Ta petrina katafygia - Jean M. Auel

April 6, 2017 | Author: Scribdipanic | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Ta petrina katafygia - Jean M. Auel...

Description

Έργα της συγγραφέως που εκδόθηκαν στη σειρά BELL Best Seller: Ούρσους, Το Πνεύμα των Σπηλαίων Η Κοιλάδα Των Αλόγων Οι Κυνηγοί των Μαμούθ Ο Ποταμός της Μεγάλης Μητέρας Τα Πέτρινα Καταφύγια

ISBN 960-450-721-8 Τίτλος πρωτοτύπου: «The Shelters of Stone» Copyright © 2002 by Jean M. Auel Για την ελληνική γλώσσα: © 2002 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Βασίλης Καλλιπολίτης Επιμέλεια: Γιώργος Κυριακόπουλος Διόρθωση: Αλεξάνδρα Καταγά Σ. Ντον Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοση του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Το βιβλίο αυτό είναι έργο της φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, τα τοπωνύμια, οι οργανώσεις και τα συμβάντα που αναφέρονται είτε είναι επινοήσεις του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, οργανώσεις και πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι εντελώς συμπτωματική. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα, από την ΒΙΒΛΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΠΕ

Για τη συγγραφέα Η Τζην Μ. Άουελ αποτελεί ένα διεθνές εκδοτικό φαινόμενο. Με την έκδοση του πρώτου βιβλίου της σειράς «Τα Παιδιά της Γης», το 1980, σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία παγκοσμίως, η οποία συνεχίζεται αμείωτη μέχρι σήμερα. Ό λ α τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 29 γλώσσες, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα τριάντα πέντε εκατομμύρια αντίτυπα. Η εκτεταμένη και ενδελεχής έρευνα που διεξάγει πριν από τη συγγραφή κάθε βιβλίου της έχει αποσπάσει την αναγνώριση και το σεβασμό πολλών έγκυρων επιστημόνων, αρχαιολόγων και ανθρωπολόγων, ανά τον κόσμο. Τα Πέτρινα Καταφύγια είναι το πολυαναμενόμενο πέμπτο βιβλίο της σειράς, που εκδίδεται ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Ή δ η έχει αρχίσει η συγγραφή του έκτου και τελευταίου μέρους. Η συγγραφέας, μητέρα πέντε παιδιών, ζει στο Πόρτλαντ του Όρεγκον με τον σύζυγο της Ρέι.

Για τον ΚΕΝΤΑΛ, που ξέρει για τα όσα θα 'ρθονν πιο πολλά απ' τον καθένα ... εκτός από τη μητέρα του, και για την ΚΡΙΣΤΙ, τη μητέρα των γιων του, και τον ΦΟΡΕΣΤ, τον ΣΚΑΪΛΑΡ και τον ΣΛΕΪΝΤ, τρεις από τους καλύτερους, με αγάπη

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αισθάνομαι πολύ περισσότερη ευγνωμοσύνη απ' όση μπορώ να εκφράσω για τη συμπαράσταση που μου πρόσφεραν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι με βοήθησαν να μάθω για τον αρχαίο κόσμο των ανθρώπων που ζούσαν την εποχή που οι παγετώνες έφταναν πολύ νοτιότερα από τα σημερινά τους όρια και κάλυπταν το ένα τέταρτο της επιφάνειας της Γης. Ωστόσο, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω κάποιες πληροφορίες, που αφορούν ιδίως ορισμένες θεωρίες και τη χρονολόγηση συγκεκριμένων τοποθεσιών και γεγονότων, που ίσως αυτή τη στιγμή να μη γίνουν αποδεκτές από την πλειονότητα των επιστημόνων. Κάποιες από αυτές τις επιλογές ίσως οφείλονται σε αβλεψία, άλλες όμως έγιναν συνειδητά, συνήθως επειδή φαίνονταν πιο ακριβείς για την υποκειμενική κρίση μιας συγγραφέως που ήταν υποχρεωμένη να περιγράψει ανθρώπους που κατανοούσαν την ανθρώπινη φύση και είχαν λογικά κίνητρα για τις πράξεις τους. Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον δόκτορα Ζαν-Φιλίπ Ριγκό, τον οποίο συνάντησα κατά τη διάρκεια του πρώτου ερευνητικού ταξιδιού μου στην Ευρώπη, στον τόπο όπου διεξάγει την αρχαιολογική του ανασκαφή, στο Φλαζολέ της νοτιοδυτικής Γαλλίας, έναν κυνηγετικό καταυλισμό σε μια λοφοπλαγιά πάνω από μια μεγάλη καταπράσινη πεδιάδα όπου έβρισκαν τροφή μεταναστευτικά ζώα της Εποχής των Παγετώνων. Παρ' ότι δεν ήμουν παρά μια άγνωστη Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος, μου αφιέρωσε χρόνο για να μου εξηγήσει μερικά από τα ευρήματα της ανασκαφής και με βοήθησε να κανονίσω μια επίσκεψη στο Σπήλαιο Λασκό. Δάκρυσα όταν αντίκρισα αυτό τον ιερό χώρο του προϊστορικού μεγαλείου, που τον έχουν ζωγραφίσει οι πρώιμοι εκείνοι σύγχρονοι Ευρωπαίοι της Ανώτερης Παλαιολιθικής, οι Κρο Μανιόν -ένα έργο που μπορεί να σταθεί επάξια πλάι στα εκλεκτότερα έργα τέχνης της εποχής μας. Αργότερα, όταν συναντηθήκαμε ξανά στο Λα Μικόκ, ένα πολύ πρώιμο ενδιαίτημα των Ανθρώπων του Νεά-

10

JEAN

M.AUEL

ντερταλ, άρχισα να αποκτώ καλύτερη αίσθηση της μοναδικής εκείνης εποχής στις απαρχές της προϊστορίας μας, όταν οι πρώτοι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη και συνάντησαν τους Νεαντερτάλιους που ζούσαν εκεί πολύ πριν από την τελευταία Εποχή των Παγετώνων. Επειδή ήθελα να κατανοήσω τη διαδικασία με την οποία αποκτώνται συνήθως γνώσεις σχετικά με τους αρχαίους προγόνους μας, ο σύζυγος μου κι εγώ εργαστήκαμε για ένα μικρό διάστημα στην πιο πρόσφατη ανασκαφή του δόκτορα Ριγκό, στο Γκροτ Σεζ. Ο δόκτωρ Ριγκό μου έδωσε επίσης πολλές πληροφορίες για την πλούσια και ευρεία περιοχή που σήμερα ονομάζεται Λοζερί Οτ, αλλά την οποία εγώ ονόμασα Ένατη Σπηλιά των Ζελαντόνιι. Ο δόκτωρ Ριγκό με βοήθησε κατά τη συγγραφή όλων των βιβλίων της σειράς, όμως εκτιμώ ιδιαίτερα τη βοήθεια που μου προσέφερε ειδικά γι' αυτό το βιβλίο. Πριν αρχίσω να γράφω τα Πέτρινα Καταφύγια, συγκέντρωσα όλες τις πληροφορίες που είχα συλλέξει γι' αυτή την περιοχή, καθώς και για το πώς ήταν τότε, και συνέθεσα το σκηνικό υπόβαθρο του αφηγήματος δίνοντας στις τοποθεσίες δικά μου ονόματα και περιγράφοντας το τοπίο έτσι ώστε όταν χρειαζόμουν τις πληροφορίες να τις έχω εύκολα στη διάθεσή μου με τους δικούς μου όρους. Έθεσα σε πολλούς επιστήμονες και άλλους ειδικούς αμέτρητα ερωτήματα, αλλά ποτέ δεν ζήτησα από κανέναν να ελέγξει τη δουλειά μου πριν δημοσιευθεί. Πάντα αναλάμβανα πλήρως την ευθύνη για τις επιλογές μου ως προς τις λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσα στα βιβλία μου, για τον τρόπο με τον οποίο αποφάσιζα να τις χρησιμοποιήσω, καθώς και για τα φανταστικά στοιχεία που προσέθετα -και εξακολουθώ να κάνω το ίδιο. Αλλά επειδή το σκηνικό του παρόντος μυθιστορήματος είναι τόσο πολύ γνωστό, όχι μόνο στους αρχαιολόγους και άλλους επιστήμονες αλλά και σε πολλούς απλούς επισκέπτες αυτής της περιοχής, έπρεπε να είμαι βέβαιη ότι οι περιγραφές μου θα ήταν όσο πιο ακριβείς γινόταν, κι έτσι έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ άλλοτε. Παρακάλεσα τον δόκτορα Ριγκό, που γνωρίζει την περιοχή και τα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά της, να ελέγξει τις πάμπολλες αυτές σελίδες αναζητώντας καταφανή λάθη. Δεν είχα συ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

11

νειδητοποιήσει πλήρως πόσο βαριά ήταν η δουλειά που του ζητούσα, και τον ευχαριστώ θερμά για το χρόνο και τον κόπο του. Με επαίνεσε λέγοντάς μου ότι τα δεδομένα που έδινα ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβή, αλλά επίσης μου είπε κάποια πράγματα που αγνοούσα ή δεν είχα καταλάβει, δίνοντάς μου έτσι τη δυνατότητα να τα προσθέσω και να προβώ σε ορισμένες διορθώσεις. Για όσα σφάλματα παρέμειναν η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μου. Αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη για έναν άλλο Γάλλο αρχαιολόγο, τον δόκτορα Ζαν Κλοτ, τον οποίο γνώρισα μέσω του συναδέλφου του, του δόκτορα Ριγκό. Στο Μοντινιάκ, στο συνέδριο που διεξήχθη κατά τον εορτασμό της πεντηκοστής επετείου της ανακάλυψης του Σπηλαίου Λασκό, είχε την καλοσύνη να μου μεταφράζει χαμηλόφωνα τα κύρια σημεία ορισμένων ανακοινώσεων που γίνονταν στα γαλλικά. Από τότε συναντηθήκαμε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αρκετές φορές, και είναι αδύνατον να τον ευχαριστήσω όσο θα έπρεπε για την καλοσύνη του και για τη γενναιοδωρία με την οποία μου χάρισε το χρόνο και τη βοήθειά του. Με ξενάγησε σε πολλά σπήλαια με ζωγραφικές και εγχάρακτες παραστάσεις, ιδίως στην περιοχή κοντά στα Πυρηναία. Εκτός από τα εκπληκτικά σπήλαια που βρίσκονται στην ιδιόκτητη γη του κόμη Μπεγκουέν, ιδιαίτερα με εντυπωσίασε το Καργκάς, όπου μπορεί κανείς να δει πολύ περισσότερα από τα αποτυπώματα χεριών, για τα οποία είναι τόσο ονομαστό. Επίσης απόλαυσα περισσότερο απ' όσο μπορώ να περιγράψω τη δεύτερη επίσκεψή μου μαζί του στα βάθη του Σπηλαίου Νιό, η οποία διήρκεσε έξι ώρες περίπου και ήταν για μένα μια αποκάλυψη, εν μέρει επειδή τότε γνώριζα πια πολύ περισσότερα πράγματα για τα σπήλαια με ζωγραφικές παραστάσεις απ' όσα την πρώτη φορά. Μολονότι αυτές οι τοποθεσίες δεν περιλαμβάνονται ακόμα στην ιστορία που αφηγούμαι, οι πολλές συζητήσεις μας για τις διάφορες αντιλήψεις που υπάρχουν όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους οι Κρο Μανιόν διακοσμούσαν με εικονογράφηση τις σπηλιές και τα καταφύγιά τους υπήρξαν διαφωτιστικές. Η πρώτη επίσκεψή μου στο σπήλαιο της Νιό, στους πρόποδες των Πυρηναίων, έγινε το 1982, και γι' αυτήν ο-

12

JEAN

M.AUEL

φείλω να ευχαριστήσω τον δόκτορα Ζαν-Μισέλ Μπελαμί. Με εντυπωσίασαν βαθιά το σπήλαιο, τα ζώα που είναι ζωγραφισμένα στους τοίχους της Μαύρης Αίθουσας, τα ίχνη από πόδια παιδιών, τα θαυμάσια ζωγραφισμένα άλογα βαθιά στη σπηλιά μετά τη μικρή λίμνη, και πολλά άλλα. Το πρόσφατο δώρο του δόκτορα Μπελαμί, η εξαιρετική πρώτη έκδοση του πρώτου βιβλίου για το σπήλαιο της Νιό, με συγκίνησε βαθύτατα. Αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη για τον κόμη Ρομπέρ Μπεγκουέν, ο οποίος προστάτευσε και διαφύλαξε τις θαυμάσιες σπηλιές που βρίσκονται στη γη του, τις Λ' Ενιλέν, Τυκ ντ' Οντουμπέρ και Τρουά Φρερ, και ίδρυσε ένα εξαίρετο μουσείο για τα χειροτεχνήματα που βρέθηκαν στις τόσο προσεκτικές ανασκαφές που έγιναν εκεί. Τα δύο σπήλαια που επισκέφθηκα με συγκίνησαν ιδιαίτερα και είμαι ευγνώμων τόσο στον ίδιο όσο και στον δόκτορα Κλοτ για την ξενάγησή τους. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον δόκτορα Ντέιβιντ Αιούις-Γουίλιαμς, έναν άνθρωπο ευγενικό και σταθερό στις απόψεις του, το έργο του οποίου για τους Βουσμάνους της Αφρικής και τις θαυμάσεις εικόνες που ζωγράφισαν στους βράχους οι πρόγονοι τους γέννησε βαθυστόχαστες και συναρπαστικές ιδέες καθώς και αρκετά βιβλία, το ένα από τα οποία έγραψε από κοινού με τον δόκτορα Κλοτ, The Shamans of Prehistory, όπου διατυπώνεται η ιδέα ότι οι αρχαίοι ζωγράφοι των σπηλαίων της Γαλλίας ίσως εικονογραφούσαν τους πέτρινους τοίχους των σπηλαίων τους για παρόμοιους λόγους. Επίσης ευχαριστώ τον δόκτορα Ρόι Λάρικ, για τη βοήθεια του και ιδίως για το γεγονός ότι ξεκλείδωσε την προστατευτική μεταλλική πόρτα και μου έδειξε το πανέμορφο ανάγλυφο κεφάλι ενός αλόγου που είναι σκαλισμένο στον τοίχο του κάτω σπηλαίου της Κομάρκ. Είμαι επίσης ευγνώμων στον δόκτορα Πολ Μπαν, που με βοήθησε να κατανοήσω μερικές από τις ανακοινώσεις που έγιναν στις επετειακές εκδηλώσεις του Λασκό, μεταφράζοντάς τες για μένα. Χάρη στις δικές του προσπάθειες είχα την τιμή να γνωρίσω τρεις από τους ανθρώπους οι οποίοι, όταν ήταν παιδιά, ανακάλυψαν το όμορφο σπήλαιο του Λασκό τη δεκαετία του 1940. Μου ήρθαν δάκρυα

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

13

στα μάτια όταν είδα τις υπέροχες πολύχρωμες παραστάσεις στα λευκά του τοιχώματα, και μόνο να φανταστώ μπορώ την εντύπωση που θα προκάλεσαν στα τέσσερα παιδιά, τα οποία είχαν ακολουθήσει ένα σκύλο μέσα σε μια τρύπα και είδαν τη σπηλιά για πρώτη φορά από τότε που κατάρρευσε η είσοδος της, πριν από 15.000 χρόνια. Ο δόκτωρ Μπαν με βοήθησε αφάνταστα, τόσο με τις συζητήσεις μας όσο και με τα βιβλία που έχει γράψει για την αινιγματική προϊστορική εποχή που αποτελεί το θέμα αυτής της σειράς μυθιστορημάτων. Οφείλω βαθιά ευγνωμοσύνη στον δόκτορα Γιαν Γιέλινεκ, για τις επανειλημμένες συζητήσεις μας σχετικά με την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Οι γνώσεις του για τους ανθρώπους που έζησαν την εποχή κατά την οποία οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη και συνάντησαν τους Νεάντερταλ που ζούσαν ήδη εκεί είναι πάντα πολύτιμες. Επίσης θέλω να τον ευχαριστήσω για τη βοήθεια που προσέφερε στους Τσέχους εκδότες κατά τη μετάφραση των προηγούμενων βιβλίων της σειράς. Είχα διαβάσει τα βιβλία του δόκτορα Αλεξάντερ Μάρσακ -ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στην τεχνική με την οποία εξετάζονται τα γλυπτά χειροτεχνήματα στο μικροσκόπιο- πολύ πριν τον συναντήσω, και εκτιμώ τις προσπάθειες που έχει καταβάλει με σκοπό την κατανόηση των Κρο Μανιόν και των Νεάντερταλ. Τον ευχαριστώ πολύ για τις εργασίες του που μου έστειλε. Με εντυπωσίασαν οι εμβριθείς και βαθυστόχαστες θεωρίες του, που βασίζονται στις ενδελεχείς μελέτες του, και συνεχίζω να διαβάζω τα έργα του απολαμβάνοντας τις διεισδυτικές και ευφυείς ερμηνείες του για τους ανθρώπους που έζησαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων. Στους τρεις μήνες που έζησα κοντά στο Λεζ Εϊζί ντε Ταγιάκ, στη νοτιοδυτική Γαλλία, διεξάγοντας έρευνα γι' αυτό το βιβλίο, επισκέφθηκα πολλές φορές το Σπήλαιο Φοντ-ντε-Γκομ. Οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στην Πολέτ Ντομπίς, την υπεύθυνη για τις ξεναγήσεις σ' αυτή τη θαυμάσια εικονογραφημένη αρχαία σπηλιά, για την ευγένειά της και ιδιαίτερα για το γεγονός ότι μου πρόσφερε μια κατ' ιδίαν ξενάγηση στη σπηλιά. Έχει εργαστεί πολλά

14

JEAN

M.AUEL

χρόνια σ' αυτή τη μοναδική τοποθεσία και τη γνώριζε σαν να ήταν το σπίτι της. Μου έδειξε πολλά δημιουργήματα και παραστάσεις που συνήθως δεν επιδεικνύονται στους επισκέπτες -αλλιώς η περιήγηση θα γινόταν πολύωρηκαι την ευγνωμονώ περισσότερο απ' όσο φαντάζεται για τις γνώσεις και τις ιδέες που αποκόμισα. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον κύριο Ρενό Μπομπάρ, του Presse de la Cite, τον Γάλλο εκδότη μου, για την προθυμία του να μου εξασφαλίσει ό,τι χρειαζόμουν όποτε βρισκόμουν στη Γαλλία για έρευνες. Είτε επρόκειτο για το κατάστημα όπου θα έβγαζα αντίγραφα ενός πολυσέλιδου χειρογράφου όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου έμενα και στο οποίο θα μιλούσαν αγγλικά ώστε να είμαι σε θέση να εξηγήσω τι ακριβώς ζητούσα, είτε για ένα καλό ξενοδοχείο στην περιοχή, σε περίοδο εκτός της τουριστικής σεζόν, που τα περισσότερα από αυτά είναι κλειστά, είτε για ένα θαυμάσιο εστιατόριο στην κοιλάδα του Λίγηρα για να γιορτάσουμε την επέτειο κάποιων αγαπημένων φίλων, είτε για μια κράτηση της τελευταίας στιγμής σε κάποιο θέρετρο της Μεσογείου που έτυχε να είναι στο δρόμο μου καθώς πήγαινα σε μια τοποθεσία που ήθελα να επισκεφθώ, ο κύριος Μπομπάρ φρόντισε για όλα, και του οφείλω ειλικρινή ευγνωμοσύνη. Για να γράψω αυτό το βιβλίο χρειάστηκε να μάθω πολύ περισσότερα πράγματα πέρα από αρχαιολογία και παλαιοανθρωπολογία, και είναι πολλοί οι άνθρωποι που μου πρόσφεραν τη βοήθειά τους. Ευχαριστώ ειλικρινά τον δόκτορα Ρόναλντ Νάιτο, διδάκτορα παθολογίας στο Πόρτλαντ του Όρεγκον και προσωπικό μου γιατρό για πολλά χρόνια, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου τηλεφωνεί μετά το κλείσιμο του ιατρείου του και να απαντά στις ερωτήσεις μου για τα συμπτώματα και την εξέλιξη ορισμένων ασθενειών και τραυματισμών. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον δόκτορα Μπρετ Μπόλοφνερ, διδάκτορα ορθοπεδικής στο Σενι Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα, για τις πληροφορίες που μου έδωσε σχετικά με τα τραύματα των οστών, αλλά πολύ περισσότερο επειδή θεράπευσε τον γιο μου από σοβαρότατα κατάγματα στο ισχίο και τη λεκάνη μετά από αυτοκινητικό ατύχημα. Ευχαριστώ επίσης τον δόκτορα Τζόζεφ Τζ. Πίκα, ορθοπεδικό χειρουργό και βοηθό του δόκτορα Μπόλοφνερ, για τις πληροφορίες

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

15

που μου έδωσε σχετικά με τα εσωτερικά τραύματα, καθώς και για την άριστη φροντίδα του στο γιο μου. Επίσης ευχαριστώ τον Ρικ Φράι, εθελοντή τραυματιοφορέα στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον, ο οποίος με ενημέρωσε για το ποιες είναι οι πρώτες ενέργειες που πρέπει να κάνει κανείς σε επείγοντα περιστατικά. Θερμές ευχαριστίες και στον δόκτορα Τζον Κάλας, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, ειδικό στη συλλογή τροφίμων από την άγρια φύση, ο οποίος πειραματίζεται συνεχώς με την επεξεργασία και το μαγείρεμά τους, γιατί μοιράστηκε μαζί μου τις γνώσεις του όχι μόνο για τα βρώσιμα άγρια φυτά αλλά και για τα όστρακα, τα μύδια και τα θαλάσσια φυτά. Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν τόσα είδη βρώσιμων φυκιών. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τη Λενέτ Στρέμπελ, από το Πράινβιλ του Όρεγκον, η οποία διασταυρώνει άγρια άλογα με στόχο την επιστροφή στο αρχικό Τάρπαν, και κατάφερε να εμφανίσει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους. Για παράδειγμα, οι οπλές τους είναι τόσο σκληρές ώστε δεν χρειάζονται πέταλα ακόμα και σε βραχώδες έδαφος, έχουν ορθωμένη χαίτη και μερικά στοιχεία όμοια με εκείνα των αλόγων που είναι ζωγραφισμένα στους τοίχους κάποιων σπηλαίων, όπως σκούρα πόδια και ουρές, και άλλες φορές ρίγες στα καπούλια. Επίσης, έχουν ένα όμορφο γκρίζο χρώμα που ονομάζεται γκρούγια. Όχι μόνο μου επέτρεψε να δω τα άλογα, αλλά μου είπε πολλά πράγματα γι' αυτά και αργότερα μου έστειλε μια θαυμάσια σειρά φωτογραφιών μιας φοράδας που γεννούσε. Σ' αυτές τις φωτογραφίες βασίστηκα για να περιγράψω τη γέννηση του πουλαριού της Ουίνι. Είμαι ευγνώμων στην Κλοντίν Φίσερ, καθηγήτρια της γαλλικής γλώσσας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ και Επίτιμη Πρόξενο της Γαλλίας στο Ό ρ ε γκον, για τη μετάφραση από τα γαλλικά ερευνητικού υλικού και αλληλογραφίας, καθώς και για τις συμβουλές και τις απόψεις της σχετικά με αυτό αλλά και άλλα χειρόγραφα, και κάποια επιπλέον γαλλικά θέματα. Ευχαριστώ τους πρώτους αναγνώστες μου, Κάρεν Άουελ-Φόιερ, Κένταλ Αουελ, Κάθι Χαμπλ, Ντιάνα Στέρετ,

16

JEAN

M.AUEL

Κλοντίν Φίσερ και Ρει Άουελ, που διάβασαν βιαστικά το αρχικό χειρόγραφο μόλις ολοκληρώθηκε και διατύπωσαν κάποιες πολύ εποικοδομητικές προτάσεις. Είμαι βαθιά υποχρεωμένη στην Μπέτι Πράσκερ, την οξυδερκή, ευφυή και σοφή επιμελήτρια των βιβλίων μου. Οι συμβουλές της είναι πάντα χρήσιμες και οι ιδέες της πολύτιμες. Απέραντες ευχαριστίες στη λογοτεχνική πράκτορά μου, Τζιν Ναγκάρ, που ήρθε εδώ αεροπορικώς για να διαβάσει το αρχικό ολοκληρωμένο χειρόγραφο και, μαζί με τον σύζυγο της, Σερτζ Ναγκάρ, έκαναν κάποιες προτάσεις, αλλά με διαβεβαίωσαν πως πήγαινε πολύ καλά. Ήταν μαζί μου από την αρχή και έκανε αληθινά θαύματα μ' αυτή τη σειρά βιβλίων. Ευχαριστώ επίσης την Τζένιφερ Γουόλτς, του Λογοτεχνικού Πρακτορείου Τζιν Β. Ναγκάρ, που συνεργάζεται με την Τζιν για την επίτευξη ακόμα περισσότερων θαυμάτων, ιδίως με τα δικαιώματα του εξωτερικού. Με μεγάλη θλίψη, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον εκλιπόντα Ντέιβιντ 'Ειμπραμς, καθηγητή ανθρωπολογίας και αρχαιολογίας στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας. Το 1982 ο Ντέιβιντ και η βοηθός και μετέπειτα σύζυγος του Νταϊάν Κέλι συνόδευσαν τον Ρέι κι εμένα στο πρώτο ερευνητικό ταξίδι μου στην Ευρώπη -στη Γαλλία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουκρανία (τότε Ρωσία)- για να επισκεφθώ για πρώτη φορά μερικές από τις τοποθεσίες όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες της σειράς «Τα Παιδιά της Γης», περίπου 30.Θ0Θ χρόνια πριν. Τότε μου δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσω μια αίσθηση των τόπων εκείνων, πράγμα που με βοήθησε αφάνταστα. Γίναμε φίλοι με τον Ντέιβιντ και την Νταϊάν και ιδωθήκαμε πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, και εδώ και στην Ευρώπη. Συγκλονίστηκα όταν έμαθα πως ήταν τόσο άρρωστος -ήταν πολύ νέος για να φύγει-, αλλά εκείνος, με επιμονή και καρτερία, άντεξε πολύ περισσότερο απ' όσο προέβλεπαν όλοι, διατηρώντας πάντα την υπέροχα θετική του διάθεση. Μου λείπει. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω άλλον ένα αγαπητό εκλιπόντα φίλο, τον Ρίτσαρντ Όσμαν, που με βοήθησε να γράψω αυτά τα βιβλία σχεδιάζοντας πολύ άνετους χώρους

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

17

στους οποίους μπορούσα να ζήσω και να εργαστώ. Ο «Οζ» ήταν μια μεγαλοφυία στο να δημιουργεί όμορφα και λειτουργικά σπίτια, αλλά, πολύ περισσότερο, υπήρξε ένας καλός φίλος για τον Ρέι κι εμένα όλα αυτά τα χρόνια. Πίστευε πως η διάγνωση του καρκίνου του είχε γίνει έγκαιρα, και παντρεύτηκε την Πόλα ελπίζοντας πως θα ζούσε πολλά χρόνια μαζί της και με τα παιδιά της, αλλά δεν ήταν γραφτό. Αισθάνομαι απέραντη θλίψη που δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Υπάρχουν πολλοί ακόμη τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για τις πληροφορίες και τη βοήθειά τους, όμως το κείμενο αυτό είναι ήδη πολύ μεγάλο, γι' αυτό θα τελειώσω μ' εκείνον που μετράει περισσότερο. Είμαι ευγνώμων στον Ρέι, για την αγάπη, την υποστήριξη και την ενθάρρυνση που μου προσφέρει, γιατί φροντίζει να έχω χρόνο και χώρο για να εργαστώ, και γιατί είναι πάντα εδώ.

1

Κ

όσμος ήταν μαζεμένος στην ασβεστολιθική προεξοχή και τους κοιτούσε καχύποπτα. Κανείς δεν έδειχνε να τους καλωσορίζει και μερικοί είχαν τις λόγχες τους έτοιμες, έστω κι αν δε φαίνονταν απειλητικοί. Η νεαρή γυναίκα σχεδόν ένιωθε το φόβο τους. Έβλεπε από χαμηλά να συγκεντρώνονται ολοένα και περισσότεροι και να τους κοιτάνε. Ήταν πολύ περισσότεροι απ' όσους θα περίμενε. Είχαν συναντήσει αυτή την επιφυλακτικότητα και από άλλους ανθρώπους που είχαν γνωρίσει κατά τη διάρκεια του Ταξιδιού τους. Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, είπε μέσα της. Πάντα έτσι συμβαίνει στην αρχή. Ωστόσο, ήταν αρκετά ανήσυχη. Ο ψηλός άντρας κατέβηκε από το νεαρό αρσενικό άλογο. Δεν ήταν ούτε φοβισμένος ούτε ανήσυχος, ωστόσο δίστασε μια στιγμή κρατώντας το χαλινάρι. Στράφηκε και είδε ότι εκείνη είχε μείνει πιο πίσω. «Άυλα, κράτα το χαλινάρι του Δρομέα! Μου φαίνεται νευρικός», είπε και κοίταξε ψηλά. «Όπως κι εκείνοι». Η Άυλα κούνησε το κεφάλι της, κατέβηκε από τη φοράδα και κράτησε το σχοινί. Το νεαρό καφετί άλογο δεν ήταν ανήσυχο μόνο επειδή έβλεπε άγνωστο κόσμο. Η μητέρα του δε βρισκόταν πια σε οίστρο, αλλά η οσμή από τη συνάντηση με τον επιβήτορα του κοπαδιού δεν είχε σβήσει ακόμα εντελώς. Η Άυλα κράτησε κοντό το χαλινάρι του αρσενικού, αλλά αρκετά μακρύ το σχοινί της αχυρόχρωμης φοράδας, και στάθηκε ανάμεσά τους. Σκέφτηκε ν' αφήσει την Ουίνι ελεύθερη. Το άλογό της ήταν περισσότερο συνηθισμένο σε μεγάλες ομάδες αγνώστων και συνήθως ήταν ήρεμο, αλλά φαινόταν κι εκείνο εκνευρισμένο. Τόσος κόσμος συγκεντρωμένος θα προκαλούσε ανησυχία σε οποιονδήποτε. Όταν έκανε την εμφάνισή του ο Λύκος, η Άυλα άκουσε θορύβους που έδειχναν ανησυχία και φόβο στην προεξοχή

20

JEAN Μ . A U E L

μπροστά από τη σπηλιά -αν μπορούσε να ονομαστεί σπηλιά. Ποτέ δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Ο Λύκος στάθηκε κολλητά στα πόδια της και λίγο μπροστά της, καχύποπτος, έτοιμος να την προστατέψει. Η Άυλα ένιωσε το κορμί του να δονείται από ένα γρύλισμα που σχεδόν δεν ακουγόταν. Τώρα με τους ξένους ήταν πολύ πιο επιφυλακτικός απ' όσο πριν από ένα χρόνο, όταν άρχισαν το μακρύ Ταξίδι τους. Αλλά τότε ήταν λίγο μεγαλύτερος από κουτάβι και μετά από κάποιες σχεδόν καταστροφικές εμπειρίες είχε γίνει πολύ πιο προστατευτικός. Καθώς ο άντρας ανηφόριζε για να συναντήσει τους αγνώστους δεν έδειχνε φόβο, αλλά η γυναίκα χαιρόταν που της δινόταν η ευκαιρία να περιμένει και να τους παρατηρήσει καλύτερα πριν τους συναντήσει. Περίμενε και ταυτόχρονα έτρεμε αυτή τη στιγμή εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο. Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν πάντα σημαντικές... και για τις δύο πλευρές. Αν και οι άλλοι κρατιούνταν πίσω, μια νεαρή γυναίκα όρμησε προς το μέρος τους. Ο Τζονταλάρ αναγνώρισε αμέσως τη μικρότερη αδερφή του, παρ' ότι κατά τη διάρκεια των πέντε χρόνων της απουσίας του το κοριτσάκι είχε μεταμορφωθεί σε όμορφη νεαρή γυναίκα. «Τζονταλάρ! Κατάλαβα ότι ήσουν εσύ!» του είπε και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. «Τελικά γύρισες!» Ο Τζονταλάρ την έσφιξε πάνω του και μετά τη σήκωσε ψηλά ενθουσιασμένος και την έκανε μια βόλτα στον αέρα. «Φολάρα, χαίρομαι που σε βλέπω!» Την άφησε κάτω και την κράτησε σε κάποια απόσταση, για να την κοιτάξει καλύτερα. «Μα εσύ μεγάλωσες! Όταν έφυγα, ήσουν κοριτσάκι, τώρα είσαι όμορφη γυναίκα... ήμουν βέβαιος ότι θα γινόσουν όμορφη!» Στα μάτια του άστραψε κάτι που δεν ήταν εντελώς αδερφικό. Εκείνη του χαμογέλασε. Τα απίστευτα γαλάζια μάτια του τη μαγνήτιζαν. Ένιωσε ότι κοκκίνιζε, και όχι από τη φιλοφρόνησή του, όπως νόμισαν όσοι βρίσκονταν κοντά τους, αλλά επειδή ένιωσε την έλξη που ασκούσε εκείνος ο άντρας, που είχε να τον δει τόσα χρόνια. Και δεν είχε σημασία αν ήταν αδερφός της ή όχι. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τον ωραίο Τζονταλάρ με τα ασυνήθιστα μάτια, που γοήτευε όλες τις γυναίκες, αλλά θυμόταν μόνο έναν άντρα

ΤΑΠΕΤΡΙΝΑΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

21

που έπαιζε μαζί της, κάθε είδους παιχνίδι. Ήταν η πρώτη φορά που ως γυναίκα ένιωθε την επίδραση της προσωπικότητάς του. Ο Τζονταλάρ πρόσεξε την αντίδραση της και της χαμογέλασε με ζεστασιά. Εκείνη κοίταξε προς την αρχή του μονοπατιού, κοντά στο μικρό ποτάμι. «Τζοντέ, ποια είναι αυτή η γυναίκα;» ρώτησε. «Κι από πού είναι αυτά τα ζώα; Τα ζώα φοβούνται τους ανθρώπους· γιατί αυτά εδώ δεν το βάζουν στα πόδια; Είναι Ζελαντόνι; Εκείνη τα Κάλεσε;» Ζάρωσε τα φρύδια της. «Πού είναι ο Τονολάν;» Είδε τον πόνο στο πρόσωπο του και κατάλαβε αμέσως. «Φολάρα, τώρα ο Τονολάν ταξιδεύει στον άλλο κόσμο», είπε εκείνος. «Και χωρίς αυτή τη γυναίκα δε θα ήμουν τώρα εδώ». «Ω Τζοντέ! Τι συνέβη;» «Είναι μεγάλη ιστορία και δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σου την πω», είπε εκείνος. Αλλά χαμογέλασε όταν άκουσε το χαϊδευτικό με το οποίο τον φώναζε παλιά. «Έχω ν' ακούσω αυτό το όνομα από τότε που έφυγα. Τώρα νιώθω ότι γύρισα στον τόπο μου. Πώς είναι όλοι οι άλλοι, Φολάρα; Είναι καλά η μητέρα; Και ο Βίλαμαρ;» «Μια χαρά, και οι δύο. Η μητέρα μας τρόμαξε πριν από δύο χρόνια. Αλλά η Ζελαντόνι έκανε τα μάγια της και τώρα είναι καλά. Έλα να δεις με τα ίδια σου τα μάτια», του είπε. Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε προς την κορυφή του μονοπατιού. Ο Τζονταλάρ στράφηκε και έκανε νόημα στην Άυλα, προσπαθώντας να της πει ότι θα γύριζε σύντομα κοντά της. Δεν ήθελε να την αφήσει εκεί μόνη με τα ζώα, αλλά έπρεπε να δει τη μητέρα του, να βεβαιωθεί με τα ίδια του τα μάτια ότι ήταν καλά. Τα λόγια της αδερφής του τον είχαν ανησυχήσει και ήθελε να μιλήσει στους υπόλοιπους για τα ζώα. Είχαν διαπιστώσει και οι δύο ότι οι περισσότεροι το έβρισκαν αλλόκοτο και ταυτόχρονα τρόμαζαν όταν έβλεπαν ζώα που δεν το έβαζαν στα πόδια μπροστά τους. Οι άνθρωποι ήξεραν για τα ζώα. Όλοι όσους είχαν συναντήσει στο Ταξίδι κυνηγούσαν τα ζώα και οι περισσότεροι τιμούσαν τα ίδια ή το πνεύμα τους με διάφορους τρόπους. Παρατηρούσαν τα ζώα εδώ και χρόνια αμέτρητα. Γνώριζαν το περιβάλλον και τις τροφές που προτιμούσε το

22

JEAN Μ . A U E L

κάθε είδος, γνώριζαν τις αποδημητικές τους συνήθειες και τις εποχικές τους μετακινήσεις, γνώριζαν πότε γεννούσαν και πότε βρίσκονταν σε οίστρο. Αλλά κανείς δεν είχε προσπαθήσει ποτέ ν' αγγίξει με φιλική διάθεση κάποιο ζώο όσο ήταν ζωντανό. Κανείς δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να του περάσει σχοινί στο λαιμό και να το οδηγήσει εκεί που θα ήθελε. Κανείς δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να δαμάσει ζώο, ούτε φανταζόταν καν ότι υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Όσο κι αν χαίρονταν αυτοί οι άνθρωποι που έβλεπαν έναν συγγενή να επιστρέφει από μακρύ Ταξίδι -ιδίως κάποιον που ελάχιστοι περίμεναν να ξαναδούν-, τα εξημερωμένα ζώα ήταν τόσο άγνωστο φαινόμενο, που η πρώτη αντίδρασή τους ήταν ο φόβος. Ήταν τόσο παράξενο, τόσο ανεξήγητο, ξεπερνούσε τόσο πολύ τις εμπειρίες και τα όρια της φαντασίας τους, που δεν μπορούσαν να το θεωρήσουν φυσικό. Ήταν σίγουρα κάτι αλλόκοτο, υπερφυσικό. Το μόνο που εμπόδιζε πολλούς να το βάλουν στα πόδια και να κρυφτούν ή να προσπαθήσουν να σκοτώσουν τα τρομακτικά ζώα ήταν ότι ο Τζονταλάρ, που τον ήξεραν, είχε έρθει μαζί τους και τώρα, καθώς ανηφόριζε το μονοπάτι με την αδερφή του, φαινόταν απολύτως φυσιολογικός κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Η Φολάρα είχε δείξει αρκετό θάρρος όταν είχε τρέξει κοντά του, αλλά ήταν νέα, και οι νέοι αγνοούσαν το φόβο. Και είχε χαρεί τόσο πολύ που έβλεπε τον αδερφό της, που πάντα τον αγαπούσε, ώστε δεν είχε αντέξει να περιμένει. Ο Τζονταλάρ δε θα της έκανε ποτέ κακό και έδειχνε ότι δε φοβόταν τα ζώα. Η Άυλα παρακολούθησε από κάτω τον κόσμο να τον κυκλώνει, να τον υποδέχεται με χαμόγελα, φιλιά, χάδια, χειραψίες και με τα δύο χέρια και με πολλές λέξεις. Πρόσεξε μια τεράστια παχιά γυναίκα, έναν άντρα με καστανά μαλλιά που ο Τζονταλάρ τον έσφιξε στην αγκαλιά του και μια πιο ηλικιωμένη γυναίκα που εκείνος τη χαιρέτησε με μεγάλη θέρμη και μετά κράτησε το χέρι του περασμένο στη μέση της. Σίγουρα θα είναι η μητέρα του, σκέφτηκε, και αναρωτήθηκε πώς θα την έβλεπε αυτή η γυναίκα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η οικογένειά του, οι συγγενείς του, οι φίλοι του, οι άνθρωποι με τους οποίους είχε μεγαλώσει. Εκείνη ήταν ξένη, τους προκαλούσε αναστάτωση, έφερνε μαζί της ζώα και ποιος ήξερε πόσα άλλα παράξενα

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ Κ Α Τ Α φ υ γ Ι Α

23

γνώριζε και τι αλλόκοτες ιδέες είχε. Θα την αποδέχονταν; Κι αν όχι; Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Οι δικοί της ζούσαν στα ανατολικά και χρειαζόταν να ταξιδέψει τουλάχιστον ένα χρόνο για να φτάσει εκεί. Ο Τζονταλάρ της είχε υποσχεθεί ότι, αν εκείνη το αποφάσιζε -ή αν υποχρεωνόταν-, θα γύριζε πίσω μαζί της, αλλά τώρα είχε δει τους δικούς του κι εκείνοι τον είχαν υποδεχτεί με τόση χαρά. Πώς θα αισθανόταν αν του ζητούσε κάτι τέτοιο; Ένιωσε ένα σπρώξιμο πίσω της και χάιδεψε το δυνατό λαιμό της Ουίνι, ευγνωμονώντας την που της θύμιζε ότι δεν ήταν μόνη. Όταν ζούσε στην κοιλάδα, αφού εγκατέλειψε τη Φυλή, για πολύ καιρό η φοράδα ήταν η μοναδική συντροφιά της. Δεν είχε προσέξει ότι το σχοινί της είχε χαλαρώσει επειδή το άλογο την είχε πλησιάσει, αλλά άφησε λίγο πιο ελεύθερο τον Δρομέα. Συνήθως η φοράδα και ο γιος της τα πήγαιναν καλά, αλλά όταν εκείνη βρισκόταν σε οίστρο τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα. Τώρα την κοιτούσαν περισσότεροι -ήταν, λοιπόν, τόσο πολλοί;- και ο Τζονταλάρ μιλούσε με πάθος στον άντρα με τα καστανά μαλλιά. Έπειτα της κούνησε το χέρι και χαμογέλασε. Όταν άρχισε να κατεβαίνει ξανά το μονοπάτι, τον ακολούθησαν η νεαρή γυναίκα, ο άντρας με τα καστανά μαλλιά και μερικοί άλλοι. Η Άυλα πήρε βαθιά αναπνοή και περίμενε. Καθώς πλησίαζαν, το μουγκρητό του λύκου έγινε πιο δυνατό. Η Άυλα τον κράτησε κοντά της. «Εντάξει», του είπε. «Είναι οι συγγενείς του Τζονταλάρ». Το άγγιγμά της τον έκανε να σταματήσει να μουγκρίζει, να μη φαίνεται υπερβολικά απειλητικός. Είχε δυσκολευτεί να του μάθει το σήμα, αλλά άξιζε τον κόπο, ιδίως τώρα. Μακάρι να υπήρχε κάποιο άγγιγμα που να μπορούσε να ηρεμήσει και την ίδια! Η ομάδα στάθηκε λίγο πιο πέρα. Οι συγγενείς του Τζονταλάρ προσπαθούσαν να μη δείχνουν την ταραχή τους και να μην κοιτάνε τα ζώα, που τους έβλεπαν χωρίς να φαίνονται ανήσυχα, παρ' όλο που τα πλησίαζαν άγνωστοι. «Τζοχαράν, νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε επίσημες συστάσεις», είπε ο Τζονταλάρ κοιτώντας τον άντρα με τα καστανά μαλλιά. Ενώ η Άυλα άφηνε τα σχοινιά ώστε να είναι έτοιμη για τις επίσημες συστάσεις, που απαιτούσαν άγγιγμα και των δύο χε-

24

JEAN Μ . A U E L

ριών, τα άλογα έκαναν ένα βήμα πίσω, αλλά ο λύκος έμεινε στη θέση του. Η Άυλα πρόσεξε το φόβο στο βλέμμα του άλλου άντρα, αν και ήταν βέβαιη ότι δε θα φοβόταν και πολλά πράγματα. Κοίταξε τον Τζονταλάρ. Άραγε είχε συγκεκριμένο^ λόγο για τον οποίο ήθελε να γίνουν αμέσως οι επίσημες συστάσεις; 'Επειτα κοίταξε πιο προσεχτικά τον άγνωστο άντρα και θυμήθηκε τον Μπρουν, τον αρχηγό της φυλής όπου είχε μεγαλώσει. Δυνατός, περήφανος, έξυπνος, ικανός, ελάχιστα πράγματα φοβόταν -εκτός από τον κόσμο των πνευμάτων. «Άυλα, να σου γνωρίσω τον Τζοχαράν, τον Αρχηγό της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, γιο της Μαρτόνα, προηγούμενης Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς», είπε ο ξανθός άντρας με σοβαρή φωνή. Μετά χαμογέλασε. «Για να μην αναφέρω ότι είναι Αδερφός του Τζονταλάρ, του Ταξιδιώτη των Μακρινών Τόπων». Αντάλλαξαν χαμόγελα. Το σχόλιο του βοήθησε να μειωθεί κάπως η ένταση. Κανονικά, όταν γίνονταν επίσημες συστάσεις, έδινε κανείς ολόκληρο τον κατάλογο των ονομάτων και των δεσμών του, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος: τίτλους και επιτεύγματα, ονόματα συγγενών και συγγενών των συγγενών, καθώς και τους τίτλους και τα επιτεύγματά τους -και μερικοί το έκαναν. Συνήθως, όμως, αναφέρονταν τα σημαντικότερα στοιχεία -εκτός αν η περίσταση ήταν εξαιρετικά επίσημη. Ωστόσο, δεν ήταν ασυνήθιστο να προσθέτουν οι νεότεροι, ιδίως τα αδέρφια, κάποια αστεία κατά τη διάρκεια της απαρίθμησης, και ο Τζονταλάρ θύμιζε στον αδερφό του τα προηγούμενα χρόνια, όταν ο Τζοχαράν δεν είχε αναλάβει ακόμα την ευθύνη της αρχηγίας. «Τζοχαράν, να σου γνωρίσω την Άυλα των Μαμουτόι, Μέλος της Κοινότητας του Λιονταριού, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ, Εκλεκτή του Πνεύματος του Λιονταριού των Σπηλαίων, Προστατευόμενη της Αρκούδας των Σπηλαίων». Ο καστανομάλλης άντρας πλησίασε τη νεαρή γυναίκα και της άπλωσε και τα δύο χέρια, με τις παλάμες προς τα πάνω, δείγμα καλωσορίσματος και ανεπιφύλακτης φιλίας. Δεν είχε αναγνωρίσει κανέναν από τους δεσμούς της και δεν ήταν βέβαιος ποιοι ήταν οι πιο σημαντικοί. «Στο όνομα της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, σε καλωσορίζω, Άυλα των Μαμουτόι, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

25

Η Άυλα έπιασε και τα δυο του χέρια. «Στο όνομα της Μουτ, της Μεγάλης Μητέρας των Πάντων, σε χαιρετώ, Τζοχαράν, Αρχηγέ της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι». Χαμογέλασε. «Και Αδερφέ του Ταξιδιώτη, του Τζονταλάρ». Ο Τζοχαράν πρόσεξε αρχικά ότι μιλούσε τη γλώσσα του καλά, αλλά με ασυνήθιστη προφορά. Έπειτα πρόσεξε το παράξενο ντύσιμο και την ξενική όψη της. Αλλά, όταν του χαμογέλασε, εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Εν μέρει επειδή του είχε δείξει ότι είχε καταλάβει την επισήμανση του Τζονταλάρ και έδειχνε στον Τζοχαράν ότι ο αδερφός του ήταν πολύ σημαντικός για κείνη, αλλά κυρίως επειδή δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο χαμόγελο της. Την Άυλα θα την έβρισκαν ελκυστική οι πάντες. Ήταν ψηλή, με γερό και καλοσχηματισμένο κορμί, με μακριά σκουρόξανθα μαλλιά που σχημάτιζαν απαλά κύματα, με καθαρά γκριζογάλανα μάτια και με χαρακτηριστικά λεπτά, αν και κάπως διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά των γυναικών των Ζελαντόνιι. Αλλά, όταν χαμογελούσε, ήσαν σαν να έριχνε ο ήλιος πάνω της μια ιδιαίτερη αχτίδα που φώτιζε τα χαρακτηριστικά της από μέσα. Σάν να ακτινοβολούσε μια τόσο εκθαμβωτική ομορφιά, που ο Τζοχαράν ένιωσε την αναπνοή του να σταματά. Ο Τζονταλάρ πάντα έλεγε ότι το χαμόγελο της ήταν υπέροχο και τώρα χαμογέλασε βλέποντας ότι δεν είχε αφήσει αδιάφορο ούτε τον αδερφό του. Έπειτα ο Τζοχαράν πρόσεξε τον επιβήτορα που πλησίαζε νευρικά τον Τζονταλάρ και κοίταξε καχύποπτα το λύκο. «Ο Τζονταλάρ μου λέει ότι πρέπει να φτιάξουμε κάποιο... κατάλυμα γι' αυτά τα ζώα... κάπου κοντά, υποθέτω». Πάντως, όχι πολύ κοντά, πρόσθεσε μέσα του. «Τα άλογα χρειάζονται απλώς ένα λιβάδι με χορτάρι κοντά σε νερό, αλλά πρέπει να πούμε στον κόσμο ότι στην αρχή δεν πρέπει να προσπαθήσουν να τα πλησιάσουν αν δεν είμαστε εκεί εγώ ή ο Τζονταλάρ. Η Ουίνι και ο Δρομέας φοβούνται κάπως με τους ανθρώπους, ώσπου να τους γνωρίσουν», είπε η Άυλα. «Εδώ πέρα θα είναι μια χαρά», είπε ο Τζονταλάρ. «Αν και μπορούμε να τα πάμε πιο πάνω στο ποτάμι, που είναι πιο απόμερα». «Ο Λύκος είναι συνηθισμένος να κοιμάται κοντά μου», συνέχισε η Άυλα. Είδε τον Τζοχαράν να σμίγει τα φρύδια

26

JEAN Μ . A U E L

του. «Επειδή είναι πολύ προστατευτικός, ίσως κάνει φασαρία αν δεν είναι μαζί μου». Είδε το μέτωπο του να ζαρώνει από την ανησυχία όπως του Τζονταλάρ και ήθελε να χαμογελάσει. Αλλά η ανησυχία του Τζοχαράν ήταν πραγματική. Δεν ήταν ώρα για χαμόγελα, έστω κι αν η έκφρασή του τον έκανε αμέσως περισσότερο οικείο. Ο Τζονταλάρ είχε δει κι εκείνος την ανησυχία του αδερφού του. «Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να γνωρίσουμε τον Τζοχαράν στον Λύκο», είπε. Ο αδερφός του γούρλωσε τα μάτια από το φόβο, αλλά, πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί, εκείνη πήρε το χέρι του στο δικό της την ίδια στιγμή που έσκυβε προς τον Λύκο. Πέρασε το χέρι της στο λαιμό του μεγάλου ζώου, για να το εμποδίσει να μουγκρίσει. Αφού οσμιζόταν εκείνη το φόβο του Τζοχαράν, ο Λύκος θα τον οσμιζόταν ακόμα περισσότερο. «Άφησέ τον να μυρίσει πρώτα το χέρι σου», είπε. «Είναι η επίσημη σύσταση που ξέρει». Ο Λύκος είχε μάθει ότι ήταν σημαντικό για την Άυλα να αποδέχεται τα μέλη της ανθρώπινης αγέλης που του γνώριζε μ' αυτό τον τρόπο. Δεν του άρεσε η οσμή του φόβου, αλλά μύρισε τον άγνωστο άντρα για να τον γνωρίσει καλύτερα. «Τζοχαράν, χάιδεψες ποτέ τη γούνα ζωντανού λύκου;» τον ρώτησε η Άυλα κοιτώντας τον. «Αν πρόσεξες, είναι λίγο σκληρή», συνέχισε οδηγώντας το χέρι του στο λαιμό του ζώου. «Ακόμα έχει φαγούρα και του αρέσει να τον ξύνεις πίσω από τα αυτιά», συνέχισε δείχνοντάς του. Ο Τζοχαράν χάιδεψε τη γούνα, αλλά εκείνο που αισθάνθηκε περισσότερο ήταν η θερμότητά της, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε να κάνει με ζωντανό λύκο! Και δε φαινόταν να ενοχλείται από το άγγιγμά του. Η Άυλα πρόσεξε ότι το χέρι του δεν ήταν πολύ σφιγμένο και ότι ο Τζοχαράν είχε πραγματικά δοκιμάσει να χαϊδέψει το σημείο που του είχε δείξει. «Άφησέ τον να μυρίσει το χέρι σου ξανά», είπε. Όταν ο Τζοχαράν έφερε το χέρι του κοντά στη μύτη του Λύκου, γούρλωσε ξανά τα μάτια του έκπληκτος. «Ο λύκος μ' έγλειψε!» είπε. Δεν ήταν καθόλου βέβαιος αν ήταν προετοιμασία για κάτι καλύτερο -ή χειρότερο. Έπειτα είδε τον

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦυΓΙΑ

27

Λύκο να γλείφει το πρόσωπο της Άυλα, κάτι που φάνηκε να της δίνει μεγάλη χαρά. «Μπράβο, Λύκε», του είπε χαμογελώντας εκείνη και του ανακάτεψε με αγάπη τη γούνα. Έπειτα σηκώθηκε και χτύπησε απαλά τους ώμους της. Αμέσως ο Λύκος σηκώθηκε, έβαλε τα πόδια του στα σημεία που του είχε δείξει και, όταν εκείνη τέντωσε το λαιμό της, ο Λύκος τον έγλειψε και μετά άρπαξε το πιγούνι της στο στόμα του μουγκρίζοντας, αλλά πάρα πολύ απαλά. Ο Τζονταλάρ άκουσε τα πνιχτά επιφωνήματα του Τζοχαράν και των άλλων και σκέφτηκε πόσο επικίνδυνη θα φαινόταν αυτή η πράξη σε ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν. Ο αδερφός του τον κοίταξε, έκπληκτος και συνάμα φοβισμένος. «Τι της κάνει;» ρώτησε. «Είσαι βέβαιος πως δεν υπάρχει κίνδυνος;» είπε η Φολάρα σχεδόν την ίδια στιγμή. Της ήταν αδύνατο να σταθεί ήρεμα. Αλλά και οι άλλοι έκαναν νευρικές κινήσεις. Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε. «Κανένας κίνδυνος. Ο Λύκος την αγαπάει, δε θα την πείραζε ποτέ. Έτσι δείχνουν την αγάπη τους οι λύκοι. Κι εγώ δε συνήθισα εύκολα, παρ' όλο που ξέρω τον Λύκο όσο καιρό τον ξέρει κι εκείνη, από τότε που ήταν κουταβάκι». «Τώρα δεν είναι κουταβάκι, αλλά ο μεγαλύτερος λύκος που είδα στη ζωή μου!» είπε ο Τζοχαράν. «Θα μπορούσε να της κόψει το λαιμό!» «Ναι. Θα μπορούσε να της κόψει το λαιμό. Τον είδα να κόβει το λαιμό μιας γυναίκας... μιας γυναίκας που προσπαθούσε να σκοτώσει την Άυλα», είπε ο Τζονταλάρ. «Ο Λύκος την προστατεύει». Οι Ζελαντόνιι που παρακολουθούσαν τη σκηνή ξεφύσησαν με ανακούφιση όταν το ζώο τράβηξε τα πόδια του και στάθηκε ξανά στο πλευρό της με το στόμα ανοιχτό και τη γλώσσα κρεμασμένη στο πλάι, δείχνοντας τα δόντια του. Ο Λύκος είχε την έκφραση εκείνη που έδειχνε πως ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ο Τζονταλάρ έλεγε πως χαμογελούσε πονηρά. «Το κάνει συνέχεια;» ρώτησε η Φολάρα. «Σε... όλους;» «Όχι», είπε ο Τζονταλάρ. «Μόνο στην Άυλα και καμιά φορά σ' εμένα, αν νιώθει πολύ ευχαριστημένος, και μόνο

28

JEAN Μ . A U E L

αν του το επιτρέψουμε. Φέρεται πολύ ευγενικά, δεν κάνει κακό σε κανέναν... εκτός αν δει ότι απειλείται η Άυλα». «Και τα παιδιά;» ρώτησε η Φολάρα. «Οι λύκοι ρίχνονται συχνά στους αδύναμους». Κοίταξαν όλοι ανήσυχοι τον Τζονταλάρ. «Ο Λύκος αγαπάει τα παιδιά», τους εξήγησε βιαστικά η Άυλα, «και τα προστατεύει, ιδίως τα πολύ μικρά και τα αδύναμα. Μεγάλωσε με τα παιδιά της Κοινότητας του Λιονταριού». «Ήταν ένα πολύ μικρό αγόρι, αδύναμο και αρρωστιάρικο, που ανήκε στην Εστία του Λιονταριού», είπε ο Τζονταλάρ. «Έπρεπε να δείτε πώς έπαιζαν μαζί. Ο Λύκος ήταν εκπληκτικά προσεχτικός». «Πολύ ασυνήθιστο ζώο», είπε κάποιος. «Δύσκολο να πιστέψεις ότι ένας λύκος μπορεί να φέρεται τόσο λίγο... λυκίσια». «Έχεις δίκιο, Σολαμπάν», είπε ο Τζονταλάρ. «Φέρεται με τρόπο που δε φαίνεται να ταιριάζει πολύ σε λύκο, αλλά, αν ήμαστε λύκοι, δε θα είχαμε την ίδια άποψη. Μεγάλωσε κοντά σε ανθρώπους και η Άυλα λέει ότι θεωρεί τους ανθρώπους αγέλη του. Τους φέρεται σαν να είναι λύκοι». «Κυνηγάει;» ρώτησε ο Σολαμπάν. «Ναι», είπε η Άυλα. «Μερικές φορές κυνηγάει μόνος, για τον εαυτό του, κι άλλες φορές βοηθάει εμάς». «Πώς ξέρει τι μπορεί να κυνηγήσει και τι όχι;» ρώτησε η Φολάρα. «Τι γίνεται μ' αυτά τα άλογα;» Η Άυλα χαμογέλασε. «Είναι κι αυτά μέλη της αγέλης του. Δεν πρόσεξες ότι δεν τον φοβούνται; Και δεν κυνηγάει ποτέ ανθρώπους. Κατά τα άλλα, μπορεί να κυνηγήσει όποιο ζώο θέλει, εκτός αν του το απαγορεύσουμε». «Και αν του πείτε όχι, υπακούει;» ρώτησε ένας άλλος. «Ακριβώς, Ρουσεμάρ», τον βεβαίωσε ο Τζονταλάρ. Ο Ρουσεμάρ κούνησε το κεφάλι του απορημένος. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι μπορούσε κανείς να ελέγχει ένα τόσο δυνατό θηρίο. «Τέλος πάντων», είπε ο Τζοχαράν. «Τζονταλάρ, πιστεύεις ότι δεν είναι επικίνδυνο να φέρουμε την Άυλα και τον Λύκο επάνω;» Κοίταξε το ζώο σκεφτικός και συνέχισε: «Αλλά, αν υπάρξει κανένα πρόβλημα...»

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

29

«Δε θα υπάρξει», δήλωσε ο Τζονταλάρ. Έπειτα στράφηκε στην Άυλα. «Η μητέρα μάς κάλεσε να μείνουμε μαζί της. Η Φολάρα μένει ακόμα μαζί της, αλλά έχει δικό της δωμάτιο, όπως και η Μαρτόνα και ο Βίλαμαρ. Τώρα ο Βίλαμαρ λείπει, έχει πάει σε μια εμπορική αποστολή. Η μητέρα μάς δίνει τον κεντρικό χώρο. Φυσικά, αν προτιμάς, μπορούμε να μείνουμε στην εστία των επισκεπτών». «Θα χαρώ να μείνω με τη μητέρα σου», είπε εκείνη. «Ωραία! Η μητέρα πρότεινε, επίσης, να περιμένουμε για τις πιο επίσημες συστάσεις ώσπου να τακτοποιηθούμε. Στο κάτω κάτω, εγώ δεν τις χρειάζομαι και δεν υπάρχει λόγος να ξαναλέμε τα ίδια και τα ίδια με τον καθένα τη στιγμή που μπορούμε να το κάνουμε μια και καλή». «Ήδη σχεδιάζουμε να κάνουμε τη γιορτή του καλωσορίσματος απόψε», είπε η Φολάρα. «Και, προφανώς, άλλη μία αργότερα, για όλες τις γειτονικές Σπηλιές». «Τζονταλάρ, εκτιμώ τη σκέψη της μητέρας σου. Θα είναι πιο εύκολο να τους γνωρίσω όλους μια και καλή· πάντως, μπορείς να με γνωρίσεις σ' αυτή τη νεαρή γυναίκα», είπε η Άυλα. Η Φολάρα χαμογέλασε. «Φυσικά, ετοιμαζόμουν», είπε ο Τζονταλάρ. «Άυλα, αυτή είναι η αδερφή μου, η Φολάρα, Ευλογημένη από την Ντόνι, της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, Θυγατέρα της Μαρτόνα, πρώην Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς, γεννημένη στην εστία του Βίλαμαρ, Ταξιδιώτη και Πρώτου Εμπόρου. Αδερφή του Τζοχαράν, Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς. Αδερφή του Τζονταλάρ...» «Τζονταλάρ, ξέρει για σένα και ήδη άκουσα τα ονόματα και τους δεσμούς της», είπε η Φολάρα, που βαριόταν όλες αυτές τις τυπικότητες. Έπειτα άπλωσε και τα δυο της χέρια στην Άυλα. «Στο όνομα της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, σε καλωσορίζω, Άυλα των Μαμουτόι, Φίλη των Αλόγων και του Λύκου». Ο κόσμος ψηλά παραμέρισε βιαστικά όταν είδε τη γυναίκα και το λύκο να ανηφορίζουν στο μονοπάτι μαζί με τον Τζονταλάρ και τη μικρή συντροφιά που τους συνόδευε. Ένας ή δύο έκαναν ένα βήμα μπροστά, ενώ άλλοι τέντωναν το λαιμό τους για να κοιτάξουν από πίσω. Όταν έφτασαν στην πέτρινη προεξοχή, η Άυλα αντίκρισε για πρώτη φορά

30

JEAN Μ . A U E L

τον κατοικήσιμο χώρο της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι. Η θέα την ξάφνιασε. Αν και ήξερε ότι η λέξη «Σπηλιά» δεν αναφερόταν σε ένα συγκεκριμένο χώρο αλλά στο σύνολο των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, περίμενε ότι, παρ' όλ' αυτά, θα έβλεπε μια σπηλιά. Η σπηλιά ήταν ένας σκοτεινός κλειστός χώρος, ή μια σειρά παρόμοιων χώρων, σε μια απόκρημνη πλαγιά ή κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, με ένα και μοναδικό άνοιγμα προς τα έξω. Αλλά ο χώρος όπου ζούσαν αυτοί εδώ οι άνθρωποι ήταν μια έκταση κάτω από ένα τεράστιο πέτρινο προπέτασμα, που προεξείχε από τον απότομο ασβεστολιθικό γκρεμό, ένα καταφύγιο που πρόσφερε προστασία από τη βροχή και από το χιόνι, αλλά ταυτόχρονα ήταν ανοιχτό στο φως της μέρας. Οι απότομες εκείνες πλαγιές ήταν κάποτε ο πυθμένας μιας αρχαίας θάλασσας. Τα ασβεστούχα κελύφη των οστρακόδερμων που ζούσαν εκεί σωρεύονταν στον πυθμένα και σιγά σιγά μετατρέπονταν σε ασβεστόλιθο. Κατά τη διάρκεια ορισμένων χρονικών περιόδων, για ποικίλους λόγους, μερικά από τα ασβεστώδη ιζήματα σχημάτιζαν παχιά στρώματα ασβεστόλιθου σκληρότερα από τα υπόλοιπα. Όταν η γη μετακινήθηκε και αποκάλυψε τον πυθμένα, ο οποίος είχε γίνει μια σειρά από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, η διαβρωτική δράση του ανέμου και του νερού έσκαψε με μεγαλύτερη ευκολία τα πιο μαλακά στρώματα, σχηματίζοντας χώρους με βάθος που στεγάζονταν από σκληρότερες πέτρινες προεξοχές. Αν και οι πλαγιές εκείνες και οι γκρεμοί έβριθαν από σπηλιές, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στα ασβεστολιθικά πετρώματα, αυτοί οι ασυνήθιστοι σχηματισμοί που έμοιαζαν με τεράστια κελύφη δημιουργούσαν πέτρινα καταφύγια που αποτελούσαν θαυμάσιους χώρους για διαβίωση, και χρησιμοποιούνταν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Ο Τζονταλάρ οδήγησε την Άυλα προς την ηλικιωμένη γυναίκα που εκείνη είχε ήδη δει από το κάτω μέρος του μονοπατιού. Ήταν ψηλή και επιβλητική. Τα μαλλιά της, περισσότερο γκρίζα παρά ανοιχτοκάστανα, ήταν τραβηγμένα σε μια μακριά πλεξούδα τυλιγμένη στο πίσω. μέρος του κεφαλιού. Τα μάτια της ήταν επίσης γκρίζα. Όταν έφτασαν κοντά της, ο Τζονταλάρ άρχισε τις επίσημες συστάσεις. «Άυλα, αυτή είναι η Μαρτόνα, πρώην Αργη-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

31

γός της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, Θυγατέρα της Ζεμάρα, γεννημένη στην Εστία του Ραμπανάρ, σύντροφος του Βίλαμαρ, Πρώτου Εμπόρου της Ένατης Σπηλιάς, Μητέρα του Τζοχαράν, Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς, Μητέρα της Φολάρα, Ευλογημένης από την Ντόνι. Μητέρα του...» Ετοιμάστηκε να προφέρει το ό.νομα του Τονολάν, δίστασε κι ύστερα συμπλήρωσε βιαστικά, «του Τζονταλάρ, του Ταξιδιώτη που Επέστρεψε». Έπειτα στράφηκε στη μητέρα του. «Μαρτόνα, αυτή είναι η Άυλα, της Κοινότητας του Λιονταριού των Μαμουτόι, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ, Εκλεκτή του Πνεύματος του Λιονταριού των Σπηλαίων, Προστατευόμενη του Πνεύματος της Αρκούδας των Σπηλαίων». Η Μαρτόνα άπλωσε τα δυο της χέρια. «Στο όνομα της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, σε καλωσορίζω, Άυλα των Μαμουτόι». «Στο όνομα της Μουτ, της Μεγάλης Μητέρας των Πάντων, σε χαιρετώ, Μαρτόνα της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι και μητέρα του Τζονταλάρ», είπε η Άυλα καθώς ένωναν τα χέρια τους. Η Μαρτόνα άκουσε τα λόγια της Άυλα και απόρησε με την παράξενη προφορά της. Πρόσεξε, όμως, ότι παρ' όλ' αυτά μιλούσε πάρα πολύ ωραία και σκέφτηκε ότι θα επρόκειτο είτε για κάποιο ασήμαντο ελάττωμα είτε για την προφορά μιας εντελώς άγνωστης γλώσσας, που θα τη μιλούσαν σε κάποιο πολύ μακρινό μέρος. Χαμογέλασε. «Άυλα, ήρθες από πολύ μακριά, άφησες πίσω σου όλους όσους ήξερες και αγαπούσες. Αν δεν ερχόσουν, δε νομίζω ότι θα είχα πάλι εδώ τον Τζονταλάρ. Σ' ευχαριστώ που τον έφερες. Ελπίζω ότι σύντομα θα νιώθεις ότι εδώ είναι ο τόπος σου και θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω». Η Άυλα καταλάβαινε ότι η μητέρα του Τζονταλάρ ήταν ειλικρινής. Η ευθύτητα και η εντιμότητά της ήταν αυθεντικές. Χαιρόταν που έβλεπε ξανά το γιο της. Η Άυλα ανακουφίστηκε και συγκινήθηκε από το καλωσόρισμα της Μαρτόνα. «Ήθελα να σε γνωρίσω από την πρώτη στιγμή που μου μίλησε για σένα ο Τζονταλάρ... αλλά φοβόμουν και λίγο», απάντησε με την ίδια ευθύτητα και ειλικρίνεια. «Δε σε κατηγορώ. Στη θέση σου θα το έβρισκα πάρα πολύ δύσκολο. Έλα, θα σου δείξω πού να βάλεις τα πράγματα σας. Πρέπει να είσαι κουρασμένη και θα θέλεις να ξεκου-

32

JEAN Μ . A U E L

ραστείς πριν από την αποψινή γιορτή», είπε η Μαρτόνα και κατευθύνθηκε προς το χώρο κάτω από την προεξοχή. Ξαφνικά ο Λύκος άρχισε να κλαψουρίζει, έβγαλε έναν ήχο που θύμιζε κουτάβι, τέντωσε τα μπροστινά του πόδια και άρχισε να κουνάει την ουρά του παιχνιδιάρικα. Ο Τζονταλάρ ξαφνιάστηκε. «Τι κάνει;» είπε. Η Άυλα κοίταξε τον Λύκο. Ήταν κι εκείνη λίγο ξαφνιασμένη. Όταν είδε, όμως, το ζώο να ξανακάνει τις ίδιες κινήσεις, χαμογέλασε. «Νομίζω ότι προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή της Μαρτόνα», είπε. «Πιστεύει ότι δεν τον πρόσεξε και μάλλον θέλει να συστηθεί». «Κι εγώ θέλω να τον γνωρίσω», είπε η Μαρτόνα. «Δεν τον φοβάσαι», είπε η Άυλα. «Και το καταλαβαίνει». «Τον παρατήρησα και δεν είδα τίποτα για να φοβηθώ», είπε η μητέρα του Τζονταλάρ και άπλωσε το χέρι της στο λύκο. Εκείνος το μύρισε, το έγλειψε και κλαψούρισε ξανά. «Νομίζω ότι ο Λύκος θέλει να τον αγγίξεις. Όταν συμπαθήσει κάποιον, απαιτεί προσοχή και χάδια», είπε η Άυλα. «Σου αρέσει, ε;» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα στον Λύκο καθώς τον χάιδευε. «Πρώτη φορά τον βλέπω να συμπαθεί κάποιον τόσο γρήγορα», είπε ο Τζονταλάρ κοιτώντας τη μητέρα του με δέος. «Κι εγώ το ίδιο», είπε η Άυλα παρακολουθώντας τη Μαρτόνα να χαϊδεύει το ζώο. «Ίσως να χαίρεται που γνωρίζει κάποιον που δεν τον φοβάται». Καθώς προχωρούσαν βαθύτερα στην ανοιχτή σπηλιά, η Άυλα ένιωσε τον αέρα να γίνεται πιο δροσερός. Για μια στιγμή ρίγησε από το φόβο, κοίταξε την τεράστια πέτρινη προεξοχή και αναρωτήθηκε μήπως υπήρχε κίνδυνος να γκρεμιστεί. Αλλά, όταν τα μάτια της συνήθισαν στο λιγότερο φως, ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι ο χώρος ήταν τεράστιος, πολύ μεγαλύτερος απ' όσο είχε φανταστεί. Είχε δει παρόμοιες εσοχές και προεξοχές στις απότομες πλαγιές κατά μήκος του ποταμού που είχαν ακολουθήσει για να φτάσουν ως εδώ, αλλά καμιά δε φαινόταν να έχει τέτοιο μέγεθος. Όλοι στην περιοχή γνώριζαν πόσο μεγάλο ήταν αυτό το καταφύγιο και πόσους ανθρώπους στέγαζε. Η Ένατη Σπηλιά ήταν η μεγαλύτερη από τις κοινότητες των ανθρώπων που αποκαλούνταν Ζελαντόνιι. Στο ανατολικό άκρο του προστατευμένου χώρου, κατά

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

33

μήκος του τοιχώματος και ελεύθερες και από τις τέσσερις πλευρές, στο κέντρο, βρίσκονταν ξεχωριστές κατασκευές, πολλές αρκετά μεγάλες, φτιαγμένες από πέτρες και από ξύλινα πλαίσια σκεπασμένα με δέρματα. Τα δέρματα ήταν διακοσμημένα με ωραίες εικόνες ζώων και με διάφορα αφηρημένα σύμβολα ζωγραφισμένα με μαύρο χρώμα, καθώς και με διάφορες ζωηρές κόκκινες, κίτρινες και καφετιές αποχρώσεις. Οι κατασκευές σχημάτιζαν μια καμπύλη που έβλεπε προς τη δύση, και εκτεινόταν γύρω από έναν ελεύθερο χώρο προς το κέντρο του καταφυγίου, που ήταν γεμάτος με ένα σωρό αντικείμενα και κατάμεστος από ανθρώπους. Όταν η Άυλα κοίταξε πιο προσεχτικά, αυτό που της είχε φανεί αρχικά χάος αποδείχθηκε ότι ήταν μια σειρά δραστηριοτήτων. Στην αρχή είχε μπερδευτεί επειδή αυτές οι δραστηριότητες ήταν πάρα πολλές. Μερικοί επεξεργάζονταν δέρματα τεντωμένα σε ξύλινα πλαίσια. Άλλοι ίσιωναν μακριά στελέχη ακοντίων, που στηρίζονταν σε δύο στύλους. Σ' ένα άλλο σημείο βρίσκονταν μισοτελειωμένα καλάθια και σε κάποιο άλλο στέγνωναν λουριά τεντωμένα ανάμεσα σε κοκάλινους στύλους. Από καρφιά χωμένα σε σταυρωτά δοκάρια κρέμονταν μισοτελειωμένα δίχτυα, και άλλα, έτοιμα, ήταν στοιβαγμένα στο δάπεδο. Δέρματα, μερικά βαμμένα κυρίως σε κόκκινες αποχρώσεις, ήταν κομμένα σε κατάλληλα σχήματα και πιο πέρα κρέμονταν ρούχα τελειωμένα ή μισοραμμένα. Η Άυλα γνώριζε τις περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες, αλλά κοντά στα ρούχα γινόταν κάτι που της ήταν εντελώς άγνωστο. Ένα πλαίσιο συγκρατούσε πολλά κρεμασμένα λεπτά λουριά και στην οριζόντια ύφανση διακρινόταν ήδη ένα σχέδιο. Ήθελε να πλησιάσει για να δει καλύτερα, αλλά αποφάσισε ότι θα το έκανε αργότερα. Σε άλλα σημεία βρίσκονταν κομμάτια ξύλου, πέτρας, οστών, καθώς και χαυλιόδοντες μαμούθ και κέρατα ελαφιών, που μεταμορφώνονταν σε εργαλεία -κουτάλες, κουτάλια, γαβάθες, λαβίδες, όπλα. Στα περισσότερα υπήρχαν σκαλίσματα που δε φαίνονταν να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Απ' ό,τι φαινόταν, είχαν γίνει απλώς και μόνο για να υπάρχουν, ή για κάποιο λόγο που της ήταν άγνωστος. Ψηλά κρέμονταν λαχανικά και βότανα και πιο χαμηλά, κοντά στο έδαφος, κρέατα ξεραίνονταν απλωμένα σε σχά-

34

JEAN Μ . A U E L

ρες. Λίγο πιο πέρα, ένας χώρος ήταν γεμάτος κοφτερά λίθινα θραύσματα. Για ανθρώπους όπως ο Τζονταλάρ, σκέφτηκε, για λιθοξόους που έφτιαχναν εργαλεία, μαχαίρια και αιχμές ακοντίων. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα της βρίσκονταν άνθρωποι. Η κοινότητα που ζούσε εδώ είχε μέγεθος ανάλογο του χώρου που τη στέγαζε. Η Άυλα είχε μεγαλώσει σε μια κοινότητα που είχε λιγότερα από τριάντα μέλη. Και στη Συνάθροιση της Φυλής, που γινόταν μία φορά κάθε εφτά χρόνια, συγκεντρώνονταν διακόσια άτομα για μια σύντομη χρονική περίοδο. Για κείνη επρόκειτο για τεράστιο σύνολο. Αν και στη Θερινή Συνάθροιση των Μαμουτόι συγκεντρωνόταν πολύ μεγαλύτερο πλήθος, και μόνη της η Ένατη Σπηλιά των Ζελαντόνιι, αποτελούμενη τουλάχιστον από διακόσια άτομα που ζούσαν μαζί εδώ μέσα, ήταν μεγαλύτερη από τη Συνάθροιση της Φυλής! Η Άυλα δεν μπορούσε να μετρήσει πόσοι στέκονταν ολόγυρα και τους κοιτούσαν, αλλά θυμήθηκε τότε που είχε πάει με τη φυλή του Μπρουν στη συγκέντρωση όλων των φυλών και αισθανόταν να την κοιτάνε οι πάντες. Εκείνοι είχαν προσπαθήσει να είναι διακριτικοί, αλλά αυτοί εδώ πέρα, που παρακολουθούσαν τη Μαρτόνα να οδηγεί την ίδια, τον Τζονταλάρ και το λύκο στο χώρο όπου ζούσε, δεν ήταν καθόλου ευγενικοί. Δεν προσπαθούσαν να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού. Η Άυλα αναρωτήθηκε αν θα συνήθιζε ποτέ να ζει με τόσους ανθρώπους, που βρίσκονταν σχεδόν συνεχώς μαζί. Αναρωτήθηκε αν θα της άρεσε.

2

Η

τεράστια γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της όταν τραβήχτηκε το δέρμα που έκλεινε την είσοδο και μετά χαμήλωσε το βλέμμα όταν η νεαρή ξανθή άγνωστη βγήκε από την κατοικία της Μαρτόνα. Καθόταν στο συνηθισμένο μέρος της, ένα κάθισμα σκαλισμένο σ' ένα ατόφιο κομμάτι ασβεστόλιθου, αρκετά γερό ώστε να αντέχει τον όγκο της. Το κάθισμα, ντυμένο με δέρμα, είχε φτιαχτεί ειδικά για κείνη και βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που είχε επιλέξει, στο πίσω μέρος του μεγάλου ελεύθερου χώρου κάτω από την τεράστια πέτρινη προεξοχή που προστάτευε τον οικισμό, απ' όπου ήταν ορατό σχεδόν κάθε σημείο του χώρου. Έδινε την εντύπωση ότι διαλογιζόταν, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που, καθισμένη εκεί, παρατηρούσε αθόρυβα κάποιον ή κάτι. Ο κόσμος είχε μάθει να μη διακόπτει τις σκέψεις της, ιδίως όταν φορούσε την πλάκα από χαυλιόδοντα μαμούθ που κρεμόταν στο στήθος της με την αχάρακτη πλευρά προς τα έξω, εκτός αν υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη. Όταν φαινόταν η εγχάρακτη όψη, γεμάτη με σύμβολα και εικόνες ζώων, μπορούσε να την πλησιάσει ο καθένας. Αλλά η άλλη όψη ήταν σύμβολο σιωπής και σήμαινε ότι δεν ήθελε να μιλήσει ή να ενοχληθεί. Η Σπηλιά είχε συνηθίσει την παρουσία της. Σχεδόν δεν την έβλεπαν, παρ' ότι ήταν τόσο επιβλητική. Όντας Πνευματική Ηγέτιδα της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, θεωρούσε ότι ήταν υπεύθυνη για την ευημερία των ανθρώπων και χρησιμοποιούσε κάθε μέσον που γεννούσε το γόνιμο μυαλό της για να εκτελεί τα καθήκοντα της. Κοιτούσε τώρα τη νεότερη γυναίκα, που εγκατέλειπε το καταφύγιο και κατηφόριζε στο μονοπάτι που οδηγούσε ιττην κοιλάδα, και πρόσεξε πόσο ξενικό φαινόταν το δερμάτινο χιτώνιο της. Πρόσεξε, επίσης, ότι οι κινήσεις της είχαν

36

JEAN Μ . A U E L

την ευκαμψία της νιότης και της δύναμης και μια αυτοπεποίθηση που δεν ταίριαζε με τη νεανική της ηλικία και με το γεγονός ότι βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που της ήταν εντελώς άγνωστοι. Η Ζελαντόνι σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κατοικία, μία από τις τόσες, μικρές ή μεγάλες, που γέμιζαν το ασβεστολιθικό καταφύγιο. Στην είσοδο που τη χώριζε από τον ελεύθερο κοινό χώρο χτύπησε ελαφρά το σκληρό κομμάτι δέρματος που βρισκόταν δίπλα στο κλεισμένο από ένα παραπέτασμα άνοιγμα και άκουσε από μέσα απαλά βήματα να πλησιάζουν. Ο ψηλός, ξανθός, εξαιρετικά ωραίος άντρας παραμέρισε το παραπέτασμα. Τα ασυνήθιστα ζωηρά γαλάζια μάτια του έδειξαν ένα ξάφνιασμα, αλλά αμέσως μετά ζεστάθηκαν από ικανοποίηση. «Ζελαντόνι! Χαίρομαι που σε βλέπω», της είπε. «Αλλά η μητέρα δεν είναι αυτή τη στιγμή εδώ». «Ποιος σου είπε ότι ήρθα να δω τη Μαρτόνα; Εσύ έλειπες πέντε ολόκληρα χρόνια», είπε απότομα εκείνη. Ο Τζονταλάρ τα έχασε και δε βρήκε τι να της απαντήσει. «Θα με αφήσεις όρθια εδώ;» «Ω... έλα μέσα», είπε εκείνος και το ζεστό χαμόγελο του αντικαταστάθηκε από ένα σμίξιμο των φρυδιών. Παραμέρισε κρατώντας πάντα το παραπέτασμα και την άφησε να περάσει. Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Όταν είχε φύγει, εκείνη είχε γίνει Πρώτη Ανάμεσα Σε Εκείνους Που Υπηρετούσαν τη Μητέρα. Είχαν περάσει πέντε χρόνια και είχε παραμείνει σ' αυτή τη θέση. Η γυναίκα που γνώριζε ο Τζονταλάρ είχε γίνει απίστευτα παχιά. Τουλάχιστον όσο δύο ή τρεις άλλες συνηθισμένες γυναίκες μαζί, με τεράστια στήθη και πλατιούς γοφούς. Το παχύ πρόσωπο της ήταν απαλό και είχε τρία πιγούνια, αλλά από τα διαπεραστικά της μάτια δε φαινόταν να διαφεύγει το παραμικρό. Ήταν από παλιά ψηλή και δυνατή και, παρά το βάρος της, οι κινήσεις της ήταν κομψές. Το παρουσιαστικό της επιβεβαίωνε το κύρος της. Ανέδινε μια αίσθηση δύναμης που προκαλούσε το σεβασμό. Μίλησαν ταυτόχρονα. «Μπορώ να σου φέρω...» άρχισε να λέει ο Τζονταλάρ. «Αλλαξες...» «Συγνώμη...» είπε εκείνος για τη διακοπή. Αισθανόταν

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

37

παράξενα. Έπειτα πρόσεξε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο ίχνος χαμόγελου και κάτι γνώριμο στο βλέμμα της και χαλάρωσε. «Χαίρομαι που σε βλέπω... Ζολένα», είπε. Το μέτωπο του φωτίστηκε και το χαμόγελο του επέστρεψε καθώς τα μάτια του καρφώνονταν πάνω της γεμάτα αγάπη και ζεστασιά. «Όχι, δεν άλλαξες και τόσο», είπε εκείνη νιώθοντας τον εαυτό της να ανταποκρίνεται σ' αυτή τη ζεστασιά και στις αναμνήσεις που ξυπνούσε μέσα της. «Κανείς δε με έχει φωνάξει Ζολένα εδώ και πολύ καιρό». Μελέτησε το πρόσωπο του ξανά, προσεχτικά. «Πάντως, άλλαξες. Μεγάλωσες. Είσαι πιο όμορφος από ποτέ...» Ο Τζονταλάρ ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της σαν να τον μάλωνε. «Τζονταλάρ, μην προσπαθείς να το αρνηθείς. Ξέρεις πως είναι αλήθεια. Αλλά υπάρχει και μια διαφορά. Φαίνεσαι... πώς να το πω... δεν έχεις αυτό το πεινασμένο βλέμμα, την ανάγκη που ήθελαν να ικανοποιήσουν όλες οι γυναίκες. Νομίζω ότι βρήκες αυτό που αναζητούσες. Είσαι ευτυχισμένος όπως δεν ήσουν άλλοτε». «Ποτέ δεν μπόρεσα να σου κρύψω το παραμικρό», είπε εκείνος χαμογελώντας με σχεδόν παιδιάστικη ικανοποίηση. «Είναι η Άυλα. Σχεδιάζουμε να ζευγαρώσουμε στη θερινή Γαμήλια Τελετή. Θα μπορούσαμε να το κάνουμε και πριν φύγουμε ή κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αλλά ήθελα να περιμένω να γυρίσουμε εδώ, για να μπορέσεις να περάσεις το λουρί στους καρπούς μας και να δέσεις τον κόμπο μας». Καθώς μιλούσε η έκφρασή του άλλαζε και η Ζελαντόνι διαισθάνθηκε για μια στιγμή τη σχεδόν βασανιστική αγάπη του γι' αυτή τη γυναίκα που ονομαζόταν Άυλα. Το γεγονός την ανησύχησε, ξύπνησε τα προστατευτικά της ένστικτα για το λαό της -ιδίως για τον ίδιο τον Τζονταλάρ-, αφού ήταν η φωνή, η εκπρόσωπος και το όργανο της βούλησης της Μεγάλης Μητέρας Γης. Ήξερε με πόσο ισχυρά συναισθήματα είχε παλέψει όσο μεγάλωνε, συναισθήματα που τελικά είχε μάθει να ελέγχει. Αλλά, αν αγαπούσε τόσο πολύ μια γυναίκα, εκείνη θα μπορούσε να τον βλάψει φοβερά, ίσως ακόμα και να τον καταστρέψει. Τα μάτια της στένεψαν. Ήθελε να μάθει περισσότερα γι' αυτή τη νεαρή γυναίκα που τον είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Με ποιον ακριβώς τρόπο τον έδενε;

38

JEAN Μ . A U E L

«Πώς είσαι τόσο βέβαιος ότι είναι η κατάλληλη για σένα; Που τη γνώρισες; Πόσα ξέρεις πραγματικά γι' αυτήν;» Ο Τζονταλάρ ένιωσε το ενδιαφέρον της αλλά και κάτι άλλο, κάτι που τον ανησύχησε. Η Ζελαντόνι ήταν η πρώτη στην ιεραρχία πνευματική ηγέτιδα, ανάμεσα σε όλους τους Λειτουργούς, και όχι χωρίς λόγο. Ήταν πανίσχυρη και ο Τζονταλάρ δεν ήθελε να τη δει να στρέφεται εναντίον της Άυλα. Η μεγαλύτερη ανησυχία του -και της Άυλα, το ήξερε- ήταν αν θα την αποδέχονταν ή όχι οι δικοί του. Παρά τα εξαιρετικά της προσόντα, υπήρχαν κάποια πράγματα που ο Τζονταλάρ θα προτιμούσε να μείνουν μυστικά, μολονότι αμφέβαλλε αν εκείνη θα δεχόταν να τα κρύψει. Αρκετές δυσκολίες μπορούσαν να υπάρξουν -και σίγουρα θα συναντούσε κάμποσες με μερικούς ανθρώπους-, χωρίς να προκαλέσει και την εχθρότητα αυτής της γυναίκας. Αντίθετα, η Άυλα χρειαζόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τη βοήθειά της. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της γυναίκας. Έπρεπε να βρει τρόπο να την πείσει όχι μόνο να αποδεχτεί την Άυλα αλλά και να τη βοηθήσει, όμως δεν ήξερε πώς. Την κοίταξε κατάματα και δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την αγάπη που μοιράζονταν άλλοτε, και ξαφνικά κατάλαβε ότι, όσο δύσκολο κι αν ήταν για κείνον, μόνο η απόλυτη ειλικρίνεια θα μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα. Ο Τζονταλάρ κρατούσε τα προσωπικά του συναισθήματα για τον εαυτό του. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο είχε μάθει να τα ελέγχει. Δεν του ήταν εύκολο να μιλήσει γι' αυτά στον καθένα, πόσο μάλλον σ' αυτή τη γυναίκα που τον ήξερε τόσο καλά. «Ζελαντόνι...» Η φωνή του έγινε πιο απαλή. «Ζολένα... ξέρεις ότι με καλόμαθες τόσο, που δε μου άρεσε καμιά άλλη. Ήμουν σχεδόν μικρό αγόρι ακόμα κι εσύ η πιο ερεθιστική γυναίκα που μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Δε σ' έβλεπα μόνο εγώ στα όνειρά μου, αλλά τελικά τα δικά μου όνειρα τα έκανες πραγματικότητα. Φλεγόμουν για σένα και, όταν ήρθες και έγινες η ντόνιι μου, δεν μπορούσα να σε χορτάσω. Ήταν η πρώτη φορά που έγινα άντρας, αλλά ξέρεις ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Ήθελα περισσότερα και, παρ' όλο που αντιστεκόσουν, ήθελες κι εσύ. Αν και ήταν απαγο-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

39

ρευμένο, σ' αγαπούσα και μ' αγαπούσες. Ακόμα σ' αγαπώ. Πάντα θα σ' αγαπώ. »Ακόμα και μετά, παρά τα προβλήματα που δημιουργήσαμε, παρ' όλο που η μητέρα μ' έστειλε να μείνω με τον Νταλανάρ, όταν γύρισα πίσω είδα ότι κανείς δε σε είχε πλησιάσει. Ήθελα να μοιραστώ μια εστία μαζί σου. Δε νοιαζόμουν για τη διαφορά της ηλικίας ούτε για το ότι κανένας άντρας δεν πρέπει να ερωτευτεί την πρώτη γυναίκα του. Ήθελα να περάσω τη ζωή μου μαζί σου». «Και κοίτα τι θα αποκτούσες», είπε η Ζολένα. Είχε συγκινηθεί, περισσότερο απ' όσο περίμενε ότι θα μπορούσε να συγκινηθεί πια. «Κοίταξες καλά; Δεν είμαι μόνο μεγαλύτερή σου. Είμαι τόσο παχιά, που αρχίζω να δυσκολεύομαι να μετακινηθώ. Είμαι ακόμα δυνατή, αλλιώς θα δυσκολευόμουν περισσότερο, και θα δυσκολεύομαι όσο περνά ο καιρός. Εσύ είσαι νέος και τόσο όμορφος, που όλες οι γυναίκες σε λαχταρούν. Εμένα με διάλεξε η Μητέρα. Πρέπει να ήξερε ότι, όταν θα μεγάλωνα, θα της έμοιαζα. Αυτό δεν είναι καπό για μια Ζελαντόνι, αλλά στην εστία σου θα ήμουν απλώς μια χοντρή γριά κι εσύ θα ήσουν ακόμα νέος και ωραίος». «Νομίζεις ότι θα μ' ένοιαζε; Ζολένα, χρειάστηκε να ταξιδέψω πέρα από το τέλος του Ποταμού της Μεγάλης Μητέρας για να βρω μια γυναίκα που μπορούσε να συγκριθεί μαζί σου -δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μακριά. Και θα το έκανα ξανά, θα ταξίδευα ακόμα πιο μακριά. Ευχαριστώ τη Μεγάλη Μητέρα που βρήκα την Άυλα. Την αγαπώ όπως θα αγαπούσα εσένα. Να είσαι καλή μαζί της, Ζολένα... Ζελαντόνι. Μην της κάνεις κακό». «Αν είναι η κατάλληλη για σένα, αν "μπορεί να συγκριθεί", δε θα μπορούσα να της κάνω κακό, και δε θα μπορούσε κι εκείνη να κάνει κακό σ' εσένα, Τζονταλάρ». Σήκωσαν και οι δύο το βλέμμα τους, γιατί κάποιος παραμέρισε το παραπέτασμα της εισόδου. Μπήκε η Άυλα φορτωμένη με τους σάκους τους και είδε τον Τζονταλάρ να κρατάει τους ώμους μιας απίστευτα χοντρής γυναίκας. Τράβηξε τα χέρια του ταραγμένος, σχεδόν σαν να ντρεπόταν, σαν να είχε κάνει κάτι κακό. Τι είχε ο τρόπος με τον οποίο την κοιτούσε, ο τρόπος με τον οποίο τα χέρια του κρατούσαν τους ώμους της; Κι εκεί-

40

JEAN Μ . A U E L

νη; Παρά τις διαστάσεις της, το παράστημά της είχε κάτι το σαγηνευτικά. Αλλά γρήγορα κυριάρχησε ένα άλλο χαρακτηριστικό της. Όταν στράφηκε για να κοιτάξει την Άυλα, η κίνησή της έδειχνε όλη τη σιγουριά και την ηρεμία που πήγαζαν από το κύρος της. Για τη νέα γυναίκα η παρατήρηση διαφόρων μικρών λεπτομερειών της έκφρασης και της στάσης είχε γίνει δεύτερη (ρύση. Η Φυλή, οι άνθρωποι που την είχαν μεγαλώσει, δε μιλούσαν κυρίως με λέξεις. Επικοινωνούσαν με σήματα, με χειρονομίες, με τις αποχρώσεις της έκφρασης και της στάσης τους. Όταν ζούσε με τους Μαμουτόι, η ικανότητά της να ερμηνεύει τη γλώσσα του σώματος είχε εξελιχθεί και είχε συμπεριλάβει την κατανόηση των ασυναίσθητων σημαδιών και χειρονομιών των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν λέξεις. Ξαφνικά η Άυλα κατάλαβε ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ότι κάτι σημαντικό υπήρχε ανάμεσα σ' εκείνη και στον Τζονταλάρ, κάτι που αφορούσε την ίδια. Διαισθάνθηκε ότι περνούσε από μια κρίσιμη δοκιμασία, αλλά δε δίστασε. «Εκείνη δεν είναι, Τζονταλάρ;» είπε πλησιάζοντάς τους. «Ποια εκείνη;» είπε η Ζελαντόνι καρφώνοντας με το βλέμμα της την ξένη. Η Άυλα ανταπέδωσε το βλέμμα της χωρίς να δειλιάσει. «Είσαι εκείνη που πρέπει να ευχαριστήσω», είπε. «Μέχρι που γνώρισα τον Τζονταλάρ, δε γνώριζα τα Δώρα της Μητέρας, κυρίως το Δώρο της Ηδονής. Γνώριζα μόνο τον πόνο και την οργή, αλλά εκείνος ήταν υπομονετικός και τρυφερός και έμαθα να γνωρίζω την απόλαυση. Σ' ευχαριστώ, Ζελαντόνι, που δίδαξες τον Τζονταλάρ κι εκείνος μπόρεσε να μου δώσει το Δώρο Της. Αλλά σε ευγνωμονώ και για κάτι ακόμα πιο σημαντικό... και πιο δύσκολο για σένα. Σ' ευχαριστώ που τον άφησες για να μπορέσει να με βρει». Η Ζελαντόνι ξαφνιάστηκε, αλλά δεν το έδειξε σχεδόν καθόλου. Δεν περίμενε ν' ακούσει αυτές τις λέξεις από το στόμα της Άυλα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν καθώς η παχιά γυναίκα την εξέταζε, αναζητώντας το βάθος, τα συναισθήματά της, την αλήθεια της. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα καταλάβαινε σχεδόν με τον ίδιο τρόπο τα σήματα και τη γλώσσα του σώματος, αν και με τρόπο λιγότερο συνειδητό. Η ικανότητά της είχε αναπτυχθεί χάρη στην παρατήρηση και στην υποσυνείδητη ανάλυση, όχι χάρη στην εξέλιξη μιας γλώσσας

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

41

που είχε μάθει από παιδί. Ωστόσο, δεν ήταν λιγότερο οξυδερκής. Η Ζελαντόνι δεν ήξερε πώς ήξερε, αλλά ήξερε. Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια στιγμή πριν συνειδητοποιήσει και κάτι παράξενο. Μολονότι η νε'α γυναίκα φαινόταν να μιλάει άψογα τη γλώσσα των Ζελαντόνιι -σχεδόν σαν να την είχε μάθει από μωρό-, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ξένη. Εκείνη Που Υπηρετούσε είχε κάποια εξοικείωση με επισκέπτες που μιλούσαν με ξενική προφορά, αλλά η ομιλία της Άυλα είχε παράξενα εξωτικό χαρακτήρα, εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι είχε ακούσει. Η φωνή της δεν ήταν δυσάρεστη. Μόνο κάπως χαμηλή και λίγο βραχνή, και ορισμένοι ήχοι τη δυσκόλευαν. Η Ζελαντόνι θυμήθηκε τα λόγια του Τζονταλάρ, ότι είχε ταξιδέψει πολύ μακριά, και έκανε μια σκέψη ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στα μάτια της άλλης γυναίκας. Αυτή η νέα γυναίκα είχε φανεί πρόθυμη να κάνει πολύ μεγάλο Ταξίδι για να έρθει ως εδώ μαζί του. Και μόνο τότε πρόσεξε ότι το πρόσωπο της νέας γυναίκας είχε κάτι πραγματικά ξενικό και προσπάθησε να εντοπίσει τις διαφορές. Η Άυλα ήταν ελκυστική, αλλά αυτό θα το περίμενε κανείς από μια γυναίκα που θα την έφερνε μαζί του ο Τζονταλάρ. Το πρόσωπο της ήταν κάπως πιο πλατύ και πιο κοντό από των γυναικών των Ζελαντόνιι, αλλά οι αναλογίες του ήταν όμορφες, και το πιγούνι της καλοσχηματισμένο. Ήταν λίγο ψηλότερη από τη Ζελαντόνι και τα μάλλον σκούρα ξανθά μαλλιά της ήταν τονισμένα από πιο ανοιχτές ανταύγειες. Τα καθαρά γκριζογάλανα μάτια της έκρυβαν μυστικά, δυνατή θέληση, αλλά κανένα ίχνος κακίας. Η Ζελαντόνι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και στράφηκε στον Τζονταλάρ. «Κάνει». Εκείνος άφησε τον αέρα να βγει από μέσα του με ανακούφιση και κοίταξε πρώτα τη μια γυναίκα και μετά την άλλη. «Άυλα, πώς κατάλαβες ότι είναι Ζελαντόνι; Αν δεν κάνω λάθος, ακόμα δε σας σύστησε κανείς...» «Δεν ήταν δύσκολο. Την αγαπάς ακόμα και σ' αγαπάει κι εκείνη». «Μα... μα... πώς;» «Δεν ξέρεις ότι είδα το βλέμμα σου; Δε σκέφτεσαι ότι καταλαβαίνω πώς νιώθει μέσα της μια γυναίκα που σ' αγαπάει;» είπε η Άυλα.

42

JEAN Μ . A U E L

«Μερικοί θα ζήλευαν αν έβλεπαν τον άνθρωπο που αγαπούν να κοιτάει κάποιον άλλο με αγάπη», είπε εκείνος. Η Ζελαντόνι υποπτεύθηκε ότι οι «μερικοί» ήταν αυτός ο ίδιος. «Δε νομίζεις ότι μπορεί να δει από τη μια έναν ωραίο νέο άντρα κι από την άλλη μια παχιά γριά γυναίκα, Τζονταλάρ; Θα το έβλεπε ο καθένας. Η αγάπη σου για μένα δεν την απειλεί. Αν η ανάμνησή σου ακόμα σε τυφλώνει, σου χρωστάω ευγνωμοσύνη». Στράφηκε στην Άυλα. «Δεν ήμουν βέβαιη για σένα. Αν ένιωθα ότι δεν ήσουν η κατάλληλη για κείνον, δε θα είχε σημασία το πόσο μακριά ταξίδεψες. Δε θα γινόσουν ποτέ ταίρι του». «Ό,τι κι αν έκανες δε θα μπορούσε να το εμποδίσει», είπε η Άυλα. «Βλέπεις;» είπε η Ζελαντόνι στον Τζονταλάρ. «Σου είπα ότι, αν είναι η κατάλληλη για σένα, δε θα μπορούσα να της κάνω κακό». «Νομίζεις ότι η Μαρόνα ήταν κατάλληλη για μένα, Ζελαντόνι;» είπε εκείνος λίγο εκνευρισμένος. Άρχιζε να νιώθει ότι με τη Ζολένα από τη μια και την Άυλα από την άλλη έχανε τη δική του θέληση. «Δεν έφερες αντίρρηση όταν έδωσα Υπόσχεση σ' εκείνη». «Η Μαρόνα δεν είχε σημασία. Δεν την αγαπούσες. Δεν μπορούσε να σε βλάψει». Οι δυο γυναίκες τον κοιτούσαν και, παρ' όλο που ήταν πολύ διαφορετικές, η έκφρασή τους έμοιαζε τόσο, που φαίνονταν όμοιες. Ξαφνικά ο Τζονταλάρ έβαλε τα γέλια. «Ωραία! Χαίρομαι που οι δυο γυναίκες που αγάπησα θα γίνουν φίλες». Η Ζελαντόνι τον κοίταξε επιτιμητικά. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα γίνουμε φίλες;» είπε. Αλλά, καθώς έφευγε, μέσα της χαμογελούσε. Κοιτώντας τη να φεύγει ο Τζονταλάρ ένιωθε ένα παράξενο μείγμα συναισθημάτων, αλλά ήταν ικανοποιημένος που η ισχυρή Ζελαντόνι φαινόταν πρόθυμη να αποδεχτεί την Άυλα. Και η αδερφή του είχε δείξει φιλική διάθεση, όπως και η μητέρα του. Όλες οι γυναίκες για τις οποίες νοιαζόταν πραγματικά φαίνονταν έτοιμες να την αποδεχτούν -τουλάχιστον προς το παρόν. Μάλιστα, η μητέρα του της εί-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

43

χε πει ότι θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει να νιώσει ότι βρίσκεται στον τόπο της. Το δερμάτινο παραπέτασμα της εισόδου σάλεψε ξανά και ο Τζονταλάρ ένιωσε κάποια έκπληξη που έβλεπε τη μητέρα του ακριβώς τη στιγμή που τη σκεφτόταν. Η Μαρτόνα μπήκε. Κρατούσε το διατηρημένο στομάχι ενός ζώου γεμάτο με κάποιο υγρό που είχε διαπεράσει αρκετά το σχεδόν υδατοστεγές δοχείο ώστε να σχηματίζει ένα βαθυπόρφυρο λεκέ. Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε πονηρά. «Μητέρα, έφερες το κρασί σου!» είπε. «Άυλα, θυμάσαι το ποτό που ήπιαμε όταν μέναμε με τους Σαραμουντόι; Τώρα έχεις την ευκαιρία να δοκιμάσεις το κρασί της Μαρτόνα. Είναι φημισμένο. Όποιον καρπό κι αν χρησιμοποιούν οι περισσότεροι, ο χυμός συχνά ξινίζει. Αλλά η μητέρα έχει τον τρόπο της». Χαμογέλασε στη Μαρτόνα και πρόσθεσε: «Ίσως κάποια μέρα να μου πει το μυστικό της». Η Μαρτόνα του χαμογέλασε κι εκείνη, αλλά δε μίλησε. Από την έκφρασή της η Άυλα κατάλαβε ότι είχε πραγματικά κάποια κρυφή τεχνική και ότι ήξερε να κρατάει τα μυστικά. Και μάλιστα όχι μόνο τα δικά της. Προφανώς, ήξερε πολλά. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρη και ειλικρινής σε ό,τι έλεγε. Και παρ' όλο που ήταν φιλική και την είχε καλωσορίσει, η Άυλα ήξερε ότι η μητέρα του Τζονταλάρ θα περίμενε αρκετά ώσπου να την αποδεχτεί ολοκληρωτικά. Ξαφνικά η Άυλα θυμήθηκε την Ίζα, τη γυναίκα της Φυλής που της είχε σταθεί σαν μητέρα. Και η Ίζα ήξερε πολλά μυστικά, ωστόσο, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της Φυλής, δεν έλεγε ψέματα. Με τη γλώσσα των νοημάτων και τις αποχρώσεις που αποκάλυπταν οι κινήσεις του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου το ψέμα δεν ήταν δυνατό. Θα γινόταν αμέσως αντιληπτό. Αλλά μπορούσαν να μην αναφέρουν κάτι. Αν και ίσως γινόταν κατανοητό ότι έκρυβαν κάτι, ήταν επιτρεπτό, ώστε να εξασφαλίζεται η ιδιωτική ζωή. Σκέφτηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που θυμόταν τη Φυλή τώρα τελευταία. Ο αρχηγός της Ένατης Σπηλιάς, ο αδερφός του Τζονταλάρ, ο Τζοχαράν, της είχε θυμίσει τον Μπρουν, τον αρχηγό της φυλής της. Αλλά για ποιο λόγο τής θύμιζαν οι συγγενείς του τη Φυλή; «Πρέπει να πεινάτε», είπε η Μαρτόνα κοιτώντας και τους δυο.

44

JEAN Μ . A U E L

Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε. «Ναι, πεινάω! Έχουμε να φάμε από νωρίς σήμερα το πρωί. Βιαζόμουν τόσο να φτάσουμε και ήμαστε τόσο κοντά, που δε θέλησα να σταματήσουμε». «Αν φέρατε μέσα όλα τα πράγματά σας, καθίστε να ξεκουραστείτε ώσπου να σας ετοιμάσω φαγητό». Η Μαρτόνα τους οδήγησε σ' ένα χαμηλό τραπέζι, τους έδειξε τα μαξιλάρια και γέμισε δυο κύπελλα με το βαθυπόρφυρο υγρό. «Άυλα, δε βλέπω το λύκο σου», είπε μετά. «Ξέρω ότι τον έφερες μέσα. Θέλει κι εκείνος φαγητό; Τι τρώει;» «Συνήθως του δίνω ό,τι τρώμε κι εμείς, αλλά επίσης κυνηγάει για λογαριασμό του. Τον έφερα μέσα για να μάθει το μέρος, αλλά, όταν κατέβηκα ξανά στην κοιλάδα, ήρθε μαζί μου και αποφάσισε να μείνει εκεί. Έρχεται και φεύγει ανάλογα με τις διαθέσεις του, εκτός αν του πω ότι τον θέλω». «Πώς καταλαβαίνει πότε τον θέλεις;» «Τον καλεί με ένα ιδιαίτερο σφύριγμα», είπε ο Τζονταλάρ. «Και τα άλογα τα φωνάζουμε κοντά μας με σφυρίγματα». Πήρε το κύπελλό του, δοκίμασε το κρασί, χαμογέλασε και αναστέναξε με ικανοποίηση. «Τώρα βεβαιώθηκα ότι γύρισα», είπε. Ήπιε λίγο ακόμα, έπειτα έκλεισε τα μάτια του και άφησε το υγρό να χαϊδέψει τον ουρανίσκο του. «Μητέρα, από ποιον καρπό το έφτιαξες;» «Κυρίως από εκείνους τους στρογγυλούς που μεγαλώνουν σε τσαμπιά που πετούν μακριές κληματσίδες μόνο σε προστατευμένες νότιες πλαγιές», εξήγησε η Μαρτόνα για χάρη της Άυλα. «Υπάρχει μια περιοχή αρκετά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από δω όπου πηγαίνω πάντα και μαζεύω. Μερικές χρονιές δε βγαίνουν καλοί καρποί, αλλά πριν από λίγα χρόνια είχαμε αρκετά ζεστό χειμώνα και το επόμενο φθινόπωρο τα τσαμπιά ήταν τεράστια και οι καρποί είχαν πολύ χυμό, γλυκό, αλλά όχι υπερβολικά. Πρόσθεσα και μερικά αγριοκέρασα και λίγο χυμό από βατόμουρα. Όχι πολύ. Αυτό το κρασί άρεσε σε όλους. Είναι λίγο πιο δυνατό απ' όσο συνήθως. Δεν έμεινε πολύ». Η Άυλα μύρισε το άρωμα καθώς έφερνε το κύπελλο στα χείλη της για να γευτεί το κρασί. Ήταν αψύ και ξερό, δεν είχε τη γλυκιά γεύση που θα περίμενε από το άρωμα του καρπού. Ένιωσε και το αλκοόλ, που το είχε πρωτογνωρίσει όταν είχε γευτεί το ποτό από καρπούς σημύδας που έφτιαχνε ο Τάλουτ, ο αρχηγός της Κοινότητας του Λιόντα-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

45

ριού, αλλά αυτό εδώ θύμιζε περισσότερο το ποτό από βατόμουρο που έφτιαχναν οι Σαραμουντόι. Μόνο που εκείνο ήταν πιο γλυκό. Δεν της άρεσε η αψιά γεύση του αλκοόλ όταν το πρωτοδοκίμασε, αλλά τα υπόλοιπα μέλη της Κοινότητας του Λιονταριού έδειχναν ότι το απολάμβαναν πολύ και, επειδή ήθελε να προσαρμοστεί στις συνήθειές τους, το είχε πιει. Σιγά σιγά το συνήθισε, αν και υποπτευόταν ότι οι άλλοι δεν αγαπούσαν τόσο τη γεύση όσο την κατάσταση μέθης που προκαλούσε. Όταν έπινε πολύ, η Άυλα συνήθως ζαλιζόταν λίγο και γινόταν υπερβολικά φιλική, αλλά μερικοί θλίβονταν ή οργίζονταν ή γίνονταν ακόμα και βίαιοι. Ωστόσο, αυτό εδώ το ποτό διέθετε κάτι περισσότερο, κάτι πιο περίπλοκο και φευγαλέο, και ένιωσε βέβαιη ότι θα μάθαινε να το απολαμβάνει. «Είναι πολύ καλό», είπε. «Δεν ποτέ δοκίμασα... Δε δοκίμασα ποτέ κάτι τέτοιο», διόρθωσε τον εαυτό της με κάποια αμηχανία. Μιλούσε πάρα πολύ καλά τα ζελαντόνιι. Ήταν η πρώτη γλώσσα με ομιλία που είχε μάθει όταν εγκατέλειψε τη Φυλή. Της την είχε διδάξει ο Τζονταλάρ ενώ συνερχόταν από τις πληγές που του είχε προκαλέσει το λιοντάρι. Αν και εξακολουθούσε να δυσκολεύεται με κάποιους ήχους -όσο κι αν προσπαθούσε να τους συνηθίσει-, σπάνια έκανε πια λάθη στη σειρά των λέξεων. Κοίταξε κλεφτά τον Τζονταλάρ και τη Μαρτόνα, αλλά δε φαίνονταν να το έχουν προσέξει. Χαλάρωσε και κοίταξε γύρω της. Αν και είχε μπει και βγει και ξαναμπεί αρκετές φορές, δεν είχε παρατηρήσει την κατοικία της Μαρτόνα. Τώρα κοίταξε γύρω της πιο προσεχτικά και καθετί που συναντούσε το βλέμμα της την ξάφνιαζε και την ενθουσίαζε ταυτόχρονα. Η κατασκευή ήταν ενδιαφέρουσα, παρόμοια αλλά όχι ίδια με τις κατασκευές που βρίσκονταν στο εσωτερικό της σπηλιάς των Λοσαντουνάι, όπου είχαν σταματήσει πριν διασχίσουν τον παγετώνα του υψιπέδου. Τα πρώτα, εξωτερικά, τοιχώματα κάθε κατοικίας ήταν φτιαγμένα από ασβεστόλιθο. Μεγάλα κομμάτια ήταν τοποθετημένα από τη μια και από την άλλη πλευρά της εισόδου, με αρκετά χονδροειδή επεξεργασία, αλλά τα λίθινα εργαλεία δεν ήταν κατάλληλα για πιο λεπτή δουλειά. Τα υπόλοιπα χαμηλά τοιχώματα ήταν χτισμένα με ακατέργαστες α-

46

JEAN Μ . A U E L

σβεστολιθικές πέτρες ή πρόχειρα δουλεμένες με πέτρινο σφυρί. Διάφορα κομμάτια, περίπου ίδιου μεγέθους, με πλάτος πέντε έως οχτώ εκατοστά, λιγότερο χοντρά, και με μήκος περίπου είκοσι εκατοστά, ήταν αρμοσμένα με πραγματική επιδεξιότητα. Δεν είχε χρησιμοποιηθεί κανενός είδους κονίαμα, ή έστω απλή λάσπη, για να κλειστούν τα ανοίγματα ή για να γίνει πιο στερεή η κατασκευή. Αλλά δεν υπήρχε και ανάγκη. Οι πέτρες δε γλιστρούσαν, χάρη στις τραχιές επιφάνειές τους, ενώ το σύνολο γινόταν ακόμα πιο σταθερό χάρη στο ίδιο το βάρος του, κι έτσι ήταν δυνατό να στερεωθούν μικρά ραβδιά από ξύλο πεύκου ή ελάτου όπου στηρίζονταν ράφια ή άλλες κατασκευές. Οι πέτρες ήταν τόσο επιδέξια συναρμοσμένες, ώστε δεν έμπαινε το φως απ' έξω ούτε μπορούσαν να διαπεράσουν το σύνολο οι ριπές του ανέμου. Επιπλέον, τα τοιχώματα είχαν εξωτερικά μια μικρή κλίση, έτσι ώστε να κρατούν έξω την υγρασία η οποία οφειλόταν στο λιγοστό νερό της βροχής που ίσως να έφερνε μέσα ο άνεμος. Το σύνολο ήταν πολύ ελκυστικό, ιδίως απέξω. Στο εσωτερικό της κατοικίας, τον εξωτερικό τοίχο έκρυβε σχεδόν εντελώς ένα δεύτερο τοίχωμα, φτιαγμένο από δερμάτινα κομμάτια που είχαν απλώς αποξηρανθεί και στη συνέχεια είχαν στερεωθεί σε ξύλινους πασσάλους μπηγμένους στο χωμάτινο δάπεδο. Άρχιζαν από την επιφάνεια του εδάφους και ανέβαιναν κάθετα, πάνω από τους πέτρινους τοίχους, σε ύψος σχεδόν τριών μέτρων. Η εξωτερική επιφάνεια πολλών δερμάτινων κομματιών ήταν πλούσια διακοσμημένη. Αλλά και στην εσωτερική επιφάνεια πολλών υπήρχαν ζωγραφιές ζώων ή αινιγματικά σύμβολα. Ωστόσο, επειδή στο εσωτερικό της κατοικίας το φως ήταν περιορισμένο, τα χρώματα φάνταζαν λιγότερο ζωηρά. Επειδή η κατοικία της Μαρτόνα ήταν κολλημένη στην ελαφρώς επικλινή επιφάνεια του γκρεμού, κάθετα στην οποία εκτεινόταν η τεράστια προεξοχή, ο ένας τοίχος της ήταν από συμπαγή ασβεστόλιθο. Η Άυλα σήκωσε το βλέμμα της ψηλά. Δεν υπήρχε οροφή, εκτός από την ίδια την προεξοχή, που βρισκόταν λίγο ψηλότερα από το ύψος των τοιχωμάτων. Εκτός από τις λιγοστές περιπτώσεις που σχηματίζονταν ρεύματα, ο καπνός της φωτιάς ανέβαινε παράλληλα με τη δερμάτινη επικάλυψη

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

47

του τοίχου και έφευγε από τα ανοίγματα ανάμεσα στην κορυφή των τοίχων και στην προεξοχή· έτσι, στο εσωτερικό της κατοικίας ο αέρας ήταν καθαρός. Η προεξοχή και ο ασβεστολιθικός τοίχος του γκρεμού προστάτευαν το εσωτερικό της ανοιχτής σπηλιάς από την κακοκαιρία και, με τη βοήθεια των ζεστών ρούχων, θα υπήρχε αρκετή άνεση ακόμα κι όταν έκανε παγωνιά. Έτσι, αυτές οι κατοικίες ήταν πιο ευχάριστες από άλλες που είχε δει η Άυλα, οι οποίες ζεσταίνονταν ευκολότερα επειδή ήταν κλειστές από παντού, αλλά συνήθως ήταν γεμάτες καπνό. Ενώ τα ξύλινα και τα δερμάτινα τοιχώματα πρόσφεραν προστασία από τον άνεμο και τη βροχή που έμπαιναν κάπου κάπου στο εσωτερικό της τεράστιας σπηλιάς, η κύρια λειτουργία τους ήταν να σχηματίζουν ένα χώρο πιο ιδιωτικό και να προσφέρουν κάποια απομόνωση, αν όχι ηχητική, τουλάχιστον οπτική. Μερικά ψηλότερα τμήματα του δερμάτινου τοιχώματος μπορούσαν ν' ανοίξουν, ώστε να μπαίνει περισσότερο φως και ν' ακούγονται οι ομιλίες των γειτόνων, αλλά, όταν αυτά ήταν κλειστά, η ευγένεια απαιτούσε να χτυπούν οι επισκέπτες και να ζητάνε άδεια εισόδου, όχι απλώς να φωνάζουν απέξω ή να μπαίνουν με απόλυτη ελευθερία. Η Άυλα εξέτασε το δάπεδο πιο προσεχτικά όταν το μάτι της έπεσε σε μερικές συναρμοσμένες πέτρες. Το ασβεστολιθικό πέτρωμα των τεράστιων γκρεμών της περιοχής μπορούσε να σπάσει εύκολα κατά μήκος των γραμμών της κρυσταλλικής δομής του, έτσι ώστε να σχηματίζονται μεγάλα και μάλλον επίπεδα κομμάτια. Το χώμα στο εσωτερικό της κατοικίας ήταν στρωμένο με τέτοιες πλάκες και σκεπασμένο με ψάθες ή με κομμάτια απαλής γούνας. Η Άυλα έστρεψε ξανά την προσοχή της στη συζήτηση του Τζονταλάρ με τη μητέρα του. Ήπιε λίγο κρασί και πρόσεξε το κύπελλο που κρατούσε. Ήταν κατασκευασμένο από ένα κούφιο κέρατο, ίσως βίσονα, πιθανότατα κομμένο κοντά στην άκρη του, αφού η διάμετρος του ήταν μικρή. Το σήκωσε και κοίταξε τη βάση του. Ήταν ξύλινη, προσαρμοσμένη επιδέξια στην κυκλική άκρη του κεράτου, έτσι ώστε να μη στάζει τίποτα. Στη μια πλευρά του κυπέλλου υπήρχαν χαρακιές, αλλά, όταν κοίταξε πιο προσεχτικά, η Άυλα είδε

48

JEAN Μ . A U E L

ξαφνιασμένη ότι ήταν η εικόνα ενός αλόγου, που είχε χαραχτεί στο κόκαλο με μεγάλη λεπτότητα. Άφησε κάτω το κύπελλο και επιθεώρησε τη χαμηλή εξέδρα γύρω από την οποία κάθονταν. Ήταν μια λεπτή πλάκα ασβεστόλιθου στηριγμένη σε ένα πλαίσιο με ξύλινα πόδια και στερεωμένη πάνω του με δερμάτινα λουριά. Το πάνω μέρος της ήταν σκεπασμένο με μια ψάθα φτιαγμένη από λεπτές ίνες, πλεγμένες έτσι που να σχηματίζουν περίπλοκα σχέδια τα οποία αναπαριστούσαν ζώα, καθώς και διάφορα αφηρημένα σχήματα ή γραμμές, σε μια κλίμακα αποχρώσεων ενός κόκκινου χρώματος που θύμιζε το χρώμα του πηλού. Γύρω από αυτό το τραπέζι βρίσκονταν μαξιλάρια φτιαγμένα από διάφορα υλικά. Τα δερμάτινα είχαν την ίδια κοκκινωπή απόχρωση. Δύο πέτρινα λυχνάρια βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Το ένα ήταν όμορφα σκαλισμένο και είχε σχήμα ρηχής γαβάθας με διακοσμημένη λαβή. Το άλλο ήταν πιο πρόχειρα φτιαγμένο, ένα απλό κοίλωμα στο κέντρο ενός κομματιού ασβεστόλιθου. Και τα δύο ήταν γεμάτα με λιωμένο λίπος. Το περίτεχνο λυχνάρι είχε τρία φιτίλια, ενώ το άλλο δύο. Οι φλόγες είχαν όλες το ίδιο ύψος. Η Άυλα είχε την αίσθηση ότι το πιο απλό λυχνάρι είχε φτιαχτεί βιαστικά, ώστε να προσθέτει λίγο επιπλέον φως στο σκοτεινό εσωτερικό της κατοικίας, και ότι η χρήση του ήταν μόνο περιστασιακή. Το εσωτερικό της κατοικίας, που χωριζόταν σε τέσσερα δωμάτια, με κινητά χωρίσματα, ήταν τακτοποιημένο και λιτό, φωτισμένο με πολλά άλλα πέτρινα λυχνάρια. Τα χωρίσματα, που τα περισσότερα ήταν επίσης ζωγραφισμένα ή διακοσμημένα με άλλους τρόπους, σχηματίζονταν κι αυτά από ξύλινα πλαίσια στα οποία ήταν στερεωμένα κομμάτια ακατέργαστου δέρματος. Μερικά, όμως, ήταν σχετικά διαφανή, ίσως φτιαγμένα από έντερα μεγάλων ζώων που είχαν ανοιχτεί και αποξηρανθεί. Στην αριστερή άκρη του ασβεστολιθικού τοίχου στο πίσω μέρος της κατοικίας, κοντά σ' ένα τμήμα του δερμάτινου εσωτερικού τοιχώματος, βρισκόταν ένα ιδιαίτερα ωραίο χώρισμα, που πιθανότατα ήταν φτιαγμένο από ψευτόδερμα -τον υμένα που μπορούσε κανείς να αφαιρέσει σε μεγάλα κομμάτια από την εσωτερική πλευρά του τομαριού, αν το άφηνε να ξεραθεί χωρίς να το ξύσει. Πάνω του ήταν ζωγρα-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

49

φισμένα με μαύρο χρώμα και με αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου ένα άλογο και μερικά αινιγματικά σχέδια, που περιλάμβαναν γραμμές, κουκκίδες και τετράγωνα. Η Άυλα θυμήθηκε ότι ένα παρόμοιο χώρισμα χρησιμοποιούσε στις τελετές ο Μάμουτ της Κοινότητας του Λιονταριού, αν και στο δικό του τα ζώα και τα σχέδια ήταν ζωγραφισμένα μόνο με μαύρο χρώμα. Εκείνο το χώρισμα ήταν φτιαγμένο από το ψευτόδερμα ενός λευκού μαμούθ και αποτελούσε το πιο πολύτιμο απόκτημά του. Στο δάπεδο, μπροστά ατο παραπέτασμα, βρισκόταν μια γκριζωπή γούνα, που η Άυλα ήταν βέβαιη ότι προερχόταν από το τομάρι ενός αλόγου που είχε πλούσιο χειμερινό τρίχωμα. Το φως μιας μικρής φωτιάς που φαινόταν να έρχεται από κάποια εσοχή του τοίχου, πίσω του, τόνιζε τα σχέδια. Ράφια κατασκευασμένα από λεπτότερες πλάκες ασβεστόλιθου βρίσκονταν στον πέτρινο τοίχο δεξιά από το παραπέτασμα, φορτωμένα με διάφορα αντικείμενα και εργαλεία. Σε ένα σημείο του δαπέδου κάτω από το χαμηλότερο ράφι φαίνονταν διάφορα ακαθόριστα σχήματα. Η Άυλα είδε ότι ήταν αντικείμενα με χρηστική αξία, ωστόσο μερικά ήταν σκαλισμένα ή ζωγραφισμένα με τόση τέχνη, που είχαν αξία και μόνο για την ομορφιά τους. Δεξιά από τα ράφια ένα δερμάτινο χώρισμα ήταν τοποθετημένο κάθετα στον πέτρινο τοίχο, σχηματίζοντας μια γωνία που αποτελούσε και την αρχή ενός άλλου δωματίου. Η Άυλα είδε μια υπερυψωμένη εξέδρα φορτωμένη με απαλές γούνες. Προφανώς, κάποιος κοιμόταν εκεί. Έ ν α άλλο σημείο για ύπνο οριζόταν επίσης με δέρματα, που το χώριζαν από το δωμάτιο όπου βρίσκονταν η Άυλα, ο Τζονταλάρ και η μητέρα του και από το άλλο δωμάτιο ύπνου. Η κλεισμένη από το παραπέτασμα είσοδος της κατοικίας βρισκόταν στον τοίχο αντίκρυ στο ασβεστολιθικό τοίχωμα της σπηλιάς και στην πλευρά απέναντι από τα δωμάτια του ύπνου υπήρχε ένα τέταρτο δωμάτιο, όπου η Μαρτόνα ετοίμαζε το φαγητό. Κατά μήκος του ενός τοίχου του ξύλινα ράφια στημένα στο δάπεδο ήταν γεμάτα με καλάθια και γαβάθες, με όμορφη διακόσμηση -ανάγλυφα, υφασμένα ή ζωγραφισμένα γεωμετρικά σχέδια και παραστατικές εικόνες ζώων. Μεγαλύτερα δοχεία βρίσκονταν στο δάπεδο δίπλα στον

50

JEAN Μ . A U E L

τοίχο, μερικά με σκέπαστρα και άλλα ανοιχτά, γεμάτα με λαχανικά, φρούτα, σιτηρά και αποξηραμένα κρέατα. Η σχεδόν τετράγωνη κατοικία είχε τέσσερις πλευρές, αν και τα εξωτερικά τοιχώματα δεν ήταν τελείως ίσια ούτε και οι χώροι εντελώς συμμετρικοί. Τα τοιχώματα είχαν ελαφρές καμπύλες για να ακολουθούν τις γραμμές του χώρου κάτω από την πέτρινη προεξοχή και να ταιριάζουν με τις γραμμές των γειτονικών κατοικιών. «Βλέπω ότι έκανες πολλές αλλαγές», είπε στη μητέρα του ο Τζονταλάρ. «Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει περισσότερη ευρυχωρία». «Σωστά», είπε η Μαρτόνα. «Τώρα είμαστε μόνο τρεις. Η Φολάρα κοιμάται εκεί», συνέχισε δείχνοντας το δεύτερο χώρο ύπνου. «Ο Βίλαμαρ κι εγώ κοιμόμαστε στο άλλο δωμάτιο». Έδειξε το δωμάτιο δίπλα στον πέτρινο τοίχο. «Εσύ και η Άυλα μπορείτε να χρησιμοποιείτε το μεγάλο δωμάτιο. Αν θέλετε, θα μεταφέρουμε το τραπέζι πιο κοντά στον τοίχο, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τα στρωσίδια». Στα μάτια της Άυλα το μέρος φάνταζε πραγματικά ευρύχωρο. Ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους ημιυπόγειους ιδιωτικούς χώρους στις οικογενειακές εστίες του Καταυλισμού του Λιονταριού, αν και όχι όσο η μικρή σπηλιά της στην κοιλάδα όπου ζούσε μόνη. Αλλά ο οικισμός των Μαμουτόι δεν είχε προκύψει από την αξιοποίηση μιας φυσικής ιδιομορφίας. Τον είχαν φτιάξει τα ίδια τα μέλη της Κοινότητας. Την προσοχή της τράβηξε το πλησιέστερο χώρισμα, ανάμεσα στο δωμάτιο του μαγειρέματος και στον κεντρικό χώρο της κατοικίας. Ήταν διπλωμένο στη μέση και η Άυλα πρόσεξε τώρα ότι αποτελούνταν από δύο διαφανή χωρίσματα ενωμένα με ασυνήθιστο τρόπο. Οι ξύλινες ράβδοι που αποτελούσαν την εσωτερική επιφάνεια και τα πόδια τους ήταν περασμένες σε δακτυλίους από κέρατο βίσονα, κομμένους εγκάρσια. Οι δακτύλιοι σχημάτιζαν δύο αρθρώσεις, που επέτρεπαν στα δύο φύλλα του χωρίσματος να διπλώνουν. Η Άυλα αναρωτήθηκε αν υπήρχαν και άλλα παρόμοια χωρίσματα. Κοίταξε στο χώρο του μαγειρέματος για να δει τι σκεύη και τι εργαλεία υπήρχαν. Η Μαρτόνα ήταν γονατισμένη σε μια μικρή ψάθα μπροστά σε μια εστία φτιαγμένη από πέτρες όμοιου μεγέθους. Γύρω το δάπεδο ήταν καθαρό. Πίσω

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

51

από τη μητέρα του Τζονταλάρ, σε μια πιο σκοτεινή γωνιά, φωτισμένη από ένα και μοναδικό πέτρινο λυχνάρι, βρίσκονταν κι άλλα ράφια γεμάτα με κύπελλα, γαβάθες, πιατέλες και διάφορα μαγειρικά σύνεργα. Από δύο ξύλινα ραβδιά, τοποθετημένα χιαστί, κρέμονταν κάθε είδους ξεραμένα βότανα και λαχανικά. Σ' ένα χαμηλό πάγκο δίπλα στη φωτιά βρίσκονταν, επίσης, γαβάθες, καλάθια και μια μεγάλη κοκάλινη πιατέλα γεμάτη νωπό κρέας κομμένο σε κύβους. Η Άυλα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να προσφερθεί να βοηθήσει, αλλά δεν ήξερε πού βρίσκονταν τα διάφορα πράγματα ούτε τι μαγείρευε η Μαρτόνα. Αν μπλεκόταν στα πόδια της, θα την κούραζε ακόμα περισσότερο. Καλύτερα να περιμένω, είπε μέσα της. Παρακολούθησε τη Μαρτόνα να περνά τα κομμάτια του κρέατος σε τέσσερις μυτερές ράβδους και να τις τοποθετεί πάνω από τα κάρβουνα, στηριγμένες σε δύο όρθιες πέτρες, χαραγμένες έτσι που να μπορούν να στηρίζουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία ράβδους. Έπειτα, με μια κουτάλα κατασκευασμένη από κέρατο αιγάγρου, γέμισε μερικές ξύλινες γαβάθες με το ζωμό που υπήρχε σ' ένα σφιχτοπλεγμένο καλάθι. Με δυο μεγάλες ξύλινες λαβίδες έβγαλε από το καλάθι δυο λείες πέτρες, έβαλε καινούριες, που τις πήρε από τη φωτιά, και μετά έφερε τις γαβάθες στην Άυλα και τον Τζονταλάρ. Η Άυλα είδε τα στρογγυλά κρεμμύδια και τους άλλους βολβούς μέσα στον πλούσιο ζωμό και συνειδητοποίησε πόσο πεινασμένη ήταν, αλλά περίμενε να δει πρώτα τι θα έκανε ο Τζονταλάρ. Εκείνος έβγαλε το κυνηγετικό του μαχαίρι και καμάκωσε ένα βολβό. Η σούπα ήταν ένας εξαίσιος ζωμός κρέατος, αλλά δεν υπήρχε κρέας μέσα, μόνο λαχανικά. Ο συνδυασμός τους ήταν ασυνήθιστος για τη γεύση της. Υπήρχε και κάποιο άλλο συστατικό, που δεν μπόρεσε να το αναγνωρίσει, κάτι που την ξάφνιασε, γιατί σχεδόν πάντα κατόρθωνε να αναγνωρίζει τα συστατικά ενός φαγητού. Το κρέας ψήθηκε πολύ γρήγορα στις μικρές ράβδους. Είχε κι εκείνο ασυνήθιστη αλλά εξαίρετη γεύση. Η Άυλα ήθελε να ρωτήσει, αλλά συγκρατήθηκε. «Δε θα φας, μητέρα; Η σούπα είναι θαυμάσια», είπε ο Τζονταλάρ, καρφώνοντας με το μαχαίρι του άλλο ένα λαχανικό.

52

JEAN Μ . A U E L

«Με τη Φολάρα φάγαμε νωρίτερα. Έφτιαξα πολύ φαγητό, γιατί περίμενα τον Βίλαμαρ, και τώρα χαίρομαι γι' αυτό». Χαμογέλασε. «Χρειάστηκε απλώς να ζεστάνω τη σούπα και να βάλω λίγο κρέας να ψηθεί. Το κρατούσα στο κρασί». Ώστε εκεί οφείλεται η παράξενη γεύση, σκέφτηκε η Άυλα. «Πότε θα γυρίσει ο Βίλαμαρ;» ρώτησε ο Τζονταλάρ. «Λαχταρώ να τον δω». «Σύντομα», είπε η Μαρτόνα. «Πήγε για εμπόριο σία δυτικά, στο Μεγάλο Νερό, για να πάρει αλάτι και ό,τι άλλο μπορέσει, αλλά ξέρει πότε σχεδιάζουμε να φύγουμε για τη Θερινή Συνάθροιση. Σίγουρα ως τότε θα έχει γυρίσει, εκτός αν τον καθυστερήσει κάτι. Κανονικά πρέπει να έρθει από μέρα σε μέρα». «Ο Λαντούνι των Λοσαντουνάι μου είπε ότι κάνουν εμπόριο με μια Σπηλιά όπου βγάζουν αλάτι σκάβοντας σ' ένα βουνό. Το ονομάζουν Αλμυρό Βουνό», είπε ο Τζονταλάρ. «Βουνό από αλάτι; Πρώτη φορά ακούω ότι υπάρχει αλάτι στα βουνά. Νομίζω πως θα έχεις να μας λες ιστορίες για καιρό και κανείς δε θα ξέρει αν είναι αληθινές ή αν τις σκάρωσες εσύ», είπε η Μαρτόνα. Ο Τζονταλάρ γέλασε, αλλά η Άυλα είχε την αίσθηση πως η μητέρα του, αν και δεν το είπε, είχε πολλές αμφιβολίες για το αν ο γιος της έλεγε την αλήθεια. «Δεν το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, αλλά νομίζω ότι είναι αλήθεια», είπε εκείνος. «Είχαν πράγματι αλάτι και μένουν πολύ μακριά από το αλμυρό νερό. Αν ήταν υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν μακριά για να το αποκτήσουν, δεν πιστεύω ότι θα ήταν τόσο απλόχεροι». Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, σαν να είχε σκεφτεί κάτι αστείο. «Μια και μιλάμε για μακρινά Ταξίδια, μητέρα, έχω για σένα ένα μήνυμα, από κάποιο γνωστό σου πρόσωπο που συναντήσαμε στο Ταξίδι μας». «Από τον Νταλανάρ ή την Τζέρικα;» «Και από εκείνους. Θα έρθουν στη Θερινή Συνάθροιση. Ο Νταλανάρ θα προσπαθήσει να πείσει μερικούς Λειτουργούς να γυρίσουν μαζί τους. Η Πρώτη Σπηλιά των Λανζαντόνιι μεγαλώνει. Δε θα ξαφνιαστώ αν ιδρύσουν σύντομα και δεύτερη».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

53

«Δε νομίζω ότι θα δυσκολευτούν να βρουν κάποιους», είπε η Μαρτόνα. «Θα ήταν μεγάλη τιμή. Όποιος πάει θα είναι πραγματικά ο Πρώτος, ο πρώτος και μοναδικός Λανζαντόνι». «Αλλά επειδή δε διαθέτουν ακόμα Κάποια Που Να Υπηρετεί, ο Νταλανάρ θέλει να ζευγαρωθούν η Τζοπλάγια και ο Εχοζάρ στη Γαμήλια Τελετή». Έ ν α σύννεφο πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπο της Μαρτόνα. «Η κοντινή σου ξαδέρφη είναι πολύ ωραία νέα, ασυνήθιστη αλλά ωραία. Όταν έρχεται στις Συναθροίσεις, όλοι οι νεαροί δεν παίρνουν τα μάτια τους από πάνω της. Γιατί να διαλέξει τον Εχοζάρ, ενώ μπορεί να έχει όποιον θελήσει;» «Όχι όποιον θελήσει», είπε η Άυλα. Η Μαρτόνα την κοίταξε και είδε ότι ήταν αποφασισμένη να εκφράσει τη γνώμη της. «Και μου είπε ότι ποτέ δε θα βρει κάποιον που να την αγαπάει όσο ο Εχοζάρ». «Έχεις δίκιο», είπε η Μαρτόνα. Σώπασε για μια στιγμή, έπειτα την κοίταξε κατάματα και πρόσθεσε: «Σωστά. Υπάρχουν μερικοί άντρες που δεν μπορεί να τους έχει». Κοίταξε φευγαλέα το γιο της. «Αλλά με τον Εχοζάρ δεν ταιριάζουν. Η Τζοπλάγια είναι εκθαμβωτικά ωραία, ενώ εκείνος... όχι. Ωστόσο, η εμφάνιση δεν είναι το μόνο σημαντικό. Μερικές φορές δε μετράει καθόλου. Και ο Εχοζάρ φαίνεται πως είναι πραγματικά άντρας, στοχαστικός και καλός». Αν και δεν το είπε ανοιχτά, η Άυλα είδε ότι η Μαρτόνα είχε καταλάβει πολύ γρήγορα τους λόγους για τους οποίους είχε κάνει αυτή την επιλογή η Τζοπλάγια. Η «κοντινή ξαδέρφη» του Τζονταλάρ, η κόρη της συντρόφου του Νταλανάρ, αγαπούσε έναν άντρα που δεν μπορούσε να τον αποκτήσει. Κανείς άλλος δεν είχε πραγματική σημασία για κείνη, κι έτσι είχε διαλέξει αυτόν που τουλάχιστον την αγαπούσε πραγματικά. Και η Άυλα κατάλαβε ότι η αντίρρηση της Μαρτόνα δεν ήταν σημαντική, όπως είχε φοβηθεί. Απλώς, οφειλόταν στην προσωπική της αισθητική. Η Μαρτόνα αγαπούσε τα ωραία πράγματα και της φαινόταν σωστό να ζευγαρώσει μια ωραία γυναίκα μ' έναν εξίσου ωραίο άντρα. Αλλά ταυτόχρονα ήξερε ότι η ομορφιά του χαρακτήρα ενός ανθρώπου ήταν ακόμα πιο σημαντική.

54

JEAN Μ . A U E L

Ο Τζονταλάρ δε φάνηκε να προσέχει τη μικρή ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Ήταν ενθουσιασμένος με τον εαυτό του επειδή θυμόταν τις λέξεις που του είχε ζητήσει να μεταφέρει στη μητέρα του κάποια που το όνομά της δεν την είχε ακούσει ποτέ να το αναφέρει. «Το μήνυμα που έχω για σένα δεν είναι από τους Λανζαντόνιι. Κατά τη διάρκεια του Ταξιδιού μας μείναμε με κάποιους ανθρώπους περισσότερο απ' όσο σχεδιάζαμε, αν και δεν είχα σχεδιάσει να μείνουμε καθόλου... αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Όταν φεύγαμε, Εκείνη Που Υπηρετούσε είπε: "Όταν δεις τη Μαρτόνα, πες της ότι η Μποντόα στέλνει την αγάπη της"». Ο Τζονταλάρ ήλπιζε να ξαφνιάσει τη συγκρατημένη και αξιοπρεπή μητέρα του αναφέροντας ένα όνομα από το παρελθόν που πιθανότατα εκείνη είχε ξεχάσει. Το έβλεπε σαν παιχνίδι, αλλά δεν περίμενε την αντίδραση που προκάλεσε. Τα μάτια της Μαρτόνα άνοιξαν διάπλατα και το πρόσωπο της άσπρισε. «Η Μποντόα! Ω Μεγάλη Μητέρα! Η Μποντόα;» Έφερε το χέρι στο στήθος της, σαν να δυσκολευόταν να αναπνεύσει. «Μητέρα! Είσαι καλά;» είπε ο Τζονταλάρ τρέχοντας κοντά της. «Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε ξαφνιάσω τόσο. Να φωνάξω τη Ζελαντόνι;» «Όχι, όχι, καλά είμαι», είπε η Μαρτόνα παίρνοντας βαθιά αναπνοή. «Δεν πίστευα ότι θ' άκουγα ξανά αυτό το όνομα. Δεν ήξερα καν ότι είναι ζωντανή. Τη... γνώρισες καλά;» «Είπε ότι ήταν σχεδόν ταίρι μ' εσένα και με τον Τζοκονάν, αλλά νόμισα ότι υπερέβαλλε, ότι ίσως δε θυμόταν καλά», είπε ο Τζονταλάρ. «Πώς και δεν την ανέφερες ποτέ;» Η Άυλα τον κοίταξε ερωτηματικά. Δεν ήξερε ότι εκείνος δεν είχε πιστέψει εντελώς τη Σ' Αρμούνα. «Τζονταλάρ, ήταν πάρα πολύ οδυνηρό. Η Μποντόα ήταν σαν αδερφή μου. Θα χαιρόμουν πραγματικά να γίνω ταίρι μαζί της, αλλά ο Ζελαντόνι μας έφερε αντιρρήσεις. Είπε πως είχαν υποσχεθεί στο θείο της ότι θα γύριζε εκεί μετά την εκπαίδευση της. Είπες ότι είναι Εκείνη Που Υπηρετεί; Ίσως ήταν για το καλύτερο, αλλά, όταν έφυγε, ήταν πάρα πολύ οργισμένη. Την ικέτεψα να περιμένει ν' αλλάξει η εποχή πριν προσπαθήσει να περάσει τον παγετώνα, αλλά δε με άκουσε.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

55

Χαίρομαι που μαθαίνω ότι επέζησε και ότι μου στέλνει την αγάπη της. Πιστεύεις ότι το εννοούσε πραγματικά;» «Ναι, είμαι βέβαιος, μητέρα. Αλλά τελικά δεν υπήρχε λόγος να επιστρέψει», είπε ο Τζονταλάρ. «Ο θείος της είχε ήδη αφήσει τον κόσμο μας, το ίδιο και η μητέρα της. Έγινε πραγματικά Σ' Αρμούνα, αλλά η οργή της την έκανε να χρησιμοποιήσει άσχημα τη δυναμή της. Βοήθησε μια κακιά γυναίκα να καταλάβει την αρχηγία, αν και δεν ήξερε ότι η Αταρόα θα γινόταν τόσο κακιά. Τώρα η Σ' Αρμούνα προσπαθεί να επανορθώσει. Νομίζω ότι επανόρθωσε αρκετά όταν βοήθησε τη Σπηλιά της να ξεπεράσει τα δύσκολα χρόνια, αν και ίσως χρειαστεί να αναλάβει την αρχηγία ώσπου να βρεθεί κάποια άλλη κατάλληλη. Η Μποντόα ήταν σπουδαία γυναίκα· μάλιστα, ανακάλυψε έναν τρόπο να μετατρέπει τη λάσπη σε πέτρα». «Τη λάσπη σε πέτρα; Τζονταλάρ, μου φαίνεται ότι λες παραμύθια», είπε η Μαρτόνα. «Πώς θα ξέρω πότε να σε πιστέψω, όταν λες τόσο απίστευτες ιστορίες;» «Πίστεψέ με. Λέω την αλήθεια», είπε με απόλυτη σοβαρότητα ο Τζονταλάρ. «Δεν έγινα Ταξιδιώτης Παραμυθάς όπως εκείνοι που πηγαίνουν από Σπηλιά σε Σπηλιά ομορφαίνοντας τους μύθους και τα χρονικά, αλλά έκανα μεγάλο Ταξίδι και είδα πάρα πολλά πράγματα». Κοίταξε την Άυλα. «Αν δεν το έβλεπες, θα πίστευες ποτέ ότι οι άνθρωποι μπορούν να καβαλικέψουν άλογα ή να γίνουν φίλοι με λύκους; Έ χ ω να σου πω πολλά που θα δυσκολευτείς να τα πιστέψεις και να σου δείξω πράγματα που θα σε κάνουν ν' αμφιβάλλεις για τα ίδια σου τα μάτια». «Εντάξει. Με έπεισες. Δε θα αμφιβάλλω... αν και δυσκολεύομαι πραγματικά να πιστέψω τα όσα λες», είπε η Μαρτόνα και μετά χαμογέλασε, με μια γοητευτική πονηριά που η Άυλα δεν είχε ξαναδεί. Για μια στιγμή φάνηκε πολλά χρόνια νεότερη και η Άυλα κατάλαβε από πού είχε κληρονομήσει το χαμόγελο του ο Τζονταλάρ. Η Μαρτόνα πήρε το κρασί της και ήπιε αργά, ενθαρρύνοντάς τους να τελειώσουν το φαγητό τους. Όταν τελείωσαν, πήρε τις γαβάθες και τις μικρές ράβδους, τους έδωσε ένα απαλό, υγρό, απορροφητικό κομμάτι δέρμα για να σκουπίσουν τα μαχαίρια τους πριν τα ξαναβάλουν στις θήκες τους και τους έβαλε κι άλλο κρασί.

56

JEAN Μ . A U E L

«Έλειψες πάρα πολύ καιρό», είπε στο γιο της. Η Άυλα είχε την αίσθηση ότι η Μαρτόνα διάλεγε τις λέξεις προσεχτικά. «Καταλαβαίνω ότι έχεις να μας πεις πολλές ιστορίες από το Ταξίδι σου. Το ίδιο κι εσύ, Άυλα», είπε κοιτώντας τη νεαρή γυναίκα. «Θα χρειαστείς πολύ καιρό. Ελπίζω ότι σχεδιάζεις να μείνεις... αρκετά». Κοίταξε τον Τζονταλάρ με νόημα. «Μπορείς να μείνεις εδώ όσο θέλεις... αν και θα στριμωχτούμε... μετά από ένα διάστημα. Ίσως να θελήσεις ένα δικό σου μέρος... εδώ κοντά...» Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε πονηρά. «Ναι, μητέρα, θα θελήσουμε. Μην ανησυχείς, δε θα ξαναφύγω. Ο τόπος μου είναι εδώ. Σχεδιάζω να μείνω, να μείνουμε και οι δύο, εκτός αν έχει κανείς αντίρρηση. Αυτή την ιστορία θέλεις ν' ακούσεις; Με την Άυλα δε γίναμε ακόμα ζευγάρι, αλλά θα γίνουμε. Ή δ η το είπα στη Ζελαντόνι -ήταν εδώ πριν έρθεις με το κρασί. Ήθελα να περιμένω να γυρίσουμε για να ενωθούμε εδώ και να δέσει εκείνη τον κόμπο, στη Γαμήλια Τελετή αυτού του καλοκαιριού. Κουράστηκα να ταξιδεύω», κατέληξε με βαθιά ειλικρίνεια. Η Μαρτόνα χαμογέλασε ευτυχισμένη. «Θα ήταν ωραίο να δούμε ένα μωρό να γεννιέται στην εστία σου, ίσως από το πνεύμα σου, Τζονταλάρ», είπε. Εκείνος κοίταξε την Άυλα και χαμογέλασε. «Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο», δήλωσε. Η Μαρτόνα ήλπισε ότι ο γιος της εννοούσε αυτό που φαινόταν να εννοεί, αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει. Εκείνος θα έπρεπε να της το πει. Απλώς, θα ήθελε να μην απέφευγε ο γιος της να μιλήσει ανοιχτά για ένα θέμα τόσο σοβαρό όσο η πιθανότητα να γεννηθεί παιδί στην εστία του. «Ίσως θα χαρείς να μάθεις», συνέχισε ο Τζονταλάρ, «ότι ο Τονολάν άφησε ένα παιδί του πνεύματος του, αν όχι της εστίας του, τουλάχιστον σε μια Σπηλιά, αν όχι σε περισσότερες. Μια Λοσαντουνάι, η Φιλόνια, που τον βρήκε ευχάριστο, ανακάλυψε λίγο μετά την άφιξή μας εκεί ότι είχε ευλογηθεί. Τώρα είναι ζευγαρωμένη και έχει δύο παιδιά. Ο Λαντούνι μου είπε πως, όταν μαθεύτηκε ότι ήταν έγκυος, όλοι οι ελεύθεροι Λοσαντουνάι το εκμεταλλεύτηκαν για να την επισκεφτούν. Διάλεξε, αλλά το πρώτο παιδί της, μια κόρη, το ονόμασε Τονόλια. Το είδα το κοριτσάκι. Μοιάζει πολύ με τη Φολάρα όταν ήταν μικρή.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

57

»Κρίμα που μένουν τόσο μακριά, από την άλλη πλευρά του παγετώνα. Είναι πολύ μεγάλο Ταξίδι, αν και στην επιστροφή φαινόταν πιο σύντομο, επειδή γύριζα εδώ». Σώπασε, σκεφτικός. «Ποτέ δε μου άρεσαν τόσο μεγάλα Ταξίδια. Δε θα είχα ταξιδέψει τόσο μακριά αν δεν ήταν ο Τονολάν...» Ξαφνικά πρόσεξε την έκφραση της μητέρας του, συνειδητοποίησε για ποιον μιλούσε και το χαμόγελο του έσβησε. «Ο Τονολάν γεννήθηκε στην εστία του Βίλαμαρ», είπε η Μαρτόνα, «και μάλιστα από το πνεύμα του, είμαι βέβαιη. Πάντα ήθελε να μετακινείται, ακόμα και όταν ήταν μικρός. Ταξιδεύει ακόμα;» Η Άυλα πρόσεξε ξανά πόσο έμμεσες ήταν οι ερωτήσεις της Μαρτόνα. Μερικές φορές, μάλιστα, η Μαρτόνα ούτε καν ρωτούσε, αλλά και πάλι οι ερωτήσεις ήταν σαφείς. Μετά θυμήθηκε ότι πάντα η αμεσότητα και η ανυπόκριτη περιέργεια των Μαμουτόι προκαλούσαν στον Τζονταλάρ κάποια αμηχανία και ξαφνικά κατάλαβε. Οι άνθρωποι που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Κυνηγούς των Μαμούθ, οι άνθρωποι που την είχαν υιοθετήσει και τις συνήθειες των οποίων εκείνη είχε μάθει με τόσο σκληρή προσπάθεια, διέφεραν από το λαό του Τζονταλάρ. Αν και η Φυλή αποκαλούσε Άλλους όσους της έμοιαζαν, οι Ζελαντόνιι δεν ήταν Μαμουτόι και δε διέφεραν από κείνους μόνο ως προς τη γλώσσα. Αν ήθελε να προσαρμοστεί εδώ, θα έπρεπε να προσέχει πόσο διαφορετικά έκαναν ορισμένα πράγματα οι Ζελαντόνιι. Ο Τζονταλάρ πήρε βαθιά ανάσα, γιατί κατάλαβε ότι ήταν καιρός να πει στη μητέρα του για τον αδερφό του. Πήρε και τα δυο της χέρια στα δικά του. «Μητέρα, λυπάμαι. Τώρα ο Τονολάν ταξιδεύει στον άλλο κόσμο». Τα διαυγή μάτια της Μαρτόνα έδειξαν αμέσως το βάθος της ξαφνικής θλίψης που της προκάλεσε η είδηση του θανάτου του μικρότερου γιου της και οι ώμοι της ήταν σαν να κατέρρευσαν κάτω από το βαρύ φορτίο. Ως τώρα είχε χάσει και άλλα αγαπημένα πρόσωπα, αλλά ποτέ ένα παιδί της. Της φαινόταν πιο βαρύ να χάσει ένα παιδί που το είχε μεγαλώσει και το είχε δει να γίνεται άντρας, που ακόμα είχε μπροστά του ολόκληρη τη ζωή. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματά της, έπειτα ίσιωσε τους ώμους της και κοίταξε το γιο που είχε γυρίσει κοντά της.

58

JEAN Μ . A U E L

«Ήσουν μαζί του, Τζονταλάρ;» «Ναι», απάντησε εκείνος ξαναζώντας τις φοβερές στιγμές, νιώθοντας να ξυπνά και ο δικός του πόνος. «Ήταν ένα λιοντάρι των σπηλαίων... ο Τονολάν το ακολούθησε σε μια χαράδρα... προσπάθησα να τον εμποδίσω, αλλά δεν άκουσε...» Ο Τζονταλάρ προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και η Άυλα θυμήθηκε τη νύχτα εκείνη σιην κοιλάδα της, όταν η θλίψη τον κυρίευσε, ενώ εκείνη τον κρατούσε στην αγκαλιά της και τον κουνούσε σαν να ήταν μωρό. Τότε δεν ήξερε καν τη γλώσσα του, αλλά δεν της ήταν απαραίτητη για να καταλάβει τη θλίψη του. Άγγιξε το μπράτσο του για να του δείξει ότι ήταν κοντά του, αλλά χωρίς να μπει ανάμεσα στη μητέρα και στο γιο. Η Μαρτόνα πρόσεξε ότι το άγγιγμά της φάνηκε να βοηθάει τον Τζονταλάρ. Εκείνος κοίταξε τη μητέρα του. «Έχω κάτι για σένα», της είπε. Σηκώθηκε και πήγε στο σάκο του. Έβγαλε ένα δέμα, μετά σκέφτηκε λίγο και έβγαλε άλλο ένα. «Ο Τονολάν βρήκε μια γυναίκα και την αγάπησε. Ο λαός της ονομάζεται Σαραμουντόι. Ζουν κοντά στο τέλος του Ποταμού της Μεγάλης Μητέρας, εκεί όπου το ποτάμι είναι τόσο πλατύ, που γίνεται φανερό γιατί πήρε το όνομα της Μητέρας. Στην πραγματικότητα οι Σαραμουντόι είναι δύο λαοί. Οι Σαμουντόι ζουν στη στεριά και κυνηγούν στα βουνά αγριοκάτσικα και οι Ραμουντόι στο νερό και κυνηγούν στο ποτάμι τους μεγάλους οξύρρυγχους. Το χειμώνα οι Ραμουντόι πηγαίνουν να ζήσουν μαζί με τους Σαμουντόι. Η οικογένεια του κάθε λαού έχει μια αντίστοιχη στον άλλο. Φαίνονται διαφορετικοί λαοί, αλλά μεταξύ τους υπάρχουν στενοί δεσμοί κι έτσι στην πραγματικότητα είναι δύο τμήματα του ίδιου λαού». Ο Τζονταλάρ δυσκολευόταν να εξηγήσει αυτόν το μοναδικό και περίπλοκο πολιτισμό. «Ο Τονολάν ήταν τόσο ερωτευμένος, που αισθανόταν πρόθυμος να γίνει δικός τους. Εντάχθηκε στους Σαμουντόι όταν ζευγάρωσε με την Τζετάμιο». «Τι όμορφο όνομα!» είπε η Μαρτόνα. «Ήταν όμορφη. Θα την αγαπούσες». «Θα την αγαπούσα;» «Πέθανε προσπαθώντας να γεννήσει το παιδί που θα ή-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

59

ταν ο γιος της εστίας του. Ο Τονολάν δεν άντεξε το χαμό της. Νομίζω ότι ήθελε να την ακολουθήσει στον άλλο κόσμο». «Πάντα ήταν τόσο ευτυχισμένος, τόσο ανέμελος...» «Το ξέρω, αλλά, όταν πέθανε η Τζετάμιο, άλλαξε. Δεν ήταν πια ευτυχισμένος και ανέμελος, μόνο παράτολμος. Δεν μπορούσε πια να μένει με τους Σαραμουντόι. Προσπάθησα να τον πείσω να έρθει μαζί μου, αλλά εκείνος επέμεινε να ταξιδέψει ανατολικά. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να πάει μόνος. Οι Ραμουντόι μας έδωσαν μια βάρκα τους -φτιάχνουν εξαιρετικές βάρκες- και κατηφορίσαμε στο ποτάμι, αλλά χάσαμε τα πάντα στις απέραντες εκβολές του, εκεί όπου χύνεται στη Θάλασσα Μπέραν. Πληγώθηκα, παραλίγο να καταπιεί τον Τονολάν η κινούμενη άμμος, αλλά μας έσωσαν οι Μαμουτόι». «Εκεί γνώρισες την Άυλα;» Ο Τζονταλάρ κοίταξε την Άυλα και μετά ξανά τη μητέρα του. «Όχι», είπε ύστερα από μια σύντομη σιωπή. «Όταν εγκαταλείψαμε τον Καταυλισμό της Ιτιάς, ο Τονολάν αποφάσισε ότι ήθελε να ταξιδέψει στο βορρά και να κυνηγήσει μαζί τους μαμούθ, κατά τη διάρκεια της Θερινής τους Συνάθροισης, αλλά δε νομίζω ότι ενδιαφερόταν πραγματικά. Απλώς, ήθελε να συνεχίσει να κινείται». Έκλεισε τα μάτια του και πήρε άλλη μια βαθιά αναπνοή. «Κυνηγούσαμε ένα ελάφι», συνέχισε μετά, «αλλά δεν ξέραμε ότι το κυνηγούσε και μια λέαινα. Όρμησε την ίδια στιγμή που εμείς πετούσαμε τα ακόντιά μας. Τα ακόντια προσγειώθηκαν πρώτα, αλλά η λέαινα πήρε το ελάφι. Ο Τονολάν αποφάσισε να την κυνηγήσει. Είπε ότι το ελάφι ήταν δικό του. Του είπα ότι δεν έπρεπε να τα βάλει με τη λέαινα, ότι έπρεπε να της αφήσει το θήραμα, αλλά εκείνος επέμεινε να την ακολουθήσει στη φωλιά της. Περιμέναμε λίγο και, όταν έφυγε η λέαινα, ο Τονολάν αποφάσισε να πάει στο φαράγγι και να πάρει ένα κομμάτι από το κρέας. Η λέαινα είχε σύντροφο που δεν ήταν πρόθυμος να παραδώσει το θήραμα. Σκότωσε τον Τονολάν και με πλήγωσε πάρα πολύ άσχημα». Η Μαρτόνα τον κοίταξε ανήσυχη. «Σε πλήγωσε λιοντάρι;» «Αν δεν ήταν η Άυλα, θα ήμουν τώρα νεκρός», είπε ο Τζονταλάρ. «Μου έσωσε τη ζωή. Με τράβηξε από το λιοντάρι και περιποιήθηκε τις πληγές μου. Είναι θεραπεύτρια».

60

JEAN Μ . A U E L

Η Μαρτόνα κοίταξε την Άυλα ξαφνιασμένη και μετά τον Τζονταλάρ. «Σε τράβηξε από τα νύχια του λιονταριού;» «Με βοήθησε η Ουίνι, και δε θα τα είχα καταφέρει αν ήταν οποιοδήποτε λιοντάρι», προσπάθησε να εξηγήσει η Άυλα. Ο Τζονταλάρ κοίταξε τη μητέρα του, που τα είχε χαμένα. Ήταν βέβαιος ότι η εξήγηση δε θα τη βοηθούσε και πολύ. «Είδες πώς την ακούνε ο Λύκος και τα άλογα...» «Θέλεις να πεις...» «Άυλα, πες της εσύ!» «Το λιοντάρι αυτό το είχα βρει όταν ήταν μωρό», εξήγησε εκείνη. «Το είχαν ποδοπατήσει ελάφια και η μητέρα του το είχε εγκαταλείψει πιστεύοντας ότι ήταν νεκρό. Σχεδόν ήταν. Τα ελάφια τα κυνηγούσα εγώ, προσπαθώντας να παρασύρω ένα για να πέσει στην παγίδα μου. Έπιασα πραγματικά ένα και, καθώς γύριζα στην κοιλάδα, βρήκα το λιονταράκι και το μάζεψα κι εκείνο. Η Ουίνι δε χάρηκε ιδιαίτερα, γιατί η μυρωδιά του την τρόμαξε, αλλά τελικά πήρα στη σπηλιά μου και το ελάφι και το λιονταράκι. Το περιποιήθηκα και συνήλθε, αλλά δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του κι έτσι αναγκάστηκα να γίνω μητέρα του. Η Ουίνι έμαθε κι εκείνη να το φροντίζει». Η Άυλα χαμογέλασε. «Ήταν πολύ αστείο να τα βλέπεις μαζί όταν το λιονταράκι ήταν μικρό». Η Μαρτόνα κοίταξε τη νέα γυναίκα. Ξαφνικά καταλάβαινε πολλά. «Έτσι τα κατάφερες;» είπε. «Με το λύκο και με τα άλογα;» Ήταν η σειρά της Άυλα να την κοιτάξει ξαφνιασμένη. Κανείς δεν είχε ποτέ συνδυάσει όλ' αυτά τα στοιχεία τόσο γρήγορα. Χάρηκε τόσο που καταλάβαινε η Μαρτόνα, ώστε έλαμψε ολόκληρη. «Ναι! Φυσικά! Αυτό προσπαθούσα να εξηγήσω σε όλους! Αν βρεις πολύ μικρό ένα ζώο και το θρέψεις και το μεγαλώσεις σαν να είναι παιδί σου, αυτό δένεται μαζί σου κι εσύ μαζί του. Το λιοντάρι που σκότωσε τον Τονολάν και πλήγωσε τον Τζονταλάρ ήταν το λιοντάρι που είχα μεγαλώσει. Ήταν σαν γιος μου». «Αλλά ήταν μεγάλο πια! Είχε σύντροφο! Πώς μπόρεσες να του τραβήξεις τον Τζονταλάρ;» ρώτησε η Μαρτόνα. Δεν πίστευε στ' αυτιά της. «Κυνηγούσαμε μαζί. Όταν ήταν μωρό, του έδινα λίγο από το κυνήγι μου και, όταν μεγάλωσε, του έμαθα να κυνηγά-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

61

ει μαζί μου. Πάντα έκανε ά,τι του ζητούσα. Ήμουν η μητέρα του. Τα λιοντάρια ακούνε τη μητέρα τους», είπε η Άυλα. «Ούτε κι εγώ το καταλαβαίνω», είπε ο Τζονταλάρ βλέποντας την έκψραση της μητέρας του. «Το λιοντάρι ήταν το μεγαλύτερο που είχα δει στη ζωή μου, αλλά η Άυλα το διέταξε να μείνει ακίνητο, ενώ ετοιμαζόταν να μου ριχτεί για δεύτερη φορά. Την είδα να κάθεται στην πλάτη του, όχι μόνο μία φορά. Όλη η Θερινή Συνάθροιση των Μαμουτόι την είδε να το καβαλάει. Ωστόσο, ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να πιστέψω στα ίδια μου τα μάτια». «Λυπάμαι μόνο που δεν μπόρεσα να σώσω τον Τονολάν», είπε η Άυλα. «Άκουσα κάποιον να φωνάζει, αλλά, όταν πια έφτασα εκεί, ο Τονολάν ήταν ήδη νεκρός». Οι λέξεις της θύμισαν στη Μαρτόνα τον πόνο της και έμειναν όλοι για λίγο βυθισμένοι στα συναισθήματά τους. Αλλά η Μαρτόνα ήθελε να μάθει περισσότερα, να καταλάβει. «Χαίρομαι που έμαθα ότι βρήκε κάποια ν' αγαπήσει», είπε. Ο Τζονταλάρ πήρε το πρώτο δέμα που είχε βγάλει από το σάκο του. «Τη μέρα που ζευγάρωσαν ο Τονολάν και η Τζετάμιο, μου είπε ότι ήξερες πως δε θα γύριζε ποτέ, αλλά μ' έβαλε να υποσχεθώ ότι κάποια μέρα θα γύριζα εγώ. Και αφού του το υποσχέθηκα μου είπε να σου φέρω κάτι ωραίο, όπως σου φέρνει πάντα ο Βίλαμαρ. Όταν σταματήσαμε με την Άυλα στους Σαραμουντόι, κατά την επιστροφή μας, η Ρόσάριο μου έδωσε αυτό για σένα... Η Ροσάριο ήταν η γυναίκα που μεγάλωσε την Τζετάμιο όταν πέθανε η δική της μητέρα. Είπε ότι ήταν το αγαπημένο της Τζετάμιο», κατέληξε. Έκοψε το σπάγκο από το δέμα και το έδωσε στη μητέρα του. Αρχικά η Μαρτόνα νόμισε ότι το δώρο ήταν το κομμάτι του απαλού δέρματος που αντίκρισε, γιατί ήταν κι αυτό πάρα πολύ όμορφο, αλλά όταν το ξεδίπλωσε, έβγαλε μια φωνή θαυμασμού βλέποντας ένα πανέμορφο περιδέραιο. Ήταν φτιαγμένο από δόντια αγριοκάτσικου, κατάλευκα όπως όλων των μικρών ζώων, τρυπημένα στη ρίζα, συνταιριασμένα ανάλογα με το μέγεθος τους, χωρισμένα μεταξύ τους από κόκαλα που είχαν αφαιρεθεί από τη ραχοκοκαλιά ενός μικρού οξύρρυγχου. Στο κέντρο του κρεμόταν ένα κόσμημα που έμοιαζε με βάρκα και ήταν κατασκευασμένο από αστραφτερό, ιριδίζον σεντέφι.

62

JEAN Μ . A U E L

«Αντιπροσωπεύει το λαό με τον οποίο ζούσε ο Τονολάν, τους Σαραμουντόι, και τα δύο τμήματά τους. Το αγριοκάτσικο αντιπροσωπεύει τους Σαμουντόι και τη στεριά, ο οξύρρυγχος το ποτάμι και τους Ραμουντόι, και η μικρή βάρκα και τους δύο μαζί. Η Ροσάριο ήθελε να έχεις κάτι που ανήκε στη γυναίκα που είχε διαλέξει ο Τονολάν», είπε ο Τζονταλάρ. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο της Μαρτόνα καθώς κοιτούσε το ωραίο δώρο. Ήταν ανίκανη να τα συγκρατήσει άλλο. «Τζονταλάρ, τι τον έκανε να πιστέψει ότι ήξερα πως δε θα γύριζε πίσω;» «Είπε ότι του ευχήθηκες "Καλό Ταξίδι" όταν έφευγε, και όχι "Καλή Επιστροφή"». Κι άλλα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Είχε δίκιοδεν περίμενα ότι θα γύριζε. Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, ήμουν βέβαιη όταν έφυγε ότι δε θα τον έβλεπα ξανά. Και όταν έμαθα ότι είχες φύγει μαζί του, σκέφτηκα ότι έχασα δυο γιους. Τζονταλάρ, θα ήθελα να γύριζε ο Τονολάν μαζί σου, αλλά χαίρομαι που τουλάχιστον γύρισες εσύ», είπε απλώνοντάς του τα χέρια της. Η Άυλα δεν μπόρεσε να μη δακρύσει κι εκείνη βλέποντάς τους να αγκαλιάζονται. Άρχισε να καταλαβαίνει για ποιο λόγο δεν ήθελε ο Τζονταλάρ να μείνουν με τους Σαραμουντόι όταν τους το ζήτησαν η Τόλι και ο Μαρκένο. Ήξερε τι σήμαινε να χάσεις ένα γιο. Ήξερε ότι δε θα έβλεπε ξανά το γιο της, αλλά θα ήθελε να ήξερε πώς ήταν, τι του είχε συμβεί, πώς ήταν η ζωή του. Το παραπέτασμα της εισόδου κουνήθηκε ξανά. «Μαντέψτε ποιος ήρθε!» φώναξε η Φολάρα ορμώντας μέσα. Την ακολούθησε, πιο ήρεμος, ο Βίλαμαρ.

3

Η

Μαρτόνα έτρεξε να υποδεχτεί τον άντρα που είχε μόλις επιστρέψει. Σφιχταγκαλιάστηκαν. «Μπα! Βλέπω ότι γύρισε ο ψηλός γιος σου, Μαρτόνα! Ποτέ δεν περίμενα ότι θα τον έβλεπα να γίνεται ταξιδιώτης. Ίσως έπρεπε να είχε γίνει έμπορος αντί για λιθοξόος», είπε ο Βίλαμαρ ξεκρεμώντας το σάκο από την πλάτη του. Έπειτα έσφιξε στην αγκαλιά του τον Τζονταλάρ. «Βλέπω ότι δε μίκρυνες καθόλου», είπε ο ηλικιωμένος άντρας με πονηρό χαμόγελο, κοιτώντας τον ξανθό γιο της Μαρτόνα, που είχε ύψος ένα μέτρο και ενενήντα πέντε εκατοστά. Ο Τζονταλάρ γέλασε. Πάντα έτσι τον υποδεχόταν ο Βίλαμαρ, με αστεία για το ύψος του. Ο Βίλαμαρ, που ήταν άντρας της εστίας του όσο και ο Νταλανάρ, δεν ήταν ακριβώς κοντός -αφού είχε ύψος πάνω από ένα και ογδόντα-, αλλά ο Τζονταλάρ είχε το ύψος του άντρα με τον οποίο ήταν ζευγαρωμένη η Μαρτόνα όταν γεννήθηκε, πριν διαλύσουν τη σχέση τους. «Πού είναι ο άλλος σου γιος, Μαρτόνα;» ρώτησε ο Βίλαμαρ, πάντα χαμογελώντας. Έπειτα πρόσεξε το λεκιασμένο από τα δάκρυα πρόσωπο της και συνειδητοποίησε πόσο ταραγμένη ήταν. Είδε τον πόνο της να καθρεφτίζεται και στο πρόσωπο του Τζονταλάρ και το χαμόγελο του έσβησε. «Ο Τονολάν ταξιδεύει τώρα στον άλλο κόσμο», είπε ο Τζονταλάρ. «Μόλις έλεγα στη μητέρα...» Είδε τον άντρα να ασπρίζει και μετά να τρεκλίζει, σαν να είχε δεχτεί πραγματικό χτύπημα στο κορμί. «Μα... δεν μπορεί να είναι στον άλλο κόσμο!» είπε ο Βίλαμαρ, μη θέλοντας να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Είναι πάρα πολύ νέος. Ακόμα δε βρήκε γυναίκα για να φτιάξει δική του εστία». Η φωνή του ράγιζε ολοένα. «Δε... δε γύρισε ακόμα...»

64

JEAN Μ. AUEL

Ο Βίλαμαρ αγαπούσε πάντα όλα τα παιδιά της Μαρτόνα, αλλά, όταν ζευγάρωσε μαζί της, ο Τζοχαράν, ο γιος που είχε γεννήσει εκείνη στην εστία του Τζοκονάν, ήταν σχεδόν άντρας, έτοιμος για την πρώτη του γυναίκα. Η σχέση του με τον Βίλαμαρ ήταν σχέση φιλίας. Και, παρ' όλο που ο Βίλαμαρ είχε αγαπήσει γρήγορα τον Τζονταλάρ, που θήλαζε ακόμα, πραγματικά παιδιά της εστίας του ήταν ο Τονολάν και η Φολάρα. Ήταν βέβαιος ότι ο Τονολάν ήταν και γιος του πνεύματος του, γιατί του άρεσε να ταξιδεύει και πάντα ήθελε να γνωρίζει νέους τόπους. Ο Βίλαμαρ ήξερε ότι βαθιά μέσα της η Μαρτόνα αισθανόταν ότι δε θα τον έβλεπε ξανά, όπως και τον Τζονταλάρ, όταν έμαθε ότι είχε φύγει με τον αδερφό του. Αλλά ο Βίλαμαρ πίστευε ότι ήταν απλώς μητρική ανησυχία. Εκείνος περίμενε να δει τον Τονολάν να γυρίζει, όπως γύριζε πάντα και ο ίδιος. Τώρα φαινόταν χαμένος, παραζαλισμένος. Η Μαρτόνα του έδωσε λίγο κρασί, ενώ ο Τζονταλάρ και η Φολάρα τον έβαζαν να καθίσει στα μαξιλάρια μπροστά στο χαμηλό τραπέζι. Η Μαρτόνα κάθισε πλάι του. «ΙΙιες λίγο κρασί», του είπε. Εκείνος ήταν μουδιασμένος, ανίκανος ακόμα να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Πήρε το κύπελλο, το άδειασε μηχανικά και έπειτα κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του, σαν χαμένος. Η Άυλα θα ήθελε να μπορούσε να κάνει κάτι. Σκέφτηκε να φέρει το σάκο με τα γιατρικά της και να του φτιάξει ένα χαλαρωτικό αφέψημα. Αλλά ο Βίλαμαρ δεν την ήξερε και άλλωστε αυτή τη στιγμή είχε την καλύτερη δυνατή φροντίδα, τη φροντίδα των ανθρώπων που τον αγαπούσαν. Σκέφτηκε πώς θα ένιωθε εκείνη αν μάθαινε ξαφνικά ότι σκοτώθηκε ο Ντουρκ. Βέβαια, ήξερε ότι δε θα έβλεπε ξανά το γιο της, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Μπορούσε πάντα να τον φαντάζεται να μεγαλώνει, με την Ούμπα να τον αγαπάει και να τον φροντίζει. «Ο Τονολάν βρήκε γυναίκα να αγαπήσει», είπε η Μαρτόνα προσπαθώντας να τον παρηγορήσει. Βλέποντας τον πόνο του άντρα της παραμέρισε τη δική της θλίψη για να προσπαθήσει να τον βοηθήσει. «Ο Τζονταλάρ μου έφερε κάτι δικό της». Έβγαλε το περιδέραιο από το περιτύλιγμά του για να του το δείξει. Εκείνος είχε το βλέμμα καρφωμέ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

65

νο στο κενό, αποσβολωμένος, σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν. Έπειτα ρίγησε και έκλεισε τα μάτια του. Τα κράτησε κλειστά κάμποση ώρα, αλλά τελικά στράφηκε και κοίταξε τη Μαρτόνα. Σαν να θυμήθηκε ότι κάτι του είχε πει. «Αυτό ανήκε στη σύντροφο του Τονολάν», είπε πάλι εκείνη. «Ο Τζονταλάρ λέει ότι αντιπροσωπεύει το λαό της. Ζούσαν κοντά σ' ένα μεγάλο ποτάμι, τον Ποταμό της Μεγάλης Μητέρας...» «Ώστε έφτασε τόσο μακριά», είπε ο Βίλαμαρ. Η φωνή του ηχούσε κούφια από τον πόνο. «Και ακόμα πιο πέρα», είπε ο Τζονταλάρ. «Φτάσαμε ως το τέρμα του Ποταμού της Μεγάλης Μητέρας, ως τη Θάλασσα Μπέραν και ακόμα πιο πέρα. Ο Τονολάν ήθελε να συνεχίσει προς τα βόρεια και να κυνηγήσει μαμούθ με τους Μαμουτόι». Ο Βίλαμαρ τον κοίταξε με βλέμμα πονεμένο και απορημένο, σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε. «Έχω κάτι δικό του», συνέχισε ο Τζονταλάρ, προσπαθώντας να τον κάνει να ξεχαστεί με τα λόγια του. Πήρε από το τραπέζι το άλλο δέμα. «Μου το έδωσε ο Μαρκένο. Ο Μαρκένο ήταν μέλος της οικογένειάς του στους Ραμουντόι». Άνοιξε το τυλιγμένο με δέρμα δέμα και έδειξε στον Βίλαμαρ και στη Μαρτόνα ένα εργαλείο φτιαγμένο από το κέρατο ενός κόκκινου ελαφιού -ενός είδους άλκης- που οι κλάδοι του χωρίζονταν πάνω από την πρώτη διχάλα. Στην πλατιά επιφάνεια ακριβώς κάτω από τη διχάλα υπήρχε μια τρύπα διαμέτρου περίπου τριών εκατοστών. Με αυτό το εργαλείο ο Τονολάν ίσιωνε τα στελέχη των ακοντίων. Η τέχνη που ασκούσε ο Τονολάν ήταν ακριβώς η επεξεργασία του ξύλου, συνήθως με τη χρήση καυτής πέτρας ή ατμού. Το εργαλείο που είχαν τώρα μπροστά τους βοηθούσε να ασκείται μεγαλύτερη πίεση, ώστε να ισιώνουν οι καμπύλες ή οι όποιες στρεβλώσεις, για να γίνεται ευθύ το κοντάρι. Αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην άκρη των μακριών κλαδιών, που δεν ήταν δυνατό να τα κρατήσει κανείς γερά με το χέρι. Το εργαλείο μπορούσε φυσικά να χρησιμοποιηθεί και για τον αντίθετο σκοπό, για να στρεβλωθεί κάποιο ξύλο, όπως για παράδειγμα τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα χιονοπάπουτσα, στις λαβίδες ή σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο απαιτούσε καμπύλη.

66

JEAN Μ . A U E L

Στην πολύ γερή, μήκους τριάντα εκατοστών, λαβή του εργαλείου ήταν χαραγμένα σύμβολα και σχήματα ζώων και ανοιξιάτικων φυτών. Αντιπροσώπευαν πολλά πράγματα- οι εγχάρακτες και οι ζωγραφιστές εικόνες σήμαιναν πάντα πολύ περισσότερα απ' όσα έδειχναν με μια πρώτη ματιά. Όλες αυτές οι παραστάσεις τιμούσαν τη Μεγάλη Μητέρα Γη και, στην περίπτωση του συγκεκριμένου εργαλείου, σήμαιναν ότι εκείνη θα επέτρεπε στα πνεύματα των εικονιζόμενων ζώων να οδηγηθούν στα ακόντια που κατασκευάζονταν με τη βοήθειά του. Επίσης, υπήρχε και ένα εποχικό στοιχείο. Τα ωραία εγχάρακτα σχέδια δεν ήταν απλώς λειτουργικά. Ο Τζονταλάρ ήξερε ότι η ομορφιά τους έκανε το εργαλείο ακόμα πιο αγαπητό στον αδερφό του. Ο Βίλαμαρ κοίταξε επίμονα το εργαλείο και μετά το πήρε στο χέρι του. «Ήταν του Τονολάν», είπε. «Ναι», είπε η Μαρτόνα. «Θυμάσαι τότε που ο Τονολάν το χρησιμοποίησε για να λυγίσει το ξύλο που χρησιμοποιήθηκε σ' αυτό το τραπέζι;» «Ο Τονολάν ήταν καλός τεχνίτης», είπε ο Βίλαμαρ. Η φωνή του ήταν ακόμα παράξενη, απόμακρη. «Ναι, ήταν», είπε ο Τζονταλάρ. «Νομίζω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους ένιωθε άνετα με τους Σαραμουντόι ήταν ότι έκαναν με το ξύλο πράγματα που δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να γίνουν. Λύγιζαν το ξύλο για να φτιάχνουν βάρκες. Έδιναν το σωστό σχήμα σ' έναν κορμό, αφαιρούσαν το εσωτερικό μέρος, για να φτιάξουν μονόξυλο, ένα είδος βάρκας, και μετά άνοιγαν τις πλευρές για να γίνει πιο φαρδύ. Οι Ραμουντόι ήταν επιδέξιοι χειριστές των μονόξυλων στο νερό, αλλά για την κατασκευή τους εργάζονταν μαζί οι Σαμουντόι και οι Ραμουντόι. «Σκέφτηκα να μείνω μαζί τους. Είναι θαυμάσιοι άνθρωποι. Όταν περάσαμε ξανά από κει στην επιστροφή, ήθελαν να μείνουμε μαζί τους. Αν είχα μείνει, νομίζω ότι θα διάλεγα μάλλον τους Ραμουντόι. Ήταν ένας νεαρός που ενδιαφερόταν πραγματικά να μάθει την τέχνη του λιθοξόου». Ο Τζονταλάρ είχε συνειδητοποιήσει ότι φλυαρούσε, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να πει ή τι να κάνει και προσπαθούσε να γεμίσει το κενό που είχε προκαλέσει η είδηση του θανάτου του Τονολάν. Πρώτη φορά έβλεπε τον Βίλαμαρ τόσο συγκλονισμένο.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

67

Κάποιος χτύπησε απαλά στην είσοδο- χωρίς να περιμένει να την προσκαλέσουν, η Ζελαντόνι παραμέρισε το παραπέτασμα και μπήκε. Η Φολάρα μπήκε πίσω της και η Άυλα κατάλαβε ότι η νεαρή γυναίκα είχε πάει να τη φωνάξει, χωρίς να την προσέξουν. Έτσι έπρεπε να γίνει. Η αδερφή του Τζονταλάρ ήταν κοπέλα με μυαλό. Η Φολάρα είχε ανησυχήσει βλέποντας τον Βίλαμαρ τόσο ταραγμένο. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει και το μοναδικό που σκέφτηκε ήταν να ζητήσει βοήθεια. Και η Ζελαντόνι ήταν εκείνη που έδινε τα Δώρα της Ντόνι, εκείνη που μεσολαβούσε στη Μεγάλη Μητέρα Γη για τα παιδιά Της, εκείνη που έδινε τα γιατρικά, εκείνη στην οποία κατέφευγες όταν χρειαζόσουν βοήθεια. Η Φολάρα της είχε πει τι ακριβώς συνέβαινε και τώρα η Ζελαντόνι κοίταξε τους άλλους και εκτίμησε γοργά την κατάσταση. Είπε κάτι στη νεαρή γυναίκα, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο μαγειρέματος και άρχισε να φυσά τα κάρβουνα στην εστία για να ζωντανέψουν. Αλλά η φωτιά είχε σβήσει. Η Μαρτόνα είχε απλώσει τη χόβολη για να ψηθεί παντού το κρέας και δεν είχε φροντίσει να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη. Εδώ η Άυλα μπορούσε να βοηθήσει. Πήγε βιαστικά στο σάκο της, που ήταν κοντά στην είσοδο. Ήξερε πού βρίσκονταν τα υλικά της. Άρπαξε το κουτί και πήγε στο δωμάτιο μαγειρέματος με τη σκέψη της στον Μπάρζεκ, τον Μαμουτόι που της το είχε φτιάξει όταν εκείνη έδωσε από μια πέτρα της φωτιάς σε κάθε εστία της Κοινότητας του Λιονταριού. «Θα σε βοηθήσω», είπε στη Φολάρα. Η Φολάρα χαμογέλασε. Ήξερε ν' ανάβει φωτιά, αλλά η θλίψη και η αγωνία του Βίλαμαρ την είχαν στενοχωρήσει πολύ και η προσφορά της Άυλα την ευχαρίστησε. «Αν μου φέρεις λίγο προσάναμμα, θα την ανάψω», είπε η Άυλα. «Τα ραβδάκια είναι εδώ πέρα», είπε η Φολάρα. Στράφηκε για να τα πάρει από το ράφι που βρισκόταν πίσω της. «Δεν τα χρειάζομαι», είπε η Άυλα. Άνοιξε το κουτί της. Στο εσωτερικό του υπήρχαν πολλές χωριστές θήκες και διάφορα μικρά σακίδια. Άνοιξε ένα και έβγαλε από μέσα ξεραμένη και κοπανισμένη κοπριά αλόγου. Από ένα άλλο έβγαλε κομμάτια από ψίχα κουφοξυλιάς και τα τοποθέτησε

68

JEAN Μ . A U E L

πάνω από την κοπριά. Από ένα τρίτο έριξε στο μικρό σωρό μερικές σχίξες ξύλου. Η Φολάρα παρακολουθούσε. Ήταν προφανές ότι κατά τη διάρκεια του Ταξιδιού η Άυλα είχε μάθει να κρατάει πρόχειρα τα υλικά για το άναμμα της φωτιάς, αλλά η νεαρή γυναίκα την είδε τώρα απορημένη να βγάζει από το κουτί δύο πέτρες. Η γυναίκα που είχε φέρει μαζί του ο αδερφός της χτύπησε τη μια πέτρα με την άλλη, φύσηξε στο μικρό σωρό και αμέσως πετάχτηκαν φλόγες. Ήταν απίστευτο! «Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε η Φολάρα έκπληκτη. «Θα σου δείξω αργότερα», είπε η Άυλα. «Τώρα ας ανάψουμε τη φωτιά, να ζεστάνουμε λίγο νερό για τη Ζελαντόνι». Η Φολάρα ένιωσε να τη διαπερνά ένα ελαφρύ ρίγος φόβου. «Πώς κατάλαβες τι σκόπευα να κάνω;» Η Άυλα την κοίταξε. Το πρόσωπο της Φολάρα δεν έκρυβε τα συναισθήματά της. Ο ένας αδερφός της είχε γυρίσει ύστερα από πολύχρονη απουσία φέρνοντας μαζί του εξημερωμένα ζώα και μια άγνωστη γυναίκα. Η είδηση του θανάτου του άλλου της αδερφού και η απροσδόκητα έντονη αντίδραση του Βίλαμαρ είχαν προστεθεί στο γεγονός της άφιξης του Τζονταλάρ κάνοντας τη μέρα εκείνη υπερβολικά ασυνήθιστη. Και όταν η άγνωστη φάνηκε ν' ανάβει τη φωτιά με μάγια και στη συνέχεια έδειξε ότι ήξερε κάτι που δεν της το είχε πει κανείς, η Φολάρα άρχισε να αναρωτιέται μήπως αλήθευαν όσα λέγονταν για τις υπερφυσικές δυνάμεις της γυναίκας του Τζονταλάρ. Η Άυλα τα διέκρινε όλ' αυτά στο πρόσωπο της και αισθάνθηκε βέβαιη ότι ήξερε τι είχε προκαλέσει αυτές τις σκέψεις. «Γνώρισα πιο πριν τη Ζελαντόνι», είπε. «Ήξερα ότι είναι η θεραπεύτριά σας. Γι' αυτό δεν πήγες να τη φέρεις;» «Ναι», είπε η αδερφή του Τζονταλάρ. «Οι θεραπεύτριες φτιάχνουν συχνά αφεψήματα που βοηθάνε να ηρεμήσει κάποιος. Υπέθεσα ότι σου είχε πει να ζεστάνεις νερό για να φτιάξει και τώρα κάτι», εξήγησε προσεχτικά η Άυλα. Η Φολάρα χαλάρωσε αισθητά. Η εξήγηση φαινόταν πάρα πολύ λογική. «Και σου υπόσχομαι ότι θα σου δείξω πώς να ανάβεις φωτιά μ' αυτό τον τρόπο. Όλοι μπορούν να το κάνουν... αν έχουν τις κατάλληλες πέτρες».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

69

«Όλοι;» «Ναι, ακόμα κι εσύ», είπε η Άυλα χαμογελώντας. Η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε με τη σειρά της. Την έτρωγε η περιέργεια για τη γυναίκα που είχε φέρει μαζί του ο αδερφός της και ήθελε να της κάνει ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά φοβόταν μήπως φανεί αγενής. Τώρα είχε να ρωτήσει ακόμα περισσότερα, αλλά η άγνωστη δε φαινόταν και τόσο απρόσιτη. Αντίθετα, μάλιστα, η Φολάρα είχε την εντύπωση ότι ήταν αρκετά ευγενική και συμπαθητική. «Θα μου πεις και για τα άλογα;» Η Άυλα της χαμογέλασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι, αν και η Φολάρα ήταν μια ψηλή και όμορφη νέα γυναίκα, αυτή η μεταμόρφωσή της ήταν πρόσφατη. Έπρεπε να ρωτήσει τον Τζονταλάρ πόσα ήταν τα χρόνια της αδερφής του, αλλά υποπτευόταν ήδη ότι ήταν πολύ νέα, ίσως στην ηλικία της Λάτι, της κόρης της Νέζι, που ήταν η σύντροφος του αρχηγού της Κοινότητας του Λιονταριού των Μαμουτόι. «Φυσικά. Θα σε πάω να τα γνωρίσεις και από κοντά». Κοίταξε το χαμηλό τραπέζι όπου ήταν μαζεμένοι όλοι. «Ίσως αύριο, όταν ησυχάσουν τα πράγματα. Μπορείς να πας να τα δεις όποτε θέλεις, αλλά δεν πρέπει να τα πλησιάσεις υπερβολικά μόνη σου πριν σε μάθουν καλά». «Εντάξει», είπε η Φολάρα. Η Άυλα θυμήθηκε πόσο γοήτευαν τα άλογα τη Λάτι και χαμογέλασε. «Θα ήθελες ν' ανέβεις κάποτε στην πλάτη της Ουίνι;» «Ω! Μπορώ;» ρώτησε η Φολάρα με δέος. Ναι, τη στιγμή εκείνη η Άυλα σχεδόν είδε τη Λάτι στο πρόσωπο της αδερφής του Τζονταλάρ. Η κόρη της Νέζι είχε τέτοιο πάθος για τα άλογα, που η Άυλα αναρωτιόταν αν θα προσπαθούσε κάποτε να αποκτήσει δικό της. Η Άυλα έστρεψε ξανά την προσοχή της στη φωτιά, ενώ η Φολάρα έπαιρνε ένα σάκο για νερό -το στεγανοποιημένο στομάχι κάποιου μεγάλου ζώου. «Πρέπει να φέρω κι άλλο νερό. Το ασκί είναι σχεδόν άδειο», είπε η νεαρή γυναίκα. Τα κάρβουνα άναβαν ακόμα, ελάχιστα. Η Άυλα τα φύσηξε λίγο, πρόσθεσε σχίζες, έπειτα το προσάναμμα που είχε φέρει η Φολάρα και στο τέλος μερικά μεγαλύτερα ξύλα. Είδε τις πέτρες του μαγειρέματος και έβαλε μερικές στη φωτιά να ζεσταθούν. Όταν γύρισε η Φολάρα, το ασκί ήταν

70

JEAN Μ . A U E L

φουσκωμένο και φαινόταν αρκετά βαρύ, αλλά η νεαρή γυναίκα πρέπει να ήταν συνηθισμένη. Έβαλε νερό σε μια βαθιά ξύλινη γαβάθα, προφανώς εκείνη που χρησιμοποιούσε γι' αυτόν το σκοπό η Μαρτόνα. Έπειτα έδωσε στην Άυλα την ξύλινη λαβίδα, τα άκρα της οποίας ήταν λίγο καμένα. Όταν έκρινε ότι είχαν ζεσταθεί αρκετά οι πέτρες, η Άυλα έπιασε μία με τη λαβίδα και την έβαλε στη γαβάθα. Έ ν α σύννεφο ατμού υψώθηκε αμέσως στον αέρα. Η Άυλα πρόσθεσε μια δεύτερη πέτρα, μετά έβγαλε την πρώτη και την αντικατέστησε με μια τρίτη και ούτω καθεξής. Η Φολάρα πήγε να πει στη Ζελαντόνι ότι το νερό ήταν σχεδόν έτοιμο. Από τον τρόπο με τον οποίο η ηλικιωμένη γυναίκα την κοίταξε κλεφτά, η Άυλα κατάλαβε ότι η νεαρή αδερφή του Τζονταλάρ της είχε πει και κάτι άλλο. Είδε τη θεραπεύτρια να σηκώνεται με δυσκολία από τα χαμηλά μαξιλάρια και σκέφτηκε τον Κρεμπ, τον Μογκ-ουρ της Φυλής. Κι εκείνος δυσκολευόταν να σηκωθεί από χαμηλά καθίσματα, γιατί το ένα του πόδι δεν τον βοηθούσε. Το αγαπημένο του μέρος ήταν ένα γερμένο γέρικο δέντρο μ' ένα χαμηλό κλαδί, ακριβώς στο ύψος που του επέτρεπε να κάθεται και να σηκώνεται με άνεση. Η Ζελαντόνι ήρθε στο δωμάτιο μαγειρέματος. «Η Φολάρα μου είπε ότι το νερό είναι ζεστό». Η Άυλα της έδειξε τη γαβάθα που άχνιζε. «Και άκουσα σωστά; Είπε ότι θα της δείξεις πώς ν' ανάβει φωτιά με πέτρες. Τι τέχνασμα είναι αυτό;» «Έχω μερικές πέτρες της φωτιάς. Έχει και ο Τζονταλάρ. Το μοναδικό τέχνασμα είναι να μάθει κανείς να τις χρησιμοποιεί, και δεν είναι δύσκολο. Θα χαρώ να σου δείξω όποτε θελήσεις. Θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς». Η Ζελαντόνι κοίταξε τον Βίλαμαρ και η Άυλα είδε ότι ήταν διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στην περιέργειά της. «Όχι τώρα», ψιθύρισε τελικά η θεραπεύτρια. Από ένα μικρό σακίδιο που κρεμόταν από τη ζώνη της έβγαλε μερικά βότανα και τα έριξε στο αχνιστό νερό. «Έπρεπε να είχα φέρει και λίγο χιλιόφυλλο», μουρμούρισε. «Αν θέλεις, έχω λίγο», είπε η Άυλα. «Τι είπες;» ρώτησε η Ζελαντόνι. Ήταν απορροφημένη και δεν είχε προσέξει. «Είπα ότι έχω λίγο χιλιόφυλλο, αν θέλεις. Μουρμούρισες ότι έπρεπε να είχες φέρει λίγο».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

71

«Αλήθεια; Το σκεφτόμουν πραγματικά. Αλλά τι δουλειά έχεις εσύ με αυτό το βότανο;» «Είμαι θεραπεύτρια. Πάντα έχω μερικά απαραίτητα γιατρικά μαζί μου. Ανάμεσά τους και το χιλιόφυλλο. Είναι καλό για το στομαχόπονο, είναι χαλαρωτικό, βοηθάει τις πληγές να γιατρευτούν». Το σαγόνι της Ζελαντόνι θα κρεμόταν ως το δάπεδο, αν δεν έδειχνε αυτοσυγκράτηση. «Είσαι θεραπεύτρια; Η γυναίκα που έφερε ο Τζονταλάρ είναι θεραπεύτρια;» Λίγο ακόμα και θα έβαζε τα γέλια, αλλά περιορίστηκε να κλείσει τα μάτια και να κουνήσει το κεφάλι αρνητικά. «Άυλα, νομίζω ότι πρέπει να καθίσουμε και να κουβεντιάσουμε». «Θα χαρώ πραγματικά», είπε η Άυλα. «Αλλά θέλεις το χιλιόφυλλο;» Η Ζελαντόνι σκέφτηκε για ένα λεπτό. Δεν μπορεί να είναι από Εκείνες Που Υπηρετούν. Αλλιώς δε θα άφηνε το λαό της για να ακολουθήσει έναν άντρα, έστω κι αν αποφάσιζε να ζευγαρώσει μαζί του. Πάντως, μπορεί να ξέρει μερικά πράγματα για τα βοτάνια. Πολλοί ξέρουν. Αν έχει χιλιόφυλλο, γιατί να μην το χρησιμοποιήσω; Έχει πολύ ξεχωριστή μυρωδιά, θα καταλάβω αν είναι εντάξει. «Ναι. Νομίζω πως θα βοηθήσει, αν έχεις λίγο πρόχειρο». Η Άυλα έτρεξε στο σάκο της, έχωσε το χέρι της σε μια εξωτερική θήκη και έβγαλε το σακίδιο με τα γιατρικά, που ήταν φτιαγμένο από δέρμα βίδρας. Έχει φθαρεί πολύ, είπε μέσα της. Πρέπει να βρω άλλο. 'Οταν έφτασε στο δωμάτιο μαγειρέματος, η Ζελαντόνι κοίταξε με ενδιαφέρον το παράξενο σακίδιο. Φαινόταν πως ήταν κατασκευασμένο από το δέρμα ολόκληρης της βίδρας. Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο, αλλά φάνταζε πραγματικά αυθεντικό. Η νεότερη γυναίκα σήκωσε το κάλυμμα του σακιδίου, δηλαδή το κρανίο της βίδρας, και έβγαλε από μέσα ένα μικρό πουγκί. Ήξερε τι περιείχε από την απόχρωση του δέρματος, από το είδος του σπάγκου με τον οποίο ήταν κλεισμένο και από τον αριθμό και τη θέση των κόμπων στα δύο ελεύθερα άκρα του. Έλυσε τον κόμπο -ήταν από τους κόμπους εκείνους που χαλαρώνουν εύκολα αν ξέρεις τον τρόπο- και έδωσε το πουγκί στη Ζελαντόνι. Εκείνη αναρωτήθηκε πώς ήξερε η Άυλα ότι ήταν το σωστό βοτάνι χωρίς να το μυρίσει, αλλά, όταν το μύρισε η ίδια,

72

JEAN Μ . A U E L

βεβαιώθηκε ότι ήταν πραγματικά χιλιόφυλλο. Έβαλε λίγο στη χούφτα της· και το εξέτασε προσεχτικά για να δει αν ήταν μόνο φύλλα ή φύλλα και άνθη μαζί κι αν περιείχε τίποτε άλλο. Φαινόταν πως ήταν αγνά φύλλα. Πρόσθεσε λίγο με τα δάχτυλα στο περιεχόμενο της ξύλινης γαβάθας. «Να βάλω άλλη μια πέτρα;» ρώτησε η Άυλα. «Όχι», είπε η θεραπεύτρια. «Δε θέλω να γίνει δυνατό. Ο Βίλαμαρ σχεδόν ξεπέρασε την ταραχή. Είναι δυνατός άντρας. Τώρα ανησυχεί για τη Μαρτόνα και θέλω να δώσω λίγο αφέψημα σ' εκείνη. Πρέπει να είμαι προσεχτική με τα γιατρικά που της δίνω». Η Άυλα σκέφτηκε ότι η Ζελαντόνι θα της έδινε τακτικά δόσεις κάποιου άλλου γιατρικού. «Θέλεις να φτιάξω λίγο ρόφημα για όλους;» ρώτησε. «Δεν είμαι βέβαιη. Τι είδους;» ρώτησε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Κάτι ελαφρύ, με όμορφη γεύση. Λίγο χαμομήλι που το έχω γλυκάνει προσθέτοντας μερικά άνθη φιλύρας». «Ναι, γιατί όχι; Θα ήταν πραγματικά χαλαρωτικό», είπε η Ζελαντόνι και την άφησε μόνη. Η Άυλα έβγαλε κι άλλα μικρά πουγκιά από το σακίδιο με τα γιατρικά χαμογελώντας. Ξέρει από θεραπευτική μαγεία! Έ χ ω να συναντήσω άνθρωπο που να ξέρει τα γιατρικά και τη θεραπευτική μαγεία από τότε που εγκατέλειψα τη Φυλή! Θα είναι υπέροχο να μπορώ πάλι να συζητήσω γι' αυτά τα πράγματα. Η Άυλα είχε μάθει αρχικά τις θεραπευτικές μεθόδους -τουλάχιστον τα θεραπευτικά βοτάνια, αν όχι πράγματα που αφορούσαν τον κόσμο των πνευμάτων- από την Ίζα, τη μητέρα της στη Φυλή, που θεωρούνταν άξια απόγονος της πιο σημαντικής σειράς θεραπευτών. Επίσης, είχε μάθει επιπλέον λεπτομέρειες από άλλους θεραπευτές στη Συνάθροιση της Φυλής, όπου είχε πάει με τη φυλή του Μπρουν. Αργότερα, στη Θερινή Συνάθροιση των Μαμουτόι, είχε κουβεντιάσει και πάλι πολύ με τους θεραπευτές τους. Είχε καταλάβει ότι Εκείνοι Που Υπηρετούσαν τη Μητέρα γνώριζαν όλοι για τα γιατρικά και για τα πνεύματα, αν και δεν ήταν εξίσου επιδέξιοι. Συχνά η θεραπευτική ικανότητα εξαρτιόταν από τα προσωπικά ενδιαφέροντα του καθενός. Μερικοί Λειτουργοί των Μαμουτόι γνώριζαν πάρα πολ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

73

λά για τα γιατρικά, άλλοι ασχολούνταν περισσότερο με θεραπευτικές μεθόδους που στηρίζονταν στην προσωπικότητά τους, άλλοι ενδιαφέρονταν κυρίως για τους ανθρώπους γενικά και για ερωτήματα που είχαν να κάνουν περισσότερο με την αντίδραση διαφορετικών ατόμων στην ίδια θεραπεία. Και μερικοί ενδιαφέρονταν μόνο για θέματα του κόσμου των πνευμάτων και καθόλου για την ίδια τη θεραπεία. Η Άυλα ήθελε να μάθει τα πάντα. Προσπαθούσε να αφομοιώνει κάθε είδους πληροφορίες -ιδέες για τον κόσμο των πνευμάτων, τις λέξεις που αφορούσαν τη μέτρηση, τους μύθους και τα χρονικά-, αλλά ιδιαίτερα τη μάγευε ό,τι σχετιζόταν με τη θεραπεία: γιατρικά, μέθοδοι, αγωγές, αιτίες και αποτελέσματα. Είχε πειραματιστεί πάνω στον ίδιο της τον εαυτό με διάφορα φυτά και βοτάνια όπως της είχε μάθει η Ίζα και είχε συζητήσει και πάρει πληροφορίες από όλους τους θεραπευτές που είχε συναντήσει στο Ταξίδι τους. Έβλεπε τον εαυτό της ως άνθρωπο που είχε γνώσεις, αλλά συνέχιζε να μαθαίνει. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πραγματικά πόσα πράγματα ήξερε ή πόσο επιδέξια ήταν. Αλλά εκείνο που της έλειπε περισσότερο από τότε που είχε εγκαταλείψει τη Φυλή ήταν κάποιος ή κάποια που θα μπορούσε να συζητήσει μαζί της γι' αυτά τα θέματα. Η Φολάρα τη βοήθησε να φτιάξει το αφέψημα και της έδειξε πού βρίσκονταν τα διάφορα σκεύη. Πρόσφεραν στους άλλους τα κύπελλα με το αχνιστό ρόφημα που ετοίμασαν. Ο Βίλαμαρ είχε ολοφάνερα συνέλθει και τώρα ζητούσε να μάθει από τον Τζονταλάρ λεπτομέρειες για το θάνατο του Τονολάν. Ο Τζονταλάρ είχε μόλις αρχίσει να αφηγείται ξανά την περιπέτεια με τα λιοντάρια, όταν σήκωσαν όλοι το κεφάλι γιατί κάποιος χτυπούσε το παραπέτασμα της εισόδου. «Ποιος είναι;» είπε η Μαρτόνα. Ο Τζοχαράν παραμέρισε το παραπέτασμα και δεν έκρυψε την έκπληξή του όταν τους είδε όλους μαζί, ακόμα και τη Ζελαντόνι. «Ήρθα να δω τον Βίλαμαρ. Θα ήθελα να μου πει πώς πήγε το εμπόριο. Σε είδα να μεταφέρεις με τον Τιβονάν ένα μεγάλο κιβώτιο, αλλά με όλη τη φασαρία και την αποψινή γιορτή σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε να μιλήσουμε αύριο...» είπε καθώς τους πλησίαζε. Ξαφνικά πρόσεξε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίτα-

74

JEAN Μ . A U E L

ξε προσεχτικά τη συντροφιά και τελικά το βλέμμα του καρφώθηκε στη Ζελαντόνι. «Ο Τζονταλάρ μας έλεγε για το λιοντάρι που... επιτέθηκε στον Τονολάν», είπε εκείνη και, βλέποντας τη φρίκη στο πρόσωπο του, συνειδητοποίησε ότι ακόμα δεν είχε μάθει για το θάνατο του νεότερου αδερφού του. Δε θα ήταν ούτε και για κείνον εύκολο. Όλοι αγαπούσαν τον Τονολάν. «Κάθισε, Τζοχαράν. Νομίζω ότι θα έπρεπε ν' ακούσουμε όλοι μαζί την ιστορία. Όταν μοιραζόμαστε τη λύπη, την αντέχουμε πιο εύκολα και αμφιβάλλω αν ο Τζονταλάρ θα ήθελε να την επαναλάβει πολλές φορές». Η Άυλα συνάντησε το βλέμμα της Ζελαντόνι, έδειξε με το κεφάλι της το πρώτο ηρεμιστικό ρόφημα και μετά το δεύτερο, που είχε φτιάξει η ίδια. Η Ζελαντόνι της έκανε νόημα να προσφέρει το δεύτερο και μετά παρακολούθησε την Άυλα να γεμίζει ένα κύπελλο και να το δίνει διακριτικά στον Τζοχαράν. Εκείνος το πήρε χωρίς καν να το προσέξει, ενώ άκουγε τον Τζονταλάρ να περιγράφει συνοπτικά τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί από το θάνατο του Τονολάν. Η Ζελαντόνι αισθανόταν ολοένα και μεγαλύτερη περιέργεια γι' αυτή τη νεαρή γυναίκα. Είχε κάτι, ίσως κάτι πολύ σημαντικότερο από τις λιγοστές γνώσεις της για τα βότανα. «Τι συνέβη αφού του επιτέθηκε το λιοντάρι;» ρώτησε ο Τζοχαράν. «Επιτέθηκε σ' εμένα». «Πώς γλίτωσες;» «Αυτό θα μας το πει η Άυλα», είπε ο Τζονταλάρ. Και ξαφνικά όλα τα βλέμματα στράφηκαν σ' εκείνη. Την πρώτη φορά που το είχε κάνει αυτό ο Τζονταλάρ, να διακόψει την ιστορία που έλεγε για να στραφεί σ' εκείνη χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, η Άυλα τα είχε χάσει κυριολεκτικά. Τώρα είχε συνηθίσει, αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν συγγενείς του, η οικογένειά του. Θα τους μιλούσε για το θάνατο ενός δικού τους, ενός ανθρώπου που η ίδια δεν είχε γνωρίσει, ενός ανθρώπου που προφανώς τους ήταν πάρα πολύ αγαπητός. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος. «Ίππευα την Ουίνι», άρχισε. «Στην κοιλιά της είχε τον Δρομέα, αλλά χρειαζόταν λίγη άσκηση κι έτσι της έκανα μια βόλτα κάθε μέρα. Συνήθως πηγαίναμε ανατολικά, γιατί ήταν πιο εύκολο, αλλά είχα βαρεθεί να πηγαίνω συνεχώς

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

75

προς την ίδια κατεύθυνση κι έτσι σκέφτηκα για μια φορά να πάω προς τα δυτικά. Περάσαμε το μικρά ποτάμι και σχεδόν άλλαξα γνώμη. Η Ουίνι τραβούσε τα κοντάρια και η πλαγιά ήταν απότομη, αλλά έχει σταθερό πάτημα και ανέβηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία». «Ποια κοντάρια εννοείς;» ρώτησε η Φολάρα. «Δυο κοντάρια με τη μια τους άκρη δεμένη στην πλάτη της και με την άλλη ελεύθερη στο έδαφος. Έτσι μεταφέραμε φορτία, λόγου χάρη τα ζώα που κυνηγούσα». «Γιατί δεν παρακαλούσες κάποιους να σε βοηθήσουν;» ρώτησε η Φολάρα. «Δεν υπήρχε κανείς. Ζούσα μόνη στην κοιλάδα», είπε η Άυλα. Κοιτάχτηκαν όλοι ξαφνιασμένοι, αλλά πριν προλάβει κανείς να κάνει άλλη ερώτηση μπήκε στη μέση η Ζελαντόνι. «Είμαι βέβαιη ότι θα έχουμε πάρα πολλά να ρωτήσουμε την Άυλα, αλλά μπορούμε να το κάνουμε αργότερα. Ας την αφήσουμε τώρα να μας πει για τον Τονολάν και τον Τζονταλάρ». Συμφώνησαν όλοι και έστρεψαν ξανά την προσοχή τους στην ξένη. «Καθώς περνούσαμε έξω από ένα φαράγγι, άκουσα το βρυχηθμό ενός λιονταριού και ύστερα μια κραυγή, ανθρώπου που πονούσε», συνέχισε εκείνη. Κρέμονταν από τα χείλη της και η Φολάρα δεν μπορούσε να μείνει ήσυχη. «Και τι έκανες;» «Στην αρχή δεν ήξερα τι να κάνω, αλλά έπρεπε να πάω να δω ποιος φώναζε. Έπρεπε να βοηθήσω, αν μπορούσα. Η Ουίνι με πήγε στο φαράγγι. Κατέβηκα πίσω από ένα βράχο και σήκωσα αργά το κεφάλι μου για να κοιτάξω. Τότε είδα το λιοντάρι και άκουσα ξανά το βρυχηθμό του. Ήταν το Μωρό. Σταμάτησα να φοβάμαι και πήγα κοντά. Ήξερα ότι δε θα μας πείραζε», είπε η Άυλα. Αυτή τη φορά ήταν η Ζελαντόνι που δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλή. «Αναγνώρισες το βρυχηθμό του λιονταριού; Πήγες κατευθείαν στο φαράγγι όπου βρισκόταν το αγριεμένο λιοντάρι;» «Δεν ήταν ένα τυχαίο λιοντάρι. Ήταν το Μωρό. Το λιοντάρι μου. Εκείνο που μεγάλωσα», είπε η Άυλα προσπαθώντας να κάνει ένα σημαντικό διαχωρισμό. Κοίταξε τον Τζο-

76

JEAN Μ . A U E L

νταλάρ, που χαμογελούσε πονηρά, αν και τα γεγονότα για τα οποία μιλούσε εκείνη ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. «Μου είπαν ήδη γι' αυτό το λιοντάρι», είπε η Μαρτόνα. «Απ' ό,τι κατάλαβα, η Άυλα έχει έναν τρόπο να πλησιάζει και τα άλλα ζώα, όχι μόνο τα άλογα και τους λύκους. Ο Τζονταλάρ λέει ότι την είδε να ιππεύει ένα λιοντάρι σαν να ήταν άλογο. Λέει ότι την είδαν και άλλοι. Συνέχισε, σε παρακαλώ», κατέληξε κοιτώντας την Άυλα. Η Ζελαντόνι σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να μελετήσει αυτή τη σχέση με τα ζώα. Είχε δει τα άλογα στον Ποταμό και ήξερε ότι η Άυλα είχε μαζί της ένα λύκο, αλλά είχε πάει να δει ένα άρρωστο παιδί σε μια άλλη κατοικία όταν η Μαρτόνα είχε φέρει τον Τζονταλάρ και τη νεαρή γυναίκα, κι έτσι τα είχε ξεχάσει. «Όταν πήγα στην πίσω άκρη του φαραγγιού», συνέχισε η Άυλα, «είδα το Μωρό σε μια βραχώδη προεξοχή με δυο άντρες. Νόμισα ότι ήταν και οι δύο νεκροί, αλλά, όταν ανέβηκα εκεί, κατάλαβα ότι μόνο ο ένας ήταν νεκρός. Ο άλλος ήταν ακόμα ζωντανός, αλλά χωρίς βοήθεια δε θα έμενε για πολύ ακόμα στη ζωή. Κατάφερα να κατεβάσω τον Τζονταλάρ και τον έδεσα στο φορείο». «Και το λιοντάρι;» ρώτησε ο Τζοχαράν. «Συνήθως τα λιοντάρια δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κλέψει το θήραμά τους». «Σωστά, αλλά αυτό ήταν το Μωρό. Του είπα να φύγει». Η Άυλα είδε το έκπληκτο ύφος του. Ήταν φανερό ότι δεν την πίστευε. «Όπως έκανα όταν κυνηγούσαμε μαζί. Έτσι κι αλλιώς, δε νομίζω ότι πεινούσε- η λέαινά του του είχε μόλις φέρει ένα ελάφι. Και δεν κυνηγούσε ανθρώπους. Εγώ το είχα μεγαλώσει. Ήμουν η μητέρα του. Οι άνθρωποι ήταν η οικογένειά του... το καμάρι του. Νομίζω ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο επιτέθηκε σ' εκείνους τους δυο ήταν το ότι είχαν εισβάλει στη φωλιά του, στην περιοχή του. »Αλλά δεν ήθελα ν' αφήσω τον άλλο άντρα εκεί. Η λέαινα δε θα θεωρούσε τους ανθρώπους οικογένειά της. Δεν υπήρχε χώρος στο φορείο ούτε και χρόνος για ταφή. Φοβόμουν ότι θα πέθαινε και ο Τζονταλάρ αν δεν τον πήγαινα γρήγορα στη σπηλιά μου. Πρόσεξα ότι σ' ένα ψηλότερο σημείο η πλαγιά ήταν σκεπασμένη με χαλίκια, που τα συγκρα-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

77

τούσε ένας μεγάλος βράχος. Έσυρα ως εκεί το νεκρά κορμί και, με τη βοήθεια του κονταριού μου -τότε χρησιμοποιούσα τα μεγάλα, βαριά κοντάρια της Φυλής- μετακίνησα το βράχο ώστε τα χαλίκια να καλύψουν το σώμα. Δεν ήθελα να αφήσω εκτεθειμένο τον νεκρό, χωρίς καν ένα μήνυμα για τον Κόσμο των Πνευμάτων. Δεν είμαι μογκ-ουρ, αλλά ακολούθησα την τελετουργία του Κρεμπ και παρακάλεσα το Πνεύμα της Μεγάλης Αρκούδας των Σπηλαίων να τον οδηγήσει στον Τόπο των Πνευμάτων. Έπειτα, με την Ουίνι, πήγαμε τον Τζονταλάρ στη σπηλιά μου». Η Ζελαντόνι ήθελε να της κάνει ένα σωρό ερωτήσεις. Ποιος ή τι ήταν αυτό το «γκρρρουμπ», γιατί κάπως έτσι είχαν ακούσει τ' αυτιά της το όνομα του Κρεμπ. Και γιατί είχε απευθυνθεί στο πνεύμα μιας αρκούδας και όχι στη Μεγάλη Μητέρα Γη; Δεν είχε καταλάβει ούτε τα μισά απ' όσα είχε πει η Άυλα και δυσκολευόταν να πιστέψει τα υπόλοιπα. «Ευτυχώς που ο Τζονταλάρ δεν ήταν τόσο βαριά πληγωμένος όσο νόμιζες», είπε τελικά. Η Άυλα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Τι εννοούσε; Ο Τζονταλάρ ήταν σχεδόν νεκρός. Ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε κατορθώσει να τον σώσει. Ο Τζονταλάρ κατάλαβε τι σκεφτόταν από την έκφρασή της. Ήταν φανερό ότι η Ζελαντόνι είχε βγάλει κάποια συμπεράσματα που έπρεπε να διορθωθούν. Σηκώθηκε. «Νομίζω ότι πρέπει να δείτε πόσο άσχημα είχα πληγωθεί», είπε. Σήκωσε το χιτώνιο του και έλυσε τη δερμάτινη λωρίδα που φορούσε στα λαγόνια του. Αν και οι άντρες σπάνια κυκλοφορούσαν εντελώς γυμνοί, ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού, όπως και οι γυναίκες, δεν ήταν κακό να δείχνει κανείς το γυμνό κορμί του. Συχνά εμφανίζονταν γυμνοί όταν πήγαιναν για μπάνιο ή όταν έκαναν ατμόλουτρο. Όταν γυμνώθηκε ο Τζονταλάρ, κανείς δεν πρόσεξε τη γύμνια του. Όλα τα μάτια καρφώθηκαν στη μεγάλη ουλή που ανέβαινε από το μηρό ως το βουβώνα. Οι πληγές είχαν επουλωθεί ικανοποιητικά και η Ζελαντόνι πρόσεξε ότι η Άυλα είχε κυριολεκτικά ράψει τα χείλη της πληγής σε μερικά σημεία. Υπήρχαν επτά διαφορετικά σημεία όπου είχαν χρησιμοποιηθεί ράμματα: τέσσερα κατά μήκος του βαθύτερου τμήματος της πληγής και τρία για να

78

JEAN Μ . A U E L

συγκρατηθούν μαζί οι μύες. Κανείς δεν της το είχε διδάξει ποτέ, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να κλείσουν τόσο μεγάλες πληγές. Ο Τζονταλάρ δεν είχε δείξει με κανέναν τρόπο ότι είχε πληγωθεί τόσο βαριά. Το πόδι του δεν κούτσαινε, ούτε καν πατούσε πιο βαριά από το άλλο, και, αν εξαιρούσε κανείς την ουλή, οι μύες φαίνονταν φυσιολογικοί. Υπήρχαν και άλλες ουλές και σημάδια στο κορμί του, γύρω από το δεξιό ώμο και στο στήθος, από τα νύχια του λιονταριού, και άλλη μία ουλή, που προφανώς οφειλόταν σε διαφορετική αιτία, στο πλευρό του. Ήταν φανερό ότι το μεγάλο Ταξίδι δεν τον είχε αφήσει ανέπαφο. Τώρα καταλάβαιναν όλοι πόσο άσχημα είχε πληγωθεί ο Τζονταλάρ και για ποιο λόγο χρειάζονταν άμεση περιποίηση οι πληγές του, αλλά μόνο η Ζελαντόνι είδε πόσο κοντά στο θάνατο είχε βρεθεί. Κοκκίνισε όταν σκέφτηκε πόσο είχε υποτιμήσει τις θεραπευτικές ικανότητες της Άυλα και ντράπηκε για την απερίσκεπτη παρατήρησή της. «Με συγχωρείς», της είπε. «Δεν είχα ιδέα ότι είσαι τόσο επιδέξια. Νομίζω ότι η Ένατη Σπηλιά των Ζελαντόνιι είναι τυχερή που έφερε μαζί του ο Τζονταλάρ τέτοια θεραπεύτρια». Πρόσεξε το χαμόγελο του καθώς εκείνος σκεπαζόταν ξανά και την ανακούφιση που δεν έκρυψε η Άυλα. Η επιθυμία της Ζελαντόνι να μάθει περισσότερα για τη νέα γυναίκα έγινε εντονότερη. Κάτι έπρεπε να σημαίνει αυτός ο δεσμός της με τα ζώα. Επιπλέον, μια τόσο επιδέξια θεραπεύτρια χρειαζόταν κάποιον έλεγχο. Αλλιώς θα μπορούσε να προκαλέσει αναταραχή στους Ζελαντόνιι. Ωστόσο, την είχε φέρει εδώ ο Τζονταλάρ, κάτι που σήμαινε ότι δεν έπρεπε να κάνει βιαστικές κινήσεις. Έπρεπε να μάθει πρώτα πολύ περισσότερα για κείνη. «Άυλα, φαίνεται ότι πρέπει να σε ευχαριστήσω για την επιστροφή τουλάχιστον του ενός γιου μου», είπε η Μαρτόνα. «Χαίρομαι που τον έχω πάλι κοντά μου και σου οφείλω ευγνωμοσύνη». «Αν γύριζε και ο Τονολάν, θα ήταν πραγματικά μέρα μεγάλης γιορτής. Αλλά, όταν έφυγε, η Μαρτόνα ήξερε ότι δε θα επέστρεφε», είπε ο Βίλαμαρ. Κοίταξε τη σύντροφο του. «Δεν ήθελα να σε πιστέψω, αλλά έπρεπε να το καταλάβω. Ήθελε να δει τα πάντα, να πάει παντού. Και μόνο αυτό

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

79

θα τον έσπρωχνε να συνεχίσει να ταξιδεύει. Από μικρός ακόμα είχε πολύ μεγάλη περιέργεια». Τα λόγια του θύμισαν στον Τζονταλάρ μια μόνιμη και βαθιά ανησυχία του. Ίσως ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Ζελαντόνι», είπε, «θέλω να σε ρωτήσω. Είναι δυνατό να βρει το πνεύμα του από μόνο του το δρόμο προς τον Κόσμο των Πνευμάτων,·» Ο τρόπος με τον οποίο έσμιγε τα φρύδια του ο Τζονταλάρ θύμιζε πολύ τον αδερφό του, τον Τζοχαράν. «Μετά το θάνατο της συντρόφου του ο Τονολάν δεν ήταν πια ο εαυτός του. Τα κόκαλά του βρίσκονται ακόμα κάτω από τα χαλίκια στις ανατολικές στέπες. Δε θάφτηκε κανονικά. Κι αν χάθηκε το πνεύμα του και περιπλανιέται στον άλλο κόσμο και δεν υπάρχει κανείς να του δείξει το δρόμο;» Η μεγαλόσωμη γυναίκα ζάρωσε τα φρύδια της σκεφτική. Η ερώτηση ήταν σοβαρή και έπρεπε να αντιμετωπιστεί με λεπτότητα, ιδίως για χάρη της οικογένειας του Τονολάν, που πενθούσε. «Άυλα, δεν είπες ότι έκανες μια βιαστική τελετή;» είπε τελικά. «Πες μου τι έκανες ακριβώς». «Δεν έχω να πω και πολλά», απάντησε εκείνη. «Ήταν το τελετουργικό που εκτελούσε πάντα ο Κρεμπ όταν πέθαινε κάποιος και το πνεύμα του εγκατέλειπε αυτό τον κόσμο. Σκεφτόμουν περισσότερο τον ζωντανό, αλλά ήθελα να κάνω κάτι για να βοηθήσω και τον άλλο να βρει το δρόμο του». «Με ξαναπήγε εκεί αργότερα», είπε ο Τζονταλάρ, «και μου έδωσε λίγη κόκκινη σκόνη να σκορπίσω πάνω από τις πέτρες του τάφου του. Όταν εγκαταλείψαμε την κοιλάδα για τελευταία φορά, γυρίσαμε στο φαράγγι όπου το λιοντάρι είχε επιτεθεί σ' εμένα και στον Τονολάν. Πήρα μια πέτρα από το μέρος όπου τον θάψαμε. Σκέφτηκα ότι ίσως θα σε βοηθούσε να βρεις το πνεύμα του, αν περιπλανιέται ακόμα. Την έχω στο σάκο μου. Θα σου τη φέρω». Ο Τζονταλάρ σηκώθηκε, πήγε στο σάκο του και γύρισε γρήγορα κρατώντας ένα απλό δερμάτινο πουγκί δεμένο με ένα μακρύ λουρί, έτσι που θα μπορούσε να κρεμαστεί από το λαιμό του, αν και δε φαινόταν να έχει γίνει κάτι τέτοιο για μεγάλο διάστημα. Το άνοιξε και έβγαλε δύο αντικείμενα. Το ένα ήταν μια μικρή, κοφτερή γκρίζα πέτρα, που έμοιαζε με πυραμίδα χωρίς κορυφή. Αλλά όταν τους έδειξε τη βάση της, ακούστηκαν επιφωνήματα έκπληξης. Εκεί υ-

80

JEAN Μ . A U E L

πήρχε ένα λεπτό στρώμα από γαλάζιο οπάλιο, που έλαμπε με ζωηρές κόκκινες αποχρώσεις. «Στεκόμουν στον τάφο και σκεφτόμουν τον Τονολάν κι αυτή η πέτρα κύλησε από ψηλά και προσγειώθηκε στα πόδια μου», εξήγησε. «Η Άυλα είπε ότι έπρεπε να τη βάλω σ' αυτό το πουγκί, σαν φυλαχτό, και να τη φέρω εδώ. Δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά έχω την αίσθηση ότι το πνεύμα του Τονολάν συνδέεται μ' αυτήν». Έδωσε την πέτρα στη Ζελαντόνι. Κανείς άλλος δε φαινόταν πρόθυμος να την αγγίξει και η Άυλα πρόσεξε ότι ο Τζοχαράν ρίγησε. Η Ζελαντόνι την εξέτασε προσεχτικά και σκέφτηκε αρκετά πριν μιλήσει. «Νομίζω ότι έχεις δίκιο», είπε στον Τζονταλάρ. «Συνδέεται με το πνεύμα του Τονολάν. Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει, πρέπει να τη μελετήσω περισσότερο και να παρακαλέσω τη Μητέρα να με οδηγήσει, αλλά έκανες καλά που μου την έφερες». Έμεινε για λίγο σιωπηλή και έπειτα πρόσθεσε: «Το πνεύμα του Τονολάν αγαπούσε τις περιπέτειες. Ίσως αυτός ο κόσμος να ήταν πολύ μικρός για κείνον. Ίσως να ταξιδεύει ακόμα για να βρει τον επόμενο, όχι όμως επειδή χάθηκε. Ίσως ακόμα να μην είναι έτοιμος να βρει τη θέση του εκεί. Πόσο μακριά στην ανατολή βρισκόσασταν όταν σταμάτησε η ζωή του στον κόσμο μας;» «Πέρα από τη λιμνοθάλασσα στο τέρμα του μεγάλου ποταμού, εκείνου που αρχίζει από την άλλη άκρη του παγετώνα». «Εκείνου που ονομάζεται Ποταμός της Μεγάλης Μητέρας;» «Ναι». Η Ζελαντόνι σκέφτηκε και πάλι πριν μιλήσει. «Τζονταλάρ, ίσως τελικά η αναζήτηση του Τονολάν να μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο στον άλλο κόσμο, στον Τόπο των Πνευμάτων. Ίσως η Ντόνι να αισθάνθηκε ότι ήταν καιρός να τον καλέσει και ν' αφήσει εσένα να γυρίσεις εδώ. Αυτό που έκανε η Άυλα ίσως να είναι αρκετό, αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς έκανε και γιατί. Πρέπει να της κάνω μερικές ερωτήσεις». Κοίταξε τον ψηλό ωραίο άντρα που είχε κάποτε αγαπήσει, που με τον τρόπο της τον αγαπούσε ακόμα, και τη νεαρή γυναίκα που καθόταν πλάι του, τη νεαρή γυναίκα που εί-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

81

χε κατορθώσει να την εκπλήξει περισσότερο από μία φορά στο λιγοστό διάστημα που βρισκόταν εδώ. «Πρώτον, ποιος είναι αυτός ο Γκρουμπ που αναφέρεις συνεχώς και γιατί αποτάθηκες στο πνεύμα μιας αρκούδας των σπηλαίων και όχι στη Μεγάλη Μητέρα Γη;» Η Άυλα είδε καθαρά πού οδηγούσαν οι ερωτήσεις της Ζελαντόνι και, επειδή ήταν άμεσες, αισθάνθηκε σχεδόν υποχρεωμένη να απαντήσει. Είχε μάθει τι ήταν το ψέμα και ότι μερικοί μπορούσαν να πουν πράγματα που δεν ήταν η αλήθεια, αλλά για κείνη ήταν αδύνατο. Το πολύ πολύ να μπορούσε να αποφύγει να αναφέρει κάτι, αλλά ακόμα κι αυτό ήταν δύσκολο όταν η ερώτηση που της έκαναν ήταν άμεση. Η Άυλα κάρφωσε το βλέμμα της στα χέρια της. Ήταν καπνισμένα, επειδή είχε ανάψει τη φωτιά. Ήταν βέβαιη ότι τελικά όλα θα αποκαλύπτονταν, αλλά είχε ελπίσει ότι θα προλάβαινε να περάσει πρώτα λίγο καιρό με τους συγγενείς του Τζονταλάρ, ώστε να γνωρίσει καλύτερα μερικούς. Αλλά ίσως και να ήταν καλύτερα που αναγκαζόταν να μιλήσει τώρα. Αν υποχρεωνόταν να φύγει, καλύτερα να συνέβαινε αυτό τώρα, πριν αρχίσει να τους αγαπάει. Αλλά ο Τζονταλάρ; Τον Τζονταλάρ τον αγαπούσε. Κι αν υποχρεωνόταν να φύγει χωρίς εκείνον; Το παιδί του βρισκόταν μέσα της. Όχι μόνο το παιδί της εστίας του, ή ακόμα και το παιδί του πνεύματος του, αλλά το παιδί του. Δεν είχε σημασία τι πίστευαν οι άλλοι. Ήταν βέβαιη ότι ήξερε πως ήταν παιδί του όσο και δικό της. Εκείνος το είχε κάνει ν' αρχίσει να μεγαλώνει μέσα της καθώς μοιράζονταν την Ηδονή -το Δώρο της Ηδονής που είχε δώσει στα παιδιά Της η Μεγάλη Μητέρα Γη. Φοβόταν να τον κοιτάξει, επειδή φοβόταν αυτό που ίσως θα έβλεπε. Αλλά ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε κατάματα. Έπρεπε να ξέρει.

4

Ο

Τζονταλάρ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του ανεπαίσθητα. Έπειτα πήρε το χέρι της στο δικό του, το έσφιξε απαλά και το κράτησε. Η Άυλα σχεδόν δεν το πίστευε. Όλα πήγαιναν καλά! Ο Τζονταλάρ καταλάβαινε και της έλεγε ότι όλα ήταν εντάξει. Μπορούσε να πει ό,τι ήθελε για τη Φυλή. Θα έμενε μαζί της. Την αγαπούσε. Του χάρισε κι εκείνη το πλατύ, υπέροχο χαμόγελο της, που ήταν γεμάτο αγάπη. Είχε καταλάβει κι εκείνος πού οδηγούσαν οι ερωτήσεις της Ζελαντόνι, και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωνε ότι δεν τον ένοιαζε. Μια, εποχή αναρωτιόταν τι θα σκέφτονταν οι δικοί του γι' αυτή τη γυναίκα και ανησυχούσε. Αναρωτιόταν τι θα έλεγαν που την είχε φέρει μαζί του και παραλίγο να την εγκατέλειπε, παραλίγο να την έχανε. Τώρα πια δεν είχε σημασία. Όσο κι αν νοιαζόταν για κείνους, όσο κι αν χαιρόταν που τους έβλεπε, αν οι δικοί του δεν την αποδέχονταν όπως την είχε αποδεχτεί εκείνος, θα έφευγε. Την Άυλα την αγαπούσε. Μαζί είχαν να προσφέρουν πολλά. Πολλές Σπηλιές τούς είχαν ήδη ζητήσει να μείνουν και να ζήσουν μαζί τους, συμπεριλαμβανομένων και των Λανζαντόνιι του Νταλανάρ. 'Ηταν βέβαιος ότι κάπου θα έβρισκαν μια κατοικία. Η θεραπεύτρια κατάλαβε ότι κάτι είχε ειπωθεί βουβά ανάμεσα στον Τζονταλάρ και στην Άυλα, κάτι σαν συμφωνία, σαν επιδοκιμασία. Η περιέργειά της είχε ξυπνήσει, αλλά είχε μάθει ότι η παρατήρηση και η υπομονή συχνά την ικανοποιούσαν περισσότερο απ' όσο οι άμεσες ερωτήσεις. Η Άυλα στράφηκε και την κοίταξε. «Ο Κρεμπ ήταν μογκ-ονρ της φυλής του Μπρουν, ήταν εκείνος που γνώριζε τον κόσμο των πνευμάτων, αλλά ήταν και κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν σαν κι εσένα, Ζελαντόνι, ήταν Πρώτος,

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

83

ήταν ο Μογκ-ουρ όλης της Φυλής. Αλλά για μένα ο Κρεμπ ήταν... ο άντρας της εστίας μου, αν και δεν είχα γεννηθεί εκεί, και η γυναίκα με την οποία ζούσε, η Ίζα, ήταν αδερφή του και όχι ταίρι του. Ο Κρεμπ δεν είχε ποτέ ταίρι». «Ποια ή τι είναι αυτή η Φυλή;» ρώτησε η Ζελαντόνι. Πρόσεξε ότι, όταν η Άυλα μιλούσε για κείνους, η προφορά της γινόταν πιο έντονη. «Η Φυλή είναι... ήμουν... υιοθετημένη από τη Φυλή. Είναι εκείνοι που με πήραν όταν ήμουν... μόνη. Ο Κρεμπ και η Ί ζ α με φρόντισαν, με ανέθρεψαν. Η Ί ζ α ήταν η μητέρα, η μόνη μητέρα που θυμάμαι. Και ήταν θεραπεύτρια. Από μια άποψη και η Ί ζ α ήταν Πρώτη. Τη σέβονταν όλες οι θεραπεύτριες, όπως και τη μητέρα της και τη γιαγιά της. Όπως όλες τις γυναίκες της οικογένειάς της από την απαρχή της Φυλής». «Εκεί απέκτησες τις θεραπευτικές σου γνώσεις;» ρώτησε η Ζελαντόνι σκύβοντας προς το μέρος της. «Ναι. Με δίδαξε η Ίζα, αν και δεν ήμουν αληθινή κόρη της και δεν είχα τις αναμνήσεις της, όπως τις είχε η Ούμπα. Η Ούμπα ήταν αδερφή μου. Όχι πραγματική αδερφή, πάντως αδερφή μου». «Τι συνέβη στην πραγματική σου μητέρα, στην οικογένειά σου, στους ανθρώπους που σε γέννησαν;» ρώτησε η Ζελαντόνι. Όλοι αισθάνονταν μεγάλη περιέργεια, το παρελθόν της Άυλα τους μάγευε, αλλά άφηναν εκείνη να υποβάλλει τις ερωτήσεις. Η Άυλα έγειρε πίσω και σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, σαν να προσπαθούσε να βρει μ«χ απάντηση. 'Επειτα κοίταξε τη σωματώδη γυναίκα που την κοιτούσε τόσο διαπεραστικά. «Δεν ξέρω... δε θυμάμαι. Ήμουν μικρή, η Ίζα υπολόγιζε ότι ήμουν πέντε χρόνων... αν και δεν έχουν λέξεις για να μετράνε, όπως οι Ζελαντόνιι. Η Φυλή ονόμαζε τα χρόνια σαν να ήταν μωρά. Πρώτα ερχόταν η χρονιά της γέννησης, μετά η χρονιά του θηλασμού, η χρονιά του απογαλακτισμού και τα λοιπά. Εγώ μεταφέρω τις εκφράσεις σε λέξεις μετρήματος», προσπάθησε να τους εξηγήσει. Έπειτα σώπασε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα, να αφηγηθεί όλη τη ζωή της με τη Φυλή. Θα ήταν καλύτερο να περιοριστεί στο να απαντάει στις ερωτήσεις.

84

JEAN Μ . A U E L

«Δε θυμάσαι τίποτα για τους δικούς σου;» επέμεινε η Ζελαντόνι. «Ξέρω μόνο όσα μου είπε η Ίζα. Ένας σεισμός είχε καταστρέψει τη σπηλιά τους και η φυλή του Μπρουν αναζητούσε μια άλλη όταν με βρήκαν στην όχθη ενός ποταμού, λιπόθυμη. Είχαν μείνει αρκετό καιρό χωρίς κατοικία, αλλά ο Μπρουν της επέτρεψε να με πάρει μαζί τους. Η Ί ζ α είπε ότι μάλλον μου είχε επιτεθεί κάποιο λιοντάρι των σπηλαίων, γιατί στο πόδι μου υπήρχαν σημάδια τεσσάρων νυχιών, χωρισμένων μεταξύ τους όπως είναι τα νύχια των λιονταριών, και ήταν... μολυσμένα, γεμάτα πύον...» Η Άυλα προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Καταλαβαίνω», είπε η άλλη γυναίκα. «Ίσως σε βαθμό θανάσιμο. Συμβαίνει μ' αυτές τις νυχιές». «Έχω ακόμα τις ουλές. Έτσι κατάλαβε ο Κρεμπ ότι το τοτέμ μου ήταν το Λιοντάρι των Σπηλαίων, αν και συνήθως είναι τοτέμ αντρικό. Ακόμα ονειρεύομαι μερικές φορές ότι βρίσκομαι σ' ένα μικρό σκοτεινό μέρος και ότι βλέπω να με αρπάζουν τα νύχια ενός λιονταριού». «Δυνατό όνειρο. Βλέπεις άλλα; Εννοώ γι' αυτή την εποχή της ζωής σου;» «Ένα που είναι πιο τρομαχτικό, αλλά δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Δεν το θυμάμαι ποτέ με ακρίβεια. Είναι περισσότερο μια αίσθηση, η αίσθηση ενός σεισμού». Η νεαρή γυναίκα ρίγησε. «Μισώ τους σεισμούς!» Η Ζελαντόνι κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Άλλα;» «Όχι... ναι, αλλά εκείνο το είδα μόνο μια φορά, όταν ο Τζονταλάρ συνερχόταν ακόμα και μου μάθαινε να μιλάω...» Η Ζελαντόνι βρήκε την απάντηση παράξενη και κοίταξε τη Μαρτόνα, να δει αν είχε προσέξει κι εκείνη τη διατύπωση. «Μερικά τα καταλάβαινα», συνέχισε η Άυλα. «Είχα μάθει πολλές λέξεις, αλλά δυσκολευόμουν να τις συνδυάσω, και μετά ονειρεύτηκα τη μητέρα μου, την αληθινή μου μητέρα. Είδα το πρόσωπο της και μου μίλησε. Ύστερα από αυτό άρχισα να μαθαίνω πιο εύκολα». «Α... αυτό είναι πολύ σημαντικό όνειρο», σχολίασε Εκείνη Που Υπηρετούσε. «Είναι πάντα σημαντικό όταν έρχεται η Μητέρα στα όνειρά μας, όποια μορφή κι αν παίρνει,

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

85

αλλά ιδίως όταν παίρνει τη μορφή της ίδιας μας της μητέρας που μας μιλάει από τον άλλο κόσμο». Ο Τζονταλάρ θυμήθηκε ένα όνειρο με τη Μητέρα που είχε δει όταν βρίσκονταν ακόμα στην κοιλάδα της Άυλα. Ένα πολύ παράξενο όνειρο. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να το πει κάποια στιγμή στη Ζελαντόνι. «Τότε, αφού ονειρεύτηκες τη Μητέρα, γιατί δεν την παρακάλεσες να βοηθήσει τον Τονολάν να βρει το δρόμο του στον άλλο κόσμο; Δεν καταλαβαίνω γιατί επικαλέστηκες το πνεύμα μιας αρκούδας των σπηλαίων και όχι τη Μεγάλη Μητέρα Γη». «Δεν ήξερα για τη Μεγάλη Μητέρα Γη μέχρι που μου μίλησε γι' αυτήν ο Τζονταλάρ, αφού έμαθα τη γλώσσα σας». «Δεν ήξερες για την Ντόνι, τη Μεγάλη Μητέρα Γη;» ρώτησε έκπληκτη η Φολάρα. Κανένας από τους Ζελαντόνιι δεν είχε ακουστά για κάποιον που να μη γνωρίζει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τη Μεγάλη Μητέρα. Κοίταξαν όλοι την Άυλα με δέος. «Η Φυλή τιμά τον Ούρσους, τη Μεγάλη Αρκούδα των Σπηλαίων», εξήγησε εκείνη. «Γι' αυτό επικαλέστηκα τον Ούρσους να βοηθήσει το πνεύμα του νεκρού -τότε δεν ήξερα το όνομά του-, έστω κι αν δεν ανήκε στη Φυλή. Επίσης, ζήτησα τη βοήθεια του Λιονταριού των Σπηλαίων, αφού ήταν το τοτέμ μου». «Εντάξει, αφού δεν ήξερες για Εκείνη, έκανες ό,τι μπορούσες. Είμαι βέβαιη ότι αυτό βοήθησε», είπε η Ζελαντόνι, αλλά ήταν περισσότερο ανήσυχη απ' όσο έδειχνε. Πώς ήταν δυνατό να μη γνωρίζει Εκείνη ένα από τα παιδιά Της; «Κι εγώ έχω τοτέμ», είπε ο Βίλαμαρ. «Τον Χρυσαετό». Ίσιωσε ακόμα περισσότερο το κορμί του. «Η μητέρα μου μου είπε ότι όταν ήμουν μωρό ένας αετός με σήκωσε και προσπάθησε να με πάρει μακριά, αλλά εκείνη γαντζώθηκε από πάνω μου και μ' έσωσε. Έ χ ω ακόμα τα σημάδια. Η Ζελαντόνι της είπε ότι το Πνεύμα του Χρυσαετού αναγνώρισε ότι ήμουν συγγενής του. Δεν έχουν πολλοί Ζελαντόνιι προσωπικό τοτέμ, αλλά, αν έχεις, θεωρείται γούρι». «Στάθηκες πραγματικά τυχερός που γλίτωσες», είπε ο Τζοχαράν. «Υποθέτω ότι κι εγώ στάθηκα τυχερή που γλίτωσα από το λιοντάρι των σπηλαίων που με σημάδεψε», είπε η Άυλα.

86

JEAN Μ . A U E L

«Το ίδιο και ο Τζονταλάρ. Νομίζω ότι το Λιοντάρι των Σπηλαίων είναι και δικό του τοτε'μ. Εσύ τις λες, Ζελαντόνι;» Η Άυλα έλεγε στον Τζονταλάρ ότι το Πνεύμα του Λιονταριού των Σπηλαίων τον είχε διαλέξει από τις πρώτες ακόμα μέρες που μπορούσε να μιλήσει στη γλώσσα του, αλλά εκείνος πάντα απέφευγε να πει οτιδήποτε γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι φαινόταν, τα ατομικά τοτέμ δεν ήταν για το λαό του τόσο σημαντικά όσο ήταν για τη Φυλή. Αλλά το θέμα ήταν σημαντικό για την ίδια. Δεν ήθελε να το αφήσει στην τύχη. Η Φυλή πίστευε ότι για να κάνει μια γυναίκα παιδιά έπρεπε το τοτέμ του άντρα να ήταν πιο ισχυρό από το δικό της. Γι' αυτό και το δικό της ισχυρό αντρικό τοτέμ είχε στενοχωρήσει τόσο την Ίζα. Βέβαια, παρ' ότι το τοτέμ της ήταν τόσο ισχυρό, η Άυλα είχε κάνει ένα γιο, αλλά είχαν υπάρξει δυσκολίες, από την κύηση ακόμα, έπειτα στον τοκετό και, όπως πίστευαν πολλοί, και αργότερα. Ήταν βέβαιοι ότι ο γιος της ήταν άτυχος -το επιβεβαίωνε το γεγονός ότι η μητέρα του δεν είχε σύντροφο, άντρα που θα τον μεγάλωνε όπως έπρεπε. Οι δυσκολίες και η ατυχία αποδίδονταν στο γεγονός ότι ήταν γυναίκα με αντρικό τοτέμ. Τώρα που ήταν ξανά έγκυος δεν ήθελε να υπάρξουν προβλήματα, ούτε για την ίδια ούτε και για το παιδί. Αν και είχε μάθει πολλά για τη Μητέρα, δεν είχε ξεχάσει τις διδασκαλίες της Φυλής και ήταν βέβαιη ότι, αν το τοτέμ του Τζονταλάρ ήταν το Λιοντάρι των Σπηλαίων, όπως και για κείνη, θα ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να είναι το παιδί γερό και να έχει φυσιολογική ζωή. Κάτι στη φωνή της Άυλα τράβηξε την προσοχή της Ζελαντόνι. Κοίταξε προσεχτικά τη νέα γυναίκα. Κατάλαβε ότι η Άυλα ήθελε να έχει ο Τζονταλάρ τοτέμ το Λιοντάρι των Σπηλαίων, ότι ήταν πολύ σημαντικό για κείνη. Τα τοτέμ πρέπει να είχαν γι' αυτή τη Φυλή σημασία μεγαλύτερη απ' όση είχαν για τους Ζελαντόνιι. Προφανώς, είναι αλήθεια ότι το Λιοντάρι των Σπηλαίων είναι τώρα το τοτέμ του, είπε μέσα της, και δε θα τον βλάψει αν ο κόσμος πιστεύει ότι είναι τυχερός. Άλλωστε το πόσο τυχερός είναι το αποδεικνύει και μόνο το γεγονός ότι κατόρθωσε να γυρίσει. «Άυλα, πιστεύω πως έχεις δίκιο», είπε. «Ο Τζονταλάρ μπορεί να έχει τοτέμ του το Λιοντάρι των Σπηλαίων και μα-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

87

ζί να έχει την τύχη που δίνει. Ήταν πολύ τυχερός που βρισκόσουν εκεί όταν σε χρειάστηκε». «Τζονταλάρ, σου το είπα!» Η Άυλα δεν έκρυψε την ανακούφιση της. Γιατί δίνει τόση σημασία, όπως και η Φυλή της, στο Πνεύμα του Λιονταριού των Σπηλαίων; Ή στην Αρκούδα των Σπηλαίων; αναρωτήθηκε η Ζελαντόνι. Όλα τα πνεύματα είναι σημαντικά, των ζώων, των φυτών, των εντόμων, όλων των πραγμάτων, αλλά όλα τα γέννησε η Μεγάλη Μητέρα. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Ποια είναι αυτή η Φυλή; «Δεν είπες ότι ζούσες μόνη σε μια κοιλάδα; Πού βρισκόταν αυτή η Φυλή που σε μεγάλωσε;» ρώτησε η Ζελαντόνι. «Ναι, κι εγώ θα ήθελα να μάθω. Δε σε σύστησε ο Τζονταλάρ ως Άυλα των Μαμουτόι;» είπε ο Τζοχαράν. «Είπες ότι δεν ήξερες για τη Μητέρα, αλλά μας χαιρέτησες αναφέροντας το όνομά της», πρόσθεσε η Φολάρα. Η Άυλα κοίταξε τον Τζοχαράν, τη Φολάρα, τον Τζονταλάρ, και αισθάνθηκε κάτι σαν πανικό. Στο πρόσωπο του υπήρχε ένα ίχνος χαμόγελου, σαν να απολάμβανε το γεγονός ότι οι ειλικρινείς απαντήσεις της Άυλα μπέρδευαν τους πάντες. Της έσφιξε ξανά το χέρι, αλλά δεν είπε τίποτα. Απλώς, ενδιαφερόταν να δει πώς θα τα έβγαζε πέρα εκείνη. Και η Άυλα χαλάρωσε λιγάκι. «Η φυλή μου ζούσε στο νότιο άκρο της στεριάς που χώνεται βαθιά μέσα στη Θάλασσα Μπέραν. Λίγο πριν πεθάνει η Ίζα, μου είπε ότι έπρεπε να αναζητήσω το δικό μου λαό. Είπε ότι οι δικοί μου ζούσαν βόρεια, στην πραγματική στεριά, αλλά, όταν τελικά τους αναζήτησα, δε βρήκα κανέναν. Πριν βρω την κοιλάδα, το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και φοβόμουν μήπως μ' έπιανε το κρύο απροετοίμαστη. Η κοιλάδα ήταν βολικό μέρος, προστατευμένο από τους ανέμους. Είχε ένα μικρό ποτάμι, πολλά φυτά και ζώα, ακόμα και μια μικρή σπηλιά. Αποφάσισα να περάσω εκεί το χειμώνα και κατέληξα να μείνω τρία χρόνια, με συντροφιά μονάχα την Ουίνι και το Μωρό. Ίσως να περίμενα τον Τζονταλάρ», κατέληξε χαμογελώντας του. «Τον βρήκα αργά την άνοιξη. Και κόντευε να τελειώσει το καλοκαίρι όταν πια ήταν αρκετά καλά ο Τζονταλάρ για να μπορέσει να ταξιδέψει. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε λίγο, να εξερευνήσουμε την περιοχή. Κατασκηνώναμε κάθε

88

JEAN Μ . A U E L

νύχτα σε διαφορετικό μέρος και απομακρυνθήκαμε από την κοιλάδα όσο δεν είχα απομακρυνθεί ποτέ μόνη μου. Έπειτα συναντήσαμε τον Τάλουτ, τον αρχηγό της Κοινότητας του Λιονταριού, και μας κάλεσε να τους επισκεφθούμε. Μείναμε εκεί ως την αρχή του επόμενου καλοκαιριού. Όσο μέναμε εκεί, με υιοθέτησαν. Ήθελαν να μείνει κι ο Τζονταλάρ. Αλλά από τότε ακόμα εκείνος σχεδίαζε να γυρίσει εδώ». «Και χαίρομαι πάρα πολύ γι' αυτό», είπε η Μαρτόνα. «Φαίνεται ότι είσαι πολύ τυχερή, για να είναι τόσο πρόθυμοι να σε υιοθετήσουν», είπε η Ζελαντόνι. Η παράξενη ιστορία της Άυλα δεν μπορούσε να μην της γεννά απορίες. Όπως και στους υπόλοιπους. Όλ' αυτά φαίνονταν κάπως υπερβολικά. Η Ζελαντόνι εξακολουθούσε να έχει περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις. «Αρχικά νομίζω ότι η ιδέα ήταν της Νέζι -της συντρόφου του Τάλουτ. Νομίζω ότι τον έπεισε επειδή βοήθησα τον Ράινταγκ όταν αντιμετώπιζε ένα δύσκολο... πρόβλημα. Ο Ράινταγκ ήταν αδύναμος στο...» Η Άυλα δεν μπορούσε να βρει τις σωστές λέξεις, κάτι που την απογοήτευε. Ο Τζονταλάρ δεν της τις είχε μάθει ποτέ. Ήξερε τις σωστές λέξεις για πάρα πολλά είδη πυρόλιθου, για τη διαδικασία της επεξεργασίας του με σκοπό την κατασκευή εργαλείων και όπλων, αλλά δεν ήξερε και πολλά για την ιατρική και θεραπευτική ορολογία. Τον κοίταξε και άρχισε να του μιλάει στη γλώσσα των Μαμουτόι. «Πώς λέτε εδώ το κορακόχορτο; Το βότανο που μάζευα πάντα για τον Ράινταγκ;» Ο Τζονταλάρ της είπε τη λέξη, αλλά πριν προλάβει να την επαναλάβει η Άυλα προσπαθώντας να εξηγήσει, η Ζελαντόνι αισθάνθηκε βέβαιη ότι καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Μόλις άκουσε τον Τζονταλάρ να λέει τη λέξη, αναγνώρισε όχι μόνο το φυτό αλλά και τις ιδιότητές του. Ήταν σίγουρη ότι αυτός ο Ράινταγκ για τον οποίο μιλούσε η Άυλα είχε πρόβλημα με το όργανο που ρύθμιζε την κυκλοφορία του αίματος, την καρδιά, και ήξερε ότι το κορακόχορτο μπορούσε να βοηθήσει. Επίσης, καταλάβαινε τώρα για ποιο λόγο θα ήθελε να υιοθετήσει κάποιος μια θεραπεύτρια που θα ήταν αρκετά επιδέξια ώστε να ξέρει να χρησιμοποιεί ένα βοτάνι ευεργετικό αλλά και καμιά φορά επικίνδυνο όπως το κορακόχορτο. Κι αν το πρόσωπο εκείνο είχε εξουσία, όπως η σύντροφος ενός αρχηγού, ήταν ευνόητο το πώς είχε

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

89

πραγματοποιηθεί τόσο γρήγορα η υιοθεσία της Άυλα. Και μετά ήρθε η σειρά άλλης μίας εύλογης εικασίας. «Αυτός ο Ράινταγκ ήταν παιδί;» ρώτησε απλώς για να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα της. «Ναι», απάντησε η Άυλα με θλίψη. Η Ζελαντόνι θεώρησε ότι καταλάβαινε πια για τη σχέση της Άυλα με τους Μαμουτόι, αλλά οι απορίες της για τη Φυλή δεν είχαν λυθεί καθόλου. Επιχείρησε να προσεγγίσει το θέμα διαφορετικά. «Άυλα, ξέρω ότι είσαι πολύ επιδέξια θεραπεύτρια, αλλά συχνά εκείνοι που έχουν τέτοιες γνώσεις έχουν και κάποιο σημάδι ώστε να αναγνωρίζονται. Όπως αυτό εδώ», είπε αγγίζοντας το τατουάζ στο μέτωπο της, πάνω από τον αριστερό της κρόταφο. «Εσύ δε βλέπω να έχεις». Η Άυλα κοίταξε προσεχτικά το τατουάζ. Ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο χωρισμένο σε έξι μικρότερα, σχεδόν τετράγωνα, τρία σε κάθε σειρά, με τέσσερα πόδια που, αν ενώνονταν, θα σχημάτιζαν μια τρίτη σειρά. Το περίγραμμά τους ήταν μαύρο, αλλά τρία ήταν βαμμένα με σκούρες κόκκινες αποχρώσεις και ένα με κίτρινες. Αν και ήταν μοναδικό, η Άυλα είχε δει τατουάζ και σε αρκετούς άλλους. Τατουάζ είχαν και η Μαρτόνα, ο Τζοχαράν και ο Βίλαμαρ. Δεν ήξερε αν είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά μετά το σχόλιο της Ζελαντόνι για το δικό της ήταν πιθανό να είχαν κι εκείνα. «Ο Μάμουτ είχε ένα σημάδι στο μάγουλό του», είπε αγγίζοντας το αντίστοιχο σημείο στο δικό της μάγουλο. «Είχαν όλοι οι δικοί του. Μερικοί είχαν και άλλα σημάδια. Ίσως να έδιναν και σ' εμένα αν έμενα. Ο Μάμουτ άρχισε να με εκπαιδεύει λίγο μετά την υιοθεσία μου, αλλά η εκπαίδευσή μου δεν είχε ολοκληρωθεί πριν φύγω, κι έτσι δεν απέκτησα σημάδι ποτέ». «Μα δεν είπες ότι σε υιοθέτησε η γυναίκα που ήταν σύντροφος του αρχηγού;» «Νόμιζα ότι θα με υιοθετούσε και το ίδιο νόμιζε κι εκείνη, αλλά στην τελετή ο Μάμουτ είπε Εστία του Μαμούθ και όχι του Λιονταριού. Τελικά με υιοθέτησε εκείνος». «Αυτός ο Μάμουτ είναι από Εκείνους Που Υπηρετούν τη Μητέρα;» ρώτησε η Ζελαντόνι. Ώστε εκπαίδευαν την Άυλα για να γίνει μία από Εκείνες Που Υπηρετούν. «Ναι, όπως εσύ. Η Εστία του Μαμούθ ήταν για τον Μά-

90

JEAN Μ . A U E L

μουτ και για Εκείνους Που Υπηρετούν τη Μητέρα. Οι περισσότεροι διαλέγουν την Εστία του Μαμούθ ή αισθάνονται ότι έχουν επιλεγεί. Ο Μάμουτ έλεγε ότι ανήκα σ' αυτήν από τη γέννησή μου». Κοκκίνισε λίγο και χαμήλωσε το βλέμμα της, γιατί αισθανόταν άσχημα που μιλούσε για κάτι που της είχε δοθεί, που δεν το είχε κερδίσει με δική της προσπάθεια. Της θύμισε την Ίζα και την προσπάθεια που είχε καταβάλει για να της μάθει να είναι καλή γυναίκα της Φυλής. «Νομίζω πως ο Μάμουτ σου ήταν σοφός άνθρωπος», είπε η Ζελαντόνι. «Αλλά είπες ότι απέκτησες τις θεραπευτικές σου γνώσεις από μια γυναίκα του λαού που σε μεγάλωσε, της Φυλής. Δε σημαδεύουν εκείνοι τους θεραπευτές τους, για να τους δώσουν κύρος και για να αναγνωρίζονται;» «Όταν αναγνωρίστηκα ως θεραπεύτρια της Φυλής, μου έδωσαν μια μαύρη πέτρα να την έχω στο φυλαχτό μου», είπε η Άυλα. «Αλλά δεν κάνουν σημάδια στις θεραπεύτριες. Κάνουν τατουάζ μόνο για να δείχνουν το τοτέμ όταν ένα αγόρι γίνεται άντρας». «Πώς αναγνωρίζουν οι άνθρωποι το θεραπευτή όταν τον χρειάζονται;» Η Άυλα δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Έμεινε για λίγο σκεφτική. «Οι θεραπεύτριες δε χρειάζονται σημάδι. Ο κόσμος ξέρει ότι είναι θεραπεύτριες. Η θεραπεύτρια έχει κύρος από μόνη της. Η θέση της αναγνωρίζεται πάντα. Η Ίζα είχε την ανώτατη θέση στη φυλή, ήταν ανώτερη ακόμα και από τη σύντροφο του Μπρουν». Η Ζελαντόνι κούνησε το κεφάλι της εκνευρισμένη. Προφανώς, η Άυλα πίστευε ότι είχε εξηγήσει με σαφήνεια, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. «Δεν αμφιβάλλω, αλλά πώς το καταλαβαίνει ο κόσμος;» «Από τη θέση της», επανέλαβε η Άυλα και μετά προσπάθησε να γίνει πιο σαφής. «Από τη θέση που παίρνει όταν η φυλή πηγαίνει κάπου, από τη θέση όπου κάθεται όταν τρώει, από τα σήματα που χρησιμοποιεί όταν... όταν μιλάει, από τα σήματα με τα οποία της απευθύνονται οι άλλοι». «Μα δεν είναι δύσχρηστα όλ' αυτά; Όλο θέσεις και σήματα;» είπε η Ζελαντόνι. «Για κείνους είναι εύκολα. Μ' αυτό τον τρόπο μιλάνε οι άνθρωποι της Φυλής. Με σήματα. Όχι με λέξεις, όπως εμείς», είπε η Άυλα.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

91

«Μα γιατί;» ρώτησε η Μαρτόνα. «Γιατί δεν μπορούν. Δεν μπορούν να κάνουν όλους τους ήχους που κάνουμε εμείς. Μερικούς ναι, αλλά όχι όλους. Μιλάνε με τα χέρια και με το σώμα τους», προσπάθησε να τους εξηγήσει η Άυλα. Ο Τζονταλάρ είδε την απορία να μεγαλώνει στο πρόσωπο της μητέρας του και των συγγενών του. Είδε ότι η αμηχανία της Άυλα γινόταν εντονότερη. Αποφάσισε ότι ήταν καιρός να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. «Μητέρα, την Άυλα τη μεγάλωσαν πλατυκέφαλοι», είπε. Όλοι τον κοίταξαν άναυδοι. «Πλατυκέφαλοι! Οι πλατυκέφαλοι είναι ζώα!» είπε ο Τζοχαράν. «Όχι, δεν είναι», είπε ο Τζονταλάρ. «Φυσικά και είναι ζώα!» είπε η Φολάρα. «Δεν μπορούν να μιλήσουν!» «Μιλάνε, αλλά όχι όπως μιλάς εσύ», είπε ο Τζονταλάρ. «Μάλιστα, μπορώ κι εγώ να μιλήσω λίγο τη γλώσσα τους, αλλά φυσικά η Άυλα είναι πολύ καλύτερη. Όταν είπε ότι της έμαθα να μιλάει, το εννοούσε κυριολεκτικά». Κοίταξε τη Ζελαντόνι. Είχε προσέξει την απορία της πιο πριν. «Είχε ξεχάσει να μιλάει τη γλώσσα που ήξερε όταν ήταν μικρή, μιλούσε μόνο με τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε η Φυλή. Η Φυλή είναι πλατυκέφαλοι. Οι πλατυκέφαλοι αυτοαποκαλούνται Φυλή». «Μα πώς, αφού μιλάνε με τα χέρια τους;» ρώτησε η Φολάρα. «Έχουν και μερικές λέξεις», είπε η Άυλα. «Απλώς δεν μπορούν να προφέρουν τα πάντα. Μάλιστα, δεν ακούνε όλους τους ήχους που παράγουμε εμείς. Αν άρχιζαν μικροί, θα μπορούσαν να καταλάβουν, αλλά δεν έχουν συνηθίσει να τους ακούνε». Σκέφτηκε τον Ράινταγκ. Ο Ράινταγκ καταλάβαινε όλα όσα λέγονταν, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να προφέρει τους ήχους. «Δεν ήξερα ότι δίνουν όνομα στον εαυτό τους», είπε η Μαρτόνα, και μετά σκέφτηκε κάτι άλλο. «Τζονταλάρ, πώς επικοινωνούσατε εσύ και η Άυλα;» «Στην αρχή δεν επικοινωνούσαμε», είπε εκείνος. «Φυσικά δεν υπήρχε καν η ανάγκη. Η Άυλα ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ήμουν πληγωμένος και με περιποιήθηκε».

92

JEAN Μ . A U E L

«Μου λες ότι έμαθε από τους πλατυκέφαλους πώς να θεραπεύσει τις πληγές που σου έκανε το λιοντάρι;» είπε η Ζελαντόνι. Απάντησε η Άυλα. «Σας είπα, η Ί ζ α προερχόταν από τις πιο σεβαστές θεραπεύτριες της Φυλής. Εκείνη με δίδαξε». «Δυσκολεύομαι πολύ να πιστέψω ότι οι πλατυκέφαλοι διαθέτουν νοημοσύνη», είπε η Ζελαντόνι. «Εγώ όχι», είπε ο Βίλαμαρ. Όλοι στράφηκαν και κοίταξαν τον Πρώτο Έμπορο. «Δεν πιστεύω καθόλου ότι είναι ζώα. Εδώ και πολύ καιρό. Γνώρισα πολλούς στα ταξίδια μου». «Γιατί δεν είπες τίποτα ως τώρα;» τον ρώτησε ο Τζοχαράν. «Δεν έτυχε να αναφερθεί το θέμα», είπε ο Βίλαμαρ. «Κανείς δε ρώτησε, κι εμένα ποτέ δε με απασχόλησε ιδιαίτερα». «Τι σε έκανε ν' αλλάξεις γνώμη γι' αυτούς;» ρώτησε η Ζελαντόνι. Τα πράγματα αποκτούσαν νέο ενδιαφέρον. Έπρεπε να σκεφτεί αρκετά αυτή την απροσδόκητη εικόνα που παρουσίαζαν ο Τζονταλάρ και η ξένη γυναίκα. «Να σκεφτώ λιγάκι...» είπε ο Βίλαμαρ. «Άρχισα να αμφιβάλλω αν ήταν ζώα εδώ και πολλά χρόνια. Βρισκόμουν στα νότια και δυτικά από δω, ταξίδευα μόνος. Ο καιρός είχε παγώσει απότομα και βιαζόμουν να γυρίσω. Συνέχισα να βαδίζω ώσπου σχεδόν σκοτείνιασε και κατασκήνωσα δίπλα σ' ένα ρυάκι. Σχεδίαζα να περάσω απέναντι το πρωί. Όταν ξύπνησα, ανακάλυψα ότι είχα κατασκηνώσει ακριβώς απέναντι από μια ομάδα πλατυκέφαλων. Μάλιστα, τους φοβήθηκα -ξέρετε ότι λέγονται πολλά- και τους παρακολούθησα προσεχτικά, ώστε να είμαι προετοιμασμένος αν μου ρίχνονταν». «Τι έκαναν;» ρώτησε ο Τζοχαράν. «Τίποτα· απλώς σήκωσαν την κατασκήνωσή τους, όπως θα κάναμε όλοι μας», είπε ο Βίλαμαρ. «Φυσικά, ήξεραν ότι βρισκόμουν εκεί, αλλά ήμουν μόνος κι έτσι δε βιάζονταν ιδιαίτερα. Έβρασαν λίγο νερό και έφτιαξαν ένα ζεστό να πιούνε, έπειτα τύλιξαν τις σκηνές τους -διαφέρουν από τις δικές μας, είναι πιο χαμηλές και δε διακρίνονται εύκολα από μακριά-, τις φορτώθηκαν στις πλάτες τους και έφυγαν με γρήγορο βήμα». «Μπόρεσες να διακρίνεις αν είχαν και γυναίκες;» ρώτησε η Άυλα.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

93

«Έκανε παγωνιά και ήταν σκεπασμένοι. Πραγματικά, φοράνε ρούχα», είπε ο Βίλαμαρ στους άλλους. «Το καλοκαίρι δεν το προσέχεις, επειδή δε φοράνε πολλά, και το χειμώνα σπάνια τους βλέπει κανείς. Κι εμείς το χειμώνα δεν ταξιδεύουμε πολύ ούτε πηγαίνουμε μακριά, και προφανώς το ίδιο κάνουν κι εκείνοι». «Έχεις δίκιο· όταν έχει χιόνι ή κάνει παγωνιά, δεν τους αρέσει να απομακρύνονται πολύ από τις εστίες τους», είπε η Άυλα. «Οι περισσότεροι είχαν γένια», είπε ο Βίλαμαρ, «αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είχαν όλοι». «Οι νεαροί δεν έχουν γένια. Πρόσεξες αν κουβαλούσε καμιά καλάθι στην πλάτη της;» «Δε νομίζω». «Οι γυναίκες της Φυλής δεν κυνηγούν, αλλά, αν οι άντρες σκοπεύουν να κάνουν μεγάλο ταξίδι, συχνά παίρνουν μαζί τους τις γυναίκες για να ξεραίνουν τα κρέατα και να τα μεταφέρουν πίσω, οπότε προφανώς ήταν κυνηγετική ομάδα που δεν είχε απομακρυνθεί πολύ», είπε η Άυλα. «Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε η Φολάρα. «Πήγαινες σε μακρινά κυνηγετικά ταξίδια;» «Ναι, μάλιστα πήγα μια φορά που κυνήγησαν ένα μαμούθ», είπε η Άυλα. «Αλλά όχι για να κυνηγήσω». Ο Τζονταλάρ πρόσεξε ότι όλοι φαίνονταν απλώς περίεργοι. Δεν αντιδρούσαν αρνητικά. Αν και ήταν βέβαιος ότι πολλοί άλλοι θα δέχονταν με μεγαλύτερη δυσκολία όσα άκουγαν, τουλάχιστον οι δικοί του ενδιαφέρονταν να μάθουν για τους πλατυκέφαλους. «Τζοχαράν», είπε ο Τζονταλάρ, «χαίρομαι που αναφέρθηκε αυτό το θέμα, γιατί έτσι κι αλλιώς σχεδίαζα να σου μιλήσω. Πρέπει να μάθεις κάτι. Καθώς ερχόμασταν, συναντήσαμε ένα ζευγάρι ανθρώπων της Φυλής, λίγο πριν ξεκινήσουμε για να διασχίσουμε το μεγάλο παγετώνα στα ανατολικά. Μας είπαν ότι αρκετές φυλές σχεδιάζουν να συγκεντρωθούν για να συζητήσουν για μας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Μας αποκαλούν οι Άλλοι». «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μας αποκαλούν οτιδήποτε», είπε ο αδερφός του, «πόσο μάλλον ότι συναντιούνται για να συζητήσουν για μας».

94

JEAN Μ . A U E L

«Πίστεψε το, γιατί διαφορετικά μπορεί να αντιμετωπίσουμε σοβαρά προβλήματα». Πολλές φωνές ακούστηκαν ταυτόχρονα. «Τι εννοείς;» «Τι προβλήματα;» «Ξέρω κάτι που συμβαίνει στην περιοχή των Λοσαντουνάι. Μια συμμορία νεαρών που προέρχονται από διάφορες Σπηλιές άρχισε να παγιδεύει πλατυκέφαλους -άντρες της Φυλής. Απ' ό,τι κατάλαβα, άρχισαν πριν από μερικά χρόνια. Απομόνωναν έναν και του ορμούσαν. Αλλά οι άντρες της Φυλής δεν ανέχονται τέτοια παιχνίδια. Είναι έξυπνοι και δυνατοί. Ένας δυο νεαροί το ανακάλυψαν όταν έπεσαν στα χέρια τους κι έτσι άρχισαν να ρίχνονται στις γυναίκες. Οι γυναίκες της Φυλής συνήθως δεν αγωνίζονται, κι έτσι δεν ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Οπότε άρχισαν να υποχρεώνουν γυναίκες της Φυλής να... καταλαβαίνετε, δε θα το αποκαλούσα Ηδονή...» «Τι;» φώναξε ο Τζοχαράν. «Κατάλαβες τι εννοώ», είπε ο Τζονταλάρ. «Μεγάλη Μητέρα!» αναφώνησε η Ζελαντόνι. «Φοβερό!» φώναξε ταυτόχρονα η Μαρτόνα. «Απαίσιο!» κραύγασε η Φολάρα ζαρώνοντας τη μύτη της με απέχθεια. «Απαράδεκτο», είπε ο Βίλαμαρ. «Το ίδιο πιστεύουν και στη Φυλή. Δεν πρόκειται να συνεχίσουν να το ανέχονται και, όταν καταλάβουν ότι έχουν τρόπο να αντιδράσουν, θα αρχίσουν να φέρονται ανάλογα. Δεν υπάρχουν κάποιες φήμες ότι αυτές οι σπηλιές ανήκαν άλλοτε σ' εκείνους; Αν θελήσουν να τις πάρουν πίσω;» «Τζονταλάρ, αυτά είναι φήμες. Τίποτα στα Χρονικά ή στους Παλιούς Μύθους δεν τις επιβεβαιώνει», είπε η Ζελαντόνι. «Μόνο αρκούδες αναφέρονται». Η Άυλα δεν είπε τίποτα, αλλά σκέφτηκε ότι αυτές οι φήμες δεν αποκλειόταν καθόλου να περιείχαν αρκετή αλήθεια. «Έτσι κι αλλιώς, αποκλείεται να τις αποκτήσουν», είπε ο Τζοχαράν. «Εδώ είναι οι κατοικίες μας. Η περιοχή ανήκει στους Ζελαντόνιι». «Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις, κάτι που θα μπορούσε να ωφελήσει. Σύμφωνα με τον Γκουμπάν... έτσι λεγόταν ο άντρας...» «Έχουν ονόματα;» είπε ο Τζοχαράν.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

95

«Φυσικά έχουν ονόματα», είπε η Άυλα, «όπως είχαν στη φυλή μου. Το όνομα του άντρα είναι Γκουμπάν, της γυναίκας Γιόργκα». Είπε τα ονόματα με την πραγματική προφορά της Φυλής, με τους βραχνούς, βαθιούς, λαρυγγικούς ήχους. Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε. Ήταν βέβαιος ότι το έκανε επίτηδες. Αν μιλάνε έτσι, τότε καταλαβαίνω από πού προέρχεται η προφορά της, σκέφτηκε η Ζελαντόνι. Σίγουρα η Άυλα έλεγε την αλήθεια. Την είχαν μεγαλώσει οι πλατυκέφαλοι. Αλλά είχε πραγματικά μάθει ιατρική από κείνους; «Τζοχαράν, προσπαθούσα να σου πω ότι ο Γκουμπάν...» Η προφορά του Τζονταλάρ ήταν πολύ λιγότερο βαριά, «...μου είπε ότι μερικοί, δεν ξέρω από ποιες Σπηλιές, πλησίασαν ανθρώπους των φυλών θέλοντας να αποκτήσουν εμπορικές σχέσεις μαζί τους». «Εμπορικές σχέσεις! Με τους πλατυκέφαλους!» είπε ο Τζοχαράν. «Γιατί όχι;» είπε ο Βίλαμαρ. «Νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον. Φυσικά, εξαρτάται από το τι πράγματα έχουν να ανταλλάξουν εκείνοι». «Τώρα μιλάει ο Πρώτος Έμπορος», είπε ο Τζονταλάρ. «Μια και μιλάμε για εμπόριο, τι κάνουν οι Λοσαντουνάι για κείνους τους νεαρούς;» ρώτησε ο Βίλαμαρ. «Κάνουμε εμπόριο μαζί τους. Δε θα ήθελα να αντιμετωπίσει καμιά ομάδα μας προβλήματα με πλατυκέφαλους που θα ήθελαν να πάρουν εκδίκηση». «Όταν το πρωτομάθαμε... δηλαδή εγώ το πρωτόμαθα, πριν από πέντε χρόνια», είπε ο Τζονταλάρ, προσπαθώντας να αποφύγει την αναφορά στον Τονολάν, «δεν έκαναν και πολλά. Φυσικά ήξεραν τι συνέβαινε, αλλά μερικοί το αποκαλούσαν ακόμα Ζωηράδα. Ωστόσο, ο Λαντούνι στενοχωριόταν πραγματικά και μόνο που το ανέφερε. Έπειτα η κατάσταση χειροτέρεψε. Στην επιστροφή επισκεφθήκαμε ξανά τους Λοσαντουνάι. Οι άντρες της Φυλής είχαν αρχίσει να συνοδεύουν τις γυναίκες τους όταν έβγαιναν για να μαζέψουν τρόφιμα. Τις φρουρούσαν. Και οι "ζωηροί" νεαροί απέφυγαν να τους προκαλέσουν. Προτίμησαν να ριχτούν σε μια νεαρή γυναίκα της Σπηλιάς του Λαντούνι -όλοι μαζί-, την υποχρέωσαν να... πριν από την Πρώτη Τελετή...»

96

JEAN Μ . A U E L

«Αχ, όχι! Τζοντέ! Πώς μπόρεσαν;» φώναξε η Φολάρα ξεσπώντας σε λυγμούς. «Είναι άθλιοι!» είπε η Ζελαντόνι. «Δεν μπορώ καν να φανταστώ τιμωρία αντάξιά τους». Η Μαρτόνα, αδυνατώντας να μιλήσει, ε'βαλε με φρίκη το χέρι της στο σιήθος της. Η Άυλα αισθανόταν βαθιά συμπόνια για την κοπέλα που είχε δεχτεί την επίθεση, αλλά δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει ότι οι συγγενείς του Τζονταλάρ είχαν αντιδράσει πολύ πιο έντονα στην περίπτωσή της απ' όσο στην περίπτωση των γυναικών της Φυλής που είχαν δεχτεί τις επιθέσεις των νεαρών της συμμορίας. Στη δεύτερη περίπτωση είχαν απλώς στενοχωρηθεί ειλικρινά, αλλά στην περίπτωση της γυναίκας της δικής τους είχαν γίνει πραγματικά έξαλλοι. Κι αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ως τώρα, την έκανε να καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν το χάσμα που χώριζε τους δύο λαούς. Έπειτα αναρωτήθηκε ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις τους -όσο κι αν η ιδέα φαινόταν ασύλληπτη-, αν μια συμμορία αντρών της Φυλής... αν είχαν διαπράξει αυτό το κακούργημα πάνω σε μια γυναίκα των Ζελαντόνιι. «Να είστε βέβαιοι ότι τώρα κάτι θα κάνουν μ' αυτούς τους νεαρούς οι Λοσαντουνάι», είπε ο Τζονταλάρ. «Η μητέρα της κοπέλας φώναζε και ζητούσε την τιμωρία της Σπηλιάς του αρχηγού αυτών των ξεπεσμένων». «Α... πολύ κακή είδηση», είπε η Μαρτόνα. «Οι αρχηγοί θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα». «Έχει το δικαίωμα!» φώναξε η Φολάρα. «Ναι, φυσικά το έχει», είπε η Μαρτόνα, «αλλά μετά κάποιος συγγενής, ή και ολόκληρη η Σπηλιά, θα αντισταθεί κι αυτό θα οδηγήσει σε καβγάδες και ίσως σκοτωθεί κανείς και μετά κάποιος μπορεί να ζητήσει εκδίκηση για το θάνατό του. Ποιος ξέρει πού θα μπορούσαν να καταλήξουν όλ' αυτά; Τι σκοπεύουν να κάνουν, Τζονταλάρ;» «Αρκετοί αρχηγοί Σπηλαίων έστειλαν αγγελιαφόρους και πολλοί συναντήθηκαν και συζήτησαν. Συμφώνησαν να στείλουν ανιχνευτές, να βρουν τους νεαρούς, να τους χωρίσουν για να διαλυθεί η συμμορία και μετά η κάθε Σπηλιά ξεχωριστά να αναλάβει να τιμωρήσει τους δικούς της. Φαντάζομαι ότι θα τιμωρηθούν πάρα πολύ αυστηρά, αλλά θα τους δοθεί και κάποια ευκαιρία να επανορθώσουν».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

97

«Καλό σχέδιο», είπε ο Τζοχαράν, «ιδίως αν συμφωνήσουν όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της Σπηλιάς του αρχηγού της συμμορίας. Και αν οι νεαροί παραδοθούν ειρηνικά...» «Δεν είμαι βέβαιος για τον αρχηγό, αλλά νομίζω ότι οι υπόλοιποι θέλουν να γυρίσουν στις εστίες τους και θα συμφωνούσαν σε οτιδήποτε προκειμένου να γίνουν δεκτοί. Φαίνονταν πεινασμένοι, παγωμένοι, βρόμικοι, καθόλου ικανοποιημένοι», είπε ο Τζονταλάρ. «Τους είδες;» «Έτσι συναντήσαμε το ζευγάρι. Η συμμορία κυνηγούσε τη γυναίκα γιατί δεν είχε δει τον άντρα. Αλλά εκείνος είχε απλώς ανέβει σ' ένα ψηλό δέντρο για να εντοπίσει κανένα θήραμα και, όταν εκείνοι ρίχτηκαν στη γυναίκα του, πήδησε κάτω. Έσπασε το πόδι του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να προσπαθήσει να τα βάλει μαζί τους. Τη στιγμή εκείνη φτάσαμε εμείς. Το σημείο δε βρισκόταν πολύ μακριά από τον παγετώνα που ετοιμαζόμασταν να διασχίσουμε». Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε. «Η Άυλα, ο Λύκος κι εγώ, για να μην αναφέρουμε τους δύο ανθρώπους της Φυλής, τους κάναμε να το βάλουν στα πόδια. Αυτοί οι νεαροί δεν έχουν πια και πολλές δυνάμεις. Και με τον Λύκο και τα άλογα -και επειδή ξέραμε ποιοι ήταν, ενώ εκείνοι δε μας είχαν ξαναδεί-, φαντάζομαι ότι τους τρομάξαμε πραγματικά». «Ναι», είπε σκεφτική η Ζελαντόνι. «Το καταλαβαίνω». «Κι εμένα θα με τρομάζατε», είπε ο Τζοχαράν χαμογελώντας πονηρά. «Έπειτα η Άυλα έπεισε τον άντρα της Φυλής να της επιτρέψει να περιποιηθεί το σπασμένο πόδι του. Κατασκηνώσαμε δυο τρεις μέρες μαζί. Του έφτιαξα δυο μπαστούνια για να στηρίζεται και να περπατά και αποφάσισε να γυρίσει στους δικούς του. Μπόρεσα να κουβεντιάσω λίγο μαζί του, αν και τα περισσότερα τα έλεγε η Άυλα. Νομίζω ότι έγινα κάτι σαν αδερφός του», είπε ο Τζονταλάρ. «Σκέφτομαι», είπε η Μαρτόνα, «ότι, αν υπάρξουν προβλήματα μ' αυτούς τους... -πώς ονομάζουν τον εαυτό τους; Φυλή;- και είναι σε θέση να επικοινωνήσουν και να διαπραγματευτούν, θα βοηθούσε να έχουμε την Άυλα μαζί μας, που μπορεί να τους μιλήσει». «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ», είπε η Ζελαντόνι. Επίσης, σκεφτόταν αυτό που είχε πει ο Τζονταλάρ, ότι τα ζώα της

98

JEAN Μ . A U E L

Άυλα είχαν κατατρομάξει τους νεαρούς. Δεν είπε τίποτα, αλλά αυτό ίσως να αποδεικνυόταν χρήσιμο. «Σωστά, μητέρα», είπε ο Τζοχαράν, «αλλά θα είναι δύσκολο να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι θα μιλάμε με τους πλατυκέφαλους και θα τους δίνουμε άλλο όνομα. Και δε θα δυσκολευτώ μόνο εγώ». Σώπασε, έπειτα κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό. «Αν μιλάνε με τα χέρια τους, πώς καταλαβαίνει κανείς ότι μιλάνε πραγματικά και δεν τα κουνούν απλώς χωρίς κανένα λόγο;» Όλοι κοίταξαν την Άυλα. Εκείνη κοίταξε με τη σειρά της τον Τζονταλάρ. «Νομίζω ότι πρέπει να τους δείξεις», είπε εκείνος. «Ίσως θα ήταν καλύτερο να μιλάς ταυτόχρονα, όπως έκανες όταν μιλούσες με τον Γκουμπάν και μετέφραζες για μένα». «Τι να πω;» «Απλώς χαιρέτησε τους, όπως θα τους χαιρετούσε ο Γκουμπάν». Η Άυλα σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να τους χαιρετήσει όπως θα τους χαιρετούσε ο Γκουμπάν. Ο Γκουμπάν ήταν άντρας, και μια γυναίκα δε θα χαιρετούσε ποτέ κάποιον με τον ίδιο τρόπο. Φυσικά, μπορούσε να κάνει ένα απλό σήμα, που ήταν πάντα το ίδιο, αλλά κανείς ποτέ δεν περιοριζόταν σ' αυτό. Πάντα υπήρχαν παραλλαγές, ανάλογα με το ποιος έκανε το χαιρετισμό και με τον ποιον χαιρετούσε. Και δεν υπήρχε σήμα για κάποιον της Φυλής που χαιρετούσε κάποιον από τους Άλλους. Ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, τουλάχιστον με τρόπο που να είχε καταγραφεί. Αλλά ίσως εκείνη μπορούσε να σκεφτεί πώς θα έπρεπε να γίνει. Σηκώθηκε και πήγε στον ελεύθερο χώρο σιη μέση του κεντρικού δωματίου. «Αυτή η γυναίκα σε χαιρετά, Λαέ των Άλλων», άρχισε, αλλά μετά σταμάτησε. «Ίσως θα ήταν σωστότερο να πω, Λαέ της Μητέρας». Ταυτόχρονα προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα έκανε η Φυλή τα κατάλληλα νεύματα. «Ή θα μπορούσες να πεις, Παιδιά της Μητέρας ή Παιδιά της Μεγάλης Μητέρας Γης», πρότεινε ο Τζονταλάρ. Η Άυλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και άρχισε ξανά. «Αυτή η γυναίκα... που ονομάζεται Άυλα, σας χαιρετά, Παιδιά της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης». Είπε το όνομά της και μετά το όνομα της Μητέρας με φθόγγους, αλ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

99

λά με τον τονισμό που θα έδινε στις λέξεις η Φυλή. Τα υπόλοιπα τα είπε με νεύματα, ενώ ταυτόχρονα μετέφραζε στη γλώσσα των Ζελαντόνιι. «Αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να ελπίζει ότι κάποια μέρα θα σας χαιρετούσε κάποιος από τη Φυλή της Αρκούδας των Σπηλαίων και ότι θα ανταποκρινόσαστε στο χαιρετισμό. Ο Μογκ-ουρ είπε σ' αυτή τη γυναίκα ότι η Φυλή είναι αρχαία και οι αναμνήσεις της πηγαίνουν βαθιά στο παρελθόν. Η Φυλή βρισκόταν εδώ όταν ήρθαν οι καινούριοι. Ονόμασε τους καινούριους Άλλους, δηλαδή εκείνους που δεν ανήκαν στη Φυλή. Η Φυλή αποφάσισε να αποφεύγει τους Άλλους. Αυτός είναι ο τρόπος της Φυλής και οι παραδόσεις της αλλάζουν αργά, ωστόσο μερικοί από τη Φυλή θα μπορούσαν να αλλάξουν, να δημιουργήσουν καινούριες παραδόσεις. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, αυτή η γυναίκα ελπίζει ότι η αλλαγή δε θα βλάψει ούτε τη Φυλή ούτε τους Άλλους». Είπε τη μετάφραση στη γλώσσα των Ζελαντόνιι με φωνή μονότονη και απαλή, με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια και με όσο λιγότερο ξενική προφορά μπορούσε. Με τις λέξεις καταλάβαιναν τι έλεγε, ωστόσο ήταν φανερό και για τους Ζελαντόνιι ότι οι χειρονομίες της δεν ήταν τυχαίες κινήσεις των χεριών της. Οι χειρονομίες, η περίπλοκη κίνηση του κορμιού, το περήφανο τίναγμα του κεφαλιού, η λεπτή καταφατική υπόκλιση, ακόμα και το ανασήκωμα του φρυδιού της συνδυάστηκαν για να μεταδώσουν με χάρη τις προθέσεις της ομιλίας της. Αν και το περιεχόμενο της κάθε επιμέρους κίνησης δεν ήταν σαφές, ήταν φανερό ότι το σύνολο των κινήσεών της ήταν μεστό σε νοήματα. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν πραγματικά ωραίο. Η Μαρτόνα ρίγησε. Κοίταξε τη Ζελαντόνι, που την κοίταξε επίσης και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Και η δική της εντύπωση ήταν βαθιά. Ο Τζονταλάρ πρόσεξε τη βουβή συμφωνία των δύο γυναικών. Παρακολουθούσε εκείνους που παρακολουθούσαν την Άυλα και είδε καθαρά την εντύπωση που είχε προκαλέσει η μικρή της παράσταση. Ο Τζοχαράν την κοιτούσε με έντονο ενδιαφέρον. Ο Βίλαμαρ χαμογελούσε αδιόρατα και κουνούσε το κεφάλι του με επιδοκιμασία. Η Φολάρα δεν έκρυβε τη δική της ευχαρίστηση. Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε με τη σειρά του όταν είδε τον ενθουσιασμό των άλλων.

100

JEAN Μ . A U E L

Όταν τελείωσε, η Άυλα κάθισε ξανά στο τραπέζι σταυροπάδι, με μια καλαίσθητη άνεση που έγινε ακόμα πιο αισθητή μετά την παράστασή της. Σιωπή αμηχανίας επικράτησε στη συνέχεια. Κανείς δεν έβρισκε τι να πει και όλοι αισθάνονταν ότι χρειάζονταν λίγο χρόνο για να σκεφτούν. Τελικά η Φολάρα ένιωσε την ανάγκη να γεμίσει το κενό. «Άυλα, ήταν θαυμάσιο! Πολύ ωραίο, σχεδόν σαν χορός», είπε. «Εγώ δυσκολεύομαι να το δω έτσι. Είναι απλώς ο τρόπος με τον οποίο μιλάνε. Αν και θυμάμαι ότι χαιρόμουν πάρα πολύ να παρακολουθώ εκείνους που αφηγούνταν τα Χρονικά», είπε η Άυλα. «Ήταν πολύ εκφραστικό», είπε η Μαρτόνα και μετά κοίταξε το γιο της. «Μπορείς να το κάνεις κι εσύ, Τζονταλάρ;» : «Όχι όπως η Άυλα. Δίδαξε τους ανθρώπους της Κοινότητας του Λιονταριού, για να μπορούν να επικοινωνούν με τον Ράινταγκ. Στη Θερινή τους Συνάθροιση διασκέδασαν αρκετά, γιατί μπορούσαν να μιλάνε μεταξύ τους χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς άλλος». «Ο Ράινταγκ ήταν εκείνο το παιδί με το πρόβλημα στην καρδιά;» ρώτησε η Ζελαντόνι. «Γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει όπως όλοι οι άλλοι;» Ο Τζονταλάρ και η Άυλα κοιτάχτηκαν. «Ο Ράινταγκ ήταν ο μισός από τη Φυλή και δυσκολευόταν κι εκείνος να βγάλει τους ήχους», είπε η Άυλα. «Κι έτσι του δίδαξα τη γλώσσα του και τη δίδαξα και στους ανθρώπους της Κοινότητας του Λιονταριού». «Μισός από τη Φυλή;» είπε ο Τζοχαράν. «Εννοείς ότι ήταν μισο-πλατυκέφαλος; Σίχαμα;» «Ήταν παιδί!» είπε η Άυλα και τον κοίταξε οργισμένη. «Όπως όλα τα παιδιά. Κανένα παιδί δεν είναι σίχαμα!» Ο Τζοχαράν ξαφνιάστηκε με την αντίδρασή της, έπειτα θυμήθηκε ότι κι εκείνη είχε ανατραφεί από τη Φυλή και κατάλαβε για ποιο λόγο είχε πληγωθεί. Προσπάθησε να της ζητήσει συγνώμη. «Λυπάμαι... Έτσι θα ένιωθαν όλοι στη θέση μου», είπε με αμηχανία. Η Ζελαντόνι μπήκε στη μέση για να ηρεμήσει τα πνεύματα. «Άυλα, πρέπει να θυμάσαι ότι ακόμα δεν προλάβαμε να σκεφτούμε όσα μας είπες. Πάντα θεωρούσαμε τους ανθρώπους της Φυλής ζώα, και κάτι που είναι μισό άνθρωπος

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

101

και μισό ζώο αποτελεί σίχαμα. Είμαι βέβαιη ότι έχεις δίκιο... αυτός ο Ράινταγκ ήταν παιδί». Έχει δίκιο, είπε μέσα της η Άυλα, και ξέρεις πολύ καλά πώς αισθάνονται οι Ζελαντόνιι για τη Φυλή. Ο Τζονταλάρ το έδειξε καθαρά την πρώτη φορά που ανέφερες τον Ντουρκ. Προσπάθησε να ηρεμήσει. «Αλλά θα ήθελα να καταλάβω κάτι», συνέχισε η Ζελαντόνι, προσπαθώντας να θέσει τις ερωτήσεις της με τρόπο που δε θα προσέβαλλε ή δε θα πλήγωνε τη νεοφερμένη. «Εκείνη που ονομαζόταν Νέζι ήταν σύντροφος του αρχηγού της Κοινότητας του Λιονταριού. Σωστά;» «Ναι». Η Άυλα καταλάβαινε πού οδηγούσαν οι ερωτήσεις και κοίταξε τον Τζονταλάρ. Αισθάνθηκε βέβαιη ότι εκείνος προσπαθούσε να συγκρατήσει το χαμόγελο του. Αισθάνθηκε καλύτερα. Κι εκείνος είχε καταλάβει και απολάμβανε την αμηχανία της πανίσχυρης ντόνιερ. «Αυτό το παιδί, ο Ράινταγκ, ήταν δικό της;» Ο Τζονταλάρ σχεδόν ευχήθηκε να απαντούσε η Άυλα καταφατικά, έστω και μόνο για να υποχρεωθούν όλοι να σκεφτούν σοβαρά. Και ο ίδιος είχε καταβάλει αρκετή προσπάθεια για να ξεπεράσει τις βεβαιότητες του λαού του, που ουσιαστικά τον είχαν διαποτίσει από παιδί, μαζί με το γάλα της μητέρας του. Αν οι Ζελαντόνιι έβλεπαν ότι μια γυναίκα που είχε γεννήσει ένα «σίχαμα» είχε γίνει σύντροφος ενός αρχηγού, ίσως αυτές οι βεβαιότητές τους να κλονίζονταν λίγο. Και όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο πίστευε ότι για το δικό του καλό, για τη δική του ασφάλεια, ο λαός του έπρεπε ν' αλλάξει, έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι και τα μέλη της Φυλής ήταν άνθρωποι. «Τον μεγάλωσε», είπε η Άυλα, «μαζί με την κόρη της. Ήταν γιός μιας γυναίκας της Φυλής που ήταν μόνη και πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Η Νέζι τον υιοθέτησε, όπως είχε υιοθετήσει εμένα η 'Ιζα όταν δεν είχα κανέναν να με φροντίσει». Τα λόγια της προκάλεσαν και πάλι ταραχή, και από μερικές απόψεις ακόμα πιο ισχυρή, γιατί η σύντροφος του αρχηγού μιας Κοινότητας είχε αποφασίσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα να φροντίσει ένα νεογέννητο που θα μπορούσε να είχε αφεθεί να πεθάνει μαζί με τη μητέρα του. Η μικρή συ-

102

JEAN Μ . A U E L

ντροφιά βυθίστηκε στη σιωπή. Προσπαθούσαν όλοι να αφομοιώσουν όσα είχαν μόλις ακούσει. Ο Λύκος είχε μείνει στην κοιλάδα, όπου τα άλογα βοσκούσαν και εξερευνούσαν την καινούρια περιοχή. Αλλά μετά από ένα διάστημα και για λόγους δικούς του αποφάσισε να επιστρέψει στο μέρος που η Άυλα του είχε δώσει να καταλάβει ότι θα ήταν πια ο χώρος του, στο μέρος όπου θα μπορούσε να πηγαίνει όταν θα ήθελε να τη βρει. Όπως όλα τα μέλη του είδους του, ο Λύκος κινούνταν με τόση ταχύτητα και με τόση χάρη που έμοιαζε να πετάει καθώς διέσχιζε τη δασωμένη τοποθεσία. Στην κοιλάδα υπήρχε αρκετός κόσμος που μάζευε βατόμουρα. Ένας άντρας είδε τον Λύκο να κινείται σαν σιωπηλό ξωτικό ανάμεσα στα δέντρα. «Έρχεται αυτός ο λύκος! Και είναι μόνος του!» φώναξε. Παραμέρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Πού είναι το μωρό μου;» φώναξε μια γυναίκα πανικόβλητη. Κοίταξε ολόγυρα, είδε το μωρό και έτρεξε να το σηκώσει και να το απομακρύνει από το δρόμο του λύκου. Όταν ο Λύκος έφτασε στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μεγάλη βραχώδη προεξοχή, ανηφόρισε με την ίδια γρηγοράδα και άνεση. «Να τος αυτός ο λύκος! Δε μου αρέσει να βλέπω ένα τέτοιο ζώο να ανεβαίνει εδώ», είπε μια άλλη γυναίκα. «Ο Τζοχαράν είπε ότι πρέπει να τον αφήνουμε να πηγαινοέρχεται όποτε του αρέσει, αλλά πηγαίνω να πάρω το ακόντιο μου», είπε ένας άντρας. «Μπορεί να μη θέλει να βλάψει κανέναν, αλλά δεν του έχω εμπιστοσύνη». Όταν ο Λύκος έφτασε πάνω και προχωρούσε κατευθείαν προς την κατοικία της Μαρτόνα, όλοι απομακρύνονταν βιαστικά από το δρόμο του. Ένας σκόνταψε πάνω σε μερικά ακόντια. Ο Λύκος αισθάνθηκε το δυσάρεστο φόβο των ανθρώπων γύρω του, όμως προχώρησε προς το σημείο όπου του είχε πει η Άυλα ότι θα την έβρισκε. Η σιωπή στην κατοικία της Μαρτόνα έγινε συντρίμμια όταν ο Βίλαμαρ είδε το παραπέτασμα της εισόδου να σαλεύει

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

103

και πήδησε απότομα φωνάζοντας: «Ένας λύκος! Μεγάλη Μητέρα, πώς μπήκε εδώ μέσα;» «Δεν είναι τίποτα», είπε η Μαρτόνα προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Έχει άδεια να μπαίνει εδώ». Η Φολάρα συνάντησε το βλέμμα του μεγαλύτερου αδερφού της και χαμογέλασε, και ο Τζοχαράν, παρ' ότι δεν αισθανόταν εντελώς άνετα κοντά στο ζώο, της χαμογέλασε κι εκείνος με νόημα. «Είναι ο λύκος της Άυλα», είπε ο Τζονταλάρ. Σηκώθηκε θέλοντας να συγκρατήσει τυχόν βιαστικές αντιδράσεις, ενώ η Άυλα έτρεχε στην είσοδο για να ηρεμήσει το ζώο, που είχε τρομάξει περισσότερο από τον Βίλαμαρ όταν έγινε δεκτό με τόση φασαρία στο μέρος όπου του είχαν πει ότι μπορούσε να μπαίνει ελεύθερα. Η ουρά του ήταν μαζεμένη ανάμεσα στα σκέλια του, τα αυτιά του ορθωμένα, τα δόντια του γυμνά. Αν μπορούσε, η Ζελαντόνι θα αναπηδούσε πιο γρήγορα και από τον Βίλαμαρ. Είχε την αίσθηση ότι ένα δυνατό, απειλητικό μουγκρητό απευθυνόταν ειδικά σ' εκείνη και έτρεμε ολόκληρη από το φόβο. Αν και είχε ακούσει για τα ζώα της Άυλα και τα είχε δει από μακριά, είχε τρομοκρατηθεί από το τεράστιο σαρκοβόρο που μπήκε στην κατοικία. Ποτέ της δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά σε λύκο. Συνήθως οι λύκοι το έβαζαν στα πόδια όταν έβλεπαν ομάδες ανθρώπων. Παρακολούθησε με δέος την Άυλα να πλησιάζει άφοβα τον Λύκο, να σκύβει και να τον αγκαλιάζει λέγοντάς του λέξεις που μονάχα εκείνη καταλάβαινε, για να τον ηρεμήσει. Ο λύκος, παρ' ότι ήταν ανήσυχος, έγλειψε το λαιμό και το πρόσωπο της γυναίκας ενώ εκείνη τον χάιδευε και τελικά ηρέμησε. Ήταν η πιο απίστευτη επίδειξη υπερφυσικών ικανοτήτων που είχε παρακολουθήσει ποτέ η Ζελαντόνι. Τι είδους μυστηριώδεις ιδιότητες διέθετε αυτή η γυναίκα και μπορούσε να ελέγχει με τέτοιο τρόπο τη βούληση ενός ζώου; Ανατρίχιασε. Είχε ηρεμήσει και ο Βίλαμαρ, καθησυχασμένος από τις εξηγήσεις της Μαρτόνα και του Τζονταλάρ. Άλλωστε, η επίδειξη της Άυλα μιλούσε μόνη της. «Άυλα, δε νομίζεις ότι ο Βίλαμαρ πρέπει να συστηθεί στον Λύκο;» είπε η Μαρτόνα. «Ιδίως αφού θα συγκατοικούν», είπε ο Τζονταλάρ. Ο Βίλαμαρ τον κοίταξε σαν χαμένος.

104

JEAN Μ . A U E L

Η Άυλα σηκώθηκε και, πήγε κοντά τους κάνοντας νόημα στον Λύκο να την ακολουθήσει. «Ο Λύκος γνωρίζεται με τους ανθρώπους όταν εξοικειώνεται με τη μυρωδιά τους», είπε στον Πρώτο Έμπορο. «Αν του απλώσεις το χέρι σου να το μυρίσει...» Ο Βίλαμαρ τράβηξε αμέσως το χέρι του. «Είσαι βέβαιη;» ρώτησε τη Μαρτόνα. Η σύντροφος του χαμογέλασε κι έπειτα άπλωσε το χέρι της στο λύκο. Εκείνος το μύρισε και μετά το έγλειψε. «Λύκε, μας κατατρόμαξες. Δεν έπρεπε να έρθεις απροειδοποίητα, χωρίς να μας έχεις γνωρίσει όλους», είπε η Μαρτόνα. Ο Βίλαμαρ εξακολουθούσε να διστάζει λίγο, αλλά δεν μπορούσε να μην κάνει τουλάχιστον αυτό που είχε κάνει εκείνη και άπλωσε το χέρι του. Η Άυλα του γνώρισε τον Λύκο με το συνηθισμένο τρόπο και μετά, ενώ εκείνος εξοικειωνόταν με τη μυρωδιά, είπε: «Λύκε, αυτός είναι ο Βίλαμαρ. Μένει εδώ, με τη Μαρτόνα». Ο Λύκος συνέχισε να γλείφει τον Βίλαμαρ και μετά αλύχτησε σιγανά. «Γιατί το έκανε αυτό;» ρώτησε ο Βίλαμαρ, τραβώντας ξανά το χέρι του. «Δεν είμαι βέβαιη. Αλλά ίσως μύρισε πάνω σου τη Μαρτόνα. Έχει πολύ φιλικές σχέσεις μαζί της», είπε η Άυλα. «Προσπάθησε να τον χαϊδέψεις και να τον ξύσεις». Αλλά, επειδή το διστακτικό ξύσιμο του Βίλαμαρ απλώς τον γαργάλισε, ο Λύκος κουλουριάστηκε ξαφνικά και άρχισε να ξύνεται μόνος του πίσω από το αυτί του, προκαλώντας χαμόγελα και γέλια με την καθόλου αξιοπρεπή στάση του. 'Οταν τελείωσε, πήγε κατευθείαν στη Ζελαντόνι. Εκείνη τον κοίταξε επιφυλακτικά, αλλά δεν έκανε πίσω. Ο τρόμος της είχε περάσει. Ο Τζονταλάρ το είχε προσέξει, την είχε δει για μια στιγμή να πετρώνει. Οι υπόλοιποι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον Βίλαμαρ και δεν είχαν προσέξει τη δική της σιωπηλή αντίδραση. Ευτυχώς, είπε μέσα της η Ζελαντόνι. Εκείνοι Που Υπηρετούν τη Μητέρα θεωρούνταν ατρόμητοι, κάτι που σε γενικές γραμμές ήταν αλήθεια. Της ήταν αδύνατο να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε νιώσει τέτοιο τρόμο. «Ζελαντόνι, ξέρει ότι δε συστηθήκατε», είπε ο Τζονταλάρ. «Και αφού θα μένει εδώ, νομίζω ότι πρέπει να το κάνετε». Από το βλέμμα του η Ζελαντόνι κατάλαβε ότι ο Τζο-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

105

νταλάρ είχε καταλάβει πόσο είχε τρομάξει και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Νομίζω πως έχεις δίκιο. Τι πρέπει να κάνω, να του δώσω το χέρι μου;» ρώτησε απλώνοντάς το στο λύκο. Εκείνος το μύρισε, το έγλειψε και μετά, χωρίς προειδοποίηση, το πήρε και το κράτησε με τα δόντια του βγάζοντας ένα σιγανό μουγκρητό. «Τι κάνει;» ρώτησε η Φολάρα. Ούτε κι εκείνη είχε συστηθεί επίσημα. «Μόνο το χέρι της Άυλα κράτησε πιο πριν με τέτοιο τρόπο». «Δεν είμαι βέβαιος», είπε κάπως ανήσυχος ο Τζονταλάρ. Η Ζελαντόνι κοίταξε το λύκο αυστηρά κι εκείνος την άφησε. «Σε πόνεσε;» ρώτησε η Φολάρα. «Γιατί το έκανε;» «Όχι, φυσικά δε με πόνεσε. Το έκανε για να μου δείξει ότι δεν υπάρχει λόγος να τον φοβάμαι», είπε η Ζελαντόνι, και δεν έκανε καμιά απόπειρα να τον χαϊδέψει. «Καταλαβαινόμαστε». Έπειτα κοίταξε την Άυλα, που την κοίταξε κι εκείνη. «Και έχουμε να μάθουμε πολλά η μία για την άλλη». «Ναι. Θα το ήθελα πραγματικά». «Και ο Λύκος πρέπει να γνωρίσει τη Φολάρα», είπε ο Τζονταλάρ. «Λύκε, έλα να γνωρίσεις τη μικρή μου αδερφούλα!» Ακούγοντας τον παιχνιδιάρικο τόνο της φωνής του, ο Λύκος όρμησε κοντά του. «Λύκε, αυτή είναι η Φολάρα», είπε ο Τζονταλάρ. Η νεαρή γυναίκα ανακάλυψε πολύ γρήγορα πόσο διασκεδαστικό ήταν να τον χαϊδεύει και να τον ξύνει. «Τώρα είναι η σειρά μου», είπε η Άυλα. «Θα ήθελα να συστηθώ στον Βίλαμαρ και στη Ζελαντόνι. Αν και νιώθω ήδη ότι σας γνωρίζω και τους δύο». Η Μαρτόνα έκανε ένα βήμα μπροστά. «Φυσικά. Είχα ξεχάσει ότι δε συστηθήκατε επίσημα. Άυλα, σου γνωρίζω τον Βίλαμαρ, Φημισμένο Ταξιδιώτη και Πρώτο Έμπορο της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, σύντροφο της Μαρτόνα, Άντρα της Εστίας για τη Φολάρα, Ευλογημένο από την Ντόνι». Έπειτα κοίταξε εκείνον. «Βίλαμαρ, σε παρακαλώ καλωσόρισε την Άυλα της Κοινότητας του Λιονταριού των Μαμουτόι, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ, Εκλεκτή του Πνεύματος του Λιονταριού των Σπηλαίων, Προστατευόμε-

106

JEAN Μ . A U E L

νη της Αρκούδας των Σπηλαίων...» Χαμογέλασε στο ζώο «...και Φίλη του Λύκου και δυο αλόγων», πρόσθεσε. Μετά τις ιστορίες που τους είχε αφηγηθεί η Άυλα, ot συγγενείς του Τζονταλάρ καταλάβαιναν καλύτερα τη σημασία των ονομάτων της και των δεσμών της και αισθάνονταν ότι τη γνώριζαν καλύτερα. Ο Βίλαμαρ και η Άυλα έσφιξαν τα χέρια και χαιρετήθηκαν στο όνομα της Μητέρας με τις φράσεις της επίσημης σύστασης. Μόνο που ο Βίλαμαρ την ανέφερε ως «μητέρα» και όχι ως «φίλη του Λύκου». Η Άυλα είχε παρατηρήσει ότι ο κόσμος σπάνια επαναλάμβανε τις συστάσεις με απόλυτη ακρίβεια. Όλοι προτιμούσαν να προσθέτουν κάποια δική τους παραλλαγή. «Περιμένω να γνωρίσω τα άλογα και νομίζω ότι θα προσθέσω στα ονόματά μου το "Εκλεκτός του Χρυσαετού"», είπε χαμογελώντας της με ζεστασιά και έσφιξε τα χέρια της πριν τα ελευθερώσει. Κι εκείνη του χάρισε ένα πλατύ, αστραφτερό χαμόγελο. Χαίρομαι που βλέπω τον Τζονταλάρ μετά από τόσο καιρό, συνέχισε από μέόα του εκείνος, και η Μαρτόνα θα χαρεί που έφερε μαζί του μια γυναίκα να την κάνει ταίρι του. Αυτό σημαίνει ότι σκοπεύει να μείνει. Και η γυναίκα είναι πάρα πολύ όμορφη. Φαντάσου πώς θα είναι τα παιδιά αν βγούνε από το πνεύμα του! Ο Τζονταλάρ αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει ο ίδιος τις συστάσεις ανάμεσα στην Άυλα και στη Ζελαντόνι. «Άυλα, να σου γνωρίσω τη Ζελαντόνι, Πρώτη Ανάμεσα Σε Εκείνους Που Υπηρετούν τη Μεγάλη Μητέρα Γη, τη Φωνή της Ντόνι, Εκπρόσωπο Εκείνης Που Ευλογεί, Που Βοηθά και Θεραπεύει, Όργανο της Πρώτης Προγόνου, Πνευματική Ηγέτιδα της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι και Φίλη του Τζονταλάρ, που είχε άλλοτε το όνομα Ζολένα». Είπε το τελευταίο μ' ένα χαμόγελο. Δεν ανήκε στους κανονικούς της τίτλους. «Ζελαντόνι, αυτή είναι η Άυλα των Μαμουτόι», άρχισε να λέει και, αφού απαρίθμησε πάλι τα ονόματα και τους τίτλους της Άυλα, κατέληξε, «που ελπίζω ότι σύντομα θα γίνει ταίρι του Τζονταλάρ». Καλά έκανε και είπε «ελπίζω», σκέφτηκε η Ζελαντόνι καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά και άπλωνε τα δυο χέρια της. Αυτό το ζευγάρωμα δεν εγκρίθηκε ακόμα. «Ως Φωνή της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, σε καλωσορίζω, Άυ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

107

λα των Μαμουτόι, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ», είπε παίρνοντας τα χέρια της Άυλα στα δικά της και αποκαλώντας τη με τους τίτλους που θεωρούσε σημαντικότερους. «Στο όνομα της Μουτ, της Μητέρας των Πάντων, που επίσης είναι η Ντόνι, σε χαιρετώ, Ζελαντόνι, Πρώτη Ανάμεσα Σε Εκείνους Που Υπηρετούν τη Μεγάλη Μητέρα Γη», είπε η Άυλα. Καθώς οι δυο γυναίκες κοιτάζονταν, ο Τζονταλάρ ευχήθηκε με πάθος να γίνονταν καλές φίλες. Δε θα ήθελε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα ούτε της μίας ούτε της άλλης. «Και τώρα πρέπει να πηγαίνω. Δεν είχα σχεδιάσει να μείνω τόσο», είπε η Ζελαντόνι. «Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Τζοχαράν. Έσκυψε να αγγίξει το μάγουλο της μητέρας του με το δικό του και μετά σηκώθηκε. «Πρέπει να γίνουν πολλά πριν από τη γιορτή απόψε. Βίλαμαρ, αύριο θέλω να μου πεις πώς πήγε το εμπόριο». 'Οταν έφυγαν ο Τζοχαράν και η Ζελαντόνι, η Μαρτόνα ρώτησε την Άυλα αν ήθελε να ξεκουραστεί πριν από τη γιορτή. «Νιώθω βρόμικη και ζεστή από τη διαδρομή. Ναι, λαχταρώ να κολυμπήσω, να δροσιστώ και να πλυθώ. Φυτρώνει εδώ γύρω η σαπουνόριζα;» «Ναι», είπε η Μαρτόνα. «Τζονταλάρ, θα βρείτε ψηλότερα, πίσω από το μεγάλο βράχο, λίγο πριν από την Κοιλάδα του Δασωμένου Ποταμού. Ξέρεις πού είναι, ε;» «Ξέρω. Άυλα, η Κοιλάδα του Δασωμένου Ποταμού είναι εκείνη όπου βρίσκονται τα άλογα. Θα σου δείξω το μέρος. Ναι, λίγο κολύμπι θα είναι ευχάριστο». Πέρασε το χέρι του στη μέση της Μαρτόνα. «Και χαίρομαι πραγματικά που γύρισα, μητέρα. Ειλικρινά, νομίζω πως για καιρό δε θα θελήσω να ξαναταξιδέψω».

5 έλω τη χτένα μου, και νομίζω ότι έχω ακόμα μερικά λουλούδια κεάνωθου για να λούσω τα μαλλιά μου», είπε η Άυλα ανοίγοντας τους σάκους της. «Και το δέρμα του αγριοκάτσικου που μου έδωσε η Ροσάριο για να σκουπιστώ», πρόσθεσε βγάζοντάς το από ένα σάκο. Ο Λύκος έτρεχε μια προς την είσοδο και μια κοντά τους σαν να τους έλεγε να βιαστούν. «Νομίζω ότι ξέρει πως θα πάμε για κολύμπι», είπε ο Τζο νταλάρ. «Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι καταλαβαίνει τι λέμε, έστω κι αν δεν μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα μας». «Θα πάρω μια αλλαξιά ρούχα για να έχω να φορέσω κάτι καθαρό. Και καλά θα κάνουμε να απλώσουμε τις γούνες του ύπνου πριν ξεκινήσουμε», είπε η Άυλα αφήνοντας κάτω το απορροφητικό δέρμα και τα ρούχα της και ανοίγοντας ένα άλλο δέμα. Τακτοποίησαν γρήγορα τα στρωσίδια και τα λιγοστά υπάρχοντά τους και μετά η Άυλα έβγαλε και τίναξε το χιτώνιο και το κοντό παντελόνι που κρατούσε χωριστά. Εξέτασε τη φορεσιά προσεχτικά. Ήταν φτιαγμένη από απαλό, εύκαμπτο δέρμα ελαφιού, κομμένο με τον απλό τρόπο των Μαμουτόι, χωρίς στολίδια, και λεκιασμένο παρ' όλο που ήταν καθαρό. Ακόμα και με το πλύσιμο ήταν δύσκολο να βγάλεις τους λεκέδες από το απαλό σαν βελούδο δέρμα. Ωστόσο, ή ταν τα μόνα ρούχα που είχε να φορέσει για τη γιορτή. Το Ταξίδι δεν της επέτρεπε να κουβαλά μαζί της πολλά αντικείμενα, έστω κι αν τα άλογα βοηθούσαν στη μεταφορά. Άλλωστε, είχε προτιμήσει να μην αποχωριστεί άλλα πράγματα, που τα θεωρούσε πιο σημαντικά από τα ρούχα. Πρόσεξε ότι η Μαρτόνα την κοιτούσε και είπε: «Μόνο αυτό έχω να φορέσω απόψε. Ελπίζω να είναι εντάξει. Δεν μπορούσα να φέρω πολλά μαζί μου. Η Ροσάριο μου έδωσε

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

109

μια ωραία στολισμένη φορεσιά, φτιαγμένη με τον τρόπο των Σαραμουντόι, με το θαυμάσιο δέρμα που φτιάχνουν, αλλά με τη σειρά μου την έδωσα στη Μαντένια, τη νεαρή Λοσαντουνάι που δέχτηκε την επίθεση της συμμορίας». «Ήταν μεγάλη καλοσύνη», είπε η Μαρτόνα. «Έτσι κι αλλιώς, έπρεπε να ξεφορτωθώ μερικά πράγματα και η Μαντένια χάρηκε πάρα πολύ. Αλλά τώρα θα ήθελα να είχα κάτι παρόμοιο. Θα ήταν ωραίο να φορέσω στη γιορτή κάτι λιγότερο φθαρμένο. Όταν τακτοποιηθούμε, θα φτιάξω μερικά ρούχα». Χαμογέλασε στη Μαρτόνα και κοίταξε γύρω της. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ήρθαμε τελικά». «Κι εγώ το ίδιο», είπε η Μαρτόνα και ύστερα από μια μικρή σιωπή πρόσθεσε: «Αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να σε βοηθήσω να φτιάξεις μερικά ρούχα». «Δε θα με πείραζε καθόλου! Θα το εκτιμούσα πολύ». Η Άυλα χαμογέλασε. «Μαρτόνα, όλα όσα έχεις εδώ είναι ωραία. Και δεν ξέρω τι φορούν οι γυναίκες των Ζελαντόνιι». «Να σε βοηθήσω κι εγώ;» είπε η Φολάρα. «Οι νέες δε συμφωνούν πάντα με τις αντιλήψεις της μητέρας». «Θα χαρώ να έχω τη βοήθεια και των δυο σας, αλλά προς το παρόν πρέπει να αρκεστώ σ' αυτό», είπε η Άυλα δείχνοντας τη φορεσιά. «Ναι, είναι εντάξει γι' απόψε», είπε η Μαρτόνα. Έπειτα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, σαν να είχε πάρει μια απόφαση. «Άυλα, έχω κάτι που θα ήθελα να σου δώσω. Είναι στο δωμάτιο που κοιμάμαι». Η Άυλα την ακολούθησε στο δωμάτιο της. «Το κρατούσα για σένα από καιρό», είπε η Μαρτόνα ανοίγοντας ένα κλειστό ξύλινο κουτί. «Μα μόλις με γνώρισες!» «Το κρατούσα για τη γυναίκα που θα γινόταν μια μέρα ταίρι του Τζονταλάρ. Ανήκε στη μητέρα του Νταλανάρ». Η Μαρτόνα της έδειξε ένα περιδέραιο. Η Άυλα το κοίταξε ξαφνιασμένη και με κάποιο δισταγμό. Το περιεργάστηκε προσεχτικά. Ήταν φτιαγμένο από ταιριασμένα κοχύλια, από τέλεια δόντια ελαφιού και από κομμάτια χαυλιόδοντα, σκαλισμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με λεπτά κεφάλια θηλυκών ελαφιών. Στο κέντρο κρεμόταν ένα κόσμημα με λαμπερό πορτοκαλί χρώμα.

110

JEAN Μ . A U E L

«Είναι πολύ ωραίο!» Το κόσμημα έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην Άυλα, που το εξέτασε προσεχτικά. Έλαμπε, γυαλισμένο από την πολύχρονη χρήση. «Είναι ήλεκτρο ή κάνω λάθος;» «Ήλεκτρο. Η πέτρα ανήκει στην οικογένεια εδώ και πολλές γενιές. Η μητέρα του Νταλανάρ το συνέδεσε με το περιδέραιο. Μου το έδωσε όταν γεννήθηκε ο Τζονταλάρ και μου είπε να το δώσω στη γυναίκα που θα διάλεγε». «Το ήλεκτρο δεν είναι ψυχρό όπως οι άλλες πέτρες», είπε η Άυλα κρατώντας το κόσμημα στην παλάμη της. «Είναι ζεστό, σαν να έχει ζωντανό πνεύμα». «Πολύ ενδιαφέρον. Η μητέρα του Νταλανάρ πάντα έλεγε ότι αυτό το πράγμα έχει ζωή», είπε η Μαρτόνα. «Δοκίμασε' το. Δες πώς είναι πάνω σου». Οδήγησε την Άυλα στο ασβεστολιθικό τοίχωμα του δωματίου της. Εκεί ήταν ανοιγμένη μια οπή και στο άνοιγμά της ήταν χωμένη η βάση του κεράτου ενός μεγάκερου, που εκτεινόταν και διχάλωνε και γινόταν επίπεδο, όπως στις περισσότερες γιγαντιαίες άλκες. Το είχαν κόψει λίγο μετά τη διχάλα και στο κάπως επικλινές ράφι που σχηματιζόταν ήταν στηριγμένη, παράλληλα προς τον επικλινή τοίχο και σχεδόν κάθετα προς το δάπεδο, μια μικρή ξύλινη σανίδα με εξαιρετικά λεία επιφάνεια. Όταν πλησίασε η Άυλα, πρόσεξε ότι καθρέφτιζε με απροσδόκητη καθαρότητα τα ψάθινα και ξύλινα δοχεία που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του δωματίου, καθώς και τη φλόγα που άναβε σε ένα πέτρινο λυχνάρι κοντά τους. Αμέσως μετά στάθηκε σαν μαρμαρωμένη. «Βλέπω τον εαυτό μου!» είπε. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το ξύλο. Ήταν λειασμένο με ψαμμίτη, βαμμένο κατάμαυρο με οξείδια του μαγγανίου και γυαλισμένο με τη βοήθεια λίπους. «Δεν έχεις ξαναδεί καθρέφτη;» τη ρώτησε η Φολάρα. Στεκόταν στην είσοδο του δωματίου. Πέθαινε από περιέργεια να δει το δώρο που έδινε η μητέρα της στην Άυλα. «Όχι τέτοιον. Είχα κοιταχτεί κάποιες μέρες με ήλιο σε ακίνητο νερό», είπε η Άυλα, «αλλά αυτό εδώ το έχετε μέσα στο δωμάτιο σας!» «Δεν έχουν καθρέφτες οι Μαμουτόι; Για να βλέπουν

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

111

ηώς είναι όταν ντύνονται για κάποια επίσημη στιγμή;» ρώτησε η Φολάρα. «Πώς βεβαιώνονται ότι είναι όλα εντάξει;» «Κοιτιούνται. Πριν από κάθε τελετή, η Νέζι πάντα φρόντιζε να βεβαιωθεί ότι ο Τάλουτ ήταν σωστά ντυμένος και, όταν η Ντίγκι -ήταν φίλη μου- χτένιζε τα μαλλιά μου, όλοι έκαναν ευγενικές παρατηρήσεις», εξήγησε η Άυλα. «Τέλος πάντων. Για να δούμε τώρα πώς σου πηγαίνει το περιδέραιο», είπε η Μαρτόνα περνώντας το στο λαιμό της και κλείνοντάς το πίσω. Η Άυλα θαύμασε το περιδέραιο, που έπεφτε με τρόπο θαυμάσιο στο στήθος της, αλλά μετά βάλθηκε να μελετά το είδωλο του προσώπου της. Σπάνια έβλεπε το πρόσωπο της και τα χαρακτηριστικά της της ήταν λιγότερο οικεία από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων γύρω της, παρ' όλο που τους είχε γνωρίσει μόλις πριν από λίγο. Αν και η επιφάνεια του ξύλου έδινε ικανοποιητικό είδωλο, ο φωτισμός στο εσωτερικό του δωματίου ήταν λιγοστός και η εικόνα της κάπως σκοτεινή. Φάνταζε στα μάτια της κάπως άχαρη και άχρωμη, με πρόσωπο υπερβολικά πλατύ. Είχε μεγαλώσει στη Φυλή πιστεύοντας ότι ήταν υπερβολικά μεγαλόσωμη και άσχημη επειδή, αν και είχε λεπτότερα κόκαλα από τις άλλες, ήταν ψηλότερη από τους άντρες και φάνταζε διαφορετική, και στα δικά της μάτια και στα δικά τους. Είχε συνηθίσει να εκτιμά την ομορφιά με κριτήριο τα πιο έντονα χαρακτηριστικά που είχαν οι άντρες της Φυλής, τα μακριά, πλατιά τους πρόσωπα με τα μέτωπα που είχαν κλίση προς τα πίσω, τα μεγάλα, πεταχτά φρύδια, τις μύτες που εξείχαν και τα μεγάλα, έντονα καστανά τους μάτια. Σε σύγκριση με αυτά, τα δικά της γκριζογάλανα μάτια φάνταζαν σχεδόν ξεθωριασμένα. Αφού είχε ζήσει για κάποιο διάστημα με τους Άλλους, δεν αισθανόταν πια ότι είχε τόσο παράξενη εμφάνιση, ωστόσο και πάλι δε θεωρούσε τον εαυτό της ωραίο, αν και ο Τζονταλάρ της το είχε πει πάρα πολλές φορές. Ήξερε τι θεωρούσαν ελκυστικό τα μέλη της Φυλής. Δεν ήταν βέβαιη με ποια ακριβώς κριτήρια όριζαν την ομορφιά οι Άλλοι. Για κείνη ο Τζονταλάρ, με τα αρρενωπά και συνεπώς πιο έντονα χαρακτηριστικά και τα ζωηρά γαλάζια μάτια του, ήταν πολύ πιο ωραίος.

112

JEAN Μ . A U E L

«Νομίζω ότι της πηγαίνει», είπε ο Βίλαμαρ. Είχε έρθει για να πει τη γνώμη του. Ακόμα κι εκείνος δεν ήξερε ότι η Μαρτόνα είχε αυτό το περιδέραιο. Είχε εγκατασταθεί στη δική της κατοικία. Εκείνη είχε δημιουργήσει χώρο για τον ίδιο και για τα πράγματα του, τον είχε τακτοποιήσει πραγματικά. Του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο κρατούσε το νοικοκυριό της και δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να σκαλίζει εδώ κι εκεί ή να αναστατώνει τα πράγματά της. Ο Τζονταλάρ στεκόταν πίσω του και κοιτούσε πάνω από τον ώμο του χαμογελώντας πονηρά. «Μητέρα, ποτέ δε μου είπες ότι σου έδωσε αυτό το περιδέραιο η γιαγιά όταν γεννήθηκα!» «Δε μου το έδωσε για σένα αλλά για τη γυναίκα με την οποία θα ζευγάρωνες. Για κείνη με την οποία θα ήθελες να δημιουργήσεις εστία όπου θα μεγάλωνε τα παιδιά της... με την ευλογία της Μητέρας», απάντησε η Μαρτόνα παίρνοντας το περιδέραιο από το λαιμό της Άυλα και παραδίδοντάς το στα χέρια της. «Τότε το έδωσες στη σωστή γυναίκα», είπε ο Τζονταλάρ. «Άυλα, θα το φορέσεις απόψε;» Η Άυλα το κοίταξε κάπως σκεφτική. «Όχι. Έ χ ω μόνο αυτά τα παλιά ρούχα, κι αυτό το περιδέραιο είναι υπερβολικά ωραίο για να το φορέσω μαζί τους. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να περιμένω να βρω πρώτα κάτι κατάλληλο». Η Μαρτόνα χαμογέλασε και κούνησε διακριτικά το κεφάλι της με επιδοκιμασία. Καθώς εγκατέλειπαν το δωμάτιο, η Άυλα είδε άλλη μια οπή ανοιγμένη στον τοίχο πάνω από τα στρωσίδια. Ήταν κάπως μεγαλύτερη και φαινόταν να προχωράει αρκετά βαθιά. Έ ν α μικρό πέτρινο λυχνάρι άναβε μπροστά και στο φως που έριχνε πίσω του διακρινόταν ένα στρογγυλό αγαλματίδιο μιας γυναίκας με πολύ πλούσιες καμπύλες. Ήταν ένα ντόνιι, αναπαράσταση της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, και όταν το επιθυμούσε Εκείνη γινόταν φορέας του Πνεύματος Της. Πάνω από την εσοχή, στον πέτρινο τοίχο, πρόσεξε άλλη μια ψάθα, όμοια μ' εκείνη που βρισκόταν στο τραπέζι, φτιαγμένη από λεπτές ίνες που σχημάτιζαν ένα περίπλοκο σχέδιο. Θα ήθελε να την εξετάσει από πιο κοντά, να εξακριβώσει πώς ακριβώς ήταν υφασμένη. Έπειτα σκέφτηκε

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

113

ότι πιθανότατα θα της δινόταν η ευκαιρία. Δεν ταξίδευαν πια. Αυτή εδώ θα ήταν η κατοικία της. 'Οταν έφυγαν η Άυλα και ο Τζονταλάρ, η Φολάρα εγκατέλειψε τρέχοντας την κατοικία και πήγε σε μια γειτονική. Λίγο ακόμα και θα τους ρωτούσε αν μπορούσε να πάει μαζί τους, αλλά μετά είδε το βλέμμα της μητέρας της και το αρνητικό της νεύμα και κατάλαβε ότι ίσως θα ήθελαν να μείνουν μόνοι. Άλλωστε ήξερε ότι οι φίλες της θα είχαν να της κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις. Χτύπησε το παραπέτασμα της εισόδου. «Ραμίλα; Εγώ είμαι». Σχεδόν αμέσως μια παχουλή αλλά ελκυστική καστανή νεαρή παραμέρισε το δέρμα. «Φολάρα! Σε περιμέναμε, αλλά μετά η Γκαλέγια έπρεπε να φύγει. Είπε να τη συναντήσουμε στο κούτσουρο». Εγκατέλειψαν τη σπηλιά συζητώντας ζωηρά. Καθώς πλησίαζαν το ψηλό κούτσουρο που είχε μείνει από ένα κέδρο χτυπημένο από κεραυνό, είδαν μια αδύνατη νεαρή με κόκκινα μαλλιά που ερχόταν να τις συναντήσει από άλλη κατεύθυνση, φορτωμένη με δυο αρκετά μεγάλα ασκιά γεμάτα νερό. «Γκαλέγια, τώρα έρχεσαι;» ρώτησε η Ραμίλα. «Ναι, περιμένατε πολύ;» ρώτησε η Γκαλέγια. «Όχι, η Φολάρα ήρθε και με βρήκε μόλις πριν από λίγο. Ερχόμασταν κι εμείς όταν σε είδαμε», είπε η Ραμίλα παίρνοντας ένα ασκί και ξεκίνησαν να γυρίσουν στη σπηλιά. «Θα πάρω κι εγώ το άλλο», είπε η Φολάρα παίρνοντας το ασκί από τη φίλη της. Είναι για την αποψινή γιορτή;» «Για τι άλλο; Όλη μέρα κουβαλάω πράγματα, αλλά θα είναι διασκεδαστικό να γιορτάσουμε χωρίς προηγούμενη οργάνωση. Νομίζω, όμως, πως η συγκέντρωση θα είναι μεγαλύτερη απ' όσο νομίζουν. Ίσως να καταλήξουμε στο Λιβάδι των Συναθροίσεων. Άκουσα ότι πολλές κοντινές Σπηλιές έστειλαν μηνύματα και προσφέρουν φαγητά για τη γιορτή. Ξέρετε ότι αυτό σημαίνει πως οι περισσότερες Σπηλιές θέλουν να έρθουν», είπε η Γκαλέγια. Έπειτα στάθηκε και κοίταξε τη Φολάρα. «Λοιπόν, δε θα μας πεις για κείνη;» «Ακόμα δεν έμαθα πολλά. Μόλις αρχίσαμε να γνωριζόμαστε. Θα μείνει μαζί μας. Έχουν δώσει Υπόσχεση με τον

114

JEAN Μ . A U E L

Τζονταλάρ- θα επισημοποιήσουν το δεσμό στη Θερινή Τελετή. Είναι ένα είδος Ζελαντόνι. Όχι ακριβώς, δεν έχει σημάδι ή άλλο γνώρισμα, αλλά γνωρίζει τα πνεύματα και είναι θεραπεύτρια. Έσωσε τη ζωή του Τζονταλάρ. Ο Τονολάν ταξίδευε ήδη στον άλλο κόσμο όταν τους ανακάλυψε. Τους είχε επιτεθεί ένα λιοντάρι των σπηλαίων! Δε θα πιστέψετε τις ιστορίες που έχουν να μας αφηγηθούν». Η Φολάρα συνέχισε να φλυαρεί με πάθος καθώς γύριζαν στη σπηλιά. Πολλοί ήταν απασχολημένοι με διάφορες δραστηριότητες σχετικές με τη γιορτή, αλλά αρκετοί σταματούσαν να κοιτάξουν τις νεαρές γυναίκες, κυρίως τη Φολάρα, γιατί ήξεραν ότι είχε περάσει αρκετή ώρα με την άγνωστη και με τον Τζονταλάρ. Μερικοί προσπάθησαν ν' ακούσουν, όπως μια ελκυστική γυναίκα με πολύ ανοιχτά ξανθά μαλλιά και σκούρα γκρίζα μάτια. Κρατούσε έναν κοκάλινο δίσκο με φρέσκο κρέας και έκανε ότι δεν είχε προσέξει τις κοπέλες, αλλά βάδιζε προς την ίδια κατεύθυνση και αρκετά κοντά τους ώστε να μπορεί ν' ακούει. Πριν ακούσει τι έλεγε η Φολάρα, σκόπευε να ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση. «Πώς είναι;» ρώτησε η Ραμίλα. «Νομίζω πως είναι πολύ συμπαθητική. Μιλάει λίγο παράξενα, αλλά έρχεται από πάρα πολύ μακριά. Ακόμα και τα ρούχα της είναι διαφορετικά... αν και δεν έχει πολλά. Μόνο μια δεύτερη φορεσιά. Είναι πολύ απλή, αλλά δεν έχει τίποτ' άλλο, κι έτσι θα τη φορέσει απόψε. Είπε ότι θέλει ρούχα σαν τα δικά μας, αλλά δεν ξέρει τι είναι κατάλληλο και τι όχι και θέλει να ντυθεί σωστά. Με τη μητέρα θα τη βοηθήσουμε να φτιάξει μερικά. Αύριο θα με πάρει να με γνωρίσει στα άλογα. Ίσως και να ανέβω σε ένα. Με τον Τζονταλάρ πήγαν τώρα εκεί, να κολυμπήσουν και να πλυθούν στον Ποταμό». «Θ' ανέβεις πραγματικά στη ράχη του αλόγου;» τη ρώτησε η Ραμίλα. Η γυναίκα που παρακολουθούσε δεν περίμενε ν' ακούσει την απάντηση. Στάθηκε για μια στιγμή και μετά απομακρύνθηκε χαμογελώντας κακόβουλα. Ο Λύκος έτρεχε μπροστά, σταματώντας κάπου κάπου για να βεβαιωθεί ότι ο άντρας και η γυναίκα συνέχιζαν να τον

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

115

ακολουθούν. Το κατηφορικό μονοπάτι οδηγούσε σ' ένα λιβάδι στη δεξιά όχθη ενός μικρού ποταμού, που λίγο πιο κάτω ενωνόταν με τον μεγαλύτερο. Η επίπεδη, σκεπασμένη με χορτάρι έκταση ήταν κυκλωμένη από δέντρα, που πύκνωναν ψηλότερα στην όχθη. 'Οταν έφτασαν στο λιβάδι, η Ουίνι χρεμέτισε για να τους χαιρετήσει και μερικοί που παρακολουθούσαν από μακριά κούνησαν τα κεφάλια τους με θαυμασμό όταν ο λύκος έτρεξε στη φοράδα και άρχισαν να τρίβουν τις μύτες τους. Έπειτα ο λύκος κάθισε στα πίσω πόδια του κουνώντας την ουρά του παιχνιδιάρικα στο νεαρό επιβήτορα. Ο Δρομέας σήκωσε το κεφάλι του, χλιμίντρισε και βάλθηκε να σκάβει με την οπλή του το χώμα. Τα άλογα φαίνονταν πολύ χαρούμενα που τους έβλεπαν. Η φοράδα πλησίασε και έβαλε τη μουσούδα της στον ώμο της Άυλα, ενώ εκείνη χάιδευε το δυνατό λαιμό της. Ήταν μια στάση εξοικείωσης και ασφάλειας και από τις δύο πλευρές. Ο Τζονταλάρ χάιδεψε το νεαρό επιβήτορα και έξυσε τα σημεία που του έδειξε με τις κινήσεις του ο Δρομέας. Έπειτα το σκουροκάστανο άλογο πήγε στην Άυλα για να καλωσορίσει κι εκείνη. «Θα ήθελα να πάω μια μικρή βόλτα», είπε η Άυλα. Κοίταξε τη θέση του ήλιου. «Το απόγευμα δεν έχει προχωρήσει πολύ. Έχουμε χρόνο στη διάθεσή μας». «Γιατί όχι; Κανείς δε θα έρθει για τη γιορτή πριν σκοτεινιάσει αρκετά». Ο Τζονταλάρ χαμογέλασε. «Πάμε! Θα κολυμπήσουμε μετά. Έχω την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί συνεχώς». «Μας παρακολουθούν!» είπε η Άυλα. «Εντάξει, το κάνουν από απλή περιέργεια, αλλά δε θα ήταν άσχημο να μείνουμε μόνοι για λίγο». Κόσμος είχε μαζευτεί και τους κοιτούσε από μακριά. Είδαν τη γυναίκα να πηδάει με άνεση στη ράχη της φοράδας και τον ψηλό άντρα να ανεβαίνει με ακόμα μεγαλύτερη ευκολία στη ράχη του επιβήτορα. Τα δυο άλογα άρχισαν να καλπάζουν, ενώ ο λύκος έτρεχε πίσω τους. Ο Τζονταλάρ προχώρησε πρώτος, ανηφορίζοντας αρχικά στην όχθη μέχρι ένα ρηχό πέρασμα, Από κει πέρασαν απέναντι και συνέχισαν στην απέναντι όχθη του μικρού ποταμού, ώσπου είδαν δεξιά τους μια υπέροχη στενή κοιλάδα.

116

JEAN Μ . A U E L

Χώθηκαν μέσα ακολουθώντας τη γεμάτη βότσαλα κοίτη από ένα ξεραμένο ρυάκι, που γέμιζε με νερό μόνο το χειμώνα. Στο τέρμα συνάντησαν ένα απότομο αλλά βατό μονοπάτι, που τελικά τους οδήγησε σ' ένα υψίπεδο με θέα στα ποτάμια και στα λιβάδια που βρίσκονταν από κάτω. Στάθηκαν για να την απολαύσουν. Σε ύψος λίγο μεγαλύτερο από διακόσια μέτρα, το πλάτωμα ήταν το ψηλότερο στη γύρω περιοχή και πρόσφερε στα μάτια τους μια εκπληκτική πανοραμική εικόνα. Ολόγυρα τα ποτάμια και τα λιβάδια και πιο πέρα μια σειρά λόφων που χάνονταν στον ορίζοντα. Με τον καιρό ο ασβεστόλιθος διαλύεται από το νερό, ανάλογα με την οξύτητά του. Με το πέρασμα των χιλιετιών τα ποτάμια και το νερό που συσσωρευόταν την εποχή των βροχών είχαν διαβρώσει τα ασβεστολιθικά πετρώματα σκαλίζοντας στην άλλοτε επίπεδη επιφάνεια του βυθού της πανάρχαιης θάλασσας κοιλάδες και πολύ απότομες πλαγιές. Αλλά, παρ' όλο που συχνά σε μια περιοχή οι πλαγιές αυτές είχαν το ίδιο ύψος, από μέρος σε μέρος ήταν διαφορετικές, με αποτέλεσμα μια εντυπωσιακή ποικιλία. Εκ πρώτης όψεως η βλάστηση στο ξερό, δαρμένο από τον άνεμο υψίπεδο φαινόταν ομοιόμορφη και στις δύο πλευρές του κύριου ποταμού, ίδια με τη βλάστηση που υπήρχε στις ανοιχτές πεδιάδες των μεγάλων ανατολικών στεπών. Επικρατούσε το ψηλό χορτάρι. Ασθενικοί κέδροι, πεύκα και πικέες φύτρωναν στις εκτεθειμένες περιοχές κοντά στα ποταμάκια και στις λιμνούλες, ψηλοί θάμνοι και μικρά δέντρα στις κοιλάδες. Αλλά, ανάλογα με το σημείο, η βλάστηση επιδείκνυε απροσδόκητες διαφορές. Οι γυμνές κορυφές και οι βόρειες πλευρές των λόφων ευνοούσαν μια πιο αρκτική βλάστηση, που ευδοκιμούσε εκεί όπου επικρατούσαν το κρύο και η έλλειψη νερού, ενώ οι νότιες ήταν πιο πράσινες και πλουσιότερες σε φυτά που ευνοούνταν από πιο ήπιες συνθήκες. Η πλατιά κοιλάδα του κύριου ποταμού κάτω από τα πόδια τους ήταν πλουσιότερη σε βλάστηση. Τα δέντρα που είχαν μόλις αποκτήσει καινούριες φυλλωσιές, ακόμα όχι τόσο πράσινες όσο θα γίνονταν αργότερα, ήταν κυρίως είδη με μικρά φύλλα, ασημένιες σημύδες και ιτιές, αλλά υπήρχαν και κωνοφόρα, πικέες και πεύκα, που επιδείκνυαν τις ανοι-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

117

χτοπράσινες βελόνες που είχαν πρόσφατα αποκτήσει. Οι κέδροι και οι λιγοστές δρύες επιδείκνυαν πιο πλούσια ποικιλία αποχρώσεων, αφού τα καινούρια φυλλώματα αναμειγνύονταν με τα παλιότερα, που ήταν πολύ πιο σκούρα. Κάπου κάπου το μεγαλύτερο ποτάμι ελισσόταν ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια, όπου το ψηλό χορτάρι άρχιζε να αποκτά το χρυσαφί χρώμα των πρώτων ημερών του καλοκαιριού. Αλλού οι καμπύλες της κοίτης στένευαν και το ποτάμι κυλούσε ανάμεσα σε πέτρινα τείχη, πρώτα πιο κοντά στη μια όχθη και μετά στην άλλη. Σε μερικά σημεία, όπου υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, το πλούσιο χώμα που δημιουργούσαν οι χειμωνιάτικες πλημμύρες έδινε ζωή σε μικρά δάση με διάφορα είδη δέντρων. Στις πιο προστατευμένες περιοχές, ιδίως στις νότιες πλαγιές, που δε μαστιγώνονταν από τους βόρειους ανέμους, καρυδιές, καστανιές, φουντουκιές και μηλιές έκαναν την εμφάνισή τους, αρκετά ασθενικές, όχι ιδιαίτερα εύφορες μερικές χρονιές αλλά πλούσιες σε καρπό κάποιες άλλες. Μαζί με τα δέντρα ευδοκιμούσαν και καρποφόροι θάμνοι και αναρριχητικά φυτά. Κάθε είδους βατομουριές έδιναν εδώ πλούσιο καρπό. Στα ακόμα ψηλότερα σημεία επικρατούσε η φυτική ζωή της τούνδρας, ιδίως στο βόρειο υψίπεδο, που ήταν σκεπασμένο με παγετώνα παρ' όλο που υπήρχαν εκεί αρκετά ενεργά ηφαίστεια -η Άυλα και ο Τζονταλάρ είχαν συναντήσει θερμές πηγές στην περιοχή όταν τη διέσχιζαν, αρκετές μέρες πριν να φτάσουν. Λειχήνες ήταν κολλημένες στα βράχια, τα βότανα υψώνονταν μερικά μόνο εκατοστά πάνω από το χώμα και κοντοί θάμνοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν πάνω από το μόνιμα παγωμένο υπέδαφος. Βρύα, σε διάφορες αποχρώσεις του πράσινου και του γκρι, απάλυναν το τοπίο στα πιο υγρά σημεία, μαζί με καλαμιές και βούρλα. Αυτή η μεγάλη ποικιλία της βλάστησης ευνοούσε και την ύπαρξη πλούσιας πανίδας. Συνέχισαν το δρόμο τους ακολουθώντας ένα μονοπάτι που οδηγούσε βορειοανατολικά προς το χείλος ενός απότομου γκρεμού με θέα χαμηλά στον Ποταμό, που τώρα κυλούσε σε σχεδόν ευθεία γραμμή από το βορρά προς το νότο, γλείφοντας το ασβεστολιθικό τείχος. Σε ένα σχετικά ομαλό σημείο το μονοπάτι διασταυρωνόταν με ένα ποταμάκι και

118

JEAN Μ . A U E L

έπειτα στρεφόταν προς τα βορειοδυτικά. Συνέχιζε την πορεία του ως την άκρη του γκρεμού και χυνόταν κάτω. Όταν ο Τζονταλάρ και η Άυλα έφτασαν σ' ένα σημείο όπου το μονοπάτι άρχιζε να κατεβαίνει προς την άλλη πλευρά του υψιπέδου, έκαναν μεταβολή για να γυρίσουν πίσω. Ώθησαν τα άλογα να καλπάσουν και τα άφησαν ελεύθερα, ώσπου εκείνα αποφάσισαν να κόψουν ταχύτητα. Όταν έφτασαν ξανά στο ποταμάκι, σταμάτησαν για να ποτίσουν τα άλογα και τον Λύκο και κατέβηκαν για να πιουν κι εκείνοι. Η Άυλα είχε να νιώσει τόσο ελεύθερη από την πρώτη φορά που είχε ανέβει στην πλάτη της φοράδας. Εδώ δεν υπήρχαν εμπόδια, δεν υπήρχαν αποσκευές, και δεν είχαν βάλει στα άλογα ούτε ένα κάλυμμα για να κάθονται. Η φοράδα δεν είχε καν χαλινάρι. Τα γυμνά της πόδια άγγιζαν την Ουίνι όπως είχε μάθει αρχικά, πιέζοντας την ευαίσθητη επιδερμίδα της ώστε να οδηγεί το ζώο προς την κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει. Ο Δρομέας είχε χαλινάρι. Έτσι του είχε μάθει ο Τζονταλάρ, αν και είχε υποχρεωθεί να επινοήσει ο ίδιος και το χαλινάρι και τα σήματα με τα οποία έδειχνε στο ζώο προς τα πού ήθελε να πάει. Κι εκείνος είχε πολυ καιρό να νιώσει τόσο ελεύθερος. Το Ταξίδι τους ήταν μακρύ και η ευθύνη που αισθανόταν βάραινε στους ώμους του. Τώρα αυτό το βάρος είχε φύγει μαζί με τις αποσκευές και η ίππευση έδινε ανόθευτη χαρά. Αισθάνονταν και οι δυο μια υπέροχη έξαρση. Ένιωθαν πραγματική ικανοποίηση που τα είχαν καταφέρει και την έδειχναν με το χαμόγελο τους καθώς προχωρούσαν για λίγο παράλληλα με την όχθη. «Άυλα, η ιδέα σου να κάνουμε βόλτα με τα άλογα ήταν θαυμάσια», είπε ο Τζονταλάρ χαμογελώντας της. «Συμφωνώ», είπε εκείνη χαρίζοντάς του το χαμόγελο που ο Τζονταλάρ πάντα αγαπούσε. «Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε. Πέρασε τα χέρια του στη μέση της και την κοίταξε με τα φωτεινά καταγάλανα μάτια του, δείχνοντας όλη την αγάπη και την ευτυχία του. Το μοναδικό μέρος όπου η Άυλα είχε δει χρώμα όμοιο με των ματιών του ήταν σ' έναν παγετώνα, σε σημεία όπου υπήρχε βαθύ λιωμένο νερό. «Είσαι όμορφος, Τζονταλάρ. Ξέρω ότι επιμένεις πως δεν πρέπει να αποκαλούμε τους άντρες όμορφους, αλλά για

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

119

μένα είσαι, και το ξέρεις». Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του, νιώθοντας την ακατανίκητη γοητεία του. «Πες με όπως θέλεις», είπε εκείνος καθώς έσκυβε και τη φιλούσε και, ξαφνικά, ένιωσε την επιθυμία να μη σταματήσουν εδώ. Είχαν συνηθίσει να είναι μόνοι στις ανοιχτές εκτάσεις που είχαν διασχίσει, μακριά από περίεργα βλέμματα. Τώρα έπρεπε να συνηθίσει ξανά να έχει γύρω του τόσους ανθρώπους... πάντως όχι αυτή τη στιγμή. Η γλώσσα του άνοιξε τρυφερά το στόμα της και χώθηκε στην απαλή ζεστασιά του. Η Άυλα εξερεύνησε το δικό του με τη σειρά της, κλείνοντας τα μάτια για ν' αφήσει τον εαυτό της να απολαύσει τις αισθήσεις που ξυπνούσαν κιόλας μέσα της. Ο Τζονταλάρ την έσφιξε πάνω του απολαμβάνοντας την αίσθηση του κορμιού της. Και σύντομα, σκέφτηκε, θα ενώνονταν με την τελετή και θα έφτιαχναν μια εστία στην οποία εκείνη θα μεγάλωνε τα παιδιά της, τα παιδιά της εστίας του, ίσως τα παιδιά του πνεύματος του. Και, αν η Άυλα είχε δίκιο, ίσως να ήταν κάτι ακόμα περισσότερο. Ίσως και να ήταν δικά του παιδιά, παιδιά του κορμιού του, που θα έρχονταν στη ζωή με την ουσία του. Την ίδια ουσία που άρχιζε να ζητάει διέξοδο και τώρα. Τραβήχτηκε και την κοίταξε, έπειτα φίλησε το λαιμό της, γεύτηκε την αλμύρα της επιδερμίδας της και άπλωσε το χέρι του στο στήθος της. Ήταν πιο πλούσιο- ήδη ήταν αισθητή η διαφορά. Σύντομα θα ήταν γεμάτο γάλα. Έλυσε τη ζώνη που έσφιγγε τη μέση της, πήρε στην παλάμη του το ζεστό, στρογγυλό βάρος και ένιωσε τη θηλή της να σκληραίνει και να ορθώνεται. Τον βοήθησε να τη γδύσει. Ο Τζονταλάρ την κοίταξε να στέκεται στον ήλιο γυμνή και τα μάτια του ρούφηξαν τη θηλυκότητά της: το πανέμορφο χαμογελαστό της πρόσωπο, το δυνατό, μυώδες κορμί της, τα μεγάλα στητά στήθη και τις περήφανες θηλές, την απαλή στρογγυλάδα της κοιλιάς της, το σκουρόξανθο τρίχωμα της ήβης της. Την αγαπούσε τόσο, την ήθελε τόσο, που δάκρυα έρχονταν στα μάτια του. Έβγαλε βιαστικά και τα δικά του ρούχα και τα άπλωσε στο χορτάρι. Η Άυλα έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και, όταν εκείνος σηκώθηκε, του άπλωσε τα χέρια και τα δικά του την αγκάλιασαν. Η Άυλα έκλεισε τα μάτια καθώς εκείνος φιλούσε το στόμα της, το λαιμό της, και όταν τα

120

JEAN Μ . A U E L

χέρια του ανέβηκαν στα στήθη της εκείνη γέμισε τα δικά της με τον ορθωμένο ανδρισμό του. Ο Τζονταλάρ γονάτισε και γεύτηκε την αλμύρα της επιδερμίδας της. Μετά η γλώσσα του κατηφόρισε από το λαιμό ως το χώρισμα του στήθους της. 'Οταν εκείνη έγειρε απαλά, ο Τζονταλάρ πήρε μια θηλή στο στόμα του. Μια έκρηξη απόλαυσης την πλημμύρισε, απλώθηκε μέχρι βαθιά, στο σημείο της Ηδονής, και μια δεύτερη ακολούθησε όταν ο Τζονταλάρ έφερε το στόμα του στην άλλη θηλή και τη ρούφηξε με δύναμη, ενώ έτριβε την πρώτη με τα έμπειρα δάχτυλά του. Έπειτα πίεσε τα στήθη της μαζί, για να τα χαρεί ταυτόχρονα με το στόμα του. Η Άυλα βόγκηξε και αφέθηκε στην απόλαυση. Η γλώσσα του έγλειψε ξανά τις σκληρές θηλές και ύστερα το στόμα του ταξίδεψε χαμηλότερα, στον αφαλό, και ακόμα πιο χαμηλά, ως τη σχισμή της και το μικρό μπουμπούκι που βρισκόταν εκεί. Η Άυλα τεντώθηκε για να κολλήσει πάνω του και μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Με τα χέρια του τυλιγμένα στα στρογγυλά της οπίσθια, ο Τζονταλάρ την τράβηξε πάνω του και η γλώσσα του άρχισε να απολαμβάνει τη σχισμή της θηλυκότητάς της. Με τα χέρια της στα μπράτσα του, με την αναπνοή της να βγαίνει κοφτή, συντονισμένη με το ρυθμό των κινήσεών του, η Άυλα ένιωσε την ηδονή να μεγαλώνει μέσα της, πιεστική, και τελικά να ελευθερώνεται μ' ένα σπασμό, κι ύστερα κι άλλον, κι άλλον. Ο Τζονταλάρ ένιωσε τη δυνατή φλόγα της ηδονής της και την υγρασία και δέχτηκε στο στόμα του τη χαρακτηριστική της γεύση. Η Άυλα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το πονηρό του χαμόγελο. «Με αιφνιδίασες», του είπε. «Το ξέρω». Το χαμόγελο του έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Τώρα η σειρά μου», είπε γελώντας εκείνη και τον έριξε κάτω μ' ένα απαλό σπρώξιμο. Τον σκέπασε με το κορμί της και τον φίλησε, νιώθοντας στο στόμα του τη δική της γεύση. Έπειτα δάγκωσε το αυτί του και φίλησε το λαιμό του ενώ εκείνος αφηνόταν στην απόλαυση. Του άρεσε να τη νιώθει να παίζει μαζί του, να προσθέτει τα παιχνίδια της στα δικά του όταν είχαν την κατάλληλη διάθεση. Η Άυλα συνέχισε να φιλάει το στήθος και τις θηλές του και η γλώσσα της κατέβηκε χαμηλότερα, στον αφαλό του,

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

121

και μετά ακόμα πιο χαμηλά, ώσπου το στόμα της συνάντησε τον ορθωμένο ανδρισμό του. Ο Τζονταλάρ έκλεισε τα μάτια όταν ένιωσε το ζεστό της στόμα να τον σκεπάζει, άφησε την αίσθηση να τον πλημμυρίσει ενώ εκείνη σάλευε αδιάκοπα πάνω στο κορμί του. Της είχε διδάξει, όπως είχε διδαχτεί και ο ίδιος, τους τρόπους με τους οποίους μπορούσαν να δώσουν ηδονή ο ένας στον άλλο. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη Ζελαντόνι, όταν ήταν νέα και γνωστή ως Ζολένα. Θυμήθηκε ότι πίστευε πως ποτέ δε θα έβρισκε άλλη γυναίκα σαν εκείνη. Αλλά είχε βρει και, ξαφνικά, ένιωσε να τον πλημμυρίζει η ευγνωμοσύνη για τη Μεγάλη Μητέρα Γη. Τι θα έκανε αν έχανε ποτέ την Άυλα; Η διάθεση του άλλαξε. Είχε χαρεί τα παιχνίδια, αλλά τώρα την ήθελε. Ανασηκώθηκε, την ανασήκωσε στα γόνατά της και την κάθισε στην αγκαλιά του με τα δυο πόδια της αριστερά και δεξιά του. Την έκλεισε στα χέρια του, τη φίλησε με πάθος που την ξάφνιασε, κι έπειτα την κράτησε σφιχτά. Η Άυλα δεν ήξερε για ποιο λόγο άλλαξε η διάθεσή του, αλλά η αγάπη της για κείνον ήταν το ίδιο δυνατή με τη δική του και ανταποκρίθηκε αμέσως. Τώρα εκείνος φιλούσε τους ώμους και το λαιμό της και χάιδευε τα στήθη της. Η Άυλα ένιωσε την ανάγκη του. Ο ανδρισμός του ήταν τόσο σκληρός, που σχεδόν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της. Ο Τζονταλάρ έχωσε το πρόσωπο του ανάμεσα στα στήθη της κι έπειτα το στόμα του αναζήτησε τις θηλές της. Η Άυλα ανασηκώθηκε λίγο, τεντώθηκε και ένιωσε τις αισθήσεις να την πλημμυρίζουν καθώς το στόμα του έπαιζε τώρα άγρια με τις θηλές της. Ένιωσε τον ανδρισμό του σκληρό από κάτω της, ανασηκώθηκε λιγάκι και χωρίς να σκεφτεί τον τράβηξε μέσα της. Ο Τζονταλάρ μόλις κατόρθωσε να κρατηθεί όταν την ένιωσε να χαμηλώνει πάνω του, να τον ρουφά στην καυτή, υγρή λαχτάρα της. Η Άυλα ανασηκώθηκε ξανά, έγειρε πίσω, ενώ εκείνος την κρατούσε με το ένα χέρι του έτσι που να μπορεί να συνεχίσει να παίζει με τη θηλή της, ενώ τη χάιδευε με το άλλο, σαν να μην μπορούσε να χορτάσει τη θηλυκότητά της. Η Άυλα ένιωθε την Ηδονή να τη γεμίζει σε κάθε κίνησή του, ανάσαινε βαριά, μικρές φωνές έβγαιναν από μέσα της. Και ξαφνικά η δική του ανάγκη δυνάμωσε- γινόταν ολοένα

122

JEAN Μ. AUEL

και πιο έντονη σε κάθε κίνηση. Ο Τζονταλάρ ελευθέρωσε τα στήθη της, έγειρε πίσω στα χέρια του και ανασηκώθηκε, χαμήλωσε, ανασηκώθηκε ξανά. Κραυγές έβγαιναν από μέσα τους καθώς τα κύματα της Ηδονής τους σκέπαζαν και τους πλημμύριζαν, ώσπου παρασύρθηκαν και οι δυο στην κορύφωση. Μερικές κινήσεις ακόμα και ύστερα εκείνος έγειρε πίσω, πάνω στο χορτάρι. Ένιωσε μια μικρή πέτρα κάτω από τον ώμο του, αλλά την αγνόησε. Η Άυλα ξάπλωσε πάνω του, άφησε το κεφάλι της να γείρει στο στήθος του και έμεινε για λίγο ακίνητη. Τελικά ανακάθισε ξανά. Ο Τζονταλάρ της χαμογέλασε. Θα ήθελε να μείνουν ενωμένοι, αλλά έπρεπε να γυρίσουν. Η Άυλα πήγε στο ρυάκι και έσκυψε στο νερό για να ξεπλυθεί. Ξεπλύθηκε κι εκείνος. «Μόλις κατέβουμε, θα κολυμπήσουμε και θα λουστούμε», είπε. «Το ξέρω. Γι' αυτό δεν είμαι πολύ προσεχτική τώρα». Για την Άυλα η καθαριότητα ήταν μια τελετουργία που την είχε μάθει από την Ίζα, τη μητέρα της στη Φυλή, μολονότι η ηλικιωμένη γυναίκα αναρωτιόταν αν η παράξενη κόρη της, τόσο ψηλή και άχαρη, θα είχε ποτέ λόγο να φροντίσει με τέτοιο τρόπο τον εαυτό της. Επειδή η Άυλα ήταν τόσο σχολαστική σ' αυτό το θέμα και χρησιμοποιούσε ακόμα και νερό από παγωμένα ρυάκια, είχε συνηθίσει και ο Τζονταλάρ, αν και δεν ήταν πάντα το ίδιο προσεχτικός. Όταν πήγε να πάρει τα ρούχα της, ο Λύκος έτρεξε κοντά της με το κεφάλι χαμηλωμένο, κουνώντας την ουρά του. Όταν ήταν μικρός, η Άυλα τον είχε μάθει να μένει μακριά τους όταν μοιράζονταν την Ηδονή κατά τη διάρκεια του Ταξιδιού. Άλλωστε, δεν της άρεσε να τη διακόπτει εκείνος. Όταν δεν ήταν αρκετό για να τον πείσει να του πει αυστηρά να μείνει σε απόσταση και να σταματήσει να πέφτει πάνω τους για να τους μυρίσει, η Άυλα αναγκαζόταν να του περνά ένα σχοινί στο λαιμό για να τον κρατάει μακριά τους. Τελικά, ο Λύκος είχε μάθει, αλλά πάντα την πλησίαζε μετά επιφυλακτικά, ώσπου να του πει εκείνη ότι ήταν όλα εντάξει. Τα άλογα, που βοσκούσαν ήρεμα πιο πέρα, ήρθαν μόλις άκουσαν τα σφυρίγματα τους. Έφτασαν στην άκρη του υψιπέδου και στάθηκαν ξανά να κοιτάξουν τη θέα, τις μικρές κοιλάδες, τις απότομες πλαγιές και τους γκρεμούς, όπου κυ-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

123

λούσαν ο κύριος ποταμός και ο παραπόταμος του. Από εκεί ψηλά διέκριναν τη συμβολή του μικρότερου ποταμού, που ερχόταν από τα βορειοδυτικά, και του μεγαλύτερου, που ερχόταν από τα ανατολικά. Ο μικρότερος ενωνόταν με τον μεγαλύτερο λίγο πριν στραφεί προς τα νότια. Στα νότια, στο τέλος μιας σειράς φαραγγιών, διακρινόταν το γεωλογικό ασβεστολιθικό στρώμα μέρος του οποίου αποτελούσε η τεράστια προεξοχή όπου βρισκόταν η Ένατη Σπηλιά. Αλλά την προσοχή της Άυλα δεν τράβηξε τόσο η ίδια η Ένατη Σπηλιά όσο ένας άλλος, εξαιρετικά ασυνήθιστος, γεωλογικός σχηματισμός. Στα πολύ παλιά χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας ορογένεσης, ενώ εντυπωσιακές κορυφές βυθίζονταν ή υψώνονταν με τη χαρακτηριστική βραδύτητα του γεωλογικού χρόνου, μια στήλη πυρογενούς βράχου αποσπάστηκε από το σημείο της ηφαιστειακής δράσης που την είχε γεννήσει και έπεσε σ' ένα ποταμάκι. Το πέτρινο τείχος από το οποίο είχε αποσπαστεί είχε διατηρήσει το σχήμα της κρυσταλλικής του δομής καθώς το μάγμα ψυχόταν και μεταβαλλόταν σε βασάλτη: μεγάλες στήλες με επίπεδες πλευρές διασταυρώνονταν σχηματίζοντας γωνίες. Καθώς ο βράχος που είχε αποσπαστεί παρασυρόταν από τις τεράστιες πλημμύρες και τους παγετώνες, ο σχηματισμός του βασάλτη, αν και αρκετά ταλαιπωρημένος, διατήρησε το βασικό του σχήμα. Η βραχώδης στήλη είχε εναποτεθεί τελικά στον πυθμένα μιας λιμνοθάλασσας, μέσα σε στρώματα ιζημάτων που προέρχονταν από τους θαλάσσιους οργανισμούς και μετασχηματίζονταν σε ασβεστόλιθο. Μετέπειτα κινήσεις της γης είχαν ανασηκώσει τον πυθμένα της θάλασσας, που είχε μεταβληθεί σε μια σειρά ομαλών λόφων και γκρεμών που σχημάτισαν οι ποταμοί. Η κίνηση του νερού, οι μεταβολές των καιρικών συνθηκών και η δράση του ανέμου, που οδήγησαν στη διάβρωση των μεγάλων κάθετων επιφανειών του ασβεστόλιθου δημιουργώντας τις προεξοχές και τις σπηλιές που χρησιμοποιούσαν οι Ζελαντόνιι, προκάλεσαν επίσης και την απογύμνωση της τεράστιας στήλης του βασάλτη. Σαν να μην αρκούσαν οι διαστάσεις του για να κάνουν αυτή την τοποθεσία μοναδική, το τεράστιο καταφύγιο αποκτούσε ακόμα πιο ασυνήθιστο χαρακτήρα εξαιτίας της πα-

124

JEAN Μ . A U E L

ράξενης επιμήκους πέτρας που βρισκόταν κοντά στην κορυφή και εξείχε ακόμα περισσότερο από το μπροστινό μέρος της τεράστιας ασβεστολιθικής προεξοχής. Αν και το ένα άκρο της ήταν χωμένο βαθιά στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, η γωνία που σχημάτιζε μ' εκείνο ήταν τέτοια, που έμοιαζε έτοιμη να γκρεμιστεί, προσθέτοντας άλλο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στο ασυνήθιστο πέτρινο καταφύγιο της Ένατης Σπηλιάς. Η Άυλα, που είχε δει αυτή την πέτρα όταν έρχονταν, ένιωσε ξαφνικά ένα παράξενο ρίγος, που της το προκάλεσε η αίσθηση ότι την είχε ξαναδεί. «Έχει όνομα εκείνη η πέτρα;» ρώτησε τον Τζονταλάρ δείχνοντάς την. «Τη λέμε Πέτρα που Πέφτει», της απάντησε. «Κατάλληλο όνομα», είπε η Άυλα. «Και δεν ανέφερε η μητέρα σου τα ονόματα αυτών των ποταμών;» «Ο μεγάλος δεν έχει πραγματικό όνομα», είπε ο Τζονταλάρ. «Όλοι τον λέμε απλώς Ποταμό. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι ο σημαντικότερος της περιοχής, αν και δεν είναι ο μεγαλύτερος. Χύνεται σ' έναν πολύ μεγαλύτερο που βρίσκεται νοτιότερα -εκείνο τον ονομάζουμε Μεγάλο Ποταμό-, αλλά πολλές Σπηλιές των Ζελαντόνιι βρίσκονται κοντά σ' αυτόν εδώ, και όλοι ξέρουν ότι αυτόν εννοούμε όταν μιλάμε για τον Ποταμό. »0 μικρότερος, αυτός εκεί κάτω, ονομάζεται Δασωμένος Ποταμός», συνέχισε ο Τζονταλάρ. «Πολλά δέντρα φυτρώνουν στις όχθες του και πιο πυκνά απ' ό,τι σε άλλα σημεία. Οι κυνηγοί δεν κυνηγούν συχνά εκεί». Η Άυλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, για να δείξει ότι καταλάβαινε. Η κοιλάδα του μικρότερου ποταμού, πλαισιωμένη δεξιά από ασβεστολιθικούς γκρεμούς και αριστερά από απότομες λοφοπλαγιές, δεν έμοιαζε με τις περισσότερες από τις ανοιχτές κοιλάδες του κύριου ποταμού και των άλλων παραπόταμων. Ήταν πλούσια σε δέντρα και χαμηλότερη βλάστηση, ιδίως στα ψηλότερα μέρη. Σε αντίθεση με τις περισσότερο ανοιχτές περιοχές, οι κυνηγοί δεν αγαπούσαν τα δάση, γιατί εκεί το κυνήγι ήταν πιο δύσκολο. Τα δέντρα και οι θάμνοι έκρυβαν τα ζώα κι εκείνα που ζούσαν σε αγέλες προτιμούσαν τις εκτάσεις όπου υπήρχε πλούσιο και ψηλό χορτάρι. Από την άλλη πλευρά, η κοιλάδα παρείχε ξυλεία για τις κατασκευές, για τα εργαλεία και για τη φωτιά. Επίσης, οι

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

125

ΖελαντοΛαι μάζευαν από εκεί φρούτα και κάθε είδους καρπούς και έστηναν παγίδες για τα μικρότερα ζώα. Σε μια περιοχή με σχετικά λίγα δέντρα κανείς δεν περιφρονούσε την προσφορά της κοιλάδας του Δασωμένου Ποταμού. Στο βορειοανατολικό άκρο της προεξοχής της Ένατης Σπηλιάς η Άυλα είδε τα υπολείμματα μιας μεγάλης φωτιάς. Δεν την είχε παρατηρήσει νωρίτερα, επειδή η προσοχή της ήταν στραμμένη στο μονοπάτι που οδηγούσε στην κοιλάδα όπου βρίσκονταν τα άλογά τους. «Τζονταλάρ, σε τι χρησιμεύει η φωτιά εκεί; Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να ζεστάνει. Είναι για το μαγείρεμα;» «Είναι φωτιά για μηνύματα», είπε εκείνος και συνέχισε όταν είδε την απορημένη της έκφραση: «Επειδή βρίσκεται τόσο ψηλά, είναι ορατή από αρκετά μακριά. Με τις φωτιές στέλνουμε μηνύματα σε άλλες Σπηλιές κι εκείνες τα μεταφέρουν ακόμα πιο πέρα». «Τι είδους μηνύματα;» «Κάθε είδους. Χρησιμοποιούνται συχνά όταν αρχίζουν να μετακινούνται τα κοπάδια - έτσι ειδοποιούνται οι κυνηγοί. Μερικές φορές τις χρησιμοποιούμε για να ανακοινώνουμε διάφορες εκδηλώσεις, συναθροίσεις και τα λοιπά». «Και πώς καταλαβαίνει κανείς το μήνυμα;» «Συνήθως τα συμφωνούμε από πριν, ιδίως τις εποχές που μετακινούνται τα κοπάδια και σχεδιάζονται κυνήγια. Επίσης, κάποια συγκεκριμένα σήματα σημαίνουν ότι κάποιος χρειάζεται βοήθεια. Όλοι ξέρουν ότι, όταν ανάβει φωτιά εκεί, κάτι συμβαίνει. Αν δεν καταλάβουν τι σημαίνει το συγκεκριμένο σήμα, στέλνουν κάποιον να ρωτήσει». «Πολύ έξυπνη ιδέα», είπε εκείνη. «Είναι κάτι σαν τα σήματα της Φυλής, σωστά; Επικοινωνία χωρίς λέξεις». «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι», είπε ο Τζονταλάρ, «αλλά μάλλον έχεις δίκιο». Στην επιστροφή ο Τζονταλάρ ακολούθησε διαφορετική διαδρομή. Κατευθύνθηκε προς την κοιλάδα από ένα μονοπάτι που κατέβαινε με ζιγκ ζαγκ στα πιο απότομα σημεία κοντά στην κορυφή και μετά έστριβε δεξιά και συνέχιζε να κατηφορίζει στην πλαγιά, που τώρα ήταν πιο ομαλή και σκεπασμένη με θάμνους και χορτάρι. Έφτανε στη δεξιά όχθη του Ποταμού και, από την κοιλάδα του Δασωμένου Ποταμού, κατέληγε στο λιβάδι όπου έβοσκαν πιο πριν τα άλογα.

126

JEAN Μ . A U E L

Η Άυλα αισθανόταν χαλαρωμένη, αλλά είχε χάσει τη θαυμάσια αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθε όταν κάλπαζαν με τα άλογα για να ανέβουν ψηλά. Αν και της άρεσαν όλοι όσους είχε συναντήσει ως τώρα, την περίμενε η μεγάλη γιορτή και δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση να γνωρίσει απόψε και τους υπόλοιπους Ζελαντόνιι. Δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τόσο πολύ κόσμο μαζί. Άφησαν την Ουίνι και τον Δρομέα στο καταπράσινο λιβάδι και βρήκαν το μέρος όπου φύτρωνε η σαπουνόριζα, αλλά χρειάστηκε να της τη δείξει ο Τζονταλάρ, γιατί ήταν μια ποικιλία άγνωστη στην Άυλα. Εκείνη εξέτασε το φυτό προσεχτικά, παρατήρησε τις διαφορές και τις ομοιότητες και βεβαιώθηκε ότι στο μέλλον θα το αναγνώριζε μόνη της. Έπειτα έβγαλε το μικρό σακίδιο της με τα λουλούδια του κεάνωθου. Ο Λύκος πήδησε στον Ποταμό μαζί τους, αλλά βγήκε από το νερό όταν εκείνοι σταμάτησαν να του δίνουν σημασία. Κολύμπησαν αρκετή ώρα για να διώξουν από πάνω τους τη σκόνη και τον ιδρώτα από τη διαδρομή και έπειτα πολτοποίησαν μερικές ρίζες μαζί με λίγο νερό σ' ένα λάκκο στη ρίζα ενός βράχου για να γίνει ο αφρός. Τρίφτηκαν γελώντας και μετά βούτηξαν στο νερό για να ξεπλυθούν. Το φυτό δεν έκανε ιδιαίτερα πλούσιο αφρό, αλλά είχε γλυκιά και δροσιστική μυρωδιά. Όταν ξεπλύθηκε για δεύτερη φορά, η νεαρή γυναίκα αισθάνθηκε καθαρή και βγήκε στην όχθη. Αφού σκουπίστηκαν με τα απαλά δέρματα, τα άπλωσαν στο χορτάρι και κάθισαν να λιαστούν. Η Άυλα πήρε το χτένι με τα τέσσερα μακριά δόντια, που ήταν φτιαγμένο από χαυλιόδοντα, δώρο της Μαμουτόι φίλης της, της Ντίγκι, αλλά, όταν άρχισε να χτενίζεται, ο Τζονταλάρ τη σταμάτησε. «Θα σε χτενίσω εγώ», είπε και πήρε το χτένι. Του άρεσε να της χτενίζει τα μαλλιά μετά το λούσιμο και απολάμβανε πραγματικά την απαλότητά τους. Και η Άυλα, με τη σειρά της, απολάμβανε ακόμα περισσότερο την περιποίηση. «Συμπάθησα τη μητέρα και την αδερφή σου», του είπε ενώ καθόταν με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του. «Και τον Βίλαμαρ». «Κι εκείνοι σε συμπάθησαν». «Και ο Τζοχαράν φαίνεται καλός αρχηγός. Ξέρεις ότι και οι δύο έχετε τις ίδιες ρυτίδες στο μέτωπο;» είπε η Άυλα.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

127

«Δε γινόταν να μην τον συμπαθήσω, φαντάζει πολύ γνώριμος στα μάτια μου». «Το πανέμορφο χαμόγελο σου τον μάγειρε», είπε ο Τζονταλάρ. «Όπως μάγεψε κι εμένα». Η Άυλα έμεινε για λίγο σιωπηλή, κι έπειτα αποκάλυψε την κατεύθυνση που έπαιρναν οι σκέψεις της με τα επόμενα λόγια της. «Δε μου είχες πει ότι ζουν τόσοι άνθρωποι στη Σπηλιά σου. Λες και ζει εκεί ολόκληρη Συνάθροιση. Και φαίνεται ότι τους ξέρεις όλους. Δεν είμαι βέβαιη ότι θα καταφέρω ποτέ να τους μάθω κι εγώ». «Μη φοβάσαι. Θα τους μάθεις. Δε θα χρειαστείς πολύ καιρό», είπε εκείνος προσπαθώντας να ξεμπλέξει μια τούφα που τον βασάνιζε ιδιαίτερα. «Με συγχωρείς! Σε πόνεσα;» «Μπα, καθόλου. Χαίρομαι που γνώρισα τελικά τη Ζελαντόνι σου. Ξέρει από γιατρικά- θα είναι θαυμάσιο να έχω κάποια να συζητάω μαζί της γι' αυτά τα θέματα». «Άυλα, είναι πολύ ισχυρή γυναίκα». «Αυτό είναι ολοφάνερο. Πόσο καιρό είναι Ζελαντόνι;» «Να σκεφτώ λίγο...» είπε εκείνος. «Νομίζω ότι έγινε λίγο καιρό αφότου πήγα να ζήσω με τον Νταλανάρ. Τότε ακόμα την έβλεπα σαν Ζολένα. Ήταν πολύ όμορφη. Ηδονική. Δε νομίζω ότι ήταν ποτέ λεπτή, αλλά γίνεται ολοένα και περισσότερο όμοια με τη Μεγάλη Μητέρα. Νομίζω ότι σε συμπαθεί». Σταμάτησε για μια στιγμή να τη χτενίζει και μετά γέλασε. «Πού είναι το αστείο;» είπε η Άυλα. «Σε παρακολουθούσα όταν της έλεγες για το πώς με ανακάλυψες, για το Μωρό και για τα υπόλοιπα. Να είσαι βέβαιη ότι θα συνεχίσει τις ερωτήσεις. Κοιτούσα την έκφρασή της. Κάθε φορά που απαντούσες σε μια ερώτηση, προφανώς ήθελε να σου κάνει άλλες τρεις. Απλώς ερέθισες ακόμα περισσότερο την περιέργειά της. Κάθε φορά το ίδιο κάνεις. Αποτελείς μυστήριο, ακόμα και για μένα. Ξέρεις πόσο ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή είσαι;» Η Άυλα είχε στρέψει το πρόσωπο της προς το μέρος του και ο Τζονταλάρ την κοιτούσε με μάτια γεμάτα αγάπη. «Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα και θα σου δείξω πόσο ενδιαφέρων και εντυπωσιακός είσαι εσύ», του απάντησε κι ένα νωχελικό, αισθησιακό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. Ο Τζονταλάρ έγειρε προς το μέρος της να τη φιλήσει.

128

JEAN Μ . A U E L

Άκουσαν ένα γέλιο και τινάχτηκαν. «Αχ, μήπως διακόψαμε τίποτα;» είπε μια γυναικεία φωνή. Ήταν η ελκυστική γυναίκα με τα πολύ ξανθά μαλλιά και τα καστανά μάτια που είχε ακούσει τη Φολάρα να λέει στις φίλες της για τους νεοφερμένους. Ήταν μαζί της άλλες δύο. «Μαρόνα!» είπε ο Τζονταλάρ ζαρώνοντας λίγο τα φρύδια του. «Όχι, δε διακόπτετε τίποτα. Απλώς ξαφνιάστηκα που σε είδα». «Για ποιο λόγο; Νόμιζες ότι έφυγα για κανένα απροσδόκητο Ταξίδι;» Ο Τζονταλάρ κοίταξε την Άυλα, που κοιτούσε τις γυναίκες. «Όχι. Όχι βέβαια. Απλώς ξαφνιάστηκα». «Κάναμε μια βόλτα και έτυχε να σας δούμε, και ομολογώ, Τζονταλάρ, ότι δεν άντεξα στον πειρασμό να σε κάνω να νιώσεις λίγο αμήχανα. Στο κάτω κάτω, είχαμε δώσει Υπόσχεση». Δεν είχαν δώσει Υπόσχεση επίσημα, αλλά ο Τζονταλάρ δε θέλησε να τη διαψεύσει. Ήξερε ότι οπωσδήποτε της είχε δώσει αυτή την εντύπωση. «Δεν ήξερα ότι έμενες ακόμα εδώ. Νόμιζα ότι είχες ζευγαρώσει με κάποιον από άλλη Σπηλιά», είπε. «Σωοτά. Αλλά δεν κράτησε, κι έτσι γύρισα». Κοιτούσε το γεροδεμένο, ηλιοκαμένο γυμνό κορμί του με τρόπο που του ήταν γνώριμος. «Δεν άλλαξες πολύ αυτά τα πέντε χρόνια», του είπε τελικά η Μαρόνα. «Αν και απέκτησες μερικές άσχημες ουλές». Κοίταξε την Άυλα. «Αλλά στην πραγματικότητα ήρθαμε να γνωρίσουμε τη φίλη σου, όχι να μιλήσουμε σ' εσένα». «Θα συστηθεί σε όλους απόψε», είπε εκείνος για να την προστατέψει. «Κάτι τέτοιο ακούσαμε, αλλά δε χρειαζόμαστε επίσημες συστάσεις. Θέλαμε απλώς να τη χαιρετήσουμε και να την καλωσορίσουμε». Αυτό ο Τζονταλάρ δεν μπορούσε να το αρνηθεί. «Άυλα, της Κοινότητας του Λιονταριού των Μαμουτόι, αυτή είναι η Μαρόνα, της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, με τις φίλες της». Κοίταξε πιο προσεχτικά. «Πορτούλα; Της Πέμπτης Σπηλιάς; Εσύ είσαι;» ρώτησε τη μια γυναίκα. Εκείνη χαμογέλασε και κοκκίνισε από ευχαρίστηση που τη θυμόταν. «Ναι, είμαι η Πορτούλα, αλλά τώρα μένω στην

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

129

Τρίτη Σπηλιά». Τον θυμόταν πάρα πολύ καλά. Ο Τζονταλάρ είχε επιλεγεί για την Πρώτη της Τελετή. Αλλά ο Τζονταλάρ θυμόταν ότι ήταν από τις νεαρε'ς εκείνες που μετά τον ακολουθούσαν συνεχώς. Η Πορτούλα προσπαθούσε διαρκώς να τον ξεμοναχιάσει, αν και απαγορευόταν να συνάψουν δεσμό πριν περάσει ένας χρόνος από την Τελετή. Η επιμονή της είχε χαλάσει κάπως την ανάμνηση μιας τελετής που συνήθως τον έκανε να θυμάται μετά με αγάπη τη νεαρή γυναίκα την οποία είχε μυήσει. «Δε νομίζω ότι γνωρίζω την άλλη φίλη σου», είπε. Η κοπέλα φαινόταν λίγο μικρότερη από τις άλλες δύο. «Είμαι η Λοράβα, η αδερφή της Πορτούλα», είπε εκείνη. «Γνωριστήκαμε όταν ζευγάρωσα με κάποιον από την Πέμπτη Σπηλιά», είπε η Μαρόνα. «Ήρθαν να με επισκεφθούν». Στράφηκε στην Άυλα. «Σε χαιρετώ, Άυλα των Μαμουτόι». Η Άυλα σηκώθηκε για να ανταποδώσει το χαιρετισμό. Αν και κανονικά δε θα την ενοχλούσε, τώρα αισθανόταν κάπως άσχημα που χαιρετούσε για πρώτη φορά άγνωστες γυναίκες χωρίς να είναι ντυμένη. Τύλιξε το δέρμα που είχε χρησιμοποιήσει για να στεγνώσει γύρω της και κρέμασε ξανά στο λαιμό της το φυλαχτό της. «Σε χαιρρρετώ, Μαρρρόνα της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιγι», είπε με προφορά που έδειχνε αμέσως ότι ήταν ξένη. «Σε χαιρρρετώ, Πορρρτούλα της Πέμπτης Σπηλιάς, κι εσένα, αδερρρφή της, Λορρράβα». Η Λοράβα γέλασε με την παράξενη προφορά της και προσπάθησε να κρύψει την αντίδραση της, και ο Τζονταλάρ είχε την εντύπωση ότι η Μαρόνα είχε κάνει έναν ανεπαίσθητο περιφρονητικό μορφασμό. Τα φρύδια του ζάρωσαν ξανά. «Δεν ήθελα να σε χαιρετήσω μόνο, Άυλα», είπε η Μα-: ρόνα. «Δεν ξέρω αν το ανέφερε καθόλου ο Τζονταλάρ, αλλά, όπως ξέρεις πια, είχαμε δώσει Υπόσχεση πριν αποφασίσει εκείνος να φύγει για το μεγάλο Ταξίδι που έπρεπε ξαφνικά να κάνει. Και, όπως καταλαβαίνεις, η αναχώρησή του δε με ευχαρίστησε ιδιαίτερα». Ο Τζονταλάρ προσπαθούσε να βρει κάτι για να εμποδίσει αυτό που ήταν βέβαιος ότι θα γινόταν τώρα, ότι η Μαρόνα θ' άρχιζε να τον κακολογεί στην Άυλα, αλλά η Μαρόνα τον ξάφνιασε ξανά.

130

JEAN Μ . A U E L

«Αυτά όμως είναι περασμένα ξεχασμένα», συνέχισε. «Για να είμαι ειλικρινής, πριν έρθετε σήμερα, είχα χρόνια να τον σκεφτώ. Αλλά ίσως άλλοι να μην ξέχασαν και να θέλουν να μιλήσουν. Θέλησα να τους εμποδίσω, δείχνοντάς τους ότι δεν κρατάω κακία». Έδειξε τις φίλες της. «Πηγαίναμε στο δωμάτιο μου να ετοιμαστούμε για τη Γιορτή της Υποδοχής σας, απόψε, και σκεφτήκαμε ότι ίσως ήθελες να έρθεις μαζί μας», είπε στην Άυλα. «Θα είναι και η ξαδέρφη μου, η Βιλόπα. Τη θυμάσαι, Τζονταλάρ; Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να γνωρίσεις μερικές γυναίκες πριν αρχίσουν οι επίσημες συστάσεις απόψε»., Η Άυλα πρόσεξε ότι υπήρχε κάποια ένταση, ιδίως μεταξύ του Τζονταλάρ και της Μαρόνα, αλλά ήταν ευνόητο. Ο Τζονταλάρ είχε αναφέρει τη Μαρόνα και ότι είχαν σχεδόν δώσει Υπόσχεση πριν φύγει και η Άυλα μπορούσε να φανταστεί πώς θα αισθανόταν η ίδια σε παρόμοια περίπτωση. Αλλά η Μαρόνα είχε θίξει το ζήτημα χωρίς περιστροφές και η Άυλα ήθελε πραγματικά να γνωρίσει καλύτερα μερικές γυναίκες. Της έλειπαν οι φίλες. Όταν μεγάλωνε, δεν είχε γνωρίσει πολλές συνομήλικές της. Η Ούμπα, η πραγματική κόρη της Ίζα, ήταν σαν αδερφή της, αλλά η Ούμπα ήταν πολύ μικρότερη και, ενώ η Άυλα αγαπούσε όλες τις γυναίκες της φυλής του Μπρουν, υπήρχαν και διαφορές. Όσο κι αν προσπαθούσε να είναι καλή γυναίκα της Φυλής, της ήταν αδύνατο ν' αλλάξει μερικά πράγματα. Μόνο όταν πήγε να ζήσει με τους Μαμουτόι και γνώρισε την Ντίγκι κατάλαβε πόσο ευχάριστο ήταν να μπορεί να κουβεντιάζει με μια γυναίκα της ηλικίας της. Νοσταλγούσε την Ντίγκι, όπως και την Τόλι των Σαραμουντόι, που είχε γίνει γρήγορα μια φίλη που η Άυλα θα θυμόταν πάντα. «Ευχαριστώ. Ναι, θα ήθελα να έρθω μαζί σας», είπε. «Μόνο αυτά έχω να φορέσω», πρόσθεσε φορώντας βιαστικά τα απλά ρούχα της, «αλλά η Μαρτόνα και η Φολάρα θα με βοηθήσουν να φτιάξω μερικά ρούχα. Θα ήθελα να δω τι φοράτε εσείς». «Ίσως σου δώσουμε μερικά πράγματα, ως δώρο καλωσορίσματος», είπε η Μαρόνα. «Τζονταλάρ, θα πάρεις μαζί σου αυτό το δέρμα, σε παρακαλώ;» είπε η Άυλα.

ΤΑ ΠΈΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΎΓΙΑ

«Φυσικά», είπε εκείνος. Την έσφιξε για μια στιγμή πάνω του, χάιδεψε το μάγουλο της με το δικό του και την άφησε με τις τρεις γυναίκες. Τις παρακολούθησε να απομακρύνονται ανήσυχος. Αν και δεν είχε ζητήσει επίσημα από τη Μαρόνα να γίνει ταίρι του, πριν φύγει την είχε αφήσει να πιστέψει ότι θα ενώνονταν στη Γαμήλια Τελετή της επόμενης Θερινής Συνάθροισης κι εκείνη είχε αρχίσει να κάνει σχέδια. Σίγουρα θα είχε περάσει δύσκολες στιγμές. Όχι ότι την αγαπούσε τότε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν όμορφη. Οι περισσότεροι στις Θερινές Συναθροίσεις πίστευαν ότι ήταν η πιο ωραία και επιθυμητή. Και, παρ' όλο που ο ίδιος δε συμφωνούσε απόλυτα, σίγουρα η Μαρόνα είχε τον τρόπο της σε ό,τι αφορούσε το Δώρο της Ηδονής. Απλώς, δεν ήταν εκείνη που ποθούσε περισσότερο. Ωστόσο, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν τέλειο ζευγάρι κάι όλοι περίμεναν ότι θα επισημοποιούσαν το δεσμό. Ουσιαστικά το περίμενε κι ο ίδιος. Ήξερε ότι ήθελε να μοιραστεί μια εστία με μια γυναίκα και τα παιδιά της κάποια μέρα και, αφού δεν μπορούσε να έχει τη Ζολένα, εκείνη που ποθούσε πραγματικά, γιατί να μην ήταν η Μαρόνα; Δεν το είχε ομολογήσει πραγματικά ούτε στον εαυτό του, αλλά είχε νιώσει ανακούφιση όταν αποφάσισε να ακολουθήσει τον Τονολάν στο Ταξίδι. Τότε του είχε φανεί ο ευκολότερος τρόπος να ξεμπλέξει από κείνη. Ήταν βέβαιος ότι, όταν θα έφευγε, η Μαρόνα θα έβρισκε κάποιον άλλο. Είχε πει ότι είχε βρει, αλλά ότι η σχέση δεν είχε κρατήσει. Περίμενε ότι θα την έβρισκε σε μια εστία γεμάτη παιδιά. Αλλά εκείνη δεν είχε μιλήσει καθόλου για παιδιά. Ήταν πραγματικά παράξενο. Ο Τζονταλάρ δε φανταζόταν ότι θα την έβρισκε ελεύθερη όταν επέστρεφε. Ήταν ακόμα ωραία, αλλά είχε οξύθυμο χαρακτήρα και αρκετή κακία. Μπορούσε να αποδειχθεί πάρα πολύ μνησίκακη και εκδικητική. Παρακολούθησε ταραγμένος τις γυναίκες να κατευθύνονται προς την Ένατη Σπηλιά.

6

Ο

Λύκος είδε την Άυλα να προχωράει στο μονοπάτι με τις τρεις γυναίκες και όρμησε προς το μέρος της. Μόλις είδαν το μεγάλο σαρκοβόρο, η Λοράβα τσίριξε, η Πορτούλα έπνιξε μια κραυγή και αναζήτησε πανικόβλητη μέρος να κρυφτεί, ενώ η Μαρόνα έγινε κάτασπρη από το φόβο. Η Άυλα τις κοίταξε μόλις εμφανίστηκε ο Λύκος και, βλέποντας τις αντιδράσεις τους, του έκανε βιαστικά νόημα να σταματήσει. «Σταμάτα!» του είπε δυνατά, περισσότερο για χάρη των γυναικών παρά για να τον σταματήσει, αν και ο τόνος της φωνής της ενίσχυε το νόημα που του είχε κάνει. Ο Λύκος στάθηκε αμέσως και κοίταξε την Άυλα, περιμένοντας να του κάνει νόημα να πάει κοντά της. «Θέλετε να γνωρίσετε τον Λύκο;» είπε εκείνη και, βλέποντας ότι οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φοβούνται, πρόσθεσε: «Δε θα σας πειράξει». «Για ποιο λόγο να γνωρίσω ένα ζώο;» είπε η Μαρόνα. Ο τόνος της φωνής της έκανε την Άυλα να κοιτάξει πιο προσεχτικά τη γυναίκα με τα ανοιχτά ξανθά μαλλιά. Είδε το φόβο της, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν ανάμεικτος με αποστροφή, και με κάποια οργή. Ο φόβος ήταν κατανοητός, αλλά οι άλλες αντιδράσεις όχι. Σίγουρα δεν ήταν οι αντιδράσεις που προκαλούσε συνήθως η εμφάνιση του Λύκου. Οι άλλες δυο γυναίκες κοίταξαν τη Μαρόνα και τελικά έδειξαν ότι συμφωνούσαν μαζί της και ότι δεν είχαν διάθεση να δουν τον Λύκο να τις πλησιάζει. Η Άυλα είδε ότι και ο Λύκος είχε γίνει πιο επιφυλακτικός. Κάτι νιώθει κι εκείνος, είπε μέσα της. «Πήγαινε στον Τζονταλάρ», του είπε κάνοντάς του νόημα να φύγει. Το ζώο δίστασε, την κοίταξε προσεχτικά και μετά απομακρύνθηκε, ενώ εκείνη στρεφόταν από την άλλη μεριά για να συνεχίσει το δρόμο της προς την Ένατη Σπηλιά με τις τρεις γυναίκες.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

133

Στο μονοπάτι συνάντησαν αρκετό κόσμο και όλοι αντιδρούσαν παράξενα μόλις την έβλεπαν με τις τρεις γυναίκες. Μερικοί χαμογελούσαν σκεφτικοί· άλλοι φαίνονταν ξαφνιασμένοι, ακόμα και θορυβημένοι. Μόνο τα μικρά παιδιά έδειχναν ότι αδιαφορούσαν. Η Άυλα τα πρόσεξε όλ' αυτά και άρχισε να νιώθει κάποια νευρικότητα. Μελέτησε τη Μαρόνα και τις άλλες χρησιμοποιώντας την τεχνική των γυναικών της Φυλής, δηλαδή χωρίς να το προσέξει κανείς. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει πιο αόρατος από μια γυναίκα της Φυλής. Ήξεραν να εξαφανίζονται στο περιθώριο και να δίνουν την εντύπωση ότι δεν πρόσεχαν τίποτα γύρω τους, αλλά ήταν εντύπωση εντελώς παραπλανητική. Από πολύ μικρά ακόμα, τα κορίτσια διδάσκονταν να μην κοιτάνε ποτέ κατάματα έναν άντρα και να είναι εξαιρετικά διακριτικά. Ωστόσο όφειλαν να αντιλαμβάνονται πότε τα χρειαζόταν κάποιος, ή έστω τα πρόσεχε. Έτσι, οι γυναίκες της Φυλής μάθαιναν να παρατηρούν με μεγάλη ακρίβεια - με μια φευγαλέα ματιά να συνάγουν σημαντικές πληροφορίες από τη στάση, την κίνηση, την έκφραση ενός άντρα. Και, τελικά, τους διέφευγαν πολύ λίγα πράγματα. Η Άυλα δεν ήταν λιγότερο ικανή από τις άλλες, αν και δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε κληρονομήσει αυτή την ικανότητα από τα χρόνια που είχε ζήσει με τη Φυλή όπως είχε συνειδητοποιήσει την ικανότητά της να διαβάζει τη γλώσσα του σώματος. Οι παρατηρήσεις της τώρα την έθεσαν σε επιφυλακή και την υποχρέωσαν να σκεφτεί ξανά τι κίνητρα θα μπορούσε να έχει η Μαρόνα. Ωστόσο, δεν ήθελε να βγάλει βιαστικά συμπεράσματα. Όταν έφτασαν στη Σπηλιά, κατευθύνθηκαν προς μια διαφορετική περιοχή της και μπήκαν σε , μια μεγάλη κατοικία κοντά στο κέντρο του τεράστιου χώρου. Η Μαρόνα τις οδήγησε μέσα κι εκεί τις υποδέχτηκε μια άλλη γυναίκα, που φαινόταν ότι τις περίμενε. «Άυλα, να σου γνωρίσω την ξαδέρφη μου, τη Βιλόπα», είπε η Μαρόνα καθώς προχωρούσαν από το κεντρικό δωμάτιο σ' ένα μικρότερο. «Βιλόπα, αυτή είναι η Άυλα». «Σε χαιρετώ», είπε η Βιλόπα. Μετά τις μάλλον τυπικές συστάσεις που είχαν γίνει με όλους τους συγγενείς του Τζονταλάρ, αυτή η χωρίς καμιά ε-

134

JEAN Μ . A U E L

πισημότητα και σοβαρότητα παρουσίαση της στην ξαδέρφη της Μαρόνα, χωρίς καν ένα καλωσόρισμα, αν και ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ' αυτή την κατοικία, φάνηκε στην Άυλα παράξενη. Δεν ταίριαζε καθόλου με τη συμπεριφορά που είχε μάθει να περιμένει από τους Ζελαντόνιι. «Σε χαιρρρετώ, Βιλόπα», είπε. «Αυτή η κατοικία είναι δική σου;» Η Βιλόπα ξαφνιάστηκε από την παράξενη προφορά. Ήταν τόσο λίγο συνηθισμένη ν' ακούει γλώσσες διαφορετικές από τη δική της, που σχεδόν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι έλεγε η νεοφερμένη. «Όχι», είπε η Μαρόνα. «Είναι η κατοικία του αδερφού μου και της συντρόφου του και των τριών παιδιών τους. Η Βιλόπα κι εγώ μένουμε μαζί τους. Μοιραζόμαστε αυτό το δωμάτιο». Η Άυλα κοίταξε γύρω της. Η κατοικία, όπως και της Μαρτόνα, ήταν χωρισμένη με δερμάτινα παραπετάσματα. «Ετοιμαζόμαστε να χτενιστούμε και να βαφτούμε γι' απόψε», είπε η Πορτούλα. Κοίταξε τη Μαρόνα και χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο έσβησε όταν κοίταξε ξανά την Άυλα. «Σκεφτήκαμε ότι ίσως ήθελες να ετοιμαστείς κι εσύ μαζί μας». «Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Θα ήθελα να δω τι κάνετε», είπε η Άυλα. «Δεν ξέρω τις συνήθειες των Ζελαντόνιι. Η φίλη μου, η Ντίγκι, χτένιζε μερικές φορές τα μαλλιά μου, αλλά είναι Μαμουτόι και ζει πολύ μακριά από δω. Ξέρω ότι δε θα την ξαναδώ και μου λείπει. Μου αρέσει να έχω φίλες». Η Πορτούλα ξαφνιάστηκε και συγκινήθηκε από την ειλικρινή και φιλική απάντηση. Χάρισε στην Άυλα ένα ζεστό χαμόγελο. «Αφού η γιορτή γίνεται για να σε καλωσορίσουμε», είπε η Μαρόνα, «σκεφτήκαμε να σου δώσουμε κάτι να φορέσεις. Παρακάλεσα την ξαδέρφη μου να μαζέψει μερικά πράγματα για να τα δοκιμάσεις». Κοίταξε τα ρούχα που ήταν απλωμένα ολόγυρα. «Βιλόπα, έκανες πολύ καλή επιλογή!» Η Λοράβα χαχάνισε. Η Πορτούλα έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Η Άυλα πρόσεξε ότι τα περισσότερα ρούχα ήταν κυρίως παντελόνια και μακρυμάνικα πουκάμισα ή χιτώνια. Έπειτα κοίταξε τα ρούχα που φορούσαν οι τέσσερις γυναίκες.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

135

Η Βιλόπα, που φαινόταν μεγαλύτερη από τη Μαρόνα, ήταν ντυμε'νη με μια φορεσιά όμοια με αυτε'ς που ήταν απλωμένες ολόγυρα, και αρκετά φαρδιά. Η Λοράβα, που ήταν μάλλον νεότερη, φορούσε ένα κοντό δερμάτινο χιτώνιο χωρίς μανίκια, με ζώνη γύρω από τη μέση της. Η Πορτούλα, που ήταν αρκετά παχουλή, φορούσε κανονική φούστα, φτιαγμένη από φυτικές ίνες, και ένα φαρδύ πουκάμισο με μακριά κρόσσια, που κατέβαιναν μέχρι πάνω από τη φούστα. Η Μαρόνα, αδύνατη αλλά καλοφτιαγμένη, φορούσε ένα πολύ κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, ανοιχτό μπροστά, πλούσια διακοσμημένο με χάντρες και φτερά, με κοκκινωπά κρόσσια που έφταναν λίγο κάτω από τη μέση της, και ένα κοντό περίζωμα, παρόμοιο μ' εκείνο που φορούσε η Άυλα στις πιο ζεστές μέρες του Ταξιδιού. Ο Τζονταλάρ της είχε δείξει πώς να παίρνει ένα τετράγωνο κομμάτι απαλού δέρματος, να το ανεβάζει ανάμεσα στα πόδια της και να το δένει στη μέση της μ' ένα λουρί. Έτσι που κρέμονταν οι άκρες του μπροστά και πίσω σχημάτιζαν κάτι που έμοιαζε με κοντή φούστα. Η Άυλα πρόσεξε ότι της Μαρόνα είχε κρόσσια και μπροστά και πίσω. Στα πλάγια η κοντή φούστα ήταν σκιστή και αποκάλυπτε τα μακριά, γυμνά, καλοφτιαγμένα πόδια της. Ήταν δεμένη χαμηλά, λίγο πάνω από τους γοφούς της, έτσι που τα κρόσσια μπροστά και πίσω τινάζονταν όταν βάδιζε. Η Άυλα έκρινε ότι αυτά τα ρούχα τής έρχονταν λίγο μικρά, σαν να ήταν φτιαγμένα για κοριτσάκι και όχι για κανονική γυναίκα. Ωστόσο, ήταν βέβαιη ότι η Μαρόνα, με τα ανοιχτά ξανθά μαλλιά, ντυνόταν με σχολαστική φροντίδα. «Εμπρός, διάλεξε κάτι», είπε η Μαρόνα, «και μετά θα φτιάξουμε τα μαλλιά σου. Θέλουμε να είναι ξεχωριστή για σένα αυτή η νύχτα». «Όλ' αυτά τα πράγματα μου φαίνονται πολύ μεγάλα και βαριά», είπε η Άυλα. «Δε θα είναι πολύ ζεστά;» «Τη νύχτα κάνει ψύχρα», είπε η Βιλόπα, «κι αυτά τα ρούχα φοριούνται φαρδιά. Έτσι». Σήκωσε τους ώμους της και της έδειξε πόσο φαρδύ ήταν το πουκάμισο της. «Ορίστε, δοκίμασε αυτό εδώ», είπε η Μαρόνα διαλέγοντας ένα χιτώνιο. «Θα σου δείξουμε πώς πρέπει να το φοράς». Η Άυλα έβγαλε το χιτώνιο της κι έπειτα το πουγκί με το φυλαχτό που κρεμόταν στο λαιμό της· το ακούμπησε σ' ένα

136

JEAN Μ . A U E L

ράφι και άφησε τις γυναίκες να περάσουν το άλλο χιτώνιο από το κεφάλι της. Αν και ήταν ψηλότερη και από τις τέσσερις, το ρούχο κατέβηκε ως τα γόνατα της και τα μακριά μανίκια έκρυψαν τις άκρες των δαχτύλων της. «Είναι πολύ μεγάλο», είπε. Δεν έβλεπε τη Λοράβα, αλλά άκουσε πίσω της έναν πνιχτό ήχο. «Όχι», είπε με πλατύ χαμόγελο η Βιλόπα. «Απλώς χρειάζεσαι μια ζώνη, και τα μανίκια πρέπει να σηκώνονται. Όπως τα δικά μου. Πορτούλα, φέρε εκείνη τη ζώνη, να της δείξω». Η παχουλή γυναίκα έφερε μια ζώνη, αλλά δε χαμογελούσε πια, σε αντίθεση με τη Μαρόνα και την ξαδέρφη της, που χαμογελούσαν υπερβολικά. Η Μαρόνα πήρε τη ζώνη και την έδεσε στη μέση της Άυλα. «Τη δένεις χαμηλά, γύρω από τους γοφούς σου, και αφήνεις το ρούχο να πέσει πάνω της και τα κρόσσια να χορεύουν ελεύθερα. Βλέπεις;» Η Άυλα εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα ρούχα τής έπεφταν υπερβολικά μεγάλα. «Όχι, δε νομίζω ότι μου πηγαίνει. Κοίτα κι αυτό το παντελόνι», είπε. Σήκωσε εκείνο που βρισκόταν πλάι στο χιτώνιο και το κράτησε μπροστά της. «Η μέση ανεβαίνει πολύ ψηλά». Έβγαλε το χιτώνιο. «Έχεις δίκιο», είπε η Μαρόνα. «Δοκίμασε κάτι άλλο». Πήραν μια άλλη φορεσιά, λίγο μικρότερη και πολύ περίτεχνα στολισμένη με χάντρες από χαυλιόδοντα μαμούθ και κοχύλια. «Αυτό το χιτώνιο είναι πολύ ωραίο», είπε η Άυλα. «Σχεδόν υπερβολικά...» Η Λοράβα ρουθούνισε αλλόκοτα και η Άυλα στράφηκε να την κοιτάξει, αλλά εκείνη είχε το πρόσωπο της στραμμένο αλλού. «...αλλά είναι πολύ βαρύ και επίσης μεγάλο», συνέχισε η Άυλα βγάζοντας το δεύτερο χιτώνιο. «Φαντάζομαι ότι το βρίσκεις πολύ μεγάλο επειδή δεν είσαι συνηθισμένη στο ντύσιμο των Ζελαντόνιι», είπε η Μαρόνα ζαρώνοντας τα φρύδια της. Έπειτα το πρόσωπο της φωτίστηκε ξανά. «Αλλά ίσως έχεις δίκιο. Περίμενε. Νομίζω ότι ξέρω κάτι που θα σου έρχεται τέλεια και είναι ολοκαίνουριο». Εγκατέλειψε το δωμάτιο του ύπνου για να πάει σε κάποιο άλλο μέρος της κατοικίας. Σε λίγο γύρισε κρατώντας μια άλλη φορεσιά.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

137

Αυτά τα ρούχα ήταν πολύ μικρότερα και πιο ελαφριά. Η Άυλα τα δοκίμασε. Το στενό παντελόνι κατέβαινε ως τη μέση της γάμπας της, αλλά της ερχόταν ικανοποιητικά στη μέση, όπου μπορούσε να το δένει μ' ένα γερό, εύκαμπτο λουρί. Από πάνω φόρεσε ένα χιτώνιο χωρίς μανίκια, με βαθύ κόψιμο μπροστά, δεμένο με λεπτά δερμάτινα κορδόνια. Της έπεφτε λίγο μικρό και δεν μπορούσε να δέσει κανονικά τα κορδόνια, αλλά, όταν έμεναν χαλαρά, το σύνολο δεν ήταν άσχημο. Σε αντίθεση με τις άλλες φορεσιές, αυτή εδώ ήταν πολύ απλή, χωρίς στολίδια, φτιαγμένη από πολύ ελαφρύ δέρμα, που της έδινε μια ευχάριστη αίσθηση. «Είναι πολύ άνετο», είπε η Άυλα. «Και έχω ακριβώς ό,τι χρειάζεται για να το τονίσει», είπε η Μαρόνα δείχνοντάς της μια ζώνη πλεγμένη από διάφορες χρωματισμένες φυτικές ίνες που σχημάτιζαν ένα περίπλοκο σχέδιο. «Είναι πολύ όμορφα φτιαγμένη», είπε η Άυλα ενώ την έδενε η Μαρόνα στη μέση της. Η φορεσιά την ικανοποιούσε. «Μου κάνει», είπε. «Σας ευχαριστώ για το δώρο σας». Φόρεσε το φυλαχτό της και δίπλωσε τα άλλα ρούχα της. Η Λοράβα έβηξε και πνίγηκε. «Θα πιω λίγο νερό», είπε και εγκατέλειψε βιαστικά το δωμάτιο. «Τώρα πρέπει να μ' αφήσεις να φτιάξω τα μαλλιά σου», είπε η Βιλόπα συνεχίζοντας να χαμογελάει πλατιά. «Κι εγώ θα σε βάψω όταν τελειώσω με την Πορτούλα», είπε η Μαρόνα. «Κι εσυ, Βιλόπα, είπες ότι θα μου έφτιαχνες τα μαλλιά», είπε η Πορτούλα. «Και τα δικά μου!» είπε η Λοράβα από την πόρτα. «Αν σου πέρασε ο βήχας», είπε η Μαρόνα κοιτώντας αυστηρά την κοπέλα. Ενώ η Βιλόπα ασχολούνταν με τα μαλλιά της, η Άυλα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη Μαρόνα που έβαφε τα πρόσωπα των άλλων δύο γυναικών. Χρησιμοποιούσε στερεοποιημένα λύτη ανακατεμένα με κόκκινη και κίτρινη ώχρα, που πρόσθετε χρώμα στο στόμα, στα μάγουλα και στο μέτωπο, και με μαύρο κάρβουνο, που τόνιζε τα μάτια. Έπειτα η Μαρόνα χρησιμοποίησε πιο ισχυρές αποχρώσεις των ίδιων χρωμάτων για να σχεδιάσει προσεχτικά κηλίδες, καμπύλες

138

JEAN Μ . A U E L

γραμμές και διάφορα άλλα σχέδια, που θύμισαν στην Άυλα τα τατουάζ που είχε δει σε μερικούς ανθρώπους. «Τώρα θα βάψω το δικό σου πρόσωπο», είπε η Μαρόνα. «Νομίζω πως η Βιλόπα τέλειωσε με τα μαλλιά σου». «Βεβαίως!» είπε η Βιλόπα. «Άφησε τη Μαρόνα να σε βάψει». Τα πρόσωπα των γυναικών ήταν ενδιαφέροντα, αλλά η ιδέα προκαλούσε αμηχανία στην Άυλα. Στης Μαρτόνα οι γυναίκες είχαν ένα εξαιρετικά διακριτικό βάψιμο, που ήταν πραγματικά ευχάριστο, αλλά δεν ήταν βέβαιη ότι της άρεσε το βάψιμο που χρησιμοποιούσαν αυτές οι τέσσερις. Της φαινόταν κάπως υπερβολικό. «Όχι... δε νομίζω», είπε. «Μα πρέπει!» Η Λοράβα φαινόταν απελπισμένη. «Όλες βάφονται», είπε η Μαρόνα. «Θα είσαι η μόνη άβαφτη». «Έλα! Άφησε τη Μαρόνα να σε βάψει! Όλες βαφόμαστε», είπε η Βιλόπα. «Πρέπει», την πίεσε η Λοράβα. «Όλες ζητάνε από τη Μαρόνα να τις βάψει. Είσαι τυχερή που σου κάνει τη χάρη». Η πίεσή τους την έκανε να θέλει ακόμα περισσότερο να αρνηθεί. Η Μαρτόνα δεν είχε αναφέρει καθόλου το βάψιμο. Και ήθελε να προχωρήσει αργά, να μην υιοθετήσει αναγκαστικά συνήθειες που δεν της ήταν γνώριμες. «Όχι αυτή τη φορά. Ίσως κάποια άλλη», είπε. «Έλα τώρα! Μην τα χαλάς όλα!» είπε η Λοράβα. «Όχι. Δε θέλω να βαφτώ», είπε η Άυλα με τόση αποφασιστικότητα, που σταμάτησαν να την πιέζουν. Τις παρακολούθησε να χτενίζουν η μία την άλλη φτιάχνοντας περίτεχνες πλεξούδες και κότσους, καρφώνοντας στα μαλλιά τους στολισμένα χτένια και περόνες. Στο τέλος πρόσθεσαν τα κοσμήματα. Η Άυλα δεν είχε προσέξει τις τρυπούλες σε διάφορα σημεία του προσώπου τους, ώσπου τις είδε να φορούν σκουλαρίκια, μικρά κοσμήματα στις μύτες, στα μάγουλα και στο κάτω χείλος τους. Τώρα έβλεπε ότι μερικά στοιχεία του βαψίματος αποσκοπούσαν στο να τονίσουν αυτά τα στολίδια. «Εσύ δεν έχεις τρύπες;» ρώτησε η Λοράβα. «Πρέπει να φτιάξεις. Κρίμα που δεν μπορούμε να το κάνουμε τώρα». Η Άυλα δεν ήταν βέβαιη αν ήθελε να τρυπηθεί. Ίσως

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

139

μόνο στ' αυτιά, για να φορέσει τα σκουλαρίκια που είχε φέρει μαζί της, τόσο μακριά από τον τόπο της Θερινής Συνάθροισης των Κυνηγών των Μαμούθ. Παρακολούθησε τις γυναίκες να περνούν χάντρες και κοσμήματα στο λαιμό τους και βραχιόλια στα χέρια τους. Πρόσεξε ότι κάπου κάπου κοιτούσαν σε κάτι κρυμμένο πίσω από ένα χώρισμα. Τελικά, όταν πια βαρέθηκε κάπως να παρακολουθεί αυτή την ιεροτελεστία, σηκώθηκε και πήγε να δει. Άκουσε τη Λοράβα να πνίγει μια φωνή όταν είδε το μαυρισμένο και γυαλισμένο ξύλο, που ήταν παρόμοιο μ' εκείνο που υπήρχε στην κατοικία της Μαρτόνα. Κοιτάχτηκε. Δεν ευχαριστήθηκε καθόλου μ' αυτό που αντίκρισε. Τα μαλλιά της ήταν περίτεχνα φτιαγμένα, ωστόσο οι πλεξούδες και οι μικροί κότσοι έδιναν μια εντύπωση παράταιρη, σαν να μην είχαν την ευχάριστα συμμετρική διάταξη που είχαν στα κεφάλια των άλλων γυναικών. Είδε τη Μαρόνα και τη Βιλόπα να ανταλλάσσουν ένα βλέμμα και μετά να στρέφουν αλλού το πρόσωπο τους. Όταν προσπάθησε να κοιτάξει κάποια κατάματα, εκείνες απέφυγαν το βλέμμα της. Κάτι παράξενο συνέβαινε, κάτι που δεν της άρεσε καθόλου. Και οπωσδήποτε δεν της άρεσε καθόλου το χτένισμα που της είχαν κάνει. «Νομίζω ότι θ' αφήσω τα μαλλιά μου ελεύθερα», δήλωσε και άρχισε να βγάζει τα χτένια και τις περόνες. «Στον Τζονταλάρ αρέσουν περισσότερο έτσι». Όταν απαλλάχθηκε από τα πάντα, πήρε τη χτένα και έστρωσε απαλά τα ελεύθερα, πυκνά, σκουρόξανθα φρεσκολουσμένα μαλλιά της. Φόρεσε ξανά το φυλαχτό της -πάντα το φορούσε, αν και μερικές φορές κάτω από τα ρούχα της- και μετά κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη. Ίσως κάποια μέρα να μάθαινε να φτιάχνει μόνη της πιο περίπλοκα χτενίσματα, αλλά προς το παρόν της άρεσε περισσότερο να βλέπει τα μαλλιά της να έχουν το φυσικό σχήμα τους. Κοίταξε τη Βιλόπα και αναρωτήθηκε πώς δεν είχαν προσέξει εκείνες πόσο αφύσικα ήταν χτενισμένη. Κοίταξε στον καθρέφτη το δερμάτινο φυλαχτό και προσπάθησε να το δει όπως θα το έβλεπε κάποιος άλλος. Ήταν φουσκωμένο από τα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα και το χρώμα του ήταν τώρα πολύ πιο σκούρο, από τον ιδρώτα και τη χρήση. Το μικρό κεντημένο πουγκί προοριζόταν αρ-

140

JEAN Μ . A U E L

χικά για υλικά ραπτικής. Τώρα δεν υπήρχε σχεδόν κανένα από τα φτερά που στόλιζαν τη στρογγυλή βάση του, αλλά οι χάντρες βρίσκονταν ακόμα στη θέση τους και πρόσθεταν κάτι ενδιαφέρον στο απλό δερμάτινο χιτώνιο. Αποφάσισε να το αφήσει να φαίνεται. Θυμήθηκε ότι ήταν η φίλη της η Ντίγκι που την είχε πείσει να χρησιμοποιήσει αυτό το πουγκί για το φυλαχτό της όταν είχε δει εκείνο που χρησιμοποιούσε τότε. Τώρα ήταν παλιό και φθαρμένο. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να το αντικαταστήσει με ένα καινούριο, αλλά αυτό δε θα το πετούσε. Ήταν συνδεδεμένο με πάρα πολλές αναμνήσεις. Άκουγε κίνηση έξω και ταυτόχρονα είχε βαρεθεί πια να παρακολουθεί τις γυναίκες να προσθέτουν ασήμαντες τελικές πινελιές στο πρόσωπο τους, χωρίς αισθητό αποτέλεσμα, τουλάχιστον για τα δικά της μάτια. Τελικά κάποιος έξυσε το παραπέτασμα της εισόδου. «Όλοι περιμένουν την Άυλα», φώναξε κάποια. Η φωνή έμοιαζε με της Φολάρα. «Πες τους ότι θα έρθει σύντομα», απάντησε η Μαρόνα. «Άυλα, είσαι βέβαιη ότι δε θέλεις να με αφήσεις να σε βάψω λιγάκι; Στο κάτω κάτω, η γιορτή γίνεται για σένα». «Όχι, δε θέλω. Πραγματικά». «Ωραία, αφού σε περιμένουν, καλύτερα να πας. Εμείς θα έρθουμε σε λίγο», είπε η Μαρόνα. «Ακόμα δεν ντυθήκαμε». «Εντάξει», είπε η Άυλα, ευχαριστημένη που της δινόταν μια δικαιολογία για να φύγει. Είχαν μείνει εκεί πάρα πολλή ώρα. «Ευχαριστώ για τα δώρα σας», θυμήθηκε να πει. «Τα ρούχα είναι πραγματικά άνετα». Πήρε το παλιό χιτώνιο και το κοντό παντελόνι της και έφυγε. Δεν είδε κανέναν έξω. Η Φολάρα είχε φύγει ξανά χωρίς να την περιμένει. Η Άυλα πήγε βιαστικά στην κατοικία της Μαρτόνα και άφησε τα παλιά της ρούχα ακριβώς μέσα από την είσοδο. Έπειτα κατευθύνθηκε προς το πλήθος που είχε δει έξω, πέρα από τη σκιά της προεξοχής που προστάτευε τις κατοικίες που φώλιαζαν από κάτω. Μόλις βγήκε στο φως του απογευματινού ήλιου, που είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση, μερικοί την πρόσεξαν και σταμάτησαν να μιλάνε για να την κοιτάξουν, με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα την πρόσεξαν κι άλλοι και άρχισαν να σπρώχνουν τους διπλανούς τους, για να τη δουν κι εκείνοι.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

141

Η Άυλα επιβράδυνε το βήμα της και μετά στάθηκε. Κοίταξε με τη σειρά της τον κόσμο που την κοιτούσε. Σύντομα οι συζητήσεις σταμάτησαν. Ξαφνικά, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε ένα πνιχτό γέλιο. Έπειτα κι άλλος γέλασε και μετά κι άλλος. Σύντομα γελούσαν όλοι. Γιατί; Γελούσαν μ' εκείνη; Συνέβαινε τίποτα; Η Άυλα κοκκίνισε από την αμηχανία. Είχε κάνει κανένα φοβερό σφάλμα; Κοίταξε γύρω της. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί. Είδε τον Τζονταλάρ να την πλησιάζει βιαστικά, με πρόσωπο συννεφιασμένο από την οργή. Η Μαρτόνα πλησίαζε επίσης, αλλά από διαφορετική κατεύθυνση. «Τζονταλάρ!» του φώναξε μόλις πλησίασε. «Γιατί γελούν μαζί μου; Τι συμβαίνει; Τι έκανα;» Χωρίς να το καταλάβει, μιλούσε στη γλώσσα των Μαμουτόι. «Φοράς αντρικά εσώρουχα. Τη ζώνη σου τη φορούν οι νεαροί όταν μπαίνουν στην εφηβεία, για να δείξουν στον κόσμο ότι είναι έτοιμοι για την ντόνιι τους», είπε ο Τζονταλάρ στην ίδια γλώσσα. Ήταν έξαλλος που η Άυλα είχε γίνει αντικείμενο αυτού του σκληρού αστείου την πρώτη κιόλας μέρα που είχε έρθει στην Ένατη Σπηλιά. «Πού βρήκες αυτά τα ρούχα;» τη ρώτησε η Μαρτόνα, όταν έφτασε κοντά τους. «Η Μαρόνα», είπε ο Τζονταλάρ. «Όταν ήμαστε στον Ποταμό, ήρθε και είπε στην Άυλα ότι ήθελε να τη βοηθήσει να ντυθεί για την αποψινή γιορτή. Έπρεπε να καταλάβω ότι είχε κάποια αθλιότητα στο μυαλό της». Στράφηκαν όλοι και κοίταξαν προς την κατοικία του αδερφού της Μαρόνα. Ακριβώς στην αρχή της σκιάς που έριχνε η τεράστια προεξοχή στέκονταν οι τέσσερις γυναίκες. Γερμένες η μία πάνω στην άλλη γελούσαν σε βάρος της γυναίκας που είχαν κοροϊδέψει και την είχαν πείσει να φορέσει ρούχα αγορίστικα. Από τα γέλια δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά τους διαλύοντας τη βαφή και σχηματίζοντας κόκκινα και μαύρα ρυάκια. Η Άυλα είδε ότι χαίρονταν πραγματικά με την ταπείνωσή της. Ένιωσε την οργή να ξυπνά μέσα της. Αυτό ήταν το δώρο που ήθελαν να της κάνουν για να την καλωσορίσουν; Ήθελαν να γελάσουν όλοι σε βάρος της; Κατάλαβε πια ότι όλα τα ρούχα που της είχαν δείξει δεν ήταν κατάλληλα για

142

JEAN Μ . A U E L

γυναίκες αλλά για άντρες. Αλλά δεν ήταν μόνο τα ρούχα. Γιατί είχαν χτενίσει με τόσο παράξενο τρόπο τα μαλλιά της; Για να προκαλέσουν περισσότερα γέλια; Και είχαν σχεδιάσει να της βάψουν το πρόσωπο για να τη γελοιοποιήσουν ακόμα περισσότερο; Πάντα της άρεσε να γελά. Όταν ζούσε με τη Φυλή, ήταν η μόνη που γελούσε από χαρά, ώσπου γεννήθηκε ο γιος της. Όταν τα μέλη της Φυλής έκαναν ένα μορφασμό που έμοιαζε με χαμόγελο, δεν ήταν σημάδι χαράς αλλά νευρικότητας, ακόμα και φόβου- ίσως και να υποδήλωνε κάποια απειλητική πρόθεση. Ο γιος της ήταν το μοναδικό μωρό που χαμογελούσε και γελούσε όπως εκείνη, και, παρ' όλο που προκαλούσαν αμηχανία στους άλλους, η ίδια λάτρευε τα μωρουδίστικα χαχανητά του. Όταν ζούσε στην κοιλάδα, γελούσε με τα καμώματα της Ουίνι και του Μωρού όταν ήταν μικρά. Το χαμόγελο του Τζονταλάρ και το σπάνιο ασυγκράτητο γέλιο του έδειχναν ότι επιτέλους είχε βρει στο πρόσωπο του το αντίστοιχο της, και τον είχε αγαπήσει γι' αυτό ακόμα περισσότερο. Και το ζεστό χαμόγελο του Τάλουτ ήταν που την είχε πείσει να επισκεφθεί τον Καταυλισμό του Λιονταριού όταν πρωτοσυναντήθηκαν. Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους όταν ταξίδευαν και είχε γελάσει μαζί τους πολλές φορές, αλλά κανείς ως τώρα δεν είχε γελάσει σε βάρος της. Δεν είχε μάθει ποτέ ότι ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς το γέλιο για να πληγώσει κάποιον άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που το γέλιο τής προκαλούσε πόνο και όχι χαρά. Και η Μαρτόνα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με το άσχημο αστείο που είχαν σκαρώσει στην επισκέπτρια και φιλοξενούμενη της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι. Την είχε φέρει ο γιος της για να την κάνει σύντροφο του και μέλος της Σπηλιάς. «Έλα μαζί μου», της είπε. «Πάμε να σου βρω να φορέσεις κάτι πιο κατάλληλο. Κάτι θα μπορέσουμε να βρούμε». «Ίσως κάτι δικό μου», είπε η Φολάρα. Είχε δει το επεισόδιο και είχε έρθει να βοηθήσει την Άυλα. Η Άυλα ξεκίνησε να τις ακολουθήσει, αλλά στάθηκε ξανά. «Όχι», είπε. Αυτές οι γυναίκες τής είχαν δώσει λάθος ρούχα σαν «δώρο καλωσορίσματος», επειδή ήθελαν να την κάνουν να

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

143

φανεί ξένη, διαφορετική, να αποδείξουν ότι δεν είχε θέση εδώ. Ωραία, κι εκείνη τις είχε ευχαριστήσει και ήταν αποφασισμένη να τα φορέσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε τέτοια βλέμματα. Πάντα ήταν διαφορετική, πάντα ήταν άσχημη, αλλόκοτη ανάμεσα στα μέλη της Φυλής. Δεν είχαν γελάσει ποτέ σε βάρος της -δεν ήξεραν πώς-, αλλά πάντα αντιμετώπιζε τέτοια βλέμματα όταν πήγαινε στη Συνάθροιση της Φυλής. Αφού είχε κατορθώσει να αντέξει το γεγονός ότι ήταν η μόνη διαφορετική, η αταίριαστη, η μόνη που δεν ανήκε πραγματικά στη Φυλή όταν πήγαινε στις Συναθροίσεις, μπορούσε κάλλιστα να αντέξει και τα βλέμματα των Ζελαντόνιι. Τουλάχιστον ήταν όμοιοι της. Η Άυλα ίσιωσε την πλάτη της, έσφιξε τα χείλη της, τέντωσε το πιγούνι της μαχητικά και αγριοκοίταξε εκείνους που την περιγελούσαν. «Μαρτόνα, σ' ευχαριστώ. Κι εσένα, Φολάρα. Αλλά τα ρούχα είναι μια χαρά. Μου δόθηκαν σαν δώρο καλωσορίσματος. Θα ήταν αγένεια να τα περιφρονήσω». Κοίταξε πίσω της και είδε ότι η Μαρόνα και οι άλλες είχαν χαθεί. Είχαν γυρίσει στο δωμάτιο της Μαρόνα. Η Άυλα στράφηκε να αντιμετωπίσει εκείνους που είχαν μαζευτεί για τη γιορτή και προχώρησε προς το μέρος τους. Η Μαρτόνα και η Φολάρα κοίταξαν τον Τζονταλάρ άναυδες, αλλά εκείνος περιορίστηκε να ανασηκώσει τους ώμους και να τους κάνει νόημα ν' αφήσουν την Άυλα να κάνει ό,τι ήθελε. Καθώς προχωρούσε, η Άυλα έπιασε με την άκρη του ματιού της μια γνώριμη κίνηση. Ο Λύκος είχε εμφανιστεί στην αρχή του μονοπατιού και έτρεχε προς το μέρος της. 'Οταν έφτασε κοντά της, εκείνη του έκανε νόημα. Αμέσως πήδησε και ακούμπησε τα μπροστινά του πόδια στους ώμους της, έπειτα έγλειψε το λαιμό της και τον δάγκωσε απαλά. Η Άυλα του έκανε νόημα να κατέβει και έπειτα του έδειξε ότι έπρεπε να την ακολουθήσει από κοντά, όπως του είχε μάθει να κάνει στη Θερινή Συνάθροιση των Μαμουτόι. Καθώς κινούνταν ανάμεσα στον κόσμο, το βάδισμά της, η αποφασιστικότητά της, το επιθετικό βλέμμα με το οποίο κοιτούσε όποιους γελούσαν, καθώς και κάτι στο βάδισμα του Λύκου που την ακολουθούσε, τους έκαναν όλους να σωπάσουν. Σύντομα κανείς δεν ένιωθε πια τη διάθεση να γελάσει.

144

JEAN Μ . A U E L

Πλησίασε μια ομάδα ανθρώπων που είχε γνωρίσει πιο πριν. Ο Βίλαμαρ, ο Τζοχαράν και η Ζελαντόνι τη χαιρέτησαν. Έκανε μεταβολή και είδε τον Τζονταλάρ πίσω της, μαζί με τη Μαρτόνα και τη Φολάρα. «Ακόμα δεν τους γνώρισα όλους. Θα με συστήσεις, σε παρακαλώ;» του είπε. Ο Τζοχαράν πρόλαβε τον αδερφό του. «Άυλα των Μαμουτόι, Μέλος της Κοινότητας του Λιονταριού, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ, Εκλεκτή του Πνεύματος του Λιονταριού των Σπηλαίων, Προστατευόμενη του Πνεύματος της Αρκούδας των Σπηλαίων... και Φίλη δύο αλόγων και ενός λύκου, να σου γνωρίσω τη σύντροφο μου, την Προλέβα, της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, Κόρη της...» Ο Βίλαμαρ χαμογέλασε ακούγοντας όλες αυτές τις επίσημες συστάσεις που γίνονταν μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας και φίλων, αλλά το χαμόγελο του ήταν κάθε άλλο παρά προσβλητικό. Η Μαρτόνα, που η έκπληξή της μεγάλωνε ολοένα, άρχισε να παρατηρεί με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον τη νεαρή γυναίκα που ο γιος της είχε φέρει στην κατοικία τους. Συνάντησε το βλέμμα της Ζελαντόνι και κοιτάχτηκαν με νόημα. Θα τα συζητούσαν όλ' αυτά αργότερα. Πολλοί κοιτούσαν την Άυλα περισσότερο από μία φορά -ιδίως άντρες, που άρχιζαν να προσέχουν πόσο ωραία της πήγαιναν τα ρούχα και η ζώνη, κι ας ήταν αντρικά. Η Άυλα ταξίδευε πολύ καιρό βαδίζοντας ή ιππεύοντας την Ουίνι και οι μύες της ήταν πολύ δυνατοί. Τα ρούχα τόνιζαν ακόμα περισσότερο το καλοφτιαγμένο, λεπτό, γερό κορμί της. Επειδή δεν είχε μπορέσει να δέσει τα κορδόνια στα στήθη της, το άνοιγμα άφηνε ελεύθερη στα βλέμματα τη σχισμή ανάμεσά τους. Και το αποτέλεσμα ήταν ακόμα πιο σαγηνευτικό από τη συνηθισμένη θέα των γυμνών μαστών. Το κολλητό παντελόνι αναδείκνυε τις γάμπες και τους γοφούς της και η ζώνη, παρά τον αταίριαστο συμβολισμό, τόνιζε τη μέση της, που ακόμα δεν είχε χάσει τη λεπτότητά της εξαιτίας της εγκυμοσύνης. Κι έτσι, αυτά τα ρούχα αποκτούσαν νέο νόημα. Αν και πολλές γυναίκες είχαν στολίδια στο πρόσωπο ή το είχαν βαμμένο, η γυμνότητα του δικού της τόνιζε ακόμα περισσότερο τη φυσική ομορφιά της. Τα κύματα των μακριών μαλλιών της που δέχονταν τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου α-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

145

ποτελούσαν ευχάριστη και αισθησιακή αντίθεση σε σχέση με τα περίτεχνα χτενίσματα των άλλων γυναικών. Φάνταζε νέα και θύμιζε στους ώριμους άντρες τα δικά τους νιάτα, το πρώτο τους ξύπνημα και τη γνωριμία τους με το Δώρο της Ηδονής. Λαχταρούσαν να μπορούσαν να ξαναγίνουν νέοι και να έχουν την Άυλα πρώτη γυναίκα τους. Το αλλόκοτο ντύσιμο της ξεχάστηκε γρήγορα, ή μάλλον έγινε αποδεκτό ως κάτι κατάλληλο για την όμορφη ξένη με τη χαμηλή φωνή και την εξωτική προφορά. Σίγουρα δεν ήταν πιο παράξενο από τη σχέση της με τα άλογα και με το λύκο. Ο Τζονταλάρ πρόσεξε πώς την κοιτούσαν και άκουσε το όνομά της να αναφέρεται ξανά και ξανά στις διάφορες συζητήσεις. Έπειτα άκουσε κάποιον να λέει: «Αυτή η γυναίκα που έφερε ο Τζονταλάρ είναι πραγματικά όμορφη». «Τι άλλο περίμενες; Ήταν αναμενόμενο», είπε μια γυναικεία φωνή. «Αλλά έχει και θάρρος και δυνατή θέληση. Θα ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα». Τα σχόλια έκαναν τον Τζονταλάρ να κοιτάξει ξανά την Άυλα και ξαφνικά είδε πώς ήταν πραγματικά, ξεχνώντας το παράταιρο ντύσιμο της. Ελάχιστες άλλες είχαν να επιδείξουν τέτοιο κορμί, ιδίως στην ηλικία της, όταν τα παιδιά που είχαν γεννήσει είχαν κάπως χαλαρώσει το νεανικό σφρίγος των μυών τους. Ελάχιστες θα μπορούσαν να φορέσουν τέτοια στενά ρούχα, ακόμα κι αν ήταν γυναικεία και όχι αντρικά. Οι περισσότερες θα προτιμούσαν κάτι πιο φαρδύ, κάτι που θα έκρυβε τις λεπτομέρειες και ταυτόχρονα θα ήταν πιο άνετο. Και τα ελεύθερα μαλλιά της ήταν υπέροχα. Είναι όμορφη, είπε μέσα του, και θαρραλέα. Χαλάρωσε και χαμογέλασε. Θυμήθηκε τη βόλτα που είχαν κάνει με τα άλογα το απόγευμα και τον έρωτα και σκέφτηκε ότι ήταν πάρα πολύ τυχερός. Η Μαρόνα και οι τρεις συνεργοί της είχαν επιστρέψει, γελώντας πάντα, στο δωμάτιο της για να διορθώσουν το βάψιμο τους. Είχαν σχεδιάσει να κάνουν την εμφάνισή τους αργότερα, ντυμένες με τα καλύτερα ρούχα τους, βέβαιες ότι θα εντυπωσίαζαν. Η Μαρόνα είχε βγάλει το κοντό ρούχο και είχε φορέσει ένα μακρύ, κομψό, από πολύ απαλό δέρμα και με πολλά κρόσσια, αλλά είχε κρατήσει το ίδιο πουκάμισο, που ήταν

146

JEAN Μ . A U E L

ανοιχτό μπροστά. Η Πορτούλα φορούσε τα αγαπημένα της. Η Λοράβα είχε μαζί της μόνο το χιτώνιο της, αλλά οι άλλες της είχαν δανείσει μια μακριά φούστα, διάφορα περιδέραια και βραχιόλια, ενώ είχαν χτενίσει τα μαλλιά της και είχαν βάψει το πρόσωπο της πιο περίτεχνα από κάθε άλλη φορά. Η Βιλόπα, που γελούσε καθώς έβγαζε τα αντρικά ρούχα που φορούσε νωρίτερα για να ξεγελάσει την Άυλα, έβαζε τώρα το δικό της κεντητό παντελόνι, βαμμένο σε μια απόχρωση του πορτοκαλί, ενώ το χιτώνιο που φορούσε από πάνω ήταν περίτεχνα βαμμένο και είχε σκούρα κρόσσια. Όταν ετοιμάστηκαν, βγήκαν από την κατοικία και πήγαν στη γιορτή. Ωστόσο, όταν οι άλλοι πρόσεξαν τη Μαρόνα και τις φίλες της, τους γύρισαν επιδεικτικά την πλάτη και τις αγνόησαν. Οι Ζελαντόνιι δεν ήταν κακοί. Είχαν γελάσει με την ξένη μόνο επειδή τους είχε ξαφνιάσει η εικόνα μιας ώριμης γυναίκας ντυμένης με εφηβικά αντρικά ρούχα. Αλλά το σκληρό αστείο που είχαν σκαρώσει η Μαρόνα και οι άλλες δεν τους άρεσε καθόλου, γιατί είχε επίπτωση και στους ίδιους, τους έκανε να φαντάζουν αγενείς και αφιλόξενοι. Η Άυλα ήταν φιλοξενούμενη τους και πιθανότατα σε λίγο θα γινόταν εντελώς δική τους. Άλλωστε, η αντίδραση της ήταν άξια θαυμασμού. Είχε αντιμετωπίσει με θάρρος τη δύσκολη στιγμή και ήταν περήφανοι για κείνη. Οι τέσσερις γυναίκες είδαν μια μεγάλη συντροφιά να στριμώχνεται γύρω από κάποιον και, όταν απομακρύνθηκαν μερικοί, είδαν ότι στο κέντρο της βρισκόταν η Άυλα, ντυμένη πάντα με τα ρούχα που της είχαν δώσει. Δεν είχε καν αλλάξει! Η Μαρόνα τα έχασε. Ήταν βέβαιη ότι κάποια από την οικογένεια του Τζονταλάρ θα της έδινε να φορέσει κάτι πιο κατάλληλο, αν τολμούσε δηλαδή να εμφανιστεί ξανά στη γιορτή. Αλλά τα σχέδιά της να εκθέσει την ξένη που είχε φέρει μαζί του ο Τζονταλάρ, αφού είχε αφήσει την ίδια στα κρύα του λουτρού με μια κούφια υπόσχεση, είχαν απλώς αποκαλύψει τη δική της μνησικακία. Το σκληρό αστείο της Μαρόνα στρεφόταν εναντίον της, κάτι που την έκανε έξαλλη. Είχε πείσει τις φίλες της να συνεργαστούν δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι θα βρίσκονταν στο επίκεντρο της προσοχής, λέγοντάς τους ότι θα έλαμπαν στη γιορτή. Αντίθετα, όλοι ενδιαφέρονταν για τη γυναίκα του Τζονταλάρ. Ακόμα και η παράξενη προφορά της, που

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

147

την είχε περιγελάσει η Λοράβα και η Βιλόπα δυσκολευόταν να την καταλάβει, θεωρούνταν εξωτική και γοητευτική. Όλο το ενδιαφέρον το αποσπούσε η Άυλα, και οι τρεις φίλες της Μαρόνα μετάνιωναν που είχαν ανακατευτεί. Η Πορτούλα, ιδίως, ήταν απρόθυμη από την αρχή και είχε συμφωνήσει μόνο και μόνο επειδή η Μαρόνα είχε υποσχεθεί να τη βάψει. Η Μαρόνα ήταν πασίγνωστη για την τέχνη της στη διακόσμηση του προσώπου. Η Άυλα δε φαινόταν τόσο κακή. Ήταν φιλική, και τώρα έπιανε φιλίες... με όλους εκτός από εκείνες. Γιατί δεν είχαν δει ότι τα εφηβικά αντρικά εσώρουχα, όταν της τα φόρεσαν, αναδείκνυαν την ομορφιά της νεοφερμένης; Αλλά είχαν δει μόνο αυτό που περίμεναν να δουν, το συμβολισμό και όχι την πραγματικότητα. Καμιά τους δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατό να φορέσει τέτοια ρούχα μπροστά σε κόσμο, αλλά η Άυλα δεν είχε κανένα πρόβλημα. Δεν είχε καμιά συναισθηματική ή πολιτισμική σχέση μαζί τους και με αυτό που συμβόλιζαν. Απλώς είχε προσέξει πόσο βολικά ήταν. Και όταν τα αρχικά γέλια σταμάτησαν, είχε ξεχάσει εντελώς το θέμα. Κι έτσι το ξέχασαν και οι υπόλοιποι. Ένας μεγάλος ασβεστολιθικός βράχος με αρκετά επίπεδη επιφάνεια βρισκόταν στην πρόσοψη, μπροστά από το τεράστιο καταφύγιο. Είχε πέσει από ψηλά πριν από τόσο πολύ καιρό, ώστε κανείς δε θυμόταν μια εποχή που να μη βρισκόταν εκεί. Τον χρησιμοποιούσαν συχνά όταν ήθελε κά,ποιος να τραβήξει την προσοχή όσων βρίσκονταν τριγύρω, γιατί, όταν στεκόταν κανείς πάνω του, βρισκόταν περισσότερο από ένα μέτρο ψηλότερα από τους άλλους. Όταν πήδησε ο Τζοχαράν πάνω στην Πέτρα της Ομιλίας, ολόγυρα άρχισε να επικρατεί σιωπή. Άπλωσε το χέρι του στην Άυλα, για να τη βοηθήσει ν' ανέβει, και μετά στον Τζονταλάρ, για να τον προσκαλέσει να σταθεί πλάι της. Ο Λύκος πήδησε κι αυτός, χωρίς πρόσκληση, και στάθηκε ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. Ορθοί εκεί ψηλά, ο ψηλός ωραίος άντρας, η όμορφη εξωτική γυναίκα και ο μεγαλόπρεπος τεράστιος λύκος αποτελούσαν πραγματικά θέαμα συγκλονιστικό. Η Μαρτόνα και η Ζελαντόνι, που στέκονταν μαζί, κοίταξαν τους τρεις και μετά αντάλλαξαν ένα

148

JEAN Μ . A U E L

βλέμμα. Έκαναν και οι δυο ένα σωρό σκέψεις που ήταν δύσκολο να διατυπωθούν με λέξεις. Ο Τζοχαράν περίμενε ώσπου επικράτησε απόλυτη ησυχία και έστρεψε την προσοχή του στον κόσμο. Ολόκληρη η Ένατη Σπηλιά βρισκόταν εδώ. Δε φαινόταν να λείπει κανείς. Έπειτα αναγνώρισε πολλούς από γειτονικές Σπηλιές. Τελικά η συνάθροιση ήταν μεγαλύτερη απ' όσο περίμενε. Αριστερά βρίσκονταν τα περισσότερα μέλη της Τρίτης Σπηλιάς και πλάι τους τα μέλη της Δέκατης Τέταρτης. Πίσω δεξιά βρίσκονταν πολλοί από την Ενδέκατη. Υπήρχαν ακόμα και μερικοί από τη Δεύτερη και κάποιοι συγγενείς τους από την άλλη πλευρά της κοιλάδας που τους χώριζε, δηλαδή από την Έβδομη Σπηλιά. Διάσπαρτοι στο πλήθος βρίσκονταν μερικοί από την Εικοστή Ένατη και δυο τρεις από την Πέμπτη. Όλες οι Σπηλιές της περιοχής εκπροσωπούνταν και αρκετός κόσμος είχε έρθει από πολύ μακριά. Η είδηση μαθεύτηκε γρήγορα, σκέφτηκε· σίγουρα είχαν κινηθεί και οι αγγελιαφόροι. Ίσως να μη χρειαζόταν δεύτερη συνάθροιση για την ευρύτερη κοινότητα. Όλοι φαίνονταν πως ήταν εκεί. Έπρεπε να το είχα καταλάβει, είπε μέσα του. Άλλωστε, θα τους είδαν όλες οι Σπηλιές που βρίσκονται ψηλότερα στο ποτάμι. Ο Τζονταλάρ και η Άυλα ταξίδευαν καβάλα σε άλογα. Ίσως στη Θερινή Συνάθροιση να έρθει πολύ περισσότερος κόσμος. Ίσως πρέπει να οργανώσουμε ένα μεγάλο κυνήγι πριν ξεκινήσουμε, για να έχουμε προμήθειες. Όταν βεβαιώθηκε ότι τον πρόσεχαν όλοι, περίμενε λίγο ακόμα για να συγκεντρωθεί και τελικά άρχισε. «Ως αρχηγός της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, εγώ, ο Τζοχαράν, θέλω να μιλήσω». Οι ελάχιστες συνομιλίες που συνεχίζονταν σταμάτησαν. «Βλέπω ότι απόψε έχουμε πολλούς επισκέπτες και στο όνομα της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, σας καλωσορίζω όλους σ' αυτή τη γιορτή για την επιστροφή του αδερφού μου, του Τζονταλάρ, από το μακρύ του Ταξίδι. Ευγνωμονούμε τη Μητέρα που παρακολουθούσε τα βήματά του στους ξένους τόπους και τα οδήγησε ξανά κοντά μας». Το ακροατήριο συμφώνησε με δυνατές φωνές. Ο Τζοχαράν σώπασε και η Άυλα είδε τα φρύδια του να ζαρώνουν ελαφρά, όπως έκαναν τόσο συχνά τα φρύδια του Τζονταλάρ.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

149

Ένιωσε ξανά τη θερμή συμπάθεια που είχε νιώσει για κείνον την πρώτη φορά που είχε προσέξει αυτή την ομοιότητα. «Όπως οι περισσότεροι ξέρετε ήδη», συνέχισε ο Τζοχαράν, «ο αδερφός που ξεκίνησε μαζί με τον Τζονταλάρ δε θα γυρίσει. Ο Τονολάν βαδίζει τώρα στον άλλο κόσμο. Η Μητέρα κάλεσε τον αγαπημένο Της πίσω». Χαμήλωσε μια στιγμή το βλέμμα στα πόδια του. Πάλι αυτή η αναφορά, είπε μέσα της η Άυλα. Δεν ήταν απαραιτήτως τύχη να έχει κανείς υπερβολικά πολλά χαρίσματα, υπερβολικά πολλά δώρα, να τον αγαπούν όλοι τόσο, που να θεωρείται ευνοούμενος της Μητέρας. Γιατί μερικές φορές Εκείνη νοσταλγούσε τους ευνοούμενούς Της και τους καλούσε ξανά κοντά Της νωρίς, όταν ήταν ακόμα νέοι. «Αλλά ο Τζονταλάρ δε γύρισε μόνος», συνέχισε ο Τζοχαράν και χαμογέλασε στην Άυλα. «Δε νομίζω ότι θα ξαφνιάζονταν πολλοί αν μάθαιναν ότι ο αδερφός μου συνάντησε στο Ταξίδι του μια γυναίκα». Γέλια ακούστηκαν και πολλοί χαμογέλασαν με σημασία. «Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν περίμενα ότι ακόμα και ο Τζονταλάρ θα έβρισκε μια τόσο αξιοπρόσεχτη σύντροφο». Η Άυλα ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν όταν κατάλαβε τι ακριβώς έλεγε ο Τζοχαράν. Και αυτή τη φορά όχι επειδή γελούσαν σε βάρος της, αλλά επειδή εκείνος την επαινούσε τόσο. «Θα χρειάζονταν μέρες για να τη συστήσω επίσημα σε όλους, ιδίως αν θα ήθελαν όλοι να συμπεριληφθούν όλα τα ονόματα και οι δεσμοί». Ο Τζοχαράν χαμογέλασε ξανά και πολλοί κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά. «Και η φιλοξενούμενή μας δε θα μπορούσε να τους θυμάται όλους. Γι' αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε μια γενική παρουσίαση και μετά εσείς θα μπορείτε να συστήνεστε προσωπικά όποτε σας δίνεται η ευκαιρία». Ο Τζοχαράν στράφηκε και χαμογέλασε στη γυναίκα που στεκόταν πλάι του πάνω στην πέτρα, αλλά μετά κοίταξε τον ψηλό ξανθό άντρα και η έκφρασή του έγινε πιο σοβαρή. «Ο Τζονταλάρ της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, ο Πρώτος Αιθοξόος, ο Γιος της Μαρτόνα, πρώην Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς, γεννημένος στην Εστία του Νταλανάρ, Αρχηγού και Ιδρυτή των Ζελαντόνιι, Αδερφός του Τζοχαράν, Αρχηγού της Ένατης Σπηλιάς, γύρισε μετά από

150

JEAN Μ . A U E L

πέντε χρόνια, αφού έκανε ένα μακρύ και δύσκολο Ταξίδι. Έφερε μαζί του μια γυναίκα, από έναν τόπο τόσο μακρινό, που χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο μόνο για το Ταξίδι της επιστροφής». Ο αρχηγός της Ένατης Σπηλιάς πήρε και τα δυο χέρια της Άυλα στα δικά του. «Στο όνομα της Ντόνι, της Μεγάλης Μητέρας Γης, παρουσιάζω σε όλους τους Ζελαντόνιι την Άυλα των Μαμουτόι, Μέλος της Κοινότητας του Λιονταριού, Κόρη της Εστίας του Μαμούθ, Εκλεκτή του Πνεύματος του Λιονταριού των Σπηλαίων και Προστατευόμενη του Πνεύματος της Αρκούδας των Σπηλαίων». Χαμογέλασε. «Και, όπως είδαμε όλοι, Φίλη δύο αλόγων κι αυτού του λύκου». Ο Τζονταλάρ αισθάνθηκε βέβαιος ότι ο Λύκος χαμογέλασε, σαν να κατάλαβε ότι είχε συστηθεί. Άυλα των Μαμουτόι, είπε μέσα της εκείνη. Θυμήθηκε την εποχή που ήταν η Άυλα Που Δεν Έχει Λαό και ένιωσε τεράστια ευγνωμοσύνη για τον Τάλουτ και τη Νέζι και τους υπόλοιπους της Κοινότητας του Λιονταριού που της είχαν επιτρέψει να την επικαλείται. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που κόντευαν να κυλήσουν ατα μαγουλά της. Της έλειπαν τόσο πολύ! Ο Τζοχαράν άφησε το ένα χέρι της, αλλά κρατώντας ψηλά το άλλο κοίταξε τους συγκεντρωμένους. «Σας παρακαλώ να καλωσορίσετε αυτή τη γυναίκα που ήρθε από τόσο μακριά με τον Τζονταλάρ, να την καλωσορίσετε στη γη των Ζελαντόνιι, των Παιδιών της Μεγάλης Μητέρας Γης. Δείξτε της τη φιλόξενη διάθεσή σας και το σεβασμό με τον οποίο τιμάτε κάθε ξένο. Δείξτε της ότι θεωρούμε τους ξένους μας πολύτιμους». Πολλοί κοίταξαν λοξά τη Μαρόνα και τις φίλες της. Το αστείο δεν ήταν πια καθόλου αστείο. Ήταν η σειρά τους να ντραπούν, και η Πορτούλα τουλάχιστον έγινε κατακόκκινη όταν κοίταξε ψηλά τη νέα γυναίκα που στεκόταν στην Πέτρα της Ομιλίας φορώντας αγορίστικα εσώρουχα. Δεν ήξερε ότι της είχαν δώσει ακατάλληλα ρούχα. Δεν είχε σημασία για κείνη. Τα φορούσε με τρόπο που τα έκανε να φαντάζουν απόλυτα αξιοπρεπή. Έπειτα, νιώθοντας την ανάγκη να κάνει κάτι, η Άυλα προχώρησε λίγο μπροστά. «Στο όνομα της Μουτ, της Μεγάλης Μητέρας των Πάντων, Εκείνης που εσείς Τη γνωρίζετε

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

151

ως Ντόνι, σας χαιρετώ, Ζελαντόνιι, Παιδιά αυτού του ωραίου τόπον, Παιδιά της Μεγάλης Μητέρας Γης, και σας ευχαριστώ για το καλωσόρισμά σας. Σας ευχαριστώ, επίσης, που δεχτήκατε ανάμεσά σας τα ζώα που είναι φίλοι μου. Που επιτρέψατε στον Λύκο να μείνει μαζί μου μέσα σε μια κατοικία». Ο Λύκος την κοίταξε μόλις άκουσε το όνομά του. «Και που παραχωρήσατε ένα λιβάδι στα άλογα, την Ουίνι και τον Δρομέα». Η πρώτη αντίδραση του πλήθους ήταν η έκπληξη. Αν και οι διαφορές στην προφορά της ήταν πάντα αισθητές, δεν ήταν ο τρόπος της ομιλίας της που είχε ξαφνιάσει το πλήθος. Πιστή στο πνεύμα της επισημότητας των συστάσεων, η Άυλα είχε προφέρει το όνομα της φοράδας όπως το πρόφερε παλιά και όλοι έμειναν άναυδοι με τον ήχο που βγήκε από το στόμα της. Η Άυλα είχε μιμηθεί τόσο τέλεια το χρεμέτισμα των αλόγων, που για μια στιγμή όλοι είχαν την εντύπωση ότι είχε χρεμετίσει ένα άλογο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άυλα ξάφνιαζε με την ικανότητά της να μιμείται τέλεια τη φωνή ενός ζώου -και δεν ήταν ικανή να μιμείται μόνο άλογα. Δε θυμόταν τη γλώσσα που μιλούσε όταν ήταν παιδί, δε θυμόταν τίποτα για τη ζωή της πριν από τη Φυλή, εκτός από μερικά αόριστα όνειρα και το θανάσιμο τρόμο που της προκαλούσαν οι σεισμοί. Αλλά η Άυλα είχε έμφυτη την ανάγκη της ομιλίας, και ήταν ισχυρή σχεδόν όσο και η πείνα. Όταν ζούσε μόνη στην κοιλάδα, αφού εγκατέλειψε τη Φυλή και πριν ακόμα της μάθει ξανά ο Τζονταλάρ να μιλάει, είχε αναπτύξει μόνη της ήχους στους οποίους έδινε νόημα. Ήταν μια γλώσσα που μόνο η ίδια καταλάβαινε και, ως ένα σημείο, την καταλάβαιναν επίσης η Ουίνι και ο Δρομέας. Η Άυλα είχε μια φυσική ικανότητα να αναπαράγει ήχους, αλλά, μη διαθέτοντας γλώσσα με λέξεις και ζώντας μόνη, άκουγε μόνο τους ήχους των ζώων και άρχισε να τους μιμείται. Η προσωπική γλώσσα που είχε επινοήσει ήταν ένας συνδυασμός των μωρουδίστικων ήχων που είχε αρχίσει να κάνει ο γιος της πριν αναγκαστεί να τον εγκαταλείψει, των λιγοστών λέξεων που χρησιμοποιούσε η Φυλή και ονοματοποιημένων λέξεων που προέρχονταν από τη μίμηση των ήχων των ζώων, ακόμα και των πουλιών. Με τον καιρό και με την εξάσκηση είχε γίνει τόσο ικανή να μιμείται αυ-

152

JEAN Μ . A U E L

τους τους ήχους, ώστε ακόμα και τα ζώα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά. Πολλοί μπορούσαν να μιμούνται τα ζώα- ήταν χρήσιμο τέχνασμα στο κυνήγι αν η μίμηση ήταν καλή, αλλά η Άυλα ήταν τόσο καλή, που οι επιδόσεις της έφταναν στα όρια του υπερφυσικού. Αυτό ακριβώς είχε αφήσει άναυδους τους ακροατές της, αλλά επειδή ήταν συνηθισμένοι να ακούνε τους ομιλητές να κάνουν αστεία αν η περίσταση δεν ήταν πάρα πολύ σοβαρή, πίστεψαν ότι η Άυλα είχε χρεμετίσει για να αστειευτεί. Η αρχική ταραχή έδωσε τη θέση της σε χαμόγελα και γέλια. Η Άυλα, που φοβόταν λίγο την αρχική τους αντίδραση, πρόσεξε ότι οι Ζελαντόνιι χαλάρωσαν και χαλάρωσε κι εκείνη με τη σειρά της. Όταν της χαμογέλασαν, δεν μπόρεσε να μην τους το ανταποδώσει κι εκείνη, μ' ένα από τα υπέροχα χαμογελά της, που την έκαναν να λάμπει. «Τζονταλάρ, πώς θα μπορέσεις να κρατήσεις σε απόσταση τους νεαρούς επιβήτορες με τέτοια γυναίκα;» ακούστηκε μια φωνή. Ήταν η πρώτη ανοιχτή αναγνώριση της ομορφιάς και της γοητείας της. Ο ξανθός άντρας χαμογέλασε. «Θα πρέπει να τη βγάζω συχνά για ίππευση, να την κρατάω απασχολημένη», είπε. «Ξέρετε ότι, όσο έλειπα, έμαθα να καβαλάω τα άλογα. Σωστά;» «Τζονταλάρ, ήξερες να "καβαλάς" και πριν φύγεις!» Ο κόσμος έσκασε στα γέλια· η Άυλα κατάλαβε ότι αυτή τη φορά ήταν γέλια ευθυμίας. Όταν ησύχασαν, ο Τζοχαράν μίλησε ξανά. «Ένα μόνο έχω να πω ακόμα», δήλωσε. «Θέλω να καλέσω όλους τους Ζελαντόνιι που ήρθαν από γειτονικές Σπηλιές να καθίσουν μαζί μας στη γιορτή πσυ ετοιμάσαμε για να καλωσορίσουμε τον Τζονταλάρ και την Άυλα».

7

Ε

ξαίσιες ευωδιές έρχονταν από το νοτιοδυτικό άκρο του καταφυγίου, όπου μαγειρεύονταν τα φαγητά όλη μέρα, και αρκετοί ήταν απασχολημένοι με ετοιμασίες της τελευταίας στιγμής πριν αρχίσει να μιλάει ο Τζοχαράν. Αφού τελείωσαν οι συστάσεις, όλοι οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να κατευθύνονται προς τα εκεί. Τράβηξαν μαζί τους τον Τζονταλάρ και την Άυλα, αν και όλοι φρόντιζαν να παραμερίζουν λίγο μπροστά στο λύκο, που ερχόταν ένα βήμα πίσω της. Το φαγητό ήταν ελκυστικά τοποθετημένο σε πιατέλες και γαβάθες από κόκαλο, από πλεγμένες φυτικές ίνες και από σκαλισμένο ξύλο, που τις είχαν βάλει σε μακριά χαμηλά τραπέζια φτιαγμένα από κομμάτια ασβεστόλιθου. Ξύλινες λαβίδες, κοκάλινα κουτάλια και μεγάλα μαχαίρια από πυρόλιθο βρίσκονταν τοποθετημένα στα κατάλληλα σημεία για να παίρνει ο κόσμος το φαγητό. Οι περισσότεροι είχαν φέρει δικά τους πιάτα, αλλά υπήρχαν και αρκετά διαθέσιμα για όσους θα τα χρειάζονταν. Η Άυλα στάθηκε για να θαυμάσει τα φαγητά. Υπήρχαν ολόκληρα μπούτια μικρών ταράνδων, παχουλά πουλιά, πιατέλες με πέστροφες και άλλα ποταμίσια ψάρια και, ακόμα πιο λαχταριστά νωρίς το καλοκαίρι, λαχανικά που ακόμα δεν ήταν η εποχή τους. Επίσης υπήρχαν ξηροί καρποί και ξεραμένα φρούτα από τη σοδειά του περασμένου φθινοπώρου και δοχεία με πλούσιο ζωμό από κομμάτια ξεραμένου κρέατος, ρίζες και μανιτάρια. Η Άυλα σκέφτηκε ότι, αν είχαν ακόμα τέτοια υπέροχα τρόφιμα μετά τις δυσκολίες του χειμώνα, ήταν φανερό ότι διέθεταν μεγάλη ικανότητα να οργανώνουν τη συλλογή, διατήρηση, αποθήκευση και διανομή των τροφίμων, που επαρκούσαν για να συντηρήσουν τις Σπηλιές των Ζελαντόνιι κατά τη διάρκεια της ψυχρής εποχής. Και μόνο τα διακόσια

154

JEAN Μ . A U E L

περίπου άτομα της Ένατης Σπηλιάς θα ήταν υπερβολικά πολλά για μια λιγότερο παραγωγική περιοχή, αλλά το εξαιρετικά πλούσιο περιβάλλον των Ζελαντόνιι, καθώς και ο μεγάλος αριθμός ασυνήθιστα βολικών φυσικών καταφυγίων συνέβαλλαν στην αύξηση του πληθυσμού των Σπηλαίων. Ο χώρος της Ένατης Σπηλιάς ήταν τεράστιος. Η ασβεστολιθική προεξοχή στέγαζε μια επιφάνεια μήκους διακοσίων μέτρων και βάθους σχεδόν πενήντα· η στεγασμένη περιοχή ήταν δέκα στρέμματα. Και το δάπεδο του καταφυγίου προεξείχε, επίσης, σχηματίζοντας κάτι σαν εξώστη. Με τόσο διαθέσιμο χώρο, τα μέλη της Ένατης Σπηλιάς δεν είχαν γεμίσει με κατοικίες ολόκληρη την προστατευμένη επιφάνεια. Δεν είχε ληφθεί κάποια συγκεκριμένη απόφαση, αλλά ίσως από μια διαισθητική τάση να υπάρχουν κάποια σύνορα με το χώρο όπου έτειναν να συγκεντρώνονται οι τεχνίτες, οι κατοικίες ήταν συγκεντρωμένες στο ανατολικό άκρο του καταφυγίου. Αφού υπήρχε άφθονος διαθέσιμος χώρος, η περιοχή δυτικά των κατοικιών χρησιμοποιούνταν για τις κοινές εργασίες. Νοτιοδυτικά από το σημείο αυτό και ως την απόληξη του στεγασμένου χώρου βρισκόταν μια μεγάλη ελεύθερη περιοχή όπου έπαιζαν τα παιδιά και συγκεντρώνονταν οι μεγάλοι όταν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους χωρίς να εκτεθούν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Αν και καμιά άλλη Σπηλιά δεν είχε τις διαστάσεις της Ένατης, υπήρχαν πολλές κατά μήκος του Ποταμού και των παραπόταμων του. Έτσι, οι περισσότεροι Ζελαντόνιι ζούσαν, τουλάχιστον το χειμώνα, σε όμοια στεγασμένα καταφύγια, με ευρύχωρους εξώστες μπροστά. Αν και δεν το ήξεραν, και οι απόγονοι τους δε θα σκέφτονταν με τέτοιους όρους πριν περάσουν πολλές χιλιετίες, η γη των Ζελαντόνιι βρισκόταν ακριβώς στη μέση της απόστασης μεταξύ του Βορείου Πόλου και του Ισημερινού. Δε χρειαζόταν να το ξέρουν για να μπορούν να αντιληφθούν τα ευεργετικά χαρακτηριστικά αυτού του γεωγραφικού πλάτους. Είχαν ζήσει εκεί επί πολλές γενιές και είχαν μάθει από την πείρα τους ότι η περιοχή διέθετε πλεονεκτήματα όλες τις εποχές· αρκεί μόνο να ήξερε κανείς να τα εκμεταλλευτεί. Τα καλοκαίρια οι άνθρωποι συνήθιζαν να ταξιδεύουν εδώ κι εκεί στην ευρύτερη περιοχή που θεωρούσαν γη των

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

155

Ζελαντόνιι και συνήθως ζούσαν στο ύπαιθρο, σε σκηνε'ς και παραπήγματα κατασκευασμένα από φυσικά υλικά, ιδίως όταν συγκεντρώνονταν σε μεγαλύτερες ομάδες και συχνά όταν αντάλλαζαν επισκέψεις ή κυνηγούσαν ή μάζευαν τις σοδειές. Αλλά πάντα χαίρονταν αν έβρισκαν κάποιο καταφύγιο με νότιο προσανατολισμό που μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν προσωρινά ή αν φιλοξενούνταν σε καταφύγια φίλων και συγγενών, γιατί γνώριζαν τα πλεονεκτήματά τους. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της εποχής των παγετώνων, όταν ο πάγος σταματούσε μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα, οι μέρες που είχαν ήλιο ήταν πολύ ζεστές σ' εκείνα τα πλάτη τη θερμή εποχή. Όταν ο ήλιος περνούσε από πάνω, δίνοντας την εντύπωση ότι έκανε το γύρο του πλανήτη, ανέβαινε ψηλά στα νοτιοδυτικά. Η μεγάλη προστατευτική προεξοχή της Ένατης Σπηλιάς, όπως και άλλων που έβλεπαν νότια ή νοτιοδυτικά, έριχνε μια σκιά που προστάτευε από τη ζέστη του μεσημεριού, προσφέροντας ένα διάλειμμα δροσιάς. Και όταν ο καιρός άρχιζε να γίνεται πιο ψυχρός, προμηνύοντας την περίοδο του δυνατού ψύχους, οι Ζελαντόνιι γύριζαν με χαρά στις πιο σταθερές και πιο προστατευμένες κατοικίες τους. Κατά τη διάρκεια των παγερών χειμώνων, παρ' ότι οι άνεμοι ήταν δυνατοί και επικρατούσαν θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν, οι ψυχρές μέρες ήταν συχνά ηλιόλουστες. Ο ήλιος κρεμόταν χαμηλά στον ουρανό και το απόγευμα οι ακτίνες του έφταναν μέχρι το βάθος του καταφυγίου, φιλώντας με τη ζεστασιά τους το βράχο. Το μεγάλο ασβεστολιθικό καταφύγιο δεχόταν με χαρά το πολύτιμο δώρο, το συγκρατούσε ως το βράδυ και έδινε ξανά κάποια ζεστασιά στον προστατευμένο χώρο, μειώνοντας κάπως την παγωνιά. Τα βαριά ρούχα και η φωτιά ήταν απαραίτητα για την επιβίωση στις βόρειες ηπείρους, όταν οι παγετώνες σκέπαζαν σχεδόν το ένα τέταρτο της επιφάνειας της γης, αλλά στην περιοχή των Ζελαντόνιι η έμμεση θέρμανση που προερχόταν από τον ήλιο βοηθούσε να μένουν ζεστοί οι χώροι όπου ζούσαν. Οι τεράστιες απότομες πλαγιές και οι προστατευτικές προεξοχές αποτελούσαν έναν από τους σημα-

156

JEAN Μ . A U E L

ντικότερους λόγους για τους οποίους η περιοχή ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες ο' εκείνο τον παγωμένο κόσμο. Η Άυλα χαμογέλασε στη γυναίκα που ήταν υπεύθυνη για τη διοργάνωση της γιορτής. «Προλέβα, όλα είναι θαυμάσια. Αν δε μου έφερναν τόση πείνα οι υπέροχες μυρωδιές, θα καθόμουν και θα χάζευα χωρίς να φάω τίποτα». Η Προλέβα χαμογέλασε με τη σειρά της ικανοποιημένη. «Είναι η ειδικότητά της», είπε η Μαρτόνα. Η Άυλα στράφηκε κάπως ξαφνιασμένη που έβλεπε τη μητέρα του Τζονταλάρ. Την είχε αναζητήσει με το βλέμμα πριν κατέβει από την Πέτρα της Ομιλίας, αλλά δεν είχε μπορέσει να την εντοπίσει. «Κανείς δεν μπορεί να οργανώσει γιορτή ή συγκέντρωση καλύτερα από την Προλέβα. Είναι και καλή μαγείρισσα. Αλλά η ικανότητά της να οργανώνει την προσφορά τροφίμων και γενικότερης βοήθειας την κάνει πολύτιμη για τον Τζοχαράν και την Ένατη Σπηλιά». «Έμαθα από σένα, Μαρτόνα», είπε η Προλέβα, ολοφάνερα ενθουσιασμένη με τους επαίνους της μητέρας του συντρόφου της. «Αλλά με ξεπέρασες. Ποτέ δεν ήμουν τόσο καλή στη διοργάνωση γιορτών», είπε η Μαρτόνα. Η Άυλα πρόσεξε τη συγκεκριμένη αναφορά στις γιορτές και θυμήθηκε ότι η «ειδικότητα» της Μαρτόνα δεν ήταν η διοργάνωση γιορτών και συγκεντρώσεων. Τα οργανωτικά προσόντα της την είχαν κάνει αρχηγό της Ένατης Σπηλιάς πριν από τον Τζοχαράν. «Ελπίζω την επόμενη φορά να μου επιτρέψεις να σε βοηθήσω», είπε στην Προλέβα η Άυλα. «Θα ήθελα να μάθω». «Ευχαρίστως, αλλά επειδή αυτή η γιορτή είναι για σένα και ο κόσμος περιμένει ν' αρχίσεις να τρως πρώτη, να σου βάλω λίγο βραστό ελαφίσιο κρέας;» «Και το ζώο σου;» ρώτησε η Μαρτόνα. «Θα ήθελε λίγο;» «Βεβαίως, αλλά δε χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα τρυφερό. Μ' ένα κόκαλο θα ήταν ευχαριστημένος, αν έχει μείνει πάνω του λίγο κρέας». «Εκεί πέρα, στις φωτιές, υπάρχουν αρκετά κόκαλα», είπε η Προλέβα. «Αλλά πρώτα να πάρεις εσύ λίγο κρέας και λίγους βολβούς».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

157

Η Άυλα πρότεινε τη γαβάθα της για να τη γεμίσει η Προλε'βα, και μετά εκείνη φώναξε μια άλλη γυναίκα για να αναλάβει να βάζει το φαγητό και πήγε με την Άυλα στις φωτιές, προσέχοντας να μένει στα αριστερά της, μακριά από τον Λύκο. 'Οταν πήγαν σ' ένα σωρό δίπλα σε μια μεγάλη φωτιά, βοήθησε την Άυλα να διαλέξει ένα κόκαλο. Είχαν αφαιρέσει το μεδούλι, αλλά υπήρχε ακόμα αρκετό κρέας πάνω. «Είναι μια χαρά», είπε η Άυλα, ενώ ο Λύκος την κοιτούσε και γλειφόταν. «Θέλεις να του το δώσεις, Προλέβα;» Αλλά η Προλέβα ήταν διστακτική. Δεν ήθελε να φερθεί με αγένεια στην Άυλα, ιδιαίτερα μετά τη συμπεριφορά της Μαρόνα, αλλά δεν ήταν και πρόθυμη να δώσει κόκαλο σ' ένα λύκο. «Θα δοκιμάσω εγώ», είπε η Μαρτόνα, ξέροντας ότι, όταν θα την έβλεπαν οι άλλοι, θα σταματούσαν να φοβούνται τόσο πολύ. «Τι πρέπει να κάνω;» «Μπορείς να του το δώσεις στο στόμα ή να του το πετάξεις», είπε η Άυλα. Πρόσεξε ότι είχαν πλησιάσει αρκετοί, μαζί τους και ο Τζονταλάρ, που παρακολουθούσε χαμογελώντας. Η Μαρτόνα πήρε το κόκαλο και το άπλωσε στο ζώο που πλησίαζε* έπειτα άλλαξε γνώμη και του το πέταξε. Ο λύκος πήδησε και το άρπαξε στον αέρα με τα δόντια του -κόλπο που προκάλεσε τις επιδοκιμασίες του πλήθους. 'Επειτα κοίταξε την Άυλα περιμένοντας οδηγίες. «Πάρ' το και πήγαινε εκεί», του είπε δείχνοντας με το χέρι της το μεγάλο καρβουνιασμένο κούτσουρο στην άκρη του εξώστη. Εκείνος το πήρε, πήγε στο κούτσουρο και στρώθηκε στο φαγητό. Όταν γύρισαν στα τραπέζια, όλοι ήθελαν να δώσουν στην Άυλα και στον Τζονταλάρ να δοκιμάσουν τα καλύτερα φαγητά, που εκείνη πρόσεξε ότι είχαν γεύσεις διαφορετικές από εκείνες που είχε συνηθίσει στα παιδικά της χρόνια. Αλλά ένα από τα πράγματα που είχε μάθει στα ταξίδια της ήταν ότι τα φαγητά που αγαπούσαν περισσότερο οι άνθρωποι μιας περιοχής είχαν πάντα ωραία γεύση, έστω κι αν ήταν ασυνήθιστα. Ένας άντρας, κάπως μεγαλύτερος από τον Τζονταλάρ, πλησίασε τη συντροφιά που ήταν συγκεντρωμένη γύρω από την Άυλα. Αν και εκείνη τον βρήκε μάλλον απεριποίητο

158

JEAN Μ . A U E L

-τα άπλυτα ξανθά μαλλιά του ήταν σκούρα από το λίπος και τα ρούχα του λεκιασμένα και χρειάζονταν επιδιόρθωση-, πολλοί του χαμογελούσαν, ιδίως οι νεαροί. Είχε στον ώμο του ένα δοχείο, όμοιο με ασκί για νερό. Ήταν φτιαγμένο από το σχεδόν αδιάβροχο στομάχι κάποιου ζώου και γεμάτο με ένα υγρό. Από το μέγεθος του η Άυλα μάντεψε ότι ήταν μάλλον το στομάχι κάποιου αλόγου. Δεν έμοιαζε με στομάχι μηρυκαστικού, γιατί τότε θα είχε πολλούς θαλάμους. Και από τη μυρωδιά κατάλαβε ότι δεν περιείχε νερό. Της θύμιζε περισσότερο το μπούζα του Τάλουτ, το ποτό που έφτιαχνε ο αρχηγός της Κοινότητας του Λιονταριού από τη ζύμωση του χυμού της σημύδας και από άλλα συστατικά -τα οποία κρατούσε μυστικά, αλλά συνήθως ήταν διάφοροι σπόροι. Ένας νεαρός που βρισκόταν συνεχώς κοντά στην Άυλα σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε πλατιά. «Λαραμάρ!» είπε. «Μας έφερες μπάρμα;» Ο Τζονταλάρ χάρηκε που είδε το ενδιαφέρον του νεαρού να στρέφεται αλλού. Δεν τον ήξερε, αλλά είχε μάθει ότι ονομαζόταν Χαρεζάλ. Είχε γίνει πρόσφατα μέλος της Ένατης Σπηλιάς' είχε έρθει από μια μάλλον μακρινή κοινότητα Ζελαντόνιι και ήταν πολύ νέος. Πιθανότατα ακόμα δεν είχε γνωρίσει την ντόνιί του όταν έφυγα, είπε μέσα του ο Τζονταλάρ. Συνεχώς τριγύριζε την Άυλα σαν σκνίπα. «Ναι. Σκέφτηκα να συνεισφέρω κάτι στη Γιορτή της Υποδοχής γι' αυτή τη νέα γυναίκα», είπε ο Λαραμάρ χαμογελώντας στην Άυλα. Το χαμόγελο του δε φαινόταν ιδιαίτερα ειλικρινές, γεγονός που ξύπνησε την ευαισθησία που είχε αποκτήσει εκείνη κοντά στη Φυλή. Πρόσεξε περισσότερο τη γλώσσα του σώματος του και αποφάσισε γρήγορα ότι δεν έπρεπε να του έχει εμπιστοσύνη. «Να συνεισφέρεις;» είπε με σαρκασμό μια γυναίκα. Η Άυλα είδε ότι ήταν η Σαλόβα, η σύντροφος του Ρουσεμάρ, ενός από τους δύο άντρες που ήταν υπαρχηγοί του Τζοχαράν, όπως ο Γκροντ ήταν βοηθός του Μπρουν στη Φυλή. Οι αρχηγοί πάντα χρειάζονταν κάποιους ανθρώπους στους οποίους θα μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη. «Σκέφτηκα ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κά-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

159

νω», είπε ο Λαραμάρ. «Οι Σπηλιές δεν υποδέχονται συχνά κάποιον που έρχεται από τόσο μακριά». Καθώς σήκωνε από τον ώμο του το βαρύ ασκί και το άφηνε σ' ένα πέτρινο τραπέζι, η Άυλα άκουσε τη γυναίκα να μουρμουρίζει: «Και ακόμα λιγότερο συχνά συνεισφέρει κάτι ο Λαραμάρ. Αναρωτιέμαι τι θέλει». Ήταν φανερό ότι η Άυλα δεν ήταν η μόνη που δεν του είχε εμπιστοσύνη. Προφανώς, και άλλοι δεν τον εμπιστεύονταν, κάτι που κίνησε την περιέργειά της. Γύρω του μαζεύονταν ήδη διάφοροι με κύπελλα στα χέρια, αλλά εκείνος απευθυνόταν ειδικά στην Άυλα και στον Τζονταλάρ. «Νομίζω ότι πρώτα πρέπει να πιουν ο ταξιδιώτης που γύρισε και η γυναίκα που έφερε μαζί του», δήλωσε. «Πώς θα μπορούσαν ν' αρνηθούν τόσο μεγάλη τιμή;» μουρμούρισε η Σαλόβα. Η Άυλα μόλις που άκουσε τη σαρκαστική παρατήρηση και αναρωτήθηκε αν την είχε ακούσει κανείς άλλος. Αλλά η Σαλόβα είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Η Άυλα κοίταξε τον Τζονταλάρ, που έχυσε επιδεικτικά το νερό που υπήρχε στο κύπελλό του και ένευσε καταφατικά στον Λαραμάρ. Τον μιμήθηκε. «Ευχαριστώ», είπε ο Τζονταλάρ. Η Άυλα πρόσεξε ότι και το δικό του χαμόγελο δεν ήταν ειλικρινές. «Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Όλοι ξέρουν ότι το μπάρμα σου είναι το καλύτερο, Λαραμάρ. Γνώρισες την Άυλα;» «Όπως όλοι», είπε εκείνος, «αλλά δε συστήθηκα κανονικά». «Άυλα των Μαμουτόι, να σου γνωρίσω τον Λαραμάρ της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι. Είναι αλήθεια. Κανείς δεν κάνει καλύτερο μπάρμα από αυτόν». Η σύσταση δε φάνηκε ιδιαίτερα επίσημη στην Άυλα, όμως ο άλλος χαμογέλασε ικανοποιημένος με τον έπαινο. Η Άυλα έδωσε στον Τζονταλάρ το κύπελλό της για να ελευθερώσει και τα δυο της χέρια και τα άπλωσε στον Λαραμάρ. «Στο όνομα της Μεγάλης Μητέρας Γης σε χαιρετώ, Λαραμάρ της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι», είπε. «Κι εγώ σε χαιρετώ», είπε εκείνος παίρνοντας τα χέρια της. Αλλά τα κράτησε ελάχιστα, σχεδόν σαν να ντρεπόταν. «Αντί για το τυπικό καλωσόρισμα, επίτρεψέ μου να σου προσφέρω κάτι καλύτερο».

160

JEAN Μ . A U E L

Άρχισε ν' ανοίγει το ασκί. Πρώτα ξετύλιξε από το στόμιο -το οποίο ήταν φτιαγμένο από έναν και μόνο σπόνδυλο κάποιου ζώου- ένα κορδόνι από καθαρισμένο έντερο. Το εξωτερικό υλικό γύρω από το σωληνοειδές κόκαλο είχε απομακρυνθεί προσεχτικά και στην εξωτερική του επιφάνεια είχε χαραχτεί ένα μικροσκοπικό αυλάκι. Έπειτα το κόκαλο είχε τοποθετηθεί σε μια φυσική οπή του στομαχιού και ένα γερό λουρί είχε δεθεί γύρω από το δέρμα που τύλιγε το κόκαλο, έτσι που χωνόταν στο αυλάκι για να μένει το κόκαλο στη θέση του και να είναι υδατοστεγής η ένωση. Έπειτα έβγαλε το πώμα, ένα λεπτό δερμάτινο λουρί που στη μια άκρη του είχε αρκετούς κόμπους, ώστε να είναι αρκετά ογκώδες για να κλείνει την κεντρική οπή. Ήταν ευκολότερο να ελέγχεται η εκροή του υγρού μέσω της φυσικής οπής στο κέντρο του στέρεου τμήματος του σπονδύλου. Η Άυλα είχε ξαναπάρει το κύπελλο της από τον Τζονταλάρ και το έτεινε στον Λαραμάρ. Εκείνος το γέμισε, λίγο πάνω από τη μέση. Έπειτα γέμισε και το κύπελλο του Τζονταλάρ. Η Άυλα ήπιε μια μικρή γουλιά. «Καλό είναι», δήλωσε χαμογελώντας. «'Οταν ζούσα με τους Μαμουτόι, ο αρχηγός, ο Τάλουτ, έφτιαχνε κάτι παρόμοιο από χυμό σημύδας και από διάφορα άλλα υλικά. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό εδώ είναι καλύτερο». Ο Λαραμάρ κοίταξε τον κόσμο γύρω του και έδειξε την ικανοποίησή του με ένα μορφασμό. «Από τι είναι φτιαγμένο;» ρώτησε η Άυλα προσπαθώντας να καταλάβει τη γεύση. «Δεν το φτιάχνω πάντα με τον ίδιο τρόπο. Εξαρτάται από τα υλικά που είναι διαθέσιμα. Μερικές φορές χρησιμοποιώ χυμό σημύδας και σπόρους», είπε ο Λαραμάρ. «Μπορείς να μαντέψεις τι έβαλα αυτή τη φορά;» Η Άυλα δοκίμασε ξανά. Ήταν δυσκολότερο να μαντέψεις τα συστατικά μετά τη ζύμωση. «Νομίζω πως υπάρχουν σπόροι, ίσως χυμός σημύδας ή κάποιου άλλου δέντρου και ίσως κάποιο φρούτο, όμως υπάρχει και κάτι άλλο, γλυκό. Αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω τις αναλογίες», είπε τελικά. «Έχεις καλή γεύση», είπε ο Λαραμάρ, ολοφάνερα εντυπωσιασμένος. «Ναι, έχω βάλει φρούτο, μήλα που είχαν μείνει σ' ένα δέντρο στην παγωνιά και ήταν πιο γλυκά, αλλά το γλυκό συστατικό που λες είναι μέλι».

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

161

«Φυσικά! Τώρα που το αναφέρεις, αναγνωρίζω τη γεύση», είπε η Άυλα. «Δε βρίσκω πάντα μέλι, αλλά, όταν βρίσκω, το μπάρμα γίνεται καλύτερο, και πιο δυνατό», είπε ο Λαραμάρ, αυτή τη φορά με ένα απόλυτα ειλικρινές χαμόγελο. Δεν υπήρχαν πολλοί με τους οποίους μπορούσε να συζητάει για το ποτό του. Οι περισσότεροι είχαν μια τέχνη στην οποία είχαν γίνει πραγματικά επιδέξιοι. Ο Λαραμάρ ήξερε ότι έφτιαχνε το καλύτερο μπάρμα απ' όλους. Θεωρούσε ότι ήταν η τέχνη του, το πράγμα που ήξερε να κάνει καλά, αλλά πίστευε ότι δεν είχε την αναγνώριση που έπρεπε. Σε πολλές τροφές η ζύμωση μπορούσε να γίνει με τρόπο φυσικό, συχνά στις κληματσίδες και στα δέντρα όπου ωρίμαζαν οι καρποί, και μερικές φορές επηρεάζονταν τα ζώα που τους έτρωγαν. Πολλοί έφτιαχναν με ζύμωση ποτά, τουλάχιστον κάπου κάπου, αλλά δεν είχαν βέβαιες γνώσεις και συχνά το προϊόν τους ξίνιζε. Συχνά έλεγαν ότι η Μαρτόνα έφτιαχνε καλό κρασί, αλλά οι περισσότεροι δεν το θεωρούσαν κάτι σημαντικό και οπωσδήποτε δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έκανε καλά. Ο Λαραμάρ πάντα έφτιαχνε ποτά που περιείχαν αλκοόλ και δεν ξίνιζαν, και πολύ συχνά με μεγάλη επιτυχία. Ήξερε ότι η τέχνη του δεν ήταν ασήμαντη, απαιτούσε γνώση και επιδεξιότητα, αλλά οι περισσότεροι ενδιαφέρονταν μόνο για το τελικό προϊόν. Και δε βοηθούσε το γεγονός ότι έπινε αρκετό ο ίδιος και συχνά τα πρωινά ήταν πολύ «άρρωστος» ώστε να πάει στο κυνήγι ή να συμμετάσχει σε συλλογικές και μερικές φορές δυσάρεστες δραστηριότητες, που ωστόσο ήταν απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της Σπηλιάς. Σε λίγο μια γυναίκα ξεπρόβαλε στο πλευρό του. Στο πόδι της κρεμόταν ένα μωρό, στο οποίο δε φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κρατούσε ένα κύπελλο και το άπλωσε στον Λαραμάρ. Εκείνος δεν έκρυψε για μια στιγμή τη δυσαρέσκεια του, ωστόσο της έβαλε λίγο μπάρμα χωρίς να πει τίποτα. «Δε θα τη συστήσεις στη σύντροφο σου;» είπε η γυναίκα στον Λαραμάρ κοιτώντας την Άυλα. «Άυλα, αυτή είναι η σύντροφος μου, η Τρεμέντα, κι αυτός είναι ο μικρότερος γιος της», είπε ο Λαραμάρ κάπως απρόθυμα. >

162

JEAN Μ . A U E L

«Τρεμέντα, αυτή είναι η Άυλα των... Ματουμο». «Στο όνομα της Μητέρας σε χαιρετώ, Τρεμέντα του...» άρχισε να λέει η Άυλα αφήνοντας κάτω το κύπελλό της για να μπορέσει να απλώσει και τα δυο της χέρια. «Σε καλωσορίζω, Άυλα», είπε η Τρεμέντα, κι έπειτα ήπιε χωρίς να κάνει τον κόπο ν' απλώσει τα δικά της χέρια για τον επίσημο χαιρετισμό. Άλλα δυο παιδιά ήρθαν κοντά της. Όλα φορούσαν ρούχα πάρα πολύ φθαρμένα και βρόμικα, και η Τρεμέντα δεν πήγαινε πίσω. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα, τα ρούχα της λεκιασμένα. Η Άυλα υποπτεύθηκε ότι η Τρεμέντα απολάμβανε υπερβολικά το ποτό που έφτιαχνε ο σύντροφος της. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά, μάλλον αγόρι, την κοίταξε με έκφραση καθόλου ευχάριστη. «Γιατί μιλάει τόσο αστεία;» είπε κοιτώντας τη μητέρα του. «Και γιατί φοράει αγορίστικα ρούχα;» «Δεν ξέρω. Γιατί δεν τη ρωτάς;» είπε η Τρεμέντα αδειάζοντας το κύπελλό της. Η Άυλα κοίταξε κλεφτά τον Λαραμάρ και είδε ότι ήταν έξαλλος. Φαινόταν έτοιμος να χτυπήσει το παιδί. Η Άυλα βιάστηκε να προλάβει το κακό. «Μιλάω διαφορετικά γιατί έρχομαι από πολύ μακριά και γιατί μεγάλωσα με ανθρώπους που δε μιλάνε όπως οι Ζελαντόνιι. Ο Τζονταλάρ μου έμαθε να μιλάω τη γλώσσα σας όταν πια ήμουν μεγάλη. Όσο γι' αυτά τα ρούχα, μου τα χάρισαν νωρίτερα». Ο μικρός φάνηκε ξαφνιασμένος που του είχε απαντήσει, αλλά δε δίστασε να κάνει άλλη μια ερώτηση. «Για ποιο λόγο σού χάρισαν αγορίστικα εσώρουχα;» «Δεν ξέρω», του απάντησε εκείνη. «Ίσως να ήθελαν να κάνουν κάποιο αστείο, αλλά μου αρέσουν. Είναι πολύ βολικά. Δε συμφωνείς;» «Μάλλον. Ποτέ δεν είχα τόσο καλά», είπε το αγόρι. «Τότε να σου φτιάξουμε. Θα σου φτιάξω εγώ, αν με βοηθήσεις». Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Το λες σοβαρά;» «Ναι, σοβαρά. Πες μου το όνομά σου». «Είμαι ο Μπολογκάν», είπε το αγόρι. Η Άυλα άπλωσε και τα δυο της χέρια. Ο Μπολογκάν την κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε κανονικό επίσημο χαιρετισμό και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν πίστευε ότι είχε

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

163

επίσημη ονομασία. Ποτέ δεν είχε ακούσει τη μητέρα ή τον άντρα της εστίας του να δηλώνουν τα ονόματα και τους δεσμούς τους. Η Άυλα άπλωσε τα χέρια της και έσφιξε τα δικά του, που ήταν βρόμικα. «Είμαι η Άυλα των Μαμουτόι, Μέλος της Κοινότητας του Λιονταριού», άρχισε και συνέχισε απαριθμώντας όλα τα στοιχεία της επίσημης ονομασίας της. Όταν το παιδί δεν απάντησε, το έκανε η ίδια στη θέση του. «Στο όνομα της Μουτ, της Μεγάλης Μητέρας Γης, που είναι γνωστή και ως Ντόνι, σε χαιρετώ Μπολογκάν της Ένατης Σπηλιάς των Ζελαντόνιι, Γιε της Τρεμέντα, Ευλογημένης από την Ντόνι και συντρόφου του Λαραμάρ, Κατασκευαστή του Πιο Έξοχου Μπάρμα». Ο τρόπος με τον οποίο είχε μιλήσει έδινε την εντύπωση ότι πραγματικά ο μικρός είχε ονόματα και δεσμούς για τους οποίους μπορούσε να είναι υπερήφανος, όπως όλοι οι άλλοι. Ο Μπολογκάν κοίταξε τη μητέρα του και το σύντροφο της. Ο Λαραμάρ δεν ήταν πια θυμωμένος. Χαμογελούσαν και οι δύο και φαίνονταν μάλλον ευχαριστημένοι με τους τίτλους που τους είχε δώσει η Άυλα. Η Μαρτόνα και η Σαλόβα είχαν έρθει στη συντροφιά τους. «Θα ήθελα λίγο από το Πιο Έξοχο Μπάρμα», είπε η Σαλόβα, και ο Λαραμάρ γέμισε το κύπελλό της με εξαιρετική προθυμία. «Κι εγώ θέλω», είπε ο Χαρεζάλ και γέμισε το κύπελλό του πρώτος, ενώ κι άλλοι στριμώχνονταν γύρω από τον Λαραμάρ απλώνοντας τα χέρια τους για να γεμίσουν τα κύπελλά τους. Η Άυλα πρόσεξε ότι η Τρεμέντα ξαναγέμισε το δικό της πριν απομακρυνθεί με τα παιδιά της. Ο Μπολογκάν την κοίταξε καθώς απομακρύνονταν. Η Άυλα του χαμογέλασε και τον είδε ικανοποιημένη να της χαμογελάει κι εκείνος. «Νομίζω ότι έκανες φίλο σου αυτόν το νεαρό», είπε η Μαρτόνα. «Νεαρός που έχει τα χάλια του», σχολίασε η Σαλόβα. «Θα του φτιάξεις πραγματικά χειμωνιάτικα;» «Γιατί όχι; Θα ήθελα να μάθω πώς ράφτηκε αυτό», είπε η Άυλα δείχνοντας τα ρούχα της. «Ίσως κάνω γιο κάποια μέρα. Και θα ήθελα να φτιάξω άλλη μια φορεσιά για μένα».

164

JEAN Μ . A U E L

«Για σένα! Εννοείς ότι θα συνεχίσεις να φοράς αυτά τα ρούχα;» «Με λίγες αλλαγές, λόγου χάρη ένα επάνω κομμάτι σταί μέτρα μου. Τα δοκίμασες ποτέ; Είναι πολύ άνετα. Άλλωστε, είναι δώρο καλωσορίσματος. Σκοπεύω να δείξω ότι το εκτιμώ πολύ», είπε η Άυλα χωρίς να κρύψει την οργή αλλά και: την υπερηφάνειά της. Η Σαλόβα κοίταξε με δέος την άγνωστη που είχε φέρει μαζί του ο Τζονταλάρ και ξαφνικά πρόσεξε ξανά την ξενική προφορά της. Αυτή τη γυναίκα καλύτερα να μην την κάνει κανείς να θυμώσει, είπε μέσα της. Η Μαρόνα προσπάθησε να την ντροπιάσει, αλλά η Άυλα αντέστρεψε το παιχνίδι. Τελικά η Μαρόνα είναι η ταπεινωμένη. Κάθε φορά: που θα τη βλέπει να φοράει αυτά τα ρούχα θα ζαρώνει. Δε νομίζω ότι θα ήθελα να θυμώσει ποτέ η Άυλα μαζί μου! «Είμαι βέβαιη ότι ο Μπολογκάν θα χρειαστεί κάτι ζεστό το χειμώνα», είπε η Μαρτόνα. Δεν της διέφυγαν τα λόγια που είχαν ανταλλάξει οι δυο νεαρές γυναίκες. Καλύτερα για την Άυλα να δείξει αμέσως ποια είναι, σκέφτηκε. Ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι δεν μπορεί να την εκμεταλλεύεται εύκολα. Στο κάτω κάτω, θα γίνει σύντροφος ενός άντρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια ηγετική οικογένεια των Ζελαντόνιι. «Μονίμως του λείπουν ρούχα», είπε η Σαλόβα. «Μήπως φόρεσε ποτέ κάτι αξιοπρεπές; Αν έχουν οτιδήποτε αυτά τα παιδιά, το έχουν γιατί ο κόσμος τα λυπάται και τους δίνει τα αποφόρια. Προσέξατε ότι ο Λαραμάρ, όσο κι αν πίνει, πάντα έχει μπάρμα να ανταλλάξει για τις ανάγκες του, ιδίως για να αποκτήσει υλικά για να φτιάξει κι άλλο; Αλλά δεν έχει αρκετά για να φροντίσει τη γυναίκα και παιδιά του! Και ποτέ δε βρίσκεται διαθέσιμος όταν πρέπει να γίνει κάποια συλλογική δουλειά. »Και η Τρεμέντα δε βοηθάει», συνέχισε η Σαλόβα. «Μοιάζουν πολύ. Πάντα είναι υπερβολικά "άρρωστη" για να βοηθήσίει σε κάτι, αν και δεν τη βλέπω να αποφεύγει να ζητάει τη βοήθεια των άλλων για να θρέψει τα "κακόμοιρα τα παιδιά της"! Και ποιος μπορεί να αρνηθεί; Είναι κακοντυμένα, βρόμικα και συχνά πεινασμένα». Μετά το φαγητό η γιορτή απέκτησε μεγαλύτερο κέφι, ιδίως ύστερα από την εμφάνιση του μπάρμα του Λαραμάρ. Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, όλοι μαζεύτηκαν πιο

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

165

κοντά στη μεγάλη φωτιά που άναβε σχεδόν κάτω από την άκρη της προστατευτικής προεξοχής. Ακόμα και τα καλοκαίρια η νύχτα έφερνε ψυχρά, υπενθύμιση των μεγάλων παγετώνων που βρίσκονταν βορειότερα. Η φωτιά ζέσταινε και το εσωτερικό του καταφυγίου, συμβάλλοντας στο να αισθάνονται όλοι ευδιάθετοι, και ακόμα περισσότερο όσοι συγκεντρώνονταν γύρω από το νεοφερμένο ζευγάρι. Η Άυλα είχε γνωρίσει τόσους που, παρά τις εξαιρετικές ικανότητές της στην απομνημόνευση, δεν ήταν βέβαιη ότι θα τους θυμόταν όλους. Ξαφνικά, έκανε ξανά την εμφάνισή του ο Λύκος, σχεδόν μαζί με την Προλέβα, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον κοιμισμένο Τζαραντάλ. Ο μικρός ξύπνησε και θέλησε να κατέβει, αλλά η μητέρα του κοίταξε το λύκο ανήσυχη. «Δε θα τον πειράξει», είπε η Άυλα. «Είναι πολύ καλός με τα παιδιά», πρόσθεσε ο Τζονταλάρ. «Μεγάλωσε με τα παιδιά της Κοινότητας του Λιονταριού, και μάλιστα προστάτευε με πάθος ένα που ήταν αδύναμο και ασθενικό». Η Προλέβα κατέβασε το γιο της, αλλά κράτησε το χέρι της προστατευτικά γύρω του. Η Άυλα πήγε κοντά τους και πέρασε το χέρι της στο λαιμό του Λύκου, κυρίως για να καθησυχάσει την ανήσυχη μητέρα. «Θέλεις ν' αγγίξεις τον Λύκο, Τζαραντάλ;» είπε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Η Άυλα οδήγησε το χέρι του στο κεφάλι του Λύκου. «Με γαργαλάει!» είπε ο Τζαραντάλ και χαμογέλασε. «Ναι, είναι η γούνα του. Προκαλεί φαγούρα και στον ίδιο. Τώρα χάνει τρίχωμα», είπε η Άυλα. «Πονάει;» «Όχι. Αλλά νιώθει φαγούρα. Γι' αυτό τούτη την εποχή τού αρέσει ακόμα πιο πολύ να τον ξύνουν». «Γιατί χάνει το τρίχωμά του;» «Γιατί ο καιρός γίνεται πιο ζεστός. Το χειμώνα, που κάνει κρύο, βγάζει πιο πυκνό τρίχωμα, που τον κρατάει ζεστό. Αλλά το καλοκαίρι ζεσταίνεται πολύ», εξήγησε η Άυλα. «Γιατί δε φοράει κάτι όταν κρυώνει;» επέμεινε ο Τζαραντάλ. Η απάντηση ήρθε από αλλού. «Οι λύκοι δυσκολεύονται να φτιάξουν ρούχα, γι' αυτό τους φτιάχνει ένα η Μητέρα,

166

JEAN Μ . A U E L

κάθε χειμώνα», είπε η Ζελαντόνι. Είχε έρθει κοντά τους λίγο μετά την Προλέβα. «Το καλοκαίρι, που κάνει ζέστη, η Μητέρα το παίρνει πίσω. Όταν χάνει τη γούνα του ο Λύκος, είναι σαν να του παίρνει το ρούχο του η Μητέρα». Η Άυλα ξαφνιάστηκε με την τρυφερότητα που ηχούσε στη φωνή της και καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Αναρωτήθηκε αν είχε θελήσει ποτέ παιδιά η Ζελαντόνι. Ήταν βέβαιη ότι η θεραπεύτρια ήξερε πώς να τερματίζει μια εγκυμοσύνη, αλλά η πρόκληση της ή η παρεμπόδιση της αποβολής ήταν πράγματα πιο δύσκολα. Αναρωτιέμαι αν ξέρει πώς αρχίζει η νέα ζωή, πρόσθεσε μέσα της, ή αν ξέρει πώς να την παρεμποδίζει. Όταν η Προλέβα σήκωσε πάλι το γιο της για να τον πάει μέσα, ο Λύκος έκανε να την ακολουθήσει. Η Άυλα τον φώναξε πίσω. «Νομίζω ότι πρέπει να πας στην κατοικία της Μαρτόνα», είπε κάνοντάς του το νόημα που σήμαινε «πήγαινε στην κατοικία». Κατοικία του ήταν το κάθε σημείο όπου είχε στρώσει τις γούνες της η Άυλα. Όταν το παγερό σκοτάδι τύλιξε τα πάντα πέρα από τη φεγγοβολή της φωτιάς, πολλοί εγκατέλειψαν τη γιορτή. Μερικοί, ιδίως οι οικογένειες με μικρά παιδιά, αποσύρθηκαν στις κατοικίες τους. Άλλοι, κυρίως νεαρά ζευγάρια αλλά και μεγαλύτεροι και κάπου κάπου περισσότεροι από δύο, αποσύρθηκαν στις σκιές οτα όρια της φωτιάς και απορροφήθηκαν από πιο ιδιωτικές ενασχολήσεις, συζητήσεις ή χάδια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν ήταν σπάνιο να κάνουν έρωτα περισσότεροι από δύο μαζί, και, εφόσον δεν υπήρχε αντίρρηση, δεν προέκυπτε και κανένα πρόβλημα. Η κατάσταση θύμισε στην Άυλα τις Γιορτές προς Τιμήν της Μητέρας, κι αν η απόλαυση του Δώρου της Ηδονής Την τιμούσε, σίγουρα αυτή τη βραδιά Την τιμούσε πολύ. Σκέφτηκε ότι οι Ζελαντόνιι δε διέφεραν τόσο από τους Μαμουτόι ή τους Σαραμουντόι ή τους Λοσαντουνάι. Μάλιστα, μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λανζαντόνιι. Αρκετοί προσπάθησαν να παρασύρουν την ωραία ξένη να μοιραστεί μαζί τους το Δώρο της Ηδονής. Η Άυλα χαιρόταν για το ενδιαφέρον τους, αλλά έδειξε καθαρά ότι ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τον Τζονταλάρ. Τα δικά του συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Ο Τζονταλάρ χαιρόταν που η Άυλα έβρισκε τόσο καλή υποδοχή από

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

167

τους δικούς του και ήταν περήφανος που τη θαύμαζαν τόσο πολλοί άντρες, αλλά θα προτιμούσε να μην ε'δειχναν τόση λαχτάρα να την τραβήξουν στις γούνες τους -ιδίως ο Χαρεζάλ-, και ταυτόχρονα χαιρόταν που εκείνη αδιαφορούσε για όλους. Οι Ζελαντόνιι δεν ανε'χονταν τη ζηλοτυπία. Μπορούσε να οδηγήσει σε δυσαρμονία και σε καβγάδες, ενώ εκείνοι, ως κοινότητα, εκτιμούσαν πάνω απ' όλα την αρμονία και τη συνεργασία. Σ' έναν τόπο που ένα μεγάλο μέρος του χρόνου δεν ήταν παρά μια παγωμένη ερημιά, η αλληλοβοήθεια που προσφερόταν με προθυμία ήταν απαραίτητη για την επιβίωση. Τα περισσότερα από τα έθιμα και οι πιο πολλές συνήθειές τους αποσκοπούσαν στη διατήρηση της φιλικής διάθεσης και στην αποτροπή οποιουδήποτε συναισθήματος, όπως η ζήλια, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις φιλικές σχέσεις τους. Ο Τζονταλάρ ήξερε ότι θα δυσκολευόταν πολύ να κρύψει τη ζήλια του αν η Άυλα διάλεγε κάποιον άλλο. Ίσως, όταν θα είχαν ζήσει πρώτα μαζί αρκετά χρόνια και η συνήθεια θα παραχωρούσε κάπου κάπου τη θέση της στην αναζήτηση μιας νέας εμπειρίας, να ήταν διαφορετικά, αλλά όχι ακόμα. Άλλωστε, βαθιά μέσα του αμφέβαλλε αν θα μπορούσε ποτέ να τη μοιραστεί πρόθυμα με κάποιον άλλο. Μερικοί είχαν αρχίσει να τραγουδούν και να χορεύουν και η Άυλα προσπαθούσε να πάει κοντά τους, αλλά γύρω της συνωστίζονταν πάντα άντρες που ήθελαν να της μιλήσουν. Ένας ιδίως, που δεν είχε απομακρυνθεί από τη συντροφιά όλο το βράδυ, τώρα φαινόταν αποφασισμένος να μιλήσει μαζί της. Η Άυλα είχε την αίσθηση ότι είχε προσέξει νωρίτερα έναν ασυνήθιστο άντρα, αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε να τον κοιτάξει καλύτερα κάποιος άλλος έλεγε κάτι ή τη ρωτούσε κάτι κι έτσι δεν είχε βρει την ευκαιρία. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον άντρα που της έδινε άλλο ένα κύπελλο με μπάρμα. Αν και το ποτό τής θύμιζε το μπσύζα του Τάλουτ, ήταν πιο δυνατό. Ήδη αισθανόταν λίγο ζαλισμένη και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να σταματήσει. Ήξερε την επίδραση που μπορούσαν να έχουν πάνω της αυτά τα ποτά και δεν ήθελε να γίνει υπερβολικά «φιλική» την πρώτη κιόλας φορά που γνώριζε το λαό του Τζονταλάρ.

168

JEAN Μ . A U E L

Χαμογέλασε στον άντρα που της είχε δώσει το ποτό με σκοπό να αρνηθεί ευγενικά, αλλά, όταν τον είδε, η ταραχή πάγωσε για μια στιγμή το χαμόγελο ατο πρόσωπο της. Ωστόσο, γρήγορα έγινε έκφραση γνήσιας ζεστασιάς και φιλικής διάθεσης. «Είμαι ο Μπρουκεβάλ», είπε εκείνος. Φαινόταν διστακτικός, ντροπαλός. «Είμαι ξάδερφος του Τζονταλάρ». Η φωνή του ήταν αρκετά χαμηλή, αλλά πλούσια και μελωδική, πολύ ευχάριστη. «Σε χαιρετώ. Είμαι η Άυλα των Μαμουτόι», είπε εκείνη. Όχι μόνο η φωνή του αλλά και άλλα χαρακτηριστικά του είχαν κινήσει την περιέργειά της. Αυτός ο άντρας δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους Ζελαντόνιι που είχε γνωρίσει ως τώρα. Τα μάτια του δεν ήταν γαλανά ή γκρίζα, όπως των άλλων, αλλά σκούρα. Ίσως καστανά, όμως η Άυλα δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά στις αναλαμπές της φωτιάς. Αλλά ακόμα πιο απροσδόκητη ήταν η γενική εμφάνισή του. Κάτι πάνω του της ήταν γνώριμο. Τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν με τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων της Φυλής! Είναι από ανάμεικτα πνεύματα, της Φυλής και των Άλλων, σκέφτηκε. Τον εξέτασε προσεχτικά, αλλά με διακριτικό βλέμμα, γιατί κάτι πάνω του ξυπνούσε μέσα της τις αρχές με τις οποίες είχε διαπαιδαγωγηθεί από τη Φυλή. Πάντως, δε φαινόταν να προέρχεται σε ίσες αναλογίες από τη Φυλή και από τους Άλλους, όπως ο Εχοζάρ -με τον οποίο είχε δώσει Υπόσχεση η Τζοπλάγια- ή ο δικός της γιος. Σ' αυτόν εδώ τα χαρακτηριστικά των Άλλων ήταν πιο ισχυρά. Το μέτωπο του ήταν ίσιο και ψηλό, με ελάχιστη κλίση προς τα πίσω, και, όταν έστρεψε το κεφάλι του, η Άυλα είδε ότι ήταν μακρύ, το πίσω τμήμα του στρογγυλό και του έλειπε η ινιακή προεξοχή. Αλλά τα οστά των φρυδιών του πάνω από τα χωμένα βαθιά στις κόγχες τους μάτια ήταν το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του. Προεξείχαν πραγματικά, όχι όμως τόσο έντονα όσο στους άντρες της Φυλής. Η μύτη του ήταν, επίσης, μεγάλη και, παρ' όλο που ήταν πιο λεπτή απ' όσο η μύτη των αντρών της Φυλής, σε γενικές γραμμές το σχήμα της ήταν ίδιο. Η Άυλα σκέφτηκε ότι πιθανότατα το πιγούνι του έκλινε προς τα πίσω. Τα σκουροκάστανα γένια του την εμπόδιζαν

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

169

να δει καθαρά, αλλά τα ίδια τα γένια τον έκαναν να μοιάζει με τους άντρες που είχε γνωρίσει όταν ήταν μικρή. Την πρώτη φορά που είχε ξυριστεί ο Τζονταλάρ, κάτι που συνήθως έκανε το καλοκαίρι, της είχε προκαλέσει πραγματική έκπληξη. Χωρίς γένια φαινόταν πάρα πολύ νέος, σχεδόν αγόρι. Ήταν η πρώτη φορά που η Άυλα έβλεπε ώριμο άντρα χωρίς γένια. Αυτός εδώ ήταν λίγο πιο κοντός από το μέσο όρο, ελάχιστα πιο κοντός και από την ίδια, αλλά ήταν γεροδεμένος, με δυνατούς μυς και πλατύ στήθος. Ο Μπρουκεβάλ είχε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αντρών με τους οποίους είχε μεγαλώσει η Άυλα, και τον έβρισκε αρκετά ωραίο. Μάλιστα, αισθάνθηκε ότι της προκαλούσε κάποια έλξη. Αλλά ταυτόχρονα αισθανόταν λίγο μεθυσμένη -όχι, δε θα έπινε με τίποτα κι άλλο μπάρμα. Το ζεστό της χαμόγελο έδειχνε τα συναισθήματά της, αλλά εκείνος διέκρινε και κάποια συμπαθητική δειλία στον τρόπο με τον οποίο τράβηξε το βλέμμα της και το χαμήλωσε στο έδαφος. Ο Μπρουκεβάλ δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τις γυναίκες να αντιδρούν με τόση ζεστασιά, πόσο μάλλον γυναίκες όμορφες που ήταν σύντροφοι του ψηλού, χαρισματικού ξαδέρφου του. «Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες λίγο μπάρμα», της είπε. «Σε τριγυρίζουν πάρα πολλοί, όλοι θέλουν να μιλήσουν μαζί σου, αλλά κανείς δε σκέφτηκε ότι ίσως διψάς». «Σ' ευχαριστώ. Διψώ πραγματικά, αλλά δεν τολμώ να πιω άλλο μπάρμα. Ήδη είμαι λίγο ζαλισμένη». Του χάρισε ένα από τα αστραφτερά, ακατανίκητα χαμόγελά της. Ο Μπρουκεβάλ μαγεύτηκε τόσο, που για μια στιγμή ξέχασε να αναπνεύσει. Ήθελε να τη γνωρίσει όλο το βράδυ, αλλά φοβόταν να την πλησιάσει. Άλλες όμορφες γυναίκες τού είχαν φερθεί με πραγματική περιφρόνηση. Αλλά βλέποντας τα χρυσαφένια μαλλιά της να λάμπουν στο φως της φωτιάς, το καλοσχηματισμένο κορμί της να τονίζεται ελκυστικά από τα απαλά δερμάτινα ρούχα, την κάπως εξωτική της όψη, ο Μπρουκεβάλ σκεφτόταν ότι ήταν η πιο ασυνήθιστα ωραία γυναίκα που είχε γνωρίσει. «Να σου φέρω να πιεις κάτι άλλο;» τη ρώτησε τελικά χαμογελώντας της με σχεδόν παιδική προθυμία να την ευχαριστήσει. Δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο άνετη και φιλική μαζί του.

170

JEAN Μ . A U E L

«Μπρουκεβάλ, φύγε. Ήρθα πρώτος», είπε ο Χαρεζάλ δήθεν στ' αστεία. Όλη τη βραδιά προσπαθούσε να γοητεύσει την Άυλα, ή τουλάχιστον να της αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα βλε'πονταν μια άλλη φορά, και τώρα την έβλεπε να χαμογελάει τόσο ζεστά στον Μπρουκεβάλ! Ελάχιστοι θα προσπαθούσαν με τόση επιμονή να προκαλέσουν το ενδιαφέρον μιας γυναίκας που είχε διαλέξει ο Τζονταλάρ, αλλά ο Χαρεζάλ είχε έρθει στην Ένατη Σπηλιά μόλις πριν από ένα χρόνο. Ήταν αρκετά χρόνια νεότερος από τον Τζονταλάρ, δεν είχε καν ανδρωθεί όταν ο Τζονταλάρ και ο αδερφός του ξεκίνησαν για το Ταξίδι τους, και αγνοούσε τη φήμη του Τζονταλάρ, ότι ήταν ασύγκριτα ελκυστικός για τις γυναίκες. Μόλις την ίδια μέρα είχε μάθει ότι ο Τζονταλάρ είχε αδερφό. Ωστόσο, είχε ακούσει από καιρό τις φήμες και τα σχόλια για τον Μπρουκεβάλ. «Μη μου πεις πως πιστεύεις ότι θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για κάποιον που η μητέρα του ήταν μισή πλατυκέφαλη;» είπε περιφρονητικά. Πνιχτές κραυγές ακούστηκαν από το πλήθος και ακολούθησε απότομη σιωπή. Κανείς όλ' αυτά τα χρόνια δεν είχε μιλήσει τόσο ανοιχτά για τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Ο Μπρουκεβάλ τον κοίταξε με φοβερό μίσος. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο δηλητήριο. Η μεταμόρφωσή του άφησε άναυδη την Άυλα. Μια φορά στο παρελθόν είχε δει άντρα της Φυλής τόσο εξοργισμένο, και τότε είχε φοβηθεί πραγματικά. Ο Μπρουκεβάλ δεν αντιμετώπιζε τέτοιες αιχμές πρώτη φορά. Είχε συμπονέσει πραγματικά την Άυλα για το κακόγουστο αστείο που είχαν σκαρώσει σε βάρος της η Μαρόνα και οι φίλες της. Ο ίδιος είχε πέσει συχνά θύμα τέτοιων σκληρών αστείων. Είχε νιώσει την επιθυμία να τρέξει και να την προστατέψει όπως έκανε ο Τζονταλάρ και, όταν είδε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε εκείνη την προσβολή, ένιωσε δάκρυα στα μάτια του. Η υπερηφάνεια με την οποία είχε αντιμετωπίσει τα γέλια του κόσμου είχε κερδίσει την καρδιά του. Αργότερα, αν και λαχταρούσε να της μιλήσει, βασανιζόταν από αμηχανία και δειλία και δίσταζε να συστηθεί. Οι γυναίκες δεν ανταποκρίνονταν πάντα ευνοϊκά στις προσπάθειές του να τις προσεγγίσει και προτιμούσε να τη θαυμάζει

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

171

από μακριά αντί να αντιμετωπίσει ξανά την περιφρόνηση με την οποία του είχαν φερθεί άλλες ωραίες γυναίκες. Αλλά, τελικά, αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. Κι εκείνη του φέρθηκε τόσο ευγενικά! Το χαμόγελο της ήταν τόσο ζεστό, που την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Στη σιωπή που ακολούθησε τα λόγια του Χαρεζάλ ο Μπρουκεβάλ είδε τον Τζονταλάρ να έρχεται πίσω από την Άυλα για να την προστατέψει. Ζήλεψε τον Τζονταλάρ. Πάντα τον ζήλευε, γιατί ήταν ίσως ο ψηλότερος άντρας της Σπηλιάς. Είχε την αίσθηση ότι, αν και ο Τζονταλάρ δεν του πετούσε ποτέ υπονοούμενα, και μάλιστα τον είχε προστατέψει κάμποσες φορές, στην πραγματικότητα τον λυπόταν. Κι αυτό ήταν ακόμα χειρότερο. Τώρα ο Τζονταλάρ είχε γυρίσει μ' αυτή την όμορφη γυναίκα, που προκαλούσε το θαυμασμό όλων. Γιατί μερικοί ήταν τόσο ευνοημένοι από την τύχη; Αλλά το βλέμμα που έριξε στον Χαρεζάλ είχε αναστατώσει την Άυλα περισσότερο απ' όσο μπορούσε να καταλάβει. Η Άυλα είχε να δει τέτοια έκφραση από τότε που εγκατέλειψε τη φυλή του Μπρουν. Της θύμισε τον Μπρουντ, το γιο της συντρόφου του Μπρουν, που την κοιτούσε συχνά με τέτοιο τρόπο. Αν και ο Μπρουκεβάλ δεν ήταν θυμωμένος μαζί της, εκείνη ρίγησε μόλις ξύπνησε μέσα της η ανάμνηση και ένιωσε την ανάγκη να απομακρυνθεί. Στράφηκε στον Τζονταλάρ. «Πάμε. Είμαι κουρασμένη», του ψιθύρισε στα μαμουτόι, συνειδητοποιώντας ότι ήταν πραγματικά εξαντλημένη. Είχαν μόλις ολοκληρώσει ένα μακρύ, δύσκολο Ταξίδι και είχαν ήδη συμβεί τόσο πολλά, που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είχαν φτάσει μόλις σήμερα. Πρώτα η αγωνία της που θα γνώριζε τους συγγενείς του Τζονταλάρ, έπειτα το θλιβερό καθήκον της ανακοίνωσης του θανάτου του Τονολάν. Το δυσάρεστο αστείο της Μαρόνα, η έξαψη της γιορτής, τώρα ο Μπρουκεβάλ. Ήταν πάρα πολύ! Ο Τζονταλάρ είδε ότι το επεισόδιο την είχε αναστατώσει και υποπτευόταν το γιατί. «Η μέρα ήταν πολύ κουραστική», είπε. «Νομίζω πως είναι ώρα να πηγαίνουμε». Ο Μπρουκεβάλ στενοχωρήθηκε που θα έφευγαν τόσο γρήγορα, τώρα που επιτέλους είχε βρει το κουράγιο να της

172

JEAN Μ . A U E L

μιλήσει. Χαμογέλασε διστακτικά. «Πρέπει πραγματικά να φύγετε;» είπε. «Είναι αργά. Πολλοί πήγαν ήδη να ξαπλώσουν και είμαι πολύ κουρασμένη», είπε εκείνη χαμογελώντας του. Τώρα που το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, μπορούσε να του χαμογελάσει ξανά, ωστόσο το χαμόγελο της δεν είχε την προηγούμενη ζεστασιά. «Καληνύχτα», είπαν στους υπόλοιπους και απομακρύνθηκαν. Αλλά, όταν η Άυλα στράφηκε για τελευταία φορά, είδε τον Μπρουκεβάλ να αγριοκοιτάζει ξανά τον Χαρεζάλ. «Είδες πώς κοιτούσε ο ξάδερφος σου τον Χαρεζάλ;» ρώτησε τον Τζονταλάρ καθώς κατευθύνονταν προς την κατοικία της Μαρτόνα. «Το βλέμμα του ήταν γεμάτο μίσος». «Δεν μπορώ να πω ότι τον κατηγορώ γι' αυτό», είπε εκείνος. Ούτε κι ο ίδιος συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Χαρεζάλ. «Ξέρεις ότι είναι φοβερή προσβολή να αποκαλέσεις κάποιον πλατυκέφαλο, και ακόμα χειρότερο να αποκαλέσεις πλατυκέφαλη τη μητέρα του. Αν και ο Μπρουκεβάλ έχει ακούσει συχνά τέτοια σχόλια -ιδίως όταν ήταν μικρός. Μερικές φορές τα παιδιά είναι πολύ σκληρά». Της εξήγησε ότι, όταν ο Μπρουκεβάλ ήταν μικρός, όποτε ήθελε κανείς να τον πειράξει τον φώναζε πλατυκέφαλο. Αν και δεν είχε το μέτωπο με την κλίση προς τα πίσω, εξαιτίας του οποίου αποκαλούσαν έτσι τα μέλη της Φυλής, ήταν η λέξη που τον έκανε έξαλλο. Και για ένα ορφανό που καλά καλά δεν είχε γνωρίσει τη μητέρα του ήταν φοβερό ν' ακούει να την αποκαλούν οι άλλοι έτσι, να τη χαρακτηρίζουν σίχαμα, μισό άνθρωπο και μισό ζώο. Και όσο περισσότερο αντιδρούσε μ' αυτό τον τρόπο τόσο περισσότερο τον βασάνιζαν τα άλλα παιδιά. Αλλά, όταν άρχισε να μεγαλώνει, ό,τι του έλειπε σε ύψος το αναπλήρωνε σε δύναμη. Τα έβαλε αρκετές φορές με άλλα αγόρια που ήταν ψηλότερά του αλλά δεν είχαν τη δική του μυϊκή δύναμη, και μάλιστα ενισχυμένη από την οργή του, και τελικά κανείς πια δεν τολμούσε να επαναλάβει αυτές τις βρισιές, τουλάχιστον μπροστά του. «Δεν ξέρω για ποιο λόγο ενοχλεί τόσο τον κόσμο», είπε η Άυλα, «αλλά προφανώς είναι αλήθεια. Νομίζω ότι έχει και το αίμα της Φυλής. Μου θυμίζει τον Εχοζάρ, αλλά ο Μπρουκεβάλ έχει περισσότερο από το δικό σας αίμα. Βλέπεις ότι το αίμα της Φυλής δεν είναι τόσο ισχυρό -αν εξαι-

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

173

ρέσεις εκείνο χο βλέμμα. Μου θύμισε τον τρόπο με τον οποίο με κοιτούσε ο Μπρουντ». «Δεν είμαι τόσο βέβαιος ότι είναι από ανάμεικτα πνεύματα. Τσως απλώς κάποιος πρόγονος του να ήρθε από πολύ μακριά και γι' αυτό να έχει κάποια επιφανειακή ομοιότητα με τους πλα... με τη Φυλή», είπε ο Τζονταλάρ. «Είναι ξάδερφος σου. Τι ξέρεις γι' αυτόν;» «Όχι πολλά, αλλά μπορώ να σου πω τι έχω ακούσει», είπε ο Τζονταλάρ. «Μερικοί από τους παλιότερους λένε ότι η γιαγιά του Μπρουκεβάλ, όταν ήταν πολύ νέα ακόμα, απομακρύνθηκε από τους δικούς της ενώ πήγαιναν σε μια μακρινή Θερινή Συνάθροιση. Εκεί θα γινόταν η Μύηση της. Όταν πια βρέθηκε, κόντευε να τελειώσει το καλοκαίρι. Λένε ότι είχε χαμένα τα λογικά της, ότι δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγε. Ισχυριζόταν ότι της είχαν επιτεθεί ζώα. Λένε ότι ποτέ δε συνήλθε εντελώς, αλλά δεν έζησε πολύ. Λίγο μετά την επιστροφή της ανακάλυψαν ότι την είχε ευλογήσει η Μεγάλη Μητέρα, έστω κι αν δεν είχε γίνει ποτέ η Μύησή της. Πέθανε λίγο καιρό αφότου γέννησε τη μητέρα του Μπρουκεβάλ, ίσως εξαιτίας της γέννας». «Πού νομίζουν ότι είχε πάει;» «Κανείς δεν ξέρει». «Όσο έλειπε πρέπει να είχε βρει καταφύγιο και τροφή». «Δε νομίζω ότι πείνασε». «Τα ζώα που της επιτέθηκαν είπε τι είδους ήταν;» «Δεν ξέρω». «Είχε τίποτα γρατσουνιές ή άλλα σημάδια;» «Δεν έχω ιδέα». Η Άυλα στάθηκε και κοίταξε τον ψηλό άντρα στο αμυδρό φως που έριχναν το φεγγάρι στη γέμιση του και η μακρινή πια φωτιά. «Δεν αποκαλούν οι Ζελαντόνιι ζώα τους ανθρώπους της Φυλής; Είπε ποτέ τίποτα η γιαγιά του για κείνους που αποκαλείτε πλατυκέφαλους;» «Λένε ότι μισούσε τους πλατυκέφαλους και ότι το έβαζε στα πόδια ουρλιάζοντας μόλις έβλεπε κανέναν», είπε ο Τζονταλάρ. «Και η μητέρα του Μπρουκεβάλ; Τη γνώρισες; Πώς ήταν στην όψη;» «Δε θυμάμαι πολλά, ήμουν πολύ μικρός», είπε ο Τζονταλάρ. «Ήταν κοντή. Θυμάμαι ότι είχε ωραία μεγάλα μάτια,

174

JEAN Μ . A U E L

όπως του Μπρουκεβάλ, καστανωπά, αλλά όχι πολύ σκούρα. Ο κόσμος έλεγε ότι τα μάτια της ήταν το πιο ωραίο χαρακτηριστικό της». «Καστανωπά όπως του Γκουμπάν;» «Τώρα που το αναφέρεις, μάλλον». «Είσαι βέβαιος ότι η μητέρα του Μπρουκεβάλ δεν είχε γενικά την όψη της Φυλής, όπως ο Εχοζάρ... και ο Ράινταγκ;» «Δε νομίζω ότι τη θεωρούσαν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά δε θυμάμαι να είχε πεταγμένα κόκαλα στα φρύδια, όπως η Γιόργκα. Δε ζευγάρωσε ποτέ. Φαντάζομαι ότι οι άντρες δεν πολυενδιαφέρονταν». «Πώς έμεινε έγκυος;» Παρ' όλο που ήταν σκοτάδι, είδε καθαρά το χαμόγελο του Τζονταλάρ. «Είσαι βέβαιη ότι χρειάζεται και ο άντρας, ε; Όλοι είπαν απλώς ότι την ευλόγησε η Μητέρα, αλλά η Ζολένα... η Ζελαντόνι, μου είπε κάποτε ότι ήταν από τις σπάνιες γυναίκες που ευλογούνται αμέσως μετά τη Μύηση. Θεωρείται ότι είναι πολύ νωρίς, αλλά καμιά φορά συμβαίνει». Η Άυλα συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Τι απέγινε;» «Δεν ξέρω. Η Ζελαντόνι είπε ότι δεν ήταν ποτέ πολύ υγιής. Νομίζω ότι πέθανε όταν ο Μπρουκεβάλ ήταν ακόμα πολύ μικρός. Τον μεγάλωσε η μητέρα της Μαρόνα -ήταν ξαδέρφη της μητέρας του-, αλλά δε νομίζω ότι ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για κείνον. Το έκανε περισσότερο από υποχρέωση. Η Μαρτόνα τον πρόσεχε μερικές φορές. Θυμάμαι που έπαιζα μαζί του όταν ήμαστε μικροί. Μερικά μεγαλύτερα αγόρια τον πείραζαν ακόμα και τότε. Πάντα γινόταν έξαλλος όταν τον φώναζε κανείς πλατυκέφαλο». «Καθόλου παράξενο που έγινε έξαλλος με τον Χαρεζάλ. Τουλάχιστον τώρα καταλαβαίνω. Αλλά εκείνο το βλέμμα...» Η Άυλα ρίγησε ξανά. «Ήταν ακριβώς όπως ο Μπρουντ. Από τότε που μπορώ να θυμηθώ, ο Μπρουντ με μισούσε. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Απλώς με μισούσε και ό,τι κι αν έκανα δεν το άλλαζε αυτό. Συνέχισα να προσπαθώ για ένα διάστημα... Πάντως, σου το λέω, Τζονταλάρ, δε θα ήθελα ποτέ να με μισήσει ο Μπρουκεβάλ». Ο Λύκος σήκωσε το κεφάλι του και τους χαιρέτησε όταν μπήκαν στην κατοικία της Μαρτόνα. Είχε βρει τις γούνες της Άυλα και είχε κουλουριαστεί κοντά τους. Η Άυλα χαμογέλασε όταν είδε τα μάτια του να λάμπουν στο λιγοστό φως

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

175

του ενός λυχναριού που είχε αφήσει, αναμμένο η Μαρτόνα. Μόλις κάθισε, εκείνος έγλειψε το πρόσωπο και το λαιμό της. Έπειτα καλωσόρισε τον Τζονταλάρ. «Δεν έχει συνηθίσει να βλέπει τόσο κόσμο», είπε η Άυλα. 'Οταν γύρισε κοντά της, η Άυλα πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και κοίταξε τα λαμπερά του μάτια. «Τι έχεις, Λύκε; Πολλοί άγνωστοι, ε; Καταλαβαίνω πώς νιώθεις». «Δε θα είναι άγνωστοι για πολύ», είπε ο Τζονταλάρ. «Όλοι σε αγαπούν κιόλας». «Εκτός από τη Μαρόνα και τις φίλες της», είπε η Άυλα. Ανασηκώθηκε και έλυσε τα κορδόνια του δερμάτινου αγορίστικου ρούχου. Ο Τζονταλάρ ήταν ακόμα ενοχλημένος από το αστείο της Μαρόνα και προφανώς ήταν στενοχωρημένη κι εκείνη. Δε θα έπρεπε να περάσει τέτοια δοκιμασία, και μάλιστα την πρώτη μέρα της στην Ένατη Σπηλιά. Έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένη. Σύντομα θα ήταν κανονικό μέλος της κοινότητας. Αλλά ο Τζονταλάρ αισθανόταν περήφανος για την αξιοπρέπεια με την οποία είχε αντιμετωπίσει η σύντροφος του το περιστατικό. «Είσαι σπουδαία», της είπε. «Έβαλες τη Μαρόνα στη θέση της με τον καλύτερο τρόπο. Όλοι συμφωνούν». «Γιατί ήθελαν αυτές οι γυναίκες να κάνουν τον κόσμο να με κοροϊδέψει; Δε με ξέρουν, δεν προσπάθησαν καν να με γνωρίσουν». «Το φταίξιμο είναι δικό μου», είπε ο Τζονταλάρ, σταματώντας να λύνει τα κορδόνια του. «Η Μαρόνα είχε κάθε δικαίωμα να περιμένει να είμαι παρών στη Γαμήλια Τελετή εκείνο το καλοκαίρι. Έφυγα χωρίς να δώσω εξηγήσεις. Πρέπει να πληγώθηκε πολύ άσχημα. Πώς θα ένιωθες αν κι εσύ η ίδια και όλοι οι γνωστοί σου περιμένατε ότι θα γινόσουν ζευγάρι με κάποιον ο οποίος δε θα εμφανιζόταν καν;» «Θα ήμουν πολύ δυστυχισμένη, θα θύμωνα μαζί σου, αλλά δε θα προσπαθούσα να πληγώσω κάποια που δε θα γνώριζα καν», είπε η Άυλα. «Όταν είπαν ότι ήθελαν να φτιάξουν τα μαλλιά μου, θυμήθηκα την Ντίγκι, αλλά όταν είδα στον καθρέφτη τι είχαν κάνει, τα χτένισα μόνη μου. Μου έλεγες ότι οι Ζελαντόνιι πιστεύουν στην ευγένεια και στη φιλοξενία». «Πιστεύουν πραγματικά. Οι περισσότεροι».

176

JEAN Μ . A U E L

«Αλλά όχι όλοι. Τουλάχιστον όχι οι πρώην φίλες σου. Ίσως θα ήταν καλό να μου πεις ποιες πρέπει να προσέχω». «Άυλα, μην αφήσεις τη Μαρόνα να επηρεάσει τη γνώμη σου για τους υπόλοιπους. Δεν είδες πόσο σε συμπάθησαν οι περισσότεροι; Δώσε τους μια ευκαιρία!» «Κι εκείνοι που πειράζουν ορφανά και τα μεταμορφώνουν σε Μπρουντ;» «Οι περισσότεροι δεν είναι έτσι», είπε ο Τζονταλάρ κοιτώντας την ανήσυχος. Η Άυλα αναστέναξε. «Όχι, έχεις δίκιο. Η μητέρα σου δεν είναι έτσι ούτε η αδερφή σου ούτε και οι υπόλοιποι συγγενείς σου. Ακόμα και ο Μπρουκεβάλ ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου, μόνο που η τελευταία φορά που είχα δει αυτή την έκφραση ήταν όταν ο Μπρουντ είχε πει στον Γκόοβ να μου δώσει την κατάρα του θανάτου. Με συγχωρείς. Απλώς είμαι κουρασμένη». Ξαφνικά έτρεξε κοντά του και έκρυψε το πρόσωπο της στο λαιμό του μ' ένα λυγμό. «Ήθελα να κάνω καλή εντύπωση στους δικούς σου και να αποκτήσω νέους φίλους, αλλά αυτές οι γυναίκες δεν ήθελαν να είναι φίλες μου. Απλώς, προσποιήθηκαν». «Άυλα, έκανες πολύ καλή εντύπωση, δε γινόταν να κάνεις καλύτερη. Η Μαρόνα πάντα ήταν ευέξαπτη, αλλά ήμουν βέβαιος ότι θα έβρισκε κάποιον όσο έλειπα. Είναι πολύ ελκυστική, όλοι πάντα έλεγαν ότι ήταν η Καλλονή, η πιο επιθυμητή γυναίκα σε όλες τις Θερινές Συναθροίσεις. Υποθέτω πως γι' αυτό περίμεναν όλοι ότι θα γινόμασταν ζευγάρι». «Επειδή ήσουν ο πιο ωραίος κι εκείνη η πιο ωραία;» είπε η Άυλα. «Υποθέτω», αποκρίθηκε εκείνος. Αισθάνθηκε ότι κοκκίνιζε, αλλά ευτυχώς το φως ήταν λιγοστό. «Δεν ξέρω γιατί δεν έχει σύντροφο τώρα». «Είπε ότι είχε, αλλά ότι δεν κράτησε». «Το ξέρω. Αλλά γιατί δε βρήκε κάποιον άλλο; Δε νομίζω ότι ξέχασε πώς να δίνει Ηδονή σ' έναν άντρα ή ότι έγινε λιγότερο όμορφη και επιθυμητή». «Ίσως να έγινε, Τζονταλάρ. Αφού δεν την ήθελες εσύ, ίσως να αποφάσισαν και οι άλλοι να το ξανασκεφτούν. Μια γυναίκα που είναι πρόθυμη να βλάψει κάποια που δε γνωρίζει καν ίσως να είναι λιγότερο ελκυστική απ' όσο πιστεύεις», είπε η Άυλα.

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

177

Ο Τζονταλάρ ζάρωσε τα φρύδια του. «Ελπίζω να μη φταίω εγώ. Είναι ήδη δυσάρεστο που την εγκατέλειψα με τέτοιο τρόπο. Δε θα ήθελα να πιστεύω ότι την εμπόδισα να βρει άλλο σύντροφο». Η Άυλα τον κοίταξε ερωτηματικά. «Γιατί να το πιστέψεις;» «Δεν είπες ότι ίσως αν δεν την ήθελα εγώ, οι άλλοι άντρες...» «...ίσως να το σκέφτηκαν ξανά. Αν δεν τους άρεσε αυτό που είδαν, τι φταις εσύ;» «Μα...» «Μπορείς να κατηγορήσεις τον εαυτό σου που την εγκατέλειψες χωρίς να δώσεις εξηγήσεις. Είμαι βέβαιη ότι πληγώθηκε και βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αλλά είχε πέντε χρόνια στη διάθεση της να βρει κάποιον και είπες ότι τη θεωρούν πάρα πολύ επιθυμητή. Αν δεν μπόρεσε να βρει κάποιον άλλο, το σφάλμα δεν είναι δικό σου». Ο Τζονταλάρ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Έχεις δίκιο», είπε και συνέχισε να βγάζει τα ρούχα του. «Ας πέσουμε να κοιμηθούμε. Το πρωί τα πράγματα θα μας φαίνονται καλύτερα». Καθώς χωνόταν στις ζεστές και βολικές γούνες της η Άυλα σκέφτηκε κάτι άλλο. «Αν η Μαρόνα είναι τόσο ικανή να δίνει Ηδονή, αναρωτιέμαι γιατί δεν έκανε παιδιά». Ο Τζονταλάρ γέλασε. «Ελπίζω να έχεις δίκιο ότι το Δώρο της Ντόνι δημιουργεί τα παιδιά. Θα ήταν σαν δύο Δώρα...» Ετοιμάστηκε να χωθεί κάτω από τις γούνες. «Αλλά έχεις δίκιο! Δεν έχει παιδιά». «Μη σηκώνεις έτσι τις γούνες! Κάνει κρύο!» Ο Τζονταλάρ χώθηκε βιαστικά κάτω από τα σκεπάσματα και το γυμνό κορμί του κόλλησε στο δικό της. «Ίσως γι' αυτό να μη βρήκε σύντροφο», συνέχισε. «Ή ίσως να φταίει κι αυτό. Όταν κανείς αποφασίζει να βρει ταίρι, συνήθως θέλει μια γυναίκα που μπορεί να φέρει στην εστία του παιδιά. Η γυναίκα μπορεί να κάνει παιδιά και να μείνει στην εστία της μητέρας της, ή ακόμα και να φτιάξει δική της, αλλά ο μοναδικός τρόπος να έχει παιδιά στην εστία του ο άντρας είναι να αποκτήσει μια σύντροφο που θα φέρει τα παιδιά της. Αν η Μαρόνα βρήκε κάποιον και δεν έκανε παιδιά, ίσως να έγινε λιγότερο επιθυμητή».

178

JEAN Μ . A U E L

«Θα ήταν κρίμα», είπε η Άυλα, που ξαφνικά αισθάνθηκε συμπόνια για τη γυναίκα που είχε προσπαθήσει να την προσβάλει. 'Ηξερε πόσο ήθελε παιδιά η ίδια. 'Ηθελε δικό της παιδί από την πρώτη στιγμή που είχε παρακολουθήσει την Ίζα να γεννά την Ούμπα και ήταν βέβαιη ότι το μίσος του Μπρουντ της είχε δώσει παιδί. Ήταν το μίσος του που τον είχε κάνει να τη βιάσει, κι αν δεν την είχε βιάσει, δε θα φύτρωνε μέσα της μια νέα ζωή. Φυσικά, δεν το ήξερε τότε, αλλά προσέχοντας το γιο της είχε καταλάβει. Η φυλή του Μπρουν δεν είχε δει ποτέ τέτοιο παιδί, κι αφού ο γιος της δεν της έμοιαζε -όπως οι Άλλοι-, πίστευαν ότι ήταν παραμορφωμένο παιδί της Φυλής, αλλά εκείνη έβλεπε καθαρά ότι ήταν από ανάμεικτα πνεύματα. Είχε μερικά χαρακτηριστικά της και μερικά δικά τους, και ξαφνικά η Άυλα είχε καταλάβει ότι, όταν ο άντρας έβαζε το όργανο του εκεί απ' όπου γεννιούνταν τα παιδιά, δημιουργούσε μια νέα ζωή. Ό χ ι όπως πίστευε η Φυλή και ούτε όπως πίστευε ο λαός του Τζονταλάρ ή γενικά οι Άλλοι. Ξαπλωμένη πλάι του, ξέροντας ότι είχε μέσα της το παιδί του, η Άυλα ένιωσε ξανά συμπόνια για τη γυναίκα που τον είχε χάσει και που ίσως να μην μπορούσε να αποκτήσει παιδιά. Μπορούσε πραγματικά να θυμώνει με τη Μαρόνα που είχε αναστατωθεί τόσο; Τι θα ένιωθε η ίδια αν έχανε τον Τζονταλάρ; Έπειτα ήταν και ο Μπρουκεβάλ. Η ομοιότητα του με τους άντρες της Φυλής την είχε κάνει να τον συμπαθήσει, αλλά τώρα ήταν πιο επιφυλακτική. Ο Τζονταλάρ την κράτησε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να μείνει ξύπνιος ώσπου να βεβαιωθεί ότι είχε αποκοιμηθεί εκείνη. Έπειτα έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε κι αυτός. Αλλά η Άυλα ξύπνησε βαθιά μέσα στη νύχτα νιώθοντας την ανάγκη να ανακουφιστεί. Ο Λύκος την ακολούθησε σιωπηλός στο νυχτερινό καλάθι που βρισκόταν κοντά στην είσοδο. Όταν εκείνη γύρισε στα στρωσίδια, κουλουριάστηκε πλάι της. Η Άυλα ένιωσε ευγνωμοσύνη για τη ζεστασιά και την προστασία που της πρόσφεραν από τη μια το ζώο και από την άλλη ο άντρας που κοιμόταν στο πλευρό της. Αλλά πέρασε πολλή ώρα ώσπου να αποκοιμηθεί ξανά.

8

Η

Άυλα κοιμήθηκε ως αργά. Όταν ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω, ο Τζονταλάρ έλειπε, καθώς και ο Λύκος. Ήταν μόνη στην κατοικία, αλλά κάποιος είχε αφήσει ένα ασκί με νερό και ένα υδατοστεγές καλαμένιο καλάθι, για να μπορέσει να φρεσκαριστεί. Έ ν α γεμάτο ξύλινο κύπελλο την περίμενε. Το υγρό μύριζε σαν δυόσμος και ήταν κρύο, αλλά η Άυλα δεν είχε διάθεση να πιει τίποτα εκείνη τη σιιγμή. Σηκώθηκε και πήγε να ανακουφιστεί crto μεγάλο καλάθι δίπλα σιην πόρτα -πρόσεξε ότι τώρα αισθανόταν την ανάγκη πιο συχνά. Έπειτα άρπαξε το φυλαχτό της και το έβγαλε γρήγορα για να μη βραχεί όταν θα χρησιμοποιούσε το καλαμένιο καλάθι, όχι για να πλυθεί αλλά για να ανακουφίσει το στομάχι της, που ήταν άνω κάτω. Αυτό το πρωί η ναυτία φαινόταν χειρότερη από άλλες φορές. Φταίει το μπάρμα του Λαραμάρ, είπε μέσα της. Μου φαίνεται ότι από δω και πέρα θα αποφεύγω το ποτό. Προφανώς, δε μου κάνει καλό αυτή τη στιγμή, ίσως ούτε και στο μωρό. Όταν άδειασε το στομάχι της, ξέπλυνε το στόμα της με λίγο ρόφημα. Πρόσεξε ότι κάποιος είχε αφήσει κοντά στις γούνες της τα καθαρά αλλά ταλαιπωρημένα ρούχα που σκόπευε αρχικά να φορέσει στη γιορτή. Καθώς τα φορούσε, θυμήθηκε ότι τα είχε αφήσει ακριβώς μέσα από την είσοδο. Σκόπευε πραγματικά να κρατήσει τα ρούχα που της είχε δώσει η Μαρόνα, εν μέρει επειδή ήταν αποφασισμένη να τα φορέσει ξανά για λόγους αρχής, αλλά επίσης επειδή ήταν άνετα και πραγματικά δεν έβλεπε γιατί θα ήταν κακό να τα χρησιμοποιεί. Πάντως, όχι σήμερα. Έδεσε το ανθεκτικό κοντό παντελόνι που φορούσε κατά τη διάρκεια του Ταξιδιού, προσάρμοσε τη θήκη του μαχαιριού της, τα υπόλοιπα εργαλεία και τα σακίδιά της και τέ-

180

JEAN Μ . A U E L

λος κρέμασε στο λαιμό της το φυλαχτό της. Πήρε μαζί της το καλάθι της νύχτας, που μύριζε, αλλά το άφησε έξω, κοντά στην είσοδο, γιατί δεν ήξερε που να πετάξει το περιεχόμενο του, και πήγε να ρωτήσει κάποιον. Μια γυναίκα μ' ένα παιδί, που πλησίαζε την κατοικία, τη χαιρέτησε. Η Άυλα κατόρθωσε να ανασύρει από τη μνήμη της το όνομά της. «Καλημέρα... Ραμάρα. Ο γιος σου είναι αυτός;» «Ναι. Ο Ρομπενάν θέλει να παίξει με τον Τζαραντάλ και έψαχνα να βρω την Προλέβα. Δεν ήταν στην κατοικία της και αναρωτήθηκα μήπως είχε έρθει εδώ». «Κανείς δεν είναι μέσα. Όταν σηκώθηκα, έλειπαν όλοι. Δεν ξέρω που είναι. Σήμερα θέλω να τεμπελιάσω. Κοιμήθηκα πολύ αργά», είπε η Άυλα. «Το ίδιο έκαναν οι περισσότεροι», είπε η Ραμάρα. «Σήμερα λίγοι είχαν διάθεση να σηκωθούν. Το ποτό που φτιάχνει ο Λαραμάρ είναι πολύ δυνατό. Είναι το μόνο πράγμα που κάνει καλά». Η Άυλα διέκρινε στο ύφος της κάποια περιφρόνηση. Δίστασε λίγο να τη ρωτήσει πού ήταν το κατάλληλο μέρος να πετάξει τα περιττώματά της, αλλά εκεί κοντά δεν υπήρχε κανείς άλλος και δεν ήθελε να τα αφήσει εκεί. «Ραμάρα... μπορώ να σε ρωτήσω πού μπορώ να... πετάξω μερικά... απορρίμματα;» Η γυναίκα την κοίταξε για μια στιγμή απορημένη, έπειτα στράφηκε προς την κατεύθυνση που είχε κοιτάξει χωρίς ιδιαίτερο λόγο η Άυλα και χαμογέλασε. «Α, κατάλαβα! Κοίτα εκεί, προς το ανατολικό άκρο του εξώστη, όχι μπροστά, όπου βρίσκεται η φωτιά των μηνυμάτων, αλλά προς τα πίσω. Θα δεις ένα μονοπάτι». «Ναι, το βλέπω», είπε η Άυλα. «Ανηφορίζει στον γκρεμό», συνέχισε η Ραμάρα. «Ακολούθησέ το λίγο και θα φτάσεις σ' ένα σημείο όπου χωρίζεται στα δύο. Το αριστερό μονοπάτι είναι πιο απότομο. Σε ανεβάζει στην κορυφή. Αλλά εσύ θα πάρεις το δεξί. Κάνει έναν κύκλο και συνεχίζει πάνω από τον Δασωμένο Ποταμό. Λίγο πιο πέρα υπάρχει ένα πλάτωμα με πολλά ανοιχτά χαντάκια -πριν φτάσεις ακόμα θα το καταλάβεις από τη μυρωδιά. Πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που του ρίξαμε σκόνη και μυρίζει πολύ». «Που του ρίξατε σκόνη;»

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

181

«Ναι, ψημένη στη φωτιά. Το κάνουμε πάντα, αλλά ίσως δεν το κάνουν άλλοι», είπε η Ραμάρα. Έσκυψε και σήκωσε
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF