Ta Paramythia Ton Adelfon Grimm Tomos A
March 30, 2017 | Author: Ilias Kourakos | Category: N/A
Short Description
Download Ta Paramythia Ton Adelfon Grimm Tomos A...
Description
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ Α τόμος
Εισαγωγή MARTHE ROBERT Μετάφραση ΜΑΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΓΡΑ
Η μετάφραση της ελληνικής έκδοσης των Παραμυθιών των Αδελφών Γκριμμ επιδοτήθηκε από το ίδρυμα I N T E R N A Z I O N E S .
Τίτλος πρωτοτύπου : Kinder
-
und Hausmarchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια
Ο 2ος και 3ος των Παραμυθιών των αδελφών Γκριμμ (Άπαντα) θα εκ δοθούν το 1995. Μαζί θα κυκλοφορήσει και μία κασέτα με ανάγνωση μιας επιλογής των παραμυθιών από την ηθοποιό Ό λ ι α Λαζαρίδου.
I S Β Ν τ. Α' 960 - 325 - 124 - 0 ISBN set
960 - 325 - 1 2 8 - 3
© 1994, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ — Σταύρος Πετσόπουλος Φωκιανού 7 - Στάδιο, 116 35 Αθήνα 1994 - Τηλ. 7011.461 - FAX 7018.649
ΤΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ Α' τόμος
Εισαγωγή MARTΗΕ ROBERT Μετάφραση ΜΑΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Π
Ε
Ρ
Ι
Ε
Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας Εισαγωγή της Marthe Robert Πρόλογος των Αδελφών Γκριμμ ΒΙΒΛΙΟ
Α
9 13 27
ΠΡΩΤΟ
1. Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ 2. Η γάτα και το ποντίκι 3. Το παιδί της Παναγίας 4. Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος 5. Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια 6. Ο πιστός Ιωάννης 7. Ο έξυπνος χωριάτης 8. Ο θαυμαστός βιολιστής 9. Τα δώδεκα αδέρφια 10. Η παλιοπαρέα 11. Αδερφούλης κι αδερφούλα 12. Το Μαρούλι 13. Οι τρεις νάνοι του δάσους 14. Οι τρεις κλώστρες 15. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ 16. Τα τρία φύλλα του φιδιού 17. Το άσπρο φίδι 18. Το άχυρο, το κάρβουνο και το φασόλι 19. Ο ψαράς κι η γυναίκα του 20. Ο γενναίος ραφτάκος 21. Η Σταχτοπούτα 22. Το αίνιγμα 23. Το ποντίκι, το πουλί και το λουκάνικο 24. Η κυρά-Καλή 25. Τα εφτά κοράκια 26. Η Κοκκινοσκουφίτσα
41 48 51 58 76 80 92 98 103 110 117 133 139 146 151 164 170 175 177 189 206 220 225 227 232 235
27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53. 54. 55. 56. 57. 58. 59. 60.
Οι μουζικάντηδες της Βρέμης Το κόκαλο που τραγουδούσε Ο Διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες Η ψείρα και ο ψύλλος Το κορίτσι με τα κομμένα χέρια Ο Χανς, το εξυπνοπούλι Οι τρεις ξένες γλώσσες Η Έλσα, η ξύπνια Ο ραφτάκος στον ουρανό Το τραπεζάκι, ο χρυσογάιδαρος κι η μαγκούρα Ο Δαχτυλάκης Ο γάμος της κυρά-Μαριώς Τα καλικαντζαράκια Ο γαμπρός ληστής Ο κυρ-Κόρμπες Ο νονός Η κυρά-Τρούντε Ο Θάνατος νονός Οι περιπέτειες του Δαχτυλάκη Το πουλί του Μάγου [ή Ο Μπλαβογένης στη γερμανική παράδοση ] Το παραμύθι του κέδρου Ο γερο-Σουλτάνος Οι έξι κύκνοι Η Τριανταφυλλένια [ Η ωραία κοιμωμένη του δάσους ] Ο Βρισκοπούλης Ο βασιλιάς Τσιχλογένης Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι Ο γυλιός, το καπελάκι κι η μικρή τρομπέτα Ο Κουτσοκαλιγέρης Ό πολυαγαπημένος Ρολάνδος Το χρυσό πουλί Ο σκύλος κι ο σπουργίτης Ό Φρίντερ και το Κατινάκι του Τα δυο αδέρφια
Χρονολόγιο Σημείωμα
των του
Αδελφών Jean-Claude
Γκριμμ Schneider
244 255 258 268 270 279 283 286 291 294 313 321 325 330 335 337 339 344 346 355 361 379 382 390 395 403 412 427 436 441 447 459 464 474 507 513
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Τ Ρ Ι Α Σ
Ο ΚΙ
ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ Ο
ΚΟΣΜΟΣ
ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ Μια
φ ο ρ ά κι έναν
φτάσαμε
ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ ΔΥΟ
ΑΙΩΝΕΣ
Γερμανία ο πρώτος
από
τόμος
ΧΡΟΝΟΣ
στα
τότε
των
καιρό
πέρατα του κόσμου . . .
που
κυκλοφόρησε στη
Παραμυθιών των Αδελφών
Γκριμμ. Κι έχουν κλείσει εκατό χρόνια α π ' την πρώτη γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού μ α ζ ί τους. Τα Παραμύθια των Γκριμμ στην έκδοση του Βλαστού (1886, 1888, 1890) ήταν η αρχή μιας μακρόχρονης σχέσης αγάπης, που έφτασε στο αποκορύφωμα της τη
μεταπολεμική εποχή
και
ιδίως τη δεκαετία
του '60,
οπότε έχουμε και τις περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις. Πρό κειται βέβαια για εκδόσεις ανθολογίου, όπου περιλαμβάνονται λίγα μόνο απ
το πλήθος της γερμανικής συλλογής, τα πιο γνωστά και
αγαπημένα παραμύθια, αυτά που όλοι ξέρουμε κι ας μην τά' χουμε διαβάσει ποτέ : « Η Χιονάτη
κι οι εφτά νάνοι »,
«Η Κοκκινο
σκουφίτσα », « Ο λύκος και τα εφτά κατσικάκια », « Ο Κοντορε βιθούλης », «Η κοιμισμένη βασιλοπούλα »
κι άλλα ακόμα. Και
τώρα είναι η πρώτη φορά που μεταφράζονται και εκδίδονται στη γλώσσα μας όλα τα παραμύθια της συλλογής των Γκριμμ. Μιας κι η γενιά του ' 6 0 είναι ίσως η τελευταία στη χώρα μας που μεγάλωσε δίχως τηλεόραση, ακούγοντας ακόμα παραμύθια, ιστορίες κι αινίγματα, δεν θα προσπάθησα) να πείσω τους σημερι νούς γονείς για τη μαγεία και την ομορφιά που κρύβει μέσα του αυτός ο κόσμος. Είναι ένας κόσμος αληθινός σαν τη ζωή και μαγι κός σαν τα όνειρα μας, που μας κερδίζει και μας ταξιδεύει ασταμά τητα, ξανά και ξανά.
Γ ι α τ ί το παραμύθι είναι ένας κόσμος απέραντος, όπου όλα είναι δυνατά, όλα χωράνε κι όλα είναι ευπρόσδεκτα. Έ ν α ς κόσμος όπου τίποτα δεν αποκλείεται, τίποτα δεν είναι απ έξω. Καλεί τον ανα γνώστη να κοιτάξει πέρα μακριά, να δει πράγματα καινούργια και παλιά, να φτάσει στα πέρατα της απεραντοσύνης. Τον πείθει ότι μπορεί, φτάνει να θέλει. Και το κυριότερο : ότι υπάρχει άφθονος χρόνος στη διάθεση τ ο υ ! Σ τ ο παραμύθι όλος ο χρόνος είναι δικός μας, ο χρόνος δεν περνάει καν. Οι ήρωες του παραμυθιού, φτωχοί και πλούσιοι, βασιλοπούλες και ραφτάδες, πρίγκιπες και ψαράδες, ποτέ δεν γερνούν. Κι οι γέροι βασιλιάδες δεν πεθαίνουν, παρά μο νάχα για ν΄ αφήσουν το θρόνο στα παιδιά τους. Αυτός ο απέραντος κόσμος που ζει στον ακίνητο, ανύπαρκτο χρόνο τον. αποκτά σήμερα μια ξεχωριστή σαγήνη για μας, που ζούμε σ΄ έναν κόσμο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο στενάχωρο, μ
έναν χρόνο που κυλάει αγωνιζόμενος να προσπεράσει τον ίδιο
του τον εαυτό. Ας μη (φανταστούμε, ωστόσο, π ω ς ο χρόνος δεν παί ζει κανένα ρόλο στο παραμύ)θτ οι διορίες, που σχεδόν πάντα εξαν τλούνται, είναι κοινός τόπος στα παραμύθια, στοιχείο αναπόσπαστο της δράσης τους : τα εφτά χρόνια που πρέπει να περάσουν, περ νάνε σε δυο-τρεις αράδες, που περιγράφουν αόριστα τις δυσκολίες και τα βάσανα του ήρωα και το τέλος τους σημαίνει στην ουσία την αρχή της αληθινής ζωής τον ήρωα ή της ηρωίδας. Το παραμύθι συνδυάζει « άσκοπα » το φυσικό με το υπερφυ σικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με το ακατανόητο. Ο ανθρώπινος κόσμος κι ο κόσμος των ξωτικών, των νάνων και των μάγων δεν είναι ξέχο)ροι και μακρινοί ο ένας απ τον άλλον. Είναι δίπλα, κοντά, είναι μ α ζ ί ένα ασταμάτητο πάρε-δώσε φέρνει τους μεν σ΄ επαφή ή με τους δε. Κι ο ήρωας του παραμυθιού δεν απορεί και δεν συγκινείται, όταν συναντάει νεράιδες και μάγισσες και ζώα που μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά. Γ ι α τ ί ο ήρωας του παραμυθιού δεν έχει καιρό ν΄ απορήσει ή να φοβηθεί. Είναι ένας ήρωας που δρα, που έχει δρόμο μπροστά του να διανύσει, έχει εμπόδια να ξεπεράσει, έχει δυσκολίες ν' αντιμετωπίσει. Μ΄ αυτούς τους ήρο)ες το παρα μύθι μάς γοητεύει : με τους μικρούς και θαρραλέους, που ξεκινάνε χωρίς να ξέρουν για πού τραβάνε, μ΄ αυτούς που αφήνονται να παρασυρθούν κι όπου τους βγάλει.
Αλλά οι ήρωες τον δεν είναι μονάδα οι καλοί κι οι νικητές. Το παραμύθι έχει να μας δείξει κι αρκετούς αντιήρωες, πολύ πριν επι νοήσουμε εμείς αυτόν τον όρο : έχει τους σταθερά και θλιβερά απο τυχημένους του, που πάντα χάνουν το παιχνίδι, σαν τη γυναίκα του ψαρά και τον βαφτισιμιό του θανάτου έχει τις μεγάλες κι άσκημες αδερφές, που μοιραία κάνουν πάντοτε το λάθος, δίνουν πάντα τη λαθεμένη απάντηση, ενεργούν π ά ν τ α με τον λαθεμένο τρόπο. Σ τ ο παραμύθι όλοι χωράνε. Το παραμύθι δεν δικαιολογεί, δεν εξηγεί, δεν νοιάζεται για το π ώ ς και το γιατί. Το παραμύθι μονάχα λέει, αφηγείται, πλέκει την ιστορία του΄ και μοιάζει σ αυτό με την ίδια τη ζωή : είναι. Το π α ραμύθι δεν απαιτεί πίστη. Κι έτσι κερδίζει αβίαστα, χωρίς προσπά θεια καμιά, την εμπιστοσύνη. Λεν ρωτάει ποτέ ποιος, πότε, πούθε και για πού. Τέτοιου είδους απαντήσεις δεν βρίσκονται μέσα στα παραμύθια. Τα κύρια ονόματα που απαντούν στη συλλογή των Γκριμμ είναι ελάχιστα, κι αυτά τόσο κοινότοπα, τόσο συνηθισμέ να, που χάνουν πια τη διάσταση της ταυτότητας, της ταύτισης μ΄ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Το ψηλό βουνό είναι το κάθε βου νό της γης, το βαθύ ποτάμι, το σκοτεινό δάσος, οι πολιτείες και τα χωριά είναι αλλού μα κι εδώ. Η ανωνυμία τους είναι τα τ ο π ω νύμια του κόσμου που κρύβονται μέσα στον καθένα, τον κόσμου όπως αυτός προβάλλει την π ρ ώ τ η
πρώτη στιγμή κι απλώνεται
ολόγυρα μαγικός και άγνωστος. Η μετάφραση των παραμυθιών, με όλες τις ιδιαιτερότητες μιας γλώσσας παλιάς και συχνά ξεχασμένης, μ' έφερε συχνά αντιμέτωπη με προβλήματα δυσεπίλυτα αλλά όμορφα. Τα Ελληνικά Παραμύ θια του Μέγα με βοήθησαν πολύ στην επιλογή φραστικού υλικού άρρηκτα συνδεδεμένου με την αφήγηση και τον προφορικό χαρα κτήρα της γλώσσας. Οι υποδείξεις του άντρα μου, που πρώτος διά βασε την ελληνική μετάφραση, καθώς και οι διορθώσεις τον εκδό τη Σταύρου Πετσόπουλου, ήταν για μένα πολύτιμες. Μα το πιο μεγάλο Ευχαριστώ το χρωστάω στη γιαγιά μου Τασία, που ποτέ δεν κουράστηκε να λέει παραμύθια, και στο γιο μου, που τώρα πε ριμένει να τ
ακούσει. ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΓΙΑΚΟΜΠ
και
ΒΙΛΕΛΜ
ΓΚΡΙΜΜ
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
της Marthe Robert 1
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥΝ, να καταγράψουν και να δημοσιεύσουν τα λα ήταν ακόμα ζωντανή στη Γερμανία την εποχή εκείνη, οι αδελφοί Γκριμμ είχαν κατά νου απλώς και μόνο να σώσουν τον λαϊκό αυτό πλούτο απ' τη λήθη, πριν χαθεί μια για πάντα. Η λαμπρή τύχη των δυο μικρών βιβλίων, που φέρουν δικαίως το όνομα τους, δείχνει πε ρίτρανα πως πέτυχαν το σκοπό τους και μάλιστα με το παραπάνω γιατί χάρη σ' αυτούς, χάρη στην αγάπη τους και στην αφάνταστη υπομονή τους, αυτά τα δυο μικρά αριστουργήματα πέρασαν και ση μάδεψαν όχι μόνο την ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά και την ιστο ρία της σκέψης. Πριν από τους Γκριμμ τα παραμύθια ήταν τα προ ϊόντα της απλοϊκής λαϊκής φαντασίας, γοητευτικά κι αφελή τις πε ρισσότερες φορές, προορισμένα για τις γιαγιάδες και τα μικρά παι διά. Ό σ ο κι αν ο Περρώ με τη συλλογή του τα είχε φέρει κοντά στους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους κύκλους, κανείς δεν έψαχνε σ' αυτά τίποτα περισσότερο από απλές ιστοριούλες για να περνάνε τα παιδιά την ώρα τους. Μπορεί να διασκέδαζαν διαβάζον τας τα, ίσως ακόμα και γράφοντας καινούργια αλλά κανείς δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ γιατί υπήρχαν και πώς κατάφερναν να επι βιώνουν. Ό σ ο για το νόημα τους, ήταν προφανές : ένα δίδαγμα στο τέλος, που δικαιολογούσε την ύπαρξη τους και συγχωρούσε τα τερ τίπια και τις τρέλες τους. Ί σ ω ς μάλιστα οι Γερμανοί φιλόλογοι να
1.
Ή Ε ι σ α γ ω γ ή της M a r t h e R o b e r t προέρχεται από τη γαλλική επιλο
γ ή τ ω ν Π α ρ α μ υ θ ι ώ ν , σ ε μ ε τ ά φ ρ α σ η τ η ς ίδιας, στις Ε κ δ . G a l l i m a r d , 1 9 7 6 .
μην είχαν ξεφύγει απ αυτόν τον τρόπο σκέψης, αν η λογική της με θόδου τους δεν τους είχε οδηγήσει σε μιαν εντελώς νέα άποψη των παραμυθιών, ανοίγοντας τους απροσδόκητους δρόμους γεμάτους εμπόδια και αναπάντητα ερωτηματικά. Το μεγάλο τους τόλμημα ήταν πως προχώρησαν σ' αυτούς τους δρόμους, που ήταν δύσβατοι κι επικίνδυνοι σαν τα μαγεμένα δάση των παραμυθιών τους προ χώρησαν χωρίς να δειλιάσουν και χωρίς να χάσουν το δρόμο τους. Το αξιοθαύμαστο έργο της καταγραφής, το οποίο ολοκλήρω σαν με το ζήλο και την ευσέβεια των παλιών βάρδων, αλλά και την οξυδέρκεια και την ανησυχία των φιλολόγων, αφ' ενός στάθηκε πο λύτιμο για την ποίηση, αναγνωρίζοντας την τελειότητα και την ευ γένεια της λαϊκής λογοτεχνίας, ενώ αφ' ετέρου πρόσφερε άφθονο υλικό για την επιστημονική μελέτη της λαϊκής παράδοσης, που ήταν αδιανόητη όταν ακόμα δεν υπήρχαν αποθησαυρισμένα παρά ελάχι στα απομονωμένα παραμύθια εδώ κι εκεί. Στο βαθμό που ανάλογες ανθολογίες άρχισαν σιγά σιγά να κάνουν την εμφάνιση τους σε όλη την Ευρώπη, οι μελετητές δεν άργησαν να διαπιστώσουν την ύπαρ ξη τόσο πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών, που δεν ήταν πλέον δυνατόν να αποδοθούν στην τύχη και στη σύμπτωση. Πράγματι : παραμύθια από διαφορετικές, συχνά μακρινές χώρες, παρουσίαζαν εκπληκτικές ομοιότητες τόσο στη δομή και την πλοκή τους όσο και στις λεπτομέρειες τους, στα στοιχεία τα οποία συνδύαζαν με ταυτόσημο τρόπο, και τέλος στις παραλλαγές τους, που υπογράμμι ζαν την ξεκάθαρη συνέχεια και σχέση ανάμεσα στα θέματα τους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τόσες ομοιότητες, πα ρά υιοθετώντας τη θεωρία της κοινής καταγωγής; Αλλά το ζήτημα της καταγωγής και της προέλευσης τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμέ νο με το πρόβλημα της σημασίας τους και του λόγου της ύπαρξης τους. Γιατί αν αυτές οι ιστορίες είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από γενιά σε γενιά και να απλωθούν ξεκινώντας από κάποια κοινή πα τρίδα, δεν μπορούσαν πια να θεωρηθούν απλά προϊόντα της λαϊκής φαντασίας, παράλογα κι ανόητα. Αντίθετα, ήταν λογοτεχνήματα με νόημα και σημασία, που με την πάροδο του χρόνου είχε κρυφτεί κι είχε θολώσει πίσω απ' τα εξωτερικά στοιχεία τους. Για να φω τίσουν αυτά τα προβλήματα, που στερούσαν απ' τα παραμύθια τον παιδιάστικο κι απλοϊκό τους χαρακτήρα, οι αδελφοί Γκριμμ δια-
μόρφωσαν μια θεωρία τόσο γοητευτική, που για πολύν καιρό θεω ρήθηκε ταυτόσημη με την αλήθεια. Σαν φιλόλογοι που ήταν, ενδια φέρονταν κυρίως για την καταγωγή της γλώσσας τους. Κατέληξαν λοιπόν να πιστέψουν ότι όλα τα παραμύθια και οι αφηγήσεις που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής λαϊκής παράδοσης, είναι αρίας καταγωγής και οφείλουν επομένως να μελετηθούν σαν τα απομεινάρια, περισσότερο ή λιγότερο ζωντανά ή ξεθωριασμένα, των μύθων που συνέλαβε προ αμνημονεύτων χρόνων ο λαός από τον οποίο προήλθαν αργότερα οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Ρ ω μαίοι και η πλειονότητα των ευρωπαϊκών φυλών. Μετακινούμενες οι διάφορες φυλές των Αρίων πήραν μαζί τους αυτές τις απαρχές της μυθολογίας τους, που με τις παραλλαγές και τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε η προσαρμογή σε νέα κλίματα και σε νέους τρό πους ζωής, εμφανίζονται και πάλι μέσα στα παραμύθια όλων των συγγενικών λαών. "Αυτά τα στοιχεία", γράφει ο Βίλελμ Γκριμμ, « που ξαναβρίσκουμε μέσα σ' όλα τα παραμύθια, μοιάζουν με τα κομμάτια μιας σπασμένης πέτρας σπαρμένα στο χώμα, ανάμεσα στα χόρτα και στα λουλούδια : μόνο τα πολύ προσεχτικά βλέμματα μπορούν να τ ανακαλύψουν. Η σημασία τους έχει χαθεί πριν από πολύν καιρό. Αλλά τη νιώθουμε ακόμα, κι αυτό είναι που δίνει στο παραμύθι την αξία του ». Οι αδελφοί Γκριμμ, λοιπόν, καθώς και οι μελετητές της σχολής τους, πιστεύουν ότι μπορούν να ερμηνεύσουν τα παραμύθια με βάση τους μύθους από τους οποίους προέρχονται, ανάγοντας και τα μεν και τους δε σε μία και μοναδική θεωρία : κατά τη γνώμη τους, και οι μύθοι και τα παραμύθια είναι η αναπαράσταση του μεγάλου κο σμικού ή συμπαντικού δράματος, που ο άνθρωπος δεν σταματάει να πλέκει με το νου του απ την αυγή ακόμα της ιστορίας του. Η ερμηνεία λοιπόν κάθε παραμυθιού είναι απλή υπόθεση, αν όχι στις λεπτομέρειες, τουλάχιστον στο γενικό σχεδίασμα και στη δομή που το διέπει. Κι αφού τα μυθικά πρόσωπα είναι προσωποποιήσεις των φυσικών φαινομένων, όπως είναι τα άστρα, το φως, ο άνεμος, η θύ ελλα, η εναλλαγή των εποχών, τότε πρέπει να δεχτούμε πως και η Ωραία κοιμωμένη του δάσους δεν είναι άλλη από την Ά ν ο ι ξ η ή το Καλοκαίρι, ναρκωμένη από το Χειμώνα κι ο λήθαργος στον οποίο έχει βυθιστεί απλώς και μόνο επειδή τσίμπησε το δάχτυλο της με τη
μύτη μιας βελόνας θυμίζει τη νάρκη που απειλούσε τους Αρίους θεούς από την επαφή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Ό σ ο για τον νεαρό πρίγκιπα που την ξυπνάει, αντιπροσωπεύει ασφαλώς τον ανοιξιάτικο ήλιο. (Ας σημειώσουμε εδώ ότι η παραλλαγή του Περρώ συμβαδίζει θαυμάσια μ' αυτήν την εκδοχή : η Πεντάμορφη και ο Πρίγκιπας έχουν δυο παιδάκια, τον Ή λ ι ο και την Αυγή. Η γερ μανική παραλλαγή, αντίθετα, σταματάει στο γάμο, όπως συνήθως συμβαίνει στα παραμύθια αυτού του τύπου.) Εφαρμόζοντας την ίδια μέθοδο, διαπιστώνουμε πως η Σταχτοπούτα είναι κι αυτή μια Αυγή συννεφιασμένη — κρυμμένη πίσω απ' τις στάχτες της, που θα σκορ πίσουν για να φανεί και πάλι η ομορφιά της χάρη στις ακτίνες τού πρωινού ήλιου — του νεαρού πρίγκιπα που την παντρεύεται. Στη μορφή του κοριτσιού που προσπαθεί να ξεφύγει από τις αιμομεικτικές επιθέσεις του πατέρα του και σκεπάζεται μ' ένα αρκουδοτόμαρο (στο παραμύθι της
Χιλιογουναρένιας,
παραλλαγή της Γαϊ-
δουρόγουνας του Περρώ), πρέπει επίσης ν' αναγνωρίσουμε την Αυγή την κυνηγημένη απ' τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Σύμφωνα μ' αυ τήν την ερμηνευτική πρόταση, τη λεγόμενη « νατουραλιστική », όλα τα παραμύθια έχουν πάνω-κάτω την ίδια σημασία. Και το πα ραμύθι αυτό καθ΄ εαυτό γεννιέται απ' την καθαρή μεταφορά, είναι μια ποιητική εικόνα, μια καλυμμένη έκφραση του συναισθήματος του κόσμου και της φύσης, όπως αυτό έγινε αντιληπτό απ' τους λαούς των χωρών μας κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας τους. Ας μην προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες μιας θεωρίας που συμ πληρώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους, απέκτησε υποστη ρικτές και αντιπάλους και έφτασε σήμερα να μη διαθέτει άλλη ν αξία πέραν της ιστορικής. Ας σημειώσουμε μόνο πως άρχισε να κα ταρρέει μετά τη γνωριμία με τα παραμύθια και τις παραδόσεις άλ λων λαών, πολύ μακριά απ' την Ευρώπη, που απέδειξαν ότι όλα τα παραμύθια συγγενεύουν μεταξύ τους, απ' όπου κι αν προέρχονται. Η θεωρία των αδελφών Γκριμμ, πότε στενή κι αυστηρή, πότε πλα τιά κι ασαφής, μοιάζει σήμερα περισσότερο με μια υπόθεση που πρέπει να εγκαταλειφθεί πλέον. Της οφείλουμε, ωστόσο, το ότι κα τάφερε να συνδυάσει, και μάλιστα με δημιουργικό τρόπο, τα φαινό μενα εντελώς διαφορετικής τάξης, που ώς τότε βρίσκονταν εντελώς απομακρυσμένα τα μεν από τα δε μέσα στη σκέψη των ερευνητών.
Προσπαθώντας να μελετήσουν τη σχέση μεταξύ μύθων και παρα μυθιών, έφεραν για πρώτη φορά στο φως το γεγονός πως ο μύθος, το παραμύθι και η λαϊκή παραδοσιακή αφήγηση είναι μορφές λό γου που σκοπό έχουν να ντύσουν και ν΄ μεταδώσουν τα ίδια πράγ ματα. Αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' τη λεπτομερειακή ανάλυση των αλληγοριών που κρύβει c μαγικός κόσμος του παρα μυθιού. Γιατί η εμπειρία αυτή, που βρίσκεται στο βάθος όλων των μύθων, των παραδόσεων και των παραμυθιών, αλλάζει ίσως μορ φές, αλλά επιβεβαιώνεται διαρκώς σε πείσμα όλων των κοινωνικών και θρησκευτικών αλλαγών. Οι ιστορίες για νεράιδες, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση σε χώρες προ πολλού χριστιανικές, μας αποκαλύ πτουν μ' εκπληκτική επιμονή αμέτρητες πεποιθήσεις, τελετουργικά και δεισιδαιμονίες, που επιβιώνουν και εξακολουθούν να συνδέουν τον χριστιανικό κόσμο με την αρχαία ειδωλολατρεία. Και στην πε ρίπτωση των παραμυθιών, δεν πρόκειται για απλές αναμνήσεις κα θώς είχαμε ήδη την ευκαιρία να παρατηρήσουμε, το παραμύθι μορφωνει, είναι με τον μετριόφρονα τρόπο του ένα μικρό διδακτικό έργο. Τι θέλει άραγε να πει κάτω απ' τη φανταστική ποικιλία των χρω μάτων του; Σε γενικές γραμμές, περιγράφει ένα πέρασμα — ένα πέρασμα αναγκαίο, δύσκολο, φραγμένο από χίλια εμπόδια, συνδε δεμένο με δοκιμασίες φαινομενικά ακατόρθωτες, ένα πέρασμα, ωσ τόσο, που έχει παρ' όλα αυτά καλό τέλος. Κάτω απ' τις πιο απί στευτες μυθοπλαστίες διακρίνεται πάντοτε ένα πραγματικό γεγονός: η αδήριτη ανάγκη του περάσματος από μια κατάσταση σε μιαν άλ λη, που αντιμετωπίζει πολύ συχνά ο άνθρωπος στη ζωή του το πέ ρασμα από τη μια ηλικία στην άλλη, από τη μια περίοδο στην άλλη, η προσαρμογή που απαιτείται μέσω μεταμορφώσεων συχνά οδυνη ρών, η οποία δεν τελειώνει παρά με την επίτευξη μιας ικανοποιη τικής και αληθινής ωριμότητας. Σύμφωνα με την αρχαϊκή αντίληψη, που το παραμύθι εξακολουθεί να θυμάται, το πέρασμα απ' την παι δική ηλικία στην εφηβεία και εν συνεχεία στην ενήλικη ζωή, είναι ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους, μια δοκιμασία που κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει χωρίς την κατάλληλη κι απαραίτητη μύηση έτσι και το παιδί, το παλικάρι τού παραμυθιού χάνεται μια μέρα μέσα στο σκοτεινό δάσος και δεν μπορεί να βρει το δρόμο του την κατάλληλη στιγμή συναντάει κάποιο πρόσωπο σοφό, τις περισσότερες φορές
ηλικιωμένο και με τις συμβουλές του καταφέρνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να πετύχει το σκοπό του. Αν η γαλλική παράδοση αποδυναμώνει τον μυητικό χαρακτήρα του παραμυθιού προβάλλοντας έναν ερωτισμό μετά βίας μεταμ φιεσμένο και μια ηθική μάλλον συμβατική, το γερμανικό παραμύθι, σαφώς λιγότερο « πολιτισμένο », διατηρεί όλη την πρωταρχική ορμή του. Η διαφορά προβάλλει εντονότατη όταν οι δυο παραδό σεις —γερμανική και γαλλική-— επεξεργάζονται το ίδιο θέμα : ας θυμηθούμε
τη
Σταχτοπούτα,
την Ωραία
κοιμωμένη
τον
δάσους,
τη Γαΐδουρόγουνα κ.ά. Η διαπίστωση επαληθεύεται ιδίοις στην εξέ ταση του κεντρικού προσώπου της νεράιδας. Μάταια θα ψάξουμε στα παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ την Καλή Νεράιδα με την αστραφτερή φορεσιά και το μαγικό ραβδάκι στο χέρι, που έρχεται τη σωστή στιγμή για να βοηθήσει τους νεαρούς ήρωες να λύσουν τα ερωτικά τους προβλήματα. Τις περισσότερες φορές το ρόλο της τον έχει αναλάβει μια μορφή εντελώς διαφορετική, που καθόλου δεν της μοιάζει, και της οποίας ο διακριτικός χαρακτήρας έρχεται σε αντί θεση με τη λάμψη της γνώριμης μας νεράιδας. Συχνά πρόκειται για μια γριά γυναίκα, που ο αφηγητής δεν χάνει τον καιρό του για να μας την περιγράψει η μορφή της, όμως, είναι αμφίβολη εκ πρώ της όψεως δεν ξέρει κανείς τι να περιμένει απ' αυτήν, αν είναι μια δύναμη σωτήρια ή μια μάγισσα του κακού. Αυτή η τρομαχτική γριά δεν διαθέτει καμιά λάμψη, δεν προκαλεί ούτε το θαυμασμό ούτε την ευγνωμοσύνη ούτε την αγάπη. Στεγνή και λιπόσαρκη, ακό μα κι όταν προστατεύει την ευτυχία, δεν έχει τίποτα κοινό με την ακτινοβόλα καλή νεράιδα, που για τα ορφανά μπερδεύεται με τη μορφή της νεκρής μάνας. Εμφανίζεται σπάνια, τη συναντάει όποιος αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, όποιος έχει χαθεί και δεν μπο ρεί να ξαναβρεί το δρόμο του. Δεν είναι η "νονά " αυτών που βοη θάει. Κι αν παρευρίσκεται πότε πότε στη γέννηση του ήρωα, δεν ξανάρχεται στο γάμο του. Και μόλις ολοκληρώσει την αποστολή της, εξαφανίζεται. Με λίγα λόγια, έχει τόσο λίγες ομοιότητες με τη νεράιδα των παραμυθιών, που νιώθουμε τον πειρασμό να της αρνηθούμε αυτήν την ιδιότητα. Το γερμανικό παραμύθι, εξάλλου, δεν την αποκαλεί Νεράιδα. Τις λίγες φορές που την ονομάζει, την ονομάζει Μάγισσα ή Μαμή,
όρο που προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε στη μετάφραση μας, στο μέτρο του δυνατού. 1 Γιατί πριν ανάλαβε, το ρόλο της Μάγισσας, η Μαμή, σαν τις αρχαίες Ελληνίδες Μοίρες και τις Γερμανίδες Νόρνες, επιστατεί στη γέννηση του ανθρώπου και προδιαγράφει το μέλλον του. (Πολλές φορές η σοφή αυτή γριά-μαμή-μάγισσα εί ναι κλώστρα.) Η μαμή βοηθάει το παιδί να γεννηθεί, διευκολύνει με τις γνώσεις της και τη σοφία της τον ερχομό του στον κόσμο. Επιβλέπει τη σωστή εφαρμογή των παραδοσιακών τυπικών και την τήρηση των εθίμων, που αφορούν τη γέννηση αλλά και κάθε ση μαντικό σταθμό της ανθρώπινης ζωής. Ό σ ο κι αν η μορφή της έχει θολώσει και δεν διακρίνεται πια καθαρά, η γριά στα παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ έχει διατηρήσει το χαρακτήρα του θεματοφύλα κα της παράδοσης, πράγμα που εξηγεί κατά κάποιον τρόπο το φόβο και το δέος που νιώθουν συνήθους οι άνθρωποι για λογαριασμό της. Δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, ούτε νεράιδα ούτε μάγισσα. Είναι και το ένα και το άλλο, ανάλογα με τις περιστάσεις, και υπενθυμίζει την αναγκαιότητα των παραδοσιακών εθίμων, τα οποία εξηγούν και κάνουν κατανοητά τα μεγάλα γεγονότα της ζωής μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ωραία κοιμωμένη τον
δάσους.
Οι Γκριμμ μας λένε πως στο βασίλειο του πατέρα της ζουν συνο λικά δεκατρείς σοφές γριές. (Ο Περρώ δεν αναφέρει παρά εφτά μο νάχα νεράιδες, από τις οποίες η τελευταία αποκλείεται απ' τη γιορ τή για λόγους παρόμοιους μ' αυτούς που αναφέρονται στο γερμανι κό παραμύθι.) Ο βασιλιάς, όμως, δεν μπορεί να τις προσκαλέσει ό λες, γιατί δεν έχει παρά δώδεκα μονάχα χρυσά πιατάκια και, φυσικά, ΟΙ σοφές γριές δεν μπορούν να φάνε σε άλλα, κοινά πιάτα. Τη δέ κατη τρίτη λοιπόν την « ξεχνάνε ». Και η παράλειψη αυτή σε σχέση με το πατροπαράδοτο έθιμο, έχει σοβαρές συνέπειες για το μωρό : η νεογέννητη βασιλοπούλα δεν πρέπει ποτέ να πιάσει στα χέρια της αδράχτι, δεν της επιτρέπεται δηλαδή να κάνει αυτό που κάνουν όλα τα κορίτσια, να ζήσει σαν όλα τα κορίτσια. Ο περιοριστικός αυτός όρος δίνει την ευκαιρία για μια νέα παράλειψη : καταστρέφουν όλα τ΄ αδράχτια της χώρας, εκτός από ένα, που μένει στα χέρια μιας
1. Η Μ. Robert αναφέρεται στη μετάφραση της δικής της επιλογής των Παραμυθιών των Γκριμμ.
γριάς κλωστρας στο πρόσωπο της μπορούμε εύκολα ν' αναγνωρί σουμε την ίδια τη δέκατη τρίτη γριά. Το τελευταίο στάδιο είναι η δοκιμασία, ξεθωριασμένη επανάληψη των αρχαϊκών τελετών του θα νάτου, ο εκατόχρονος ύπνος, στον οποίο θα βάλει τέλος η γαμήλια τελετή, αν και εφόσον διεξαχθεί με τον σωστό, πατροπαράδοτο τρόπο. Κακογεννημένη, αφού η γέννηση της συνοδεύτηκε από μια παράλειψη, μια ασέβεια προς το τυπικό της γέννησης, η Πεντά μορφη δεν μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι της ζωής παρά διακινδυ νεύοντας ανά πάσα στιγμή να πέσει στην αγκαλιά του θανάτου. Περνάει από την παιδική στην εφηβική ηλικία βυθισμένη σε βαθιά νάρκη και ξυπνάει με μεγάλη καθυστέρηση για να γνωρίσει επιτέλους τον έρωτα. Μαμή, σοφή και, φυσικά, μάγισσα, χάρη στις στενές σχέσεις της με τις σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η Γριά των γερμανικών παραμυθιών πλησιάζει περισσότερο απ' τη ρομαντική νεράιδα της χώρας μας το αρχαίο πρότυπο, το οποίο απηχεί : βοηθάει εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη απ' τη βοήθεια της, τους νέους και τα παιδιά, μυεί τα νεαρά άτομα στα θρησκευτικά τυπικά και στις κοινωνικές τελετουργίες, με τις οποίες ο άνθρωπος προσαρμό ζεται στην εδώ τάξη πραγμάτων, έρχεται αληθινά στον κόσμο και βρίσκει τη θέση του. Α π ' αυτή την οπτική γωνία φωτίζεται και το παράδοξο στοιχείο των παραμυθιών, που ενώ προορίζονται για τα παιδιά, επιμένουν ιδιαίτερα σ' ένα θέμα μάλλον ακατάλληλο για την παιδική λογοτεχνία : την κοπιαστική αναζήτηση του ερωτικού αν τικειμένου μέσα από χίλιες οδυνηρές δοκιμασίες. Στην πραγματικό τητα το παράδοξο δεν υφίσταται, παρά μονάχα για μας, με βάση τα κριτήρια της παιδαγωγικής ηθικής μας : το πρόσωπο της Γριάς, υποθηκοφύλακα των παραδοσιακών τελετών, μυήτριας και συμβού λου με την πραγματική έννοια αυτων των λέξεων, επιτρέπει την άρση της φαινομενικής αυτής αντίφασης. Κι έτσι καταλαβαίνουμε γιατί το παραμύθι είναι ταυτόχρονα τόσο αθώο και τόσο σκληρό, γιατί δείχνει προτίμηση στις ματωμένες σκηνές, στους ακρωτηρια σμούς, στις ανθρωποθυσίες, λες και πρόκειται για κάτι εντελώς φυ σιολογικό και συνηθισμένο κι όχι για πράξεις βίας, που προκαλούν τη φρίκη και την αγανάκτηση. Η σκληρότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο των εθιμοτυπικών
τελετουργιών αποτελεί τη μακρινή αντανάκλαση εκείνου του κό σμου δεν έχει σκοπό ν' αποκρύψει και ν αποσιωπήσει την αιματηρή πλευρά της ζωής, αλλ' αντίθετα να την προβάλει και κατά κάποιον τρόπο να μας συμφιλιώσει μαζί της. Δεν πρέπει λοιπόν ν' απορούμε που το αίμα κυλάει ποτάμι μέσα στα παραμύθια, που οι κοπέλες αυτοακρωτηριάζονται την ώρα του γάμου τους (οι δυο αδερφές τής Στα χτοπούτας προδόθηκαν απ'το «αίμα στο γοβάκι τους»), που αφήνουν τον πατέρα τους να τους κόψει τα χέρια (στο Κορίτσι με τα κομμένα χέρια), που ο πατέρας θυσιάζει τα ίδια του τα παιδιά (στον Πιστό Ιω άννη, στα Δώδεκα αδέρφια, στα Εφτά κοράκια και σε τόσα άλλα), που οι άντρες θυσιάζουν την ίδια τους τη γυναίκα : το αίμα καθαγιάζει το τελετουργικό πέρασμα, από το οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύ γει. Η αιματηρή θυσία συνοδεύεται συχνά κι από μια περίοδο ασκη τικής ζωής : αυστηρή νηστεία, αποχή από την ομιλία κι απ' το γέ λιο
(δοκιμασία που με τη θέληση τους αποδέχονται οι κοπέλες για
να σώσουν τ
αδέρφια τους), μακροχρόνια απομόνωση μέσα στο
θεοσκότεινο δάσος — απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, η δοκι μασία αποτελεί λόγο ύπαρξης του παραμυθιού, είναι το κατ* εξοχήν υλικό του, το περιεχόμενο της μυητικής του λειτουργίας. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η επιμονή και η αντοχή αυτής της μυη τικής λειτουργίας, η οποία διατηρήθηκε πέρα και πίσω απ' όλα τα ισχυρά ρεύματα που προσπάθησαν να την καταπνίξουν. Ή τ α ν τέ τοια η ορμή και η ζωτικότητα της που κατάφερε ν' αντισταθεί ακό μα και σ' αυτόν τον ίδιον τον παντοδύναμο χριστιανισμό. Το οφεί λει ίσως στις γιαγιάδες, τις παραμάνες και τις τροφούς, που τη στάλαξαν στις ψυχές των παιδιών από γενιά σε γενιά. Σ' όλες αυτές τις γυναίκες, που καθισμένες ταπεινά δίπλα στο τζάκι έπαιξαν, δί χως ίσως να το ξέρουν, τον καθοριστικό ρόλο της Σοφής Γριάς, της Μοίρας, της Νεράιδας των παραμυθιών. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα πλέον προφανή χαρακτηριστικά τού παραμυθιού, η αφέλεια του, η παιδιάστικη γοητεία του, δεν μπο ρούν μόνα τους να δικαιολογήσουν την εκπληκτική του δύναμη επι βίωσης. Στην πραγματικότητα, το παραμύθι είναι δισυπόστατο : κι αν μας θέλγει με την απλότητα του, σίγουρα μας σαγηνεύει με την πραγματικότητα που διαισθανόμαστε
κρυμμένη μέσα του.
Παρ' όλα αυτά δεν θεωρούμε σκόπιμο να μεταφράσουμε την αλή-
θεια του. Ό σ ο μεταμφιεσμένη κι αν είναι πίσω απ' τα σύμβολα και τις εικόνες του, εξακολουθεί να μας μιλάει σε μια γλώσσα πιο άμε ση από κείνην του μύθου, για παράδειγμα. Τα παιδιά το γνωρίζουν αυτό από ένστικτο και « πιστεύουν » στα παραμύθια στο βαθμό που βρίσκουν εκεί μέσα αυτό που τα ενδιαφέρει περισσότερο από το καθε τί στον κόσμο : μια εικόνα του εαυτού τους εύκολα αναγνωρίσιμη, μια εικόνα της οικογένειας τους, των γονιών τους. Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία ένα απ' τα μυστικά του παραμυθιού, που εξηγούν τη μακροβιότητα του : μιλάει αποκλειστικά και μόνο για την ανθρώπι νη οικογένεια, κινείται μέσα στο περιορισμένο αυτό σύμπαν, που για τον άνθρωπο αποτελεί τον κόσμο ολόκληρο για ένα μεγάλο χρο νικό διάστημα, αν όχι για πάντα. Το « βασίλειο » του παραμυθιού δεν είναι άλλο απ' τον κόσμο της οικογένειας, το κλειστό και περι ορισμένο αυτό σύμπαν, όπου παίζεται το πρώτο δράμα στη ζωή του ανθρώπου. Ο βασιλιάς αυτού του βασιλείου είναι αναμφισβήτητα ο άντρας, ο σύζυγος, ο πατέρας. Κι αυτή είναι η μορφή του έτσι όπως προβάλλει μέσα απ' τα παραμύθια : τα αμύθητα πλούτη του, η υπε ράνθρωπη δύναμη του, τα απέραντα κτήματα του, δεν υπάρχουν παρά μόνο για να περιγράψουν ανάγλυφα την πατρική εξουσία. Αυ τό είναι το μόνο χαρακτηριστικό του που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το παραμύθι. Κατά τ' άλλα, η μορφή του πατέρα μένει σκοτει νή. Τις περισσότερες φορές το παραμύθι περιορίζεται να τον πα ρουσιάσει με τα παρακάτω τυποποιημένα λόγια : " Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς . . . », για να συμπληρώσει λίγο πιο κά τω : « . . . που είχε ένα γιο . . . » Κι αμέσως ύστερα τον ξεχνάει για να παρακολουθήσει το γιο αυτό στις περιπέτειες του ως το τέλος, οπότε τον ξαναθυμάται και τον εμφανίζει και πάλι στη σκηνή της επιστροφής ή της συμφιλίωσης. Τα ίδια συμβαίνουν κι όταν ο πα τέρας δεν είναι βασιλιάς, αλλά ένας απλός άνθρωπος : η παρουσία του δεν αλλάζει στο παραμικρό την πλοκή του παραμυθιού. Η συμ βολική αξία που μπορούμε να του αποδώσουμε, απ' όσα τουλάχι στον βλέπουμε σ' αυτήν εδώ τη συλλογή παραμυθιών, είναι οι δε σμοί σάρκας και στοργής που τον συνδέουν με τα μέλη της οικο γένειας του. Ο βασιλιάς ή ο πατέρας δεν είναι ποτέ εργένηδες. Κι αν έχουν χηρέψει, πράγμα που δεν είναι διόλου σπάνιο, άλλο δεν έχουν στο νου τους παρά πώς να ξαναπαντρευτούν. (Όταν ήρθε ο χειμώ-
νας, λέει μελαγχολικά ο αφηγητής
της Σταχτοπούτας, το χιόνι
έστρωσε το κατάλευκο χαλί του πάνω απ' τον τάφο της. Κι όταν ο ήλιος της άνοιξης τό 'λιωσε και το σκόρπισε, ο άντρας πήρε κιόλας άλλη γυναίκα.) Ο βασιλιάς δεν μπορεί να μείνει χωρίς γυναίκα κι ακό μα περισσότερο χωρίς παιδιά. Κι cv ποτέ φτάσει σ' αυτή τη δυ σάρεστη θέση, το παραμύθι βιάζεται να τον βοηθήσει να βγει το γρηγορότερο. Η βασίλισσα απ' τη μεριά της δεν έχει καμιάν άλλη λειτουργία πέρα απ' αυτήν της μητέρας και συζύγου. Ό σ ο για τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα, είναι κατ΄ αρχάς γιος και κόρη, ως τη στιγμή που θα φτιάξουν δική το ς οικογένεια και θα οροθετή σουν έτσι το τέρμα της πατρικής βασιλείας, της πατρικής εξουσίας, παίρνοντας πια αυτοί τη θέση των γονιών τους. Με αξιοσημείωτη οικονομία μέσων το παραμύθι, και μάλιστα το παραμύθι των Αδελφών Γκριμμ, μας παρουσιάζει ένα μικρό οικογενειακό δράμα, του οποίου το σχήμα είναι σταθερό κι αμετά βλητο : ένα παιδί γεννιέται σε κάποια ανο^νυμη οικογένεια σε κά ποιον τόπο που δεν προσδιορίζεται (η ανωνυμία των τόπων είναι μόνιμο στοιχείο των παραμυθιών αλλά θα πρέπει εδώ να παρατη ρήσουμε πως και τα ονόματα προσώπων είναι ελάχιστα στις ιστο ρίες μας : ο ήρωας του παραμυθιού είναι ο " πρίγκιπας " κι ακόμα πιο συχνά « το παλικάρι ». Οι γονείς ή που θ' αγαπούν το παιδί τους ή που θα το κακομεταχειρίζονται. Απορίας άξιο είναι πως η μεγαλύτερη σκληρότητα έρχεται συνήθως απ' την πλευρά της μη τέρας, της οποίας η θηριωδία έρχεται σ' έντονη αντίθεση με την αδύ ναμη, ονειροπόλα ίσως, καλοσύνη του πατέρα. (Δεν θα βρούμε παρά δύο, ή τρεις το πολύ, σκληρούς πατεράδες, όπως είναι π.χ. ο πατέ ρας στο Κοριτσάκι με τις χήνες [β' τόμος] και στα Δώδεκα αδέρφια, ενώ οι μητριές είναι αμέτρητες. Ό σ ο κι αν κρύβονται πίσω απ' την ιδιότητα της πεθεράς ή της μητριάς, ωστόσο, δεν μας ξεγελούν : είναι οι κακές μανάδες, εκείνες που βασανίζουν, που ζηλεύουν, που καταβροχθίζουν τα παιδιά τους. Γιατί η καλή, η στοργική μάνα, η μάνα που αφοσιώνεται όλο αγάπη στα παιδιά της, είναι μια μορφή μακρινή για το παραμύθι, ένα πρόσωπο συνήθως πεθαμένο.) Η παι δική ηλικία του ήρωα είναι πάντα γεμάτη ατυχίες και κινδύνους : αν τον αγαπούν οι γονείς του, τότε τον μισεί ο αδερφός ή η αδερφή του. Αν τον περιβάλλουν όλοι με στοργή, τότε τον καταδιώκει κά-
ποιο σφάλμα, κάποια αμαρτία, που στην πλειονότητα των περιπτώ σεων έχει διαπράξει πριν από τη γέννηση του κάποιος απ' τους δικούς του : κάποια παράλειψη, κάποια απερίσκεπτη υπόσχεση στον Διά βολο, μια ευχή ίσως προκλητική για τις Μοίρες. II συνέπεια είναι πάντα η ίδια : ο ήρωας δεν μπορεί να μεγαλώσει σαν τ άλλα παιδιά : πριν προλάβει καλά καλά να περάσει στην εφηβεία, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την οικογένεια του και να πάει, όπως τόσο ωραία το λέει ο παραμυθάς, " να βρει την τύχη του » μέσα στον απέραντο κόσμο . . . Κι εκεί, μέσα στη σκοτεινιά του δάσους, όπου βρίσκεται άθελα του, αντιμετωπίζει τις στερήσεις, την αγωνία της μοναξιάς και τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Παίρνει τότε το δρόμο τον σπαρμένο εμπόδια και κινδύνους, κυνηγημένος από τις δυνάμεις του Κακού, λες και η απομάκρυνση του από την οικογένεια του δεν ήταν αρκετή για να τον προφυλάξει απ' τη Μοίρα του. Η μόνη πι θανότητα που έχει για να σωθεί, είναι να συναντήσει το αγαπημένο πλάσμα, που θα « λύσει τα μάγια και θα τον ελευθερώσει " από τα δεσμά που τον κρατούν ακόμα φυλακισμένο στην παιδική του ηλι κία. Αλίμονο του αν δεν τολμήσει να κόψει με σίγουρο και σταθερό χέρι μια για πάντα αυτά τα δεσμά — κόβοντας, ας πούμε, όλα τα κεφάλια του δράκου μαζί με τις γλώσσες τους. Αν υποχωρήσει στη νοσταλγία που τον σπρώχνει προς το πατρικό του και ξεχάσει τις συμβουλές της αγαπημένης του, αν φιλήσει τους γονείς του « στο αριστερό μάγουλο ", αν τους πει "πάνω από τρεις λέξεις", τότε βυθίζεται ξανά στο χαμό, στο λήθαργο, στο χάος της παιδικής ηλι κίας, απ' όπου τόσο κοπίασε να ξεφύγει. Κι αν ξυπνώντας απ' τον βαθύ του ύπνο, δεχτεί τη νύφη που τού 'χουν ετοιμάσει οι γονείς του, αρνούμενος έτσι την αγαπημένη της καρδιάς του, τότε χάνον τας την « αληθινή του αγάπη » χάνει και τον ίδιο του τον εαυτό για πολύν καιρό. Η αλήθεια είναι πως ο πρίγκιπας των παραμυθιών δεν έχει και πολλές ομοιότητες με τον Οιδίποδα. Το παραμύθι εξάλλου δεν θίγει ποτέ το ζήτημα της αιμομειξίας απ' αυτήν την άποψη, αλλά πάντα απ' την πλευρά του πατέρα, του οποίου οι επιθυμίες εκδηλο^νονται με ωμό τρόπο (πράγμα που φαίνεται πιο καθαρά στις πολυάριθμες επίσης περιπτώσεις όπου κυριαρχεί η αδερφική αγάπη). Όλα όμως συντείνουν στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος που προσπαθεί ν' απο-
φύγει ο ήρωας εγκαταλείποντας την οικογένεια του, είναι ο ίδιος μ' εκείνον που απειλούσε τον ήρωα της αρχαίας τραγωδίας. Η μόνη διαφορά είναι πως ο ήρωας του παραμυθιού τελικά θριαμβεύει και δεν φτάνει στο διπλό έγκλημα του Οιδίποδα : όσο μεγάλη κι αν εί ναι η σύγκρουση, της οποίας θέατρο είναι το πατρικό βασίλειο, κα ταφέρνει στο τέλος να βγει νικητής. Ό σ ο σφιχτά κι αν είναι τα δε σμά που τον κρατούν καρφωμένο στην παιδική του ηλικία, έχει τη δύναμη να τα σπάσει και να « ζήσει ευτυχισμένος μέχρι τα βαθιά του γεράματα ». Υπόδειγμα απόλυτης επιτυχίας εκεί ακριβώς όπου ο Οιδίποδας αποτυγχάνει, αποδεικνύε, περίτρανα ότι το πέρασμα του ανθρώπου απ' την παιδική ηλικία στην ωριμότητα είναι δυνατό και πραγματοποιήσιμο, όσους κινδύνους κι αν κρύβει. Κι ότι αυτό και μόνο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευτυχία της αγάπης, που το παραμύθι εξιδανικεύει σε μεγάλο βαθμό. Με τα χαρακτηριστικά και το ύφος του έπους, το παραμύθι εί ναι ένα μικρό μυθιστόρημα « συναισθηματικής αγωγής » και τίπο τα δεν δικαιολογεί καλύτερα τους παιδαγωγικούς του στόχους. Κά τω απ' τη διασκεδαστική του επιφάνεια κρύβει στόχους πολύ σο βαρούς. Κι όλα συνηγορούν στο να πιστέψουμε πως έχει συνείδηση της υψηλής αποστολής του. Αλλά με πόση χάρη δεν προσπαθεί να εκπληρώσει το καθήκον του, με πόση τέχνη δεν πασχίζει να μορφώ σει και να διδάξει! Και πώς ξέρει να διαλέγει τις λεπτομέρειες, με πόση ελευθερία, με πόση τόλμη δεν παραβαίνει τις ίδιες τις συμβά σεις του, ανακατεύοντας τα χαρτιά του ονείρου και της πραγματι κότητας, της αλήθειας και της ψευδαίσθησης. Ό σ ο κι αν ξεπηδάει μέσα απ' το βασίλειο της επιθυμίας, όπου τίποτα δεν χωρίζει την ευχή απ' την πραγματοποίηση της, ρίχνει στην καθημερινή πραγ ματικότητα της σκληρής δουλειάς, του μόχθου και της υπομονής ένα βλέμμα ζωηρό, διαυγές, χαρούμενο ή θλιμμένο, αλλά πάντα γε μάτο ζεστασιά και αγάπη για τη ζωή. Κι αν προτείνει έναν κόσμο ονειρικό, όπου η δυστυχία εξορίζεται χάρη στην πραγματοποίηση και των πιο τρελών επιθυμιών, εξακολουθεί παράλληλα να σέβεται την αλήθεια της ζωής και δεν αρνείται τη δυστυχία αυτήν καθ΄ εαυτήν : την εντοπίζει και σημειώνει με θλίψη τη θέση της. « Τα πράγ ματα αυτά δεν συμβαίνουν πια στις μέρες μας », λέει το παρα μύθι Το κοριτσάκι με τις χήνες για τα δάκρυα που μεταμορφώ-
νονταν σε μαργαριτάρια. Το παραμύθι, φυσικά, δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους. Μένει, ωστόσο, αξεδιάλυτα ζυμωμένο με τη σάρ κα και το αίμα, δεν αγνοεί ποτέ το κορμί του ήρωα του. το περιγρά φει στις κακουχίες, στην πείνα, στο κρύο. στην ανείπωτη κούραση του δρόμου. Δεν διστάζει να μιλήσει και για τη φρίκη και τα βάσανα του πολέμου : οι απλοί στρατιώτες που ξεσηκώνονται ενάντια στο βασιλιά τους, περνάνε πρώτα απ' τη φτώχεια και τη δυστυχία του άχρηστου πια μισθοφόρου. Δεν περιορίζεται στην περιγραφή των απέραντων εκτάσεων που ο βασιλιάς έχει στην εξουσία του. Σαν όλα τα ποιητικά και βαθυστόχαστα έργα, πλησιάζει με προσοχή και σεβασμό τη ζωή στις πιο απλές της εκφάνσεις. Έ τ σ ι οπλίζεται με το ισχυρότερο όπλο του, που είναι το δικαίωμα να ψεύδεται, χω ρίς να προδίδει την αλήθεια. Η χάρη και η τέχνη — νά τα μέσα που εξασφαλίζουν στα παρα μύθια την καλύτερη άμυνα ενάντια στις επιθέσεις της επιστήμης. Κανείς δεν το ένιωθε αυτό με περισσότερη σιγουριά απ' τους Α δελφούς Γκριμμ, που αγωνίστηκαν να τα σώσουν στην αυθεντι κή μορφή τους, προσέχοντας πολύ να μην παρεμβάλουν δικές τους ερμηνείες. Είναι σχεδόν θαύμα το ότι τα κατάφεραν. Η επιτυχία τους οφείλεται σ' έναν σπάνιο συνδυασμό της γνώσης με την αγάπη της ποίησης. Σαν το παιδάκι του τελευταίου τους παραμυθιού, μας δίνουν το χρυσό κλειδί που νομίζουν ότι βρήκαν κάτω απ' το χιό νι. Αλλά δεν μας αναγκάζουν να το πάρουμε. Το κλειδάκι είναι τόσο όμορφο, τόσο λεπτοδουλεμένο, τό σολαμπερό, που αρκούμα στε να το θαυμάζουμε, χωρίς καν να προσπαθήσουμε να το χρησι μοποιήσουμε. MARTHE
ROBERT
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ
ΓΚΡΙΜΜ
Π Ο Λ Λ Ε Σ Φ Ο Ρ Ε Σ , όταν καταιγίδες ή άλλες συμφορές που στέλνει ο ουρανός, δέρνουν τους σπόρους σε φράχτες και θάμνους στην άκρη του δρόμου, συμ βαίνει και κάποιοι απ΄ όλους φυτρώνουν σαν βγει ο ήλιος και μεγα λώνουν και ψηλώνουν σε μέρη όπου κανείς δεν τους περιμένει. Τα δρεπάνια των θεριστών δεν τα βρίσκουν αυτά τα στάχυα να τα κό ψουν για τις σιταποθήκες των πλούσιων αφεντάδων. Αλλά το φθι νόπωρο, όταν ωριμάζουν και χρυσίζουν, φ τ ω χ ά χέρια έρχονται και τα μαζεύουν ένα ένα με προσοχή και φροντίδα, σαν νά 'ταν δεμάτια ολόκληρα κι έτσι φτάνουν στα φτωχόσπιτα και είναι το φαγητό όλου του χειμώνα, ίσως μάλιστα κι ο σπόρος ο μοναδικός για τα χρόνια που έρχονται.
Έ τ σ ι νιώσαμε κι εμείς όταν είδαμε π ω ς απ το πλήθος που ανθούσε στο παρελθόν δεν είχαν σωθεί παρά λιγοστά μόνο λουλουδά κια εδώ κι εκεί π ω ς ακόμα κι η ανάμνηση είχε χαθεί ολότελα σχε δ ό ν και π ω ς δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα πράγματα, μετρη μένα στα δάχτυλα : βιβλία, μύθοι, λαϊκά τραγουδάκια κι αυτά εδώ τ' αθώα παραμύθια. Τα πεζούλια μπροστά στο τζάκι, στη σόμπα, τα κεφαλόσκαλα, οι ώρες κι οι μέρες της σχόλης, τα βοσκοτόπια και τα δάση μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά τους, αλλά πάνω απ όλα η ζωηρή κι ασυννέφιαστη ακόμα φαντασία, ήταν οι ήσυχες γ ω νιές που δέχτηκαν το σπόρο και τον σιγούρεψαν, τού 'δωσαν κατα φύγιο και τον βοήθησαν να ζήσει και να καρπίσει. Είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να καταγράψουμε τούτα τα παραμύθια, αφού οι άνθρωποι που κρατούν ακόμα ζωντανή την π α -
ράδοση σπανίζουν ολοένα και περισσότερο. Αυτοί βέβαια που ξέ ρουν ακόμα παραμύθια, ξέρουν πολλά. Γ ι α τ ί μπορεί οι άνθρωποι να λιγοστεύουν, τα παραμύθια όμως όχι. Αλλά το ίδιο το έθιμο αργο πεθαίνει, σαν τις κρυψώνες εκείνες μέσα σε σπίτια και αυλές, που περνούσαν από π α π π ο ύ σ' εγγονό και τώρα υποχωρούν διαρκώς στην ανάγκη για περισσότερο χρήσιμο χώρο μέσα στις καινούργιες κατοικίες μας, στην ανάγκη για μια κενή κι ανόητη μεγαλοπρέπεια' μια μεγαλοπρέπεια παρόμοια με το χαμόγελο εκείνο που αν θεί στα χείλια μας, σαν μιλάμε για τα παραμύθια αυτά, ένα χαμό γελο όλο αξιοπρέπεια που τίποτα δεν κοστίζει.
Ε κ ε ί όπου ακόμα
υπάρχουν, ζουν με τέτοιον τρόπο, ώστε κανείς δεν σκέφτεται αν εί ναι καλά ή κακά, όμορφα ή ά σ χ η μ α : τα ξέρουν απλώς και τ αγαπούν, επειδή έτσι τα δ έ χ τ η κ α ν και τα χαίρονται δίχως λόγο. Κι αυτό έχει η ποίηση κοινό μ όλα τα αιώνια : ότι ακόμα και άθελα του φτάνει κανείς να την αγαπήσει. Α εν είναι δύσκολο, ωστόσο, να προσέξουμε π ω ς ακόμα κι η ποίηση εξακολουθεί να ζει εκεί μόνο όπου υπάρχει μια σχετική προδιάθεση ή όπου οι αναποδιές της ζωής δεν έχουν ακόμα καταφέρει να νικήσουν τη ζωηράδα της φαντασίας. Μ΄ αυτό το πνεύμα δεν πρόκειται κι εμείς α π ' τη μεριά μας να παινέψουμε αυτά τα παραμύθια ή να τα προστατέψουμε ενάντια σ' αντίθετες γνώμες : η παρουσία τους, η ύπαρξη τους και μόνο, είναι γι αυτά η καλύτερη προστασία. Αυτά, που κατάφεραν με τόσο πολλούς τρόπους να διασκεδάσουν, να διδάξουν, να χαρίσουν απόλαυση και συγκίνηση, κλείνουν ήδη μέσα τους την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους και έχουν σίγουρα τη ρίζα τους σε μια α π ' τις αιώνιες πηγές, που δροσίζουν τη Ζ ω ή . Κι αν είναι μονάχα μία σταγόνα, αυτή που έχει κρυφτεί μέσα σ' ένα μικρό ταπεινό φυλλαράκι, λαμπυρίζει και πάλι στο πρώτο φως της αυγής. Μέσα σ΄ αυτήν την ποίηση ζει και φέγγει η ίδια εκείνη καθαρό τητα που μας κάνει να βλέπουμε τα παιδιά τόσο θαυμάσια κι ευτυ χισμένα : έχουν τα ίδια πεντακάθαρα γαλάζια μάτια, που δεν μ π ο ρούν να μεγαλώσουν άλλο, ενώ τ άλλα μέλη τους είναι ακόμα τρυ φερά κι αδύναμα κι αδέξια στην υπηρεσία της γης. Αυτός είναι ο λόγος που μ αυτή τη συλλογή μας δεν είχαμε σκοπό να υπηρετή σουμε μονάχα την ιστορία της ποίησης και της μυθολογίας, αλλά ταυτόχρονα την ίδια την ποίηση που ζει μέσα τους, δρα και συγκι-
νεί όποιον μπορεί να συγκινήσει. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, θέλει να χρησιμέψει και στην ανατροφή τ ω ν παιδιών. Αποφύγαμε γι
αυτό
καθετί που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακατάλληλο ή επικίνδυνο για παιδιά και προτιμήσαμε να περιλάβουμε μονάχα εκείνες τις διηγή σεις που κρύβουν μέσα τους αλήθεια. Σ τ η ν τελευταία έκδοση της συλ λογής μας προσπαθήσαμε να εξαλείφουμε όλες τις εκφράσεις που δεν αρμόζουν στα παιδιά αυτά. Κι αν κάποιοι θεωρήσουν π ω ς υπάρ χουν, παρ' όλες τις προφυλάξεις μ α ς σημεία και αποσπάσματα που θα μπορούσαν να φέρουν σε αμηχανία τους γονείς, αν κάποιοι π ι στέψουν π ω ς η συλλογή μας δεν είναι κατάλληλη για τα παιδικά χε ράκια, μπορεί για κάποια ευαίσθητο παιδιά νά εχουν πράγματι δί κιο κι οι ανησυχίες τους να είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Σ τ η ν περίπτο)ση αυτή μπορούν εύκολα να προχωρήσουν σε μια επιλογή και να παρακάμψουν τον κίνδυνο. Για τη μεγάλη πλειονότητα, ό μως, των γερών και φυσιολογικών παιδιών, κάτι τέτοιο είναι εντε λώς περιττό. Και δεν υπάρχει καλύτερος υπερασπιστής της υπόθε σης μας από την ιδια τη φύση, που άφησε αυτά τα άνθη να φυτρώ σουν και να φουντώσουν με τόσα χ ρ ώ μ α τ α και τόση ποικιλία. Ό ποιος δεν αντέχει την ποικιλία και τη ζωηράδα της φύσης, δεν γ υ ρεύει να προσαρμοστούν τα λουλούδια και τα δέντρα στις δικές του ανάγκες. Ή αλλιώς : η βροχή κι η δροσιά πέφτουν ευεργετικά π ά νω σ όλα όσα ζουν στη γ η . Αν κάποιος δεν τολμάει να βγάλει τις γλάστρες του έξω και να τις αφήσει να δροσιστούν, παρά προτιμάει να τις ποτίζει μέσα στο σπίτι του με το κανάτι, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά η βροχή κι η δροσιά δεν πρόκειται να σταματή σουν να πέφτουν στη γ η , απλώς και μόνο επειδή αυτός δεν τις θέλει. Αλλά ό,τι φροντίζει η φύση από μόνη της, τελικά προκόβει. Και μ αυτή τη σιγουριά στην καρδιά μας πρέπει να ζούμε. Κι εξάλλου όλα τα σπουδαία και σημαντικά αναγνώσματα, που βοηθούν στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, όλα χωρίς καμιά εξαίρεση περιέχουν πολύ περισσότερα σημεία κι αποσπάσματα ικανά να φέρουν σε αμη χανία τον αναγνώστη. Κι απ τον κατάλογο αυτόν δεν εξαιρείται ούτε αυτή η ίδια η Αγία Γραφή. Αλλά με τη σωστή χρήση αυτών των βιβλίων δεν πρόκειται ν
ανακαλύψουμε μέσα στις σελίδες τους τί
ποτα κακό. Μέσα σ αυτά ο καθένας βρίσκει μιαν εικόνα της καρ διάς του. Τα παιδιά κοιτάζουν άφοβα τ άστρα, ενώ άλλοι δεν τολ-
μούν να κοιτάξουν προς τον ουρανό, να μην προσβάλουν τάχα τους αγγέλους. Η καταγραφή αυτών των παραμυθιών έχει αρχίσει εδώ και δε κατρία χρόνια περίπου. Ο πρώτος τόμος, που κυκλοφόρησε το 1812, περιέχει κυρίως τα παραμύθια που ακούσαμε στην Έ σ σ η , στις πε ριοχές του Μάιν και του Κίντσιγκ της κομητείας του Χάναου, όπου γεννηθήκαμε. Ο δεύτερος τόμος ολοκληρώθηκε το 1814 και κυκλο φόρησε γρηγορότερα, εν μέρει επειδή το βιβλίο είχε πια αποκτήσει τους δικούς του φίλους, που το υποστήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο, εν μέρει επειδή μας βοήθησε η τύχη που παραστέκει πάντα την επι μέλεια και το ζήλο παρόμοιων έργων. Ό π ο ι ο ς έχει πια συνηθίσει να προσέχει τα παραμύθια, ακούει περισσότερα α π ' όσα φαντάζεται κανείς' και το ίδιο συμβαίνει με τις παροιμίες, με τα αινίγματα και μ όλα τα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας. Τα ο)ραιότατα παρα μύθια στις διαλέκτους της Βεστφαλίας α π ' το δουκάτο του Μύνστερ και του Πάντερμπορν τα χρωστάμε στην καλοσύνη και στην εξυπηρετικότητα φίλων. Η ζεστασιά κι η οικειότητα του διαλεκτικού στοιχείου μ α ζ ί με την εσωτερική
τελειότητα που διακρίνει αυτά
τα παραμύθια, συνδυάζονται εδώ μ έναν τρόπο εκπληκτικό. Σ τ ι ς περιοχές αυτές της γερμανικής ελευθερίας, τα παραμύθια κι οι μύ θοι αντιπροσωπεύουν ακόμα και σήμερα μια καθημερινή ευχαρί στηση. Και η χώρα εξακολουθεί να είναι πλούσια σε τραγούδια και πατροπαράδοτα έθιμα. Ε κ ε ί όπου η γραφή δεν έχει ακόμα επιτρέ ψει την εισβολή του ξενικού στοιχείου και το αδυνάτισμα της μνή μης της στηριγμένης στα γραπτά, η παράδοση παραμένει ισχυρή κι ολοζώντανη. Αυτή είναι η περίπτωση και στην Κ ά τ ω Σαξονία, όπου η παράδοση φαίνεται π ω ς έχει διατηρήσει περισσότερα πράγ ματα α π ' οπουδήποτε αλλού. Πόσο πληρέστερη θα ήταν αυτή η κα ταγραφή τον 15ο ή έστω και τον 16ο αιώνα, την εποχή του Χανς του Σαξόνου και του Φίσαρτ. 1 Η τύχη, πάντως, μας χαμογέλασε κι έτσι γνωρίσαμε μιαν αγρό τισσα στο χωριουδάκι Νίντερτσβέρν κοντά στο Κάσσελ, η οποία μας διηγήθηκε τα περισσότερα και τα ωραιότερα παραμύθια τού 1. Το παράξενο είναι πως οι Γαλάτες δεν επέτρεπαν την καταγραφή των παραδοσιακών τραγουδιών τους, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν τη γραφή
δεύτερον τόμου. Η γυναίκα αυτή δεν η : α ν πολύ πάνω από πενήντα χρονώ. Το πρόσωπο της φανέρωνε δυναμη, ζωντάνια κι εξυπνάδα και τα μεγάλα μάτια της ακτινοβολούσαν φωτεινά. 1 Η γυναίκα αυ τή κρατούσε σφιχτά και σίγουρα στη μ ν ή μ η της πλήθος παραμύθια. Ή ξ ε ρ ε πολύ καλά ότι αυτό ήταν ένα ξεχωριστό χάρισμα. Ό π ω ς έλεγε κι η ίδια, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να θυμηθούν απολύτως τίποτα. Ό τ α ν έλεγε τα παραμύθια, μιλούσε με ζωντάνια, με σιγουριά και μ
ευχαρίστηση. Μπορούσε χωρίς καμιά δυσκολία
να ξαναπεί το ίδιο παραμύθι σιγά σιγά, έτσι ώστε με λίγη εξάσκη ση κατάφερνε κανείς να το γράψει τη στιγμή που το άκουγε. Αρκε τά παραμύθια καταγράφτηκαν έτσι λέξη προς λέξη. Ό π ο ι ο ς θεω ρεί π ω ς η προφορική παράδοση έχει την τάση να προχο)ράει στα διακά σε αλλοιώσεις, μεταβολές και παραποιήσεις, όποιος πιστεύει ότι αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο κανόνας, θά 'πρεπε ν ακούσει αυτήν τη γυναίκα : με πόση ακρίβεια επαναλάμβανε τα παραμύ θια διαλέγοντας πάντα τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες φράσεις με π ό ση επιμονή πρόσεχε, ώστε όλα να γραφτούν όπως ήταν στ αλήθεια" με πόση φροντίδα διόρθωνε
τον εαυτό της, όταν κάτι της ξέφευγε.
Οι άνθρωποι που ζουν με την παράδοση, είναι προσκολλημένοι σ αυ τήν κι επιμένουν στη διατήρηση και στην πιστή φύλαξη των πάν των, πολύ περισσότερο α π ' ό,τι φανταζόμαστε ίσως εμείς, που τεί νουμε μάλλον προς την αλλαγή και την πρόοδο. Γι αυτό και τα π α ραμύθια, που έχουν φτάσει ώς εμάς μέσα α π ' τα βάθη του χρόνου, σ' όλες τις άλλες περιστάσεις της ζωής τους. Ο Καίσαρας, που το πρόσεξε (De hello Gallico, VI 4), πιστεύει ότι προσπαθούσαν έτσι ν αποφύγουν μιαν πιθα νή εξασθένηση της μνήμης, η οποία θα εγκατέλειπε την άσκηση, βασιζόμενη στο γεγονός της καταγραφής των τραγουδιών. Ανάλογη κατηγορία προσάπτει κι ο Θαμούζ στον Θωθ (στον Φαιδρό του Πλάτωνα), όταν συζητείται η εφεύ ρεση απ' τον τελευταίο των γραμμάτων : η γραφή μπορεί να συντελέσει στο αδυνάτισμα της μνήμης. 1. Ο αδελφός μας Λούντβιχ Γκριμμ τη ζωγράφισε και το σκίτσο του, που βρίσκεται στη Λειψία, χαρακτηρίζεται από μεγάλη φυσικότητα και ομοιό τητα με το αληθινό πρόσωπο. Ο πόλεμος της έφερε μεγάλη δυστυχία, που κά ποιοι φιλάνθρωποι προσπάθησαν να τη μετριάσουν, χωρίς ωστόσο να μπορούν να την εξαφανίσουν εντελώς. Ο πατέρας των εγγονών της πέθανε από εγκε φαλικό πυρετό και τα ορφανά κατέληξαν στη φτωχή της καλύβα. II ίδια αρ ρώστησε και πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1816.
διαθέτουν μια δύναμη και μια ζεστασιά που σπάνια χαρακτηρίζει άλλα προϊόντα του ανθρώπινου νου, όσο λαμπερά κι εντυπο)σιακά κι αν είναι. Η επική βάση της λαϊκής ποίησης μοιάζει με το πρά σινο, που βάφει σ όλες του τις αποχρώσεις κάθε γωνιά της φύσης, που μας χορταίνει και μας γαληνεύει, χωρίς ποτέ να μας κουράζει. Εκτός από τα παραμύθια του δεύτερου τόμου καταγράψαμε έτσι κι ένα σωρό παραλλαγές των παραμυθιών του πρώτου τόμου, που είχαμε βρει από παρόμοιες πηγές. Η 'Εσση, περιοχή ορεινή, μα κριά απ τους στρατιωτικούς δρόμους και τα θέατρα των πολεμούν, χώρα κατ
εξοχήν αγροτική, μπόρεσε να διατηρήσει περισσότερα
απ τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού μας. II σοβαρότητα των ανθρώπων της, η εργατικότητα, η τόλμη και η ηθική τους, είναι στοιχεία που επιβιώνουν ώς τα σήμερα. Ακόμα κι η ψηλή κορμοστασιά κι η ομορφάδα των αντρων της κρατάει ίσως από τ αρχαία χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι σ αυτές ακριβώς τις περιοχές κατοι κούσαν οι Τσάτοι ώς τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η έλλειψη άνεσης και λεπτότητας, σε σύγκριση μ
άλλες γερμανικές χώρες, όπως η
Σαξονία, εδώ μοιάζει μάλλον με πλεονέκτημα. Η 'Εσση χαρακτη ρίζεται από μια σκληράδα και μια αυστηρότητα, που όμως ταιριά ζουν μια χαρά με την εικόνα της λιτής και απλής ζο)ής. Οι κάτοικοι της θα πρέπει να συμπεριληφθούν οποιοσδήποτε ανάμεσα σ' εκεί νους που κράτησαν πιστά τόσο τη γη όσο και τις παραδόσεις της, χωρίς να υποκύψουν στα ρεύματα των αλλαγών. Θεωρήσαμε λοιπόν πως όσα αποκομίσαμε απ τη δεύτερη αυτή συλλεκτική μας προσπάθεια δεν θά πρεπε να λείπουν απ το βιβλίο μας. Για τη δεύτερη έκδοση επεξεργαστήκαμε απ την αρχή σχεδόν τον πρώτο τόμο, ολοκληρώσαμε οτιδήποτε είχε μείνει μισό, γράψαμε πολλ
ξανα
παραμύθια με τρόπο απλούστερο και καθαρότερο.
Ελαχιστα έμειναν ίδια όπως ήταν και πριν. Ελέγξαμε για μια ακόμα φορά όλα όσα μας φαίνονταν για οποιονδήποτε λόγο ύποπτα, όλα όσα δηλαδή παρουσίαζαν ίχνη ξένων προσμείξεων ή επιρροών ή π α ραποιήσεων. Και στη συνέχεια αποκλείσαμε όλα αυτά τα στοιχεία απ τη συλλογή μας. Αντ αυτών συμπεριλαβαμε πολλά καινούργια, απ την Αυστρία και τη Βοημία. Ό σ ο για τα σχόλια και τις παρατη ρήσεις μας, που αναγκαστικά τις είχαμε περιορίσει στο έπακρο, προ χωρήσαμε τώρα στην έκδοση ενός τρίτου τόμου, που τις περιλαμ-
βάνει. Κ α τ αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να δώσουμε στον αναγνώ στη στοιχεία που άθελα μας δεν είχαν έκδοση
συμπεριληφθεί στην πρώτη
και να παρουσιάσουμε ε π ί σ η ς καινούργια αποσπάσματα,
που, όπως ελπίζουμε, θα καταστήσουν προφανή την αξία αυτών των παραδόσεων. Ό σ ο ν αφορά τον τρόπο
και τη μέθοδο που υιοθετήσαμε κατά
τη συλλογή και καταγραφή των παραμυθιών, προσπαθήσαμε να μείνουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στην αλήθεια. Δεν προσθέσαμε τίποτα δικό μας, δεν ωραιοποιησαμαι τίποτα μόνο καταγράψαμε το καθετί όπως ακριβώς το ακούσαμε. Τα παραμύθια φέρουν φυσικά τη σφραγίδα της δικής μας πένας Προσπαθήσαμε, ωστόσο, να κρατήσουμε όλες τις ιδιαιτερότητες που αντιληφθήκαμε και να δια τηρήσουμε έτσι την ποικιλία και τον πλούσιο χροωματισμό που η ίδια η φύση και η παράδοση τους έχει χαρίσει. Ό π ο ι ο ς έχει καταπια στεί έστω και λίγο με παρόμοια δουλειά, ξέρει πόση προσοχή, πόση οξυδέρκεια και πόσος μόχθος απαιτούνται για να διακρίνει κανείς το απλό κι αληθινό α π ' το πιο σύνθετο και ψεύτικο. Ό σ α παραμύθια ολοκληρώνονταν απ τη συλλογή στοιχείου και δεν εμφάνιζαν πλέον αντιφάσεις α π ' την αρχή ώς το τέλος τους, τα καταγράφαμε ως ενό τητες. Ό τ α ν είχαμε περισσότερες παραλλαγές, που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν ικανοποιητικά μεταξύ τους, επιλέγαμε την καλύτε ρη και κρατούσαμε τις υπόλοιπες για τον τρίτο τόμο με τα σχόλια και τις σημειώσεις μας. Οι παραλλαγές αυτές μας φάνηκαν ιδιαί τερα ενδιαφέρουσες, μιας και είναι, ίσως απόπειρες προσέγγισης ενός αρχικού προτύπου, που δεν υπάρχει παρά μονάχα μέσα στη λαϊκή ψυχή, ανείπωτο κι ανέκφραστο ακόμα. Επαναλήψεις μεμο νωμένων λέξεων, χαρακτηριστικών και εισαγωγικών φράσεων πρέ πει να θεωρηθούν επικά στοιχεία, που αντηχούν ξανά και ξανά μό λις γίνει η αρχή. Με άλλον τρόπο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν. Ό π ο υ το διαλεκτικό στοιχείο ήταν αποφασιστικό κι έντονο, με χαρά μας το κρατήσαμε. Αν αυτό μπορούσε να γίνει μ όλα τα π α ραμύθια, σίγουρα το σύνολο θα κέρδιζε σε πλούτο και σε ζωντάνια. Έ χ ο υ μ ε εδώ ν' αντιμετωπίσουμε μιαν από τις λίγες περιπτώσεις όπου η μόρφωση, η εκλέπτυνση και η καλλιέργεια βλάπτει μάλλον το λόγο παρά τον ωφελεί. Η προσεγμένη, διανοούμενη γραφή, όσο όμορφη και ανώτερη κι αν παρουσιάζεται σε άλλες περιπτώσεις,
όσο σαφέστερη κι ακριβέστερη κι αν είναι, μοιάζει κακόγουστη και άνοστη στα παραμύθια κι αφήνει την ουσία τους να χαθεί. Κρίμα που η διάλεκτος της Έ σ σ η ς κοντά στο Κάσσελ έχει δεχτεί τόσες προσμείξεις από την Καθαρή Γερμανική κι έχει χάσει τον πρωταρ χικό της χαρακτήρα. Απ όσο ξέρουμε, στη Γερμανία δεν υπάρχει άλλη συλλογή π α ραμυθιών διαπνεόμενη από ανάλογο πνεύμα. Ό σ ε ς υπάρχουν, είναι ανθολογίες περιορισμένες και σ υ μ π τ ω μ α τ ι κ έ ς ή αποθησαυρισμόυς υλικού, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία μεγαλύτερων αφηγημάτων. Εμείς προσπαθήσαμε ν
αποφύγουμε
κάθε είδους παρόμοιες επεξεργασίες. Είναι φυσικά αναμφίβολο π ω ς η ζωντανή ποιητική παράδοση καλεί και ευνοεί τέτοιας λογής συν θέσεις και ανασυνθέσεις, χωρίς τις οποίες θά μενε στείρα και νε κρή. Κι αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η κάθε περιοχή, το κάθε στόμα διηγείται τα παραμύθια με ξεχωριστό τρόπο. Αλλά η ήσυχη, υποσυνείδητη, ανεπαίσθητη σχεδόν διαφοροποίηση που υφίσταται το υλικό από στόμα σε στόμα, μοιάζει με τη σιωπηλή ανάπτυξη των φυτών και βρέχει τις ρίζες της στην αιώνια πηγή της ζωντανής παράδοσης. Ενώ η συνειδητή παραποίηση, αυτή που γίνεται από σκοπού κι αυθαίρετα, αποκόβει το αρχικό υλικό απ
τον μεγάλο
κορμό του λαϊκού παραμυθιού. Αυτή τη δεύτερη μορφή επεξεργα σίας προσπαθήσαμε ν αποφύγουμε. Γ ι α τ ί το λαϊκό παραμύθι έχει τη δική του ψυχή, που δεν επιτρέπει την έκφραση προσωπικών από ψεων, προτιμήσεων ή οραμάτων. Αν δεχτούμε την επιστημονική αξία της παράδοσης, αν δεχτούμε δηλαδή ότι κλείνουν μέσα τους αντιλήψεις και εικόνες του κόσμου έτσι όπως το παρελθόν μάς τις έχει κληροδοτήσει, τότε εξυπακούεται ότι τέτοιου είδους παρεμβά σεις και επεξεργασίες παραμορφώνουν το πρωταρχικό υλικό και εκμηδενίζουν αυτήν την επιστημονική αξία. Αλλά ούτε η ποίηση αποκομίζει κέρδος απ αυτές τις μεθόδους : γιατί η ποίηση δεν ζει παρά μονάχα εκεί όπου μπορεί να συναντήσει γυμνή την ανθρώπινη ψυχή
εκεί όπου μπορεί να δροσίσει, ν ανακουφίσει, να ζεστάνει και
να παρηγορήσει. Κάθε παραμόρφωση κλέβει απ αυτά τα παραμύ θια την απλότητα, τη δροσιά, την αθωότητα τους, τα απομακρύνει απ τον κύκλο όπου ανήκουν κι όπου συνεχίζουν να είναι αγαπητά, χωρίς φτιασίδια. Είναι φυσικά πιθανό μια τέτοια επεξεργασία, στην
καλύτερη των περιπτώσεων, να προσδώσει στο παραμύθι λεπτό τητα και πνεύμα και καλλιέργεια και υφος αστείο, που μόνο η επα φή με διαφορετικούς πολιτισμούς κα με την ποίηση πολλών λαών μπορεί να εξασφαλίσει. Αλλά το δωρο αυτό μάλλον θα βλάψει το λαϊκό παραμύθι, παρά θα το πλουτίζει. Γ ι α τ ί υπακούει στη λογική της μίας και μόνο ανάγνωσης, που έχει επικρατήσει στην εποχή μας. Ο σημερινός κόσμος προτιμά να περνάει ασταμάτητα σε κάτι και νούργιο και κατά συνέπεια αγαπάει την ένταση της γοητείας και της ομορφιάς. Αλλά τ αστεία κουράζουν όταν επαναλαμβάνονται. Η διάρκεια πρέπει να χαρακτηρίζεται από τόνους χαμηλούς, ήσυ χους και καθαρούς.
Το άξιο χέρι που προχωράει σε τέτοιες επε
ξεργασίες του λαϊκού παραμυθιού, μοιάζει με το προικισμένο, δυσ τυχισμένο χέρι του αρχαίου μύθου, που μεταμόρφωνε σε χρυσάφι ό,τι κι αν άγγιζε, ακόμα και τα φαγητά, με αποτέλεσμα να πεινάει και να διψάει μέσα στη μεγαλύτερη αφθονία πλούτου. Ό λ α αυτά φυσικά ισχύουν για τις επεμβάσεις εκείνες
που στόχο έχουν να
ωραιοποιήσουν και να βελτιώσουν το παραμύθια. Δεν εννοούμε την ελεύθερη αναδημιουργία, που πλάθει νέες ιστορίες ταιριαστές με το πνεύμα της κάθε εποχής. Γ ι α τ ί φυσικά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να θέσουμε όρια και περιορισμούς στην ποίηση. Παραδίνουμε με χαρά μας αυτό το βιβλίο στους αναγνώστες. Και ευχόμαστε να μη φτάσει ποτέ στα χέρια όσων αρνούνται την ευλογία της ποίησης στους απλούς ανθρώπους. Κάσσελ, 3 Ιουλίου 1819.
Η τρίτη έκδοση της συλλογής μας εμπλουτίστηκε μ
έναν αριθμό
παραμυθιών που προστέθηκαν στον δεύτερο τόμο. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ορισμένα γραμμένα σε ελβετική διάλεκτο. Εκτός αυτού συμπληρώσαμε και ολοκληρώσαμε μερικά α π ' τα παλιά παραμύθια της συλλογής μας. Το τρίτο μέρος, του οποίου το περιεχόμενο προορίζεται για την επιστημονική αξιοποίηση της συλλογής κι επομένως δεν βρήκε α π ή χηση παρά μόνο σε περιορισμένους κύκλους, αυτή τη φορά δεν ξανατυπώθηκε, μιας και υπάρχουν ακόμα αρκετά αντίτυπα στο βιβλίο-
πωλείο του Ράιμερ στο Βερολίνο. Και πρόκειται αργότερα να κυκλο φορήσει σαν ανεξάρτητο βιβλίο, στο οποίο θα συμπεριληφθούν και τα προοίμια τα σχετικά με τα παραμύθια και τα έθιμα που έχουν σχέση με την παιδική ηλικία. Η πιστή καταγραφή της παράδοσης, η αποφυγή κάθε εκζήτη σης και, αν η μετριοφροσύνη το επιτρέπει, ο πλούτος και η ποικιλία της συλλογής, της εξασφάλισαν την αγάπη του αναγνωστικού κοινού και την αναγνώριση, τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Μεταξύ των μεταφράσεων ξεχωρίζει η αγγλική : η συγγένεια με ταξύ των δύο γλωσσών έπαιξε ίσως εδώ κάποιο ρόλο. Μια επιλογή σε δύο τόμους, που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1823 και το 1826. προσ πάθησε να λάβει υπ όψη της και τις ενστάσεις όσων δεν θεωρούσαν όλα τα παραμύθια της συλλογής κατάλληλα για παιδιά. Η επιλογή αυτή ξανατυπώθηκε το 1833 και το 1836. Η αξία αυτών των παραδοσιακών παραμυθιών για την επιστή μη είναι μεγάλη, αφού παρουσιάζουν εκπληκτικές συγγένειες με π α λιούς μύθους για τους θεούς και τους ήρωες. Οι μελετητές της γερμα νικής μυθολογίας βρήκαν σ' αυτήν τη συλλογή πολύτιμα στοιχεία, που σε συνδυασμό με τους μύθους του Βορρά, τους επέτρεψαν ν απο δείξουν πρωταρχικές σχέσεις και ν
αποκαταστήσουν δεσμούς.
Αν το κοινό συνεχίσει να τιμά αυτό το βιβλίο με την προτίμηση του. δεν θα παραλείψουμε κι εμείς απ τη μεριά μας να το φροντι ζουμε και να το εμπλουτίζουμε κάθε φορά και περισσότερο. Γκαίτινγκεν, 15 Μαΐου 1 8 3 7 .
Χαιρόμαστε ιδιαίτερα γιατί ανάμεσα στα παραμύθια που αυτή τη φορά ήρθαν να προστεθούν στη συλλογή μας. υπάρχει κι ένα από την ιδιαίτερη πατρίδα μας. Το ωραίο παραμύθι για τις ηλικίες τής ανθρώπινης ζωής το διηγήθηκε ένας γεωργός απ το Τσβερν σ' έναν φίλο μας, που τού πιάσε κουβέντα στο χωράφι του. Βλέπουμε, λοι πόν, ότι η σοφία δεν έχει χαθεί ακόμα εντελούς απ τους δρόμους και τις δημοσιές. Κάσσελ,
17 Σεπτεμβρίου 1840.
Η π έ μ π τ η αυτή έκδοση περιλαμβάνει και πάλι έναν σημαντικό αριθ μό νέων παραμυθιών.
Αλλα πάλι έχουν συμπληρωθεί με νέα στοι
χεία. Α π ό την π ρ ώ τ η έκδοση τ η ; συλλογής έχουν προστεθεί σιγά σιγά πάνω από πενήντα π α ρ α μ υ θ ά . Το μεγάλο, εξαίρετο χαρακτι κό, με θέμα την Τριανταφυλλένα, που βγήκε α π ' τα χέρια του Νώυρώυτερ (Μόναχο 1836), δείχνει τη γονιμοποιό επίδραση που μπορούν αυτά τα παραμύθια να εχουν στις εικαστικές τέχνες. Εί δαμε ακόμα καταπληκτικές εικόνες
της
Κοκκινοσκουφίτσας. Ε
δώ θα πρέπει ν αναφέρουμε και τις ωραιότατες εικόνες του Πότσι για διάφορα παραμύθια. Κυκλοφόρησαν στο Μόναχο : Χιονάτη το 1837, Χάνσελ και Γκρέτελ το 1838, Εβραίος στ' αγκάθια το 1839 και τέλος το Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος χωρίς ένδειξη του έτους κυκλοφορίας. Η μικρή μας συλλ.ογή ξανακυκλοφόρησε το 1839 και το 1841. Βερολίνο, 4 Απριλίου 1843.
*** Και η έκτη έκδοση συμπληρώθηκε με νέα παραμύθια και βελτιώ θηκε σε πολλά σημεία και από πολλές απόψεις. Προσπάθησα να διατηρήσω παροιμίες και ιδιομορφίες του λαϊκού λόγου, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν . . . Έρντμανσντόρφ Σιλεσίας,
30 Σεπτεμβρίου 1850.
Έ ν α παραμύθι από τον 15ο αιώνα προστέθηκε στην έβδομη έκδοση, καθώς και τρία ακόμα, που καταγράφτηκαν α π ' την προφορική π α ράδοση. Τα νέα αυτά κομμάτια της συλλογής μας έρχονται να αντι καταστήσουν ορισμένα άλλα, τα οποία αποκλείστηκαν, μιας και θεωρήθηκαν ξενικής προέλευσης. Η βιβλιογραφία επίσης στην έκ δοση αυτή αναθεωρήθηκε. Βερολίνο,
23
ΑΔΕΛΦΟΙ
Μαΐου
1857.
ΓΚΡΙΜΜ
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
1
Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ
Τ
ΟΝ Π Α Λ Ι Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο ,
σαν α κ ό μ α
βασιλιάς.
στις
δύσκολες
όταν
οι
ευχές βοηθού
π ε ρ ι σ τ ά σ ε ι ς , ζ ο ύ σ ε ένας
Ό λ ε ς oι θυγατέρες τ ο υ ήταν πανέμορφες
η
μικρότερη ό μ ω ς ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, π ο υ τ ό σ α έ χ ο υ ν δει τ α μ ά τ ι α τ ο υ , τ η θ α ύ μ α ζ ε κ ά θ ε φορά π ο υ α ν τ ί κ ρ ι ζ ε τ ο π ρ ό σ ω π ο τ η ς . γο του
Κ ο ν τ ά στον π ύ ρ
β α σ ι λ ι ά ή τ α ν ένα μ ε γ ά λ ο κ α ι σ κ ο τ ε ι ν ό δάσος.
Κ α ι μ έ σ α στο δάσος, κ ά τ ω από μια γ έ ρ ι κ η φλαμουριά, ανάβλυζε μια π η γ ή
τ ι ς π ο λ ύ ζ ε σ τ έ ς μέρες λ ο ι π ό ν η κ ό
ρ η τ ο υ β α σ ι λ ι ά π ή γ α ι ν ε σ τ ο δάσος κ α ι κ α θ ό τ α ν ν α δρο σ ι σ τ ε ί π λ ά ι σ τ α νερά τ η ς . Κ α : γ ι α ν α π ε ρ ν ά ε ι τ η ν ώ ρ α τ η ς , ε ί χ ε ένα χ ρ υ σ ό τ ό π ι , π ο υ τ ο π ε τ ο ύ σ ε ψηλά κ α ι τ ό 'πιανε πάλι. Το τόπι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι. Νά όμως που
μ ι α φορά ήρθαν έ τ σ ι τ α π ρ ά γ μ α τ α
και το χρυσό τόπι τής ξέφυγε
η βασιλοπούλα είχε σ η
κ ώ σ ε ι ψηλά τ α χ έ ρ ι α τ η ς γ ι α ν α τ ο π ι ά σ ε ι αλλά ξ α σ τ ό χ η σ ε κι αυτό κατρακύλησε στο χ ώ μ α κι έπεσε ίσια μέσα σ τ α νερά τ η ς π η γ ή ς . Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α μ η ν το χάσει α π ' τα μάτια της, το τόπι όμως εξαφανίστηκε μ έ σ α σ τ α νερά. Κ ι η π η γ ή ή τ α ν τ ό σ ο β α θ ι ά , τ ό σ ο β α θ ι ά , π ο υ δεν έ β λ ε π ε ς τον π ά τ ο . Τ ό τ ε η κ ό ρ η ά ρ χ ι σ ε ν α κ λ α ί ε ι κ ι έ κ λ α ι γ ε όλο κ α ι π ι ο δ υ ν α τ ά κ α ι π α ρ η γ ο ρ ι ά δεν
ε ί χ ε . Κ ι έ τ σ ι ό π ω ς έ κ λ α ι γ ε και χ τ υ π ι ό τ α ν , ά κ ο υ σ ε ξ ά φ νου μ ι α φ ω ν ή ν α τ η
ρωτάει : " Τι
έχεις, βασιλοπούλα
μ ο υ , κ α ι θρηνείς τ ό σ ο σ π α ρ α χ τ ι κ ά , π ο υ κ ι α π ό π έ τ ρ α ν ά ' τ α ν η κ α ρ δ ι ά τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ , θα ρ ά γ ι ζ ε ; " Η π ε ν τ ά μ ο ρ φη γύρισε, και τι να δει; Έ ν ο ς κακάσχημος βάτραχος ε ί χ ε β γ ά λ ε ι τ ο χ ο ν τ ρ ό κ ε φ ά λ ι τ ο υ έ ξ ω α π 5 τ α νερά κ α ι της μιλούσε μ' α ν θ ρ ω π ι ν η φωνή. " Α χ , εσύ είσαι, γεροβάτραχε », είπε. " Κ λ α ί ω γ ι α το χρυσό μου τόπι,
που
μ ο ύ ' π ε σ ε σ τ ο νερό ». — " Η σ ύ χ α σ ε κι άλλο μ η ν κ λ α ι ς ", α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ά τ ρ α χ ο ς . « Ε γ ώ θα σε β ο η θ ή σ ω . Α λ λ ά τι θ α μου δ ώ σ ε ι ς , α ν σου φ έ ρ ω π ί σ ω τ ο χ ρ υ σ ό σου τ ό π ι ; » — " ' Ο , τ ι κι αν μου γυρέψεις, καλέ μου βάτραχε », α π ά ν τησε η βασιλοπούλα. «
Γα φ ο ρ έ μ α τ α μ ο υ , τα μ α ρ γ α ρ ι
τάρια μου και τα π ο λ ύ τ ι μ α πετράδια μου, ακόμα και τη χρυσή
κορόνα
που
φορώ ".
Ο
βάτραχος
τότε
είπε :
" Δ ε ν Θέλα) ο ύ τ ε τα φ ο ρ έ μ α τ α σου, ούτε τα μ α ρ γ α ρ ι τ ά ρια σου κ α ι τ α π ο λ ύ τ ι μ α π ε τ ρ ά δ ι α σου, ούτε τ η
χρυσή
κορόνα π ο υ φοράς, θ έ λ ω ν α μ ' α γ α π ά ς , ν α μ ' έ χ ε ι ς φίλο σου κ α ι σύντροφο σ τ α π α ι χ ν ί δ ι α σ ο υ . Ν α μ
αφήνεις να
κ ά θ ο μ α ι δ ί π λ α σου σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι σ ο υ , ν α τ ρ ώ ω α π ό τ ο χ ρ υ σ ό π ι α τ ά κ ι σου, ν α π ί ν ω α π ' τ ο π ο τ η ρ ά κ ι σου κ α ι ν α κ ο ι μ ά μ α ι σ τ ο κ ρ ε β α τ ά κ ι σ ο υ . Α ν μ ο υ τ α υ π ο σ χ ε θ ε ί ς όλα α υ τ ά , τ ό τ ε θ α β ο υ τ ή ξ ω ώ ς τον π ά τ ο κ α ι θ α σου φέρω π ί σω το χ ρ υ σ ό σου τ ό π ι ». — « Α χ , ναι », ε ί π ε η β α σ ι λ ο πούλα,
" σου
υπόσχομαι
π ω ς Οα
έχεις
ό.τι
θελήσεις.
Φ τ ά ν ε ι να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου τόπι ». της όμως σκεφτόταν :
Μέσα
α Μα τι κουταμάρες είναι τ ο ύ
τ ε ς π ο υ λέει ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ο β ά τ ρ α χ ο ς . . . Α φ ο ύ εδώ μόνο μ π ο ρ ε ί ν α ζ ή σ ε ι , μ έ σ α σ τ ο νερό, μ α ζ ί μ ε τ ο υ ς άλ λους
βατράχους,
φωνάζοντας
βρεκεκέξ
Α κ ο υ να π ι ά σ ε ι φιλίες με τ ο υ ς ανθρώπους
κουάξ ! »
κουάξ.
Ο
βάτραχος όμως,
μόλις π ή ρ ε τ ο τ ά ξ ι μ ο ,
βούτηξε
μ ε τ ο κ ε φ ά λ ι κ ά τ ω σ τ α νερά. Κ α ι π ρ ι ν π ε ρ ά σ ε ι π ο λ λ ή ώρα,
ξαναβγήκε
κρατώντας
στο
στόμα του το χρυσό
τόπι στο χορτάρι πλάι στα χείλη της π η γ ή ς .
Η κόρη,
καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα χέρια της κι έφυγε τρέχοντας. « Π ε ρ ί μ ε νε, π ε ρ ί μ ε ν ε », φ ώ ν α ξ ε ο β ά τ ρ α χ ο ς π ί σ ω τ η ς . " Π ά ρ ε με κ ι ε μ έ ν α μ α ζ ί σου, δεν μ π ο ρ ώ ν α τ ρ έ ξ ω σαν ε σ έ ν α " . Ά δ ι κ α όμως ξεφώνιζε π ί σ ω της βρεκεκέξ κουάξ κ ο υ ά ξ ! Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α δεν τ ο ύ ' δ ω σ ε κ α μ ι ά σ η μ α σ ί α . Τ ρ έ χ ο ν τας γύρισε στο π α λ ά τ ι και ξέχασε α μ έ σ ω ς τον καημένο τ ο β ά τ ρ α χ ο , π ο υ άλλο δεν τ ο ύ ' μ ε ν ε ν α κ ά ν ε ι , π α ρ ά ν α γ υ ρ ί σ ε ι κ α ι π ά λ ι σ τ α νερά τ η ς π η γ ή ς τ ο υ . Τ η ν άλλη μ έ ρ α , μόλις κ ά θ ι σ ε σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι μ α ζ ί μ ε τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι όλους τ ο υ ς π α λ α τ ι α ν ο ύ ς , να τρώει
απ
μόλις
άρχισε
τ ο χ ρ υ σ ό τ η ς τ ο π ι α τ ά κ ι , ν ά σου ξ ά φ ν ο υ ,
πλιτς πλατς, κ ά τ ι π ο υ ανέβαινε σερνόμενο τις μ α ρ μ ά ρ ι νες σ κ ά λ ε ς τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ . Κ ι ό τ α ν έ φ τ α σ ε π ά ν ω , χ τ ύ π η σε τ η ν π ό ρ τ α κ α ι φ ώ ν α ξ ε : « Β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , μ ι κ ρ ή β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , άνοιξε μ ο υ ! »
Η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η έ τ ρ ε ξ ε να δει
π ο ι ο ς χ τ υ π ο ύ σ ε . Α λ λ ά όταν ά ν ο ι ξ ε τ η ν π ό ρ τ α , μπροστά της τη
το
αντίκρισε
βάτραχο. Α μ έ σ ω ς σφάλισε την πόρτα,
μ α ν τ ά λ ω σ ε όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ ε
και
κάθισε
πάλι στο τ ρ α π έ ζ ι . Η καρδιά της όμως είχε π α γ ώ σ ε ι από το φόβο. έτρεμε απ
Ο
β α σ ι λ ι ά ς κ α τ ά λ α β ε ότι η μ ι κ ρ ή τ ο υ κ ό ρ η
την τρομάρα της. Κ α ι τη ρώτησε : " Π α ι δ ί
μ ο υ , τ ι φ ο β ά σ α ι ; Μ η ν είναι κ α ν έ ν α ς γ ί γ α ν τ α ς , π ο υ χ τ ύ π η σ ε τ η ν π ό ρ τ α μ α ς , κ α ι θέλει να σε π ά ρ ε ι ; » — " Α χ , όχι, π α τ έ ρ α »,
αποκρίθηκε εκείνη.
« Δεν είναι γ ί γ α ν
τ α ς . Ε ί ν α ι ένας α π α ί σ ι ο ς β ά τ ρ α χ ο ς ». — « Κ α ι τι θέλει ο βάτραχος από σένα; » —
"Αχ,
πατέρα μου καλέ, χτες
π ο υ ήμουνα στο δάσος κι έ π α ι ζ α πλάι στην π η γ ή , έχασα τ ο χρυσό μου τ ό π ι μ έ σ α σ τ α νερά. Έ β α λ α τ α κ λ ά μ α τ α , κι ο βάτραχος, π ο υ μ
ά κ ο υ σ ε , β ο ύ τ η ξ ε κ α ι μ ο υ τ ό 'φερε
π ί σ ω . Κ ι επειδή επέμενε πολύ. τ ο ύ ' τ α ξ α π ω ς θ ά ' μ α σ τ ε φίλοι. Δ ε ν φ α ν τ α ζ ό μ ο υ ν α π ω ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α β γ ε ι κ α ι να ζήσει έξω απ
το νερό. Νά όμως που βγήκε και τ ώ ρ α
περιμένει ν α τον π ά ρ ω κοντά μ ο υ » . Τ η σ τ ι γ μ ή εκείνη η π ό ρ τ α χ τ ύ π η σ ε π ά λ ι κι ο β ά τ ρ α χ ο ς φ ώ ν α ξ ε :
«Βασιλοπούλα τον
βασιλιά
έλα
την
Εχτές
τι
όμορφη, κόρη
μικρή,
πόρτα
να μ
μού
'ταξες,
δεν
το
στα
δροσερά
ανοίξεις!
θυμάσαι, πλάι
Βασιλοπούλα τον
βασιλιά
έλα
την
τα
νερά;
όμορφη, κόρη
πόρτα
μικρή,
να μ
ανοίξεις! »
Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Ό τ α ν δίνεις το λ ό γ ο σ ο υ , π ρ έ π ε ι να τον κ ρ α τ ά ς . Π ή γ α ι ν ε και άνοιξε του ». Η βα σιλοπούλα π ή γ ε , λοιπόν, και του άνοιξε, κι ο βάτραχος μ π ή κ ε χοροπηδώντας και την ακολούθησε καταπόδι μέ χρι την καρέκλα της. Ε κ ε ί στάθηκε και φώναξε : " Σ ή κ ω σ ε μ ε κ α ι π ά ρ ε μ ε κ ο ν τ ά σου " .
Η βασιλοπούλα δί
στασε, ώσπου ο βασιλιάς την πρόσταξε να το κάνει. Ό τ α ν ο β ά τ ρ α χ ο ς β ρ έ θ η κ ε σ τ η ν κ α ρ έ κ λ α , ήθελε ν' ανέβει στο τ ρ α π έ ζ ι . Κι όταν ανέβηκε και στο τ ρ α π έ ζ ι , είπε στη βασιλοπούλα : " Σ π ρ ώ ξ ε τ ώ ρ α πιο κοντά το χρυσό π ι α τ ά κ ι σου, γ ι α να φάμε μ α ζ ί ». Η όμορφη βασιλοπούλα έ κ α ν ε π ρ ά γ μ α τ ι α υ τ ό π ο υ τ η ς ζ ή τ η σ ε , αλλά φ α ι ν ό τ α ν π ω ς
τό 'κανε με κρύα καρδιά. 0 βάτραχος καλόφαγε, εκείνη ό μ ω ς δεν κ α τ ά φ ε ρ ε ν α κ α τ α π ι ε ί μ π ο υ κ ι ά . Τ έ λ ο ς τ η ς εί πε : « Έ φ α γ α και χόρτασα και τώρα είμαι κουρασμέ νος. Π ή γ α ι ν ε μ ε λοιπόν σ τ η ν κ ά μ α ρ α σου κ α ι σ τ ρ ώ σ ε τ α μ ε τ α ξ ω τ ά σεντόνια στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε γ ι α ύ π ν ο ».
Η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α έβαλε
τα κ λ ά μ α τ α .
Ο
κρύος
β ά τ ρ α χ ο ς τ η ν α η δ ί α ζ ε . Ο ύ τ ε ν α τον π ι ά σ ε ι δεν ή θ ε λ ε . Ό χ ι κ α ι ν α κ ο ι μ η θ ε ί μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο ίδιο κ ρ ε β ά τ ι ! Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς θ ύ μ ω σ ε κ α ι ε ί π ε : " Α υ τ ό ν π ο υ σε β ο ή θ η σ ε ό τ α ν ε ί χ ε ς τ η ν α ν ά γ κ η τ ο υ , δεν π ρ έ π ε ι μ ε τ ά ν α τ ο ν ξ ε χ ν ά ς κ α ι ν α τον π ε ρ ι φ ρ ο ν ε ί ς » . Τ ό τ ε τον π ή ρ ε κ ι ε κ ε ί ν η μ ε τ α δυο τ η ς δ ά χ τ υ λ α , τ ο ν α ν έ β α σ ε σ τ η ν κ ά μ α ρ α τ η ς κ α ι τον ά φ η σ ε σ ε μ ι α γ ω ν ι ά . Ό τ α ν ό μ ω ς π λ ά γ ι α σ ε σ τ ο κρεβατάκι
της,
εκείνος
σύρθηκε
κοντά
της
και
της
είπε : « Ε ί μ α ι κουρασμένος, θέλω να κ ο ι μ η θ ώ στα π ο ύ π ο υ λα όπως
κι εσύ.
Π ά ρ ε με κοντά σου,
π ω στον π α τ έ ρ α σου » . που
ειδαλλιώς θα το
Εκείνη τότε θύμωσε τόσο πολύ,
τ ο ν ά ρ π α ξ ε κ α ι τον π έ τ α ξ ε μ ' όλη τ η δ ύ ν α μ η τ η ς
στον τ ο ί χ ο : « Τ ώ ρ α π ι α θ α μ ' α φ ή σ ε ι ς ή σ υ χ η ,
παλιο-
βάτραχε! » Νά όμως που
ξ α ν α π έ φ τ ο ν τ α ς ο β ά τ ρ α χ ο ς , δεν ή τ α ν
β ά τ ρ α χ ο ς π ι α . Ή τ α ν ένα β α σ ι λ ό π ο υ λ ο μ ε όμορφα, κ α λοσυνάτα μ ά τ ι α . Κ α ι με την ευχή του π α τ έ ρ α της, αυτός έ γ ι ν ε ά ν τ ρ α ς τ η ς κ α ι σύντροφος τ η ς . Τ η ς δ ι η γ ή θ η κ ε τ ό τε
εκείνος π ω ς μ ι α κ α κ ι ά μ ά γ ι σ σ α τ ο ν ε ί χ ε κ α τ α ρ α σ τ ε ί
κ α ι κ α ν ε ί ς δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τον σ ώ σ ε ι α π ' τ η ν κ α τ ά ρα τ η ς , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ε κ ε ί ν η η μ ι κ ρ ή , η π α ν έ μ ο ρ φ η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α . Τ η ν άλλη κ ι ό λ α ς μ έ ρ α , τ η ς έ τ α ξ ε , θ α έ φ ε υ γ α ν γ ι α το βασίλειο του. Κι έτσι τους πήρε ο ύπνος. Το π ρ ω ί , σ α ν έ φ ε ξ ε ο Θεός τ η μ έ ρ α , μ ι α ά μ α ξ α ήρθε ν α τ ο υ ς π ά ρει. Ο χ τ ώ ά σ π ρ α ά λ ο γ α τ η ν έ σ ε ρ ν α ν . Ά σ π ρ α λοφία ε ί -
χαν στα κεφάλια τους κ α ι χρυσές αλυσίδες στα χάμουρα τους. Κ α ι στη θέση τ ο υ α μ α ξ ά σ τ ε κ ό τ α ν ο πιστός Χ ά ι ν ριχ, ο υ π η ρ έ τ η ς τ ο υ ν ε α ρ ο ύ β α σ ι λ ι ά . Ο π ι σ τ ό ς Χ ά ι ν ρ ι χ τό 'χε πάρει κατάκαρδα, όταν ο αφέντης του μεταμορφώ θηκε σε βάτραχο. Κ α ι γ ι α
να μη σπάσει η καρδιά του
α π ' τον π ό ν ο , τ η ν ε ί χ ε σ φ ί ξ ε ι μ ε τ ρ ε ι ς σ ι δ ε ρ έ ν ι ε ς α λ υ σ ί δες. Α λ λ ά η ώ ρ α ε ί χ ε φ τ ά σ ε ι , κι η ά μ α ξ α θα έφερνε το βασιλόπουλο π ί σ ω στο βασίλειό του. Ο πιστός Χ ά ι ν ρ ι χ τους βοήθησε ν' ανέβουν κι οι δ υ ο στην ά μ α ξ α , κι ανέ β η κ ε κ ι ο ίδιος α π ό π ί σ ω . Ή τ α ν τ ρ ι σ ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ς π ο υ τ α μ ά γ ι α ε ί χ α ν λυθεί κ ι ο α φ έ ν τ η ς τ ο υ ε ί χ ε σ ω θ ε ί . Δ ρ ό μ ο π ή ρ α ν , δ ρ ό μ ο ά φ η σ α ν κ ι όταν π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν κ ά μ π ο σ ο τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο ά κ ο υ σ ε έναν θόρυβο α π ό π ί σ ω , λες κ α ι κάποιο σίδερο είχε σ π ά σ ε ι .
« Το νου σον, « Όχι,
αφέντη,
Είναι απ' όταν και
τα
τη η τη
Χάινριχ, και
σίδερα
θλίψη
σον
η ρόδα μας θα σπάσει ». χαρά σον ας μη χαλάσει.
που
να μη
μάγισσα μορφή
η
σ'
Γύρισε τότε και φώναξε :
είχα σπάσε: είχε
σου
σφίξει
στην
την
κακιά,
καρδιά,
μαγέψει.
είχε
κλέψει ».
Ά λ λ η μ ι α φορά, κ ι άλλη μ ί α α κ ο ύ σ τ η κ ε σ τ ο δρόμο ο ίδιος θόρυβος. Κ α ι κ ά θ ε φορά το β α σ ι λ ό π ο υ λ ο ν ό μ ι ζ ε ότι ε ί χ ε σ π ά σ ε ι η ρόδα τ η ς ά μ α ξ α ς . Α λ λ ά δεν ή τ α ν π α ρ ά οι τρεις αλυσίδες που είχε σφίξει γ ύ ρ ω
α π ' την καρδιά
του ο πιστός Χ ά ι ν ρ ι χ . Η χαρά του τώρα ήταν τόση, που μια μια τινάζονταν κι έφευγαν από π ά ν ω του, μιας κι ο αφέντης του είχε σωθεί και γ ύ ρ ι ζ ε π ί σ ω ευτυχισμένος.
Η γάτα και το ποντίκι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήτανε μια γ ά τ α , που
σες
έ π ι α σ ε φιλίες μ ' έναν π ο ν τ ι κ ό . Κ α ι τ ο ύ ' δ ω σ ε τ ό
υποσχέσεις και τού
'ταξε τόσα
ωραία πράγματα,
που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζ ή σ ο υ ν ε μ α ζ ί σ τ ο ίδιο σ π ί τ ι , μ ο ι ρ ά ζ ο ν τ α ς σαν κ α λ ο ί φί λοι τα υ π ά ρ χ ο ν τ α τ ο υ ς .
« Α λ λ ά θα π ρ έ π ε ι να
φροντί
σουμε γ ι α το χειμώνα, ειδαλλιως θα πεινάσουμε ", είπε η γάτα. να
« Ε σ ύ , ποντικέ, να προσέχεις πού π α τ ά ς και
μη χ ώ ν ε σ α ι ό π ο υ βρεις, γ ι α τ ί σ τ ο τέλος Οα π ι α σ τ ε ί ς
σ ε κ α μ ι ά φ ά κ α κ α ι θ α σ ε χ ά σ ω » . Η ιδέα τ η ς γ ά τ α ς ή τ α ν κ α λ ή κ α ι π ρ ά γ μ α τ ι α γ ό ρ α σ α ν ένα β α ρ ε λ ά κ ι β ο ύ τ υ ρ ο , ν α τ ό ' χ ο υ ν γ ι α τ ο χ ε ι μ ώ ν α . Μ ό ν ο π ο υ δεν ή ξ ε ρ α ν π ο ύ ν α τ ο κ ρ ύ ψ ο υ ν , γ ι α ν α μ η ν τ ο υ ς τ ο κλέψει κ α ν ε ί ς . Α φ ο ύ έσπασαν
τα κεφάλια τους,
η
γάτα
μίλησε
« Δ ε ν μ π ο ρ ώ να βρω κ α λ ύ τ ε ρ η κ ρ υ ψ ώ ν α απ σ ί α . Ε κ ε ί δεν τ ο λ μ ά ε ι κ α ν ε ί ς ν
και
είπε :
την εκκλη
απλώσει το χέρι του και
ν α κλέψει τ ο π α ρ α μ ι κ ρ ό . Π ά μ ε ν α τ α φ ή σ ο υ μ ε κ ά τ ω α π ό την Α γ ί α Τράπεζα.
Κ α ι δεν θ α τ ' α ν ο ί ξ ο υ μ ε π α ρ ά μ ό
νον όταν θα το χ ρ ε ι α σ τ ο ύ μ ε ». Έ κ ρ υ ψ α ν λοιπόν κ ι
ασφάλισαν το
βούτυρο γ ι α τ ο
χ ε ι μ ώ ν α . Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γ ά τ α την έ π ι α σ ε λ ι γ ο ύ ρ α γ ι α τ η ν ό σ τ ι μ η λ ι χ ο υ δ ι ά . Κ α ι λέει στον ποντικό :
« Π ο ν τ ι κ έ , η ξ α δ έ ρ φ η μ ο υ γ έ ν ν η σ ε κι έφερε
στον κ ό σ μ ο ένα γ α τ ά κ ι κ α σ τ α ν ό ξ α ν θ ο . Σ ή μ ε ρ α θ α γ ί ν ε ι η β ά φ τ ι σ η κ ι ε γ ώ θ α ε ί μ α ι νονά. Ά σ ε μ ε ν α π ά ω κ α ι φρόντισε μόνος σου το σ π ι τ ι κ ό μ α ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι , ε ν -
τάξει »,
αποκρίθηκε
το
ποντίκι.
του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν
" Πήγαινε
στο
καλό
τ ί π ο τ α καλό, μη με ξε
χάσεις. Μ ' αρέσουν κ α ι μένα τ α κουφέτα » . Α λ λ ά ή τ α ν όλα ψ έ μ α τ α . Η γ ά τ α ούτε ξ α δ έ ρ φ η ε ί χ ε , ο ύ τ ε α ν ι ψ ά κ ι ε ί χ ε α π ο κ τ ή σ ε ι . Π α ρ ά μ ι α κ α ι δυο τ ρ α β ά ε ι γ ι α την εκκλησία, τ ρ υ π ώ ν ε ι κ ά τ ω α π ' την Α γ ί α Τ ρ ά π ε ζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Α φ ο ύ έφαγε το π ά ν ω π ά ν ω , τ ο κ α ϊ μ ά κ ι , έ κ α \ ε μ ι α βόλτα π ά ν ω α π ' τ ι ς στέγες
των
σκούπισε τα
κοντινών
σπιτιών,
μουστάκια της
και
λιάστηκε
καλά
καλά,
ξερογλειφότανε
κάθε
που θυμότανε το βούτυρο. Κ α τ ά το βραδάκι γύρισε σπίτι. " Ε π ι τ έ λ ο υ ς ή ρ θ ε ς ! », τ η ν υ π ο δ έ χ τ η κ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . " Τα π έ ρ α σ ε ς ω ρ α ί α ; » — " Κ α λ ά ή τ α ν ε ». — α Κ α ι π ώ ς το β γ ά λ α τ ε το γ α τ ά κ ι ; »,
ρώτησε ο ποντικός,
α Παειτο-
κ α ϊ μ ά κ ι », α π ά ν τ η σ ε ξερά η γ ά τ α . " Π α ε ι τ ο κ α ϊ μ ά κ ι ; ", α π ό ρ η σ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . " Π α ρ ά ξ ε ν ο ό ν ο μ α . Το σ υ ν η θ ί ζ ε τ ε σ τ η ν ο ι κ ο γ έ ν ε ι α σ α ς ; » — " Μ η ν το ψ ά χ ν ε ι ς », τ ο ν έ κ ο ψε η γ ά τ α . " Δ ε ν ε ί ν α ι δα χ ε ι ρ ό τ ε ρ ο απ έδωσες
εσύ
στο
βαφτιστήρι
σου :
το ό ν ο μ α π ο υ
Ψιχουλοφάης
...»
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γ ά τ α πάλι την έπια σ ε λ ι γ ο ύ ρ α γ ι α τ ο β ο ύ τ υ ρ ο . Γ υ ρ ν ά ε ι λ ο ι π ό ν κ α ι λέει σ τ ο ν π ο ν τ ι κ ό : " Θα μ ο υ κ ά ν ε ι ς τη
χάρη και
θα
φροντίσεις
σ ή μ ε ρ α μόνος σου τ ο σ π ι τ ι κ ό μ α ς . Γ ι α τ ί θ α γ ί ν ω κ α ι π ά λ ι νονά. Τ ο κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο γ α τ ά κ ι είναι μ α ύ ρ ο μ ε μ ι α ά σ π ρ η γ ρ α μ μ ο ύ λ α γ ύ ρ ω α π ' τ ο λ α ι μ ό . Δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α π ω όχι " . Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε.
Η γ ά τ α όμως χώθηκε
στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Ε κ ε ί ά ν ο ι ξ ε π ά λ ι τ ο β α ρ ε λ ά κ ι κ α ι κ α τ έ β α σ ε τ ο βούτυρο ώ ς τ η μ έ σ η . « Τ ί π ο τ α δεν είναι π ι ο ν ό σ τ ι μ ο », σ κ έ φ τ η κ ε , " ά π ' α υ τ ό π ο υ τ ρ ω ς ε σ ύ ο ίδιος » . Κ ι έ μ ε ι ν ε π ο λ ύ ε υ χ α ρ ι σ τ η μένη απ5 την εκδρομή της. Ό τ α ν γύρισε σπίτι, ο ποντικός
τη ρ ώ τ η σ ε :
" Π ώ ς το β ά φ τ ι σ ε ς α υ τ ό το γ α τ ά κ ι ; » —
" Π α ε ι τ ο μ ι σ ό », Τι λες; Σ
απάντησε
η
γάτα.
— « Παειτομισό !
όλη μ ο υ τ η ζ ω ή δεν έ χ ω ξ α ν α κ ο ύ σ ε ι τ έ τ ο ι ο
ό ν ο μ α . Β ά ζ ω σ τ ο ί χ η μ α ότι σ τ ο η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο δεν έ χ ε ι μ έ ρα να γ ι ο ρ τ ά ζ ε ι ! » Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γ ά τ α ς της τρέξανε πάλι τα σάλια γ ι α το βούτυρο. " Ό λ α τα καλά π ρ ά γ μ α τ α τ ρ ι τ ώ ν ο υ ν » , ε ί π ε στον π ο ν τ ι κ ό . « Μ ε κ ά λ ε σ α ν π ά λ ι νονά σ ε μ ι α β ά φ τ ι σ η . Τ ο γ α τ ά κ ι α υ τ ή τ η φορά ε ί ν α ι κ α τάμαυρο,
μόνο π ο υ έ χ ε ι
άσπρα ποδαράκια.
Ούτε
μια
ά σ π ρ η τ ρ ί χ α σ ' όλο τ ο υ τ ο κ ο ρ μ ά κ ι . Α υ τ ό ε ί ν α ι π ο λ ύ σ π ά ν ι ο , μ ι α φορά σ τ α δ έ κ α χ ρ ό ν ι α σ υ μ β α ί ν ε ι . Θ α μ ' α φ ή σεις να π ά ω ; » — « Π α ε ι τ ο κ α ϊ μ ά κ ι , Π α ε ι τ ο μ ι σ ό ! Α υ τ ά τα π α ρ ά ξ ε ν α ο ν ό μ α τ α μ
έ χ ο υ ν βάλει σε
σ κ έ ψ ε ι ς ». —
" Ε ί ν α ι ε π ε ι δ ή κ ά θ ε σ α ι κ λ ε ι σ μ έ ν ο ς όλη μ έ ρ α ε δ ώ μ έ σ α μ ε τ η ν γ κ ρ ί ζ α σου τ η ρ ό μ π α κ α ι μ ε τ η ν ο υ ρ ί τ σ α σου τ υ λ ι γ μ έ ν η σ τ η ν π ο λ υ θ ρ ό ν α . Α υ τ ά π α θ α ί ν ε ι όποιος δεν β γ α ί νει έ ξ ω " . Ο π ο ν τ ι κ ό ς έ μ ε ι ν ε λ ο ι π ό ν σ π ί τ ι κ α ι κ α θ ά ρ ι σ ε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γ ά τ α ό μ ω ς έβαλε κ ά τ ω το
βαρελάκι και το τέλειωσε το
η σ υ χ ά ζ ε ι ς π α ρ ά μ ο ν ά χ α όταν
τον
βούτυρο.
φας όλον
το
" Δεν μεζέ »,
μονολόγησε. Χ ο ρ τ ά τ η και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε α μ έ σ ω ς
να μάθει τι όνομα εί
χ α ν ε δ ώ σ ε ι σ τ ο τ ρ ί τ ο γ α τ ά κ ι . « Μ π α , ούτε α υ τ ό θ α σου αρέσει », του αποκρίθηκε η γ ά τ α . « Το β γ ά λ α μ ε Π α ε ι όλο ». — " Π α ε ι ό λ ο ! », φ ώ ν α ξ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . ναι τ ο π ι ο π α ρ ά ξ ε ν ο α π
όλα.
« Α υ τ ό εί
Δεν τό ' χ ω συναντήσει
πουθενά γ ρ α μ μ έ ν ο . Τι στην ευχή σημαίνει; " Κ α ι κου νώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γ ω ν ι ά του να κοιμηθεί.
Α π ό τ ό τ ε κ ι ύ σ τ ε ρ α κ α ν ε ί ς δεν ξ α ν α κ ά λ ε σ ε τ η γ ά τ α να βαφτίσει.
Ό τ α ν ό μ ω ς χ ε ι μ ώ ν ι α σ ε κ ι έ ξ ω δεν έ β ρ ι
σκαν π ι α τ ί π ο τ α να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βού τυρο και είπε : « Έ λ α , γ ά τ α , π ά μ ε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, π ο υ ε ί χ α μ ε φυλάξει γ ι α το χ ε ι μ ώ να. Θα ε ί ν α ι ό,τι π ρ έ π ε ι ». — « Μ ά λ ι σ τ α », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ά τ α . " Γ ι α σένα π ρ ο π ά ν τ ο ν θ α ε ί ν α ι ό,τι π ρ έ π ε ι . Κ α ι δεν θ α σου π έ σ ε ι β α ρ ύ σ τ ο σ τ ο μ ά χ ι . Ε ί ν α ι ελαφρύ, σ α ν ν α τ ρ ω ς αέρα κ ο π α ν ι σ τ ό » . Μ ι α κ α ι δυο, ξ ε κ ι ν ά ν ε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση
του.
είπε
ο ποντικός.
Αλλά ήταν
άδειο.
" Ωραία
" Τώρα
φίλη
ζεις γ α τ ά κ ι α , ερχόσουνα εδώ
καταλαβαίνω »,
ε ί σ α ι ! Α ν τ ί να β α φ τ ί
και έτρωγες το βούτυρο.
Π ρ ώ τ α πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστε ρα . . . » — " Σ τ α μ ά τ α ! » τ ο ν
γάτα.
" Άλλη
μ ι α λ έ ξ η κ α ι θα σε φ ά ω κι ε σ έ ν α ! » — " . . .
Παειό-
ό λ ο ! »,
ξεστόμισε
ο
καημένος
έκοψε η
ο ποντικός.
Κ α ι πριν
π ρ ο λ ά β ε ι ν ' α π ο σ ώ σ ε ι τ ο λ ό γ ο τ ο υ , τον α ρ π ά ζ ε ι η γ ά τ α και τον κάνει μια χ α ψ ι ά . Τι να κ ά ν ο υ μ ε ; Έ τ σ ι είναι ο κόσμος.
3·
Το παιδί της Παναγίας
Μ
Ι Α Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο ζ ο ύ σ ε σ ' ένα μ ε γ ά λ ο δ ά σος ένας ξ υ λ ο κ ό π ο ς μ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Ε ί χ α ν ένα
μ ο ν ά κ ρ ι β ο π α ι δ ά κ ι , ένα κ ο ρ ι τ σ ά κ ι τ ρ ι ώ ν χ ρ ό ν ω ν . Ή τ α ν ό μ ω ς τόσο φτωχοί που
δεν ε ί χ α ν ο ύ τ ε ψ ω μ ί ν α φάνε
κ α ι δεν ή ξ ε ρ α ν τ ι ν α τ ο υ δ ώ σ ο υ ν . Έ ν α π ρ ω ί , λ ο ι π ό ν , ξ ε -
κ ί ν η σ ε λ υ π η μ έ ν ο ς ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς να π ά ε ι σ τ η δουλειά τ ο υ . Και
τ η ν ώ ρ α π ο υ έ κ ο β ε ξ ύ λ α , ν ά σου β λ έ π ε ι ξ α φ ν ι κ ά
μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ μ ι α π α ν έ μ ο ρ φ η γ υ ν α ί κ α , π ο υ φορούσε σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ η ς μ ι α κορόνα α π ό α σ τ ρ α φ τ ε ρ ά α σ τ έ ρ ι α . Κ α ι η γυναίκα μίλησε και του είπε :
" Είμαι η
Παναγία, η
Μ η τ έ ρ α τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ . Ε ί σ α ι φ τ ω χ ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς κ α ι δεν έχεις να ταΐσεις το π α ι δ ί σου. Φ έ ρ ε το σε μένα κι ε γ ώ θ α τ ο π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ κ α ι θ α τ ό ' χ ω σαν δ ι κ ό μ ο υ κ α ι θ α το φ ρ ο ν τ ί ζ ω κ α λ ά ».
Ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς υ π ά κ ο υ σ ε , έφερε το
παιδί του και τό 'δωσε στην Π α ν α γ ί α . Κ α ι το κοριτσάκι περνούσε καλά, έ τ ρ ω γ ε ψωμί με ζ ά χ α ρ η κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μά λαμα κι έ π α ι ζ ε με τους αγγέλους. Όταν
έγινε
δεκατεσσάρων χρόνων,
η
Π α ν α γ ί α το
φ ώ ν α ξ ε κ α ι τ ο υ ε ί π ε : " Π α ι δ ί μ ο υ , θ α φύγω τ α ξ ί δ ι . Π ά ρ ε τα κλειδιά
που
ξεκλειδωνουν
τις δεκατρείς πόρ
τ ε ς τ ο υ Π α ρ α δ ε ί σ ο υ κ α ι φύλαξε τ α κ α λ ά . Τ ι ς δ ώ δ ε κ α μπορείς να τις
α ν ο ί ξ ε ι ς κ α ι ν α θ α υ μ ά σ ε ι ς τ α όμορφα
π ρ ά γ μ α τ α και τους θησαυρούς που κρύβουν. Α λ λ ά τη δέ κατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γ ι α τ ί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη ». Το κορίτσι υπο σ χ έ θ η κ ε ότι θ α είναι υ π ά κ ο υ ο . Κ ι όταν έ φ υ γ ε η Π α ν α γ ί α , άρχισε ν' ανοίγει μια μια τις πόρτες. Κ ά θ ε μέρα άνοιγε και μ ι α πόρτα και θ α ύ μ α ζ ε τους θησαυρούς που έκρυβε μ έ σ α τ η ς . Έ τ σ ι είδε μ ε τ η σ ε ι ρ ά κ α ι τ α δ ώ δ ε κ α δ ώ μ α τ α του Παραδείσου. τους
Δώδεκα
Σ τ ο κ α θ έ ν α κ α τ ο ι κ ο ύ σ ε κ ι ένας ά π ό
Αποστόλους,
όλο
λαμπρότητα
και
φως.
Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι χ α ι ρ ό τ α ν κ α ι θ α ύ μ α ζ ε τ ο μ ε γ α λ ε ί ο κ α ι τον πλούτο. Κ α ι μαζί του χαίρονταν τ
ακολουθούσαν.
και
οι
άγγελοι
που
Ό τ α ν π έ ρ α σ α ν ο ι δ ώ δ ε κ α μ έ ρ ε ς , δεν ε ί χ ε μ ε ί ν ε ι π ι α παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Κ α ι το κορίτσι έ ν ι ω σ ε μ ε γ ά λ η λ α χ τ ά ρ α ν α δ ε ι τ ι κ ρ υ β ό τ α ν α π ό πίσω της. Ε ί π ε λοιπόν στους α γ γ έ λ ο υ ς : " Δεν θα την ανοίξω, ούτε θ α δ ι α β ώ τ ο κ α τ ώ φ λ ι , τ η ς . Θ α τ η ν ξ ε κ λ ε ι δ ώ σ ω μο νάχα, να ρίξουμε μια μ α τ ι ά χ π ' τη χαραμάδα ». — « Ό χι, όχι » τη
σ τ α μ ά τ η σ α ν οι ά γ γ ε λ ο ι . « Ε ί ν α ι α μ α ρ τ ί α
Η Π α ν α γ ί α σ ' τ ο α π α γ ό ρ ε υ σ ε . Α ν π α ρ α κ ο ύ σ ε ι ς τ α λόγιο, τ η ς , θ α σ ε βρει μ ε γ ά λ η δ υ σ τ υ χ ί α » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι δεν μί λ η σ ε , αλλά η π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς σ υ ν έ χ ι σ ε να της μιλάει σ ι γ α ν ά κ α ι να τ η ν τ σ ι γ κ λ ά ε ι και να την τ σ ι μ π ά ε ι κ α ι ν α τ η ν ψ ή ν ε ι . Δ ε ν τ η ν άφηνε σ ε η σ υ χ ί α . Κ α ι κάποια στιγμή που της,
σκέφτηκε :
τ
αγγελάκια την
« Τώρα
είμαι
μόνη
άφησαν μονάχη μου
και μπορώ
ν ' α ν ο ί ξ ω . Μ ι α μ α τ ι ά θ α ρ ί ξ ω . Κ α ι κ α ν ε ί ς δεν θ α τ ο μ ά θει » . Έ ψ α ξ ε κ α ι β ρ ή κ ε τ ο κ λ ε ι δ ά κ ι . Κ ι ό τ α ν τ ο π ή ρ ε στο χέρι της, τό 'βαλε και σ τ η ν κλειδαριά. Κι όταν τό βαλε σ τ η ν κ λ ε ι δ α ρ ι ά , τ ο γ ύ ρ ι σ ε κ ι ό λ α ς .
Η πόρτα τότε
άνοιξε και το κορίτσι είδε μ π ρ ο σ τ ά του την Α γ ί α Τ ρ ι ά δ α τυλιγμένη
σ τ η ν π α ν τ ο δ ύ ν α μ η λ ά μ ψ η τ η ς . Σ τ ά θ η κ ε λι
γάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύ σ τ ε ρ α άπλωσε το χε ράκι της και με το δάχτυλο τ η ς ά γ γ ι ξ ε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Κ α ι το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Α μ έ σ ω ς φόβος μ ε γ ά λ ο ς τ η ν έ π ι α σ ε , έ κ λ ε ι σ ε μ ε δ ύ ν α μ η τ η ν π ό ρ τ α κ ι έ φ υ γ ε όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ ε . Ο φόβος ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν α κ α τ α λ α γ ι ά σ ε ι . Ό , τ ι κ ι α ν έ κ α ν ε , δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε ν α τ η ς σ π ά σ ε ι τ α σ τ ή θ ι α . Κ α ι τ ο χ ρ υ σ ά φ ι έ μ ε ι ν ε κολ λ η μ έ ν ο σ τ ο δ ά χ τ υ λ ο τ η ς , όσο κι αν τό τό
π λ έ ν ε , όσο κι αν
'τριβε. Μετά από λίγο γύρισε κι η Π α ν α γ ί α α π ' το ταξίδι
της.
Φ ώ ν α ξ ε το κορίτσι και ζήτησε π ί σ ω τα κλειδιά
τ ο υ Π α ρ α δ ε ί σ ο υ . Τ η σ τ ι γ μ ή π ο υ τ η ς έδινε τ η ν α ρ μ α θ ι ά , η Π α ν α γ ί α κοίταξε το κορίτσι στα μ ά τ ι α και ρώτησε : « Κ α ι τη « Ό χ ι »,
δέκατη τρίτη
πόρτα;
Δεν την
αποκρίθηκε το κορίτσι.
Η
άνοιξες; » —
Π α ν α γ ί α τότε α
κούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την έ ν ι ω σ ε π ο υ χ τ υ π ο ύ σ ε σαν τ ρ ε λ ή κ α ι κ α τ ά λ α β ε π ω ς η μ ι κ ρ ή ε ί χ ε π α ρ α κ ο ύ σ ε ι τ η ν εντολή τ η ς .
" Ε ί σ α ι σίγουρη
ότι δεν τ η ν ά ν ο ι ξ ε ς ; " , ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε . " Ό χ ι , δεν τ η ν ά ν ο ι ξ α » , ξ α ν ά π ε τ ο κ ο ρ ί τ σ ι . Η Π α ν α γ ί α είδε τ ό τ ε τ ο δ ά χτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό α π ' το ά γ γ ι γ μ α τ η ς θ ε ί α ς λ ά μ ψ η ς . Κ α τ ά λ α β ε ότι η μ ι κ ρ ή ε ί χ ε α μ α ρ τήσει και ρώτησε για τρίτη
φορά :
« Δεν άνοιξες την
α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ; » — " Ό χ ι », α ρ ν ή θ η κ ε το κ ο ρ ί τ σ ι γ ι α τ ρ ί τ η φορά. Κ α ι η Π α ν α γ ί α τ η ς ε ί π ε : " Δ ε ν υ π ά κ ο υ σ ε ς σ τ ι ς εντολές μ ο υ . Κ α ι σαν ν α μ η ν ή τ α ν α υ τ ό α ρ κετό, είπες ψέματα από π ά ν ω . Δεν είσαι π ι α άξια γ ι α να ζ ε ι ς στον
Π α ρ ά δ ε ι σ ο ».
Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι τ ό τ ε β υ θ ί σ τ η κ ε σ ε ύ π ν ο β α θ ύ κ ι όταν ξ ύ πνησε, βρέθηκε σους.
κάτω
στη γ η , στην
κ α ρ δ ι ά ενός δ ά
Ή θ ε λ ε ν α φ ω ν ά ξ ε ι , αλλά μ ι λ ι ά δεν έ β γ α ι ν ε α π ό
τ ο σ τ ό μ α τ η ς . Τ ι ν ά χ τ η κ ε όρθια κ α ι π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α τ ρ έ ξ ε ι , αλλά ό π ο υ κ ι α ν γ ύ ρ ι ζ ε , π υ κ ν ά α γ κ ά θ ι α π ρ ό β α λ λ α ν και της έκλειναν το δρόμο. Σ τ η ν ερημιά, όπου βρέθηκε π α γ ι δ ε υ μ έ ν η , ή τ α ν κ ι ένα γ έ ρ ι κ ο δ έ ν τ ρ ο . Σ τ η ν κ ο υ φ ά λ α του
λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Ε κ ε ί μέσα τ ρ ύ π ω ν ε
κ α ι κ ο ι μ ό τ α ν όταν ε ρ χ ό τ α ν η ν ύ χ τ α , ε κ ε ί μ έ σ α έ β ρ ι σ κ ε κ α τ α φ ύ γ ι ο όταν έ β ρ ε χ ε κ α ι χ ι ό ν ι ζ ε . Κ α ι ζ ο ύ σ ε ζ ω ή δ υ σ τυχισμένη. Κάθε που θυμόταν
πόσο
όμορφα
περνούσε
στον Π α ρ ά δ ε ι σ ο και π ώ ς έ π α ι ζ ε μ α ζ ί μ ε τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μ ά ζ ε υ ε ρίζες και βατόμουρα
κ ι αυτό ή τ α ν τ ο φ α γ η τ ό της, Τ ο φθινόπωρο μ ά ζ ε υ ε κ α ρ ύ δ ι α κ α ι φύλλα, π ο υ έ π ε φ τ α ν α π ' τ α δ έ ν τ ρ α . Κ ι ό τ α ν χ ε ι μ ώ ν ι α ζ ε , έ τ ρ ω γ ε τ α καρύδια και τ ρ ύ π ω ν ε σαν ζ ω ά κ ι σ τ α ξ ε ρ ά φύλλα γ ι α ν α φ υ λ α χ τ ε ί α π ' τ ο χ ι ό ν ι κ α ι τ η ν π α γ ω ν ι ά . Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γ υ μ ν ή .
Oταν
πρόβαλλε ξανά ο ήλιος,
έ β γ α ι ν ε κ ι ε κ ε ί ν η α π τ η ν κ ρ υ ψ ώ ν α τ η ς κ α ι κ α θ ό τ α ν σ ' ένα κ λ α δ ί , τ υ λ ί γ ο ν τ α ς γ ύ ρ ω τ η ς τ α μ α λ λ ι ά τ η ς , σαν μ α ν δ ύ α . Έ τ σ ι π ε ρ ν ο ύ σ α ν τ α χ ρ ό ν ι α , τ ο ένα μ ε τ ά τ ο άλλο, κ ι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία. Μ ι α μ έ ρ α ό μ ω ς , ό τ α ν τ α δ έ ν τ ρ α ε ί χ α ν π ά λ ι φορέσει τ η ν π ρ ά σ ι ν η , δ ρ ο σ ε ρ ή φορεσιά τ ο υ ς , ο β α σ ι λ ι ά ς τ η ς χ ώ ρας β γ ή κ ε κ υ ν ή γ ι σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι ό π ω ς κ υ ν η γ ο ύ σ ε , π ή ρ ε α π ό π ί σ ω ένα ε λ ά φ ι , π ο υ π ή γ ε κ α ι χ ώ θ η κ ε μ έ σ α σ τ ι ς π ι ο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, π α ρ α μ έ ρ ι σ ε τ' α γ κ ά θ ι α και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Ό τ α ν επιτέλους τα κ α τ ά φερε, είδε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ μ ι α π α ν έ μ ο ρ φ η κ ο π έ λ α , ν α κ ά θεται τ υ λ ι γ μ έ ν η από τα νύχια ώς την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. θαυμασμό. είσαι;
Στάθηκε
ασάλευτος και την κοίταζε
Ύ σ τ ε ρ α της μίλησε και της είπε :
όλο
" Ποια
Γ ι α τ ί κάθεσαι εδώ στην ε ρ η μ ι ά ; » Αλλά α π ά ν
τ η σ η δεν π ή ρ ε , γ ι α τ ί τ ο κ ο ρ ί τ σ ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν
ανοίξει
το σ τ ό μ α τ ο υ . Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς ε π έ μ ε ι ν ε : « Θ έ λ ε ι ς νά 'ρθεις μ α ζ ί μου, στο π α λ ά τ ι μ ο υ ; »
Εκείνη
τότε
έγνε
ψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σ ή κ ω σ ε στην αγκαλιά του, την ανέβασε
πάνω
στο
άλογο
του και την πήρε μ α ζ ί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, τ η ς χ ά ρ ι σ ε ό μ ο ρ φ α ρ ο ύ χ α κι ό,τι της. Μόνο να μιλήσει
δεν
άλλο
ποθούσε η ψυχή
μπορούσε. Αλλά ήταν όμορ
φη κ α ι κ α λ ή , χι ο β α σ ι λ ι ά ς τ η ν α γ ά π η σ ε μ
όλη τ ο υ τ η ν
καρδιά. Κ α ι πριν περάσει πολύς καιρός την π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε . Μ ε τ ά α π ό ένα χ ρ ό ν ο η β α σ ί λ ι σ σ α έφερε στον κ ό σ μ ο ένα γ ι ο . Κ α ι τ η ν ύ χ τ α π ο υ ή τ α ν ξ α π λ ω μ έ ν η
μόνη
στο
κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Π α ν α γ ί α και της είπε :
" Α ν π ε ι ς τ η ν α λ ή θ ε ι α κ α ι ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς ότι
άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ
ανοίξω κι ε γ ώ το
σ τ ό μ α σου κ α ι θ α σου ξ α ν α δ ω σ ω τ η μ ι λ ι ά σ ο υ . Α ν ό μ ω ς επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις π ε ι σ μ α τ ι κ ά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ τ ο ν ε ο γ έ ν ν η τ ο π α ι δ ί σου » . Κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε τ η ν απάντηση της βασίλισσας. Ε κ ε ί ν η όμως άνοιξε το στό μ α τ η ς κ α ι ε ί π ε : α Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η πόρτα ". Η Π α ν α γ ί α τότε της πήρε το νεογέννητο π α ι δ ί κ α ι χ ά θ η κ ε α π ό μ π ρ ο σ τ ά τ η ς . Τ η ν άλλη μ έ ρ α , π ο υ δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρ χ ι σ ε να μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ε ι κ α ι να λέει ότι η β α σ ί λ ι σ σ α το ε ί χ ε σ κ ο τ ώ σ ε ι γ ι α ν α τ ο φάει. Ε κ ε ί ν η τ α ά κ ο υ γ ε όλα, αλλά μ ι λ ι ά δεν έ β γ α ι ν ε α π ' τ ο σ τ ό μ α τ η ς . Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς δεν τ α π ί σ τ ε ψ ε , γ ι α τ ί τ η ν α γ α π ο ύ σ ε π ο λ ύ , μ έ σ α α π ' τ η ν καρδιά του. Π έ ρ α σ ε άλλος ένας χρόνος κι η
βασίλισσα γέννησε
άλλον ένα γ ι ο . Κ α ι τ η ν ύ χ τ α π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε π ά λ ι μ π ρ ο στά της η
Παναγία
και
της είπε :
" Αν ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς
ότι ά ν ο ι ξ ε ς τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α , τ ό τ ε θ α σου ξ α ν α δ ώ σ ω τ ο π α ι δ ί σου κ α ι τ η χ α μ έ ν η σου μ ι λ ι ά . Α ν ό μ ω ς συνεχίσεις με π ε ί σ μ α να το αρνείσαι, τότε θα π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ κ α ι τ ο ν δ ε ύ τ ε ρ ο γ ι ο σου ». Η β α σ ί λ ι σ σ α ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε π ά λ ι : " Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τα ». Η Π α ν α γ ί α τότε της πήρε το παιδί α π ' την α γ κ α λιά κ α ι τ ο α ν έ β α σ ε μ α ζ ί τ η ς στον ουρανό. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , ό τ α ν ε ί δ α ν ότι κ ι α υ τ ό τ ο μ ω ρ ό ε ί χ ε χ α θ ε ί .
ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ έ β α λ α ν τ ι ς φωνές, κ α τ η γ ο ρ ώ ν τας τη βασίλισσα. Κ α ι ζ ή τ η σ α ν από
το βασιλιά να τη
δικάσει. Ο βασιλιάς ό μ ω ς τη\ α γ α π ο ύ σ ε τόσο πολύ, μέ σα α π ' την καρδιά του, που α π α γ ό ρ ε υ σ ε στους π α λ α τ ι α νούς ν α ξ α ν α μ ι λ ή σ ο υ ν γ ι ' α υ τ ό . Τ ο ν τρίτο χρόνο η κορούλα.
Τη
νύχτα
βασίλισσα γέννησε μια όμορφη
παρουσιάστηκε
μπροστά
της
για
τ ρ ί τ η φορά η Π α ν α γ ί α κ α ι της ε ί π ε : " Έ λ α μ α ζ ί μ ο υ ! » Κ α ι τ η ν α ν έ β α σ ε σ τ ο ν ουρανό κ α ι τ η ς έ δ ε ι ξ ε τ α δυο τ η ς τ α γ ο ρ ά κ ι α , π ο υ γ ε λ ο ύ σ α ν κι έ π α ι ζ α ν χ α ρ ο ύ μ ε ν α . Η β α σίλισσα χάρηκε και τότε η Π α ν α γ ί α
τη
ρώτησε ξανά :
" Δ ε ν μ α λ ά κ ω σ ε α κ ό μ α η κ α ρ δ ι ά σ ο υ ; Δ ε ν θέλεις να ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς ότι ά ν ο ι ξ ε ς τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ; Α ν π α ρ α δ ε χ τ ε ί ς τ η ν α μ α ρ τ ί α σ ο υ , τ ό τ ε θα σου ξαναδώσω
τα
δυο σου α γ ό ρ ι α ». Η β α σ ί λ ι σ σ α ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε γ ι α τ ρ ί τη φορά : " Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ! » Η
Π α ν α γ ί α τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της
πήρε και το τρίτο παιδί. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , όταν μ α θ ε ύ τ η κ ε π ω ς κ α ι τ ο τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε : " Η βα σίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε ». Κ ι ο β α σ ι λ ι ά ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι α ν α κ ά ν ε ι τ ί π ο τ α γ ι α ν α τ η σ ώ σ ε ι . Τ η ν π έ ρ α σ α ν α π ό δ ί κ η κ ι αφού δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ι λ ή σ ε ι γ ι α ν α υ π ε ρ α σ π ι σ τ ε ί τον ε α υ τ ό τ η ς , την κ α τ α δ ί κ α σ α ν κ ι α π ο φ ά σ ι σ α ν ν α την κ ά ψ ο υ ν ζ ω ν τ α ν ή . Τ α ξ ύ λα μ α ζ ε ύ τ η κ α ν σ ω ρ ό ς κι η
β α σ ί λ ι σ σ α δ έ θ η κ ε σ' έναν
ψηλό π ά σ σ α λ ο . Ό τ α ν ο ι φλόγες άναψαν κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α χ ο ρ ε ύ ο υ ν ολόγυρα τ η ς , έ λ ι ω σ ε κι ο σκληρός π ά γ ο ς τ ή ς π ε ρ η φ ά ν ι α ς τ η ς κι η κ α ρ δ ι ά τ η ς
ρίγησε μετανιωμένη :
" Α χ , ας μ π ο ρ ο ύ σ α , π ρ ι ν π ε θ ά ν ω , να ποο τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν την α λ ή θ ε ι α , πως ναι, ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ! »
Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ξ α ν ά β ρ ε τ η φ ω ν ή τ η ς κ α ι μ ε δ ύ ν α μ η φώναξε : « Ναι, Π α ν α γ ί α μου, το έ κ α ν α ! Ά ν ο ι ξ α απαγορευμένη
πόρτα! »
Δεν πρόλαβε ν
την
α π ο σ ώ σ ε ι το
λόγο της κι α μ έ σ ω ς έπιασε μπόρα γ ε ρ ή κι έσβησε τη φω τ ι ά κ ι ένα γ λ υ κ ό φ ω ς κ α τ έ β η κ ε α π ' τ α ουράνια κ α ι τ η ν έλουσε ο λ ό κ λ η ρ η . Κι η Π α ν α γ ί α η ίδια π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ ε τ α δυο α γ ό ρ ι α δ ε ξ ι ά κ ι α ρ ι σ τ ε ρ ά κ α ι τ η ν ε ο γ έ ν ν η τ η κορούλα τ η ς σ τ η ν α γ κ α λ ι ά τ η ς . Μ ε κ α λ ο σ ύ ν η τ η ς μ ί λ η σ ε και της είπε : « Ό π ο ι ο ς ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιωνει γ ι ' αυτές, βρίσκει συχώρεση ». Κ α ι μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της.
Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος
Μ
Ι Α Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο ζ ο ύ σ ε ένας π α τ έ ρ α ς μ ε δυο γ ι ο υ ς . Ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ς ή τ α ν έ ξ υ π ν ο ς κ ι ε π ι τ ή
δειος κ α ι ή ξ ε ρ ε ν α τ α β γ ά ζ ε ι π ά ν τ ο τ ε π έ ρ α . Ο μ ι κ ρ ό ς ό μ ω ς ή τ α ν κ ο υ τ ό ς , τ ί π ο τ α δεν κ α τ α λ ά β α ι ν ε , τ ί π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ά θ ε ι . Κ ι όσοι τον έ β λ ε π α ν , έ λ ε γ α ν : α Α υ τ ό τ ο π α ι δ ί θ α είναι τ ο β ά σ α ν ο τ ο υ π α τ έ ρ α τ ο υ ! » Ό π ο ι α δουλειά κι αν είχαν, την έκανε π ά ν τ α ο μεγαλύτερος. Ό τ α ν ό μ ω ς ο π α τ έ ρ α ς τον έ σ τ ε λ ν ε γ ι α θ έ λ η μ α α ρ γ ά τ ο β ρ ά δ υ ή , α κ ό μ α χ ε ι ρ ό τ ε ρ α , μ έ σ α σ τ η ν ύ χ τ α , κ ι ο δρόμος π ε ρ ν ο ύ σ ε α π ' τ ο π ρ ο α ύ λ ι ο τ η ς ε κ κ λ η σ ί α ς ή κ ά π ο ι ο άλλο ε ρ η μ ι κ ό μέρος, τ ό τ ε εκείνος α π α ν τ ο ύ σ ε : " Α χ , όχι π α -
τ έ ρ α μ ο υ , δεν π ά ω . Κ α ι μ ό ν ο π ο υ τ ο σ κ έ φ τ ο μ α ι , α ν α τ ρ ι χιάζω απ
τ ο φόβο μ ο υ ! » Γ ι α τ ί ή τ α ν φ ο β η τ σ ι ά ρ η ς . Τ α
βράδια πάλι,
μ π ρ ο σ τ ά στο τ ζ ά κ ι , όταν διηγιόντουσαν
τ ρ ο μ α χ τ ι κ έ ς ι σ τ ο ρ ί ε ς , α π ' α υ τ έ ς π ο υ σου σ η κ ώ ν ο υ ν τ η ν τρίχα, τότε πολλοί έλεγαν : ( Α χ , π ώ ς φ ο β ή θ η κ α ! » Ο μικρός γιος, καθισμένος στη γ ω ν ι ά του, τ
ά κ ο υ γ ε όλα
α υ τ ά κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ α κ α τ α λ ά β ε ι .
« Λ έ ν ε όλοι
τους : Φ ο β ά μ α ι και φ ο β ά μ α ι !
Εγώ
δεν φ ο β ά μ α ι , όσο
κι αν β ά ζ ω τα δ υ ν α τ ά μ ο υ ! θά ' ν α ι , φ α ί ν ε τ α ι , άλλη μ ι α δ ύ σ κ ο λ η τ έ χ ν η , α π ' α υ τ έ ς π ο υ δεν κ α τ α λ α β α ί ν ω ! » Ν ά ό μ ω ς π ο υ μ ι α φορά
ο
πατέρας του γύρισε και
του είπε : « Γ ι ά άκου εδώ, εσύ, στη γ ω ν ι ά σου. Ε ί σ α ι π ι α μεγάλος κ α ι δυνατός, π ρ έ π ε ι κι εσύ να μάθεις κ ά τ ι , ν α β γ ά ζ ε ι ς τ ο ψ ω μ ί σ ο υ . Β λ έ π ε ι ς π ώ ς δουλεύει κ α ι κ ο υ ρ ά ζ ε τ α ι ο αδερφός σ ο υ ; Ε σ ύ ό μ ω ς τ ζ ά μ π α τ ρ ω ς κ α ι π ί νεις ! » — « Α, π α τ έ ρ α μ ο υ », α π ά ν τ η σ ε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς . « Π ο λ ύ θά 'θελα να μ ά θ ω κι ε γ ώ κ ά τ ι . Κι αν περνούσε α π ' το χέρι μου, τότε θα μάθαινα να φοβάμαι και ν'ανατ ρ ι χ ι ά ζ ω α κ ό μ α α π ' τ ο φόβο μ ο υ . Α κ ό μ α δεν έ χ ω κ α τ α λάβει τ ί π ο τ α α π ' αυτή την τ έ χ ν η ». Ο μεγαλύτερος γ ι ο ς γέλασε όταν τ
άκουσε,
και
ε ί π ε με το νου τ ο υ : " Θ ε -
ούλη μ ο υ , τ ι χ α ζ ό ς π ο υ ε ί ν α ι ο αδερφός μ ο υ . Π ο τ έ τ ο υ δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α κ α τ α φ έ ρ ε ι τ ί π ο τ α . Ό π ο ι ο ς θέλει ν α ο ρ γ ώ σ ε ι , ξ ε κ ι ν ά ε ι π ο υ ρ ν ό π ο υ ρ ν ό ». Ο π α τ έ ρ α ς α ν α σ τ έ ν α ξε κ α ι α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ε ν τ ά ξ ε ι , θα μ ά θ ε ι ς να φ ο β ά σ α ι . Α λ λ ά με
το
φόβο
δεν
θα μπορέσεις
να κερδίσεις το
ψ ω μ ί σου ». Μ ε τ ά από λίγο ήρθε μουσαφίρης στο σ π ί τ ι τους ο καντηλανάφτης. Κι ο πατέρας άρχισε να παραπονιέται κ α ι ν α τ ο υ λέει τον π ό ν ο τ ο υ , π ό σ ο κ ο υ τ ό ς κ ι α ν ί κ α ν ο ς σ ε όλα ή τ α ν ο μ ι κ ρ ό ς τ ο υ γ ι ο ς , π ο υ δεν ή ξ ε ρ ε τ ί π ο τ α κ α ι τ ί -
π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε να μ ά θ ε ι . " Φ α ν τ ά σ ο υ : ό τ α ν τον ρ ώ τησα π ώ ς θα προτιμούσε να βγάζει το ψωμί του, μου ε ί π ε π ω ς θά 'θελε π ά ρ α π ο λ ύ να μ ά θ ε ι να φ ο β ά τ α ι ». — « Αν α υ τ ό είναι όλο κι όλο το π ρ ό β λ η μ α σου », α π ά ν τ η σε ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς , « δ ώ σ ' τον σε μ έ ν α π α ρ α γ ι ό , κι ε γ ώ θ α τον μ ά θ ω ν α φ ο β ά τ α ι . Α ν τον βάλεις μ ο υ , θ α τον σ τ ρ ώ σ ω μ ι α χ α ρ ά » . γ ι α τ ί σκέφτηκε :
" Ο
σ τ η δούλεψη
Ο πατέρας χάρηκε,
μ ι κ ρ ό ς θα ξ ε μ υ τ ί σ ε ι λ ι γ ά κ ι α π ό
δω μ έ σ α κ α ι θα μ ά θ ε ι τι θα π ε ι φόβος ». Ο κ α ν τ η λ α ν ά φτης λ ο ι π ό ν τ ο ν π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ , σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ , κ α ι τον έβαλε να χ τ υ π ά ε ι τις κ α μ π ά ν ε ς . Μ ε τ ά από λίγες μέρες τον ξ ύ π ν η σ ε μ έ σ α σ τ ' ά γ ρ ι α μ ε σ ά ν υ χ τ α κ α ι τ ο ν έ σ τ ε ι λ ε ν'
ανέβει στο κ α μ π α ν α ρ ι ό να χ τ υ π ή σ ε ι τις κ α μ π ά ν ε ς .
" Τ ώ ρ α θα καταλάβεις τι εστί τρομάρα », σκέφτηκε και α ν έ β η κ ε σ τ α κ ρ υ φ ά σ τ ι ς σ κ ά λ ε ς π ρ ι ν α π ' τον π α ρ α γ ι ό τ ο υ . Ό τ α ν το παιδί έφτασε π ά ν ω , στις καμπάνες, και γύρισε γ ι α ν α π ά ρ ε ι τ ο σ κ ο ι ν ί , είδε σ τ ι ς σ κ ά λ ε ς , μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο φ ε γ γ ί τ η , μια μορφή λευκόντυμένη. " Ποιος ε ί σ α ι ; », ρώτησε με δ υ ν α τ ή φ ω ν ή . Α λ λ ά η μ ο ρ φ ή δεν α π ά ν τ η σ ε , δεν σ ά λ ε ψε, δεν κ ο υ ν ή θ η κ ε ρ ο ύ π ι . « Α π ά ν τ η σ ε μ ο υ », φ ώ ν α ξ ε το παλικάρι. " Ή
φύγε αμέσως.
Δεν έχεις κ α μ ι ά δουλειά
εδώ, μέσα στη νύχτα ». Ο καντηναλάφτης
όμως
έμεινε
α κ ί ν η τ ο ς , γ ι α ν α π ι σ τ έ ψ ε ι ο π α ρ α γ ι ό ς τ ο υ ότι ε ί χ ε α π έ ν α ν τ ι τ ο υ ένα φ ά ν τ α σ μ α . νεαρός : " Τ ι θέλεις
εδω
Γ ι α δ ε ύ τ ε ρ η φορά φ ώ ν α ξ ε ο Μ ί λ α ! Αν είσαι τίμιος άνθρω-
π ο ς , δ ώ σ ε μ ο υ α π ά ν τ η σ η . . . Α λ λ ι ώ ς θα σε π ε τ ά ξ ω κ ά τω α π ' τ ι ς σ κ ά λ ε ς ! » Ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς δεν τον π ί σ τ ε ψ ε . " Μ π α , δεν θα το κ ά ν ε ι ! », σ κ έ φ τ η κ ε κι ε ξ α κ ο λ ο ύ θ η σ ε να σ τ έ κ ε τ α ι α κ ί ν η τ ο ς κ ι α μ ί λ η τ ο ς , σαν ν ά ' τ α ν α π ό π έ τ ρ α . Τ ο π α λ ι κ ά ρ ι τ ό τ ε τον ρ ώ τ η σ ε γ ι α τ ρ ί τ η φορά. Κ ι όταν έ μ ε ι ν ε χ ω ρ ί ς α π ά ν τ η σ η κ ι α υ τ ή τ ο υ η ε ρ ώ τ η σ η , π ή ρ ε φόρα
κι έσπρωξε το φάντασμα και το γκρέμισε κ ά τ ω απ' τις σκάλες. Ο καντηλανάφτης κουτρουβαλιάστηκε δέκα σκα λιά κ ι έ μ ε ι ν ε κ ο υ β α ρ ι α σ μ έ ν ο ς σ ε μ ι α γ ω ν ι ά . Ο π α ρ α γ ι ό ς του χ τ ύ π η σ ε τις καμπάνες, γύρισε σπίτι και χωρίς να πει λέξη έπεσε ξανά γ ι α ύπνο. Η κ α ν τ η λ α ν ά φ τ ι σ σ α π ε ρ ί μ ε ν ε τον ά ν τ ρ α τ η ς , π ε ρ ί μ ε ν ε , π ε ρ ί μ ε ν ε , εκείνος
όμως
δεν ε ρ χ ό τ α ν .
Τελικά τη
ζ ώ σ α ν ε τα φίδια, ξ ύ π ν η σ ε τον π α ρ α γ ι ό και τον ρώτησε : " Μ ή π ω ς ξέρεις π ο ύ είναι ο άντρας μ ο υ ; Α ν έ β η κ ε στο κ α μ π α ν α ρ ι ό π ρ ι ν α π ό σένα ». — « Ό χ ι »,
αποκρίθηκε
το παλικάρι. « Δεν ξ έ ρ ω . Α λ λ ά εκεί π ά ν ω , στο κ α μ π α ν α ρ ι ό , μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο φ ε γ γ ί τ η , ή τ α ν ένας π ο υ δεν μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δεν ήθελε ν α π ε ι π ο ι ο ς ή τ α ν κ α ι δεν έ φ ε υ γ ε . Θ ά ρ ρ ε ψ α λ ο ι π ό ν π ω ς ή τ α ν κ ά π ο ι ο ς σ κ α ν τ α λ ι ά ρ η ς κ α ι τον γ κ ρ ε μ ο τ σ ά κ ι σ α κ ά τ ω α π ' τ ι ς σ κ ά λ ε ς . Γ ι ά π ή γ α ι ν ε ν α δεις. Θ α
λ υ π η θ ώ π ο λ ύ αν ή τ α ν έφυγε τρέχοντας.
ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς ».
Και πράγματι
πεσμένο σε μ ι α γ ω ν ι ά , μ και να χτυπιέται απ
βρήκε τον
Η γυναίκα άντρα της
ένα π ό δ ι σ π α σ μ έ ν ο , ν α κ λ α ί ε ι
τους πόνους.
Τ ο ν κ ο υ β ά λ η σ ε σ τ ο σ π ί τ ι κ ι ύ σ τ ε ρ α έ τ ρ ε ξ ε μ ε φωνές κ α ι κ λ ά μ α τ α σ τ ο ν π α τ έ ρ α τ ο υ ν ε α ρ ο ύ . « Ο γ ι ο ς σ ο υ », τ ο υ ε ί π ε , « μ α ς έφερε μ ε γ ά λ η σ υ μ φ ο ρ ά . Έ ρ ι ξ ε τ ο ν ά ν τ ρ α μου απ
τις σκάλες και τού ' σ π ά σ ε το πόδι. Έ λ α να τον
πάρεις τον α κ α μ ά τ η απ
το σπίτι μας ». Ο πατέρας τρό
μ α ξ ε , π ή γ ε τ ρ έ χ ο ν τ α ς κ α ι έδειρε τ ο γ ι ο τ ο υ . « Τ ι σ κ α ν ταλιές είναι αυτές, π ά λ ι ; Ο Ο ξ α π ο δ ώ ς σ' έ σ π ρ ω ξ ε να κ ά ν ε ι ς τ έ τ ο ι α π ρ ά γ μ α τ α ! » — « Π α τ έ ρ α μ ο υ », α π ά ν τ η σ ε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς , « άκουσε μ ε , δεν φ τ α ί ω . Ε ί δ α κ ά ποιον μ π ρ ο σ τ ά μου να στέκεται μέσα στη νύχτα, σαν ά ν θ ρ ω π ο ς κ α κ ό ς , π ο υ έ χ ε ι κ α κ ό σ τ ο νου τ ο υ . Δ ε ν ή ξ ε ρ α π ο ι ο ς ή τ α ν κ α ι τ ρ ε ι ς φορές τον ρ ώ τ η σ α , τ ρ ε ι ς φορές τ ο υ ε ί π α να μ ι λ ή σ ε ι ή να φ ύ γ ε ι ». — " Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε ο πατέρας του. « Ό λ ο έγνοιες και βάσανα θά ' χ ω μ
εσέ
να. Φ ύ γ ε α π ' τ α μ ά τ ι α μ ο υ . Δ ε ν θ έ λ ω π ι α ν α σ ε β λ έ π ω » . — " Ε ν τ ά ξ ε ι , π α τ έ ρ α μ ο υ . Θα φ ύ γ ω . Π ε ρ ί μ ε ν ε μόνο να ξημερώσει και θα π ά ω να βρω την τ ύ χ η μου και να μά θω να φοβάμαι. Έ τ σ ι θά ' χ ω κι ε γ ώ
μια
τέχνη που θα
μ π ο ρ ε ί να με θρέψει ». — « Ά ν τ ε να μ ά θ ε ι ς ό,τι θέλεις », τ ο υ ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ . α Ε μ έ ν α τ ο ίδιο μ ο υ κ ά ν ε ι . Π ά ρ ε και πενήντα τάλαρα να πορευτείς στην αρχή.
Κι όταν
σ ε ρ ω τ ά ν ε , ν α μ η λες α π ό π ο ύ ε ί σ α ι κ α ι π ο ι ο ς ε ί ν α ι ο π α τέρας σου, γ ι α τ ί ντρέπομαι γ ι α λογαριασμό
σου » .
—
" Ε ν τ ά ξ ε ι , π α τ έ ρ α μ ο υ . Θ α κ ά ν ω α υ τ ό π ο υ θέλεις. Ε ί ν α ι εύκολο κ α ι δεν θα το ξ ε χ ά σ ω ». Μ ό λ ι ς , λ ο ι π ό ν , χ ά ρ α ξ ε ο Θεός τ η μ έ ρ α , τ ο π α λ ι κ ά ρ ι έ χ ω σ ε τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λ α ρ α σ τ η ν τ σ έ π η τ ο υ κ α ι β γ ή κ ε στον
μεγάλο δρόμο. Κι όπως
περπατούσε, μονολογούσε
λ ε γ ε : " Α χ , κ α ι να μ π ο ρ ο ύ σ α
χι έ
να φ ο β η θ ώ ! Μ α κ ά ρ ι να
μπορούσα να φοβηθώ ! » Σ τ ο δρόμο που
πήγαινε, συ
νάντησε κάποιον κι άρχισαν vα περπατάνε μ α ζ ί . Κι έτσι ό π ω ς π ε ρ π α τ ο ύ σ α ν , ο ξένος άκουσε τα λόγια που έλεγε ο νεαρός σ τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο σ υ ν ά ν τ η σ α ν ένα δέντρο ψ η λ ό , π ο υ σ τ α κ λ α δ ι ά τ ο υ κ ρ έ μ ο ν τ α ν ε φ τ ά κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο ι . Ο ξένος τ ό τ ε λέει σ τ ο π α λ ι κ ά ρ ι : " Β λ έ π ε ι ς α υ τ ό εκεί το δέντρο; Σ τ α κλαριά του μόλις παντρεύτηκαν εφτά νομάτοι με την κόρη του σχοινοπλόκου. Κ α ι τ ώ ρ α μαθαί νουν ν α π ε τ ά ν ε . Κ ά τ σ ε α π ό κ ά τ ω κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε ν α ν υ χ τ ώ σ ε ι . Κ α ι τ ό τ ε θ α μ ά θ ε ι ς μ ι α χ α ρ ά τ ι θ α π ε ι φόβος » . — " Α ν δεν χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι τ ί π ο τ α ά λ λ ο , τ ό τ ε δεν θ α δ υ σ κ ο λευτώ », απάντησε το παλικάρι. « Αν όμως μ ά θ ω τόσο γ ρ ή γ ο ρ α ν α φ ο β ά μ α ι , τ ό τ ε θ α σου δ ώ σ ω τ α π ε ν ή ν τ α μ ο υ τ ά λ α ρ α . Έ λ α α ύ ρ ι ο τ ο π ρ ω ί , ν ω ρ ί ς ν ω ρ ί ς , ν α μ ε βρεις, κ α ι θ α σου τ α δώσω
». Κ α ι π ή γ ε κ ά τ ω
με τους κρεμασμένους, κάθισε
α π ' τ ο δέντρο
και περίμενε τη νύχτα.
Κι επειδή κρύωνε, άναψε φωτιά. Τα μ ε σ ά ν υ χ τ α ό μ ω ς η π α γ ω ν ι ά ή τ α ν μ ε γ ά λ η και φυσούσε πολύ και π α ρ
όλη τ η
φ ω τ ι ά τ ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε να ζ ε σ τ α θ ε ί . Ο ά ν ε μ ο ς έδερνε τ ο υ ς κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο υ ς κ α ι τ ο υ ς χ τ υ π ο ύ σ ε τ ο ν έναν π ά ν ω στον άλλον κ α ι τ ο υ ς κ ο υ ν ο ύ σ ε π έ ρ α - δ ώ θ ε . μ ε τ ο νου τ ο υ : " Κ ά ν ε ι τ ό σ ο κ ρ ύ ο α κ ό μ α κ ι ε γ ώ εδώ
Κ ι ο νεαρός ε ί π ε
που έχω ξεπαγιάσει
κ ά τ ω , που στέκομαι δίπλα στη φω
τιά. Φ α ν τ ά σ ο υ πόσο θα κρυώνουν αυτοί εκεί π ά ν ω , π ο υ τ ο υ ς δέρνει ο ά ν ε μ ο ς κ ι η π α γ ω ν ι ά » . Κ ι ε π ε ι δ ή ε ί χ ε κ α λ ή κ α ρ δ ι ά , έ σ τ η σ ε τ η σ κ ά λ α , α ν έ β η κ ε , τ ο υ ς έλυσε έναν έναν κ α ι τ ο υ ς κ α τ έ β α σ ε κ ο ν τ ά σ τ η φ ω τ ι ά κ α ι τ ο υ ς ε φ τ ά . Ύ σ τ ε ρ α συδαύλισε
τ ι ς φλόγες
και τους έβαλε γ ύ ρ ω να
ζ ε σ τ α θ ο ύ ν . Α υ τ ο ί ό μ ω ς κ ά θ ο ν τ α ν α σ ά λ ε υ τ ο ι κ α ι δεν μ ι -
λούσαν κ ι ο ι φλόγες ά ρ χ ι σ α ν ν α γ λ ε ί φ ο υ ν τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ ς . Ε κ ε ί ν ο ς τότε τους είπε : " Π ρ ο σ έ ξ τ ε , γ ι α τ ί θα
σας ξ α -
ν α κ ρ ε μ ά σ ω εκεί π ο υ ή σ α σ τ α ν » . Ο ι π ε θ α μ έ ν ο ι ό μ ω ς δεν α π ά ν τ η σ α ν , δεν σάλεψαν κ ι ά φ η σ α ν τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ ς ν α καίγονται.
Το παλικάρι τότε θ ύ μ ω σ ε και τους είπε :
" Α ν δεν π ρ ο σ έ χ ε τ ε , ε γ ώ δεν μ π ο ρ ώ ν α σας β ο η θ ή σ ω . Α λ λ ά δεν θ α κ ά τ σ ω ν α κ α ώ μ α ζ ί σας » . Κ α ι μ ' α υ τ ά τ α λόγια τούς ξανακρέμασε
με τη
σειρά στα κλαδιά τού
δέντρου. Ύ σ τ ε ρ α π λ ά γ ι α σ ε κοντά στη φωτιά κι αποκοι μ ή θ η κ ε . Τ ο π ρ ω ί ήρθε ο ξένος, ν α π ά ρ ε ι τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λαρα. Κ α ι τον ρ ώ τ η σ ε :
" Λ ο ι π ό ν ; Ξέρεις τ ώ ρ α τι θα
π ε ι φ ό β ο ς ; » — « Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο νεαρός. « Π ο ύ να ξ έ ρ ω ; Α υ τ ο ί εκεί π ά ν ω ούτε που άνοιξαν το σ τ ό μ α τ ο υ ς . Ά σ ε π ο υ ε ί ν α ι α κ ό μ α π ι ο χ α ζ ο ί α π ό μ έ ν α . Ν α φαν τ α σ τ ε ί ς ότι τους έβαλα να καθίσουν κοντά στη φ ω τ ι ά να
ζεσταθούν, και κόντεψαν να κάψουν τα ρούχα τους ». 0 ξένος τ ό τ ε κ α τ ά λ α β ε ότι δεν θ α τ σ έ π ω ν ε τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λαρα κι
έφυγε λέγοντας :
"
Δεν
έχω
ματαϊδεί τέτοιον
α τ ρ ό μ η τ ο ». Το παλικάρι συνέχισε κι α υ τ ό το δρόμο του κι άρ χισε π ά λ ι να μονολογεί και να λέει : ρούσα
να
φοβηθώ!
Μακάρι
να
" Α χ , και να μ π ο
μπορούσα! »
Κι
ένας
αμαξάς, π ο υ ερχόταν π ί σ ω του, τον άκουσε και ρώτησε : " Π ο ι ο ς ε ί σ α ι ; » — « Δ ε ν ξ έ ρ ω », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κάρι. —
Ο
α μ α ξ ά ς τον ξαναρώτησε :
« Πούθε έρχεσαι; »
« Δ ε ν ξ έ ρ ω ». — " Κ α ι π ο ι ο ς ε ί ν α ι ο π α τ έ ρ α ς σ ο υ ; »
— α Α υ τ ό δεν μ π ο ρ ώ να το πω ». — " Κ α ι τι μ ο υ ρ μ ο υ ρίζεις
συνέχεια
ανάμεσα
στα δόντια
σου; » —
« Αχ »,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο νεαρός, « θά ' θ ε λ α τόσο π ο λ ύ να μ ά θ ω να φ ο β ά μ α ι , α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ε ί ν α μ ο υ ε ξ η γ ή σ ε ι τ ι θ α πει
φόβος ».
— « Ά σ ε τ ι ς κ ο υ τ α μ ά ρ ε ς »,
είπε
ο
αμα
ξάς, " κι έλα μαζί μου. Θα κ ο ι τ ά ξ ω να σε βολέψω κ ά π ο υ κι εσένα ». έφτασαν
Το π α λ ι κ ά ρ ι τον ακολούθησε και το
σ'
ένα
πανδοχείο,
όπου
στάθηκαν
να
βράδυ περά
σουν τ η ν ύ χ τ α . Μ π α ί ν ο ν τ α ς εκεί, τ ο π α λ ι κ ά ρ ι μ ο ν ο λ ό γ η σ ε π ά λ ι και είπε : " Α χ , Θεέ μου, ας μάθαινα επιτέλους τι θα π ε ι φόβος ! » Κι ο τ α β ε ρ ν ι ά ρ η ς , π ο υ τον άκουσε, γ έ λασε και του είπε : « Αν έχεις όρεξη να μάθεις τι θα πει φόβος,
ήρθες
στον
σωστό
τ ό π ο ».
—
γ λ ώ σ σ α σου », ε ί π ε η τ α β ε ρ ν ι ά ρ ι σ σ α , τη
« Αχ,
κράτα
τη
« κι έτσι έ χ α σ α ν
ζ ω ή τους κ ά μ π ο σ α γενναία παλικάρια.
Κρίμα
στα
μ ά τ ι α του και στην ομορφιά του, να μην ξαναδεί το φ ω ς του ήλιου ! » Το π α λ ι κ ά ρ ι ό μ ω ς επέμεινε :
« Ό σ ο δύ
σκολο κι αν είναι, ε γ ώ θέλω να μ ά θ ω να φ ο β ά μ α ι . Σ τ ο κ ά τ ω κ ά τ ω γι
αυτό το λόγο ξεκίνησα να βρω την τ ύ χ η
μ ο υ σ τ ο ν κ ό σ μ ο » . Κ α ι δεν έ λ ε γ ε ν
αφήσει τον ταβερ-
νιάρη
σ ε χλοερό κ λ α ρ ί ,
ώ σ π ο υ τ ε λ ι κ ά εκείνος α ν α γ κ ά
στηκε ν α τ ο υ πει π ω ς εκεί κ ο ν τ ά βρισκόταν ένας
κατα
ραμένος πύργος, όπου θα μπορούσε και ο πιο γενναίος να
μάθει τι σημαίνει φόβος, αρκεί να περνούσε εκεί μέ
σα
κλεισμένος
τρεις
ολόκληρες
νύχτες.
Κι
ο
βασιλιάς
τ η ς χ ώ ρ α ς είχε υποσχεθεί την κόρη του σ' όποιον θα τολ μούσε να κάνει τέτοιο κ α τ ό ρ θ ω μ α . Η βασιλοπούλα ήταν η πιο όμορφη κοπέλα π ο υ είχε αντικρίσει π ο τ έ ο ήλιος. Σ τ ο ν π ύ ρ γ ο ήταν κρυμμένοι αμύθητοι θησαυροί
κι αμέ
τρητα δαιμόνια αγρυπνούσαν π ά ν ω τους. Αλλά μετά από τρεις νύχτες
οι
θησαυροί θα ελευθερώνονταν.
Κι ήταν
αρκετοί γ ι α να κάνουν πλούσιο α κ ό μ α και τον π ι ο φ τ ω χ ό . Πολλοί είχαν δοκιμάσει την τ ύ χ η τους κι είχαν μπει μέ σ α σ τ ο ν κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο . Α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν ε ί χ ε β γ ε ι ζ ω ν τ α ν ό ς α π ό κει μέσα. Τ η ν άλλη μέρα τ ο π ρ ω ί τ ο π α λ ι κ ά ρ ι π ά ε ι στο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ λέει : " Αν μ' α φ ή σ ε ι ς , βασιλιά μου, θα μ π ω στον κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο και θα μεί νω εκεί μέσα τρεις μέρες και τρεις ν ύ χ τ ε ς ». Ο βασιλιάς γύρισε, τον είδε, κι ε π ε ι δ ή τ ο υ άρεσε, είπε : α Μ π ο ρ ε ί ς ν α ζ η τ ή σ ε ι ς τ ρ ί α π ρ ά γ μ α τ α κ α ι ν α τ α π ά ρ ε ι ς μ α ζ ί σου στον κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο . Μόνο π ο υ π ρ έ π ε ι ν α είναι ά ψ υ χα και τα τρία ». Το παλικάρι τότε αποκρίθηκε : « Θα π ά ρ ω μ ι α φ ω τ ι ά , έναν τόρνο κ ι έναν π ά γ κ ο μ α ρ α γ κ ο ύ με το
μαχαίρι του ».
Ο β α σ ι λ ι ά ς π ρ ό σ τ α ξ ε να τα μ ε τ α φ έ ρ ο υ ν αμέσους στον π ύ ρ γ ο , όσο έ φ ε γ γ ε α κ ό μ α τ ο φ ω ς τ η ς μ έ ρ α ς . Ό τ α ν νύ χτωσε,
ανέβηκε το
παλικάρι
στον
πύργο,
διάλεξε
ένα
δ ω μ ά τ ι ο κι άναψε τη φ ω τ ι ά του, α κ ο ύ μ π η σ ε δ ί π λ α τον π ά γ κ ο με το μαχαίρι και κάθισε στον τόρνο. " Αχ, Θεέ μου, να μάθαινα τι θα πει φόβος ! », έλεγε και ξανάλεγε. " Μου φαίνεται ό μ ω ς ότι ούτε
δω θα
καταφέρω τίπο-
τα ».
Κ α τ ά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε
φωτιά του.
Κι όπως
να
συδαυλίσει τη
φυσούσε τα κάρβουνα να πάρουν
φ ω τ ι ά τα ξύλα, άκουσε ξάφνου α π ό μια γ ω ν ι ά : « Νιάου, νιάου ! Τι κ ρ ύ ο π ο υ κ ά ν ε ι ! » — " Τι φ ω ν ά ζ ε τ ε , βρε χ α ϊ βάνια; », γύρισε και είπε το παλικάρι. " Α φ ο ύ κρυώνετε, ελάτε κοντά να ζεσταθείτε ». Δεν είχε κ α λ ά καλά α π ο σ ώ σ ε ι τ η κ ο υ β έ ν τ α τ ο υ κ α ι δυο θεόρατες μ α ύ ρ ε ς γ ά τ ε ς βρέθηκαν μ ' ένα σάλτο δ ί π λ α τ ο υ
τα μάτια τους πετού
σαν φλόγες και τον κοιτούσαν αγριεμένες.
Κι αφού ζε
στάθηκαν λιγάκι, γύρισαν και του είπαν :
α Φιλαράκο,
είσαι γ ι α μια π α τ ρ ί δ α χ α ρ τ ι ά ; » — " α π ά ν τ η σ ε εκείνος.
« Δείξτε
μου
Και γιατί
ό χ ι ; »,
όμως π ρ ώ τ α τα νύχια
σας ». Οι γ ά τ ε ς έβγαλαν τότε τα νύχια τους. Κι εκείνος είπε :
" Ω!
Μά την αλήθεια, έχουν παραμακρύνει.
σταθείτε να σας τα κ ό ψ ω ,
Γιά
μια στιγμή ! » Τις αρπάζει
λοιπόν α π ' τ ο σβέρκο, τις βάζει π ά ν ω στον π ά γ κ ο του και πιάνει τα πόδια τους στη μέγγενη, α Τ ώ ρ α π ο υ είδα τα νύχια σας α π ό κοντά,
μού ' φ υ γ ε η όρεξη να π α ί ξ ω
μ α ζ ί σας χ α ρ τ ι ά » , τ ο υ ς λέει κ ι α μ έ σ ω ς τ ι ς σ κ ο τ ώ ν ε ι κ α ι τις πετάει έ ξ ω α π ' το παράθυρο, στην τάφρο του πύργου. Μ ό λ ι ς ό μ ω ς ξ ε μ π έ ρ δ ε ψ ε μ' α υ τ έ ς τ ι ς δυο κ α ι γύρισε να ξεκουραστεί κοντά στη φ ω τ ι ά του, άρχισαν να πετιούν ται απ' γάτες
όλες τ ι ς μεριές, α π '
και
μαύρα
σκυλιά,
όλες τ ι ς γ ω ν ί τ σ ε ς ,
με
περιλαίμια
μαύρες
από
φωτιά.
Κ ι ή τ α ν α μ έ τ ρ η τ α τ α ζ ώ α , τ ό σ ο π ο υ τ ο π α λ ι κ ά ρ ι δεν ε ί χ ε π ι α τ ό π ο να σταθεί : ούρλιαζαν φ ρ ι χ τ ά κι απαίσια, π ο δοπατούσαν τη φ ω τ ι ά του, τραβολογούσαν τα ξύλα και τα κάρβουνα α π ό δω κι α π ό κει και κόντευαν σβήσουν. τα
Εκείνος έμεινε κ ά μ π ο σ ε ς
κοίταζε. Ό τ α ν
όμως
είδε
ότι
να του τη
στιγμές ήσυχος και τελειωμό
δεν
είχαν
κ ι ό τ ι α π ό μ ό ν α τ ο υ ς δεν ε π ρ ό κ ε ι τ ο ν α σ τ α μ α τ ή σ ο υ ν , π ή ρ ε το μαχαίρι του και φώναξε δυνατά : « Φ ύ γ ε τ ε , βρομερά ζ ω ν τ α ν ά ! Χαθείτε από μπροστά μου! » Ά λ λ α τό
'βαλαν
στα πόδια,
άλλα πρόλαβε
και
τα
σ κ ό τ ω σ ε κι ύστερα τα π έ τ α ξ ε κι α υ τ ά σ τ α νερά τ η ς τ ά φρου.
Γυρίζοντας φύσηξε τα κάρβουνα να ξαναφουντώ-
σει τ η φ ω τ ι ά τ ο υ κ α ι κ ά θ ι σ ε ν α ζ ε σ τ α θ ε ί . Κ ι έ τ σ ι ό π ω ς κ α θ ό τ α ν , δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ρ α τ ή σ ε ι τ α μ ά τ ι α τ ο υ α ν ο ι χ τ ά και κόντευε π ι α να τον πάρει ο ύπνος. Έ ρ ι ξ ε τότε μ ι α μ α τ ι ά γ ύ ρ ω τ ο υ κ α ι είδε σ τ η γ ω ν ι ά ένα μ ε γ ά λ ο κ ρ ε β ά τ ι . " Ο ύ τ ε π α ρ α γ γ ε λ ί α ν α τ ο ε ί χ α ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου του.
Και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Μόλις ό μ ω ς έκλεισε τα
βλέφαρα του, το κρεβάτι σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει σ' ολόκληρο τον π ύ ρ γ ο . « Μ ι α χ α ρ ά είναι », σ κ έ φ τ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι . « Ό , τ ι π ρ έ π ε ι ! » Κ α ι το κ ρ ε β ά τ ι έτρεχε, λες κι ή τ α ν ζ ε μ έ ν α έξι ά λ ο γ α και το τ ρ α β ο ύ σ α ν ,
ανεβοκα-
τέβαινε
σκάλες,
Ώσπου,
περνούσε
διαδρόμους,
δίνει
χοπ!
ξάφνου,
κι έρχεται
μια,
κι
διέσχιζε
σάλες.
αναποδογυρίζει
τα π ά ν ω κ ά τ ω και τον κουκουλώνει. Εκείνος
όμως πετάει από π ά ν ω του κουβέρτες και στρώματα και μαξιλάρια, σ η κ ώ ν ε τ α ι και λέει :
" Τ έ ρ μ α γ ι α μένα. Ας
ανεβεί ο επόμενος ! » Κ α ι μ' α υ τ ά τα λ ό γ ι α ξ ά π λ ω σ ε κον τά στη πρωί.
φ ω τ ι ά του Μόλις
και
κοιμήθηκε
ξημέρωσε,
ήρθε
μονορούφι
στον
πύργο
ο
μέχρι το βασιλιάς.
Κ ι όταν τον είδε ξ α π λ ω μ έ ν ο κ α τ α γ ή ς , τον π έ ρ α σ ε γ ι α π ε θ α μ έ ν ο κ α ι φ α ν τ ά σ τ η κ ε ότι τ ο ν είχαν ξ ε π α σ τ ρ έ ψ ε ι τ α φαντάσματα.
" Κ ρ ί μ α το όμορφο το π α λ ι κ ά ρ ι ! ", είπε
στενοχωρημένος. Ο νεαρός ό μ ω ς τον άκουσε και σ η κ ώ θ η κ ε λέγοντας : " Ε, μη βιάζεσαι κ α ι τόσο πολύ ! Α κ ό μ α ε δ ώ είμαι! »
Ο
βασιλιάς έμεινε
μ'
ανοιχτό το
στόμα.
Χά
ρηκε ό μ ω ς και τον ρώτησε π ώ ς πέρασε τη νύχτα. " Μ ι α χ α ρ ά π έ ρ α σ α ", αποκρίθηκε ο νεαρός. " Κι αφού πέρασε η π ρ ώ τ η ν ύ χ τ α , θα περάσουν κ α ι οι άλλες ". Ό τ α ν π ή γ ε στον
ταβερνιάρη,
εκείνος
δεν
πίστευε
στα
μάτια του.
" Δεν το π ε ρ ί μ ε ν α να σε ξ α ν α δ ώ ζ ω ν τ α ν ό », του είπε. " Έ μ α θ ε ς τ ώ ρ α π ι α τι θα πει φ ό β ο ς ; » — " Ό χ ι », του απάντησε το παλικάρι. " Ό λ ε ς μου οι προσπάθειες πάνε στράφι. Μακάρι να βρισκότανε κάποιος να μου το εξη γήσει ! » Τη
δεύτερη
νύχτα
ξαναπήγε
στον
πύργο,
κάθισε
κ ο ν τ ά σ τ η φ ω τ ι ά τ ο υ κ ι ά ρ χ ι σ ε π ά λ ι τ ο ίδιο τ ρ ο π ά ρ ι : « Αχ, και να μπορούσα να φ ο β η θ ώ ! Αχ, και να μπορού σα να φοβηθώ ! » Ό τ α ν κόντευαν τα μεσάνυχτα, ακού σ τ η κ ε βρόντος και κρότος φοβερός, π ο υ ολοένα δ υ ν ά μ ω νε.
Μετά απλώθηκε για μια στιγμή σιωπή.
Κι ύστερα
ένας μισός ά ν θ ρ ω π ο ς έπεσε α π ' την κ α μ ι ν ά δ α και κ α τ ρ α κύλησε σ τ α π ό δ ι α τ ο υ ουρλιάζοντας. « Ε, εσύ ! », φ ώ ν α -
ξε το π α λ ι κ ά ρ ι . « Π ο ύ είναι το άλλο σου μ ι σ ό ; Δεν μ π ο ρεί ν α
μείνεις έ τ σ ι ! » Α μ έ σ ω ς
και τα ουρλιαχτά μισό
κορμί α π '
και
ξανάρχισαν τα
βογκητά
σε λίγο έπεσε και το υπόλοιπο
την καμινάδα.
" Κ ά τ σ ε »,
τ ο υ λέει τ ο
π α λ ι κ ά ρ ι . " Θα ρ ί ξ ω ξύλα σ τ η φ ω τ ι ά , να ζ ε σ τ α θ ε ί ς λι γάκι ». Ό τ α ν όμως τέλειωσε κι ετοιμάστηκε να
καθίσει
π ά λ ι σ τ ο ν π ά γ κ ο τ ο υ , τ ι ν α δ ε ι ; Τ α δ υ ο μ ι σ ά κ ο ρ μ ι ά εί χ α ν ενωθεί κι είχαν σ τ ρ ο γ γ υ λ ο κ α θ ί σ ε ι στον π ά γ κ ο τ ο υ . " Ε,
δεν
είπαμε
κι
έ τ σ ι ! »,
φ ώ ν α ξ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Ο
π ά γ κ ο ς είναι δικός μου ».
Ο μ ι σ ό ς - μ ι σ ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς δεν
εννοούσε να π α ρ α μ ε ρ ί σ ε ι ,
ο νεαρός
όμως
δεν τ ό
'βαλε
κ ά τ ω : τον έ σ π ρ ω ξ ε δυνατά και κάθισε ξανά στη θέση τ ο υ . Τ ό τ ε ά ρ χ ι σ α ν να π έ φ τ ο υ ν κι άλλοι ά ν θ ρ ω π ο ι , μισοίμισοί, α π ' την κ α μ ι ν ά δ α , ο ένας μ ε τ ά τον άλλον. Κ ρ α τούσαν
εννέα
ανθρώπινα κόκαλα,
που
τά
' στη σαν
όλα
μ α ζ ί κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α τ α σ η μ α δ ε ύ ο υ ν μ ε δυο ν ε κ ρ ο κ ε φ α λ έ ς . Το παλικάρι ζήλεψε και τους ρ ώ τ η σ ε : μ π ο ρ ώ να π α ί ξ ω κι ε γ ώ μαζί
« Γιά ακούστε,
σ α ς ; » — « Να παίξεις.
Ά μ α έχεις λεφτά . . . » — " Λ ε φ τ ά έ χ ω ,
αλλά οι
μπά
λες σ α ς δεν είναι ο λ ο σ τ ρ ό γ γ υ λ ε ς » , τ ο υ ς α π ά ν τ η σ ε , π ή ρ ε τις νεκροκεφαλές και άρχισε να τ ι ς πελεκάει στον τόρνο του,
ώ σ π ο υ έγιναν στ
αλήθεια ολοστρόγγυλες.
« Έτσι
μ π ρ ά β ο ! », είπε. " Τ ώ ρ α θα κυλάνε πολύ καλύτερα α π ό πριν.
έπαιξε
μαζί
τους
λίγα α π ' τα χρήματα του. Ό τ α ν
Αρχίζουμε; »
όμως
χτύπησαν
σάνυχτα,
όλα
Έτσι
εξαφανίστηκαν
από
κι
μπροστά του.
έχασε με Τότε
π λ ά γ ι α σ ε κι εκείνος κι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε ή σ υ χ α ώς το ξ η μ έ ρ ω μ α . Τ η ν άλλη μέρα ο βασιλιάς ξανάρθε και τον ρ ώ τησε : " Π ώ ς τα π ή γ ε ς τ ο ύ τ η τη ν ύ χ τ α ; » — " Έ π α ι ξ α μπάλες με κάτι φιλαράκια », του αποκρίθηκε το παλι κάρι.
" Κ ι έ χ α σ α λ ί γ α χ ρ ή μ α τ α » . — " Κ α ι δεν φ ο β ή
θηκες; »
—
«Τι
να
φοβηθώ;
Εγώ
διασκέδασα πολύ.
Μ α κ ά ρ ι να μπορούσα να μ ά θ ω τι θα πει φόβος ! » Την τρίτη μονολογούσε
ν ύ χ τ α κάθισε π ά λ ι στον π ά γ κ ο του και
θλιμμένος :
" Αχ,
μ α κ ά ρ ι νά
'ξερα τι θα
πει φόβος ! » Ε ί χ ε νυχτώσει π ι α γ ι α τα καλά, όταν ξ ά φ νου π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν
μπροστά του
έξι
γεροί και ψηλοί
άντρες, π ο υ κουβαλούσαν ένα φέρετρο. " Θά 'ναι σίγου ρα το ξαδερφάκι μου, π ο υ πέθανε πριν α π ό λίγες μέρες ! », είπε τότε το παλικάρι και κάνοντας νόημα με το χέρι τ ο υ φ ώ ν α ξ ε : " Ξ ά δ ε ρ φ ε , ε δ ώ ε ί μ α ι ! Έ λ α ! » Οι έξι ά ν τρες άφησαν το φέρετρο κ α τ ά χ α μ α . Κι εκείνος π λ η σ ί α σ ε , άνοιξε
το
σκέπασμα
και
μέσα
ήταν
ξαπλωμένος
ένας
πεθαμένος. Ο νεαρός τον ά γ γ ι ξ ε στο π ρ ό σ ω π ο , αλλά το κρέας τ ο υ ή τ α ν κρύο σαν τον π ά γ ο . « Κ ά τ σ ε », του είπε, " ε γ ώ θα σε ζ ε σ τ ά ν ω ». Κ α ι μ
αυτά τα λόγια π ή γ ε στη
φ ω τ ι ά , ζέστανε το χέρι του και το ακούμπησε στα μ ά γουλα του πεθαμένου. μένει π α γ ω μ έ ν ο ς
Εκείνος ό μ ω ς εξακολουθούσε να
όπως
τον έβγαλε α π ' το
και π ρ ώ τ α .
φέρετρο,
Το παλικάρι τότε
τον κουβάλησε κοντά στη
φ ω τ ι ά , τον κάθισε μ π ρ ο σ τ ά του κι άρχισε να του τρίβει τα χέρια, μ π α ς και γυρίσει το αίμα μέσα του. Είδε όμως ότι ούτε έτσι κ α τ ά φ ε ρ ν ε τ ί π ο τ α . Τ ό τ ε μ η χ α ν ε ύ τ η κ ε άλ λον τ ρ ό π ο : τότε
« Ό τ α ν κ ο ι μ ο ύ ν τ α ι δυο μ α ζ ί στο κ ρ ε β ά τ ι ,
ζεσταίνονται! »
Κουβάλησε
λοιπόν
τον
πεθαμένο
στο κρεβάτι, τον σκέπασε και χ ώ θ η κ ε κ ά τ ω α π ' τις κου βέρτες δίπλα του. Πέρασε λίγη ώρα κι ο πεθαμένος ζε στάθηκε
πράγματι
κι
άρχισε
να
κουνιέται.
" Βλέπεις,
ξαδερφάκι μ ο υ ; », είπε τότε το παλικάρι. « Δεν σ' το ε ί π α ότι θα σε ζ ε σ τ ά ν ω ; » Ο π ε θ α μ έ ν ο ς ό μ ω ς α ν α σ η κ ώ θ η κ ε και είπε : " Ε τ ο ι μ ά σ ο υ να π ε θ ά ν ε ι ς ! Γιατί θα σε στραγ γ α λ ί σ ω ! » — " Τ ι ; Α υ τ ό είναι το ε υ χ α ρ ι σ τ ώ σ ο υ ; Ά ν τ ε χ ά σ ο υ , στο φέρετρο σου ! » Κ α ι με μ ι α κ λ ω τ σ ι ά τον ξ α ποστέλνει π ί σ ω
στο
φέρετρο και κλείνει α π ό π ά ν ω τ ο
σ κ έ π α σ μ α . Τ ό τ ε π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν ο ι έξι άντρες, σ ή κ ω σαν π ά λ ι την κ ά σ α κι έ φ υ γ α ν . " Ο ύ τ ε α υ τ ή τη φορά κ α τ ά φ ε ρ α να φοβηθώ
» , σ κ έ φ τ η κ ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι . " Π ο τ έ δεν
π ρ ό κ ε ι τ α ι να μ ά θ ω τι είναι α υ τ ό το π ρ ά γ μ α , ο φόβος ». Τ ό τ ε μ π ή κ ε ξάφνου ένας άντρας μεγαλύτερος α π ' ό λους τους άλλους, φοβερός ταν
όμως
γέρος
κι
είχε
και τρομερός μακριά,
στην όψη. ' Η
ολόασπρη
γενειάδα.
" Δεν θ' αργήσεις, κακομοίρη μου, να μάθεις τι θα πει φόβος ", του φ ώ ν α ξ ε . " Γ ι α τ ί ήρθε η ώ ρ α να πεθάνεις ». — " Μη
β ι ά ζ ε σ α ι ! » α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Κι αν
ήρθε η ώ ρ α να π ε θ ά ν ω , ας κοπιάσει ο θάνατος να με π ά ρει ! » — " Τ ο ύ τ η κ ι ό λ α ς τη σ τ ι γ μ ή θα σε π ε ρ ι λ ά β ο ^ , φ ι λ α ρ ά κ ο μ ο υ ! », φ ώ ν α ξ ε ο δ α ί μ ο ν α ς .
" Γ ι ά σ ι γ ά », τ ο υ
ε ί π ε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Δεν είσαι μ ο ν ά χ α τ ο υ λ ό γ ο υ σου δ υ ν α τ ό ς . Ε ί μ α ι κ ι ε γ ώ γ ε ρ ό ς σ τ α χ έ ρ ι α , γ ε ρ ό ς όσο κ ι εσύ, ίσως και π α ρ α π ά ν ω ». — " Α υ τ ό θα το δούμε », α π ά ν τησε
ο
γέρος.
« Αν είσαι
πράγματι
δυνατότερος,
θα
σ' α φ ή σ ω να φύγεις. Έ λ α , λοιπόν, να μετρηθούμε ! » Τον ο δ ή γ η σ ε α π ό σκοτεινούς δ ι α δ ρ ό μ ο υ ς σ' ένα υ π ό γ ε ι ο σι δεράδικο. Κι εκεί ο γέρος σ ή κ ω σ ε
μια
βαριά και χ τ ύ
π η σ ε τ ο ένα αμόνι τόσο δ υ ν α τ ά , π ο υ τ ό ' χ ω σ ε σχεδόν στο χ ώ μ α . " Α υ τ ό δεν είναι τ ί π ο τ α » , ε ί π ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ ε στο άλλο αμόνι. Ο γ έ ρ ο ς στάθηκε δ ί π λ α του, να βλέπει. Κι η άσπρη γενειάδα του κρεμόταν π ά ν ω από το αμόνι. Το παλικάρι σήκωσε το τσεκούρι του και χ τ ύ πησε το αμόνι τόσο δυνατά
που
το ατσάλι σκίστηκε
σ τ α δυο. Κ α ι στη χ α ρ α μ α τ ι ά σ φ η ν ώ θ η κ ε η γενειάδα τού γέρου.
" Τ ώ ρ α σε κ ρ α τ ά ω ε γ ώ ! »,
φώναξε ο νεαρός.
" Κι ή ρ θ ε η δ ι κ ή σ ο υ η ωρα να π ε θ ά ν ε ι ς ! » Κι α ρ π ά ζ ο ν τ α ς ένα σιδερολοστό άρχισε να τον χ τ υ π ά ε ι , ώ σ π ο υ ο άλ λος ζ ή τ η σ ε έλεος και τού ' τ α ξ ε μ ε γ ά λ α π λ ο ύ τ η , αν τ ο υ χάριζε τη ζωή. Το παλικάρι τράβηξε
το
τσεκούρι
του
α π ό το αμόνι και ο γέρος ελευθερώθηκε. Α μ έ σ ω ς ξαναγύρισαν στον π ύ ρ γ ο και στο κ α τ ώ ι τού έδειξε τρία σεντούκια γ ε μ ά τ α χ ρ υ σ ά φ ι . " Έ ν α γ ι α τους φ τ ω χ ο ύ ς , ένα γ ι α το βασιλιά κι ένα γ ι α σένα », είπε. Τη σ τ ι γ μ ή εκείνη χ τ ύ π η σ α ν μ ε σ ά ν υ χ τ α
κι ο
γέρος
χάθηκε
κι έγινε κ α π ν ό ς . Κ α ι το π α λ ι κ ά ρ ι έμεινε μόνο του μ έ σ α στο σκοτάδι. « Π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α , ας β γ ω από δω μέσα », είπε και ψαχουλεύοντας βρήκε την π ό ρ τ α , έφτασε στο δ ω μ ά τιο του και κοιμήθηκε ώς το πρωί, δίπλα στη φ ω τ ι ά του. Τ η ν άλλη μέρα ήρθε π ά λ ι ο βασιλιάς και τον ρ ώ τ η σ ε : " Έ μ α θ ε ς τ ώ ρ α π ι α τι θα πει φόβος; » — « Ό χ ι », α π ο κρίθηκε
το παλικάρι.
έ ν α ς ξάδερφος
« Ό χ ι ακόμα. Χτες
μου πεθαμένος,
βράδυ ήρθε
κι ένας γέρος
μ' άσπρη
γενειάδα. Α υ τ ό ς μού 'δειξε κ ά τ ω στο υπόγειο και τ ρ ί α σ ε ν τ ο ύ κ ι α γ ε μ ά τ α χ ρ υ σ ά φ ι . Α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν μ ο υ ε ξ ή γ η σ ε τι θα π ε ι φόβος ». Τ ό τ ε ο βασιλιάς τ ο υ ε ί π ε : « Κ α τ ά φ ε ρες ν α λ ύ σ ε ι ς τ α μ ά γ ι α τ ο υ π ύ ρ γ ο υ κ α ι θ α σ ο υ δ ώ σ ω τ η ν κ ό ρ η μου να τ η ν π ά ρ ε ι ς γ υ ν α ί κ α σου ». — « Ω ρ α ί α είναι όλα α υ τ ά »,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Μ ό ν ο π ο υ δεν
κατάφερα ακόμα να μάθω τι θα πει φόβος». Ανέβασαν τότε το χρυσάφι και γιόρτασαν το γ ά μ ο με
χαρές
και
πανηγύρια. Αλλά
ο
νέος
βασιλιάς,
όσο
κι αν αγαπούσε την όμορφη γυναίκα του, έλεγε και ξανά λεγε στενοχωρημένος : « Αχ, και νά 'ξερα τι θα πει φ ό βος ! Α χ , και νά 'ξερα τι θα πει φόβος ! » Έ τ σ ι έλεγε και ξ α ν ά λ ε γ ε κ α ι τ ε λ ε ι ω μ ό δεν ε ί χ ε ,
ώσπου η γυναίκα του
βαρέθηκε να τον ακούει. Κι η β ά γ ι α τ η ς γυρίζει και τ η ς
λέει : " Θ α β ρ ω ε γ ώ τ ρ ό π ο κ α ι θ α τ ο ν τ ρ ο μ ά ξ ω . Κ ά τ σ ε και θα δεις ! » Κ α ι τρέχει έ ξ ω , στο π ο τ α μ ά κ ι π ο υ π ε ρ νούσε α π ' τον κ ή π ο τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ , κ α ι γ ε μ ί ζ ε ι έναν κ ο υ βά με μ ι κ ρ ά ψ α ρ ά κ ι α του γ λ υ κ ο ύ νερού. Τη ν ύ χ τ α , λοι πόν, π ο υ ο νεαρός βασιλιάς κοιμόταν, η βασίλισσα τον ξ ε σ κ έ π α σ ε και τον έλουσε
με το π α γ ω μ έ ν ο νερό,
όπου
τα ψάρια σπαρταρούσαν ακόμα ζωντανά. Π ε τ ά γ ε τ α ι τότε ο νεαρός βασιλιάς α π ' τον ύπνο του και φ ω ν ά ζ ε ι : " Αχ, κ α λ ή μου γ υ ν α ί κ α , π ώ ς τ ρ έ μ ω , τ ρ έ μ ω σαν τ ο ψάρι, τ ρ έ μω σ ύ γ κ ο ρ μ ο ς . Τ ώ ρ α π ι α
ξέρω
τι θα π ε ι φόβος ! »
Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μ ι α γ ρ ι ά κ α τ σ ί κ α , π ο υ είχε εφτά μικρά κατσικάκια, και τ
αγαπούσε
πολύ, όπως η μάνα αγαπάει τα παιδιά της. Μια μέρα αποφάσισε να πάει στο δάσος να μαζέψει χόρτα, φώναξε λοιπόν και τα ε φ τ ά και τους είπε :
« Α γ α π η μ έ ν α μου
π α ι δ ά κ ι α , θα φ ύ γ ω να π ά ω στο δάσος. Τα μ ά τ ι α σας δε κατέσσερα, μην ανοίξετε σε κανέναν. Γ ι α τ ί αν τ ρ υ π ώ σ ε ι μέσα ο κ α κ ό ς λύκος, θα σας κάνει μ ι α χ α ψ ι ά . Ο λύκος ξέρει ν απ
αλλάζει τη μορφή του. Θα τον γνωρίσετε ό μ ω ς
τη χοντρή, βραχνή φωνή του κι α π ' τα μαύρα του
π ό δ ι α ». — Και τα κ α τ σ ι κ ά κ ι α τ ή ς α π ά ν τ η σ α ν : " Έ ν νοια σου, μ α μ ά , θα π ρ ο σ έ χ ο υ μ ε . Φ ύ γ ε και μην ανησυ χείς ». Βέλασε τ ό τ ε η κ α τ σ ί κ α , γ ι α να τ κι
έφυγε Δεν
αποχαιρετήσει,
ήσυχη.
πέρασε
πολλή
ώρα και
κάποιος
χτύπησε
την
π ό ρ τ α λέγοντας : « Ανοίξτε, κ α λ ά μου π α ι δ ά κ ι α . Η μ α νούλα γύρισε κι έχει φέρει δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Τα κ α τσικάκια όμως γνώρισαν τη χοντρή, βραχνή φωνή και κ α τ ά λ α β α ν π ω ς είναι ο λύκος. " Δεν ανοίγουμε », α π ο κρίθηκαν. « Δεν είσαι η μανούλα μας. Εκείνη έχει γ λ υ κιά
και
τραγουδιστή
φωνή.
Η
δικιά
σου
ό μ ω ς είναι
χ ο ν τ ρ ή και β ρ α χ ν ή . Ε ί σ α ι ο κ α κ ό ς λύκος ». Τ ό τ ε ο λύ κος έ φ υ γ ε και π ή γ ε στον μ π α κ ά λ η . Α γ ό ρ α σ ε ένα μ ε γ ά λ ο κ ο μ μ ά τ ι κ ι μ ω λ ί α και τό ' φ α γ ε , γ ι α να κάνει τη φωνή του γλυκιά και τραγουδιστή.
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγινε.
Τότε π ή γ ε πάλι και χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας :
" Α ν ο ί ξ τ ε , καλά μου π α ι δ ά κ ι α .
Η μανούλα γύρισε κι έχει
φέρει δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Ο λύκος ό μ ω ς είχε α κ ο υ μ π ή σει τ ο μ α ύ ρ ο τ ο υ π ο δ ά ρ ι στο π α ρ ά θ υ ρ ο . Κ α ι τ α κ α τ σ ι κ ά κ ι α το είδαν κ α ι τον κ α τ ά λ α β α ν : « Δεν ανοίγουμε », φώναξαν. « Η μανούλα μας δεν έχει
μαύρα π ό δ ι α σαν
τα δικά σου. Ε ί σ α ι ο κ α κ ό ς λύκος ». Ο λύκος τότε, μια και δυο, π ά ε ι στο το πόδι μου.
φούρναρη
Άλειψε μου το
ο πόνος ». Κι ύστερα έτρεξε
κ α ι τ ο υ λέει : " Χ τ ύ π η σ α με ζυμάρι, να μαλακώσει στο
μ υ λ ω ν ά κ α ι τ ο υ λέει :
" Κοσκίνισέ μου λίγο αλεύρι π ά ν ω
στο
π ό δ ι μου ».
Ο
μ υ λ ω ν ά ς κ α τ ά λ α β ε : " Κ ά π ο ι ο ν π ά ε ι να ξεγελάσει ο λύ κ ο ς » . Κ ι α ρ ν ή θ η κ ε . Ο λ ύ κ ο ς ό μ ω ς τ ο υ ε ί π ε : " Α ν δεν κάνεις αυτό π ο υ σου λ έ ω , θα σε φ ά ω ». Ο μυλωνάς τ ό τ ε φοβήθηκε και κοσκίνισέ ά σ π ρ ο αλεύρι
στο πόδι του λύ
κου. Έ τ σ ι είναι ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι . Τρίτη
φορά πάει
π ό ρ τ α κ α ι λέει :
ο
κακός λύκος και χτυπάει την
" Α ν ο ί ξ τ ε , καλά μου παιδάκια.
Η μα
νούλα σας γ ύ ρ ι σ ε κ ι έχει φέρει α π ' τ ο δάσος δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Τα κ α τ σ ι κ ά κ ι α τ ό τ ε φ ώ ν α ξ α ν α π ό μ έ σ α : " Δ ε ί ξε μ α ς το π ό δ ι σου, γ ι α να σιγουρευτούμε ότι είσαι η μανούλα μ α ς ».
Ο λύκος τότε τους
έδειξε το πόδι
του
α π ' το π α ρ ά θ υ ρ ο , κι όταν εκείνα το είδαν άσπρο, π ί σ τ ε ψαν
πως
τους
έλεγε
την
αλήθεια. Έ τ σ ι
άνοιξαν
την
π ό ρ τ α . Αλλά αυτός που μ π ή κ ε μέσα ήταν ο λύκος ο κ α κός κι όχι η καλή τους μητερούλα. Τρόμαξαν τα κατσι κάκια κι έτρεξαν να κρυφτούν. Το π ρ ώ τ ο πήδησε κ ά τ ω απ' τρίτο
το τ ρ α π έ ζ ι , το δεύτερο τ ρ ύ π ω σ ε στο κρεβάτι, μέσα
στη
σόμπα,
το τέταρτο
στην
κουζίνα,
το το
π έ μ π τ ο στο ντουλάπι, το έκτο χ ώ θ η κ ε κ ά τ ω α π 5 τη με γ ά λ η σ ο υ π ι έ ρ α κ α ι τ ο έ β δ ο μ ο μ έ σ α σ τ ο ρολόι τ ο υ τ ο ί χ ο υ . Ο λύκος ό μ ω ς τα βρήκε όλα και χ ω ρ ί ς να χάσει λ ε π τ ό
άνοιξε τ η σ τ ο μ α τ ά ρ α τ ο υ και τ ά ' χ α ψ ε τ ο ένα μ ε τ ά τ ο ά λ λ ο . Μ ό ν ο τ ο π ι ο μ ι κ ρ ό δεν β ρ ή κ ε , π ο υ ε ί χ ε χ ω θ ε ί ρολόι τ ο υ τ ο ί χ ο υ . του,
Μόλις ο λύκος
χόρτασε
την
βγήκε σιγά σιγά έξω, προχώρησε στο λιβάδι,
σ π ο υ έ φ τ α σ ε κ ά τ ω α π ό ένα δέντρο.
στο
πείνα ώ
Κι εκεί έπεσε να
κοιμηθεί. Μ ε τ ά από λίγη ώρα γύρισε η γριά κατσίκα α π 5 το δάσος. Αχ, τι ήταν αυτό που αντίκρισαν
τα μάτια της !
Η πόρτα του σπιτιού της ορθάνοιχτη : τραπέζι, καρέ κλες και π ά γ κ ο ι , α ν α π ο δ ο γ υ ρ ι σ μ έ ν α όλα, η μ ε γ ά λ η σουπ ι έ ρ α θρύψαλα στο πάτο^μα, κουβέρτες και μαξιλάρια σκισμένα και πεταμένα
από δω
κι α π ό κει. Σ α ν τρελή
έψαξε ν α βρει τ α π α ι δ ι ά τ η ς . Π ο υ θ ε ν ά . Έ ν α ένα τ α φ ώ ν α ζ ε μ ε τ ' όνομα τ ο υ ς , κ α ν έ ν α ό μ ω ς δεν α π α ν τ ο ύ σ ε . Ό ταν τέλος έ φ τ α σ ε και στο τελευταίο, μ ι α ψιλή φωνούλα της απάντησε : τοίχου ».
« Μ α ν ο ύ λ α , ε ί μ α ι μ έ σ α σ τ ο ρολόι τ ο ύ
Αμέσως
τό
'βγαλε
από
μέσα
η
κατσίκα
κι εκείνο τ η ς ε ί π ε ότι είχε έρθει ο λύκος κι ε ί χ ε φάει όλα του τ
αδερφάκια. Με μαύρο δάκρυ τά
κλάψε η κατσίκα
τα κακόμοιρα τα παιδάκια της. Μ ε τ ά από ώρα πολλή βγήκε έξω και το μικρό το κ α τ σ ι κ ά κ ι την ακολούθησε. Φ τ ά ν ο ν τ α ς στο λιβάδι, είδαν το λύκο
που
τόσο δυνατά
κοιμόταν που
κάτω
απ
το δέντρο. Ρ ο χ ά λ ι ζ ε
τα κλαριά π ά ν ω α π ' το κεφάλι του
έτριζαν. Η κ α τ σ ί κ α τον κοίταξε απ
όλες τ ι ς μεριές κ α ι
είδε π ω ς μ έ σ α στην τ ο υ ρ λ ω μ έ ν η τ ο υ κοιλιά κ ά τ ι χ ο ρ ο πηδούσε. " Α χ , Θεέ μ ο υ » , σκέφτηκε. " Μ ή π ω ς ο κακός ο λύκος έκανε τα π α ι δ ά κ ι α μου μ ι α χ α ψ ι ά και ζούνε α κ ό μα μέσα στην κοιλιά τ ο υ ; »
Γ ρ ή γ ο ρ α στέλνει το μικρό
το κ α τ σ ι κ ά κ ι στο σ π ί τ ι , να φέρει ψαλίδι και βελόνα κ α ι κ λ ω σ τ ή . Κι ανοίγει την κοιλιά του λύκου με μια ψαλι-
διά. Δεν π ρ ό λ α β ε να ψάξει, κ α ι νά σου κιόλας το π ρ ώ τ ο κ α τ σ ι κ ά κ ι , π ο υ β γ ά ζ ε ι α π ό μ έ σ α τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ . Κ ι όσο έκοβε, ά ρ χ ι σ α ν ν α π η δ ο ύ ν έ ξ ω τ ο ένα μ ε τ ά τ ο άλλο. Ή τ α ν γ ε ρ ά κ α ι τ α έ ξ ι , κ α ν έ ν α τ ο υ ς δεν ε ί χ ε π ά θ ε ι τ ί π ο τ α . Γιατί ο κακός λύκος, απ
τη λ α ι μ α ρ γ ί α του, τα είχε χ α -
ταπιεί ολόκληρα, δ ί χ ω ς να τα μασήσει. Τι χ α ρ ά έκαναν ! Α γ κ ά λ ι α ζ α ν όλα τη μανούλα τους κ α ι χ ο ρ ο π η δ ο ύ σ α ν , σαν να ε ί χ α ν π α ν η γ ύ ρ ι . όμως τους είπε :
" Πηγαίνετε γρήγορα
Η κατσίκα
να βρείτε με
γάλες και βαριές πέτρες. Μ' αυτές θα γεμίσουμε την κοι λιά του κακού λύκου,
τ ώ ρ α που κοιμάται ».
Γρήγορα
γ ρ ή γ ο ρ α έφεραν τ α ε φ τ ά κ α τ σ ι κ ά κ ι α όσες π έ τ ρ ε ς βρήκαν ολόγυρα και γέμισαν την κοιλιά του λαίμαργου θηρίου. Η κ α τ σ ί κ α τ ό τ ε τον έραψε με τόση γ ρ η γ ο ρ ά δ α και δεξιοσ ύ ν η π ο υ α υ τ ό ς δεν κ α τ ά λ α β ε τ ί π ο τ α . Ο ύ τ ε κ α ν σ ά λ ε ψ ε στον
ύπνο
του.
Κι όταν επιτέλους ξύπνησε, σηκώθηκε και π ρ ο σ π ά θησε να π ά ε ι να π ι ε ι νερό, γ ι α τ ί οι π έ τ ρ ε ς στην κοιλιά του του είχαν φέρει να προχωράει,
μεγάλη
οι πέτρες
δίψα. Κ α θ ώ ς στην
κοιλιά του
όμως
άρχισε
άρχισαν να
κουνιούνται και να χ τ υ π ά ν ε μεταξύ τους. Τ ό τ ε ο λύκος έβαλε
τις
φωνές : « Νόμιζα έξι
πως
Φαίνεται χίλια
είχα
φάει
κατσικάκια. όμως
πετραδάκια!
πως
κατάπια
»
Κι όταν έ φ τ α σ ε στο π η γ ά δ ι κι έσκυψε να πιει νερό, οι βαριές π έ τ ρ ε ς τον παρέσυραν κι ο κ α κ ό ς λύκος π ν ί γ η κ ε . Μόλις τ ο είδαν αυτό τ α ε φ τ ά κ α τ σ ι κ ά κ ι α , έτρεξαν
καταχαρούμενα Πάει!
φωνάζοντας:
α Πάει
ο
κακός
λύκος!
Π ν ί γ η κ ε ! » Και α π ' τη χαρά τους βάλθηκαν να
χορεύουν με την κ α τ σ ί κ α γ ύ ρ ω α π ' το π η γ ά δ ι .
6.
Ο πιστός
Μ
ΙΑ
ΦΟΡΑ ΚΙ
Ιωάννης
ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
γ έ ρ ο ς κι ά ρ ρ ω σ τ ο ς ,
και
ήταν
ένας
σκεφτόταν :
βασιλιάς, « Φαίνεται
π ω ς ήρθε π ι α η ώ ρ α να π ε θ ά ν ω ». Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε : « Νά 'ρθει α μ έ σ ω ς κ ο ν τ ά μου ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ». 0 π ι στός Ιωάννης ήταν ο α γ α π η μ έ ν ο ς του υπηρέτης. Και τον έ λ ε γ α ν έτσι ε π ε ι δ ή σ ' όλη τ ο υ τ η ζ ω ή πιστά
τον
αφέντη
του.
Όταν
είχε
υπηρετήσει
παρουσιάστηκε
στον ά ρ ρ ω σ τ ο βασιλιά, εκείνος του είπε :
λοιπόν
« Πιστέ μου
Ι ω ά ν ν η , ν ι ώ θ ω π ω ς έχει φτάσει τ ο τέλος μου. Κ α ι διόλου δεν θ ' α ν η σ υ χ ο ύ σ α , α ν
δεν ή τ α ν ο γ ι ο ς μ ο υ , τ ο β α σ ι λ ό
π ο υ λ ο . Ε ί ν α ι π ο λ ύ μ ι κ ρ ό ς α κ ό μ α , δεν έ χ ε ι μ ά θ ε ι ν α ξ ε χ ω ρ ί ζ ε ι τ ο σ ω σ τ ό κ α ι τ ο κ α λ ό . Α ν λ ο ι π ό ν δεν μ ο υ υ π ο σχεθείς ότι θα του σταθείς σαν π α τ έ ρ α ς , ότι θα τον σ υ μ β ο υ λ ε ύ ε ι ς κ α ι θ α τ ο υ δ ε ί χ ν ε ι ς π ά ν τ α τ ο ν σ ω σ τ ό δ ρ ό μ ο , δεν θα μ π ο ρ έ σ ω κι ε γ ώ να κλείσω ήσυχος τα μ ά τ ι α μου ». Ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης τότε α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Δεν θα τον α φ ή σω
μόνο
κι έρημο.
Θα τον
υπηρετήσω
πιστά,
ακόμα
κι αν χρειαστεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου γ ι α χ ά ρ η του ».
—
" Μπορώ λοιπόν να π ε θ ά ν ω ήσυχος, με την καρδιά μου α ν α π α μ έ ν η », ε ί π ε ο γ ε ρ ο - β α σ ι λ ι ά ς .
« Μ ε τ ά το
θάνατο
μ ο υ ν α τ ο υ δ ε ί ξ ε ι ς όλο τ ο π α λ ά τ ι , ό λ ε ς τ ι ς α ί θ ο υ σ ε ς , τ ι ς
κάμαρες και τα κελάρια. βρίσκονται
Όλους
μ α ζ ε μ έ ν ο ι εδώ
μέσα.
τους
θησαυρούς που
Πρόσεχε όμως :
μην
τ ο ν α φ ή σ ε ι ς ν α μ π ε ι σ τ ο τ ε λ ε υ τ α ί ο κ α μ α ρ ά κ ι , σΓο β ά θ ο ς τ ο υ δ ι α δ ρ ό μ ο υ , γ ι α τ ί εκεί μ έ σ α είναι κ ρ ε μ α σ μ έ ν η η ζ ω γ ρ α φ ι ά τ η ς β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ς τ ο υ Χ ρ υ σ ο ύ Ο υ ρ α ν ο ί . Α ν δει τη ζ ω γ ρ α φ ι ά της, θα την αγαπήσει
τόσο
πολύ π ο υ θ α
σωριαστεί λιπόθυμος· κι ύστερα θα ριχτεί γ ι α χάρη της σε
μεγάλους
κινδύνους.
Εσύ
όμως
δεν
πρέπει
αφήσεις ". Κι όταν ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης έδωσε
να
τον
στον γερο-
βασιλιά το λόγο του γ ι ' άλλη μ ι α φορά, εκείνος ησύχασε, ακούμπησε το κεφάλι του στα μαξιλάρια και πέθανε. Ό τ α ν έγινε η κηδεία, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης έπιασε τον νεαρό βασιλιά και του μίλησε γ ι α τον όρκο π ο υ είχε δ ώ σει στον ε τ ο ι μ ο θ ά ν α τ ο π α τ έ ρ α τ ο υ . Τ ε λ ε ι ώ ν ο ν τ α ς π ρ ό σ θεσε : " Θα κ ρ α τ ή σ ω το λ ό γ ο μ ο υ και θα σε υ π η ρ ε τ ή σ ω π ι σ τ ά , ό π ω ς υ π η ρ έ τ η σ α κι εκείνον, α κ ό μ α κι αν χ ρ ε ι α στεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου ». Κ α ι πέρασαν οι μέρες τού πένθους και ο πιστός Ιωάννης είπε στο βασιλιά : θε τ ώ ρ α ο κ α ι ρ ό ς να δεις τ η ν κ λ η ρ ο ν ο μ ι ά σου
" Ήρ π ά μ ε να
σου δ ε ί ξ ω τ ο π α λ ά τ ι κ α ι τ ο υ ς θ η σ α υ ρ ο ύ ς π ο υ σου ά φ η σ ε ο π α τ έ ρ α ς σου ». Κ α ι τον γ ύ ρ ι σ ε σ' όλες τ ι ς κ ά μ α ρ ε ς κ α ι τις στολισμένες σάλες και τα κελάρια και τού 'δειξε ό λους τους θησαυρούς.
Μ ό ν ο μ ι α π ό ρ τ α δεν τ ο υ ά ν ο ι ξ ε ,
την π ό ρ τ α στο βάθος του διαδρόμου, π ο υ οδηγούσε στο μικρό καμαράκι με την επικίνδυνη ζ ω γ ρ α φ ι ά . Η ζ ω γ ρ α φιά όμως ήταν τοποθετημένη με τέτοιον τρόπο, που ό ποιος άνοιγε την πόρτα, την τόσο
όμορφη
και
αντίκριζε αμέσως. Κι ήταν
καλοκαμωμένη,
που
θαρρούσες π ω ς
ή τ α ν ζ ω ν τ α ν ή κ α ι θα γ ύ ρ ν α γ ε να σου μιλήσει. Κ α ι άλλη ο μ ο ρ φ ό τ ε ρ η κ α ι γ λ υ κ ύ τ ε ρ η δεν υ π ή ρ χ ε σ ' ο λ ό κ λ η ρ η τ η ν πλάση.
Ο νεαρός βασιλιάς λοιπόν πρόσεξε ότι ο π ι σ τ ό ς Ι ω άννης α π ό φ ε υ γ ε την πορτούλα τ η ς μικρής κ ά μ α ρ α ς και τ ο ν ρ ώ τ η σ ε : « Γ ι α τ ί δεν α ν ο ί γ ε ι ς ν α μ ο υ δ ε ί ξ ε ι ς κ ι α υ τ ό το κ α μ α ρ ά κ ι ; » — « Γ ι α τ ί έχει μ έ σ α κ ά τ ι π ο υ θα σε τ ρ ο μ ά ξ ε ι π ο λ ύ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο π ι σ τ ό ς υ π η ρ έ τ η ς . Ο νέος β α σιλιάς τότε π ε ί σ μ ω σ ε :
"
Γ ύ ρ ι σ α όλο τ ο π α λ ά τ ι . Τ ώ ρ α
ό μ ω ς θέλω να μ ά θ ω τι κ ρ ύ β ε τ α ι εκεί μ έ σ α ». Κ α ι π λ η σιάζοντας π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν'
ανοίξει την π ό ρ τ α .
Ο πιστός
Ιωάννης τον εμπόδισε και του είπε : " Υ π ο σ χ έ θ η κ α στον π α τ έ ρ α σ ο υ , λ ί γ ο π ρ ι ν π ε θ ά ν ε ι , ό τ ι δεν θ α σ ' α φ ή σ ω ν α δεις τι κρύβεται μέσα σ' αυτό το κ α μ α ρ ά κ ι . Αν π α ρ α κ ο ύ σεις τη
συμβουλή
μου,
μ ε γ ά λ ε ς σ υ μ φ ο ρ έ ς θα σε βρουν
κ α ι σ έ ν α κ α ι μ έ ν α ». — " Α, ό χ ι », ε π έ μ ε ι ν ε ο ν έ ο ς β α σ ι λ ι ά ς . " Τ ο κ α κ ό θ α τ ο π ά θ ω α ν δεν
μ' αφήσεις να κοι
τ ά ξ ω ε κ ε ί μ έ σ α . Μ έ ρ α κ α ι ν ύ χ τ α η σ υ χ ί α δεν θ α β ρ ί σ κ ω , ώσπου ν' ανοίξω την π ό ρ τ α και να ικανοποιήσω την π ε ριέργεια μ ο υ . Δεν το κ ο υ ν ά ω
α π ό δω
α ν δεν μ ο υ α ν ο ί
ξεις την π ό ρ τ α ». Ε ί δ ε κι απόειδε ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς , κ α τ ά λ α β ε ότι με τ ί π ο τ α δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο υ α λ λ ά ξ ε ι μ υ α λ ά . Κ α ι μ ε βαριά καρδιά έψαξε στην αρμαθιά με τα κλειδιά του να βρει τ ο κλειδί π ο υ τ α ί ρ ι α ζ ε στην κ λ ε ι δ α ρ ι ά . Ά ν ο ι ξ ε τ η ν π ό ρ τ α και μ π ή κ ε μέσα π ρ ώ τ ο ς , θέλοντας να σκεπάσει τη ζ ω γ ρ α φ ι ά , ν α μ η ν τ η δει ο ν έ ο ς β α σ ι λ ι ά ς . Ά δ ι κ ο ς κ ό π ο ς . Γιατί ο
βασιλιάς ανασηκώθηκε στις μύτες τ ω ν ποδιών
τ ο υ και τ η ν είδε π ά ν ω α π ' τον ώ μ ο τ ο υ π ι σ τ ο ύ Ι ω ά ν ν η . Κ ι όταν είδε τ η ζ ω γ ρ α φ ι ά τ η ς π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ς , π ο υ ά σ τ ρ α φτε α π ' το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια, σωριά στηκε κ α τ ά χ α μ α λιπόθυμος. Ο πιστός Ιωάννης
τον σ ή
κ ω σ ε , τ ο ν κ ο υ β ά λ η σ ε σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ κ α ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ όλο θ λ ί ψ η : « Θ ε έ μ ο υ , τ ώ ρ α τ ο κ α κ ό έ γ ι ν ε ! Τ ι σ υ μ -
φορές
μας
περιμένουν; »
Ύστερα
έδωσε
στον
αφέντη
του κρασί, γ ι α να τον συνεφέρει. Κι η π ρ ώ τ η κουβέντα που είπε το παλικάρι, μόλις ήρθε στα συγκαλά του, ήταν : " Α χ , π ο ι α είναι α υ τ ή η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η κ ο π έ λ α ; » — " Ε ί ναι
η
βασιλοπούλα
του
Χρυσού
Ουρανού »,
απάντησε
ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς . Κι ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Η α γ ά π η μου γι5 α υ τ ή ν είναι τ ό σ ο μ ε γ ά λ η π ο υ α κ ό μ α
κι αν όλα
τα φύλλα π ά ν ω στα δέντρα είχαν στόμα και λαλιά, πάλι δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ η ν τ ρ α γ ο υ δ ή σ ο υ ν ό π ω ς θ ά ' π ρ ε π ε . Δ ί ν ω και τη ζ ω ή μου γ ι α να τ η ν κ ά ν ω δική μου. Κι εσύ, πιστέ μου υ π η ρ έ τ η , πρέπει να με βοηθήσεις! » Ο πιστός Ιωάννης έστυψε το μυαλό του, να σκεφτεί α π ό π ο ύ ν α ξεκινήσουν και π ώ ς ν α ψάξουν ν α τ η βρουν. Γιατί ήταν δύσκολο πολύ, α κ ό μ α και να φτάσουν να την αντικρίσουν.
Μ ε τ α π ο λ λ ά β ρ ή κ ε έναν τ ρ ό π ο
και είπε
στον α φ έ ν τ η τ ο υ : " Ό , τ ι έχει γ ύ ρ ω τ η ς , είναι α π ό χ ρ υ σάφι : τ ρ α π έ ζ ι α , κ α θ ί σ μ α τ α , π ι α τ ι κ ά , λεκάνες, ποτήρια, όλα. Σ τ α κ ε λ ά ρ ι α τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ σου έ χ ε ι ς π έ ν τ ε τόνους χρυσάφι.
Φ ώ ν α ξ ε τ ο υ ς χ ρ υ σ ο χ ό ο υ ς τ η ς χ ώ ρ α ς σου κ α ι
βάλ' τ ο υ ς ν α σου φ τ ι ά ξ ο υ ν κ α ν ά τ ι α και δ ο χ ε ί α κ α ι π ο υ λάκια και ζωάκια ψεύτικα και θαυμαστά, που θα τραβή ξουν τ η ν π ρ ο σ ο χ ή τ η ς κ α ι θ α τ η ς αρέσουν. Κ ι όταν π ά μ ε να τη βρούμε, θα της τα τ ύ χ η μας ».
δείξουμε, να δοκιμάσουμε την
Π ρ ά γ μ α τ ι ο βασιλιάς ακολούθησε τη συμ
βουλή του και κάλεσε όλους τ ο υ ς χ ρ υ σ ο χ ό ο υ ς τ η ς χ ώ ρ α ς του. Μ έ ρ α και ν ύ χ τ α δούλευαν οι τεχνίτες, ώ σ π ο υ τέλος έφτιαξαν
σωρό
τα
στολίδια
και
τα κομψοτεχνήματα.
Κι όταν όλα φ ο ρ τ ώ θ η κ α ν σ' ένα κ α ρ ά β ι , ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ντύθηκε ρούχα εμπόρου κι έβαλε και
το βασιλιά να κά
νει τ ο ί δ ι ο , γ ι α ν α μ η ν μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ί ς ν α τ ο υ ς γ ν ω ρ ί σ ε ι . Ύ σ τ ε ρ α άνοιξαν π α ν ι ά κι άρχισαν να ταξιδεύουν στη θά-
λασσα. Ταξίδευαν, ταξίδευαν, ώ σ π ο υ έφτασαν στην π ο λιτεία όπου ζούσε η βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού. Ο
πιστός
Ιωάννης
συμβούλεψε
τον
αφέντη
καθίσει στο καράβι και να τον περιμένει. τα κ α τ α φ έ ρ ω », είπε,
του
να
« Μπορεί να
" και να γ υ ρ ί σ ω μαζί με τη βασι
λ ο π ο ύ λ α . Φ ρ ό ν τ ι σ ε , λοιπόν, α φ έ ν τ η , να είναι όλα έ τ ο ι μ α και συγυρισμένα. Κ α ι βγάλε όλα τα χρυσά, να στολίσεις το καράβι μας ». Ύ σ τ ε ρ α διάλεξε τα καλύτερα στολίδια, τά 'κρυψε στη ζώνη του, κατέβηκε στη στεριά και π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο π α λ ά τ ι . Μόλις έφτασε μ π ρ ο σ τ ά του
παλατιού,
είδε
μιαν
όμορφη
κοπέλα
στην αυλή
στο
πηγάδι,
π ο υ κ ρ α τ ο ύ σ ε σ τ α χ έ ρ ι α τ η ς δυο χ ρ υ σ ο ύ ς κ ο υ β ά δ ε ς κ α ι τ ρ α β ο ύ σ ε νερό. Ό τ α ν γ έ μ ι σ ε τους κ ο υ β ά δ ε ς τ η ς μ ε κ ρ υ στάλλινο,
καθάριο
νερό,
ετοιμάστηκε
να
γυρίσει
στο
π α λ ά τ ι . Τ ό τ ε ε ί δ ε τ ο ν ξένο κ α ι τ ο ν ρ ώ τ η σ ε π ο ι ο ς ή τ α ν κι α π ό π ο ύ ερχόταν. « Ε ί μ α ι έμπορος », της αποκρίθηκε ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης. Κι ανοίγοντας τη ζ ώ ν η του τ η ς έδειξε την π ρ α μ ά τ ε ι α του. " Πω, πω ! Τι όμορφα στολίδια! », φώναξε η κοπέλα κι άφησε κ ά τ ω τους κουβάδες, για να τα κοιτάξει με την η σ υ χ ί α τ η ς .
" Ε ί μ α ι σίγουρη ότι η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α μ α ς θα τ' αγοράσει όλα, αν τ η ς τα δείξεις. Τρελαίνεται
για
τα
χρυσαφικά και
τα
στολίδια . . . »
Τον πήρε λοιπόν α π ' το χέρι και τον έ μ π α σ ε στο π α λ ά τ ι γιατί αυτή ήταν η καμαριέρα της βασιλοπούλας. Ό τ α ν η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α είδε τ α χ ρ υ σ α φ ι κ ά π ο υ έ κ ρ υ β ε στη
ζώνη του ο πιστός Ιωάννης, θ α μ π ώ θ η κ ε α π '
ομορφιά τους και είπε :
"
Είναι
τόσο
την
καλοδουλεμένα
π ο υ θα τ' α γ ο ρ ά σ ω όλα ». Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ό μ ω ς τ η ς αποκρίθηκε :
« Εγώ
δεν
είμαι π α ρ ά
ο
υπηρέτης
ενός
π λ ο ύ σ ι ο υ π ρ α μ α τ ε υ τ ή . Α υ τ ά π ο υ έ χ ω μ α ζ ί μ ο υ δεν ε ί ν α ι τ ί π ο τ α μ π ρ ο σ τ ά στην π ρ α μ ά τ ε ι α π ο υ έχει στο καράβι του
ο αφέντης μου : σ τ ' αλήθεια κουβαλάει τα ωραιότερα και τα ακριβότερα χ ρ υ σ α φ ι κ ά του κόσμου ".
Η βασιλοπού
λ α ζ ή τ η σ ε τ ό τ ε ν α τ η ς τ α φέρουν ν α τ α δει όλα, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης όμως της είπε :
" Θα μας πάρει μέρες πολλές
να τα φέρουμε ώς ε δ ώ , γ ι α τ ί είναι πολλά.
Και θα μας
χρειαστούν τόσο πολλές κάμαρες, για
να τ' απλώσουμε,
π ο υ τ ο π α λ ά τ ι δεν θ α μ α ς χ ω ρ έ σ ε ι » .
Έ τ σ ι της κέντρισε
την περιέργεια και την επιθυμία και την έβαλε σε τέτοιο πειρασμό που στο
τέλος
η βασιλοπούλα είπε :
" Οδή
γησε με στο κ α ρ ά β ι σας. Θα π ά ω μόνη μου να δω τους θησαυρούς του αφέντη
σου ".
Ό λ ο χ α ρ ά την οδήγησε στο καράβι ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν νης. Κ α ι τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο , μ ό λ ι ς την είδε, κ α τ ά λ α β ε π ω ς ήταν πιο όμορφη ακόμα από τη ζ ω γ ρ α φ ι ά της, κι η καρ διά του πήγαινε να σπάσει α π ' την α γ ά π η . Ανέβηκε η βασιλοπούλα στο καράβι κι ο βασιλιάς την υ π ο δ έ χ τ η κ ε με τ ι μ έ ς . Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ό μ ω ς έμεινε π ι ο πίσω
και
πρόσταξε τον κ α π ε τ ά ν ι ο να σηκώσει την ά γ κ υ ρ α και να ξανοιχτεί
στο
πέλαγος :
« Ανοίξτε
όλα τα π α ν ι ά ,
σαν
το πουλί να φτερουγίσει το σκαρί π ά ν ω α π ' τα κ ύ μ α τ α ! » Κι
όσην
ώρα
ο
βασιλιάς
έδειχνε
στη
βασιλοπούλα τα
χ ρ υ σ ά π ο τ ή ρ ι α και τ α φ λ ι τ ζ α ν ά κ ι α και τ α στολίδια, ένα ένα, τ ο κ α ρ ά β ι τ α ξ ί δ ε υ ε σαν τον ά ν ε μ ο . Ώ ρ ε ς π ο λ λ έ ς π έ ρασαν έτσι, θ α υ μ ά ζ ο ν τ α ς τα χρυσά α ρ ι σ τ ο υ ρ γ ή μ α τ α . Κ α ι η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α δεν κ α τ ά λ α β ε π ω ς τ ο κ α ρ ά β ι ε ί χ ε σ α λ
πάρει κι είχε απομακρυνθεί α π ' την πολιτεία της. Κι όταν είδε
και
το
τελευταίο
στολίδι, ευχαρίστηκε τον
έμπο
ρο και θέλησε να γυρίσει στο π α λ ά τ ι της. Ανεβαίνοντας όμο^ς σ τ ο κ α τ ά σ τ ρ ω μ α , ε ί δ ε ό τ ι ε ί χ α ν ξ ε μ α κ ρ ύ ν ε ι τ ό σ ο α π ' τ η σ τ ε ρ ι ά π ο υ ολόγυρα τ ο υ ς μ ό ν ο θ ά λ α σ σ α φ α ι ν ό τ α ν . "Αχ!»,
φώναξε
τρομαγμένη.
«Με
κορόιδεψαν
και
μ' έκλεψαν. Κ α ι τ ώ ρ α με κρατάει σ τ α χέρια του ένας έμ πορος. Καλύτερα να πεθάνω ! . . . " έπιασε απ
Ο βασιλιάς τότε την
το χέρι και τ η ς είπε : " Δεν είμαι έμπορος.
Ε ί μ α ι βασιλιάς α π ό αρχοντική γενιά, ό π ω ς κι εσύ. σ' έκλεψα με πονηριά,
φταίει η
αγάπη
π ο υ είναι μ ε γ ά λ η . Τ η ν π ρ ώ τ η φορά
Κι αν
μου γ ι α σένα,
που αντίκρισα τη
ζ ω γ ρ α φ ι ά σου, σ ω ρ ι ά σ τ η κ α λιπόθυμος κ α τ ά χ α μ α ». βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού ησύχασε στο
Η
άκου
σμα αυτών των λόγων. Κι η καρδιά της χτύπησε γλυκά για το
όμορφο
παλικάρι,
έτσι
που
δέχτηκε
να γίνει
γυναίκα του. Κ α θ ώ ς ταξίδευαν όμως στο πέλαγος, τρία κοράκια πέταξαν π ά ν ω α π ' το καράβι. Ο πιστός Ιωάννης, που κ α θ ό τ α ν ε στην π λ ώ ρ η κ α ι τ ρ α γ ο υ δ ο ύ σ ε , τ α είδε κ α ι σ τ α μ ά τ η σ ε να π α ί ζ ε ι την κιθάρα του, γ ι α ν' ακούσει τι λέ γανε. Γιατί ο πιστός υπηρέτης του βασιλιά καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών.
Και το π ρ ώ τ ο κοράκι είπε :
" Γιά κοίτα, κατάφερε να την πάρει μαζί του τη βασι λοπούλα του
Χρυσού
Ο υ ρ α ν ο ύ ».
—
« Ν α ι »,
αποκρί
θ η κ ε τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο , « α λ λ ά δεν τ η ν έ χ ε ι κ ά ν ε ι α κ ό μ α δ ι κ ή τ ο υ ». — α Τ η ν έχει ό μ ω ς μ α ζ ί τ ο υ στο κ α ρ ά β ι », είπε το τρίτο. είπε :
Και τότε μίλησε πάλι το π ρ ώ τ ο κοράκι και
« Και
λοιπόν;
Αυτό
δεν
φτάνει.
Γιατί
μόλις
φτάσουν κ α ι π α τ ή σ ο υ ν τ ο π ό δ ι τ ο υ ς σ τ η στεριά, ένα π υ ρόξανθο άλογο θα παρουσιαστεί μ π ρ ο σ τ ά του. Κι ο β α σ ι λ ι ά ς δεν θ 5 α ν τ έ ξ ε ι : α μ έ σ ω ς θ α τ ο κ α β α λ ι κ έ ψ ε ι . Κ α ι τότε πάει, θα φύγει φ τ ε ρ ω τ ό το άλογο και θα τον πάρει μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο υ ς ο υ ρ α ν ο ύ ς . Π ο τ έ δεν θ α ξ α ν α δ ε ί τ η ν κ α λ ή τ ο υ » . Κ α ι τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο κ ο ρ ά κ ι ρ ώ τ η σ ε : « Μ α δεν υ π ά ρ χ ε ι λ ύ σ η κ α μ ι ά ; Σ ω τ η ρ ί α δεν υ π ά ρ χ ε ι ; » — « Κ α ι β έ βαια υ π ά ρ χ ε ι . Αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς να καβαλικέψει το π υ -
ρόξανθο άλογο πριν
α π ό το βασιλιά, να ξεθηκαρώσει
σπαθί της φωτιάς που
είναι
περασμένο
στη
το
σέλα του
κ α ι να σ κ ο τ ώ σ ε ι το ά λ ο γ ο , τ ό τ ε ο νέος β α σ ι λ ι ά ς θα σ ω θεί. Α λ λ ά π ο ι ο ς το ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κι αν α κ ό μ α βρε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α τ ο υ τ ο π ε ι , γ ι α τ ί αμέσως θα γίνει π έ τ ρ α α π ' τα ν ύ χ ι α τ ω ν ποδιών του μέ χρι
τα
γόνατα ».
Τότε
μίλησε το
δεύτερο κοράκι :
« Εγώ
ξέρω και
κ ά τ ι π α ρ α π ά ν ω . Α κ ό μ α κι αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς και σκο τώσει το άλογο, α κ ό μ α και τότε ο βασιλιάς θα χάσει την καλή του. Γ ι α τ ί την ώ ρ α π ο υ θα φτάσουν στο π α λ ά τ ι , θα δουν μ ι α γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η φ ο ρ ε σ ι ά τ ό σ ο ό μ ο ρ φ η κ α ι π λ ο ύ σ ι α στολισμένη, κεντημένη
υφασμένη μ' ασήμι.
θαρρείς
από
καθαρό χρυσάφι,
Α λ λ ά στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α είναι
φ τ ι α γ μ έ ν η α π ό θειάφι κ α ι π ί σ σ α , και μόλις τη φορέσει, θα π ά ρ ε ι φ ω τ ι ά και θα καεί ζ ω ν τ α ν ό ς , μέχρι το κόκαλο ». — « Κ α ι σ ω τ η ρ ί α δεν υ π ά ρ χ ε ι ; » , ρ ώ τ η σ ε τ ο τ ρ ί τ ο κ ο ρ ά κ ι . " Π ώ ς ! Υ π ά ρ χ ε ι . . . Αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς κι α ρ π ά ξ ε ι τη φορεσιά φ ο ρ ώ ν τ α ς γ ά ν τ ι α και την π ε τ ά ξ ε ι στη φ ω τ ι ά , τότε θα λαμπαδιάσει α μ έ σ ω ς το θειάφι κι η π ί σ σ α και ο β α σ ι λ ι ά ς θα σ ω θ ε ί . Α λ λ ά π ο ι ο ς το ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κ ι α ν α κ ό μ α β ρ ε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α του το πει, γ ι α τ ί α μ έ σ ω ς θα γίνει π έ τ ρ α α π ' τα γ ό ν α τ α ώς την καρδιά του ». Τελευταίο μίλησε το τρίτο κοράκι και είπε : " Ε γ ώ ξέρω και κ ά τ ι π α ρ α π ά ν ω . Α κ ό μ α κι αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς να κάψει τη γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η βασιλιάς
θα χάσει
την
φορεσιά, ακόμα
καλή του. Γιατί
και τότε ο
την
ώρα
που
0' αρχίσει ο χορός, μ ε τ ά το γ ά μ ο , κι όταν η νεαρή βασίλισ σα θα σηκωθεί να χορέψει, θα χλομιάσει ξαφνικά και θα σ ω ρ ι α σ τ ε ί κ α τ ά χ α μ α ν ε κ ρ ή . Κ ι α ν δεν β ρ ε θ ε ί ε κ ε ί κ ο ν τ ά
κάποιος να τη
σηκώσει
και να ρουφήξει τρεις στάλες
α ί μ α α π ' τ ο δεξί τ η ς βυζί, γ ι α ν α τις ξαναφτύσει α μ έ σ ω ς , τ ό τ ε π ά ε ι , π έ θ α ν ε . Α λ λ ά π ο ι ο ς τ ο ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κ ι α ν α κ ό μ α β ρ ε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α του το πει, γ ι α τ ί α μ έ σ ω ς θα γίνει π έ τ ρ α ολόκληρος, α π ό τα νύχια ώς την κορφή ». Και μ' αυτά τα λόγια τα κορά κια ξεμάκρυναν κι έφυγαν π ε τ ώ ν τ α ς . Ο πιστός Ιωάννης είχε ακούσει κι είχε καταλάβει τα λόγια τους.
Κι από
τ η ν ώ ρ α ε κ ε ί ν η ή τ α ν θ λ ι μ μ έ ν ο ς κ ι α μ ί λ η τ ο ς . Α ν δεν έ λ ε γ ε στον αφέντη του τα όσα είχε μάθει, τον έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο. Αν ό μ ω ς του τα φανέρωνε, τότε έ π α ι ζ ε κορόναγ ρ ά μ μ α τ α την ίδια τ η ζ ω ή του. Τέλος π ή ρ ε την α π ό φ α σ η του και είπε : « Θα σ ώ σ ω τον αφέντη μου, α κ ό μ α κι αν χρειαστεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου ». Ό τ α ν έφτασαν λοιπόν στη στεριά, τ α π ρ ά γ μ α τ α έγι ναν
όπως
ακριβώς
είχε
προβλέψει το
πρώτο
κοράκι :
ένα λ α μ π ρ ό ά λ ο γ ο , κόκκινο σαν τ η φ ω τ ι ά π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς κι ο β α σ ι λ ι ά ς το είδε κ α ι το λ ι μ π ί σ τ η κ ε . " Ωραία, κ α β ά λ α σ' αυτό το άλογο θα π ά μ ε στο π α λ ά τ ι », είπε κι ετοιμάστηκε να το καβαλικέψει.
Ο πιστός Ι ω
άννης ό μ ω ς τον π ρ ό λ α β ε . Μ ' ένα γ ο ρ γ ό π ή δ η μ α ανέβηκε στη σέλα, ξεθηκάρωσε
το
σπαθί
της
φωτιάς που ήταν
περασμένο στα χάμουρα και σκότωσε το περήφανο άτι. Ο ι π α λ α τ ι α ν ο ί τ ο υ β α σ ι λ ι ά , π ο υ δεν χ ώ ν ε υ α ν τ ο ν π ι σ τ ό Ιωάννη, άρχισαν τις φωνές. « Κ ρ ί μ α το άλογο ! Τ έ τ ο ι ο π ε ρ ή φ α ν ο κ α ι λ α μ π ρ ό ά τ ι ή τ α ν ό,τι έ π ρ ε π ε γ ι α ν α μ ε τ α φέρει
το
βασιλιά στο παλάτι του ! » Ο βασιλιάς όμως
τους πρόσταξε να σωπάσουν : " Μη λέτε τ ί π ο τ α κι α φ ή στε τον ή σ υ χ ο ! Ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ξέρει τι κάνει κ α ι γ ι α τ ί το κ ά ν ε ι ! » Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λοιπόν κι
όταν έφτασαν
στο παλάτι,
μ π ή κ α ν στην α ί θ ο υ σ α τ ο υ θρόνου και σ' ένα δίσκο τούς περίμενε η γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η
φορεσιά.
Στ'
αλήθεια έμοιαζε
υφασμένη με χ ρ υ σ ά φ ι και κεντημένη με ασήμι. Ο νεαρός βασιλιάς ά π λ ω σ ε το χέρι του γ ι α να τη φορέσει.
Ο
πι
στός Ιωάννης ό μ ω ς τον έ σ π ρ ω ξ ε , την άρπαξε φορώντας τα γ ά ν τ ι α του και την έριξε σ τ η φ ω τ ι ά . Οι παλατιανοί ά ρ χ ι σ α ν π ά λ ι ν α μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ο υ ν κ α ι ν α λένε : " Γ ι ά δ έ σ τ ε τ ώ ρ α , καίει και τη γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η φορεσιά του βασιλιά ! » Α λ λ ά ο νεαρός βασιλιάς τους έκοψε : « Α φ ή σ τ ε τον ήσυ χο !
Ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ξέρει τι κάνει και γ ι α τ ί το
κάνει! » Κι έγινε ο γ ά μ ο ς . Κι άρχισε ο χορός. Κ α ι σ η κ ώ θ η κ ε η ν ύ φ η ν α χ ο ρ έ ψ ε ι . Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς δεν τ η ν ά φ η ν ε α π ό τα μ ά τ ι α του. Ξάφνου χ λ ό μ ι α σ ε η νεαρή βασίλισσα και σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε κ α τ ά χ α μ α , σαν νεκρή. Α μ έ σ ω ς βρέθηκε π λ ά ι τ η ς ο Ιωάννης, τη σ ή κ ω σ ε και τ η ν ξ ά π λ ω σ ε στη διπλανή κ ά μ α ρ α . Ύ σ τ ε ρ α ρούφηξε τρεις στάλες α ί μ α α π ' τ ο δεξί της βυζί και τις έφτυσε. και πήρε βαθιά ανάσα.
Αμέσως η
Ο νέος
βασίλισσα συνήλθε
βασιλιάς όμως
τα είχε
δει ό λ α κ α ι ε ί χ ε θ υ μ ώ σ ε ι . Γ ι α τ ί α υ τ ή τ η φ ο ρ ά δεν μ π ο ρούσε ν α δ ι κ α ι ο λ ο γ ή σ ε ι τον π ι σ τ ό τ ο υ Ι ω ά ν ν η .
Πρόστα
ξε λοιπόν να τον βάλουν φ υ λ α κ ή . Μόλις ξ η μ έ ρ ω σ ε η άλλη μέρα, έφεραν τον Ιωάννη να τον κρεμάσουν. Κι όταν στάθηκε στην κρεμάλα, μίλησε και είπε : « Ό λ ο ι οι μελλοθάνατοι έχουν
δ ι κ α ί ω μ α να
μιλήσουν μια τελευταία φορά πριν πεθάνουν. Μ
αφήνεις,
β α σ ι λ ι ά μ ο υ , να μ ι λ ή σ ω κι ε γ ώ ; » — α Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . " Έ χ ε ι ς τ η ν άδεια μ ο υ ». Κ α ι τ ό τ ε ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ά ρ χ ι σ ε ν α λέει : " Ά δ ι κ α μ ε κ α τ α δ ί κ α σες κι ε τ ο ι μ ά ζ ε σ α ι τ ώ ρ α να με κ ρ ε μ ά σ ε ι ς , μ' όλο π ο υ σε υ π η ρ έ τ η σ α π ι σ τ ά σ ' όλη μου τ η ζ ω ή » . Κ ι ε ξ ή γ η σ ε
στο
βασιλιά τι είχε ακούσει α π ' τα κοράκια, όταν ταξίδευαν μ ε σ ο π έ λ α γ α , και π ω ς είχε κάνει
όλα όσα είχε κάνει
μόνο
και μόνο γ ι α να σώσει τον αφέντη τ ο υ . Κ α ι τ ό τ ε ο βασι λιάς φώναξε : " Π ι σ τ έ μου Ιωάννη ! Χάρη, χ ά ρ η ! Κ α τ ε βάστε τον α μ έ σ ω ς α π ' την κ ρ ε μ ά λ α ! » Α λ λ ά μόλις η τε λευταία λέξη βγήκε α π ' τα χείλη του, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε α ν α ί σ θ η τ ο ς . Κ ι όλο τ ο υ τ ο κ ο ρ μ ί ε ί χ ε γ ί ν ε ι πέτρα. Βαριά λύπη έσφιξε την καρδιά του βασιλιά και της βασίλισσας.
" Με τι άθλιο τ ρ ό π ο α ν τ ά μ ε ι ψ α τη
μεγάλη
π ί σ τ η και την α φ ο σ ί ω σ η του ! », έλεγε και ξανάλεγε ο βασιλιάς.
Και πρόσταξε να κουβαλήσουν το πετρωμένο
κορμί του Ιωάννη στην κ ρ ε β α τ ο κ ά μ α ρ α του και να το στήσουν δίπλα στο κρεβάτι του. Κάθε φορά που το έβλε π ε , έκλαιγε με δάκρυα π ι κ ρ ά κι έλεγε :
" Αχ, να μ π ο
ρούσα να σου ξ α ν α δ ώ σ ω π ν ο ή και ζ ω ή , καλέ μου Ι ω ά ν ν η ». Έ τ σ ι πέρασε κάμποσος καιρός κι η
βασίλισσα γέν
νησε δ ί δ υ μ α , δυο α γ ο ρ ά κ ι α π ο υ μ ε γ ά λ ω ν α ν κ ι ο μ ό ρ φ α ι ναν κ ι ή τ α ν η χ α ρ ά τ ω ν γ ο ν ι ώ ν τ ο υ ς . Μ ι α μ έ ρ α λ ο ι π ό ν , που η
βασίλισσα είχε π ά ε ι στη λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α και τα δυο
α γ ο ρ ά κ ι α καθόντουσαν και π α ί ζ α ν ε με τον π α τ έ ρ α τους, είδε π ά λ ι ο
βασιλιάς το π ε τ ρ ω μ έ ν ο κορμί του
και θλιμμένος αναστέναξε : ξαναδώσω
Ιωάννη
" Α χ , να μ π ο ρ ο ύ σ α να σου
πνοή και ζ ω ή , καλέ μου Ιωάννη ». Και τότε
η π έ τ ρ α μ ί λ η σ ε κ α ι ε ί π ε : " Μ π ο ρ ε ί ς , αν θέλεις. Αν θ υ σιάσεις γ ι α μένα ό,τι π ο λ υ τ ι μ ό τ ε ρ ο
έ χ ε ι ς ». — « Λ έ γ ε ,
τι είναι, και γ ι α σένα θα δ ώ σ ω τα π ά ν τ α ! », φ ώ ν α ξ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . Κι η π έ τ ρ α ξ α ν α μ ί λ η σ ε : « Π ρ έ π ε ι να κ ό ψ ε ι ς μ ε τ α ίδια σου τ α χ έ ρ ι α τ α κ ε φ ά λ ι α τ ω ν π α ι δ ι ώ ν σου κ α ι να μ' αλείψεις με το α ί μ α τους. Μόνο έτσι θα ξ α ν α β ρ ώ την πνοή
και τη
ζωή μου».
Ο
βασιλιάς π ά γ ω σ ε όταν
τ' άκουσε. Θυμήθηκε ό μ ω ς
την
απέραντη αφοσίωση του
πιστού Ιωάννη, π ο υ είχε δ ω σ ε , τ η ζ ω ή του γ ι α τον αφέντη του, και βγάζοντας το σπαθί τ ο υ πήρε τα κεφάλια των π α ι δ ι ώ ν του. Κι όταν άλειψε την π έ τ ρ α με το αίμα τους, ο πιστός Ιωάννης ξαναβρήκε τη ζωντάνια του, σηκώθηκε γερός
και
δυνατός
και
είπε στο βασιλιά :
" Η πίστη
σ ο υ κ ι η κ α λ ο σ ύ ν η σ ο υ δεν θ α μ ε ί ν ο υ ν χ ω ρ ί ς α ν τ α μ ο ι β ή ! » Μ
αυτά τα λόγια πήρε τα κομμένα
κεφάλια των παι
διών, τά 'βαλε ξανά στη θέση τους και
άλειψε την π λ η
γή με το α ί μ α τους. Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ζωντάνεψαν και συ ν έ χ ι σ α ν τ ο π α ι χ ν ί δ ι τ ο υ ς , ό π ω ς κ α ι π ρ ώ τ α , λ ε ς κ α ι δεν είχαν πάθει τίποτα. Ο
βασιλιάς κόντευε να
Κ ι όταν είδε τ η
τρελαθεί απ
τη χ α ρ ά του.
βασίλισσα να γυρίζει α π ' την εκκλησία,
βιάστηκε να κρύψει τα αγόρι
και τον
Ιωάννη
σε μια
ντουλάπα. Τη στιγμή που η βασίλισσα μπήκε μέσα, τη ρώτησε :
"
Π ρ ο σ ε υ χ ή θ η κ ε ς ; » — " Ν α ι », τ ο υ α π ο κ ρ ί
θ η κ ε ε κ ε ί ν η . « Α λ λ ά ό λ η ν τ η ν ώ ρ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α β γ ά λω α π ' το μυαλό μου τον π ι σ τ ό Ιωάννη, που έχασε τη ζωή
του για χάρη
μας ».
Θ
βασιλιάς τότε της είπε :
" Κ α λ ή μου γυναίκα, μπορούμε να του ξαναδώσουμε τη ζ ω ή . Αλλά πρέπει να θυσιάσουμε τα αγοράκια μας ». βασίλισσα
χλόμιασε
και
πάγωσε
ολόκληρη.
Αλλά
Η δεν
δ ί σ τ α σ ε : " Τ ο υ το χ ρ ω σ τ ά μ ε », είπε. " Γ ι α τη μ ε γ ά λ η του
π ί σ τ η ».
κι εκείνη το
Ο
βασιλιάς
τότε
χάρηκε
που
σκέφτηκε
ίδιο, άνοιξε την ν τ ο υ λ ά π α και τ η ς φ α ν έ ρ ω σ ε
τον π ι σ τ ό Ι ω ά ν ν η κ α ι τ α δυο α γ ο ρ ά κ ι α . " Δ ο ξ α σ μ έ ν ο ς να είναι ο Θεός, ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ξ α ν α γ ύ ρ ι σ ε κ ο ν τ ά μ α ς . Κ α ι τ ' α γ ό ρ ι α μ α ς είναι κ ι α υ τ ά μ ι α χ α ρ ά » , τ η ς ε ί π ε και τ η ς δ ι η γ ή θ η κ ε τα όσα είχαν γίνει. Κι έζησαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο έξυπνος χωριάτης
Μ
ΙΑ
ΦΟΡΑ ΚΙ
ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ένας χ ω ρ ι ά τ η ς π ή γ ε
την αγελάδα του στο π α ζ ά ρ ι και την πούλησε δεκα
ε φ τ ά τσεκίνια. Σ τ ο δρόμο που γύριζε,
π έ ρ α σ ε α π ό ένα
δάσος, κι άκουσε α π ό μακριά τις δεκοχτούρες που φ ώ ναζαν : είν
" Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκοχτώ ! »
—
" Καλές
τ ο ύ τ ε ς ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ . " Δ ε κ α ε φ τ ά τ η ν π ο ύ
λ η σ α κι όχι δ ε κ α ο χ τ ώ ! » Κι όταν έ φ τ α σ ε κ ο ν τ ά τους, φώναξε :
" Βρε
χαζοβιόλες!
Δεκαεφτά τσεκίνια π ή ρ α
γ ι α την α γ ε λ ά δ α κι όχι δ ε κ α ο χ τ ώ ! » Τα πουλιά ό μ ω ς συνέχισαν
να
φωνάζουν :
« Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκο
χ τ ώ ! » — " Ε , α φ ο ύ δεν μ ε π ι σ τ ε ύ ε τ ε , ν α σ α ς τ α μ ε τ ρ ή σ ω , γ ι α να δείτε και μόνες σας », είπε ο χ ω ρ ι ά τ η ς και έβγαλε
τα
λεφτά απ
την τσέπη
του
κι ήταν π ρ ά γ μ α τ ι δεκαεφτά τσεκίνια,
και
τα
μέτρησε
εικοσιτέσσερα δίλε-
π τ α τ ο κ α θ έ ν α . Ο ι δ ε κ ο χ τ ο ύ ρ ε ς ό μ ω ς δεν έ δ ω σ α ν κ α μ ι ά σημασία στους λογαριασμούς του και εξακολούθησαν να φωνάζουν :
« Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκοχτο)! »
Ο χο^-
ριάτης τότε θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές : " Αφού θαρρείτε π ω ς ξέρετε καλύτερα α π ό μένα, π ά ρ τ ε τα να τα μετρήσετε και μόνες σ α ς ! » Κ α ι π έ τ α ξ ε τα τσεκίνια του μέσα στα φυλλώματα των ψηλών δέντρων. Ύ σ τ ε ρ α κάθισε από κ ά τ ω και περίμενε να τελειώσουν τα πουλιά το μέτρημα και να του ξαναδώσουν τα λεφτά του. δεκοχτούρες
όμως
συνέχισαν
να
φωνάζουν :
Οι
« Δεκο
χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ώ ! » κ α ι δεν έ λ ε γ α ν ν α π ε τ ά ξ ο υ ν π ί σ ω τα λεφτά του χ ω ρ ι ά τ η .
Περίμενε
αυτός,
ώσπου
βράδιασε κι έπρεπε
πια να γυρίσει
σπίτι του.
Τότε τά
'βαλε με τα πουλιά και τα πέρασε μια γερή κατσάδα : " Βρομοπούλια!
Ό λ ο να φωνάζετε
ξέρετε και να μας
παίρνετε το κεφάλι με τις τσιρίδες σας, αλλά ούτε δεκα ε φ τ ά τ σ ε κ ί ν ι α δεν ε ί σ α σ τ ε ά ξ ι ε ς ν α μ ε τ ρ ή σ ε τ ε ! Μ ή π ω ς ν ο μ ί ζ ε τ ε ότι θ α κ ά τ σ ω ε δ ώ ν α σ α ς περιμένω
μέχρι αύ
ριο; » Και μ' αυτά τα λόγια σ η κ ώ θ η κ ε κι έφυγε. Αλλά τα π ο υ λ ι ά συνέχιζαν να φ ω ν ά ζ ο υ ν πίσω
του :
« Δεκο-
χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ω , δ ε κ ο χ τ ώ ! » Κι ο χ ω ρ ι ά τ η ς γύρισε σπίτι του πολύ στενοχωρημένος. Δεν π έ ρ α σ ε πολύς καιρός κ α ι π ή ρ ε άλλην α γ ε λ ά δ α . Κι αποφάσισε να τη σφάξει και
να
πουλήσει το κρέας.
Κ α ι λογάριασε ότι αν τό 'δινε σε κ α λ ή τ ι μ ή , θά 'παιρνε τα διπλά λεφτά και θα τού 'μενε και το τομάρι. Την έσφα ξε λοιπόν και
ξεκίνησε γ ι α την π ό λ η , να πουλήσει το
κρέας. Αλλά στην πύλη βρήκε ένα κ ο π ά δ ι α δ έ σ π ο τ α σκυ λ ι ά π ο υ γ ά β γ ι ζ α ν κ α ι δεν τ ο ν ά φ η ν α ν ν α π ε ρ ά σ ε ι .
Μπρο-
σ τ ά ρ η ς ή τ α ν ένα θεόρατο κ υ ν η γ ό σ κ υ λ ο π ο υ χ ο ρ ο π η δ ο ύ σε,
μυριζόταν
γαβ, γαβ
το
κρέας
κι έκανε
σαν
τρελό :
" Γαβ,
! » Κ ι ε π ε ι δ ή δεν έ λ ε γ ε ν α σ τ α μ α τ ή σ ε ι , ο χ ω
ριάτης γύρισε και του είπε : " Ε ν τ ά ξ ε ι , κ α τ ά λ α β α τι θέ λεις : ν α σου δ ώ σ ω τ ο κ ρ έ α ς μ ο υ , ν α τ ο π ο υ λ ή σ ε ι ς . Α λ λ ά δεν ε ί μ α ι χ α ζ ό ς » . Ο σ κ ύ λ ο ς ά λ λ η α π ά ν τ η σ η δεν ε ί χ ε να τ ο υ
δώσει
παρά μονάχα :
" Γαβ,
γαβ,
γαβ ! » —
" Μ ο υ δ ί ν ε ι ς τ ο λ ό γ ο σ ο υ ό τ ι δεν θ α τ ο φ α ς κ ι ό τ ι δεν θ ' α φ ή σ ε ι ς κ α ι τ ο υ ς φίλους σου να το π ε ι ρ ά ξ ο υ ν ; » — " Γ α β , γ α β , γ α β ! » γ ά β γ ι σ ε πάλι ο σκύλος. — " Εντάξει, τότε. Α φ ο ύ επιμένεις, θα σ' τ' α φ ή σ ω να το πουλήσεις εσύ. Σε ξέρω : είσαι ο σκύλος του χ α σ ά π η . Α λ λ ά άκουσε με κ α λ ά : σ ε τ ρ ε ι ς μ έ ρ ε ς α π ό σ ή μ ε ρ α θέλω
τα λ ε φ τ ά μου. Κ α
νόνισε να μου τα φέρεις, ε ι δ α λ λ ι ώ ς θα τ η ν έ χ ε ι ς ά σ κ η μ α ».
Και
μ'
αυτά ξεφόρτωσε το κρέας και πήρε το
δρόμο
του γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Τ α σκυλιά έπεσαν μ ε τ α μ ο ύ τ ρ α στο ανέλ πιστο φαγητό γαβγίζοντας δυνατά : « Γαβ, γαβ, γ α β ! » Ο χ ω ρ ι ά τ η ς τ ' ά κ ο υ σ ε φ ε ύ γ ο ν τ α ς κ ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ : « Τ ώ ρ α του ζ η τ ά ν ε κι οι άλλοι μ ε ρ τ ι κ ό . Το κ υ ν η γ ό σ κ υ λ ο ό μ ω ς μού ' δ ω σ ε το λόγο του ». Ό τ α ν π έ ρ α σ α ν ο ι τ ρ ε ι ς μ έ ρ ε ς , ο χ ω ρ ι ά τ η ς ή τ α ν όλο χ α ρ ά : « Σ ή μ ε ρ α το βράδυ θά ' χ ω τα λ ε φ τ ά στην τ σ έ π η μ ο υ » , σ κ ε φ τ ό τ α ν . Α λ λ ά ά δ ι κ α π ε ρ ί μ ε ν ε . Κ α ν ε ί ς δεν ή ρ θ ε ν α τ ο υ φέρει τ α λ ε φ τ ά τ ο υ . « Δ ε ν είναι π ι α ν α ε μ π ι σ τ ε ύ ε σαι κανέναν », είπε και χ ά ν ο ν τ α ς την υ π ο μ ο ν ή του σ η κ ώ θ η κ ε μ ι α κ α ι δυο και π ή γ ε
στο
τα λ ε φ τ ά του. Ο χ α σ ά π η ς τον αστειευόταν.
Ο
δεν α σ τ ε ι ε ύ ο μ α ι .
χωριάτης
χ α σ ά π η να γυρέψει
άκουσε και νόμισε
όμως επέμεινε :
πως
« Καθόλου
Θ έ λ ω τα λ ε φ τ ά μ ο υ . Δεν σού 'φερε ο
σκύλος σου π ρ ι ν α π ό τρεις
μέρες
μια
ολόκληρη αγελά
δα σ φ α γ μ έ ν η ; Ε, δική μου ήτανε και τ ώ ρ α θέλω να με π λ η ρ ώ σ ε ι ς ! » Ο χ α σ ά π η ς τ ό τ ε θ ύ μ ω σ ε , ά ρ π α ξ ε το σκουπόξυλο
και τον
κυνήγησε.
" Κάτσε
και θα σου
δείξω
ε γ ώ ! », ε ί π ε τ ό τ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς . « Υ π ά ρ χ ε ι δ ι κ α ι ο σ ύ ν η σε τούτον τον κόσμο ! » γύρεψε να
δει
το
Και π ή γ ε α μ έ σ ω ς στο π α λ ά τ ι και
βασιλιά.
Πράγματι,
τον
οδήγησαν
μ π ρ ο σ τ ά στο βασιλιά, που καθόταν μαζί με τη θυγατέρα του. Κι εκείνος τον ρ ώ τ η σ ε ποιος τον είχε πειράξει και τι ήθελε. Ο χ ω ρ ι ά τ η ς τ ό τ ε α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Οι δ ε κ ο χ τ ο ύ ρες
στο
δάσος και
τα
σκυλιά
με
κορόιδεψαν
και
μού
'κλεψαν τα λ ε φ τ ά μου. Κ α ι σαν να μην έ φ τ α ν ε α υ τ ό , ο χ α σ ά π η ς με ξυλοφόρτωσε αντί να με π λ η ρ ώ σ ε ι γ ι α το κρέας τ η ς αγελάδας μου ». Και εξιστόρησε κ α τ α λ ε π τ ώ ς τα π α θ ή μ α τ α του. Ό τ α ν τον άκουσε η βασιλοπούλα, άρ χισε να γελάει με την κ α ρ δ ι ά τ η ς . Κι ο βασιλιάς του είπε :
" Ε γ ώ δεν μ π ο ρ ώ ν α σ ε β ο η θ ή σ ω ν α βρεις τ ο δ ί κ ι ο σου. Α λ λ ά θα σου δ ώ σ ω την κόρη μου, να την π ά ρ ε ι ς γ υ ν α ί κ α σου. Σ τ η ζ ω ή τ η ς ολόκληρη δεν έχει ξαναγελάσει έτσι, κ ι έ χ ω κάνει όρκο
π ω ς θα την έπαιρνε όποιος την κ α τ ά
φερνε ν α γ ε λ ά σ ε ι μ ε τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς . Μ π ο ρ ε ί ς ν α ε υ χ α ρ ι στήσεις το Θεό γ ι α την κ α λ ή σου τ ύ χ η ». — "Ω », α π ά ν τ η σ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , " δεν
τη
θέλω. Έ χ ω στο σπίτι μου
μια γυναίκα. Μου φτάνει και μου περισσεύει. Αφού το βράδυ
π ο υ γ υ ρ ί ζ ω σ π ί τ ι , μου φ α ί ν ε τ α ι π ω ς είναι π ο λ
λές, μία
σε κάθε γ ω ν ί τ σ α ». Ο βασιλιάς θ ύ μ ω σ ε με την
προσβολή : " Είσαι άνθρωπος άξεστος και χοντροκομ μένος ! » — "
Μα β α σ ι λ ι ά μ ο υ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο χ ω ρ ι ά
τ η ς , " α π ' το βόδι, βοδινό κ ρ έ α ς θα π ά ρ ε ι ς ! » — « Κ α λά. Π ε ρ ί μ ε ν ε κ α ι θ α σου δ ώ σ ω ε γ ώ τ η ν α ν τ α μ ο ι β ή
που
σου τ α ι ρ ι ά ζ ε ι ! », ε ί π ε τ ό τ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . « Έ λ α σε τρεις μέρες κ α ι θα σου μ ε τ ρ ή σ ο υ ν π ε ν τ α κ ό σ ι ε ς ». Κ α θ ώ ς ο χ ω ρ ι ά τ η ς έβγαινε, ο φρουρός έ ξ ω
α π ' την
π ό ρ τ α τον σ τ α μ ά τ η σ ε και του είπε : " Κ α τ ά φ ε ρ ε ς τη βα σιλοπούλα να γελάσει. Ο βασιλιάς θα σου χαρίσει σ ί γ ο υ ρα κ ά τ ι κ α λ ό ». — α Ε μ , β έ β α ι α », α π ά ν τ η σ ε ο χο^ριάτης. " Μου είπε νά ' ρ θ ω σε τρεις μέρες και θα μου με τρήσουν μένα
π ε ν τ α κ ό σ ι ε ς ». — " Γ ι α τ ί
λ ί γ ε ς ; »,
νεις τ ό σ ε ς λίρες
δεν
μ ο υ δ ί ν ε ι ς κι ε
ρ ώ τ η σ ε τ ό τ ε ο φρουρός. " Τι θα τις κ ά μ ό ν ο ς σ ο υ ; » — " Ε π ε ι δ ή ε ί σ α ι συ »,
τ ο υ ε ί π ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , « θα σου δ ώ σ ω διακόσιες. Έ λ α σε τρεις μέρες μ π ρ ο σ τ ά τρήσουν
διακόσιες ».
στο
βασιλιά και ζ ή τ α να σου μ ε
Ένας
Εβραίος,
που
ήταν
εκεί
κ ο ν τ ά κ ι άκουσε όλη τ η ν κ ο υ β έ ν τ α τ ο υ ς , έτρεξε π ί σ ω α π 5 το χ ω ρ ι ά τ η και του
είπε : « Γ ι α το Θεό, εσύ έχεις
τ ύ χ η βουνό ! Έ λ α να σου α λ λ ά ξ ω τ ι ς λίρες σου ! Οι λίρες είναι βαριές κ α ι άβολες. Θ α σου δ ώ σ ω ω ρ α ί ε ς κ ι ελαφριές
δ ε κ ά ρ ε ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι , χ α χ α μ ί κ ο », σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο χ ω ριάτης. " Τ ρ α κ ό σ ι ε ς λίρες έ χ ω , δ ώ σ ε μου τ ώ ρ α τις δε κάρες και π ή γ α ι ν ε σε τρεις μέρες στο βασιλιά να πάρεις τ ι ς λίρες ».
Ο Εβραίος έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια
του κι έτρεξε να φέρει το ποσόν σε π α λ ι ο δ ε κ ά ρ ε ς , π ο υ δεν ε ί χ α ν ο ύ τ ε τ η μ ι σ ή α ξ ί α α π ' τ ι ς λ ί ρ ε ς . Ό τ α ν π έ ρ α σαν οι τρεις μέρες, ο χ ω ρ ι ά τ η ς π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά στο βασιλιά, ό π ω ς τον είχαν π ρ ο σ τ ά ξ ε ι . " Γ δ ύ σ τ ε τον », είπε τότε ο βασιλιάς, « και μετρήστε του τις πεντακό σιες π ο υ τ ο υ υ π ο σ χ έ θ η κ α ». — « Αχ », ε ί π ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , " δεν ε ί ν α ι π ι α δ ι κ έ ς μ ο υ . Τ ι ς δ ι α κ ό σ ι ε ς τ ι ς χ ά ρ ι σ α σ τ ο φρουρό και τις τρακόσιες
μού τις άλλαξε ο
Εβραίος.
Ά ρ α δεν έ χ ω ν α π α ί ρ ν ω τ ί π ο τ α » . Τ η ν ί δ ι α σ τ ι γ μ ή μ π ή κ α ν μ έ σ α ο φρουρός κι ο Ε β ρ α ί ο ς κ α ι ζ ή τ η σ α ν ό,τι ε ί χ α ν να παίρνουν. Κι οι στρατιώτες του βασιλιά τους μέτρη σαν στην π λ ά τ η τ ο υ ς τ ι ς βουρδουλιές.
Ο φρουρός, π ο υ
είχε ξ α ν α δ ο κ ι μ ά σ ε ι και ήξερε π ώ ς είναι, υ π ό μ ε ν ε κ α ρ τερικά την τιμωρία. Ο Εβραίος ό μ ω ς έσκουζε κι έκλαι γε κι ή τ α ν ε γ ι α λ ύ π η σ η : « Ωχ ! Ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς τι έ π α θ α ! Ε ί ν α ι βαριές τ ο ύ τ ε ς οι λ ί ρ ε ς ! » Ο βασιλιάς γέλασε πάλι με τα κ α μ ώ μ α τ α του χ ω ρ ι ά τ η κ ι ο θ υ μ ό ς τ ο υ π έ τ α ξ ε κ α ι χ ά θ η κ ε . « Α φ ο ύ τ ί π ο τ α δεν σού 5 μείνε δώρο :
α π ' το δ ώ ρ ο π ο υ σου έ κ α ν α , θα σου κ ά ν ω άλλο
Π ή γ α ι ν ε στο κελάρι που φυλάω το χρυσάφι μου,
κ α ι γ έ μ ι σ ε τ ι ς τ σ έ π ε ς σου μ ' όσα λ ε φ τ ά μ π ο ρ ε ί ς ν α σ η κώσεις ». δεύτερη
Ο χ ω ρ ι ά τ η ς δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο π ε ι κ α ι φορά.
Έ τ ρ ε ξ ε και γέμισε τις τσέπες του,
σπου τις ξεχείλισε. Ύ σ τ ε ρ α π ή γ ε σ
ώ
ένα χάνι κι άρχισε
να μετράει τα λ ε φ τ ά του. Κι ο Ε β ρ α ί ο ς , π ο υ τον είχε π ά ρει α π ό π ί σ ω , τ ο ν ά κ ο υ σ ε ν α μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ε ι : « Τ ι ή θ ε λ ε κι αυτός ο ευλογημένος ο βασιλιάς να μου δώσει όσα ή-
θ ε λ α ; Τ ώ ρ α δεν ξ έ ρ ω π ό σ α π ή ρ α ! Ω ρ α ί α μού τ η ν έφερε, ο παλιανθρωπάκος! » — « σιγανά ο Εβραίος.
Θεος
φ υ λ ά ξ ο ι ! »,
" Αυτός μιλάει
είπε τότε
με ασέβεια γ ι α
τον
α φ έ ν τ η μ α ς κ α ι άρχοντα μ α ς . Θ α τ ρ έ ξ ω ν α τ ο ν μ α ρ τ υ ρήσω. θα
Κάποια ανταμοιβή θα π ά ρ ω .
τον
Κι αυτόν σίγουρα
τ ι μ ω ρ ή σ ο υ ν ».
Όταν τ
άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάλι και πρόσ
ταξε τον Εβραίο να πάει να φέρει Ο Εβραίος έτρεξε τότε και του κιόλας τη
στιγμή
ο
αμέσως
το
χωριάτη.
ε ί π ε : " Σε θέλει τ ο ύ τ η
άρχοντας και βασιλιάς μας. 'Ασ' τα
όλα και τρέξε ». — « Δεν
μ π ο ρ ώ να π ά ω
μ'
αυτά τα
π α λ ι ό ρ ο υ χ α στο βασιλιά », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς . « Θα ράψω π ρ ώ τ α καινούργια ρούχα.
Έ ν α ς άνθρωπος με τό
σ α λ ε φ τ ά σ τ ι ς τ σ έ π ε ς τ ο υ , δεν μ π ο ρ ε ί ν α γ υ ρ ί ζ ε ι μ ε τ α κουρέλια! » Ο
Ε β ρ α ί ο ς , π ο υ κ α τ ά λ α β ε ότι ο χ ω ρ ι ά τ η ς
δεν ε ί χ ε σ κ ο π ό ν α π α ρ ο υ σ ι α σ τ ε ί δ ί χ ω ς κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α φ ο ρ ε σιά,
φοβήθηκε ότι στο
το θυμό του.
μεταξύ ο
βασιλιάς θα ξεχνούσε
Για να μη χάσει λοιπόν αυτός την αμοιβή
του και γλιτώσει κι ο
χωριάτης την
τιμωρία του, α π ο
φάσισε να του δανείσει μια δικιά του φορεσιά και είπε : " Θα σου δ α ν ε ί σ ω ε γ ώ μ ι α ω ρ α ί α φορεσιά, γ ι α λ ί γ ο .
Η
καλή μου η καρδιά, βλέπεις, με σ π ρ ώ χ ν ε ι να σε βοηθή σω ! " Ο χ ω ρ ι ά τ η ς δ έ χ τ η κ ε ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς ,
φόρεσε τα
ρού
χα του Εβραίου και ξεκίνησε μαζί του γ ι α το παλάτι. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια Εβραίος.
" Αχ »,
είπε
ο
χωριάτης.
όσα έλεγε ο
" Αφού
το
ξέρετε
π ω ς ο ι Ε β ρ α ί ο ι δεν λ έ ν ε π ο τ έ τ η ν α λ ή θ ε ι α . Ό λ ο ψ έ μ α τ α ξεστομίζουν οι αθεόφοβοι. Ν ά ! Τ ώ ρ α αν τον ρωτήσετε, θα σας π ε ι ότι τα ρ ο ύ χ α π ο υ φ ο ρ ώ είναι δ ι κ ά τ ο υ ! » — " Π ο ύ το π α ς ; », έβαλε τις φωνές ο Ε β ρ α ί ο ς . « Κ α ι βέ β α ι α είναι δ ι κ ά μου τ α ρ ο ύ χ α π ο υ φ ο ρ ά ς !
Σ ο υ τα δάνει-
σα από καλοσύνη, για να μπορέσεις να παρουσιαστείς μ π ρ ο σ τ ά στο β α σ ι λ ι ά ! » Ό τ α ν τ' άκουσε αυτό ο βασι λιάς, είπε :
" Κ ά π ο ι ο ν π ά ε ι να ξ ε γ ε λ ά σ ε ι ο Ε β ρ α ί ο ς , ή
εμένα ή το χ ω ρ ι ά τ η ». Και π ρ ό σ τ α ξ ε
να
του μετρήσουν
κ ά μ π ο σ ε ς α κ ό μ α α π ' τις βαριές λίρες στην π λ ά τ η . Κι ο χ ω ρ ι ά τ η ς έφυγε με τα καλά του ρούχα και με τα λεφτά στην τ σ έ π η ,
λέγοντας :
" Α υ τ ή τη
φορά β γ ή κ α κερδι
σμένος ! »
8.
Ο θαυμαστός βιολιστής
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ βιολιστής, που προχωρούσε
ή τ α ν ένας θ α υ μ α σ τ ό ς ολομόναχος στο δάσος
κ α ι σ κ ε φ τ ό τ α ν . Κ ι ό τ α ν δεν ε ί χ ε π ι α τ ι ν α σ κ ε φ τ ε ί , ά ρ χισε να
μονολογεί
κι
είπε :
" Βαριέμαι πια εδώ
στο δάσος, ο λ ο μ ό ν α χ ο ς . Θ α π α ί ξ ω τ ο βιολί μου
μέσα
για να
τ ρ α β ή ξ ω σ υ ν τ ρ ο φ ι ά » . Κ ι έ β γ α λ ε τ ο βιολί α π ' τ ο δ ι σ ά κι του κι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ α κ ο ύ σ τ η κ ε σ' ολό κληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π ό τ α δ έ ν τ ρ α π ρ ό β α λ ε έ ν α ς λ ύ κ ο ς . « Α χ , δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι λ ύ κ ο ς ! », ε ί π ε με το νου τ ο υ ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . Ο λ ύ κ ο ς ό μ ω ς τον πλησίασε και του είπε : " Τι ωραία που π α ί ζεις, καλέ μου βιολιστή ! Π ώ ς θά 'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — « Δεν είναι δ ύ σ κ ο λο », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . « Π ρ έ π ε ι μ ό ν ο να κ ά ν ε ι ς ό,τι σου λ έ ω ». — " Θα σ' α κ ο ύ ω ,
ό π ω ς ακούει ο μ α θ η
τ ή ς τ ο δάσκαλο τ ο υ » , υ π ο σ χ έ θ η κ ε ο λ ύ κ ο ς .
Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λοιπόν μαζί. και μετά από λίγο έ φ τ α σαν σ ε μ ι α γ έ ρ ι κ η β ε λ α ν ι δ ι ά , π ο υ είχε μ ι α μ ε γ ά λ η σχισ μ ά δ α στον κορμό τ η ς . « Κ ο ί τ α δ ω , ο βιολιστής.
λύκε », είπε τότε
" Αν θέλεις να μ ά θ ε ι ς βιολί,
μ π ρ ο σ τ ι ν ά σου π ό δ ι α μ έ σ α σ'
βάλε τα δυο
αυτή τη σ χ ι σ μ ά δ α ».
Ο
λύκος υπάκουσε κι ο βιολιστής σήκωσε στα γρήγορα μια π έ τ ρ α και τη σφήνωσε α ν ά μ ε σ α στα ξύλα και γ ρ ά π ω σ ε έ τ σ ι τ α δυο
μπροστινά π ό δ ι α του λύκου.
" Κάτσε εδώ
και περίμενε ώ σ π ο υ να ξανάρθω », είπε ο βιολιστής στο λύκο και συνέχισε το δρόμο τ ο υ . Μ ε τ ά α π ό λίγο
όμως μονολόγησε και είπε :
" Βα
ριέμαι π ι α εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα π α ί ξ ω το βιολί μου, γ ι α να τ ρ α β ή ξ ω
συντροφιά ».
Κι έβγαλε
τ ο βιολί α π ' τ ο δ ι σ ά κ ι τ ο υ κ ι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ ακούστηκε σ' ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π ' τα δέντρα πρόβαλε μια αλεπού.
" Αχ,
δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι α λ ε π ο ύ ! » , ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ ο βιολιστής.
Η αλεπού ό μ ω ς τον π λ η σ ί α σ ε και του είπε :
" Τι ωραία που παίζεις,
καλέ
μου
βιολιστή !
Π ώ ς θά
'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — « Δεν
είναι
δ ύ σ κ ο λ ο »,
αποκρίθηκε
ο
βιολιστής.
" Π ρ έ π ε ι μόνο να κάνεις ό,τι σου λ έ ω ». — " Θ α σ ' α κ ο ύ ω , ό π ω ς ακούει ο μ α θ η τ ή ς το δάσκαλο του », υποσχέθηκε η
αλεπού.
στην
« Ακολούθησε
με ",
είπε
τότε
ο
βιολιστής
αλεπού.
Κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν μ α ζ ί , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ' ένα μονο π ά τ ι , που είχε δεξιά κι αριστερά ψηλούς θάμνους. Εκεί ο βιολιστής σ τ ά θ η κ ε , λύγισε τα κλαριά του π ι ο ψηλού θά μνου α π ' τ η δεξιά μεριά ώ ς κ ά τ ω στη γ η και τ α π ά τ η σ ε με το πόδι του
ύ σ τ ε ρ α έκανε τ ο ίδιο κ ι α π ' τ η ν α ρ ι σ τ ε ρ ή
μεριά. Κι όταν τ έ λ ε ι ω σ ε , είπε : " Α λ ε π ο υ δ ί τ σ α μου, αν
θέλεις να μάθεις βιολί, δ ώ σ ε μου το αριστερό σου μ π ρ ο στινό π ό δ ι ». Η α λ ε π ο ύ υ π ά κ ο υ σ ε κι εκείνος τ η ς τό 'δεσε στο
κλαδί
δεξιά
του.
« Αλεπουδίτσα
μου »,
της
είπε
" δ ώ σ ε μου τ ώ ρ α το δεξί σου π ό δ ι ". Κι α υ τ ό τ η ς τό ' δ ε σε στο κλαδί αριστερά του. Κι όταν στερέωσε τους κόμ πους γερά, άφησε τα κλαδιά κι αυτά τινάχτηκαν ψηλά παρασέρνοντας μαζί τους και την αλεπού, που βρέθηκε σπαρταρώντας
στον
αέρα.
" Κάτσε
εδώ
και
περίμενε
με ώ σ π ο υ να ξ α ν ά ρ θ ω », είπε ο βιολιστής στην αλεπού και συνέχισε το δρόμο του. Μετά από λίγο όμως βαρέθηκε πάλι και είπε : « Βα ριέμαι π ι α εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα π α ί ξ ω το βιολί μου, γ ι α να τ ρ α β ή ξ ω συντροφιά ».
Κι έβγαλε
τ ο βιολί α π ' τ ο δισάκι τ ο υ κ ι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ ακούστηκε σ' ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π '
τα δέντρα π ρ ό β α λ ε ένας λαγός.
« Αχ,
δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι λ α γ ό ς ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ ο βιολιστής.
Ο λαγός ό μ ω ς τον π λ η σ ί α σ ε και του είπε :
" Τι ωραία που παίζεις,
καλέ
μου
βιολιστή !
Π ώ ς θά
'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — " Δ ε ν ε ί ν α ι δ ύ σ κ ο λ ο », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . « Π ρ έ π ε ι μόνο να κ ά ν ε ι ς ό,τι σου λ έ ω ». — " Θα σ' α κ ο ύ ω , ό π ω ς ακούει ο μ α θ η τ ή ς το δ ά σ κ α λ ο τ ο υ », υ π ο σ χ έ θ η κ ε ο λ α γ ό ς . Κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν μ α ζ ί , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ ' ένα ξ έ φ ω τ ο . Κι εκεί στη μέση είδαν μ ι α ψηλή λεύκα. Ο βιολιστής τ ό τ ε έδεσε ένα σκοινί στο λ α ι μ ό τ ο υ λ α γ ο ύ κ α ι την άλλη άκρη
τη
στερέωσε
στον κορμό
λοιπόν, λ α γ έ », του είπε.
της λεύκας.
« Εμπρός,
« Αν θέλεις να μάθεις βιολί,
γύρνα είκοσι φορές γ ύ ρ ω α π ' τη λεύκα ». Κ α ι ο λ α γ ό ς υπάκουσε κι όταν γύρισε είκοσι φορές γ ύ ρ ω α π ' τη λεύ κ α , το σκοινί είχε τ υ λ ι χ τ ε ί στον κ ο ρ μ ό του δέντρου και ο
λ α γ ό ς ή τ α ν π ι α σ μ έ ν ο ς στη φ ά κ α . Κ ι όσο τ ρ α β ο ύ σ ε , τ ό σ ο έσφιγγε τη θηλιά γ ύ ρ ω
απ
το μαλακό του λαιμουδάχι.
" Κάτσε εδώ και περίμενε ώ σ π ο υ
να ξ α ν ά ρ θ ω », είπε ο
βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του. Ο λύκος ό μ ω ς στο μεταξύ έ σ π ρ ω χ ν ε και σκουντούτε την π έ τ ρ α με νύχια και με δόντια, ώσπου κατάφερε να
την κουνήσει και να τραβήξει τα π ό δ ι α του. Λυσσασμέ νος α π ' τ ο κ α κ ό τ ο υ , έτρεξε
πίσω
απ
το βιολιστή, να
τον ξεσκίσει μ ε τ α δόντια τ ο υ . Σ τ ο δρόμο ό μ ω ς τον είδε η αλεπού και του φώναξε : βοηθήσεις, γιατί ο
" Ε, κ υ ρ - λ ύ κ ε , έλα να με
β ι ο λ ι σ τ ή ς με γ έ λ α σ ε κι ε μ έ ν α ».
Ο
λύκος τότε λύγισε τα δέντρα, έκοψε τα κλαδιά κι ελευ θέρωσε τ η ν α λ ε π ο ύ . Μ α ζ ί κι οι δυο τ ο υ ς ά ρ χ ι σ α ν να κ υ νηγούν
το
βιολιστή, γ ι α να τον εκδικηθούν. Σ τ ο δρόμο
ό μ ω ς τ ο υ ς είδε ο λ α γ ό ς κ α ι τ ο υ ς φ ώ ν α ξ ε .
Τον έλυσαν
λ ο ι π ό ν κ ι α υ τ ό ν κ ι όλοι μ α ζ ί π ή ρ α ν α π ό π ί σ ω τ ο ν ε χ θ ρ ό τους. Σ τ ο δρόμο ο βιολιστής είχε β γ ά λ ε ι π ά λ ι το βιολί τ ο υ . Κι αυτή τη φορά είχε σταθεί πιο τυχερός. λωδία έφτασε στ'
α υ τ ι ά ενός
φτωχού
Γιατί η με
ξυλοκόπου,
που
θέλοντας και μ η , π α ρ ά τ η σ ε τη δουλειά του και με το τσε κούρι π α ρ α μ ά σ χ α λ α πλησίασε ν
ακούσει τη
μουσική.
« Ε π ι τ έ λ ο υ ς ! Νά ο σύντροφος π ο υ ή θ ε λ α ! », είπε ο βιο λιστής. " Έ ν α ν ά ν θ ρ ω π ο γύρευα, να μ
ακούσει, κι όχι
τ' άγρια θηρία του δάσους! » Κι άρχισε να παίζει τόσο όμορφα και γλυκά που ο κακόμοιρος ο ξυλοκόπος στά θηκε ασάλευτος, σαν μ α γ ε μ έ ν ο ς , κι η κ α ρ δ ι ά του κόντευε να σπάσει α π ' τη γ λ ύ κ α . Κι εκεί π ο υ στεκόταν κ ι ά κ ο υ γ ε , είδε τ ο λύκο κ α ι τ η ν α λ ε π ο ύ κ α ι σιάζουν.
Κι
αμέσως
το
λαγό
κατάλαβε π ω ς κάτι
να
πλη
κακό
είχαν
κ α τ ά νου. Σ ή κ ω σ ε τ ό τ ε τ ο α σ τ ρ α φ τ ε ρ ό τσεκούρι του και στάθηκε μπροστά
στο
βιολιστή, σαν νά 'θελε να π ε ι :
" Ό π ο ι ο ς τολμήσει να τον πειράξει,
θά 'χει να κάνει
μαζί μου ». Τα ζ ώ α φοβήθηκαν τότε και τό 'σκασαν στο δάσος. Ο βιολιστής έ π α ι ξ ε άλλο ένα τ ρ α γ ο ύ δ ι , γ ι α να ευ χαριστήσει το σ ω τ ή ρ α του, κι ύστερα συνέχισε το δρόμο του.
Τα δώδεκα αδέρφια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσαν ένας βασιλιάς
και μια βασίλισσα. Ή τ α ν πολύ αγαπημένοι μετα
ξύ τους και είχαν δ ώ δ ε κ α π α ι δ ι ά , όλα αγόρια. Μ ι α μ έ ρ α λοιπόν ο βασιλιάς είπε σ τ η γ υ ν α ί κ α του : " Αν το δ έ κ α τ ο τρίτο
παιδί
π ο υ θ α φέρεις στον κ ό σ μ ο είναι κορίτσι,
τότε τα δώδεκα αγόρια μας πρέπει να πεθάνουν, γ ι α να μείνουν στην κόρη μας όλα μ α ς τ α π λ ο ύ τ η και ν α κ λ η ρ ο νομήσει αυτή μόνη της το βασίλειο ». Π ρ ό σ τ α ξ ε μάλιστα να του φτιάξουν δ ώ δ ε κ α φέρετρα, τα γέμισε πριονίδι, έβαλε α π ό ένα σάβανο στο κ α θ έ ν α και τα κλείδωσε σε μια κρυφή κ ά μ α ρ η . Το κλειδί τό 'δωσε στη βασίλισσα και της είπε να μη μιλήσει σε κανέναν γι
αυτό.
Η μ ά ν α ό μ ω ς κ α θ ό τ α ν όλη μ έ ρ α π ι κ ρ α μ έ ν η κι έ κ λ α ι γε. Τόσο π ο υ ο μικρός τ η ς γιος, π ο υ τον έλεγε Βενιαμίν σ α ν ε κ ε ί ν ο ν τ η ς Β ί β λ ο υ , δεν ά ν τ ε ξ ε κ α ι τ η ρ ώ τ η σ ε : " Μ η τέρα μου α γ α π η μ έ ν η , γ ι α τ ί είσαι τόσο λ υ π η μ έ ν η ; » — " Καλό μου π α ι δ ί ", του α π ο κ ρ ί θ η κ ε εκείνη, « έ χ ω ορ κιστεί να κ ρ α τ ή σ ω τη λύπη μου κρυφή ». Εκείνος ό μ ω ς τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε, ώσπου η βασίλισσα δεν ά ν τ ε ξ ε π ι α , τον π ή ρ ε μ α ζ ί τ η ς , ξ ε κ λ ε ί δ ω σ ε τ η ν κ ρ υ φ ή κ ά μ α ρ η και του έδειξε τ α δ ώ δ ε κ α φέρετρα τ α γ ε μ ά τ α πριονίδι.
Και του είπε :
« Αγαπημένε
μου
Βενιαμίν,
α υ τ ά τ α φ έ ρ ε τ ρ α τ α π α ρ ά γ γ ε ι λ ε ο π α τ έ ρ α ς σου γ ι α σένα κ α ι γ ι α τ α έντεκα αδέλφια σου. Γ ι α τ ί α ν τ ο π α ι δ ί θα φ έ ρ ω στον κ ό σ μ ο
που
ε ί ν α ι κ ο ρ ί τ σ ι , όλοι σ α ς θ α π ρ έ π ε ι
να πεθάνετε ». κλαίει
Και μ'
αυτά τα λόγια άρχισε
πάλι να
πικρά.
Ο γιος της όμως ο μικρός την παρηγόρησε και της είπε :
" Μη στενοχωριέσαι, μητερούλα. Ε μ ε ί ς θα τα κ α
τ α φ έ ρ ο υ μ ε και θα φ ύ γ ο υ μ ε μ α κ ρ ι ά ». — Κι εκείνη του απάντησε :
« Π ά ρ ε τ'
α δ έ λ φ ι α σου κ α ι π η γ α ί ν ε τ ε στο
δάσος. Κι ένας α π ό σας να σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι κάθε μέρα στο π ι ο ψηλό δέντρο παρακολουθεί
που θα βρείτε, να φυλάει σκοπιά, να
τον
γεννήσω αγόρι,
πιο
ψηλό
πύργο
του
παλατιού.
Αν
θα βάλω να σηκώσουν άσπρη σημαία,
και τ ό τ ε είστε ελεύθεροι να γυρίσετε. Αν γ ε ν ν ή σ ω κορί τσι, θα β ά λ ω να σηκώσουν κόκκινη σημαία : τότε να φύ γ ε τ ε όσο
πιο γρήγορα
μπορείτε.
Κι ο Θεός μαζί σας.
Κάθε νύχτα θα σηκώνομαι και θα προσεύχομαι γ ι α σας το χειμώνα, να βρίσκετε φ ω τ ι ά να ζεσταίνεστε
το καλο
καίρι, νά ' χ ε τ ε σκιά να δροσίζεστε ». Έ τ σ ι έδωσε την ευχή της στα π α ι δ ι ά της κι εκείνα έφυγαν να κρυφτούν στο δάσος. Έ ν α ς ανέβαιναν
στην
κορφή
της
πιο
μετά
τον άλλον
ψηλής βελανιδιάς και
αγνάντευαν τον π ύ ρ γ ο του π α λ α τ ι ο ύ . Έ ν τ ε κ α μέρες π έ ρασαν κι ή τ α ν η σειρά του Βενιαμίν να φυλάξει σκοπιά. Α π ' τ η ν κ ο ρ φ ή τ ο υ δέντρου είδε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς τ η ς β α σ ί λ ι σ σ α ς τ ο σ η μ ά δ ι π ο υ π ε ρ ί μ ε ν α ν : η σ η μ α ί α ό μ ω ς δεν ή τ α ν ά σ π ρ η ή τ α ν η κ ό κ κ ι ν η σ η μ α ί α , κ ό κ κ ι ν η σαν το α ί μ α , π ο υ έφερνε το μ ή ν υ μ α του θανάτου. Θ ύ μ ω σ α ν τ' αδέρ φια όταν τ'
άκουσαν,
κι έδωσαν
" Γ ι α χ ά ρ η ενός κ ο ρ ι τ σ ι ο ύ , δικάσουν σε θάνατο !
Γι
όρκο
μεταξύ τους :
αποφάσισαν να μας κ α τ α
αυτό κι εμείς παίρνουμε όρκο
το π ρ ώ τ ο κορίτσι που θα συναντήσουμε στο δρόμο μας, θα το σφάξουμε και το α ί μ α του θα τρέξει κόκκινο στη γη ! » Ύ σ τ ε ρ α π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν α κ ό μ α πιο βαθιά μέσα στο δά-
σος, ώ σ π ο υ στο π ι ο σ κ ο τ ε ι ν ό σ η μ ε ί ο τ ο υ βρήκαν ένα ά δειο, μ α γ ε μ έ ν ο σ π ι τ ά κ ι . « Ε δ ώ θα μείνουμε », α π ο φ ά σ ι σαν. « Κι εσύ, Β ε ν ι α μ ί ν , π ο υ είσαι ο π ι ο μικρός κι ο π ι ο αδύναμος, θα κάθεσαι στο σπίτι και θα φροντίζεις τις δουλειές. Ε μ ε ί ς θα π η γ α ί ν ο υ μ ε γ ι α κυνήγι και θα φέρνουμε το φαγητό
"
Έ β γ α ι ν α ν λοιπόν στο δάσος και χ τ υ π ο ύ
σαν λ α γ ο ύ ς κι α γ ρ ι ο ε λ ά φ ι α , π ο υ λ ι ά και π ε ρ ι σ τ έ ρ ι α και ό,τι άλλο έ β ρ ι σ κ α ν , κ α λ ό γ ι α φ ά γ ω μ α .
Και τά 'φερναν
όλα στον Βενιαμίν, να τους τα μαγειρέψει, να χορτάσουν τ η ν π ε ί ν α τ ο υ ς . Δ έ κ α χ ρ ό ν ι α έ ζ η σ α ν έ τ σ ι όλοι μ α ζ ί σ τ ο σ π ι τ ά κ ι του δάσους κι ούτε τό 'νιωσαν ότι πέρασε
τόσος
καιρός. Σ τ ο μεταξύ η κορούλα της βασίλισσας είχε μ ε γ α λ ώ σει κι είχε γίνει κ ο ρ ι τ σ ά κ ι κ α λ ό κ α ρ δ ο κι όμορφο" ένα χρυσό που είχαν
αστέρι
στόλιζε
μ π ο υ γ ά δ α στο
το
μέτωπο
της.
Μια
και
μέρα,
π α λ ά τ ι , η μ ι κ ρ ή είδε τ ι ς π λ ύ -
στρες ν' απλώνουν δ ώ δ ε κ α αντρικά π ο υ κ ά μ ι σ α στον ήλιο. Κ α ι ρ ώ τ η σ ε τη μ η τ έ ρ α τ η ς : « Τ ί ν ο ς είναι α υ τ ά τα δ ώ δεκα π ο υ κ ά μ ι σ α ; Είναι π ο λ ύ μικρά γ ι α νά 'ναι του π α τ έ ρ α ». θηκε :
Βαριαναστενάζοντας η " Αχ,
παιδί
μου,
βασίλισσα της
αποκρί
α υ τ ά τα π ο υ κ ά μ ι σ α
ανήκουν
σ τ α δ ώ δ ε κ α α δ έ ρ φ ι α σου ». — « Π ο ύ είναι, μ η τ έ ρ α ; », ρώτησε το κοριτσάκι. « Π ρ ώ τ η έ χ ω δώδεκα αδέρφια ".
μου φορά ακούω
Η μητέρα τότε πήρε
τη
πως θυγα
τέρα τ η ς και τ η ς έδειξε την κ ά μ α ρ η με τα δ ώ δ ε κ α φέρε τρα. " Α υ τ ά τα φέρετρα », τ η ς είπε, « ήταν προορισμέ να γ ι α τ5 αδέρφια σου. Ε κ ε ί ν α ό μ ω ς τό 'σκασαν κρυφά, πριν γεννηθείς ».
Κ α ι τ η ς εξήγησε π ώ ς είχαν γίνει τα
π ρ ά γ μ α τ α . Και το κοριτσάκι της είπε : " Κ α λ ή μου μ η τερούλα, μην κλαις. Κι ε γ ώ θα π ά ω να βρω τ μου κ α ι να σου τα φ έ ρ ω π ί σ ω ».
αδέρφια
Π ή ρ ε λοιπόν τ α δ ώ δ ε κ α π ο υ κ ά μ ι σ α και μ ι α κ α ι δυο ξεκίνησε γ ι α τ ο
μεγάλο δάσος.
Όλη
μέρα περπατούσε
και το βράδυ έφτασε στο μαγεμένο σπιτάκι στην καρδιά του δάσους.
Άνοιξε την πόρτα η
παλικαράκι.
Με
θαυμασμό
μικρή και βρήκε ένα
αντίκρισε
ο
Βενιαμίν
την
ομορφιά της, τα βασιλικά της ρούχα και το χρυσό αστέρι στο
μέτωπο
κόρη, και
της.
πού
Και
τη
ρώτησε :
πηγαίνεις; »
—
του αποκρίθηκε το κοριτσάκι.
« Πούθε
« Βασιλοπούλα
έρχεσαι, ε ί μ α ι »,
« Και ψάχνω τα δώδεκα
αδέρφια μου. Ως τα π έ ρ α τ α της γ η ς θα φ τ ά σ ω , γ ι α να τα ξαναβρώ ».
Και τού 'δειξε τα δ ώ δ ε κ α
είχε μαζί της.
πουκάμισα που
Ο Βενιαμίν κ α τ ά λ α β ε ότι ή τ α ν η
μικρή
τ ο υ ς α δ ε ρ φ ή κ α ι τ η ς λέει : " Ε γ ώ ε ί μ α ι ο Β ε ν ι α μ ί ν , ο μ ι κρότερος α π ' τα δώδεκα
αδέρφια
σου » .
Τότε
έκλαψαν
μ α ζ ί α π ό χ α ρ ά α γ κ α λ ι ά ζ ο ν τ α ς και φιλώντας ο ένας τον άλλον
όλο
αγάπη.
Ύστερα
εκείνος
μίλησε
και
είπε :
« Α γ α π η μ έ ν η μου αδερφούλα, υ π ά ρ χ ε ι α κ ό μ α ένα ε μ π ό διο. Ε ί χ α μ ε
πάρει
όρκο
να
σκοτώσουμε
όποιο
κορίτσι
θ ' α π α ν τ ο ύ σ α μ ε σ τ ο δ ρ ό μ ο μ α ς , γ ι α τ ί ε ξ α ι τ ί α ς ενός κ ο ρ ι τσιού
αναγκαστήκαμε να φύγουμε α π ' το παλάτι μας ».
« Με χ α ρ ά θα δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου, αν είναι έτσι να σ ώ σ ω τα δ ώ δ ε κ α αδέρφια μου ». — « Ό χ ι », την έκοψε ο Β ε νιαμίν. « Δεν πρέπει να πεθάνεις. Κρύψου κ ά τ ω α π 5 αυτό το κοφίνι,
μέχρι νά 'ρθουν οι άλλοι έντεκα.
τους κ α τ α φ έ ρ ω
ν
Κι ε γ ώ θα
αλλάξουν γ ν ώ μ η ».
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι έγινε. Κι όταν ν ύ χ τ ω σ ε γ ι α τα καλά, γύρισαν τα έντεκα αδέρφια α π ' το κυνήγι τους και βρή καν το
φ α γ η τ ό έτοιμο να τους περιμένει στο τραπέζι.
Κάθισαν
λοιπόν
κι άρχισαν
να
τρώνε
και τ ρ ώ γ ο ν τ α ς
ρ ώ τ η σ α ν τον Β ε ν ι α μ ί ν : « Τι ν έ α ; » Κι εκείνος α π ό ρ η σ ε : « Δεν
τα
μάθατε;
Δεν
ξέρετε
τίποτα; »
—
« Ό χ ι »,
του
αποκρίθηκαν.
Κι
εκείνος
τους
ξαναρώτησε :
" Ε
σείς β γ α ί ν ε τ ε έ ξ ω κ α ι π ά τ ε γ ι α κ υ ν ή γ ι σ τ ο δάσος. Κ α ι περιμένετε α π ό μένα, π ο υ είμαι κλεισμένος εδώ μέσα, να σας πω τα νέα; » — « Π ε ς μας, λ ο ι π ό ν ! », του φώναξαν οι υ π ό λ ο ι π ο ι . Ε κ ε ί ν ο ς ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν του.
ανοίξει το σ τ ό μ α
" Π ρ ώ τ α θ α μ ο υ δ ώ σ ε τ ε τ ο λόγο
σ α ς ό τ ι δεν θ α
πειράξουμε το π ρ ώ τ ο κορίτσι π ο υ θα τύχει να συναντή σουμε, και μ ε τ ά θα σας π ω ! » — « Ε ν τ ά ξ ε ι , θα τ
αφή
σουμε να ζ ή σ ε ι ! Λ έ γ ε , λ ο ι π ό ν ! », είπαν οι άλλοι α ν υ π ό μονα. Και τότε εκείνος μίλησε και είπε : " Είναι εδώ η αδερφή μας ! " Κ α ι σ ή κ ω σ ε το καλάθι κ α ι φανερώθηκε η βασιλοπούλα ντυμένη με τα βασιλικά τ η ς ρούχα και με το χρυσό αστέρι στο μ έ τ ω π ο . Κι ήταν τόσο όμορφη έλαμπε
ολόκληρη.
Χαρά πλημμύρισε
τις
καρδιές
που όλων
τους και την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν με α γ ά π η . Α π ό κείνη τ η μέρα έμεινε κ ο ν τ ά τους. Κ α θ ό τ α ν μ α ζ ί με τον Βενιαμίν στο σ π ί τ ι και τον βοηθούσε στις δουλειές τ ο υ . Ο ι άλλοι έ ν τ ε κ α π ή γ α ι ν α ν γ ι α κυνήγι, έπιαναν α γ ρ ι ο πούλια, ελάφια, λαγούς και περιστέρια. Κι ο με τη μικρή τους.
τα
Βενιαμίν
μ α γ ε ί ρ ε υ α ν γ ι α ν ά ' χ ο υ ν ν α τ ρ ώ ν ε όλοι
Εκείνη μάζευε ξύλα γ ι α τη φωτιά, έκοβε χόρτα,
έβαζε το καζάνι να βράσει. Κι έτσι το φ α γ η τ ό ήταν π ά ν τα έτοιμο στην ώρα του. Κι α κ ό μ α συγύριζε και νοικο κύρευε το σπιτάκι, κι έστρωνε τα κρεβάτια ωραία και καθαρά.
Και τ
αδέρφια της ήταν πολύ ευχαριστημένα
κ α ι ζ ο ύ σ α ν όλοι μ α ζ ί α γ α π η μ έ ν ο ι . Μ ι α μέρα ο Βενιαμίν κι η αδερφή του είχαν μ α γ ε ι ρ έ ψει έ ν α ν ό σ τ ι μ ο φ α γ η τ ό . Κ ι ό τ α ν γ ύ ρ ι σ α ν κ ι ο ι υ π ό λ ο ι π ο ι , ετοιμάστηκαν πιούνε.
να
καθίσουν
όλοι
μαζί
να
φάνε
και
να
Κ ι ή τ α ν όλο χ α ρ ά . Α λ λ ά έ ξ ω α π ' τ ο μ α γ ε μ έ ν ο
σ π ι τ ά κ ι ή τ α ν ένας μικρός κ ή π ο ς , κι εκεί είχαν φ υ τ ρ ώ σ ε ι
δ ώ δ ε κ α κρίνα. Η μικρή σκέφτηκε να κόψει τα λουλούδια και να τα χαρίσει στ' αδέρφια της,
στο
βραδινό τ ρ α π έ ζ ι .
Μόλις ό μ ω ς έκοψε και το τελευταίο κρίνο, την ίδια εκεί νη στιγμή, τα δώδεκα αδέρφια της μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα κοράκια και πέταξαν μακριά π ά ν ω απ
το δάσος.
Και το μικρό σπιτάκι χάθηκε κι αυτό. Το καημένο το κοριτσάκι βρέθηκε ξάφνου μονάχο του μέσα στην ερημιά. Έ ρ ι ξ ε μ ι α μ α τ ι ά γ ύ ρ ω τ η ς κ α ι είδε μ ι α γ ρ ι ά , π ο υ γ ύ ρ ι σ ε κ α ι τ η ς ε ί π ε : " Τι έ κ α ν ε ς , μ ι κ ρ ή μ ο υ ; Γ ι α τ ί δεν τ
άφη
νες ή σ υ χ α τ α δ ώ δ ε κ α ά σ π ρ α λ ο υ λ ο ύ δ ι α ! Α υ τ ά ή τ α ν τ ' α δέρφια σου. Τ ώ ρ α μ ε τ α μ ο ρ φ ώ θ η κ α ν σε κ ο ρ ά κ ι α κι έτσι θα
μείνουν γ ι α π ά ν τ α ! »
ριτσάκι :
" Και
Κλαίγοντας η
γριά.
"
Δεν
ένας μ ο ν ά χ α τ ρ ό π ο ς γ ι α να σωθούνε. που
το
κο
δεν υ π ά ρ χ ε ι τ ρ ό π ο ς γ ι α ν α σ ω θ ο ύ ν ; »
— " Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε δύσκολος
ρώτησε
αποκλείεται
να
τα
υπάρχει
παρά
Είναι όμως τόσο
καταφέρεις να τους
βοηθήσεις. Γ ι α τ ί θα π ρ έ π ε ι να βουβαθείς γ ι α ε φ τ ά ολό κληρα χρόνια, να μη μιλήσεις,
να
μη
γελάσεις.
Κι
αν
π ε ι ς έ σ τ ω και μία μόνο λέξη, αν λείπει έ σ τ ω κ α ι μία μ ό νο ώρα α π ' τα εφτά χρόνια,
τ ό τ ε ά δ ι κ α θ α π ά ν ε όλοι σ ο υ
οι κόποι, κι αυτή η λέξη θα σκοτώσει και τα δ ώ δ ε κ α α δ έ ρ φ ι α σου ». Τ ό τ ε το κορίτσι είπε μέσα του : « Ε ί μ α ι σίγουρη π ω ς θα τα κ α τ α φ έ ρ ω να σ ώ σ ω τ' αδέρφια μου ». Β ρ ή κ ε λοιπόν ένα ψηλό δέντρο, α ν έ β η κ ε σ τ α κ λ α δ ι ά τ ο υ κ ι έ κ λ ω θ ε κ α ι δεν μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δεν γ ε λ ο ύ σ ε . Μ ι α μ έ ρ α ό μ ω ς η τ ύ χ η τό 'φερε κι ένας βασιλιάς β γ ή κ ε στο δάσος να κυνηγήσει. Κι ο βασιλιάς είχε ένα μ ε γ ά λ ο λ α γ ω ν ι κ ό , που πήγε
ίσια στο δέντρο του κοριτσιού κι άρχισε να
γ α β γ ί ζ ε ι και να πηδάει ολόγυρα αγριεμένο. Ο βασιλιάς π λ η σ ί α σ ε και είδε την ό μ ο ρ φ η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α με το χ ρ υ σ ό
αστέρι στο μ έ τ ω π ο και θ α μ π ώ θ η κ ε τόσο α π ' τ η ν ομορ φιά της,
που τη ρώτησε αν ήθελε να γίνει γ υ ν α ί κ α του.
Ε κ ε ί ν η δεν έ δ ω σ ε α π ά ν τ η σ η , μόνο έ γ ν ε ψ ε α ν ά λ α φ ρ α μ ε το κεφάλι της και τού 'κανε νόημα π ω ς δέχεται. Σ κ α ρ φάλωσε τότε ο βασιλιάς στο δέντρο και την κ α τ έ β α σ ε και την πήρε στο άλογο του και την έφερε στο π α λ ά τ ι του. Κι έγιναν οι γ ά μ ο ι με χαρές και πανηγύρια. Η νύφη ό μ ω ς ούτε μίλησε ούτε γ έ λ α σ ε . Έ ζ η σ α ν έτσι ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ι λί γα χρόνια, ώ σ π ο υ η μάνα του βασιλιά, π ο υ ήτανε κακιά στην ψυχή τ η ς , άρχισε να βάζει λ ό γ ι α στο γ ι ο τ η ς γ ι α τη νεαρή γυναίκα του : " Π ή γ ε ς και μάζεψες
μια
παλιο-
ζ η τ ι ά ν α α π ' το δ ρ ό μ ο και τ η ν α ν έ β α σ ε ς σ τ ο θρόνο σου ! Ποιος
ξέρει τ ι
βρομοδουλειές σκαρώνει π ί σ ω
α π ' την
π λ ά τ η σ ο υ ! Κ ι α ν α κ ό μ α δεν έ χ ε ι μ ι λ ι ά ν α μ ι λ ή σ ε ι , θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε , μ ι α φ ο ρ ά έ σ τ ω , να γ ε λ ά σ ε ι . . . Ό π ο ι ο ς δεν γελάει ποτέ του,
έχει σίγουρα κάτι κακό να κρύψει ».
Ο β α σ ι λ ι ά ς σ τ η ν α ρ χ ή δεν τ η ν π ί σ τ ε ψ ε . Η γ ρ ι ά ό μ ω ς δ ε ν τον
άφηνε
νύφη
της
σε χ λ ω ρ ό κλαρί, για
ένα
συνέχεια
κατηγορούσε τη
σωρό φριχτά κι απαίσια π ρ ά γ μ α τ α ,
ώ σ π ο υ τον έπεισε να την καταδικάσει σε θάνατο. Μ ά ζ ε ψ α ν λ ο ι π ό ν έναν θ ε ό ρ α τ ο σ ω ρ ό ξ ύ λ α σ τ η ν α υ λ ή του παλατιού κι ετοιμάστηκαν να την κάψουν. Κι ο βα σιλιάς στεκόταν ψηλά στο παραθύρι του και κοίταζε με μ ά τ ι α δακρυσμένα, γ ι α τ ί α κ ό μ α την αγαπούσε. Κι όταν π ι α την
έδεσαν
στον
πάσσαλο
κι
οι
φλόγες
έγλειφαν
κατακόκκινες τα ρούχα της, τότε πέρασε και πέταξε μα κριά και το τελευταίο λεπτό των εφτά χρόνων. Φτερού γ ι σ μ α α κ ο ύ σ τ η κ ε στον αέρα και δ ώ δ ε κ α κοράκια κ α τ έ βηκαν από ψηλά χ τ υ π ώ ν τ α ς τις φτερούγες τους. Τη στιγ μή όμως που άγγιξαν τη γ η , πήραν ξανά την αλλοτινή μορφή τους κ ι έγιναν δ ώ δ ε κ α παλικάρια. Ή τ α ν τ α δ ώ -
δεκα αδέρφια της, που με τη σ ι ω π ή της τα είχε λυτρώσει α π 5 το κακό ξόρκι. Α μ έ σ ω ς όρμησαν κι έσβησαν τη φ ω τιά, έλυσαν την αδερφή τους,
την
αγκάλιασαν και τη
φ ι λ ο ύ σ α ν όλοι μ α ζ ί . Κ ι ε κ ε ί ν η , τ ώ ρ α π ι α π ο υ μ π ο ρ ο ύ σ ε ν' ανοίξει το σ τ ό μ α τ η ς κ α ι να μιλήσει, ε ξ ή γ η σ ε
στο
βα
σ ι λ ι ά γ ι α τ ί δεν γ ε λ ο ύ σ ε π ο τ έ κ α ι δεν έ λ ε γ ε τ ί π ο τ α . Ο β α σιλιάς χ ά ρ η κ ε π ο υ η αθώα,
κι έζησαν
γυναίκα του η
αγαπημένη
ήταν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι η
κ α κ ι ά πεθερά δικάστηκε και κ α τ α δ ι κ ά σ τ η κ ε . Τ η ν έκλει σαν σ' ένα βαρέλι με ζ ε μ α τ ι σ τ ό λάδι κ α ι φίδια φ α ρ μ α κ ε ρ ά και βρήκε έτσι το τέλος που της άξιζε.
10.
Η παλιοπαρέα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ κότα :
« Τ ώ ρ α είναι
η
είπε ο κόκορας στην
εποχή που ωριμάζουν
τα
κ α ρ ύ δ ι α . Π ά μ ε μ α ζ ί στο βουνό, ν α φ ά μ ε και ν α χ ο ρ τ ά -
σουμε, πριν τα μ α ζ έ ψ ε ι όλα το σ κ ι ο υ ρ ά κ ι ». — « Σ ύ μ φωνοι », α π ά ν τ η σ ε η κότα. « Π ά μ ε και θα τα περάσουμε ζ ά χ α ρ η ». Μ ι α κ α ι δυο λοιπόν ξεκίνησαν κι έ φ τ α σ α ν στο βουνό.
Κι επειδή η
μέρα ήταν όμορφη,
βράδυ.
Τ ώ ρ α δεν ξ έ ρ ω τ ι α κ ρ ι β ώ ς έ γ ι ν ε :
έμειναν ώς το φάγανε πολύ
κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ε ν α κ ο υ ν η θ ο ύ ν ; Ή μ ή π ω ς σ ή κ ω σ α ν μ ύ τ η ψ η λ ά ώ ς τ ο ν ο υ ρ α ν ό ; Μ ε λ ί γ α λ ό γ ι α , π ά ν τ ω ς , δεν ήθελαν να γυρίσουν με τα πόδια. Π ή ρ ε λοιπόν ο κόκορας τα καρυδότσουφλα κι έφτιαξε μια μικρή άμαξα. Μόλις τέλειωσε,
η
« Μπορείς ν
κοτούλα στρογγυλοκάθισε
μέσα και είπε :
α ρ χ ί σ ε ι ς να με σ έ ρ ν ε ι ς ! » — « Μ ω ρ έ κ α λ ή
είσαι του λόγου
σ ο υ ! »,
της αποκρίθηκε το κοκοράκι.
" Κ α ι δεν π ά ω κ α λ ύ τ ε ρ α μ ε τ α π ό δ ι α ώ ς τ ο σ π ί τ ι ; Δ ε ν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Ε γ ώ θέλω να είμαι αμαξάς και να τ ρ α β ά ω τα γκέμια. την
άμαξα.
Αυτό
Εκεί που τσακώνονταν, μια π ά π ι α :
Ό χ ι ν α τ ρ α β ά ω ολόκληρη
αποκλείεται! »
ήρθε κουνιστή και λυγιστή
« Βρε παλιοκλέφτες, ποιος σας έδωσε την
άδεια να 'ρθείτε και να φάτε τα καρύδια μ ο υ ;
Περιμέ-
ν ε τ ε και θ α σ α ς κ α ν ο ν ί σ ω ε γ ώ ! » λητικά το
Κι ανοίγοντας
ράμφος της όρμησε π ά ν ω στο κοκόρι.
απει Αλλά
τ ο κ ο κ ό ρ ι δεν ή τ α ν ε ύ κ ο λ ο ς α ν τ ί π α λ ο ς : μ ε τ α ν ύ χ ι α τ ο υ
και με το ράμφος του τσιμπούσε κι έγδερνε την π ά π ι α σ
όλο τ η ς το κ ο ρ μ ί , ώ σ π ο υ κ ό ν τ ε ψ ε να τ η ν ξ ε π ο υ π ο υ
λιάσει. Τ ε λ ι κ ά την α ν ά γ κ α σ ε να ζητήσει χ ά ρ η τ ι μ ω ρ ί α τ η ν έ ζ ε ψ α ν σ τ η ν άμαξα τ ο υ ς .
και γ ι α
Ο κόκορας στρώ-
θ η κ ε σ τ η θέση τ ο υ α μ α ξ ά , η κ ό τ α δεν ε ί χ ε κ ο υ ν η θ ε ί κ α θόλου α π ' τ η θέση τ ο υ ε π ι β ά τ η και τ ο τ α ξ ί δ ι ξεκίνησε. " Τ ρ έ ξ ε , τρέξε, π ά π ι α , τρέξε όσο Στο σμένους
δρόμο που πήγαιναν, οδοιπόρους,
μια
μπορείς! »
συνάντησαν
βελόνα
κα:
μια
δυο
κουρα
σακοράφα.
« Σ τ α θ ε ί τ ε ! Σ τ α θ ε ί τ ε ! », τους φ ώ ν α ξ α ν . Κ α ι τους είπαν ό τ ι ε ί χ ε π ι α σ κ ο τ ε ι ν ι ά σ ε ι , ότι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α σ υ ν ε χ ί σουν τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ ς , κ ι ή τ α ν τ ό σ ο β ρ ό μ ι κ α , ούτε ν α ξ α π ο σ τ ά σ ο υ ν δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ε κ ε ί σ τ η ν ε ξ ο χ ή .
Μ ή π ω ς θα
ήταν εύκολο να τους πάρουν μ α ζ ί τους λίγο δρόμο με την ά μ α ξ α ; Είχαν πάει στην Ταβέρνα του Ρ ά φ τ η κι είχαν αργήσει γ λ ε ν τ ώ ν τ α ς με την π α ρ έ α τους. Ο κόκορας δέ χ τ η κ ε , μ ι α ς κ ι ή τ α ν μ ι κ ρ ο κ α μ ω μ έ ν ε ς κ α ι δεν θ α
έπια
ναν τ ό π ο . Τ ο υ ς ζ ή τ η σ ε ό μ ω ς π ρ ώ τ α ν α υ π ο σ χ ε θ ο ύ ν ότι δεν θ α σ τ ρ ι μ ώ ξ ο υ ν ο ύ τ ε α υ τ ό ν ο ύ τ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Α ρ γ ά τ η ν ύ χ τ α έ φ τ α σ α ν σ ' ένα π α ν δ ο χ ε ί ο κ ι α π ο φ ά σ ι σ α ν να σταματήσουν.
Η π ά π ι α κόντευε να πέσει κ ά τ ω α π ό
την κούραση κι έγερνε π ό τ ε α π ό τη μ ι α και π ό τ ε α π ό την άλλη. Σ τ α μ ά τ η σ α ν λοιπόν και χ τ ύ π η σ α ν την π ό ρ τ α . Ο
ξ ε ν ο δ ό χ ο ς δεν ή θ ε λ ε σ τ η ν α ρ χ ή ν α τ ο υ ς α ν ο ί ξ ε ι .
πανδοχείο του ήταν γ ε μ ά τ ο .
Το
« Κι εξάλλου, ποιος τίμιος
και καλός άνθρωπος ταξιδεύει τέτοια ώ ρ α μέσα στη νύ χ τ α ; », σκέφτηκε. Τελικά ό μ ω ς τον έπιασαν με το καλό, του υποσχέθηκαν
και το αυγό π ο υ είχε κάνει στο δρόμο
η κότα, του υποσχέθηκαν και την ίδια την π ά π ι α , π ο υ έκανε α υ γ ά κάθε μέρα, κι ο ξενοδόχος δέχτηκε. Η
παρέα
στρώθηκε
στο
τραπέζι,
παράγγειλε
κόσμου τις νοστιμιές και το γλέντησε γενναία.
του
Και την
άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , π ρ ι ν χ α ρ ά ξ ε ι , όταν όλοι κ ο ι μ ό ν τ ο υ σαν α κ ό μ α , ο κ ό κ ο ρ α ς ξύπνησε τ η ν κ ό τ α , έφερε το α υ γ ό , τ ο άνοιξε κ α ι τ ό ' φ α γ α ν ο ι δυο τ ο υ ς . Ύ σ τ ε ρ α π ή ρ α ν α π ό
το κεφάλι τη βελόνα, α κ ό μ α κ ο ι μ ι σ μ έ ν η , και την έ κ ρ υ ψαν
στο
μαξιλάρι
της πολυθρόνας
του
ξενοδόχου.
Τη
σακοράφα την έκρυψαν μέσα στην π ε τ σ έ τ α του. Κι έ π ε ι τ α έ φ υ γ α ν τ ρ έ χ ο ν τ α ς κ α ι φ τ ε ρ ο κ ο π ώ ν τ α ς , λες κ α ι δεν ε ί χ ε γίνει τ ί π ο τ α .
Η π ά π ι α , π ο υ τ η ς άρεσε να κ ο ι μ ά τ α ι στο
ύπαιθρο, είχε περάσει τη ν ύ χ τ α στην αυλή. Τους άκουσε λοιπόν την ώρα που έφευγαν. Α μ έ σ ω ς σηκώθηκε κι κυ-
τ ή , ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε , βρήκε ένα π ο τ α μ ά κ ι και ρ ί χ τ η κ ε σ τ α νερά τ ο υ .
Και κολυμπώντας προχωρούσε πιο γρήγορα,
π α ρ ά τ ρ α β ώ ν τ α ς την άμαξα. Λίγες ώρες αργότερα ση κώθηκε α π ' το κρεβάτι κι ο ξενοδόχος. Πλύθηκε και π ή ρε την π ε τ σ έ τ α του να σκουπιστεί. τον έγδαρε στα μούτρα, νιά, απ
Η σακοράφα όμως
μια μεγάλη κόκκινη γρατζου-
το ένα αυτί ώς το άλλο. Π ά ε ι μ ε τ ά ο δ ύ σ τ υ χ ο ς
στο μαγερειό ν
ανάψει την π ί π α του στα κάρβουνα τ η ς
θράκας. Κι ό π ω ς πλησίασε στη φωτιά, τα τσόφλια τού αυγού πετάχτηκαν και μπήκαν στα μάτια του. « Σ ή μ ε ρα το π ρ ω ί όλα σ τ ρ α β ά μου π ά ν ε . Να δούμε π ο ύ αλλού θα χ τ υ π ή σ ω το κεφάλι μου »,
συλλογίστηκε λυπημένος
και π ή γ ε να καθίσει στην πολυθρόνα του. Α λ λ ά την ίδια
κιόλας σ τ ι γ μ ή τ ι ν ά χ τ η κ ε όρθιος με φωνές, γ ι α τ ί η β ε λ ό να τον είχε τρυπήσει π ο λ ύ ά σ χ η μ α , και όχι στο κ ε φ ά λ ι . Τ ό τ ε θύμωσε γ ι α τα καλά και υποψιάστηκε τους π ε λ ά τ ε ς π ο υ ε ί χ α ν έρθει α ρ γ ά χ τ ε ς τ ο β ρ ά δ υ . Π ά ε ι ν α δει, α λ λά τους βρίσκει φευγάτους. ναδεχτεί
τέτοιες
τρώνε τον
Π ή ρ ε όρκο τ ό τ ε να μην ξ α -
παλιοπαρέες
αγλέουρα,
στο
πανδοχείο
δεν π λ η ρ ώ ν ο υ ν
φράγκο
του,
που
και
στή
νουν α π ό π ά ν ω κ α ι τ έ τ ο ι ε ς β ρ ο μ ο δ ο υ λ ε ι έ ς . 11.
Αδερφούλης κι αδερφούλα
Ο
ΑΔΕΡΦΟΥΛΗΣ Π Η Ρ Ε ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΤΟΥ α π ό το χέρι και είπε : " Α π ό τ ό τ ε π ο υ π έ θ α ν ε η μ α ν ο ύ
λ α μ α ς , δεν ε ί δ α μ ε ά σ π ρ η μ έ ρ α . Η μ η τ ρ ι ά μ α ς μ α ς δ έ ρ νει κ ά θ ε μέρα, κ ι όταν τ η ν π λ η σ ι ά ζ ο υ μ ε , μ α ς κ λ ω τ σ ά ε ι μακριά της. Μ α ς ταΐζει με τα ξερά ψ ω μ ι ά
που περισ
σεύουν α κ ό μ α και τ ο σκυλί κ ά τ ω α π ' τ ο τ ρ α π έ ζ ι π ε ρ νάει κ α λ ύ τ ε ρ α : π ό τ ε π ό τ ε τού π ε τ ά ε ι κανένα κ α λ ό μ ε ζ ε δάκι. Δ ό ξ α τω Θεώ
π ο υ η κ α η μ έ ν η η μ α ν ο ύ λ α μ α ς δεν τ α
βλέπει όλα α υ τ ά ! Έ λ α , θ α φύγουμε μαζί και θ α π ά μ ε στα πέρατα του κόσμου ». Ό λ η μέρα περπατούσαν. Π έ ρασαν λιβάδια, χ ω ρ ά φ ι α , βράχια. Κι όταν έπιασε βρο χ ή , η α δ ε ρ φ ο ύ λ α ε ί π ε : " Ο Θ ε ό ς κ λ α ί ε ι μ α ζ ί με τ ι ς κ α ρ διές μ α ς ! » Το βράδυ έ φ τ α σ α ν σ' ένα μ ε γ ά λ ο δάσος κ α ι ή τ α ν τόσο κ ο υ ρ α σ μ έ ν α και τ α δυο α π ' τ η
στενοχώρια
τους, α π ' την πείνα κι α π ' το π ε ρ π ά τ η μ α , που τρύπωσαν σ τ η ν κ ο υ φ ά λ α ενός δέντρου κ ι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί , όταν ξύπνησαν, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό κι έστελνε ζ ε σ τ έ ς τ ι ς ακτίνες του μέσα στην κουφάλα του δέντρου. Ο αδερφούλης τότε
είπε :
« Αδερφούλα
μου,
διψάω.
Ας
έβρισκα, Θεούλη
μου, μια π η γ ή να δ ρ ο σ ι σ τ ώ . Γ ι ά στάσου, ό μ ω ς . . . Μου φαίνεται π ω ς ακούω νεράκι να κελαρύζει ». Και μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε, πήρε πάλι την αδερφούλα του από το χέρι και βάλθηκαν να ψάχνουν την π η γ ή . Αλλά η κ α κ ι ά μ η τ ρ ι ά τ ο υ ς ή τ α ν μ ά γ ι σ σ α . Ε ί χ ε δει τ α δ υ ο π α ι δ ι ά ν α φεύγουν, τα είχε ακολουθήσει στα κρυφά, ό π ω ς κάνουν
οι μ ά γ ι σ σ ε ς , κι είχε μ α γ έ ψ ε ι όλες τ ι ς π η γ έ ς τ ο υ δ ά σ ο υ ς . Μ ό λ ι ς τ α δυο α δ έ ρ φ ι α β ρ ή κ α ν
την
πηγή, που τα γάρ
γ α ρ α νερά τ η ς ανάβλυζαν α ν ά μ ε σ α στις π έ τ ρ ε ς , ο αδερφούλης έσκυψε να πιει. νερά να λένε
Η
αδερφούλα
όμως
κελαρύζοντας :
«Όποιος άγριος
τα
νερά
τίγρης
θα
μου
πιει,
γενεί.
άκουσε τα
Όποιος άγριος
τα
νερά
τίγρης
μου
θα
πιει,
γενεί ».
Τ ό τ ε βιάστηκε να σ τ α μ α τ ή σ ε ι τον αδερφό τ η ς : « Σε παρακαλώ,
αδερφούλη
μου,
μην πιεις.
Αν
ξεδιψάσεις
εδω τη δίψα σου, θηρίο άγριο θα γίνεις και θα με κ α τ α σ π α ρ ά ξ ε ι ς ".
Ο
αδερφούλης,
λοιπόν,
δεν
ήπιε,
μ'
όλο
π ο υ δίψα μεγάλη τον βασάνιζε. « Θα π ε ρ ι μ έ ν ω μέχρι να βρούμε μιαν άλλη π η γ ή », είπε.
Ό τ α ν όμως έφτασαν
στην επόμενη π η γ ή , η αδερφούλα άκουσε τα νερά τ η ς να λ έ ν ε : « Όποιος
τα
άγριος
λύκος
Όποιος άγριος
τα
νερά θα
νερά
λύκος
μου
πιει,
γενεί. μου
θα
πιει,
γενεί ».
Β ι ά σ τ η κ ε τότε η αδερφούλα να εμποδίσει τον αδερ φούλη
της :
« Μην πιεις,
αδερφούλη
μου,
μην πιεις.
Γιατί λύκος φοβερός θα γίνεις και θα με φας ». Και π ά λ ι ο α δ ε ρ φ ο ύ λ η ς δεν ή π ι ε , π α ρ ά ε ί π ε : " Θ α π ε ρ ι μ έ ν ω , μ έ χρι να βρούμε την επόμενη π η γ ή .
Εκεί όμως θα π ι ω ,
ό,τι κ ι α ν λ ε ς . Γ ι α τ ί η δ ί ψ α μ ο υ ε ί ν α ι μ ε γ ά λ η " . Κ ι ό τ α ν έφτασαν στην τρίτη π η γ ή , η αδερφούλα την άκουσε να μιλάει κι α υ τ ή μ' α ν θ ρ ώ π ι ν η λ α λ ι ά κ α ι να λέει : « Όποιος
τα
ελαφάκι Όποιος ελαφάκι
νερά
θα τα
πιει,
γενεί.
νερά θα
μου μου
πιει,
γενεί».
Κ α ι το κοριτσάκι είπε : « Αχ, αδερφούλη μου, σε π α ρακαλώ μην πιεις. Γιατί θα γίνεις ελαφάκι και θα τρέξεις,
θα μου φύγεις ». Ο αδερφός τ η ς ό μ ω ς είχε κιόλας γονα τίσει πλάι στην π η γ ή ,
είχε σκύψει π ά ν ω α π ' τ α νερά τ η ς
κι
δίψα του.
έπινε να σβήσει τη
Μόλις όμως οι π ρ ώ τ ε ς
σταγόνες ά γ γ ι ξ α ν τα χείλια του άλλαξε κι έγινε ελάφι. Έ β α λ ε τα κ λ ά μ α τ α η αδερφούλα γ ι α τον καημένο τον μαγεμένο
αδερφούλη της.
Και το ελαφάκι
κάθισε
πλάι
της κι έκλαιγε κι αυτό μαζί της. Τέλος το κορίτσι σ τ α μ ά
τησε τα κ λ ά μ α τ α και είπε : " Η σ ύ χ α σ ε , α γ α π η μ έ ν ο μου ε λ α φ ά κ ι , κ ι ε γ ώ π ο τ έ δεν θ α σ ' ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ω » . Έ β γ α λ ε τη χρυσή της καλτσοδέτα, την πέρασε
στο λαιμό
τού
ελαφιού κι έδεσε π ά ν ω τ η ς ένα μ α λ α κ ό σκοινί, π ο υ το έπλεξε
με
χόρτα.
της το ελαφάκι. θιά μέσα
Κρατώντας
το
σκοινί
Κι έτσι προχωρούσε
στο δάσος.
έσερνε
όλο κ α ι π ι ο
πίσω βα
Δρόμο
πήραν,
δρόμο
άφησαν
σ' ένα μικρό σ π ι τ ά κ ι . Το κορίτσι
κι
έριξε
έφτασαν μια
κάποτε
ματιά μέσα,
είδε πως ή τ α ν άδειο κ α ι σ κ έ φ τ η κ ε : " Ε δ ώ μ π ο ρ ο ύ μ ε να σταματήσουμε
και
να
μείνουμε ».
Μάζεψε
φύλλα
και
χ ό ρ τ α ξερά, έ φ τ ι α ξ ε ένα μ α λ α κ ό γ ι α τ ά κ ι γ ι α τ ο ελάφι, και κάθε π ρ ω ί έβγαινε και μάζευε ρίζες και β α τ ό μ ο υ ρ α κ α ι καρύδια γ ι α τον εαυτό της, και φρέσκο, δροσερό χ ο ρ τ ά ρ ι
γ ι α το ελαφάκι της, π ο υ ερχόταν να φάει μέσα α π ' τη χούφτα της κι έπαιζε μαζί της και χοροπηδούσε ευχα ριστημένο. Κάθε βράδυ, σευχή ράχη
της
και
κουρασμένη πλάγιαζε
το
η
μικρή
κεφαλάκι
του ελαφιού. Αυτό ήταν το
έλεγε της
την προ στη
ζεστή
μαξιλάρι τ η ς κ ι εκεί
κοιμόταν ύπνο γλυκό και ήσυχο. Κι αν μπορούσε να ξα-
ναπάρει ο αδερφούλης της την ανθρώπινη
μορφή του,
όλα θα ή τ α ν ω ρ α ί α και κ α λ ά . Έ τ σ ι π έ ρ α σ ε κ ά μ π ο σ ο ς καιρός και τ α δυο α δ ε ρ φ ά κ ι α ζούσαν
ολομόναχα μέσα στην καρδιά του δάσους.
Μα
έτυχε κάποτε κι ο βασιλιάς της χ ώ ρ α ς βγήκε για κυνήγι, κ ι όλο τ ο δ ά σ ο ς β ο ύ ι ξ ε
α π ' τα βούκινα κι α π ' τα γ α β γ ί
σματα των σκύλων κι απ
νηγών.
Το
ελαφάκι τ
τις χαρούμενες φωνές των κυ
άκουσε και πολύ θά 'θελε να π ά
ρει κ ι α υ τ ό μ έ ρ ο ς σ τ η γ ι ο ρ τ ή τ ο υ κ υ ν η γ ι ο ύ . " Α χ , σ ε π α ρακαλώ »,
έλεγε
και
ξανάλεγε
στην
αδερφούλα
του,
" ά σ ε μ ε ν α π ά ω , δεν α ν τ έ χ ω ά λ λ ο ε δ ώ » . Κ α ι δεν έ λ ε γ ε ν α σ τ α μ α τ ή σ ε ι τ α π α ρ α κ ά λ ι α , ώ σ π ο υ εκείνη τελικά υ π ο χ ώ ρ η σ ε . " Κ ο ί τ α ό μ ω ς το βράδυ να γυρίσεις π ί σ ω », του είπε. « Θά ' χ ω κλειδωμένη την πορτούλα μου, γιατί οι
κυνηγοί
είναι
κακοί.
Για
να σε γνωρίσω,
χτύπα την
π ό ρ τ α και πες μου : Αδερφούλα, άνοιξε Α λ λ ι ώ ς δεν
θ'
μου
αδερφούλα, την
πορχούλα.
α ν ο ί ξ ω ".
Τρέχοντας έφυγε το ελαφάκι.
Κι απ
τη χαρά του
χοροπηδούσε μέσα στα μονοπάτια του δάσους και δια σκέδαζε με την ελευθερία τ ο υ . Ο βασιλιάς κι οι κ υ ν η γ ο ί του είδαν το όμορφο ζ ώ ο και βάλθηκαν να το κυνηγούν, μ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ ο π ι ά σ ο υ ν . Ε κ ε ί π ο υ ν ό μ ι ζ α ν ό τ ι το κρατούσαν, αυτό πηδούσε π ά ν ω απ' τους θάμνους κ α ι χανόταν απ
τα μάτια τους. Ό τ α ν σκοτείνιασε, γύρισε
στο μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους, και χ τ ύ πησε
την
πόρτα : « Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα
».
Α μ έ σ ω ς άνοιξε η π ό ρ τ α κι εκείνο τ ρ ύ π ω σ ε μ έ σ α κ α ι κ ο ι μ ή θ η κ ε όλη ν ύ χ τ α στο
μαλακό του κρεβατάκι. Την
άλλη μέρα το π ρ ω ί το κυνήγι ξανάρχισε. Το ελαφάκι ά κουγε τα βούκινα και τις
φ ω ν έ ς τ ω ν κ υ ν η γ ώ ν κ α ι δεν
μπορούσε με τ ί π ο τ α να ησυχάσει. " Ά ν ο ι ξ ε μου, αδερ φούλα μου, να β γ ω έξω ! », άρχισε π ά λ ι τα π α ρ α κ ά λ ι α . Κ α ι το κορίτσι τού άνοιξε την π ό ρ τ α και τ ο υ είπε : « Μ η ν αργήσεις το βράδυ. Κ α ι μην ξεχάσεις να μου π ε ι ς τα λό για που πρέπει,
για να σε γνωρίσω ».
Μόλις φάνηκε το ελάφι με το χρυσό περιλαίμιο, ο βα σ ι λ ι ά ς κ ι ο ι κ υ ν η γ ο ί τ ο υ ά ρ χ ι σ α ν ν α τ ο κ υ ν η γ ο ύ ν όλοι μ α ζ ί . Ε κ ε ί ν ο ό μ ω ς , γ ο ρ γ ο π ό δ α ρ ο κ α ι φ τ ε ρ ω τ ό σ α ν τ ο ν άνεμο?
τους ξέφευγε. Ό λ η
μέρα προσπαθούσαν να το πιάσουν
κ ι όλη μ έ ρ α τ ο ύ ς ξ έ φ ε υ γ ε .
Και
μόνον
όταν άρχισε π ι α
να β ρ α δ ι ά ζ ε ι , μ π ό ρ ε σ α ν να το σ τ ρ ι μ ώ ξ ο υ ν κ α ι λ ί γ ο έλει ψε να το πιάσουν. Έ ν α ς
μάλιστα το χ τ ύ π η σ ε στο πόδι.
Κουτσαίνοντας κατάφερε
να
ξεφύγει το ελάφι και σιγά
σιγά να γυρίσει στο σπιτάκι του. Αλλά κάποιος
το
πήρε
από π ί σ ω , στα κρυφά, και το παραμόνεψε ώσπου έφτα σε στην π ό ρ τ α και τη χ τ ύ π η σ ε και είπε : « Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα ».
Κ α ι είδε ο κ υ ν η γ ό ς τ η ν π ό ρ τ α ν' ανοίγει κ α ι να κλεί νει π ά λ ι , π ί σ ω α π ' τ ο ε λ ά φ ι . Α μ έ σ ω ς τ α σ η μ ε ί ω σ ε ό λ α κ α λ ά μ έ σ α στο μυαλό τ ο υ . Κ α ι μ ι α κ α ι δυο π ά ε ι την αλ
λ η μ έ ρ α σ τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ τ α λέει χ α ρ τ ί κ α ι κ α λ α μ ά ρ ι . Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε λέει σ τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς τ ο υ : κυνηγήσουμε
π ά λ ι ».
Το κορίτσι όμως τρόμαξε
σαν
ειδε
ότι τ ο ε λ α φ ά κ ι
γύρισε π λ η γ ω μ έ ν ο . Του έπλυνε το αίμα απ την
έδεσε
« Α ύ ρ ι ο θα
με
βότανα και
είπε :
« Άντε
την π λ η γ ή , να
κοιμηθείς
τ ώ ρ α , α γ α π η μ έ ν ο μου ελαφάκι, γ ι α να γιάνει η λ α β ω μ α τ ι ά σου κ α ι να γίνεις κ α λ ά ».
Η πληγή όμως ήταν τόσο
μικρή που την άλλη μέρα το π ρ ω ί το ελαφάκι την είχε κιόλας ξεχάσει.
Κι όταν άκουσε πάλι τις φωνές και τα
γέλια τ ω ν κυνηγών, άρχισε ξανά τα π α ρ α κ ά λ ι α : « Δεν α ν τ έ χ ω , αδερφούλα, άσε με να π ά ω κι ε γ ώ . Σ ο υ δίνω το λ ό γ ο μ ο υ : κ α ν ε ί ς δεν θ α μ ε π ι ά σ ε ι ! " Η α δ ε ρ φ ο ύ λ α τ ο υ ό μ ω ς αρνήθηκε με κ λ ά μ α τ α και του είπε : " Θα σε σκοτοοσουν κ α ι τ ό τ ε θ ' α π ο μ ε ί ν ω μ ό ν η μ ο υ ε δ ώ σ τ ο δ ά σ ο ς , μόνη κι ολομόναχη. Δεν σ' α φ ή ν ω ". — " Ε, τ ό τ ε κι ε γ ώ θα π ε θ ά ν ω α π ' τη στεναχώρια μου », αποκρίθηκε το ελα φάκι. « Έ τ σ ι που ακούω τα βούκινα τ ω ν κυνηγών, ησυ χ ί α δεν έ χ ω ! » Τ ι ν α κ ά ν ε ι τ ο κ ο ρ ί τ σ ι ; Μ ε β α ρ ι ά κ α ρ δ ι ά του άνοιξε την π ό ρ τ α και το ελάφι όρμησε α μ έ σ ω ς έ ξ ω , χ ο ρ ο π η δ ώ ν τ α ς χ α ρ ο ύ μ ε ν ο . Μ ό λ ι ς το είδε ο β α σ ι λ ι ά ς , γ ύ ρισε κ α ι ε ί π ε σ τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς τ ο υ : « Κ υ ν η γ ή σ τ ε τ ο ό λ η μέρα, μέχρι να βραδιάσει.
Προσέξτε ό μ ω ς ! Κανείς σας
να μην το λ α β ώ σ ε ι ! » Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος, ε ί π ε ο βασιλιάς στον κ υ ν η γ ό :
" Έ λ α τ ώ ρ α και δείξε μου το
σπιτάκι στην καρδιά του δάσους ».
Κι όταν έφτασαν,
χ τ ύ π η σ ε ο βασιλιάς την π ό ρ τ α και φώναξε :
« Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα ».
Η π ό ρ τ α άνοιξε μ ε μ ι ά ς κι ο βασιλιάς μ π ή κ ε μέσα κ ι ε ί δ ε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ έ ν α κ ο ρ ί τ σ ι , π ο υ ο μ ο ρ φ ό τ ε ρ ο δεν ε ί χ ε δει π ο τ έ τ ο υ . Ε κ ε ί ν η τ ρ ό μ α ξ ε , π ο υ α ν τ ί γ ι α τ ο ε λ α φ ά κ ι τ η ς μ π ή κ ε μέσα ένας άντρας, με χρυσή κορόνα στο κ ε φ ά λι του. Ο βασιλιάς ό μ ω ς την κοίταξε με τόση ευγένεια και καλοσύνη, της έδωσε το χέρι του και τ η ς είπε : « Θέ λεις νά 'ρθεις μ α ζ ί μου, στο π α λ ά τ ι μου, και να γίνεις η
γ υ ν α ί κ α κι η
β α σ ί λ ι σ σ α μ ο υ ; » — " Α χ , ν α ι ».
αποκρί
θηκε το κορίτσι. « Α λ λ ά το ελάφι π ρ έ π ε ι νά 'ρθει μ α ζ ί μου κι αυτό. Δεν μ π ο ρ ώ να φ ύ γ ω και να τ' α φ ή σ ω ». Κι ο β α σ ι λ ι ά ς το δ έ χ τ η κ ε : " Ας έρθει κι
ας μείνει μ α ζ ί σου,
ώ ς τ α β α θ ι ά σ ο υ γ ε ρ ά μ α τ α . Κ α ι τ ί π ο τ α δεν θ α τ ο υ λ ε ί πει ! » Την
ίδια σ τ ι γ μ ή το ε λ α φ ά κ ι γύρισε και μ'
ένα
π ή δ η μ α μ π ή κ ε μέσα. Η αδερφούλα του το έδεσε π ά λ ι με
τ ο π λ ε χ τ ό σκοινί α π ' τ ο χ ρ υ σ ό τ ο υ π ε ρ ι λ α ί μ ι ο κ α ι κ ρ α τ ώ ν τ α ς η ίδια το χορταρένιο σκοινί στο χέρι τ η ς β γ ή κ ε α π ' το μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους. Ο
βασιλιάς π ή ρ ε το όμορφο κορίτσι στο άλογο του
και το οδήγησε στο π α λ ά τ ι του, όπου έκαναν το γ ά μ ο τους, τσι
όλο
μ ε γ α λ ο π ρ έ π ε ι α . Εκείνη έγινε βασίλισσα. Κι έ
έζησαν
ελαφάκι
μαζί
ευτυχισμένοι
περνούσε κι εκείνο
νε και χοροπηδούσε
μια
χαρούμενο
για
πολλά
χαρά, στους
χρόνια.
Το
έτρωγε κι έπι κήπους του π α
λατιού. Η κακιά μητριά όμως, που εξαιτίας της είχαν φύγει τ α δυο α δ ε ρ φ ά κ ι α α π ' τ ο σ π ί τ ι τ ο υ ς , ν ό μ ι ζ ε ότι τ ο κορι τ σ ά κ ι το είχαν φάει τα ά γ ρ ι α θηρία του δάσους, κι ότι το ελαφάκι το είχαν σκοτώσει οι κυνηγοί. Ό τ α ν άκουσε
τώρα
ότι ή τ α ν τ ό σ ο ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν α κ α ι τ α δυο τ ο υ ς , κ ι ότι
περνούσαν
ζωή
χ α ρ ι σ ά μ ε ν η , η ζήλια και ο φθόνος τ ρ ύ
π ω σ α ν μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς κ α ι δεν τ η ν ά φ η ν α ν σ τ ι γ μ ή σ ε η σ υ χ ί α . Κ ι ά λ λ η σ κ έ ψ η δεν ε ί χ ε , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ν α τ ο υ ς κάνει π ά λ ι κ α κ ό .
Η
π ρ α γ μ α τ ι κ ή της κόρη,
που ήταν
ά σ χ η μ η σαν τ η ς ν ύ χ τ α ς τ ο σ κ ο τ ά δ ι κ ι είχε ένα μ ά τ ι αντί γ ι α δυο, τ η ς π α ρ α π ο ν ι ό τ α ν και τ η ς έλεγε : " Ε γ ώ έ π ρ ε
πε να γίνω
βασίλισσα,
σ'
εμένα θά 'πρεπε
μια τέτοια
τ ύ χ η ! » — « Σ ώ π α , σ ώ π α », τ η ν π α ρ η γ ο ρ ο ύ σ ε
η γριά.
« Κι όταν θά 'ρθει η ώρα, ξέρω ε γ ώ τι θα κ ά ν ω ». Κι όταν ήρθε η ώ ρ α , η β α σ ί λ ι σ σ α έφερε στον κ ό σ μ ο ένα όμορφο αγοράκι. Ο βασιλιάς έλειπε π ά λ ι στο κυνήγι. Τότε η γριά μάγισσα πήρε τη μορφή της βάγιας, μπήκε στην κ ά μ α ρ α ,
όπου ήταν
ξαπλωμένη
η
βασίλισσα, και
τ η ς είπε : « Ε λ ά τ ε , το μ π ά ν ι ο σας είναι έτοιμο. Θα σας κάνει καλό, θα σας ξαναδώσει τις δυνάμεις σας. Ε λ ά τ ε γ ρ ή γ ο ρ α , πριν κρυώσει το νερό ».
Η θυγατέρα
της
τη
βοήθησε να μεταφέρουν κι οι δυο μ α ζ ί την α ν ή μ π ο ρ η βα σίλισσα στο λουτρό.
Εκεί την πέταξαν μέσα στον κάδο
και έφυγαν κλειδώνοντας π ί σ ω τους την π ό ρ τ α .
Πριν
φύγουν ό μ ω ς άναψαν έ ξ ω απ
το λουτρό μια τόσο δυνα
τή φ ω τ ι ά
που η καημένη η
β α σ ί λ ι σ σ α δεν ά ρ γ η σ ε ν α
πνιγεί απ
τους καπνούς και τη ζέστη.
Ό τ α ν τέλειωσαν, η γριά μάγισσα
στόλισε την κόρη
τ η ς , τ η ς φόρεσε κι ένα δαντελένιο σκουφάκι και την έ β α λε να ξ α π λ ώ σ ε ι στο κρεβάτι της βασίλισσας. Και με τα μ α γ ι κ ά τ η ς κ α τ ά φ ε ρ ε να την κάνει ίδια με
τη
βασίλισ
σ α σ τ η ν ό ψ η . Μ ό ν ο τ ο χ α μ έ ν ο μ ά τ ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η ς
ξαναδώσει.
Και γ ι α να μην το καταλάβει ο βασιλιάς,
της είπε να πλαγιάσει απ
τ ο π λ ε υ ρ ό π ο υ δεν ε ί χ ε μ ά τ ι ,
γ ι α να μη φαίνεται. Το βράδυ, π ο υ γύρισε εκείνος α π ό το κυνήγι κι άκουσε ότι είχε α π ο κ τ ή σ ε ι γ ι ο , κόντεψε να τρελαθεί α π ' τη χ α ρ ά του κι α μ έ σ ω ς έτρεξε στη γυναί κ α τ ο υ , ν α δει π ώ ς ή τ α ν . Η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α ό μ ω ς τ ο ν σ τ α μ ά τ η σ ε : " Μην ανοίγετε τα π α ρ ά θ υ ρ α , μην τ ρ α β ά τ ε τις
κ ο υ ρ τ ί ν ε ς , τ ο φ ω ς δεν κ ά ν ε ι α κ ό μ α ν ' α γ γ ί ξ ε ι τ α μ ά τ ι α της βασίλισσας. Αφήστε
τη
να ησυχάσει ». Κι ο βασι
λιάς βγήκε, χωρίς να καταλάβει
ότι μια ψεύτικη βασί
λισσα είχε πάρει τη θέση τ η ς α γ α π η μ έ ν η ς του. Τ α μ ε σ ά ν υ χ τ α ό μ ω ς , ό τ α ν όλοι κ ο ι μ ό ν τ ο υ σ α ν , η π α ραμάνα,
που
ξαγρυπνούσε πλάι
στην
κούνια του
μω
ρού, είδε την π ό ρ τ α ν' ανοίγει : κ α ι η αληθινή β α σ ί λ ι σ σ α
μπήκε
μέσα.
Σήκωσε το
μωρό
στην
αγκαλιά τ η ς και
τού 'δωσε το στήθος της να χορτάσει. Ύ σ τ ε ρ α τον ' σ τ ρ ω σε κ α θ α ρ ά την κούνια του, τό 'βαλε γ ι α ύπνο και το σκέ πασε τρυφερά με το π α π λ ω μ α τ ά κ ι του. Ούτε το ελαφάκι το ξέχασε : π ή γ ε στη γ ω ν ι ά
όπου ήταν ξαπλωμένο
το χάιδεψε α π α λ ά στην π λ ά τ η . Κι έ π ε ι τ α βγήκε,
και
δίχως
να πει λέξη. Την άλλη μέρα το π ρ ω ί η π α ρ α μ ά ν α ρ ώ τ η σ ε τ ο υ ς σ κ ο π ο ύ ς α ν ε ί χ α ν δ ε ι κ α ν έ ν α ν ν α μ π α ί ν ε ι στο π α λ ά τ ι . Εκείνοι ό μ ω ς α π ά ν τ η σ α ν : « Ό χ ι , δεν ε ί δ α μ ε κανέναν ». Έ τ σ ι συνέχισε να έρχεται η αληθινή βασίλισσα νύχτες πολ λές, α μ ί λ η τ η . Κι η π α ρ α μ ά ν α τ η ν έ β λ ε π ε , αλλά δ ε ν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α π ε ι τ ί π ο τ α σ ε κ α ν έ ν α ν . Μ ε τ ά α π ό κάμπ3σο κ α ι ρ ό η β α σ ί λ ι σ σ α ά ρ χ ι σ ε ν α μ ι λ ά ε ι κ α ι ν α λέει τ ι ς ν ύ χ τ ε ς : « Τι
κάνει
Τι
κάνει
'Αλλες κι
δυο
ύστερα
το το
παιδάκι ελαφάκι
φορές θε
θα
να
μου; μου; ρθώ,
χαθώ ».
Η π α ρ α μ ά ν α δεν τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε . Τ ο π ρ ω ί ό μ ω ς π ή γ ε στο βασιλιά και του τα ε ί π ε όλα. " Θεέ μου ! », φ ώ ν α ξ ε εκείνος. " Τι είναι τ ο ύ τ ο π ά λ ι ; Α π ό ψ ε τη ν ύ χ τ α θα ξ α γ ρ υ π ν ή σ ω κι ε γ ώ πλάι στην κούνια του παιδιού ».
Το
βράδυ π ή γ ε στο δ ω μ ά τ ι ο του μωρού και π ρ ά γ μ α τ ι , τα μεσάνυχτα, παρουσιάστηκε πάλι η βασίλισσα και είπε : « Τι Τι
κάνει κάνει
'Αλλη κι
μια
ύστερα
το
παιδάκι μου;
το
ελαφάκι μου;
φορά πια
θα θα
'ρθώ, χαθώ ».
Και ό π ω ς έκανε π ά ν τ α , πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, του έδωσε το στήθος της να χορτάσει, τ
άφησε πάλι
σ τ η ν κ ο ύ ν ι α τ ο υ κ ι έ φ υ γ ε . Ο β α σ ι λ ι ά ς δεν τ ό λ μ η σ ε ν α τ η ς μιλήσει, αλλά αποφάσισε να την περιμένει και την ε π ό μενη ν ύ χ τ α . Κι εκείνη ήρθε ξανά και είπε : « Τι Τι
κάνει κάνει
Τούτη κι
Ο
τη
άλλο
το το
παιδάκι ελαφάκι
φορά δεν
θα
είμαι
μου; μου; εδώ,
ξαναρθώ ».
β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α κ ρ α τ η θ ε ί .
Με
μια
δρασκελιά έφτασε κοντά της και της είπε : « Δεν μ π ο ρεί ν α ε ί σ α ι ά λ λ η
από την α γ α π η μ έ ν η
μου γ υ ν α ί κ α ».
« Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε εκείνη. " Ε γ ώ είμαι η α γ α π η μ έ ν η σου γ υ ν α ί κ α ». μέσα της,
Και από θαύμα Θεού η ζ ω ή ξαναγύρισε
ρόδινη φ ρ ε σ κ ά δ α στόλισε ξανά τ α μάγουλα τ η ς .
Ύστερα διηγήθηκε
στο
βασιλιά το κακό που της
κάνει η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α κι η
θυγατέρα της.
Ο
είχαν
βασλιάς
τ ι ς έ π ι α σ ε , τ ι ς δ ί κ α σ ε κ α ι τ ι ς κ α τ α δ ί κ α σ ε . Τ η ν κόρη τ η ν π ή γ α ν στο δάσος, όπου την έ φ α γ α ν τ' άγρια θηρία μάγισσα Κι
όμως
την
έδεσαν
και
την
όταν π ι α έγινε ολότελα σ τ ά χ τ η ,
βρήκε την ανθρώπινη μορφή του.
Τη
έκαψαν ζωντανή. το
Κι
ελαφάκι ξανα-
έτσι ο αδερφού-
λης κι η αδερφούλα έζησαν κ α λ ά κι εμείς καλύτερα.
12.
Το Μαρούλι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας άντρας κ α ι
μια γυναίκα, που λαχταρούσαν ν
αποχτήσουν ένα
παιδί. Και κ ά π ο τ ε ο καλός Θεός τους λυπήθηκε και η γ υ ναίκα έμεινε έγκυος. πίσω
Το σπίτι
όπου ζούσαν, είχε στο
μέρος ένα μικρό π α ρ α θ υ ρ ά κ ι , π ο υ έβλεπε σ' ένα
πανέμορφο περιβόλι, γ ε μ ά τ ο λουλούδια και ζαρζαβατικά.
Αλλά γύρω
τριγύρω
ήταν χτισμένος
ψηλός τοίχος
κ α ι κ α ν ε ί ς δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α μ π ε ι μ έ σ α , γ ι α τ ί ο κ ή π ο ς ή τ α νε μ ι α ς μ ά γ ι σ σ α ς , π ο υ ε ί χ ε μ ε γ ά λ η δ ύ ν α μ η κι όλος ο κ ό σμος τη
φοβόταν. Μια μέρα, λοιπόν, στεκόταν η γυναί
κα στο παραθυράκι της και κοίταζε το όμορφο περβόλι. Κ ι είδε μ ι α π ρ α σ ι ά , φ υ τ ε μ έ ν η μ ε τ α ω ρ α ι ό τ ε ρ α που είχε αντικρίσει ποτέ της.
μαρούλια
Φάνταζαν τόσο πράσινα
και δροσερά π ο υ λαχτάρησε να φάει. Κι η λ α χ τ ά ρ α της μ ε γ ά λ ω ν ε μέρα με τη μέρα. Κι ε π ε ι δ ή ήξερε ότι τ ρ ό π ο ς δεν υ π ή ρ χ ε ν α τ α δ ο κ ι μ ά σ ε ι , ά ρ χ ι σ ε ν α μ α ρ α ζ ώ ν ε ι , χ λ ό μιασε κι έπεσε σε λύπη βαθιά. Ο άντρας της τότε τ ρ ό μ α -
ξε κ α ι τη ρ ώ τ η σ ε : « Τι έχεις κ α ι λιώνεις σαν το κερί, α γ α π η μ έ ν η μου γ υ ν α ί κ α ; » — « Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε εκεί ν η , « α ν δεν φ ά ω μ α ρ ο ύ λ ι α π ' τ ο ν κ ή π ο τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς , να το ξέρεις π ω ς θα π ε θ ά ν ω ». Ο άντρας τ η ς την α γ α π ο ύ σ ε π ο λ ύ , κ ι ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ : " Α ν δεν θ έ λ ε ι ς ν α πεθάνει η γ υ ν α ί κ α σου, άντε να κόψεις μερικά α π 5 α υ τ ά τα μ α ρ ο ύ λ ι α , κι ό,τι θέλει ας γ ί ν ε ι ». Μ ό λ ι ς σ κ ο τ ε ί ν ι α σ ε , λοιπόν, σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε στον τ ο ί χ ο και π ή δ η σ ε μέσα στο π ε ριβόλι τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς . Έ κ ο ψ ε σ τ α γ ρ ή γ ο ρ α κ ά μ π ο σ α μ α ρούλια και τ ά 'φερε στη γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Εκείνη τ ά 'κοψε αμέσως σαλάτα και τά ' φ α γ ε με μεγάλη όρεξη. Και της άρεσε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ, π ο υ την άλλη μέρα ήθελε τ ό σ α κ ι ά λ λ α τ ό σ α . Κ ι α δ ύ ν α τ ο ν ν α η σ υ χ ά σ ε ι , α ν δεν π ή γ α ι ν ε ο άντρας τ η ς να τ η ς φέρει π ά λ ι μαρούλια απ περιβολάκι
της
μάγισσας.
Μόλις
σκοτείνιασε,
το
λοιπόν,
σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε ο καημένος και π ά λ ι στον τ ο ί χ ο και π ή δ η σ ε μέσα στο περιβόλι της μ ά γ ι σ σ α ς . Αλλά μόλις π ά τ η σ ε στο χώμα,
κόντεψε να πέσει
ξερός
απ
γιατί βρέθηκε ακριβώς μ π ρ ο σ τ ά στη τόλμησες ", τον ρ ώ τ η σ ε εκείνη
την τρομάρα του, μάγισσα.
με άγριο
μ π ε ι ς στον κ ή π ο μου κ α ι σαν κ λ έ φ τ η ς ν
"
Πώς
βλέμμα,
« να
αρπάξεις τα
μαρούλια μ ο υ ; Α υ τ ό θα μου το πληρώσεις α κ ρ ι β ά ! » — " Αχ ", ψέλλισε εκείνος, " λ υ π ή σ ο υ με !
Γ ι α τ ί ό,τι έ κ α
να, το έκανα α π ό α ν ά γ κ η ! Η γ υ ν α ί κ α μου είδε τα μ α ρ ο ύ λια απ
το παραθυράκι μας και την έπιασε τέτοια λαχτά
ρα που έπεσε να πεθάνει ».
Αυτό μαλάκωσε κ ά π ω ς την
οργή της μάγισσας, που γύρισε και του είπε :
Αν μου
λες την αλήθεια, π ά ρ ε όσα μαρούλια θέλεις. Έ ν α μόνο σου ζ η τ ώ : να μου δ ώ σ ε ι ς το π α ι δ ί π ο υ θα φέρει στον κόσμο η γ υ ν α ί κ α σου. Θα περάσει κ α λ ά μ α ζ ί μου και θα το φ ρ ο ν τ ί σ ω σαν νά ' τ α ν ε δικό μου ». Μ έ σ α
στο
φόβο
τ ο υ ο ά ν τ ρ α ς τ ή ς υ π ο σ χ έ θ η κ ε ό , τ ι τ ο υ ζ ή τ η σ ε . Κ ι οταν η γυναίκα
του
γέννησε, π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε
μάγισσα, βάφτισε
το
παιδί
Μαρούλι
και
αμέσως το
η
πήρε μ α
ζί τ η ς . Το Μαρούλι ήταν τ π ο τ έ ο ήλιος. τό
Όταν
ωραιότερο έγινε
κ ο ρ ί τ σ ι π ο υ είχε δ ε ι
δώδεκα χρονώ, η
μάγισσα
κλείσε σ ' έναν ψηλό π ύ ρ γ ο σ τ ο δ ά σ ο ς , π ο υ δεν ε ί χ ε
ούτε σκάλα
ούτε π ό ρ τ α , αλλά μ ο ν ά χ α ένα μικρό π α ρ α
θυράκι στην κορφή του. Κι όταν η μ ά γ ι σ σ α ήθελε να μπει μέσα, στεκόταν από κ ά τ ω και φ ώ ν α ζ ε :
« Μαρούλι, ρίξε απ
μου το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
παραθυράκι
Γιατί το Μαρούλι είχε όμορφα
σου ».
μακριά μαλλιά, φίνα
σαν το ψιλοδουλεμένο χ ρ υ σ ά φ ι . Κι όταν άκουγε τη φωνή της
μάγισσας,
έλυνε
τις
κοτσίδες
της
και
έριχνε
τις
μπούκλες της α π ' το παράθυρο. Κι η μάγισσα σκαρφά λωνε κι ανέβαινε π ά ν ω . Μ ε τ ά α π ό λίγα χρόνια έτυχε και πέρασε α π ' το δάσος ο γιος του βασιλιά. Κι ό π ω ς πήγαινε καβάλα στ' άλο γο
του,
έφτασε
στον π ύ ρ γ ο
Ε κ ε ί άκουσε ένα τ ρ α γ ο ύ δ ι
όπου
ζούσε
το
Μαρούλι.
τόσο γλυκό που κράτησε τα
χαλινάρια και σταμάτησε κι αφουγκραζόταν. Ή τ α ν Μαρούλι, που τραγουδούσε
το
γ ι α να περνάει την ώρα της
και να ξεγελάει τη μοναξιά της. Το βασιλόπουλο ήθελε ν' ανέβει να τη συναντήσει, α λ λ ά όσο κι αν έ ψ α χ ν ε , π ό ρ τ α δεν έ β ρ ι σ κ ε . Κ α β ά λ η σ ε λ ο ι π ό ν τ ' ά λ ο γ ο τ ο υ κ α ι γ ύ ρισε σ τ ο π α λ ά τ ι . Α λ λ ά τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι ε ί χ ε τ ό σ ο π ο λ ύ τ α ράξει την κ α ρ δ ι ά του, π ο υ π ή γ α ι ν ε κάθε μέρα στο δάσος κ α ι ά κ ο υ γ ε . Έ τ σ ι μ ι α φ ο ρ ά , π ο υ σ τ ε κ ό τ α ν π ί σ ω α π ό ένα
δέντρο κι α φ ο υ γ κ ρ α ζ ό τ α ν , και
να
είδε
τη
μάγισσα νά 'ρχεται
φωνάζει : «
Μαρούλι, ρίξε
μου
απ
το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
σου
παραθυράκι ».
Το Μαρούλι τ ό τ ε έλυσε τις κοτσίδες του, έριξε τα μαλλιά του α π ' το παράθυρο κι η μάγισσα ανέβηκε π ά ν ω . « Α φ ο ύ α υ τ ή είναι η σ κ ά λ α συλλογίστηκε ο πρίγκιπας,
π ο υ ανεβαίνει π ά ν ω »,
« θα δ ο κ ι μ ά σ ω κι ε γ ώ την
τ ύ χ η μου ». Και την άλλη μέρα, μόλις σκοτείνιασε, π ή γ ε και σ τ ά θ η κ ε κ ά τ ω α π ' τον π ύ ρ γ ο και φ ώ ν α ξ ε : «
Μαρούλι ρίξε
μου
απ'
το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
σου
παραθυράκι ».
Κι α μ έ σ ω ς οι ξανθιές πλεξούδες έπεσαν ώς κ ά τ ω και ο π ρ ί γ κ ι π α ς π ι ά σ τ η κ ε κι ανέβηκε. Τ ρ ό μ α ξ ε το Μαρούλι όταν τον είδε, γ ι α τ ί π ο τ έ στη ζ ω ή τ η ς δεν ε ί χ ε ξ α ν α δ ε ί ά ν τ ρ α . χισε να της μιλάει
Ο πρίγκιπας όμως άρ
μ' ευγένεια και καλοσύνη
της είπε
π ό σ ο π ο λ ύ τ ο ν ε ί χ ε σ υ γ κ ι ν ή σ ε ι τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι τ η ς , π ο υ δεν μπορούσε να ησυχάσει
και τ η ς είπε ότι ήθελε π ο λ ύ να
τη γνωρίσει
κι
α π ό κοντά, γ ι ' αυτό κι είχε ανέβει στον
πύργο της.
Ξέχασε τότε το Μαρούλι τους φόβους του.
Κι όταν εκείνος τη ρώτησε αν ήθελε να τον πάρει άντρα τ η ς , τ ο ν ε ί δ ε νέο κ ι ό μ ο ρ φ ο κ α ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ η ς : « Α υ τός θα μ' αγαπάει περισσότερο α π ' τη γιαγιά Γκότελ! » Και δέχτηκε και τού 'δωσε το χέρι της.
" Θέλω πολύ
ν ά ' ρ θ ω μ α ζ ί σ ο υ » , τ ο υ ε ί π ε . " Α λ λ ά δεν ξ έ ρ ω πο^ς ν α κατέβω από δω.
Γι' αυτό κάθε φορά που θά 'ρχεσαι, να
μ ο υ φ έ ρ ν ε ι ς κ ι έ ν α κ ο μ μ ά τ ι μ ε τ α ξ ω τ ό κ ο ρ δ ό ν ι . Εγώ π λ έ ξ ω μια σκαλίτσα κι όταν θά
θα
ναι έτοιμη, θα κ α τ έ β ω
κ ά τ ω κι εσύ θα με π ά ρ ε ι ς με το άλογο σου ». Έ τ σ ι τα συμφώνησαν κι ο π ρ ί γ κ ι π α ς άρχισε νά ρ χ ε ται κάθε βράδυ. Γιατί την ημέρα ερχόταν η γριά μάγισ σ α . Κ ι η μ ά γ ι σ σ α δεν ε ί χ ε υ π ο ψ ι α σ τ ε ί τ ί π ο τ α , ώ σ π ο υ μ ι α μέρα το Μαρούλι
τη
ρώτησε : " Γιά
πες
μου, γ ι α γ ι ά
Γκότελ, γ ι α τ ί είσαι τόσο π ο λ ύ β α ρ ι ά ; Ο γιος του βασι λιά είναι π ο λ ύ π ι ο ελαφρύς κ α ι σ' ένα λ ε π τ ό α ν ε β α ί ν ε ι ! » — " Α χ , κ α κ ό κ ο ρ ί τ σ ι ! », έβαλε τ ό τ ε τις φωνές η μ ά γισσα.
" Τ ι είναι α υ τ ό π ο υ α κ ο ύ ω α π
το στόμα σου;
Κι εγώ, π ο υ ν ό μ ι ζ α ότι σε ε ί χ α ε δ ώ ασφαλισμένη απ λον τ ο ν κ ό σ μ ο !
Με
ξεγέλασες ! » Και
μέσα
ό
στο θυμό
της, αρπάζει τα όμορφα μαλλιά τής κοπέλας, τα τυλί γει μ ι α κ α ι δυο κ α ι τρεις γ ύ ρ ω α π τ ο αριστερό τ η ς χ έ ρ ι , παίρνει με το δεξί το ψαλίδι, και, κ ρ ι τ ς - κ ρ α τ ς , της κ ό βει τ ι ς ό μ ο ρ φ ε ς π λ ε ξ ο ύ δ ε ς κ α ι τ ι ς π ε τ ά ε ι κ α τ α γ ή ς . Κ α ι ήταν τόσο σκληρή και άκαρδη που
πήγε το καημένο το
Μαρούλι σε μια ε ρ η μ ι ά κ α ι τ' ά φ η σ ε εκεί να λιώσει ολο μόναχο. Κ α ι την ίδια μέρα π ο υ έδιωξε το Μαρούλι, ξ α ν α γ ύ ρισε στον π ύ ρ γ ο , έδεσε τ ι ς κ ο μ μ έ ν ε ς π λ ε ξ ο ύ δ ε ς στο φ ε γ γ ί τ η και περίμενε το βασιλόπουλο. Κι όταν εκείνος ήρθε το βράδυ και φ ώ ν α ξ ε :
«
Μαρούλι, ρίξε απ'
μου το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
παραθυράκι
σου »
εκείνη έριξε τις πλεξούδες και τον ανέβασε. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς μ π ή κ ε μ έ σ α , α λ λ ά δεν β ρ ή κ ε τ ο α γ α π η μ έ ν ο τ ο υ Μ α ρ ο ύ λ ι . Πανω τον περίμενε η μ ά γ ι σ σ α , έτοιμη να τον φ α ρ μ α κ ώ -
σει μ ε τ ο β λ έ μ μ α τ η ς .
" Α χ ά ! », του φώναξε αγριεμέ
νη η γριά. " Ή ρ θ ε ς ν
αγκαλιάσεις την α γ α π η μ έ ν η σου.
Α λ λ ά τ ο π ο υ λ ά κ ι π ά ε ι , π έ τ α ξ ε , δεν ε ί ν α ι π ι α σ τ η φ ω λ ι ά τ ο υ . Τ ο ά ρ π α ξ ε η γ ά τ α . Κ α ι τ ώ ρ α θ α σου β γ ά λ ε ι κ ι εσέ ν α τ α μ ά τ ι α μ ε τ α νύχια τ η ς . Χ ά θ η κ ε γ ι α σένα τ ο Μ α ρ ο ύ λ ι , δεν Ο α τ ο ξ α ν α δ ε ί ς π ο τ έ π ι α » . Κ α ι τ η ν ί δ ι α σ τ ι γ μή
ο π ρ ί γ κ ι π α ς ένιωσε τέτοιο πόνο,
που
ξετρελαμένος
πήδηξε α π ' το παράθυρο κι έπεσε κ ά τ ω . Δεν
σκοτώθηκε,
αλλά τ
μάτια κι έχασε το φως του. τυφλός
μέσα στο
αγκάθια τού
έγδαραν
τα
Ά ρ χ ι σ ε τότε να τριγυρίζει
δάσος. Έ τ ρ ω γ ε
ρίζες και
βατόμουρα
κ ι ά λ λ ο δεν έ κ α ν ε , π α ρ ά ν α κ λ α ί ε ι κ α ι ν α θ ρ η ν ε ί γ ι α τ ο χ α μό της αγαπημένης του. Έ τ σ ι περιπλανήθηκε κάμποσα χρόνια μέσα στη θλίψη και τη δυστυχία. Κ ά π ο τ ε ό μ ω ς έφτασε στην ερημιά,
όπου ζούσε φ τ ω χ ι κ ά το
με τα δίδυμα π α ι δ ά κ ι α κι
κι ένα
κοριτσάκι.
π ο υ είχε γεννήσει : Ο
τυφλός
πρίγκιπας
φωνή της και του φάνηκε γνωστή. κει, κι όταν το Μαρούλι
ένα
Μαρούλι αγορά
άκουσε τη
Προχώρησε προς τα
τον είδε, τον γ ν ώ ρ ι σ ε κι έπεσε
στην α γ κ α λ ι ά του κλαίγοντας.
Δ υ ο α π ' τ α δάκρυα τ η ς
άγγιξαν τα μάτια του κι αμέσως ο π ρ ί γ κ ι π α ς ξαναβρήκε το φως του κι έβλεπε πάλι ό π ω ς και π ρ ώ τ α . Και την π ή ρε μαζί του, στο π α λ ά τ ι , όπου τους υποδέχτηκαν με χ α ρ ά μεγάλη.
Κι από τότε έζησαν ευτυχισμένοι,
κι
καλύτερα.
εμείς
αυτοί καλά
Οι τρεις νάνοι του δάσους
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας άντρας π ο υ
είχε χάσει τη γυναίκα του, και μια γυναίκα π ο υ
είχε χάσει τον άντρα τ η ς . Κι ο ά ν τ ρ α ς είχε μια κόρη, κι η γυναίκα είχε
μια κόρη
κ ι α υ τ ή . Τ α δυο κορίτσια γ ν ω
ρ ί σ τ η κ α ν κ ι έ κ α ν α ν μαζί τ η β ό λ τ α τ ο υ ς . Κ ι ύ σ τ ε ρ α γ ύ ρισαν στο σ π ί τ ι τ η ς γ υ ν α ί κ α ς .
Κι η γ υ ν α ί κ α είπε
στην
κόρη τ ο υ ά ν τ ρ α : « Ά κ ο υ , π ε ς στον π α τ έ ρ α σου π ω ς θέ λω να τον π α ν τ ρ ε υ τ ώ . Αν δεχτεί, θά 'χεις κάθε π ρ ω ί γ ά λα γ ι α να πλένεσαι και κρασί γ ι α να πίνεις. Η κόρη μου ό μ ω ς μ ε νερό θ α π λ έ ν ε τ α ι κ α ι ν ε ρ ό θ α π ί ν ε ι » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι γύρισε
στο
σπίτι του και
διηγήθηκε
στον π α τ έ ρ α του
όσα είχε π ε ι η γ υ ν α ί κ α . Κι ο ά ν τ ρ α ς ε ί π ε : « Τι να κ ά ν ω ; Ο γ ά μ ο ς ε ί ν α ι δ ί κ ο π ο μ α χ α ί ρ ι » . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ο ρ ο ύ σε να πάρει την απόφαση του, έβγαλε την μ π ό τ α του, την έδωσε στην κόρη του και είπε :
" Πάρε αυτή την
μ π ό τ α . Έ χ ε ι μια τ ρ ύ π α στη σόλα της. Ά ν τ ε στη σοφίτα και κρέμασε
τη
στο καρφί. Κι ύστερα
γέμισε
τη
νερό.
Αν κ ρ α τ ή σ ε ι το νερό, θα π α ν τ ρ ε υ τ ώ . Αν αδειάσει, τ ό τ ε δεν π α ν τ ρ ε ύ ο μ α ι » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι έ κ α ν ε ό,τι τ ο υ ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ : α λ λ ά το δ έ ρ μ α μ ά ζ ε ψ ε με το νερό, η τ ρ ύ π α έ κ λ ε ι σ ε κ α ι η μ π ό τ α κ ρ ά τ η σ ε τ ο νερό κ α ι γ έ μ ι σ ε μ έ χ ρ ι πάνω.
Η
κόρη
έτρεξε
και
το
είπε
στον
πατέρα της.
Κ ι ε κ ε ί ν ο ς α ν έ β η κ ε ν α δει μ ό ν ο ς τ ο υ . Ό τ α ν τ ο ε ί δ ε μ ε τ α μ ά τ ι α του και πείστηκε, π ή γ ε στη χ ή ρ α και την πήρε γυναίκα του. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , όταν ξ ύ π ν η σ α ν τ α δυο κορί-
τσια, η κόρη του άντρα βρήκε γ ά λ α γ ι α να πλυθεί και κρασί γ ι α να πιει. Α λ λ ά η κόρη τ η ς γ υ ν α ί κ α ς βρήκε μόνο νερό. Τη δ ε ύ τ ε ρ η μ έ ρ α β ρ ή κ α ν νερό κι οι δυο τ ο υ ς . Α λ λ ά τ η ν τ ρ ί τ η μ έ ρ α η κ ό ρ η τ ο υ ά ν τ ρ α β ρ ή κ ε νερό γ ι α ν α π λ υ θ ε ί κ α ι νερό γ ι α ν α π ι ε ι , ε ν ώ η κ ό ρ η τ η ς γ υ ν α ί κ α ς β ρ ή κ ε γ ά λ α γ ι α να πλυθεί και κρασί για να πιει. Κι από τότε έτσι γινόταν κάθε π ρ ω ί .
Η γυναίκα είχε μίσος γ ι α την
π ρ ο γ ο ν ή τ η ς κι ολοένα έβρισκε τ ρ ό π ο υ ς να τ η ς κάνει τη ζ ω ή δύσκολη. Και ζήλευε, επειδή η προγονή της ήταν όμορφη και καλή, ενώ η π ρ α γ μ α τ ι κ ή της κόρη ήταν ά σχημη και κακιά. Μια
φορά το χειμώνα,
που
έκανε
κρύο
παγωνιά
και το χιόνι είχε σκεπάσει βουνά και πεδιάδες, η γυναί κ α έ φ τ ι α ξ ε ένα φουστανάκι α π ό χ α ρ τ ί , φ ώ ν α ξ ε την π ρ ο γονή της και της είπε :
« Φόρεσε αυτό το φόρεμα και
π ή γ α ι ν ε στο δάσος να μου μαζέψεις ένα καλάθι φράουλες, γ ι α τ ί λ α χ τ ά ρ η σ α να φ ά ω ». — " Γ ι α το Θεό », α π ο κ ρ ί θηκε το γη
κορίτσι.
« Το χ ε ι μ ώ ν α
είναι π α γ ω μ έ ν η
δεν έ χ ε ι
φράουλες.
Η
και το χιόνι έχει σκεπάσει δέντρα
και θάμνους. Κ α ι γ ι α τ ί να φορέσω ένα φ ο υ σ τ α ν ά κ ι α π ό χ α ρ τ ί ; Έ ξ ω κάνει τέτοια π α γ ω ν ι ά π ο υ
σου
κόβει την
ανάσα. Θ άνεμος θα περνάει α π ό μέσα και τ' α γ κ ά θ ι α θα μου το κάνουν κ ο μ μ ά τ ι α ». — « Μη μου φέρνεις α ν τ ι ρ ρήσεις ! »,
φώναξε η
μητριά της.
μ,ην ξ α ν ά ρ θ ε ι ς π ρ ο τ ο ύ γ ε μ ί σ ε ι ς
« Φύγε αμέσως και
με φράουλες το καλάθι
σου ». Ύ σ τ ε ρ α τ η ς έ δ ω σ ε κι ένα κ ο μ μ ά τ ι ξερό ψ ω μ ί κ α ι είπε : « Π ά ρ ε κι α υ τ ό να φ α ς στο δρόμο ». Κ α ι με το νου της είπε : " Θα πουντιάσει και θα πεθάνει α π ' το κρύο κ ι α π 5 τ η ν π ε ί ν α . Κ ι έ τ σ ι δεν θ α τ η ν ξ α ν α δ ώ μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ » . Το κορίτσι ήταν υπάκουο. Φόρεσε λοιπόν το χάρτινο φ ο υ σ τ α ν ά κ ι κ α ι β γ ή κ ε κ ρ α τ ώ ν τ α ς τ ο κ α λ ά θ ι . Έ ξ ω δεν
υπήρχε π α ρ ά μονάχα χιόνι, όσο έβλεπε το μάτι, κι ούτε γρασίδι ούτε
φύλλο
φαινόταν
πουθενά.
Ό τ α ν έφτασε
στο δ ά σ ο ς , είδε ένα μ ι κ ρ ό σ π ι τ ά κ ι . Κ ι α π
το παράθυρο
την κοιτούσαν τρία μικροσκοπικά ανθρωπάκια. H μικρή τους
ευχήθηκε την καλημέρα και χτύπησε
σιγανά την
π ό ρ τ α τους να τ η ς ανοίξουν. Τ η ν καλωσόρισαν κι εκείνη μ π ή κ ε και κάθισε στον π ά γ κ ο , μ π ρ ο σ τ ά στη φ ω τ ι ά , ν α ζ ε σ τ α θ ε ί και ν α φάει τ ο ψ ω μ ά κ ι τ η ς . Ο ι τρεις νάνοι τ ό τ ε τ η ς είπαν : « Δ ώ σ ε μ α ς κι ε μ ά ς λ ί γ ο ψ ω μ ί ». — " Π ο λ ύ ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς », α π ά ν τ η σ ε το κορίτσι, έκοψε το ψ ω μ ί σ τ α δύο κ α ι το μ ο ι ρ ά σ τ η κ ε μ α ζ ί τ ο υ ς . Οι νάνοι τη ρ ώ τ η σ α ν : " Τι ήρθες
να
κάνεις
χειμώνα
καιρό
μέσα
στο
δάσος,
5
μ ένα χ ά ρ τ ι ν ο φ ο υ σ τ α ν ά κ ι ; » — " Α χ », αναστέναξε το κ ο ρίτσι, « π ρ έ π ε ι ν α γ ε μ ί σ ω έ ν α κ α λ ά θ ι φ ρ ά ο υ λ ε ς . Κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α γ υ ρ ί σ ω σ π ί τ ι , α ν δεν β ρ ω μ π ό λ ι κ ε ς γ ι ν ω μ έ ν ε ς φράουλες ».
Μόλις απόφαγε,
οι τρεις νάνοι τ η ς έ δ ω σ α ν
μια σκούπα και της είπαν : « Ά ν τ ε να σκουπίσεις το χιόνι π ί σ ω α π ' το σπίτι μας ». Κι όταν βγήκε, είπαν μεταξύ τους :
« Τι να τ η ς χ α ρ ί σ ο υ μ ε , π ο υ είναι τ ό σ ο κ α λ ή κ α ι
ευγενική και μ ο ι ρ ά σ τ η κ ε το ψ ω μ ί τ η ς μ α ζ ί μ α ς ; » — Ο π ρ ώ τ ο ς είπε : « Ε γ ώ της χ α ρ ί ζ ω , να γίνεται ομορφότερη κάθε
μ έ ρ α ». — Ο
δεύτερος είπε :
« Εγώ
ν'ανοίγει το στόμα της και να πέφτουν τ η ς λ έ ξ η ». — Κι ο τ ρ ί τ ο ς είπε : πάρει γι
της χαρίζω,
φλουριά με κάθε
« Ε γ ώ τ η ς χ α ρ ί ζ ω , να
ά ν τ ρ α τ η ς έναν β α σ ι λ ι ά " .
Το κορίτσι έκανε αυτό που της είχαν ζητήσει οι νά νοι κ α ι σ κ ο ύ π ι σ ε μ ε τ η σ κ ο ύ π α τ ο χ ι ό ν ι α π σπιτιού τους. κατακόκκινες, κ ά τ ω απ
Και τι νομίζετε π ώ ς λαχταριστές
την αυλή τού
βρήκε;
φράουλες,
που
Γινωμένες, άστραφταν
το άσπρο χιόνι. Κ α τ α χ α ρ ο ύ μ ε ν η γέμισε η μικρή
το καλάθι τ η ς , ευχαρίστησε τους τρεις νάνους, τους α π ο -
χαιρέτησε κι έτρεξε γ ι α το σπίτι, να πάει στη μητριά της το καλάθι με τα φρούτα. Κι όταν μ π ή κ ε μέσα κι άνοιξε το σ τ ό μ α τ η ς να πει " Κ α λ η σ π έ ρ α », ένα φλουρί έπεσε στο π ά τ ω μ α . Ύ σ τ ε ρ α διηγήθηκε τι της είχε συμβεί στο δάσος και τα φλουριά συνέχισαν να πέφτουν α π ' το στό μ α τ η ς , ώ σ π ο υ σ τ ο τ έ λ ο ς γ έ μ ι σ ε όλο τ ο δ ω μ ά τ ι ο . « Γ ι ά δ έ σ τ ε ! »,
είπε τότε η
κόρη της γυναίκας.
" Δεν είναι
σωστό να πετάει κανείς έτσι τα λεφτά ! » Μ έ σ α τ η ς ό μ ω ς την είχε πιάσει
η ζήλια
κι ο φθόνος
κι ήθελε να
πάει κι αυτή στο δάσος, να μαζέψει φράουλες.
Η μάνα
τ η ς ό μ ω ς δεν τ η ν ά φ η ν ε : " Ό χ ι , κ ο ρ ο ύ λ α μ ο υ α γ α π η μ έ νη. Κάνει κρύο και θα μου κρυώσεις ». Η θ υ γ α τ έ ρ α τ η ς ό μ ω ς δεν τ η ν ά φ η ν ε σ ε η σ υ χ ί α . Τ ι ν α κ ά ν ε ι η γ υ ν α ί κ α ; Μ ε τ α π ο λ λ ά υ π ο χ ώ ρ η σ ε . Τ η ς έ φ τ ι α ξ ε ό μ ω ς ένα γούνινο π α λ τ ο υ δ ά κ ι , να το φορέσει στο δρόμο. Κ α ι τ η ς ετοίμασε φέτες με βούτυρο και γλυκό, να πάρει μαζί της. Το κορίτσι έ φ τ α σ ε στο δάσος και π ή γ ε ίσια στο σ π ι τάκι τ ω ν τριών νάνων. Κάθονταν πάλι κι οι τρεις στο π α ράθυρο, εκείνη ό μ ω ς ούτε π ο υ τους έδωσε σημασία. Π α ρά μ π ή κ ε μέσα, δ ί χ ω ς να ρωτήσει κανέναν και δ ί χ ω ς να χαιρετήσει. Στρογγυλοκάθισε μπροστά στη φ ω τ ι ά κι άρ χισε να τρώει τις βουτυρωμένες φέτες και το γλυκό της. " Δ ώ σ ε μ α ς κι ε μ ά ς λ ι γ ά κ ι », φ ώ ν α ξ α ν οι νάνοι, το κ ο ρίτσι ό μ ω ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
" Δεν
φτάνει καλά καλά για
μένα. Π ώ ς μ π ο ρ ώ να δ ώ σ ω και σ' εσάς; » Ό τ α ν τέλειω σε το φ α γ η τ ό της, τ η ς είπαν : « Π ά ρ ε τη σ κ ο ύ π α κι άντε να σκουπίσεις το χιόνι α π ' την αυλή μας ». — " Να π ά τ ε να σ κ ο υ π ί σ ε τ ε μόνοι σ α ς ! », α π ά ν τ η σ ε το κ α κ ό κορίτσι. " Δεν είμαι υπηρέτρια
σας
εγώ ! » Και
βλέποντας ότι
δεν ε ί χ α ν ν α τ η ς χ α ρ ί σ ο υ ν τ ί π ο τ α , β γ ή κ ε α π ' τ η ν π ό ρ τ α κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να φ ύ γ ε ι . Οι νάνοι τ ό τ ε ε ί π α ν : " Τι να
τ η ς χ α ρ ί σ ο υ μ ε , π ο υ είναι τ ό σ ο κ α κ ι ά κ α ι τ ε μ π έ λ α κ α ι δεν δ ί ν ε ι τ ί π ο τ α σε κ α ν έ ν α ν ; » — Ο πρώτος μ ί λ η σ ε κ α ι ε ί π ε : « Ε γ ώ της χ α ρ ί ζ ω , να γίνεται ασχημότερη κάθε μέρα ». —
Ο δεύτερος
μίλησε
και
είπε :
< Εγώ
της
χαρίζω,
ν ανοίγει το σ τ ό μ α τ η ς και να πέφτουν β α τ ρ ά χ ι α σε κάθε τ η ς λ έ ξ η ». — Κι ο τ ρ ί τ ο ς ε ί π ε : « βρει τέλος κ α κ ό κ α ι ά σ χ η μ ο » . να μαζέψει φράουλες,
Εγώ
τ η ς χ α ρ ί ζ ω , να
Το κορίτσι έψαξε έξω
αλλά δεν βρηκε τ ί π ο τ α .
Γύρισε
λοιπόν μ ο υ τ ρ ω μ έ ν ο στο σ π ί τ ι . Κ α ι μόλις άνοιξε το στό μα του, για να διηγηθεί στη
μ ά ν α τ ο υ ό,τι ε ί χ ε γίνει,
έ ν α ς β ά τ ρ α χ ο ς π ή δ η σ ε α π ό μ έ σ α και π ρ ο σ γ ε ι ώ θ η κ ε σ τ ο π ά τ ω μ α . Και με κάθε λέξη π ο υ έλεγε,
κι άλλα βατράχια
έ π ε φ τ α ν α π ' τ α χ ε ί λ ι α τ η ς , ώ σ π ο υ όλοι έ φ υ γ α ν μ ε σ ι χ α σιά α π ό κοντά της. Η
μητριά τότε θύμωσε α κ ό μ α περισσότερο και το
μόνο π ο υ γ ύ ρ ι ζ ε στο μυαλό
τ η ς ήταν π ώ ς θα κάνει κ α κ ό
στην κόρη του άντρα της, π ο υ η ομορφιά της κάθε μέρα και μεγάλωνε. Σ τ ο τέλος π ή ρ ε ένα καζάνι, τό 'βαλε στη φ ω τ ι ά και ζ ε μ ά τ ι σ ε λινάρι. Ό τ α ν τέλειωσε, τ ο πέρασε στους ώμους της καημένης της προγονής της, της έδωσε κι ένα τσεκούρι και τ η ς είπε : " Ά ν τ ε στο π ο τ ά μ ι , άνοι ξ ε μ ι α τ ρ ύ π α στον π ά γ ο και κ ο π ά ν α τ ο λινάρι ν α μ α λ α κώσει ». Η μικρή ήταν υπάκουη. Κ α τ έ β η κ ε στο π ο τ ά μ ι και την ώ ρ α π ο υ κοπανούσε τ ο λινάρι, έ φ τ α σ ε κοντά τ η ς μια μεγαλόπρεπη άμαξα, που ήταν η άμαξα του βασι λιά. Η ά μ α ξ α σ τ ά θ η κ ε κι ο βασιλιάς ρ ώ τ η σ ε την όμορφη κ ο π έ λ α : « Π ο ι α είσαι, π α ι δ ί μου, και τι κάνεις ε δ ώ ; » —
« Ε ί μ α ι ένα φ τ ω χ ό κορίτσι και κ ο π α ν ώ το λινάρι ».
Ο βασιλιάς τη λ υ π ή θ η κ ε κι όταν είδε την ομορφιά τ η ς , τ η ς είπε : « Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μου και
να γίνεις γ υ
ν α ί κ α μ ο υ ; » — « Μ' όλη μου τ η ν κ α ρ δ ι ά », α π ο κ ρ ί θ η κ ε
το κορίτσι και χάρηκε στ
α λ ή θ ε ι α , γ ι α τ ί δεν ή θ ε λ ε π ι α
να ζει με τη μ η τ ρ ι ά και τη θ υ γ α τ έ ρ α της. Ανέβηκε λοιπόν στην
άμαξα
κι έφυγε μαζί με το
βασιλιά. Και φτάνοντας στο π α λ ά τ ι του, γιόρτασαν το γ ά μ ο τους με χαρές και πανηγύρια, ό π ω ς είχαν π ρ ο φ η τ έ ψ ε ι οι τ ρ ε ι ς νάνοι σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ α ι μ έ σ α σ' ένα χρόνο η νεαρή βασίλισσα γέννησε ένα γ ι ο . Ό τ α ν ό μ ω ς η κ α κ ι ά μητριά έμαθε την καλή τύχη της προγονής της, πήρε την κόρη της και π ή γ α ν στο παλάτι, τ ά χ α γ ι α να την επι σκεφτούν. Κ α ι μια σ τ ι γ μ ή , π ο υ ο βασιλιάς έλειπε κι η βασίλισσα ήταν ολομόναχη, την άρπαξαν α π ' τα πόδια κι α π ' τους ώμους και την πέταξαν α π ' το παράθυρο στο π ο τ ά μ ι . Η ά σ χ η μ η θυγατέρα ξ ά π λ ω σ ε στο κρεβάτι και η γ ρ ι ά την κουκούλωσε ίσαμε τις ρίζες τ ω ν μαλλιών τ η ς . Ό τ α ν γ ύ ρ ι σ ε ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ήρθε ν α δει τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ , η γ ρ ι ά τον σ τ α μ ά τ η σ ε : " Μ η , μη ! Δεν γ ί ν ε τ α ι τ ώ ρ α . Τ η ν έχει κόψει κρύος ιδρώτας
κ ι είναι ά ρ ρ ω σ τ η
' Α φ η σ έ τη να ησυχάσει ». Ο βασιλιάς
δεν έ β α λ ε
πολύ. κακό
μ ε τ ο νου τ ο υ κ ι έ φ υ γ ε , γ ι α ν α ξ α ν α γ υ ρ ί σ ε ι τ ο π ρ ω ί . Κ α ι κ α θ ώ ς μιλούσε με τη γ υ ν α ί κ α του κι εκείνη του α π α ν τ ο ύ σε, ένας β ά τ ρ α χ ο ς π η δ ο ύ σ ε μ ε κ ά θ ε τ η ς λέξη κ ι έ π ε φ τ ε στο π ά τ ω μ α ,
ενώ ώ ς τ ό τ ε ένα φλουρί έ π ε φ τ ε α π ' τ α
χείλη της βασίλισσας, κάθε που άνοιγε το στόμα της. Ρ ώ τ η σ ε τότε τι είχε γίνει, η γριά ό μ ω ς σε π ω ς ήταν
τον κ α θ η σ ύ χ α
α π ' τ η ν α ρ ρ ώ σ τ ι α κ α ι π ω ς δεν θ ' α ρ γ ο ύ σ ε
να περάσει. Τ η ν ύ χ τ α ό μ ω ς ο π α ρ α γ ι ό ς του μ ά γ ε ι ρ α είδε μ ι α π ά πια που κατέβηκε
το
π ο τ ά μ ι κι ήρθε και
στο π α λ ά τ ι . Κι η π ά π ι α μίλησε και είπε :
μπήκε μέσα
« Κύρη
μου
Ξύπνιος
δεν
με
είσαι,
γιά
θυμάσαι; κοιμάσαι; »
Κ ι ε π ε ι δ ή δεν π ή ρ ε α π ά ν τ η σ η , ρ ώ τ η σ ε : « Και
οι
Ο παραγιός του «Κείνες
δυο
οι
καλεσμένες; »
μ ά γ ε ι ρ α τ ό τ ε της είναι
αποκρίθηκε :
κοιμισμένες».
Κι η π ά π ι α ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε : « Και το γλυκό
μου
το μωράκι; »
Και το παιδί τής έδωσε απόκριση : « Κοιμάται
μες
στο
κρεβατάκι ».
Η π ά π ι α τ ό τ ε άλλαξε όψη κι έγινε βασίλισσα, π ή ρ ε το παιδί και τό 'βαλε στο στήθος τ η ς να χορτάσει, ύστερα το νανούρισε και τό 'βαλε ξανά στην κούνια του να κοι μηθεί. Και μετά ξανάγινε π ά π ι α κι έφυγε κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς στο π ο τ ά μ ι . Έ τ σ ι ήρθε και την άλλη ν ύ χ τ α και την π α ράλλη. Τ η ν τρίτη ό μ ω ς είπε στον π α ρ α γ ι ό του μ ά γ ε ι ρ α : α Π ή γ α ι ν ε και πες στο βασιλιά
να πάρει το σπαθί του
και νά 'ρθει να το περάσει τρεις φορές π ά ν ω απ φάλι μου ».
Έτρεξε
το παιδί
και
τό 'πε
στο
το κε βασιλιά
κι εκείνος ήρθε κι έκανε ό π ω ς του είπε η π ά π ι α . Κ α ι την τρίτη φορά που πέρασε το σπαθί του π ά ν ω α π ' το κεφά λι της, η π ά π ι α χάθηκε και μπροστά του παρουσιάστηκε η γυναίκα του, γερή και δυνατή, ό π ω ς ήταν και π ρ ώ τ α . Ο
βασιλιάς κόντεψε να τρελαθεί
απ
τη χ α ρ ά τ ο υ .
Α λ λ ά έκρυψε τ η β α σ ί λ ι σ σ α σ ' ένα δ ω μ ά τ ι ο και την κ ρ ά τ η σ ε εκεί κ ρ υ μ μ έ ν η ώς την Κ υ ρ ι α κ ή , που είχαν τη β ά -
φτιση του παιδιού. Κι όταν έγινε η β ά φ τ ι σ η , μίλησε και ε ί π ε : " Π ο ι α τ ι μ ω ρ ί α α ξ ί ζ ε ι σ' έναν ά ν θ ρ ω π ο π ο υ α ρ π ά ζ ε ι τον άλλον α π ' τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ και τ ο ν ρίχνει στο π ο τ ά μ ι ; » — " Να τον κλείσουν τον κ α κ ο ύ ρ γ ο σ' ένα β α ρέλι, να τ ο ν κ α ρ φ ώ σ ο υ ν κ α ι να τον ρίξουν σ τ ο νερό ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ρ ι ά . Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Μ ό ν η σου α π ο φ ά σ ι σ ε ς τ η ν τ ι μ ω ρ ί α σου » . Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε α μ έ σ ω ς ν α φέρουν ένα βαρέλι, να χ ώ σ ο υ ν μ έ σ α τη γ ρ ι ά κ α ι τ η ν κ ό ρη της, να το καρφώσουν καλά και να το κατρακυλή σουν μ έ σ α σ τ ο νερό τ ο υ π ο τ α μ ο ύ .
Οι τρεις κλώστρες
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α κ ο ρ ί τ σ ι ,
που
όλες τ ι ς δουλειές τ ι ς έκανε α λ λ ά κ α θ ό λ ο υ δεν ήθελε
να κ λ ώ θ ε ι . Κι ό,τι κι αν τ η ς έ λ ε γ ε η μ ά ν α τ η ς , δεν μ π ο ρούσε να τ η ς αλλάξει μ υ α λ ά . Μ ι α μέρα λοιπόν η μ ά ν α θ ύ μ ω σ ε κι έχασε την υπομονή τ η ς και την άρχισε στο ξύλο. Έ β α λ ε τ α κ λ ά μ α τ α τ ο κορίτσι. Κ ι έτυχε τ η σ τ ι γ μ ή εκεί νη ακριβώς να περνάει α π ' έξω η βασίλισσα. Μόλις ά κουσε τα κ λ ά μ α τ α , πρόσταξε να σταματήσουν την ά μ α ξα, μ π ή κ ε μέσα στο σπίτι και ρώτησε τη μάνα γ ι α τ ί χ τ υ π ο ύ σ ε τ η ν κόρη τ η ς κ α ι τ η ν έδερνε τ ό σ ο δ υ ν α τ ά , ώ σ τ ε ν5 ακούγονται οι φωνές της ώς έ ξ ω στο δρόμο. Η γυναί κα τότε ντράπηκε να φανερώσει την τεμπελιά της θυγα τέρας της και είπε : « Ό λ η ν ώρα κλώθει, βασίλισσα μου. Κ ι ό , τ ι κ ι α ν τ η ς λ έ ω , σ τ α μ α τ η μ ό δεν έ χ ε ι . Κ ι ε γ ώ ε ί μ α ι
φ τ ω χ ή γ υ ν α ί κ α κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α τ η ς α γ ο ρ ά ζ ω τ ό σ ο λ ι νάρι». Η βασίλισσα τότε είπε :
« Τ ί π ο τ α δεν
μ
αρέσει
περισσότερο από τ' αδράχτι και τη ρόκα. Ο θόρυβος που κάνει
το
ροδάνι
στ αυτιά μου. μ α ζ ί μου
κι η
ανέμη,
αντηχούν
σαν
Δ ώ σ ε μου την κόρη σου, να
στο π α λ ά τ ι . Ε κ ε ί έ χ ω λινάρι γ ι α
μουσική
την να
πάρω κλώθει
όσο τ ρ α β ά ε ι η ψ υ χ ή τ η ς ». Η
μ ά ν α κ α τ α χ ά ρ η κ ε κι η βασίλισσα π ή ρ ε το κορί
τσι μαζί της.
Ό τ α ν έφτασαν στο π α λ ά τ ι , την ανέβασε
π ά ν ω σε τρεις μεγάλες κάμαρες γ ε μ ά τ ε ς ώς το ταβάνι με το καλύτερο λινάρι. « Κ λ ώ σ ε μου αυτό το λινάρι », της είπε, " κι όταν τ ε λ ε ι ώ σ ε ι ς , θα σε π α ν τ ρ έ ψ ω με τον π ρ ώ τ ο μ ο υ γ ι ο . Κ ι α ν ε ί σ α ι φ τ ω χ ή , κ α θ ό λ ο υ δεν μ ε ν ο ι ά ζ ε ι . Τα χ ρ υ σ ά σου χ έ ρ ι α κι η αξιοσύνη σου γ ι α μένα η κ α λ ύ τ ε ρ η π ρ ο ί κ α ».
Η
σ τ η δουλειά είναι
κ ο π έ λ α δεν μ ί λ η σ ε ,
αλλά η καρδιά της σφίχτηκε α π ' την τρομάρα της. Γιατί α κ ό μ α κι αν δούλευε α σ τ α μ ά τ η τ α ν ύ χ τ α και μέρα γ ι α τ ρ α κ ό σ ι α ο λ ό κ λ η ρ α χ ρ ό ν ι α , ο ύ τ ε κ α ι τ ό τ ε δεν θ α π ρ ο λ ά β α ι ν ε ν α κ λ ώ σ ε ι όλο τ ο ύ τ ο τ ο λ ι ν ά ρ ι . Κ ι ό τ α ν η β α σ ί λ ι σ σ α έ φ υ γε και την άφησε μόνη της, έβαλε τα κ λ ά μ α τ α κι έκλαιγε τρεις μέρες χ ω ρ ί ς σ τ α μ α τ η μ ό .
Κ α ι δεν ά π λ ω σ ε κ α ν τ ο
χέρι τ η ς στο λινάρι. Τ η ν τ ρ ί τ η μέρα η βασίλισσα ανέβηκε π ά λ ι ν α τ η δ ε ι κ ι α π ό ρ η σ ε β λ έ π ο ν τ α ς π ω ς δεν ε ί χ ε κ ά νει τ ί π ο τ α .
Το κορίτσι δικαιολογήθηκε και είπε π ω ς η
λύπη του αποχωρισμού από τη
μ ά ν α τ η ς δεν τ η ν ε ί χ ε
αφήσει να δουλέψει. Η βασίλισσα την άκουσε και δ έ χ τ η κε τη δικαιολογία της, αλλά φεύγοντας της είπε : « Α π ό αύριο ό μ ω ς θα π ρ έ π ε ι ν' αρχίσεις να δουλεύεις ». Το κορίτσι έμεινε π ά λ ι μόνο τ ο υ . Μην ξέροντας τι να κάνει, στάθηκε μ π ρ ο σ τ ά στο ανοιχτό παράθυρο κι αγνάν τευε. Είδε τότε τρεις γυναίκες να πλησιάζουν κι η πρω
τη είχε μια π α τ ο ύ σ α μ ε γ ά λ η και π λ α τ ι ά , η δεύτερη είχε το κ ά τ ω χείλι της χοντρό κ α ι κρεμασμένο τόσο που της έκρυβε το σαγόνι, κι η τ ρ ί τ η είχε το μ:γάλο της δάχτυλο φαρδύ και πλακουτσό. Οι τρεις γυναίκες στάθηκαν κ ά τ ω α π ' το παράθυρο της και λυπημένη.
Η
τ η ρώτησαν
γιατί ήταν τόσο
κ ο π έ λ α τους είπε τον τ ό ν ο τ η ς .
τότε προσφέρθηκαν να τη
βοηθήσουν
και
Εκείνες
της είπαν :
" Αν μ α ς καλέσεις στο γ ά μ ο σου, αν δεν ν τ ρ α π ε ί ς γ ι α την ασχήμια μας και σου,
μ α ς π α ρ ο υ σ ι ά σ ε ι ς σαν
αν μ α ς κ α θ ί σ ε ι ς σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι σου,
ξαδέρφες
τότε εμείς θα
κ λ ώ σ ο υ μ ε γ ι α χ ά ρ η σου όλο τ ο λινάρι κ α ι γ ρ ή γ ο ρ α μ ά λ ι σ τ α ». — " Μ
όλη μ ο υ τ η ν κ α ρ δ ι ά »,
σ υ μ φ ώ ν η σ ε το
κορίτσι. " Ε λ ά τ ε μέσα και π ι ά σ τ ε δουλειά ». Κι έμπασε στο π α λ ά τ ι τις τρεις παράξενες γυναίκες, τ ι ς οδήγησε στην π ρ ώ τ η α π ' τις τρεις κ ά μ α ρ ε ς και τους άνοιξε λίγο τ ό π ο να καθίσουν και να δουλέψουν. Η π ρ ώ τη έστριβε το ν ή μ α και κ λ ω τ σ ο ύ σ ε το ροδάνι, η άλλη το σάλιωνε με το χείλι της και το περνούσε στο αδράχτι, και η τρίτη σφοντύλιζε την ανέμη και το τύλιγε στο τυλι γάδι. Και κάθε που χτυπούσε με το δάχτυλο το τραπέζι, έ π ε φ τ ε κ ά τ ω κ ι ένα κουβάρι έ τ ο ι μ ο ν ή μ α , λ ε π τ ό και φίνο. Κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ ε ρ χ ό τ α ν η β α σ ί λ ι σ σ α ν α δει π ώ ς π ή γ α ι ν ε η
δουλειά, η
κοπέλα έκρυβε τις τρεις γυναίκες και της
έδειχνε μόνο τα έ τ ο ι μ α κ ο υ β ά ρ ι α . δεν ε ί χ ε λ ό γ ι α να τ η ν π α ι ν έ σ ε ι .
Κι η
βασίλισσα π ι α
Μόλις άδειασε έτσι
η
π ρ ώ τ η κάμαρα, πέρασαν στη δεύτερη, κι ύστερα στην τ ρ ί τ η , κ α ι δεν ά ρ γ η σ α ν ν α τ η ν τ ε λ ε ι ώ σ ο υ ν κ ι α υ τ ή .
Οι
τρεις γυναίκες αποχαιρέτησαν τότε την κοπέλα και τ η ς είπαν :
" Μην ξεχάσεις το λόγο π ο υ
μας έδωσες.
Δεν
θα χ ά σ ε ι ς ! » Ό τ α ν τ ο κορίτσι έδειξε στη βασίλισσα τ ι ς τρεις
α-
δειανές κ ά μ α ρ ε ς και το σωρό τα έ τ ο ι μ α κουβάρια, εκείνη κανόνισε α μ έ σ ω ς το γ ά μ ο . Και το βασιλόπουλο ήταν π ο λύ χαρούμενο που θά 'παιρνε τόσο άξια και προκομμένη γ υ ν α ί κ α , κ α ι δεν σ τ α μ α τ ο ύ σ ε ν α τ η ν π α ι ν ε ύ ε ι . τρεις ξαδέρφες », είπε τ ό τ ε η
« Έχω
κοπέλα, « που μου έχουν
κάνει πολλές καλοσύνες. Δεν θέλω λοιπόν να τις ξεχά σ ω , τ ώ ρ α π ο υ η τ ύ χ η μού χαμογελάει. Α φ ή σ τ ε με να τις κ α λ έ σ ω στο γ ά μ ο και να τις βάλω να καθίσουν μαζί μου σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι » . Ο β α σ ι λ ι ά ς κι η β α σ ί λ ι σ σ α σ υ μ φ ώ ν η σ α ν : " Γ ι α τ ί να σ' το
αρνηθούμε; »
Ό τ α ν λοιπόν άρχισε
η
γιορτή, μπήκαν οι τρεις αλλόκοτες γυναίκες ντυμένες με παράξενες φορεσιές. Κι η νύφη δέχτηκε
με χ α ρ ά :
σηκώθηκε και τις υπο
« Κ α λ ώ ς ορίσατε,
α γ α π η μ έ ν ε ς μου
ξαδέρφες ". Μα το βασιλόπουλο απόρησε με τις άσχημες συγγένισσες της γυναίκας του και τη ρώτησε : " Αχ, π ο ύ τις βρήκες τούτες τις ασχημογυναίκες; »
Και ρώτησε την
π ρ ώ τ η : « Γ ι α τ ί είναι τόσο μ ε γ ά λ η κ α ι π λ α τ ι ά η π α τ ο ύ σα σ ο υ ; » Κι εκείνη α π ά ν τ η σ ε : α Ε π ε ι δ ή μ' αυτό γ υ ρ ί ζ ω το
ροδάνι . . .
Τ ο ροδάνι » .
Ο γ α μ π ρ ό ς τότε π ή γ ε στη
δεύτερη και τη ρ ώ τ η σ ε : " Γ ι α τ ί είναι τ ό σ ο χ ο ν τ ρ ό κ α ι κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο το σαλιώνω
το
κ ά τ ω χείλι
κουβάρι . . .
σου; »
Το
—
« Γιατί
κουβάρι ».
Τότε
μ
αυτό ρωτάει
κ α ι τ η ν τ ρ ί τ η : « Γ ι α τ ί είναι τ ό σ ο φ α ρ δ ύ κ α ι π λ α κ ο υ τ σ ό το
δάχτυλο σου; » — " Γιατί μ
αυτό κ λ ώ θ ω το ν ή μ α
και το π ε ρ ν ώ στο τ υ λ ι γ ά δ ι . . . Σ τ ο τ υ λ ι γ ά δ ι ». Το βασι λόπουλο τότε πήρε μεγάλη τρομάρα και είπε :
" Ποτέ
π ι α η γ υ ν α ί κ α μ ο υ δεν θ α ξ α ν α π ι ά σ ε ι σ τ α χ έ ρ ι α τ η ς ρ ό κα κι α δ ρ ά χ τ ι ! »
Κι έτσι η
νεαρή
βασίλισσα γλίτωσε
μια για πάντα απ
τ η δ ο υ λ ε ι ά π ο υ δ ι ό λ ο υ δεν α γ α π ο ύ σ ε .
Ο Χάνσελ καί η Γκρέτελ
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσε στην άκρη τού
δάσους ένας φ τ ω χ ό ς ξ υ λ ο κ ό π ο ς με τη γ υ ν α ί κ α τ ο υ
κ α ι τ α δυο τ ο υ π α ι δ ά κ ι α . Τ ο α γ ό ρ ι τ ο λ έ γ α ν ε Χ ά ν σ ε λ κ α ι τ ο κορίτσι Γκρέτελ. Ο ξυλοκόπος μόλις και μ ε τ ά βίας έ β γ α ζε το ψωμί της οικογένειας του. Κι όταν κ ά π ο τ ε έπεσε πείνα σ'
ολόκληρη
τη χώρα,
πείνασαν κι αυτοί.
Ένα
βράδυ λοιπόν, που είχε ξ α π λ ώ σ ε ι στο κρεβάτι του και οι έ γ ν ο ι ε ς δεν τ ο ν ά φ η ν α ν ν α κ ο ι μ η θ ε ί , ε ί π ε σ τ η γ υ ν α ί κ α του : " Τι θ' α π ο γ ί ν ο υ μ ε ; Π ώ ς θα ταΐσουμε τα π α ι δ ι ά μας, α φ ο ύ δεν έ χ ο υ μ ε ν α φ ά μ ε ο ύ τ ε ε μ ε ί ς ο ι ί δ ι ο ι ; » — « Ξ έ ρεις τι θα κ ά ν ο υ μ ε ,
άντρα
μ ο υ ; »,
αποκρίθηκε τότε η
γυναίκα. " Αύριο το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πάρουμε τα π α ι δ ι ά μ α ς και θα τα π ά μ ε στο δάσος, βαθιά μέσα, εκεί π ο υ τ α δέντρα είναι π ο λ ύ π υ κ ν ά . Θ α τους ανάψουμε μ ι α φ ω τ ι ά , θα τους δ ώ σ ο υ μ ε κι α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί και θα φ ύ γ ο υ μ ε ν α π ά μ ε σ τ η δουλειά μ α ς . Α π ο κ λ ε ί ε τ α ι ν α βρουν το δρόμο γ ι α το σπίτι. Έ τ σ ι θα γλιτώσουμε α π 5 αυτά ». — " Ό χ ι , γ υ ν α ί κ α », ε ί π ε ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς . « Δεν μ π ο ρ ώ να κάνω τέτοιο π ρ ά γ μ α .
Π ώ ς ν' αφήσω
μονάχα τους τα
π α ι δ ι ά μου στο δ ά σ ο ς ; Τ ' ά γ ρ ι α θ η ρ ί α θ α έρθουν κ α ι θ α τα κ α τ α σ π α ρ ά ξ ο υ ν ! » — « Μ η ν ε ί σ α ι κ ο υ τ ό ς ! », τ ο υ ε ί π ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Α ν δεν κ ά ν ε ι ς α υ τ ό π ο υ σ ο υ λ έ ω , θ α π ε θάνουμε τ η ς π ε ί ν α ς κ α ι οι τέσσερις. Κι εσύ ίσα π ο υ θα προλάβεις να κόψεις τα ξύλα και να κ α ρ φ ώ σ ε ι ς τις σανί δ ε ς γ ι α τ α φέρετρα μ α ς » . Έ τ σ ι τ ο υ μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δ ε ν τ ο ν άφηνε σε η σ υ χ ί α , ώ σ π ο υ ο ξυλοκόπος συμφώνησε. " Τα
κακόμοιρα
τα
π α ι δ ι ά »,
είπε.
« Τα
λυπάται
η
ψυχή
μου ! » Τ α δυο π α ι δ ι ά ή τ α ν κ ι α υ τ ά ξ α π λ ω μ έ ν α σ τ α κ ρ ε β α τάκια τους χωρίς να κοιμούνται, γιατί η πείνα τα βα σάνιζε. τριάς.
Κι είχαν ακούσει τα λόγια της άσπλαχνης μ η Η
Γ κ ρ έ τ ε λ έκλαψε π ι κ ρ ά και είπε στον Χάνσελ :
« Τ ώ ρ α πια είμαστε χαμένοι! » — " Ησύχασε,
Γκρέ
τελ ", της α π ά ν τ η σ ε ο αδερφός της. " Μη στενοχωριέσαι κι ε γ ώ θα βρω τ ρ ό π ο γ ι α να σωθούμε ! » Κι όταν οι γ ο νείς τους α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν , σ η κ ώ θ η κ ε , φόρεσε το σ α κ ά κ ι τ ο υ , άνοιξε την π ο ρ τ ο ύ λ α και γλίστρησε έ ξ ω . Το φ ε γ γ ά ρ ι έλαμπε τόσο δυνατά που
τα άσπρα χαλίκια έξω α π ' το
σ π ί τ ι ά σ τ ρ α φ τ α ν σαν γ υ α λ ι σ τ ε ρ ά
ασημένια τάλιρα.
Ο
Χ ά ν σ ε λ έσκυψε κ ι έ χ ω σ ε στις τ σ έ π ε ς τ ο υ όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε περισσότερα. Ύ σ τ ε ρ α γύρισε π ί σ ω και είπε στην Γκρέ τελ : " Κοιμήσου ήσυχη, αδερφούλα μου. Στηρίξου π ά νω
μου. Κι ο
Θεός
δεν
θα
μας
εγκαταλείψει ».
Και
μ' αυτά τα λόγια ξάπλωσε πάλι να κοιμηθεί. Ό τ α ν χάραξε, πριν α κ ό μ α βγει ο ήλιος, η γυναίκα ήρθε κ α ι ξ ύ π ν η σ ε τα δυο π α ι δ ι ά :
« Ξυπνήστε, τεμπέ
ληδες. Θα π ά μ ε στο δάσος να κόψουμε ξύλα ». Μ ε τ ά τους έ δ ω σ ε α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί και τους είπε : « Α υ τ ό θα είναι το μ ε σ η μ ε ρ ι α ν ό σας. Κ α ι π ρ ο σ έ ξ τ ε να μην το φ ά τ ε ν ω ρ ί τ ε ρ α , γ ι α τ ί δεν έ χ ε ι ά λ λ ο » .
Η
Γ κ ρ έ τ ε λ έκρυψε το
ψ ω μ ί στην π ο δ ί τ σ α της, γ ι α τ ί οι τ σ έ π ε ς του Χάνσελ ήταν γεμάτες χαλίκια. δάσος.
Όταν
Ύ σ τ ε ρ α ξεκίνησαν
είχαν
προχωρήσει
όλοι
μαζί για το
κάμποσο,
ο
Χάνσελ
σ τ ά θ η κ ε κ α ι γ ύ ρ ι σ ε ν α ρίξει μ ι α μ α τ ι ά στο σ π ί τ ι . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο έκανε π ά λ ι τ ο ίδιο. Κ α ι π ά λ ι και ξανά. Ώ σ π ο υ ο π α τ έ ρ α ς του τον ρώτησε : « Χάνσελ, γιατί σ τ α μ α τ ά ς ολοένα και κ ο ι τ ά ζ ε ι ς π ρ ο ς τ α π ί σ ω ; Π ε ρ π α τ ά π ι ο γ ρ ή -
γ ο ρ α κ α ι μ η ν α ρ γ ε ί ς ! » — « Α χ , π α τ έ ρ α », α π ά ν τ η σ ε ο Χάνσελ,
" κ ο ι τ ά ζ ω το ά σ π ρ ο μου γ α τ ά κ ι , που
στη στέγη και με χαιρετάει ».
κάθεται
Η μητριά τότε μπήκε στη
μ έ σ η : « Δεν είναι το γ α τ ά κ ι σου, κ ο υ τ έ . Ε ί ν α ι ο ήλιος, που
χτυπάει
πάνω
στην
κ α μ ι ν ά δ α ».
Ο
Χάνσελ
όμως
δεν κ ο ί τ α ζ ε τ ο γ α τ ά κ ι τ ο υ , α λ λ ά έ ρ ι χ ν ε κ ι α π ό έ ν α χ α λ ί κ ι στο μονοπάτι, γ ι α να ξαναβρεί το δρόμο του γυρισμού. Ό τ α ν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, ο π α τ έ ρ α ς είπε : " Μ α ζ έ ψ τ ε ξύλα εσείς
π α ι δ ι ά , και θα σας α ν ά ψ ω
μια φ ω τ ι ά γ ι α να μην κ ρ υ ώ ν ε τ ε ». Ο Χάνσελ κι η Γ κ ρ έ τ ε λ μ ά ζ ε ψ α ν ξερά ξ υ λ α ρ ά κ ι α , έναν
ολόκληρο σωρό. Και
όταν η φ ω τ ι ά άναψε γ ι α τα κ α λ ά , η μ η τ ρ ι ά τους είπε : " Κ α θ ί σ τ ε εσείς ε δ ώ , π α ι δ ι ά , και ξεκουραστείτε.
Εμείς
θα π ά μ ε να κόψουμε ξύλα. Μόλις τελειώσουμε, θα γυρί σουμε να σας π ά ρ ο υ μ ε ». Ο Χάνσελ κι η
Γκρέτελ κάθισαν κοντά στη
Και όταν μεσημέριασε, έφαγαν το ψωμί τους.
φωτιά.
Κι επειδή
ά κ ο υ γ α ν τα χ τ υ π ή μ α τ α α π ' το τσεκούρι, νόμιζαν ότι ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ ς ή τ α ν α κ ό μ α κ ο ν τ ά τ ο υ ς . Α λ λ ά δεν ή τ α ν τ ο τσεκούρι αυτό π ο υ ά κ ο υ γ α ν ήταν ένα
ξερό κλαδί, π ο υ ο
π α τ έ ρ α ς τ ο υ ς τ ο ε ί χ ε δέσει σ ' ένα δέντρο κ α ι τ ο χ τ υ π ο ύ σ ε ο α έ ρ α ς π έ ρ α - δ ω θ ε . Έ τ σ ι π ε ρ ί μ ε ν α ν ώρες π ο λ λ έ ς , ώ σ π ο υ τα μ ά τ ι α τους έκλεισαν α π ' την κούραση και κοιμήθηκαν βαθιά. Ό τ α ν ξύπνησαν, ήταν κατασκότεινα. Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει :
" Π ώ ς θα β γ ο ύ μ ε τ ώ ρ α μέσα α π ' το
δάσος; » Ο Χάνσελ ό μ ω ς την παρηγόρησε και της είπε : α Π ε ρ ί μ ε ν ε λ ι γ ά κ ι να βγει το βρούμε το δρόμο ».
φεγγάρι και τότε
θα
τον
Π ρ ά γ μ α τ ι , μόλις το φ ε γ γ ά ρ ι πρόβαλε
λ α μ π ρ ό στον ουρανό, ο Χάνσελ π ή ρ ε την αδερφούλα του α π ' το χέρι κι άρχισε να π ε ρ π α τ ά ε ι πλάι στα χαλίκια, που άστραφταν
σαν
γυαλιστερά
ασημένια τάλιρα
και
τού
'δειχναν το δρόμο. Ό λ η νύχτα περπατούσαν και την αυ γή έφτασαν στο σπίτι του π α τ έ ρ α τους. Χ τ ύ π η σ α ν την
π ό ρ τ α κι όταν η μ η τ ρ ι ά τους την έβαλε
τις
φωνές :
κ ο ι μ η θ ή κ α τ ε στο λετε π ι α
να
« Παλιόπαιδα,
άνοιξε, α μ έ σ ω ς τους τον
αξύπνητο
δάσος ! Κι εμείς νομίζαμε
γυρίσετε
στο
σπίτι! »
ό μ ω ς χ ά ρ η κ ε , γ ι α τ ί τό ' χ ε βάρος
ότι
ύπνο
δεν θ έ
Ο πατέρας
τους
στην καρδιά του π ο υ
τά 'χε αφήσει έτσι ολομόναχα μέσα στο δάσος.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η πείνα πάλι χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α του ξυλοκόπου. Και τα παιδιά άκουσαν πάλι τη μητριά τους να μουρμουρίζει τη νύχτα στ' αυτί τού π α τ έ ρ α τ ο υ ς : « Δεν μ α ς έχει μείνει τ ί π ο τ α π ι α . Μόνο μισό καρβέλι ψωμί έχουμε στο τ ρ α π έ ζ ι μας. φάμε κι αυτό, τελειώσανε τα ψέματα.
Μόλις το
Πρέπει να διώ
ξουμε τα παιδιά. Να τα π ά μ ε πιο βαθιά μέσα στο δάσος, να μην μ π ο ρ έ σ ο υ ν να βρούνε ξ α ν ά το δ ρ ό μ ο τ ο υ γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Ε ι δ ε μ ή ε ί μ α σ τ ε όλοι χ α μ έ ν ο ι » . Μ α ύ ρ η
λύπη έσφιξε την
καρδιά του πατέρα και συλλογίστηκε :
« Κ α λ ύ τ ε ρ α να
μ ο ι ρ α ζ ό σ ο υ ν α μ ε τ α π α ι δ ι ά σου κ α ι τ η ν τ ε λ ε υ τ α ί α σου μ π ο υ κ ι ά ! » Η γ υ ν α ί κ α ό μ ω ς δεν έ π α ι ρ ν ε α π ό λ ό γ ι α . Τ ο ν κατσάδιασε και άρχισε να τον κατηγοράει : " Α φ ο ύ κ ά ναμε την αρχή, πρέπει να συνεχίσουμε, κι αφού δ έ χ τ η κες την π ρ ώ τ η φορά, πρέπει να δεχτείς και τη δεύτερη ». Αλλά τα παιδιά ήταν ακόμα ξύπνια στα κρεβατάκια τ ο υ ς κι ά κ ο υ σ α ν όλη τ η ν κ ο υ β έ ν τ α . Κι όταν οι γ ο ν ε ί ς τ ο υ ς αποκοιμήθηκαν, ο Χάνσελ σηκώθηκε πάλι και προσπά θησε να γλιστρήσει έ ξ ω να μαζέψει χαλίκια,
όπως την
π ρ ώ τ η φορά. Αλλά η μητριά είχε κλειδώσει την πορτούλ α κ α ι τ ο π α ι δ ί δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α β γ ε ι . Π α ρ η γ ό ρ η σ ε ό μ ω ς την αδελφούλα του και της είπε : " Μην κλαις, Γκρέτελ. Κοιμήσου ή σ υ χ α κι ο καλός Θεούλης θα μας βοηθήσει ». Μόλις χάραξε, ήρθε η
μ η τ ρ ι ά κ α ι ξ ύ π ν η σ ε τα δυο
π α ι δ ι ά . Τ ο υ ς έδωσε π ά λ ι α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί , αλλά μικρότερο α π ' την προηγούμενη φορά. Σ τ ο δρόμο γ ι α το δάσος ο Χάνσελ έτριβε το ψ ω μ ά κ ι του ψίχουλα και τό 'ριχνε στο μονοπάτι, α Χάνσελ, γ ι α τ ί α ρ γ ε ί ς ; Π ρ ο χ ώ ρ α π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α ! », του είπε ο π α τ έ ρ α ς του. " Κοιτάζο^ το άσπρο μου περιστεράκι, που κάθεται στη στέγη και με χ α ι ρ ε τ ά ε ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο Χ ά ν σ ε λ . « Κ ο υ τ έ », τ ο ν έ κ ο ψ ε η μ η τ ρ ι ά , " δεν ε ί ν α ι το π ε ρ ι σ τ ε ρ ά κ ι σ ο υ , ε ί ν α ι ο ή λ ι ο ς π ο υ λ ά μ π ε ι στην κ α μ ι ν ά δ α » . Ο Χ ά ν σ ε λ ό μ ω ς π έ τ α ξ ε ψί χ ο υ λ ο ψ ί χ ο υ λ ο όλο τ ο ψ ω μ ί τ ο υ σ τ ο δ ρ ό μ ο . Η γυναίκα οδήγησε τα παιδιά ακόμα πιο βαθιά μέ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς , σ ' έ ν α μ έ ρ ο ς ό π ο υ δεν ε ί χ α ν ξ α ν α π ά ε ι π ο τ έ στη ζ ω ή τους. Ά ν α ψ α ν πάλι μια μεγάλη φ ω τ ι ά κι η μ η τριά τους είπε : " Κ α θ ί σ τ ε ε δ ώ , π α ι δ ι ά . Κι όταν κουρα στείτε, κοιμηθείτε. Εμείς θα π ά μ ε να κόψουμε ξύλα και το βράδυ, που θα τελειώσουμε, θά 'ρθουμε να σας π ά ρ ο υ με ".
Το μεσημέρι η
Γκρέτελ μοιράστηκε με τον Χάν
σελ τ ο ψ ω μ ί τ η ς , του στο
μιας κι εκείνος είχε σκορπίσει το δ ι κ ό
μονοπάτι.
Ύ σ τ ε ρ α α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν κ ι ήρθε
το
β ρ ά δ υ , α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν ή ρ θ ε ν α π ά ρ ε ι τ α κ α κ ό μ ο ι ρ α τ α παιδάκια. Ξύπνησαν πάλι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας κι ο Χάνσελ π α ρ η γ ό ρ η σ ε την αδερφούλα του και τ / ς εί πε : α Περίμενε, Γκρέτελ, κ α ι μόλις βγει το φεγγάρι, θα δούμε τα ψίχουλα π ο υ σκόρπισα στο μονοπάτι.
Kαι
θα
βρούμε το δρόμο γ ι α το σπίτι ». Ό τ α ν ό μ ω ς π ρ ό β α λ ε τ ο φ ε γ γ ά ρ ι στον ουρανό κ ι ετοι μάστηκαν να ξεκινήσουν,
δεν β ρ ή κ α ν ο ύ τ ε ένα ψ ί χ ο υ λ ο .
Γ ι α τ ί τ α α μ έ τ ρ η τ α π ο υ λ ά κ ι α , π ο υ π ε τ ο ύ ν στο δάσος, τ α είχαν φάει όλα. Ο Χάνσελ είπε τ ό τ ε στην αδερφή του : « Θα τον
βρούμε το δρόμο,
τον βρήκαν.
μη
φ ο β ά σ α ι ! » Αλλά
δεν
Ό λ η ν ύ χ τ α π ε ρ π α τ ο ύ σ α ν , κ ι όλη μέρα ώ ς
τ ο β ρ ά δ υ , α λ λ ά δεν ε ί χ α ν κ α τ α φ έ ρ ε ι ν α β ρ ο υ ν τ η ν ά κ ρ η του δάσους.
Κ α ι π ε ι ν ο ύ σ α ν π ο λ ύ , γ ι α τ ί δεν ε ί χ α ν φ ά ε ι
τίποτα εκτός από λίγα βατόμουρα
π ο υ ε ί χ α ν βρει σ τ ο
δρόμο. Τα παιδιά ήταν τόσο κουρασμένα
π ο υ δεν έ β λ ε
π α ν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς . Κ ι ε π ε ι δ ή τ α π ό δ ι α τ ο υ ς δεν ά ν τ ε χ α ν πια,
ξάπλωσαν κάτω
α π ό ένα δέντρο και κ ο ι μ ή θ η κ α ν .
Ή τ α ν πια η τρίτη μέρα
που έλειπαν α π ' το σπίτι
του π α τ έ ρ α τους. Ά ρ χ ι σ α ν και πάλι να περπατάνε, αλλά χ ώ ν ο ν τ α ν όλο κ α ι π ι ο β α θ ι ά μ έ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι α ν δ ε ν ερχόταν γ ρ ή γ ο ρ α κάποιος να τα βοηθήσει,
σίγουρα θα
πέθαιναν α π ' την πείνα και την κούραση. Το μεσημέρι ό μ ω ς είδαν ένα όμορφο π ο υ λ ά κ ι , ά σ π ρ ο σαν το χιόνι, π ο υ καθόταν
σ'
ένα
κλαδί
και
τραγουδούσε
τόσο
όμορφα
ώ σ τ ε τ α δυο π α ι δ ι ά σ τ ά θ η κ α ν ν α τ ' ακούσουν. Κ ι όταν τέλειωσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του, άνοιξε τα φ τ ε ρ ά του κι άρχισε να πετάει
μπροστά τους.
ώσπου το πουλί έφτασε σ'
Τα παιδιά το
ακολούθησαν,
ένα σ π ί τ ι και κάθισε π ά ν ω
στη σ κ ε π ή . Ό τ α ν τ α π α ι δ ι ά π λ η σ ί α σ α ν , είδαν π ω ς τ ο σπιτάκι είχε τους τοίχους του φτιαγμένους α π ό γλυκό ψωμί και
τη
σ κ ε π ή τ ο υ α π ό π α ν τ ε σ π ά ν ι . Τ α παράθυρα
του ήταν ολόκληρα κ α μ ω μ έ ν α από ζ ά χ α ρ η . " Έ λ α να φ ά μ ε λιγάκι, να χ ο ρ τ ά σ ο υ μ ε την πείνα μας », είπε ο Χ ά ν σ ε λ σ τ η ν Γ κ ρ έ τ ε λ . " Ε γ ώ θ α φάω
λίγη α π ' τη σκε
π ή κ ι εσύ κόψε ένα κ ο μ μ α τ ά κ ι α π ' τ α π α ρ ά θ υ ρ α , π ο υ είναι
γ λ υ κ ό ».
Ο
Χάνσελ
σκαρφάλωσε
κι
έκοψε
μιαν
ακρούλα α π ' τη σκεπή, να τη δοκιμάσει. Κι η Γκρέτελ σ τ ά θ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά σ' ένα π α ρ ά θ υ ρ ο κι άρχισε να μ α σ ο υ λάει τ η ζ ά χ α ρ η . Τ ό τ ε α κ ο ύ σ τ η κ ε α π ό μέσα μια λ ε π τ ή φωνούλα :
«Κριτς,
κριτς,
Το σπιτάκι
μου
κριτς, ποιος
Και τα παιδιά απάντησαν :
ποιος
τραγανίζει;
μασουλίζει;
»
« Είναι και Και
ο
αέρας
τον
το παιδάκι τ'
συνέχισαν
να τρώνε
πρωινού
ουρανού δ ί χ ω ς να
». φανερωθούν.
0
Χάνσελ βρήκε τη σκεπή πολύ νόστιμη κι έκοψε ενα με γάλο κομμάτι, κατέβηκε κ ά τ ω κι άρχισε να το τραγανίζει με όρεξη. Η Γ κ ρ έ τ ε λ έ β γ α λ ε ένα ολόκληρο τ ζ ά μ ι α π ' το παράθυρο,
στρώθηκε κ α τ ά χ α μ α κι έτρωγε γλείφοντας
κ α ι τ α δάχτυλα τ η ς . Ξ ά φ ν ο υ ό μ ω ς άνοιξε η π ό ρ τ α κ α ι μια γριά, πολύ γριά, βγήκε α π ' το σπιτάκι στηριγμένη στη
μαγκούρα της. Ο Χάνσελ κι η
Γκρέτελ τρόμαξαν τόσο πολύ
που
άφησαν τα γλυκά να τους πέσουν α π ' τα χέρια τους. γ ρ ι ά ό μ ω ς κούνησε το κεφάλι τ η ς και τους είπε : κ α λ ά μου π α ι δ ι ά , ποιος σας έφερε ε δ ώ ; Ε λ ά τ ε
μέσα
Η
« Ε, να
μ ε ί ν ε τ ε μ α ζ ί μ ο υ κ α ι δεν θ α π ά θ ε τ ε κ α ν έ ν α κ α κ ό » . Κ α ι τ α π ή ρ ε κ α ι τ α δυο α π ' τ ο χέρι κ α ι τ α π ή γ ε μέσα στο σπίτι.
Έ σ τ ρ ω σ ε ύστερα το τραπέζι με νόστιμο φαγητό
και γ ά λ α και τηγανίτες ζαχαρωμένες, μήλα και καρύδια. Μ ε τ ά τ ο υ ς ε τ ο ί μ α σ ε δυο ω ρ α ί α κ α ι ζ ε σ τ ά κ ρ ε β α τ ά κ ι α * ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ ξ ά π λ ω σ α ν και νόμισαν π ω ς βρί σκονταν στον έβδομο ουρανό α π ' την ε υ τ υ χ ί α τους. Η γ ρ ι ά τούς είχε φερθεί π ο λ ύ κ α λ ά , στην π ρ α γ μ α τ ι κότητα όμως ήταν μια κακιά μάγισσα, που παραμόνευε τα π α ι δ ά κ ι α να τα πιάνει. Γι' αυτό είχε φτιάξει και
το
ζαχαρένιο σ π ι τ ά κ ι , γ ι α να τους στήνει π α γ ί δ α και να τ' α ρ πάζει. Κι όποτε κάποιο παιδάκι έπεφτε στα χέρια της, τότε το σκότωνε, το μαγείρευε και τό 'τρωγε.
Γιατί το
κρέας τ ω ν π α ι δ ι ώ ν τ ή ς άρεσε π ο λ ύ και το ευχαριστιόταν. Ο ι μ ά γ ι σ σ ε ς έ χ ο υ ν κ ό κ κ ι ν α μ ά τ ι α κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ ν ν α δουν μ α κ ρ ι ά . Έ χ ο υ ν ό μ ω ς π ο λ ύ γ ε ρ ή μ ύ τ η , σαν τ α ζ ώ α ,
και το καταλαβαίνουν α μ έ σ ω ς όταν τις ζυγώνουν
άνθρω
ποι. Ό τ α ν λοιπόν μυρίστηκε την Γκρέτελ και τον Χ ά ν σελ ν α π λ η σ ι ά ζ ο υ ν τ ο σ π ί τ ι τ η ς , γ έ λ α σ ε μ ε κ α κ ί α κ α ι ε ί π ε : « Α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς έ χ ω σ τ ο χ έ ρ ι , δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α μ ο υ ξεφύγουν ». Το πρωί, νωρίς νωρίς, πριν ακόμα τα παιδιά ξυπνήσουν, η μ ά γ ι σ σ α σ η κ ώ θ η κ ε και κ α θ ώ ς τα είδε να κοιμούνται ή σ υ χ α στα κ ρ ε β α τ ά κ ι α τους, με τα μάγουλα τους κόκκινα απ
το καλό φ α γ η τ ό , μουρμούρισε : « Ό
ταν θα τα μ α γ ε ι ρ έ ψ ω , θά 'ναι τόσο ν ό σ τ ι μ α
που θα τρώει
η μ ά ν α κ α ι τ ο υ π α ι δ ι ο ύ δεν θ α δ ί ν ε ι ! » Π ή ρ ε ύ σ τ ε ρ α μ ε τα κοκαλιάρικα χέρια τ η ς τον Χάνσελ και τον στο κοτέτσι και κλείδωσε κ α λ ά την π ό ρ τ α .
έκλεισε
Ό σ ο κι αν
φ ώ ν α ζ ε , κ α ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο ν α κ ο ύ σ ε ι . Μ ε τ ά π ή γε,
σκούντησε άγρια την
της είπε :
Γκρέτελ να την ξυπνήσει και
" Σ ή κ ω , π α λ ι ο τ ε μ π έ λ α , άντε να φέρεις νερό
και να μαγειρέψεις κ ά τ ι καλό γ ι α τον αδερφό σου. Τον έ χ ω κλείσει στο κοτέτσι και θα τον ταΐζουμε καλά, να παχύνει, γ ι α να τον φ ά ω ». Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει μ ε μ α ύ ρ ο δ ά κ ρ υ , α λ λ ά τ α κ λ ά μ α τ α σ ε τ ί π ο τ α δεν ω φ ε λ ο ύ σαν. Α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να κάνει αυτό που έλεγε η μ ά γ ι σ σ α . Από
τότε
λοιπόν
μαγείρευαν
το
γ ι α τον κακόμοιρο τον Χάνσελ, ενώ η
καλύτερο
φαγητό
Γ κ ρ έ τ ε λ δεν έ τ ρ ω
γε π α ρ ά μονάχα ψίχουλα και αποφάγια.
Κάθε πρωί η
γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α πήγαινε στο κοτέτσι και φώναζε : " Χάν σελ, β γ ά λ ε έ ξ ω τ ο δ α χ τ υ λ ά κ ι σου, ν α δ ω α ν π ά χ υ ν ε ς γ ι α ν α σ ε φ ά ω ! » Ο Χ ά ν σ ε λ ό μ ω ς δεν έ β γ α ζ ε τ ο δ ά χ τ υ λ ο του, αλλά ένα κ ο κ α λ ά κ ι α π ' το φ α γ η τ ό τ ο υ . Κι η γ ρ ι ά , π ο υ δεν έ β λ ε π ε ο ύ τ ε τ η μ ύ τ η τ η ς , α π ο ρ ο ύ σ ε π ο υ τ ο π α ι δ ί έτρωγε
τόσο
και
δεν
έλεγε
να
πάρει
δράμι.
Τέσσερις
ε β δ ο μ ά δ ε ς π έ ρ α σ α ν έ τ σ ι κι ο Χ ά ν σ ε λ ή τ α ν το ίδιο κ ο κ α λιάρης,
ό π ω ς και στην α ρ χ ή .
Η
μάγισσα όμως έχασε
τ η ν υ π ο μ ο ν ή τ η ς κ α ι δεν ή θ ε λ ε ν α π ε ρ ι μ έ ν ε ι ά λ λ ο . « Ε μ πρός, Γ κ ρ έ τ ε λ ! », φ ώ ν α ξ ε . " Ά ν τ ε να φέρεις νερό, γ ι α τ ί αύριο θα μ α γ ε ι ρ έ ψ ω τον Χάνσελ, είτε χοντρός είναι είτε αδύνατος ».
Αχ, π ώ ς έκλαιγε η καημένη η αδερφούλα
κ ο υ β α λ ώ ν τ α ς τ ο νερό. Α χ , π ώ ς κυλούσαν τ α δ ά κ ρ υ α σ τ α μάγουλα τ η ς ! « Θεούλη μου καλέ, βοήθησε μ α ς », π α ρακαλούσε. τ'
άγρια
μ α ζ ί ».
" Καλύτερα
θηρία. —
Έτσι
να
μας
έτρωγαν
στο
τουλάχιστον θα είχαμε
" Σ τ α μ ά τ α να
μ υ ξ ο κ λ α ί ς »,
της
δάσος πεθάνει
φώναξε
η
γ ρ ι ά . " Τ α κ λ ά μ α τ α κ α ι τ α π α ρ α κ ά λ ι α δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α σε
β ο η θ ή σ ο υ ν ». Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η μ ά γ ι σ σ α έστειλε την Γκρέ
τελ στην αυλή ν' ανάψει φ ω τ ι ά και να κρεμάσει α π ό π ά νω το κ α ζ ά ν ι με το νερό.
« Π ρ ώ τ α θα φουρνίσουμε το
ψ ω μ ί », ε ί π ε η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α .
" Ο
φούρνος έχει κάψει
κιόλας και τα κ α ρ β έ λ ι α είναι ζ υ μ ω μ έ ν α ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια έσπρωξε
τη
δύστυχη την
Γκρέτελ μ π ρ ο σ τ ά στο
ά ν ο ι γ μ α του φούρνου, α π ' όπου οι φλόγες τινάζονταν ψη λά.
« Μ π ε ς μ έ σ α », π ρ ό σ τ α ξ ε η μ ά γ ι σ σ α .
" να δεις αν
έχει ζεσταθεί καλά, γ ι α να φουρνίσουμε το ψωμί ».
Και
όταν η Γκρέτελ θά ' μ π α ι ν ε μέσα, η γ ρ ι ά θά 'κλεινε α μ έ σ ω ς το π ο ρ τ ά κ ι του φούρνου και θα την έψηνε γ ι α να τη φάει κι αυτήν.
Η
Γκρέτελ όμως κατάλαβε την πονηριά
της και π α ρ ά σ τ η σ ε την κουτή : « Δεν ξέρω π ώ ς να μ π ω εκεί μέσα.
Γ ι ά δ ε ί ξ ε μ ο υ ! » — « Β ρ ε κ ο υ τ ο ρ ν ί θ ι », τ η ς
είπε η γ ρ ι ά . « Το ά ν ο ι γ μ α είναι τ ό σ ο μ ε γ ά λ ο κι ε γ ώ χ ω ρ ά ω να μ π ω μέσα ». σύρθηκε μ έ σ α στο φούρνο έ π ρ ε π ε να μπει.
Η
Και μ'
που ακόμα
αυτά τα λόγια
γ ι α να δείξει στη μικρή π ώ ς
Γκρέτελ τότε την έσπρωξε μ'
όλη
τ η ς τη δ ύ ν α μ η , έκλεισε τη σιδερένια π ό ρ τ α κι έβαλε το μάνταλο. Π ω π ώ , τι φωνές ήταν αυτές που ακούστηκαν
α π ό μ έ σ α ! Να σου σ η κ ώ ν ε τ α ι η τ ρ ί χ α ! Η Γ κ ρ έ τ ε λ ό μ ω ς έφυγε
τρέχοντας
κι η
κακιά
μάγισσα κάηκε
ζωντανή
μ έ σ α στο φούρνο τ η ς . Κι η
Γκρέτελ π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο κοτέτσι, άνοιξε την
π ό ρ τ α κι ελευθέρωσε τον αδερφό τ η ς : " Χάνσελ, σ ω θ ή κ α μ ε , η γριά μ ά γ ι σ σ α πάει, κ ά η κ ε ! » Κι ο Χάνσελ π ή δησε έ ξ ω α π ' τ ο κ ο τ έ τ σ ι , σαν τ ο π ο υ λ ά κ ι π ο υ του ανοί γ ο υ ν τ η ν π ό ρ τ α τ ο υ κλουβιού. Π ό σ ο χ ά ρ η κ α ν τ α δυο π α ι
διά ! Α π ' τον ενθουσιασμό τους α γ κ α λ ι ά ζ ο ν τ α ν και φιλ ι ο ύ ν τ α ν κ α ι χ ό ρ ε υ α ν . Κ ι ε π ε ι δ ή π ι α τ ί π ο τ α δεν ε ί χ α ν ν α φοβηθούν, μ π ή κ α ν στο σπίτι τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς και άνοιξαν τα μπαούλα της με τους θησαυρούς της. Τι χρυσάφια, τι μαργαριτάρια,
τι
πολύτιμα
ακόμα καλύτερα απ έχωσε
5
πετράδια!
« Αυτά
είναι
τα χαλίκια », είπε ο Χάνσελ και
σ τ ι ς τ σ έ π ε ς τ ο υ όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α .
Και
η Γκρέτελ είπε : « Κ ά τ ι π ρ έ π ε ι να π ά ω κι ε γ ώ στο σπί-
τι ». Και γέμισε την π ο δ ί τ σ α της με μαργαριτάρια. « Και τ ώ ρ α π ά μ ε να φύγουμε, γ ι α να βρούμε τρόπο να β γ ο ύ μ ε α π ' αυτό το μαγεμένο δάσος », είπε ο Χάνσελ. Ει αφού π ε ρ π ά τ η σ α ν κάμποσες ώρες, έφτασαν σ' ένα μεγάλο π ο τ ά μ ι . " Π ώ ς Οα π ε ρ ά σ ο υ μ ε α π έ ν α ν τ ι ; », α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε ο Χάνσελ.
" Δεν
βλέπω
ούτε
γέφυρα
" Ο ύ τ ε κ α μ ι ά β α ρ κ ο ύ λ α βλέπω
ούτε
τίποτα.! »
—
π ο υ θ ε ν ά », π ρ ό σ θ ε σ ε η
Γκρέτελ. " Α λ λ ά εκεί κ ά τ ω κ ο λ υ μ π ά ε ι ένα ά σ π ρ ο π α π ά κι,
κι αν το παρακαλέσουμε,
θα μας βοηθήσει ».
Και
φώναξε :
« Παπί,
καλό
παπάκι,
πάρε
Βόηθα μας να φύγουμε,
μας
από
να πάμε
δω.
στο
καλό ».
Το π α π ά κ ι π ρ ά γ μ α τ ι ήρθε κοντά τους κι ο Χάνσελ ανέβηκε π ρ ώ τ ο ς στη ράχη του.
Ύ σ τ ε ρ α είπε και στην
α δ ε ρ φ ή τ ο υ ν' ανέβει. Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε . " Θα εί μαστε πολύ βαριοί γ ι α το π α π ά κ ι . Κ α λ ύ τ ε ρ α να μας κ ο υ β α λ ή σ ε ι τον έναν μ ε τ ά τον ά λ λ ο ν » . νε. Τ ο κ α λ ό
παπάκι
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγι
τούς πέρασε απέναντι και τα π α ι
διά συνέχισαν το δρόμο τους. Και το δάσος τούς φαινόταν ολοένα και π ι ο γ ν ώ ρ ι μ ο ,
ώ σ π ο υ είδαν α π ό
μακριά το
σπίτι του π α τ έ ρ α τους. Τότε άρχισαν να τρέχουν.
Και
τρέχοντας μ π ή κ α ν μέσα κι έπεσαν στην α γ κ α λ ι ά του π α τ έ ρ α τ ο υ ς . Ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς δεν ε ί χ ε δει ά σ π ρ η μέρα α π ό τότε που άφησε τα π α ι δ ι ά του στο δάσος. Αλ λά η κ α κ ι ά μ η τ ρ ι ά είχε πεθάνει.
Η
Γκρέτελ άδειασε τα
μαργαριτάρια α π ' την π ο δ ί τ σ α της κι αυτά κ α τ ρ α κ ύ λ η σαν στο π ά τ ω μ α . Ο Χ ά ν σ ε λ έ β γ α ζ ε χ ο ύ φ τ ε ς χ ο ύ φ τ ε ς τα πολύτιμα πετράδια α π ' τις τσέπες του και τ
άφηνε να
π έ φ τ ο υ ν σαν β ρ ο χ ή . Κ ι α π ό τ ό τ ε τ έ λ ε ι ω σ α ν τ α βάσανα
τ ο υ ς κι έ ζ η σ α ν α υ τ ο ί κ α λ ά χι ε μ ε ί ς κ α λ ύ τ ε ρ α . Κι ε δ ώ τ ε λειώνει το π α ρ α μ υ θ ά κ ι , το μαλλί το κουβαράκι. Κ ό κ κινη κ λ ω σ τ ή δεμένη, στην ανέμη τ υ λ ι γ μ έ ν η .
16.
Τα τρία φύλλα του φιδιού
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ τόσο
φτωχός που
τον μονάκριβο γ ι ο του.
δεν
ή τ α ν ένας ά ν θ ρ ω π ο ς
μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α θρέψει ο ύ τ ε
" Κ α λ έ μου π α τ έ ρ α », του είπε
τ ό τ ε ο γ ι ο ς τ ο υ , « τ α φέρνεις τ ό σ ο δ ύ σ κ ο λ α β ό λ τ α κ ι ε γ ώ σου ε ί μ α ι βάρος. Κ α λ ύ τ ε ρ α ν α φ ύ γ ω κ α ι ν α κ ο ι τ ά ξ ω ν α β γ ά λ ω μόνος μ ο υ τ ο ψ ω μ ί μ ο υ » . Ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ έ δ ω σ ε την ευχή
του και τον
αποχωρίστηκε
λυπημένος.
Τον
κ α ι ρ ό εκείνο ο β α σ ι λ ι ά ς μ ι α ς π α ν ί σ χ υ ρ η ς π ο λ ι τ ε ί α ς έ κ α -
νε πόλεμο
τ ο π α λ ι κ ά ρ ι λ ο ι π ό ν μ π ή κ ε στο
και ξεκίνησε
για τη μάχη.
Κι όταν
στρατό του
έφτασαν
μπροστά
σ τ ο ν ε χ θ ρ ό , η σ ύ γ κ ρ ο υ σ η ή τ α ν τ ρ ο μ ε ρ ή >.ι ο κ ί ν δ υ ν ο ς μεγάλος. Ο ουρανός έβρεχε μολύβι κι οι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς τού βασιλιά σωριάζονταν νεκροί ολόγυρα του. Τ έ λ ο ς σ κ ο τ ώ θηκε κι ο
στρατηγός τους,
κι οι νικημένοι
πολεμιστές
δείλιασαν κι ήταν έτοιμοι να το βάλουν σ τ α π ό δ ι α . Τ ό τ ε όμως μπήκε μπροστά το παλικάρι, τους έδωσε κουράγιο και φώναξε : « Δεν θ
α φ ή σ ο υ μ ε την π α τ ρ ί δ α μ α ς να χ α
θεί ! » Τ ο ν α κ ο λ ο ύ θ η σ α ν κι οι άλλοι κι έ τ σ ι κ α τ ά φ ε ρ α ν τελικά να νικήσουν. Ό τ α ν τό 'μαθε ο βασιλιάς
π ω ς μο
ν ά χ α σ' αυτόν χ ρ ω σ τ ο ύ σ ε τη νίκη, τον έκανε α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο , π ρ ώ τ ο και καλύτερο στο βασίλειο του, και του χ ά ρισε θ η σ α υ ρ ο ύ ς π ο λ λ ο ύ ς . Ο βασιλιάς είχε μια κόρη π ε ν τ ά μ ο ρ φ η . Η π ε ν τ ά μ ο ρ φη βασιλοπούλα ό μ ω ς είχε μια παραξενιά : είχε δώσει ό ρ κ ο π ω ς δεν θ ά ' π α ι ρ ν ε ά ν τ ρ α τ η ς π α ρ ά μ ό ν ο ν
όποιον
τ η ς ορκιζόταν ότι θα έ μ π α ι ν ε μ α ζ ί τ η ς στον τ ά φ ο , αν τύχαινε π ρ ώ τ η εκείνη να πεθάνει. « Αν μ' α γ α π ά ε ι μέσα α π ' την κ α ρ δ ι ά τ ο υ », έλεγε, " τι τη θέλει τη ζ ω ή τ ο υ , όταν ε γ ώ θά ' χ ω πεθάνει; » Αν πάλι πέθαινε ο άντρας τ η ς π ρ ώ τ ο ς , τότε θα τον ακολουθούσε κι εκείνη ζ ω ν τ α νή στον τ ά φ ο . Α υ τ ή η αλλόκοτη α π α ί τ η σ η π ο υ είχε, τ ρ ό μ α ζ ε ώ ς τ ό τ ε όλους τ ο υ ς υ π ο ψ ή φ ι ο υ ς γ α μ π ρ ο ύ ς . Τ ο π α λικάρι όμως θ α μ π ώ θ η κ ε τόσο α π ' την ομορφιά της
που
δεν ν ο ι ά σ τ η κ ε κ α θ ό λ ο υ γ ι ' α υ τ ή τ η ν π α ρ α ξ ε ν ι ά τ η ς , π α ρ ά ζήτησε αμέσως
το
χέρι της α π ' το βασιλιά.
τι όρκο π ρ έ π ε ι να π ά ρ ε ι ς να σε π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ; »,
τον
« Ξέρεις
γ ι α να δεχτεί η θυγατέρα μου ρώτησε ο βασιλιάς.
" Ν α ι »,
αποκρίθηκε το παλικάρι. « Αν πεθάνει π ρ ώ τ η , τότε θα π ρ έ π ε ι ν α κ α τ έ β ω μ α ζ ί τ η ς ζ ω ν τ α ν ό ς στον τ ά φ ο . Α λ λ ά
η α γ ά π η μου είναι τόσο μ ε γ ά λ η
π ο υ δεν υ π ο λ ο γ ί ζ ω κ α
νέναν κίνδυνο ». Σ υ μ φ ώ ν η σ ε τ ό τ ε ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ο γ ά μ ο ς έγινε
με
μεγαλοπρέπεια.
Έζησαν Ώσπου
καιρό
ξαφνικά
πολύ η
νεαρή
ριά και κανένας γ ι α τ ρ ό ς καλά.
χαρούμενοι
κι
βασίλισσα
δεν
βρισκόταν
ευτυχισμένοι.
αρρώστησε να
την
βα κάνει
Κι όταν π ι α άφησε την τελευταία της πνοή,
νεαρός βασιλιάς θυμήθηκε
με
φρίκη την υπόσχεση
που
τ η ς ε ί χ ε δ ώ σ ε ι . Α λ λ ά δεν υ π ή ρ χ ε τ ρ ό π ο ς ν α ξ ε φ ύ γ ε ι . β α σ ι λ ι ά ς π α τ έ ρ α ς τ η ς είχε βάλει φρουρούς σ' όλες πύλες της πολιτείας : ήταν αδύνατον να ξεφύγει μοίρα του.
ο Ο τις
α π ' τη
Και τη μέρα π ο υ η νεκρή κηδεύτηκε, τον κ α
τέβασαν κι αυτόν στην υπόγεια κ ρ ύ π τ η , όπου βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι, κλείδωσαν και μαντάλωσαν την π ό ρ τ α κι έφυγαν. Δ ί π λ α στο φέρετρο ή τ α ν τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν ο ένα τ ρ α π ε ζ ά κ ι με τέσσερα κεριά, τέσσερα καρβέλια ψωμί και τέσσερα κ α ν ά τ ι α κρασί. Μόλις θα τέλειωναν, τον περίμενε κι αυ τόν ο θάνατος. και
στο
Καθόταν λοιπόν βουτηγμένος στη λύπη
παράπονο, έτρωγε
κάθε
μέρα
μια
μπουκίτσα
ψωμί κι έπινε μια γουλιά κρασί μονάχα. Κι έβλεπε μέσα στο σκοτάδι
το
θάνατο να τον ζυγώνει κάθε σ τ ι γ μ ή και
περισσότερο. Κι έτσι ό π ω ς καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα τ ο υ , είδε σε μ ι α γ ω ν ι ά τ η ς κ ρ ύ π τ η ς ένα φίδι να σέρνεται και να πλησιάζει τη
νεκρή.
Ο νεαρός
βασιλιάς νόμισε
ότι το φίδι π ή γ α ι ν ε να χορτάσει με τη σάρκα τ η ς π ε θ α μένης γυναίκας του. Σ η κ ώ θ η κ ε λοιπόν, τράβηξε το σ π α θ ί τ ο υ κ α ι ε ί π ε : α Ό σ ο ζ ω κ α ι β ρ ί σ κ ο μ α ι , δεν θ α σ ' α φ ή σω να την α γ γ ί ξ ε ι ς ! » Και μ' α υ τ ά τα λόγια έκοψε το φίδι σε τ ρ ί α κ ο μ μ ά τ ι α . Μ ε τ ά α π ό λίγο ένα δεύτερο φίδι πρόβαλε
στη
γωνιά.
Βλέποντας
όμως
το
πρώτο
φίδι
σκοτωμένο και κομματιασμένο, γύρισε π ί σ ω στην τρύπα του και ξανάρθε σε λίγο κουβαλώντας στο στόμα τ ο υ τρία π ρ ά σ ι ν α φύλλα. Π ή ρ ε ύστερα τ α τ ρ ί α κ ο μ μ ά τ ι α τ ο υ νε κρού φιδιού, τα ταίριασε μεταξύ τους και σ κ έ π α σ ε τις τρεις πληγές με τα τρία πράσινα φύλλα. Α μ έ σ ω ς οι π λ η γές
έκλεισαν,
ξανά.
το
σκοτωμένο
φίδι
σάλεψε,
ζωντάνεψε
Κ α ι τ α δυο μ α ζ ί έ τ ρ ε ξ α ν ν α χ ω θ ο ύ ν σ τ η
φωλιά
τους. Τα φύλλα έμειναν π ε σ μ έ ν α στο δ ά π ε δ ο . Τ ο δ ύ σ τ υ χ ο τ ο π α λ ι κ ά ρ ι , π ο υ ε ί χ ε δει τ α π ά ν τ α , α ν α ρωτήθηκε
μήπως η
μαγική
δύναμη
ρούσε ν α γ ι α τ ρ έ ψ ε ι κ ι α ν θ ρ ώ π ο υ ς .
των Τα
έβαλε ένα στο σ τ ό μ α τ η ς νεκρής και τ'
φύλλων
μάζεψε
μπο
λοιπόν,
άλλα δυο στα
μ ά τ ι α τ η ς . Τ η ν ίδια κιόλας σ τ ι γ μ ή τ ο α ί μ α ά ρ χ ι σ ε και πάλι να τρέχει στις φλέβες της, ανέβηκε στο π ρ ό σ ω π ο τ η ς κ α ι ρόδισε ξανά τα μάγουλα τ η ς . Π ή ρ ε α ν ά σ α η β α σίλισσα,
άνοιξε τα μ ά τ ι α τ η ς και
ρώτησε :
" Αχ,
Θεέ
μου, πού βρίσκομαι; » — « Είσαι πλάι μου, α γ α π η μ έ ν η μου γυναίκα », της αποκρίθηκε το παλικάρι και τ η ς διη γ ή θ η κ ε όλα όσα είχαν συμβεί και π ώ ς είχε κ α τ α φ έ ρ ε ι να την
ξαναφέρει
στη
ζωή.
Της
έδωσε
ύστερα
ψωμί και
κρασί κι όταν εκείνη συνήλθε λιγάκι, σ η κ ώ θ η κ ε και π ή γ α ν μ α ζ ί κι οι δυο τ ο υ ς στην π ό ρ τ α . Ε κ ε ί ά ρ χ ι σ α ν να χ τ υ πούν και να φωνάζουν τόσο δυνατά
π ο υ οι φρουροί τούς
άκουσαν και έστειλαν μαντάτο
βασιλιά. Ο βασιλιάς
στο
κ α τ έ β η κ ε ο ίδιος κι άνοιξε τ η ν π ό ρ τ α τ η ς κ ρ ύ π τ η ς . Κ α ι όταν τ ο υ ς είδε κ α ι τ ο υ ς δυο μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ γερούς κ α ι δ υ νατούς, κόντεψε να τρελαθεί α π ' τη χ α ρ ά του, τ ώ ρ α που είχε π ι α περάσει η συμφορά. Ο νεαρός βασιλιάς ό μ ω ς μ ά ζ ε ψε τα τρία φύλλα του
φιδιού και τά ' δ ω σ ε στον υ π η ρ έ τ η
τ ο υ να τα κρύψει, λ έ γ ο ν τ α ς : « Φύλαξε τα σαν τα μ ά τ ι α σου, γ ι α τ ί π ο ι ο ς ξέρει τι έ χ ο υ μ ε α κ ό μ α ν' α ν τ ι μ ε τ ω π ί σ ο υ μ ε ! »
Αλλά η βασιλοπούλα είχε αλλάξει πολύ από την ημέ ρα π ο υ α ν α σ τ ή θ η κ ε : λες κι είχε σβήσει, λες κι είχε χ α θ ε ί όλη η α γ ά π η π ο υ είχε μ έ σ α στην κ α ρ δ ι ά τ η ς γ ι α τον άν τρα της.
Και
μετά από κάμποσο καιρό,
όταν εκείνος
α π ο φ ά σ ι σ ε ν α περάσουν μ α ζ ί τ η θ ά λ α σ σ α γ ι α ν α δούνε τον γ ε ρ ο - π α τ έ ρ α του, η γ υ ν α ί κ α του λησμόνησε την π ί στη και την α γ ά π η του, λησμόνησε ότι την είχε σώσει α π ' το θάνατο, κι οι σκέψεις του κακού άρχισαν να τρι γυρίζουν στο μυαλό τ η ς : η νεαρή βασίλισσα α γ ά π η σ ε τον καπετάνιο του καραβιού.
Και μια μέρα που ο άντρας
της κοιμόταν ξαπλωμένος στο κ α τ ά σ τ ρ ω μ α , φώναξε τον κ α π ε τ ά ν ι ο , έπιασαν τον κοιμισμένο α π ' τους ώ μ ο υ ς κ α ι α π ' τ α π ό δ ι α κ α ι τον έριξαν στο νερό. Κ ι ύ σ τ ε ρ α η β α σιλοπούλα είπε στον κ α π ε τ ά ν ι ο : " Τ ώ ρ α θα γυρίσουμε π ί σ ω και θα π ο ύ μ ε ότι πέθανε στο τ α ξ ί δ ι . Θα σε π α ρ ο υ σ ι ά σ ω στον π α τ έ ρ α μου και θα μ ι λ ή σ ω γ ι α σένα με τ έ τ ο ι α ωραία
λόγια που θα μας δώσει την άδεια να π α ν τ ρ ε υ
τ ο ύ μ ε κ α ι θα σου δ ώ σ ε ι το θρόνο τ ο υ ». Α λ λ ά ο π ι σ τ ό ς υ π η ρ έ τ η ς , π ο υ όλα τ α είχε δει, έλυσε μ ι α β α ρ κ ο ύ λ α α π ό το καράβι, μπήκε μέσα κι άφησε τους προδότες να φύ γ ο υ ν . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο κ α τ ά φ ε ρ ε ν α βρει τον π ν ι γ μ έ ν ο α φέντη
του
και
τον
μάζεψε
μέσα
στη
βάρκα.
Αμέσως
έ β γ α λ ε τ α τ ρ ί α φ ύ λ λ α τ ο υ φιδιού, α κ ο ύ μ π η σ ε ένα στο σ τ ό μ α κ α ι τ' άλλα δυο σ τ α μ ά τ ι α τ ο υ , κι ο π ν ι γ μ έ ν ο ς ξ α ναγύρισε
στη
ζωή.
Μ έ ρ α κ α ι ν ύ χ τ α τ ρ α β ο ύ σ α ν κ ο υ π ί κι οι δυο τ ο υ ς , μ' όλη τους τη δύναμη. γρήγορα που
Και η
έφτασαν
βαρκούλα
τους
αρμένιζε τόσο
στην πολιτεία του γερο-βασιλιά
πριν α π ' το κ α ρ ά β ι με τους δυο π ρ ο δ ό τ ε ς .
Ο βασιλιάς
α π ό ρ η σ ε π ο υ τ ο υ ς είδε ν α φτάνουν μ ο ν ά χ ο ι κ α ι τ ο υ ς ρ ώ τησε τι είχε συμβεί. Ό τ α ν έμαθε γ ι α τη φριχτή κακία
τ η ς κόρης του, είπε : " Δεν μ π ο ρ ώ να το π ι σ τ έ ψ ω ότι η θυγατέρα μου έκανε τέτοιο π ρ ά γ μ α .
Η
δεν θ
Κ α ι έκρυψε τους
αργήσει να λάμψει στο φ ω ς ».
αλήθεια
όμως
δυο ν α υ α γ ο ύ ς σε μ ι α μ ι κ ρ ή κ ά μ α ρ η κ α ι τ ο υ ς ορμήνεψε να
μη
φανερωθούν σε κανέναν. Μ ε τ ά α π ό λίγο έφτασε
και το μεγάλο καράβι. Κι η κακιά βασιλοπούλα παρου σιάστηκε στον π α τ έ ρ α τ η ς
με τη
θλίψη
ζωγραφισμένη
στο πρόσωπο της. " Γ ι α τ ί γ ύ ρ ι σ ε ς μόνη σου ; Π ο ύ είναι ο ά ν τ ρ α ς σ ο υ ; », τη ρ ώ τ η σ ε ο π α τ έ ρ α ς τ η ς .
« Αχ, πατέρα
μου
καλέ »,
του αποκρίθηκε, « μ ε γ ά λ η συμφορά μάς βρήκε. Ο άντρας μου α ρ ρ ώ σ τ η σ ε στο τ α ξ ί δ ι κ α ι π έ θ α ν ε . Κι αν δεν ή τ α ν αυτός ο γενναίος κ α π ε τ ά ν ι ο ς , να με φροντίσει κ α ι να με βοηθήσει,
θα
είχα
πεθάνει
κι
εγώ
μαζί
του.
Ήταν
μ π ρ ο σ τ ά κ α ι θα σου τα π ε ι κι ο ίδιος ». Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε μίλησε και
είπε :
« Εγώ,
κόρη
μου, θα τον α ν α σ τ ή σ ω
τον πεθαμένο ». Κι ανοίγοντας την π ό ρ τ α τ η ς κ ρ υ ψ ώ ν α ς τους, κάλεσε έ ξ ω τον νεαρό βασιλιά και τον υ π η ρ έ τ η του. Μόλις η
γυναίκα αντίκρισε τον άντρα της,
τα γόνατα
της λύγισαν και πεσμένη στα πόδια τους γύρεψε σ υ γ χ ώ ρεση. Ο γ ε ρ ο - β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς είπε : " Δεν σου αξίζει σ υ γ χώρεση.
Εκείνος πρόθυμα
σ'
ακολούθησε
στον
τάφο
όταν π έ θ α ν ε ς κ α ι σου ξ α ν ά δ ω σ ε τ η ζ ω ή . Ε σ ύ ό μ ω ς τον σ κ ό τ ω σ ε ς στον ύπνο τ ο υ . Τ ώ ρ α θ α τ ι μ ω ρ η θ ε ί ς , ό π ω ς σου αξίζει ». Κ α ι την έριξαν μ α ζ ί με τον κ α π ε τ ά ν ι ο σ' ένα β α ρ κ ά κ ι μισοβουλιαγμένο, τους έσυραν στ
ανοιχτό π έ
λαγος και τους άφησαν να χαθούν μέσα στα κύματα.
17.
Το
άσπρο φίδι
M
IA ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
ήταν
ξακουστή
πριν από πολλά πολ
λά χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς, π ο υ η σοφία του σ'
ολόκληρη τη χ ώ ρ α .
λες κι ο άνεμος του ψιθύριζε στ
Ό λ α τα ήξερε,
αυτί α κ ό μ α και τα πιο
κ ρ υ φ ά μ υ σ τ ι κ ά . Ε ί χ ε ό μ ω ς ένα π α ρ ά ξ ε ν ο συνήθειο. Κ ά θ ε μεσημέρι, όταν τέλειωνε το φ α γ η τ ό του κι έμενε μόνος, ο π ι σ τ ό ς του υπηρέτης τού 'φερνε π ά ν τ α μια ξ ε χ ω ρ ι σ τ ή σουπιέρα. κι ούτε
Αλλά η
σουπιέρα
ήταν
ο υπηρέτης ούτε κανένας
τι είχε μέσα.
πάντα
άλλος
σκεπασμένη,
άνθρωπος ήξερε
Γ ι α τ ί ο β α σ ι λ ι ά ς δεν τ η ν ά ν ο ι γ ε κ α ι δεν
έ τ ρ ω γ ε το περιεχόμενο τ η ς π α ρ ά όταν έμενε ολομόναχος. Έ τ σ ι πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα όμως ο υ π η ρ έ τ η ς δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α κ ρ α τ η θ ε ί κ ι α ν τ ί ν α π ά ε ι τ η σ ο υ πιέρα στο βασιλιά, την π ή γ ε στο δ ω μ ά τ ι ο του. Έ κ λ ε ι σ ε και κ λ ε ί δ ω σ ε την πόρτα του, σήκωσε το σκέπασμα και τι να δει; Μ έ σ α ή τ α ν κουλουριασμένο ένα ά σ π ρ ο φίδι. Ό τ α ν τ ο ε ί δ ε , δεν ά ν τ ε ξ ε σ τ ο ν π ε ι ρ α σ μ ό κ α ι κ ό β ο ν τ α ς έ ν α μ ι κ ρ ό κ ο μ μ α τ ά κ ι τ ό ' β α λ ε σ τ ο σ τ ό μ α τ ο υ . Α λ λ ά δεν πρόλαβε καλά καλά να το κι άκουσε έξω απ
αγγίξει
το ανοιχτό
με
τη
γλώσσα του,
παράθυρο τ ο υ λ ε π τ έ ς
φω-
νούλες να ψιθυρίζουν α λ λ ό κ ο τ α . Π λ η σ ί α σ ε και τ έ ν τ ω σ ε τ ' α υ τ ι ά του και κ α τ ά λ α β ε ότι ή τ α ν τ α σ π ο υ ρ γ ί τ ι α , π ο υ μ ι λ ο ύ σ α ν μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς κι έ λ ε γ α ν ένα σ ω ρ ό ιστορίες, τι εί χ α ν δει κ α ι τ ι ε ί χ α ν α κ ο ύ σ ε ι σ τ ο δ ά σ ο ς κ α ι σ τ ο υ ς α γ ρ ο ύ ς . Το κρέας του φιδιού τού είχε δώσει το χ ά ρ ι σ μ α να κ α τ α λαβαίνει τη λαλιά τ ω ν πουλιών και των ζ ώ ω ν . Έ τ υ χ ε ό μ ω ς και τη μέρα εκείνη η βασίλισσα έχασε
το καλύτερο της δαχτυλίδι.
Κι οι υποψίες έ π ε σ χ ν στον
πιστό υπηρέτη, που είχε τ η ν άδεια να τριγύριζε,
σ ' όλο
το π α λ ά τ ι . Ο βασιλιάς π ρ ό σ τ α ξ ε να τον φέρουν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ κ α ι μ ε σ κ λ η ρ ά λ ό γ ι α τ ο υ ε ί π ε π ω ς α ν δεν έ β ρ ι σ κ ε τον κλέφτη μέχρι την άλλη μέρα το π ρ ω ί , θα τον θ ε ω ρούσε φ τ α ί χ τ η κ α ι θα τον π ε ρ ν ο ύ σ ε α π ό δ ί κ η . 0 μοίρης
έκλαιγε
και
φώναζε π ω ς ήταν
αθώος.
κακο Αδικος
κ ό π ο ς . Ο β α σ ι λ ι ά ς δεν ά λ λ α ξ ε γ ν ώ μ η . Μ έ σ α σ τ η ν α γ ω νία του και στο φόβο τ ο υ ο δ ύ σ τ υ χ ο ς υ π η ρ έ τ η ς π ή γ α ι ν ε κι ε ρ χ ό τ α ν στην αυλή κ α ι σ κ ε φ τ ό τ α ν τι να κάνει γ ι α να γ λ ι τ ώ σ ε ι . Σ τ ο π ο τ α μ ά κ ι π ο υ κυλούσε εκεί δ ί π λ α
τ α νε
ρά του, κολυμπούσαν ή σ υ χ α οι πάπιες, καθάριζαν με τα ράμφη τους τα πούπουλα τους και ψιλοκουβέντιαζαν. Ο υπηρέτης κοντοστάθηκε και έστησε
αυτί.
Έ λ ε γ α ν πού
κ α ι π ο ύ ε ί χ α ν π ά ε ι τ ο π ρ ω ί , τ ι ε ί χ α ν δει, τ ι ν ο σ τ ι μ ι έ ς ε ί χ α ν βρει γ ι α φ α γ η τ ό . Κ α ι μ ι α π ά π ι α ε ί π ε σ τ ε ν ο χ ω ρ η μένη
στις υπόλοιπες :
« Έ χ ω ένα βάρος στο σ τ ο μ ά χ ι .
Εκεί, κ ά τ ω α π ' το παράθυρο της βασίλισσας, βρήκα ένα δαχτυλίδι.
Και
μέσα
στη
βιασύνη
μου
το
κατάπια ".
Σ τ ι γ μ ή δεν έ χ α σ ε ο υ π η ρ έ τ η ς : τ η ν ά ρ π α ξ ε α π ' τ ο λ α ι μό, μ ι α κ α ι δυο τ η ν π ή γ ε μάγειρα : " Τούτη η πρέπει
για
να τη
στο
μαγειρείο κ α ι ε ί π ε σ τ ο
π ά π ι α είναι κ α λ ο θ ρ ε μ μ έ ν η . Ό , τ ι
σ φ ά ξ ε ι ς ». — " Δ ί κ ι ο
έ χ ε ι ς »,
μάγειρας ζυγιάζοντας την π ά π ι α
στο
κ α ν ε ό,τι μ π ο ρ ο ύ σ ε
κι ήρθε η
για
να τη
γ ι α να παχύνει
σερβίρουμε
ψητή
στο
χέρι του.
βασιλικό
είπε ο " Έ
ώρα της τραπέζι ».
Και της έκοψε το λαιμό και την κ ο μ μ ά τ ι α σ ε και βρήκε μέσα στην κοιλιά της το δαχτυλίδι τ η ς βασίλισσας.
Ο
υ π η ρ έ τ η ς μπόρεσε έτσι ν' αποδείξει π ω ς ήταν αθώος. Κ α ι ο βασιλιάς, για να επανορθώσει το άδικο, τού 'δωσε χ ά ρη και τού 'ταξε το ανώτερο α ξ ί ω μ α στο π α λ ά τ ι του.
Ο υπηρέτης όμως αρνήθηκε και τα δώρα και τ' α ξ ι ώ μ α τ α . Τ ο μόνο π ο υ ζ ή τ η σ ε ή τ α ν ένα ά λ ο γ ο κ α ι λ ί γ α χ ρ ή μ α τ α , γ ι α να φύγει και να γυρίσει τον κόσμο. Ο βασιλιάς του έδωσε πρόθυμα αυτά που
είχε ζητήσει
κι εκείνος
τότε ξεκίνησε το ταξίδι του. Μ ι α μέρα, εκεί π ο υ π ρ ο χ ω ρούσε, έ φ τ α σ ε στην ό χ θ η μ ι α ς μ ι κ ρ ή ς λιμνούλας. Κι είδε τρία ψαράκια, που είχαν πιαστεί στις καλαμιές και π ά λευαν να γυρίσουν στο νερό. Κ α ι μ π ο ρ ε ί όλος ο κ ό σ μ ο ς ν α π ι σ τ ε ύ ε ι ό τ ι τ α ψ ά ρ ι α μ ι λ ι ά δεν έ χ ο υ ν , ε κ ε ί ν α ό μ ω ς μιλούσαν κι έκλαιγαν, που θα π ή γ α ι ν α ν έτσι άδικα χ α μένα και θά 'βρισκαν άθλιο θάνατο. Ο υ π η ρ έ τ η ς τ' ά κ ο υ σε και τα κ α τ ά λ α β ε . Κι επειδή είχε καλή και πονετική καρδιά, ξεπέζεψε, ελευθέρωσε τα ψάρια α π ' τις καλα μιές και τά 'ριξε π ί σ ω
στο νερό.
Εκείνα σπαρτάρισαν
α π ' τη χ α ρ ά τους, έβγαλαν τα κεφαλάκια τους έξω από τα νερά και του φ ώ ν α ξ α ν : " Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ». Ο υ π η ρέτης συνέχισε το δρόμο του και μ ε τ ά α π ό λίγο του φ ά νηκε π ω ς άκουσε χ α μ η λ ά κ ά τ ω α π ' τ α πόδια του μια ψιλή φωνούλα. Σ τ ά θ η κ ε κ ι α φ ο υ γ κ ρ ά σ τ η κ ε και π ρ ά γ μ α τ ι ήταν ένας βασιλιάς μ έ ρ μ η γ κ α ς , π ο υ θρηνούσε : " Μ α κάρι να κρατούσαν οι άνθρωποι μακριά μας αυτά τ' αδέ ξια και μεγάλα ζ ώ α
! Αυτό το ανόητο άλογο θα τσαλα
π α τ ή σ ε ι το λαό μου με τα βαριά του π έ τ α λ α ! » Ο υ π η ρέτης τράβηξε τα χαλινάρια κι άλλαξε δρόμο κι άκουσε π ί σ ω του το βασιλιά των μυρμηγκιών να του
φωνάζει :
" Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ».
Δρόμο
πήρε,
δρόμο
άφησε,
έφτασε
σ' ένα δ ά σ ο ς κι είδε εκεί έναν κ ό ρ α κ α με τη γ υ ν α ί κ α τ ο υ , που στέκονταν π ά ν ω α π ' τη φωλιά τους και πετούσαν έξω τα μικρά τους :
« Έ ξ ω από δω, χαραμοφάικα »,
φώναζαν
θυμωμένοι.
« Μεγαλώσατε
πια.
Εμείς
δεν
μπορούμε να σας τ α ΐ ζ ο υ μ ε άλλο. Να π ά τ ε να βρείτε μο νάχα σας να χορτάσετε ». Τα καημένα τα πουλάκια φτε ροκοπούσαν στο χ ώ μ α κ α ι τιτίβιζαν τ ρ ο μ α γ μ έ ν α : « Τι θ α κ ά ν ο υ μ ε τ α κ α κ ό μ ο ι ρ α ; Ε μ ε ί ς δεν ξ έ ρ ο υ μ ε α κ ό μ α ν α π ε τ ά μ ε ! Θ α π ε θ ά ν ο υ μ ε α π ' τ η ν π ε ί ν α , αφού κ α ν έ ν α ς δεν μας φροντίζει! » Ξ ε π έ ζ ε ψ ε τότε το καλόκαρδο παλικάρι, σ κ ό τ ω σ ε μ ε τ ο σ π α θ ί τ ο υ τ ο άλογο τ ο υ κ α ι τ ά φ η σ ε π λ ά ι στα κορακάκια, να το τρώνε, ώσπου να μπορέσουν να π ε τάξουν. Εκείνα ζύγωσαν, τσίμπησαν ώσπου να χορτάσουν κι ύστερα του φ ώ ν α ξ α ν : « Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το κ α λό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ». Το παλικάρι προχώρησε με τα πόδια. Κι αφού περ πάτησε πολύ, έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία.
Κόσμος
πολύς ή τ α ν μαζεμένος στους δρόμους. Κι ένας ντελάλης, καβάλα
στ
άλογο
του,
διαλαλούσε
δεξιά κι
αριστερά
π ω ς η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α έ ψ α χ ν ε ν α βρει ά ν τ ρ α . Ό π ο ι ο ς ό μ ω ς ήθελε να την πάρει γ υ ν α ί κ α του, έπρεπε να περάσει μια δύσκολη δ ο κ ι μ α σ ί α , κ ι α ν δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε , θ ά ' χ α ν ε τ ο κεφάλι του. τυχία.
Πολλοί είχαν κιόλας δοκιμάσει, χωρίς επι
Το παλικάρι θ α μ π ώ θ η κ ε όταν
είδε
την πεντά
μορφη βασιλοπούλα. Κ α ι ξ ε χ ν ώ ν τ α ς τους κινδύνους π α ρουσιάστηκε στο βασιλιά και ζήτησε το χέρι της. Αμέσως
τον
οδήγησαν
στην
ακροθαλασσιά
κι
έρι
ξαν μέσα σ τ α νερά ένα χρυσό δ α χ τ υ λ ι δ ά κ ι . Ο βασιλιάς τον π ρ ό σ τ α ξ ε να βουτήξει σ τ α νερά και
να τ ο υ το φέρει
π ί σ ω . « Αν τολμήσεις να γυρίσεις δ ί χ ω ς αυτό, οι φρου ροί μ ο υ θ α σ ε σ π ρ ώ ξ ο υ ν ξ α ν ά π ί σ ω σ τ α κ ύ μ α τ α , ν α π ν ι γ ε ί ς ! », π ρ ό σ θ ε σ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . Ό λ ο ι λ υ π ή θ η κ α ν τ φο παλικάρι. Κι ύστερα έφυγαν και τ
όμορ
άφησαν μονάχο
του στην ακροθαλασσιά. Εκείνος κάθισε στην αμμουδιά
και σκεφτόταν τι να κάνει.
Ξ ά φ ν ο υ είδε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ
τ ρ ί α ψ α ρ ά κ ι α ν α π λ η σ ι ά ζ ο υ ν κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς . Κ ι ά λ λ α δεν ήταν απ
τα τρία ψαράκια που τους
είχε σώσει τη ζ ω ή .
Το μεσιανό κ ρ α τ ο ύ σ ε στο σ τ ό μ α του ένα κ ο χ υ λ ά κ ι
ήρθε
και τ' άφησε σ τ α π ό δ ι α του π α λ ι κ α ρ ι ο ύ . Κι όταν εκείνος το σ ή κ ω σ ε κ α ι τ ' άνοιξε, είδε μέσα τ ο χ ρ υ σ ό δ α χ τ υ λ ι δ ά κ ι . Γ ε μ ά τ ο ς χ α ρ ά τ ρ έ χ ε ι στο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ τ ο δίνει, περιμένοντας
να πάρει
την
ανταμοιβή
του.
Αλλά του
βασιλιά η θυγατέρα, μαθαίνοντας π ω ς ο υποψήφιος γ α μ π ρ ό ς δεν ή τ α ν α π ό ε υ γ ε ν ι κ ή γ ε ν ι ά σ α ν κ α ι τ η ν ί δ ι α , α ρ νήθηκε. Κ α ι ζήτησε να τον περάσουν κι α π ό δεύτερη δο κιμασία.
Κατέβηκε η
ίδια στον κ ή π ο κι
άδειασε
στο
χορτάρι δέκα σακιά κεχρί. « Ως αύριο το π ρ ω ί , π ρ ο τ ο ύ να βγει ο ήλιος, πρέπει να τά
χει μαζέψει όλα. Να μη
λείπει ούτε ένα σ π υ ρ ί ! » Ε ί π ε κι έ φ υ γ ε . Το π α λ ι κ ά ρ ι κ ά θισε στον κ ή π ο και σ κ ε φ τ ό τ α ν τι να κάνει, αλλά λύση δεν έ β ρ ι σ κ ε κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε λ υ π η μ έ ν ο τ η ν α υ γ ή κ α ι τ ο θ ά νατο. Μόλις ό μ ω ς χάραξεν η μέρα κι έπεσαν στον κ ή π ο οι πρώτες ηλιαχτίδες,
είδε τ ο κ ε χ ρ ί
μαζεμένο
και τα
δ έ κ α σ α κ ι ά γ ε μ ά τ α . Κ α ι δεν έ λ ε ι π ε ο ύ τ ε σ π υ ρ ί . Ο β α σ ι λιάς μ έ ρ μ η γ κ α ς με τις στρατιές τ ω ν υ π η κ ό ω ν του
είχαν
έρθει τ η ν ύ χ τ α κ α ι ε ί χ α ν μ α ζ έ ψ ε ι τ ο κ ε χ ρ ί σ π υ ρ ί σπυρί, γ ι α να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. Η
θυγατέρα του
α π ό ρ η σ ε όταν είδε
βασιλιά κ α τ έ β η κ ε στον κ ή π ο κ α ι
τα δέκα γεμάτα σακιά και το κεχρί
μαζεμένο ώς το τελευταίο
σπυρί. Αλλά
η
περηφάνια
τ η ς δεν λ ύ γ ι σ ε κ α ι ε ί π ε : " Τι κι αν π έ ρ α σ ε τ ι ς δυο δ ο κ ι μ α σ ί ε ς ; Ε γ ώ ά ν τ ρ α μ ο υ δεν τ ο ν π α ί ρ ν ω , π α ρ ε κ τ ό ς κ α ι μου φέρει ένα μήλο α π ' τ ο Δέντρο
της
Ζ ω ή ς ». Το π α
λ ι κ ά ρ ι δεν ή ξ ε ρ ε π ο ύ ή τ α ν τ ο Δ έ ν τ ρ ο τ η ς Ζ ω ή ς . Ξ ε κ ί νησε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει κι είχε π ά ρ ε ι α π ό φ α σ η
ν α συνεχίσει όσο τον β α σ τ ο ύ σ α ν τ α π ό δ ι α τ ο υ . Α λ λ ά ελ π ί δ α δεν ε ί χ ε κ α μ ι ά . Κ ι έ τ σ ι π ρ ο χ ω ρ ώ ν τ α ς π έ ρ α σ ε τ ρ ί α βασίλεια. Έ ν α βράδυ, λ ο ι π ό ν , έ φ τ α σ ε σ ' ένα δ ά σ ο ς κ α ι κ ά θ ι σ ε κ ά τ ω α π ό ένα δ έ ν τ ρ ο ν α ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ε ί κ α ι ν α κοι μηθεί. Ξάφνου κάτι έτριξε π ά ν ω απ
το κεφάλι του, στα
κλαδιά του δέντρου, κι ένα χρυσό μήλο έπεσε μ έ σ α
στα
χ έ ρ ι α τ ο υ . Κ α ι την ίδια σ τ ι γ μ ή τ ρ ί α κ ο ρ ά κ ι α π έ τ α ξ α ν και ήρθαν κοντά του και κάθισαν στα γόνατα του. c Ε ί μ α σ τ ε τα τρία μικρά κοράκια π ο υ έσωσες α π ό βέβαιο θ ά ν α τ ο », του είπαν. " Τ ώ ρ α π ο υ μ ε γ α λ ώ σ α μ ε , ακούσαμε ότι ψά χνεις γ ι α τ ο Δέντρο τ η ς Ζ ω ή ς , ν α βρεις τ ο χ ρ υ σ ό μήλο. Π ε τ ά ξ α μ ε λοιπόν π ά ν ω α π ' τ η θάλασσα, ώ ς τ α π έ ρ α τ α τ ο υ κ ό σ μ ο υ , κ α ι σου φ έ ρ α μ ε τ ο μ ή λ ο » . Ό λ ο χ α ρ ά τ ο παλικάρι πήρε
το
δρόμο
πεντάμορφη βασιλοπούλα
του
γυρισμού
κι
το χρυσό μήλο.
έφερε
στην
Κι άλλη δι
κ α ι ο λ ο γ ί α π ι α δεν τ η ς έ μ ε ι ν ε κ ι α π ο φ ά σ ι σ ε ν α τ ο ν π α ν τρευτεί.
Έ κ ο ψ α ν λοιπόν στη
μέση το Μήλο της Ζ ω ή ς
και το έφαγαν μαζί : η καρδιά της τότε πλημμύρισε α π ό α γ ά π η γι5 αυτόν. Κι έζησαν ευτυχισμένοι ώς τα βαθιά τους
γεράματα.
18.
Το άχυρο, το κάρβουνο και το φασόλι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζ ο ύ σ ε σ' έ ν α χ ω ρ ι ό μ ι α φ τ ω χ ή γριούλα, π ο υ είχε μαζέψει μια μερίδα φ α
σόλια κι ε τ ο ι μ α ζ ό τ α ν να τα μαγειρέψει.
Ά ν α ψ ε λοιπόν
φωτιά, και για να φουντώσουν οι φλόγες πιο γρήγορα,
έριξε μ ι α χ ο ύ φ τ α ά χ υ ρ ο . Ό τ α ν έβαλε τ α φασόλια στο τσουκάλι, ένα ξ έ φ υ γ ε κ ι έπεσε κ α τ ά χ α μ α . Κ α ι κ α τ ρ α κ υ λ ώ ν τ α ς έ φ τ α σ ε κ ο ν τ ά σ' ένα άχυρο, π ο υ είχε ξεφύγει απ
τ
άλλα κι είχε χωθεί παράμερα. Μ ε τ ά από λίγο π ή
δησε κι ένα αναμμένο κάρβουνο α π ' τη φ ω τ ι ά κι ήρθε και προσγειώθηκε κοντά στ
άλλα δυο. Το άχυρο έκανε
την αρχή και μίλησε και είπε : " Πούθε έρχεστε, καλοί μου φίλοι; » Το κάρβουνο α π ά ν τ η σ ε : « Ε γ ώ , γ ι α καλή μ ο υ τ ύ χ η , ξ έ φ υ γ α α π ' τ η φ ω τ ι ά . Κ ι α ν δεν π η δ ο ύ σ α μ α κριά της μ
όλη μου τη δ ύ ν α μ η , τ ώ ρ α θά ' χ α π ε θ ά ν ε ι :
θά ' χ α καεί και θά ' χ α γίνει σ τ ά χ τ η ». Και το φασόλι είπε : « Κι ε γ ώ μετά βίας κατάφερα να σ ώ σ ω τη ζ ω ή μου. Γ ι α τ ί αν η γ ρ ι ά μ
έριχνε και μένα
στο τσουκάλι,
τ ώ ρ α θά ' χ α γίνει σ ο ύ π α σαν τους συντρόφους μου ». — " Μ ή π ω ς νομίζετε ότι εμένα με περίμενε καλύτερη τ ύ χη ; », ρ ώ τ η σ ε το ά χ υ ρ ο . « Η γ ρ ι ά έριξε στη φ ω τ ι ά όλα μου τ
αδέρφια, να γίνουν φλόγες και κ α π ν ό ς . Ε ξ ή ν τ α
έπιασε μονομιάς και τα' στειλε στο θάνατο. Ε γ ώ ε υ τ υ χ ώ ς ξ ε γ λ ί σ τ ρ η σ α α ν ά μ ε σ α α π ' τα δάχτυλα τ η ς ». — « Τ ώ ρ α όμως τι να κάνουμε; », αναρωτήθηκε το κ ά ρ β ο υ ν ο . — " Ε γ ώ λ έ ω », α π ά ν τ η σ ε το φασόλι,
« να γίνουμε φίλοι.
Κι αφού σταθήκαμε κι οι τρεις μας τόσο τυχεροί και γλιτώσαμε απ
το θάνατο, να μείνουμε μαζί και να φύ
γ ο υ μ ε γ ι α τ ι ς ξένες χ ώ ρ ε ς , μ η μ α ς βρει ε δ ώ π έ ρ α κ α ι κ α μιά καινούργια συμφορά ». Η π ρ ό τ α σ η άρεσε και στους άλλους δυο και ξεκίνη σ α ν όλοι μ α ζ ί γ ι α τ α ξ έ ν α . Σ τ ο δ ρ ό μ ο ό μ ω ς π ο υ π ή γ α ι ν α ν , έ φ τ α σ α ν σ' ένα π ο τ α μ ά κ ι . Κι ούτε γ έ φ υ ρ α ούτε γ ε φ υ ρ ά κ ι δεν υ π ή ρ χ ε γ ι α ν α π ε ρ ά σ ο υ ν α π έ ν α ν τ ι . Τ ο ά χ υ ρ ο όμως σκέφτηκε και είπε :
" Θα σταθώ ε γ ώ π ά ν ω από
τ ο νερό, κ ι εσείς θ α π α τ ή σ ε τ ε και θ α π ε ρ ά σ ε τ ε α π ό π ά -
νω μου, σαν νά 'μουν γ έ φ υ ρ α ». Έ τ σ ι κι έγινε
Και το
κάρβουνο, π ο υ ήταν όλο ενθουσιασμό και κέφι. π ρ ο χ ώ ρησε π ρ ώ τ ο π ά ν ω στο γ ε φ ύ ρ ι . Ό τ α ν ό μ ω ς έφθασε σ τ α μισά, κι άκουσε από κ ά τ ω τα νερά να τρέχουν, άρχισε να φ ο β ά τ α ι : σ τ ά θ η κ ε και δεν π ή γ α ι ν ε ούτε μ π ρ ο ς ο ύ τ ε π ί σ ω . Έ τ σ ι ό μ ω ς π ή ρ ε φ ω τ ι ά τ ο άχυρο, κ ό π η κ ε σ τ α δύο κι έπεσε στο νερό. Α π ό π ί σ ω έπεσε και το κάρβουνο, π ο υ τσιτσίριξε κι έσβησε στη σ τ ι γ μ ή . Το φασόλι τ ώ ρ α , π ο υ δεν ε ί χ ε τ ο λ μ ή σ ε ι να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι , π ρ ο τ ο ύ να δει τι θα γινόταν,
έβαλε
τα γέλια
και γελούσε
τόσο
πολύ
που
έ σ κ α σ ε . Κ α ι θ α π ή γ α ι ν ε κ ι α υ τ ό χ α μ έ ν ο , α ν δεν τ ό ' β λ ε πε ένας
ραφτάκος περαστικός,
που
είχε σταθεί κοντά
στο π ο τ α μ ά κ ι γ ι α να ξεκουραστεί. Κι επειδή ειχε καλή καρδιά,
έ β γ α λ ε το βελόνι κ α ι την κ λ ω σ τ ή του
και τό
'ραψε. Το φασόλι τον ευχαρίστηκε θερμά. Ο ραφτάκος όμως τό 'χε μαντάρει με μαύρη κλωστή, κι από τότε ό λα τα φασόλια έχουν μια μαύρη
ραφούλα στο πλάι τους.
19.
Ο ψαράς κι η γυναίκα του
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας ψαράς, π ο υ
ζούσε
σ' ένα κ α λ υ β ά κ ι κοντά
με τη γυναίκα του
στη θάλασσα. Κάθε μέρα ο ψαράς πήγαινε στην ακρο γ ι α λ ι ά και ψάρευε : ψάρευε και ψάρευε με τις ώρες. Έ τ σ ι κ α θ ό τ α ν μ ι α μέρα π ά λ ι και ψάρευε, κ ο ι τ ά ζ ο ν τ α ς ώρες α τ ε λ ε ί ω τ ε ς τα διάφανα νερά, και έριχνε την π ε τ ο ν ι ά τ ο υ όσο π ι ο β α θ ι ά μ π ο ρ ο ύ σ ε . Κ α ι ξάφνου ένιωσε
ένα τ σ ί μ π η μ α
στ
αγκίστρι του. Τραβάει
Ε ί χ ε πιάσει ένα μεγάλο ψάρι.
και τι να δει;
Κ α ι το ψάρι τού μίλησε
και τ ο υ είπε : « Ά κ ο υ , ψαρά, σε π α ρ α κ α λ ώ , χάρισε μου τ η ζ ω ή . Δεν είμαι ψάρι αληθινό, αλλά ένας μ α γ ε μ έ ν ο ς π ρ ί γ κ ι π α ς . Τι θα κερδίσεις μου
δεν
είναι καθόλου ν ό σ τ ι μ ο . Ρ ί ξ ε με π ά λ ι
κι άσε με να φ ύ γ ω ». ο
αν με σκοτώσεις; Το κρέας
— « Μ π α ! »,
ψ α ρ ά ς , " δεν χ ρ ε ι ά ζ ο ν τ α ι
σ τ ο νερό
έκανε απορημένος
τόσο πολλά
λόγια
γ ι α να
σ ' α φ ή σ ω . Δεν έ χ ω κ α μ ι ά όρεξη ν α φ ά ω ένα ψάρι π ο υ ξέρει να μ ι λ ά ε ι ». Κι έριξε έ τ σ ι το ψάρι ξ α ν ά σ τ ο νερό κ α ι το ψάρι χ ά θ η κ ε σ τ α β α θ ι ά α φ ή ν ο ν τ α ς π ί σ ω του μ ι α λ ε π τ ή γ ρ α μ μ ή από αίμα. Ο ψαράς σηκώθηκε τότε και γύρισε στο
καλύβι του. " Λ ο ι π ό ν ; », τον ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Δ ε ν έ π ι α
σες τ ί π ο τ α σ ή μ ε ρ α ; » — « Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . « Έ π ι α σ α δηλαδή και
μου
είπε
πως
ένα
μεγάλο
είναι
ένας
ψάρι,
αλλά
μαγεμένος
μου
μίλησε
πρίγκιπας.
Κι έτσι τό 'ριξα π ά λ ι σ τ α νερά και τ' ά φ η σ α να φύγει ». — " Κ α ι δεν τ ο υ ζ ή τ η σ ε ς τ ί π ο τ α ; Δ ε ν έ κ α ν ε ς κ α μ ι ά ε υ χ ή ; », ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α .
" Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ψα
ρ ά ς . " Τι έ π ρ ε π ε να ε υ χ η θ ώ ; » — « Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Δεν είναι κ ρ ί μ α να ζ ο ύ μ ε ε δ ώ μ έ σ α , σε μ ι α στενάχωρη
και
σκοτεινή
βρομοκαλύβα;
Θα
μπορούσες
να ζητήσεις ένα ωραίο, καθαρό σ π ι τ ά κ ι . Ά ν τ ε π ί σ ω να το φωνάξεις και να του το ζητήσεις ! Π ε ς του π ω ς θέλου μ ε ένα όμορφο σ π ι τ ά κ ι . Θ α σου κάνει σ ί γ ο υ ρ α α υ τ ή τ η χ ά ρ η ! " — " Μα . . . δεν έ χ ω κ α μ ι ά ό ρ ε ξ η να τ ρ έ χ ω π ά λ ι ε κ ε ί κ ά τ ω ! », δ ι α μ α ρ τ υ ρ ή θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . — « Μ η ν ε ί σ α ι κ ο υ τ ό ς ! », τον έ σ π ρ ω ξ ε η γ υ ν α ί κ α του. « Ε σ ύ τό ' π ι α σες κ α ι τ
άφησες πάλι να φ ύ γ ε ι ! Σ ο υ χρωστάει χάρη.
Θα
ό,τι
κάνει
του
ζητήσεις. Ά ν τ ε
να
το
βρεις ». Ο
ψ α ρ ά ς δεν ή θ ε λ ε ν α θ υ μ ώ σ ε ι γι
κι ά λ λ ο η
γυναίκα του,
αυτό σ η κ ώ θ η κ ε και κ α τ έ β η κ ε πάλι στην ακροθαλασσιά. Ό τ α ν έ φ τ α σ ε στην ά κ ρ η του γ ι α λ ο ύ , τ α νερά είχαν
π ρ α σ ι ν ί σ ε ι κ ι ά φ ρ ι ζ α ν κ α ι δεν ή τ α ν π ι α δ ι ά φ α ν α , ό π ω ς την ώ ρ α π ο υ ψάρευε. Σ τ ά θ η κ ε λ ο ι π ό ν εκεί π ο υ έ σ π α γ ε το κ ύ μ α και φώναξε :
«Έβγα ψάρι
έξω, μου,
πρίγκιπα καλό
μου
μου, ψάρι!
Κι η γνναίκα
μου
με
στέλνει
για
ζητήσω
χάρη! »
να
σου
Το ψάρι τον άκουσε κι α μ έ σ ω ς ήρθε κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς : « Τι χ ά ρ η
ζητάει η
γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; »,
ρώτησε.
" Αχ »,
αποκρίθηκε ο ψαράς,
« λέει π ω ς αφού σ' έ π ι α σ α , έ π ρ ε π ε
ν α σου ζ η τ ή σ ω κ ά τ ι
πριν
καλυβάκι
σ' α φ ή σ ω . Δεν τ η ς αρέσει το
π ο υ μ έ ν ο υ μ ε κ α ι θέλει
ένα μικρό σπιτάκι ».
— " Γ ύ ρ ν α σ π ί τ ι σ ο υ », α π ά ν τ η σ ε το ψ ά ρ ι . « Η ε π ι θ υ μία
της
εκπληρώθηκε ».
Κ ι έ τ σ ι γ ύ ρ ι σ ε ο ψ α ρ ά ς σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ κ α ι δεν β ρ ή κ ε π ι α την π α λ ι ά τους καλυβούλα, αλλά ένα όμορφο μικρό σπιτάκι
και
τη
γυναίκα
του
καθισμένη
στον
πάγκο,
μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α . Κι η γ υ ν α ί κ α του τον πήρε α π 5 το χέρι και τον έ μ π α σ ε μέσα και του είπε :
" Βλέπεις τι
ωραία που είμαστε τ ώ ρ α ; » Και διάβηκαν το κατώφλι και μ π ή κ α ν στη σάλα κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρη, π ο υ είχε ένα κρεβάτι γ ι α τον καθένα τους. Κ α ι είχε και ένα κελάρι, και κουζίνα, γ ε μ ά τ η κατσαρολικά
και
πιάτα
χάλκινα. Και πίσω απ
κι
απ
μ' όλα,
όλα τα κ α λ ά , και μπρούντζινα
και
το σπίτι ήταν μια μικρή αυλή με
κοτούλες και π ά π ι ε ς κι ένα π ε ρ ι β ο λ ά κ ι με ζ α ρ ζ α β α τ ι κ ά κ α ι φ ρ ο ύ τ α . « Κ ο ί τ α ! », ε ί π ε η γ υ ν α ί κ α . « Δ ε ν ε ί ν α ι ό λ α
π α ν έ μ ο ρ φ α ; » — " Ν α ι », σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο ψ α ρ ά ς . " Τ ώ ρ α πια
θα
μ α ς ».
ζήσουμε —
ευτυχισμένοι
όλη
« Α υ τ ό θα το δ ο ύ μ ε »,
την
υπόλοιπη
είπε η γυναίκα.
ζωή Κι α
φού έφαγαν, έπεσαν γ ι α ύπνο. Πέρασαν έτσι μια-δυο βδομάδες, και μια μέρα η γ υ ν α ί κ α ε ί π ε : « Ά κ ο υ , ά ν τ ρ α μου, το σ π ι τ ά κ ι είναι π ο λ ύ μ ι κ ρ ό κ α ι δεν μ α ς χ ω ρ ά ε ι . Κ ι η α υ λ ή κ α ι τ ο π ε ρ ι β ό λ ι , μ ι κ ρ ά είναι κι α υ τ ά . Το ψάρι σου θα μ π ο ρ ο ύ σ ε να μ α ς χαρίσει ένα μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο , ένα πέτρινο π α λ ά τ ι .
Ά ν τ ε να
τ ο υ το ζ η τ ή σ ε ι ς ! » — " Α χ , γ υ ν α ί κ α », π α ρ α π ο ν έ θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . " Α υ τ ό το μικρό σ π ι τ ά κ ι είναι μ ι α χ α ρ ά .
Γιατί
δεν σ ' α ρ έ σ ε ι ; Τ ι δ ο υ λ ε ι ά έ χ ο υ μ ε ε μ ε ί ς μ ε π α λ ά τ ι α ; » — « Ά κ ο υ π ο υ σου λ έ ω », ε π έ μ ε ι ν ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Ά ν τ ε ν α τ ο υ τ ο ζ η τ ή σ ε ι ς κ α ι δεν θ α σ ο ύ α ρ ν η θ ε ί ! » — " Ό χ ι , γ υ ν α ί κ α », είπε ο άντρας. « Το ψάρι μ ά ς έδωσε το σ π ι τάκι. Δεν θέλω να π ά ω και να του ζ η τ ή σ ω τ ώ ρ α περισ σότερα. Μ π ο ρ ε ί να μου κ ρ α τ ή σ ε ι κ α κ ί α ». — « Π ή γ α ι ν ε , σ ο υ λ έ ω » , τ ο ν έ σ π ρ ω ξ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . " Γ ι α κ ε ί ν ο δεν είναι τ ί π ο τ α . Θ α σ ' την κάνει α μ έ σ ω ς τ η χ ά ρ η . Ά ν τ ε π ή γ α ι ν ε ! » Ο ψ α ρ ά ς σ η κ ώ θ η κ ε με β α ρ ι ά κ α ρ δ ι ά κ α ι κ α τ έ β η κ ε σ τ η ν α κ ρ ο γ ι α λ ι ά . Κ α ι μ ε τ ο νου τ ο υ έ λ ε γ ε : « Δ ε ν είναι σ ω σ τ ό αυτό π ο υ κ ά ν ω ». Α λ λ ά τό 'κανε. Κ ι ό τ α ν έ φ τ α σ ε , η θ ά λ α σ σ α δεν ή τ α ν π ι α π ρ ά σ ι ν η κ α ι αφρισμένη,
αλλά είχε σκούρο
μενεξεδί χ ρ ώ μ α κι ήταν
μ α β ι ά και γ κ ρ ί ζ α . Τα νερά ό μ ω ς ή τ α ν ή σ υ χ α . Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε και είπε :
« Έβγα ψάρι Κι για
έξω,
μου, η να
πρίγκιπα
καλό
μου
γυναίκα
μου
σον
ζητήσω
μου, ψάρι!
με
στέλνει χάρη! »
" Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; » « Αχ »,
δείλιασε
ο
άντρας.
σπίτι
σου,
« Τώρα
ρ ώ τ η σ ε το ψ ά ρ ι . θέλει
ένα π$τρινο
π α λ ά τ ι ». — " Γύρνα
κι
η
γυναίκα
σου
στέκεται
α π έ ξ ω κ α ι σε περιμένει. », ε ί π ε το ψάρι. Κι ο ψαρός γ ύ ρισε σ π ί τ ι τ ο υ κ α ι τ ι ν α δ ε ι ; Α ν τ ί γ ι α τ ο μ ι κ ρ ό σ π ι τ ά κ ι τ ο υ , υ ψ ω ν ό τ α ν σ τ ο ίδιο μ έ ρ ο ς έ ν α π έ τ ρ ι ν ο π α λ ά τ ι . Κ ι η γ υ ν α ί κ α του στεκόταν στις σκάλες κ α ι τον περίμενα. Τ ο ν π ή ρ ε απ
το χέρι και του είπε : " Έ λ α να μ π ο ύ μ ε μέσα ! »
Και μ π ή κ α ν μαζί μέσα και είδαν τ' αστραφτερά μ α ρ μάρινα π α τ ώ μ α τ α και τους αμέτρητους υπηρέτες,
που
πρόσμεναν διαταγές. Κι οι τοίχοι ήταν κάτασπροι, στο λισμένοι μ' όμορφες εικόνες καμωμένα
από
χρυσάφι
κρέμονταν α π ' τα ταβάνια
τ ρ α π έ ζ ι α και καρέκλες ή τ α ν και
κρυστάλλινοι
πολυέλαιοι
και σ' όλα τα δ ω μ ά τ ι α και τις
σάλες και τις επίσημες αίθουσες ήταν στρωμένα π ο λ ύ τ ι μ α χαλιά. Και στα τ ρ α π έ ζ ι α ήταν σερβιρισμένα τα πιο εκλεκτά φ α γ η τ ά και τ
ακριβότερα κρασιά.
Και π ί σ ω
α π ' το σ π ί τ ι είδαν μια μ ε γ ά λ η αυλή : στάβλοι με ά λ ο γ α κ α ι α γ ε λ ά δ ε ς , κ ι ά μ α ξ ε ς π ο λ λ έ ς . Κ α ι π ι ο π ί σ ω ένας α π έ ραντος κήπος,
με τα ωραιότερα λουλούδια και δέντρα.
Κ α ι π ι ο π ί σ ω ένα δάσος, μ ε ζ α ρ κ ά δ ι α και ε λ ά φ ι α και λ α γούς, γ ι α να περνούν την ώ ρ α τους με το κυνήγι και να δ ι α σ κ ε δ ά ζ ο υ ν . « Λ ο ι π ό ν ; », ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α τον ά ν τ ρ α τ η ς . " Δ ε ν είναι π α ν έ μ ο ρ φ ο το π α λ ά τ ι μ α ς ; » — " Ν α ι », αποκρίθηκε ο άντρας.
« Τ ώ ρ α π ι α θα ζήσουμε ευτυχι
σμένοι όλη τ η ν υ π ό λ ο ι π η ζ ω ή
μ α ς ». — « Α υ τ ό θα το
δούμε », είπε η γ υ ν α ί κ α . " Π ά μ ε τ ώ ρ α γ ι α ύπνο ». Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η γυναίκα ξύπνησε π ρ ώ τ η και θαύμασε το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν
έξω από
τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο τ η ς . Ο ά ν τ ρ α ς τ η ς δεν ε ί χ ε κ α λ ο ξ υ π ν ή σ ε ι
α κ ό μ α , κι εκείνη τον σκούντησε με τον α γ κ ώ ν α τ η ς και του είπε : « Ά ν τ ρ α μου, σήκω και κοίτα έξω α π
5
το π α
ρ ά θ υ ρ ο . Γ ι ά π ε ς μ ο υ : δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α γ ί ν ο υ μ ε β α σιλιάδες αυτής εδώ της χ ώ ρ α ς ; Ά ν τ ε
ν α π ε ι ς στο ψάρι
π ω ς θέλουμε να γ ί ν ο υ μ ε β α σ ι λ ι ά δ ε ς ! » — « Α χ , γ υ ν α ί κα ! »,
φώναξε ο άντρας.
" Γ ι α τ ί να γ ί ν ο υ μ ε β α σ ι λ ι ά
δ ε ς ; Ε γ ώ δεν θ έ λ ω να γ ί ν ω β α σ ι λ ι ά ς ! » —
View more...
Comments