω στο ρέμα όπου είχα συναντήσει το συ­ ντηρητή. Σε όλα αυτά τα ταξίδια, ποτέ δεν έμαθα τα τοπωνύμια, πίστευα όμως ότι το ρέμα δεν ήταν παρά η αρχή του ποταμού

Τουήντ. Υπολόγισα ότι ήμουν γύρω στα δεκαοχτώ μίλια μακριά, κι αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσα να φτάσω εκεί πριν από το

πρωί. Έτσι, θα έπρεπε τη μέρα να αράξω κάπου, γιατί ήμουν φρικιαστικός στην εμφάνιση για να με δει κανείς στο φως του

ήλιου. Δεν είχα ούτε σακάκι ούτε γιλέκο ούτε κολάρο ούτε καπέ­ λο, το παντελόνι μου ήταν άσκημα σκισμένο, και το πρόσωπό μου και τα χέρια μου καπνισμένα από την έκρηξη. Τολμώ να πω ότι είχα και άλλες ομορφιές, γιατί αισθανόμουν τα μάτια ερεθισμέ­ να και κόκκινα σαν δαιμονισμένα. Τελικά, μάλλον δεν ήμουν θέ­

αμα κατάλληλο για θεοσεβούμενους πολίτες στο δρόμο. Μόλις ξημέρωσε, έκανα μια προσπάθεια να καθαριστώ σ' ένα ρυάκι, και ύστερα πλησίασα το καλύβι ενός βοσκού, γιατί αισθα­ νόμουν έντονη την ανάγκη για φαγητό. Ο άντρας έλειπε από το σπίτι και η γυναίκα του ήταν μόνη της, και δεν είχαν γείτονες σε

ακτίνα πέντε μιλίων. Ήταν μια συμπαθητική, ηλικιωμένη κυρία, και μάλλον θαρραλέα, γιατί αν και τρόμαξε όταν με είδε, είχε ένα τσεκούρι έτοιμο, και θα το είχε χρησιμοποιήσει σε κάποιον με κακούς σκοπούς. Της είπα ότι είχα πέσει -δεν είπα πώς- και

τότε είδε από την όψη μου ότι ήμουν πολύ άρρωστος. Σαν αληθι­ νή Σαμαρείτισσα, δε ρώτησε τίποτ' αλλά, μου έδωσε μια κούπα

γάλα και λίγο ουίσκι και με άφησε να καθίσω για λίγο κοντά στη φωτιά της κουζίνας της. Ήθελε να μου πλύνει τον ώμο, αλλά πο­ νούσε τόσο πολύ, που δεν την άφησα να τον αγγίξει. Δεν ξέρω για τι με πέρασε -έναν μετανοημένο λωποδύτη

ίσως, γιατί όταν θέλησα να την πληρώσω για το γάλα και της πρόσφερα μια λίρα, που ήταν και το μικρότερο νόμισμα που εί­ χα, κούνησε το κεφάλι της και είπε κάτι σαν «δώσ' το σ' αυτούς

που το δικαιούνται». Τότε διαμαρτυρήθηκα, τόσο έντονα, που νομίζω ότι τελικά πείστηκε για την τιμιότητά μου, γιατί πήρε τα

χρήματα και μου έδωσε μια καινούργια, ζεστή σκωτσέζικη κάπα κι ένα παλιό καπέλο του άντρα της. Μου έδειξε πώς να τυλίξω

ΤΑΤΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

95

την κάπα γύρω απ' τους ώμους μου, και όταν έφυγα από το καλύ­

βι, ήμουν η ζωντανή εικόνα του είδους εκείνου του Σκωτσέζου ­ που βλέπει κανείς στα ποιήματα του Μπερνς. Αλλά, όπως και να το κάνουμε , ήμουν πια ντυμένος.

Και πάνω στην ώρα, γιατί ο καιρός άλλαξε πριν απ' το μεση ­ μέρι κι άρχισαν να πέφτουν χοντρές ψιχάλες . Βρήκα καταφύγιο κάτω από έναν κρεμαστό βράχο, στην καμπ1Ί ενός ρέματος, όπου ένας σωρός από ξερές φτέρες έφτιαχνε ένα υποφερτό κρε ­ βάτι. Εκεί κατάφερα να κοιμηθώ ώσπου έπεσε το βράδυ, και ξύ ­ πνησα ταλαιπωρημένος και πιασμένος, με τον ώμο μου να με βα­

σανίζ~ι αφόρητα και επίμονα . 'Εφαγα το κέικ και το τυρί που μου είχε δώσει η γυναίκα, και ξεκίνησα λίγο πριν σκοτεινιάσει. Θυμάμαι τη μιζέρια εκείνης της νύχτας πάνω στους υγρούς

λόφους . Δεν υπήρχαν άστρα για να με οδηγήσουν, και έπρεπε να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα φέρνοντας στη μνήμη μου το χάρτη . Δυο φορές έχασα το δρόμο κ ι έπεσα· μερικές φορές μέσα

σε λακκούβες με λασπόνερα. Είχα μόνο γύρω στα δέκα μίλια να πάω σε ευθεία γραμμή , αλλά τα λάθη μου τα έκαναν κοντά είκο­

σι. Το τελευταίο κομμάτι το κάλυψα με σφιγμένα δόντια και με πολύ ελαφρύ και ζαλισμένο κεφάλι. Αλλά τα κατάφερα, κι έτσι, νωρίς την αυγή , χτυπούσα την πόρτα του κυρίου Τέρνμπολ. Η

πρωινή ομίχλη έπεφτε βαριά και πηχτή, και από το καλύβι, δεν μπορούσα να δω τον κεντρικό δρόμο.

Μου άνοιξε ο ίδιος ο κύριος Τέρνμπολ, ξεμέθυστος και κάτι παραπάνω από νηφάλιος. Ήταν ντυμένος σχολαστικά, μ' ένα

παλιό αλλά καλά διατηρημένο μαύρο κοστούμι, είχε ξυριστεί το αργότερο την προηγούμενη νύχτα, φορούσε λευκό κολάρο, και

στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια μικρή Βίβλο. Στην αρχή δε με αναγνώρισε. «Ποιος είσι συ που αλητεύεις πουρνό πουρνό κυριακάτ'κα;» ρώτησε. Είχα χάσει τις μέρες. Να λοιπόν, η Κυριακή ήταν η αιτία γι '

αυτή την περίεργη ευπρέπεια.

Το κεφάλι μου ήταν τόσο ζαλισμένο, που δεν μπορούσα να

96

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

σχηματίσω μια λογική απάντηση. Αλλά τελικά με αναγνώρισε

και είδε ότι ήμουν άρρωστος. «Συ εχ'ςταγυαλιά μ';» ρώτησε . Τα έβγαλα από την τσέπη του παντελονιού μου και του τα έδωσα. «Ήρθις για το γιλέκο σ' κι το σακάκι σ'» είπε. «Έλα μέσα. Θ ε

μου, τα πόδια σ' είναι πρησμένα. Στάσου να σι φέρω μια καρέ­ κλα».

Κατάλαβα ότι ετοιμαζόμουν για κρίση ελονοσίας. Είχα τον

πυρετό στα κόκαλά μου, και οι υγρές νύχτες τον είχαν βγάλει, ενώ ο ώμος μου και τα αποτελέσματα των αερίων της έκρηξης μ' έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσκημα. Πριν το συνειδητοποιήσω καν, ο κύριος Τέρνμπολ, με βοηθούσε να βγάλω τα ρούχα μου, και μ' έβαλε σ' ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο της κουζίνας, σ' ένα από τα δυο ντιβάνια που υπήρχαν εκεί.

Ο γερο-συντηρητής αποδεικνυόταν καλός φίλος στην ανάγκη. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια, και από τότε που παντρεύτηκε η κόρη του, ζούσε μόνος του.

Περίπου δέκα μέρες με φρόντιζε σε ό,τι χρειαζόμουν. Ήθελα απλώς να μένω ήρεμος, καθώς ο πυρετός ανέβαινε, και όταν το δέρμα μου ξανάγινε δροσερό, ανακάλυψα ότι η κρίση είχε λίγο πολύ θεραπεύσει τον ώμο μου· αλλά αυτή ήταν μια άλλη εμπει­ ρία και, μόλο που σηκώθηκα από το κρεβάτι σε πέντε μέρες, μου

πήρε αρκετό καιρό να σταθώ πραγματικά στα πόδια μου. Έφευγε κάθε πρωί αφήνοντάς μου γάλα για όλη τη μέρα, και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του. Ερχόταν το βράδυ και καθό­ ταν σιωπηλός στη γωνιά κοντά στο τζάκι. Ούτε ψυχή δε φάνηκε

να περνά από εκεί κοντά. Όταν άρχισα να πηγαίνω καλύτερα, δε μ' ενόχλησε ποτέ με ερωτήσεις. Αρκετές φορές μου έφερε

δυο ημερών παλιό

Scotsman, και πρόσεξα ότι το

ενδιαφέρον για

το φόνο στο Πόρτλαντ Πλέης είχε μάλλον σβήσει. Δεν υπήρχε καμιά αναφορά σ' αυτό και δεν έβρισκα τίποτα το ενδιαφέρον

να γίνεται, εκτός από ένα πράγμα που το ονόμαζαν Γενική Συ­ νέλευση -κάποια εκκλησιαστική γιορτή, υπέθεσα.

97

ΤΑ Ί"ΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

Μια μέρα, μου παρουσίασε τη ζώνη μου από ένα κλειδωμένο συρτάρι. «Υπάρχει ένα σουρό μάλαμα δω μέσα» είπε. «Μέτρα τα καλύτερα να δεις άμα είν' όλα δω».

Δε ζήτησε να μάθει ούτε τ' όνομά μου. Τον ρώτησα αν εμφα­ νίστηκε κανείς εδώ γύρω για να ρωτήσει σχετικά με την αλλαγή που είχαμε κάνει όταν θ α 'ρχόταν ο επόπτης . «Α, ναι, ήταν ένας άντρας μ' ένα αμάξ'. Ρώτησε ποιος είχε

πάρ' τη θέση μ' εκείνη τη μέρα και του 'πα ότι μπορεί να 'ταν ο κουνιάδος μ' απ' το Κλοτς, που μου δίν' κάνα χέρι πού και πού. Ήτανε μυστήριος τύπος και δεν καταλάβινα λέξ' απ' όσα μου 'λεγε με τα περίεργα αγγλικά τ'». Ήμουν aνήσυχος εκείνες τις τελευταίες μέρες, και μόλις αι ­ σθάνθηκα υγιής, αποφάσισα να φύγω. Αυτό έγινε στις

12

του

Ιούνη, και ήμουν τυχερός γιατί εκείνο το πρωί περνούσε ένας

τσομπάνος που πήγαινε μερικά γελάδια στο Μόφατ. Τον έλεγαν

Χίσλοπ, και ήταν φίλος του Τέρνμπολ. Ήρθε να πάρει το πρωι­ νό του εκεί, και προσφέρθηκε να με πάρει μαζί του.

Έπεισα με μεγάλη δυσκολία τον Τέρνμπολ να πάρει πέντε λί­ ρες για τη φιλοξενία που μου πρόσφερε. Ήταν το πιο ανεξάρτητο άτομο που έχω γνωρίσει ποτέ. Έγινε πολύ αγενής όταν τον πίεσα, . κι έπειτα ντροπαλός και κατακόκκινος, και τελικά πήρε τα λεφτά

χωρίς ευχαριστώ. Όταν του είπα πόσα πολλά του χρωστούσα,

μουρμούρισε κάτι σαν «σειρά σου, σειρά μου». Θα νόμιζε κανείς από τον αποχαιρετισμό μας ότι ε ίχαμε χωρίσει με μίσος. Ο Χίσλοπ ήταν πολύ εύθυμος τύπος, και μιλούσε σε όλη τη διαδρομή, από το πέρασμα και κάτω, στην ηλιόλουστη κοιλάδα του Άνναν . Του είπα για τα παζάρια του Γκάλογουεη και για τις τιμές των προβάτων, κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι ήμουν «βο ­

σκός που μετέφερε κοπάδια» από εκείνα τα μέρη -ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Η κάπα μου και το παλιό μου καπέλο, όπως έχω ήδη πει, μου έδιναν μια θεατρική σκωτσέζικη εμφάνι­

ση. Αλλά το να οδηγείς γελάδια είναι μια θανάσιμα αργή δου­

λειά και μας πήρε σχεδόν όλη τη μέρα για να κάνουμε έξι μίλια. Αν δεν ήμουν τόσο aνυπόμονος, θα είχα απολαύσει εκείνο το

98

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

περπάτημα . Ο καιρός ήταν λαμπρός και καθαρός, με συνεχή

εναλλαγή από καφετιούς λόφους και μεγάλα πράσινα λιβάδια, κι έναν αδιάκοπο θόρυβο από κορυδαλλούς και τρυγόνια και τρεχούμενα νερά. Δεν είχα όμως καμιά όρεξη να χαζέψω την

καλοκαιριάτικη φύση, κι ακόμα λιγότερο τη συζήτηση του Χί­ σλοπ, γιατί καθώς πλησίαζε η μοιραία δεκάτη πέμπτη Ιουνίου, ένιωθα να με βαραίνουν οι ανέλπιδες δυσκολίες της αποστολής.

Δείπνησα σε μια ταπεινή μπιραρία στο Μόφατ και περπάτησα

δυο μίλια μέχρι τη διακλάδωση της κύριας σιδηροδρομικής γραμ­ μής. Το νυχτερινό εξπρές για το νότο δε θα έφτανε πριν απ' τα με­

σάνυχτα, και για να περάσω την ώρα μου ανέβηκα στο λόφο κι έπεσα για ύπνο, γιατί το περπάτημα με είχε κουράσει. Παρακοι­ μήθηκα όμως, και αναγκάστηκα να τρέξω στο σταθμό και να πά­

ρω το τρένο που παραλίγο να χάσω. Η αίσθηση των σκληρών κα­ θισμάτων της τρίτης θέσης και η μυρωδιά του πολυκαιρισμένου καπνού μού έφτιαξαν απίθανα τη διάθεση. Όπως και να 'ναι, τώ­ ρα αισθανόμουν ότι επιτέλους καταπιανόμουν με τη δουλειά μου.

Κατέβηκα στο Κριού τις μικρές ώρες, κι έπρεπε να περιμένω μέ­ χρι τις έξι για να πάρω το τρένο για το Μπέρμινχαμ. Το απόγευμα

έφτασα στο Ρέντινγκ και άλλαξα τρένο, παίρνοντας ένα τοπικό

που ταξίδευε στα βάθη του Μπέρκσα·ίρ. Για την ώρα, βρισκόμουν

σε μέρη με λιβάδια και ζωηρή βλάστηση και αργά ποτάμια με άφθονες καλαμιές. Γύρω στις οχτώ το βράδυ, μια κουρασμένη και πολυταξιδεμένη ύπαρξη -κάτι ανάμεσα σε εργάτη φάρμας και κτηνίατρο- με μια καρό ασπρόμαυρη κάπα στο χέρι (γιατί δεν

τολμούσα να τη φορέσω νότια από τα σύνορα), κατέβηκε στο μι­ κρό σταθμό του Άρτινσγουελ. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στην πλατφόρμα, και σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να περιμένω για να ρωηiσω το δρόμο κάπου αρκετά μακριά από το σταθμό.

Ο δρόμος οδηγούσε μέσα από ένα δάσος με μεγάλες οξιές,

και μετά σε μια κοιλάδα, με τις πράσινες ράχες των λόφων να αχνοδιακρίνονται πάνω από τα δέντρα πέρα μακριά . Μετά τη

ΤΑ ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

99

Σκωτία, ο πεδινός αέρας μύριζε βαριά αλλά και εξαιρετικά γλυ­ κά, γιατί οι φλαμουριές, οι καστανιές και οι πασχαλιές ήταν aν­ θισμένες. Έφτασα τέλος σε μια γέφυρα, κάτω από την οποία κυ­

λούσε ένα αργό, καθαρό ρέμα ανάμεσα σε λευκές σειρές από

νερολούλουδα. Λίγο παραπάνω ήταν ένας μύλος, και ο υδατο­ φράχτης έκανε έναν δροσερό και ευχάριστο ήχο στο μυρωδάτο σύθαμπο . Με κάποιον τρόπο, το μέρος με γαλήνεψε και μ' έκανε

να νιώθω πολύ άνετα . Άρχισα να σφυρίζω καθώς κοιτούσα το ατέλειωτο πράσινο, και ο σκοπός που μου ήρθε στα χείλη ήταν τοΆννυΛώρυ.

Ένας ψαράς ανέβηκε από την όχθη, και καθώς με πλησίαζε, άρχισε κι αυτός να σφυρίζει. Ο ρυθμός ήταν κολλητικός, γιατί με μιμήθηκε. Ήταν ένας πελώριος άντρας με aτημέλητο παλιό πα­

ντελόνι, ένα καπέλο με φαρδύ γείσο, και μια τσάντα από κάμπο­ το στον ώμο. Με χαιρέτησε, και μου φάνηκε ότι είχε το πιο έξυ­ πνο και το πιο καλοσυνάτο πρόσωπο που είχα δει ποτέ. Ακού ­

μπησε το ντελικάτο, σκαλιστό καλάμι του στη γέφυρα και κοίτα­ ζε μαζί μου το νερό. «Καθαρό, ε;» είπε γελαστά . «Νομίζω ότι ο Κένετ μας αντέχει

σε οποιαδήποτε σύγκριση. Είναι αναμφισβήτητα ο πιο πλούσιος σε ψάρια. Κοίτα εκείνο εκεί κάτω . Πάω στοίχημα πέντε λίρες

ότι πιάνει περίπου μια ουγκιά. Το απόγευμα όμως έπεσε, και δεν μπορείς να το πιάσεις τόσο εύκολα πια».

«Δεν το βλέπω» είπα. «Κοίτα! Εκεί! Ένα μέτρο από τα καλάμια, ακριβώς πάνω από τα χόρτα!»

«Ναι, 1:ο είδα τώρα. Θα 'παιρνα όρκο ότι ήταν μια μαύρη πέτρα» . «Α, έτσι» είπε, και σφύριξε άλλη μια στροφή από το Άννυ Λώρυ. «Σε λένε Τουίνστον, έτσι;>> είπε πάνω από τον ώμο του, με τα μάτια ακόμη στραμμένα στο ποτάμι.

«Όχι» είπα. «Δηλαδή, ναι». Είχα ξεχάσει όλη την ιστορία με

το ψευδώνυμό μου .

«Ένας σοφός συνωμότης που ξέρει καλά το όνομά του» πα-

100

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

ρατήρησε, χαμογελώντας πλατιά σε μια χήνα που έκανε την εμ­ φάνισή της μέσα από τη σκιά της γέφυρας. Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα: τετράγωνο, aυλακωμένο σα­

γόνι, φαρδιά φρύδια, σκληρές ρυτίδες στα μάγουλα· άρχισα να σκέφτομαι ότι επιτέλους αυτός εδώ ήταν ένας σύμμαχος που άξιζε . Τα παράξενα γαλάζια μάτια του έμοιαζαν να ψάχνουν

βαθιά μέσα μου . Ξαφνικά συνοφρυώθηκε . «Είναι ντροπή» είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. «Ντροπή, ένας γερός και aρτιμελής

άντρας σαν και σένα να ζητιανεύει. Μπορείς να βρεις φαγητό

στην κουζίνα μου, αλλά από μένα λεφτά δεν παίρνεις». Περνούσε ένα μόνιππο, κι ο νεαρός που το οδηγούσε ύψωσε το μαστίγιο που κρατούσε και χαιρέτησε τον ψαρά. Όταν το

αμαξάκι πέρασε, εκείνος έσκυψε και μάζεψε το καλάμι του. «Αυτό εκεί είναι το σπίτι μου» είπε, δείχνοντας μια άσπρη πύ ­

λη εκατό μέτρα πιο κάτω. «Περίμενε πέντε λεπτά, και μετά πή­ γαινε από γύρω, από την πίσω πόρτα>>. Και λέγοντας αυτά με

άφησε.

Έκανα ό,τι με πρόσταξε . Βρήκα ένα όμορφο εξοχικό, μ' έναν

τεράστιο κήπο που έφτανε μέχρι το ποτάμι, και μια τέλεια ζού ­ γκλα από καλλωπιστικά φυτά, πασχαλιές και αγριοτριανταφυλ­ λιές, πλάι στο μονοπάτι. Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή κι ένας αυ ­

στηρός μπάτλερ με περίμενε.

«Ελάτε από εδώ κύριε» είπε, και με οδήγησε σ' ένα διάδρομο και μετά, από την πίσω σκάλα, σ' ένα ευχάριστο υπνοδωμάτιο που έβλεπε προς το ποτάμι. Εκεί μέσα βρήκα μια αλλαξιά ρούχα απλωμένη για μένα -ρούχα, και όλα τα απαραίτητα: ένα καφέ

φανελένιο κοστούμι, πουκάμισα, κολάρα, γραβάτες, ξυριστικά και βούρτσες για τα μαλλιά, ακόμα κι ένα ζευγάρι καλά παπού ­

τσια.

«0

Σερ Γουώλτερ υπέθεσε ότι τα ρούχα του κυρίου Ρέγκι

θα σας έκαναν, κύριε» είπε ο μπάτλερ. «Έχει μερικά ρούχα

εδώ, μια κι έρχεται τακτικά τα σαββατοκύριακα. Η τουαλέτα εί­

ναι δίπλα και σας έχω ετοιμάσει ένα ζεστό μπάνιο. Το δείπνο θα είναι έτοιμο σε μισή ώρα, κύριε. Θ' ακούσετ ε το γκονγκ» .

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

101

Και έφυγε η σοβαρ1Ί αυτή ύπαρξη. Κάθισα σε μια πολυθρόνα

καλυμμένη με κρετόν και χασμουρήθηκα. Έμοιαζε σαν παρα­ μύθι: ξαφνικά, από τη ζητιανιά, βρισκόμουν μέσα σε τέτοιες ανέσεις. Προφανώς ο Σερ Γουώλτερ με πίστευε, αν και δεν μπο­

ρούσα να μαντέψω το γιατί. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα

έναν άγριο, τσακισμένο, μελαχρινό τύπο , με τραχιά γένια δυο εβδομάδων και σκόνη στα μάτια και στ' αυτιά, χωρίς κολάρο, με

λα·ίκό πουκάμισο και τσαλακωμένα παλιά τουήντ ρούχα, και μπότες που είχα σχέδόν ένα μήνα να τις καθαρίσω. Θα μπορού­ σα να είμαι ένας τέλειος αλήτης ή κάποιος τίμιος γελαδάρης. Κι

όμως, με είχε υποδεχτεί ένας τυπικός μπάτλερ σ' αυτόν τον κομ­ ψό ναό της άνεσης. Και το πιο σημαντικό απ' όλα, ήταν ότι δεν ήξεραν καν το όνομά μου.

Αποφάσισα να μη σκοτίσω το κεφάλι μου, αλλά να δεχτώ τα

δώρα που μου πρόσφεραν οι θεοί. Ξυρίστηκα, έκανα ένα απο­ λαυστικό και πολυτελές μπάνιο, και φόρεσα τα ρούχα: ένα κα­

θαρό, τριζάτο πουκάμισο, που ήταν σχεδόν στα μέτρα μου. Όταν τελείωσα, ο καθρέφτης μού έδειξε επιτέλους έναν εμφα­ νίσιμο νέο άντρα.

Ο Σερ Γουώλτερ με περίμενε στη σκοτεινή τραπεζαρία, σ' ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι που φωτιζόταν από ασημένια κα­ ντηλέρια. Η όψη του -τόσο aξιοσέβαστη, επιβλητική και σίγου ­ ρη, η ενσάρκωση του νόμου και της εθιμοτυπίας- με aποθάρρυ ­

νε και μ' έκανε να αισθάνομαι παρείσακτος. Δεν μπορούσε να ξέρει την αλήθεια για μένα . Διαφορετικά δε θα μου φερόταν

έτσι· απλά, όμως, δεν μπορούσα να δεχτώ τη φιλοξενία του χω ­ ρίς να ξέρει όλη την αλήθεια.

«Σας είμαι πολύ περισσότερο υποχρεωμένος απ' ό ,τι μπορώ να σας πω, αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα, και δε θα με εκπλήξει αν με πετάξετε έξω». Χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μην αφήνετε αυτά τα

πράγματα να σας χαλούν την όρεξη. Μπορούμε να συζητήσουμε

για όλα αυτά μετά το γεύμα». Ποτέ πριν δεν απόλαυσα φαγητό περισσότερο, γιατί όλη την

102

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

ημέρα δεν είχα φάει τίποτ' άλλο εκτός από σάντουιτς στο τρένο .

Ο Σερ Γουώλτερ με περιποιήθηκε βασιλικά, ήπιαμε μια καλή σαμπάνια και κάποιο ασυνήθιστα εξαιρετικό πορτό μετά. Μ' έπιανε σχεδόν υστερία: καθόμουν εκεί, με σερβίριζε ένας υπη­

ρέτης κι ένας aστραφτερός μπάτλερ , και θυμόμουν πώς είχα ζή­

σει τις προηγούμενες τρεις βδομάδες σαν ληστής, με όλους τους ανθρώπους εναντίον μου. Είπα στον Σερ Γουώλτερ ιστορίες για τα τιγρόψαρα στο Ζαμπέζι, που σου κόβουν τα δάχτυλα αν τους

δώσεις την ευκαιρία, και συζητήσαμε για σπορ σε όλο τον κό­ σμο, γιατί είχε κυνηγήσει κι αυτός λίγο στα νιάτα του. Πήγαμε στο γραφείο του για καφέ, ένα ευχάριστο δωμάτιο γεμάτο βιβλία και βραβεία και ακαταστασία και άνεση . Αποφά­ σισα ότι, αν τέλειωνα ποτέ μ' αυτήν την ιστορία κι έπαιρνα ένα

δικό μου σπίτι, θα έφτιαχνα ένα δωμάτιο ακριβώς σαν κι αυτό. Μετά, αφού μας πήραν τα άδεια φλιτζάνια του καφέ και ανά­ ψαμε τα πούρα μας , ο οικοδεσπότης μου κρέμασε τα πόδια του

στο μπράτσο της πολυθρόνας του και μου ζήτησε ν' αρχίσω τη διήγησή μου. «Υ πάκου σα στις οδηγίες του Χάρυ» είπε, «και το κίνητρο που

μου πρόσφερε ήταν ότι θα μου λέγατε κάτι που θα με ταρακου­ νούσε. Είμαι έτοιμος λοιπόν, κύριε Χάναϋ». Πρόσεξα ότι με αποκάλεσε με το πραγματικό μου όνομα. Ξεκί­

νησα από την αρχή. Του μίλησα για την ανία μου στο Λονδίνο και

για τη νύχτα που γύρισα σπίτι και βρήκα τον Σκούντερ να μου λέει ασυναρτησίες στην πόρτα μου. Του μετέφερα ό ,τι μου είχε πει ο

Σκούντερ για τον Καρολίδη και το συνέδριο του Φόρε·ίν Όφις, και

αυτό τον έκανε να ζαρώσει τα χείλη του και να μορφάσει. Μετά έφτασα στο φόνο, και ξανάγινε πάλι σοβαρός . Άκουσε τα πάντα για το γαλατά και για τον καιρό που πέρασα στο Γκά­ λογουεη και για την αποκρυπτογράφηση των σημειώσεων του Σκούντερ στο πανδοχείο. «Τις έχετε εδώ;» ρώτησε απότομα, και πήρε βαθ ίά ανάσα

όταν τράβηξα το μικρό βιβλίο από την τσέπη μου.

Δεν του είπα τίποτα για το περιεχόμενό του. Μετά, του περιέ-

ΤΑ ΤΡΙΑΝτΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆτΙΑ

103

γραψα τη συνάντησή μου με τον Σερ Χάρυ και τις ομιλίες μας σ' εκείνη την αίθουσα. Εδώ γέλασε τρανταχτά.

«0

Χάρυ θα είπε πάλι τις aνοησίες του , έτσι ; Σίγουρα το πι­

στεύω. Είναι ο καλύτερος φίλος που υπάρχει στη γη, αλλά ο ηλί­ θιος θείος του τού γέμισε το κεφάλι με βλακείες. Συνεχίστε, κύ­

ριε Χάναϋ» . Η ημέρα που πέρασα σαν συντηρητής δρόμων τού κίνησε την

περιέργεια. Μου ζήτησε να περιγράψω τους δυο τύπους στο

αμάξι με κάθε λεπτομέρεια, και φάνηκε να ψάχνει στη μνήμη του. Ενθουσιάστηκε όταν άκουσε τι έπαθε ο βλάκας ο Τζόπλυ. Ο ηλιΚιωμένος όμως, στο σπίτι στο βάλτο, τον έκανε να ξανα ­ σοβαρέψει. Έπρεπε γι' άλλη μια φορά να του περιγράψω την εμφάνισή του.

«Ήρεμος και φαλακρός, και με μισόκλειστα μάτια σαν που ­

λί ... Ακούγεται σαν να 'ναι κανένα απαίσιο αγριοπούλι. Και του ανατινάξατε το καταφύγιό του, ενώ εκείνος σας είχε σώσει από

την αστυνομία; Ήταν πραγματικά εμπνευσμένη δουλειά αυτή!» Σιγά σιγά, έφτασα και στο τέλος των περιπετειών μου. Σηκώ­

θηκε αργά και με κοίταξε από την άκρη του τζακιού. «Μπορείτε να βγάλετε την αστυνομία από το μυαλό σας» εί­ πε. «Δεν είστε πια αντιμέτωπος με το νόμο σ' αυτή τη χώρα>>.

«Απίστευτο!» αναφώνησα . «Έπιασαν το δολοφόνο;»

«Όχι. Αλλά το τελευταίο δεκαπενθήμερο σας έβγαλαν από τη

λίστα των υπόπτων». «Γιατί;>> ρώτησα έκπληκτος .

«Κυρίως γιατί πήρα ένα γράμμα από τον Σκούντερ . Τον ήξε ­ ρα λίγο αυτόν τον άνθρωπο, είχε κάνει και κάτι δουλειές για μέ­ να. Συνδύαζε την τρέλα με την ιδιοφυ"tα, ήταν όμως πάντα τίμιος.

Το πρόβλημα, ήταν η προκατάληψη που είχε να δουλεύει πάντα μόνος. Αυτό τον έκανε να μην είναι πολύ χρήσιμος για τις μυστι­ κές υπηρεσίες -κρίμα, γιατί είχε ασυνήθιστες ικανότητες. Πι­

στεύω ότι ήταν ο πιο θαρραλέος άνθρωπος στον κόσμο, γιατί αν και έτρεμε απ' το φόβο του, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταμα­ τήσει. Είχα γράμμα του στις

31

Μαιου».

104

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Αλλά ήταν ήδη μια βδομάδα νεκρός».

«Το γράμμα είχε γραφτεί και ταχυδρομηθεί στις

23.

Προφα­

νώς δεν είχε προβλέψει τον άμεσο θάνατό του. Τα γράμματά του

παίρναν συνήθως μια βδομάδα για να φτάσουν, γιατί τα έστελνε

πρώτα κρυφά στην Ισπανία και μετά στην Ολλανδία. Είχε τη μα­

νία, ξέρετε, να σβήνει τελείως τα ίχνη του». «Τι έλεγε;» τραύλισα.

«Τίποτα. Μόνο ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά είχε βρει κα­ ταφύγιο σ' έναν καλό φίλο, και ότι θα είχα νέα του πριν από τις

15 Ιουνίου .

Δε μου έδινε διεύθυνση, αλλά έλεγε ότι έμενε κοντά

στο Πόρτλαντ Πλέης. Πιστεύω ότι στόχος του ήταν να σας προ­ στατέψει, αν κάτι συνέβαινε· όταν το πήρα, πήγα στη Σκότλαντ Γιαρντ, έψαξα τις λεπτομέρειες της ανάκρισης και συμπέρανα

ότι εσείς είσαστε ο καλός του φίλος. Κάναμε έρευνες για σας,

κύριε Χάναϋ, και βρήκαμε ότι είστε τίμιος άνθρωπος. Νόμιζα ότι γνώριζα την αιτία της εξαφάνισή ς σας -όχι μόνο την αστυνο­ μία, αλλά και τους άλλους- και όταν πήρα το σημείωμα του Χά­ ρυ, μάντεψα τα υπόλοιπα. Σας περίμενα να εμφανιστείτε κά­ ποια στιγμή αυτή την εβδομάδα».

Μπορείτε να φανταστείτε τι βάρος έφυγε από πάνω μου· αι­ σθάνθηκα ξανά ελεύθερος άνθρωπος, γιατί τώρα είχα ν' αντιμε­ τωπίσω μόνο τους εχθρούς της χώρας μου, όχι και τους νόμους της.

«Τώρα, ας δούμε το σημειωματάριο» είπε ο Σερ Γουώλτερ. Μας πήρε μια ώρα για να το εξετάσουμε. Του εξήγησα τον κώ­ δικα, και αμέσως τον κατάλαβε. Διόρθωσε την αποκρυπτογρά­ φηση σε μερικά σημεία, αλλά στο σύνολό της ήταν σωστή . Το πρόσωπό του ήταν πολύ σοβαρό , ήδη πριν τελειώσει, και κάθισε

σιωπηλός για λίγο.

«Δεν ξέρω τι συμπέρασμα να βγάλω» είπε τέλος . «Έχει δίκιο για ένα πράγμα -τι πρόκειται να συμβεί μεθαύριο. Πώς διάβολο μαθεύτηκε; Αυτό, μόνο του, είναι αρκετά βρώμικο. Αλλά όλα τ'

άλλα, για τον πόλεμο και τη Μαύρη Πέτρα, ακούγονται πολύ με­ λοδραματικά. Αν είχα περισσότερη εμπιστοσύνη στην κρίση του Σκούντερ : το πρόβλημα μ' αυτόν ήταν ο ρομαντισμός του. Είχε

105

ΤΑ ll'IANTA ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο, και ήθελε κάθε ιστορία να είναι

καλύτερη κι απ' ό,τι ο Θεός θα μπορούσε να την κάνει. Είχε επί­ σης κι ένα σωρό περίεργες προκαταλήψεις. Οι Εβραίοι, για πα­

ράδειγμα, ήταν κόκκινο πανί γι' αυτόν . Οι Εβραίοι και το μεγά­ λο κεφάλαιο. »Η Μαύρη Πέτρα» επανέλαβε.

«Der Schwarze Stein.

Μοιά­

ζει με λα·ίκό μυθιστόρημα. Κι όλη αυτή η ιστορία για τον Καρο ­ λίδη ... Αυτό είναι το πιο αδύνατο σημείο του, γιατί συμβαίνει να ξέρω ότι ο "ενάρετος" Καρολίδης μάλλον θα μας ξεκάνει πρώτα

και τους δύο, προτού του συμβεί οτιδήποτε. Δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος στην Ευρώπη που να τον θέλει νεκρό. Εξάλλου, τε­ λευταία τα πάει καλά με το Βερολίνο και τη Βιέννη, και κάνει τη ζωή του αρχηγού μου δύσκολη. Όχι! Ο Σκούντερ ξεγελάστηκε

εδώ. Ειλικρινά, Χάναϋ, εγώ δεν το πιστεύω αυτό το κομμάτι της ιστορίας. Υπάρχει κάποια βρωμοδουλειά σε εξέλιξη, ανακάλυ ­

ψε πάρα πολλά, και το πλήρωσε με τη ζωή του. Αλλά παίρνω όρ­ κο ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη δουλειά κατασκόπων . Κά­ ποια μεγάλη ευρωπα·ίκή δύναμη έχει κάνει την κατασκοπεία χό­ μπυ της και οι μέθοδοί της δεν είναι πολύ διακριτικές. Μιας και πληρώνει με το κομμάτι, οι μπράβοι της δεν το 'χουν σε τίποτα να κάνουν κάνα δυο φόνους. Θέλουν να μάθουν τις θέσεις των πλοίων μας για τη συλλογή του Γενικού Επιτελείου του Ναυτι­

κού τους. Αλλά θα μπουν στο αρχείο -τίποτα περισσότερο». Εκείνη τη στιγμή, ο μπάτλερ μπήκε στο δωμάτιο. «Έχετε ένα υπεραστικό τηλεφώνημα από το Λονδίνο, Σερ Γουώλτερ. Είναι ο κύριος Χηθ, και θέλει να μιλήσει σε σας προ­ σωπικά».

Ο οικοδεσπότης μου βγήκε για το τηλέφωνο.

Επέστρεψε σε πέντΕ λΕπτά μΕ πρόσωπο χλομό. «Ας με συγχω­ ρέσει η ψυχή του Σκούντερ>> είπε .

«0 Καρολίδης τραυματίστηκε

θανάσιμα λίγα λεπτά πριν από τις εφτά>>.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ερχομός της Μαύρης Πέτρας

Κατέβηκα για πρόγευμα το άλλο πρωί, μετά από έναν ευλογημέ­ νο ύπνο χωρίς όνειρα, που κράτησε οχτώ ώρες. Βρήκα τον Σερ Γουώλτερ να aποκρυπτογραφεί ένα τηλεγράφημα, χαμένο πίσω

από ένα σωρό τηγανίτες και μαρμελάδες. Το δροσερό ρόδινο χρώμα που είχε χτες, είχε σχεδόν φύγει από το πρόσωπό του.

«Το τηλέφωνο άναψε χτες περίπου μια ώρα αφότου πήγατε για ύπνο>> είπε. «Πήρα τον αρχηγό μου κα ι του ζήτησα να μιλή ­

σει στον υπουργό πολέμου, και θα φέρουν τον Ρουαγιέ εδώ μια μέρα νωρίτερα. Κι αυτό το τηλεγράφημα το επιβεβαιώνει. Θα

m;o Λονδίνο στις πέντε. Τι παράξενο : η κωδική λέξη για Sous-chef d'Etat Major-General, τον υπαρχηγό του Γενικού

είνα ι

τον

Επιτελείου , είναιΠόρκερ».

Με οδήγησε στο τραπέζι και συνέχισε . «Όχι πως νομίζω ότι θα βοηθήσει σε τίποτα. Αν οι " φίλοι

σας" είναι τόσο έξυπνοι, ώστε να βρουν τον πρώτο διακανονι­ σμό που είχαμε κάν ε ι, σίγουρα θα είναι εξίσου έξυπνοι ώστε ν'

ανακαλύψουν την αλλαγή . Θα 'δινα το κεφάλι μου για να κατα­ λάβω τι πήγε στραβά. Πιστεύαμε ότι υπήρχαν μόνο πέντε άν ­ θρωποι στην Αγγλία που ήξεραν για την επίσκεψη του Ρουαγιέ,

και να είστε σίγουρος πως ήταν ακόμα λιγότεροι στη Γαλλία, μια κι αυτά τα πράγματα τα καταφέρνουν καλύτερα εκείνοι». Καθώς έτρωγα, συνέχ ισε να μιλά, εκπλήσσοντάς με μέ την

απόλυτη εμπιστοσύνη που μου έδειχνε.

ΤΑΤΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

107

«Δε θα μπορούσαν ν' αλλάξουν οι διαταγές;>> ρώτησα . «Θα μπορούσαν» είπε, «αλλά αυτό θέλουμε να το αποφύγου­ με αν είναι δυνατόν. Είναι αποτέλεσμα πολλών σκέψεων, και

καμιά αλλαγή δε θα μπορούσε να είναι τόσο καλή. Εξάλλου, σε ένα δυο σημεία, οποιαδήποτε αλλαγή θα ήταν αδύνατη . Παρ' όλα αυτά, κάτι θα μπορούσε να γίνει, υποθέτω , αν ήταν απόλυτα απαραίτητο. Αλλά μπορείτε να δείτε τη δυσκολία, Χάναϋ. Οι

εχθροί μας δεν είναι τόσο ανόητοι ώστε να τις βουτήξουν από την τσέπη του Ρουαγιέ ή να κάνουν κανένα άλλο τόσο παιδαριώ­ δες κόλπο. Γνωρίζουν ότι αυτό θα γινόταν αντιληπτό, θα προκα­

λούσε σαματά και θα μας έθετε σε επιφυλακή. Ο σκοπός τους εί­ ναι να πάρουν τις πληροφορίες, χωρίς κανένας από μας να το πάρει χαμπάρι. Έτσι ώστε ο Ρουαγιέ να γυρίσει στο Παρίσι πι­ στεύοντας ότι το όλο θέμα έχει παραμείνει απόρρητο. Αν δεν μπορέσουν να το κάνουν αυτό, θα έχουν αποτύχει, γιατί ξέρουν ότι άμα το υποπτευθούμε, θ' αλλάξουμε τα πάντα.

»0 Ρουαγιέ θα γευματίσει με τον αρχηγό μου, και μετά θα έ ρθει στο σπίτι, όπου θα τον συναντήσουν τέσσερις άνθρωπο ι -ο Γουίτα­ κερ από το ναυαρχείο, ο Σερ Άρθουρ Ντριού , ο στρατηγός Γουιν-

- στάνλεϋ κι εγώ.

Ο υπουργός είναι άρρωστος και έχει πάει στο Σέ­

ρινχαμ. Στο σπίτι μου θα πάρει ένα συγκεκριμένο έγγραφο από

τον Γουίτακερ και μετά θα οδηγηθεί στο Πόρτσμουθ, όπου ένα aντιτορπιλικό θα τον περάσει στη Χάβρη. Η αποστολή του είναι

πολύ σημαντική για να πάει με το πλοίο της γραμμής. Δε θα τον αφήσουμε ούτε στιγμή χωρίς φρουρούς, μέχρι να φτάσει ασφαλής σε γαλλικό έδαφος. Το ίδιο θα γίνει και με τον Γουίτακερ, μέχρι να

συναντήσει τον Ρουαγιέ. Είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνου­ με, και δύσκολα θα μπορούσε κάτι να πάει στραβά. Αλλά παραδέ­ χομαι ότι είμαι φοβερά aνήσυχος. Η δολοφονία του Καρολίδη θα φέρει αντιμέτωπε ς τις κυβερνήσέις της Ευρώπης».

Μετά το πρωινό, με ρώτησε αν ήξερα να οδηγώ αυτοκίνητο.

«Ωραία, θα είστε σωφέρ μου για σήμερα και θα βάλετε τα

ρούχα του Χάντσον. Είστε περίπου στις ίδιες διαστάσεις. Έχετε βάλει κι εσείς το χέρι σας σ' αυτή την ιστορία και δεν μπορούμε

108

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

να το ρισκάρουμε . Αντιμετωπίζουμε aπελπισμένους ανθρώ ­

πους, και δεν πρόκειται να σεβαστούν την ηρεμία ενός εξαντλη ­

μένου από τη δουλειά κυβερνητικού στελέχους που βρίσκεται στην εξοχή για ξεκούραση» .

Όταν πρωτοήρθα στο Λονδίνο, είχα αγοράσει αυτοκίνητο

και με διασκέδαζε να τριγυρνάω στη νότια Αγγλία· έτσι, είχα μάθει αρκετά πράγματα για τη γεωγραφία της περιοχής. Οδήγη ­ σα τον Σερ Γουώλτερ στην πόλη από το δρόμο του Μπαθ και η

διαδρομ1Ί ήταν πολύ ευχάριστη. Ήταν ένα γλυκό πρωινό του Ιουνίου, χωρίς καθόλου αέρα, και υποσχόταν μια πολύ ζεστή ημέρα. Ήταν απολαυστικό να διασχίζουμε τις μικρές πόλεις με

τους φρεσκοβρεγμένους δρόμους και να περνάμε μέσα από τους aνθισμένους κήπους της κοιλάδας του Τάμεση. Άφησα τον Σερ Γουώλτερ στο σπίτι του, στο Κουήνς Ανν Γκέητ, στις έντεκα και

μισή ακριβώς . Ο μπάτλερ ερχόταν με το τρένο κουβαλώντας τις αποσκευές.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να με πάει στη Σκότλαντ Γιαρντ. Εκεί συναντήσαμε έναν περιποιημένο κύριο, που ήταν καλοξυρισμένος κι έμοιαζε με δικηγόρο. «Σας έφερα το δολοφόνο του Πόρτλαντ Πλέης» ήταν οι φρά­ σεις με τις οποίες με σύστησε ο Σερ Γουώλτερ.

Η απάντηση ήταν ένα πικρόχολο χαμόγελο. «Θα μας ήταν πο­

λύ ευπρόσδεκτο δώρο πριν από λίγο καιρό, Μπάλιβαντ. Αυτός,

φαντάζομαι, είναι ο κύριος Ρίτσαρντ Χάναϋ, ο -οποίος για αρκε ­ τές μέρες είχε απασχολήσει όλο το τμ1Ίμα μου». Ο κύριος Χάναϋ θα σας απασχολήσει ξανά. Έχει πολλά να σας πει, όχι όμως σήμερα. Για μερικούς πολύ σοβαρούς λόγους, η κατάθεσή του θα πρέπει να περιμένει είκοσι τέσσερις ώρες.

Ύστερα μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα ενημερωθείτε και θα ικανοποιηθείτε απόλυτα. Θέλω να διαβεβαιώσετε τον κύριο

Χάναϋ ότι δε θα τον ξαναταλαιπωρ1Ί σετε πια». Αυτή η βεβαίωση δόθηκε αμέσως. «Μπορείτε να ξαναρχίσετε

τη ζωή σας από εκεί που την αφήσατε» μου είπε. «Το διαμέρ ισμά

σας, στο οποίο δε θέλετε ίσως να μείνετε, σας 'περιμένει, και ο

ΤΑ ll'IANTA ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

109

άνθρωπος που σας πε ριποιείται είναι ακόμα εκεί. Από τη στιγμή

που δεν κατηγορηθήκατε δυο φορές ανοιχτά, θεωρήσαμε ότι δεν ήταν απαραίτητο να σας απαλλάξουμε από την κατηγορία δημό­ σια . Και μ' αυτό, βέβαια, πρέπει να μένετε ικανοποιημένος» .

«Ίσως χρειαστούμε τη βοήθειά σας αργότερα, Μακ Γκίλιβρεψ>

είπε ο Σερ Γουώλτερ καθώς φεύγαμε. Κι ύστερα χωρίσαμε. «Ελάτε να με δείτε αύριο, Χάναϋ. Δε χρειάζεται να σας πω ότι πρέπει να κρατήσετε το στόμα σας κλειστό. Αν ήμουν στη θέ­ ση σας θα πήγαινα κατευθείαν για ύπνο. Υποθέτω ότι θα σας έχει λείψει. Καλά θα κάνετε να μην πολυεμφανίζεστε, γιατί αν

τύχει και σας δει κανένας από τους "φίλους" της Μαύρης Πέ­ τρας, θα έχουμε φασαρίες» .

Κατά έναν περίεργο τρόπο, αισθανόμουν αμήχανος. Στην αρχή ήταν πολύ ευχάριστο που ήμουν ξανά ένας ελεύθερος άνθρωπος, έχοντας τη δυνατότητα να πάω όπου ήθελα χωρίς να φοβάμαι τί­ ποτα. Ο ένας μήνας που ήμουν εκτός νόμου ήταν υπεραρκετός.

Πήγα στο Σαβόυ και διάλεξα με μεγάλη φροντίδα ένα πολύ καλό γεύμα. Ύστερα κάπνισα το καλύτερο πούρο που μπορούσε να μου προμηθεύσει το κατάστημα. Κι όμως, εξακολουθούσα να αι­ σθάνομαι aνήσυχος. Μόλις έβλεπα κάποιον να με κοιτάζει, κοκ­ κίνιζα κι αναρωτιόμουν αν σκεφτόταν ακόμα το φόνο.

Ύστερα πήρα ταξί και πήγα πέρα, στο βόρειο Λονδίνο. Γύρι­ σα πίσω περπατώντας μέσα σε πάρκα και σειρές από βίλες με

μεγάλες βεράντες, και μετά μέσα από άθλιους και κακόφημους δρόμους . Αυτό μου πήρε περίπου δυο ώρες . Σε όλο αυτό το διά­

στημα η νευρικότητά μου ολοένα μεγάλωνε. Ένιωθα ότι σπου­ δαία πράγματα, φοβερά πράγματα συνέβαιναν, ή επρόκειτο να συμβούν σε λίγο, κι εγώ, που υπήρξα ο μοχλός της όλης ιστορίας, ήμουν απέξω. Ο Ρουαγιέ σε λίγο θα aποβιβαζόταν στο Ντόβερ, ο Σερ Γουώλτερ θα κατέστρωνε σχέδια με τους λίγους ανθρώ­

πους στο Λονδίνο που ήξεραν το μυστικό, και κάπου μέσα στο σκοτάδι, η Μαύρη Πέτρα ετοιμαζόταν να χτuftψJ'ει. Είχα την αί-

110

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

σθηση του κινδύνου και της επικείμενης συμφοράς, και ακόμη

το παράξενο αίσθημα ότι μόνο εγώ μπορούσα να την aποτρέψω, μόνο εγώ μπορούσα να την αντιμετωπίσω. Με είχαν όμως βγά­

λει από το παιχνίδι. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Δεν υπήρχε περίπτωση οι υπουργοί και οι ναύαρχοι και οι στρα­

τηγοί να με δεχτούν στα συμβούλιά τους. Τελικά, άρχισα να εύχομαι να πέσω πάνω σ' έναν από τους τρεις εχθρούς μου. Τουλάχιστον αυτό θα ήταν μια εξέλιξη. Έν ιωθα ότι ήθελα τρομερά να έρθω στα χέρια με όλους αυτούς τους κυρίους, να τους χτυπήσω άγρια, να τους κολλήσω στον τοί­

χο. Άρχισα να βράζω απ' το θυμό μου. Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω στο διαμέρισμά μου. Θα έπρεπε ίσως κάποτε να το αντιμετωπίσω κι αυτό, αλλά μια και είχα αρ­

κετά χρήματα ακόμη, αποφάσισα να το αναβάλω γι' απόψε και

να πάω να κοιμηθώ σε ξενοδοχείο . Ο εκνευρισμός μου κράτησε και σε όλη τη διάρκεια του δεί­ πνου, σ' ένα ρεστοράν στην τζέρμιν Στρητ. Δεν πεινούσα πια, και άφησα πολλά πιάτα χωρίς να τα δοκιμάσω. Ήπια σχεδόν ένα μπουκάλι κρασί Βουργουνδίας, δεν κατάφερε όμως να μου

φτιάξει τη διάθεm1. Με είχε κυρ ιεύσει μια ανυπόφορη ανησυ­ χία. Και να με εγώ, ένας πολύ κοινός τύπος, χωρίς ιδιαίτερη ευ­

φυCα, απόλυτα σίγουρος πως ήμουν απαραίτητος για να ξεκαθα­ ρίσει αυτή η ιστορία -και πως , χωρίς εμένα, θα χάνονταν τα πά­

ντα . Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν πολύ αλαζονικό και ανόητο εκ μέ­ ρους μου , όταν τέσσερις πέντε από τους πιο έξυπνους ανθρώ­

πους που υπήρχαν, με όλη την εξουσία της Βρετανικής Αυτο ­ κρατορίας από πίσω τους, είχαν στο χέρι τους τη δουλειά. Παρ'

όλα αυτά, δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου· έμοιαζε να μι­ λάει ασταμάτητα μια φωνή μέσα στο αυτί μου και να μου λέει να δράσω. Διαφορετικά δε θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ ποτέ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι γύρω στις εννιάμισι αποφάσισα να πάω στο Κουήνς Άνν Γκέητ. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα με δέχο­

νταν, αλλά θα ξαλάφρωνα τη συνείδησή μου αν προσπαθούσα . Κατηφόρισα την Τζέρμιν Σrρητ, και στη γωνία της Ντιουκ

ΤΑΤΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

111

Στρητ προσπέρασα μια παρέα από νεαρούς. Ήταν καλοντυμέ­ νοι . Κάπου θα πρέπει να είχαν γευματίσει και πήγαιναν σε κά ­

ποιο μιούζικ-χωλ. Ο ένας απ' αυτούς ήταν ο κύριος Μάρμαντι­

ουκ 'Γζόπλυ. Με είδε και σταμάτησε απότομα. «Θεέ μου, ο δολοφόνος!» φώναξε . «Πιάστε τον, παιδιά! Είναι ο Χάναϋ , ο φονιάς του Πόρτλαντ Πλέης!» Με άρπαξε από το χέ ­

ρι και οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω μου . Δε γύρευα καβγάδες, αλλά η άσκημη δ ιάθεσή μου μ' έκανε να

προσποιηθώ πως δεν καταλάβαινα τίποτα. Εμφανίστηκε ένας

αστυνομικός . Ίσως θα έπρεπε να του πω την αλήθεια και αν δε με πίστευε, να του ζητήσω να με πάει στη Σκότλαντ Γιαρντ ή στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα. Αλλά η οποιαδήποτε καθυστέ­ ρηση μού φαινόταν ανυπόφορη κα ι η θέα του ηλίθιου προσώπου του Μάρμι ήταν πάνω από τα όρια της ανοχής μου . Τον έσπρω ­

ξα με το αριστερό μου χέρι και είχα την ικανοποίη ση να τον δω να ξαπλώνεται φαρδύς πλατύς στην άσφαλτο.

Μετά άρχισε ένας άγριος καβγάς. Έπεσαν όλοι αμέσως πά­ νω μου, και ο αστυνομικός με άρπαξε από πίσω . Έδωσα μια δυο καλές γροθιές, και νομίζω ότι αν παίζανε τίμια, θα τους είχα δώ­ σει ένα χέρι ξύλο . Ο αστυνομικός όμως με ακινητοποίησε από

πίσω, κι ένας από αυτούς μ' έπιασε από το λαιμό · μέσα από ένα μαύρο σύννεφο οργής , άκουσα το όργανο της τάξης να ρωτά τι

συνέβαινε και τον Μάρμι να δηλώνει μέσα από τα σπασμένα δό­ ντια του ότι ήμουν ο Χάναϋ , ο δολοφόνος. «Α, να σας πάρει η οργή όλους σας>> φώναξα, «κάντε τον να

σκάσει! Σε συμβουλεύω να μ' aφήσεις ελεύθερο, aστυνόμε . Η Σκότλαντ Γιαρντ ξέρει τα πάντα για μένα και θα βρεις τον μπε ­

λά σου αν μπλεχτείς μαζί μου>>. «Πρέπει να μ' ακολουθήσεις, νεαρέ>> είπε ο αστυνομικός. «Σ ε

είδα να χτυπάς αυτόν τον κύρ ιο άσκημα. Άσε που ξεκίνησες εσύ την ιστορία. Αυτός δεν έκανε τίποτα. Σε είδα. Για το καλό σου,

προχώρα ήσυχα, μη σε κανονίσω» . Η απόγνωση και η αίσθηση ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσω

112

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

με κανέναν τρόπο, μου έδωσαν τη δύναμη ταύρου . Σχεδόν πέτα­ ξα στον αέρα τον αστυφύλακα, έριξα κάτω τον άνθρωπο που με

κρατούσε από το κολάρο, κι άρχισα να τρέχω μανιασμένα στην Ντιουκ Στρητ. Άκουσα ένα σφύριγμα και ανθρώπους που έτρε­ χαν πίσω μου .

Τρέχω γρήγορα, αλλά εκείνη ειδικά τη νύχτα είχα στα πόδια

μου φτερά. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ήμουν στο Παλ-Μαλ και είχα στρίψε ι προς το πάρκο του Σαιντ Ί'ζέημς . Απέφυγα τον αστυνομικό στην πύλη των ανακτόρων, όρμησα ανάμεσα σε μια σειρά από φορτηγά στην είσοδο του Μαλ, κι έφτασα σχεδόν στη

γέφυρα πριν οι διώκτες μου περάσουν το δρόμο . Στους aνοι­ χτούς δρόμους του πάρκου φορτσάρισα ακόμη περισσότερο . Ευτυχώς , υπήρχε εκεί λίγος κόσμος και κανένας δεν προσπάθη­

σε να με σταματήσει. Τα έπαιζα όλα για όλα πηγαίνοντας στο Κουήνς Ανν Γκέητ. Όταν μπήκα σ' αυτόν τον ήσυχο δρόμο, μου φάνηκε έρημος. Το σπίτι του Σερ Γουώλτερ βρισκόταν σ' ένα στένεμά του, κι

απέξω ήταν παρκαρισμένα τρία τέσσερα αυτοκίνητα. Σταμάτη ­ σα να τρέχω μερικά μέτρα πριν φτάσω στο σπίτι, κι όρμησα από­

τομα στην πόρτα. Αν ο μπάτλερ αρνιόταν να με δεχτεί, ή έστω αν καθυστερούσε ν' ανοίξει την πόρτα ήμουν χαμένος . Δεν καθυστέρησε: είχα μόλις χτυπήσει το κουδούνι, και η

πόρτα άνοιξε .

«Πρέπει να δω τον Σερ Γουώλτερ» είπα λαχανιασμένος. «Η δουλειά που τον θέλω είναι απελπιστικά σοβαρή». Αυτός ο μπάτλερ ήταν σπουδαίος άνθρωπος: τελείως aτάρα­

χος, άνοιξε την πόρτα κι ύστερα την έκλεισε πίσω μου.

«0

Σερ

Γουώλτερ είναι απασχολημένος, κύριε, κι έχω διαταγές να μη δεχτώ κανέναν. Αν θέλετε να περιμένετε ... >>

Το σπίτι είχε το γνώριμο παλιό στυλ, μ' ένα ευρύχωρο χωλ και δωμάτια από τη μια και την άλλη πλευρά. Στην περά άκρη υπήρ­

χε ένα δωματιάκι με τηλέφωνο και κάνα δυο καρέκλες, κι εκεί με έβαλε να καθίσω.

«Κοίτα>> ψιθύρισα. > είπε ο στρατηγός, «είναι σε τι θα ωφελούσε τον κατάσκοπο η επίσκεψή του εδώ; Δε θα μπορούσε να αποτυπώσει στο μυαλό του και να θυμάται ολόκλη ­ ρες σελίδες με νούμερα και παράξενα ονόματα>>.

«Αυτό δεν είναι δύσκολο>> απάντησε ο Γάλλος. «Ένας καλός

κατάσκοπος είναι εκπαιδευμένος να έχει φωτογραφική μνήμη. Σαν τον δικό σας τον Μακόλεϋ. Παρατηρήσατε ότι δεν είπε τί­

ποτα, αλλά ξεφύλλιζε αυτά τα χαρτιά διαρκώς; Νομίζω πως πρέ­ πει να υποθέσουμε ότι τώρα έχει όλες τις λεπτομέρειες χαραγ­ μένες στη μνήμη του . Όταν ήμουν π ιο νέος, μπορούσα κι εγώ να

κάνω το ίδιο κόλπο>>. «Επομένως, νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να κάνουμε , εκτός από το ν' αλλάξουμε σχέδια>> είπε ο Σερ Γουώλτερ λυπημένα.

Ο Γουίτακερ φαινόταν τελείως χαμένος. «Είπατε στο λόρδο Αλόα τι συνέβη;» ρώτησε. «Όχι; Λοιπόν δεν μπορώ να μιλήσω

με απόλυτη σιγουριά, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν μπο­

ρούμε να κάνουμε σοβαρές αλλαγές, εκτός κι αν αλλάξουμε τη γεωγραφία της Αγγλίας».

«Πρέπει να πω και κάτι άλλο» . Ήταν ο Ρουαγιέ που μίλησε.

«Μίλησα τελείως ελεύθερα όταν ήταν εδώ εκείνος ο άνθρωπος . Αναφέρθηκα στα στρατιωτικά σχέδια της κυβέρνησής μου. Επι­ τρεπόταν βέβαια να πω όσα είπα . Αλλά αυτή η πληροφορία μπο­

ρεί ν' αξίζει πολλά εκατομμύρια για τους εχθρούς μας. Όχι, φί­ λοι μου, δε βλέπω άλλο δQόμο . Ο άνθοωπος που ήοθε εδώ και οι

119

ΤΑ 'ΓΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ

συνεργάτες του πρέπει να πιαστούν . Και πρέπει να πιαστούν

αμέσως!»

«Θεέ μου» φώναξα. «Και δεν έχουμε ούτε ένα τόσο δα ίχνος

για ένδειξη». «Εξάλλου» είπε ο Γουίτακερ, «υπάρχει και το ταχυδρομείο. Ίσως τα νέα βρίσκονται ήδη στο δρόμο» . «Όχι» είπε ο Γάλλος . «Δεν καταλαβαίνετε τις συνήθειες ενός

κατασκόπου. Ο ίδιος, προσωπικά, παίρνει την αμοιβή του και παραδίδει χέρι με χέρι τις πληροφορίες του. Εμείς στη Γαλλία

ξέρουμε κάτι απ' αυτά · υπάρχει ακόμα ελπίδα, φίλοι μου. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να διασχίσουν τη θάλασσα, οπότε θα ελέγ ­ ξουμε όλα τα πλοία και θα παρακολουθήσουμε όλα τα λιμάνια. Πιστέψτε με, η ανάγκη είναι επιτακτική και για τη Γαλλία και για τη Βρετανία.

Η σοβαρή και εύστοχη λογική του Ρουαγιέ έμοιαζε να μας συ ­ νεφέρνει. Ήταν ο άνθρωπος της δράσης ανάμεσα σε φαφλατά­

δες . Δεν είδα όμως την ελπίδα σε κανένα πρόσωπο, και εγώ δεν

αισθάνθηκα άλλωστε καμιά. Πού θα έπρεπε να ψάξουμε για τους τρεις πιο έξυπνους παλιάνθρωπους της Ευρώπης, ανάμεσα στα πενήντα εκατομμύρια αυτών των νησιών, μέσα στις δώδεκα ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας.

Κι έπειτα, ξαφνικά, είχα μια έμπνευση . «Πού είναι το σημειωματάριο του Σκούντερ;» φώναξα στον Σερ Γουώλτερ . «Γρήγορα, άνθρωπέ μου, θυμήθηκα κάτι από

εκεί i.ιέσα». Ξεκλείδωσε ένα γραφείο και μου το έδωσε.

Βρήκα το μέρος. Τριάντα εννέα σκαλοπάτια διάβασα, και ξανά Τριάντα εννέα σκαλοπάτια -τα μέτρησα- παλίρροια,

10.17μ. μ.

Ο άνθρωπος από το ναυαρχείο με κοίταξε σαν να είχα τρελαθεί. «Δε βλέπετε ότι έχουμε ένα στοιχείΟ?> Φώναξα.

«0

Σκούντερ

ήξερε πού είναι το κρησφύγετο αυτών των ανθρώπων -ήξερε από πού θα έφευγαν από τη χώρα, αν και κράτησε το όνομα του μέρους

120

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

για τον εαυτό του . Αύριο θα γίνει ό,τι γ ίνει, και θα γίνει σε κάποιο μέρος που θα έχει παλίρροια στις δέκα και δεκαεφτά λεπτά». «Ίσως να έφυγαν απόψε» είπε κάποιος.

«Αυτό αποκλείεται. Έχουν τον δικό τους, άνετο και μυστικό

τρόπο, και δεν πρόκειται να βιαστούν. Τους ξέρω τους Γερμανούς, και είναι πάντα εντελώς προσκολλημένοι σε κάποιο πλάνο . Πού

διάολο θα μπορούσα να βρω έναν πίνακα με τις παλίρροιες;» Το πρόσωπο του Γουίτακερ φωτίστηκε. «Υπάρχει μια πιθα­ νότητα>> είπε . «Πάμε στο ναυαρχείο>> .

Μπήκαμε σε δυο αυτοκίνητα που περίμεναν κάτω -όλοι εκτός από τον Σερ Γουώλτερ που πήγε στη Σκότλαντ Γιαρντ για «να

κινητοποιήσει τον Μακ Γκίλιβρεψ>, όπως είπε .

Περπατήσαμε μέσα σε άδειους διαδρόμους και μεγάλα γυμνά δωμάτια, όπου καθάριζαν ακόμα οι καθαρίστριες, μέχρι που φτά­ σαμε σ' ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο βιβλία και χάρτες . Ο υπάλλη ­ λος που ήταν εκεί, χαμένος ανάμεσα στα χαρτιά του, έπιασε από τη βιβλιοθήκη του ναυαρχείου τον πίνακα των παλιρροιών. Κάθι­ σα στο γραφείο και οι υπόλοιποι στάθηκαν γύρω μου : φαινόταν ότι με κάποιον τρόπο είχα αναλάβει την υπόθεση αυτή.

Δε βγ1Ίκε τίποτα. Υπήρχαν εκατοντάδες καταχωρημένα μέρη και, από όσο μπορούσα να δω, στις δέκα και δεκαεφτά θα είχαν

παλίρροια τουλάχιστον πενήντα μέρη . Έπρεπε να βρούμε κά­ ποιον τρόπο να περιορίσουμε τις πιθανότητες.

Έπιασα με τα χέρια μου το κεφάλι μου και προσπάθησα να σκεφτώ. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος να λυθεί αυτό το αί­ νιγμα. Τι εννοούσε άραγε ο Σκούντερ με τη λέξη σκαλοπάτια;

Σκέφτηκα τα σκαλοπάτια που υπάρχουν στις aποβάθρες, αν όμως εννοούσε κάτι τέτοιο, δε θα ανέφερε τον αριθμό τους. Θα πρέπει

να ήταν ένα μέρος όπου υπήρχαν πολλές σκάλες, και μόνο μία ξε­ χώριζε από τις άλλες επειδή είχε τριάντα εννέα σκαλοπάτια. Ύστερα σκέφτηκα κάτι ξαφνικά και έψαξα τις ώρες αναχώ­ ρησης ατμοπλοίων. Δεν υπήρχε πλοίο προγραμματισμένο να φύ ­ γει για Ευρώπη στις

10 κα ι 17'.

Γιατί ήταν τόσο σημαντική η ώρα της παλίρροιας; Αν επρό-

ΤΑ 'ΓΡΙΑΝΓΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

·

121

κειτο για κάποιο λιμάνι, θα έπρεπε να είναι σε πολύ μικρό μέ­

ρος, όπου η παλίρροια έπαιζε ρόλο, διαφορετικά θα είχαμε να κάνουμε μ' ένα πλοίο με μεγάλο εκτόπισμα. Δεν υπήρχε όμως

κανονικό πλοίο που να σαλπάρει εκείνη την ώρα, και πίστευα ότι δεν ήταν δυνατό να φύγουν με μεγάλο πλοίο από κάποιο κα­ νονικό λιμάνι. Οπότε θα έπρεπε να πρόκειται για μικρό λιμανά­

κι, όπου η παλίρροια ήταν σημαντική, ή ίσως να μην υπήρχε καν λιμάνι. Αν όμως ήταν όντως μικρό λιμάνι, δεν καταλάβαινα τι σήμαι­ ναν τα σκαλοπάτια . Δεν υπήρχαν σκάλες σε κανένα από τα λι­

μάνια που είχα δει μέχρι τώρα. Θα έπρεπε να ήταν ένα μέρος με μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική σκάλα, όπου η παλίρροια θα ερ ­ χόταν στις δέκα και δεκαεφτά . Τελικά, μου δημιουργήθηκε η

εντύπωση ότι αυτό το μέρος θα έπρεπε να είναι μια μάλλον ανοι­

χτή ακτή. Τα σκαλοπάτια εξακολουθούσαν να με μπερδεύουν. Προσπάθησα μετά να εξετάσω όσο μπορούσα πιο καλά όλα

τα δεδομένα. Ποιο ήταν το πιο πιθανό μέρος για να φύγει κά­ ποιος για τη Γερμανία; Από πού θα έφευγε ένας άνθρωπος που

βιάζεται και που αναζητά ένα γρήγορο και μυστικό πέρασμα;

Όχι βέβαια από κάποιο μεγάλο λιμάνι. Και όχι από τη Μάγχη ή τη Δυτική Ακτή ή τη Σκωτία, μια και, υπόψη, ξεκινούσε από το Λονδίνο . Μέτρησα την απόσταση στο χάρτη και πάσχισα να

μπω στο πετσί των εχθρών. Θα δοκίμαζα να πάω στην Οστάνδη,

1l

στην Αμβέρσα, ή στο Ρότερνταμ, και θα έφευγα από κάπου

στην Ανατολική Ακτή, μεταξύ Κρόμερ και Ντόβερ.

Όλα αυτά, φυ σικά, ήταν πολύ υποκειμενικές σκέψεις και δεν μπορώ βέβαια να υποστηρίξω ότι ήταν ιδιαίτερα ευφυείς ή επι­

στημονικές. Δεν ήμουν κανενός είδους Σέρλοκ Χολμς. Πάντα

όμως πίστευα ότι έχω ένα ένστικτο, σε τέτοια ζητήματα. Δεν ξέ­ ρω αν γίνομαι αντιληπτός, αλλά συνήθιζα να χρησιμοποιώ το

μυαλό μου όσο μπορούσα, και όταν έφτανα σε αδιέξοδο, μά­ ντευα, και συνήθως οι προβλέψεις μου ήταν πετυχημένΕς .

Έτσι, έβαλα όλα μου τα συμπεράσματα σ' ένα κομμάτι χαρτί του ναυαρχείου. Ήταν τα εξής:

122

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

ΣΧΕΔΟΝ ΒΕΒΑΙΑ

1.

Μέρος όπου υπάρχουν αρκετές σκάλες. Αυτή που μας εν ­

διαφέρει ξεχωρίζει επειδή έχει τριάντα εννέα σκαλοπάτια .

2.

Παλίρρο ια στις

10.17

μ. μ. Απομάκρυνση από την ακτή δυ­

νατή μόνο με παλίρροια.

3. Σκαλοπάτια

και όχι σκαλιά aποβάθρας -πιθανόν το μέρος

να μην είναι λιμάνι.

4.

Δεν υπάρχει κανονικό νυχτερινό aτμόπλοιο στις

10.17

μ.μ.

Μέσο μεταφοράς πρέπει να είναι φορτηγό πλοίο (απίθανο), κό ­ τερο ή ψαρόβαρκα.

Εκεί σταματούσε η λογική μου· έφτιαξα μια άλλη λίστα με τίτλο ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, αλλά ήμουν τόσο σίγουρος γι' αυτές όσο σχεδόν και για τα προηγούμενα.

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

1. Το μέρος δεν είναι λιμάνι, αλλά ανοιχτή ακτή. 2. Μικρό πλοίο -ψαράδικο, κότερο ή άκατος. 3. Μέρος κάπου στην Ανατολική Ακτή, ανάμεσα

στο Κρόμερ

και το Ντόβερ.

Μου φάνηκε παράξενο να κάθομαι σ' εκείνο το γραφείο με έναν εκπρόσωπο του υπουργείου, έναν στρατηγό, δύο ανώτατα

κυβερνητικά στελέχη και έναν γάλλο στρατηγό να με κοιτούν, καθώς προσπαθούσα από τις σημειώσεις ενός νεκρού να βγάλω το μυστικό που σήμαινε ζωή ή θάνατο για όλους μας. Ο Σερ Γουώλτερ ήρθε και μας βρήκε, και τέλος ήρθε και ο Μακ Γκίλιβρεη. Είχε δώσει οδηγίες να ελέγχουν λιμάνια και σι­ δηροδρομικούς σταθμούς και να ψάχνουν για τους τρεις άντρες

που είχα περιγράψει στον Σερ Γουώλτερ. Βέβαια, ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήλπιζε σε κάτι θετικό. «Αυτά είναι ό,τι μπόρεσα να κάνω>> είπα. «Πρέπει να βρούμε

το μέρος όπου υπάρχουν αρκετές σκάλες προς την παραλία, και μια τους έχει τριάντα εννέα σκαλοπάτια. Νομίζω ότι είναι κά-

ΤΑΊΡ~ΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤ~

123

ποια ανοιχτή ακτή με μεγάλα βράχια, κάπου ανάμεσα στο Γουός και τη Μάγχη. Επιπλέον πρέπει να έχει παλίρροια στις δέκα και δεκαεφτά αύριο το βράδυ». Ύστερα μου ήρθε μια ιδέα. «Δεν υπάρχει κανένας επόπτης της ακτοφυλακής ή κάποιος ανάλογος που να ξέρει την Ανατολι­ κή Ακτή;»

Ο Γουίτακερ είπε ότι υπήρχε και ότι έμενε στο Κλάπχαμ. Έφυγε με το αυτοκίνητο για να τον φέρει, κι εμείς οι υπόλοιποι καθίσαμε στο δωματιάκι και μιλούσαμε για οτιδήποτε μας περ­

νούσε απ' το μυαλό. Άναψα την πίπα μου και ξανάφερα στη σκέ­ ψη μου όλη την ιστορία μέχρι που το μυαλό μου θόλωσε. Γύρω στη μία το πρωί, ο τύπος της ακτοφυλακής ήρθε. Ήταν

ένας ωραίος γεράκος, με την όψη αξιωματικού του ναυτικού, και προκάλεσε σε όλους μας το σεβασμό. Άφησα τον υπουργό πολέ­ μου να τον εξετάσει, γιατί πίστευα ότι θα ήταν κορο'ίδία να τον

εξετάσω εγώ.

«Θα θέλαμε να μας πείτε τι μέρη ξέρετε στην Ανατολική Ακτή, όπου υπάρχουν βράχοι και αρκετές σκάλες που κατεβαί­

νουν στη θάλασσα». Σκέφτηκε για λίγο. «Τι είδους σκαλοπάτια εννοείτε, κύριε; υπάρχουν πολλά μέρη με δρόμους που κατεβαίνουν ανάμεσα

από λόφους, και οι περισσότεροι δρόμοι έχουν ένα ή δύο σκαλο­

πάτια. Ή μήπως εννοείτε κανονικές σκάλες';»

Ο Σερ Άρθουρ κοίταξε προς το μέρος μου. «Εννοούμε κανο­ νικές σκάλες» είπα.

Σκέφτηκε για ένα δυο λεπτά. «Δεν μπορώ να θυμηθώ καμιά. Μισό λεπτό . Υπάρχει ένα μέρος στο Νόρφολκ -το Μπράτλσ­ χαμ- δίπλα σ' ένα γήπεδο του γκολφ, όπου υπάρχουν δυο τρεις σκάλες για να μπορούν οι κύριοι να βρίσκουν τις χαμένες μπά­ λες τους».

«Δεν είναι αυτό» είπα. «Επίσης υπάρχουν πολλά μέρη για περίπατο κοντά στη θάλασ­

σα, αν εννοείτε αυτό. Κάθε παραθαλάσσιος τόπος έχει τέτοια ... » Κούνησα το κεφάλι μου.

124

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Πρέπει να είναι πιο απομονωμένο>> είπα.

«Λοιπόν, κύριοι, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτ' άλλο . Βέβαια υπάρχει το Ραφ ... » «Τι είναι αυτό;>> ρώτησα.

«Το μεγάλο ακρωτήρι στο Κεντ, κοντά στο Μπράντγκεητ. Έχει αρκετές βίλες στην κορυφή, και μερικά από τα σπίτια έχουν σκά­

λες που οδηγούν στις ιδιωτικές τους παραλίες. Είναι πολύ αριστο­ κρατική περιοχή, και οι άνθρωποι εκεί είναι κλειστοί ... »

Άνοιξα βιαστικά τον πίνακα παλιρροιών και βρήκα το Μπράντ­ γκεητ. Η παλίρροια θα έφτανε εκεί στις

10.27 μ. μ. στις 15 Ιουνίου.

«Είμαστε στα ίχνη τους τελικά>> φώναξα με ενθουσιασμό. «Πώς μπορώ να βρω τι ώρα είναι η παλίρροια στο Ρ αφ;» «Μπορώ να σας το πω εγώ, κύριε» είπε ο ακτοφύλακας. «Εί­

χα νοικιάσει κάποτε ένα σπίτι εκεί, ακριβώς αυτόν το μήνα, και

συνήθιζα να βγαίνω τα βράδια για ψάρεμα στ' ανοιχτά. Η πα­ λίρροια είναι δέκα λεπτά πριν από το Μπράντγκεητ». Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα την ομήγυρη. «Αν μια απ' αυτές τις σκάλες έχει τριάντα εννέα σκαλοπάτια, τότε λύσαμε το μυστήριο, κύριοι» είπα. «Θα ήθελα να δανειστώ το αυτοκίνητό σας, Σερ Γουώλτερ , κα ι έναν οδικό χάρτη. Αν ο

κύριος ΜακΓκίλιβρεη μου διαθέσει δέκα λεπτά, νομίζω πως μπορούμε να ετοιμάσουμε κάτι για αύριο».

Ήταν ανόητο από μέρους μου να αναλάβω μια τέτοια επιχείρη ­

ση, αλλά δε φάνηκαν να πειράζονται· άλλωστε, εγώ ήμουν ο πρω­ ταγωνιστής από την αρχή. Και ακόμα, είχα συνηθίσει στις σκληρές

δουλειές, και αυτοί οι διακεκριμένοι κύριοι ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να το βλέπουν. Ήταν ο στρατηγός Ρουαγιέ που μου έδωσε τις

αρμοδιότητές μου. «Εγώ από την αρχή δηλώνω» είπε, «ότι είμαι πρόθυμος ν' αφήσω την υπόθεση στα χέρια του κυρίου Χάναϋ». Και στις τρεις και μισή έτρεχα ανάμεσα στις φεγγαρόλουστες

θημωνιές του Κεντ, με το πρωτοπαλίκαρο του ΜακΓκίλιβρεη δί­

πλα μου, στη θέση του συνοδηγού.

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Δ ιάφορες ομάδες που συγκλίνουν στη θάλασσα Το ροδογάλαζο πρωινό του Ιούνη με βρ1Ίκε στο Μπράντγκεητ να κοιτάζω από το ξενοδοχείο Γκρίφιν πάνω από την ήρεμη θάλασσα

το φαρόπλοιο στις ξέρες του Κοκ, που έμοιαζε να έχει το μέγεθος μιας σημαδούρας . Μερικά μίλια πιο πέρα προς το νότο, και πολύ πιο κοντά στην ακτή, είχε αγκυροβολήσει ένα μικρό aντιτορπιλικό . Ο Σκάιφ, ο άνθρωπος του ΜακΓκίλιβρεη , που ήταν παλιά στο ναυ ­

τικό, ήξερε το πλοίο και μου είπε το όνομά του και το όνομα του κυ­ βερνήτη. Τηλεγράφησα τα στοιχεία αυτά στον Σερ Γουώλτερ. Μετά το πρόγευμα, ο Σκά ιφ πήρε από έναν μεσίτη το κλειδί

για τις πύλες από τις σκάλες του Ραφ . Περπατήσαμε μαζί από την άμμο, και κάθισα στην άκρη των λόφων όταν εκείνος με ­

τρούσε τα σκαλοπάτια . Δεν ήθελα να με δουν, αλλά το μέρος εκείνη την ώρα ήταν μάλλον έρημο, και όσο ήμουν στην παραλία

δεν είδα τίποτ' άλλο εκτός από γλάρους. Το μέτρημα του πήρε πάνω από μια ώρα, και όταν τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου κοιτώντας ένα κομμάτι χαρτί, πρέπει

να ομολογήσω ότι είχα ιδρώσει από την αγωνία. Τα πάντα εξαρ­ τώνταν, βλέπ ετε, από το αν η πρόβλεψή μου ήταν σωστή.

Διάβασε δυνατά τον αριθμό των σκαλοπατιών στις διάφορες

σκάλες. «Τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε, τριάντα εννέα, σαρά­

ντα δύο, σαράντα εφτά και είκοσι ένα» εκεί που οι λόφοι χαμ11 λωναν. Σχεδόν πετάχτηκα πάνω και φώναξα.

126

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Γυρίσαμε βιαστικά στην πόλη και στείλαμε τηλεγράφημα στον ΜακΓκίλιβρεη . Ήθελα πέντ' ε'ξι άντρες, και τους μοίρασα στα διά­

φορα ξενοδοχεία. Μετά ο Σκάιφ πήγε να ρίξει μια ματιά στο σπίτι που ήταν πάνω από τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια.

Ήρθε πίσω με νέα που ταυτόχρονα με μπέρδευαν και με βε­ βαίωναν . Το σπίτι λεγόταν Τραφάλγκαρ Λοτζ και ανήκε σ' έναν

ηλικιωμένο κύριο που λεγόταν Άπλετον -έναν συνταξιούχο χρη­ ματιστή, είπε ο μεσίτης. Ο κύριος Άπλ ετον έμενε εκεί το μεγαλύ­

τερο μέρος του καλοκαιριού, και τώρα μάλιστα βρισκόταν στο

σπίτι -ήταν εκεί σχεδόν όλη τη βδομάδα. Ο Σκάιφ μπόρεσε να πάρει πολύ λίγες πληροφορίες γι' αυτόν, μόνο ότι ήταν αξ ιοπρε­

πής κύριος, που πλήρωνε τακτικά τους λογαριασμούς τbυ, και ήταν πάντα πρόθυμος να συνεισφέρει στην φιλανθρωπική ένω­ ση της περιοχής. Ύστερα ο Σκάιφ φαίνεται ότι μπήκε από την πίσω πόρτα του σπιτιού, προσπο ιούμενος ότι ήταν πλασιέ ρα ­ πτομηχανών. Υπήρχαν μόνο τρεις υπηρέτες, μια μαγείρισσα, μια καμαριέρα και μια οικονόμος, ακριβώς ό,τι θα έβρισκε κα­

νείς σ' ένα αξιοπρεπές σπίτι της μεσαίας τάξης. Η μαγείρισσα

δεν ήταν φλύαρη και του είχε κλείσει την πόρτα κατάμουτρα, αλλά ο Σκάιφ ήταν σίγουρος ότι αυτή δεν ήξερε τίποτα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα νεόκτιστο σπίτι, το οποίο θα πρόσφερ ε κα­

λή κάλυψη σαν παρατηρητήριο, και η βίλα στην άλλη πλευρά ήταν ακατοίκητη, με τον κήπο της απεριποίητο και γεμάτον

τσουκνίδες. Δανε ίστηκα τα κιάλια του Σκάιφ, και πρ ιν από το γεύμα πήγα μια βόλτα στο Ραφ. Φρόντιζα να κρύβομαι πίσω από τις σειρές

των σπιτιών και βρήκα ένα καλό σημείο στην άκρη του γηπέδου

του γκολφ. Από εκεί μπορούσα να βλέπω το μονοπάτι που κατέ­ βαινε την πλαγιά του λόφου, με παγκάκια τοποθετημένα κατά

διαστήματα και τα μικρά παρτέρια φυτεμένα με θάμνους, εκεί

όπου οι σκάλες κατέβαιναν στην ακτή. Έβλεπα καλά το Τρα­ φάλγκαρ Λοτζ, μια βίλα με κόκκινα τούβλα, με βεράντα, ένα γή­

πεδο του τένις στο πίσω μέρος, και από μπροστά τον συνηθισμέ­ νο για παραλιακά σπίτια ανθόκηπο , γεμάτο μαργαρίτες και γε -

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

127

ράνια. Υπήρχε κι ένας ιστός σημαίας, απ' όπου μια τεράστια Γι­

ούνιον Τζακ κρεμόταν χαλαρά στον ακίνητο αέρα. Τελικά είδα κάπο ιον που βγήκε από το σπίτι και προχώρησε

χαζεύοντας στην πλαγιά. Όταν έστρεψα τα κιάλια μου, είδα ότι ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που φορούσε άσπρο φανελένιο

παντελόνι, μπλε σακάκι και ψάθινο καπέλο. Είχε μαζί του στρα­

τιωτικά κιάλια και μια εφημερίδα . Κάθισε σ' ένα από τα σιδερέ ­ νια παγκάκια κι άρχισε να διαβάζει. Πότε πότε άφηνε κάτω την εφημερίδα και γυρνούσε τα κιάλια του προς τη θάλασσα. Κοίτα­

ξε αρκετή ώρα το aντιτορπιλικό. Τον κατασκόπευα μισή ώρα, μέχρι που σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι για το γεύμα του, οπό­ τε γύρισα κι εγώ στο ξενοδοχείο για το δικό μου.

Δεν αισθανόμουν και πολύ σίγουρος . Αυτό το συνηθισμένο αξιοπρεπές σπίτι δεν έμοιαζε μ' αυτό που είχα στο μυαλό μου · ο άντρας θα μπορούσε να είναι ο φαλακρός αρχαιολόγος της φο­

βερής εκείνης φάρμας στο βάλτο, αλλά θα μπορούσε και να μην

είναι. Έμοιαζε μ' εκείνο το είδος του ηλικιωμένου και ευτυχι­ σμένου ανθρωπάκου που μπορεί να βρει κανείς στα πλούσια

προάστια και στα θέρετρα. Αν ήθελες δείγμα ενός απόλυτα ακίνδυνου ατόμου, θα διάλεγες πιθανότατα αυτόν εδώ. Αλλά μετά το γεύμα, καθώς στεκόμουν στην πύλη του ξενοδο ­

χείου , αναπήδησα όταν είδα αυτό που περίμενα και φοβόμουν μήπως χάσω. Ένα κότερο ήρθε από το νότο και έριξε άγκυρα

ακριβώς απέναντι από το Ρ αφ . Πρέπει να ήταν των εκατόν πε ­ νήντα τόννων, και από το άσπρο έμβλημα που είχε πάνω του κα­

τάλαβα ότι ανήκε στο στόλο. Νοικιάσαμε μια ψαρόβαρκα για απογευματινό ψάρεμα.

Πέρασα ένα ζεστό και ήρεμο απόγευμα. Πιάσαμε κι οι δυο μας κάπου δέκα κιλά μπακαλιάρο , και εκεί έξω, στην κυματιστή γαλανή θάλασσα, είδα λίγο πιο ευχάριστα τα πράγματα. Πάνω από τις άσπρες πλαγιές του Ραφ μπορούσα να δω τις πράσινες και κόκκινες βίλες, και ειδικά τον τεράστιο ιστό της σημαίας του

Τραφάλγκαρ Λοτζ. Κατά τις τέσσερις η ώρα, όταν π ια είχαμε ψα­ ρέψει αρκετά, έβαλα τον βαρκάρη να μας κάνει μια βόλτα γύρω

128

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

από το κότερο που έστεκε σαν κομψό πουλί, έτοιμο να σαλπάρει

οποιαδήποτε στιγμή. Ο Σκάιφ είπε ότι λόγω κατασκευ1Ίς πρέπει να 'ταν γρήγορο πλοίο και να είχε αρκετά δυνατές μηχανές.

Το όνομά του ήταν Αριάδνη, όπως ανακαλύψαμε απότοκα­ πέλο ενός από το πλήρωμα. Του μίλησα και πήρα απάντηση στην απαλή διάλεκτο του Έσε ξ. Ένας άλλος τύπος που εμφανίστηκε,

μου είπε την ώρα σε άπταιστα αγγλικά. Ο βαρκάρης μας είχε μια διαφωνία μ' έναν απ' αυτούς για τον καιρό, και για λίγα λε ­ πτά είχαμε σταθεί δίπλα στη δεξιά πλευρά της πλώρης .

Ύστερα οι άντρες ξαφνικά μας αγνόησαν και ξαναγύρισαν στη δουλειά τους, καθώς ένας αξιωματικός, εμφανίστηκε στο κατάστρωμα. Ήταν ένας ευχάριστος περιποιημένος νεαρός, και

μας ρώτη σε σε πολύ καλά αγγλικά για το ψάρεμά μας. Αλλά δεν

υπήρχε καμιά αμφιβολία γι' αυτόν . Το κοντοκουρεμένο κεφάλι του και το κόψιμο του κολάρου και της γραβάτας του δε θύμιζαν

με τίποτε Άγγλο. Αυτό με σιγούρεψε περισσότερο, αλλά καθώς επιστρέφαμε κωπηλατώντας πίσω στο Μπράντγκεητ, οι επίμονες αμφιβολίες μου δεν έλεγαν να φύγουν. Το πράγμα που με ανησυχούσε ήταν η σκέψη ότι οι εχθροί μου ήξεραν ότι είχα πάρει τις πληροφο­

ρίες μου από τον Σκούντερ, και πως ο Σκούντερ μού είχε δώσει

στοιχεία γι' αυτό το μέρος . Αν ήξεραν ότι ο Σκούντερ είχε αυτά τα στοιχεία, δε θ' άλλαζαν σίγουρα τα σχέδιά τους; Πάρα πολλά εξαρτώνταν από την επιτυχία τους για να ρισκάρουν . Η ερώτη ­ ση ήταν πόσα ήξεραν για τις πληροφορίες του Σκούντερ . Είχα μιλήσει με σιγουριά την προηγούμενη ημέρα για το πόσο προ ­

σκολλημένοι είναι οι Γερμανοί στο πλάνο τους, αλλά αν είχαν

υποψίες ότι ήμουν στα ίχνη τους, θα 11tαν ανόητοι να μην τα κα­ λύψουν. Αναρωτήθηκα αν ο άνθρωπος που είχα δει την προη­ γούμενη νύχτα είχε καταλάβει ότι τον είχα αναγνωρίσει. Κατά κάποιον τρόπο, πίστευα ότι δεν το είχε καταλάβει, και σ' αυτό

στηριζόμουν. Όλη αυτή η ιστορία ποτέ δε φάνηκε δυσκολότερη όσο εκείνο το απόγευμα όταν, σύμφωνα με όλους τους υπολογι­

σμούς, θα έπρεπε να βαδίζω σε βέβαιη επιτυχία.

ΤΑ ΤΡΙΑΝΊΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

129

Στο ξενοδοχείο συνάντησα τον κυβερνήτη του aντιτορπιλικού, στον οποίο με σύστησε ο Σκάιφ, και του μίλησα για λίγο . Μετά

πήγα κάνα δυο ώρες να παρακολουθήσω το Τραφάλγκαρ Λοτζ.

Βρήκα ένα μέρος πιο ψηλά στο λόφο, στον κήπο ενός άδειου σπιτιού . Από εκεί είχα πλήρη θέα του γηπέδου , όπου δύο τύποι

έπαιζαν τένις. Ο ένας ήταν ο ηλικιωμένος τον οποίο είχα ήδη δει. Ο άλλος ήταν πιο νέος, και φορούσε γύρω από τη μέση του ένα κα­ σκόλ με τα χρώματα κάποιας λέσχης. Έπαιζαν με τρομερή όρεξη, σαν κύριοι της πόλης που θέλουν να γυμναστούν σκληρά για να κρατήσουν τη φόρμα τους. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί

πιο αθώο θέαμα. Φώναζαν και γελούσαν, και σcαμάτησαν για να πιουν κάτι όταν μια υπηρέτρια τους έφερε δυο κούπες πάνω σ'

έναν δίσκο. Έτριψα τα μάτια μου και αναρωτήθηκα μήπως ήμουν ο πιο aνόητος άνθρωπος στη γη. Μυσcήριο και σκοτάδι κάλυπτε

τους άντρες που με ε ιίχαν κυνηγήσει στους σκωτσέζικους βάλτους με αεροπλάνα και αυτοκίνητα, και κυρίως εκείνον το σατανικό αρχαιολόγο. Ήταν αρκετά εύκολο να συνδέσω εκείνους τους αν­

θρώπους με το μαχαίρι που κάρφωσε τον Σκούντερ στο πάτωμα και με τα διαβολικά σχέδια ενάντια στην παγκόσμια ειρήνη. Α.J.λά εδώ ήταν δυο άκακοι πολίτες που γυμνάζονταν χωρίς να πειρά­ ζουν κανέναν, και που σύντομα σκόπευαν να πάνε μέσα για ένα

ωραίο δείπνο, στη διάρκεια του οποίου θα μιλούσαν για τις τιμές

της αγοράς, τα τελευταία αποτελέσματα του κρίκετ και τα κουτσο­

μπολιά που κυκλοφορούσαν για τους γε ίτονές τους. Είχα σcήσει παγίδες για να πιάσω γύπες και γεράκια, και να, είχα καταφέρει να πιάσω δυο χοντρά σπουργίτια. Εκείνη την ώρα έφτασε κι ένας τρίτος, ένας νεαρός με ποδή ­ λατο και με μια τσάντα με μπαστούνια του γκολφ στην πλάτη του. Έκανε το γύρο του γηπέδου του τένις και οι παίκτες τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Προφανώς τον πείραζαν, και το

πείραγμά τους ακουγόταν απόλυτα αγγλικό. Μετά, ο παχουλός άντρας, σκουπίζοντας το μέτωπό του μ' ένα μεταξωτό μαντίλι,

ανακοίνωσε ότι έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο. Άκουσα ακριβώς τα λόγια του: «Έχω ιδρώσει για τα καλά» είπε . «Αυτό θα ελατ-

130

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

τώσει το βάρος μου και θ ' αυξήσει την ευκινησία μου. Μπόμπ,

θα σε περιλάβώ αύριο και θα σου δώσω ένα καλό μάθημα» . Δε θα μπορούσες να βρεις τίποτα πιο τυπικά αγγλικό απ ' αυτό .

Μπήκαν όλοι στο σπίτι και μ' άφησαν να αισθάνομαι τελείως

ηλίθιος. Είχα ακολουθήσει λάθος ίχνη αυτή τη φορά. Ίσως όμως αυτοί οι άντρες να έπαιζαν θέατρο. Αν όντως ήταν έτσι, σε ποιο κοινό απευθύνονταν; Δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι βρισκό­

μουν τριάντα μέτρα μακριά, πίσω από ένα ροδόδεντρο . Μου

ήταν απλώς αδύνατο να πιστέψω ότι αυτοί οι τρεις εγκάρδιοι τύ­ ποι ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός απ' αυτό που έμοιαζαν να είναι -τρεις συνηθισμένοι, αθλητικοί Εγγλέζοι των πλούσιων προα­ στίων, aνούσιοι, αν θέλετε, αλλά απελπιστικά αθώοι.

Και όμως ήταν τρεις: και ο ένας ήταν ηλικιωμένος, ο άλλος χο ­

ντρός και ο τρίτος ξερακιανός και σκούρος. Και το σπίτι τους ταί­ ριαζε με τις περιγραφές του Σκούντερ. Και μισό μίλι μακριά περί­ μενε ένα μηχανοκίνητο κότερο με τουλάχιστον έναν γερμανό

αξιωματικό επάνω του. Σκέφτηκα τον Καρολίδη νεκρό και την Ευ ­ ρώπη να τρέμει στο χείλος της καταστροφής και τους ανθρώπους που άφησα πίσω μου στο Λονδίνο να περιμένουν γεμάτοι αγωνία τα γεγονότα των επόμενων ωρών. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κά­

που άνοιγε η κόλαση. Η Μαύρη Πέτρα είχε κερδίσει, και αν ξέ­

φευγε αυτή τη νύχτα του Ιουνίου, θα εξαργύρωνε τα κέρδη της. Μου έμενε ένα πράγμα να κάνω -να προχωρήσω σαν να μην εί­

χα καμιά αμφιβολία, κι αν επρόκειτο να γελοιοποιηθώ, να το κάνω με αξιοπρέπεια. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αντιμετωπίσει μια

δουλειά με μεγαλύτερη απροθυμία. Εκείνη τη στιγμή θα προτιμού­ σα να μπω σ' ένα άντρο αναρχικών με όπλα στα χέρια ή ν' αντιμε ­ τωπίσω ένα εξαγριωμένο λιοντάρι με νεροπίστολο, παρά να ει­ σβάλω σ' εκείνο το χαρούμενο σπίτι των τριών εύθυμων Εγγλέζων

και να τους πω ότι το παιχνίδι τελείωσε. Πόσο θα με κορόιδευαν! Αλλά ξαφνικά θυμήθηκα ένα πράγμα που είχα ακούσει κάπο ­ τε στη Ροδεσία από τον γερο-Πήτερ Πίναρ . Έχω αναφέρει ήδη

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

131

τον Πήτερ σ' αυτή τη διήγηση. Ήταν ο καλύτερος aνιχνευτής που είχα γνωρίσει ποτέ, και πριν γίνει aξιοσέβαστος πολίτης, εί­ χε πολύ συχνά βρεθεί στην άλλη πλευρά του νόμου, και τον κα ­

ταζητούσαν οι αρχές. Ο Πήτερ είχε κάποτε συζητήσει μαζί μου

το θέμα των μεταμφιέσεων και η θεωρία του με είχε παραξενέ­ ψει τότε. Έλεγε ότι, αν εξαιρέσεις τα απολύτως βέβαια στοι­ χεία, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα, σχεδόν όλα τα φυσικά

χαρακτηριστικά χρησίμευαν ελάχιστα για αναγνώριση αν ο φυ ­ γάς ήξερε καλά πώς να κρυφτεί. Κορόιδευε πράγματα όπως τα βαμμένα μαλλιά και τα ψεύτικα γένια και όλες αυτές τις παιδα­ ριώδεις aνοησίες το μόνο πράγμα που είχε σημασία, ήταν αυτό

που ο Πήτερ ονόμαζε «ατμόσφαιρα». Αν ένα άτομο μπορούσε να μπει σ' ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον απ' αυτό που τον είχες δει στην αρχή και -αυτό είνα ι το σπουδαίο- να αφομοιωθεί πραγματικά στο καινούργιο περι­

βάλλον και να φέρεται σαν να μην είχε βρεθεί ποτέ έξω απ' αυ ­

τό, θα μπορούσε να μπερδέψει και τους πιο έξυπνους ντετέκτιβ

της γης. Κα ι συνήθιζε να λέει μια ιστορία, για το πώς κάποτε δα­ νείστηκε ένα μαύρο παλτό και πήγε στην εκκλησία κα ι μοιρά­

στηκε το ίδιο υμνολόγιο με τον άνθρωπο που τον κυνηγούσε. Αν ο άλλος τον είχε δει προηγουμένως σ' ένα καθωσπρέπει περι­

βάλλον, θα τον είχε αναγνωρίσει. Τον είχε όμως δει μόνο να πυ ­ ροβολεί τα φώτα σ' ένα μπαρ.

Η ανάμνηση της κουβέντας του Πήτερ ήταν η πρώτη αληθινή ανακούφιση εκείνης της ημέρας. Ο Πήτερ ήταν ένας σοφός πα­ λιανθρωπάκος, και οι τύποι που κυνηγούσα δεν ήταν τυχαίοι. Κι

αν έπαιζαν το παιχνίδι του Πήτερ; Ένας χαζός προσπαθεί να αποκτήσει διαφορετική όψη , ένας έξυπνος έχει την ίδια όψη αλ­ λά είναι διαφορετικός. Και πάλι υπήρχε μια άλλη αρχή του Πήτερ που με είχε βοηθήσει

όταν είχα πάρει τη θέση του εργάτη των δρόμων. «Αν παίζεις ένα ρόλο, δεν μπορείς να πετύχεις αν δεν πείσεις τον εαυτό σου ότι εί­ σαι αυτός>>. Έτσι θα εξηγούνταν το παιχνίδι του τένις. Αυτοί οι τύ­

ποι δε χρειαζόταν να προσποιούvrαι, απλώς πάτησαν ι:fνα κουμπί

132

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

και πέρασαν σε μια άλλη ζωή, που τους πήγαινε τόσο φυσικά όσο και η πρώτη . Φαινόταν τελείως κοινότοπο, αλλά ο Πήτερ έλεγε ότι

αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό όλων των διάσημων εγκληματιών. Πλησίαζε οχτώ η ώρα, κι έτσι γύρισα πίσω και είδα τον Σκάιφ για να του δώσω οδηγίες. Κανόνισα μαζί του πού να βάλει τους άντρες του, κι ύστερα βγήκα για βόλτα, γιατί δεν είχα καμιά

όρεξη για φαγητό . Τριγύρισα στο έρημο γήπεδο του γκολφ, κι ύστερα σ' ένα σημείο πάνω στις πλαγιές, πιο βόρεια από τη γραμμή των σπιτιών.

Στους χαλικόστρωτους δρόμους συνάντησα ανθρώπους με φόρμες που γυρνούσαν από το τένις στην παραλία, και έναν

ακτοφύλακα από το σταθμό με τον ασύρματο. Μακριά, στη θά­ λασσα, στο γαλανό ορίζοντα, είδα να εμφανίζονται τα φώτα της Αριάδνης και του aντιτορπιλικού πέρα στο νότο, και πέρα από τις ξέρες του Κοκ τα μεγαλύτερα φώτα των ατμόπλοιων που κα­ τευθύνονταν προς τον Τάμεση. Η σκηνή ήταν τόσο ειρηνική και συνηθισμένη, που έχανα όλο και περισσότερο το θάρρος μου . Επιστράτευσα όλη την αποφασιστικότητά μου για να κατευθυν ­ θώ προς το Τραφάλγκαρ Λοτζ κατά τις εννέα και μισ11.

Στο δρόμο ηρέμησα κάπως από τη θέα ενός γκρίζου λαγωνι­ κού που γυρόφερνε στα πόδια μιας νοσοκόμας. Μου θύμισε ένα

σκύλο που είχα στη Ροδεσία, και τον καιρό που τον έπαιρνα μαζί μου για κυνήγι στους λόφους του Πάλι. Κυνηγούσαμε ρέμποκς,

το είδος με το σκούρο γκρίζο χρώμα, και θυμήθηκα που είχαμε ακολουθ1Ίσει ένα τέτοιο ζώο και εγώ και ο σκύλος το είχαμε ξαφ­ νικά χάσει. Το λαγωνικό έχει πολύ καλά μάτια, αλλά και τα δικά

μου δεν πήγαιναν πίσω . Παρ ' όλα αυτά, το αναθεματισμένο ζώο έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από την περιοχή . Αργότερα ανακά­ λυψα πώς τα είχε καταφέρει. Ανάμεσα στους γκρίζους βράχους

των λόφων δε φαινόταν παραπάνω απ' ό,τι ένα κοράκι μέσα στα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας. Δεν χρειάστηκε να φύγει. Το μό­

νο που είχε να κάνει, ήταν να γίνει ένα με το περιβάλλον . Ξαφνικά, καθώς αυτές οι σκέψεις έτρεχαν μέσα στο μυαλό μου , αναλογίστηκα την κατάσταση που αντιμετώπιζα και εφάρμο-

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΈΑ ΣΚΑΛΟΠΆτΙΑ

133

σα το δίδαγμα της ιστορίας . Η Μαύρη Πέτρα δε χρειαζόταν να κρυφτεί. Είχε ήσυχα ταυτιστεί με το περιβάλλον . Ήμουν στο σω­

στό δρόμο, και αυτό το κάρφωσα στο μυαλό μου και ορκίστηκα να μην το ξεχάσω ποτέ . Την τελευταία λέξη την είχε ο Πήτερ Πίναρ. Οι άντρες του Σκάιφ θα είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους, δε

φαινόταν όμως ψυχη. Το σπίτι ήταν ανοιχτό σαν δημόσιος χώ­ ρος. Καθένας θα μπορούσε να δει τι γινόταν μέσα. Ένας σιδε­ ρένιος φράχτης ενός μέτρου το χώριζε από το δρόμο της πλα­ γιάς . Τα παράθυρα στο ισόγειο ήταν ορθάνοιχτα, και τα χαμηλά φώτα και ο σιγανός ήχος των φωνών aποκάλυπταν σε ποιο δω­ μάτιο οι κάτοικοί του τελείωναν εκείνη την ώρα το δείπνο τους .

Τα πάντα ήταν δημόσια και ολοφάνερα, όπως σε φιλανθρωπικό

παζάρι. Με το αίσθημα ότι ήμουν ο μεγαλύτερο ηλίθιος στη γη, άνοιξα την καγκελόπορτα και χτύπησα το κουδούνι.

Ένας άνθρωπος της ιδιοσυγκρασίας μου, που έχει ταξιδέψει σε άγρια μέρη σε όλο τον κόσμο, μπορεί και αισθάνεται το ίδιο άνετα και με τις δύο τάξεις, αυτές που θα ονόμαζε κανείς ανώτε­ ρη και κατώτερη . Τους καταλαβαίνει και τον καταλαβαίνουν. Ήμουν πολύ εξοικειωμένος με βοσκούς και αλήτες και εργάτες,

και εξίσου άνετος με ανθρώπους σαν το Σερ Γουώλτερ και αυ­ τούς που είχα συναντήσει την προηγούμενη νύχτα. Δεν μπορώ

να εξηγήσω γιατί, αλλά είναι γεγονός. Όμως αυτό που δεν μπο­ ρούν να καταλάβουν άνθρωποι σαν και μένα, είναι ο μεγάλος άνετος, ικανοποιημένος μεσοαστικός κόσμος, οι τύποι που μέ­

νουν στα προάστια και τις βίλες. Δεν ξέρεις, πώς αντιμετωπί­ ζουν τα πράγματα, δεν καταλαβαίνεις τις συμβάσεις τους και εί­ σαι τόσο δισταχτικός μπροστά τους, σαν να έχεις να αντιμετωπί­

σεις μια μαύρη μάμπα*. Όταν μια λεπτή οικονόμος μου άνοιξε την πόρτα, με δυσκολία βγήκαν οι λέξεις από το στόμα μου .

*

ΜαύQΟ δηλητηοιώδες φίδι τ'Ι']ς Αφρι~ή ς, δένδρασπις.

134

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

Ζήτησα τον κύριο Άπλετον και με συνόδεψε μέσα. Το σχέδιό

μου ήταν να μπω κατευθείαν στην τραπεζαρία, και με την ξαφνική εμφάνισή μου να προκαλέσω την αστραπή της αναγνώρισης, που

θα επιβεβαίωνε τη θεωρία μου. Αλλά όταν βρέθηκα στο πεντακά­ θαρο εκείνο χωλ, το μέρος μου επιβλήθηκε . Υπήρχαν τα μπαστού­

νια του γκολφ και οι ρακέτες του τένις, ψάθινα καπέλα και τραγιά­ σκες, πολλά ζευγάρια γάντια, σειρά από μπαστούνια για περπάτη ­

μα -πράγματα που μπορείς να βρεις σε χιλιάδες εγγλέζικα σπίτια. Ένας σωρός από καλοδιπλωμένα και ταχτοποιημένα παλτά και αδιάβροχα κάλυπταν το πάνω μέρος μιας παλιάς δρύινης κασέ­

λας. Ακουγόταν το τικ-τακ από ένα παλιό ρολόι του τοίχου. Καλο­ γυαλισμένα μπρούντζινα σκεύη στους τοίχους, ένα βαρόμετρο και ένα σχέδιο με τον Τσίλτερν να νικάει στο Σαιντ Λέτζερ. Το μέρος

ήταν τόσο ορθόδοξο, όσο και μια αγγλικανική εκκλησία. Όταν η υπηρέτρια με ρώτησε το όνομά μου, απάντησα αυτόματα και οδη ­ γήθηκα στη βιβλιοθήκη, στη δεξιά πλευρά του χωλ.

Το δωμάτιο ήταν ακόμη χειρότερο. Δεν είχα χρόνο να το εξε­ τάσω, αλλά μπορούσα να δω καδραρισμένες φωτογραφίες πάνω από την κορνίζα του τζακιού, και θα μπορούσα να πάρω όρκο ότι ήταν από κάποιο αγγλικό κολέγιο ή σχολείο. Έριξα μόνο μια ματιά, και προσπάθησα να αυτοσυγκεντρωθώ και ν' ακολου ­

θήσω την υπηρέτρια. Είχα όμως ήδη αργήσει . Είχε μπει στην

τραπεζαρία και είχε δώσει το όνομά μου στο αφεντικό της. Είχα

χάσει την ευκαιρία να δω πώς το πήραν και οι τρεις τους. Όταν πέρασα στο δωμάτιο, ο ηλικιωμένος κύριος, που καθό­

ταν στην κεφαλή του τραπεζιού, είχε σηκωθεί και είχε γυρίσει για να με υποδεχτεί. Φορούσε απογευματινό κοστούμι -κοντό σακάκι και μαύρη γραβάτα- όπως κι ο άλλος, αυτός που τον εί­

χα βαφτίσει «Ο παχουλός». Ο τρίτος, ο μελαχρινός, φορούσε μπλε σερζ κοστούμι και μαλακό λευκό κολάρο, και τα χρώματα κάποιας λέσχης ή σχολείου.

Οι τρόποι του ηλικιωμένου κυρίου ήταν άψογοι.

«0 κύριος Χά­

ναϋ; » είπε δισταχτικά. «Θέλατε να με δείτε; Μια στιγμή, φίλοι

μου, θα σας δω σε λίγο. Ας πάμε καλύτερα προς τη βιβλιοθήκη ».

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΠΑ

135

Αν και δεν είχα ούτε στάλα αυτοπεποίθηση, πίεσα τον εαυτό μου

να παίξει το ρόλο του κανονικά. Τράβηξα μια καρέκλα και κάθισα. «Νομίζω ότι έχουμε συναντηθεί και παλιότερα» είπα, «και φαντάζομαι ότι ξέρετε τι ήρθα να κάνω εδώ» . Το φως στο δωμάτιο ήταν λιγοστό. Απ' όσο όμως μπορούσα

να δω, έπαιζαν όλοι το ρόλο των έκπληκτων πολύ καλά. «Ίσως» είπε ο η λικιωμένος. «Δεν έχω πολύ καλή μνήμη, και φοβάμαι ότι θα πρέπει να μου πείτε το σκοπό της επισκέψεώς

σας, κύριε, γιατί πραγματικά δεν τον γνωρίζω». «Καλά, λοιπόν» είπα, και μου φαινόταν ότι έλεγα όλη την ώρα aνοησίες και τίποτ' άλλο, «έχω έρθει να σας πω πως το παι­ χνίδι σας τελείωσε. Έχω μαζί μου ένα ένταλμα συλλήψεως και για τους τρεις σας, κύριοι». «Συλλήψεως;» είπε ο ηλικιωμένος κύριος κα ι φάνηκε τελεί­ ως σοκαρισμένος. «Να μας συλλάβετε; Για τ' όνομα του Θεού! Γιατί;»

«Για τη δολοφονία του Φράνκλιν Σκούντερ στο Λονδίνο, στις

23 του προηγούμενου

μηνός».

«Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα» είπε ο ηλικιωμένος με

σαστισμένη φωνή. Τότε μίλησε ένας από τους άλλους. «Λέει για το φόνο του

Πόρτλαντ Πλέης. Είχα διαβάσει γι' αυτή την υπόθεση. Για το Θεό, πρέπει να είστε τρελός, κύριε! Από πού έρχεστε;»

«Από τη Σκότλαντ Γιαρντ» είπα. Μετά απ' αυτό, για ένα λεπτό έπεσε απόλυτη σιωπή. Ο ηλι­ κιωμένος έμεινε να κοιτάζει το πιάτο του και να παίζει μ' ένα φουντούκι, ακριβώς το πρότυπο της αθώας αμηχανίας.

Ύστερα μίλησε ο χοντρός. Κόμπιασε λίγο , σαν άνθρωπος που διαλέγει προσεχτικά τα λόγια του.

«Μην ταράζεστε, θείε» είπε. «Πρέπει να είναι κάποιο γελοίο λάθος. Αυτά τα πράγματα όμως συμβαίνουν μερικές φορές, και

θα μπορέσουμε εύκολα να το επανορθώσουμε. Δε θα είναι δύ­

σκολο ν' αποδείξουμε την αθωότητά μας. Μπορώ ν' αποδείξω ότι ήμουν στο εξωτερικό στις

23

Μα"Cου, και ο Μπομπ ήταν στο

136

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

νοσοκομείο. Εσείς ήσαστε στο Λονδίνο, αλλά μπορείτε να εξη­ γήσετε τι ακριβώς κάνατε». «Σωστά, Πέρσυ!

Βέβαια. Είναι αρκετά εύκολο. Στις

23!

Ήταν μια μέρα μετά το γάμο της Άγκαθα. Άσε με να σκεφtώ. Τι

έκανα; Ήρθα το πρωί από το Γουώκιν και γευμάτισα στη λέσχη με τον Τσάρλι Σάιμονς. Μετά -α, ναι, δείπνησα με τους Φισμόν­

γκερ. Θυμάμαι ότι το ποντς με είχε πειράξει, και το επόμενο πρωί ήμουν χάλια. Αυτό είναι όλο . Να και το κουτί με τα πούρα που έφερα από εκείνο το δείπνο». Έδειξε ένα αντικείμενο πά­ νω στο τραπέζι και γέλασε νευρικά. «Νομίζω, κύριε» είπε ξανά ο νεαρός μιλώντας μου με σεβα­ σμό, «ότι έχετε κάνει λάθος . Θέλουμε βέβαια να βοηθήσουμε το νόμο, όπως όλοι ο ι Άγγλοι, και δε θέλουμε να γελοιοποιείται η

Σκότλαντ Γιαρντ. Έτσι δεν είναι, θείε;» «Βέβαια, Μπομπ». Ο ηλικιωμένος έμοιαζε να ξαναβρίσκει τη φωνή του. «Βέβαια, θα κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για

να βοηθήσουμε τις αρχές. Αλλά -αλλά αυτό παραπάει. Δεν μπο­ ρώ να το χωνέψω».

«Πόσο θα γελάσει η Ν έλη!» είπε ο χοντρός . «Πάντα έλεγε ότι θα πεθάνεις από ανία, γιατί τίποτα δε σου συνέβη ποτέ. Και τώ­ ρα, να που θα έχεις άσκημα ξεμπερδέματα» κι άρχισε να γελά

με την καρδιά του. «Μα το Θεό, ναι. Σκέψου το μόνο! Τι ωραία ιστορία θα έχω

να διηγηθώ στη λέσχη. Αλήθεια, κύριε Χάναϋ, υποθέτω ότι θα έπρεπε να θυμώσω για ν' αποδείξω την αθωότητά μου, αλλά εί­ ναι τόσο αστείο! Σας συγχωρώ σχεδόν για τη λαχτάρα που μου δώσατε! Ήσαστε τόσο σοβαρός, που πίστεψα ότι θα μπορούσα να υπνοβατώ τα βράδια και να σκοτώνω ανθρώπους».

Δεν ήταν δυνατό να προσποιείται. Φαινόταν τόσο τρομερά ει­ λικρινής. Η καρδιά μου είχε φύγει από τη θέση της, και η πρώτη

μου σκέψη ήταν να ζητήσω συγνώμη και να εξαφανιστώ. Είπα όμως στον εαυτό μου ότι πρέπει να προχωρήσω, ακόμη κι αν γί­ νω περίγελος της Βρετανίας. Το φως από τα κηροπήγια του τρα­

ΠΕζιού δΕν ήταν αρκετό, και για να κρύψω την ταραχή μου, ση-

137 κώθηκα, προχώρησα προς την πόρτα και άναψα το ηλεκτρικό . Το ξαφνικό φως τους έκανε να ανοιγοκλε ίσουν τα μάτια τους, κι

εγώ παρατήρησα προσεχτικά τα τρία πρόσωπα.

Λοιπόν, δεν βγήκε τίποτα. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και φα­ λακρός, ο άλλος μεγαλόσωμος, κι ο τρίτος ήταν μελαχρινός και

αδύνατος. Δεν υπήρχε τίποτα στην εμφάνισή τους που να τους

εμποδίζει να είναι εκείνοι που με είχαν κυνηγήσει στη Σκωτία, αλλά δεν υπήρχε και τίποτα συγκεκρ ι μένο για να μπορέσω να τους αναγνωρίσω. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί εγώ που,

σαν εργάτης, είχα κοιτάξει προσεχτικά εκείνα τα δυο ζευγάρια μάτια, και σαν Ν εντ Έινσλυ ένα ακόμη, γιατί εγώ, που έχω καλή μνήμη και μεγάλη παρατηρητικότητα δεν μπορούσα να μείνω ικανοποιημένος. Έμοιαζαν ακριβώς μ' αυτό που υποστήριζαν

ότι είναι, και δεν μπορούσα να πάρω όρκο για κανέναν. Εκεί στην ευχάριστη τραπεζαρία, με τις χαλκογραφίες στους

τοίχους και τη φωτογραφία μιας γηραιάς κυρίας σε μια κορνίζα

πάνω από το τζάκι, δεν μπορούσα να βρω τίποτε που να τους συνδέει με τους τρεις βίαιους κακοποιούς του βάλτου. Υπήρχε

μια ασημένια ταμπακέρα δίπλα μου, και είδα ότι ήταν έπαθλο του Πέρσιβαλ. Άπλετον από τη λέσχη του Σα ιντ Μπηντ σ' ένα τουρνουά γκολφ . Έπρεπε να θυμάμαι συνεχώς τα λόγ ια του Πή­

τερ Πίναρ για να πείσω τον εαυτό μου να μη φύγει τρέχοντας

απ' αυτό το σπίτι.

«Λοιπόν» είπε ο ηλικ ιωμένος ευγενικά, «βεβαιωθήκατε από την έρευνά σας, κύριε;» Δεν έβρισκα τι να του πω .

«Ελπίζω ότι είναι καθήκον σας πια να αποσύρετε αυτή τη γε ­ λοία κατηγορία. Δεν παραπονούμαι, αλλά καταλαβαίνετε πόσο ενοχλητικό είναι αυτό για aξιοπρεπείς ανθρώπους».

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Ω Θεέ μου!» είπε ο νεαρός. «Αυτό πια ξεπερνάει τα όρια!» «Θα μας οδηγήσετε στο αστυνομικό τμήμα;» ρώτησε ο χονtρός. «Αυτός θα ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος για να ξεμπλέξουμε, αλ­

λά υποθέτω ότι δε θα ήταν αρκετό για σας να πάμε στο τμήμα της

138

ΤΖΩΝ MillOYΚAN

περιοχής. Έχω το δικαίωμα να σας ζητήσω να μου δείξετε το ένταλμα συλλήψεως, αλλά δε θέλω να σας αμφισβητήσω. Εσείς κάνετε μόνο το καθήκον σας. Θα πρέπει όμως να παραδεχτείτε ότι είναι τρομερά δυσάρεστο. Τι προτείνετε να γίνει;»

Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο να κάνω, εκτός από το να καλέσω τους άντρες μου και να τους συλλάβω, ή να παραδεχτώ την γκάφα μου και να του δίνω . Αισθανόμουν υπνωτισμένος από το όλο περιβάλ­

λον, από την ατμόσφαιρα της ολοφάνερη αθωότητας -όχι απλής

αθωότητας, αλλά ειλικρινούς και τίμιας κατάπληξης και ανησυ­ χίας στα τρία πρόσωπα. «Αχ, Πήτερ Πίναρ» αναστέναξα από μέσα μου, και για ένα

λεπτό ήμουν σχεδόν έτοιμος να παραδεχτώ ότι ήμουν ηλίθιος και να ζητήσω τη συγνώμη τους.

«Στο μεταξύ, ψηφίζω να παίξουμε μια παρτίδα μπριτζ» είπε πάλι ο χοντρός. «Αυτό θα δώσει στον κύριο Χάναϋ τον καιρό να ξανασκεφτεί τα πράγματα και, ξέρετε, πάνω που ψάχναμε για τέταρτο παίκτη. Παίζετε, κύριε;» Δέχτηκα, σαν να επρόκειτο για μια συνηθισμένη πρόσκληση στη λέσχη μου. Η όλη υπόθεση με είχε υπνωτίσει. Πήγαμε στη

βιβλιοθήκη, όπου ήταν έτοιμο το τραπέζι για τα χαρτιά. Μου πρόσφεραν ποτό και πούρο. Πήρα τη θέση μου στο τραπέζι σαν

να βρισκόμουν σε όνειρο . Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, κι έβλεπα το φεγγάρι να πλημμυρίζει τις πλαγιές και τη θάλασσα με μια

παλίρροια από κίτρινο φως. Και το μυαλό μου έμοιαζε να είναι πλημμυρισμένο από το θαμπό φως της σελήνης. Οι τρεις τους εί­

χαν ξαναβρΕί την ψυχραιμία τους και μιλούσαν Ελεύθερα -ακρι­

βώς το είδος της aνούσιας συζήτησης που ακούς σε οπο ιαδήποτε λέσχη του γκολφ. Πρέπει να ήμουν μια αλλόκοτη παρουσία, κα­

θώς καθόμουν εκεί με ζαρωμένα φρύδια και μάτια αφηρημένα. Ο συμπαίκτης μου ήταν ο μελαχρινός νεαρός. Παίζω αρκετά καλό μπριτζ, αλλά πρέπει να ήμουν σκανδαλωδώς κακός εκείνο

το βράδυ. Είδαν ότι με είχαν μπερδέψει, κι αυτό τους έκανε να νιώσουν ακόμα πιο άνετα. Επέμενα να τους κοιτάζω κατάματα,

αλλά δεν έβγαζα τίποτα . Δεν έμοιαζαν απλώς διαφορετικοί:

ΤΑ ΊΊ'ΙΑΝΓΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑτΙΑ

139

ήταν διαφορετικοί. Παρέμενα απελπισμένα κολλημένος στα λό­ για του Πήτερ Πίναρ.

Τότε κάτι με ξύπνησε.

Ο γέρος κατέβασε το χέρι του για ν' ανάψει πούρο. Δεν το πή­ ρε αμέσως, αλλά ένα λεπτό ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του, με τα δάχτυλά του να παίζουν για λίγο πάνω στο γόνατό του. Ήταν κίνηση που θυμήθηκα όταν στεκόμουν μπροστά του, στο

αγρόκτημα των βάλτων, με τα πιστόλια των υπηρετών του στην πλάτη μου. Ένα μικρό πράγμα, μια ανεπαίσθητη κίνηση που κράτησε

ένα δευτερόλεπτο. Θα ήταν πολύ πιο πιθανό να είχα τα μάτια μου εκείνη τη στιγμή στα χαρτιά μου και να μου είχε διαφύγει.

Αλλά το πρόσεξα, και αστραπιαία ο αέρας γύρω μου ξεκαθάρι­ σε. Σαν να σηκώθηκε η ομίχλη από το μυαλό μου, και βρέθηκα

να κοιτώ τρία πρόσωπα που τα ήξερα ήδη πολύ καλά. Το ρολόι πάνω στο τζάκι χτύπησε δέκα. Τα τρία πρόσωπα έμοιαζαν να μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια μου και ν' αποκαλύπτουν τα μυστικά τους. Ο νεαρός ήταν ο δολοφόνος. Τώρα έβλεπα aπανθρωπιά και ασπλαχνία

εκεί που πριν είχα δει ευχάριστη διάθεση . Το μαχαίρι του, ήμουν σίγουρος, είχε καρφώσει τον Σκούντερ στο πάτωμα. Αυ ­

τός είχε ρίξει τη σφαίρα στον Καρολίδη Τα χαρακτηριστικά του χοντρού έμοιαζαν να σβήνουν και να

ξανασχηματίζονται καθώς τον κοιτούσα. Δεν είχε πρόσωπο, μό­ νο εκατό μάσκες που τις φορούσε όποτε ήθ ελε . Αυτός ο τύπος πρέπει να ήταν καταπληκτικός ηθοποιός. Ίσως να ήταν ο λόρ­ δος Αλόα της προηγούμενης νύχτας, ίσως όχι, δεν είχε σημασία.

Αναρωτιόμουν αν ήταν αυτός που πρώτος είχε ανακαλύψει τον

Σκούντερ και του είχε αφήσει την κάρτα του. Ο Σκούντερ είχε

πει ότι τραύλιζε , και μπορούσα να φανταστώ πόσο τρόμο θα

πρόσθετε αυτό στα λόγια του. Αλλά ο γέρος ήταν κάτι διαφορετικό . Ήταν ο εγκέφαλος, ψυ-

140

ΤΖΩΝ ΜΙΊΙΟΥΚΑΝ

χρός, ψύχραιμος, υπολογιστής και αδίσταχτος. Τώρα που τα μά­ τια μου έβλεπαν πια καθαρά , αναρωτιόμουν πού είχα δει την

αθωότητα . Το σαγόνι του ήταν σαν παγωμένο ατσάλι και τα μά­

τια του είχαν την απάνθρωπη λάμψη των ματιών aρπαχτικού πουλιού. Συνέχισα να παίζω , και κάθε δευτερόλεπτο όλο και πε ­ ρισσότερο μίσος ανάβλυζε στην καρδιά μου. Με έπνιγε σχεδόν. Δεν απάντησα όταν ο συμπαίκτης μου μίλησε . Είχα σχεδόν πά­ ψει να ανέχομαι τη συντροφιά τους .

«Αχ, κοίτα την ώρα!» είπε ο γέρος. «Θα έπρεπε να ετοιμα­ στείς για να προλάβεις το τρένο. Ο Μπομπ πρέπει να πάει στην πόλη απόψε» πρόσθεσε, γυρνώντας προς το μέρος μου· η φωνή του ήχησε άσκημη σαν την κόλαση.

Κοίταξα το ρολόι και ήταν σχεδόν δέκα και μισή. «Φοβούμαι πως πρέπει να αναβάλει το ταξίδι του» είπα. «Ω, διάβολε» είπε ο νεαρός . «Πίστευα ότι είχαμε τελειώσει μ' αυτές τις aνοησίες . Απλώς, πρέπει να φύγω. Μπορείτε να πάρε ­ τε τη διεύθυνσή μου, και θα σας δώσω ό,τι εγγύηση επιθυμείτε». «Όχ ι» είπα. «Πρέπει να μείνεις».

Εκείνη τη στιγμή πρέπει να κατάλαβαν ότι δεν είχαν πια κα­ μιά ελπίδα. Η μόνη τους ευκαιρία ήταν να με πείσουν ότι έκανα λάθος, και σ' αυτό είχαν αποτύχει. λλλά ο γέρος ξαναμίλησε. «Εγγυώμαι εγώ για τον ανιψιό μου. Αυτό θα έπρεπε να σας ικανοποιεί, κύριε Χάναϋ». Ήταν η φαντασία μου, ή μήπως πράγματι

διέκρινα κάποιο κόμπιασμα στον απαλό τόνο εκείνης της φωνής; Θα έπρεπε να υπήρχε, γιατί καθώς τον κοίταξα, τα βλέφαρά του μισόκλεισαν σαν το γεράκι, μια έκφραση που ο φόβος είχε χαράξει στη μνήμη μου.

Σφύριξα.

Τα φώτα έσβησαν μονομιάς. Ένα ζευγάρι δυνατά χέρια μ' άρπαξαν από τη μέση καλύπτοντας τις τσέπες μου, όπου θα μπο­

ρούσα να έχω το πιστόλι μου .

«Schnell, Franz»

έσκουξε μια φωνή,

* Γρήγορα, Φραντς, το πλοίο, το πλοίο.

«das Boot, das Boot!»*

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΕΝΝΕΑΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ

141

Καθώς μίλησε, είδα δυο από τους δικούς μου να ορμούν στην

φεγγαρόφωτη αυλή . Ο νεαρός μελαχρινός άντρας έτρεξε προς το παράθυρο, το πέρασε και πήδηξε πάνω από το χαμηλό φράχτη, προτού προλά ­

βει να τον αγγίξει κανείς. Άρπαξα το γέρο, και το δωμάτιο φά­ νηκε να γεμίζει με σώματα. Είδα τον χοντρό με χειροπέδες, η προσοχή μου όμως ήταν στραμμένη αλλού, εκεί όπου ο Φραντς

έτρεχε προς την καγκελόφραχτη είσοδο της σκάλας της ακτής.

Ένας άντρας τον ακολουθούσε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιάσει. Η πύλη της σκάλας κλείδωσε πίσω από το δραπέτη,

και στάθηκα να κοιτάζω, με τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του γέρου , όση ώρα του πήρε να κατέβει τα σκαλοπάτια μέχρι τη θά­ λασσα.

Ξαφνικά, ο αιχμάλωτός μου ξέφυγε και ρίχτηκε πάνω στον τοίχο . Ακούστηκε ένα κλικ, σαν να είχε τραβηχτεί κάποιος μο ­

χλός. Μετά έφτασε σ' αυτιά μου ένα χαμηλό μπουμπουνητό, από

πολύ κάτω από το έδαφος, και από το έδαφος, και από το παρά­ θυρο είδα ένα σύννεφο άσπρης σκόνης να σηκώνεται από την κορυφή της σκάλας. Κάποιος άναψε το φως . Τα μάτια του γέρου έλαμψαν. «Είναι ασφαλής» φώναξε. «Δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις

τώρα πια ... Έφυγε ... Θριάμβευσε ...

Der schwarze Stein ist in der

Siegeskrone». * Υπήρχε κάτι περισσότερο σ' αυτά τα μάτια από έναν κοινό θρίαμβο. Είχαν κλείσει σαν του aρπαχτικού πουλιού και έκαιγαν με περηφάνια γερακιού. Μια άσπρη φλόγα φανατισμού έκαιγε μέσα τους. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα το τρομερό πράγμα που είχα αντιμετωπίσει. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένα κοινός κατάσκοπος. Με τον δικό του βρώμικο τρόπο ήταν πατριώτης. Καθώς οι χειροπέδες έκλειναν γύρω από τους καρπούς του, του είπα την τελευταία μου λέξη.

* Η Μαύρη Πέτρα είναι ο νικητής.

142

ΤΖΩΝ ΜΠΙΟΥΚΑΝ

«Ελπίζω ο Φραντς ν' αντέξει το θρίαμβό σου. Πρέπε ι να σου πω ότι η Αριάδνη είναι στα χέρια μας εδώ και μία ώρα» .

Τρεις βδομάδες αργότερα, όπως ξέρει όλος ο κόσμος, κηρύχτη ­ κε ο πόλεμος. Κατατάχτηκα από την πρώτη βδομάδα στο Νέο Στρατό και, χάρη στην πείρα μου από το Μεταμπέλε, έγινα κα­ τευθείαν λοχαγός. Τις καλύτερές μου υπηρεσίες όμως, νομίζω, τις είχα προσφέρει προτού φορέσω το χακί.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF