Ta Anthe Tou Kakou - Baudelaire

January 16, 2017 | Author: Thodoris Rammos | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Τα άνθη του κακού...

Description

ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ

TA ΑΝΘΗ

ΤΟΥ

ΚΑΚΟΥ

Μετάφραση

ΓΙΩΡΓΗΣ

ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ

γράμματα 1991

Σαρλ

Μπωντλαίρ,

Τα άνθη

Τίτλος

του κακού

πρωτοτύπου:

Les Fleurs

du

Mai, 1861

Μετάφραση:

Γιώργης

Σημηριώτης

Μακέτα

εξωφύλλου:

Εικόνα Δεύτερη

εξωφύλλου:

Κούτριας

Suzuko

Makino

έκδοση για την ελληνική

γλώσσα

Φωτοστοιχειοθεσία:

Ο.Υ.Φ.Ο.

Copyright Εκδόσεις

Στέλιος

«γράμματα»

Γραβιάς

7, Αθήνα

106 78, τηλ. 360.76.89

«γράμματα»

Κεντρική ΑΘΗΝΑ: ΘΕΣ/ΝΙΚΗ:

πρω

Γραβιάς

τ ο π ο ρ ία

,

3-5, Αθήνα Νίκης

διάθεση: 106 78, τηλ.:

3, Θεσ/νίκη

210-360.76.89

546 24, τηλ.: 2310-226.190

Σ

άψογο

στον

α ν ε π ίλ η π τ ο

τον

θαυματοποιό

γραμμάτων

και πολυλατρεμένο

πολυαγαπημένο

στον

Π ο ιη τ η

γαλλικών

των

ΔΑΣΚΑΛΟ

μου

ΚΑΙ ΦΙΛΟ

Θ ε ό φ ιλ ό

Γ

κ ω τ ιε

με τα αισθήματα της

πιο

βαθιάς

ταπεινοφροσύνης

αφιερώνω τα ασθενικά

αυτά

άνθη

Κακό. ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΥ

βιβλίο

δεν

Το

αυτό

ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΗ

γράφτηκε

για

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

μου,

τιςνυναίκες

κόρες

τις

μου ή αδελφές

τις

γυναίκες,

κόρες

μου-

δεν

γράφτηκε

όμως

για

και

ούτε

τις

τις

ή

αδελφές

τις

του

πλησίον

μου.

Αφήνω

αυτή

την

ενασχόληση

αε

όσους

να

συγχέουν

παθιασμένος

εραστής

έχουν

λόγους

τις

καλές

πράξεις

με την

καλλιέπεια.

Ξέρω εκτε-

ότι

ο

θειμένος

ανθρώπινος

σεβα-

στο

μίσος

του

του

ωραίου

πλήθους.

ύφους

Κανένας

είναι όμως

σμός,

καμιά

κανενός

ψευτο-αιδημοσύνη,

είδους

σύμπραξη

εναντίον μου,

κανένα

οικουμενικό

δεν

δημοψήφισμα

θα

αναγκάσουν

με

να την

μιλήσω

το μελάνι

ποιητές

Ένδοξοι

mo τόσο στο

πιο

ευχά-

Κακό.

χά- νουν

ήταν

η

τις

ούτε

καιρό,

τους μου,

όσο πιο δύσκολο,

Ωραίο

άχρηστο

βάσιν

πλευρά

την

που

ενυπάρχει

και

απολύτως

στικά και μόνο για να με διασκεδάσει

γι’ αυτό.

τους

δεν των

που

λύπησε.

ο

έχουν

μια φορά

αιώνας να

ότι

Την

και

πρώτων

ότι

χρησιμότητα—

μπορούσαν

καλόψυχοι,

με

όμως γι’ άλλη

έννοιες

θα

Άλλοι,

κι αυτό

ο φόβος

απέδειξαν

κλασικές

αυτά

ποιήματα

καλό-

προξένησαν μου

μοναδική

ξεμάθει

Από

το

και

εδώ

μάλιστα,

συλλέξω

χάρηκα

δεν

να κάνουν

μου

των δεύτερον,

—και

κατά

ότι τα

είπαν

κακό'

κατάπληξη

αλλά

αιώνα,

το πάθος μου για τους σκοπέλους.

μου

σαν

μπορού-

να

αποκλει-

και να ασκήσει Κάποιοι

του

καταλάβει,

Ποίησης.

αυτό,

βιβλίο

γράφτηκε

αθώο,

της

ριστο —

Το

ήδη

ευάρεστο

ότι θα ήταν

αυτού

με την αρετή.

έχουν

τόπους

ανθηρούς

θεώρησα

διάλεκτο

απαράμιλλη

κοα να αναμίξω

η

να θα ίδια

ελπίδα

—κι αυτή

αυτός

κάνουν

με

έχει

τη

λογοτεχνία.

Παρά

την

γιότατοι

πίστευα

ποτέ

τέτοια

που

υποστήριξη

σοφολο-

ότι

ταχύτητα

στη

η την

φυσική

πατρίδα οδόν

της

παρείχαν

του

βλακεία μας

θα

μπορούσε

προόδου.

επιφανείς

μερικοί

ανθρώπου,

Αυτός

να

ο

δεν

βαδίζει κόσμος

θα με

έχει

περιβληθεί

τόσο

με

προς

περιφρόνηση

λίπος

τον

χυδαιότητας,

που

βιαιότητα

χισμένα δεν τα διαπερνά

Στην

αρχή,

την

και

ταυτόχρονα,

ζητήματα,

που

τα

τι

είναι

το

ότι του

ανάγκες

για την και

ποιος

Ποίηση·

ο

τους

σήμερα

ανθρώπου

κι

πλάκωσε,

η

για

μο-νοτονία,

γνωρί-

ραθυμία, έμεινα

δεν θέλουν

ζουν,

πιέσεως

«ΤΑ

τις

είκοσι

μπροστά

τη

για

κ.λπ. κάτι

γι’ αυτούς

ΚΑΚΟΥ»

ημερών

στο Κακόπροαιώνιες

και

συμμετρία

θα στοίβαζα

ΤΟΥ

των

φως

έκπληξη·

ματαιοδοξία

κ.λπ.

Είχα

όμως

φυλλάδες·

δημόσιες

ατμοσφαιρών,

στην

που

με

τρομαχτική

ό,τι και να ’ναι σ’ όποιον

με μαντεύουν

ΑΝΘΗ

απλούστατα

το

ενυπάρχει

θέμα-

διαβάσω

πολυάριθμες

μερικά

καλύπτουν

στο

άπρακτος

να κα-ταλάβουν,

λει

ρίμα

έμπνευσης

να

αχρηστότη- τα του να εξηγήσεις Όσοι

που

της· πώς διακρίνονται

που

και

της

απρονοησία

μια

αίφνης,

πλήρως

είν’ ο σκοπός

του ύφους

κινδύνους

την

εξηγήσω

για το Ωραίο

ρυθμός

προσαρμογή

να

συσκοτίσει

από το Ωραίο-

το Καλό για

έχει

στις

ν’ απαντήσω

πρόθεση

κρι-τικές,

μας:

ενός

τσόφλια,

δηλητήριο.

ούτε

είχα

στην

προσδίδει

τη

άνθρωπο

πνευματικό

δεν

να ’ναι.

μπορούν

ατελέσφορα

Μεταφράσεις

ΓΙΩΡΓΗ

ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ

I :άν είναι αλήθεια

ποιητική

ι ργασία

— και πιστεύω είναι

πως είναι—

πιο δύσκολη

ότι μια καλή

από τη δημιουργία

ή

εξηγήσεις.

ενός

τραγου- διού,

καλού

Σημηριώτη τραγουδιών

φάνηκαν

χρεωστεί

για τις

των

Ανθέων

σ’ ένα μικρό

εργάτης- λαξευτής δημιουργία

δε γράφεται

νιώθω

όσα

ένα

κατώτερο

Μια

ποιητή, για

στην

έργο

τόσο

μια δεύτερη

ώς το επίπεδο

μ’

έναν

φορά.

του

μου».



Μια

Χρειάζεται

δημιουργού

που να διατηρεί,

του προποτύπου.

Φοβούμαι

είναι κοινο- λογίες

παρά

καλός

ποιητής

και

καλός

που

ποιητής.

δημιουργία,

μένει κλασι-κός

είχε

επομένως

ν’

ΑΓκτκολος

αποδώσει

μια

έγιναν

στη

καλό

δη-μιουργία

ο μεταφρα- ιιτής

μπορέσει

να δώσει

Γιατί

γιατί,



αλλά τι

του καθενός;

κτήμα

όντας

οπ| γλώσσα

Ο κ.

έδειξε πως είναι

ο Μπωντλαίρ

στιχουργία.

μια

και τη χάρη

του κ. Σημηριώτη.

τον Μπωντλαίρ,

τεχνίτης.

«δύσκολος»

ι’ναν

πως λέω κοινολογίες

Λς έλθω όμως στις μεταφράσεις Σημηριώ- ι ΐ|ς, μεταφράζοντας

Είναι

μαζί με την πιστότητα,

αλήθειες

είναι

δημιουργοί.

θέλει

να υψωθεί

για να

τα μισά

δεν

ότι λίγοι είναι οι

λίγοι όσο κι οι καλοί

τεχνίτη.

Η

ο Πόε δε θα έλεγε:

κι απόδειξη,

τέλειο

Και όμως.

Ένα τραγούδι

μετάφραση

έργου

θα

ό,τι ο

είναι

να εκφράσω

μπορούσα

ποιητικού

μετάφραση

ενωμένο

μι τάφραση

ψυχή

Μερικοί

στο γλύπτη.

γιατί αλλιώς

για να

τέχνης

μεταφραστές,

καλή

κοντά

που

Μπωντλαίρ,

Άγκυρας).

στο δημιουργό

κοντά

«εκ προμελέτης»,

απ’

του

(έκδοση

του μαρμάρου

«Θα έδινα τη ζωή μου

καλοί

τον Κακού

τομίδιο

των

μέσα της κάτι το «ασυνείδητο».

ι'χΐΊ

τον κ.

να συγχαρεί

φράσεις

ότι ο μεταφραστής

πουν

κανείς

μετα-

είναι

«παρακμιακός»

Ο κ.

στη

Σημηριώτης

μας τις ποιητικές

nuances

ενός

κλασικού

«παρακμιακού»

στη στιχουργία.

πράγματα,

ραφιναρισμένα

πρωτότυπο,

κρατώντας

χιορίς να ξεφύγει

καθόλου

ώς κι αυτό το περπάτημα

πόσο

για να δείξω

τύχη,

ενός

και ια δύο. Μάλιστα,

μου

να πει στη γλώσ-σα μας τα πιο

πως μπόρεσε

έκπληξη

έκανε

στίχο

και τον σψιχτοδεμένο

Κατόρθωσε

στάθηκε

δημιουργός,

από το

του στίχου

in

η

μεταφράζοντας,

ο κ. Σημηριώτης:

Σώπαινε,

μ’ όλα ξετρελαμένη,

ψυχή,

ανίδεη

στόμα με γέλιο παιδικό, πιότερο

Ξέρω

με το θάνατο

’ βρω

εγώ ομορφιές

καλώ

στιγμές

Αιώνια

πικρή,

ντροπή,

καρδιά

σου.

Γιατί πού να

μακριά

σου;

Ξέρω

απ’ το την τέχνη

να

ευτυχισμένες!

λάμπει

της άγονης

την άκρατη

κοιμήσου,

σαν άστρο

το μάταιο

που μια φορά

που σπιρούνιαζε

Αίχως

δεμένοι

ευτυχισμένες,

πιο ποθοπλανταγμένες,

κι ανωφέλευτα

της γυναικός

Σκέψη

στιγμές

μου ξανά στα γόνατά

σου κορμί και τη γλυκιά

ωραίο

είναι

παρά με τη ζωή.

να καλώ

την τέχνη

να ζω τα περασμένα

οι ανθρώποι

κρύο

μεγαλείο.

ριχνόσουνα

στην πάλη,

ορμή σου,

δε σε κεντάει

παλιάλογο,

που σου

’ρχεται

η ελπίδα

τώρα πια.

σε κάθε

ζάλη.

εμπόδιο

Να κι ένα

ακέ-ραιο, Ωραία

κάποιαν

πλαστήκανε,

αγάπη

Σαν σφίγγα

όνειρο

ακατανόητη

που τη γραμμή

Οι ποιητές

στους

κάτι

τα μάτια,

Θα απ’ γιατί κοντά

να

όσοι

αυ-τοί

θα

διαβαστούν

αγαπούν τις

στέκον-ται

επίτηδες,

θα βρουν

τον

το

εδώ

και τους μαγεύουν

που φέγγη

οι

του

— απ’

περισσότερο,

πρωτότυπο.

κι εκεί

τα δείχνουν:

αιώνια

μεταφράσεις

Μπωντλαίρ

εκτιμούσαν με

κάνω

που όλα πιο ωραία

τα θεία μάτια μου,

ήθελα

όλους

ούτε ποτές

κλέβουν,

τη χάρη

μνημείων

αυτούς

μου

διάφανοι

καθρέφτες

εγώ ποτές

σαν

την κίνηση

Εχθρεύομαι

για να τις μελετάνε·

τρώγονται

γιατί τους εραστές

λευκή

καθίζω,

ουρανούς

πόζες μου σαν κοιτάνε,

τις φανταχτές

και νύχτα

σαν την ύλη.

καμωμένη.

που λες των πιο περήφανων μέρα

να εμπνέουν

κι ούτε γελάω

ασκημαίνει

και τις καίουν,

πληγώνουν

κι αιώνια

από χιόνι

με καρδιά

θνητοί μου φίλοι!

είμαι,

στον ποιητή

σιωπηλή

που το παίρνω

Ομορφιά”,

να το κομματιάσω.

που τις καρδιές

μου,

πανέμορφα

“Η

το θάρρος

σαν πέτρινο

Τα στήθια

κύκνος,

τραγούδι,

ακόμα

έχοντας

μη

μερικά

ρίχνουν!

κ.

Σημηριώτη

ιδίως —

αυτούς βλέποντας

Φυσικά,

όσοι

ψεγάδια,

λίγους

πόσο

βαλθούν στίχους

αδύνατα

κανείς

αλλά

δεμένους,

αυτά,

σ’

ωραία

μου

φαίνεται

είναι

σύνολο

να

αφήνοντας

άχαρη

πω

την

της

αξίζει

και

είμαι μου

που

να σταθεί

τεχνικό

δεν

εντύπωση

εργασία

πως

τόσο

εγώ

Άλλωστε,

αποδομένο.

Περιορίζομαι την

δε

το

όταν

ανακαλύψεως

τόσο

κριτικός.

προξένη- σαν,

εις

ψεγαδιών

τους κριτικούς. από

(Αναδημοσίευση

το

περιοδικό

«Γράμματα»

τόμος

Αλεξανδρείας,

1917 —1918)

Στον

Η ανοησία, σκέψη

τ’ αμάρτημα,

μας και φθείρουν

μας θρέφουμε τις ψείρες

Στα

εύκολα

μας,

μας·

καθώς

κυριεύουνε

κι ευχάριστα

που

θρέφουν

τη

τις τύψεις

τους

πάνω

οι ζητιάνοι.

ακριβή

άναντροι για κάθε

στο βούρκο

με τα δειλά

κι αμαρτωλοί μυστικό

τον παλιό

ώς την άκρια,

ζητάμε

μας και ξαναμπαίνουμε

μας, θαρρώντας

πως ξεπλένεται

μας δάκρυα.

Πάνω

απ’ το προσκεφάλι

μάγια

του Κακού

θέληση

κι η πλάνη

η απληστία

το κορμί

στην ψυχή

μετανιώματα

πληρωμή

αναγνώστη

μεμιάς

την

Τετραπερασμένος.

το νου

μας ο Σατανάς μας νανουρίζει-

εξατμίζει,

αυτός

γερμένος,

πάντα

την πιο ατσαλένια

ο μέγας

χημικός,

ο

στα

Ο Διάολος,

Κόλαση σκότος

το νήμα αυτός

τα βρομερά

πράματα

κάθε που

στιγμή

μας κουνάει!

τραβάμε,

με δίχως

ξεφαντωτή

αγκαλιά,

καμιά

εμείς

που

τ’ αγαπάμε-

Τα

κι όλο και προς

φρίκη,

ανάμεσα

την

στο

βρομάει.

Σαν τον φτωχό πόρνης

κρατάει

πιότερο

που πιπιλάει

χιλιοβασανισμένη,

ηδονή

θλιμμένη,

μιας παλιάς

με ζάλη

κλεφτάτα

κι

αρπάζουμε

που τήνε ξεζουμίζουμε

σαν σάπιο

πορτοκάλι.

ένα

Σαν

εκατομμύριο

μας κραιπαλούν

ο

παίρνουμε,

σκουλήκια,

του Δαίμονα

Θάνατος

στα στήθη

Αν

το μαχαίρι πρόστυχο λείπει

Μα

δεν

της

μοίρας

μες στις

γρούζουν,

θεριό

τα φανταχτά

μας και άθλιο

πιο

τους πίθηκους, αλυχτούν

μας τ’ άτιμο

βρόμικο,

κεντίδια

κακό,

ποταμός

ακόμα

καμβοπάνι,

κυλάει,

κι η βία και κάνει

στο

είναι που

κι απ’ το χέρι.

τα φίδια,

τους γύπες,

προβαίνει

την ασκημιά

τα τσακάλια,

τα θηρία,

κι ουρλιάζουν

κλουβί,

μυαλό

ανάσα

κι η φωτιά

τους σκορπιούς,

σκύλες,

σέρνονται,

παθών



μες στο

κι όταν

σαν άυλος

το φαρμάκι

απ’ την ψυχή το θάρρος

τους πάνθηρες,

στων

έχουνε

μυρμηγκώντας,

τα πλήθη,

που

με μανία

μες

αγάλια,

να δείξει!

Κι αν δε

κι ούτε ακούει

σαλεύει

θα ρήμαζε,

κόσμο-

που,

Και

* Πίπα

’ναι

καπνίζει

ξέρεις,

του, όλη τη γης

του θα ’θελε να κατάπινε

τον

η Πλήξη,

μ’ ένα δάκρυ

αθέλητο

τον ουκά,*

αναγνώστη,

υποκριτή,

αναγνώστη

το ουρλιαχτό

και στο χασμουρητό

αυτό

καθώς

κανένας

στα

της, κοιτάζεις,

μάτια

κρεμάλες

το τέρας

αυτό

που

αδέρφι,

να στηλώνει.

μου

πώς

δαγκώνει!

—Ω

μοιάζεις!

του χασίς.

Ευλογία

'Οταν

στον

ορίζει

εκεί ψηλά

πληκτικό

όλο βλαστήμιά Θεό,

που τήνε

«Κάλλιο αναγέλιο

και τρόμο

να γεννοβόλαγα αυτό

θρέμμα

με τις γλύκες

τον

εξιλασμό

μια που

αυτόν

ο Ποιητής

κι αγωνία,

να ’ρθεί,

η μάνα του,

τους γρόθους

δείχνει

στο

συμπονεί:

’ναι

»Και

η Παντοδυναμία

τον κόσμο

ένα κουβάρι

δικό

έγινε

στιγμές,

που

μου!

στην

οχιές,

παρά

Καταραμένη

κοιλιά

μου

που τ’ η νύχτα

πιάστηκε

να

για

μου!

εμένα

μου του κακότυχου

διάλεξες σίχαμα

μες στις γυναίκες

να γενώ,

όλες του άντρα

και να πετάξω

δε μπορώ.

Θεέ

μου,

τέρας

μες στις

»το μίσος

σου που με χτυπάει

το δεντρί

τούτο,

βλαστούς

δε

το ζαρωμένο,

να

πέσει

δα το

πως

ένα νέκταρ

πια

λερούς

και

καταπίνει,

στα τρίσβαθα

οι αμαρτίες

μη

της

καθαρμό

απ’ του

που

εκείνος

απ’ την τόση

παίζει

απ’ τον

μεθά,

αν τρώγει αν πίνει γι’

κι ό,τι κι

το άλικο

στον

σαν λεύτερο

αγαπάει,

του παίρνοντας

βγάλουν

προσπαθούνε

τα θηρία.

με τον αγέρα,

σταυρού

τ’ ακολουθεί

το εύθυμο

θωρώντας

προστασία

κι ό,τι κι

το θαρρεί.

που

Άγγελος

να

που

Παιδί-

μ’ αμβροσία,

μοιάζει

μεθυσμένο

τ’ άγρια

στ’

κι έτσι θα στρίψω

πετάξει

η μάνα

την άυλη

τ’ απόκληρο

με τα σύννεφα,

Μιλάει

να

βουλές,

στήνει,

μ’ ενός 'Αγγέλου

ήλιο το χρυσό, θαρρεί

εγώ

οι μητρικές.

βρίσκουν

Ωστόσο,

που

τις άναρχες

η ίδια την πυρά

Γέεννας

θα κάμω

τους αφρούς

μίσους

καταλαβαίνοντας

του

αυτό

θα μπορέσει!»

Να πώς του

Αυτοί

ερωτικό,

σου τ’ αναθεματισμένο-

της κακίας

όργανο

και,

σαν γράμμα

φλόγες,

τ’ αχαμνό,

το δρόμο, Γολγοθά

τραγουδεί-

του πέρα,

κι

ο

κλαίει

πουλί.

με φόβο

ηρεμία,

τον κοιτούνε παράπονο

και πέφτουν

ή, θάρρος

απ’ τα στήθια

καταπάνω

του σαν

Μες

στο ψωμί

στάχτες

και το κρασί,

κι αν πάτησαν

όπου

Στα τρίστρατα

η γυναίκα

του φαίνομαι θέλω

είδωλα

κατηγοριά.

του τρέχει

κι άξια

όμορφη

με το χέρι,

το ’χουν

πατεί,

να με στολίζει,

του ως τα φέρει,

βρομερά-

ό,τι αγγίζει

μ’ υποκρισία

πετούν

στο στόμα

φτύματα

ανακατεύουνε,

να λατρευτώ,

κι όπως

«Μια

και ξεφωνίζει:

και

όπως τ’ αρχαία έτσι κι εγώ

εκείνα

τα

θέλω

να χρυσωθώ.

»Με νάρδο

και θυμίαμα

ώς τη γη και κρέατα

και κρασί,

καρδιά,

που σ’ έκσταση

λατρεία

θεϊκή!

»Κι όταν πάνω

και μύρα θα μεθάω,

από τα βέβηλα

του τ’ αβρό

τα κοφτερά

αθάρια.

»Καθώς

θα του τραβήξω

τ’ αστεία

μου χέρι,

θα μπήξω,

κόκκινη

το σκυλί

καταγής,

καταφρονετικά!»

στους

αυτά

το γερό,

ν’ ανοίξω

μου

μπορώ

να κλέψω,

θα πλήξω,

δρόμο,

απ’ τα στήθια

την

που λαμπρό

μια

θα βάλω

τα νύχια

την καρδιά

πουλί

εγώ τ’ αγαπημένο,

ουρανούς,

από

κοροϊδεύοντας,

κι ως άρπυια

που τρεμολαχταρεί

χορτάσω

Κι ο Ποιητής

να δω αν

κρατάω,

με προσκυνήματα

την

ίδια

νιογεννημένο,

καρδιά"

και, να

θα την πετάξω

βλέπει

θρόνο,

μου

τα χέρια

ατάραχος

κι οι διάπλατες

το θέαμα

κρύβουνε

Κύριε,

θείο γιατρικό

σ’ αυτές

κι αγνή

τις άγιες

παναιώνια

τάγματα

των

φέρνει

μια θέση άγιων

αληθινή

ποτέ κτήμα

εγώ το κρύφιο

στερνά

ως

πόνο

τον

που

σαν η πιο

στους

πως κρατείς

Λεγεώνων

δυνατούς

στα

και πως στην

των Αρχαγγελικών

είν’ ο Πόνος

πως

δε θα τον κάνει·

μου

στεφάνι,

οι χαμένοι μέταλλα

Αρχών,

μόνο,

που γης για να

πως πρέπει,

να ’χω τον κόσμον

της παλιάς

σου απ’ το κύμα,

λαμπάδα,

Παλμύρας

θησαυροί,

της γης και τα μαργαριτάρια

δε βολεί »Γιατί

γενεί

αυτόν,

όλονε

και το Χρόνο.

ούτε

το χέρι

μ’ ευσπλαχνία

τον προσκαλείς

ευγένεια

και κόλαση

άγνωστα

του

και Θρόνων.

»Και ξέρω

νικήσει

μόνο

του,

λυσσά:

μας τις βρομιές,

σου πεμπτουσία,

γιορτή

Εξουσιών

πλέξω

δίνεις

φωτεινού

ηδονές.

τρισμακάρια

»Μα

που

του

που

όχλου

και για τον Ποιητή

»Ξέρω

ευλαβικά·

αστραπές,

του

«Ευλογημένος,

καλή

σηκώνει

του

του νου

που από την άγια

και που τα μάτια των θνητών,

τη λαμπερή

μονάχα

που

κορόνα

απ’ την αγνή

ανάβρυσε

τ’

θα ’βγάζε

πρώτη

αυτή

να

θα ’χει φωτοπηγή

σ’ όλη τους τη λαμπράδα,

δεν

μες στα βάραθρα

που

γλιστράει,

τα πικρ

Το άλμπατρος

Πολλές

φορές

άλμπατρος σύντροφοι

βάραθρα

γλιστράει,

Μα μόλις

Αυτά

να σέρνονται

που

όμορφα,

κωμικά

κι. άσκημα

τα ράμφη

κουτσοί,

κοροϊδευτικά.

σκιάζεται κόσμο

τους

έκταση

τούς

που

να πάει,

τα δέσουν,

οι

και στα πλευρά

να πέσουν

τα σύννεφα και δειλά!

κεντρίζουν,

νεφοπρίγκιπες

τις σαϊτιές,

αυτόν

μες στα

που

τους

κουπιά.

’ναι τόσο

αναφτές

Μ’ αυτούς

σαν

πια, τ’ άσπρα

κι άχαροι

σκυφτοί

τ’ αφήνουνε

φτερά

το πλοίο

εκεί στην κουπαστή

τ’ ουρανού,

είναι τώρα

ακλουθάνε

τ’

πιάνουνε

τρανά— που ράθυμα,

τα πικρά.

σκλαβωμένα

τους

θλιβερά

την ώρα να περνάνε,

της θάλασσας

του ταξιδιού,

βασιλιάδες

μεγάλα

οι ναυτικοί,

—πουλιά

όταν

κι άλλοι

κι ο Ποιητής

τις θύελλες

αψηφά'

γύρω του χουγιάζει, τη φωτεινή-

Ανάταση

σκίζουν,

'Αλλοι

πηδάνε

πώς

σαν

μοιάζει!

μα ξένος

σκοντάφτει

πώς

με πίπες

Δε

μες στον απ’ τα

από λίμνες,

Πάνω

τα

τα

δάση,

χρυσό,

μου,

απ’ τις λαγκαδιές,

τους αγέρες,

αιθέρες

πάνω

απ’

πάνω

απ’ τον ήλιο το

από τις έναστρες

και πάνω

ανυψώνεσαι,

ουρανού

τα

αντρίκια

ηδονή.

από

τα

καθαριστείς

τρίσβαθα

της νέκρας

πιο ψηλό

αέρα

τη φλόγα

φτερωτή

των

σαν καλός

και,

τ’

με μια αναγάλλια

και με πρωτοφανέρωτη

αυλακώνεις

μιάσματα

στον

εκεί πέρα

θεϊκό

πλανιέσαι

μες στο νερό ως λιγώνεις,

κολυμβητής

και

πάνω

νέφη,

τις γραμμές,

ω Σκέψη

Πέτα

τα

από τους

πάνω

κόσμων

θάλασσες,

βουνά,

μακριά-

και πιες

που

πήγαινε

να

σαν καθαρό

λαμπρόφωτη

τ’

κι

πιοτό

άπειρο

πλημμυρά!

Πέρα

απ’ την πλήξη

φέρνουνε

μπορεί

φριχτό

τη στυγνή,

τη θλίψη

την τρανή,

σκοτεινή

μας ζήση,

καλότυχος

στη

και στη γαλήνια

να γοργοφτερουγίσει

που

βάρος

όποιος

έκταση

να πάει,

τη φωτεινή-

όποιος,

με σκέψεις

που

ουράνια

λεύτερα

τραβάει

κι ακόπιαστα

κάθε

’χουνε

πρωί

φτερά

πετάει,

γρικάει

κορυδαλλών, που

πάνω

τη γλώσσα

προς

τα

απ’ τη ζωή

των βουβών

Αντιφωνίες

Ένας

με ζωντανές

ναός

κάποτε

ανεξιχνίαστα των σύμβολων

κολόνες

ο άνθρωπος

που τον κοιτάζουν

τα δάση,

που λόγια

είν’ η Πλάση,

ψιθυρίζουν-

περνά

φιλικά

απ’ αυτά

σάμπως

να

τον γνωρίζουν.

Όπως

από πέρα

οι μακραντίλαλοι,

μια βουή

και σκοτεινή,

βαθιά

φεγγοβολή

ορθρινή,

σαν κυλούνε,

πλατιά

κι ήχοι κι ευωδιές

χρώματα

γίνονται

μόνο

και σαν μια

σαν νύχτα

αντάμα

τους

μιλούνε.

ευωδιές

Είν’

ολόδροσες

σαν τα λιβάδια

κι είν’ άλλες

που

όμοια

-όπως

του

αρέσει

χρύσωνε

ο άντρας

χαίρονταν

ράχη,

του

τ’ αγάλματα

τη ζωή·

και γύμναζαν

που

του

ευγενικού

τα μύρα—

να εννοήσει

τα χρόνια,

με φως.

ο ουρανός

απλωμένες,

του λίβανου

σήμερα

χωρίς

γλυκές-

κι εκφυλισμένες,

τ’ ατέρμονα

τα γυμνικά

κι η γυναίκα

παιδικές,

αυλούς

πλούσιες

άμπαρου,

ο Ποιητής

να ονειρεύομαι

Φοίβος τους

με τα πράγματα μόσχου,

σάρκες

σαν τους

θριαμβευτικές,

θελήσει

Όταν

σαν

πράσινες,

Μ’

τότε που ο

Τότε που στη σβελτάδα

φροντίδες

ερωτικά κορμιού

και ψευτιές

τους χάιδευε

τη

τους την υγεία.

η

Τότε

Κυβέλη,

καρδιά

δίνοντας

ένα βάρος

σαν περιττό

γεμάτη

χάδια

της ξεδιψούσε.

ρώγες

τους

βασιλιά

Κι ο άντρας,

ήταν

δυνατός,

η

λεία τους σάρκα,

γερός

τον κράζαν

οι όμορφες

που

με την

κι ανέγγιχτους

για δάγκωμα

τραγανή,

μόνο!

Όταν

δείχνονται

εκεί που κρύο

ο Ποιητής

θελήσει

τα μεγαλόπρεπα,

κείνα

ρούχα

το μαύρο

γυμνοί

ο απαθής,

ωιμέ! —

σκληρός

χλομές

εκφυλισμών

γυναίκα,

θεός

του!

σαν τις λαμπάδες,

κι εσείς,

παρθένες,

την κλήρα

που

λιώνει

που σέρνετε

και της γονιμοποίησης

τις σάρκες,

από παιδιά

Κι εσείς,

γυναίκες

και που

βέβαια

κι εμείς,

τις καλλονές

μας,

τα πρόσωπα

που

που

έθνη

θρέφει

των μητρικών όλες τις

διεφθαρμένα,

οι λαοί οι αρχαίοι

της καρδιάς

τα τρώει

δεν τις γνώριζαν:

ο καρκίνος,

σάς



ασκημιές!

Έχουμε

στα

Ω κωμικά

κι ισχνά!

τις πλαδαρές

του Ωφελιμισμού

φασκιές

ένα

νιώθει

σ’ αυτό το

που να κρυφτούν

στριφτά

σας κοιλιές,

στις χάλκινες

σας τ’ όργιο,

η

κι

Ω ασκημιές,

Ω σκέλεθρα

με τις πρησμένες

φάσκιωσε

τα κάλλη,

ο άντρας

και φριχτό.

τους γυρεύουν!

κορμιά,

να εννοήσει

σήμερα

τα φυσικά

να ζώνει την ψυχή του, μπροστά

σκοτεινό

θέαμα,

που

η

της, δεν ένιωθε

με τις καστανές

λεβέντης,

σαν τους άσκαστους

και μοιάζαν

που

καρπούς

της, μα ως λύκαινα, τον κόσμο

για όλους,

του άξιζε να ’ναι, περήφανος

καρπούς,

τους

πλούσια

τα παιδιά

τις λαγγεμένες,

καθώς

λεν’, χλομές

καμώματα

άστοχα

εξυμνούμε,

νοσηρές

φυλές

εκείνα

νιάτα

όψη,

που

μας να σκύβουνε

— στα νιάτα

ομπρός,

τραβάει

τ’ ουρανού,

γαλάζιο

προσευχή

ξεσπάει

με σεβασμό

καθώς

σκορπώντας πουλί,

μπροστά

που τρέχει

σ’ όλα,

πάνω

λουλούδι,

τις

τις

στα

με τη γλυκιά

σαν το νερό

τα

μα ετούτα

δε θα εμποδίσουνε

τα γερά κι απλά,

τα μάτια τα λαμπρόφωτα

ξέγνοιαστα

μας ομορφιές· ποτέ

τους και

σαν το

ευωδιές

του,

το

απ’ τις βλαστ

Οι φάροι

Ρούμπενς,

ποτάμι

προσκέφαλο, ζωή

που

κι αδιάκοπα

λησμονιάς

και κήπε

δε γεννάει

τον πόθο,

σαλεύει,

καθώς

λαγγεμένε,

δροσόσαρκας

μα που σε πλημμυρά σ’ ουρανό

αγέρι

στο κύμα-

Ντα Βίντσι

Λεονάρδε,

πεντάμορφοι μυστήριο,

έλατων

ζώνουνε

προσευχή χειμερνή

ωχρό,

ξεσπάει

ξάφνου

βαθιέ

καθρέφτη,

ίσκιους

των

μέσα

όπου

σ’ ένα

πάγων

και των

τη γη τους·

άσυλο,

θλιβερό

Εσταυρωμένο

σκοτεινέ,

γλυκοχαμογελώντας,

μες στους

φαίνονται

που

Ρέμπραντ,

άγγελοι,

με ψίθυρους

στεφανωμένο

απ’ τις βλαστήμιες

τον διαπερνάει-

γεμάτο

μόνο,

όπου

κι όπου

και

μ’ ένα

με δάκρυα μια

η

και θάλασσα

αχτίδα

η

Άγγελε,

Μιχαήλ ’ναι

ο

σαν

Χριστός

να ορθώνονται τεντώνοντας

πυγμάχων

ήξερες

χλομό

καρδιά,

μελάγχολε

Βαττώ,

και να ξεσκούν

θυμούς

εσύ,

ένα καρναβάλι καθώς

από έμβρυα

που καθρεφτίζονται, σκανδαλίζουν

Ντελακρουά,

πνιχτός

όλες

Πυζέ,

λίμνη

κάτω

διαβαίνουνε,

αυτές

οι εκστάσεις

βραχνά

την

των

ώρα,

τους,

σατύρων,

τρανή,

συ, που

περήφανη

ισοβίτηδων

διάκοσμοι

από πράματα μάγοι

όπου

του

οι βλαστημιές,

κι οι κραυγές,

μες στου

τα μεσονύχτια,

γριές

που

τις κάλτσες·

δαιμόνια

πρασινίζουν,

παράξενες

και κι

μυστηριακά

παιδούλες

τσιτώνοντας

πετούνε

ανάλαφροι

από τα πολύφωτα,

κι από γυμνές

αίματος,

μεγάλες

καρδιές

που τα ψήνουνε

που πάντα

μουντούς,

όπου

οι πεταλούδες,

Δαίμονες

έλατων

ουρανούς

δειλινού

το σάβανό

το κάλλος,

να

γιγάντια

κι αδιαντροπιές

πλάσμα!

και δείλαιο

Γκόγια,

ίσκιους

στου

τ’ άσπρο

των αλητών

φωτοπεριχυμένοι,

γεμάτε,

που εκεί θωρούμε

και φάσματα

μονάρχη-

λαμποκοπούν

αχνοί,

χώρα,

τα δάχτυλα,

φοβερούς

να παίρνεις

θαμπή Ηρακλής,

βγαίνουν

και κάτω

φανφάρες,

σαν

κάτω

από

από

ένας

στεναγμός

οι παραπόνιες,

οι θρήνοι,

Βέμπερ·

τα δάκρυα,

αυτά όλα τα Te Deum, μια ηχώ

’ναι

που την ξανακούς

σε χίλιους

για τις θνητές

καρδιές

Είναι

που

κραυγή

από

πάνω

φύλακες

από χίλιους

φωνάζεται

ένα όπιο

είν’

θεϊκό

πρόσταγμα

ξαναλένε,

χιλιάδες

τηλεβόες,

κάστρα,

μύρια

λαβυρίνθους·

μας.

είναι

φάρος

και φώναγμα

που

ανάβεται

που

είναι κυνηγών

χαμένων

μες στα δάση!

Γιατί,

ω Κύριε,

αξιοπρέπειά

από γενιά

αληθινά,

μας

η

σ’ άλλη

γενιά

είν’ ο μέγας και στης

κυλάει

Η άρρωστη

Τι έχεις,

σου

Μούσα

μου

φτωχή,

τα μάτια

τ’ αμαυρά

νυχτιά

μια μια ν’ αντιπερνάνε

αιωνιότης

που

τις

Σου

δε μου λες; Φάσματα

κοιτάνε,

τρέλα

λυγμός,

τούτος

μούσα

σήμερα,

σου

που για την

μαρτυρία,

πιο τίμια

θα δίναμε,

και βλέπω

και φρίκη,

από την όψη

κρύες

σκοτεινές,

και σιωπηλές.

Τάχα το ρόδινο

στα στήθια

έρωτα

σκληρή, μυθικές

Θενά

στοιχειό

βαριά

σου

γροθιά

κι οι πρασινοξωθιές,

σκορπάνε; του

να ’ναι,

Τάχα που

βαλτονεριές;

’θελα,

ξεχύνοντας

υγείας

ευωδιά,

το φόβο

ο βραχνάς

σ’ έπνιξε

και τον

με τη

βαθιά

σε

αιώνια

αίμα

δυνατές

σκέψεις

τα στήθια

σου, χριστιανικό,

σαν ήχος

χυδαίος

συλλαβών

πλούσιος

με τη σειρά,

βασιλικά,

μπροστά

να ’τρεχε

αρχαίων

σαν

ο

πλήξες

νύχτες

αφέντης,

ο

Φοίβος,

κι

σου να καγχάζει.

της καρδιάς

Γενάρης

που τις λαμπρύνουν

ο

του τραγουδιού

μούσα

Η πουλημένη

Ω Μούσα

και το

σου να κλείνουν,

ρυθμικά,

στα παλάτια,

μου, που τρέχεις

του Βοριά με χιόνια

λύσει

τ’ άτια

και

έρθουν,

δαυλό,

τα μελανά

θα ’χεις,

με τις μαύρες

σου πόδια

να ζεσταθούν;

Και

θα σου αναθερμάνουν

που

θα ρίχνουν

πείνας,

φτωχή

απ’ τα γαλάζια

Αχ, πρέπει

στο τζάμι μου,

ριγηλούς

σου τ’ αστέρια;

εσύ, τους τρόμους,

οι αχτίδες

τους ώμους

Και νιώθοντας

χρυσάφι

της

θα μαζέψεις

αιθέρια;

το ψωμί

παπαδοπαίδι

τους

σου κάθε

το θυμιατό

βραδιά

κουνώντας,

να βγάλεις! χωρίς

Και,

σαν

να τα πιστεύεις,

τα

Te Deum να ψάλλεις,

ή σαν γυμνή

χορευτρα

και

νηστικιά,

να κρύβεις, που αθώρητο αργοστάζει, αγνή αγάπη των ματιών μο

γελώντας, για να

το δάκρυ μπορεί

ο

σου

χυδαίος

Ο ανάξιος

Τα μοναστήρια

θερμαίνοντας

αυστηρότητα

πολλοί

το νεκρόκαμπο

κι εμένα

χρόνια

μέσα

τον τοίχο

που

τ’ όνομά

εχάθη

εργαστήρι,

είν’ η ψυχή,

την παγερή

το θάνατο

είχε σπείρει, τους,

κάνοντας

εξυμνούσανε

μα ανάξιος

και κατοικώ,

κοινοβίτης,

χρόνια

και δε ’μορφαίνει

και

τίποτε

της σκήτης.

αυτής

ίμα χάνουμε,

λιγόστευε

τους.

εκεί γυρνώ

θέα του

την άγια

κι η θέα τους,

που ο Χριστός

η σπορά,

ζωγράφων

Ω τεμπελοκαλόγερε! από τη

τους την άχνα

τα σπλάχνα,

καλόγεροι

καρδιά

Τάφος

τοίχων

ξεδίπλωναν,

απλώναν.

άνθιζε

ακουστοί

με την απλή

εικόνες

τα ευλαβικά

που

που

Στα χρόνια

στων

τα παλιά

σε λαμπρές

Αλήθεια

καλόγερος

Πότε πια θ’ αξιωθώ,

ζωντανού

ανθεί

πόνου

μου, των χεριών

μου τα έργα

και δυναμώνει!

Ο εχθρός

Όλη

μου η νιότη

χρυσοσκισμένη

βροχή

την

πέρασε

καθώς

μια μαύρη

πού και πού από ήλιους

ρήμαξε

κι ο κεραυνός,

μπόρα,

λαμπερούς·

που τώρα,

λίγους

κι έτσι η μες στο

μου βρίσκω

περβόλι

Και να ’μαι στου

καρπούς

φθινοπωριού

πια να βάλω

πρέπει

πλημμυροχωμένη

βαθιούς

γης να μεταφτιάσω

αν τα λούλουδα

ξέρει

θα βρουν

στο ξεπλυμένο

που

θροφή

Πόνε!

πάλι,

που

τ’ ακρογιάλι,

το τσαπί,

την

που λάκκους

άνοιξε

η βροχή.

Μα ποιος

— Ω πόνε!

της σκέψης

το φτυάρι,

μπρος

σαν τάφους

την κρύφια

γερούς.

αυτό, ’δινε

Ο Καιρός

τα νέα, που ελπίζω

σαν ακρογιάλι,

μια δύναμη

τρώει

ακόμα,

χώμα

σ’ αυτά;

τη ζωή, την λιώνει,

κι ο σκοτεινός αυτός Εχθρός που την καρδιά μασά, το πονεμένο μυστικό που μ’ έκανε να λιών

Η αλλοτινή

Χρόνια ήλιοι

και χρόνια

εκεί

θαλασσινοί

μεγαλόπρεπες,

βασαλτικές

Οι σάλοι,

κι επίσημα

έζησα

σπηλιές

χίλιες

τούς

φωτιές

κι ανάκατα κορόνες

αλλάζαν,

τους

κολόνες,

πυλώνες,

που

κι οι το βράδυ,

με

παρομοιάζαν.

που των ουρανών

και μουσικές

από πλατιούς

κάτω

κι ολόρθες

ψηλές

ζωή

κυλούσαν

ταιριάζαν με ρόδα

τις εικόνες,

τις πλούσιες

δύσεων

μυστηριακά

τους,

που βαθιά

μυριόβοες

στα μάτια

μου

φαντάζαν.

Σε ήρεμες μέσα,

εκεί ηδονές

στους

σκλάβοι

γιαλούς

γυμνοί,

με φοινικιάς

περνούσα

τον

κλωνιά

δροσίζανε

το μέτωπό μόνο

Τσιγγάνικο

Η μαντική

φυλή,

να πιουν έτοιμο

στον

μ’ αυτά τα μάτια ώμο

θησαύρισμά

πεζοί,

τις βαρύθυμες μακρινές

το πονεμένο

δε

μυστικό

που

ταξίδι

που

φλογάνε,

της, που τα πεσμένα

με τ’ άρματα

στον

χίμαιρες

ολοένα

που

κει μέσα

κίνησε

ψες,

τους το γλυκό

της βυζιά

πάντα

ουρανό

ματιές

λάμπουν,

οι φαμελιές τους,

που

περπατούνε

τους,

θλιβερά

στα

ρίχνοντας

τις

νοσταλγούνε.

από την αμμόχωστη

να περνούν,

αγαπά,

μου

κι άλλο

μου,

τα μωρά της ή δίνοντάς

κάρα πλάι που ζάρωσαν

Βαθιά,

και γύρω

κρατάνε.

Οι άντρες,

τους

στα ουράνια

μου,

μύρα,

περιχυμένοι

ζήταγαν παρά να ξεδιαλύνουν μπρος τους το ισκ

σηκώνοντας

καιρό

και στη φωτοπλημμύρα,

τις τρίλιες

πρασινίζει,

τρύπα

του, το τριζόνι,

δυναμώνει-

κι η Γης,

κοιτάζοντάς οπού

τους

βράχους

στους

ταξιδευτές

της νερά

αυτούς

που

κυλάει, μπρος

κι οι δυο σας τη σφαγή,

σου·

ατέλειωτο

πίκρα

του κύματος,

της αβύσσου,

Σ’ αρέσει στην

κι ο νους

στο

σου στο κύλισμα

σου κλείνει

πέλαο

φορά ησυχάζει,

κι οι δυο σας σκοτεινοί δε μέτρησε

ω θάλασσα, τα μυστικά

Κι όμως,

Αυτή

θ’ αγαπάς!

βυθούς

είν’ ο τ’

κι αυτός την

σου

που

τον

να κλείσεις

μοιάζει-

και της καρδιάς

σου η

άγριο του κι αδάμαστο

στεναγμό.

άνθρωπε,

άλλον

α

λεύτερε,

τους

σου θες τον ωκεανό,

καμιά

ακούοντας

για τους

το γνώριμο

της βαθιάς.

να βυθίζεσαι

αγκάλη

τρικυμιά

Είστε

κοιτάζεις

ανθίζει,

ισκιωμένο,

κι η θάλασσα

άνθρωπε

τη θάλασσα,

καθρέφτης

το

το θάνατο

Ο άνθρωπος

Πάντα

τις ερημιές

τους

την

τον πλούτο

κι απόκρυφοι-

άπατη

σου-

άβυσσό

τον κρυφό

σου, τόσο

ω

κανείς,

δεν ξέρει,

κανείς

με ζήλια κρύβετε

σας σεις!

να που

άφοβα

αναρίθμητους

κι ανήλεα

σφαγή, το θάνατο του ζητούσε,

αιώνες

πολεμάτε,

αγαπάτε,

τόσο

στη

ζωή,

ο ένας τον

κι οι δυο σας τη

ω πολεμάρχοι

αιώνιοι,

ω

Ο Δον Ζονάν

Όταν

στο ρέμα

ο Δον Ζουάν

έδωσε τον οβολό

Χάροντα ρίχνοντας

στον Άδη

βλέμμα

γαύρο,

το μαύρο

κατέβηκε

του πια, ένας

με χέρι

εκδίκησης

γερό

στον

κι όταν

ζητιάνος

σκοτεινός,

τα

άδραξε

κουπιά.

Μέσ’

απ’ τα ρούχα

κάτω

απ’ τον μουχρό

τρανό

δείχνοντας

προορισμένο,

κοπάδι

το στήθος

σπαράζανε

ατέλειωτο

γυναίκες

το πεσμένο,

κι ως για θυσία

ουρανό,

ξοπίσω

ένα

του ξεσέρναν

μουγκρητό.

Ο Σγαναρέλος με δάχτυλο

που στην

νεκρών,

Σε μαύρα

πέπλα,

άντρα

άπιστο

θαρρούσες

η γλύκα

τιμόνι ήσυχος,

μισθούς

γελώντας

ο Δον Λουί

οχτιά γυρνούσε,

ενώ

του ζητούσε,

σ’ όλο το πλήθος

τον θρασύ

έδειχνε

των

γιο, των

άσπρων

το χλευαστή.

του μαλλιών

Ορθός,

τους

τρεμάμενο

του

αγνή,

λιγνή,

της, τον άλλοτε ζητούσε,

όπου

η Ελβίρα εραστή,

του

πλάι στον

αναριγούσε

κι ένα στερνό

πρώτου

όρκου

χαμόγελο

του να λάμπει

εκεί.

πελώριος, που

’σκίζε

πέτρινος, μαύρα

στη σπάθα

κάποιος

νερά,

αρματωμένος,

στεκόταν

του γερμένος,

μπρος

μα ο ήρωας

τ’ αυλάκι,

στο

κοίταζε

κι άλλο τι να δει

με μάτια

διάβαινε

Η τιμωρία

Στα χρόνια όλη

εκείνα

την ορμή

ένας σοφός

κείνον

μικρέ

κρυφούς,

Ιησού!

όση η τρανή

’σουν

Αμέσως

ψηλά

μ’

ανθίσει

μέρα,

μια

είχε των αδιάφορων

—αφού

τις ανατάραξε

προς

ώς τα μαύρα

τις ουράνιες

τον ίδιο άγνωστοι

τα καθαρά

και πανικός

εκεί φτάναν—σαν

τον πιάνει,

ξεφώνισε

μέθη:

Πολύ

ψηλά

σε πήγα,

εκεί που σε πονάει, σου

του

κύλησε

πλούτος

σάλεψε

τότε

ήλιου

αυτού

δόξα,

κι όμως

να σε

η ντροπή

τόση

κι ένα γελοίο

όλο το χάος.

ήταν,

που

η νύχτα τώρα

καθώς

διάβαινε

το τολμηρό

σκεπάστηκε

μες σ’ ένα υπόγειο αυτός

λεν’ πως,

μοναχά

σου

θα

έμβρυο

θα

τώρα!»

του

τόση,

’χε η Θεολογία

που και σ’ αυτόν

ανέβηκε

αν ήθελα

χτυπήσω ’τανε

δρασκέλισε

μ’ αλαζονείας

σατανικά,

αφού

μόνο τα Πνεύματα

που ύψη

«Ιησού,

σπάσει,

κι αφού

δρόμους κι ίσως

ήταν

που

από τους πιο μεγάλους

τους τα βάθη δόξες

τα λαμπρά,

και μ’ όλο της το σφρίγος,

τις πόρτες

καρδιών

της αλαζονείας

κάτω

μυαλό

του- με μαύρο

η λαμπράδα,

Στο ναό από τους

κι η σιωπή

που

μια φορά

θόλους

μέσα του

που το κλειδί

τα ζώα του δρόμου,

με μάτια που δε βλέπαν,

του

και μέσα

χωρίς

σοφία

ζωή, τάξη

και

ξεχύθηκε

αίγλη

θρονιαστήκαν,

όπως

του

εχάθη.

κι όταν

κρέπι

στη

Εγίνηκε

στους

από τότε

κάμπους

να ξεχωρίζει

πια τα

απ’ τους χειμώνες,

θέρη

άχρηστος,

άσκημος,

λερός,

σαν πράμα

Η ομορφιά

Ωραία

σαν πέτρινο

όνειρο

μου, που τις καρδιές πλαστήκανε,

κι αιώνια

Σαν

ποιητή

θνητοί

να εμπνέουν

Τα στήθια

μου φίλοι!

και τις καίουν, κάποιαν

πανέμορφα

αγάπη

σιωπηλή

σαν την ύλη.

σφίγγα

κύκνος,

στον

είμαι,

πληγώνουν

στους

ακατανόητη

με καρδιά

που τη γραμμή

ουρανούς

από χιόνι καμωμένη.

ασκημαίνει

κι ούτε γελάω

καθίζω,

λευκή

Εχθρεύομαι

εγώ ποτέ

σαν

την κίνηση ούτε

ποτέ

δακρύζω.

Οι ποιητές,

τις φανταχτές

πιο περήφανων

μνημείων

πόζες

τρώγονται

για να τις μελετάνε-

γιατί τους

εραστές

καθρέφτες

μου

διάφανοι,

μου σαν κοιτάνε,

τη χάρη κλέβουν,

αυτούς

κάνω

μέρα

και τους

που λες των καί νύχτα

μαγεύουν

που όλα πιο ωραία τα δείχνουν:

Το ιδεώδες

κάτι

τα μάτια,

δε θα μπορέσουν

Ποτέ

τιποτένιας

εποχής

χαλασμένα,

προϊόντα

και πόδια

για καστανιέτες,

μόνο

μιας

σαν τις βινιέτες,

ομορφιές

δάχτυλα

που γενήκανε

για σκηνή,

μόνο

ν’ αρέσουνε

σ’ εμένα.

Τον

Γκαβαρνί,

τον ποιητή

αρρωστιάρικες

τα ωχρά, ιδεώδες

Ό,τι Λαίδη

κανένα

η καρδιά

να στενάζει,

εγώ δεν κρίνω

μου

που

ή του Μιχαήλ

λαχταρά,

είσαι

Μάκβεθ,

τέτοιο,

πάνω

στις

τι μες στα ρόδα που

αυτά

με το κόκκινο

Αγγέλου

στων

τρανή

εσύ, ω Νύχτα

ενός

βαθαίνει,

στο κρίμα,

μελτεμιών

στριφογυρνάς

με στόμα

ως άβυσσος

που

εσύ, ψυχή

άνθισες

αλλιώτικη

μοιάζουνε

αφήνω

της χλώρωσης,

του

να μοιάζει.

μου

Αισχύλειο

στάση

’μορφιές

ω

όνειρο

το κλίμα-

θεριεμένη,

τα πλάνα

που

τα κάλλη

σε μια

σου,

που

Τιτάνα!

Η γιγάντισσα

Στα χρόνια εγκυμονούσε

γιγάντισσα

που,

στη

δυνατή

αδιάκοπα

θα ’θελα

ορμή

τεράστια

να ’χα ζήσει,

της πάνω,

παιδιά,

η Φύση

κοντά

σαν γάτος

σε μια

ηδονόχαρος

σε

ποδιά.

ρήγισσας

Ν’ ανθεί

μαζί

υγρών

ματιών

μες στην

με το κορμί

λεύτερα,

μεγαλώνει

Να της χαϊδεύω

φλόγα

θέρος,

απ’ του ηλιού

ξάπλωνε

σκοτεινή

στου

των

κρύβει

στα λαγκάδια

απ’ τα πιο αρεστά

Ύμνος

απ’ τον βαθύ

Έρχεσαι

εσέ,

Ομορφιά;

μαζί

με το ευεργέτημα

γι’ αυτό

μπορώ

βαθιά

αρώματα

κι αντρείο

στολίδια

ουρανό

π

θείο,

το έγκλημα

στα μάτια

άβυσσος

ή μια

σου,

με το κρασί

το παιδί.

σαν ήσυχο

λαγγεμένα,

στην ομορφιά

Το βλέμμα

μόσχου

να

τ’ ανθισμένα,

της τον ίσκιο

σαν μια βραδιά

το στόμα

στα

κι όταν το

φορά τη ζάλη,

καμιά

κόρφου

της τα κάλλη,

να γλιστρώ,

της γονάτων

αποσταμένη

υπνόγερνα

τα εξαίσια

ξέγνοιαστος

των πελώριων

είναι,

αν καμιά

καρδιά.

πλάγια

Κρύβεις

κι απ’ τις ομίχλες

μ’ αφοβιά,

της να μαντεύω

να

της ν’ αγναντεύω-

η ψυχή

παίζοντας

πως

βρύση,

βγάζει

μοιράζει, μοιάζεις

σου ανατολή θυελλική·

σε

σατανικό,

να σου πω.

και δύση·

το φίλημά

που κάνουν

σκορπάς

σου

φίλτρο

τον ήρωα

άναντρο

Από

το μαύρο

τον κόσμο

τα πάντα

βάραθρο

το φουστάνι

Η Μοίρα

μια χαρά

πότε

Εσύ,

δίχως

σε πτώματα,

Πάνω

ή απ’ τ’ αστέρια σαν σκύλος

σου

Ομορφιά,

αρεστά

που

που γύρω

φλογά

σπιθοβολά,

αλαφιασμένος λες, τον τάφο

έρχεσαι

Ομορφιά, αφού

τα καλά-

μαζεύεις,

κι

ο

απ’ τα πιο

στην περήφανη

χορεύει

ο

εραστής, του,

κοιλιά

εφήμερος

«Ευλογημένη

πάνω

από

σου

ουρανό,

τρανό,

μάτι και γέλιο

ή Σατανάς

τη νεραϊδοματιά, μια ακρογιαλιά,

στέρνει,

Αυτή!»

Κι

’σε όταν γέρνει,

ο

χαϊδεύει,

σαν να ψυχομαχεί.

απ’ τον

τέρας

ο

θαυμασμός

και λέει:

τον Άδη,

αθώο,

τι με νοιάζει,

σου και πόδι

μπροστά

κάνεις

μου,

σου

με βάζει

ω, τι με νοιάζει,

— ω φως, που

τι,

φοβερό,

σ’ άγνωστους ή Άγγελος,

Σειρήνα Θεός

η Φρίκη

Φόνος,

ερωτικά.

Η αίγλη

Είτ’

και κυβερνάς

και κοροϊδεύεις·

πατάς

σου δε λείπει,

σου

κάνεις,

μια.

απ’ τα διαμάντια

στολίδια

ρημάδι

πότε

ευθύνη

φτάνεις;

ακλουθά"

ενός

Εξωτικό

ρυθμέ,

ήλιου

μύρο

αφού

ευωδιά,

μονότονου

μ’ αυτήν

μόνη

τήνε

θαμπ

ως κλείνω

Τα μάτια

του

ολόθερμου

φαιδρή

μια ακρογιαλιά,

φθινοπωριού σου τα μύρα,

ενός ήλιου

που

βραδιά,

βλέπω

τήνε

μονότονου

νωχελικό

νησί που η γης του

εκείνη

βγάζει

κάτι δεντριά

που τ’ αθώο

παράξενα

μ’ ολόγλυκους

καρπούς-

γυναίκες

το βλέμμα

σε ξαφνιάζει,

κι άντρες

με σώματα

με φέρνει

μαγεμένα,

ωστόσο

μυρίζοντας

να ξετυλίγεται

η πύρα.

θαμπώνει

Ένα

σε ζεστή

του στήθους

λεπτά,

τους

μα

δυνατούς.

Το μύρο

σου

σε κλίματα

από

πανιά

κι απ’ άρμενα

του

πέλαου

κουρασμένα-

και της χλωρής

λιμάνι,

ταμαρινιάς

που τα ρουθούνια

που

το ξωτικό

ο μόσχος

ακόμα

σ’ ένα γεμάτο είν’

απ’ τα κύματα

λουλούδι,

του ν’ αδροφουσκώνει

κάνει,

Η κόμη

Ω κόμη,

μπούκλες, μπορέσω

θύμησες

δέρας

λαμπερό,

θάμπος! απόψε

εγώ,

το σκοτεινό

σγουρόχυτο

Ω ευωδιά,

ω κόμη, κρεβάτι,

ώς την πλάτη!

Ω

λαγγέματα

γεμάτη!

να γεμίσω

με τις παλιές

καθώς

Για να

μεταξομάντιλο

σου

θέλω

να σ’

ανεμίσω.

Η Ασία,

η χαύνη,

πράματα

τόσο

ω μοσχοβόλο

σου,

ο νους

αλλωνών

μου,

ο δικός

Θα πάω

στη

γίντε

όλο

τα χρώματα

βοή,

μπράτσα

πλατιά,

ουρανού

που

που

Μαβιά

που

το δέντρο

ώρες

βάθη

σου,

αγάπη

όλο χυμούς,

γλυκολιγώνει-

μ’ ασκώνει!

γερές

Κλείνεις,

με φως κατάρτια

θαμπώνει

η ψυχή

να πιει,

μου

και

και σε χρυσό

μου,

γύρα

από

κι όπου

ανοίγοντας

τη δόξα

μέθη

διψασμένο,

έχει κλεισμένο-

του θα τον γλυκοκουνά,

μαλλιά,

και τα μύρα-

γλιστράει,

λαμπρού

ενός

η πύρα.

που τ’ άλλο

’σε ξανά

πάει

τους ήχους

για ν’ αγκαλιάσει

το κεφάλι

να βρει για

όπου

μέσα τρέμει

πέλαγος

ο σάλος

ο άνθρωπος,

τ’ ουρανού

άπληστα

σε μέταξα

Θα χώσω

που

μου το κύμα που

το πλοίο

μαύρο

ευωδιά

στην

πετάει,

στα

κι όπως των

ζούνε-

και φλογισμούς·

κουπιά

λιμάνι

την φλογάει,

κι όλο σβούνε,

μου, τώρα

μουσική

τ’ όνειρο

εβενοθάλασσα,

πανιά,

ο ήλιος

που

λείπουν

μου κολυμπάει.

εκεί κάτω

πλεξούδες,

που

δάσος

απ’ τη λάβρα

κάτω

ένα

κι η Αφρική

μακρινά,

λικνίσματα ολοτέντωτη

ξέρει,

αρωματικά των

σ’ αυτό

κι ο νους

το

μου

ω ραθύμια

κι ατέλειωτα

σκοταδιών

εμέ,

γόνιμη,

παντιέρα!

κι Τον

μου

γαλανό

πλεξούδες

δίνετε,

και κατραμιών,

σάπφειρους,

ποτέ τον πόθο

λατρεύω,

θενά

ω βάζο

της νύχτας

αγκαλιά

μου

πιο μακριά

’σαι

Και ρίχνομαι

στην

σου για να μην τον

σου!

Η όαση

όπου

ρουφώ

που της θύμησης,

το θόλο

σε

Τον έρωτά

σιωπηλή!

μ’ αποφεύγεις,

σαν

για πιότερη

ειρωνεία

μου απ’ ό,τι το γλαυκό

σκαλώνω

απάνω

την ψυχρότητά Θα

άπειρο

σκληραίνει. τα δόντια,

Στ’ αλλόκοτο κάθε

μέρα

μαγαζιών

αναμμένα,

και

πως

είν’ απ’ την

εσύ καρδιές

καλά

σου

για ν’ ακονίσεις

θες να μασήσεις.

φωτισμένα

λες,

σου όλη την

τα σπλάχνα

γύμνασμα

καθώς

που πιο πολύ,

στο δρομάκο

ακάθαρτο,

σου,

κι ω ζώο ανήλεο,

σου την αγαπώ,

αυτό

βιτρίνες

στην καρδιά

σ’ ένα πτώμα-

’μπάζες

δεν είδες να χλομιά Η πλήξη, πλάσμα οικουμένη!

σαν

βαριά

θα δονεί,

μεγάλη

τον γυρεύω

ω στολή,

έφοδο,

ένα σωρό

ώς κι αυτήνα

σε φέστες

από

και δαφνόλαδου

μου.

σκουλήκια

σου,

βαθιά

σαν τον νυχτερινό

Ω γλυκιά,

λύπης!

μου, πιότερο

ωραία

θαρρώ,

ή το φλασκί

σο Έτσι,

τη

ρουμπίνια

μου τ’ αυτιά

δεν είσαι,

την ψυχρότητά

σου,

μου στη χαίτη

Το χέρι

Πάντα!

ξεχνούν

μεθώ

με μόσχου

αγέρα.

μαργαριτάρια,

ονειρεύομαι

που οι

στο χνούδι

αιθέρα-

οι στριφωμένες,

που. ’ναι ανακατωμένες

μυρωδιές,

Πολύ!

τον άπειρον

έχουν

σας

Τα

μάτια

ή σαν πυροτεχνήματα

με δανεική

αυθάδικα,

χωρίς

ποτέ του

Ω μηχανή όργανο

τυφλή,

καθρέφτες

μπρος

βρύση

τα μάτια

ξέρεις

που

σένα,

τρανής

αφού

ω γυναίκα,

βορβορώδικο!

Με την αχνή

περπατει,

οδύνης!

οι φακίροι

οι γέροι

που

στα κρυφά

το κάνουν

δε τους

ο μέγας

από τρόμο

τα σχέδια

βασίλισσα,

βάλει

έχει

πια

της

να

θείο;

μεγαλείο!

στ’ αγέρι,

κυματιστή

λαφροχορεύει,

Ποτέ

σφάζουν;

Κακού

Ω αίσχους

σε όλους

δε σ’ έκανε

η Φύση, του

Σωτήριο

ω, πώς

πίνεις,

στη γη ένα πνεύμα

της φορεσιά

θαρρείς

σου

να σκορπίσεις,

ω ζώο ταπεινό,

πλάσεις,

Ω ύψος

να γρικούνε.

το αίμα του κόσμου

να οπισθοχωρήσεις, μεγάλη,

δρούνε,

και πώς δεν είδες να χλομιάζουν

ντρέπεσαι

όλεθρος

πάντα

των το νόημα

κουφή,

άπονα

που

δύναμη

κάλλους

καθώς

πάνω

κι όταν

ακόμα

το φίδι το μακρύ,

ραβδί

στο

που

και ρυθμικά

σαλεύει.

Και σαν τον άμμο το βουβό, αναίσθητα

κύματα

περνάει

κοιτάζουνε

κάθε

τα ουράνια μας

της φουσκοθαλασσιάς,

της ερμιάς,

δυστυχία,

έτσι,

που

και σαν τα πλάτια

στα χρόνια

ανθίζοντας,

μ’ αδιαφορία.

Τα γυαλιστά παράξενα,

κι η αρχαία

τα μάτια της από πετράδια

συμβολικά

σφίγγα

της κάλλη,

εμείναν,

που

εγίναν

και μέσα στα

εκεί ο παρθένος

άγγελος

κι οπού

’ναι όλα της χρυσός,

κι ανωφέλευτα

ολόψυχρα

φως

διαμάντι,

σαν άστρο

λάμπει

κρύο

αιώνια

κι ατσάλι,

της γυναικός

της

’ναι,

Το φίδι που χορεύει

μ’ αρέσει,

Πόσο

στ’ ωραίο

Πάνω

κορμί

στην

σαν

ένα αστέρι,

σου να μαρμαίρει

ράθυμη

σου τη φουντωμένη,

κόμη

αγάπη

το δέρμα

μου, να θωρώ

σου το λαμπερό.

με τα βαριά

της

μυρωδικά,

θάλασσα

πλάνα

κι ευωδιασμένη,

με μπλάβα

κύματα

και

γαλανά,

καθώς στον

καράβι

άνεμο

ρεμβή

η ψυχή

για κάποιον

Τα μάτια σαν δυο χρυσό.

που ξυπνάει

τον πρωινό,

σου

μου

ξεκινάει

μακρινό

ουρανό.

που δε μιλάνε

στολίδια

ολόψυχρα

για τίποτα ’ναι,

πικρό

φτιασμένα

ή γλυκό,

από σίδερο

κι από

Σειστή

κανείς

θαρρεί

πως

σαν σ’ αγναντεύει

Απ’ τη νωχέλεια

Και το κορμί που

που την

σου

βαρύνει,

μακραίνει,

που πάγοι

βροντερό,

να περπατάς

κανένα

σαν

σου η παιδική

ένα πλοίο

με τις αντένες

αναλιωμένοι

σαν απ’ το στόμα

και λυγιστή,

φίδι σε ραβδί.

η κεφαλή

γέρνει,

και γυροφέρνει

όλο κυλάει

Ως κύμα,

να χορεύει

βλέπει

τρανό

καμαρωτό,

μες στο νερό.

το κάνουν

σου ξανανεβαίνει

και

γύρω

στα δόντια

σου το νερό,

θαρρώ

πως πίνω

θριαμβική, φορά

κρασί

ουρανό

ρευστό

που

που αφρίζει, που

μου

’χει

σκορπίζει

μια πίκρα άστρα

χρυσά

συν

Το ψοφίμι

Θυμάσαι,

φως

κάποιο

μονοπατιού

μου,

το στρίψιμο

ένα ψοφίμι

Με πόδια

εκείνο

που

καλοκαιριάτικο

τόσο γλυκό;

κειτότανε

στα χαλίκια,

σηκωμένα,

αντικρίσαμε,

πρωί,

φριχτό!

σαν γυναίκα

ακόλαστη,

Σ’ ενός

μες

που

φλόγα

και φαρμάκια

και κυνικά

νωχελικά

Ο ήλιος

πάνω

στη

σαπίλα

για να την ψήσει στη

της ξερνά,

ο ίδρος

άνοιγε

την

του τη δυσώδικη,

κοιλιά

μεγάλη

Φύση

ό,τι είχε

Κι ο ουρανός

μια φορά

κοιτούσε

που

να σου

’ρχεται

κι έβγαινε σκουληκιών,

του Ζωές

πιο πολύ,

να ξαναδώσει

το λαμπρό

αυτή.

το σκέλεθρο,

μια ολάνοιχτη

στα χόρτα

αυτή

σαν

καρδιά-

κι ήτανε τόση

η

κουρέλια

ανέβαιναν

μαύρη,

λες, απ’ άυλο

βούιζαν,

η στρατιά

των

έτρεχε,

της, τα ζωντανά.

σαν κύμα

σαν σπίθες

λιγοθυμιά.

οι μύγες

κοιλιά

σαν λασπόνερο

που

πετούσανε φουσκωμένο,

συνθέσει

από κει μέσα,

στα σάρκινα

Κι όλ’ αυτά

αχτιδόλαμπε,

μπορούσε

’νιωθες

στη σάπια

Πάνω

αυτή

όσο

τρίδιπλα

σαν λουλουδιού

δυσωδία,

εκειδά!

και κατέβαιναν,

λαμπερές,

και το ψοφίμι

φύσημα,

έρωτά μου, του αποσυνθεμένου π που ξέχυναν μια μουσική παράξενη,

σαν του νερού

που τρέχει που και τρέχει του και αγέρα του τη αγέρα φωνή,τη

φωνή

ή σαν του σιταριού,

που ρυθμικά

το γυροφέρνει

Κι οι φόρμες

ο λιχνιστής

που ο καλλιτέχνης

σαν σχέδιο

και το ξεχνάει

στο τελάρο

απ’ τα βράχια,

αστέρι

που άφησε

θα γίνεις

σαν τη

άγγελέ

Ναι, τέτοια

τούτη,

στις

πνοή

απ’ τα χόρτα,

για να σαπίσεις

στο

που

σκουλήκι

φευγιό.

στο

θα σε τρώει

εσύ, της πλάσης

μου,

μου τρελή.

χάρες,

εσύ,

θ’ αφήσεις απ’ την

πλάι στους

τότε,

αυτό το απαίσιο,

τη φριχτή,

μου κι ήλιε,

όταν την ύστερη

Πες

ανήσυχη

από το σκέλεθρο

πάνω

μου, αγάπη

θα γενείς,

και πας κάτω

σκύλα

σαν και το ψοφίμι

σαπίλα

των ματιών εσύ,

κάποια

να ξαναπάρει

παραμονεύοντας

— Κι όμως,

αρχινά

μισοτέλειωτο,

με μάτι όλο θυμό,

μας κοίταζε

το κόκαλο

του

το μες στο νου του μοναχά.

αποτελειώνοντάς

Πίσω

λιχνιστήρι

πια σαν όνειρο,

μοιάζαν

σβήναν,

στο

και το κουνεί.

ωραία με φιλιά,

ρήγισσα,

της ζωής την άνθηση,

παχιά

σκελετούς

της γης!

μου, πως

στην

καρδιά,

τη φόρμα

και τη θεία ουσία

φύλαξα

De profundis

Ζητώ

στο

λίγη

μαύρο

από

ευσπλαχνία

βάραθρο

που

Σε,

μολυβοσκεπασμένος,

που

φρίκη,

Τους

έξι μήνες,

έξι, σκοτεινιά

ο ήλιος

άθερμος

ή δεντρί

γεννιέται.

Λοιπόν,

φρίκη

αγριότητα

καμιά

στη

που ο ήλιος

καθώς

άπειρη

το Χάος

πόλο-

ρήγορο

κουτόν

Βαθιά

ένας

κόσμος

αγρικάω.

τους άλλους

πλανιέται·

μήτε ποτάμια,

γη ποτέ

αυτός

δεν ξεπερνά

σκορπά,

τη νύχτα

ζώα,

πιο

μηδέ

χόρτο

την παγερή

που

είναι

γύρα-

των ζώων των πιο ταπεινών πέφτουνε

ψηλά

αγαπάω.

είν’

στο χώμα του όλο- είν’ ένας τόπος

κι από τον βόρειο

γυμνός

που

μόνη

πεσμένος,

μες στη νυχτιά

βλαστήμιες

πέφτει

τη

βρίσκομαι

θλιβερός,

μόνο

clamavi

η νύστα

ζηλεύω

εγώ τη μοίρα,

σαν τα σμίγει,

σπαθί

Η αιματορονφήχτρα

που

σ’ ύπνο

τόσο το νήμα του ο

Εσύ,

που μπήκες

θρηνοδαρμένη·

μια μαχαιριά

σαν

που,

εσύ,

σαν

μες στην

δαιμόνων

μου τη

καρδιά

ήρθες

μυρμηγκιά,

τρελή

κι ομορφοστολισμένη

στο

πνεύμα

μου που

για να το κάνεις

είχε ταπεινωθεί,

σπίτι

και κοιτίδα,

στην

αλυσίδα,

— άτιμη,

που

μαζί σου

έχω

δεθεί σαν

ο

σαν

ένας χαρτοπαίχτης

σαν

ένας

κατάδικος

μεθύστακας

σαν στο ψοφίμι

στο χαρτί, στην

σκουληκιών

μποτίλια,

τα χείλια,

—κατάρατη,

κατάρατη

εσύ!

Ικέτεψα

το γρήγορο

να μου χαρίσει πει να βοηθήσει

Αλίμονο! «Δεν

την

ελευθερίά

μου, κι είχα στο δολερό

μου την ατολμιά

Φαρμάκι

πρέπει

σπαθί

και σπαθί

να ξεσκλαβωθείς

είπαν εσύ

φαρμάκι

μου.

με περιφρόνηση απ’ τα δεσμά

σ’ εμένα:

σου τα

καταραμένα!

»'Αμυαλε!

Και να σπάσεις

βοηθούσαμε

ακόμα,

ξανά

τη σκλαβιά,

κι εμείς αν σε

θ’ ανάσταινες

με τα φιλιά

της

Μια νύχτα που κοντά

σε πτώματος

πλευρό

μου το κορμί

εκείνο

λαχταρώ

σε μιαν απαίσια πτώμα

άλλο

Εβραία

ξαπλωμένο,

το πουλημένο,

όπως

κειτόμουν,

κοιτώντας

τη λυπημένη

πλάι

που

ομορφιά

σκεφτόμουν.

Τη γονική

της αρχοντιά

βλέμμα

της με χάρες

κράνος

μυρωμένο,

ο νους

μού αναπολούσε,

κι η θύμηση

αυτή

το δυνατό

στο κεφάλι

την κόμη

οπλισμένο,

μέσα

μου τον έρωτα

ξυπνούσε.

το ευγενικό

Γιατί τρελά

δροσάτα

πόδια

από βαθιά

σου

χάδια

αν μια νυχτιά ένα δάκρυ

κορμί

τα μάτια

αληθινό,

σου

ω σκοτεινή

κι όταν,

κι απ’ τα τι θησαυρούς

καρδιά,

να μου

δώσουν

που θα ’κανε τις

σου σαν τύψη.

ομορφιά,

με τ’ ολόμαυρο

αντί για κλίνη

την κρύπτη

μαλλιά,

μπορούσαν

ω πέτρινη

τύψη

Μεταθανάτια

στο μνήμα

σου

θενά σκορπούσα,

ου τρώει τη σάρκα

'Οταν,

σου θα φιλούσα,

ώς τα μαύρα

κλειστά

θα ’χεις τα μάτια

το μάρμαρο

σου χρυσή

θα ’χεις την υγρή,

φτιασμένο,

και για παλάτια,

το λάκκο

το σκαμμένο-

το

της σαν

μόνο

όταν

η

πλάκα,

σφίγγοντας

πλευρά

σου,

αφήνει

να χτυπάει

ο τάφος

και να ποθεί

ο τάφος

σ’ αυτές τις άσωστες

που

σου

δεν

πει:

τα δειλά

η

σου

καρδιά

σου,

και τα

δε θεν’

λυγούνε,

ούτε

σ’ ερώτων

να πετούνε,

που σ’ αυτόν

τότε,

πάντοτε

θενά

τα στήθια

αβρά τα πούπουλα

στ’

τα πόδια

συντυχιές

νιώθει

που

θ’ ανοίξω

που ο ύπνος

νυχτιές

«T l κέρδισες,

εγνώρισες

την ψυχή,

— γιατί

θα

τον ποιητή —

εταίρα

που

αυτό

κλαίν’

θα σου λείψει,

αστοχημένη,

οι πεθαμένοι;»

Η γάτα

Έλα,

γατούλα

μου

όμορφη,

και τα γαμψά βυθιστώ

στα

που

Όταν

ωραία

μέταλλο

χαϊδεύουν

το χάδι

αυτό

σου

μάτια

κι αχάτη

ξέγνοιαστα

τη λαστιχένια

στη

σου τώρα

ράχη

τα νιώθω

στο ηλεκτρισμένο

φλογερή νύχια

μου

κράτα·

αγκάλη, και άσε με να

πάλι, είναι

γεμάτα.

τα δάχτυλά

μου

και την κεφαλή

μεθυσμένα,

πάνω το κορμί

εμένα

σου,

σου,

κι ηδονικά

απ’

ο νους

μου στη γυναίκα

σαν τη δική ρίχνει

βαθιά

κι από τα νύχια την

ώς την κορφή αγέρι

ζώνει

που στην

τρανέψουμε

και κρύα

κοφτερή

την

μου πηγαίνει,

που η ματιά της

σου, ζώο αγαπημένο, της-

σαϊτιά

χυμένο,

μ’ επίφοβη

αιθέρινο

που γύρω

ευωδιά,

μας κ

καρδιά

Duellum

για να χτυπηθούν

Τρέξανε αστράψαν

κι αίματα

αυτές

είναι

έχει

μάθει

ακόμα.

Οι σπάθες

σαν τη νιότη

όμως τα δόντια

που τους

στήθια

πληγωμένα!

Στη λαγκαδιά αρπαγμένοι

εξεγελάσαν.

όπου

πάνθηρες

οι δυο πολεμιστές

τους τ’ άγονα

βατόκλαδα

το

βάραθρο

Άσπλαχνη

αμαζόνα,

Άδης,

μας,

μας, τα νύχια

άρματα

το χώμα.

σαν τις κραυγές

κλαγγές δεν

οι δυο πολεμιστές·

ραντίσανε

είν’

τ’ άρματα

μιας νιότης

αγαπητή

μου,

του

και λύγκες κυλήσαν,

που τον έρωτα

Σε λίγο

σπάσαν!

θα πάρουν

τροχισμένα,

Ω λύσσα

κι οι

Η αμάχη

όψιμου

θέση

έρωτα

τριγυρίζουν,

στ’

σε

ανήλεα

κι απ’ τα κορμιά

θ’ ανθίζουν.

αυτό,

εκεί κι εμείς

που

οι

φίλοι

ας κυλιστούμε,

μας

γέμισαν!

πόσο

Οι ήλιοι

είν’ όμορφοι

στα

τα βράδια!

θερινά

Το μπαλκόνι

Γεννήτρα

κάθε

θύμησης,

τρυφερών

Τα βράδια

που

γεννήτρα

’λάμπε

ροδαχνοσκέπαστα

σου!

αγκάλη

κρυφά, φωτιά

συχνά

πόσο

Οι ήλιοι

μας

καρδιά

εκεί

αίματός

Πόσο

σου.

εκείνη

θύμησης,

στις

μέσα

στην

σου!

που

τη

πρώτη!

σου, και τα

Πόσο

η

γλυκιά

Πράματα

τα βράδια

μόνοι,

του τζακιού,

ερωμένες

κάμαρά

στο μπαλκόνι.

μου οι

των

αθάνατα,

’λάμπε

η

σου.

είν’ όμορφοι

δυνατή!

συ, όλες

τη γλύκα

η καρδιά

κάμαρά

ω ρήγισσα

γέρνοντας, μύρα του

η φωτιά

καλή

είπαμε

μέσα στην

κάθε

τα βράδια

Πόσο

πρώτη,

Θα θυμηθείς

μου η πορεία!

την ωραιότη,

χαδιών

μαγεία,

βραδινή

ερωμένες

στις

ω εσύ, της ζήσης

χαρές,

στα

το

στα χάδια, Οι ήλιοι

φως

σου! Στην

θαρρούσα

πόσο

πως

η

Πόσο

τα βράδια!

θερινά

βαθύ

αγκαλιά ανάσαινα

είν’ όμορφοι

στα

σου τα

θερινά

τα βράδια! Σαν

παραπέτασμα

νύχτα,

των

πίκρα!

της ανάσας

ματιών

στ’ αδερφικά σκοτάδι.

έπεφτε σου σου

μου χέρια.

το

βραδινό

μάντευα έπινα

Σαν

το

σκοτάδι

τ’ αστέρια, χάδι

και,

και κοίμιζα

παραπέτασμα

μες στη

κι ω γλύκα!

έπεφτε

ω

τα πόδια

το

σου

βραδινό

Ξέρω

την τέχνη

να καλώ

και τη γλυκιά

κορμί

καρδιά

στιγμές

ευτυχισμένες!

Εκείνοι

οι όρκοι,

σου;

οι ευωδιές,

κύλησαν

στους

βγαίνουν

πιο λαμπροί

μες στης

θάλασσας

άπατους

σου! Γιατί πού να ’βρω

μακριά

πιο ποθοπλανταγμένες,

ομορφιές

απ’ το ωραίο

την τέχνη

Ξέρω

τ’ ατέλειωτα

τ’ απόβαθα

φιλιά

θα ξαναβγούνε,

βυθούς,

κάποιοι

να ζω τα

ευτυχισμένες,

στα γόνατά

μου γυρτός

περασμένα

στιγμές

ήλιοι αντίκριά λουστούνε;

εγώ

σου

να καλώ

μας,

που

καθώς

μας,

που

αφού,

Ω εκείνοι

πριν,

οι όρκοι!

Ο δαιμονισμένος

ο ήλιος

Σε κρέπι ζωής

μου,

κάπνιζε, Πλήξης

το φως

αυτό,

κοιμήσου

βυθίσου-

και πέσε ολάκερη

σου,

’λείπε που

απόψε

κι απ’ το λυκόφως

η Τρέλα

μαχαίρι

την αποθυμιά

αν θαρρείς

Μα,

έτσι!

που

Ας λάμψουνε

τρελά,

Καθώς

στη σκιά

συλλογίσου,

σώπαινε,

να δειχτείς θήκη

κρύφτηκε.

μέσα

φεγγάρι

της

αν θέλεις, βαθιά

στης

το βυθό!

Μ’ αρέσεις αστέρι

εσύ,

είναι

λυμένη,

πιο καλό,

σαν εν’

να πας στα μέρη

βγαίνει, εμπρός!

Έβγα

απ’ τη

θελκτικό!

τα μάτια

σου στο φως των πολυελαίων!

στα μάτια των χυδαίων!

μου φέρνουνε

ηδονή.

Όλα

Άναψε

σου, νοσηρά

ή

Γίνου

ό,τι θες, μαύρη

’βρεις

μιαν αιμοσταλιά

Σκοτεινή,

κι όμως

ρόδινη

νυχτιά,

δε θα

πιστεύω,

αυγή·

μου το κορμί

σ’ όλο

που να μην κράζει:

φωτολουσμένη.

Ένα φάντασμα ι Τα σκοτάδια

του άπειρου

Στις κατακόμβες

η

πια σαν κατάδικο ροδόχαρη

Νύχτα

μάγερα

εκεί

με τη σκυθρωπή

τη

καθώς

ζωγράφο

το θλιμμένο-

— αλιά μου να

και που

σαν

ένα

θανατοπεινασμένο,

μπρος

μου απλώνεται,

από φως

ρεμβή

περπατησιά

πια παίρνει

καταλαβαίνω

την

βράζοντας,

μορφή

όταν

θεός,

το σκότος

μ’ έβαλε

μ’ έχει να τρώγω,

κάποτε

που αχτίδα

μόνος

μένω-

που εκεί ένας σαρκαστής ζωγραφίζω

που

μ’ έχει

που ριγμένο

μου Ειμαρμένη-

δεν κατεβαίνει-

ποτέ

πάντα

μαύρη

του πένθους,

πολύ

ίδια

λάμπει

και χάρη

την καρδιά

μου,

μεγαλωμένη

κάποια

καμωμένη.

Απ’ την ανατολίτικη,

της,

ολάκερη

ποια

τη θεία κορμοστασιά

είν’ αυτή

η

πανωραία

της,

μου ξένη:

Ω είν’

Εκείνη!

κι όμως

Σκοτεινή,

φωτολουσμένη.

II Η ευωδιά

Μην

αναγνώστη

έχεις,

μεθυσμένος θυμίαμα

και

που χύνει

ή μια ευωδιά Θέλγητρο

έτσι,

που

μαγικό,

φέρνοντας

καμιά

μεγάλη

φορά

μυρίσει,

λαιμαργία,

του

σαν

βαθύ,

καιρό

έχει αφήσει;

παμπάλαιο

που τόσο

μας μεθάει,

ξαναζωντανεμένο,

κι ο εραστής

σε σώμα

αγαπημένο,

δρέπει

Απ’ τη βαριά κόμη

της που

θυμίαμα

που

το

μόσχου

η εκκλησία, φυλαχτό

τον παλιό

σαν γέρνει

εσύ,

μ’ αργή,

’μοιάζε

σαν

λαστιχένια,

ευωδούσε,

έν’ άρωμα

μυρογυάλι

παράξενο

το

την

ζωντανό,

σαν του αγριμιού

κυλούσε,

κι απ’ τα φορέματα

τ’ αχνά

κι από τα βελουδένια,

της τα νιάτα νοτισμένα,

τ’ αθώα χυνότανε

μοσχοβολιά

που τα ’χανε

γουναρικού

σ’ εμένα.

III Η κορνίζα

Καθώς

κορνίζα

ατίμητη

τη ζωγραφιά

στολίζει,

έστω κι αν την

ζωγράφισε

πινέλο

μαγεμένο,

κάτι

κάτι της δίνει αλλιώτικο

ξακουσμένο,

που

κάνει την

μες στην τρανή

και

να

φύση

ξεχωρίζει,

έτσι,

έπιπλα,

κοσμήματα,

ταιριάζανε

στη σπάνια

το φεγγοβόλημά

της,

χρυσά

που

αντιφεγγούσαν,

ομορφιά

της·

τίποτα

κι όλα σαν

ολότελα

δεν της θάμπωνε

ένα πλαίσιο,

θαρρείς,

την

τριγυρνούσαν.

Κάποτε αγάπη

θα ’λεγε

κανείς

της ζητούσαν

μες στου

γεμάτο

αργή,

λινού

ανατριχιάσματα

πότε

γοργή,

ότι κι αυτή

θαρρούσε

όλα την

πως

κολυμπούσε και του

ατλαζιού

τ’ ωραίο

γυμνό

καθεμιά

κίνησή

τα χάδια

κορμί

της χάρη

τα περίσσια,

και πότε

της·

παιδιάστικη

IV Το πορτρέτο

Η Αρρώστια εκείνη

εδώ κι ο Θάνατος

τη φωτιά

οπού

τα γλυκοφεγγοβόλα,

’λαμψε το στόμα

σκόνη

για

μας,

αυτό,

τα κάνουν

όλα.

απ’ τα μεγάλα

που

μου

’πνίξε

Απ’ όλη

μάτια

της,

τα φύλλα

της καρδιάς,

απ’ τα φιλιά της, δυνατά της,

πιο θερμό

σαν βάλσαμου

κι απ’ αχτιδοβολή,

βοτάνι,

τι απομένει;

τ’ αγκάλιασμά Είναι

φριχτό

ο

νους

να το βάνει!

μου

ένα θαμπόσβηστο

Μονάχα

σχεδίασμα

στο χαρτί,

που

σαν κι εμένα,

τ’ αγγίζει σκληρή

έτσι κι αυτό

ο Καιρός,

με μάτια

θύμησή Τους

από γαγάτη

και σιμώσει

ανίσως

της Τέχνης,

σκοτεινέ

συ μέσα στη

σκοτώσεις

μοναξιά

της Ζωής,

και τ’ όνομά

μου

να ρεμβάσουνε

καράβι

που

ο τρανός

βοριάς

σαν να

’ναι τότε η μνήμη

και κρύφιο

ρίμες

απάνω-

κατάρατη,

εφήμερο

πατάς

που

κράζω

μονάχα

χνάρι

το πόδι

των θνητών

που

βαθιά

απλώνοντας ρίχνουν

ανάλαφρο

που

από

κρεμασμένη

απ’ την σε,

σου

δολερή

στων

δε θα δόξα

αυτούς,

Καιρών

μου

κι

τα μακρινά

μια νύχτα τα κεφάλια, έχει εκεί ευοδώσει,

θρύλους

τον

καμωμένη,

έτσι να τον κουράσει,

ως τύμπανο

αδερφικό

γλυκά

ποτέ

σου χαρίζω

στίχους

και κάνει

μου

με τη

που ήταν

εκείνην

μου

ακρογιάλια

αναγνώστη

και που

τελειώνει,

κι ολημερίς

του το λιώνει...

φτερούγα

Ω δολοφόνε

στη

ο γερο-χλευαστής,

κι ως από κρίκο

να μείνει στις περήφανες

άβυσσο

ώς τ’ αστέρια

τα χέρια!

Ω εσύ, που

τις

εγώ σαν το

οι ίσκιοι,

και με γαλήνιο σε βρίσκει,

μάτι

ω άγγελε

τ’ ανόητο

πλήθος

μπρούντζινε,

eadem

Semper

η αλλιώτικη»

«Πούθε

που

μας

καρδιά

ένας

ωραία

ανίδεη

με γέλιο

στου

ωραίου

μου,

ματιού

τι θα πεις,

και τι θα πεις, όμορφη, θείο

η

όλοι

αυτό.

στιγμή.

Πάψε σου

Έλα!

λοιπόν

Σαν τη δική

να με ρωτάς,

είναι γλυκιά,

σώπαινε,

Οι ανθρώποι

παρά

άσ’ τηνα

Άγγελος,

ψυχή,

μου

εσύ,

είναι

δεμένοι

με τη Ζωή.

στο

σου τ’ όνειρο

φτωχή

καρδιά

την πιο καλή,

βλέμμα

μ’ όλα ξετρελαμένη,

ψυχή, παιδικό!

ο προστάτης

Απόψε

το ξέρουν

κι αν κι η φωνή

με το Θάνατο

την καρδιά

Άσ’

στη

— Άμα

της κάνει,

εσύ!

Σώπαινε,

πιότερο

σε πιάνει,

αυτή

το γυμνό;»

δεν είναι κρύφιος.

ξάστερος,

φαίνεται

κοπέλα,

μου

στόμα

είν’ άσκημο-

πόνος

σου τη χαρά,

περίεργη

«η θλίψη το βράχο

μια φορά το τρύγημά

να ζει κανείς

Είν’

έλεγες,

σαν τη θάλασσα

λούζει

ψέμα να μεθύσει,

ν’ αρμενίσει

τ’ ωραίο

η Παναγιά

κι η Μούσα».

μοναχιασμένη, που

ζεις στο

μαρασμό,

την πιο σου αγαπημένη,

της νιώθεις

ξανανιωμό;

που

στην

ξάφνου

πιο

στο

τις χάρες

—Περήφανα

της θα ψάλουμε

ο γλυκός

Η σάρκα

της, πνευμάτινη,

και τ’ αχτιδένια

ξεχύνει

τη σιωπή,

είτε στους

που

δρόμους

πυρσός

στ’ αγέρι

Κάπου

και κάπου: μου

Άγγελε

σκλαβωμός.

Αγγέλων

μάτια της μας ντύνουνε

Κι είτε στης νύχτας

για τη δική

στη λύρα-

της, ναι, δε μοιάζει

με τίποτα

«Είμ’

που

όμορφη»

εσείς

είσαι

αν πηγαίνει

κοσμοπλημμυρισμένοι,

της χορεύει,

ο ίσκιος

αγάπη

τη μοναξιά

βοούν

μύρα,

με φως.

όπως

«και θ’ απαιτούσα

λέγει,

τ’ Ωραίο

όλο υγειά,

πλανάται.

ν’ αγαπάτε.

ξέρεις

τους

τους

αρ

Αναστροφή

Άγγελε,

που

ντροπιάσματα, άγνωστος,

χαρτί

στο

ξέρεις

όλο χαρά,

είσαι

τα κλάματα,

λες, την καρδιά σκότος

την

ξέρεις

την πλήξη, να σφίξει,

με μανία;

Άγγελε,

αγωνία,

τον τρόμο

τις τύψεις, που

να την τσακίσει που

είσαι

τα

’ρχεται σαν

όλο χαρά,

την αγωνία;

Άγγελε

που

είσαι

όλο καλό,

σφιγμένη

τη γροθιά,

Εκδίκηση

σατανικά

και θέλει

στις

ξέρεις

το δάκρυο

την

έχθρα

που στάζει

εκείνη

χολή,

όταν

και τη

η

προστάζει

δυνάμεις

μας ο στρατηγός

να γίνει;

Άγγελε

που

όλο καλό,

είσαι

Άγγελε

που

ξέρεις

είσαι

την

έχθρα

όλο υγειά,

απ’ τους τρανότοιχους

κάτω

εξόριστοι

μ’ αργά

που

ο ήλιος

τους

ξέρεις

Άγγελε

χύνει

τους

που

εκείνη;

τους ξέρεις

τους

βήματα

περπατούνε,

ομπρός

τους;

αρρώστους,

το λίγο

γυρεύοντας

Άγγελε

που

είσαι

που

και σαν

γυρνούνε

των σπιταλιών

φως

όλο υγειά,

αρρώστους;

είσαι

για τα γερατειά,

όλο ομορφιά,

και τι πόνο

κοιτάς

την κρύφια

οδύνη,

έρωτα

τις αχτίδες;

Άγγελε

τις ξέρεις

σου

δίνει,

τις ρυτίδες,

στα μάτια που ήπιες που

όλο

είσαι

το φόβο

όταν της αφοσίωσης άλλοτε

του

τις ξέρεις

ομορφιά,

τις ρυτίδες;

Άγγελε

που

μαγικού

είσαι

κορμιού

εγώ ήθελα

όλο χαρά,

θα ζήταγε

πεθαίνοντας

ζωή

ευτυχία

και φως

ο Δαβίδ

να πάρει

να ’χα, άγγελε

μόνο

Όμως

σου και τη χάρη! που

είσαι

μονάχα, απ’ τις πηγές

τις προσευχές όλο χαρά,

του

σου

ευτυχία

και

Εξομολόγηση

Για μια φορά, ακούμπησε

μέσα

μια μόνο,

γυναίκα

στο μπράτσο

στης ψυχής

αγαπημένη,

μου το μπράτσο

μου τα μαύρα

βάθη

μένει

σου,

στιλπνό-

και

μια θύμηση

Ήταν

αργά-

η πανσέληνος αργυρό

ολοκαίνουργιο,

σαν ποταμός

επίσημη,

στο Παρίσι

απάνω

Πλάι

στα σπίτια

τις αυλόπορτες

κι αργά.

Άξαφνα

στην

κι ολόχαρη

η

εγκάρδια

σου,

κρυφά

κάτω

γλιστρούσαν

από

τ’ αυτιά,

ακολουθούσαν,

κι ελεύθερη

ομιλία,

την ωχρή,

κάναμε

όργανο

πλούσιο,

που η ευθυμία

η ολόηχη

το δονεί,

σου,

ως από

μια φανφάρα

πρωί

που διαβαίνει,

κι αστραφτερή,

μια νότα,

λες,

και παραπονεμένη,

τρικλίζοντας,

κατσούφικο,

καθώς

αρρωστιάρικο,

του θα ντρεπότανε και που,

κρυφά

μες στ’ αχτιδόβολο

παράξενη

εξέφυγε

σκιές

μονάχα

απ’ την καρδιά

σαν

της νύχτας,

που ’χε αποκοιμηθεί.

απ’ τη φεγγοβολιά

απ’ την καρδιά

δειχνόταν

κι η σιωπή

χυνόταν

οι γάτες

αθόρυβα

που κάτω

στον ουρανό

μετάλλιο,

με ολόστητα

ή σαν αγαπημένες

φαιδρή

γι’ αυτό.

παντοτινή

ένα παιδί,

φριχτό

η φαμελιά

μην τύχει και το δουν,

και βρομισμένο,

που όλη

γι’ αυτό,

για χρόνια

κλειδωμένο

μες σε

κανένα Και

υπόγειο

θα το ’βαζε

βροντολάλησε,

κάτω τίποτα καλά,

άγγελε

δεν είναι

ποτέ δε σβήνει

κρυφό.

μου,

φτωχέ

πως,

βέβαιο,

και πάντοτε

η νότα

όσο

εκείνη:

«πως

εδώ

και να φτιασιδωθεί

προδίνεται

του ανθρώπου

ο

εγωισμός·

»πως σαν

είναι μιας

λιγώνεται

»πως

μια σκληρή

χορεύτρας

τη στανική

να χτίζεις

που κάνει

δουλειά,

χαμόγελα

είναι

πως μοιάζει

όμορφη,

παραφροσύνη,

κι ομορφιά,

στην Αιωνία

μέσα

στο νου

τη σιωπή

ωσότου

πως όλα

στο καλάθι

τα

μου

κείνη,

φέρνω

το φεγγάρι,

εκείνο

και τη φριχτή

Νυχτιά!»

την ξομολόγησή

το λάγγεμα σου στο

ξεμολογητάρι,

που όλα τα μυστικά

της τα σιγολέει

Η ψυχική

Όταν

πως

αδειανά·

η λησμοσύνη

για να τα ρίξει

Συχνά

να ’σαι

μοιράζει

κι αγάπη

θρυμματίζονται,

βάλει

κρύας

κι ολόγυρα

στις καρδιές

δουλειά

το φως της

γλεντοκόπους

ρίχνει

η αυγή,

που γρικούν

η ψυχή.

αυγή

το λευκοροδισμένο,

σαν τύψη

εκδικητικό

και το μυστηριώδες,

εν’ άγγελο

στο κτήνος

τους ξυπνάει,

το Ιδεώδες,

στους

κάτι το

το ναρκωμένο.

και

Των

Ψυχικών

τότε

που

ρεμβάζει

ωχρός

καθώς

τον τραβάει

αγνό

Πλάσμα

μάτια

Ο ήλιος πάντοτε,

στόμα.

βαράθρου

ερείπια

πιο ωραία

μου

τ’ άφθαστο

και που υποφέρει

των ηλιθίων

η θύμησή

σου,

μοιάζει

η σκιά η δική

η πνοή

σαν

μελάγχολο,

σαν

του απόβραδου

τρελό

Τ’ άνθος τρεμίζει,

μέγα

οι καιροί

αχνοβολάει

μελάγχολο,

σαν

και

θεά

μου,

πιο φωτεινή,

πιο

στα εκστατικά

σου

έτσι, νικήτρα

με τον αθάνατο

ήλιο,

ω

φωτισμένο-

Να τοι, ξανάρθαν

βιολί,

γλυκιά

γλεντιών,

αδιάκοπα

των κεριών

τη φλόγα

εσκοτείνιασε

Βραδινή

που

Έτσι,

για κείνον

ανοίγεται

φτερουγίζει.

ρημάδι

τρέμίζει,

γαλανό,

ακόμα,

και φωτεινό,

στα καπνισμένα ρόδινη,

Ουρανών

που,

στο κλαδί

μοσχοθυμιατήρι-

έχει σπείρει,

τ’ άνθος

ανοιγμένο,

τα μύρα κι οι ήχοι, κυλούν

σε βαλς

και λαγγεμένο!

αχνοβολάει

μια καρδιά

τρελό

αρμονία

που

σαν

θλίβουν,

και λαγγεμένο!

θυσιαστήρι.

μοσχοθυμιατήριδονισμένο,

Κι ώρια

και το

ξεσπάει

έχει θλίψη

σε βαλς

ο ουρανός

το βιολί ως καρδιά

Ξεσπάει

όλο αγάπη,

ο ουρανός

σαν

μέγα

όλο αγάπη,

από το παρελθόν, του

θλίβουν,

δονισμένο,

κοιμητήρι!

Κι ώρια

κι ο ήλιος

θυσιαστήρι,

καρδιά έχει

μες στο

θλίψη

αίμα του

το πηγμένο...

πνίγηκε,

Καρδιά

που

μισεί το μαύρο

που

που

Μέσα

κοιμητήρι,

κι ο ήλιος

φωτισμένο-

το πηγμένο...

πνίγηκε,

το μαύρο

μισεί

ρημάδι

ζει μόνο

μες στο

ως άγιο η μνήμη

μου

αίμα

σου

το στόμα,

πετάει

Το μπουκαλάκί

Είναι

Θαρρεί

φορά

βαριά

μυρωδικά

κλειδωνιές

κάθε

πως το γυαλί

κανείς

κανένα

που

μπουκαλάκί

σουβλίζουν.

φτασμένο

σεντουκάκι,

Κι ανοίγοντας

απ’ την Ανατολή,

ή μες σε σπίτι

του τρίζουν,

το διαπερνούν.

έρημο

καμιά

που

οι

ερμάρι

σκονισμένο, γεμάτο

αψιάν

κανένα

μπουκαλάκί

ολόζωη

μια ψυχή

οσμή

Σαν χρυσαλλίδες,

που

ευθύς

εκεί βρίσκεις

στη

μνήμη

άμετρες

σκέψεις,

τα φτερά,

λευτερωμένες,

χρυσοφάδι.

σε πάει,

απ’ όπου

αραχνιασμένο,

ενταφιασμένες,

μες στο πυκνό

γλυκά

πούλιας

καιρούς

ξεπηδάει.

ανατριχιάζοντας πετάν

σ’ άλλους

σκοτάδι,

γαλάζιες,

αργοσαλεύουν

ροδοκρύσταλλες,

με

Κι η θύμηση

η μεθυστική, τα μάτια

ταράχτηκε-

και την

αρπάει

κόσμου

που

στ’ αγέρι

φτερουγίζει

κι η Ζάλη,

στο βάραθρο

βυθίζει

την ψυχή

υποταγμένη,

το σκοτεινό

του σάπιου

πάλι-

σ’ ενός παμπάλαιου μυρωμένος

ξύπνημα

φασματικό

τήνε πετάει

το στόμα,

ξεσκίζει,

κι αναριγάει

το σάβανο

το πτώμα

έρωτα

κάποιου

που ως στο

ωραίου,

παλιού,

μυρίζει.

μες στην

ερμαριού

βάραθρου

Λάζαρος

που θάνατο Έτσι

να τη που

κλειούν,

τη θύμηση

ανθρώπινη

θα μ’ έχουν

γωνιά

εκεί στις σκόνες

από πίσω,

σαν έρμο

πεταμένο λερό,

κι όταν

σαν σβήσω,

παλιό,

μες σ’

μπουκαλάκί άχρηστο,

σιχαμερό,

ραγισμένο,

το φέρετρό

σου θα γενώ, σου η μόνη

και σήψης

γλυκιά

μαρτυρία,

ω εσύ, η ζωή

με σιγομαραίνει,

κι

μου

μολυσμένη!

φαρμάκι

ο

Της

αγγελικό,

θάνατος

που νιώθω

Το φαρμάκι

To κρασί

ξέρει

πάλι και ξέρει

μυθικές

στον σαν ήλιος

και το πιο παλιόσπιτο

με πλούτο

να ντύνει

θαυμαστό

στοές

ένα σωρό

χρυσοκόκκινο

του

που σ’ ένα ουρανό

να στήνει

αφρό, συννεφιασμένο

δύναμης πιοτό

σβήνει.

που

στην

Τ’ όπιο

μάς κάνει

πιο τρανή

κι ατέρμονες πλατιά

σκάφτει

απ’

θλιβερές

ό,τι είναι

Μα τίποτα

όλ’ αυτά

δίχως

μπρος

στο

μάτια,

ως με κοιτάν,

μες στην

μπρος

του σάλιου τύψη

πικρή

σου της

την ψυχή

το βλέμμα

αίνιγμα

σκληρό

(σταχτί,

ουρανό.

κλειέται

λίμνη

όπου τρέμει

μου πάν’,

το θαύμα

της σβηέται.

δεν αξίζουν,

δαγκωνιάς,

στη

λήθη

τον ίλιγγο

μού

βυθίζει,

μεμιάς,

ουρανός

σου κανείς πράσινο

και πότε ονειρεμένο,

αντανακλά

φαρμάκι

την άβυσσό

Συννεφιασμένος

σου,

πως

θωριέται...

στ’ άγριο

και διώχνοντας

Μ’ ατμούς

ξεχύνει.

’ναι

εκεί τα ονείρατά

Κοπάδι

που

μες στην ψυχή

σου

κι ανάστροφα

κι η δίψα τους

Και τίποτα

χαρές,

μπορετό,

στα πράσινά

μου η ψυχή

τις γραμμές-

το χρόνο τον βαθύνει,

την ηδονή,

και μαύρες πέρα

την απεραντοσύνη

των όριων

ή

θα ’λεγε γαλανό;)

τον ράθυμο

σκεπασμένο·

Πότε γλυκό,

και τον χλομό

το μάτι πότε

Η όψη σου τις αχνόθερμες, παθιάρικες

σε

καρδιές

άγνωστο

σαράκι

κοιμάται

αναγελούν.

μοιάζεις

ομίχλης

τους καιρούς

τα πυκνά

τοπίο

Ω εσύ, γυναίκα

ολόβρεχτο,

σας,

σας σ’ εμέ ηδονές

μου γόησσα,

τη νεότητά που

τραγουδήσω,

Τ’ αγέρι

όταν

που

πλώρη

βάνει,

στης

που Πόσο

οι αχτίδες

μέσ’

απ’

’χει παιδούλας

σαρώνεις

κι οκνά,

απαλά

ιστορήσω

θέλω

κι ο

πιο σκληρές

τα κάλλη

την ομορφιά

ύφος

με το φαρδύ

κινά

θα τ’ αγαπώ,

θα φέρει,

απ’

καράβι

θέλω να σου

σου αυτή·

μ’ όλα τα πανιά

ωραίο,

που

που

μέρη!

κι αυτά

Τ’ ωραίο

Ω ράθυμή

τόπου,

φωτούν...

όπου

Ω μαγεμένα

επίφοβη!

σου, τις πάχνες

χειμώνας

στολίζουν

το πνεύμα

ενός

ήλιοι τον

οι

όπου

όταν τα νεύρα,

πολύ,

ορίζοντα

λαμπροί

θυμίζει,

το πυρπολούν!

νέφη

Τα χιόνια ανήλεος

με όμορφον

καθώς

μέρες

ξεσπούν,

ξύπνια

τρικυμίζει,

Κάποτε

λαμποκοπάς,

λευκές

κλάματα

και γυναικός

φουστάνι,

και πρίμα

μαζί.

μοιάζεις

και για το πέλαο

που

σου να τήνε

καράβι

ολόισια

στο κύμα αργοκυλά.

Στον

λαιμό

στρογγυλό

σου λυγάει

κεφαλή

το δρόμο

σου, στον κρινοπάχουλο

και πηγαίνεις,

διαβαίνεις

μου γόησσα,

Ω ράθυμή στολίζουν

τη νεότητά

σου στήθια

Τα ορθόστητά

φουσκωτά

ωραίο

ιστορήσω

ύφος

λες,

κι αρπάχνουν,

με χάρη

η

περήφανα

παιδί.

που

τα κάλλη

σου να τήνε

θέλω την ομορφιά

και γυναικός

που το μετάξι

είν’ ερμάρι,

γυαλίζουν

αγέρωχο

να σου

σου αυτή·

που ’χει παιδούλας

τραγουδήσω,

σου στήθια,

θέλω

ώμο,

και με μια αταραξία

καμαρωτή·

σκίζουν,

μαζί.

τα θριαμβικά

που τα τορνεύματά σαν ασπίδες,

του τα

ολόγυρα

αστραπές.

Προκλητικές

κλει

ασπίδες

μέσα χίλιων

μυρωδιές

όταν

μοιάζεις

καράβι

κινάει

σαρώνεις

απαλά

Οι ευγενικές

τριανταφυλλένιες!

κρασιά,

κρύφια

που ’ναι να ξετρελαίνουν

ωραίο,

και για το πέλαο

κι οκνά,

καλά:

λογιών

κρινένιες,

Τ’ αγέρι

μ’ αιχμές

με το φαρδύ

που

σου γάμπες

λικέρια το νου

που

και

και την

φουστάνι,

μ’ όλα τα πανιά

ολόισια

και πρίμα

Ερμάρι

πλώρη

στο κύμα

τη φούστα

βάνει,

αργοκυλά.

ως αναδεύουν,

κεντούν

και

τον πόθο τον αψύ,

τυραννούνε

σαν

δύο

ένα

φίλτρο

μάγισσες

που

γίναν

Στον

λαιμό

καθώς

στην

ώμο,

με χάρη

το δρόμο

περήφανα

αγέρωχο

μου,

αδερφή

μου

για σκέψου

τι ζωή

χρυσή

Ξέγνοιαστα

ν’ αγαπάμε

και να πεθάνουμε

παιδί.

μουχρά

εσύ, να πάμε

οι δυο

εκεί πέρα!

εμείς

στη γης

οι μουσκεμένοι

κι οι νεφοσκέπαστοι

όπως

απάνω

σε ταξίδι

Κάλεσμα

έτσι

χρυσαλυσίδες

στον κρινοπάχουλο

σου,

και πηγαίνεις,

Οι ήλιοι

είναι

καμαρωτή-

λυγάει

και με μια αταραξία

Παιδί

ηρακλήδες,

κι έφηβους

τον εραστή.

τρελά

σου

διαβαίνεις

ολόμαυρο

και λαμπεροί,

για να σφίγγουν

σου

στρογγυλό

κεφαλή

αψηφώντας

σου,

βόες γεροί

δυο

καρδιά

όλο κι ανακατεύουν

που

στο βάζο το βαθύ.

Τα μπράτσα

καθώς

σκυφτές,

που

μοιάζει

σου,

μια μέρα!

εκεί

ουρανοί

μάγια

σκορπούν

σ’ εμένα,

και δολερά

τα μάτια

σου,

κυρά,

σαν λάμπουν

δακρυσμένα.

η

Όλα

εκεί τάξη

χλιδή,

γαλήνη,

κι ηδονή, καλλονή.

Την κάμαρά

μας λαμπερά,

τη φθορά,

από των χρόνων

κεχριμπαρένιες Ταβάνια

Όλα χλιδή,

μυρωδιές

γλυκά

μες στην

μυστικά,

εκεί τάξη

μας,

μες στα κανάλια

καμαρωτά

λαχτάρα

Οι δύσες

ντύνουν

εκεί τάξη

αυτά,

καράβια

αγάλι

αράξαν

να χαρείς

σου,

κανάλια,

κι ο κόσμος

γαλήνη,

ίδια.

απ’ τη γης

άσεις,

τα πέρατα

να χαρεί

εδώ φτάξαν.

οι μαγευτικές

με υάκινθους

χλιδή,

της την

καλλονή.

για να χορτάσεις,

κάθε

τη γλώσσα

στολίδια,

κι ηδονή,

γαλήνη,

Κοίτα,

αλαφρομυρίζουν.

λαμπρόχρυσα

θα μουρμουρίζουνε

τ’ αλήτικα,

Όλα

θεν’

της Ανατολής

ψυχή

θα στολίζουν

και βαθείς

πλούσια

καθρέφτες,

έπιπλα

και λεπτές

σπάνια

λουλούδια

ακρογιαλιές,

κάμπους

κι όλη τη χώρα,

κοιμάται

αυτή την ώρα.

και με χρυσό, μες σε φως

κι ηδονή, καλλονή.

ζεστό

Το ανεπανόρθωτο

Τήν παλιά

που

τη βαριά,

Τύψη,

που ζει,

σαλεύει

από μας σαν το σκουλήκι

θρέφεται

και σαν την κάμπια ανήλεη

Σε ποιο κρασί,

ποιο

τον καταστρεπτικό

Σε ποιο κρασί;

Ποιο

που

ξεψυχά

σ’ αυτόν

του

Σε ποιο

βότανο;

μάγισσα, γεμάτο,

σ’ αυτόν

που

τον τσακίζουνε, του

αλόγου

κάτω,

πες το, αν το

μάγισσα,

κι ο λύκος

τον

μυρίζεται

τον παραμονεύει,

τον τσακισμένο

τον τάφο

και τον λαίμαργο,

απ’ αγωνία

απ’ το πέταλο

και το κοράκι

βότανο,

ω πες το, ωραία

ω πες το, ωραία

σ’ αυτόν

την

υπομονετικό;

φίλτρο;

κι οι λαβωμένοι ’ναι

Μπορούμε

εχθρό,

τούτο

σαν την εταίρα

μυρμήγκι

σ’ αυτό το πνεύμα

που

σε ποιο

τον παλιό

Πες το, αν το ξέρεις,

ξέρεις,

απ’ τη βαλανιδιά;

φίλτρο,

θα πνίξουμε

και σαν

από τα πτώματα

να την πνίξουμε;

την Τύψη

ξεψυχάει

να την πνίξουμε,

μπορούμε

και στριφογυρνά,

στρατιώτη,

και το σταυρό

αν πρέπει

ανέλπιδα

του να γυρεύει1

σ’ αυτόν

που ξεψυχά

κι ο λύκος τον μυρίζεται!

ένα ουρανό,

Μπορούμε

πιο κι απ’ την πίσσα,

πηχτά

δίχως

αστέρια,

σαν λάσπη,

μαύρο

να ξεσκίσουμε

Μπορούμε

να φωτίσουμε;

σκοτάδια,

δίχως

αστραπές

και

ξημερώματα

νεκρώσιμες,

βράδια;

ντοτινά το Πλάσμα εκείνο τ’ αχνοφτέρωτο. που του Πανδοχείου τα τζάμια φώτιζε,

Η Ελπίδα

σβήστηκε, Χωρίς

τους

Ο Διάολος

Τους

στου

Πες: Ξέρεις

Τους

Το

ενός

δρόμου

Πανδοχείου

τους

ξέρεις

κολασμένους,

τ’ ασυγχώρητα τα φαρμακερά

που

στόχο

’χουνε τους

ανεπανόρθωτο μνημείο

και σαν τερμίτης

με

με

λύσσα

το χτυπά

μάγισσα;

μας;

τα βέλη της, μας;

λατρευτή

την ψυχή

το οικοδόμημα

μου

αμαρτήματά

το καταραμένο

τρισάθλιο,

ξενίζουνε

όλα τα ’σβησε!

λατρευτή

την καρδιά

κολασμένους,

πού

κακού;

τα τζάμια

την Τύψη,

αγαπάς

και παντού!

πώς να βρούμε

αχτίδες,

μάρτυρες

αγαπάς

για πάντα

πέθανε

φεγγάρι,

μου

μάγισσα;

δόντι του, μας

συχνά

ροκανίζει·

στη

και το γκρεμίζει.

βάση

του

με το καταραμένο

Το ανεπανόρθωτο

ενός

βάθος

πρόστυχου

θεάτρου

μια νεράιδα,

μια χαραυγή είδα στο

βάθος

χάμω

μα η καρδιά

μου,

μέγα όπου

ποτέ

το

Πλάσμα

όπου

φρενιασμένη,

σαν κόλαση,

ουρανό

θεάτρου

ολόχρυσο,

κάποτε

αχνοφτέρωτο,

να τον πετάει-

Σατανά

ένα θέατρο

είν’ παντοτινά

τον

στο

αχτιδωμένη·

πρόστυχου

ένα πλάσμα,

φεγγόβολο

σ’ έναν

εξαίσια

ενός

— Είδα

κάποτε,

μια ορχήστρα

που το ξετρέλαινε

να φωτανάβει

δόντι του!

δεν κατεβαίνει μάταια

η έκσταση,

κανένας

καρτεράει

τ’ αχνοφτέρωτο.

εκείνο

Συνομιλία

Είσαι

κύμα

όμορφη

μέσα

μου

ρόδινο

του

φουσκώνει

στ’ αράθυμα

πισωδρομά τον

σαν

φθινοπώρου

μου χείλη,

δείλι!

κι αφήνει,

σκοτεινό,

Μα η λύπη

της θύμησης

της πιο πικρής

κατασταλαγμό.

— Μάταια

καλή

γλιστράει

μου,

εκείνο

το χέρι

σου

που ζητάει

στου

ρημάδι

στήθους

εγίνη

ως

όταν

μου τα ψύχη·

πια,

της γυναίκας

απ’

τ’ άγριο το δόντι

Μην την καρδιά

η

Είν’

καρδιά

μεθούν

εκεί,

από το στήθος

μου

μου

ανάκτορο

σκοτώνονται, σου άρωμα

κακιά

Ω των ψυχών Με τα λαμπρά,

όχλους

απ’

ρημαγμένο-

Το θες κι εσύ, σου

— Μα

το γυμνωμένο!...

βγαίνει,

πληγή!

τα θεριά.

απ’ τα μαλλιά!

τραβιούνται

τα φλογερά

και τα ρημάδια

κάψε

και το νύχι.

την φάγαν

πια ζητάς,

μάτια

Ομορφιά!

ως φωταψία,

αυτά που αφήσαν

τα θηρία!

Φθινοπωρινό

ι

Σε λίγο

βυθιζόμαστε

Τι λίγο που

θερινές!

και ξεροκλάδια,

που

μες στα ψυχρά βαστούν!

σκοτάδια-

μ’ έναν κρότο

χαίρετε,

να, που

Ακούω,

νεκρικό

αχτίδες

ρίχνουνε

μες στις

ξύλα

αυλές

βροντούν.

ο

Πάλι

του, στον

η

χειμώνας

φρίκη

φριχτό

κι

μέσα

η

μου

σκληρή

και παγωμένο

και κρύα θα ’ναι πια.

θα μπει: το ρίγος

και στανική πόλο,

έτσι

του όλο,

δουλειά-

η

καρδιά

η

κι όπως

οργή

ο

ήλιος

μου κόκκινη

Με τρόμο

ακούω

κάθε

γκρεμίζουνε

χτυπήματα,

ήταν

έτσι κι ο νους

ακούραστα,

Και λες πως

κάποιο

τις πλάκες

μου

μοιάζει,

κρότος

καρφώνουν

φθινόπωρο

να τραντάζειΜε πύργο

δε βροντά.

κρεμάλα

που

από

που πέφτει

βαριά.

ο μονότονος

φέρετρο

χτες,

κορμό

πιο κούφια

σαν στηλώνουνε,

τους

μυρίζει!

πως κάπου

με λικνίζει,

βιαστικά...

Για ποιον;

Το θέρος



ο κρυφός

Σαν ώρα χωρισμού

II

Πώς

με τραβούν

τζάκι

τα φωτερά,

μα σήμερα

ομορφιά,

σου, του έρωτα που λάμπει

ηλιοφώς

Όμως,

αγάπα

αχάριστος, γλύκα,

με,

κακός,

που την

σου

πρασινωπά

τα βλέπω

όλα πικρά,

τα πλεμάτια,

μάτια,

γλυκιά

κι η κάμαρα,

δε με τραβούν

το

σαν το

στα νερά.

γίνου

αδερφή,

ερωμένη

εσύ·

άγγελε:

γίνου

εσπέρα

μητέρα,

γίνου

αν κι είμαι

για ’με η εφήμερη

ο ήλιος του φθινόπωρου

σκορπά

σαν

χρυσοσβεί.

Το βάρος κεφάλι

νους

λίγο!

Αχόρταγος,

μου στα γόνατά

το θέρος

ο τάφος

σου αυτά,

νοσταλγάει,

καρτεράει!

για να χαρώ,

μια αχτίδα

Αχ,

άσε το

τώρα

του φθινόπωρου

που ο κίτρινη

και γλυκιά!

Σε μια Μαντόνα Ex-voto

Θέλω

εκεί

μέσα

που

βαθιά

ματιού

που

Με στιλπνούς

θαυμαστό!

πλεγμένους, τρανή

κάτω

απ’

σου θα φτιάξω ω θνητή

θα κόψω

σου

Μανδύα,

υποψία,

που,

ως σε σκοπιά,

Πόθος

Χιτώνας

φιλεί

σου φτιάξει, μετάξι,

που

με χάδια. φτωχά σ’ ένα

τα κάλλη

ο

Πόθος

κι ανεβοκατεβαίνει,

στα λαγκάδια

Η

Ευλάβειά

απαλό

βαρύ,

μ’ όλη

σου

μου την

εκεί

μέσα θα

μου θα γένει, που

ο

στις κορφές

κι όλο σου τ’ ασπρορόδινο

μου

για τα θεία πόδια

σφίξιμο

και στη

βαρβαρικό,

μ’ όλα μου τα Δάκρυα

σου κυματιστός

ησυχάζει

Άγαλμα μέταλλο

μου στολισμένους,

φοδραρισμένο

Διαμάντια,

μου που αναριγά

ζυγιάζεται,

κορμί

κι αντί

ένα

ρίμες

Μαντόνα,

σκληρό

κεντήσω!

αγνό

μια Κορόνα-

τρομερή

θα τα κλείσω,

κοσμικό

κάθε

από

χρυσογάλαζο,

Στίχους,

μου πάνω,

βωμό

μου, και να σκαλίσω

του να στηλωθείς.

με τις κρυστάλλινες

σοφά

για το κεφάλι

Ζηλοτυπία

μακριά

κουβούκλι

ειρωνεία,

σμαλτοπλουμιδιστό,

γωνία,

μου,

δέσποινα

η καρδιά

αγωνιά

της, στην πιο μαΰρη

πόθο,

τρόπο

εγώ για ’σε. Μαντόνα,

να χτίσω

υπόγειο

με τον ισπανικό

Υποδήματα

πανώρια

θα

σου κι ας είναι από

θενά τα φυλακίσουν,

και το

λεπτό

τ’ αχνάρι

τους πιστά

παρ’ όληνα

της τέχνης

σου Σελήνη

ασημένια,

στα λύτρα,

για να πατάς,

Κι αν δεν μπορώ,

να πελεκήσω

από τα τακούνια

κάτω

το Φίδι θα σου

δαγκώνει,

θα το κρατήσουν.

μου την έννοια,

σου,

που τα σπλάχνα

βάλω

ν’ αναγελάς,

βασίλισσα

ως Βάθρο ω άπληστη

μου

το

νικήτρα,

Στον

σου Βωμό,

ανθοφόρο

μου γύρω

Σκέψεις

σε κοιτάζουν

όλο.

Και μια που

μέσα

Μύρα,

με

κορφή

Νους

Λίβανο,

λευκή

και χιονισμένη,

τις

κεριά

άστρων

μάτια

και καθώς

θα σε θυμιάζουν

Βενζόη

να να

ολόφλογα

και θαυμάζουν,

όλα

κι αδιάκοπα

σ’ εσέ,

φουρτουνιασμένος

σαν Ατμός

ο

μου θ’ ανεβαίνει.

για να ’σαι τέλεια

αγάπη

μου

μαύρη

ηδονή!— θενά

μαχαιρορίχτη βάζοντας

στο ρόλο

σου,

Μαρία,

σμίγοντας

την

με τη θηριωδία,

Μαχαίρια

σου

θόλο

καθώς

ανταύγειες

μου όλα εσέ λατρεύουν

Τέλος,



στημένες,

στον γαλαζένιο

σκορπούν

στις Παρθένες,

Ρήγισσα

θα δεις

απ’ τα εφτά

κάνω

εγώ

τα βάθη

εφτά,

σταθώ

θενά

του

έρωτά

όλα, τη σπαραγμένη,

καταματωμένη!

Θανάσιμα

δήμιος

μες

μπροστά

σου, στην

Αμαρτήματα,

γεμάτος

κρίματα-

σαν το

σου, ψυχρός,

θα τα καρφώσω καρδιά

σου

που

και στόχο

στην

καρδιά

θρηνεί,

την

τον απομεσήμερου

Τραγούδι

Τα φρυδάκια

σαν σουφρώνεις

αν και μ’ άγγελο

σε λατρεύω τέτοια

ο

Μόσχους

ραίνουν

σου αλλάζεις,

με σκλαβώνεις,

ω άστατη

όπως,

στη σκληρή στάση

κι η ανασαιμιά

βραδιού

Αχ,

ποιο φίλτρο

Είναι

μια τρέλα,

παίρνει

σαν

χάδι

που

κοπέλα,

την Παναγία!

και μυστήριου

Το κορμί

κι έτσι τη ματιά μάγισσα

με λατρεία

κι έρωτος

παπάς

δε μοιάζεις,

εκείνο

μαγεία

οι ώμοι

γρίφου

τα δάση'

η κεφαλή

σκορπά

σου.

ευωδία-

σέρνει

σου.

αγκαλιά

τις νωχελικές

που κι έναν νεκρό

ερωτευμένοι

οι ερημιές,

κόμη,

σου θυμιατού

η νεράιδινη

παραβγαίνει

βρήκες,

σου

κι ενός

σου γλύκες;

Και το

ανασταίνει!

με τα στήθια,

τα πλευρά

σου-

και

για να δαμάζεις

Κάποτε,

λύσσα

κάποια

μυστική

με το φιλί

σοβαρή,

και το δάγκωμά

σου βάζεις.

με σφάζεις,

Μια

με τη μάργελή και μια ρίχνεις γλυκό

Κάτω

βλέμμα

μοίρα,

μελαψή

δόξα

σαν

μου.

σου σκαρπίνι

σου, κυρά

και χαρά

μου,

μου,

κι εκείνη

εγώ τη γιατρεμένη

από σένα,

ω φως,

και καλοκαιριά στη

φεγγάρι

στην ψυχή

αχ, και την καρδιά,

βάζω

μου,

σου χάρη,

απ’ τ’ άσπρο

κι απ’ το πόδι

σου,

σου

φριχτή

αιθρία

χυμένη

μου Σιβηρία!

Σισίνα

Να φανταστείτε σκίζοντας

μια Άρτεμη

ή μες στους

με συνοδεία

λόγκους

όλο χάρη,

κυνηγώντας,

μαλλιά,

τα δάση στήθια

άνεμο,

στον

ψηφά

κι απ’ τις κραυγές

κανένα

Την Τερουάνην*

μάγουλο,

μάτι

που

στην

* Ηρωίδα

της

μπροστά

έλεος

μα και κονταροσείστρα!

η ορμή

της

της ζητούν

Γαλλικής

φυλάει

να

Μα αυτή

που όταν

η,ψυχή,

ταμπούρλα,

βράζει,

τ’ άρματα

που η φωτιά τα στήθια καρδιά

χιμώντας,

ξεσπαθωμένη;

όσο και πολεμίστρα,

βαρούν,

μόλο

δάκρυα

πρώτη

σκαλιά,

Ήμερη

έναν

τραβώντας,

όλο φωτιά,

Να η Σισίνα!

πάντα,

έφοδο

βασιλικά

η ευσπλαχνική,

σ’ αυτούς

που το αίμα την ευφραίνει,

είδατε,

λαό στην

ντουφεκιές

να μη

καβαλάρη.

ξιπόλητο

δρασκελά

αγέρωχη,

μεθώντας,

κάτω

της φλογίζει,

για όποιον

βάζει

και

στερνά

τα

τ’ αξίζει.

Επανάστασης.

Σε μια Κρεολή

Στη

χώρα τη

μυρόβολη

χρυσοπόρφυρες

και φοινικιών κάποια

κρεολή

που οι ήλιοι φιλιά τής δίνουν,

δεντρώνε

που λάγγεμα μ’ άγνωρες

κάτω

από

φυλλωσιές

πάνω

στα

ομορφιές.

μάτια

χύνουν,

γνώρισα

Η μελαψή

αυτή γόησσα

λυγίσματα

λαιμού

ψηλή

σβέλτη,

χαμόγελο

Κυρία,

σαν Άρτεμη

ήρεμο

ή στου

τις πράσινες

σου γι’ αρχαίους

τα μάτια

σου

χίλια

πύργους

εκεί θα ’καναν,

απ’ την καρδιά

μου,

κάποιον γαλάζια, κάποτε

η καρδιά

στις

άλλο

ωκεανό,

διάφανη, πετάει,

πλατιά

θάλασσα

’δωσε,

τη βραχνή,

αγέρα Τους

Πάρε

αρμόνι, μόχθους

ωκεανό

τ’ άσμα

με, τρένο!

Πάρε

πετάει,

και,

πιο

βρομά,

βάθη

Πες

δαίμονας

αυτή

θάλασσα

φρεγάτα,

σε

ξεσπάει

η καρδιά

μου,

μας πόσο

μόχθους

με τ’ άπειρο,

χάρη

Λγάθη,

μου

που

του στα

Ποιος

η πλατιά

με,

μου, που

αυλές,

γλυκιά

Τους

της που

τη νανουρίστρα πόσο

στου

ωραία

να βγούνε,

της πόλης

Αγάθη;

ξαλαφρώνει!

μας

ισκιερές

σαν παρθενιά;

μου

δοξάζουν,

ταιριάζουν,

που η λάμψη

βαθιά

γλυκιά

έχει

et errabunda

σου κάποτε

απ’ τον μαύρο

μακριά

τρέχει,

οχτιές,

των ποιητών

Moesta

Πες

ναζιάρικα

ματιά.

εκεί που τη Μορφιά

Λουάρ

τα κάλλη

σονέτα

έχει,

πυρόχρωμο

που στα κυνήγια

κι αλάθευτη

αν πήγαινες

Σηκουάνα

χρώμα

κι ευγενικά-

στη

θάλασσα

βουερό

ξεχύνει,

του

την τρανή;

ξαλαφρώνει!

στα πανιά

σου!

σου

η

Μακριά!

να

Η λάσπη

Μακριά!

’ναι πως

τους καημούς, φρεγάτα, μακριά

όσα

εκεί η καρδιά

λόφους

στ’ άλση,

παιδικών

ο αθώος Ίντια

φωνή

κολυμπά!

πάναγνη από

το δειλινό,

Πόσο,

κι

που

αγαπημένα,

ερώτων,

το τρεχιό,

με το γλυκολυγμό

είσαι

η αγάπη

ω

μένα!

των παιδικών

τ’ άσματα,

με,

ευωδιάς,

ανθούν

εκεί να είναι

μακριά

πάρε

τα

πίσω

τους

απ’

με το κροντήρι

των,

μα ο πράσινος

του

παράδεισος

των

ερώτων, ο παράδεισος

πιο μακριά

με τις κρυφές

ν’ αναστηθεί

ο αθώος

χαρές

Μπορεί

να βρίσκεται;

με τις θρηνοκραυγές

κανείς

με, τρένο,

ω παράδεισε

αξίζει

παράδεισος

βιολιά

τα

κρασιού

είσαι

και τα φιλιά,

πάρε

αλήθεια

απ’ το κρίμα,

«Μακριά

απ’ το γαλάζιο

σε μια ηδονή

ο πράσινος

λούλουδα

σου:

Πόσο,

αγαπάμε

ευωδιάς,

παράδεισε

σου;»

Αγάθη,

έχει γενεί!

τη φωνή,

που κάτω

μένα,

που

με δάκρυ

κι η καρδιά

της τύψης

στα πανιά

από

η χαρά,

Μα

εδώ

λέει κάποτε

του;

του, τάχα

να τόνε

Μπορεί

από

ο παράδεισος

μια

φέρει

απ’ την

πια

αργυρόηχη

με τις κρυφές

χαρές

Ο βρικόλακας

Καθώς

κρεβάτι

οι δαίμονες και

φαντάσματα

με τ’ άγριο

θα γλιστρήσω

της νυχτός.

μάτι

κοντά

θα σου ξανάρθω

σου αχνός

σαν τα

σιγά στο

θα σου

Ξανά

φιλί

δώσω,

σαν του

τέτοια

σαν το φεγγάρι

μου,

μελαχρινή

μου και χάδια

φιδιού

που

ψυχρό

σέρνεται

το

πλάι

σε

τάφο νεκρού.

Και

μόλις

φέξει

η αυγή

η πελιδνή,

μου θα ’βρεις

τη θέση

εκεί

αδειανή

ώσπου

και κρύα

Όπως

οι άλλοι

μ’ αγκαλιές

και χάδι,

μάτια

σου, τα διάφανα

«Για

’σε, παράξενε

όμορφη

και σώπα!

εξόν

Αυτή

απ’ την πρωτόγονη

δε θέλει το σατανικό το χέρι σου σε ύπνους θρύλο

εραστή,

της που

εξυπνάδα

με φωτιάν

μου λένε:

σαν τι ν’ αξίζω

μονάχα,

της να σου

μάθει,

με κράζει,

εγράφη.

-Μείνε

τάχα;»

που όλα τής φταίνε,

αθωότητα

βαθιούς

σου και στη

στη νιότη

σαν κρύσταλλο,

η καρδιά,

κρυφό

Μισώ

λικνίστρα,

ήσυχα.

Ο έρωτας

στη

που

ούτε τον μαύρο το πάθος,

κι η πολλή

με κουράζει.

Ας αγαπιόμαστε

βράδυ.

σονέτο

Φθινοπωρινό

Τα

να ’ρθει πάλι το

σκοπιά

του

τεντώνει

το μοιραίο

Ξέρω τι βρόχια

κι

και φρίκη

τρέλα

του τοξάρι,

στην

παλιά

έγκλημα!

που

πέφτει

σε

στον

Κι όταν

καμιά

κανένα

κρυφό

ο ποιητής

παίρνει

που

στη

τρεμολάμπει

πιο

αφηρημένη

τα στρογγυλά

και μαλακό

σαν χιόνι

σβήνοντας,

γλυκολιγοθυμιές

και τη ματιά της πάνω υψώνονται

χαϊδεύει

τ’ ατλαζωτό

βαθιές

ρεμβάζει

να κοιμηθεί.

της προτού

Στο ανάκλιντρο

ακουμπισμένη,

μια καλλονή,

μ’ ένα χέρι ανάλαφρο

τα στήθια

ήλι

της σελήνης

η σελήνη

σε προσκέφαλα

καθώς

μου μαργαρίτα,

Χλομή

εμέ ήλιος φθινοπωρνός, στην καρδιά, μακριά απ’ του

Θλίψη

νωχελικά



του:

αρματωσιά

κι

τάχα δεν είσαι σαν και τ’ αποκρύβει

Απόψε,

σκοτεινός.

φυλάγει

στ’ άσπρα

ουρανό

φορά

καθώς

στη γη, πάνω

δάκρυο

ιριδωτά

στυλώνει,

που

στο λαγγεμό

της, αφήνει

να κυλάει,

ξαγρυπνά

χούφτα

οράματα

ανθοβολές.

και την δοξολογάει,

αυτό τ’ ωχρό σαν οπαλιού

αργυροδάκρυό

κομμάτι,

της,

που

και τ’ αποκρύβει

Η πίπα

Είμαι

η πίπα που κρατάει

είναι

Όταν

μεγάλος

βαρύς

καπνιστής

ο πόνος

την πύρινη

ή αβησσυνής

ο κύριός

μου,

θωριά

μου

την παρομοιάζεις,

λες.

τον τσακίζει,

σαν καλύβα

καπνίζω

ο συγγραφεύς·

με κάφρισσας

σαν κοιτάζεις,

όπου

τσουκάλι

βράζει

στο τζάκι της και

το φαΐ ετοιμάζει

για το ζευγά

Τυλίγω

που απ’ τη δουλειά

και λικνίζω

δαχτυλιδάκια

την ψυχή

του

μες στ’ αχνά

μου τα γαλανά,

που απ’ το φλογάτο

κι ως φίλτρο

γυρίζει.

στόμα

δυναμωτικό

που την καρδιά

του

μου ψηλά

σκορπούνε,

κυλούνε,

μονομιάς

μαγεύει

κι από την κούραση

Οι κουκουβάγιες

Πάνω

στις

μαύρες

σημύδες

καθισμένες,

σαν ξένοι

την κόκκινη

ματιά

Ασάλευτες

έτσι στη

θεοί

τους.

θέση

κρυμμένες,

αράδα

οι κουκουβάγιες

σφεντονάνε

Μελετάνε.

τους

μένουν,

ώς να ’ρθει η ώρα,

η

κι

όπου

μελαγχολική,

οι αχτίδες

του ήλιου

και το σκοτάδι

σβένουν

θ’ απλωθεί.

Η στάση κόσμο

Μεθώντας άσκει

τους

αυτό

στον

σοφό

μαθαίνει

να φοβάται

πως πρέπει

από μια σκια που διαβαίνει,

ολλοτε η κάλμα,

ίσιος,

τρανός

πάντα

χαμένος

καθρέ

Η μουσική

η μουσική

Με συνεπαίρνει

Τότε,

κάτω

προς

και με τα στήθια

απά’

πανιά

στα κύματα

και που τα κρύβει

όλα τα πάθη

μέσα

σαν πλοίο

το πρίμο

αγέρι,

ή στον

αιθέρα,

να,

και τα πλεμόνια

φουσκωτά

μου, που ’ρχονται

η νύχτα

μου τα νιώθω πονεμένο

η θύελλα

συχνά!

μου αστέρι,

στ’ αγέρι-

καταμπρός

σαν τ’ ανοιχτά σκαλώνω

σκεπή

τα πανιά

ανοίγω

σαν θάλασσα

το χλομό

από καταχνιάς

στον

και τ’ οχλαλοητό.

την κίνηση

απανωτά

απ’ τη ματιά

να τρεμίζουν-

με λικνίζουν

με κάθε της

σπασμό,

μου-

κανένας

απάνω

από το

κάλμα,

ίσιος,

βάραθρο τρανός

όλη η απελπισιά

Ο τάφος

Αν κάποια

νύχτα

κανένας

μαύρη

σου κουφάρι,

την ώρα που τ’ αστέρια

τα κουρασμένα,

τα παιδιά

του γέροντα

τ’ αλλόκοτο

θάψει

σαν

το

ένα, τα μάτια τους σφαλούν εκεί θα στήσει

κι η

στοιχειό,

εσύ,

σου κεφάλι, κραυγή,

μάγισσας

του λάγνου

Φανταστική

Αυτό

ένα

χριστιανός

παλιά,

της η αράχνη

όλο το χρόνο

τη θρηνητική

της πεινασμένης

η

της θα γεννήσει.

απ’ το κολασμένο

των λύκων

χαλάσματα

αγνά

τα δίχτυα

θεν’ ακούς

Και

και βαριά,

σε κάποια

φημισμένο

Κι άλλοτε

μου,

μου!

ποιητή

πλάι

πάνω

ολανοιχτό.

ομπροστά

ενός καταραμένου

από χάρη,

όχεντρα

χάσκει

που

καθρέφτης

στριγκλιές,

την κραιπάλη

ζωγραφιά

στολίδι

μοναχό

του, στραβά

στο

φοράει

σκελετώδικο

θαρρείς,

άλογο

θυμίζει

Μες

στοιχειό

χουγιάζει,

έχει χάλι

κι αφρούς

στο διάστημα

Άπειρο

σαν

Κι όπως

σ’ ενός

κι αυτό,

πάνω

τ’ ατέλειωτο

κείτονται

ένας

χλομή

Θέλω

σε γη πολύ

παχιά,

μόνος

μου,

που

απλώσω

με ραχάτι,

βγάζει.

και τ’

Ο καβαλάρης

τ’ άγνωστα

φλόγινη

που τ’

τον Οίκο του

νεκροταφείο

περνάει,

οι αρχαίοι

φεγγοβολή

έν’

σκελετού

βυθάνε

και

βασιλιάς

και τ’ άφραχτο

ηλιού

που

απ’ τα ρουθούνια

ποδοπατάνε.

ξανά

που,

και καμτσί,

παλιάλογο,

απ’ τα πλήθη

Ο χαρούμενος

βαθύ,

ένα στέμμα

σπιρούνια

επιληπτικό

τόλμη

ανεμίζει

τσακίζει.

θωράει,

του φριχτό

Χωρίς

και τα δυο τρέχουνε

μ’ ακράτητη

μια σπάθα

άλογο

μέτωπό

καρναβάλι.

που

κι οι

νεκρός

γεμάτη,

σαλίγκαρους

να μπορώ

τα γέρικά

στο νερό,

κι ως καρχαρίας

να σκάψω

μου

κόκαλα

λάκκο

ν’

στη λήθη

ύπνο

να βρω.

Τις διαθήκες

τις μισώ

παρακάλαγα

να ’ρθούν

ζωντανός,

να κράξω

σκέλεθρο,

το αίμα

Σκουλήκια!

ένας

κι οι τάφοι

όρνια

να πέσουν

παρά

να

θα προτιμούσα,

στο βρομερό

μου

μου να πιουν.

Ω σύντροφοι,

λεύτερος

δε μ’ αρέσουν

να με θρηνούν,

για σας,

χωρίς

αυτιά

χαρούμενος

και

νεκρός·

μάτια,

εμπρός!

φιλήδονοι

Να

γέννα

φιλόσοφοι,

παλιά

στο κουφάρι

ελάτε,

μου ριχτείτε

να δει κι άλλους

μπορεί

εκεί

πεθαίνει

της σήψης,

που καπνούς

τζάκι

θύμησες

σιγά

ομίχλη

και πείτε

μου:

αυτό

καμπάνα

ν’ ακούς

αφήνει

περασμένες,

σε νύχτες

και σπιθίζει,

παγωμένες,

να σου

με της καμπάνας

κοντά

’ρχονται

στο

σιγά

τον αχό που την

σκίζει.

η καμπάνα

Καλότυχη κι όλο ιερό

και γλυκό

’ναι

τύψεις

τ’ άψυχο

από κάτω.

Η ραγισμένη

Πικρό

δίχως

βασανισμούς

ζωή,

σκοπό

αυτή

με τον γερό λαιμό

όσο και να γεράσει, της, σαν στρατιώτης

ρίχνει

πιστά

γέροντας

της, που χαρωπή στον

που στη

τον

άνεμο σκοπιά

φυλάει!

Εμένα

ράγισε

παγερές πνιγμένη

η καρδιά-

νυχτιές

της φωνή

με πληγωμένου

λάκκο είναι

κάνει

μ’ αίματα τίποτα

πιο

κι όταν,

για να ξεσκάσει,

να τραγουδήσει,

μοιάζει

μέσα

συχνά

στις

η

που λες θα σβήσει

ρογχασμό,

βραχνό,

και με νεκρούς

αργό

που

’χουν

γεμάτο,

απ’ τις κουτσές

τις

ξεχάσει

και που

μέσα

σε

Spleen

τόσα πράγματα,

Θυμάμαι

Ένα

μεγάλο

γεμάτα

εμπόρου

πιο λίγα κρύβει πυραμίδα

αντιπαθεί

ένα μπουντουάρ παλιές

κι ωχρές

του

Μπουσέ

Δεν

ανοιγμένου.

όταν

τις μέρες,

νιφάδες,

η πλήξη,

τρανεύει

και σου φαίνεται

Ω πλάσματα

γρανίτης,*

που

ομιχλώδικη

Μια σφίγγα,

δικόγραφα,

σε κάτι

στις χιονερές

άγνωρος

Σαχάρα

πως

εγώ που

κάτω

που

μελάγχολα

μυρίζουν

πιο αργό

λες,

μου,

μαραμένα,

χρονιές,

πικρής

μια

πιότερους

τα μακρουλά

και που

μόνες

τίποτα

Είναι

νεκρούς

με ρόδα

εικόνες

το κατάντημα

που ζείτε

σέρνονται

πεταμένες

είναι

μου.

κλείνει

ένα κοιμητήρι

Είμ’

παλιό

κείτονται

κουτσές





νου

που

πιο αγαπητούς

στους

μόδες

μυρογυαλιού

μέσα

θλιμμένο

μια κρύπτη,

σαν τύψεις

οπού

και πάντα

Είμ’

ανάκατα

παστέλ

απ’ τον

απέραντη

η σελήνη,

σκουλήκια

ρομάντζες,

πλεξούδα,

τυλιγμένη,

μυστικά

αυτός,

’μουν!

με συρτάρια,

ερωτικά,

κι από νεκροταφείο.

νεκρούς

χιμάνε.

έπιπλο

γράμματα

και μια χοντρή

λογαριασμούς, εξόφλησες

βαρύ

και

στίχους,

να

σαν

χιλιόχρονος

τ’ άρωμα απ’ τις

από τις

αδιαφορίας,

είν’ αιωνιότη.

εσείς!

Εδώ κι εμπρός

δεν είστε

τρόμος

τόνε κυκλώνει,

σε κάποια

παρά

κοιμισμένος.

απ’ τον ανέμελο

τον κόσμο

αγνοημένη,

στο χάρτη

ανύπαρκτη

πάνω

* Ο

και που,

θρύλος

κάποτε

λέει

όταν

ο γρανίτινος

πως

στο ηλιοβασίλ

Είμαι

σαν

χωρίς

δύναμη,

ένας

του, τ’ άλογα,

τα σκυλιά

δεν τον φαιδρύνει,

του

κολοσσός

σε βροχερό

κι όμως

που σκύφτουνε

αδιάφορος

παρά

Μέμνονα

τραγουδάει

Spleen

βασιλιάς

νιος

δεν τραγουδάει

αγριεύει,

ο ήλιος.

ως βασιλεύει

μονάχα

πολύ

ένα

γέρος,

του,

μπροστά

του.

Κυνήγι,

μέρος,

πλούσιος

που, στους πλήττει

του

με τα γεράκια

πια αυτόν

τίποτα

ζώα,

μα

σοφούς

ούτε ο λαός του που μπροστά

στ’ ανάκτορά

του φθίνει.

Μα και τ’ αστεία

που

τη βαρυθυμιά

διώχνουν

την κλίνη του θαρρεί, που

βασιλιά

τι άσεμνες

αυτό

σαν στολές

χαμόγελο

αιμάτινα

του

παλιάτσος

άκαρδου

που ’χει κρινένια

δουν τον

βρίσκουν

να φιγουράρουν,

κάνει

αυτού

άρμα,

χάρμα,

ίσως

εμπρός

του,

δε

τάφο

αρρώστου-

κι οι αυλικές,

δεν ξέρουν

πια

με

κι απ’ ίο κουφάρι

ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής, μπόρεσε

ο τρελός

οπού

μπορεί

χρυσάφι

από μέσα του το μαρασμό ρωμαϊκά

που τα θυμούνται

να του κάνει,

να βγάνει,

κι ούτε

δεν

μες στα

λουτρά,

οι άρχοντες

πάνω

στα γερατειά,

δεν μπόρεσε

το πτώμα

αυτό το ηλίθιο ν’ αναστήσει,

που

αντί για αίμα

μέσα

Spleen

Όταν,

και χαμηλός,

βαρύς

απ’ την πλήξη

μουχρό,

πιο θλιβερό

όταν η γη μια φυλακή φεύγοντας,

στους

αγκομαχάει

το πνεύμα

και γύρω

που

τον ορίζοντα

τον ζώνει

ολόκληρο

και φως

πλακώνει

ο ουρανός

του την τόση

λες κι είναι,

σαν νυχτερίδα

τοίχους

κι απ’ της νυχτός,

πάει

φοβισμένη

μουσκεμένη,

κι αγγίζει

κι απά’

σκορπάει-

όπου

τη φτερούγα

η Ελπίδα, της

την κεφαλή

σε σαπιοτάβανα

χτυπάει-

όταν τ’ ατέλειωτο

άτιμες,

βουβές

μας το δολερό

άξαφνα φριχτό

τότε τους

αράχνες του

κλωστόνερό

πάει

της χύνει,

και στήνει

που

και πλήθος

την δείχτει, βαθιά

μες στο κεφάλι

δίχτυ,

ακούγονται ουρλιαχτό

που τριγυρνούν

πείσμα,

η βροχή

τη γη σαν κάτεργο

σιδερόφραχτη

καμπάνες

στους

απάτριδες,

φρενιασμένες,

ουρανούς

χαμένες,

σκορπάνε

κι αρχίζουνε

που το

καθώς

ψυχές

θρηνητικά,

με

να βογκάνε.

Και κάποια,

δίχως

μουσική,

νεκρών

πολλών

κηδεία

περνά

από

την ψυχή

μου.

Κλαίει

κρανίο

μου καρφώνει

σημαία,

λυσσασμένη.

για Ελπίδα η Αγωνία

νικημένη

δεσποτική

και στο σκυφτό τη

μαύρη

της

Εφιάλτης

σας,

Φοβάμαι

δάση

σαν τ’ αρμόνιο' άσωστου

που

αρχαίοι

σας οι αντίλαλοι

Και σένα,

μας

ερημιά

Γιατί

έχουν

χιλιάδες ψηλά

βογκάτε πένθους

de profundis

τον βουερό

σου σάλο εκείνο

γέλιο

το θρήνο,

τ’ ακούω

τον του νικημένου πάνω

τ’

στης

το μεγάλο.

θα μ’ άρεσες.

φως τους την

μισώ'

το γέλιο

θάλασσας

μας·

κάμαρες

ξανά των

ηχούνε,

μου. Το πικρό

μέσα

τις βλαστημιές,

άνθρωπου,

Πόσο

ρόγχοι

μας,

καρδιές

απαντούνε.

Ωκεανέ,

ξαναβρίσκω

σαν τις μητρόπολές

τρανά,

μες στις πικρές

μιλεί

Νυχτιά,

με μίλημα

δίχως

αυτά

σου τ’ άστρα,

οπού

το

το σκότος,

το κενό,

για μένα πλάστρα·

φέρνουν

γνωστό!

Εγώ

ζητώ!

τα σκοτάδια

ζωντανά τη Γη σαν

αυτά χάρη

στα

μάτια

μου

ένα

αστέρι

ξέ

Ο πόθος

μπροστά,

της εκμηδένισης

τα βλέμματα

τα

Σκέψη

πικρή,

που

που σπιρούνιαζε Δίχως

ντροπή,

εμπόδιο

Πάρ’

μια φορά

σου,

στην

δε σε κεντάει

που σου

παλιάλογο,

η

πάλη,

Ελπίδα

τώρα

’ρχεται

πια.

σε κάθε

ζάλη.

μου, απόφαση·

το, καρδιά

Ω Σκέψη,

νικημένη και του

χάλκινα

εσύ

έρωτα

και στεναγμοί

κοιμού

σαν κτήνος

και κατακουρασμένη,

Γεια

ο αγέρας. φλογέρας!

η

πάλι.

αμάχη

πια δε

σας, τραγούδια

Χαρές,

μια καρδιά

αφήστε

πια, χολιασμένη!

μαύρη

οι ευωδιές

Και καταπίνει άσωστο ένα

ορμή

την άκρατη

κοιμήσου,

σε τραβά

Πάν’

ριχνόσουνα

κορμί,

αστέρι

σου,

πέταξαν,

’με ο Καιρός κοκαλιασμένο'

ξένο,

κι εκεί πια

Άνοιξη

με τόση

γρηγοράδα,

κοιτάζω

δε ζητώ

αγαπημένη!

από ψηλά

σκεπή

όση

το χιόνι τ’

τη Γη σαν

καλύβας

και

ζεστάδα! Απ’ τη φωνή

Ο

μου

λες

και γεννιέται,

αυτοημωρούμένος

Στην J. G. F.

Δίχως

θυμό

και δίχως

θα σε χτυπήσω —

μίσος

απ’ το λιθάρι,

την

από το βλέφαρό

ταμπούρλο

μέσα

δεν

που την είμαι

στη

Απ’ τη φωνή

η μέγαιρα

Κι

το δάκρυό

τ’ αγαπητό έφοδο

τραβάει-

και στην

σου κλάμα,

μου,

καρδιά

θ’ αντηχήσει

σαν το

βαράει!

με δαιμονίζει

μου

λες και γεννιέται,

Είμαι

ο καθρέφτης

κι απ’ αυτή

είμ’

ο στοιχειωμένος,

όλος όπου

αυτή

καθρεφτιέται.

η πληγή

Το μάγουλο

Η οχιά

το νερό.

με ροκανίζει;

φαρμακωμένος!

Τ’ αθώο

του πόνου

στ’ αρμυρωμένο

θεία τη συμφωνία,

και με ταράζει,

Η ρόδα

όνειρο

παραφωνία

μια κι η Ειρωνεία

Είμαι

μου

που στο πέλαγο

θα την μεθύσει

Τάχα

Μωυσής

σαν

θ’ αρμενίσει,

σαν το καράβι

που

Θα κάνω,

μου για να ποτίσω,

σου ν’ αναβρύσει

το κάθε

ελπιδωμένο,

σου πάνω

σαν το μακελάρη! έρημό

και το μαχαίρι!

κι ο ραπισμός

και τ’ αποκομμένο

θύμα

κι ο δήμιός

’μαι που

εγκαταλειμμένος,

του! χέρι!

του!

’χει η καρδιά,

μου ξεβράσει,

—κάποιος

πολύ

σε γέλιο

αιώνιο

αγγαρεμένος,

Το ρολόι

Ρολόι!

Απαίσια,

αναίσθητη,

τρομαχτική

και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι: έντρομη

καρδιά

σε στόχο,

όπως

σου

καθώς

συλφίδα

θα κρυφτεί

όλη του

φοβερίζει

Πόνοι

στην

θα μπηχτούν

στους

μες

στη

ουρανούς

θα σβήσει

δεντροσχισμάδα-

που

στον

δόθηκε

και σαν στιγμούλα

κάθε

άνθρωπο

σ’

εδώ τη ζήση.

ξακόσες

Δευτερόλεπτο:

Τώρα λέει:

Esto

ατμός

κάτι από τη γλυκάδα

Τρισχίλιες

ζωή

οι άγριοι

σε λιγάκι

που

κι ότι

η Ηδονή

σιγοτρώει

θεότη,

Μην το ξεχνάς!

φορές

την ώρα,

Μην το ξεχνάς!

Πέρασα,

είμαι

το



Τότε,

μουρμουρίζει

γοργό

το

σαν έντομο

Και πότε η βρόμικη

κεραία

το

μου τη

σου πιπιλίζει!

memor,

γλώσσες

στιγμές χρυσό

ω άσωτε!

τις μιλεί είναι

Remember!

ο ατσάλινος

ο ποταμός

μου'

Μην ξεχάνεις!

λαιμός

μου.)

Θνητέ

μην τον αφήνεις

(Όλες

να κυλά,

να βγάνεις!

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός,

παίκτης

τις

θεότρελε,

που δε δειλιάζει,

χωρίς

οι

κερδάει

πάντα

διψά

σεβάσμια,

δίχως

κι η νύχτα

σβει

και να, η κλεψύδρα

Σε λίγο η Τύχη

στερνή

χτύπημα

σε κάθε

Η μέρα

ξεχνάς!

η θεϊκή,

καταφυγή

σου,

την

ώρα,

ακόμα

σου,

«Ψόφα,

Το βάραθρο

αδειάζει!

σημαίνοντος

μνηστή

παρθενική

το

Μην

ποτέ να κλέβει. όλο τρανεύει!

γέρο

κι η Αρετή

η

κι η Μετάνοια, θα πουν,

δειλέ»

«αργά

πια

Οι γριούλες

Στον

Victor Hugo

I

Μες

στων

παλιών

ώς κι η φρίκη

από

πρωτευουσών

μοιάζουν

εκεί,

μια μοιραία

μου κλίση,

τα δαιδαλώδη

σαν

μαγεμένα,

πλάτη,

που όλα,

παραμονεύω

κάτι παράξενα

σαράβαλα,

εγώ,

όντα

χαριτωμένα.

Τ’ απαίσια

μια φορά! εμείς

ετούτα

Καμπούρες,

— ψυχές

κουρέλια

γλιστράνε,

σκέλεθρα,

είναι

Λαίδες

τσακισμένες,

κι εκείνες.

ή Επονίνες,

κούχτια,

Με τρύπια,

ήταν

γυναίκες

ας τις αγαπούμε

κρύα,

τσίτινα

σκεπασμένες,

καθώς

τις χτυπά

τ’ άπονο

αγριοβόρι,

τρέμουν

στους

τους βαριούς

κρότους πλευρό

ή γρίφους

ανθόκλαδα

Πηγαίνουν

και πάνω

μια τσάντα

στο

από

κεντημένη.

σαν τα μαριονετάκια-

σαν ζώα πληγωμένα,

χοροπηδούν

με κόπο

αθέλητα

τα κουδουνάκια,

καθώς

που μέσα ανήλεος

Ωστόσο, νερό

σαν αγιοφόρι,

οι φτωχές,

πηδηχτά

πολύ,

σέρνονται

του τραμ που κατεβαίνει,

σφιχτά

κρατούν,

Δαίμονας

’χουν

διαπεραστικά

που στις λακκιές

σαν τρυπάνια,

μάτια,

τη νύχτα

τα μάτια τα ουράνια,

έχουνε

μανιασμένα!

κρέμεται

ακινητάει-

οπού

ως

λαμπρά

ω, της παιδούλας

ξαφνιάζεται,

σ’ ό,τι

γελά

λαμποκοπάει.

πως

—Προσέξατε

είναι Σοφός

ο

Θάνατος

παράξενο,

φεύγει

προς

στο

μες στου

νέου

καθώς

σ’ αυτά

Παρισιού

γριαδίσια

τα παιδιακίσια;

που όμοια

σύμβολο

διάβα

κι αδύναμο λίκνου

φέρετρα

μικρά

γοητευτικό

και σαν θωρώ

σκελετώδικο

μερικά

έτσι

σχεδόν

πάνω

μου καμιάς

όλα τα φτιάνει, βάνει,

γριούλας

φάσμα,

την ανθρωποπλημμύρα,

αυτό

πλάσμα

πως ήσυχα

να

θαρρώ

ήσυχα

το τραβά

μοίρα·

εκτός

στη γεωμετρία

’βρει,

όταν τ’ άνισα τα μέλη τους κοιτάζει,

πια αν πρέπει

κανείς

να ψάξει, πόσες

για να

φορές

ο

το σχήμα

μαραγκός τα κορμιά

— Τα μάτια τους χοάνη Τα

όπου

μάτια

έχουν

θεν’ αλλάξει

του

φέρετρου

που

του

μέσα

βάζει.

τούτα

’ναι που

πηγάδια

λιωτό

μέταλλο

αυτά,

μυστηριακά,

για όποιον

δάκρυα

πάγωσε ανίκητη

μαγεία,

η αμείλικτη

βύζαξε

τα ποντίζουν,

και χρυσίζει...

Ατυχία!

II

Ω, του Φρασκάτι* και

σε γνώριζε· θάμπωσε

κι αυτή

που,

η καλλονή

της,

με μεθάνε!

όλες τους κάποιες

που,

Αφοσίωση

ο μακαρίτης

τα

δόξας,

υποβολεύς

το Τίβολι

τις θείες υπάρξεις, βάσανά

τους,

είπαν

άλλοτε

είναι

στην

τους:

ισχυρέ,

εξοχικά

να μας πετάξεις!»

της Ρώμης,

προάστια

όπου παραθερί- ζει

της.

Η μια, που στην απ’ τον

γλύκα

’δινε τα φτερά

ωραία

Εστιάδα-

μόνο

σε λαμπράδα

ώς τον ουρανό,

και Τίβολι:

η αριστοκρατία

που

γόησσα

που

Μα σ’ αυτές

κάνοντας

που

«Ιππόγρυπα,

Φρασκάτι

του παλιού

εσύ της Θάλειας,

ιέρεια

πατρίδα

άντρα

της την

της στον

πόνο

βρήκε είχε

η δυστυχία,

αποκάμει,

η άλλη,

η άλλη,

που

απ’ το τέκνο

της σπαράχτη

δάκρυά

όλες

τους

θα ’καναν

ως Παναγία,

με τα

ένα ποτάμι!

III

Α, πόσες

ακολούθησα

Μια

όλες που,

απ’

τον

γεμίζοντας

σ’ ένα παγκάκι,

ν’ ακούσει καμιά

χάλκινά

τους

όργανα

στις

τότε,

περήφανη,

γέρου

είχε,

καρδιές

αϊτού

ήλιος

τους

καθόταν,

άνθρωπος που

ξανανιώνει,

γεμίζουν

μας, κι οι τόνοι

κήπους

ορθωνόταν,

επίσημα

ρουφώντας

το μάτι της καμιά

το μέτωπό

της

μάρμαρο

IV

μες στων με

στωικές,

δίχως

μεγαλουπόλεων

ματωμένη

την καρδιά,

παράπονο

το χάος, σεις,

σεις,

άγιες

ένα, μητέρες

ή εταίρες,

φορά

τον

σαν

για δάφνη

λες, γίνει!

Έτσι τραβάτε,

τα

οι χαρωποί

σκορπίζουν,

μ’ ευφροσύνη·

ανοιγόταν,

ο

που

εσβηνόταν,

πληγές,

παράμερα

τις μπάντες

ηρωισμό

στητή,

παιάνα

ο

κοκκινωπές

σκεφτική,

στρατιωτικές

τους

πολεμικό

ουρανό

στα χρυσόβραδα

απ’ τις

τις γριές!

από τούτες

σαν μακριά

μια φορά

που

Εσείς,

η

που

γνωρίζει

πια!

σκληρά,

είχατε

ονόματα

δόξα

η

ή

ήσαστε

φημισμένα.

χάρη

σαν περνάει,

Ο μπέκρος

κι άναντρα

σας κοροϊδεύει,

μαγεύει,

που

κανείς

με πρόστυχα

ένα χαμίνι

δε σας

ερωτόλογα,

αισχρό

ξοπίσω

σας πηδάει.

Ντρεπόσαστε μ’ ώμους

κανείς, στον

περίεργες

έχω στ’ σας

σκυφτούς,

τοίχο

ζαρωμένες,

Κουρέλια

φοβιάρικα,

και δε σας χαιρετά

τραβάτε,

τοίχο

ειμαρμένες!

σεις

ανθρώπινα,

καιρός

πια να πάτε!

τάφο

Μα εγώ,

πια, σκιές

ζείτε

που

εγώ που αβέβαιο

ο ίδιος,

αγνάντια βήμα

σας

ω μαγεία,

μ’ αγάπη,

σας

καρφωμένο,

να ξέρετε,

χωρίς

ανησυχία,

το μάτι

σαν να ’μουν κρυφές

ο πατέρας

χαρές

απολαβαίνω!

Ν’ ανοίγουν

βλέπω,

ζω, φωτεινές

χίλιες

Ρημάδια!

κάθε

ή σκοτεινές,

δυο καρδιές

ακτινοβολεί

η

ψυχή

εγώ,

εκφυλισμούς

από τις αρετές

μου!

Μυαλά

μπαμπόγριες

Αύριο,

τους νέους

πού

παθιασμούς

τις μέρες τις παλιές

απ’ τους

Ω φαμίλια

βράδυ

χαιρέτισμα.

ως λούλουδα,

σας·

μεθώ

σας·

με

και μου

σας,

σας!

συγγενικά

Εύες,

μου!

σκιάχτρα,

θα ’στε πια, παιδιά

μου,

Σας

στέλνω

στερνό που τρομερή

Σε μια διαβάτισσα

Του δρόμου

τ’ οχλαλοητό

της, αρχοντολυπημένη,

κρατώντας

σηκωμένη,

μια ηδονή

αυτός

που

θύελλες

νύχτα

στο βλέμμα

πολύ

δεν ξέρω

αγάπαγα,

της ρόμπας

λιγνή,

διάβηκε,

της, τη

ως αγαλμάτου.

που τρέλα

Κι εγώ

τον χτυπάει,

μια γλύκα

γεννάει,

μακριά

αν πουθενά

μετά!



Λιαβάτισσά

σου ξανάνιωσα,

θα σε δω, σε κάποια

Λλλού,

Ψηλή,

γυναίκα

στα μάτια της, και

σαγηνευτική

θανάτου.

αστραπή...

ξαφνικά

μόνο

όπως

ουρανό

Κάποια

με πόδι

και λυγερή,

ρουφούσα, τεφρό

μ’ επίδειξη

κάποια

γύρα-

νταντελένια

ευγενικιά

τριγύρα.

ξεκούφαινε

στα μαύρα

μου

για πε μου:

ωραία,

αλλού

που

πια

ζωή νέα;

από δω!

Κι ίσως

ποτέ μου!

θέλω πια σ’ ανταμώσει,

ω, εσένα

Αργά!

Γιατί που

θ’

ω εσύ, που το ’χες νιώσει!

Ο χαλασμός

Αργοσαλεύει

ο Δαίμονας

αδιάκοπα

κοντά

μου και σαν αγέρας

γύρω

άπιαστος

μου κολυμπά.

καίει τα σωθικά

μου,

Τον καταπίνω,

μ’ άσβηστο

που

νιώθοντας

να

κι αμαρτωλό

πόθο

τα

αγαπημένη,

παίρνει

πλημμυρά.

Ξέροντας

φόρμα

πόσο

κάποτε

μου

να πίνω

’ναι για μένα

η Τέχνη

μαγεύτρας

μαθαίνει,

γυναικός.

τάχα το βάρος

τη

τα πιο βρομερά

Τα φίλτρα να ξεχνώ

που

φέρνει

ο

βαρεμός.

με σέρνει

Έτσι

έρμους

μακριά

και βαθιούς,

που

Θεού

Πλήξη

το μάτι,

’ναι γεμάτοι,

σε κάμπους λαχανιασμένο

και

και κατακουρασμένο·

βαρύ

και μπρος

στα σαστισμένα

ολάνοιχτες

Ο έρωτας

απάνω

της Οικουμένης αυτόν,

γελώντας

μου πετά

και τ’ όργανο

λερά

μονάχα

του

και το κρανίο

στο κρανίο είναι

θρονιασμένος.

ξετσίπωτα,

με κέφι σαπουνόφουσκες αγέρα,

μου τα μάτια

φορέματα

πληγές,

Ο έρωτας

στον

απ’ του

σάμπως

Και πάνω

από το θρόνο

ο αφορεσμένος,

φυσάει,

που όλο

για ν’ ανταμώσουνε

και πάν’ ψηλά τους κόσμους

μες

που

βρίσκονται

Κι

η

κάθε

στα τρίσβαθα

ανάλαφρη

του αιθέρα.

που λάμπει

φούσκα,

παίρνει

ένα πέταγμα

ορμητικό,

σκάνει

και φτύνει

όνειρο

χρυσό.

Κι ακούω

σε κάθε

να ζητεί:

κι

η

της, που χάνεται

ν’ αναστενάζει

το γελοίο,

πότε

σαν

κι έλεος

θα πάρει

Γιατί,

το αίμα

απονιά, μου

αυτό παιχνίδι,

που τ’ ανήλεό

εκείνο

ψυχή

το κρανίο

φούσκα

«Τ’ άγριο

πια;

τέλος

την κούφια

μου

σου στόμα είναι,

σκορπίζει

τέρας,

στον

και το σώμα

αγέρα

μ’

και το μυαλό

φονιά!»

καρδιά,

Άβελ

και Κάιν ι

Φυλή

γλυκά Φυλή

του Άβελ,

τρώγε,

πίνε και κοιμήσου-

ο Θεός

σ’ εσένα

χαμογελά!

του Κάιν,

μες στη

λάσπη

σου κυλήσου

και ψόφα

πάνω

στην κακομοιριά. Φυλή

του Άβελ,

μύτη

εκεί ψηλά!

Φυλή

του Κάιν,

το θυμίαμά

η

αγωνία

σου

που

ευφραίνει

σε βαραίνει,

των Σεραφείμ

θενά τελειώσει

τη

εδώ

φορά;

καμιά

Φυλή όλα

του Άβελ, κατ’

Φυλή

του Κάιν,

γέρικο

Φυλή

κοίτα:

σου

τα σπαρτά

εσένα,

τα ζώα

σου,

πάν’

ευχή. στ’ άντερά

σου, λυσσασμένα

η πείνα

ουρλιάζει,

στο τζάκι

σου το

σκυλί.

του Άβελ,

ζέσταινε

συ την κοιλιά

σου

πατριαρχικό.

Φυλή

του Κάιν,

σαν τσακάλι

στη

σπηλιά

σου,

τρεμούλιαζε

απ’

το κρύο το φριχτό!

Φυλή όμοια

Φυλή

του Άβελ,

ερωτεύου,

γεννοβόλα!

του Κάιν,

στην

καρδιά

σου φλόγα

Φυλή βοσκίζεις,

Φυλή

Και το πουγκί

σου

γεννοβολά.

σαν πάνω

του

φαμελιά

Κάιν,

στο σανίδωμα

σ’ έρημους

σου που

δρόμους

είν’ όλα,

του Άβελ,

μα απ’ τους

όλο πλήθαινε1

οι κοριοί!

που γυρίζεις,

σέρνε

τη

θρηνεί.

II

Φυλή θενά

Φυλή

του Άβελ, λιπάνει

του Κάιν,

έχει ακόμα

το ψοφίμι

σαν κοπριά

η δουλειά

τελειωθεί.

το δικό

σου,

τη γη!

που ’χεις

εμπρός

σου,

για

’σε δεν

Φυλή

του Άβελ,

το κοντάρι

να ποια

Φυλή

του

κι ο πιο σοφός

σε πρόδωσε μου

ω Σατανά,

κακομοιριά λεπρούς

λυπήσου!

μαύρη του

μου

του

Συ, που

μαθαίνεις

τη

κακομοιριά

κάθε προγραμμένου,

σου



κόσμου

και στους

μια τρελή

λυπήσου! που

μου

σ’ Συ,

Συ,

που

και γιατρευτή

τη

μαύρη

πανάθλιους

το τι

και

η

κακομοιριά

—παλιά,

τρανή

χαριτωμένη,

ντροπιάζει

σου

αγάπη

ω Σατανά,

Συ, που ησυχάζεις

ολόκληρο

που

ορθώνεσαι.

ω Σατανά,

μαύρη

μοίρα

μαύρη

λυπήσου!

με τον έρωτα

από το Θάνατο

την Ελπίδα

η τη

ω Πρίγκιπα,

ανθρώπου,

ω Σατανά,

Ω Συ, που

— γέννησες

μου

ρήγα του κάτου

λυπήσου!

είναι,

Παράδεισο

εξορίας,

κακομοιριά

μαύρη

ακόμα

οργή

Θεέ που

τη

τρανέ

στους

έχει απ’

ο πιο

ω Σατανά,

πιο ισχυρός

αγωνίας

κάθε

Της

ύμνους,

και νικημένος

πονετικέ

η

Ω Συ,

απ’ τους Αγγέλους,

λυπήσου!

κι όμως,

όλα τα γρικάς,

μου

το σίδερο

ας φτάσει

τον Σατανά

και δε σου ψέλνουν

κακομοιριά

αιώνια,

σου:

στη γη!

Οι λιτανείες

αδικήσαν

ντροπή

ώς τα ουράνια

Κάιν,

κι ας ρίξει το Θεό κάτω

όμορφος

η

είναι

νικηθεί!

τη

ματιά

λαό γύρω

τη

ω Σατανά,

απ’ την καρμανιόλα,

έκρυψε

μαύρη

Εσύ,

που ξέρεις

ο Θεός

ζηλόφθονα

μου κακομοιριά

τα τρίσβαθα

Συ, που το χέρι σου, υπνοβάτη

μαύρη

που

στων

βαδίζει

που τον

του

πόνο

να σμίγουμε

άρρωστου

το νίτρο

κακομοιριά

συνένοχε,

του

μέθυσου

στο

σαν

κι άλογα

νύχτωσε

λυπήσου!

για να τόνε γλυκάνεις,

ω Σατανά,

μέτωπο

του

σου,

τη

τα σκληρά

μάγος

μου κακομοιριά

Συ, που τη βούλα

λυπήσου!

την βάζεις

που

τον

ω Σατανά,

το χείλος,

με το θειάφι,

κοιμούνται λυπήσου!

κλει και σώζει

Συ, που

τη

μάτι που τρυπά

’χεις

μου κακομοιριά

σκεπών

της,

ω Σατανά,

πετράδια,

βάραθρα

τη μαύρη

κακομοιριά

μέσα τους τα μέταλλα

λυπήσου!

απαλύνεις

ω Σατανά,

πατήσαν,

μου

στη γη, στα έγκατά

Συ, που

τη μαύρη

πλατύ,

μου κακομοιριά

τα κόκαλα

που

ω Σατανά,

μαύρη

τ’ ατίμητα

λυπήσου!

εργαστήρια,

αποκρυμμένα,

τη

βαθιά

πού,

τον

Συ,

μας έμαθες

τη μαύρη

μου

ω κρυφέ

ανήλεου

και τιποτένιου Συ,

που τα μάτια,

ω Σατανά,

την καρδιά

ν’ αγαπούν

πονεμένους

τη μαύρη

Ω Συ, ραβδί του κρεμασμένου

των κοριτσιώνε

κάνεις,

τους

και τους κουρελιασμένους,

μου

κακομοιριά

εξόριστου

και λάμπα

και του συνωμότη

λυπήσου!

του

ξομολόγε,

εφευρέτη,

του

ω Σατανά,

Θετέ

τη μαύρη

πατέρα,

μου κακομοιριά

που

εκείνων,

Εσύ,

λυπήσου!

μες στη

από την Εδέμ της γης ο Θεός

έδιωξε

ω Σατανά,

τη μαύρη

μαύρη

οργή

τους

του

Πατέρας,

μου κακομοιριά

λυπήσου!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ω Σατανά,

Δόξα

σ’ εσένα,

φορά

βασίλεψες,

ρεμβάζεις,

σιωπηλά

κει πάνω

δόξα και μες στα

Γνώσης

από κάτω

μέτωπό

σου θεν’

απλωθούν

ανάπαυση

σαν

Κρεβάτια

θα ’χουμε

στις

εταζέρες

που άνοιξαν

σαν

λούλουδα μοναχά

Και ποια την άλλη καρδιές

μας

άνθινα, μνήματα

—σαν

να βρει,

όταν

στο

καινούργιος

τα

γεμάτα

μύρα,

αιθέρια

ντιβάνια

βαθιά,

παράξενα

για μας

να υπερβεί τρανές

που

μου πλάι σου στης

των εραστών

Ο θάνατος

ολοβελούδινα

μια

της Κόλασης,

Ναός

ένας

που

Ουράνια

η ψυχή

Κάνε

νικημένος!

το Δέντρο

στα

βάθη

τριγύρα,

σε μέρη

στην

λαμπάδες

μαγικά.

ύστατη

δυο—

φωτιά μαζί

τους, θα

οι δυο

το διπλοφώτισμά

διπλοκαθρεφτίσουνε

στα πνεύματά

Και

μια

βραδιά

ολογάλανη,

θεν’ ανταλλάξουμε

σαν

κι αργότερα,

που φέρνει

σκοπός μάς

ώσπου

μπόρα

μες στο

ακουστό κάτσεις

— τις

που ’χαν

στις φλόγες

βάνει,

να ζούμε

η μοναχή,

κάνει-

που σάμπως

να περπατούμε

ο

είναι

φίλτρο

θαρρετά,

το

το κρύο,

είναι

να ’ρθεί.

και στην

σκοτάδι

μας

που γράφει

και στου

καταχνιά

παλμός

χιονιού

φεγγοβολιάς·

το βιβλίο,

ότι

μπορείς

το πανδοχείο να κοιμηθείς,

τ’

να

και να φας.

Ο Άγγελος των

να χύσει



των φτωχών

μας, η ελπίδα μας

χωρισμός·

θα ’ρθεί το φως

— κι αλί! —

μεθά και δύναμη

βράδυ

Στην

παρηγορεί

της ζήσης

ο

τους θαμπούς,

Ο Θάνατος

Ο Θάνατος

μυστική,

και χαρωπός

πιστός

δυο καθρέφτες

αδερφοί.

την ίδια αναλαμπή,

ένας Άγγελος

μισανοίγοντας,

στους

ρόδινη,

άξαφνα

ένα μακροθρήνημα

πόρτες

τους

’ναι δυο καθρέφτες

μας που

είναι,

εκστατικών

που κρατεί ονείρων

στα μαγιοδάχτυλά

τη δωρεά

του τον ύπνο,

του, και ξαναστρώνει

το

φτωχό

των γυμνών

κρεβάτι

[ η δόξα

είναι των Θεών, το πουγκί

πατρίδα,

των

κρυφός

σιτοβολώνας,

άμοιρων

η αρχαία

και των αγνώστων

φτωχών

Το ταξίδι

Maxime

Στον

Du Camp

I

Για τα παιδιά, είναι

λάμπας θύμησες

Κάποιο την

που

οι ζωγραφιές

σαν τη λαχτάρα τη φεγγιά γίνεται

πρωί,

καρδιά

άπειρο,

τους

τα όρια

αυτή

της

τα μαγεύουν,

μας τρανή.

Α, πώς

και πόσο

αλαργεύουν

στης

μπρος

στις

μικρή!

μ’ ολόφλογη

κι έχτρες

κι οι χάρτες

η Σφαίρα

που

τη

φαντασία,

μαραζώνουν

ως με το κύμα πάμε,

λικνίζουμε

κινάμε,

γεμάτη

και της ψυχής

σε θάλασσες

πόθους

μας το τρανές

μα που τελειώνουν:

Άλλοι,

χαρούμενοι

φριχτό

λίκνο

στα

μάτια

τους,

που

μια πατρίδα

και μερικοί

μιας γυναίκας

άτιμη

αφήκαν

— αστρολόγοι,

επνιγήκαν! την —

Κίρκη

άλλοι,

που ωστόσο

το

μες

με το επίφοβο

μοσχοβοτανολόγι.

Κι όμοιοι άπειρο

για να μη γίνουνε

κι από ουρανούς

κι οι καυτεροί

δαγκώνουνε

τους

τα ίχνη

να φύγουν

σαν

ήλιοι

σβούνε

απ’ τ’

μεθούνε,

φωτιά'

οι πάγοι

τούς

σιγά στα χείλη

σιγά

απ’ τα φιλιά.

Μα αληθινοί

ποτέ

από φως

με ζώα,

κόκκινους

ταξιδευτές

ελαφρές

καρδιές

δεν τ’ αποφεύγουν

είναι

εκείνοι

καθώς

χωρίς

που

φεύγουν

μπαλόνια,

να ξέρουν

για

μονάχα

το

μοιραίο

το γιατί,

τους

πάντοτε

«Εμπρός!»

λένε:

Εκείνοι

που

σαν σύννεφα

σαν νεοσύλλεκτοι τρανές,

που

του

κανόνια

οι αποθυμιές

λαχταρούν

μοιάζουν

και που

ηδονές

και που τι όνομα

ν’ αλλάζουν

πάντοτε

τους

κι άγνωστες

έχουνε

δε

μάτια. II

Φρίκη!

ακόμα

Σαν

σβούρα

μοιάζουμε,

και στον ύπνο

μας,

Περιέργεια

και μας κυλά

που ήλιους

μαστιγώνει.

Μοίρα

παράξενη!

δεν είναι πουθενά,

που

μας σιμώνει,

στα χάη,

Ο σκοπός μπορεί

σαν φούσκα

απάνω

πάντα

πηδάει·

μας δέρνει

σαν ένας Άγγελος

άλλη

να ’ναι παντού·

θέση

παίρνει,

ο Άνθρωπος

η

σκληρός

κι αφού που

η Ελπίδα

ακούραστα

φωνάζει:

που

κάποια

Δόξα...»

ο ήλιος

με

φωνή

απ’

μια άλλη

Διάολε!

οργιάζει,

κεφαλή

μακριά

υποσχεθείβρίσκει

κοιτάζει,

είν’

κι η Φαντασία,

μόνο

έναν ύφαλο

βγει.

Ω, των χιμαιρικών

στη θάλασσα

του πλοίου

έχει η Μοίρα

μας

στην

έξαλλη

Αμερικές

την Ικαρία·

Κι απ’ τη σκοπιά

Έρωτας...

που ο σκοπός

νησάκι

μόλις

αναπαμό

ψάχνει

είν’ εκεί!

Ελδοράδο

που

ζητάει

«Προσοχή!»

«Ευτυχία...

απαντά:

Σκόπελος

Κάθε

η ψυχή,

τρικάταρτο,

τη γέφυρα φωνή

αιώνια

τρελού.

τρέξιμο

Πλοίο

τόνε σέρνει,

χωρών

βλέπει

ο ποθοπλανταγμένος!

να πεταχτεί

πρέπει

σαν μεθυσμένος

ο οικτρός

Στα σίδερα

σκοπός,

κι η πλάνη

ή

που

του το βάραθρο

το κάνει πιο βαθύ;

Κι ο γερο-αλήτης

παραδείσια μονάχα

έτσι

ονειρεύεται

την φωτάει,

δα στις λάσπες παλάτια-

ανακαλύπτουν

που πατάει,

σε κάθε τρώγλη

Κάπου ες τα εκστατικά

οητεία Ill

Έκθαμβοι

ταξιδιώτες,

χάσκοντας,

που κερί

τι ιστορήματα

λαμπρά

του

στα μάτια

διαβάζουμε

των θυμητικών

που

σας, σαν θάλασσες

την πλούσια

απ’ άστρα

’γιναν

μυαλό

μας

όλους

τους

χωρίς

μας φυλακές

πληκτικές

— τεντωτό

ολόγυρα

στολίδια

κι από αιθέρα.

Θέμε να ταξιδέψουμε Στις

μας

Δείξτε

βαθιά!

τα ωραία

μπιζουτιέρα,

κι ατμούς!

πανιά

χαρά

λίγη

τελάρο—

και στο

σκορπίστε

ζωγραφίστε

τις θύμησές

σας

μ’

ουρανούς.

μας: τι είδατε;

Για πείτε

IV

«Ω, Κύματα

κι αμμοθάλασσες

παρά τ’ άξαφνα πλήξαμε

στο ταξίδι

»Η δόξα του ήλιου

πρωτευουσών

άναβαν

κάποια

με ανταύγειες

»Οι

πόλεις

δείχναν οπού

στις

μας,

όπως

σε πέλαγα δύσες

λαχτάρα

κι όμως,

εδώ,

πάνω

τις χρυσές κι έννοια,

άστρα,

πόσα!

να,

τα τόσα,

συχνά!

μενεξεδένια

κι η δόξα

μες στις καρδιές να βυθιστούμε

των

μας

σε ουρανούς

μαγικές.

οι πιο πλούσιες,

τους λαμπρούς

’χουνε

ακόμα,

και τα δεινά

εμπόδια

είδαμ’

μια κρύφια

τα πιο τρανά

κείνους γοητεία.

τοπία,

σχηματισμούς Και πάντοτε

ποτέ δε

των σύννεφων,

μας έκανε

ο

πόθος

»

σκεφτικούς!

—Ω ΙΙόθε,

τις ρίζες

που η ηδονή

γέρικο

σου πιότερο

σου

φλοιός

γεροί

δέντρο

δυναμώνει,

και χοντραίνει,

και μόλο που

να δουν

Η απόλαυση

λιπαίνει!

σκληραίνεται

τον ήλιο πιο κοντά

θένε

σου κλώνοι.

»Δέντρο

τρανό,

μεγαλώνεις κάποια

πιο ολόζωο

πάντοτε;

για τ’ άπληστο

αδέρφια,

που

ωραίο

»Με προβοσκίδες χρυσούς

τους

«Φορέματα

που

γυναίκες

που

διαλεχτά

άλμπουμ

σας σκίτσα

είδωλα

τόσο

που η αγορά

κι από το κυπαρίσσι,

Ωστόσο,

είδαμε

μακριά.

ελεφαντένια-

θρόνους

παλάτια

κι υπέρπλουτους τα μάτια

δόντια

στο ραβδί

τα φίδια

Τι άλλα ύστερα;

VI

φτωχούς.

να μαγεύουν

και νύχια

V

—Κι ύστερα;

κρατήσει,

παραμυθένια,

γένηκαν

που πάνω

θα

’χουμε

από

αστεροστολισμούς-

θα ’κανε

είχαν

ό,τι ήρθε

βρίσκετε

με ολόφωτους

αριστοτεχνικά,

μάγους



χρωματιστάτους

χαϊδεύουν».

ο οι

παιδικά

Να!

Για να μην

ξεχάσουμε

σ’ όλα τα σκαλιά

απάνω

ψάξουμε,

είδαμε

το πιο σπουδαίο που

’χει η μοιραία

το πληκτικό

παντού

μυαλά!

μες στ’ άλλα, σκάλα,

της αμαρτίας

χωρίς

να

θέαμα

και

το παντοτινό: »Μια

σκλάβα

αγέλαστα

άπληστο, οχετό

λάγνο,

»το δήμιο

Άρχοντα

της

»θρησκείες

που τον

μας-

»τη φλύαρη πνεύμα

η πίκρα

να ερεθίζει,

στους

καθεμιά

καρφιά,

Ανθρωπότητα,

μανιασμένη:

και τα μυρώνει-

τον

βούρδουλα

ουρανούς

κι εκείνος

ο μαμόθρεφτος

τρίχινους

να

την ηδονή

τρελή

ν’ αλαλάζει-

“Ανάθεμά

και και,

να ζητεί

αυτό

μακριά,

σκαλώνει

—όπως

ξαπλώνει— να βρει-

μεθυσμένη, μες στην

σε, Κύριε

για το

αγωνία

κι όμοιέ

φωνάζει!

»Κι απ’ το κοπάδι

σε

αποκτηνώνει-

κι ο ασκητής,

της πάντοτε

σαν

τύραννο,

της σκλάβας,

να ολολύζει-

τα το αίμα

που

στα πούπουλα

σε σάκους

Θεό

Εξουσίας

πολλές,

σαν τη δική

πάνω

που

τον άντρα,

σκλάβος

να γένει,

το θΰμα

που ραντίζει

ο λαός,

ξεπαρμένη,

αγαπιέται-

να κυλιέται-

να χαίρεται,

τα γλέντια

να ’ναι ανόητη,

σιχαμερά

σκληρό

βούρκος

σαν

ποθεί

τη γυναίκα

λατρεύεται,

που η Μοίρα

έχει

μεγάλο

της,

μου”

στο

να

μαντρώσει,

οι πιο λίγο κουτοί να πέφτουν

—Της

στ’

που αδράχνει

όπιο

όλης να ποιος

Σφαίρας

ο Παραλογισμός,

που άπειρα

πλοκάμια

έχει απλώσει!

ο απολογισμός!»

είν’

VII

Τι πικρή

πίσω του που το ταξίδι

γνώση

μονότονος,

και σήμερα,

κόσμος αναδίνει: γει αυτή που φιλούσαμε Να μείνουμε; τραβά

κι άλλος

άγρυπνο

Ιουδαίοι

μόνο,

το Χρόνο!

Να

αν πρέπει,

για να γελάσει

Κι είναι

μικρός,

Πάντα

μας ο

την εικόνα

της.

αν το μπορείς·

φύγουμε;

φύγε. Ένας

τον σκληρό

και κάποιοι

κι —

—αλίμονο!

δρομείς,

κι Απόστολοι

περιπλανώμενοι

μήτε πλοίο

αφήνει!

κι αύριο,

ποτέ τα γόνατά

μείνε,

ζαρώνει

εχθρό,

ακούραστοι

αυτόν

Ναι,

και χτες,

μηδέ

βαγόνια

τους χωρούν,

για να τόνε ξεχνάνε-

κι άλλοι,

που, ως πάνε, τον μαύρο

τίποτα,

διχτυορίχτη

που τον σκοτώνουνε

χωρίς

να κινηθούν.

Κι όταν, ακόμα

Κίνα μας

τέλος,

το πόδι του στη ράχη

ελπίζουμε

κι «Εμπρός!»

φεύγαμε

με τα μαλλιά

στο πέλαο

καρφωμένα,

μας

κράζουμε

αφημένα

θα βάλει,

πάλι·

στ’ αγέρι

και τότε

κι όπως

στην

και τα μάτια

απάνω

θα μπαρκάρουμε

καρδιά

χαρούμενη

Ακούτε

τις φωνές

γλυκά:

τον ολοεύωδο

μεθύστε

αυτού

Και τη Σκιά

που

Ψέλνουν

τους που ποθήσατε

απ’ την αλλιώτικη

του απομεσήμερου,

να

γλυκάδα

του δίχως τελειωμό»...

μαντεύουμε

λαλιά

«Πλεύσε

την αγκάλη.

Πυλάδες

τους;

σκοπό

θα τρυγήστε

ελάτε

σου, ν’ αναγαλλιάσεις

Ηλέκτρα

με την

να γευτεί

θέλει

Δω πέρα χυμό-

απ’ τη γνώριμη

μας ανοίγουνε

του Σκότους,

τον πένθιμο

αυτός

Αωτό!

μ’ εξαίσιο

καρπούς

θάλασσα

νέου ταξιδευτή! αυτές,

δώθε

«Από

στη

πάλι!»

της·

και κάτω

προς

λέγει αυτή

την

που

VIII

Ω Χάρε,

τούτη

η

γερο-πλοίαρχε,

Γη, καιρός

αν ουρανός

μαύρα

απ’ αχτίδες

η

είναι

καρδιά

Χύσε

μας το φαρμάκι

φωτιά

μες στο μυαλό

βάραθρο! Άγνωστου

Άδης;

πανιά

να κάνει!

σαν μελάνι,

μας!

Μας πλήττει

Κι αν θάλασσα

το ξέρεις

πως

μέσα

βάζει!

γεμάτη

κι

’ναι

μας!

σου που τόση

Εδέμ;

κάτι το

την άγκυρά

σήκωσ’

το πλοίο

ορμή

είναι,

Τι νοιάζει;

νέο να βρούμε!

μας

που ζητούμε

Φτάνει

Αυτή

να πέσουμε

στα βάθη

του

η στο

Το ρομαντικό

Τι όμορφος

’ναι ο ολόδροσος

που

και ροδοσκάνει που

μ’ έρωτα

Θυμάμαι!... στο

τρέξουμε

Του

κάκου

κι αρχίζει μαύρη

μια τάφου

γεμάτη

μυρωδιά,

και το δειλό το πόδι βατράχια

που

του

αχτίδα!

να, ο Θεός

μισεύει-

’ναι,

να βασιλεύει, κι απελπισία-

στο σκότος

πηδούν

τα είδα

λοξή

από ρίγη

μου στα

άξαφνα

πηγές,

ν’ απολιγοθυμάνε...

αργά

Νύχτα

βαριά,

ως κατεβαίνει!

γιατί

καμιά

τον κυνηγώ:

η ακατανίκητη

κι υγρή,

καρδιά

εμπρός,

τουλάχιστο

όμως

βραγιές,

λούλουδα,

ως θερμή

στ’ ακρούρανα,

ν’ αρπάξουμε

στη δύση

του τ’ όνειρο,

του

βγαίνει —Καλότυχος

να χαιρετήσει

μπορεί

Όλα,

βλέμμα

όταν

ο ήλιος

να μας καλημερίσει!

θέλοντας

και το λαμπρό

ηλιοβασίλεμα

βάλτα

κολυμπάει,

πλάι πετάει

και σαλιγκάρια

κρύα.

— Λς

Η Λέσβος

Μάνα

ελληνορωμαϊκού

φιλήματα,

σαν φλόγα ζηλεμένα-

του ήλιου, μάνα

ερωτικού

ή λιγωμένα,

τρελά

τις νύχτες

ελληνορωμαϊκού

Λέσβο,

όπου

τα φιλήματα

άφοβα

μέσα

στ’ άπατα

γάργαρα, βαθιά,

φιλήματα

Λέσβο,

πάντα Πάφο,

Σαπφώ

πηδούν,

μοιάζουν

έχει ανταπόκριση έτσι

άμμετρα

σου γλυκές έρωτα

κι εσέ, τ’ αστέρια

δίκιο

’χει να ζηλεύει!

γλυκές

αγκάλες

ανταλλάζουν,

Λέσβο,

ανθογή

με τις ζεστές

κάνουν

στους

τα ίδια τους

σου στολίζουν

που

με καταρράχτες,

και τρέχουν

χιμάνε

κι ορμητικά,

κράχτες,

’ναι-

όπου

Λέσβο,

τα

με καταρράχτες!

οι Φρύνες

όπου

σαν πόνου

κλαίνε

τα

πυρρά

βασιλείου,

ερωτικού

μοιάζουν

κι ως άμμος

κρυφά

δροσερά,

και τις μέρες

τα βάραθρα

όπου

Λέσβο,

βασιλείου,

σαν το καρπούζι

καθρέφτες

ώριμες

τις νύμφιες

τους

νύχτες

τις λαγγεμένες,

νύχτες,

όπου

όπως

τη

σου

που

τις λαγγεμένες,

— Λέσβο,

και

την

κι η Αφροδίτη

οι Φρύνες

τις ισκιομάτες

ερωτευμένες

οπώρες,

ανταλλάζουν,

γυρεύει,

σε θαυμάζουν, Λέσβο,

μπρος

άκαρπα

κορμιά

αγκάλες

όποιος

κόρες

να ’ναι με

και να χαϊδεύουν ανθογή

με τις ζεστές

άσε το γερο-Πλάτωνα

και

ευγενική

κι εκείνα

τα τότε,

ω ρήγισσα

σου

τη

δίνουν

της ηδονής,

μόνη,

τα χάδια,

τα λεπτά

σου.

το

Άσε

Σου δίνει τη κορφή φυλάγω του Λευκάτ και τ’ άσωστο μαρτύριο, που πάντα μια φιλόδοξη

στην

μακριά

που

χαμογέλιου,

από

να σε κρίνει

το χλομό

σου

του

στη

απ’ τους

Θεούς,

απ’ τους

Τι κι αν

οι

χαράζει!

δίνει τη

Σου

Λέσβο,

δε ζυγίσει,

έχουν

θενά τολμήσει

να πληγώσει,

μέτωπο

που

οι

Ποιος

δώσει;

και

αν στη ρεματιές

σου

να σε κρίνει

θενά τολμήσει;

νόμοι γράφουνε

μεγαλόκαρδες,

Θεούς,

τα δάκρυα θάλασσα

Λέσβο,

ουρανό

μαρτύριο!

αυτό

απ’ τη δουλειά

ζυγαριά

ως χείμαρρος

σ’ άλλο

του

το μυστήριο

μας την σέρνει

όλο φως

που

τ’ άσωστο

συχώρεση

χρυσή

να σουφρώνει-

σου,

το δοκιμάζει,

καρδιά

Ποιος

φιλιά

σου τ’ ατέλειωτα

συχώρεση

αυτή,

τα φρύδια

τ’ αμέτρητα

συχώρεση

τ’ αρχιπελάου

για δίκιο ή αδικία; περφάνια,

σεβαστή

σαν καθεμιά

θρησκεία,

Κόλαση

και Ουράνια!

Τι κι αν

μα

οι

ο

έρωτας

νόμοι

Παρθένες

είν’ η θρησκεία

αναγελά

γράφουνε

σας

και

για δίκιο ή

αδικία;

Γιατί

έχει η Λέσβος

ανθηρών

παρθένων

μόνο

εμέ στον κόσμο

ξεχωρίσει,

της να ψάλω τα κρυμμένα,

κι από

των μικρόν

στο

σκοτεινό

κόσμο

μ’ έχει μυήσει

μυστήριο

γέλια

τρελά

ανακατωμένα-

γιατί

που

των δάκρυων,

έχει η Λέσβος

μόνο

με

’ναι

εμέ στον

ξεχωρίσει.

Κι από τα τότε,

στην

με τ’ ολάνοιχτο,

τ’ αλάθευτο

κορφή

φυλάγω

μου

του

Λευκάτα,

μέρα

μάτι,

σαν

και νύχτα

βάρδια

για να

ή φρεγάτα,

δω γολέτα

ν’ αναριγάει

μακριά,

στα γαλαζένια

πλάτη-

να μάθω είν’ η θάλασσα

στη

που

από το βράχο

που σχωρνάει

που

Σαπφώς

κι αν μας πονάει,

Λέσβο

θρηναντίλαλο

βραδιά

καλή

ξενιτεύτη,

κι αν,

πέφτει,

θα ξαναφέρει

τ’ αγαπημένο

να μάθει

αν

μες στο μια

πτώμα

αν είν’ η θάλασσα

της

καλή

κι αν

μας πονάει!

Της Ψάπφας, Αφροδίτη

γαλανό οπού

που ήταν

πιο όμορφη

από το μαύρο

έρωτα

κι απ’ Αφροδίτη σκορπώντας

ξανθή που

αχτιδοβολή

μάγεψε

του

και ποίηση

πόνου

χρυσή

που στη

των νιάτων

η ωραία

γεμάτη

κι απ’

-Νικήθηκε

χλομάδα!

το

του

η φαρμακάδα

της Ψάπφας,

γεμάτη

πιο όμορφη,

γαληνιά

και ποίηση

μάτι,

το μαυροκύκλωσε

που ήταν

έρωτα

για την πικρή

μες στην πλάση

γη και στον

της που απλώθη

θυγατέρα-

ορθώθη,

αιθέρα, στον

κι απ’ Αφροδίτη

και την

ωκεανό πιο

που

όμορφη

μες

στην

Της θείας

Σαπφώς,

πατώντας

το έθιμο

στερνή

τρανή

την κραυγή

της θείας

Σαπφώς,

τον καιρό

που

οι χώρες

του πόνου

στα ουράνια

απ’ τα βλέφαρα

στέρνουν.

πά’ στην

κάθε

και,

μ’ όλες

νυχτιά,

από

που οι έρμες της ακρογιαλιές

Κι είν’ από κείνο τον καιρό

η

κυλά

απ’ τη χλομή

προσκέφαλα,

τα χάδια

για

που χτύπησε

που θρηνάει,

τής προσφέρνουν,

της μεθάει,

Δελφίνη

βαθιά

πρόσφερε εγωιστή

που πέθανε

η Λέσβος

Κολασμένες

Λάγγεμα

λατρεία,

το κορμί της στον

της, όταν,

οργή

της.

Κι είν’ από κείνο τις δοξοτιμές

πά’ στην τρανή

και την πλαστή

την αθεΐα οργή

ορθώθη!

που πέθανε

βορά τ’ όμορφο

σκληρά

ψηλά

πλάση

φεγγιά

γυναίκες και Ιππολντη

των λύχνων

τα μοσχομυρωδάτα,

ονειρευόταν,

που την αυλαία

ξεχυνόταν,

η Ιππολύτη ανοίγανε

και στα τα τρανά

στ’ αθώα της

τα νιάτα.

Με μάτια

γύρευε

της ουρανό στρέφει αφήσει.

θολά

μακριά

το κεφάλι

απ’ της τρικυμιάς

να ξεχωρίσει,

στους γαλανούς

τη ζάλη,

σαν κείνο

ορίζοντες

τον πάναγνο

τον ταξιδευτή

που

που το πρωί

είχε

που απ’ τα μάτια της πέφταν,

Τα δάκρυα

το ξάφνιασμα,

τσάκισμα, μπράτσα

της

τρυφερό

της κάλλος.

Κι ολόχαρη

κάτι

στα

πρώτα

η Δελφίνη,

τα κουρασμένα,

ο σάλος,

βοηθούσαν,

το θύμα του, αφού

της έριχνε

ένα αγρίμι

δαγκωνιές

το

στόλιζαν

να γαληνεύει,

σαν

το

τα νικημένα

δυνατό,

πάνω

που

του

αφήνει.

Μπρος

στην

της τρανής

ηδονικά

το κρασί,

νίκης

ευχαριστίες

γλυκές

Και γύρευε

στο

που

κι άπειρη

η ρωμαλέα

κοντά

όψη

της, σάμπως

εκείνη,

που σαν

Ιππολύτη

τ’ άφωνο

κι εκείνη

τραγουδάει,

ευγνωμοσύνη, — «Ω

της,

καρτερούσε.

στη χλομή

γλύκες

’μορφιά

ρουφούσε

σερνότανε

ν’ ακούσει

θύμα της,

του να δει,

υπέρτατη

ομορφιά,

αδύναμη

κι υπέροχη,

γονατιστή

άσμα

της μπροστά,

πόδια

λες, παραμονεύει

γλύκα,

πια πεταμένα—όλα

—όπλα

όλο φωτιά

ματιές

η πικρή

μου,

βαθύ

τ’

την

αναστέναγμα

τι λες γι’ αυτή

την

ιστορία; Καταλαβαίνεις τα πρώτα

σ’ εκείνη

»Εμένα

ρόδα

τώρα

μου, πως δεν κάνει

σου τ’ αγνά να προσφερθούν

τη βαριά

τα φιλιά

εσύ, χρυσή

πνοή

θυσία

που θα σου τα μαράνει;

μου είν’ ελαφρά

ως πεταλουδάκια,

που λίμνες

διάφανες,

σου τα φιλιά

κοφτερό,

»Και

θ’ ανοίξουν

στη

βαθιά

πάνω

με πέταλα

εσύ, ψυχή

κατά μου

μια γλυκιά,

πέπλους

που

ατέλειωτο

Τότε

Πονώ

κάρο,

θενά

από νύχτιο,

νιώθω

μαύρα

μ’ άστρα

αγάπη

και

το παιδικό

— «Δεν

κεφάλι:

μου,

ασήκωτες

μια ανησυχία

είμαι

γλέντι

πάνω

να βγαίνω

μου

με πλησιάζουν θέλουνε

μεγάλη, μόνο.

να χιμάνε

μου:

να με πάνε,

τάχα καμιά

απ’ το φόβο

σαν

και στρατιές

σε δρόμους

που

ματωμένοι

»Εξήγησε

Τρέμω

τους και σ’ ένα

σκεπάζουν,

μετανιώνω.

τρομερό

την ταραχή

μοιάζουν.

εγώ θα σκίσω

σου

απόλαυσες

υψώνοντας

Δελφίνη

πράξη;

βόδια

σ’ αποκοιμίσω!»

κι έχω,

σεισμοτράνταχτους

μεις

αλέτρι

ταίρι.

π’ ουρανούς ματιά

πιο ανέγνωρες

μήτε

αν μπορείς,

εραστή

Ω Ιππολύτη,

μου

μοναδικό

σου

αχάριστη,

φαντάσματα

ως μαχαίρι...

βαλσαμική

όνειρο

»Τρομάρες

που

αυλάκια

και του

μένα,

η Ιππολύτη

διόλου

βραδιάζει,

σαν τα ζευγαρωμένα,

σου

και καρδιά,

σ’ εμέ τα μάτια

»Γύρνα

σαν

όμοια

και άλογα

μου, γύρισε

σαν

γη χαράζει.

θα περάσουν

βαριά

Για

χαϊδεύουν

πλατιές,

μου

τη φρίκη

παράξενη

λες “αγάπη

μου,

να κάναμε μου”,

μου,

αδερφή

κι όμως

γρικώ

μου πως πάει σ’ εσέ να

το στόμα

φτάξει. »Μη

με κοιτάζεις

αιώνια

θ’ αγαπώ,

για ’με παγίδα

έτσι,

εσύ, η συλλογή

καλή

μου,

Τη χαίτη

κι είπε,

η άλλη σάμπως

με μια φωνή μπροστά »Κατάρα

την αρετή

τη δροσιά,

μαγικά

τη νύχτα

να χτυπάει,

τα πόδια

και με ματιά

για κόλαση

μοιραία;

— «Και ποιος

μιλάει;

κείνον

τον

φαντασμένο,

να εξετάσει

βλάκας

που πάντα

που

»Κείνος

σαν

η

της κόλασης

κι ωραία

την τραγική

ανώφελο,

στον

πρόβλημα, δουλειές

τίναξε

σ,β τρίποδα

έρωτα

καταπιάστηκε

κι αν θα ’σουν

μου!»

δεσποτική

στον

ακόμα

κι αν θα ’σουνα

πια στημένη

και του χαμού

αρχή

μου, εσύ, που

του νου

διαλεγμένη,

θα ’ν’ κρυμμένο,

που πρώτος

το στείρο

και στις

τούτο

ερωτικές

να μπάσει! ένα τα δυο να κάνει:

ζητεί

και τη μέρα,

το λιόπυρο

ποτέ του το παράλυτο

κορμί

δε θα ζεστάνει

στον

κόκκινο

»Λν

θέλεις

μπρος,

Όμως

ήλιο,

που

αγαπητικό,

τρέχα

χλομή

τα πληγωμένα

έρωτα κουτό

την παρθενική

κι ολότρεμη στήθια

σου

τον λέν’

στη γη

δω πέρα!

να τον ζητήσεις· καρδιά

από τύψεις πάλι

να του προσφέρεις!

θα γυρίσεις,

σ’ εμέ να φέρεις...

και

Έναν

εδώ

αφέντη

Μα ξάφνου

μπορείς

η κόρη,

«Νιώθω

φώναξε:

μια άβυσσο

απ’ τ’ άπειρο

το ηφαίστειο

»Σαν

τούτη που

που

θα καίει την ώς το κόκαλο

μας χωρίσουν

»Ας

ερωτολαγγέματα

στήθια

Τραβάτε,

οι κλειστές

δροσιά

κατεβαίνετε,

το δρόμο

πάρτε

που

έρχεται

απ’ τον ουρανό

κι ανάκατα

στήθη,

απ’ τις ηδονές

Δροσάτη

αχτίδα

απ’ τα πλήθη,

Ω, θέλω

κι απάνω

φέρνει!

Βουλιάξτε

αγέρας

που

δεν

τα δέρνει, σαν

θύελλας,

χοχλακίζουν.

οι αποθυμιές

σας·

Τρελές

ποτέ δε θα

κι η τιμωρία

σας θα

σας.

δε θα μπει ποτέ

φλογερά

να

εκεί τα

θύματα, αιώνια

στα σπήλαιά

απ’ τις βραχοσχισμάδες

κλωθογυρνάνε

και τα

να νιώσουν!»

σας που αφρίζουν,

βγει μέσ’

όλο πυρετό

σου

σας πάν’, τρέξτε,

τις λύσσες

χορτάσετε

λάμια

όλο διψάει,

που όλα τα κρίματα

βαθιά,

μ’ ένα βουητό,

κει που

Στη

στο χέρι.

ας μας δώσουν!

δυστυχισμένα

βάραθρο,

μου,

να γλιτώστε!

σαν τα χάη!

κουρτίνες

σε μια κόλαση

μες στο

σκιές

κι άπατη

που για αίμα

ανάπαυση

μου τάφου

στα στήθια

με το δαυλό

μες στα βαθιά

εκμηδενιστώ

βαθιά

ν’ απλώνεται

δε θα φέρει,

κι η Ερινύα,

ουρλιάζει,

μόνο!»

της πόνο,

άπειρό

τον

κλείνετε

ολόφλογη

τίποτα

χορτασμό

να ευχαριστήσεις

ανοίγοντας

σαν

πύρινες

λαμπάδες,

σας·

μιάσματα

τους οι φριχτές

κι οι μυρωδιές

Των ηδονών τη

σας η τραχιά

σας και το πετσί

δίψα

κι ο μανιασμένος

ως παλιά

κάνει

απ’ τους

Μακριά

μες

λύκοι

σας

άνεμος, σημαία

στις

κι άπληστη

σας

στα κορμιά

ακαρποσύνη

σας.

ανάβει

πιο

σκάει·

που η λαγνεία

τη σάρκα

αφήνει,

σας

να χτυπάει...

ζωντανούς

λαούς

που,

καταδικασμένες,

εδώ κι εκεί πλανιώστε,

ερημιές,

ψυχές

λοιπόν,

τρυπώνουν

ξεστρατισμένες,

ζήστε

τη

σαν μοίρα

που κλείνετε

απ’ τ’ άπειρο

Η λήθη

Άπονη είσαι

και κουφή

να χώσω

ψυχή,

τίγρη

αδιάφορη,

δάχτυλά

μου,

ω, έλα στην καρδιά

μου λατρευτή, ώρα πολλή,

θέλω μες στη

μου!

Όσο

κι αν

εγώ τα τρεμάμενα χαίτη

βαριά

σου,

την πυκνή!

Πάνω

στο

πονόγερτο

μεσοφούστανο, κεφάλι

και να μυρίσω

πεθαμένου

ο θάνατος,

έρωτα

σαν

την τέφρα

Να κοιμηθώ

ύπνο

απ’ τη σάρκα

μυρωμένο,

να θάψω

το

βαθιά

αποξαρχής,

μου

Να κοιμηθώ!

μου

θέλω,

μυστηριακό,

άνθος

μαραμένο,

του

τη γλυκιά.

παρά

με δίχως

να ζήσω!

τύψη

Σ’ έναν,

τα φιλιά

καθώς

μου πάνω

θεν’

αφήσω

Να πνίξει

στ’ ωραίο

τον τρανό

τώρα

παρά η άβυσσος

σου τρέχει

Στη

μοίρα

υποταχτώ

υπάκουος μαρτύριό

μπορεί;

σου φωλιάζει,

μου,

κι η Λήθη

από δω κι εμπρός

σαν να ’μουνα μάρτυρας

του τρελά

τη χαριτωμένη

απόλαυσή

γι’ αυτήν

κι αθώος

δικασμένος,

μου

μνησικακία

και το νηπενθές

του ορθού

Σε κάποια

παίζει

το γέλιο

σαν δροσαγέρι

Στο

διάβα

που

μόνη,

θα

και σαν

ο ζήλος το

εύθυμη

σου,

η θωριά

εαρινό-

μες στα

μάγουλά

σε λαμπρό

σου

ουρανό.

σου οι βαρύθυμοι

κρυμμένη,

από τη

σου στήθους,

πολύ

σου, η κίνηση,

σαν τοπίο

μου

εδώ πλασμένος·

ποτές!

ωραίες

η

απ’ το δικό

μόνο

το δυναμώνει,

κάθε

θα βυζάξω

Η κεφαλή

τι άλλο

Η Λησμοσύνη,

το φιλί.

για να νεκρώσω κώνειο

σου

σαν το χαλκό.

κορμί

μου που ησυχάζει,

λυγμό

της κλίνης

στα χείλη

δυνατή,

σου, το γυαλιστό

διαβάτες

ρώγα

το καλό τη γλυκιά

που καρδιά

δεν

και

έκλεισε

στέκουν,

απ’ την τόση

θαμπώνονται

σαν φωταύγεια σου

τα λευκά

Τ’ ανοιχτά

φέρνουν

στων

ποιητών

χορού

που

θεότρελη,

σε μισώ τόσο

Κάποτε,

τη φαντασία

τη ζωγραφιά.

μ’ έχεις

φουστάνι το

ωραίο

μου σέρνοντας

ένιωσα

σαν μιας

να μου

ξεσκίζει

άνοιξη,

μυαλό-

ξετρελάνει,

όσο και σ’ αγαπώ!

μες σ’ έναν

ατονία

η

ποικιλία,

σου μοιάζει

το παρδαλό

κι

η

σου φορεσιά,

σου παρδαλότρελο

Κάθε

την

τα γυμνά!

κι

χρώματα

λουλούδινου

απ’ τις πλάτες

ξεπηδά μπράτσα,

που να ’χει θες κάθε

ειρωνείας

ο

ήλιος

τα πράσινά

κήπο, βαριά, χτύπο

την καρδιά-

της πλούτη

μου ταπεινώσαν

τόσο

που

σ’ ένα λουλούδι

της

εκδικήθηκα

φύσης

την

υγειά,

την

αυθάδεια,

ψυχή, τούτη

τη σκληρή!

που κι απ’

To ίδιο θα ’θελα,

μια νύχτα,

στου

κορμιού

ωραίου

σου

σημαίνει

η ώρα,

άναντρα

να συρθώ,

τη σάρκα

σου τη δροσιά

στηθιών

ν’ ανοίξω

σκίσω,

και

— ω γλύκα,

καινούργια χύσω

σιγά,

σου τη χαρωπή

πάνω

που

αυτά,

τώρα,

τους

θησαυρούς,

σ’ αυτούς,

να τιμωρήσω,

μια πληγή

τρομάρας

μου,

να σου

και τον κατάπληκτο

πλατιά,

φέρνεις

μαράνω

των

σου να

λαγόνα

βαθιά,

ζάλη! μέσα

στο χρώμα

πιο λαμπερά

το φαρμάκι

όταν των ηδονών

τα

στα χείλη

και στα κάλλη,

να

κυρά!

Τα στολίδια

Η λατρευτή

Μ’ αυτή σαν

μου ήταν

μοναχά

κρατήσει

την πλούσια

μαύρη

σκλάβα

Οι χάντρες,

που

Ξέροντας

αρματωσιά σε καμιά

τα μεγάλα

περιπαίχτρα,

ξετρελαίνουν,

γυμνή.

τα τρανταχτά

όταν

κι αγαπώ

καμάρωνε

μέρα

εκείνα,

πηδούν,

την καρδιά

μου,

είχε

της κάλλη.

γιορτής

μπροστά

μου,

μεγάλη.

τ’ αστραποβόλα

ταιριάζουν

με πιότερη

μανία

αρμονία,

με

τα πράγματα

που ήχος

Έτσι

ξαπλώνοντας,

λοιπόν,

το ψηλό

ντιβάνι

στον

έρωτά

καθώς

Τα

μια

μάτια

μου το γλυκό, θάλασσα

θέλγητρο

ένα καινούργιο

Κι η γάμπα

ως λάδι γαλήνια αμπελιού

μάτια

μου τα τσαμπιά

οι γοφοί

σ’ ενός

στενεμένη!

χρώμα.

μπρος

στα

Και τ’

κι η κοιλιά

της

να κινήσουν, αναπαυόταν,

μετακινήσουν,

όπου

απ’ τον

γαλήνια,

καθόταν.

εφήβου

βαλμένοι

της Αντιόπης

οι γλουτοί

της φάνταζαν

λες κι ήτανε

σχέδιο

σε μέση

η

της.

την, περνούσαν.

που ήσυχα

της να την

κι ασάλευτη

κι έδινε

μεριά της, που λεία

τα

κυματούσαν,

θέλανε

την ψυχή

Σ’ ένα καινούργιο

της·

μεταμόρφωσές

— οι κόρφοι

χαδιάρικα

κρυσταλλοβράχο

βαθύς

ρεμβά,

δαμασμένη,

τις γλυκές

της, η μέση,

κι ως κύκνος

μου ταράξουν

ερημική

στις

μου που ψάχναν

σαν πειρασμοί, να

της υψωνόταν,

ενωμένη

και τα μπράτσα

μοιάζανε

κι απ’ το

αφηνόταν

φιλούσε.

σαν τίγρη

τις πόζες

με τη λαγνεία

αθωότητα

που μπρος

που το γκρεμνό

άλλαζε

μου

όλα.

γελούσε

μου έστηνε

πάνω

λες, γίνοντ’

ένα,

στα χάδια

μαργιόλικα

κι όλο

απλανή,

και φως

σώμα,

Και το

τόσο

φτιασίδι

ταίριαζε

με το σταράτο

Κι όταν

η λάμπα

πήγαινε

μας την κάμαρα

τζάκι

φλόγας

πνοή

σιγά

φωτούσε,

κάθε

που τούτο

το

πήγαινε

δέρμα

το ως κεχριμπάρι

ν’ αφήσει,

και μοναχά

να σβήσει

σιγά

μ’ αίμα το

της

πλημμυρούσε!

της αιματορονφήχτρας

Οι μεταμορφώσεις

η γυναίκα

Τότε

σε κάρβουνα

τα χείλη

θύμησες

παλιές

γελούνε

σαν παιδιά

τους

θα με δει ολόγυμνη,

κι αστέρια

τέχνη

βάζω,

άντρα

στα

δίνουν

σαν φίδι απά’

μέσα

ζουλώντας,

άφηνε

και ξέρω

τρόπους,

εγώ υγρά, μες στο

βαθύ

όλα τα δάκρυα

Στεγνώνω

και

φεγγάρι!

βελουδένια

δαγκωνιές

αδιάντροπη,

μένα!»

στα

στο

τέτοια

να κυλούν

αδύναμη

ορθά

αγαπητέ

μπράτσα

ή γενναία,

πάνω

στήθια

σβήνει

κι ουρανός

ήλιος

σοφέ,

γλύκα

σαν αγκαλιάζω

τα ωραία, πάνω

και να

Κι έχω γι’ αυτόν

να γίνουμε

τη χάρη

μου

μου

εγώ κάνω.

Και τόση,

μου

που

κάτι

κρεβάτι.

γέρους

στα στήθη

τα ποθοπλανταγμένα, για

της

και

μοσχομελένια:

- «Έχω

που

τα φραουλένια,

χείλη,

στριφογυρνώντας,

τα στήθια

στηθόδεσμο λόγια

με τ’ αβρά

αναφτά

που

και

ή σαν

ντροπαλή

μου κι

σ’ αυτά τα στρώματα,

θα ’κανα να κολάζονται

κι οι Άγγελοι

Και το μεδούλι λαγγεμένος

δυο

το τρανό

που

ον

ένα

τα ξανάνοιξα

κάτι

προμηθευόταν, τρίζανε

στριγκά

ή σαν ταμπέλα

που

που την κουνούν

που

αναδευόταν!

φως,

σκελετού

ρημάδια

ανεμοδούρα,

σε βέργα

οι αγέρηδες

μου,

σιμά

Έκλεισα

αντί

και λες πως

σειόταν

καθώς

κρεμαστή

του

έσκυψα

τα

μου,

στο

μέσα

νευρόσπαστο

μου,

όταν

όλο πύο,

σιχαμερό,

μου, και

απ’ τα κόκαλά

τη ματιά

μου από τη σιχασιά

μάτια

μα όταν

πολύ

όλο

σ’ εκείνην

φιλί για να της δώσω,

έρωτα είδα

ως βύζαξεν

έστρεψα

για κείνο μέσα του

αίμα

τρέμανε

τιποτένια,

μόνα,

σιδερένια

τις νύχτες

του χειμώνα.

Ύμνος Στην πολυαγάπητη,

την καρδιά, «χαίρε»

όμορφή

είδωλο,

μου,

στο

που

φως γεμίζει

σεραφείμ

μες στη ζωή μου σαν ένα αγέρι

και την αχόρταγη

Σαν

πιο

μου,

ένα

μου

μου

παντοτινά!

Δροσοξεχύνεται

μυροφόρι

ευωδιά,

στην

στο αθάνατο

σαν

λησμονημένο

φέρνει

πάντα

θυμιατήρι

ψυχή

μου σ’ αθανασίας

σκορπίζει

στην

κρυφά

καπνίζει,

μες στη νυχτιά.

ατμοσφαίρα

θαλασσινό,

πόθο

τρανό.

γλυκιά

αμόλυντε,

Έρωτα

Μόσχου

είναι

μου

στην

πολυαγάπητη,

μου η υγειά,

κι όλη

Στον

τα μαλλιά

μαεστρία

κανείς

είδες

αρχιτέκτονα

τόλμη

τους

^

Ποιητή,

από κάθε πόρο

Κένταυρου

άλλαζε-

ο

χιτώνας,

μήπως

μου,

ένα

γεμάτο,

σε χτίρια

τάχα

όλη

γι’

του πετάει

σου του

που η λεπτόκαλη

να φανταστούμε

σε νεκρικό

όπου τη

χέρι,

βλέποντας,

μας αίμα φεύγει

λέν’,

βαμμένος

γερό

που τη μαιτρέσα

φωτιά

νωρίς

μας αφήνει

μου

στο σεραφείμ

σου χάρη

την αξιοσύνη,

’ναι παρακάτω.

μου, που ’ναι η χαρά

είδωλο,

με τέτοιο

της θεάς

πολύ

μου

(1842)

νέο θα σ’ είχε πάρει,

Με μάτι φωτεινό,

τάφου

μέσα

στου

της

Ντε Μπανβιλ

και την οκνή

στο μεντέρι.

απάνω

.

νους τις χάρες

θάψει

πιο όμορφή

Θεόδωρο

Άδραξες

αγαπητικό

’χουνε

στ’ αθάνατο

παντοτινά!

«χαίρε»

_

που

σπόρος,

τη σκοτεινιά! Στην

ο

πώς να σου γράψει

αληθινά;

η τέχνη

μονάχα.

ρυάκι

σου τι θα

Του

πως κάθε φλέβα

ήταν

κι εκείνος

χύνουν στην

κούνια

Λ, μη τις φλόγες ψυχή,

ζέστανε

supplicem

Θεά που το κρυφό,

προσφέρει

που

που τα ’πνίγε

ο Ηρακλής;

ενός ειδωλολάτρη

σου τις λιγοστεύεις!

εσύ. Ηδονή,

’σαι στ’ αγέρι

άκουσε

την κρύα

Πάλι

που τις καρδιές

σκορπισμένη,

μια ψυχή

μου

παιδεύεις!

ω

Diva,

φλόγα

αποκαμωμένη,

στο

σπήλαιό

που ύμνο

μας

σού

από χαλκό.

μόνη

βασίλισσά

μου!

με τη σαρκοβελούδινη

ή χύσε τις βαρύπνιες μαγεμένα,

το φαρμάκι,

της γης,

ερπετά

exaudi!

Ηδονή,

Θεά μου,

σάλιων

στων

φριχτά

του, .μικρός,

Η προσευχή

Γίνου,

φορές

τρεις

τα εκδικητικά,

ω

Ηδονή,

εσύ

μάσκα

φόρεσε,

ομορφιά,

σου σ’ εμένα, άπιαστη

Σειρήνας

μες στ’ άυλα

κρασιά,

τα

σκιά!

Το βάραθρο

Κυλούσε

αντάμα

κι ο Πασκάλ

μέσα

στο

βάραθρό

του.

-Αλί!

Όλα

είν’ άβυσσος.

Λόγος

τον ανατριχιασμό

κορμί

του όταν να περνά

απάνω

κάτω

σιωπή

και το φριχτό

στη

νύχτες

μου ο Θεός αιώνια

πολύμορφο

σαν

Ο ύπνος

παράθυρα

δε γρικώ

την άφωνη

τη γλυκιά

Φόβου

το

νιώθει.

στα ερμογιάλια,

απελπίζει...

Μέσα

η

στις

ένα βραχνά

αγάλια,

με κάνει

Νύχτα

γεμάτος

και τρομάζω·

πού φέρνει,

απ’ όλα τα

κοιτάζω-

μου που ο ίλιγγος

μηδενός

ου, άκου

που

κι αγάλια

γκρεμός

που

όλο και χάος

κι η σκέψη

του

κι εμένα

ζωγραφίζει.

βαθύς

αόριστη,

στα βύθια,

τ’ άπειρο

σοφά

Έχει

πόθοι!

τ’ αγέρι του

γη, παντού,

Ψηλά,

φρίκη

και δράση,

του,

πάντα

την συνεπαίρνει,

φθονεί.

αναισθησία

—Ω,

απ’ τον

που περπατά

Κατάνυξη

Ω Πόνε

μου,

φρονίμεψε

Να ’ρθεί το Βράδυ ατμόσφαιρα γαλήνη

Κι ενόσω Ηδονή

σκοταδερή

φέρνοντας

στην

αυτών

λιγάκι.

και να το, κατεβαίνει: πόλη

και σ’ άλλους

των θνητών

βογκούν

κι ησύχασε

ζήταγες,

είν’ απλωμένη,

το σαράκι.

τα ταπεινά

σαν από δήμιο

μια

σ’ άλλους

κάτω,

τα πλήθη,

κάτω

και πάνε τύψεις

απ’ την

για να

μες στων

βρουν

και πάμε

τη λήθη.

μου,

Πόνε

το χέρι σου

δώσ’

παρακάτω,

απ’ αυτούς.

μακριά

μες στους

η

γλεντιών

Νοσταλγία

ο Ήλιος

Για κοίταξε

απ’ τα βαθιά

πάει να σβήσει

σέρνοντας

προς

εκεί

μπαλκόνια,

τα πρώτα

χρόνια,

κι

χαμογελάει·

νερά

ωχρός

την Λυγή

στα ουράνια

τους γέρνουν

μανδύες

αρχαίους

από μιαν

κάτω

σαβάνου

αψίδα,

μια χλαμύδα,

υών (Β' Γυμνασίου).

και

ω Πόνε

μου,

Βίος του

Baudelaire

1821 9 Απριλίου. Charles

(γενν.

Γέννηση

γιου

Baudelaire,

1759)

(1793-1871).

και της

J.-F.. Baudelaire επομένως, γεννήθηκε

του

τον Ιανουάριο

1862 στο Φονταινμπλώ,

έναν

Charles),

του όπου

με τη Δ/νίδα

γιο

του

Baudelaire

Archenbaut—Defayis

του γάμο

είχε αποκτή- σει

αδελφό

13, Παρίσι)

Joseph-Frangois

Caroline

τον πρώτο

Από

Ωτφέιγ

(οδός

του

ή Dufays

Janin, ο

(ετεροθαλή,

τον Claude-Alphonse,

1805 και πέθα-νε τον Απρίλιο

που

του

είχε σταδιοδρομή- σει ως

δικαστικός.

1821

7 Ιουνίου.

Βάπτιση

10 Φεβρουάριου. 1828

8 Νοεμβρίου.

Θάνατος Γάμος

στον Ναό του Αγίου

Σουλπικίου.

του J.-F. Baudelaire. της χήρας

Baudelaire

με τον

1827

Aupick

ταγματάρχη

\

και αξιωματικό

υπηρετήσει

πρέσβης

την

Ο Aupick

1837

1838

Καλοκαίρι.

ποίη-μα:

18 Απριλίου.

Αποβολή

12 Αυγού στον.

Ο Charles

ζωή»

στο

ως εσωτερικός

Επιτελείο

δεκτός

στο

το

από

Ποίησης

Βραβείο

με τον

στα Πυρηναία

(«Ασυμβατότητα»).

Κολέγιο

Louis-le-Grand

το baccalaureat

παίρνει

Παρίσι.

την Β' Λυκείου,

τελειώνοντας

Ταξίδι

(Παρίσι)-

Ο Charles

του. 1840 τον

συναντάει

liac, τον Gerard de Nerval, τον Balzac, και γνωρίζεται Gusta-ve Le Vavasseur, νορμανδό

ποιητή.

πικαρδό Καρτιέ

Λατέν,



γνωστή

την

έκλυτη

Ιούνιος

μ ε την M arie. Charles,

του, που προσπαθεί ζωή.

ποιητή,

ν’ απαγκι-

Διαμονή

Our-

με τον

και τον Ernest

Prarond,

με τη Sara, μια πεταλουδίτσα

με το παρατσούκλι

1841,

(«Αλληθωρούλα»).

Baudelaire

Δεσμός

και

στο Κολέγιο

το Δεύτερο

«Incompatibilite»

αφορμήν».

Λυών

Delorme.

Γενικό

Ο Charles,

«δι’ ασήμαντον

«Ελεύθερη

στο

γίνεται

διαγωνισμό

Aupick. Πρώτο

1839

και,

(Β' Γυμνασίου).

εθνικό

στα λατινικά.

στη

μετατίθεται

εγγράφεται

της Λυών

ο Charles

Louis-le-Grand. σε

Aupick

αποσπάται

1η Μαρτίου,

κερδίζει

θα

σταντινούπολη

του στο Ίδρυμα

Ο Charles

Οκτώβριος.

Βασιλι- κό Κολέγιο

1836

Κων-

Λουδοβίκου

[Αφού

ο Aupick θα πεθάνει το 1857,

Ο συνταγματάρχης

εγγρά- φει τον προγονό 1833

του Αγίου

της Τιμής.

της Αυτοκρατορίας.]

γερουσιαστής

1832

στην

στη Μαδρίτη,

αργότερα,

1789), Ιππότη

(γενν.

της Λεγεώνας

στη

1842,

/

μέσα

οργανωμένο

στρώσει νήσο

του

«Louchette»

τον

Μαυρίκιο

Φεβρουάριου. από

τον

προγονό και

στη

πατριό

του

από

Ρεϋνιόν.



Baudelaire τους

κατά

1842 πε-

θα πάει

δεν

9 Απριλίου. ριουσίας

πλέον,

Ενήλικος

που

στην

Ιούνιος.

ο Charles τον

από

κληρονόμησε

στο

Εγκατάσταση

(Και-ντε- Μπετύν).

Φεβρουάριος.

εποχή,

της

(75.000

θα

συνεργαστεί

Ο

Μάιος.

τα πρώτα

σημαντικά

σοβαρών

2 Μαρτίου.

Έκδοση

Paris

(Ερωτικά

μυστήρια

οποίο

ο Bau-delaire

ται

υπό

30 Ιουνίου.

1845/1846

αίτηση

της

χρέη

του,

galans των

des

κύρια

του.

δυσχερειών

θεάτρων

theatres

Παρισίων),

de

στο

ανωνύμως.

του,

οικογενείας

εποπτεία

δικαστική

Απόπειρα

του

ο Baudelaire

συμβολαιογράφου

1846).

των

Salon

de

Έναρξη

οποίων

1846,

το

αυτοκτονίας.

των

Δημοσίευση

μεταξύ

Λεσβίες,

Mysteres

των

Pimodan

Μέγαρο

Ancelle.

Νεϊγύ

de

του

συνεργάζεται

Κατ’

τη

οικονομικών

θα

το Ideolus.

δράμα,

στο

1844

20 Σεπτεμβρίου.

έμμετρο

ο

Τελικά,

αλλά

σχέδιο,

εγκαθίσταται

Συνάπτει

αιτία των με-τέπειτα

σ’ ένα

Prarond

Baudelaire

(Και-ντ’- Λνζού).

Jeanne

Le Vavasseur,

συλλογή.

το

αυτό

εγκαταλείψει

με τον

Παρίσι

τη

με

με τον

συνεργασίας

Σχέδιο

Baude-laire

Salon

κύριος

του

με τον Banville.

και τον Dozon για μια ποιητική

1845

δήθεν,

Σαιν-Λουί,

συνδέεται

τον Prarond

του

γίνεται

πατέρα

νησάκι

την

Εκείνη

Duval και γνω-ρίζεται

τίθε-

όπου

Καλκούτα,

«αποχαλι- νώθηκε».)

της εποχής).

φράγκα

1843

ποτέ

του,

ισχυρισμούς

δύο

με

“Corsaire-Satan”.

αναγγέλλονται

ποιήματα

Σαλονιών

συνεργασίας

του

ως

(Salon

de

διάφορα

Στο

προσεχείς

Baudelaire-Dufays,

1845και

περιοδικά,

οπισθόφυλλο εκδόσεις:

καθώς

και

του

«Οι

Η

της Αγαπημένης,

Κατήχηση

1847 de

Ιανουάριος.

la Societe

des

Marie

Dau-brun

Albert

1848

Feuillerat,

απ’

μοχθηρό

αυτό

και

O Baudelaire

εκδίδει

“Le

Οκτώβριος.

σιεύονται

είνα

δύο

ως

εμφάνιση

μαλλιά.

τον

Κατά

να χρονολογείται

στα «Φεβρουαριανά» μόνα

και

της σοσιαλιστικής

φύλλα

Γραμματεύςτης

σύνταξης

μιας

της συντηρητικής

Αρχισυντάκτης

de l’lndre”:

Στο τα

μια περιπέτεια

“Le

περιοδικό ποιήματα

των τί-μιων») 1851/1852

της

πρέπει

Edgar

Πορτ-Σαιν-Μαρτέν,

μετριοπαθούς

εφημερίδας.

Re-presentant Ιούνιος.

έτος

“Bulletin

του

Salut Public”.

Απρίλιος-Μάιος. δη-μοκρατικής

το

τα

της

χρυσά

τα

κείμενο

αυτό

Ανακάλυψη

παρθενική

με

στο

Φανφαρλό



Θέατρο

την

Ωραία

συμμετέχει

με δύο φίλους

εφημερίδας

Στο

κάνει

στην

πρωταγωνίστρια

όσο

Η

de lettres”.

Gens

Allan Poe. 18 Αυγού στου.

η

του ιδίου».

Δημοσιεύεται

Magasin

του

«Η ψυχή

des

συνέχεια.

Families”,

(«Το

κρασιού»

“Le

1850

δημοκρασί

της αλαζονείας».

και «Τιμωρία

Συνεργασίες

εφημερίδας

χωρίς

σε διάφορα

περιοδικά.

Ανακάλυψη

του

Jo-seph de Maistre.

1852

9 Δεκεμβρίου.

Sabatier, γι’ αυτήν.

του

ανωνύμως,

Ο Baudelaire

το πρώτο

Οι αποστολές

1854. Τον

Αύ-γουστο

θα

του

συνεχιστούν

1854, Ιούλιος!

μεταφράσεών

σε συνέχειες,

που θα γράψει

ώς τον

Φεβρουάριο

1857, η θεά αποδεικνύεται

γυναίκα.

Δημοσίευση

στην Κυρία

αποστέλλει

από τα ποιήματα

στην

εφη-

του των Αλλόκοτων

1855, Απρίλιος.

μερίδα

Ιστοριών

“Le Pays”,

και

των

ο

Νέων Αλλόκοτων

τιο του 1855

Ιστοριών του Poe, που θα εκδοθούν

1856 και τον Μάρτιο για τη

Άρθρα

του

Διεθνή

τον Μάρ-

1857, αντίστοιχα. και το δοκίμιο

Έκθεση

«Η

ουσία

του γέλιου». 1η

Το

Ιουνίου.

για πρώτη

1856

περιοδικό

18 ποιήματα,

δημο-σιεύει

φορά):

οίκου

ο ποιητής

οποίο

Ο

Κακού.

Συμβόλαιο

των

και ριψοκίνδυνος

- Malassis,

εκδό-της, υπήρξε

των

1857

Mondes”

De Broise,

των Ανθέων

εδώ

και του

στον

του

βιβλιόφιλος,

μέγας

από τους

ένας

4 Φεβρουάριον.

εστέτ

πιο πιστούς

των

Παράδοση

στον παρισινό

27 Απριλίου.

του Poulet—Malassis.

ανταποκριτή

και

τον Κακού

Ανθέων

Deux

εμφανίζεται

του Baudelaire

μεταξύ

Malassis

τα δικαιώματα

Poulet

του Baudelaire.

φίλους

χειρογράφων



Poulet

εκχωρεί

Auguste

des (που

του Κακού.

Τα Ανθη

30 Δεκεμβρίου.

εκ-δοτικού

Revue

“La

υπό τον τίτλο

του

Θάνατος

Aupick.

25 Ιουνίου. 5 Ιουλίου.

Κυκλοφορούν

του

Άρθρο

πως το

Λένε

κείμενο

είναι που πυροδότησε

άρθρο

του

Β ρυξέλλες

Edouard

20 Αυγού στον.

που,

την

ίδια

για

των

Δίκη

στην

τον

είχε ασκήσει

Μποβαρν).

Κατα-

δίκη

του

χρηματικές

ποινές

και

στην

ο

δίωξη

υποχρέωση

εγκωμιαστικό

“Le Moniteur”.

Κακού

Ernest

συγγραφέα

“Le

αυτό

και Πολύ

εφημερίδα

Ανθέων

εφημερίδα

μοχθηρό

την αντίδραση

Εισαγγελέας,

χρονιά,

στην

όσο και

να 14 Ιουλίου.

Thierry

Πλημμε- λειοδικείου.

Bourdin

μικρονοϊκό

Figa-ro”.

για τι ς

του Κακού.

τα Ανθη

Gustave

προ

Pinard

του (ο

6ου ίδιος

και κατά της Μαντάμ και

των

εκδοτών

αφαίρεσης

από

σε τη

έξι ποιημάτων.

συλλογή

1859

Ιούνιος

1860

και

Ιούλιος.

1 Ιανοναρίον.

την

Πα-

Revue

francaise”

των

Κακού

Φιλολογικές

και Αισθητικά

Έκδοση

με τον Poulet — Malassis

τον

Ανθέων

ράδεισοι,

τέχνη)

Ρομαντική

Μάιος.

“La

περιοδικό

Νέο συμβόλαιο

των

Β ' Έκδοση

Τεχνητοί

Το

το Salon de 1859.

δημο-σιεύει

και

για

(το

απόψεις

τα

για

έργα:

μετέπειτα:

αξιοπερίεργα.

Τεχνητών

Παραδείσων

τον

Poulet —

των

Ανθέων

από

Ma-lassis.

1861

Φεβρονάριος.

Κυκλοφορεί

η

Β ' Έκδοση

τον Κακού. 1 Απρίλιον.

Δημοσίευση

εμπλου- τισμένης

τον

Μάιο.

για

την

μ’

εκτενές

ένα

Ο

Δεκέμβριος. Γαλλι- κή

στο περιοδικό Βάγκνερ».

«Ρίχαρντ

του δοκιμίου

“La Revue

Θα

υποβάλλει

την

europeenne”

μελέτης

αυτής,

θα κυκλοφορήσει

υστερόγραφο,

Baudelaire

Ακαδημία.

της

Ανάτυπο

υποψηφιότητα

τον

αποσύρει

επόμενο

Φεβρουάριο.

1862

Αύγουστος.

Baudelaire κ.ά.),

στον

Gautier

Δ'

ο

διευθύνει

Τόμο

της

Στον

— Valmore,

Γάλλοι

Ανθολογίας

Crepet.

μονογραφιών

Desbordes

τόμο,

ίδιο

του

Gautier

Ποιητές, μονογραφία

που του

για τον Baudelaire. Ενθουσιώδες

“The

εφημερίδα

Algernon πρώτους

Marceline

Eugene

6 Σεπτεμβρίον. στην

επτά

Δημοσίευση

(Hugo,

Charles «μα-θητές»

Σεπτέμβριος.

Spectator”,

Swinburne, του

άρθρο

που

για

τα

Ανθη

τον

υπογεγραμμένο

λογιζόταν

ως

ένας

Κακού

από

τον

από

τους

Baudelaire.

Δημοσίευση

μερικών

από

τα

Μικρά

πεζά

ποιήματα

στην

1863

Ιανοναρίον.

13

Hetzel

το

Μικρά

πεζά

δικαίωμα

των

δώσει

φανεί

των

Ανθέων

Baudelaire

Ανθη

τον

τα

αλλά

για

οργίλο

τις

Βρυξέλλες

να πουλήσει

Η οικτρή

του.

και

Κακού

Παρισιού),

αναχωρεί

και υπολογίζοντας

τα Άπαντά

εκδότη

στον τον

να τα έχει ο Malassis...

εξακολουθεί

στο ασυνήθιστα

καθαρά

παραχωρεί

έργων:

(Η μελαγχολία

διαλέξεις

εκδότη

κάποιον

Baudelaire

έκδοσης

Ο

Απρίλιος.

“La Presse”.

Ο

ποιήματα

δικαιώματα

1864

εφημερίδα

του

σε θα

απογοήτευση

άρθρο

«Κακόμοιρο

Βέλγιο»...

1865



δεύτερο

τη

“L’Artiste”

της οποίας

μέρος

1866 που

Verlaine

του

Φεβρουάριος.

στο του,

είναι

εξολοκλήρου

και

Ο Baudelaire

εγκεφαλικές

αρκετό

καιρό

στις

γλιστράει

Δρος

1867

στο

διαταραχές·

Duval,

κοντά

μα-κρόχρονη,



έκδοση

Ανθέων

και

στο

Σαιν-Λου,

ημιπληγία.

στη

Νοσηλεύεται

γι’

Βρυ-ξέλλες.

Παρίσι,

31 Αυγούστου.

των

και πέφτει

της εκκλησίας

Ιούλιος.

μεταφέρει

“L’Art”.

στο περιοδικό

τα Εκβράσματα ποιήματα

στη

Ενθουσιώδη

στίχους.

πλακόστρω- το του προαυλίου

Ναμύρ:

το

αφιερωμένο

Δεκέμβριος.

για τον Baudelaire Κυκλοφορούν

σκόρπιους

Μέσα Μαρτίου.

δημοσιεύει

Συμφωνία»

τα απαγορευμένα

περιλαμβάνει

κάποι-ους

Mallarme

«Φιλολογική

Νοέμβριος

δόξα του Baudelaire. άρθρα

Ο

Φεβρουάριου.

περιοδικό

όπου

στην

Πλατεία

Θάνατος

μαρτυρική

Η μητέρα

νοσηλεύεται

Baudelaire

κλινική

τον

του

Ετουάλ.

του Charles

αγωνία.

του

στην

Baudelaire,

μετά από

2 Σεπτεμβρίου.

Μονπαρνάς.

στο νεκροταφείο

από τον Banville

λόγοι

Επικήδειοι

στην εκκλησία

ακολουθία

Νεκρώσιμη

Σαιντ-Ονορέ- vt’ Ελώ. Αποτέφρωση

του

και τον

Asselineau.

1868

Ο

Δεκέμβριος.

αποκτήσει

έργων

οίκος

εκδοτικός

1.750 φράγκων

έναντι

του Bau-delaire, κυκλοφορεί

και την Γ' Έκδοση

Ρομαντική

τέχνη

ώς τον Μάιο του

ΕΠΙΣΤΟΛΗ

και

Μικρά

πεζά

BAUDELAIRE

τα έργα:

Θα ακολουθήσουν,

με τα πέντε

ΣΤΗΝ

του

με Πρόλογο

ποιήματα.

των

αξιοπερίεργα

θα κυκλοφορήσουν

1870, τρεις τόμοι

TOY

6 Νοεμβρίου

χρο-νιά

είχε

έκδοσης

τα Αισθητικά

του Κακού

των Ανθέων

Την επόμενη

Gautier.

που

Levy,

τα δικαιώματα

του

έργα

Poe

AYTOKPATEIPA

1857

Κυρία,

να επιστρατευτεί

Χρειάστηκε

έπαρση

ενός

της Υμετέρας

προσοχή

μηδαμινό για



ποιη-τή, για να τολμήσω

έναν

τίτλο,

προστάτεψε

ωραίο,

η

όσο

μεγάλο,

με τον τίτλο:

συλλογή

απροκάλυπτη έπρεπε.

Είχα

και κυρίως,

υπερφυής

την

να καταδικαστώ

Τα Άνθη

ειλικρίνεια πιστέψει

καθαρό'

η

σ’ ένα θέμα τόσο

Με-γαλειότητος

όσο το δικό μου. Είχα τη δυ-στυχία

μια ποιητική

όλη

να απασχολήσω

ότι το

κρίθηκε,

τον

του οποίου έργο

Κακού δεν

με

μου ήταν

ωστόσο,

ότι ήταν

αρκετά

σκοτεινό,

^ δώσω

με συνέπεια

απ’ την αρχή,

αριθμό^ επί συνόλου

να καταδικαστώ

αφαιρώντας

εκατό}.*

κάποια

με αξιοθαύμαστη

ίδιο το σκεπτικό

απόφασης

υψηλές

ποιητών,

και

δείχνουν

υψηλά

ότι η καρδιά

συνέλαβα

Υμετέρας

(Σ.τ.Ε.)

είναι

πολύ

φίλοι,

δοκιμασία,

την

πτωχείας

εκτίμηση

που

πεπει-σμένος

στο έλεος για

όσο και υλική, αναποφασιστικότητα

τη φιλόφρονα

καλοσύνη

και να την παρακαλέσω

για λογαριασμό

των

μου

και ταυτοχρόνως, είναι ανοιχτή

πνευματική

να επικαλεστώ

επαυξημένη

ακατανόητες,

μετά από δεκαήμερη

Μεγαλειότητος

μεσολαβήσει

*

ιστάμενοι

της Λυτοκράτειρας

το σχέδιο,

και συστολή,

από

και

αγνές

ποινή,

της παροιμιώ- δους

ενθαρρυμένος

κάθε ανθρώπινη

τις

η χρηματική

που μου εί-ναι εντελώς

τις δυνατότητες

υπερβαίνει

και ότι το

φιλοφρόνηση,

αναγνωρίζει

μου. Όμως

προθέσεις

με κάτι δαπάνες

Υπουργό

της

(έξι τον

να πω ότι η Δικαιοσύνη

Οφείλω

μού συμπερι- φέρθηκε

στο να το εκ-

κομμάτια

της

να

μου στον

κύριο

επί της Δικαιοσύνης.

Πρόκειται

εύθυμη»,

αιματορουφήχτρας».

για τα ποιήματα: «Λέσβος»,

«Τα στολίδια»,

«Κολασμένες

«Η

γυναίκες»,

«Σ’ αυτήν

που

«Οι μεταμορφώοεις

της

Λήθη»,

Ευαρεστηθείτε,

αισθημάτων

την

Κυρία,

του

να δεχθείτε

την έκφραση

σεβασμού

υπερτάτου

μου,

με

των

τα

οποία

έχω

να πα-

τιμή

ραμένω ραμέ

ο πολύ

αφοσιωμένος

και πολύ

της Υμετέρας

CHARLES

[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το

ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

βιβλίο

την

ποιήματα Αυτό

νουν,

ακριβώς

τις

σημαντικό

τέχνης,

βλ.

λόγο

επιείκεια

τέλειο

στον

δεν

τις

19

ΜΟΥ]

και

ευχαριστημένος

απ’

του,

της Ηθι-

ενοχοποιεί

αυτή του

13

μόνο

με λυπεί

αφάνταστα.

βιβλίου

μου

ήταν ότι βασίστηκα κάποιον

αρχές κής.

εκπληκτικές

να είμαι

είχα

κατά

Ανακριτή:

έγραψα

λο-γοτεχνικές

θέμα

Και-Βολταίρ

οπότε

σύνολό

που

σύνολο

κύριο

μου σφάλμα

και

άλλων

κατέθετα

το

έλεγα

όταν

στο

τα 100. Η επιείκεια

Το μοναδικό των

κρίνεται

ΔΙΚΗΓΟΡΟ

Μεγαλειότητος,

ηθικότητα.

εξαιρετική από

BAUDELAIRE

ΓΙΑ ΤΟΝ

δεν έχω κανένα

Επομένως, αυ-τή

να

πρέπει

μια τρομερή

αποπνέει

πειθήνιος

και υπήκοος

δούλος

μου

(Σχετικά

επι-στολές

στη νοημοσύνη

Πρόλογο,

και

θα

θα

όπου

έθιγα

το

τόσο

με την Ηθική

στο

έργο

του

κυρίου

Honore

de

Balzac

κύριο

στον

Hippolyte

Castille,

εφημερίδα

στην

“La

Semaine”.)

Το

βιβλίο,

παρά

βιβλιοπωλεία,

δικλείδα;

Δεν απευθύ- νομαι,

Υπάρχει ποιήματα

Και

τα

ασκήθηκε

έχουν

δύο καμία

είδος

να

τεράστιο

στην

κατάλογο

λογοτεχνία

από

«επιλήψιμα»

τα

Αγίου

του

και

εδώ

περίπτωση

Πέτρου»).

και

καιρό,

Θα

ΤΟΥ

ΚΑΚΟΥ.

πολλών

βιβλία,

τώρα

στο πρόσω- πό μου.

ειδών

να

δεν

ηθικές.

Υπάρχει

υποχρέωνε

και

συντάξω των

οποίων το δικό

χρόνια

και τώρα, Είναι

ένα έναν

όπως

εναντίον

τριάντα

ελευθερίας

με

υπάρχει

δεν αποπνέουν,

Πάνε μιας

ότι

μπορούσα

σύγχρονα

απολαμβάνει

θα

που

σφάλματα,

και τα οποία

δίωξη

θέλουν να την κολάσουν

Υπάρχουν

από

απάρνηση

κάποια

παραγραφής.

μου, τη ΦΡΙΚΗ

στα

σημαντική

δίωξη. όμως,

δεν ασκήθηκε

τιμών

αποτελεί

μάζες.

στις

δημοσιευτεί

παραδεχτώ

γενικής

«Η

των

δεν

δύο

για

και

πτώση

Αυτό,

λοιπόν,

παραγραφή («Λέσβος»

Υποστηρίζω

κανείς

γενική

τη

ακριβά.

τι-μάται

που

δίκαιο

η θετική

η

ξαφνικά, αυτό;

και

πρακτική

Υπάρχει

διαφο- ρετικό,

όμως

και

η ηθική

κι οι τέχνες

το

των

’χουν

τεχνών.

Είναι

αποδείξει

κάτι

αυτό

εντελώς

περίτρανα,

από καταβο- λής κόσμου. Υπάρχουν

πολύ

περιορισμένη

Γιατί

να

επιτρεπόμενα)];

To

το

έχει

Baudelaire, Τον

μελαγχολικό

φρίκη

που

για τους

για

τις

υπάρχει

να

ελευθερίες

έχει

οποίων

[GEeuvres

completes

autorisees

το

κατηγορείται

ή

ποιητή

ο

τευτεί

πραγμα-

τον

στο

ενυπάρχει

οποίο

Beranger.

ανέ-μελο

κακό

ή

τη

και

το

μην των

θέμα

για

μια

αχρείους.

Baudelaire

Charles

Ελευθερίες.

κι

Τι

(Άπαντα

ο

Ch.

προτιμάτε;

ξεδιάντροπο;

φιλο- παιγμοσύνη;

Τη Τη

ή την αναισχυντία;

μεταμέλεια (Ίσως

Μεγαλοφυ'ία,

τη

διαμαρτυρηθεί

Βέ-ranger

ο

χαίρει

κύριος

ειδών

πολλών

για

ελευθερία

ο

δηλαδή

δικαίω- μα

και

επίσης

Ελευθερία

η

Υπάρχει

θα

ήταν

φρόνιμο,

να γί-νει με φειδώ

αυτού

η χρήση

του

επιχειρήματος

και μέτρο.)

ένα

Επαναλαμβάνω:

Βιβλίο

πρέπει

να

κρίνεται

στο

σύνολό

του. Στη στη

βλασφημία,

χυδαιότητα,

αντιπαραθέτω

πλατωνικά

Λπό

καταβολής

ποιητικά

βιβλία.

βιβλίο

που

ΠΝΕΥΜΑ

Ο

ΑΠ’

κύριος

Ποιήσεως,

Πώς

στο-χεύει

αλλιώς να

επικλήσεις

προς

τον

Ουρανό·

άνθη.

έτσι όμως

γραφτεί

έχουν μπορούσε

αναπαραστήσει

ΠΩΣ

όλα

τα

να γραφτεί

ένα

ΔΟΝΕΙΤΑΙ

ΤΟ

ΤΟ ΚΑΚΟ;

Υπουργός

επί

των

Εσωτερικών,

έξαλλος

που

διάβασε

μια

d’Aurevilly

κύριος

καθολικός,

έγκυρος

εφημερίδα

“Le

ένα

του

άρθρο

μια πρόσφατη

*

(Σ.τ.Ε.)

Πριν

λίγο

είναι

τοις

μην

εκεί,

εκατό

πήγε

στην

συνεργάτης,

τακτικός

Κακού·

τον

του Edouard

στην

γίνεται

του

ελέχθη

Thierry, στο φύλλο

εφημερίδα

και

σε ΟΛΕΣ,

να

Asselineau,

του

Εσωτερικών{\),

άρθρου

πιο

στο

μνεία

ότι

της

του

κυρίου

το και

έλαβαν

κατάχρηση

που

την

ενδεχομένως

να

Και

μου

ο

κύριος

απάντησε: να

σας

irangaise”

δεν

ΔΙΚΑΙΩΜΑ

τις εφημερίδες.

“La

άρθρο πιο

την

τους

πάγωνε

μου.

απόλυτο

Revue

του

κυρίου

στο

απάντηση

Charles

συγγραφέα.

μετριοπαθούς

απευθύνθηκαν

κάτι

Ανακριτή

Busserolles)

το

περιοδικού

σοφού

κύριο

κατάσχεσης

βιβλίο

ανεξαιρέτως,

του

όπου

θα ήταν

υπεράσπισης!

έχει

δημοσιεύσουν

αυτοί

κύριοι

στον

της

ανθρώπων

Camusat

κόσμος

διευθυντές

τόλ-μησαν

θόρυβος

αξιέπαινο

(Charles

υπερασπιστεί Οι κ.κ.

ο

κάποιων

κάτι

ο

εξέφραζα

όμως,

μήπως

όλος

Όθεν:

εκατό

στην να

απα-

για το άρθρο

να

καιρό,

Ανακριτής

του

ώστε

υποψίας)

πάσης

οποίας

Άνθη

τα

για

προαίρεση

έβρισκαν

Οι

του

Baude-laire.

μου,

Κύριε,

μου

βιβλίου

μέτρα

(συγγραφέας

της

διάταξη

Πρόκειται

φό-βους

καλή

τα

έλαβε

υπεράνω

και

Pays”,

γόρευε Charles

του

κριτική

Moni-teur”,*

αυτό το δυσά-ρεστο.

επαναληφθεί

Ο

κολακευτική

“Le

εφημερίδα

Υπουργείο ότι

η

δημοσίευση

παρακινδυ- νευμένο.

εξουσίας

και

παρακώλυση

της

Το

νέο

τις τέχνες

ηθική,

να

πρέπει

αναζητήσει

τις

μετά

να

τρόπους

πολεμικές

εκλαμπρύνει

και τα γράμματα.

τι

Μα

καθεστώς,

ναπολεόντειο

λαμπρότητες,

είναι

οποίας,

ούτε

συνωμότες,

στρατολογήσει

αυτή

πάντων

τέλος

της

στόχος

η

λίγο

και

ακόμα

και

σεμνότυφη ούτε

στις

εριστική

πολύ

[sic],

τόσο

ήρεμες

να

είναι

τάξεις

των ονειροπόλων; Τούτη ΑΠΟ

δω

ΤΩΡΑ

ΣΤΟ

ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ,

ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΝ ΘΡΩΠΟΣ

θα

η ηθική ΚΑΙ

ΒΙΒΛΙΑ

ΟΤΙ

Ο

ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ

’φτάνε

ΕΞΗΣ,

και

ακόμα ΘΑ

ΠΟΥ

στο

ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

ΘΑ

να πει:

σημείο ΜΟΝΟ

ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΟ

ΝΑ

ΑΝΚΑΛΟΣ

ΚΑΙ

ΟΤΙ

ΟΛΟΙ

ΟΙ

ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΕΙΝΑΙ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ...

(Βλ.

το

κατάλογο

Τι αποτρόπαιη απολογητικό

των

«κρίσιμων»

υποκρισία!

καθώς

σημείωμα,

μου

και

τον

ποιημάτων.)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Από

τα ΑΝΘΗ

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

(1861)

........................ .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .................................................. Σχεδίασμα

προλόγου

για

τα

Άνθη

7 ΤΑ ΑΝΘΗ

Μετάφραση

Γιώργη

ΤΟΥ

του

Κακού

ΚΑΚΟΥ

Σημηριώτη

9

Αφιέρωση

11

αναγνώστη

Στον

13

SPLEEN

ΚΑΙ

15 Το

...................................................... ................................................. ...................................................... .................................................... ............................................. ..................... ....................... ..................................................... ............................................... ............................................. .................................... ....................................... .... ................................................

ΙΔΕΩΔΕΣ

Ευλογία

άλμπατρος

19 Ανάταση

20

Άντιφωνίες

21 Οι

φάρο ι..........................................................................................................

24 Η

άρρωστη

Η

πουλημένη

Ο

ανάξιος

Ο

εχθρός

Η

αλλοτινή

26

27

28

29

30 Τσιγγάνικο

31

ταξίδι

Ο

Δον

Η τιμωρία

Η

κι

Ζουάν

33

ομορφιά

ς...................................................................................

ζωή

άνθρωπος

34

μούσα

καλόγερο

Ο

32

35

μούσα

της

η

θάλασσα

στον

Άδη

αλαζονεία

ς...........................................................................

................................................. .......................................... ................................................. ....................................................... .................... ........... ................... ........................................... .................................................... .......................................... ........................................... ........ . . . . . . . . . . . . . .................................................................................... . . . . . . . . . . . . ιδεώδε ς.......................................................................................................

Το

36

Η γιγάντιοσα

37

στην

Ύμνος

ομορφιά

38

Εξωτικό

μύρο

40

Η

κόμη

41

Έτσι,

σαν τον νυχτερινό

το θόλο

σε λατρεύω

43

Θα

’μπάζες

Με

την

στο δρομάκο

σου

όλη την οικουμένη!

44

αχνή

της

φορεσιά

κυματιστή

στ’

αγέρι

45

Το

φίδι

που

χορεύε

46

Το

ψοφίμι

De

profundis

48

clamav

50

Η

αιματορουφήχτρα

51

Μια

νύχτα

που

κοντά

σε

μιαν

απαίσια

Εβραία

κειτόμονν

52

Μεταθανάτια

τύψη

Η

γάτα 54

Duellum

. . ............................................................................................ . . .. ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... . . .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. . . . .. .. .. .. .. .. .. .. .. .................................................................................................................... . . . . .. .. .. .. ....................................................................................................................................... . . . . . . . . . . . . .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. . . . . . . . . .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ............................................................ . . . . . ................... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... .. ... ... ............... . . . . . . . . . .......... .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ............................................................. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .................. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ............................................................................................................................ .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..

μπαλκόν

ι....................................................................................................

55

Το

56

Ο

57

Ένα

φάντασμα

58

Τους

στίχους

δαιμονισμένος

62

64

σου χαρίζω

και

σιμώσε ι..................

Εξομολόγηση

Η

67

Βραδινή

68

Το

μπουκαλάκί

69

Το

φαρμάκι

70

Συννεφιασμένος

71 Τ’

αυγή

ψυχική

αρμονία

ωραίο

ουρανός

καράβ ι.............................................................................................

72

Κάλεσμα

74

Το

76

Συνομιλία

79

κι ανίσως

Αναστροφή

65

78

αυτούς,

eadem

61 Semper

ταξίδ ι........................................................................................

σε

ανεπανόρθωτο

Φθινοπωρινό

Σε

Μ αντόνα

μια

81 Τραγούδι 83

Σισίνα

85

Σε

86

Moesta

87

Ο

μια

του

Κρεολή

et

errabunda

βρικόλακας

88

Φθινοπωρινό

89

Θλίψη

90

Η

91 Οι

απομεσήμερου

της

πίπα

σονέτο

σελήνη

ς........................................................................................

κουκουβάγιες

92

Η

93

Ο

94

Φανταστική

95

Ο

χαρούμενος

96

Η

ραγισμένη

μουσική

τάφος

97

Spleen

98

Spleen

ενός

καταραμένου

ζωγραφιά

νεκρός

καμπάνα

ποιητή

........................................................ . . . . ...................... .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ................................................... ............................................ ................................................... .......................................

99 Spleen

100

ς..........................................................................................................

Εφιάλτη

101 Ο

102 103 51

πόθος

Ο

της

εκμηδένισης

αυτοτιμωρούμενος

Το

ρολό ι...........................................................................................................

ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΕΣ

Οι

γριούλες

Σε

μια

105

109 ΑΝΘΗ

ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

διαβάτιοοα

ΤΟΥ

ΚΑΚΟΥ

Ο

χαλασμός

Ο

έρωτας

110

111

και

το

κρανίο

ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Άβελ

και

Κ άι ν................................................................................................

112 Οι

λιτανείες

του

Σατανά

114

.......................................

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

........................................

Ο

θάνατος

των

εραστώ ν..............................................................................

Ο

θάνατος

των

φτωχών

117

118 Το

ταξίδ ι..........................................................................................................

119

Από τα ΕΚΒΡΑΣΜΑΤΑ

(1866)

Το

ρομαντικό

126

ηλιοβασίλεμα........................................................................

. . . . . . . . . . . .............. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. . . . . . . . . . . . . . . . . .. .. .. .. .. ........................... .. .. .. . .......... .. .. .. .. .. .. .. .......... ...................................................

ΤΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΑ Η

Λέσβος

127

Κολασμένες

130

Η

134

Σε

135

Τα

137

Οι

λήθη

κάποια

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΠΟ

ΤΑ ΑΝΘΗ

ΤΟΥ

ΚΑΚΟΥ

γυναίκες

εύθυμη

πολύ

στολίδια

της

μεταμορφώσεις

αιματορουφήχτρα

ς.............................................

139

ΦΙΛΟΦΡΟΝΗΣΕΙΣ

Ύ μνος............................................................................................................... 140

Από

το ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ

Στον

Θεόδωρο

141 Η

προσευχή

142

Το

143

Κατάνυξη

144

Βίος

145

Επιστολή

του

151 Σημειώσεις

153

(1868)

. ................................................................... ................................................... . . . . . . . . . . ......................................... Ντε

ενός

βάραθρο

ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Μπανβίλ

ειδωλολάτρη

............................................................................:............................ e......................................................................................

Baudelair του

Baudelaire

για

τον

στην

δικηγόρο

αυτοκράτειρα

μου

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF