Stephen King (Richard Bachman) - Οι Ρυθμιστές

September 30, 2017 | Author: silmoril | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

EINAI ENA KAΛOKAIPIATIKO AΠOΓEYMA ΣTO ΓOYENTΓOYOPΘ TOY OXAIO, KAI ΣTHN OΔO ΠOΠΛAP OΛA MOIAZOYN ΦYΣIOΛOΓIKA KAI ΣYNHΘIΣME...

Description

BACHMAN R

i

c

h

a

r

d

Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής

ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 360.9438 - 362.9723

iSSN 1105-8250 ISBN 960-450-574-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «The Regulators» © Richard Bachman, 1996 All rights reserved Για την ελληνική γλώσσα: © 1997 ΧΑΡΑΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Επιμέλεια: Έ φ η Ζε'ρβα Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασίάδης

Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

Για τον συγγραφέα Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν γεννήθηκε στη Ν έ α Υόρκη. Εργάστηκε για μερικά χρόνια στην Ακτοφυλακή και, για μια περίπου δεκαετία, στο εμπορικό ναυτικό. Στη συν έ χ ε ι α εγκαταστάθηκε σε μια φ ά ρ μ α στο Νιου Χαμσάιρ και αποφάσισε ν' ασχοληθεί με το γράψιμο. Α π ό το 1977 έως το 1984 ε ξ έ δ ω σ ε πέντε μυθιστορήματα: Rage (Οργή), The Long Walk (Η Μεγάλη Πορεία), Roadwork (Οδικά Έργα), The Running Man (Δρομέας) και Thinner (Αδύνατος). Ο ταλαντούχος συγγραφέας, που χαρακτηρίστηκε «Στίβεν Κινγκ χωρίς συνείδηση», πέθανε ξαφνικά το 1985, όταν ακριβώς είχε αρχίσει να επιβάλλεται και να αποκτά το δικό του σταθερό κοινό. Μετά το θάνατο του, τόσο ο Αδύνατος όσο και τα άλλα τέσσερα έργα του, που επανακυκλοφόρησαν σε μία έκδοση υπό τον τίτλο Τα Βιβλία του Μπάκμαν, έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Οι Ρυθμιστές, το χειρόγραφο των οποίων ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα, έγιναν μπεστ σέλερ από την πρώτη στιγμή της έκδοσής τους χαρίζοντας στον Μπάκμαν μια μεγάλη μετά θάνατον επιτυχία.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν εξέδωσε πέντε μυθιστορήματα μέχρι το θάνατο του από καρκίνο, στα τέλη του 1985. Το 1994, η χήρα του άλλαξε σπίτι, και στη μετακόμιση βρήκε στο υπόγειο ε'να χαρτοκιβώτιο με χειρόγραφα. Ή τ α ν μυθιστορήματα και διηγήματα από τα οποία άλλα είχε προχωρήσει περισσότερο ο συγγραφέας και άλλα λιγότερο. Μερικά ήταν απλώς πρόχειρες, κακογραμμένες σημειώσεις που είχε κρατήσει ο Μπάκμαν στα τετράδια που χρησιμοποιούσε στο πρώτο στάδιο της συγγραφής ενός έργου. Το πιο ολοκληρωμένο ήταν ένα δακτυλογραφημένο χειρόγραφο του μυθιστορήματος που ακολουθεί. Βρέθηκε σε ξεχωριστό ειδικό κουτί δεμένο με λαστιχάκια, σαν να ήταν έτοιμος να το στείλει στον εκδότη του, όταν εξέπνευσε και η τελευταία παράταση ζωής που είχε αποσπάσει. Η κυρία Μπάκμαν μου το έφερε για να το προχωρήσω και διαπίστωσα ότι ήταν τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τα προηγούμενα έργα του. Έ κ α ν α κάποιες μικρές αλλαγές, κυρίως σε κάποιες αναφορές στη σημερινή πραγματικότητα (για παράδειγμα, στο πρώτο κεφάλαιο άλλαξα τον Ρομπ Λόου σε Ί θ α ν Χοκ), αλλά κατά τα άλλα το χειρόγραφο διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσιο. Το έργο αυτό παρουσιάζεται τώρα (με την έγκριση της χήρας του συγγρα-

φέα) ως το επιστέγασμα μιας ιδιόμορφης, αλλά όχι ασήμαντης καριέρας. Θέλω να ευχαριστήσω την Κλαούντια Έσελμαν (πρώην Κλαούντια Μπάκμαν), τον μελετητή των έργων του Μπάκμαν Ντάγκλας Γουίντερ, την Ελέιν Κόστερ από τη Νέα Αμερικανική Βιβλιοθήκη, και την Κάρολιν Στρόμπεργκ που έκανε την επιμέλεια στα πρώτα έργα του Μπάκμαν και αξιολόγησε και αυτό εδώ. Η πρώην κυρία Μπάκμαν δήλωσε ότι, από όσα γνωρίζει, ο Μπάκμαν δεν επισκέφθηκε ποτέ το Οχάιο, «αν και μπορεί να είχε περάσει από πάνω με αεροπλάνο, μια δυο φορές». Επίσης, δεν ξέρει καθόλου πότε γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα, αλλά έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως ήταν αργά τη νύχτα. Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν υπέφερε από χρόνια αϋπνία. Τσαρλς Βέριλ Νέα Υόρκη

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΑΑΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Τον Φεβρουάριο του 1985, η εφημερίδα Daily News του Μπάνγκορ δημοσίευσε την είδηση ότι ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν ήταν απλώς ένα ψευδώνυμο του διάσημου συγγραφέα Στίβεν Κινγκ. Ο Κινγκ επιβεβαίωσε την πληροφορία και ο Μπάκμαν «πέθανε» το ίδιο ξαφνικά όπως είχε γεννηθεί. «Ο Μπάκμαν δημιουργήθηκε», λέει ο Στίβεν Κινγκ, «επειδή για λίγο ήταν διασκεδαστικό να είμαι κάποιος άλλος». Ο Μπάκμαν ωστόσο, απέκτησε σιγά σιγά προσωπικότητα -«μάλλον αντιπαθητική», κατά τον ίδιο τον Κινγκ, «λίγο στραβόξυλο, λίγο ερημίτης». Απέκτησε μια ψεύτικη ζωή, σύζυγο, μια φάρμα όπου παράλληλα με το γράψιμο διατηρούσε μια μικρή κτηνοτροφική μονάδα, ένα γιο που σκοτώθηκε σε ηλικία έξι ετών σ' ένα τραγικό δυστύχημα. Απέκτησε ακόμη και πλαστή φωτογραφία που συνόδευε το βιογραφικό του. Ως τη στιγμή που ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου στην Ουάσιγκτον παρατήρησε ότι τα βιβλία του Μπάκμαν ήταν αφιερωμένα σε πρόσωπα που σχετίζονταν με τον Στίβεν Κινγκ. Μια μικρή έρευνα στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου αποκάλυψε το όνομα του Κινγκ στα έγγραφα των πνευματικών δικαιωμάτων. Το να διαρρεύσει η πληροφορία στον Τύπο ήταν πλέον απλώς θέμα χρόνου. Χτυπημένος, υποτίθεται, από το 1982

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

από καρκίνο στον εγκέφαλο, ο Μπάκμαν επέζησε τελικά, για να πεθάνει, όπως δηλώνει ο Κινγκ χαριτολογώντας, από μια πολΰ σπάνια μορφή, τον καρκίνο του ψευδώνυμου. Έ ν α ψευδώνυμο που αποκαλύπτεται είναι μάλλον ένα ψευδώνυμο που δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, το 1996, ο Στίβεν Κινγκ «επανέφερε στη ζωή» τον Μπάκμαν για να υπογράψει ένα ακόμη μυθιστόρημα, τους Ρυθμιστές. Οι Ρυθμιστές αποτελούν το «δίδυμο» βιβλίο του Ντεσπερέισον που εξέδωσε ταυτόχρονα ως Στίβεν Κινγκ. Ό λ α ξεκίνησαν όταν, το 1991, διασχίζοντας τη Νεβάδα με αυτοκίνητο, ο Κινγκ βρέθηκε για πρώτη φορά στη μικρή πόλη Ρουθ, που έδειχνε τόσο έρημη λες κι όλοι οι κάτοικοί της ήταν νεκροί. Η πόλη αυτή, την οποία επισκέφθηκε ξανά το 1994, κατά την περιοδεία για το βιβλίο του Αϋπνία, αποτέλεσε το μοντέλο της Ντεσπερέισον. Ύστερα, η εσωτερική φωνή στην οποία όπως έχει δηλώσει υπακούει πάντοτε, τον παρότρυνε να γράψει μαζί άλλο ένα βιβλίο, τους Ρυθμιστές. Να το γράψει ως Μπάκμαν και να χρησιμοποιήσει τους ίδιους χαρακτήρες με το Ντεσπερέισον αλλά σε διαφορετικούς ρόλους, «σαν ηθοποιούς σε θέατρο ρεπερτορίου που ανεβάζουν διαφορετική παράσταση κάθε βράδυ». Έτσι «επανήλθε στη ζωή» ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, «πράγμα απίστευτα t. εελευθερωτικό», λέει ο Κινγκ, «γιατί ο Μπάκμαν δεν φοβάται να πει πράγματα που εγώ ίσως διστάζω». Και έτσι γεννήθηκαν οι Ρυθμιστές και το Ντεσπερέισον, δυο βιβλία που σχετίζονται χωρίς ν' αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου, αλλά δυο διαφορετικές, γοητευτικές ιστορίες που σε κάποια σημεία διασταυρώνονται και μαζί, σαν κομμάτια ενός παζλ, σκιαγραφούν με μοναδική δύναμη έναν κόσμο άγνωστο, ακατανόητο και εχθρικό, που από πολλούς κριτικούς θεωρήθηκε πως αποτελεί την τέλεια απόδοση του εφιαλτικού τοπίου και της μεταφυσικής αγωνίας του τέλους της χιλιετίας. Τα δύο βιβλία κυκλοφορούν στην Ελλάδα ταυτόχρονα από τις Εκδόσεις BELL.

Με τη σκε'ψη στον Τζιμ Ί ο μ σ ο ν και τον Σαμ Πέκινπα: θρυλικούς ίσκιους.

0S05 ~ Mstoavr* Mst&iYUt Wjefscy JuapLi foeutf

%

Vvtgei 'υαρίν %χμι

Ptvt\

T^fMi

£ Xxfyju

%s

M m .

I cif

UaoM

U>

^

£

Jdf&g

Ο Ο f x

Μπίβιψί^ί

Μ Ο

ΐ3άηω»„-

Ο ft

ίΐοπ-24

&tράφαν

ftToi

'(liawvfi

Z2Q Q^

«Κύριος, εμείς κάνουμε τις συναλλαγές μας με μολύβι». Στιβ Μακ Κουίν Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι

;

~

ϊ ϊ ϊ ο ψΐ™ W4

Κ

ι Kipwv ί.'τ. Λ)*|4>

WU Αύριο fjinhitj Μ ^twou^

tU SM Xfcl ίίριΟ on yxrt 14 KtlVtftJ^tit*!» Χ1' 0 iH® BA kN nw f)tpiu0"ifp* ApvOrtpo «w T -O &V Χοί,ί. 'Τ» jrvo r^i ^«pul V* T«up* riv* β Qfljj μάΙ Q



&

Οδός Π ό π λ α ρ / 3 : 4 5 μ . μ . / Ι 5 Ιουλίου 1 9 9 6

Έφτασε το καλοκαίρι. Και δε μιλάμε για ένα οποιοδήποτε καλοκαίρι -φέτος είναι αλλιώς τα πράγματα* μιλάμε για την αποθέωση του καλοκαιριού, καλοκαίρι στο καταπράσινο Κεντρικό Οχάιο, μέσα Ιουλίου, ένας κάτασπρος ήλιος να καίει τα πάντα πάνω σε έναν ουρανό σαν ξεθωριασμένο τζιν, ήχος από παιδιά που ξεφωνίζουν στο δάσος Μπέαρ, στην κορυφή του λόφου, κρότος από ρόπαλα του μπέιζμπολ, από το γήπεδο στην άλλη μεριά του δάσους, ήχος από μηχανές που κουρεύουν γρασίδι, ήχος από σπορ αμάξια στον Αυτοκινητόδρομο 19, ήχος από πατίνια στο τσιμέντο των πεζοδρομίων και στη λεία άσφαλτο της οδού Πόπλαρ, ήχος από ραδιόφωνα -ματς μπέιζμπολ των Κλίβελαντ Τντιανς (τα ημερήσια ματς σπανίζουν, αλλά γίνονται ακόμη) εναντίον Τίνα Τάρνερ στο «Natbush City Limits», εκείνο που λέει «Twenty-five is the speed limit, motorcycles not allowed in it»*- και γύρω από όλους αυτούς τους ήχους, σαν μια ακουστική μπορντούρα από * Τα όρια του Νάτμπους Σίτι. «Το όριο ταχύτητας είναι 25 μίλια, οι μοτοσικλέτες απαγορεύονται». (Σ.τ.Μ.)

18

RICHARD BACHMAN

δαντέλα, το απαλό, μεταξένιο σφύριγμα από τις τεχνητές βροχές στους κήπους. Καλοκαίρι στο Γουέντγουορθ του Οχάιο. Αδερφέ μου, δεν ξέρω αν το πιάνεις. Καλοκαίρι εδώ, στην οδό Πόπλαρ, που διασχίζει ολόισια το μυθικό, ξεθωριασμένο αμερικάνικο όνειρο, με τη μυρωδιά των χοτ ντογκ στον αέρα και μερικά μισοκαμένα χαρτιά, απομεινάρια από πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου, σκόρπια εδώ κι εκεί στα χαντάκια. Ή τ α ν ζεστός ο Ιούλιος και, όταν λέμε ζεστός, μιλάμε για καμίνι. Δεν είναι μόνο αυτό όμως· είχε και μεγάλη ξηρασία, πουθενά νερό πέρα από κανένα ράντισμα με το λάστιχο για να σπρώξει τα χαρτάκια των πυροτεχνημάτων από εκεί που έχουν πέσει. Τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν σήμερα, όμως. Από τα δυτικά ακούγονται μπουμπουνητά πού και πού κι εκείνοι που είδαν το Μετεωρολογικό Κανάλι (η οδός Πόπλαρ είναι γεμάτη καλωδιακές τηλεοράσεις) ξέρουν ότι αργότερα θα ξεσπάσει καταιγίδα. Μπορεί ακόμη και ανεμοστρόβιλος, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο. Στο μεταξύ, όμως, ο κόσμος τη βγάζει με καρπούζι και γκαζόζες και μπέιζμπολ. Το τέλειο καλοκαίρι εδώ στο κέντρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ζωή ονειρεμένη, με τις Σεβρολέτ παρκαρισμένες μπροστά στα γκαράζ και τις μπριζόλες στα συρτάρια του καταψύκτη να περιμένουν να τις ρίξουν στο μπάρμπεκιου, στην πίσω αυλή, μόλις βραδιάσει (και μετά μια μηλόπιτα ίσως; Τι λέτε;). Πράσινο γκαζόν στους κήπους και περιποιημένα παρτέρια. Αυτό είναι το Βασίλειο του Οχάιο, όπου τα παιδιά φοράνε τα κασκέτα τους με το γείσο προς τα πίσω και οι μπλούζες τους κρέμονται πάνω από τα φαρδιά σορτς και τα τεράστια αθλητικά παπούτσια τους έχουν όλα το σήμα της Νάικ. Στο τετράγωνο της Πόπλαρ, ανάμεσα στην οδό Μπέαρ, στην κορυφή του λόφου, και την οδό Άιακινθ στο κάτω μέρος του, υπάρχουν έντεκα σπίτια και ένα μαγαζί. Το μαγαζί, στη γωνία Πόπλαρ και Αιακινθ, είναι ένα καθαρόαιμο, πάντα δημοφιλές αμερικανικό εμπορι-

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

19

κό όπου μπορείς να αγοράσεις τσιγάρα, Μπλατζ ή Ρόλινγκ Ροκ, φτηνά ζαχαρωτά (αν και στις μέρες μας ακόμα και τα ζαχαρωτά έχουν ακριβύνει), είδη μπάρμπεκιου (πλαστικά πιάτα, πλαστικά πιρούνια, τάκο τσιπς, παγωτό, κέτσαπ, μουστάρδα, καρυκεύματα), γρανίτες και μια μεγάλη ποικιλία Σναπλ, φτιαγμένο από τα καλύτερα υλικά της γης. Μπορείς να βρεις ακόμη και κάποιο τεύχος του Πέντχαονζ στο Στοπ-24, αλλά πρέπει να το ζητήσεις από την πωλήτρια. Στο Βασίλειο του Οχάιο, τα περιοδικά με τσίτσιδες τα φυλάμε κάτω από τον πάγκο. Δεν τρέχει τίποτα, όμως. Το σημαντικό είναι να ξέρεις πού να πας αν σου χρειαστεί κανένα. Η πωλήτρια σήμερα είναι καινούρια, λιγότερο από μια βδομάδα στη δουλειά, και αυτή τη στιγμή, στις 3:45 το μεσημέρι, εξυπηρετεί ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Το κορίτσι είναι γύρω στα έντεκα και δείχνει από τώρα ότι θα γίνει καλλονή. Το αγόρι, σίγουρα αδερφός της, είναι γύρω στα έξι και δείχνει από τώρα (κατά τη γνώμη της πωλήτριας, τουλάχιστον) ότι είναι ήδη πρώτης τάξεως μυξιάρικο. «Θέλω όνο σοκολάτες!» φωνάζει το μυξιάρικο. «Τα λεφτά μας φτάνουν μόνο για μία, αν πάρουμε από ένα αναψυκτικό ο καθένας», του λέει η αδερφή του με αξιοθαύμαστη, για την πωλήτρια, υπομονή. Αν είχε αυτή τέτοιο αδερφό, πολύ θα γούσταρε να του ρίξει μια γερή κλοτσιά στον κώλο. «Η μαμά σου 'δωσε πέντε δολάρια το πρωί, τα είδα», λέει το μυξιάρικο. «Πού είναι τα υπόλοιπα, Μάργκριτ;» «Μη με λες έτσι, μου τη σπάει», λέει το κορίτσι. Έ χ ε ι μακριά, μελόξανθα μαλλιά που η πωλήτρια τα βρίσκει υπέροχα. Τα μαλλιά της πωλήτριας είναι κοντά και πεταχτά, βαμμένα πορτοκαλιά δεξιά και πράσινα αριστερά. Υποψιάζεται ότι δε θα έπαιρνε αυτή τη δουλειά χωρίς να τα ξεβάψει, αλλά ο διευθυντής του μαγαζιού χρειαζόταν επειγόντως κάποιον για τη βάρδια έντεκα-εφτά -ευτυχώς γι' αυτή και δυστυχώς γι' αυτόν. Πάντως, την είχε βάλει να του υποσχεθεί ότι θα φορού-

20

RICHARD BACHMAN

σε μαντίλι ή κασκέτο στη δουλειά, αλλά, δε βαριέσαι, οι υποσχέσεις είναι για να αθετούνται. Η πωλήτρια βλέπει το κορίτσι να κοιτάζει με ενδιαφέρον τα μαλλιά της. «Μάργκριτ-Μάργκριτ-Μάργκριτ!» στριγκλίζει ο μικρός μ' εκείνο το χαιρέκακο ύφος, που το βλέπεις μόνο σε αγοράκια που απευθύνονται στη μεγαλύτερη αδερφή τους. «Κανονικά με λένε Έλεν», λέει το κορίτσι, μιλώντας με εμπιστευτικό ύφος. «Μάργκαρετ είναι το μεσαίο μου όνομα. Με λέει έτσι γιατί ξέρει ότι μου τη σπάει». «Χάρηκα για τη γνωριμία, Έ λ ε ν » , λέει η πωλήτρια και αρχίζει να χτυπάει στη μηχανή τα πράγματα που έχει αγοράσει το κορίτσι. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Μάργκριτ», λέει κοροϊδευτικά το μυξιάρικο, με μια γκριμάτσα τόσο απαίσια που καταντά αστεία. Έ χ ε ι ζαρώσει τη μύτη του κι αλληθωρίσει τα μάτια του. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Μαδημένη Μαργαρίτα!» Η Έ λ ε ν δεν του δίνει σημασία. «Μου αρέσουν πολύ τα μαλλιά σου». «Ευχαριστώ», λέει η πωλήτρια χαμογελώντας. «Δεν είναι τόσο όμορφα σαν τα δικά σου, αλλά τι να κάνουμε... Έ ν α δολάριο και σαράντα έξι». Το κορίτσι βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα πλαστικό πορτοφόλι, από κείνα που τα ζουλάς για να ανοίξουν. Μέσα έχει δύο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου και μερικά κέρματα. «Ρώτα τη Μαδημένη Μαργαρίτα πού πήγαν τα άλλα τρία δολάρια!» βροντοφωνάζει το μυξιάρικο, τόσο δυνατά σαν ν' ακούς ντουντούκα. «Αγόρασε ένα περιοδικό με τον Ίιιιιθαααν Χοοοοκ στο εξώφυλλο!» Η Έ λ ε ν συνεχίζει να τον αγνοεί, αλλά τα μαγουλά της έχουν κοκκινίσει λίγο. Καθώς δίνει στην πωλήτρια τα δύο δολάρια, λέει: «Δε σ' έχω ξαναδεί εδώ, έτσι δεν είναι;» «Μάλλον όχι. Έ π ι α σ α δουλειά την περασμένη Τετάρτη. Ή θ ε λ α ν κάποιον για τη βάρδια έντεκα-εφτά,

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

21

που να μπορεί να μείνει και λίγη ώρα ακόμη μήπως έρθει κανένας πελάτης αργά». «Χάρηκα για τη γνωριμία. Λέγομαι Έ λ λ η Κάρβερ. Και από δω ο μικρός μου αδερφός, ο Ραλφ». Ο Ραλφ Κάρβερ βγάζει τη γλώσσα του και κάνει έναν ήχο σαν σφίγγα παγιδευμένη μέσα σε βάζο μαγιονέζας. Τι ευγενικό ζώο, σκέφτεται η πωλήτρια με τα δίχρωμα μαλλιά. «Σΰνθια Σμιθ», λέει και απλώνει το χέρι της πάνω από τον πάγκο στο κορίτσι. «Πάντα Σΰνθια, ποτέ Σίντι. Να το θυμάσαι αυτό». Το κορίτσι χαμογελάει. «Κι εγώ πάντα Έ λ λ η , ποτέ Μάργκαρετ». «Μαδημένη Μαργαρίτα/» φωνάζει ο Ραλφ με ένα τρελό, θριαμβευτικό ύφος. Σηκώνει τα χέρια του στον αέρα και κουνάει δεξιά αριστερά τους γοφούς του με μια δηλητηριώδη χαρά. «Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί ιιιιθαααν Χοοοκ!» Η Έ λ ε ν ρίχνει στη Σΰνθια μια ματιά πολΰ ώριμη για τα χρόνια της, με μια έκφραση σαν να λέει, Είδες τι τραβάω. Η Σΰνθια, που είχε κι αυτή μικρό αδερφό και ξέρει πολΰ καλά τι τραβάει η όμορφη Έλλη, θέλει να χαμογελάσει, αλλά καταφέρνει να κρατηθεί. Ευτυχώς. Το κορίτσι είναι θΰμα της εποχής και της ηλικίας του, όπως και όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, κι αυτό σημαίνει ότι όσα τραβάει είναι πολΰ σοβαρά γι' αυτή. Η Έ λ λ η δίνει στον αδερφό της ένα κουτάκι Πέπσι. «Πάμε», του λέει. «Τη σοκολάτα θα τη μοιραστούμε έξω». « θ α με τραβήξεις με τον Μπάστερ», λέει ο Ραλφ καθώς πηγαίνουν προς την πόρτα, μπαίνοντας στο φωτεινό τετράγωνο από ηλιόφως που πέφτει εκτυφλωτικό στο πάτωμα. Μπάστερ λέγεται το καρότσι του. «Θα με τραβήξεις με τον Μπάστερ μέχρι το σπίτι». «Ναι, κάνε όρεξη», λέει η Έλλη, αλλά, καθώς ανοίγει την πόρτα, το μυξιάρικο γυρίζει και ρίχνει μια αυτάρεσκη ματιά στη Σΰνθια, σαν να της λέει, Περίμενε

RICHARD BACHMAN

22

και θα δεις ποιανού

θα περάσει.

Περίμενε

και θα δεις.

Βγαίνουν έξω.

Καλοκαίρι, ναι, αλλά όχι απλό καλοκαίρι. Μιλάμε για 15 Ιουλίου, το καλύτερο κομμάτι του καλοκαιριού, σε μια πόλη του Οχάιο, όπου τα πιο πολλά παιδιά πηγαίνουν σε κατασκηνώσεις του κατηχητικού το καλοκαίρι και συμμετέχουν σε θερινά αναγνωστικά προγράμματα της βιβλιοθήκης, και όπου ένα αγόρι έχει ένα μικρό κόκκινο καρότσι που (για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει) το έχει ονομάσει Μπάστερ. Έ ν τ ε κ α σπίτια και ένα μαγαζί σιγοβράζουν στον καύσωνα του Ιουλίου, τριάντα τρεις βαθμοί υπό σκιά, τριάντα εννέα στον ήλιο, τέτοια ζέστη που ο αέρας κυματίζει πάνω από το πεζοδρόμιο σαν να έχεις ανοίξει την πόρτα από καμίνι. Ο δρόμος έχει κατεύθυνση προς βορρά και προς νότο, τα σπίτια με μονούς αριθμούς από τη δυτική πλευρά, τα ζυγά από την ανατολική. Στο πάνω πάνω μέρος, στη δυτική γωνία Πόπλαρ και Μπέαρ, είναι το νούμερο 251. Ο Μπραντ Τζόζεφσον είναι μπροστά στο σπίτι του και ποτίζει με το λάστιχο τα παρτέρια με τα λουλούδια δίπλα στο μονοπάτι του κήπου. Είναι σαράντα έξι χρονών, με σοκολατένιο δέρμα και πεταχτή κοιλιά. Η Έλλη βρίσκει ότι μοιάζει λιγάκι στον Μπιλ Κόσμπι. Ο Μπραντ και η Μπελίντα Τζόζεφσον είναι οι μοναδικοί μαύροι στο τετράγωνο και η γειτονιά είναι πολύ περήφανη για την παρουσία τους. Είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι οι μαύροι στα προάστια του Οχάιο· όταν τους βλέπεις να τριγυρίζουν, δίνουν το σωστό τόνο στη γειτονιά. Είναι καλοί άνθρωποι. Ό λ ο ι τους συμπαθούν. Ο Κάρι Ρίπτον, που κάθε Δευτέρα απόγευμα μοιράζει τη Σάπερ, στρίβει με το ποδήλατο τη γωνία και πετάει στον Μπραντ μια τυλιγμένη εφημερίδα. Ο Μπραντ την πιάνει επιδέξια με το ελεύθερο χέρι του, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. Σηκώνει απλώς το χέρι και την αρπάζει στον αέρα. «Ωραίο πιάσιμο, κύριε Τζόζεφσον!» φωνάζει ο Κάρι και κατεβαίνει την κατηφόρα, ενώ ο πάνινος σάκος με

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

23

τις εφημερίδες αναπηδάει πάνω στο πόδι του. Φοράει μια τεράστια φανέλα των Ορλάντο Μάτζικ με το νούμερο 32, το νούμερο του Σακ. «Τα καταφέρνω ακόμη», λέει ο Μπραντ. Πιάνει το λάστιχο του ποτίσματος κάτω από τη μασχάλη του για να ανοίξει την εφημερίδα και να δει την πρώτη σελίδα. Ξέρει ότι θα είναι οι γνωστές βλακείες -πωλήσεις οικοπέδων και τοπικές διαφημίσεις- αλλά θέλει να ρίξει μια ματιά. Έ τ σ ι είναι η ανθρώπινη φύση. Από την απέναντι μεριά του δρόμου, στον αριΟ, υ 250, ο Τζόνι Μάρινβιλ κάθεται στη σκάλα του σπιτιού του και τραγουδάει παίζοντας κιθάρα. Παίζει ένα από τα πιο χαζά τραγούδια φολκ, αλλά ο Μάρινβιλ είναι καλός. Δεν έχει σπουδαία φωνή, παίζει όμως σωστά και δε φαλτσάρει. Ο Μπραντ το βρίσκει λίγο ενοχλητικό. Πιστεύει πως, όταν τα καταφέρνεις καλά σε ένα πράγμα, πρέπει να αρκείσαι σ' αυτό και να μην ασχολείσαι με τα υπόλοιπα. Ο Κάρι Ρίπτον, δεκατεσσάρων χρονών, κουρεμένος με την ψιλή, παίζει μπέιζμπολ στην ομάδα του Γουέντγουορθ (τους Χοκς, που αυτή τη στιγμή προηγούνται με 14-4 παιχνίδια κι έχουν δύο αγώνες ακόμη), πετάει την επόμενη Σόπερ στη βεράντα του 249, του σπιτιού των Σόντερσον. Οι Τζόζεφσον είναι οι μαύροι της γειτονιάς, οι Σόντερσον (ο Γκάρι και η Μαριέλ) είναι οι μποέμ. Οι Σόντερσον εξισορροπούν ο ένας τον άλλο στη ζυγαριά της κοινής γνώμης. Ο Γκάρι, σε γενικές γραμμές, είναι συμπαθής, παρ' όλο που κυκλοφορεί συνέχεια τουλάχιστον μισομεθυσμένος. Η Μαριέλ, από την άλλη μεριά... Ό π ω ς είχε πει κάποτε η Πάι Κάρβερ, «Σκύλα με τα όλα της». Η βολή του Κάρι είναι τέλεια. Η εφημερίδα χτυπάει στην εξώπορτα των Σόντερσον και προσγειώνεται στο χαλάκι για τα πόδια, αλλά δε βγαίνει κανείς να την πάρει. Η Μαριέλ είναι μέσα και κάνει ντους (το δεύτερο της μέρας - δ ε ν την αντέχει αυτή τη ζέστη), ενώ ο Γκάρι είναι στον πίσω κήπο και ανάβει αφηρημένα το μπάρμπεκιου. Τελικά ρίχνει τόσα κάρβουνα που φτάνουν για να ψήσει ολόκληρο βούβαλο. Φοράει μια ποδιά που γράφει ΜΠΟ-

24

RICHARD BACHMAN

PEITE ΝΑ ΦΙΛΗΣΕΤΕ TO ΜΑΓΕΙΡΟ. Είναι νωρίς ακόμη για να βάλει τις μπριζόλες να ψηθούν, όχι όμως και για να αρχίσει τις ετοιμασίες. Στη μέση του κήπου υπάρχει ένα τραπέζι με ομπρέλα και πάνω του ο Γκάρι έχει αραδιάσει το φορητό του μπαρ: ένα βάζο με ελιές, ένα μπουκάλι τζιν κι ένα μπουκάλι βερμούτ. Το μπουκάλι του βερμούτ είναι καινούριο. Μπροστά του υπάρχει ένα διπλό μαρτίνι. Ο Γκάρι σταματάει να φορτώνει με κάρβουνα την ψησταριά, πηγαίνει στο τραπέζι και πίνει όσο μαρτίνι έχει μείνει ακόμη στο ποτήρι. Του αρέσουν πολύ τα μαρτίνι και, όταν δεν έχει μάθημα, συνήθως γίνεται φέσι μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Η σημερινή μέρα δεν αποτελεί εξαίρεση. «Ωραία», λέει ο Γκάρι. «Πάμε γι' άλλα». Αρχίζει να φτιάχνει άλλο ένα μαρτίνι αλά Σόντερσον. Γεμίζει το ποτήρι ως τα τρία τέταρτα με τζιν Μπομπάι, ρίχνει μέσα μια ελιά Αμάτι και τσουγκρίζει το ποτήρι πάνω στο μπουκάλι του βερμούτ για γούρι. Το δοκιμάζει. Κλείνει τα μάτια του. Δοκιμάζει πάλι. Τα μάτια του, που είναι ήδη κατακόκκινα, ανοίγουν. Χαμογελάει. «Μάλιστα, κυρίες και κύριοι!» λέει στον κήπο. « Έ χ ο υ μ ε το νικητή!» Αμυδρά, πάνω από όλους τους άλλους ήχους του καλοκαιριού - π α ι δ ι ά , μηχανές που κουρεύουν το γρασίδι, σπορ αυτοκίνητα, τεχνητές βροχές και διάφορα έντομα που ζουζουνίζουν στα χ ο ρ τ ά ρ ι α - ο Γκάρι ακούει την κιθάρα του συγγραφέα, ένα γλυκό και ήρεμο ήχο. Πιάνει αμέσως το σκοπό και χορεύει γύρω από την κυκλική σκιά της ομπρέλας, με το ποτήρι στο χέρι, τραγουδώντας κι αυτός: «So kiss me and smile for me... Tell me that you 11 wait for me... Hold me like you 11 never let me go... *» Ωραίο τραγούδι, πολύ παλιό. Θυμάται που το άκουγε κάποτε, πριν ακόμη γεννηθούν τα δίδυμα των Ριντ, δύο σπίτια πιο κάτω. Για μια στιγμή συνειδητοποιεί πόσο γρή* «Φίλα με και χ α μ ο γ έ λ α μου... Πες μου ότι θα με περιμένεις... Κράτα με στην α γ κ α λ ι ά σου σαν να μην ήταν να μ' α φ ή σ ε ι ς ποτέ...» Παλιό τ ρ α γ ο ύ δ ι του Τζον Ντένβερ. (Σ.τ.Μ.)

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

25

γορο και ανελέητο είναι το πέρασμα του χρόνου. Πίνει άλλη μια μεγάλη γουλιά από το μαρτίνι και αναρωτιέται τι να κάνει τώρα που το μπάρμπεκιου είναι έτοιμο για άναμμα. Μαζί με τους άλλους ήχους, ακούει και το ντους από τον πάνω όροφο και σκέφτεται τη Μαριέλ γυμνή εκεί μέσα. Η μεγαλύτερη σκύλα του δυτικού ημισφαιρίου, αλλά έχει κρατήσει σε φόρμα το κορμί της. Τη φαντάζεται να σαπουνίζει τα βυζιά της, ίσως να χαϊδεύει τις ρώγες της με τ' ακροδάχτυλά της για να τις κάνει να σκληρύνουν. Φυσικά η Μαριέλ δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά έτσι και σου μπει μια τέτοια εικόνα στο μυαλό δε φεύγει αν δεν κάνεις κάτι. Ο Γκάρι αποφασίζει να «κάνει κάτι» και συγκεκριμένα να πάει να την πηδήξει. Αφήνει το μαρτίνι στο τραπέζι και ξεκινάει για το σπίτι. Παναγίτσα μου, είναι καλοκαιράκι, που λέει και το τραγούδι, και η ζωή στην οδό Πόπλαρ είναι πρώτη. Ο Κάρι Ρίπτον κοιτάζει στον καθρέφτη για να δει αν έρχεται κανένα αμάξι, βλέπει το δρόμο ελεύθερο και περνάει στην απέναντι μεριά, στο σπίτι των Κάρβερ, προσπερνώντας τον Τζόνι Μάρινβιλ. Στην αρχή του καλοκαιριού, ο κύριος Μάρινβιλ του είχε δώσει πέντε δολάρια για να μην του δίνει τη Σόπερ. «Σε παρακαλώ, Κάρι», του είπε σοβαρός. «Δεν αντέχω να διαβάζω για σούπερ μάρκετ που ανοίγουν και τα παρόμοια». Ο Κάρι δεν τον καταλαβαίνει καθόλου αυτό τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι κακός τύπος και άλλωστε πέντε δολάρια είναι πέντε δολάρια. Η κυρία Κάρβερ ανοίγει την εξώπορτα του 248 και κουνάει το χέρι στον Κάρι καθώς αυτός της πετάει την εφημερίδα. Προσπαθεί να την πιάσει στον αέρα, δεν τα καταφέρνει και γελάει. Ο Κάρι γελάει κι αυτός. Η κυρία Κάρβερ δεν έχει τα ανακλαστικά του Μπραντ Τζόζεφσον, αλλά είναι όμορφη και φιλική. Ο άντρας της είναι δίπλα στο σπίτι, με μαγιό και σαγιονάρες, και πλένει το αμάξι. Βλέπει τον Κάρι με την άκρη του ματιού του, γυρίζει και τον σημαδεύει με το δάχτυλο. Ο Κάρι τον σημαδεύει κι αυτός με το δικό του και κάνουν ότι πυροβολούν ο ένας τον άλλο. Ο κύριος Κάρβερ προσπαθεί να το «παίξει

26

RICHARD BACHMAN

κουλ» και ο Κάρι το σέβεται αυτό. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ δουλεύει στο ταχυδρομείο και φαίνεται ότι έχει πάρει άδεια αυτή τη βδομάδα. Ο Κάρι ορκίζεται κάτι στον εαυτό του: όταν μεγαλώσει και αναγκαστεί να πιάσει δουλειά γραφείου εννιά με πέντε (ξέρει ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει σε μερικούς, είναι σαν τις αρρώστιες), δε θα περάσει ποτέ τον την άδεια στο σπίτι του πλένοντας το αμάξι. Ούτε και πρόκειται να πάρω αμάξι, σκέφτεται. Θα έχω μοτοσικλέτα. Ό χ ι γιαπωνέζικη. Μια ωραία Χάρλεϊ-Ντάβιντσον, σαν αυτή που έχει στο γκαράζ του ο κύριος Μάρινβιλ. Κοιτάζει πάλι στον καθρέφτη και βλέπει κάτι κόκκινο στην οδό Μπέαρ, πέρα από το σπίτι των Τζόζεφσον. Μοιάζει με βαν, παρκαρισμένο στη νοτιοδυτική γωνία της διασταύρωσης. Περνάει πάλι στην απέναντι μεριά του δρόμου, στο 247, το σπίτι των Γουάιλερ. Από όλα τα σπίτια του δρόμου που κατοικούνται (το 242, το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ, είναι άδειο), το σπίτι των Γουάιλερ είναι το μόνο που δείχνει αφρόντιστο: ένα μικρό σπίτι, σε στυλ αγροκτήματος, που σίγουρα χρειάζεται ένα χέρι βάψιμο και φρέσκο τσιμέντο στο δρομάκι του γκαράζ. Στον κήπο στριφογυρίζει μια τεχνητή βροχή, αλλά το γρασίδι δεν είναι σε τόσο καλή κατάσταση όσο των άλλων σπιτιών (ακόμη και το γκαζόν στο άδειο σπίτι των Χόμπαρτ είναι καλύτερο). Εδώ κι εκεί βλέπεις σημεία όπου το χόρτο έχει κιτρινίσει κι αυτά τα μπαλώματα δείχνουν να εξαπλώνονται. Η κυρία Γουάιλερ δεν ξέρει ότι δε φτάνει να το ποτίζεις μόνο, σκέφτεται ο Κάρι. Παίρνει από τον πάνινο σάκο άλλη μια τυλιγμένη εφημερίδα. Ο άντρας της μπορεί να το ήξερε, αυτή όμως... Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι η χήρα, η κυρία Γουάιλερ, στέκεται πίσω από την εξωτερική πόρτα με τη σήτα και έτσι όπως τη βλέπει εκεί πέρα (μόλις που διακρίνεται μια σιλουέτα) τρομάζει πολύ. Το ποδήλατο ταλαντεύεται για μια στιγμή και, όταν πετάει την εφημερίδα, αστοχεί εντελώς. Η Σόπερ πέφτει πάνω σε έναν από τους θάμνους

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

27

δίπλα στη σκάλα. Του τη σπάει όταν το παθαίνει αυτό, του τη σπάει άσχημα, είναι σαν κάτι παλιές κωμωδίες στις οποίες το παιδί πετάει την εφημερίδα στη σκεπή του σπιτιού ή μέσα στις τριανταφυλλιές. Αν γινόταν καμιά άλλη φορά (και σε κανένα άλλο σπίτι), μπορεί να γύριζε πίσω και να έβαζε την εφημερίδα στη θέση της... ή ακόμη να την έδινε στη γυναίκα. Ό χ ι σήμερα όμως. Κάτι δεν του αρέσει εδώ. Ί σ ω ς είναι ο τρόπος που στέκεται η Γουάιλερ πίσω από τη σήτα της πόρτας, με τους ώμους γυρτούς και τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά της, σαν παιδικό παιχνίδι που του έχουν βγάλει την μπαταρία. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν τη βλέπει πολύ καλά κι έτσι δεν είναι σίγουρος, αλλά του φαίνεται ότι η γυναίκα είναι γυμνή από τη μέση και πάνω, ότι στέκεται στην πόρτα φορώντας μόνο ένα σορτς και τον κοιτάζει. Αν είναι έτσι τα πράγματα, η σκηνή δεν είναι σέξι* είναι ανατριχιαστική. Ο μικρός που ζει μαζί της, ο ανιψιός της, είναι κι αυτός αλλόκοτος τύπος. Σηθ Γκάρλαντ τον λένε... ή Γκάριν ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Δε μιλάει ποτέ, ακόμη και όταν του μιλάς εσύ - τ ι γίνεται, πώς πάει, σ' αρέσει εδώ, θα τα πάνε καλά φέτος οι Ίντιανς; Κάθεται και σε κοιτάζει με κάτι μάτια που έχουν το χρώμα της λάσπης. Σε κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο που ο Κάρι νιώθει να τον κοιτάζει τοόρα η κυρία Γουάιλερ, που συνήθως είναι πολύ εντάξει. Σαν αράχνη που κοιτάζει μύγα. Ο άντρας της πέθανε πέρσι (την εποχή που έγινε εκείνη η φασαρία κι έφυγαν οι Χόμπαρτ, τώρα που το σκέφτεται) και ο κόσμος λέει ότι δεν ήταν ατύχημα. Ο κόσμος λέει ότι ο Χερμπ Γουάιλερ, που έκανε συλλογή από γραμματόσημα και κάποτε είχε χαρίσει στον Κάρι ένα παλιό αεροβόλο, αυτοκτόνησε. Νιώθει μια ανατριχίλα στην πλάτη του - δ ύ ο φορές πιο τρομακτικό μια τόσο ζεστή μ έ ρ α - και στρίβει πάλι προς το απέναντι πεζοδρόμιο, αφού ρίχνει άλλη μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη. Το κόκκινο βαν είναι ακόμη κοντά στη γωνία Μπέαρ και Πόπλαρ (ωραίο όχημα, σκέφτεται ο Κάρι), αλλά αυτή τη φορά βλέπει

28

RICHARD BACHMAN

ένα άλλο αμάξι να πλησιάζει, ένα μπλε Ακοΰρα που το αναγνωρίζει αμέσως. Είναι ο κύριος Τζάκσον, ο άλλος καθηγητής της γειτονιάς. Αυτός όμως δε διδάσκει στο γυμνάσιο αλλά στο πολιτειακό κολέγιο του Οχάιο. Οι Τζάκσον μένουν στο 244, μια πόρτα πιο κάτω από το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ. Είναι το πιο όμορφο σπίτι του δρόμου, ευρύχωρο, με έναν ψηλό φράχτη από θάμνους στη νότια πλευρά κι έναν ξύλινο στη βόρεια, εκεί όπου συνόρευε με το παλιό κτηνιατρείο. «Ε, Κάρι!» λέει ο Πίτερ Τζάκσον και σταματάει δίπλα του. Φοράει ξεθωριασμένο τζιν και μια φανέλα με ένα μεγάλο χαμογελαστό πρόσωπο πάνω της. Κάτω από το πρόσωπο γράφει ΚΑΛΗΜΕΡΑ! «Πώς πάει, αγόρι μου;» «Μια χαρά, κύριε Τζάκσον», λέει χαμογελώντας ο Κάρι. Σκέφτεται να προσθέσει, Μόνο που μου φαίνεται ότι η κυρία Γουάιλερ στέκεται στην πόρτα της με τα βυζιά έξω, αλλά δε λέει τίποτα. « Ό λ α πρίμα». « Έ χ ε ι ς μπει καθόλου στη βασική ομάδα;» «Μόνο δύο φορές μέχρι τώρα, αλλά δε βιάζομαι. Χτες βράδυ έκανα δύο αποκρούσεις και απόψε μάλλον θα ξαναπαίξω. Αυτό ήθελα βασικά. Μάθατε ότι φέτος θα φύγει ο Φράνκι Αλμπερτίνι;» Δίνει στον Τζάκσον μια εφημερίδα. «Ναι», απαντάει αυτός καθώς την παίρνει. «Και του χρόνου θα είναι η σειρά σου να ουρλιάξεις στο γήπεδο». Ο Κάρι γελάει καθώς σκέφτεται την «τελετή μύησης» στην ομάδα, να ουρλιάζεις σαν λύκος μέσα στο γήπεδο. «Διδάσκετε θερινά μαθήματα πάλι φέτος;» «Ναι, δύο. Ιστορικά θεατρικά έργα του Σαίξπηρ και Τζέιμς Ντίκι. Ενδιαφέρεσαι;» «Μάλλον όχι». Ο Πίτερ γνέφει καταφατικά. «Δεν έχεις κι άδικο, παλικάρι μου». Δείχνει το χαμογελαστό πρόσωπο πάνω στην μπλούζα του. «Το μόνο καλό είναι ότι μπορούμε να ντυνόμαστε πιο ανεπίσημα, αλλά τα καλοκαιρινά μαθήματα είναι πάντοτε μεγάλος μπελάς». Πετάει τη Σόπερ στο κάθισμα δίπλα του και ετοιμάζεται να ξεκι-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

29

νήσει. «Κοίτα μην πάθεις καμιά ηλίαση έτσι που κάνεις ποδήλατο με τέτοια ζέστη». «Μπα. Άλλωστε μάλλον θα βρέξει αργότερα. Έ χ ο υ ν αρχίσει και ακούγονται μπουμπουνητά». «Ναι, έτσι είπε και η... Πρόσεχε/» Έ ν α ς τεράστιος όγκος περνάει δίπλα τους σαν σφαίρα, κυνηγώντας έναν κόκκινο δίσκο. Ο Κάρι γέρνει το ποδήλατο προς το αμάξι και καταφέρνει να αποφύγει την ουρά του Χάνιμπαλ, καθώς το γερμανικό τσοπανόσκυλο κυνηγάει το φρίσμπι. «Αυτός πάντως δεν τη γλιτώνει την ηλίαση», λέει ο Κάρι. « Έ χ ε ι ς δίκιο», λέει ο Πίτερ και ξεκινάει μαλακά το αυτοκίνητο. Ο Χάνιμπαλ πιάνει το φρίσμπι με τα δόντια του από το απέναντι πεζοδρόμιο όπου έχει πέσει. Του έχουν δεμένο ένα μαντίλι στο λαιμό του και φαίνεται να χαμογελάει. «Φέρ' το πίσω, Χάνιμπαλ!» φωνάζει ο Τζιμ Ριντ και ο αδερφός του, ο Ντέιβ, συμπληρώνει: «Έλα, Χάνιμπαλ! Μην είσαι βλάκας! Φέρ' το εδώ!» Ο Χάνιμπαλ στέκεται μπροστά στο 246, με το φρίσμπι στο στόμα, και κουνάει αργά αργά την ουρά του. Το χαμόγελο του δείχνει να γίνεται πιο πλατύ. Τα δίδυμα αδέρφια, οι Ριντ, μένουν στο 245, το σπίτι δίπλα στην κυρία Γουάιλερ. Είναι στον κήπο (ο ένας μελαχρινός, ο άλλος ξανθός, και οι δύο ψηλοί και όμορφοι με φανέλες και σορτς Έ ν τ ι Μπάουερ) και κοιτάζουν τον Χάνιμπαλ. Πίσω τους είναι δύο κορίτσια. Η μία είναι η Σούζι Γκέλερ, από το διπλανό σπίτι. Όμορφη, αλλά όχι και να πέφτεις κάτω. Η άλλη, μια ψηλοπόδαρη κοκκινομάλλα, είναι άλλη ιστορία. Αυτή είναι όχι απλώς να πέφτεις κάτω, αλλά και να σέρνεσαι κιόλας. Ο Κάρι δεν την ξέρει, αλλά θα ήθελε να τη γνωρίσει, να μάθει τις ελπίδες, τα όνειρα, τα σχέδια και τις φαντασιώσεις της. Ιδιαίτερα τις φαντασιώσεις. Μην κάνεις όρεξη, σκέφτεται. Η γκόμενα είναι τουλάχιστον δεκαεφτά.

30

RICHARD BACHMAN

«Φτου!» λέει ο Τζιμ Ριντ και κοιτάζει το μελαχρινό αδερφό του. «Είναι η σειρά σου να πας να το πάρεις». «Δεν πάω πουθενά, θα 'ναι γεμάτο σάλια», λέει ο Ντέιβ Ριντ. «Χάνιμπαλ, έλα, καλό μου σκυλάκι, φέρ' το εδώ αυτό!» Ο Χάνιμπαλ στέκεται στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι του κτηνιάτρου, και χαμογελάει ακόμη. Ξέχνα το, λέει, χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτα. Φαίνεται στο χαμόγελο και στο ήρεμο κούνημα χης ουράς του. Μ π ο ρ ε ί εσείς να έχετε κορίτσια και σορτς Έ ν τ ι Μπάουερ, εγώ όμως έχω το φρίσμπι σας και το 'χω γεμίσει σάλια κι αυτό σημαίνει ότι σας έχω στο χέρι. Ο Κάρι βάζει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει ένα σακουλάκι με ηλιόσπορους. Ό τ α ν κάθεσαι πολλή ώρα στον πάγκο, οι ηλιόσποροι σε βοηθάνε να περνάς την ώρα σου. Έ χ ε ι μάθει να τους σπάει με τα δόντια, να τρώει το μέσα και να φτύνει τα φλούδια στο τσιμέντο μπροστά του με ταχύτητα πολυβόλου. «Αφήστε το πάνω μου», φωνάζει στους διδύμους. Θέλει ν α εντυπωσιάσει την κοκκινομάλλα με τις θηριοδαμαστικές του ικανότητες, ξέροντας ταυτόχρονα ότι αυτό το όνειρο είναι εντελώς ανόητο, αλλά είναι τόσο όμορφη μ' αυτό το άσπρο σορτς που φοράει, μπουκιά και συχώριο, και σε τελική ανάλυση μια φαντασίωση πότε πότε δε βλάπτει. Χαμηλώνει το σακουλάκι με τους ηλιόσπορους και τσαλακώνει το σελοφάν. Ο Χάνιμπαλ πλησιάζει αμέσως, με το φρίσμπι πάντα στο στόμα. Ο Κάρι αδειάζει μερικούς σπόρους στην παλάμη του. «Είναι καλοί, Χάνιμπαλ», λέει. «Πολύ καλοί. Ηλιόσποροι. Τους τρώνε τα σκυλιά όλου του κόσμου. Δοκίμασε και θα με θυμηθείς». Ο Χάνιμπαλ περιεργάζεται για λίγο τους σπόρους, με τα ρουθούνια του να τρεμοπαίζουν, μετά αφήνει το φρίσμπι και τους μαζεύει από την παλάμη του Κάρι. Αμέσως, το αγόρι αρπάζει το φρίσμπι (η αλήθεια είναι ότι έχει σάλια γύρω γύρω) και το πετάει στον Τζιμ Ριντ. Η βολή είναι τέλεια· ο Τζιμ το αρπάζει χωρίς να χρεία-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΗς

31

στεί να κάνει ούτε βήμα. Και, ω Θεέ μου, η κοκκινομάλλα τον χειροκροτεί και χοροπηδάει δίπλα στη Σοΰζι Γκέλερ και τα βυζιά της (μικρά αλλά υπέροχα) ανεβοκατεβαίνουν μέσα στην μπλούζα της. Ο Κάρι είναι εκστατικός. Τώρα έχει αρκετό υλικό στη μνήμη του για να αυνανίζεται μια βδομάδα. Ο Κάρι χαμογελάει, χωρίς να ξέρει ότι του, είναι γραφτό να πεθάνει πριν ακόμη χάσει την παρθενιά του. Πετάει μια εφημερίδα στη βεράντα του σπιτιού του Τομ Μπίλινγκσλι, του κτηνιάτρου (ακούει τη μηχανή του γκαζόν να μουγκρίζει στον πίσω κήπο), και στρίβει πάλι τώρα προς το σπίτι των Ριντ. Ο Ντέιβ πετάει το φρίσμπι στη Σούζι Γκέλερ και μετά πιάνει τη Σόπερ μόλις του την πετάει ο Κάρι. «Ευχαριστώ για το φρίσμπι», λέει ο Ντέιβ. «Δεν κάνει τίποτα». Δείχνει με ένα νεύμα την κοκκινομάλλα. «Ποια είναι αυτή;» Ο Ντέιβ γελάει με κατανόηση. «Άσ' το καλύτερα, μικρέ. Δε σε παίρνει». Ο Κάρι σκέφτεται να επιμείνει λίγο ακόμη, μετά όμως αποφασίζει να τα παρατήσει τώρα που είναι στα πάνω του. Η γκόμενα τον είχε χειροκροτήσει και το θέαμα, καθώς πηδούσε πάνω κάτω, θα έκανε ακόμη και βρασμένο μακαρόνι να σκληρύνει. Αρκετά όλα αυτά για μια μέρα και μάλιστα με τέτοια ζέστη. Πίσω του, στην κορυφή του λόφου, το κόκκινο βαν αρχίζει να προχωρεί αργά αργά προς τη γωνία. «Θα 'ρθεις στον αγώνα απόψε;» ρωτάει ο Κάρι τον Ντέιβ Ριντ. «Παίζουμε με τους Κολόμπους Ρέμπελς. Θα είναι καλό παιχνίδι». «Θα παίξεις κι εσύ;» «Μάλλον». «Τότε δε θα 'ρθω», λέει ο Ντέιβ και γελάει με ένα ηλίθιο χαχανητό. Οι δίδυμοι είναι όμορφα παιδιά, σκέφτεται ο Κάρι, αλλά όταν ανοίγουν το στόμα τους σου χαλάνε όλη τη θετική εντύπωση.

32

RICHARD BACHMAN

Ο Κάρι ρίχνει μια ματιά στο σπίτι στη γωνία Πόπλαρ και Άιακινθ, απέναντι από το μαγαζί. Είναι το τελευταίο σπίτι στην αριστερή μεριά του δρόμου. Δεν υπάρχει αμάξι μπροστά, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να είναι στο γκαράζ. «Είναι μέσα ο τύπος;» ρωτάει τον Ντέιβ, δείχνοντάς του με το πιγούνι το 240. «Δεν ξέρω», απαντάει ο Τζιμ, που έχει πλησιάσει. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι στο σπίτι του αυτός ο άνθρωπος. Περίεργος τύπος. Τις πιο πολλές φορές αφήνει το αμάξι του στο γκαράζ. Φαίνεται ότι παίρνει λεωφορείο». «Τον φοβάσαι;» ρωτάει ο Ντέιβ τον Κάρι. Η ερώτηση δεν είναι ακριβώς πειρακτική, αλλά πλησιάζει. « Ό χ ι βέβαια», απαντάει αδιάφορα ο Κάρι, ενώ κοιτάζει την κοκκινομάλλα και αναρωτιέται πώς είναι να έχεις ένα τέτοιο μανούλι στην αγκαλιά σου και να σου κάνει διάφορα κόλπα. Άσ' το καλύτερα για την άλλη ζωή, δικέ μου, λέει στον εαυτό του. Κουνάει το χέρι στην κοκκινομάλλα, αδιάφορος εξωτερικά, μέσα του όμως πανηγυρίζει βλέποντάς τη να τον χαιρετάει κι αυτή. Μετά διασχίζει διαγώνια το δρόμο με κατεύθυνση το 240. Θα πετάξει τη Σόπερ στη βεράντα και μετά - α ν δε βγει αυτός ο παλαβός πρώην αστυνομικός από μέσα βγάζοντας αφρούς από το στόμα του, λιώμα από κρακ και κραδαίνοντας το υπηρεσιακό του πιστόλι ή κανένα μ α χ α ί ρ ι - θα πάει να πιει ένα αναψυκτικό στο Στοπ-24, για να γιορτάσει το τέλος της διαδρομής του: λεωφόρος Άντερσον, Κολόμπους Μπροντ, οδός Μπέαρ, οδός Πόπλαρ. Και μετά σπίτι για να φορέσει τη στολή του και γραμμή στο γήπεδο. Πρώτα όμως πρέπει να ξεμπερδεύει με το 240, το σπίτι του πρώην αστυνομικού, που λένε ότι τον απέλυσαν επειδή ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου δύο νεαρούς που είχαν βιάσει ένα κοριτσάκι, όπως ισχυριζόταν. Ο Κάρι δεν ξέρει αν είναι αλήθεια αυτό - δ ε ν έχει διαβάσει τίποτα σχετικό στις εφημερίδες— έχει δει όμως τα μάτια του πρώην αστυνομικού... και έχουν κάτι που δεν

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

33

έχει ξαναδεί ποτέ σε ανθρώπινα μάτια, ένα κενό που σε αναγκάζει να γυρίζεις αμέσως το βλέμμα σου αλλού. Στην κορυφή του λόφου, το κόκκινο βαν - α ν πρόκειται για βαν, είναι τόσο φανταχτερό και παράξενο, που δεν μπορείς να καταλάβεις σ ί γ ο υ ρ α - στρίβει στην Πόπλαρ. Αρχίζει να πηγαίνει πιο γρήγορα. Ο ήχος της μηχανής του είναι ένας ρυθμικός, απαλός ψίθυρος. Και τι είναι αυτό το νικέλινο κατασκεύασμα στην οροφή του; Ο Τζόνι Μάρινβιλ σταματάει να παίζει την κιθάρα του και κοιτάζει το βαν που περνάει από μπροστά του. Δε βλέπει μέσα γιατί τα τζάμια είναι φιμέ, αλλά αυτό το πράγμα στην οροφή μοιάζει σαν δίσκος ραντάρ, κόβει το κεφάλι του. Τι έγινε, προσγειώθηκε η CIA στην οδό Πόπλαρ; Απέναντι του, ο Τζόνι βλέπει τον Μπραντ Τζόζεφσον να κρατάει ακόμη το λάστιχο στο ένα χέρι και την εφημερίδα στο άλλο και να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα το βαν (είναι βαν όμως αυτό το πράγμα; Είναι;). Δείχνει έκπληκτος και μπερδεμένος. Ο ήλιος καθρεφτίζεται τόσο έντονα στην κατακόκκινη μπογιά και τα χρώμια κάτω από τα σκούρα παράθυρα, που ο Τζόνι μισοκλείνει τα μάτια του. Στο διπλανό σπίτι από του Τζόνι, ο Ντέιβιντ Κάρβερ πλένει ακόμη το αμάξι του. Η Σεβρολέτ είναι βουτηγμένη στη σαπουνάδα μέχρι τους υαλοκαθαριστήρες. Στην άλλη μεριά του δρόμου, οι δίδυμοι και τα κορίτσια σταματάνε να παίζουν φρίσμπι για να κοιτάξουν κι αυτοί το βαν που προχωρεί αργά στο δρόμο. Στέκονται σε σχηματισμό τετραγώνου και στη μέση περιμένει ο Χάνιμπαλ, έτοιμος να αρπάξει το φρίσμπι με την πρώτη ευκαιρία. Τα πράγματα έχουν αρχίσει να εξελίσσονται πολύ γρήγορα τώρα, αν και κανείς στην οδό Πόπλαρ δεν το έχει καταλάβει ακόμη. Κάπου μακριά ακούγεται μπουμπουνητό. Ο Κάρι Ρίπτον μόλις που προσέχει το κόκκινο βαν στον καθρέφτη του και το κίτρινο φορτηγό που στρίβει από την Αιακινθ στην Πόπλαρ και σταματάει στο πάρκινγκ του Στοπ-24, όπου τα παιδιά των Κάρβερ στέκονται ακόμη

34

RICHARD BACHMAN

δίπλα στο κόκκινο καρότσι και μαλώνουν για το αν η Έλλη θα τραβήξει τον Ραλφ μέχρι το σπίτι. Ο Ραλφ τελικά έχει δεχτεί να πάει με τα πόδια και να μην πει τίποτα για το περιοδικό με τον Ί θ α ν Χοκ στο εξώφυλλο, με τον όρο ότι η αδερφή του, η Μαδημένη Μαργαρίτα, θα του δώσει όλη τη σοκολάτα και όχι τη μισή. Τα παιδιά σταματούν τον καβγά και κοιτάζουν τον άσπρο ατμό που βγαίνει από τη μηχανή του κίτρινου φορτηγού, σαν ανάσα δράκου. Στο μεταξύ, ο Κάρι Ρίπτον δε δίνει σημασία στα προβλήματα του φορτηγού. Έ χ ε ι συγκεντρώσει όλη του την προσοχή σε ένα και μόνο πράγμα: να πετάξει την εφημερίδα στο σπίτι του πρώην αστυνομικού και να απομακρυνθεί σώος και αβλαβής. Ο τύπος λέγεται Κόλι Εντράτζιαν και το σπίτι του είναι το μοναδικό στη γειτονιά που έχει στον κήπο μια ταμπέλα που λέει ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ. Είναι μικρή και διακριτική αλλά και πολύ εμφατική. Αν σκότωσε δύο νεαρούς, γιατί δεν είναι φυλακή; αναρωτιέται ο Κάρι, όχι για πρώτη φορά. Αλλά τι τον νοιάζει σε τελική ανάλυση; Το μόνο που τον απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι η επιβίωσή του. Έ χ ο ν τ α ς όλα αυτά στο μυαλό του, δεν είναι περίεργο που δεν προσέχει το φορτηγό που βγάζει ατμούς από τη μηχανή ούτε τα δύο παιδιά που έχουν σταματήσει προς στιγμήν τις περίπλοκες διαπραγματεύσεις τους σχετικά με το περιοδικό, τη σοκολάτα και το καρότσι ούτε και το βαν που κατεβαίνει το δρόμο. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να μη γίνει το επόμενο θύμα ενός ψυχοπαθούς αστυνομικού κι αυτό είναι μεγάλη ειρωνεία, γιατί στην πραγματικότητα η μοίρα του τον πλησιάζει από πίσω. Έ ν α από τα παράθυρα του βαν αρχίζει να κατεβαίνει. Μια κάννη από δίκαννο ξεπροβάλλει. Έ χ ε ι παράξενο χρώμα* ούτε ασημί ούτε γκρίζο. Οι δίδυμες κάννες μοιάζουν με το σύμβολο του απείρου βαμμένο μαύρο. Κάπου μακριά, ακούγονται νέα μπουμπουνητά.

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

Α π ό . ι η ν Νιισπάτς

35

r o u Κ ο λ ό μ π ο υ ς , 3 1 Ιουλίου 1994:

ΜΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΛΕΝΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΑΝ ΧΟΣΕ Τέσσερις νεκροί, σε ανταλλαγή πυροβολισμών από αυτοκίνητα εν κινήσει, πιθανότατα σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών. Μόνος επιζών ένα παίδι έξι ετών. ΣΑΝ ΧΟΣΕ, Καλιφόρνια, 30 Ιουλίου. — Οι διακοπές στη Βόρεια Καλιφόρνια μιας οικογένειας από το Τολέντο του Οχάιο κατέληξαν χθες σε τραγωδία, όταν τέσσερα από τα μέλη της σκοτώθηκαν από αγνώστους. Η Αστυνομία του Σαν Χοσέ υποψιάζεται ότι επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες, φαίνεται όμως ότι οι δολοφόνοι έκαναν λάθος στο στόχο τους. Τα θύματα της δολοφονικής επίθεσης είναι ο Γουίλιαμ Γκάριν, 42 ετών, η Τζουν Γκάριν, 40 ετών, και δυο από τα τρία παιδιά τους: ο Ί ζ ο ν Γκάριν, 12 ετών, και η Μαίρη Λου Γκάριν, 10 ετών. Οι Γκάριν είχαν έρθει στο Σαν Χοσέ για να επισκεφτούν τον Τζόζεφ και τη Ροξάν Καλαμπρέζε, παλιούς τους φίλους από το κολέγιο. Οι Καλαμπρέζε ήταν στον πίσω κήπο τη στιγμή της δολοφονίας και δεν κινδύνευσαν. Επίσης, σώθηκε ο εξάχρονος Σηθ Γκάριν, που έπαιζε στην αμμοδόχο, στην πίσω αυλή. Σύμφωνα με τον Τζόζεφ Καλαμπρέζε, οι Γκάριν και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους έπαιζαν κροκέ στον μπροστινό κήπο όταν δολοφονήθηκαν. «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που συνέβη. Σε τι κοινωνία ζούμε;» είπε συγκλονισμένος ο Καλαμπρέζε. «Δεν έχει ξαναγίνει τέτοιο πράγμα στην περιοχή μας». Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν ένα κόκκινο βαν στο δρόμο λίγο πριν από τους πυροβολισμούς. Κάποιος δήλωσε ότι μπορεί να ήταν εφοδιασμένο με συσκευές υψηλής τεχνολογίας. «Είχε ένα πράγμα που έμοιαζε με δίσκο ραντάρ στην οροφή του», είπε. «Αν δεν το παρατήσουν πουθενά αυτοί οι αλήτες, θα είναι εύκολο να βρεθεί». Ωστόσο, η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη το μυστηριώδες βαν και δεν έγιναν συλλήψεις. Ο υπαστυνόμος Ρόμπερτ Αλβαρέζ, όταν ρωτήθηκε για τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση, δήλωσε μόνο ότι το βαλλιστικό τμήμα δεν έχει καταφέρει ακόμη να τα προσδιορίσει και ότι οι έρευνες συνεχίζονται.

1

Ο Σ π β Έ ψ ς ε ί δ ε ΓΠν ε Κ ΐ έ λ ε 0 Π , γιατί παρακολουθούσε τα δυο παιδιά που μάλωναν μπροστά στο μαγαζί. Το κορίτσι φαινόταν πολύ τσατισμένο με το αγόρι και για μια στιγμή ο Στιβ φοβήθηκε ότι θα του έδινε καμιά σπρωξιά και θα το έστελνε μπροστά στις ρόδες του νοικιασμένου φορτηγού που οδηγούσε. Μόνο αυτό του έλειπε τώρα, να πατούσε και κανένα πιτσιρίκι. Το τέλειο φινάλε για μια μέρα ταλαιπωρίας. Καθώς σταματούσε το αμάξι (ένα κίτρινο νοικιασμένο κλειστό φορτηγό Ράιντερ) σε αρκετή απόσταση από τα παιδιά - γ ι α καλό και για κακό— είδε ότι σταμάτησαν τον καβγά για να κοιτάξουν τον ατμό που έβγαινε από το ψυγείο του φορτηγού. Πιο κάτω στο δρόμο πλησίαζε ένα βαν με το λαμπερότερο κόκκινο χρώμα που είχε δει ποτέ του. Εκείνο που του τράβηξε την προσοχή όμως δεν ήταν το χρώμα του αλλά ένα αστραφτερό μαραφέτι στην οροφή. Έ μ ο ι α ζ ε με κεραία ραντάρ από έργο επιστημονικής φαντασίας και κουνιόταν δεξιά αριστερά με μια επαναληπτική κίνηση, όπως κάνουν οι κεραίες.

38

RICHARD BACHMAN

Στην άλλη πλευρά του δρόμου είδε ένα νεαρό με ποδήλατο. Το βαν τον πλησίαζε, λες και ο οδηγός ήθελε να του μιλήσει. Ο νεαρός δεν το είχε πάρει είδηση. Μόλις είχε βγάλει μια εφημερίδα από το σάκο και σήκωνε το χέρι του για να την πετάξει. Ο Στιβ έσβησε ξαφνικά τη μηχανή του φορτηγού. Ή τ α ν μια αυθόρμητη κίνηση, που την έκανε χωρίς καμιά σκέψη. Δεν άκουγε πια το σφύριγμα που έβγαζε το ψυγείο, δεν έβλεπε πια τα πιτσιρίκια που στέκονταν δίπλα στο κόκκινο καρότσι, δε σκεφτόταν πια τι θα πει όταν θα τηλεφωνούσε στο γραφείο απ' όπου είχε νοικιάσει το φορτηγό για να τους ενημερώσει σχετικά με τη βλάβη που είχε πάθει. Μία ή δύο φορές στη ζωή του είχε ξαφνικά προαισθήματα, αλλά αυτό που ένιωθε τώρα δεν ήταν απλό προαίσθημα. Ή τ α ν βεβαιότητα ότι κάτι θα γινόταν. Κάτι καθόλου ευχάριστο. Δεν είδε το δίκαννο που βγήκε από το παράθυρο του βαν, γιατί ήταν από την άλλη μεριά, άκουσε όμως τον πυροβολισμό και κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Είχε μεγαλώσει στο Τέξας και δε θα έπαιρνε ποτέ έναν πυροβολισμό για κεραυνό. Ο νεαρός πετάχτηκε από τη σέλα του ποδηλάτου, με τους ώμους τσακισμένους και τα πόδια λυγισμένα, το καπέλο του να φεύγει από το κεφάλι του. Το πίσω μέρος της φανέλας του ήταν διαλυμένο και ο Στιβ είδε περισσότερα απ' όσα θα ήθελε - α ί μ α και ξεσκισμένη, μαύρη σάρκα. Το χέρι του νεαρού ήταν ανασηκωμένο ακόμα και η εφημερίδα έπεσε στο δρόμο, ενώ ο ίδιος σωριαζόταν στο γκαζόν του μικρού γωνιακού σπιτιού. Το βαν σταμάτησε στη μέση του δρόμου λίγο πριν από τη διασταύρωση Πόπλαρ και Άιακινθ, με τη μηχανή στο ρελαντί. Ο Στιβ Έιμς κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, καθώς ένα μικρό παράθυρο στο πίσω δεξιό μέρος του βαν κατέβηκε με μια σταθερή, ομαλή κίνηση, σαν παράθυρο από λιμουζίνα. Δεν ήξερα ότι έχουν και τα βαν ηλεκτρικά παράθυρα, σκέφτηκε. Και μετά: Τι σόι βαν είναι αυτό; Συνειδητοποίησε ότι κάποιος είχε βγει από το μαγαζί, μια κοπέλα με μπλε στολή σαν αυτή που φοράνε συνήθως

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

39

οι ταμίες. Είχε φέρει το χέρι της στο μέτωπο, για να σκιάσει τα μάτια της από τον ήλιο. Το πτώμα του νεαρού δε φαινόταν τώρα, το έκρυβε το βαν. Ο Στιβ είδε ένα δίκαννο να βγαίνει από το παράθυρο που μόλις είχε ανοίξει. Και είδε επίσης τα δυο παιδιά να στέκονται μπροστά στο μαγαζί, στα ανοιχτά, εντελώς εκτεθειμένα, και να κοιτάζουν προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακουστεί ο πρώτος πυροβολισμός.

2

0 Χάνιμπαλ, ο σκύλος, είδε ένα και μοναδικό πράγμα: την τυλιγμένη εφημερίδα που έπεσε από το χέρι του Κάρι Ρίπτον, όταν ο πυροβολισμός τον πέταξε από το ποδήλατο δίνοντας τέλος στη ζωή του. Όρμησε να την πιάσει γαβγίζοντας ευτυχισμένα. «Χάνιμπαλ, όχι!» φώναξε ο Τζιμ Ριντ. Δεν ήξερε τι συμβαίνει (δεν είχε μεγαλώσει στο Τέξας και είχε περάσει το διπλό πυροβολισμό από το δίκαννο για κεραυνό, όχι επειδή έμοιαζε ο ήχος με κεραυνό, αλλά επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος πυροβολούσε μέρα μεσημέρι στην οδό Πόπλαρ), αλλά κάτι δεν του άρεσε. Χωρίς να σκεφτεί τι κάνει -και γιατί- πέταξε το φρίσμπι προς το μαγαζί, ελπίζοντας να το δει ο Χάνιμπαλ και να το ακολουθήσει. Το κόλπο δεν έπιασε. Ο Χάνιμπαλ αγνόησε το φρίσμπι και συνέχισε να τρέχει προς την πεσμένη εφημερίδα που μόλις φαινόταν μπροστά στο κόκκινο βαν.

3

Η Σΰνθια Σμίθ ήξερε ΚΙ αυΐή καλά τον ήχο των πυροβολισμών. Ο πατέρας της, αν και εφημέριος, έκανε σκοποβολή κάθε Σάββατο και την έπαιρνε συχνά μαζί του.

40

RICHARD BACHMAN

Μόνο που ήταν λίγο απίθανο να ασκείται κανείς στη σκοποβολή μέσα στο δρόμο. Αφησε το βιβλίο που διάβαζε και βγήκε από το μαγαζί. Ο ήλιος τη θάμπωσε και σκίασε τα μάτια της για να δει τι συμβαίνει. Είδε το βαν σταματημένο στη μέση του δρόμου, είδε το δίκαννο να ξεπροβάλλει από το πίσω παράθυρο, το είδε να γυρίζει προς τα παιδιά των Κάρβερ. Αυτά παρακολουθούσαν απορημένα αλλά όχι τρομαγμένα ακόμη. Θεέ μου! σκέφτηκε. Θα ρίξει στα παιδιά. Για μια στιγμή πάγωσε. Το μυαλό της έλεγε στα πόδια της να τρέξουν, αλλά δε γινόταν τίποτα. Τρέχα, λοιπόν! ούρλιαξε σιωπηλά στον εαυτό της κι αυτό τη συνέφερε. Όρμησε μπροστά, νιώθοντας σαν να περπατάει με ξυλοπόδαρα, και κόντεψε να πέσει κατεβαίνοντας τα τρία σκαλιά. Άρπαξε τα παιδιά. Η διπλή κάννη του όπλου φάνταζε τεράστια και η Σύνθια κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά. Εκείνη η πρώτη στιγμή της καθυστέρησης ήταν μοιραία. Το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να σκοτωθεί κι αυτή μαζί με τα δύο αθώα παιδάκια.

4

0 Ντέιβιντ Κάρβερ πέταξε το σφουγγάρι μέσα στον κουβά με το σαπουνόνερο, δίπλα στο αμάξι, και βγήκε στο δρόμο να δει τι συμβαίνει. Στο σπίτι δεξιά του, ο Τζόνι Μάρινβιλ έκανε το ίδιο, κρατώντας ακόμη την κιθάρα. Από την άλλη μεριά του δρόμου, ο Μπραντ Τζόζεφσον έβγαινε κι αυτός στο δρόμο, με το λάστιχο να ραντίζει το γρασίδι πίσω του. Κρατούσε ακόμη την εφημερίδα στο χέρι. «Εξάτμιση ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τζόνι. Αλλά ήξερε ότι δεν ήταν εξάτμιση. Την εποχή πριν αρχίσει να γράφει τον Πατ το Γατούλη, όταν θεωρούσε ακόμη τον εαυτό του «σοβαρό συγγραφέα» (κάτι σαν «μια καλή πόρνη»), όπως

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

41

πίστευε, είχε κάνει μια εφιαλτική ερευνητική περιήγηση στο Βιετνάμ και του φάνηκε ότι ο ήχος που είχε ακούσει πριν από λίγο έμοιαζε περισσότερο με τις «εξατμίσεις» που ακούγονταν στο Βιετνάμ. Εξατμίσεις της ζούγκλας. Απ' αυτές που σκοτώνουν ανθρώπους. Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι του και γύρισε τα χέρια προς τα πάνω, δείχνοντας ότι δεν ξέρει. Πίσω του άκουσε την πόρτα με τη σήτα να κλείνει και μετά γυμνά πόδια να τρέχουν στο μονοπάτι. Ή τ α ν η Πάι*. Φορούσε τζιν κι ένα στραβοκουμπωμένο πουκάμισο και τα μαλλιά της ήταν μούσκεμα. Μύριζε ακόμη από το ντους που είχε κάνει. «Εξάτμιση ήταν αυτό; θ ε έ μου, Ντέιβ, έμοιαζε με...» «Με πυροβολισμό», είπε ο Τζόνι και μετά πρόσθεσε απρόθυμα: «Είμαι σίγουρος ότι ήταν πυροβολισμός». Η Κίρστεν Κάρβερ -Κίρστι για τους φίλους της και Πάι για τον άντρα της, για λόγους που μόνο ένας σύζυγος μπορεί να ξ έ ρ ε ι - κοίταξε προς το μαγαζί. Μια έκφραση τρόμου απλωνόταν στο πρόσωπο της, που έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο να μεγαλώνει όχι μόνο τα μάτια της αλλά όλα τα χαρακτηριστικά της. Ο Ντέιβ ακολούθησε το βλέμμα της. Είδε το βαν και το δίκαννο που ξεπρόβαλλε από το πίσω δεξιό παράθυρο. «"Ελλη! Ραλφ!» ούρλιαξε η Πάι. Ή τ α ν μια διαπεραστική κραυγή. Πίσω από το σπίτι των Σόντερσον, ο Γκάρι έμεινε ακίνητος με το ποτήρι του μαρτίνι μπροστά στο στόμα του και αφουγκράστηκε. «Θεέ μου, η Έλλη και ο Ραλφ!» Η Πάι άρχισε να τρέχει στον κατηφορικό δρόμο προς το βαν. «Κίρστεν, όχι, μη!» φώναξε ο Μπραντ Τζόζεφσον. Έτρεξε πίσω της, καταμεσής του δρόμου, ελπίζοντας να την προλάβει κάπου ανάμεσα στα σπίτια των Τζάκσον και των Γκέλερ. Έτρεχε με αξιοπρόσεκτη γρηγοράδα, παρ' όλο που ήταν μεγαλόσωμος, αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να την πιάσει. * Pie: πίτα, γλύκισμα. (Σ.τ.Μ.)

42

RICHARD BACHMAN

Ο Ντέιβιντ Κάρβερ έτρεξε κι αυτός πίσω από τη γυναίκα του, με την κοιλιά του να αναπηδάει πάνω από το μικροσκοπικό μαγιό και τις σαγιονάρες του να πλαταγίζουν στο πεζοδρόμιο. Η σκιά του έτρεχε πίσω του, μακριά και πολΰ πιο λεπτή από τον ίδιο, υπάλληλο του ταχυδρομείου.

5

Είμαι νεκρή, σκέφτηκε η Σύνθια, και έπεσε στο ένα γόνατο πίσω από τα παιδιά. Τα αγκάλιασε από τους ώμους για να τα τραβήξει κοντά της. Ή ξ ε ρ ε όμως ότι ήταν μάταιο. Είμαι νεκρή, νεκρή, τελείως νεκρή. Και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τις δίδυμες κάννες, δύο μαύρες τρύπες σαν ανελέητα μάτια. Η πόρτα του κίτρινου φορτηγού άνοιξε και η Σύνθια είδε έναν ξερακιανό τύπο με μπλουτζίν και φανέλα, γκρίζα μαλλιά ως τους ώμους και τραχύ πρόσωπο. «Φέρ' τα εδώ, κυρά μου!» της φώναξε. «Γρήγορα!» Η Σύνθια έσπρωξε τα παιδιά προς το φορτηγό, ξέροντας ότι είναι πολύ αργά. Και τότε, τη στιγμή που προετοιμαζόταν για τα σκάγια που θα της ξέσκιζαν το κορμί (αν είναι ποτέ δυνατόν να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο), το ^πλο στο παράθυρο του βαν στράφηκε αλλού. Ακούστηκε πάλι ένας πυροβολισμός και ο κρότος αντήχησε στον αέρα σαν μπάλα του μπόουλινγκ που τρέχει σε πέτρινο αυλάκι. Η Σύνθια είδε φωτιά να εκτοξεύεται από τις κάννες. Το σκυλί των Ριντ, που είχε φτάσει την εφημερίδα, πετάχτηκε με ένα τίναγμα στα δεξιά και σωριάστηκε άτσαλα στο δρόμο, σαν τον Κάρι Ρίπτον. «Χάνιμπαλ!» φώναξαν ο Τζιμ και ο Ντέιβ μαζί. Η Σύνθια έσπρωξε τα παιδιά τόσο δυνατά προς την ανοιχτή πόρτα του φορτηγού, που το μυξιάρικο έπεσε κάτω. Αμέσους άρχισε να ουρλιάζει. Το κορίτσι -πάντα Έλλη, ποτέ Μάργκαρετ, θυμήθηκε η Σύνθια- κοίταξε

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

43

προς τα πίσω με παιδική απορία. Μετά ο άντρας με τα μακριά μαλλιά την άρπαξε από το χέρι και την ανέβασε στην καμπίνα του φορτηγού. «Πέσε κάτω, στο πάτωμα!» της φώναξε, μετά έσκυψε για να σηκώσει το μικρό που ξεφώνιζε ακόμη. Η κόρνα του φορτηγού έβγαλε έναν κοφτό ήχο, καθώς ο οδηγός είχε πιαστεί με το πόδι του από το τιμόνι για να μην πέσει κάτω. Η Σύνθια έσπρωξε πέρα το κόκκινο καρότσι, άρπαξε το μυξιάρικο από το πίσω μέρος του σορτς του και το απίθωσε στα χέρια του οδηγού. Στο δρόμο, άκουγε να πλησιάζουν ένας άντρας και μια γυναίκα που φώναζαν τα ονόματα των παιδιών. Ο μπαμπάς και η μαμά, μάλλον, και αν δεν πρόσεχαν θα είχαν την τύχη του σκύλου και του νεαρού με το ποδήλατο. «Ανέβα πάνω!» της φώναξε ο οδηγός. Η Σύνθια δε χρειαζόταν δεύτερη πρόσκληση. Χώθηκε στην καμπίνα του φορτηγού.

6 0 Γκάρι Σόντερσον βγήκε στο δρόμο με αποφασιστικό (αν και όχι τόσο σταθερό) βήμα, κρατώντας πάντα το ποτήρι του μαρτίνι στο χέρι. Είχε ακούσει κι ένα δεύτερο δυνατό κρότο και αναρωτιόταν μήπως είχε εκραγεί η ψησταριά των Γκέλερ που δούλευε με γκάζι. Είδε τον Μάρινβιλ, που είχε πλουτίσει τη δεκαετία του '80 γράφοντας παιδικά βιβλία με έναν απίθανο χαρακτήρα που λεγόταν Πατ ο Γατούλης, να στέκεται στη μέση του δρόμου και να κοιτάζει προς τα κάτω σκιάζοντας τα μάτια του. «Τι τρέχει, αδερφέ;» ρώτησε ο Γκάρι πλησιάζοντας. «Νομίζω ότι κάποιος από κείνο το βαν σκότωσε τον Κάρι Ρίπτον και το σκύλο των Ριντ», είπε ο Τζόνι Μάρινβιλ με μια παράξενη, άχρωμη φωνή. «Τι; Για ποιο λόγο;» «Δεν έχω ιδέα».

44

RICHARD BACHMAN

Ο Γκάρι είδε ένα ζευγάρι -μάλλον οι Κάρβερ ήταν- να κατεβαίνουν τρέχοντας το δράμο προς το μαγαζί και να τους ακολουθεί, ασθμαίνοντας, ένας μαύρος, που πρέπει να ήταν ο ένας και μοναδικός Μπραντ Τζόζεφσον. Ο Μάρινβιλ γύρισε και τον κοίταξε. «Κωλοκατάσταση. Πάω να τηλεφωνήσω στην αστυνομία. Στο μεταξύ, σε συμβουλεύω να ξαναμπείς στο σπίτι σου αμέσως». Ο Μάρινβιλ έκανε μεταβολή και γύρισε στο σπίτι του. Ο Γκάρι αγνόησε τη συμβουλή του. Έ μ ε ι ν ε εκεί που ήταν, με το ποτήρι στο χέρι, να κοιτάζει το βαν που ήταν σταματημένο στη μέση του δρόμου μπροστά στο σπίτι του Εντράτζιαν. Ξαφνικά ευχήθηκε (και ήταν πολύ παράξενη ευχή γι' αυτόν) να μην ήταν τόσο μεθυσμένος.

7

Η πόρίο 10U σπιτιού στο 240 άνοιξε με βρόντο και ο Κόλι Εντράτζιαν βγήκε τρέχοντας έξω, ακριβώς όπως φοβόταν ο Κάρι Ρίπτον ότι θα τον έβλεπε μια μέρα: με το πιστόλι στο χέρι. Κατά τα άλλα, πάντως, φαινόταν μάλλον εντάξει - ο ύ τ ε αφροί στο στόμα ούτε κόκκινα μάτια. Ή τ α ν ψηλός, τουλάχιστον ένα ενενήντα πέντε. Η κοιλιά του είχε αρχίσει να μεγαλώνει λιγάκι, αλλά είχε φαρδιούς ώμους και μυώδη μπράτσα σαν παίκτης του ράγκμπι. Φορούσε μόνο ένα χακί παντελόνι, είχε αφρούς ξυρίσματος στο αριστερό του μάγουλο και μια πετσέτα στον ώμο. Το πιστόλι στο χέρι του ήταν των 38 χιλιοστών και μπορεί κάλλιστα να ήταν το υπηρεσιακό πιστόλι που φοβόταν ότι θα αντιμετώπιζε κάποτε ο Κάρι. Ο Κόλι κοίταξε το νεαρό που κειτόταν νεκρός στο γκαζόν του, με τα ρούχα του μούσκεμα ήδη από την τεχνητή βροχή (οι εφημερίδες που είχαν αδειάσει από το σάκο του είχαν μουσκέψει κι αυτές) και μετά γύρισε προς το βαν. Σήκωσε το πιστόλι, πιάνοντας το δεξί του καρπό με το αριστερό χέρι. Εκείνη τη στιγμή, το βαν

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

45

άρχισε να κινείται. Ο Κόλι πήγε να πυροβολήσει, αλλά σταμάτησε. Έ π ρ ε π ε να προσέχει. Υπήρχαν μερικοί ισχυροί τύποι στο Κολόμπους που πολΰ θα χαίρονταν αν μάθαιναν ότι ο Κόλι Εντράτζιαν είχε πυροβολήσει σε ένα ήσυχο προάστιο της πόλης, με ένα πιστόλι που κανονικά έπρεπε να το είχε παραδώσει στην υπηρεσία. Αυτά είναι δικαιολογίες, σκέφτηκε, γυρίζοντας και ακολουθώντας την πορεία του βαν με το πιστόλι. Ρίξ' τους! Ρίξ' τους, π ' ανάθεμα σε! Δεν πυροβόλησε όμως και καθώς το βαν έστριβε στην Άιακινθ είδε ότι δεν είχε πινακίδα πίσω. Και τι στην οργή ήταν αυτό το ασημί μαραφέτι στην οροφή; Από την άλλη μεριά του δρόμου, οι Κάρβερ έφταναν τρέχοντας στο πάρκινγκ του μαγαζιού, με τον Τζόζεφσον πίσω τους. Ο μαύρος έριξε μια ματιά αριστερά και είδε ότι το κόκκινο βαν είχε εξαφανιστεί πίσω από τα δέντρα στη γωνία. Διπλώθηκε στα δυο και ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ο Κόλι διέσχισε το δρόμο, βάζοντας το πιστόλι στο πίσω μέρος του παντελονιού του, και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Τζόζεφσον. «Είσαι εντάξει;» Ο Μπραντ τον κοίταξε και χαμογέλασε με δυσκολία. Το πρόσωπο του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. «Μπορεί», είπε. Ο Κόλι πλησίασε το κίτρινο φορτηγό, προσέχοντας το κόκκινο καροτσάκι εκεί κοντά. Μέσα υπήρχαν δυο κουτιά αναψυκτικά και δίπλα του ήταν πεσμένη μια σοκολάτα. Κάποιος την είχε πατήσει και την είχε λιώσει. Ουρλιαχτά από πίσω του. Γύρισε και είδε τους διδύμους, τα πρόσωπά τους κατάχλομα, παρά το καλοκαιρινό μαύρισμα, να κοιτάζουν το νεαρό που ήταν πεσμένος στο γκαζόν του. Ο ξανθός - ο Τζιμ, μάλλον- άρχισε να κλαίει. Ο άλλος οπισθοχώρησε ένα βήμα, έκανε μια γκριμάτσα και μετά διπλώθηκε στα δύο και ξέρασε πάνω στα γυμνά του πόδια. Κλαίγοντας με λυγμούς, η κυρία Κάρβερ πήρε το γιο της από την καμπίνα του φορτηγού. Ο μικρός, που

46

RICHARD BACHMAN

έκλαιγε με την ένταση στο τέρμα, την αγκάλιασε από το λαιμό και κόλλησε πάνω της σαν βδέλλα. «Σσο», του είπε η μητέρα του. «Σσσ, αγάπη μου. Πάει... πέρασε. Έ φ υ γ α ν οι κακοί». Ο Ντέιβιντ Κάρβερ πήρε την κόρη του από τον οδηγό του φορτηγού και την αγκάλιασε. «Μπαμπά, με γέμισες σαπουνάδες!» διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. Ο Κάρβερ τη φίλησε στο μέτωπο, ανάμεσα στα μάτια. «Δεν πειράζει», είπε. «Είσαι καλά, Έλλη;» «Ναι», απάντησε η μικρή. «Τι έγινε;» Πήγε να γυρίσει και να κοιτάξει στο δρόμο, αλλά ο πατέρας της έβαλε το χέρι του μπροστά στα μάτια της. Ο Κόλι πλησίασε τη γυναίκα με το αγοράκι. «Είναι εντάξει ο μικρός, κυρία Κάρβερ;» Αυτή τον κοίταξε, χωρίς να τον αναγνωρίσει μάλλον, και μετά γύρισε πάλι στο παιδί που έκλαιγε. Του χάιδευε τα μαλλιά με το ένα χέρι και είχες την αίσθηση ότι τον καταβρόχθιζε με τα μάτια της. «Ναι, έτσι νομίζω», είπε. «Είσαι καλά, Ραλφ; Είσαι;» Ο μικρός πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε μ' όλη του τη δύναμη: «Η Μάργκριτ έπρεπε να με φέρει σπίτι με το καροτσάκι! Έτσι συμφωνήσαμε». Ο Κόλι κατάλαβε ότι το μυξιάρικο ήταν καλά. Γύρισε προς τον τόπο του εγκλήματος και είδε το σκυλί να κείτεται μέσα σε μια λίμνη αίματος που απλωνόταν. Ο ξανθός δίδυμος πλησίαζε διστακτικά το πτώμα του άτυχου νεαρού. «Μην πλησιάζεις!» του φώναξε ο Κόλι. Ο Τζιμ Ριντ γύρισε προς το μέρος του. «Κι αν είναι ακόμη ζωντανός;» «Τι θα κάνεις; Έ χ ε ι ς καμιά μαγική σκόνη να του τη ρίξεις και να γίνει καλά; Ό χ ι ; Μην πλησιάζεις τότε!» Ο νεαρός πλησίασε τον αδερφό του και μόρφασε με αηδία. «Κοίτα τα πόδια σου», είπε. Μετά γύρισε από την άλλη και ξέρασε κι αυτός. Ο Κόλι Εντράτζιαν ένιωσε ξαφνικά να ξαναμπαίνει στη δουλειά που νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω του για

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

47

χαλά τον περασμένο Οκτώβριο, όταν τον έδιωξαν από την Αστυνομία του Κολόμπους υστέρα από ένα τεστ ναρκωτικών που βγήκε θετικό. Βρήκαν κοκαΐνη και ηρωίνη στο αίμα του. Δύσκολο κόλπο αυτό, αφοΰ δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή του ναρκωτικά. Πρώτη προτεραιότητα: να προστατεύσεις τους πολίτες. Δεύτερη προτεραιότητα: να βοηθήσεις τους τραυματίες. Τρίτη προτεραιότητα: να περιφράξεις τον τόπο τον εγκλήματος. Τέταρτη προτεραιότητα... Τέλος πάντων, θα άρχιζε να ανησυχεί για την τέταρτη αφοΰ θα είχε φροντίσει τις τρεις πρώτες. Η νέα πωλήτρια του μαγαζιού - μ ι α κοκαλιάρα κοπέλα με δίχρωμα μαλλιά που όταν τα κοίταζε ο Κόλι ένιωθε να του πονάνε τα μάτια- κατέβηκε από το φορτηγό και ίσιωσε τη στολή της. Την ακολούθησε ο οδηγός. «Είσαι αστυνομικός;» ρώτησε τον Κόλι. «Ναι». Πιο εύκολο έτσι από το να προσπαθήσει να του εξηγήσει. Οι Κάρβερ βέβαια ήξεραν ότι δεν είναι, αλλά ήταν απασχολημένοι με τα παιδιά τους και ο Μπραντ Τζόζεφσον ήταν ακόμη πίσω του, διπλωμένος στα δύο και αγκομαχούσε. «Μπείτε μέσα στο μαγαζί, σας παρακαλώ. Όλοι σας. Μπραντ; Παιδιά;» Ύψωσε τη φωνή του στην τελευταία λέξη, για να τον προσέξουν οι δίδυμοι. «Όχι, εγώ θα γυρίσω σπίτι», είπε ο Μπραντ. Ορθώθηκε, έριξε μια ματιά στο πτώμα του Κάρι και μετά ξανακοίταξε τον Κόλι. Η έκφρασή του ήταν απολογητική αλλά αποφασισμένη. Τουλάχιστον είχε αρχίσει να συνέρχεται. Για μερικές στιγμές ο Κόλι είχε αρχίσει να φέρνει στη μνήμη του όσα ήξερε από πρώτες βοήθειες. «Η Μπελίντα είναι ακόμη σπίτι, και...» «Ναι, αλλά θα ήταν καλύτερα αν μπείτε στο μαγαζί, κύριε Τζόζεφσον, προς το παρόν, τουλάχιστον. Μήπως και ξανάρθει το βαν». «Γιατί να ξανάρθει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ Κάρβερ. Κρατούσε ακόμη το κοριτσάκι στην αγκαλιά του και κοίταζε τον Κόλι πάνοο από το κεφάλι της μικρής.

48

RICHARD BACHMAN

Ο Κόλι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί ήρθαν και έκαναν ό,τι έκαναν. Καλύτερα να είμαστε σίγουροι. Μπείτε μέσα, παιδιά». « Έ χ ε ι ς καμιά επίσημη εξουσία εδώ;» ρώτησε ο Μπραντ. Η φωνή του, αν και δεν ήταν προκλητική, έδειχνε ότι ήξερε πως ο Κόλι δεν είχε καμιά αρμοδιότητα πια. Ο Κόλι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Η κατάθλιψη που τον τριγύριζε από τότε που τον είχαν διώξει από το Σώμα είχε αρχίσει να φεύγει λίγο τις τελευταίες βδομάδες, τώρα όμως την ένιωθε να τον απειλεί πάλι. Τελικά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ό χ ι , δεν είχε καμιά εξουσία. Ό χ ι πια. «Τότε θα πάω στη γυναίκα μου. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, κύριε». Ο Κόλι αναγκάστηκε να χαμογελάσει λιγάκι με τον αξιοπρεπή τόνο που είχε η φωνή του Τζόζεφσον. Δε μου κολλάς και δε σου κολλάω, έλεγε. «Καμιά προσβολή», είπε. Οι δίδυμοι κοιτάχτηκαν αβέβαια, μετά κοίταξαν τον Κόλι. Κατάλαβε τι ήθελαν και αναστέναξε. «Εντάξει. Αλλά πηγαίνετε με τον κύριο Τζόζεφσον. Και όταν φτάσετε σπίτι, να μπείτε μέσα, κι εσείς και οι φίλες σας. Εντάξει;» Ο ξανθός κατένευσε. «Τζιμ... Εσύ δεν είσαι ο Τζιμ;» Ο Τζιμ Ριντ έγνεψε καταφατικά και μετά σκούπισε αμήχανα τα κόκκινα μάτια του. «Είναι η μητέρα σας σπίτι; Ή ο μπαμπάς σας;» «Η μαμά», απάντησε ο νεαρός. «Ο μπαμπάς είναι ακόμη στη δουλειά». «Εντάξει. Πηγαίνετε. Και κάντε γρήγορα. Κι εσύ, Μπραντ». «Θα κάνω ό,τι μπορώ», απάντησε ο Μπραντ, «αλλά δε νομίζω να με παίρνει να τρέξω άλλο για σήμερα». Οι τρεις τους άρχισαν να κατηφορίζουν το λόφο, από τη δυτική πλευρά του δρόμου, την πλευρά με τους μονούς αριθμούς.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

49

«Θα θέλαμε να πάμε κι εμείς σπίτι με τα παιδιά, κύριε Εντράτζιαν», είπε η Κίρστεν Κάρβερ. Ο Κόλι αναστέναξε και της έγνεψε καταφατικά. Δε βαριέσαι, πηγαίνετε όπου θέλετε. Πηγαίνετε και στην Αλάσκα. Ή θ ε λ ε ένα τσιγάρο, αλλά τα είχε αφήσει στο σπίτι. Είχε καταφέρει να το κόψει πριν από δέκα χρόνια περίπου, αλλά όταν τον έδιωξαν από τη δουλειά του άρχισε πάλι να καπνίζει και, μάλιστα, με μια ένταση που τον ανησυχούσε. Και τώρα ήθελε να καπνίσει, επειδή κάτι τον ανησυχούσε. Δεν ήταν απλώς το πτώμα στο γκαζόν του, πράγμα που θα ήταν φυσικό. Όχι* κάτι δεν του άρεσε σε όλα αυτά. Τι όμως; Το ότι είναι πάρα πολύς κόσμος έξω στο δρόμο, είπε στον εαυτό του. Αυτό δε μ' αρέσει. Αλήθεια; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Δεν ήξερε. Τι έχεις πάθει, επιτέλους; Έ χ ε ι ς πολύ καιρό έξω από τη δουλειά και άρχισες να γίνεσαι δειλός; Αυτό σ' ενοχλεί, φίλε; Ό χ ι . Εκείνο το ασημί πράγμα στην οροφή του βαν. Αυτό με ενοχλεί, φίλε. Μπα; Και γιατί; Δεν ξέρω... Ί σ ω ς να μην είναι αυτό ακριβώς, αλλά είναι μια καλή αρχή. Ή μια δικαιολογία έστω. Σε τελική ανάλυση, τα προαισθήματα είναι προαισθήματα και ή τα πιστεύεις και τα ακολουθείς ή δεν τα πιστεύεις. Αυτός τα πίστευε πάντα και ένα ασήμαντο γεγονός, όπως το ότι τον είχαν απολύσει, δεν άλλαζε τη δύναμη που ασκούσαν πάνω του. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ άφησε την κόρη του κάτω και πήρε το γιο του, που έκλαιγε ακόμη, από τη γυναίκα του. «Θα σε τραβήξω εγώ με το καροτσάκι», του είπε. «Θα σε πάω μέχρι το σπίτι. Τι λες;» «Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί θ α ν Χοκ», του είπε εμπιστευτικά ο γιος του. «Σοβαρά; Μπορεί, αλλά δεν πρέπει να λες έτσι την αδερφή σου», είπε ο Ντέιβιντ. Μιλούσε με τον αφηρημέ-

50

RICHARD BACHMAN

vo τόνο του ανθρώπου που είναι διατεθειμένος να συγχωρήσει στο παιδί του - ή , τουλάχιστον, σε ένα από τα παιδιά τ ο υ - τα πάντα. Και η γυναίκα του κοίταζε το αγόρι με μια έκφραση σαν να έβλεπε άγιο ή προφήτη. Μόνο ο Κόλι Εντράτζιαν πρόσεξε το βουβό πόνο στα μάτια του κοριτσιού, καθώς ο πατέρας της άρχισε να τραβά το καροτσάκι με το νικητή αδερφό της. Ο Κόλι είχε πολλά πράγματα να σκεφτεί εκείνη την ώρα, πάρα πολλά, αλλά εκείνη η έκφραση του κοριτσιού είχε τέτοια ένταση και βάθος που δεν ήταν δυνατό να του ξεφύγει. Γύρισε και κοίταξε την πωλήτρια με τα δίχρωμα μαλλιά και τον οδηγό του φορτηγού που θύμιζε γερασμένο χίπι. «Μήπως θα μπορούσατε, τουλάχιστον, να μπείτε εσείς μέσα μέχρι να 'ρθει η αστυνομία;» ρώτησε. «Και βέβαια», αποκρίθηκε η κοπέλα. Μετά τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Δε μου λες, είσαι αστυνομικός, έτσι δεν είναι;» Οι Κάρβερ είχαν απομακρυνθεί, με τον Ραλφ να κάθεται σταυροπόδι στο καροτσάκι, αλλά και πάλι μπορεί να άκουγαν τι θα απαντούσε. Άλλωστε θα έλεγε ψέματα; Έ τ σ ι κι αρχίσεις να το κάνεις αυτό, είπε στον εαυτό του, τελικά θα σου στρίψει. Έ ν α ς πρώην μπάτσος, με μια συλλογή αστυνομικών σημάτων στο υπόγειο του σπιτιού του και κάνα δυο περισσευούμενα καρφιτσωμένα στο πορτοφόλι του, για να πουλάει μούρη. Πες ότι είσαι ιδιωτικός αστυνομικός, αν και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να κάνεις ποτέ αίτηση για να πάρεις την άδεια. Έ π ε ι τ α από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, θα τσαμπουνάς ακόμη το ίδιο παραμύθι ότι σε λίγο θα υποβάλεις τα χαρτιά σου, σαν γυναίκα που πάτησε τα τριάντα και φοράει μίνι φούστες και κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν για να πείσει τους άλλους (που έτσι κι αλλιώς δε δίνουν δεκάρα) ότι είναι ακόμη όμορφη. «Ήμουν», είπε τελικά. Η πωλήτρια κατένευσε. Ο τύπος με τα μακριά μαλλιά τον κοίταζε με περιέργεια αλλά όχι χωρίς σεβασμό. « Έ κ α ν ε ς καλή δουλειά με τα

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

51

παιδιά», πρόσθεσε ο Κόλι. Κοίταζε την κοπέλα, αλλά απευθυνόταν και στους δυο. Η Σύνθια το σκέφτηκε αυτό, μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Το σκυλί μάς έσωσε», είπε και προχώρησε προς το μαγαζί. Ο Κόλι και ο γερασμένος χίπι την ακολούθησαν. «Ο τύπος στο βαν, αυτός με το δίκαννο, θα έριχνε στα παιδιά». Γύρισε στον οδηγό του φορτηγού. «Το είδες κι εσύ, έτσι δεν είναι; Συμφωνείς;» Αυτός κατένευσε. «Και δεν π ρ ο λ α β α ί ν α μ ε να κάνουμε τίποτα για να τον σταματήσουμε». Μιλούσε με προφορά του Τέξας ή της Οκλαχόμα. «Αλλά του τράβηξε την προσοχή το σκυλί και του έριξε. Έ τ σ ι δεν έγινε;» «Ναι», συμφώνησε η Σύνθια. «Αν δεν ερχόταν ο σκύλος... μάλλον θα ήμαστε νεκροί σαν αυτόν τώρα». Έ δ ε ι ξ ε με το πιγούνι της το πτώμα του Κάρι Ρίπτον, που βρεχόταν ακόμη στο γκαζόν του Κόλι. Μετά γύρισε και μπήκε στο μαγαζί.

Ο Ι Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς 46

Από ίο Ταινίες σιην Τηλεόραση, ίου Σιίβεν Σόιερ, Εκδοτικός Οίκος Μπάνιαμ:

Οι Ρυθμιστές (1958) ** Με τους Τζον Πέιν, Τάι Χάρντιν, Κάρεν Στιλ, Ρόρι Καλχοΰν. Μελόδραμα γουέστερν κάτω του μετρίου, με μια συμμορία που τρομοκρατεί μια πάλη. Π ε ρ ι έ χ ε ι μερικές σκηνές και ορισμένα εφέ που είναι πολύ μακάβρια για μία καουμπόικη ταινία της σειράς, γυρισμένη στα τέλη της δεκαετίας του '50. Μια συμμορία (με επικεφαλής τον Καλχούν) τρομοκρατεί μια πόλη μεταλλωρύχων στο Κολοράντο. Τα μέλη της συμμορίας εμφανίζονται αρχικά σαν υπερφυσικά όντα, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι μερικά καθάρματα που επέζησαν από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Ο Πέιν κάνει ηρωικές προσπάθ ε ι ε ς στο ρόλο του, αλλά π α ρ α μ έ ν ε ι ψυχρός. Η Στιλ εκμεταλλεύεται όσο μπορεί τα βαθιά ντεκολτέ της χορεύτριας του καμπαρέ. (Σκηνοθεσία Μπίλι Ράνκορτ, Α μ έ ρ ι κ α ν Ι ν τ ε ρ ν ά σ ι ο ν α λ Πίκτσερς, 81 λεπτά, ασπρόμαυρο.)

1 Οδός Πόττλαρ/3:58 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6

0 Κόλι, η Σύνθια και ο μακρυμάλλης οδηγός του φορτηγού μπαίνουν στο μαγαζί και μερικά δευτερόλεπτα μετά ε'να βαν σταματάει στη νοτιοδυτική γωνία της Πόπλαρ και Άιακινθ, απέναντι από το Στοπ-24. Έ χ ε ι μπλε μεταλλικό χρώμα και φιμέ τζάμια. Δεν υπάρχει κανένα μαραφέτι στην οροφή, αλλά τα πλαϊνά του αυτοκινήτου ανοίγουν προς τα έξω, με ένα φουτουριστικό στυλ, που το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με αναγνωριστικό όχημα από ταινία επιστημονικής φαντασίας παρά με απλό βαν. Τα λάστιχα δεν έχουν καθόλου αυλακώσεις, είναι λεία και ομαλά σαν φρεσκοσβησμένος μαυροπίνακας. Βαθιά μέσα στο σκοτάδι πίσω από τα φιμέ παράθυρα, αμυδρά χρωματιστά φώτα αναβοσβήνουν ρυθμικά, σαν ενδεικτικές λυχνίες σε πίνακα ελέγχου. Οι κεραυνοί ακούγονται πιο κοντά και πιο δυνατά τώρα. Το καλοκαιρινό φως αρχίζει να ξεθωριάζει από τον ουρανό. Κατάμαυρα, απειλητικά σύννεφα πλησιά-

56

RICHARD BACHMAN

ζουν από τα δυτικά. Φτάνουν τον ήλιο και τον σβήνουν. Η θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει αμέσως. Η μηχανή του μπλε βαν βγάζει ένα σιγανό βόμβο. Στην άλλη άκρη του τετραγώνου, στην κορυφή του λόφου, ένα άλλο β*χν - α υ τ ό έχει το λαμπερό κίτρινο χρώμα ψεύτικης μ π α ν ά ν α ς - εμφανίζεται στη νοτιοανατολική γωνία Μπέαρ και Πόπλαρ. Σταματάει εκεί, με τη μηχανή του να βγάζει τον ίδιο σιγανό βόμβο. Ο πρώτος κοντινός κεραυνός πέφτει και ακολουθεί η δυνατή, σύντομη λάμψη της αστραπής. Το φως πέφτει για μια στιγμή στο γυάλινο δεξιό μάτι του Χάνιμπαλ, που λάμπει σαν να φωτίζεται από μέσα.

2

0 Γκάρι Σόντερσον στεκόταν ακόμη στο δρόμο, όταν πλησίασε η γυναίκα του. «Τι διάβολο κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. «Μοιάζεις σαν υπνωτισμένος». «Δεν άκουσες τίποτα;» «Τι ν' ακούσω;» ρώτησε αυτή εκνευρισμένη. «Ήμουν στο μπάνιο, τι ν' ακούσω εκεί μέσα;» Ή τ α ν παντρεμένοι εννιά χρόνια και ο Γκάρι ήξερε ότι αυτός ο εκνευρισμός ήταν μόνιμο χαρακτηριστικό της Μαριέλ. «Άκουσα τα παιδιά των Ριντ με το φρίσμπι. Άκουσα τον αναθεματισμένο το σκΰλο τους να γαβγίζει. Κεραυνούς. Τι άλλο ήθελες ν' ακούσω; Τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης;» Ο Γκάρι της έδειξε κάτω στο δρόμο, πρώτα το σκύλο (τουλάχιστον η γυναίκα του δε θα ξαναπαραπονιόταν για τον Χάνιμπαλ), μετά το πτώμα στο γκαζόν του 240. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι κάποιος σκότωσε το μικρό που μοιράζει τη Σόπερ». Η Μαριέλ κοίταξε εκεί που της έδειξε ο άντρας της μισοκλείνοντας τα μάτια και κάνοντας σκιά με το χέρι της, παρ' όλο που ο ήλιος είχε χαθεί (ο Γκάρι ένιωθε λες και η θερμοκρασία είχε πέσει ήδη δέκα βαθμούς).

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

57

Ο Μπραντ Τζόζεφσον ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Πίτερ Τζάκσον ήταν μπροστά στο σπίτι του και κοίταζε με περιέργεια προς το μαγαζί στη γωνία. Το ίδιο και ο Τομ Μπίλινγκσλι, ο ηλικιωμένος κτηνίατρος. Οι Κάρβερ περνούσαν απέναντι στο δρόμο πηγαίνοντας προς το σπίτι τους, με το κορίτσι να περπατάει δίπλα στη μητέρα της κρατώντας της το χέρι. Ο Ντέιβ Κάρβερ (έμοιαζε σαν βρασμένος αστακός με το μαγιό που φορούσε - κ α ι μάλιστα βρασμένος αστακός γεμάτος σαπουνάδες) τραβούσε ένα μικρό κόκκινο καρότσι με t o γιο του μέσα. Ο μικρός καθόταν σταυροπόδι και κοίταζε γΰρω του με την αυτοκρατορική περιφρόνηση ενός πασά. Ο Γκάρι πάντα τον θεωρούσε ένα παραχαϊδεμένο κωλόπαιδο. «Ε, Ντέιβ!» φώναξε ο Πίτερ Τζάκσον. «Τι τρέχει;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Κάρβερ, η Μαριέλ χτύπησε τον Γκάρι στον ώμο τόσο δυνατά, που του έχυσε το τελευταίο μαρτίνι από το ποτήρι πάνω στα παλιά αθλητικά παπούτσια που φορούσε. Καλό του έκανε, όμως. Θα μπορούσε ίσως να μην πιει άλλο σήμερα, να βοηθήσει λίγο το συκώτι του που δούλευε συνέχεια υπερωρίες. «Δε μου λες, είσαι κουφός ή απλώς ηλίθιος;» τον ρώτησε ο έρωτας της ζωής του. «Μάλλον και τα δύο», της απάντησε. Αν αποφάσιζε ποτέ να κόψει το ποτό, σκέφτηκε, θα 'πρεπε πρώτα να χωρίσει τη Μαριέλ. Ή , τουλάχιστον, να της κόψει τις φωνητικές χορδές. «Δεν άκουσα, τι είπες;» «Σε ρώτησα γιατί να σκοτώσουν ένα παιδί που μοιράζει εφημερίδες». «Μπορεί κάποιος να μην πήρε τα κουπόνια του την περασμένη βδομάδα και να τσατίστηκε», απάντησε ο Γκάρι. Κι άλλα μπουμπουνητά. Ή τ α ν στα δυτικά ακόμη, αλλά πλησίαζαν. Η βροντή λες και διαπερνούσε τα σύννεφα σαν λόγχη.

RICHARD BACHMAN

58

3

0

TZOVI

Μάρίνβΐλ, που κάποτε είχε κερδίσει το

Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για ένα μυθιστόρημα σεξουαλικού πάθους με τίτλο Ηδονή και τώρα έγραφε παιδικά βιβλία με μια γάτα ιδιωτικό ντετέκτιβ που λεγόταν Πατ ο Γατούλης, στεκόταν στη μέση του λίβινγκ ρουμ και κοίταζε το τηλέφωνο φοβισμένος. Κάτι τρέχει εδώ, σκέφτηκε. Προσπαθούσε να μη σαλτάρει εντελώς, αλλά, ναι, σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. «Μπορεί», είπε με σιγανή φωνή. Ναι, μπορεί. Το τηλέφωνο όμως... Είχε μπει μέσα, είχε αφήσει την κιθάρα στη γωνία και είχε καλέσει το 911. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή στη γραμμή, τόσο μεγάλη, που ετοιμαζόταν να το κλείσει και να δοκιμάσει πάλι, όταν άκουσε κάτι που έμοιαζε με παιδική φωνή. Ο ήχος αυτής της φωνής -ήταν τραγουδιστή και άδί-ια μαζί- τον ξάφνιασε και τον τρόμαξε πολύ. Δεν προσπάθησε καν να πείσει τον εαυτό του ότι ο φόβος του ήταν μια ανακλαστική αντίδραση από το ξάφνιασμά του. «Μικρέ, μικρούλη Σμάικι», είπε η φωνή τραγουδιστά, «σ' είδα να δαγκώνεις της μαμάς σου το βυζάκι. Μην γκρινιάζεις και μη γρυλίζεις και το βυζάκι κοίτα μην το φτύσεις». Μετά ακούστηκε ένα κλικ και το βουητό της ανοιχτής γραμμής. Ο Τζόνι συνοφρυώθηκε και κάλεσε πάλι το 911. Πάλι η ίδια μεγάλη παύση, μετά ένα κλικ και μετά ένας ήχος που του φάνηκε ότι τον αναγνώρισε: κάποιος που ανάσαινε από το στόμα. Σαν παιδί που είναι κρυωμένο ίσως. Αλλά δεν είχε σημασία αυτό. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι οι γραμμές κάπου είχαν μπερδευτεί στη γειτονιά και αντί να συνδεθεί με την αστυνομία... «Ποιος είναι;» ρώτησε κοφτά. Καμιά απάντηση, μόνο αυτή η ανάσα από το στόμα. Και γιατί του φάνηκε γνωστός αυτός ο ήχος; Παράξενο αυτό. Πώς γίνεται, για όνομα του θ ε ο ύ , να του φανεί γνωστός ο ήχος μιας ανάσας στο τηλέφωνο; Κι όμως...

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

59

« Ό π ο ι ο ς κι αν είσαι, κλείσε το τηλέφωνο», είπε ο Τζόνι. « θ έ λ ω να τηλεφωνήσω στην αστυνομία». Η ανάσα σταμάτησε. Ο Τζόνι ετοιμαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο, όταν άκουσε την ίδια φωνή, κοροϊδευτική αυτή τη φορά. Σίγουρα ήταν η ίδια φωνή. «Ο μικρός, μικρούλης Σμάικι έχωσε το πουλάκι του στης μαμάς του το μουνάκι. Μην γκρινιάζεις και μη φωνάζεις, η μαμά δε θα σου πει να της το βγάλεις». Και μετά η ίδια φωνή με έναν τόνο που ήταν άδειος και τρομερός: «Μην ξαναπάρεις εδώ, γερο-βλάκα. Τακ!» Άλλο ένα κλικ και η γραμμή νεκρώθηκε, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε οΰτε καν ο βόμβος της ανοιχτής γραμμής. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Τζόνι ανοιγόκλεισε μερικές φορές το τηλέφωνο. Τίποτα. Η γραμμή παρέμεινε νεκρή. Ακούστηκαν κι άλλα μπουμπουνητά, από τα δυτικά ακόμη, αλλά πλησίαζαν. Ο ξαφνικός βρόντος τον έκανε να αναπηδήσει. Άφησε το ακουστικό στη θέση του και πήγε στην κουζίνα, προσέχοντας πόσο γρήγορα μειωνόταν το φως στον ουρανό. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κλείσει τα παράθυρα πάνω, πριν αρχίσει η βροχή. Αν άρχιζε ποτέ. Εδώ το τηλέφωνο ήταν στον τοίχο, δίπλα στο τραπέζι, για να μπορεί να το σηκώνει εύκολα όταν έτρωγε. Ό χ ι ότι είχε τόσο πολλά τηλεφωνήματα. Μόνο η πρώην γυναίκα του του τηλεφωνούσε καμιά φορά. Οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου στη Νέα Υόρκη ήξεραν ότι δε θέλει πολλές επαφές και φρόντιζαν να μην ενοχλούν τη μηχανή που τους έβγαζε λεφτά. Έ φ ε ρ ε το ακουστικό στο αυτί του. Σιωπή πάλι. Ούτε μπιπ-μπιπ ούτε παράσιτα όταν έπεφταν κεραυνοί ούτε βόμβος. Τίποτα. Κάλεσε πάλι το 911, αλλά δεν ακούστηκαν ούτε καν τα μπιπ που βγάζει η ίδια η συσκευή κάθε φορά που πατάς ένα κουμπί. Έ κ λ ε ι σ ε το τηλέφωνο και το κοίταξε. «Μικρέ, μικρούλη Σμάικι», μουρμούρισε και ξαφνικά ρίγησε με έναν τρόπο που θα έμοιαζε ίσως υπερβολικά θεατρικός αν δεν ήταν μόνος του μέσα στο δωμάτιο: ένα ξαφνικό τίναγμα των ώμων μπρος

60

RICHARD BACHMAN

πίσω. Δεν το είχε ξανακούσει ποτέ αυτό το απαίσιο τραγουδάκι. Άσ' το το τραγουδάκι, σκέφτηκε. Τι φωνή ήταν αυτή; Κάπου την έχεις ξανακούσει, έτσι δεν είναι; «Όχι», είπε μεγαλόφωνα. « Ή , τουλάχιστον... δεν ξέρω». Ναι. Αλλά η ανάσα... «Που να πάρει, δεν μπορείς να αναγνωρίσεις κάποιον από την ανάσα τον», είπε στην άδεια κουζίνα. «Εκτός αν είναι κανένας με άσθμα». Βγήκε από την κουζίνα και πήγε στην εξώπορτα. Ξαφνικά ήθελε να δει τι συμβαίνει έξω στο δρόμο.

4

«Τι έγινε εκεί καίω;» ρώτησε ο Πίτερ Τζάκσον, όταν η οικογένεια Κάρβερ ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Έγειρε το κεφάλι προς τον Ντέιβιντ και χαμήλωσε τη φωνή του για να μην ακούσουν τα παιδιά. «Πτώμα είναι αυτό που φαίνεται;» «Ναι», απάντησε ο Ντέιβιντ, επίσης με χαμηλή φωνή. «Νομίζω ότι τον έλεγαν Κάρι Ρίπτον». Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στη γυναίκα του για επιβεβαίωση κι αυτή κατένευσε. «Το παιδί που μοιράζει τη Σόπερ κάθε Δευτέρα απόγευμα. Πέρασε ένα βαν και κάποιος του 'ριξε από μέσα». «Κάποιος σκότωσε τον Κάρι;» ρώτησε εμβρόντητος ο Πίτερ Τζάκσον. Αυτό ήταν αδύνατο! Δεν μπορεί να σκότωσαν κάποιον που πριν από λίγο μιλούσε μαζί του. Αλλά ο Κάρβερ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Δεν είμαστε καλά!» Ο Ντέιβιντ έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς. Δεν είμαστε καθόλου καλά». « Έ λ α , μπαμπά, προχώρα», διέταξε ο Ραλφ από το καροτσάκι. Ο Ντέιβιντ τον κοίταξε χαμογελώντας, μετά γύρισε πάλι στον Πίτερ. Αυτή τη φορά μίλησε σχεδόν ψιθυρι-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

61

στά. «Τα παιδιά είχαν πάει στο μαγαζί να αγοράσουν αναψυκτικά. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά υποψιάζομαι ότι ο τΰπος παραλίγο να τους ρίξει. Εμφανίστηκε όμως το σκυλί των Ριντ και ο τΰπος σκότωσε το σκΰλο». «Χριστέ μου!» είπε ο Πίτερ. Πώς είναι δυνατόν να σκότωσε κάποιος τον Χάνιμπαλ, τον Χάνιμπαλ με το μαντίλι στο λαιμό, που δεν έκανε άλλη δουλειά από το να κυνηγάει φρίσμπι; «Αν είναι δυνατόν!» Ο Ντέιβιντ κατένευσε πάλι. Κι όμως είναι, σ' αυτόν το βρομόκοσμο που ζοΰμε. Ξεφΰγαμε από το δρόμο του Θεοΰ. Ο Πίτερ σκέφτηκε τα εκατομμύρια του κοσμάκη, που, όπως λέει η ιστορία, σφαγιάστηκαν στο όνομα του Θεοΰ, αλλά απώθησε τη σκέψη και συγκατένευσε. Μάλλον δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για θεολογικές διαφωνίες με το γείτονά του. «Ντέιβ, θέλω να πάω τα παιδιά μέσα», μουρμούρισε η Κίρστεν. «Δε μου αρέσει να είναι έξω στο δρόμο, εντάξει;» Ο Ντέιβιντ άρχισε να περπατάει πάλι, αλλά ύστερα από μερικά βήματα σταμάτησε και κοίταξε πάλι τον Πίτερ. «Πού είναι η Μαίρη;» «Στη δουλειά», απάντησε αυτός. «Μου άφησε ένα σημείωμα ότι θα περάσει πρώτα από το εμπορικό κέντρο γυρίζοντας. Πρέπει να έρθει όμως όπου να 'ναι· τις Δευτέρες σχολάει νωρίς, στις δύο. Γιατί;» «Καλό θα είναι να μπει κατευθείαν μέσα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο τύπος θα έχει γίνει άφαντος τώρα πια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κι αν είναι τόσο τρελός ώστε να σκοτώσει ένα παιδί που μοιράζει εφημερίδες...» Ο Πίτερ κατένευσε. Από τον ουρανό ακούστηκε άλλο ένα δυνατό μπουμπουνητό. Η Έ λ λ η κόλλησε πάνω στη μητέρα της ζαρώνοντας, αλλά ο Ραλφ στο καρότσι έβαλε τα γέλια. Η Κίρστεν τράβηξε τον Ντέιβιντ από το χέρι. « Έ λ α . Και μη σταματήσεις να μιλήσεις και με το γιατρό». Του έδειξε με το πιγούνι τον Μπίλινγκσλι, που στεκόταν στο

62

RICHARD BACHMAN

πεζοδρόμιο με τα χέρια στις τσέπες και κοίταζε προς το μαγαζί στη γωνία. Ο Ντέιβιντ άρχισε να τραβάει πάλι το καρότσι. «Τι κάνεις, Ραλφ;» ρώτησε ο Πίτερ καθώς το καρότσι περνούσε μπροστά του. Ο Ραλφ του έβγαλε τη γλώσσα, κάνοντας πάλι εκείνο το βόμβο σαν σφήκα μέσα σε βάζο, και φυσώντας τόσο δυνατά, που τα μάγουλά του φούσκωσαν σαν του Ντίζι Γκιλέσπι. «Μπράβο, πολύ ωραία», είπε ο Πίτερ. «Μ' αυτό το κόλπο θα βγάλεις πολλές γκόμενες μόλις μεγαλώσεις. Σίγουρα πράματα». «Παλιομαλάκα!» φώναξε το αλητάκι από το καρότσι και έκανε στον Πίτερ μια αισχρή χειρονομία σαν να αυνανιζόταν, πράγμα πολύ ώριμο για την ηλικία του. «Αρκετά, Ραλφ», είπε ο Ντέιβιντ με ήπιο τόνο χωρίς να γυρίσει. Οι γλουτοί του κουνιόντουσαν ρυθμικά μέσα στο μικρό μαγιό. «Τι έγινε;» ρώτησε ο Τομ με την τραχιά φωνή του, καθώς περνούσε μπροστά του το καρότσι. Ο Πίτερ δεν άκουσε την απάντηση του Κάρβερ (που άρχισε να εξηγεί στο γιατρό, συνεχίζοντας όμως να περπατάει για να μην καθυστερήσει) και κοίταξε στη γωνία μήπως δει το αμάξι της γυναίκας του. Το μόνο που είδε ήταν ένα βαν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι των Άμπελσον στην οδό Μπέαρ. Ή τ α ν κίτρινο, αλλά σε τόσο έντονη απόχρωση που σου πονούσε τα μάτια. Αυτό οφειλόταν ίσως και στο γεγονός ότι το φως είχε λιγοστέψει σημαντικά από τα σύννεφα, αλλά και πάλι... Μάλλον τίποτα νεαροί θα είναι, σκέφτηκε. Μόνο νεαροί θα ήθελαν αυτοκίνητο με τέτοιο χρώμα. Σχεδόν δεν έμοιαζε με κανονικό αυτοκίνητο· θύμιζε περισσότερο όχημα από το Σταρ Τρεκ ή... Ξαφνικά του ήρθε μια σκέψη. Καθόλου καλή σκέψη. «Ντέιβ;» Ο Κάρβερ γύρισε και τον κοίταξε. Η κοιλιά του, καμένη από τον ήλιο, κρεμόταν μπροστά από το μαγιό, που είχε ακόμη πάνω του σαπουνάδες.

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΗς

63

«Τι αυτοκίνητο είχε αυτός που σκότωσε τον Κάρι;» « Έ ν α κόκκινο βαν». «Ναι», πετάχτηκε και ο Ραλφ από το καρότσι. «Κόκκινο σαν το Τράκερ Αροου». Ο Πίτερ δεν άκουσε το μικρό. Το μυαλό του είχε κολλήσει στη λέξη βαν και ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται σαν να του το γύριζαν με μανιβέλα. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο κόκκινο αυτοκίνητο», πρόσθεσε η Κίρστεν. «Κοίταζα από το παράθυρο και το είδα που περνούσε. Έ λ α , λοιπόν, Ντέιβιντ, πάμε». «Ναι, ναι, έρχομαι», είπε αυτός κι άρχισε να τραβάει πάλι το καρότσι. Ό τ α ν ο Ντέιβιντ γύρισε μπροστά, ο Πίτερ (ξεχνώντας τη στιγμιαία του ανησυχία) έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα του στον Ραλφ, που έτυχε να κοιτάζει προς το μέρος του. Ο Ραλφ τον κοίταξε με μια κωμική έκφραση κατάπληξης. Ο γερο-γιατρός πλησίασε τον Πίτερ με τα χέρια στις τσέπες. Τα μπουμπουνητά συνεχίζονταν. Σήκωσαν και οι δύο το κεφάλι και είδαν στρώματα από μαύρα σύννεφα να σκεπάζουν τον ουρανό πάνω από την οδό Πόπλαρ. Αστραπές σχημάτιζαν φωτεινά αυλάκια πάνω από το κέντρο του Κολόμπους. «Θα βρέξει με το τουλούμι», είπε ο κτηνίατρος. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα και αραιά. «Ελπίζω να σκεπάσει κάποιος το πτώμα του νεαρού πριν πιάσει η βροχή». Έ β γ α λ ε το ένα χέρι από την τσέπη και έτριψε αργά το μέτωπο του, σαν να προσπαθούσε να διώξει τις αρχές ενός πονοκεφάλου. «Τρομερό! Ή τ α ν καλό παιδί. Έ π α ι ζ ε μπέιζμπολ». «Ναι, το ξέρω». Ο Πίτερ θυμήθηκε πώς είχε γελάσει ο Κάρι όταν του είπε ότι του χρόνου θα ούρλιαζε στο γήπεδο και ένιωσε , έναν ξαφνικό πόνο στο στομάχι. Αυτό το όργανο (και όχι η καρδιά, όπως υποστηρίζουν οι ποιητές) είναι περισσότερο συντονισμένο με τα βαθύτερα συναισθήματα του ανθρώπου. Ξαφνικά άρχισε να συνειδητοποιεί όσα είχαν συμβεί. Ο Κάρι Ρίπτον δε θα έπαιζε στους Χοκς το επόμενο καλοκαίρι. Ο Κάρι

64

RICHARD BACHMAN

Ρίπτον δε θα έμπαινε χοροπηδώντας από την πίσω πόρτα του σπιτιού του απόψε, ρωτώντας τι υπάρχει για φαγητό. Ο Κάρι Ρίπτον είχε πετάξει στη χώρα του Πουθενά, αφήνοντας πίσω μόνο τη σκιά του. Ή τ α ν ένας από τα Χαμένα Αγόρια τώρα. Κι άλλα μπουμπουνητά και αυτή τη φορά η βροντή ήταν τόσο κοντινή και δυνατή, που ο Πίτερ αναπήδησε τρομαγμένος. «Κοίτα», είπε στον Τομ, «στο γκαράζ μου έχω έναν πλαστικό μουσαμά, φτάνει να σκεπάσεις αυτοκίνητο σχεδόν. Αν τον φέρω, θα 'ρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις να τον σκεπάσουμε;» «Μπορεί αυτό να μην αρέσει στον Εντράτζιαν», είπε ο κτηνίατρος. «Να πάει να πνιγεί ο Εντράτζιαν, δεν είναι αστυνομικός», είπε ο Πίτερ. «Τον απέλυσαν πέρσι για δωροληψία». «Οι άλλοι αστυνομικοί, όμως, όταν έρθουν...» «Δε με νοιάζει ούτε γι* αυτούς», απάντησε ο Πίτερ. Η φωνή του δεν ήταν και τόσο σταθερή. « Ή τ α ν καλό παιδί, πολύ καλό παιδί, και κάποιο κάθαρμα τον σκότωσε εν ψυχρώ πάνω στο ποδήλατο. Σε λίγο θα βρέξει και θα γίνει μούσκεμα. Θα ήθελα να μπορώ να πω στη μητέρα του πως έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου. Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;» «Αφού το θέτεις έτσι», είπε ο Τομ. Χτύπησε τον Πίτερ στον ώμο. «Άντε, πάμε». « Έ τ σ ι μπράβο».

5

Η Κιμ Γκέλερ κοιμόταν και δεν είχε πάρει είδηση τίποτα. Ό τ α ν η Σούζι και η Ντέμπι Ρος - η κοκκινομάλλα που άρεσε τόσο πολύ στον Κάρι Ρίπτον- όρμησαν στην κρεβατοκάμαρά της, τη βρήκαν να κοιμάται ακόμη πάνω από το κουβερλίτου κρεβατιού. Την ξύπνησαν κι αυτή ανακάθισε στο κρεβάτι. Είχε πονοκέφαλο. Είναι λάθος να κοιμάσαι

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

65

όταν κάνει τόσο πολλή ζέστη, αλλά μερικές φορές δεν μπορείς να αντισταθείς. Προσπάθησε να καταλάβει τι της έλεγαν τα κορίτσια, αλλά μπερδεύτηκε σχεδόν αμέσως. Της έλεγαν ότι είχαν σκοτώσει κάποιον εδώ, στην οδό Πόπλαρ, κι αυτό φυσικά ήταν αδύνατο. Ό τ α ν όμως την πήγαν στο παράθυρο, κατάλαβε ότι σίγουρα κάτι είχε συμβεί. Οι δίδυμοι και η Κάμι, η μητέρα τους, στέκονταν στην είσοδο του κήπου τους. Οι Σόντερσον - ο Μπεκρής και η Σκύλα, όπως ήταν γνωστοί στους λιγότερο ευγενικούς κύκλους- στέκονταν στη μέση του δρόμου, στην άκρη του τετραγώνου... Είδε τη Μαριέλ να τραβάει τον Γκάρι προς το σπίτι τους κι αυτός να την ακολουθεί. Πιο κάτω, στο πεζοδρόμιο, είδε τους Τζόζεφσον. Και απέναντι τον Πίτερ Τζάκσον και τον Μπίλινγκσλι να βγαίνουν από το γκαράζ του Τζάκσον κρατώντας ένα μεγάλο μπλε μουσαμά. Ο αέρας είχε αρχίσει να δυναμώνει και οι άκρες του μουσαμά κυμάτιζαν στα χέρια τους. Σχεδόν όλοι είχαν βγει έξω, στο δρόμο. Όσοι ήταν σπίτια τους, τουλάχιστον. Αλλά δεν μπορούσε να δει τι κοίταζ α ν το πλάι του σπιτιού τής έκρυβε τη θέα προς τη γωνία. Η Κίμπερλι Γκέλερ γύρισε πάλι στα κορίτσια, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της. Χοροπηδούσαν από πόδι σε πόδι, σαν να ήθελαν να πάνε στην τουαλέτα, ενώ η Ντέμπι ανοιγόκλεινε τις παλάμες της από ανυπομονησία. Ή τ α ν χλομές και γεμάτες έξαψη, ένας συνδυασμός που δεν άρεσε καθόλου στην Κιμ. Κι αυτό που της είπαν, ότι κάποιος σκοτώθηκε... Δεν ήταν δυνατόν... «Και τώρα πείτε μου τι έγινε», είπε. «Και όχι ανοησίες». «Σου είπαμε* κάποιος σκότωσε τον Κάρι Ρίπτον!» φώναξε ανυπόμονα η Σούζι, με ένα ύφος λες και η μητέρα της ήταν ο πιο κουτός άνθρωπος του κόσμου... Κι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κάπως έτσι ένιωθε η Κιμ. « Έ λ α , μαμά! Θα δούμε την αστυνομία να 'ρχεται!» «Θέλω να τον ξαναδώ πριν τον σκεπάσουν!» φώναξε ξαφνικά η Ντέμπι. Γύρισε και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Η Σούζι δεν την ακολούθησε αμέσως. Κοίταξε τη

66

RICHARD BACHMAN

φίλη της με κάποια αμφιβολία -ένιωσε να βρίσκεται στα πρόθυρα της ναυτίας- μετά όμως έτρεξε κι αυτή κάτω. « Έ λ α , μαμά!» φώναξε πάνω από τον ώμο της και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Είχε εκλεγεί Βασίλισσα στο χορό αποφοίτησης του γυμνασίου, αλλά ήταν άχαρη. Έ τ ρ ε χ ε σαν βούβαλος και τα βήματά της έκαναν τα παράθυρα να βροντάνε και τον πολυέλαιο στο ταβάνι να κουδουνίζει. Η Κιμ πήγε αργά αργά στο κρεβάτι και φόρεσε τα σαντάλια της. Έ ν ι ω θ ε αποβλακωμένη και μπερδεμένη.

6 «Και πήγες τρέχοντας μέχρι εκεί κάτω;» ρώτησε η Μπελίντα Τζόζεφσον για τρίτη φορά. Αυτό ήταν το κομμάτι της ιστορίας που δυσκολευόταν να χωνέψει περισσότερο απ' όλα. «Έτσι χοντρός που είσαι;» «Δεν είμαι χοντρός, γυναίκα», είπε ο Μπραντ. «Είμαι μεγαλόσωμος». «Αγάπη μου, αυτό θα γράψουν στο πιστοποιητικό θανάτου έτσι και κάνεις μερικά τέτοια κατοστάρια ακόμη», είπε η Μπελίντα. «"Το θύμα πέθανε επειδή ήταν μεγαλόσωμο"». Τα λόγια της ήταν πειρακτικά, ο τόνος της όμως όχι. Καθώς μιλούσε, του έτριβε το σβέρκο, νιώθοντας τον κρύο ιδρώτα που σκέπαζε το δέρμα του άντρα της. Αυτός έδειξε στο δρόμο. «Κοίτα. Ο Πιτ Τζάκσον και ο γιατρός». «Τι κάνουν εκεί;» «Μάλλον πάνε να σκεπάσουν το μικρό», είπε ο Μπραντ και ξεκίνησε κι αυτός προς τα εκεί. Η Μπελίντα τον τράβηξε αμέσως πίσω. «Να σου λείπει. Δεν ξαναπάς εκεί κάτω με τίποτα. Μια διαδρομή τη μέρα φτάνει και περισσεύει».

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

67

Ο Μπραντ της έριξε μια ματιά που έλεγε, Γυναίκα, μη μου κολλάς, αλλά δεν έφερε αντίρρηση, θ α μπορούσε να επιμείνει, εκείνη τη στιγμή όμως είδαν τον Τζόνι Μάρινβιλ να βγαίνει από το σπίτι του. Οι βροντές συνεχίζονταν και είχε αρχίσει να φυσάει ένα σταθερό αεράκι. Η Μπελίντα το ένιωθε κρύο, σχεδόν παγερό. Εκείνο που την τρόμαζε, όμως, ήταν το κίτρινο χρώμα που είχε πάρει ο ουρανός στα νοτιοδυτικά. Ελπίζω να μη μας χτυπήσει κανένας ανεμοστρόβιλος μέχρι το βράδυ, σκέφτηκε. Ό τ α ν έπιανε η βροχή, ο κόσμος θα γύριζε στα σπίτια του, προς το παρόν όμως όλοι ήταν έξω και χάζευαν το σπίτι του Εντράτζιαν. Καθο5ς παρακολουθούσε η Μπελίντα, είδε την Κιμ Γκέλερ να βγαίνει από το 243, να κοιτάζει γύρω της και μετά να πηγαίνει στο διπλανό σπίτι, για να μιλήσει με την Κάμι Ριντ στη βεράντα. Οι δίδυμοι (τέλειο υλικό για να τροφοδοτήσουν τις αθώες φαντασιώσεις μιας νοικοκυράς, κατά την ταπεινή γνοόμη της Μπελίντα Τζόζεφσον), μαζί με τη Σούζι Γκέλερ και μια όμορφη κοκκινομάλλα που της ήταν άγνωστη, στέκονταν στον κήπο. Ο Ντέιβ Ριντ είχε γονατίσει και σκούπιζε τα πόδια του με τη φανέλα του, ποιος ξέρει γιατί... Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψεις, σκέφτηκε η Μπελίντα. Υπάρχει ένα πτώμα εκεί κάτω και ο Ντέιβ Ριντ ξέρασε μόλις το είδε. Και λέρωσε τα πόδια του ο καημένος. Έ β λ ε π ε κόσμο μπροστά σε όλα τα σπίτια, εκτός από το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ, που ήταν άδειο, το σπίτι του πρώην αστυνομικού και το 247, το τρίτο σπίτι πιο κάτω από το δικό τους, το σπίτι των Γουάιλερ. Πολύ άτυχη αυτή η οικογένεια. Ούτε η Ό ν τ ρ ε ϊ ούτε το καημένο το ορφανό που μεγάλωνε (αν και δεν μπορείς να μεγαλώσεις ένα π α ι δ ί σαν τον Σηθ, σκέφτηκε η Μπελίντα, αυτό είναι το κακό) είχαν βγει έξω. Να έλειπαν; Μπορεί, αλλά ήταν σίγουρη ότι είχε δει την Ό ν τ ρ ε ϊ το μεσημέρι να τριγυρίζει με νωθρές κινήσεις στον κήπο και να βάζει μπροστά την τεχνητή βροχή. Η Μπελίντα το σκέφτηκε λίγο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έκανε λάθος για την ώρα. Ό τ α ν την είδε,

68

RICHARD BACHMAN

σκέφτηκε ότι η Ό ν τ ρ ε ϊ έχει αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο. Η μπλούζα και το μπλε σορτς που φορούσε φαίνονταν βρόμικα και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πήγε και έβαψε τα ωραία καστανά μαλλιά της μ' αυτό το απαίσιο μοβ-κόκκινο χρώμα. Αν το έκανε για να φαίνεται πιο νέα, είχε αποτύχει οικτρά. Και τα μαλλιά της ήθελαν λούσιμο* ήταν λαδωμένα και αχτένιστα. Στα εφηβικά της χρόνια, η Μπελίντα ένιωθε μερικές φορές την επιθυμία να ήταν λευκή - τ α λευκά κορίτσια έδειχναν να διασκεδάζουν πιο πολύ και να είναι πιο ευχαριστημένα με τη ζωή τ ο υ ς - τώρα όμως που πλησίαζε τα πενήντα και την εμμηνόπαυση χαιρόταν που ήταν μαύρη. Οι λευκές χρειάζονται πολύ περισσότερη «συναρμολόγηση» όσο μεγαλώνουν. Μπορεί η «κόλλα» που τις συγκρατεί να μην είναι τόσο δυνατή. «Προσπάθησα να πάρω την αστυνομία», είπε ο Τζόνι Μάρινβιλ. Κατέβηκε στο δρόμο σαν να είχε σκοπό να περάσει από τη δική τους πλευρά, αλλά σταμάτησε. «Το τηλέφωνο...» Άφησε τη φράση του στη μέση, σαν να μην ήξερε πώς να τη συνεχίσει. Αυτό φάνηκε πολύ παράξενο στην Μπελίντα. Πάντα πίστευε ότι αυτός ο τύπος θα φλυαρούσε ασταμάτητα ακόμη και την ώρα που πέθαινε. Ο Θεός θα αναγκαζόταν να τον περάσει από τη χρυσή πύλη μόνο και μόνο για να τον κάνει να το βουλώσει. «Τι έγινε με το τηλέφωνο;» ρώτησε ο Μπραντ. Ο Τζόνι έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Φαινόταν να εξετάζει διάφορες απαντήσεις που θα μπορούσε να δώσει. Τελικά διάλεξε μια σύντομη. «Δε δουλεύει. Δε δοκιμάζετε κι εσείς;» «Θα δοκίμαζα», είπε ο Μπραντ, «αλλά είμαι σίγουρος ότι ο Εντράτζιαν τους τηλεφώνησε ήδη από το μαγαζί. Είχε αναλάβει τον έλεγχο εκεί κάτω». «Αλήθεια;» είπε σκεφτικός ο Μάρινβιλ και κοίταξε προς το μαγαζί. «Ανέλαβε πραγματικά τον έλεγχο;» Αν είδε τους δυο άντρες με το μουσαμά και κατάλαβε τι πήγαιναν να κάνουν, δεν είπε τίποτα. Φαινόταν χαμένος σε σκέψεις.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

69

Μια κίνηση τράβηξε την προσοχή της Μπελίντα. Γύρισε προς την οδό Μπέαρ και είδε ένα λαδί αυτοκίνητο να πλησιάζει στη διασταύρωση. Το αμάξι της Μαίρης Τζάκσον. Πέρασε δίπλα από ένα κίτρινο βαν, που ήταν παρκαρισμένο κοντά στη γωνία, και μετά έκοψε ταχύτητα. Πρόλαβες και γύρισες πριν πιάσει βροχή, μπράβο σου, σκέφτηκε η Μπελίντα. Δεν ήταν στενές φίλες, αλλά τη συμπαθούσε τη Μαίρη Τζάκσον, όπως όλοι στη γειτονιά. Ή τ α ν γυναίκα με χιούμορ, ντόμπρα και αξιοπρεπής, αν και τελευταία φαινόταν κάτι να την απασχολεί. Ευτυχώς, δεν της είχε χαλάσει την εμφάνιση, όπως έγινε με την Όντρεϊ Γουάιλερ. Αντίθετα, η Μαίρη τελευταία θαρρείς και είχε ανθίσει σαν στεγνό παρτέρι έπειτα από βροχή.

7

Το τηλέφωνο για 10 κοινό ήταν δίπλα στα ράφια με τις εφημερίδες, που ήταν άδεια εκτός από ένα τελευταίο αντίτυπο της Γιου-Ες 'Ει Τουντέι και μερικές Σόπερ. Της περασμένης βδομάδας. Ο Κόλι Εντράτζιαν ένιωσε μια παράξενη αίσθηση, όταν συνειδητοποίησε ότι το παιδί που θα γέμιζε το ράφι με το τελευταίο τεύχος ήταν νεκρό στον κήπο του σπιτιού του. Και στο μεταξύ αυτό το κωλοτηλέφωνο... Βρόντηξε το ακουστικό στη θέση του και πήγε πίσω από τον πάγκο, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τους τελευταίους αφρούς από το πρόσωπο του με την πετσέτα που είχε ακόμη στον ώμο του. Η ομορφούλα με τα δίχρωμα μαλλιά και ο γερασμένος χίπι από το φορτηγό τον παρακολουθούσαν και ο Κόλι ένιωσε αμηχανία επειδή δε φορούσε πουκάμισο. Βασικά, ένιωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά αυτό που ήταν: ένας απολυμένος αστυνομικός. «Το αναθεματισμένο το τηλέφωνο δε δουλεύει», είπε στην κοπέλα. Είδε ότι στο στήθος της είχε μια

70

RICHARD BACHMAN

μικρή ταμπέλα με το όνομα της. «Γιατί δε βάζετε μια ταμπέλα "Δε λειτουργεί", Σΰνθια;» «Γιατί στη μία η ώρα λειτουργούσε», απάντησε αυτή. «Ο τύπος που έφερε το ψωμί τηλεφώνησε στο κορίτσι του». Έ κ α ν ε μια γκριμάτσα και μετά πρόσθεσε κάτι που ο Κόλι το βρήκε σχεδόν σουρεαλιστικό κάτω από αυτές τις συνθήκες: «Σου έφαγε το κέρμα;» Η αλήθεια ήταν ότι του το είχε φάει, αλλά τι σημασία είχε; Κοίταξε από την πόρτα του μαγαζιού και είδε τον Πίτερ Τζάκσον και το συνταξιούχο κτηνίατρο να πλησιάζουν στο σπίτι του κρατώντας ένα μεγάλο μπλε μουσαμά. Ή τ α ν φανερό ότι ήθελαν να σκεπάσουν το πτώμα. Ο Κόλι ξεκίνησε για την πόρτα, έχοντας σκοπό να τους πει να μην πλησιάσουν, ότι ήταν ο τόπος του εγκλήματος και ότι μπορεί να κατέστρεφαν στοιχεία. Ξαφνικά έπεσε μία ακόμη βροντή, η δυνατότερη ως τώρα, που έκανε τη Σύνθια να ξεφωνίσει από έκπληξη. Δε γαμιέται, σκέφτηκε. Άσ' τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Έ τ σ ι κι αλλιώς θα βρέξει. Ναι, ίσως το καλύτερο ήταν να σκεπαστεί το πτώμα. Κατά πάσα πιθανότητα θα έπιανε βροχή πριν φτάσουν οι αστυνομικοί (δεν είχε ακούσει ούτε σειρήνες ακόμη) και το νερό θα κατέστρεφε όποια στοιχεία υπήρχαν. Καλύτερα να το σκεπάσουν... Παρ' όλα αυτά, ένιωθε βαθιά ανησυχία ότι τα γεγονότα ξέφευγαν από τον έλεγχο του. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε ότι κι αυτό ήταν ψευδαίσθηση. Τα γεγονότα δεν ήταν ποτέ κάτω από τον έλεγχο του. Στην ουσία ήταν κι αυτός ένας ακόμη πολίτης της οδού Πόπλαρ. Πάντως, είχε κι αυτό τα προτερήματά του. Αν έκανε κανένα λάθος στις διαδικασίες, δεν μπορούσαν πια να του το φορτώσουν στο φάκελο του. Βγήκε έξω κι έβαλε τις παλάμες γύρω από το στόμα του για να ακουστεί μέσα στον άνεμο που είχε δυναμώσει. «Πίτερ! Κύριε Τζάκσον!» Ο Τζάκσον τον κοίταξε με σφιγμένο πρόσωπο, περιμένοντας ότι ο Εντράτζιαν θα τους έλεγε να γυρίσουν πίσω.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

71

«Μην αγγίξετε το πτώμα!» φώναξε. «Μην αγγίξετε το πτώμα! Απλώστε το μουσαμά από πάνω του χωρίς να πειράξετε τίποτε άλλο. Εντάξει;» «Ναι!» φώναξε ο Πίτερ. Ο κτηνίατρος κατένευσε κι αυτός. «Υπάρχουν μερικοί τσιμεντόπλιθοι στο γκαράζ μου, στον πίσω τοίχο!» φώναξε ο Κόλι. «Η πόρτα είναι ξεκλεΐδωτη! Πάρτε τους και βάλτε τους πάνω από τις άκρες του μουσαμά για να μην τον πάρει ο αέρας!» Τους είδε να γνέφουν και οι δυο καταφατικά και ένιωσε λίγο καλύτερα. «Μπορούμε να τον απλώσουμε για να σκεπάσουμε και το ποδήλατο!» φώναξε ο Μπίλινγκσλι. «Να το κάνουμε;» «Ναι!» τους φώναξε ο Κόλι. Μετά του ήρθε μια άλλη ιδέα. «Στη γωνία, στο γκαράζ μου, υπάρχει άλλος ένας μουσαμάς. Μπορείτε να σκεπάσετε και το σκύλο, αν δε σας πειράζει να κουβαλήσετε κι άλλους τσιμεντόπλιθους». Ο Τζάκσον του έγνεψε ενώνοντας τον αντίχειρα και το δείκτη του σε κύκλο και μετά άφησαν κάτω το μουσαμά που κρατούσαν και κατευθύνθηκαν προς το γκαράζ του Εντράτζιαν. Ο Κόλι τους παρακολούθησε για λίγο. Ας ελπίσουμε ότι θα προλάβουν να τον απλώσουν και να τον στερεώσουν πριν δυναμώσει ο αέρας και τους τον πάρει, σκέφτηκε. Ξαναμπήκε στο μαγαζί για να ρωτήσει τη Σύνθια πού ήταν το τηλέφωνο του μαγαζιού, αλλά είδε ότι του το είχε βγάλει ήδη στον πάγκο. «Ευχαριστώ». Το σήκωσε, άκουσε το σήμα, πάτησε τέσσερις αριθμούς, μετά σταμάτησε και κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο χίπι. «Τίποτα». Αν του έλεγε ότι μόλις είχε πάρει τα τέσσερα πρώτα ψηφία του παλιού του αστυνομικού τμήματος, ο άλλος μάλλον δε θα τον καταλάβαινε - κ ά τ ι σαν γέρικο άλογο που γυρίζει στον παλιό του αχυρώνα. Έκλεισε τη γραμμή και πήρε το 911. Ακουσε βόμβο κλήσης, πράγμα πολύ παράξενο. Ο βόμβος αυτός ακούγεται όταν τηλεφωνείς σε κάποιο

72

RICHARD BACHMAN

σπίτι, όχι στο 911. Ο Κόλι συνοφρυώθηκε. Ό τ α ν παίρνεις το 911 - ε κ τ ό ς αν τα είχαν αλλάξει τα πράγματα όσο καιρό είχε φύγει από την παλιά του δ ο υ λ ε ι ά - άκουγες ένα συνεχές μπιπ, μέχρι να σου απαντήσουν. Φαίνεται ότι το άλλαξαν, σκέφτηκε. Το έκαναν πιο φιλικό. Ο βόμβος κλήσης ακούστηκε πάλι και μετά κάποιος το σήκωσε. Μόνο που αντί να ακούσει τις μαγνητοφωνημένες οδηγίες του 911 που σου λένε ποιο κουμπί να πατήσεις ανάλογα με το τι θέλεις να αναφέρεις, άκουσε μια σιγανή, υγρή, μπουκωμένη ανάσα. Τι στην οργή; «Εμπρός;» «Φάρσα ή κέρασμα», είπε μια φωνή. Νεαρή φωνή και, για κάποιο λόγο, ανατριχιαστική. Ο Κόλι ένιωσε ένα ρίγος να ανεβαίνει την πλάτη του. «Γλείψε τα πόδια μου, δώσ' μου να φάω. Αλλιώς δε με νοιάζει, θα 'ρθω να σε φάω». Μετά ακολούθησε ένα ένρινο χαχανητό. «Ποιος είναι;» «Μην ξαναπάρεις εδώ», είπε η φωνή. «Τακ!» Το κλικ της γραμμής που έκλεισε ήταν τόσο εκκωφαντικό, που το άκουσε και η κοπέλα και ούρλιαξε. Ό χ ι , δεν ήταν από το κλικ, σκέφτηκε ο Κόλι. Έ π ε σ ε κεραυνός. Γι' αυτό ουρλιάζει. Αλλά ο χίπι έτρεχε προς την πόρτα λες και τον κυνηγούσαν, το τηλέφωνο στο χέρι του είχε νεκρωθεί, το άλλο τηλέφωνο ήταν κι αυτό νεκρό και όταν ακούστηκε ο ήχος ο Κόλι κατάλαβε. Δεν ήταν κεραυνός αλλά νέοι πυροβολισμοί. Έ τ ρ ε ξ ε κι αυτός στην πόρτα.

δ

Η Μαίρη Τζάκσον είχε φύγει από το λογιστικό γραφείο όπου δούλευε όχι στις δύο αλλά στις έντεκα. Δεν είχε πάει στο εμπορικό κέντρο, όμως. Είχε πάει στο ξενοδοχείο Κολόμπους. Εκεί είχε συναντηθεί με κάποιον Τζιν

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

73

Μάρτιν και για τρεις ώρες του είχε κάνει όλα όσα μπορεί να κάνει μια γυναίκα για έναν άντρα, εκτός από το να του κόψει τα νύχια των ποδιών. Αν της το ζητούσε, θα του το έκανε κι αυτό. Και τώρα κόντευε να φτάσει σπίτι της και, αν έκρινε από την εικόνα της στον καθρέφτη του αυτοκίνητου, έδειχνε μάλλον εντάξει. Αλλά μόλις, έμπαινε σπίτι έπρεπε να πάει κατευθείαν στο μπάνιο, πριν προλάβει να τη δει καλά ο Πίτερ. Επίσης, έπρεπε να πάρει ένα σλιπ από το συρτάρι και να το ρίξει στο καλάθι με τα άπλυτα μαζί με τη φούστα και την μπλούζα της. Το σλιπ που είχε φορέσει το πρωί -ό,τι είχε απομείνει από αυτό- βρισκόταν κάπου κάτω από το κρεβάτι στο δωμάτιο 203 του ξενοδοχείου. Ο Τζιν Μάρτιν της το είχε σκίσει. Το ερώτημα ήταν, πώς είχε μπλέξει έτσι; Και τι θα έκανε τελικά; Τον αγαπούσε τον Πίτερ αυτά τα εννιά χρόνια που ήταν παντρεμένοι και τον είχε αγαπήσει ακόμη περισσότερο μετά την αποβολή της, αν αυτό ήταν δυνατόν. Και τον αγαπούσε ακόμη. Παρ' όλα αυτά, όμως, ήδη θα ήθελε να ξαναβρεθεί με τον Τζιν και να κάνει μαζί του πράγματα που δεν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει με τον Πίτερ. Οι τύψεις πάγωναν το μισό μυαλό της, η λαγνεία έκαιγε το άλλο μισό και, κάπου στη μέση, σε μια ουδέτερη ζώνη που όλο και μίκραινε ζούσε η λογική, ως καλοπροαίρετη και προσγειωμένη γυναίκα που υποτίθεται ότι ήταν. Είχε μπλέξει με άλλο άντρα, ο οποίος ήταν επίσης παντρεμένος. KaL τώρα γύριζε σπίτι της, σε έναν καλό άνθρωπο που δεν υποψιαζόταν τίποτα (σίγουρα δεν υποψιαζόταν, Θεούλη μου, ας μην υποψιαζόταν, και βέβαια δεν υποψιαζόταν, πώς ήταν δυνατόν να υποψιαστεί), χωρίς σλιπ κάτω από τη φούστα της και με διάφορα σημεία του σώματος της να πονούν ακόμη από τις περιπέτειές τους. Δεν ήξερε πώς ακριβώς είχαν αρχίσει όλα αυτά και πώς ήταν δυνατόν να θέλει να συνεχίσει μια τόσο ηλίθια και βρόμικη κατάσταση, π' ανάθεμά τον τον Τζιν Μάρτιν, δεν είχε καθόλου μυαλό στο κεφάλι του, μόνο που φυσικά εκείνη δεν την ενδιέφερε το μυαλό του, δεν έδινε δεκάρα για το

74

RICHARD B A C H M A N

μυαλό του, και τι θα έκανε τελικά; Δεν ήξερε. Μ ό ν ο ένα πράγμα ήξερε τώρα: ήξερε πώς νιώθουν οι ν α ρ κ ο μανείς και γι' αυτό δε θα τους ξανακατηγορούσε π ο τ έ στη ζωή της. Ό σ ο ι δεν το έχουν δοκιμάσει αυτό, νομίζουν ότι είναι εύκολο να πεις όχι. Δεν είναι, όμως, δ ε ν είναι καθόλου εύκολο. Οδηγούσε, με αυτές τις χαώδεις σκέψεις να μ π ε ρ δ ε ύ ονται στο μυαλό της, ενώ γύρω της οι δρόμοι π ε ρ ν ο ύ σ α ν σαν θολές εικόνες σε όνειρο και ευχόταν να μην ήταν στο σπίτι ο Πίτερ όταν γύριζε, να είχε πάει ίσως στης Μίλι για ένα παγωτό (ή ίσως στη Σάντα Φε για να δει τη μητέρα του για μερικές βδομάδες, αυτό θα ήταν το καλύτερο, έτσι μπορεί να κατάφερνε να απαλλαγεί από αυτό τον τρομερό πυρετό). Δεν πρόσεξε ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει πρόθυρα από τα σύννεφα ούτε ότι πολλά αυτοκίνητα είχαν αναμμένα τα φώτα τους, δεν άκουγε τους κεραυνούς και δεν είδε τις αστραπές. Ούτε το κίτρινο βαν που ήταν παρκαρισμένο στη γωνία της Μπέαρ και της Πόπλαρ όταν το προσπέρασε. Εκείνο που την έκανε να βγει από τις σκέψεις της ήταν το ότι είδε τον Μπραντ και την Μ π ε λ ί ν τ α Τζόζεφσον μπροστά στο σπίτι τους. Ο Τζόνι Μάρινβιλ ήταν μαζί τους. Και πιο κάτω στο δρόμο είδε κι άλλους: ο Ντέιβιντ Κάρβερ, με ένα πολύ μικρό και εφαρμοστό μαγιό, στεκόταν στο πεζοδρόμιο με τα χέρια στους γοφούς... οι δίδυμοι Ριντ... η Κάμι, η μητέρα τους... η Σούζι Γκέλερ και μια φίλη της στον κήπο τους, με την Κιμ Γκέλερ πίσω τους... Μια τρελή σκέψη της πέρασε από το μυαλό: το ξέρουν. Το ξέρουν όλοι. Με περιμένουν και θα βοηθήσουν τον Πίτερ να με κρεμάσει από κανένα δέντρο ή ίσως να με λιθοβολήσουν, όπως έκαναν παλιά. Μην είσαι βλάκας, της είπε ένα πιο ψύχραιμο μέρος του εαυτού της, ένα μέρος που είχε μικρύνει απελπιστικά τον τελευταίο καιρό, ευτυχώς όμως υπήρχε ακόμη. Δεν έχει καμιά σχέση μ' εσένα, Μαίρη. Ό,τι βρομιές κι αν έχεις κάνει, ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω σου.

H i ΡΥΘΜΙΣΤΕΣ

75

^ ν ε λ θ ε , λοιπόν. Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα ήσουν %όοο παρανοϊκή αν δεν κυκλοφορούσες χωρίς σλιπάκι... Φτου! Ο Πίτερ ήταν αυτός στο βάθος, κοντά στο μαγαζί, στην άκρη του δρόμου. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά £χβι της φάνηκε. Ο Πίτερ και ο γερο-κτηνίατρος από το διπλανό σπίτι. Κάτι σκέπαζαν στον κήπο του σπιτιού 3ΐου βρισκόταν απέναντι από το μαγαζί. Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή τόσο δυνατή που την έχανε να αναπηδήσει τρομαγμένη. Οι πρώτες σταγόνες βροχής ράντισαν το παρμπρίζ, κάνοντας έναν ήχο σαν να ήταν μεταλλικές μπάλες. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάμποση ώρα τώρα που ήταν σταματημένη στη γωνία και κοίταζε σαν χαμένη το δρόμο μπροστά της. Οι Τζόζεφσον και ο Τζόνι Μάρινβιλ θα άρχιζαν να αναρωτιούνται μήπως της έχει στρίψει. Ό χ ι , είπαμε, ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω σου. Μόλις έστριψε στη γωνία, είδε ότι δεν της έδιναν καμιά σημασία. Η Μπελίντα μόνο της έριξε μια σύντομη ματιά και μετά γύρισε κι αυτή προς την άλλη άκρη του δρόμου όπου κοίταζαν όλοι, σαν να παρακολουθούσαν τον άντρα της και τον Μπίλινγκσλι που σκέπαζαν κάτι. Άναψε τους υαλοκαθαριστήρες, καθώς οι σταγόνες της βροχής γίνονταν όλο και πιο πυκνές, και προσπάθησε να διακρίνει κι αυτή τι συμβαίνει. Δεν ήξερε ότι to κίτρινο διαστημικό βαν την είχε ακολουθήσει στην οδό Πόπλαρ και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του παρά μόνο όταν έπεσε πάνω στο αμάξι της από πίσω.

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

77

Απόκομμα από ίο περιοδικό Παιχνίδια, Το Διεθνές Διαφημιστικό Περιοδικό ιης Βιομηχανίας Παιχνιδιών, Ιανουάριος 1994 (Τομ. 94, No. 2), σ. 96. Απόσπασμα από to άρθρο «Επισκόπηση Δικαιωμάτων για ίο '94», ίου Τζον Μίλερ. ν και η σεζόν μόλις άρχισε, ένα προϊόν που εμφανίστηκε στην αγορά μετά τα Χριστούγεννα γνωρίζει ήδη μεγάλη επιτυχία. Η μεγάλη ζήτηση που παρατηρείται, παρ' όλο που οι πρώτοι μήνες του χρόνου συνήθως έχουν ελάχιστη εμπορική κίνηση, δείχνει ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες επιτυχίες όπως τα Χελωνονιντζάκια και οι Πάουερ Ρέίντζερς θα υποσκελιστούν από την τελευταία «τρέλα», που όπως γνωρίζουν όλοι οι γονείς με παιδιά ηλικίας 2-8 ετών (σ' αυτή την περίπτωση και αγόρια και κορίτσια) είναι OL Μότοκαπς 2200 και τα διαστημικά τους βαν. Η κατασκευή των παιχνιδιών με βάση το καρτούν της NBC άρχισε με καθυστέρηση τριών εβδομάδων περίπου και έτσι τα προϊόντα δεν πρόλαβαν να βγουν στην αγορά για τα Χριστούγεννα. Ο Τζον Κλάιστ, αντιπρόεδρος της Γκουντ Παλζ, που έχει πάρει τα δικαιώματα κατασκευής των παιχνιδιών, αναγνωρίζει ότι μια τέτοια καθυστέρηση (που προκλήθηκε από απεργίες στο εργοστάσιο της Παλζ στο Τολέντο) συνήθως καταστρέφει ένα προϊόν, σ' αυτή την περίπτωση όμως μπορεί να λειτούργησε θετικά για την εταιρεία. «Μερικές φορές η αγορά σε βλέπει πιο καθαρά όταν εμφανίζεσαι για πρώτη φορά μετά τα Χριστούγεννα», είπε χαμογελαστός ο Κλάιστ. Ό π ο ι ο ς κι αν είναι ο λόγος, είναι φανερό ότι οι Μότοκαπς, ο συνταγματάρχης Χένρι, ο Φιδοκυνηγός, ο Μπάουντί, ο ταγματάρχης Πάικ, ο Ρούτι το ρομπότ και η σκληρή αλλά και θηλυκή Κασσάνδρα Στάιλς, θα είναι τα πιο καυτά κουκλάκια αυτό το καλοκαίρι, μαζί με τους μεγάλους εχθρούς τους, τον Απρόσωπο και την κόμισσα Λίλι Μαρς. Μεγάλη επιτυχία έχουν επίσης τα μάλλον ακριβά οχήματα των Μότοκαπς, τα λεγόμενα Πάουερ Βάγκον, τέσσερα φουτουριστικά βαν με πτυσσόμενους τροχούς και φτερά. Το κίτρινο Τζάστις Βάγκον του συνταγματάρχη Χένρι, το κόκκινο Τράκερ Άροου του Φιδοκυνηγού, το ασημί Ρούτι Τοΰτι του Ρούτι και το ροζ Ντριμ Φλόατερ της Κάσι Στάιλς πουλάνε πολύ καλά, παρά την ψηλή τιμή τους. Τις μεγαλύτερες πωλήσεις από τα οχτώ οχήματα

69 RICHARD BACHMAN

που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά έχει το κατάμαυρο Μιτ Βάγκον του «κακού» Απρόσωπου. Αυτό δεν εκπλήσσει τον Τζον Κλάιστ. «Τα παιδιά αγαπούν τους κακούς», λέει. Μερικές ομάδες γονέων έχουν διαμαρτυρηθεί για το «υπερβολικά βίαιο περιεχόμενο» του καρτούν Μότοκαπς 2200, αλλά σύμφωνα με τον Κλάιστ, τα νέα επεισόδια των Μότοκαπς (που θα αρχίσουν να προβάλλονται από το NBC το Μάρτιο) θα τονίζουν «τις οικογενειακές αξίες και τις ειρηνικές λύσεις». Ανεξάρτητα από το ύφος των νέων επεισοδίων, η Γκουντ Παλζ είναι τρομερά ευχαριστημένη. Αυτή η μικρή εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών κατάφερε να κάνει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων ετών.

Οδός Πόττλαρ/4:09 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6

Βλέπει ία πάντα. Αυτή ήταν η ευλογία και η κατάρα που τον ακολουθούσε σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Ο κόσμος πέφτει ακόμη στα μάτια του όπως πέφτει στα μάτια ενός παιδιού, καθαρά και αμερόληπτα, χωρίς επεμβάσεις και επιλογές. Βλέπει τη Λούμινα, το αμάξι της Μαίρης, στη γωνία και ξέρει ότι η γυναίκα του Τζάκσον προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο κόσμος είναι στο δρόμο και κοιτάζει προς το ίδιο σημείο. Κάτι σ' αυτή την εικόνα δεν ταιριάζει με τη γειτονιά. Ό τ α ν to αμάξι αρχίζει να προχωρεί, βλέπει το κίτρινο βαν, δΕου είναι τώρα πίσω της, να ξεκινά κι αυτό, ακούει $λλη μια δυνατή βροντή και νιώθει τις πρώτες ψυχρές Σταγόνες της βροχής στα χέρια του. Το αμάξι της Μαίρης αρχίζει να κατεβαίνει τον κατηφορικό δρόμο ί*αι τότε βλέπει το κίτρινο βαν να ανοίγει ξαφνικά ταχύτητα ,και ξέρει τι πρόκειται να συμβεί, αλλά και Ήχλι δεν μπορεί να το πιστέψει.

80

RICHARD BACHMAN

Πρόσεξε, σ κ έ φ τ ε τ α ι Έ τ σ ι που κάθεσαι και χαζεύεις τη Μαίρη Τζάκσον, μπορεί να σε πατήσουν κι εσένα σαν σκίουρο στο δρόμο. Ο π ι σ θ ο χ ω ρ ε ί μερικά βήματα και ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι των Τζόζεφσον, με το κεφάλι γυρισμένο ακόμη αριστερά και τα μάτια διάπλατα. Βλέπει τη Μαίρη στο τιμόνι να κοιτάζει προς το βάθος του δρόμου. Μάλλον αναγνώρισε τον άντρα της, η απόσταση δεν είναι πολύ μεγάλη, και μάλλον αναρωτιέται τι κάνει ο Πίτερ, δε βλέπει τον Τζόνι Μάρινβιλ και δε βλέπει ούτε το παράξενο κίτρινο βαν με τα φιμέ τζάμια να πλησιάζει πίσω της. «Μαίρη, πρόσεξε!» της φωνάζει. Ο Μπραντ και η Μπελίντα, που εκείνη τη στιγμή ανεβαίνουν τα σκαλιά του σπιτιού τους, γυρίζουν. Την ίδια στιγμή, το βαν πέφτει στο πίσω μέρος της Λούμινα, διαλύει τα φανάρια, σπάει τον προφυλακτήρα και τσαλακώνει το πορτ μπαγκάζ. Βλέπει το κεφάλι της Μαίρης να πετάγεται πίσω και μετά μπροστά, σαν ένα λουλούδι με μακρύ κοτσάνι που το τραντάζει ο άνεμος. Τα λάστιχα της Λούμινα ουρλιάζουν και ακούγεται ένας δυνατός, ξερός κρότος καθώς το δεξί μπροστινό σκάει. Το αμάξι στρίβει αριστερά και το σκασμένο λάστιχο πλαταγίζει, ενώ το καπάκι του τροχού κατεβαίνει κυλώντας στο δρόμο σαν το φρίσμπι των Ριντ. Ο Τζόνι βλέπει τα πάντα, ακούει τα πάντα, νιώθει τα πάντα. Οι πληροφορίες πλημμυρίζουν το μυαλό του, που επιμένει όμως να αραδιάζει στη σειρά το κάθε ασύλληπτο γεγονός, λες και συμβαίνει κάτι λογικό εδώ, κάτι που μπορείς να το αφηγηθείς. Οι ουρανοί ανοίγουν και τα σύννεφα αδειάζουν την παγερή βροχή τους. Ο Τζόνι βλέπει σκούρες ψιχάλες στο πεζοδρόμιο, νιώθει σταγόνες να πέφτουν στο σβέρκο του όλο και πιο γρήγορα, ενώ ο Μπραντ Τζόζεφσον πίσω του φωνάζει: «Χριστέ μου!» Το βαν είναι κολλημένο ακόμη στο πίσω μέρος της Λούμινα, σπρώχνει το αμάξι σαν μπουλντόζα, το παραμορφώνει. Ακούγεται ένα φρικτό μεταλλικό στρίγκλισμα

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

81

και μετά ένας κράτος καθώς ελευθερώνεται το πορτ μπαγκάζ και ανοίγει, αποκαλύπτοντας μια ρεζέρβα, μερικές παλιές εφημερίδες και ένα πορτοκαλί φορητό ψυγείο. Η Λούμινα ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο, το διασχίζει και σταματάει πάνω στο φράχτη, ανάμεσα στο σπίτι του Μπίλινγκσλι και το επόμενο, των Τζάκσον. Μια αστραπή —είναι κοντά τώρα, πολύ κοντά— βάφει στιγμιαία το δρόμο με ένα μακάβριο βιολετί χρώμα, ακολουθεί η βροντή σαν μπαράζ όλμων, ο αέρας αρχίζει να δυναμώνει, σφυρίζει στα δέντρα και η βροχή αρχίζει να πέφτει σαν καταρράχτης. Η ορατότητα μειώνεται συνεχώς, αλλά μέσα στο λίγο φως που υπάρχει ακόμη ο Τζόνι βλέπει το κίτρινο βαν να επιταχύνει και να απομακρύνεται μέσα στη βροχή και την πόρτα της Λούμινα να ανοίγει. Έ ν α πόδι ξεπροβάλλει από μέσα και μετά βγαίνει η Μαίρη Τζάκσον. Φαίνεται σαν να μην ξέρει πού βρίσκεται. Ο Μπραντ του σφίγγει το μπράτσο τώρα, τον ρωτάει αν το είδε αυτό, αν το είδε, αυτό το κίτρινο βαν τη χτύπησε επίτηδες, αλλά ο Τζόνι δεν τον ακούει, γιατί τώρα βλέπει ένα άλλο βαν, μπλε αυτή τη φορά. Εμφανίζεται μέσα από τη βροχή, σαν μούρη προϊστορικού τέρατος, με το νερό να τρέχει ποτάμι πάνω στο φιμέ παρμπρίζ, που δεν έχει υαλοκαθαριστήρες. Και ξαφνικά ο Τζόνι ξέρει τι πρόκειται να συμβεί. «Μαίρη!» ουρλιάζει στη ζαλισμένη γυναίκα που παραπατάει με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, αλλά άλλη μια βροντή πνίγει τη φωνή του. Η Μαίρη δε γυρίζει καν προς το μέρος του. Η βροχή τρέχει στο πρόσωπο της σαν δάκρυα. «ΜΑΙΡΗ, ΠΕΣΕ ΚΑΤΩ!» Αυτή τη φορά ουρλιάζει τόσο δυνατά, που νομίζει ότι θα σπάσουν οι φωνητικές χορδές του. «ΜΠΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΛΜΑΕΙ!» Και τότε το παρμπρίζ του μπλε βαν κατεβαίνει. Ναι. Γλιστράει κάτω σαν ηλεκτρικό παράθυρο και πίσω του είναι σκοτάδι και μέσα στο σκοτάδι υπάρχουν φαντάσματα. Ναι, δύο φαντάσματα. Πρέπει να είναι φαντάσματα. Είναι δύο όντα με λαμπερό γκρίζο χρώμα, σαν

82

RICHARD BACHMAN

τοπίο σκεπασμένο από ομίχλη λίγο πριν αρχίσει να τη διαπερνά ο ήλιος. Το φάντασμα στο τιμόνι φοράει στολή των Νοτίων από τον εμφύλιο πόλεμο - ο Τζόνι είναι σχεδόν σίγουρος γι' α υ τ ό - αλλά δεν είναι άνθρωπος. Κάτω από το καπέλο του ιππικού φαίνεται ένα πεταχτό μέτωπο, αλλόκοτα αμυγδαλωτά μάτια και ένα στόμα που προεξέχει από το πρόσωπο του σαν σαρκώδες κέρατο. Ο σύντροφος του έχει κι αυτός το ίδιο λαμπερό γκρίζο χρώμα, αλλά τουλάχιστον φαίνεται άνθρωπος. Φοράει δερμάτινο πουκάμισο κυνηγού και σταυρωτή ζώνη με φισεκλίκια. Έ χ ε ι γένια μιας βδομάδας και οι τρίχες φαίνονται κατάμαυρες πάνω στο αφύσικο ασημί χρώμα του δέρματος του. Αυτός ο τύπος στέκεται όρθιος και κρατάει ένα βαρύ δίκαννο. Καθώς παρακολουθεί ο Τζόνι, αυτός το σηκώνει και γέρνει προς τα έξω, σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, άχρωμος αυτός, και χαμογελάει, τα χείλια του είναι τραβηγμένα πίσω και δείχνουν κάτι άγρια δόντια που είναι φανερό ότι δεν έχουν δει ποτέ τους οδοντίατρο. Αυτό το εφιαλτικό πλάσμα φαίνεται σαν να έχει βγει από ταινία φρίκης με σαδιστές κρετίνους που ζουν σε απομονωμένους βάλτους. Ό χ ι , λάθος, σκέφτεται ο Τζόνι. Φαίνεται σαν να έχει βγει από ταινία αλλά όχι τέτοιου τύπου. «ΜΑΙΡΗ!» ουρλιάζει και δίπλα του ο Μπραντ φωνάζει κι αυτός: «ΜΑΙΡΗ, ΚΟΙΤΑ ΠΙΣΩ ΣΟΥ!» Αλλά η Μαίρη δεν παίρνει είδηση τίποτα. Ο τύπος με το δερμάτινο πουκάμισο ρίχνει τρεις φορές, οπλίζοντας γρήγορα έπειτα από κάθε πυροβολισμό. Η πρώτη σφαίρα δεν πετυχαίνει τίποτε, απ' όσο μπορεί να δει ο Τζόνι. Η δεύτερη κόβει την κεραία της Λούμινα. Η τρίτη διαλύει το αριστερό μέρος του κεφαλιού της Μαίρης Τζάκσον. Παρ' όλα αυτά κάνει μερικά βήματα προς το σπίτι του Μπίλινγκσλι, με το αίμα να χύνεται στο λαιμό της και να μουσκεύει την αριστερή μεριά της μπλούζας της, και τα μαλλιά της αρπάζουν φωτιά για μερικές στιγμές π α ρ ά τη βροχή (τα βλέπει όλα αυτά ο Τζόνι, βλέπει τα πάντα), και μετά γυρίζει για μια στιγμή προς το

ΟΙ

ΡΥΘΜΙςΤΕς

83

μέρος του και τον κοιτάζει με το καλά της μάτι... και πέψτει μια αστραπή που γεμίζει αυτό το μάτι με φωτιά. Τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής της δείχνει να είναι εντελώς άδεια, το μόνο που υπάρχει μέσα της είναι ηλεκτρισμός. Μετά παραπατάει πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και πέφτει προς τα πίσω, τη στιγμή που ακούγεται η βροντή, οι φλόγες σβήνουν στα μαλλιά της και το κεφάλι της καπνίζει ακόμη για λίγο σαν την άκρη μισοσβησμένου τσιγάρου. Σωριάζεται κοντά στο κεραμικό λυκόσκυλο, στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι, αυτό που έχει πάνω του το όνομα του κτηνιάτρου και τον αριθμό του σπιτιού, και, καθώς τα πόδια της χαλαρώνουν και ανοίγουν, ο Τζόνι βλέπει κάτι που είναι τρομερό και λυπηρό και ανεξήγητο ταυτόχρονα: μια σκιά που μπορεί να είναι μόνο ένα πράγμα. Ξαφνικά βάζει τα γέλια μέσα στη βροχή. Η γυναίκα του Πίτερ Τζάκσον εκτελέστηκε από ένα φάντασμα, ένα φάντασμα από ένα βαν που το οδηγούσε ένα άλλο φάντασμα (αυτό ντυμένο με στολή των Νοτίων), και η κυρία πέθανε ξεβράκωτη. Δεν είναι αστεία όλα αυτά, αλλά ο Τζόνι γελάει. Ί σ ω ς για να μην αρχίσει να ουρλιάζει. Φοβάται ότι, αν αρχίσει, δε θα μπορέσει να σταματήσει. Τώρα το λαμπερό πλάσμα στο τιμόνι του μπλε βαν γυρίζει προς το μέρος του και για μια στιγμή ο Τζόνι το βλέπει να τον παρατηρεί, να τον σημαδεύει με τα τεράστια αμυγδαλωτά του μάτια, και έχει την αίσθηση ότι κάπου το έχει ξαναδεί αυτό το πράγμα, είναι αδύνατο φυσικά, αλλά η αίσθηση παραμένει πολύ έντονη. Την επόμενη στιγμή το βαν έχει περάσει από μπροστά του. Με είδε, όμως, σκέφτεται ο Τζόνι. Αυτό το πράγμα με τη μάσκα {πρέπει να είναι μάσκα) με είδε και με σημάδεψε, έτσι όπως τσακίζεις τη σελίδα ενός βιβλίου για να ξαναβρείς το σημείο στο οποίο ήσουν. Το δίκαννο ρίχνει δύο φορές ακόμη και στην αρχή ο Τζόνι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει, γιατί το μπλε βαν είναι μπροστά του και του κρύβει τη θέα. Ακούει μόνο γυαλιά να σπάνε μέσα στη βοή της καταιγίδας και

84

RICHARD BACHMAN

τίποτ' άλλο. Μετά, το βαν απομακρύνεται μέσα στην καταρρακτώδη βροχή και βλέπει τον Ντέιβιντ Κάρβερ να κείτεται νεκρός στον κήπο του σπιτιού του, ανάμεσα σε σπασμένα τζάμια από το π α ρ ά θ υ ρ ο πίσω του. Υπάρχει μια τεράστια κόκκινη τρύπα στη μέση της κοιλιάς του και γύρω της σκισμένες σάρκες. Οι μέρες του Κάρβερ ως ταχυδρομικού υπαλλήλου - γ ι α να μην αναφέρουμε και τις μέρες του ως κατοίκου των προαστίων, επιφορτισμένου με το πλύσιμο του αυτοκινήτου- έχουν πάρει τέλος. Ο Κάρβερ είναι νεκρός. Το μπλε βαν φτάνει γρήγορα στη γωνία. Μέχρι να στρίψει και να εξαφανιστεί, ο Τζόνι το κοιτάζει και του φαίνεται σαν οφθαλμαπάτη. «Χριστέ μου, κοίτα εκεί!» ουρλιάζει ο Μπραντ και τρέχει στο δρόμο. «Μπράντλεϊ, όχι!» Η γυναίκα του πάει να τον πιάσει, να τον σταματήσει, αλλά είναι πολύ αργά. Πιο κάτω στο δρόμο πλησιάζουν οι δίδυμοι Ριντ. Ο Τζόνι βγαίνει στο δρόμο νιώθοντας τα πόδια του μουδιασμένα, αβέβαια. Σηκώνει το χέρι του και βλέπει ότι οι άκρες των δαχτύλων του είναι άσπρες. (Τα βλέπει όλα, ναι, όλα, αλλά πώς είναι δυνατόν να του φάνηκε γνωστός ένας τύπος με μάσκα από τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου;) Παραμερίζει τα βρεγμένα μαλλιά από τα μάτια του. Μια αστραπή κάνει ζιγκ ζαγκ στον ουρανό σαν λαμπερή ρωγμή σε σκούρο καθρέφτη. Η βροντή την κυνηγάει. Νιώθει τα πόδια του να γλιστράνε μέσα στα μουσκεμένα αθλητικά παπούτσια και στον αέρα μυρίζει υγρό μπαρούτι. Σε δέκα δεκαπέντε δευτερόλεπτα η μυρωδιά θα χαθεί, θα παρασυρθεί στη γη από τη βροχή, αλλά προς το παρόν υπάρχει, σαν μια υπενθύμιση σε περίπτωση που θα προσπαθούσε να πιστέψει πως όσα είδε ήταν μια παραίσθηση. Και... ναι, βλέπει τα ανοιχτά πόδια της Μαίρης Τζάκσον και αυτό το τόσο επιθυμητό μέρος της γυναικείας ανατομίας που την εποχή του γυμνασίου το ονόμαζαν «γενειοφόρα αχηβάδα». Δε θέλει να τα σκέφτε-

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

85

ται όλα αυτά - ο ΰ τ ε και να βλέπει αυτά που βλέπει— αλλά δεν ελέγχει πια τις σκέψεις του. Ό λ ο ι οι φραγμοί του μυαλοΰ του έχουν πέσει, όπως του συμβαίνει όταν γράφει (ήταν ένας από τους λόγους που αναγκάστηκε να μην ξαναγράψει μυθιστορήματα, όχι ο μοναδικός, αλλά ο σημαντικότερος ίσως), το πέρασμα του χρόνου επιβραδύνεται και η αντίληψη διευρύνεται, πλαταίνει μέχρι που είναι σαν να π α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί ταινία του Σέρτζιο Λεόνε, στην οποία οι άνθρωποι πεθαίνουν με τη χάρη κολυμβητών σε υποβρύχια μπαλέτα. Μικρέ, μικρούλη Σμάικι, σκέφτηκε, ακούγοντας πάλι τη φωνή στο τηλέφωνο. Σ} είδα να δαγκώνεις της μαμάς σον το βυζάκι. Και γιατί αυτή η φωνή να του θυμίζει τον άνθρωπο με τα παράξενα ρούχα και την ακόμη πιο παράξενη μάσκα του εξωγήινου με τα αμυγδαλωτά μάτια; «Μα τι έγινε εδώ πέρα;» ρωτάει μια φωνή δίπλα του. Οι άλλοι πλησιάζουν τον Ντέιβιντ Κάρβερ, αλλά ο Γκάρι Σόντερσον έχει έρθει εδώ, στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι. Με το χλομό πρόσωπο και το ξερακιανό του σώμα φαίνεται σαν να πάσχει από χολέρα στο δεύτερο στάδιο. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα μισάνοιχτα πόδια της Μαίρης Τζάκσον. «Τζόνι! Βλέπεις ό,τι βλέπω...» «Βούλωσέ το, ρε μεθυσμένε μαλάκα», του λέει ο Τζόνι. Κοιτάζει αριστερά και βλέπει τους διδύμους και τη μητέρα τους, την Κιμ Γκέλερ και την κόρη της, καθώς και μια κοκκινομάλλα που δεν την ξέρει. Είναι μαζεμένοι γύρω από το πτώμα του Ντέιβιντ Κάρβερ σαν ποδοσφαιριστές που έχουν μαζευτεί γύρω από ένα χτυπημένο σύντροφο τους. Η Μαριέλ, η γυναίκα του Γκάρι, είναι κι αυτή εκεί, αλλά μόλις βλέπει τον Γκάρι έρχεται να τους συναντήσει. Σταματάει όμως και κοιτάζει συνεπαρμένη, καθώς η πόρτα των Κάρβερ ανοίγει με ένα δυνατό βρόντο και η Κίρστι βγαίνει τρέχοντας έξω στη βροχή σαν ηρωίδα παλιού γοτθικού μυθιστορήματος, ουρλιάζοντας το όνομα του άντρα της μέσα στις αστραπές και τους κεραυνούς.

86

RICHARD BACHMAN

Μιλώντας αργά, σαν να είναι ηλίθιος, ο Γκάρι λέει: «Πώς με είπες;» Δεν κοιτάζει τον Τζόνι, όμως, δεν κοιτάζει καν τον κόσμο που έχει μαζευτεί στον κήπο των Κάρβερ. Εξακολουθεί να κοιτάζει αυτό που αποκαλύπτει η ανασηκωμένη φούστα της νεκρής γυναίκας, καταχωρίζοντας την εικόνα για μελλοντική χρήση (και ίσως σχολιασμό). Ο Τζόνι αισθάνεται ξαφνικά μια σχεδόν ακατανίκητη ανάγκη να του δώσει μια γροθιά στη μύτη. «Δεν έχει σημασία πώς σε είπα, κοίτα μόνο να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό». Κοιτάζει δεξιά, στο δρόμο, και βλέπει τον Κόλι Εντράτζιαν να πλησιάζει τρέχοντας. Φαίνεται να φοράει ροζ πλαστικά σαντάλια. Πίσω του είναι ένας μακρυμάλλης τύπος, που ο Τζόνι δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ του, και η καινούρια πωλήτρια από το μαγαζί - η Σύνθια. Και πίσω τους πλησιάζει τρέχοντας ακόμη πιο γρήγορα, με μάτια γουρλωμένα από φρίκη, ο Πίτερ Τζάκσον. «Μπαμπά!» Μια διαπεραστική, απελπισμένη παιδική κραυγή: η Έ λ ε ν Κάρβερ. «Πάρτε τα παιδιά από δω!» ακούγεται η φωνή του Μπραντ Τζόζεφσον, σκληρή και επιτακτική- ευτυχώς που βοηθάει και κάποιος άλλος, αλλά ο Τζόνι δεν κοιτάζει καν προς το μέρος του. Ο Πίτερ Τζάκσον πλησιάζει, κι εδώ υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να το δει κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Έ ν α ς γρίφος με καθόλου ευχάριστη απάντηση. Ο Τζόνι ρίχνει άλλη μια ματιά γύρω του για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν κοιτάζει τη Μαίρη εκτός από τον Γκάρι. Κανείς. Είναι ένα θαύμα που δε θα κρατήσει για πολύ. Σκύβει, γυρίζει το γοφό της Μαίρης - π ό σ ο βαριά είναι τώρα που είναι ν ε κ ρ ή ! - και τα πόδια της ενώνουν. Το νερό τρέχει πάνω στο λευκό μηρό της σαν βροχή σε ταφόπλακα. Της κατεβάζει τη σηκωμένη φούστα έχοντας γυρίσει έτσι που να μη βλέπουν οι άλλοι τι κάνει. Ακούει κιόλας τον Πίτερ να φωνάζει, «Μαίρη; Μαίρη;» Έ χ ε ι δει το αμάξι της, φυσικά, καρφωμένο πάνω στο φράχτη.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

87

«Γιατί...» αρχίζει να ρωτάει ο Γκάρι, αλλά σταματάει όταν ο Τζόνι τον κοιτάζει άγρια. «Έτσι και πεις τίποτα θα σου σπάσω τα μούτρα», του λε'ει. «Σοβαρά μιλάω». Ο Γκάρι τον κοιτάζει με ένα ηλίθιο ύφος για μερικές στιγμές, μετά αρχίζει να καταλαβαίνει και παίρνει μια σοβαροφανή έκφραση. Κάνει όμως μια κίνηση σαν να κλείνει τα χείλη του με φερμουάρ, κι αυτό είναι καλό. Είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ο Γκάρι θα μιλήσει, αλλά το μόνο που δ . απασχολεί αυτή τη στιγμή τον Τζόνι είναι το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Γυρίζει προς το σπίτι των Κάρβερ και βλέπει τον Ντέιβιντ Ριντ να κουβαλάει το κοριτσάκι των Κάρβερ προς το σπίτι, ενώ η μικρή ουρλιάζει και κλοτσάει. Η Πάι Κάρβερ είναι πεσμένη στα γόνατα και σκούζει όπως είχε ακούσει ο Τζόνι να σκούζουν οι γυναίκες στο Βιετνάμ πριν από τόσα χρόνια (μόνο που λες και δεν έχει περάσει και τόσο πολύς καιρός, με τα τελευταία υπολείμματα από την οσμή του μπαρουτιού ακόμη στον αέρα). Έ χ ε ι αγκαλιάσει τον άντρα της από το λαιμό και το κεφάλι του Ντέιβιντ κουνιέται πέρα δώθε με ένα φρικτό τρόπο. Ακόμη πιο φρικτό όμως είναι το θέαμα που παρουσιάζει ο μικρός, ο Ραλφ, ο οποίος στέκεται δίπλα της. Συνήθως ο Ραλφ μιλάει ασταμάτητα και φέρεται όσο πιο ενοχλητικά μπορεί, τώρα όμως έχει μετατραπεί σε κέρινη κούκλα και κοιτάζει το νεκρό πατέρα του με ένα πρόσωπο που θαρρείς και λιώνει μέσα στη βροχή. Κανείς δεν έχει σκεφτεί να τον πάρει από εκεί, γιατί, για πρώτη φορά, η αδερφή του φωνάζει περισσότερο ενώ αυτός είναι αμίλητος. Κάποιος όμως πρέπει να απομακρύνει το παιδί. «Τζιμ», λέει ο Τζόνι στον άλλο δίδυμο, πλησιάζοντάς τον για να μη χρειαστεί να φωνάξει. Ο νεαρός σηκώνει τα μάτια του από το νεκρό Κάρβερ και τη γυναίκα του που ουρλιάζει. Έ χ ε ι αποσβολωμένη έκφραση. «Πάρε τον Ραλφ μέσα, Τζιμ. Δεν πρέπει να είναι εδώ». Ο Τζιμ γνέφει καταφατικά, παίρνει το παιδί στην αγκαλιά του και ανεβαίνει προς το σπίτι. Ο Τζόνι περιμέ-

88

RICHARD BACHMAN

νει ότι ο μικρός θα στριγκλίσει, θα διαμαρτυρηθεί - ο Ραλφ είναι έξι χρονών, αλλά συνήθως φέρεται σαν να ξέρει ότι μια μέρα θα κυβερνήσει τον κόσμο- τώρα όμως κείτεται στην αγκαλιά του Τζιμ Ριντ σαν κούκλα, με τα μάτια του διάπλατα, παγωμένα. Ο Τζόνι πιστεύει ότι η σημασία των παιδικών τραυμάτων έχει υπερεκτιμηθεί από μια γενιά που άκουγε πολύ Μούντι Μπλουζ, αλλά αυτό δεν ισχύει μάλλον για μια τέτοια εμπειρία. Θα περάσει πολύς καιρός, σκέφτεται ο Τζόνι, μέχρι να ξεπεράσει κάπως το παιδί αυτή την εικόνα: τον πατέρα του νεκρό και τη μητέρα του γονατισμένη δίπλα του μέσα στη βροχή, να τον έχει αγκαλιάσει από το λαιμό και να ουρλιάζει το όνομά του ξανά και ξανά, σαν να μπορεί να τον ξυπνήσει. Σκέφτεται να προσπαθήσει να ξεκολλήσει την Κίρστεν από το πτώμα - ε ί ν α ι κάτι που πρέπει να γίνει αργά ή γ ρ ή γ ο ρ α - αλλά εκείνη τη στιγμή φτάνει ο Κόλι Εντράτζιαν, με την πωλήτρια του μαγαζιού από πίσω του. Η κοπέλα έχει ξεπεράσει το μακρυμάλλη, που αγκομαχάει λαχανιασμένος. Ο τύπος δεν είναι τόσο νέος όσο φαίνεται από μακριά. Εκείνο που κάνει περισσότερη εντύπωση στον Τζόνι είναι το θέαμα που παρουσιάζουν οι Τζόζεφσον. Στέκονται στην είσοδο του κήπου των Κάρβερ πιασμένοι χέρι χέρι και, κατά κάποιο τρόπο, του θυμίζουν τον Χάνσελ και την Γκρέτελ του παραμυθιού μέσα στη βροχή. Η Μαριέλ Σόντερσον περνάει πίσω από τον Τζόνι και πλησιάζει τον άντρα της στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι. Ο Τζόνι σκέφτεται ότι αν ο Μπραντ και η Μπελίντα Τζόζεφσον είναι ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, η Μαριέλ είναι σίγουρα η κακιά μάγισσα. Μοιάζει με το τελευταίο κεφάλαιο από βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι, σκέφτεται, όταν η μις Μαρπλ ή ο Ηρακλής Πουαρό εξηγεί τα πάντα, ακόμη και το πώς κατάφερε ο δολοφόνος να βγει από το κλειδωμένο δωμάτιο μετά το φόνο. Είμαστε όλοι εδώ εκτός από τον Φρανκ Γκέλερ και τον Τσάρλι Ριντ, που είναι ακόμη στη δουλειά τους. Σαν πάρτι της γειτονιάς.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

89

Τώρα όμως συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ Γουάιλερ δεν είναι εδώ, το ίδιο και ο ανιψιός της. Μια αμυδρή σκέψη περνάει τότε από το μυαλό του. Του έρχεται μια αστραπιαία ανάμνηση -σαν παιδί που έχει κρυολογήσει, είχε σ κ ε φ τ ε ί αλλά, πριν προλάβει να την εντοπίσει για να δει αν συνδέεται με κάτι (έτσι νιώθει, ότι συνδέεται, χωρίς να ξέρει γιατί), ο Κόλι Εντράτζιαν φτάνει στο αμάξι της Μαίρης και τον αρπάζει από τον ώμο, τον σφίγγει τόσο δυνατά που τον πονάει. Κοιτάζει στο σπίτι των Κάρβερ. «Τι έγινε;... Δύο;... Μα πώς;... Χριστέ μου!» «Κΰριε Εντράτζιαν... Κόλι...» Προσπαθεί να μιλήσει ήρεμα, να μη μορφάσει από τον πόνο. «Θα μου σπάσεις τον ώμο». «Ω, με συγχωρείς. Αλλά...» Τα μάτια του πηγαίνουν από το πτώμα της γυναίκας στο πτώμα του άντρα. Λες και δεν μπορεί να διαλέξει ποιον να κοιτάξει τελικά και το κεφάλι του συνεχίζει να κινείται δεξιά αριστερά σαν να παρακολουθεί αγώνα τένις. «Το πουκάμισο σου», λέει ο Τζόνι και απορεί και ο ίδιος με τη βλακεία που του ήρθε να πει σε μια τέτοια στιγμή. «Δεν το φοράς». «Ξυριζόμουν», απαντάει ο Κόλι και περνάει τα χέρια μέσα από τα κοντά, μουσκεμένα μαλλιά του. Αυτή η χειρονομία εκφράζει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένα μυαλό που έχει περάσει πια τα όρια της σύγχυσης και βρίσκεται σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού σαστίσματος. Είναι μια κίνηση που προκαλεί τη συμπάθεια του Τζόνι. «Κύριε Μάρινβιλ, μήπως ξέρεις τι συμβαίνει εδώ;» Ο Τζόνι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Απλώς ελπίζει πως ό,τι κι αν ήταν έχει τελειώσει πια. Τότε φτάνει ο Πίτερ, βλέπει τη γυναίκα του πεσμένη μπροστά στο κεραμικό σκυλί του Μπίλινγκσλι και ουρλιάζει. Ο ήχος φέρνει μια νέα ανατριχίλα στα μουσκεμένα μπράτσα του Τζόνι. Ο Πίτερ πέφτει στα γόνατα δίπλα στη γυναίκα του, όπως η Πάι Κάρβερ έπεσε στα γόνατα δίπλα στον άντρα της, και ο Τζόνι Μάρινβιλ

90

RICHARD BACHMAN

βλέπει πάλι σκηνές από το Βιετνάμ. Το μόνο που χρειαζόμαστε, σκέφτεται, είναι ο Χέντριξ να παίζει το Περπλ Χέιζ για μουσική υπόκρουση. Ο Πίτερ πιάνει τη γυναίκα του και ο Τζόνι βλέπει τον Γκάρι να παρακολουθεί συνεπαρμένος, περιμένοντας να δει αν ο Πίτερ θα τραβήξει το πτώμα της στην αγκαλιά του. Ο Τζόνι διαβάζει τις σκέψεις του σαν να γράφονται σε μια μικρή οθόνη στο μέτωπο του: Τι θα σκεφτεί μόλις το όει; Μόλις τη γυρίσει και ανοίξουν τα πόδια της και δει αυτό που θα δει, τι θα σκεφτεί; Μπορεί όμως να μην είναι τίποτα σπουδαίο, μπορεί να κυκλοφορούσε πάντα έτσι. «ΜΑΙΡΗ! φωνάζει ο Πίτερ. Δεν τη γυρίζει (ευτυχώς), αλλά ανασηκώνει το σώμα της σε καθιστή στάση. Ουρλιάζει πάλι -χωρίς λέξεις αυτή τη φορά, άναρθρα, μόνο ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό π ό ν ο υ - καθώς βλέπει σε τι κατάσταση είναι το κεφάλι της - τ ο μισό της πρόσωπο έχει χαθεί, τα μισά μαλλιά της είναι καμένα. «Πίτερ...» αρχίζει να λέει ο Μπίλινγκσλι κι εκείνη τη στιγμή ο ουοανόζ σχίζεται στα δύο από μια αστραπή. Ο Τζόνι γυρίζει ζαλισμένος, αλλά εξακολουθεί (φυσικά) να βλέπει τα παντα. Η βροντή τραντάζει όλο το δρόμο πριν ακόμη αρχίσει να ξεθωριάζει η λάμψη της αστραπήςείναι τόσο δυνατή που νομίζει ότι τον χτύπησαν με δύναμη στα αυτιά. Ο Τζόνι βλέπει τον κεραυνό να χτυπάει το εγκαταλειμμένο σπίτι των Χόμπαρτ, που είναι ανάμεσα στο σπίτι του Εντράτζιαν και των Τζάκσον. Διαλύει τη διακοσμητική καμινάδα που είχε φτιάξει ο Γουίλιαμ Χόμπαρτ πέρσι, πριν αρχίσουν τα προβλήματά του και αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι. Η στέγη αρπάζει φωτιά. Πριν ακόμη τελειώσει το γρονθοκόπημα της βροντής, πριν ακόμη προλάβει ο Τζόνι να καταλάβει ότι αυτή η μυρωδιά που φτάνει στα ρουθούνια του είναι όζον, το άδειο σπίτι τυλίγεται στις φλόγες. Η πυρκαγιά μαίνεται μέσα στην καταρρακτώδη βροχή σαν οφθαλμαπάτη. «.Χριστέ μου!» λέει ο Τζιμ Ριντ. Στέκεται στην πόρτα του σπιτιού των Κάρβερ, με τον Ραλφ στην αγκαλιά του.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

91

Ο Τζόνι βλέπει ότι ο μικρός βυζαίνει το δάχτυλο του. Και ο Ραλφ είναι ο μόνος (εκτός από τον ίδιο τον Τζόνι) που δεν κοιτάζει το φλεγόμενο σπίτι. Κοιτάζει στην κορυφή του λόφου και ο Τζόνι βλέπει τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα. Βγάζει το δάχτυλο από το στόμα και, πριν αρχίσει να στριγκλίζει από τρόμο, ο Τζόνι ακούει καθαρά τρεις λέξεις... που είναι και πάλι βασανιστικά οικείες. Σαν λέξεις που τις έχει ακούσει σε ένα όνειρο. «Το Ντριμ Φλόατερ», λέει ο μικρός. Και ξαφνικά, λες και αυτές οι λέξεις ήταν κάποιο μαγικό ξόρκι, η παράλυση που είχε πιάσει το παιδί χάνεται. Αρχίσει να ουρλιάζει με τρόμο και να χτυπιέται στην αγκαλιά του Τζιμ Ριντ. Ο Τζιμ αιφνιδιάζεται και ο Ραλφ τού πέφτει από την αγκαλιά και προσγειώνεται με τον πισινό. Τέτοιο χτύπημα πρέπει να τον πόνεσε πολύ, σκέφτεται ο Τζόνι, και προχωρεί προς τα εκεί αυθόρμητα, χωρίς καμιά σκέψη, αλλά το παιδί δε δείχνει να πονάει, μόνο να φοβάται. Τα γουρλωμένα μάτια του κοιτάζουν ακόμη προς την κορυφή του λόφου και αρχίζει να σπρώχνει πανικόβλητο με τα πόδια, να μπει στο σπίτι γλιστρώντας προς τα πίσω πάνω στον πισινό του. Ο Τζόνι, που στέκεται στον κήπο των Κάρβερ, γυρίζει να κοιτάξει και βλέπει δύο βαν ακόμη να στρίβουν τη γωνία της οδού Μπέαρ. Το μπροστινό είναι ροζ και απίστευτα αεροδυναμικό, με φιμέ τζάμια. Στην κορυφή του υπάρχει μια κεραία ραντάρ σε σχήμα καρδιάς. Κάτω από άλλες συνθήκες μπορεί να ήταν χαριτωμένο, τώρα όμως δείχνει αλλόκοτο. Καμπυλωτές αεροδυναμικές επιφάνειες προεξέχουν δεξιά κι αριστερά. Μοιάζουν λίγο με φτερά. Πίσω από αυτό το βαν, που μπορεί να ονομάζεται Ντριμ Φλόατερ, μπορεί και όχι, ακολουθεί ένα μακρύ μαύρο όχημα με εξογκωμένο φιμέ παρμπρίζ και μια κατασκευή σαν μανιτάρι, επίσης μαύρη, στην οροφή. Αυτός ο κατάμαυρος εφιάλτης είναι διακοσμημένος με νικελένια ζιγκ ζαγκ που θυμίζουν το σήμα των Ες Ες. Τα οχήματα αρχίζουν να επιταχύνουν, οι μηχανές τους ακούγονται μαλακά, σταθερά.

92

RICHARD BACHMAN

Έ ν α μεγάλο φινιστρίνι ανοίγει στην αριστερή πλευρά του ροζ βαν. Και στο πάνω μέρος του μαύρου βαν, που μοιάζει με κάτι ανάμεσα σε νεκροφόρα και ατμομηχανή, η μια πλευρά του μανιταριού ανοίγει, αποκαλύπτοντας δύο φιγούρες με δίκαννα. Η μία είναι άνθρωπος με μούσι. Φαίνεται να φοράει κι αυτός στολή Νοτίου, όπως και ο εξωγήινος που οδηγούσε το μπλε βαν. Το πλάσμα δίπλα του φοράει εντελώς διαφορετική στολή: μαύρη, με ψηλό κολάρο και ασημιά κουμπιά. Η στολή θυμίζει κι αυτή ναζί, όπως και το αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι αυτό που παγώνει τον Τζόνι και στην αρχή δεν μπορεί να φωνάξει, να προειδοποιήσει τους άλλους. Πάνω από το ψηλό κολάρο λες και υπάρχει μόνο σκοτάδι. Δεν έχει πρόσωπο, σκέφτεται ο Τζόνι μια στιγμή πριν αρχίσουν να ρίχνουν από το ροζ και το μαύρο βαν. Δεν έχει πρόσωπο, αυτό το πράγμα δεν έχει πρόσωπο. Ο Τζόνι Μάρινβιλ σκέφτεται ότι μπορεί να έχει πεθάνει και να βρίσκεται στην κόλαση.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

93

Γράμμα από την Όνιρεϊ Γουάιλερ (Γουένιγουορθ, Οχάιο) σιην Τζάνις Κονρόι (Πλέινβιου, Νέα Υόρκη), με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1994: Αγαπητή

Τζάνις,

Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για το τηλεφώνημά σον. Και για το συλλυπητήριο σημείωμα, φυσικά, αλλά όεν ξέρεις πόσο καλό μου έκανε που άκουσα τη φωνή σου χτες βράδυ —σαν ένα ποτήρι κρύο νερό σε μια ζεστή μέρα. Ή ίσως μια λογική φωνή την ώρα που χάνεις το μυαλό σον! Ήταν λογικά όλα αντά πον σον είπα στο τηλέφωνο; Δ ε θνμάμαι. Έχω κόψει τα ηρεμιστικά —«κομμένες οι μαλακίες», όπως λέγαμε παλιά στο κολέγιο- αλλά μόνο τις δύο τελευταίες μέρες, και παρ' όλο πον ο Χερμπ έχει σκιστεί να με βοηθάει, ο κόσμος μού φαίνεται ακόμη σαν ομελέτα. Αυτό άρχισε όταν μου τηλεφώνησε ο φίλος του Μπιλ, ο Τζο Καλαμπρέζε, και μον είπε ότι κάποιοι σκότωσαν τον αδερφό μου και τη γυναίκα του και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους. Ο άνθρωπος έκλαιγε, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε και ήταν τόσο ταραγμένος, που δεν μπορούσε να μον το φέρει «διπλωματικά». Μον έλεγε σννέχεια πόσο ντρέπεται και τελικά κατέληξα να τον παρηγορώ εγώ, και στο μεταξύ σκεφτόμονν: «Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος, δεν είναι δυνατόν να είναι νεκρός ο Μπιλ, υποτίθεται ότι ο αδερφός μου θα ήταν σννέχεια δίπλα μου όσο τον χρειαζόμουν». Ακόμη ξυπνάω τα βράδια και σκέφτομαι: «Δεν μπορεί να σκότωσαν τον Μπιλ, κάποιο μπέρδεμα έχει γίνει, δεν μπορεί να είναι ο Μπιλ». Δε θνμάμαι να μου 'χει ξανασυμβεί τόσο τρελό πράγμα στη ζωή μου, εκτός, ίσως, όταν ήμαστε παιδιά και μας έριχνε όλους κάτω η γρίπη ταυτόχρονα.

85 RICHARD BACHMAN

Πήγα μαζί με τον Χερμπ στο Σαν Χοσέ για να πάρω τον Σηθ και μετά γυρίσαμε στο Τολέντο με το ίδιο αεροπλάνο που μετέφερε και τα πτώματα. Τα βάζουν στο χώρο με τα εμπορεύματα, το ήξερες αυτό; Ούτε κι εγώ. Ούτε και ήθελα να το μάθω. Η κηδεία ήταν μια από τις πιο φρικτές εμπειρίες της ζωής μου —ίσως η πιο φρικτή. Αυτά τα τέσσερα φέρετρα -ο αδερφός μου, η νύφη μου, η ανιψιά μου και ο ανιψιός μου— βαλμένα στη σειρά, πρώτα στην εκκλησία και μετά στο νεκροταφείο, όπου τα ακούμπησαν σ' εκείνες τις απαίσιες ράγες πάνω από τις τρύπες, θέλεις να σου πω κάτι εντελώς τρελό; Όσο γινόταν η λειτουργία στο νεκροταφείο σκεφτόμουν συνέχεια το μήνα του μ έλ ι το ς π ο ν έκ αν α με τον Χ ε ρμπ στη ν Τζαμάικα. Έχουν «βουναλάκια» στους δρόμους, για να μην τρέχουν τα αυτοκίνητα, και τα λένε «αστυνομικούς που κοιμούνται». Για κάποιο λόγο, έτσι μου φαίνονταν τα φέρετρα, σαν «αστυνομικοί που κοιμούνται». Σου είπα ότι έχω παλαβώσει, δε σον το είπα; Η Βασίλισσα των Βάλιονμ. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο —ο Μπιλ και η Τζονν είχαν πολλούς φίλονς— και όλοι έκλαιγαν. Εκτός από τον καημένο τον Σηθ, φυσικά, πον δεν μπορεί να κλάψει. Ή δεν κλαίει, τέλος πάντων. Ποιος ξέρει; Καθόταν εκεί ανάμεσα σ' εμένα και τον Χερμπ με δύο από τα παιχνίδια του πάνω στα πόδια τον —ένα ροζ βαν που το λέει «Νταμ Φόατε», και το κουκλάκι που είναι σετ με το βαν, μια σέξι κοκκινομάλλα, την Κασσάνδρα Στάιλς. Τα παιχνίδια είναι από μια σειρά κινούμενων σχεδίων, το Μότοκαπς 2200, και τα ονόματα των αυτοκινήτων τους είναι από τα λίγα πράγματα πον λέει ο Σηθ και τον καταλαβαίνεις (ένα άλλο είναι το «Ντόνατς αγόασέ μου», και το «Σηθ πάει γιογιό», που σημαίνει ότι πρέπει να πας κι εσύ μαζί του —έχει μάθει να πηγαίνει στην τουαλέτα, αλλά είναι πολύ περίεργος σ' αυτό το θέμα).

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

95

Ελπίζω να μην κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η λειτουργία, ότι έχασε για πάντα την οικογένειά του. Ο Χερμπ είναι σίγουρος ότι δεν ξέρει («Το καημένο το παιδί δεν ξέρει πού βρίσκεται», μου λέει), αλλά εγώ δεν είμαι σίγουρη. Λυτή είναι η κόλαση του αυτισμού, τελικά. Αναρωτιέσαι συνέχεια, δεν μπορείς να ξέρεις στα σίγουρα. Αυτά τα παιδιά εκπέμπουν, αλλά ο Θεός τους έχει βάλει κωδικοποιητή στο τηλέφωνο τους, κι έτσι εμείς ακούμε μόνο ακαταλαβίστικα πράγματα. Θα σον πω κάτι όμως τις τελευταίες βδομάδες ένιωσα έναν καινούριο σεβασμό για τον Χερμπ Γουάιλερ. Κανόνισε ΤΑ ΠΑΝΤΑ, από τα αεροπλάνα μέχρι τις νεκρολογίες στην Ντισπάτς του Κολόμπους και στην Μπλέιντ του Τολέντο. Και να πάρει έτσι τον Σηθ στο σπίτι μας, χωρίς το παραμικρό παράπονο -και δεν είναι ένα απλό ορφανό, αλλά ένα αυτιστικό ορφανό- είναι εκπληκτικό, δε νομίζεις; Και φαίνεται να νοιάζεται πραγματικά για το καημένο το παιδί. Μερικές φορές, όταν το κοιτάζει, παίρνει μια ανήσυχη, σκεφτική έκφραση που θα μπορούσε να είναι και αγάπη. Ή η αρχή της αγάπης, ίσως. Αυτό είναι ακόμη πιο εκπληκτικό όταν καταλάβεις πόσο λίγα πράγματα μπορεί να δώσει ένα παιδί όπως ο Σηθ. Συνήθως κάθεται στην αμμοδόχο που έφτιαξε ο Χερμπ μόλις γυρίσαμε από το Τολέντο, φορώντας μόνο ένα μποξεράκι των Μότοκαπς 2200 (έχει και το καλαθάκι του φαγητού με το σήμα της εκπομπής), λέει ακαταλαβίστικες λέξεις και παίζει με τα βαν και τα κουκλάκια τ ους, ιδιαίτερα με τη σέξι κοκκινομάλλα με το μπλε σορτς. Αυτά τα παιχνίδια με προβληματίζουν λίγο, γιατί —αν δεν έχεις βεβαιωθεί ακόμη ότι μου }χει στρίψει, αυτό θα σε πείσει μια και καλή— δεν ξέρω πού τα βρήκε, Τζανϊ Σίγουρα δεν είχε τέτοια ακριβά παιχνίδια την τελευταία φορά πον πήγαμε και είδαμε τον Μπιλ και την Τζουν στο

87 RICHARD BACHMAN

Τολέντο (κοίταξα οε έναν κατάλογο παιχνιδιών και είναι ΠΟΛΥ ακριβά). Επιπλέον, ο Μπιλ και η Τζουν δε θα τον αγόραζαν ποτέ τέτοια παιχνίδια, όεν τονς άρεσε η βία. Ο καημένος ο Σηθ δεν μπορεί να μου πει πώς τα βρήκε, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Ο λόγος πον ξέρω πώς λέγονται τα βαν και τα κονκλάκια είναι ότι κάθε Σάββατο πρωί παρακολονθώ το καρτούν μαζί με τον Σηθ. Ο κακός της σειράς, ο Απρόσωπος, είναι πολύ ανατριχιαστικός. Είναι τόσο παράξενος, Τζαν (ο Σηθ εννοώ, όχι ο Απρόσωπος, χα-χα). Δεν ξέρω αν ο Χερμπ το νιώθει όσο εγώ, αλλά ξέρω ότι νιώθει κι αντός κάτι. Μερικές φορές σηκώνω το κεφάλι μον και πιάνω τον Σηθ να με κοιτάζει (τα μάτια τον είναι καστανά, αλλά τόσο σκούρα πον μερικές φορές μοιάζουν με μαύρα), και με πιάνει μια παράξενη ανατριχίλα, σαν να παίζει κάποιος ξυλόφωνο στη σπονδυλική μον στήλη. Και από τότε πον ήρθε ο Σηθ στο σπίτι μας έχουν σνμβεί μερικά παράξενα πράγματα. Μη γελάσεις, αλλά έγιναν μερικά περιστατικά πολτεργκάιστ, σαν αυτά πον γίνονται σε κάτι ψυχοπαθιάρικες ταινίες: ποτήρια που εκτοξεύονται ξαφνικά από τα ράφια, μερικά παράθνρα που σπάνε χωρίς κανένα φανερό λόγο και κάτι αλλόκοτα κυματιστά σχήματα πον εμφανίζονται μερικές φορές στην αμμοδόχο τον Σηθ, τη νύχτα. Μοιάζουν με παράξενες, σουρεαλιστικές ζωγραφιές πάνω στην άμμο. Όταν σον ξαναγράψω, θα σου στείλω μερικές φωτογραφίες για να τα δεις —αν το θυμηθώ. Τζαν, πίστεψε με, δε θα τα έλεγα σε κανέναν άλλο αντά τα πράγματα, μόνο σ' εσένα. Σε ξέρω και έχω εμπιστοσύνη στη φυσική σον περιέργεια, αλλά κνρίως στην ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ σου! Σε γενικές γραμμές, ο Σηθ δε μας δημιουργεί προβλήματα. Το πιο ενοχλητικό που έχει είναι ο τρόπος που ανασαίνει! Ρονφάει τον αέρα από το

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

97

στόμα τον, πον κρέμεται πάντα ανοιχτό, κ/ αυτο τον κάνε/ να φαίνεται σαν ηλίθιος, κα* ότι όεν ε ίνα/ ηλίθιος, ανεξάρτητα από τα προβλήματα πον έχει. Τις προάλλες ήρθε ο κύριος Μάρινβιλ πον μένει απέναντι, έφερε ένα κέικ μπανάνα πον είχε φτιάξει (πολύ ανμπαθητικός τύπος, αν και κάποτε έγραψε ένα βιβλίο για έναν άντρα πον είχε ερωτικό δεσμό με την κόρη του... και το ονόμασε μάλιστα Ηδονής και κάθισε λίγο με τον Σηθ, που είχε κάνει διάλειμμα από την αμμοδόχο για να δει την Μπονάντσα. Το θνμάσαι αντό το σίριαλ; Το ΤΝΤ το βάζει σε επανάληψη κάθε απόγευμα (η εκπομπή λέγεται Απογευματινό Πάρτι στην Ποντερόζα, πολύ χαριτωμένο, ε;) και αρέσει πολύ στον Σηθ. Γουέσ'ε'ν, γουέσ'ε'ν, λέει όταν αρχίζει. Ο κύριος Μάρινβιλ, που θέλει να τον λένε Τζόνι, έμεινε μαζί μας αρκετή ώρα και βλέπαμε οι τρεις μας την Μπονάντσα, τρώγοντας κέικ και πίνοντας σοκολάτα σαν παλιοί καλοί φίλοι, και όταν τον ζήτησα συγνώμη πον ανασαίνει έτσι ο Σηθ (κυρίως επειδή ενοχλεί εμένα, φυσικά), ο Μάρινβιλ γέλασε και είπε ότι δε φταίει ο Σηθ που έχει κρεατάκια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι τα κρεατάκια, αλλό. μάλλον θα πρέπει να πάμε τον Σηθ στο γιατρό να τον δει. Υπάρχει κάτι που με ενοχλεί όμως και γι' αυτό σου στέλνω και ένα φωτοαντίγραφο της κάρτας που μου έστειλε ο αδερφός μον από το Κάρσον Σίτι λίγο πριν πεθάνει. Γράφει ότι ο Σηθ έδειξε βελτίωση -εκπληκτική βελτίωση, μάλιστα. Με κεφαλαία γράμματα και με πολλά θαυμαστικά. Δες και μόνη σου. Όπως καταλαβαίνεις, ήμουν περίεργη, έτσι τον ρώτησα την επόμενη φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Αντό πρέπει να έγινε στις 27 ή στις 28 Ιουλίου, αυτή ήταν η τελευταία φορά που του μίλησα. Η αντίδραση τον ήταν πολύ παράξενη, δεν ταίριαζε καθόλου με τη συνηθισμένη συμπεριφορά τον Μπιλ. Έμεινε σιωπηλός για

89 RICHARD BACHMAN

αρκετή ώρα και μετά γέλασε με το ζόρι, ψεύτικα, «Χα-χα-χα!» ξέρεις, κανείς δε γελάει έτσι παρά μόνο σε τίποτα βαρετά πάρτι. Δεν είχα ξανακούσει τον αδερφό μον να γελάει έτσι. «Κοίτα να δεις, Οντ», μον λέει, «μπορεί να ήμονν λιγάκι νπερβολικός σ' αντά πον σον 'γραψα». Δεν ήθελε να πει τίποτε άλλο, αλλά όταν τον πίεσα μον είπε πως όταν πλησίασαν στα Βραχώδη Όρη ο Σηθ φαινόταν πιο ξύπνιος, σαν να αντιλαμβανόταν καλύτερα το περιβάλλον τον. «Ξέρεις πώς τον αρέσονν τα γονέστερν», μον είπε. Δεν το ήξερα τότε, τώρα όμως το ξέρω. Τρελαίνεται για καονμπόηδες και σερίφηδες και πιστολίδι. Ο Μπιλ μον είπε ότι ο Σηθ ήξερε μάλλον ότι δεν είναι στο πραγματικό Φαρ Ονέστ, αφού έβλεπε αντοκίνητα και τροχόσπιτα, αλλά «το τοπίο τον ξύπνησε». Έτσι μον το είπε. Θα το άφηνα να περάσει έτσι το πράγμα, αλλά μιλούσε πολύ περίεργα και αόριστα, όε μον θύμιζε καθόλον τον Μπιλ. Τον ήξερα καλά τον αδερφό μον. Ή, τονλάχιστον, νόμιζα ότι τον ήξερα. Ο Μπιλ ή θα ήταν εξωστρεφής και φλύαρος ή σκνθρωπός και κλεισμένος στον εαντό τον. Δεν νπήρχε μέση κατάσταση. Σ' αντό το τηλεφώνημα, όμως, ήταν σννέχεια σ' αντή τη μέση κατάσταση. Έτσι σννέχισα να τον πιέζω, κάτι πον δε θα έκανα κανονικά. Τον είπα ότι αντό πον μον έγραψε, ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ, φαίνεται να αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Τότε μον είπε ότι, ναι, είχε σνμβεί κάτι κοντά στο Ιλάι, μία από τις λίγες μεγάλες πόλεις βόρεια τον Λ ας Βέγκας. Μόλις πέρασαν μια πινακίδα πον έδειχνε προς ένα μέρος πον λέγεται Ντεσπερέισον, ο Σηθ «σαν να φρικάρισε». Έτσι το είπε ο Μπιλ. Ταξίδεναν στην Εθνική Οδό 50, αντή πον δεν έχει διόδια, και στα αριστερά τους, νότια από το δρόμο, υπήρχε ένα τεράστιο ανάχωμα.

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

99

Ο Μπιλ βρήκε ενδιαφέρον το θέαμα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ο Σηθ, όμως, μόλις γύρισε και το είδε, τρελάθηκε. Αρχισε να κουνάει τα χέρια του και να μιλάει σ' αυτή τη δική του γλώσσα. Αν τον ακούσεις, είναι σαν κασέτα με ομιλία βαλμένη ανάποδα. Ο Μπιλ, η Τζουν και τα άλλα δύο παιδιά άρχισαν να τον ενθαρρύνουν όπως κάνουν πάντα -όπως έκαναν- όταν ο Σηθ ενθουσιάζεται με κάτι και αρχίζει να «μιλάει», κάτι που συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει. Ξέρεις, άρχισαν να τον λένε, ναι, Σηθ, έτσι είναι, Σηθ, είναι ψώνιο, Σηθ, και καθώς του τα λένε όλα αυτά η ράχη όλο και απομακρύνεται πίσω τους. Και ξαφνικά ο Σηθ —εδώ είναι το απίστευτο- μιλάει, όχι ακαταλαβίστικα αλλά κανονικά. Μιλάει φυσιολογικά, λέει: «Σταμάτα, μπαμπά, γύρνα πίσω, ο Σηθ θέλει να δει το βουνό, ο Σηθ θέλει να δει τον Χος και τον Αιτλ Τζο». Ο Χος και ο Λιτλ Τζο, αν θυμάσαι, είναι δύο από τονς πρωταγωνιστές της Μπονάντσα. Ο Μπιλ μον είπε ότι αντή ήταν η μεγαλύτερη πρόταση πον είχε πει ο Σηθ σε όλη τον τη ζωή και, τώρα πον τον ξέρω καλύτερα, καταλαβαίνω πόσο ασννήθιστο ήταν να πει μια τόσο καθαρή φράση. Αλλά να το πεις αντό ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ; Δε θέλω να νποτιμήσω αντό πον έκανε, αλλά σε τελική ανάλνση δεν ήταν παρά μια φράση. Και στην κάρτα ο Μπιλ είναι τόσο ενθονσιασμένος, πον νομίζεις ότι θα τον στρίψει. Στο τηλέφωνο μον μιλούσε σαν ρομπότ. Και κάτι ακόμη. Στην κάρτα λέει, «θα σου πω περισσότερα αργότερα», που σημαίνει ότι όε βλέπει την ώρα να μον αφηγηθεί όλο το επεισόδιο, και όταν μιλάμε στο τηλέφωνο αναγκάζομαι να τον το βγάλω με το τσιγκέλι. Πολύ παράξενο! Ο Μπιλ μον είπε ότι αντό πον έγινε του θύμισε ένα παλιό ανέκδοτο με ένα ζευγάρι που νομίζει ότι ο γιος τους είναι μουγκός. Και μια μέρα, όταν το παιδί είναι έξι χρονών, μιλάει την ώρα που τρώνε.

91 RICHARD BACHMAN

«Σε παρακαλώ, μητέρα, μπορείς να μου δώσεις άλλο ένα καλαμπόκι;» λέει. Οι γονείς τον μένονν με ανοιχτό το στόμα και τον ρωτάνε γιατί δε μιλούσε μέχρι τώρα. «Δεν είχα τίποτα να πω», τονς απαντάει. Ο Μπιλ, λοιπόν, μον είπε αντό το αστείο (το 'χα ξανακούσει, φνσικά, είναι πολύ παλιό, πάνω κάτω από την εποχή πον έκαψαν τη Ζαν ντ'Αρκ) και μετά έβγαλε πάλι εκείνο το ψεύτικο γέλιο, «Χα~ χα-χα!» Σαν να ήθελε να κλείσει το θέμα μια και καλή. Μόνο πον εγώ δεν είχα σκοπό να το αφήσω. «Λοιπόν, τον ρώτησες, Μπιλ;» τον είπα. «Τι να τον ρωτήσω;» μον λέει. «Γιατί δεν είχε ξαναμιλήσει ως τότε». «Μα αφού μιλούσε». «Δε μιλούσε έτσι, όμως. Και γι' αντό ακριβώς μον έστειλες εκείνη την κάρτα, έτσι δεν είναι;» Είχα αρχίσει να τσατίζομαι μαζί τον. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα τσατιστεί. «Λοιπόν, τον ρώτησες γιατί δεν είχε πει μια καθαρή φράση ως τότε;» «Όχι», μον λέει, «δεν τον ρώτησα». «Και γνρίσατε πίσω;» «Δεν μπορούσαμε να γνρίσονμε, Οντ», μον λέει μετά από μία ακόμη σιωπή. Ήταν σαν να περιμένεις έναν κομπιούτερ πον παίζει σκάκι να βρει πώς πρέπει να απαντήσει σε μια δύσκολη κίνηση. Δε μον αρέσει να μιλάω έτσι για τον αδερφό μον, πον τον αγαπούσα και θα μον λείπει σ' όλη μον τη ζωή, αλλά θέλω να καταλάβεις πόσο παράξενη ήταν αντή η σνζήτηση. Ήταν σαν να μιλούσα όχι με τον αδερφό μον αλλά με έναν άγνωστο. Μακάρι να ήξερα γιατί ένιωθα έτσι, αλλά δεν ξέρω. «Τι εννοείς, δεν μπορούσατε να γνρίσετε;» τον ρωτάω. «Δεν μπορούσαμε σημαίνει δεν μπορούσαμε», μον λέει. Νομίζω ότι είχε τσατιστεί κι αντός μαζί μον, αλλά όε με ένοιαζε. Τονλάχιστον τώρα έμοιαζε περισσότερο με τον Μπιλ πον ήξερα. «Ήθελα να

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

101

φτάσουμε στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει και όε θα προλαβαίναμε αν πηγαίναμε σ' αντό το μέρος. Ένα σωρό κόσμος μου έχει πει ότι η Εθνική Οδός 50 είναι πολύ επικίνδυνη μετά τη δύση τον ηλίου και δεν ήθελα να εκθέσω την οικογένειά μου σε κάποιο κίνδυνο». Λες και διέσχιζε την Έρημο Γκόμπι και όχι την Κεντρική Νεβάδα. Λυτά είχα να σου πω. Μιλήσαμε λίγο ακόμη και μετά μου είπε, «Γεια σου, μωρό μου», όπως έλεγε πάντα, κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του. Γεια σου, μωρό μου, και μετά πέρασε κάποιος μαλάκας και τον σκότωσε. Τους σκότωσε όλους εκτός από τον Σηθ. Η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη τι όπλα χρησιμοποίησαν,, σου το είπα αυτό; Η ζωή είναι τόσο μπερδεμένη σε σχέση με τα βιβλία και τις ταινίες! Μια γαμημένη σαλάτα. Όμως, αυτή η τελευταία συζήτηση με ενοχλεί ακόμη. Κυρίως δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το ψεύτικο γέλιο. Ο Μπιλ -ο Μπιλ πον ήξερα- όε γελούσε ποτέ έτσι. Πάντως, δεν ήμονν η μόνη πον πρόσεξε ότι ο αδερφός μον φερόταν παράξενα. Ο φίλος του ο Τζο, αυτόν πον είχαν επισκεφτεί, μον είπε ότι όλη η οικογένεια είχε κάτι το περίεργο, εκτός από τον Σηθ. Μίλησα μαζί τον στο γραφείο τελετών, την ώρα πον ο Χερμπ υπέγραφε τα έγγραφα. Ο Τζο μου είπε ότι, βλέποντάς τους έτσι, αναρωτιόταν μήπως είχαν κολλήσει κανέναν ιό. «Εκτός από το μικρό», μον είπε. «Αυτός ήταν πάντα γεμάτος όρεξη• έπαιζε συνέχεια στην αμμοδόχο με τα παιχνίδια του». Λοιπόν, αρκετά σον έγραψα -ίσως παραπάνω από αρκετά. Αλλά σκέψου τα λιγάκι όλα αντά, εντάξει; Βάλε το πανέξνπνο μυαλό σον να δουλέψει γιατί ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ! Η συζήτηση με τον Χερμπ δε με βοηθάει.

93 RICHARD BACHMAN

Μου λέει ότι απλώς κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα αντά από τη λύπη μον και μόνο. Σκέφτηκα να μιλήσω στον Μάρινβιλ που μένει απέναντι —φαίνεται καλός τύπος και έξυπνοςαλλά δεν τον ξέρω τόσο καλά για να καθίσω να του πω τέτοια πράγματα. Έτσι, αναγκαστικά, τα λέω σ' εσένα. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Σ' αγαπώ, Τζαν. Μου λείπεις. Και μερικές φορές, ιδιαίτερα τελευταία, εύχομαι να ήμαστε νέες ακόμη, με όλα τα βρόμικα χαρτιά που μας μοιράζει η ζωή θαμμένα ακόμη βαθιά μέσα στην τράπουλα. Θυμάσαι πώς ήμαστε στο κολέγιο, όταν νομίζαμε ότι θα ζούμε αιώνια; Πρέπει να σταματήσω γιατί θα με πάρουν πάλι τα κλάματα. Πολλά πολλά

φιλιά,

1 Ε κ ε ί ν ο ΪΟ ΟΠΟγείφΟ. πριν πέσει ο κόσμος στην κόλαση σαν κουβάς με κομμένο σκοινί, ο Κόλι Εντράτζιαν είχε πάρει τρεις σημαντικές αποφάσεις την ώρα που ξυριζόταν. Η πρώτη ήταν να σταματήσει να τριγυρίζει αξύριστος. Η δεύτερη να κόψει το ποτό, τουλάχιστον μέχρι να ορθοποδήσει πάλι και να τακτοποιήσει τη ζωή του* έπινε πάρα πολύ τελευταία, τόσο που είχε αρχίσει να τον ανησυχεί, κι αυτό έπρεπε να σταματήσει. Η τρίτη ήταν ότι έπρεπε να κόψει τις αναβολές και να ψάξει να βρει δουλειά. Υπήρχαν τρεις εταιρείες σεκιούριτι στην περιοχή του Κολόμπους, σε δύο από αυτές είχε γνωστούς, και ήταν πια καιρός να κάνει μια καινούρια αρχή. Δεν είχε πεθάνει σε τελική ανάλυση. Έ π ρ ε π ε πια να σταματήσει να κλαίγεται και να συνεχίσει τη ζωή του. Τώρα, καθώς το σπίτι των Χόμπαρτ γινόταν κάρβουνο λίγο πιο κάτω και τα δύο αλλόκοτα βαν πλησίαζαν, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να μείνει ζωντανός. Εκείνο που τον κινητοποίησε ήταν κυρίως το μαύρο όχημα που ζύγωνε πίσω από το ροζ. Αυτό ξύπνησε ένα πανίσχυρο

104

RICHARD BACHMAN

ένστικτο μέσα του που του φώναζε να εξαφανιστεί αμέσως από εκεί, αν ήταν δυνατό να πάει στην Άπω Μογγολία κι ακόμη παραπέρα. Μέσα στη βροχή, δε διέκρινε καθαρά τις σκοτεινές φιγούρες μέσα στον «πυργίσκο» του μαύρου βαν, το ίδιο το όχημα όμως ήταν αρκετό για να του προκαλέσει πανικό. Μοιάζει με νεκροφόρα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, σκέφτηκε. «Μέσα!» άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει - κ ά π ο ι ο μέρος του εαυτού του που προφανώς ήθελε ακόμη να δίνει διαταγές. «Όλοι μέσα τώρα!» Σ' εκείνο το σημείο ξέχασε αυτούς που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το μακαρίτη τον Κάρβερ και τη γυναίκα του που ούρλιαζε ακόμη: την κυρία Γκέλερ, τη Σούζι, τη φίλη της Σούζι, τους Τζόζεφσον, την κυρία Ριντ. Ο Μάρινβιλ, ο συγγραφέας, ήταν λίγο πιο κοντά, αλλά ο Κόλι τον αγνόησε κι αυτόν. Ό λ η η προσοχή του συγκεντρώθηκε στα άτομα μπροστά στο σπίτι του κτηνιάτρου: τον Πίτερ Τζάκσον, τους Σόντερσον, την πωλήτρια από το μαγαζί, το μακρυμάλλη οδηγό και τον Μπίλινγκσλι, το γέρο κτηνίατρο που είχε βγει στη σύνταξη πριν από ένα χρόνο, χωρίς να έχει ιδέα ότι η μοίρα τού επιφύλασσε κάτι τέτοιο. «Εμπρός!» ούρλιαξε ο Κόλι και είδε τον Γκάρι Σόντερσον, μούσκεμα από τη βροχή, να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, μισοχαμένος ακόμη στο μεθύσι του. Εκείνη τη στιγμή του ήρθε η διάθεση να τον σκοτώσει, να τον σύρει κάπου και να τον καθαρίσει, να του βάλει φωτιά ή κάτι τέτοιο. «Μπείτε στο γαμημένο το ΣΠΙΤΙ!» Πίσω του άκουσε τον Μάρινβιλ να ουρλιάζει το ίδιο πράγμα, αλλά μάλλον αναφερόταν στο σπίτι των Κάρβερ. «Μα τι...» άρχισε να λέει η Μαριέλ, πλησιάζοντας δίπλα στον άντρα της. Μετά κοίταξε στο δρόμο και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Έ π ι α σ ε τα μάγουλά της, το στόμα της άνοιξε και ούρλιαξε. Την επόμενη στιγμή, λες και οι δολοφόνοι περίμεναν το ουρλιαχτό της σαν σύνθημα, άρχισαν οι πυροβολισμοί —σκληροί, κοφτοί κρότοι που κανείς δε θα μπορούσε να τους πάρει για κεραυνούς.

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

105

Ο χίπι άρπαξε τον Πίτερ Τζάκσον από το δεξί του χέρι και προσπάθησε να τον σηκώσει από τη νεκρή γυναίκα του. Ο Πίτερ δεν την άφηνε. Ούρλιαζε ακόμη και φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει γΰρω του. Ακούστηκε ένα ΚΑ-ΠΑΟΥ, εκκωφαντικό σαν έκρηξη δυναμίτη, και αμέσως μετά ο ήχος από τζάμια που θρυμματίζονται. Έ ν α ΚΑ-Μ Π AM, ακόμη δυνατότερο, και μετά ένα ουρλιαχτό φόβου ή πόνου. Ο Κόλι σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν μάλλον φόβου... αυτή τη φορά τουλάχιστον. Έ ν α ς τρίτος πυροβολισμός και το κεραμικό λυκόσκυλο του Μπίλινγκσλι διαλύθηκε. Η εξώπορτα ϊου σπιτιού του γιατρού ήταν ανοιχτή, αλλά αυτό το σκοτεινό ορθογώνιο άνοιγμα που οδηγούσε στην ασφάλεια λες και απείχε χιλιάδες χιλιόμετρα. Ο Κόλι έτρεξε πρώτα για τον Πίτερ, χωρίς καμία απολύτως σκέψη ηρωισμού. Απλώς εκεί πήγε πρώτα. Αλλος ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός και έσφιξε ενστικτωδώς την πλάτη και τους γλουτούς του περιμένοντας το θανάσιμο χτύπημα, ενώ το μυαλό του τον πληροφορούσε ότι ένας τουλάχιστον από τους κρότους ήταν κεραυνός. Ο δεύτερος δεν ήταν. Ή τ α ν ένα δεύτερο ΚΑ-ΠΑΟΥ, και ο Κόλι αισθάνθηκε κάτι να περνάει δίπλα από το δεξιό αυτί του. Πρώτη φορά μου ρίχνουν, σκέφτηκε. Εννιά χρόνια αστυνομικός και δε με είχαν πυροβολήσει ποτέ. Άλλος ένας πυροβολισμός. Έ ν α από τα παράθυρα χον λίβινγκ ρουμ στο σπίτι του Μπίλινγκσλι διαλύθηκε, λευκές κουρτίνες από μέσα να ανεμίζουν σαν χέρια φαντάσματος. Τα όπλα έριχναν πίσω του σαν πυροβολικό τώρα, ένα συνεχές μπαμ-μπαμ-μηαμ-μπαμ, και αισθάνθηκε άλλη μια σφαίρα να περνάει δίπλα του, αυτή τη φορά αριστερά από το χέρι του, και μια μαύρη ϊρύπα εμφανίστηκε στον τοίχο, κάτω από το σπασμένο Παράθυρο. Η τρύπα έμοιαζε με μεγάλο ξαφνιασμένο («Χτι. Η επόμενη πέρασε βουίζοντας δίπλα από το μηρό Ιου. Ή τ α ν απίστευτο που ζούσε ακόμη, εντελώς απίστευτο. Του ήρθε μυρωδιά από ξύλο κέδρου που καιγό-

106

RICHARD BACHMAN

ταν και από το μυαλό του πέρασε αστραπιαία μια ανάμνηση, απογεύματα Οκτωβρίου στον κήπο με τον πατέρα του, να καίνε φΰλλα σε αρωματικούς σωρούς. Του φαινόταν ότι έτρεχε ώρες τώρα, ένιωθε σαν πήλινη πάπια σε σκοπευτήριο, και δεν είχε φτάσει ακόμη τον Πίτερ Τζάκσον, τι γινόταν εδώ, πήγαινε πιο αργά ο χρόνος; Έ χ ο υ ν περάσει πέντε δευτερόλεπτα από την ώρα που άρχισαν οι πυροβολισμοί, τον πληροφόρησε η πιο ψύχραιμη πλευρά του μυαλού του. Μπορεί και τρία μόνο. Ο χίπι τραβούσε ακόμη τον Πίτερ από το χέρι και τώρα η Σύνθια ήρθε να τον βοηθήσει, τραβώντας κι αυτή. Ο Πίτερ όμως αντιστεκόταν με όλες του τις δυνάμεις. Ή θ ε λ ε να μείνει με τη γυναίκα του, η οποία είχε διαλέξει την πιο ακατάλληλη ώρα για να γυρίσει σπίτι της. Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα (και ήταν πολύ καλός δρομέας), ο Κόλι έσκυψε και πέρασε το χέρι του κάτω από τη μασχάλη του Πίτερ Τζάκσον καθώς περνούσε δίπλα του. Σαν παλιό τρένο που παίρνει τον ταχυδρομικό σάκο από το σταθμό, σκέφτηκε. Ο Πίτερ έβαλε κόντρα ρίχνοντας το σώμα του προς τα πίσω, προσπαθώντας να τους εμποδίσει. Το χέρι του Κόλι άρχισε να γλιστράει. Φτου, σκέφτηκε. Είμαστε χαμένοι όλοι. Ακούστηκε άλλη μια στριγκλιά από πίσω του, στο σπίτι των Κάρβερ. Με την άκρη του ματιού του είδε το ροζ βαν, που τους είχε προσπεράσει, να ανοίγει ταχύτητα προς την οδό Άιακινθ. «Η Μαίρη!» ούρλιαξε ο Πίτερ. «Είναι χτυπημένη!» «Άσ' τη σ' εμένα, Πιτ, μην ανησυχείς, άσ' τη σ' εμένα!» φώναξε εύθυμα ο Μπίλινγκσλι και, παρ' όλο που την ίδια στιγμή προσπερνούσε τρέχοντας το πτώμα της Μαίρης χωρίς καν να το κοιτάξει, ο Πίτερ κατένευσε ανακουφισμένος. Είναι ο τόνος της φωνής του Μπίλινγκσλι, σκέφτηκε ο Κόλι. Αυτός ο ξετρελαμένος από χαρά, εύθυμος τόνος. Ο χίπι είχε αρχίσει να βοηθάει πραγματικά τώρα αντί να προσπαθεί απλώς να βοηθήσει. Πρώτα πρώτα.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

107

βίχε πιάσει τον Πίτερ από τη ζώνη του και ε'τσι τα κατάφερνε καλύτερα. « Έ λ α , βοήθα κι εσύ, ρε φίλε», είπε στον Πίτερ. «Βόηθα λιγάκι». Ο Πίτερ τον αγνόησε. Κοίταξε τον Κόλι με πελώρια, θολωμένα μάτια. «Θα τη φροντίσει ο γιατρός, έτσι δεν είναι; Θα τη βοηθήσει». «Ναι, ναι, θα τη βοηθήσει!» φώναξε ο Κόλι, προσπαθώντας να πάρει τον ίδιο χαρούμενο τόνο με τον Μπίλινγκσλι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η φωνή του ήταν γεμάτη τρόμο. Το ροζ βαν είχε χαθεί, το μαύρο όμως προχωρούσε ακόμη αργά, ήταν σχεδόν σταματημένο. Στον πυργίσκο ξεχώρισε μερικές φιγούρες, ήταν φωτεινές, σχεδόν σαν να φωσφόριζαν. «Μπίλινγκσλι...» Εκείνη τη στιγμή έπεσε πάνω του η Μαριέλ Σόντερσον καθώς περνούσε τρέχοντας δίπλα του, με Κατεύθυνση το σπίτι του κτηνιάτρου. Κόντεψε να τον ρίξει κάτω. Αμέσως μετά πέρασε από τα δεξιά του ο Γκάρι και χτύπησε την πωλήτρια με τον ώμο του. Η κοπέλα έπεσε στο ένα γόνατο, βγάζοντας μια κραυγή πόνου. Κάτι πρέπει να είχε στραμπουλίξει, ίσως τον αστράγαλο της. Ο Γκάρι ούτε που γύρισε να την κοιτάξει, τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην πόρτα του σπιτιού. Η κοπέλα σηκώθηκε πάλι σαν αστραπή. Η γκριμάτσα του πόνου υπήρχε ακόμη στο πρόσωπο της, αλλά εξακολουθούσε να κρατάει παλικαρίσια τον Πίτερ από ίο χέρι, προσπαθώντας να βοηθήσει. Ο Κόλι είχε αρχίζει να την εκτιμά, παρ' όλα τα δίχρωμα μαλλιά της. Οι Σόντερσον συνέχιζαν το κατοστάρι. Είχαν χρειαστεί μια δυο στιγμές για να μπουν στο νόημα, μόλις μπήκαν, όμως, τίποτα δεν τους σταματούσε. Ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός. Ο μακρυμάλ|ης ξεφώνισε από κατάπληξη και πόνο και έπιασε το δεξί του πόδι. Ο Κόλι είδε να αναβλύζει αίμα ανάμεσα ίβχα δάχτυλά του, ένα αναπάντεχα λαμπερό χρώμα μέσα (ρτο γκρίζο φως. Η κοπέλα τον κοίταζε με ανοιχτό το ϋτόμα και τα μάτια διάπλατα.

RICHARD BACHMAN

108

«Είμαι εντάξει», είπε ο χίπι ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του. «Μια γρατσουνιά είναι. Πάμε, πάμε!» Ο Πίτερ είχε σηκωθεί επιτέλους. «Τι διάβολο συμβαίνει;» ρώτησε τον Κόλι. Έ μ ο ι α ζ ε σαν ναρκωμένος. Πριν προλάβει να πει τίποτα ο Κόλι, ακούστηκε ένας τελευταίος πυροβολισμός από το μαύρο βαν και ένας ήχος που θύμιζε το σφύριγμα οβίδας. Η Μαριέλ Σόντερσον, που είχε φτάσει στη βεράντα του σπιτιού (ο Γκάρι ήταν κιόλας μέσα, δε θα περίμενε βέβαια τη γυναίκα του), ούρλιαξε και έπεσε πάνω στην πόρτα. Το αριστερό της χέρι πετάχτηκε προς τα πάνω και ο τοίχος γέμισε αίματα, που άρχισαν αμέσως να κυλούν προς τα κάτω καθώς τα ξέπλενε η βροχή. Ο Κόλι άκουσε την πωλήτρια να ουρλιάζει και ένιωσε κι αυτός τη διάθεση να κάνει το ίδιο. Η σφαίρα είχε χτυπήσει τη Μαριέλ στον ώμο και της είχε ξεκολλήσει σχεδόν το αριστερό χέρι από το σώμα της. Τώρα κρεμόταν μόνο από μια λωρίδα ματωμένης σάρκας που είχε μια κρεατοελιά πάνω της. Αυτή η κρεατοελιά - π ο υ σίγουρα ο Γκάρι θα την είχε φιλήσει πολλές φορές παλιότερα, πριν αρχίσει να π ί ν ε ι - έκανε την εικόνα ακόμη πιο πραγματική. Η Μαριέλ στεκόταν μπροστά στην πόρτα στριγκλίζοντας, με το αριστερό της χέρι να κρέμεται δίπλα της σαν πόρτα που την έχουν ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες. Πίσω της, το μαύρο βαν επιτάχυνε κατηφορίζοντας το λόφο και ο πυργίσκος έκλεισε καθιός απομακρυνόταν. Χάθηκε μέσα στη βροχή και στον καπνό που έβγαινε από το άδειο σπίτι των Χόμπαρτ, όπου η φωτιά είχε κατεβεί τώρα και στους τοίχους.

2

Ε,

/

IXC CVQ HGpOQ όπου μπορούσε να κρύβεται, ένα καταφύγιο. Μερικές φορές αυτό της φαινόταν πραγματική ευλογία και άλλες σκέτη κατάρα, επειδή παρέτεινε την κατάσταση.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

109

έδινε συνέχεια στο εφιαλτικό παιχνίδι. Ό,τι από τα δυο κι αν ήταν, όμως, χάρη σ' αυτό το καταφύγιο ήταν ακόμη ο εαυτός της, τουλάχιστον για κάποια διαστήματα. Χάρη σ' αυτό δεν τα είχε φτύσει, όπως ο Χερμπ. Τελικά όμως ο Χερμπ είχε καταφέρει να ξαναβρεί τον εαυτό του για μια τελευταία φορά. Είχε καταφέρει να ελέγξει τον εαυτό του για όση ώρα χρειάστηκε να πάει στο γκαράζ και να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τουλάχιστον αυτή έτσι ήθελε να πιστεύει. Μερικές φορές όμως έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Μερικές φορές σκεφτόταν εκείνα τα ατέλειωτα βράδια πριν ακουστεί ο πυροβολισμός από το γκαράζ, θυμόταν τον Σηθ στην καρέκλα του, εκείνη με τα αυτοκόλλητα με τα άλογα και τους καβαλάρηδες που του είχαν βάλει όταν κατάλαβαν πόσο του άρεσαν τα «γουέσ'ε'ν». Ο Σηθ καθόταν εκεί χωρίς να δίνει σημασία στην τηλεόραση (εκτός αν έπαιζε κανένα καουμπόικο ή διαστημικό, βέβαια) και κοίταζε τον Χερμπ με τα φρικτά μάτια του που είχαν το χρώμα της λάσπης, μάτια ενός πλάσματος που έχει ζήσει όλη τη ζωή του μέσα σε βάλτο. Καθόταν στην καρέκλα που ο θείος και η θεία του του είχαν διακοσμήσει με τόση αγάπη τον πρώτο καιρό, πριν αρχίσει ο εφιάλτης. Ή , μάλλον, πριν καταλάβουν ότι είχε αρχίσει. Καθόταν και κοίταζε τον Χερμπ, την ίδια δεν την κοίταζε σχεδόν ποτέ, εκείνη την εποχή τουλάχιστον. Τον κοίταζε συνέχεια. Προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα του με τη σκέψη. Τον στράγγιζε σαν βρικόλακας σε ταινία φρίκης. Και τελικά αυτό ήταν το πλάσμα που ζούσε μέσα στον Σηθ, ένας βρικόλακας. Και αυτή ήταν η ταινία: η ζωή τους με ένα βρικόλακα στην οδό Πόπλαρ. Αν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ' αυτή τη γειτονιά, όπου όλα τα σπίτια είχαν τουλάχιστον ένα δίσκο των Κάρπεντερ. Καλοί γείτονες, άνθρωποι που τρέχουν να δώσουν αίμα, όταν ακούν στο ραδιόφωνο ότι κάποιος το χρειάζεται, και κανείς δεν ήξερε ότι η Όντρεϊ Γουάιλερ, η χήρα που έμενε ανάμεσα στους Σόντερσον και στους Ριντ, πρωταγωνιστούσε σε μια πραγματική ταινία φρίκης και τρόμου.

110

RICHARD BACHMAN

Τις καλές μέρες σκεφτόταν ότι ο Χερμπ (ο Χερμπ που το χιούμορ του τους έδινε δύναμη και θύμωνε ακόμη περισσότερο το πλάσμα μέσα στον Σηθ) είχε αντέξει αρκετά για να καταφέρει να ξεφύγει. Τις κακές μέρες ήξερε ότι αυτά είναι ανοησίες, ότι ο Σηθ απλα3ς τον χρησιμοποίησε όσο τον χρειαζόταν και μετά τον έστειλε στο γκαράζ με ένα πρόγραμμα αυτοκαταστροφής στο μυαλό του. Στην πραγματικότητα όμως δεν τα έκανε ο ^ηθ αυτά. Ο Σηθ που τον πρώτο καιρό τους αγκάλιαζε και, τους φιλούσε μερικές φορές. «Εγώ ουμπόι», έλεγε μερικές φορές όταν καθόταν στην καρέκλα του, λέξεις που ξεχώριζαν από την ακαταλαβίστικη ομιλία του και τους έκαναν να νιώθουν, έστω και στιγμιαία, ότι υπήρχε κάποια πρόοδος: Εγώ είμαι καουμπόι. Εκείνος ο Σηθ ήταν γλυκός και αξιολάτρευτος και ο αυτισμός του τον έκανε ακόμη πιο αγαπητό. Ταυτόχρονα όμως ο Σηθ ήταν μέντιουμ, κάτι σαν το μολυσμένο αίμα που τρέφει και μεταφέρει έναν ιό. Ο ιός —Ο βρικόλακαςήταν ο Τακ. Έ ν α μικρό δώρο από την έρημο της Νεβάδα. Ο αδερφός της ο Μπιλ της είχε πει ότι δεν πήγαν στην Ντεσπερέισον, δε σταμάτησαν για να εξερευνήσουν εκείνο το ανάχωμα που είχαν δει από το δρόμο και που είχε κάνει τον Σηθ να μιλήσει καθαρά. Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε, Οντ, της είχε πει ο Μπιλ. Ήθελα να φτάσουμε στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει. Αλλά ο Μπιλ της είχε πει ψέματα. Αυτό το είχε μάθει από ένα γράμμα που πήρε από κάποιον Άλεν Σάιμς. Ο Σάιμς, γεωλόγος της μεταλλευτικής εταιρείας Ντιπ Ερθ, είχε δει την οικογένεια Γκάριν στις 24 Ιουλίου του 1994, τη μέρα που ο Μπιλ της είχε στείλει την ενθουσιώδη κάρτα. Ο Σάιμς τη διαβεβαίωσε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το ενδιαφέρον εκείνη τη μέρα, ότι απλώς πήγε τους Γκάριν μέχρι την άκρη του ορυχείου (οι κανονισμοί απαγορεύουν την είσοδο στο ορυχείο, έλεγε το γράμμα του) και τους έκανε μια μικρή ιστορική διάλεξη. Μετά οι Γκάριν έφυγαν. Καλή ιστορία, βαρετή και αληθοφανής.

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

111

Η Όντρεϊ θα την πίστευε χωρίς ενδοιασμούς κάτω από άλλες συνθήκες, εκείνη όμως ήξερε κάτι που ο Άλεν Σάιμς το αγνοούσε: ότι ο Μπιλ της είχε πει πως δε σταμάτησαν καθόλου. Ό τ ι συνέχισαν το δρόμο τους για να φτάσουν στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει. Και αφού είχε πει ψέματα ο Μπιλ, δεν ήταν πιθανό, ίσως και αναμενόμενο, να είχε πει ψέματα και ο Σάιμς; Να είπαν ψέματα, όμως, για τι πράγμα; Για τι πράγμα; Σταμάτα, μπαμπά, γύρνα πίσω, ο Σηθ θέλει να δει το βουνό. Γιατί μου είπες ψέματα, Μπιλ; Αλλά την ήξερε την απάντηση: ο Μπιλ της είπε ψέματα επειδή τον ανάγκασε ο Σηθ. Το πιθανότερο ήταν ότι ο Σηθ ήταν δίπλα στον Μπιλ την ώρα που μιλούσαν στο τηλέφωνο και κοίταζε το πλάσμα που δε θεωρούσε πια πατέρα του μ' εκείνα τα μάτια του στο χρώμα της λάσπης, που θα έπρεπε να είναι θαμμένα σε κάποιο βάλτο. Ο Μπιλ μπορούσε να της πει μόνο ό,τι ήθελε ο Τακ, σαν άνθρωπος που μιλάει με ένα πιστόλι κολλημένο στο κεφάλι του. Έ τ σ ι της είπε εκείνα τα αδέξια ψέματα και γέλασε μ' εκείνο το αφύσικο γέλιο, χα-χα-χα! Τελικά, το πλάσμα που κρυβόταν μέσα στον Σηθ είχε φάει τον Χερμπ ζωντανό και τώρα προσπαθούσε να φάει κι αυτή, εδώ όμως υπήρχε, προφανώς, μια σημαντική διαφορά: αυτή είχε ένα καταφύγιο. Το είχε ανακαλύψει ίσως τυχαία, ίσως με τη βοήθεια του Σηθ -του πραγματικού Σ η θ - και προσευχόταν να μην ανακαλύψει ποτέ ο Τακ τι κάνει και πού πηγαίνει, να μην την ακολουθήσει ποτέ μέχρι το καταφύγιο της. Το Μάιο του 1982, όταν ήταν είκοσι ενός ετών και ανύπαντρη ακόμη, είχε περάσει ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο —το καλύτερο της ζωής της ίσως- μαζί με τη συγκάτοικο της, την Τζάνις Γκούντλιν, που ήταν επίσης η καλύτερη φίλη της από τότε και για πάντα. Είχαν πάει στο ξενοδοχείο του βουνού Μοχόνκ, στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Το ταξίδι ήταν δώρο από τον πατέρα της Τζαν, που είχε προαχθεί και είχε πάρει κάποιο χρηματικό βραβείο από την

112

RICHARD BACHMAN

εταιρεία του για την απόδοση του στις πωλήσεις. Αν ο σκοπός του ήταν να μοιραστεί την ευτυχία του με τις δΰο κοπέλες, τα είχε καταφέρει περίφημα. Εκείνο το Σάββατο πήραν μαζί τους ένα υπέροχο παλιό καλάθι με τρόφιμα για πικνίκ και άρχισαν να περπατάνε επί ώρες, ψάχνοντας το τέλειο σημείο για να καθίσουν. Ό τ α ν το κάνεις αυτό, συνήθως δεν το βρίσκεις, εκείνη τη μέρα όμως στάθηκαν τυχερές. Ή τ α ν ένα υπέροχο λιβάδι γεμάτο νεραγκοΰλες, μαργαρίτες και αγριοτριαντάφυλλα. Στον αέρα βούιζαν μέλισσες και λευκές πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι σαν μαγικό κομφετί που δε λέει να πέσει στη γη. Στη μια άκρη του λιβαδιού υπήρχε κάτι σαν περίπτερο, μερικές ξύλινες κολόνες και μια θολωτή στέγη από πάνω -υπήρχαν πολλά τέτοια περίπτερα στο ύπαιθρο γύρω από το ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο - που προσφέρει σκιά και ανοιχτό από παντού για να μην εμποδίζει τον αέρα και τη θέα. Εκεί έφαγαν μέχρι σκασμού, μιλώντας ασταμάτητα, και σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις γέλασαν μέχρι δακρύων. Από τότε δεν είχε ξαναγελάσει ποτέ της τόσο πολύ. Δεν ξέχασε ποτέ το καθαρό καλοκαιρινό φως εκείνης της μέρας και τις λευκές πεταλούδες. Αυτό ήταν το μέρος όπου πήγαινε όταν ο Τακ είχε πλήρη έλεγχο του Σηθ. Εκεί κρυβόταν, με μια Τζάνις που λεγόταν ακόμη Γκούντλιν και όχι Κονρόι, μια Τζάνις που ήταν ακόμη νέα. Μερικές φορές μιλούσε στην Τζάνις για τον Σηθ, της έλεγε πώς τον είχαν πάρει σπίτι τους και πώς (στην αρχή τουλάχιστον) δεν είχαν υποψιαστεί τι υπήρχε μέσα του, ένα πλάσμα που τους παρακολουθούσε απαρατήρητο και καλλιεργούσε τις δυνάμεις του, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί. Μερικές φορές, έλεγε στην Τζαν πόσο της έλειπε ο Χερμπ και πόσο τρομοκρατημένη ήταν, της έλεγε ότι αισθανόταν σαν μύγα πιασμένη στον ιστό της αράχνης. Έ ν ι ω θ ε όμως ότι αυτές οι συζητήσεις ήταν επικίνδυνες και προσπαθούσε να τις αποφεύγει. Τις περισσότερες φορές απλώς ξανάπαιζε μέσα στο μυαλό της τις γλυ-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

113

κές σαχλαμάρες εκείνης της μακρινής μέρας, όταν ο Ρίγκαν ήταν ακόμη στην πρώτη του θητεία και στα δισκάδικα πουλούσαν ακόμη δίσκους βινιλίου. Μιλούσαν για το αν ο Ρέι Σόουμς, το τότε αγόρι της Τζαν, θα ήταν τρυφερός εραστής (εγωιστικό γουρούνι, την είχε πληροφορήσει η Τζαν τρεις βδομάδες αργότερα, πριν αποχαιρετήσει για πάντα το γοητευτικό Ρέι) και τι δουλειές θα έβρισκαν και πόσα παιδιά θα έκαναν και ποιος από τους φίλους και τις φίλες τους θα πετύχαινε περισσότερο στη ζωή. Αναπολώντας όλα αυτά, τα πολύτιμα αλλά ανομολόγητα - ί σ ω ς δεν είχαν τολμήσει να τα κουβεντιάσουν από φόβο μη χαλάσουν τη μαγεία τ ο υ ς - ξαναζούσε τη χαρά εκείνης της μέρας. Δύο πεντάγερες νεαρές γυναίκες που αγαπούσαν αληθινά η μια την άλλη. Κι έτσι η Ό ν τ ρ ε ϊ συγκεντρωνόταν σ' αυτές τις εικόνες και όχι στα τωρινά της προβλήματα, όταν ένιωθε τον Τακ να σκάβει μέσα της με τα αόρατα αλλά οδυνηρά του δόντια, προσπαθώντας να την απομυζήσει, να τραφεί από αυτή. Κατέφευγε στην αγάπη και το φως εκείνης της μέρας και μέχρι τώρα έβρισκε εκεί παρηγοριά και καταφύγιο. Τουλάχιστον, ήταν ακόμη ζωντανή. Και, το σημαντικότερο, ήταν ακόμη ο εαυτός της. Στο λιβάδι, η σύγχυση και το σκοτάδι σκόρπιζαν και όλα ξεχώριζαν ολοκάθαρα: οι ξύλινες κολόνες που στήριζαν την οροφή, η καθεμιά με τη λεπτή σκιά της- το τραπέζι με τους αντικριστούς ξύλινους πάγκους όπου κάθονταν, ένα τραπέζι γεμάτο αρχικά ονομάτων, τα περισσότερα σκαλισμένα από ερωτευμένους' το καλάθι του πικνίκ, ακουμπισμένο τώρα στο ξύλινο πάτωμα, ακόμη ανοιχτό αλλά σχεδόν άδειο, με τα σκεύη και τα πλαστικά τάπερ τακτοποιημένα για την επιστροφή στο ξενοδοχείο. Έ β λ ε π ε τις χρυσαφένιες ανταύγειες στα μαλλιά της Τζαν και μια κλωστή στον αριστερό ώμο της μπλούζας της. Άκουγε τις κραυγές κάθε πουλιού. Υπήρχε μόνο μία διαφορά με το πώς ήταν τα πράγματα εκείνη τη μέρα. Πάνω στο τραπέζι, όπου τότε είχαν ακου-

114

R I C H A R D BACHMAN

μπήσει το καλάθι του πικνίκ, τώρα υπήρχε ένα μικρό κόκκινο πλαστικό τηλέφωνο. Η Όντρεϊ είχε ένα τέτοιο σε ηλικία πέντε χρονών και έκανε πολύωρες και ανόητες συνομιλίες με μια φανταστική της φίλη, τη Μελίσα Σουίτχαρτ. Σε μερικές επισκέψεις της στο λιβάδι, πάνω στο τηλέφωνο υπήρχε η λέξη ΠΛΕΪΣΚΟΥΛ. Άλλες φορές (συνήθως όταν τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα φρικτά, και οι μέρες αυτές πλήθαιναν τελευταία) έβλεπε μια πολύ μικρότερη και πιο απειλητική λέξη: το όνομα του βρικόλακα. Ή τ α ν το τηλέφωνο του Τακ και δε χτυπούσε ποτέ. Τουλάχιστον δεν είχε χτυπήσει ακόμα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε την αίσθηση ότι, αν χτυπούσε ποτέ, αυτό θα σήμαινε ότι ο Τακ είχε βρει το μυστικό της καταφύγιο. Και αν γινόταν αυτό, θα ήταν το τέλος της. Μπορεί να συνέχιζε να ανασαίνει και να τρώει για λίγο, όπως είχε κάνει ο Χερμπ, αλλά η ίδια θα έπαυε να υπάρχει. Μερικές φορές προσπαθούσε να κάνει το τηλέφωνο να εξαφανιστεί. Είχε σκεφτεί ότι, αν κατάφερνε να απαλλαγεί από τη συσκευή, θα μπορούσε ίσως να ξεφύγει από το τέρας μια για πάντα. Ό μ ω ς , της ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από την παρουσία του τηλεφώνου όσο κι αν προσπαθούσε. Το τηλέφωνο εξαφανιζόταν μερικές φορές, αλλά ποτέ όταν το κοίταζε ή όταν το σκεφτόταν. Μπορεί να κοίταζε το γελαστό πρόσωπο της Τζαν (που της έλεγε ότι μερικές φορές ήθελε να σφίξει τον Ρέι Σόουμς στην αγκαλιά της και να τον ρουφήξει ολόκληρο, και μερικές φορές —όπως όταν τον έπιανε να σκαλίζει κρυφά τη μύτη τ ο υ - ήθελε να τον σπάσει στο ξύλο) και μετά γύριζε στο τραπέζι και έβλεπε ότι το τηλέφωνο είχε χαθεί. Αυτό σήμαινε ότι ο Τακ έλειπε, προσωρινά τουλάχιστον, ότι κοιμόταν ή είχε αποσυρθεί. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, επέστρεφε και έβρισκε τον Σηθ καθισμένο στη λεκάνη της τουαλέτας, με τα μάτια του θολά και παράξενα, τουλάχιστον όμως ανθρώπινα. Φαίνεται ότι ο Τακ δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί όταν ο Σηθ πήγαινε στην τουαλέτα. Ή τ α ν

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

115

μια παράξενη, σχεδόν υπαρξιακή ιδιοτροπία για ένα τόσο ανελέητο και απάνθρωπο πλάσμα. Κοίταξε στο τραπέζι και είδε ότι το τηλέφωνο είχε χαθεί. Σηκώθηκε και η Τζαν - ε κ ε ί ν η η νεαρή Τζαν, που είχε ακόμη και τους δυο μαστούς τ η ς - σταμάτησε τη φλυαρία της και την κοίταξε θλιμμένη. «Τόσο γρήγορα;» «Λυπάμαι», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ , αν και δεν ήξερε αν είναι νωρίς ή αργά. Αυτό θα το καταλάβαινε μόνο όταν γύριζε πίσω και κοίταζε το ρολόι. Ό σ ο ήταν εδώ, δεν υπήρχε οΰτε χρόνος ούτε ρολόγια. Το λιβάδι εκείνο το Μάιο του 1982 ήταν μια άχρονη ζώνη. «Μπορεί μια μέρα να καταφέρεις να απαλλαγείς από το καταραμένο τηλέφωνο μια για πάντα και να μείνεις», είπε η Τζαν. «Μπορεί. Θα ήταν ωραία». Θα ήταν, όμως; Δεν ήξερε. Εξάλλου είχε να φροντίσει ένα μικρό παιδί. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο: δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τα παρατήσει και ήξερε ότι αυτό θα γινόταν αν έμενε μόνιμα στο λιβάδι. Αλλωστε, ποιος ξέρει πώς θα ένιωθε για το λιβάδι αν ήξερε ότι δεν μπορεί να φύγει ποτέ από εκεί; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο παράδεισος μπορεί να γινόταν κόλαση. Ό μ ω ς τα πράγματα άλλαζαν, και όχι προς το καλύτερο. Πρώτα πρώτα, ο Τακ δεν εξασθενούσε με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που είχε την ανοησία να ελπίζει στην αρχή. Αντίθετα, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Η τηλεόραση έπαιζε ασταμάτητα τις ίδιες ταινίες και τα ίδια σίριαλ (Μπονάντσα, Ο Σερίφης... και το Μότοκαπς 2200, φυσικά) ξανά και ξανά. Είχε πια την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί είναι τρελοί δημαγωγοί, απάνθρωπες φωνές που παροτρύνουν έναν αδίστακτο όχλο σε κάποια ανείπωτη πράξη. Κάτι θα γινόταν και μάλιστα γρήγορα. Ή τ α ν σχεδόν σίγουρη γι' αυτό. Ο Τακ σχεδίαζε κάτι... αν μπορούσες να πεις ότι ένα τέτοιο πλάσμα κάνει σχέδια ή και σκέφτεται ακόμη. Έ ν ι ω θ ε ότι σε λίγο όλα θα γύριζαν τα πάνω κάτω και τα μέσα

116

RICHARD BACHMAN

έξω, όπως συμβαίνει σε ένα σεισμό. Και αν γινόταν αυτό, όταν γινόταν... «Κοίτα να ξεφύγεις», είπε η Τζαν και τα μάτια της άστραψαν. «Πάψε να το σκέφτεσαι και κάν' το, Οντ. Άνοιξε την εξώπορτα, την ώρα που ο Σηθ κοιμάται ή είναι στην τουαλέτα, και βάλ' το-στα πόδια. Φΰγε από το σπίτι. Φΰγε απ' αυτό το πράγμα». Ή τ α ν η πρώτη φορά που η Τζαν της έδινε συμβουλές κι αυτό τη σοκάρισε. Δεν ήξερε πώς να απαντήσει. «Θα... θα το σκεφτώ». «Μην το σκέφτεσαι για πολΰ. Έ χ ω την αίσθηση ότι δε σου μένει πολΰς χρόνος». «Πρέπει να φΰγω». Έ ρ ι ξ ε άλλη μια ματιά στο τραπέζι για να βεβαιωθεί ότι το τηλέφωνο έλειπε. Εντάξει, δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. «Εντάξει. Γεια σου, Οντ». Η φωνή της Τζαν ακουγόταν σαν να ερχόταν από μεγάλη απόσταση και η εικόνα της ξεθώριαζε σαν να επρόκειτο για φάντασμα. Καθώς έφευγε το χρώμα από πάνω της, άρχισε να μοιάζει περισσότερο με την τωρινή Τζάνις, μια γυναίκα με τον ένα μαστό κομμένο, μια γυναίκα με στενές και μίζερες αντιλήψεις. «Να ξανάρθεις γρήγορα. Μπορεί να μιλήσουμε για το Σέρτζεντ Πέπερ». «Εντάξει». Η Ό ν τ ρ ε ϊ κατέβηκε από το περίπτερο και κοίταξε προς τη βάση του λόφου, ένα βράχο με ροζ αγριοτριαντάφυλλα μπροστά του. Οι λευκές πεταλοΰδες έκαναν πιρουέτες από πάνω τους. Έ ν α μπουμπουνητό ακοΰστηκε στο γαλάζιο ουρανό. Ο Θεός έστελνε καταιγίδα από τα βουνά Κάτσκιλ. Δεν ήταν παράξενο. Κάτι τόσο τέλειο όσο αυτό το απόγευμα δεν μποροΰσε να διαρκέσει πολΰ. Όλα τα όμορφα τελειώνουν... Ποιος ποιητής το 'χε γράψει αυτό; Ό χ ι πως είχε σημασία. Η Τζάνις ΓκοΰντλινΚονρόι πίστευε ότι ήταν τόσο αληθινό όσο και ποιητικό. Με τον καιρό, η Όντρεϊ Γκάριν συμφώνησε απολΰτως. Γΰρισε για να κοιτάξει τα σΰννεφα, αλλά αντί για τον ουρανό είδε το λίβινγκ ρουμ του σπιτιοΰ της. Τα

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

117

πάντα ήταν βρόμικα. Σκόνη κάτω από τα έπιπλα, όλα τα τζάμια γεμάτα δαχτυλιές, λίγδες στην κουζίνα, στα τραπέζια χυμένα αναψυκτικά. Ο αέρας μύριζε ιδρώτα και ζέστη, κυρίως όμως μύριζε μακαρόνια κονσέρβα και μπαγιάτικα τηγανητά χάμπουργκερ. Ή τ α ν τα μόνα πράγματα που έτρωγε ο Σηθ. Είχε γυρίσει στην πραγματικότητα. Κατάλαβε ότι κρύωνε. Κοίταξε κάτω και είδε ότι φορούσε μόνο σορτς και αθλητικά παπούτσια. Μπλε σορτς, φυσικά, γιατί τέτοιο φ ο ρ ά ε ι η Κ α σ σ ά ν δ ρ α Στάιλς, η Κάσι, η αγαπημένη Μότοκαπ του Σηθ. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν βρόμικα. Η άσπρη μπλούζα που είχε φορέσει το πρωί (πριν πάρει τον έλεγχο του σώματος της ο Τακ και αρχίσει να την κινεί από δω κι από κει σαν ηλεκτρικό τρενάκι) ήταν πεταμένη στον καναπέ. Έ ν ι ω θ ε έναν παλλόμενο πόνο στις ρώγες της. Με έβαλε να τις τσιμπήσω πάλι, σκέφτηκε, καθώς πήγαινε στον καναπέ και έπαιρνε την μπλούζα. Γιατί; Επειδή ο Κάρι Ρίπτον, ο μικρός που φέρνει την εφημερίδα, με είδε γυμνή από τη μέση και πάνω; Ναι, ίσως. Οι αναμνήσεις της ήταν θολές, όπως πάντα, αλλά μάλλον αυτό πρέπει να ήταν. Ο Τακ θύμωσε... άρχισε να την τιμωρεί... και μετά, όταν ξαναγύρισε στο γραφείο για να δει τις αναθεματισμένες τις ταινίες του, αυτή έτρεξε στο καταφύγιο της, στο λιβάδι. Τα τσιμπήματα την τρόμαζαν πολύ. Ο πόνος ήταν χειρότερος σε άλλες περιπτώσεις και η ταπείνωση το ίδιο - ο Τακ ήταν καλλιτέχνης σ' αυτά τα π ρ ά γ μ α τ α αλλά το να τη βάζει να τσιμπάει τις ρώγες της είχε κάτι το σεξουαλικό. Και μετά ήταν το γεγονός ότι όλο και πιο συχνά ο Τακ την έβαζε να γδύνεται όταν ήταν θυμωμένος μαζί της ή απλώς όταν βαριόταν. Θα 'λεγε κανείς ότι αυτός (ή ο Σηθ ή και οι δύο) την έβλεπε σαν την προσωπική του Κάσι Στάιλς. Και του άρεσε φαίνεται να βλέπει τα βυζιά της αγαπημένης του Μότοκαπ. Δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τη σχέση ανάμεσα στον Σηθ και τον Τακ κι αυτό έκανε ακόμη χειρότερη την

118

RICHARD BACHMAN

κατάσταση. To πιθανότερο ήταν ότι ο Σηθ δεν ενδιαφερόταν για γυναίκες και βυζιά. Σε τελική ανάλυση ήταν μόνο οχτώ χρονών. Ό μ ω ς , τι ηλικία είχε το πλάσμα μέσα του; Και τι ήθελε; Υπήρχαν άλλες πιθανότητες, πράγματα πέρα από τις τσιμπιές, που δεν ήθελε οΰτε να τα σκέφτεται. Λίγο πριν πεθάνει ο Χερμπ... Αλλά, όχι, δε θα το σκεφτόταν αυτό. Φόρεσε την μπλούζα, κουμπώθηκε και κοίταξε το ρολόι στο ράφι του τζακιού. Μόλις 4:15. Η Τζαν είχε δίκιο που τη ρώτησε γιατί φεύγει τόσο γρήγορα. Ο καιρός όμως είχε αλλάξει. Έ π ε φ τ α ν κεραυνοί και αστραπές και η βροχή που χτυπούσε το παράθυρο του λίβινγκ ρουμ ήταν τόσο δυνατή που έμοιαζε με καπνό. Η τηλεόραση έπαιζε στο γραφείο. Τη γνωστή ταινία, φυσικά. Τη φρικτή, απαίσια ταινία. Αυτή ήταν η τέταρτη κόπια των Ρυθμιστών που χρησιμοποιούσε τώρα ο Σηθ- οι τρεις προηγούμενες είχαν φθαρεί από την πολλή χρήση. Ο Χερμπ είχε φέρει την πρώτη από το βιντεοκλάμπ στο εμπορικό κέντρο γύρω στον ένα μήνα πριν από την αυτοκτονία του. Και αυτή η παλιά ταινία, με κάποιο τρόπο που η Ό ν τ ρ ε ϊ δεν καταλάβαινε ακόμη, ήταν το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ο τελευταίος αριθμός του συνδυασμού. Είχε απελευθερώσει τον Τακ... ή ίσως τον είχε εστιάσει, όπως ένας μεγεθυντικός φακός εστιάζει το φως και το μετατρέπει σε φωτιά. Αλλά πού να το ήξερε ο Χερμπ ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο; Πού να το ήξεραν και οι δύο; Εκείνη την εποχή σχεδόν δεν είχαν υποψιαστεί ακόμη την ύπαρξη του Τακ. Αυτός βέβαια είχε αρχίσει ήδη να «δουλεύει» τον Χερμπ, αλλά το έκανε κρυφά και αδιόρατα, σαν βδέλλα που έχει κολλήσει σε κάποιον κάτω από το νερό. «Θέλεις να τα βάλεις μαζί μου, σερίφη;» είπε ο Ρόρί Καλχούν με σφιγμένα δόντια. Η Ό ν τ ρ ε ϊ μουρμούρισε, χωρίς να το συνειδητοποιεί: «Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε; Να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;»

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

119

«Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε;» είπε ο Τζον Πέιν από την τηλεόραση. Η Ό ν τ ρ ε ϊ έβλεπε το φως της οθόνης να τρεμοπαίζει στην αψιδωτή πόρτα ανάμεσα στα δυο δωμάτια. «Να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;» Πήγε ακροπατώντας στην πόρτα του γραφείου, ενώ ταυτόχρονα έβαζε την μπλούζα μέσα στο σορτς (είχε μια ντουζίνα ίδια σορτς, σκούρο μπλε με λευκό σιρίτι στο πλάι), και κοίταξε μέσα. Ο Σηθ ήταν καθισμένος στον καναπέ φορώντας μόνο ένα σορτς Μότοκαπς. Ο Χερμπ είχε ντύσει ο ίδιος τους τοίχους με ξύλο πεύκου πρώτης ποιότητας, αλλά τώρα ήταν παντού γεμάτοι καρφιά που ο Σηθ είχε βρει στο εργαστήριο του Χερμπ, στο γκαράζ. Πολλές σανίδες είχαν σκιστεί στα δύο. Στα καρφιά ήταν περασμένες φωτογραφίες που είχε κόψει ο Σηθ από διάφορα περιοδικά. Οι περισσότερες έδειχναν καουμπόηδες, διαστημανθρώπους και, φυσικά, Μότοκαπς. Α ν ά μ ε σ ά τους υπήρχαν και κάμποσες ζωγραφιές του ίδιου του Σηθ, κυρίως τοπία φτιαγμένα με μαύρο μαρκαδόρο. Στο τραπεζάκι μπροστά του υπήρχαν ποτήρια με υπολείμματα από σοκολατούχο γάλα, το μόνο υγρό που έπινε ο Σηθ-Τακ, και πιάτα με μισοφαγωμένα γεύματα: μακαρόνια και χάμπουργκερ, χυλοπίτες και χάμπουργκερ και πηγμένη ντοματόσουπα με κομμάτια χάμπουργκερ να ξεπροβάλλουν από μέσα. Τα μάτια του Σηθ ήταν ανοιχτά αλλά ά δ ε ι α . Έ λ ε ι π α ν και αυτός και ο Τακ, ίσως φόρτιζαν τις μπαταρίες τους, ίσως κοιμούνταν με ανοιχτά τα μάτια σαν σαύρα πάνω σε βράχο, ή απλώς απολάμβαναν την καταραμένη ταινία με κάποιο βαθύ και πρωτόγονο τρόπο που η Ό ν τ ρ ε ϊ δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει. Ούτε και ήθελε να καταλάβει, άλλωστε. Δεν την ενδιέφερε πού πάει ο Τακ. Μπορεί έτσι να προλάβαινε να φάει κάτι με την ησυχία της κι αυτό της ήταν αρκετό. Οι Ρυθμιστές είχαν καμιά εικοσαριά λεπτά ακόμα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε δικό της αυτόν το χρόνο. Θα έτρωγε ένα σάντουιτς και μπορεί να έγραφε μερικές γραμμές στο

120

RICHARD BACHMAN

ημερολόγιο της - π ο υ έτσι και το ανακάλυπτε ποτέ ο Τακ μπορεί να τη σκότωνε. Κοίτα να ξεφύγεις. Πάψε να το σκέφτεσαι και κάν' το, Οντ. Σταμάτησε στη μέση του λίβινγκ ρουμ, έχοντας ξεχάσει για μια στιγμή το σαλάμι και το μαρούλι που πήγαινε να πάρει από το ψυγείο. Η φωνή ήταν τόσο καθαρή, που για μια στιγμή της φάνηκε ότι δεν ερχόταν από το δικό της μυαλό. Για μια στιγμή είχε την αίσθηση ότι η Τζάνις την ακολούθησε από το λιβάδι του 1982 και ήταν στο δωμάτιο δίπλα της. Ό τ α ν όμως γύρισε και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, δεν υπήρχε κανείς. Μόνο οι φωνές από την τηλεόραση, ο Ρόρι Καλχοΰν να λέει στον Τζον Πέιν ότι τέρμα οι κουβέντες, ο Τζον Πέιν να λέει: «Αφού το θέλεις έτσι». Σε λίγο η Κάρεν Στιλ θα έτρεχε ανάμεσά τους φωνάζοντας να σταματήσουν και θα σκοτωνόταν από μια σφαίρα του Ρόρι Καλχούν που προοριζόταν για τον Τζον Πέιν και μετά θα άρχιζε το τελικό πιστολίδι. ΚΑ-ΠΑΟΥ και ΚΑ-ΜΠΑΜ μέχρι το τέλος. Ό χ ι , δεν υπήρχε κανείς εδώ π έ ρ α από τους νεκρούς φίλους της στην τηλεόραση. Άνοιξε την εξώπορτα και βάλ' το στα πόδια. Πόσες φορές το είχε σκεφτεί αυτό; Υπήρχε και ο Σηθ όμως. Ή τ α ν κι αυτός αιχμάλωτος του Τακ, όπως και η ίδια, ίσως και περισσότερο. Μπορεί να ήταν αυτιστικός, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι μπορεί να του έκανε ο Τακ, αν θύμωνε πραγματικά. Και ο αρχικός Σηθ υπήρχε ακόμα, ήταν σίγουρη γι' αυτό. Τα παράσιτα τρέφονται από τους ξενιστές τους, αλλά δεν τους σκοτώνουν... Εκτός αν το κάνουν σκόπιμα. Επειδή έχουν τσατιστεί ίσως. Και έπρεπε να σκεφτεί και τον εαυτό της. Μπορεί η Τζάνις να της έλεγε να ανοίξει την πόρτα και να το σκάσει, αλλά δεν είχε καταλάβει ίσως ότι, αν ο Τακ την έπιανε πριν προλάβει να ξεφύγει, σχεδόν σίγουρα θα τη σκότωνε. Ακόμη όμως κι αν κατάφερνε να βγει από το

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

121

σπίτι, πόσο έπρεπε να απομακρυνθεί ώστε να μην κινδυνεύει; Πού έπρεπε να πάει; Στο απέναντι πεζοδρόμιο; Στη γωνία; Στο Νιου Χαμσάιρ; Στη Μικρονησία; Είχε την εντύπωση ότι, ακόμη κι αν πήγαινε στη Μικρονησία, δε θα μπορούσε να κρυφτεί. Γιατί υπήρχε μια νοητική σύνδεση ανάμεσά τους. Αυτό φαινόταν από το κόκκινο πλαστικό τηλέφωνο, το τηλέφωνο του Τακ. Ναι, ήθελε να ξεφύγει. Το ήθελε τόσο πολύ. Αλλά μερικές φορές το πρόβλημα που γνωρίζεις είναι καλύτερο από το πρόβλημα που δε γνωρίζεις. Ξεκίνησε πάλι για την κουζίνα, αλλά σταμάτησε ξανά, αυτή τη φορά για να κοιτάξει από το παράθυρο. Νόμιζε ότι η βροχή που χτυπούσε το τζάμι ήταν τόσο δυνατή που έμοιαζε με καπνό, στην πραγματικότητα όμως η αρχική μανία της καταιγίδας είχε περάσει. Αυτό που έβλεπε δεν έμοιαζε με καπνό, ήταν καπνός. Έτρεξε στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο και είδε ότι το σπίτι των Χόμπαρτ καιγόταν μέσα στη βροχή, στέλνοντας μεγάλα σύννεφα καπνού στον γκρίζο ουρανό. Δεν είδε ούτε οχήματα ούτε κόσμο γύρω του (και ο καπνός τής έκρυβε το νεκρό νεαρό και το σκύλο), έτσι γύρισε και κοίταξε προς την οδό Μπέαρ. Πού ήταν τα περιπολικά; Οι πυροσβεστικές; Τίποτα. Είδε όμως κάτι άλλο που την έκανε να βγάλει μια κραυγή μέσα από τα χέρια - δ ε ν ήξερε πώς είχαν πάει εκεί- που σκέπαζαν το στόμα της. Έ ν α αυτοκίνητο, π ρ έ π ε ι να ήταν της Μαίρης .Τζάκσον, ήταν στο γκαζόν, η μούρη του καρφωμένη στο ^φράχτη ανάμεσα στο σπίτι των Τζάκσον και του Μπίλινγκσλι. Το πίσω μέρος του ήταν σχεδόν διαλυμένο. Αλλά εκείνο που την έκανε να φωνάξει δεν ήταν το ^αμάξι. Δίπλα του, ξαπλωμένο στο γκαζόν του κτηνιάτρου, σαν πεσμένο άγαλμα, ήταν ένα γυναικείο πτώμα. ?Γο μυαλό της Όντρε'ι έκανε μια σύντομη προσπάθεια y a την πείσει ότι αυτό που βλέπει είναι κάτι άλλο - μ ι α «ούκλα από αυτές που βάζουν στις βιτρίνες ίσως, που Ιην είχαν πετάξει για κάποιο λόγο στον κήπο του Μπίλινγκσλι- αλλά γρήγορα τα παράτησε. Ό χ ι , ήταν

122

RICHARD BACHMAN

πτώμα. Ή τ α ν η Μαίρη Τζάκσον και ήταν νεκρή... νεκρή όπως και ο Χερμπ. Ο Τακ, σκέφτηκε. Αυτό είναι δουλειά του Τακ. Το ήξερες ότι ετοιμαζόταν για κάτι, σκέφτηκε ψυχρά. Το ήξερες. Τον ένιωθες να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, να παίζει συνέχεια στην αμμοδόχο μ' εκείνα τα καταραμένα τα βαν ή να βλέπει τηλεόραση, να τρώει χάμπουργκερ, να πίνει σοκολατούχο γάλα και να παρακολουθεί, να παρακολουθεί, να παρακολουθεί. Το ένιωθες, σαν καταιγίδα που μαζεύεται σιγά σιγά μέσα στη ζέστη. Πιο κάτω, στο σπίτι των Κάρβερ, υπήρχαν άλλα δύο πτώματα. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ, που μερικές φορές έπαιζε πόκερ με τον Χερμπ και τους φίλους του την Πέμπτη το βράδυ, ήταν πεσμένος στον κήπο του σπιτιού του με μια τεράστια τρύπα στην κοιλιά, πάνω από το μαγιό που φορούσε πάντα όταν έπλενε το αμάξι του. Και στη βεράντα του σπιτιού των Κάρβερ ήταν πεσμένη μια γυναίκα με άσπρο σορτς. Είχε μακριά κόκκινα μαλλιά που απλώνονταν γύρω από το κεφάλι της. Η βροχή γυάλιζε στη γυμνή της πλάτη. Δεν είναι γυναίκα, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Είχε παγώσει ολόκληρη, λες και την είχαν τρίψει με πάγο. Δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεφτά χρονών. Είναι η κοπέλα που είχε έρθει επίσκεψη στους Ριντ σήμερα το απόγευμα. Πριν καταφύγω στο 1982 για λίγο. Φίλη της Σούζι Γκέλερ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ κοίταξε πιο κάτω στο δρόμο. Ξαφνικά ήταν σίγουρη ότι όλα αυτά που έβλεπε ήταν της φαντασίας της και ότι θα ξαναγύριζε στην πραγματικότητα μόλις έβλεπε το σπίτι των Χόμπαρτ να στέκεται άθικτο στη θέση του. Αλλά το σπίτι καιγόταν ακόμη, εξακολουθούσε να βγάζει πελώρια σύννεφα καπνού και, όταν ξανακοίταξε στο δρόμο, είδε πάλι τα πτώματα. Τα πτώματα των γειτόνων της. «Αρχισε», ψιθύρισε και από το γραφείο πίσω της ο Ρόρι Καλχούν ούρλιαξε: «Θα σβήσουμε την πόλη από το χάρτη!»

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΓΕς

123

Σκάσ' το! ούρλιαξε τώρα η Τζαν, μια φωνή μέσα στο κεφάλι της, αλλά εξίσου δυνατή με της τηλεόρασης. Δεν έχεις χρόνο πια, ο χρόνος σον τελείωσε! Σκάσ' το} Οντ! Σκάσ' το! Βάλ' το στα πόδια! Εξαφανίσον! Εντάξει. Θα ξεχνούσε την ανησυχία της για τον Σηθ και θα το έσκαγε. Μπορεί αυτό να τη βασάνιζε αργότερα - α ν υπήρχε α ρ γ ό τ ε ρ α - τώρα όμως... Είχε φτάσει στην εξώπορτα και άπλωνε το χέρι της στο πόμολο, όταν άκουσε μια φωνή πίσω της. Ακουγόταν παιδική, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο επειδή έβγαινε από παιδικές φωνητικές χορδές. Πέρα από την παιδική χροιά της, ήταν άτονη, απαίσια, χυδαία. Και το χειρότερο ήταν ότι διατηρούσε ακόμη κάποια αίσθηση του χιούμορ. «Μια στιγμή, κυρία μου», είπε ο Τακ, με τη φωνή του Σηθ Γκάριν να μιμείται τη φωνή του Τζον Πέιν. «Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε, να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;» Προσπάθησε να γυρίσει το πόμολο, είχε σκοπό να το ρισκάρει έστω και μπροστά στον Τακ. Είχε προχωρήσει πάρα πολύ για να γυρίσει πίσω τώρα. Θα πεταγόταν έξω στη βροχή και θα το έβαζε στα πόδια. Πού θα πήγαινε; Ό π ο υ να 'ναι. Αλλά το χέρι της, αντί να γυρίσει το πόμολο, έπεσε στο πλευρό της και ταλαντεύτηκε μερικές φορές μπρος πίσω σαν εκκρεμές. Μετά βρέθηκε να γυρίζει, αντιστεκόταν με όλη τη δύναμη της θέλησής της, αλλά συνέχιζε να γυρίζει, για να αντιμετωπίσει αυτό το πλάσμα μέσα στο άντρο του, ναι, άντρο ήταν η σωστή λέξη για το δωμάτιο όπου το τέρας περνούσε τον περισσότερο καιρό. Είχε επιστρέψει από το καταφύγιο της. Ο Θεός να τη βοηθήσει, μόλις είχε επιστρέψει αυτός ο δαίμονας που κρυβόταν μέσα στον αυτιστικό ανιψιό της καιτην είχε τσακώσει στην προσπάθειά της να το σκάσει. Αισθάνθηκε τον Τακ να εισχωρεί στο νου της, να παίρνει τον έλεγχο και, παρ ? όλο που τα ένιωθε όλα, δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει.

124

RICHARD BACHMAN

3 0 TZOVI όρμΠΟε προς το σπίτι, περνώντας δίπλα από το πτώμα της κοκκινομάλλας φίλης της Σούζι Γκέλερ. Το κεφάλι του βούιζε από μια σφαίρα που πέρασε ουρλιάζοντας δίπλα στο αριστερό αυτί του και η καρδιά του έτρεχε σαν λαγός στο στήθος του. Ή τ α ν ακόμη εκτεθειμένος όταν οι δολοφόνοι από τα βαν άνοιξαν πυρ και ήξερε ότι ήταν πολΰ τυχερός που ζούσε ακόμη. Για μια στιγμή είχε παγώσει, σαν ζώο που το ζαλίζουν τα φώτα του αυτοκινήτου. Μετά η σφαίρα - α ν και είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν απλή σφαίρα, ότι ήταν κάτι μεγάλο σαν τ α φ ό π λ α κ α - πέρασε δίπλα στο αυτί του και τότε συνήλθε και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι των Κάρβερ, με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια να ανεβοκατεβαίνουν σαν έμβολα. Η ζωή είχε απλοποιηθεί σε εκπληκτικό βαθμό. Είχε ξεχάσει τον Σόντερσον και το χυδαίο, μεθυσμένο ΰφος του, είχε ξεχάσει την ανησυχία του μήπως ανακαλύψει ο Τζάκσον ότι η νεκρή πια γυναίκα του πριν από λίγο είχε επιδοθεί σε εξωσυζυγικές δραστηριότητες, είχε ξεχάσει τον Εντράτζιαν, τον Μπίλινγκσλι, τους είχε ξεχάσει όλους. Η μόνη του σκέψη ήταν ότι θα πέθαινε στο δρόμο, σκοτωμένος από μερικούς ψυχοπαθείς δολοφόνους που φορούν μάσκες και αλλόκοτα κοστούμια και λάμπουν σαν φαντάσματα. Βρέθηκε σε ένα σκοτεινό χολ και ένιωσε ανακούφιση όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε κατουρηθεί πάνω του. Πίσω του υπήρχε κόσμος που ούρλιαζε. Στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι με πορσελάνινες κούκλες βαλμένες σε μικρές πλατφόρμες. Και οι Κάρβερ δείχνουν τόσο φυσιολογικοί άνθρωποι, σκέφτηκε. Ξαφνικά άρχισε να χαχανίζει και έκλεισε το στόμα του με το χέρι για να πνίξει τον ήχο. Η κατάσταση σίγουρα δε σήκωνε χαχανητά. Υπήρχε μια γεύση στο δέρμα του, απλώς η γεύση του ιδρώτα του, φυσικά, αλλά για μια στιγμή του φάνηκε σχεδόν σαν γεύση από μουνί και έγειρε μπροστά έτοιμος να ξεράσει. Κατάλαβε ότι αν ξερνούσε θα

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

125

έχανε τις αισθήσεις του κι αυτό τον βοήθησε να συγκρατήσει την αναγούλα. Πήρε το χέρι από το στόμα του και σαν να ένιωσε καλύτερα. Η τάση για γέλια του είχε περάσει επίσης κι αυτό ήταν καλό. «Ο μπαμπάς μον!» ούρλιαξε η Έ λ ε ν Κάρβερ από πίσω του. Ο Τζόνι προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε ακούσει ποτέ - σ τ ο Βιετνάμ, για παράδειγμα— τέτοιο μοιρολόι από το στόμα ενός τόσο μικρού παιδιού. Ό χ ι , ποτέ. «Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ!» «Σώπα, αγάπη μου». Ή τ α ν η χήρα, η Πάι, όπως την έλεγε ο Ντέιβιντ. Έκλαιγε και η ίδια, αλλά προσπαθούσε ήδη να παρηγορήσει. Ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον εφιάλτη γύρω του, δεν τα κατάφερε όμως, γιατί τότε συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που είχε δρασκελίσει τρέχοντας προς το σπίτι. Η φίλη της Σούζι Γκέλερ. Μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά. Δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί έξω. Φαινόταν νεκρή, σαν τη Μαίρη και τον καημένο τον Ντέιβ, αλλά είχε πηδήξει από πάνω της, με τα αυτιά του να βουίζουν ακόμη από τη σφαίρα, κυριευμένος από ασυγκράτητο πανικό, και όταν είσαι σε τέτοια κατάσταση είναι λίγο δύσκολο να κάνεις ιατρικές διαγνώσεις. Άνοιξε τα μάτια του. Μια πορσελάνινη κούκλα που κρατούσε γκλίτσα τσοπάνη του χαμογελούσε προκλητικά. Ε, αγοράκι, τι λες, πάμε να χτενίσουμε μαλλί; Ο Τζόνι ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο με τους αγκώνες. Μια άλλη κούκλα είχε πέσει από τη βάση της και κειτόταν κομματιασμένη στα πόδια του. Μάλλον την είχε πετάξει ο ίδιος όταν αγωνιζόταν να μην ξεράσει. Κοίταξε αριστερά, ακούγοντας τους τένοντες του λαιμού του να τρίζουν. Η εξώπορτα των Κάρβερ ήταν ακόμη ανοιχτή. Η εξωτερική πόρτα με τη σήτα ήταν μισάνοιχτη. Το χέρι της κοκκινομάλλας, άσπρο και ακίνητο σαν αστερίας ξεβρασμένος στην παραλία, την εμπόδιζε να κλείσει. Έ ξ ω ο αέρας ήταν γκρίζος από τη βροχή, που έπεφτε με ένα σταθερό σφυριχτό ήχο. Υπήρχε μια μυρωδιά από γρασίδι, σαν υγρό, γλυκό

126

RICHARD BACHMAN

άρωμα, καρυκευμένο με καπνό από κέδρο που καίγεται. Ευτυχώς που έπεσε αυτός ο κεραυνός, σκέφτηκε. Η πυρκαγιά θα φέρει την αστυνομία και την πυροσβεστική. Προς το παρόν όμως... Η κοπέλα. Κοκκινομάλλα, σαν εκείνη που είχε ερωτευτεί ο Τσάρλι Μπράουν. Είχε πηδήξει από πάνω της, τυφλωμένος από το ένστικτο να σώσει το τομάρι του. Συγχωρείται μέσα στον πανικό της στιγμής, αλλά δε γινόταν να την αφήσει έτσι. Αλλιώς δε θα μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Έ κ α ν ε να πάει προς την πόρτα, αλλά κάποιος τον άρπαξε από πίσω. Γύρισε και είδε το τραβηγμένο, τρομαγμένο πρόσωπο του Ντέιβ Ριντ, του μελαχρινού διδύμου. «Όχι, μη», του είπε ο Ντέιβ με ένα συνωμοτικό •ψίθυρο. Το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του ανεβοκατέβηκε. «Μπορεί να είναι ακόμη εκεί έξω. Μπορεί να σας δουν και να ξαναρχίσουν». Ο Τζόνι κοίταξε το χέρι που τον κρατούσε. Το έπιασε και το τράβηξε μαλακά αλλά σταθερά. Πίσω από τον Ντέιβ είδε τον Μπραντ Τζόζεφσον να τον κοιτάζει. Ο Μπραντ κρατούσε τη γυναίκα του από τη μέση. Η Μπελίντα φαινόταν να τρέμει σύγκορμη και στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μπραντ», είπε ο Τζόνι, «πάρε όλους όσοι είναι εδώ και πήγαινέ τους πίσω, στην κουζίνα. Εκεί θα είστε πιο προφυλαγμένοι. Βάλ ? τους να καθίσουν στο πάτωμα, εντάξει;» Έ σ π ρ ω ξ ε μαλακά τον Ντέιβ Ριντ προς τον Μπραντ. Ο Ντέιβ πήγε, αλλά αργά, χωρίς ρυθμό στο περπάτημά του. Έ μ ο ι α ζ ε με κουρδιστό παιχνίδι που έχουν σκουριάσει τα γρανάζια του. «Μπραντ, εντάξει;» «Ναι, εντάξει. Κοίτα μόνο μη σε καθαρίσουν κι εσένα. Αρκετούς έφαγαν σήμερα». «Μην ανησυχείς, θα προσέχω». Ο Τζόνι κοίταξε τον Μπραντ, την Μπελίντα και τον Ντέιβ Ριντ που προχώρησαν στο χολ -μέσα στο μισοσκόταδο φαίνονταν μόνο σαν σκιές- και μετά γύρισε πάλι

ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

127

προς την πόρτα με τη σήτα. Στο πάνω μέρος της υπήρχε μια τρύπα σε μέγεθος γροθιάς. Κάτι πολύ μεγάλο είχε περάσει από εκεί (κάτι, ίσως, στο μέγεθος ταφόπλακας), ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει τους συγκεντρωμένους γείτονές του. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον, αφού δεν άκουγε ουρλιαχτά πόνου. Για όνομα του Θεού, όμως, τι έριχναν αυτοί οι τύποι από τα βαν; Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλα βλήματα. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να προχωράει έρποντας προς την πόρτα. Προς την όμορφη μυρωδιά της βροχής και του γκαζόν. Ό τ α ν έφτασε όσο πιο κοντά μπορούσε, με τη μύτη του σχεδόν κολλημένη στη σήτα, κοίταξε δεξιά και μετά αριστερά. Δεξιά ήταν καλά - έ β λ ε π ε σχεδόν μέχρι τη γωνία, αν και η οδός Μπέαρ δε φαινόταν από τη βροχή. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί* ούτε βαν ούτε εξωγήινοι ούτε τρελοί ντυμένοι σαν φαντάσματα από το στρατό των Νοτίων. Είδε το σπίτι του δίπλα και θυμήθηκε που έπαιζε την κιθάρα του στα σκαλιά. Η σκέψη της κιθάρας του προκάλεσε μια έντονη αλλά εντελιός άσκοπη μελαγχολία. Η θέα προς τα αριστερά δεν ήταν καλή. Βασικά, ήταν για κλάματα. Ο φράχτης και το τρακαρισμένο αμάξι της Μαίρης Τζάκσον του έκρυβαν τον υπόλοιπο δρόμο μέχρι τους πρόποδες του λόφου. Κάποιος - έ ν α ς ακροβολιστής με στολή Νοτίων ίσως- μπορεί να ήταν κρυμμένος οπουδήποτε εκεί πέρα περιμένοντας τον επόμενο στόχο του. Όπως, για παράδειγμα, έναν ταλαιπωρημένο συγγραφέα. Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχε κανείς εκεί, φυσικά. Σίγουρα θα ήξεραν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε η αστυνομία και η πυροσβεστική και θα το είχαν σκάσει. Αλλά κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν και πολύ συνετό να στηρίζεσαι σε πιθανότητες. Γιατί οι συνθήκες ήταν εντελυίς παράλογες. «Δεσποινίς;» είπε στα απλωμένα κόκκινα μαλλιά από την άλλη μεριά της δικτυωτής πόρτας. «Δεσποινίς, με ακούς;» Ξεροκατάπιε και άκουσε ένα δυνατό κλικ στο λαιμό του. Το αυτί του δε βούιζε πια όπως πριν, δυνατά, αλλά υπήρχε ένας σταθερός βόμβος κάπου στο

128

RICHARD BACHMAN

βάθος του. Μάλλον θα του έμενε για λίγο καιρά. «Αν δεν μπορείς να μιλήσεις, κούνησε τα δάχτυλα σου». Δεν ακούστηκε τίποτα και τα δάχτυλα δεν κουνήθηκαν. Η κοπέλα δεν ανέπνεε μάλλον. Έ β λ ε π ε τη βροχή να κυλάει στο χλομό δέρμα της ανάμεσα στην μπλούζα και το σορτς της αλλά καμιά άλλη κίνηση. Μόνο τα μαλλιά της φαίνονταν ζωντανά, πλούσια και λαμπερά, δύο τόνους πιο σκούρα από πορτοκάλι. Σταγόνες βροχής γυάλιζαν πάνω τους σαν μαργαριτάρια. Ακούστηκε ένας ακόμη κεραυνός, λιγότερο απειλητικός όμως* φαίνεται ότι η καταιγίδα απομακρυνόταν. Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει την πόρτα με τη σήτα, όταν ακούστηκε ένας πολύ δυνατότερος κρότος. Έ μ ο ι α ζ ε με πυροβολισμό από τουφέκι μικρού διαμετρήματος και ο Τζόνι έπεσε αμέσως μπρούμυτα. «Αυτό πρέπει να ήταν κάποια σανίδα μάλλον», ψιθύρισε μια φωνή πίσω του και ο Τζόνι ξεφώνισε από έκπληξη και φόβο. Γύρισε και είδε τον Μπραντ Τζόζεφσον. Ή τ α ν πεσμένος κι αυτός στα τέσσερα. Το ασπράδι των ματιών του έλαμπε πάνω στο μαύρο πρόσωπο του. «Τι στην οργή κάνεις εδώ;» είπε ο Τζόνι. «Είπα να βγω κι εγώ για περιπολία. Ό λ ο εσείς οι λευκοί θα βγαίνετε; Θα σας πέσει βαριά, κάνει κακό στην καρδιά, ξέρεις». «Νόμιζα ότι θα πήγαινες τους άλλους στην κουζίνα». «Τους πήγα», απάντησε ο Μπραντ. «Είναι καθισμένοι στο πάτωμα, στη γραμμή. Η Κάμι Ριντ δοκίμασε το τηλέφωνο. Η γραμμή είναι νεκρή όπως και στο δικό σου. Μάλλον από την καταιγίδα». «Ναι, μάλλον». Ο Μπραντ κοίταξε τα κόκκινα μαλλιά στη βεράντα των Κάρβερ. «Νεκρή κι αυτή, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Έ τ σ ι νομίζω, αλλά... θα ανοίξω την πόρτα για να βεβαιωθώ. Καμιά αντίρρηση;» Είχε την ελπίδα ότι ο Μπραντ θα του έλεγε ότι, ναι. έχει αντιρρήσεις, έχει ένα ολόκληρο βιβλίο α π ό αντιρρήσεις, αλλά αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

129

«Πέσε μπρούμυτα καλύτερα», είπε ο Τζόνι. «Από δεξιά είμαστε εντάξει, από τα αριστερά όμως δε βλέπω τι γίνεται, είναι μπροστά το αμάξι της Μαίρης». «Μην ανησυχείς, θα γίνω ένα με το πάτωμα». «Και πρόσεχε αυτές τις σπασμένες πορσελάνες, μη σου χωθεί καμία στο χέρι». «Εμπρός», είπε ο Μπραντ. «Αν πρόκειται να την ανοίξεις, άνοιξέ την». Ο Τζόνι άνοιξε την πόρτα με τη σήτα. Μετά δίστασε, δεν ήξερε πώς να προχωρήσει. Τελικά έπιασε το κρύο άσπρο χέρι της κοπέλας και έψαξε για το σφυγμό της. Για μια στιγμή δεν ένιωθε τίποτα, μετά όμως... «Μου φαίνεται πως είναι ζωντανή!» ψιθύρισε στον Μπραντ. Η φωνή του ήταν τραχιά από έξαψη. «Μου φαίνεται ότι έχει σφυγμό!» Ξεχνώντας ότι έξω μπορεί να υπήρχαν ακόμη κάποιοι τρελοί με όπλα, ο Τζόνι άνοιξε τελείως την πόρτα, άρπαξε την κοπέλα από τα μαλλιά και της σήκωσε το κεφάλι. Ο Μπραντ στριμώχτηκε δίπλα του. Ο Τζόνι άκουγε τη γρήγορη ανάσα του και μύριζε ένα μείγμα από ιδρώτα και αφτερσέιβ. Το κεφάλι της κοπέλας σηκώθηκε, αλλά δεν υπήρχε πρόσωπο. Το μόνο που είδε ο Τζόνι ήταν μια τσακισμένη κόκκινη μάζα και μια μαύρη τρύπα εκεί που ήταν το στόμα της. Από κάτω υπήρχαν κάτι λευκά πράγματα που στην αρχή του φάνηκαν για σπυριά ρυζιού. Μετά κατάλαβε ότι ήταν τα δόντια της, ό,τι είχε απομείνει απ' αυτά. Οι δύο άντρες ούρλιαξαν μαζί, σε τέλειο αρμονικό σοπράνο, και το ουρλιαχτό του Μπραντ διαπέρασε το ταλαιπωρημένο αυτί του Τζόνι σαν βελόνα. Ο πόνος λες και έφτανε μέχρι τη μέση του κεφαλιού του. «Τι τρέχει;» φώναξε η Κάμι Ριντ από την πόρτα που Οδηγούσε στην κουζίνα. «Ω Θεέ μου, τι έγινε πάλι;» «Τίποτα», είπαν οι δύο άντρες, πάλι μαζί, και μετά κοιτάχτηκαν. Το πρόσωπο του Μπραντ Τζόζεφσον είχε €να παράξενο σταχτί χρώμα.

130

RICHARD BACHMAN

«Μείνε εκεί που είσαι», φώναξε ο Τζόνι. Ή θ ε λ ε να φωνάξει δυνατότερα, αλλά δεν μπορούσε να βάλει ένταση στη φωνή του. «Μείνε στην κουζίνα!» Κατάλαβε ότι κρατούσε ακόμη τα μαλλιά της νεκρής κοπέλας. Ή τ α ν σγουρά και σκληρά, σαν νικέλινο σύρμα για τις κατσαρόλες... Ό χ ι , σκέφτηκε ψυχρά. Δεν είναι έτσι. Είναι σαν να κρατάς ένα σκαλπ, ένα ανθρώπινο σκαλπ. Έ κ α ν ε μια γκριμάτσα μ' αυτή τη σκέψη και άνοιξε τα δάχτυλά του. Το πρόσωπο της κοπέλας έπεσε πάλι στο τσιμέντο με ένα υγρό πλατάγισμα, έναν ήχο που ο Τζόνι θα προτιμούσε να μην είχε ακούσει ποτέ του. Δίπλα του, ο Μπραντ βόγκηξε και μετά έκλεισε το στόμα του με το χέρι για να πνίξει τον ήχο. Ο Τζόνι τράβηξε πίσω το χέρι του και, καθώς η πόρτα έκλεινε, του φάνηκε ότι διέκρινε κάποια κίνηση στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο σπίτι των Γουάιλερ. Μια σιλουέτα που κινιόταν στο λίβινγκ ρουμ, πίσω από το μεγάλο παράθυρο. Αλλά δεν μπορούσε να ασχοληθεί και με τους Γουάιλερ τώρα. Ή τ α ν τόσο φρικαρισμένος, που δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κανέναν, ούτε καν με τον εαυτό του. Εκείνο που ήθελε - τ ο μοναδικό πράγμα στον κόσμο που ήθελε πραγματικά εκείνη τη στιγμή- ήταν να ακούσει σειρήνες από περιπολικά και πυροσβεστικές. Το μόνο που άκουσε ήταν οι κεραυνοί, το κροτάλισμα της πυρκαγιάς στο σπίτι των Χόμπαρτ και ο ήχος της βροχής. «Άφησέ την...» άρχισε να λέει ο Μπραντ, αλλά σταμάτησε, καθώς του βγήκε ένας ήχος κάπου ανάμεσα σε αναγούλιασμα και κατάποση. Ο σπασμός π έ ρ α σ ε . «Αφησέ την», ξανάπε. Ναι. Τι άλλο μπορούσε να κάνει, προς το παρόν τουλάχιστον; Αρχισαν να οπισθοχωρούν στο χολ μπουσουλώντας. Ο Τζόνι, αρχικά, προχωρούσε προς τα πίσω και μετά γύρισε, παραμερίζοντας με το παπούτσι του τα κομμάτια της σπασμένης πορσελάνινης κούκλας. Ο Μπραντ

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

131

είχε περάσει κιόλας την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο και από εκεί στην τραπεζαρία και την κουζίνα, όπου τον περίμενε η γυναίκα του, πεσμένη επίσης στα τέσσερα. Ο τεράστιος πισινός του Μπραντ κουνιόταν πέρα δώθε με έναν τρόπο που ο Τζόνι μπορεί να έβρισκε κωμικό κάτω από άλλες συνθήκες. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε κάτι παράξενο και σταμάτησε. Δίπλα στην πόρτα της τραπεζαρίας υπήρχε ένα μικρό διακοσμητικό τραπεζάκι. Το τραπεζάκι ήταν γεμάτο - φ υ σ ι κ ά - με πορσελάνινες κούκλες, καμιά δεκαριά τουλάχιστον. Και δεν ήταν επίπεδο, αλλά έγερνε και ακουμπούσε στον τοίχο, δεξιά από την πόρτα, σαν μεθυσμένος που τον έχει πάρει ο ύπνος πάνω σε κολόνα. Έ ν α από τα πόδια του έλειπε. Οι κούκλες, βοσκοπούλες, βοσκόπουλα και χωρικοί, είχαν πέσει πάνω στο τραπέζι και από κάτω υπήρχαν κομμάτια πορσελάνης από μερικές που είχαν σπάσει στο πάτωμα. Ανάμεσα στα χρωματιστά κομμάτια της πορσελάνης υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι μαύρο. Μέσα στο μισοσκόταδο, ο Τζόνι νόμισε για μια στιγμή ότι ήταν το πτώμα κάποιου τεράστιου νεκρού εντόμου. Άλλο ένα μπουσουλητό βήμα και κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του, την τρύπα σε μέγεθος γροθιάς στο πάνω μέρος της σήτας. Αν η τρύπα έγινε από μια σφαίρα που ακολουθούσε καθοδική τροχιά... Ακολούθησε την πορεία που μπορεί να διέγραφε μια τέτοια υποθετική σφαίρα και είδε ότι, ναι, θα έκοβε το πόδι του τραπεζιού και θα το έκανε να γείρει πάνω στον τοίχο όπως ήταν τώρα. Και μετά, αφού θα είχε εξαντλήσει την ορμή της, θα έπεφτε ίσως στο πάτωμα. Ο Τζόνι άπλωσε το χέρι του μέσα στις πορσελάνες, προσπαθώντας να μην κοπεί (το χέρι του έτρεμε πολύ και δεν μπορούσε να το σταματήσει όσο κι αν συγκεντρωνόταν), και έπιασε το μαύρο αντικείμενο. «Τι βρήκες εκεί;» ρώτησε ο Μπραντ, πλησιάζοντας στα τέσσερα.

132

RICHARD BACHMAN

«Μπραντ, έλα εδώ αμέσως!» ψιθύρισε άγρια η Μπελίντα. «Ησύχασε», της είπε ο Μπραντ. «Τι βρήκες, Τζόνι;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τζόνι και τού τ ο έδειξε. Βασικά ήξερε, το ήξερε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι δεν ήταν ψόφιο έντομο. Αλλά αυτό το πράγμα δεν έμοιαζε με σφαίρα. Πάντως, σίγουρα δεν ήταν αυτή που είχε σκοτώσει την κοπέλα, γιατί θα είχε παραμορφωθεί. Αυτό το πράγμα δεν είχε ούτε γρατσουνιά πάνω του, παρ' όλο που είχε περάσει μέσα από τη σήτα και είχε σπάσει το πόδι του τραπεζιού. «Για να δω», είπε ο Μπραντ. Η γυναίκα του ήρθε κι αυτή μπουσουλώντας και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Ο Τζόνι άφησε το μαύρο πράγμα στην παλάμη του Μπραντ. Ή τ α ν ένας μαύρος κώνος με μήκος γύρω στα δεκαοχτώ εκατοστά από τη μια άκρη του, που φαινόταν μυτερή σαν βελόνα, μέχρι την κυκλική του βάση. Στο πλατύτερο σημείο του πρέπει να είχε διάμετρο γύρω στα πέντε εκατοστά. Ή τ α ν συμπαγές μαύρο μέταλλο και δεν είχε κανένα σημάδι. Δεν υπήρχαν ομόκεντροι κύκλοι στη βάση ούτε καμιά γρατσουνιά από την πορεία του ούτε όνομα κατασκευαστή ούτε αριθμός που να δείχνει το διαμέτρημα. Ο Μπραντ σήκωσε το κεφάλι. «Τι στην οργή;» είπε εξίσου έκπληκτος με τον Τζόνι. «Για να δω», είπε η Μπελίντα με σιγανή φωνή. «Μικρή πήγαινα κυνήγι με τον πατέρα μου και ξέρω μερικά πράγματα από όπλα. Φέρ' το εδώ». Ο Μπραντ της το έδωσε. Η Μπελίντα το κύλησε στην παλάμη της, μετά το σήκωσε ψηλά και το κοίταξε. Ξαφνικά έπεσε ένας κεραυνός, ο δυνατότερος εδώ και μερικά λεπτά, και αναπήδησαν όλοι τρομαγμένοι. «Πού το βρήκες;» ρώτησε η Μπελίντα τον Τζόνι. Της έδειξε τις σπασμένες πορσελάνες κάτω από το τραπέζι. Η Μπελίντα τον κοίταξε με κάποιο σκεπτικισμό. «Και πώς δε χώθηκε στον τοίχο;»

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

133

Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι είχε δίκιο. Αυτό το πράγμα είχε διαπεράσει τη σήτα και είχε σπάσει ένα ξύλινο πόδι τραπεζιού. Γιατί δεν είχε χωθεί στον τοίχο, λοιπόν, αφήνοντας μια τρύπα πίσω του; «Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου», είπε η Μπελίντα. «Βέβαια, δεν ξέρω όλες τις σφαίρες που υπάρχουν, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό το πράγμα δε βγήκε ούτε από πιστόλι ούτε από τουφέκι ούτε από δίκαννο». «Αυτοί οι τύποι έριχναν με δίκαννα, πάντως», είπε ο Τζόνι. «Μπορεί να είχαν τέτοιες σφαίρες;...» «Δεν καταλαβαίνω πώς εκτοξεύτηκε αυτό το πράγμα», είπε η Μπελίντα. «Δεν υπάρχει πυροδοτική θηλή από κάτω. Και είναι τόσο ογκώδες. Κάπως έτσι μπορεί να νόμιζε ένα παιδί ότι είναι οι σφαίρες». Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε χτυπώντας με δύναμη στον τοίχο του διαδρόμου. Ο κρότος τούς τρόμαξε ακόμη περισσότερο από τον κεραυνό. Ή τ α ν η Σούζι Γκέλερ. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο και, με την έκφραση που είχε, έδειχνε να μην είναι πάνω από έντεκα χρονών. «Κάποιος ουρλιάζει δίπλα, στου Μπίλινγκσλι», είπε. «Πρέπει να είναι γυναίκα, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Έ χ ο υ ν τρομάξει τα παιδιά». «Εντάξει, καλή μου», είπε η Μπελίντα. Μιλούσε εντελώς ήρεμα και ο Τζόνι ένιωσε θαυμασμό για την ψυχραιμία της. «Γύρνα στην κουζίνα και θα 'ρθουμε κι εμείς αμέσως». «Πού είναι η Ντέμπι;» ρώτησε η Σούζι. Ευτυχώς, οι Τζόζεφσον ήταν εύσωμοι και οι δύο και της έκρυβαν τη θέα προς την πόρτα. «Πήγε στο διπλανό σπίτι; Νόμιζα ότι ήταν πίσω μου». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Μήπως ουρλιάζει αυτή από δίπλα;» «Όχι, δεν είναι αυτή», είπε ο Τζόνι και συνειδητοποίησε με φρίκη ότι βρισκόταν στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης υστερικού γέλιου. «Πήγαινε τώρα, Σου». Η Σούζι μπήκε στην κουζίνα, αφήνοντας την πόρτα να κλείσει πίσο) της. Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν για μια στιγμή με ένα φοβισμένο συνωμοτικό βλέμμα. Κανείς

134

RICHARD BACH MAN

τους δε μίλησε. Μετά η Μπελίντα έδωσε το μαύρο κώνο στον Τζόνι, έφτασε την πόρτα της κουζίνας, περπατώντας σαν την πάπια, και την άνοιξε. Ο Μπραντ την ακολούθησε μπουσουλώντας. Ο Τζόνι κοίταξε τη σφαίρα και σκέφτηκε αυτό που είπε η Μπελίντα, ότι κάπως έτσι θα νόμιζε ίσως ένα παιδί ότι είναι σφαίρες. Είχε δίκιο. Από τότε που ο Τζόνι είχε αρχίσει να γράφει τις περιπέτειες του Πατ του Γατούλη, είχε επισκεφτεί πολλά δημοτικά σχολεία και είχε δει πολλές ζωγραφιές, μεγάλους χαμογελαστούς μπαμπάδες και μαμάδες κάτω από κίτρινους ήλιους, παράξενα πράσινα τοπία στολισμένα με καφέ δέντρα... Αυτό το πράγμα θαρρείς και είχε βγει από μια τέτοια ζωγραφιά, ολόκληρο και συμπαγές, σαν κάτι ζωγραφισμένο που έγινε ξαφνικά πραγματικό. Μικρέ, μικρούλη Σμάικι, είπε μια φωνή στα βάθη του μυαλού του, αλλά, όταν προσπάθησε να την κυνηγήσει για να τη ρωτήσει αν ξέρει τίποτα για όσα συμβαίνουν ή απλώς φλυαρεί άσκοπα, η φωνή χάθηκε. Έ β α λ ε τη σφαίρα στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του, μαζί με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και ακολούθησε τους Τζόζεφσον στην κουζίνα.

4

0 Σ ι ί β ε ν T z e i Έ ψ ζ είχε ένα σύνθημα κι αυτό το σύνθημα ήταν ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Στο πρώτο του εξάμηνο στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης τα είχε πάει χάλια - π α ρ ' όλο που στις εισαγωγικές εξετάσεις είχε πάρει εκπληκτικούς β α θ μ ο ύ ς - αλλά... δε βαριέσαι, ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Μεταφέρθηκε από την ηλεκτρομηχανολογία στη σκέτη μηχανολογία και, όταν οι βαθμοί του και πάλι δεν έφτασαν το απαραίτητο όριο, τα μάζεψε και πήγε λίγο πιο

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

135

κάτω, στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Είχε αποφασίσει να παρατήσει τους στείρους χώρους της επιστήμης και να κινηθεί στα πράσινα λιβάδια της αγγλικής λογοτεχνίας. Κόλριτζ, Κιτς, Χάρντι, λίγος Έλιοτ. Θα 'πρεπε να ήμουν ένα ζευγάρι κοφτερές δαγκάνες που τρέχουν στους πυθμένες του σύμπαντος- εδώ παίζουμε το γύρω γύρω όλοι. Ο βραχνάς του εικοστού αιώνα, δικέ μου. Τα είχε πάει καλά στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης για λίγο, αλλά τελικά έμεινε στο δεύτερο έτος. Ο λόγος ήταν η μανία του με το μπριτζ, το ποτό και τη μαριχουάνα. Αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Για ένα διάστημα τριγύριζε στο Κέμπριτζ, πήγαινε σε διάφορα κέντρα, έπαιζε κιθάρα και πηδούσε γκόμενες. Δεν ήταν πολύ καλός στην κιθάρα, με τις γκόμενες τα πήγαινε πολύ καλύτερα, αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Ό τ α ν το Κέμπριτζ άρχισε να του φαίνεται λίγο ξεπερασμένο, μάζεψε την κιθάρα του και πήγε με οτοστόπ στη Νέα Υόρκη. Στα χρόνια που είχαν περάσει από τότε, είχε κάνει πολλές δουλειές. Πωλητής κάμποσες φορές, ντισκ τζόκεϊ σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό χέβι μέταλ στο Φίσκιλ της Νέας Υόρκης, που έκλεισε γρήγορα όμως, ηλεκτρονικός σε ραδιοφωνικό σταθμό, διοργανωτής συναυλιών ροκ (έξι καλές συναυλίες και μετά μια εφιαλτική απόδραση από το Πρόβιντενς νυχτιάτικα - ε ί χ ε φύγει χρωστώντας 60.0Θ0 δολάρια σε κάτι πολύ σκληρούς τύπους, αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ), χειρομάντης στα πεζοδρόμια του Γουάιλντγουντ στο Νιου Τζέρσεϊ και μετά άρχισε να επισκευάζει κιθάρες. Αυτή η δουλειά τού πήγαινε και συνέχισε να την κάνει για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη και την Ανατολική Πενσιλβάνια. Του άρεσε να κουρδίζει και να επισκευάζει κιθάρες, ήταν ήρεμη δουλειά. Πάντως, ήταν πολύ καλύτερος στις επισκευές απ' ό,τι στο να παίζει κιθάρα. Εκείνο το διάστημα έκοψε τη μαριχουάνα και το μπριτζ, πράγμα που απλοποίησε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

136

R I C H A R D BACH MAN

Πριν από δύο χρόνια είχε μετακομίσει στο Όλμπανι και σε λίγο έπιασε φιλίες με τον Ντικ Έιμπλσον, τον ιδιοκτήτη του κλαμπ Σμάιλ, όπου μπορούσες να ακούσεις καλό μπλουζ σχεδόν κάθε βράδυ. Ο Στιβ είχε πάει αρχικά στο Σμάιλ για να επισκευάσει τις κιθάρες, αλλά έπιασε μόνιμη δουλειά στο κλαμπ, όταν ο τύπος που δούλευε την ηχητική κονσόλα έπαθε καρδιακή προσβολή. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να μάθει τη δουλειά* ήταν ίσως το πιο σοβαρό πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή του, για κάποιο λόγο όμως επέμεινε, παρ' όλο που φοβόταν ότι θα τα κάνει θάλασσα και θα τον λιντσάρουν οι εξαγριωμένοι μηχανόβιοι. Έ ν α ς λόγος που έμεινε ήταν ο Ντικ, ο οποίος διέφερε από όσους ιδιοκτήτες τέτοιων κέντρων είχε γνωρίσει ως τότε* δεν ήταν ούτε κλέφτης ούτε έκλυτος ούτε τύπος που αξιολογεί την ύπαρξη του μόνο ταλαιπωρώντας και τρομάζοντας τους άλλους. Επίσης, του άρεσε πραγματικά το ροκ εν ρολ, ενώ οι περισσότεροι ιδιοκτήτες κλαμπ το σιχαίνονταν και στα αυτοκίνητά τους άκουγαν άλλη μουσική. Ο Ντικ ήταν άνθρωπος που δε σου δημιουργούσε προβλήματα. Η γυναίκα του ήταν κι αυτή καλός τύπος, ανέμελη, με καλό χιούμορ, ωραία βυζιά και, απ' όσο είχε καταλάβει ο Στιβ, απόλυτα πιστή στον Ντικ. Το καλύτερο απ' όλα όμως ήταν ότι παλιά είχε κι αυτή μανία με το μπριτζ και ο Στιβ είχε κάνει πολλές βαθιές συζητήσεις μαζί της για το σχεδόν ανεξέλεγκτο πάθος της χαρτοπαιξίας. Το Μάιο εκείνου του χρόνου, ο Ντικ είχε αγοράσει ένα πολύ μεγάλο κλαμπ στο Σαν Φρανσίσκο και πριν από τρεις βδομάδες είχε φύγει για τη Δυτική Ακτή μαζί με τη γυναίκα του, τη Σάντι. Υποσχέθηκε στον Στιβ ότι θα του δώσει μια καλή δουλειά στο καινούριο κέντρο αν του έκανε μια εξυπηρέτηση: να πακετάρει όλα τους τα πράγματα (κυρίως δίσκους, πάνω από δύο χιλιάδες, οι περισσότεροι παμπάλαιοι), να τα φορτώσει σε ένα νοικιασμένο φορτηγό και να του τα πάει στο Σαν Φρανσίσκο. Η απάντηση του Στιβ: ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΝΤΙΚ.

Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

137

Είχε έντεκα.χρόνια να πάει στη Δυτική Ακτή και η αλλαγή θα του έκανε καλό, θα φόρτιζε τις μπαταρίες του. Του πήρε λίγο παραπάνω από όσο υπολόγιζε μέχρι να τακτοποιήσει όλες τις δουλειές του στο Όλμπανι, να νοικιάσει το φορτηγό, να το φορτώσει και να φΰγει. Είχε πάρει κάμποσα τηλεφωνήματα από τον Ντικ, το τελευταίο λίγο εκνευρισμένο, και όταν του το είπε ο Στιβ ο Ντικ του απάντησε ότι είναι φυσικό να χάνεις την ψυχραιμία σου, όταν κοιμάσαι επί τρεις βδομάδες σε υπνόσακους και δεν έχεις οΰτε ροΰχα να αλλάξεις. Τι θα έκανε τελικά, θα 'ρχόταν, ναι ή όχι; Ηρέμησε, μεγάλε, του απάντησε ο Στιβ. Έρχομαι. Και πραγματικά, είχε ξεκινήσει πριν από τρεις μέρες. Στην αρχή, όλα πήγαιναν πρίμα. Σήμερα το απόγευμα όμως πρέπει να έσπασε κάποιο σωληνάκι μέσα στη μηχανή. Βγήκε από τον πολιτειακό δρόμο στο Γουέντγουορθ για να βρει κανένα συνεργείο και ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ από το καπό και όλα τα καντράν του ταμπλό άρχισαν να δείχνουν άσχημα νέα. Στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν καμιά τσιμούχα, αλλά ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με πιστόνι. Ό π ω ς και να 'χει το πράγμα, το νοικιασμένο φορτηγό, που δούλευε μια χαρά όταν έφυγε από τη Νέα Υόρκη, έγινε ξαφνικά σαράβαλο. Παρ' όλα αυτά, ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Απλώς θα έβρισκε ένα συνεργείο και θα το έφτιαχνε. Πήρε λάθος στροφή όμως και βγήκε σε ένα ήσυχο προάστιο, ένα μέρος όπου δεν υπήρχαν συνεργεία. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να βγαίνει καπνός από τη μηχανή, η πίεση του λαδιού έπεφτε, η θερμοκρασία ανέβαινε, οι αεραγωγοί έβγαζαν μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, λες και κάτι τηγανιζόταν... αλλά τελικά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΔΙΚΕ ΜΟΥ. Ή , τέλος πάντων, ίσως ένα πολύ μικρό πρόβλημα για το γραφείο από όπου είχε νοικιάσει το φορτηγό, αλλά ο Στιβ ήταν σίγουρος ότι το είχαν ασφαλισμένο. Και ξαφνικά είδε ένα μαγαζί με το σήμα του τηλεφώνου

138

RICHARD BACH MAN

για το κοινό απέξω... και ο αριθμός που έπρεπε να πάρεις αν είχες προβλήματα με το φορτηγό ήταν κολλημένος στο σκίαστρο του οδηγού. ΚΑΝΕΝΑ, ΜΑ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Μόνο που τώρα υπήρχε ένα πρόβλημα. Έ ν α πρόβλημα που μπροστά του ωχριούσαν όσα είχε τραβήξει μέχρι να μάθει την κονσόλα του κλαμπ Σμάιλ. Βρισκόταν σε ένα μικρό σπίτι που μύριζε καπνό από πίπα, μέσα σε ένα λίβινγκ ρουμ με φωτογραφίες ζώων στους τοίχους - ζ ώ α με ασυνήθιστες ικανότητες, σύμφωνα με τις λεζάντες- ένα λίβινγκ ρουμ όπου το μόνο έπιπλο που φαινόταν χρησιμοποιημένο ήταν μια τεράστια, ατσούμπαλη πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Και μόλις είχε δέσει με ένα μαντίλι το πόδι του στο σημείο όπου είχε ένα τραύμα από σφαίρα, ρηχό αλλά κανονικό τραύμα, και ένα σωρό κόσμος φώναζε τρομοκρατημένος και η μια γυναίκα ήταν επίσης τραυματισμένη (πολύ χειρότερο τραύμα από το δικό του) και απέξω υπήρχαν νεκροί και αν όλα αυτά δεν ήταν πρόβλημα τότε η λέξη «πρόβλημα» δεν είχε πια κανένα νόημα. Κάποιος του άρπαξε το χέρι από τον καρπό και του το έσφιξε τόσο δυνατά που τον πόνεσε. Γύρισε και είδε την πωλήτρια από το μαγαζί, αυτή με τα δίχρωμα μαλλιά. «Κοίτα μη φρικάρεις τώρα», του είπε με τραχιά φωνή. «Η ( j v a i x a χρειάζεται βοήθεια αλλιώς θα πεθάνει, δεν έχουμε περιθώρια για φρικαρίσματα». «Κανένα πρόβλημα, μωρό μου», είπε και μόνο που άκουσε κάποιες λέξεις -οποιεσδήποτε λ έ ξ ε ι ς - να βγαίνουν από το στόμα του ένιωσε καλύτερα. «Μη με λες μωρό σου, για να μη σε λέω κι εγώ μπούλη», είπε η πωλήτρια με έναν τόνο που έλεγε ότι δε σηκώνει και πολλά πολλά. Ο Στιβ έβαλε τα γέλια. Ο ήχος ακούστηκε πολύ παράξενος μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ούτε κι εκείνη έδειξε να τη νοιάζει. Τον κοίταζε με ένα αμυδρό χαμόγελο στις άκρες των χειλιών της. «Εντάξει», είπε ο

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

139

Στιβ, «εγώ δε θα σε λέω μωρό, εσΰ δε θα με λες μπούλη και κανείς από τους δυο μας δε θα φρικάρει. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι. Πώς είναι το πόδι σου;» «Τίποτα το σπουδαίο. Μια μικρή γρατσουνιά». «Είσαι τυχερός». «Ναι. Μπορεί να του ρίξω λίγο απολυμαντικό αν βρω την ευκαιρία, αλλά σε σύγκριση μ' αυτή...» «Γκάρι!» έσκουξε η Μαριέλ Σόντερσον. Ο Στιβ είδε ότι το χέρι της συνδεόταν μόνο από μια λεπτή λωρίδα σάρκας με το υπόλοιπο σώμα της. Ο άντρας της, κοκαλιάρης κι αυτός (αν και είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά), χόρευε έναν πανικόβλητο, αλλοπρόσαλλο χορό γύρω της. Έ μ ο ι α ζ ε με ιθαγενή σε παλιά ταινία που χορεύει μπροστά σε πέτρινο είδωλο. «Γκάρι!» ούρλιαξε πάλι η Μαριέλ. Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα από τον κομμένο ώμο της και είχε μουσκέψει την αριστερή μεριά της ροζ μπλούζας της. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο και ιδρωμένο, τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο λαιμό της. «Γκάρι, σταμάτα να κάνεις σαν σκυλί πον θέλει να κατονρήσει και βόηθα με...» Η Μαριέλ έπεσε στον τοίχο ανάμεσα στο λίβινγκ ρουμ και την κουζίνα, λαχανιασμένη. Ο Στιβ περίμενε ότι θα λυγίσουν τα γόνατά της, αλλά δε λύγισαν. Η Μαριέλ έπιασε τον αριστερό της καρπό με το δεξί της χέρι και σήκωσε με προσοχή το τραυματισμένο χέρι της προς τον Στιβ και τη Σύνθια. Η αιματοβαμμένη λωρίδα σάρκας που το συνέδεε με το υπόλοιπο σώμα της έβγαλε έναν υγρό ήχο, σαν μουσκεμένο πανί που το στύβεις, και ο Στιβ ήθελε να της πει να μην το κάνει αυτό, να σταματήσει πριν το κόψει τελείως το αναθεματισμένο, σαν φτερούγα από ψημένο κοτόπουλο. Τότε ο Γκάρι άρχισε να χορεύει τον ίδιο χορό μπροστά στον Στιβ· ανεβοκατέβαινε σαν να πηδούσε πάνω κάτω με πόγκο. Το μούτρο του ήταν άσπρο, με δύο κατακόκκινες βούλες στα μάγουλα. «Βοηθήστε τη!» φώναξε ο Γκάρι. «Βοηθήστε τη γυναίκα μου! Θα πεθάνει από αιμορραγία».

140

RICHARD BACH MAN

«Δεν μπορώ,..» άρχισε να λέει ο Στιβ. Ο Γκάρι τον άρπαξε ξαφνικά από τη φανέλα. Όταν δε θα υπάρχει άλλος χώρος στην κόλαση, έγραφε πάνω η φανέλα του, οι νεκροί θα βαδίσουν στη γη. Ο Γκάρι κόλλησε το αλαφιασμένο μούτρο του στο μούτρο του Στιβ. Τα μάτια του γυάλιζαν από το τζιν και τον πανικό. «Είσαι μαζί τους; Είσαι α π ' αυτούς;» «Δεν...» «Είσαι μ' αυτούς που μας έριχναν; Πες την αλήθεια!» Ο Στιβ δε φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να θυμώσει τόσο πολύ (ήταν άνθρωπος που δε θύμωνε εύκολα). Πέταξε τα χέρια του Γκάρι από την παλιά αγαπημένη του φανέλα και τον έσπρωξε. Ο Γκάρι οπισθοχώρησε παραπατώντας, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, μετά στένεψαν πάλι. «Ωραία», είπε. «Πας γυρεύοντας, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ». Και πήγε να ορμήσει στον Στιβ. Η Σύνθια μπήκε ανάμεσά τους. Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στον Στιβ - ί σ ω ς για να βεβαιωθεί ότι δε θα ορμούσε στον ά λ λ ο - και μετά κοίταξε τον Γκάρι. «Τι τρέχει μ' εσένα;» του είπε. Ο Γκάρι χαμογέλασε με νόημα. «Αυτός ο τύπος δεν είναι από δω, έτσι δεν είναι;» «Χριστέ μου! Ούτε κι εγώ είμαι από δω! Είμαι από το Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνιας. Αυτό σημαίνει ότι είμαι με τους δολοφόνους;» «Γκάρι!» Η φωνή αυτή τη φορά ακούστηκε σαν το εξουθενωμένο γάβγισμα ενός σκύλου που τρέχει πολλή ώρα σε σκονισμένο δρόμο και δεν έχει άλλο κουράγιο πια. «Σταμάτα τις μαλακίες και βόηθα με! Το χέρι μου...» Συνέχιζε να το κρατά και ξ α φ ν ι κ ά ο Στιβ θυμήθηκε - δ ε ν το ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, η εικόνα εμφανίστηκε ολοζώντανη στο μυαλό τούτο κρεοπωλείο στο Νιούτον. Έ ν α ς τύπος με άσπρο πουκάμισο, άσπρο σκούφο και αιματοβαμμένη ποδιά, να δίνει ένα μπούτι στη μητέρα του. Μην το παραψήσετε,

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

141

κυρία Έιμς, κρατήστε το ζουμερό και δεν πρόκειται να σας ξαναζητήσουν -ψητό κοτόπουλο. Σας το εγγυώμαι. «Γκάρι!» Ο κοκαλιάρης έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, μετά κοίταξε πάλι τον Στιβ και τη Σΰνθια. Το έξυπνο χαμόγελο είχε χαθεί από το πρόσωπο του. Τώρα έδειχνε απλώς άρρωστος. «Δεν ξέρω τι να κάνω για να τη βοηθήσω», είπε. «Γκάρι, ηλίθιε μεθύστακα», είπε η Μαριέλ με σιγανή, απελπισμένη φωνή. «Αποβλακωμένε κόπανε». Το πρόσωπο της γινόταν όλο και πιο άσπρο. Ουσιαστικά, ήταν πιο άσπρο και από το άσπρο. Κάτω από τα μάτια της είχαν εμφανιστεί καφέ μπαλώματα, που λες και απλώνονταν σαν φτερούγες, και το αριστερό της παπούτσι δεν ήταν πια λευκό αλλά κατακόκκινο. θ α πεθάνει αν δεν τη βοηθήσουν αμέσως, σκέφτηκε ο Στιβ. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει βλάκας. Η γυναίκα χρειαζόταν βοήθεια από γιατρό, κάμποσους τύπους με πράσινες φόρμες χειρουργείου που ξέρουν τι να κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά δεν υπήρχαν τέτοιοι τύποι και, απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ούτε είχαν σκοπό να 'ρθουν. Δεν είχαν ακουστεί ακόμη σειρήνες, ο μοναδικός ήχος ήταν οι κεραυνοί που απομακρύνονταν σιγά σιγά προς τα ανατολικά. Στον τοίχο αριστερά του υπήρχε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός μικρού καφέ σκύλου με πανέξυπνα μάτια. Η λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία έγραφε με κεφαλαία γράμματα: ΝΤΑΙΖΗ, ΠΕΜΠΡΟΟΥΚ ΚΟΡΓΚΙ, ΗΛΙΚΙΑ 9 ΕΤΩΝ. ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ ΜΙΚΡΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ. Σε μια άλλη φωτογραφία, αριστερά της Νταίζης, με το τζάμι πιτσιλισμένο τώρα από το αίμα της γυναίκας, υπήρχε ένα Κόλι που σου έδινε την εντύπωση πως χαμογελά στην κάμερα. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: ΣΑΡΛΟΤ, ΜΠΟΡΝΤΕΡ ΚΟΛΙ, ΗΛΙΚΙΑ 6 ΕΤΩΝ. ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΝΩΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.

142

RICHARD BACH MAN

Αριστερά της Σαρλότ υπήρχε η φωτογραφία ενός παπαγάλου που κάπνιζε ένα Κάμελ. «Δε μου συμβαίνουν όλα αυτά», είπε ο Στιβ με έναν ήρεμο, σχεδόν εΰθυμο τόνο. Δεν ήξερε αν μιλούσε στη Σύνθια ή στον εαυτό του. «Είμαι σε κάποιο νοσοκομείο, μάλλον, και βλέπω παραισθήσεις. Μπορεί να είχα καμιά μετωπική σύγκρουση στο δρόμο. Μάλλον αυτό έγινε. Είναι σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων σε έκδοση φρίκης και τρόμου». Η Σύνθια άνοιξε το στόμα της για να του απαντήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή ο γερο-κτηνίατρος - α υ τ ό ς που πρέπει να είχε δει την Νταίζη να προσθέτει έξι και δύο και να βρίσκει οχτώ, ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΤΑΙΖΗμπήκε μέσα κρατώντας μια παλιά μαύρη τσάντα. Ο αστυνομικός (τον έλεγαν πραγματικά Κόλι, αναρωτήθηκε ο Στιβ, ή το όνομα ήταν μία ακόμη αλλόκοτη φαντασίωση που του την προκάλεσαν οι φωτογραφίες στους τοίχους του δωματίου;) μπήκε πίσω του, βγάζοντας τη ζώνη του από τις θηλιές του παντελονιού του. Τελευταίος μπήκε, με παραζαλισμένο ύφος, ο Πίτερ (ο Στιβ δε θυμόταν το επώνυμο του), ο άντρας της γυναίκας που ήταν νεκρή έξω. «Βοηθήστε τη!» φώναξε ο Γκάρι, ξεχνώντας, προς το παρόν τουλάχιστον, τον Στιβ και τις υποψίες του. «Βόηθα τη, γιατρέ, αιμορραγεί σαν γουρούνι!» «Το ξέρεις ότι δεν είμαι κανονικός γιατρός, έτσι δεν είναι, Γκάρι; Δεν είμαι παρά ένας γερο-κτηνίατρος...» «Μη με λες εμένα γουρούνι», τον έκοψε η Μαριέλ. Η φωνή της ήταν τόσο σιγανή, που δεν ακουγόταν σχεδόν, αλλά τα μάτια της, καρφωμένα στον άντρα της, έλαμπαν από κακία. Προσπάθησε να ορθωθεί, δεν τα κατάφερε και γλίστρησε πιο χαμηλά στον τοίχο. «Μη με λες... έτσι». Ο κτηνίατρος γύρισε στον αστυνομικό, που στεκόταν στο κατώφλι της κουζίνας κρατώντας τη ζώνη τεντωμένη στα χέρια του. Έ τ σ ι όπως ήταν γυμνός από τη με'ση και πάνω, έμοιαζε με μπράβο σε ένα μπαρ όπου είχε δουλέψει κάποτε ο Στιβ στην κονσόλα.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

143

«Πρέπει;» ρώτησε ο αστυνομικός. Ή τ α ν πολύ χλομός, αλλά έδειχνε να έχει κουράγιο ακόμη. Ο Μπίλινγκσλι κατένευσε και ακούμπησε την τσάντα του στη μεγάλη πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Την άνοιξε κι άρχισε να ψάχνει μέσα. «Και κάνε γρήγορα. Ό σ ο περισσότερο αίμα χάνει, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες». Σήκωσε το κεφάλι, κρατώντας ένα καρούλι με νήμα για ράμματα στο ένα χέρι και ένα χειρουργικό ψαλίδι με λυγισμένες λεπίδες στο άλλο. «Ούτε για μένα είναι εύκολο. Ο μοναδικός ασθενής που είχα σ' αυτή την κατάσταση ήταν ένα πόνι που το πέρασαν για ελάφι και του έριξαν στο πόδι. Βάλε τη ζώνη όσο πιο ψηλά μπορείς στον ώμο. Γύρνα την αγκράφα προς το στήθος της και σφίξ' την καλά». «Πού είναι η Μαίρη;» ρώτησε ο Πίτερ. «Πού είναι η Μαίρη; Πού είναι η Μαίρη; Πού είναι η Μαίρη;» Κάθε φορά που έκανε την ερώτηση, η φωνή του γινόταν πιο κλαψιάρικη. Στην τέταρτη επανάληψη σχεδόν στρίγκλισε. Ξαφνικά σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του και τους γύρισε την πλάτη, ακουμπώντας το μέτωπο του στον τοίχο ανάμεσα στον ΜΠΑΡΟΝ, ένα Λαμπραντόρ που έγραφε το όνομά του με κύβους με γράμματα, και την ΝΤΕΡΤΙΦΕΪΣ, μια σκυθρωπή κατσίκα που, όπως έλεγε η λεζάντα, μπορούσε να παίξει απλές μελωδίες στη φυσαρμόνικα. Ο Στιβ σκέφτηκε ότι αν άκουγε ποτέ κατσίκα να παίζει το Γέλοον Ρόονζ οφ Τέξας σε φυσαρμόνικα θα πήγαινε να πνιγεί. Στο μεταξύ, η Μαριέλ Σόντερσον κοίταζε τον Μπίλινγκσλι με την ένταση ενός βρικόλακα που βλέπει έναν άντρα που κόπηκε στο ξύρισμα. «Πονάω», είπε βραχνά. «Δώσε μου κάτι για τον πόνο». «Ναι», είπε ο Μπίλινγκσλι, «πρώτα όμως πρέπει να το δέσουμε». Έ κ α ν ε νόημα στον αστυνομικό κι αυτός πλησίασε. Είχε περάσει την άκρη της ζώνης από την αγκράφα, σχηματίζοντας έτσι μια θηλιά. Άπλωσε διστακτικά τα χέρια του προς τη γυναίκα, που τα ξανθά μαλλιά της

144

RICHARD BACH MAN

ήταν τώρα δυο τόνους πιο σκούρα από τον ιδρώτα. Αυτή σήκωσε το καλό της χέρι και τον έσπρωξε με απροσδόκητη δύναμη. Ο αστυνομικός δεν το περίμενε. Οπισθοχώρησε δυο βήματα, χτύπησε στο μπράτσο της πολυθρόνας κι έπεσε πάνω της. Έ μ ο ι α ζ ε σαν φιγούρα σε ταινία κινούμενων σχεδίων που πήρε μια τούμπα. Η γυναίκα ούτε που τον κοίταξε. Είχε στραμμένη όλη της την προσοχή στον κτηνίατρο και τη μαύρη τσάντα του. «Τώρα!» του γάβγισε και η φωνή της ακούστηκε πραγματικά σαν γάβγισμα. «Δώσε μου κάτι για τον πόνο τώρα, γερο-μαλάκα, με πεθαίνει!» Ο αστυνομικός σηκώθηκε από την πολυθρόνα και κοίταξε με νόημα τον Στιβ. Αυτός κατάλαβε, κατένευσε κι άρχισε να πλησιάζει από τα δεξιά της Μαριέλ. Πρόσεχε, σκεφτόταν, είναι φλιπαρισμένη, μπορεί να σε γρατσουνίσει, να σε δαγκώσει, πρόσεχε. Η Μαριέλ απομακρύνθηκε από τον τοίχο όπου ήταν ακουμπισμένη, ταλαντεύτηκε για μια στιγμή, βρήκε την ισορροπία της και προχώρησε προς τον κτηνίατρο. Κρατούσε ακόμη το χέρι της μπροστά της, σαν να ήταν τεκμήριο σε δίκη. Ο Μπίλινγκσλι οπισθοχώρησε ένα βήμα, κοιτάζοντας νευρικά πότε τον αστυνομικό και πότε τον Στιβ. «Δώσε μου Ντεμερόλ, ηλίθιε!» φώναξε εξουθενωμε'νη. «Αλλιώς θα σε πνίξω! θ α σε...» Ο αστυνομικός έκανε πάλι νόημα στον Στιβ και όρμησε από τα αριστερά. Ο Στιβ κινήθηκε κι αυτός και πέρασε το μπράτσο του γύρω από το λαιμό της γυναίκας. Δεν ήθελε να την πνίξει, αλλά φοβόταν να την πιάσει από αλλού μήπως χτυπήσει το κομμένο χέρι της. «Μην κινείσαι!» φώναξε. Δεν ήθελε να φωνάξει, ήθελε απλώς να το πει, αλλά του βγήκε φωναχτά. Την ίδια στιγμή ο αστυνομικός πέρασε τη θηλιά της ζώνης στο αριστερό της χέρι και την ανέβασε ψηλά. «Κράτα τη, φίλε!» φώναξε ο αστυνομικός. «Κράτα την ακίνητη!»

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

145

Για μερικές στιγμές ο Στιβ την κράτησε, μετά όμως μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μάτι του και το τσούξιμο τον ανάγκασε να χαλαρώσει το κράτημα τη στιγμή που ο Κόλι Εντράτζιαν έσφιγγε τη ζώνη. Η Μαριέλ τραβήχτηκε δεξιά, κοιτάζοντας πάντα με μίσος τον κτηνίατρο, και το μπράτσο της ξεκόλλησε κι έμεινε στα χέρια του αστυνομικού. Ο Στιβ έβλεπε το ρολόι της πάνω στο χέρι, με το λεπτοδείκτη σταματημένο κάπου ανάμεσα στο τέσσερα και στο πέντε. Η ζώνη έμεινε στον ώμο της για μια στιγμή και μετά έπεσε στο πάτωμα αφού δεν υπήρχε τίποτα για να την κρατήσει. Το κορίτσι του ταμείου ούρλιαξε, τα μάτια της πελώρια, καρφωμένα στο χέρι. Ο αστυνομικός το κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. «Βάλτε το στον πάγο!» φώναξε ο Γκάρι. «Βάλτε το στον πάγο...» Μετά φάνηκε να συνειδητοποιεί ξαφνικά τι είχε συμβεί. Τι κρατούσε ο αστυνομικός. Ανοιξε το στόμα του, έστριψε το κεφάλι του με έναν παράξενο τρόπο και ξέρασε πάνω στη φωτογραφία του παπαγάλου με το τσιγάρο. Η Μαριέλ δεν είχε π ρ ο σ έ ξ ε ι τίποτε α π ' αυτά. Προχωρούσε παραπατώντας προς τον τρομοκρατημένο κτηνίατρο, με απλωμένο το άλλο της χέρι. «Θέλω να μου κάνεις ένεση αυτή τη στιγμή!» είπε βραχνά. «Μ' άκουσες, ρε μαλάκα; Θέλω να μου κάνεις έ... έ...» Έ π ε σ ε στα γόνατα, το κεφάλι της κρέμασε στο στήθος της. Μετά, με μια τρομερή προσπάθεια, κατάφερε να το ξανασηκώσει. Για μια στιγμή το βλέμμα της καρφώθηκε στον Στιβ. «Ποιος διάολος είσαι εσύ;» είπε με ολοκάθαρη φωνή, μετά έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Το κεφάλι της απείχε μερικά εκατοστά μόνο από τις φτέρνες του Πίτερ, του τύπου που είχε χάσει τη γυναίκα του. Τζάκσον, σκέφτηκε ο Στιβ ξαφνικά. Έ τ σ ι τον λένε, Τζάκσον. Ο Πίτερ Τζάκσον ήταν ακόμη γυρισμένος προς tov τοίχο, με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του. Αν κάνει ένα βήμα πίσω, σκέφτηκε ο Στιβ, θα την πατήσει. «Ρε γαμώ το», είπε ο αστυνομικός με σιγανή, κατάπληκτη φωνή. Μετά κοίταξε κάτω και είδε ότι κρατού-

146

RICHARD BACH MAN

σε ακόμη το χέρι της γυναίκας. Πήγε στην κουζίνα, κρατώντας το μπροστά του. Ο ήχος της βροχής αντηχούσε πολύ δυνατός στα αυτιά του Στιβ. «Έλα», του είπε ο κτηνίατρος. «Δεν τελειώσαμε ακόμη. Βάλ' της τη ζώνη, νεαρέ. Σφίξ' την προς το στήθος της. Μπορείς;» «Μάλλον», είπε ο Στιβ, αλλά ένιωσε τρομερή ανακούφιση όταν η Σύνθια, η πωλήτρια από το μαγαζί, πήρε τη ζώνη από κάτω και γονάτισε δίπλα στην αναίσθητη γυναίκα.

147

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

Απόσπασμα από ιον «Ενεργειακό Διάδρομο», Επεισόδιο 55 ίων Μόιοκαπς 2200, σε σενάριο ίου Αλεν Σμίθι: ΠΡΑΞΗ 2 ΕΣΩΤ. ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ, ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Στην αίθουσα κυριαρχεί, όπως πάντα, η τεράστια οθόνη. Μπροστά της, πάνω σε μια αιωροβάση, στέκεται ο συνταγματάρχης Χένρι με σοβαρό ύφος. Οι υπόλοιποι Μότοκαπς κάθονται στο πεταλοειδές τραπέζι των συνεδριάσεων: ο Φιδοκυνηγός, ο Μπάουντι, ο ταγματάρχης Πάχκ, ο Ρούτι και η Κάσι. Στην οθόνη βλέπουμε μια άποψη του διαστήματος. Στο βάθος φαίνεται η Γη, που μοιάζει με γαλαζοπράσινο νόμισμα από αυτή την απόσταση. ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟς (με το συνηθισμένο περιφρονητικό του ύφος) Λοιπόν, τι έγινε; Δε βλέπω τίποτα το σοβαρό. . . Τ τ στην ορνή: . . . Ξαφνικά εμφανίζεται στην οθόνη ο ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΌς ΔΙΆΔΡΟΜΟς κ αϊ τη γεμίζει σχεδόν, κρύβοντας τα άστρα δεξιά κι αριστερά. Είναι όπως όταν βλέπουμε να εμφανίζεται το διαστημόπλοιο του Νταρθ Βέντε ρ στην αρχή της πρώτης ταινίας. του Πολέμου των Άστρων. Το θέαμα είναι τρομερό! Ο ΔΙΆΔΡΟΜΟς αποτελείται από δύο μακρόστενες μεταλλικές πλάκες με μεγόιλες τετράγωνες προεξοχές κατά διαστήματα. 0 ΔΙΆΔΡΟΜΟς ΒΓΆΖΕΙ

ΕΝΑ

στράφτουν μεσα στις

ΔΥΣΟΊΩΝΟ

ΒΟΥΗΤΟ

από τη μια τετράγωνες

και

ΜΠΛΕ

πλάκα στην προεξοχές.

ΑΣΤΡΑΠΈς

άλλη

α-

ανά-

Η Κάσι Στάιλς βγάζει ένα επιφώνημα κατάπληξης και κοιτάζει την οθόνη με ανησυχία. Ο συνταγματάρχης Χένρι πιέζει ένα κουμπί

139 RICHARD BACH MAN

στο τηλεχειριστήριο που κρατάει και η εικόνα στην οθόνη παγώνει. Βλέπουμε ακόμη τη Γη, αλλά με το διάδρομο δεξιά κι αριστερά της μοιάζει να έχει πιαστεί οε ένα θανάσιμο ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΠΛΕΓΜΑ! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ ( στον ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟ) Αυτό είναι το σοβαρό! 0 Ενεργειακός Διάδρομος, έργο μιας φυλής εξωγήινων που έχει εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό! Ένα καταστροφικό όπλο... που κατευθύνεται προς τη Γη! ΚΑςΙ (ανήσυχη) Ω Θεέ μου! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Ησύχασε, Κάσι. Απέχει ακόμη πάνω από 150. 000 έτη φωτός. Η εικόνα στην οθόνη είναι τεχνητή, δείχνει τον τελικό προορισμό του διαδρόμου. ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ Ναι, αλλά πόσο γρήγορα κινείται; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Αυτό είναι το πρόβλημα. Ας πούμε ότι, αν δε βρούμε μια λύση μέσα στις επόμενες εβδομήντα δύο ώρες, μπορείς να ακυρώσεις τα σχέδιά σου γτα το Σαββατοκύριακο.

ΡΟΥΤΙ

Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Σκάσε, Ρούτι. (ΣΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΧΕΝΡΙ) Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο μας; Ο συνταγματάρχης Χένρι ανεβάζει την βάση πιο ψηλά και χρησιμοποιεί μια δέσμη για να τους δείξει τις προεξοχές εσωτερικές πλευρές του διαδρόμου.

αιωροφωτεινή στις

149

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Οι τηλεμετρικές συσκευές μας μας έδειξαν ότι ο Ενεργειακός Λχάδρο-μος έχει μήκος πάνω από 300. 000 χιλιόμετρα και πλάτος πάνω από 80.000 χιλιόμετρα. Ένας διάδρομος θανάτου μέσα στον οποίο δε ζει τίποτε! Αλλά μπορεί να έχει ένα α-δυνατο σημείο 1 Νομίζω ότι αυτά τα τετράγωνα σχήματα είναι γεννήτριες. Αν μπορέσουμε να τις καταστρέψουμε. . . ΜΠΑΟΥΝΤI Μιλάμε για επίθεση με τα Πάουερ Βαγκόν, αφεντικό; Ζουμ οτο ματάρχη

σκυθρωπό Χένρι.

πρόσωπο

του

συνταγ-

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Μπορεί αυτή να είναι η μοναδική λύση για να σωθεί η Γη. ΕΣΩΤ. ΟΙ ΜΟΤΟΚΑΠΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Επίθεση με τα Πάουερ Βάγκον στο διάστημα; Μπορεί να είναι το τελευταίο μας ταξίδι!

ΡΟΥΤΙ

Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Σκάσε, Ρούτι! ΕΣΩΤ. ΕΝΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Ο συνταγματάρχης Χένρι και η Κάσι Στάιλς περπατάνε μπροστά, οι άλλοι Μότοκαπς ακολουθούν πίσω τους. Ο Ρούτι, όπως συνήθως, έρχεται τελευταίος. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Είσαι ανήσυχη, μικρή μου.

RICHARD BACH MAN

150

ΚΑΣΙ Και βέβαια είμαι ανήαυχη! Ο Φιδοκυνηγός έχεχ δίκιο! Τα Πάουερ Βάγκον δεν έχουν σχεδιαστεί για επίθεση στο διάστημα! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Δε σε απασχολε ί μόνο αυτό όμως. ΚΑΣΙ Μερικές φορές μου τη σπάνε οι τηλεπαθητικές σου δυνάμεις, Χανκ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Έλα. . . λέγε. ΚΑΣΙ Κάτι με ανησυχεί με αυτά τα τετράγωνα σχήματα μέσα στον Ενεργειακό Διάδρομο. Τι γίνεται αν δεν είναι γεννήτριες; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Τι άλλο μπορεί να είναι; Έχουν φτάσει στην αυτόματη πόρτα του Κοράλ των Πάουερ Βάγκον. Ο συνταγματάρχης Χένρι βάζει την παλάμη του στο σκάνερ της κλειδαριάς και η πόρτα ανοίγει συρταρωτά. ΚΑΣΙ Δεν ξέρω, αλλά. . . ΕΣΩΤ. ΤΟ ΚΟΡΑΛ ΤΩΝ ΠΑΟΥΕΡ ΒΑΓΚΟΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Η Κάσι βγάζει ένα επιφώνημα κατάπληξης και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα! Ο συνταγματάρχης Χένρι, σκυθρωπός, την αγκαλιάζει από τους ώμους. Οι άλλοι Μότοκαπς μαζεύονται γύρω τους. ΡΟΥΤΙ Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Ναι, Ρούτι, συμφωνώ απολύτως!

151

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

Κοιτάζει

βλοσυρός:

ΕΣΩΤ. ΤΟ ΚΟΡΑΛ ΤΟΝ ΠΑΟΥΕΡ ΒΑΓΚΟΝ Πάνω από τα παρκαρισμένα Βάγκον, ανάμεσα στο Τράκερ Άροου του Φιδοκυνηγού και το ασημί Ρούτι Τουτ, αιωρείται ένας απρόσκλητος επισκέπτης, το Μιτ Βάγκον, με ένα σιγανό βόμβο. ΕΣΩΤ. ΠΛΑΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΚΑΠΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ: ΧΕΝΡΙ

Μότοκαπς, ετοιμαστείτε για μάχη! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟς {έχει βγάλει ήδη το πίστολό του) Είμαστε έτοιμοι, αφεντικό. Οι άλλοι

βγάζουν

τα όπλα

ακτινο-

τους.

ΕΣΩΤ. ΖΟΥΜ ΣΤΟ ΜΙΤ ΒΑΓΚΟΝ Ο Πυργίσκος• ανοίγει, αποκαλύπτοντας τον Απρόσωπο, ανατριχιαστικό όπως πάντα με τη μαύρη στολή του. Πίσω * του, στον πίνακα ελέγχου, κάθεται, με το συνηθισμένο αγέρωχο και σέξι ύφος της, η κόμισσα Λίλι. Το Υπνο-Κόσμημα γύρω από το λαιμό της αλλάζει συνεχώς χρώματα. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ

Κόμισσα, την αιωροβάση. Αμέσως! ΚΟΜΙΣΣΑ ΛΙΑΙ

Μάλιστα,

Εξοχότατε.

Η κόμισσα τραβάει ένα λεβιέ. Μια αιωροβάση εμφανίζεται. 0 Απρόσωπος ανεβαίνει πάνω της και η βάση τον κατεβάζει στο δάπεδο του Κοράλ. Είναι άοπλος και ο συνταγματάρχης Χένρι πλησιάζει βάζοντας στη θήκη το όπλο του. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ

Δε νομίζεις ότι είσαι λίγο μακριά από τη βάση σου, Απρόσωπε;

143 RICHARD BACH MAN

ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ

Η βάση μου είναι όπου είμαι εγώ, αγαπητέ μου Χανκ. ΜΠΑΟΥΝΤI Δεν είναι ώρα για παιχνίδια. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ

Συμφωνώ απολύτως. 0 Ενεργειακός Διάδρομος πλησιάζει. Συνταγματάρχα Χένρι, ξέρω ότι σχεδιάζεις να επιτεθείς με τα Πάουερ Βάγκον. . . ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ

Πώς το ξέρεις αυτό; ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ (με

παγερή

φωνή)

Το ξέρω γιατί κι εγώ θα έκανα το ίδιο πράγμα, βλάκα! (στο

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΧΕΝΡΙ)

Μια επίθεση με τα Πάουερ Βάγκον στο διάστημα κρύβ ε χ πολλούς κινδύνους, μπορε ί όμως να είναι η μοναδική λύση για να σωθεί η Γη. Θα χρειαστείς βοήθεια και το Μιτ Βάγκον είναι το ισχυρότερο όχημα που υπάρχει. ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ

Αυτό είναι θέμα γνώμης, ηλίθιε! Το δικό μου, το Τράκερ Άροου. . . ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ

Σταμάτα, Φιδοκυνηγέ! (στον

ΑΠΡΟΣΩΠΟ)

Τι προτείνεις; ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ

Μια συνεργασία μέχρι να περάσει η κρίση. Παραμερίζουμε τους παλιούς καβγάδες μας, τουλάχιστον προσωρινά. Μια συνδυασμένη επίθεση κατά του Ενεργειακού Διαδρόμου.

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

153

Απλώνει το γαντοφορεμένο χέρι του. Ο συνταγματάρχης Χένρι πάει να απλώσει κι αυτός το δικό του, αλλά τότε βγαίνει μπροστά ο ταγματάρχης Πάικ. Τα αμυγδαλωτά μάτια του έχουν ανοίξει διάπλατα και το στοματορύγχος του τρέμει από ανησυχία. ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ Μην το κάνεις, Χανκ! Μην του έχεις εμπιστοσύνη ! Είναι κόλπο! ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Σε καταλαβαίνω, ταγματάρχα. . . Σε καταλαβαίνουμε και οι δύο, έτσι δεν είναι, κόμισσα; ΚΟΜΙΣΣΑ ΛΙΑΙ Μάλιστα, Εξοχότατε. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Αυτή τη φορά όμως δεν υπάρχουν κόλπα ούτε κρυφά χαρττά. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ . ( σ τ ο ν ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΠΑΪΚ) Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλχώς. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Έχει δίκιο. Δεν υπάρχει χρόνος. Ο συνταγματάρχης του Απρόσωπου.

Χένρι

σφίγγει

ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Συνεργάτες; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Προς το παρόν. ΡΟΥΤΙ

Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! Τέλος ΠΡΑΞΗΣ 2.

το

χέρι.

1

Ο Τακ μίλησε με i n φ ω ν ή του ΜπενΚαρτράιτ, του πατριάρχη της Ποντερόζα; «Κυρία μου, μου φαίνεται άτι ετοιμαζόσουν να το σκάσεις». «Όχι...» Η φωνή ήταν δική της αλλά αδύναμη και μακρινή, σαν ραδιοφωνική εκπομπή από τη Δυτική Ακτή σε βροχερή νύχτα. « Ό χ ι , απλώς πήγαινα στο μαγαζί. Γιατί μας τελείωσε...» Τι μας τελείωσε; Τι μπορεί να ενδιέφερε αυτό το τέρας; Τι μπορεί να πίστευε; Και, ευτυχώς, της ήρθε κάτι. «Η σοκολάτα! Μας τελείωσε η σοκολάτα!» Την πλησίασε από το διάδρομο του γραφείου, ο Σηθ Γκάριν με σορτς Μότοκαπς, μόνο που τώρα η Όντρεϊ είδε κάτι απίστευτο και φρικτό μαζί: τα γυμνά δάχτυλα tcov ποδιών του μόλις που ακουμπούσαν στο χαλί του λίβινγκ ρουμ. Ο Σηθ λες και αιωρούνταν σαν μπαλόνι με μορφή παιδιού. Ή τ α ν το σώμα του Σηθ, με βρόμικους αστραγάλους και καρπούς, αλλά στα μάτια δεν υπήρχε ίχνος του Σηθ. Κανένα απολύτως. Τώρα ήταν απλώς «κείνο το πλάσμα που λες και είχε βγει μέσα από βάλτο.

146

RICHARD BACH MAN

«Λέει ότι θα πήγαινε απλώς μέχρι το μαγαζί», είπε η φωνή του Μπεν Καρτράιτ. Ο Τακ ήταν εφιαλτικά καλός μίμος, αυτό τουλάχιστον έπρεπε να του το αναγνωρίσει. «Τι λες εσύ, Άνταμ;» «Λέει ψέματα, μπαμπά», απάντησε η φωνή του Περνέλ Ρόμπερτς, του ηθοποιού που έπαιζε τον Άνταμ Καρτράιτ. Ο Ρόμπερτς είχε χάσει τα μαλλιά του με τα χρόνια, αλλά ήταν ο μόνος που ζοΰσε. Οι άλλοι ηθοποιοί που έπαιζαν τον πατέρα του και τ' αδέρφια του είχαν πεθάνει σ' αυτό το διάστημα που η Μπονάντσα παιζόταν σε επαναλήψεις στην καλωδιακή τηλεόραση. Ξανά η φωνή του Μπεν, καθώς το πλάσμα πλησίασε πιο κοντά αιωρούμενο, τόσο κοντά, που η Ό ν τ ρ ε ϊ μύρισε την ξινίλα του ιδρώτα και μια αμυδρή μυρωδιά από σαμπουάν. «Τι λες εσύ, Χος; Μίλα, νεαρέ». «Λέει ψέματα, μπαμπά», είπε η φωνή του Νταν Μπλόκερ... και για μια στιγμή το αιωρούμενο παιδί έμοιαζε με τον Μπλόκερ. «Λιτλ Τζο;» «Λέει ψέματα, μπαμπά». «Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ!» «Σκάσε, Ρούτι», είπε η φωνή του Φιδοκυνηγού. Ή τ α ν λες και ένα τσίρκο από ταλαντούχους τρελούς έπαιζε ολόκληρη παράσταση γι' αυτή. Ό τ α ν ξαναμίλησε το πλάσμα που αιωρούνταν μπροστά της, η φωνή του Φιδοκυνηγού είχε χαθεί και της απευθύνθηκε ξανά ο Μπεν Καρτράιτ, ο αυστηρός Μωυσής της Σιέρα Νεβάδα. «Δε μας αρέσουν οι ψεύτες εδώ στην Ποντερόζα, κυρά μου. Ούτε αυτοί που το σκάνε κρυφά. Τώρα... τι λες να σου κάνουμε;» Μη μου κάνεις κακό, προσπάθησε να πει, αλλά δεν ακούστηκε τίποτε από το στόμα της, ούτε καν ένας ψίθυρος. Προσπάθησε να περάσει σε κάποιο άλλο εσωτερικό κύκλωμα, έφτιαξε μέσα στο νου της την εικόνα του μικρού κόκκινου τηλεφώνου, μόνο που πάνω του τώρα έγραφε τη λέξη ΣΗΘ. Την τρόμαζε η προοπτική να προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τον Σηθ, αλλά δεν

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

147

είχε ξαναβρεθεί σε τέτοια κωλοκατάσταση. Αν αυτό το πλάσμα αποφάσιζε να τη σκοτώσει... Είδε το τηλέφωνο στο νου της, είδε τον εαυτό της να μιλάει στο ακουστικό, κι αυτό που έλεγε ήταν οδυνηρά απλό: Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, Σηθ. Στην αρχή είχες κάποια δύναμη πάνω του, το ξέρω αυτό. Ό χ ι μεγάλη ίσως, αλλά σίγουρα είχες. Αν έχεις ακόμη κάποια δύναμη, κάποια επιρροή πάνω του, σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, μην τον αφήσεις να με σκοτώσει. Είμαι δυστυχισμένη, αλλά όχι τόσο πολΰ που να θέλω να πεθάνω. Ό χ ι ακόμη. Αναζήτησε κάποια λάμψη ανθρωπιάς στα μάτια του αιωρουμένου τέρατος, το παραμικρό ίχνος του Σηθ, αλλά δεν είδε τίποτα. Ξαφνικά το αριστερό της χέρι σηκώθηκε και χτύπησε το αριστερό της μάγουλο με έναν ήχο σαν κλαδί που σπάει. Αισθάνθηκε το δέρμα της να καίει. Ή τ α ν σαν κάποιος να είχε ανάψει έναν προβολέα από αυτή την πλευρά του προσώπου της. Το αριστερό της μάτι δάκρυσε. Τώρα το δεξί της χέρι υψώθηκε μπροστά στα μάτια της, σαν φίδι Ινδού φακίρη που βγαίνει από το καλάθι. Έ μ ε ι ν ε εκεί για μια στιγμή και μετά έκλεισε αργά και έγινε γροθιά. Ό χ ι , προσπάθησε να πει, σε παρακαλώ, όχι, σε παρακαλώ, Σηθ, μην τον αφήσεις. Αλλά οΰτε κι αυτή τη φορά έγινε τίποτα και η γροθιά τινάχτηκε με δύναμη, οι κλειδώσεις λευκές μέσα στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, και ξαφνικά ένιωσε λες και έγινε μια έκρηξη στη μύτη της, το οπτικό της πεδίο γέμισε λευκές κουκκίδες σαν πεταλούδες. Χόρευαν αλαφιασμένα μπροστά στα μάτια της, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε αίματα να τρέχουν στα χείλη και στο σαγόνι της. Παραπάτησε προς τα πίσω. «Αυτή η γυναίκα είναι μια προσβολή για τη δικαιοσύνη του εικοστού τρίτου αιώνα!» είπε ο συνταγματάρχης Χένρι με την αυστηρή φωνή του - μ ι α φωνή που γινόταν πιο μισητή και υποκριτική με κάθε νέο επεισό-

148

RICHARD BACH MAN

δ to του γαμημένου καρτούν. «Πρέπει να την κάνουμε να καταλάβει τα σφάλματά της». Ο Χος: «Μπράβο, συνταγματάρχα! Θα δείξουμε ο* αυτή τη σκύλα ποιος κάνει κουμάντο!» «Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ!» Κάσι Στάιλς: «Συμφωνώ με τον Ρούτι! Και για αρχή λέω να τη γλυκάνουμε λίγο!» Είχε αρχίσει να περπατά πάλι ή, μάλλον, να την περπατά ο Τακ. Το λίβινγκ ρουμ πέρασε μπροστά από τα μάτια της σαν τοπίο που τρέχει ανάποδα στα παράθυρα ενός τρένου. Το μάγουλο της την έτσουζε, η μύτη της την πονούσε και ένιωθε γεύση από αίμα στο στόμα της. Έ φ τ ι α ξ ε μέσα στο νου της την εικόνα ενός τηλεφώνου τύπου Μότοκαπς, από αυτά που βλέπεις αυτόν που μιλάς, και άρχισε να μιλάει στον Σηθ από αυτό το τηλέφωνο. Σε παρακαλώ, Σηθ, είμαι η θεία σου η Όντρεϊ, με αναγνωρίζεις παρ' όλο που τα μαλλιά μου έχουν άλλο χρώμα τώρα; Ο Τακ με έβαλε να τα βάψω για να μοιάζουν με της Κάσι και όταν βγαίνω έξω με αναγκάζει να φοράω μπλε κορδέλα όπως η Κάσι, αλλά είμαι ακόμη εγώ, η θεία Όντρεϊ, αυτή που σε πήρε στο σπίτι της, αυτή που σε φρόντιζε ή που προσπαθούσε τουλάχιστον, και τώρα πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ. Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, Σηθ, σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις. Τα φώτα ήταν σβηστά στην κουζίνα και το δωμάτιο γεμάτο σκιές. Καθώς περπατούσε σαν τηλεκατευθυνόμενο ρομπότ πάνω στο κίτρινο δάπεδο (τόσο χαρούμενο όταν ήταν καθαρό, τώρα όμως βρόμικο και απαίσιο), της είχε έρθει μια σκέψη, μια τρομερά λογική σκέψη: Γιατί να τη βοηθήσει ο Σηθ; Ακόμη και αν λάβαινε το μήνυμά της και ακόμη κι αν μπορούσε να τη βοηθήσει, γιατί να το κάνει; Πριν από λίγο είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, εγκαταλείποντας το παιδί στη μοίρα του. Αν ο Σηθ υπήρχε ακόμη κάπου μέσα σ' αυτό το σώμα, το ήξερε αυτό τόσο καλά όσο και ο Τακ. Έ ν α ς λυγμός, αμυδρός και απόμακρος σαν ανάσα ανάπηρου, ξέφυγε από το λαιμό της, καθώς τα ματο-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

149

βαμμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού της έψαξαν το διακόπτη στον τοίχο, τον βρήκαν και άναψαν τα φώτα. «Να τη γλυκάνουμε, μπαμπά!» φώναξε ο Λιτλ Τζο Καρτράιτ. «Να τη γλυκάνουμε, να μάθει!» Η φωνή ξαφνικά έγινε πολύ ψιλή, μετατράπηκε στο γέλιο του Ρούτι του ρομπότ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ευχήθηκε να τρελαινόταν. Ακόμη και η τρέλα θα ήταν καλύτερη απ' αυτή την κατάσταση. Συνέχισε να παρακολουθεί, ένας ανήμπορος ταξιδιώτης μέσα στο ίδιο της το σώμα, καθώς ο Τακ τη γύρισε, την πήγε στον πάγκο και χρησιμοποίησε το χέρι της για να ανοίξει το ντουλάπι από πάνω. Το άλλο χέρι της πέταξε έξω ένα κίτρινο τάπερ, που έπεσε στο πάτωμα σκορπίζοντας παντού μακαρόνια. Μετά πέταξε το αλεύρι, που έπεσε δίπλα στα πόδια της και τα άσπρισε. Το χέρι χώθηκε μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει και άρπαξε ένα πλαστικό δοχείο με σχήμα αρκούδας, το δοχείο με το μέλι. Το άλλο χέρι έπιασε το καπάκι, το ξεβίδωσε και to πέταξε. Την επόμενη στιγμή, το πλαστικό δοχείο ήταν γυρισμένο ανάποδα πάνω από το ανοιχτό της στόμα. Το χέρι που κρατούσε την κοιλιά της πλαστικής αρκούδας άρχισε να σφίγγει ρυθμικά, όπως έσφιγγε κάποτε τη λαστιχένια φούσκα του κλάξον στο παιδικό της ποδήλατο. Το αίμα από τη μύτη της έτρεχε στο λαιμό της. Μετά ένιωσε το μέλι να γεμίζει το στόμα της, παχύρρευστο και γλυκό. «Κατάπιε!» φώναξε ο Τακ, μιλώντας τώρα με τη δική του φωνή. «Κατάπιε, σκύλα!» Η Όντρεϊ κατάπιε. Μια γουλιά, μετά δύο, μετά τρεις. Στην τρίτη ο λαιμός της έκλεισε. Ο οισοφάγος της φράκαρε από ένα σκασμό γλυκιάς κόλλας. Προσπάθησε να ανασάνει, αλλά δεν μπορούσε. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να μπουσουλάει στο πάτωμα της κουζίνας, με τα κόκκινα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά της, βήχοντας και ξερνώντας μέλι και αίμα μαζί. Είχε ανεβεί και είχε κλείσει και τη μύτη της και πεταγόταν από τα ρουθούνια. Για μερικές στιγμές ακόμη δεν μπορούσε να ανασάνει. Οι λευκές κουκκίδες που χόρευαν μπροστά στα

ΟΙ Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς

159

βαμμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού της έψαξαν το διακόπτη στον τοίχο, τον βρήκαν και άναψαν τα φώτα. «Να τη γλυκάνουμε, μπαμπά!» φώναξε ο Λιτλ Τζο Καρτράιτ. «Να τη γλυκάνουμε, να μάθει!» Η φωνή ξαφνικά έγινε πολύ ψιλή, μετατράπηκε στο γέλιο του Ρούτι του ρομπότ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ευχήθηκε να τρελαινόταν. Ακόμη και η τρέλα θα ήταν καλύτερη απ' αυτή την κατάσταση. Συνέχισε να παρακολουθεί, ένας ανήμπορος ταξιδιώτης μέσα στο ίδιο της το σώμα, καθώς ο Τακ τη γύρισε, την πήγε στον πάγκο και χρησιμοποίησε το χέρι της για να ανοίξει το ντουλάπι από πάνω. Το άλλο χέρι της πέταξε έξω ένα κίτρινο τάπερ, που έπεσε στο πάτωμα σκορπίζοντας παντού μακαρόνια. Μετά πέταξε το αλεύρι, που έπεσε δίπλα στα πόδια της και τα άσπρισε. Το χέρι χώθηκε μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει και άρπαξε ένα πλαστικό δοχείο με σχήμα αρκούδας, το δοχείο με το μέλι. Το άλλο χέρι έπιασε το καπάκι, το ξεβίδωσε και το πέταξε. Την επόμενη στιγμή, το πλαστικό δοχείο ήταν γυρισμένο ανάποδα πάνω από το ανοιχτό της στόμα. Το χέρι που κρατούσε την κοιλιά της πλαστικής αρκούδας άρχισε να σφίγγει ρυθμικά, όπως έσφιγγε κάποτε τη λαστιχένια φούσκα του κλάξον στο παιδικό της ποδήλατο. Το αίμα από τη μύτη της έτρεχε στο λαιμό της. Μετά ένιωσε το μέλι να γεμίζει το στόμα της, παχύρρευστο και γλυκό. «Κατάπιε!» φώναξε ο Τακ, μιλώντας τώρα με τη δική του φωνή. «Κατάπιε, σκύλα!» Η Όντρεϊ κατάπιε. Μια γουλιά, μετά δύο, μετά τρεις. Στην τρίτη ο λαιμός της έκλεισε. Ο οισοφάγος της φράκαρε από ένα σκασμό γλυκιάς κόλλας. Προσπάθησε να ανασάνει, αλλά δεν μπορούσε. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να μπουσουλάει στο πάτωμα της κουζίνας, με τα κόκκινα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά της, βήχοντας και ξερνώντας μέλι και αίμα μαζί. Είχε ανεβεί και είχε κλείσει και τη μύτη της και πεταγόταν από τα ρουθούνια. Για μερικές στιγμές ακόμη δεν μπορούσε να ανασάνει. Οι λευκές κουκκίδες που χόρευαν μπροστά στα

160

RICHARD BACH MAN

μάτια της έγιναν μαύρες. Θα πάθω ασφυξία, σκέφτηκε, θ α πεθάνω από μέλι. Ξαφνικά ο λαιμός της ελευθερώθηκε λίγο και άρχισε να ανασαίνει με τεράστιες εισπνοές και να κλαίει από τρόμο και πόνο. Ο Τακ γονάτισε μπροστά της και άρχισε να ουρλιάζει μπροστά στο πρόσωπο της. «Μην ξαναπροσπαθήσεις να το σκάσεις! Ποτέ! Ποτέ! Κατάλαβες; Κοΰνα το κεφάλι σου, παλιομαλακισμένη, δείξε μου ότι κατάλαβες!» Τα χέρια του - ε κ ε ί ν α που δε φαίνονταν, εκείνα που ήταν μέσα στο νου τ η ς - την άρπαξαν και ξαφνικά το κεφάλι της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει και το μέτωπο της να χτυπά στο πάτωμα με κάθε κατέβασμα. Ο Τακ γελούσε. Γελούσε. Η Όντρεϊ φοβήθηκε ότι θα συνέχιζε να της χτυπάει το κεφάλι στο πάτωμα μέχρι που να λιποθυμήσει. Αλλά σταμάτησε εξίσου απότομα όσο είχε αρχίσει. Τα χέρια χάθηκαν. Η αίσθηση του Τακ χάθηκε από το νου της. Σήκωσε επιφυλακτικά το κεφάλι και σκούπισε τη μύτη της με το πλάι του χεριού, ανασαίνοντας ακόμη με αγκομαχητά. Το μέτωπο της την πονούσε, το ένιωθε να πρήζεται. Ο Σηθ την κοίταζε. Και η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε την αίσθηση ότι αυτή τη φορά ήταν όντως ο Σηθ. Δεν ήταν τελείως σίγουρη, αλλά... «Σηθ;» Για μια στιγμή συνέχισε να την κοιτάζει, χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του ούτε καταφατικά ούτε αρνητικά. Μετά άπλωσε το βρόμικο χέρι του και σκούπισε λίγο μέλι από το σαγόνι της. «Σηθ, πού πήγε; Πού είναι ο Τακ;» Τον είδε να αγωνίζεται, να παλεύει μέσα του. Με το φόβο του ίσως, αλλά μπορεί και όχι. Το πιθανότερο ήταν ότι πάλευε με το δικό του ελαττωματικό σύστημα επικοινωνίας. Από το στόμα του βγήκε ένας ήχος σαν γουργουρητό και η Όντρεϊ σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει μαζί του. Αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σηκωθεί όρθια ο Σηθ είπε δύο πνιγμένες λέξεις. « Έ φ υ γ ε . Χτίζει».

Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

161

Η Όντρεϊ τον κοίταξε. Ανάσαινε ακόμη με δυσκολία, αλλά για μια στιγμή το ξέχασε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα όταν άκουσε τη λέξη έφυγε. Ί σ ω ς ήταν ευκαιρία να το σκάσει. Κανονικά δε θα 'πρεπε ούτε να το διανοηθεί ύστερα από τα όσα είχε τραβήξει, αλλά... Μετά σκέφτηκε την άλλη λέξη. «Χτίζει, αγάπη μου; Τι χτίζει;» Ο Σηθ αγωνίστηκε πάλι να μιλήσει. «Φτιάχνει». Ο Τακ κάτι φτιάχνει. Τι μπορεί να φτιάχνει όμως... «Είναι», είπε ο Σηθ. «Είναι. Είναι. Είναι!...» Ο Σηθ χτύπησε το πόδι του με τη γροθιά του, δείχνοντας έναν εκνευρισμό που η Ό ν τ ρ ε ϊ δεν τον είχε ξαναδεί πάνω του. Αμέσως του έπιασε τη γροθιά και προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Όχι, Σηθ». Το διάφραγμά της σφίχτηκε πάλι σε μια προσπάθεια να κάνει εμετό - τ ο μέλι είχε γίνει μια βαριά μάζα στο στομάχι τ η ς - αλλά το ρεγουλάρισε. «Όχι, όχι, ηρέμησε. Πες μου αν μπορείς. Αν δεν μπορείς, δεν πειράζει». Ή τ α ν ψέμα φυσικά, αλλά, αν τον πίεζε περισσότερο, ο Σηθ δε θα κατάφερνε ποτέ να πει αυτό που προσπαθούσε. Ή , ακόμη χειρότερα, μπορεί να έφευγε, να χανόταν κάπου μέσα στο νου του, αφήνοντας πίσω του αυτό το κενό όχημα όπου έμπαινε τόσο εύκολα ο Τακ. «Σε...» Ο Σηθ άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τα αυτιά της. Μετά τα έβαλε πίσω από τα δικά του αυτιά και τα έσπρωξε προς τα εμπρός. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είδε πόσο βρόμικα ήταν κι αυτά από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε στην αμμοδόχο και ένιωσε δάκρυα στα μάτια της. Ο Σηθ όμως την κοίταζε με ένταση και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ναι, καταλάβαινε. Σε ακούει, της έλεγε το παιδί. Ο Τακ σε ακούει με τ' αυτιά μου. Και φυσικά είχε δίκιο. Ο Τακ, το πλάσμα με τις χίλιες φωνές. Ο Σηθ σηκώθηκε όρθιος, ένα κοκαλιάρικο παιδί με βρόμικο σορτς, και προχώρησε προς την πόρτα. Μετά σταμάτησε και γύρισε. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ήταν ακόμη πεσμένη

162

RICHARD BACH MAN

στα γόνατα και σκεφτόταν αν θα καταφέρει να πιαστεί από τον πάγκο από το σημείο που ήταν ή έπρεπε να πλησιάσει πρώτα λίγο μπουσουλώντας. Ζάρωσε όταν τον είδε να την ξαναπλησιάζει, γιατί νόμισε ότι είχε γυρίσει ο Τακ, της φάνηκε ότι είδε εκείνη τη σκληρή λάμψη στα μάτια του. Αλλά όταν πλησίασε κι άλλο είδε ότι είχε κάνει λάθος. Η «λάμψη» ήταν δάκρυα. Ο Σηθ έκλαιγε. Δεν τον είχε ξαναδεί να κλαίει, ούτε καν όταν χτυπούσε. Μέχρι τότε δεν ήξερε καν ότι ο Σηθ μπορούσε να κλάψει. Την αγκάλιασε από το λαιμό και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. Την πονούσε από το χτύπημα, αλλά δεν τραβήχτηκε. Για μια στιγμή της ήρθε μια θολή αλλά πολύ εμφατική εικόνα του κόκκινου τηλεφώνου, μόνο που είχε τεράστιο μέγεθος. Μετά χάθηκε και άκουσε τη φωνή του Σηθ μέσα στο μυαλό της. Η Όντρεϊ είχε νιώσει αρκετές φορές την αίσθηση ότι τον ακούει, ότι ο Σηθ προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της τηλεπαθητικά. Συνήθως, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος ή καθώς ξυπνούσε, και η φωνή ήταν πάντα μακρινή, σαν κάλεσμα μέσα από πέπλα ομίχλης. Τώρα όμως ήταν απίστευτα κοντά. Ή τ α ν η φωνή ενός παιδιού που ακουγόταν έξυπνο και καθόλου προβληματικό. Δε σε κατηγορώ πον πήγες να το σκάσεις, είπε η φωνή. Η Όντρεϊ είχε την αίσθηση της βιασύνης. Ήταν σαν να άκουγε ένα παιδί που ψιθύριζε κάποιο κουτσομπολιό στο διπλανό του την ώρα που είχε γυρίσει την πλάτη του ο δάσκαλος. Πρέπει να πας στονς άλλους, αντούς πον μένουν στο δρόμο. Όχι τώρα αμέσως, πρέπει να περιμένεις, αλλά σε λίγο θα 'ρθει η ώρα. Γιατί ο Τακ..· Δεν υπήρχαν λέξεις τώρα, αλλά μια άλλη θολή εικόνα που γέμισε εντελώς το νου της, διώχνοντας προσωρινά κάθε σκέψη. Η εικόνα έδειχνε τον Σηθ. Φορούσε στολή γελωτοποιού και καπέλο με κουδούνια. Και έπαιζε όπως κάνουν οι ζογκλέρ αλλά όχι με μπάλες. Με κούκλες. Μικρές πορσελάνινες κούκλες. Ξαφνικά μια κούκλα έπεσε κι έσπασε δίπλα στα ασπροκόκκινα παπούτσια

ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ

163

του με τις μυτερές γυριστές άκρες και τότε η Όντρεϊ είδε ότι η κούκλα είχε το πρόσωπο της Μαίρης Τζάκσον. Οι κούκλες ήταν οι γείτονές της. Ο Τακ κάτι έχτιζε, κάτι έφτιαχνε, κάτι που είχε σχέση με τους γείτονές της. Υπέθεσε ότι ήταν και η ίδια υπεύθυνη για ένα μέρος του οράματος, τουλάχιστον. Είχε δει τις κούκλες της Κίρστι Κάρβερ άπειρες φορές· ένα πληκτικό χόμπι, κατά τη γνο'ψη της. Αλλά ήξερε επίσης ότι η όποια δική της παρέμβαση δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο το μήνυμα που ο Σηθ προσπαθούσε να της μεταδώσει. Το τρελό κατασκεύασμα του Τακ -κάτι έχτιζε, κάτι έφτιαχνεήταν αυτό που τον κρατούσε απασχολημένο. Δεν ήταν όμως τόσο απασχολημένος, ώστε να μη με δει όταν πήγα να το σκάσω πριν από λίγο, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Και να με σταματήσει. Και να με τιμωρήσει. Μπορεί την επόμενη φορά να με βάλει να καταπιώ αλάτι αντί για μέλι. Ή Τουμποφλό. Θα σον πω πότε, είπε πάλι η φωνή του παιδιού. Να ''χεις το νον σον για να με ακούσεις όταν θα σον μιλήσω, θεία Όντρεϊ. Όταν ξανάρθονν τα Πάονερ Βάγκον. Να 'χεις το νον σου για να με ακούσεις. Πρέπει να ξεφύγεις. Γιατί... Αυτή τη φορά πέρασαν από το νου της πολλές εικόνες μαζί. Μερικές χάθηκαν πολύ γρήγορα και δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έδειχναν, μερικές όμως τις είδε πιο καθαρά: μια άδεια κονσέρβα μέσα στα σκουπίδια, μια παλιά σπασμένη τουαλέτα πεσμένη στο πλάι σε ένα σκουπιδότοπο, ένα αυτοκίνητο πάνω σε τσιμεντόπλι6ους -ούτε ρόδες ούτε τζάμια. Σπασμένα πράγματα. Χρησιμοποιημένα πράγματα. Το τελευταίο πράγμα που είδε η Ό ν τ ρ ε ϊ πριν διακόψει την επαφή ο Σηθ ήταν μια δική της φωτογραφίαπορτραίτο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι του χολ. Τα μάτια του πορτραίτου ήταν βγαλμένα. Ο Σηθ την άφησε και σηκώθηκε. Την κοίταζε, καθώς η Όντρεϊ πιάστηκε από την άκρη του πάγκου και πάτησε στα πόδια της με κόπο. Η κοιλιά της ήταν ακόμη

164

RICHARD BACH MAN

βαριά κι ασήκωτη από το μέλι που την είχε βάλει να καταπιεί ο Τακ. Ο Σηθ τώρα είχε τη συνηθισμένη όψη του: απόμακρος και αποσυνδεμένος, άδειος από κάθε συναίσθημα. Ό μ ω ς υπήρχαν ακόμη τα ίχνη των δακρύων στα μάγουλά του. «Ο-α», είπε με την άτονη φωνή του - ή χ ο ι που είχαν υποθέσει με τον Χερμπ ότι σήμαιναν Όντρεϊ\ γεια- και βγήκε από την κουζίνα. Ξαναγύρισε στο γραφείο, όπου συνεχιζόταν το πιστολίδι. Και όταν τελείωνε; Μάλλον θα γύριζε την ταινία από την αρχή και θα την ξανάβλεπε. Μου μίλησε, όμως, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Μου μίλησε ολοκάθαρα μέσα στο μυαλό μου. Με το δικό του «κόκκινο τηλέφωνο». Μόνο που το δικό του είναι τόσο μεγάλο. Πήρε τη σκούπα από το κελάρι και άρχισε να σκουπίζει το αλεύρι και τα μακαρόνια. Στο γραφείο, ο Ρόρι Καλχούν φώναξε: «Δε θα πας πουθενά, δειλέ Γιάνκη!» «Δε χρειάζεται να γίνει έτσι, Τζεμπ», μουρμούρισε η Ό ν τ ρ ε ϊ σκουπίζοντας. «Δε χρειάζεται να γίνει έτσι, Τζεμπ», είπε ο Τάι Χάρντιν - ο βοηθός σερίφη στην τ α ι ν ί α - αλλά αμέσως μετά ο κακός συνταγματάρχης Μέρντοκ τον σκότωσε. Αυτή ήταν και η τελευταία του δολοφονία. Σε τριάντα δευτερόλεπτα θα σκότωναν κι αυτόν. Το διάφραγμα της Ό ν τ ρ ε ϊ σφίχτηκε πάλι. Πήγε στο νεροχύτη, σέρνοντας πίσω της τη σκούπα, κι έσκυψε από πάνω. Προσπάθησε να κάνει εμετό, αλλά δεν έβγαλε τίποτα. Το σφίξιμο πέρασε. Άνοιξε το κρύο νερό και ήπιε κατευθείαν από τη βρύση, μετά έριξε νερό στο μέτωπο της. Έ ν ι ω σ ε κάπως καλύτερα. Έ κ λ ε ι σ ε τη βρύση, πήγε στο κελάρι και πήρε το φαράσι. Ο Τακ χτίζει, είχε πει ο Σηθ. Ο Τακ φτιάχνει. Τι όμως; Καθώς γονάτιζε δίπλα στα σκουπίδια με τη σκούπα στο ένα χέρι και το φαράσι στο άλλο, της ήρθε μια πολύ πιο σοβαρή σκέψη: Αν κατάφερνε να ξεφύγει εκείνη, τι θα έκανε ο Τακ στον ανιψιό της; Τι θα έκανε στον Σηθ;

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

165

2

Η Μπελίντα Τ ζ ό ζ ε φ σ ο ν κράτησε την πόρτα της κουζίνας για να μπει ο άντρας της, μετά ορθώθηκε και κοίταξε γΰρω. Το φως ήταν σβηστό, αλλά το δωμάτιο ήταν φωτεινότερο από πριν. Η καταιγίδα κόπαζε και σε μια δυο ώρες μάλλον θα ξανάβγαινε πάλι ο ήλιος και θα 'κανε ζέστη. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο πάνω από το τραπέζι και μπερδεύτηκε. 4:03; Ή τ α ν δυνατό να έχει περάσει τόσο λίγη ώρα; Κοίταξε καλύτερα και είδε ότι ο δείκτης των δευτερολέπτων ήταν ακίνητος. Άπλωσε το χέρι της στο διακόπτη για να ανάψει το φως. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα μπουσουλώντας ο Τζόνι και αμέσως μετά σηκώθηκε όρθιος. «Μην κάνεις τον κόπο», είπε ο Τζιμ Ριντ. Καθόταν στο πάτωμα, ανάμεσα στο ψυγείο και την κουζίνα, με τον Ραλφ Κάρβερ στην αγκαλιά του. Τα μάτια του γυάλιζαν και το βλέμμα του ήταν απαθές. Ο Ραλφ είχε το δάχτυλο στο στόμα. Η Μπελίντα δεν τον συμπαθούσε, κανείς στη γειτονιά δεν τον συμπαθούσε (εκτός από τη μητέρα και τον πατέρα του, βέβαια), αλλά το θέαμα που παρουσίαζε το παιδί τη συγκίνησε. «Ποιον κόπο;» ρώτησε ο Τζόνι. «Να ανάψεις το φως. Έ χ ε ι κοπεί το ρεύμα». Η Μπελίντα τον πίστεψε, αλλά γύρισε μερικές φορές το διακόπτη. Τίποτα. Υπήρχε πολύς κόσμος στο δωμάτιο —έντεκα άτομα, μαζί με την ί δ ι α - αλλά η μουδιασμένη σιωπή που κάλυπτε τα πάντα σου έδινε την αίσθηση ότι ήταν πολύ λιγότεροι. Η Έ λ ε ν Κάρβερ έβγαζε πότε πότε κανένα αναφιλητό, αλλά είχε χώσει το πρόσωπο της στο στήθος της μητέρας της και ίσως και να κοιμόταν. Ο Ντέιβιντ Ριντ είχε αγκαλιάσει τη Σούζι Γκέλερ. Από την άλλη μεριά καθόταν η μητέρα της, που την είχε αγκαλιασμένη επίσης (τυχερή κοπέλα, σκέφτηκε η Μπελίντα, τόση παρηγοριά και συμπαράσταση). Η Κάμι Ριντ, η μητέρα των

166

RICHARD BACH MAN

δίδυμων, καθόταν ακουμπισμένη σε μια πόρτα με την επιγραφή ΠΑΛΙΟ ΚΕΛΑΡΙ. Πάντως, η Κάμι δε φαινόταν τόσο σαστισμένη όσο οι άλλοι. Τα μάτια της είχαν μια •ψυχρή, υπολογιστική έκφραση. «Είπες ότι άκουσες ουρλιαχτά», είπε ο Τζόνι στη Σούζι. «Δεν ακοΰω τίποτα». «Σταμάτησαν», είπε η κοπέλα με βαριά φωνή. «Νομίζω ότι ήταν η κυρία Σόντερσον». «Ναι, αυτή ήταν», συμφώνησε ο Τζιμ. Άλλαξε θέση στον Ραλφ πάνω στα πόδια του, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. «Γνώρισα τη φωνή της. Τόσα χρόνια τώρα την ακούμε να ουρλιάζει στον Γκάρι. Έ τ σ ι δεν είναι, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ Ριντ κατένευσε. «Εγώ θα την είχα σκοτώσει αν ήμουν στη θέση του». «Ναι, αλλά εσύ δε γίνεσαι τύφλα στο μεθύσι, αγόρι μου», είπε ο Τζόνι. Σήκωσε το τηλέφωνο της κουζίνας, αφουγκράστηκε, πάτησε το μηδέν δυο τρεις φορές, μετά το άφησε πάλι. «Η Ντέμπι είναι νεκρή, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Σούζι την Μπελίντα. «Σσσ, μωρό μου, μη λες τέτοια πράγματα», είπε ταραγμένη η Κιμ Γκέλερ. Η Σούζι δεν της έδωσε σημασία. «Δεν πήγε στο διπλανό σπίτι, έτσι δεν είναι; Και μη μου πεις ψέματα». Η Μπελίντα σκεφτόταν να κάνει ακριβώς αυτό, αλλά άλλαξε γνώμη. Η πείρα τής είχε διδάξει ότι ακόμη και τα πιο καλοπροαίρετα ψέματα συνήθως χειροτερεύουν τα πράγματα. Και η κατάσταση ήταν ήδη αρκετά άσχημη στην οδό Πόπλαρ, δε χρειαζόταν να επιδεινωθεί κι άλλο. «Ναι, καλή μου», είπε, απορώντας για άλλη μια φορά με τη νότια προφορά που έπαιρνε η φωνή της - ή έτσι της φαινόταν τουλάχιστον- όταν έλεγε σε κάποιον ένα άσχημο νέο. Μπορεί να ήταν κι αυτό μέρος της εμπειρίας του αμερικανικού Νότου. Το ενδιαφέρον στη δική της περίπτωση ήταν ότι δεν είχε ζήσει ποτέ της στο Νότο. «Δυστυχώς». Η Σούζι έκρυψε το πρόσωπο της με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει. Ο Ντέιβ Ριντ την τράβηξε στην αγκαλιά του

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

167

και η Σούζι ακούμπησε το πρόσωπο της στον ώμο του. Όταν η Κιμ πήγε να την τραβήξει πίσω, η Σοΰζι αντιστάθηκε. Τότε η μητέρα της έριξε στον Ντέιβ Ριντ ένα βλέμμα μίσους, αλλά ο νεαρός δεν το πήρε είδηση. Η Κιμ έστρεψε το θυμό της στην Μπελίντα. «Γιατί της το είπες;» «Το κορίτσι είναι πεσμένο μπροστά στην πόρτα και με όλα αυτά τα κόκκινα μαλλιά είναι λίγο δύσκολο να μην τη δεις». «Σσσ», της είπε ο Μπραντ. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε στο νεροχύτη. «Μην τη στενοχωρείς». Τώρα πια είναι αργά, ό,τι έγινε έγινε, σκέφτηκε η Μπελίντα, αλλά προτίμησε να μη μιλήσει. Πίσω από το νεροχύτη υπήρχε ένα παράθυρο, από όπου φαινόταν ο φράχτης ανάμεσα στο σπίτι των Κάρβερ και του Μπίλινγκσλι. Έ β λ ε π ε επίσης την πράσινη στέγη του σπιτιού του κτηνιάτρου. Από πάνω του φαίνονταν σύννεφα να κινούνται στον ουρανό. Γύρισε και κάθισε πλαγιαστά στην άκρη του νεροχύτη. Μετά έγειρε κοντά στο παράθυρο, μυρίζοντας το μέταλλο και την οσμή της καλοκαιρινής βροχής που έμπαινε μέσα από τη σήτα. Ο συνδυασμός από αυτές τις μυρωδιές τής προκάλεσε μια στιγμιαία νοσταλγία για την παιδική της ηλικία, ένα συναίσθημα λεπτό και έντονο μαζί. Είναι παράξενο, σκέφτηκε, πόσο εύκολα σε γυρίζουν πίσω στο χρόνο οι μυρωδιές. Έβαλε τις παλάμες της γύρω από το στόμα της. «Ε, εκεί!» φώναξε. Ο Μπραντ την άρπαξε από τον ώμο, προφανώς για να την κάνει να σταματήσει, αλλά του πέταξε το χέρι με μια απότομη κίνηση. «Ε, Μπίλινγκσλι!» «Μην το κάνεις αυτό, Μπι», είπε η Κάμι Ριντ. «Είναι επικίνδυνο». Και τι θα κάνουμε; σκέφτηκε η Μπελίντα. Θα καθίσουμε στο πάτωμα της κουζίνας και θα περιμένουμε να ? ρθει το ιππικό; «Δε βαριέσαι, άσ' την», είπε ο Τζόνι. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν αυτοί που πυροβολούσαν είναι ακόμη απέξω, δε νομίζω να μην ξέρουν πού είμαστε». Εκείνη τη

168

RICHARD BACH MAN

στιγμή του ήρθε μια ιδέα. Πήγε και κάθισε στις φτέρνες μπροστά στην Πάι Κάρβερ. «Κίρστεν, μήπως είχε κανένα όπλο ο Ντέιβιντ; Κανένα κυνηγετικό τουφέκι ίσως...» «Υπάρχει ένα πιστόλι στο γραφείο του», απάντησε εκείνη. «Στο δεύτερο συρτάρι από την αριστερή μεριά. Το συρτάρι είναι κλειδωμένο, αλλά το κλειδί είναι στο μεγάλο μεσαίο συρτάρι». «Και το γραφείο; Πού είναι;» «Α. Στον πάνω όροφο* στο μικρό δωμάτιο, στο τέλος του διαδρόμου». Ό λ α αυτά τα είπε με το βλέμμα καρφωμένο στα γόνατά της. Μετά σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε απελπισμένη. «Είναι έξω στη βροχή, Τζόνι. Το ίδιο και η φίλη της Σούζι. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε έξω στη βροχή». «Η βροχή σταματάει», είπε ο Τζόνι, ξέροντας πόσο ανόητο ήταν αυτό που είπε. Ό μ ω ς η Πάι φάνηκε να ησυχάζει, τουλάχιστον προσωρινά, και αυτό ήταν το σημαντικό. Ί σ ω ς ήταν ο τόνος του Τζόνι. Τα λόγια ήταν ανόητα, αλλά η Μπελίντα δεν τον είχε ακούσει ποτέ να μιλάει τόσο ήρεμα και μαλακά. «Εσύ κοίτα να φροντίσεις τα παιδιά σου, Κίρστι, και μη σε απασχολούν τα υπόλοιπα προς το παρόν». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της κουζίνας, περπατώντας μαζεμένος, σαν στρατιώτης στο πεδίο της μάχης. «Κύριε Μάρινβιλ;» είπε ο Τζιμ Ριντ. «Μπορώ να έρθω μαζί σας;» Ό τ α ν όμως πήγε να αφήσει τον Ραλφ κάτω, το παιδί τον κοίταξε πανικόβλητο. Έ β γ α λ ε το δάχτυλο από το στόμα του με ένα δυνατό «ποπ» και κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, μουρμουρίζοντας ξεψυχισμένα: « Ό χ ι , Τζιμ, όχι, Τζιμ». Η Μπελίντα ανατρίχιασε. Σκέφτηκε ότι οι τρελοί μπορεί να μιλούν έτσι όταν είναι μόνοι στα κελιά τους τη νύχτα. «Μείνε εκεί που είσαι, Τζιμ», είπε ο Τζόνι. «Μπραντ; Τι λες; Έ ν α ταξιδάκι σε μεγαλύτερα υψόμετρα για ν' αλλάξουμε αέρα;»

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

169

«Βέβαια». Ο Μπραντ κοίταξε τη γυναίκα του με ένα μείγμα αγάπης και αγανάκτησης, μια έκφραση που βλέπεις μόνο σε ανθρώπους που είναι παντρεμένοι πάνω από δέκα χρόνια. «Είσαι σίγουρος ότι δεν πειράζει να φωνάξει η γυναίκα μου τους διπλανούς;» «Δε νομίζω να υπάρχει πρόβλημα». «Να προσέχετε», είπε η Μπελίντα. Χάιδεψε τον Μπραντ στο στήθος. «Να κρατάς το κεφάλι σου χαμηλά. Μου το υπόσχεσαι;» «Σου το υπόσχομαι». Η Μπελίντα κοίταξε τον Τζόνι. «Κι εσύ». «Τι; Α». Της χάρισε ένα πλατύ, γοητευτικό χαμόγελο και η Μπελίντα συνειδητοποίησε κάτι ξαφνικά: έτσι χαμογελούσε ο Τζον Μάρινβιλ όταν έδινε υποσχέσεις σε γυναίκες. «Σου το υπόσχομαι». Βγήκαν έξω, γονατίζοντας αμήχανα καθώς περνούσαν την πόρτα της κουζίνας, και μετά πάλι όταν βρέθηκαν στο μπροστινό χολ του σπιτιού. Η Μπελίντα έγειρε προς το παράθυρο πάλι. Εκτός από τη βροχή και το υγρό γρασίδι, της μύριζε επίσης το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ που καιγόταν. Συνειδητοποίησε ότι το άκουγε επίσης: ένα κροτάλισμα και μια σιγανή βουή. Η νεροποντή δε θα άφηνε την πυρκαγιά να εξαπλωθεί, αλλά, για όνομα του Θεού, πού ήταν οι πυροσβεστικές; Γιατί πλήρωναν φόρους; «Ε, εσείς, στον Μπίλινγκσλι! Ποιοι είστε εκεί;» Της απάντησε μια αντρική φωνή που δεν την αναγνώρισε. «Είμαστε εφτά! Το ζευγάρι από πιο πάνω στο δρόμο...» Αυτοί πρέπει να είναι οι Σόντερσον, σκέφτηκε η Μπελίντα. «...ο αστυνομικός και ο τύπος που σκοτώθηκε η γυναίκα του. Είναι επίσης ο κύριος Μπίλινγκσλι και η Σύνθια από το μαγαζί!» «Εσύ ποιος είσαι;» φώναξε η Μπελίντα. «Στιβ Ειμς! Είμαι από τη Νέα Υόρκη! Είχα προβλήματα με το φορτηγό μον, μπήκα στην πόλη και χάθηκα! Σταμάτησα στο μαγαζί εκεί κάτω για να τηλεφωνήσω!»

170

RICHARD BACH MAN

«Το φουκαρά», είπε ο Ντε'ιβ Ριντ. «Σαν να του έπεσε το λότο στην κόλαση». «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η φωνή από το άλλο σπίτι. «Ξέρετε τι συμβαίνει;» «Όχι/» απάντησε η Μπελίντα. Σκεφτόταν τι άλλο ε'πρεπε να τους πει, τι άλλο έπρεπε να ρωτήσει, αλλά δεν της ερχόταν τίποτα. «Κοιτάξατε προς την πάνω μεριά του δρόμου; Είναι ανοιχτά από εκεί;» φώναξε ο Έ ι μ ς . Η Μπελίντα πήγε να απαντήσει, αλλά της τράβηξε την προσοχή ένας ιστός αράχνης έξω από τη σήτα του παραθύρου. Το γείσο του παραθύρου τον είχε προστατεύσει από τη δύναμη της βροχής, αλλά υπήρχαν σταγόνες πάνω του που έτρεμαν σαν μικροσκοπικά διαμάντια. Η αράχνη ήταν στη μέση του ιστού, ακίνητη. Τσως ψόφια. «Κυρία; Ρώτησα...» «Δεν ξέρω!» φώναξε η Μπελίντα. «Ο Τζόνι Μάρινβιλ και ο άντρας μου κοίταξαν, αλλά τώρα έχουν πάει πάνω να...» Δεν έπρεπε να πει για το όπλο. Η σκέψη ήταν βλακώδης ίσως, αλλά δεν είχε σημασία, «...για να δουν καλύτερα! Εσείς;» «Όχι! Είχαμε πολλές φασαρίες εδώ! Η γυναίκα πον σας είπα...» Μια παύση. «Δουλεύει το τηλέφωνο σας;» «Όχι!» φώναξε η Μπελίντα. «Ούτε το τηλέφωνο ούτε το ηλεκτρικό!» Άλλη μια παύση, μετά η Μπελίντα άκουσε ένα «Φτου!» με πολύ πιο σιγανή φωνή, που μόλις ακουγόταν πάνω από το θόρυβο της βροχής. Κατόπιν μια άλλη φωνή, γνωστή αυτή τη φορά, αλλά δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει αμέσως. «Μπελίντα, εσύ είσαι;» «Ναι!» απάντησε και κοίταξε ερωτηματικά τους άλλους. «Είναι ο κύριος Τζάκσον», είπε ο Τζιμ Ριντ, μιλώντας πάνιυ από τον ώμο του Ραλφ. Ο μικρός δεν είχε καταφε'ρει ακόμη να κοιμηθεί όπως η αδερφή του, αλλά μάλλον δε θα αργούσε να τον πάρει ο ύπνος. Το δάχτυλο είχε αρχίσει κιόλας να μισοβγαίνει από τα χείλια του.

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

171

«Πήγα στην εξώπορτα!» φώναξε ο Πίτερ. «Ο δρόμος είναι έρημος μέχρι τη γωνία! Εντελώς έρημος! Ψυχή ζώσα, ούτε καν αργόσχολοι, από την Λιακινθ ή το επόμενο τετράγωνο της Πόπλαρ. Σον φαίνεται φυσικό αντό;» Η Μπελίντα συνοφρυώθηκε και κοίταξε γΰρω της. Είδε μόνο απορημένα μάτια και σκυφτά κεφάλια. Γύρισε πάλι στο παράθυρο. «Όχι!» Ο Πίτερ γέλασε και ο ήχος την πάγωσε, όπως την είχε παγώσει το υστερικό μουρμουρητό του Ραλφ Κάρβερ. «Ούτε κι εμένα μον φαίνεται φυσικό, Μπελίντα!» «Ποιος θα τολμούσε να πλησιάσει από τους άλλους δρόμους;» είπε περιφρονητικά η Κιμ Γκέλερ. «Τρελοί είναι να πλησιάσουν; Άκουσαν τους πυροβολισμούς και τα ουρλιαχτά». Η Μπελίντα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ή τ α ν λογικό αυτό που έλεγε η Κιμ, αλλά και πάλι δεν έστεκε. Γιατί οι άνθρωποι δε φέρονται λογικά όταν ξεσπούν φασαρίες. Έ ρ χ ο ν τ α ι και χαζεύουν. Συνήθως μένουν σε ασφαλή απόσταση, αλλά έρχονται. «Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει κόσμος στη γωνία;» φώναξε. Αυτή τη φορά η παύση ήταν τόσο μεγάλη, που ετοιμαζόταν να επαναλάβει την ερώτηση, όταν μίλησε μια τρίτη φωνή. Αυτή την αναγνώρισε αμέσως, ήταν του Μπίλινγκσλι. «Κανείς μας δε βλέπει κανέναν, αλλά η βροχή έχει σηκώσει ομίχλη από το δρόμο! Μέχρι να διαλυθεί, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι!» «Μα δεν ακούστηκαν σειρήνες!» είπε ο Πίτερ. «Ακούτε εσείς σειρήνες από τα βόρεια;» «Όχι!» φώναξε η Μπελίντα. «Θα φταίει η καταιγίδα!» «Δε νόμιζα)», είπε η Κάμι Ριντ. Μιλούσε στον εαυτό της, όχι στους άλλους. Αν δεν καθόταν τόσο κοντά στο νεροχύτη, η Μπελίντα δε θα την άκουγε. «Όχι, δε φταίει η καταιγίδα». «Πάω έξω να πάρω τη γνναίκα μον!» φώναξε ο Πίτερ Τζάκσον. Αμέσως ακούστηκαν φωνές διαμαρτυ-

172

RICHARD BACH MAN

ρίας. Η Μπελίντα δεν μπόρεσε να διακρίνει λέξεις, αλλά κατάλαβε από τον τόνο τι πρέπει να έλεγαν. Ξαφνικά η αράχνη - α υ τ ή που τη νόμιζε ψ ό φ ι α έτρεξε πάνω στον ιστό, ανέβηκε σε ένα από τα νήματα και χάθηκε. Δεν ήταν ψόφια, λοιπόν, σκέφτηκε η Μπελίντα. Απλώς έκανε την ψόφια. Ξαφνικά η Κίρστεν Κάρβερ έγειρε δίπλα της, σπρώχνοντάς την τόσο δυνατά με τον ώμο της, που η Μπελίντα θα είχε πέσει με τον πισινό μέσα στο νεροχύτη αν δεν προλάβαινε να πιαστεί από ένα ντουλάπι. Το πρόσωπο της Πάι ήταν κάτασπρο, τα μάτια της γυάλιζαν από φόβο. «Μη βγεις έξω!» ούρλιαξε. «Θα ξανάρθουν και θα σε σκοτώσουν! Θα 'ρθουν και θα μας σκοτώσουν όλους!» Καμιά απάντηση από το άλλο σπίτι για μερικές στιγμές, μετά ακούστηκε η φωνή του Κόλι Εντράτζιαν, απολογητική και προβληματισμένη. «Δεν ωφελεί! Έφυγε!» «Έπρεπε να τον σταματήσεις!» ούρλιαξε η Κίρστεν. Η Μπελίντα την αγκάλιασε από τους ώμους και τρόμαξε από την έντονη, γρήγορη τρεμούλα που αισθάνθηκε. Λες και η Κίρστεν κόντευε να εκραγεί. «Τι αστυνομικός είσαι εσύ!» «Δεν είναι», είπε η Κιμ, με έναν τόνο σαν να έλεγε: Τι περιμένεις από τέτοια καθάρματα; «Τον έδιωξαν από το Σώμα. Είχε μια συμμορία και διακινούσε κλεμμένα αυτοκίνητα». Η Σούζι σήκωσε το κεφάλι της. «Δεν το πιστεύω αυτό». «Τι ξέρεις εσύ στην ηλικία σου;» είπε η μητέρα της. Η Μπελίντα ετοιμαζόταν να κατεβεί από το νεροχύτη, όταν είδε κάτι στον πίσω κήπο που την έκανε να παγώσει. Ή τ α ν πιασμένο στο ένα πόδι μιας παιδικής κούνιας και πάνω του υπήρχαν σταγόνες βροχής όπως και στον ιστό της αράχνης. «Κάμι;» «Τι;» « Έ λ α εδώ». Η Κάμι θα ήξερε σίγουρα. Είχε ολόκληρο κήπο στην πίσω αυλή της, μια ζούγκλα από φυτά σε γλάστρες μέσα

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

173

στο σπίτι της και μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με βιβλία για καλλιέργειες. Η Κάμι σηκώθηκε από την πόρτα του κελαριοΰ και πλησίασε. Η Σοΰζι και η μητέρα της ήρθαν κι αυτές, το ίδιο και ο Ντέιβ Ριντ. «Τι είναι;» ρώτησε η Πάι Κάρβερ, γυρίζοντας το τρελό βλέμμα της προς την Μπε;λίντα. Η Έ λ λ η είχε αγκαλιάσει το πόδι της, λες και ήταν κορμός δέντρου, και προσπαθούσε ακόμη να κρύψει το πρόσωπο της στο μπατζάκι του σορτς της μητέρας της. Η Μπελίντα την αγνόησε* κοίταξε την Κάμι. «Κοίτα εκεί πέρα. Στην κοΰνια. Το βλέπεις;» Η Κάμι πήγε να πει ότι δεν έβλεπε τίποτε, αλλά η Μπελίντα της έδειξε και το είδε. Από τα ανατολικά ακούστηκαν μπουμπουνητά και ακολούθησε μια σύντομη ριπή αέρα. Ο ιστός έξω από το παράθυρο τρεμόπαιξε τινάζοντας μικρές σταγόνες βροχής. Αυτό που είχε δει η Μπελίντα ελευθερώθηκε από την κούνια και διέσχισε κατρακυλώντας την πίσω αυλή των Κάρβερ, πηγαίνοντας προς το φράχτη. «Είναι αδύνατο!» είπε η Κάμι ανέκφραστα, κοιτάζοντας τον ξερό, ξεριζωμένο θάμνο που κυλούσε στο έδαφος από τον αέρα. «Δεν υπάρχουν ξερόθαμνοι στο Οχάιο. Κι ακόμη κι αν υπήρχαν... τώρα είναι καλοκαίρι και το καλοκαίρι είναι ριζωμένοι στο έδαφος». «Τι είναι οι ξερόθαμνοι, μαμά;» ρώτησε ο Ντέιβ. Το χέρι του ήταν γύρω από τη μέση της Σοΰζι. «Αφάνες», απάντησε η Κάμι με την ίδια άχρωμη φωνή. «Ξερόθαμνοι είναι οι αφάνες».

3 0 Μπραντ κοίταξε μέσα στο γραφείο του Κάρβερ και £ίδε τον Τζόνι να βγάζει ένα κουτί με σφαίρες από ένα ρυρτάρι. Στο άλλο χέρι του κρατούσε το πιστόλι του

174

RICHARD BACH MAN

Ντέιβιντ Κάρβερ. Είχε ανοίξει τον κύλινδρο για να βεβαιωθεί ότι οι θαλάμες ήταν άδειες. Αν και ήταν, κρατούσε το πιστόλι αδέξια, με όλα τα δάχτυλα έξω από τον προφυλακτήρα της σκανδάλης. Βλέποντάς τον, ο Μπραντ θυμήθηκε αυτούς τους τύπους που πουλάνε διάφορα εργαλεία αμφίβολης χρησιμότητας από την τηλεόραση: Φίλοι μον, αντό εδώ το πραγματάκι μπορεί να σας απαλλάξει από κάθε εισβολέα πον θα κάνει το λάθος να μπει στο σπίτι σας, μάλιστα, κνρίες και κύριοι, αλλά δεν είναι μόνο αντό! Επιπλέον, αντό το πράγμα πον βλέπετε κόβει ντομάτες και πατάτες! Σας αρέσει να τρώτε τις πατάτες σας κομμένες σε διάφορα όμορφα διακοσμητικά σχέδια, αλλά δεν είχατε ποτέ το χρόνο να τις φτιάξετε έτσι; «Τζόνι». Ο Μάρινβιλ σήκωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά ο Μπραντ είδε καθαρά πόσο τρομαγμένος ήταν ο άλλος. Αυτό τον έκανε να τον συμπαθήσει ακόμη περισσότερο. Δεν ήξερε για ποιο λόγο, αλλά έτσι ένιωθε. «Κάποιος βλάκας έχει βγει στον κήπο του Μπίλινγκσλι. Ο Τζάκσον, μάλλον». «Φτου! Αυτό δεν είναι και πολύ έξυπνο». « Ό χ ι . Κοίτα μην πυροβοληθείς μ' αυτό το πράγμα». Ο Μπραντ γύρισε για να βγει από το δωμάτιο, αλλά σταμάτησε. «Είμαστε τρελοί;» ρώτησε. «Γιατί αυτή την αίσθηση έχω». Ο Τζόνι ανασήκωσε τους ώμους, δηλώνοντας άγνοια.

4

0 Τζόνι ΚΟίΐαξ€ άλλη μια φορά σ η ς θαλάμες του πιστολιού - λ ε ς και μπορεί να είχε φυτρώσει καμιά σφαίρα εκεί μέσα όσο δεν κοίταζε- και μετά έκλεισε πάλι τον κύλινδρο. Έ β α λ ε το πιστόλι στη ζώνη του και το κουτί με τις σφαίρες στην τσέπη του πουκαμίσου του.

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

175

Ο διάδρομος ήταν γεμάτος από παιχνίδια του Ραλφ Κάρβερ. Φαίνεται άτι οι αφοσιωμένοι γονείς του δεν του είχαν μάθει να μαζεύει τα πράγματά του. Ο Μπραντ μπήκε σε ένα δωμάτιο, που πρέπει να ήταν η κρεβατοκάμαρα του κοριτσιού, και ο Τζόνι τον ακολούθησε. Ο Μπραντ του έδειξε από το παράθυρο. Ο Τζόνι κοίταξε κάτω. Ναι, ήταν ο Πίτερ Τζάκσον. Είχε βγει στον κήπο του Μπίλινγκσλι και ήταν γονατισμένος δίπλα στη γυναίκα του. Την είχε σηκώσει πάλι σε καθιστή στάση, περνώντας το ένα χέρι πίσω από την πλάτη της, και προσπαθούσε να περάσει το άλλο κάτω από τα γόνατά της. Η φούστα της Μαίρης ανέβηκε ψηλά στους μηρούς της και ο Τζόνι σκέφτηκε πάλι ότι η γυναίκα δε φορούσε σλιπ. Αλλά τι σημασία είχε τελικά; Καμία απολύτως. Ο Τζόνι είδε την πλάτη του Πίτερ να τραντάζεται από λυγμούς. Ξαφνικά, το μάτι του έπιασε μια ασημιά λάμψη. Γύρισε και είδε ένα ασημί όχημα που θύμιζε καντίνα να στρίβει από την Άιακινθ στην Πόπλαρ. Από πίσω του φάνηκε το κόκκινο βαν που είχε σκοτώσει το σκύλο και το παιδί με τις εφημερίδες και αμέσως μετά εκείνο με τη μεταλλική σκούρα μπλε μπογιά. Κοίταξε από την άλλη μεριά, προς την οδό Μπέαρ, και είδε το ροζ βαν με την κεραία σε σχήμα καρδιάς, το κίτρινο που χτύπησε το αμάξι της Μαίρης και το έβγαλε από το δρόμο και το μαύρο με τον πυργίσκο. Έ ξ ι αμάξια. Έ ξ ι αμάξια σε δύο συγκλίνουσες ομάδες των τριών. Είχε δει αμερικανικά οχήματα στον ίδιο σχηματισμό πριν από πολύ καιρό στο Βιετνάμ. Θα δημιουργούσαν ένα διάδρομο πυρός. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τα χέρια του κρέμονταν στα πλευρά του σαν να ήταν βαρίδια από τσιμέντο. Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, σκέφτηκε με ένα μείγμα δυσπιστίας και έξαλλου θυμού. Δεν μπορείτε να ξαναγυρίσετε, καθάρματα, δεν είναι δυνατόν να γυρίζετε ξανά και ξανά.

176

RICHARD BACH MAN

Ο Μπραντ δεν τους είχε δει. Κοίταζε τον Πίτερ στον κήπο του διπλανού σπιτιού, απορροφημένος από την προσπάθεια που έκανε να σηκώσει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Και ο Πίτερ... Ο Τζόνι κατάφερε να κουνήσει το δεξί του χέρι. Ήθελε να κινηθεί αστραπιαία, αλλά είχε την αίσθηση ότι κινιόταν απελπιστικά αργά. Έπιασε τη λαβή του πιστολιού και το τράβηξε από τη ζώνη του παντελονιού του. Δεν μπορούσε να ρίξει, δεν είχε σφαίρες. Ούτε μπορούσε να το γεμίσει στην κατάσταση που ήταν. Έτσι χτύπησε με τη λαβή το τζάμι και το έσπασε. «Μπες μέσαί» ούρλιαξε στον Πίτερ, αλλά η φωνή του του φάνηκε σιγανή και αδύναμη. Ω Θεέ μου, τι εφιάλτης είναι αυτός και πώς βρεθήκαμε μέσα του; «Μπες μέσα! Έρχονται πάλι! Γύρισαν! Έρχονται ξανά!»

Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

177

Ζωγραφιά που βρέθηκε διπλωμένη μέσα σε ένα τετράδιο, στο οποίο προφανώς η Όντρεϊ Γουάιλερ κρατούσε to ημερολόγιο της. Δεν υπάρχει υπογραφή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει γίνει από τον Σηθ Γκάριν. Αν θεωρήσουμε ότι η θέση της μέσα στο ημερολόγιο αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα στο οποίο έγινε, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ζωγραφίστηκε το καλοκαίρι του 1995, μετά το θάνατο του Χέρμπερτ Γουάιλερ και την ξαφνική αναχώρηση της οικογένειας Χόμπαρτ από την οδό Πόπλαρ.

Οδός Π ό π λ α ρ / 4 : 4 4 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6 Λ ε ς KOI β γ α ί ν ο υ ν μέσα από την ομίχλη που σηκώνεται από το δρόμο, σαν μεταλλικοί δεινόσαυροι που υλοποιούνται στον αέρα. Παράθυρα κατεβαίνουν με μια ομοιόμορφη μηχανική κίνηση. Το στρογγυλό φινιστρίνι στα πλευρά του ροζ Ντριμ Φλόατερ ανοίγει πάλι με μια κυκλική κίνηση, σαν ίριδα ματιού. Το παρμπρίζ του μπλε Φρίντομ Βαν του Μπάουντι κατεβαίνει, αποκαλύπτοντας ένα σκοτεινό χώρο από όπου ξεπροβάλλουν τρία γκρίζα δίκαννα. Ακούγονται κεραυνοί και από κάπου έρχεται η σκληρή κραυγή ενός πουλιού. Ακολουθεί μια στιγμή σιωπής και μετά αρχίζουν οι πυροβολισμοί. Είναι σαν να αρχίζει πάλι η καταιγίδα αλλά χειρότερα αυτή τη φορά. Και οι ήχοι των πυροβολισμών είναι πιο δυνατοί από πριν. Ο Κόλι Εντράτζιαν, πεσμένος μπρούμυτα στην πόρτα ανάμεσα στην κουζίνα και το λίβινγκ ρουμ του Μπίλινγκσλι, είναι ο πρώτος που το προσέχει αυτό, αλλά σε λίγο το καταλαβαίνουν και οι άλλοι. Κάθε πυροβολισμός μοιάζει με έκρηξη χειρο-

180

RICHARD BACH MAN

βομβίδας και μετά ακολουθεί ένας ήχος σαν μπάσο βογκητό, κάτι ανάμεσα σε βόμβο και σφύριγμα. Δυο πυροβολισμοί από το κόκκινο Τράκερ Άροου μετατρέπουν την καμινάδα του Κόλι Εντράτζιαν σε καφέ σκόνη που διαλύεται από τον άνεμο και σε κομματάκια τούβλο που πέφτουν σαν βροχή στη στέγη του. Μια σφαίρα χτυπάει το μουσαμά που σκεπάζει τον Κάρι Ρίπτον, που κυματίζει σαν αλεξίπτωτο, και μια άλλη διαλύει την πίσω ρόδα του ποδηλάτου του. Μπροστά από το Τράκερ Άροου είναι το ασημί βαν που μοιάζει με καντίνα. Έ ν α μέρος της οροφής του ανασηκώνεται σε γωνία και εμφανίζεται μια ασημιά φιγούρα* μοιάζει με ρομπότ που φορά στολή των Νοτίων. Πυροβολεί τρεις φορές το σπίτι των Χόμπαρτ. Κάθε πυροβολισμός είναι δυνατός σαν έκρηξη δυναμίτη. Κατεβαίνοντας από την οδό Μπέαρ, το Ντριμ Φλόατερ και το Τζάστις Βάγκον ρίχνουν στο 251 και στο 249, το σπίτι των Τζόζεφσον και το σπίτι των Σόντερσον. Τα παράθυρα διαλύονται, οι πόρτες ανοίγουν. Έ ν α βλήμα, που ακούγεται σαν μικρό αντιαρματικό, χτυπάει το παλιό Σάαμπ του Γκάρι. Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου τσαλακώνεται, κομμάτια κόκκινο γυαλί από τα φώτα τινάζονται στον αέρα και ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος, καθώς εκρήγνυται το ντεπόζιτο της βενζίνης, τυλίγοντας το αμάξι σε μια μπάλα από πορτοκαλιές φλόγες και καπνούς. Τα αυτοκόλλητα στον προφυλακτήρα -ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΩ ΑΡΓΑ, ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ στα δ ε ξ ι ά , Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α Κ Ο Α Υ Τ Ο Κ Ι Ν Η Τ Ο Τ Η Σ ΜΑΦΙΑΣ σ τ α α ρ ι -

στερά- λιώνουν από τη ζέστη. Τα τρία βαν που κατεβαίνουν το δρόμο και τα τρία που τον ανεβαίνουν συναντιούνται και σταματούν μπροστά στους φράχτες που χωρίζουν το σπίτι του Μπίλινγκσλι από τα δύο διπλανά σπίτια, των Κάρβερ από πάνω και των Τζάκσον από κάτω. Η Όντρεϊ Γουάιλερ, που όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί έτρωγε ένα σάντουιτς και έπινε μια μπίρα στην κουζίνα, τρέχει στο λίβινγκ ρουμ και κοιτάζει το δρόμο με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι κρατάει

ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς

181

ακόμη το μισό σάντουιτς με σαλάμι και μαρούλι στο ένα χέρι της. Οι πυροβολισμοί έχουν ενωθεί σε ένα συνεχές εκκωφαντικό μουγκρητό που θυμίζει Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ίδια όμως δεν κινδυνεύει. Τα πυρά κατευθύνονται αποκλειστικά ενάντια στα δύο απέναντι σπίτια. Βλέπει το κόκκινο καρότσι του Ραλφ Κάρβερ - τ ο ν Μπάστερ- να τινάζεται στον αέρα με τη μια πλευρά του παραμορφωμένη έτσι που μοιάζει με μεταλλικό λουλούδι. Διαγράφει μια τροχιά πάνω από το μουσκεμένο πτώμα του Ντέιβιντ Κάρβερ, προσγειώνεται, με τις ρόδες του από πάνω να γυρίζουν, και μετά ένας ακόμη πυροβολισμός το διπλώνει σχεδόν στα δύο και το εκτοξεύει μέσα στα λουλούδια, στην αριστερή πλευρά από το δρομάκι του κήπου. Άλλος ένας πυροβολισμός πετάει από τη θέση της την πόρτα με τη σήτα στο σπίτι των Κάρβερ και τη στέλνει μέσα στο χολ. Δύο ακόμη πυροβολισμοί από το Φρίντομ Βαν του Μπάουντι διαλύουν τις περισσότερες πορσελάνινες κούκλες της Πάι. Τρύπες ανοίγουν στο τσαλακωμένο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της Μαίρης Τζάκσον και μετά εκρήγνυται κι αυτό. Οι φλόγες απλώνονται αμέσως και καταπίνουν όλο το αμάξι, από μπροστά μέχρι πίσω. Σφαίρες διαλύουν δύο από τα παντζούρια του Μπίλινγκσλι. Μια τρύπα σε μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ εμφανίζεται στο γραμματοκιβώτιο δίπλα στην πόρτα, που αμέσως μετά πέφτει από τη θέση του και προσγειώνεται πάνω στο χαλάκι για τα πόδια καπνίζοντας. Μέσα στο γραμματοκιβώτιο, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο και ένα γράμμα από τον Κτηνιατρικό Σύλλογο του Οχάιο αρπάζουν φωτιά. Άλλο ένα ΚΑ-ΜΠΑΜ και το ρόπτρο της πόρτας - έ ν α ασημί κεφάλι σκυλιού Αγίου Β ε ρ ν ά ρ δ ο υ - εξαφανίζεται ως διά μαγείας, σαν κέρμα μέσα στο χέρι ταχυδακτυλουργού. Ο Πίτερ Τζάκσον δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τίποτε απ' όλα αυτά. Καταφέρνει να σηκωθεί όρθιος, με τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Τα στρογγυλά γυαλιά του, με τους φακούς γεμάτους σταγόνες βροχής, γυαλίζουν μέσα στο φως που δυναμώνει. Το

182

RICHARD BACH MAN

χλομό του πρόσωπο δεν είναι απλώς σαστισμένο ή ζαλισμένο* είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχουν καεί όλες του οι ασφάλειες. Αλλά η Ό ν τ ρ ε ϊ βλέπει ότι στέκεται στη θέση του σώος και αβλαβής, ένα απίστευτο θαΰμα μέσα σ' αυτό τον καταιγισμό των πυρών... Θεία Όντρεϊ! Ο Σηθ. Η φωνή μέσα στο νου της είναι αμυδρή, αλλά είναι σίγουρα ο Σηθ. Θεία Όντρεϊ\ μ' ακούς; Ναι! Σηθ, τι συμβαίνει; Μη ρωτάς! Η φωνή ακούγεται στα πρόθυρα του πανικού. Έχεις εκείνο το μέρος όπου πηγαίνεις, έτσι δεν είναι; Το καταφύγιο; Το Μοχόνκ; Εννοεί το Μοχόνκ; Μάλλον. Πρέπει. Ναι... Πήγαινε εκεί! φωνάζει η αμυδρή φωνή. Πήγαινε εκεί ΤΩΡΑ! Γιατί... Η φωνή δεν αποτελειώνει τη φράση και ούτε χρειάζεται. Η Όντρεϊ έχει γυρίσει από την κόλαση του δρόμου προς το γραφείο, όπου η ταινία - Η Τ α ι ν ί α - παίζει ξανά. Η ένταση του ήχου είναι τόσο φοβερή, που είναι αδύνατο να βγαίνει από μια απλή τηλεόραση. Βλέπει στον τοίχο τη σκιά του Σηθ να χοροπηδάει εκστατικά' μοιάζει να έχει επιμηκυνθεί και της προκαλεί φρίκη. Της θυμίζει την εικόνα που την τρόμαζε περισσότερο από κάθε άλλη όταν ήταν παιδί, το δαίμονα με τα κέρατα από τη «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό» στη Φαντασία. Είναι λες και ο Τακ συστρέφεται και κουλουριάζεται μέσα στο σώμα του παιδιού, το παραμορφώνει, το τεντώνει, το σπρώχνει ανελέητα πέρα από τα φυσιολογικά του όρια. Και δεν είναι μόνο αυτό. Γυρίζει πάλι στο παράθυρο, κοιτάζει έξω. Στην αρχή νομίζει ότι φταίνε τα μάτια της, ότι κάτι έχουν πάθει - ί σ ω ς ο Τακ να τα έχει «λιώσει» με κάποιο τρόπο, ή να έχει διαστρεβλώσει τους φ α κ ο ύ ς - αλλά σηκώνει τα χέρια της, τα κοιτάζει και τα βλέπει κανονικά. Ό χ ι , το πρόβλημα υπάρχει μόνο στην οδό Πόπλαρ. Θαρρείς ότι διαστρεβλοΥνεται και παρα-

Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

183

μορφώνεται με έναν τρόπο που δεν μπορεί να τον προσδιορίσει, οι γωνίες αλλάζουν, οι επιφάνειες εξογκώνονται, τα χρώματα θολαίνουν. Είναι λες και η ΰλη, η ίδια η πραγματικότητα, αρχίζει να υ γ ρ ο π ο ι ε ί τ α ι και η Όντρεϊ καταλαβαίνει γιατί: η περίοδος της προετοιμασίας και της ήρεμης ανάπτυξης του Τακ έχει τελειώσει. Τώρα είναι ώρα για δράση. Ο Τακ φτιάχνει, ο Τακ χτίζει. Ο Σηθ της είπε να πάει στο καταφύγιο της, για λίγο τουλάχιστον, αλλά ο ίδιος ο Σηθ πού μπορεί να πάει; Σηθ! φωνάζει, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί όσο πιο πολύ μπορεί. Σηθ, έλα μαζί μον! Δεν μπορώ! Πήγαινε, θεία Όντρεϊ! Πήγαινε αμέσως/ Δεν μπορεί να αντέξει την αγωνία που ακούει σ' αυτή τη φιυνή. Γυρίζει πάλι προς το διάδρομο που οδηγεί στο γραφείο, αλλά αντί για το γραφείο βλέπει ένα λιβάδι να απλιόνεται κατηφορικό μπροστά της. Βλέπει άγρια τριαντάφυλλα. Τα μυρίζει και νιώθει την αφροδισιακή, ντελικάτη ζέστη της άνοιξης που οδεύει προς το καλοκαίρι. Και μετά βρίσκεται δίπλα της η Τζάνις και τη ρωτάει ποιο είναι το πιο αγαπημένο της τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ και σε λίγο έχουν απορροφηθεί σε μια συζήτηση για το Homeward Bound και το I Am a Rock., εκείνο που λέει If /Υ/ never loved, I never would have cried»*. Στην κουζίνα των Κάρβερ, οι πολιορκημένοι έχουν πέσει στο πάτιυμα με τα χέρια πλεγμένα πάνω από τα κεφάλια τους και τα πρόσωπα κολλημένα στο πάτωμα. Γύρω τους ο κόσμος φαίνεται να διαλύεται. Τζάμια θρυμματίζονται, έπιπλα πέφτουν, κάτι εκρήγνυται. Ακούγονται φρικτοί κρότοι, καθώς οι σφαίρες διαπερνούν τους τοίχους. Ξαφνικά η Πάι Κάρβερ δεν μπορεί να αντέξει άλλο το αγκάλιασμα της Έλλης, που είναι αρπαγμένη από πάνω της. Την αγαπάει την Έλλη, βέβαια, αλλά αυτή τη στιγμή θέλει τον Ραλφ, τον θέλει οπωσδήποτε. Τον πανέξυπνο, τον αυθάδη Ραλφ, που μοιάζει τόσο πολύ * «Αν δεν είχα ποτέ αγαπήσει, 6ε θα είχα κλά\[>ει ποτέ». (Σ.τ.Μ.)

184

RICHARD BACH MAN

στον π α τ έ ρ α του. Σ π ρ ώ χ ν ε ι άγρια την Έ λ λ η μακριά της, α δ ι α φ ο ρ ώ ν τ α ς για την ξαφνιασμένη κραυγή του κοριτσιού, και ορμάει στην εσοχή ανάμεσα στην κουζίνα και το ψυγείο, άπου ο Τζιμ είναι σκυμμένος πάνω από τον Ραλφ, που ουρλιάζει απελπισμένος,J και σκεπάζει με το ένα χέρι του το κεφάλι του παιδιού. «Μαμάαααα!» ουρλιάζει η Έ λ λ η και πάει να τρέξει πίσω της. Η Κάμι Ριντ σηκώνεται από την πόρτα του κελαριού, α ρ π ά ζ ε ι το κοριτσάκι από τη μέση και το ρίχνει πάλι στο πάτωμα. Την επόμενη στιγμή, κάτι που βγάζει έναν ήχο σαν τεράστια ακρίδα διασχίζει την κουζίνα, χτυπάει τη βρύση και την πετάει στον α έ ρ α σαν ραβδί μαζορέτας. Η βρύση διαπερνάει τη σήτα του παραθύρου και τον ιστό της αράχνης. Από το νεροχύτη εκτοξεύεται ένας πίδακας νερού που'στην αρχή φτάνει σχεδόν μέχρι το ταβάνι. «Δώο' τον μου!» ουρλιάζει η Πάι. «Δώσε μου το γιο μου! Δώσε μου το γ...» Ακούγεται άλλο ένα βούισμα και αμέσως μετά ένα δυνατό κλανγκ. Μία από τις χάλκινες χύτρες που κρέμονται δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα διαλύεται σε στραβωμένα κομμάτια που εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν σράπνελ. Και η Πάι ουρλιάζει ξαφνικά χωρίς λέξεις, ένα σκέτο άναρθρο ουρλιαχτό. Έ χ ε ι σκεπάσει το πρόσωπο της με τα χέρια. Αίμα αναβλύζει ανάμεσα στα δάχτυλά της και τρέχει στο λαιμό της. Κομμάτια χαλκού είναι καρφωμένα στην μπλούζα της. Αλλα έχουν χωθεί στα μαλλιά της και ένα μεγάλο μυτερό κομμάτι τρεμοπαίζει στη μέση του μετώπου της σαν λεπίδα στιλέτου. «Δε βλέπω!» στριγκλίζει και κατεβάζει τα χέρια της. Και είναι φυσικό. Τα μάτια της δεν υπάρχουν πια. Ό π ω ς και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της. Κομμάτια χαλκού ξεπροβάλλουν από τα μάγουλα, τα χείλια, το σαγόνι της. «Βοηθήστε με, δε βλέπω! Ντέιβιντ, βοήθα με! Πού είσαι;» Ο Τζόνι, που είναι πεσμένος μπρούμυτα δίπλα στον Μπραντ μέσα στο δωμάτιο της Έλλης στον πρώτο όροφο,

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

185

ακούει τα ουρλιαχτά και καταλαβαίνει άτι κάτι τρομερά συνέβη. Σφαίρες γαζώνουν τον αέρα από πάνω τους. Στον απέναντι τοίχο υπάρχει μια φωτογραφία του Έντι Βέντερ. Καθώς ο Τζόνι αρχίζει να προχωρά έρποντας προς την πόρτα, μια τεράστια τρύπα από σφαίρα εμφανίζεται στο στήθος του Έντι. Άλλη μία χτυπάει το μικρό καθρέφτη πάνω από την τουαλέτα της Έ λ ε ν και τον θρυμματίζει. Κάπου από το δρόμο ακούγεται ένας συναγερμός αυτοκινήτου και ο ήχος του ενώνεται με τα ουρλιαχτά της Πάι Κάρβερ από κάτω. Και οι πυροβολισμοί συνεχίζονται. Καθώς βγαίνει έρποντας στο διάδρομο, ακούει τον Μπραντ δίπλα του να αγκομαχάει. Πολλή γυμναστική σήμερα για έναν άνθρωπο με τόσο μεγάλη κοιλιά, σκέφτεται ο Τζόνι, αλλά ύστερα απ' αυτή τη σκέψη τα ουρλιαχτά της γυναίκας από κάτω και οι πυροβολισμοί σβήνουν, παύει να τους αντιλαμβάνεται. Για μια στιγμή νιώθει σαν να του έχει δώσει γροθιά ο Μάικ Τάισον. «Είναι ο ίδιος τύπος», ψιθυρίζει. «Θεέ μου, είναι ο ίδιος!» «Πέσε κάτω, βλάκα!» Ο Μπραντ τον αρπάζει από το χέρι και τον τραβάει. Ο Τζόνι πέφτει μπρούμυτα, σαν αυτοκίνητο που γλιστρά από κακοτοποθετημένο γρύλο* δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε σηκωθεί στα τέσσερα μέχρι που ο Μπραντ τον έριξε κάτω. Αόρατες σφαίρες βουίζουν στον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Το γυαλί μιας γαμήλιας φωτογραφίας στην κορυφή της σκάλας θρυμματίζεται. Η φωτογραφία πέφτει στο χαλί με ένα γδούπο. Αμέσως μετά η ξύλινη σφαίρα στην κορυφή της σκάλας διαλύεται εκτοξεύοντας θανάσιμες μυτερές ακίδες. Ο Μπραντ σκύβει και σκεπάζει το πρόσωπο του, αλλά ο Τζόνι συνεχίζει να κοιτάζει κάτι στο πάτωμα, χωρίς να αντιλαμβάνεται τίποτε άλλο. «Τι έπαθες εσύ;» τον ρωτάει ο Μπραντ. «Θέλεις να πεθάνεις;» «Αυτός είναι, Μπραντ», επαναλαμβάνει ο Τζόνι. Χώνει τα δάχτυλα στα μαλλιά του και τραβάει απότομα μία μία τούφα, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι όλα αυτά συμ-

186

RICHARD BACH MAN

βαίνουν πραγματικά. «Ο...» Πάνω από τα κεφάλια τους ακούγεται ένας άγριος βόμβος, σχεδόν σαν να χτυπάς χορδή κιθάρας, και το φως του χολ εκρήγνυται, σκορπίζοντας μια βροχή από γυαλιά κατάχαμα! «Ο τύπος που οδηγούσε το μπλε βαν», τελειώνει ο Τζόνι. «Πυροβολούσε ο άλλος - ο άνθρωπος- αλλά αυτός οδηγούσε». Απλώνει το χέρι του και πιάνει μια κούκλα, ένα από τα παιχνίδια του Ραλφ Κάρβερ από το πάτωμα, που τώρα είναι σκεπασμένο όχι μόνο από παιχνίδια αλλά και από γυαλιά και κομμάτια ξύλο. Η κούκλα είναι ένας εξωγήινος με πεταχτό μέτωπο, μαύρα, τεράστια αμυγδαλιοτά μάτια και ένα στόμα που δεν είναι στόμα, αλλά μοιάζει περισσότερο με σαρκώδες κέρατο. Φοράει μια πρασινωπή στολή που ιριδίζει. Το κεφάλι είναι φαλακρό εκτός από μία ξανθή λωρίδα μαλλιά. Μοιάζει με τη φούντα στο κράνος Ρωμαίου εκατόνταρχου. Πού είναι το καπέλο σου; ρωτάει μέσα του τη μικρή κούκλα, ενώ οι σφαίρες σφυρίζουν από πάνω του ανοίγοντας τρύπες στην ταπετσαρία. Η κούκλα μοιάζει με τον Ε.Τ. του Σπίλμπεργκ. Πού είναι το καπέλο του ιππικού που φορούσες, φίλε; «Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάει ο Μπραντ. Είναι πεσμένος μπρούμυτα. Παίρνει από τον Τζόνι την κούκλα, που έχει γύρω στα δεκαοχτώ εκατοστά μήκος, και την κοιτάζει. Στο ένα μάγουλο του Μπραντ υπάρχει ένα κόψιμο. Γυαλιά που έπεσαν από το φωτιστικό, σκέφτεται ο Τζόνι. Στο ισόγειο, τα γυναικεία ουρλιαχτά σταματούν. Ο Μπραντ κοιτάζει τον εξωγήινο, μετά γυρίζει στον Τζόνι και τα γουρλωμένα μάτια του έχουν ένα κωμικά στρογγυλό σχήμα. «Δεν ξέρεις τι λες». «Όχι», λέει ο Τζόνι. «Αυτός είναι. Μάρτυς μου ο Θεός. Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα». «Τι θες να πεις; Ό τ ι αυτοί που μας ρίχνουν φοράνε μάσκες για να μην μπορούν να τους γνωρίσουν αργότερα όσοι επιζήσουν;» Ο Τζόνι δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Ναι, ο Μπραντ μπορεί να έχει δίκιο. «Μάλλον αυτό πρέπει να είναι. Αλλά...» «Αλλά τι;»

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

187

«Δε φαινόταν για μάσκα. Αυτό το πράγμα δε φαινόταν να είναι μάσκα». Ο Μπραντ τον κοιτάζει για μια στιγμή ακόμη, μετά πετάει το κουκλάκι και αρχίζει να προχωρεί έρποντας προς τη σκάλα. Ο Τζόνι το παίρνει, το κοιτάζει για λίγο, μετά κάνει ένα μορφασμό καθώς άλλη μια σφαίρα μπαίνει από το παράθυρο στο τέλος του διαδρόμου - α υ τ ό που βλέπει στο δ ρ ό μ ο - και περνάει βουίζοντας πάνω από το κεφάλι του. Βάζει το κουκλάκι στην τσέπη του παντελονιού του και ακολουθεί τον Μπραντ. Στον κήπο του Μπίλινγκσλι, ο Πίτερ Τζάκσον στέκεται με τη γυναίκα του στην αγκαλιά του χωρίς την παραμικρή γρατσουνιά μέσα σ' αυτό τον καταιγισμό πυρών. Βλέπει τα βαν με τα φιμέ τζάμια και τις φουτουριστικές γραμμές, βλέπει τις κάννες των όπλων που εκτοξεύουν φωτιά και, ανάμεσα στο ασημί και το κόκκινο, βλέπει το παλιό Σάαμπ, τη σακαράκα του Γκάρι Σόντερσον, να καίγεται μπροστά στο σπίτι. Ό λ α αυτά δεν του κάνουν καμιά εντύπωση. Σκέφτεται ότι μόλις γύρισε σπίτι από τη δουλειά του. Αυτό, για κάποιο λόγο, του φαίνεται πολύ σημαντικό. Σκέφτεται ότι κάθε φορά που θα αφηγείται όσα συνέβησαν αυτό το τρομερό απόγευμα (δεν έχει σκεφτεί ακόμη ότι μπορεί να μην επιζήσει από αυτό το τρομερό απόγευμα) θα αρχίζει λέγοντας, Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Αυτή η φράση έχει γίνει κιόλας ένας μαγικός κρίκος μέσα στο μυαλό του, μια γέφυρα που τον συνδέει με το λογικό και ήρεμο κόσμο στον οποίο πίστευε, μέχρι πριν από μια ώρα, ότι θα περνούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Σκέφτεται επίσης τον πατέρα της Μαίρης, καθηγητή στο Κολέγιο Οδοντιατρικής Μίρμοντ στο Μπρούκλιν. Πάντα φοβόταν λιγάκι τον Χένρι Κέπνερ, φοβόταν την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητά του. Κατά βάθος, ο Πίτερ πάντα ήξερε ότι ο Χένρι Κέπνερ τον θεωρούσε ανάξιο για άντρα της κόρης του (και μέσα του ο Πίτερ Τζάκσον συμφα>νεί με αυτή τη γνώμη). Και τώρα στέκεται μέσα στα πυρά, πατώντας στο βρεγμένο γρασίδι, και αναρωτιέται

188

RICHARD BACH MAN

πώς θα πει στον Κέπνερ ότι ο χειρότερος φόβος του έγινε πραγματικότητα: η κόρη του σκοτώθηκε και ο ανάξιος γαμπρός του δεν έκανε τίποτα για να τη σώσει. Δε φταίω εγώ, σκέφτεται ο Πίτερ. Μπορεί να τον κάνω να το καταλάβει αυτό, αν αρχίσω λέγοντας ότι μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δ... «Τζάκσον». Η φωνή εξαλείφει τις ανησυχίες του, κάνει τα πόδια του να λυγίσουν, του προκαλεί μια ανάγκη να ουρλιάξει. Είναι λες και άνοιξε μια τρύπα μέσα στο νου του και το στόμα ενός εξωγήινου του φωνάζει από εκεί. Η Μαίρη γλιστρά στα χέρια του, πάει να του πέσει και ο Πίτερ τη σφίγγει πιο δυνατά αγνοώντας τον πόνο στα μπράτσα του. Ταυτόχρονα αρχίζει να αποκτά κάποια αμυδρή αίσθηση της πραγματικότητας. Τα περισσότερα βαν κινούνται πάλι αλλά πολύ αργά, πυροβολώντας ακόμη. Το ροζ και το κίτρινο πυροβολούν τα σπίτια των Ριντ και των Γκέλερ, διαλύοντας τους λουτήρες για τα πουλιά, σπάζοντας τις βρύσες, θρυμματίζοντας τα παράθυρα του υπογείου, καταστρέφοντας λουλούδια και θάμνους, γκρεμίζοντας υδρορρόες που πέφτουν στον κήπο από κάτω. Έ ν α από τα βαν, όμως, δεν κινείται. Το μαύρο. Είναι παρκαρισμένο από την άλλη μεριά του δρόμου, κρύβοντας σχεδόν το σπίτι των Γουάιλερ. Ο πυργίσκος έχει ανοίξει και μια φωτεινή σιλουέτα, λαμπερό γκρίζο και απύθμενο μαύρο, βγαίνει από μέσα σαν φάντασμα από το παράθυρο στοιχειωμένου σπιτιού. Ο Πίτερ βλέπει ότι η σιλουέτα στέκεται πάνω σε κάτι. Μοιάζει με βάση που αιωρείται και φαίνεται να βγάζει ένα βόμβο. Είναι άνθρωπος; Δεν μπορεί να πει στα σίγουρα. Μοιάζει να φοράει ναζιστική στολή, κατάμαυρη, γυαλιστερό ύφασμα και ασημένια διακοσμητικά, αλλά δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο πάνω από το κολάρο. Βασικά, δεν υπάρχει καθόλου πρόσωπο. Μόνο μαυρίλα. «Τζάκσον! Έλα εδώ, φίλε».

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΈς

189

Προσπαθεί να αντισταθεί, να μείνει εκεί όπου είναι. Ό τ α ν ακούγεται πάλι η φωνή, δεν είναι πια ένα στόμα αλλά ένα αγκίστρι που τραβάει μέσα στο κεφάλι του και του κομματιάζει τις σκέψεις. Τώρα ξέρει πώς νιώθει ένα ψάρι που πιάνεται στο αγκίστρι. «Κοννήσου, φίλε!» Ο Πίτερ περνάει πάνω από τα υπολείμματα ενός σχήματος για κουτσό που υπάρχει στο πεζοδρόμιο (το είχαν φτιάξει η Έ λ ε ν Κάρβερ και η φίλη της, η Μίντι, εκείνο το πρωί), μετά κατεβαίνει στο χαντάκι. Τα νερά γεμίζουν το ένα παπούτσι του, αλλά δεν το νιώθει. Μέσα στο νου του τώρα ακούει κάτι πολύ παράξενο, κάτι σαν μουσική υπόκρουση. Την παίζει μια κιθάρα. Η μελωδία είναι γνωστή, αλλά δε θυμάται ποια είναι. Αυτή είναι η τελευταία σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της παράνοιας. Η φωτεινή σιλουέτα πάνω στην αιωρούμενη βάση κατεβαίνει στο επίπεδο του δρόμου. Καθώς πλησιάζει ο Πίτερ, περιμένει να δει το μαύρο ρούχο (ίσως νάιλον, ίσως μετάξι) που σκεπάζει το πρόσωπο του άλλου, δίνοντας αυτή την ανατριχιαστική αίσθηση ανυπαρξίας προσώπου, μόνο που δεν το βλέπει και, καθώς η βιτρίνα του Στοπ-24 θρυμματίζεται, συνειδητοποιεί κάτι τρομερό: δεν το βλέπει γιατί δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος από το μαύρο βαν δεν έχει πρόσωπο. «Ω Θεέ μου!» βογκάει με μια φωνή τόσο σιγανή, που μόλις την ακούει και ο ίδιος. «Ω Θεέ μου, σε παρακαλώ». Δύο άλλες φιγούρες κοιτάζουν από τον πυργίσκο του μαύρου βαν. Η πρώτη είναι ένας τύπος με γενειάδα, που φοράει μια κουρελιασμένη στολή από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Η δεύτερη είναι μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά και σκληρά, όμορφα χαρακτηριστικά. Είναι χλομή σαν βρικόλακας από κόμικς. Η στολή της είναι μαύρη και ασημιά, σαν του τύπου που δεν έχει πρόσωπο, και θυμίζει Γκεστάπο. Έ ν α παράξενο κόσμημα - μ ε γ ά λ ο σαν αβγό περιστεριού- κρέμεται από το λαιμό της και αστράφτει σαν υπόλειμμα από την ψυχεδελική δεκαετία του εξήντα.

190

RICHARD BACH MAN

Η γυναίκα είναι καρτούν, σκέφτ&ται ο Πίτερ. Η πρώτη διστακτική απόπειρα σεξουαλικής φαντασίωσης ενός εφήβου. Καθώς πλησιάζει περισσότερο τον άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, καταλαβαίνει κάτι ακόμη πιο τρομερό: ότι αυτή η φιγούρα δεν υπάρχει. Ούτε οι άλλοι δύο υπάρχουν ούτε το μαύρο βαν υπάρχει. Θυμάται ένα Σάββατο που είχε πάει στον κινηματογράφο - δ ε ν πρέπει να ήταν πάνω από έξι με εφτά χρονών- και στάθηκε κοντά στην οθόνη του κινηματογράφου και την κοίταξε, συνειδητοποιιόντας για πρώτη φορά πόσο φτηνό είναι το κόλπο. Από μισό μέτρο απόσταση, οι εικόνες δεν υπήρχαν. Η μοναδική πραγματικότητα ήταν η αντανακλαστική οθόνη, εντελούς άδεια από μόνη της, μια σκέτη λευκή επιφάνεια. Έπρεπε να είναι έτσι για να λειτουργεί η ψευδαίσθηση. Το ίδιο πράγμα είναι κι αυτό, σκέφτεται ο Πίτερ και νιώθει την ίδια κουτή έκπληξη που είχε νιώσει τότε. Βλέπω το σπίτι του Χερμπ Γουάιλερ από μέσα τους, σκέφτεται. Το βλέπω μέσα από το βαν. «ΤΖΑΚΣΟΝ!»

Αυτό όμως είναι πραγματικό, αυτή η φωνή, όπως και η σφαίρα που σκότωσε τη Μαίρη ήταν πραγματική. Ουρλιάζει από πόνο, για μια στιγμή τραβάει το σώμα της πιο κοντά στο στήθος του και μετά το αφήνει να σωριαστεί στο δρόμο χωρίς καν να αντιληφθεί τι κάνει. Είναι λες και κάποιος του κόλλησε ένα μεγάφωνο στο αυτί, ανέβασε την ένταση στο τέρμα και φο^ναξε το όνομα του στο μικρόφωνο. Αίματα τινάζονται από τη μύτη του και αρχίζουν να τρέχουν από τις άκρες των ματιών του. «ΠΗΓΑΙΝΕ

ΕΚΕΙ,

ΦΙΑΕ!»

Η ασημόμαυρη

φιγούρα,

άυλη τώρα αλλά ακόμη απειλητική, του δείχνει το σπίτι των Γουάιλερ. Η φωνή είναι η μοναδική πραγματικότητα που υπάρχει για τον Πίτερ. Είναι σαν τη λεπίδα ενός αλυσοπρίονου. Το κεφάλι του τινάζεται τόσο απότομα, που τα γυαλιά του φεύγουν από τη θέση τους. «ΕΧΟΥΜΕ ΔΟΥΑΕΙΑ

ΑΚΟΜΗ/

ΠΡΕΠΕΙ

ΝΑ

ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ/»

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

191

Δεν περπατάει προς το σπίτι του Χερμπ και της Όντρεϊ* είναι σαν κάτι να τον τραβάει προς τα εκεί, ίσως η πετονιά που έχει το αγκίστρι στην άκρη της. Καθώς περνά μέσα από τη μαΰρη φιγούρα που δεν έχει πρόσωπο, μια τρελή εικόνα γεμίζει για μια στιγμή το νου του: μακαρόνια από κονσέρβα, εκείνα με το αφύσικο κόκκινο χρώμα, και χάμπουργκερ. Ό λ α ανακατεμένα σε ένα άσπρο μπολ με φιγούρας της Γουόρνερ Μπρος γύρω γύρω -Μπαγκς Μπάνι, Έλμερ Φαντ, Ντάφι. Συνήθως, μόνο που σκέφτεται τέτοια φαγητά παθαίνει αναγούλα, εκείνη τη στιγμή όμως που επικρατεί αυτή η εικόνα στο μυαλό του νιώθει μια τρομερή πείνα. Λαχταράει να φάει αυτά τα μακαρόνια με την αφύσικη κόκκινη σάλτσα. Εκείνη τη στιγμή ακόμη και ο πόνος στο κεφάλι του παύει να υπάρχει. Περνάει μέσα από την εικόνα του μαύρου βαν τη στιγμή που αυτό αρχίζει να κινείται πάλι. Μετά ανεβαίνει το τσιμεντένιο μονοπάτι προς το σπίτι. Τα γυαλιά πέφτουν από το πρόσωπο του από το τράνταγμα του βηματισμού του, αλλά δεν το προσέχει. Ακούει ακόμη μερικούς μεμονωμένους πυροβολισμούς, αλλά είναι μακρινοί, σε έναν άλλο κόσμο. Η κιθάρα εξακολουθεί να παίζει μέσα στο μυαλό του και, καθώς η πόρτα του σπιτιού ανοίγει μόνη της, μαζί με την κιθάρα ακούει κι άλλα όργανα και καταλαβαίνει ποια είναι η μελωδία: το μουσικό θέμα μια παλιάς τηλεοπτικής εκπομπής, της Μπονάντσα. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, σκέφτεται και μπαίνει σε ένα σκοτεινό, βρόμικο δωμάτιο που μυρίζει ιδρώτα και μπαγιάτικα χάμπουργκερ. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, και η πόρτα κλείνει πίσω του. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά... και διασχίζει το λίβινγκ ρουμ, πηγαίνει προς το διάδρομο και τον ήχο της τηλεόρασης. «Γιατί φοράς αυτή τη στολή;» ρωτάει κάποιος. «Ο πόλεμος έχει τελειώσει τρία χρόνια τώρα, δεν το άκουσες;» Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, σκέφτεται ο Πίτερ, λες και αυτό τα εξηγεί όλα —τη νεκρή γυναίκα του,

192

RICHARD BACH MAN

τους πυροβολισμούς, τον άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, το βαρύ αέρα σ' αυτό το μικρό δωμάτιο- και τότε εκείνο το πράγμα που κάθεται μπροστά στην τηλεόραση γυρίζει και τον κοιτάζει και ο Πίτερ δε σκέφτεται τίποτε απολύτως. Έ ξ ω στο δρόμο, τα βαν που είχαν δημιουργήσει το διάδρομο πυρός επιταχύνουν. Το μαύρο φτάνει γρήγορα το Ντριμ Φλόατερ και το Τζάστις Βάγκον. Ο γενειοφόρος στον πυργίσκο ρίχνει μια τελευταία βολή. Χτυπάει το γαλάζιο γραμματοκιβώτιο έξω από το Στοπ-24 και του κάνει μια τρύπα σε μέγεθος μπάλας του ράγκμπι. Μετά οι επιδρομείς στρίβουν αριστερά στην οδό Άιακινθ και χάνονται. Το Ρούτι Τουτ, το Φρίντομ Βαν και το Τράκερ Άροου φεύγουν από την οδό Μπέαρ, εξαφανίζονται μέσα στην ομίχλη που πρώτα τα θολώνει και μετά τα καταπίνει. Στο σπίτι των Κάρβερ, ο Ραλφ και η Έ λ ε ν ουρλιάζουν κοιτάζοντας τη μητέρα τους, που έχει σωριαστεί στην πόρτα που οδηγεί στο χολ. Δεν έχει χάσει τις αισθήσεις της, όμως. Το σώμα της τινάζεται άγρια δεξιά αριστερά από δυνατούς σπασμούς. Είναι λες και το νευρικό της σύστημα σαρώνεται από ριπές ανέμου. Το αίμα πετάγεται από το τραυματισμένο πρόσωπο της σε πίδακες, ενώ βαθιά από το λαιμό της βγαίνει ένας μπερδεμένος ήχος, κάτι που μοιάζει με τραγουδιστό μουγκρητό. «Μαμά! Μαμά!» ουρλιάζει ο Ραλφ και ο Τζιμ Ριντ προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει το παιδί που παλεύει για να του ξεφύγει και να τρέξει στη μητέρα του που πεθαίνει. Ο Τζόνι και ο Μπραντ κατεβαίνουν τη σκάλα με τον πισινό - έ ν α ένα τα σκαλιά, σαν παιδιά που παίζουναλλά όταν ο Τζόνι φτάνει κάτω και καταλαβαίνει τι συνέβη, τι συμβαίνει ακόμη, σηκώνεται όρθιος και τρέχει, παραμερίζει με μια κλοτσιά τη διαλυμένη πόρτα και στο δρόμο του τσαλαπατάει τα κομμάτια από τις αγαπημένες πορσελάνινες κούκλες της Κίρστεν που είναι σκορπισμένα παντού. « Ό χ ι , πέσε κάτω!» του φωνάζει ο Μπραντ, αλλά ο Τζόνι δε δίνει σημασία. Σκέφτεται μόνο ένα πράγμα:

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

193

να απομακρύνει την ετοιμοθάνατη γυναίκα από τα παιδιά της όσο πιο γρήγορα μπορεί. Δε χρειάζεται να τη βλέπουν να υποφέρει. «Μαμάαααα!» φωνάζει η Έ λ ε ν και προσπαθεί να ξεφύγει από την Κάμι. Η μύτη του κοριτσιού τρέχει αίμα. Τα μάτια της είναι αλαφιασμένα, αλλά δείχνουν μια εφιαλτική κατανόηση. «Μαμάαααα!» Η Κίρστεν Κάρβερ δεν ακούει. Έ χ ο υ ν τελειώσει πια οι μέρες που φρόντιζε τα παιδιά της και τον άντρα της, και είχε μια κρυφή φιλοδοξία, να δημιουργήσει κάποια μέρα δικές της όμορφες πορσελάνινες κούκλες (οι περισσότερες, σκεφτόταν, θα έμοιαζαν με τον υπέροχο, πανέμορφο γιο της). Το σώμα της κάνει ανεξέλεγκτους σπασμούς στην πόρτα, τα πόδια κλοτσάνε, τα χέρια σηκώνονται και πέφτουν, τρέμουν για λίγο και μετά τινάζονται πάλι πάνω σαν ξαφνιασμένα πουλιά. Γρυλίζει και τραγουδάει, γρυλίζει και τραγουδάει, βγάζει ήχους που είναι σχεδόν λέξεις. «Βγάλ' την έξω!» φωνάζει η Κάμι στον Τζόνι. Κοιτάζει την Πάι με τρόμο και οίκτο. «Για όνομα του Θεού, πάρ' τη μακριά από τα παιδιά!» Ο Τζόνι σκύβει, τη σηκώνει στα χέρια του και η Μπελίντα τρέχει να τον βοηθήσει. Την κουβαλάνε στο λίβινγκ ρουμ και τη βάζουν πάνω σε έναν καναπέ που κάποτε ήταν το καμάρι της Πάι, αλλά τώρα έχει μια τεράστια τρύπα. Ο Μπραντ τους ακολουθεί, ρίχνοντας φοβισμένα βλέμματα προς το δρόμο, που φαίνεται όμως άδειος και πάλι. «Μη ζητήσεις από μένα να τον ράψω», λέει η Πάι εμφατικά και μετά βγάζει ένα φρικτό γέλιο. «Κίρστεν», λέει η Μπελίντα. Σκύβει από πάνω της και της πιάνει το χέρι. «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». «Μη ζητήσεις από μένα να τον ράψω», επαναλαμβάνει εκείνη. Αυτή τη φορά έχει έναν τόνο σαν να κάνει διάλεξη. Το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της γίνεται κόκκινο, ο λεκές από το αίμα εξαπλώνεται γοργά καθώς στέκονται οι τρεις τους και την κοιτάζουν. Μοιάζει σαν τα φωτοστέφανο που έφτιαχναν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης γύρω

194

RICHARD BACH MAN

από το κεφάλι της Μαντόνας. Και μετά ξαναρχίζουν οι σπασμοί. Η Μπελίντα σκύβει και πιάνει τους ώμους της Κίρστεν. «Βοηθήστε με!» φωνάζει στον Τζόνι και τον άντρα της. Έ χ ε ι αρχίσει να κλαίει. «Εμπρός, λοιπόν, τι κοιτάζετε σαν βλάκες; Δεν μπορώ να την κρατήσω μόνη μου, βοηθήστε με!» Στο διπλανό σπίτι, ο Τομ Μπίλινγκσλι συνέχισε τις προσπάθειες του να σώσει τη Μαριέλ ακόμη και στο αποκορύφωμα της επίθεσης, δουλεύοντας με την ψυχραιμία βετεράνου στρατιωτικού γιατρού. Τώρα της έχει ράψει το τραύμα και το έχει καλύψει με τρεις στρώσεις γάζας και επιδέσμων. Η αιμορραγία έχει περιοριστεί, αλλά όταν ο γερο-κτηνίατρος τελειώνει κοιτάζει τον Κόλι και κουνάει το κεφάλι του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο αναστατωμένος από το τραύμα της Μαριέλ, όσο από τις φωνές που ακούει από το διπλανό σπίτι. Για τη Μαριέλ Σόντερσον δε νιώθει τίποτα ιδιαίτερο, ούτε συμπάθεια ούτε αντιπάθεια, είναι όμως σχεδόν βέβαιος ότι η γυναίκα που φωνάζει δίπλα είναι η Κίρστι Κάρβερ και την Κίρστι τη συμπαθεί πολύ. «Ω Θεέ μου!» λέει μεγαλόφωνα. «Ω Θεέ μου!» Ο Κόλι κοιτάζει τον Γκάρι, για να βεβαιωθεί ότι είναι μακριά και δεν τους ακούει. Τον βλέπει στην κουζίνα του Μπίλινγκσλι, δε δίνει καμιά σημασία στα ουρλιαχτά και τις φωνές των παιδιών από το διπλανό σπίτι, δεν έχει πάρει είδηση ότι ο γιατρός τελείωσε την επίδεση του τραύματος της γυναίκας του. Ανοίγει και κλείνει ντουλάπια με τη μεθοδικότητα αλκοολικού που ψάχνει για οινόπνευμα. Μόλις ανοίγει το ψυγείο για καμιά μπίρα ή ίσως κανένα μπουκάλι κρύα βότκα, το κλείνει πάλι αμέσως. Στο δεύτερο ράφι είναι το χέρι της γυναίκας του. Το έβαλε εκεί ο Κόλι, παραμερίζοντας άλλα πράγματα -σάλτσες σαλάτας, πίκλες, μαγιονέζα, μερικά κομμάτια χοιρινό τυλιγμένα σε σελοφάν. Δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να της ξανακολλήσουν το χέρι -ακόμη και σ' αυτή την εποχή των θαυμάτων είναι αδύνατο αυτό- αλλά δεν μπο-

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΈς

195

ρούσε να το βάλει στο κελάρι του Μπίλινγκσλι. Είναι ζεστά εκεί και θα τραβούσε μύγες. «Θα πεθάνει;» ρωτάει ο Κόλι. «Δεν ξέρω», απαντάει ο Μπίλινγκσλι. Σταματάει, κοιτάζει κι αυτός τον Γκάρι, αναστενάζει και περνάει τα χέρια του μέσα από τα λευκά, φουντωτά μαλλιά του. «Μάλλον. Σίγουρα, αν δεν πάει γρήγορα σε νοσοκομείο. Χρειάζεται βοήθεια. Κυρίως μετάγγιση αίματος. Και κάποιος χτυπήθηκε δίπλα, αν κρίνω από τις φωνές. Η Κίρστεν, νομίζω. Και μπορεί να μην είναι η μόνη». Ο Κόλι γνέφει καταφατικά. «Κόλι, τι νομίζεις ότι συμβαίνει εδώ;» «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα». Η Σύνθια παίρνει μια εφημερίδα (είναι η Ντισπάτς τον Κολόμπους, όχι η Σόπερ του Γουέντγουορθ) που έχει πέσει στο πάτωμα του λίβινγκ ρουμ, την τυλίγει και αρχίζει να προχωράει στα τέσσερα προς την εξώπορτα. Με την εφημερίδα παραμερίζει τα σπασμένα γυαλιά - ό λ ο το πάτωμα είναι γεμάτο. Ο Στιβ σκέφτεται να τη σταματήσει, να τη ρωτήσει μήπως πάει γυρεύοντας να την καθαρίσουν, αλλά σταματάει. Μερικές φορές του έρχονται παράξενες ιδέες. Πολύ έντονες ιδέες. Μια φορά, όταν έκανε το χειρομάντη σε ένα πεζοδρόμιο στο Γουάιλντγουντ, του ήρθε μια ιδέα τόσο έντονη, που παράτησε αυτή τη δουλειά το ίδιο βράδυ. Διάβαζε το χέρι μιας δεκαεφτάχρονης γελαστής κοπέλας και του μπήκε η ιδέα ότι αυτό το κορίτσι είχε καρκίνο στις ωοθήκες. Σε προχωρημένο στάδιο, ανίατο πια. Δεν είναι ευχάριστο να σου έρχονται τέτοιες ιδέες για ένα όμορφο, πρασινομάτικο κορίτσι, αν το σύνθημα της ζωής σου είναι ΚΑΝΕΝΑ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α .

Η ιδέα που αλλά πολύ πιο προς το παρόν αυτό, παρ' όλα

του έρχεται τώρα είναι εξίσου έντονη, αισιόδοξη: οι επιδρομείς έχουν φύγει, τουλάχιστον. Είναι αδύνατο να το ξέρει αυτά είναι σίγουρος.

196

RICHARD BACH MAN

Αντί να φωνάξει στη Σΰνθια να σταματήσει, πηγαίνει κι αυτάς πίσω της. Η μέσα πόρτα έχει διαλυθεί από κάμποσες σφαίρες (έχει στραβώσει τόσο πολύ από τα χτυπήματα, που είναι αδύνατο να ξανακλείσει) και η αύρα που μπαίνει από τη σήτα είναι υπέροχη, τη νιώθει γλυκιά και δροσερή στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Τα παιδιά κλαίνε ακόμη στο διπλανό σπίτι, αλλά τα ουρλιαχτά έχουν σταματήσει, προς το παρόν τουλάχιστον, κι αυτό τον κάνει να νιώσει κάποια ανακούφιση. «Πού είναι ο τύπος;» ρωτάει η Σύνθια έκπληκτη. «Κοίτα, εκεί είναι η γυναίκα του...» Δείχνει το πτώμα της Μαίρης, που κείτεται στο δρόμο, τόσο κοντά στο χαντάκι του απέναντι πεζοδρομίου, ώστε τα μαλλιά της κυματίζουν στο νερό που τρέχει ορμητικά, «...αλλά πού είναι αυτός; Ο Τζάκσον;» Ο Στιβ δείχνει απέναντι. «Πρέπει να είναι σ' εκείνο το σπίτι. Βλέπεις τα γυαλιά του στον κήπο;» Η Σύνθια γνέφει καταφατικά. «Ποιος μένει εκεί;» ρωτάει ο Στιβ. «Δεν ξέρω. Είμαι καινούρια στην περιοχή...» «Η κυρία Γουάιλερ και ο ανιψιός της», λέει ο Κόλι από πίσω τους. Γυρίζουν και τον βλέπουν καθισμένο στις φτέρνες, να κοιτάζει κι αυτός έξω. «Το παιδί είναι αυτιστικό ή δυσλεκτικό ή κατατονικό... ένα απ' αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω. Ο άντρας της πέθανε πέρσι και τώρα ζουν οι δυο τους εκεί. Ο Τζάκσον... πρέπει... πρέπει να...» Η φράση του κόβεται σταδιακά και μένει σιωπηλός. Ό τ α ν μιλάει πάλι, η φωνή του είναι σιγανή, προβληματισμένη. «Τι στην οργή;» «Τι;» ρωτάει ανήσυχη η Σύνθια. «Τι;» «Πλάκα μου κάνεις; Δε βλέπεις;» «Τι να δω; Βλέπω τη γυναίκα και τα γυαλιά του άντρα της...» Τώρα σταματάει κι αυτή. Ο Στιβ πάει να ρωτήσει τι τρέχει, αλλά μετά καταλαβαίνει - κ α τ ά κάποιο τρόπο, δηλαδή. Μάλλον θα το είχε δει κι αυτός νωρίτερα, παρ' όλο που είναι ξένος, αν δεν ήταν συγκεντρωμένη η προσοχή του στο πτώμα και στα

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

197

γυαλιά. Ξέρει ότι πρέπει να κάνει κάτι για τη γυναίκα και τόση ώρα προσπαθούσε να μαζέψει το κουράγιο του. Τώρα όμως κοιτάζει στο δρόμο, τα μάτια του πηγαίνουν από το Στοπ-24 στο διπλανό κτίριο, μετά στο σπίτι όπου τα παιδιά έπαιζαν φρίσμπι και μετά στο απέναντι, εκεί που πρέπει να κρύφτηκε ο Τζάκσον για να γλιτώσει. Υπάρχει μια αλλαγή εκεί. Δεν ξέρει πόσο μεγάλη είναι, γιατί είναι ξένος, δε γνωρίζει καλά το δρόμο, και είναι και ο καπνός από το σπίτι που καίγεται και η ομίχλη που σηκώνεται από τον υγρό δρόμο και δίνει στα σπίτια μια όψη σχεδόν φασματική, σαν οφθαλμαπάτη... αλλά βλέπει ότι υπάρχει μια αλλαγή. Το σπίτι των Γουάιλερ δεν έχει πια κανονικούς τοίχους· τώρα είναι φτιαγμένο από κορμούς δέντρων και εκεί όπου υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο τώρα υπάρχουν τρία παλιάς μόδας, με πολλά τζάμια. Πάνω στην πόρτα είναι καρφωμένες ξύλινες σανίδες που σχηματίζουν ένα Ζ. Και το σπίτι στα αριστερά... «Πες μου κάτι», λέει ο Κόλι, κοιτάζοντας το ίδιο σπίτι. «Από πότε οι Ριντ μένουν σε σπίτι από κορμούς δέντρων;» «Και από πότε οι Γκέλερ μένουν σε χασιέντα;» ρωτάει η Σύνθια, κοιτάζοντας πιο κάτω. «Πλάκα μου κάνετε», λέει ο Στιβ. Μετά, με αδύναμη φωνή: «Πλάκα δε μου κάνετε;» Δεν του απαντούν. Κοιτάζουν το δρόμο σαν υπνωτισμένοι. «Δεν είμαι σίγουρος αν το βλέπω πραγματικά», λέει τελικά ο Κόλι. Η φωνή του είναι διστακτική. «Είναι...» «Κυματίζει», λέει η κοπέλα. Ο Κόλι την κοιτάζει. «Ναι. Ό π ω ς όταν κοιτάζεις κάτι πάνω από φωτιά ή...» «Ας βοηθήσει κάποιος τη γυναίκα μου!» τους φωνάζει ο Γκάρι από το λίβινγκ ρουμ. Έ χ ε ι βρει ένα μπουκάλι - ο Στιβ δε βλέπει τι ε ί ν α ι - και στέκεται δίπλα στη φο3τογραφία της Έστερ, ενός περιστεριού που ζωγράφιζε με τα πόδια του. Παραπατάει και σχεδόν τραυλίζει: «Ας βοηθήσει κάποιος τη Μαρ'έλ! Έ χ α σ ε το χέ'ι της!»

198

RICHARD BACH MAN

«Πρέπει να φέρουμε βοήθεια για τη γυναίκα», λέει ο Κόλι. «Και...» «Και για μας τους υπόλοιπους», τελειώνει τη φράση του ο Στιβ. Ευτυχώς που το κατάλαβε και κάποιος άλλος αυτό και μπορεί να μη χρειαστεί να πάει μόνος του. Το αγόρι από δίπλα έχει σταματήσει τα κλάματα, αλλά ο Στιβ ακούει ακόμη το κορίτσι να κλαίει με αναφιλητά. Η Μαδημένη Μαργαρίτα, σκέφτεται. Έτσι δεν την έλεγε ο αδερφός της; Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί θ α ν Χοκ, είχε πει ο μικρός. Ο Στιβ νιώθει μια ξαφνική παρόρμηση, έντονη όσο και ασυνήθιστη, να πάει δίπλα και να βρει το κοριτσάκι. Να γονατίσει μπροστά του, να το πάρει στην αγκαλιά του και να του πει ότι μπορεί να είναι ερωτευμένη με όποιον θέλει. Με τον Τθαν Χοκ ή με τον Νιουτ Τζίνγκριτς ή όποιον άλλο θέλει. Δεν κινείται όμως. Κοιτάζει προς την άκρη του δρόμου. Το Στοπ-24, απ' όσο μπορεί να καταλάβει, δεν έχει αλλάξει. Το στυλ του είναι το ίδιο -Κατάστημα του Εικοστού Αιώνα, ή Νεκρή Φύση με Σκουπιδοτενεκέ, όπως το λένε μερικές φορές. Δεν είναι όμορφο θέαμα, κάθε άλλο, αλλά οικείο και κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες αυτό του δημιουργεί ανακούφιση. Το φορτηγό είναι παρκαρισμένο ακόμη μπροστά, η μπλε πινακίδα του τηλεφώνου κρέμεται πάντα στη θέση της, η διαφήμιση του Μάρλμπορο στην πόρτα, και... ...και η σχάρα για τα ποδήλατα έχει χαθεί. Ή , μάλλον, δεν έχει χαθεί ακριβώς. Έ χ ε ι αντικατασταθεί. Με κάτι που μοιάζει μ' εκείνο το ξύλο που έχουν στα γουέστερν έξω από το μπαρ, εκεί όπου δένουν τα άλογά τους οι καουμπόηδες. Ξεκολλάει με κάποια προσπάθεια τα μάτια του από το θέαμα και κοιτάζει τον αστυνομικό, που λέει ότι ο Στιβ έχει δίκιο, ότι χρειάζονται βοήθεια. Και εδώ και στο σπίτι των Κάρβερ, αν κρίνει από τις φωνές. «Υπάρχει μια πράσινη ζώνη με ένα μικρό δάσος πίσω από τα σπίτια απ' αυτή την πλευρά του δρόμου»,

Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

199

λέει ο Κόλι. «Και υπάρχει ένα μονοπάτι που τη διατρέχει. Συνήθως το χρησιμοποιούν παιδιά, αλλά πήγαινα κι εγώ συχνά από εκεί. Το μονοπάτι χωρίζεται στα δύο πίσω από το σπίτι τοον Τζάκσον. Το ένα παρακλάδι κατεβαίνει μέχρι την οδό Άιακινθ και καταλήγει στη στάση του λεωφορείου. Το άλλο πηγαίνει ανατολικά και φτάνει στη λεωφόρο Άντερσον. Αν στην Άντερσον συμβαίνουν τα ίδια που συμβαίνουν κι εδώ...» «Γιατί να συμβαίνουν;» ρωτάει η Σύνθια. «Δεν έχουν ακουστεί πυροβολισμοί από αυτή την κατεύθυνση». Ο Κόλι της ρίχνει μια παράξενη, υπομονετική ματιά. «Ούτε όμως ήρθε και καμιά βοήθεια από αυτή την κατεύθυνση. Και ο δρόμος εδιό έχει πάθει πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με τους πυροβολισμούς, αν το πρόσεξες». «Α», λέει η Σύνθια ζαρωμένη. «Αν, λοιπόν, η Αντερσον είναι στην ίδια κατάσταση με την Πόπλαρ -ελπίζω να μην είναι, αλλά... αν είναι- υπάρχει ένας μεγάλος αποχετευτικός σωλήνας που περνάει κάτω από το δρόμο και μπορεί να προχωρεί ακόμη παραπέρα. Μπορεί να βγαίνει στην Κολόμπους Μπροντ. Πρέπει να υπάρχει κόσμος εκεί». Δε φαίνεται να το πιστεύει πραγματικά, όμως. «Θα 'ρθω μαζί σου», λέει ο Στιβ. Ο αστυνομικός φαίνεται να ξαφνιάζεται, μετά το σκέφτεται λίγο. «Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα;» «Ναι. Πιστεύω ότι αυτοί οι τύποι έφυγαν, προς το παρόν τουλάχιστον». «Ποίίς το ξέρεις;» Ο Στιβ, που δεν έχει σκοπό να του μιλήσει για τη σύντομη καριέρα του ως χειρομάντη, του απαντάει ότι έχει ένα προαίσθημα. Βλέπει τον Κόλι Εντράτζιαν να το σκέφτεται και ξέρει ότι θα συμφωνήσει πριν ακόμη ανοίξει το στόμα του. Ό χ ι επειδή διάβασε τη σκέψη του. Έχουν σκοτοοθεί τέσσερα άτομα στην οδό Πόπλαρ (για να μην προσθέσουμε και τον Χάνιμπαλ, το σκύλο), υπάρχουν ακόμη περισσότεροι τραυματίες, ένα σπίτι καίγεται

200

RICHARD BACH MAN

χωρίς vet έχει έρθει οΰτε μια πυροσβεστική, υπάρχουν παλαβοί που περνάνε από το δρόμο και πυροβολούν, ψυχοπαθείς δολοφόνοι ίσως... Ο Εντράτζιαν θα ήταν τρελός αν ήθελε να τριγυρίζει μόνος του στο μικρό δάσος μέχρι να φτάσει στο επόμενο τετράγωνο. «Κι αυτός;» λέει η Σύνθια, δείχνοντας με τον αντίχειρα τον Γκάρι. Ο Κόλι κάνει μια γκριμάτσα. «Στην κατάσταση που είναι, δε θα πήγαινα ούτε στον κινηματογράφο μαζί του, όχι να τρέχω στο δάσος τη στιγμή που συμβαίνουν τέτοιες ιστορίες. Αλλά, αν μιλάς σοβαρά, κύριε... Έιμς, έτσι δεν είναι;» «Στιβ, καλύτερα. Ναι, μιλάω σοβαρά». «Εντάξει. Πάμε να δούμε αν ο Μπίλινγκσλι έχει τίποτε όπλα στο σπίτι. Βάζω στοίχημα ότι κάτι θα υπάρχει». Γυρίζουν και διασχίζουν το λίβινγκ ρουμ σκυφτοί. Η Σΰνθια πάει να τους ακολουθήσει, αλλά μια κίνηση της τραβάει την προσοχή. Κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Η αποστροφή ακολουθεί την έκπληξη και βάζει το χέρι στο στόμα για να πνίξει την κραυγή που πάει να της βγει. Σκέφτεται να φωνάξει τους άντρες, αλλά δεν το κάνει. Τι σημασία θα είχε; Έ ν α ς γύπας -μπορεί να είναι γύπας, αν και δεν έχει ξαναδεί ποτέ της τέτοιο πράγμα, ούτε σε βιβλία ούτε στον κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο - έχει κατεβεί μέσα από τους καπνούς πάνω από το σπίτι των Χόμπαρτ και έχει προσγειωθεί στο δρόμο δίπλα στη Μαίρη Τζάκσον. Είναι τεράστιος, με μια αφύσικη αδεξιότητα και.ένα απαίσιο, φαλακρό κεφάλι. Διαγράφει έναν κύκλο γύρω από το πτώμα, μοιάζοντας με άνθρωπο που κάνει αναγνώριση σε έναν μπουφέ πριν αρχίσει να γεμίζει το πιάτο του, και μετά το κεφάλι του τινάζεται μπροστά και κόβει τη μύτη της γυναίκας. Η Σύνθια κλείνει τα μάτια της και λέει στον εαυτό της ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο. Μακάρι να μπορούσε να το πιστέψει, όμως.

Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς

201

Από ίο ημερολόγιο ιης Όντρεϊ Γουάιλερ: 10 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Φοβάμαι απόψε. Φ ο β ά μ α ι τόσο πολύ. Τελευταία ήιαν ή ρ ε μ α τα π ρ ά γ μ α τ α - μ ε τον Σηθ, ε ν ν ο ώ - α λ λ ά τ ώ ρ α ά λ λ α ξ α ν όλα. Σ τ η ν α ρ χ ή δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε να κ α τ α λ ά β ο υ μ ε τι σ υ μ β α ί ν ε ι . ο Χ ε ρ μ π τα ε ί χ ε χ α μ έ ν α , ό π ω $ κι ε γ ώ . Β γ ή κ α μ ε έ ξ ω για π α γ ω τ ό oir\s Μ ί λ ι , to κ ά ν ο υ μ ε κ ά θ ε Σ ά β β α τ ο αν ο Σηθ είναι «καλό π α ι δ ί » (που σ η μ α ί ν ε ι αν ο Σηθ είναι ο Σηθ), και ήταν μια χ α ρ ά . Μ ε τ ά , ό τ α ν φ τ ά σ α μ ε σ π ί τ ι , ά ρ χ ι σ ε ν α ο σ μ ί ζ ε τ α ι , ό π ω $ κ ά ν ε ι μ ε ρ ι κ έ $
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF