Stephen King - Αδύνατος.pdf

September 30, 2017 | Author: ttsab444 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Stephen King - Αδύνατος.pdf...

Description

ΑΔΥΝΑΤΟΣ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ Με έναν επίλογο του συγγραφέα: «Γιατί Μπάκμαν;» ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΟΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ ΚΕΔΡΟΣ Σύμβουλος έκδοσης: Βαγγέλης Ραπτόπουλος

ISBN 960-04-1256-1 Τίτλος πρωτοτύπου:

Stephen King, writing as Richard Bachman, «Thinner» © Richard Bachman. 1984 © Για την έκδοση στα ελληνικά, Εκδόσεις Κέδρος, Α.Ε., 1997

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 111 «Αδύνατος», ψιθυρίζει ο γερο-τσιγγάνος με τη σάπια μύτη στο Γουίλιαμ Χάλεκ, καθώς αυτός βγαίνει, με τη γυναίκα του Χάιντι, από το δικαστήριο. Μόνο μια λέξη, αυτή που εκτοξεύει με τη βαριά, γλυκερή ανάσα του. «Αδύνατος». Και προτού ο Χάλεκ προλάβει να τραβηχτεί, ο γερο-τσιγγάνος απλώνει το χέρι, το ακουμπάει στο μάγουλο του και τον χαϊδεύει μ' ένα παραμορφωμένο δάχτυλο. Τα χείλη του ανοίγουν σαν πληγή, αποκαλύπτοντας μερικά σφραγίσματα που ξεφυτρώνουν, θαρρείς, από τα ούλα του. Είναι μαύρα και πράσινα. Η γλώσσα του στριφογυρίζει ανάμεσα τους και μετά γλιστράει και γλείφει τα μισάνοιχτα πικρά του χείλη. Η εικόνα αυτή ήρθε στο μυαλό του Μπίλι Χάλεκ καθώς στεκόταν πάνω στη ζυγαριά, στις επτά το πρωί, με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Η ορεκτική μυρωδιά του μπέικον και των αυγών έφτανε από τον κάτω όροφο. Έπρεπε να σκύψει λίγο για να μπορέσει να δει τα νούμερα στη ζυγαριά. Δηλαδή, για την ακρίβεια, έπρεπε να σκύψει περισσότερο από λίγο. Για την ακρίβεια, έπρεπε να σκύψει αρκετά. Ήταν εύσωμος. Υπερβολικά εύσωμος, όπως απολάμβανε να του λέει ο Δρ Χιούστον. Αν κανένας άλλος δε σου το 'χει πει, να μου επιτρέψεις να σε πληροφορήσω ότι είσαι πολύ βάρος, του είπε ο Χιούστον μετά το τελευταίο του τσεκ-απ. Ένας άντρας στην ηλικία σου, με το δικό σου εισόδημα και τις δικές σου συνήθειες, Μπίλι, είναι στα πρόθυρα της καρδιοπάθειας γύρω στα τριάντα οχτώ. Πρέπει να χάσεις αμέσως βάρος. Αλλά σήμερα το πρωί τα νέα ήταν καλά. Είχε χάσει ενάμισι κιλό. Είχε πέσει από τα 112.5 στα 111 κιλά. Εδώ που τα λέμε, η ζυγαριά είχε δείξει 113 κιλά την τελευταία φορά που είχε το κουράγιο να ελέγξει το βάρος του, αλλά τότε φορούσε το παντελόνι του και υπήρχαν μερικά κέρματα στην τσέπη, καθώς και τα κλειδιά και ο ελβετικός σουγιάς του. Επιπλέον, η ζυγαριά του μπάνιου του πρώτου ορόφου έδειχνε πάντα λίγο περισσότερο από το κανονικό. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό. Όταν ήταν παιδί στη Νέα Υόρκη, είχε ακούσει ότι οι τσιγγάνοι έχουν το χάρισμα να προφητεύουν το μέλλον. Μπορεί αυτό να ήταν απόδειξη. Δοκίμασε να γελάσει, αλλά κατάφερε μόνο να χαμογελάσει βεβιασμένα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να μπορεί να γελάει με τους τσιγγάνους. Με τον καιρό τα πράγματα θα άλλαζαν, ήταν αρκετά μεγάλος πια για να το γνωρίζει. Για την ώρα όμως εξακολουθούσε να νιώθει το μεγάλο στομάχι του να ανακατεύεται στη σκέψη των τσιγγάνων και ευχόταν με όλη του την καρδιά να μην ξαναδεί τσιγγάνο στη ζωή του. Στο εξής, θα απέφευγε το

διάβασμα της παλάμης στα πάρτι και θα περιοριζόταν στα ταρό. Κι αυτό δηλαδή με μισή καρδιά. «Μπίλι;» ακούστηκε από κάτω. «Έρχομαι!» Ντύθηκε, ενώ παρατηρούσε δυσφορώντας κατά βάθος ότι παρά το ενάμισι κιλό που είχε χάσει, το παντελόνι του δύσκολα κούμπωνε. Είχε φτάσει να φοράει σαράντα δύο νούμερο. Είχε σταματήσει το κάπνισμα ακριβώς στις 12.01 την Πρωτοχρονιά, αλλά το είχε πληρώσει ακριβά, πολύ ακριβά, μα την αλήθεια! Κατέβηκε κάτω με το κολάρο του ανοιχτό και τη γραβάτα χαλαρή γύρω απ' το λαιμό του. Η Λίντα, η δεκατετράχρονη κόρη του, έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα, με τη φούστα της να ανεμίζει και την αλογοουρά της, που ήταν δεμένη με μια όμορφη βελούδινη κορδέλα, να χοροπηδάει. Κρατούσε τα βιβλία της με το ένα χέρι και δύο πον πον με το άλλο. Είχε πρόσφατα μπει στις μαζορέτες της ομάδας του σχολείου της και στο διάλειμμα των αγώνων χόρευαν ανεμίζοντας τα πον πον τους. «Γεια χαρά, μπαμπά!» «Καλή διασκέδαση, Λιν». Κάθισε στο τραπέζι και πήρε τη Γουόλ Στριτ Τζέρναλ. «Καλώς τον», τον υποδέχτηκε η Χάιντι. «Αγαπητή μου», της ανταπέδωσε μεγαλόπρεπα το χαιρετισμό κι ακούμπησε την εφημερίδα δίπλα του. Η Χάιντι του σέρβιρε το πρωινό: αυγά ομελέτα, που άχνιζαν ακόμα, μια αγγλική τηγανίτα με σταφίδες, πέντε φέτες τραγανό μπέικον. Πραγματικά πλούσιο πρωινό. Γλίστρησε στην καρέκλα απέναντι του και άναψε ένα τσιγάρο. Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος ήταν γεμάτοι ένταση - πάρα πολλές «συζητήσεις», που στην ουσία δεν ήταν άλλο από καβγάδες, πάρα πολλές νύχτες που είχαν καταλήξει να κοιμηθούν με γυρισμένη πλάτη ο ένας στον άλλο. Αλλά είχαν βρει ένα modus vivendi: εκείνη είχε σταματήσει να τον γκρινιάζει για το βάρος του κι εκείνος είχε σταματήσει να την γκρινιάζει για το ενάμισι πακέτο που κάπνιζε την ημέρα. Έτσι, η άνοιξη ήταν μάλλον καλή. Και πέρα από την ισορροπία στη σχέση τους, είχαν κι άλλες θετικές εξελίξεις. Κατ' αρχήν, ο Χάλεκ είχε πάρει προαγωγή. Η φίρμα Γκρίλι, Πέντσλι και Κίντερ ήταν τώρα Γκρίλι, Πέντσλι, Κίντερ και Χάλεκ. Επίσης, η μητέρα της Χάιντι είχε επιτέλους πραγματοποιήσει την αιώνια απειλή της και είχε επιστρέψει στη Βιρτζίνια. Η Λίντα είχε καταφέρει να μπει στις μαζορέτες και για τον Μπίλι αυτό

ήταν αληθινή ευλογία. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι οι υστερίες της κόρης του θα τον έκαναν να καταρρεύσει. Με λίγα λόγια, όλα πήγαιναν περίφημα. Και τότε ήρθαν οι τσιγγάνοι στην πόλη. «Αδύνατος», είχε πει ο γερο-τσιγγάνος. Και τι διάβολο είχε η μύτη του; Σύφιλη; Καρκίνο; Ή κάτι ακόμα χειρότερο, όπως λέπρα; Και, μα την αλήθεια, γιατί δεν μπορείς να τα παρατήσεις, γιατί δεν μπορεί να το ξεχάσεις; «Δεν μπορείς να το βγάλεις από το μυαλό σου, έτσι;» είπε ξαφνικά η Χάιντι - τόσο ξαφνικά που ο Χάλεκ τινάχτηκε στην καρέκλα του. «Μπίλι, δεν έφταιγες εσύ. Το είπε και ο δικαστής». «Δε σκεφτόμουν αυτό». «Τότε τι σκεφτόσουν;» «Την εφημερίδα», είπε. «Λέει ότι τα στεγαστικά δάνεια θα μειωθούν πάλι». Δεν έφταιγε εκείνος - σωστά. Άλλωστε το είχε πει ο δικαστής. Ο δικαστής Ρόσιγκτον. Ο Κάρι, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του. Οι φίλοι του όπως εγώ, σκέφτηκε ο Χάλεκ. Έχω παίξει αρκετούς γύρους γκολφ με το γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, όπως ξέρεις πολύ καλά, Χάιντι. Στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν μας πριν από δύο χρόνια, τη χρονιά που σκεφτόμουν να κόψω το κάπνισμα, αλλά δεν το έκανα, ποιος σου έβαλε χέρι στο τόσο προκλητικό στήθος σου, με πρόσχημα το παραδοσιακό πρωτοχρονιάτικο φιλί; Μάντεψε ποιος. Ω, μα την αλήθεια, ήταν ο χόλος μας ο γερο-Κάρι Ρόσιγκτον! Ναι. Ο καλός γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, με τον οποίο ο Μπίλι είχε δικάσει περισσότερες από μία ντουζίνα διοικητικές υποθέσεις. Ο καλός γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, με τον οποίο ο Μπίλι έπαιζε μερικές φορές πόκερ στη λέσχη. Ο καλός γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, ο οποίος δε ζήτησε να εξαιρεθεί από την έδρα όταν ο σύντροφος του στο γκολφ και στο πόκερ, ο Μπίλι Χάλεκ (ο Κάρι τον χτυπούσε μερικές φορές φιλικά στην πλάτη και φώναζε: «Πώς πάμε, Μεγάλε Μπιλ;») εμφανίστηκε μπροστά του στο δικαστήριο όχι για να υποστηρίξει κάποια διοικητική υπόθέση, αλλά κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία. Και όταν ο Κάρι Ρόσιγκτον δε ζήτησε να εξαιρεθεί, ποιος διαμαρτυρήθηκε; Ποιος σε ολόκληρη την πόλη, σε όλο το Φαίρβιου, φώναξε ότι αυτό ήταν ζαβολιά; Μα κανένας, βέβαια! Κανένας δε φώναξε ότι αυτό ήταν ζαβολιά! Στο κάτω κάτω, η υπόθεση δεν αφορούσε παρά μόνο μερικούς βρόμικους τσιγγάνους. Όσο πιο γρήγορα έφευγαν από το Φαίρβιου, όσο πιο γρήγορα έπαιρναν το δρόμο με τα παλιά

στέισον βαγκόν τους, όσο πιο γρήγορα χάνονταν στον ορίζοντα τα πίσω φώτα των τρέιλερ και των αυτοκινουμένων τους τόσο το καλύτερο. Όσο πιο γρήγορα τόσο πιο αδύνατος. Η Χάιντι τράβηξε μια τζούρα απ' το τσιγάρο της και είπε: «Άσ' τα αυτά. Δεν πρόκειται για τα στεγαστικά. Σε ξέρω πια, Μπίλι». Ήταν αλήθεια, σκέφτηκε ο Μπίλι. Όπως ήταν αλήθεια ότι μάλλον κι εκείνη σκεφτότανε το ίδιο. Το πρόσωπο της ήταν πολύ χλομό. Έδειχνε τα χρόνια της - ήταν τριάντα πέντε – κι αυτό συνέβαινε σπάνια. Είχαν παντρευτεί όταν ήταν πολύ νέοι και ο Μπίλι θυμόταν ακόμα τον πλασιέ που είχε έρθει κάποτε να τους πουλήσει μια ηλεκτρική σκούπα, όταν ήταν ήδη τρία χρόνια παντρεμένοι. Είχε κοιτάξει την εικοσιδυάχρονη Χάιντι Χάλεκ και είχε ρωτήσει ευγενικά: «Είναι σπίτι η μητέρα σου, γλυκιά μου;» «Πάντως, η όρεξη μου παραμένει αμείωτη», κι αυτό ήταν αναμφίβολα αλήθεια. Άγχος, ξε-άγχος, εκείνος πάντως είχε καταβροχθίσει τα αυγά του και δεν είχε αφήσει ίχνος μπέικον. Ήπιε τη μισή πορτοκαλάδα του και της χάρισε το πλατύ, γνώριμο χαμόγελο του. Η Χάιντι προσπάθησε να του το ανταποδώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μπίλι φαντάστηκε τη γυναίκα του με μια ταμπέλα κρεμασμένη απ' το λαιμό της να γράφει: Ο ΧΑΜΟΓΕΛΟΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το δικό της. «Χάιντι, όλα τακτοποιήθηκαν. Ή κι αν δεν έχουν τελείως τακτοποιηθεί, τουλάχιστον η ιστορία αυτή έχει τελειώσει». «Το ξέρω, το ξέρω». «Η Λίντα έχει ακόμα προβλήματα;» «Όχι, όχι πια. Λέει... λέει ότι οι φίλες της τη βοήθησαν πολύ». Για μία βδομάδα περίπου μετά το συμβάν, η κόρη τους είχε περάσει δύσκολες στιγμές. Γύριζε από το σχολείο με δάκρυα στα μάτια ή έτοιμη να κλάψει. Είχε σταματήσει να τρώει, είχε βγάλει σπιθουράκια στο πρόσωπο. Ο Χάλεκ, αποφασισμένος να μην αντιδράσει βεβιασμένα, είχε πάει να δει την υπεύθυνη καθηγήτρια της τάξης της, το βοηθό γυμνασιάρχη και την αγαπημένη καθηγήτρια της Λίντα, τη δεσποινίδα Νίρινγκ, που δίδασκε γυμναστική. Εξακρίβωσε (α, να μια καλή δικηγορίστικη λέξη) ότι δεν ήταν παρά πειράγματα — σκληρά, βέβαια, διόλου αστεία και οπωσδήποτε κακόγουστα, παίρνοντας υπόψη τις συνθήκες, αλλά τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει από μια γενιά που θεωρούσε τα ανέκδοτα με νεκρά μωρά σαν άκρως πνευματώδη; Είχε πάρει τη Λίντα και είχαν πάει μια βόλτα στο δρόμο που έμεναν. Η Λάντερν Ντράιβ είχε καλόγουστα σπίτια με μεγάλους κήπους, σπίτια που οι τιμές τους

κυμαίνονταν από 75.000 μέχρι 200.000 δολάρια, για ορισμένα με κλειστή πισίνα και σάουνα, τα οποία βρίσκονταν κοντά στην τοπική λέσχη, στο τέλος του δρόμου. Η Λίντα φορούσε το παλιό βαμβακερό σορτ της, που ήταν λιγάκι σκισμένο στο πλάι, κι ο Χάλεκ παρατήρησε ότι είχε ψηλώσει τόσο που διακρινόταν κάτω από το σορτ η άκρη από το κίτρινο σλιπάκι της. Ένιωσε μαζί θλίψη και τρόμο. Η Λίντα είχε μεγαλώσει. Ασφαλώς ήξερε ότι το παλιό της σορτ ήταν πολύ μικρό, αλλά ο Μπίλι υπέθεσε ότι το είχε φορέσει επειδή της θύμιζε μια πιο ανέμελη παιδική ηλικία — μια παιδική ηλικία όπου ο μπαμπάς σου δε συρόταν σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο, όσο στημένη κι αν ήταν αυτή η δίκη, με πρόεδρο τον παλιό φίλο του Κάρι Ρόσιγκτον, που έχει βάλει χέρι στη μητέρα σου, μια παιδική ηλικία που τα παιδιά δεν έτρεχαν να σε βρουν στο γήπεδο ποδοσφαίρου στο διάλειμμα, όταν έτρωγες το κολατσιό σου, για να σε ρωτήσουν πόσους βαθμούς είχε πάρει ο μπαμπάς σου επειδή πέτυχε τη γριά. Καταλαβαίνεις ότι ήταν ατύχημα, έτσι δεν είναι, Λίντα; Γνέφει καταφατικά, χωρίς να τον κοιτάζει. Ναι, μπαμπά. Πετάχτηκε ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα χωρίς να κοιτάξει ούτε απ' τη μια ούτε απ' την άλλη μεριά του δρόμου. Δεν είχα το χρόνο να σταματήσω. Δεν είχα καθόλου χρόνο. Μπαμπά, δε θέλω ν' ακούσω γι' αυτό. Το ξέρω ότι δε θέλεις ν' ακούσεις γι' αυτό. Κι εγώ δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Αλλά ακούς διάφορα. Στο σχολείο. Τον κοιτάζει έντρομη. Μπαμπά! Δεν πιστεύω να... Αν πήγα στο σχολείο σου; Ναι, πήγα. Πήγα στις τρεις και μισή χτες το απόγευμα. Δεν υπήρχαν μαθητές, τουλάχιστον εγώ δεν είδα κανέναν. Κανένας δε θα το μάθει. Το κορίτσι χαλαρώνει. Λίγο. Άκουσα ότι τα άλλα παιδιά σου φέρονται άσχημα. Λυπάμαι. Δεν είναι και τόσο φοβερό, λέει, παίρνοντας το χέρι του στα δικά της. Το πρόσωπο της — με τα νέα σπιθουράκια που έχουν φουντώσει στο μέτωπο — διηγείται μια διαφορετική ιστορία. Τα σπιθουράκια λένε ότι ήταν φοβερό και με το παραπάνω. Το να συλλάβουν τον πατέρα σου για φόνο, έστω κι εξ αμελείας, δεν είναι κάτι που μπορείς να το πάρεις ελαφρά.

Άκουσα επίσης ότι το αντιμετώπισες αρκετά καλά, λέει ο Μπίλι Χάλεκ. Δεν το έκανες ζήτημα. Γιατί αν καταλάβουν ότι σε πειράζει... Ναι, ξέρω, μουρμουρίζει εκείνη σκυθρωπή. Η μις Νίρινγχ είπε ότι είναι πολύ περήφανη για σένα, λέει ο Μπίλι. Αυτό είναι ένα μικρό ψέμα. Η μις Νίρινγχ δεν είπε ακριβώς αυτό, αλλά οπωσδήποτε μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τη Λίντα, και αυτό είχε τόσο μεγάλη σημασία για το Χάλεκ σχεδόν όσο και για την κόρη του. Αυτό έφερε αποτέλεσμα. Τα μάτια της φωτίζονται, κοιτάζει τον πατέρα της για πρώτη φορά. Αλήθεια; Αλήθεια, τη βεβαιώνει ο Χάλεκ. Το ψέμα είναι εύκολο και πειστικό. Γιατί όχι; Έχει πει πολλά ψέματα τον τελευταίο καιρό. Του σφίγγει το χέρι και του χαμογελάει γεμάτη ευγνωμοσύνη. θα το ξεχάσουν σε λίγο, Λιν. θα βρουν κάτι άλλο να ασχοληθούν. Κάποια μαθήτρια θα μείνει έγκυος, ή μια δασκάλα θα πάθει νευρική κρίση, ή κάποιος μαθητής θα συλληφθεί για εμπόριο κοκαΐνης. Και θα σ' αφήσουν ήσυχη. Κατάλαβες; Ξαφνικά τον αγκαλιάζει σφιχτά. Εκείνος αποφασίζει ότι τελικά δεν έχει μεγαλώσει και τόσο η κόρη του και ότι δεν είναι όλα τα ψέματα κακά. Σ' αγαπώ, μπαμπά, του ψιθυρίζει. Κι εγώ σ' αγαπώ, Λιν. Την αγκαλιάζει κι εκείνος και τη σφίγγει και ξαφνικά κάποιος βάζει μπρος ένα μεγάλο ηχείο μέσα στο κεφάλι του κι ακούει πάλι το φριχτό διπλό γδούπο: πρώτα, καθώς ο μπροστινός προφυλαχτήρας του αυτοκινήτου του χτυπάει τη γριά τσιγγάνα με το κατακόκκινο μαντίλι στα λιγδιασμένα της μαλλιά, και ύστερα, καθώς οι μεγάλες μπροστινές ρόδες περνούν πάνω απ' το σώμα της. Η Χάιντι ουρλιάζει. Και το χέρι της φεύγει από το γόνατο του Χάλεκ. Ο Χάλεκ σφίγγει περισσότερο την κόρη του, ενώ μια ανατριχίλα διαπερνά το σώμα του. «Θέλεις κι άλλα αυγά;» ρώτησε η Χάιντι, διακόπτοντας την ονειροπόληση του.

«Όχι, όχι, ευχαριστώ». Κοίταξε το καθαρό πιάτο του με κάποιο αίσθημα ενοχής' όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, ποτέ τίποτα δεν τον κάνει να χάσει τον ύπνο ή την όρεξη του. «Είσαι σίγουρος ότι είσαι...;» «Καλά;» Χαμογέλασε. Εγώ είμαι καλά, εσύ είσαι καλά, η Λίντα είναι καλά. Όλοι είμαστε καλά. Όπως λένε και στις σαπουνόπερες στην τηλεόραση, ο εφιάλτης τελείωσε, μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στην κανονική μας ζωή;» «Θαυμάσια ιδέα». Αυτή τη φορά η γυναίκα του του ανταπέδωσε ένα αληθινό χαμόγελο — ξαφνικά ήταν πάλι λιγότερο από τριάντα κι έλαμπε, «θέλεις το υπόλοιπο μπέικον; Έμειναν δύο φέτες». «Όχι», είπε, ενώ σκεφτόταν πόσο δύσκολα έκλεινε το παντελόνι γύρω απ' τη χοντρή μέση του (Μέση, ποια μέση; Ένας μικροκαμωμένος και καθόλου αστείος Ντον Ρικλς μίλησε μέσα στο κεφάλι του — η τελευταία φορά που είχες μέση ήταν γύρω στο 1978, χοντρέ), ποσό έπρεπε να ρουφήξει το στομάχι του για να κουμπώσει το κουμπί. Τότε θυμήθηκε τη ζυγαριά και είπε: «Θα φάω μία φέτα. Έχασα ενάμισι κιλό». Η Χάιντι είχε ήδη σηκωθεί να του φέρει το μπέικον παρά την αρχική του άρνηση — μερικές φορές με ξέρει τόσο καλά που καταντάει βαρετό, σκέφτηκε. Εκείνη τον κοίταξε. «Άρα, εξακολουθείς να το σκέφτεσαι». «Δεν το σκέφτομαι», είπε εκείνος εκνευρισμένος. «Δεν μπορεί να χάσει κανείς λίγο βάρος ήσυχα και ωραία; Εσύ πάντα λες ότι θα με ήθελες...» ...αδύνατο... «...λιγότερο παχύ». Τώρα πάλι του θύμισε τον τσιγγάνο. Διάβολε! Τη σαπισμένη μύτη του και το ανατριχιαστικό του δάχτυλο, καθώς γλιστρούσε πάνω στο μάγουλο του, προτού εκείνος προλάβει να αντιδράσει και να τραβηχτεί, όπως θα τραβιόσουν για ν' αποφύγεις μια αράχνη ή μια κατσαρίδα. Η Χάιντι του έφερε το μπέικον και τον φίλησε στο μέτωπο. «Με συγχωρείς. Καλά κάνεις που θέλεις να χάσεις βάρος. Αλλά αν δεν τα καταφέρεις, να θυμάσαι αυτό που λέει ο κύριος Ρότζερς...». «... μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι», συμπλήρωσαν και οι δύο εν χορώ.

Έριξε μια ματιά στην εφημερίδα που είχε ακουμπήσει δίπλα του στο τραπέζι, αλλά τα νέα του φάνηκαν πολύ βαρετά. Σηκώθηκε, βγήκε στον κήπο και ανακάλυψε τους Τάιμς στο παρτέρι με τα λουλούδια. Το παιδί που μοίραζε τις εφημερίδες την πετούσε πάντα μέσα στα λουλούδια, στο τέλος της βδομάδας δε θυμόταν ποτέ πόσες εφημερίδες του είχε φέρει και ήταν αδύνατο να μάθει το επίθετο του Μπιλ. Ο Μπίλι είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν ήταν δυνατόν ένα δωδεκάχρονο παιδί να υποφέρει απ' τη νόσο του Αλτζχάιμερ. Πήρε την εφημερίδα στην κουζίνα, την άνοιξε στις αθλητικές σελίδες κι έφαγε το μπέικον. Είχε βυθιστεί στη μελέτη των αποτελεσμάτων του ιππόδρομου, όταν η Χάιντι του έφερε μισή ακόμα τραγανή τηγανίτα, περιχυμένη με βούτυρο που έλιωνε πάνω της γλυκά. Ο Χάλεκ την έφαγε σχεδόν χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 110 Στην πόλη, μια υπόθεση για αποζημίωση που είχε κρατήσει περισσότερο από τρία χρόνια — μια υπόθεση που περίμενε ότι θα τραβούσε άλλα τρία ή τέσσερα χρόνια — είχε απροσδόκητα καλή κατάληξη, όταν ο ενάγων συμφώνησε σε μια διακοπή της δίκης να συμβιβαστεί για ένα ποσό που ήταν πραγματικά εκπληκτικό. Ο Χάλεκ δεν έχασε λεπτό και έβαλε τον εν λόγω ενάγοντα, ένα βιομήχανο χρωμάτων από το Σενεκτάντι, και τον πελάτη του να υπογράψουν μία συμφωνία. Ο συνήγορος του ενάγοντα κοίταζε με ολοφάνερη αποδοκιμασία και δυσπιστία, ενώ ο πελάτης του, πρόεδρος της Εταιρίας Χρωμάτων Καλή Τύχη, υπέγραφε έξι αντίγραφα του συμφωνητικού και ο δικαστικός υπάλληλος, με το φαλακρό κεφάλι του να γυαλίζει, επικύρωνε το ένα μετά το άλλο. Ο Μπίλι καθόταν ήσυχα, με τα χέρια διπλωμένα πάνω στα γόνατα του, νιώθοντας σαν να είχε κερδίσει τον πρώτο λαχνό. Μέχρι την ώρα του φαγητού όλα είχαν τελειώσει. Ο Μπίλι πήγε με τον πελάτη του στου Ο' Λάνι, παράγγειλε Τσίβας σε ποτήρι του νερού για τον πελάτη και μαρτίνι για τον ίδιο και μετά τηλεφώνησε στη Χάιντι. «Μοχόνκ», είπε, όταν εκείνη σήκωσε το τηλέφωνο. Το Μοχόνκ ήταν ένα θέρετρο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου είχαν περάσει το μήνα του μέλιτος — δώρο των γονιών της Χάιντι — πριν από πολλά χρόνια. Και οι δύο είχαν ερωτευτεί το μέρος και το είχαν επισκεφθεί άλλες δύο φορές από τότε.

«Πώς;» «Μοχόνκ», επανέλαβε. «Αν δε θέλεις να έρθεις, θα προτείνω στην Τζούλιαν απ' το γραφείο να με συνοδεύσει». «Μην τολμήσεις να κάνεις τίποτα τέτοιο! Μπίλι, τι συμβαίνει;» «Θέλεις ή δε θέλεις να έρθεις;» «Φυσικά και θέλω! Αυτό το σαββατοκύριακο;» «Αύριο, αν μπορείς να κανονίσεις να έρχεται η κυρία Μπιν να ρίχνει μια ματιά στη Λίντα, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να επιβλέπει ώστε να μη γίνονται όργια στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση. Και αν...» Αλλά οι φωνές της Χάιντι τον διέκοψαν. «Η υπόθεση σου, Μπίλι! Οι αναθυμιάσεις απ' τις μπογιές, και η νευρική κατάρρευση, και το ψυχωτικό επεισόδιο, και...» «Ο Κάνλι θα συμβιβαστεί. Για την ακρίβεια, ο Κάνλι συμβιβάστηκε.. Μετά από σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια αγώνα, μετά από άπειρες νομικές ανοησίες και δεκάδες νομικές γνωμοδοτήσεις, που δε σήμαιναν απολύτως τίποτα, ο άντρας σου κατάφερε επιτέλους να κερδίσει την υπόθεση. Καθαρά, οριστικά και χωρίς καμία αμφιβολία. Ο Κάνλι συμβιβάστηκε, κι εγώ πετάω στους επτά ουρανούς». «Μπίλι! θεέ μου!» φώναξε πάλι, αυτή τη φορά τόσο δυνατά που ο Μπίλι αναγκάστηκε να κρατήσει το ακουστικό μακριά από το αυτί του χαμογελώντας. «Πόσα θα πάρει ο πελάτης σου;» Ο Μπίλι είπε το ποσό και αυτή τη φορά αναγκάστηκε να κρατήσει το ακουστικό μακριά από το αυτί του σχεδόν για πέντε δευτερόλεπτα. «Λες να έχει πρόβλημα η Λίντα αν λείψουμε πέντε μέρες;» «Τη στιγμή που θα μπορεί να μένει ξύπνια μέχρι τη μία το βράδυ βλέποντας τηλεόραση και να καλεί την Τζόρτζια Ντίβερ να μείνει μαζί της το βράδυ και να ξενυχτούν μιλώντας για αγόρια και τρώγοντας τα σοκολατάκια μου; Αστειεύεσαι; θα κάνει κρύο εκεί πάνω αυτή την εποχή, Μπίλι; θέλεις να πάρω μαζί και το πράσινο αδιάβροχο σου; θέλεις το δερμάτινο ή το τζιν μπουφάν σου; Ή και τα δύο; θέλεις...;» Της είπε να κάνει όπως νομίζει και επέστρεψε στον πελάτη του. Ο πελάτης ήταν ήδη στα μισά του τεράστιου Τσίβας του και ήθελε να πει πολωνικά ανέκδοτα. Έμοιαζε σαν να τον είχε χτυπήσει σφυρί στο κεφάλι. Ο Χάλεκ ήπιε το μαρτίνι του και άκουσε τις συνηθισμένες εξυπνάδες για Πολωνούς επιπλοποιούς και πολωνικά εστιατόρια,

ενώ το μυαλό του έτρεχε αλλού. Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά το μέλλον του. Ήταν πολύ νωρίς για να πει με βεβαιότητα αν θα άλλαζε η πορεία της καριέρας του, αλλά ήταν πιθανό. Πολύ πιθανό. Διόλου άσχημο για το είδος των υποθέσεων που οι μεγάλες εταιρίες αναλαμβάνουν σαν φιλανθρωπικό έργο. θα μπορούσε να σημαίνει ότι... ...το πρώτο τράνταγμα τινάζει μπροστά τη Χάιντι, που σφίγγει ασυναίσθητα το γεννητικό του όργανο. Αισθάνεται αμυδρά έναν πόνο στη βουβωνική χώρα. Το τράνταγμα είναι τόσο έντονο που η ζώνη της μπλοκάρει. Αίμα τινάζεται — τρεις μεγάλες σταγόνες — και χύνεται πάνω στο παρμπρίζ σαν κόκκινη βροχή. Η Χάιντι δεν προλαβαίνει καν να ουρλιάξει, θα ουρλιάξει αργότερα. Εκείνος δεν προλαβαίνει καν να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Το συνειδητοποιεί με το δεύτερο τράνταγμα. Κι εκείνος... ...κατάπιε το υπόλοιπο μαρτίνι του. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο πελάτης του, ο Ντέιβιντ Ντάγκανφιλντ. «Είμαι απίστευτα καλά», είπε ο Μπίλι κι έσκυψε προς το μέρος του πελάτη του. «Συγχαρητήρια, Ντέιβιντ». Δε θα σκεφτόταν πια το ατύχημα. Δε θα σκεφτόταν το ατύχημα, δε θα σκεφτόταν τον τσιγγάνο με τη σάπια μύτη. Ο Μπίλι ανήκε στους καλούς και τους πετυχημένους, δεν είχε λόγο να σκέφτεται έναν τσιγγάνο. Αυτό άλλωστε φανέρωνε καθαρά το δυνατό σφίξιμο του χεριού από τον Ντάγκανφιλντ και το γεμάτο θαυμασμό χαμόγελο του. «Σ' ευχαριστώ, φίλε μου», είπε ο Ντάγκανφιλντ, «σ' ευχαριστώ πολύ». Ξαφνικά έσκυψε πάνω από το τραπέζι και αγκάλιασε άγαρμπα τον Μπίλι Χάλεκ. Ο Μπίλι τον αγκάλιασε κι αυτός. Αλλά καθώς τα χέρια του Ντέιβιντ Ντάγκανφιλντ σφίγγονταν γύρω απ' το λαιμό του, η παλάμη του άγγιξε το μάγουλο του Μπίλι και του θύμισε πάλι το παράξενο χάδι του τσιγγάνου. Με άγγιξε, σκέφτηκε ο Χάλεκ, και καθώς αγκάλιαζε τον πελάτη του ανατρίχιασε. Προσπάθησε να σκεφτεί τον Ντέιβιντ Ντάγκανφιλντ στο δρόμο για το σπίτι — ο Ντάγκανφιλντ ήταν ασφαλής σαν θέμα για να ξεδώσει λίγο — αλλά αντί για τον Ντάγκανφιλντ έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται τον Τζινέλι. Με τον Ντάγκανφιλντ είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος στου Ο' Λάνι, αλλά στην αρχή ο Μπίλι σκέφτηκε να πάει τον πελάτη του στα Τρία Αδέλφια, το εστιατόριο στο οποίο ο Ρίτσαρντ Τζινέλι ήταν συνέταιρος. Είχε χρόνια να πάει στα Τρία Αδέλφια - με τη φήμη που είχε ο Τζινέλι δε θα ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους του να κάνει κάτι τέτοιο — αλλά εξακολουθούσε να σκέφτεται πρώτα τα Αδέλφια όταν έπρεπε να βγει με κάποιον πελάτη για φαγητό. Ο Μπίλι είχε

απολαύσει υπέροχα γεύματα και είχε περάσει πολύ ευχάριστες στιγμές εκεί, παρ' όλο που η Χάιντι ποτέ δεν είχε συμπαθήσει ούτε το μέρος ούτε τον Τζινέλι. Ο Μπίλι πίστευε ότι ο Τζινέλι την τρόμαζε. Είχε φτάσει κοντά στην έξοδο του Γκαν Χιλ Ρόουντ, όταν η σκέψη του — όπως ήταν αναμενόμενο — γύρισε πάλι στο γέρο τσιγγάνο όπως το άλογο γυρίζει στο παχνί. Τον Τζινέλι σκέφτηκες πρώτα. Όταν γύρισες σπίτι εκείνη τη μέρα και η Χάιντι καθόταν στην κουζίνα κι έκλαιγε, τον Τζινέλι σκέφτηκες. «Γεια σου, Ριτς. Σκότωσα μια γριά σήμερα. Μπορώ να έρθω να σου μιλήσω γι' αυτό;» Αλλά η Χάιντι ήταν στο διπλανό δωμάτιο και η Χάιντι δε θα καταλάβαινε. Το χέρι του Μπίλι χάιδεψε το τηλέφωνο και μετά έπεσε στο πλάι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας επιτυχημένος δικηγόρος του Κοννέκτικατ, ο οποίος όταν τα πράγματα δυσκόλευαν δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο ένα άτομο για να ζητήσει βοήθεια: ένα Νεοϋορκέζο γκάνγκστερ, ο οποίος είχε προφανώς αποκτήσει τη συνήθεια να δολοφονεί τους ανταγωνιστές του. Ο Τζινέλι ήταν ψηλός, όχι ιδιαίτερα ωραίος, αλλά με μια φυσική κομψότητα. Είχε δυνατή κι ευγενική φωνή, που δε θα μπορούσε κανένας να συνδέσει με ναρκωτικά, σεξουαλικά όργια και φόνους. Και όμως, συνδεόταν με αυτά, αν πίστευε κανείς τις φήμες. Τη φωνή του Τζινέλι ήθελε να ακούσει ο Μπίλι εκείνο το τρομερό απόγευμα, όταν, μετά την κατάθεση του, ο Ντάνκαν Χόπλι, ο αρχηγός της αστυνομίας του Φαίρβιου, τον είχε αφήσει να φύγει. «...ή θα κάθεσαι έτσι όλη μέρα;» «Τι;» είπε έκπληκτος ο Μπίλι. Συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στα διόδια και ο υπάλληλος περίμενε να τον πληρώσει. «Είπα θα πληρώσεις ή θα...;» «Καλά, καλά», είπε ο Μπίλι κι έδωσε στον υπάλληλο ένα δολάριο. Πήρε τα ρέστα του και ξεκίνησε. Είχε ακόμα δεκαεννέα εξόδους για να φτάσει στη Χάιντι. Και μετά εμπρός για το Μοχόνκ. Ο Ντάγκανφιλντ δεν κατάφερε να τραβήξει τη σκέψη του απ' τον τσιγγάνο, θα δοκίμαζε το Μοχόνκ, λοιπόν. Ας ξεχάσουμε τη γριά τσιγγάνα και το γέρο τσιγγάνο για λίγο, εντάξει; Η σκέψη του γύρισε στον Τζινέλι. Ο Μπίλι τον είχε γνωρίσει μέσω της εταιρίας που δούλευε, η οποία είχε αναλάβει μια νομική υπόθεση για τον Τζινέλι πριν επτά χρόνια — κάποια συγχώνευση

εταιριών. Ο Μπίλι, ο οποίος ήταν τότε νέος δικηγόρος, είχε αναλάβει την υπόθεση. Κανένας από τους συνεταίρους δεν ήθελε να ασχοληθεί μ' αυτήν. Ακόμα και τότε, η φήμη του Ριτς Τζινέλι ήταν πολύ κακή. Ο Μπίλι δεν είχε ρωτήσει ποτέ τον Κερκ Πέντσλι γιατί η εταιρία είχε δεχτεί τον Τζινέλι σαν πελάτη. Αν είχε ρωτήσει, θα του είχαν πει να κοιτάξει τη δουλειά του και να αφήσει τα θέματα πολιτικής του γραφείου στους ανωτέρους του. Υπέθεσε ότι ο Τζινέλι θα ήξερε κάποιο μυστικό ενός από τους συνεταίρους" ήταν πάντα ενημερωμένος για όλους και για όλα. Ο Μπίλι είχε αρχίσει την τρίμηνη εργασία του για την Εταιρία τα Τρία Αδέλφια περιμένοντας ότι θα αντιπαθούσε και ίσως θα φοβόταν τον άντρα για τον οποίο δούλευε. Αντίθετα, ανακάλυψε ότι τον τραβούσε. Ο Τζινέλι ήταν χαρισματικός κι ευχάριστος στην παρέα. Επιπλέον, φερόταν στον Μπίλι με το σεβασμό που δε θα απολάμβανε από τους συναδέλφους του πριν περάσουν άλλα τέσσερα χρόνια. Ο Μπίλι έκοψε ταχύτητα για τα διόδια του Νόργουοκ, έβαλε στο μηχάνημα τριάντα πέντε σεντς και ξεκίνησε πάλι. Χωρίς καν να το σκεφτεί, έσκυψε και άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού. Κάτω από τους χάρτες και το βιβλιαράκι με τις οδηγίες χρήσης του αυτοκινήτου, υπήρχαν δύο πακέτα Τουίνκι. Άνοιξε το ένα και άρχισε να τρώει βιαστικά, αδιαφορώντας για τα ψίχουλα που έπεφταν στο πουκάμισο του. Είχε ολοκληρώσει τη δουλειά που είχε αναλάβει για τον Τζινέλι πολύ πριν του απαγγελθεί κατηγορία από ένα δικαστήριο της Νέας Υόρκης, επειδή είχε διατάξει πλήθος εκτελέσεων στα πλαίσια ενός πολέμου μεταξύ των εμπόρων ναρκωτικών. Το κατηγορητήριο είχε απαγγελθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του 1980. Η υπόθεση, ωστόσο, θάφτηκε την άνοιξη του 1981, εξαιτίας κυρίως της θνησιμότητας — της τάξεως του πενήντα τοις εκατό — που έπληξε τους μάρτυρες κατηγορίας. Ένας είχε ανατιναχτεί μέσα στο αυτοκίνητο του μαζί με δύο από τους τρεις αστυνομικούς που είχαν αναλάβει την προστασία του. Ένας άλλος είχε μαχαιρωθεί στο λαιμό με το χερούλι μιας ομπρέλας, ενώ καθόταν στην καρέκλα ενός λούστρου στον Κεντρικό Σταθμό. Οι δύο βασικοί μάρτυρες που απέμειναν, αποφάσισαν, — όπως ήταν αναμενόμενο - ότι δεν είναι πια σίγουροι αν ήταν ο Ρίτσι Τζινέλι, ο επονομαζόμενος «Το Σφυρί», εκείνος που άκουσαν να δίνει εντολή να σκοτώσουν ένα βαρόνο των ναρκωτικών του Μπρούκλιν, ονόματι Ριτσόφσκι. Γουέστπορτ. Σάουθπορτ. Κόντευε να φτάσει σπίτι. Είχε σκύψει πάλι και ψαχούλευε μέσα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού... Α, να το! Βρήκε ένα κουτί με φιστίκια από αυτά που έδιναν στις αεροπορικές πτήσεις. Ήταν λίγο μπαγιάτικα, αλλά τρώγονταν. Ο Μπίλι Χάλεκ άρχισε να τα καταβροχθίζει χωρίς να καταλαβαίνει τη γεύση τους, ακριβώς όπως δεν είχε καταλάβει τη γεύση των Τουίνκι. Με τον Τζινέλι αντάλλασσαν χριστουγεννιάτικες κάρτες για κάποια χρόνια και βρίσκονταν για να φάνε μαζί μία φορά στο τόσο, συνήθως στα Τρία Αδέλφια. Μετά από εκείνο που ο Τζινέλι ονόμαζε με απάθεια «τα νομικά μου προβλήματα», τα

γεύματα σταμάτησαν. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στη Χάιντι — τον γκρίνιαζε κάθε φορά που άκουγε το όνομα του Τζινέλι — αλλά εν μέρει οφειλόταν και στον ίδιο τον Τζινέλι. «Καλύτερα να σταματήσεις να έρχεσαι για λίγο», είχε πει στον Μπίλι. «Γιατί;» είχε ρωτήσει αθώα ο Μπίλι, λες κι εκείνος και η Χάιντι δεν είχαν καβγαδίσει ακριβώς γι' αυτό μόλις την προηγουμένη. «Γιατί για τον κόσμο είμαι ένας γκάνγκστερ», είχε απαντήσει ο Τζινέλι. «Οι νέοι δικηγόροι που έχουν σχέσεις με γκάνγκστερ δεν πάνε μπροστά, Γουίλιαμ, αυτή είναι η ουσία. Να κρατάς καθαρό το μέτωπο σου και να πηγαίνεις μπροστά». «Αυτή είναι η ουσία, ε;» Ο Τζινέλι είχε χαμογελάσει παράξενα. «Ακριβώς. Βέβαια, υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα». «Όπως;» «Ελπίζω να μην αναγκαστείς ποτέ να μάθεις. Και να έρχεσαι για έναν εσπρέσο πού και πού. θέλω να πω να μη χαθείς». Κι έτσι εκείνος δεν είχε χαθεί και περνούσε από καιρού εις καιρόν να τον δει — παρ' όλο που, παραδέχτηκε καθώς έβγαινε από τον αυτοκινητόδρομο, τα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις επισκέψεις του γίνονταν όλο και μεγαλύτερα — και όταν βρέθηκε κατηγορούμενος για φόνο εξ αμελείας, είχε σκεφτεί τον Τζινέλι πριν από οποιονδήποτε άλλο. Αλλά ο χαλάς γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, που έβαζε χέρι στις γυναίκες, το φρόντισε αυτό, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. Γιατί λοιπόν σκέφτεσαι τον Τζινέλι τώρα; Το Μοχόνκ πρέπει να σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή. Και τον Ντέιβιντ Ντάγκανφιλντ, ο οποίος απέδειξε ότι οι καλοί δεν είναι πάντα χαμένοι. Και το ότι πρέπει να χάσεις μερικά κιλά ακόμα. Αλλά, καθώς έστριβε στο δρόμο του σπιτιού του, ανακάλυψε ότι σκεφτόταν κάτι που του είχε πει ο Τζινέλι: Γουίλιαμ, ελπίζω να μην αναγκαστείς ποτέ να μάθεις. Να μάθω τι; αναρωτήθηκε ο Μπίλι και μετά άνοιξε η πόρτα και όρμησε πάνω του η Χάιντι ενθουσιασμένη να τον φιλήσει κι ο Μπίλι ξέχασε όλα τ' άλλα για λίγο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Μοχονκ Ήταν το τρίτο τους βράδυ στο Μοχονκ και είχαν μόλις κάνει έρωτα. Ήταν η έκτη φορά μέσα σε τρεις μέρες, καταπληκτική αλλαγή από το συνηθισμένο ήρεμο ρυθμό τους των δύο φορών τη βδομάδα. Ο Μπίλι ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, απολαμβάνοντας τη θέρμη της, απολαμβάνοντας το άρωμα της — Αναΐς Αναΐς — μπερδεμένο με τον καθαρό ιδρώτα της και τη μυρωδιά της ερωτικής πράξης. Για μια στιγμή, το μυαλό του έκανε έναν απαίσιο συνειρμό και είδε την τσιγγάνα ένα λεπτό πριν τη χτυπήσει το αυτοκίνητο. Για μια στιγμή, άκουσε ένα μπουκάλι Περιέ να γίνεται χίλια κομμάτια. Μετά το όραμα χάθηκε. Γύρισε στη γυναίκα του και την αγκάλιασε σφιχτά. Τον αγκάλιασε κι εκείνη με το ένα χέρι της και με το άλλο χάιδεψε το μηρό του. «Ξέρεις κάτι;» του είπε, «αν ξαναέχω οργασμό, θα χάσω τα μυαλά μου, δε θα τα ξαναβρώ». «Αυτό είναι μύθος», είπε ο Μπίλι μορφάζοντας. «Ποιο, ότι μπορεί να χάσεις τα μυαλά σου από έρωτα;» «Όχι, αυτό είναι αλήθεια. Μύθος είναι ότι μπορεί να χάσεις τα κύτταρα του εγκεφάλου σου για πάντα. Αυτά που χάνεις με τον έρωτα, αντικαθίστανται». «Έτσι λες εσύ;» Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του. Το χέρι της ανέβηκε προς τα πάνω, άγγιξε ελαφρά το πέος του και με αγάπη, έπαιξε με τις τρίχες — πέρυσι είχε νιώσει μια δυσάρεστη έκπληξη όταν ανακάλυψε τις πρώτες γκρίζες τρίχες στην περιοχή που ο πατέρας του αποκαλούσε Συστάδα του Αδάμ — και μετά ανέβηκε στην κοιλιά του. Ανακάθισε ξαφνικά και στηρίχτηκε στους αγκώνες της, ξαφνιάζοντας τον λίγο. Δεν είχε αποκοιμηθεί ακόμα, αλλά ήταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. «Πράγματι έχασες βάρος!» «Μμμ!» «Μπίλι Χάλεκ, έχεις αδυνατίσει!»

Χτύπησε χαϊδευτικά την κοιλιά του και γέλασε. «Όχι και τόσο. Εξακολουθώ να είμαι ο μοναδικός άντρας που είναι εφτά μηνών έγκυος». «Είσαι ακόμα γεμάτος, αλλά όχι τόσο όσο πριν. Το ξέρω. Πότε ζυγίστηκες τελευταία φορά;» Προσπάθησε να θυμηθεί. Ήταν το πρωί που συμβιβάστηκε ο Κάνλι. Είχε πέσει στα εκατόν έντεκα κιλά. «Σου το είπα ότι έχασα ενάμισι κιλό, δε θυμάσαι;» «Λοιπόν, θα ζυγιστείς ξανά αύριο το πρωί», είπε η Χάιντι. «Δεν υπάρχει ζυγαριά στο μπάνιο», είπε ο Χάλεκ με ανακούφιση. «Αστειεύεσαι». «Όχι. Το Μοχόνκ είναι πολιτισμένο μέρος». «Θα βρούμε μία». Είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται πάλι. «Αν το θέλεις τόσο, εντάξει». «Το θέλω». Ήταν καλή σύζυγος, σκέφτηκε. Σε διάφορες φάσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε που είχε αρχίσει να παίρνει βάρος, είχε αναγγείλει ότι θα κάνει δίαιτα ή και γυμναστική. Οι δίαιτες περιελάμβαναν πολλές ατασθαλίες. Ένα ή δύο χοτ ντογκ το μεσημέρι μετά το γιαούρτι, ή ίσως ένα δύο χάμπουργκερ το Σάββατο το απόγευμα, όταν η Χάιντι ήταν σε κάποια δημοπρασία. Μια δυο φορές, μάλιστα, είχε καταφύγει στα φρικτά ζεστά σάντουιτς που πουλούσε το μαγαζάκι ένα μίλι πιο κάτω από το σπίτι τους — το κρέας στα σάντουιτς γινόταν συνήθως σαν ψημένη σόλα μόλις τα έβαζες στο φούρνο μικροκυμάτων, κι ωστόσο δε θυμόταν να είχε πετάξει ποτέ κανένα. Του άρεσε φυσικά η μπίρα, αλλά ακόμα περισσότερο του άρεσε το φαγητό. Απολάμβανε βέβαια ένα καλό φιλέτο σε ένα από τα ακριβότερα εστιατόρια της Νέας Υόρκης, αλλά όταν παρακολουθούσε κάποιον αγώνα στην τηλεόραση, μια σακούλα Ντορίτος με κάποια σάλτσα για να βουτάει ήταν ό,τι πρέπει. Τα προγράμματα γυμναστικής διαρκούσαν συνήθως γύρω στη μία βδομάδα, και μετά ή ανακάλυπτε πως δεν είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο για να γυμνάζεται, ή απλώς άρχιζε να βαριέται. Στο υπόγειο, μερικά βάρη σκούριαζαν σε μια γωνιά. Έμοιαζαν να τον επιτιμούν κάθε φορά που κατέβαινε κάτω, κι εκείνος προσπαθούσε να μην τα κοιτάζει.

Έτσι, ρουφούσε την κοιλιά του περισσότερο απ' ό,τι συνήθως και ανακοίνωνε θρασύτατα στη Χάιντι ότι έχασε έξι κιλά. Κι εκείνη κουνούσε το κεφάλι της και του έλεγε ότι χαιρόταν πολύ γι' αυτό, και βέβαια φαινόταν ότι είχε αδυνατίσει, ενώ από μέσα της ήξερε πολύ καλά την αλήθεια. Την ήξερε γιατί έβλεπε τις άδειες σακούλες Ντορίτος στα σκουπίδια. Και καθώς στο Κοννέκτικατ είχε περάσει ένας νόμος που υποχρέωνε τους πολίτες να επιστρέφουν τα μπουκάλια και τις κονσέρβες, τα άδεια μπουκάλια στο κελάρι δημιουργούσαν ενοχές σχεδόν τόσο όσο και τα αχρησιμοποίητα βάρη. Άλλωστε, τον έβλεπε όταν κοιμόταν. Και, ακόμα χειρότερα, τον έβλεπε όταν ουρούσε. Δεν μπορείς να ρουφήξεις την κοιλιά σου όταν ουρείς. Είχε προσπαθήσει να το κάνει, αλλά ήταν αδύνατον. Ήξερε πολύ καλά ότι είχε χάσει ενάμισι, το πολύ δύο κιλά. Μπορείς ίσως να ξεγελάσεις τη γυναίκα σου για μια άλλη γυναίκα — για λίγο τουλάχιστον — αλλά δεν μπορείς να την ξεγελάσεις για το βάρος σου. Μια γυναίκα που σηκώνει το βάρος σου κάθε τόσο στο κρεβάτι, ξέρει πολύ καλά πόσο ζυγίζεις. Αλλά η Χάιντι χαμογελούσε κι έλεγε: Φυσικά, φαίνεσαι αδυνατισμένος, καλέ μου. Από μια άποψη, βέβαια, αυτή η στάση μπορεί να μην ήταν τόσο αξιοθαύμαστη — έτσι του έκλεινε το στόμα για τα τσιγάρα της — αλλά ο Μπίλι δεν έκανε το λάθος να πιστέψει ότι αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τη διακριτικότητα της. Κατά βάθος, ήταν ένας τρόπος να του επιτρέπει να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του. «Μπίλι;» «Τι;» Καθώς ήταν η δεύτερη φορά που τον ξυπνούσε, την κοίταξε λίγο εκνευρισμένος. «Αισθάνεσαι καλά;» «Και βέβαια αισθάνομαι καλά. Γιατί ρωτάς;» «Να... λένε ότι μερικές φορές αν χάσεις βάρος χωρίς να το επιδιώξεις, αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι». «Αισθάνομαι περίφημα. Και αν δε με αφήσεις να κοιμηθώ, θα σου το αποδείξω έμπρακτα». «Πολύ ευχαρίστως». Εκείνος γρύλισε. Εκείνη γέλασε. Σε λίγο, τους είχε πάρει ο ύπνος. Και στο όνειρο του, εκείνος και η Χάιντι επέστρεφαν από τα μαγαζιά, μόνο που εκείνος ήξερε ότι αυτή τη φορά ήταν όνειρο, ήξερε τι θα συνέβαινε και ήθελε να της πει να σταματήσει αυτό που κάνει, να της πει ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση, γιατί σε λίγο μια γριά τσιγγάνα θα πεταγόταν ανάμεσα από δύο παρκαρισμένα

αυτοκίνητα — για την ακρίβεια, ανάμεσα από ένα κίτρινο Σουμπαρού και ένα σκούρο πράσινο Φάιρμπερντ - κι αυτή η γριά θα φορούσε παιδικά πλαστικά κοκαλάκια στα γκρίζα μαλλιά της και δε θα κοίταζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, παρά μόνο ίσια μπροστά. Ήθελε να πει στη Χάιντι ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του να σβήσει όσα είχαν γίνει, να τα αλλάξει, να επανορθώσει. Αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωσε πάλι ευχαρίστηση από τα δάχτυλα της, που στην αρχή τον άγγιξαν παιχνιδιάρικα και μετά έγιναν πιο αποφασιστικά (το πέος του σκλήρυνε μέσα στον ύπνο του, ακούγοντας το μεταλλικό ήχο του φερμουάρ που άνοιγε). Η ευχαρίστηση μπερδεύτηκε με το αίσθημα του αναπόφευκτου. Τώρα είδε το κίτρινο Σουμπαρού παρκαρισμένο πίσω από το πράσινο Φάιρμπερντ με την άσπρη κορδέλα των αγώνων. Κι ανάμεσα τους μια λάμψη εντονότερη και πιο εκτυφλωτική από κάθε χρώμα που βάφουν τα αυτοκίνητα στο Ντιτρόιτ και στο κέντρο παραγωγής της Τογιότα. Προσπάθησε να φωνάξει: Σταμάτα, Χάιντι! Αυτή είναι! θα την ξανασκοτώσω, αν δε σταματήσεις! Σε παρακαλώ, θεέ μου, όχι! Σε παρακαλώ, όχι! Αλλά η μορφή ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα δύο αυτοκίνητα. Ο Χάλεκ προσπαθούσε να πάρει το πόδι του από το γκάζι και να πατήσει φρένο, αλλά έμοιαζε κολλημένο στη θέση του με μια τρομακτική σταθερότητα. Η Τρελή Κόλλα του Αναπόφευκτου, σκέφτηκε έξαλλος, προσπαθώντας να γυρίσει το τιμόνι, αλλά ούτε εκείνο γύριζε. Το τιμόνι ήταν κλειδωμένο και μπλοκαρισμένο. Κι έτσι προσπάθησε να ετοιμαστεί για τη σύγκρουση και τότε το κεφάλι της τσιγγάνας γύρισε και δεν ήταν η τσιγγάνα, αλλά ο τσιγγάνος με τη σάπια μύτη. Μόνο που τώρα δεν είχε μάτια. Για ένα δευτερόλεπτο πριν τον χτυπήσει και τον πατήσει το αυτοκίνητο, ο Χάλεκ είδε τις άδειες κόχες στο πρόσωπο του. Τα χείλη του γέρου τσιγγάνου άνοιξαν χαμογελώντας σαρδόνια, πραγματικό κρεσέντο κάτω από τη φρικτή σάπια μύτη του. Και τότε ακούστηκε ο γδούπος. Ένα χέρι χτύπησε ελαφρά πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, ένα χέρι με βαθιές ρυτίδες, στολισμένο με πολλά παγανιστικά δαχτυλίδια. Τρεις σταγόνες αίμα πάνω στο παρμπρίζ. Ο Χάλεκ νιώθει για μια στιγμή το χέρι της Χάιντι να σφίγγει με αγωνία τη στύση του, διατηρώντας τον οργασμό που είχε προκαλέσει το σοκ, δημιουργώντας ξαφνικά μια τρομακτική αίσθηση ηδονής και πόνου μαζί... Και ακούει τον ψίθυρο του τσιγγάνου από κάπου χαμηλά να διαπερνά τη μοκέτα του ακριβού αυτοκινήτου: «Αδύνατος». Ξύπνησε με ένα τίναγμα, κοίταξε έξω από το παράθυρο και παραλίγο να ουρλιάξει. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από τα Αντίροντακς και για μια στιγμή νόμισε πως ήταν ο γερο-τσιγγάνος με το κεφάλι ελαφρά γερμένο στο πλάι, να κοιτάζει μέσα απ' το παράθυρο τους, με μάτια δύο λαμπερά αστέρια πάνω στο μαύρο ουρανό, το μισό

χαμόγελο του παράξενα φωτεινό – λες και το φως ξεχύνεται από το εσωτερικό του κεφαλιού του, ένα φως ψυχρό σαν το φως της πυγολαμπίδας, ένα φως γέρικο — ένα φεγγάρι με ένα αρχαίο, ειρωνικό χαμόγελο, ένα χαμόγελο που σχεδιάζει την εκδίκηση. Ο Μπίλι κράτησε την ανάσα του, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και μετά τα ξανάνοιξε. Το φεγγάρι ήταν ξανά το φεγγάρι. Ξάπλωσε και τρία λεπτά αργότερα τον είχε πάρει πάλι ο ύπνος. Η επομένη ήταν μια λαμπερή, καθάρια μέρα και ο Χάλεκ υποχώρησε τελικά και δέχτηκε να σκαρφαλώσει το Μονοπάτι του Λαβύρινθου με τη γυναίκα του. Η περιοχή του Μοχόνκ είχε πλήθος μονοπάτια που θεωρούνταν από εύκολα μέχρι εξαιρετικά δύσκολα. Ο Λαβύρινθος είχε χαρακτηριστεί «μεσαίας δυσκολίας» και κατά το μήνα του μέλιτος εκείνος και η Χάιντι τον είχαν σκαρφαλώσει δύο φορές, θυμόταν πόσο χαρούμενος ήταν τότε, σκαρφαλώνοντας στα απότομα περάσματα ανάμεσα στα βράχια, και η Χάιντι πίσω του να γελάει και να του λέει να βιαστεί, θυμόταν που τον είχε πιάσει ξαφνική ερωτική επιθυμία σε ένα από τα στενά σημεία του βράχου που έμοιαζαν με σπηλιά και είχε ψιθυρίσει στην καινούργια του σύζυγο: «Αισθάνεσαι το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια σου;», όταν βρίσκονταν στο πιο στενό σημείο. Ήταν πραγματικά στενό, αλλά εκείνη είχε καταφέρει να προσφέρει αρκετή ευχαρίστηση στο όργανο του. Ο Χάλεκ παραδεχόταν από μέσα του (αλλά ποτέ, ποτέ μπροστά στη Χάιντι) ότι αυτά τα στενά περάσματα στα βράχια τον ανησυχούσαν τώρα. Στο ταξίδι του μέλιτος ήταν παιδί λεπτός και σε άψογη φόρμα, γιατί είχε περάσει κάποια καλοκαίρια δουλεύοντας σε υλοτομείο στη Δυτική Μασαχουσέτη. Τώρα ήταν δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερος και πολύ βαρύτερος. Και όπως του είχε πει ο αγαπητός Δρ Χιούστον, βρισκόταν στα πρόθυρα καρδιοπάθειας. Η ιδέα να πάθει καρδιακή προσβολή πάνω στο βουνό ήταν απαίσια, αλλά σχετικά απίθανη. Εκείνο που του φαινόταν πιο πιθανό ήταν να κολλήσει σε ένα από εκείνα τα στενά σημεία απ' όπου περνούσε το μονοπάτι για να φτάσει ως την κορυφή, θυμόταν ότι είχαν αναγκαστεί να συρθούν στα τέσσερα τουλάχιστον σε τέσσερα σημεία. Δεν ήθελε να κολλήσει σε κάποιο απ' αυτά. Ή... ακόμα καλύτερα, να κολλήσει σε ένα από εκείνα τα σκοτεινά, στενά σημεία και μετά να πάθει καρδιακή προσβολή. Αυτό θα ήταν ακόμα καλύτερο. Δύο στην τιμή ενός! Αλλά τελικά δέχτηκε να προσπαθήσει, με τον όρο ότι η Χάιντι θα συνέχιζε μόνη της αν δεν ήταν σε αρκετά καλή φόρμα για να φτάσει στην κορυφή. Και με τον όρο να κατεβούν στη Νιου Παλτζ για να αγοράσει πάνινα παπούτσια. Η Χάιντι συμφώνησε ευχαρίστως και για τα δύο.

Στην πόλη, ο Χάλεκ ανακάλυψε ότι τα πάνινα παπούτσια δεν ήταν πια στη μόδα. Κανένας δε θυμόταν ούτε τη λέξη. Αγόρασε λοιπόν ένα ζευγάρι ασημοπράσινα Νάικ για περπάτημα και ορειβασία και με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε ότι τα ένιωθε πολύ ωραία στα πόδια του. Αυτό τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε αγοράσει αθλητικά παπούτσια εδώ και... πέντε χρόνια; Έξι; Φαινόταν αδύνατον, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Η Χάιντι θαύμασε τα παπούτσια και του είπε ξανά ότι πράγματι έδειχνε λιγότερο παχύς. Έξω από το μαγαζί με τα παπούτσια, υπήρχε ένα μηχάνημα απ' αυτά που σου λένε το βάρος και τη μοίρα. Ο Χάλεκ είχε να δει τέτοιο μηχάνημα από τότε που ήταν παιδί. «Ανέβα, ήρωα μου», είπε η Χάιντι. «Έχω ένα νόμισμα». Ο Χάλεκ δίστασε για μια στιγμή, νιώθοντας παράξενα νευρικός. «Έλα, ανέβα, θέλω να δω πόσο έχασες». «Χάιντι, αυτά τα μηχανήματα δε δείχνουν ποτέ το σωστό βάρος, το ξέρεις». «Θα δούμε περίπου πόσο έχασες, τότε. Έλα, Μπίλι, μην είσαι αντιδραστικός». Της έδωσε το πακέτο με τα καινούργια του παπούτσια απρόθυμα κι ανέβηκε στη ζυγαριά. Η Χάιντι έριξε ένα νόμισμα. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος και μετά δύο μεταλλικά ελάσματα άνοιξαν. Πίσω από το ένα ήταν το βάρος του και πίσω από το άλλο η μοίρα του, όπως την είχε συλλάβει το μηχάνημα. Ο Χάλεκ κράτησε την ανάσα του. «Το ήξερα! » έλεγε η Χάιντι δίπλα του. Υπήρχε ένας περίεργος τόνος στη φωνή της, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να χαρεί, να φοβηθεί ή να απορήσει. «Το ήξερα ότι ήσουν πιο αδύνατος!» Αν τον είχε ακούσει να κρατά την ανάσα του, σκέφτηκε αργότερα ο Χάλεκ, ασφαλώς θα νόμιζε ότι ήταν λόγω του αριθμού που έδειξε η ζυγαριά — ακόμα και με όλα του τα ρούχα και το σουγιά του, ακόμα και με το πλούσιο πρωινό που είχε φάει, η ζυγαριά έδειχνε 105 κιλά. Είχε χάσει πέντε κιλά από την ημέρα που συμβιβάστηκε ο Κάνλι. Αλλά δεν ήταν το βάρος του που τον έκανε να τα χάσει. Ήταν η μοίρα του. Το μεταλλικό έλασμα που τραβήχτηκε για να φανεί το κουτάκι που έγραφε τη μοίρα του δεν είχε αποκαλύψει προφητείες όπως:

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΑΣ ΘΑ ΒΕΛΤΙΩΘΟΥΝ ΣΥΝΤΟΜΑ ή ΘΑ ΣΑΣ ΕΠΙΣΚΕΦΘΟΥΝ ΠΑΛΙΟΙ ΦΙΛΟΙ ή ΜΗΝ ΠΑΡΕΤΕ ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Είχε αποκαλύψει μία μόνο μαύρη λέξη: «ΑΔΥΝΑΤΟΣ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 103 Γύρισαν στο Φαίρβιου αμίλητοι, με τη Χάιντι στο τιμόνι μέχρι που έφτασαν δεκαπέντε μίλια έξω από τη Νέα Υόρκη και η κίνηση πύκνωσε. Έτσι, έδωσε τη θέση της στον Μπίλι για να οδηγήσει μέχρι το σπίτι. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην οδηγεί ο Μπίλι. Μπορεί η γριά τσιγγάνα να σκοτώθηκε, μπορεί το ένα χέρι της να κόπηκε από το σώμα της, μπορεί η λεκάνη της να συνθλίφτηκε και το κεφάλι της να έγινε χίλια κομμάτια σαν βάζο της δυναστείας Μινγκ που έπεσε σε μαρμάρινο δάπεδο, αλλά ο Μπίλι Χάλεκ δεν έχασε ούτε ένα βαθμό από το δίπλωμα του. Ο καλός γερο-Κάρι Ρόσιγκτον, ο γερο-Ρόσιγκτον, που με τόση άνεση έβαζε χέρι στις γυναίκες, το είχε φροντίσει αυτό. «Με άκουσες, Μπίλι;» Της έριξε μια ματιά και μετά έστρεψε το βλέμμα του στο δρόμο. Οδηγούσε καλύτερα τον τελευταίο καιρό και παρ' όλο που δεν κόρναρε, ούτε φώναζε και χειρονομούσε περισσότερο από πριν, συνειδητοποιούσε περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν τα λάθη των άλλων οδηγών και τα δικά του, και τα συγχωρούσε λιγότερο. Τελικά, το να έχεις σκοτώσει μια γριά βελτιώνει καταπληκτικά την αυτοσυγκέντρωση σου. Μπορεί να μην ενισχύει καθόλου τον αυτοσεβασμό σου και να σου προξενεί μερικούς εφιάλτες, αλλά οπωσδήποτε βελτιώνει την ικανότητα σου να συγκεντρώνεσαι στο δρόμο. «Χάζευα, με συγχωρείς». «Είπα, σ' ευχαριστώ. Ήταν πολύ ωραία». Του χαμογέλασε και τον άγγιξε ελαφρά στο μπράτσο. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία, τουλάχιστον για τη Χάιντι. Η Χάιντι είχε σίγουρα αφήσει πίσω της εκείνη τη φρικτή υπόθεση — την τσιγγάνα, την προανάκριση στην οποία είχε απαλλαγεί από κάθε κατηγορία, το γέρο τσιγγάνο με τη σάπια μύτη. Για τη Χάιντι η ιστορία αυτή δεν ήταν παρά μια δυσάρεστη ανάμνηση, σαν τη φιλία του Μπίλι με τον γκάνγκστερ από τη Νέα Υόρκη. Αλλά κάτι άλλο τη βασάνιζε — μια δεύτερη γρήγορη ματιά

επιβεβαίωσε την ιδέα αυτή. Το χαμόγελο είχε σβήσει, τον κοίταζε ανήσυχα και οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια της είχαν γίνει πιο βαθιές. «Κι εγώ σ' ευχαριστώ, μωρό μου». «Και όταν φτάσουμε σπίτι...» «θα σου βγάλω τα μάτια ακόμα μια φορά!» φώναξε με ψεύτικο ενθουσιασμό. Στην πραγματικότητα δεν ένιωθε ότι θα του ξανασηκωνόταν ποτέ, έστω κι αν παρήλαυναν μπροστά του τα λαγουδάκια του Πλειμπόι με τα πιο έξαλλα εσώρουχα τους. Δεν είχε καμία σχέση με το πόσο συχνά το είχαν κάνει στο Μοχόνκ. Ήταν αυτή η απαίσια πρόβλεψη που είχε κάνει το μηχάνημα για τη μοίρα του. ΑΔΥΝΑΤΟΣ. Ασφαλώς δεν μπορεί να έγραφε πραγματικά κάτι τέτοιο — θα πρέπει να ήταν παιχνίδι της φαντασίας του. Αλλά του είχε φανεί πολύ πραγματικό, διάβολε. Πραγματικό σαν τίτλος των Νιου Γιορκ Τάιμς. Και αυτή η πραγματικότητα ήταν το πιο τρομερό, γιατί το ΑΔΥΝΑΤΟΣ δεν είναι κάτι που συναντάς συχνά σε τέτοιες προφητείες. Ακόμα και μια φράση όπως Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΑ ΒΑΡΟΣ θα ήταν πολύ ασυνήθιστη. Εκείνοι που έγραφαν τη μοίρα μιλούσαν συνήθως για πράγματα όπως ταξίδια και ξαφνικές συναντήσεις με παλιούς φίλους. Επομένως, θα πρέπει να το φαντάστηκε. Ακριβώς! Επομένως, θα πρέπει να άρχισε να τα χάνει. Ω, έλα τώρα, είναι λογικό αυτό που λες; Αρκετά λογικό. Όταν η φαντασία ξεφεύγει από τον έλεγχο σου, κάτι δεν πάει καλά. «Μπορείς να με πηδήξεις αν θέλεις», είπε η Χάιντι, «αλλά εκείνο που πραγματικά θέλω από σένα είναι να πηδήξεις πάνω στη ζυγαριά μας...» «Έλα τώρα, Χάιντι! Έχασα λίγο βάρος, σπουδαία τα λάχανα!» «Είμαι πολύ περήφανη που έχασες βάρος, Μπίλι, αλλά ήμαστε μαζί σχεδόν συνέχεια τις τελευταίες πέντε μέρες και μα το θεό δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχασες βάρος». Την κοίταξε πιο πολλή ώρα αυτή τη φορά, αλλά εκείνη δεν του ανταπέδωσε το βλέμμα. Κοιτούσε το δρόμο μπροστά τους και τα χέρια της ήταν διπλωμένα στο στήθος.

«Χάιντι...». «Τρως όσο έτρωγες πάντα. Μπορεί και περισσότερο. Ο βουνίσιος αέρας πρέπει να σου άνοιξε κι άλλο την όρεξη». «Γιατί διυλίζουμε τον κώνωπα;» τη ρώτησε, ελαττώνοντας ταχύτητα για να ρίξει σαράντα σεντς στο μηχάνημα στα διόδια του Ράι. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα σαν μια λεπτή άσπρη γραμμή, η καρδιά του χτυπούσε τρελά και ξαφνικά ένιωσε οργισμένος μαζί της. «Εκείνο που εννοείς είναι ότι είμαι σαν γουρούνι. Πες το καθαρά, Χάιντι. Τι στο καλό, μπορώ να το αντέξω». «Δεν εννοούσα τίποτα τέτοιο», φώναξε εκείνη. «Γιατί θέλεις να με πληγώσεις, Μπίλι; Γιατί θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο τώρα που γυρίζουμε από μια εκδρομή όπου περάσαμε τόσο ωραία;» Δε χρειαζόταν να την κοιτάξει αυτή τη φορά για να μαντέψει ότι ήταν έτοιμη να κλάψει. Η τρεμάμενη φωνή της του το έλεγε καθαρά. Ο Μπίλι λυπόταν, αλλά η λύπη δεν έδιωχνε το θυμό. Ούτε και το φόβο που κρυβόταν από κάτω. «Δε θέλω να σε πληγώσω», είπε, σφίγγοντας το τιμόνι τόσο που οι αρθρώσεις του έγιναν άσπρες. «Ποτέ δεν το θέλω. Αλλά το να χάνεις βάρος είναι κάτι καλό, Χάιντι. Γιατί λοιπόν με πρήζεις;» «Δεν είναι πάντα καλό!» φώναξε εκείνη με τόση ένταση που τον ξάφνιασε κι έκανε το αυτοκίνητο να ξεφύγει ελαφρά από την πορεία του. «Δεν είναι πάντα καλό και το ξέρεις πολύ καλά!» Τώρα έκλαιγε γοερά και έψαχνε στην τσάντα της για ένα χαρτομάντιλο με εκείνο το μισο-ενοχλητικό, μισο-αξιολάτρευτο τρόπο της. Της έδωσε το μαντίλι του κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της. «Μπορείς να λες ό,τι θέλεις, Μπίλι, μπορείς να είσαι κακός, να μου βάλεις τις φωνές, να χαλάσεις τις υπέροχες μέρες που περάσαμε. Αλλά εγώ σ' αγαπάω και θα πω αυτό που έχω να πω. Όταν οι άνθρωποι χάνουν βάρος χωρίς να κάνουν δίαιτα, μπορεί να σημαίνει ότι είναι άρρωστοι. Είναι ένα από τα επτά προειδοποιητικά σημάδια του καρκίνου». Του έδωσε πίσω το μαντίλι του. Τα δάχτυλα του άγγιξαν τα δικά της, καθώς το έπαιρνε. Το χέρι της ήταν πολύ κρύο. Ε, λοιπόν, τουλάχιστον τώρα ειπώθηκε δυνατά. Καρκίνος. Ομοιοκαταληκτεί με το αρλεκίνος και τη φράση τα 'κάνε σκατά εκείνος. Ο θεός μόνο ήξερε πόσες φορές είχε έρθει η λέξη αυτή στο μυαλό του από τότε που είχε ανεβεί σ' εκείνο το καταραμένο μηχάνημα έξω από το μαγαζί με τα παπούτσια. Η λέξη πεταγόταν στο μυαλό του σαν το βρόμικο μπαλόνι κάποιου κακού κλόουν κι εκείνος προσπαθούσε να την

αποφύγει. Την είχε αποφύγει όπως αποφεύγει κανείς τις ζητιάνες έξω από τον κεντρικό σταθμό ή τα τσιγγανάκια που είχαν έρθει με το καραβάνι των τσιγγάνων. Τα τσιγγανάκια τραγουδούσαν με φωνές που κατά παράξενο τρόπο κατάφερναν να είναι ταυτόχρονα μονότονες και παράξενα γλυκές. Τα τσιγγανάκια περπατούσαν με τα χέρια και κρατούσαν ντέφια με τα δάχτυλα των βρόμικων γυμνών ποδιών τους. Τα τσιγγανάκια έκαναν ταχυδακτυλουργίες. Τα τσιγγανάκια ντρόπιαζαν τους ντόπιους πρωταθλητές του φρίσμπι περιστρέφοντας ταυτόχρονα δύο, μερικές φορές και τρεις, πλαστικούς δίσκους με δάχτυλα, αντίχειρες, μερικές φορές ακόμα και με μύτες. Γελούσαν ενώ έκαναν αυτά τα κατορθώματα, και όλα έμοιαζαν να υποφέρουν από δερματικά νοσήματα, να είναι αλλήθωρα ή να έχουν λαγοχειλία. Όταν ξαφνικά βρισκόσουν αντιμέτωπος με έναν τόσο παράξενο συνδυασμό σβελτάδας και ασχήμιας, τι άλλο μπορούσες να κάνεις από το να γυρίσεις να φύγεις; Ζητιάνες, τσιγγανάκια και καρκίνος. Ο αλλοπρόσαλλος ειρμός των σκέψεων του τον τρόμαζε. Ωστόσο, ίσως ήταν καλύτερα που ειπώθηκε δυνατά η λέξη. «Αισθάνομαι περίφημα», επανέλαβε για έκτη φορά από εκείνη τη νύχτα που η Χάιντι τον είχε ρωτήσει αν ένιωθε καλά. Και διάβολε, ήταν αλήθεια! «Επίσης, κινούμαι αρκετά». Και αυτό ήταν επίσης αλήθεια... τουλάχιστον για τις πέντε τελευταίες ημέρες. Είχαν ανεβεί το Μονοπάτι του Λαβύρινθου μαζί, και παρ' όλο που λαχάνιαζε συνέχεια και αναγκάστηκε να ρουφήξει την κοιλιά του για να περάσει από ένα δυο στενά περάσματα, ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσε ότι κόλλησε, ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει. Μάλιστα, η Χάιντι, ασθμαίνουσα και καταϊδρωμένη, αναγκάστηκε να ζητήσει να σταματήσουν για λίγο. Ο Μπίλι, φερόμενος διπλωματικά, δεν αναφέρθηκε στο κάπνισμα και στην επίδραση που είχε στη φυσική της κατάσταση. «Ασφαλώς αισθάνεσαι περίφημα», είπε εκείνη, «και πολύ χαίρομαι γι' αυτό. Αλλά θα χαιρόμουν επίσης αν έκανες ένα τσεκ-απ. Δεν έχεις κάνει για ενάμιση χρόνο, και παραπάνω, και βάζω στοίχημα ότι ο Δρ Χιούστον σε έχει επιθυμήσει...» «Νομίζω ότι είναι πρεζάκιας», μουρμούρισε ο Χάλεκ. «Τι είναι;» «Τίποτα». «Η αλήθεια είναι, Μπίλι, ότι δεν μπορείς να χάσεις σχεδόν εννέα κιλά μέσα σε δύο βδομάδες μόνο επειδή κινείσαι πολύ». «Δεν είμαι άρρωστος!»

«Τότε, καν' το για χάρη μου». Δε μίλησαν καθόλου στην υπόλοιπη διαδρομή. Ο Χάλεκ ήθελε να την τραβήξει και να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να της πει ότι εντάξει, και βέβαια θα το έκανε, αφού αυτό θα την ευχαριστούσε. Μόνο που του ήρθε μια σκέψη. Μια τελείως παράλογη σκέψη. Παράλογη αλλά παρ' όλα αυτά τρομακτική. Μπορεί να υπάρχει ένα καινούργιο είδος κατάρας, αγαπητοί φίλοι, τι λέτε γι' αυτό; Παλιά σε έκαναν λυκάνθρωπο, ή έστελναν ένα δαίμονα να σου ξεριζώσει το κεφάλι μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, ή κάτι τέτοιο, αλλά τα πάντα αλλάζουν στις μέρες μας, έτσι δεν είναι; Αν εκείνος ο γέρος με άγγιξε και με ’κανε να πάθω καρκίνο; Έχει δίκιο η Χάιντι, είναι ένα από τα προειδοποιητικά σημάδια να χάσεις σχεδόν εννέα κιλά από τη μια στιγμή στην άλλη. Καρκίνος του πνεύμονα... λευχαιμία... μελάνωμα. .. Ήταν τρελό, αλλά όσο κι αν καταλάβαινε ότι ήταν τρελό, δεν μπορούσε να σταματήσει να το σκέφτεται: Κι αν με άγγιξε και μ' έκανε να πάθω καρκίνο; Η Λίντα τους υποδέχτηκε κατενθουσιασμένη και, προς μεγάλη τους έκπληξη, τους σέρβιρε θαυμάσια μαγειρεμένα λαζάνια, σε χάρτινα πιάτα με την εικόνα του μεγαλύτερου εραστή των λαζανιών, του Γκάρφιλντ του γάτου. Τους ρώτησε πώς ήταν ο δεύτερος μήνας του μέλιτος' («μια φράση που σου θυμίζει τη δεύτερη παιδική ηλικία», σχολίασε ξερά ο Χάλεκ στη Χάιντι το βράδυ, αφού είχαν πλύνει τα πιάτα και η Λίντα είχε πάει να παίξει με τις φίλες της ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που είχαν αρχίσει εδώ κι ένα χρόνο περίπου και δεν είχαν τελειώσει ακόμα), και προτού προλάβουν να της μιλήσουν για το ταξίδι τους, εκείνη τους διέκοψε φωνάζοντας: «Α, αυτό μου θυμίζει!», και πέρασε την υπόλοιπη ώρα διασκεδάζοντας τους με τα Απίστευτα και όμως Αληθινά του σχολείου της - θέμα που παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για κείνη απ' ό,τι για τους γονείς της, παρ' όλο που και οι δύο προσπαθούσαν να δείξουν το αντίθετο. Στο κάτω κάτω, έλειπαν σχεδόν μία βδομάδα. Καθώς έφευγε τρέχοντας, φίλησε τον Μπίλι στο μάγουλο, φωνάζοντας χαρούμενα: «Αντίο, κοκαλιάρη!» Ο Χάλεκ την παρακολούθησε να πηδάει στο ποδήλατο της και να κατεβαίνει το δρομάκι του σπιτιού τους με την αλογοουρά να ανεμίζει και μετά γύρισε στη Χάιντι. Είχε μείνει άναυδος. «Βλέπεις ότι το παρατήρησε και η Λίντα;» είπε εκείνη. «Τώρα, θα με ακούσεις, σε παρακαλώ;»

«Εσύ της είπες να με πει κοκαλιάρη. Της τηλεφώνησες πριν φύγουμε και τα κανονίσατε. Κλασική γυναικεία συνωμοσία». «Λάθος, δεν έκανα κάτι τέτοιο». Εξέτασε το πρόσωπο της και μετά έγνεψε κουρασμένα. «Ναι, το ξέρω. Αστεία το είπα». Η Χάιντι τον ακολούθησε πάνω γκρινιάζοντας μέχρι που τον έπεισε να ζυγιστεί. Σε λίγο βρέθηκε πάνω στη ζυγαριά γυμνός, με μια πετσέτα γύρω από τη μέση του. Ένιωθε πως είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή, μπερδεύτηκε τόσο για λίγο που τον έπιασε ναυτία. Ήταν σχεδόν ακριβής επανάληψη της ημέρας που είχε ανεβεί πάνω σ' αυτή την ίδια ζυγαριά με μια πετσέτα γύρω από τη μέση του. Το μόνο που έλειπε ήταν η ορεκτική μυρωδιά του τηγανητού μπέικον που ανέβαινε από κάτω. Όλα τα υπόλοιπα ήταν ακριβώς ίδια. Όχι, όχι δεν ήταν. Άλλο ένα πράγμα ήταν αισθητά διαφορετικό. Εκείνη την ημέρα είχε αναγκαστεί να σκύψει για να διαβάσει τους αριθμούς στη ζυγαριά. Το είχε κάνει αυτό επειδή η κοιλιά του τον εμπόδιζε. Η κοιλιά του τώρα ήταν πολύ μικρότερη. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι' αυτό, επειδή τώρα μπορούσε να κοιτάξει κάτω και να δει τους αριθμούς χωρίς να σκύψει. Η ζυγαριά έδειχνε 104 κιλά. «Αυτό ήταν», είπε κοφτά η Χάιντι. «θα σου κλείσω ραντεβού με το Δρ Χιούστον». «Η ζυγαριά αυτή δείχνει πάντα λιγότερο απ' το κανονικό», είπε αδύναμα ο Χάλεκ. «Πάντα έτσι ήταν. Γι' αυτό μ' αρέσει». Εκείνη τον κοίταξε ψυχρά. «Φτάνουν οι ανοησίες, φίλε μου. Πέρασες τα τελευταία πέντε χρόνια γκρινιάζοντας ότι δείχνει περισσότερο απ' το κανονικό, το ξέρεις πολύ καλά». Μέσα στο σκληρό άσπρο φως του μπάνιου είδε πόσο ανησυχούσε για κείνον. Το δέρμα ήταν τραβηγμένο στα ζυγωματικά της. «Μείνε εκεί που είσαι», είπε τελικά και βγήκε από το μπάνιο. «Χάιντι;» «Μην κουνηθείς!» του φώναξε κατεβαίνοντας.

Επέστρεψε ένα λεπτό αργότερα με ένα πακέτο ζάχαρη. «Καθαρό βάρος 1 κιλό» έγραφε το πακέτο. Το έβαλε πάνω στη ζυγαριά. Η ζυγαριά έδειξε 1,5 κιλό. «Το περίμενα», είπε η Χάιντι σκυθρωπή. «Ζυγίζομαι ξέρεις κι εγώ, Μπίλι. Δε δείχνει λιγότερο και ποτέ δεν έδειχνε λιγότερο. Δείχνει περισσότερο, όπως έλεγες κι εσύ τόσο καιρό, και το ξέραμε και οι δύο. Κάποιος που είναι υπέρβαρος προτιμάει μια ζυγαριά που δεν είναι ακριβής. Έτσι, του είναι πιο εύκολο να αγνοεί τα πραγματικά γεγονότα. Αν...» «Χάιντι...» «Αν η ζυγαριά αυτή δείχνει ότι είσαι 104, αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα είσαι 103. Τώρα, άφησε με να...» «Χάιντι...» «Άφησε με να σου κλείσω ένα ραντεβού». Εκείνος έμεινε να κοιτάζει τα γυμνά πόδια του αμίλητος και μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μπίλι!» «Θα κλείσω μόνος μου ραντεβού», είπε. «Πότε;» «Την Τετάρτη, θα το κλείσω την Τετάρτη. Ο Χιούστον πηγαίνει στη λέσχη κάθε Τετάρτη και παίζει γκολφ». Μερικές φορές παίζει με τον αγαπητό Κάρι Ροσιγχτον που ξέρει να βάζει χέρι και να φιλάει τις γυναίκες των άλλων, «θα του μιλήσω τότε». «Γιατί δεν του τηλεφωνείς απόψε; Τώρα κιόλας;» «Χάιντι», είπε εκείνος, «αρκετά». Και κάτι στο πρόσωπο του θα πρέπει να την έπεισε να μην επιμείνει περισσότερο, γιατί δεν ξαναμίλησε γι' αυτό όλο το βράδυ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 100 Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη. Ο Μπίλι φρόντιζε να μην πλησιάζει καθόλου τη ζυγαριά. Έτρωγε πολύ στα γεύματα, παρ' όλο που, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, δεν πεινούσε πολύ. Έπαψε να κρύβει τα μπισκοτάκια του πίσω από πακέτα τσάι Λίπτον στο κελάρι που έβαζαν τις προμήθειες τους. Στον αγώνα των Γιάνκι-Ρεντ Σοξ, την Κυριακή, έφαγε φέτες πεπερόνι και τυρί Μουένστερ πάνω σε κράκερ Ριτζ. Έφαγε ένα πακέτο ποπ-κορν στη δουλειά του τη Δευτέρα το πρωί και μια σακούλα τσίπερς τη Δευτέρα το απόγευμα — ένα από τα δύο, ή πιθανώς ο συνδυασμός τους, του προκάλεσε μια κρίση αερίων που κράτησε από τις τέσσερις μέχρι τις εννέα το βράδυ. Η Λίντα βγήκε από το δωμάτιο της τηλεόρασης στα μισά των ειδήσεων αναγγέλλοντας ότι θα ξαναγύριζε μόνο αν της έδιναν μάσκα οξυγόνου. Ο Μπίλι έκανε μια ένοχη γκριμάτσα, αλλά δεν κουνήθηκε καθόλου. Η πείρα τον είχε διδάξει ότι το να βγεις από το δωμάτιο μετά τη διάπραξη του «εγκλήματος» ελάχιστα ωφελούσε. Τα μυρωδάτα αυτά αέρια κολλούν πάνω σου με αόρατα σελοτέιπ. Η μυρωδιά σε ακολουθεί όπου κι αν πας. Αλλά αργότερα, βλέποντας το Δικαιοσύνη για Όλους στο βίντεο, εκείνος και η Χάιντι καταβρόχθισαν ένα ολόκληρο τσιζ-κέικ Σάρα Λι. Στην επιστροφή του από το γραφείο την Τρίτη, σταμάτησε στο Μπέργκερ Κινγκ στο Νόργουακ, αγόρασε μερικά τσίζ-μπεργκερ και τα καταβρόχθισε, καθώς οδηγούσε, με το συνηθισμένο τρόπο του, με τεράστιες μπουκιές και χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει τη γεύση τους. Συνήλθε έξω από το Γουέστπορτ. Για μια στιγμή, ένιωσε σαν να βλέπει τον εαυτό του από ψηλά. Αισθάνθηκε να ζαλίζεται ελαφρά όπως είχε νιώσει πάνω στη ζυγαριά τη νύχτα που είχαν επιστρέψει από το Μοχόνκ. Ένιωσε σαν να τον παρακολουθούσε κάποια αστρική παρουσία, ένας εξερευνητής γνώσης που τον μελετούσε προσεκτικά. Και τι έβλεπε αλήθεια το ον αυτό; Κατά πάσα πιθανότητα, κάτι περισσότερο γελοίο παρά τρομερό. Έβλεπε έναν άντρα σχεδόν τριάντα επτά ετών με παπούτσια Μπαλί στα πόδια και φακούς Μπος και Λομπ στα μάτια, έναν άντρα με ένα κοστούμι τριών κομματιών, που είχε στοιχίσει εξακόσια δολάρια. Έναν τριανταεπτάχρονο, υπέρβαρο Αμερικανό, έναν Καυκάσιο, που καθόταν κορδωμένος και σοβαρός πίσω από το τιμόνι ενός Ολντσμόμπιλ Ενενήντα Οκτώ του 1981, και καταβρόχθιζε ένα τεράστιο τσίζμπεργκερ, ενώ

μαγιονέζα και μουστάρδα χυνόταν πάνω στο γκρίζο γιλέκο του. θα μπορούσες να γελάσεις μέχρι δακρύων με την εικόνα αυτή. Ή να ουρλιάξεις. Πέταξε τα απομεινάρια του δεύτερου τσίζμπεργκερ από το παράθυρο και μετά κοίταξε τη σάλτσα στο χέρι του με φρίκη. Και μετά έκανε το μόνο λογικό πράγμα που μπορούσε να κάνει σε αυτές τις συνθήκες: γέλασε. Και υποσχέθηκε στον εαυτό του: Τέρμα. Τέρμα το καταβρόχθισμα και οι κρίσεις βουλιμίας. Το ίδιο βράδυ, ενώ καθόταν μπροστά στο τζάκι και διάβαζε την εφημερίδα του, ήρθε η Λίντα να τον καληνυχτίσει. Καθώς έσκυβε να τον φιλήσει, τραβήχτηκε λίγο και είπε έκπληκτη: «Αρχίζεις να μοιάζεις με το Σιλβέστερ Σταλόνε, μπαμπά». «Ω, θεέ μου», αναφώνησε ο Χάλεκ, γουρλώνοντας δήθεν με φρίκη τα μάτια του και γέλασαν κι οι δύο. Ο Μπίλι Χάλεκ ανακάλυψε ότι ένα παράξενο είδος τελετουργίας είχε συνδεθεί με τη διαδικασία να ζυγίζεται. Πότε είχε αρχίσει αυτό; Δεν ήξερε. Όταν ήταν παιδί, πηδούσε μια φορά στο τόσο στη ζυγαριά, έριχνε μια βιαστική ματιά στο βάρος του και κατέβαινε. Αλλά κάποια στιγμή, το διάστημα που ανέβηκε από τα 87 κιλά σε ένα βάρος που ήταν, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται αυτό, το ένα όγδοο ενός τόνου, άρχισε το καθημερινό ζύγισμα να παίρνει τη μορφή τελετουργίας. Τελετουργία, σιγά! σκέφτηκε. Συνήθεια. Αυτό είναι, μόνο μια συνήθεια. Τελετουργία, του ψιθύριζε μια φωνή βαθιά μέσα του. Ήταν αγνωστικιστής και δεν είχε μπει σε εκκλησία από τότε που ήταν δεκαεννιά ετών, αλλά αναγνώριζε μια τελετουργία όταν την έβλεπε, και αυτή η διαδικασία του ζυγίσματος ήταν σχεδόν σαν να προσευχόταν γονατιστός. Βλέπεις, θεέ μου, χάνω ακριβώς το ίδιο κάθε φορά, γι' αυτό φύλαξε το τέκνο σου, εμένα, που είμαι ένας λευκός ανερχόμενος δικηγόρος, από το έμφραγμα ή το εγκεφαλικό, που όλοι οι στατιστικοί πίνακες στον κόσμο λένε ότι θα πρέπει να περιμένω γύρω στην ηλικία των σαράντα επτά. Στο όνομα της χοληστερόλης και των κεκορεσμένων λιπών, προσεύχομαι σε Σένα. Αμήν. Η τελετουργία αρχίζει στην κρεβατοκάμαρα. Γδύνεσαι. Φοράς την πράσινη ρόμπα σου. Ρίχνεις όλα τα άπλυτα ρούχα στο καλάθι. Αν αυτή ήταν η πρώτη ή η δεύτερη φορά που φόρεσες το κοστούμι, και αν δεν έχει κανένα λεκέ, το κρεμάς τακτικά τακτικά στην ντουλάπα. Διασχίζεις το χολ και μπαίνεις στο μπάνιο. Μπαίνεις με σεβασμό, δέος, δισταγμό. Εδώ είναι το εξομολογητήριο, όπου πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει το βάρος του και επομένως, τη μοίρα του. Βγάζεις τη ρόμπα. Την κρεμάς στο πιαστράκι που είναι

δίπλα στην μπανιέρα. Αδειάζεις την ουροδόχο κύστη. Αν μια εκκένωση μοιάζει εφικτή, το κάνεις. Ο Μπίλι δεν είχε την παραμικρή ιδέα πόσο μπορεί να ζυγίζει μια μέση εκκένωση, αλλά η λογική αυτή ήταν αδιάσειστη: ρίξε όσο περιττό βάρος μπορείς στη θάλασσα. Η Χάιντι είχε παρατηρήσει την τελετουργία αυτή και τον είχε κάποτε ρωτήσει με σαρκασμό αν θα του άρεσε ένα φτερό σαν δώρο γενεθλίων, θα μπορούσε είπε, να το χώνει στο λαιμό του και να κάνει εμετό μία ή δύο φορές πριν ζυγιστεί. Ο Μπίλι είχε αντιδράσει λέγοντας πως δεν έπρεπε να κάνει την έξυπνη... και αργότερα το ίδιο βράδυ είχε πιάσει τον εαυτό του να σκέφτεται ότι η ιδέα αυτή δεν ήταν τελικά και τόσο κακή. Μια Τετάρτη πρωί, ο Χάλεκ εγκατέλειψε την τελετουργία για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Την Τετάρτη το πρωί ο Χάλεκ έγινε αιρετικός. Μάλιστα, ίσως κάτι ακόμα χειρότερο από αιρετικός, γιατί — σαν πιστός του διαβόλου που επίτηδες διαστρέφει μια θρησκευτική τελετή, κρεμώντας σταυρούς ανάποδα και απαγγέλλοντας τα λόγια του Κυρίου απ' το τέλος προς την αρχή — ο Χάλεκ παραποίησε τελείως την τελετή του. Ντύθηκε, γέμισε τις τσέπες του με όσα κέρματα μπορούσε να βρει - μαζί με το σουγιά του, φυσικά - φόρεσε τα πιο βαριά παπούτσια του και μετά έφαγε ένα λουκούλλειο πρωινό. Κατέβασε δύο τηγανητά αυγά, τέσσερις φέτες μπέικον, ψωμί ψημένο και μαρμελάδα. Ήπιε χυμό πορτοκάλι και ένα φλιτζάνι καφέ, με τρεις κύβους ζάχαρη. Με όλα αυτά στο στομάχι του, ο Χάλεκ ανέβηκε στο μπάνιο. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε τη ζυγαριά. Ποτέ δεν του ήταν ευχάριστο να την κοιτάζει, αλλά τώρα τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Πήρε βαθιά ανάσα και ανέβηκε. 100 κιλά. Δεν μπορεί να είναι σωστό! Η καρδιά του χτυπούσε τρελά στο στήθος του. Διάβολε, όχι! Κάτι δεν πάει καλά! Κάτι... «Σταμάτα», ψιθύρισε ο Χάλεκ με σιγανή, βραχνή φωνή. Κατέβηκε πισωπατώντας από τη ζυγαριά όπως θα πισωπατούσε κανείς μπροστά σε ένα σκύλο που ξέρει ότι ετοιμάζεται να τον δαγκώσει. Έφερε το χέρι του στο στόμα και το έτριψε αργά. «Μπίλι;» ακούστηκε η φωνή της Χάιντι από τις σκάλες.

Ο Χάλεκ κοίταξε αριστερά και είδε το χλομό πρόσωπο του να τον κοιτάζει απ' τον καθρέφτη. Υπήρχαν μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, που δεν υπήρχαν άλλοτε, και οι ρυτίδες στο μέτωπο του έμοιαζαν πιο βαθιές. Καρκίνος, σκέφτηκε ξανά και άκουσε τη φωνή του τσιγγάνου να του ψιθυρίζει πάλι. «Μπίλι; Είσαι πάνω;» Καρκίνος, και βέβαια, σίγουρα είναι αυτό. Με καταράστηκε. Η γριά ήταν γυναίκα του... ή ίσως αδελφή του... και με καταράστηκε. Είναι δυνατόν; Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Μπορεί ο καρκίνος να κατατρώει αυτή τη στιγμή τα σωθικά μου, να με ροκανίζει όπως ροκανίζει τη μύτη του...; Ένας υπόκωφος, τρομακτικός ήχος βγήκε απ' το λαιμό του. Το πρόσωπο του άντρα στον καθρέφτη ήταν τρομοκρατημένο, το πρόσωπο ενός άρρωστου. Εκείνη τη στιγμή ο Χάλεκ σχεδόν το πίστεψε ότι είχε καρκίνο, ότι ο καρκίνος κατέτρωγε τα σωθικά του. «Μπι-λιιι!» «Εδώ είμαι». Η φωνή του ήταν σταθερή. Σχεδόν. «Θεέ μου, κουφός είσαι; Φωνάζω μια ώρα!» «Με συγχωρείς, ήμουν αφηρημένος». Μην ανεβείς εδώ πάνω, Χάιντι. Μη με δεις έτσι, γιατί θα με κλείσεις στη γαμημένη Κλινική Μαγιό πριν σκοτεινιάσει. Μείνε εκεί που βρίσκεσαι, εκεί που ανήκεις. Σε παρακαλώ. «Δε θα ξεχάσεις να κλείσεις ένα ραντεβού με το Μάικλ Χιούστον, έτσι;» «Όχι», είπε. «θα το κανονίσω». «Σ' ευχαριστώ, καλέ μου», είπε μαλακά η Χάιντι και κατέβηκε τις σκάλες. Ο Χάλεκ ούρησε και μετά έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπο του. Όταν νόμισε ότι άρχισε να δείχνει ξανά λίγο πολύ ο εαυτός του, κατέβηκε βάζοντας τα δυνατά του να σφυρίξει και να παραστήσει τον ανέμελο. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε φοβηθεί τόσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ 98 «Τόσο βάρος;» ρώτησε ο Δρ Χιούστον. Ο Χάλεκ, αποφασισμένος να είναι ειλικρινής τώρα που βρισκόταν απέναντι στο γιατρό, του είπε ότι είχε χάσει γύρω στα 14 κιλά μέσα σε τρεις βδομάδες. «Χριστέ μου!» είπε ο Χιούστον. «Η Χάιντι ανησυχεί. Ξέρεις πόσο υπερβολικές είναι οι γυναίκες...» «Έχει δίκιο να ανησυχεί», είπε ο Χιούστον. Ο Μάικλ Χιούστον, η ενσάρκωση του ιδανικού άντρα του Φαίρβιου: ο Ωραίος Γιατρός με τους Γκρίζους Κροτάφους και το Ηλιοκαμένο Δέρμα. Καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια με τις ομπρέλες ηλίου, που ήταν σκορπισμένα γύρω από το υπαίθριο μπαρ της λέσχης, έμοιαζε σαν μια νεότερη εκδοχή του Μάρκους Γουέλμπι, MD. Κάθονταν με το Χάλεκ στο μπαρ που ήταν κοντά στην πισίνα. Ο Χιούστον φορούσε κόκκινο παντελόνι του γκολφ, άσπρη αστραφτερή ζώνη, άσπρα παπούτσια του γκολφ, μπλουζάκι Λακόστ και ρολόι Ρόλεξ. Έπινε πίνα κολάντα. Ένα από τα αγαπημένα του αστεία ήταν να λέει την πίνα κολάντα «πέος κολάντα». Εκείνος και η γυναίκα του είχαν δύο πανέμορφα παιδιά και ζούσαν σε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια στη Λάντερν Ντράιβ, πολύ κοντά στη λέσχη, πράγμα για το οποίο περηφανευόταν η Τζένι Χιούστον όταν ήταν μεθυσμένη. Αυτό σήμαινε ότι το σπίτι τους ήταν πανάκριβο. Ο Χιούστον είχε ένα καφέ τετράθυρο Μερσεντές. Η γυναίκα του ένα Κάντιλακ Κίμαρον που έμοιαζε σαν Ρολς-Ρόις με αιμορροΐδες. Τα παιδιά τους πήγαιναν σε ένα ιδιωτικό σχολείο στο Γουέστπορτ. Τα κουτσομπολιά του Φαίρβιου — τα οποία συνήθως ήταν αλήθεια — έλεγαν ότι Μάικλ και η Τζένι Χιούστον είχαν βρει ένα modus vivendi: εκείνος ήταν παθολογικά γυναικάς και εκείνη άρχιζε να πίνει γύρω στις τρεις το απόγευμα. Μια τυπική οικογένεια του Φαίρβιου, σκέφτηκε ο Χάλεκ, και ξαφνικά ένιωσε κουρασμένος και τρομοκρατημένος. Ήξερε τους ανθρώπους αυτούς πολύ καλά, ή έστω νόμιζε ότι τους ξέρει πολύ καλά, που ήταν το ίδιο. Κοίταξε τα δικά του καλογυαλισμένα άσπρα παπούτσια και σκέφτηκε: Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις; Κι εσύ φοράς τα χρώματα της φυλής σου. «θέλω να σε δω στο ιατρείο μου αύριο», είπε ο Χιούστον. «Έχω μια υπόθεση...» «Παράτα την. Αυτό είναι πιο σημαντικό. Στο μεταξύ, για πες μου, είχες καθόλου αίμα; Από τον πρωκτό; Από το στόμα;»

«Όχι». «Καθόλου αίμα στο κρανίο όταν χτενίζεσαι;» «Όχι». «Πληγές που δεν επουλώνονται ή αποστήματα;» «Όχι». «Ωραία», είπε ο Χιούστον. «Αλήθεια, έπιασα ογδόντα τέσσερα σήμερα. Τι λες γι' αυτό;» «Λέω ότι θα χρειαστείς μερικά ακόμα χρόνια για να γίνεις πρωταθλητής», είπε ο Μπίλι. Ο Χιούστον γέλασε. Ο σερβιτόρος ήρθε. Ο Χιούστον παράγγειλε μία ακόμα πίνα κολάντα. Ο Χάλεκ παράγγειλε μία Μίλερ. Μίλερ Λάιτ, παραλίγο να πει στο σερβιτόρο — η δύναμη της συνήθειας — και μετά κράτησε τη γλώσσα του. Χρειαζόταν μια λάιτ μπίρα όσο χρειαζόταν... όσο χρειαζόταν μια αιμορραγία απ' τον πρωκτό. Ο Μάικλ Χιούστον έσκυψε προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό και ο Χάλεκ ένιωσε πάλι εκείνο το φόβο, σαν μια λεία μεταλλική βελόνα, πολύ λεπτή, που τρυπούσε τα τοιχώματα του στομαχιού του. Συνειδητοποίησε ότι κάτι είχε αλλάξει στη ζωή του, όχι προς το καλύτερο. Φοβόταν πολύ τώρα. Η εκδίκηση της τσιγγάνας. Τα σοβαρό βλέμμα του Χιούστον ήταν καρφωμένο πάνω του και ο Μπίλι τον φαντάστηκε να λέει: Οι πιθανότητες να έχεις καρκίνο είναι πέντε στις έξι, Μπίλι. Δε χρειάζομαι αχτίνες για να σου το πω. Η διαθήκη σου είναι εντάξει; Έχεις φροντίσει για τη Χάιντι και τη Λίντα; Όταν είσαι σχετικά νέος, δε φαντάζεσαι ότι μπορεί να σου συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά μπορεί. Μπορεί. Ο Χιούστον ρώτησε με τον ήσυχο τόνο κάποιου που δίνει μια σημαντική πληροφορία: «Πόσοι χρειάζονται για να θάψουν ένα νέγρο από το Χάρλεμ;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Έξι», είπε ο Χιούστον. «Τέσσερις για να μεταφέρουν το φέρετρο και δύο για να μεταφέρουν το κασετόφωνο».

Γέλασε και ο Μπίλι Χάλεκ έκανε ότι γελούσε κι εκείνος. Στο μυαλό του είχε τον τσιγγάνο που περίμενε έξω από το δικαστήριο του Φαίρβιου, τον έβλεπε καθαρά. Πίσω από τον τσιγγάνο, στο πεζοδρόμιο, σε μια ζώνη που απαγορευόταν το παρκάρισμα, βρισκόταν ένα τεράστιο παλιό ημιφορτηγό σκεπασμένο με μια πρόχειρη τέντα. Η τέντα ήταν γεμάτη παράξενα σχέδια γύρω από ένα κεντρικό θέμα, μια όχι και τόσο καλή ζωγραφιά ενός μονόκερου γονατισμένου, με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά σε μια τσιγγάνα, που κρατούσε ένα στεφάνι με λουλούδια στα χέρια. Ο τσιγγάνος φορούσε πράσινο γιλέκο, με κουμπιά από ασημένια νομίσματα. Τώρα, βλέποντας το Χιούστον να γελά με το αστείο του, ενώ ο κροκόδειλος στο μπλουζάκι του χοροπηδούσε πάνω κάτω, ο Μπίλι σκέφτηκε: θυμάσαι πολύ περισσότερα για τον τύπο εκείνο απ' όσα νόμιζες. Νόμιζες ότι θυμόσουν μόνο τη μύτη του, αλλά δεν είναι αλήθεια, θυμάσαι σχεδόν τα πάντα. Παιδιά. Υπήρχαν παιδιά στο παλιό ημιφορτηγό, που τον κοίταζαν με απύθμενα καστανά μάτια, μάτια που ήταν σχεδόν μαύρα. «Αδύνατος», είχε πει ο γέρος, και παρά το σκληρό δέρμα του, το άγγιγμα του ήταν το άγγιγμα ενός εραστή. Ο Μπίλι ανατρίχιασε και για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα βάλει τις φωνές όπως είχε ακούσει κάποτε μια γυναίκα να φωνάζει όταν νόμισε ότι το παιδί της πνιγόταν στην πισίνα. Ο Μπίλι Χάλεκ θυμήθηκε την ημέρα που είδαν για πρώτη φορά τους τσιγγάνους, την ημέρα που το καραβάνι είχε έρθει στο Φαίρβιου. Είχαν παρκάρει στη μια πλευρά του πάρκου του Φαίρβιου και μερικά από τα παιδιά τους είχαν τρέξει στο γρασίδι για να παίξουν. Οι τσιγγάνες στέκονταν παράμερα και κουτσομπόλευαν παρατηρώντας τα. Φορούσαν έντονα χρώματα, αλλά όχι τέτοια ρούχα που θα συνέδεε κάποιος ηλικιωμένος με τη χολιγουντιανή εκδοχή των τσιγγάνων τη δεκαετία του τριάντα και του σαράντα. Τώρα υπήρχαν γυναίκες που φορούσαν πολύχρωμα φορέματα, γυναίκες με βερμούδες, νέες γυναίκες με τζιν Κάλβιν Κλαιν ή Τζόρντας. Έμοιαζαν λαμπερές, ζωντανές, με κάποιο παράξενο τρόπο επικίνδυνες. Ένας νέος άντρας πήδησε από ένα μίνι λεωφορείο Φολκσβάγκεν και άρχισε να κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα με μερικές μεγάλες καρίνες του μπόουλινγκ. ΟΛΟΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΕ ΚΑΤΙ, έγραφε η μπλούζα του, ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΠΙΡΑ. Τα παιδιά του Φαίρβιου έτρεξαν προς το μέρος του σαν να τα τραβούσε μαγνήτης, φωνάζοντας συνεπαρμένα. Κάτω από το πουκάμισο του νεαρού διαγράφονταν οι μύες γυμνασμένοι και ένας τεράστιος σταυρός χοροπηδούσε στο στήθος του. Κάποιες μητέρες του Φαίρβιου μάζεψαν τα παιδιά τους και τα τράβηξαν μακριά. Άλλες μητέρες δεν ήταν τόσο γρήγορες. Τα μεγαλύτερα παιδιά έτρεξαν προς τα τσιγγανάκια, που σταμάτησαν το παιχνίδι τους και τα κοίταζαν καθώς πλησίαζαν.

Παιδιά της πόλης, έλεγαν τα σκοτεινά μάτια τους. Συναντάμε παιδιά της πόλης όπου πάμε. Ξέρουμε τα μάτια σας και το κούρεμά σας ξέρουμε πώς αστράφτουν κάτω απ' τον ήλιο τα σιδεράκια που φοράτε στα δόντια σας. Μπορεί να μην ξέρουμε πού θα βρισκόμαστε αύριο, αλλά ξέρουμε πού θα, βρίσκεστε εσείς. Δε βαριέστε πάντα τα ίδια μέρη και τα Ίδια πρόσωπα; Πιστεύουμε ότι τα βαριέστε. Πιστεύουμε ότι γι' αυτό μας μισείτε πάντα. Ο Μπίλι, η Χάιντι και η Λίντα Χάλεκ ήταν στο πάρκο εκείνη την ημέρα, δύο μέρες προτού ο Χάλεκ χτυπήσει και σκοτώσει τη γριά τσιγγάνα κοντύτερα από μισό μίλι. Έκαναν πικνίκ και περίμεναν να αρχίσει η συναυλία που θα γινόταν στο πάρκο. Οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονταν στο πάρκο εκείνη την ημέρα ήταν εκεί για τον ίδιο λόγο, πράγμα που ήξεραν καλά οι τσιγγάνοι. Η Λίντα σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη και έκανε να πάει προς το μέρος του νεαρού. «Λίντα, μείνε εδώ!» είπε κοφτά η Χάιντι. Το χέρι της είχε ανέβει στο γιακά του σουέτερ της και έπαιζε με το ύφασμα, πράγμα που έκανε συχνά όταν ήταν αναστατωμένη. Ο Χάλεκ πίστευε ότι το έκανε τελείως ασυναίσθητα. «Γιατί, μαμά; Είναι πανηγύρι... τουλάχιστον, έτσι νομίζω». «Είναι τσιγγάνοι», είπε η Χάιντι. «Καλύτερα να μην τους πλησιάζεις. Όλοι είναι απατεώνες». Η Λίντα κοίταξε πρώτα τη μητέρα της και μετά τον πατέρα της. Ο Μπίλι σήκωσε τους ώμους του. Έμεινε να τον κοιτάζει, χωρίς να συνειδητοποιεί την απογοητευμένη έκφραση που είχε το πρόσωπο της, ακριβώς όπως η Χάιντι δε συνειδητοποιούσε πως έπαιζε με το γιακά της. Ο νεαρός άρχισε να ρίχνει τις καρίνες μέσα στο αυτοκίνητο από την ανοιχτή πλαϊνή πόρτα, και μια χαμογελαστή μελαχρινή κοπέλα, με αιθέρια ομορφιά, του πέταξε πέντε καρίνες πιο στενόμακρες απ' αυτές που χρησιμοποιούν στη γυμναστική. Εκείνος άρχισε να παίζει μ' αυτές, χαμογελώντας, και μερικές φορές έριχνε τη μία κάτω, φωνάζοντας «Οπ» όταν το 'κάνε. Ένας ηλικιωμένος άντρας με καρό πουκάμισο μοίραζε διαφημιστικά. Η όμορφη νέα γυναίκα που του είχε πετάξει τις κορίνες πήδησε τώρα ανάλαφρα από το φορτηγάκι με ένα τρίποδο στο χέρι. Το έστησε και ο Χάλεκ σκέφτηκε: θα μας δείξει μερικά απαίσια τοπία και ίσως κάποιο πορτρέτο του Προέδρου Κένεντι. Αλλά αντί για πίνακα, εκείνη στερέωσε πάνω στο τρίποδο ένα στόχο. Κάποιος μέσα από το φορτηγάκι της πέταξε μια σφεντόνα.

«Τζίνα!» φώναξε ο νεαρός. Χαμογέλασε πλατιά φανερώνοντας ένα στόμα που του έλειπαν μερικά δόντια. Η Λίντα κάθισε στη θέση της απότομα. Η άποψη της για την ανδρική ομορφιά είχε διαμορφωθεί από την τηλεόραση και τα δόντια που έλειπαν γκρέμισαν την εικόνα που είχε φτιάξει για το νεαρό τσιγγάνο. Η Χάιντι σταμάτησε να παίζει με το γιακά της. Η κοπέλα πέταξε τη σφεντόνα στο νεαρό. Εκείνος άφησε να πέσει μία από τις καρίνες και άρχισε να παίζει με τη σφεντόνα. Ο Χάλεκ θυμόταν πως σκέφτηκε: Αυτό πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατον. Ο νεαρός το έκανε δύο ή τρεις φορές, μετά της την πέταξε και με κάποιο τρόπο μαγικό κατάφερε να σηκώσει από κάτω την κορίνα που είχε πετάξει, ενώ εξακολούθησε να παίζει με τις υπόλοιπες. Ακούστηκαν χειροκροτήματα. Μερικοί από τους ντόπιους χαμογελούσαν — μεταξύ αυτών και ο Μπίλι — αλλά οι περισσότεροι έδειχναν επιφυλακτικοί. Η κοπέλα απομακρύνθηκε λίγο από το στόχο, έβγαλε μερικές μικρές μπάλες σαν σφαίρες από το τσεπάκι που υπήρχε στο στήθος της και τις έριξε κατευθείαν στο κέντρο — πλοπ, πλοπ, πλοπ. Γρήγορα την περικύκλωσαν αγόρια και λίγα κορίτσια, που ήθελαν να ρίξουν κι εκείνα. Τα έβαλε στη σειρά, με την ταχύτητα και την ικανότητα που μια νηπιαγωγός ετοιμάζει τους μαθητές της για το διάλειμμα των 10:15. Δύο έφηβοι τσιγγάνοι, περίπου στην ηλικία της Λίντα, πετάχτηκαν από ένα παλιό στέισον βαγκόν και άρχισαν να μαζεύουν τις σφαίρες από το χορτάρι, θα πρέπει να ήταν ομοζυγώτες, καθώς έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό. Ο ένας φορούσε ένα χρυσό κρίκο στ' αριστερό αυτί του. Ο αδελφός του φορούσε τον άλλο κρίκο του ζευγαριού στο δεξί του αυτί. Έτσι τους ξεχωρίζει η μητέρα τους; αναρωτήθηκε ο Μπίλι. Κανένας δεν πουλούσε τίποτα. Δεν υπήρχε καμία Μαντάμ Αζόνκα να ρίχνει τα χαρτιά ταρό ή να διαβάζει τη μοίρα στη μαγική της σφαίρα. Παρ' όλα αυτά, ένα περιπολικό έφτασε σε λίγο και δύο αστυνομικοί πήδηξαν έξω. Ο ένας ήταν ο Χόπλι, ο αρχηγός της αστυνομίας, ένας μάλλον γοητευτικός άντρας γύρω στα σαράντα. Μερικές δραστηριότητες σταμάτησαν και ορισμένες μητέρες βρήκαν την ευκαιρία ν' αρπάξουν τα παιδιά τους που είχαν μαγευτεί και να τα πάρουν μακριά. Μερικά από τα μεγαλύτερα παιδιά διαμαρτυρήθηκαν και ο Χάλεκ παρατήρησε ότι κάποια από τα μικρότερα έκλαιγαν. Ο Χόπλι άρχισε να συζητάει με τον τσιγγάνο που έκανε το νούμερο — οι καρίνες με τις κόκκινες και μπλε ρίγες ήταν τώρα σκορπισμένες γύρω από τα πόδια του — και τον πιο ηλικιωμένο τσιγγάνο με το καρό πουκάμισο. Ο ηλικιωμένος είπε κάτι. Ο Χόπλι κούνησε το κεφάλι του. Τότε ο νεαρός πήρε ξανά το λόγο και άρχισε να χειρονομεί. Καθώς μιλούσε, πλησίαζε περισσότερο τον αστυνομικό που συνόδευε το Χόπλι. Τώρα η εικόνα άρχισε να θυμίζει κάτι στο Χάλεκ και μετά από λίγο

συνειδητοποίησε τι ακριβώς. Ήταν σαν παίκτες του μπέιζμπολ που πλησιάζουν απειλητικά, έτοιμοι για καβγά. Ο ηλικιωμένος τσιγγάνος ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του νεαρού και τον τράβηξε δύο τρία βήματα πιο πίσω' αυτό ενίσχυσε την εντύπωση του Χάλεκ — ο προπονητής που προσπαθεί να συγκρατήσει το νεαρό θερμόαιμο παίκτη. Ο νεαρός είπε κάτι ακόμα. Ο Χόπλι κούνησε πάλι το κεφάλι του. Ο νεαρός άρχισε να φωνάζει, αλλά ο άνεμος ήταν αντίθετος και ο Μπίλι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ακριβώς τι έλεγαν. «Τι γίνεται, μαμά;» ρώτησε η Λίντα, συνεπαρμένη απ' όλα αυτά. «Τίποτα, χρυσό μου», είπε η Χάιντι. Ξαφνικά άρχισε να μαζεύει τα φαγητά. «Τελείωσες;» ρώτησε. «Ναι, ευχαριστώ. Μπαμπά, τι γίνεται;» Για μια στιγμή ήταν έτοιμος να πει: Παρακολουθείς μια κλασική σκηνή, Λίντα, μια σκηνή που ανήκει στην κατηγορία της Αρπαγής των Σαβίνων. Αυτή εδώ λέγεται: Ο Διωγμός των Ανεπιθύμητων. Αλλά τα μάτια της Χάιντι ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο του, το στόμα της ήταν σφιγμένο και ήταν φανερό πως πίστευε ότι δεν ήταν κατάλληλη στιγμή γι' αστεία. «Τίποτα σπουδαίο», είπε. «Μια διαφορά απόψεων». Στην πραγματικότητα, η φράση τίποτα σπουδαίο ήταν ακριβής - δεν υπήρχαν σκυλιά, ούτε κλομπ, ούτε καμία κλούβα. Με μια σχεδόν θεατρική κίνηση ο ζογκλέρ τίναξε το χέρι του ηλικιωμένου από πάνω του, σήκωσε από κάτω τις καρίνες του και άρχισε να παίζει μ' αυτές πάλι. Ο θυμός είχε επηρεάσει τα αντανακλαστικά του όμως, κι αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε καλά. Δύο έπεσαν κάτω σχεδόν αμέσως. Η μία τον χτύπησε στο πόδι και κάποιο παιδάκι γέλασε. Ο σύντροφος του Χόπλι έκανε ένα βήμα προς τα μπρος με φανερό εκνευρισμό. Ο Χόπλι, διατηρώντας στο ακέραιο την αυτοκυριαρχία του, τον συγκράτησε, όπως είχε συγκρατήσει ο ηλικιωμένος τσιγγάνος το ζογκλέρ. Ο Χόπλι ακούμπησε πάνω σε ένα δέντρο, με τους αντίχειρες περασμένους στη ζώνη του και το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Είπε κάτι στον άλλο μπάτσο κι εκείνος έβγαλε ένα μπλοκ από την τσέπη του. Σάλιωσε τον αντίχειρα του, άνοιξε το μπλοκ και κατευθύνθηκε στο πλησιέστερο αυτοκίνητο, ένα Κάντιλακ των αρχών του εξήντα. Άρχισε να γράφει την κλήση. Το έκανε ιδιαίτερα επιδεικτικά. Όταν τελείωσε, έκανε ένα βήμα προς το Φολκσβάγκεν. Ο ηλικιωμένος τσιγγάνος πλησίασε το Χόπλι και άρχισε να μιλάει έντονα. Ο Χόπλι σήκωσε τους ώμους του και κοίταξε αλλού. Ο νεαρός αστυνομικός έγραφε τώρα ένα παλιό Φορντ σεντάν. Ο τσιγγάνος άφησε το Χόπλι και στράφηκε στο νεαρό. Του

μίλησε με πάθος και τα χέρια του κινούνταν στο ζεστό ανοιξιάτικο αέρα. Για τον Μπίλι Χάλεκ η σκηνή έχασε κάθε ενδιαφέρον. Δεν επρόκειτο παρά για μερικούς τσιγγάνους, οι οποίοι είχαν κάνει το λάθος να σταματήσουν στο Φαίρβιου στην πορεία τους από το Χουτ προς το Χόλερ. Ο ζογκλέρ γύρισε ξαφνικά και πήγε στο λεωφορειάκι, αφήνοντας τις υπόλοιπες καρίνες του να πέσουν στο χορτάρι — το λεωφορειάκι ήταν παρκαρισμένο πίσω από το ημιφορτηγάκι με τη γυναίκα και το μονόκερο πάνω στην αυτοσχέδια τέντα. Ο ηλικιωμένος τσιγγάνος έσκυψε να σηκώσει τις καρίνες μιλώντας ταυτόχρονα ανήσυχα στο Χόπλι. Εκείνος σήκωσε πάλι τους ώμους του και παρ' όλο που ο Μπίλι Χάλεκ δεν είχε τηλεπαθητικές ικανότητες, ήταν τόσο σίγουρος ότι ο Χόπλι το απολάμβανε αυτό όσο ήταν σίγουρος ότι εκείνος, η Χάιντι και η Λίντα θα έτρωγαν το βράδυ ό,τι είχε περισσέψει από την προηγούμενη. Η νέα γυναίκα που έριχνε τα μπαλάκια στο στόχο προσπάθησε να μιλήσει στο ζογκλέρ, αλλά εκείνος την προσπέρασε θυμωμένος και μπήκε στο λεωφορειάκι. Εκείνη έριξε μια ματιά στον ηλικιωμένο τσιγγάνο που κρατούσε τις καρίνες στα χέρια του, και ακολούθησε το νεαρό. Ο Χάλεκ έπαψε να βλέπει τους άλλους και όλη του η προσοχή εστιάστηκε σ' εκείνη. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και κατσαρά, ελεύθερα. Έπεφταν ως τη μέση της σαν άγριος μαύρος καταρράκτης. Η μπλούζα και η φούστα της θα μπορούσε να είναι από του Σίαρς, αλλά το σώμα της ήταν εξωτικό και θύμιζε σπάνιο αιλουροειδές — πάνθηρα, τσίτα, λεοπάρδαλη. Καθώς ανέβαινε στο λεωφορειάκι, η φούστα της άνοιξε λίγο και ο Χάλεκ διέκρινε την υπέροχη γραμμή του γοφού της. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι την ήθελε τρελά. Φαντάστηκε τον εαυτό του πάνω της την πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας κι ο πόθος αυτός του φάνηκε πολύ παλιός. Κοίταξε τη Χάιντι και τα χείλη της ήταν τόσο σφιγμένα που είχαν ασπρίσει. Τα μάτια της έμοιαζαν με θαμπά νομίσματα. Δεν είχε δει το βλέμμα του, αλλά είχε δει το άνοιγμα στη φούστα της και είχε καταλάβει. Ο αστυνομικός με το μπλοκ στάθηκε και κοίταζε μέχρι που η κοπέλα χάθηκε μέσα στο λεωφορείο. Μετά, έκλεισε το μπλοκ, το ξαναέβαλε στην τσέπη του και πλησίασε το Χόπλι. Οι τσιγγάνες έσπρωχναν τα παιδιά τους πίσω στο καραβάνι. Ο ηλικιωμένος τσιγγάνος με τις καρίνες στα χέρια πλησίασε πάλι το Χόπλι και του είπε κάτι. Ο Χόπλι ένευσε με το κεφάλι του οριστικά. Κι αυτό ήταν. Ένα δεύτερο περιπολικό έφτασε με τα φλας του να αναβοσβήνουν τεμπέλικα. Ο τσιγγάνος του έριξε μια ματιά, μετά κοίταξε το πάρκο του Φαίρβιου με τον πανάκριβο εξοπλισμό του και την ειδική πίστα για ορχήστρα. Κορδέλες από κρεπ κρέμονταν χαρούμενα ακόμα από μερικά δέντρα, απομεινάρι από το κυνήγι του πασχαλιάτικου αυγού την προηγούμενη Κυριακή.

Ο τσιγγάνος γύρισε στο αυτοκίνητο του που βρισκόταν στην αρχή της σειράς. Καθώς η μηχανή του μούγκρισε, άναψαν κι όλες οι άλλες μηχανές. Οι περισσότερες έκαναν πολύ θόρυβο. Ο Χάλεκ άκουσε πολλές χαλασμένες εξατμίσεις και είδε πολύ μπλε καυσαέριο. Το στέισον βαγκόν του ηλικιωμένου τσιγγάνου ξεκίνησε ασθμαίνοντας και κλάνοντας. Τα άλλα οχήματα το ακολούθησαν, πέρασαν μπροστά από το πάρκο και κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της πόλης. «Έχουν αναμμένα τα φώτα τους!» είπε έκπληκτη η Λίντα. «Θεέ μου, είναι σαν κηδεία». «Έχουν μείνει δύο Ρινγκ Ντινγκ», είπε ζωηρά η Χάιντι. «Πάρε το ένα». «Δε θέλω. Έχω φουσκώσει. Μπαμπά, αυτοί οι άνθρωποι...» «Δε θα αποκτήσεις ποτέ στήθος ενενήντα έξι πόντους, αν δεν τρως», είπε η Χάιντι. «Αποφάσισα ότι δε θέλω στήθος ενενήντα έξι πόντους», είπε η Λίντα, με ύφος μεγάλης κυρίας, πράγμα που πάντα διασκέδαζε το Χάλεκ. «Στις μέρες μας της μόδας είναι οι κώλοι». «Λίντα Τζόαν Χάλεκ, ντροπή σου». «Θέλω εγώ ένα Ρινγκ Ντινγκ», είπε ο Χάλεκ. Η Χάιντι τον κοίταξε ψυχρά... Α... αυτό θέλεις; — και μετά του το πέταξε. Άναψε ένα τσιγάρο. Στο τέλος, ο Μπίλι έφαγε και τα δύο Ρινγκ Ντινγκ. Η Χάιντι κάπνισε μισό πακέτο τσιγάρα μέχρι να τελειώσει το κονσέρτο και αγνόησε τις αδέξιες προσπάθειες του Μπίλι να της φτιάξει το κέφι. Αλλά στην επιστροφή η διάθεση της καλυτέρεψε και οι τσιγγάνοι ξεχάστηκαν. Τουλάχιστον μέχρι το βράδυ. Όταν ο Χάλεκ πήγε στο δωμάτιο της κόρης του να της πει καληνύχτα, εκείνη τον ρώτησε: «Η αστυνομία τους έδιωξε από την πόλη εκείνους τους ανθρώπους, μπαμπά;» Ο Μπίλι θυμόταν που την είχε κοιτάξει προσεκτικά, νιώθοντας ταυτόχρονα ενοχλημένος και παράξενα κολακευμένος από την ερώτηση της. Η Λίντα πήγαινε στη Χάιντι όταν ήθελε να μάθει πόσες θερμίδες είχε ένα κομμάτι σοκολατένιο κέικ, αλλά στρεφόταν στο Χάλεκ για τις πιο σκληρές αλήθειες κι εκείνος μερικές φορές ένιωθε ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο. Κάθισε στο κρεβάτι της, σκεφτόμενος ότι ήταν ακόμα πολύ μικρή και πολύ σίγουρη πως στεκόταν από την πλευρά της γραμμής όπου βρίσκονται οι καλοί, θα μπορούσε να πληγωθεί. Με ένα ψέμα, η αλήθεια μπορούσε να αποφευχθεί. Αλλά τα ψέματα

για πράγματα όπως αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα στο πάρκο του Φαίρβιου λειτουργούν συνήθως σαν μπούμερανγκ και στρέφονται κατά των γονέων. Ο Μπίλι θυμόταν πολύ καθαρά τον πατέρα του να του λέει ότι ο αυνανισμός μπορεί να τον κάνει να τραυλίζει. Ο πατέρας του ήταν καλός άνθρωπος, αλλά ο Μπίλι ποτέ δεν του συγχώρεσε αυτό το ψέμα. Ωστόσο, η Λίντα του είχε ήδη κάνει τη ζωή δύσκολη — είχαν μιλήσει για τους ομοφυλόφιλους, το στοματικό σεξ, τα αφροδίσια νοσήματα και την πιθανότητα να μην υπάρχει θεός. Έπρεπε να κάνει παιδί για να καταλάβει πόσο κουραστική μπορεί να είναι η ειλικρίνεια. Ξαφνικά, σκέφτηκε τον Τζινέλι. Τι θα έλεγε ο Τζινέλι στην κόρη του σε μια τέτοια περίπτωση; Πρέπει, να κρατάς μακριά τους ανεπιθύμητους, γλυκιά μου. Γιατί αυτή είναι η ουσία — κρατάς μακριά τους ανεπιθύμητους. Αλλά μια τέτοια αλήθεια δε θα μπορούσε να την αντέξει. «Ναι, φαντάζομαι ότι τους έδιωξαν. Ήταν τσιγγάνοι, γλυκιά μου. Περιπλανώμενοι». «Η μαμά είπε ότι είναι απατεώνες». «Πολλοί απ' αυτούς παίζουν στημένα παιχνίδια και κοροϊδεύουν λέγοντας τη μοίρα. Όταν πηγαίνουν σε μια πόλη σαν το Φαίρβιου, η αστυνομία τους ζητάει να φύγουν. Συνήθως παριστάνουν ότι θύμωσαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους πειράζει». Μπανγκ! Ένα σημαιάκι υψώθηκε στο μυαλό του. Ψέμα Νούμερο 1. «Κολλάνε αφίσες ή δίνουν διαφημιστικά και λένε πού θα βρίσκονται. Συνήθως κάνουν μια συμφωνία με έναν αγρότη ή κάποιον που έχει ένα χωράφι έξω από την πόλη και εγκαθίστανται εκεί. Μετά από λίγες μέρες φεύγουν». «Γιατί έρχονται; Τι κάνουν;» «Ε, να... Υπάρχουν πάντα άνθρωποι που θέλουν να τους πουν τη μοίρα τους. Και να παίξουν τυχερά παιχνίδια. Ή να βάλουν στοιχήματα. Βέβαια, συνήθως όλα αυτά είναι στημένα». Ή άλλοι θέλουν ένα γρήγορο εξωτικό πήδημα, σκέφτηκε ο Χάλεκ. Είδε πάλι με τη φαντασία του τη φούστα της κοπέλας να ανοίγει. Πώς θα κουνιόταν; Το μυαλό του απάντησε: Σαν τον ωκεανό πριν την τρικυμία. «Πουλάνε ναρκωτικά;» Στις μέρες μας δε χρειάζεται να αγοράσεις ναρκωτικά από τους τσιγγάνους, καλή μου, σκέφτηκε. Μπορείς να τα αγοράσεις στην αυλή του σχολείου.

«Ίσως χασίς», είπε. «Ή όπιο». Ήρθε σ' αυτά τα μέρη του Κοννέκτικατ έφηβος και έμεινε εδώ από τότε - στο Φαίρβιου και στο γειτονικό Νόρθπορτ. Δεν είχε δει τσιγγάνους τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια που έμενε εδώ... είχε να δει τσιγγάνους από τότε που ήταν παιδί στη Βόρεια Καρολίνα, από τότε που έχασε πέντε δολάρια — ένα ποσό που είχε μαζέψει με μεγάλη δυσκολία μέσα σε τρεις μήνες για να αγοράσει ένα δώρο στη μητέρα του — παίζοντας στον τροχό της τύχης. Κανονικά δεν επιτρεπόταν να παίξει ένα παιδί κάτω των δεκαέξι ετών, αλλά φυσικά αν είχες το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα που χρειαζόταν, κανένας δε θα σε σταματούσε. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, σκέφτηκε, και πιο πολύ απ' όλα το παλιό ρητό ότι με τα λεφτά μπορείς να τα εξαγοράσεις όλα. Αν τον είχαν ρωτήσει πριν από τη σημερινή μέρα, θα σήκωνε αδιάφορα τους ώμους του και θα απαντούσε ότι δεν υπήρχαν πια καραβάνια τσιγγάνων. Αλλά φυσικά η περιπλανώμενη αυτή φυλή ποτέ δε θα εξαφανιζόταν. Έρχονταν στην πόλη χωρίς ρίζες κι έτσι έφευγαν πάλι. Σαν ανθρώπινα παράσιτα, έκαναν τα κόλπα τους, απομυζούσαν ό,τι μπορούσαν από τους ντόπιους, και μετά έφευγαν με τα λιγδιασμένα πορτοφόλια τους γεμάτα δολάρια. Είχαν επιβιώσει από χιλιάδες διωγμούς. Ο Χίτλερ είχε προσπαθήσει να τους εξολοθρεύσει μαζί με τους Εβραίους και τους ομοφυλόφιλους, αλλά εκείνοι ήταν σε θέση να επιβιώσουν από χιλιάδες Χίτλερ. «Νόμιζα ότι το πάρκο είναι δημόσια περιουσία», είπε η Λίντα. «Αυτό μαθαίνουμε στο σχολείο». «Κοίτα, κατά κάποιο τρόπο είναι», είπε ο Χάλεκ. «Αλλά ανήκει στους φορολογούμενους πολίτες». Μπανγκ! Ψέμα νούμερο 2. Η φορολογία δε συνδέεται με την έννοια της κοινόχρηστης γης στη Νέα Αγγλία, ούτε ως προς την κατοχή ούτε ως προς τη χρήση της. Βλέπε Ρίτσαρντς κατά Τζέραμ, Νιου Χάμσαϊρ, ή Μπέικερ κατά Όλινς, ή... «Οι φορολογούμενοι», επανέλαβε η Λίντα αφηρημένα. «Χρειάζεσαι άδεια για να χρησιμοποιήσεις το πάρκο που είναι περιουσία όλων». Μπανγκ! Ψέμα νούμερο 3. Αυτό έπαψε να ισχύει το 1931, όταν μερικοί φτωχοί πατατοκαλλιεργητές έστησαν έναν καταυλισμό στην καρδιά του Λιούστον στο Μέιν. Ο δήμος κατέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ρούσβελτ και δεν κατάφερε καν να γίνει προκαταρκτική εξέταση. Κι αυτό επειδή οι πατατοκαλλιεργητές είχαν κατασκηνώσει στο Πέτινγκιλ Παρκ, το οποίο ήταν κοινόχρηστη γη. «Όπως όταν έρχεται το τσίρκο», πρόσθεσε.

«Γιατί δεν πήραν άδεια οι τσιγγάνοι, μπαμπά;» Η φωνή της ήταν σβησμένη τώρα. Φαίνεται πως είχε αρχίσει να νυστάζει. Δόξα τω θεώ. «Μπορεί να το ξέχασαν». Ούτε μία στα χίλια, Λιν. Όχι στο Φαίρβιου. Όχι όταν το πάρκο φαίνεται από τη Λάντερν Ντράιβ και τη λέσχη, όχι όταν η θέα αυτή είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία πλήρωσες τόσα λεφτά, μαζί με τα ιδιωτικά σχολεία που διδάσκουν προγραμματισμό κομπιούτερ σε ολοκαίνουργους υπολογιστές, και το σχετικά καθαρό αέρα και την ησυχία το βράδυ. Το τσίρκο δεν πειράζει, καθόλου μάλιστα. Όσο για το κυνήγι του πασχαλιάτικου αυγού, γι' αυτό κανείς δεν έχει αντίρρηση. Αλλά τσιγγάνοι; Για όνομα του θεού! Αναγνωρίζουμε τη βρομιά όταν τη βλέπουμε. Όχι όταν την αγγίζουμε, προς θεού. Έχουμε υπηρέτριες και οικονόμους για να μας απαλλάσσουν από τη βρομιά στα σπίτια μας. Και όταν εμφανίζεται στο πάρκο, έχουμε το Χόπλι. Αλλά οι αλήθειες αυτές δεν είναι για ένα κορίτσι στην ηλικία της Λίντα, σκέφτηκε ο Χάλεκ. Είναι αλήθειες που μαθαίνεις στο γυμνάσιο και στο κολέγιο. Μπορεί να τις μάθεις από τους συμφοιτητές σου ή έτσι, χωρίς να καταλάβεις πώς, σαν να έπιασες κάποια κύματα από το Διάστημα. Δεν είναι σαν κι εμάς, καλή μου. Μείνε μακριά τους. «Καληνύχτα, μπαμπά». «Καληνύχτα, Λιν». Τη φίλησε και έφυγε. Η βροχή, που έφερε ένας ξαφνικός δυνατός άνεμος, χτύπησε πάνω στο τζάμι του γραφείου του και ο Χάλεκ τινάχτηκε σαν να είχε ξυπνήσει ξαφνικά από ύπνο. Δεν είναι σαν κι εμάς, καλή μου, σκέφτηκε πάλι και γέλασε μέσα στην ησυχία. Ο ήχος τον τρόμαξε, γιατί μόνο οι τρελοί γελούν μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Οι τρελοί το κάνουν αυτό συνέχεια. Γι' αυτό λέγονται τρελοί. Δεν είναι σαν κι εμάς. Αν δεν το πίστευε αυτό άλλοτε, τώρα το πίστευε χωρίς καμιά αμφιβολία. Τώρα που ήταν πιο αδύνατος.

Ο Χάλεκ κοίταζε τη νοσοκόμα του Χιούστον που του έπαιρνε αίμα. Γέμισε τρεις αμπούλες από το αριστερό του χέρι και τις έβαλε σε ένα σωλήνα. Νωρίτερα, ο Χιούστον του είχε δώσει τρία ειδικά κουτιά κοπράνων και του είχε πει να τα γεμίσει και να του τα στείλει. Ο Χάλεκ τα πήρε σκυθρωπά και μετά έσκυψε για την πρωκτολογική εξέταση, τρέμοντας την αίσθηση της ταπείνωσης που ένιωθε πάντα περισσότερο από την ενόχληση. Αυτό το αίσθημα ότι τον παραβιάζουν. «Χαλάρωσε», είπε ο Χιούστον, ενώ φορούσε το λεπτό, λαστιχένιο γάντι. «Όσο δεν αισθάνεσαι και τα δύο χέρια μου στους ώμους σου, δεν πρέπει να ανησυχείς». Γέλασε ευχαριστημένος με το αστείο του. Ο Χάλεκ έκλεισε τα μάτια του. Ο Χιούστον τον είδε δύο μέρες αργότερα — είχε φροντίσει, του είπε, να δώσουν προτεραιότητα στις δικές του αναλύσεις και τα αποτελέσματα είχαν βγει γρήγορα. Ο Χάλεκ καθόταν σε μια πολυθρόνα στο δωμάτιο που ο Χιούστον δεχόταν τους ασθενείς του και το οποίο θύμιζε μάλλον εξοχικό σπίτι παρά γραφείο (φωτογραφίες πλοίων στους τοίχους, βαθιές δερμάτινες καρέκλες, παχύ γκρίζο χαλί). Η καρδιά του χτυπούσε τρελά κι ένιωθε σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στους κροτάφους του. Δε θα κλάψω μπροστά σε έναν άντρα που λέει ανέκδοτα για νέγρους, είπε στον εαυτό του πολύ σοβαρά και όχι για πρώτη φορά. Αν θέλω να κλάψω, θα βγω από την πόλη, θα παρκάρω κάπου το αυτοκίνητο και θα κλάψω. «Όλα φαίνονται εντάξει», είπε ήπια ο Χιούστον. Ο Χάλεκ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα του έκπληκτος. Ο φόβος είχε ριζώσει τόσο βαθιά μέσα του που ήταν σίγουρος ότι δεν άκουσε καλά. «Τι;» «Είσαι μια χαρά», επανέλαβε ο Χιούστον. «Μπορούμε να κάνουμε μερικά ακόμα τεστ, αν θέλεις, Μπίλι, αλλά αυτή τη στιγμή δε βλέπω το λόγο. Μάλιστα, οι αναλύσεις αίματος είναι καλύτερες από την προηγούμενη φορά. Η χοληστερόλη σου έχει πέσει, το ίδιο και τα τριγλυκερίδια. Έχεις χάσει κι άλλο βάρος — η νοσοκόμα σε βρήκε 98 κιλά το πρωί — αλλά τι μπορώ να πω; Εξακολουθείς να είσαι σχεδόν 14 κιλά πάνω από το ιδανικό σου βάρος, και δε θέλω να το ξεχνάς αυτό, αλλά...» Χαμογέλασε. «Πολύ θα ήθελα να ξέρω το μυστικό σου». «Δεν έχω κανένα μυστικό», είπε ο Χάλεκ. Ένιωθε μπερδεμένος και ταυτόχρονα τρομερά ανακουφισμένος — ακριβώς όπως ένιωθε μερικές φορές στο κολέγιο όταν περνούσε στις εξετάσεις χωρίς να είναι προετοιμασμένος. «Θα περιμένουμε και τα αποτελέσματα του Χέιμαν-Ρίχλινγκ».

«Ποιανού;» «Είναι το τεστ που γίνεται στα κόπρανα», είπε ο Χιούστον και γέλασε. «Μπορεί κάτι να δείξει. Όμως, Μπίλι, στο εργαστήριο έκαναν είκοσι τρία διαφορετικά τεστ στο αίμα σου και τα αποτελέσματα ήταν όλα καλά. Αυτό είναι πράγματι πειστικό». Ο Χάλεκ αναστέναξε βαθιά. «Είχα φοβηθεί πολύ», είπε. «Εκείνοι που δε φοβούνται πεθαίνουν νέοι», απάντησε ο Χιούστον. Άνοιξε ένα συρτάρι στο γραφείο του και έβγαλε από μέσα ένα μπουκαλάκι με ένα μικρό κουτάλι δεμένο απ' το καπάκι με μια αλυσίδα. Ο Χάλεκ παρατήρησε ότι το χερούλι του κουταλιού είχε το σχήμα του Αγάλματος της Ελευθερίας, «θέλεις λίγη κόκα;» Ο Χάλεκ κούνησε το κεφάλι του. Του άρεσε, ωστόσο, που βρισκόταν εκεί, με τα χέρια του δεμένα πάνω στην κοιλιά του — την αδυνατισμένη κοιλιά του — να παρακολουθεί καθώς ο πιο επιτυχημένος οικογενειακός γιατρός του Φαίρβιου σνίφαρε κοκαΐνη πρώτα από το ένα ρουθούνι και μετά από το άλλο. Ξανάβαλε το μπουκαλάκι στο συρτάρι κι έβγαλε ένα άλλο μπουκάλι κι ένα πακέτο με μπατόν που χρησιμοποιούνται συνήθως για το καθάρισμα των αυτιών. Βούτηξε ένα στο μπουκάλι και το έχωσε στη μύτη του. «Φυσιολογικός ορός», είπε. «Πρέπει να προστατεύεις τα ιγμόρεια». Κι έκλεισε το μάτι στο Χάλεκ. Ασφαλώς θα έχει ασχοληθεί με άρρωστα μωρά μ' αυτή την αηδία να κυκλοφορεί στο κεφάλι του, σκέφτηκε ο Χάλεκ, αλλά η σκέψη δεν τον επηρέασε στ' αλήθεια. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να μη συμπαθεί λιγάκι το Χιούστον, γιατί ο Χιούστον του είχε πει τα καλά νέα. Αυτή τη στιγμή, το μόνο που ήθελε ήταν να κάθεται εκεί με τα χέρια δεμένα πάνω στην αδυνατισμένη κοιλιά του και να απολαμβάνει την ανακούφιση που ένιωσε, να τη δοκιμάζει σαν ένα καινούργιο ποδήλατο ή ένα νέο αυτοκίνητο. Σκέφτηκε ότι όταν θα έβγαινε από το γραφείο του Χιούστον, θα αισθανόταν σχεδόν σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Αν γύριζε τη σκηνή ένας σκηνοθέτης, πιθανότατα θα έβαζε το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα σαν μουσική επένδυση. Η σκέψη αυτή έκανε το Χάλεκ πρώτα να χαμογελάσει και μετά να γελάσει δυνατά. «Ποιο είναι το αστείο;» ρώτησε ο Χιούστον. «Στο μάταιο τούτο κόσμο, χρειαζόμαστε κάθε ευκαιρία για διασκέδαση, φίλε μου». Σνίφαρε λίγο ακόμα και καθάρισε πάλι τα ρουθούνια του. «Τίποτα», είπε ο Χάλεκ. «Απλώς... φοβήθηκα, ξέρεις. Είχα αρχίσει να προσπαθώ να αποδεχτώ την ιδέα ότι είχα την επάρατη νόσο. Προσπαθούσα, δηλαδή, δεν το είχα καταφέρει ακόμα».

«Μπορεί να χρειαστεί να την αποδεχτείς κάποτε», είπε ο Χιούστον, «αλλά όχι φέτος. Δε χρειάζεται να δω τα αποτελέσματα του Χέιμαν-Ρίχλινγκ για να σου το πω αυτό. Ο καρκίνος φαίνεται. Τουλάχιστον, όταν έχει καταβροχθίσει 14 κιλά». «Αλλά το περίεργο είναι ότι τρώω όπως πάντα. Είπα στη Χάιντι ότι κινούμαι περισσότερο, κι αυτό είναι αλήθεια, αλλά εκείνη λέει ότι δεν μπορείς να χάσεις 14 κιλά απλώς και μόνο κάνοντας λίγο πιο έντονη άσκηση. Λέει ότι με την άσκηση απλώς σφίγγεις περισσότερο». «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η άσκηση είναι πολύ πιο σημαντική από τη δίαιτα. Αλλά για κάποιον που είναι — ήταν — τόσο υπέρβαρος όσο εσύ, αυτό που λέει η Χάιντι μπορεί να είναι σωστό. Πάρε ένα χοντρό που αυξάνει κατακόρυφα το επίπεδο σωματικής άσκησης και θα δεις ότι το αποτέλεσμα συνήθως είναι να πάθει ο τύπος μια ωραία θρόμβωση. Μια τέτοια θρόμβωση που δε θα τον σκοτώσει, αλλά θα τον κάνει να μην μπορεί να κινείται άνετα στο εξής». Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι η κοκαΐνη έκανε το Χιούστον πολύ ομιλητικό. «Δεν το καταλαβαίνεις», είπε. «Ούτε εγώ το καταλαβαίνω. Αλλά στη δουλειά μου βλέπω πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Ένας φίλος νευροχειρουργός στην πόλη μου ζήτησε πριν από τρία χρόνια να πάω στο ιατρείο του να δω μια απίθανη ακτινογραφία κρανίου. Ένας φοιτητής του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον πήγε να τον δει, γιατί είχε τρομερούς πονοκεφάλους. Ο συνάδελφος μου σχημάτισε την εντύπωση πως επρόκειτο για τυπικές ημικρανίες — ο μικρός ήταν ακριβώς ο τύπος ανθρώπου που παθαίνει συνήθως ημικρανίες — αλλά δεν μπορεί κανείς να πάρει ελαφρά κάτι τέτοιο, γιατί τέτοιοι πονοκέφαλοι ενδέχεται να οφείλονται σε κάποιον όγκο στον εγκέφαλο, ακόμα κι αν ο ασθενής δεν έχει άλλα συμπτώματα — όπως παράξενες μυρωδιές σαν κόπρανα, ή σάπια φρούτα, ή μπαγιάτικο ποπ-κορν, ή οτιδήποτε τέτοιο. Έτσι, ο φίλος μου έστειλε το νεαρό να κάνει διάφορες ακτινογραφίες, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και αξονική τομογραφία. Και ξέρεις τι ανακάλυψαν;» Ο Χάλεκ κούνησε το κεφάλι του. «Ανακάλυψαν ότι ο νεαρός, ο οποίος ήταν τρίτος σε βαθμούς στην τάξη του στο σχολείο και ήταν αριστούχος στο πανεπιστήμιο, δεν είχε καθόλου εγκέφαλο. Υπήρχε μία μόνο λωρίδα εγκεφαλικού φλοιού μέσα στο κρανίο του — στην ακτινογραφία που μου έδειξε ο συνάδελφος μου, έμοιαζε με κουρτίνα — και αυτό ήταν όλο. Αυτή η κουρτίνα επιτελούσε προφανώς όλες τις εγκεφαλικές λειτουργίες, από την αναπνοή και το ρυθμό της καρδιάς μέχρι τον οργασμό. Μόνο αυτό το κομματάκι εγκεφαλικού ιστού. Το υπόλοιπο κεφάλι του νεαρού ήταν γεμάτο με

εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Με κάποιο τρόπο, που δεν κατανοούμε, το υγρό αυτό τον βοηθούσε να σκέφτεται. Εν πάση περιπτώσει, εξακολουθεί να διαπρέπει στο πανεπιστήμιο, εξακολουθεί να παθαίνει ημικρανίες και εξακολουθεί να έχει μια προσωπικότητα που έχει τάση στις ημικρανίες. Αν δεν πεθάνει από καρδιακή προσβολή στα είκοσι ή τα τριάντα του, τότε οι ημικρανίες θα αρχίσουν να υποχωρούν στα σαράντα του». Ο Χιούστον άνοιξε το συρτάρι του, έβγαλε πάλι την κοκαΐνη και σνίφαρε λίγη. Πρόσφερε πάλι στο Χάλεκ κι εκείνος κούνησε πάλι το κεφάλι του αρνητικά. «Μετά», συνέχισε ο Χιούστον, «πριν από πέντε χρόνια, ήρθε να με δει μια ηλικιωμένη κυρία που πονούσαν πολύ τα ούλα της. Έχει πεθάνει τώρα. Αν σου πω το όνομα της, θα το ξέρεις. Έριξα μια ματιά στο στόμα της και δε θα πιστέψεις τι είδα. Είχε χάσει τα τελευταία δόντια της πριν από μία δεκαετία - ήταν γύρω στα ενενήντα - και τώρα έβγαιναν καινούργια. Πέντε συνολικά. Δεν ήταν διόλου παράξενο που πονούσε, Μπίλι. Έβγαζε για τρίτη φορά δόντια. Έβγαζε δόντια στα ογδόντα οκτώ της χρόνια». «Κι εσύ τι έκανες;» ρώτησε ο Χάλεκ. Τα άκουγε όλα αυτά με ένα μικρό μέρος του μυαλού του, τον ανακούφιζαν, αλλά δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία. Το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού του ήταν απορροφημένο από αυτή την αίσθηση ανακούφισης, ασφαλώς η κοκαΐνη του Χιούστον θα ήταν φτωχό ναρκωτικό σε σύγκριση με την ανακούφιση που ένιωθε. Ο Χάλεκ σκέφτηκε το γέρο τσιγγάνο με τη σάπια μύτη, αλλά η εικόνα αυτή είχε χάσει τη μυστηριώδη, σκοτεινή δύναμη της. «Τι έκανα;» ρώτησε ο Χιούστον, «θεέ μου, τι μπορούσα να κάνω; Της έγραψα μια συνταγή για ένα φάρμακο που στην ουσία δεν είναι παρά μια ισχυρή μορφή του Ναμ-Ζιτ που βάζουν στα ούλα των μωρών όταν βγάζουν δόντια. Μέχρι να πεθάνει, είχε βγάλει τρία καινούργια, δύο τραπεζίτες και έναν κυνόδοντα. »Και έχω δει κι άλλα παράξενα. Όλοι οι γιατροί βλέπουν παράξενα πράγματα που δεν μπορούν να εξηγήσουν. Αλλά αρκετά με τα Απίστευτα κι όμως Αληθινά. Το γεγονός είναι ότι δεν ξέρουμε πολλά για το μεταβολισμό του ανθρώπου. Υπάρχουν τύποι σαν τον Ντάνκαν Χόπλι... Ξέρεις τον Ντανκ;» Ο Χάλεκ έγνεψε καταφατικά. Ο Χόπλι ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας του Φαίρβιου, εκείνος που είχε διώξει τους τσιγγάνους, και έμοιαζε ελαφρά με τον Κλιντ Ίστγουντ. «Τρώει λες και κάθε γεύμα είναι το τελευταίο του», συνέχισε ο Χιούστον. «Μα το θεό, δεν έχω δει ποτέ τέτοιο καλοφαγά. Αλλά παρ' όλα αυτά, το βάρος του παραμένει πάντα γύρω στα 75 κιλά και επειδή έχει ύψος 1.80, το βάρος του είναι το

ιδανικό. Έχει έναν πολύ δυνατό μεταβολισμό. Καίει τις θερμίδες με το διπλάσιο ρυθμό από το Γιαρντ Στίβενς, για παράδειγμα». Ο Χάλεκ έγνεψε καταφατικά. Ο Γιαρντ Στίβενς είχε το «Πάνω τα Κεφάλια», το μοναδικό κουρείο του Φαίρβιου. Ζύγιζε γύρω στα 130 κιλά. Τον κοίταζες και αναρωτιόσουν αν μπορούσε να δέσει μόνος του τα κορδόνια του. «Ο Γιαρντ έχει περίπου το ίδιο ύψος με τον Ντάνκαν Χόπλι», είπε ο Χιούστον, «αλλά όσες φορές τον έχω δει να τρώει, έχω παρατηρήσει ότι τρώει ελάχιστα. Μπορεί βέβαια να τρώει κρυφά, αλλά δεν το πιστεύω. Έχει πρόσωπο ανθρώπου που πεινάει — καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» Ο Μπίλι χαμογέλασε και έγνεψε. Καταλάβαινε πολύ καλά. Ο Γιαρντ Στίβενς έμοιαζε, όπως έλεγε η μητέρα του, «σαν το φαγητό του να μην του κάνει καλό». «Θα σου πω και κάτι άλλο ακόμα. Και οι δύο καπνίζουν. Ο Γιαρντ Στίβενς λέει ότι καπνίζει ένα πακέτο Μάρλμπορο Λάιτς την ημέρα, πράγμα που σημαίνει ότι προφανώς καπνίζει ενάμισι πακέτο, ίσως και δύο. Ο Ντάνκαν ισχυρίζεται ότι καπνίζει δύο πακέτα Κάμελ την ημέρα, πράγμα που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα καπνίζει τρία ή τριάμισι. Έχεις δει ποτέ τον Ντάνκαν Χόπλι χωρίς τσιγάρο στο χέρι ή στο στόμα;» Ο Μπίλι το σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι του. Στο μεταξύ, ο Χιούστον είχε πάρει ακόμα μία ρουφιξιά κοκαΐνη. «Αρκετά για σήμερα», είπε στον εαυτό του κι έκλεισε αποφασιστικά το συρτάρι. «Τέλος πάντων, έχουμε το Γιαρντ που καπνίζει ενάμισι πακέτο ελαφρά τσιγάρα την ημέρα και τον Ντάνκαν που καπνίζει τρία πακέτα βαριά τσιγάρα την ημέρα — ίσως και περισσότερο. Αλλά εκείνος που πραγματικά προσκαλεί τον καρκίνο του πνεύμονα να έρθει και να τον καταβροχθίσει είναι ο Γιαρντ Στίβενς. Γιατί; Γιατί ο μεταβολισμός του είναι πολύ αργός και ο ρυθμός του μεταβολισμού συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τον καρκίνο. »Υπάρχουν γιατροί που ισχυρίζονται ότι θα είμαστε σε θέση να θεραπεύσουμε τον καρκίνο όταν σπάσουμε το γενετικό κώδικα. Ορισμένες μορφές καρκίνου ίσως. Αλλά δε θα αντιμετωπιστεί ποτέ απόλυτα και ολοκληρωτικά, αν δεν καταλάβουμε το μεταβολισμό. Πράγμα που μας ξαναφέρνει στον Μπίλι Χάλεκ — τον Άντρα που Συρρικνώνεται». Ο Χιούστον γέλασε με έναν παράξενο και ηλίθιο τρόπο, και ο Μπίλι σκέφτηκε: Αν αυτό σου κάνει η κόκα, τότε προτιμώ τα Ρινγκ Ντινγκς. «Δεν ξέρεις γιατί χάνω βάρος».

«Όχι». Ο Χιούστον έδειχνε να χαίρεται γι' αυτό. «Αλλά θα 'λεγα ότι μπορεί να αδυνατίζεις με τη σκέψη σου. Μπορεί να γίνει, ξέρεις. Το βλέπουμε αρκετά συχνά. Έρχεται κάποιος που θέλει πραγματικά να αδυνατίσει. Συνήθως, έχει πάρει μια γερή τρομάρα - έπαθε ταχυπαλμία ενώ έπαιζε τένις ή βόλεϊ, λιποθύμησε ξαφνικά, κάτι τέτοιο. Του δίνω, λοιπόν, μια καλή δίαιτα που θα τον κάνει να χάσει μισό με δύο κιλά τη βδομάδα για μερικούς μήνες. Με τη σωστή δίαιτα, μπορείς να χάσεις από επτά μέχρι δεκαοκτώ κιλά, χωρίς καθόλου κόπο ή προσπάθεια. Ωραία. Μόνο που οι περισσότεροι χάνουν πολύ περισσότερα. Ακολουθούν τη δίαιτα, αλλά χάνουν περισσότερο βάρος απ' όσο μπορεί να δικαιολογήσει η δίαιτα. Είναι σαν κάποιος πνευματικός φρουρός που κοιμόταν για χρόνια να ξύπνησε ξαφνικά και να άρχισε να φωνάζει το αντίστοιχο του "Φωτιά!" Ο ίδιος ο μεταβολισμός επιταχύνεται, γιατί ο φρουρός του είπε να διώξει μερικά κιλά προτού καεί ολόκληρο το σπίτι». «Εντάξει», είπε ο Χάλεκ. Ήταν πρόθυμος να πειστεί. Είχε πάρει άδεια για όλη την ημέρα, και ξαφνικά αυτό που ήθελε περισσότερο απ' όλα ήταν να γυρίσει σπίτι, να πει στη Χάιντι ότι ήταν καλά, να την ανεβάσει στο δωμάτιο τους και να της κάνει έρωτα, ενώ το απογευματινό φως θα ξεχύνεται από τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας τους. Ο Χιούστον σηκώθηκε να τον συνοδεύσει στην έξοδο. Ο Χάλεκ παρατήρησε διασκεδάζοντας ότι υπήρχε μια γραμμή από άσπρη σκόνη κάτω από τη μύτη του γιατρού. «Αν εξακολουθήσεις να χάνεις βάρος, θα σου κάνουμε μια πλήρη σειρά τεστ μεταβολισμού», είπε ο Χιούστον. «Μπορεί να σου έδωσα την εντύπωση ότι αυτά τα τεστ δεν κάνουν τίποτα. Αλλά μερικές φορές μας δείχνουν πολλά πράγματα. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα χρειαστεί να φτάσουμε μέχρι εκεί. Φαντάζομαι ότι σιγά σιγά ο ρυθμός με τον οποίο χάνεις βάρος θα γίνει πιο αργός — 3 κιλά αυτή τη βδομάδα, 2 την επόμενη, 1 τη μεθεπόμενη. Μετά, θα ανεβείς στη ζυγαριά και θα ανακαλύψεις ότι πήρες λίγο βάρος». «Με ανακούφισες πολύ», είπε ο Χάλεκ και έσφιξε το χέρι του γιατρού. Εκείνος χαμογέλασε γλυκά, παρ' όλο που είχε δώσει στο Χάλεκ μόνο αρνητικές απαντήσεις: όχι, δεν είχε καρκίνο, όχι, δεν ήξερε τι είχε. Σπουδαία. «Μα γι' αυτό είμαστε εμείς οι γιατροί, αγόρι μου». Το «αγόρι του» πήγε σπίτι, στη γυναίκα του. «Είπε ότι είσαι καλά;» Ο Χάλεκ έγνεψε καταφατικά.

Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της. Ο Μπίλι ένιωσε τα στήθη της να σπαρταρούν προκλητικά πάνω στο στέρνο του. «θέλεις να ανεβούμε πάνω;» Τον κοίταξε και τα μάτια της χόρευαν. «Είσαι λοιπόν στ' αλήθεια καλά, έτσι;» «Και βέβαια είμαι». Ανέβηκαν πάνω και έκαναν υπέροχο σεξ. Και αυτή ήταν μία από τις τελευταίες φορές. Μετά ο Χάλεκ αποκοιμήθηκε. Και ονειρεύτηκε. Το πουλί Ο τσιγγάνος είχε γίνει ένα τεράστιο πουλί. Ένα αρπαχτικό με ράμφος που σάπιζε. Πετούσε πάνω από το Φαίρβιου και έριχνε μια άσπρη σκόνη που έμοιαζε να βγαίνει κάτω από τα φτερά του. «Αδύνατος», έκρωξε, περνώντας πάνω από το πάρκο, πάνω από το Βίλατζ Παμπ, το βιβλιοπωλείο στη γωνία Μέιν και Ντέβον, πάνω από το Έστα-Έστα, το σχετικά καλό ιταλικό εστιατόριο του Φαίρβιου, πάνω από το ταχυδρομείο, πάνω από το σταθμό, πάνω από τη μοντέρνα γυάλινη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Φαίρβιου, και τέλος πάνω από τις αλυκές και έξω προς τον κόλπο. Αδύνατος, αυτή τη λέξη μόνο, αλλά αυτή η λέξη έφτανε — γιατί όλοι στο αριστοκρατικό αυτό προάστιο, όλοι σ' αυτή την όμορφη πολιτειούλα της Νέας Αγγλίας, στην καρδιά της εξοχής, όλοι οι επιτυχημένοι κάτοικοι που πήγαιναν με τα πανάκριβα αυτοκίνητά τους στην πόλη κάθε πρωί για δουλειά και επιστρέφοντας έπιναν ένα δύο ποτά στο σικ μπαρ της γειτονιάς, όλοι οι κάτοικοι του Φαίρβιου πέθαιναν της πείνας. Εκείνος ανέβαινε γρήγορα, ολοένα πιο γρήγορα, τη Μέιν Στριτ, προφανώς αόρατος η λογική των ονείρων στο κάτω κάτω είναι αυτό που απαιτεί το όνειρο — και ολοφάνερα τρομοκρατημένος από τα αποτελέσματα της κατάρας του τσιγγάνου. Το Φαίρβιου είχε γεμίσει, με επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μωρά με τεράστια κεφάλια και κοκαλιάρικα σώματα ούρλιαζαν μέσα από πανάκριβα καροτσάκια. Δύο γυναίκες με ακριβά φορέματα βγήκαν παραπατώντας από το Κερασάκι, το παγωτατζίδικο του Φαίρβιου. Στα πρόσωπα τους τα κόκαλα πετάγονταν κάτω από το εξαϋλωμένο δέρμα τους. Τα φορέματα τους κρέμονταν από τα τεράστια οστά του στέρνου τους και τις βαθιές λακκούβες των ώμων τους σαν μια φρικιαστική παρωδία κομψότητας.

Και να ο Μάικλ Χιούστον που παραπατούσε πάνω στα ισχνά, όμοια με σκιάχτρου πόδια του, ενώ το πανάκριβο κοστούμι του κρεμόταν πάνω στο αποστεωμένο κορμί του. Στο ένα σκελετωμένο χέρι του έσφιγγε ένα μπουκαλάκι με κοκαΐνη, «θέλεις;» φώναξε στο Χάλεκ — ήταν η φωνή ενός ποντικιού που πιάστηκε στην παγίδα και ουρλιάζει με την τελευταία ικμάδα μιας θλιβερής ζωής. «Πάρε. Επιταχύνει το μεταβολισμό σου, αγόρι μου. Πάρε...» Με όλο και μεγαλύτερη φρίκη, ο Χάλεκ συνειδητοποίησε ότι το χέρι που κρατούσε την κοκαΐνη δεν ήταν χέρι, αλλά μόνο κόκαλα που έτριζαν. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας σκελετός που περπατούσε και μιλούσε. Πήγε να το βάλει στα πόδια, αλλά όπως γίνεται συνήθως στους εφιάλτες, δεν μπορούσε να τρέξει. Παρ' όλο που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο της Μέιν Στριτ, ένιωθε σαν να έτρεχε πάνω σε παχιά, κολλώδη λάσπη. Από λεπτό σε λεπτό, ο σκελετός, που άλλοτε ήταν ο Μάικλ Χιούστον, θα άπλωνε το χέρι του και θα τον άγγιζε στον ώμο. Ή Ίσως αυτό το σκελετωμένο χέρι θα άρχιζε να σφίγγεται γύρω απ' το λαιμό του. «Κόκα, κόκα, κόκα», ούρλιαζε ο Χιούστον. Η φωνή ακουγόταν όλο και πιο κοντά. Ο Χάλεκ ήξερε ότι αν γύριζε το κεφάλι του, το φάντασμα θα ήταν πολύ κοντά του, τρομακτικά κοντά του, με τα μάτια του ν' αστράφτουν μέσα στις άδειες κόχες τους, με τα γυμνά σαγόνια του να κροταλίζουν απειλητικά. Είδε το Γιαρντ Στίβενς να βγαίνει απ' το κουρείο του και η άσπρη ποδιά του να ανεμίζει πάνω από μια κοιλιά που δεν υπήρχε πια. Ο Γιαρντ τσίριζε με μια απόκοσμη φωνή, και όταν γύρισε προς το μέρος του Χάλεκ, είδε ότι δεν ήταν ο Γιαρντ, αλλά ο Ρόναλντ Ρίγκαν. «Πού πήγε ο υπόλοιπος εαυτός μου;» ούρλιαζε. «Πού πήγε; ΠΟΎ ΠΗΓΕ;» «Αδύνατος», ψιθύριζε τώρα ο Μάικλ Χιούστον στο αυτί του Χάλεκ. Και αυτό που ο Χάλεκ φοβόταν έγινε: τα κοκαλιάρικα δάχτυλα τον άγγιξαν και ο Χάλεκ ένιωσε ότι θα τρελαινόταν. «Αδύνατος, απίστευτα αδύνατος - ήταν γυναίκα του, Μπίλι αγόρι μου, γυναίκα του - κι εσύ την έχεις πολύ άσχημα, μωρό μου, πολύ, πολύ άσχημα...»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Το παντελόνι του Μπίλι, Ο Μπίλι ξύπνησε μ' ένα τίναγμα, λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος. Η Χάιντι κοιμόταν ήρεμα δίπλα του, χωμένη στα σκεπάσματα. Ένας ανοιξιάτικος άνεμος χόρευε πάνω στη στέγη. Ο Χάλεκ έριξε μια γρήγορη, τρομαγμένη ματιά στο δωμάτιο, θέλοντας να καθησυχάσει τον εαυτό του ότι ο Μάικλ Χιούστον — ή το σκιάχτρο που ήταν ο Χιούστον στον εφιάλτη του — δεν ήταν εκεί. Ήταν το δωμάτιο του, κάθε γωνιά του ήταν τόσο οικεία και γνώριμη. Ο εφιάλτης άρχισε να χάνει την ένταση του... αλλά εξακολούθησε να αισθάνεται τόσο άσχημα που κόλλησε δίπλα στη Χάιντι. Δεν την άγγιξε – ξυπνούσε εύκολα — αλλά την πλησίασε τόσο ώστε να νιώθει τη ζεστασιά του κορμιού της και τράβηξε πάνω του την άκρη απ' τα σκεπάσματα της. Δεν ήταν παρά ένα όνειρο, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Αδύνατος, ηχούσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. Τον ξαναπήρε ο ύπνος. Μετά από πολλή ώρα. Το επόμενο πρωί, η ζυγαριά του μπάνιου τον έδειχνε 96 κιλά και ο Μπίλι ένιωσε καλύτερα. Μόνο ένα κιλό. Τελικά, και παρά την κοκαΐνη, ο Χιούστον είχε δίκιο. Η διαδικασία είχε αρχίσει να επιβραδύνεται. Κατέβηκε κάτω σφυρίζοντας και καταβρόχθισε τρία τηγανητά αυγά και μισή ντουζίνα λουκάνικα. Στο δρόμο για το σταθμό του τρένου, ο εφιάλτης ξαναζωντάνεψε, περισσότερο όμως σαν μια αίσθηση ότι είχε ξαναζήσει την ίδια σκηνή παρά σαν πραγματική ανάμνηση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, καθώς περνούσε μπροστά από το κουρείο, και για μια στιγμή νόμισε ότι θα έβλεπε ανθρώπινους σκελετούς να σέρνονται τρικλίζοντας και παραπαίοντας λες και το πλούσιο Φαίρβιου είχε ξαφνικά γίνει Μπιάφρα. Αλλά οι άνθρωποι στους δρόμους ήταν απόλυτα φυσιολογικοί. Ο Γιαρντ Στίβενς, μια ογκώδης παρουσία όπως πάντα, του κούνησε το χέρι. Ο Χάλεκ ανταπέδωσε το χαιρετισμό και σκέφτηκε: Ο μεταβολισμός σου σε προειδοποιεί να σταματήσεις το κάπνισμα, Γιαρντ. Η σκέψη αυτή τον έκανε να χαμογελάσει ελαφρά και μέχρι να φτάσει στο σταθμό, τα τελευταία ίχνη του ονείρου είχαν διαλυθεί. Καθώς έπαψε πια να ανησυχεί για την απώλεια βάρους, ο Χάλεκ ούτε ζυγίστηκε ούτε ξανασκέφτηκε το όλο θέμα τις επόμενες τέσσερις μέρες... και μετά παραλίγο να του συμβεί κάτι φρικτό στο δικαστήριο, και μάλιστα μπροστά στο δικαστή Χίλμερ Μπόιντον, ο οποίος δεν είχε περισσότερο χιούμορ από μια χελώνα. Ήταν ηλίθιο' το είδος του επεισοδίου που βλέπεις στους εφιάλτες σου όταν είσαι μαθητής.

Ο Χάλεκ σηκώθηκε για να υποβάλει μία ένσταση και ξαφνικά το παντελόνι του άρχισε να πέφτει. Ενώ σηκωνόταν, ένιωσε το παντελόνι του να γλιστράει πάνω στους γοφούς του και κάθισε αμέσως κάτω. Σε μια από κείνες τις στιγμές της σχεδόν απόλυτης αντικειμενικότητας — που έρχονται απρόσκλητες και τις οποίες θα προτιμούσε κανείς να ξεχάσει — ο Χάλεκ συνειδητοποίησε ότι η κίνηση που είχε κάνει θα έπρεπε να μοιάζει με κάποιο παράξενο πήδημα. Ο Γουίλιαμ Χάλεκ, δικηγόρος, μιμείται τον Πίτερ Ράμπιτ, το λαγό. Ένιωσε τα μαγουλά του να γίνονται κατακόκκινα. «θέλετε να υποβάλετε ένσταση, κύριε Χάλεκ, ή σας τσίμπησε κάποια μύγα;» Αρκετοί από το ακροατήριο — το οποίο ήταν ευτυχώς μικρό — γέλασαν πνιχτά. «Όχι, κύριε Πρόεδρε», μουρμούρισε ο Χάλεκ. «Άλλαξα γνώμη». Ο Μπόιντον γρύλισε. Η διαδικασία συνεχίστηκε και ο Χάλεκ έμεινε στη θέση του, ιδρώνοντας και ξεϊδρώνοντας, αγωνιώντας για το πώς θα καταφέρει να σηκωθεί χωρίς να του πέσει το παντελόνι. Ο δικαστής έκανε διάλειμμα δέκα λεπτά αργότερα. Ο Χάλεκ έμεινε καθισμένος, παριστάνοντας ότι μελετά κάποια χαρτιά. Όταν η αίθουσα είχε σχεδόν αδειάσει, σηκώθηκε με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του σακακιού του, μια στάση που ήλπιζε να φαίνεται φυσική. Στην πραγματικότητα, κρατούσε το παντελόνι του μέσα από τις τσέπες του. Ασφαλής μέσα στην τουαλέτα, έβγαλε το σακάκι του, το κρέμασε και μετά έβγαλε τη ζώνη του. Το παντελόνι του, κουμπωμένο, ακόμα και με το φερμουάρ ανεβασμένο, γλίστρησε μέχρι τους αστραγάλους του. Τα ψιλά που είχε μέσα στην τσέπη του κουδούνισαν παράξενα. Κάθισε στη λεκάνη με τη ζώνη στα χέρια του και άρχισε να την εξετάζει. Η ζώνη διηγιόταν μια ιστορία μάλλον ανησυχητική. Η ζώνη ήταν δώρο της Λίντα. Του την είχε αγοράσει για την Ημέρα του Πατέρα πριν από δύο χρόνια. Καθώς κοίταζε τώρα τη ζώνη, η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Είδε πως είχε ένα σημάδι μετά την πρώτη τρύπα. Η ζώνη του ήταν λίγο μικρή και ο Χάλεκ θυμήθηκε πως σκέφτηκε, όταν του την έδωσε η κόρη του, ότι ήταν υπερβολικά αισιόδοξη. Ωστόσο, στην αρχή τη φορούσε άνετα. Μόνο από τότε που έκοψε το κάπνισμα, άρχισε να δυσκολεύεται να την κουμπώσει. Μετά που έκοψε το κάπνισμα... αλλά πριν χτυπήσει την τσιγγάνα.

Τώρα υπήρχαν κι άλλα σημάδια στη ζώνη. Μετά τη δεύτερη τρύπα... και την τρίτη... και την τέταρτη... και την πέμπτη... τέλος, την έκτη και τελευταία. Ο Χάλεκ παρατήρησε με αυξανόμενη φρίκη ότι κάθε σημάδι ήταν λιγότερο βαθύ από το προηγούμενο — που σήμαινε ότι άλλαζε την τρύπα που χρησιμοποιούσε όλο και πιο γρήγορα. Η ζώνη του διηγιόταν μια ιστορία πιο αληθινή, πιο συνοπτική από το Μάικλ Χιούστον. Η απώλεια βάρους συνεχιζόταν και δεν είχε διόλου επιβραδυνθεί. Αντίθετα, είχε επιταχυνθεί. Είχε φτάσει στην τελευταία τρύπα της ζώνης μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Και τώρα χρειαζόταν μια έβδομη τρύπα. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι σε λίγο θα έπρεπε να επιστρέψει στην αίθουσα. Αλλά μερικά πράγματα ήταν σημαντικότερα απ' το αν ο δικαστής Μπόιντον θα αποφάσιζε ή όχι να προσβάλει μια διαθήκη. Ο Χάλεκ αφουγκράστηκε. Η τουαλέτα ήταν άδεια. Κράτησε το παντελόνι του με το ένα χέρι και βγήκε στο χώρο με τους νιπτήρες και τους καθρέφτες. Άφησε το παντελόνι του να πέσει πάλι και κοιτάχτηκε σε έναν απ' τους καθρέφτες. Σήκωσε το σακάκι του για να δει καλύτερα την κοιλιά του, που μέχρι πρόσφατα ήταν το ευαίσθητο σημείο του. Ένας πνιχτός ήχος βγήκε από στο στήθος του. Αυτό ήταν όλο, αλλά έφτανε. Είδε ότι η μικρή κομψή κοιλιά, που είχε αντικαταστήσει την τεράστια κοιλιά που τον ταλαιπωρούσε τόσα χρόνια, είχε τώρα πια εξαφανιστεί. Στεκόταν εκεί, σε μια γελοία στάση, με το παντελόνι πεσμένο στα πόδια του και το σακάκι σηκωμένο, και ήταν πια ολοφάνερο. Μπορεί τα γεγονότα να είναι διαπραγματεύσιμα — αυτό το μαθαίνεις πολύ γρήγορα στη δικηγορία - αλλά η εικόνα στον καθρέφτη ήταν κάτι περισσότερο από πειστική, ήταν αναμφισβήτητη. Έμοιαζε με παιδάκι που φόρεσε τα ρούχα του πατέρα του. Στεκόταν μισόγυμνος μπροστά στους νιπτήρες, στα πρόθυρα υστερίας και σκεφτόταν: Πρέπει να φορέσω ένα ψεύτικο μουστάκι για να συμπληρωθεί η εικόνα! Ξέσπασε σε υστερικά γέλια μπροστά στο απίθανο θέαμα που παρουσίαζε, καθώς το παντελόνι του ήταν πεσμένο στα παπούτσια του και οι κάλτσες του έντυναν κατά τρία τέταρτα τις τριχωτές του γάμπες. Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, τα κατάλαβε όλα. Ο τσιγγάνος τον είχε καταραστεί, ναι, αλλά δεν ήταν καρκίνος. Ο καρκίνος θα ήταν πολύ καλός, πολύ γρήγορος τρόπος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι που είχε μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται. Η φωνή ενός εισπράκτορα λεωφορείου ή τρένου ήχησε στο μυαλό του. Επομένη στάση: Νευρική Ανορεξία! Ετοιμαστείτε για Νευρική Ανορεξία! Περίεργοι ήχοι έβγαιναν από μέσα του — γέλιο που ηχούσε σαν ουρλιαχτό ή ίσως ουρλιαχτό που ηχούσε σαν γέλιο — τι σημασία είχε;

Σε ποιον μπορώ να το πω; Μπορώ να το πω στη Χάιντι; θα νομίζει ότι τρελάθηκα. Αλλά ο Χάλεκ δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του πιο ισορροπημένος. Η εξωτερική πόρτα της τουαλέτας των ανδρών άνοιξε τρίζοντας. Ο Χάλεκ χώθηκε γρήγορα σε ένα από τα χωρίσματα με τις λεκάνες. «Μπίλι;» Ήταν ο Τζον Πάρκερ, ο βοηθός του. «Εδώ είμαι». «Ο Μπόιντον θα επιστρέψει σε λίγο. Είσαι καλά;» «Μια χαρά», είπε. Τα μάτια του ήταν κλειστά. «Μήπως έχεις αέρια; Έχεις το στομάχι σου;» Το πέτυχες, ακριβώς αυτό έχω, σκέφτηκε σαρκαστικά. «Έχω κάποια δουλειά εδώ μέσα», είπε δυνατά, «θα βγω σε ένα λεπτό, εντάξει;» «Εντάξει». Ο Πάρκερ έφυγε. Το μυαλό του Χάλεκ είχε κολλήσει στη ζώνη του. Δεν μπορούσε να γυρίσει στην αίθουσα με τα χέρια στις τσέπες για να συγκρατεί το παντελόνι του. Τι διάβολο θα έκανε; Ξαφνικά θυμήθηκε το σουγιά του, τον καημένο το σουγιά που τον έβγαζε πάντα απ' την τσέπη του όταν επρόκειτο να ζυγιστεί. Τον παλιό καλό καιρό, πριν έρθουν οι τσιγγάνοι στο Φαίρβιου. Κανένας δε σας κάλεσε, καθίκια, γιατί δεν πήγατε στο Γουέστπορτ ή στο Στράτφορντ; Έβγαλε το σουγιά και άνοιξε γρήγορα μια έβδομη τρύπα στη ζώνη του. Δεν ήταν ιδιαίτερα κομψή, αλλά θα έκανε τη δουλειά της. Ο Χάλεκ έβαλε τη ζώνη, φόρεσε το σακάκι του και βγήκε. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο έπλεε το παντελόνι πάνω του — πάνω στα αδύνατα πόδια του και την ανύπαρκτη κοιλιά του. Το βλέπουν και οι άλλοι; σκέφτηκε, νιώθοντας απαίσια μ' αυτή τη σκέψη. Βλέπουν πόσο άσχημα πέφτουν πάνω μου τα ρούχα μου; Το βλέπουν και παριστάνουν ότι δεν το βλέπουν; Μιλάνε γι' αυτό πίσω απ' την πλάτη μου; Έριξε νερό στο πρόσωπο του και βγήκε από την τουαλέτα. Ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε στην αίθουσα, μπήκε και ο Μπόιντον, με τη μαύρη τήβεννο του να ανεμίζει. Έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στον Μπίλι, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του απολογητικά. Το πρόσωπο του Μπόιντον παρέμεινε αυστηρό. Η

συγγνώμη του δεν είχε γίνει δεκτή. Η διαδικασία άρχισε πάλι. Κουτσά στραβά, ο Μπίλι έβγαλε τη μέρα. Ανέβηκε στη ζυγαριά εκείνο το βράδυ, αφού η Χάιντι και η Λίντα είχαν πέσει για ύπνο. Στάθηκε πάνω στη ζυγαριά και κοίταξε τα νούμερα χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Έμεινε έτσι για πολλή ώρα με το βλέμμα καρφωμένο στους αριθμούς. 88 κιλά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ 85 Την επομένη, πήγε στα μαγαζιά και αγόρασε καινούργια ρούχα. Ψώνιζε σαν τρελός, λες και τα καινούργια ρούχα, ρούχα που ήταν στο νούμερο του, θα έλυναν το πρόβλημα. Αγόρασε και μια καινούργια ζώνη. Συνειδητοποίησε ότι οι άνθρωποι είχαν πάψει να τον συγχαίρουν που είχε αδυνατίσει. Πότε άρχισε αυτό; Δεν ήξερε. Φορούσε τα καινούργια ρούχα. Πήγαινε στη δουλειά και γύριζε σπίτι. Έπινε πολύ, έτρωγε δεύτερο πιάτο, το οποίο δεν ήθελε και το οποίο του καθόταν στο στομάχι. Πέρασε μία βδομάδα και τα καινούργια ρούχα έπαψαν να δείχνουν καλά. Άρχισαν κι αυτά να πλέουν πάνω του. Μια μέρα, πλησίασε τη ζυγαριά του μπάνιου, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, τα μάτια του ήταν τεντωμένα και το κεφάλι του πονούσε. Αργότερα θα ανακάλυπτε ότι είχε δαγκώσει το κάτω χείλος του τόσο δυνατά που μάτωσε. Η εικόνα της ζυγαριάς είχε πάρει υπερβολικές διαστάσεις στο μυαλό του, η ζυγαριά είχε γίνει ο κακός του δαίμονας. Στεκόταν μπροστά της σχεδόν τρία λεπτά, δαγκώνοντας το κάτω χείλος του, χωρίς να συνειδητοποιεί ούτε τον πόνο ούτε την αλμυρή γεύση του αίματος στο στόμα του. Ήταν απόγευμα. Κάτω, η Λίντα έβλεπε τηλεόραση και η Χάιντι περνούσε τους λογαριασμούς της εβδομάδας στον υπολογιστή στο γραφείο του Χάλεκ. Στα πρόθυρα εμφράγματος ανέβηκε στη ζυγαριά. 85 κιλά. Ένιωσε το στομάχι του ν' ανακατεύεται και σε μια στιγμή απόγνωσης του φάνηκε πως θα κάνει εμετό. Έβαλε τα δυνατά του να κρατήσει το δείπνο στο στομάχι του, χρειαζόταν αυτά τα θρεπτικά συστατικά, αυτές τις ζεστές υγιεινές θερμίδες. Τελικά η ναυτία πέρασε. Κοίταξε τους αριθμούς στο καντράν και θυμήθηκε αυτό που είχε πει η Χάιντι: Δε δείχνει περισσότερο, δείχνει λιγότερο, θυμήθηκε το Μάικλ Χιούστον που είχε πει ότι στα 98 εξακολουθούσε να είναι σχεδόν 14 κιλά πάνω απ'

το ιδανικό του βάρος. Όχι τώρα πια, Μίκι, σκέφτηκε με κούραση. Τώρα είμαι... είμαι πιο αδύνατος. Κατέβηκε απ' τη ζυγαριά συνειδητοποιώντας ότι ένιωθε πια μια κάποια ανακούφιση — την ανακούφιση που θα αισθανόταν ένας καταδικασμένος σε θάνατο βλέποντας το δεσμοφύλακα και τον ιερέα να εμφανίζονται στις δώδεκα παρά δύο πρώτα λεπτά, ξέροντας ότι το τέλος ήρθε και ότι δε θα υπήρχε κανένα τηλεφώνημα από τον κυβερνήτη που θα του έδινε χάρη. Υπήρχαν ορισμένα τυπικά θέματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν φυσικά, ναι, αλλά αυτό ήταν όλο. Ήταν αλήθεια. Αν μιλούσε γι' αυτό στους άλλους, θα νόμιζαν ότι αστειευόταν ή ότι είχε τρελαθεί. Κανένας δεν πίστευε πια στις κατάρες των τσιγγάνων, ήταν οπωσδήποτε ντεμοντέ και χωρίς νόημα σε έναν κόσμο που, ανάμεσα στα άλλα, είχε δει εκατοντάδες ναύτες να επιστρέφουν απ' το Λίβανο μέσα σε φέρετρα, σε έναν κόσμο που είχε παρακολουθήσει πέντε κρατούμενους του IRA να κάνουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Κανένας δε θα τον πίστευε, αλλά δεν έπαυε να είναι αλήθεια. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του γερο-τσιγγάνου με τη μύτη που σάπιζε και ο ενίοτε συμπαίκτης του στο γκολφ, ο καλός δικαστής Κάρι Ρόσιγκτον, τον είχε αφήσει να φύγει χωρίς την παραμικρή κύρωση, χωρίς καν μια επίπληξη. Έτσι, ο τσιγγάνος είχε αποφασίσει να επιβάλει τη δική του δικαιοσύνη στον ευτραφή δικηγόρο απ' το Φαίρβιου, στο δικηγόρο που η γυναίκα του είχε επιλέξει λάθος μέρα για να του χαρίσει – για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του - την ηδονή μέσα σε κινούμενο όχημα. Και του επέβαλε το είδος της δικαιοσύνης που θα καταλάβαινε μόνο ένας άντρας σαν τον παλιό φίλο του τον Τζινέλι. Ο Χάλεκ έσβησε το φως του μπάνιου και κατέβηκε κάτω, νιώθοντας σαν καταδικασμένος σε θάνατο που διασχίζει το διάδρομο της φυλακής για τελευταία φορά. Δε θέλω μαντίλι στα μάτια... αλλά ποιος έχει ένα τσιγάρο; Χαμογέλασε αδύναμα. Η Χάιντι καθόταν στο γραφείο του, με τους λογαριασμούς στ' αριστερά της, την οθόνη μπροστά της και το βιβλίο των επιταγών στερεωμένο πίσω απ' το πληκτρολόγιο σαν παρτιτούρα. Ήταν μια αρκετά συνηθισμένη εικόνα, που ο Μπίλι έβλεπε τουλάχιστον μία φορά στις αρχές κάθε μήνα. Αλλά τώρα δεν έγραφε επιταγές, ούτε περνούσε αριθμούς στον υπολογιστή. Καθόταν ακίνητη, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, και όταν γύρισε προς το μέρος του, ο Μπίλι είδε τόση θλίψη στα μάτια της που ένιωσε σαν να του 'ρθε κεραυνός. Σκέφτηκε πόσο επιλεκτική γίνεται η αντίληψη μας μερικές φορές. Πόσο παράξενος είναι ο τρόπος που έχει το μυαλό μας να μη βλέπει ό,τι δε θέλει να δει... όπως το γεγονός ότι αναγκάζεσαι να κουμπώνεις όλο και πιο μέσα τη ζώνη σου, για να συγκρατείς τα τεράστια παντελόνια σου στη συρρικνωμένη μέση σου, ή τους μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια της γυναίκας σου..., ή το απελπισμένο ερωτηματικό που φωλιάζει σ' αυτά τα μάτια.

«Ναι, εξακολουθώ να χάνω βάρος», είπε. «Ω, Μπίλι», είπε εκείνη και αναστέναξε βαθιά. Αλλά έδειχνε λίγο καλύτερα και ο Μπίλι υπέθεσε ότι χαιρόταν που ειπώθηκε ανοιχτά. Δεν είχε τολμήσει να αναφερθεί καθόλου στο βάρος του, ακριβώς όπως κανένας στο γραφείο δεν είχε τολμήσει να πει: Τα ρούχα σου αρχίζουν να πλέουν πάνω σου, Μπίλι αγόρι μου... Δεν πιστεύω να έχεις κανέναν όγκο, έτσι; Μήπως σε άγγιξε κάνεις με το ραβδί του καρκίνου; Μήπως έχεις ένα μεγάλο μαύρο όγκο κάπου μέσα σου, ένα είδος ανθρώπινου δηλητηριώδους μανιταριού που σαπίζει μέσα στα σπλάχνα σου και σε καταβροχθίζει; Α, όχι, κανένας δε λέει τέτοιες αηδίες. Σε αφήνουν να το ανακαλύψεις μόνος σου. Κάποια μέρα είσαι στο δικαστήριο και αρχίζει να σου πέφτει το παντελόνι, καθώς σηκώνεσαι να πεις: «Ενίσταμαι, κύριε Πρόεδρε», με όλο τον απαιτούμενο στόμφο — ακόμα και τότε, κανένας δε λέει τίποτα, ούτε μια γαμημένη λέξη. «Δυστυχώς», είπε, και γέλασε ελαφρά, σαν να ήθελε να κρύψει τα πραγματικά του συναισθήματα. «Πόσο;» «Η ζυγαριά πάνω λέει ότι είμαι 85». «Ω, θεέ μου!» Εκείνος έδειξε με το βλέμμα τα τσιγάρα της. «Μπορώ να πάρω ένα;» «Φυσικά. Μπίλι, δεν πρέπει να πεις τίποτα σχετικό στη Λίντα, τίποτα απολύτως!» «Δε χρειάζεται να της πω τίποτα», είπε εκείνος ανάβοντας το τσιγάρο. Η πρώτη ρουφηξιά τον ζάλισε. Ήταν ωραίο — η ζαλάδα δεν τον πείραζε. Ήταν προτιμότερο απ' το μούδιασμα του τρόμου που ένιωσε όταν γκρεμίζονταν οι ψευδαισθήσεις του. «Ξέρει πολύ καλά ότι συνεχίζω να χάνω βάρος. Το έχω δει στο πρόσωπο της. Απλώς, μέχρι τώρα έκανα πως δε βλέπω αυτό που βλέπω». «Πρέπει να ξαναπάς στο Χιούστον», είπε η Χάιντι. Έδειχνε πραγματικά τρομοκρατημένη, αλλά εκείνη η μπερδεμένη έκφραση αμφιβολίας και θλίψης είχε φύγει απ' τα μάτια της. «Τα τεστ για το μεταβολισμό...» «Χάιντι, άκουσε με», άρχισε να λέει ο Μπίλι... μετά σταμάτησε. «Τι;» ρώτησε εκείνη. «Τι είναι, Μπίλι;»

Για μια στιγμή, παραλίγο να της το πει, να της τα πει όλα. Αλλά κάτι τον σταμάτησε, κι αργότερα που το σκεφτόταν, δεν μπορούσε να εντοπίσει τι ήταν αυτό... πέρα απ' το γεγονός ότι για μια στιγμή, καθώς καθόταν εκεί, στην άκρη του γραφείου του, με ένα απ' τα τσιγάρα της στο χέρι, και την κοίταζε, ενώ η κόρη τους παρακολουθούσε τηλεόραση στο διπλανό δωμάτιο, ένιωσε ξαφνικά γι' αυτή έντονο μίσος. Η ανάμνηση αυτού που είχε συμβεί — αυτού που συνέβαινε — εκείνο το λεπτό πριν πεταχτεί η γριά τσιγγάνα μπροστά του, ζωντάνεψε ξαφνικά στην οθόνη του μυαλού του. Η Χάιντι είχε γλιστρήσει δίπλα του, είχε περάσει τ' αριστερό της χέρι γύρω απ' τους ώμους του... και μετά, σχεδόν προτού προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γινόταν, εκείνη άνοιξε το φερμουάρ του με τ' άλλο χέρι της. Ένιωσε τα δάχτυλα της, ανάλαφρα και τόσο έμπειρα, να γλιστρούν μέσα απ' το άνοιγμα του παντελονιού και μετά μέσα απ' το άνοιγμα του εσώρουχου. Όταν ήταν έφηβος, ο Μπίλι Χάλεκ είχε μερικές φορές χρησιμοποιήσει - με ιδρωμένα χέρια και γουρλωμένα μάτια - αυτά που οι συνομήλικοι του χαρακτήριζαν «βιβλία χαδιών». Και μερικές φορές, στα βιβλία αυτά κάποια «καυτή γκόμενα» τύλιγε τα «έμπειρα δάχτυλα της» γύρω απ' το «σκληρό όργανο» κάποιου άντρα. Όλα αυτά δεν ήταν παρά όνειρα θερινής νυχτός, φυσικά... μόνο που τώρα είχε δίπλα του τη Χάιντι, τη γυναίκα του, που έσφιγγε το δικό του σκληρό όργανο. Και μα την αλήθεια, είχε αρχίσει να του το παίζει. Την είχε κοιτάξει έκπληκτος και είχε δει το σκανταλιάρικο χαμόγελο στα χείλη της. «Χάιντι, τι...;» «Σσσς. Μη μιλάς». Τι την είχε πιάσει; Δεν είχε ξανακάνει ποτέ άλλοτε κάτι τέτοιο κι ο Χάλεκ θα ορκιζόταν ότι ούτε καν της είχε περάσει ποτέ απ' το μυαλό. Αλλά το είχε κάνει και η γριά τσιγγάνα είχε πεταχτεί... Ω, πες την αλήθεια! Αφού οι παρωπίδες έπεσαν, καλύτερα να βλέπεις καθαρά, δε νομίζεις; Δεν έχεις κανένα λόγο να λες ψέματα στον εαυτό σου. Είναι πια πολύ αργά γι' αυτό. Τα γεγονότα, λοιπόν, μόνο τα γεγονότα. Εντάξει, τα γεγονότα. Γεγονός ήταν ότι η απροσδόκητη κίνηση τον ερέθισε τρομερά, ίσως ακριβώς επειδή ήταν απροσδόκητη. Άπλωσε το δεξί του χέρι κι εκείνη είχε σήκωσε τη φούστα της, εκθέτοντας ένα απολύτως συνηθισμένο κίτρινο σλιπάκι. Το σλιπάκι αυτό δεν τον είχε ερεθίσει ποτέ στο παρελθόν, αλλά τον ερέθισε τώρα... ή ίσως ήταν ο τρόπος που είχε σηκώσει τη φούστα της. Ούτε αυτό το είχε κάνει άλλοτε. Γεγονός ήταν ότι σχεδόν το ογδόντα πέντε τοις εκατό της προσοχής του αποσπάστηκε απ' την οδήγηση, παρ' όλο που στις εννέα από τις δέκα παρόμοιες περιπτώσεις, τα πράγματα προφανώς θα εξελίσσονταν ομαλά. Κατά τη διάρκεια της

εργάσιμης εβδομάδας, οι δρόμοι του Φαίρβιου δεν ήταν ήσυχοι απλώς, ήταν άδειοι σαν εγκαταλελειμμένοι. Αλλά γεγονός ήταν ότι δεν του έτυχαν οι εννέα αυτές περιπτώσεις, του έτυχε η δέκατη. Γεγονός ήταν ότι η τσιγγάνα δεν πετάχτηκε ανάμεσα απ' τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Γεγονός ήταν ότι απλώς βγήκε ανάμεσα απ' τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, κρατώντας ένα δίχτυ με ψώνια στο γέρικο χέρι της, που 'ταν γεμάτο πανάδες, ένα δίχτυ σαν κι αυτό που κρατάνε οι Αγγλίδες όταν πηγαίνουν για ψώνια στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Υπήρχε ένα απορρυπαντικό ρούχων στο δίχτυ της τσιγγάνας, θυμήθηκε ο Χάλεκ. Δεν κοίταξε να δει αν έρχεται κάποιο αυτοκίνητο. Αυτό ήταν αλήθεια. Γεγονός ήταν, επίσης, ότι ο Χάλεκ έτρεχε μόνο με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα και πρέπει να βρισκόταν σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων απ' τη γυναίκα, όταν εκείνη βγήκε στο δρόμο. Επομένως, κανονικά, υπήρχε αρκετός χρόνος για να σταματήσει. Αλλά γεγονός ήταν ότι κόντευε να φτάσει σε οργασμό και όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο κάτω μέρος του σώματος του, εκεί που το χέρι της Χάιντι έσφιγγε και χαλάρωνε, γλιστρούσε πάνω κάτω με αργές, υπέροχες κινήσεις, σταματούσε, έσφιγγε και χαλάρωνε πάλι. Η αντίδραση του ήταν απελπιστικά αργή, και ήρθε απελπιστικά αργά, και το χέρι της Χάιντι σφίχτηκε γύρω του, πνίγοντας τον οργασμό που επέφερε το σοκ για ένα ατέλειωτο δευτερόλεπτο πόνου και ηδονής, η οποία ήταν μοιραία και φρικιαστική. Αυτά ήταν τα γεγονότα. Αλλά για μια στιγμή, παιδιά! Για σταθείτε λίγο, γείτονες και φίλοι! Υπήρχαν δύο ακόμα γεγονότα, έτσι δεν είναι; Το πρώτο γεγονός ήταν ότι αν η Χάιντι δεν είχε διαλέξει εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα για να πειραματιστεί, ο Χάλεκ θα ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου του ως οδηγού οχήματος και θα είχε σταματήσει τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά απ' την τσιγγάνα, θα είχε σταματήσει με ένα ουρλιαχτό των φρένων, κάνοντας τις μητέρες που είχαν βγάλει βόλτα τα μωρά τους στο πάρκο να τιναχτούν τρομαγμένες. Αλλά θα είχε σταματήσει. Μπορεί να είχε φωνάξει: «Δε βλέπεις πού πας;» στη γριά γυναίκα, η οποία θα τον κοίταζε με μια έκφραση ηλίθιου φόβου και απορίας. Εκείνος και η Χάιντι θα την παρακολουθούσαν να περνά βιαστικά το δρόμο, ενώ οι καρδιές τους θα χτυπούσαν πολύ γρήγορα στο στήθος τους. Ίσως η Χάιντι θα γκρίνιαζε για τις σακούλες με τα ψώνια που θα είχαν πέσει λερώνοντας τη μοκέτα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Αλλά όλα θα ήταν εντάξει. Δε θα υπήρχε ανάκριση, ούτε κανένας τσιγγάνος με σάπια μύτη θα περίμενε απέξω για ν' αγγίξει το μάγουλο του Χάλεκ και να ψιθυρίσει μία λέξη, την τρομερή κατάρα του. Αυτό ήταν το πρώτο γεγονός. Το δεύτερο γεγονός, το οποίο πήγαζε απ' το πρώτο, ήταν ότι όλα αυτά οφείλονταν στη Χάιντι. Ήταν δικό της λάθος. Δεν της ζήτησε εκείνος να κάνει αυτό που έκανε. Δεν είπε: «Τι λες, δε μου την παίζεις λίγο, μέχρι να φτάσουμε, Χάιντι; Έχουμε ακόμα πέντε χιλιόμετρα για το σπίτι, επομένως έχεις αρκετή ώρα μπροστά σου». Όχι. Το έκανε από μόνη της... και — όπως ήταν αναμενόμενο — η στιγμή που διάλεξε ήταν η πλέον ακατάλληλη.

Ναι, ήταν δικό της λάθος, αλλά ο γερο-τσιγγάνος δεν το ήξερε αυτό κι έτσι καταράστηκε το Χάλεκ και έχασε συνολικά είκοσι οκτώ κιλά, ενώ η Χάιντι καθόταν απέναντι του, με μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια και τραβηγμένα χαρακτηριστικά, βέβαια, αλλά οι μαύροι κύκλοι και τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά δε θα τη σκότωναν, έτσι δεν είναι; Όχι βέβαια. Ο γερο-τσιγγάνος δεν άγγιξε εκείνη. Κι έτσι, η στιγμή που θα μπορούσε ίσως να της εξομολογηθεί τους φόβους του, που θα μπορούσε να πει απλά: Πιστεύω ότι χάνω βάρος γιατί με έχει καταραστεί ο τσιγγάνος, αυτή η στιγμή πέρασε. Η στιγμή του άγριου και καθαρού μίσους, ενός συναισθηματικού ξεσπάσματος που είχε ξεπηδήσει μ' έναν πρωτόγονο μηχανισμό απ' το υποσυνείδητο του, επίσης πέρασε. Άκουσε με, είπε, κι εκείνη, σαν καλή σύζυγος, απάντησε: Τι είναι, Μπίλι; «Θα πάω να δω πάλι το Μάικλ Χιούστον», είπε, πράγμα που απείχε παρασάγγας από αυτό που αρχικά σκόπευε να πει. «Θα του ζητήσω να κανονίσει να κάνω τα τεστ μεταβολισμού. Όπως έλεγε και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν: "Δε γαμιέται;"» «Ω, Μπίλι», είπε εκείνη κι άνοιξε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει. Εκείνος χώθηκε στην αγκαλιά της και καθώς ήταν όμορφα εκεί, ντράπηκε για το μίσος που είχε νιώσει πριν λίγο... αλλά τις μέρες που ακολούθησαν, ενώ η άνοιξη παραχωρούσε σιγά σιγά τη θέση της στο καλοκαίρι, το μίσος αυτό ξυπνούσε όλο και πιο συχνά, παρά τις προσπάθειες που έκανε να το καταπνίξει, να το εξαλείψει ή έστω να το συγκρατήσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ 81 Έκλεισε το ραντεβού για τα τεστ μεταβολισμού μέσω του Χιούστον, ο οποίος φάνηκε λιγότερο αισιόδοξος όταν άκουσε ότι ο Χάλεκ εξακολουθούσε να χάνει βάρος και ότι είχε χάσει σχεδόν δεκατρία κιλά από την ημέρα που τον εξέτασε μόλις πριν από ένα μήνα. «Μπορεί να υπάρχει μια απολύτως φυσιολογική εξήγηση για όλα αυτά», είπε ο Χιούστον, όταν του τηλεφώνησε τρεις ώρες αργότερα για να του πει τι κανόνισε, και αυτό σήμαινε πολλά για το Χάλεκ. «Αχά», είπε ο Χάλεκ, κοιτάζοντας στο σημείο που παλιά βρισκόταν η κοιλιά του. Ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να του λείψει η ολοστρόγγυλη

κοιλιά του, η κοιλιά που είχε τελικά γίνει τόσο μεγάλη που του έκρυβε τις μύτες των παπουτσιών του — έτσι που ήταν αναγκασμένος να σκύβει για να δει αν τα παπούτσια του χρειάζονταν γυάλισμα. Ακόμα χειρότερα, ποτέ δε θα το πίστευε, αν του έλεγε κανείς κάτι τέτοιο, ενώ ανέβαινε τις σκάλες φυσώντας και ξεφυσώντας, νιώθοντας το μέτωπο του μούσκεμα στον ιδρώτα, ανησυχώντας μήπως πάθει καρδιακή προσβολή, μήπως ένας φρικτός πόνος τον παραλύσει. Αλλά ήταν αλήθεια, του έλειπε η καταραμένη η κοιλιά του. Κατά μία έννοια, την οποία δεν μπορούσε ούτε τώρα να καταλάβει, η κοιλιά αυτή ήταν οικία του. «Αν υπάρχει μια φυσιολογική εξήγηση», ρώτησε το Χιούστον, «ποια μπορεί να είναι;» «Αυτό θα σου το πουν εκεί που θα πας», απάντησε ο Χιούστον. «Ελπίζω, δηλαδή». Οι εξετάσεις θα γίνονταν στην Κλινική Χένρι Γκλάσμαν, μια μικρή ιδιωτική κλινική στο Νιου Τζέρσι. θα έπρεπε να μείνει εκεί τρεις μέρες. Τα νοσήλια για τις τρεις αυτές μέρες και για τα τεστ τον έκαναν να χαίρεται που είχε πλήρη ιατρική κάλυψη. «Μην ξεχάσεις να μου στείλεις κάρτα με ευχές για ταχεία ανάρρωση», είπε ο Χάλεκ μελαγχολικά και το έκλεισε. Το ραντεβού του στην κλινική ήταν για τις 12 Μαΐου, σε μία βδομάδα. Τις μέρες που ακολούθησαν, παρακολουθούσε τον εαυτό του να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο και αγωνιζόταν να συγκρατήσει τον πανικό που τον καταλάμβανε αργά αλλά σταθερά, παρά την απόφαση του να φερθεί σαν άντρας. «Μπαμπά, έχεις αδυνατίσει πολύ», είπε η Λίντα διστακτικά ένα βράδυ την ώρα του φαγητού — ο Χάλεκ είχε πιέσει τον εαυτό του να κατεβάσει τρία χοντρά χοιρινά παϊδάκια με σάλτσα μήλου. Είχε επίσης πάρει πουρέ δύο φορές. «Αν κάνεις δίαιτα, νομίζω πως είναι καιρός να σταματήσεις». «Μοιάζει να κάνω δίαιτα;» είπε ο Χάλεκ, δείχνοντας το πιάτο με το πιρούνι του. Ο τόνος του ήταν ήπιος, αλλά το πρόσωπο της Λίντα σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο και ένα λεπτό αργότερα σηκώθηκε κλαίγοντας απ' το τραπέζι, κρύβοντας το πρόσωπο της στην πετσέτα της. Ο Χάλεκ και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και τα μάτια τους έδειχναν όλη την απόγνωση που ένιωθαν. Έτσι τελειώνει ο κόσμος, σκέφτηκε ο Χάλεκ. Όχι με ένα μπανγχ, αλλά με μία λέξη: αδύνατος.

«Θα πάω να της μιλήσω», είπε και ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Αν πας να τη δεις έτσι όπως είσαι τώρα, θα την κατατρομάξεις», είπε η Χάιντι, κι εκείνος ένιωσε πάλι το κύμα του αστραφτερού μεταλλικού μίσους να τον κατακλύζει. 84, 83, 82. Ήταν λες και κάποιος — ο τσιγγάνος με τη σάπια μύτη, για παράδειγμα — χρησιμοποιούσε μια υπερφυσική γόμα για να τον σβήνει κιλό το κιλό. Πότε ζύγιζε 82 τελευταία φορά; Στο κολέγιο; Όχι... ασφαλώς τόσο πρέπει να ζύγιζε στο γυμνάσιο. Ένα από τα πολλά βράδια που έμενε ξάγρυπνος ως το πρωί, ένα βράδυ κάπου ανάμεσα στην πέμπτη και τη δωδέκατη Μαΐου, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται μια εξήγηση για τη μαγεία βουντού που είχε κάποτε διαβάσει' πιάνει επειδή το θύμα πιστεύει ότι πιάνει. Δεν πρόκειται για καμιά φοβερή υπερφυσική δύναμη, μόνο για τη δύναμη της αυθυποβολής. Μπορεί, σκέφτηκε, ο Χιούστον να έχει δίκιο και να αδυνατίζω χάρη στη σκέψη μου... επειδή εκείνος ο τσιγγάνος το θέλει. Μόνο που τώρα δεν μπορώ να σταματήσω, θα μπορούσα να βγάλω ένα εκατομμύριο δολάρια γράφοντας μια απάντηση στο βιβλίο του Νόρμαν Βίνσεντ Πιλ για τη θετική σκέψη... ένα βιβλίο με τίτλο «Η Δύναμη της Αρνητικής Σκέψης». Αλλά η λογική του του έλεγε ότι η ιδέα αυτή ήταν, στην περίπτωση του τουλάχιστον, παρατραβηγμένη. Το μόνο που είπε ο τσιγγάνος ήταν μια λέξη. «Αδύνατος». Δεν είπε: «Με τη δύναμη που έχω, σε καταριέμαι να χάνεις τρία με πέντε κιλά τη βδομάδα μέχρι να πεθάνεις». Ούτε είπε «Άμπρα κατάμπρα, σε λίγο τα παντελόνια σου θα σου πέφτουν». Διάβολε, Μπίλι, δε θυμόσουν καν τι είπε πριν αρχίσεις να χάνεις βάρος. Μπορεί τότε να συνειδητοποίησα τι είπε, αντέτεινε μια άλλη φωνή μέσα του. Αλλά... Κι έτσι οι διαφωνίες συνεχίζονταν μέσα στο μυαλό του Μπίλι Χάλεκ. Αν ήταν κάτι ψυχολογικό, ωστόσο, παρέμενε το ερώτημα τι θα έκανε. Πώς θα το πολεμούσε; Υπήρχε κάποιος τρόπος να παχύνει και πάλι με τη δύναμη της αυθυποβολής; Αν πήγαινε σε έναν υπνωτιστή — διάβολε, σε έναν ψυχίατρο! — και του εξηγούσε το πρόβλημα; Εκείνος θα μπορούσε να τον υπνωτίσει και να του υποβάλει την ιδέα ότι η κατάρα του γέρου ήταν άκυρη. Αυτό μπορεί να έπιανε. Ή μπορεί και να μην έπιανε. Δύο βράδια πριν απ' την ημέρα που είχε κανονιστεί να μπει στην Κλινική Γκλάσμαν, ο Μπίλι στάθηκε στη ζυγαριά και κοίταξε μελαγχολικά τον αριθμό — 81 κιλά

απόψε. Και καθώς στεκόταν εκεί και κοίταζε τον αριθμό, του ήρθε στο μυαλό με απόλυτα φυσικό τρόπο — έτσι όπως έρχονται τα πράγματα στο υποσυνείδητο, αφού το συνειδητό τα έχει επεξεργαστεί για βδομάδες ολόκληρες — ότι το άτομο στο οποίο θα έπρεπε να μιλήσει για τους τρελούς αυτούς φόβους του ήταν ο δικαστής Κάρι Ρόσιγκτον. Ο Ρόσιγκτον συνήθιζε να βάζει χέρι στις γυναίκες όταν ήταν μεθυσμένος, αλλά ήταν ένα αρκετά συμπαθητικό και με κατανόηση άτομο όταν ήταν νηφάλιος... τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Επίσης, ήταν σχετικά εχέμυθος. Ο Χάλεκ φανταζόταν ότι ήταν δυνατό σε κάποιο πάρτι — και όπως συμβαίνει με όλα τα άλλα σταθερά φυσικά φαινόμενα, ο ήλιος ανατέλλει απ' την ανατολή και δύει στη δύση, ο Κομήτης του Χάλεϊ επιστρέφει, μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι κάπου στην πόλη μετά τις εννέα το βράδυ θα γίνει κάποιο πάρτι, στο οποίο οι προσκεκλημένοι θα πίνουν Μανχάταν, θα ψαρεύουν πράσινες ελιές από μαρτίνι, και πιθανώς θα βάζουν χέρι στις γυναίκες των άλλων — να αποδειχτεί αδιάκριτος και να φλυαρήσει για τις παρανοϊκές ιδέες του γερο Μπίλι Χάλεκ σχετικά με τους τσιγγάνους και τις κατάρες' αλλά υπέθετε ότι ο Ρόσιγκτον θα το ξανασκεφτόταν πριν μιλήσει γι' αυτό, ακόμα και αν είχε μεθύσει. Όχι ότι έγινε κάτι παράνομό στην ανάκριση. Ήταν μια κλασική περίπτωση κουκουλώματος, αλλά κανένας μάρτυρας δεν εξαγοράστηκε, κανένα στοιχείο δεν παραποιήθηκε. Παρ' όλα αυτά, η υπόθεση αυτή δεν έπαυε να είναι ένας σκύλος που κοιμάται κι ένας παμπόνηρος γέρος σαν τον Κάρι Ρόσιγκτον ήξερε πολύ καλά πως δεν είναι καλή ιδέα να κλοτσάς ένα σκύλο που κοιμάται. Ήταν πάντα πιθανό — όχι πολύ πιθανό, αλλά πιθανό — ότι θα μπορούσε να προκύψει μια ερώτηση σχετικά με το γεγονός ότι ο Ρόσιγκτον δε ζήτησε να εξαιρεθεί. Ή το γεγονός ότι ο αστυνομικός που πήγε επί τόπου δεν μπήκε στον κόπο να κάνει αλκοτέστ στο Χάλεκ, αφού είδε ποιος ήταν ο οδηγός (και ποιο ήταν το θύμα), Ούτε ρώτησε ο Ρόσιγκτον από την έδρα γιατί το θεμελιώδες αυτό μέρος της διαδικασίας παραλήφθηκε. Υπήρχαν και άλλα πράγματα που θα μπορούσε να είχε ρωτήσει και δε ρώτησε. Όχι, ο Χάλεκ πίστευε ότι η ιστορία του δε θα διέρρεε από τον Κάρι Ρόσιγκτον, τουλάχιστον μέχρι να ξεχαστεί λίγο το όλο θέμα... τουλάχιστον για πέντε ή έξι χρόνια. Στο μεταξύ, αυτή η χρονιά απασχολούσε το Χάλεκ. Έτσι όπως πήγαινε, θα έμοιαζε με φυγάδα από στρατόπεδο συγκέντρωσης προτού τελειώσει το καλοκαίρι. Ντύθηκε γρήγορα, κατέβηκε κάτω και έβγαλε ένα ελαφρύ τζάκετ από την ντουλάπα. «Πού πας;» ρώτησε η Χάιντι, βγαίνοντας από την κουζίνα. «Έξω», είπε ο Χάλεκ. «Δε θ' αργήσω». Η Λίντα Ρόσιγκτον άνοιξε την πόρτα και κοίταξε το Χάλεκ σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά — η λάμπα του χολ από πίσω της φώτιζε τα μελαγχολικά, αλλά αριστοκρατικά ζυγωματικά και τα μαύρα μαλλιά, που ήταν τραβηγμένα πίσω σε

κότσο, με τις πρώτες άσπρες τρίχες, (όχι, σκέφτηκε ο Χάλεκ, όχι άσπρες, ασημένιες... η Λίντα δε θα έχει ποτέ κάτι τόσο λαϊκό όσο άσπρα μαλλιά), το πράσινο φόρεμα του Ντιόρ, ένα απλό πραγματάκι, που ασφαλώς δε θα 'πρεπε να είχε κοστίσει περισσότερο από χίλια πεντακόσια δολάρια. Το βλέμμα της τον έκανε να αισθανθεί άβολα. Έχω αδυνατίσει τόσο που δε με αναγνωρίζει; αναρωτήθηκε, αλλά ακόμα και με την καινούργια παράνοια του σχετικά με την εμφάνιση δυσκολευόταν να το πιστέψει. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα, υπήρχαν μερικές καινούργιες ρυτίδες γύρω απ' το στόμα του και μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του λόγω έλλειψης ύπνου, αλλά κατά τα άλλα, το πρόσωπο του ήταν το γνωστό πρόσωπο του Μπίλι Χάλεκ. Η διακοσμητική λάμπα στην άλλη άκρη της αυλής των Ρόσιγκτον (ένα αντίγραφο νεοϋορκέζικου φανοστάτη του 1880, συλλογή Χόρτσοου, αξίας 687 δολαρίων συν τα έξοδα αποστολής), τον φώτιζε ελάχιστα. Άλλωστε φορούσε το σακάκι του. Ασφαλώς δεν μπορούσε η Λίντα να δει πόσο βάρος είχε χάσει... ή μήπως μπορούσε; «Λίντα; Είμαι ο Μπιλ. Ο Μπίλι Χάλεκ». «Φυσικά. Γεια σου, Μπίλι». Το χέρι της, ωστόσο, έμεινε κολλημένο κάτω απ' το σαγόνι της, κλεισμένο σε γροθιά, αγγίζοντας το δέρμα του λαιμού της στοχαστικά. Παρ' όλο που τα χαρακτηριστικά της ήταν απίστευτα απαλά για τα πενήντα εννέα χρόνια της, τα λίφτινγκ που είχε κάνει δεν είχαν καταφέρει να βελτιώσουν πολύ την κατάσταση του λαιμού της. Το δέρμα εκεί ήταν χαλαρό, δεν είχε τεντώσει αρκετά. Έχει πιει πιθανώς. Ή... Σκέφτηκε το Χιούστον να σνιφάρει την κάτασπρη σκόνη. Ναρκωτικά; Η Λίντα Ρόσιγκτον; Δύσκολα θα το πίστευε χάνεις για κάποια τόσο συγκρατημένη. Και επιπλέον: Φοβάται. Είναι απελπισμένη. Τι συμβαίνει; Μπορεί να έχει κάποια σχέση μ' αυτό που συμβαίνει σε μένα; Φυσικά αυτό ήταν τρελό... κι ωστόσο ένιωθε μια σχεδόν παρανοϊκή ανάγκη να μάθει γιατί τα χείλη της Λίντα Ρόσιγκτον ήταν τόσο σφιχτά σφαλισμένα, γιατί, ακόμα και στο μισοσκόταδο, και με τα καλύτερα καλλυντικά που μπορούσε ν' αγοράσει, είχε σακούλες και μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια της, όπως κι αυτός, γιατί το χέρι της, που έπαιζε τώρα με το γιακά του πανάκριβου φορέματος, έτρεμε ελαφρά. Ο Μπίλι και η Λίντα Ρόσιγκτον κοιτάχτηκαν μένοντας σιωπηλοί για δεκαπέντε δευτερόλεπτα περίπου... και μετά μίλησαν ταυτόχρονα. «Λίντα, είναι ο Κάρι...» «Ο Κάρι δεν είναι εδώ, Μπίλι. Είναι...» Εκείνη σταμάτησε. Εκείνος της έγνεψε να συνεχίσει. «Είναι στη Μινεζότα. Η αδελφή του είναι πολύ άρρωστη».

«Αυτό είναι ενδιαφέρον», είπε ο Χάλεκ, «καθώς ο Κάρι δεν έχει αδελφές». Εκείνη χαμογέλασε, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει το ευγενικό χαμόγελο το οποίο οι άνθρωποι που έχουν καλούς τρόπους επιφυλάσσουν για όσους υπήρξαν άθελα τους αγενείς. Δεν έπιασε. Ήταν απλώς ένα τράβηγμα των χειλιών, περισσότερο γκριμάτσα παρά χαμόγελο. «Αδελφή, είπα; Όλα αυτά με έχουν, μας έχουν εξουθενώσει. Ο αδελφός του, εννοούσα». «Λίντα, ο Κάρι είναι μοναχοπαίδι», είπε μαλακά ο Χάλεκ. «Είχαμε μιλήσει κάποτε για τα παιδικά μας χρόνια, ένα απόγευμα που τα πίναμε στο Χάστερ Λαντζ. θα πρέπει να ήταν εδώ και... τέσσερα χρόνια. Το Χάστερ κάηκε λίγο αργότερα. Τώρα στη θέση του έχει γίνει ένα μαγαζί ρούχων, "Ο Βασιλιάς στα Κίτρινα". Η κόρη μου αγοράζει τα τζιν της από κει». Δεν ήξερε γιατί φλυαρούσε έτσι. Κάτι μέσα του του έλεγε ότι μπορεί αυτό να την έκανε να νιώσει πιο άνετα. Αλλά τώρα, μέσα στο μισοσκόταδο, είδε το αστραφτερό χνάρι που άφησε ένα δάκρυ που έτρεξε απ' το δεξί της μάτι μέχρι την άκρη των χειλιών της. Και στην άκρη του αριστερού ματιού της άστραψε ένα δάκρυ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της δύο φορές γρήγορα και το δάκρυ κύλησε. Ένα δεύτερο λαμπερό μονοπάτι σχηματίστηκε στ' αριστερό της μάγουλο. «Φύγε», είπε. «Απλώς φύγε, Μπίλι, εντάξει; Μην κάνεις ερωτήσεις. Δε θέλω να απαντήσω». Ο Χάλεκ την κοίταξε και διέκρινε μια αποφασιστικότητα στα μάτια της. Δεν είχε καμία πρόθεση να του πει πού βρισκόταν ο Κάρι. Και με μια αυθόρμητη κίνηση, χωρίς καμία προμελέτη ή κάποιο συγκεκριμένο λόγο, άνοιξε το φερμουάρ του τζάκετ του και το κράτησε ανοιχτό. Την άκουσε να βγάζει ένα επιφώνημα έκπληξης. «Κοίταξε με, Λίντα», είπε. «Έχω χάσει πάνω από τριάντα κιλά. Ακούς; Πάνω από τριάντα κιλά!» «Αυτό δεν έχει καμία σχέση με μένα!» βόγκηξε με μια βραχνή φωνή. Το δέρμα της είχε πάρει ένα αρρωστιάρικο κίτρινο χρώμα. Κόκκινες κηλίδες ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπο της όπως οι κόκκινες βούλες στα μάγουλα ενός κλόουν. Τα μάτια της ήταν άγρια. Τα χείλη της τραβήχτηκαν με μια τρομακτική γκριμάτσα από τα τέλεια δόντια της. «Όχι, αλλά πρέπει να μιλήσω στον Κάρι», επέμεινε ο Χάλεκ. Ανέβηκε στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, κρατώντας ακόμα ανοιχτό το τζάκετ του. Πραγματικά πρέπει

να του μιλήσω, σκέφτηκε. Δεν ήμουν σίγουρος πριν, αλλά τώρα είμαι. «Σε παρακαλώ, πες μου πού είναι, Λίντα. Είναι μέσα;» Απάντησε με μια ερώτηση, και για μια στιγμή του κόπηκε η ανάσα. Αρπάχτηκε απ' το κιγκλίδωμα της βεράντας με το ένα χέρι. «Είναι οι τσιγγάνοι, Μπίλι;» Επιτέλους, κατάφερε να πάρει ανάσα. «Πού είναι, Λίντα;» «Απάντησε στην ερώτηση μου πρώτα. Φταίνε οι τσιγγάνοι;» Τώρα που ήταν εδώ, που είχε την ευκαιρία να το πει δυνατά, ανακάλυψε ότι έπρεπε να βάλει τα δυνατά του για να το κάνει. Κατάπιε με δυσκολία και έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Έτσι νομίζω. Μια κατάρα. Κάτι σαν κατάρα». Έκανε παύση. «Όχι, όχι κάτι σαν κατάρα. Αυτό είναι υπεκφυγή. Νομίζω ότι με καταράστηκε ένας τσιγγάνος». Περίμενε να την ακούσει να γελάει κοροϊδευτικά – είχε αντιμετωπίσει την αντίδραση αυτή τόσο συχνά στα όνειρα και στις φαντασιώσεις του — αλλά οι ώμοι της κύρτωσαν και το κεφάλι της έπεσε. Ήταν η προσωποποίηση της απόγνωσης και της θλίψης τόσο που, παρά τον τρόμο του, ο Χάλεκ ένιωσε μια σχεδόν οδυνηρή συμπάθεια για κείνη — για τη σύγχυση και το φόβο της. Ανέβηκε το δεύτερο και μετά το τρίτο σκαλοπάτι και άγγιξε το μπράτσο της ανάλαφρα... ένιωσε αληθινό σοκ από το μίσος που διέκρινε στο πρόσωπο της όταν σήκωσε το κεφάλι της. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, μισοκλείνοντας τα μάτια... και μετά αναγκάστηκε να πιαστεί από το κιγκλίδωμα της βεράντας για να μη σωριαστεί στη βάση της σκάλας. Η έκφραση της καθρέφτιζε τέλεια το συναίσθημα που είχε νιώσει για τη Χάιντι εκείνο το βράδυ. Το γεγονός ότι μια τέτοια έκφραση απευθυνόταν σ' εκείνον του φαινόταν τόσο ανεξήγητο όσο και τρομακτικό. «Εσύ φταις!» του σφύριξε. «Για όλα φταις εσύ! Γιατί χτύπησες αυτό το τσιγγάνικο μουνί; Για όλα φταις εσύ!» Την κοίταξε, ανίκανος ν' αρθρώσει λέξη. Μουνί; Σκέφτηκε μπερδεμένος. Άκουσα τη Λίντα Ρόσιγκτον να λέει «μουνί»; Ποιος θα το πίστευε ότι ξέρει τέτοιες λέξεις; Η δεύτερη σκέψη του ήταν: Λάθος κατάλαβες, Λίντα, η Χάιντι φταίει, όχι εγώ... κι εκείνη είναι μια χαρά. Περίφημα. Στα πάνω της. Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά. Είναι...

Τότε η έκφραση της Λίντα άλλαξε, κοίταξε το Χάλεκ ευγενικά κι ανέκφραστα. «Πέρασε μέσα», είπε. Του έφερε το μαρτίνι που ζήτησε σ' ένα τεράστιο ποτήρι, δύο ελιές και δύο μικροσκοπικά κρεμμύδια ήταν καρφωμένα σε ένα πολύ μικρό επιχρυσωμένο σπαθί. Ή μπορεί και να ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Το μαρτίνι ήταν πολύ δυνατό, πράγμα που δεν πείραζε διόλου το Χάλεκ... παρ' όλο που ήξερε, από την εμπειρία που είχε αποκτήσει πίνοντας τις τελευταίες τρεις βδομάδες, ότι θα τον βάραγε στο κεφάλι αν δεν επιβράδυνε λίγο το ρυθμό του. Η αντοχή του στο πιοτό λιγόστευε μαζί με το βάρος του. Παρ' όλα αυτά, κατάπιε μια μεγάλη γουλιά και έκλεισε τα μάτια του με ευγνωμοσύνη, καθώς το ποτό γέμισε με ζεστασιά το στομάχι του. Τζιν, υπέροχο τζιν, με πολλές θερμίδες, σκέφτηκε. «Είναι πράγματι στη Μινεζότα», είπε η Λίντα πένθιμα, ενώ κάθισε σε μια πολυθρόνα με το μαρτίνι της στο χέρι. Το δικό της μαρτίνι ήταν ακόμα μεγαλύτερο από κείνο που έδωσε στο Χάλεκ. «Αλλά δεν είναι με συγγενείς. Είναι στην Κλινική Μαγιό». «Στη Μαγιό...» «Είναι πεπεισμένος ότι έχει καρκίνο. Ο Μάικ Χιούστον δεν του βρήκε τίποτα, ούτε και οι δερματολόγοι στους οποίους πήγε, αλλά παρ' όλα αυτά, εκείνος πιστεύει ότι έχει καρκίνο. Ξέρεις ότι στην αρχή νόμιζε ότι έχει έρπη; Νόμιζε ότι είχα κολλήσει εγώ έρπη από κάποιον». Ο Μπίλι χαμήλωσε το βλέμμα νιώθοντας αμηχανία, αλλά δε χρειαζόταν να το κάνει. Η Λίντα κοίταζε πάνω από το δεξιό του ώμο, σαν να έλεγε την ιστορία της στον τοίχο. Έπινε με μικρές γουλιές το ποτό της σαν πουλί. Το ποτήρι άδειαζε αργά, αλλά σταθερά. «Γέλασα μαζί του όταν τελικά μου το είπε. Γέλασα και είπα: "Κάρι, αν νομίζεις ότι αυτό είναι έρπης, τότε ξέρεις λιγότερα για τα αφροδίσια νοσήματα απ' όσο ξέρω εγώ για τη θερμοδυναμική". Δεν έπρεπε να γελάσω, αλλά ήταν ένας τρόπος να μειώσω την ένταση, ξέρεις. Την πίεση και το άγχος. Ποιο άγχος, τον πανικό. Ο Μάικ Χιούστον του έδωσε αλοιφές που δεν έκαναν τίποτα, και οι δερματολόγοι του έδωσαν αλοιφές που δεν έκαναν τίποτα, και μετά του έκαναν ενέσεις που δεν έκαναν τίποτα. Εγώ ήμουν εκείνη που θυμήθηκε το γέρο τσιγγάνο, εκείνον με τη μισοφαγωμένη μύτη. θυμήθηκα ότι είχε πεταχτεί μέσα από το πλήθος στην αγορά του Ρέιντρι το σαββατοκύριακο μετά την προανάκριση σου, Μπίλι. Βγήκε από το

πλήθος και τον άγγιξε... άγγιξε τον Κάρι. Ακούμπησε το χέρι του στο πρόσωπο του Κάρι και είπε κάτι. Ρώτησα τον Κάρι τότε και τον ξαναρώτησα αργότερα, όταν πια είχε αρχίσει να επεκτείνεται, κι εκείνος δεν ήθελε να μου πει. Κούνησε το κεφάλι του μόνο». Ο Χάλεκ ήπιε μια δεύτερη γουλιά, ενώ η Λίντα ακουμπούσε το άδειο ποτήρι της στο τραπεζάκι δίπλα της. «Καρκίνο του δέρματος», είπε. «Είναι πεπεισμένος ότι έχει καρκίνο του δέρματος, επειδή θεραπεύεται το ενενήντα τοις εκατό των περιπτώσεων. Ξέρω πώς δουλεύει το μυαλό του — θα ήταν αστείο να μην ξέρω μετά από είκοσι πέντε χρόνια που ζω μαζί του, μετά από τόσα χρόνια που τον βλέπω να κάθεται στην έδρα του και να κάνει κτηματομεσιτικές συμφωνίες, να πίνει και να κάνει κτηματομεσιτικές συμφωνίες, να κυνηγάει τις γυναίκες των άλλων και να κάνει κτηματομεσιτικές συμφωνίες, και... Ω, διάβολε. Κάθομαι εδώ και αναρωτιέμαι τι θα έλεγα στην κηδεία του, αν κάποιος μου έδινε μια δόση Πεντοθάλ μία ώρα πριν. Φαντάζομαι πως θα μου έβγαινε κάτι σαν: "Αγόρασε πολλή γη στο Κοννέκτικατ, όπου τώρα έχουν κτιστεί εμπορικά κέντρα, και άνοιξε πολλά σουτιέν, και ήπιε πολλά ποτά, και με άφησε πλούσια χήρα, και έζησα μαζί του τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, και είχα περισσότερα γαμημένα παλτά μινκ απ' ό,τι οργασμούς. Ας φύγουμε λοιπόν όλοι από δω μέσα κι ας πάμε κάπου να χορέψουμε, και μετά από λίγο κάποιος μπορεί να μεθύσει τόσο που να ξεχάσει ότι μου έχουν τσιτώσει το γαμημένο το προγούλι μου πίσω από τα γαμημένα τ' αυτιά μου τρεις γαμημένες φορές, δύο φορές στο γαμημένο Μεξικό και μία φορά στη γαμημένη Γερμανία, και να μου ανοίξει το δικό μου το γαμημένο σουτιέν." Ω, γάμησε τα. Γιατί στα λέω όλα αυτά; Το μόνο πράγμα που εσείς οι άντρες καταλαβαίνετε είναι η δουλειά σας και το ποδόσφαιρο». Έκλαιγε πάλι. Ο Μπίλι Χάλεκ, που τώρα πια κατάλαβε ότι το ποτό που μόλις τέλειωσε δεν ήταν το πρώτο της, κουνήθηκε αμήχανα στην καρέκλα του και ήπιε μια γουλιά απ' το δικό του. Ένιωσε στο στομάχι του μια αβέβαιη ζεστασιά. «Είναι πεπεισμένος ότι έχει καρκίνο του δέρματος, γιατί δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να πιστέψει σε κάτι τόσο γελοία παλιομοδίτικο, τόσο προληπτικό όσο οι κατάρες των τσιγγάνων. Αλλά είδα κάτι βαθιά μέσα στα μάτια του, Μπίλι. Το είδα πολλές φορές τον τελευταίο μήνα. Ειδικά το βράδυ. Όλο και πιο καθαρά κάθε βράδυ. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους που έφυγε, ξέρεις. Γιατί με είδε που το είδα. θέλεις άλλο μαρτίνι;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του και την κοίταξε καθώς πήγαινε στο μπαρ κι έφτιαχνε ένα καινούργιο μαρτίνι για τον εαυτό της. Τα μαρτίνι της ήταν πολύ απλά, γέμιζε το ποτήρι με τζιν και έριχνε μέσα δύο ελιές που σχημάτιζαν δύο στήλες με φυσαλίδες, καθώς βυθίζονταν στο υγρό. Ακόμα και από κει που καθόταν, στην άλλη άκρη του δωματίου, μπορούσε να μυρίσει το τζιν.

Τι είχε ο Κάρι Ρόσιγκτον; Τι του είχε συμβεί; Ένα μέρος του εαυτού του δεν ήθελε να μάθει. Ήταν φανερό ότι ο Χιούστον δε συνέδεσε αυτό που συνέβη στον Μπίλι με αυτό που συνέβη στο Ρόσιγκτον — και γιατί να τα συνδέσει άλλωστε; Ο Χιούστον δεν ήξερε για τους τσιγγάνους. Επιπλέον, ο Χιούστον βομβάρδιζε το μυαλό του με μεγάλες άσπρες τορπίλες, επί μονίμου βάσεως. Η Λίντα γύρισε πίσω και ξανακάθισε κοντά του. «Αν τηλεφωνήσει και πει ότι γυρίζει σπίτι», είπε στον Μπίλι ήρεμα, «θα πάω στο σπίτι μας στην Κάπτιβα. θα είναι τρομερά ζεστά εκεί αυτή την εποχή, αλλά έχω ανακαλύψει ότι αν έχω αρκετό τζιν, δεν προσέχω καν τη θερμοκρασία. Δε νομίζω ότι θα άντεχα να είμαι μόνη μαζί του πια. Τον αγαπώ ακόμα — ναι, με τον τρόπο μου τον αγαπάω — αλλά δε νομίζω ότι θα το άντεχα. Να τον σκέφτομαι στο διπλανό κρεβάτι... να σκέφτομαι ότι μπορεί να... μπορεί να με αγγίξει...» Ανατρίχιασε. Λίγο από το ποτό της χύθηκε. Ήπιε το υπόλοιπο μονορούφι και μετά έκανε έναν παράξενο ήχο, σαν διψασμένο άλογο που έχει πιει μέχρι σκασμού. «Λίντα, τι έχει; Τι συνέβη;» «Τι συνέβη; Συνέβη; Μα, Μπίλι καλέ μου, νόμιζα ότι σου το είπα ή ότι το ήξερες με κάποιο τρόπο». Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δεν ήξερε τίποτα. «Βγάζει λέπια. Ο Κάρι βγάζει λέπια». Ο Μπίλι την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Η Λίντα του χάρισε ένα στεγνό, ειρωνικό, τρομοκρατημένο χαμόγελο και κούνησε λίγο το κεφάλι της. «Όχι, αυτό δεν είναι ακριβές. Το δέρμα του μετατρέπεται σε λέπια. Είναι μια περίπτωση αντεστραμμένης εξέλιξης, ένα τέρας για το τσίρκο. Μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε ψάρι ή ερπετό». Γέλασε ξαφνικά, μ' ένα γέλιο που έκανε το αίμα του Χάλεκ να παγώσει: Βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλας, σκέφτηκε, η αποκάλυψη αυτή τον έκανε να παγώσει ακόμα περισσότερο. Νομίζω ότι θα πάει στην Καπτιβα ό,τι κι αν γίνει, θα πρέπει να φύγει απ' το Φαίρβιου, αν δε θέλει να τρελαθεί. Ναι.

Η Λίντα έφερε τα χέρια στο στόμα της και ζήτησε συγγνώμη σαν να είχε ρευτεί - ή ίσως ξεράσει — και όχι γελάσει. Ο Μπίλι, ανίκανος να μιλήσει εκείνη τη στιγμή, έγνεψε μόνο και σηκώθηκε να φτιάξει ένα δεύτερο ποτό. Εκείνη άρχισε να μιλάει πιο άνετα τώρα που δεν την κοίταζε, τώρα που της είχε γυρίσει την πλάτη, και ο Μπίλι έκανε επίτηδες πολλή ώρα να φτιάξει το ποτό του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η πλάστιγγα της δικαιοσύνης * Ο Κάρι έγινε έξαλλος — κυριολεκτικά έξαλλος — όταν τον άγγιξε ο γεροτσιγγάνος. Πήγε να δει τον αρχηγό της αστυνομίας του Ρέιντρι, τον Άλεν Τσάλκερ, την επομένη. Ο Τσάλκερ έπαιζε μαζί του πόκερ και έδειξε μεγάλη κατανόηση για το πρόβλημα του Κάρι. Οι τσιγγάνοι ήρθαν στο Ρέιντρι αμέσως μετά το Φαίρβιου, είπε στον Κάρι. Ο Τσάλκερ είπε ότι περίμενε να φύγουν από μόνοι τους. Ήταν ήδη στο Ρέιντρι πέντε μέρες, και συνήθως δεν έμεναν περισσότερο από τρεις μέρες — τρεις μέρες έφταναν και περίσσευαν για να προλάβουν όλοι οι έφηβοι της πόλης να μάθουν τη μοίρα τους και όλοι οι σεξουαλικά ανίκανοι άντρες και οι ψυχρές γυναίκες να γλιστρήσουν κρυφά μες στο σκοτάδι στον καταυλισμό τους, και ν' αγοράσουν μαγικά φίλτρα και παράξενες αλοιφές. Μετά από τρεις μέρες το ενδιαφέρον των κατοίκων για τους ξένους πάντα ατονούσε. Τελικά, ο Τσάλκερ σκέφτηκε ότι μάλλον θα περίμεναν ν' ανοίξει το πανηγύρι την Κυριακή. Ήταν κάτι που συνέβαινε μία φορά το χρόνο στο Ρέιντρι και τραβούσε κόσμο και από τις τέσσερις κοντινές πόλεις. Αντί να δημιουργήσει ολόκληρο θέμα για τον ερχομό τους — οι τσιγγάνοι μπορεί να γίνουν κακοί αν τους πιέσεις πολύ — αποφάσισε να τους αφήσει να δουλέψουν με τον κόσμο που θα ερχόταν για το πανηγύρι. Αλλά αν δεν έφευγαν μέχρι την επόμενη Δευτέρα το πρωί, τότε θα τους έδιωχνε εκείνος. * Ο τίτλος του κεφαλαίου αυτού αποτελεί λογοπαίγνιο του συγγραφέα, το οποίο, δυστυχώς, είναι αδύνατο να αποδοθεί στα ελληνικά. Ο αγγλικός τίτλος είναι «The Scales of Justice». Η λέξη «scales» σημαίνει ταυτόχρονα «ζυγός, ζυγαριά, πλάστιγγα», αλλά και «λέπια». Επομένως, ο συγγραφέας αναφέρεται ταυτόχρονα στη ζυγαριά που δείχνει το βάρος που χάνει ο Μπίλι Χάλεκ, στα λέπια που βγάζει ο Κάρι Ρόσιγκτον, στην πλάστιγγα που κρατά η θέμις, με την οποία συνδέεται ο Ρόσιγκτον ως δικαστής, αλλά και στην έννοια της δικαιοσύνης, που είναι βασικό θέμα του βιβλίου. (Σημ. Μετ.)

Όμως δε χρειάστηκε να το κάνει. Τη Δευτέρα το πρωί, το χωράφι όπου είχαν κατασκηνώσει οι τσιγγάνοι ήταν άδειο, εκτός από μερικά σκασμένα λάστιχα, κάμποσα άδεια κουτιά μπίρας και σόδας — οι τσιγγάνοι προφανώς δεν ενδιαφέρονταν για τον καινούργιο νόμο του Κοννέκτικατ για τα μπουκάλια και τα μεταλλικά κουτιά — ίχνη από φωτιές και τρεις ή τέσσερις κουβέρτες τόσο βρόμικες που ο αστυνομικός που έστειλε ο Τσάλκερ να ερευνήσει, τις κούνησε με ένα ραβδί, ένα μακρύ ραβδί. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι τσιγγάνοι έφυγαν απ' το χωράφι, έφυγαν από το Ρέιντρι, έφυγαν από την Κομητεία του Πάτσιν... — καθώς είπε ο Τσάλκερ στον παλιόφιλο και συμπαίκτη του Κάρι Ρόσιγκτον — έφυγαν απ' τον πλανήτη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε αυτόν. Και καλά ξεκουμπίδια. Την Κυριακή το απόγευμα ο γερο-τσιγγάνος άγγιξε το πρόσωπο του Κάρι. Την Κυριακή το βράδυ οι τσιγγάνοι έφυγαν. Τη Δευτέρα το πρωί ο Κάρι πήγε στον Τσάλκερ για να υποβάλει μια καταγγελία εναντίον τους, ποια ακριβώς ήταν η νομική βάση της καταγγελίας δεν ήξερε η Λίντα. Την Τρίτη το πρωί άρχισε το κακό. Μετά το ντους, ο Κάρι κατέβηκε κάτω για πρωινό φορώντας μόνο τη ρόμπα του και είπε: «Κοίτα αυτό». «Αυτό» αποδείχτηκε πως ήταν ένα σημείο στο δέρμα του, λίγο πάνω από την κοιλιά του, που έμοιαζε ερεθισμένο και είχε σκληρύνει. Ήταν ελαφρά πιο ανοιχτόχρωμο από το υπόλοιπο δέρμα του, το οποίο είχε ένα όμορφο σοκολατένιο χρώμα — γκολφ, τένις, κολύμπι και υπεριώδεις ακτίνες το χειμώνα διατηρούσαν το μαύρισμα του αναλλοίωτο. Το σκληρό δέρμα είχε ένα κιτρινωπό χρώμα, σαν το χρώμα που έπαιρναν καμιά φορά οι κάλοι στα πόδια της, όταν ο καιρός ήταν πολύ ξηρός. Το άγγιξε — η φωνή της ράγισε στιγμιαία — και μετά τράβηξε γρήγορα το δάχτυλο της. Το δέρμα ήταν σκληρό και άγριο. Σαν παχύδερμου, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. «Δεν πιστεύεις ότι αυτός ο καταραμένος τσιγγάνος μπορεί να με κόλλησε κάτι, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Κάρι ανήσυχος. «Καμιά δερματική πάθηση;» «Άγγιξε το πρόσωπο σου, όχι το στήθος σου, χρυσέ μου». απάντησε η Λίντα. «Τώρα, ντύσου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Έχουμε μπριός. Φόρεσε το σκούρο γκρίζο κοστούμι σου και την κόκκινη γραβάτα, εντάξει; Είσαι γλύκα». Δύο βράδια αργότερα τη φώναξε στο μπάνιο, η φωνή του έμοιαζε με κραυγή και πήγε τρέχοντας κοντά του. (Οι χειρότερες αποκαλύψεις γίνονται στο μπάνιο, σκέφτηκε ο Μπίλι). Ο Κάρι στεκόταν χωρίς το πουκάμισο του, η ξυριστική του μηχανή βόμβιζε ξεχασμένη στο ένα του χέρι, ενώ τα μάτια του ήταν διάπλατα καρφωμένα στον καθρέφτη. Το κομμάτι του σκληρού, κιτρινωπού δέρματος είχε μεγαλώσει — τώρα έμοιαζε ελαφρά με δέντρο και απλωνόταν προς τα πάνω ανάμεσα στις θηλές του στήθους

του, ενώ προς τα κάτω έφτανε μέχρι τον αφαλό του. Το αλλαγμένο αυτό δέρμα απλωνόταν πάνω απ' το κανονικό δέρμα της κοιλιάς του, είχε πάχος σχεδόν ένα χιλιοστό και ήταν γεμάτο σκασίματα. Μερικά μάλιστα ήταν τόσο βαθιά που θα μπορούσε κανείς να χώσει μέσα ένα νόμισμα. Για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι είχε αρχίσει να μοιάζει... με ψάρι. Είχε λέπια. Κι ένιωσε το στομάχι της ν' ανακατεύεται. «Τι είναι;» ούρλιαξε εκείνος. «Λίντα, τι είναι; » «Δεν ξέρω», είπε, προσπαθώντας να μιλήσει ήρεμα, «αλλά πρέπει να δεις οπωσδήποτε το Μάικλ Χιούστον. Αυτό είναι φανερό. Αύριο, Κάρι». «Όχι, όχι αύριο», ψέλλισε εκείνος, κοιτάζοντας ακόμα το είδωλο του στον καθρέφτη, παρατηρώντας το σκληρό κίτρινο δέρμα. «Μπορεί να είναι καλύτερα αύριο, θα πάω μεθαύριο, αν δεν καλυτερέψει. Αλλά όχι αύριο». «Κάρι...» «Δώσε μου τη Νιβέα, Λίντα». Του την έδωσε και έμεινε ακόμα λίγο - αλλά η εικόνα ν' απλώνει την άσπρη κρέμα πάνω στο σκληρό κίτρινο δέρμα, ο ήχος που έκαναν τα δάχτυλα του πάνω σ' αυτό — ήταν κάτι που δεν μπόρεσε ν' αντέξει και ξαναγύρισε στο δωμάτιο της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, είπε στο Χάλεκ, που χάρηκε γιατί είχαν δύο κρεβάτια, χάρηκε γιατί δε θα μπορούσε να γυρίσει στον ύπνο του και να... την αγγίξει. Έμεινε ξαπλωμένη, ξύπνια, ώρες ολόκληρες, είπε, ακούγοντας τον ανατριχιαστικό ήχο που έκαναν τα δάχτυλα του, καθώς κινούνταν μπρος πίσω πάνω στη μυστηριώδη σάρκα. Το επόμενο βράδυ της είπε ότι ήταν καλύτερα, το μεθεπόμενο βράδυ ισχυρίστηκε ότι ήταν ακόμα καλύτερα. Ασφαλώς, έπρεπε να είχε διακρίνει το ψέμα στα μάτια του... και το ότι έλεγε ψέματα στον εαυτό του περισσότερο απ' όσο έλεγε σ' εκείνη. Ακόμα και τώρα, ο Κάρι παρέμενε το ίδιο εγωιστικό κάθαρμα που ήταν πάντα. Αλλά δεν έφταιγε για όλα ο Κάρι, πρόσθεσε κοφτά, με την πλάτη ακόμα γυρισμένη στο Χάλεκ. Με τα χρόνια είχε αναπτύξει το δικό της είδος ιδιότυπου εγωισμού. Ήθελε, χρειαζόταν την ψευδαίσθηση σχεδόν όσο κι εκείνος. Την τρίτη νύχτα, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα τους φορώντας μόνο το παντελόνι της πιτζάμας του. Τα μάτια του ήταν θαμπά και πληγωμένα, έντρομα. Εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο μυστηρίου της Ντόροθι Σέιγερς - ήταν τ' αγαπημένα της - και έπεσε απ' τα χέρια της όταν τον είδε. θα είχε ουρλιάξει, είπε στον Μπίλι, αλλά ένιωσε ότι έχασε όλη τη δύναμη της. Και ο Μπίλι είχε το χρόνο να σκεφτεί ότι κανένα ανθρώπινο συναίσθημα δεν ήταν πραγματικά μοναδικό, παρ' όλο που ίσως κανένας δε θα 'θελε να το πιστεύει. Ο Κάρι Ρόσιγκτον προφανώς πέρασε την ίδια περίοδο

αυτοεξαπάτησης, την οποία ακολούθησε μια τρομακτική συνειδητοποίηση, όπως συνέβη και με τον ίδιο τον Μπίλι. Η Λίντα είδε ότι το σκληρό κίτρινο δέρμα — τα λέπια, δεν μπορούσε πια να το σκέφτεται παρά μόνο σαν λέπια — κάλυπταν τώρα το μεγαλύτερο μέρος του στήθους του Κάρι και όλη την κοιλιά του. Ήταν πολύ άσχημο και ζάρωνε σαν καμένο δέρμα. Τα σκασίματα έκαναν ζιγκ-ζαγκ προς κάθε κατεύθυνση, μαύρα και βαθιά, κοκκινωπά στο βάθος, όπου δε θα 'θελε κανένας να κοιτάξει. Και παρ' όλο που αρχικά θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι τα σκασίματα αυτά ήταν τυχαία όπως τα σκασίματα σε έναν κρατήρα που άνοιξε μια βόμβα, μετά από λίγο η αμήχανη ματιά του θα του έλεγε κάτι άλλο. Στα άκρα, το σκληρό κίτρινο δέρμα ανασηκωνόταν λίγο. Λέπια. Όχι σαν του ψαριού, αλλά μεγάλα, σκληρά, σαν του ερπετού, σαν τα λέπια σαύρας, κροκόδειλου ή ιγκουάνα. Το καστανό τόξο της αριστερής θηλής του φαινόταν ακόμα. Το υπόλοιπο δέρμα του δε φαινόταν, είχε θαφτεί κάτω από το κιτρινόμαυρο καύκαλο. Η δεξιά θηλή είχε χαθεί τελείως, και μια προέκταση της παράξενης αυτής σάρκας περνούσε κάτω απ' τη μασχάλη του και έφτανε ως την πλάτη του σαν το αρπακτικό χέρι κάποιου απίθανου τέρατος. Ο αφαλός του είχε χαθεί. Και... «Κατέβασε το παντελόνι της πιτζάμας του», συνέχισε η Λίντα. Βρισκόταν τώρα στο τρίτο ποτήρι, το οποίο άδειαζε γρήγορα με τις ίδιες μικρές γουλιές σαν πουλί. Πάλι δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ' τα μάτια της, μ' αυτό ήταν όλο. «Τότε ξαναβρήκα τη φωνή μου. Του φώναξα να σταματήσει κι αυτός σταμάτησε... αλλά πρόλαβα ήδη να δω ότι είχε κατευθυνθεί προς τις βουβώνες του. Δεν είχε αγγίξει το πέος του... τουλάχιστον, όχι ακόμα... αλλά το τρίχωμα της ήβης είχε χαθεί και στη θέση του ήταν εκείνα τα κίτρινα λέπια. »"Νόμιζα πως είπες ότι πήγαινε καλύτερα", είπα. »"Πράγματι έτσι νόμιζα", μου απάντησε. Και την επομένη, έκλεισε ραντεβού με το Χιούστον». Ο οποίος ασφαλώς θα του μίλησε, σκέφτηκε ο Χάλεκ, για το φοιτητή που δεν είχε εγκέφαλο και την ηλικιωμένη κυρία που έβγαζε δόντια. Και θα τον ρώτησε αν θα ήθελε μια τζούρα' , Μία βδομάδα αργότερα, ο Ρόσιγκτον επισκέφθηκε τους καλύτερους δερματολόγους στη Νέα Υόρκη. Εκείνοι διέγνωσαν αμέσως από τι έπασχε, αλλά τον υπέβαλαν σε μια σειρά ακτινογραφιών. Τα λέπια εξακολούθησαν ν' απλώνονται πάνω του. Δεν τον πονούσαν, της είπε ο Ρόσιγκτον. Ένιωθε μόνο μια ελαφρά φαγούρα στο σημείο

που το παλιό δέρμα ερχόταν σε επαφή με τον τρομερό εισβολέα. Η καινούργια σάρκα δεν αισθανόταν τίποτα. Χαμογελώντας με το απόκοσμο, έντρομο χαμόγελο, που είχε αρχίσει να είναι η μοναδική έκφραση στο πρόσωπο του, της είπε ότι κάποια μέρα άναψε ένα τσιγάρο και το έσβησε πάνω στο στομάχι του... αργά αργά. Δεν ένιωσε κανέναν πόνο. Κανέναν πόνο απολύτως. Εκείνη έκλεισε τ' αυτιά της με τα χέρια της και του ζήτησε να σταματήσει. Οι δερματολόγοι είπαν στον Κάρι ότι είχαν πέσει λιγάκι έξω. Τι εννοείτε; ρώτησε ο Κάρι. Είπατε ότι ξέρατε. Είπατε ότι ήσαστε βέβαιοι. Τι να κάνουμε, είπαν εκείνοι. Αυτά συμβαίνουν. Σπάνια, χα-χα, πολύ σπάνια, αλλά τώρα πια είμαστε πραγματικά σίγουροι. Όλα τα τεστ, είπαν, επιβεβαίωναν αυτό το καινούργιο συμπέρασμα. Είχε ακολουθήσει ένα πρόγραμμα υποβιτών — βιταμίνες υψηλής ισχύος, για όσους δε γνωρίζουν την ορολογία των μεγαλογιατρών — και ενέσεις. Ταυτόχρονα με την καινούργια αυτή θεραπεία, είχαν αρχίσει τα πρώτα λέπια να εμφανίζονται στο λαιμό του Κάρι... κάτω απ' το σαγόνι του... και τελικά στο πρόσωπο του. Τότε είναι που οι δερματολόγοι παραδέχτηκαν τελικά ότι τα είχαν κάνει θάλασσα. Μόνο για την ώρα, φυσικά. Τίποτα τέτοιο δεν είναι ανίατο. Η σύγχρονη ιατρική... η σωστή δίαιτα... και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά... Ο Κάρι δεν την άκουγε πια όταν δοκίμαζε να του μιλήσει για το γερο-τσιγγάνο. Μια φορά, μάλιστα, σήκωσε το χέρι του σαν να ήθελε να τη χτυπήσει... κι εκείνη παρατήρησε πως το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού είχε αρχίσει να σκληραίνει και να κιτρινίζει. «Καρκίνος του δέρματος!» της φώναξε. «Αυτό είναι, καρκίνος του δέρματος, καρκίνος του δέρματος, καρκίνος του δέρματος! Τώρα, για όνομα του θεού, μπορείς να σταματήσεις να μου πιπιλίζεις το μυαλό μ' εκείνο το γέρο;» Φυσικά, εκείνος φαινόταν λογικός, εκείνη μιλούσε με τους παραλογισμούς του δέκατου τέταρτου αιώνα... κι ωστόσο ήξερε ότι ήταν έργο του γερο-τσιγγάνου, που είχε ξεχωρίσει απ' το πλήθος στο πανηγύρι του Ρέιντρι και είχε αγγίξει το πρόσωπο του Κάρι. Εκείνη το ήξερε, και στα μάτια του, εκείνη τη φορά που σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει, είδε ότι κι αυτός το ήξερε. Κανόνισε με τον Γκλεν Πέτρι να πάρει άδεια, ο οποίος έπαθε σοκ ακούγοντας ότι ο παλιός φίλος, συνάδελφος και συμπαίκτης του στο γκολφ είχε καρκίνο του δέρματος. Ακολούθησαν δύο βδομάδες, είπε η Λίντα στο Χάλεκ, τις οποίες δεν ήθελε να θυμάται, ούτε να μιλάει γι' αυτές. Ο Κάρι κοιμόταν σαν νεκρός, μερικές φορές πάνω στο δωμάτιο τους, αλλά συχνά στη μεγάλη πολυθρόνα στο γραφείο του ή με το κεφάλι στα χέρια στο τραπέζι της κουζίνας. Άρχιζε να πίνει κάθε απόγευμα γύρω

στις τέσσερις. Καθόταν στο καθιστικό, κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι στο λεπιασμένο χέρι του και παρακολουθούσε κωμικές σειρές, μετά τα τοπικά και τα εθνικά νέα, μετά τηλεπαιχνίδια, μετά τρεις ώρες διάφορες εκπομπές μεγάλης ακροαματικότητας, μετά κι άλλες ειδήσεις, μετά ταινίες μέχρι τις δύο ή τις τρεις το πρωί. Και όλο αυτό το διάστημα, έπινε ουίσκι σαν πέπσι-κόλα, απ' το μπουκάλι. Μερικά βράδια έκλαιγε. Εκείνη έμπαινε και τον έβλεπε να κλαίει, ενώ ο Γουόρνερ Άντερσον, φυλακισμένος στη μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης τους, φώναζε: «Ας πάμε στην ταινία!», με τον ενθουσιασμό ανθρώπου που προσκαλεί τις παλιές φιλενάδες του να πάνε μαζί του κρουαζιέρα στην Αρούμπα. Άλλα βράδια πάλι — ευτυχώς λίγα - τριγύριζε σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι, τρικλίζοντας και παραπατώντας, με το μπουκάλι το ουίσκι στο χέρι, που δεν έμοιαζε πια με χέρι, φωνάζοντας ότι ήταν καρκίνος του δέρματος, ήταν γαμημένος καρκίνος του δέρματος, και τον είχε πάθει από τη γαμημένη τη λάμπα με τις υπεριώδεις ακτίνες, και θα έκανε αγωγή στα καθάρματα που του το είχαν κάνει αυτό, θα τους κυνηγούσε μέχρι που δε θα είχαν πού να κρυφτούν. Μερικές φορές, όταν ήταν σ' αυτή την κατάσταση, έσπαζε πράγματα. «Τελικά, κατάλαβα ότι πάθαινε αυτές τις κρίσεις τις νύχτες που ακολουθούσαν τον ερχομό της κυρίας Μάρλεϊ για να καθαρίσει», είπε η Λίντα. «Βλέπεις, όταν ερχόταν εκείνη, αυτός ανέβαινε στη σοφίτα. Αν τον έβλεπε, θα το μάθαινε όλη η πόλη. Ήταν τα βράδια μετά τον ερχομό της και τον περιορισμό του στη σοφίτα που ήταν πιο άσχημα, νομίζω. Τότε ένιωθε σαν τέρας». «Κι έτσι πήγε στην Κλινική Μαγιό», είπε ο Μπίλι. «Ναι», είπε εκείνη, κι επιτέλους τον κοίταξε. Το πρόσωπο της έδειχνε μεθυσμένο και τρομοκρατημένο. «Τι θ' απογίνει, Μπίλι; Τι μπορεί ν' απογίνει;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Επιπλέον, ανακάλυψε ότι δεν είχε πια διάθεση να σκέφτεται την ερώτηση αυτή, όπως δεν είχε διάθεση να σκέφτεται εκείνη την περίφημη φωτογραφία που έδειχναν οι ειδήσεις, του Νοτιοβιετναμέζου στρατηγού που πυροβολούσε τον υποτιθέμενο συνεργάτη των Βιετκόνγκ στο κεφάλι. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο, που δεν καταλάβαινε, η μια περίπτωση έμοιαζε με την άλλη. «Νοίκιασε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο για να πάει στη Μινεζότα, σ' το είπα αυτό; Γιατί δεν αντέχει να τον κοιτάζουν. Στο είπα αυτό, Μπίλι;» Ο Μπίλι κούνησε πάλι το κεφάλι του. «Τι θ' απογίνει;»

«Δεν ξέρω», είπε ο Χάλεκ, ενώ σκεφτόταν: Και, επί τη ευκαιρία, τι θ' απογίνω εγώ, Λίντα; «Στο τέλος, πριν παραιτηθεί και φύγει, και τα δύο χέρια του είχαν μετατραπεί σε πόδια ζώου. Τα μάτια του ήταν δύο... δύο αστραφτερές μπλε χάντρες, χωμένες μέσα στις γεμάτες λέπια κόχες. Η μύτη του...» Σηκώθηκε και τον πλησίασε τρεκλίζοντας και το πόδι της χτύπησε στη γωνία του τραπεζιού τόσο δυνατά που το τραπέζι κουνήθηκε. Δεν το αισθάνεται τώρα, σκέφτηκε ο Χάλεκ, αλλά θα έχει μια τρομερή μελανιά στο μηρό της αύριο, και αν είναι τυχερή δε θα θυμάται πού ή πώς την απέκτησε. Άρπαξε το χέρι του. Τα μάτια της ήταν δύο μεγάλες λίμνες τρόμου. Μιλούσε με ένα μακάβριο ύφος σαν να του εμπιστευόταν ένα τρομερό μυστικό κι ο Μπίλι ανατρίχιασε. Η ανάσα της βρομούσε τζιν. «Μοιάζει με κροκόδειλο τώρα», είπε ψιθυριστά. «Ναι, ακριβώς έτσι μοιάζει, Μπίλι. Σαν κάτι που σύρθηκε έξω από το βάλτο και φόρεσε ρούχα ανθρώπου. Είναι σαν να μεταμορφώνεται σε κροκόδειλο, κι εγώ χαίρομαι που έφυγε. Πραγματικά χαίρομαι. Νομίζω ότι αν δεν είχε φύγει, θα είχα φύγει εγώ. Ναι. θα είχα φτιάξει μια βαλίτσα και...» Έγερνε όλο και περισσότερο πάνω του και ο Μπίλι σηκώθηκε ξαφνικά, νιώθοντας πως δεν μπορούσε ν' αντέξει άλλο. Η Λίντα Ρόσιγκτον παραπάτησε και ο Χάλεκ μόλις που πρόλαβε να τη συγκρατήσει... φαίνεται πως είχε κι εκείνος πιει πολύ. Αν δεν την είχε προλάβει, θα είχε πέσει και θα είχε σπάσει το κεφάλι της πάνω στο γυάλινο τραπέζι (Τράιφλς, 587 δολάρια συν τα έξοδα αποστολής), στο οποίο είχε χτυπήσει το πόδι της... μόνο που αντί να ξυπνήσει με μια μελανιά, θα ξυπνούσε νεκρή. Κοιτάζοντας το μισότρελο βλέμμα της, ο Μπίλι αναρωτήθηκε μήπως τελικά η Λίντα καλοδεχόταν το θάνατο. «Λίντα, πρέπει να φύγω». «Φυσικά», είπε εκείνη. «Πέρασες μόνο για τη δόση σου, έτσι, Μπίλι χρυσέ μου;» «Λυπάμαι», είπε εκείνος. «Λυπάμαι για όλα. Σε παρακαλώ, πίστεψε με». Και τελείως παράλογα, άκουσε τον εαυτό του να προσθέτει: «Όταν μιλήσεις με τον Κάρι, δώσε τους τις καλύτερες ευχές μου». «Δεν είναι εύκολο να του μιλήσεις τώρα», αποκρίθηκε εκείνη μ' αφηρημένο ύφος. «Συμβαίνει μέσα στο στόμα του, βλέπεις. Τα ούλα του γίνονται πιο χοντρά, η γλώσσα του έχει αλλοιωθεί. Μπορώ να του μιλήσω, αλλά ό,τι μου λέει, όλες οι απαντήσεις του, μοιάζουν με γρυλίσματα».

Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, θέλοντας να απαλλαγεί από την απαλή, καλλιεργημένη φωνή της, θέλοντας να απαλλαγεί από το τρομερό της βλέμμα. «Πραγματικά μεταμορφώνεται σε κροκόδειλο. Υποθέτω ότι σύντομα θα αναγκαστούν να τον βάλουν σε μια δεξαμενή... ίσως θα χρειάζεται να διατηρούν υγρό το δέρμα του». Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και ο Μπίλι είδε ότι το τζιν χυνόταν απ' το ποτήρι πάνω στα παπούτσια της. «Καληνύχτα, Λίντα», ψιθύρισε. «Γιατί, Μπίλι; Γιατί πήγες και χτύπησες τη γριά; Γιατί το έκανες αυτό στον Κάρι και σε μένα; Γιατί;» «Λίντα...» «Ξαναέλα σε μερικές βδομάδες», είπε, κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς το μέρος του, ενώ ο Μπίλι ψαχούλευε με το χέρι πίσω απ' την πλάτη του να βρει το χερούλι της εξώπορτας. Διατηρούσε το ευγενικό χαμόγελο του με μεγάλο κόπο. «Ξαναέλα και άφησε με να σε κοιτάξω όταν θα έχεις χάσει άλλα 20 κιλά. Θα γελάσω με την ψυχή μου... μα την αλήθεια θα γελάσω...» Επιτέλους, βρήκε το χερούλι. Το γύρισε. Ο κρύος αέρας που τον χτύπησε στο πρόσωπο ήταν αληθινή ευλογία. «Καληνύχτα, Λίντα. Λυπάμαι...» «Κράτα τη λύπη σου για τον εαυτό σου», ούρλιαξε και πέταξε το ποτήρι της πάνω του. Το ποτήρι χτύπησε την πόρτα στα δεξιά του Μπίλι κι έγινε χίλια κομμάτια. «Γιατί τη χτύπησες, κάθαρμα; Γιατί μας το έκανες αυτό; Γιατί; Γιατί; Γιατί; » Ο Χάλεκ κατάφερε να φτάσει στη γωνία Παρκ Λέιν και Λάντερν Ντράιβ, όπου κατέρρευσε στο παγκάκι κάτω απ' το στέγαστρο της στάσης του λεωφορείου, τρέμοντας σαν να είχε γρίπη, νιώθοντας καούρες στο λαιμό και στο στομάχι, και ένα βουητό στο κεφάλι απ' το τζιν. Σκέφτηκε: Τη χτύπησα και τη σκότωσα και τώρα χάνω βάρος ασταμάτητα. Ο Κάρι Ρόσιγκτον έκανε την προανάκριση και με άφησε να φύγω χωρίς την παραμικρή επίπληξη, και τώρα βρίσκεται στην Κλινική Μαγιό. Είναι στην Κλινική Μαγιό και, αν πιστέψουμε τη γυναίκα του, μοιάζει σαν να το έχει μόλις σκάσει από κάποιο βάλτο. Ποιος άλλος ανακατεύτηκε στην ιστορία αυτή; Ποιος άλλος αναμίχθηκε με τέτοιο τρόπο που ο γερο-τσιγγάνος θα μπορούσε να θεωρήσει ότι έπρεπε να τον εκδικηθεί;

Σκέφτηκε τους δύο μπάτσους που είχαν διώξει τους τσιγγάνους απ' το πάρκο... Ο ένας τους δεν ήταν παρά ένα απλό όργανο της τάξης που ακολουθούσε... Ακολουθούσε εντολές. Εντολές από ποιον; Μα από τον αρχηγό της αστυνομίας, φυσικά. Τις εντολές του Ντάνκαν Χόπλι. Οι τσιγγάνοι είχαν διωχτεί γιατί δεν είχαν άδεια να δώσουν παράσταση στο πάρκο. Αλλά φυσικά ήξεραν ότι το μήνυμα ήταν ευρύτερο. Αν ήθελες να διώξεις τους τσιγγάνους, υπήρχαν πολλοί τρόποι. Επαιτεία. Διατάραξη της κοινής ησυχίας. Φτύσιμο στο πεζοδρόμιο. Ό,τι βάζει ο νους σου. Οι τσιγγάνοι είχαν κάνει μια συμφωνία μ' έναν αγρότη στη δυτική πλευρά της πόλης, έναν πικρόχολο γέρο ονόματι Άρνκαστερ. Υπήρχε πάντα κάποια φάρμα, κάποιος πικρόχολος γέρος, και οι τσιγγάνοι πάντα τον ανακάλυπταν. Η μύτη τους έχει εκπαιδευθεί να μυρίζεται κάτι τύπους σαν τον Άρνκαστερ, σκέφτηκε ο Μπίλι, ενώ καθόταν στο παγκάκι και άκουγε τις πρώτες σταγόνες μιας ανοιξιάτικης βροχής να χτυπούν το στέγαστρο. Απλή εξέλιξη του είδους. Το μόνο που χρειάζεται είναι δύο χιλιάδες χρόνια μετακινήσεων και διωγμών. Μιλάς σε μερικούς ανθρώπους. Η Μαντάμ Αζόνκα πιθανώς διαβάζει τσάμπα τη μοίρα δύο τριών ανθρώπων. Ψάχνεις το όνομα κάποιου που έχει γη, αλλά χρωστάει χρήματα, κάποιου που δεν τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την πόλη ή για τους νόμους της, κάποιου που περιφράζει τις μηλιές του, αφού έχει αρχίσει η περίοδος του κυνηγιού, από καθαρή κακία, γιατί προτιμάει να του φάει το ελάφι τα μήλα, παρά να φάνε οι κυνηγοί το ελάφι. Ψάχνεις το όνομα ενός τέτοιου ανθρώπου και πάντα το βρίσκεις, γιατί υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένας Άρνκαστερ σε κάθε πόλη, ακόμα και στην πιο πλούσια, και μερικές φορές υπάρχουν δύο ή τρεις και μπορείς να διαλέξεις μεταξύ τους. Πάρκαραν τα αυτοκίνητα και τα τροχόσπιτα τους κυκλικά, ακριβώς όπως οι πρόγονοι τους συνήθιζαν να βάζουν τις άμαξες και τα κάρα τους σε κύκλο, πριν από διακόσια, τετρακόσια, οκτακόσια χρόνια. Έπαιρναν άδεια να ανάβουν φωτιές και τη νύχτα ακούγονταν γέλια και συζητήσεις και σίγουρα όλο και κάποιο μπουκάλι θα πέρναγε από χέρι σε χέρι. Όλα αυτά, σκέφτηκε ο Χάλεκ, θα τα δεχόταν ο Χόπλι. Έτσι ήταν τα πράγματα. Όσοι ήθελαν να αγοράσουν ό,τι ήταν αυτό που πουλούσαν οι τσιγγάνοι, μπορούσαν να πάνε μέχρι το κτήμα του Άρνκαστερ. Τουλάχιστον, ήταν έξω από την πόλη. Και δε φαινόταν από την πόλη, πράγμα που αποτελούσε ευχής έργο, καθώς δεν αποτελούσε ιδιαίτερα ωραίο θέαμα — τα κτήματα που έβρισκαν οι τσιγγάνοι ήταν πάντα σε κακό χάλι. Άλλωστε, σύντομα θα πήγαιναν στο Ρέιντρι ή στο Γουέστπορτ, κι από κει θα χάνονταν από τα μάτια και τη σκέψη των κατοίκων του Φαίρβιου.

Μόνο που μετά το ατύχημα, μετά απ' όταν ο γερο-τσιγγάνος εμφανίστηκε στα σκαλιά του δικαστηρίου και άγγιξε τον Μπίλι Χάλεκ, δεν ήταν πια εύκολο να δεχτεί ο Χόπλι ότι «έτσι ήταν τα πράγματα». Ο Χόπλι είχε δώσει στους τσιγγάνους δύο μέρες, θυμήθηκε ο Χάλεκ, και όταν δεν έδειξαν πως σκόπευαν να φύγουν, τους ανάγκασε εκείνος να το κάνουν. Κατ' αρχήν, ο Τζιμ Ρόμπερτς ανακάλεσε την άδεια ν' ανάβουν φωτιά. Παρ' όλο που έβρεχε κάθε μέρα την προηγούμενη βδομάδα, ο Ρόμπερτς τους είπε ότι ο κίνδυνος πυρκαγιάς ξαφνικά αυξήθηκε κατακόρυφα. Κι επί τη ευκαιρία, καλό θα ήταν να θυμούνται ότι οι ίδιοι κανονισμοί που ρύθμιζαν το άναμμα της φωτιάς, ίσχυαν επίσης και για τους φούρνους προπανίου, τα κάρβουνα και τα μαγκάλια. Το επόμενο βήμα, φυσικά, ήταν να κάνει μια βόλτα ο Χόπλι και να επισκεφθεί ορισμένες τοπικές επιχειρήσεις όπου ο Λαρς Άρνκαστερ είχε πίστωση, μια πίστωση η οποία συνήθως είχε φτάσει στα όρια της. Τέτοιες επιχειρήσεις ήταν το σιδεράδικο, το κατάστημα που πουλούσε τροφές στην Οδό Ρέιντρι ή ο Αγροτικός Συνεταιρισμός στο Φαίρβιου Βίλατζ. Μπορεί ακόμα να πήγε να επισκεφθεί τον Ζάκαρι Μάρτσαντ στην Τράπεζα του Κοννέκτικατ... την τράπεζα απ' την οποία είχε πάρει δάνειο ο Άρνκαστερ. Ήταν μες στη δουλειά του όλα αυτά. Ένα φλιτζάνι καφέ με τον πρώτο, φαγητό με το δεύτερο - κάτι απλό, κανένα σάντουιτς και μία λεμονάδα - ένα μπουκάλι μπίρα με τον τρίτο. Και μέχρι να δύσει ο ήλιος την επομένη, όλοι όσοι είχαν κάποιο δικαίωμα πάνω στον κώλο του Λαρς Άρνκαστερ τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του είχαν πει πόσο καλό θα ήταν να έφευγαν οι καταραμένοι οι τσιγγάνοι... πόσο θα τον ευγνωμονούσαν όλοι. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που είχε προβλέψει ο Ντάνκαν Χόπλι. Ο Άρνκαστερ πήγε στους τσιγγάνους, τους επέστρεψε τα υπόλοιπα χρήματα του ποσού που είχαν συμφωνήσει σαν ενοίκιο και χωρίς αμφιβολία είχε αδιαφορήσει για τις διαμαρτυρίες τους - ο Χάλεκ σκεφτόταν ιδιαίτερα το νεαρό ζογκλέρ, ο οποίος προφανώς δεν είχε κατανοήσει ποια ήταν η θέση του. Άλλωστε, οι τσιγγάνοι δεν είχαν υπογεγραμμένο συμβόλαιο που θα μπορούσε να σταθεί σε κάποιο δικαστήριο. Αν ήταν ξεμέθυστος ο Άρνκαστερ, μπορεί να τους είπε ότι ήταν τυχεροί που ήταν τίμιος άνθρωπος και τους επέστρεψε τα υπόλοιπα χρήματα τους. Αν ήταν μεθυσμένος — ο Άρνκαστερ συνήθιζε να πίνει γύρω στα δεκαοκτώ κουτιά μπίρα στην καθισιά του — μπορεί να είχε πει περισσότερα. Μπορεί να τους είπε πως υπήρχαν δυνάμεις στην πόλη που ήθελαν να φύγουν οι τσιγγάνοι. Ασκήθηκε πίεση, πίεση στην οποία ένας φτωχός αγρότης σαν τον Λαρς Άρνκαστερ δεν μπορούσε ν' αντιδράσει. Ειδικά όταν οι μισοί «καθώς πρέπει άνθρωποι» στην πόλη είχαν ήδη προηγούμενα μαζί του.

Όχι ότι οι τσιγγάνοι — με πιθανή εξαίρεση το ζογκλέρ, σκέφτηκε ο Μπίλι — θα χρειάζονταν ανάλυση της κατάστασης. Ο Μπίλι σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει αργά προς το σπίτι μέσα στην παγερή βροχή. Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχε φως. Η Χάιντι τον περίμενε. Όχι ο αστυνομικός του περιπολικού — δεν υπήρχε λόγος για εκδίκηση. Όχι ο Άρνκαστερ — είχε την ευκαιρία να κερδίσει πεντακόσια δολάρια και τους είχε ξαποστείλει επειδή αυτό έπρεπε να κάνει. Ο Ντάνκαν Χόπλι; Ο Χόπλι Ίσως. Πιθανότατα. Κατά κάποιον τρόπο, ο Χόπλι ήταν απλώς ένα είδος εκπαιδευμένου σκύλου, του οποίου άμεσος στόχος ήταν η διαφύλαξη του καλολαδωμένου status quo του Φαίρβιου. Αλλά ο Μπίλι αμφέβαλλε αν ο γεροτσιγγάνος είχε τη διάθεση να δει τα πράγματα από μια τόσο ψυχρή κοινωνιολογική οπτική γωνία. Κι αυτό, όχι μόνο επειδή ο Χόπλι τους έδιωξε τόσο αποτελεσματικά μετά την προανάκριση. Το να τους διώχνουν από μια πόλη ήταν μια πραγματικότητα. Ήταν συνηθισμένοι σ' αυτό. Η παράλειψη του Χόπλι να ερευνήσει ολοκληρωμένα το ατύχημα που στοίχισε τη ζωή της γριάς... Α, αυτό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, έτσι; Παράλειψη να ερευνήσει; Διάβολε, Μπίλι, μη με χάνεις να γελάω. Η παράλειψη να ερευνήσεις είναι απλή παράλειψη. Αυτό που έκανε ο Χόπλι ήταν να θολώσει όσο περισσότερο μπορούσε κάθε πιθανή ένδειξη ενοχής. Αρχής γενομένης από την ύποπτη έλλειψη αλκοτέστ. Ήταν ένα κουκούλωμα με όλη τη σημασία της λέξης. Το ξέρεις, και ο Κάρι Ρόσιγκτον το ξέρει επίσης. Ο αέρας είχε δυναμώσει τώρα, το ίδιο και η βροχή. Έβλεπε να γεμίζουν οι λακκούβες στο δρόμο. Το νερό γυάλιζε παράξενα κάτω από τα φώτα του δρόμου. Ο αέρας μούγκριζε ανάμεσα στα κλαδιά που έτριζαν. Ο Μπίλι Χάλεκ σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Πρέπει να δω τον Ντάνχαν Χόπλι. Κάτι άστραψε μέσα του, κάτι που θα μπορούσε να είναι η σπίθα μιας ιδέας. Τότε σκέφτηκε το τρομοκρατημένο πρόσωπο της Λίντα Ρόσιγκτον... σκέφτηκε τη Λίντα να λέει: Είναι δύσκολο να του μιλήσεις τώρα... συμβαίνει μες στο στόμα του, βλέπεις... απαντάει με γρυλίσματα.

Όχι απόψε. Αρκετά γι' αυτό το βράδυ. «Πού πήγες, Μπίλι;» Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, λουσμένη στο άπλετο φως της λάμπας. Ακούμπησε στο κάλυμμα του κρεβατιού το βιβλίο της, τον κοίταξε και ο Μπίλι είδε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Αυτοί οι μαύροι κύκλοι δεν του προξενούσαν οίκτο... τουλάχιστον, όχι απόψε. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να πει: Πήγα να δω τον Κάρι Ρόσιγκτον, αλλά επειδή έλειπε ήπια μερικά ποτά με τη γυναίκα του — το είδος των ποτών που θα πρέπει να πίνει ο Πράσινος Γίγαντας όταν θέλει να μεθύσει. Και δε φαντάζεσαι τι μου είπε, Χάιντι χρυσή μου. Ο Κάρι Ρόσιγκτον, που σου έβαλε χέρι κάποια Πρωτοχρονιά, μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε κροκόδειλο. Όταν τελικά πεθάνει, θα τον κάνουν ένα καινούργιο προϊόν: Σημειωματάρια από Δέρμα Δικαστή-Κροκόδειλου. «Πουθενά», είπε. «Έξω. Περπατούσα. Σκεφτόμουν». «Βρομάς σαν να έπεσες σε κανένα βαρέλι με τζιν γυρνώντας σπίτι». «Κατά κάποιον τρόπο, έπεσα. Στην πραγματικότητα, έπεσα στην Παμπ του Άντι». «Πόσα ήπιες;» «Ένα δύο». «Αν κρίνω από τη μυρωδιά, θα πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε». «Χάιντι, μου κάνεις ανάκριση πρώτου βαθμού;» «Όχι, χρυσέ μου. Αλλά μακάρι να μην ανησυχούσες τόσο. Οι γιατροί θ' ανακαλύψουν ασφαλώς τι συμβαίνει όταν κάνουν τα τεστ μεταβολισμού». Ο Χάλεκ γρύλισε. Εκείνη γύρισε το φοβισμένο πρόσωπο της προς το μέρος του. «Εγώ ευχαριστώ το θεό που δεν είναι καρκίνος». Σκέφτηκε - και παραλίγο να το πει δυνατά - ότι ήταν τυχερή που ήταν απέξω. Ήταν τυχερή που έβλεπε ακόμα διαβαθμίσεις στον τρόμο. Δεν το είπε, αλλά κάτι απ' αυτό που ένιωθε πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπο του, γιατί η έκφραση της δυστυχίας και της κούρασης που είχε εκείνη έγινε ακόμα εντονότερη.

«Λυπάμαι», είπε. «Είναι... είναι δύσκολο να πω κάτι που να μην είναι παράταιρο». Το ξέρεις, μωρό μου, σκέφτηκε εκείνος και το μίσος φούντωσε πάλι μέσα του, καυτό κι οδυνηρό. Σε συνδυασμό με το τζιν, τον έκανε να αισθάνεται κατάθλιψη κι αδιαθεσία. Σύντομα όμως υποχώρησε, αφήνοντας ενοχές. Το δέρμα του Κάρι μεταλλασσόταν σε ένας θεός ξέρει τι, κάτι κατάλληλο μόνο για τσίρκο. Ο Ντάνκαν Χόπλι μπορεί να ήταν μια χαρά, αλλά μπορεί και να περίμενε κάτι ακόμα χειρότερο τον Μπίλι στο σπίτι του αστυνομικού. Διάβολε, τελικά το να χάνεις βάρος δεν ήταν και τόσο κακό, ήταν; Γδύθηκε, αφού φρόντισε να σβήσει το φως πρώτα, κι έσφιξε τη Χάιντι στην αγκαλιά του. Στην αρχή ήταν σφιγμένη. Αλλά μετά, ακριβώς όταν άρχισε να σκέφτεται ότι δεν ωφελεί, μαλάκωσε. Άκουσε το λυγμό που εκείνη προσπαθούσε να συγκρατήσει, και σκέφτηκε ότι αν τα παραμύθια έχουν δίκιο που λένε ότι υπάρχει μεγαλείο στις δυσκολίες κι ο χαρακτήρας χτίζεται στις συμφορές, τότε εκείνος δεν τα 'χε καταφέρει και τόσο καλά μέχρι στιγμής. «Χάιντι, λυπάμαι», είπε. «Μακάρι να μπορούσα να χάνω κάτι», ψέλλισε. «Μακάρι να μπορούσα να χάνω κάτι, Μπίλι». «Μπορείς», είπε ο Χάλεκ και άγγιξε το στήθος της. Έκαναν έρωτα. Εκείνος άρχισε με τη σκέψη αυτό είναι για κείνη και ανακάλυψε ότι τελικά ήταν για τον εαυτό του. Αντί να κάθεται μέσα στο σκοτάδι και να βλέπει ολοζώντανα το δυστυχισμένο πρόσωπο της Λίντα Ρόσιγκτον και τα έντρομα μάτια της, κατάφερε να κοιμηθεί. Το άλλο πρωί, η ζυγαριά έδειξε 79 κιλά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ Ντάνκαν Χόπλι Κανόνισε να πάρει άδεια από το γραφείο του για να κάνει τη σειρά των τεστ μεταβολισμού. Ο Κερκ Πέντσλι φάνηκε τόσο πρόθυμος να ικανοποιήσει το αίτημα του να πάρει άδεια που άγγιζε τα όρια της αγένειας, φέρνοντας έτσι αντιμέτωπο το Χάλεκ με μια αλήθεια που θα προτιμούσε να μην αναγκαστεί να αντιμετωπίσει. Ήθελαν να απαλλαγούν απ' αυτόν. Δύο από τα τρία προγούλια του είχαν πια

εξαφανιστεί, τα ζυγωματικά του φαίνονταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, τα άλλα οστά του προσώπου του διαγράφονταν εξίσου καθαρά' είχε γίνει το σκιάχτρο του γραφείου. «Διάβολε, και βέβαια!» αποκρίθηκε ο Πέντσλι προτού καλά καλά προλάβει ο Χάλεκ να προφέρει τη λέξη άδεια. Ο τόνος του Πέντσλι ήταν υπερβολικά εγκάρδιος — αυτός ο τόνος που υιοθετούν συνήθως οι άνθρωποι, όταν όλοι ξέρουν πως κάτι σοβαρό συμβαίνει και κανείς δε θέλει να το παραδεχτεί. Χαμήλωσε το βλέμμα του και το κάρφωσε στο σημείο που βρισκόταν άλλοτε η κοιλιά του Χάλεκ. «Μπορείς να λείψεις όσο θέλεις, Μπιλ». «Τρεις μέρες πρέπει να φτάνουν κανονικά», απάντησε εκείνος. Τώρα τηλεφώνησε στον Πέντσλι από το καφέ του Μπάρκερ και του είπε ότι μπορεί να χρειαζόταν περισσότερο από τρεις μέρες. Περισσότερο από τρεις μέρες, ναι — αλλά ίσως όχι μόνο για τα τεστ μεταβολισμού. Η ιδέα του ξανάρθε αχνά. Δεν ήταν μια ελπίδα ακόμα, όχι κάτι τόσο μεγάλο μα ήταν κάτι. «Πόσο χρόνο;» τον ρώτησε ο Πέντσλι. «Δεν ξέρω σίγουρα», είπε ο Χάλεκ. «Μπορεί δύο βδομάδες, μπορεί και ένα μήνα». Ακολούθησε ένα λεπτό σιωπής στην άλλη άκρη της γραμμής και ο Χάλεκ συνειδητοποίησε ότι ο Πέντσλι άκουγε κάτι άλλο κάτω από τα λόγια του: Αυτό που εννοώ στην πραγματικότητα, Κερκ, είναι ότι δε θα ξαναγυρίσω ποτέ. Τελικά, μου βρήκαν καρκίνο. Τώρα αρχίζει η μάχη, τα φάρμακα για τον πόνο, η χημειοθεραπεία, οι περούκες αν χάσω τα μαλλιά μου. Την επόμενη φορά που θα με δεις, Κερκ, θα είμαι μέσα σ' ένα μακρύ κουτί, με ένα μεταξωτό μαξιλάρι κάτω απ' το κεφάλι μου. Και ο Μπίλι, που είχε περάσει τις τελευταίες έξι βδομάδες με αυτό το φόβο, ένιωσε τα πρώτα αχνά σκιρτήματα θυμού. Δε λέω αυτό, διάβολε. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Μπιλ. θα δώσουμε την υπόθεση Χουντ στο Ρον Μπέικερ' νομίζω πως όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν για λίγο». Ναι, σε πίστεψα τώρα. θ' αρχίσεις να δίνεις τις υποθέσεις μου στους άλλους σήμερα κιόλας κι όσο για την υπόθεση Χουντ, την έδωσες στο Ρον Μπέικερ την περασμένη βδομάδα — μου τηλεφώνησε την Πέμπτη το απόγευμα να με ρωτήσει πού έχει βάλει η Σάλι τις γαμημένες τις καταθέσεις της Κον-Γκας. Αυτό που εννοείς όταν λες ότι όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν είναι τα κυριακάτικα μπάρμπεκιου στο σπίτι σου στο Βερμόντ. Γι' αυτό, μην πουλάς στην πουτάνα πουτανιά.

«θα φροντίσω να πάρει το φάκελο», είπε ο Μπίλι, και δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό να προσθέσει: «Νομίζω ότι έχει ήδη πάρει τις καταθέσεις της ΚονΓκας». Ακολούθησε μια βαθιά σιωπή απ' την πλευρά του Κερκ Πέντσλι. Μετά: «Λοιπόν, αν μπορώ να κάνω κάτι...» «Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις», είπε ο Μπίλι. «Αν και μοιάζει λίγο παλαβό». «Τι είναι αυτό;» Ο τόνος του τώρα ήταν επιφυλακτικός. «θυμάσαι το πρόβλημα που είχα στις αρχές της άνοιξης; Το ατύχημα;» «Ναι». «Η γυναίκα που χτύπησα ήταν τσιγγάνα. Το ήξερες αυτό;» «Το διάβασα στην εφημερίδα», είπε ο Πέντσλι διστακτικά. «Ανήκε σε μια... μια... Τι; Ομάδα, υποθέτω ότι μπορούμε να την πούμε ομάδα. Μια ομάδα τσιγγάνων. Είχαν κατασκηνώσει έξω από το Φαίρβιου. Έκαναν μια συμφωνία μ' έναν αγρότη που χρειαζόταν μετρητά...» «Περίμενε ένα λεπτό», είπε ο Κερκ Πέντσλι, και ο τόνος του είχε γίνει επαγγελματικός τώρα, τελείως διαφορετικός από το πένθιμο ύφος που είχε πριν. Ο Μπίλι χαμογέλασε ελαφρά. Ήξερε αυτό το δεύτερο τόνο και του άρεσε πιο πολύ. Μπορούσε να φανταστεί τον Πέντσλι, που ήταν σαράντα πέντε χρόνων, φαλακρός και κοντός, ν' αρπάζει ένα κίτρινο σημειωματάριο και ένα από τ' αγαπημένα του μολύβια. Όταν ήταν σε φόρμα, ο Πέντσλι ήταν ένας από τους πιο έξυπνους και ικανούς άντρες που ήξερε ο Χάλεκ. «Εντάξει, συνέχισε. Ποιος ήταν αυτός ο αγρότης;» «Ο Άρνκαστερ. Λαρς Άρνκαστερ. Όταν χτύπησα τη γυναίκα...» «Το όνομα της;» Ο Χάλεκ έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να θυμηθεί το όνομα της. Ήταν παράξενο... είχαν συμβεί τόσα και παρ' όλα αυτά δεν είχε καν σκεφτεί το όνομα της μετά την προανάκριση. «Λέμκε», είπε τελικά. «Το όνομα της ήταν Σουζάνα Λέμκε». «Λ-ε-μ-π-κ-ε;»

«Χωρίς Π». «Εντάξει». «Μετά το ατύχημα, οι τσιγγάνοι ανακάλυψαν ότι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτοι στο Φαίρβιου. Έχω λόγους να πιστεύω ότι πήγαν στο Ρέιντρι. θέλω να ξέρω αν μπορείς να βρεις τα ίχνη τους από κει και ύστερα, θέλω να μάθω πού βρίσκονται τώρα. Θα πληρώσω από την τσέπη μου τα έξοδα για την έρευνα». «Ασφαλώς και θα τα πληρώσεις εσύ», είπε χαρούμενα ο Πέντσλι. «Κοίτα, αν τράβηξαν προς τα βόρεια, στη Νέα Αγγλία, κατά πάσα πιθανότητα θα τους βρούμε. Αλλά αν τράβηξαν νότια, προς την πόλη ή το Τζέρσι, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε να τους εντοπίσουμε. Μπίλι, ανησυχείς μήπως σου κάνουν καμία αγωγή;» «Όχι. Αλλά πρέπει να μιλήσω στον άντρα της γυναίκας που χτύπησα. Αν δηλαδή ήταν άντρας της». «Α, μάλιστα», είπε ο Πέντσλι, και για μία ακόμα φορά ο Χάλεκ μπορούσε να καταλάβει τις σκέψεις του τόσο καλά σαν να τις είπε δυνατά: Ο Μπίλι Χάλεκ ταχτοποιεί τις υποπέσεις του, κλείνει τα βιβλία του. Μπορεί να θέλει να δώσει μια επιταγή στο γέρο τσιγγάνο, ή ίσως θέλει απλώς να τον συναντήσει, να του ζητήσει συγγνώμη και να του δώσει την ευκαιρία να του ρίξει καμιά μπουνιά. «Σ' ευχαριστώ, Κερκ», είπε ο Χάλεκ. «Τίποτα», απάντησε ο Πέντσλι. «Φρόντισε να γίνεις καλά». «Εντάξει», είπε ο Μπίλι και το έκλεισε. Ο καφές του είχε κρυώσει. Δεν ένιωσε καμιά ιδιαίτερη έκπληξη βλέποντας τον Ραντ Φόξγουερθ, τον υπαρχηγό της αστυνομίας, να διευθύνει το Τμήμα του Φαίρβιου. Εκείνος χαιρέτησε το Χάλεκ αρκετά εγκάρδια, αλλά έδειχνε πολύ βιαστικός και για τα έμπειρα μάτια του Μπίλι ήταν φανερό ότι υπήρχαν πάρα πολλά χαρτιά στο φάκελο με τα Εισερχόμενα που είχε πάνω στο γραφείο του, και πολύ λίγα στο φάκελο με τα Εξερχόμενα. Η στολή του ήταν άψογη... αλλά τα μάτια του ήταν κόκκινα από την κούραση. «Ο Ντανκ έχει γρίπη», απάντησε στην ερώτηση του Μπίλι — και ο τόνος του φανέρωνε ότι είχε δώσει την Ίδια απάντηση πολλές φορές. «Έχει μερικές μέρες να 'ρθει». «Α, μάλιστα», είπε ο Μπίλι. «Γρίπη, λοιπόν». «Ακριβώς», είπε ο Φόξγουερθ και τα μάτια του προκαλούσαν τον Μπίλι να βγάλει κάποιο συμπέρασμα απ' αυτό.

Η γραμματέας είπε στον Μπίλι ότι ο Δρ Χιούστον εξέταζε έναν ασθενή. «Είναι επείγον. Σας παρακαλώ, πείτε του ότι δε θα τον απασχολήσω περισσότερο από ένα λεπτό». θα ήταν πιο εύκολο να τα έλεγαν από κοντά, αλλά ο Χάλεκ δεν ήθελε να διασχίσει όλη την πόλη για να πάει στο ιατρείο του. Έτσι, μπήκε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο — πράγμα που δεν θα ήταν σε θέση να κάνει πριν από λίγο καιρό, με τα κιλά που είχε τότε — απέναντι από το αστυνομικό τμήμα. Επιτέλους, ο Χιούστον ήρθε στο τηλέφωνο. Η φωνή του ήταν ψυχρή, απόμακρη, αρκετά ενοχλημένη. Ο Χάλεκ, ο οποίος είτε είχε γίνει πολύ καλός στο να διαβάζει τη σκέψη του άλλου είτε είχε γίνει πραγματικά παρανοϊκός, διάβασε ένα ολοκάθαρο μήνυμα στον ψυχρό εκείνο τόνο: Δεν είσαι πια ασθενής μου, Μπίλι. Μυρίζομαι έναν ανεπανόρθωτο εκφυλισμό σε σένα κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι μια ιδιαίτερα έντονη νευρικότητα. Δώσε μου κάτι που να μπορώ να διαγνώσω και να γράψω μια συνταγή, αυτό μόνο ζητάω. Αν δεν μπορείς να μου το δώσεις, τότε δεν υπάρχει περιθώριο για κάποια σχέση ανάμεσα μας. Εντάξει, παίξαμε μερικές καλές παρτίδες γκολφ στο παρελθόν, αλλά δε νομίζω πως κανένας μας θα έλεγε ότι υπήρξαμε ποτέ φίλοι. Έχω ένα βομβητή Σόνι, ιατρικό εξοπλισμό αξίας 200.000 δολαρίων, και μια γκάμα φαρμάκων τόσο μεγάλη που... αν ο υπολογιστής μου τα τύπωνε, το χαρτί θα ξεκινούσε από την εξώπορτα της λέσχης και θα έφτανε μέχρι τη διασταύρωση Παρκ Λέιν και Λάντερν Ντράιβ. Μ' όλα αυτά, αισθάνομαι έξυπνος. Αισθάνομαι χρήσιμος. Και τότε, έρχεσαι εσύ και με κάνεις να μοιάζω με γιατρό του δέκατου έβδομου αιώνα, με βδέλλες για την πίεση και ένα οστεοπρίονο για τον πονοκέφαλο. Και δε θέλω να αισθάνομαι έτσι, Μπιλ. Καθόλου. Δεν είναι καθόλου ωραία αίσθηση. Γι' αυτό, άντε χάσου. Νίπτω τας χείρας μου για την περίπτωση σου. θα έρθω να σε δω όταν θα είσαι στο φέρετρο... εκτός, φυσικά, αν χτυπήσει ο βομβητής μου και με καλέσουν κάπου αλλού, οπότε δε θα μπορέσω να παρακολουθήσω την κηδεία σου. «Σύγχρονη ιατρική», μουρμούρισε ο Μπίλι. «Τι είπες, Μπίλι; Πρέπει να μιλάς πιο δυνατά. Δε θέλω να σε πιέσω, αλλά η βοηθός μου είναι άρρωστη σήμερα και πνίγομαι στη δουλειά». «Θέλω να σου κάνω μια ερώτηση, Μάικ», είπε ο Μπίλι. «Τι έχει ο Ντάνκαν Χόπλι;» Απόλυτη σιωπή στην άλλη άκρη του σύρματος για δέκα δευτερόλεπτα σχεδόν. Μετά: «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κάτι έχει;»

«Δεν είναι στο Τμήμα. Ο Ραντ Φόξγουερθ λέει ότι έχει γρίπη, αλλά ο Ραντ Φόξγουερθ δεν ξέρει να λέει ψέματα. Τα ψέματα του είναι κακά σαν το γαμήσι γέρου». Ακολούθησε ακόμα μία μεγάλη παύση. «Σαν δικηγόρος που είσαι, Μπίλι, πρέπει να ξέρεις ότι μου ζητάς να παραβιάσω το ιατρικό απόρρητο, θα μπορούσαν να με κρεμάσουν γι' αυτό στον Ιατρικό Σύλλογο». «Αν κάποιος ανακαλύψει τι υπάρχει στο μπουκαλάκι που έχεις στο γραφείο σου, τότε ο σύλλογος θα σε κρεμάσει σίγουρα. θα σε κρεμάσει τόσο ψηλά που θα ένιωθε ακροφοβία ακόμα κι ένας ακροβάτης». Κι άλλη παύση. Όταν ο Χιούστον ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν ψυχρή απ' το θυμό... κι έναν υπόγειο φόβο. «Αυτό είναι απειλή;» «Όχι», είπε ο Μπίλι κουρασμένα. «Απλώς, μην παριστάνεις τον όσιο σε μένα, Μάικ. Πες μου τι έχει ο Χόπλι και θα σ' αφήσω ήσυχο». «Γιατί θέλεις να μάθεις;» «Ω, για όνομα του θεού. Είσαι η ζωντανή απόδειξη ότι μπορεί κανείς να είναι όσο αργόστροφος θέλει, το ξέρεις, Μάικ;» «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι...» «Είχες τρεις πολύ παράξενες αρρώστιες στο Φαίρβιου τον τελευταίο μήνα. Δεν έκανες καμία σύνδεση μεταξύ τους. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι κατανοητό' διέφεραν ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Από την άλλη μεριά, έμοιαζαν ακριβώς γιατί ήταν παράξενες. Αναρωτιέμαι αν ένας άλλος γιατρός - κάποιος, για παράδειγμα, που δε θα είχε ανακαλύψει την ευχαρίστηση να χώνει κοκαΐνη αξίας πενήντα δολαρίων στη μύτη του κάθε μέρα — δε θα είχε κάνει κάποια σύνδεση μεταξύ τους, παρά τα διαφορετικά συμπτώματα». «Α, για στάσου ένα λεπτό!» «Όχι, δε στέκομαι καθόλου. Με ρώτησες γιατί ήθελα να μάθω, και μα το θεό θα σου πω. Χάνω βάρος κάθε μέρα — συνεχίζω να χάνω βάρος ακόμα κι όταν κατεβάζω οκτώ χιλιάδες θερμίδες. Ο Κάρι Ρόσιγκτον έχει μια παράξενη δερματική πάθηση. Η γυναίκα του λέει ότι έχει αρχίσει να γίνεται σαν τέρας του τσίρκου. Είναι στην Κλινική Μαγιό. Τώρα, θέλω να μάθω τι έχει ο Ντάνκαν Χόπλι και μετά θέλω να μάθω αν είχες τίποτα άλλες ανεξήγητες περιπτώσεις».

«Μπίλι, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Μιλάς σαν να έχεις κάποια τρελή ιδέα στο μυαλό σου. Δεν ξέρω τι πιστεύεις...» «Δεν ξέρεις, και καλύτερα. Αλλά θέλω μια απάντηση. Αν δεν την πάρω από σένα, θα την πάρω με κάποιον άλλο τρόπο». «Περίμενε ένα λεπτό. Αν πρόκειται να μιλήσουμε γι' αυτό, θέλω να πάω στο γραφείο μου. Εκεί θα μπορώ να μιλήσω πιο άνετα». «Εντάξει». Ακούστηκε ένα κλικ, καθώς ο Χιούστον έβαλε τη γραμμή του Μπίλι σε αναμονή. Ο Μπίλι έμεινε στο θάλαμο, λουσμένος στον ιδρώτα, ανησυχώντας μήπως ο Χιούστον του το είχε κλείσει. Μετά ακούστηκε ένα δεύτερο κλικ. «Είσαι ακόμα στη γραμμή, Μπίλι;» «Ναι». «Εντάξει», είπε ο Χιούστον, ενώ η απογοήτευση στη φωνή του ήταν ολοφάνερη και ελαφρά κωμική. Ο Χιούστον αναστέναξε. «Ο Ντάνκαν Χόπλι έχει ακμή». Ο Μπίλι άνοιξε την πόρτα του θαλάμου. Ξαφνικά, έκανε πολλή ζέστη εκεί μέσα. «Ακμή!» «Μπιμπίκια. Καλόγηρους. Σπυράκια. Τέτοια. Χάρηκες τώρα;» «Κανείς άλλος;» «Όχι. Και, Μπίλι, δε θεωρώ τα μπιμπίκια παράξενη περίπτωση. Θύμιζες μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ πριν λίγο, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο Ντανκ Χόπλι έχει μια προσωρινή ανισόρροπη λειτουργία των αδένων, αυτό είναι όλο. Και ούτε είναι κάτι καινούργιο γι' αυτόν. Έχει ιστορικό δερματολογικών προβλημάτων απ' το δημοτικό». «Πολύ λογικό. Αλλά αν προσθέσεις τον Κάρι Ρόσιγκτον, με το δέρμα κροκόδειλου και το Γουίλιαμ Τζ. Χάλεκ, με τη νευρική ανορεξία του, στην εξίσωση, αρχίζει να θυμίζει πάλι Στίβεν Κινγκ, δε νομίζεις;» Υπομονετικά ο Χιούστον είπε: «Έχεις ένα πρόβλημα μεταβολισμού, Μπιλ. Όσο για τον Κάρι... δεν ξέρω. Έχω δει μερικά...»

«Παράξενα πράγματα, ναι, ξέρω», τον διέκοψε ο Μπίλι. Ήταν ποτέ δυνατόν αυτό το σακί το γεμάτο κοκαΐνη να υπήρξε ο οικογενειακός του γιατρός για δέκα ολόκληρα χρόνια; Θεέ μου, ήταν αυτό αλήθεια; «Έχεις δει τον Λαρς Άρνκαστερ πρόσφατα;» «Όχι», είπε ανυπόμονα ο Χιούστον. «Δεν είναι δικός μου ασθενής. Νόμιζα ότι είπες πως ήθελες να μου κάνεις μία ερώτηση μόνο». Φυσικά και δεν είναι ασθενής σου, σκέφτηκε ο Μπίλι, αυτός δεν πληρώνει στην ώρα, του, έτσι δεν είναι; Και ένας τύπος σαν εσένα, ένας τύπος με ακριβά γούστα, δεν μπορεί να περιμένει για να πληρωθεί, έτσι; «Αυτή πραγματικά είναι η τελευταία», είπε ο Μπίλι. «Πότε είδες για τελευταία φορά τον Ντάνκαν Χόπλι;» «Πριν από δύο βδομάδες». «Σ' ευχαριστώ». «Να κλείσεις ραντεβού την επόμενη φορά, Μπίλι», είπε ο Χιούστον με ένα διόλου φιλικό τόνο στη φωνή του και το έκλεισε. Ο Χόπλι δε ζούσε φυσικά στη Λάντερν Ντράιβ, αλλά έπαιρνε έναν αρκετά καλό μισθό και είχε ένα κομψό σπιτάκι στη Ρίμπονμεικερ Λέιν. Ο Μπίλι έφτασε την ώρα που έδυε ο ήλιος. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του μπροστά στο σπίτι, πήγε στην πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Δεν πήρε καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε. Καμία απάντηση. Πίεσε με το χέρι του το κουδούνι για πολλή ώρα. Καμία απάντηση. Πήγε στο γκαράζ, έβαλε τα χέρια του γύρω από το πρόσωπο του και κοίταξε μέσα. Το αυτοκίνητο του Χόπλι, ένα συντηρητικό Βολβό, ήταν μέσα στο γκαράζ. Οι πινακίδες έγραφαν FVW 1. Δεν υπήρχε δεύτερο αυτοκίνητο. Ο Χόπλι ήταν εργένης. Ο Μπίλι ξαναγύρισε στην πόρτα και άρχισε να τη χτυπάει με γροθιές. Χτυπούσε έτσι για τρία λεπτά περίπου και το χέρι του είχε αρχίσει να πονάει, όταν μια βραχνή φωνή ούρλιαξε: «Φύγε! Ξεκουμπίσου!» «Άνοιξε μου!» φώναξε ο Μπίλι. «Πρέπει να σου μιλήσω!» Δεν πήρε απάντηση. Μετά από ένα λεπτό, ο Μπίλι ξανάρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του την πόρτα. Αυτή τη φορά, δεν πήρε καμία απάντηση... αλλά όταν σταμάτησε ξαφνικά, άκουσε ένα σούρσιμο από την άλλη μεριά της πόρτας. Φαντάστηκε το Χόπλι να στέκεται πίσω της — ζαρωμένος, τρομοκρατημένος — περιμένοντας να φύγει ο επίμονος επισκέπτης και να τον αφήσει στην ησυχία του. Στην ησυχία του ή σε ό,τι εθεωρείτο ησυχία στον κόσμο του Ντάνκαν Χόπλι τον τελευταίο καιρό. Ο Μπίλι σταμάτησε να χτυπάει.

«Χόπλι, νομίζω ότι είσαι μέσα», είπε ήρεμα. «Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Απλώς, άκουσε με. Είμαι ο Μπίλι Χάλεκ. Πριν από δύο μήνες, έγινε ένα ατύχημα. Ήταν μια γριά τσιγγάνα που πετάχτηκε στο δρόμο...» Κάτι ακούστηκε πίσω από την πόρτα, κάποια κίνηση. Ήταν τελείως καθαρό τώρα. «Τη χτύπησα και τη σκότωσα. Τώρα χάνω βάρος. Δεν κάνω δίαιτα ή κάτι τέτοιο. Απλώς, χάνω βάρος. Έχω χάσει γύρω στα 34 κιλά μέχρι τώρα. Αν δε σταματήσει αυτό, σε λίγο θα είμαι πραγματικά Κινούμενος Σκελετός. Ο Κάρι Ρόσιγκτον - ο δικαστής Ρόσιγκτον - προήδρευε στην προανάκριση και αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε αδίκημα. Απέκτησε μια παράξενη δερματική πάθηση...» Ο Μπίλι νόμιζε ότι άκουσε ένα πνιχτό επιφώνημα έκπληξης. «... και έχει πάει στην Κλινική Μαγιό. Οι γιατροί του είπαν ότι δεν είναι καρκίνος, αλλά δεν ξέρουν π είναι. Ο Ρόσιγκτον προτιμάει να πιστεύει ότι είναι καρκίνος παρά αυτό που ξέρει ότι είναι στην πραγματικότητα». Ο Μπίλι ξεροκατάπιε. Ένιωσε ένα οδυνηρό σφίξιμο στο λαιμό του. «Είναι τσιγγάνικη κατάρα, Χόπλι. Ξέρω πόσο τρελό ακούγεται, μα είναι αλήθεια. Ήταν ένας γέρος. Με άγγιξε όταν βγήκα από την προανάκριση. Άγγιξε το Ρόσιγκτον όταν είχε πάει με τη γυναίκα του σ' ένα παζάρι στο Ρέιντρι. Σε άγγιξε κι εσένα, Χόπλι;» Ακολούθησε μια μακριά σιωπή... και μετά μια λέξη έφτασε στ' αυτιά του Μπίλι μέσα από την υποδοχή που είχε η πόρτα για να ρίχνει ο ταχυδρόμος την αλληλογραφία, μια λέξη που έμοιαζε με γράμμα όλο κακές ειδήσεις: «Ναι...» «Πότε; Πού;» Καμία απάντηση. «Χόπλι, πού πήγαν οι τσιγγάνοι όταν έφυγαν από το Ρέιντρι; Ξέρεις;» Καμία απάντηση. «Πρέπει να σου μιλήσω!» είπε μ' απόγνωση ο Μπίλι. Έχω μια ιδέα, Χόπλι. Νομίζω...»

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», ψιθύρισε ο Χόπλι. «Έχει προχωρήσει πολύ. Καταλαβαίνεις, Χάλεκ; Πάρα πολύ». Πάλι αυτός ο αναστεναγμός - υπόκωφος, τρομακτικός. «Είναι μια ελπίδα!» είπε ο Χάλεκ εξοργισμένος. «Έχεις φτάσει σε τέτοιο σημείο που δε σημαίνει τίποτα για σένα;» Καμία απάντηση. Ο Μπίλι περίμενε, ψάχνοντας να βρει περισσότερα λόγια, καινούργια επιχειρήματα. Δεν μπορούσε να βρει κανένα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι ο Χόπλι δε θα του άνοιγε. Πήγαινε να φύγει όταν η πόρτα άνοιξε λίγο. Ο Μπίλι κοίταξε το μαύρο άνοιγμα της πόρτας. Άκουσε το σύρσιμο πάλι, τώρα όμως απομακρυνόταν από την πόρτα, ερχόταν από το σκοτεινό διάδρομο. Ένιωσε μια ανατριχίλα στο λαιμό, στα μπράτσα και στην πλάτη του, και για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, παρ' όλο που του άνοιξε. Δε χρειάζεσαι το Χόπλι, σκέφτηκε, αν μπορεί κάποιος να βρει τους τσιγγάνους αυτός είναι ο Κερκ Πέντσλι, γι' αυτό άσε το Χόπλι. Δεν τον χρειάζεσαι, δε χρειάζεται να δεις σε τι έχει μεταμορφωθεί. Διώχνοντας αυτές τις σκέψεις απ' το μυαλό του, ο Μπίλι άδραξε το πόμολο της πόρτας, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Μόλις που διέκρινε μια μορφή στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Μια πόρτα άνοιξε στ' αριστερά κι αυτή χώθηκε μέσα. Ένα αδύναμο φως χύθηκε από το άνοιγμα της πόρτας και για μια στιγμή μια σκιά, μακριά και τρομακτική, ζωγραφίστηκε στο πάτωμα του χολ και γλίστρησε στον απέναντι τοίχο, όπου υπήρχε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Χόπλι που έπαιρνε ένα βραβείο από τους Ροταριανούς του Φαίρβιου. Το παραμορφωμένο κεφάλι της σκιάς απλώθηκε πάνω στη φωτογραφία σαν οιωνός παράξενος. Ο Μπίλι διέσχισε το χολ, νιώθοντας σαν να βρίσκεται σε στοιχειωμένο πύργο. Περίμενε σχεδόν ότι η πόρτα θα έκλεινε πίσω του με γδούπο, το κλειδί θα γύριζε τρίζοντας στην κλειδαριά... και τότε ο τσιγγάνος θα πεταχτεί απ' τις οχιές και θα μ' αρπάξει από πίσω, ακριβώς όπως γίνεται στις ταινίες τρόμου. Έτσι ακριβώς θα γίνει! Έλα τώρα, ανόητε, σύνελθε! Αλλά η καρδιά του δε σταμάτησε να χτυπάει σαν τρελή. Συνειδητοποίησε ότι το σπιτάκι του Χόπλι είχε μια δυσάρεστη μυρωδιά - βαριά και γλυκερή, σαν κρέας που σαπίζει. Στάθηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα του σκοτεινού δωματίου για μια στιγμή. Έμοιαζε με γραφείο, αλλά το φως ήταν τόσο λίγο που δεν μπορούσε να το πει κανείς με σιγουριά.

«Χόπλι». «Μπες», ψιθύρισε υπόκωφα η φωνή. Ο Μπίλι μπήκε. Ήταν πράγματι το γραφείο του Χόπλι. Υπήρχαν περισσότερα βιβλία απ' όσα φανταζόταν ο Μπίλι και ένα όμορφο χαλί στο πάτωμα. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σε κανονικές συνθήκες θα πρέπει να ήταν ζεστό κι ευχάριστο. Στο κέντρο υπήρχε ένα ξύλινο γραφείο. Πάνω του ήταν ένα φωτιστικό. Ο Χόπλι είχε γείρει το λαιμό της λάμπας τόσο που απείχε ένα εκατοστό από την επιφάνεια του τραπεζιού. Ένας μικρός κύκλος φωτός είχε σχηματιστεί πάνω στο ξύλο. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν μια παγερή χώρα σκιών. Ο ίδιος ο Χόπλι ήταν ένας όγκος μ' ανθρώπινη μορφή χωμένος σε μια πολυθρόνα. Ο Μπίλι πέρασε το κατώφλι. Στη γωνία υπήρχε μια καρέκλα. Κάθισε, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι διάλεξε την καρέκλα που ήταν πιο μακριά από το Χόπλι. Παρ' όλα αυτά, έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να διακρίνει καθαρά τον αστυνομικό. Ήταν αδύνατο. Δε φαινόταν παρά μια σιλουέτα. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως ο Χόπλι θα γύριζε τη λάμπα και θα την κάρφωνε στο πρόσωπο του Μπίλι. Μετά, θα έσκυβε μπροστά, σαν μπάτσος σε φιλμ νουάρ της δεκαετίας του '40, ουρλιάζοντας: «Ξέρουμε ότι το έκανες, ΜακΚόνιγκαλ! Μην προσπαθείς να το αρνηθείς! Ομολόγησε! Ομολόγησε και θα σου δώσουμε ένα τσιγάρο! Ομολόγησε και θα σου δώσουμε ένα ποτήρι νερό! Ομολόγησε και θα σ' αφήσουμε να πας στην τουαλέτα! » Αλλά ο Χόπλι καθόταν σιωπηλός στην πολυθρόνα του. Ακούστηκε ένας ελαφρύς θόρυβος καθώς σταύρωσε τα πόδια του. «Λοιπόν; Ήθελες να μπεις. Μπήκες. Πες ό,τι έχεις να πεις, Χάλεκ, και δίνε του. Δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι μεγάλη αγάπη για σένα αυτή την εποχή». «Το ίδιο λέει και η Λίντα Ρόσιγκτον», είπε ο Μπίλι, «αλλά ειλικρινά δε δίνω δεκάρα τι σκέφτεται εκείνη ή τι σκέφτεσαι εσύ. Εκείνη πιστεύει ότι φταίω εγώ. Προφανώς το ίδιο θα πιστεύεις κι εσύ». «Πόσο είχες πιει όταν τη χτύπησες, Χάλεκ; Βάζω στοίχημα πως αν ο Τομ Ράνγκλι σου έκανε αλκοτέστ, το μπαλονάκι του θα πεταγόταν στον ουρανό».

«Δεν είχα πιει ούτε γουλιά, ούτε είχα πάρει τίποτα», είπε ο Μπίλι. Η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει σαν τρελή, αλλά τώρα χτυπούσε από οργή κι όχι από φόβο. Κάθε χτύπος έστελνε ένα κύμα πόνου στο κεφάλι του. «θέλεις να μάθεις τι έγινε; θέλεις; Η γυναίκα μου, με την οποία είμαι παντρεμένος δεκαέξι χρόνια, διάλεξε εκείνη ακριβώς την ημέρα για να μου την παίξει μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ οδηγούσα. Δεν το είχε κάνει ποτέ άλλοτε. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί αποφάσισε να το κάνει εκείνη ειδικά τη μέρα. Κι έτσι, ενώ εσύ και η Λίντα Ρόσιγκτον — προφανώς και ο Κάρι Ρόσιγκτον — περνάτε τον καιρό σας κατηγορώντας με γιατί ήμουν πίσω απ' το τιμόνι, εγώ περνάω τον καιρό μου κατηγορώντας τη γυναίκα μου γιατί είχε το χέρι της μέσα στο παντελόνι μου. Και ίσως θα έπρεπε όλοι να κατηγορήσουμε την τύχη, ή τη μοίρα, ή κάτι τέτοιο και να πάψουμε να ασχολούμαστε με το ποιος φταίει». Ο Χόπλι γρύλισε. «Ή μήπως θέλεις να πω ότι ικέτευσα στα γόνατα τον Τομ Ράνγκλι να μη μου κάνει αλκοτέστ. Ότι ικέτευσα εσένα να κουκουλώσεις τα πράγματα και να διώξεις τους τσιγγάνους από την πόλη;» Αυτή τη φορά, ο Χόπλι ούτε καν γρύλισε. Ήταν μια σιωπηλή μορφή στην πολυθρόνα. «Δεν είναι λίγο αργά γι' αυτά τα παιχνίδια;» ρώτησε ο Μπίλι. Η φωνή του ήταν βραχνή και συνειδητοποίησε με κάποια έκπληξη ότι ήταν έτοιμος να κλάψει. «Η γυναίκα μου μου την έπαιζε, είν' αλήθεια. Χτύπησα τη γριά και τη σκότωσα, είν' αλήθεια. Εκείνη ήταν τουλάχιστον πενήντα μέτρα μακριά από την πιο κοντινή διάβαση και βγήκε ανάμεσα από δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα, είν' αλήθεια. Εσύ κουκούλωσες την ανάκριση και τους έδιωξες από την πόλη, μόλις ο Κάρι Ρόσιγκτον μ' έβγαλε τελείως καθαρό, είναι επίσης αλήθεια. Και τίποτα απ' όλα αυτά δε σημαίνει τίποτα Αλλά αν θέλεις να κάθεσαι εδώ, μες στο σκοτάδι και να μοιράζεις κατηγόριες, φίλε μου, μην ξεχάσεις να σερβίρεις και τον εαυτό σου». «Σπουδαίο κλείσιμο, Χάλεκ. Σπουδαίο. Έχεις δει το Σπένσερ Τρέισι σ' εκείνη την ταινία για τη Δίκη Μαϊμού; Θα πρέπει να τον έχεις δει». «Άντε γαμήσου», είπε ο Μπίλι και σηκώθηκε. Ο Χόπλι αναστέναξε. «Κάθισε κάτω». Ο Μπίλι Χάλεκ στάθηκε διστακτικός, συνειδητοποιώντας ότι ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να χρησιμοποιήσει το θυμό του για τους δικούς του, όχι και τόσο ευγενείς, σκοπούς. Το κομμάτι αυτό ήθελε να τον βοηθήσει να φύγει μέσα σ' έναν

κατασκευασμένο καβγά, επειδή η σκοτεινή μορφή στην πολυθρόνα τον τρόμαζε μέχρι θανάτου. «Μην είσαι τόσο μη μου απτού», είπε ο Χόπλι. «Κάτσε κάτω, για τ' όνομα του θεού». Ο Μπίλι κάθισε, συνειδητοποιώντας ότι το στόμα του ήταν στεγνό και ότι υπήρχαν μύες στα μπούτια του που τινάζονταν και χόρευαν ανεξέλεγκτα. «Όπως θέλεις, Χάλεκ. Σου μοιάζω περισσότερο απ' όσο νομίζεις. Ούτε εγώ δίνω δεκάρα τσακιστή για επικήδειους. Έχεις δίκιο - δεν το σκέφτηκα, απλώς το έκανα. Δεν ήταν οι πρώτοι που έδιωξα από την πόλη. Και έχω κουκουλώσει κι άλλοτε υποθέσεις, όταν κάποιος σπουδαίος και τρανός μπλέχτηκε σε κάποια φασαρία. Φυσικά, δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα αν ο εν λόγω τύπος έκανε φασαρία έξω απ' τα σύνορα του Φαίρβιου... αλλά δε φαντάζεσαι πόσοι από τους μεγάλους και τρανούς συμπολίτες μας δεν έχουν μάθει ακόμα ότι δεν πρέπει να χέζεις εκεί που τρως. Ή μήπως το φαντάζεσαι;» Ο Χόπλι γέλασε μ' ένα πνιχτό γέλιο που έκανε τον Μπίλι ν' ανατριχιάσει. «Είναι μέρος του παιχνιδιού. Αν δεν είχε συμβεί τίποτα, κανείς μας — ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε ο Ρόσιγκτον — δε θα θυμόμασταν ποτέ εκείνους τους τσιγγάνους». Ο Μπίλι άνοιξε το στόμα του να το διαψεύσει, να πει στο Χόπλι ότι θα θυμόταν τον απαίσιο, διπλό γδούπο για την υπόλοιπη ζωή του... και τότε θυμήθηκε τις τέσσερις μέρες στο Μοχόνκ με τη Χάιντι. Πώς γελούσαν, πώς έτρωγαν σαν άλογα, πώς περπατούσαν κι έκαναν έρωτα κάθε βράδυ και μερικές φορές και το απόγευμα. Πόσος καιρός είχε περάσει απ' το ατύχημα; Δύο βδομάδες; Έκλεισε πάλι το στόμα του. «Ό,τι έγινε, έγινε. Υποθέτω ότι ο μόνος λόγος που σου άνοιξα είναι γιατί μου κάνει καλό να ξέρω ότι και κάποιος άλλος πιστεύει ότι συμβαίνει αυτό, όσο τρελό κι αν φαίνεται. Ή μπορεί να σου άνοιξα γιατί νιώθω μοναξιά. Και φοβάμαι, Χάλεκ. Φοβάμαι πολύ. Υπερβολικά πολύ. Εσύ φοβάσαι;» «Ναι», είπε απλά ο Μπίλι. «Ξέρεις τι με φοβίζει περισσότερο; Μπορώ να ζήσω έτσι για αρκετό καιρό. Αυτό με τρομάζει. Η κυρία Κάλαχι μου κάνει τα ψώνια και έρχεται δύο φορές τη βδομάδα για να καθαρίσει και να κάνει μπουγάδα. Έχω την τηλεόραση και μου αρέσει το διάβασμα. Οι επενδύσεις μου έχουν πάει πολύ καλά και αν είμαι λίγο προσεκτικός,

μπορώ να συνεχίσω έτσι επ' αόριστον. Άλλωστε, πόσους πειρασμούς έχει κάποιος στη δική μου θέση; Τι μπορώ να κάνω, να αγοράσω μήπως κανένα γιοτ ή να νοικιάσω κανένα αεροπλάνο και να πεταχτώ μέχρι το Μόντε Κάρλο με την καλή μου για να παρακολουθήσω το Γκραν Πρι τον άλλο μήνα; Τι λες; Σε πόσα πάρτι φαντάζεσαι ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτος τώρα που το πρόσωπο μου αποσυντίθεται;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. «Κι έτσι, θα μπορούσα να ζήσω εδώ κι αυτό θα... θα συνεχιζόταν. Όπως συνεχίζεται τώρα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Κι αυτό με τρομάζει, γιατί δεν είναι σωστό να συνεχίζω να ζω έτσι. Κάθε μέρα που δεν αυτοκτονώ, κάθε μέρα που κάθομαι απλώς εδώ, μέσα στο σκοτάδι και παρακολουθώ τηλεόραση, εκείνος ο γερο-τσιγγάνος γελάει μαζί μου». «Πότε... πότε σε...;» «Με άγγιξε; Περίπου πριν από πέντε βδομάδες, αν σ' ενδιαφέρει. Πήγα στο Μίλφορντ να δω τους γονείς μου. Τους έβγαλα έξω για φαγητό. Ήπια κάμποσες μπίρες πριν το φαγητό και κάμποσες με το φαγητό και αποφάσισα να πάω στην τουαλέτα πριν φύγουμε. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Περίμενα. Άνοιξε και βγήκε εκείνος. Ο γέρος με τη σάπια μύτη. Άγγιξε το μάγουλο μου και είπε κάτι». «Τι;» «Δεν τ' άκουσα», είπε ο Χόπλι. «Εκείνη τη στιγμή, κάποιος στην κουζίνα έριξε μερικά πιάτα στο πάτωμα κι έκαναν πολύ θόρυβο. Αλλά δε χρειαζόταν να τ' ακούσω. Αρκεί να κοιταχτώ στον καθρέφτη». «Ασφαλώς δε θα ξέρεις αν είχαν κατασκηνώσει στο Μίλφορντ». «Η αλήθεια είναι ότι ρώτησα το Τμήμα του Μίλφορντ την επομένη», είπε ο Χόπλι. «Πες πως ήταν επαγγελματική περιέργεια — αναγνώρισα το γέρο. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσεις ένα τέτοιο πρόσωπο, καταλαβαίνεις;» «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Είχαν κατασκηνώσει σε μια φάρμα στο Ανατολικό Μίλφορντ για τέσσερις μέρες. Είχαν κάνει την ίδια συμφωνία που είχαν κάνει και με τον Άρνκαστερ. Ο αστυνομικός με τον οποίο μίλησα μου είπε ότι τους παρακολουθούσε στενά και ότι είχαν φύγει μόλις εκείνο το πρωί».

«Μετά απ' όταν σ' άγγιξε ο γέρος». «Ακριβώς». «Νομίζεις πως ήξερε ότι θα ήσουν εκεί; Σ' εκείνο το συγκεκριμένο εστιατόριο;» «Δεν έχω ξαναπάει ποτέ τους γονείς μου εκεί», είπε σκεφτικός ο Χόπλι. «Ήταν ένα παλιό κτίριο που το ανακαίνισαν. Συνήθως πηγαίνουμε σε ένα ισπανικό εστιατόριο στην άλλη άκρη της πόλης. Ήταν ιδέα της μητέρας μου. Ήθελε να δει πώς το είχαν διακοσμήσει, τα χαλιά, τους τοίχους. Ξέρεις πώς είναι οι γυναίκες». «Δεν απάντησες στην ερώτηση μου. Νομίζεις ότι ήξερε πως θα πήγαινες εκεί;» Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. «Ναι», είπε στο τέλος ο Χόπλι. «Ναι, έτσι νομίζω. Ακόμα πιο τρελό, Χάλεκ, σωστά; Ευτυχώς που κανείς δε μετράει τις τρέλες που λέμε». «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Ευτυχώς». Ένα παράξενο χαχανητό ξέφυγε απ' τα χείλη του. «Τώρα, ποια είναι η ιδέα σου, Χάλεκ; Δεν κοιμάμαι πολύ αυτή την εποχή, αλλά συνήθως αρχίζω να στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου τέτοια ώρα». Καθώς έπρεπε να πει με λόγια αυτό που είχε σκεφτεί από μέσα του μόνο, ο Μπίλι ένιωσε γελοίος — η ιδέα του ήταν ασαφής και ανόητη, δεν ήταν καν ιδέα, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ένα όνειρο. «Η νομική εταιρία για την οποία δουλεύω συνεργάζεται με κάποιους ντετέκτιβ», είπε. «Το Γραφείο Μπάρτον». «Τους έχω ακουστά». «Υποτίθεται πως είναι οι καλύτεροι. Εγώ... δηλαδή...» Ένιωσε το Χόπλι να εκπέμπει την ανυπομονησία του κατά κύματα, παρ' όλο που ο αστυνόμος δεν κουνήθηκε καθόλου. Μάζεψε όση αξιοπρέπεια του είχε απομείνει, λέγοντας στον εαυτό του ότι ασφαλώς ήξερε όσα ήξερε κι ο Χόπλι για όσα συνέβαιναν και είχε τα ίδια δικαιώματα να μιλάει. Στο κάτω κάτω, αυτό συνέβαινε και σ' εκείνον. «Θέλω να τον βρω», είπε ο Μπίλι. «Θέλω να τον αντιμετωπίσω. θέλω να του πω τι έγινε, θέλω να βγω καθαρός. Παρ' όλο που υποθέτω πως, αφού μπορεί να μας κάνει τέτοια πράγματα, Ίσως το ξέρει έτσι κι αλλιώς». «Ναι», είπε ο Χόπλι.

Νιώθοντας ελαφρά ενθαρρυμένος, ο Μπίλι συνέχισε: «Αλλά παρ' όλα αυτά, θέλω να του πω τη δική μου πλευρά της ιστορίας. Ότι έφταιγα, λάθος μου, ναι, έπρεπε να έχω σταματήσει εγκαίρως — ότι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα είχα σταματήσει εγκαίρως. Ότι έφταιγε η γυναίκα μου, γιατί μου έκανε αυτό που μου έκανε. Ότι έφταιγε ο Ρόσιγκτον που κάλυψε την υπόθεση κι εσύ γιατί δεν έκανες κανονικά την ανάκριση και τους έδιωξες από την πόλη». Ο Μπίλι ξεροκατάπιε. «Και μετά θα του πω ότι έφταιγε κι εκείνη επίσης. Ναι. Πέρασε από κάπου που δεν υπήρχε διάβαση, Χόπλι, και καλά, αυτό δεν είναι κανένα έγκλημα για το οποίο μπορεί να εκτελεστείς, αλλά θεωρείται παράνομο ακριβώς επειδή μπορεί έτσι να σκοτωθείς όπως σκοτώθηκε εκείνη». «θέλεις να του το πεις αυτό;» «Δε θέλω, αλλά θα του το πω. Πετάχτηκε ανάμεσα από δύο αυτοκίνητα και διέσχισε το δρόμο χωρίς να κοιτάξει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Αυτό στο μαθαίνουν στην τρίτη δημοτικού ». «Κάτι μου λέει ότι δε θα πρέπει να πήγε ποτέ στην Τρίτη δημοτικού, ξέρεις», είπε ο Χόπλι. «Δεν έχει σημασία», επέμεινε με πείσμα ο Μπίλι. «Αρκεί λίγη κοινή λογική...» «Χάλεκ, δε σου φτάνει το χάλι σου, θέλεις να πάθεις κι άλλα;» ρώτησε η σκοτεινή μορφή του Χόπλι. «Ήδη έχεις χάσει πολύ βάρος, τι θέλεις, να μπεις στο βιβλίο Γκίνες; Την επόμενη φορά μπορεί να σταματήσει τα έντερα σου, ή ν' ανεβάσει τη θερμοκρασία του αίματος σου στους 43 βαθμούς, ή...» «Δε θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια στο Φαίρβιου!» φώναξε ο Μπίλι. «Μπορεί να είναι σε θέση να αναστρέψει τη διαδικασία, Χόπλι. Το σκέφτηκες ποτέ;» «Έχω διαβάσει πολύ για το θέμα αυτό», είπε ο Χόπλι. «Υποθέτω πως ήξερα τι συνέβαινε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε το πρώτο σπυράκι πάνω απ' το ένα φρύδι μου. Ακριβώς εκεί που άρχιζαν οι κρίσεις της ακμής όταν πήγαινα σχολείο, και πρέπει να σου πω ότι πάθαινα φοβερές κρίσεις ακμής τότε. Κι έτσι, διάβασα σχετικά μ' αυτό. Όπως είπα, μου αρέσει το διάβασμα. Και πρέπει να σου πω, Χάλεκ, ότι υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία για τις κατάρες, αλλά ελάχιστα για το λύσιμο τους».

«Εντάξει, ίσως να μην μπορεί. Ίσως όχι. Πιθανόν όχι. Αλλά μπορώ παρ' όλα αυτά να πάω να τον δω, διάβολε. Μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω: "Δεν έκοψες αρκετά κομμάτια από την πίτα της ενοχής, γέρο μου. Έπρεπε να έχεις κόψει και για τη γυναίκα μου, και για τη δική σου γυναίκα, κι εδώ που τα λέμε, γιατί όχι κι ένα κομμάτι για σένα; Πού ήσουν όταν εκείνη περπατούσε στο δρόμο χωρίς να κοιτάζει πού πάει; Αν δεν ήταν συνηθισμένη στην κίνηση της πόλης, θα έπρεπε να το ξέρεις. Πού ήσουν εσύ, λοιπόν; Γιατί δεν ήσουν μαζί της να την πάρεις απ' το χέρι και να την πας στη διάβαση; Γιατί..."» «Φτάνει», τον έκοψε ο Χόπλι. «Αν ήμουν ένορκος, θα με έπειθες, Χάλεκ. Αλλά ξεχνάς τον πιο σημαντικό παράγοντα». «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Μπίλι. «Η ανθρώπινη φύση. Μπορεί να είμαστε θύματα του υπερφυσικού, αλλά αυτό με το οποίο έχουμε στην πραγματικότητα να κάνουμε είναι η ανθρώπινη φύση. Σαν αστυνομικός – με συγχωρείς, πρώην αστυνομικός — συμφωνώ απόλυτα μαζί σου ότι δεν υπάρχει απολύτως σωστό και απολύτως λάθος. Δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, παρά μόνο γκρίζο σε διάφορους τόνους. Αλλά δεν πιστεύω να φαντάζεσαι ότι ο άντρας της θα πειστεί από τέτοιες μαλακίες, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω». «Εγώ ξέρω», είπε ο Χόπλι. «Εγώ ξέρω, Χάλεκ. Καταλαβαίνω εκείνο τον τύπο τόσο καλά, που μερικές φορές νομίζω ότι μου στέλνει μηνύματα. Σε όλη του τη ζωή μετακινείται, γυρνάει από μέρος σε μέρος, τον διώχνουν από κάθε μέρος μόλις οι "καθώς πρέπει" πολίτες πάρουν όλη τη μαριχουάνα ή το χασίς που θέλουν, μόλις ξοδέψουν όσα λεφτά θέλουν στον τροχό της τύχης. Σε όλη του τη ζωή ακούει τη λέξη τσιγγάνος να χρησιμοποιείται σαν βρισιά. Οι "καθώς πρέπει" πολίτες έχουν ρίζες, εκείνος δεν έχει καμία. Έχει δει να καίνε αντίσκηνα για πλάκα τη δεκαετία του τριάντα και του σαράντα και μπορεί να υπήρχαν και μωρά ή γέροι που κάηκαν μαζί τους. Έχει δει να επιτίθενται, ίσως και να βιάζουν τις κόρες του ή τις κόρες των φίλων του, γιατί όλοι αυτοί οι "καθώς πρέπει" άνθρωποι ξέρουν ότι οι τσιγγάνοι γαμούν σαν κουνέλια, και λίγο παραπάνω δεν πειράζει, κι ακόμα κι αν πειράζει, ποιος δίνει δεκάρα τσακιστή. Μπορεί να έχει δει να δέρνουν μέχρι θανάτου τους γιους του ή τους γιους των φίλων του... και γιατί; Γιατί οι πατεράδες των παιδιών που έριξαν το ξύλο έχασαν κάποια χρήματα στα τυχερά παιχνίδια. Πάντα η ίδια ιστορία: Έρχεσαι στην πόλη, οι "καθώς πρέπει" πολίτες παίρνουν αυτό που θέλουν και μετά σε διώχνουν από την πόλη. Στην καλύτερη περίπτωση, σ' αφήνουν να μείνεις καμιά βδομάδα σε κάποια φάρμα. Και μετά, Χάλεκ, σαν να μη φτάνουν όλ' αυτά, έρχεται το τελικό χτύπημα. Ο σπουδαίος δικηγόρος με τα τρία προγούλια και

την τεράστια κοιλιά, σκοτώνει τη γυναίκα σου με το αυτοκίνητο του. Είναι γύρω στα εβδομήντα, εβδομήντα πέντε, μισότυφλη, ίσως κατεβαίνει απ' το πεζοδρόμιο πιο γρήγορα απ' ό,τι πρέπει, γιατί βιάζεται να γυρίσει πίσω πριν τα κάνει πάνω της. Τα κόκαλα των ηλικιωμένων σπάνε εύκολα, είναι σαν το γυαλί. Κι εσύ τη θάβεις και σκέφτεσαι ότι ίσως αυτή τη φορά υπάρξει λίγη δικαιοσύνη, μόνο αυτή τη φορά, ένα λεπτό δικαιοσύνης για να σε αποζημιώσει για μια ολόκληρη ζωή αδικίας...» «Σταμάτα», ψέλλισε βραχνά ο Μπίλι Χάλεκ, «σταμάτα. Τι είναι αυτά που λες;» Άγγιξε αφηρημένα το μάγουλο του, με τη σκέψη ότι ίδρωσε. Αλλά δεν ήταν ιδρώτας αυτό που έτρεχε στο μάγουλο του. Ήταν δάκρυα. «Όχι, σου αξίζει», είπε ο Χόπλι με άγρια χαρά, «και δε θα σε απαλλάξω απ' αυτό. Δε σου λέω να μην προχωρήσεις, Χάλεκ — ο Ντανιέλ Γουέμπστερ μετέπεισε τους ενόρκους του Σατανά, οπότε τίποτα δεν αποκλείεται. Αλλά νομίζω ότι έχεις ακόμα πολλές ψευδαισθήσεις. Αυτός ο τύπος είναι τρελός, Χάλεκ. Αυτός ο τύπος είναι έξαλλος. Απ' όσο ξέρουμε, μπορεί να τα έχει χάσει τελείως τώρα πια, οπότε θα αναγκαστείς να βγάλεις το λογίδριό σου στο Άσυλο Ανιάτων. Ο τύπος θέλει εκδίκηση, και όταν θέλεις εκδίκηση, δεν είναι εύκολο να δεις ότι όλα είναι γκρίζα. Όταν σκοτωθούν η γυναίκα σου και τα παιδιά σου σε ένα αεροπορικό δυστύχημα, δε θέλεις ν' ακούσεις ότι το κύκλωμα Α γάμησε το διακόπτη Β, και ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας Γ είχε το πρόβλημα Δ, και ο πιλότος Ε διάλεξε λάθος χρόνο να πάει στην τουαλέτα. Το μόνο που θέλεις είναι να κάνεις αγωγή κατά της αεροπορικής εταιρίας και να την ξετινάξεις στις αποζημιώσεις... ή να σκοτώσεις κάποιον με το όπλο σου. θέλεις έναν αποδιοπομπαίο τράγο, Χάλεκ. Θέλεις να πληγώσεις κάποιον. Κι εμείς πληγωνόμαστε. Κρίμα για μας, ευτυχώς για κείνον. Ίσως καταλαβαίνω την όλη ιστορία λίγο καλύτερα από σένα, Χάλεκ». Αργά αργά, το χέρι του γλίστρησε στη λάμπα και τη γύρισε προς το μέρος του. Ο Χάλεκ άκουσε αμυδρά κάποιον να ξεροκαταπίνει και κατάλαβε ότι ήταν ο ίδιος. Άκουσε το Χόπλι να λέει: Σε πόσα πάρτι φαντάζεσαι ότι θα είμαι ευπρόσδεχτος τώρα που το πρόσωπο μου αποσυντίθεται; Το δέρμα του Χόπλι ήταν ένα σκληρό, άγνωστο τοπίο. Κακοήθη κόκκινα σπυριά, σαν πιατάκια του καφέ σε μέγεθος, ξεφύτρωναν στο σαγόνι, στο λαιμό του, στα μπράτσα του, στα χέρια του. Πιο μικρά σπυράκια κάλυπταν τα μάγουλα και το μέτωπο του. Η μύτη του ήταν γεμάτη μαύρα μπιμπίκια. Κίτρινο πύον ανάβλυζε κι έτρεχε σε παράξενα κανάλια ανάμεσα σε πρησμένα κομμάτια σάρκας. Εδώ κι εκεί έτρεχε αίμα. Τούφες με μαύρες τρίχες ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί κι ο Χάλεκ συνειδητοποίησε ότι το ξύρισμα αποκλειόταν εν όψει τέτοιων κατακλυσμιαίων ανακατατάξεων. Και στο κέντρο, χωμένα μέσα σ' αυτό το αηδιαστικό τοπίο, τον κοίταζαν τα γουρλωμένα μάτια του Χόπλι.

Ο αστυνομικός κοίταξε τον Μπίλι Χάλεκ για μερικά δευτερόλεπτα που του φάνηκαν αιώνες, διαβάζοντας τη φρίκη και την αηδία του. Τέλος, ο Χόπλι κούνησε το κεφάλι του σαν να είχε ικανοποιηθεί, και έσβησε τη λάμπα. «Ω, θεέ μου, Χόπλι, λυπάμαι». «Μη λυπάσαι», είπε ο Χόπλι, μ' έναν παράξενα πρόσχαρο τόνο στη φωνή του. «Εσύ πας πιο αργά, αλλά θα φτάσεις τελικά. Το υπηρεσιακό μου πιστόλι είναι στο τρίτο συρτάρι του γραφείου και αν τα πράγματα χειροτερέψουν κι άλλο, θα το χρησιμοποιήσω, όσα λεφτά κι αν μου έχουν μείνει στην τράπεζα. Ο θεός μισεί τους δειλούς, έλεγε ο πατέρας μου. Ήθελα να με δεις για να καταλάβεις. Ξέρω πώς αισθάνεται εκείνος ο γερο-τσιγγάνος. Γιατί εγώ δε θα έβγαζα κομψά νομικά λογίδρια. Δε θα έμπαινα στον κόπο να χρησιμοποιήσω επιχειρήματα. θα τον σκότωνα γι' αυτό που μου έκανε, Χάλεκ». Η τρομερή μορφή κουνήθηκε κι άλλαξε θέση. Ο Χάλεκ άκουσε το Χόπλι να περνάει τα δάχτυλα του πάνω στο μάγουλο του και μετά άκουσε τον απαίσιο, αηδιαστικό ήχο που έκαναν τα σπυριά που έσπαγαν. Ο Ρόσιγκτον βγάζει λέπια, ο Χόπλι σαπίζει κι εγώ λιώνω, σκέφτηκε, θεέ μου, χάνε να είναι ένα όνειρο. Ή χάνε να είμαι τρελός... αλλά χάνε να μη συμβαίνουν όλ' αυτοί. «θα τον σκότωνα αργά και απολαυστικά», πρόσθεσε ο Χόπλι. «θα σε απαλλάξω από τις λεπτομέρειες». Ο Μπίλι προσπάθησε να μιλήσει, αλλά έβγαλε έναν ξηρό ήχο από το λαιμό του. «Καταλαβαίνω το συλλογισμό σου, αλλά διατηρώ ελάχιστες ελπίδες για την αποστολή σου», είπε ο Χόπλι. «Γιατί δεν εξετάζεις την πιθανότητα να τον σκοτώσεις, Χάλεκ; Γιατί;» Αλλά ο Χάλεκ είχε φτάσει στα όρια του. Βγήκε σαν τρελός από το σκοτεινό γραφείο του Χόπλι, χτυπώντας πάνω στη βιασύνη του στη γωνία του τραπεζιού, βέβαιος ότι ο Χόπλι θα άπλωνε ένα απ' αυτά τα τρομακτικά χέρια και θα τον άγγιζε. Αλλά δεν το έκανε. Ο Χάλεκ βγήκε τρέχοντας στη σκοτεινή νύχτα και στάθηκε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα πόδια να τρέμουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ 78

Τις επόμενες μέρες σκεφτόταν να τηλεφωνήσει στον Τζινέλι στα Τρία Αδέλφια' ο Τζινέλι του φαινόταν σαν κάποια απάντηση στα προβλήματα του, αν και δεν καταλάβαινε ακριβώς τι είδους απάντηση. Αλλά στο τέλος, αποφάσισε να μπει στην Κλινική Γκλάσμαν και να κάνει τα τεστ μεταβολισμού. Αν ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος, όπως ο Χόπλι (ο Χόπλι είχε κάνει διάφορες έκτακτες εμφανίσεις στα όνειρα του), δε θα είχε μπει στην κλινική. Αλλά έπρεπε να σκεφτεί τη Χάιντι... και τη Λίντα — τη Λίντα που ήταν πράγματι αθώα και που δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Κι έτσι, μπήκε στην κλινική, κρύβοντας το παράξενο μυστικό του σαν κάποιος που κρύβει ότι είναι ναρκομανής. Στο κάτω κάτω, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία πού ήταν, και ενώ εκείνος βρισκόταν στην κλινική, ο Κερκ Πέντσλι και οι ντετέκτιβ του θα δούλευαν για λογαριασμό του. Τουλάχιστον, αυτό ήλπιζε. Κι έτσι, δέχτηκε να τον τρυπήσουν και να τον πασπατέψουν. Ήπιε ένα απαίσιο υπερηχογραφήματα, διάλυμα βαρίου. Έκανε ακτινογραφίες, ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, ηλεκτροκαρδιογραφήματα και μια ολόκληρη σειρά τεστ μεταβολισμού. Οι γιατροί που επισκέπτονταν την κλινική έρχονταν να τον δουν σαν να ήταν ένα σπάνιο απόκτημα κάποιου ζωολογικού κήπου. Ένα γιγάντιο πάντα, η ίσως κάποιο σπάνιο πουλί, σκέφτηκε ο Μπίλι, ενώ καθόταν στο σολάριουμ και κρατούσε ένα αδιάβαστο Νάσιοναλ Τζεογκράφικ στα χέρια του. Υπήρχαν επίδεσμοι και στα δυο του χέρια. Τον είχαν τρυπήσει πολλές φορές. Τη δεύτερη μέρα που ήταν στην κλινική, καθώς υποβαλλόταν μοιρολατρικά σε μερικά ακόμα τεστ, εξετάσεις και αναλύσεις, παρατήρησε ότι μπορούσε να δει τα πλευρά του για πρώτη φορά από... απ' το γυμνάσιο; Όχι, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Τα κόκαλα του είχαν αρχίσει να φαίνονται, να ρίχνουν σκιές στο δέρμα του, να ξεπροβάλλουν θριαμβευτικά. Το «σωσίβιο» γύρω από τη μέση του είχε εξαφανιστεί και τα κόκαλα της λεκάνης του διαγράφονταν πολύ καθαρά. Αγγίζοντας το ένα, σκέφτηκε ότι έμοιαζε στην αφή με το μοχλό ταχυτήτων του πρώτου του αυτοκινήτου, ενός Πόντιακ του 1957. Γέλασε λιγάκι και μετά ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Τώρα πια οι μέρες του κυλούσαν έτσι. Πότε πάνω, ποτέ κάτω, ασταθής καιρός, μεγάλη πιθανότητα βροχής. Θα τον σκότωνα αργά και απολαυστικά, άκουσε το Χόπλι να λέει. θα σε απαλλάξω από τις λεπτομέρειες. Γιατί; σκεφτόταν ο Μπίλι, άυπνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της κλινικής. Δε με απάλλαξες από τίποτα άλλο. Τις τρεις μέρες που έμεινε στην Κλινική Γκλάσμαν, ο Χάλεκ έχασε 3 κιλά. Όχι πολύ, σκέφτηκε απελπισμένα αισιόδοξος. Όχι πολύ, λιγότερο από το βάρος μιας σακούλας ζάχαρης. Με το ρυθμό αυτό, δε θα λιώσω μέχρι... θεέ μου! Τον Οκτώβριο!

78, μουρμούρισε. 78 τώρα. Αν ήσουν μποξέρ, θα σε έβγαζαν από την κατηγορία βαρέων βαρών και θα σε έβαζαν στην ελαφρών βαρών... Ή μήπως θα ήθελες να δοκιμάσεις την κατηγορία μύγας; Έφτασαν λουλούδια από τη Χάιντι, από την εταιρία. Ένα μικρό μπουκέτο από τη Λίντα' η κάρτα έγραφε: Σε παρακαλώ, γίνε γρήγορα καλά, μπαμπά. Σ' αγαπάω, Λιν. Ο Μπίλι Χάλεκ έκλαψε όταν το διάβασε. Την τρίτη μέρα, ντυμένος πάλι, συναντήθηκε με τους τρεις γιατρούς που τον είχαν αναλάβει. Ένιωθε λιγότερο ευάλωτος με το τζιν παντελόνι του και το τι-σερτ που έγραφε ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΜΕ ΣΤΟ ΦΑΙΡΒΙΟΥ. Ήταν εκπληκτικό τι σήμαινε να μη φοράει πια τις αναθεματισμένες ρόμπες του νοσοκομείου. Τους άκουσε, σκέφτηκε τη Λίντα Ρόσιγκτον, και έπνιξε ένα θλιβερό χαμόγελο. Ήξεραν ακριβώς τι έχει — δεν ήταν διόλου μπερδεμένοι. Au contraire, τους φαινόταν τόσο συναρπαστικό που κόντευαν να τα κάνουν πάνω τους. Τέλος πάντων, ίσως υπερέβαλλαν λιγάκι. Ίσως δεν ήξεραν ακριβώς τι έχει, αλλά πρέπει να είναι οπωσδήποτε μία από τις δύο - ή πιθανώς τρεις - περιπτώσεις. Η πρώτη είναι μια σπάνια ασθένεια που δεν εκδηλώθηκε ποτέ πέρα από τη Μικρονησία. Η δεύτερη, είναι μια σπάνια διαταραχή του μεταβολισμού, που δεν περιγράφτηκε ποτέ ολοκληρωμένα. Η τρίτη — απλώς μια πιθανότητα — είναι μια ψυχολογική μορφή νευρικής ανορεξίας, η οποία είναι τόσο σπάνια που την ύπαρξη της υποπτευόταν η επιστημονική κοινότητα για πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν απέδειξε. Ο Μπίλι έβλεπε στα μάτια τους ότι έκλιναν στην τρίτη πιθανότητα. Έτσι, θα έγραφαν το όνομα τους στα βιβλία ιατρικής. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ο Μπίλι Χάλεκ ήταν οπωσδήποτε rara avis και οι γιατροί του χαίρονταν όπως τα παιδιά τα Χριστούγεννα. Το αποκορύφωμα ήταν ότι ήθελαν να μείνει στην κλινική για μία ή δύο ακόμα βδομάδες, μπορεί και τρεις, θα έβρισκαν τι του συνέβαινε πάση θυσία. Σκέφτονταν ν' αρχίσουν με μια σειρά μεγαβιταμίνες (οπωσδήποτε!), συν ενέσεις πρωτεΐνης (φυσικά!) και πολλά ακόμα τεστ (χωρίς αμφιβολία!). Ακολούθησε το επαγγελματικό αντίστοιχο των κραυγών πόνου - και ήταν στην κυριολεξία κραυγές - όταν ο Μπίλι τους είπε ήρεμα ότι τους ευχαριστούσε, αλλά έπρεπε να φύγει. Διαμαρτυρόμενοι, του έκαναν ολόκληρη διάλεξη. Και στα μάτια του Μπίλι, ο οποίος ένιωθε όλο και πιο έντονα τον τελευταίο καιρό ότι τρελαινόταν, οι τρεις γιατροί άρχισαν να μοιάζουν με το Τρίο Στούτζες. Σχεδόν περίμενε ότι θα χοροπηδούσαν και θα πείραζαν ο ένας τον άλλο, τριγυρίζοντας στο πολυτελές γραφείο με τις άσπρες ρόμπες τους ν' ανεμίζουν, σπάζοντας πράγματα και φωνάζοντας αστείες βρισιές με προφορά του Μπρούκλιν. «Μπορεί να αισθάνεστε αρκετά καλά τώρα, κύριε Χάλεκ», είπε ο ένας. «Άλλωστε, ήσαστε αρκετά υπέρβαρος αρχικά, σύμφωνα με το ιστορικό σας. Αλλά πρέπει να σας

προειδοποιήσω ότι αυτό που αισθάνεστε τώρα μπορεί να είναι απατηλό. Αν εξακολουθήσετε να χάνετε βάρος, θα αρχίσετε να έχετε πληγές στο στόμα, δερματικά προβλήματα...» Αν θέλεις να, δεις πραγματικά δερματικά προβλήματα, πρέπει να επισκεφτείς τον αρχηγό της αστυνομίας μας, σκέφτηκε ο Χάλεκ. Συγγνώμη, τον πρώην αρχηγό. Αποφάσισε ξαφνικά να ξαναρχίσει το κάπνισμα. «...ασθένειες παρόμοιες με το σκορβούτο και το μπέρι-μπέρι», συνέχιζε ο γιατρός, «θα είστε υπερβολικά ευάλωτος σε μολύνσεις, από ένα απλό κρύωμα μέχρι βρογχίτιδα και φυματίωση. Φυματίωση, κύριε Χάλεκ», τόνισε θέλοντας να τον εντυπωσιάσει. «Τώρα, αν μείνετε εδώ...» «Όχι», είπε ο Μπίλι. «Σας παρακαλώ να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση». Ένας από τους άλλους έκανε μασάζ στους κροτάφους του σαν να τον είχε πιάσει φοβερός πονοκέφαλος. Και θα πρέπει να τον είχε πιάσει - εκείνος είχε ρίξει την ιδέα για τη νευρική ανορεξία. «Τι μπορούμε να πούμε για να σας πείσουμε, κύριε Χάλεκ;» «Τίποτα», απάντησε ο Μπίλι. Η εικόνα του γερο-τσιγγάνου ήρθε απρόσκλητη στο μυαλό του - ένιωσε πάλι το απαλό σαν χάδι άγγιγμα του γέρου πάνω στο μάγουλο του, την αίσθηση των κάλων που υπήρχαν στο χέρι του. Ναι, σκέφτηκε, θα ξαναρχίσω το κάπνισμα. Κάποια πραγματικά διαβολική μάρκα όπως Κάμελ ή Παλ Μαλ ή Τσέστερφογκι. Γιατί όχι; Όταν οι καταραμένοι οι γιατροί αρχίζουν να μου θυμίζουν τον Λάρι, τον Κέρλι και τον Μο, τότε είναι καιρός να κάνω κάτι δραστικό. Του ζήτησαν να περιμένει λίγο και βγήκαν απ' το γραφείο. Ο Μπίλι τους περίμενε υπομονετικά να γυρίσουν — ένιωθε πως έφτασε πια στο caesura στο τρελό αυτό έργο, στο μάτι του κυκλώνα και ήταν ευχαριστημένος μ' αυτό... και με τη σκέψη των τσιγάρων που θα κάπνιζε σε λίγο, ίσως δυο δυο μαζί. Γύρισαν σκυθρωποί, αλλά κατά κάποιο τρόπο σε υπερδιέγερση — με την έκφραση ανθρώπων που είχαν αποφασίσει να κάνουν την ύψιστη θυσία, θα τον άφηναν να μείνει δωρεάν, είπαν. θα πλήρωνε μόνο τη δουλειά που θα έκανε το Εργαστήριο. «Όχι», είπε υπομονετικά ο Μπίλι. «Δεν καταλαβαίνετε. Η ασφάλεια μου πληρώνει για όλα αυτά έτσι κι αλλιώς. Το έχω ελέγξει. Το ζήτημα είναι ότι εγώ φεύγω. Απλώς, φεύγω. Εξαφανίζομαι».

Τον κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να καταλαβαίνουν. Είχαν αρχίσει να θυμώνουν. Ο Μπίλι σκέφτηκε να τους πει πόσο έμοιαζαν με το Τρίο Στούτζες, αλλά αποφάσισε ότι αυτή ήταν μια πολύ κακή ιδέα. θα περιέπλεκε τα πράγματα. Τέτοιοι τύποι δεν είναι συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, να αμφισβητούνται, να απορρίπτονται. Δεν το θεωρούσε απίθανο να τηλεφωνήσουν στη Χάιντι και να της πουν ότι δεν ήταν σε θέση να διαχειρίζεται μόνος του τις υποθέσεις του. Και η Χάιντι δεν αποκλείεται να τους πίστευε. «θα καλύψουμε και το Εργαστήριο», είπε ο ένας τελικά, με τόνο που υποδήλωνε πως αυτή ήταν η τελική προσφορά τους. «Φεύγω», είπε ο Μπίλι. Μίλησε πολύ ήρεμα, αλλά επιτέλους τον πίστεψαν. Ίσως ήταν ακριβώς η ηρεμία του που τελικά τους έπεισε ότι δεν ήταν θέμα χρημάτων, ότι ήταν πραγματικά τρελός. «Αλλά γιατί; Γιατί, κύριε Χάλεκ;» «Γιατί», είπε ο Μπίλι, «παρ' όλο που νομίζετε ότι μπορείτε να με βοηθήσετε, δυστυχώς, κύριοι, δεν μπορείτε». Και κοιτάζοντας τα γεμάτα δυσπιστία πρόσωπα τους, ο Μπίλι σκέφτηκε πως δεν ένιωσε ποτέ άλλοτε τόσο μόνος. Γυρίζοντας σπίτι, σταμάτησε σ' ένα καπνοπωλείο και αγόρασε ένα πακέτο Τσέστερφιλντ Κινγκς. Οι πρώτες τρεις τζούρες τον ζάλισαν τόσο που τα πέταξε. «Αυτό το πείραμα τελείωσε», είπε δυνατά μέσα στο αυτοκίνητο του, γελώντας και κλαίγοντας συγχρόνως. «Πίσω στα πάτρια εδάφη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 71 Η Λίντα είχε φύγει. Η Χάιντι, που οι μικροσκοπικές γραμμές στο πλάι των ματιών της και στις άκρες του στόματος της είχαν γίνει τώρα βαθιές από το άγχος — κάπνιζε σαν φουγάρο, παρατήρησε ο Μπίλι, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο — είπε στο Χάλεκ ότι είχε στείλει τη Λίντα στη θεία της τη Ρόντα στο Γουέτσεστερ Κάουντι.

«Το έκανα για διάφορους λόγους», είπε η Χάιντι. «Ο πρώτος είναι ότι... ότι πρέπει να ξεκουραστεί από σένα, Μπίλι. Απ' αυτό που σου συμβαίνει. Κοντεύει να τρελαθεί. Έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που δεν μπορώ να την πείσω ότι δεν έχεις καρκίνο». «Θα πρέπει να μιλήσει με τον Κάρι Ρόσιγκτον», μουρμούρισε ο Μπίλι πηγαίνοντας στην κουζίνα να βάλει καφέ. Χρειαζόταν σαν τρελός ένα φλιτζάνι δυνατό, μαύρο καφέ, χωρίς ζάχαρη. «Φαίνεται πως είναι αδελφές ψυχές». «Τι είπες; Δεν άκουσα». «Δεν έχει σημασία. Ένα λεπτό να βάλω καφέ». «Δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ», συνέχισε η Χάιντι. Έσφιγγε τα χέρια της νευρικά. «Καταλαβαίνεις;» «Ναι», είπε ο Μπίλι, και πραγματικά καταλάβαινε... αλλά ένιωθε σαν να είχε ένα αγκάθι καρφωμένο κάπου μέσα του. Αναρωτήθηκε αν η Χάιντι καταλάβαινε ότι χρειαζόταν τη Λίντα, αν καταλάβαινε ότι η κόρη του ανήκε επίσης στο υποστηρικτικό του σύστημα. Αλλά έτσι κι αλλιώς, δεν είχε το δικαίωμα να θέτει σε κίνδυνο την ψυχολογική ισορροπία της κόρης του. Η Χάιντι είχε δίκιο σ' αυτό. Είχε δίκιο, όσο οδυνηρό κι αν ήταν για κείνον. Ένιωσε το μίσος του να ζωντανεύει πάλι. Η μανούλα έστειλε την κόρη του στη θεία μόλις ο Μπίλι τηλεφώνησε και είπε ότι ερχόταν σπίτι. Και γιατί, παρακαλώ; Μα επειδή ο μπαμπούλας γύριζε σπίτι! Μη φοβάσαι, γλυκιά μου, δεν είναι παρά ένας κινούμενος σκελετός... Γιατί εκείνη τη μέρα; Γιατί έπρεπε να διαλέξεις εκείνη τη μέρα; «Μπίλι; Είσαι καλά;» η φωνή της Χάιντι ήταν παράξενα διστακτική. Χριστέ μου! Ηλίθια! Είσαι παντρεμένη με τον ένα και μοναδικό Κινούμενο Σκελετό και το μόνο που σκέφτεσαι να ρωτήσεις είναι αν είμαι καλά; «Είμαι όσο καλά γίνεται να είμαι. Γιατί;» «Γιατί είχες ένα παράξενο ύφος για μια στιγμή». Αλήθεια; Είχα παράξενο ύφος; Γιατί εκείνη τη μέρα, Χάιντι; Γιατί διάλεξες εκείνη τη μέρα να μου βάλεις χέρι μετά από τόσα χρόνια που τα κάναμε όλα στο σκοτάδι;

«Κοίτα, αισθάνομαι παράξενα», είπε ο Μπίλι, ενώ σκεφτόταν: Πρέπει να το σταματήσεις, φίλε μου. Δεν έχει νόημα. Ό,τι έγινε, έγινε. Αλλά ήταν δύσκολο να το σταματήσει. Ήταν δύσκολο να το σταματήσει, όταν εκείνη στεκόταν απέναντι του και μπορεί να κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αλλά ήταν θαυμάσια στην υγεία της και... Αλλά θα το σταματήσεις, Μπίλι. Έτσι θα με βοηθήσεις. Η Χάιντι γύρισε από την άλλη μεριά κι έσβησε το τσιγάρο της σε ένα κρυστάλλινο τασάκι. «Ο δεύτερος λόγος είναι... μου κρύβεις κάτι, Μπίλι. Κάτι που έχει σχέση μ' αυτό. Μιλάς στον ύπνο σου μερικές φορές. Βγαίνεις ξαφνικά τη νύχτα, θέλω να μάθω την αλήθεια. Δικαιούμαι να μάθω». Άρχισε να κλαίει. «Θέλεις να μάθεις;» ρώτησε ο Χάλεκ. «θέλεις στ' αλήθεια να μάθεις;» Ένιωσε ένα πικρό χαμόγελο σαν γκριμάτσα να σχηματίζεται στο πρόσωπο του. «Ναι, θέλω!» Κι έτσι ο Μπίλι της τα είπε όλα. Ο Χιούστον του τηλεφώνησε την επόμενη και μετά από ένα μακρύ και χωρίς νόημα πρόλογο, μπήκε στο θέμα. Η Χάιντι ήταν μαζί του. Οι δυο τους είχαν κουβεντιάσει αρκετή ώρα – της πρόσφερες παρηγοριά με μια τζουρίτσα; σκέφτηκε να ρωτήσει ο Χάλεκ, αλλά μετά αποφάσισε πως καλύτερα να μην πει τίποτα. Το συμπέρασμα που βγήκε από τη συζήτηση τους ήταν ότι ο Μπίλι είχε τρελαθεί. «Μάικ», είπε ο Μπίλι, «ο γερο-τσιγγάνος υπήρξε πραγματικά. Μας άγγιξε και τους τρεις: εμένα, τον Κάρι Ρόσιγκτον, τον Ντάνκαν Χόπλι. Τώρα, κάποιος σαν κι εσένα δεν πιστεύει στο υπερφυσικό — το δέχομαι αυτό. Αλλά ασφαλώς πιστεύει στην επαγωγική και την παραγωγική λογική. Πρέπει λοιπόν να δεις τις πιθανότητες. Μας άγγιξε και τους τρεις, και οι τρεις έχουμε μυστηριώδεις σωματικές παθήσεις. Τώρα, για τ' όνομα του θεού, πριν αποφασίσεις ότι είμαι τρελός, τουλάχιστον εξέτασε τη λογική σχέση ανάμεσα σ' όλα αυτά». «Μπίλι, δεν υπάρχει καμία σχέση». «Απλώς...» «Μίλησα με τη Λίντα Ρόσιγκτον. Λέει ότι ο Κάρι νοσηλεύεται στην Κλινική Μαγιό για καρκίνο του δέρματος. Λέει ότι έχει προχωρήσει αρκετά, αλλά έχουν βάσιμους

λόγους να πιστεύουν ότι θα θεραπευτεί. Λέει επίσης ότι δε σ' έχει δει από το χριστουγεννιάτικο πάρτι των Γκόρντον». «Λέει ψέματα». Σιγή απ' τη μεριά του Χιούστον... και αυτή που ακουγόταν στο βάθος δεν ήταν η Χάιντι που έκλαιγε; Το χέρι του Μπίλι έσφιξε το ακουστικό μέχρι που τα δάχτυλα του άσπρισαν. «Τη συνάντησες ή της μίλησες στο τηλέφωνο;» «Της μίλησα στο τηλέφωνο. Αλλά δεν καταλαβαίνω τι σημασία έχει». «Αν την έβλεπες, θα καταλάβαινες. Είναι ολοφάνερα σοκαρισμένη». «Όταν ανακαλύπτεις ότι ο άντρας σου έχει καρκίνο του δέρματος σε προχωρημένο στάδιο...» «Μίλησες με τον Κάρι;» «Είναι στην εντατική. Όταν είναι κανείς στην εντατική, δε δέχεται τηλεφωνήματα παρά μόνο σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις». «Έχω φτάσει στα 77 κιλά», είπε ο Μπίλι. «Αυτό σημαίνει πως έχω χάσει συνολικά πάνω από 35 κιλά και μια τέτοια απώλεια βάρους θα τη χαρακτήριζα εξαιρετικά σοβαρή περίπτωση». Σιγή από το άλλο άκρο. Εκτός από κείνον τον απροσδιόριστο ήχο που πιθανώς ήταν η Χάιντι που έκλαιγε. «Θα του μιλήσεις; θα προσπαθήσεις;» «Αν οι γιατροί του του επιτρέψουν να μιλήσει στο τηλέφωνο, και αν εκείνος δεχτεί να μου μιλήσει, ναι. Αλλά, Μπίλι, αυτή η παραίσθηση σου...» «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ, ΓΑΜΩΤΟ!» Μη φωνάζεις, για το θεό, μην το κάνεις αυτό. Ο Μπίλι έκλεισε τα μάτια του. «Καλά, καλά», τον καθησύχασε ο Χιούστον. «Αυτή η ιδέα. Προτιμάς αυτή τη λέξη; Το μόνο που ήθελα να πω είναι ότι αυτή η ιδέα δε θα σε βοηθήσει να συνέλθεις.

Μάλιστα, μπορεί να είναι η βασική αιτία αυτής της ψυχοανορεξίας, αν υποφέρεις απ' αυτό τελικά, όπως πιστεύει ο Δρ Γιουντ. Εσύ...» «Χόπλι», είπε ο Μπίλι. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του. Σκούπισε το μέτωπο του με το μαντίλι του. Είδε ξαφνικά την εικόνα του Χόπλι, το πρόσωπο που δεν ήταν πια πρόσωπο, αλλά ανάγλυφος χάρτης της κόλασης. Εκρήξεις, βάλτοι και ο ήχος, ο αηδιαστικός ήχος, όταν έσερνε τα νύχια του πάνω στο μάγουλο του. Ακολούθησε μια μακριά σιωπή απ' τη μεριά του Χιούστον. «Μίλησε στον Ντάνκαν Χόπλι. Εκείνος θα επιβεβαιώσει...» «Δεν μπορώ να του μιλήσω, Μπίλι. Ο Ντάνκαν Χόπλι αυτοκτόνησε πριν από δύο μέρες, τότε που εσύ ήσουν στην Κλινική Γκλάσμαν. Αυτοπυροβολήθηκε με το υπηρεσιακό του περίστροφο». Ο Χάλεκ έκλεισε τα μάτια του σφιχτά κι ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν. Ένιωσε μια ζαλάδα όπως τότε που είχε δοκιμάσει να καπνίσει. Τσίμπησε το μάγουλο του με δύναμη για να μη λιποθυμήσει. «Τότε ξέρεις», είπε με τα μάτια κλειστά ακόμα. «Ξέρεις ή κάποιος ξέρει, κάποιος τον είδε». «Ο Γκραντ Λόλορ τον είδε», είπε ο Χιούστον. «Του τηλεφώνησα πριν από λίγα λεπτά». Ο Γκραντ Λόλορ. Για μια στιγμή, το μπερδεμένο, τρομοκρατημένο μυαλό του Μπίλι δεν κατάλαβε καλά, νόμισε ότι ο Χιούστον είχε προφέρει μια μπερδεμένη εκδοχή της λέξης grand jury, σώμα ενόρκων. Μετά κατάλαβε την αλήθεια. Ο Γκραντ Λόλορ ήταν ο ιατροδικαστής της κομητείας. Και τώρα που το σκεφτόταν, ναι, ο Γκραντ Λόλορ είχε καταθέσει μπροστά στο σώμα των ενόρκων μία ή δύο φορές τον τελευταίο καιρό. Η σκέψη αυτή του προκάλεσε - για έναν ανεξήγητο λόγο - νευρικό γέλιο. Ο Μπίλι κάλυψε με το χέρι το ακουστικό του τηλεφώνου και προσευχήθηκε να μην άκουγε τα χαχανητά ο Χιούστον. Αν τ' άκουγε, θα διαλυόταν οποιαδήποτε αμφιβολία μπορεί να είχε ότι είναι τρελός. Και πολύ θα ήθελες να πιστεύεις ότι είμαι τρελός, έτσι δεν είναι, Μάικ; Γιατί αν ήμουν τρελός και αποφάσιζα ν' αρχίσω να μιλάω για το μπουκαλάκι και το κουταλάκι σου, κανένας δε θα με πίστευε, έτσι δεν είναι; Μα το θεό, όχι. Αυτό ήταν, τα χαχανητά κόπηκαν με το μαχαίρι.

«Τον ρώτησες...» «Λεπτομέρειες σχετικά με το θάνατο; Μετά την ιστορία τρόμου που μου διηγήθηκε η γυναίκα σου, και βέβαια τον ρώτησα». Η φωνή του Χιούστον πήρε έναν αυστηρό τόνο. «Πρέπει να χαίρεσαι που όταν με ρώτησε γιατί ενδιαφερόμουν, δεν του είπα». «Και τι σου είπε;» «Ότι το δέρμα του Χόπλι ήταν χάλια, αλλά όχι στη φοβερή κατάσταση που περιέγραψες στη Χάιντι. Η περιγραφή του Γκραντ με κάνει να πιστεύω ότι ήταν μια οξεία κρίση της ακμής που τον βασάνιζε επί χρόνια και για την οποία τον έβλεπα κατά περιόδους από τότε που τον πρωτοεξέτασα το 1974. Οι κρίσεις αυτές του προξενούσαν μεγάλη κατάθλιψη και αυτό δε μου φαινόταν διόλου περίεργο - πρέπει να πω ότι η ακμή των ενηλίκων, όταν είναι οξεία, είναι μια από τις πλέον καταλυτικές μη θανατηφόρες παθήσεις που ξέρω». «Νομίζεις ότι έπαθε κατάθλιψη λόγω της εμφάνισης του και αυτοκτόνησε;» «Ουσιαστικά, ναι». «Ένα λεπτό, γιατί θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό», είπε ο Μπίλι. «Πιστεύεις ότι αυτή ήταν μια λίγο πολύ συνηθισμένη κρίση ακμής, η οποία τον ταλαιπωρούσε επί χρόνια... αλλά ταυτόχρονα πιστεύεις ότι αυτοκτόνησε εξαιτίας αυτού που έβλεπε στον καθρέφτη. Αυτή είναι παράξενη διάγνωση, Μάικ». «Δεν είπα ότι έφταιγε μόνο η κατάσταση του δέρματος του», είπε ο Χιούστον. Έδειχνε ενοχλημένος. «Το χειρότερο με τα προβλήματα είναι ότι μοιάζουν να εμφανίζονται σε δυάδες, τριάδες και λοιπά, ποτέ ένα ένα. Οι ψυχίατροι έχουν τις περισσότερες αυτοκτονίες ανά δέκα χιλιάδες μέλη που ασκούν το επάγγελμα, Μπίλι, αλλά και οι αστυνομικοί δεν πάνε πίσω. Ασφαλώς, θα πρέπει να υπήρχαν διάφοροι λόγοι — η τελευταία αυτή κρίση μπορεί να ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει». «Έπρεπε να τον έβλεπες», είπε ο Μπίλι άγρια. «Αυτή δεν ήταν σταγόνα, ήταν ολόκληρος ο Νιαγάρας». «Δεν άφησε σημείωμα, οπότε φαντάζομαι πως δε θα μάθουμε ποτέ, έτσι δεν είναι;» «Χριστέ μου», είπε ο Μπίλι και πέρασε το χέρι του απ' τα μαλλιά του. «Ιησού Χριστέ».

«Άλλωστε, οι λόγοι για την αυτοκτονία του Ντάνκαν Χόπλι δε μας αφορούν αυτή τη στιγμή». «Εμένα μ' αφορούν», είπε ο Μπίλι. «Και πολύ μάλιστα». «Μου φαίνεται ότι η ουσία είναι πως το μυαλό σου σου έπαιξε άσχημο παιχνίδι, Μπίλι. Είχες τύψεις. Και είχες προφανώς κάποια έμμονη ιδέα σχετικά με τις κατάρες των τσιγγάνων... και όταν πήγες στο Χόπλι εκείνο το βράδυ, είδες κάτι που δεν υπήρχε». Τώρα η φωνή του Χιούστον έγινε πιο φιλική. «Μήπως πέρασες από την Παμπ του Αντί για κανένα ποτό πριν πας στου Ντάνκαν; Έτσι, για να πάρεις λίγο κουράγιο για τη συνάντηση;» «Όχι». «Σίγουρα; Η Χάιντι λέει ότι τον τελευταίο καιρό πηγαίνεις συχνά στου Αντί». «Αν συνέβαινε αυτό στ' αλήθεια», είπε ο Μπίλι, «θα με είχε δει η γυναίκα σου εκεί, έτσι δεν είναι;» Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. Μετά ο Χιούστον είπε άχρωμα: «Αυτό ήταν χτύπημα κάτω απ' τη ζώνη, Μπίλι. Αλλά θα έπρεπε να περιμένω ένα τέτοιο σχόλιο από κάποιον που έχει έντονο άγχος». «Έντονο άγχος. Ψυχογενής ανορεξία. Έχετε ένα όνομα για το καθετί, έτσι; Αλλά έπρεπε να τον έβλεπες. Έπρεπε...» Ο Μπίλι σταμάτησε, ενώ σκεφτόταν τα σπιθουράκια και τα σπυριά που έτρεχαν πύον στα μάγουλα του Ντάνκαν Χόπλι, τη μύτη του που σχεδόν δε φαινόταν στο φρικιαστικό τοπίο εκείνου του στοιχειωμένου προσώπου. «Μπίλι, δε βλέπεις ότι το μυαλό σου προσπαθεί να βρει μια λογική εξήγηση γι' αυτό που σου συμβαίνει; Αισθάνεσαι ενοχές για την τσιγγάνα και γι' αυτό...» «Η κατάρα λύθηκε όταν αυτοπυροβολήθηκε», άκουσε τη φωνή του να λέει ο Μπίλι. «Ίσως γι' αυτό δεν ήταν τόσο χάλια το δέρμα του όταν τον είδε ο ιατροδικαστής. Είναι όπως στις ταινίες με τους λυκάνθρωπους που βλέπαμε όταν ήμαστε παιδιά, Μάικ. Όταν ο λυκάνθρωπος τελικά σκοτώνεται, ξαναγίνεται άνθρωπος!» Η σύγχυση που του προκάλεσε το νέο της αυτοκτονίας του Χόπλι έδινε σιγά σιγά τη θέση της σε μια παράξενη έξαψη. Το μυαλό του άρχισε να τρέχει σε ένα καινούργιο μονοπάτι, εξερευνώντας το γρήγορα, σημειώνοντας τις πιθανότητες και τις δυνατότητες. Πού πηγαίνει μια κατάρα όταν ο καταραμένος τα τινάζει;

Διάβολε, είναι σαν να ρωτάς πού πηγαίνει η τελευταία ανάσα ενός ετοιμοθάνατου. Ή η ψυχή του. Μακριά. Πηγαίνει μακριά. Μακριά, μακριά, μακριά. Μήπως υπάρχει τρόπος να τη διώξεις; Ο Ρόσιγκτον, αυτό ήταν το πρώτο ζήτημα. Ο Ρόσιγκτον στην Κλινική Μαγιό, να κρέμεται απεγνωσμένα από την ιδέα ότι έχει καρκίνο του δέρματος, επειδή η άλλη πιθανότητα ήταν πολύ χειρότερη. Όταν ο Ρόσιγκτον θα πέθαινε, θα ξαναγινόταν...; Συνειδητοποίησε ότι ο Χιούστον δε μιλούσε. Κι από το βάθος ακουγόταν πάλι ο ίδιος δυσάρεστος, αλλά οικείος, ήχος... Κλάματα; Ήταν η Χάιντι που έκλαιγε; «Γιατί κλαίει;» ρώτησε κοφτά ο Μπίλι. «Μπίλι!» «Δώσ' μου την!» «Μπίλι, αν άκουγες τον εαυτό σου...» «Διάβολε, δώσ' μου την!» «Όχι. Δε θα σου τη δώσω. Όχι όσο είσαι έτσι». «Είσαι ένας τιποτένιος πρεζάκιας...» «Μπίλι, σταμάτα!» Η φωνή του Χιούστον ήταν τόσο δυνατή που ο Μπίλι αναγκάστηκε να απομακρύνει το ακουστικό από τ' αυτί του για μια στιγμή. Όταν το ξανάφερε στ' αυτί του, τα αναφιλητά είχαν σταματήσει. «Τώρα, άκου», είπε ο Χιούστον. «Δεν υπάρχουν λυκάνθρωποι και κατάρες. Αισθάνομαι γελοίος ακόμα και που αναγκάζομαι να σ' το πω αυτό». «Άνθρωπε μου, δε βλέπεις ότι η πεποίθηση αυτή είναι μέρος του προβλήματος;)) ρώτησε μαλακά ο Μπίλι. «Δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι κατάφεραν να τη γλιτώσουν αυτοί οι τύποι τους τελευταίους είκοσι αιώνες;» «Μπίλι, αν κρέμεται μια κατάρα πάνω σου, προέρχεται από το υποσυνείδητο σου. Ένας τσιγγάνος δεν μπορεί να σε καταραστεί. Αλλά το δικό σου υποσυνείδητο, μασκαρεμένο σαν τσιγγάνος, μπορεί».

«Εγώ, ο Χόπλι και ο Ρόσιγκτον», μουρμούρισε ο Χάλεκ, «όλοι μαζί. Εσύ εθελοτυφλείς, Μάικ. Κάνε μια απλή πρόσθεση, ένα κι ένα κάνει δύο». «Αυτό που βγαίνει από την πρόσθεση είναι απλή σύμπτωση και τίποτ' άλλο. Πόσες φορές πρέπει να τα πούμε αυτά, Μπίλι; Πήγαινε πάλι στην Κλινική Γκλάσμαν. Άφησε τους να σε βοηθήσουν. Πάψε να τρελαίνεις τη γυναίκα σου». Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να υποχωρήσει και να πιστέψει το Χιούστον, ο ισορροπημένος και λογικός τόνος του, όσο απεγνωσμένος κι αν ήταν, ήταν ανακουφιστικός. Τότε θυμήθηκε το Χόπλι να γυρίζει τη λάμπα και να φωτίζει το πρόσωπο του. θυμήθηκε το Χόπλι να λέει: θα τον σκότωνα αργά και απολαυστικά, θα σε απαλλάξω από τις λεπτομέρειες. «Όχι», είπε. «Δεν μπορούν να με βοηθήσουν στην Γκλάσμαν, Μάικ». Ο Χιούστον αναστέναξε βαθιά. «Τότε ποιος μπορεί να σε βοηθήσει; Ο γεροτσιγγάνος;» «Αν μπορέσω να τον βρω, ίσως», είπε ο Χάλεκ. «Και υπάρχει επίσης ένας άλλος τύπος που ξέρω ο οποίος ίσως μπορέσει να με βοηθήσει. Ένας πραγματιστής, όπως εσύ». Ο Τζινέλι. Το όνομα ξεπήδησε στο μυαλό του καθώς μιλούσε. «Αλλά κυρίως νομίζω ότι πρέπει να βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου». «Ακριβώς αυτό προσπαθώ να σου πω!» «Α, κι εγώ νόμιζα ότι με συμβούλευες να ξαναπάω στην Κλινική Γκλάσμαν». Ο Χιούστον αναστέναξε. «Νομίζω ότι πρέπει να έχει χάσει βάρος και ο εγκέφαλος σου. Έχεις σκεφτεί αυτό που κάνεις στη γυναίκα και στην κόρη σου; Το έχεις σκεφτεί καθόλου;» Σου είπε η Χάιντι τι μου έκανε όταν συνέβη το ατύχημα; παραλίγο να φωνάξει ο Μπίλι. Σου το είπε αυτό, Μάικ; Όχι; Α, πρέπει να τη ρωτήσεις... Μα την αλήθεια πρέπει. «Μπίλι;»

«Η Χάιντι κι εγώ θα το συζητήσουμε», είπε ήρεμα ο Μπίλι. «Αλλά δεν...» «Νομίζω ότι είχες δίκιο σε ένα τουλάχιστον πράγμα, Μάικ». «Αλήθεια; Ευτυχώς. Και ποιο είναι αυτό;» «Είναι καιρός να πάρω μια απόφαση», είπε ο Μπίλι και κατέβασε το ακουστικό. Αλλά δεν το συζήτησαν με τη Χάιντι. Ο Μπίλι προσπάθησε μια δυο φορές, αλλά η Χάιντι κουνούσε μόνο το κεφάλι της, ενώ το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο, τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα και τα μάτια της τον κατηγορούσαν. Απάντησε μόνο μία φορά. Ήταν τρεις μέρες μετά την τηλεφωνική συνδιάλεξη με το Χιούστον, η οποία συνοδευόταν από τους λυγμούς της Χάιντι. Τελείωναν το δείπνο. Ο Χάλεκ είχε κατεβάσει ως συνήθως τεράστιες ποσότητες φαγητού — τρία χάμπουργκερ, τέσσερις μερίδες καλαμπόκι με βούτυρο, μία τηγανιά πατάτες και δύο κομμάτια μηλόπιτα με σάλτσα. Εξακολουθούσε να έχει λίγο ή καθόλου όρεξη, αλλά ανακάλυψε ένα ανησυχητικό γεγονός — αν δεν έτρωγε, έχανε ακόμα περισσότερο βάρος. Μετά τη συζήτηση-καβγά του Μπίλι με το Χιούστον, η Χάιντι είχε γυρίσει σπίτι χλομή και σιωπηλή, με πρόσωπο πρησμένο από τα δάκρυα που είχε χύσει στο γραφείο του γιατρού. Καθώς και ο ίδιος ένιωθε αναστατωμένος και δυστυχισμένος, παρέλειψε και το γεύμα και το δείπνο... κι όταν ζυγίστηκε το επόμενο πρωί, είδε ότι είχε χάσει 3 κιλά και είχε φτάσει στα 75. Κάρφωσε το βλέμμα στο νούμερο, νιώθοντας πεταλούδες να πετούν μες στο στομάχι του. Τρία κιλά, σκέφτηκε. Τρία κιλά μέσα σε μία μέρα! Χριστέ μου! Από τότε δεν παρέλειψε άλλα γεύματα. Τώρα έδειξε το άδειο πιάτο του — τα απομεινάρια από το πλούσιο γεύμα του, το καλαμπόκι, τα χάμπουργκερ, τις πατάτες, τη σαλάτα, το γλυκό. «Νομίζεις ότι έχω νευρική ανορεξία, Χάιντι;» ρώτησε. «Νομίζεις;» «Όχι», είπε εκείνη απρόθυμα. «Όχι, αλλά...» «Τρώω έτσι εδώ και ένα μήνα», είπε ο Χάλεκ, «και μέσα στο μήνα αυτό έχασα σχεδόν 30 κιλά. Τώρα, θα ήθελες να μου εξηγήσεις πώς καταφέρνει αυτό το κόλπο το υποσυνείδητο μου;

Να χάνω 1 κιλό τη μέρα, ενώ παίρνω γύρω στις έξι χιλιάδες θερμίδες το εικοσιτετράωρο;» «Δεν... δεν ξέρω... αλλά ο Μάικ... ο Μάικ λέει...» «Εσύ δεν ξέρεις κι εγώ δεν ξέρω», είπε ο Μπίλι πετώντας την πετσέτα στο πιάτο του θυμωμένος' το στομάχι του υπέφερε με όλο αυτό το φαγητό που το είχε φορτώσει. «Και ούτε και ο Μάικλ Χιούστον ξέρει». «Αλλά αν είναι κατάρα, γιατί εγώ δεν έχω πάθει τίποτα;» του φώναξε ξαφνικά, και παρ' όλο που το βλέμμα της άστραφτε από θυμό, εκείνος έβλεπε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Έκπληκτος, τρομαγμένος και στιγμιαία ανίκανος να ελέγξει τον εαυτό του, ο Χάλεκ φώναξε: «Επειδή δεν το ήξερε, γι' αυτό! Αυτός είναι ο μόνος λόγος! Επειδή δεν το ήξερε!» Κλαίγοντας με λυγμούς τώρα, έσπρωξε πίσω την καρέκλα της με τόση δύναμη που παραλίγο να τη ρίξει και έφυγε τρέχοντας από το τραπέζι, σφίγγοντας με τα χέρια το κεφάλι της, σαν να την είχε μόλις πιάσει ένας φρικτός πονοκέφαλος. «Χάιντι!» φώναξε, και πετάχτηκε όρθιος τόσο γρήγορα που έριξε την καρέκλα του. «Χάιντι, γύρνα πίσω!» Τα βήματα της δε σταμάτησαν στη σκάλα. Άκουσε μια πόρτα να κλείνει με δύναμη — όχι την πόρτα του δωματίου τους. Ήταν στην άλλη άκρη του πάνω ορόφου. Πρέπει να ήταν το δωμάτιο της Λίντα ή ο ξενώνας. Ο Χάλεκ έβαζε στοίχημα πως ήταν ο ξενώνας. Είχε δίκιο. Η Χάιντι δεν ξανακοιμήθηκε μαζί του τη βδομάδα πριν φύγει από το σπίτι. Εκείνη η βδομάδα — η τελευταία βδομάδα — είχε καταγραφεί στη μνήμη του Μπίλι σαν ένας τρομερός εφιάλτης. Ο καιρός ήταν ζεστός και βαρύς λες και το καλοκαίρι είχε έρθει νωρίτερα εκείνη τη χρονιά. Ακόμα και η δροσερή Λάντερν Ντράιβ ψηνόταν. Ο Μπίλι Χάλεκ έτρωγε και ίδρωνε, ίδρωνε και έτρωγε... και το βάρος του έπεφτε αργά αλλά σταθερά. Στο τέλος της βδομάδας, όταν νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και έφυγε, παίρνοντας την Εθνική 95 για το Νιου Χάμσαϊρ και το Μέιν, είχε χάσει άλλα τέσσερα κιλά και είχε φτάσει τα 71. Τη βδομάδα εκείνη, οι γιατροί από την Κλινική Γκλάσμαν τηλεφωνούσαν διαρκώς. Ο Μάικλ Χιούστον τηλεφωνούσε διαρκώς. Η Χάιντι κοίταζε τον Μπίλι με τα πρησμένα μάτια της, κάπνιζε και δεν έλεγε τίποτα. Όταν εκείνος είπε ότι σκεφτόταν

να τηλεφωνήσει στη Λίντα, εκείνη περιορίστηκε να πει με μια άψυχη φωνή: «Προτιμώ να μην το κάνεις αυτό». Την Παρασκευή, τη μέρα πριν φύγει, ο Χιούστον ξανατηλεφώνησε. «Μάικλ», είπε ο Μπίλι κλείνοντας τα μάτια του, «έχω ήδη πάψει να μιλάω στους γιατρούς από την Γκλάσμαν. θα σταματήσω να μιλάω και σε σένα, αν δεν κόψεις τις αηδίες». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτή τη στιγμή», είπε ο Χιούστον. «θέλω να με ακούσεις πολύ προσεκτικά, Μπίλι. Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό». Ο Μπίλι άκουσε όσα είχε να του πει ο Χιούστον χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, μόνο με ένα μικρό τσίμπημα θυμού και μια αίσθηση προδοσίας. Στο κάτω κάτω, το περίμενε. Η Χάιντι ξαναπήγε στο ιατρείο του Χιούστον. Οι δυο τους είχαν μια μακρά συζήτηση, η οποία τελείωσε με δάκρυα. Μετά, ο Χιούστον συζήτησε με τους Τρεις Στούτζες στην Κλινική Γκλάσμαν. («Μην ανησυχείς, Μπίλι, καλύπτονται όλα από το επαγγελματικό απόρρητο»). Ο Χιούστον είδε πάλι τη Χάιντι. Όλοι μαζί αποφάσισαν ότι μια σειρά ψυχιατρικών τεστ θα ωφελούσε τον Μπίλι. «Σου συνιστώ να τα κάνεις αυτά με τη δική σου ελεύθερη βούληση», κατέληξε ο Χιούστον. «Δεν αμφιβάλλω. Όπως δεν αμφιβάλλω για το πού θέλεις να κάνω αυτά τα τεστ. Στην Κλινική Γκλάσμαν, σωστά; Κέρδισα το ηλεκτρικό λουκούμι;» «Φυσικά, σκεφτήκαμε ότι αυτό ήταν το λογικό...» «Α, βέβαια, καταλαβαίνω. Κι όσο καιρό θα εξετάζουν το μυαλό μου, υποθέτω ότι τα κλύσματα βαρίου θα συνεχιστούν». Η σιωπή του Χιούστον ήταν πραγματικά εύγλωττη. «Αν πω όχι;» «Η Χάιντι θα αναγκαστεί να πάρει άλλα μέτρα», είπε ο Χιούστον προσεκτικά. «Καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω», είπε ο Μπίλι. «Εννοείς ότι εσύ και η Χάιντι και οι Τρεις Στούτζες θα συναντηθείτε και θα με κλείσετε στο τρελάδικο».

«Το λες πολύ μελοδραματικά, Μπίλι. Η Χάιντι ανησυχεί για τη Λίντα όπως και για σένα». «Και οι δύο ανησυχούμε για τη Λίντα», είπε ο Μπίλι. «Κι εγώ ανησυχώ για τη Χάιντι επίσης, θέλω να πω, υπάρχουν στιγμές που είμαι τόσο θυμωμένος μαζί της που ανακατεύεται το στομάχι μου, αλλά εξακολουθώ να την αγαπάω. Κι έτσι ανησυχώ. Βλέπεις, δε σου τα έχει πει όλα, Μάικ». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Ξέρω ότι δεν καταλαβαίνεις. Και δε θα σου το πω εγώ. Μπορεί να σου το πει εκείνη, παρ' όλο που πιστεύω ότι δε θα το κάνει, το μόνο που θέλει είναι να ξεχάσει το δικό της ρόλο στην υπόθεση αυτή και αν σου πει όλα όσα πιθανώς ξέχασε ν' αναφέρει μέχρι τώρα, θα της είναι ακόμα πιο δύσκολο να ξεχάσει. Ας πούμε απλώς ότι και η Χάιντι έχει τις δικές της ενοχές που πρέπει να παλέψει. Τα τσιγάρα που καταναλώνει καθημερινά έχουν ανεβεί από το ένα πακέτο στα δυόμισι». Μεγάλη παύση... και μετά ο Μάικ Χιούστον ξανάπιασε την επωδό του: «Όπως και να 'ναι, Μπίλι, πρέπει να καταλάβεις ότι αυτά τα τεστ είναι για το καλό όλων...» «Αντίο, Μάικ», είπε ο Χάλεκ και το έκλεισε μαλακά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Δύο τηλεφωνικές συνδιαλέξεις Ο Μπίλι πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα κόβοντας βόλτες πάνω κάτω μέσα στο δροσερό, χάρη στον κλιματισμό, σπίτι, παρατηρώντας τον εαυτό του μέσα στους καθρέφτες και στις γυαλισμένες επιφάνειες. Το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας εξαρτάται από την εικόνα που έχουμε για τη σωματική μας υπόσταση πολύ περισσότερο απ' όσο πιστεύουμε συνήθως. Δεν έβρισκε τίποτα παρήγορο στην ιδέα αυτή. Η αίσθηση που έχω για την αξία μου εξαρτάται από το πόσο μέρος του φυσικού κόσμου εκτοπίζω καθώς περπατάω; Θεέ μου, αυτή δεν είναι διόλου ευχάριστη σκέψη. Εκείνος ο τύπος ο κύριος Τ. μπορούσε να σηκώσει έναν Αϊνστάιν και να τον κουβαλάει όλη μέρα κάτω απ' τη μασχάλη του σαν... σαν ένα βιβλίο ή κάτι τέτοιο. Κάνει λοιπόν αυτό τον κύριο Τ. καλύτερο, πιο σημαντικό;

Ένας απόηχος του Έλιοτ ήχησε στο κεφάλι του σαν μακρινή καμπάνα ένα κυριακάτικο πρωινό: Δεν εννοούσα αυτό, δεν εννοούσα διόλου αυτό. Και πραγματικά, δεν εννοούσε αυτό. Η ιδέα ότι το μέγεθος μπορούσε να είναι ένδειξη χάρης ή ευφυΐας, ή απόδειξη της αγάπης του θεού, δημιουργήθηκε την εποχή που ο τεράστιος Γουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ παρέδωσε τα σκήπτρα στο θηλυπρεπή — σχεδόν κοκαλιάρη — Γούντροου Γουίλσον. Το πώς βλέπουμε, την πραγματικότητα εξαρτάται πολύ περισσότερο από την εικόνα που έχουμε για τη σωματική μας υπόσταση απ' όσο πιστεύουμε συνήθως. Ναι, αλήθεια. Αυτό ήταν πολύ πιο κοντά στην ουσία του θέματος. Όταν βλέπεις τον εαυτό σου να σβήνει κιλό κιλό, σαν πολύπλοκη εξίσωση που σβήνεται από τον πίνακα γραμμή γραμμή και πράξη πράξη, η αίσθηση που έχεις για την πραγματικότητα επηρεάζεται. Για τη δική σου προσωπική πραγματικότητα και την πραγματικότητα γενικά. Στην αρχή ήταν χοντρός — όχι εύσωμος, όχι λίγο υπέρβαρος, αλλά χοντρός. Μετά ήταν γεμάτος, μετά φυσιολογικός (αν υπάρχει πραγματικά κάτι τέτοιο, οι Τρεις Στούτζες από την Κλινική Γκλάσμαν έδειχναν να πιστεύουν ότι υπάρχει), μετά λεπτός. Αλλά τώρα είχε αρχίσει να γλιστράει σε μια καινούργια κατηγορία: κοκαλιάρης. Τι θα επακολουθούσε; Αποσκελέτωση υπέθετε. Και μετά απ' αυτό, κάτι που ακόμα απέκρυβε η φαντασία του. Δεν ανησυχούσε σοβαρά ότι θα τον κλείναν στο τρελάδικο' τέτοιες διαδικασίες είναι χρονοβόρες. Αλλά η τελευταία συζήτηση με το Χιούστον του έδειξε καθαρά πόσο είχαν προχωρήσει τα πράγματα και πόσο αδύνατο ήταν να τον πιστέψει κανείς, τώρα ή στο μέλλον. Ήθελε να τηλεφωνήσει στον Κερκ Πέντσλι, με φοβερή δυσκολία αντιστεκόταν στην επιθυμία του αυτή, παρ' όλο που ήξερε ότι ο Κερκ θα του τηλεφωνούσε όταν και αν οι ντετέκτιβ έβρισκαν κάτι. Αντ' αυτού, κάλεσε έναν αριθμό στη Νέα Υόρκη, τον οποίο είχε γραμμένο πίσω πίσω στην ατζέντα του. Το όνομα του Ρίτσαρντ Τζινέλι τριγύριζε στο μυαλό του από τότε που άρχισε αυτή η ιστορία, τώρα έφτασε η στιγμή να τον πάρει. Για καλό και για κακό. «Τρία Αδέλφια», είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Οι σπεσιαλιτέ γι' απόψε περιλαμβάνουν μοσχαράκι και τη δική μας εκδοχή των φετουτσίνι Αλφρέντο». «Λέγομαι Γουίλιαμ Χάλεκ και θα ήθελα να μιλήσω στον κύριο Τζινέλι». Μετά από ένα λεπτό, η φωνή είπε: «Χάλεκ».

«Ναι». Η «φωνή» ακούμπησε απότομα το ακουστικό. Ο Μπίλι άκουγε αμυδρά κατσαρολικά να χτυπάνε και διάφορες φωνές. Κάποιος έβριζε ιταλικά. Κάποιος άλλος γελούσε. Όπως τα πάντα στη ζωή του αυτή την εποχή, του φαίνονταν πολύ απόμακρα. Επιτέλους, κάποιος σήκωσε το ακουστικό. «Γουίλιαμ!» Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι ο Τζινέλι ήταν το μόνο άτομο στον κόσμο που τον αποκαλούσε έτσι. «Τι κάνεις, paisan;» «Έχω χάσει βάρος». «Α, μπράβο», είπε ο Τζινέλι. «Αυτό είναι καλό. Ήσουν πολύ χοντρός, Γουίλιαμ, πρέπει να το παραδεχτούμε. Πόσο έχασες;» «Δέκα κιλά». «Ποπό! Συγχαρητήρια! Και η καρδιά σου θα σ' ευχαριστεί επίσης. Είναι δύσκολο να χάσεις βάρος, δεν είναι; Μη μου πεις, ξέρω. Οι γαμημένες οι θερμίδες δε λένε να ξεκολλήσουν από πάνω σου. Κάτι τύποι σαν εσένα παίρνουν όλο το βάρος στην κοιλιά. Άλλοι, σαν εμένα, ανακαλύπτουν μια μέρα ότι σκίζεται το παντελόνι τους κάθε φορά που σκύβουν για να δέσουν τα παπούτσια τους». «Ξέρεις, δεν ήταν καθόλου δύσκολο». «Ε, λοιπόν, έλα να φας μαζί μου, Γουίλιαμ, θα σου κάνω τη δική μου σπεσιαλιτέ. Κοτόπουλο Ναπολιτάνα. θα ξαναπάρεις όλο το βάρος που έχασες με ένα γεύμα». «Μου φαίνεται πως θα το δοκιμάσω», είπε ο Μπίλι, χαμογελώντας λίγο. Είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου και του φάνηκε πως αποκάλυπτε πάρα πολλά δόντια το χαμόγελο του. Πολλά δόντια και φαίνονταν πολύ. Σταμάτησε να χαμογελάει. «Μακάρι. Εγώ το εννοώ. Σε έχω επιθυμήσει. Έχουμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Και η ζωή είναι πολύ μικρή, έτσι δεν είναι;» «Ναι, φοβάμαι πως ναι». Η φωνή του Τζινέλι έγινε πιο σιγανή. «Άκουσα ότι είχες μπλεξίματα εκεί κάτω στο Κοννέκτικατ», είπε. Μιλάει για το Κοννέκτικατ λες και βρίσκεται στη Γροιλανδία, σκέφτηκε ο Μπίλι. «Λυπήθηκα που το άκουσα».

«Πώς το έμαθες;» ρώτησε ο Μπίλι, πραγματικά έκπληκτος. Στην τοπική εφημερίδα απλά αναφέρθηκε το ατύχημα και δε γράφτηκαν ονόματα και άλλα στοιχεία. Στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης δε γράφτηκε τίποτα απολύτως. «Φροντίζω να ενημερώνομαι» απάντησε ο Τζινέλι. Γιατί αυτή είναι η ουσία, σκέφτηκε ο Μπίλι και ανατρίχιασε. «Έχω μερικά προβλήματα με την ιστορία αυτή», είπε ο Μπίλι τώρα, διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις. «Προβλήματα... μη νομικής φύσης. Η γυναίκα, ξέρεις για τη γυναίκα;» «Ναι. Άκουσα ότι ήταν τσιγγάνα». «Ναι. Είχε έναν άντρα. Αυτός έχει... μου έχει δημιουργήσει προβλήματα». «Πώς λέγεται;» «Λέμκε, νομίζω, θα προσπαθήσω να το τακτοποιήσω μόνος μου, αλλά αναρωτιέμαι... αν δεν τα καταφέρω...» «Φυσικά, φυσικά. Πάρε με τηλέφωνο. Μπορεί να καταφέρω να κάνω κάτι, μπορεί και όχι. Μπορεί ν' αποφασίσω ότι δε θέλω. θέλω να πω, οι φίλοι είναι φίλοι και η δουλειά είναι δουλειά, καταλαβαίνεις τι λέω;» «Ναι, καταλαβαίνω». «Μερικές φορές οι φίλοι και η δουλειά μπερδεύονται, αλλά μερικές φορές δεν πρέπει να μπερδεύονται, σωστά;» «Ναι». «Αυτός ο τύπος τα έχει βάλει μαζί σου;» Ο Μπίλι δίστασε, «θα προτιμούσα να μην πω περισσότερα αυτή τη στιγμή, Ρίτσαρντ. Είναι πολύ παράξενα τα πράγματα. Μα ναι, τα έχει βάλει μαζί μου. Και πολύ μάλιστα». «Διάβολε, Γουίλιαμ, πρέπει να μιλήσουμε τώρα!» Η ανησυχία στη φωνή του Τζινέλι ήταν φανερή και έντονη. Ο Μπίλι ένιωσε δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια του και έφερε το χέρι στο μάγουλο του.

«Το εκτιμώ αυτό, πραγματικά το εκτιμώ. Αλλά θέλω να προσπαθήσω να το χειριστώ μόνος μου. Δεν είμαι καν σίγουρος τι θα ήθελα να κάνεις». «Αν το αποφασίσεις, Γουίλιαμ, εδώ είμαι εγώ. Εντάξει;» «Εντάξει. Και ευχαριστώ». Δίστασε. «Πες μου κάτι, Ρίτσαρντ. Είσαι προληπτικός;» «Εγώ; Ρωτάς ένα γέρο σαν εμένα αν είναι προληπτικός; Ρωτάς εμένα που μεγάλωσα σε μια οικογένεια που η μητέρα μου και η γιαγιά μου και όλες οι θείες μου προσεύχονταν σε όλους τους αγίους που ξέρεις, και σε μερικούς που δεν ξέρεις, και σκέπαζαν τους καθρέφτες όταν πέθαινε κάποιος, και σταυροκοπιόνταν όταν συναντούσαν μαύρη γάτα; Εμένα; Ρωτάς εμένα αν είμαι προληπτικός;» «Ναι», είπε ο Μπίλι, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Σε ρωτάω». Η φωνή του Ρίτσαρντ Τζινέλι ακούστηκε επίπεδη, σκληρή, χωρίς την παραμικρή αίσθηση του χιούμορ. «Πιστεύω σε δύο μόνο πράγματα, Γουίλιαμ. Στα όπλα και στα λεφτά. Σ' αυτά πιστεύω. Αν είμαι προληπτικός; Όχι εγώ, φίλε μου. θα με μπέρδεψες με κάποιον άλλο». «Ευτυχώς», είπε ο Μπίλι, και το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. Ήταν το πρώτο αληθινό χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του μέσα σε ένα μήνα και του άρεσε η αίσθηση. Του άρεσε πολύ. Το ίδιο βράδυ, λίγο μετά αφότου γύρισε η Χάιντι, τηλεφώνησε ο Πέντσλι. «Οι τσιγγάνοι σου μας έχουν βάλει σε μεγάλο μπελά», είπε. «Το κυνηγητό αυτό θα σου στοιχίσει ήδη γύρω στις δέκα χιλιάδες δολάρια, Μπιλ. Μήπως θέλεις να τα παρατήσεις;» «Πρώτα πες μου τι έχεις», είπε ο Μπίλι. Τα χέρια του είχαν ιδρώσει. Ο Πέντσλι άρχισε να μιλάει με την ξερή επαγγελματική φωνή του. Οι τσιγγάνοι είχαν πρώτα πάει στο Γκρίνο, μια πόλη του Κοννέκτικατ, γύρω στα τριάντα μίλια βόρεια του Μίλφορντ. Μία βδομάδα αφού τους είχαν διώξει από το Γκρίνο, εμφανίστηκαν στο Πότακετ, κοντά στο Πρόβιντενς του Ροντ Άιλαντ. Μετά το Πότακετ, ακολούθησε το Ατέλμπορο της Μασαχουσέτης. Στο Ατέλμπορο, ένας τους συνελήφθη για διατάραξη της κοινής ησυχίας και μετά πλήρωσε εγγύηση και το έσκασε.

«Αυτό που φαίνεται πως συνέβη είναι το εξής», είπε ο Πέντσλι. «Υπήρχε ένας τύπος που το έπαιζε μάγκας κι έχασε δέκα δολάρια στον τροχό της τύχης. Τα έβαλε λοιπόν με το χειριστή και είπε ότι ήταν στημένο και ότι θα έπαιρνε εκδίκηση. Δύο μέρες αργότερα είδε τον τσιγγάνο να βγαίνει από ένα μαγαζί. Βρίστηκαν και πιάστηκαν στα χέρια. Υπήρχαν μερικοί μάρτυρες που δεν ήταν ντόπιοι και είπαν ότι τον καβγά τον άρχισε ο ντόπιος. Υπήρχαν μερικοί άλλοι που είπαν ότι άρχισε ο τσιγγάνος. Εν πάση περιπτώσει, τελικά συνέλαβαν τον τσιγγάνο. Όταν το έσκασε, οι αστυνομικοί ενθουσιάστηκαν. Έτσι γλίτωσαν τα έξοδα μιας δίκης και οι τσιγγάνοι έφυγαν από την πόλη». «Έτσι γίνεται συνήθως, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μπίλι. Το πρόσωπο του ξαφνικά έκαιγε. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο τύπος που είχε συλληφθεί στο Ατέλμπορο ήταν ο ζογκλέρ που έκανε το νούμερο του στο πάρκο του Φαίρβιου. «Ναι, μάλλον», συμφώνησε ο Πέντσλι. «Οι τσιγγάνοι ξέρουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Από τη στιγμή που το σκάει ο τύπος, η τοπική αστυνομία είναι κατευχαριστημένη. Δε βγαίνει ένταλμα εναντίον του, ούτε εξαπολύεται κανένα ανθρωποκυνηγητό. Είναι σαν να μπήκε κάποιο σκουπιδάκι στο μάτι σου. Όσο είναι εκεί, αποκτά τρομερή σημασία και δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο. Σιγά σιγά, το μάτι υγραίνεται και το διώχνει. Από τη στιγμή που έχει φύγει, και η ενόχληση σταματάει, κανείς δε νοιάζεται πια για το σκουπιδάκι». «Ένα σκουπιδάκι», είπε ο Μπίλι. «Αυτό ήταν;» «Για την αστυνομία του Ατέλμπορο αυτό ακριβώς ήταν. Θέλεις να μάθεις τα υπόλοιπα τώρα, Μπιλ, ή πρώτα θα φιλοσοφήσουμε πάνω στη μοίρα των μειονοτήτων;» «Πες μου και τα υπόλοιπα, σε παρακαλώ». «Οι τσιγγάνοι σταμάτησαν πάλι στο Λίνκολν του Μας. Έμειναν εκεί περίπου τρεις μέρες πριν τους διώξουν». «Ήταν οι ίδιοι σ' όλες τις περιπτώσεις; Είσαι σίγουρος;» «Ναι. Πάντα τα ίδια οχήματα. Έχω μια λίστα εδώ με τους αριθμούς κυκλοφορίας — είναι κυρίως από το Τέξας και το Ντελάγουερ. θέλεις τη λίστα;» «Κάποια στιγμή, όχι τώρα. Συνέχισε».

Δεν υπήρχαν πολλά ακόμα. Οι τσιγγάνοι εμφανίστηκαν στο Ρίβερ, βόρεια της Βοστόνης, έμειναν εκεί δέκα μέρες και έφυγαν με τη θέληση τους. Έμειναν τέσσερις μέρες στο Πόρτσμουθ του Νιου Χάμσάιρ... και μετά απλώς εξαφανίστηκαν. «Μπορούμε να τους εντοπίσουμε πάλι, αν θέλεις», είπε ο Πέντσλι. «Τώρα είμαστε λιγότερο από μία βδομάδα πίσω τους. Τρεις ντετέκτιβ πρώτης τάξης δουλεύουν γι' αυτό και πιστεύουν ότι οι τσιγγάνοι θα πρέπει να βρίσκονται κατά πάσα πιθανότητα κάπου στο Μέιν αυτή τη στιγμή. Πηγαίνουν παράλληλα με την 1-95 κατά μήκος όλης της ακτής από το Κοννέκτικατ, μάλλον από τις Καρολίνες, σύμφωνα με τις πληροφορίες των ντετέκτιβ. Είναι σαν περιοδεία τσίρκου. Προφανώς θα πάνε στις νότιες τουριστικές περιοχές του Μέιν, όπως το Ογκανκόθιτ και το Κενενμπάνκπορτ, θα ανεβούν στο Μπούθμπεϊ Χάρμπορ και θα καταλήξουν στο Μπαρ Χάρμπορ. Τότε, όταν η τουριστική περίοδος τελειώσει, θα κατεβούν στη Φλόριντα ή στον κόλπο του Τέξας για να ξεχειμωνιάσουν». «Είναι μαζί τους ένας γέρος;» ρώτησε ο Μπίλι. Κρατούσε πολύ σφιχτά το ακουστικό. «Γύρω στα ογδόντα; Με μια φρικτή μύτη, με καρκίνο ή κάτι τέτοιο;» Ακούστηκαν χαρτιά που γύριζαν. Μετά: «Ο Ταντούζ Λέμκε», είπε ήρεμα ο Πέντσλι. «Ο πατέρας της γυναίκας που χτύπησες με τ' αυτοκίνητο σου. Ναι, είναι μαζί τους». «Πατέρας;» φώναξε ο Χάλεκ. «Αποκλείεται, Κερκ! Η γυναίκα ήταν μεγάλη, γύρω στα εβδομήντα, εβδομήντα πέντε...» «Ο Ταντούζ Λέμκε είναι εκατόν έξι». Για μερικά λεπτά ο Μπίλι δεν μπόρεσε να μιλήσει καθόλου. Τα χείλη του κινήθηκαν μονάχα. Έμοιαζε σαν άνθρωπος που φίλησε ένα φάντασμα. Μετά κατάφερε να επαναλάβει: «Αποκλείεται». «Μπορεί όλοι μας να τον ζηλεύουμε γι' αυτό», είπε ο Πέντσλι, «αλλά δεν αποκλείεται διόλου. Υπάρχουν αναφορές για πολλούς υπεραιωνόβιους, ειδικά μάλιστα της φυλής του. Δεν τριγυρίζουν στην ανατολική Ευρώπη με καραβάνια πια, ξέρεις, παρ' όλο που υποθέτω ότι οι πιο μεγάλοι, όπως αυτός ο τύπος ο Λέμκε, πολύ θα το ήθελαν. Έχω στοιχεία να σου δώσω... μητρώο κοινωνικής ασφάλισης, δακτυλικά αποτυπώματα... αν τα θέλεις. Ο Λέμκε έχει κατά καιρούς ισχυριστεί ότι είναι εκατόν έξι, εκατόν δώδεκα και εκατόν είκοσι χρόνων. Προσωπικά, κλείνω προς το εκατόν έξι, επειδή ταιριάζει με τις πληροφορίες από την Κοινωνική Ασφάλιση που κατάφεραν να βρουν οι ντετέκτιβ. Η Σουζάνα Λέμκε ήταν κόρη του, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Κι αν σε ενδιαφέρει, έχει καταχωρηθεί σαν "πρόεδρος της Εταιρίας Ταντούζ" στις διάφορες άδειες που αναγκάστηκαν να πάρουν για τα

παιχνίδια... πράγμα που σημαίνει ότι είναι αρχηγός της φυλής, ή της ομάδας, ή ό,τι αποκαλούν τον εαυτό τους». Κόρη του; Κόρη του Λέμκε; Στο μυαλό του Μπίλι αυτό τα άλλαζε όλα. Αν κάποιος είχε χτυπήσει τη Λίντα; Αν ήταν η Λίντα που την είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου σαν αδέσποτο σκυλί; «...υπόθεση;» «Πώς;» Προσπάθησε να ξανασυγκεντρωθεί σε όσα του έλεγε ο Κερκ Πέντσλι. «Είπα, είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να κλείσουμε την υπόθεση; θα σου στοιχίσει τα μαλλιοκέφαλά σου, Μπιλ». «Σε παρακαλώ, ζήτησε τους να προχωρήσουν λίγο ακόμα», είπε ο Μπίλι. «θα σε πάρω σε τέσσερις μέρες, όχι σε τρεις, για να μου πεις αν τους έχουν εντοπίσει». «Δε χρειάζεται να πάρεις εσύ», είπε ο Πέντσλι. «Αν, όταν οι άνθρωποι του Μπάρτον τους εντοπίσουν, θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθει». «Δε θα είμαι εδώ», είπε αργά ο Χάλεκ. «Α;» Η φωνή του Πέντσλι ήταν ηθελημένα ουδέτερη. «Πού θα είσαι;» «θα ταξιδεύω», είπε ο Χάλεκ κι αφού τον χαιρέτησε, κατέβασε το ακουστικό. Έμεινε καθισμένος, απόλυτα ακίνητος, ενώ το μυαλό του γύριζε σαν ανεμοστρόβιλος, και τα δάχτυλα του — τα πολύ λεπτά δάχτυλα του — έπαιζαν πιάνο πάνω στο γραφείο του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Το γράμμα του Μπίλι Η Χάιντι βγήκε την επομένη, λίγο μετά τις δέκα, να κάνει μερικά ψώνια. Δεν αναζήτησε τον Μπίλι για να του πει πού πήγαινε ή πότε θα επέστρεφε — αυτή η παλιά ευχάριστη συνήθεια δεν ίσχυε πια. Ο Μπίλι καθόταν στο γραφείο του και παρακολουθούσε το Ολντς που έκανε όπισθεν για να βγει από τον κήπο στο δρόμο. Για μια στιγμή, το πρόσωπο της Χάιντι γύρισε προς το μέρος του και του φάνηκε πως τα βλέμματα τους συναντήθηκαν - το δικό του συγχυσμένο και φοβισμένο, το δικό της γεμάτο κατηγόριες: Με ανάγκασες να διώξω την κόρη μας, αρνείσαι να έχεις την ιατρική βοήθεια που χρειάζεσαι, οι φίλοι μας έχουν αρχίσει να σε

συζητούν. Φαίνεται να χρειάζεσαι κάποιον για να περάσετε μαζί τα όρια του λογικού, κι εγώ είμαι η τυχερή... Ε, λοιπόν, άντε γαμήσου, Μπίλι Χάλεκ. Άσε με ήσυχη. Μπορείς να καείς αν θέλεις, αλλά δεν έχεις το δικαίωμα να μου ζητάς να σε ακολουθήσω στο λάκκο. Δεν ήταν παρά μια φαντασίωση, φυσικά. Η Χάιντι δεν μπορούσε να τον δει από κει που βρισκόταν. Μια φαντασίωση, αλλά οδυνηρή. Όταν το Ολτνς χάθηκε στο βάθος του δρόμου, ο Μπίλι πέρασε ένα κομμάτι χαρτί στην παλιά Ολιβέτι του κι έγραψε πάνω πάνω: «Αγαπητή Χάιντι». Ήταν το μόνο μέρος του γράμματος που του ήρθε εύκολα. Το έγραψε αργά αργά, μία οδυνηρή πρόταση τη φορά, με τη σκέψη ότι εκείνη θα επέστρεφε πριν προλάβει να το τελειώσει. Αλλά δεν επέστρεψε. Τελικά, τράβηξε το σημείωμα από τη γραφομηχανή και το ξαναδιάβασε: Αγαπητή Χάιντι, Όταν θα το διαβάσεις αυτό, εγώ θα έχω φύγει. Δεν ξέρω ακριβώς πού θα πάω, ούτε και για πόσο καιρό, αλλά ελπίζω ότι όταν επιστρέψω ο εφιάλτης αυτός θα έχει τελειώσει. Χάιντι, ο Μάικλ Χιούστον κάνει λάθος, λάθος για όλα. Η Λίντα Ρόσιγκτον πραγματικά μου είπε ότι ο γερο-τσιγγάνος — επί τη ευκαιρία, το όνομα του είναι Ταντούζ Λέμκε — άγγιξε τον Κάρι, και πραγματικά μου είπε ότι το δέρμα του Κάρι βγάζει λέπια. Κι ο Ντάνκαν Χόπλι ήταν πραγματικά γεμάτος σπυριά... Ήταν πολύ χειρότερο απ' όσο φαντάζεσαι. Ο Χιούστον αρνείται να επιτρέψει στον εαυτό του να πάρει στα σοβαρά τη λογική στην οποία στηρίζω την πεποίθηση μου αυτή, και οπωσδήποτε αρνείται να συνδέσει τους συλλογισμούς αυτούς με το γεγονός ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που μου συμβαίνει (70 σήμερα το πρωί: σχεδόν 68 τώρα). Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα αποπροσανατολιζόταν τελείως. Προτιμάει να με δει κλεισμένο στο τρελάδικο για το υπόλοιπο της ζωής μου, παρά να εξετάσει στα σοβαρά την πιθανότητα όλα αυτά να συμβαίνουν λόγω της κατάρας ενός τσιγγάνου. Η ιδέα ότι υπάρχουν τέτοια τρελά πράγματα σαν τις κατάρες των τσιγγάνων — οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά ακόμα περισσότερο στο Φαίρβιου του Κοννέκτικατ — είναι ανάθεμα για οτιδήποτε πιστεύει ο Μάικλ Χιούστον. Οι δικοί του θεοί βγαίνουν από μπουκάλια, όχι απ' τον αέρα. Αλλά πιστεύω ότι κάπου βαθιά μέσα σου, εσύ μπορεί να πιστέψεις ότι είναι δυνατό. Νομίζω ότι μέρος του θυμού σου για μένα την τελευταία βδομάδα οφείλεται στην

επιμονή μου να πιστεύω αυτό που βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι είναι αλήθεια. Κατηγόρησε με ότι κάνω τον ψυχαναλυτή, αν θέλεις, αλλά το λέω για τον εξής λόγο: Το να πιστεύεις στην κατάρα σημαίνει να πιστεύεις ότι μόνο ο ένας μας τιμωρείται για κάτι στο οποίο συμμετείχαμε κι οι δύο. Από τη δική σου την πλευρά, ίσως να προσπαθείς να αποφύγεις τις ενοχές... όσο για μένα, Χάιντι, ποιος ξέρει. Ίσως το πιο αδύναμο και δειλό κομμάτι της ψυχής μου να αισθάνεται ότι αν βρίσκομαι σ' αυτό το χάλι, θα έπρεπε κι εσύ να ταλαιπωρείσαι λίγο... η δυστυχία αγαπάει τη συντροφιά και υποθέτω ότι όλοι απ' τη φύση μας έχουμε ένα κακό κομμάτι, το οποίο είναι τόσο σφιχτά συνυφασμένο με το καλό κομμάτι μας που δεν μπορούμε ποτέ να απαλλαγούμε απ' αυτό. Υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι μέσα μου, ωστόσο, κι αυτό σε αγαπάει, Χάιντι, και δε θα ήθελε να πάθεις το παραμικρό κακό. Αυτό το κομμάτι μου έχει επίσης μια λογική πλευρά και γι' αυτό φεύγω. Πρέπει να βρω εκείνο τον τσιγγάνο, Χάιντι. Πρέπει να βρω τον Ταντούζ Λέμκε και να του πω αυτά που σκέφτομαι εδώ κι έξι βδομάδες. Είναι εύκολο να κατηγορείς, εύκολο να ζητάς εκδίκηση. Αλλά όταν κοιτάζεις τα πράγματα πιο προσεκτικά, αρχίζεις να βλέπεις ότι καθετί συνδέεται μ' όλα τ' άλλα. Ότι μερικές φορές τα πράγματα συμβαίνουν μόνο και μόνο επειδή συμβαίνουν. Κανένας μας δε θα ήθελε να πιστεύει ότι είναι έτσι, επειδή τότε δε θα μπορούμε να χτυπήσουμε κάποιον για να ξεσπάσουμε και να μαλακώσουμε τον πόνο μας. Πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο και κανένας απ' αυτούς τους τρόπους δεν είναι τόσο απλός ή τόσο ικανοποιητικός. Θέλω να του πω ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση, θέλω να του ζητήσω να ανακαλέσει αυτό που έκανε... υποθέτοντας πάντα ότι είναι στο χέρι του να το κάνει. Αλλά αυτό που θέλω να κάνω περισσότερο απ' όλα είναι να του ζητήσω απλώς συγγνώμη. Για μένα... για σένα... για όλο το Φαίρβιου. Τώρα ξέρω πολύ περισσότερα για τους τσιγγάνους απ' ό,τι στο παρελθόν. Υποθέτω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι τώρα άνοιξαν τα μάτια μου. Και νομίζω ότι είναι δίκαιο να σου πω κάτι ακόμα, Χάιντι — αν μπορεί να το ανακαλέσει, αν έχω κάποιο μέλλον μπροστά μου τελικά — δε θα ζήσω το μέλλον αυτό στο Φαίρβίου. Ανακάλυψα ότι έχω βαρεθεί την Παμπ του Αντί, και τη Λάντερν Ντράιβ, και τη λέσχη, και ολόκληρη την υποκριτική πόλη μας. Αν έχω μέλλον, ελπίζω ότι εσύ κι η Λίντα θα έρθετε σε κάποιο μέρος πιο αγνό και θα το μοιραστείτε μαζί μου. Αν δε θελήσετε ή δεν μπορέσετε, θα φύγω μόνος μου. Αν ο Λέμκε δε θελήσει ή δεν μπορέσει να κάνει κάτι για να με βοηθήσει, τουλάχιστον θα αισθάνομαι ότι έκανα ό,τι περνούσε απ' το χέρι μου. Τότε θα γυρίσω σπίτι και θα μπω στην Κλινική Γκλάσμαν, εφόσον θα εξακολουθείς να επιθυμείς κάτι τέτοιο. Μπορείς, αν θέλεις, να δείξεις αυτό το γράμμα στο Μάικ Χιούστον ή στους γιατρούς της κλινικής. Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουν πως αυτό που κάνω είναι θεραπευτικό. Στο κάτω κάτω, θα σκεφτούν, αν το κάνει αυτό στον εαυτό του σαν τιμωρία (μιλούν διαρκώς για νευρική ανορεξία, πιστεύοντας προφανώς ότι αν αισθάνεσαι αρκετά ένοχος, μπορείς να επιταχύνεις το μεταβολισμό σου ώστε να καίει χιλιάδες θερμίδες την ημέρα), μια συνάντηση με το Λέμκε μπορεί να του

προσφέρει ακριβώς την εξιλέωση που χρειάζεται. Ή, θα σκεφτούν, υπάρχουν άλλες δύο πιθανότητες. Η μία, ότι ο Λέμκε θα γελάσει και θα πει ότι ποτέ του δεν καταράστηκε κανένα στη ζωή του, οπότε θα καταρριφθεί η ψυχολογική βάση της έμμονης ιδέας μου. Η άλλη, ότι ο Λέμκε θα σκεφτεί πως είναι μια ευκαιρία να βγάλει μερικά χρήματα, θα πει ψέματα ότι πράγματι με καταράστηκε και θα μου πάρει λεφτά για να με «θεραπεύσει»' αλλά, θα σκεφτούν οι γιατροί, μια ψεύτικη θεραπεία για μια ψεύτικη κατάρα μπορεί να είναι απολύτως αποτελεσματική! Έχω προσλάβει ντετέκτιβ μέσω του Κερκ Πέντσλι και αυτοί μου είπαν ότι οι τσιγγάνοι ανεβαίνουν την Εθνική 95. Ελπίζω να τους πετύχω στο Μέιν. Αν συμβεί κάτι, θα σε ειδοποιήσω το συντομότερο δυνατό. Στο μεταξύ, θα προσπαθήσω να μη σου κάνω τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη. Αλλά θέλω να πιστέψεις ότι σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Δικός σου, Μπίλι. Έβαλε το γράμμα σε ένα φάκελο, έγραψε το όνομα της Χάιντι και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Μετά, κάλεσε ένα ταξί για να τον πάει στα γραφεία της Χερτζ στο Γουέστπορτ. Στάθηκε στα σκαλιά της βεράντας να περιμένει το ταξί με την κρυφή ελπίδα μέσα του ότι η Χάιντι θα φτάσει πριν από το ταξί και θα μπορέσουν να μιλήσουν για όλα όσα της έγραψε στο γράμμα. Μόνο όταν ήρθε το ταξί και ο Μπίλι βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα, μπόρεσε να σκεφτεί πιο ψύχραιμα και να παραδεχτεί ότι στη φάση αυτή ίσως δεν ήταν τόσο καλή ιδέα να συζητήσει με τη Χάιντι' οι συζητήσεις με τη Χάιντι ανήκαν στο παρελθόν, στην εποχή που ζούσε στην Πόλη των Χοντρών... και η λέξη «χοντρός», στην περίπτωση αυτή, είχε πολλές και διαφορετικές έννοιες, παρ' όλο που τότε δεν το συνειδητοποιούσε. Αυτό, ωστόσο, ήταν παρελθόν. Αν υπήρχε μέλλον, βρισκόταν κάπου στο Μέιν, κι εκείνος έπρεπε να το κυνηγήσει πριν βουλιάξει στην ανυπαρξία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ 63 Εκείνο το βράδυ σταμάτησε στο Πρόβιντενς. Τηλεφώνησε στο γραφείο, πήρε την υπηρεσία μηνυμάτων και άφησε ένα μήνυμα για τον Κερκ Πέντσλι: θα μπορούσε να στείλει τις φωτογραφίες των τσιγγάνων και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία για τα οχήματα τους, όπως αριθμούς κυκλοφορίας και πλαισίου, στο Ξενοδοχείο Σέρατον στο Νότιο Πόρτλαντ του Μέιν;

Η υπηρεσία επανέλαβε σωστά το μήνυμα — πράγμα που αποτελούσε ένα μικρό θαύμα, κατά τη γνώμη του — και μετά ο Μπίλι έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε για ύπνο. Η διαδρομή από το Φαίρβιου στο Πρόβιντενς ήταν λιγότερο από εκατόν πενήντα μίλια, αλλά ανακάλυψε πως ήταν εξαντλημένος. Κοιμήθηκε χωρίς να δει όνειρα για πρώτη φορά μετά από πολλές βδομάδες. Το επόμενο πρωί ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε ζυγαριά στο μπάνιο του ξενοδοχείου που έμενε. Ας ευχαριστήσουμε το θεό για την εύνοια του, σκέφτηκε σαρκαστικά. Ντύθηκε γρήγορα, σταματώντας μόνο μία φορά καθώς έδενε τα παπούτσια του, όταν — προς μεγάλη του έκπληξη — συνέλαβε τον εαυτό του να σφυρίζει. Στις οκτώ και μισή βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο και στις εξίμισι βρισκόταν στο Σέρατον, απέναντι από ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο. Εκεί τον περίμενε ένα μήνυμα από τον Πέντσλι: Πληροφορίες καθ' οδόν, αλλά είναι δύσκολο. Μπορεί να χρειαστούν μία η δύο μέρες. Θαυμάσια, σκέφτηκε ο Μπίλι. Ένα κιλό την ημέρα, Κερκ, τι διάβολο, σε τρεις μέρες χάνω τρία κιλά, σε πέντε μέρες πέντε. Σπουδαίοι τα λάχανα! Γιατί να βιαστείς, φίλε μου; Το Σέρατον του Νότιου Πόρτλαντ ήταν στρογγυλό και το δωμάτιο του Μπίλι είχε σχεδόν τριγωνικό σχήμα, σαν φέτα πίτας. Το κουρασμένο του μυαλό, που μέχρι τώρα είχε αντέξει τόσα, το έβρισκε σχεδόν αδύνατο ν' αντέξει μια κρεβατοκάμαρα που κατέληγε σε οξεία γωνία. Ήταν κουρασμένος από την οδήγηση και είχε πονοκέφαλο. Δεν άντεχε να κατεβεί στο εστιατόριο κι έτσι παράγγειλε να του φέρουν φαγητό στο δωμάτιο. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο, όταν ακούστηκε το χτύπημα του σερβιτόρου στην πόρτα. Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα που η διεύθυνση είχε την καλοσύνη να προσφέρει στους πελάτες της (ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ, έλεγε μια καρτούλα που εξείχε απ' την τσέπη) και διέσχισε το δωμάτιο, φωνάζοντας: «Ένα λεπτό!» Άνοιξε την πόρτα... και ένιωσε για πρώτη φορά πώς πρέπει να αισθάνονται τα τέρατα στο τσίρκο. Ο σερβιτόρος ήταν ένα αγόρι όχι μεγαλύτερο από δεκαεννέα ετών, με όρθια μαλλιά και βαθουλωμένα μάγουλα, σαν απομίμηση των Βρετανών πανκ ρόκερς. Τίποτα σπουδαίο σαν εμφάνιση. Κοίταξε τον Μπίλι με την αδιαφορία κάποιου που βλέπει εκατοντάδες άντρες με ρόμπες του ξενοδοχείου κάθε μέρα. Η αδιαφορία θα περιοριζόταν ελαφρά όταν θα έσκυβε να δει τι φιλοδώρημα του άφησε ο πελάτης, κι αυτό ήταν όλο. Ξαφνικά, τα μάτια του σερβιτόρου άνοιξαν διάπλατα με μια κατάπληξη που έμοιαζε με φρίκη. Μόνο για ένα λεπτό. Μετά η αδιαφορία ξαναγύρισε. Αλλά ο Μπίλι είχε δει τη φρίκη στο πρόσωπο του. Φρίκη. Ήταν σχεδόν φρίκη.

Και η έκφραση της έκπληξης υπήρχε ακόμα - κρυμμένη, αλλά υπήρχε. Ο Μπίλι νόμιζε ότι μπορούσε να τη διακρίνει τώρα, γιατί είχε προστεθεί άλλο ένα στοιχείο, δέος. Οι δυο τους έμειναν παγωμένοι για ένα λεπτό, εγκλωβισμένοι στην άβολη θέση του παρατηρητή και του παρατηρούμενου. Ο Μπίλι σκέφτηκε ζαλισμένος τον Ντάνκαν Χόπλι να κάθεται στο ευχάριστο σπίτι του στη Ριμπονμέικερ Λέιν με όλα τα φώτα σβηστά. «Φέρε λοιπόν το δίσκο», είπε τραχιά, σπάζοντας τη σιωπή. «Θα στέκεσαι εκεί όλη νύχτα;» «Α, όχι, κύριε», είπε ο σερβιτόρος, «με συγχωρείτε». Το πρόσωπο του έγινε κατακόκκινο κι ο Μπίλι τον λυπήθηκε. Δεν ήταν πανκ, ούτε κανένας νεαρός εγκληματίας που ήρθε στο τσίρκο να δει τους ζωντανούς κροκόδειλους, δεν ήταν παρά ένα κολεγιόπαιδο που δούλευε καλοκαιριάτικα για το χαρτζιλίκι του και είχε σοκαριστεί από την εικόνα του άγνωστου άντρα, ο οποίος μπορεί να ήταν, αλλά μπορεί και να μην ήταν, άρρωστος. Ο γέρος με καταράστηκε με πολλούς τρόπους κι όχι μόνο με ένα, σκέφτηκε ο Μπίλι. Δεν έφταιγε ο νεαρός αυτός που ο Μπίλι Χάλεκ, πρώην κάτοικος του Φαίρβιου του Κοννέκτικατ, είχε χάσει τόσο βάρος που μπορούσε να θεωρηθεί αξιοθέατο. Του έδωσε ένα επιπλέον δολάριο για φιλοδώρημα και τον έδιωξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά, πήγε στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό του, ανοίγοντας αργά τη ρόμπα του, σαν κλασικός επιδειξίας που εξασκείται μόνος στο δωμάτιο του. Είχε δέσει χαλαρά τη ρόμπα στην αρχή κι έτσι το μεγαλύτερο μέρος του στήθους και της κοιλιάς του ήταν εκτεθειμένα. Ήταν αρκετά εύκολο να καταλάβει κανείς το σοκ του σερβιτόρου εφόσον τα είδε όλα αυτά. Ήταν ακόμα ευκολότερο να σοκαριστεί κανείς βλέποντας τον με τη ρόμπα ανοιχτή κι ολόκληρο το κορμί του να καθρεφτίζεται στον καθρέφτη. Όλα τα κόκαλα του εξείχαν. Τα κόκαλα του λαιμού του μόλις που καλύπτονταν από δέρμα. Τα οστά του προσώπου του προεξείχαν. Το στέρνο του ήταν ένας κόμπος, η κοιλιά του μια τρύπα, η λεκάνη του ένα σύνολο από κόκαλα. Τα πόδια του ήταν όπως τα θυμόταν, μακριά και αρκετά μυώδη ακόμα, άλλωστε δεν είχε ποτέ παχύνει πολύ εκεί. Αλλά από τη μέση και πάνω, είχε αρχίσει πραγματικά να μοιάζει με τέρας – ο Κινούμενος Σκελετός. Καλά πάμε, σκέφτηκε. Λίγα κιλά ακόμα και θα μοιάζω πραγματικά με σκελετό. Τώρα ξέρεις πόσο μικρή είναι η απόσταση ανάμεσα σε όσα θεωρούσες πάντα δεδομένα και πίστευες πως ποτέ δε β' άλλαζαν κι αυτή την απόλυτη τρέλα. Αν

αναρωτήθηκες ποτέ, τώρα ξέρεις. Φαίνεσαι ακόμα φυσιολογικός — ε, άρχεται φυσιολογικός — όταν είσαι ντυμένος, αλλά σε πόσο καιρό θ' αρχίσεις να αντιμετωπίζεις αντιδράσεις σαν του σερβιτόρου ακόμα κι όταν φοράς του ρούχα σου; Την επόμενη βδομάδα; Τη μεθεπόμενη; Ο πονοκέφαλος του χειροτέρεψε, και παρ' όλο που νωρίτερα πεινούσε, ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να φάει. Κοιμήθηκε άσχημα και ξύπνησε νωρίς. Δε σφύριζε καθώς ντυνόταν. Αποφάσισε ότι ο Κερκ Πέντσλι και οι ντετέκτιβ είχαν δίκιο — οι τσιγγάνοι θα έμεναν στην ακτή. Το καλοκαίρι όλη η κίνηση μεταφερόταν εκεί, γιατί ήταν η πιο τουριστική περιοχή. Έρχονταν να κολυμπήσουν στο νερό που ήταν πάρα πολύ κρύο, να κάνουν ηλιοθεραπεία (πολλές μέρες είχε ομίχλη, αλλά οι τουρίστες ποτέ δεν το θυμούνταν), να φάνε αστακούς και θαλασσινά, να αγοράσουν τασάκια με γλάρους ζωγραφισμένους πάνω, να παρακολουθήσουν παραστάσεις στα θερινά θέατρα του Όγκουνκουιτ και του Μπράνσγουικ, να φωτογραφίσουν τους φάρους στο Πόρτλαντ και το Ρέμακουιντ, ή απλώς να μείνουν σε μέρη της μόδας, όπως το Ρόκπορτ, το Κάμντεν, και φυσικά το Μπαρ Χάρμπορ. Οι τουρίστες βρίσκονταν στην ακτή, το ίδιο και τα δολάρια που τόσο βιάζονταν να βγάλουν από το πορτοφόλι τους. Εκεί λοιπόν θα βρίσκονταν και οι τσιγγάνοι, αλλά πού ακριβώς; Ο Μπίλι κάθισε και έγραψε γύρω στις πενήντα παραθαλάσσιες πόλεις και μετά κατέβηκε κάτω. Ο μπάρμαν ήταν από το Νιου Τζέρσι και δεν ήξερε τίποτα για την περιοχή, αλλά ο Μπίλι βρήκε μια σερβιτόρα που είχε ζήσει στο Μέιν όλη της τη ζωή, ήξερε καλά την ακτή και της άρεσε να μιλάει γι' αυτή. «Ψάχνω κάποιους και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι βρίσκονται σε μια παραθαλάσσια πόλη, αλλά όχι καμιά πλούσια και εντυπωσιακή πόλη. Μάλλον μια... μια...» «Μια παλαβή πόλη;» ρώτησε. Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. Εκείνη κοίταξε τη λίστα του. «Η Όουλντ Όρκαρντ Μπιτς», είπε. Αυτή είναι η πιο παλαβή και κακόφημη πόλη της περιοχής. Είναι τόσο παλαβά όλα εκεί κάτω που η μόνη περίπτωση για να προσέξει κανείς τους φίλους σας είναι να έχουν τρία κεφάλια ο καθένας». «Άλλες;»

«Ε, οι περισσότερες παραθαλάσσιες πόλεις γίνονται λίγο παλαβές το καλοκαίρι», είπε. «Το Μπαρ Χάρμπορ, για παράδειγμα. Κάποιος που έχει ακούσει γι' αυτό, έχει την εντύπωση ότι είναι εύπορη πόλη... γεμάτη πλούσιους που κυκλοφορούν με ΡολςΡόις». «Δεν είναι έτσι;» «Όχι. Το Φρέντσμανς Μπει, ίσως, αλλά όχι το Μπαρ Χάρμπορ. Το χειμώνα, είναι μια πολύ ήσυχη πόλη, όπου το πλοίο των δέκα και είκοσι πέντε είναι ό,τι πιο συναρπαστικό συμβαίνει. Το καλοκαίρι, είναι μια τρελή πόλη. Είναι σαν το Φορτ Λόντερντεϊλ την άνοιξη, γεμάτο πρεζάκηδες, και φρικιά και υπερήλικες χίπηδες. Στέκεσαι στην είσοδο της πόλης, παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι αν ο αέρας είναι κατάλληλος, φτιάχνεσαι από τα ναρκωτικά που κυκλοφορούν στο Μπαρ Χάρμπορ. Γίνεται ένα καρναβάλι εκεί αυτή την εποχή. Οι περισσότερες πόλεις που έχετε στη λίστα σας είναι έτσι, αλλά το Μπαρ Χάρμπορ είναι το αποκορύφωμα, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». «Ναι, βέβαια», είπε ο Μπίλι χαμογελώντας. «Πήγαινα κι εγώ εκεί μερικές φορές τον Ιούλιο ή Αύγουστο παλιότερα, αλλά δεν πηγαίνω πια. Είμαι πολύ μεγάλη για κάτι τέτοια τώρα». Ο Μπίλι χαμογέλασε. Η σερβιτόρα δεν έδειχνε πάνω από είκοσι τρία. Ο Μπίλι της έδωσε πέντε δολάρια. Εκείνη του ευχήθηκε καλό καλοκαίρι και καλή τύχη στην αναζήτηση των φίλων του. Ο Μπίλι έγνεφε συγκαταβατικά, αλλά για πρώτη φορά δεν ένιωθε ιδιαίτερα αισιόδοξος. «Θα σας πείραζε να σας δώσω μια συμβουλή, κύριε;» «Καθόλου», είπε ο Μπίλι, νομίζοντας ότι θα του πρότεινε από ποιο μέρος ήταν καλύτερα να αρχίσει — αν και αυτό το είχε αποφασίσει ήδη. «Πρέπει να παχύνετε λιγάκι», είπε. «Να τρώτε ζυμαρικά. Αυτό θα σας έλεγε η μαμά μου. Να τρώτε πολλά ζυμαρικά. Να πάρετε μερικά κιλά». Ένας φάκελος γεμάτος φωτογραφίες και πληροφορίες έφτασε για το Χάλεκ την τρίτη μέρα που ήταν στο Νότιο Πόρτλαντ. Κοίταξε προσεκτικά τις φωτογραφίες μία μία. Αυτός ήταν ο νεαρός που έκανε το ζογκλέρ. Λεγόταν κι αυτός Λέμκε, Σάμιουελ Λέμκε. Κοίταζε το φακό με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε μια έμφυτη φιλική διάθεση, αλλά και μια έμφυτη τάση να θυμώνει εύκολα και να πεισμώνει. Αυτή ήταν η όμορφη κοπέλα που έστηνε το στόχο όταν έφτασαν οι αστυνομικοί — και ήταν τόσο όμορφη όσο είχε υποθέσει ο Μπίλι

από κει που στεκόταν. Λεγόταν Αντζελίνα Λέμκε. Έβαλε τη φωτογραφία της δίπλα στη φωτογραφία του Σάμιουελ Λέμκε. Αδελφός και αδελφή. Τα εγγόνια της Σουζάνα Λέμκε; αναρωτήθηκε. Τα δισέγγονα του Ταντούζ Λέμκε; Αυτός ήταν ο ηλικιωμένος άντρας που μοίραζε τα διαφημιστικά, ο Ρίτσαρντ Κρόσκιλ. Υπήρχαν κι άλλοι Κρόσκιλ. Και Στάντσφιλντ. Και Στάρμπερντς. Και μερικοί ακόμα Λέμκε. Και μετά... προς το τέλος... Ήταν εκείνος. Τα μάτια εγκλωβισμένα σε διπλά δίχτυα από ρυτίδες, ήταν σκοτεινά, ειλικρινή και γεμάτα εξυπνάδα. Ένα μαντίλι ήταν τυλιγμένο γύρω στο κεφάλι του, δεμένο στον αριστερό του κρόταφο. Ένα τσιγάρο κρεμόταν από τα ζαρωμένα χείλη. Η μύτη ήταν μια υγρή πληγή, κακοφορμισμένη και φρικιαστική. Ο Μπίλι κοίταζε τη φωτογραφία σαν υπνωτισμένος. Υπήρχε κάτι σχεδόν οικείο πάνω στο γέρο, κάποιος συνειρμός που το μυαλό του δεν μπορούσε να κάνει. Μετά το κατάλαβε. Ο Ταντούζ Λέμκε του θύμιζε εκείνους τους ηλικιωμένους που εμφανίζονταν στις διαφημίσεις των γιαουρτιών Ντάνον, εκείνους τους Γεωργιανούς που κάπνιζαν άφιλτρα τσιγάρα, έπιναν καθαρή βότκα και ζούσαν μέχρι τα εκατόν τριάντα, τα εκατόν πενήντα και τα εκατόν εβδομήντα. Και τότε του ήρθε στο μυαλό ένας στίχος από ένα τραγούδι του Τζέρι Τζεφ Γουόκερ, που μιλούσε για τον κύριο Μποτζάνγκλς: Μου φαινόταν πως ήταν το βλέμμα του χρόνου... Ναι. Αυτό έβλεπε στο πρόσωπο του Ταντούζ Λέμκε, ήταν το βλέμμα του χρόνου. Στα μάτια του ο Μπίλι είδε μια βαθιά γνώση που έκανε τον εικοστό αιώνα να ωχριά, και ανατρίχιασε. Εκείνο το βράδυ, όταν ανέβηκε στη ζυγαριά που υπήρχε στο μπάνιο του δωματίου του, είδε πως είχε φτάσει τα 63 κιλά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ Η έρευνα Το Όουλντ Όρκαρντ Μπιτς, είχε πει η σερβιτόρα. Είναι η πιο παλαβή πόλη. Η υπάλληλος της ρεσεψιόν συμφώνησε με το χαρακτηρισμό αυτό. Το ίδιο και η υπάλληλος στο περίπτερο τουριστικών πληροφοριών τέσσερα μίλια πιο κάτω, παρ' όλο που δεν το εξέφρασε ακριβώς έτσι. Ο Μπίλι έστριψε το νοικιασμένο αυτοκίνητο του με κατεύθυνση το Όουλντ Όρκαρντ Μπιτς, που ήταν γύρω στα δεκαοκτώ μίλια νότια.

Η κίνηση μεγάλωνε όσο πλησίαζε στην πόλη, μέχρι που ένα μίλι από την ακτή άρχισε να πηγαίνει σημειωτόν. Τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν καναδέζικες πινακίδες. Πολλά ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσαν να μεταφέρουν ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έβλεπε ο Μπίλι, είτε μέσα στ' αυτοκίνητα είτε να περπατούν στο δρόμο, έμοιαζαν να φορούν το λιγότερο δυνατό που επέτρεπε ο νόμος και μερικές φορές ακόμα λιγότερα — υπήρχαν πολλά μπικίνι, πολλά σορτς, πολλή λαδωμένη σάρκα σε κοινή θέα. Ο Μπίλι φορούσε μπλου τζιν, άσπρο πουκάμισο με ανοιχτό γιακά και ένα σπορ σακάκι. Φυσικά είχε ιδρώσει, παρ' όλο που είχε ανοιχτό στο φουλ το αιρ-κοντίσιον του αυτοκινήτου του. Αλλά δεν είχε ξεχάσει το ύφος του σερβιτόρου. Δεν επρόκειτο να κυκλοφορήσει με λιγότερα ρούχα, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα μούλιαζε στον ιδρώτα. Η ατέλειωτη ουρά των αυτοκινήτων διέσχιζε αλυκές, περνούσε από δύο δωδεκάδες ταβέρνες με θαλασσινά και μετά στριφογύριζε στα δρομάκια μιας γειτονιάς με σπίτια παραθεριστών χτισμένα το ένα δίπλα στ' άλλο. Μισόγυμνοι άνθρωποι κάθονταν στις αυλές μπροστά στα περισσότερα από αυτά τα σπίτια, τρώγοντας, διαβάζοντας βιβλία τσέπης ή χαζεύοντας την ατέρμονη πομπή των αυτοκινήτων. Χριστέ μου, σκέφτηκε ο Μπίλι, πώς αντέχουν τόσο καυσαέριο; Σκέφτηκε ότι ίσως τους άρεσε, ίσως γι' αυτό κάθονταν εδώ κι όχι στην παραλία, το καυσαέριο τους θύμιζε το σπίτι τους. Τα σπίτια παραχώρησαν τη θέση τους σε ξενοδοχεία με ταμπέλες που έγραφαν: ON PARLE FRANCAIS ICI, ΚΑΝΑΔΕΖΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΑ 250 ΔΟΛΑΡΙΑ, ΠΙΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΑ ΜΠΛΕ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΛΩΔΙΑΚΗΣ, ΤΡΙΑ ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ, και BONJOUR A NOS AMIS DE LA BELLE PROVINCE! Τα ξενοδοχεία αντικαθιστούσε μια σειρά καταστημάτων, κυρίως με φωτογραφικά είδη, τουριστικά και βιβλία πορνό. Νεαροί με σορτσάκια και κοντά μπλουζάκια περιδιάβαιναν τεμπέλικα. Μερικοί περπατούσαν χέρι χέρι, άλλοι χάζευαν αδιάφορα βρόμικες βιτρίνες, ενώ άλλοι έκαναν βόλτες πάνω σε σκέιτμπορντ, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους πεζούς με βαριεστημένο ύφος. Στον εντυπωσιασμένο και αποθαρρυμένο Μπίλι Χάλεκ όλοι φαίνονταν υπέρβαροι και όλοι — ακόμα και τα παιδιά με τα πατίνια — έμοιαζαν να τρώνε κάτι: ένα κομμάτι πίτσα, ένα χάμπουργκερ, μια σακούλα Ντορίτος, μια σακούλα ποπ κορν, ένα παγωτό χωνάκι. Είδε ένα χοντρό άντρα με άσπρο πουκάμισο, πράσινη βερμούδα και σανδάλια να σέρνει έναν τεράστιο σκύλο. Ένα κομματάκι από κάτι, που ήταν κρεμμύδι ή ξινολάχανο, κρεμόταν απ' το πιγούνι του. Κρατούσε δύο ακόμα σκυλιά με αλυσίδες, ανάμεσα στα χοντρά του δάχτυλα, και στον Μπίλι φαινόταν σαν ταχυδακτυλουργός που επιδεικνύει κόκκινες μπάλες πριν τις κάνει να εξαφανιστούν.

Σειρά είχε το λούνα-παρκ. Μια ρόδα που γύριζε σαν τρελή άστραφτε στον ουρανό. Ένα γιγαντιαίο αντίγραφο ενός πλοίου των Βίκινγκ πήγαινε μπρος πίσω, διαγράφοντας ημικύκλια που γίνονταν όλο και πιο μικρά, ενώ οι επιβάτες του ούρλιαζαν. Κουδούνια ηχούσαν και φώτα αναβόσβηναν σε μια πύλη στ' αριστερά του Μπίλι. Στα δεξιά του, έφηβοι με ανοιχτά πουκάμισα οδηγούσαν με φωνές συγκρουόμενα αυτοκινητάκια. Ακριβώς κάτω από την πύλη ένας νεαρός και μια κοπέλα φιλιόνταν. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα γύρω απ' το λαιμό του. Το ένα χέρι του νέου έσφιγγε τους γλουτούς της, ενώ το άλλο κρατούσε ένα κουτί μπίρα. Ναι, σκέφτηκε ο Μπίλι. Ναι, αυτό είναι το μέρος. Πρέπει να είναι αυτό. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του σε ένα πάρκινγκ, πλήρωσε δεκαεπτά δολάρια για μισή μέρα, μετέφερε το πορτοφόλι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και άρχισε την έρευνα. Στην αρχή, σκέφτηκε ότι ίσως η απώλεια βάρους είχε επιταχυνθεί. Όλοι τον κοίταζαν. Η λογική του, ωστόσο, τον καθησύχασε ότι τον κοίταζαν για τα ρούχα που φορούσε κι όχι γι' αυτό που υπήρχε μέσα στα ρούχα του. Ο κόσμος θα σε κοίταζε με τον Ίδιο τρόπο αν εμφανιζόσουν με μαγιό και τι-σερτ μέσα στον Οκτώβριο, Μπίλι. Ηρέμησε. Είσαι απλώς κάτι που ο κόσμος κοιτάζει κι εδώ κάτω υπάρχουν πολλά περίεργα για να κοιτάξει κάνεις. Ο Μπίλι είδε μια χοντρή γυναίκα με μαύρο μπικίνι και μαυρισμένο δέρμα που γυάλιζε απ' το αντηλιακό. Το στήθος της ήταν πλούσιο, η λεκάνη της φαρδιά, οι γοφοί της παράξενα διεγερτικοί. Περπατούσε προς την απέραντη άσπρη παραλία σαν φρεγάτα, με τους γοφούς της να λικνίζονται ρυθμικά. Είδε ένα κουτάβι τόσο χοντρό που γινόταν γκροτέσκο, με φρεσκοκομμένες μπούκλες και μια γκρίζα γλώσσα να κρέμεται απ' το στόμα του, καθισμένο στη σκιά της τέντας μιας πιτσαρίας. Είδε δύο καβγάδες που κατέληξαν σε άγρια γρονθοκοπήματα. Είδε έναν τεράστιο γλάρο με γκρίζες φτερούγες και μαύρα νεκρά μάτια να ορμάει και να αρπάζει ένα ντόνατ από τα χέρια ενός μικρού παιδιού μέσα σ' ένα παρκάκι. Πέρα απ' όλα αυτά, διαγραφόταν το κάτασπρο μισοφέγγαρο της αμμουδιάς του Όουλντ Όρκαρντ. Η κάτασπρη παραλία ήταν σχεδόν τελείως καλυμμένη από τους ξαπλωμένους κολυμβητές, που έκαναν ηλιοθεραπεία αυτή την καλοκαιριάτικη μέρα. Αλλά τόσο η παραλία όσο και ο Ατλαντικός έμοιαζαν να χάνουν κάτι από το μεγαλείο τους μπροστά στους ερωτικούς χτύπους του λούνα-παρκ — με τις ορδές των ανθρώπων που οι τροφές στέγνωναν πάνω στα χέρια, τα χείλη και τα μαγουλά τους, τις φωνές των πωλητών — «Μαντεύω το βάρος σας!», άκουσε ο Μπίλι κάποιον να φωνάζει. «Αν πέσω έξω περισσότερο από 2 κιλά, κερδίζετε την κούκλα

της προτίμησης σας!» - τις κραυγές εκείνων που βρίσκονταν στη ρόδα, τη ροκ μουσική που ξεχυνόταν απ' τα μπαρ. Ο Μπίλι άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται παράξενα - σαν να βρισκόταν έξω από τον εαυτό του, σαν να ζούσε ένα από εκείνα τα περιστατικά της αστρικής προβολής, που περιγράφουν περιοδικά όπως το Μοίρα. Ονόματα — Χάιντι, Πέντσλι, Λίντα, Χιούστον — ηχούσαν ξαφνικά ψεύτικα και ασήμαντα, σαν ονόματα που σκέφτηκε κάποιος στα γρήγορα για μια κακογραμμένη ιστορία. Ένιωθε ότι μπορούσε να δει μέσα από τα πράγματα, ότι έβλεπε μέσα από τα ρούχα των ανθρώπων τα φώτα, τις φωτογραφικές μηχανές, τα κλειδιά, κάποιον ασύλληπτο «αληθινό κόσμο». Η μυρωδιά της θάλασσας έμοιαζε να καλύπτεται από τη μυρωδιά σάπιων τροφίμων κι αλατιού. Οι ήχοι έγιναν απόμακροι, σαν να έρχονταν από την άλλη άκρη ενός μεγάλου διαδρόμου. Αστρική προβολή και αηδίες, είπε μια φωνή μέσα του. Απλώς έχεις πάθει ηλίαση, φίλε μου. Αυτό είναι γελοίο. Ποτέ δεν έχω πάθει ηλίαση σε όλη τη ζωή μου. Υποθέτω πως όταν χάνεις 50 κιλά, ο θερμοστάτης σου πηδιέται κανονικά. Τώρα, θα πας στη σκιά ή θέλεις να καταλήξεις στα επείγοντα περιστατικά κάποιου νοσοκομείου; «Εντάξει, με έπεισες», μουρμούρισε ο Μπίλι και ένα παιδάκι που περνούσε εκείνη τη στιγμή μασουλώντας γαριδάκια γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένο. Μπροστά του υπήρχε ένα μπαρ που λεγόταν «Οι Επτά θάλασσες». Υπήρχαν δύο ταμπέλες καρφωμένες πάνω στην πόρτα. ΔΡΟΣΙΑ, έγραφε η μία, ΚΑΛΕΣ ΤΙΜΕΣ η άλλη. Ο Μπίλι μπήκε μέσα. «Οι Επτά θάλασσες» δεν ήταν μόνο πολύ δροσερές, αλλά και ευλογημένα ήσυχες. Ένα σημείωμα πάνω στο τζουκ-μποξ έλεγε: ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ ΜΕ ΚΛΩΤΣΗΣΕ ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΩ. Κάτω από αυτή υπήρχε μια μετάφραση του ίδιου μηνύματος στα γαλλικά. Αλλά ο Μπίλι συμπέρανε από τη γερασμένη όψη της πινακίδας και τη σκόνη πάνω στο τζουκ-μποξ ότι το «χτες το βράδυ» μπορεί να ήταν πριν πολλά χρόνια. Υπήρχαν ελάχιστοι πελάτες στο μπαρ, κυρίως ηλικιωμένοι άντρες που ήταν ντυμένοι, όπως και ο Μπίλι, για το δρόμο, όχι για την παραλία. Μερικοί έπαιζαν τάβλι και σκάκι. Όλοι σχεδόν φορούσαν καπέλο. «Τι θέλει ο κύριος;» ρώτησε ο μπάρμαν. «Θα ήθελα μια Σούνερ, παρακαλώ».

«Έφτασε». Η μπίρα ήρθε. Ο Μπίλι την ήπιε αργά, παρακολουθώντας την κίνηση έξω απ' τα παράθυρα του μπαρ και ακούγοντας τις χαμηλόφωνες ομιλίες των γέρων. Ένιωσε ένα μέρος από τη δύναμη του — ένα μέρος από την αίσθηση της πραγματικότητας — να ξαναγυρίζει. Ο μπάρμαν τον πλησίασε ξανά. «θέλεις κι άλλη;» «Ναι, ευχαριστώ. Και θα ήθελα να σου μιλήσω, αν έχεις χρόνο». «Για ποιο πράγμα;» «Για κάποιους που μπορεί να πέρασαν από δω». «Από πού εδώ; Από το μαγαζί μου εννοείς;» «Όχι, από την πόλη». Ο μπάρμαν γέλασε. «Απ' ό,τι βλέπεις, όλο το Μέιν και ο μισός Καναδάς περνάει από δω το καλοκαίρι, φίλε μου». «Αυτοί που ψάχνω εγώ είναι τσιγγάνοι». Ο μπάρμαν έβγαλε έναν παράξενο ήχο σαν γρύλισμα και έφερε στον Μπίλι άλλο ένα μπουκάλι μπίρα. «Θέλεις να πεις ότι ήταν περαστικοί. Όλοι όσοι έρχονται στην πόλη μας το καλοκαίρι είναι περαστικοί. Το μαγαζί μου είναι λιγάκι διαφορετικό. Οι περισσότερο πελάτες μου είναι μόνιμοι κάτοικοι. Αλλά ο κόσμος έξω...» Έδειξε τον κόσμο έξω από το παράθυρο με μια έκφραση έσχατης περιφρόνησης. «Περαστικοί. Σαν εσένα, κύριος». Ο Μπίλι έβαλε μπίρα στο ποτήρι του και μετά ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων πάνω στο μπαρ. «Δε νομίζω ότι κατάλαβες τι λέω. Μιλάω για πραγματικούς τσιγγάνους, όχι τουρίστες ή παραθεριστές». «Πραγματικούς... Α, θα εννοείς εκείνους τους τύπους που κατασκήνωσαν στο Σαλτ Σακ».

Η καρδιά του Μπίλι πήδησε στο στήθος του. «Μπορώ να σου δείξω μερικές φωτογραφίες;» «Δε θα ωφελήσει. Δεν τους είδα». Έριξε μια ματιά στο χαρτονόμισμα και μετά φώναξε: «Λον! Λόνι! Έλα δω μια στιγμή!» Ένας από τους γέρους που κάθονταν κοντά στο παράθυρο σηκώθηκε και πήγε κοντά τους. Φορούσε ένα γκρίζο βαμβακερό παντελόνι, άσπρο πουκάμισο που του ήταν πολύ μεγάλο και ψάθινο καπέλο. Το πρόσωπο του ήταν κουρασμένο. Μόνο τα μάτια του έκρυβαν ζωντάνια μέσα τους. θύμιζε στον Μπίλι κάποιον και μετά από λίγα λεπτά κατάλαβε ποιον. Ο γέρος έμοιαζε με το Αι Στράσμπεργκ, το μεγάλο δάσκαλο και ηθοποιό. «Αυτός είναι ο Λον Έντερς», είπε ο μπάρμαν. «Έχει ένα μικρό σπιτάκι στα δυτικά της πόλης. Στην ίδια πλευρά που είναι το Σαλτ Σακς. Ο Λον βλέπει όλα όσα συμβαίνουν στο Όουλντ Όρκαρντ». «Είμαι ο Μπιλ Χάλεκ». «Χάρηκα», είπε ο Λον με σιγανή φωνή και κάθισε στο σκαμπό δίπλα στον Μπίλι. Κάθισε σαν να μην καθόταν. Τα γόνατα του φάνηκε να λυγίζουν απλώς τη στιγμή που η λεκάνη του ακούμπησε στο μαξιλάρι. «θέλεις μια μπίρα;» ρώτησε ο Μπίλι. «Δεν μπορώ να πιω άλλη», μουρμούρισε σιγανά και ο Μπίλι γύρισε ελαφρά το κεφάλι του για ν' αποφύγει τη γλυκερή μυρωδιά της ανάσας του Έντερς. «Έχω ήδη πιει την μπίρα της ημέρας. Ο γιατρός λέει ότι δεν πρέπει να πίνω περισσότερο από μία την ημέρα. Τα σωθικά μου είναι τελείως κατεστραμμένα, βλέπεις. Αν ήμουν αυτοκίνητο, θα ήμουν για τα παλιοσίδερα». «Α, κατάλαβα», είπε σιγά ο Μπίλι. Ο μπάρμαν πήγε στην άλλη άκρη του μπαρ και άρχισε να βάζει ποτήρια της μπίρας σε ένα πλυντήριο. Ο Έντερς κοίταξε το χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Μετά κοίταξε τον Μπίλι. Ο Χάλεκ εξήγησε πάλι τι ήθελε, ενώ το κουρασμένο πρόσωπο του Έντερς κοίταζε ονειροπόλα τις σκιές στο μπαρ, και τα κουδούνια του λούνα-παρκ ακούγονταν αμυδρά σαν ήχοι που μόλις τους ακούς στο όνειρο σου.

«Ήταν εδώ», είπε, όταν ο Μπίλι τελείωσε. «Και βέβαια ήταν εδώ. Είχα επτά χρόνια, μπορεί και παραπάνω, να δω τσιγγάνους. Αυτούς τους συγκεκριμένους είχα γύρω στα είκοσι χρόνια να τους δω». Το δεξί χέρι του Μπίλι έσφιξε το ποτήρι που κρατούσε και αναγκάστηκε να κάνει συνειδητή προσπάθεια για να χαλαρώσει το σφίξιμο πριν το σπάσει. Ακούμπησε το ποτήρι στον πάγκο με προσοχή. «Πότε; Είσαι σίγουρος; Έχεις καμιά ιδέα πού μπορεί να πήγαν; Μπορείς...;» Ο Έντερς σήκωσε το χέρι του, ήταν άσπρο σαν χέρι πνιγμένου που τον βγάζουν από κάποιο πηγάδι, στον Μπίλι φάνηκε διάφανο. «Ηρέμησε, φίλε μου», είπε σιγά. «θα σου πω ό,τι ξέρω». Με την ίδια συνειδητή προσπάθεια, ο Μπίλι πίεσε τον εαυτό του να μην πει τίποτα. Να περιμένει μόνο. «θα πάρω το δεκαδόλαρο γιατί δείχνεις να έχεις αρκετή άνεση, φίλε μου», ψιθύρισε ο Έντερς. Το έχωσε στην τσέπη του πουκάμισου του και μετά έχωσε τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού του χεριού μέσα στο στόμα του και έβαλε στη θέση της τη μασέλα του. «Αλλά θα σου μιλήσω τσάμπα. Διάβολε, όταν γερνάς ανακαλύπτεις ότι ευχαρίστως θα πλήρωνες κάποιον για να σ' ακούσει... μπορείς να ζητήσεις από τον Τίμι εκεί πέρα να μου φέρει ένα ποτήρι κρύο νερό; Ακόμα και μία μπίρα είναι πολύ για μένα — καίει ό,τι έχει απομείνει από το στομάχι μου — αλλά είναι δύσκολο να εγκαταλείψεις όλες τις απολαύσεις, ακόμα κι όταν δε σε ευχαριστούν πια». Ο Μπίλι φώναξε τον μπάρμαν κι εκείνος έφερε στον Έντερς ένα ποτήρι παγωμένο νερό. «Είσαι καλά, Λον;» ρώτησε καθώς του το έδινε. «Έχω υπάρξει και καλύτερα και χειρότερα», μουρμούρισε ο Λον και πήρε το ποτήρι. Για μια στιγμή ο Μπίλι σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ βαρύ για το γέρο. Αλλά εκείνος κατάφερε να το φέρει στο στόμα του, παρ' όλο που χύθηκε λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του. «θέλεις να μιλήσεις σ' αυτόν τον τύπο;» ρώτησε ο Τίμι. Το κρύο νερό φαίνεται πως αναζωογόνησε τον Έντερς. Ακούμπησε κάτω το ποτήρι, κοίταξε τον Μπίλι και ξανακοίταξε τον μπάρμαν, «θαρρώ πως κάποιος πρέπει να του μιλήσει», είπε. «Δεν είναι στο δικό μου χάλι ακόμα... αλλά πλησιάζει». Ο Έντερς ζούσε σε μια μικρή συνοικία συνταξιούχων στην οδό Κόουβ. Είπε ότι η οδός Κόουβ ανήκει στο αληθινό Όουλντ Όρκαρντ, εκείνο για το οποίο δεν ενδιαφέρονται τα φιλοδωρήματα».

«Τα φιλοδωρήματα;» ρώτησε ο Μπίλι χωρίς να καταλαβαίνει. «Τα πλήθη, φίλε μου, τα πλήθη. Εγώ και η γυναίκα μου ήρθαμε σ' αυτή την πόλη το 1946, αμέσως μετά τον πόλεμο. Από τότε είμαστε εδώ». Ο Έντερς ήξερε όλους όσους είχαν κάποια σχέση με το καλοκαιρινό πανηγύρι που γινόταν στο Όουλντ Όρκαρντ, τους μικροπωλητές, τους κράχτες, τους μικρέμπορους, τους τζογαδόρους, τα βαποράκια, τους μικροαπατεώνες και τους μαστροπούς. Οι περισσότεροι ήταν είτε μόνιμοι κάτοικοι, που τους ήξερε επί δεκαετίες, είτε άνθρωποι που έρχονταν κάθε καλοκαίρι σαν αποδημητικά πουλιά. Όλοι αυτοί σχημάτιζαν μια σταθερή, δεμένη κοινότητα, την ύπαρξη της οποίας οι παραθεριστές αγνοούσαν. Ήξερε επίσης πολλούς από εκείνους που ο μπάρμαν είχε αποκαλέσει «περαστικούς». Αυτοί ήταν άτομα που έρχονταν για μία ή δύο βδομάδες, έκαναν κάποια δουλειά μέσα στην πυρετώδη ατμόσφαιρα της πόλης, και μετά συνέχιζαν το δρόμο τους. «Και τους θυμάσαι όλους;» ρώτησε ο Μπίλι σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. «Α, δε θα τους θυμόμουνα, αν ήταν όλοι διαφορετικοί κάθε χρονιά», ψιθύρισε ο Έντερς, «αλλά δεν είναι. Μπορεί να μην είναι τόσο τακτικοί όσο οι μικρέμποροι, αλλά έχουν κι αυτοί επίσης ένα σχέδιο δράσης. Το καλοκαίρι του 1957 βλέπεις έναν τύπο που πουλάει Χούλα Χουπ. Τον ξαναβλέπεις το 1960 να πουλάει ακριβά ρολόγια για τρία δολάρια το κομμάτι. Τα μαλλιά του μπορεί να είναι μαύρα κι όχι ξανθά, έτσι νομίζει ότι ο κόσμος δεν τον αναγνωρίζει, και υποθέτω ότι οι παραθεριστές πράγματι δεν τον αναγνωρίζουν, ακόμα κι αν τον είχαν δει το 1957, γιατί τον ξαναπλησιάζουν και την πατάνε και πάλι. Αλλά εμείς τον ξέρουμε. Εμείς ξέρουμε τους περαστικούς. Τίποτα δεν αλλάζει εκτός απ' αυτό που πουλάνε, κι αυτό που πουλάνε είναι πάντα λίγο παράνομο. »Τα βαποράκια είναι διαφορετικά. Είναι πάρα πολλοί και πηγαίνουν πάντα στη φυλακή ή πεθαίνουν. Και οι πόρνες γερνάνε πολύ γρήγορα και προτιμάς να μην τις θυμάσαι. Αλλά εσύ ενδιαφέρεσαι για τους τσιγγάνους. Αυτοί είναι οι πιο παλιοί επαγγελματίες απ' όλους όσους σου ανέφερα, άμα το καλοσκεφτείς». Ο Μπίλι έβγαλε τις φωτογραφίες από την τσέπη του και τις άπλωσε προσεκτικά πάνω στον πάγκο: Τζίνα Λέμκε. Σάμιουελ Λέμκε. Ρίτσαρντ Κρόσκιλ. Μόρα Στάρμπερντ. Ταντούζ Λέμκε.

«Ω!» ο γέρος κράτησε την ανάσα του όταν ο Μπίλι ακούμπησε την τελευταία φωτογραφία και μετά μίλησε στη φωτογραφία κάνοντας το αίμα του Μπίλι να παγώσει: «Τέντι, γερο-μπαγάσα!» Κοίταξε τον Μπίλι και χαμογέλασε, αλλά ο Μπίλι Χάλεκ δεν ξεγελάστηκε, ο γέρος φοβόταν. «Το φαντάστηκα ότι ήταν εκείνος», είπε. «Δεν είδα παρά μια σιλουέτα μέσα στο σκοτάδι, πριν από τρεις βδομάδες. Τίποτα παρά μια σιλουέτα στο σκοτάδι, αλλά σκέφτηκα... όχι, ήξερα...» Έφερε πάλι το παγωμένο νερό στο στόμα του, χύνοντας περισσότερο αυτή τη φορά πάνω στο πουκάμισο του. Το κρύο τον έκανε να ανατριχιάσει. Ο μπάρμαν τους πλησίασε και χάρισε ένα βλέμμα γεμάτο εχθρότητα στον Μπίλι. Ο Έντερς σήκωσε το χέρι του μ' αφηρημένο ύφος για να δείξει ότι ήταν εντάξει. Ο Τίμι ξαναγύρισε στο πλυντήριο του. Ο Έντερς γύρισε ανάποδα τη φωτογραφία του Ταντούζ Λέμκε. Από πίσω έγραφε: Μέσα Μαΐου 1983, Ατέλμπορο, Μασαχουσέτη. «Και δεν έχει γεράσει καθόλου από τότε που τον πρωτοείδα εδώ μαζί με τους φίλους του το καλοκαίρι του 1963», συμπλήρωσε ο Έντερς. Είχαν κατασκηνώσει πίσω από το κτήμα του Κερκ στην Παλιά Εθνική 27. Είχαν μείνει τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες. Την πέμπτη μέρα απλώς εξαφανίστηκαν. Ο Έντερς έμενε εκεί κοντά και περπάτησε μισό μίλι για να πάει να τους δει, το δεύτερο βράδυ που ήταν εκεί οι τσιγγάνοι - ο Μπίλι δυσκολευόταν να φανταστεί τον άνθρωπο αυτό, που έμοιαζε με φάντασμα, να περπατάει μισό μίλι, αλλά δεν είπε τίποτα. Ήθελε να τους δει, είπε, γιατί του θύμιζαν τον παλιό καλό καιρό που μπορούσε κανείς να κάνει τη δουλειά του, αν είχε κάποια δουλειά, χωρίς ο νόμος να ανακατεύεται διαρκώς και να του τη χαλάει. «Στάθηκα εκεί, στην άκρη του δρόμου, για λίγο», είπε. «Ήταν ο συνηθισμένος καταυλισμός τσιγγάνων, όσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα τόσο πιο ίδια μένουν. Παλιά είχαν αντίσκηνα και τσαντήρια, τώρα έχουν αυτοκινούμενα και φορτηγάκια, αλλά αυτό που γίνεται μέσα είναι το ίδιο. Μια γυναίκα λέει τη μοίρα. Δυο τρεις γυναίκες πουλάνε διάφορα βότανα στις γυναίκες... δυο τρεις άντρες πουλάνε βότανα στους άντρες. Φαντάζομαι ότι θα έμεναν περισσότερο, αλλά άκουσα ότι κανόνισαν να γίνει σκυλοκαβγάς για κάποιους πλούσιους κι οι μπάτσοι το μυρίστηκαν». «Σκυλοκαβγάς;»

«Ο κόσμος θέλει να βάζει στοιχήματα, φίλε μου, και τύποι σαν τους τσιγγάνους είναι πάντα πρόθυμοι να βρουν πράγματα πάνω στα οποία θέλει να στοιχηματίσει. Σκυλιά ή κόκορες με μεταλλικά σπιρούνια, ή ακόμα ακόμα δύο άντρες με κοφτερά μαχαίρια, που ο καθένας τους δαγκώνει την άκρη ενός μαντιλιού και όποιου του πέσει πρώτα χάνει. Αυτό είναι που οι τσιγγάνοι θεωρούν "τίμιο παιχνίδι"». Ο Έντερς κοίταξε στον καθρέφτη που ήταν πίσω από το μπαρ τον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του. «Ήταν πράγματι όπως τον παλιό καλό καιρό», είπε ονειροπόλα. «Μπορούσα να μυρίσω το κρέας, έτσι όπως το μαγειρεύουν με πράσινες πιπεριές, το ελαιόλαδο που τους αρέσει και που μυρίζει άσχημα όταν το βγάλεις απ' το μπουκάλι, αλλά γίνεται γλυκό όταν μαγειρευτεί. Τους άκουγα να μιλάνε με την αστεία γλώσσα τους. Και άκουγα εκείνο το Θαντ! Θαντ! Θαντ! που έκανε κάποιος που πετούσε μαχαίρια σ' ένα στόχο. Κάποιος έψηνε ψωμί με τον παλιό τρόπο πάνω σε καυτές πέτρες. »Ήταν σαν τον παλιό καλό καιρό, αλλά εγώ δεν ήμουν όπως τότε. Φοβόμουν. Οι τσιγγάνοι πάντα με τρόμαζαν λιγάκι, με τη μόνη διαφορά ότι παλιότερα θα έμπαινα στον καταυλισμό τους παρά το φόβο μου. Διάολε, ήμουν λευκός, έτσι; Τον παλιό καλό καιρό θα πήγαινα ίσια στη φωτιά τους και θ' αγόραζα ένα ποτό ή κάτι άλλο, όχι τόσο επειδή ήθελα ένα ποτό, αλλά μόνο και μόνο για να ρίξω μια ματιά τριγύρω. Αλλά ο παλιός καλός καιρός πέρασε και είμαι γέρος, φίλε μου, κι όταν ένας γέρος φοβάται, δεν ορμάει μπροστά και ό,τι βγει, όπως έκανε την εποχή που μάθαινε να ξυρίζεται. «Στεκόμουν λοιπόν εκεί, μες στο σκοτάδι, με το Σαλτ Σακ στα δεξιά μου και τον καταυλισμό των τσιγγάνων στ' αριστερά μου, και τους παρακολουθούσα να περπατούν πάνω κάτω μπροστά στη φωτιά τους, και τους άκουγα να μιλάνε και να γελάνε, και μύριζα το φαγητό τους. Και τότε, άνοιξε η πίσω πόρτα ενός αυτοκινούμενου - είχε μια γυναίκα ζωγραφισμένη στη μια πλευρά και ένα άσπρο άλογο με ένα κέρατο, ένα, πώς το λένε...;» «Μονόκερο», είπε ο Μπίλι, και η φωνή τους έμοιαζε να έρχεται από κάπου αλλού ή από κάποιον άλλο. Το ήξερε αυτό το αυτοκινούμενο πολύ καλά. Το είχε πρωτοδεί εκείνη την ημέρα που είχαν έρθει οι τσιγγάνοι στο πάρκο του Φαίρβιου. «Τότε κάποιος βγήκε», συνέχισε ο Έντερς. «Δεν είδα παρά μια σκιά κι ένα τσιγάρο, αλλά ήξερα ποιος ήταν». Χτύπησε τη φωτογραφία του άντρα με το μαντίλι με το κάτασπρο δάχτυλο του. «Αυτός. Ο δικός σου». «Είσαι σίγουρος;»

«Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά και είδα... αυτό». Έδειξε ό,τι είχε απομείνει από τη μύτη του Ταντούζ Λέμκε, αλλά δεν άγγιξε τη γυαλιστερή επιφάνεια της φωτογραφίας, λες κι αν την άγγιζε μπορεί να κολλούσε την αρρώστια του. «Του μίλησες;» «Όχι», είπε ο Έντερς, «αλλά μου μίλησε εκείνος. Στεκόμουν μέσα στο σκοτάδι κι ορκίζομαι ότι δεν κοίταζε προς το μέρος μου. Και είπε: "Σου λείπει πολύ η γυναίκα σου, έτσι, Φλας; Μη στενοχωριέσαι, θα τη συναντήσεις σύντομα". Μετά πέταξε το τσιγάρο του και πλησίασε τη φωτιά. Είδα τον κρίκο στο αυτί του ν' αστράφτει για λίγο στο φως της φωτιάς κι αυτό ήταν όλο». Σκούπισε τις σταγόνες του νερού από το σαγόνι του με την ανάστροφη του χεριού του και κοίταξε τον Μπίλι. «Φλας ήταν το παρατσούκλι μου όταν δούλευα στην αποβάθρα τη δεκαετία του πενήντα, φίλε μου, αλλά κανένας δε με έχει φωνάξει έτσι εδώ και χρόνια. Ήμουν μες στο σκοτάδι, αλλά εκείνος με είδε και με φώναξε με το παρατσούκλι μου — το μυστικό μου όνομα, όπως θα έλεγαν οι τσιγγάνοι. Βάζουν τα δυνατά τους να μαθαίνουν τα παρατσούκλια των ανθρώπων». «Αλήθεια;» ρώτησε ο Μπίλι σχεδόν από μέσα του. Ο Τίμι, ο μπάρμαν, τους πλησίασε πάλι. Αυτή τη φορά μίλησε σχεδόν ευγενικά στον Μπίλι... σαν να μην ήταν εκεί ο Λον Έντερς. «Κέρδισε και με το παραπάνω τα δέκα δολάρια, φίλε. Άσ' τον ήσυχο. Δεν είναι καλά κι αυτή η κουβέντα δεν του κάνει καλό». «Είμαι εντάξει, Τίμι», είπε ο Έντερς. Ο Τίμι δεν τον κοίταξε. Κοίταξε τον Μπίλι Χάλεκ. «θέλω να φύγεις», είπε στον Μπίλι με την ίδια λογική, σχεδόν ευγενική, φωνή. «Δε μου αρέσει η φάτσα σου. Δείχνεις γρουσούζης. Σε κερνάω τις μπίρες. Απλώς, δίνε του». Ο Μπίλι κοίταξε τον μπάρμαν, νιώθοντας τρομαγμένος και κάπως ταπεινωμένος. «Εντάξει», είπε. «Μια ερώτηση ακόμα και θα φύγω». Γύρισε στον Έντερς. «Για πού τράβηξαν;» «Δεν ξέρω», είπε αμέσως ο Έντερς. «Οι τσιγγάνοι δε συνηθίζουν να μιλούν για τα σχέδια τους, φίλε μου». Ο Μπίλι μάζεψε τους ώμους του απογοητευμένος.

«Αλλά ήμουν ξύπνιος όταν έφευγαν. Κοιμάμαι ελάχιστα τώρα πια και τα αυτοκίνητα τους έκαναν φοβερό θόρυβο. Τους είδα να παίρνουν την Εθνική 27 και να στρίβουν βόρεια. Στοιχηματίζω πως τράβηξαν για το Ρόκλαντ». Ο γέρος αναστέναξε βαθιά, τόσο που ο Μπίλι έσκυψε προς το μέρος του ανήσυχος. «Το Ρόκλαντ ή ίσως για το Μπούθμπει Χάρμπορ. Ναι. Κι αυτά είναι όλα όσα ξέρω, φίλε μου, εκτός από τ' ότι όταν με είπε Φλας, το μυστικό μου όνομα, τα έκανα πάνω μου απ' το φόβο μου». Και ξαφνικά, ο Λον Έντερς άρχισε να κλαίει. «Κύριος, θα φύγεις;» ρώτησε ο Τίμι. «Φεύγω», είπε ο Μπίλι, και ακούμπησε καθησυχαστικά το χέρι του πάνω στον αδύνατο ώμο του γέρου. Έξω ο ήλιος τον χτύπησε σαν σφαίρα. Ήταν απόγευμα τώρα και ο ήλιος τραβούσε δυτικά. Όταν κοίταξε στ' αριστερά του είδε τη σκιά του, κοκαλιάρικη σαν παιδική μαριονέτα, ν' απλώνεται πάνω στη ζεστή άσπρη άμμο σαν μελάνι. Πήρε τον κωδικό της περιοχής - 203. Βάζουν τα δυνατά τους να μαθαίνουν τα παρατσούκλια των ανθρώπων. Πήρε 555. Θέλω να φύγεις. Δε. μ' αρέσει η φάτσα σου. Πήρε 9231 και άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει εκεί κάτω, στο σπίτι, στην Πόλη των Χοντρών. Δείχνεις γρουσούζης. «Εμπρός;» Η φωνή γεμάτη προσδοκία και ελαφρά λαχανιασμένη, δεν ήταν της Χάιντι, αλλά της Λίντα. Ο Μπίλι, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, έκλεισε τα μάτια του για να μην τρέξουν τα δάκρυα. Την είδε όπως ήταν το βράδυ που την είχε πάει βόλτα στη Λάντερν Ντράιβ και της είχε μιλήσει για το ατύχημα — με το παλιό σορτ της και τα μακριά της πόδια. Τι θα της πεις, Μπίλι φίλε μου; Ότι πέρασες τη μέρα στην παραλία ιδρώνοντας και ξεϊδρώνοντας, ότι για μεσημεριανό ήπιες δύο μπίρες και ότι παρά το τεράστιο δείπνο που έφαγες, έχασες ενάμισι κιλό σήμερα αντί για το σύνηθες ένα; «Εμπρός;»

Ότι είσαι γρουσούζης; Ότι λυπάσαι που της είπες ψέματα, αλλά όλοι οι γονείς το χάνουν; «Εμπρός; Ποιος είναι; Εσύ είσαι, Μπόμπι;» Με τα μάτια κλειστά είπε: «Είμαι ο μπαμπάς, Λίντα». «Μπαμπά;» «Γλυκιά μου, δεν μπορώ να μιλήσω πολύ τώρα», είπε. Επειδή με δυσκολία κρατιέμαι να μην κλάψω. «Εξακολουθώ να χάνω βάρος, αλλά νομίζω ότι βρήκα τα ίχνη του Λέμκε. θα το πεις αυτό στη μητέρα σου; Νομίζω ότι βρήκα τα ίχνη του Λέμκε. θα το θυμηθείς;» «Μπαμπά, σε παρακαλώ, γύρισε σπίτι!» Έκλαιγε. Το χέρι του Μπίλι έσφιξε τόσο το ακουστικό που έγινε κάτασπρο. «Μου λείπεις και δε θα την αφήσω να με ξαναστείλει μακριά». Αμυδρά άκουγε τη Χάιντι τώρα: «Λιν; Είναι ο μπαμπάς;» «Σ' αγαπάω, κουκλίτσα μου», είπε. «Και αγαπάω και τη μητέρα σου». «Μπαμπά...» Ακούστηκαν αμυδρά κάποιοι ήχοι. Μετά η Χάιντι ήρθε στο τηλέφωνο. «Μπίλι; Μπίλι, σε παρακαλώ σταμάτα και γύρισε κοντά μας». Ο Μπίλι κατέβασε απαλά το ακουστικό. Γύρισε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έχωσε το κεφάλι μες στα χέρια του. Έφυγε από το Σέρατον το επόμενο πρωί και τράβηξε βόρεια παίρνοντας την US 1, το μεγάλο αυτοκινητόδρομο που αρχίζει από το Φορτ Κεντ του Μέιν και καταλήγει στο Κι Γουέστ της Φλόριντα. Ρόκλαντ ή ίσως Μπούθμπεϊ Χάρμπορ, είχε πει ο γέρος στο μπαρ, αλλά ο Μπίλι δεν ήθελε να το ρισκάρει. Σταματούσε κάθε δύο ή τρία βενζινάδικα και σε διάφορα μαγαζιά που μπροστά τους κάθονταν ηλικιωμένοι και μασούλαγαν οδοντογλυφίδες ή σπίρτα. Έδειχνε τις φωτογραφίες του σε όποιον δεχόταν να τις δει. Χάλασε δύο επιταγές εκατό δολαρίων σε χαρτονομίσματα των δύο και τα μοίραζε δεξιά αριστερά σαν να προωθούσε ραδιοφωνική εκπομπή που είχε πάρει κακές κριτικές. Οι τέσσερις φωτογραφίες που έδειχνε πιο συχνά ήταν το κορίτσι, η Τζίνα, με το καθαρό καστανό δέρμα και τα σκούρα γεμάτα υποσχέσεις μάτια, το Κάντιλακ, το αυτοκινούμενο με το μονόκερο και ο Ταντούζ Λέμκε. Όπως ο Λον Έντερς, οι άνθρωποι δεν άγγιζαν αυτή τη φωτογραφία.

Αλλά τον βοήθησαν, και ο Μπίλι Χάλεκ δε δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει τα ίχνη των τσιγγάνων. Δεν ήταν οι ξένες πινακίδες που έκαναν τον κόσμο να τους θυμάται — κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα με ξένα νούμερα στο Μέιν το καλοκαίρι. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ταξίδευαν όλοι μαζί, το ένα αυτοκινούμενο πίσω από τ' άλλο, οι πολύχρωμες ζωγραφιές πάνω στα αυτοκίνητα και οι ίδιοι οι τσιγγάνοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε ο Μπίλι ισχυρίζονταν ότι οι τσιγγάνες ή τα παιδιά τους είχαν κλέψει πράγματα, αλλά κανένας δεν μπορούσε να πει ακριβώς τι είχε κλαπεί και κανένας, απ' όσο ήξερε ο Μπίλι, δεν είχε καταγγείλει στην αστυνομία τις κλοπές αυτές. Περισσότερο θυμούνταν όλοι το γέρο τσιγγάνο με τη σάπια μύτη' όσοι τον είχαν δει, τον θυμούνταν πολύ καθαρά. Όταν είχε μιλήσει στον Λον Έντερς, βρισκόταν τρεις βδομάδες πίσω απ' τους τσιγγάνους. Ο ιδιοκτήτης ενός βενζινάδικου δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς ποια μέρα τους έβαλε βενζίνη, θυμόταν όμως ότι «βρομούσαν». Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι κι εκείνος δε μύριζε και τόσο υπέροχα, αλλά αποφάσισε πως δεν ήταν καλή ιδέα να του το πει. Ο φοιτητής που δούλευε στην κάβα απέναντι από το βενζινάδικο ήταν σε θέση να πει ακριβώς ποια μέρα πέρασαν οι τσιγγάνοι, ήταν 2 Ιουνίου, ημέρα των γενεθλίων του, και το θυμόταν γιατί είχε θυμώσει που ήταν αναγκασμένος να δουλέψει. Ο Μπίλι του μίλησε στις 20 Ιουνίου και ήταν δεκαοκτώ μέρες πίσω τους. Οι τσιγγάνοι προσπάθησαν να βρουν μέρος για να κατασκηνώσουν λίγο βορειότερα, στην περιοχή του Μπράνσγουικ, και τους ανάγκασαν να φύγουν. Στις 4 Ιουνίου κατασκήνωσαν στο Μπούθμπει Χάρμπορ. Όχι στην ακτή, φυσικά, αλλά βρήκαν έναν αγρότη που ήταν πρόθυμος να τους νοικιάσει ένα χωράφι στο Κένσινγκτον Χιλ για είκοσι δολάρια τη μέρα. Έμειναν μόνο τρεις μέρες στην περιοχή' η σεζόν δεν είχε αρχίσει ακόμα για τα καλά και φαίνεται πως οι εισπράξεις δεν ήταν πολύ καλές. Το όνομα του αγρότη ήταν Γουόσμπερν. Όταν ο Μπίλι του έδειξε τη φωτογραφία του Ταντούζ Λέμκε έγνεψε καταφατικά και έκανε το σταυρό του βιαστικά και — ο Μπίλι ήταν σίγουρος γι' αυτό — ασυναίσθητα. «Δεν έχω ποτέ μου δει γέρο να κινείται τόσο γρήγορα όσο αυτός και τον είδα να κουβαλάει περισσότερα ξύλα απ' όσο μπορούν να κουβαλήσουν οι γιοι μου». Ο Γουόσμπερν δίστασε και μετά πρόσθεσε: «Δε μου άρεσε. Όχι εξαιτίας της μύτης του. Ο παππούς μου είχε καρκίνο του δέρματος και πριν τον σκοτώσει, είχε σκάψει στο μάγουλο του μια τρύπα στο μέγεθος που έχει ένα τασάκι. Μπορούσες να τον δεις να μασάει το φαγητό του. Ε, λοιπόν, δε μας άρεσε αυτό φυσικά, αλλά δεν πάψαμε να αγαπάμε τον παππού. Καταλαβαίνεις;» Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. «Αλλά αυτός ο τύπος... Δε μου άρεσε. Δε φαινόταν καλός άνθρωπος, ήταν κάπως μουλωχτός».

Ο Μπίλι σκέφτηκε να ζητήσει να του εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί μ' αυτή τη λέξη, αλλά μετά αποφάσισε ότι δε χρειάζεται. Η έννοια της ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια του αγρότη. «Είναι μουλωχτός», είπε ο Μπίλι με απόλυτη ειλικρίνεια. «Είχα αποφασίσει να τους ξαποστείλω», συνέχισε ο Γουόσμπερν. «Είκοσι δολάρια τη μέρα για ένα άδειο χωράφι είναι καλά λεφτά, αλλά η κυρά τους φοβόταν και τους φοβόμουν κι εγώ λίγο. Κι έτσι, εκείνο το πρωί ξεκίνησα να πάω να πω στο Λέμκε να ξεκουμπιστούν, αλλά εκείνοι είχαν ήδη φύγει. Δε φαντάζεσαι πόσο ανακουφίστηκα». «Τράβηξαν βόρεια, έτσι;» «Ναι. Ανέβηκα στο λόφο εκεί πέρα», έδειξε, «και τους παρακολούθησα να στρίβουν στην US 1. Τους κοίταζα μέχρι που χάθηκαν απ' τα μάτια μου και δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που έφυγαν». «Φαντάζομαι». Ο αγρότης έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στον Μπίλι. «θέλεις να έρθεις στο σπίτι να πιεις ένα ποτήρι κρύο γάλα, κύριος; Φαίνεσαι εξουθενωμένος». «Σ' ευχαριστώ, αλλά θέλω να φτάσω στο Όουλς Χεντ πριν βραδιάσει». «Εκείνον ψάχνεις;» «Ναι». «Άμα τον βρεις, ελπίζω να μη σε φάει ζωντανό, γιατί μου φάνηκε πολύ πεινασμένος». Ο Μπίλι μίλησε με τον Γουόσμπερν στις 21 - πρώτη μέρα του καλοκαιριού, παρ' όλο που οι δρόμοι ήταν ήδη γεμάτοι τουρίστες και αναγκάστηκε να πάει στην ενδοχώρα μέχρι το Σίπρσκοτ για να βρει δωμάτιο να μείνει - και οι τσιγγάνοι είχαν φύγει από το Μπούθμπει Χάρμπορ το πρωί της 8ης. Ήταν δεκατρείς μέρες πίσω τώρα.

Πέρασαν δύο δύσκολες μέρες κατά τις οποίες έχασε τα ίχνη των τσιγγάνων. Ήταν πραγματικά σαν ν' άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Κανένας δεν τους είχε δει στο Όουλς Χεντ, ούτε στο Ρόκλαντ, παρ' όλο που και οι δύο πόλεις ήταν τουριστικές. Οι νεαροί στα βενζινάδικα και οι σερβιτόρες έριχναν μια ματιά στις φωτογραφίες και κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι τους. Παλεύοντας απεγνωσμένα να μην ξεράσει πολύτιμες θερμίδες — δεν ήταν ποτέ σπουδαίος θαλασσόλυκος — ο Μπίλι πήρε το φέρι από το Όουλς Χεντ για το Βιναλχάβεν, αλλά οι τσιγγάνοι δεν είχαν πάει ούτε κει. Το βραδάκι της εικοστής τρίτης τηλεφώνησε στον Κερκ Πέντσλι, ελπίζοντας να πάρει καινούργιες πληροφορίες κι όταν ο Κερκ ήρθε στη γραμμή ακούστηκε ένα παράξενο διπλό κλικ, ακριβώς τη στιγμή που ο Κερκ ρώτησε: «Πώς είσαι, Μπίλι φίλε μου; Και που είσαι;» Ο Μπίλι το έκλεισε αμέσως λουσμένος στον ιδρώτα. Ήξερε πως δεν υπήρχε άλλη ξενοδοχειακή μονάδα μέχρι την Μπανγκόρ, αλλά ξαφνικά αποφάσισε ότι θα προχωρούσε ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα περνούσε τη νύχτα στο αυτοκίνητο σε κάποιον ερημικό δρόμο. Εκείνο το διπλό κλικ δεν του άρεσε καθόλου. Ο ήχος αυτός ακούγεται όταν είναι παγιδευμένο το τηλέφωνο ή όταν είναι συνδεδεμένο με τη συσκευή που εντοπίζει το τηλεφώνημα. Η Χάιντι υπέγραφε για να σε κλείσουν μέσα, Μπίλι. Αυτό είναι το πιο ηλίθιο πράγμα που έχω ακούσει. Υπέγραφε και ο Χιούστον προσυπέγραψε. Μη λες ανοησίες. Φύγε, Μπίλι. Έφυγε. Και άσχετα από τη Χάιντι, το Χιούστον και τα παγιδευμένα τηλέφωνα, αποδείχτηκε η καλύτερη κίνηση που μπορούσε να κάνει. Όταν μπήκε στη ρεσεψιόν του Μπανγκόρ Ραμάντα Ιν στις δύο το πρωί, έδειξε στον υπάλληλο τις φωτογραφίες — του είχε γίνει πια συνήθεια να τις δείχνει — και ο υπάλληλος τις αναγνώρισε αμέσως. «Ναι, πήγα την κοπέλα μου να της πει τη μοίρα της», είπε. Πήρε τη φωτογραφία της Τζίνα Λέμκε και μισόκλεισε τα μάτια του. «Τα κατάφερνε καλά μ' αυτή τη σφεντόνα της. Και έδειχνε ότι θα δούλευε και με μερικούς άλλους τρόπους, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». Χαμογέλασε πονηρά. «Η κοπέλα μου είδε τον τρόπο που την κοίταζα και μ' έβγαλε με το ζόρι από κει μέσα». Γέλασε.

Ένα λεπτό νωρίτερα, ο Μπίλι ένιωθε τόσο κουρασμένος που το μόνο που σκεφτόταν ήταν το κρεβάτι του. Τώρα ένιωθε απόλυτα ξύπνιος και γεμάτος αδρεναλίνη. «Πού; Πού ήταν; Ή μήπως είναι ακόμα...;» «Μπα, δεν είναι πια εκεί. Ήταν στου Πάρσονς, αλλά τώρα έχουν φύγει. Πέρασα από κει τις προάλλες». «Είναι το χωράφι κάποιου αγρότη;» «Όχι, εκεί ήταν παλιά η Αποθήκη του Πάρσονς, αλλά κάηκε πέρσι». Έριξε μια ματιά στο πουκάμισο του Μπίλι που ανέμιζε πάνω του, στα βαθουλωμένα μαγουλά του και στο αποστεωμένο πρόσωπο του, με τα τεράστια μάτια που έκαιγαν σαν φωτιές. «Ε..., θέλετε δωμάτιο;» Ο Μπίλι βρήκε την Αποθήκη του Πάρσονς το επόμενο πρωί, ήταν ένα μισοκαμένο κτίσμα καταμεσής ενός τεράστιου εγκαταλελειμμένου οικοπέδου. Διέσχισε αργά το οικόπεδο σκοντάφτοντας πάνω σε διάφορα πράγματα. Παντού ήταν πεταμένα κουτιά από μπίρα κι από σόδα. Εδώ, ένα κομμάτι τυρί σκεπασμένο απ' τα μυρμήγκια που σέρνονταν πάνω του. Πιο κει, μια αστραφτερή βάση μπάλας. («Εμπρός, Τζίνα!» φώναξε μια στοιχειωμένη φωνή μες στο κεφάλι του). Αλλού, σπασμένα μπαλόνια. Ναι, έμειναν εδώ. «Σε οσφραίνομαι, γέρο», ψιθύρισε ο Μπίλι στην άδεια αποθήκη και οι τρύπες, που άλλοτε φιλοξενούσαν τα παράθυρα, έμοιαζαν να κοιτάζουν το σκελετωμένο αυτό άντρα που θύμιζε σκιάχτρο με αρκετή απέχθεια. Το μέρος έμοιαζε στοιχειωμένο, αλλά ο Μπίλι δε φοβόταν. Τον είχε ξαναπιάσει ο θυμός, φορούσε το θυμό του σαν παλτό, θυμός για τη Χάιντι, θυμός για τον Ταντούζ Λέμκε, θυμός για τους δήθεν φίλους του, όπως ο Κερκ Πέντσλι, οι οποίοι υποτίθεται πως ήταν με το μέρος του, αλλά είχαν στραφεί εναντίον του. Είχαν στραφεί ή θα στρέφονταν σύντομα εναντίον του. Δεν είχε σημασία. Ακόμα και μόνος του, ακόμα και με τα 60 κιλά του, είχε αρκετό κουράγιο για να βρει το γέρο τσιγγάνο. Και τι θα συνέβαινε τότε; θα έβλεπαν, έτσι δεν είναι;

«Σε οσφραίνομαι, γέρο», είπε πάλι ο Μπίλι και πήγε στο πλάι του κτιρίου. Υπήρχε η ταμπέλα κάποιου μεσίτη. Ο Μπίλι έβγαλε το σημειωματάριο του και έγραψε τα στοιχεία που υπήρχαν εκεί. Το όνομα του μεσίτη ήταν Φρανκ Κουίγκλι, αλλά επέμενε πως ο Μπίλι έπρεπε να τον αποκαλεί Μπιφ. Στους τοίχους του γραφείου υπήρχαν κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του Μπιφ όταν ήταν μαθητής. Στις περισσότερες, φορούσε ένα κράνος του φουτμπόλ. Στο γραφείο του Μπιφ, υπήρχε ένας σωρός σκυλίσιες κουράδες από μπρούντζο. Μια ταμπελίτσα από κάτω έγραφε: ΑΔΕΙΑ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ. Ναι, είπε ο Μπιφ, είχε νοικιάσει το οικόπεδο στο γέρο τσιγγάνο, με την έγκριση του κυρίου Πάρσονς. «Σκέφτηκε ότι αποκλείεται το μέρος να γινόταν χειρότερο απ' ό,τι ήταν», εξήγησε. «Και είχε δίκιο, υποθέτω». Ακούμπησε πίσω στην πολυθρόνα του, ενώ τα μάτια του εξερευνούσαν το πρόσωπο του Μπίλι, μετρώντας το κενό ανάμεσα στο κολάρο και το λαιμό του, παρατηρώντας πώς κρεμόταν το πουκάμισο κάνοντας δίπλες πάνω στο σώμα του, σαν σημαία κάποια μέρα που δε φυσάει. Έδεσε τα χέρια του πίσω απ' το κεφάλι του κι ανέβασε τα πόδια πάνω στο γραφείο του. «Φυσικά, είναι προς πώληση. Είναι πολύ καλή βιομηχανική γη και αργά ή γρήγορα κάποιος που βλέπει μπροστά θα κάνει μια καταπληκτική συμφωνία. Μάλιστα, καταπληκτική...» «Πότε έφυγαν οι τσιγγάνοι, Μπιφ;» Ο Μπιφ Κουίγκλι κατέβασε τα πόδια του και κάθισε ίσια. Η καρέκλα του έκανε έναν ήχο σαν μηχανικό γουρούνι: σκουόνκ! «Σε πειράζει να μου πεις γιατί ρωτάς;» Τα χείλη του Μπίλι Χάλεκ - είχαν κι αυτά αδυνατίσει τώρα και είχαν τραβηχτεί προς τα πάνω, έτσι που ποτέ δεν ενώνονταν τελείως — έκαναν μια γκριμάτσα τρομερής έντασης, μια γκριμάτσα όλο κόκαλα και δόντια. «Ναι, Μπιφ, με πειράζει». Ο Μπιφ το σκέφτηκε για λίγο και μετά έγνεψε και ακούμπησε πάλι στην καρέκλα του. Τα πόδια του προσγειώθηκαν πάλι πάνω στο γραφείο, το ένα πάνω στ' άλλο. «Εντάξει, Μπιλ. Καθένας πρέπει να κοιτάζει τη δουλειά του και να μη χώνει τη μύτη του σε ξένες υποθέσεις». «Πολύ σωστά», συμφώνησε ο Μπίλι. Ένιωθε την οργή να φουντώνει πάλι μέσα του. Το να θυμώσει μ' αυτό τον αηδιαστικό άνθρωπο με τους κακούς τρόπους, το

σωβινισμό και το απαίσιο κούρεμα του δε θα τον ωφελούσε σε τίποτα. «Αφού λοιπόν συμφωνούμε...» «Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι θα σου στοιχίσει διακόσια δολάρια». «Τι;» το στόμα του Μπίλι άνοιξε διάπλατα. Για μια στιγμή ο θυμός του ήταν τόσος που ένιωθε ανίκανος να κάνει ή να πει το παραμικρό. Και ευτυχώς για τον Μπιφ Κουίγκλι, γιατί αν ο Μπίλι μπορούσε να κάνει κάποια κίνηση, θα του είχε επιτεθεί. Ο αυτοέλεγχος του είχε επίσης ελαφρύνει αρκετά τους τελευταίους δύο μήνες. «Όχι για τις πληροφορίες που θα σου δώσω», συνέχισε ο Μπιφ Κουίγκλι. «Αυτές είναι τσάμπα. Τα διακόσια δολάρια είναι για τις πληροφορίες που δε θα τους δώσω». «Δε θα.... δώσεις... σε ποιον;» ψέλλισε ο Μπίλι. «Στη γυναίκα σου», είπε ο Μπιφ, «και στο γιατρό σου, και σε κάποιον που λέει ότι δουλεύει για κάποιο γραφείο ντετέκτιβ». Ο Μπίλι τα κατάλαβε όλα αμέσως. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο είχε φανταστεί το παρανοϊκό μυαλό του, ήταν ακόμα χειρότερα. Η Χάιντι και ο Μάικ Χιούστον είχαν πάει στον Κερκ Πέντσλι και τον είχαν πείσει ότι ο Μπίλι Χάλεκ είναι τρελός. Ο Πέντσλι εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τους ντετέκτιβ για να εντοπίσει τους τσιγγάνους, αλλά τώρα λειτουργούσαν όλοι σαν αστρονόμοι που έψαχναν τον Κρόνο μόνο και μόνο για να μελετήσουν τον Τιτάνα, με άλλα λόγια, αναζητούσαν τους τσιγγάνους για να βρουν εκείνον και να τον κλείσουν στην Κλινική Γκλάσμαν. Φανταζόταν επίσης τον ντετέκτιβ να κάθεται στην καρέκλα που καθόταν αυτός τώρα, να μιλάει στο μεσίτη, να του λέει ότι ένας πολύ αδύνατος άντρας ονόματι Μπιλ Χάλεκ θα εμφανιζόταν σύντομα, κι όταν γινόταν αυτό, εκείνος έπρεπε να του τηλεφωνήσει στο τάδε νούμερο. Την εικόνα αυτή διαδέχθηκε μια άλλη ακόμα πιο καθαρή: Είδε τον εαυτό του να σκύβει πάνω απ' το γραφείο του μεσίτη, ν' αρπάζει τις κουράδες και να λιώνει το κεφάλι του Μπιφ μ' αυτές. Είδε την εικόνα αυτή με απόλυτη, βάρβαρη καθαρότητα και σαφήνεια: το δέρμα να ανοίγει, το αίμα να πηδά σαν σιντριβάνι και να λερώνει τις φωτογραφίες στον τοίχο, το άσπρο κρανίο να σπάει και να αποκαλύπτεται το γλοιώδες μυαλό του ανθρώπου. Μετά, είδε τον εαυτό του να χώνει τις κουράδες εκεί όπου ανήκαν, εκεί απ' όπου προέρχονταν. Ο Κουίγκλι θα πρέπει να διάβασε όλα αυτά — ή μερικά απ' αυτά — στο κουρασμένο πρόσωπο του Μπίλι, γιατί μια έκφραση ανησυχίας ζωγραφίστηκε στο

πρόσωπο του. Κατέβασε βιαστικά τα πόδια απ' το γραφείο του και τα χέρια απ' το σβέρκο του. Η καρέκλα έκανε πάλι το γνωστό γουρουνίσιο ήχο της. «Κοίτα, μπορούμε να το κουβεντιάσουμε...», άρχισε, και ο Μπίλι είδε ένα χέρι με άψογο μανικιούρ, να γλιστράει προς το τηλέφωνο εσωτερικής επικοινωνίας. Ο θυμός του Μπίλι έσβησε ξαφνικά, αφήνοντας τον σοκαρισμένο και παγωμένο. Μόλις είχε φανταστεί ότι σκοτώνει αυτό τον άνθρωπο όχι με κάποιον ασαφή τρόπο, αλλά με το πνευματικό αντίστοιχο του τεχνικολόρ και του ήχου Ντόλμπι. Κι ο καλός μας ο Μπιφ ήξερε τι συνέβαινε στο μυαλό του συνομιλητή του. Τι απέγινε, ο παλιός Μπίλι Χοίλεκ που συνήθιζε να κάνει φιλανθρωπικές δωρεές την παραμονή των Χριστουγέννων; Το μυαλό του απάντησε: Αυτός ήταν ο Μπίλι Χάλεκ που ζούσε στην Πόλη των Χοντρών. Τώρα μετακόμισε. Έφυγε. «Δε χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο», είπε ο Μπίλι, δείχνοντας με το κεφάλι το τηλέφωνο εσωτερικής επικοινωνίας. Το χέρι τινάχτηκε και μετά στράφηκε σ' ένα συρτάρι, σαν να ήταν αυτός ο στόχος του απ' την αρχή. Ο Μπιφ έβγαλε από το συρτάρι ένα πακέτο τσιγάρα. «Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό, χα-χα. Καπνίζεις, κύριε Χάλεκ;» Ο Μπίλι πήρε ένα, το κοίταξε, και μετά έσκυψε να το ανάψει. Μια ρουφηξιά κι ένιωσε αμέσως καλύτερα. «Ευχαριστώ». «Σχετικά με τα διακόσια δολάρια, μπορεί να έκανα λάθος». «Όχι, δεν έκανες λάθος», είπε ο Μπίλι. Είχε εξαργυρώσει επιταγές αξίας τριακοσίων δολαρίων ερχόμενος εδώ, με τη σκέψη ότι μπορεί να χρειαζόταν να λαδώσει κάποιο γρανάζι, αλλά ποτέ δεν του πέρασε απ' το μυαλό ότι μπορεί να χρειαζόταν να λαδώσει για έναν τέτοιο λόγο. Έβγαλε το πορτοφόλι του, πήρε από μέσα τέσσερα χαρτονομίσματα των πενήντα και τα πέταξε πάνω στο γραφείο του Μπιφ. «θα κρατήσεις κλειστό το στόμα σου όταν σου τηλεφωνήσει ο Πέντσλι;» «Και βέβαια!» Ο Μπιφ πήρε τα χρήματα και τα έβαλε στο συρτάρι με τα τσιγάρα. «Το ξέρεις αυτό!» «Το ελπίζω», είπε ο Μπίλι. «Τώρα, πες μου για τους τσιγγάνους».

Η ιστορία του ήταν σύντομη και απλή. Το μόνο πραγματικά πολύπλοκο κομμάτι ήταν τα προκαταρκτικά. Οι τσιγγάνοι έφτασαν στην Μπανγκόρ στις 10 Ιουνίου. Ο Σάμιουελ Λέμκε, ο ζογκλέρ, και ένας άντρας, που από την περιγραφή του φαίνεται πως ήταν ο Ρίτσαρντ Κρόσκιλ, ήρθαν στο γραφείο του Μπιφ. Μετά από ένα τηλεφώνημα στον κύριο Πάρσονς και ένα άλλο στον αρχηγό της αστυνομίας της Μπανγκόρ, ο Ρίτσαρντ Κρόσκιλ υπέγραψε ένα συμφωνητικό για βραχύχρονη μίσθωση — η περίοδος μίσθωσης στην περίπτωση αυτή ορίστηκε στις είκοσι τέσσερις ώρες — το οποίο έπρεπε να ανανεώνεται σε καθημερινή βάση. Ο Κρόσκιλ υπέγραψε σαν γραμματέας της Εταιρίας Ταντούζ, ενώ ο νεαρός Λέμκε στεκόταν κοντά στην πόρτα με τα μυώδη μπράτσα του σταυρωμένα στο στήθος του. «Και πόσο ασήμωσαν;» ρώτησε ο Μπίλι. Ο Μπιφ σήκωσε τα φρύδια του. «Πώς;» «Τσέπωσες διακόσια από μένα, ασφαλώς γύρω στα εκατό από την ανήσυχη γυναίκα και τους φίλους μου, μέσω του ντετέκτιβ που σε επισκέφτηκε, αναρωτιέμαι πόσα να σου έδωσαν οι τσιγγάνοι. Έχεις βγει πολύ κερδισμένος από την υπόθεση αυτή, έτσι, Μπιφ;» Ο Μπιφ δεν είπε τίποτα για μια στιγμή. Μετά, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση του Μπίλι, τελείωσε την ιστορία του. Ο Κρόσκιλ ξανάρθε τις επόμενες δύο μέρες για να ανανεώσει τη συμφωνία. Στις δεκατρείς ξανάρθε, αλλά στο μεταξύ ο Μπιφ είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την αστυνομία και ένα από τον Πάρσονς. Τα παράπονα των ντόπιων είχαν αρχίσει. Ο αρχηγός της αστυνομίας πίστευε ότι ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους οι τσιγγάνοι. Ο Πάρσονς συμφωνούσε μαζί του, αλλά ήταν πρόθυμος να τους αφήσει να μείνουν άλλη μία μέρα, αν δέχονταν να αυξήσουν το ενοίκιο λιγάκι, ας πούμε, από τριάντα δολάρια να δώσουν πενήντα. Ο Κρόσκιλ το άκουσε αυτό και κούνησε το κεφάλι του. Έφυγε χωρίς να μιλήσει. Νιώθοντας μια ξαφνική παρόρμηση, ο Μπιφ πήγε στην καμένη αποθήκη εκείνο το μεσημέρι. Μόλις που πρόλαβε να δει τους τσιγγάνους να φεύγουν. «Τράβηξαν για τη Γέφυρα Τσάμπερλεν», είπε, «και αυτά είναι όλα όσα ξέρω. Και τώρα, δίνε του, Μπιλ. Για να είμαι ειλικρινής, μοιάζεις με διαφήμιση για διακοπές στην Μπιάφρα. Μόνο που σε κοιτάζω, ανατριχιάζω». Ο Μπίλι κρατούσε ακόμα το τσιγάρο, παρ' όλο που δεν είχε ρουφήξει καθόλου. Τώρα έσκυψε μπροστά και το τίναξε πάνω στις σκυλίσιες κουράδες. Η στάχτη

σκορπίστηκε πάνω στο γραφείο του Μπιφ. «Για να είμαι ειλικρινής», είπε στον Μπιφ, «τα συναισθήματα είναι αμοιβαία». Ο θυμός φούντωσε πάλι μέσα του. Βγήκε γρήγορα από το γραφείο του Μπιφ Κουίγκλι, πριν ο θυμός τον σπρώξει σε λάθος κατεύθυνση ή κάνει τα χέρια του να μιλήσουν κάποια τρομερή γλώσσα που τον τελευταίο καιρό έμοιαζαν να ξέρουν. Ήταν 24 Ιουνίου. Οι τσιγγάνοι είχαν φύγει από την Μπανγκόρ μέσω της γέφυρας Τσάμπερλεν στις 13. Τώρα ο Μπίλι ήταν μόνο έντεκα μέρες πίσω. Τους πλησίαζε ολοένα περισσότερο... αλλά ήταν ακόμα τόσο μακριά τους! Σύντομα ανακάλυψε ότι η Παλιά Εθνική 15, η οποία άρχιζε απ' την πλευρά της γέφυρας που ήταν το Μπρούερ, ήταν γνωστή σαν οδός Μπαρ Χάρμπορ. Φαίνεται πως τελικά έμελλε να πάει εκεί. Αλλά στο δρόμο δε θα μιλούσε με άλλους μεσίτες, ούτε θα έμενε σε άλλα ξενοδοχεία πρώτης κατηγορίας. Αν οι ντετέκτιβ προπορεύονταν ακόμα, ο Κερκ μπορεί να είχε βάλει κι άλλους να τον ψάξουν. Οι τσιγγάνοι είχαν κάνει τα σαράντα τέσσερα μίλια για το Έλσγουερθ στις 13 του μηνός, και είχαν πάρει άδεια να κατασκηνώσουν εκεί για τρεις μέρες. Μετά, διέσχισαν τον ποταμό Πένομπσκοτ μέχρι το Μπάκσπορτ, όπου έμειναν άλλες τρεις μέρες προτού ξεκινήσουν για την ακτή. Ο Μπίλι τα ανακάλυψε όλα αυτά στις 25 του μήνα. Οι τσιγγάνοι είχαν φύγει από το Μπάκσπορτ αργά το απόγευμα της 19ης Ιουνίου. Τώρα ήταν μόλις μία βδομάδα πίσω τους. Στο Μπαρ Χάρμπορ η ατμόσφαιρα ήταν τόσο παρανοϊκή όσο την είχε περιγράψει η σερβιτόρα. Και ο Μπίλι σκέφτηκε ότι είχε πει επίσης κάτι που ίσχυε και για κείνον. Κάποτε πήγαινα... αλλά δεν πηγαίνω πια. Είμαι πολύ μεγάλη για τέτοια. Κι εγώ το Ίδιο, σκέφτηκε ο Μπίλι. Καθόταν σ' ένα παγκάκι του πάρκου, φορώντας βαμβακερό παντελόνι, ένα τι-σερτ που έγραφε Η ΜΠΑΝΓΚΟΡ ΕΧΕΙ ΨΥΧΗ κι ένα σπορ σακάκι που κρεμόταν άχαρα απ' τους αδύνατους ώμους του. Έτρωγε ένα παγωτό και τραβούσε πάρα πολλά βλέμματα πάνω του. Ήταν κουρασμένος — τον τρόμαζε η διαπίστωση ότι ήταν πάντα κουρασμένος τώρα, εκτός κι αν βρισκόταν στη δίνη μιας κρίσης θυμού. Όταν πάρκαρε και βγήκε έξω για να δείξει τις φωτογραφίες, είχε μια δυσάρεστη αίσθηση πως είχε ξαναζήσει την ίδια εμπειρία κι άλλη φορά, καθώς το παντελόνι του άρχισε να γλιστράει πάνω στο κοκαλιάρικο σώμα του ακριβώς όπως είχε συμβεί άλλοτε μέσα στο δικαστήριο. Το παντελόνι αυτό το είχε αγοράσει στο Ρόκλαντ. Είχε μέση 71 πόντους. Ο υπάλληλος του είπε (λιγάκι νευρικά) ότι υπήρχε πρόβλημα με το μέγεθος του, γιατί η

μέση του ήταν πολύ μικρή και θα έπρεπε να αγοράζει εφηβικά παντελόνια, αλλά τα πόδια του ήταν μακριά. Και δεν υπήρχαν πολλοί έφηβοι με το δικό του ύψος. Τώρα καθόταν στο πάρκο και έτρωγε παγωτό, περιμένοντας να πάρει λίγη δύναμη, προσπαθώντας ν' αποφασίσει γιατί του φαινόταν τόσο καταθλιπτική αυτή η όμορφη μικρή πόλη, όπου δεν μπορούσες να βρεις μέρος να παρκάρεις και με δυσκολία περπατούσες στο δρόμο. Το Όουλντ Όρκαρντ ήταν χυδαίο, αλλά η χυδαιότητα του ήταν άμεση και κατά κάποιο τρόπο ευχάριστη. Ήξερες ότι τα βραβεία που θα κέρδιζες στα διάφορα παιχνίδια ήταν σκουπίδια που θα διαλύονταν αμέσως, και ότι τα σουβενίρ που θα αγόραζες ήταν επίσης σκουπίδια, που θα διαλύονταν όταν πια θα είχες φτάσει αρκετά μακριά ώστε να βαριέσαι να γυρίσεις πίσω και να ζητήσεις να σου επιστρέψουν τα χρήματα σου. Στο Όουλντ Όρκαρντ πολλές απ' τις γυναίκες ήταν γριές και σχεδόν όλες ήταν χοντρές. Μερικές φορούσαν μικροσκοπικά μπικίνι, αλλά οι περισσότερες φορούσαν μαγιό που θύμιζαν λείψανα του πενήντα καθώς διασταυρωνόσουν μαζί τους στο πεζοδρόμιο, ένιωθες ότι τα μαγιό αυτά υφίσταντο την ίδια τρομερή πίεση που υφίσταται ένα υποβρύχιο που ταξιδεύει πολύ κάτω απ' το ενδεδειγμένο βάθος. Αν κάποιο από τα ιριδίζοντα υφάσματα υποχωρούσε, αμέτρητα κιλά λίπους θα τινάζονταν στον αέρα. Ο αέρας μύριζε πίτσα, παγωτό, τηγανητά κρεμμύδια, και πού και πού τον εμετό κάποιου παιδιού που είχε μείνει στη ρόδα του λούνα-παρκ πάρα πολλή ώρα. Τα περισσότερα από τα αυτοκίνητα που ανεβοκατέβαιναν τους γεμάτους δρόμους ήταν παλιά, σκουριασμένα και συνήθως πολύ μεγάλα. Πολλά απ' αυτά έκαιγαν πετρέλαιο. Το Όουλντ Όρκαρντ ήταν λαϊκό, αλλά είχε επίσης μια κάποια αθωότητα που έλειπε απ' το Μπαρ Χάρμπορ. Εδώ πολλά πράγματα ήταν το ακριβώς αντίθετο του Όουλντ Όρκαρντ, ώστε ο Μπίλι ένιωσε λιγάκι σαν να είχε μπει μέσα σ' έναν καθρέφτη - υπήρχαν ελάχιστες γριές και σχεδόν καθόλου χοντρές γυναίκες. Ελάχιστες φορούσαν μαγιό. Η στολή του Μπαρ Χάρμπορ φαίνεται πως ήταν ρούχα του τένις και άσπρα αθλητικά παπούτσια, ή ξεβαμμένο τζιν, πουκάμισο του ράγκμπι και αθλητικά παπούτσια. Ο Μπίλι είδε λίγα παλιά αυτοκίνητα και ακόμα πιο λίγα αμερικάνικα αυτοκίνητα. Τα περισσότερα ήταν Σάαμπ, Βολβό, Ντάτσουν, BMW και Χόντα. Όλα είχαν αυτοκόλλητα με συνθήματα όπως: ΕΞΩ ΟΙ ΗΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛ ΣΑΛΒΑΝΤΟΡ και ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΧΟΡΤΟ. Υπήρχαν κι εδώ ποδηλάτες — γλιστρούσαν με χάρη ανάμεσα στα αυτοκίνητα, πάνω στα ακριβά ποδήλατα τους με τις δέκα ταχύτητες, φορώντας ειδικά γυαλιά ηλίου, χαρίζοντας παντού το τέλειο χαμόγελο τους και ακούγοντας μουσική από γουόκμαν. Στις παρυφές της πόλης, στο λιμάνι, φύτρωνε ένα δάσος από κατάρτια, όχι τα χοντρά ξέθωρα κατάρτια των εμπορικών

πλοίων, αλλά τα λεπτά, κομψά, άσπρα κατάρτια των ιστιοπλοϊκών, που θα τα έβγαζαν στη στεριά μόλις τελείωνε το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στο Μπαρ Χάρμπορ ήταν νέοι, έξυπνοι, φιλελεύθεροι, όσο απαιτούσε η μόδα, και πλούσιοι. Και κατά τα φαινόμενα, συνήθιζαν να ξενυχτούν. Ο Μπίλι τηλεφώνησε για να κάνει μια κράτηση στο Φρέντσμανς Μπει Μοτέλ και έμεινε ξύπνιος μέχρι τα ξημερώματα ακούγοντας ροκ μουσική από έξι ή οκτώ διαφορετικά μπαρ. Ο απολογισμός των τροχαίων στην τοπική εφημερίδα ήταν εντυπωσιακός και λιγάκι αποθαρρυντικός. Ο Μπίλι χάζευε το πλήθος με τα κομψά ρούχα και σκεφτόταν: θέλεις να μάθεις γιατί το μέρος αυτό και οι άνθρωποι αυτοί σε καταθλίβουν; θα σου πω εγώ. Ετοιμάζονται να ζήσουν σε μέρη όπως το Φαίρβιου, γι' αυτό. θα τελειώσουν τις σπουδές τους, θα παντρευτούν γυναίκες που θα τελειώνουν και τον πρώτο κύκλο της ψυχανάλυσης τους περίπου την ίδια εποχή, και θα εγκατασταθούν στις Λάντερν Ντράιβ της Αμερικής. Εκεί θα φορούν κόκκινα παντελόνια όταν παίζουν γκολφ και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα βρίσκουν ευκαιρία να βάζουν χέρι στις συζύγους των άλλων. «Ναι, αυτό είναι πράγματι καταθλιπτικό», μουρμούρισε, και ένα ζευγάρι που περνούσε εκείνη την ώρα τον κοίταξε παραξενεμένο. Είναι ακόμα εδώ. Ναι. Είναι ακόμα εδώ. Η σκέψη αυτή ήταν τόσο αυθόρμητη, τόσο ξεκάθαρη που δεν του προκάλεσε ούτε έκπληξη ούτε ιδιαίτερη αναστάτωση. Ήταν μία βδομάδα πίσω τους, μπορεί να είχαν φτάσει πια στα Μαριτάιμς ή να είχαν κατεβεί ως τα μισά της ακτής πάλι. Οι προηγούμενες κινήσεις τους έδειχναν ότι θα είχαν φύγει πια. Άλλωστε, το Μπαρ Χάρμπορ, όπου ακόμα και τα μαγαζιά με τα τουριστικά είδη έμοιαζαν με ακριβές μπουτίκ αντικών του Ιστ Σάιντ, παραήταν αριστοκρατικό για ν' ανεχτεί τσιγγάνους για πολύ. Όλ' αυτά ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Μόνο που οι τσιγγάνοι ήταν ακόμα εκεί, το ήξερε. «Γέρο, σε οσφραίνομαι», ψιθύρισε. Φυσικά τον οσφραίνεσαι. Αυτό υποτ'ι9εται ότι πρέπει να χάνεις. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει άσχημα για λίγο. Μετά σηκώθηκε, έριξε το υπόλοιπο παγωτό σε ένα σκουπιδοτενεκέ, και ξαναγύρισε στον παγωτατζή. Εκείνος δεν έδειξε ιδιαίτερα ευχαριστημένος που έβλεπε τον Μπίλι. «Αναρωτιόμουν αν μπορείς να με βοηθήσεις», είπε ο Μπίλι.

«Όχι, άνθρωπε μου, δε νομίζω», είπε εκείνος κι ο Μπίλι είδε την αποστροφή στα μάτια του. «Ενδέχεται να μπορείς». Ο Μπίλι ένιωθε μια βαθιά ηρεμία και την αίσθηση πως ό,τι συνέβαινε ήταν αναπόφευκτο. Ο παγωτατζής ήθελε να γυρίσει από την άλλη μεριά, αλλά ο Μπίλι κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό του, ανακάλυψε ότι ήταν σε θέση να το κάνει τώρα, σαν να είχε αποκτήσει υπερφυσικές δυνάμεις. Έβγαλε τις φωτογραφίες, ήταν πια τσαλακωμένες και λεκιασμένες από ιδρώτα. Τις άπλωσε πάνω στον πάγκο του παγωτατζή σαν να μοίραζε χαρτιά ταρό για να του πει τη μοίρα του. Ο παγωτατζής τις κοίταξε και ο Μπίλι δεν ένιωσε ούτε έκπληξη ούτε ευχαρίστηση βλέποντας στα μάτια του πως τους αναγνωρίζει, μόνο πόνο που πρόκειται να ξεσπάσει μετά την επίδραση του τοπικού αναισθητικού. Ο αέρας μύριζε αλάτι και μερικοί γλάροι φώναζαν πάνω απ' το λιμάνι. ((Αυτός ο τύπος», είπε ο παγωτατζής, κοιτάζοντας συνεπαρμένος τη φωτογραφία του Ταντούζ Λέμκε. «Αυτός ο τύπος σαν φάντασμα είναι!» «Είναι ακόμα εδώ;» «Ναι», είπε ο παγωτατζής. «Ναι, νομίζω πως είναι. Οι μπάτσοι τους πέταξαν έξω από την πόλη τη δεύτερη μέρα, αλλά κατάφεραν να νοικιάσουν ένα χωράφι από έναν αγρότη στην Τεκνόρ - είναι η επόμενη πόλη προς την ενδοχώρα. Τους είδα να τριγυρίζουν εδώ γύρω. Οι μπάτσοι έχουν αρχίσει να τους γράφουν για μικροπαραβάσεις, όπως σπασμένα φώτα και τέτοια. θα φανταζόταν κανείς πως θα έπιαναν το υπονοούμενο, αλλά εκείνοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν». «Σ' ευχαριστώ». Άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες του. «θέλεις άλλο παγωτό;» «Όχι, ευχαριστώ». Ο φόβος ήταν πιο έντονος τώρα, αλλά τώρα υπήρχε και θυμός, ένας θυμός που έβραζε κάτω απ' όλα τ' άλλα συναισθήματα του. «Τότε, θα μπορούσες να προχωρήσεις πιο κάτω; Δεν είσαι η καλύτερη διαφήμιση». «Σωστά», είπε ο Μπίλι. «Φαντάζομαι πως δεν είμαι». Γύρισε στο αυτοκίνητο του. Η κούραση του είχε εξαφανιστεί. Εκείνο το βράδυ, στις εννέα και τέταρτο, ο Μπίλι πάρκαρε το νοικιασμένο αυτοκίνητο του στην Παλιά Εθνική 37-Α, η οποία περνάει βορειοδυτικά του Μπαρ

Χάρμπορ. Ήταν στην κορυφή ενός λόφου, κι ένα θαλασσινό αεράκι φυσούσε ανακατεύοντας τα μαλλιά του και κάνοντας τα ρούχα του ν' ανεμίζουν πάνω του. Πίσω του, το αεράκι έφερνε τη μουσική από τα διάφορα μπαρ του Μπαρ Χάρμπορ. Στα πόδια του, στα δεξιά, έβλεπε μια μεγάλη φωτιά περιτριγυρισμένη από αυτοκίνητα και φορτηγάκια, και στο κέντρο ανθρώπους που έμοιαζαν με φιγούρες κομμένες σε μαύρο χαρτόνι. Κάθε τόσο, κάποιος σηκωνόταν και πλησίαζε τη φωτιά. Κουβέντες και γέλια γέμιζαν το βραδινό αέρα. Τους βρήκε. Ο γέρος είναι έχει κάτω και σε περιμένει, Μπίλι, ξέρει ότι είσαι εδώ. Ναι. Ναι, βέβαια. Ο γέρος θα μπορούσε να είχε εξαφανιστεί με την ομάδα του αν ήθελε, τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Μπίλι Χάλεκ. Αλλά δεν το 'θελε. Αντίθετα, ανάγκασε τον Μπίλι να τους ακολουθήσει από το Όουλντ Όρκαρντ μέχρι εδώ. Αυτό ήθελε. Ο φόβος και πάλι, να διαπερνά σαν καπνός τις κοιλότητες στο σώμα του, και υπήρχαν τόσες κοιλότητες τώρα. Αλλά υπήρχε και οργή. Κι εγώ αυτό ήθελα, και μπορεί να. τον εκπλήξω. Το φόβο σίγουρα τον περιμένει. Αλλά ο θυμός... μπορεί να είναι έκπληξη. Ο Μπίλι κοίταξε το αυτοκίνητο για λίγο, μετά κούνησε το κεφάλι του. Άρχισε να κατεβαίνει τη χορταριασμένη πλαγιά του λόφου πηγαίνοντας προς τη φωτιά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ Στον καταυλισμό των τσιγγάνων Κοντοστάθηκε πίσω από το αυτοκινούμενο με το μονόκερο και τη γυναίκα - μια λεπτή σκιά ανάμεσα στις άλλες σκιές, αλλά πιο σταθερή από αυτές που τρεμόπαιζαν στο φως που έριχναν οι φλόγες. Στάθηκε εκεί ακούγοντας τις ήσυχες κουβέντες τους, τα σποραδικά γέλια, το τρίξιμο της φωτιάς. Δεν μπορώ να πάω εκεί κάτω, έλεγε η λογική του με απόλυτη βεβαιότητα. Υπήρχε ένας φόβος στη βεβαιότητα αυτή, αλλά μαζί υπήρχε κι ένα αίσθημα ντροπής - δεν ήθελε να εισβάλει στους ομόκεντρους κύκλους της φωτιάς τους, στις κουβέντες τους και στον ιδιωτικό τους χώρο, όπως δεν ήθελε να πέσει το παντελόνι του μέσα στο δικαστήριο. Στο κάτω κάτω, εκείνος ήταν ο φταίχτης. Εκείνος ήταν...

Τότε σχηματίστηκε στο μυαλό του το πρόσωπο της Λίντα. Την άκουσε να του ζητάει να γυρίσει σπίτι κλαίγοντας. Εκείνος ήταν ο φταίχτης, ναι, αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η οργή άρχισε να φουντώνει πάλι μέσα του. Προσπάθησε να τη συγκρατήσει, να τη μετατρέψει σε κάτι πιο χρήσιμο - μια κάποια αποφασιστικότητα αρκούσε, σκέφτηκε. Μετά πέρασε ανάμεσα από το αυτοκινούμενο και το στέισον βαγκόν που ήταν παρκαρισμένο δίπλα του, ενώ τα Γκούτσι παπούτσια του έκαναν έναν ήχο σαν σφύριγμα πάνω στο ξερό χορτάρι. Υπήρχαν πράγματι ομόκεντροι κύκλοι: πρώτα ο κύκλος των οχημάτων και μέσα σ' αυτόν ένας κύκλος από άντρες και γυναίκες που κάθονταν γύρω από τη φωτιά που έκαιγε μέσα σε μια βαθιά τρύπα περιτριγυρισμένη από μερικές πέτρες. Εκεί κοντά, είχαν μπήξει ένα κλαδί στη γη. Ένα κίτρινο χαρτί — η άδεια για ν' ανάβουν φωτιά, υπέθεσε ο Μπίλι — ήταν καρφωμένο στην κορυφή. Οι νεότεροι, άντρες και γυναίκες, κάθονταν στο χορτάρι ή σε φουσκωτά στρώματα. Πολλοί από τους ηλικιωμένους κάθονταν σε πτυσσόμενες καρέκλες από αλουμίνιο και πλαστικούς ιμάντες. Ο Μπίλι είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη πάνω σε μαξιλάρια και σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Κάπνιζε ένα τσιγάρο και κολλούσε γραμματόσημα σ' ένα άλμπουμ γραμματοσήμων. Τρία σκυλιά στην άλλη άκρη της φωτιάς άρχισαν να γαβγίζουν με μισή καρδιά. Ένας από τους νεότερους σήκωσε απότομα το κεφάλι του και τράβηξε το σακάκι του αποκαλύπτοντας ένα ρεβόλβερ σε μια θήκη. «Enkelt!» είπε κοφτά ένας από τους μεγαλύτερους, βάζοντας το χέρι του πάνω στον ώμο του νεαρού. «Boddehar?» «Just det, hdn och Taduz!» Ο νέος κοίταξε τον Μπίλι Χάλεκ, ο οποίος τώρα στεκόταν στη μέση του κύκλου τους, τελείως εκτός τόπου, μέσα στο φαρδύ σακάκι του και τ' ακριβά παπούτσια του. Υπήρχε μια έκφραση όχι φόβου, αλλά στιγμιαίας έκπληξης και - ο Μπίλι θα ορκιζόταν — συμπόνοιας στο πρόσωπο του. Μετά έφυγε, σταματώντας μόνο όσο χρειαζόταν για να δώσει μια κλοτσιά σ' ένα απ' τα σκυλιά, μουγκρίζοντας «Enkelt!» Το σκυλί γάβγισε μια φορά και μετά όλα ησύχασαν. Ποιεί να φέρει το γέρο, σκέφτηκε ο Μπίλι.

Κοίταξε ολόγυρα. Κάθε συζήτηση σταμάτησε. Τον κοίταζαν με τα σκοτεινά τσιγγάνικα μάτια τους και κανένας δεν έλεγε λέξη. Έτσι αισθάνεσαι όταν το παντελόνι σου πέφτει στο δικαστήριο, σκέφτηκε, αλλά αυτό δεν ήταν διόλου αλήθεια. Τώρα που ήταν πράγματι μπροστά τους, η πολυπλοκότητα των αισθημάτων του είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε φόβος και θυμός, αλλά και τα δύο φώλιαζαν ήσυχα κάπου βαθιά μέσα του. Και υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν εκπλήσσονται που σε βλέπουν... και δεν εκπλήσσονται με την εμφάνιση σου. Άρα, ήταν αλήθεια. Ήταν όλα αλήθεια. Δεν επρόκειτο ούτε για νευρική ανορεξία, ούτε για καμία εξωτική μορφή καρκίνου. Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι ακόμα και ο Μάικλ Χιούστον θα πειθόταν από τα σκοτεινά αυτά μάτια. Ήξεραν τι του είχε συμβεί. Ήξεραν γιατί συνέβαινε. Και ήξεραν πώς θα τελείωνε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, οι τσιγγάνοι κι ο αδύνατος άντρας από το Φαίρβιου του Κοννέκτικατ. Και ξαφνικά, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, ο Μπίλι άρχισε να χαμογελάει. Η γριά με τα γραμματόσημα μούγκρισε και του έκανε το σημείο με το οποίο ξορκίζουν το κακό μάτι. Ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν και η φωνή μιας νέας γυναίκας που μιλούσε γρήγορα και θυμωμένα: «Vad sa han' Och plotsligt brast han dybbuk, Papa! Alskling, grat inte' Snalla dybbuk! Ta mig Mamma!» Ο Ταντούζ Λέμκε, φορώντας ένα νυχτικό που έφτανε μέχρι τα κοκαλιάρικα γόνατα του, πλησίασε ξυπόλυτος τη φωτιά. Δίπλα του, φορώντας ένα βαμβακερό νυχτικό που γλιστρούσε γλυκά πάνω στους γοφούς της, στεκόταν η Τζίνα Λέμκε. «Ta mig Mamma! Ta mig...» Είδε τον Μπίλι που στεκόταν στο κέντρο του κύκλου, με το σακάκι του να κρέμεται και το παντελόνι του σχεδόν πιο χαμηλά από την άκρη του σακακιού του. Κούνησε το χέρι της προς το μέρος του και μετά γύρισε στο γέρο σχεδόν σαν να ήθελε να του επιτεθεί. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν με σιωπηλή αδιαφορία. Ένα ξύλο έσκασε στη φωτιά. Μια πύρινη δίνη τινάχτηκε στον ουρανό. «Ta mig Mamma' Va dybbuk' Ta mig inte till mormor' Onto' Vu'derlak!» «Sa hon lagt, Gma», απάντησε ο γέρος. Η φωνή και το πρόσωπο του ήταν γαλήνια. Ένα από τα σκεβρωμένα χέρια του χάιδεψε το μαύρο καταρράκτη των μαλλιών της, που έφτανε μέχρι τη μέση της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ταντούζ Λέμκε δεν είχε κοιτάξει καθόλου τον Μπίλι. «Vi skastanna».

Για μια στιγμή εκείνη μαζεύτηκε και, παρά τις πλούσιες καμπύλες της, φάνηκε στον Μπίλι πολύ νέα. Μετά, το πρόσωπο της φούντωσε πάλι. Ήταν σαν να έριξε κάποιος βενζίνη σε μια φωτιά που σβήνει. «Δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μας, κύριος;» του φώναξε. «Λέω στον παππού μου ότι σκότωσες τη γιαγιά μου! Λέω ότι είσαι δαίμονας και ότι πρέπει να σε σκοτώσουμε!» Ο γέρος ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της. Εκείνη το τίναξε μακριά και όρμησε προς το μέρος του Μπίλι με τα γυμνά της πόδια μόλις ν' αγγίζουν το έδαφος και τα μακριά μαλλιά της ν' ανεμίζουν πίσω. «Gina, verkhgen glad!» φώναξε κάποιος, αναστατωμένος, αλλά κανένας άλλος δε μίλησε. Η γαλήνια έκφραση του γέρου δεν άλλαξε. Κοίταζε την Τζίνα να πλησιάζει τον Μπίλι σαν ανεκτικός γονιός που παρακολουθεί το παιδί του να κάνει κάποια σκανταλιά. Τον έφτυσε, με μια τεράστια ποσότητα ζεστού άσπρου σάλιου, που γέμιζε το στόμα της. Ο Μπίλι ένιωσε λίγο στα χείλη του. Είχε τη γεύση που έχουν τα δάκρυα. Τον κοίταξε με τα τεράστια σκοτεινά μάτια της, και παρ' όλα όσα είχαν συμβεί, παρά το γεγονός ότι είχε χάσει μεγάλο μέρος του εαυτού του, συνειδητοποίησε ότι εξακολουθούσε να τη θέλει. Και συνειδητοποίησε επίσης ότι εκείνη το ήξερε, το σκοτάδι στα μάτια της ήταν κυρίως περιφρόνηση. «Αν αυτό θα την έφερνε πίσω, θα μπορούσες να με φτύνεις μέχρι να πνιγώ», είπε. Η φωνή του ήταν παράξενα καθαρή και δυνατή. «Αλλά δεν είμαι dybbuk. Δεν είμαι δαίμονας, ούτε τέρας. Αυτό που βλέπεις...» Σήκωσε τα χέρια του και για μια στιγμή το φως της φωτιάς διαπέρασε το σακάκι του, κάνοντας τον να μοιάζει με μια τεράστια, κακοθρεμμένη νυχτερίδα. Κατέβασε αργά τα χέρια του στα πλευρά του, «...μόνο αυτό είμαι». Για μια στιγμή φάνηκε να τα χάνει, σχεδόν να φοβάται. Παρ' όλο που το σάλιο της κυλούσε ακόμα στο πρόσωπο του, η περιφρόνηση είχε χαθεί από τα μάτια της και ο Μπίλι ένιωσε ευγνωμοσύνη γι' αυτό. «Τζίνα!» Ήταν ο Σάμιουελ Λέμκε, ο ζογκλέρ. Είχε εμφανιστεί δίπλα στο γέρο και κούμπωνε ακόμα το παντελόνι του. Φορούσε ένα μπλουζάκι με μια φωτογραφία του Μπρους Σπρίγκστιν. «Enkeltmen tillrackligt!» «Είσαι δολοφόνος», είπε εκείνη στον Μπίλι και γύρισε να φύγει. Ο αδελφός της προσπάθησε να περάσει το χέρι του στους ώμους της, αλλά εκείνη το τίναξε και

χάθηκε μέσα στις σκιές. Ο γέρος γύρισε και την κοίταξε να φεύγει και μετά, επιτέλους, έστρεψε το βλέμμα του στον Μπίλι Χάλεκ. Για μια στιγμή, ο Μπίλι κοίταξε την τρύπα στο πρόσωπο του Λέμκε και μετά το βλέμμα του τράβηξαν τα μάτια του τσιγγάνου. Πώς τα είχε χαρακτηρίσει... το βλέμμα του χρόνου; Ήταν κάτι περισσότερο από αυτό... και κάτι άλλο. Ήταν άδεια, κενά. Και το κενό αυτή ήταν η ουσία τους, όχι η επιφανειακή εξυπνάδα που άστραφτε πάνω τους σαν το φως του φεγγαριού πάνω σε σκοτεινά νερά. Κενό βαθύ και απόλυτο σαν τα κενά που υπάρχουν ανάμεσα στους γαλαξίες. Ο Λέμκε κούνησε το δάχτυλο του στον Μπίλι και σαν να ήταν μέσα σ' όνειρο, εκείνος έκανε το γύρο της φωτιάς με αργά βήματα και πλησίασε το γέρο. «Ξέρεις Ρομ;» τον ρώτησε ο Λέμκε, όταν ο Μπίλι στάθηκε μπροστά του. Μιλούσε σιγά, αλλά η φωνή του ηχούσε καθαρά στον ήσυχο καταυλισμό, όπου ο μοναδικός ήχος ήταν η φωτιά που ροκάνιζε το ξερό ξύλο. Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. «Στα Ρομ σε φωνάζουμε skummade igenom, που σημαίνει "άσπρος άντρας από την πόλη"». Έκανε μια γκριμάτσα σαν χαμόγελο, φανερώνοντας τα δόντια του κιτρινισμένα από τον καπνό. Η σκούρα τρύπα στη θέση της μύτης του χοροπηδούσε με κάθε κίνηση του. «Αλλά έχει άλλη μία σημασία όπως ακούγεται ηχητικά, ignorant scum, άσχετο καθίκι». Τώρα επιτέλους τα μάτια του άφησαν τα μάτια του Μπίλι. Ο Λέμκε έμοιαζε να χάνει κάθε ενδιαφέρον γι' αυτόν. «Φύγε τώρα, λευκέ από την πόλη. Δεν έχεις καμιά δουλειά μαζί μας κι εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά μαζί σου. Αν είχαμε κάποια δουλειά, αυτή έγινε. Γύρνα στην πόλη σου». Γύρισε να φύγει. Για μια στιγμή, ο Μπίλι στάθηκε εκεί με το στόμα ανοιχτό, συνειδητοποιώντας αμυδρά ότι ο γέρος τον είχε υπνωτίσει' το είχε κάνει τόσο εύκολα όσο ένα αγρότης αποκοιμίζει ένα κοτόπουλο χώνοντας το κεφάλι κάτω απ' τη φτερούγα του. Αυτό ήταν; ούρλιαξε κάτι μέσα του ξαφνικά. Τόση οδήγηση, τόσο περπάτημα, τόσες ερωτήσεις, τόσοι εφιάλτες, τόσες μέρες και τόσες νύχτες γι' αυτό; θα στέκεσαι έτσι εδώ, χωρίς να πεις ούτε μία λέξη; θα τον αφήσεις να σε λέει άσχετο και μετά θα γυρίσεις ήσυχα ήσυχα στο κρεβάτι σου;

«Όχι», είπε ο Μπίλι με βραχνή αλλά δυνατή φωνή. Κάποιος ξεφώνησε έκπληκτος. Ο Σάμιουελ Λέμκε, ο οποίος βοηθούσε το γέρο να περπατήσει μέχρι το πίσω μέρος ενός αυτοκινούμενου, γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος. Σε λίγο, γύρισε και ο ίδιος ο Λέμκε. Το πρόσωπο του έδειχνε πως διασκέδαζε με το λευκό άντρα, αλλά για μια στιγμή, καθώς η λάμψη της φωτιάς έπεφτε στο πρόσωπο του τσιγγάνου, ο Μπίλι νόμισε ότι είδε και έκπληξη στο σκοτεινό του βλέμμα. Ο νέος άντρας που πρώτος είχε δει τον Μπίλι, άπλωσε το χέρι του στο ρεβόλβερ κάτω από το σακάκι του. «Είναι πολύ όμορφη», είπε ο Μπίλι. «Η Τζίνα». «Σκάσε, λευκέ άντρα από την πόλη», είπε ο Σάμιουελ Λέμκε. «Δε θέλω να ακούω το όνομα της αδελφής μου να βγαίνει από τα χείλη σου». Ο Μπίλι τον αγνόησε. Κοίταξε το γερο-Λέμκε. «Είναι εγγονή σου; Δισέγγονη σου;» Ο γέρος τον κοίταξε εξεταστικά σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν υπήρχε κάποιος που του μιλούσε ή όχι, αν ακουγόταν κάποιος άλλος ήχος εκτός από τον άνεμο. Μετά, γύρισε και ξανάρχισε να περπατάει. «Μήπως θα ήθελες να περιμένεις μια στιγμή για να γράψω τη διεύθυνση της κόρης μου», είπε ο Μπίλι υψώνοντας τη φωνή του. Δεν την ύψωσε πολύ, δε χρειαζόταν να την υψώσει για να τραβήξει την προσοχή, είχε εξασκηθεί σ' αυτό σε δεκάδες αίθουσες δικαστηρίων. «Δεν είναι τόσο όμορφη όσο η Τζίνα σου, αλλά εμάς μας φαίνεται πολύ όμορφη. Ίσως θα μπορούσαν να αλληλογραφούν πάνω στο θέμα της αδικίας. Τι λες, Λέμκε; θα μπορούν να μιλούν γι' αυτό όταν θα είμαι νεκρός σαν την κόρη σου; Ποιος μπορεί να πει τι είναι αδικία; Τα παιδιά; Τα εγγόνια; Ένα λεπτό, θα γράψω τη διεύθυνση, θα πάρει ένα δευτερόλεπτο, θα τη γράψω στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας σου που έχω. Αν δεν μπορούν να βρουν μια άκρη στην ανακατωσούρα αυτή, μπορεί να συναντηθούν μια μέρα και να πυροβολήσουν η μία την άλλη, και μετά τα δικά τους παιδιά θα πάρουν τη σκυτάλη. Τι λες, γέρο... σου φαίνεται λογικό αυτό;» Ο Σάμιουελ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Λέμκε. Ο Λέμκε το τίναξε από πάνω του και πλησίασε με αργά βήματα τον Μπίλι. Τώρα τα μάτια του Λέμκε ήταν γεμάτα δάκρυα οργής. Τα παραμορφωμένα χέρια του άνοιγαν κι έκλειναν αργά. Όλοι οι άλλοι παρακολουθούσαν τη σκηνή σιωπηλοί και τρομαγμένοι.

«Χτύπησες την κόρη μου, άσπρε άντρα», είπε. «Χτύπησες την κόρη μου και μετά έχεις... είσαι αρκετά borjade mild ώστε να έρχεσαι εδώ και να μου μιλάς. Ξέρω τι έγινε και ποιος το έκανε. Το φρόντισα. Συνήθως κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και φεύγουμε από την πόλη. Ναι, συνήθως, αυτό κάνουμε. Αλλά μερικές φορές παίρνουμε τη δικαιοσύνη στα χέρια μας». Ο γέρος σήκωσε το χέρι του μπροστά στα μάτια του Μπίλι. Ξαφνικά, το έκλεισε γροθιά. Ένα λεπτό αργότερα αίμα άρχισε να στάζει από τη γροθιά. Οι υπόλοιποι μουρμούρισαν όχι από φόβο ή έκπληξη, αλλά από επιδοκιμασία. «Τσιγγάνικη δικαιοσύνη, skummade igenom. Τους άλλους δύο τους τακτοποίησα ήδη. Ο δικαστής πήδησε από το παράθυρο πριν από δύο βράδια. Είναι...» Ο Ταντούζ Λέμκε χτύπησε τα δάχτυλα του μεταξύ τους και μετά φύσηξε τον αντίχειρα του. «Αυτό έφερε πίσω την κόρη σας, κύριε Λέμκε; Γύρισε πίσω όταν ο Κάρι Ρόσιγκτον έσκασε στο χώμα;» Τα χείλη του Λέμκε συσπάστηκαν. «Δε θέλω να γυρίσει πίσω. Δικαιοσύνη δεν είναι να φέρνεις πίσω τους νεκρούς. Η δικαιοσύνη είναι δικαιοσύνη. Το καλό που σου θέλω να του δίνεις πριν πάθεις και τίποτα άλλο. Ξέρω τι έκανες εσύ και η γυναίκα σου. Νομίζεις ότι δε βλέπω; Βλέπω. Έχω το χάρισμα. Ρώτα όποιον θέλεις. Το έχω εδώ κι εκατό χρόνια». Ακούστηκε ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας απ' όσους κάθονταν γύρω από τη φωτιά. «Δε με νοιάζει πόσο καιρό έχεις το χάρισμα», είπε ο Μπίλι. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε τον ώμο του γέρου. Από κάπου ακούστηκε ένα γρύλισμα οργής. Ο Σάμιουελ Λέμκε έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Ταντούζ Λέμκε γύρισε το κεφάλι του και έφτυσε μια λέξη στη γλώσσα τους. Ο νεαρός σταμάτησε αβέβαιος και μπερδεμένος. Ανάλογη έκφραση είχαν πολλοί γύρω από τη φωτιά, αλλά ο Μπίλι δεν το πρόσεξε. Εκείνος έβλεπε μόνο το Λέμκε. Έσκυψε προς το μέρος του και πλησίασε το πρόσωπο του στο πρόσωπο του τσιγγάνου τόσο που η μύτη του σχεδόν άγγιξε την τρύπα στο πρόσωπο του Λέμκε. «Γαμώ τη δικαιοσύνη σου», είπε. «Ξέρεις από δικαιοσύνη όσα ξέρω εγώ από αεριωθούμενα. Πάρε την ηλίθια κατάρα σου από πάνω μου». Ο Λέμκε κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Μπίλι. «Άφησε με, αλλιώς θα την κάνω χειρότερη», είπε ήρεμα. «Τόσο χειρότερη που θα νομίζεις ότι σ' ευλόγησα την πρώτη φορά». Μια γκριμάτσα σαν χαμόγελο εμφανίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπο του Μπίλι, εκείνο το όλο κόκαλα χαμόγελο, που έμοιαζε με αναποδογυρισμένο μισοφέγγαρο. «Εμπρός, λοιπόν», είπε. «Προσπάθησε. Αλλά ξέρεις, δε νομίζω ότι μπορείς».

Ο γέρος τον κοίταξε άφωνος. «Γιατί σε βοήθησα εγώ ο ίδιος να το κάνεις», συνέχισε ο Μπίλι. «Είχαν δίκιο ως προς αυτό, είναι συνεταιρισμός, δεν είναι; Ο καταραμένος κι εκείνος που τον έχει καταραστεί. Συνεργαστήκαμε όλοι μαζί σου γι' αυτό. Ο Χόπλι, ο Ρόσιγκτον κι εγώ. Αλλά εγώ παραιτούμαι, γέρο. Η γυναίκα μου έπαιζε το πουλί μου μέσα στο ακριβό αυτοκίνητο μου, σωστό. Η κόρη σου πετάχτηκε ανάμεσα από δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σωστό επίσης. Αν είχε περάσει από τη διάβαση, τώρα θα ήταν ζωντανή. Σφάλαμε κι από τις δύο πλευρές, αλλά εκείνη είναι πεθαμένη κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω όπως ζούσα πριν. Υπάρχει μια ισορροπία. Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ισορροπία στην ιστορία του κόσμου, αλλά είναι μια ισορροπία. Έχουν μια έκφραση γι' αυτό στο Λας Βέγκας, το λένε πάτσι. Είμαστε πάτσι, γέρο. Άσ' το να τελειώσει εδώ». Ένας παράξενος, σχεδόν άγνωστος φόβος γεννήθηκε στα μάτια του Λέμκε, όταν ο Μπίλι άρχισε να χαμογελάει, αλλά τώρα τον αντικατέστησε ο θυμός. «Ποτέ δε θα την πάρω από πάνω σου», είπε ο Ταντούζ Λέμκε. «θα πεθάνω μ' αυτή στο στόμα μου». Ο Μπίλι πλησίασε ακόμα περισσότερο το πρόσωπο του στο πρόσωπο του Λέμκε, μέχρι που τα μέτωπα τους ακούμπησαν και μπορούσε να μυρίσει τη μυρωδιά του γέρου, μύριζε καπνό και ούρα. «Τότε χειροτέρεψε την. Εμπρός, λοιπόν. Καν' την — πώς το είπες — σαν να με ευλόγησες την πρώτη φορά». Ο Λέμκε τον κοίταξε ακόμα ένα λεπτό και ο Μπίλι ένιωσε ότι ο Λέμκε την είχε πατήσει. Τότε ξαφνικά, ο Λέμκε γύρισε και κοίταξε το Σάμιουελ. «Enkelt aviakan och kanske alskade! Just det!» Ο Σάμιουελ Λέμκε και ο νεαρός με το ρεβόλβερ κάτω απ' το σακάκι του απομάκρυναν τον Μπίλι από τον Ταντούζ Λέμκε. Το στήθος του γέρου ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Τα αραιά μαλλιά του ήταν ανακατωμένα. Δεν έχει συνηθίσει να τον αγγίζουν, δεν έχει συνηθίσει να του μιλούν θυμωμένα. «Είμαστε πάτσι», είπε ο Μπίλι καθώς τον έσερναν. «Μ' ακούς;» Το πρόσωπο του Λέμκε συσπάστηκε. Ξαφνικά, έγινε τριακοσίων χρόνων, ένα τρομερό ζωντανό φάντασμα από το παρελθόν.

«Όχι πάτσι!», φώναξε στον Μπίλι και κούνησε απειλητικά τη γροθιά του. «Όχι πάτσι, ποτέ! θα πεθάνεις αδύνατος, άνθρωπε από την πόλη! θα πεθάνεις με πόνους, έτσι!» Πλησίασε τις γροθιές του και ο Μπίλι ένιωσε έναν πόνο στα πλευρά του, σαν να ήταν ανάμεσα σ' αυτές τις γροθιές. Για μια στιγμή, δεν μπορούσε να αναπνεύσει κι ένιωσε ότι τα σπλάχνα του συνθλίβονται. «θα πεθάνεις αδύνατος!» «Είμαστε πάτσι», είπε πάλι ο Μπίλι, προσπαθώντας να είναι σταθερή η φωνή του. «Όχι, δεν είμαστε!» ούρλιαξε ο γέρος. Είχε τόσο οργιστεί από την αντιπαράθεση αυτή, που το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του απλώνοντας ένα κόκκινο δίχτυ στο πρόσωπο του. «Πάρτε τον από δω». Άρχισαν να τον τραβούν προς τα πίσω. Ο Ταντούζ Λέμκε στεκόταν και παρακολουθούσε ακίνητος, με τα χέρια στη μέση και το πρόσωπο σαν πέτρινη μάσκα. «Πριν με πάρουν, γέρο, πρέπει να ξέρεις ότι η δική μου κατάρα θα πέσει στην οικογένεια σου», φώναξε ο Μπίλι και παρά τον πόνο στα πλευρά του, η φωνή του ήταν δυνατή, ήρεμη, σχεδόν χαρούμενη. «Η κατάρα του λευκού από την πόλη». Τα μάτια του Λέμκε μεγάλωσαν λίγο. Με την άκρη του ματιού του ο Μπίλι είδε τη γυναίκα με τα γραμματόσημα να κάνει ξανά το σημείο για το κακό μάτι. Οι δύο νέοι άντρες σταμάτησαν να τον σέρνουν για λίγο. Ο Σάμιουελ Λέμκε γέλασε κοφτά και αμήχανα, ίσως στη σκέψη ότι μπορεί ένας λευκός, μεγαλοαστός δικηγόρος από το Φαίρβιου του Κοννέκτικατ να καταραστεί έναν άντρα που πιθανότατα είναι ο πιο ηλικιωμένος τσιγγάνος στην Αμερική. Κι ο ίδιος ο Μπίλι θα γελούσε στη σκέψη αυτή πριν από δύο μήνες. Ο Ταντούζ Λέμκε, ωστόσο, δε γέλασε. «Νομίζεις ότι άνθρωποι σαν εμένα δεν έχουν τη δύναμη να καταραστούν;» ρώτησε ο Μπίλι. Σήκωσε τα χέρια του και άνοιξε τα δάχτυλα. Έμοιαζε με παρουσιαστή κάποιας εκπομπής που ζητάει από το κοινό να σταματήσει να χειροκροτεί. «Έχουμε τη δύναμη. Είμαστε καλοί στις κατάρες όταν αρχίσουμε, γέρο. Μη με κάνεις ν' αρχίσω». Ακούστηκε ένας θόρυβος πίσω από το γέρο - ένα άσπρο νυχτικό κι ένας χείμαρρος από μαύρα μαλλιά. «Τζίνα!» φώναξε ο Σάμιουελ Λέμκε.

Ο Μπίλι την είδε να κάνει ένα βήμα στο φως. Την είδε να σηκώνει τη σφεντόνα και να του ρίχνει με μια ήρεμη κίνηση, σαν καλλιτέχνης που τραβάει μια γραμμή σ' ένα λευκό χαρτί. Νόμισε ότι είδε μια λάμψη στον αέρα, καθώς η ατσάλινη σφαίρα έκανε κύκλο, αλλά πρέπει να ήταν η φαντασία του. Ένιωσε έναν καυτό πόνο στ' αριστερό του χέρι. Ο πόνος έσβησε σχεδόν αμέσως. Άκουσε τη σφαίρα να χτυπά πάνω στα πλαϊνά ενός φορτηγού. Ταυτόχρονα, συνειδητοποίησε ότι έβλεπε το εξοργισμένο πρόσωπο της κοπέλας όχι μέσα από τα δάχτυλα του, αλλά μέσα από την παλάμη του, όπου υπήρχε μια ολοστρόγγυλη τρύπα. Με χτύπησε, σκέφτηκε. Χριστέ μου! Το έκανε! Αίμα, αίμα που φαινόταν μαύρο στο φως της φωτιάς, έτρεξε και πότισε το μανίκι του. «Enkelt!» ούρλιαξε εκείνη. «Δίνε του, eyelak! Δίνε του, δολοφόνε! » Πέταξε τη σφεντόνα που έπεσε πλάι στη φωτιά. Δεν ήταν παρά μια απλή ξύλινη διχάλα μ' ένα λάστιχο. Μετά έφυγε στριγγλίζοντας. Κανένας δεν κουνήθηκε. Εκείνοι που βρίσκονταν γύρω από τη φωτιά, οι δύο νέοι άντρες, ο γέρος και ο ίδιος ο Μπίλι, στέκονταν όλοι σαν ταμπλό βιβάν. Μια πόρτα έκλεισε με δύναμη και οι φωνές της κοπέλας ακούστηκαν πνιχτές. Ο Μπίλι δεν ένιωθε ακόμα κανένα πόνο. Ξαφνικά, χωρίς καν να συνειδητοποιεί ότι το κάνει, άπλωσε το ματωμένο χέρι του προς το Λέμκε. Ο γέρος οπισθοχώρησε κι έκανε το σημείο για το κακό μάτι. Ο Μπίλι έκλεισε τη γροθιά του όπως είχε κάνει προηγουμένως ο Λέμκε. Αίμα άρχισε να τρέχει από την κλεισμένη γροθιά του, όπως είχε τρέξει νωρίτερα από τη γροθιά του Λέμκε. «Η κατάρα του λευκού έχει πέσει πάνω σου, κύριε Λέμκε - δε μιλάνε για τις κατάρες αυτές τα βιβλία, αλλά σε βεβαιώνω πως είναι αλήθεια - πρέπει να το πιστέψεις». Ο γέρος ξέσπασε σ' ένα χείμαρρο φράσεων στη γλώσσα του. Ο Μπίλι ένιωσε να τον τραβούν προς τα πίσω τόσο απότομα που το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω. Τα πόδια του σηκώθηκαν απ' το έδαφος. (θα με πετάξουν στη φωτιά. Χριστέ μου, θα με ψήσουν... Αλλά αντί να τον πετάξουν στη φωτιά, τον πέρασαν μέσα από τον κύκλο - οι άνθρωποι έπεφταν από τις καρέκλες τους προσπαθώντας να κάνουν στην άκρη — κι ανάμεσα από δύο αυτοκινούμενα. Στο ένα, ο Μπίλι άκουσε μια τηλεόραση να παίζει.

Ο άντρας με το ρεβόλβερ γρύλισε κάτι και πέταξαν τον Μπίλι στον αέρα σαν σακί σιτάρι - πολύ ελαφρύ σακί. Ο Μπίλι προσγειώθηκε στο χορτάρι έξω από τον κύκλο των οχημάτων με ένα γδούπο. Αυτό τον πόνεσε πολύ περισσότερο από την τρύπα στο χέρι του. Δεν υπήρχε λίπος πάνω του πια και ένιωσε τα κόκαλα του να κροταλίζουν μες στο σώμα του σαν αμορτισέρ παλιού φορτηγού. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά στην αρχή δεν τα κατάφερε. Άσπρα φώτα χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Μούγκρισε. Ο Σάμιουελ Λέμκε ήρθε προς το μέρος του. Το ωραίο πρόσωπο του ήταν ήρεμο, ανέκφραστο και φονικό. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε κάτι, ο Μπίλι στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα ραβδί, κατάλαβε τι ήταν μόνο όταν ο Λέμκε άνοιξε το σουγιά. Άπλωσε το ματωμένο χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω και ο Λέμκε δίστασε. Τώρα υπήρχε μια έκφραση στο πρόσωπο του, μια έκφραση που ο Μπίλι ήξερε απ' τον καθρέφτη του μπάνιου του. Ήταν φόβος. Ο σύντροφος του του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ο Λέμκε δίστασε για μια στιγμή, κοιτάζοντας τον Μπίλι, μετά έχωσε τη λάμα στο σκοτεινό σώμα του σουγιά. Έφτυσε προς τη μεριά του Μπίλι. Ένα λεπτό αργότερα, οι δύο τσιγγάνοι χάθηκαν. Έμεινε πεσμένος εκεί για λίγο, αναμασώντας τη σκηνή, πασχίζοντας να βγάλει κάποιο λογικό συμπέρασμα... αλλά οι δικηγορίστικες συνήθειες του δεν τον βοηθούσαν στη θέση που βρισκόταν. Το χέρι του είχε αρχίσει να πονάει και σκέφτηκε ότι σε λίγο θα πονούσε ακόμα πιο πολύ. Εκτός, φυσικά, αν οι τσιγγάνοι άλλαζαν γνώμη και επέστρεφαν. Τότε θα έβαζαν τέλος στο μαρτύριο του μια και καλή. Αυτό τον κινητοποίησε. Γύρισε μπρούμυτα, μάζεψε τα γόνατα του μέχρι ν' αγγίξουν ό,τι είχε απομείνει από το στομάχι του, μετά κοντοστάθηκε για μια στιγμή, πίεσε το αριστερό του μάγουλο στο χορτάρι, για να στηρίξει το σώμα του, και ανασήκωσε τη λεκάνη του, ενώ ένα κύμα ναυτίας τον διαπερνούσε. Όταν η ναυτία πέρασε, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και ξεκίνησε να ανέβει το λόφο για να φτάσει στο αυτοκίνητο του. Έπεσε δύο φορές. Τη δεύτερη φορά πίστεψε ότι θα ήταν αδύνατο να ξανασταθεί στα πόδια του. Με κάποιο μαγικό τρόπο — κυρίως με τη σκέψη της Λίντα να κοιμάται ήσυχη κι αθώα στο κρεβάτι της — κατάφερε να το κάνει. Τώρα ένιωθε πως μια σκοτεινή καυτή λάβα διαπερνούσε το χέρι του και σερνόταν προς τον αγκώνα του, μολύνοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα της.

Αιώνες αργότερα έφτασε στο νοικιασμένο Φορντ κι έψαξε να βρει τα κλειδιά του. Τα είχε βάλει στην αριστερή τσέπη του κι έτσι έπρεπε να τα φτάσει με το δεξί του χέρι. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το χέρι του, που πονούσε φοβερά, ήταν κουρνιασμένο στο αριστερό του μπούτι σαν πουλάκι πληγωμένο. Κοίταξε κάτω, στους πρόποδες του λόφου, τον κύκλο των οχημάτων και τη λάμψη της φωτιάς. Ο απόηχος ενός παλιού τραγουδιού του ήρθε στο μυαλό: Χόρευε γύρω από τη φωτιά με μια τσιγγάνικη μελωδία γλυκιά γυναίκα, πόση ένιωσα μαγεία... Σήκωσε τ' αριστερό του χέρι αργά μπροστά στο πρόσωπο του. Το πράσινο φως του ταμπλό των οργάνων πέρασε μέσα από τη σκοτεινή τρύπα της παλάμης του. Με μάγεψε πραγματικά, σκέφτηκε ο Μπίλι, κι έβαλε το αυτοκίνητο στο αυτόματο. Αναρωτήθηκε, σχεδόν με αδιαφορία, αν θα κατάφερνε να φτάσει στο ξενοδοχείο του. Με κάποιο μαγικό τρόπο, τα κατάφερε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ 54 «Γουίλιαμ; Τι συμβαίνει;» Η φωνή του Τζινέλι, βραχνή από τον ύπνο, ακούστηκε ανήσυχη. Ο Μπίλι βρήκε το τηλέφωνο του σπιτιού του Τζινέλι στην ατζέντα του κάτω από το τηλέφωνο των Τριών Αδελφών. Σχημάτισε το νούμερο στο καντράν χωρίς πολλές ελπίδες. Πρέπει σίγουρα να άλλαξε μετά από τόσα χρόνια. Το αριστερό του χέρι, τυλιγμένο σε ένα μαντίλι, ήταν ακουμπισμένο πάνω στο γόνατο του. Είχε μετατραπεί σε ραδιοφωνικό σταθμό και τώρα εξέπεμπε γύρω στα πενήντα χιλιάδες βατ πόνου — και η παραμικρή κίνηση έστελνε κύματα πόνου στο μπράτσο του. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπο του. Εικόνες σταύρωσης του έρχονταν διαρκώς στο μυαλό. «Λυπάμαι που σου τηλεφωνώ στο σπίτι, Ρίτσαρντ», είπε, «και μάλιστα τόσο αργά». «Δεν πειράζει. Τι συμβαίνει;» «Το άμεσο πρόβλημα είναι ότι μου έριξαν μια σφαίρα στο χέρι με μια...» Κουνήθηκε ελαφρά και το χέρι του άναψε, ενώ τα χείλη του σφίχτηκαν, «...με μια σφεντόνα».

Απόλυτη σιγή στην άλλη άκρη. «Ξέρω πώς ακούγεται, αλλά είναι αλήθεια. Η γυναίκα χρησιμοποίησε σφεντόνα». «Χριστέ μου! Τι...» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Ο Τζινέλι της μίλησε για λίγο ιταλικά και μετά γύρισε στο τηλέφωνο. «Μου κάνεις πλάκα, Γουίλιαμ; Κάποια τσούλα φύτεψε μια σφαίρα στο χέρι σου με μια σφεντόνα;» «Δε συνηθίζω να τηλεφωνώ στον κόσμο στις...», κοίταξε το ρολόι του και ένα νέο κύμα πόνου τον διαπέρασε, «...στις τρεις το πρωί και να τους κάνω πλάκα. Κάθομαι εδώ τις τελευταίες τρεις ώρες και περιμένω να ξημερώσει. Αλλά ο πόνος...» Γέλασε λίγο, ένας γεμάτος οδύνη, συγκεχυμένος ήχος. «Ο πόνος είναι φοβερός». «Το περιστατικό αυτό έχει καμία σχέση με όσα μου είπες την άλλη φορά που μου τηλεφώνησες;» «Ναι». «Οι τσιγγάνοι;» «Ναι. Ρίτσαρντ...» «Τι; Πάντως σου υπόσχομαι ένα πράγμα, θα σταματήσουν τα παιχνίδια μαζί σου μετά απ' αυτό». «Ρίτσαρντ, δεν μπορώ να πάω σε γιατρό και είμαι... πραγματικά πονάω πολύ». Πολύ δε θα πει τίποτα. Πάρα πολύ, συμπλήρωσε από μέσα του. «Μπορείς να μου στείλεις τίποτα; Ίσως με έναν κούριερ; Κανένα παυσίπονο;» «Πού είσαι;» Ο Μπίλι δίστασε για μια στιγμή. Μετά κούνησε το κεφάλι του. Όλοι όσοι εμπιστευόταν αποφάσισαν ότι είναι τρελός. Το θεωρούσε πολύ πιθανό η γυναίκα του και το αφεντικό του να είχαν κάνει τις απαραίτητες κινήσεις για να τον κλείσουν μέσα. Τώρα οι επιλογές του ήταν πολύ λίγες και είχαν ένα στοιχείο τραγικής ειρωνείας: Ή έπρεπε να εμπιστευθεί αυτό τον τύπο που σχετιζόταν με ναρκωτικά και που είχε έξι χρόνια να τον δει, ή έπρεπε να παρατήσει την προσπάθεια. Κλείνοντας τα μάτια του είπε: «Είμαι στο Μπαρ Χάρμπορ στο Μέιν. Στο Φρέντσμανς Μπει Μοτέλ. Δωμάτιο τριάντα επτά». «Ένα δευτερόλεπτο».

Η φωνή του Τζινέλι απομακρύνθηκε πάλι. Ο Μπίλι τον άκουσε να μιλάει ιταλικά. Δεν άνοιξε τα μάτια του. Επιτέλους, ο Τζινέλι ξανάρθε στο τηλέφωνο. «Η γυναίκα μου θα κάνει μερικά τηλεφωνήματα», είπε. «θα ξυπνήσουμε κάποιους στο Νόργουοκ. Ελπίζω να είσαι ευχαριστημένος». «Είσαι πραγματικός κύριος, Ρίτσαρντ», είπε ο Μπίλι. Η φωνή του ήταν πνιχτή και αναγκάστηκε να καθαρίσει το λαιμό του. Κρύωνε. Τα χείλη του ήταν στεγνά και προσπάθησε να τα υγράνει, αλλά η γλώσσα του ήταν το Ίδιο στεγνή. «Μείνε ακίνητος, φίλε μου», είπε ο Τζινέλι. Η φωνή του ήταν πάλι ανήσυχη. «Μ' ακούς; Ακίνητος. Τυλίξου σε μια κουβέρτα αν θέλεις, αλλά μην κάνεις καμία άλλη κίνηση. Σε πυροβόλησαν. Βρίσκεσαι σε σοκ». «Μη μου πεις», κάγχασε ο Μπίλι. «Βρίσκομαι σε σοκ εδώ και δύο μήνες». «Τι εννοείς;» «Δεν έχει σημασία». «Καλά. Μα πρέπει να μιλήσουμε, Γουίλιαμ». «Ναι». «Εγώ... Περίμενε μια στιγμή». Ακούστηκαν πάλι ιταλικά. Ο Χάλεκ έκλεισε τα μάτια του πάλι και έμεινε ν' αφουγκράζεται το χέρι του να εκπέμπει πόνο. Μετά από λίγο, ο Τζινέλι ξαναγύρισε στο τηλέφωνο, «θα έρθει κάποιος να σου φέρει ένα παυσίπονο. Δεν...» «Α, Ρίτσαρντ, αυτό δεν...» «Μη μου λες τι να κάνω, Γουίλιαμ, απλώς, άκουσε. Λέγεται Φάντερ. Δεν είναι γιατρός, τουλάχιστον όχι πια, αλλά θα σε κοιτάξει και θα αποφασίσει αν πρέπει να πάρεις αντιβιοτικά. θα είναι εκεί πριν ξημερώσει». «Ρίτσαρντ, δεν ξέρω πώς να σ' ευχαριστήσω», είπε ο Μπίλι. Δάκρυα έτρεχαν στα μαγουλά του. Τα σκούπισε αφηρημένα με το δεξί του χέρι. «Το ξέρω», είπε ο Τζινέλι. «Δεν είσαι μακαρονάς. Μην ξεχνάς τι σου είπα, μείνε τελείως ακίνητος». Ο Φάντερ έφτασε λίγο πριν τις έξι. Ήταν ένας μικροκαμωμένος άντρας, με πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά και μια τσάντα επαρχιακού γιατρού. Κοίταξε το κοκαλιάρικο

σώμα του Μπίλι για πολλή ώρα χωρίς να μιλάει και μετά ξετύλιξε προσεκτικά το μαντίλι από το αριστερό του χέρι. Ο Μπίλι αναγκάστηκε να δαγκώσει το άλλο χέρι του για να μην ουρλιάξει. «Σηκώστε το, παρακαλώ», είπε ο Φάντερ και ο Μπίλι το σήκωσε. Το χέρι ήταν πολύ πρησμένο, το δέρμα τραβηγμένο και γυαλιστερό. Για μια στιγμή, εκείνος και ο Φάντερ κοιτάχτηκαν μέσα από την τρύπα στην παλάμη του Μπίλι που είχε ολόγυρα σκούρο αίμα. Ο Φάντερ έβγαλε ένα όργανο σαν φακό από την τσάντα του και φώτισε την πληγή. Μετά το έσβησε. «Καθαρό και νοικοκυρεμένο», είπε. «Αν ήταν από ατσάλι, υπάρχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες μόλυνσης απ' ό,τι αν ήταν από μολύβι». Σταμάτησε σκεφτικός. «Εκτός, φυσικά, αν η κοπέλα έβαλε κάτι πάνω πριν τη ρίξει». «Πολύ ανακουφιστική ιδέα», μούγγρισε ο Μπίλι. «Δεν πληρώνομαι να ανακουφίζω τους ανθρώπους», είπε ο Φάντερ ψυχρά, «ειδικά μάλιστα όταν με βγάζουν από το κρεβάτι μου στις τρεισήμισι το πρωί και με αναγκάζουν να βγάλω τις πιτζάμες μου και να φορέσω τα ρούχα μου μέσα σε ένα μικρό αεροπλάνο που χοροπηδάει στα έντεκα χιλιάδες πόδια. Λέτε ότι ήταν από ατσάλι;» «Ναι». «Τότε, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα έχετε πρόβλημα. Δεν μπορεί κανείς να βουτήξει μια ατσάλινη σφαίρα σε δηλητήριο όπως οι Ινδιάνοι Χιβάρο βουτούσαν τα ξύλινα βέλη τους σε κουράρε, και ούτε είναι πιθανό να το έβαψε με κάτι, αφού το έκανε εν βρασμώ ψυχής, όπως λέτε. Η πληγή πρέπει να κλείσει χωρίς καμία επιπλοκή». Έβγαλε από την τσάντα του ένα μπουκάλι αντισηπτικό, γάζες κι έναν ελαστικό επίδεσμο, «θα κλείσω την πληγή και μετά θα τη δέσω. Αυτό θα σας πονέσει πολύ, αλλά πιστέψτε με, αν την αφήσω ανοιχτή, μακροπρόθεσμα θα πονάει ακόμα περισσότερο». Έριξε ακόμα ένα βλέμμα στον Μπίλι - όχι τόσο το γεμάτο συμπόνοια βλέμμα του γιατρού, σκέφτηκε ο Μπίλι, όσο το ψυχρό βλέμμα κάποιου που κάνει εκτρώσεις. «Ωστόσο, αυτό το χέρι θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματα σας αν δεν αρχίσετε να τρώτε». Ο Μπίλι δεν είπε τίποτα.

Ο Φάντερ τον κοίταξε λίγο ακόμα και μετά άρχισε να δένει την πληγή. Εκείνη τη στιγμή θα ήταν αδύνατο για τον Μπίλι να μιλήσει έτσι κι αλλιώς. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του χεριού του πήδηξε από τα πενήντα χιλιάδες στα διακόσια πενήντα χιλιάδες βατ μέσα σε μια στιγμή. Έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τα δόντια και περίμενε να τελειώσει το μαρτύριο. Επιτέλους, όλα τέλειωσαν. Ο Μπίλι έμεινε καθισμένος, με το δεμένο χέρι του πάνω στα πόδια του, και κοίταζε τον Φάντερ που έψαχνε πάλι κάτι στην τσάντα του. «Πέρα από όλα τ' άλλα προβλήματα που δημιουργεί, η τρομερή σας αδυναμία θα αυξήσει και τον πόνο σας. Πολύ φοβάμαι πως θα αισθάνεστε πολύ χειρότερα απ' ό,τι θα αισθανόσασταν αν το βάρος σας ήταν φυσιολογικό. Δεν μπορώ να σας δώσω Νταρβόν ή Νταρβοσέτ, γιατί μπορεί να σας ρίξουν σε κώμα ή να σας προκαλέσουν καρδιακή αρρυθμία. Πόσο ζυγίζετε, κύριε Χάλεκ; Πενήντα εφτά κιλά;» «Περίπου», μουρμούρισε ο Μπίλι. Υπήρχε μια ζυγαριά στο μπάνιο και ανέβηκε να ζυγιστεί πριν πάει στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Η βελόνα έδειξε 54. Όλο αυτό το τρέξιμο μέσα στο κατακαλόκαιρο επιτάχυνε αισθητά τη διαδικασία. Ο Φάντερ έγνεψε αποδοκιμαστικά. «θα σας δώσω ένα αρκετά δυνατό φάρμακο, το Εμπιρίν. Πάρτε ένα δισκίο. Αν μέσα σε μισή ώρα δεν έχετε αποκοιμηθεί και αν το χέρι σας πονάει ακόμα πολύ, μπορείτε να πάρετε μισό ακόμα. Και μπορείτε να συνεχίσετε έτσι για τις επόμενες τρεις ή τέσσερις μέρες». Κούνησε το κεφάλι του. «Πέταξα εξακόσια μίλια για να δώσω σε κάποιον ένα μπουκάλι Εμπιρίν. Απίστευτο. Η ζωή είναι πολύ παράξενη μερικές φορές. Αλλά για το βάρος σας, ακόμα και το Εμπιρίν είναι επικίνδυνο. Κανονικά θα έπρεπε να σας έδινα παιδική ασπιρίνη». Ο Φάντερ έβγαλε ένα άλλο μπουκαλάκι από την τσάντα του, το οποίο δεν είχε ετικέτα. «Ορομισίν», είπε. «θα παίρνετε ένα από το στόμα κάθε έξι ώρες. Αλλά - προσέξτε καλά, κύριε Χάλεκ - αν αρχίσετε να έχετε διάρροια, σταματήστε αμέσως το αντιβιοτικό. Στην κατάσταση σας, η διάρροια είναι πιο επικίνυνδη από μια μόλυνση απ' την πληγή». Έκλεισε την τσάντα και σηκώθηκε. «Μια τελευταία συμβουλή που δεν έχει καμία σχέση με τις περιπέτειες σας στο Μέιν. Αγοράστε ταμπλέτες καλίου το συντομότερο δυνατό και αρχίστε να παίρνετε δύο κάθε μέρα — μία όταν ξυπνάτε το πρωί και μία όταν πέφτετε για ύπνο. Θα τις βρείτε στο φαρμακείο στο τμήμα με τις βιταμίνες». «Γιατί;»

«Αν εξακολουθήσετε να χάνετε βάρος, θα αρχίσετε να έχετε καρδιακή αρρυθμία. Η αρρυθμία αυτή οφείλεται στην έλλειψη καλίου. Είναι πιθανό πως αυτό σκότωσε την Κάρεν Κάρπεντερ. Καλή σας ημέρα, κύριε Χάλεκ». Ο Φάντερ βγήκε έξω στο πρώτο φως της αυγής. Για μια στιγμή στάθηκε και κοίταξε τον ωκεανό που ακουγόταν πολύ καθαρά μέσα στην ησυχία. «Θα πρέπει πραγματικά να σταματήσετε αυτή την απεργία πείνας που φαίνεται πως κάνετε, κύριε Χάλεκ», είπε, χωρίς να γυρίσει. «Από πολλές πλευρές, ο κόσμος είναι σκατά. Αλλά μπορεί επίσης να είναι πολύ όμορφος». Κατευθύνθηκε σε ένα μπλε Σεβρολέτ που τον περίμενε έξω και χώθηκε στο πίσω κάθισμα. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Προσπαθώ να τη σταματήσω», είπε ο Μπίλι στο αυτοκίνητο που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα. «Πραγματικά προσπαθώ». Έκλεισε την πόρτα και πλησίασε αργά το μικρό τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στην καρέκλα του. Κοίταξε τα μπουκάλια με τα φάρμακα και αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να τα ανοίξει με το ένα χέρι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ Τζινέλι Ο Μπίλι παράγγειλε να του φέρουν ένα τεράστιο γεύμα. Ποτέ δεν είχε νιώσει λιγότερο πεινασμένος στη ζωή του, αλλά το έφαγε όλο. Όταν τελείωσε, αποφάσισε να πάρει τρία από τα Εμπιρίν του Φάντερ, με τη σκέψη ότι δε θα του έκαναν κακό μετά από ένα κλαμπ σάντουιτς με γαλοπούλα, τηγανητές πατάτες και μηλόπιτα (που είχε γεύση ασφάλτου). Τα χάπια τον χτύπησαν στο κεφάλι. Ένιωσε ότι ο μεταδότης πόνου στο χέρι του είχε ξαφνικά πέσει στα πέντε χιλιάδες βατ και μετά βυθίστηκε σε πυρετώδη όνειρα. Σε ένα από αυτά, η Τζίνα χόρευε γυμνή, φορώντας μόνο τα σκουλαρίκια της. Σε ένα άλλο, εκείνος σερνόταν σε ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο προς έναν κύκλο φωτός που ποτέ δεν πλησίαζε. Κάτι ήταν πίσω του. Είχε το τρομερό αίσθημα ότι ήταν ένας αρουραίος. Ένας τεράστιος αρουραίος. Μετά βγήκε από το διάδρομο. Αν νόμισε πως το έσκασε, έκανε λάθος — ξαναβρέθηκε στο Φαίρβιου που μαστιζόταν από λοιμό. Σωροί πτωμάτων υπήρχαν παντού. Ο Γιαρντ Στίβενς ήταν σωριασμένος στη μέση

του πάρκου και το επαγγελματικό ψαλίδι του ήταν καρφωμένο σε ό,τι είχε απομείνει από το λαιμό του. Η κόρη του Μπίλι ήταν ακουμπισμένη σε μια κολόνα του δρόμου, ένας σωρός κόκαλα μέσα στην άσπρη και μοβ στολή της μαζορέτας. Ήταν αδύνατο να πει κανείς αν ήταν πράγματι νεκρή σαν τους άλλους ή αν είχε πέσει απλώς σε κώμα. Ένα όρνιο φτερούγισε και προσγειώθηκε στον ώμο της. Τα νύχια του ήταν γαμψά και το κεφάλι του έσκυβε μπροστά. Τράβηξε μια τούφα από τα μαλλιά της με το σάπιο ράμφος του. Ματωμένα κομμάτια από το δέρμα του κρανίου της κρέμονταν από τις άκρες των μαλλιών της, όπως κομμάτια χώμα μένουν κολλημένα στις ρίζες ενός φυτού που ξεριζώθηκε βίαια. Και δεν ήταν νεκρή. Ο Μπίλι την άκουσε ν' αναστενάζει, είδε τα χέρια της να κινούνται αδύναμα σαν άψυχα. Όχι! φώναξε. Ανακάλυψε ότι κρατούσε τη σφεντόνα της τσιγγάνας στο χέρι του. Στο λάστιχο δεν ήταν στερεωμένη μια μπαλίτσα σαν σφαίρα, αλλά ένα γυάλινο πρες-παπιέ που βρισκόταν συνήθως πάνω σε ένα τραπεζάκι στο χολ του σπιτιού στο Φαίρβιου. Το πρες-παπιέ είχε κάποιο ψεγάδι που το έκανε να θυμίζει μπλε-μαύρο κεραυνό. Η Λίντα το αγαπούσε, ιδιαίτερα όταν ήταν παιδί. Ο Μπίλι έριξε το πρες-παπιέ στο πουλί. Αστόχησε και ξαφνικά το πουλί μεταμορφώθηκε στον Ταντούζ Λέμκε. Ένας δυνατός ήχος σαν χτύπημα ακούστηκε από κάπου — ο Μπίλι αναρωτήθηκε αν ήταν η καρδιά του που πάθαινε τη μοιραία κρίση αρρυθμίας. Δε θα την πάρω ποτέ πίσω, λευκέ από την πόλη, είπε ο Λέμκε, και ξαφνικά ο Μπίλι βρέθηκε κάπου αλλού, και ο ήχος ακουγόταν ακόμα. Κοίταξε σαν χαζός γύρω του το δωμάτιο του ξενοδοχείου, υποθέτοντας ότι ονειρευόταν ακόμα. «Γουίλιαμ!» φώναξε κάποιος από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Είσαι μέσα; Άνοιξε μου, αλλιώς θα σπάσω την πόρτα. Γουίλιαμ! Γουίλιαμ!» Καλά, καλά, προσπάθησε να πει, μα δε βγήκε κανένας ήχος από το στόμα του. Τα χείλη του ήταν στεγνά και σφιγμένα. Ωστόσο, ένιωσε να τον πλημμυρίζει ανακούφιση. Ήταν ο Τζινέλι. «Γουίλιαμ; Γουίλ... Ω, γαμώτο». Αυτό το είπε με φωνή γεμάτη απογοήτευση. Ακούστηκε ένας παράξενος ήχος και ο Τζινέλι έπεσε μ' όλο το βάρος του πάνω στην πόρτα. Ο Μπίλι σηκώθηκε και ένιωσε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Κατάφερε επιτέλους να ανοίξει το στόμα του, καθώς τα χείλη του χωρίστηκαν μ' έναν απαλό ήχο που περισσότερο ένιωσε παρά άκουσε. «Έρχομαι», κατάφερε να πει. «Έρχομαι, Ρίτσαρντ. Ξύπνησα τώρα». Διέσχισε αργά το δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα. «Χριστέ μου, Γουίλιαμ, νόμιζα ότι ήσουν...»

Ο Τζινέλι σταμάτησε στη μέση τη φράση του και τον κοίταξε με τα καστανά μάτια του ορθάνοιχτα από έκπληξη. Ο Μπίλι σκέφτηκε: θα το βάλει στα πόδια. Δεν είναι δυνατό να κοιτάζεις έτσι κάποιον ή κάτι και να μην το βάλεις στα πόδια μόλις ξεπεράσεις το πρώτο σοκ. Μετά ο Τζινέλι έκανε το σταυρό του και είπε: «Μπορώ να περάσω, Γουίλιαμ;» Ο Τζινέλι είχε φέρει καλύτερο φάρμακο από του Φάντερ, ουίσκι. Έβγαλε το μπουκάλι από το δερμάτινο χαρτοφύλακα του και έβαλε ένα ποτήρι στον καθένα. Τσούγγρισε το ποτήρι του με το ποτήρι του Μπίλι. «Σε καλύτερες μέρες», είπε. «Πώς σου φαίνεται;» «θαυμάσιο», είπε ο Μπίλι και κατέβασε το ουίσκι μονορούφι. Όταν η έκρηξη μέσα στο στομάχι του υποχώρησε, ζήτησε συγγνώμη και πήγε στην τουαλέτα. Δε χρειαζόταν στ' αλήθεια να πάει, αλλά δεν ήθελε να τον δει ο Τζινέλι να κλαίει. «Τι σου έκανε;» ρώτησε ο Τζινέλι. «Δηλητηρίασε το φαγητό σου;» Ο Μπίλι άρχισε να γελάει. Ήταν το πρώτο αληθινό γέλιο μετά από πολύ καιρό. Κάθισε στην καρέκλα του και συνέχισε μέχρι που δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά του. «Σ' αγαπάω, Ρίτσαρντ», είπε, όταν μπόρεσε να μιλήσει. «Όλοι οι άλλοι, μεταξύ αυτών και η γυναίκα μου, πιστεύουν ότι έχω τρελαθεί. Την τελευταία φορά που με είδες, ήμουν πραγματικά υπέρβαρος και τώρα μοιάζω σαν υποψήφιος για το ρόλο του σκιάχτρου στο Μάγο του Οζ, και το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι να ρωτήσεις είναι: "Δηλητηρίασε το φαγητό σου;"» Ο Τζινέλι έκανε μια χειρονομία ανυπομονησίας. Ο Μπίλι θυμήθηκε το παιδικό τραγουδάκι. Ο Άικ και ο Μάικ έχουν τα ίδια μυαλά, ο Λέμκε κι ο Τζινέλι το ίδιο. Όταν πρόκειται για εκδίκηση, δεν έχουν καμία αίσθηση του χιούμορ. «Λοιπόν; Το δηλητηρίασε;» «Υποθέτω ότι το έκανε. Κατά κάποιο τρόπο, το έκανε». «Πόσο βάρος έχεις χάσει;» Το βλέμμα του Μπίλι στράφηκε στον ολόσωμο καθρέφτη στον απέναντι τοίχο, θυμήθηκε ότι διάβαζε - σε ένα μυθιστόρημα του Τζον Ντ. Μακντόναλντ — ότι όλα τα δωμάτια στα μοντέρνα ξενοδοχεία της Αμερικής είναι γεμάτα καθρέφτες, παρ' όλο που τα περισσότερα από τα δωμάτια αυτά χρησιμοποιούνται από υπέρβαρους επιχειρηματίες, που δεν έχουν καμία διάθεση να κοιτάζονται στον καθρέφτη.

Εκείνος ήταν το αντίθετο του υπέρβαρου, αλλά καταλάβαινε πολύ καλά το αίσθημα αυτό. Υπέθετε ότι ήταν το πρόσωπο του — όχι, όχι απλώς το πρόσωπο του, αλλά ολόκληρο το κεφάλι του — που τρομοκράτησε τόσο το Ρίτσαρντ. Το μέγεθος του κρανίου του είχε παραμείνει το Ίδιο, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να φαίνεται πάνω από το κάτισχνο σώμα του δυσανάλογα μεγάλο, το υπερμέγεθες κεφάλι ενός τεράστιου ηλίανθου. Δε θα την πάρω ποτέ από πάνω σου, λευκέ από την πόλη, άκουσε τη φωνή του Λέμκε. «Πόσο βάρος, Γουίλιαμ;» επανέλαβε ο Τζινέλι. Η φωνή του ήταν ήρεμη, σχεδόν απαλή, αλλά τα μάτια του έλαμπαν παράξενα. Ο Μπίλι δεν είχε δει άλλοτε μάτια να λάμπουν έτσι και αυτό του προκαλούσε κάποιον εκνευρισμό. «Όταν άρχισε αυτό - όταν βγήκα από το δικαστήριο και ο γέρος με άγγιξε - ήμουν 113 κιλά. Σήμερα το πρωί ζύγιζα 53 ακριβώς κιλά πριν το φαγητό. Αυτό μας κάνει... πόσο... εξήντα κιλά;» «Χριστός και Παναγία», ψιθύρισε ο Τζινέλι και έκανε πάλι το σταυρό του. «Σε άγγιξε;» Εδώ είναι που θα το βάλει στα πόδια, εδώ το βάζουν όλοι στα πόδια, σκέφτηκε ο Μπίλι, και για μια στιγμή του πέρασε απ' το νου να πει ψέματα, να φτιάξει μια τρελή ιστορία για συστηματική τροφική δηλητηρίαση. Αλλά ο καιρός των ψεμάτων είχε πια περάσει. Κι αν ο Τζινέλι έφευγε, ο Μπίλι θα τον ακολουθούσε τουλάχιστον μέχρι το αυτοκίνητο του. θα του άνοιγε την πόρτα και θα τον ευχαριστούσε που ήρθε. θα το έκανε γιατί ο Τζινέλι τον άκουσε όταν ο Μπίλι του τηλεφώνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και του έστειλε εκείνη την παράξενη εκδοχή γιατρού, και μετά ήρθε και ο ίδιος. Αλλά κυρίως θα ήταν ευγενικός μαζί του επειδή τα μάτια του Τζινέλι άνοιξαν διάπλατα όταν ο Μπίλι του άνοιξε την πόρτα και παρ' όλα αυτά δεν το 'βαλε στα πόδια. Πες του λοιπόν την αλήθεια. Λέει πως πιστεύει μόνο στα όπλα και στα λεφτά, και ασφαλώς έτσι θα είναι, αλλά πρέπει να του πεις την αλήθεια, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπληρώσεις έναν τέτοιον άνθρωπο. Σε άγγιξε; ρώτησε ο Τζινέλι, και παρ' όλο που αυτό έγινε μόλις πριν από ένα δευτερόλεπτο, στο τρομοκρατημένο, μπερδεμένο μυαλό του Μπίλι φαινόταν σαν να πέρασε ένας αιώνας. Και τώρα είπε αυτό που ήταν το πιο δύσκολο απ' όλα. «Δε με άγγιξε απλώς, Ρίτσαρντ. Με καταράστηκε». Περίμενε να σβήσει εκείνη η τρελή λάμψη από τα μάτια του Τζινέλι. Περίμενε να κοιτάξει ο Τζινέλι το ρολόι του, να πεταχτεί όρθιος και να αρπάξει το χαρτοφύλακα

του. Πώς περνάει η ώρα, λοιπόν! Πολύ θα ήθελα να μείνω κι άλλο και να κουβεντιάσουμε για την κατάρα του γέρου, Γουίλιαμ, αλλά με περιμένει ένα ζεστό πιάτο φαγητό στο εστιατόριο και... Η λάμψη δεν έσβησε και ο Τζινέλι δε σηκώθηκε. Σταύρωσε τα πόδια του, τακτοποίησε προσεκτικά την τσάκιση, έβγαλε ένα πακέτο Κάμελ και άναψε ένα τσιγάρο. «Πες τα μου όλα», είπε. Ο Μπίλι Χάλεκ τα είπε όλα στον Τζινέλι. Όταν τελείωσε, υπήρχαν τέσσερις γόπες στο τασάκι. Ο Τζινέλι κοίταζε τον Μπίλι σαν υπνωτισμένος. Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. Ήταν άβολο και ο Μπίλι ήθελε να τη σπάσει, αλλά δεν ήξερε πώς. Ένιωθε πως δεν είχε να πει τίποτα άλλο. «Κι εκείνος σου το έκανε αυτό», είπε επιτέλους ο Τζινέλι. «Αυτό...» κούνησε το χέρι του. «Ναι. Δεν περιμένω να με πιστέψεις, αλλά αυτή είναι η αλήθεια». «Το πιστεύω», είπε ο Τζινέλι σχεδόν αφηρημένα. «Ναι; Τι απέγινε ο τύπος που πίστευε μόνο στα όπλα και στα λεφτά;» Ο Τζινέλι χαμογέλασε και μετά γέλασε. «Αυτό σου είπα όταν μου τηλεφώνησες τότε, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Το χαμόγελο έσβησε. «Υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που πιστεύω, Γουίλιαμ. Πιστεύω αυτό που βλέπω. Γι' αυτό είμαι ένας αρκετά πλούσιος άνθρωπος. Γι' αυτό ζω ακόμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν». «Όχι;» «Όχι. Όχι, εκτός αν ταιριάζει με αυτό που πιστεύουν ήδη. Ξέρεις τι είδα στο φαρμακείο της γειτονιάς μου, μόλις την προηγούμενη βδομάδα». «Τι;» «Έχουν ένα μηχάνημα που μετράει την πίεση. Έχουν τέτοια μηχανήματα μερικές φορές στα εμπορικά κέντρα, αλλά στο φαρμακείο είναι τσάμπα. Περνάς το χέρι σου μέσα σε μια τρύπα και πατάς ένα κουμπί. Η τρύπα κλείνει. Κάθεσαι εκεί για λίγο και

σκέφτεσαι πράγματα που σε ηρεμούν και μετά η τρύπα ανοίγει. Στο καντράν εμφανίζεται με κόκκινους αριθμούς η πίεση σου. Μετά κοιτάζεις τον πίνακα που λέει "χαμηλή", "φυσιολογική", "υψηλή" για να καταλάβεις τι σημαίνουν τα νούμερα αυτά. Κατάλαβες;» Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. «Ωραία. Περιμένω λοιπόν τον τύπο να μου δώσει ένα μπουκάλι από το φάρμακο που παίρνει η μητέρα μου για το έλκος της. Τότε μπαίνει μέσα ένας χοντρός τύπος, πραγματικά χοντρός, θα πρέπει να 'ναι γύρω στα 115 κιλά και ο κώλος του μοιάζει με δύο σκυλιά που τσακώνονται κάτω από μια κουβέρτα. Η μύτη και τα μαγουλά του δείχνουν άνθρωπο που πίνει πολύ και ένα πακέτο Μάρλμπορο εξέχει από την τσέπη του. Παίρνει ένα φάρμακο και το πηγαίνει στο ταμείο, όταν ξαφνικά βλέπει το μηχάνημα που μετράει την πίεση. Κάθεται λοιπόν και το μηχάνημα κάνει τα κόλπα του. Και βγαίνει τελικά το νούμερο. 22 με 13, λέει. Προσωπικά δεν ξέρω πολλά από το θαυμαστό κόσμο της ιατρικής, Γουίλιαμ, αλλά ξέρω ότι 22 με 13 είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, θέλω να πω, είναι σαν να περπατάς με ένα γεμάτο πιστόλι χωμένο μέσα στο αυτί σου, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Τι κάνει λοιπόν, αυτός ο ηλίθιος; Με κοιτάζει και λέει: "Όλα αυτά τα ψηφιακά μηχανήματα δεν ξέρουν τι λένε". Μετά πληρώνει αυτό που πήρε και φεύγει. Ξέρεις ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής, Γουίλιαμ; Μερικοί άνθρωποι — πολλοί άνθρωποι — δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν, ειδικά αν είναι αντίθετο σ' αυτό που θέλουν να φάνε, ή να πιουν, ή να σκεφτούν, ή να πιστέψουν. Εγώ δεν πιστεύω στο θεό. Αλλά αν τον έβλεπα, θα πίστευα. Δε θα έλεγα, "Χριστέ μου, τι υπέροχο ειδικό εφέ". Ο ορισμός του μαλάκα είναι εκείνος που δεν πιστεύει αυτό που βλέπει». Ο Μπίλι τον κοίταξε σκεφτικός για λίγο και μετά ξέσπασε στα γέλια. Σε λίγο και ο ίδιος ο Τζινέλι άρχισε να γελάει. «Λοιπόν», είπε, «όταν γελάς θυμίζεις τον παλιό Γουίλιαμ. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε». «Δεν ξέρω», γέλασε πάλι ο Μπίλι. «Αλλά υποθέτω ότι πρέπει να κάνω κάτι. Στο κάτω κάτω, τον καταράστηκα». «Ναι, μου το είπες. Η κατάρα του λευκού λιμοκοντόρου από την πόλη. Αν σκεφτεί κανείς όλα όσα έχουν κάνει όλοι οι λευκοί από διάφορες πόλεις μέσα στους τελευταίους αιώνες, η κατάρα αυτή θα πρέπει να είναι αρκετά βαριά». Ο Τζινέλι σταμάτησε για να ανάψει τσιγάρο και μετά είπε με πρακτικό ύφος μέσα από τον καπνό: «Μπορώ να τον χτυπήσω, ξέρεις».

«Όχι, αυτό δε θα...», άρχισε ο Μπίλι και μετά έκλεισε απότομα το στόμα του. Φαντάστηκε τον Τζινέλι να πλησιάζει το Λέμκε και να του δίνει μια γροθιά στο μάτι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Τζινέλι μιλούσε για κάτι πολύ πιο οριστικό. «Όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε. Ο Τζινέλι είτε δεν κατάλαβε είτε έκανε ότι δεν κατάλαβε. «Και βέβαια, μπορώ. Δεν μπορώ να βάλω κάποιον άλλο να το κάνει, αυτό είναι σίγουρο. Τουλάχιστον όχι κάποιον έμπιστο. Αλλά είμαι εξίσου ικανός να το κάνω τώρα όσο ήμουν στα είκοσί μου. Δε θα ήταν δουλειά, αλλά, πίστεψε με, θα ήταν ευχαρίστηση». «Όχι, δε θέλω να τον σκοτώσεις, ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο», είπε ο Μπίλι. «Το εννοώ». «Γιατί όχι;» ρώτησε ο Τζινέλι, με ύφος λογικού ανθρώπου, αλλά τα μάτια του εξακολούθησαν να λάμπουν παράξενα. «Φοβάσαι ότι θα είσαι συνεργός σε φόνο; Δε θα είναι φόνος, θα είναι αυτοάμυνα. Γιατί σε σκοτώνει, Μπίλι. Έτσι όπως πας, σε μία βδομάδα θα στέκεσαι μπροστά από μια πινακίδα και θα μπορεί κανείς να τη διαβάσει χωρίς να σου ζητήσει να μετακινηθείς. Σε δύο βδομάδες, δε θα τολμάς να βγεις έξω όταν φυσάει, από φόβο ότι θα σε πάρει ο αέρας». «Ο γιατρός που μου έστειλες είπε ότι είναι πιθανό να πεθάνω από καρδιακή αρρυθμία πριν φτάσω σ' αυτό το σημείο. Φαίνεται πως η καρδιά μου χάνει βάρος μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου». Ξεροκατάπιε. «Ξέρεις, πρώτη φορά το σκέφτομαι. Μακάρι να μην το είχα σκεφτεί καθόλου». «Βλέπεις; Σε σκοτώνει... αλλά ας τ' αφήσουμε αυτό. Αφού δε θέλεις να τον χτυπήσω, δε θα τον χτυπήσω. Μάλλον δεν είναι καλή ιδέα έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να μη λυθεί έτσι η κατάρα». Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. Κι εκείνος το είχε σκεφτεί αυτό. Βγάλ' την από πάνω μου, είχε πει στο Λέμκε' προφανώς, ακόμα και οι λευκοί από την πόλη καταλαβαίνουν ότι πρέπει να τη βγάλει ο τσιγγάνος. Αν ο Λέμκε πεθάνει, η κατάρα μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει μέχρι να εκπληρώσει το σκοπό της. «Το πρόβλημα είναι», είπε σκεφτικός ο Τζινέλι, «ότι αν σκοτώσεις κάποιον, μετά δεν μπορείς να το πάρεις πίσω». «Όχι». Έσβησε το τσιγάρο του και σηκώθηκε. «Πρέπει να το σκεφτώ, Γουίλιαμ. Έχω πολλά να σκεφτώ. Και πρέπει να ηρεμήσω, καταλαβαίνεις; Δε γίνεται να σου 'ρθουν ιδέες για τόσο πολύπλοκες καταστάσεις όταν είσαι αναστατωμένος' και κάθε φορά που σε

κοιτάζω, φίλε μου, μου 'ρχεται να ξεριζώσω το τσουτσούνι αυτού του τύπου και να του το χώσω στην τρυπά που ήταν η μύτη του». Ο Μπίλι σηκώθηκε και παραλίγο να πέσει. Ο Τζινέλι τον έπιασε και ο Μπίλι τον αγκάλιασε αδέξια με το γερό του χέρι. Αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που αγκάλιαζε ενήλικο άντρα. «Σ' ευχαριστώ που ήρθες», είπε ο Μπίλι. «Και που με πίστεψες». «Είσαι καλός άνθρωπος», είπε ο Τζινέλι. «Είσαι σε πολύ άσχημη φάση, αλλά μπορεί να καταφέρουμε να σωθείς. Πάντως, αυτός ο γέρος θα την πληρώσει ακριβά, θα βγω να περπατήσω μερικές ώρες, Μπίλι. Να ηρεμήσω λιγάκι. Να σκεφτώ. Επίσης, πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα στην πόλη». «Για ποιο πράγμα;» «θα σου πω αργότερα. Πρώτα θέλω να σκεφτώ λιγάκι. Σε πειράζει να μείνεις μόνος σου;» «Όχι». «Ξάπλωσε. Το πρόσωπο σου είναι κατάχλομο». «Εντάξει». Νύσταζε πάλι. Νύσταζε και ένιωθε τελείως εξαντλημένος. «Η κοπέλα που σου έριξε», είπε ο Τζινέλι, «είναι όμορφη;» «Πολύ όμορφη». «Ναι;» Η παράξενη λάμψη εμφανίστηκε πάλι στα μάτια του Τζινέλι. Αυτό ανησύχησε τον Μπίλι. «Ναι». «Ξάπλωσε, Μπίλι. θα έρθω να σε δω αργότερα. Μπορώ να πάρω το κλειδί σου;» «Φυσικά». Ο Τζινέλι έφυγε. Ο Μπίλι ξάπλωσε στο κρεβάτι και ακούμπησε προσεκτικά στο πλευρό του το δεμένο χέρι του, ξέροντας πολύ καλά ότι αν τον έπαιρνε ο ύπνος, κατά πάσα πιθανότητα θα έπεφτε πάνω του και θα ξυπνούσε από τον πόνο.

Μου κάνει τον καλό για να με καθησυχάσει, σκέφτηκε. Ασφαλώς πηγαίνει να τηλεφωνήσει στη Χάίντι τώρα. Και όταν ξυπνήσω, οι άντρες με τους ζουρλομανδύες θα κάθονται στην άκρη του κρεβατιού μου. θα... Αλλά δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Αποκοιμήθηκε και με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερε να μην πατικώσει το πληγωμένο χέρι του. Και αυτή τη φορά δεν είδε εφιάλτες. Δεν υπήρχαν άντρες με ζουρλομανδύες όταν ξύπνησε. Μόνο ο Τζινέλι καθόταν στην καρέκλα στην άλλη άκρη του δωματίου. Διάβαζε ένα βιβλίο με τίτλο Αυτή η Άγρια Χαρά και έπινε μπίρα. Έξω ήταν σκοτεινά. Μέσα σε μια παγωνιέρα πάνω στην τηλεόραση υπήρχαν τέσσερα κουτιά μπίρα και ο Μπίλι βλέποντας τα έγλειψε τα χείλη του. «Μπορώ να έχω μία;» μουρμούρισε. Ο Τζινέλι σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Μπα, μπα, ο νεκραναστημένος! Περίμενε, θα σου ανοίξω εγώ μία». Έφερε μια μπίρα στον Μπίλι κι εκείνος ήπιε τη μισή μονορούφι. Η μπίρα ήταν παγωμένη. Είχε αδειάσει τα Εμπιρίν σε ένα από τα τασάκια του δωματίου (τα δωμάτια των ξενοδοχείων δεν έχουν τόσα τασάκια όσους καθρέφτες, αλλά εξακολουθούν να έχουν πολλά). Τώρα ψάρεψε ένα και το κατάπιε με λίγη μπίρα. «Πώς είναι το χέρι σου;» τον ρώτησε ο Τζινέλι. «Καλύτερα». Κατά κάποιο τρόπο αυτό ήταν ψέμα, γιατί το χέρι του πονούσε πολύ. Αλλά με μια έννοια ήταν αλήθεια, γιατί ήταν μαζί του ο Τζινέλι κι αυτό μαλάκωνε τον πόνο του περισσότερο από το παυσίπονο ή το ουίσκι. Τα πράγματα πονάνε περισσότερο όταν είσαι μόνος σου, έτσι είναι. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί τη Χάίντι, γιατί αυτή έπρεπε να είναι μαζί του και όχι τούτος ο τύπος, αλλά δεν ήταν. Η Χάίντι έμεινε στο Φαίρβιου και επέμενε να αγνοεί την αλήθεια, γιατί αν απασχολούσε το μυαλό της, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εξερευνήσει τα όρια της ενοχής της και δεν ήθελε καθόλου να το κάνει. Ο Μπίλι ένιωσε πίκρα και θυμό. Τι είχε πει ο Τζινέλι; Μαλάκας είναι εκείνος που δεν πιστεύει αυτό που βλέπει. Προσπάθησε να διώξει το θυμό. Στο κάτω κάτω, ήταν γυναίκα του. Και έκανε αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό και το καλύτερο για κείνον... έτσι δεν είναι; Ο θυμός υποχώρησε λίγο. «Τι έχεις μέσα στη σακούλα;» ρώτησε ο Μπίλι. Η σακούλα ήταν ακουμπισμένη στο πάτωμα.

«Καλούδια», είπε ο Τζινέλι. Έριξε μια ματιά στο βιβλίο που διάβαζε και μετά το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. «Είναι απαίσιο», μουρμούρισε. «Δεν μπορούσα να βρω ένα Λουίς Λαμούρ». «Τι είδους καλούδια;» «Γι' αργότερα. Όταν θα πάω να επισκεφτώ τους φίλους σου τους τσιγγάνους». «Μην είσαι ανόητος», είπε κοφτά ο Μπίλι. «θέλεις να καταντήσεις σαν εμένα; Ή μήπως να σε κάνουν σουρωτήρι;» «Ηρέμησε», είπε ο Τζινέλι. Η φωνή του έδειχνε ότι διασκέδαζε, αλλά εκείνη η λάμψη στα μάτια του δεν είχε σβήσει. Ο Μπίλι συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι δεν ήταν όλα αυτά ανοησίες της στιγμής. Είχε πραγματικά καταραστει τον Ταντούζ Λέμκε. Και η ουσία της κατάρας του καθόταν απέναντι του σε μια φτηνή δερμάτινη καρέκλα ξενοδοχείου και έπινε μπίρα. Διασκεδάζοντας, αλλά νιώθοντας συγχρόνως και φρίκη, συνειδητοποίησε και κάτι άλλο: Μπορεί ο Λέμκε να ήξερε πώς να πάρει πίσω την κατάρα του, αλλά ο Μπίλι δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να πάρει πίσω τη δική του. Ο Τζινέλι το διασκέδαζε. Πιθανώς να είχε χρόνια να διασκεδάσει τόσο. Έμοιαζε με παλαίμαχο παίκτη του μπόουλινγκ που έχει αποσυρθεί, αλλά που αποφασίζει να πάρει μέρος σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση με μεγάλη προθυμία, θα κουβέντιαζαν, αλλά η κουβέντα τους δε θα άλλαζε τίποτα. Ο Τζινέλι ήταν φίλος του. Ο Τζινέλι ήταν ένας ευγενικός άντρας που τον αποκαλούσε Γουίλιαμ, αντί για Μπιλ ή Μπίλι. Ήταν επίσης ένα δυνατό, ικανότατο κυνηγόσκυλο, που μόλις λύθηκε απ' το λουρί του. «Μη μου λες να ηρεμήσω», είπε, «απλώς πες μου τι σχεδιάζεις να κάνεις». «Κανένας δε θα πάθει τίποτα», είπε ο Τζινέλι. «Αυτό πρέπει να θυμάσαι, Γουίλιαμ. Ξέρω ότι αυτό είναι σημαντικό για σένα. Νομίζω ότι έχεις μείνει προσκολλημένος σε κάποιες αρχές που είναι πολυτέλεια πια για σένα, αλλά εγώ είμαι υποχρεωμένος να συμμορφωθώ μ' αυτές, αφού το θέλεις. Κανένας δε θα πάθει τίποτα. Εντάξει;» «Εντάξει», είπε ο Μπίλι. Ένιωθε λίγο ανακουφισμένος... αλλά όχι πολύ. «Τουλάχιστον, μέχρι ν' αλλάξεις γνώμη», είπε ο Τζινέλι. «Δε θ' αλλάξω γνώμη». «Μπορεί, πού ξέρεις;» «Τι έχεις στη σακούλα;»

«Μπριζόλες», είπε ο Τζινέλι και έβγαλε μία. Ήταν τυλιγμένη σε πλαστικοποιημένο χαρτί και είχε μια ετικέτα που έγραφε Σάμπσον. «Καλή δεν είναι; Πήρα τέσσερις». «Τι θα τις κάνεις;» «Ας τα πάρουμε με τη σειρά», είπε ο Τζινέλι. «Έφυγα από δω και πήγα στο κέντρο της πόλης. Τι φρίκη είναι αυτή; Δεν μπορείς να περπατήσεις στο πεζοδρόμιο. Όλοι φοράνε γυαλιά ηλίου Φεράρι και πουκάμισα με κροκόδειλους. Φαίνεται πως όλη η πόλη φοράει ψεύτικα δόντια και μερικοί πρέπει να έχουν κάνει πλαστική στη μύτη τους». «Το ξέρω». «Και άκου και παρακάτω. Βλέπω μια κοπέλα και έναν τύπο που περπατάνε δίπλα δίπλα, εντάξει; Και ο τύπος έχει το χέρι του στην πίσω τσέπη του σορτ της. Το πιστεύεις; Περπατάνε ανάμεσα σε τόσο κόσμο και ο τύπος της χαϊδεύει τον κώλο. Χριστέ μου, αν ήταν κόρη μου, δε θα μπορούσε να καθίσει πάνω σ' αυτό που χάιδευε ο τύπος για μιάμιση βδομάδα. »Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν μπορούσα να ηρεμήσω εκεί και τα παράτησα. Βρήκα έναν τηλεφωνικό θάλαμο και έκανα μερικά τηλεφωνήματα. Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Το τηλέφωνο ήταν μπροστά από ένα φαρμακείο κι έτσι μπήκα και σου πήρα αυτά». Έβγαλε ένα μπουκάλι με χάπια από την τσέπη του και το πέταξε στον Μπίλι, ο οποίος το έπιασε με το γερό του χέρι. Ήταν κάψουλες καλίου. «Σ' ευχαριστώ, Ρίτσαρντ», είπε με φωνή που έτρεμε. «Τίποτα. Απλώς, πάρε μία. Το μόνο που σου λείπει τώρα είναι μια γαμημένη καρδιακή προσβολή». Ο Μπίλι πήρε μία και την κατάπιε με την μπίρα. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να βουίζει ελαφρά. «Έβαλα λοιπόν μερικούς ανθρώπους να ψάξουν κάποια πράγματα και μετά κατέβηκα στο λιμάνι», συνέχισε ο Τζινέλι. «Χάζεψα για λίγο τα σκάφη. Γουίλιαμ, θα πρέπει να υπάρχουν σκάφη αξίας είκοσι... τριάντα... μπορεί και σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων εκεί κάτω! Ιστιοπλοϊκά, ταχύπλοα, ό,τι βάλει ο νους σου. Δεν ξέρω τίποτα για σκάφη, αλλά μ' αρέσει να τα κοιτάζω. Είναι...» Σταμάτησε τη φράση του στη μέση και κοίταξε σκεφτικός τον Μπίλι.

«Λες μερικοί από τους τύπους με τα γυαλιά Φεράρι και τα πουκάμισα Λακόστ να πουλάνε ναρκωτικά μέσα σ' αυτά τα σκάφη;» «Κοίτα, είχα διαβάσει πέρυσι στους Τάιμς ότι ένας ψαράς σε ένα από τα νησιά εδώ γύρω είχε βρει γύρω στα είκοσι πακέτα να επιπλέουν στο νερό και αποκαλύφτηκε τελικά ότι ήταν μαριχουάνα και μάλιστα αρκετά καλή». «Α, μπράβο, αυτό είχα φανταστεί κι εγώ. Όλο αυτό το μέρος βρομάει ναρκωτικά. Γαμημένοι ερασιτέχνες. Έπρεπε να αφήνουν τις δουλειές αυτές σ' εκείνους που ξέρουν, θέλω να πω, μερικές φορές ανακατεύονται εκεί που δεν τους σπέρνουν και μετά πρέπει να ληφθούν μέτρα και τότε βρίσκονται μερικά πτώματα να επιπλέουν στη θάλασσα αντί για πακέτα με χόρτο. Είναι κρίμα». Ο Μπίλι ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα και έβηξε. «Αλλά αυτό είναι άσχετο τώρα. Έκανα μια βόλτα, λοιπόν, και χάζεψα τα σκάφη και προσπάθησα να ηρεμήσω. Και τότε βρήκα τι θα κάνω... ή τουλάχιστον την αρχή και τη γενική ιδέα. Δεν έχω σκεφτεί όλες τις λεπτομέρειες ακόμα, αλλά αυτές θα έρθουν σιγά σιγά. »Γύρισα πίσω στο κέντρο και έκανα μερικά τηλεφωνήματα ακόμα. Δεν έχει βγει ένταλμα να σε συλλάβουν, Γουίλιαμ, αλλά η γυναίκα σου και ο γιατρός σου υπέγραψαν κάτι χαρτιά για σένα. Κάτσε να δεις πώς μου το είπαν...» Έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του. «Σε κήρυξαν σε κατάσταση διφορούμενων φρενών και ανάθεσαν στη γυναίκα σου την επιμέλεια σου. Σωστά το λέω;» Το στόμα του Μπίλι Χάλεκ άνοιξε διάπλατα και βγήκε ένας ήχος σαν να τον πλήγωσαν. Για μια στιγμή έμεινε εμβρόντητος και μετά η οργή, που είχε γίνει μόνιμη σύντροφος του, τον πλημμύρισε πάλι. Είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Είχε σκεφτεί ότι ο Χιούστον μπορεί να το πρότεινε, και είχε ακόμα σκεφτεί ότι η Χάιντι μπορεί να συμφωνούσε. Άλλο όμως να σκέφτεσαι ότι κάτι μπορεί να συμβεί κι άλλο ν' ακούς ότι πραγματικά συνέβη - ότι η ίδια η γυναίκα σου παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, κατέθεσε ότι έχεις τρελαθεί και πήρε εντολή ανάθεσης την οποία υπέγραψε μετά — αυτό ήταν τελείως διαφορετικό. «Η δειλή παλιοβρόμα», μουρμούρισε βραχνά και μετά ο κόσμος έγινε κόκκινος από τον πόνο. Έκλεισε τις γροθιές του χωρίς να το σκεφτεί. Γρύλισε και κοίταξε τον επίδεσμο στο αριστερό του χέρι. Κατακόκκινα λουλούδια άνθιζαν εκεί. Δεν το πιστεύω ότι σκέφτηκες κάτι τέτοιο για τη Χάιντι, είπε μια φωνή μες στο κεφάλι του.

Το σκέφτηκα επειδή το μυαλό μου είναι ταραγμένο, απάντησε στη φωνή και μετά ο κόσμος έγινε γκρίζος για λίγο. Δεν είχε ακριβώς λιποθυμήσει και συνήλθε γρήγορα. Ο Τζινέλι άλλαξε τον επίδεσμο στο χέρι του και ξανάδεσε την πληγή, λιγάκι αδέξια, αλλά αποτελεσματικά. Ενώ το έκανε, μιλούσε. «Ο άνθρωπος μου λέει ότι αυτό δε σημαίνει τίποτα, αν δε γυρίσεις στο Κοννέκτικατ, Γουίλιαμ». «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν καταλαβαίνεις; Η ίδια η γυναίκα μου...» «Μην το σκέφτεσαι αυτό, Γουίλιαμ. Δεν έχει σημασία. Αν τακτοποιήσουμε την υπόθεση με το γέρο τσιγγάνο, θα αρχίσεις να παίρνεις βάρος και τα επιχειρήματα τους θα καταρρεύσουν. Αν συμβεί αυτό, θα έχεις όσο χρόνο θέλεις για να αποφασίσεις τι θα κάνεις με τη γυναίκα σου. Μπορεί να χρειάζεται ένα γερό χέρι ξύλο για να συνέλθει. Ή μπορεί να είναι καλύτερα να την παρατήσεις, θα το αποφασίσεις αυτό μόνος σου, αν τακτοποιήσουμε την υπόθεση με τον τσιγγάνο. Αν πάλι δεν την τακτοποιήσουμε, θα πεθάνεις. Όπως και να 'χει, αυτή η υπόθεση θα λυθεί αργότερα. Οπότε δεν έχει και τόση σημασία αν έβγαλαν χαρτί για να σε κλείσουν μέσα». Ο Μπίλι χαμογέλασε αδύναμα, «θα γινόσουν σπουδαίος δικηγόρος, Ρίτσαρντ. Έχεις ένα μοναδικό τρόπο να τοποθετείς τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις». «Ναι; Το πιστεύεις;» «Το πιστεύω». «Σ' ευχαριστώ. Μετά τηλεφώνησα στον Κερκ Πέντσλι». «Μίλησες με τον Κερκ Πέντσλι;» «Ναι». «Χριστέ μου, Ρίτσαρντ!» «Τι, φαντάζεσαι ότι δε θα δεχόταν να μιλήσει με κάποιον σαν κι εμένα;» Ο Τζινέλι έδειχνε πως αυτή η ιδέα τον πλήγωνε και τον διασκέδαζε συγχρόνως. «Μου μίλησε, λοιπόν, σε βεβαιώ. Φυσικά, χρησιμοποίησα την πιστωτική μου κάρτα – δε θα ήθελε το όνομα μου στο λογαριασμό του, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά έχω κάνει πολλές δουλειές με την εταιρία σου τα τελευταία χρόνια, Γουίλιαμ».

«Αυτό δεν το ήξερα», είπε ο Μπίλι. «Νόμιζα ότι η μόνη φορά ήταν εκείνη που συνεργαστήκαμε μαζί». «Εκείνη τη φορά μπορούσαν όλα να γίνουν φανερά κι εσύ ήσουν ιδανικός γι' αυτό», είπε ο Τζινέλι. «Ο Πέντσλι και οι σπουδαίοι συνεταίροι του δε θα σε είχαν ποτέ ανακατέψει σε κάτι κακό. Εσύ ήσουν νεοφερμένος. Από την άλλη μεριά, υποθέτω πως ήξεραν ότι θα με γνώριζες αργά ή γρήγορα, αν έμενες στην εταιρία και εκείνη η υπόθεση ήταν ένας καλός τρόπος να γνωριστούμε. Πράγμα που ήταν αλήθεια, τόσο για μένα όσο και για σένα, πίστεψε με. Κι αν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα μπορούσαν να σε θυσιάσουν. Δε θα τους άρεσε να το κάνουν, αλλά, κατά την άποψη τους είναι καλύτερο να θυσιαστεί ένας νεοφερμένος παρά ένας σκληροτράχηλος δικηγόρος. Αυτοί οι τύποι είναι όλοι ίδιοι, είναι τόσο προβλέψιμοι». «Τι άλλες δουλειές έχεις κάνει με την εταιρία μου;» ρώτησε ο Μπίλι με αληθινό ενδιαφέρον' αυτό ήταν σαν να ανακαλύπτεις ότι η γυναίκα σου σε απατούσε όταν πια την έχεις χωρίσει για άλλους λόγους. «Ό,τι μπορείς να φανταστείς, και όχι ακριβώς με την εταιρία σου. Ας πούμε ότι διαχειρίζονταν κάποιες υποθέσεις δικές μου και φίλων μου κι ας το αφήσουμε εκεί. Εν πάση περιπτώσει, ξέρω τον Κερκ αρκετά καλά για να μπορώ να του τηλεφωνήσω και να του ζητήσω μια χάρη. Την οποία και μου έκανε». «Τι χάρη;» «Του ζήτησα να τηλεφωνήσει στους ντετέκτιβ και να τους πει να σταματήσουν να παρακολουθούν τους τσιγγάνους για μία βδομάδα και να σταματήσουν να παρακολουθούν κι εσένα. Στην ουσία, βέβαια, πιο πολύ με ενδιαφέρουν οι τσιγγάνοι. Μπορούμε να κάνουμε διάφορα πράγματα με τους τσιγγάνους, Γουίλιαμ, αλλά θα είναι πολύ πιο εύκολο αν δε χρειάζεται να τους κυνηγάμε από το ένα μέρος στ' άλλο». «Τηλεφώνησες στον Κερκ Πέντσλι και του είπες να πάψει να ασχολείται», επανέλαβε ο Μπίλι διασκεδάζοντας. «Όχι. Τηλεφώνησα στον Κερκ Πέντσλι και του είπα να πει στους ντετέκτιβ να πάψουν να ασχολούνται», τον διόρθωσε ο Τζινέλι. «Και δε χρησιμοποίησα ακριβώς αυτά τα λόγια. Μπορώ να είμαι καλός διπλωμάτης όταν χρειάζεται. Αυτό πρέπει να μου το αναγνωρίσεις». «Διάβολε, σου αναγνωρίζω πολλά πράγματα, όχι μόνο αυτό. Σου αναγνωρίζω όλο και περισσότερα κάθε λεπτό που περνάει»

«Ευχαριστώ, Γουίλιαμ. Το εκτιμώ αυτό». Άναψε τσιγάρο. «Τέλος πάντων, η γυναίκα σου και ο φίλος της ο γιατρός θα εξακολουθήσουν να παίρνουν αναφορές, αλλά δε θα είναι απολύτως ακριβείς, θέλω να πω, θα έχουν τόση σχέση με την αλήθεια όση έχουν τα άρθρα του Ρίντερς Ντάιτζεστ, με πιάνεις;» Ο Μπίλι γέλασε. «Ναι». «Έχουμε λοιπόν μία βδομάδα. Και μία βδομάδα πρέπει να μας φτάσει». «Τι θα κάνεις;» «Ό,τι μου επιτρέψεις εσύ να κάνω θα τους τρομάξω, Γουίλιαμ. θα τον τρομάξω, θα τον τρομάξω τόσο που θα αναγκαστεί να αλλάξει μπαταρίες στο βηματοδότη του. Και θα ανεβάζω διαρκώς το επίπεδο του φόβου μέχρι που θα γίνει ένα από τα εξής δύο: Είτε θα τα κάνει πάνω του και θα πάρει πίσω την κατάρα του, ή θα καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να τον φοβίσουμε. Στην περίπτωση αυτή, θα 'ρθω να σε βρω και θα σε ρωτήσω μήπως άλλαξες γνώμη σχετικά με το αν θέλεις να βλάψεις τους τσιγγάνους. Αλλά μπορεί να μη χρειαστεί να φτάσουμε μέχρι εκεί». «Πώς θα τον τρομάξεις;» Ο Τζινέλι άγγιξε τη σακούλα με τη μύτη μιας μπότας Μπαλί και του είπε τι σχεδίαζε να κάνει στην αρχή. Ο Μπίλι φρίκιασε. Διαφώνησε με τον Τζινέλι, όπως είχε προβλέψει. Μετά συζήτησε με τον Τζινέλι, όπως είχε επίσης προβλέψει. Και παρ' όλο που ο Τζινέλι δεν ύψωσε καθόλου τη φωνή του, τα μάτια του εξακολουθούσαν να γυαλίζουν μ' εκείνη την τρελή λάμψη και ο Μπίλι ήξερε ότι ήταν σαν να μιλούσε σε κάποιον που βρισκόταν στο φεγγάρι. Καθώς ο πόνος στο χέρι του υποχώρησε ελαφρά, άρχισε να αισθάνεται και πάλι υπνηλία. «Πότε φεύγεις;» ρώτησε, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια αντίδρασης. Ο Τζινέλι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Είναι δέκα και δέκα. θα τους δώσω άλλες τέσσερις ή πέντε ώρες. Κάνουν χρυσές δουλειές εκεί πέρα, απ' ό,τι ακούω. Λένε τη μοίρα στον κόσμο. Και τα σκυλιά, εκείνα τα πιτ-μπουλ. Χριστέ μου. Τα σκυλιά που είδες δεν ήταν πιτ-μπουλ, έτσι δεν είναι;» «Δεν είδα κανένα πιτ-μπουλ», είπε ο Μπίλι νυσταγμένα. «Εκείνα που είδα εγώ πρέπει να ήταν κυνηγόσκυλα». «Τα πιτ-μπουλ είναι διασταύρωση τεριέ και μπουλντόγκ. Είναι πανάκριβα. Αν θέλεις να δεις πιτ-μπουλ να πολεμάνε, πρέπει να συμφωνήσεις να πληρώσεις για ένα νεκρό

σκυλί πριν καν πέσει η σημαία. Είναι πολύ σκληρά σκυλιά. Αγαπούν τα αριστοκρατικά πράγματα σ' αυτή την πόλη, έτσι, Γουίλιαμ, γυαλιά Φεράρι, σκάφη με ναρκωτικά, σκυλομαχίες. Ω, με συγχωρείς, και ταρό, και κρυστάλλινη σφαίρα των τσιγγάνων». «Πρόσεχε», μουρμούρισε ο Μπίλι. «Θα προσέχω», υποσχέθηκε ο Τζινέλι, «μην ανησυχείς». Ο Μπίλι αποκοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Όταν ξύπνησε ήταν τέσσερις παρά δέκα και ο Τζινέλι είχε φύγει. Ένιωσε ξαφνικά μια σιγουριά ότι ο Τζινέλι ήταν νεκρός. Αλλά ο Τζινέλι ήρθε στις έξι παρά τέταρτο τόσο ζωντανός που έμοιαζε κάπως μεγάλος για το δωμάτιο. Τα ρούχα, το πρόσωπο και τα χέρια του ήταν γεμάτα λάσπη που μύριζε αλάτι της θάλασσας. Χαμογελούσε πονηρά και η τρελή λάμψη χόρευε στα μάτια του. «Γουίλιαμ», είπε, «θα μαζέψουμε τα πράγματα σου και θα σε πάρουμε από το Μπαρ Χάρμπορ. Σαν κυβερνητικό μάρτυρα που τον πάνε σε ένα ασφαλές κρησφύγετου. Ο Μπίλι ρώτησε ανήσυχος: «Τι έκανες;» «Ηρέμησε! Έκανα αυτό που είπα ότι θα κάνω, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Αλλά όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, δε συμφωνείς, Γουίλιαμ;» «Ναι, αλλά...» «Δεν προλαβαίνουμε να τα πούμε τώρα. Μπορώ να μιλάω και να μαζεύω τα πράγματα σου ταυτόχρονα;» «Πού θα πάμε;» ρώτησε ο Μπίλι. «Όχι μακριά, θα σου πω στο δρόμο. Ας ξεκινήσουμε τώρα. Ίσως μια καλή ιδέα είναι ν' αλλάξεις πουκάμισο. Είσαι καλός άνθρωπος, Γουίλιαμ, αλλά έχεις αρχίσει να μυρίζεις λίγο παράξενα». Ο Μπίλι ετοιμαζόταν να κατεβεί στη ρεσεψιόν για να παραδώσει το κλειδί του, όταν ο Τζινέλι τον ακούμπησε στον ώμο και του το πήρε μαλακά από το χέρι. «θα το αφήσω πάνω στο κομοδίνο. Όταν ήρθες, πλήρωσες με την κάρτα σου, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά...»

«Τότε, θα φύγουμε λίγο ανορθόδοξα. Δεν κάνουμε κακό σε κανέναν, απλώς, έτσι θα αποφύγουμε να τραβήξουμε την προσοχή. Εντάξει;» Μια γυναίκα που έκανε τζόκινγκ στο δρόμο τους έριξε μια αδιάφορη ματιά, μετά κοίταξε μπροστά της... και μετά ξαναγύρισε και τους κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ο Τζινέλι την είδε, αλλά ο Μπίλι ευτυχώς κοίταζε αλλού. «Θα αφήσω δέκα δολάρια για την καμαριέρα», είπε ο Τζινέλι. «θα πάρουμε το αυτοκίνητο σου. θα οδηγήσω εγώ». «Πού είναι το δικό σου;» Ήξερε ότι ο Τζινέλι είχε νοικιάσει ένα και τώρα συνειδητοποιούσε καθυστερημένα ότι δεν είχε ακούσει μηχανή αυτοκινήτου πριν μπει ο Τζινέλι. Όλα αυτά παραήταν πολλά για το ζαλισμένο μυαλό του Μπίλι, δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει. «Το άφησα σε ένα μικρό δρομάκι περίπου τρία μίλια από δω και ήρθα με τα πόδια. Έβγαλα το καπάκι του ντιστριμπιτέρ και άφησα ένα σημείωμα στο παρμπρίζ που λέει ότι έχει πάθει βλάβη και θα γυρίσω σε λίγες ώρες, σε περίπτωση που κάποιος χώσει τη μύτη του. Αλλά δε νομίζω να ενδιαφερθεί κανένας, έτσι κι αλλιώς. Ο δρόμος αυτός δεν πρέπει να 'χει πολλή κίνηση, καταμεσής έχει φυτρώσει χορτάρι, ξέρεις». Ένα αυτοκίνητο πέρασε. Ο οδηγός έριξε μια ματιά στον Μπίλι Χάλεκ και έκοψε ταχύτητα. Ο Τζινέλι τον είδε να βγάζει το κεφάλι του από το παράθυρο και να κοιτάζει έκπληκτος. «Έλα, Μπίλι. Ο κόσμος σε κοιτάζει. Οι επόμενοι μπορεί να είναι εκείνοι που θέλουμε ν' αποφύγουμε». Μία ώρα αργότερα, ο Μπίλι καθόταν μπροστά στην τηλεόραση στο δωμάτιο ενός άλλου μοτέλ, στο καθιστικό μιας μικρής σουίτας στο Μπλου Μουν Μότορ Κορτ αντ Λοτζ, στο Βορειοανατολικό Χάρμπορ. Απήχαν λιγότερο από δεκαπέντε μίλια από το Μπαρ Χάρμπορ, αλλά ο Τζινέλι έμοιαζε ικανοποιημένος. Στην οθόνη της τηλεόρασης, ο Γούντι ο Τρυποκάρυδος προσπαθούσε να πουλήσει ασφάλειες σε μια αρκούδα που μιλούσε. «Εντάξει», είπε ο Τζινέλι. «Εσύ πρέπει να ξεκουράσεις το χέρι σου, Γουίλιαμ. Εγώ θα λείπω όλη μέρα». «θα ξαναγυρίσεις εκεί;» «Τι; Να ξαναγυρίσω στη φωλιά του λύκου, ενώ ο λύκος είναι ακόμα ξύπνιος; Όχι, φίλε μου. Όχι, σήμερα θα παίξω με τα αυτοκινητάκια μου. Απόψε θα είναι ώρα για τη Φάση Δύο. Μπορεί να προλάβω να περάσω να δω τι κάνεις, αλλά δεν είναι σίγουρο».

Ο Μπίλι δεν ξανάδε το Ρίτσαρντ Τζινέλι μέχρι το επόμενο πρωί στις εννέα, οπότε εμφανίστηκε στο τιμόνι ενός Σεβρολέτ Νόβα χρώματος μπλε σκούρου, το οποίο αποκλείεται να ήταν νοικιασμένο από τη Χερτζ ή την Έιβις. Το χρώμα του ήταν ξεθωριασμένο και είχε στίγματα, το τζάμι στο παράθυρο του συνοδηγού ήταν ραγισμένο και υπήρχε ένα βαθούλωμα στο πορτμπαγκάζ. Αυτή τη φορά, ο Μπίλι τον νόμιζε νεκρό για έξι ολόκληρες ώρες και τον υποδέχτηκε συγκινημένος, πασχίζοντας να μην κλάψει από ανακούφιση. Έμοιαζε να χάνει κάθε έλεγχο πάνω στα συναισθήματα του, καθώς έχανε βάρος... κι εκείνο το πρωί, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά περίεργα για πρώτη φορά. Προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα και χτύπησε το στήθος του με τη γροθιά του. Ο χτύπος της καρδιάς του έγινε τελικά κανονικός και πάλι, αλλά κατάλαβε πια ότι αυτό ήταν το πρώτο κρούσμα αρρυθμίας. «Νόμιζα ότι σκοτώθηκες», είπε στον Τζινέλι καθώς έμπαινε. «Το σκέφτεσαι αυτό διαρκώς κι εγώ πάντα ξανάρχομαι. Μακάρι να μην ανησυχούσες τόσο για μένα, Γουίλιαμ. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Είμαι μεγάλο παιδί πια. Μη νομίζεις ότι υποτιμώ το γέρο τσιγγάνο. Είναι έξυπνος και επικίνδυνος». «Τι εννοείς;» «Τίποτα, θα σου πω αργότερα». «Πες μου τώρα!» «Όχι». «Γιατί όχι;» «Για δύο λόγους», είπε υπομονετικά ο Τζινέλι. «Πρώτα απ' όλα, γιατί αν σου πω, μπορεί να μου ζητήσεις να τα παρατήσω. Ύστερα, επειδή έχω δώδεκα χρόνια να νιώσω τόσο κουρασμένος, θα πάω στην κρεβατοκάμαρα και θα την πέσω τουλάχιστον για οκτώ ώρες. Μετά, θα σηκωθώ και θα φάω τον αγλέουρα. Μετά θα ξαναβγώ έξω και θα φέρω τα πάνω κάτω». Ο Τζινέλι έδειχνε πραγματικά κουρασμένος. Σχεδόν εξουθενωμένος. Εκτός από τα μάτια του, σκέφτηκε ο Μπίλι. Τα μάτια του λάμπουν ακόμα σαν φωτάκια του λούναπαρκ. «Κι αν σου ζητούσα πραγματικά να τα παρατήσεις;» ρώτησε ήρεμα ο Μπίλι. «θα το έκανες, Ρίτσαρντ;»

Ο Ρίτσαρντ τον κοίταξε για πολλή ώρα και μετά έδωσε στον Μπίλι την απάντηση που ήξερε ότι θα έδινε από τη στιγμή που είδε εκείνη την τρελή λάμψη στα μάτια του. «Δε θα μπορούσα τώρα πια», είπε ο Τζινέλι ήρεμα. «Είσαι άρρωστος, Γουίλιαμ. Αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει όλη σου την προσωπικότητα. Δεν μπορείς να προστατεύσεις μόνος σου τα συμφέροντα σου». Με άλλα λόγια, έχεις βγάλει τη δική σου εντολή ανάθεσης για μένα. Ο Μπίλι άνοιξε το στόμα του να πει αυτή τη σκέψη δυνατά, αλλά το έκλεισε πάλι. Γιατί ο Τζινέλι δεν εννοούσε αυτό που έλεγε. Είπε απλώς εκείνο που φαινόταν λογικό. «Και επίσης επειδή είναι ζήτημα προσωπικό, έτσι;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ναι», απάντησε ο Τζινέλι. «Τώρα πια είναι προσωπικό». Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε το πουκάμισο του και το παντελόνι του και ξάπλωσε. Πέντε λεπτά αργότερα είχε αποκοιμηθεί πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού. Ο Μπίλι έβαλε ένα ποτήρι νερό, κατάπιε ένα Εμπιρίν και μετά ήπιε το υπόλοιπο νερό όρθιος στο άνοιγμα της πόρτας. Τα μάτια του πήγαιναν από τον Τζινέλι στο παντελόνι που ήταν πεταμένο στην καρέκλα. Όταν είχε έρθει, ο Τζινέλι φορούσε ένα αψεγάδιαστο βαμβακερό παντελόνι, αλλά τις τελευταίες μέρες είχε από κάπου αγοράσει ένα μπλουτζίν. Τα κλειδιά του αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο έξω θα ήταν σίγουρα στις τσέπες του παντελονιού. Ο Μπίλι μπορούσε να τα πάρει και να φύγει... μόνο που ήξερε πως δε θα το έκανε αυτό, και το γεγονός ότι αν το έκανε, θα ήταν σαν να υπέγραφε τη θανατική του καταδίκη, τώρα έμοιαζε δευτερεύον. Το σημαντικότερο τώρα ήταν πώς και πότε θα τελείωναν όλα αυτά. Το μεσημέρι, ενώ ο Τζινέλι κοιμόταν βαθιά στο άλλο δωμάτιο, ο Μπίλι είχε μία ακόμα κρίση αρρυθμίας. Λίγο μετά, αποκοιμήθηκε και είδε ένα όνειρο. Ήταν σύντομο και τελείως καθημερινό, αλλά τον γέμισε με ένα παράξενο συναίσθημα τρόμου και νοσηρής απόλαυσης μαζί. Στο όνειρο αυτό, εκείνος και η Χάιντι έπαιρναν πρωινό στο σπίτι τους στο Φαίρβιου. Ανάμεσα τους ήταν μια πίτα. Εκείνη έκοψε μια μεγάλη φέτα και την έδωσε στον Μπίλι. Ήταν μηλόπιτα. «Αυτό θα σε παχύνει», είπε. «Δε θέλω να παχύνω», απάντησε εκείνος. «Αποφάσισα ότι μου αρέσει να είμαι λεπτός. Φάτο εσύ». Της έδωσε την πίτα με ένα χέρι που δεν ήταν πιο χοντρό από ένα κόκαλο. Εκείνη την πήρε. Έμεινε να την κοιτάζει καθώς έτρωγε, και με κάθε μπουκιά της το αίσθημα του τρόμου και της νοσηρής απόλαυσης μεγάλωναν.

Άλλη μια κρίση ελαφρός αρρυθμίας τον έκανε να ξυπνήσει απότομα. Έμεινε καθισμένος εκεί για ένα λεπτό, αναπνέοντας με δυσκολία, περιμένοντας να επανέλθει στο φυσιολογικό ο ρυθμός της καρδιάς του και τελικά έτσι έγινε. Τον κατέλαβε μια αίσθηση ότι αυτό δεν ήταν ένα απλό όνειρο, ότι είχε μόλις βιώσει ένα προφητικό όραμα. Αλλά μια τέτοια αίσθηση συνοδεύει συχνά τα ζωντανά όνειρα και καθώς το όνειρο ξεθωριάζει, ξεθωριάζει σιγά σιγά κι αυτή. Αυτό συνέβη στον Μπίλι Χάλεκ, παρ' όλο που πολύ σύντομα είχε λόγους να θυμηθεί αυτό το όνειρο. Ο Τζινέλι σηκώθηκε στις έξι το απόγευμα, έκανε μπάνιο και φόρεσε το τζιν παντελόνι κι ένα σκούρο σουέτερ. «Εντάξει», είπε. «θα σε δω αύριο το πρωί, Μπίλι. Τότε θα ξέρουμε». Ο Μπίλι ρώτησε πάλι τι σχεδίαζε να κάνει ο Τζινέλι, τι είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, και για μια ακόμα φορά ο Τζινέλι αρνήθηκε να του πει. «Αύριο», είπε. «Στο μεταξύ, θα της δώσω την αγάπη σου». «Σε ποια;» Ο Τζινέλι χαμογέλασε. «Στην υπέροχη Τζίνα. Στην τσούλα που έκανε έτσι το χέρι σου». «Άφησε την ήσυχη», είπε ο Μπίλι. Όταν σκεφτόταν εκείνα τα σκοτεινά μάτια, του φαινόταν αδύνατο να πει οτιδήποτε άλλο, ό,τι κι αν του είχε κάνει εκείνη. «Κανένας δε θα πληγωθεί», επανέλαβε ο Τζινέλι και μετά έφυγε. Ο Μπίλι αφουγκράστηκε το βόμβο του αυτοκινήτου του — έναν τραχύ ήχο που γινόταν πιο ήπιος μόνο όταν ξεπερνούσε τα 65 μίλια την ώρα — καθώς ο Τζινέλι ξεπάρκαρε και σκέφτηκε ότι η υπόσχεση κανένας δε θα πάθει τίποτα δε σήμαινε πως δεχόταν ν' αφήσει ήσυχη την κοπέλα. Καθόλου δε σήμαινε αυτό. Αυτή τη φορά, ήταν μεσημέρι όταν γύρισε ο Τζινέλι. Υπήρχε μια βαθιά γρατσουνιά στο μέτωπο και στο δεξί του μπράτσο — εκεί το σουέτερ του ήταν σκισμένο. «Έχεις χάσει κι άλλο βάρος», είπε στον Μπίλι. «Τρως;» «Προσπαθώ», είπε ο Μπίλι, «αλλά το άγχος δεν είναι ό,τι καλύτερο για την όρεξη. Δείχνεις να έχεις χάσει κάμποσο αίμα». «Μπα, λίγο μόνο. Είμαι μια χαρά». «Θα μου πεις τώρα τι διάβολο έκανες τόσες μέρες;» «Ναι. θα σου τα πω όλα, μόλις κάνω ένα ντους και δέσω το χέρι μου. θα τον

συναντήσεις απόψε, Μπίλι. Αυτό είναι το σημαντικό. Γι' αυτό πρέπει να προετοιμαστείς». Μια σουβλιά φόβου, αλλά και αναστάτωσης, έσκισε την κοιλιά του σαν κομμάτι γυαλί. «Εκείνον; Το Λέμκε;» «Εκείνον», συμφώνησε ο Τζινέλι. «Τώρα, άσε με να κάνω ένα ντους, Γουίλιαμ. Δεν είμαι τόσο νέος όσο νόμιζα — όλη αυτή η αναστάτωση με έχει εξαντλήσει». Καθώς έμπαινε στο μπάνιο, φώναξε: «Και παράγγειλε καφέ. Πολύ καφέ. Πες στον τύπο να τον αφήσει έξω από την πόρτα και να ρίξει το λογαριασμό από κάτω να υπογράψεις». Ο Μπίλι έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη, μέχρι που άκουσε το νερό να τρέχει και πήγε στο τηλέφωνο να παραγγείλει καφέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ιστορία του Τζινέλι Μίλησε στην αρχή γρήγορα, σταματώντας κάθε λίγο για να σκεφτεί τι θα πει μετά. Η ενεργητικότητα του Τζινέλι έμοιαζε να έχει πέσει για πρώτη φορά από τότε που εμφανίστηκε στο δωμάτιο του Μπίλι τη Δευτέρα το απόγευμα. Δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά —τα τραύματα του ήταν ουσιαστικά βαθιές γρατσουνιές — αλλά ο Μπίλι πίστευε ότι είχε ταραχτεί πολύ. Παρ' όλα αυτά, εκείνη η τρελή λάμψη άρχισε να φαίνεται πάλι στα μάτια του, στην αρχή αναβοσβήνοντας σαν ταμπέλα νέον που μόλις άναψε, μετά λάμποντας σταθερά. Έβγαλε ένα μπουκάλι από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και έριξε ουίσκι στον καφέ του. Πρόσφερε στον Μπίλι το μπουκάλι. Ο Μπίλι αρνήθηκε, δεν ήξερε τι επίδραση μπορούσε να 'χει το ουίσκι στην καρδιά του. Ο Τζινέλι κάθισε ίσια στην καρέκλα του, έσπρωξε τα μαλλιά από το μέτωπο του, και άρχισε να μιλάει πιο ήρεμα. Στις τρεις την Τρίτη το πρωί, ο Τζινέλι πάρκαρε σε ένα δρόμο στο δάσος κοντά στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Έφτιαξε τις μπριζόλες, τις έβαλε μέσα σε μια σακούλα και γύρισε στον αυτοκινητόδρομο. Το φεγγάρι κρυβόταν πίσω από μερικά σύννεφα. Περίμενε να φύγουν και τότε κατάφερε να εντοπίσει τον κύκλο των οχημάτων. Διέσχισε το δρόμο και πήρε ένα μονοπάτι μέσα από τα χωράφια προς την κατεύθυνση αυτή.

«Μπορεί να είμαι παιδί της πόλης, αλλά ο προσανατολισμός μου είναι αρκετά καλός», είπε. «Μπορώ να τον εμπιστευτώ. Και δεν ήθελα να πάω με τον τρόπο που πήγες εσύ, Γουίλιαμ». Διέσχισε μερικά χωράφια και μια συστάδα δέντρων, πάτησε μέσα σε ένα βάλτο που μύριζε, είπε, σαν δέκα κιλά σκατά σε μια τσάντα των πέντε κιλών. Το παντελόνι του πιάστηκε σε κάποιο σκουριασμένο σύρμα που δε φαινόταν μέσα στο σκοτάδι. «Αν αυτό σημαίνει εξοχή, Γουίλιαμ, να μου λείπει», σχολίασε. Δεν περίμενε πως θα είχε προβλήματα με τα κυνηγόσκυλα του καταυλισμού. Η περίπτωση του Μπίλι το αποδείκνυε αυτό. Δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν την παραμικρή φασαρία μέχρι που πλησίασε τη φωτιά, παρ' όλο που πρέπει να τον είχαν μυριστεί πιο πριν. «θα περίμενε κανείς πως οι τσιγγάνοι θα είχαν καλύτερα σκυλιά για φύλακες», σχολίασε ο Μπίλι. «Τουλάχιστον, αυτή την εικόνα έχει ο κόσμος γι' αυτούς». «Μπα», είπε ο Τζινέλι. «Ο κόσμος βρίσκει απίθανες αιτίες για να τους διώχνει. Υποθέτω πως δε θέλουν να προσφέρουν κι άλλες». «Όπως σκυλιά που γαβγίζουν μες στη νύχτα;» «Ακριβώς. Έχεις γίνει πιο έξυπνος, Γουίλιαμ, κι ο κόσμος θα νομίζει ότι είσαι Ιταλός». Παρ' όλα αυτά, ο Τζινέλι δεν ήθελε να το ρισκάρει - γλίστρησε σιγά σιγά πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, αποφεύγοντας τα αυτοκινούμενα στα οποία κοιμούνταν άνθρωποι, και κοιτάζοντας μόνο μέσα στα αυτοκίνητα και τα στέισον βάγκον. Βρήκε αυτό που ήθελε μετά από δύο ή τρία οχήματα: ένα παλιό σακάκι πεταμένο στο πίσω κάθισμα ενός στέισον βάγκον. «Το αυτοκίνητο δεν ήταν κλειδωμένο», είπε. «Το σακάκι ήταν σχεδόν στο νούμερο μου, αλλά βρόμαγε απαίσια, λες και είχε μια ψόφια νυφίτσα σε κάθε τσέπη. Ανακάλυψα ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια κάτω από τα πίσω καθίσματα. Ήταν λίγο μικρά, αλλά κατάφερα να τα φορέσω. Δύο αυτοκίνητα πιο κάτω βρήκα ένα καπέλο που έμοιαζε με απομεινάρι από μεταμόσχευση συκωτιού και το φόρεσα κι αυτό». Ήθελε να μυρίζει σαν τσιγγάνος, εξήγησε, αλλά όχι για να προστατευτεί από τα ανίκανα σκυλιά που ήταν ξαπλωμένα γύρω από τη φωτιά, ήταν τα άλλα σκυλιά που τον ενδιέφεραν. Τα πολύτιμα σκυλιά. Τα πιτ-μπουλ.

Ενώ είχε κάνει τα τρία τέταρτα του δρόμου γύρω από τον κύκλο των οχημάτων, εντόπισε ένα αυτοκινούμενο με ένα μικρό παράθυρο πίσω που ήταν καλυμμένο με σίδερα αντί για τζάμι. Κοίταξε μέσα και δεν είδε απολύτως τίποτα, το πίσω μέρος του αυτοκινούμενου ήταν τελείως άδειο. «Αλλά μύριζε σκύλο, Γουίλιαμ», είπε ο Τζινέλι. «Μετά κοίταξα από την άλλη μεριά και ριψοκινδύνευσα μια γρήγορη ματιά με το φακό που είχα πάρει μαζί μου. Πάνω στο χορτάρι σχηματιζόταν ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από το πίσω μέρος του αυτοκινούμενου. Δε χρειαζόταν να είσαι ντετέκτιβ για να καταλάβεις τι είχε γίνει. Είχαν πάρει τα γαμημένα τα σκυλιά από την κλούβα, μέσα στην οποία τα μετέφεραν, και τα είχαν κρύψει κάπου αλλού, ώστε ο τοπικός υπεύθυνος της φιλοζωικής εταιρίας να μην τα βρει αν κάποιος τους κάρφωνε. Μόνο που άφησαν πίσω τους ένα μονοπάτι που ακόμα και ένα παιδί της πόλης μπορούσε να διακρίνει με το φακό του. Ηλίθιοι. Τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να πιστεύω ότι μπορούμε να τους τη φέρουμε». Ο Τζινέλι ακολούθησε το μονοπάτι πάνω σε ένα λοφάκι και μέχρι μια άλλη συστάδα δέντρων. «Έχασα το μονοπάτι», είπε. «Έμεινα εκεί ένα ή δύο λεπτά και αναρωτιόμουν τι να κάνω μετά. Και τότε το άκουσα, Γουίλιαμ. Το άκουσα πολύ καθαρά. Μερικές φορές οι θεοί αποφασίζουν να σε ευνοήσουν λίγο». «Τι άκουσες;» «Ένα σκύλο να κλάνει», είπε ο Τζινέλι. «Δυνατά και καθαρά. Ήταν λες και κάποιος φυσούσε μια τρομπέτα που ήταν βουλωμένη». Κοντύτερα από έξι μέτρα, ανακάλυψε μια περιφραγμένη έκταση χωμένη μέσα στα δέντρα. Δεν ήταν παρά μερικοί πάσσαλοι καρφωμένοι στο έδαφος σε σχήμα κύκλου, δεμένοι μεταξύ τους με χοντρό σύρμα. Μέσα ήταν κλεισμένα επτά πιτμπουλ. Τα πέντε κοιμούνταν βαθιά. Τα άλλα δύο κοίταζαν αποχαυνωμένα τον Τζινέλι. Έδειχναν αποχαυνωμένα επειδή ήταν μαστουρωμένα. «Το είχα φανταστεί ότι θα τους είχαν δώσει κάτι, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Από τη στιγμή που εκπαιδεύεις σκυλιά να πολεμούν, γίνονται φοβερός μπελάς, τσακώνονται μεταξύ τους και μπορούν να καταστρέψουν αμέσως τη δουλειά σου, αν δεν είσαι πολύ προσεκτικός. Πρέπει ή να τα βάλεις σε χωριστά κλουβιά ή να τα ναρκώσεις. Τα ναρκωτικά είναι πιο φτηνά και τα κρύβεις πιο εύκολα. Άλλωστε, αν ήταν στα καλά τους, τα κλαδιά των δέντρων και το συρματόπλεγμα δε θα κατάφερναν να τα συγκρατήσουν, θα δάγκωνε το ένα το άλλο κι εκείνα που θα ήταν σε χειρότερη θέση θα έριχναν τους πασσάλους και θα το έσκαγαν, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα άφηναν τα οπίσθια τους να κρέμονται πάνω στο συρματόπλεγμα. Τα συνεφέρουν

προφανώς μόνο όταν τα στοιχήματα έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που να δικαιολογούν το ρίσκο. Η σειρά δηλαδή είναι: ναρκωτικά, παράσταση, ναρκωτικά». Ο Τζινέλι γέλασε. «Βλέπεις; Τα πιτ-μπουλ μοιάζουν με τους γαμημένους τους ροκ σταρ. Εξαντλούνται γρήγορα, αλλά μπορείς πάντα να βρεις καινούργιους. Οι τσιγγάνοι δεν έβαλαν καν φύλακα». Ο Τζινέλι άνοιξε τη σακούλα του και έβγαλε τις μπριζόλες. Όταν είχε παρκάρει στο δάσος, είχε βγάλει τις μπριζόλες από το περιτύλιγμα τους και τους είχε κάνει ένεση με αυτό που ονόμαζε κοκτέιλ πιτ-μπουλ του Τζινέλι: ένα μίγμα μεξικάνικης ηρωίνης και στρυχνίνης. Τώρα κούνησε τις μπριζόλες στον αέρα και τα σκυλιά ζωντάνεψαν ξαφνικά. Ένα μάλιστα γάβγισε με έναν παράξενο τρόπο, σαν άνθρωπος που έχει βουλωμένη μύτη. «Σκάσε, αλλιώς δεν έχει φαΐ», είπε ήπια ο Τζινέλι. Το σκυλί που είχε γαβγίσει κάθισε κάτω. Πολύ γρήγορα τα μάτια του γλάρωσαν και αποκοιμήθηκε. Ο Τζινέλι έριξε μία από τις μπριζόλες μέσα στον περιφραγμένο χώρο. Μετά έριξε τη δεύτερη. Και την τρίτη. Και την τελευταία. Τα σκυλιά έσκυψαν από πάνω τους με κάποια αδιαφορία. Μερικά γάβγισαν, αλλά όλα τα γαβγίσματα ήταν βραχνά και πνιχτά και δεν ανησύχησαν τον Τζινέλι. Άλλωστε, ακόμα κι αν κάποιος από τον καταυλισμό τα άκουγε, θα ερχόταν να δει τι συνέβαινε κρατώντας ένα φακό. Επομένως, εκείνος θα είχε άφθονο χρόνο να κρυφτεί στα δέντρα. Αλλά κανένας δεν ήρθε. Ο Μπίλι τον άκουγε τρομοκρατημένος, αλλά και συνεπαρμένος, καθώς ο Τζινέλι του διηγιόταν ήρεμα πως κάθισε εκεί κοντά καπνίζοντας και παρακολουθώντας τα σκυλιά να πεθαίνουν. Τα περισσότερα έφυγαν πολύ ήσυχα, είπε (υπήρχε μήπως κάποια θλίψη στη φωνή του, αναρωτήθηκε αμήχανα ο Μπίλι), προφανώς επειδή ήταν ήδη μισοναρκωμένα. Δύο μόνο είχαν ελαφρούς σπασμούς. Αυτό ήταν όλο. Γενικά, ο Τζινέλι ένιωθε πως τα σκυλιά δεν ήταν και τόσο άτυχα. Οι τσιγγάνοι προγραμμάτιζαν χειρότερα πράγματα γι' αυτά. Όλα τελείωσαν σε λιγότερο από μία ώρα. Όταν ήταν βέβαιος ότι είχαν όλα ψοφήσει, ή τουλάχιστον είχαν χάσει τις αισθήσεις τους, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου από το πορτοφόλι του και ένα στυλό από την τσέπη του. Στο χαρτονόμισμα έγραψε: ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΣΟΥ, ΓΕΡΟ Ο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΧΑΛΕΚ ΛΕΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ. Έχωσε το χαρτονόμισμα στο κολάρο ενός σκυλιού. Έβγαλε το σακάκι που βρομούσε και το κρέμασε σε ένα από τα κλαδιά και έβαλε το καπέλο από πάνω. Έβγαλε τα πάνινα παπούτσια και φόρεσε τα δικά του, που τα είχε φέρει μαζί του.

Στο δρόμο για το αυτοκίνητο, χάθηκε για λίγο και βρέθηκε πάλι στο μέρος που βρομούσε. Τελικά, όμως, είδε κάποια φώτα και κατάφερε να προσανατολιστεί. Βρήκε το δρόμο για το δάσος, μπήκε στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για το Μπαρ Χάρμπορ. Ήταν στα μισά του δρόμου, είπε, όταν άρχισε να μην αισθάνεται καλά μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει καλύτερα, απλώς, δεν ένιωθε άνετα εκεί μέσα. Όχι πως άλλαξε κάτι, πως φαινόταν διαφορετικό ή πως μύριζε αλλιώτικα. Απλώς, δεν ένιωθε καλά. Είχε νιώσει έτσι κι άλλες φορές στο παρελθόν και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δε σήμαινε απολύτως τίποτα. Αλλά δυο τρεις φορές σήμαινε πολλά... «Αποφάσισα ότι ήταν προτιμότερο να παρατήσω το αυτοκίνητο», είπε ο Τζινέλι. «Δεν ήθελα να ριψοκινδυνεύσω στην περίπτωση που κάποιος είχε αϋπνία και με είχε δει. Δεν ήθελα να ξέρουν τι οδηγούσα, γιατί τότε θα μπορούσαν να με βρουν. Και να βρουν εσένα. Βλέπεις; Τους παίρνω στα σοβαρά. Σε κοιτάζω, Γουίλιαμ, και καταλαβαίνω ότι πρέπει να τους πάρω στα σοβαρά». Πάρκαρε σε έναν εγκαταλελειμμένο δρόμο, έβγαλε το καπάκι του ντιστριμπιτέρ και περπάτησε τα τρία μίλια μέχρι την πόλη. Όταν έφτασε εκεί, είχε πια αρχίσει να χαράζει. Αφού άφησε τον Μπίλι στο καινούργιο του μοτέλ, πήρε ένα ταξί για να τον πάει πίσω στο Μπαρ Χάρμπορ, λέγοντας στον οδηγό να πηγαίνει αργά γιατί κάτι ψάχνει. «Τι ακριβώς ψάχνετε;» ρώτησε ο οδηγός. «Μπορεί να ξέρω πού βρίσκεται». «Δεν πειράζει», απάντησε ο Τζινέλι. «θα το αναγνωρίσω όταν το δω». Και πραγματικά το αναγνώρισε — σχεδόν δύο μίλια έξω από το Νόρθιστ Χάρμπορ είδε ένα Νόβα, με μια ταμπέλα που έγραφε Πωλείται, πίσω από μια μικρή αγροικία. Σιγουρεύτηκε πρώτα ότι ο ιδιοκτήτης ήταν σπίτι, πλήρωσε τον οδηγό του ταξί και έκανε μια συμφωνία με τον ιδιοκτήτη. Με είκοσι παραπάνω δολάρια ο ιδιοκτήτης — ένας νεαρός που έδειχνε να έχει περισσότερες ψείρες από βαθμούς ευφυΐας — συμφώνησε να αφήσει τις πινακίδες κυκλοφορίας πάνω στο αυτοκίνητο, δεχόμενος την υπόσχεση του Τζινέλι ότι θα του τις έστελνε πίσω σε μία βδομάδα. «Και μπορεί πραγματικά να το κάνω», είπε σκεφτικός ο Τζινέλι. «Αν, δηλαδή, είμαστε ακόμα ζωντανοί». Ο Μπίλι τον κοίταξε έντονα, αλλά ο Τζινέλι συνέχισε απτόητος την ιστορία του.

Πήρε τον αυτοκινητόδρομο για το Μπαρ Χάρμπορ, αλλά παρέκαμψε την πόλη και πήρε την 37-Α για τον καταυλισμό των τσιγγάνων. Έκανε μια στάση για να τηλεφωνήσει σε κάποιον «συνεργάτη» του, όπως είπε στον Μπίλι. Είπε στο συνεργάτη του να είναι σε έναν ορισμένο τηλεφωνικό θάλαμο στο κέντρο της Νέας Υόρκης στις δωδεκάμισι το βράδυ — το θάλαμο αυτό ο Τζινέλι τον χρησιμοποιούσε συχνά και χάρη στην επιρροή του ήταν ένας από τους λίγους στη Νέα Υόρκη που σπάνια ήταν χαλασμένος. Στη συνέχεια, πήρε το δρόμο για τον καταυλισμό, όπου είδε σημάδια έντονης δραστηριότητας. Έκανε επί τόπου στροφή και γύρισε πίσω. Είχαν χαράξει ένα χωματόδρομο από την 37-Α μέχρι τον καταυλισμό και τώρα ένα αυτοκίνητο προχωρούσε πάνω στο δρόμο αυτό. «Ένα Πόρσε Τούρμπο», εξήγησε ο Τζινέλι. «Παιχνίδι κάποιου πλουσιόπαιδου. Στο πίσω παράθυρο υπήρχε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε Πανεπιστήμιο Μπράουν. Δύο παιδιά κάθονταν μπροστά και άλλα τρία πίσω. Σταμάτησα και ρώτησα το παιδί που οδηγούσε αν υπήρχαν τσιγγάνοι εκεί κάτω, όπως μου είχαν πει. Μου απάντησε ότι υπήρχαν, αλλά αν ήθελα να διαβάσουν τη μοίρα μου, τότε ήμουν άτυχος. Κι εκείνοι είχαν πάει για να τους διαβάσουν τη μοίρα, αλλά ατύχησαν. Οι τσιγγάνοι τα μάζευαν. Μετά από αυτό που έγινε με τα σκυλιά, δε μου φάνηκε διόλου παράξενο. »Τράβηξα για το Μπαρ Χάρμπορ και σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο - το Νόβα ρουφάει βενζίνη σαν ρουφήχτρα, Γουίλιαμ, αλλά ξηγιέται σπαθί αν το φροντίσεις. Πήρα και μία κόκα και έριξα μέσα λίγο ουίσκι, επειδή τότε πια άρχισα να αισθάνομαι λιγάκι πεσμένος». Ο Τζινέλι τηλεφώνησε στο «συνεργάτη» του και κανόνισε να τον συναντήσει στο αεροδρόμιο του Μπαρ Χάρμπορ εκείνο το απόγευμα στις πέντε. Μετά γύρισε πίσω στο Μπαρ Χάρμπορ. Πάρκαρε το Νόβα σε μια θέση του δήμου και περπάτησε λιγάκι στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τον βρει. «Ποιον;» ρώτησε ο Μπίλι. «Τον άνθρωπο μας», απάντησε υπομονετικά ο Τζινέλι, σαν να μιλούσε σε έναν ηλίθιο. «Αυτό τον τύπο, Γουίλιαμ, τον αναγνωρίζεις πάντα όταν τον δεις. Μοιάζει με όλους τους άλλους λιμοκοντόρους του καλοκαιριού, εκείνους που θα σε πάνε βόλτα με το σκάφος του μπαμπά, ή θα σου δώσουν δέκα γραμμάρια κοκαΐνης πρώτης ποιότητας, ή θα πεταχτούν στο Ασπεν για το Φεστιβάλ με το ιδιωτικό τους αεροπλάνο. Αλλά αυτός που γύρευα εγώ δεν είναι στην πραγματικότητα ίδιος με τους λιμοκοντόρους και υπάρχουν δύο γρήγοροι τρόποι για να το διαπιστώσεις. Ο ένας είναι να κοιτάξεις τα παπούτσια του. Τα παπούτσια αυτού του τύπου είναι κακής ποιότητας. Είναι γυαλισμένα, αλλά κακής ποιότητας. Και μπορείς να καταλάβεις από τον τρόπο που περπατάει ότι πληγώνουν τα πόδια του. Μετά κοιτάς

τα μάτια του. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος. Αυτοί οι τύποι δε φορούν ποτέ γυαλιά Φεράρι και μπορείς πάντα να δεις τα μάτια τους. Λες και μερικοί τύποι θέλουν να διαφημίζουν ακριβώς τι είναι, έτσι όπως άλλοι στήνουν μια δουλειά και μετά πάνε και τα ομολογούν όλα στους μπάτσους. Τα μάτια τους λένε: "Από πού θα έρθει το επόμενο γεύμα μου; Πού θα βρω την επόμενη δόση μου; Πού είναι ο τύπος που έπρεπε να συναντήσω όταν ήρθα εδώ;" Με πιάνεις;» «Ναι, υποθέτω». «Κυρίως αυτό που λένε τα μάτια τους είναι: "Πόσο πιάνω;" Τριγυρίζουν εδώ κι εκεί σαν πόρνες και ψάχνουν σταθερούς πελάτες. Σπάνια ασχολούνται με μεγάλα πράγματα, κινούνται διαρκώς και είναι αρκετά κομψοί... εκτός από τα παπούτσια τους. Φοράνε πανάκριβα πουκάμισα και σακάκια και τζιν παντελόνια επώνυμων σχεδιαστών... αλλά μετά κοιτάζεις τα πόδια τους και τα γαμημένα τα παπούτσια τους είναι άθλια. Τα παπούτσια τους λένε: "Μπορείς να με αποκτήσεις. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλεις για σένα". Με τις πόρνες, το διακριτικό τους είναι η μπλούζα τους. Φοράνε πάντα συνθετικές μπλούζες. Για να δουλέψεις μαζί τους, πρέπει να τις μάθεις να μη φοράνε τέτοιες μπλούζες. »Στο τέλος, βρήκα τον άνθρωπο που γύρευα. Του έπιασα λοιπόν την κουβέντα. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι κοντά στη δημόσια βιβλιοθήκη — ωραίο μέρος — και καταστρώσαμε το σχέδιο μας. Αναγκάστηκα να πληρώσω λίγο παραπάνω, γιατί δεν είχα χρόνο για παζάρια, αλλά ήταν αρκετά πεινασμένος και σκέφτηκα ότι θα ήταν αξιόπιστος. Βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον. Για κάτι τέτοιους τύπους δεν υπάρχει το μακροπρόθεσμα. Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει η λέξη μακροπρόθεσμα». «Πόσο τον πλήρωσες;» Ο Τζινέλι κούνησε το χέρι του σαν να έλεγε πως δεν είχε σημασία το ποσόν. «Σου στοιχίζω λεφτά», είπε ο Μπίλι. Ασυνείδητα είχε αποκτήσει τον τρόπο ομιλίας του Τζινέλι. «Είσαι φίλος μου», είπε ο Τζινέλι λιγάκι εκνευρισμένος. «θα τα βρούμε αργότερα, αλλά μόνο αν θέλεις. Εγώ το διασκεδάζω. Είναι οι πιο παράξενες διακοπές που έχω κάνει στη ζωή μου, Γουίλιαμ. Λοιπόν, θα με αφήσεις να τελειώσω; Το στόμα μου έχει αρχίσει να στεγνώνει κι έχω πολλά ακόμα να σου πω, και έχουμε πολλά να κάνουμε αργότερα». «Συνέχισε».

Ο τύπος που βρήκε ο Τζινέλι λεγόταν Φρανκ Σπάρτον. Είπε ότι ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και είχε διακοπές, αλλά στον Τζινέλι φάνηκε γύρω στα είκοσι πέντε, μάλλον μεγάλος για φοιτητής. Όχι ότι είχε σημασία. Ο Τζινέλι του ζήτησε να πάει στο δάσος όπου είχε αφήσει το νοικιασμένο Φορντ και μετά να ακολουθήσει τους τσιγγάνους όταν θα έφευγαν. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στο Μπαρ Χάρμπορ Μότορ Ιν όταν θα ήταν σίγουρος ότι σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα. Ο Τζινέλι πίστευε ότι δε θα πήγαιναν πολύ μακριά. Όταν ο Σπάρτον θα τηλεφωνούσε στο ξενοδοχείο, έπρεπε να ζητήσει τον Τζον Τρι. Ο Σπάρτον έγραψε το όνομα. Μετά πήρε τα λεφτά που του έδωσε ο Τζινέλι. Το εξήντα τοις εκατό του συνολικού ποσού που είχαν συμφωνήσει. Πήρε επίσης τα κλειδιά και το καπάκι του ντιστριμπιτέρ του Φορντ. Ο Τζινέλι ρώτησε τον Σπάρτον αν πίστευε ότι θα κατάφερνε να το βάλει στη θέση του και ο Σπάρτον, με το χαμόγελο ενός κλέφτη αυτοκινήτων, απάντησε ότι θα τα κατάφερνε. «Τον πήγες εσύ στο δάσος;» ρώτησε ο Μπίλι. «Για τα λεφτά που του έδωσα, Γουίλιαμ, μπορούσε ωραιότατα να κάνει οτοστόπ». Στη συνέχεια, ο Τζινέλι γύρισε στο Μπαρ Χάρμπορ Μότορ Ιν και ζήτησε ένα δωμάτιο υπογράφοντας σαν Τζον Τρι. Παρ' όλο που ήταν μόνο δύο το μεσημέρι, ο Τζινέλι πήρε το τελευταίο ελεύθερο δωμάτιο, ο υπάλληλος του έδωσε τα κλειδιά σαν να του έκανε κάποια φοβερή χάρη. Η καλοκαιρινή σεζόν είχε αρχίσει για τα καλά και είχαν πολύ κόσμο. Ο Τζινελι πήγε στο δωμάτιο του, ρύθμισε το ξυπνητήρι που ήταν πάνω στο κομοδίνο για τις τέσσερις και μισή και κοιμήθηκε. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, σηκώθηκε και πήγε στο αεροδρόμιο. Στις πέντε και δέκα, ένα μικρό ιδιωτικό αεροπλάνο - πιθανώς το ίδιο που είχε φέρει τον Φάντερ από το Κοννέκτικατ — προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο. Ο «συνεργάτης» βγήκε από το αεροπλάνο και τέσσερα πακέτα, ένα μεγάλο και τρία μικρά, ξεφορτώθηκαν από το χώρο φορτίου του σκάφους. Ο Τζινέλι και ο «συνεργάτης» του φόρτωσαν το μεγάλο πακέτο στο πίσω κάθισμα του Νόβα και τα μικρά πακέτα στο πορτμπαγκάζ. Μετά, ο συνεργάτης γύρισε στο αεροπλάνο. Ο Τζινέλι δεν περίμενε να το δει να απογειώνεται, αλλά έφυγε αμέσως. Γύρισε στο ξενοδοχείο, όπου έπεσε να κοιμηθεί μέχρι τις οκτώ, οπότε τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Φρανκ Σπάρτον. Τηλεφωνούσε από ένα βενζινάδικο Τεξάκο στο Μπάνκερτον, σαράντα μίλια βορειοδυτικά του Μπαρ Χάρμπορ. Γύρω στις επτά, είπε ο Σπάρτον, το καραβάνι των τσιγγάνων εγκαταστάθηκε σε ένα χωράφι λίγο έξω από την πόλη, φαίνεται πως όλα είχαν κανονιστεί από πριν. «Ασφαλώς θα τα κανόνισε ο Στάρμπερντ», σχολίασε ο Μπίλι. «Αυτός είναι η εμπροσθοφυλακή τους».

Ο Σπάρτον ήταν κάπως ανήσυχος... εκνευρισμένος. «Πίστευε ότι τον είχαν καταλάβει», είπε ο Τζινέλι. «Πήγαινε αρκετά πίσω τους κι αυτό ήταν λάθος. Μερικοί σταμάτησαν για βενζίνη ή κάτι τέτοιο. Εκείνος δεν τους είδε. Συνέχισε, λοιπόν, και ξαφνικά, τον προσπέρασαν δύο παλιά στέισον βαγκόν και ένα αυτοκινούμενο. Τότε κατάλαβε ότι βρέθηκε στη μέση του καραβανιού, αντί να είναι πίσω τους. Κοιτάζει, λοιπόν, από το παράθυρο του, καθώς τον προσπερνάει το αυτοκινούμενο, και βλέπει εκείνο το γέρο που δεν έχει μύτη στη θέση του συνοδηγού, να τον κοιτάζει και να κουνάει το χέρι του, όχι σαν να τον χαιρετάει, αλλά σαν να τον καταριέται. Δεν είναι δικά μου αυτά τα λόγια, Γουίλιαμ. Αυτό ακριβώς μου είπε στο τηλέφωνο. "Κουνούσε τα δάχτυλα του σαν να με καταριόταν"». «Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Μπίλι. «Θέλεις ουίσκι στον καφέ σου;» «Όχι... ναι». Ο Τζινέλι έριξε Τσίβας στο φλιτζάνι του Μπίλι και συνέχισε. Ρώτησε το Σπάρτον αν το αυτοκινούμενο είχε κάποια ζωγραφιά στο πλάι. Είχε. Ένα κορίτσι και ένα μονόκερο. «Χριστέ μου», είπε πάλι ο Μπίλι. «Πιστεύεις ότι αναγνώρισαν το αυτοκίνητο; Ότι έψαξαν όταν βρήκαν ψόφια τα σκυλιά και το βρήκαν εκεί που το άφησες;» «Σίγουρα», είπε μελαγχολικά ο Τζινέλι. «Μου έδωσε το όνομα του δρόμου που βρίσκονταν — οδός Φίνσον — και τον αριθμό της Εθνικής απ' όπου βγήκαν για να πάρουν αυτό το δρόμο. Μετά μου ζήτησε να αφήσω τα υπόλοιπα λεφτά του σε ένα φάκελο με το όνομα του στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. "θέλω να το ρίξω λίγο έξω", είπε, και δεν τον κατηγορώ γι' αυτό». Ο Τζινέλι έφυγε από το ξενοδοχείο στις οκτώ και τέταρτο. Πέρασε τα σύνορα Μπάκσπορτ και Μπάνκερτον στις εννιάμισι. Δέκα λεπτά αργότερα συνάντησε στο δρόμο του μια Τέξακο που ήταν κλειστή. Στη μια πλευρά του βενζινάδικου, ήταν παρκαρισμένα κάμποσα αυτοκίνητα, μερικά γιατί χρειάζονταν επισκευή και άλλα γιατί πωλούνταν. Στο τέλος της σειράς είδε το νοικιασμένο Φορντ. Συνέχισε το δρόμο του και πιο κάτω έκανε στροφή επί τόπου και ξαναγύρισε πίσω. «Το έκανα αυτό άλλες δύο φορές», είπε. «Δεν ένιωσα αυτό που είχα νιώσει την άλλη φορά, κι έτσι πάρκαρα στην άκρη του δρόμου. Μετά γύρισα με τα πόδια στο βενζινάδικο». «Και;»

«Ο Σπάρτον ήταν μέσα στο αυτοκίνητο», είπε ο Τζινέλι. «Στη θέση του οδηγού. Νεκρός. Υπήρχε μια τρύπα στο μέτωπο του, ακριβώς πάνω από το δεξί μάτι. Δεν είχε πολύ αίμα. θα μπορούσε να ήταν σαρανταπεντάρι, αλλά δεν το πιστεύω. Δεν υπήρχε καθόλου αίμα στο πίσω κάθισμα. Ό,τι τον σκότωσε δε διαπέρασε το κεφάλι του. Η σφαίρα από ένα σαρανταπεντάρι θα είχε τρυπήσει το κεφάλι του και θα είχε βγει από την άλλη μεριά, αφήνοντας μια τρύπα μεγάλη σαν κονσέρβα από σούπα Κάμπελ. Νομίζω ότι κάποιος τον χτύπησε με ένα μπαλάκι σαν σφαίρα και μια σφεντόνα, όπως σε χτύπησε η κοπέλα. Μπορεί, μάλιστα, να το έκανε εκείνη». Ο Τζινέλι σταμάτησε σκεφτικός. «Υπήρχε ένα ψόφιο κοτόπουλο πάνω στα γόνατα του. Ξεκοιλιασμένο. Πάνω στο μέτωπο του Σπάρτον ήταν γραμμένη μια λέξη με αίμα. Αίμα κοτόπουλου, υποθέτω, αλλά δεν είχα το χρόνο να κάνω πλήρη εργαστηριακή ανάλυση, καθώς καταλαβαίνεις». «Ποια λέξη;» ρώτησε ο Μπίλι, αλλά ήξερε ήδη την απάντηση. «ΠΟΤΕ». «Χριστέ μου», ψέλλισε ο Μπίλι και άρπαξε το φλιτζάνι με τον καφέ. Το έφερε στα χείλη του και μετά το άφησε πάλι. Αν έπινε, θα έκανε σίγουρα εμετό. Δεν είχε χρόνο τώρα για εμετούς. Με τη φαντασία του έβλεπε τον Σπάρτον πίσω από το τιμόνι του Φορντ, με το κεφάλι πεσμένο πίσω, μια μαύρη τρύπα πάνω από το ένα μάτι, ένα σωρό από άσπρα πούπουλα στα γόνατα του. Η εικόνα αυτή ήταν τόσο καθαρή που έβλεπε το κίτρινο ράμφος του πουλιού, παγωμένο, μισάνοιχτο, τα νεκρά μαύρα μάτια του... Ο κόσμος έγινε γκρίζος... και μετά ακούστηκε ο ξερός ήχος ενός χαστουκιού και το μάγουλο του άρχισε να τον καίει. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Τζινέλι να ξανακάθεται στην καρέκλα του. «Με συγχωρείς, Γουίλιαμ, αλλά όπως λέει και η διαφήμιση για το άφτερ-σέιβ, το χρειαζόσουν αυτό. Νομίζω ότι άρχισες να έχεις τύψεις για εκείνο τον τύπο, τον Σπάρτον, και θέλω να το κόψεις αμέσως, άκουσες;» Ο τόνος του Τζινέλι ήταν ήπιος, αλλά το βλέμμα του ήταν θυμωμένο. «Τα γυρίζεις όλα τα πάνω κάτω, σαν εκείνους τους δικαστές που κατηγορούν όλο τον κόσμο, από τον τελευταίο αλήτη μέχρι τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, επειδή κάποιο πρεζόνι μαχαίρωσε μια γριά και έκλεψε την επιταγή της σύνταξης της, όλους εκτός από το ίδιο το πρεζόνι που το έκανε και που στέκεται μπροστά στην έδρα τους, και περιμένει να του δώσουν τη μικρότερη ποινή με αναστολή, για να μπορέσει να βγει έξω και να το ξανακάνει». «Μα τι λες τώρα!» άρχισε να λέει ο Μπίλι, αλλά ο Τζινέλι τον έκοψε.

«Διάβολε, ξέρω πολύ καλά τι λέω», επέμεινε. «Δε σκότωσες εσύ τον Σπάρτον, Γουίλιαμ. Κάποιος τσιγγάνος το έκανε και όποιος κι αν ήταν, από πίσω κρύβεται ο γέρος και το ξέρουμε και οι δύο. Ούτε κορόιδεψε κανένας τον Σπάρτον. Έκανε μια δουλειά για να πάρει κάποια λεφτά, αυτό είναι όλο. Μια απλή δουλειά. Έμεινε πολύ πίσω και τον περικύκλωσαν. Τώρα πες μου, Γουίλιαμ, θέλεις να πάρει πίσω την κατάρα ή όχι;» Ο Μπίλι αναστέναξε βαθιά. Ένιωθε ακόμα τα δάχτυλα του Τζινέλι στο μάγουλο του. «Ναι», είπε. «θέλω να πάρει πίσω την κατάρα». «Εντάξει. Ας αφήσουμε αυτό το θέμα λοιπόν». «Καλά». Άφησε τον Τζινέλι να πει την υπόλοιπη ιστορία του χωρίς να τον διακόψει καθόλου. Η αλήθεια ήταν πως είχε τόσο εκπλαγεί από όσα άκουγε που είχε μείνει άφωνος. Ο Τζινέλι έκανε το γύρο του βενζινάδικου και κάθισε στο πίσω μέρος πάνω σε ένα σωρό λάστιχα. Ήθελε να ηρεμήσει, είπε, κι έτσι έμεινε εκεί τα επόμενα είκοσι λεπτά περίπου, χαζεύοντας τον ουρανό — το τελευταίο φως της ημέρας είχε μόλις σβήσει στη δύση — και κάνοντας γαλήνιες σκέψεις. Όταν ένιωσε ότι συνήλθε, γύρισε στο Νόβα. Πήγε μέχρι το βενζινάδικο με τα φώτα σβηστά. Μετά, έβγαλε το πτώμα του Σπάρτον από το νοικιασμένο Φορντ και το έβαλε στο πορτμπαγκάζ του Νόβα. «Μπορεί να ήθελαν να μου αφήσουν ένα μήνυμα, ή μπορεί να ήθελαν απλώς να με στείλουν στη κρεμάλα, όταν ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου θα έβρισκε ένα πτώμα μέσα σε ένα αυτοκίνητο που το είχα νοικιάσει εγώ και υπήρχε το όνομα μου στα συμβόλαια στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Αλλά ήταν ηλίθιο εκ μέρους τους, Γουίλιαμ, γιατί αν πραγματικά σκότωσαν τον τύπο με τη σφεντόνα, οι μπάτσοι μόλις που θα έριχναν μια ματιά σε μένα και μετά θα έστρεφαν αμέσως την προσοχή τους σ' αυτούς — στο κάτω κάτω, η κοπέλα κάνει ένα νούμερο με σφεντόνα. »Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα το γλεντούσα με την ψυχή μου να δω εκείνους που κυνηγάω να την πατάνε έτσι, αλλά τώρα τα πράγματα είναι πολύ παράξενα, αυτή την υπόθεση πρέπει να την αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Επιπλέον, υπολόγιζα ότι το επόμενο πρωί οι μπάτσοι θα πήγαιναν να δουν τους τσιγγάνους για κάτι τελείως διαφορετικό — αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο μου — και ο Σπάρτον θα έμπλεκε τα πράγματα. Κι έτσι, πήρα το πτώμα. Ευτυχώς που το βενζινάδικο ήταν στην ερημιά, αλλιώς δε θα τα είχα καταφέρει». Με το πτώμα του Σπάρτον στο πορτμπαγκάζ, κουλουριασμένο γύρω από τα τρία μικρά δέματα που είχε φέρει ο «συνεργάτης» εκείνο το απόγευμα, ο Τζινέλι ξεκίνησε. Βρήκε την οδό Φίνσον λιγότερο από μισό μίλι πιο κάτω. Στην Παλιά

Εθνική 37Α, που ήταν ένας καλός δευτερεύων δρόμος και έβγαζε δυτικά από το Μπαρ Χάρμπορ, οι τσιγγάνοι είχαν ολοφάνερα διαλέξει ένα ιδανικό σημείο για να τραβήξουν κόσμο. Η οδός Φίνσον όμως - ένας χωματόδρομος γεμάτος λακκούβες και αγριόχορτα — ήταν άλλη περίπτωση. «Αυτό δυσκόλευε λιγάκι τα πράγματα, όπως έγινε και με το πτώμα στο βενζινάδικο, αλλά κατά μια έννοια ήμουν ενθουσιασμένος, Γουίλιαμ. Ήθελα να τους τρομάξω κι εκείνοι φέρονταν σαν άνθρωποι που είναι τρομαγμένοι. Και από τη στιγμή που κάποιος φοβάται, είναι όλο και πιο εύκολο να τον κρατήσεις φοβισμένο». Ο Τζινέλι έσβησε τους προβολείς του Νόβα και συνέχισε με το αυτοκίνητο για ένα τέταρτο του μιλίου ακόμα. Είδε ένα μονοπάτι που έβγαζε σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο. «Ούτε να το είχα παραγγείλει», είπε. «Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα». Άνοιξε το πορτμπαγκάζ, έβγαλε από μέσα το πτώμα του Σπάρτον και το έθαψε πρόχειρα, ρίχνοντας χώμα πάνω του. Όταν τελείωσε, γύρισε στο Νόβα και άνοιξε το μεγάλο πακέτο που ήταν στο πίσω κάθισμα. Πάνω στο κουτί έγραφε: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ. Μέσα υπήρχε ένα Καλίσνικοφ ΑΚ.47 και τετρακόσιες σφαίρες, ένα μαχαίρι, μία ροδέλα με κολλητική ταινία και ένα δοχείο με φούμο. Ο Τζινέλι μαύρισε το πρόσωπο και τα χέρια του, μετά έδεσε το μαχαίρι στο γοφό του. Έχωσε την κολλητική ταινία στην τσέπη του και ξεκίνησε. «Άφησα το μαχαίρι», εξήγησε. «Ένιωθα ήδη σαν ήρωας από κάποιο γαμημένο κόμικ». Ο Σπάρτον του είχε πει ότι οι τσιγγάνοι είχαν κατασκηνώσει σε ένα χωράφι δύο μίλια πιο πέρα. Ο Τζινέλι χώθηκε στο δάσος και άρχισε να περπατάει παράλληλα με το δρόμο προς εκείνη την κατεύθυνση. Δεν τολμούσε να απομακρυνθεί πολύ από το δρόμο, είπε, γιατί φοβόταν μη χαθεί. «Προχωρούσα πολύ αργά», είπε. «Πατούσα διαρκώς πάνω σε κλαδιά και ξύλα. Ελπίζω να μην πάτησα κανένα δηλητηριώδη κισσό. Έχω μεγάλη ευαισθησία στο δηλητηριώδη κισσό». Μετά από δύο ώρες που πέρασε παλεύοντας με την οργιώδη βλάστηση στα ανατολικά της οδού Φίνσον, ο Τζινέλι είδε μια σκοτεινή μορφή στην άκρη του δρόμου. Στην αρχή, νόμιζε ότι ήταν κάποια ταμπέλα. Ένα λεπτό αργότερα συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας άντρας. «Στεκόταν εκεί παγωμένος σαν χασάπης μέσα στο ψυγείο των κρεάτων, αλλά σκέφτηκα ότι με δουλεύει, θέλω να πω, προσπαθούσα πραγματικά να μην κάνω θόρυβο, αλλά είμαι παιδί της πόλης, Γουίλιαμ. Δεν έχω συνηθίσει να περπατάω στο

δάσος μέσα στο σκοτάδι. Υπέθεσα, λοιπόν, ότι κάνει πως δε με ακούει ώστε να την πατήσω. Και όταν τον πλησίαζα αρκετά, θα γύριζε ξαφνικά και θα με έκανε κομματάκια. Βέβαια, μπορούσα να τον θερίσω επί τόπου, αλλά έτσι θα ξυπνούσαν όλοι σε απόσταση ενάμισι μιλίου. Επιπλέον, σου υποσχέθηκα ότι δε θα σκοτώσω κανένα. »Στάθηκα λοιπόν εκεί και περίμενα. Περίμενα ακίνητος δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά, από φόβο ότι αν έκανα την παραμικρή κίνηση μπορεί να πατούσα πάνω σε κάποιο κλαδί και τότε θ' άρχιζε το γλέντι. Ξαφνικά, εκείνος γυρίζει και χώνεται πίσω από ένα θάμνο για να κατουρήσει. Και τι βλέπω; Δε θα το πιστέψεις, Γουίλιαμ. Δεν ξέρω από πού πήρε μαθήματα για φρουρός ο τύπος, αλλά οπωσδήποτε δεν του τα έμαθαν καλά. Κρατάει το πιο παλιό όπλο που έχω δει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και φοράει, παρακαλώ, γουόκμαν στ' αυτιά του. θα μπορούσα, με λίγα λόγια, να πάω από πίσω του και να του φωνάξω "Ζήτω η Κολομβία", κι εκείνος να μην πάρει πρέφα το παραμικρό». Ο Τζινέλι γέλασε. «Σου λέω ένα πράγμα, βάζω στοίχημα ότι ο γέρος δεν ήξερε πως αυτός ο τύπος άκουγε ροκ εντ ρολ την ώρα που υποτίθεται ότι φύλαγε τσίλιες». Όταν ο φρουρός ξαναγύρισε στη θέση του, ο Τζινέλι τον πλησίασε απ' την πλευρά που δεν έβλεπε, χωρίς να νοιάζεται πια να μην κάνει θόρυβο. Καθώς περπατούσε, έβγαλε τη ζώνη του. Κάτι προειδοποίησε το φρουρό — κάτι φαίνεται πως είδε με την άκρη του ματιού του — την τελευταία στιγμή. Η τελευταία στιγμή δεν είναι πάντα πολύ αργά, αλλά αυτή τη φορά ήταν. Ο Τζινέλι πέρασε τη ζώνη γύρω από το λαιμό του και την έσφιξε. Ακολούθησε μια σύντομη μάχη. Ο νεαρός τσιγγάνος πέταξε το όπλο του και άρπαξε την άκρη της ζώνης. Τα ακουστικά γλίστρησαν στα μαγουλά του και ο Τζινέλι άκουσε τους Ρόλινγκ Στόουνς να τραγουδάνε ανάμεσα στ' αστέρια «Κάτω από το Δάχτυλο μου». Ο νεαρός άρχισε να βγάζει πνιχτούς ήχους. Οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο αδύναμες και μετά σταμάτησαν τελείως. Ο Τζινέλι συνέχισε να τον σφίγγει για άλλα είκοσι δευτερόλεπτα και μετά χαλάρωσε τη λαβή του και τον έσυρε πίσω από κάτι θάμνους. Ήταν ένας ωραίος, μυώδης άντρας γύρω στα είκοσι δύο, φορούσε τζιν και μπότες Ντίνγκο. Ο Τζινέλι μάντεψε, από την περιγραφή που του είχε κάνει ο Μπίλι, ότι θα πρέπει να ήταν ο Σάμιουελ Λέμκε και ο Μπίλι συμφώνησε μαζί του. Ο Τζινέλι βρήκε ένα δέντρο κατάλληλο και τον έδεσε πάνω στον κορμό με κολλητική ταινία. «Ακούγεται ανόητο να δέσεις κάποιον σε ένα δέντρο μ' αυτό τον τρόπο, αλλά μόνο άμα σου το κάνουν, καταλαβαίνεις πόσο αποτελεσματικό είναι. Αν σε δέσουν με αρκετή ταινία, δεν έχεις καμιά ελπίδα να ξεφύγεις. Η ταινία αυτή είναι πολύ ανθεκτική. θα μείνεις εκεί που είσαι μέχρι να έρθει κάποιος να σε ελευθερώσει. Δεν μπορείς να την κόψεις και είναι αδύνατο να τη λύσεις».

Ο Τζινέλι έκοψε το κάτω μέρος του πουκάμισου του Λέμκε, το έχωσε στο στόμα του και το κόλλησε με ταινία. «Μετά, γύρισα την κασέτα από την αρχή και έχωσα τα ακουστικά στ' αυτιά του. Δεν ήθελα να βαρεθεί όταν θα ξυπνούσε». Ξανάρχισε να περπατάει παράλληλα με το δρόμο. Εκείνος και ο Λέμκε είχαν περίπου το ίδιο ύψος και σκέφτηκε ότι αν υπήρχε και δεύτερος φρουρός, θα νόμιζε στην αρχή βλέποντας τον ότι είναι ο Λέμκε. Έτσι, θα μπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς να κινδυνέψει. Ωστόσο, ήταν πια αργά και τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες είχε κοιμηθεί ελάχιστα. «Αν σου λείπει ύπνος, είναι σίγουρο ότι θα τα θαλασσώσεις», είπε. «Και αν μεν παίζεις Μονόπολι, δεν πειράζει. Αλλά αν έχεις να κάνεις με ανθρώπους που πυροβολούν τον κόσμο και μετά γράφουν αποθαρρυντικές λέξεις στο μέτωπο του με αίμα κότας, τότε με το παραμικρό λάθος είσαι νεκρός. Και τελικά, εγώ έκανα ένα λάθος. Αλλά ήμουν τυχερός και δεν την πλήρωσα. Μερικές φορές, ο θεός συγχωρεί». Το λάθος αυτό ήταν ότι δεν είδε το δεύτερο φρουρό παρά μόνο όταν πέρασε από μπροστά του. Αυτό συνέβη επειδή εκείνος δε στεκόταν στην άκρη του δρόμου, όπως ο Λέμκε, αλλά ήταν χωμένος μέσα στις σκιές των δέντρων. Για καλή τύχη του Τζινέλι, δεν είχε χωθεί μέσα στα δέντρα για να κρυφτεί, αλλά για να είναι πιο άνετα. «Αυτός εδώ δεν άκουγε μουσική», εξήγησε ο Τζινέλι. «Αυτός κοιμόταν του καλού καιρού. Φρικτοί φρουροί, αλλά τι περιμένει κανείς από άσχετους ερασιτέχνες. Άλλωστε, φαίνεται πως δε με είχαν πάρει ακόμα αρκετά στα σοβαρά. Αν πιστεύεις ότι κάποιος αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για σένα, τότε δεν κοιμάσαι με τίποτα. Η σκέψη αυτή σε κρατάει ξύπνιο ακόμα κι όταν θέλεις να κοιμηθείς». Ο Τζινέλι πλησίασε τον κοιμισμένο φρουρό, διάλεξε ένα σημείο στο κεφάλι του και κατέβασε την κάννη του Καλίσνικοφ με αρκετή δύναμη. Ακούστηκε ένα γδούπος. Ο φρουρός, που ακουμπούσε στον κορμό ενός δέντρου, έπεσε στο χορτάρι. Ο Τζινέλι έσκυψε και προσπάθησε να βρει το σφυγμό του. Ήταν αργός, αλλά σταθερός. Τον άφησε και συνέχισε το δρόμο του. Πέντε λεπτά αργότερα, έφτασε στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Στ' αριστερά του, στους πρόποδες του λόφου, απλωνόταν ένα χωράφι. Ο Τζινέλι είδε το σκοτεινό κύκλο των οχημάτων που ήταν παρκαρισμένα περίπου 200 μέτρα από το δρόμο. Σήμερα δεν είχαν ανάψει φωτιά. Πίσω από τις κουρτίνες μερικών αυτοκινούμενων ξεπρόβαλε ένα αχνό φως μόνο. Ο Τζινέλι έπεσε κάτω και άρχισε να σέρνεται με την κοιλιά προς τους πρόποδες του λόφου κρατώντας το Καλίσνικοφ μπροστά του. Κατέβηκε έτσι το μισό λόφο, μέχρι

που βρήκε ένα βράχο που προεξείχε. Κρύφτηκε πίσω από το βράχο και στήριξε την κάννη του όπλου του. «Το φεγγάρι άρχισε να προβάλλει, αλλά αποφάσισα να μην το περιμένω. Άλλωστε, έβλεπα αρκετά καλά για να κάνω αυτό που έπρεπε, τώρα πια δεν απείχα παρά εκατό μέτρα από κείνους. Άλλωστε, δεν είχα να κάνω καμιά λεπτοδουλειά. Το Καλίσνικοφ δεν είναι καλό για λεπτοδουλειές. Είναι σαν να προσπαθείς να βγάλεις τη σκωληκοειδίτιδα κάποιου με πριόνι. Το Καλίσνικοφ είναι καλό για να τρομάζει τον κόσμο. Και πραγματικά τους τρόμαξα. Βάζω στοίχημα ότι τα έκαναν όλοι πάνω τους εκείνο το βράδυ. Αλλά όχι ο γέρος. Εκείνος είναι πολύ σκληρό καρύδι, Γουίλιαμ». Με το Καλίσνικοφ προσεκτικά στερεωμένο στο έδαφος, ο Τζινέλι πήρε βαθιά ανάσα και σημάδεψε το μπροστινό λάστιχο του αυτοκινούμενου με το μονόκερο. Ακούγονταν τριζόνια και κάπου εκεί κοντά πρέπει να υπήρχε ένα ποταμάκι. Ένα νυχτοπούλι έκραξε μια φορά μέσα στο σκοτεινό χωράφι. Στη μέση της δεύτερης στροφής του τραγουδιού του, ο Τζινέλι άνοιξε πυρ. Η βροντή του Καλίνσικοφ έσκισε τη νύχτα στα δύο. Σπίθες άστραφταν στην άκρη της κάννης καθώς ο γεμιστήρας - τριάντα σφαίρες διαμετρήματος 0.30 σε περίβλημα μεγέθους μεγάλου τσιγάρου, με 9 γραμμάρια δυναμίτιδα η καθεμία - άδειαζε. Το μπροστινό λάστιχο του αυτοκινούμενου δεν έσκασε απλώς, ανατινάχτηκε. Ο Τζινέλι έριξε κατά μήκος του οχήματος, αλλά χαμηλά. «Δεν άνοιξα ούτε μία τρύπα στο κυρίως σώμα», είπε. «Διέλυσα το έδαφος από κάτω του, αλλά δεν έριξα καθόλου στο όχημα, γιατί φοβόμουν μη χτυπήσω το ντεπόζιτο της βενζίνης. Έχεις δει ποτέ ένα αυτοκινούμενο να ανατινάζεται; Σαν να ανάβεις μια κροτίδα και να βάζεις από πάνω μια κονσέρβα. Το είχα δει αυτό κάποτε στο Νιου Τζέρσι». Το πίσω λάστιχο του αυτοκινούμενου ανατινάχτηκε. Ο Τζινέλι γέμισε πάλι το Καλίσνικοφ και ξανάριξε. Τώρα άρχισε ο σαματάς. Ακούγονταν φωνές από παντού, μερικές θυμωμένες, οι περισσότερες απλώς τρομαγμένες. Μια γυναίκα ούρλιαξε. Μερικοί - πόσοι ακριβώς ο Τζινέλι δεν μπορούσε να πει - έβγαιναν από τα οχήματα τους, με τις πιτζάμες και τα νυχτικά, όλοι έδειχναν μπερδεμένοι και τρομοκρατημένοι, όλοι κοίταζαν δεξιά αριστερά μες στο σκοτάδι. Και τότε ο Τζινέλι είδε τον Ταντούζ Λέμκε για πρώτη φορά. Ο γέρος ήταν σχεδόν κωμικός με τη νυχτικιά του. Κάτω από το σκούφο του ξεπρόβαλλαν τούφες μαλλιά. Έκανε το γύρο του αυτοκινούμενου, έριξε μια ματιά στα σκασμένα λάστιχα, και μετά κοίταξε ίσια πάνω, εκεί που κρυβόταν ο Τζινέλι. Δεν υπήρχε τίποτα κωμικό στο βλέμμα του. «Ήξερα ότι δεν μπορούσε να με δει», εξήγησε ο Τζινέλι. «Το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμα, είχα βάψει μαύρο το πρόσωπο και τα χέρια μου, δεν ήμουν παρά μια ακόμα σκιά μέσα σ' ένα ολόκληρο χωράφι με σκιές. Αλλά... ένιωσα ότι με είδε, Γουίλιαμ, και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου».

Ο γέρος στράφηκε στους ανθρώπους του, ο οποίοι είχαν αρχίσει να μαζεύονται γύρω του, μιλώντας ακόμα και χειρονομώντας. Τους φώναξε κάτι στη γλώσσα τους και έδειξε με το χέρι τα οχήματα. Ο Τζινέλι δεν κατάλαβε τα λόγια, αλλά κατάλαβε πολύ καλά τη χειρονομία του: Καλυφθείτε, ανόητοι. «Ήταν πολύ αργά, Γουίλιαμ», συνέχισε ο Τζινέλι με πονηρό ύφος. Είχε ήδη αρχίσει να ρίχνει στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους. Τώρα οι περισσότεροι ούρλιαζαν, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες. Μερικοί έπεσαν στο χώμα και άρχισαν να σέρνονται, οι περισσότεροι με το κεφάλι κάτω και τη λεκάνη στον αέρα. Οι υπόλοιποι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από κείνη που έρχονταν οι σφαίρες. Ο Λέμκε έμεινε στη θέση του και τους φώναζε με βραχνή φωνή. Ο σκούφος του είχε πέσει. Εκείνοι που έτρεχαν συνέχισαν να τρέχουν κι εκείνοι που σέρνονταν στο χώμα συνέχισαν να σέρνονται. Μπορεί κανονικά ο Λέμκε να τους κυβερνούσε με σιδερένιο χέρι, αλλά ο Τζινέλι τους είχε πανικοβάλει. Το στέισον βαγκόν από το οποίο είχε πάρει το σακάκι και τα πάνινα παπούτσια το περασμένο βράδυ ήταν παρκαρισμένο δίπλα στο αυτοκινούμενο με τη μούρη προς τα έξω. Ο Τζινέλι γέμισε για τρίτη φορά το γεμιστήρα και ξανάριξε. «Το προηγούμενο βράδυ ήταν τελείως άδειο, κι έτσι όπως βρομούσε συμπέρανα ότι θα εξακολουθούσε να είναι άδειο. Έριξα λοιπόν με την ψυχή μου, θέλω να πω, το διέλυσα στην κυριολεξία το γαμημένο. »Ξέρεις, τα Καλίσνικοφ είναι πολύ κακά όπλα, Γουίλιαμ. Εκείνοι που βλέπουν πολεμικές ταινίες νομίζουν ότι όταν χρησιμοποιείς ένα αυτόματο καταλήγεις να κάνεις μια σειρά από τακτικές τρυπούλες, αλλά δεν είναι έτσι. Το Καλίσνικοφ δημιουργεί μεγάλη ακαταστασία, και το κάνει πολύ γρήγορα. Πρώτα έγινε θρύψαλα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Μετά, ανασηκώθηκε η οροφή και οι σφαίρες μου την έκαναν κομμάτια. Οι προβολείς διαλύθηκαν. Τα λάστιχα διαλύθηκαν. Δεν είδα το νερό να τινάζεται από το ψυγείο, γιατί ήταν πολύ σκοτεινά, αλλά το άκουσα. Όταν μου τελείωσαν οι σφαίρες, το αναθεματισμένο το στέισον βαγκόν είχε γίνει κομμάτια, σαν να είχε πέσει πάνω σε έναν τοίχο από τούβλα. Και όλη αυτή την ώρα, ενώ κομματιασμένα τζάμια και μέταλλα πετάγονταν δεξιά αριστερά, ο γέρος δεν το κούνησε ρούπι από τη θέση του. Κοίταζε μόνο στην πλαγιά του λόφου για να με εντοπίσει και να στείλει τους ανθρώπους του να με πιάσουν, αν ήμουν αρκετά ανόητος ώστε να περιμένω να τους συνεφέρει. Αποφάσισα λοιπόν να του δίνω πριν προλάβει να τους συγκεντρώσει».

Ο Τζινέλι σύρθηκε μέχρι το δρόμο για να μη δίνει στόχο, σαν στρατιώτης που προσπαθεί να προφυλαχτεί από τα πυρά του εχθρού. Όταν έφτασε στο δρόμο, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει. Πέρασε μπροστά από το δεύτερο φρουρό εκείνον που είχε χτυπήσει με την κάννη του όπλου του - χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά. Αλλά όταν έφτασε στο σημείο που είχε δέσει τον κύριο Γουόκμαν, κοντοστάθηκε κρατώντας την ανάσα του. «Δεν ήταν δύσκολο να τον βρω, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι», είπε. «Άκουγα τα κλαδάκια που έσπαγαν κάτω από τα πόδια του. Όταν έφτασα πιο κοντά, άρχισα ν' ακούω και τον ίδιο... ουνβ, ουνβ, ουβ, ουβ, γκαλούμπ, γκαλούμπ». Ο Λέμκε είχε μετακινηθεί και είχε κάνει το ένα τέταρτο της περιμέτρου του κορμού, με αποτέλεσμα να είναι πιο σφιχτά δεμένος από πριν. Τα ακουστικά είχαν πέσει και κρέμονταν από το λαιμό του. Όταν είδε τον Τζινέλι, σταμάτησε να κουνιέται και έμεινε να τον κοιτάζει. «Είδα στα μάτια του ότι νόμιζε πως θα τον σκοτώσω, και είχε κλάσει μαλλί», εξήγησε ο Τζινέλι. «Αυτό μου ερχόταν κουτί. Ο γέρος δεν είχε τρομοκρατηθεί, αλλά σε βεβαιώ ότι το παιδί αυτό εύχεται με όλη του την καρδιά να μην είχαν μπλέξει ποτέ μαζί σου, Γουίλιαμ. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να τον τρομάξω λίγο ακόμα, δεν είχα χρόνο». Γονάτισε δίπλα στο Λέμκε και σήκωσε το Καλίσνικοφ έτσι ώστε να δει τι ήταν. Τα μάτια του νεαρού έδειξαν ότι ήξερε πολύ καλά τι ήταν. «Δεν έχω πολλή ώρα, καθίκι, γι' αυτό άκου προσεκτικά», μούγκρισε ο Τζινέλι. «Πες στο γέρο ότι την επόμενη φορά δε θα ρίξω στον αέρα, ή στο χώμα, ή σε άδεια αυτοκίνητα. Πες του ότι ο Γουίλιαμ Χάλεκ λέει να πάρει πίσω την κατάρα. Το 'πιασες;» Ο Λέμκε έγνεψε όσο του επέτρεπε η ταινία. Ο Τζινέλι έκοψε την ταινία που είχε κολλήσει στο στόμα του και έβγαλε το πουκάμισο. «Σε λίγο θα πλακώσει κόσμος εδώ γύρω», είπε. «Άμα φωνάξεις, θα σε βρουν. Να θυμάσαι το μήνυμα». Γύρισε να φύγει. «Δεν καταλαβαίνεις», είπε βραχνά ο τσιγγάνος. «Δε θα την πάρει πίσω ποτέ. Είναι ο τελευταίος από τους μεγάλους Μαγιάρους αρχηγούς, η καρδιά του είναι πέτρα. Σε παρακαλώ, κύριε, άκουσε με, εγώ θα του το πω, αλλά εκείνος δε θα το κάνει».

Εκείνη τη στιγμή, πέρασε από το δρόμο ένα φορτηγάκι με κατεύθυνση προς τον καταυλισμό των τσιγγάνων. Ο Τζινέλι το κοίταξε και μετά κοίταξε πάλι το Λέμκε. «Και οι πέτρες συνθλίβονται», είπε. «Να του το πεις κι αυτό». Ο Τζινέλι βγήκε πάλι στο δρόμο, τον διέσχισε και έτρεξε προς το σημείο όπου είχε θάψει τον Σπάρτον. Ένα ακόμα φορτηγάκι πέρασε στο δρόμο και μετά τρία αυτοκίνητα στη σειρά. Οι άνθρωποι αυτοί — οι οποίοι ήταν περίεργοι να ανακαλύψουν ποιος πυροβολούσε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα στην ήσυχη πόλη τους — δεν ήταν πρόβλημα για τον Τζινέλι. Τα φώτα τους του πρόσφεραν το χρόνο που χρειαζόταν για να κρυφτεί πριν προλάβουν να τον δουν. Άκουσε μια σειρήνα που πλησίαζε ακριβώς τη στιγμή που έφτανε στο Νόβα. Έβαλε μπροστά το Νόβα και γύρισε με σβηστά φώτα στο δρόμο. Ένα Σεβρολέτ με ένα γαλάζιο προβολέα στην οροφή πέρασε τρέχοντας. «Όταν έφυγε, έβγαλα το φούμο από το πρόσωπο και τα χέρια μου και το ακολούθησα», είπε ο Τζινέλι. «Το ακολούθησες;» πετάχτηκε έκπληκτος ο Μπίλι. «Ήταν πιο ασφαλές. Άμα πέσουν πυροβολισμοί κάπου, οι άνθρωποι που είναι εκεί κοντά τσακίζονται να φτάσουν για να δουν αίμα πριν το καθαρίσουν οι μπάτσοι. Εκείνοι που απομακρύνονται θεωρούνται ύποπτοι. Πολλές φορές φεύγουν επειδή έχουν όπλα στις τσέπες τους». Όταν έφτασε πάλι στο χωράφι, υπήρχαν μισή ντουζίνα αυτοκίνητα παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου. Τα φώτα τους διασταυρώνονταν σαν σπαθιά. Διάφοροι άνθρωποι έτρεχαν δεξιά αριστερά φωνάζοντας. Το αυτοκίνητο του αστυνόμου της περιοχής ήταν παρκαρισμένο κοντά στο σημείο όπου ο Τζινέλι είχε αφήσει το δεύτερο φρουρό. Ο προβολέας του περιπολικού έριχνε γαλάζιο φως στα δέντρα. Ο Τζινέλι άνοιξε το παράθυρο του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε τον αστυνόμο. «Τίποτα που να σας αφορά. Προχωρήστε, παρακαλώ», είπε ο μπάτσος. Και στην περίπτωση που ο τύπος στο Νόβα μπορεί να μιλούσε αγγλικά, αλλά να καταλάβαινε μόνο ρώσικα, ο αστυνομικός έδειξε με μια ανυπόμονη κίνηση το δρόμο ίσια μπροστά. Ο Τζινέλι συνέχισε αργά το δρόμο του, περνώντας ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα οποία υπέθετε ότι ανήκαν στους ντόπιους. Μπροστά από το στέισον βαγκόν που ο Τζινέλι είχε καταστρέψει υπήρχαν δύο ομάδες ανθρώπων. Στη μια

ήταν τσιγγάνοι που φορούσαν πιτζάμες και νυχτικά. Μιλούσαν μεταξύ τους και έκαναν έντονες χειρονομίες. Στην άλλη ήταν άνθρωποι της πόλης. Στέκονταν ήσυχα με τα χέρια στις τσέπες, χαζεύοντας το κατεστραμμένο όχημα. Η μία ομάδα αγνοούσε την άλλη. Η οδός Φίνσον συνεχιζόταν για δέκα ακόμα χιλιόμετρα, και ο Τζινέλι παραλίγο να τρακάρει, όχι μία αλλά δύο φορές, καθώς όλοι έτρεχαν σαν τρελοί. «Προφανώς, ήταν διάφοροι περίεργοι που βιάζονταν να δουν λίγο αίμα πριν το καθαρίσουν οι μπάτσοι από το πεζοδρόμιο. Ή, για την ακρίβεια, από το χορτάρι». Πήρε έναν άλλο δρόμο που τον έβγαλε στο Μπάκσπορτ και από κει τράβηξε βόρεια. Έφτασε στο ξενοδοχείο του στις δύο το πρωί. Έβαλε το ξυπνητήρι για τις επτάμισι και κοιμήθηκε. Ο Μπίλι τον κοίταξε έκπληκτος, «θέλεις να πεις ότι όλες εκείνες τις ώρες που εγώ ανησυχούσα ότι είχες σκοτωθεί, εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού στο ξενοδοχείο από το οποίο είχαμε φύγει;» «Ε, ναι». Ο Τζινέλι πήρε μια έκφραση σαν να ντρεπόταν και μετά χαμογέλασε πονηρά. «Αυτό οφείλεται σε έλλειψη εμπειρίας, Γουίλιαμ. Δεν έχω συνηθίσει να ανησυχεί κάποιος για μένα. Εκτός ίσως από τη μάνα μου, αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό». «Πάντως, φαίνεται πως δεν άκουσες το ξυπνητήρι, εδώ ήρθες γύρω στις εννέα». «Λάθος, σηκώθηκα μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι. Έκανα ένα τηλεφώνημα και κατέβηκα με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Νοίκιασα ένα άλλο αυτοκίνητο. Από την Έιβις αυτή τη φορά. Η Χερτζ δεν υπήρξε και πολύ γουρλίδικη για μένα». «Φοβάμαι πως θα μπλέξεις άσχημα με εκείνο το αυτοκίνητο της Χερτζ», είπε ο Μπίλι. «Όχι. Όλα τακτοποιήθηκαν. Βέβαια, για μια στιγμή ανησύχησα. Γι' αυτό έκανα εκείνο το τηλεφώνημα, για το αυτοκίνητο της Χερτζ. Έβαλα το "συνεργάτη" μου να ξανάρθει από τη Νέα Υόρκη, Υπάρχει ένα μικρό αεροδρόμιο στο Έλσγουερθ και προσγειώθηκε εκεί. Μετά ο πιλότος πήγε στην Μπανγκόρ να τον περιμένει. Ο συνεργάτης μου έκανε οτοστόπ μέχρι το Μπάνκερτον. Εκεί...» «Αυτό το πράγμα έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις», είπε ο Μπίλι. «Το ξέρεις; Λες και είναι ο πόλεμος του Βιετνάμ». «Μη λες ανοησίες, Γουίλιαμ».

«Μόνο που έφερες το συνεργάτη σου από τη Νέα Υόρκη». «Ε, δεν είναι και σπουδαίο. Δεν ξέρω κανένα στο Μέιν και ο μόνος άνθρωπος που βρήκα εδώ πήγε και σκοτώθηκε. Τέλος πάντων, δεν υπήρχε πρόβλημα. Πήρα πλήρη αναφορά χτες το βράδυ. Ο συνεργάτης μου έφτασε στο Μπάνκερτον γύρω στις δώδεκα χτες το μεσημέρι και ο μοναδικός άνθρωπος στο βενζινάδικο ήταν ένα παιδί που έδειχνε να του λείπει κάποια βίδα. Έβαζε βενζίνη όταν ερχόταν κανείς, αλλά η βασική ασχολία του ήταν να λαδώνει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου που βρισκόταν μέσα στο γκαράζ. Όσο ήταν εκεί μέσα, ο φίλος μου άνοιξε την πόρτα του Φορντ με ένα σύρμα και το έβαλε μπροστά. Πέρασε έξω από το γκαράζ και ο μικρός ούτε καν γύρισε το κεφάλι του να κοιτάξει. Ο συνεργάτης μου πήγε με το αυτοκίνητο μέχρι το Διεθνές Αεροδρόμιο της Μπανγκόρ και πάρκαρε το Φορντ σε έναν από τους χώρους της Χερτζ. Του είπα να κοιτάξει μήπως υπήρχαν λεκέδες από αίμα, και όταν του μίλησα στο τηλέφωνο μου είπε ότι είχε βρει λίγο αίμα στο κέντρο του μπροστινού καθίσματος — αυτό πρέπει να ήταν αίμα κότας — και το καθάρισε με ένα βρεγμένο χαρτομάντιλο. Μετά συμπλήρωσε τα στοιχεία που ζητούσαν στο ντοσιέ, το έριξε σε ένα Γραμματοκιβώτιο Παράδοσης της Χερτζ και γύρισε στη Νέα Υόρκη». «Και τα κλειδιά; Είπες ότι άνοιξε την πόρτα με ένα σύρμα». «Κοίτα, τα κλειδιά ήταν το πρόβλημα από την αρχή. Αυτό ήταν ένα ακόμα λάθος που έκανα. Το ρίχνω στην έλλειψη ύπνου, αλλά μπορεί να φταίει και η ηλικία, φαίνεται πως γερνάω. Τα κλειδιά ήταν στην τσέπη του Σπάρτον και ξέχασα να τα πάρω όταν τον έθαψα. Αλλά τώρα...» Ο Τζινέλι έβγαλε ένα ζευγάρι κλειδιά περασμένα σε ένα κατακίτρινο πορτ-κλε της Χερτζ και τα κούνησε επιδεικτικά. «Γύρισες πίσω;» ρώτησε έκπληκτος ο Μπίλι. «Χριστέ μου, γύρισες πίσω και τον ξέθαψες για να πάρεις τα κλειδιά». «Αργά ή γρήγορα, θα τον έβρισκαν και θα τον ξέθαβαν οι μαρμότες ή οι αρκούδες », εξήγησε ο Τζινέλι, «ή μπορεί να τον έβρισκαν τίποτα κυνηγοί την εποχή του κυνηγιού, όταν θα έβγαιναν με τα σκυλιά τους. Δε μ' ένοιαζε για τη Χερτζ, βέβαια, οι υπάλληλοι της Χερτζ είναι συνηθισμένοι να παίρνουν φακέλους επιστροφής χωρίς τα κλειδιά των αυτοκινήτων. Πολλοί άνθρωποι ξεχνούν να επιστρέψουν τα κλειδιά των ξενοδοχείων και των νοικιασμένων αυτοκινήτων. Μερικές φορές τα στέλνουν πίσω με το ταχυδρομείο, άλλες δεν μπαίνουν καν στον κόπο. Οπότε, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Χερτζ παίρνει τηλέφωνο την αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου, λέει το νούμερο πλαισίου και ο υπάλληλος της αντιπροσωπείας του δίνει τον τύπο του κλειδιού. Τα καινούργια κλειδιά είναι έτοιμα μέχρι να πεις κύμινο. Αν όμως κάποιος έβρισκε ένα πτώμα θαμμένο με ένα ατσάλινο μπαλάκισφαίρα στο κεφάλι του και ένα ζευγάρι κλειδιά αυτοκινήτου στην τσέπη του, κλειδιά

που στο τέλος θα αποδεικνυόταν ότι ανήκαν σε μένα..., τότε θα την είχα άσχημα. Πολύ άσχημα. Με πιάνεις;» «Ναι». «Επιπλέον, έπρεπε να ξαναπάω εκεί πέρα έτσι κι αλλιώς, ξέρεις», συνέχισε ο Τζινέλι. «Και δεν μπορούσα να πάω με το Νόβα». «Γιατί όχι; Δεν το είχαν δει». «Πρέπει να σ' τα διηγηθώ όλα με τη σειρά, Γουίλιαμ. Τότε θα καταλάβεις, θέλεις λίγο ουίσκι ακόμα;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. Ο Τζινέλι έριξε λίγο ουίσκι στο ποτήρι του. «Εντάξει. Λοιπόν, συνοψίζω: Νωρίς το πρωί της Τρίτης, τα σκυλιά. Αργότερα, το Νόβα. Τρίτη βράδυ, οι πυροβολισμοί. Τετάρτη πρωί, το δεύτερο νοικιασμένο αυτοκίνητο. Με παρακολουθείς;» «Έτσι νομίζω». «Τώρα μιλάμε για ένα Μπιούικ. Ο τύπος στην Έιβις ήθελε να μου δώσει ένα Άρις Κ, μου είπε ότι ήταν το μόνο που του είχε μείνει και ήμουν τυχερός που υπήρχε κι αυτό, αλλά δε μου έκανε. Έπρεπε να είναι ένα σεντάν. Να μην τραβάει την προσοχή, αλλά να είναι αρκετά μεγάλο. Χρειάστηκαν είκοσι δολάρια για να αλλάξει γνώμη, αλλά στο τέλος πήρα το αυτοκίνητο που ήθελα. Γύρισα μ' αυτό στο Μπαρ Χάρμπορ Μότορ Ιν, το πάρκαρα και έκανα μερικά τηλεφωνήματα ακόμα για να βεβαιωθώ ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Μετά γύρισα εδώ με το Νόβα. Μ' αρέσει αυτό το αυτοκίνητο, Μπίλι, είναι λιγάκι μπασταρδεμένο στην εμφάνιση και το εσωτερικό του μυρίζει απαίσια, αλλά έχει κότσια. »Φτάνω λοιπόν εδώ, και επιτέλους ηρεμείς βλέποντας ότι είμαι ζωντανός. Είμαι πια πτώμα στην κούραση και δεν αντέχω ούτε να σκεφτώ ότι μπορεί να γυρίσω στο Μπαρ Χάρμπορ. Έτσι, περνάω όλη την ημέρα στο κρεβάτι σου». «θα μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις, ξέρεις, και να αποφύγεις τουλάχιστον αυτή τη διαδρομή», είπε ήρεμα ο Μπίλι. Ο Τζινέλι του χαμογέλασε. «Ναι, μπορούσα να σου τηλεφωνήσω, αλλά προτίμησα να έρθω. Ένα τηλεφώνημα δε θα μου έδειχνε πώς ήσουν, Γουίλιαμ. Δεν ανησυχείς μόνο εσύ».

Ο Μπίλι έσκυψε το κεφάλι του και ξεροκατάπιε. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα πάλι. Τον τελευταίο καιρό όλο έκλαιγε. «Έτσι, λοιπόν, ο Τζινέλι ξυπνάει, αναζωογονημένος και νηφάλιος. Κάνει ένα ντους, πηδάει στο Νόβα, το οποίο, μετά από μία ολόκληρη μέρα στον ήλιο, βρομάει σκατά αγελάδας περισσότερο από ποτέ άλλοτε, και ξαναγυρίζει στο Μπαρ Χάρμπορ. Όταν φτάνει εκεί, βγάζει τα μικρά πακέτα από το πορτ-μπαγκάζ και τα ανοίγει μέσα στο δωμάτιο του. Σε ένα από αυτά υπάρχει ένα τριανταοκτάρι Κολτ Γούντσμαν και μια θήκη για τον ώμο. Τα πράγματα που υπάρχουν στα άλλα δύο πακέτα χωράνε στις τσέπες του σπορ σακακιού του. Μετά, βγαίνει από το δωμάτιο και αλλάζει το Νόβα με το Μπιούικ. Σκέφτεται για μια στιγμή πως αν υπήρχαν δύο Τζινέλι, δε θα χρειαζόταν να χάνει τόσο χρόνο αλλάζοντας αυτοκίνητα σαν παρκαδόρος σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο του Λος Άντζελες. Τραβάει για το Μπάνκερτον για τελευταία, όπως ελπίζει, φορά. Κάνει μόνο μία στάση στο δρόμο. Σταματάει σε ένα σούπερ μάρκετ. Μπαίνει και αγοράζει δύο πράγματα: ένα από εκείνα τα μπολ που οι γυναίκες χρησιμοποιούν για να φυλάνε τα τρόφιμα και ένα μπουκάλι πέπσι-κόλα. Φτάνει στο Μπάνκερτον όταν έχει αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Πηγαίνει ίσια στο σημείο που έχει θάψει τον Σπάρτον, χωρίς να πάρει καμία προφύλαξη, ξέρει ότι το να είναι προσεκτικός στη φάση αυτή δε θα αλλάξει τίποτα. Αν έχουν δει το πτώμα μέσα στην αναστάτωση της περασμένης νύχτας, την έχει άσχημα. Αλλά κανένας δεν είναι εκεί και δεν υπάρχει κανένα σημάδι που να δείχνει ότι κάποιος ήταν εκεί νωρίτερα. Αρχίζει λοιπόν να σκάβει μέχρι που φτάνει στο πτώμα. Το ψαχουλεύει λίγο και βγάζει το ζητούμενο, σαν ταχυδακτυλουργός που βγάζει το περιστέρι από το καπέλο του». Η φωνή του Τζινέλι ήταν απολύτως ανέκφραστη, αλλά ο Μπίλι βρήκε αυτό το σημείο ανατριχιαστικό σαν σκηνή ταινίας τρόμου. Φαντάστηκε τον Τζινέλι να γονατίζει, να σκάβει το χώμα με τα χέρια του, να πιάνει το πουκάμισο του Σπάρτον... τη ζώνη του... την τσέπη του. Να χώνει το χέρι του μέσα στην τσέπη του. Να ψαχουλεύει ανάμεσα σε χώμα και σε κέρματα που δεν πρόκειται ποτέ να ξοδευτούν. Και κάτω από την τσέπη, να αγγίζει την παγωμένη σάρκα που είναι σκληρή και άκαμπτη από το θάνατο. Επιτέλους, τα κλειδιά και το βιαστικό θάψιμο. «Θεέ μου!» ψέλλισε ο Μπίλι ανατριχιάζοντας. «Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία από την οποία τα βλέπεις, Γουίλιαμ», είπε ο Τζινέλι ήρεμα. «Πίστεψε με, αυτό είναι όλο». Αυτό ακριβώς είναι που μ' έκανε, ν' ανατριχιάσω, σκέφτηκε ο Μπίλι, και μετά άρχισε ν' ακούει με όλο και μεγαλύτερη κατάπληξη, καθώς ο Τζινέλι τελείωνε τη διήγηση των θαυμαστών περιπετειών του.

Με τα κλειδιά της Χερτζ στην τσέπη, ο Τζινέλι επέστρεψε στο Μπιούικ. Άνοιξε την πέπσι, την έχυσε στο μπολ και μετά το έκλεισε προσεκτικά. Στη συνέχεια, πήγε στον καταυλισμό των τσιγγάνων. «Ήξερα ότι θα είναι ακόμα εκεί», είπε. «Όχι επειδή το ήθελαν, αλλά επειδή οι μπάτσοι ασφαλώς θα τους είπαν να μείνουν στη θέση τους μέχρι να τελειώσει η προανάκριση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μερικούς... θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε νομάδες, μια χούφτα ξένους σε μια πόλη σαν το Μπάνκερτον και κάποιος άλλος ξένος, ή κάποιοι ξένοι, έρχονται στη μέση της νύχτας και γεμίζουν τον κόσμο σφαίρες. Οι μπάτσοι ενδιαφέρονται συνήθως για τέτοια περιστατικά». Και βέβαια ενδιαφέρθηκαν. Ένα περιπολικό της Αστυνομίας της Πολιτείας του Μέιν και δύο Πλίμουθ χωρίς διακριτικά ήταν παρκαρισμένα στην άκρη του χωραφιού. Ο Τζινέλι πάρκαρε ανάμεσα στα Πλίμουθ, βγήκε έξω από το αυτοκίνητο του και άρχισε να κατεβαίνει το λόφο προς τον καταυλισμό. Το κατεστραμμένο στέισον βαγκόν είχε μεταφερθεί αλλού, προφανώς κάπου όπου θα μπορούσαν να το εξετάσουν οι άνθρωποι της σήμανσης. Στα μισά της πλαγιάς, ο Τζινέλι συνάντησε έναν αστυνομικό με στολή που ανέβαινε την πλαγιά. «Δεν έχετε δουλειά εδώ, κύριε», είπε. «θα πρέπει να απομακρυνθείτε από την περιοχή». «Εγώ όμως τον έπεισα ότι είχα κάποια δουλειά εκεί», είπε ο Τζινέλι στον Μπίλι χαμογελώντας πονηρά. «Με ποιο τρόπο;» «Του έδειξα αυτό». Ο Τζινέλι έβαλε το χέρι του στην πίσω τσέπη του και έδωσε στον Μπίλι ένα δερμάτινο φάκελο. Εκείνος τον άνοιξε. Κατάλαβε αμέσως τι ήταν, είχε δει αρκετούς τέτοιους φακέλους στην καριέρα του. Ασφαλώς θα είχε δει ακόμα περισσότερους αν ειδικευόταν σε ποινικές υποθέσεις. Ήταν μια πλαστή ταυτότητα του Εφ Μπι Αι, με τη φωτογραφία του Τζινέλι κολλημένη πάνω. Στη φωτογραφία, ο Τζινέλι έδειχνε πέντε χρόνια νεότερος. Τα μαλλιά του ήταν πολύ κοντά. Η ταυτότητα έλεγε πως ήταν ο Ειδικός Πράκτορας Έλις Στόουνερ. Ξαφνικά, η εικόνα ολοκληρώθηκε στο μυαλό του Μπίλι.

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Τζινέλι στα μάτια. «Ήθελες το Μπιούικ γιατί μοιάζει περισσότερο με...» «Με κυβερνητικό αυτοκίνητο, ασφαλώς. Ένα μεγάλο, διακριτικό σεντάν. Δεν ήθελα να εμφανιστώ με το κονσερβοκούτι που ήθελε να μου πλασάρει ο τύπος της Έιβις, ούτε με το αυτοκίνητο του αγρότη που 'ναι καλό μονάχα για γαμήσια σε ντράιβ-ιν». «Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που έφερε ο συνεργάτης σου στο δεύτερο ταξίδι του;» «Ναι». Ο Μπίλι του πέταξε την ταυτότητα. «Μοιάζει σχεδόν αληθινή». Το χαμόγελο του Τζινέλι έσβησε. «Με εξαίρεση τη φωτογραφία», είπε μαλακά, «είναι γνήσια». Ακολούθησε μια μικρή παύση, καθώς ο Μπίλι προσπάθησε ν' αφήσει αυτό το σχόλιο να περάσει χωρίς να σκεφτεί τι μπορεί να συνέβη στον Ειδικό Πράκτορα Στόουνερ και αν είχε παιδιά. Τελικά, είπε: «Πάρκαρες ανάμεσα σε δύο αστυνομικά αυτοκίνητα και έδειξες την ταυτότητα αυτή σε έναν μπάτσο πέντε λεπτά αφότου ξέθαψες ένα ζευγάρι κλειδιά από την τσέπη ενός πτώματος;» «Α, μπα», είπε ο Τζινέλι. «Όχι πέντε λεπτά. Πρέπει να 'ταν γύρω στα δέκα». Καθώς πλησίαζε τον καταυλισμό, είδε δύο τύπους ντυμένους με πολιτικά, που φαίνονταν πως είναι μπάτσοι, γονατισμένους πίσω από το αυτοκινούμενο με το μονόκερο. Καθένας τους κρατούσε ένα μικρό φτυάρι. Ένας τρίτος στεκόταν και φώτιζε το έδαφος με ένα δυνατό φακό, ενώ εκείνοι έσκαβαν. «Για στάσου, εδώ υπάρχει άλλη μία», είπε ο ένας. Σήκωσε μια σφαίρα από το χώμα με το φτυαράκι του και την πέταξε σε έναν κουβά που ήταν εκεί κοντά. Μπλονκ! Δύο τσιγγανάκια, σίγουρα αδέλφια, στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν την επιχείρηση. Ο Τζινέλι χάρηκε που ήταν εκεί οι μπάτσοι. Κανένας από τους τσιγγάνους δεν τον είχε δει και ο Σάμιουελ Λέμκε δεν είδε τίποτα άλλο παρά ένα μουντζουρωμένο πρόσωπο. Επιπλέον, ήταν λογικό να εμφανιστεί ένας πράκτορας του Εφ Μπι Αι για να ερευνήσει ένα περιστατικό στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει ένα ρώσικο όπλο. Αλλά έτρεφε σεβασμό για τον Ταντούζ Λέμκε. Όχι τόσο εξαιτίας της λέξης που ήταν γραμμένη στο μέτωπο του Σπάρτον, αλλά εξαιτίας του ότι ο Λέμκε έμεινε ακίνητος

στη θέση του, αντιμέτωπος με όλες εκείνες τις σφαίρες που είχαν εξαπολυθεί προς το μέρος του μες στο σκοτάδι. Και φυσικά, άλλος ένας λόγος που τον σεβόταν ήταν αυτό που είχε συμβεί στο Γουίλιαμ. Ένιωθε, λοιπόν, ότι υπήρχε η πιθανότητα ο γέρος να ξέρει την αληθινή του ταυτότητα. Μπορεί να το έβλεπε στα μάτια του ή να το μύριζε πάνω στο δέρμα του με κάποιο τρόπο. Οπωσδήποτε, δε σκόπευε επ' ουδενί να αφήσει το γέρο με τη σάπια μύτη να τον αγγίξει. Εκείνος ήθελε την κοπέλα. Διέσχισε τον κύκλο των οχημάτων και χτύπησε την πόρτα ενός αυτοκινούμενου. Αναγκάστηκε να ξαναχτυπήσει και μόνο τότε άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε μια μεσόκοπη γυναίκα με τρομαγμένα, δύσπιστα μάτια. «Ό,τι κι αν θέλετε, δεν μπορούμε να σας το δώσουμε», είπε. «Έχουμε προβλήματα εδώ. Είμαστε κλειστά. Λυπάμαι». Ο Τζινέλι της έδειξε την ταυτότητα. «Ειδικός Πράκτορας Στόουνερ, κυρία μου. Του Εφ Μπι Αι». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Έκανε γρήγορα το σταυρό της και είπε κάτι στη γλώσσα της. «Ω, θεέ μου», ψέλλισε. «Τι άλλο θα μας συμβεί; Τίποτα δεν πάει καλά πια. Από τότε που πέθανε η Σουζάνα, είναι σαν να μας έχουν καταραστεί. Ή...» Ο άντρας της την έσπρωξε στην άκρη και της είπε να το βουλώσει. «Ειδικός Πράκτορας Στόουνερ», άρχισε πάλι ο Τζινέλι. «Ναι, άκουσα αυτό που είπες πριν». Βγήκε από το αυτοκινούμενο και στάθηκε δίπλα στον Τζινέλι. Ο Τζινέλι υπολόγισε ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, αλλά έμοιαζε μεγαλύτερος. Ήταν ένας πανύψηλος άντρας και καμπούριαζε τόσο πολύ που έμοιαζε σχεδόν παραμορφωμένος. Φορούσε ένα μπλουζάκι Ντίσνεϊ και μια φαρδιά βερμούδα. Βρομούσε κρασί και εμετό. Ήταν αυτός ο τύπος άντρα που κάνει συχνά εμετό. Μπορεί τρεις, μπορεί και τέσσερις φορές τη βδομάδα. Ο Τζινέλι νόμισε ότι τον αναγνώρισε από το προηγούμενο βράδυ, θα πρέπει να ήταν αυτός, εκτός κι αν υπήρχε κι άλλος τόσο ψηλός τσιγγάνος στον καταυλισμό. Ήταν ένας από κείνους που έτρεχαν σαν υστερικοί δεξιά αριστερά, με τη χάρη ενός τυφλού επιληπτικού που έχει πάθει καρδιακή κρίση, είπε στον Μπίλι. «Τι θέλεις; Οι μπάτσοι τριγυρνούν εδώ όλη μέρα. Πάντα κάποιος μπάτσος μας κάθεται στο σβέρκο, αλλά αυτό πια παραπάει... η υπόθεση αυτή έχει καταντήσει

γελοία». Ο τόνος του ήταν επιθετικός και η γυναίκα του του είπε κάτι στη γλώσσα τους. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Det krigiskajag-haller», είπε και συμπλήρωσε για καλό και για κακό: «Σκάσε, βρόμα». Η γυναίκα αποσύρθηκε. Ο άντρας γύρισε στον Τζινέλι. «Τι θέλεις; Γιατί δεν πας να μιλήσεις στα φιλαράκια σου, αν θέλεις κάτι;» Έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού του τους ανθρώπους της σήμανσης. «Μπορώ να έχω το όνομα σας, παρακαλώ», ρώτησε ο Τζινέλι με την ίδια τυπική ευγένεια. «Γιατί δεν το παίρνεις από κείνους;» Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. Κάτω από την μπλούζα του, οι μεγάλοι μύες του σφίχτηκαν. «Τους δώσαμε τα ονόματα μας, κάναμε κατάθεση. Κάποιος έριξε μερικές τουφεκιές στη μέση της νύχτας, αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε. Το μόνο που θέλουμε είναι να μας αφήσουν να φύγουμε, θέλουμε να φύγουμε από το Μέιν, από τη Νέα Αγγλία, από όλη τη γαμημένη την Ανατολική Ακτή». Πρόσθεσε χαμηλότερα: «Και να μην ξαναγυρίσουμε ποτέ». Ο δείκτης και το μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού σηκώθηκαν κάνοντας μια χειρονομία που ο Τζινέλι ήξερε καλά από τη μητέρα του και τη γιαγιά του, ήταν το σημείο για το κακό μάτι. Και πίστευε ότι ο τσιγγάνος το έκανε τελείως ασυναίσθητα, χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει. «Υπάρχουν δύο τρόποι για να γίνει αυτό», είπε ο Τζινέλι, παριστάνοντας ακόμα τον εξαιρετικά ευγενικό πράκτορα. «Μπορείτε να μου δώσετε μερικές πληροφορίες ή μπορείτε να καταλήξετε στο Κρατητήριο της Πολιτείας, εν αναμονή της απόφασης, εφόσον θα έχετε κατηγορηθεί για παρακώλυση της Δικαιοσύνης. Αν κατηγορηθείτε και καταδικαστείτε, θα αντιμετωπίσετε μέχρι πέντε χρόνια φυλάκιση και ένα πρόστιμο πέντε χιλιάδων δολαρίων». Ακολούθησε νέος καταιγισμός βρισιών από τον τσιγγάνο, αυτή τη φορά σχεδόν υστερικά. «Enkelt!» φώναξε ο άντρας βραχνά, αλλά όταν κοίταξε τον Τζινέλι, το πρόσωπο του είχε χλομιάσει αισθητά. «Είσαι τρελός» . «Όχι, κύριε», είπε ο Τζινέλι. «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με λίγες σφαίρες. Εδώ πρόκειται για τρεις γεμιστήρες από αυτόματο όπλο. Η κατοχή αυτόματων όπλων απαγορεύεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Εφ Μπι Αι είναι ανακατεμένο στην υπόθεση αυτή και πρέπει να σας πω, με κάθε ειλικρίνεια, ότι είστε σε πολύ δύσκολη θέση, η οποία γίνεται όλο και δυσκολότερη και δε νομίζω ότι ξέρετε πώς να βγείτε απ' αυτή».

Ο άντρας τον κοίταξε λίγο ακόμα και μετά είπε: «Λέγομαι Χίλινγκ. Τρέι Χίλινγκ. θα μπορούσες να το πάρεις από εκείνους τους τύπους». «Εκείνοι κάνουν τη δουλειά τους κι εγώ τη δική μου. Τώρα, θα μου μιλήσετε ή όχι;» Ο μεγαλόσωμος άντρας έγνεψε με ύφος που έδειχνε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Έβαλε τον Τρέι Χίλινγκ να του διηγηθεί τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Στη μέση της διήγησης, ένας από τους αστυνομικούς πλησίασε για να δει ποιος ήταν. Έριξε μια ματιά στην ταυτότητα του Τζινέλι και μετά έφυγε γρήγορα, δείχνοντας εντυπωσιασμένος και λιγάκι ανήσυχος συγχρόνως. Ο Χίλινγκ ισχυρίστηκε ότι πετάχτηκε έξω από το αυτοκινούμενό του μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, εντόπισε το σημείο απ' όπου τους πυροβολούσαν, και ανέβηκε το λόφο από την αριστερή πλαγιά, θέλοντας να πιάσει εκείνον που πυροβολούσε. Αλλά μέσα στο σκοτάδι, μπερδεύτηκε σε ένα δέντρο, ή κάτι τέτοιο, έπεσε, χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα και λιποθύμησε για λίγο, διαφορετικά θα τον είχε κανονίσει τον μπάσταρδο. Για να στηρίξει την ιστορία του, έδειξε στον Τζινέλι μια μελανιά, που θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριών ημερών και ασφαλώς θα την απόκτησε σε κάποιο μεθύσι του. Είσαι μεγάλος ψεύτης, φίλε μου, είπε από μέσα του ο Τζινέλι και γύρισε σελίδα στο σημειωματάριο του. Φτάνει η φλυαρία, αποφάσισε. Ήρθε η ώρα να μπει στο θέμα του. «Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Χίλινγκ. Με βοηθήσατε πολύ». Η διήγηση της ιστορίας φαίνεται πως ηρέμησε τον τσιγγάνο. «Παρακαλώ. Λυπάμαι που ήμουν τόσο απότομος πριν. Αλλά μετά απ' όσα τραβήξαμε...» Σήκωσε τους ώμους του. «Μπάτσοι», μουρμούρισε η γυναίκα του από το άνοιγμα της πόρτας του αυτοκινούμενου. Κοίταζε από την πόρτα σαν ένας πολύ γερασμένος και κουρασμένος ασβός που κρυφοκοιτάζει από την τρύπα του για να δει πόσα σκυλιά είναι απέξω και πόσο βίαια φαίνονται. «Πάντα μπάτσοι, όπου κι αν πάμε. Το έχουμε συνηθίσει πια. Αλλά τούτη τη φορά, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Ο κόσμος έχει αρχίσει να φοβάται». «Enkelt, Mamma», είπε ο Χίλινγκ, αλλά πιο ήπια τώρα. «Πρέπει να μιλήσω σε δύο ακόμα άτομα' αν μπορείτε να μου δείξετε πού βρίσκονται», είπε, και κοίταξε μια λευκή σελίδα στο σημειωματάριο του. «Τον κύριο Ταντούζ Λέμκε και την κυρία Αντζελίνα Λέμκε». «Ο Ταντούζ κοιμάται εκεί μέσα», είπε ο Χίλινγκ και έδειξε το αυτοκινούμενο με το μονόκερο. Ο Τζινέλι χάρηκε ιδιαίτερα με την πληροφορία αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ήταν σωστή. «Είναι πολύ ηλικιωμένος και όλα αυτά τον

κούρασαν πολύ. Νομίζω ότι η Τζίνα πρέπει να είναι στο φορτηγάκι της εκεί πέρα, αλλά δεν είναι κυρία».. Έδειξε με το βρόμικο δάχτυλο του ένα μικρό πράσινο Τογιότα, με ένα κουβούκλιο πίσω. «Σας ευχαριστώ». Έκλεισε το σημειωματάριο του και το έχωσε στην πίσω τσέπη του. Ο Χίλινγκ επέστρεψε στο τροχόσπιτο του — και στο μπουκάλι του, προφανώς — δείχνοντας φανερά ανακουφισμένος. Ο Τζινέλι διέσχισε πάλι τον κύκλο μέσα στο σκοτάδι που έπεφτε. Η καρδιά του, είπε στον Μπίλι, χτυπούσε τρελά. Πήρε βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα της κοπέλας. Στην αρχή, δεν πήρε καμία απάντηση. Ετοιμαζόταν να χτυπήσει δεύτερη φορά, όταν η πόρτα άνοιξε. Ο Γουίλιαμ του είχε πει ότι ήταν πολύ όμορφη, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένος για τόση ομορφιά, για τα σκοτεινά μάτια με τους κάτασπρους κερατοειδείς χιτώνες που έμοιαζαν σχεδόν γαλάζιοι, για το καθαρό μελαχρινό δέρμα που είχε μια ροζ απόχρωση, για τα υπέροχα κατάμαυρα μαλλιά. Κοίταξε τα χέρια της και είδε ότι ήταν δυνατά και καλοφτιαγμένα. Τα νύχια της δεν ήταν βαμμένα, αλλά ήταν καθαρά και κομμένα κοντά σαν νύχια αγρότη. Στο χέρι της κρατούσε ένα βιβλίο με τίτλο Στατιστική Κοινωνιολογία. «Ναι;» «Ειδικός Πράκτορας Έλις Στόουνερ, μις Λέμκε», είπε και αμέσως εκείνη η ευθύτητα στο βλέμμα της χάθηκε, ήταν σαν να την είχε κρύψει μια κουρτίνα. «Εφ Μπι Αι». «Ναι;» επανέλαβε, μηχανικά όπως ένας αυτόματος τηλεφωνητής. «Ερευνούμε σχετικά με τους χτεσινούς πυροβολισμούς». «Εσείς και ο μισός πληθυσμός της χώρας», είπε εκείνη. «Ερευνήστε, λοιπόν, αλλά εμένα θα μου επιτρέψετε' αν δε στείλω την εργασία μου, για τα μαθήματα δι' αλληλογραφίας που παίρνω, μέχρι αύριο το πρωί, θα χάσω πολύτιμους βαθμούς λόγω καθυστερημένης παράδοσης. Με συγχωρείτε...» «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι πίσω απ' όλα αυτά μπορεί να βρίσκεται κάποιος ονόματι Γουίλιαμ Χάλεκ», είπε ο Τζινέλι. «Το όνομα αυτό σας λέει τίποτα;» Φυσικά και της έλεγε. Για μια στιγμή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και άστραψαν. Όταν την πρωτοαντίκρισε, ο Τζινέλι την είχε θεωρήσει απίστευτα όμορφη. Εξακολουθούσε να τη θεωρεί όμορφη, αλλά τώρα άρχισε να πιστεύει ότι αυτή η κοπέλα θα μπορούσε κάλλιστα να σκότωσε τον Φρανκ Σπάρτον.

«Το γουρούνι!» μούγγρισε. «Han sdlte sig pa en dv siolama' Han sneglade pa nytt mot hyllorna vlo vild'» «Έχω μερικές φωτογραφίες κάποιου που πιστεύουμε ότι είναι ο Χάλεκ», είπε ήρεμα ο Τζινέλι. «Τις τράβηξε ένας πράκτορας στο Μπαρ Χάρμπορ με τηλεφακό...» «Και βέβαια είναι ο Χάλεκ!» είπε εκείνη. «Το γουρούνι σκότωσε την tantenlad μου, την προγιαγιά μου! Αλλά δε θα μας ενοχλεί για πολύ ακόμα, θα...» Δάγκωσε το κάτω χείλος της και σταμάτησε απότομα. Αν ο Τζινέλι ήταν πραγματικά αυτός που ισχυριζόταν πως είναι, τότε η νεαρή τσιγγάνα θα είχε εξασφαλίσει μια λεπτομερή ανάκριση. Ο Τζινέλι, ωστόσο, έκανε ότι δεν πρόσεξε τίποτα. «Σε μια από τις φωτογραφίες, οι δύο άντρες ανταλλάσσουν χρήματα. Αν ένας από αυτούς είναι ο Χάλεκ, τότε ο άλλος θα πρέπει να είναι εκείνος που σας έριξε χτες βράδυ, θα ήθελα εσείς και ο παππούς σας να αναγνωρίσετε το Χάλεκ». «Είναι προπάππος μου» είπε αφηρημένα εκείνη. «Νομίζω ότι κοιμάται. Ο αδελφός μου είναι μαζί του. Δε θέλω να τον ξυπνήσω». Σταμάτησε. «Δε θέλω να τον αναστατώσω με όλα αυτά. Οι δύο τελευταίες μέρες ήταν εξαιρετικά δύσκολες για κείνον». «Ας κάνουμε λοιπόν κάτι άλλο», είπε ο Τζινέλι. «θα δείτε εσείς τις φωτογραφίες και αν αναγνωρίσετε θετικά τον άντρα ως Χάλεκ, δε θα χρειαστεί να ενοχλήσουμε τον κύριο Λέμκε τον πρεσβύτερο». «Αυτό είναι καλή ιδέα. Αν πιάσετε αυτό το γουρούνι το Χάλεκ, θα τον συλλάβετε;» «Φυσικά. Έχω ένταλμα μαζί μου». Αυτό την έπεισε. Καθώς έβγαινε βιαστικά από το φορτηγό της, με τη φούστα της ν' ανεμίζει και τα υπέροχα μαυρισμένα πόδια της ν' αστράφτουν, είπε κάτι που έκανε το αίμα του Τζινέλι να παγώσει: «Δε νομίζω ότι θα έχει απομείνει και πολύ απ' αυτόν για να συλλάβετε». Πέρασαν μπροστά από τους μπάτσους που έσκαβαν ακόμα μες στο μισοσκόταδο. Πέρασαν μπροστά από αρκετούς τσιγγάνους, μεταξύ των οποίων και τα δύο αδέλφια που ήταν τώρα έτοιμα για ύπνο με τις ολόιδιες πιτζάμες τους. Η Τζίνα έγνεψε σε μερικούς κι εκείνοι της ανταπέδωσαν το χαιρετισμό χωρίς να πλησιάσουν — ο ψηλός άντρας που έμοιαζε Ιταλός ήταν πράκτορας του Εφ Μπι Αι και ήταν καλύτερο να μην ανακατεύεται κανείς σε τέτοιες υποθέσεις.

Βγήκαν από τον κύκλο και ανέβηκαν το λόφο προς το αυτοκίνητο του Τζινέλι. Σε λίγο, οι σκιές της νύχτας τους κατάπιαν. «Ήταν πανεύκολο, Γουίλιαμ», είπε ο Τζινέλι. «Τρίτη νύχτα στη σειρά και ήταν ακόμα πανεύκολο... γιατί όχι; Το μέρος ήταν γεμάτο μπάτσους. Ήταν ποτέ δυνατόν ο τύπος που τους έριξε να ξαναγύριζε και να τους έριχνε μπροστά σε τόσους μπάτσους; Δεν το πίστευαν. Αλλά ήταν ηλίθιοι, Γουίλιαμ. Το περίμενα από τους υπόλοιπους, αλλά όχι από το γέρο — δεν μπορείς όλη σου τη ζωή να μισείς και να μην εμπιστεύεσαι τους μπάτσους και μετά ξαφνικά να αποφασίζεις ότι θα σε προστατεύσουν από όποιον τα έχει βάλει μαζί σου. Αλλά ο γέρος κοιμόταν. Ήταν εξαντλημένος. Κι αυτό ήταν καλό. Μπορεί να τον καταφέρουμε, Γουίλιαμ. Στο τέλος, μπορεί να τον καταφέρουμε». Γύρισαν στο Μπιούικ. Ο Τζινέλι άνοιξε την πόρτα του οδηγού, ενώ η κοπέλα στεκόταν και περίμενε. Και καθώς έσκυβε μέσα, βγάζοντας το τριανταοκτάρι από τη θήκη με το ένα χέρι και σπρώχνοντας το καπάκι από το μπολ με το άλλο, ένιωσε τη διάθεση της κοπέλας να αλλάζει απότομα από έξαψη γεμάτη ιερή αγανάκτηση σε ξαφνική ανησυχία. Και ο Ίδιος ο Τζινέλι ήταν σε υπερδιέγερση. Η διαίσθηση του και οι αισθήσεις του έμοιαζαν εκπληκτικά οξυμένες. Διαισθάνθηκε ότι εκείνη άρχισε να παρατηρεί τα τριζόνια, το σκοτάδι γύρω τους, το γεγονός ότι απομακρύνθηκε από τους άλλους, ακολουθώντας έναν άντρα που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή της, μια εποχή που δεν έπρεπε να εμπιστεύεται κανέναν άντρα που δε γνώριζε. Για πρώτη φορά, άρχισε να αναρωτιέται γιατί ο «Έλις Στόουνερ» δεν έφερε τις φωτογραφίες μαζί του στον καταυλισμό, αφού ήθελε τόσο πολύ να αναγνωρίσουν το Χάλεκ. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο Τζινέλι είχε αναφέρει το μοναδικό όνομα που ήταν σίγουρο ότι θα της προκαλούσε πολύ έντονες αντιδράσεις, τυφλώνοντας έτσι την κρίση της. «Εδώ είμαστε», είπε ο Τζινέλι και γύρισε προς το μέρος της με το όπλο στο ένα χέρι και το γυάλινο δοχείο στο άλλο. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Το στήθος της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει, καθώς άνοιξε το στόμα της και πήρε βαθιά ανάσα. «Μπορείς να φωνάξεις, αν θέλεις», είπε ο Τζινέλι, «αλλά σου υπόσχομαι ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος ήχος που θα βγει από το στόμα σου, Τζίνα». Για μια στιγμή, φάνηκε σαν να ετοιμαζόταν να φωνάξει παρά τις προειδοποιήσεις του..., αλλά μετά ξεφύσηξε αναστενάζοντας βαθιά. «Δουλεύεις για κείνο το γουρούνι», είπε. «Hans satte sig pa...» «Μίλα αγγλικά, τσούλα», την πρόσταξε σχεδόν αδιάφορα κι εκείνη τινάχτηκε σαν να την είχε χαστουκίσει.

«Μη με λες τσούλα», ψιθύρισε βραχνά. «Κανένας δεν πρόκειται να με πει ποτέ τσούλα». Τα χέρια της, τα δυνατά της χέρια, καμπυλώθηκαν σαν νύχια ζώου. «Εσύ είπες το φίλο μου το Γουίλιαμ γουρούνι, γι' αυτό λοιπόν μπορώ κι εγώ να σε λέω τσούλα, και να λέω και τη μητέρα σου τσούλα και τον πατέρα σου μπάσταρδο», είπε ο Τζινέλι. Είδε τα χείλη της να τραβιούνται αποκαλύπτοντας τα δόντια της με μια γκριμάτσα και γέλασε με κακία. Κάτι στο χαμόγελο του την έκανε να τα χάσει. Δεν έδειχνε ακριβώς να φοβάται - ο Τζινέλι είπε αργότερα στον Μπίλι ότι πίστευε πως δεν ήταν στη φύση της να δείχνει φοβισμένη - αλλά φαίνεται πως η λογική άρχισε να επιβάλλεται στην άγρια λύσσα της, φαίνεται πως άρχισε να συνειδητοποιεί με ποιον είχε να κάνει. «Νομίζεις ότι είναι παιχνίδι;» τη ρώτησε. «Ρίχνετε μια κατάρα σε κάποιον που έχει γυναίκα και παιδί και νομίζετε ότι είναι παιχνίδι; Νομίζεις ότι σκότωσε εκείνη τη γυναίκα, τη γιαγιά σου, επίτηδες; Νομίζεις ότι τον είχαν προσλάβει για να τη σκοτώσει; Νομίζεις ότι τον έβαλε η Μαφία να σκοτώσει τη γιαγιά σου; Σκατά!» Η κοπέλα έκλαιγε τώρα από οργή και μίσος. «Η γυναίκα του του την έπαιζε και γι' αυτό τη χτύπησε! Και μετά τον... τον ban tog in pojken — τον έβγαλαν καθαρό — αλλά εμείς τον κανονίσαμε. Κι εσύ θα είσαι ο επόμενος, φίλε των γουρουνιών. Δεν έχει σημασία τι...» Έσπρωξε το καπάκι του δοχείου με τον αντίχειρα του. Τα μάτια της κοίταξαν το μπολ για πρώτη φορά. Κι εκείνος αυτό ακριβώς ήθελε. «Είναι οξύ, τσούλα», είπε ο Τζινέλι και της το πέταξε στο πρόσωπο. «Για να δούμε πόσους θα σκοτώσεις με την περίφημη σφεντόνα σου, όταν θα είσαι τυφλή». Έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο και έφερε σπασμωδικά τα χέρια της στα μάτια της. Αλλά ήταν πολύ αργά. Έπεσε στο έδαφος. Ο Τζινέλι έβαλε το πόδι του στο σβέρκο της. «Αν φωνάξεις, θα σε σκοτώσω. Εσένα και τους τρεις πρώτους από τους φίλους σου που θα φτάσουν εδώ πάνω για να σε βοηθήσουν». Τράβηξε το πόδι του. «Και μην κάνεις έτσι, ήταν απλώς πέπσι-κόλα». Ανακάθισε στα γόνατα της και τον κοίταξε μέσα από τα μισάνοιχτα δάχτυλα της. Και μ' εκείνη την καταπληκτική διαίσθησή του ο Τζινέλι κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν να της το πει πως δεν ήταν οξύ. Το είχε καταλάβει αμέσως, παρά το κάψιμο που ένιωσε. Ένα λεπτό αργότερα - κυριολεκτικά στο παρά πέντε - κατάλαβε ότι θα προσπαθούσε να τον χτυπήσει στα γεννητικά του όργανα.

Καθώς όρμησε καταπάνω του, με την ταχύτητα και τη χάρη αιλουροειδούς, εκείνος πήδησε στο πλάι και τη χτύπησε στο πλευρό. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της χτύπησε πάνω στο μέταλλο της ανοιχτής πόρτας του οδηγού και σωριάστηκε κάτω, ενώ αίμα έτρεχε από το μάγουλο της. Ο Τζινέλι έσκυψε προς το μέρος της, σίγουρος πως είχε λιποθυμήσει, και εκείνη του όρμησε σαν αγριόγατα. Με το ένα της χέρι του έκανε μια βαθιά γρατσουνιά, ενώ με το άλλο τον ξέσκισε στο μπράτσο. Ο Τζινέλι την έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και την έριξε πάλι κάτω. Έχωσε το πιστόλι κάτω από τη μύτη της. «Εμπρός, λοιπόν, θα μου επιτεθείς πάλι; Καν' το, τσούλα! Εμπρός, καν' το. Μου κατέστρεψες το πρόσωπο. Πολύ θα μου άρεσε να κάνεις μια κίνηση, θα δεις τότε τι θα πάθεις!» Έμεινε ακίνητη και τον κοίταζε με μάτια σκοτεινά σαν το θάνατο. «θα το 'κάνες», είπε ο Τζινέλι. «Αν ήσουν μόνη σου, θα μου ριχνόσουν πάλι. Αλλά αυτό θα σκότωνε το γέρο, έτσι δεν είναι;» Εκείνη δεν είπε τίποτα, αλλά ένα θαμπό φως έδειξε να τρεμοπαίζει στιγμιαία στα σκοτεινά της μάτια. «Σκέψου πώς θα το έπαιρνε ο γέρος αν σου είχα ρίξει οξύ. Σκέψου πώς θα το έπαιρνε αν, αντί να το ρίξω σε σένα, αποφάσιζα να το ρίξω στα πρόσωπα των δύο παιδιών με τις ίδιες πιτζάμες, θα μπορούσα να το κάνω, τσούλα, θα μπορούσα να το κάνω πανεύκολα και μετά να γυρίσω ωραία ωραία σπίτι μου και να φάω ένα υπέροχο βραδινό. Κοίταξε με στα μάτια και θα καταλάβεις ότι πραγματικά θα μπορούσα να το κάνω». Τώρα, επιτέλους, είδε σύγχυση και κάτι που θα μπορούσε να είναι φόβος, αλλά όχι για τον εαυτό της. «Ο Χάλεκ σας καταράστηκε», είπε ο Τζινέλι. «Εγώ είμαι η κατάρα του». «Να χέσω την κατάρα του, το γουρούνι», σφύριξε μέσα από τα δόντια της και σκούπισε το αίμα από το πρόσωπο της, με μια κίνηση γεμάτη περιφρόνηση. «Μου είπε να μην πειράξω κανένα», συνέχισε ο Τζινέλι, σαν να μη μίλησε εκείνη. «Δεν πείραξα κανένα μέχρι τώρα. Αλλά αυτό τελειώνει απόψε. Δεν ξέρω πόσες φορές την έβγαλε καθαρή ο γερο-παππούς σου με κάτι τέτοια, αλλά δε θα τη βγάλει καθαρή αυτή τη φορά. Πες του να πάρει πίσω την κατάρα. Πες του ότι είναι η τελευταία φορά που του το ζητάω. Πάρε αυτό εδώ».

Έχωσε ένα χαρτί στο χέρι της. Στο χαρτί ήταν γραμμένο το νούμερο του τηλεφωνικού θαλάμου στη Νέα Υόρκη. «θα τηλεφωνήσεις σ' αυτό το νούμερο μέχρι τα μεσάνυχτα απόψε και θα μου πεις τι είπε ο γέρος. Αν θέλεις ν' ακούσεις κάποια απάντηση από μένα, θα ξανατηλεφωνήσεις στο νούμερο αυτό δύο ώρες αργότερα, θα σου δώσουν το μήνυμα μου... αν υπάρχει. Κι αυτό είν' όλο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η πόρτα θα κλείσει. Κανένας στο νούμερο αυτό δε θα ξέρει για τι πράγμα μιλάς μετά τις δύο τα ξημερώματα αύριο το πρωί». «Δε θα την πάρει πίσω ποτέ». «Μπορεί να μην την πάρει», είπε ο Τζινέλι, «γιατί το ίδιο είπε και ο αδελφός σου χτες το βράδυ. Αλλά αυτό δεν είναι δικό σου θέμα. Εσύ θα του μιλήσεις καθαρά και θα τον αφήσεις να αποφασίσει μόνος του τι θα κάνει' φρόντισε να του εξηγήσεις ότι αν πει όχι, τότε θ' αρχίσει το αληθινό γλέντι. Εσύ θα είσαι η πρώτη, μετά τα δύο παιδιά, μετά όποιος πετύχω. Πες του το αυτό. Τώρα, μπες στο αυτοκίνητο». «Όχι». Ο Τζινέλι την κοίταξε ειρωνικά. «Σκέψου λογικά», της είπε. «Το μόνο που θέλω είναι να έχω χρόνο να φύγω από δω χωρίς να με ακολουθούν δώδεκα μπάτσοι. Αν ήθελα να σε σκοτώσω, δε θα σου έδινα μήνυμα για το γέρο». Η κοπέλα σηκώθηκε. Παράπαιε λιγάκι, αλλά τα κατάφερε. Κάθισε στη θέση του οδηγού και μετά γλίστρησε στη θέση του συνοδηγού. «Πιο κει», είπε ο Τζινέλι, σκουπίζοντας το αίμα από το μέτωπο του με τα δάχτυλα του. «Μετά απ' αυτό που μου 'κάνες, θέλω να σε δω κολλημένη πάνω στην πόρτα σαν ντροπαλή κοπελίτσα στο πρώτο της ραντεβού». Κόλλησε πάνω στην πόρτα. «Ωραία», είπε ο Τζινέλι, μπαίνοντας κι αυτός στο αυτοκίνητο. «Τώρα μείνε εκεί που βρίσκεσαι». Έκανε όπισθεν στην οδό Φίνσον χωρίς να ανάψει τα φώτα του, οι ρόδες του Μπιούικ σπινιάρισαν λίγο πάνω στο ξερό χορτάρι. Γύρισε και την είδε να κουνιέται ελαφρά και τη σημάδεψε με το πιστόλι του. «Λάθος», είπε. «Μείνε ακίνητη. Μην κουνιέσαι καθόλου. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα». «Ωραία».

Γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο που είχε έρθει, σημαδεύοντας τη με το πιστόλι. «Πάντα έτσι γίνεται», είπε εκείνη πικρόχολα. «Ακόμα και για λίγη δικαιοσύνη, πρέπει να πληρώσουμε πολύ ακριβά. Είναι φίλος σου εκείνο το γουρούνι ο Χάλεκ;» «Σου είπα να μην τον λες έτσι. Δεν είναι γουρούνι». «Μας καταράστηκε», είπε εκείνη και υπήρχε κάποια περιφρόνηση ανάμικτη με έκπληξη στη φωνή της. «Πες του εκ μέρους μου, κύριος, ότι ο θεός μας καταράστηκε πολύ πριν από κείνον ή οποιονδήποτε της φυλής του». «Αυτά να τα πεις στην κοινωνική λειτουργό, μωρό μου». Έμεινε σιωπηλή. Ένα τέταρτο του μιλίου πριν από το σημείο που ήταν θαμμένος ο Φρανκ Σπάρτον, ο Τζινέλι σταμάτησε το αυτοκίνητο. «Εντάξει, είμαστε αρκετά μακριά. Βγες έξω». «Καλά». Τον κοίταξε σταθερά με τα σκοτεινά της μάτια. «Αλλά πρέπει να ξέρεις ένα πράγμα, κύριος, οι δρόμοι μας θα ξανασυναντηθούν. Και τότε, θα σε σκοτώσω». «Όχι», είπε ο Τζινέλι. «Δε θα με σκοτώσεις. Γιατί μου χρωστάς τη ζωή σου απόψε. Και αν αυτό δε σου φτάνει, αχάριστη βρόμα, μπορείς να προσθέσεις και τη ζωή του αδελφού σου χτες το βράδυ. Μιλάς, αλλά δεν καταλαβαίνεις πώς έχουν τα πράγματα, δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν είστε ελεύθεροι, γιατί ποτέ δε θα είστε μέχρι να τα παρατήσετε. Εγώ έχω ένα φίλο που θα μπορούσε να πετάξει σαν χαρταετός, αν του έδενες ένα σπόγγο στη ζώνη του. Εσύ τι έχεις; θα σου πω εγώ τι έχεις. Έχεις ένα γέρο χωρίς μύτη που καταράστηκε το φίλο μου και μετά το έσκασε μέσα στη νύχτα σαν ύαινα». Τώρα πια εκείνη έκλαιγε με αναφιλητά. Τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο της. «θέλεις, δηλαδή, να πεις ότι ο θεός είναι με το μέρος σας;» τον ρώτησε με τόσο βραχνή φωνή, που τα λόγια ήταν σχεδόν ακατανόητα. «Αυτό λες; θα πας στην κόλαση για τη βλασφημία σου αυτή. Είμαστε ύαινες; Κι αν είμαστε, άνθρωποι σαν το φίλο σου μας έκαναν έτσι. Ο προπάππος μου λέει ότι δεν υπάρχουν κατάρες, μόνο καθρέφτες που κρατάς απέναντι στην ψυχή των ανθρώπων».

«Βγες έξω», είπε ο Τζινέλι. «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Δεν μπορούμε ούτε να ακούσουμε καν ο ένας τον άλλο». «Σωστά». Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Καθώς ο Τζινέλι έφευγε, εκείνη ούρλιαξε: «Ο φίλος σου είναι γουρούνι και θα πεθάνει αδύνατος!» «Αλλά δε νομίζω ότι θα συμβεί αυτό», είπε ο Τζινέλι. «Τι εννοείς;» Ο Τζινέλι κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες τρεις, «θα σου πω στο αυτοκίνητο», είπε. «Έχεις ένα ραντεβού στις επτά». Ο Μπίλι ένιωσε πάλι εκείνο το οξύ τσίμπημα φόβου στην κοιλιά του. «Μ' εκείνον;» «Ακριβώς. Πάμε». Καθώς ο Μπίλι σηκωνόταν όρθιος, έπαθε μια ακόμα κρίση αρρυθμίας — κι αυτή κράτησε περισσότερο απ' όσες είχε πάθει μέχρι τότε. Έκλεισε τα μάτια και έπιασε το στήθος του. Ό,τι είχε απομείνει από το στήθος του. Ο Τζινέλι τον άρπαξε από τους ώμους. «Γουίλιαμ, είσαι καλά;» Κοίταξε στον καθρέφτη και είδε τον Τζινέλι να κρατάει ένα παράξενο σκελετωμένο πλάσμα, με ρούχα που ανέμιζαν πάνω του. Η αρρυθμία πέρασε και την αντικατέστησε μια πολύ γνώριμη αίσθηση, εκείνη η πηχτή σαν γάλα οργή για το γέρο... και για τη Χάιντι. «Είμαι καλά», είπε. «Πού πάμε;» «Στην Μπανγκόρ», απάντησε ο Τζινέλι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ Η κασέτα Πήραν το Νόβα. Και τα δύο πράγματα που του είχε πει ο Τζινέλι για το Νόβα ήταν σωστά, μύριζε πολύ έντονα ακαθαρσίες αγελάδας και κατάπινε το δρόμο με μεγάλες γουλιές. Ο Τζινέλι σταμάτησε γύρω στις τέσσερις για να αγοράσει ένα μεγάλο καλάθι με θαλασσινά στον ατμό. Πάρκαραν σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο για

πικνίκ κοντά στο δρόμο και τα έφαγαν πίνοντας άφθονη μπίρα. Δυο τρεις οικογένειες που έκαναν πικνίκ στα άλλα τραπέζια έριξαν μια ματιά στον Μπίλι και κάθισαν όσο γινόταν μακριά του. Ενώ έτρωγαν, ο Τζινέλι τελείωσε την ιστορία του. Δεν του πήρε πολύ. «Ήμουν πίσω στο δωμάτιο μου στις έντεκα χτες το βράδυ», είπε. «θα μπορούσα να έχω φτάσει νωρίτερα ίσως, αλλά έκανα μερικές μανούβρες για να είμαι σίγουρος ότι κανένας δε με ακολουθεί. »Μόλις μπήκα, τηλεφώνησα στη Νέα Υόρκη και έστειλα κάποιον στον τηλεφωνικό θάλαμο του οποίου το νούμερο είχα δώσει στην κοπέλα. Του είπα να πάρει μαζί του ένα κασετοφωνάκι σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για συνεντεύξεις από το τηλέφωνο. Δεν ήθελα να στηριχτώ μόνο σε ό,τι καταλάβαινε ο τύπος, αν με πιάνεις. Του είπα να μου τηλεφωνήσει και να μου βάλει την κασέτα μόλις το έκλεινε η τσιγγάνα. »Απολύμανα τις γρατσουνιές που μου είχε κάνει, ενώ περίμενα το τηλεφώνημα. Δε λέω βέβαια ότι ήταν λυσσασμένη, Γουίλιαμ, αλλά υπήρχε τόσο μίσος στο βλέμμα της, ξέρεις...» «Ξέρω», είπε ο Μπίλι Χάλεκ, και σκέφτηκε μελαγχολικά: Πραγματικά ξέρω. Γιατί ως προς αυτό υπερτερώ. Το τηλέφωνο χτύπησε στις δώδεκα και τέταρτο. Κλείνοντας τα μάτια του και πιέζοντας το δάχτυλο πάνω στο μέτωπο του, ο Τζινέλι κατάφερε να επαναλάβει στο Γουίλιαμ σχεδόν κατά λέξη τη συνδιάλεξη. Άνθρωπος του Τζινέλι: Εμπρός. Τζίνα Λέμκε: Δουλεύεις για τον τύπο που είδα απόψε; Άνθρωπος του Τζινέλι: Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Τζίνα: Πες του ότι ο προπάππος μου λέει... Άνθρωπος του Τζινέλι: Έχω παγιδεύσει το τηλέφωνο, θέλω να πω, σε μαγνητοφωνώ, θα βάλω ν' ακούσει την κασέτα εκείνος που ανέφερες. Επομένως... Τζίνα: Μπορείς να το κάνεις αυτό; Άνθρωπος του Τζινέλι: Ναι. Επομένως, μιλάς σ' εκείνον τώρα, κατά κάποιο τρόπο.

Τζίνα: Εντάξει. Ο προπάππος μου λέει ότι θα πάρει πίσω την κατάρα. Εγώ του είπα ότι είναι τρελός, ακόμα χειρότερα, ότι κάνει λάθος, αλλά εκείνος είναι αποφασισμένος. Λέει ότι δεν αντέχει να υποφέρουν και να φοβούνται άλλο οι άνθρωποι του, θα πάρει πίσω την κατάρα. Αλλά πρέπει να συναντήσει το Χάλεκ. Δεν μπορεί να την πάρει πίσω, αν δεν τον συναντήσει. Στις επτά αύριο το απόγευμα, ο προπάππος μου θα είναι στην Μπανγκόρ. Υπάρχει ένα πάρκο ανάμεσα σε δύο δρόμους, τη Γιούνιον και τη Χάμοντ. θα κάθεται εκεί σε ένα παγκάκι, θα είναι μόνος. Κι έτσι κέρδισες, μεγάλε, κέρδισες, mi hela po klockan. Φρόντισε να πας το φίλο σου το γουρούνι στο Πάρκο του Φέρμοντ στην Μπανγκόρ, απόψε στις επτά. Άνθρωπος του Τζινέλι: Τελείωσες; Τζίνα: Ναι, αλλά θέλω να του πεις ακόμα ότι εύχομαι το πουλί του να σαπίσει και να του πέσει. Άνθρωπος του Τζινέλι: Του το λες εσύ η ίδια, κούκλα μου. Αλλά δε θα του το 'λεγες, αν ήξερες με ποιον έχεις να κάνεις. Τζίνα: Άντε γαμήσου κι εσύ. Άνθρωπος του Τζινέλι: Πρέπει να ξανατηλεφωνήσεις στις δύο για να δεις μήπως υπάρχει απάντηση. Τζίνα: θα τηλεφωνήσω. «Το έκλεισε», είπε ο Τζινέλι. Πέταξε τα απομεινάρια του φαγητού τους σε ένα καλάθι απορριμμάτων και πρόσθεσε χωρίς τον παραμικρό οίκτο: «Ο δικός μου είπε ότι ακουγόταν σαν να έκλαιγε συνέχεια». «Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Μπίλι. «Τέλος πάντων, έβαλα τον δικό μου να συνδέσει πάλι το κασετόφωνο στο τηλέφωνο και έγραψα ένα μήνυμα για να το βάλει να τ' ακούσει η Τζίνα όταν θα του τηλεφωνούσε στις δύο. Το μήνυμα ήταν: "Γεια σου, Τζίνα. Σου μιλάει ο Ειδικός Πράκτορας Στόουνερ. Πήρα το μήνυμα σου. Φαίνεται καλό. Ο φίλος μου ο Γουίλιαμ θα έρθει στο πάρκο απόψε στις επτά. Θα είναι μόνος, αλλά εγώ θα παρακολουθώ. Και οι δικοί σου θα παρακολουθούν, φαντάζομαι. Δε με πειράζει. Ας παρακολουθούμε όλοι, αλλά ας μην ανακατευτεί κανένας σε ό,τι γίνει ανάμεσα τους. Αν συμβεί οτιδήποτε στο φίλο μου, θα το πληρώσετε πολύ ακριβά"». «Αυτό ήταν;» «Ναι, αυτό ήταν».

«Ο γέρος υποχώρησε». «Νομίζω ότι υποχώρησε, θα μπορούσε να είναι παγίδα, ξέρεις». Ο Τζινέλι τον κοίταξε ήρεμα. «Ξέρουν ότι θα παρακολουθώ. Μπορεί να αποφάσισαν να σε σκοτώσουν κάτω από τη μύτη μου, για να με εκδικηθούν, ρισκάροντας τα επακόλουθα». «Έτσι κι αλλιώς με σκοτώνουν», είπε ο Μπίλι. «Ή μπορεί η κοπέλα να αποφάσισε να το κάνει μόνη της. Είναι τρελή, Γουίλιαμ. Οι άνθρωποι δεν κάνουν πάντα ό,τι τους λένε, όταν είναι τρελοί». Ο Μπίλι τον κοίταξε σκεφτικός. «Όχι, δεν κάνουν. Αλλά όπως και να 'ναι, δεν έχω πολλές επιλογές, έτσι δεν είναι;» «Όχι, φοβάμαι πως δεν έχεις. Είσαι έτοιμος;» Ο Μπίλι κοίταξε τους ανθρώπους που τον χάζευαν και έγνεψε καταφατικά. Ήταν έτοιμος εδώ και πολύ καιρό. Στα μισά του δρόμου για το αυτοκίνητο, κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Τζινέλι. «Πες μου την αλήθεια, Ρίτσαρντ, έκανες τίποτα απ' όλα αυτά για μένα;» Ο Τζινέλι σταμάτησε, τον κοίταξε και χαμογέλασε αμυδρά. Το χαμόγελο ήταν σχεδόν αδιόρατο..., αλλά η λάμψη στα μάτια του ήταν πολύ έντονη, τόσο που ο Μπίλι αναγκάστηκε να τραβήξει το βλέμμα του. «Έχει καμιά σημασία, Γουίλιαμ;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Purpurfargade Ansiktet Έφτασαν στην Μπανγκόρ αργά το απόγευμα. Ο Τζινέλι σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο, ζήτησε να του γεμίσουν το ντεπόζιτο και πήρε οδηγίες από τον υπάλληλο. Ο Μπίλι καθόταν εξουθενωμένος στη θέση του συνοδηγού. Ο Τζινέλι τον κοίταξε ανήσυχος. «Γουίλιαμ, είσαι καλά;» «Δεν ξέρω», είπε και μετά το ξανασκέφτηκε. «Όχι».

«Η καρδιά σου πάλι;» «Ναι». Σκέφτηκε αυτό που του είπε ο γιατρός που είχε στείλει ο Τζινέλι — κάλιο, ηλεκτρολύτες... κάτι σχετικά με το πώς μπορεί να πέθανε η Κάρεν Κάρπεντερ. «Πρέπει να φάω κάτι με κάλιο. Χυμό ανανά. Μπανάνες. Ή πορτοκάλια». Η καρδιά του άρχισε ξαφνικά να χτυπά τρελά. Ο Μπίλι ακούμπησε πίσω το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και περίμενε να δει αν θα πεθάνει. Επιτέλους, η καρδιά του επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό. «Μια ολόκληρη σακούλα πορτοκάλια». Λίγο πιο κάτω συνάντησαν ένα σούπερ μάρκετ. Ο Τζινέλι σταμάτησε μπροστά στο μαγαζί και πετάχτηκε έξω. «θα γυρίσω αμέσως, Γουίλιαμ», είπε. «Κρατήσου». «Εντάξει», ψέλλισε ο Μπίλι και αποκοιμήθηκε αμέσως. Είδε ένα όνειρο. Στο όνειρο του είδε το σπίτι στο Φαίρβιου. Ένα αρπακτικό με ένα ράμφος που σάπιζε προσγειώθηκε στο περβάζι του παράθυρου και κοίταξε μέσα. Στο εσωτερικό του σπιτιού, κάποιος ούρλιαξε. Μετά, κάποιος άλλος τον ταρακούνησε. Ο Μπίλι άρχισε να ξυπνάει. «Τι;» Ο Τζινέλι ξεφύσηξε με ανακούφιση. «Χριστέ μου, Γουίλιαμ, μου έκοψες τη χολή!» «Γιατί;» «Νόμιζα ότι πέθανες. Ορίστε». Ακούμπησε στα πόδια του ένα δίχτυ γεμάτο πορτοκάλια. Ο Μπίλι άπλωσε τα λεπτά δάχτυλα του — δάχτυλα που τώρα πια είχαν αρχίσει να μοιάζουν με πόδια αράχνης — και προσπάθησε να λύσει το κορδόνι που συγκρατούσε το δίχτυ, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Τζινέλι έσκισε το δίχτυ με το σουγιά του και μετά πήρε ένα πορτοκάλι και το έκοψε στα τέσσερα. Ο Μπίλι άρχισε να τρώει, στην αρχή αργά, σαν να εκτελούσε κάποιο καθήκον. Σιγά σιγά, όμως, φαίνεται πως του άνοιξε η όρεξη, πράγμα που είχε μία βδομάδα τουλάχιστον να του συμβεί, και άρχισε να τρώει γρηγορότερα. Και η ταραγμένη καρδιά του άρχισε να ηρεμεί και να ξαναβρίσκει τον κανονικό της ρυθμό..., αν και δε θα 'παίρνε όρκο πως ήταν τελείως κανονικός. Τέλειωσε το πρώτο πορτοκάλι και δανείστηκε το σουγιά του Τζινέλι για να κόψει ένα δεύτερο. «Είσαι καλύτερα;» ρώτησε ο Τζινέλι. «Ναι, πολύ καλύτερα. Πότε θα φτάσουμε στο πάρκο;»

Ο Τζινέλι σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και ο Μπίλι είδε στην πινακίδα ότι βρίσκονταν στη γωνία Γιούνιον Στριτ και Γουέστ Μπρόντγουει τα φύλλα των δέντρων μουρμούριζαν στο απαλό αεράκι. Γκρίζες σκιές χόρευαν τεμπέλικα στο δρόμο. «Φτάσαμε», είπε απλά ο Τζινέλι και ο Μπίλι ένιωσε ένα δάχτυλο να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη και να γλιστράει μέχρι τη λεκάνη του. «Δεν τολμώ να πλησιάσω περισσότερο. θα σε άφηνα στο κέντρο, αλλά θα τραβούσες την προσοχή του κόσμου». «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Τα παιδιά θα λιποθυμούσαν και οι έγκυες γυναίκες θα απέβαλαν». «Έτσι κι αλλιώς, δε θα τα κατάφερνες», είπε ευγενικά ο Τζινέλι. «Δεν έχει σημασία. Το πάρκο είναι στους πρόποδες του λόφου, μετά από πεντακόσια περίπου μέτρα. Διάλεξε ένα παγκάκι στη σκιά και περίμενε». «Εσύ πού θα 'σαι;» «θα είμαι εκεί γύρω», είπε ο Τζινέλι και χαμογέλασε. «θα σε παρακολουθώ και θα προσέχω μην είναι κάπου η κοπέλα. Αν με ξαναδεί πριν προλάβω να τη δω εγώ, Γουίλιαμ, δε θα χρειαστεί να ξαναλλάξω πουκάμισο. Κατάλαβες;» «Ναι». «Θα σε προσέχω». «Σ' ευχαριστώ», είπε ο Μπίλι χωρίς να είναι σίγουρος αν το εννοεί αυτό. Ένιωθε πραγματικά ευγνωμοσύνη για τον Τζινέλι, αλλά ήταν ένα παράξενο, μπερδεμένο συναίσθημα, σαν το μίσος που ένιωθε τώρα για το Χιούστον και τη γυναίκα του. «Pornada», απάντησε ο Τζινέλι και σήκωσε τους ώμους του. Έσκυψε, αγκάλιασε τον Μπίλι και τον φίλησε και στα δύο μάγουλα. «Να είσαι σκληρός με το γέρο, Γουίλιαμ». «Θα είμαι», είπε ο Μπίλι, χαμογελώντας και βγήκε από το αυτοκίνητο. Το Νόβα απομακρύνθηκε. Ο Μπίλι έμεινε να το κοιτάζει μέχρι που χάθηκε στο βάθος του δρόμου και μετά άρχισε να κατεβαίνει το λόφο, κρατώντας το δίχτυ με τα πορτοκάλια στο ένα χέρι. Ούτε που πρόσεξε το αγοράκι που ερχόταν από την άλλη πλευρά και που για να τον αποφύγει άλλαξε πεζοδρόμιο, πήδησε πάνω από το φράχτη ενός σπιτιού και διέσχισε σαν βολίδα την αυλή. Το Ίδιο βράδυ, το αγοράκι αυτό ξύπνησε ουρλιάζοντας από

ένα φριχτό εφιάλτη, στον οποίο ένα σκιάχτρο με ρούχα που έπλεαν πάνω του και αδυνατισμένα μαλλιά που ανέμιζαν πάνω στο σκελετωμένο πρόσωπο του ερχόταν κατά πάνω του. Τρέχοντας στο δωμάτιο της μητέρας του, το αγοράκι φώναξε: «Θέλει να με κάνει να, φάω πορτοκάλια μέχρι να σκάσω και να πεθάνω. Θέλει να φάω πορτοκάλια μέχρι να πεθάνω! Μέχρι να πεθάνω!» Το πάρκο ήταν μεγάλο, δροσερό και πράσινο. Στη μια άκρη του, μερικά παιδιά σκαρφάλωναν στο πολύζυγο, τσουλούσαν στην τσουλήθρα και έκαναν τραμπάλα. Στην άλλη άκρη, άλλα παιδιά έπαιζαν σόφτμπολ, αγόρια εναντίον κοριτσιών όπως φαινόταν. Στο ενδιάμεσο, άνθρωποι περπατούσαν, πετούσαν χαρταετούς, έπαιζαν φρίσμπι, έτρωγαν γαριδάκια, έπιναν κόκα-κόλα, έγλειφαν παγωτά. Ήταν ένα πανόραμα της ζωής των Αμερικανών στο τέλος του εικοστού αιώνα, και για μια στιγμή ο Μπίλι ένιωσε μια ζεστασιά, μια συμπάθεια γι' αυτό, γι' αυτούς τους ανθρώπους. Το μόνο που λείπει είναι οι τσιγγάνοι, ψιθύρισε μια φωνή μέσα του και η παγωνιά τον κυρίευσε πάλι, μια παγωνιά τόσο αληθινή και έντονη που τον έκανε να ανατριχιάσει και να σταυρώσει τα λεπτά μπράτσα του πάνω σε ό,τι είχε απομείνει απ' το στήθος του. Χρειαζόμαστε τους τσιγγάνους, έτσι δεν είναι; Τα παλιά στέισον βάγκον με τα αυτοκόλλητα πάνω στους σκουριασμένους προφυλακτήρες, τα τροχόσπιτα, τα πολύχρωμα αυτοκινούμενα, και το Σάμιουελ με τις καρίνες του μπόουλινγκ, και την Τζίνα με τη σφεντόνα της. Και όλοι θα έρθουν τρέχοντας. Πάντα έρχονται τρέχοντας. Για να δουν τα παιχνίδια και τις ταχυδακτυλουργίες, για να δοκιμάσουν τη σφεντόνα και ν' ακούσουν το μέλλον, για να πάρουν ένα βότανο ή μια λοσιόν, για να κοιμηθούν με κάποια κοπέλα — ή τουλάχιστον να ονειρευτούν ότι το έκαναν — για να δουν τα σκυλιά να κομματιάζουν το ένα το άλλο. Πάντα έρχονται τρέχοντας. Μόνο και μόνο γιατί είναι παράξενο. Ασφαλώς χρειαζόμαστε τους τσιγγάνους. Πάντα τους χρειαζόμασταν. Γιατί αν δεν έχεις κάποιον να διώχνεις από την πόλη μια φορά στο τόσο, πώς θα ξέρεις ότι εσύ ανήκεις στην πόλη; Λοιπόν, θα έρθουν σε λίγο, σωστά; «Σωστά», μούγκρισε και κάθισε σε ένα παγκάκι που ήταν σχεδόν στη σκιά. Ξαφνικά, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. Έβγαλε ένα πορτοκάλι από το δίχτυ και με κάποια προσπάθεια κατάφερε να το ξεφλουδίσει. Αλλά τώρα είχε χάσει πάλι την όρεξη του και έφαγε πολύ λίγο. Το παγκάκι που διάλεξε ήταν αρκετά μακριά από τα υπόλοιπα και ο Μπίλι δεν τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή, από μακριά έδινε την εντύπωση ενός αδύνατου γέρου που κάνει τον απογευματινό του περίπατο. Έμεινε καθισμένος στο παγκάκι και καθώς η σκιά κατάπιε πρώτα τα παπούτσια του, μετά τα γόνατα και τέλος τα μπούτια του, μια αβάσταχτη απελπισία τον κατέκλυσε, ένα αίσθημα ματαιότητας πολύ πιο σκοτεινό από τις αθώες σκιές του απογεύματος. Τα πράγματα είχαν προχωρήσει πολύ και τίποτα δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.

Ούτε καν ο Τζινέλι, με τη νευρωτική ενεργητικότητα του δεν μπορούσε ν' αλλάξει αυτό που είχε γίνει. Μπορούσε μόνο να χειροτερέψει τα πράγματα. Δεν έπρεπε να έχω... σκέφτηκε ο Μπίλι, αλλά μετά η σκέψη αυτή έσβησε σαν αδύνατο ραδιοφωνικό σήμα. Αποκοιμήθηκε πάλι. Ήταν στο Φαίρβιου, ένα Φαίρβιου των Ζωντανών Νεκρών. Παντού υπήρχαν πτώματα. Κάτι σαν ράμφος χτύπησε τον ώμο του. Όχι. Πεκ! Όχι! Αλλά εκείνο συνέχισε - πεκ, και πεκ, και πεκ - ήταν το όρνιο με τη σάπια μύτη, φυσικά, και δεν ήθελε να γυρίσει το κεφάλι του επειδή φοβόταν ότι θα του έβγαζε τα μάτια με ό,τι είχε απομείνει από το ράμφος του. Αλλά... (πεκ) εκείνο επέμεινε κι εκείνος... (πεκίπεχ!) γύρισε αργά το κεφάλι του ξυπνώντας από το όνειρο και είδε... ...χωρίς καμία έκπληξη ότι δίπλα του στο παγκάκι καθόταν ο Ταντούζ Λέμκε. «Ξύπνα, λευκέ από την πόλη», είπε και τράβηξε το μανίκι του Μπίλι με τα παραμορφωμένα, κίτρινα από τη νικοτίνη, δάχτυλα του. Πεκ! «Τα όνειρα σου είναι άσχημα. Έχουν μια απαίσια μυρωδιά που τη μυρίζω στην ανάσα σου». «Είμαι ξύπνιος», είπε βραχνά ο Μπίλι. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Λέμκε με κάποιο ενδιαφέρον. «Ναι». Ο γέρος φορούσε ένα σταυρωτό γκρίζο κοστούμι. Στα πόδια του φιγουράριζαν μαύρα παπούτσια με ψηλό τακούνι. Τα ελάχιστα μαλλιά του ήταν χωρισμένα στη μέση και τραβηγμένα στο πλάι, αφήνοντας ελεύθερο το μέτωπο του που ήταν ρυτιδωμένο όπως το δέρμα των παπουτσιών του. Ένας χρυσός κρίκος άστραφτε στο ένα του αυτί.

Ο Μπίλι παρατήρησε πως η σαπίλα στη μύτη του είχε εξαπλωθεί, μαύρες γραμμές ξεκινούσαν από τα απομεινάρια της μύτης του και έφταναν μέχρι το αριστερό του μάγουλο. «Καρκίνος», είπε ο Λέμκε. Τ' αστραφτερά μαύρα μάτια του — τα μάτια ενός πουλιού — δεν έφευγαν καθόλου από το πρόσωπο του Μπίλι. «Σ' αρέσει αυτό; Σ' ευχαριστεί;» «Όχι», είπε ο Μπίλι. Ακόμα δεν είχε απαλλαγεί τελείως από την αίσθηση του ονείρου, ακόμα προσπαθούσε να μπει μέσα σ' αυτή την πραγματικότητα. «Όχι, φυσικά όχι». «Μη λες ψέματα», είπε ο Λέμκε. «Δεν υπάρχει λόγος. Το φχαριστιέσαι, φυσικά και το φχαριστιέσαι». «Τίποτα απ' όλα αυτά δε με ευχαριστεί», είπε ο Μπίλι. «Όλα αυτά με αρρωσταίνουν, πίστεψε με». «Δεν πιστεύω τίποτα απ' όσα λέει ένας λευκός από την πόλη», είπε ο Λέμκε. Μιλούσε με μια τρομακτική ευθυμία. «Αλλά είσαι άρρωστος, και πολύ μάλιστα. Έτσι νομίζεις. Nastan farsk, πεθαίνεις από την αδυναμία. Σου 'φερα λοιπόν κάτι. θα σε παχύνει, θα σε κάνει καλύτερα». Τα χείλη του τραβήχτηκαν σ' ένα φριχτό χαμόγελο, αποκαλύπτοντας τις μαύρες στάμπες στα δόντια του. «Αλλά μόνο όταν το φάει κάποιος άλλος». Ο Μπίλι κοίταξε αυτό που κρατούσε ο Λέμκε κι ένιωσε πως είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. Ο τσιγγάνος κρατούσε μια πίτα μέσα σε ένα αλουμινένιο ταψί. θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει, θυμήθηκε τον εαυτό του να λέει στη γυναίκα του: Δε θέλω να παχύνω. Αποφάσισα ότι μου αρέσει, να είμαι αδύνατος. Φάτο εσύ αυτό. «Δείχνεις να φοβάσαι», είπε ο Λέμκε. «Τώρα είναι πια πολύ αργά για φόβους, λευκέ από την πόλη». Έβγαλε ένα σουγιά από το σακάκι του και τον άνοιξε με τη σοβαρότητα και τις αργές κινήσεις που έχουν συνήθως οι γέροι. Η λάμα ήταν πιο κοντή από το σουγιά του Τζινέλι, αλλά φαινόταν πιο κοφτερή. Ο γέρος βύθισε τη λάμα στην κρούστα και μετά την έσυρε δημιουργώντας μια χαρακιά γύρω στους εφτάμισι πόντους. Τράβηξε το σουγιά και κόκκινες σταγόνες έσταξαν από τη λάμα πάνω στην κρούστα. Ο γέρος σκούπισε τη λάμα στο μανίκι του, πάνω στο οποίο έμεινε ένα σκούρος κόκκινος λεκές. Μετά έκλεισε το σουγιά και τον έβαλε στην τσέπη του. Έχωσε τους παραμορφωμένους αντίχειρες του σε δύο αντικρινά αντίθετα σημεία του ταψιού και τράβηξε μαλακά. Εκεί που τη χάραξε, η

πίτα άνοιξε, αφήνοντας να φανεί ένα παράξενο υγρό στο οποίο έπλεαν κάτι σκούρα πράγματα, ίσως φράουλες. Τα δάχτυλα του χαλάρωσαν. Το άνοιγμα έκλεισε. Τράβηξε πάλι στις άκρες του ταψιού. Η χαρακιά άνοιξε. Συνέχισε έτσι να τραβά και να αφήνει καθώς μιλούσε. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την πίτα. «Έχεις λοιπόν πείσει τον εαυτό σου ότι είμαστε... πώς το είπες; Πάτσι. Ότι γι' αυτό που έπαθε η Σουζάνα μου δεν ευθύνεσαι εσύ περισσότερο απ' ό,τι ευθύνομαι εγώ ή ο θεός. Λες στον εαυτό σου ότι δεν είναι δίκαιο να πληρώσεις γι' αυτό, δεν υπάρχει φταίχτης, λες. Η ενοχή γλιστράει από πάνω σου, γιατί οι ώμοι σου είναι σπασμένοι. Κανένας δε φταίει, λες. Το λες στον εαυτό σου ξανά, και ξανά, και ξανά. Αλλά δεν είναι έτσι, λευκέ από την πόλη. Όλοι πληρώνουμε, ακόμα και για πράγματα που δεν κάναμε». Ο Λέμκε έμεινε σκεφτικός για λίγο. Τα δάχτυλα του τεντώνονταν και χαλάρωναν, τεντώνονταν και χαλάρωναν. Η σχισμή στην πίτα άνοιγε κι έκλεινε. «Επειδή δεν ήθελες να πάρεις την ευθύνη — ούτε εσύ, ούτε οι φίλοι σου — σε ανάγκασα να την πάρεις. Την κόλλησα πάνω σου σαν ταμπέλα. Το κάνω αυτό για την αγαπημένη μου κόρη που σκότωσες, και για τη μητέρα της, και για τα παιδιά της. Και τότε έρχεται ο φίλος σου. Δηλητηριάζει σκυλιά, πυροβολεί μέσα στη νύχτα, τρομοκρατεί μια γυναίκα, απειλεί να ρίξει οξύ στα πρόσωπα παιδιών. Πάρε πίσω την κατάρα, λέει, παρ' την πίσω, παρ' την πίσω. Και στο τέλος, λέω εντάξει, αρκεί να podol enkelt, να φύγει. Όχι για ό,τι έκανε, αλλά για ό,τι θα κάνει, είναι τρελός ο φίλος σου και δε θα σταματήσει ποτέ. Ακόμα και η Αντζελίνα μου λέει ότι το βλέπει στα μάτια του πως δε θα σταματήσει ποτέ. "Αλλά ούτε κι εμείς θα σταματήσουμε ποτέ", λέει η Αντζελίνα μου. Κι εγώ λέω: "Όχι, θα σταματήσουμε, θα σταματήσουμε. Γιατί αν δε σταματήσουμε, είμαστε κι εμείς τρελοί σαν το φίλο του λευκού από την πόλη. Αν δε σταματήσουμε, θα είναι σαν να λέμε ότι αυτό που λέει ο λευκός είναι σωστό — ο θεός εκδικείται, είμαστε πάτσι" ». Τραβάει κι αφήνει. Τραβάει κι αφήνει. Ανοίγει και κλείνει. «"Παρ' την πίσω", λέει, και ευτυχώς που δε λέει "εξαφάνισε τη, καν' την να μην υπάρχει πια". Γιατί μια κατάρα μοιάζει με ένα μωρό». Τα γέρικα δάχτυλα του τραβούν. Η σχισμή ανοίγει. «Κανένας δεν τα καταλαβαίνει αυτά τα πράγματα. Ούτε εγώ τα καταλαβαίνω καλά. Αλλά ξέρω μερικά. "Κατάρα" είναι η δική σας λέξη. Η δική μας είναι καλύτερη. Ακου: Purpurtargade ansiktet. To ξέρεις αυτό;»

Ο Μπίλι κούνησε αργά το κεφάλι του, ενώ σκεφτόταν ότι η φράση αυτή απέπνεε κάτι πολύ σκοτεινό. «Σημαίνει κάτι σαν: "Παιδί των νυχτολούλουδων". Είναι ένα varsel, νεραϊδοπαίδι. Οι τσιγγάνοι λένε ότι τα varsel βρίσκονται πάντα κάτω από κρίνους ή νυχτολούλουδα που ανοίγουν τη νύχτα. Αυτός είναι καλύτερος τρόπος για να αποδώσεις αυτή την έννοια, γιατί κατάρα σημαίνει ένα πράγμα. Αλλά αυτό που έχεις εσύ δεν είναι πράγμα. Αυτό που έχεις είναι ζωντανό». «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Είναι μέσα μου, έτσι δεν είναι; Είναι μέσα μου και με τρώει». «Μέσα; Έξω;» Ο Λέμκε σήκωσε τους ώμους του. «Είναι παντού. Αυτό το πράγμα — το purpurfargade ansiktet — το φέρνεις στον κόσμο σαν μωρό. Μόνο που μεγαλώνει πιο γρήγορα από ένα μωρό και δεν μπορείς να το σκοτώσεις, γιατί δεν μπορείς να το δεις, μπορείς μόνο να δεις αυτό που χάνει». Τα δάχτυλα του χαλάρωσαν. Η σχισμή έκλεισε. Ένα σκούρο κόκκινο ρυάκι διέσχιζε το παράξενο τοπίο της πίτας. «Αυτή η κατάρα... πρέπει να dekent felt o gard dd borg. Να είσαι σαν πατέρας γι' αυτή. Θέλεις ακόμα ν' απαλλαγείς από αυτή;» Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. «Πιστεύεις ακόμα ότι είμαστε πάτσι;» «Ναι». Ήταν ένας πνιχτός ήχος. Ο γερο-τσιγγάνος με τη σάπια μύτη χαμογέλασε. Οι μαύρες γραμμές της σαπίλας στο μάγουλο του τρεμούλιασαν. Το πάρκο ήταν σχεδόν έρημο τώρα. Ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα. Οι σκιές τους είχαν αγκαλιάσει από παντού. Ξαφνικά, ο σουγιάς βρέθηκε πάλι στο χέρι του Λέμκε. θα με μαχαιρώσει, σκέφτηκε αφηρημένα ο Μπίλι. θα με μαχαιρώσει στην καρδιά και θα φύγει με την πίτα από φράουλα στο χέρι. «Βγάλε τον επίδεσμο από το χέρι σου», είπε ο Λέμκε. Ο Μπίλι κοίταξε το χέρι του. «Ναι, θέλω να δω την πληγή, εκεί που σε χτύπησε».

Ο Μπίλι έλυσε τον επίδεσμο με αργές κινήσεις. Από κάτω, το χέρι του ήταν κάτασπρο σαν ψάρι. Αντίθετα, το περίγραμμα της πληγής είχε ένα κόκκινο, ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το ίδιο χρώμα που έχουν αυτά τα πράγματα μέσα στην πίτα, σκέφτηκε ο Μπίλι. Οι φράουλες. Ή ότι άλλο είναι. Και η πληγή είχε χάσει το σχεδόν ολοστρόγγυλο σχήμα της. Τώρα έμοιαζε με... Με σχισμή, σκέφτηκε ο Μπίλι και τα μάτια του στράφηκαν στην πίτα. Ο Λέμκε έδωσε το μαχαίρι στον Μπίλι. Πώς ξέρω ότι δεν έχεις βουτήξει τη λάμα σε κυάνιο, ή ποντικοφάρμακο, ή οτιδήποτε άλλο; σκέφτηκε να ρωτήσει, αλλά δεν το έκανε. Ο λόγος ήταν ο Τζινέλι. Ο Τζινέλι και η κατάρα του λευκού από την πόλη. Η κοκάλινη λαβή του σουγιά είχε το ιδανικό μέγεθος για το χέρι του. «Αν θέλεις να απαλλαγείς από την purpurfargade ansiktet, πρέπει πρώτα να τη δώσεις στην πίτα... και μετά να δώσεις την πίτα με την κατάρα-μωρό σε κάποιον άλλο. Αλλά πρέπει να το κάνεις γρήγορα, αλλιώς θα σου ξανάρθει διπλή. Κατάλαβες;» «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Τότε καν' το, αν θέλεις», είπε ο Λέμκε. Τα δάχτυλα του τράβηξαν πάλι. Η σκοτεινή σχισμή στην κρούστα της πίτας άνοιξε. Ο Μπίλι δίστασε, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο, μετά στο μυαλό του σχηματίστηκε το πρόσωπο της κόρης του. Για μια στιγμή, την είδε πεντακάθαρα όπως σε μια καλοτραβηγμένη φωτογραφία, να τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της, να γελάει, με τα πον-πον στο χέρι, σαν μεγάλα, αστεία μοβ και άσπρα φρούτα. Δεν έχεις δίκιο, είμαστε πάτοι, γέρο, σκέφτηκε. Ξέρεις τι θα πει πάτσι, η Χάιντι για τη Λίντα. Η γυναίκα μου για την χάρη μου. Αυτό μάλιστα, αυτό είναι πάτσι. Έχωσε τη λάμα του σουγιά στην πληγή στο χέρι του. Το κακάδι άνοιξε εύκολα. Αίμα πετάχτηκε στη σχισμή της πίτας. Συνειδητοποίησε αμυδρά ότι ο Λέμκε μιλούσε πολύ γρήγορα στη γλώσσα του, ενώ τα μαύρα μάτια του ήταν καρφωμένα στο χλομό, τραβηγμένο πρόσωπο του Μπίλι.

Ο Μπίλι στριφογύρισε το μαχαίρι στην πληγή, κοιτώντας τα παχουλά χείλη της που άνοιγαν αποκτώντας το προηγούμενο κυκλικό τους σχήμα. Τώρα το αίμα έτρεχε πιο γρήγορα. Δεν πονούσε καθόλου. «Enkelt! Αρκετά». Ο Λέμκε του άρπαξε το μαχαίρι απ' το χέρι. Ο Μπίλι ένιωσε ξαφνικά ότι δεν είχε καθόλου δύναμη. Κατέρρευσε πάνω στο παγκάκι, νιώθοντας ναυτία, νιώθοντας τρομερά άδειος, έτσι φαντάστηκε πως νιώθει μια γυναίκα που μόλις γέννησε. Μετά κοίταξε το χέρι του και είδε ότι η αιμορραγία είχε ήδη σταματήσει. Όχι, αυτό είναι αδύνατον. Κοίταξε την πίτα στα χέρια του Λέμκε και είδε και κάτι άλλο που ήταν αδύνατον, μόνο που αυτή τη φορά συνέβαινε μπροστά στα έκθαμβα μάτια του. Τα δάχτυλα του γέρου χαλάρωσαν, η σχισμή έκλεισε πάλι... κι αυτή τη φορά η σχισμή χάθηκε. Η κρούστα ήταν άθικτη, με εξαίρεση δύο μικρές τρυπούλες ακριβώς στο κέντρο. Εκεί που προηγουμένως βρισκόταν η σχισμή, τώρα υπήρχε μια γραμμή ζιγκ-ζαγκ πάνω στην κρούστα. Κοίταξε το χέρι του και δεν είδε καθόλου αίμα, καμιά πληγή. Η πληγή είχε επουλωθεί τελείως, αφήνοντας μόνο μια μικρή άσπρη ουλή, κι αυτή επίσης ζιγκζαγκ, μια ουλή που διέσχιζε τις γραμμές της ζωής και της καρδιάς που είχε στην παλάμη του. «Αυτή είναι δική σου, λευκέ από την πόλη», είπε ο Λέμκε, και ακούμπησε την πίτα στα πόδια του Μπίλι. Στην αρχή του ήρθε να πετάξει την πίτα, να απαλλαγεί απ' αυτή έτσι όπως θα είχε απαλλαγεί από μια μεγάλη αράχνη που πέταξε κάποιος στα πόδια του. Η πίτα ήταν πολύ ζεστή και έμοιαζε να πάλλεται μέσα στο φτηνό αλουμινένιο ταψί, σαν κάτι ζωντανό που αναπνέει. Ο Λέμκε σηκώθηκε και τον κοίταξε. «Αισθάνεσαι καλύτερα;» ρώτησε. Ο Μπίλι συνειδητοποίησε ότι πέρα από την απέχθεια που αισθανόταν γι' αυτό που κρατούσε στα χέρια του, κατά τ' άλλα ένιωθε καλύτερα. Η αίσθηση της αδυναμίας πέρασε. Η καρδιά του χτυπούσε κανονικά. «Λίγο», είπε επιφυλακτικά. Ο Λέμκε έγνεψε. «Τώρα θα αρχίσεις να παίρνεις βάρος. Αλλά σε μια δυο βδομάδες, θα αρχίσεις να ξανακυλάς. Μόνο που αυτή τη φορά, δε θα υπάρχει τρόπος να το σταματήσεις. Εκτός αν βρεις κάποιον να φάει την πίτα».

«Εντάξει». Το βλέμμα του Λέμκε ήταν σταθερό. «Είσαι σίγουρος ότι κατάλαβες;» «Ναι, ναι!» φώναξε ο Μπίλι. «Σε λυπάμαι λιγάκι», είπε ο Λέμκε. «Όχι πολύ, λιγάκι. Κάποτε μπορεί να ήσουν pokol, δυνατός. Τώρα σου έχουν σπάσει τα φτερά. Δε φταις εσύ..., υπάρχουν λόγοι..., έχεις φίλους». Χαμογέλασε και το χαμόγελο του δεν έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. «Γιατί δεν τρως εσύ την πίτα σου, λευκέ από την πόλη; θα πεθάνεις, αλλά θα πεθάνεις δυνατός». «Φύγε», είπε ο Μπίλι. «Δεν καταλαβαίνω τι λες. Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, αυτό μονάχα ξέρω». «Ναι, βέβαια, είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε». Το βλέμμα του στράφηκε στην πίτα και μετά γύρισε στο πρόσωπο του Μπίλι. «Να προσέχεις ποιος θα φάει το φαγητό που κανονικά προοριζόταν για σένα», είπε και γύρισε να φύγει. Στα μισά του δρόμου, κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του. Ήταν η τελευταία φορά που ο Μπίλι έβλεπε το γέρικο και κουρασμένο πρόσωπο του. «Δεν είμαστε πάτσι, λευκέ από την πόλη», επανέλαβε ο Ταντούζ Λέμκε. «Καθόλου». Γύρισε και συνέχισε το δρόμο του. Ο Μπίλι έμεινε καθισμένος στο παγκάκι του πάρκου να τον παρακολουθεί μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. Όταν ο Λέμκε πια εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι, ο Μπίλι σηκώθηκε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Είχε ήδη κάνει είκοσι βήματα όταν συνειδητοποίησε ότι κάτι ξέχασε. Γύρισε στο παγκάκι με πρόσωπο σοβαρό και βλέμμα θολό και πήρε την πίτα του. Ήταν ακόμα ζεστή και παλλόταν, αλλά αυτό τώρα δεν τον ενοχλούσε τόσο πολύ. Σκέφτηκε πως προφανώς μπορεί κανείς να συνηθίσει οτιδήποτε, αρκεί να έχει ισχυρούς λόγους να το κάνει. Ξεκίνησε για τη Γιούνιον Στριτ. Στα μισά του λόφου, είδε το μπλε Νόβα παρκαρισμένο δίπλα στο πεζοδρόμιο. Τώρα πια κατάλαβε ότι η κατάρα πραγματικά έφυγε από πάνω του. Ένιωθε ακόμα τρομερά αδύναμος και κάθε τόσο η καρδιά του σαν να γλιστρούσε και να έκανε ένα βήμα (σαν κάποιος που πάτησε κάτι γλιστερό, σκέφτηκε), αλλά ήξερε παρ' όλα αυτά ότι η κατάρα έφυγε. Και τώρα που έφυγε, καταλάβαινε πολύ καλά τι εννοούσε ο Λέμκε όταν έλεγε ότι μια κατάρα είναι σαν κάτι ζωντανό, σαν ένα παράξενο παιδί που ήταν μέσα του και έτρωγε απ' αυτόν. Purpurfargade ansiktet. Τώρα έφυγε πια.

Ένιωθε την πίτα που κουβαλούσε να πάλλεται μέσα στα χέρια του και όταν την κοίταζε, έβλεπε την κρούστα να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Και το φτηνό αλουμινένιο ταψάκι διατηρούσε την πίτα ζεστή. Κοιμάται, σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Ένιωθε σαν να κουβαλούσε μαζί του έναν κοιμισμένο διάβολο. Το Νόβα βρισκόταν πλάι στο πεζοδρόμιο με τη μούρη να δείχνει προς τα κάτω. Τα φώτα του ήταν αναμμένα. «Όλα τελείωσαν», είπε ο Μπίλι ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού και μπαίνοντας μέσα. «Τελ...» Και τότε είδε ότι ο Τζινέλι δεν ήταν στο αυτοκίνητο. Ή μάλλον, δεν ήταν ολόκληρος ο Τζινέλι στο αυτοκίνητο. Επειδή ήταν σκοτεινά, δεν είδε ότι παραλίγο να καθίσει πάνω στο κομμένο χέρι του Τζινέλι. Μια κομμένη γροθιά που είχε αφήσει πίσω της ίχνη από κόκκινη σάρκα πάνω στο ξεθωριασμένο κάλυμμα του Νόβα, μια γροθιά γεμάτη σφαίρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ 56 «Πού είσαι;» Η φωνή της Χάιντι ήταν θυμωμένη, τρομαγμένη, κουρασμένη. Ο Μπίλι ανακάλυψε χωρίς καμία ιδιαίτερη έκπληξη ότι δεν ένιωθε τίποτα πια γι' αυτή τη φωνή, ούτε καν περιέργεια. «Δεν έχει σημασία», είπε. «Γυρίζω σπίτι». «Επιτέλους! Δόξα τω θεώ! Είδε το φως το αληθινό! Σε ποιο αεροδρόμιο έρχεσαι, στο Λα Γκάρντια ή στο Κένεντι; Θα έρθω να σε πάρω». «θα έρθω με αυτοκίνητο», είπε ο Μπίλι. Έκανε μια παύση. «θέλω να τηλεφωνήσεις στο Μάικ Χιούστον και να του πεις ότι άλλαξες γνώμη σχετικά με την εντολή ανάθεσης». «Σχετικά με τι; Μπίλι, τι...;» Αλλά από την ξαφνική αλλαγή στον τόνο της φωνής της, ήταν φανερό πως ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε' ήταν ο τρομαγμένος τόνος ενός παιδιού που το έπιασαν να κλέβει γλυκά. Ξαφνικά ένιωσε πως είχε χάσει την υπομονή του μαζί της. «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ», είπε. «Τακτοποίησα τις δουλειές μου και θα εισαχθώ ευχαρίστως σε οποιαδήποτε κλινική θέλεις, στην Κλινική Γκλάσμαν ή οπουδήποτε

αλλού. Αλλά αν φτάσω στο Κοννέκτικατ και με πιάσουν οι μπάτσοι, και καταλήξω στο κρατικό ψυχιατρείο του Νόργουακ, θα μετανιώσεις πικρά, Χάιντι». Εκείνη έκλαιγε. «Κάναμε αυτό που νομίζαμε ότι ήταν καλύτερο για σένα, Μπίλι. Κάποτε θα το καταλάβεις αυτό». Μέσα στο κεφάλι του άκουσε τη φωνή του Λέμκε. Δε φταις εσύ..., υπάρχουν λόγοι..., έχεις φίλους. Κούνησε το κεφάλι του για να την αποδιώξει. Ένιωθε ανατριχίλα στο λαιμό και τα χέρια του. «Απλώς...» Έκανε παύση. Τώρα μέσα στο κεφάλι του ήχησε η φωνή του Τζινέλι. Απλώς, πάρε πίσω την κατάρα. Παρ' την. Ο Γουίλιαμ Χάλεκ λέει να την πάρεις πίσω. Το χέρι. Το χέρι πάνω στο κάθισμα. Τεράστιο χρυσό δαχτυλίδι στο δεύτερο δάχτυλο, με μια κόκκινη πέτρα, ίσως ρουμπίνι. Λεπτές μαύρες τρίχες στο πάνω μέρος της παλάμης. Το χέρι του Τζινέλι. Ο Μπίλι ξεροκατάπιε κάνοντας θόρυβο. «Απλώς, ακύρωσε το χαρτί αυτό», είπε. «Εντάξει», συμφώνησε εκείνη αμέσως και μετά ξανάρχισε τις δικαιολογίες. «Κάναμε... έκανα αυτό που νόμιζα ότι... Μπίλι, είχες αδυνατίσει τόσο πολύ, μιλούσες τόσο παράξενα...» «Καλά, καλά». «Μιλάς σαν να με μισείς», είπε εκείνη και άρχισε πάλι να κλαίει. «Μην είσαι χαζή», είπε ο Μπίλι, χωρίς να το αρνείται ακριβώς. Η φωνή του ήταν πιο ήρεμη τώρα. «Πού είναι η Λίντα; Είναι εκεί;» «Όχι, ξαναπήγε στη Ρόντα για μερικές μέρες. Έχει... έχει αναστατωθεί πολύ με όλ' αυτά». Πώς να μην έχει; σκέφτηκε ο Μπίλι. Είχε ξαναπάει στη Ρόντα και είχε ξαναγυρίσει σπίτι. Το ήξερε γιατί της είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Τώρα ξανάφυγε, και κάτι στον τρόπο με τον οποίο το είπε η Χάιντι τον έκανε να σκεφτεί ότι μπορεί να ήταν ιδέα της Λίντα αυτή τη φορά. Μήπως ανακάλυψε ότι εσύ και ο καλός μας ο Μάικ Χιούστον ετοιμαζόσαστε να βγάλετε τον πατέρα της τρελό,

Χάιντι; Αυτό έγινε; Αλλά δεν είχε σημασία. Η Λίντα έλειπε, αυτό μόνο είχε σημασία. Το βλέμμα του στράφηκε στην πίτα, που είχε ακουμπήσει πάνω στην τηλεόραση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Η κρούστα ανεβοκατέβαινε ακόμα ρυθμικά σαν μια φρικιαστική καρδιά. Ήταν σημαντικό να μη βρεθεί η κόρη του κοντά σ' αυτό το πράγμα. Ήταν επικίνδυνο. «Καλύτερα να μείνει εκεί που βρίσκεται μέχρι να λύσουμε τα προβλήματα μας», είπε. Στην άλλη άκρη της γραμμής, η Χάιντι ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Μπίλι τη ρώτησε τι συμβαίνει. «Είσαι τόσο ψυχρός». «Θα ζεσταθώ», της είπε. «Μην ανησυχείς». Για μια στιγμή την άκουσε να καταπίνει τους λυγμούς της και να προσπαθεί να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο της. Περίμενε να συνέλθει χωρίς να νιώθει ούτε υπομονή, ούτε ανυπομονησία. Στην ουσία, δεν ένιωθε απολύτως τίποτα. Η φρίκη που τον κατέκλυσε όταν συνειδητοποίησε ότι αυτό το πράγμα πάνω στο κάθισμα ήταν το χέρι του Τζινέλι ήταν το τελευταίο έντονο συναίσθημα που ένιωσε απόψε. Με εξαίρεση την παράξενη κρίση γέλιου που τον έπιασε αργότερα. «Σε τι κατάσταση είσαι;» ρώτησε εκείνη τελικά. «Κάπως καλύτερα. Έφτασα τα 56 κιλά». Κράτησε την ανάσα της. «Μα είναι σχεδόν 14 κιλά λιγότερο απ' όσο ζύγιζες όταν έφυγες». «Αλλά είναι περισσότερο απ' όσο ζύγιζα χτες το πρωί», είπε εκείνος ήπια. «Μπίλι... θέλω να ξέρεις ότι μπορούμε να τα βρούμε. Στ' αλήθεια μπορούμε. Το πιο σημαντικό είναι να γίνεις καλά και μετά θα μιλήσουμε. Αν χρειαστεί να μιλήσουμε με κάποιον άλλο... ένα σύμβουλο γάμου, ας πούμε, ευχαρίστως, αν το θέλεις κι εσύ. Εμείς... εμείς...» Ω θεέ μου, 9' αρχίσει να μυξοκλαίει πάλι, σκέφτηκε και η σκληρότητα του τον εξέπληξε, αλλά και τον διασκέδασε. Και τότε εκείνη είπε κάτι που του φάνηκε παράξενα συγκινητικό και για μια στιγμή ένιωσε σαν να μιλούσε με την παλιά Χάιντι... και μαζί σαν να ήταν ο παλιός Μπίλι Χάλεκ.

«θα κόψω το κάπνισμα, αν θέλεις», είπε. Ο Μπίλι κοίταξε την πίτα πάνω στην τηλεόραση. Η κρούστα της ανεβοκατέβαινε αργά. Πάνω κάτω, πάνω κάτω. Σκέφτηκε πόσο σκούρα ήταν από μέσα όταν την άνοιξε ο γέρος. Σκέφτηκε εκείνα τα γρομπαλάκια που θα μπορούσε να είναι όλες οι οδύνες της ανθρωπότητας ή απλώς φράουλες. Σκέφτηκε το αίμα του, καθώς χυνόταν από την πληγή του χεριού του στο εσωτερικό της πίτας. Σκέφτηκε τον Τζινέλι. Η στιγμή της ζεστασιάς πέρασε. «Καλύτερα να μην το κόψεις», είπε. «Όταν σταματάς να καπνίζεις, παχαίνεις». Αργότερα, ξάπλωσε πάνω στο στρωμένο κρεβάτι με τα χέρια δεμένα κάτω από το κεφάλι του. Ήταν μία παρά τέταρτο το πρωί, αλλά ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει λιγότερο νυσταγμένος. Μόνο τώρα, μες στο σκοτάδι, άρχισε να ανασυνθέτει τα συμβάντα από τη στιγμή που βρήκε το χέρι του Τζινέλι μέχρι να πάρει τηλέφωνο τη γυναίκα του. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο ακούστηκε ένας ήχος. Όχι· Μα ακούστηκε. Κάτι σαν αναπνοή. Όχι, είναι η φαντασία σου. Αλλά δεν ήταν η φαντασία του. Κάτι τέτοιο θα το έλεγε η Χάιντι και όχι ο Γουίλιαμ Χάλεκ. Τώρα πια ήξερε αρκετά ώστε να μην πιστεύει ότι κάποια πράγματα είναι της φαντασίας του. Αν δεν τα ήξερε παλιότερα, τώρα τα ήξερε. Η κρούστα κινήθηκε, σαν ένα κομμάτι άσπρο δέρμα πάνω σε ζωντανή σάρκα. Ακόμα και τώρα, έξι ώρες από τότε που του το έδωσε ο Λέμκε, ήξερε ότι αν άγγιζε το ταψί, θα ανακάλυπτε ότι είναι ζεστό. «Purpurfargade ansiktet», μουρμούρισε μέσα στο σκοτάδι και ακούστηκε σαν ξόρκι. Στην αρχή, κοίταξε το χέρι χωρίς να καταλαβαίνει τι κοιτάζει. Όταν συνειδητοποίησε τι βλέπει, μισό δευτερόλεπτο αργότερα, ούρλιαξε και τραβήχτηκε μακριά του. Η κίνηση του έκανε το χέρι να κουνηθεί πρώτα από τη μια μεριά και ύστερα από την άλλη, σαν να το είχε ρωτήσει ο Μπίλι τι κάνει, κι εκείνο να απάντησε έτσι κι έτσι. Δύο από τις σφαίρες γλίστρησαν και κύλησαν πίσω από το κάθισμα.

Ο Μπίλι ούρλιαξε πάλι και έφερε το χέρι του στο στόμα του, ενώ κοίταζε το κομμένο χέρι με μάτια γουρλωμένα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά παράξενα μέσα στο στήθος του και συνειδητοποίησε ότι η πίτα έγερνε δεξιά. Παραλίγο να πέσει στο δάπεδο του Νόβα και να διαλυθεί. Την άρπαξε και την ίσιωσε. Η αρρυθμία στο στήθος του σταμάτησε. Τώρα μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Και η ψυχρότητα, αυτή που διέκρινε αργότερα η Χάιντι στη φωνή του, άρχισε να τον πλημμυρίζει. Ο Τζινέλι ήταν ασφαλώς νεκρός. Όχι, λάθος, σβήσε το ασφαλώς. Τι είχε πει; Αν με δει πριν τη δω εγώ, Γουίλιαμ, δε θα χρειαστεί να ξαναλλάξω πουκάμισο. Πες το δυνατά, λοιπόν. Όχι, δεν ήθελε να το κάνει. Δεν ήθελε να το κάνει, και δεν ήθελε να κοιτάξει το χέρι. Κι έτσι έκανε και τα δύο. «Ο Τζινέλι είναι νεκρός», είπε. Έκανε παύση και μετά, επειδή τον έκανε να αισθάνεται λίγο καλύτερα, πρόσθεσε: «Ο Τζινέλι είναι νεκρός, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του δίνω πριν εμφανιστεί κανένας μπάτσος...» Κοίταξε το τιμόνι και είδε ότι το κλειδί ήταν στη μίζα. Το πορτ-κλε, που είχε πάνω μια φωτογραφία της Ολίβια Νιούτον Τζον, κρεμόταν από ένα κομμάτι λάστιχο. Υπέθεσε ότι η Τζίνα θα πρέπει να έβαλε το κλειδί στη μίζα όταν άφησε το χέρι του Τζινέλι μέσα στο αυτοκίνητο. Μπορεί να τακτοποίησε τον Τζινέλι, αλλά δεν ήθελε να καταπατήσει την υπόσχεση που έδωσε ο προπάππος της στο φίλο του Τζινέλι. Το κλειδί ήταν για κείνον. Ξαφνικά, ο Μπίλι σκέφτηκε ότι ο Τζινέλι είχε πάρει ένα κλειδί από την τσέπη ενός νεκρού. Τώρα η κοπέλα προφανώς έκανε το ίδιο. Αλλά η σκέψη αυτή δεν τον ανατρίχιασε. Σκεφτόταν ψυχρά τώρα. Κι αυτό του άρεσε. Βγήκε από το Νόβα, ακούμπησε προσεκτικά την πίτα στο δάπεδο, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του οδηγού. Καθώς καθόταν, το χέρι του Τζινέλι κουνήθηκε πάλι πάνω κάτω, σαν τραμπάλα. Ο Μπίλι άνοιξε το ντουλαπάκι και βρήκε έναν πολύ παλιό χάρτη του Μέιν. Τον ξεδίπλωσε και σκέπασε μ' αυτόν το χέρι. Μετά έβαλε μπροστά το Νόβα και πήγε στη Γιούνιον Στριτ. Οδηγούσε σχεδόν πέντε λεπτά, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση, πήγαινε δυτικά αντί ανατολικά. Εκείνη τη στιγμή, διέκρινε το χρυσό τόξο του Μακ Ντόναλντ μέσα στο μισοσκόταδο. Το στομάχι του σφίχτηκε. Ο Μπίλι μπήκε στο πάρκινγκ και σταμάτησε για να παραγγείλει.

«Καλώς ορίσατε στο Μακ Ντόναλντ», είπε η φωνή από το μικρόφωνο, «θέλετε να παραγγείλετε;» «Ναι, παρακαλώ, θα ήθελα τρία Μπιγκ Μακ, δύο μεγάλες πατάτες και ένα μιλκ σέικ καφέ». Όπως τον παλιό καλό καιρό, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Κατέβασε τα όλα μέσα στο αυτοκίνητο, ξεφορτώσου τα σκουπίδια και μην πεις τίποτα στη Χάιντι όταν γυρίσεις σπίτι. «Θα θέλατε κάποιο γλυκό;» «Βέβαια. Μια κερασόπιτα». Κοίταξε τον χάρτη που ήταν απλωμένος δίπλα του. Ήταν σίγουρος ότι εκείνο που εξείχε δυτικά της Ογκούστα ήταν το δαχτυλίδι του Τζινέλι. Ένιωσε τάσεις λιποθυμίας. «Και ένα κουτί μπισκότα Μακ Ντόναλντ για το φίλο μου», είπε και γέλασε. Η φωνή διάβασε την παραγγελία του και κατέληξε: 6,90 κύριε. Προχωρήστε, παρακαλώ». «Και βέβαια θα προχωρήσω», είπε ο Μπίλι. «Αυτό έχει σημασία, έτσι δεν είναι; Να προχωρείς και να παίρνεις την παραγγελία σου». Γέλασε ξανά. Ένιωθε θαυμάσια και συγχρόνως πως ήθελε να κάνει εμετό. Η κοπέλα του έδωσε δύο ζεστές άσπρες σακούλες μέσα από το παράθυρο παραλαβής. Ο Μπίλι την πλήρωσε, πήρε τα ρέστα και συνέχισε το δρόμο του. Σταμάτησε στην άκρη του κτιρίου, πήρε τον παλιό χάρτη, τύλιξε μέσα σ' αυτόν το χέρι, άνοιξε το παράθυρο και πέταξε το δέμα στο σκουπιδοτενεκέ. Πάνω στο σκουπιδοτενεκέ έγραφε: ΒΑΛΤΕ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΩΣΤΗ ΤΟΥΣ ΘΕΣΗ «Κι αυτό είναι επίσης η ουσία», είπε ο Μπίλι. Έτριψε το πόδι του του με το χέρι του και γέλασε. «Να βάζεις τα σκουπίδια στη σωστή τους θέση... και να τα κρατάς εκεί». Αυτή τη φορά, έστριψε ανατολικά στη Γιούνιον Στριτ, με κατεύθυνση για Μπαρ Χάρμπορ. Συνέχισε να γελάει. Για λίγο νόμιζε πως δε θα καταφέρει ποτέ να σταματήσει, ότι θα γελούσε μέχρι τη μέρα που θα πεθάνει. Από φόβο μήπως τον δει κανείς να κάνει «μασάζ αποτυπωμάτων» — σύμφωνα με τη φράση ενός συναδέλφου του Μπίλι — στο Νόβα, αν προσπαθούσε να το καθαρίσει σε κάποιο δημόσιο μέρος, στην αυλή του ξενοδοχείου του, για παράδειγμα, ο Μπίλι σταμάτησε σε ένα ερημικό πάρκινγκ πάνω στο δρόμο, γύρω στα σαράντα μίλια ανατολικά τη;: Μπανγκόρ, για να κάνει αυτή τη δουλειά. Δε σκόπευε να συνδέσει το όνομα του με αυτό το αυτοκίνητο, εφόσον μπορούσε να το αποφύγει. Βγήκε, έβγαλε

το σακάκι του, το δίπλωσε από την ανάποδη και μετά σκούπισε προσεκτικά όλες τις επιφάνειες που θυμόταν ότι είχε ακουμπήσει κι όλες εκείνες που μπορεί ίσως να ακούμπησε. Μπροστά στο γραφείο του Μότορ Ιν ήταν αναμμένη η πινακίδα που έγραφε: «Είμαστε Γεμάτοι». Οι χώροι για παρκάρισμα μπροστά από τα δωμάτια ήταν όλοι γεμάτοι εκτός από έναν, ο οποίος βρισκόταν μπροστά από ένα σκοτεινό σωμάτιο. Ο Μπίλι ήταν σίγουρος πως αυτό ήταν το δωμάτιο που είχε νοικιάσει ο Τζινέλι σαν Τζον Τρι. Πάρκαρε το Νόβα στον άδειο χώρο. Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το τιμόνι και το μοχλό ταχυτήτων. Πήρε την πίτα. Άνοιξε την πόρτα και σκούπισε το χερούλι. Ξανάβαλε το μαντίλι στην τσέπη του, βγήκε από το αυτοκίνητο και έσπρωξε την πόρτα με το γοφό του για να την κλείσει. Μετά κοίταξε ολόγυρα. Μια μητέρα που φαινόταν πολύ κουρασμένη τραβολογούσε ένα παιδί που φαινόταν ακόμα πιο κουρασμένο. Δύο ηλικιωμένοι στέκονταν έξω από το γραφείο και συζητούσαν. Δεν είδε κανέναν άλλο, δεν ένιωσε ότι τον είδε κανένας άλλος. Άκουσε τηλεοράσεις να παίζουν μέσα στα δωμάτια και από την πόλη ακουγόταν μουσική από τα διάφορα μπαρ, καθώς το καλοκαιρινό Μπαρ Χάρμπορ ετοιμαζόταν για το νυχτερινό ξεφάντωμα. Ο Μπίλι διέσχισε το προαύλιο και περπάτησε μέχρι το κέντρο της πόλης, ακολουθώντας την πιο δυνατή μουσική. Το μπαρ απ' όπου ερχόταν η μουσική αυτή λεγόταν Σάλτι Ντογκ και καθώς ήλπιζε ο Μπίλι, υπήρχαν ταξί — τρία τον αριθμό — που περίμεναν απέξω για να μεταφέρουν τη σεβαστή πελατεία. Ο Μπίλι μίλησε στον ένα από τους οδηγούς και για δεκαπέντε δολάρια εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως να τον πετάξει στο Νόρθιστ Χάρμπορ. «Βλέπω ότι πήρατε το φαγητό σας», είπε ο ταξιτζής, καθώς έμπαινε μέσα ο Μπίλι. «Ή το φαγητό κάποιου άλλου», απάντησε ο Μπίλι και γέλασε. «Γιατί αυτή είναι η ουσία, έτσι δεν είναι; Να παίρνει πάντα κάποιος το φαγητό». Ο ταξιτζής τον κοίταξε παραξενεμένος απ' τον καθρέφτη και μετά σήκωσε τους ώμους του. «Όπως νομίζετε, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Μισή ώρα αργότερα, μιλούσε στο τηλέφωνο με τη Χάιντι. Και τώρα ήταν ξαπλωμένος πάνω στο στρωμένο κρεβάτι και αφουγκραζόταν κάτι που ανέπνεε μέσα στο σκοτάδι, κάτι που έμοιαζε με πίτα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα παιδί, που εκείνος και ο γερο-τσιγγάνος δημιούργησαν μαζί.

Η Τζίνα, σκέφτηκε ξαφνικά. Πού είναι; "Μην της κάνεις κακό", αυτό είχα πει στον Τζινέλι. Αλλά νομίζω ότι αν μπορούσα ν' απλώσω χέρι πάνω της, θα της έκανα κακό εγώ ο ίδιος... πολύ κακό, γι' αυτό που έκανε στο ΡΊτσαρντ. Και δεν θα έστελνα το χέρι της. θα έστελνα σ' εκείνο το γέρο πεσκέσι το κεφάλι της... θα γέμιζα το στόμα της με μπαλάκια και θα του έστελνα το ωραίο κεφάλι της. Και γι' αυτό, ευτυχώς που δεν ξέρω πού βρίσκεται, αλλιώς ποιος ξέρει πού θα καταλήγαμε. Έτσι αρχίζουν αυτά τα πράγματα. Τσακώνονται και στο τέλος κανένας δεν ξέρει ποια είναι η αλήθεια, όλοι όμως ξέρουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα: σκοτώνουν ένα, σκοτώνουμε κι εμείς ένα, μετά εκείνοι σκοτώνουν δύο κι εμείς σκοτώνουμε τρεις... βομβαρδίζουν ένα αεροδρόμιο κι εμείς ανατινάζουμε ένα σχολείο... και το αίμα κυλά στον υπόνομο. Γιατί εκεί όλα καταλήγουν, έτσι δεν είναι; Αίμα στον υπόνομο. Αίμα... Ο Μπίλι αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Οι σκέψεις του μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε μια αλυσίδα από τρομακτικούς εφιάλτες. Σε μερικούς σκότωνε και σε άλλους σκοτωνόταν, αλλά σε όλους υπήρχε κάτι που ανέπνεε, και παλλόταν και ποτέ δεν μπορούσε να το δει επειδή ήταν μέσα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ 58 ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΝΔΡΑ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ Ένας άνδρας που βρέθηκε νεκρός χτες το βράδυ στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας της Γιούνιον Στριτ αναγνωρίστηκε ως μέλος του υπόκοσμου της Νέας Υόρκης. Ο ΡΊτσαρντ Τζινέλι, γνωστός στους κύκλους του υποκόσμου με το παρατσούκλι «ΡΊτσι το Σφυρί», είχε παραπεμφθεί σε δίκη τρεις φορές - για εκβιασμό, μεταφορά και πώληση ναρκωτικών και φόνο — από τις αρχές της Νέας Υόρκης. Μια συνδυασμένη πολιτειακή και ομοσπονδιακή έρευνα των δραστηριοτήτων του Τζινέλι σταμάτησε το 1981 μετά το βίαιο θάνατο αρκετών μαρτύρων κατηγορίας. Πηγή προσκείμενη στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Πολιτείας του Μέιν είπε χτες το βράδυ ότι η ιδέα πως ίσως πρόκειται για χτύπημα στα πλαίσια του πολέμου των συμμοριών δημιουργήθηκε πριν αποκαλυφτεί ακόμα η ταυτότητα του θύματος, εξαιτίας των ασυνήθιστων συνθηκών του φόνου. Σύμφωνα με την πηγή αυτή, το ένα χέρι του Τζινέλι έλειπε από το πτώμα και πάνω στο μέτωπο του ήταν γραμμένη με αίμα η λέξη «γουρούνι». Φαίνεται πως ο Τζινέλι πυροβολήθηκε με όπλο μεγάλου διαμετρήματος, αλλά οι ειδικοί της σήμανσης αρνούνται μέχρι στιγμής να ανακοινώσουν τα ευρήματα τους, τα οποία ένας αστυνομικός χαρακτήρισε «επίσης μάλλον ασυνήθιστα».

Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της Ντέιλι Νιους της Μπανγκόρ, την οποία είχε αγοράσει εκείνο το πρωί ο Μπίλι Χάλεκ. Τώρα της έριξε μια τελευταία ματιά και κοίταξε τη φωτογραφία του κτιρίου μέσα στο οποίο βρέθηκε ο φίλος του. Μετά, τσαλάκωσε την εφημερίδα και την έχωσε μέσα σε ένα σκουπιδοτενεκέ με το σήμα του Δήμου του Κοννέκτικατ, χαραγμένο στη μία πλευρά, και τη φράση ΒΑΛΤΕ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ γραμμένη πάνω στη μεταλλική πόρτα. «Αυτή είναι η ουσία», μουρμούρισε. «Τι είπατε, κύριε;» Ήταν ένα κοριτσάκι γύρω στα έξι, με μια όμορφη κορδέλα στα μαλλιά και το πιγούνι πασαλειμμένο σοκολάτα. Φαίνεται πως είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του. «Τίποτα», είπε ο Μπίλι και της χαμογέλασε. «Μάρσι!» φώναξε ανήσυχη η μητέρα της. «Έλα εδώ αμέσως!» «Πρέπει να φύγω. Γεια σας», είπε η Μάρσι. «Γεια σου, χρυσό μου». Ο Μπίλι την παρακολούθησε καθώς γύριζε στη μητέρα της με το μικρό άσπρο σκυλάκι να τρέχει μπροστά της σέρνοντας τη σχεδόν. Δεν είχε φτάσει καλά καλά κοντά στη μητέρα της κι εκείνη άρχισε να τη μαλώνει' ο Μπίλι λυπήθηκε το κοριτσάκι που του θύμιζε τη Λίντα όταν ήταν γύρω στα έξι, αλλά ταυτόχρονα το επεισόδιο αυτό τον τόνωσε ψυχολογικά. Άλλο πράγμα να του δείχνει η ζυγαριά ότι πήρε βάρος, και άλλο — πολύ καλύτερο — να του φέρεται κάποιος σαν να είναι φυσιολογικός άνθρωπος και πάλι, έστω κι αν αυτός ο κάποιος δεν είναι παρά ένα κοριτσάκι έξι χρόνων που έβγαλε βόλτα το σκύλο του..., ένα κοριτσάκι που ασφαλώς θα νόμιζε ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που μοιάζουν με κινούμενους σκελετούς. Είχε περάσει ολόκληρη τη χτεσινή μέρα στο Νόρθιστ Χάρμπορ, όχι τόσο για να ξεκουραστεί όσο για να ξαναβρεί την ψυχική του ισορροπία. Μόλις ένιωθε λίγο καλύτερα όμως, κοίταζε την πίτα πάνω στην τηλεόραση, μέσα στο φτηνό αλουμινένιο ταψί της, και ένιωθε πάλι το μυαλό του να σαλεύει. Το σούρουπο αποφάσισε να την κρύψει στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και αυτό βελτίωσε λίγο την κατάσταση. Όταν σκοτείνιασε πια για τα καλά, και ένιωθε πιο λογικός, αλλά και πιο μόνος από πριν, άνοιξε την παλιά ατζέντα του και τηλεφώνησε στη Ρόντα Σίμονσον στο Γουέτσεστερ Κάουντι. Ένα ή δύο λεπτά αργότερα μιλούσε στη Λίντα, η οποία έκανε σαν τρελή από τη χαρά της που τον άκουσε. Είχε πραγματικά ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με την εντολή ανάθεσης. Η αλυσίδα των γεγονότων που την οδήγησαν στην ανακάλυψη αυτή, στο βαθμό που μπορούσε - και ήθελε - ο Μπίλι να την ακολουθήσει, ήταν θλιβερή όσο και αναμενόμενη. Ο Μάικ Χιούστον το είπε στη γυναίκα του. Η γυναίκα του — προφανώς μέσα στο μεθύσι της — το είπε στη μεγαλύτερη κόρη τους. Η Λίντα και η κόρη των Χιούστον τα είχαν τσουγκρίσει ελαφρά τον προηγούμενο χειμώνα, και η Σαμάνθα Χιούστον δεν έχασε την ευκαιρία

να προλάβει στη Λίντα το ευχάριστο νέο ότι η καλή της η μαμά προσπαθούσε να κλείσει τον καλό της τον μπαμπά στο τρελοκομείο. «Κι εσύ τι της είπες;» τη ρώτησε ο Μπίλι. «Της είπα να χώσει μια ομπρέλα στον κώλο της», είπε η Λίντα, και ο Μπίλι γέλασε μέχρι δακρύων..., αλλά κάπου μέσα του ένιωσε κάποια θλίψη. Δεν έλειπε περισσότερο από τρεις βδομάδες και η κόρη του μιλούσε σαν να είχε μεγαλώσει τρία χρόνια. Η Λίντα πήγε αμέσως στη Χάιντι και τη ρώτησε αν όσα της είπε η Σαμάνθα Χιούστον ήταν αλήθεια. «Και τι έγινε;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ρίξαμε ένα γερό καβγά και μετά της είπα ότι ήθελα να ξαναπάω στη θεία Ρόντα κι εκείνη είπε ότι Ίσως δεν ήταν και τόσο άσχημη ιδέα». Μετά από μια σύντομη παύση, ο Μπίλι είπε: «Δεν ξέρω αν χρειάζεται να το ακούσεις από μένα, Λιν, αλλά δεν είμαι τρελός». «Α, μπαμπά μου, το ξέρω αυτό», είπε εκείνη σχεδόν σαν να τον επιτιμούσε που αμφέβαλλε για την πίστη της. «Και συνέρχομαι σιγά σιγά. Πήρα βάρος». Φώναξε τόσο δυνατά από τη χαρά της που εκείνος αναγκάστηκε να απομακρύνει το ακουστικό από τ' αυτί του. «Αλήθεια; Αλήθεια πήρες βάρος;» «Αλήθεια». «Μα αυτό είναι υπέροχο, μπαμπά! Είναι... Λες αλήθεια; Σίγουρα λες αλήθεια;» «Στο λόγο της τιμής μου», είπε χαμογελώντας. «Και ξέρεις πως ο λόγος ενός προσκόπου μετράει». «Πότε θα γυρίσεις σπίτι;»

Και ο Μπίλι, ο οποίος υπολόγιζε να φύγει από το Νόρθιστ Χάρμπορ το επόμενο πρωί και να βρίσκεται σπίτι του όχι αργότερα από τις δέκα το επόμενο βράδυ, απάντησε: «Σε καμιά βδομάδα, γλυκιά μου. θέλω να πάρω λίγο βάρος ακόμα. Εξακολουθώ να είμαι αρκετά αδύνατος ακόμα». «Α», είπε η Λίντα, λιγάκι απογοητευμένη. «Α, καλά». «Αλλά όταν αποφασίσω να πάω, θα σου τηλεφωνήσω εγκαίρως, ώστε να φτάσεις τουλάχιστον έξι ώρες πριν από μένα», την καθησύχασε. «Έτσι, θα έχεις χρόνο να μου φτιάξεις εκείνα τα υπέροχα λαζάνια σου, όπως τότε που γυρίσαμε από το Μοχόνκ, κι έτσι θα πάρω κι άλλο βάρος». «Και γαμώ!» φώναξε γελώντας και μετά πρόσθεσε μετανιωμένη: «Ωχ, συγγνώμη, μπαμπά, μου ξέφυγε». «Συγχωρεμένη», είπε εκείνος. «Αλλά στο μεταξύ, θέλω να μείνεις εκεί που βρίσκεσαι. Δε θέλω άλλους καβγάδες ανάμεσα σε σένα και τη μητέρα σου». «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω καμία διάθεση να γυρίσω σπίτι πριν πας εσύ», είπε η Λίντα και ο Μπίλι διέκρινε μια σκληράδα στη φωνή της. Είχε, άραγε, διαισθανθεί αυτή την αλλαγή και η Χάιντι; Ο Μπίλι υποψιαζόταν ότι πρέπει να την είχε, και ίσως αυτό εξηγούσε την απόγνωση στη φωνή της το προηγούμενο βράδυ. Είπε στη Λίντα ότι την αγαπούσε και το έκλεισε. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ευκολότερα, αλλά είδε άσχημα όνειρα. Σε ένα, ο Τζινέλι ήταν κλεισμένος στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και ούρλιαζε να του ανοίξει να βγει. Αλλά όταν άνοιξε, δε βρήκε τον Τζινέλι, αλλά ένα ματωμένο γυμνό αγόρι με τα άχρονα μάτια του Ταντούζ Λέμκε και ένα χρυσό κρίκο στο ένα αυτί. Το αγόρι άπλωσε τα λεκιασμένα χέρια του στον Μπίλι. Χαμογέλασε και τα δόντια του ήταν ασημένιες βελόνες. «Purpurtargade ansiktet», είπε με κλαψιάρικη, όχι ανθρώπινη φωνή και ο Μπίλι ξύπνησε τρέμοντας μέσα στην ψυχρή, γκρίζα αυγή της ακτής του Ατλαντικού. Έφυγε από το ξενοδοχείο είκοσι λεπτά αργότερα και τράβηξε νότια. Στις οκτώ παρά τέταρτο σταμάτησε για ένα πλούσιο πρωινό, αλλά δεν κατάφερε να φάει σχεδόν καθόλου, καθώς η όρεξη του κόπηκε από την είδηση που διάβασε στην εφημερίδα σχετικά με το θάνατο του Τζινέλι. Ωστόσο, δεν επηρέασε το μεσημεριανό μου φαγητό, σκεφτόταν, καθώς επέστρεφε στο νοικιασμένο αυτοκίνητο μετά από ένα πλούσιο γεύμα. Γιατί η ουσία είναι να πάρω βάρος.

Η πίτα καθόταν στο κάθισμα δίπλα του, παλλόμενη, ζεστή. Της έριξε μια ματιά και μετά έβαλε μπροστά και βγήκε από το πάρκινγκ. Συνειδητοποίησε ότι θα βρισκόταν σπίτι σε λιγότερο από μία ώρα, και ένιωσε ένα παράξενο, δυσάρεστο συναίσθημα. Μόνο μετά από τριάντα χιλιόμετρα κατάλαβε τι ήταν το συναίσθημα αυτό: έξαψη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Η τσιγγάνικη πίτα Πάρκαρε το νοικιασμένο αυτοκίνητο πίσω από το δικό του Μπιουικ, πήρε το σάκο που ήταν η μοναδική του αποσκευή, και διέσχισε την αυλή. Το άσπρο σπίτι με τα πράσινα παντζούρια, που ήταν ανέκαθεν σύμβολο άνεσης, ευημερίας και ασφάλειας για κείνον, τώρα του φαινόταν παράξενο, τόσο παράξενο που το ένιωθε σχεδόν ξένο. Ο λευκός από την πόλη ζούσε εδώ, σκέφτηκε, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι τελικά γύρισε σπίτι του' αυτός ο τύπος που διασχίζει την αυλή αισθάνεται περισσότερο τσιγγάνος. Ένας πολύ αδύνατος τσιγγάνος. Η εξώπορτα, με τους δύο χαριτωμένους πυρσούς δεξιά κι αριστερά της, άνοιξε και στο άνοιγμα εμφανίστηκε η Χάιντι. Φορούσε μια άσπρη φούστα και μια άσπρη μπλούζα χωρίς μανίκια που ο Μπίλι δε θυμόταν να είχε ξαναδεί. Είχε κόψει πολύ κοντά τα μαλλιά της και για μια φρικτή στιγμή σκέφτηκε ότι δεν ήταν η Χάιντι, αλλά κάποια ξένη που της έμοιαζε ελαφρά. Τον κοίταξε με πρόσωπο πολύ χλομό, μάτια πολύ σκοτεινά, χείλη που έτρεμαν. «Μπίλι;» «Εγώ είμαι», είπε εκείνος και σταμάτησε. Στάθηκαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο, η Χάιντι με κάποια ελπίδα στην έκφραση της, ο Μπίλι με μια αίσθηση απόλυτου κενού — ωστόσο, κάτι θα πρέπει να έδειχνε το πρόσωπο του, γιατί η Χάιντι φώναξε: «Για όνομα του θεού, Μπίλι, μη με κοιτάζεις έτσι! Δεν το αντέχω!» Ένιωσε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο του, ένα χαμόγελο σαν ψόφιο ζώο που επιπλέει στην επιφάνεια μιας γαλήνιας λίμνης. Ωστόσο, στη Χάιντι πρέπει

να φάνηκε εντάξει, γιατί του ανταπέδωσε ένα δειλό χαμόγελο. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μαγουλά της. Μα πάντα έκλαιγες εύκολα, Χάιντι, σκέφτηκε εκείνος. Εκείνη άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Ο Μπίλι άφησε το σάκο του και περπάτησε προς το μέρος της, νιώθοντας το ψόφιο χαμόγελο στο πρόσωπο του. «Τι φαγητό έχουμε;» ρώτησε. «Πεινάω σαν λύκος». Του ετοίμασε ένα τεράστιο δείπνο: μπριζόλα, σαλάτα, μία ψητή πατάτα μεγάλη σαν τορπίλη, φρέσκα φασολάκια και βατόμουρα με σαντιγί για επιδόρπιο. Ο Μπίλι τα έφαγε όλα. Ταυτόχρονα, παρατηρούσε τη γυναίκα του. Παρ' όλο που εκείνη δεν του το είπε με λόγια, κάθε κίνηση της, κάθε χειρονομία της, κάθε βλέμμα της έδινε το ίδιο μήνυμα: Δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία, Μπίλι, σε παρακαλώ, δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία. Από μια πλευρά, σκέφτηκε, αυτό ήταν εξαιρετικά αστείο, αστείο με έναν τρόπο που μόνο ο γερο-τσιγγάνος θα μπορούσε να καταλάβει. Η Χάιντι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, από κει που αρνιόταν να δεχτεί οποιαδήποτε ενοχή, έφτασε να παίρνει πάνω της όλη την ενοχή. Και λίγο λίγο, καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, διαισθάνθηκε και κάτι άλλο στις κινήσεις της: ανακούφιση. Ένιωθε ότι την είχε συγχωρέσει. Αυτό δεν πείραζε καθόλου τον Μπίλι, γιατί το να αισθάνεται η Χάιντι ότι την είχε συγχωρέσει τον βόλευε ιδιαίτερα. Κάθισε απέναντι του και τον κοίταζε που έτρωγε, αγγίζοντας πού και πού το αδυνατισμένο πρόσωπο του και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, καθώς μιλούσε. Της διηγήθηκε πώς ακολούθησε τους τσιγγάνους κατά μήκος της ακτής, πώς πήρε τις φωτογραφίες από τον Κερκ Πέντσλι, πώς τελικά πρόλαβε τους τσιγγάνους στο Μπαρ Χάρμπορ. Σ' αυτό το σημείο, η αλήθεια και ο Μπίλι Χάλεκ χώρισαν οριστικά. Η δραματική συνάντηση που ήλπιζε, αλλά και φοβόταν τόσο καιρό, εξελίχτηκε πολύ διαφορετικά απ' ό,τι φανταζόταν, εξήγησε στη Χάιντι. Κατ' αρχήν, ο γέρος γέλασε μαζί του. Όλοι γέλασαν μαζί του. «Αν μπορούσα να σε καταραστώ, θα ήσουν κάτω από το χώμα τώρα», του είπε ο γερο-τσιγγάνος. «Νομίζετε ότι είμαστε μάγοι, όλοι εσείς οι λευκοί από τις πόλεις νομίζετε ότι είμαστε μάγοι. Αν ήμαστε, θα κυκλοφορούσαμε με σακαράκες; θα κοιμόμαστε στα χωράφια; Δεν είμαστε μάγοι, λευκέ από την πόλη, δεν είμαστε παρά πλανόδιοι επαγγελματίες. Δουλεύουμε με διάφορους τύπους που τους βαραίνουν τα λεφτά τους και μετά συνεχίζουμε το δρόμο μας. Τώρα δίνε του από δω, πριν πω σε μερικούς από τους νέους που βλέπεις ν'

ασχοληθούν μαζί σου. Εκείνοι ξέρουν μια κατάρα, λέγεται η Κατάρα της Σιδερογροθιάς». «Αλήθεια σε αποκαλούσε έτσι; Λευκό από την πόλη;» Της χαμογέλασε. «Αλήθεια». Είπε στη Χάιντι ότι επέστρεψε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και έμεινε εκεί τις δύο επόμενες μέρες, νιώθοντας τέτοια κατάθλιψη που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκτός από το να τσιμπολογάει το φαγητό που του έφερναν. Την τρίτη μέρα — κι αυτό συνέβη τρεις μέρες νωρίτερα — ανέβηκε στη ζυγαριά του μπάνιου και είδε ότι είχε πάρει 2 κιλά, παρ' όλο που έτρωγε πολύ λίγο. «Αλλά όταν το ξανασκέφτηκα, κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν πιο παράξενο από το να τρώω ό,τι ήταν πάνω στο τραπέζι και να χάνω 2 κιλά», εξήγησε. «Και η ιδέα αυτή με έβγαλε από πνευματικό μπλέξιμο στο οποίο βρισκόμουν. Πέρασα ακόμα μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τελικά μπορεί να είχαν δίκιο στην Κλινική Γκλάσμαν. Παρ' όλο που τον αντιπαθώ, πρέπει να παραδεχτώ ότι ακόμα και ο Μάικλ Χιούστον μπορεί να είχε, εν μέρει τουλάχιστον, δίκιο». «Μπίλι...» Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Δεν πειράζει», είπε. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα τον χτυπήσω μόλις τον δω». Μπορεί όμως να του προσφέρω ένα κομμάτι πίτα, πρόσθεσε από μέσα του και γέλασε. «θέλεις να μου πεις το αστείο;» Του χαμογέλασε δειλά. «Τίποτα», είπε εκείνος. «Τέλος πάντων, το πρόβλημα ήταν ότι ο Χιούστον, εκείνοι οι τύποι στην κλινική — ακόμα κι εσύ, Χάιντι — προσπαθούσατε να με κάνετε να το δεχτώ με τη βία. Προσπαθούσατε να με αναγκάσετε να δω την αλήθεια. Έπρεπε να καταλήξω σ' αυτή μόνος μου. Τελικά, ήταν μια απλή αντίδραση ενοχής συν, υποθέτω, ένας συνδυασμός παρανοϊκών παραισθήσεων και αυθυποβολής. Αλλά στο τέλος, αποδείχτηκε πως είχα κι εγώ εν μέρει δίκιο. Μπορεί για άλλους λόγους, αλλά είχα εν μέρει δίκιο, είπα ότι έπρεπε να τον ξαναδώ και πραγματικά αυτό με έσωσε. Όχι με τον τρόπο που περίμενα, βέβαια. Ήταν πιο μικροκαμωμένος απ' όσο τον θυμόμουν, φορούσε ένα φτηνό ρολόι Τάιμεξ, και είχε αστεία προφορά. Έλεγε "κτάρα" αντί "κατάρα". Αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο διέλυσε την παραίσθηση νομίζω' ήταν σαν να άκουγες τον Τόνι Κέρτις να λέει: "Είν' το πλάτι του πατέρα μ'" σ' εκείνη την ταινία για την Αραβική Αυτοκρατορία. Σήκωσα λοιπόν το τηλέφωνο και...» Στο σαλόνι το ρολόι του τοίχου άρχισε να χτυπάει μελωδικά. «Είναι μεσάνυχτα», είπε ο Μπίλι. «Πάμε να ξαπλώσουμε. θα σε βοηθήσω να πας τα πιάτα στην κουζίνα».

«Όχι, μπορώ να το κάνω μόνη μου», είπε η Χάιντι και μετά γλίστρησε τα χέρια της γύρω του. «Χαίρομαι τόσο που γύρισες σπίτι, Μπίλι. θα πρέπει να είσαι εξαντλημένος». «Είμαι καλά», είπε εκείνος. «Απλώς...» Ξαφνικά χτύπησε τα χέρια του με την έκφραση ανθρώπου που μόλις θυμήθηκε κάτι. «Παραλίγο να το ξεχάσω», είπε. «Άφησα κάτι στο αυτοκίνητο». «Τι είναι; Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι το πρωί;» «Ναι, αλλά καλύτερα να το φέρω μέσα». Της χαμογέλασε. «Είναι για σένα». Βγήκε έξω, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τρελά στο στήθος του. Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, του έπεσαν τα κλειδιά στο χώμα και στη βιασύνη του να τα σηκώσει, χτύπησε το κεφάλι του στον προφυλακτήρα. Τα χέρια του έτρεμαν τόσο που δυσκολεύτηκε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Κι άν πάλλεται, ακόμα; σκέφτηκε. Χριστέ μου, η Χάιντι θα το βάλει στα πόδια ουρλιάζοντας όταν τη δει! Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και όταν δε βρήκε τίποτα άλλο εκεί μέσα εκτός από τη ρεζέρβα και το σταυρό, παραλίγο να βάλει εκείνος τις φωνές. Και τότε θυμήθηκε, είχε αφήσει την πίτα στο κάθισμα του συνοδηγού. Έκλεισε με θόρυβο το πορτμπαγκάζ κι έκανε το γύρο του αυτοκινήτου βιαστικά. Η πίτα ήταν εκεί και η κρούστα ήταν απόλυτα ακίνητη, πράγμα που κατά βάθος περίμενε. Ξαφνικά τα χέρια του σταμάτησαν να τρέμουν. Η Χάιντι στεκόταν πάλι στο άνοιγμα της πόρτας και τον κοίταζε. Την πλησίασε και της έδωσε την πίτα χαμογελώντας. Παραδίδω το εμπόρευμα, σκέφτηκε. Και αυτό ήταν ένα ακόμα από όλα εκείνα που αποτελούσαν την ουσία των πραγμάτων. Το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. «Voila», είπε. «Ποπό!» Έσκυψε και μύρισε την πίτα. «Πίτα φράουλας... η αγαπημένη μου!» «Το ξέρω», είπε ο Μπίλι χαμογελώντας. «Και είναι ζεστή ακόμα! Σ' ευχαριστώ!» «Σταμάτησα στο Στράτφορντ για να βάλω βενζίνη και ο σύλλογος κυριών, ή κάτι τέτοιο, έκανε γιορτή στην αυλή της εκκλησίας που είναι εκεί κοντά», εξήγησε ο

Μπίλι. «Σκέφτηκα... ξέρεις... αν ερχόσουν να με υποδεχτείς με τον πλάστη στο χέρι, καλό θα ήταν να έχω κάτι να σου προσφέρω σαν δείγμα καλής θέλησης». «Ω, Μπίλι...» Άρχισε να κλαίει πάλι. Τον αγκάλιασε αυθόρμητα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε την πίτα ψηλά σαν σερβιτόρος που κρατάει ένα δίσκο. Καθώς τον φίλησε, η πίτα έγειρε λίγο. Ο Μπίλι ένιωσε την καρδιά του στο στήθος του να σταματάει. «Πρόσεχε!» ψέλλισε και άρπαξε την πίτα ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να γλιστράει. «θεέ μου, είμαι τόσο αδέξια», είπε η Χάιντι γελώντας και σκουπίζοντας τα μάτια της με την άκρη της ποδιάς που φορούσε. «Μου φέρνεις την αγαπημένη μου πίτα και εγώ παραλίγο να τη ρίξω πάνω στο που-που...» Η τελευταία λέξη πνίγηκε στα αναφιλητά της και η Χάιντι έγειρε πάνω στο στήθος του κλαίγοντας γοερά. Εκείνος χάιδεψε τα κοντά μαλλιά της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε την πίτα όσο μπορούσε πιο μακριά από τη Χάιντι, από φόβο μήπως εκείνη κάνει κάποια ξαφνική κίνηση και τη ρίξει. «Μπίλι, χαίρομαι τόσο που γύρισες», μουρμούρισε μέσα στους λυγμούς της. «Μου δίνεις το λόγο σου ότι δε με μισείς γι' αυτό που έκανα; Μου δίνεις το λόγο σου;» «Σου τον δίνω», είπε μαλακά εκείνος, χαϊδεύοντας ακόμα τα μαλλιά της. Έχει. δίκιο, σκέφτηκε. Είναι ακόμα ζεστή. «Πάμε μέσα». Στην κουζίνα, η Χάιντι ακούμπησε την πίτα στον πάγκο και πήγε στο νεροχύτη. «θέλεις ένα κομμάτι;» ρώτησε ο Μπίλι. «Μπορεί να πάρω όταν τελειώσω τα πιάτα. Πάρε εσύ αν θέλεις». «Μετά απ' όσα καταβρόχθισα;» γέλασε εκείνος. «Όσο περισσότερες θερμίδες τόσο το καλύτερο». «Μα τώρα δε χωράει τίποτα άλλο πια», είπε ο Μπίλι. «θέλεις να σκουπίσω εγώ τα πιάτα;» «θέλω να πας να ξαπλώσεις, θα έρθω κι εγώ σε λίγο». «Καλά».

Ανέβηκε πάνω χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ξέροντας ότι ήταν πιο πιθανό να φάει ένα κομμάτι πίτα όταν θα είναι μόνη της. Αλλά το πιθανότερο ήταν ότι δε θα έτρωγε πίτα, όχι απόψε. Απόψε θα ήθελε να ξαπλώσει μαζί του. Μπορεί να ήθελε ακόμα και να κάνει έρωτα μαζί του. Αλλά ο Μπίλι ήξερε πώς να αποθαρρύνει τέτοιες βλέψεις, θα έπεφτε στο κρεβάτι γυμνός. Όταν τον έβλεπε... Και όσο για την πίτα... «Αύριο», ψιθύρισε κοροϊδευτικά, μιμούμενος τη Σκάρλετ Ο' Χάρα. «Θα φάω την πίτα μου αύριο. Αύριο είναι μια καινούργια μέρα». Γέλασε ακούγοντας τη φωνή του. Ήταν στο μπάνιο και στεκόταν πάνω στη ζυγαριά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε τα μάτια του Τζινέλι. Η ζυγαριά έδειχνε ότι είχε φτάσει τα 59 κιλά, αλλά δεν ένιωθε καμία χαρά. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, μόνο εξάντληση. Ήταν απίστευτα κουρασμένος. Διέσχισε το διάδρομο, που τώρα του φάνηκε παράξενος και ξένος, και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Μες στο σκοτάδι, σκόνταψε σε κάτι και παραλίγο να πέσει. Η Χάιντι είχε αλλάξει τη θέση των επίπλων. Είχε κόψει τα μαλλιά της, είχε αγοράσει καινούργια μπλούζα, είχε αλλάξει τη θέση της καρέκλας και του μικρού γραφείου που είχαν στην κρεβατοκάμαρα, αλλά αυτό δεν ήταν παρά η αρχή. Υπήρχε κάτι παράξενο στη Χάιντι. Είχε αναπτυχθεί ενώ εκείνος έλειπε, λες και η Χάιντι ήταν επίσης θύμα κάποιας κατάρας, αλλά μιας πολύ πιο έμμεσης κατάρας. Ήταν τόσο τρελή αυτή η ιδέα; Ο Μπίλι δεν το πίστευε. Η Λίντα διαισθάνθηκε την αλλαγή και το έβαλε στα πόδια. Αργά αργά, άρχισε να γδύνεται. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και την περίμενε να ανεβεί, αλλά αντί για τα βήματα της στη σκάλα, άκουσε κάποιους ήχους από την κουζίνα. Ήχους που, αν και αδύναμοι, ήταν αρκετά γνωστοί ώστε να του διηγούνται μια ιστορία. Το τρίξιμο της πόρτας ενός ντουλαπιού - εκείνου στ' αριστερά όπου φύλαγαν τα πιάτα του γλυκού — που άνοιγε. Το κροτάλισμα που έκαναν τα μαχαιροπίρουνα, καθώς η Χάιντι διάλεγε ένα μαχαίρι. Ο Μπίλι έμεινε ξαπλωμένος, με το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτάδι και την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή. Τώρα ακούστηκαν τα βήματα της που διέσχιζαν την κουζίνα. Πήγαινε στον πάγκο που είχε ακουμπήσει την πίτα. Ο Μπίλι άκουσε τη σανίδα στο κέντρο του δωματίου που έτριξε όπως έτριζε χρόνια τώρα. Τι θα της κάνει; Εμένα με έκανε να ρεύω. Έκανε τον Κάρι κροκόδειλο. Έκανε το Χόπλι ανθρώπινη πίτσα. Τι θα κάνει σ' εκείνη;

Η σανίδα στη μέση της κουζίνας έτριξε πάλι, καθώς η Χάιντι διέσχισε πάλι το δωμάτιο. Την έβλεπε καθαρά, με το πιάτο στο δεξί χέρι, τα τσιγάρα και τα σπίρτα στ' αριστερό. Έβλεπε το κομμάτι της πίτας. Τις φράουλες, το σκούρο κόκκινο χυμό. Αφουγκράστηκε για να ακούσει την πόρτα της τραπεζαρίας να τρίζει, αλλά δεν άκουσε τίποτα τέτοιο. Αυτό δεν τον εξέπληξε, ωστόσο. Προφανώς δεν πήγε στην τραπεζαρία, φαίνεται πως αποφάσισε να φάει το γλυκό της στα όρθια, κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω στην πίσω αυλή, τρώγοντας την πίτα της με γρήγορες μπουκιές οικονομικού μεγέθους. Αυτή ήταν παλιά συνήθεια της. Ο Μπίλι είχε τόσο τεταμένη την προσοχή του που μπορούσε σχεδόν ν' ακούσει το πιρούνι να γρατζουνάει το πιάτο της. Συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος. Θα κοιμόταν; Αδύνατον. Είναι αδύνατον να κοιμηθεί κάνεις την ώρα που κάνει φόνο. Αλλά πραγματικά είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος. Αφουγκραζόταν ν' ακούσει τη σανίδα στο πάτωμα της κουζίνας, θα την άκουγε όταν η Χάιντι θα πήγαινε το άδειο πιάτο στο νεροχύτη, θα ακουγόταν το νερό της βρύσης καθώς θα έπλενε το πιάτο της. Μετά, θα άκουγε τα βήματα της καθώς θα έκανε το γύρο του σπιτιού για να σβήσει τα φώτα, να ελέγξει τους θερμοστάτες, να βάλει το συναγερμό, όλες αυτές τις τελετουργίες των λευκών από την πόλη. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και άκουγε τους ήχους από τον κάτω όροφο και μετά, ξαφνικά, βρέθηκε στο γραφείο του στο Μπιγκ Τζούμπιλι της Αριζόνα, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου τα τελευταία έξι χρόνια. Ήταν τόσο απλό. Ζούσε εκεί με την κόρη του και δούλευε τόσο όσο χρειαζόταν για να έχουν να φάνε. Τα υπόλοιπα έξοδα τους καλύπτονταν από το Ταμείο Πρόνοιας των Νομικών. Ζούσαν πολύ απλά. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ από τότε που είχαν γκαράζ για δύο αυτοκίνητα, κηπουρό τρεις φορές τη βδομάδα, φόρους είκοσι πέντε χιλιάδων δολαρίων το χρόνο. Δεν ένιωθε καμία νοσταλγία για εκείνη την εποχή και πίστευε πως ούτε η κόρη του τη νοσταλγούσε. Δούλευε στην πόλη, ή στη Γιπούμα, ή στο Φοίνιξ και ζούσαν έξω από το Τζούμπιλι. Η Λίντα θα πήγαινε στο κολέγιο την επόμενη χρονιά και τότε εκείνος μπορεί να πήγαινε να μείνει στην πόλη, αλλά μάλλον όχι, της είχε πει, εκτός κι αν άρχιζε να του τη δίνει η ερημιά, αλλά δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Είχαν φτιάξει τη ζωή τους, και αυτό ήταν σπουδαίο, γιατί η ουσία είναι να ζεις καλά εσύ και οι δικοί σου. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του γραφείου του. Γύρισε και κοίταξε προς την πόρτα, στο άνοιγμα είδε τη Λίντα. Η μύτη της είχε εξαφανιστεί. Όχι, δεν είχε

εξαφανιστεί. Ήταν στο δεξί της χέρι αντί να είναι στο πρόσωπο της. Αίμα έτρεχε από τη σκοτεινή τρύπα πάνω από το στόμα της. «Δεν καταλαβαίνω, μπαμπά», είπε. «Ξαφνικά έπεσε». Ξύπνησε με ένα τίναγμα, μαστιγώνοντας τον αέρα με τα χέρια του, προσπαθώντας να διώξει το κακό όνειρο. Δίπλα του, η Χάιντι μούγκρισε στον ύπνο της, γύρισε στο αριστερό πλευρό και κουκουλώθηκε με τα σκεπάσματα. Λίγο λίγο, άρχισε να καταλαβαίνει πού βρισκόταν. Ήταν στο Φαίρβιου. Το λαμπρό φως της αυγής χυνόταν μέσα στο δωμάτιο από τα παράθυρα. Κοίταξε το ρολόι πάνω στην τουαλέτα και είδε ότι ήταν έξι και είκοσι πέντε. Δίπλα στο ρολόι, μέσα σε ένα βάζο υπήρχαν έξι κόκκινα τριαντάφυλλα. Σηκώθηκε, διέσχισε το δωμάτιο και πήρε τη ρόμπα του από την κρεμάστρα στον τοίχο. Πήγε στο μπάνιο. Κρέμασε τη ρόμπα του πίσω από την πόρτα και παρατήρησε ότι η Χάιντι, εκτός από το κούρεμα και την μπλούζα, είχε αγοράσει και καινούργια ρόμπα, μια όμορφη, γαλάζια ρόμπα. Ανέβηκε στη ζυγαριά. Είχε πάρει άλλο ένα κιλό. Μπήκε στην μπανιέρα και άρχισε να τρίβεται με μανία, θα προσέχω το βάρος μου, υποσχέθηκε στον εαυτό του. Όταν η Χάιντι φύγει, θα προσέχω πραγματικά το βάρος μου. Δε θα γίνω ποτέ τόσο χοντρός όσο ήμουν πριν. Σκουπίστηκε. Φόρεσε τη ρόμπα του και έμεινε για λίγο να κοιτάζει τη γαλάζια ρόμπα της Χάιντι. Άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε. Ήταν λεία και απαλή. Ήταν καινούργια, αλλά του φαινόταν παράξενα οικεία. Πήγε και αγόρασε μια ρόμπα που μοιάζει με μια που είχε παλιά, σκέφτηκε. Η ανθρώπινη φαντασία δε φτάνει πολύ μακριά. Στο τέλος, όλοι μας απλώς επαναλαμβανόμαστε. Στο τέλος, είμαστε όλοι μας ψυχαναγκαστικοί. Η φωνή του Χιούστον ήχησε στο μυαλό του: Οι άνθρωποι που δε φοβούνται πεθαίνουν νέοι. Η Χάιντι: Για όνομα του θεού, Μπίλι, μη με κοιτάζεις έτσι! Δεν το αντέχω. Η Λίντα: Μοιάζει με κροκόδειλο, τώρα... Σαν κάτι που σύρθηκε και βγήκε από ένα βάλτο και φόρεσε ρούχα ανθρώπου.

Ο Χόπλι: Και περιμένεις ότι αυτή τη φορά, έστω μόνο για μία φορά, Θα υπάρξει κάποια δικαιοσύνη..., μία στιγμή δικαιοσύνης για να αποζημιωθείς για μια ολόκληρη ζωή αδικίας. Ο Μπίλι χάιδεψε το γαλάζιο ύφασμα και μια τρομερή ιδέα άρχισε σιγά σιγά να σχηματίζεται στο μυαλό του. Θυμήθηκε το όνειρο του. Η Λίντα στην πόρτα του γραφείου του. Η ματωμένη τρύπα στο πρόσωπο της. Η ρόμπα αυτή... δεν του φαινόταν γνωστή επειδή η Χάιντι είχε κάποτε μία που της έμοιαζε. Του φαινόταν γνωστή επειδή η Λίντα είχε μία που της έμοιαζε, όχι άλλοτε, αλλά τώρα. Έκανε μεταβολή και άνοιξε ένα συρτάρι στα δεξιά του νιπτήρα. Μέσα υπήρχε μια βούρτσα που έγραφε ΛΙΝΤΑ πάνω στο κόκκινο πλαστικό χερούλι. Μαύρες τρίχες υπήρχαν πάνω της. Διέσχισε το διάδρομο σαν υπνοβάτης και πήγε στο δωμάτιο της. Μαλάκας, Γουίλιαμ, είναι εκείνος που δεν πιστεύει αυτό που βλέπει. Ο Μπίλι Χάλεκ άνοιξε την πόρτα και είδε την κόρη του τη Λίντα να κοιμάται αμέριμνη στο κρεβάτι της. Το ένα της χέρι ήταν πάνω στο πρόσωπο της και με το άλλο αγκάλιαζε το παλιό αρκουδάκι της, τον Άμος. Ω, όχι. Όχι. Όχι. Ακούμπησε πάνω στην πόρτα. Ό,τι άλλο κι αν ήταν, πάντως δεν ήταν μαλάκας, γιατί τώρα τα έβλεπε όλα: το γκρίζο σουέτ μπουφάν της πάνω στην καρέκλα, τη βαλίτσα Σαμσονάιτ ανοιχτή στο πάτωμα και διάφορα τζιν, μπλουζάκια και εσώρουχα να ξεχύνονται από μέσα. Και είδε κι άλλα. Είδε τα τριαντάφυλλα δίπλα στο ρολόι στο δωμάτιο τους. Τα τριαντάφυλλα δεν ήταν εκεί το περασμένο βράδυ. Όχι... Η Λίντα έφερε τα τριαντάφυλλα. Για να κάνουν ειρήνη. Ήρθε για να συμφιλιωθεί με τη μητέρα της πριν γυρίσει ο Μπίλι σπίτι. Άκουσε το γέρο τσιγγάνο με τη σάπια μύτη: Κανένας δε φταίει, λες. Το λες στον εαυτό σου ξανά και ξανά. Αλλά δεν είμαστε πάτσι, λευκέ από την πόλη. Όλοι πληρώνουν, ακόμα και για πράγματα που δεν έκαναν. Δεν είμαστε πάτσι. Γύρισε απότομα και έτρεξε στις σκάλες. Ο τρόμος τον είχε κάνει να τρικλίζει και να παραπατάει σαν ναύτης σε φουρτούνα. Όχι, όχι η Λίντα! ούρλιαζε μια φωνή μέσα του. Όχι η Λίντα! θεέ μου, σε παρακαλώ, όχι η Λίντα!

Όλοι πληρώνουν, λευκέ από την πόλη. Ακόμα και για πράγματα που δεν έκαναν. Αυτή είναι η ουσία. Ό,τι είχε απομείνει από την πίτα βρισκόταν πάνω στον πάγκο σκεπασμένο όμορφα όμορφα με αλουμινόχαρτο. Το ένα τέταρτο της πίτας έλειπε. Κοίταξε στο τραπέζι της κουζίνας και είδε την τσάντα της εκεί, μια σειρά από καρφίτσες με πρόσωπα διάσημων τραγουδιστών της ροκ φιγουράριζαν στο λουρί: Μπρους Σπρίνγκστιν, Τζον Κούγκαρ Μελάνκαμπ, Πατ Μπενατάρ, Λάιονελ Ρίτσι, Στινγκ, Μάικλ Τζάκσον. Πήγε στο νεροχύτη. Δύο πιάτα. Δύο πιρούνια. Κάθισαν εδώ, έφαγαν πίτα και συμφιλιώθηχαν, σκέφτηκε. Ποτέ; Μόλις με πήρε ο ύπνος; Μάλλον τότε. Άκουσε το γέρο τσιγγάνο να γελάει και ένιωσε τα γόνατα του να λύνονται. Αναγκάστηκε να κρατηθεί από τον πάγκο για να μην πέσει. Όταν ξαναβρήκε λίγη δύναμη, γύρισε και διέσχισε την κουζίνα, ακούγοντας τη σανίδα να τρίζει καθώς την πατούσε. Η πίτα παλλόταν πάλι, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Ήταν ακόμα ζεστή. Ένας αμυδρός ήχος, σαν κάποιος να ρουφάει κάτι, έβγαινε από την πίτα. Άνοιξε το ντουλάπι και πήρε ένα πιάτο του γλυκού. Άνοιξε το συρτάρι και πήρε ένα μαχαίρι και ένα πιρούνι. «Γιατί όχι;», ψιθύρισε και ξεσκέπασε την πίτα. Τώρα ήταν ακίνητη και πάλι. Τώρα δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη πίτα φράουλας που έδειχνε εξαιρετικά ορεκτική, παρ' όλο που ήταν πολύ νωρίς το πρωί. Και όπως είχε πει η Χάιντι νωρίτερα, όσο περισσότερες θερμίδες έπαιρνε τόσο το καλύτερο. «Καλή όρεξη», ευχήθηκε ο Μπίλι Χάλεκ στον εαυτό του, μέσα στο ηλιόλουστο, σιωπηλό δωμάτιο, και έκοψε ένα κομμάτι πίτα.

ΓΙΑΤΙ ΜΠΑΚΜΑΝ; Από το 1977 έως το 1984 δημοσίευσα πέντε μυθιστορήματα με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν. Αυτά ήταν: Rage (Οργή) 1977, The Long Walk (H Μακριά Πορεία) 1979, Roadwork (Έργα Οδοποιίας) 1981, The Running Man (Ο Δρομέας) 1982, και Thinner (Αδύνατος) 1984. Δύο ήταν οι λόγοι που με συνέδεσαν τελικά με τον Μπάκμαν: πρώτον, επειδή τα τέσσερα πρώτα βιβλία, που πρωτοκυκλοφόρησαν σε έκδοση τσέπης, ήταν αφιερωμένα σε πρόσωπα που είχαν συνδεθεί με τη ζωή μου, και, δεύτερον, επειδή το όνομα μου εμφανίστηκε στο έντυπο των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός από αυτά τα βιβλία. Τώρα ο κόσμος με ρωτά γιατί το έκανα, και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχω να δώσω πολύ ικανοποιητικές απαντήσεις. Δεν είμαι δα και κανείς δολοφόνος, έτσι δεν είναι; 2 Μπορώ να δώσω μερικές γενικές εξηγήσεις, αλλά τίποτε παραπάνω. Η μόνη συνειδητή πράξη στη ζωή μου ήταν η πρόταση γάμου που έκανα στην Τάμπιθα Σπρους, τη συμφοιτήτριά μου στο πανεπιστήμιο, με την οποία έβγαινα. Ο λόγος ήταν ότι ήμουν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Το αστείο είναι ότι ο έρωτας είναι ένα μη ορθολογικό και μη προσδιορίσιμο συναίσθημα. Μερικές φορές, κάτι μέσα μου μου λέει Κάνε αυτό ή Μην κάνεις το άλλο. Υπακούω σχεδόν πάντα σ' αυτή τη φωνή, και όταν την παρακούω, συνήθως το μετανιώνω πικρά. Αυτό που λέω δηλαδή, είναι ότι αφήνω στη ζωή να με καθοδηγεί το ένστικτό μου. Η γυναίκα μου με κατηγορεί ότι είμαι ένας εκνευριστικά σχολαστικός Παρθένος, και υποθέτω ότι είμαι — για παράδειγμα, όταν φτιάχνω ένα παζλ, ξέρω ανά πάσα στιγμή πόσα από τα 500 κομμάτια έχω ήδη τοποθετήσει στη θέση τους —, αλλά ό,τι σημαντικό έχω κάνει στη ζωή μου δεν ήταν προϊόν μεγαλεπήβολου σχεδιασμού, και αυτό ισχύει και για τα βιβλία που έχω γράφει. Κόβομαι και γράφω την πρώτη σελίδα χωρίς να έχω ιδέα πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μια μέρα σκέφτηκα να εκδοθεί με ψευδώνυμο το Getting It On (Οργή) — ένα μυθιστόρημα που ο εκδοτικός οίκος Doubleday παραλίγο να εκδώσει δύο χρόνια προτού εκδώσει το Carrie (Κάρι). Επειδή μου φάνηκε καλή ιδέα, το έκανα. Το ξαναείπα, δεν είμαι και κανείς δολοφόνος.

3 Το 1968 ή το 1969, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, σε μια συνέντευξη του, εξέφρασε μια εκπληκτική επιθυμία. Είπε ότι οι Μπιτλς είχαν κάποτε σκεφτεί να εμφανιστούν σαν πλανόδιοι μουσικοί με την επωνυμία «Ράντι και οι Ρόκετς». θα ήταν μεταμφιεσμένοι, με μπέρτες και μάσκες, κάτι σαν τη Συμμορία των Πέντε Μασκοφόρων Εκδικητών, ώστε κανένας να μην τους αναγνωρίσει, και θα το γλεντούσαν με την ψυχή τους, όπως παλιά. Όταν ο δημοσιογράφος που έπαιρνε τη συνέντευξη παρατήρησε ότι θα τους αναγνώριζαν από τις φωνές τους, ο Πολ στην αρχή φάνηκε να εκπλήσσεται... και μετά να τρομάζει. 4 Ο Καμπ Κοντά, ο μεγαλύτερος ίσως χάουζ-ρόκερ της Αμερικής, κάποτε μου είπε μια ιστορία για τον Έλβις Πρίσλεϊ, και, όπως παρατήρησε και ο ίδιος, ακόμα κι αν αυτή η ιστορία δεν ήταν αληθινή, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν. Μου είπε λοιπόν ότι ο Έλβις σε μια συνέντευξη είχε πει σ' ένα δημοσιογράφο το εξής: Ήμουνα αγελάδα σ' ένα μαντρί μαζί μ' ένα ολόκληρο κοπάδι από άλλες αγελάδες, όμως εγώ κατάφερα να βγω έξω. Με βρήκανε, με τσακώσανε και με βάλανε σ' ένα άλλο μαντρί, μόνο που τούτο δω ήταν μεγαλύτερο και κατάδικο μου. Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι οι φράχτες ήταν πολύ ψηλοί, και κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να βγω έξω. Στο τέλος, το πήρα απόφαση: θα βοσκήσω. 5 Είχα γράφει πέντε μυθιστορήματα πριν από το Κάρι. Τα δύο ήταν κακά, το ένα ήταν αδιάφορο, και τα άλλα δύο τα θεωρούσα καλά. Τα δύο καλά ήταν το Getting It On (που τελικά εκδόθηκε με τον τίτλο Οργή^ και Η Μακριά Πορεία. Άρχισα να γράφω το Getting It On το 1966, όταν τελείωνα το λύκειο. Αργότερα, το βρήκα να σιτεύει σ' ένα χαρτοκιβώτιο στο υπόγειο του πατρικού μου σπιτιού. Η ανακάλυψη του θησαυρού έγινε το 1970 και το μυθιστόρημα αυτό ολοκληρώθηκε το 1971. Η Μακριά Πορεία γράφτηκε το φθινόπωρο του 1966 και την άνοιξη του 1967, όταν ήμουν πρωτοετής στο πανεπιστήμιο. Το φθινόπωρο του 1967 πήρα μέρος με τη Μακριά Πορεία στο διαγωνισμό μυθιστορήματος Bennet Cerf/Random House (κάτι που, εδώ και καιρό, έχει χαθεί μαζί με τη μόδα των blue suede shoes) για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφές, οπού με απέρριψαν πανηγυρικά, με ένα τυπικό σημείωμα... και κανένα σχόλιο. Πληγωμένος και αποκαρδιωμένος, και σίγουρος ότι το βιβλίο ήταν για πέταμα, το παράχωσα στο περίφημο ΜΠΑΟΥΛΟ, που έχουν όλοι οι συγγραφείς, εκδοθέντες

και επίδοξοι αδιακρίτως. Ποτέ δεν το έστειλα σε άλλον εκδότη, μέχρι που η Ιλέιν Γκάιγκερ, του εκδοτικού οίκου New American Library (NAL), με ρώτησε αν ο «Ντίκι» (έτσι λέγαμε τον Μπάκμαν) θα έγραφε κάτι άλλο μετά το Οργή. Η Μακριά Πορεία είχε καταλήξει στο ΜΠΑΟΥΛΟ, αλλά, όπως λέει και ο Μπομπ Ντίλαν στο «Tangled Up in Blue», ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου. Κανένα από αυτά τα μυθιστορήματα δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου — ακόμα τα κακά. 6 Τα νούμερα εξακοντίστηκαν στα ύφη. Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού. Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι φύτεψα μια χρυσή χούφτα λέξεις και φύτρωσε κάτι σαν τη μαγική φασολιά... ένας ολόκληρος κήπος από βιβλία (ΕΧΟΥΝ ΤΥΠΩΘΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ 40 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ!.'!, όπως αρέσκεται να θριαμβολογεί ο εκδότης μου). Μερικές φορές νιώθω σαν τον Μίκι Μάους στη Φαντασία: ένας μαθητευόμενος μάγος που ξέρει πώς να βάζει μπροστά τις σκούπες, αλλά από τη στιγμή που αρχίζουν να περπατούν, δεν ξέρει πώς να τις σταματήσει. Είναι γκρίνια αυτό; Όχι. Αλλά ακόμα κι αν είναι, είναι μια πολύ γλυκιά γκρίνια. Έβαλα τα δυνατά μου ν' ακολουθήσω μια άλλη συμβουλή του άλλου Ντίλαν [Ντίλαν Τόμος] και, αλυσοδεμένος, να τραγουδήσω σαν τη θάλασσα, θέλω να πω, θα μπορούσα να φορέσω το φωτοστέφανο του μάρτυρα και ν' αρχίσω να κλαψουρίζω για το πόσο σκληρό είναι να είσαι ο Στίβεν Κινγκ, αλλά δε νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι εκεί έξω (α) που είναι άνεργοι, και (β) που τους βγαίνει το λάδι στη δουλειά για να πληρώσουν το νοίκι και τις πιστωτικές τους κάρτες, θα συμμεριστούν τον πόνο μου. Άλλωστε, δεν περιμένω κάτι τέτοιο. Είμαι ακόμα παντρεμένος με την Ίδια γυναίκα, τα παιδιά μου είναι υγιή και έξυπνα, και πληρώνομαι καλά για να κάνω μια δουλειά που μ' ευχαριστεί. Υπάρχει λοιπόν λόγος να γκρινιάζω; Κανένας. Σχεδόν. 7 Μήνυμα προς τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, αν με ακούει: εκείνος ο δημοσιογράφος είχε δίκιο, θα σας αναγνώριζαν από τις φωνές σας, αλλά προτού καν ανοίξετε το στόμα σας, θ' αναγνώριζαν τα ακόρντα της κιθάρας του Τζορτζ. Έπαιξα κι εγώ πέντε νούμερα ως «Ράντι και οι Ρόκετς», και από την αρχή έπαιρνα ένα σωρό γράμματα που με ρωτούσαν αν ήμουν ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν. Η απάντηση μου είναι πολύ απλή: Είπα ψέματα.

8 Νομίζω πως χρησιμοποίησα ψευδώνυμο για να κατεβάσω λιγάκι τους τόνους, για να κάνω κάτι σαν κάποιος άλλος και όχι ως Στίβεν Κινγκ. θεωρώ ότι όλοι οι μυθιστοριογράφοι ξετρελαίνονται να υποδύονται διάφορους ρόλους, και είχε πλάκα να είμαι κάποιος άλλος για κάποιο χρονικό διάστημα — και, σ' αυτή την περίπτωση, ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν. Και ο Μπάκμαν πράγματι απέκτησε προσωπικότητα και ένα βιογραφικό, που συνόδευε την ψεύτικη φωτογραφία του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο του Αδύνατος και την επινοημένη σύζυγο (την Κλαούντια Ινέζ Μπάκμαν) στην οποία ήταν αφιερωμένο το βιβλίο. Ο Μπάκμαν ήταν ένας μάλλον αντιπαθητικός τύπος που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και δούλεψε περίπου δέκα χρόνια στο εμπορικό ναυτικό, μετά από τέσσερα χρόνια στην Ακτοφυλακή. Τελικά, εγκαταστάθηκε σε μια αγροτική περιοχή στο κεντρικό Νιου Χαμσάιρ, όπου τη νύχτα έγραφε, ενώ τη μέρα ήταν ένας μικρομεσαίος αγρότης-κτηνοτρόφος. Οι Μπάκμαν είχαν ένα παιδί, ένα αγοράκι, που πέθανε κάτω από τραγικές συνθήκες όταν ήταν έξι χρονών (έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι και πνίγηκε). Πριν από τρία χρόνια, ένας όγκος ανακαλύφθηκε στη βάση του κρανίου του Μπάκμαν, ο οποίος αφαιρέθηκε μετά από δύσκολη εγχείρηση. Και πέθανε ξαφνικά το Φεβρουάριο του 1985, όταν η Daily News του Μπάνγκορ, εφημερίδα της πόλης μου, αποκάλυψε ότι εγώ ήμουν ο Μπάκμαν — μια είδηση που εγώ επιβεβαίωσα. Μερικές φορές, είχε γούστο να είμαι ο Μπάκμαν, ένας ερημίτης σαν τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις και ο οποίος, σ' ένα ερωτηματολόγιο που του έστειλαν οι εκδόσεις New English Library του Λονδίνου, συμπλήρωσε τη λέξη, «Βουντού» στο κενό πλάι στο «θρήσκευμα». 9 Αρκετές φορές μ' έχουν ρωτήσει αν το έκανα επειδή ένιωθα πως είχα κατακλύσει την αγορά του βιβλίου ως Στίβεν Κινγκ. Η απάντηση είναι όχι. Δε νομίζω ότι είχα κατακλύσει την αγορά... αλλά οι εκδότες μου δεν είχαν την ίδια άποψη. Ο Μπάκμαν ήταν μια συμβιβαστική λύση και για τους δυο μας. Οι «Εκδότες του Στίβεν Κινγκ» ήταν σαν την ψυχρή σύζυγο που θέλει να το κάνει μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, και προτρέπει τον νταβραντισμένο της αντρούλη να πάει με μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Έτσι κι εγώ, όποτε ήθελα ν' ανακουφιστώ, κατέφευγα στον Μπάκμαν. Όμως αυτό δεν εξηγεί το γιατί λαχταρούσα διακαώς να εκδίδω ό,τι γράφω, ενώ δεν έχω πια ανάγκη το παραδάκι. Επαναλαμβάνω, δεν είμαι δα και κανείς δολοφόνος. 10

Αρκετές φορές μ' έχουν ρωτήσει αν το έκανα επειδή αισθάνομαι ότι έχω τυποποιηθεί ως συγγραφέας βιβλίων τρόμου. Και πάλι η απάντηση είναι αρνητική. Δε δίνω δεκάρα για το πώς με αποκαλούν - αρκεί που εγώ μπορώ και κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Ωστόσο, μόνο το τελευταίο βιβλίο του Μπάκμαν είναι καθαρά μια ιστορία τρόμου, γεγονός που δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου. θα ήταν πανεύκολο το να γράφω ως Στίβεν Κινγκ κάτι που δεν ήταν ιστορία τρόμου, αλλά τότε θα με είχανε πρήξει με τις ερωτήσεις τους. Όταν έγραφα καθαρή λογοτεχνία ως Ρίτσαρντ Μπάκμαν, κανένας δεν με ρωτούσε τίποτα. Για την ακρίβεια (χα, χα!), σχεδόν κανένας δε τα διάβασε εκείνα τα βιβλία. Αυτό, με τη σειρά του, μας οδηγεί, όχι ακριβώς στο λόγο για τον οποίο υπακούω σ' αυτή τη φωνή, αλλά σε κάτι παραπλήσιο. 11 Προσπαθείς να βρεις κάποιο νόημα στη ζωή σου. Ο καθένας το προσπαθεί, πιστεύω, κι ένας τρόπος για να το πετύχεις, είναι να προσπαθείς να βρεις αιτίες... ή σταθερές... πράγματα αναλλοίωτα. Ο καθένας το χάνει, αλλά ίσως ορισμένοι άνθρωποι, που έχουν σταθεί πολύ τυχεροί ή πολύ άτυχοι, το χάνουν κάπως πιο συστηματικά. Ένα κομμάτι του εαυτού σου θέλει να σκέφτεται — ή πρέπει τουλάχιστον να του περνά απ' το μυαλό — πως το γεγονός ότι τραβάς τις συμφορές σαν μαγνήτης οφείλεται στο ότι ανήκεις εκ γενετής στην κατηγορία των γρουσούζηδων. Ή, πάλι, ένα κομμάτι του εαυτού σου θέλει να πιστεύει ότι πρέπει να είσαι ένας σκληρά εργαζόμενος φουκαράς ή ένας πρίγκιπας του παραμυθιού, ή ο εκλεκτός του θεού, εφόσον κατάφερες να πιάσεις την καλή σ' έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα, αλληλοσκοτώνονται, καταρρέουν, τρελαίνονται, μαστουρώνουν. Όμως υπάρχει κι άλλο ένα κομμάτι του εαυτού σου, που σου λέει ότι η ζωή είναι ένα λαχείο, ένα ζωντανό τηλεοπτικό παιχνίδι, όχι και τόσο διαφορετικό από τον «Τροχό της Τύχης» ή το «Παρ' τα Όλα» (επ' ευκαιρία, δύο βιβλία του Μπάκμαν είναι σχετικά με τηλεπαιχνίδια). Για κάποιο λόγο, είναι καταθλιπτικό το να σκέφτεσαι ότι όλα - ή τα περισσότερα — είναι τυχαία. Έτσι προσπαθείς να εξακριβώσεις αν θα τα καταφέρεις ξανά. Και στη δική μου περίπτωση, ήθελα να μάθω αν θα τα ξανακατάφερνε ο Μπάκμαν. 12

Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία του Μπάκμαν δεν πήγαν και τόσο καλά στις πωλήσεις, ίσως επειδή εκδόθηκαν χωρίς φανφάρες. Κάθε μήνα, οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν βιβλία τσέπης τριών λογιών. Τα βιβλία της πρώτης κατηγορίας είναι οι πρωταγωνιστές, αυτά που προορίζονται για μπεστ σέλερ, τα λεγόμενα «leaders». Πρόκειται για βιβλία που διαφημίζονται ιδιαίτερα, που προβάλλονται σε ειδικά σταντ, και που συνήθως έχουν φανταχτερά, πιο ακριβά από τα υπόλοιπα βιβλία εξώφυλλα. Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε τους δευτεραγωνιστές, τα «sub-leaders». Αυτά διαφημίζονται λιγότερο, δε φιγουράρουν στα ειδικά σταντ και μάλλον δεν προορίζονται να πουλήσουν εκατομμύρια αντίτυπα (τα 200 000 αντίτυπα θα ήταν ένα εξαιρετικό νούμερο για ένα sub-leader). Και, στην τρίτη κατηγορία, ανήκουν τα βιβλία «γενικώς». Μπορούμε να πούμε ότι τα βιβλία αυτά είναι κάτι σαν τους στρατιώτες που πολεμάνε στα χαρακώματα... η τροφή για τα κανόνια, θα μπορούσα να τα πω τριταγωνιστές, αν και βρίσκω τον όρο καταθλιπτικό. Τα απλά βιβλία σπάνια είναι ανατυπώσεις βιβλίων που πρωτοκυκλοφόρησαν με σκληρό εξώφυλλο. Συνήθως είναι ανατυπώσεις βιβλίων τσέπης με καινούργια εξώφυλλα, μυθιστορήματα που ανήκουν σε ένα ορισμένο είδος (γοτθικό, ιστορικό, ουέστερν κ.λπ.) ή σειρές, όπως οι Περιπέτειες του Ράμπο, Οι Μισθοφόροι, Οι Σεξουαλικές Περιπέτειες ενός Βλογιοκομμένου Τυροκόμου... καταλάβατε περίπου τι θέλω να πω. Και, μια στις τόσες, βρίσκεις και καλά μυθιστορήματα, βαμμένα σ' αυτό το παχύ υπόστρωμα, και τα μυθιστορήματα του Μπάκμαν δεν ήταν τα μοναδικά που έχουν γραφτεί από καταξιωμένο συγγραφέα. Και άλλοι γνωστοί συγγραφείς έκαναν ό,τι κι εγώ. Ο Ντόναλντ Γουεστλέικ εξέδωσε βιβλία τσέπης (πρωτοεμφανιζόμενοι λοι) με τα ψευδώνυμα Τάχερ Κόι χοα Ρίτσαρντ Σταρχ. Ο Ίβαν Χάντερ χρησιμοποιούσε το Εντ Max Μπέιν, ενώ ο Γκορ Βιντάλ το Έντγκαρ Μποξ. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε σε έκδοση τσέπης το The Stone Boy, ένα θαυμάσιο βιβλίο τρόμου του Γκόρντον Λις, με ψευδώνυμο. Τα βιβλία του Μπάκμαν ανήκαν στην κατηγορία «γενικώς», είδος τσέπης προορισμένα για τα αεροδρόμια και τα περίπτερα. Ήταν δική μου επιλογή. Ήθελα ένα χαμηλό προφίλ για τον Μπάκμαν. Με άλλα λόγια, ο φουκαράς ο Μπάκμαν ήταν χαμένος από χέρι. Ωστόσο, σιγά σιγά, ο Μπάκμαν άρχισε να αποχτά ένα μικρό κύκλο θαυμαστών. Το τελευταίο του βιβλίο Αδύνατος, είχε πουλήσει γύρω στα 28.000 αντίτυπα σε έκδοση με σκληρό εξώφυλλο, προτού κινήσει τις υποψίες ενός υπαλλήλου βιβλιοπωλείου και συγγραφέα, του Στιβ Μπράουν. Ο Μπράουν πήγε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και ανακάλυψε το όνομα μου σε ένα από τα έντυπα των συγγραφικών δικαιωμάτων. Τα 28.000 αντίτυπα δεν είναι πολλά — και ασφαλώς δεν προσεγγίζουν τα ύφη των μπεστ-σέλερ για τα αμερικανικά πρότυπα —, αλλά ξεπερνούν κατά 4.000 αντίτυπα τις πωλήσεις που έκανε το βιβλίο μου Night Shift (Νυχτερινή Βάρδια) το 1978. Είχα σκοπό ο Μπάκμαν να ξαναχτυπήσει μετά τον Αδύνατο με ένα μυθιστόρημα-θρίλερ με τον τίτλο Μίζερι, και υπολόγιζα ότι χάρη σ'αυτό ο «Ντίκι» ίσως έμπαινε στη

λίστα των μπεστ-σέλερ. Φυσικά, αυτό ποτέ δε θα το μάθουμε. Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, που επέζησε παρά τον όγκο στον εγκέφαλο, τελικά πέθανε από μια πολύ πιο σπάνια ασθένεια: κακοήθη όγκο του ψευδωνύμου. Πέθανε αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα: είναι η σκληρή δουλειά αυτή που σε ανεβάζει στην κορυφή, ή μήπως είναι θέμα τύχης; Όμως το γεγονός ότι ο Αδύνατος πούλησε 28.000 αντίτυπα με την υπογραφή του Μπάκμαν και 280.000 αντίτυπα όταν συγγραφέας του έγινε ο Στίβεν Κινγκ, ίσως σας λέει κάτι. Η ιδέα του φιλολογικού ψευδώνυμου συνεπάγεται κάποιο στίγμα. Αυτό δε συνέβαινε στο παρελθόν. Κάποτε η συγγραφή μυθιστορημάτων θεωρούνταν υποδεέστερη απασχόληση, περισσότερο ψώνιο παρά επάγγελμα, και επομένως το ψευδώνυμο ήταν ένας αξιοπρεπής τρόπος για να προστατευθεί η ανωνυμία του συγγραφέα (και των συγγενών του). Τα πράγματα αλλάζανε, καθώς μεγάλωνε και ο σεβασμός για την τέχνη του μυθιστορήματος. Τόσο οι κριτικοί όσο και το αναγνωστικό κοινό έβλεπαν με καχυποψία το έργο εκείνων που ήθελαν να κρατήσουν μυστική την ταυτότητα τους. Αν ήταν καλός συγγραφέας, ήταν η διαδεδομένη άποψη, τότε ο τύπος θα έβαζε το πραγματικό του όνομα. Αφού λέει ψέματα για το όνομα του, το βιβλίο πρέπει να μπάζει από παντού. θέλω λοιπόν να κλείσω με λίγα λόγια για την αξία αυτών των βιβλίων. Είναι στ' αλήθεια καλά μυθιστορήματα; Τι να πω, δεν ξέρω. Είναι έντιμα μυθιστορήματα; Ναι, έτσι πιστεύω. Γράφτηκαν με ειλικρίνεια και μ' ένα ζήλο που σήμερα μου φαίνεται απίστευτος. (Ο Δρομέας, λόγου χάρη, χρειάστηκε συνολικά 72 ώρες για τη συγγραφή του και εκδόθηκε με ελάχιστες αλλαγές). Μήπως μπάζουν από παντού; Σε γενικές γραμμές, όχι. Σε ορισμένα σημεία... εεε... Δεν ήμουν και τόσο νέος όταν έγραφα αυτά τα μυθιστορήματα, ώστε να τα αποκηρύξω ως νεανικές τρέλες. Από την άλλη μεριά, ήμουν ακόμα αρκετά άπειρος ώστε να πιστεύω σε υπεραπλουστευμένα κίνητρα (συχνά φροϋδικά και τραβηγμένα από τα μαλλιά) και στο μη αίσιο τέλος. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Μπάκμαν, το Έργα Οδοποιίας, που γράφτηκε ανάμεσα στο Salem's Lot και στο The Shining (Λάμψη), ήταν μια προσπάθεια να γράφω ένα «στρωτό» μυθιστόρημα. (Εκείνη την εποχή ήμουν αρκετά νέος ώστε να ανησυχώ για διάφορες, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ερωτήσεις, του τύπου «Καλά, αλλά πότε θα γράφετε κάτι σοβαρό;») Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό ήταν επίσης μια προσπάθεια να κατανοήσω το χαμό της μητέρας μου, που είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο, λιώνοντας αργά και οδυνηρά, χτυπημένη από καρκίνο. Ο θάνατος της με είχε αφήσει τσακισμένο από το πένθος και συγχρονισμένο από το φαινομενικά ακατανόητο αυτών των καταστάσεων. Υποψιάζομαι ότι το Έργα Οδοποιίας είναι Ίσως το χειρότερο από τα πέντε, απλώς επειδή έχει καταβληθεί τόση προσπάθεια για να γίνει καλό και να δώσει κάποιες απαντήσεις στο αίνιγμα του ανθρώπινου πόνου.

Το αντίθετο συμβαίνει με το Δρομέα, που Ίσως είναι το καλύτερο από τα πέντε, επειδή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία: κινείται με τη σπασμωδική ταχύτητα βουβής ταινίας, και είναι απαλλαγμένο απ' οτιδήποτε δεν είναι ιστορία. Τόσο Η Μακριά Πορεία όσο και η Οργή ξεχειλίζουν από δαιδαλώδη ψυχολογικά κηρύγματα (τόσο ρητά όσο και υπονοούμενα), αλλά και τα δύο εξακολουθούν να έχουν γερές δόσεις πλοκής. Σε τελευταία ανάλυση, ο αναγνώστης είναι πιο αρμόδιος από το συγγραφέα για να κρίνει αν η ιστορία είναι αρκετά δυνατή ώστε να καλύψει όλες τις αδυναμίες των ψυχολογικών κινήτρων κι επεξηγήσεων. θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι αυτά τα δύο μυθιστορήματα, ίσως και τα πέντε, θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί με το δικό μου όνομα, αν ήμουν περισσότερο μπασμένος στον εκδοτικό χώρο, ή αν δε με απασχολούσε τόσο πολύ, την εποχή που τα έγραφα, αρχικά η ολοκλήρωση των σπουδών μου και στη συνέχεια η συντήρηση της οικογένειας μου. Τα εξέδωσα (και επιτρέπω τώρα την επανέκδοση τους) μόνο και μόνο επειδή το καθένα είναι ένα κομμάτι μου. Ασφαλώς έχουν τα κουσούρια τους, αλλά εξακολουθώ να τα βρίσκω πολύ ζωντανά. Και μερικές ευχαριστίες: στην Ιλέιν Κόστερ των εκδόσεων NAL (που λεγόταν Ιλέιν Γκάιγκερ όταν πρωτοεκδόθηκαν αυτά τα βιβλία) και που κράτησε τόσο πολύ καιρό και τόσο καλά το μυστικό του «Ντίκι»' στην Κάρολιν Στρόμπεργκ, την πρώτη επιμελήτρια του «Ντίκι», που έκανε το ίδιο' στον Κίρμπι ΜακΚόλεϊ, που πούλησε τα δικαιώματα κι επίσης κράτησε το μυστικό. Στη γυναίκα μου, που με στήριξε όταν τα έγραφα, όπως έκανε και για τα άλλα βιβλία μου που αποδείχτηκαν χρυσοτόκοι όρνιθες' και, όπως πάντα, σ' εσένα αναγνώστη, για την υπομονή και την καλοσύνη σου. Στίβεν Κινγκ Μπάνγκορ, Μέιν

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF