Stephen King - Απόγνωση (Desperation).pdf

February 3, 2018 | Author: Theodore Karoubalis | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Stephen King - Απόγνωση (Desperation).pdf...

Description

ISSN 1105-8250 ISBN 960-450-575-0

Τίτλος πρωτοτύπου: «Desperation»

© Stephen King, 1996 All rights reserved

Για την ελληνική γλώσσα:

© 1997 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Επιμέλεια: Έφη Ζέρβα Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοση του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

STEPHEN KING ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Για τον συγγραφέα Ο Στίβεν Κινγκ γεννήθηκε στο Πόρτλαντ της Πολιτείας Μειν το 1947. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μέιν με υποτροφία και για ένα διάστημα δίδαξε εκεί αγγλική φιλολογία. Η έκδοση του πρώτου του βιβλίου, Κάρι, και η μετέπειτα μεταφορά του στον κινηματογράφο του άνοιξαν το δρόμο προς την επιτυχία. Όλα τα έργα του που ακολούθησαν έγιναν μπεστ σέλερ. Σήμερα θεωρείται ο υπ' αριθμόν ένα συγγραφέας ιστοριών τρόμου σ' όλο τον κόσμο. Έχει γράψει πάνω από τριάντα βιβλία. Στις πιο μεγάλες του επιτυχίες συγκαταλέγονται τα Σάλεμ'ς Λοτ, Η Λάμψη, Οι Νυχτερίτες, Το Πρόσωπο του Φόβου, Μίζερι, Χρήσιμα Αντικείμενα, Αϋπνία και Ρόουζ Μάντερ.

Ο συγγραφέας ζει στο Μπάνγκορ του Μέιν με τη σύζυγο του Ταμπίθα και τα τρία τους παιδιά.

Στον Κάρτερ Γουίθεϊ

Ευχαριστίες

Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τέσσερα άτομα: τον Ριτς Χάσλερ της μεταλλευτικής εταιρείας Μάγκμα Μάινινγκ Κορπορέισον τον Γουίλιαμ Γουίνστον, εφημέριο της Επισκοπικής Εκκλησίας· τον Τσακ Βέριλ, τον παλιό (και ταλαιπωρημένο, μπορεί να πρόσθετε ο ίδιος) επιμελητή μου· την Ταμπίθα Κινγκ, τη σύζυγο μου, που είναι και ο οξυδερκέστερος κριτικός μου. Τα υπόλοιπα θα τα έχεις μάθει απ' έξω Πιστέ Αναγνώστη, οπότε ας τα πούμε μαζί: Για ό,τι είναι σωστό, τους ευχαριστώ· για ό,τι δεν είναι, το φταίξιμο δικό μου. Σ.Κ.

Το τοπίο της ποίησης του ήταν πάντα η έρημος...

Σαλμάν Ρουσντί Οι Σατανικοί Στίχοι

ΜΕΡΟΣ Ι

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ 50: ΣΤΟΝ ΟΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ, ΤΟΝ ΟΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 Ώ! Ω Χριστέ μου! Δεν είναι δυνατόν!»

«Τι είναι, Μαίρη, τι τρέχει;» «Δεν το είδες;» «Τι να δω;»

Η Μαίρη τον κοίταξε. Στο σκληρό φως της ερήμου, είδε το πρόσωπο της να έχει χάσει όλο του το χρώμα, εκτός από το έντονο κοκκίνισμα στα μάγουλα και στο μέτωπο, όπου ακόμη και το ισχυρότερο αντηλιακό δεν αρκούσε για να την προστατέψει από τον ήλιο. Η Μαίρη είχε ευαίσθητο δέρμα και καιγόταν εύκολα.

«Σ' εκείνη την πινακίδα με το όριο ταχύτητας». «Τι είχε η πινακίδα;»

«Είχε μια ψόφια γάτα πάνω της, Πίτερ! Καρφωμένη, κολλημένη ή δεν ξέρω τι άλλο», είπε η Μαίρη. Ο Πίτερ πάτησε απότομα το φρένο, αλλά εκείνη τον άρπαξε από τον ώμο. «Ούτε να το σκεφτείς να γυρίσεις πίσω». «Αφού...»

«Αφού, τι; Μπας και θέλεις να τη φωτογραφίσεις; Ξέχνα το. Έτσι και το ξαναδώ θα ξεράσω».

«Άσπρη ήταν η γάτα;» Ο Πίτερ διέκρινε στον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου την πίσω πλευρά μιας πινακίδας προφανώς αυτής που έλεγε η Μαίρη- αλλά τίποτε περισσότερο. Όταν την είχαν προσπεράσει, αυτός κοίταζε από την άλλη μεριά, χαζεύοντας κάτι πουλιά που πετούσαν προς τα κοντινά βουνά. Εδώ στην έρημο δεν ήταν ανάγκη να παρακολουθείς συνεχώς το δρόμο μπροστά σου. Εδώ, στη Νεβάδα, αυτό το τμήμα της Εθνικής 50 το αποκαλούσαν «Ο πιο Ερημικός Αυτοκινητόδρομος των ΗΠΑ» και, κατά τη γνώμη του Πίτερ Τζάκσον, είχαν απόλυτο δίκι8

STEPHEN KING

ο. Βέβαια, αυτός ήταν παιδί της Νέας Υόρκης κι ίσως υπέφερε από συσσωρευτικό σύνδρομο φοβίας των ανοιχτών χωρών. Αγοραφοβία της ερήμου, σύνδρομο της έρημης αίθουσας ή κάτι τέτοιο. «Όχι. Ήταν τιγρέ», απάντησε η Μαίρη. «Τι διαφορά έχει;»

«Σκέφτηκα μήπως ήταν έργο σατανιστών. Αυτή η περιοχή υποτίθεται ότι είναι γεμάτη από αλλόκοτους τύπους, έτσι δεν είπε η Μαριέλ;»

«"Βιδωμένοι" ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε», είπε η Μαίρη. «"Η Κεντρική Νεβάδα είναι γεμάτη βιδωμένους τύπους", είπε. Επί λέξει. Κι ο Γκάρι είπε περίπου το ίδιο. Αλλά αφού δε συναντήσαμε ψυχή αφότου περάσαμε τα σύνορα της Καλιφόρνιας...» «Πώς δε συναντήσαμε; Στο Φάλον που σταματήσαμε...»

«Οι στάσεις για πιπί δε μετράνε», είπε η Μαίρη.

«Αν και, ακόμα κι εκεί, οι άνθρωποι...» Σώπασε και τον κοίταξε μ' ένα παράξενο, παραιτημένο ύφος, που σπάνια το έβλεπες στο πρόσωπο της τον τελευταίο καιρό, αλλά ήταν πολύ συχνό τους μήνες μετά την αποβολή της. «Γιατί ζουν εδώ αυτοί οι άνθρωποι, Πίτερ; Εννοώ, στο Βέγκας και στο Ρίνο το καταλαβαίνω... ακόμη και στη Γουινεμιούκα και στο Γουεντόβερ... Στην υπόλοιπη Πολιτεία, όμως... οι άνθρωποι που ζουν εδώ γιατί έρχονται αρχικά και γιατί μένουν; Εντάξει, εγώ είμαι γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης, οπότε ίσως να μην μπορώ να καταλάβω, αλλά...» «Είσαι σίγουρη ότι δεν ήταν άσπρη γάτα; Ή μαύρη;»

Ο Πίτερ ξανακοίταξε από τον εσωτερικό καθρέφτη, αλλά με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, η πινακίδα της οδοσήμανσης ήταν ήδη μια δυσδιάκριτη κουκκίδα σ' ένα αχανές ερημικό τοπίο, διάσπαρτο από ξερά θαμνόφυτα και μουντούς, καφετιούς λόφους. Παρ' όλα αυτά, ένα όχημα φάνηκε στο δρόμο πίσω τους. Ο Πίτερ είδε μια φωτεινή αντανάκλαση σε παρμπρίζ αυτοκινήτου. Γύρω στα δύο χιλιόμετρα απόσταση. Ίσως και τρία.

«Όχι, σου είπα. Ήταν τιγρέ. Απάντησε μου, Πίτερ. Ποιοι είναι οι φορολογούμενοι πολίτες της Κεντρικής Νεβάδα και σε τι ελπίζουν;» 9

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Πίτερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχουν και πολλοί φορολογούμενοι εδώ γύρω. Το Φάλον είναι η μεγαλύτερη πόλη της Εθνικής 50 και είναι, κυρίως, αγροτική. Στον ταξιδιωτικό οδηγό λέει ότι με την κατασκευή ενός φράγματος στη λίμνη, κατάφεραν να αρδεύσουν τη γύρω περιοχή. Καλλιεργούν, κυρίως, αρωματικά πεπόνια. Και νομίζω ότι υπάρχει και μια στρατιωτική βάση εδώ κοντά. Το Φάλον ήταν ένας από τους σταθμούς του Πόνι Εξπρές, το ήξερες αυτό;»

«Εγώ θα έφευγα», είπε η Μαίρη, «θα μάζευα τα πεπόνια μου και θα έφευγα».

Ο Πίτερ άγγιξε το αριστερό της στήθος με το δεξί του χέρι. «Πολύ ωραία τα πεπονάκια σας, κυρία μου».

«Ευχαριστώ. Και δε θα έφευγα μόνο από το Φάλον, θα έφευγα από κάθε μέρος όπου δε βλέπεις πουθενά ούτε ένα σπίτι ούτε ένα δέντρο κι όπου καρφώνουν γάτες στις πινακίδες της τροχαίας».

«Ε, μάλλον εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες του κάθε ανθρώπου», είπε δοκιμαστικά ο Πίτερ. Μερικές φορές δεν μπορούσε να καταλάβει πότε η Μαίρη μιλούσε σοβαρά και πότε απλώς φλυαρούσε για να περνάει η ώρα. «Για σένα, που είσαι μεγαλωμένη σε αστικό περιβάλλον, η Μεγάλη Κοιλάδα είναι εκτός των προσλαμβανουσών σου. Και των δικών μου, παρεμπιπτόντως. Όλος αυτός ο ουρανός και μόνο φτάνει να με φρικάρει. Απ' όταν ξεκινήσαμε σήμερα το πρωί τον αισθάνομαι από πάνω μου να με καταπιέζει». «Κι εγώ. Παραείναι πολύς».

«Μετάνιωσες που επιλέξαμε αυτή τη διαδρομή;» Ο Πίτερ έριξε άλλη μια ματιά στον εσωτερικό καθρέφτη και είδε ότι το άλλο αυτοκίνητο είχε πλησιάσει. Δεν ήταν φορτηγό (το μόνο είδος οχήματος που είχαν συναντήσει μετά το Φάλον -και όλα να ταξιδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση), αλλά ιδιωτικό αυτοκίνητο. Κι έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Η Μαίρη σκέφτηκε αυτό που της είπε και κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, δε μετάνιωσα. Χάρηκα που είδαμε τον Γκάρι και τη Μαριέλ και τη λίμνη Τάχο...» «Πανέμορφη, ε;»

10

STEPHEN KING

«Απίθανη. Ακόμη κι αυτό το τοπίο...» Η Μαίρη κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Δεν είναι ότι του λείπει η ομορφιά, δε λέω αυτό. Αντίθετα, νομίζω ότι θα το θυμάμαι όσο ζω. Μόνο που...»

«...σε τρομάζει», ολοκλήρωσε ο Πίτερ. «Ειδικά αν είσαι από τη Νέα Υόρκη».

«Ακριβώς! Αστικές καταβολές. Αλλά και το Διαπολιτειακό 80 να είχαμε πάρει το ίδιο θα ήταν. Παντού έρημος».

«Ναι. Άμμος και ξερές αφάνες». Ο Πίτερ ξανακοίταξε στον καθρέφτη. Το αυτοκίνητο που ερχόταν πίσω τους ήταν περιπολικό κι έτρεχε τουλάχιστον με εκατόν σαράντα. Ο Πίτερ τραβήχτηκε προς την άκρη του δρόμου, ώσπου οι δεξιοί τροχοί του αυτοκινήτου άρχισαν να κυλάνε στο σκληρό χώμα ξεσηκώνοντας τη σκόνη. «Πιτ; Τι κάνεις;»

Άλλη ματιά στον καθρέφτη. Μεγάλο όχημα που πλησίαζε με ταχύτητα κι αντανακλούσε το φως του ήλιου σαν ένα ορθογώνιο τόσο λαμπερό, που τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια του... αλλά του φάνηκε πως το περιπολικό ήταν άσπρο, που σήμαινε ότι δεν ήταν της πολιτειακής αστυνομίας. «Προσπαθώ να μη δίνω στόχο», απάντησε στη Μαίρη. «Πίσω μας έρχεται ένας αστυνομικός και δείχνει να βιάζεται πολύ. Μπορεί να κυνηγάει...»

Το περιπολικό τους προσπέρασε σαν σίφουνας, τραντάζοντας το Ακούρα που οδηγούσε ο Πίτερ, το οποίο ανήκε στην αδερφή του. Ήταν πράγματι άσπρο και κατασκονισμένο από τη μέση και κάτω. Στο πλάι του υπήρχε μια χαλκομανία με το σήμα, αλλά το αυτοκίνητο πέρασε τόσο γρήγορα, που ο Πίτερ πρόλαβε να δει μόνο ένα ΝΤΕ... και τίποτ' άλλο. Ντέστρι, ίσως. Καλό όνομα για πόλη της Νεβάδα, εδώ έξω στη μεγάλη ερημιά.

«...τον τύπο που κάρφωσε τη γάτα σ' εκείνη την πινακίδα», αποτελείωσε τη φράση του. «Και γιατί τρέχει έτσι χωρίς να έχει αναμμένα τα περιστροφικά φώτα;» «Για ποιον να τα ανάψει σ' αυτή την ερημιά; Δεν υπάρχει κανείς». 11

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Μαίρη τον κοίταξε πάλι μ' εκείνο το περίεργο ύφος. «Υπάρχουμε εμείς», είπε.

Ο Πίτερ άνοιξε το στόμα του να της απαντήσει και το ξανάκλεισε. Είχε δίκιο η Μαίρη. Ο οδηγός του περιπολικού πρέπει να τους έβλεπε τουλάχιστον όση ώρα τον έβλεπαν κι αυτοί, ίσως και περισσότερο. Γιατί λοιπόν δεν είχε ανάψει τα φώτα, έτσι, για σιγουριά;

Βέβαια, αυτός είχε καταλάβει από μόνος του, είχε κάνει χώρο στον αστυνομικό να τον προσπεράσει με ασφάλεια, αλλά και πάλι...

Τα κόκκινα φώτα των φρένων του περιπολικού άναψαν ξαφνικά. Ο Πίτερ πάτησε αντανακλαστικά τα δικά του φρένα, παρ' όλο που είχε ήδη κατεβάσει την ταχύτητα στα ογδόντα και το περιπολικό ήταν τόσο μακριά, που δεν υπήρχε ενδεχόμενο σύγκρουσης. Και τότε, το περιπολικό έκανε απότομα αριστερά, μπήκε στην αντίθετη λωρίδα που πήγαινε δυτικά και συνέχισε να κινείται εκεί, αντίθετα στο ρεύμα. «Τι κάνει;» ρώτησε η Μαίρη. «Δεν ξέρω ακριβώς».

Ο Πίτερ ήξερε, φυσικά: το περιπολικό έκοβε ταχύτητα. Από τα εκατόν σαράντα που έτρεχε είχε κατεβεί στα ογδόντα. Συνοφρυωμένος, μη θέλοντας να πλησιάσει και χωρίς να ξέρει το γιατί, ο Πίτερ μείωσε κι αυτός την ταχύτητα του. Η βελόνα στο κοντέρ του αυτοκινήτου της Ντίρντρι κατηφόρισε προς τα εξήντα. «Πίτερ;» Η Μαίρη ακούστηκε τρομαγμένη. «Αυτό δε μ' αρέσει καθόλου».

«Όλα είναι εντάξει», της απάντησε, αλλά ήταν; Κοίταξε το περιπολικό, που τώρα αργοκυλούσε μπροστά κι αριστερά του, στη διπλανή λωρίδα, κι αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό. Προσπάθησε να διακρίνει αυτόν που καθόταν στο τιμόνι και δεν τα κατάφερε. Το πίσω παρμπρίζ του περιπολικού ήταν παστωμένο στη σκόνη. Τα φώτα των φρένων, κι αυτά σκεπασμένα με σκόνη, αναβόσβησαν πάλι, καθώς το περιπολικό μείωσε ακόμα περισσότερο την ταχύτητα του. Τώρα πήγαινε το πολύ με πενήντα. Μια ξεριζωμένη 12

STEPHEN KING

αφάνα, παρασυρμένη από τον άνεμο, βρέθηκε στο δρόμο και τα λάστιχα του περιπολικού πέρασαν από πάνω της. Όταν εμφανίστηκε ξανά από πίσω, έμοιαζε με πατημένη φιδοφωλιά. Εντελώς ξαφνικά, φοβήθηκε, σχεδόν πανικοβλήθηκε, χωρίς να έχει ιδέα γιατί.

Γιατί η Νεβάδα είναι γεμάτη βιδωμένους τύπους (το είπε η Μαριέλ, κι ο Γκάρι συμφώνησε) και οι βιδωμένοι τύποι κάνουν αλλόκοτα πράγματα. Ανοησίες, φυσικά. Δεν υπήρχε τίποτα το περίεργο. Ή, έστω, τίποτα το πολύ περίεργο, αν και...

Τα φώτα των φρένων του περιπολικού αναβόσβησαν για τρίτη φορά. Ο Πίτερ πάτησε πάλι τα δικά του φρένα, χωρίς καν να σκεφτεί τι κάνει. Μετά κοίταξε το κοντέρ -πήγαινε μόλις με σαράντα.

«Τι θέλει αυτός, Πιτ;»

Τώρα πια ήταν ολοφάνερο. «Να τον προσπεράσουμε». «Γιατί;»

«Πού να ξέρω;»

«Αν θέλει να τον προσπεράσουμε, μπορούσε να βγει από το δρόμο στη δεξιά μεριά και να σταματήσει. Γιατί μπήκε στο αντίθετο ρεύμα;» «Και πάλι δεν ξέρω». «Τι σκέφτεσαι να...»

«Να τον περάσω από δεξιά, τι άλλο;» είπε ο Πίτερ. Και, εντελώς αναίτια, πρόσθεσε: «Στο κάτω κάτω δεν καρφώσαμε εμείς την αναθεματισμένη τη γάτα στην πινακίδα».

Μετά απ' αυτό, πάτησε απότομα το γκάζι κι αμέσως πλησίασε το κατασκονισμένο περιπολικό, που τώρα κυλούσε απλώς στην άσφαλτο με λιγότερο από τριάντα. Η Μαίρη τον άρπαξε από τον ώμο, τόσο δυνατά που ένιωσε τα κοντοκομμένα νύχια της να πιέζουν το δέρμα του κάτω από το γαλάζιο τζιν πουκάμισο. «Όχι, μη!» 13

«Μαίρη, δεν μπορώ να κάνω και τίποτ' άλλο».

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο διάλογος αυτός ήταν ήδη μάταιος, εφόσον προσπερνούσαν ήδη το περιπολικό. Το Ακούρα της Ντίρντρι βρέθηκε παράλληλα με το άσπρο Καπρίς για μερικές στιγμές και ύστερα το προσπέρασε. Ο Πίτερ κοίταξε από το παράθυρο, αλλά είδε ελάχιστα πράγματα. Μια μεγαλόσωμη σιλουέτα, αντρική, και τίποτε περισσότερο. Εκτός από την εντύπωση ότι ο οδηγός του περιπολικού τον κοίταζε κι εκείνος. Ο Πίτερ κοίταξε χαμηλά, στην πόρτα του συνοδηγού, το αυτοκόλλητο σήμα. Αυτή τη φορά πρόλαβε να το διαβάσει: ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ 1. Ήταν γραμμένο με χρυσαφιά γράμματα κάτω από το σύμβολο της πόλης, που μάλλον ήταν ένας μεταλλωρύχος κι ένας καουμπόι που έδιναν τα χέρια. Ντεσπερέισον, σκέφτηκε. Ακόμα καλυτέρα από το Ντέστρι. Πολύ πιο εύστοχο.

Αμέσως μόλις προσπέρασαν, το περιπολικό μπήκε στην ανατολική λωρίδα, αναπτύσσοντας ταχύτητα ώστε να κρατάει σταθερή απόσταση από το Ακούρα.

Συνέχισαν έτσι για τριάντα σαράντα δευτερόλεπτα (του Πίτερ του φάνηκαν πολύ περισσότερα). Και ύστερα, στην οροφή του Καπρίς άναψε το γαλάζιο περιστροφικό φως. Ο Πίτερ ένιωσε ένα απότομο κενό στο στομάχι του, αλλά δεν ήταν από έκπληξη. Κάθε άλλο. 2 Η Μαίρη δεν είχε τραβήξει το χέρι της από τον ώμο του και τώρα, καθώς ο Πίτερ έκοψε δεξιά και βγήκε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, άρχισε πάλι να τον σφίγγει. «Τι κάνεις, Πίτερ, τι κάνεις;»

«Σταματάω. Μου έκανε σήμα να σταματήσω». 1

Desperation: το όνομα της πόλης στα αγγλικά σημαίνει «απελπισία», «απόγνωση». (Σ.τ.Μ.) 14

STEPHEN KING

«Δε μ' αρέσει», είπε η Μαίρη ρίχνοντας νευρικές ματιές γύρω. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο από έρημο, λόφους και χιλιόμετρα γαλάζιου ουρανού. «Τι κάναμε;»

«Τρέχαμε. Μοιάζει το πιο λογικό». Ο Πίτερ κοίταζε από τον εξωτερικό καθρέφτη και είδε τη σκονισμένη άσπρη πόρτα του οδηγού ν' ανοίγει. Από μέσα ξεπρόβαλε ένα πόδι, ντυμένο στο χακί. Ήταν πελώριο.

Καθώς ο άντρας στον οποίο ανήκε το πόδι βγήκε από το αυτοκίνητο, έκλεισε την πόρτα και φόρεσε το πλατύγυρο, καστόρινο καπέλο του (αδύνατο να το φορέσει μέσα στο αυτοκίνητο, δε θα χωρούσε, σκέφτηκε ο Πίτερ), η Μαίρη στράφηκε και κοίταξε πίσω. Το στόμα της άνοιξε δυο πήχες. «Θεούλη μου, αυτός είναι γίγαντας!»

Παίρνοντας την οροφή του αυτοκινήτου για μέτρο σύγκρισης πρέπει να είχε γύρω στο ενάμισι μέτρο ύψος- ο Πίτερ έκανε ένα νοερό υπολογισμό και βρήκε ότι ο αστυνομικός που πλησίαζε το αυτοκίνητο της Ντίρντρι πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα. Και πάνω από εκατόν είκοσι κιλά. Μπορεί κι εκατόν πενήντα.

Η Μαίρη τράβηξε το χέρι της και μαζεύτηκε προς την πόρτα του συνοδηγού, μακριά από τον πελώριο αστυνομικό που πλησίαζε. Στο δεξιό γοφό του, μέσα σε θήκη κρεμόταν ένα περίστροφο εξίσου πελώριο με τον ίδιο, αλλά τα χέρια του ήταν άδεια -ούτε μπλοκάκι για κλήσεις ούτε σημειωματάριο. Του Πίτερ δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν ήξερε τι μπορεί να σημαίνει, αλλά δεν του άρεσε. Σ' ολόκληρη την καριέρα του ως οδηγού, η οποία συμπεριλάμβανε τέσσερις κλήσεις για υπέρβαση ορίου ταχύτητας στα μετεφηβικά του χρόνια και μία για οδήγηση σε κατάσταση μέθης (μετά το χριστουγεννιάτικο πάρτι του διδακτικού προσωπικού του πανεπιστημίου του, πριν από τρία χρόνια), ποτέ δεν του είχε τύχει να τον σταματήσει μπάτσος και να τον πλησιάσει με άδεια χέρια. Η καρδιά του, που ήδη χτυπούσε γρήγορα, επιτάχυνε κι άλλο το ρυθμό της. Δεν κάλπαζε ακόμη, αλλά ήταν πιθανό να γίνει κι αυτό. Πολύ πιθανό. Ξέρεις ότι γίνεσαι ανόητος; ρώτησε τον εαυτό του. Για υπερβολική ταχύτητα σε σταμάτησε ο άνθρωπος, αυτό είναι όλο. Το όριο ταχύτητας είναι για τα μάτια εδώ πέρα, όλοι το ξέρουν, αλλά ο 15

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τύπος προφανώς έχει να καλύψει κάποιο μίνιμουμ αριθμό κλήσεων. Κι αν είναι να ρίξει κλήσεις για υπερβολική ταχύτητα, οι ξένοι είναι που θα την πληρώσουν πρώτοι. Το ξέρεις. Οπότε κάνε το κορόιδο κι ό,τι γίνει έγινε.

Ο αστυνομικός στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του οδηγού και η αγκράφα της δερμάτινης ζώνης, μάρκας Σαμ Μπράουν, που φορούσε ήταν στο ύψος των ματιών του Πίτερ. Δεν έσκυψε, παρά σήκωσε τη γροθιά του (του Πίτερ του φάνηκε ίση σε μέγεθος με γάντι του μποξ) και του έκανε νόημα να κατεβάσει το παράθυρο. Ο Πίτερ έβγαλε τα στρογγυλά γυαλιά ηλίου, τα έχωσε στην τσέπη του πουκαμίσου και κατέβασε το τζάμι. Από το διπλανό κάθισμα άκουγε την ανάσα της Μαίρης, γοργή, σχεδόν λαχανιαστή. Σαν να πηδούσε σκοινάκι ή σαν να έκανε έρωτα.

Λυγίζοντας τα γόνατα του με μια αργή, μονοκόμματη κίνηση, ο αστυνομικός χαμήλωσε το πλατύ, ανέκφραστο πρόσωπο του στο οπτικό πεδίο τους. Το φαρδύ, σκληρό γείσο του καπέλου του, σε στυλ έφιππου αστυνομικού, έριχνε μια φαρδιά λωρίδα σκιάς στο μέτωπο του. Το δέρμα του είχε ένα απωθητικό ρόδινο χρώμα και ο Πίτερ έκανε τη σκέψη ότι, παρά το μέγεθος του, ο τύπος ήταν ευαίσθητος στον ήλιο όσο και η Μαίρη. Τα μάτια του ήταν λαμπερά γκρίζα, καθαρά, αλλά χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα. Ή έστω κάποιο συναίσθημα που να μπορούσε να εντοπίσει ο Πίτερ. Εντόπισε ωστόσο μια γνώριμη μυρωδιά. Του φάνηκε σαν Ολντ Σπάις. Ο αστυνομικός του έριξε μόνο μια σύντομη ματιά και ύστερα περιέφερε το βλέμμα του στο εσωτερικό του Ακούρα, ελέγχοντας πρώτα τη Μαίρη (Αμερικανίδα σύζυγος, λευκή, όμορφο πρόσωπο, καλό κορμί, καλοδιατηρημένη, χωρίς φανερά σημάδια ταλαιπωρίας) και στη συνέχεια τις πίσω θέσεις, τις τσάντες, τις φωτογραφικές μηχανές και τα διάφορα σκουπίδια που μαζεύονται συνήθως στη διάρκεια ενός ταξιδιού. Τα τελευταία δεν ήταν και πολλά. Είχαν ξεκινήσει από το Όρεγκον πριν από τρεις μέρες και το διάστημα αυτό συμπεριλάμβανε και τη μιάμιση μέρα που είχαν περάσει με τον Γκάρι-και τη Μαριέλ Σόντερσον, ακούγοντας παλιούς αγαπημένους δίσκους και μιλώντας για τα παλιά. 16

STEPHEN KING

Τα μάτια του αστυνομικού στάθηκαν στο ανοιγμένο τασάκι της κονσόλας. Ο Πίτερ υπέθεσε ότι ο τύπος έψαχνε για ύποπτες γόπες, αναζητούσε τη χαρακτηριστική μυρωδιά της μαριχουάνας ή του χασίς κι αισθάνθηκε ανακούφιση. Ο ίδιος είχε να καπνίσει τσιγαριλίκι σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του κόκα και είχε κόψει, σχεδόν οριστικά, το ποτό ύστερα από την κλήση που είχε φάει μετά από εκείνο το χριστουγεννιάτικο πάρτι. Η μόνη του επαφή με τα ναρκωτικά αυτό τον καιρό ήταν η μυρωδιά της μαριχουάνας στις συναυλίες ροκ που πήγαινε, μια στις τόσες. Όσο για τη Μαίρη, αυτή δεν είχε καμία επαφή, ποτέ της συχνά χαρακτήριζε τον εαυτό της «παρθένα στα ναρκωτικά». Στο τασάκι δεν υπήρχαν παρά μόνο δυο κουβαριασμένα περιτυλίγματα τσιχλόφουσκας και ούτε ένα άδειο κουτάκι μπίρας ή μπουκάλι κρασιού στο δάπεδο. «Κύριε αστυφύλακα, ξέρω ότι έτρεχα λίγο παραπάνω αλλά...»

«Το πατάμε το γκάζι, ε;» είπε ο αστυνομικός με ευχάριστο ύφος. «Μπορώ να δω την άδεια και το δίπλωμα σας, κύριε;»

«Βέβαια». Ο Πίτερ έβγαλε το πορτοφόλι του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του. «Μόνο που, το αυτοκίνητο δεν είναι δικό μου. Είναι της αδερφής μου. Εμείς αναλάβαμε να της το πάμε πίσω στη Νέα Υόρκη. Από το Όρεγκον. Η αδερφή μου σπούδαζε στο Ριντ. Στο Ριντ Κόλετζ του Πόρτλαντ».

Φλυαρούσε άσκοπα, το καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ήταν περίεργο πώς οι αστυνομικοί τον έκαναν να φλυαρεί άθελα του, λες και είχε κανένα διαμελισμένο πτώμα στο πορτ μπαγκάζ και ήθελε να τους αποσπάσει την προσοχή. Το ίδιο είχε κάνει και τότε που τον σταμάτησε η τροχαία στο Λονγκ Άιλαντ, μετά από εκείνο το χριστουγεννιάτικο πάρτι.

Έτσι φλυαρούσε και τότε -μπουρ-μπου-μπουρ- κι ενώ αυτός φλυαρούσε, ο αστυνομικός δεν έλεγε κουβέντα, παρά έκανε ψύχραιμα και μεθοδικά τη δουλειά του, ελέγχοντας πρώτα το δίπλωμα και την άδεια και ύστερα την ένδειξη στη μικρή πλαστική συσκευή του αλκοτέστ.

«Μαίρη; Πιάνεις, σε παρακαλώ, την άδεια από το ντουλαπάκι; Είναι σ' ένα μικρό πλαστικό φάκελο, μαζί με την ασφάλεια της Ντίρντρι». 17

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Μαίρη δε σάλεψε. Την έβλεπε με τη γωνιά του ματιού του να κάθεται εντελώς ακίνητη, ενώ αυτός άνοιγε το πορτοφόλι του κι έψαχνε για το δίπλωμα, θα έπρεπε να ήταν εκεί, το διαβολεμένο, στην πρώτη από τις πλαστικές θήκες του πορτοφολιού του, αλλά δεν ήταν.

«Μαίρη;» της ξαναείπε, λίγο εκνευρισμένος αυτή τη φορά και νιώθοντας ξανά φόβο. Κι αν το είχε χάσει το αναθεματισμένο το δίπλωμα; Αν του είχε πέσει στο σπίτι του Γκάρι, όταν μετέφερε τα διάφορα χαρτιά του (γιατί μαζεύονται πάντα τόσα πολλά άχρηστα χαρτιά όταν ταξιδεύεις;) από την τσέπη του ενός μπλουτζίν στου άλλου; Αδύνατον να του είχε πέσει, φυσικά, αλλά αν είχε σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και...

«Λίγη βοήθεια, Μαίρη; Μου πιάνεις την άδεια του αυτοκινήτου; Παρακαλώ;» «Α! Ναι, βέβαια».

Η Μαίρη έσκυψε μπροστά, σαν παλιό σκουριασμένο παιχνίδι που κάποιος του γύρισε ξαφνικά το κουρντιστήρι, κι άνοιξε το ντουλαπάκι της κονσόλας. Ψαχούλεψε στο εσωτερικό του, βγάζοντας έξω κάμποσα πράγματα (ένα μισοτελειωμένο σακουλάκι τσιπς, μια κασέτα της Μπόνι Ράιτ, που την είχε μασήσει το κασετόφωνο της Ντίρντρι, ένα χάρτη της Καλιφόρνιας) για να μπορέσει να φτάσει στο βάθος. Ο Πίτερ είδε κόμπους ιδρώτα να γυαλίζουν στον αριστερό της κρόταφο και να μουσκεύουν τούφες από τα κοντοκομμένα μαύρα της μαλλιά, παρ' όλο που η έξοδος του αιρ κοντίσιον σ' αυτή τη μεριά του αυτοκινήτου έστελνε κρύο αέρα κατευθείαν πάνω στο πρόσωπο της.

«Δεν την...» άρχισε να λέει η Μαίρη και ύστερα, με φανερή ανακούφιση: «Α, να την».

Την ίδια στιγμή, ο Πίτερ κοίταξε στη θήκη του πορτοφολιού, όπου έβαζε συνήθως τις πιστωτικές του κάρτες και είδε το δίπλωμα του. Δε θυμόταν να το είχε βάλει εκεί -γιατί να το βάλει εκεί, για όνομα του θεού!- κι όμως ήταν. Στη φωτογραφία έμοιαζε περισσότερο με άνεργο ανειδίκευτο εργάτη (και πιθανό δράστη σειράς φόνων) παρά με επίκουρο καθηγητή στην έδρα των αγγλικών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Όμως ήταν αναμφισβήτητα αυτός·, μπορούσες να τον αναγνωρίσεις, πράγμα που τον έκανε 18

STEPHEN KING

να ηρεμήσει. Είχε τα χαρτιά του, ο θεός ήταν στον παράδεισο Του κι όλα ήταν εντάξει στον κόσμο.

Άλλωστε, σκέφτηκε, δίνοντας στον αστυνομικό το δίπλωμα του, δε βρισκόμαστε στην Αλβανία. Μπορεί να είμαστε έξω από τα νερά μας, αλλά δεν είμαστε και στην Αλβανία. «Πίτερ;»

Ο Πίτερ στράφηκε, πήρε τον πλαστικό φάκελο από το χέρι της γυναίκας του και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη δοκίμασε να του το ανταποδώσει μ' ένα χαμόγελο, αλλά δεν της βγήκε και τόσο φυσικό. Έξω, μια ξαφνική ριπή του ανέμου ξεσήκωσε την άμμο, που χτύπησε σαν ψιλή βροχή τα πλάγια του αυτοκινήτου και το πρόσωπο του Πίτερ στο ανοιχτό παράθυρο. Μισόκλεισε τα μάτια του για να προφυλαχτεί. Ξαφνικά, ήθελε πάρα πολύ να βρισκόταν τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Νεβάδα, ανεξαρτήτως κατεύθυνσης.

Έκανε να δώσει την άδεια στον αστυνομικό, αλλά εκείνος περιεργαζόταν ακόμη το δίπλωμα του. «Βλέπω ότι είστε δωρητής οργάνων», είπε ο αστυνομικός, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. «Αλήθεια, το θεωρείτε συνετό;»

Ο Πίτερ τα έχασε. «Εε...»

«Αυτή είναι η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος σας, κύριε;» ρώτησε ξερά ο αστυνομικός. Τώρα κοίταζε το ζωηρόχρωμο κίτρινο χαρτί που κρατούσε ο Πίτερ. «Ναι».

«Μου τη δίνετε, παρακαλώ;»

Ο Πίτερ του έδωσε την άδεια από το ανοιχτό παράθυρο. Ο αστυνομικός, καθισμένος στις φτέρνες του, σαν Ινδιάνος αρχηγός, μπροστά στην πόρτα του οδηγού, κρατούσε τώρα στο ένα του χέρι το δίπλωμα του Πίτερ και στο άλλο την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου της Ντίρντρι. Βάλθηκε να κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο για ένα διάστημα που φάνηκε σχεδόν ατέλειωτο.

Ο Πίτερ αισθάνθηκε κάτι να τον πιέζει ξαφνικά στο μηρό κι αναπήδησε τρομαγμένος, πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν το χέρι της 19

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Μαίρης. Το έπιασε κι ένιωσε αμέσως τα δάχτυλα της να τυλίγονται σφιχτά γύρω από τα δικά του.

«Της αδερφής σας, λοιπόν», είπε τελικά ο αστυνομικός. Και μόνο τότε σήκωσε τα λαμπερά γκρίζα μάτια του από τα χαρτιά και τους κοίταξε. «Ναι...»

«Αυτή λέγεται Φίνεΐ. Εσείς Τζάκσον».

«Η Ντίρντρι ήταν παντρεμένη για ένα χρόνο, παντρεύτηκε μόλις τελείωσε το γυμνάσιο και πριν πάει κολέγιο», είπε η Μαίρη. Η φωνή της ακούστηκε σταθερή, ευχάριστη και απόλυτα ψύχραιμη. Ο Πίτερ θα είχε ξεγελαστεί, αν δεν ένιωθε το σφίξιμο του χεριού της. «Κράτησε το επώνυμο του πρώην συζύγου της. Αυτό είναι όλο».

«Ένα χρόνο, ε; Μετά το γυμνάσιο και πριν από το κολέγιο. Παντρεμένη. Τακ!» Ο αστυνομικός ξανάσκυψε το κεφάλι του στα χαρτιά. Ο Πίτερ έβλεπε την κορυφή του καπέλου του να πηγαινοέρχεται καθώς βάλθηκε πάλι να μελετάει μια το ένα και μια το άλλο. Η ανακούφιση που είχε αισθανθεί πήγε περίπατο.

«Μετά το γυμνάσιο και πριν από το κολέγιο», επανέλαβε ο αστυνομικός, με το κεφάλι του σκυφτό και το φαρδύ του πρόσωπο κρυμμένο. Στο μυαλό του, ο Πίτερ τον άκουσε να λέει: Βλέπω ότι είστε δωρητής οργάνων. Αλήθεια, το θεωρείτε συνετό; Τακ!

Ο αστυνομικός σήκωσε το κεφάλι του. «Βγαίνετε, σας παρακαλώ, από το αυτοκίνητο, κύριε Τζάκσον;»

Τα δάχτυλα της Μαίρης σφίχτηκαν ακόμη περισσότερο και τα κοντοκομμένα νύχια της μπήχτηκαν στη ράχη του χεριού του, αλλά ο Πίτερ ούτε που το κατάλαβε. Το στομάχι του μούδιασε απότομα, τ' αχαμνά του το ίδιο κι ένιωσε ξαφνικά σαν παιδάκι, σαν σαστισμένο παιδάκι, που το μόνο που ξέρει είναι ότι έχει κάνει κάτι κακό. «Τι...» άρχισε να λέει.

20

STEPHEN KING

Ο αστυνομικός που οδηγούσε το περιπολικό της Ντεσπερέισον σηκώθηκε. Ήταν σαν να έβλεπες βιομηχανικό ασανσέρ ν' ανεβαίνει. Πρώτα εξαφανίστηκε το κεφάλι, ύστερα το άνοιγμα του πουκαμίσου και η αλυσιδίτσα με το μεταλλικό σήμα της αστυνομίας και, τέλος, το δερμάτινο λουρί που έκοβε διαγώνια το στήθος του. Ο Πίτερ βρέθηκε πάλι ν' αντικρίζει τη βαριά αγκράφα μιας ζώνης και τις πτυχές του χακί πουκαμίσου πάνω από το φερμουάρ του παντελονιού.

Κι αυτή τη φορά, η φωνή που ακούστηκε από ψηλά δεν απηύθυνε ευγενική παράκληση. «Βγείτε έξω, κύριε Τζάκσον». 3

Ο Πίτερ Τράβηξε το χερούλι και ο αστυνομικός παραμέρισε για να του κάνει χώρο ν' ανοίξει την πόρτα. Το κεφάλι του βρισκόταν πάνω από το ύψος της οροφής του Ακούρα και ήταν αθέατο. Η Μαίρη έσφιξε το χέρι του Πίτερ ακόμα πιο δυνατά κι εκείνος στράφηκε και την κοίταξε. Οι κοκκινίλες από τον ήλιο στα μάγουλα και το μέτωπο της φάνταζαν ακόμα πιο έντονες, γιατί τώρα το πρόσωπο της είχε πανιάσει. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα.

Μη βγαίνεις, του είπε κουνώντας μόνο τα χείλη της, χωρίς να βγάλει ήχο.

Πρέπει, της απάντησε με τον ίδιο τρόπο ο Πίτερ και κατέβασε το αριστερό του πόδι στην άσφαλτο. Η Μαίρη συνέχισε να του κρατάει σφιχτά το χέρι, μέχρι που ο Πίτερ το τράβηξε, ελευθερώθηκε και βγήκε ολόκληρος από το αυτοκίνητο. Τα πόδια του τα αισθανόταν σαν ξένα. Ο αστυνομικός του έριχνε τουλάχιστον ενάμισι κεφάλι. Είναι πάνω από δύο μέτρα, σκέφτηκε ο Πίτερ.

Και ξαφνικά, φαντάστηκε μια αστραπιαία ακολουθία γεγονότων, σαν ταινία που τρέχει γρήγορα στο βίντεο: ο γιγαντόσωμος αστυνομικός τραβούσε το περίστροφο του, πατούσε τη σκανδάλη, σκόρπιζε τα πανεπιστημιακά μυαλά του κυρίου Πίτερ Τζάκσον στην οροφή του Ακούρα και ύστερα έβγαζε τραβώντας τη Μαίρη από το αυτοκίνητο, την έριχνε μπρούμυτα πάνω στο καπό, έσκυβε από πάνω της, κατέβαζε το παντελόνι του και τη βίαζε εν ψυ21

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χρώ πάνω στον έρημο αυτοκινητόδρομο, με το πλατύγυρο, δερμάτινο καπέλο φορεμένο σφιχτά στο κεφάλι του, φωνάζοντας με λύσσα, Δωρητή οργάνων θέλεις, κυρά μου; Πάρε ένα όργανο! Πάρε! Πάρε! καθώς κουνιόταν μπρος πίσω.

«Τι συμβαίνει, κύριε αστυφύλακα;» ρώτησε ο Πίτερ.

Ο λαιμός και το στόμα του είχαν στεγνώσει εντελώς. «Έχω δικαίωμα να ξέρω».

«Πηγαίνετε πίσω από το αυτοκίνητο σας, κύριε Τζάκσον», είπε ο αστυνομικός. Του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, χωρίς να κοιτάξει αν ο Πίτερ θα υπάκουε. Ο Πίτερ υπάκουσε, ωστόσο, και τον ακολούθησε έχοντας την αίσθηση ότι βάδιζε με πόδια που λειτουργούσαν με τηλεχειρισμό.

Ο αστυνομικός στάθηκε πίσω και πλάγια από το πορτ μπαγκάζ. Όταν ο Πίτερ έφτασε δίπλα του, του έδειξε κάτι τεντώνοντας το δάχτυλο του. Ο Πίτερ κοίταξε εκεί που του έδειχνε και είδε πως δεν υπήρχε πίσω πινακίδα στο αυτοκίνητο της Ντίρντρι -μόνο ένα σχετικά λιγότερο σκονισμένο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο εκεί όπου θα έπρεπε να βρισκόταν η πινακίδα.

«Να πάρει!» είπε ο Πίτερ. Όσο ειλικρινείς ήταν ο εκνευρισμός και η αγανάκτηση του, άλλο τόσο ήταν και η ανακούφιση που αισθάνθηκε. Όλα αυτά είχαν κάποιο νόημα τελικά. Δόξα τω θεώ. Στράφηκε προς τα πίσω και είδε ότι η πόρτα του οδηγού ήταν τώρα κλειστή, θα την είχε κλείσει η Μαίρη. Κι αυτός ήταν τόσο απορροφημένος από το... περιστατικό... επεισόδιο... ό,τι διάβολο ήταν, τέλος πάντων, που δεν είχε ακούσει καν το χαρακτηριστικό κρότο. «Μαίρη! Ε, Μαίρη!»

Η γυναίκα του μισόβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο του συνοδηγού και κοίταξε προς τα πίσω. «Μας έπεσε η πινακίδα, π' ανάθεμα την!» της φώναξε ο Πίτερ, σχεδόν γελώντας. «Τι;»

22

STEPHEN KING

«Όχι, δεν έπεσε», είπε ο αστυνομικός. Κάθισε πάλι πάνω στις φτέρνες του -ξανά με την ίδια αργή, επιβλητική, μονοκόμματη κίνηση- κι έχωσε το χέρι του πίσω από τον προφυλακτήρα. Εκεί, ψαχούλεψε για λίγο στα τυφλά, με το γκρίζο βλέμμα του στυλωμένο μακριά στον ορίζοντα. Τον Πίτερ τον κυρίευσε μια εξωπραγματική αίσθηση: ότι αυτόν και τη γυναίκα του τους είχε σταματήσει ο άνθρωπος του Μάρλμπορο.

«Α!» έκανε ο αστυνομικός και σηκώθηκε πάλι όρθιος. Το χέρι με το οποίο έψαχνε ήταν κλεισμένο χαλαρά σε γροθιά. Το τέντωσε προς το μέρος του Πίτερ κι άνοιξε τη γροθιά του. Πάνω στην παλάμη του βρισκόταν μια βίδα (μικροσκοπική μέσα σ' εκείνη την πελώρια ροδόχρωμη έκταση). Βρόμικη και σκονισμένη, εκτός από το τμήμα όπου οι βόλτες της εφάρμοζαν στην υποδοχή της πινακίδας. Ο Πίτερ κοίταξε πρώτα τη βίδα κι έπειτα τον αστυνομικό. «Δεν καταλαβαίνω». «Σταματήσατε καθόλου στο Φάλον;» «Όχι...»

Ακούστηκε ένα τρίξιμο, καθώς η Μαίρη άνοιξε την πόρτα της, έπειτα ένας μουντός κρότος καθώς την έκλεισε πίσω της και τέλος το σύρσιμο των αθλητικών παπουτσιών της στο σκληρό, αμμώδες έδαφος, καθώς βάδιζε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.

«Πώς δε σταματήσαμε!» είπε. Κοίταξε τη βίδα στο χέρι του αστυνομικού (η άδεια κυκλοφορίας και το δίπλωμα του Πίτερ βρίσκονταν ακόμα στο άλλο του χέρι) και μετά τον ίδιο τον αστυνομικό. Δε φαινόταν φοβισμένη πια - όχι τόσο όσο πριν, έστω- πράγμα που χαροποίησε τον Πίτερ. Ο ίδιος στόλιζε ήδη νοερά τον εαυτό του με όλα τα συνώνυμα του παρανοϊκού και του ηλίθιου, αν και, ομολογουμένως, αυτή η συγκεκριμένη επαφή με έναν εκπρόσωπο του νόμου είχε και κάποιες (αλήθεια, το θεωρείτε συνετό) πολύ περίεργες παραμέτρους.

«Κάναμε στάση για να πάμε τουαλέτα, Πίτερ, δε θυμάσαι; Δε θέλαμε βενζίνη, είπες ότι θα βάζαμε ξανά στο Ιλάι, αλλά πήραμε δυο αναψυκτικά για να μη νιώθουμε ένοχοι που θα χρησιμοποιούσαμε τις τουαλέτες». 23

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Μαίρη κοίταξε τον αστυνομικό κι αποπειράθηκε να του χαμογελάσει. Για να τον αντικρίσει, ήταν αναγκασμένη να τεντώνει το λαιμό της προς τα πίσω. Του Πίτερ του φάνηκε σαν κοριτσάκι που προσπαθεί ν' αποσπάσει ένα χαμόγελο από τον μπαμπάκα του, μια μέρα που ο μπαμπάκας γύρισε πολύ τσατισμένος από το γραφείο του. «Οι τουαλέτες ήταν πεντακάθαρες». Ο αστυνομικός συγκατένευσε. «Πού κάνατε στάση;

Στο φαστ φουντ του Φιλ Μουρ ή στο Στέκι του Μπερκ;»

Η Μαίρη κοίταξε αβέβαια τον Πίτερ. Εκείνος σήκωσε τα χέρια του στο ύψος των ώμων, με τις παλάμες προς τον ουρανό. «Δε θυμάμαι. Διάβολε, εγώ δε θυμόμουν καν ότι σταματήσαμε».

Ο αστυνομικός πέταξε την άχρηστη βίδα πάνω από τον ώμο του, μέσα στην έρημο, όπου θα παρέμενε ανενόχλητη χιλιάδες χρόνια, εκτός κι αν την έπιανε το μάτι κάποιου περίεργου πουλιού. «Εγώ όμως πάω στοίχημα ότι θυμάστε τα παιδιά που γυρόφερναν έξω, στο πάρκινγκ. Μεγάλα παιδιά κυρίως. Μερικά πολύ μεγάλα για να τα χαρακτηρίσει κανείς παιδιά. Τα μικρότερα πρέπει να είχαν πατίνια και σκέιτμπορντ». Ο Πίτερ έγνεψε καταφατικά, θυμήθηκε που τον είχε ρωτήσει η Μαίρη γιατί υπήρχαν άνθρωποι εδώ –γιατί έρχονταν αρχικά και γιατί έμεναν.

«Ήταν το φαστ φουντ του Φιλ Μουρ», είπε ο αστυνομικός. Ο Πίτερ έψαξε για τη χαρακτηριστική ταμπελίτσα με το όνομα και το βαθμό, που βλέπεις συνήθως στο τσεπάκι του πουκαμίσου της στολής, αλλά δεν υπήρχε. Ο τύπος θα παρέμενε προς το παρόν ο κύριος αστυφύλακας. Αυτός που έμοιαζε με τον άνθρωπο του Μάρλμπορο στις διαφημίσεις. «Ο Άλφι Μπερκ δεν τους ανεχόταν άλλο. Τους έδιωξε με τις κλοτσιές. Ποταποί αλήτες όλοι τους». Ακούγοντας το αυτό η Μαίρη έγειρε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι και ο Πίτερ είδε μια υποψία χαμόγελου να διαγράφεται στις γωνιές των χειλιών της. «Συμμορία είναι;» ρώτησε ο Πίτερ τον αστυνομικό. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πού το πήγαινε. 24

STEPHEN KING

«Αν μπορούμε να μιλάμε για συμμορία σε μια πόλη τόσο μικρή σαν το Φάλον», απάντησε ο αστυνομικός. Έφερε το δίπλωμα του Πίτερ στο ύψος του προσώπου του, το μελέτησε, ξανακοίταξε τον Πίτερ και κατέβασε πάλι το χέρι του. Δεν επέστρεψε όμως το δίπλωμα.

«Παιδιά που έχουν παρατήσει το σχολείο, κυρίως. Κι ένα από τα χόμπι τους είναι να κλέβουν πινακίδες αυτοκινήτων που προέρχονται από άλλες Πολιτείες. Το κάνουν απλώς για μαγκιά. Υποθέτω ότι έβγαλαν τη δική σας την ώρα που παίρνατε τ' αναψυκτικά σας ή όταν ήσαστε στις τουαλέτες». «Και συνεχίζουν να το κάνουν, παρ' όλο που εσείς το ξέρετε;» ρώτησε η Μαίρη. «Το Φάλον δεν είναι η πόλη μου. Σπάνια πάω εκεί.

Άλλες μεθόδους έχουν αυτοί, άλλες εγώ».

«Τι κάνουμε τώρα με την πινακίδα που λείπει;» ρώτησε ο Πίτερ. «Είναι κανονικό μπλέξιμο. Βλέπετε, η άδεια του αυτοκινήτου έχει εκδοθεί στο Όρεγκον, αλλά η αδερφή μου έχει ήδη επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Σιχαινόταν το Ριντ...» «Σοβαρά;» είπε ο αστυνομικός. «Για φαντάσου!»

Ο Πίτερ διέκρινε ότι η Μαίρη του έριξε ένα εύγλωττο βλέμμα, με την πρόθεση να γελάσουν κρυφά, μαζί, αλλά δεν του φάνηκε καλή ιδέα. Καθόλου καλή.

«Έλεγε ότι το να πηγαίνεις εκεί πανεπιστήμιο είναι σαν να προσπαθείς να μελετήσεις στη μέση μιας συναυλίας των Γκρέιτφουλ Ντεντ», είπε στον αστυνομικό.

«Τελικά, πήρε το αεροπλάνο και γύρισε οριστικά στη Νέα Υόρκη. Η γυναίκα μου κι εγώ σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλά να πάμε ως το Όρεγκον, να πάρουμε το αυτοκίνητο της και να το φέρουμε πίσω στη Νέα Υόρκη. Η Ντίρντρι έχει φορτώσει τα υπόλοιπα πράγματα της στο πορτ μπαγκάζ... ρούχα, κυρίως, και...» Ο Πίτερ συνειδητοποίησε ότι φλυαρούσε πάλι και σταμάτησε. 25

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Τι κάνουμε, λοιπόν; Δε γίνεται να διασχίσουμε όλη τη χώρα χωρίς την πίσω πινακίδα, γίνεται;»

Ο αστυνομικός του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Στο χέρι του κρατούσε πάντα την άδεια κυκλοφορίας και το δίπλωμα του Πίτερ. Η δερμάτινη οπλοθήκη του έτριζε σε κάθε του βήμα. Όταν έφτασε μπροστά στο καπό, έπλεξε τα χέρια του πίσω από την πλάτη και στάθηκε για λίγο κοιτώντας το αυτοκίνητο συνοφρυωμένος. Η στάση του θύμιζε υποψήφιο αγοραστή σε γκαλερί τέχνης. Ποταποί αλήτες, είχε πει. Ο Πίτερ δε θυμόταν να είχε ξανακούσει τη λέξη «ποταπός» σε κοινό, καθημερινό διάλογο.

Ο αστυνομικός επέστρεψε κοντά τους. Η Μαίρη πήγε και στάθηκε δίπλα στον Πίτερ, αλλά δε φαινόταν πια φοβισμένη. Παρατηρούσε το γιγαντόσωμο άντρα με απλή περιέργεια και τίποτε περισσότερο.

«Η μπροστινή πινακίδα είναι εντάξει», είπε ο αστυνομικός. «Βάλτε αυτή πίσω. Έτσι, δε θα έχετε πρόβλημα να φτάσετε ως τη Νέα Υόρκη». «Ω!» έκανε ο Πίτερ. «Πολύ καλή ιδέα. Εντάξει».

«Μήπως έχετε πένσα και κατσαβίδι; Η δική μου εργαλειοθήκη είναι πίσω στην πόλη, στο γκαράζ της αστυνομίας». Ο αστυνομικός τους χαμογέλασε. Το χαμόγελο φώτισε όλο του το πρόσωπο, έδωσε ζωή στα μάτια του, τον μεταμόρφωσε σε άλλο άνθρωπο. «Α! Αυτά είναι δικά σας», πρόσθεσε, δίνοντας στον Πίτερ την άδεια και το δίπλωμα του.

«Νομίζω ότι είδα μια μικρή εργαλειοθήκη στο πορτ μπαγκάζ», είπε η Μαίρη. Η φωνή της είχε έναν υπερβολικά πρόθυμο τόνο και ο Πίτερ κατάλαβε πώς αισθανόταν. Καθαρή ανακούφιση, μάλλον. «Την είδα όταν έβαλα εκεί το βαλιτσάκι με τα καλλυντικά μου. Ανάμεσα στη ρεζέρβα και στο τοίχωμα». «Κύριε αστυφύλακα, θέλω να σας ευχαριστήσω», είπε ο Πίτερ.

Ο γιγαντόσωμος αστυνομικός έγνεψε ευγενικά, χωρίς όμως να κοιτάζει τον Πίτερ. Είχε στυλώσει ξανά το βλέμμα του πέρα στα βουνά, κάπου στ' αριστερά τους. «Τη δουλειά μου έκανα». 26

STEPHEN KING

Ο Πίτερ κατευθύνθηκε προς την πόρτα του οδηγού, απορώντας γιατί είχαν τρομάξει τόσο πολύ αρχικά.

Ανοησίες, σκέφτηκε τραβώντας το κλειδί από τη μίζα. Τα κλειδιά του αυτοκινήτου ήταν περασμένα σ' ένα μπρελόκ «χαμογελαστή φατσούλα», χαρακτηριστικό σύμβολο μιας συγκεκριμένης πορείας ζωής –της Ντίρντρι, εν προκειμένω. Ο Χαμογελαστούλης (έτσι τον αποκαλούσε) ήταν το σήμα κατατεθέν της αδερφής του. Στα γράμματα της έβαζε πάντα τέτοιες αυτοκόλλητες φατσούλες, κίτρινες και χαμογελαστές συνήθως, ή πράσινες με την καμπύλη των χειλιών προς τα κάτω και τη γλώσσα έξω, όταν είχε καμιά φορά τις μαύρες της. Όχι, δε φοβήθηκα πραγματικά. Ούτε και η Μαίρη. Ψέματα. Είχε φοβηθεί, κι όσο για τη Μαίρη... η Μαίρη είχε σχεδόν τρομοκρατηθεί.

Εντάξει, ίσως τρομάξαμε λίγο, παραδέχτηκε ο Πίτερ ξεδιαλέγοντας το κλειδί του πορτ μπαγκάζ, καθώς βάδιζε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Κάντε μας μήνυση. Η θέα της Μαίρης δίπλα στον αστυνομικό ήταν σαν παραίσθηση: η κορυφή του κεφαλιού της μόλις που έφτανε στη βάση του στέρνου του.

Ο Πίτερ άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Στα αριστερά, πακεταρισμένα με τάξη και σκεπασμένα με μεγάλες πράσινες σακούλες σκουπιδιών για να προστατεύονται από τη σκόνη, ήταν τα ρούχα της Ντίρντρι. Στο κέντρο ήταν το βαλιτσάκι με τα καλλυντικά της Μαίρης και οι δυο βαλίτσες τους, στημένες όρθιες ανάμεσα στις πράσινες σακούλες και τη ρεζέρβα. Αν και η λέξη «ρεζέρβα» πήγαινε πολύ. Στην πραγματικότητα ήταν ένα από κείνα τα ελαστικά της πλάκας που μοιάζουν με σωσίβια κι απλώς σε βγάζουν μέχρι το κοντινότερο βουλκανιζατέρ. Αν είσαι τυχερός. Ο Πίτερ κοίταξε ανάμεσα στο σωσίβιο και το εσωτερικό τοίχωμα του πορτ μπαγκάζ. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. «Μαίρη, δε βλέπω πουθενά...»

«Εκεί». Η Μαίρη του έδειξε με το δάχτυλο. «Η γκρίζα θήκη. Αυτό είναι. Έχει γλιστρήσει πίσω από τη ρεζέρβα».

Ο Πίτερ θα μπορούσε να είχε χώσει το χέρι του στο άνοιγμα, αλλά του φάνηκε ευκολότερο να βγάλει εντελώς τη σαμπρέλα. Την είχε 27

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σηκώσει ήδη και την ακουμπούσε στον προφυλακτήρα, όταν άκουσε τη Μαίρη να ρουφάει πνιχτά την ανάσα της. Σαν να την είχε τσιμπήσει αγκάθι ή καρφί. «Μπα!» είπε ήρεμα ο αστυνομικός. «Τι έχουμε εδώ;»

Η Μαίρη και ο αστυνομικός έβλεπαν κάτι στο εσωτερικό του πορτ μπαγκάζ. Ο αστυνομικός με ενδιαφέρον και μ' ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. Η Μαίρη με γουρλωμένα μάτια, έντρομη. Τα χείλη της έτρεμαν. Ο Πίτερ στράφηκε ξανά, ακολουθώντας τα βλέμματα τους. Υπήρχε κάτι στο χώρο που καταλάμβανε συνήθως η ρεζέρβα. Κάτι που βρισκόταν κάτω από τη ρεζέρβα.

Για μερικές στιγμές, ο Πίτερ ή δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν ή δεν ήθελε να καταλάβει, και υστέρα ένιωσε πάλι εκείνη την απαίσια αίσθηση του κενού στο στομάχι του. Αυτή τη φορά δεν ήταν σαν να χαλάρωσαν απότομα οι μύες που το κρατούσαν, αλλά σαν να κατέρρευσαν εντελώς. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε ασυναίσθητα τους γλουτούς του, αλλά ακόμη κι αυτή η αίσθηση ήταν αόριστη, σαν να ανήκε σε άλλη χρονική στιγμή. Για μερικές στιγμές, τον κυρίευσε η βεβαιότητα πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, έπρεπε να είναι έτσι.

Ο πανύψηλος αστυνομικός του έριξε πρώτα ένα βλέμμα -εκείνα τα λαμπερά γκρίζα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι άδεια από κάθε συναίσθημα- κι έπειτα άπλωσε το χέρι του μέσα στο πορτ μπαγκάζ κι έπιασε μια διάφανη πλαστική σακούλα των τριάμισι λίτρων, γεμάτη φίσκα από ξεραμένο, πρασινωπό χόρτο.

Το άνοιγμα της σακούλας ήταν διπλωμένο και σφραγισμένο με χαρτοταινία. Μια αυτοκόλλητη, κίτρινη, γελαστή φατσούλα στόλιζε το μπροστινό της μέρος. Ο Χαμογελαστούλης. Το τέλειο έμβλημα για χασικλήδες σαν την αδερφή του, που οι περιπέτειες της στη ζωή θα μπορούσαν να έχουν το γενικό τίτλο Η Αμερική Μέσα από ένα Τσιγαριλίκι. Η Ντίρντρι είχε μείνει έγκυος όντας μαστουρωμένη, είχε αναμφίβολα αποφασίσει να παντρευτεί τον Ρότζερ Φίνεϊ όντας μαστουρωμένη και είχε παρατήσει τις σπουδές της στο Ριντ (με μέσο όρο βαθμολογίας ένα-κόμμα-κάτι) γιατί υπήρχε τέτοια αφθονία ναρκωτικών στη γύρα, που ήταν ανίκανη να πει όχι. Αυτό του το είχε πει η ίδια στα ίσα και, επειδή ο Πίτερ ήξερε την «αδυναμία» της αδερφής του, είχε ψάξει για πιθανούς κρυ28

STEPHEN KING

ψώνες το Ακούρα -για «πράμα» που ίσως να είχε ξεχάσει η αδερφή του, παρά να είχε κρύψει σκόπιμα- πριν ξεκινήσουν από το Πόρτλαντ. Αυτός είχε κοιτάξει κάτω από τις σακούλες με τα ρούχα, η Μαίρη είχε ψαχουλέψει τα ίδια τα ρούχα (ξέροντας και οι δυο τι έψαχναν, αλλά χωρίς ποτέ να το παραδεχτούν μεγαλόφωνα), αλλά κανείς από τους δυο δε σκέφτηκε να κοιτάξει κάτω από τη ρεζέρβα. Την καταραμένη τη ρεζέρβα.

Ο αστυνομικός ζούληξε το σακουλάκι με τον πελώριο αντίχειρα του. Ύστερα έχωσε το ελεύθερο χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε έναν ελβετικό σουγιά. Τον άνοιξε.

«Κύριε αστυφύλακα», είπε αδύναμα ο Πίτερ. «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε αυτό...» «Σσσ», είπε ο αστυνομικός κι έκανε μια μικρή κοψιά με το σουγιά στο πλαστικό.

Ο Πίτερ αισθάνθηκε το χέρι της Μαίρης να τον τραβάει από το μανίκι. Της το έπιασε, τυλίγοντας τα δάχτυλα του γύρω από τα δικά της. Ξαφνικά, είδε με τα μάτια του μυαλού του το όμορφο, αέρινο πρόσωπο της Ντίρντρι. Τα ξανθά μαλλιά που έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της σε φυσικές μπούκλες. Τα μάτια της, που πάντα ήταν λιγάκι θολά. Παλιομαλακισμένη, σκέφτηκε ο Πίτερ. Να ευχαριστείς το θεό που δε σ' έχω στα χέρια μου αυτή τη στιγμή. «Κύριε αστυφύλακα...» δοκίμασε η Μαίρη.

Ο αστυνομικός τη σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι του και ύστερα έφερε τη μικρή σχισμή που είχε ανοίξει στο σακουλάκι πάνω στη μύτη του και μύρισε ηχηρά. Τα μάτια του έκλεισαν αργά. Μετά από κάνα δυο στιγμές τα ξανάνοιξε και κατέβασε το σακουλάκι. Ύστερα άπλωσε το άλλο του χέρι, με τη χούφτα του ανοιχτή. «Δώστε μου τα κλειδιά σας, κύριε», είπε.

«Κύριε αστυφύλακα, μπορώ να σας εξηγήσω πώς...» «Δώστε μου τα κλειδιά σας».

«Αν με αφήνατε να...»

29

«Κουφός είσαι; Δώσε τα κλειδιά».

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Δεν ύψωσε τη φωνή του παρά ελάχιστα, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να βάλει η Μαίρη τα κλάματα. Νιώθοντας σαν να ζούσε μια εξωσωματική εμπειρία, ο Πίτερ άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της Ντίρντρι να πέσουν στην ανοιχτή χούφτα του αστυνομικού κι αγκάλιασε από τους ώμους τη γυναίκα του, που έτρεμε σύγκορμη. «Δυστυχώς, παιδιά, πρέπει να έρθετε μαζί μου», είπε ο αστυνομικός. Τα μάτια του πήγαν από τον Πίτερ στη Μαίρη και πάλι στον Πίτερ. Ο Πίτερ κατάλαβε τότε τι ήταν εκείνο που τον ενοχλούσε σ' αυτά τα μάτια. Ήταν λαμπερά, σαν τον ουρανό της ανατολής ένα πρωινό με ομίχλη, αλλά ήταν και άδεια, σαν νεκρά, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο. «Σας παρακαλώ», είπε με σπασμένη φωνή η Μαίρη. «Κάνετε λάθος. Η αδερφή του...»

«Μπείτε μέσα, κύριε και κυρία Τζάκσον», είπε ο αστυνομικός δείχνοντας το περιπολικό του. Το γαλάζιο φως συνέχιζε να γυρίζει στην οροφή, λαμπερό, ακόμη και κάτω από το δυνατό φως της ερήμου. «Αμέσως, παρακαλώ». 4 Το πίσω κάθισμα ήταν εξαιρετικά στενάχωρο (φυσικά, σκέφτηκε αφηρημένα ο Πίτερ, ένας τόσο σωματώδης άντρας είναι λογικό να έχει τραβήξει την μπροστινή θέση μέχρι πίσω για να χωρέσει). Στο δάπεδο, πίσω από τη θέση του οδηγού (η ράχη της ήταν βουλιαγμένη από το βάρος του αστυνομικού) υπήρχαν στοίβες με χαρτιά, καθώς και στο ράφι μπροστά από το πίσω τζάμι. Ο Πίτερ έπιασε ένα -είχε πάνω του ένα κυκλικό, καφετί, ξεραμένο σημάδι από κύπελλο καφέ και είδε ότι ήταν φυλλάδιο της καμπάνιας κατά των ναρκωτικών. Στο πάνω μέρος υπήρχε η φωτογραφία ενός νεαρού που καθόταν στα σκαλιά μιας εισόδου. Η έκφραση του ήταν αφηρημένη, απόμακρη (κάπως έτσι θα φαίνομαι κι εγώ τώρα, σκέφτηκε ο Πίτερ) και το κυκλικό σημάδι του καφέ τύλιγε το κεφάλι του σαν φωτοστέφανο. ΟΧΙ ΣΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, ΝΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ, έγραφε το φυλλάδιο. 30

STEPHEN KING

Χοντρό συρμάτινο πλέγμα χώριζε τις μπροστινές από τις πίσω θέσεις του περιπολικού και δεν υπήρχαν χερούλια για τις δυο πίσω πόρτες και τα παράθυρα. Ο Πίτερ είχε αρχίσει να νιώθει σαν ήρωας σε κινηματογραφική ταινία (Το Εξπρές του Μεσονυκτίου) ήταν αυτή που του ερχόταν συνεχώς στο μυαλό), και όλες αυτές οι λεπτομέρειες έκαναν πιο έντονη αυτή την αίσθηση.

Σκέφτηκε ότι είχε ήδη μιλήσει πολύ για πάρα πολλά πράγματα και θα ήταν σκόπιμο για το καλό το δικό του και της Μαίρης να μην πει τίποτε άλλο, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν εκεί όπου σκόπευε να τους πάει ο Φίλτατος Αστυφύλακας. Από την άλλη πλευρά, ένιωθε την πιεστική ανάγκη να εξηγήσει στο Φίλτατο ότι έκανε μεγάλο λάθος -αυτός ήταν επίκουρος καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας, ειδικευμένος στη μεταπολεμική αμερικανική λογοτεχνία, είχε δημοσιεύσει πρόσφατα μία εργασία με τίτλο Ο Τζέιμς Ντίχι και η Νέα Νότια Πραγματικότητα (εργασία που είχε προκαλέσει μεγάλη διαμάχη σε ορισμένους μουχλιασμένους ακαδημαϊκούς κύκλους) και, επιπλέον, είχε να καπνίσει μαριχουάνα από τα φοιτητικά του χρόνια. Ήθελε ακόμη να πει στον αστυνομικό ότι μπορεί μεν να παραήταν μορφωμένος για τα δεδομένα της Νεβάδα, αλλά βασικά ήταν καλό παιδί. Κοίταξε τη Μαίρη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, που τα συγκρατούσε με δυσκολία. Ξαφνικά ντράπηκε για τον τρόπο που σκεφτόταν - όλο εγώ αυτό, εγώ εκείνο. Η γυναίκα του βρισκόταν στην ίδια μοίρα, καλά θα έκανε να μην το ξεχνάει. «Πιτ, φοβάμαι πολύ», του είπε μ' έναν ψίθυρο που έμοιαζε με λυγμό. Ο Πίτερ έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Το δέρμα της ήταν κρύο σαν πηλός πάνω στα χείλη του. «Όλα θα διορθωθούν, θα το τακτοποιήσω». «Στο λόγο σου;» «Στο λόγο μου».

Στο μεταξύ ο αστυνομικός, αφού τους έβαλε στο περιπολικό, επέστρεψε στο Ακούρα. Είχε κάπου δυο λεπτά που στεκόταν και κοίταζε το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Δεν έψαχνε, δε μετακίνησε τίποτε απολύτως, παρά κοίταζε απλώς, σαν υπνωτισμένος, με τα χέρια του δεμένα πίσω στην πλάτη. Ξαφνικά, τινάχτηκε σαν να είχε ξυ31

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

πνήσει απότομα, έκλεισε το πορτ μπαγκάζ χτυπώντας το δυνατά κι επέστρεψε στο Καπρίς. Με το που μπήκε ο αστυνομικός και, κάθισε στο τιμόνι, το περιπολικό έγειρε προς τ' αριστερά και οι αναρτήσεις άφησαν ένα παραπονεμένο και, συνάμα, παραιτημένο στρίγκλισμα διαμαρτυρίας.

Το κάθισμα του οδηγού βούλιαξε ακόμα περισσότερο προς τα πίσω και ο Πίτερ μόρφασε από την πίεση που δέχτηκαν ξαφνικά τα γόνατα του. Έπρεπε να είχε καθίσει η Μαίρη απ' αυτή τη μεριά, σκέφτηκε, αλλά ήταν πλέον αργά για αλλαγές. Ήταν πολύ αργά για πολλά πράγματα, εδώ που τα λέμε.

Η μηχανή του περιπολικού ήταν αναμμένη όλη αυτή την ώρα. Ο αστυνομικός έβαλε το μοχλό ταχυτήτων στη θέση πορείας και ξαναμπήκε στο δρόμο. Η Μαίρη στράφηκε προς τα πίσω και κοίταζε το Ακούρα να ξεμακραίνει στο βάθος. Όταν στράφηκε ξανά μπροστά, ο Πίτερ είδε ότι τα δάκρυα που τόση ώρα συγκρατούσε κυλούσαν τώρα στα μαγουλά της.

«Σας παρακαλώ, ακούστε με», είπε η Μαίρη, απευθυνόμενη στα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά στο πίσω μέρος του πελώριου κρανίου. Ο αστυνομικός είχε βγάλει το καπέλο του και το είχε αφήσει στο κάθισμα του συνοδηγού. Η κορυφή του κεφαλιού του απείχε μόλις δυο πόντους από την οροφή του Καπρίς. «Σας παρακαλώ, θα μ' ακούσετε; Προσπαθήστε να καταλάβετε. Το αυτοκίνητο δεν είναι δικό μας. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να το δεχτείτε. Ξέρω ότι το ξέρετε, εφόσον είδατε την άδεια κυκλοφορίας. Είναι της αδερφής του άντρα μου. Η κοπέλα είναι μπλεγμένη με ναρκωτικά. Ο μισός της εγκέφαλος είναι κόσκινο από...» «Μαίρη...» είπε ο Πίτερ, αγγίζοντας διακριτικά το μπράτσο της. Η Μαίρη τράβηξε απότομα το χέρι της.

«Όχι! Δεν έχω σκοπό να φάω μια μέρα ολόκληρη απαντώντας σε ερωτήσεις σε κάποιο ξεχασμένο από το θεό αστυνομικό τμήμα ή σε κανένα κρατητήριο. Δε θα την πληρώσω εγώ επειδή η αδερφή σου είναι τόσο επιπόλαιη και αχάριστη κι εγωίστρια και... και... μαλακισμένη!» 32

STEPHEN KING

Ο Πίτερ έγειρε πίσω και στύλωσε το βλέμμα του έξω από το σκονισμένο πλαϊνό παράθυρο. Τα γόνατα του είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από την πίεση, αλλά υπέθετε ότι μπορούσε να το αντέξει. Είχαν απομακρυνθεί ήδη γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα από το Ακούρα, προς τ' ανατολικά, και στο δρόμο μπροστά τους φαινόταν κάποιο όχημα, σταματημένο στην άκρη της δεξιάς λωρίδας, του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, που είχε κατεύθυνση δυτική. Κάποιο μεγάλο όχημα. Ογκώδες. Φορτηγό ίσως. Η Μαίρη είχε στρέψει το βλέμμα της από το πίσω μέρος του κρανίου του αστυνομικού στον εσωτερικό καθρέφτη, με την ελπίδα να συναντήσει εκεί τα μάτια του. «Τα μισά εγκεφαλικά κύτταρα της Ντίρντρι είναι κατεστραμμένα και τα υπόλοιπα σε αχρηστία», είπε στον αστυνομικό. «Ο επιστημονικός όρος γι' αυτό το φαινόμενο είναι "αλλοίωση εγκεφαλικών κυττάρων" και είμαι σίγουρη ότι έχετε δει ανθρώπους σαν κι αυτή, κύριε αστυφύλακα. Αυτό που βρήκατε κάτω από τη ρεζέρβα πρέπει να είναι μαριχουάνα, σωστά καταλάβατε, αλλά δεν είναι δική μας. Δεν είναι φανερό αυτό;»

Το όχημα μπροστά, σταματημένο στην άκρη του δρόμου, με το παρμπρίζ του να βλέπει προς την κατεύθυνση του Φάλον, του Κάρσον Σίτι και της λίμνης Τάχο, δεν ήταν τελικά φορτηγό. Ήταν ένα κάραβαν. Όχι από τα πελώρια, τα διώροφα, αλλά αρκετά μεγάλο. Χρώματος κρεμ με μια σκούρα πράσινη γραμμή να διατρέχει όλο το μήκος του. Μπροστά, στη μονοκόμματη μούρη του, ήταν γραμμένες με το ίδιο πράσινο χρώμα οι λέξεις: ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΑΛΗΤΑΚΙΑ. Το τροχόσπιτο ήταν κατασκονισμένο από το ταξίδι κι έγερνε προς το δρόμο, λοξά, με μια περίεργη, αφύσικη κλίση.

Καθώς το πλησίαζαν, ο Πίτερ είδε κάτι πολύ παράξενο: όλα τα λάστιχα προς την πλευρά του δρόμου ήταν σκασμένα. Του φάνηκε ότι και τα διπλά πίσω λάστιχα από την πλευρά του συνοδηγού ήταν κι αυτά κλαταρισμένα, αν και δεν πρόλαβε να τα δει παρά μόνο φευγαλέα. Με τόσα σκασμένα λάστιχα ήταν επόμενο να έχει αυτή την αφύσικη κλίση το τροχόσπιτο, αλλά πώς διάβολο γίνεται να σκάσουν τόσα λάστιχα ταυτόχρονα; Καρφιά στο δρόμο; Σπασμένα γυαλιά; 33

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Κοίταξε τη Μαίρη, αλλά η Μαίρη κοίταζε ακόμη επίμονα στον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου και πουθενά αλλού. «Αν είχαμε βάλει εμείς το σακουλάκι κάτω από τη ρεζέρβα», έλεγε τώρα στον αστυνομικό, «αν ήταν δικό μας, τρελός ήταν ο Πίτερ να σηκώσει το λάστιχο και να το δείτε; θα μπορούσε κάλλιστα να είχε χώσει το χέρι του από πίσω, να πιάσει την εργαλειοθήκη. θα ζοριζόταν λιγάκι, αλλά θα την έπιανε». Προσπέρασαν το κάραβαν. Η πλαϊνή πόρτα ήταν τραβηγμένη αλλά όχι ασφαλισμένη. Τα μεταλλικά σκαλοπάτια ήταν κατεβασμένα. Στη βάση τους ήταν πεταμένη μια παιδική κούκλα. Το γαλάζιο φουστάνι της φούσκωνε στον άνεμο. Ο Πίτερ έπαψε να βλέπει. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε κλείσει αυτός τα μάτια του ή αν είχαν κλείσει με δική τους πρωτοβουλία. Ούτε τον ένοιαζε. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν ότι ο Φίλτατος Αστυφύλακας είχε περάσει βολίδα δίπλα από το τροχόσπιτο με τα σκασμένα λάστιχα σαν να μην το είχε δει καν... ή σαν να ήξερε ήδη ότι βρισκόταν εκεί. Στίχοι από ένα παλιό τραγούδι πέρασαν ξαφνικά από το νου του: Κάτι τρέχει εδώ... δεν ξέρω τι ακριβώς...

«Μοιάζουμε για ηλίθιοι;» ρωτούσε η Μαίρη τον αστυνομικό, ενώ το τροχόσπιτο χανόταν γοργά πίσω τους έτσι όπως είχε χαθεί και το Ακούρα της Ντίρντρι. «Ή μαστουρωμένοι; Λέτε να είμαστε...»

«Βούλωσ' το», είπε ο αστυνομικός. Μίλησε χαμηλόφωνα, αλλά η φωνή του έσταζε φαρμάκι.

Η Μαίρη, που καθόταν στητή, με τα δάχτυλα της χωμένα στο μεταλλικό πλέγμα, άφησε τα χέρια της να πέσουν απότομα στα πλευρά της και στράφηκε προς τον Πίτερ, εμβρόντητη. Ήταν σύζυγος πανεπιστημιακού, ποιήτρια η ίδια, που η δουλειά της είχε δημοσιευτεί σε είκοσι τουλάχιστον λογοτεχνικά περιοδικά αφότου έκανε την πρώτη διστακτική της απόπειρα να γράψει, πριν από οχτώ χρόνια, πήγαινε δυο φορές τη βδομάδα στις συναντήσεις μιας γυναικείας οργάνωσης και σκεφτόταν να τρυπήσει τη μύτη της και να φορέσει σκουλαρίκι. Ο Πίτερ αναρωτήθηκε από 34

STEPHEN KING

πότε είχε ν' ακούσει κάποιον να της λέει να το βουλώσει. Αν της το είχε ξαναπεί ποτέ κανείς.

«Πώς;» ρώτησε, προσπαθώντας ν' ακουστεί εριστική, ακόμη κι απειλητική, αλλά καταφέρνοντας απλώς να φανεί σαστισμένη. «Τι μου είπατε;»

«Σας συλλαμβάνω εσένα και τον άντρα σου με την κατηγορία της κατοχής ναρκωτικών με πρόθεση την πώληση», είπε ο αστυνομικός. Η φωνή του ήταν ανέκφραστη, ψυχρή, σαν φωνή ρομπότ. Ο Πίτερ, που τώρα κοίταζε μπροστά, πρόσεξε ένα μικρό πλαστικό αρκουδάκι πάνω στην κονσόλα, ανάμεσα στην πυξίδα και ένα άλλο όργανο, που μάλλον μετέδιδε τις ενδείξεις του ραντάρ ελέγχου ταχύτητας των οχημάτων στην εθνική οδό. Το αρκουδάκι ήταν μικρό, ίσαμε ένα μπαλάκι του τένις. Αντί για λαιμό είχε ένα ελατήριο και τα άδεια, ζωγραφιστά μάτια του κοίταζαν κατευθείαν τον Πίτερ. Είναι εφιάλτης, σκέφτηκε ο Πίτερ, κι ας ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν. Πρέπει να είναι εφιάλτης. Μοιάζει σαν πραγματικότητα, αλλά πρέπει να είναι κακό όνειρο.

«Δεν είναι δυνατόν», είπε η Μαίρη. Η φωνή της ακούστηκε ψιλή και τρομαγμένη. «Αποκλείεται να το εννοείτε».

«Έχετε δικαίωμα να μη μιλήσετε», απήγγειλε ο αστυνομικός, με την ψυχρή σαν ρομπότ φωνή του. «Αν μιλήσετε, οτιδήποτε πείτε θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σας στο δικαστήριο. Δικαιούστε να καλέσετε δικηγόρο. Θα σας σκοτώσω. Αν δεν έχετε χρήματα για δικηγόρο, θα σας εξασφαλίσει έναν η Πολιτεία. Καταλάβατε τα νόμιμα δικαιώματα σας, όπως σας τα εξήγησα;»

Η Μαίρη κοίταζε τον Πίτερ, έντρομη, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το σοκ, ρωτώντας τον βουβά αν είχε ακούσει κι αυτός τη φράση που είχε παρεμβάλει ο αστυνομικός στην τυπική απαγγελία των δικαιωμάτων τους. Ο Πίτερ έγνεψε καταφατικά. Το είχε ακούσει, βέβαια. Έφερε μηχανικά το χέρι στον καβάλο του παντελονιού του, σχεδόν σίγουρος ότι θα ένιωθε κάτι υγρό εκεί, αλλά όχι, δεν τα είχε κάνει πάνω του τελικά. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα του από τους ώμους. Την ένιωσε να τρέμει. Το μυαλό του γύριζε συνέχεια στο παρατημένο τροχόσπιτο. Η πόρτα μισάνοι35

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χτη, μια κούκλα πεταμένη στο χώμα, πάρα πολλά σκασμένα λάστιχα. Κι εκείνη η ψόφια γάτα, που είχε δει η Μαίρη καρφωμένη στην πινακίδα του ορίου ταχύτητας. «Καταλάβατε τα δικαιώματα σας;»

Φέρσου φυσικά. Δεν πρέπει να κατάλαβε τι ξεστόμισε, οπότε κάνε σαν να είναι όλα φυσιολογικά.

Αλλά τι ήταν φυσιολογικό όταν βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού που το οδηγούσε ένας αστυνομικός πιο τρελός κι από τον Καπελά στη Χώρα των θαυμάτων, ένας αστυνομικός που μόλις τους είχε πει ότι θα τους σκοτώσει; «Καταλάβατε τα δικαιώματα σας;» ξαναρώτησε η φωνή-ρομπότ.

Ο Πίτερ άνοιξε το στόμα του. Δε βγήκε παρά ένας ήχος σαν κρώξιμο.

Και τότε, ο αστυνομικός γύρισε το κεφάλι του και τους κοίταξε. Το πρόσωπο του, ροδοψημένο από τον ήλιο όταν τον είχαν πρωτοαντικρίσει, τώρα ήταν κάτασπρο. Τα μάτια του πελώρια, γουρλωμένα, φάνταζαν σαν γυάλινοι βόλοι. Είχε δαγκώσει το κάτω χείλος του, σαν να πάσχιζε να συγκρατήσει μια λυσσαλέα οργή κι ένα λεπτό ρυάκι αίμα έτρεχε ως το πιγούνι του. «Κατάλαβες τα δικαιώματα σου;» ούρλιαξε ξαφνικά, στραμμένος προς τα πίσω, ενώ οδηγούσε το περιπολικό με τουλάχιστον εκατό την ώρα σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης. «Άκουσες τα γαμημένα τα δικαιώματα σου, ναι ή όχι; Ναι ή όχι; Απάντησε μου, κωλοΝεοϋορκέζε Εβραίε!»

«Ναι!» φώναξε έντρομος ο Πίτερ. «Τα κατάλαβα, τα καταλάβαμε και οι δυο, κοίτα μπροστά σου τώρα, για τ' όνομα του θεού, πρόσεχε το δρόμο!»

Ο αστυνομικός συνέχισε να τους κοιτάζει, πίσω από το μεταλλικό πλέγμα, με πρόσωπο πανιασμένο από οργή και αίμα να τρέχει από το κάτω χείλος του. Το Καπρίς, που είχε αρχίσει να φεύγει αριστερά, προς τη λωρίδα της δυτικής κατεύθυνσης, επανήλθε στη σωστή πορεία του. «Μην ανησυχείτε για μένα», είπε ο αστυνομικός και η φωνή του ξανάγινε ήρεμη και καλοσυνάτη. «Εγώ έχω μάτια και πίσω από 36

STEPHEN KING

την πλάτη μου. Έχω μάτια παντού. Καλά θα κάνετε να το θυμάστε αυτό».

Στράφηκε πάλι μπροστά, ενώ ταυτόχρονα κατέβασε την ταχύτητα του περιπολικού γύρω στα ογδόντα. Η θέση βούλιαξε πάλι προς τα πίσω, πιέζοντας οδυνηρά τα ταλαίπωρα πόδια του Πίτερ και καθηλώνοντας τον.

Ο Πίτερ έπιασε τα χέρια της Μαίρης και τα κράτησε μέσα στα δικά του. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του, τρέμοντας σύγκορμη στην προσπάθεια της να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Ο Πιτερ τους ένιωθε σαν απανωτές δονήσεις στο κορμί της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, πίσω από το μεταλλικό πλέγμα. Πάνω στην κονσόλα, το πλαστικό κεφάλι του μικρού αρκουδιού χόρευε πάνω στο ελατήριο του λαιμού του. «Βλέπω τρύπες σαν μάτια», είπε ο αστυνομικός. «Το μυαλό μου είναι γεμάτο απ' αυτές». Δεν είπε τίποτε άλλο μέχρι που έφτασαν στην πόλη. 5

Τα επόμενα δέκα λεπτά ήταν από τα μακρύτερα της ζωής του Πίτερ Τζάκσον. Το βάρος του αστυνομικού πάνω στα γόνατα του έμοιαζε ν' αυξάνεται με κάθε περιστροφή του δευτερολεπτοδείκτη στο ρολόι του και τα πόδια του είχαν μουδιάσει τελείως. Τις πατούσες του δεν τις ένιωθε πια κι αμφέβαλλε αν θα ήταν σε θέση να περπατήσει, αν και όταν θα τελείωνε αυτή η εφιαλτική κούρσα. Η κύστη του κόντευε να σπάσει. Το κεφάλι του επίσης. Ήξερε ότι αυτός και η Μαίρη είχαν το χειρότερο μπλέξιμο της ζωής τους, αλλά του ήταν αδύνατο να το κατανοήσει με οποιοδήποτε λογικό και πραγματικό τρόπο. Κάθε φορά που πλησίαζε σε μια κατανοητή εξήγηση, το μυαλό του πάθαινε βραχυκύκλωμα. Ταξίδευαν προς τη Νέα Υόρκη. Τους περίμεναν εκεί. Κάποιος είχε αναλάβει να ποτίζει τα φυτά τους όσο έλειπαν. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε, ήταν απολύτως αδύνατο. Η Μαίρη τον σκούντησε μαλακά και του έδειξε έξω από το παράθυρο. Ήταν μια πινακίδα, που έγραφε μόνο ένα όνομα: ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ. Κάτω από το όνομα υπήρχε ένα βέλος που έδειχνε δεξιά. 37

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Καθώς πλησίαζαν στη στροφή, ο αστυνομικός έκοψε ταχύτητα αλλά όχι αρκετά. Το αυτοκίνητο άρχισε να γέρνει και η Μαίρη άνοιξε το στόμα της ρουφώντας με δύναμη αέρα. Ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Ο Πίτερ πρόλαβε και της έφραξε το στόμα με την παλάμη του, σκύβοντας ταυτόχρονα για να της ψιθυρίσει στ' αυτί. «Το ελέγχει, μη φοβάσαι, δε θα πέσουμε, είμαι σίγουρος».

Μόνο που δεν ήταν σίγουρος, μέχρι που ένιωσε τους πίσω τροχούς πρώτα να γλιστράνε και ύστερα να κολλάνε στην άσφαλτο. Την επόμενη στιγμή, είχαν ήδη πάρει νότια κατεύθυνση και ορμούσαν με ταχύτητα σε μια στενή, χιλιομπαλωμένη λωρίδα ασφάλτου, χωρίς διαχωριστική γραμμή στο κέντρο. Κάνα δυο χιλιόμετρα παρακάτω προσπέρασαν μια δεύτερη πινακίδα που έγραφε: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΤΗΣ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ ΣΑΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΥΝ!

Οι λέξεις ΕΚΚΛΗΣΙΑ και ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ διακρίνονταν ακόμη κάτω από μια στρώση κίτρινης μπογιάς που είχε απλωθεί με σπρέι. Από πάνω, με το ίδιο χρώμα, είχαν προστεθεί οι λέξεις ΤΑ ΨΟΦΙΑ ΣΚΥΛΙΑ με κακογραμμένα κεφαλαία. Οι τοπικές Αρχές της πόλης αναφέρονταν λεπτομερώς από κάτω, αλλά ο Πίτερ αδιαφόρησε εντελώς. Ένα γερμανικό λυκόσκυλο ήταν κρεμασμένο από την πινακίδα. Οι πίσω πατούσες του ταλαντεύονταν μπρος πίσω, σε απόσταση μερικών εκατοστών από το έδαφος, που ήταν σκουροκόκκινο και λασπερό από το αίμα του. Τα χέρια της Μαίρης έσφιγγαν τα δικά του σαν μέγγενη. Ο Πίτερ υπέμεινε μετά χαράς την πίεση. Έσκυψε πάλι προς τη μεριά της, τρύπωσε στο γλυκό άρωμα των μαλλιών της και στην αψιά μυρωδιά του φόβου που ανέδιδε ο ιδρώτας της, έσκυψε ώσπου τα χείλη του άγγιξαν το κοίλωμα του αυτιού της. «Μην πεις λέξη, μη βγάλεις άχνα», της ψιθύρισε. «Κούνησε μόνο το κεφάλι σου αν κατάλαβες».

Με το που ένιωσε το κεφάλι της να κινείται πάνω στα χείλη του τραβήχτηκε ξανά στη μεριά του.

Πέρασαν δίπλα από ένα πάρκινγκ για τροχόσπιτα με ξύλινη μάντρα. Τα περισσότερα ήταν μικρά και πρέπει να είχαν γνωρίσει 38

STEPHEN KING

κάποτε καλύτερες μέρες -ίσως την εποχή που πρωτοβγήκε η Κόκα Κόλα. Ανάμεσα σε μερικά απ' αυτά κρέμονταν κάτι μίζερες μπουγάδες, που ανέμιζαν στον καυτό αέρα της ερήμου. Μπροστά σε ένα από τα τροχόσπιτα υπήρχε η επιγραφή: ΕΙΜΑΙ ΠΡΩΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ ΚΑΙ ΓΕΡΟ ΠΟΤΗΡΙ,

ΘΕΟΣΕΒΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΟΣ.

ΞΕΧΝΑ ΤΟ ΣΚΥΛΟ, ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΔΑΓΚΩΝΕΙ!

Πάνω σ' ένα παλιό τροχόσπιτο Αίρστριμ, στημένο κοντά στο δρόμο, υπήρχε ένα μεγάλο, μαύρο, δορυφορικό πιάτο. Πλάι του υπήρχε άλλη μια πινακίδα από μέταλλο, βαμμένο με άσπρη μπογιά, όπου είχαν κυλήσει ρυάκια σκουριάς σαν αρχαία, ματωμένα δάκρυα: ΤΕΛΕΠΙΚΕΝΩΝΙΑ

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΡΟΧΟ-ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΚΡΟΤΑΛΙΑΣ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ Η ΕΙΣΟΔΟΣ! Ο ΧΟΡΟΣ ΦΡΟΥΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!

Πέρα από το Τροχο-Πάρκινγκ Κροταλίας υπήρχε ένα μακρόστενο μεταλλικό κτίριο, με τοίχους και οροφή από σκουριασμένη, αυλακωτή λαμαρίνα. Η επιγραφή στην πρόσοψη του έγραφε ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ. Στη μια πλευρά του ήταν σταθμευμένα κάμποσα ημιφορτηγά και ιδιωτικά αυτοκίνητα, σ' ένα πάρκινγκ από άσφαλτο γεμάτη ρωγμές. Την επόμενη στιγμή, προσπέρασαν το καφέ Το Ρόδο της Ερήμου.

Και ύστερα μπήκαν στην πόλη. Η Ντεσπερέισον της Νεβάδα ήταν δυο δρόμοι όλοι κι όλοι που διασταυρώνονταν σε ορθή γωνία (ένα φανάρι που αναβόσβηνε πορτοκαλί προς όλες τις κατευθύνσεις κρεμόταν πάνω από τη διασταύρωση) και δυο οικοδομικά τετράγωνα με επαγγελματικά κτίρια. Τα περισσότερα είχαν τις χαρακτηριστικές ψεύτικες, ξύλινες προσόψεις του Ουέστ. Υπήρχε ένα καζίνο-καφέ που λεγόταν Όουλ'ς Κλαμπ, ένα μπακάλικο, ένα πλυντήριο-σιδερωτήριο, ένα μπαρ (μια χάρτινη ταμπέλα στο παράθυρο του έγραφε: ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΗΝ ΞΥΛΟΞΕΝΙΑ ΜΑΣ, κάνα δυο μαγαζιά με ζωοτροφές και εργαλεία, ένα κινηματοθέα39

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τρο που λεγόταν Αμέρικαν Ουέστ και μερικά άλλα καταστήματα. Καμιά απ' αυτές τις επιχειρήσεις δε φαινόταν να ευημερεί και ο κινηματογράφος είχε την όψη κτιρίου που είναι κλειστό πολλά χρόνια. Ένα καλλιγραφικό κεφαλαίο Ρ κρεμόταν από τη βρόμικη, βουλιαγμένη τέντα του.

Στον κάθετο δρόμο, ανατολικά και δυτικά της διασταύρωσης, υπήρχαν σειρές από προκατασκευασμένα σπίτια και λυόμενα. Τίποτε δε φαινόταν να σαλεύει στην πόλη, εκτός από το περιπολικό και μια ξερή αφάνα, που κατέβαινε τον κεντρικό δρόμο, την οδό Μέιν, με μεγάλα, αργά άλματα, στο ρυθμό του ανέμου. Κι εγώ θα κλεινόμουν στο σπίτι μου αν έβλεπα αυτό τον τύπο να έρχεται, σκέφτηκε ο Πίτερ. Αν θα κλεινόμουν, λέει!

Πίσω από την πόλη υψωνόταν ένα τεράστιο ανάχωμα σε σχήμα ηφαιστειακού κρατήρα. Ένας χωματόδρομος, φαρδύς ίσαμε τέσσερις λωρίδες, έφτανε ως την κορυφή του, με δύο μεγάλες φουρκέτες. Σε όλη την εξωτερική επιφάνεια αυτού του κρατήρα, που πρέπει να είχε ύψος τουλάχιστον εκατό μέτρα, αλληλοδιασταυρώνονταν βαθιά χαντάκια. Του Πίτερ του θύμισαν ρυτίδες σε πολύ γέρικο πρόσωπο. Στους πρόποδες αυτού του κρατήρα (ο Πίτερ συμπέρανε ότι ήταν τεχνητός, συνέπεια της εξόρυξης κάποιου μεταλλεύματος) φορτηγά που έμοιαζαν με παιδικά παιχνίδια σε σύγκριση με το γιγάντιο, καμπύλο, χωμάτινο ανάχωμα ήταν σταθμευμένα μπουλούκι δίπλα σ' ένα μακρύ, προκατασκευασμένο κτίσμα από αυλακωτή λαμαρίνα, που απ' τις δυο άκρες του έβγαιναν δύο μεγάλοι ιμάντες μεταφοράς. Ο αστυνομικός μίλησε για πρώτη φορά αφότου τους είχε πει ότι το μυαλό του ήταν γεμάτο τρύπες ή ό,τι άλλο είχε πει.

«Ο Κροταλίας Νούμερο Δύο. Άλλοτε γνωστό και ως Κινέζικο Ορυχείο». Ακουγόταν σαν ξεναγός που απολαμβάνει τη δουλειά του. «Το παλιό Νούμερο Δύο ανοίχτηκε το 1951 και, από το '62 ως τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, ήταν το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο χαλκού στις Ηνωμένες Πολιτείες, ίσως και σε όλο τον κόσμο. Έπειτα στέρεψε. Το ξανάνοιξαν πρόπερσι.

Τώρα διαθέτουν μια νέα τεχνολογία που μπορεί να αξιοποιήσει ακόμη και τα υπολείμματα του χαλκού. Τι σου είναι η επιστήμη, ε; Εκπληκτικό πράγμα!» 40

STEPHEN KING

Όμως, απ' ό,τι έβλεπε ο Πίτερ, τίποτε δε σάλευε εκεί πάνω, παρ' όλο που ήταν εργάσιμη μέρα. Τα μοναδικά ίχνη ζωής ήταν τα σταθμευμένα φορτηγά δίπλα στο κτίριο που πρέπει να ήταν ο σταθμός διαλογής του μεταλλεύματος κι άλλο ένα όχημα ημιφορτηγό αυτό- παρκαρισμένο στην άκρη του χωματόδρομου που ανέβαινε ως την κορυφή. Οι ιμάντες στα δυο άκρα του μακρόστενου, μεταλλικού κτιρίου ήταν σταματημένοι.

Κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της πόλης και, καθώς περνούσαν κάτω από το κρεμαστό φανάρι της διασταύρωσης που αναβόσβηνε πορτοκαλί, η Μαίρη έσφιξε βιαστικά το χέρι του Πίτερ, δυο φορές, απανωτά. Ο Πίτερ κοίταξε προς τη δική της μεριά κι είδε τρία ποδήλατα στη μέση του δρόμου που διασταυρωνόταν κάθετα με την οδό Μέιν. Απείχαν καμιά πενηνταριά μέτρα από το σταυροδρόμι και ήταν στημένα στη σειρά, ανάποδα, με τις σέλες στην άσφαλτο και τους τροχούς στον αέρα. Οι ρόδες τους περιστρέφονταν σαν φτερά ανεμόμυλων με τις απότομες ριπές του ανέμου.

Η Μαίρη στράφηκε και κοίταξε τον Πίτερ με υγρά, ορθάνοιχτα μάτια. Ο Πίτερ της έσφιξε ενθαρρυντικά το χέρι κι έκανε ένα βουβό «Σσσσ» με τα χείλη του. Στο τιμόνι, ο αστυνομικός άναψε φλας αριστερά -σχεδόν αστείο, κάτω από αυτές τις συνθήκες- πήρε τη στροφή και μπήκε σ' ένα μικρό, πρόσφατα ασφαλτοστρωμένο πάρκινγκ, που τις τρεις υπόλοιπες πλευρές του όριζαν ψηλοί τούβλινοι τοίχοι. Στον τοίχο απέναντι από την είσοδο υπήρχε μια επιγραφή: ΘΕΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ.

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΣΕΒΑΣΤΕΙΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ.

Μόνο στη Νεβάδα θα σου ζητούσε κάποιος να σεβαστείς ένα πάρκινγκ, σκέφτηκε ο Πίτερ. Στη Νέα Υόρκη η επιγραφή θα έλεγε: ΣΤΑΘΜΕΥΜΕΝΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΘΑ ΚΛΕΒΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΥΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΘΑ ΤΡΩΓΟΝΤΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ. 41

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Υπήρχαν τέσσερα πέντε αυτοκίνητα στο πάρκινγκ. Το ένα απ' αυτά, ένα παλιό, σκουριασμένο Φορντ Εστέιτ Βάγκον, έγραφε ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ.

Υπήρχε ακόμη ένα περιπολικό, σε καλύτερη κατάσταση από το αυτοκίνητο του διοικητή της πυροσβεστικής, αλλά όχι τόσο καινούριο όσο αυτό που οδηγούσε ο δικός τους αστυνομικός. Στο πάρκινγκ υπήρχε επίσης μια κενή θέση για οχήματα αναπήρων. Εκεί πάρκαρε ο Φίλτατος Αστυφύλακας. Έσβησε τη μηχανή κι έμεινε ακίνητος στη θέση του για κάμποσα δευτερόλεπτα, με το κεφάλι σκυμμένο, παίζοντας ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο τιμόνι και σιγομουρμουρίζοντας κάποιο σκοπό. Του Πίτερ του φάνηκε ότι ήταν το Δε Λαστ Τρέιν του Κλάρκσβιλ.

«Μη μας σκοτώσετε», είπε ξαφνικά η Μαίρη, με τρεμάμενη, δακρυσμένη φωνή. «Θα κάνουμε ό,τι θέλετε, μόνο μη μας σκοτώσετε».

«Βούλωσε το βρομόστομά σου, ηλίθια Εβραία πολυλογού», της απάντησε ο αστυνομικός. Δε σήκωσε το κεφάλι του και συνέχισε να παίζει ταμπούρλο στο τιμόνι, με τις άκρες των δαχτύλων του, που ήταν μεγάλα και χοντρά σαν λουκάνικα. «Δεν είμαστε Εβραίοι», είπε αυθόρμητα ο Πίτερ, πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του. Η φωνή του δεν ήταν τρομαγμένη αλλά εριστική, οργισμένη. «Είμαστε... πρεσβυτεριανοί, μάλλον. Τι πρόβλημα έχεις με τους Εβραίους;»

Η Μαίρη κοίταξε πρώτα το σύζυγο της, έντρομη, και ύστερα τον αστυνομικό, να δει πώς θα το έπαιρνε αυτό.

Αρχικά εκείνος δεν έκανε τίποτε, μόνο καθόταν με το κεφάλι σκυφτό, παίζοντας ταμπούρλο στο τιμόνι. Ύστερα άρπαξε το καπέλο του, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Ο Πίτερ έσκυψε λίγο για να μπορεί να τον βλέπει από το παράθυρο. Ο αστυνομικός φόρεσε το καπέλο του. Η σκιά του ήταν ακόμα κοντόχοντρη, αλλά δεν έπεφτε πια μόνο γύρω από τα πόδια του. Ο Πίτερ κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι ήταν δυόμισι παρά κάτι. Λιγότερο από μια ώρα πριν, η μεγαλύτερη έγνοια που είχαν αυτός και η γυναίκα του ήταν αν θα έβρισκαν κάποιο καλό 42

STEPHEN KING

μοτέλ για να διανυκτερεύσουν, και το μεγαλύτερο πρόβλημα του ήταν η έντονη υποψία του ότι είχε ξεμείνει από Ντούρεξ.

Ο αστυνομικός έσκυψε κι άνοιξε την πίσω αριστερή πόρτα. «Ελάτε, παιδιά. Κατεβείτε, παρακαλώ».

Βγήκαν από το αυτοκίνητο, πρώτος ο Πίτερ, μετά η Μαίρη. Στάθηκαν κάτω από τον καυτό ήλιο, κοιτώντας αβέβαια τον πανύψηλο άντρα με τη χακί στολή, τη διαγώνια ζώνη Σαμ Μπράουν και το πλατύγυρο, δερμάτινο καπέλο.

«Θα περπατήσουμε ως την μπροστινή πλευρά του δημαρχείου», είπε ο αστυνομικός. «Αυτό σημαίνει πως θα στρίψετε αριστερά μόλις βγούμε στο πεζοδρόμιο. Εμένα, πάντως. Εβραίοι μου φαίνεστε. Και οι δυο. Έχετε αυτές τις μεγάλες μύτες που δείχνουν εβραϊκή καταγωγή».

«Κύριε αστυφύλακα...» πήγε να πει η Μαίρη.

«Όχι», την έκοψε ο αστυνομικός. «Προχωρήστε. Στρίψτε αριστερά. Μη δοκιμάζετε την υπομονή μου».

Προχώρησαν. Τα βήματα τους αντηχούσαν πολύ δυνατά πάνω στη φρεσκοστρωμένη, μαύρη άσφαλτο. Το μυαλό του Πίτερ γύριζε συνεχώς σ' εκείνο το μικρό πλαστικό αρκουδάκι στην κονσόλα του περιπολικού. Στο κεφάλι που χόρευε, στα ζωγραφιστά μάτια. Ποιος να το είχε χαρίσει στον οδηγό; Κάποια αγαπημένη του ανιψούλα; Η κόρη του μήπως; Ο Φίλτατος Αστυφύλακας δε φορούσε βέρα -ο Πίτερ είχε προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια όταν κοίταζε τα δάχτυλα του να παίζουν ταμπούρλο στο τιμόνι. Αυτό, φυσικά, δε σήμαινε ότι δεν υπήρξε ποτέ παντρεμένος. Και η ιδέα ότι η γυναίκα που τον είχε παντρευτεί είχε αποφασίσει, σε κάποια φάση, ότι ήθελε διαζύγιο δε φαινόταν διόλου απίθανη. Από κάπου ψηλά ακουγόταν ένα μονότονο κρικ-κρικ-κρικ. Ο Πίτερ κοίταξε πέρα στο δρόμο και είδε ένα μεταλλικό ανεμοδείκτη να στροβιλίζεται στην κορυφή της στέγης του μπαρ Μπαντ'ς Σαντς. Ήταν η φιγούρα ενός ξωτικού, που κρατούσε ένα κιούπι γεμάτο χρυσάφι κάτω από τη μασχάλη του και είχε ένα πονηρό χαμόγελο στο άσχημο πρόσωπο του. Ο ανεμοδείκτης ήταν που έκανε αυτόν το θόρυβο. 43

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αριστερά, ηλίθιε», είπε ο αστυνομικός, όχι με θυμό, κουρασμένα. «Δεν ξέρεις κατά πού είναι τ' αριστερά σου; Δε μάθατε το σκόρδοκρεμμύδι εσείς οι ξύπνιοι πρεσβυτεριανοί από τη Νέα Υόρκη;»

Ο Πίτερ έστριψε αριστερά στο πεζοδρόμιο. Αυτός και η Μαίρη βάδιζαν δίπλα δίπλα, πιασμένοι από το χέρι. Έφτασαν μπροστά σε τρία πέτρινα σκαλοπάτια, που κατέληγαν σε μια μοντέρνα δίφυλλη πόρτα, από σκουρόχρωμο κρύσταλλο. Το ίδιο το κτίριο ήταν πολύ λιγότερο μοντέρνο. Στον πολυκαιρισμένο τούβλινο τοίχο της πρόσοψης υπήρχε η επιγραφή: ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ.

Από κάτω, πάνω στη γυάλινη πόρτα, αναγράφονταν οι υπηρεσίες και τα γραφεία που στεγάζονταν στο κτίριο: Δημαρχείο, Επιτροπή Δημόσιας Εκπαίδευσης, Πυροσβεστική, Αστυνομία, Κοινωνική Πρόνοια, Γραφείο Εξορύξεων και Αναλύσεων Μεταλλευμάτων. Στο κάτω μέρος της δεξιάς πόρτας ήταν τυπωμένο: ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΟΡΥΧΕΙΩΝ- ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 13:00 MONO ME ΡΑΝΤΕΒΟΥ.

Ο αστυνομικός στάθηκε μπροστά στα σκαλιά και κοίταξε με περιέργεια το ζεύγος Τζάκσον. Παρ' όλο που έκανε τρομερή ζέστη έξω στο δρόμο, τριάντα πέντε υπό σκιά τουλάχιστον, αυτός δε φαινόταν καν ιδρωμένος. Από το δρόμο πίσω τους, μονότονο μέσα στη σιωπή και τη χαυνωτική ζέστη, ακουγόταν το ρυθμικό κρικ-κριχκρικ του ανεμοδείκτη. «Εσύ είσαι ο Πίτερ», είπε ο αστυνομικός.

«Ναι, Πίτερ Τζάκσον». Ο ΙΙίτερ σάλιωσε τα χείλη του.

Ο αστυνομικός κοίταξε στα δεξιά του Πίτερ. «Κι εσύ η Μαίρη».

«Ακριβώς».

«Και πού είναι ο Πολ2;» ρώτησε ο αστυνομικός, κοιτώντας τους καλοσυνάτα, ενώ το σκουριασμένο ξωτικό συνέχιζε το μονότονο στρίγκλισμά του πάνω στην κορυφή της στέγης του μπαρ. 2

Πίτερ, Πολ και Μαίρη: γνωστό μουσικό τρίο της δεκαετίας του εξήντα. (Σ.τ.Μ.) 44

STEPHEN KING

«Ποιος;» είπε ο Πίτερ. «Δεν καταλαβαίνω».

«Πώς θα μου τραγουδήσετε το Φάιβ Χάντρεντ Μάιλς ή το Λίβιν' ον ε Τζετ Πλέιν χωρίς τον Πολ;» ρώτησε ο αστυνομικός κι άνοιξε το δεξί φύλλο της γυάλινης πόρτας. Κλιματισμένος αέρας όρμησε από το εσωτερικό. Ο Πίτερ τον καλοδέχτηκε στο πρόσωπο του και πρόλαβε να σκεφτεί πόσο ευχάριστη ήταν η αίσθηση της δροσιάς. "Ύστερα η Μαίρη ούρλιαξε. Τα μάτια της είχαν προσαρμοστεί στο μισόφωτο στο εσωτερικό του κτιρίου νωρίτερα από τα δικά του, αλλά το είδε κι αυτός, μια στιγμή αργότερα. Ένα κοριτσάκι, περίπου έξι χρονών, κειτόταν στη βάση της εσωτερικής σκάλας, με το μισό κορμί του πάνω στα τελευταία τέσσερα σκαλοπάτια. Το ‘να χέρι του ήταν απλωμένο προς τα πίσω, πάνω από το κεφάλι του. Η παλάμη έβλεπε προς το ταβάνι. Τα μαλάκια του, ξανθά στο χρώμα του άχυρου, ήταν πιασμένα κοτσιδάκια. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και το κεφάλι του έγερνε στο πλάι, σε μια εντελώς αφύσικη γωνία. Ο Πίτερ δεν είχε πια την παραμικρή αμφιβολία για τον ιδιοκτήτη της κουκλίτσας που είχαν δει πεταμένη έξω από το κάραβαν. ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΑΛΗΤΑΚΙΑ, έγραφε μπροστά το τροχόσπιτο, αλλά στη μοντέρνα εποχή μας, κάτι τέτοια είναι εντελώς ξεπερασμένα. Ο Πίτερ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία και γι' αυτό.

«Βρε παιδί μου!» είπε πρόσχαρα ο αστυνομικός. «Την ξέχασα εντελώς αυτή! Αλλά δε γίνεται να τα θυμάται κανείς όλα, γίνεται; Όσο κι αν προσπαθήσεις, πάντα θα ξεχάσεις κάτι!»

Η Μαίρη ούρλιαξε ξανά, με τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές πάνω στο στόμα της και τινάχτηκε προς τα πίσω, έτοιμη να το βάλει στα πόδια. «Όχι, δε θα το κάνεις, είναι πολύ κακή ιδέα», είπε ο αστυνομικός. Τη γράπωσε από τον ώμο και, με μια δυνατή σπρωξιά, την πέταξε μέσα από την πόρτα που κρατούσε ανοιχτή με το άλλο του χέρι. Η Μαίρη βρέθηκε να διασχίζει το χολ εισόδου παραπατώντας κι ανεμίζοντας τα χέρια της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατήσει την ισορροπία της και να μη σωριαστεί πάνω στο νεκρό παιδάκι με τα ξανθά κοτσίδια και το μπλουζάκι των Μότοκαπς 2200. 45

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Πίτερ έκανε να κινηθεί προς το μέρος της γυναίκας του, αλλά ο αστυνομικός τον άρπαξε και με τα δυο χέρια, κρατώντας τώρα ανοιχτή την πόρτα με το δεξιό γοφό του. Αφού τον ακινητοποίησε, τον αγκάλιασε από τους ώμους. Η έκφραση του ήταν φιλική, ανοιχτόκαρδη. Αλλά, βασικά, κυρίως, φαινόταν απόλυτα λογικός. Σαν να είχε υπερισχύσει ο καλός του άγγελος, προς το παρόν τουλάχιστον. Ο Πίτερ αναθάρρησε και, προς στιγμήν, δεν έκανε το συνειρμό ανάμεσα στην πίεση που αισθάνθηκε στο στομάχι του και το ογκώδες περίστροφο του αστυνομικού. Αντίθετα, θυμήθηκε τον πατέρα του, που τον ζουλούσε καμιά φορά με το δάχτυλο στο στήθος, όταν ήθελε να τον νουθετήσει -χρησιμοποιούσε το δάχτυλο του για να του χώσει καλά μέσα του αυτά που ήθελε να του πει, δηλαδή αποφθέγματα του τύπου, Κανένας δε μένει έγκυος· όταν ο ένας από τους δύο δε βγάζει το βρακί τον, Πιτ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν το περίστροφο κι όχι το λουκάνικο που είχε για δάχτυλο ο μπάτσος, ώσπου η Μαίρη τσίριξε: «Όχι! Ω, όχι!» «Μη...» πήγε να πει ο Πίτερ.

«Πεντάρα δε δίνω αν είσαι Εβραίος ή βουδιστής», είπε ο αστυνομικός, τραβώντας πάνω του τον Πίτερ, έτσι όπως τον κρατούσε αγκαλιασμένο. Με το αριστερό του χέρι του έσφιξε δυνατά τον ώμο, ενώ με το δεξί σήκωσε την ασφάλεια στο 45άρι. «Εδώ στην Ντεσπερέισον δε μας ενδιαφέρουν και πολύ αυτά». Τράβηξε τη σκανδάλη τουλάχιστον τρεις φορές. Ίσως ήταν περισσότερες, αλλά ο Πίτερ Τζάκσον μόνο τους τρεις πρώτους πυροβολισμούς πρόλαβε ν' ακούσει. Τους έπνιξε το στομάχι του, αλλά και πάλι ήταν πολύ δυνατοί. Μια αφόρητη κάψα πλημμύρισε μονομιάς το στήθος του και κύλησε ταυτόχρονα ως κάτω στα δάχτυλα των ποδιών του. Άκουσε κάτι υγρό να στάζει βαριά πάνω στα παπούτσια του. Άκουσε και τη Μαίρη να ουρλιάζει, αλλά ο ήχος αυτός του φάνηκε πως ερχόταν από πολύ πολύ μακριά. Τώρα θα ξυπνήσω στο κρεβάτι μου, σκέφτηκε ο Πίτερ, ενώ τα γόνατα του λύγιζαν και ο κόσμος μάκραινε και χανόταν, λαμπερός σαν μεταλλική αντανάκλαση στο βαγόνι της ουράς ενός τρένουεξπρές. Τώρα θα... 46

STEPHEN KING

Αυτό ήταν όλο. Η τελευταία σκέψη του, καθώς τον κατάπινε το σκοτάδι, δεν ήταν καν σκέψη αλλά εικόνα: το αρκουδάκι ανάμεσα στα όργανα της κονσόλας του περιπολικού. Το κεφάλι του να χορεύει. Τα ακίνητα, ζωγραφιστά μάτια. Τα μάτια έγιναν τρύπες, σκοτάδι ξεχύθηκε από το εσωτερικό τους και τον κατάπιε και τότε χάθηκε.

47

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

1 Ο Ραλφ Κάρβερ ήταν βυθισμένος κάπου στα σκοτεινά και δεν ήθελε να βγει στην επιφάνεια. Διαισθανόταν ότι εκεί καραδοκούσε πόνος -πονοκέφαλος, ίσως, διαβολεμένος πονοκέφαλος, αφού ένιωθε το κεφάλι του βαρύ ακόμη και μέσα στον ύπνο του- αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν και κάτι άλλο. Κάτι που είχε να κάνει με

(την Κίρστεν)

σήμερα το πρωί. Κάτι σχετικό με (την Κίρστεν)

τις διακοπές τους. Είχε μεθύσει ίσως, είχε γίνει στουπί μάλλον, και τώρα η Έλλη θα ήταν πυρ και μανία εναντίον του, αλλά ακόμη κι αυτό δε δικαιολογούσε το πόσο απαίσια αισθανόταν... Ουρλιαχτά. Κάποιος ούρλιαζε. Από μακριά.

Ο Ραλφ προσπάθησε να χωθεί ακόμη βαθύτερα στο σκοτάδι του, αλλά τώρα δυο χέρια τον είχαν αρπάξει από τους ώμους και τον ταρακουνούσαν. Με κάθε ταρακούνημα, μια τρομερή σουβλιά πόνου διαπερνούσε το ταλαίπωρο, βαρύ κεφάλι του. «Ραλφ! Ραλφ, ξύπνα! Πρέπει να ξυπνήσεις!»

Η Έλλη τον τράνταζε. Μήπως είχε αργήσει για τη δουλειά; Αδύνατο· αφού ήταν σε διακοπές. Και τότε κάτι διαπέρασε το μαύρο σκοτάδι σαν ισχυρή δέσμη φωτός... πυροβολισμοί, οδυνηρά δυνατοί. Τρεις απανωτοί, μια παύση, ύστερα τέταρτος.

Τα μάτια του άνοιξαν μονομιάς κι ανακάθισε απότομα, μη έχοντας ιδέα προς στιγμήν πού βρίσκεται και τι συμβαίνει, ξέροντας μόνο ότι το κεφάλι του πονούσε φρικτά και το αισθανόταν πάνω στους ώμους του μεγάλο σαν κολοκύθα. Κάτι κολλώδες, σαν μαρμελάδα ή σιρόπι βύσσινο, γέμιζε ολόκληρη τη μια πλευρά του προσώπου του. Από πάνω του είδε το πρόσωπο της Έλλης να τον 48

STEPHEN KING

κοιτάζει, με το ένα μάτι γουρλωμένο κι έντρομο και το άλλο σχεδόν εξαφανισμένο πίσω από πρησμένα, μπλαβιά βλέφαρα. Ουρλιαχτό. Κάπου κοντά. Μια γυναίκα. Από κάτω. Ίσως...

Ο Ραλφ δοκίμασε να σηκωθεί στα πόδια του, αλλά τα γόνατα του δεν κλείδωναν. Έπεσε από το κρεβάτι όπου είχε ανακαθίσει (δεν ήταν κρεβάτι, ήταν κουκέτα) και βρέθηκε με τα τέσσερα στο πάτωμα. Καινούρια σουβλιά πόνου τρύπησε το κρανίο του και νόμισε, για μια στιγμή, ότι ήταν έτοιμο να σπάσει στα δυο, σαν τσόφλι αβγού. Ύστερα βρέθηκε ν' αντικρίζει τα χέρια του πάνω στο πάτωμα, ανάμεσα από βρόμικα τσουλούφια. Και τα δυο ήταν πασαλειμμένα με αίμα, το αριστερό αισθητά περισσότερο από το δεξί. Ενώ τα κοίταζε, η ανάμνηση (η Κίρστεν, Χριστέ μου, Έλλη, πιάσ' την)

έσκασε στο μυαλό του σαν γιγάντιο πυροτέχνημα κι άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός, να ουρλιάζει κοιτώντας τα ματωμένα χέρια του, να ουρλιάζει καθώς αυτό από το οποίο πάσχιζε να γλιτώσει έπεσε στο συνειδητό του σαν βράχος σε ακύμαντη λιμνούλα. Η Κίρστεν είχε πέσει από τη σκάλα... Όχι. Την είχε σπρώξει.

Το παρανοϊκό κάθαρμα που τους έφερε εδώ είχε σπρώξει την εφτάχρονη κορούλα του από τη σκάλα. Η Έλλη είχε πεταχτεί να την πιάσει και το παρανοϊκό κάθαρμα της έριξε μια γροθιά στο μάτι και την πέταξε κάτω. Μόνο που η Έλλη είχε πέσει πάνω στα κάγκελα της σκάλας, ενώ η Κίρστεν έπεσε κάτω στα σκαλιά με το κεφάλι, με τα μάτια της ορθάνοιχτα από το σοκ, κατάπληκτη, χωρίς να καταλαβαίνει καν τι της συμβαίνει. Αν υπήρχε κάτι να πιαστεί ο Ραλφ για να μην τρελαθεί ήταν μόνο αυτό, ότι είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα, που το κοριτσάκι του δεν πρόλαβε να καταλάβει τίποτα όταν χτύπησε στα σκαλοπάτια κι έφερε τούμπα, πρώτα με τα πόδια στον αέρα και ύστερα ανάποδα, προς τα πίσω, πριν ακουστεί εκείνος ο ήχος, εκείνος ο φρικτός ήχος, σαν κλαδί που σπάει από το βάρος του χιονιού. Και ξαφνικά τα πάντα πάνω της άλλαξαν. Την είδε αυτή την αλλαγή ο Ραλφ, πριν ακόμη σταματήσει το παιδικό κορμί της στα τελευταία σκαλοπάτια, και είχε 49

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

την αίσθηση ότι δεν ήταν το κοριτσάκι του πεσμένο εκεί αλλά μια πάνινη κούκλα με φουσκωτό, αχυρένιο κεφάλι.

Μην το σκέφτεσαι, μην το σκέφτεσαι, μην κάνεις το λάθος να το σκέφτεσαι.

Μόνο που έπρεπε να το σκέφτεται. Το πώς είχε πέσει... πώς έμεινε ακίνητη στη βάση της σκάλας, με το κεφαλάκι της γερμένο...

Φρέσκο αίμα έσταζε σαν πυκνή βροχή πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού του. Προφανώς, κάτι δεν πήγαινε καλά μ' αυτή τη μεριά του κεφαλιού του. Τι είχε γίνει; Μήπως τον είχε χτυπήσει κι αυτόν ο μπάτσος, με τη λαβή εκείνου του τεράστιου περιστρόφου που φορούσε στη μέση του; Πολύ πιθανό, αν και ο Ραλφ δεν το θυμόταν αυτό καθόλου, θυμόταν πολύ καθαρά τη θανάσιμη τούμπα της Κίρστεν, το χτύπημα, το κατρακύλισμα στη σκάλα και την ακινησία στο τέλος, με το κεφαλάκι της γερτό, σαν σπασμένης κούκλας, κι αυτό ήταν όλο. Χριστέ μου, δεν ήταν αυτό αρκετό;

«Ραλφ;» Η Έλλη τον τραβούσε από το μανίκι και μιλούσε λαχανιαστά. «Ραλφ, ξύπνα! Σε παρακαλώ, σύνελθε!» «Μπαμπά! Ξύπνα, μπαμπά!» Αυτός ήταν ο Ντέιβιντ, από κάπου μακρύτερα. «Είναι καλά, μαμά; Ματώνει πάλι». «Όχι... όχι, απλώς...»

«Ναι, ματώνει, το βλέπω από δω. Μπαμπά, είσαι καλά;»

«Ναι», αποκρίθηκε ο Ραλφ. Πάτησε γερά το ένα του πόδι, λυγισμένο κάτω από το στομάχι του, πιάστηκε από την κουκέτα και σηκώθηκε με κόπο. Το αριστερό του μάτι ήταν θολό από το αίμα. Το βλέφαρο βαρύ, σαν να ήταν σε γύψο. Το σφούγγισε με την ανάστροφη του χεριού και μόρφασε από πόνο -όλη την περιοχή πάνω από το αριστερό του μάτι την ένιωθε σαν κομμάτι ωμό κρέας. Προσπάθησε να στραφεί προς την κατεύθυνση της φωνής του γιου του και παραπάτησε άθελα του. Ήταν σαν να στεκόταν όρθιος σε βάρκα. Ακόμη κι όταν σταμάτησε να στρέφεται, είχε την αίσθηση ότι συνέχιζε, ότι κλυδωνιζόταν και γύριζε, γύρω γύρω, γύρω γύρω...

«Πέθανε, ε;» άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει. Η φωνή του βγήκε βραχνή, αλλοιωμένη από το πηγμένο αίμα που του έφραζε το λαι50

STEPHEN KING

μό. Τ' αυτιά του δεν μπορούσαν ακόμη να πιστέψουν αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει, αλλά θα το αποδεχόταν με τον καιρό. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Με τον καιρό θα το αποδεχόταν. «Η Κίρστεν πέθανε». «Δυστυχώς, ναι», τραύλισε η Έλλη και παραπάτησε απότομα. «Πιάσου από τα κάγκελα, Ραλφ. θα με ρίξεις κάτω».

Βρίσκονταν μέσα σ' ένα κελί. Μπροστά του, σε μικρή απόσταση από τα χέρια του, έβλεπε μια καγκελόπορτα. Οι μπάρες ήταν βαμμένες άσπρες και σε πολλές μεριές η μπογιά είχε τρέξει σχηματίζοντας παχιά σταξίματα. Ο Ραλφ έκανε ένα αδέξιο βήμα μπροστά κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Βρέθηκε ν' αντικρίζει ένα γραφείο, στημένο στο κέντρο ενός κενού, τετράγωνου χώρου, που θύμιζε σκηνικό θεατρικής παράστασης σε μικρογραφία. Υπήρχαν χαρτιά πάνω στο γραφείο, μαζί με μια δίκαννη καραμπίνα κι ένα σωρό μεγάλα πράσινα φυσίγγια. Η παλιομοδίτικη, ξύλινη καρέκλα του γραφείου ήταν απ' αυτές με τα ροδάκια και πάνω στο κάθισμα της υπήρχε ένα ξεθωριασμένο, μπλε μαξιλαράκι. Στο κέντρο του ταβανιού ήταν προσαρμοσμένο ένα επίπεδο φωτιστικό με μεταλλικό πλέγμα απέξω. Οι ψόφιες μύγες, κολλημένες πάνω στο φωτιστικό, έριχναν μεγάλες, γκροτέσκες σκιές στο πάτωμα. Υπήρχαν κελιά και στις τρεις πλευρές του δωματίου. Το μεσαίο, μάλλον το κρατητήριο για τους μεθυσμένους, ήταν μεγάλο και άδειο. Ο Ραλφ και η Έλλη Κάρβερ βρίσκονταν σ' ένα από τα πλαϊνά, τα μικρότερα. Ακριβώς απέναντι υπήρχαν άλλα δυο, μικρά σαν ντουλάπες. Στο ένα απ' αυτά βρισκόταν ο εντεκάχρονος γιος τους, Ντέιβιντ, μαζί μ' έναν άγνωστο άντρα με άσπρα μαλλιά. Ο Ραλφ δεν μπορούσε να δει τίποτε άλλο, γιατί ο άντρας αυτός καθόταν στην κουκέτα του, με το κεφάλι σκυφτό, χωμένο στα χέρια του. Όταν η γυναίκα στον από κάτω όροφο ούρλιαξε ξανά, ο Ντέιβ στράφηκε στην κατεύθυνση του ήχου, προς την ανοιχτή πόρτα και τη σκάλα (η Κίρστεν, η Κίρστεν που έπεφτε ατή σκάλα και ο ήχος που έκανε ο λαιμός της καθώς έσπαζε σαν κλαράκι)

που έβγαζε στο ισόγειο, αλλά ο ασπρομάλλης άντρας ούτε που σάλεψε. 51

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Έλλη ήρθε δίπλα του και τον αγκάλιασε από τη μέση να τον στηρίξει. Ο Ραλφ τράβηξε διστακτικά το ένα χέρι του από τα κάγκελα κι έπιασε το δικό της. Τώρα ακούγονταν βαριά πατήματα στη σκάλα και συρτά βήματα, που όλο και πλησίαζαν. Κάποιον άλλο έφερναν εκεί πάνω, στα κελιά, και δεν τον έφερναν με τη θέληση του. «Χρειάζεται βοήθεια!» ούρλιαζε η γυναίκα που ανέβαινε με το ζόρι. «Πρέπει να βοηθήσουμε τον Πίτερ! Πρέπει να...»

Η φωνή της κόπηκε καθώς ο αστυνομικός την πέταξε με μια σπρωξιά μέσα στο δωμάτιο με τα κελιά. Το διέσχισε με αλλόκοτη χάρη, ακροπατώντας σαν μπαλαρίνα με τα άσπρα αθλητικά παπούτσια της, τα χέρια τεντωμένα μπροστά, τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν. Φορούσε στενό τζιν και ξεθωριασμένο γαλάζιο μπλουζάκι. Έπεσε πάνω στο γραφείο με όλη της τη φόρα και χτύπησε στην κόχη του επίπλου με τόση δύναμη, που το έσπρωξε προς τα πίσω, προς τη μεριά της καρέκλας. Και τότε, από το απέναντι κελί, ο Ντέιβιντ άρχισε να στριγκλίζει σαν κοκοράκι, αρπαγμένος από τα κάγκελα του κελιού, να χοροπηδάει τσιρίζοντας με μια φωνή γεμάτη πανικό, που δεν είχε ξανακούσει ποτέ του ο Ραλφ από το γιο του ούτε και φανταζόταν ότι θα την άκουγε. «Την καραμπίνα, κυρία, την καραμπίνα!» τσίριζε ο Ντέιβιντ. «Πιάσε την καραμπίνα, ρίξ' του, σκότωσε τον, σκότωσε τον!»

Ο ασπρομάλλης άντρας σήκωσε επιτέλους το κεφάλι του. Το πρόσωπο του ήταν γερασμένο και μαύρο από τον ήλιο της ερήμου. Οι βαριές σακούλες κάτω από τα ξέθωρα, γκρίζα μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με κυνηγόσκυλο.

«Πιάσ' την!» φώναξε βραχνά ο ασπρομάλλης. «Εμπρός, κυρά μου! Πιάσ' την!»

Η γυναίκα με το μπλουτζίν και το γαλάζιο μπλουζάκι κοίταξε προς τη μεριά της φωνής του αγοριού και ύστερα πάνω από τον ώμο της, προς τη μεριά της σκάλας και των βημάτων που πλησίαζαν καθώς ο αστυνομικός ανέβαινε τα τελευταία σκαλιά. «Καν' το!» της φώναξε και η Έλλη. «Αντός σκότωσε το κοριτσάκι μου, θα μας σκοτώσει όλους! Καν' το!»

Η γυναίκα με το μπλουτζίν άρπαξε την καραμπίνα. 52

STEPHEN KING

2

Ως τη Νεβάδα, όλα πήγαιναν μια χαρά.

Τα τέσσερα χαρούμενα αλητάκια είχαν ξεκινήσει από το Οχάιο με προορισμό τη λίμνη Τάχο. Εκεί, για δέκα ολόκληρες μέρες, η Έλλη και τα παιδιά θα κολυμπούσαν, θα ψάρευαν και θα έκαναν περιπάτους, ενώ ο Ραλφ Κάρβερ θα έπαιζε στο καζίνο -ήρεμα, απολαμβάνοντας το παιχνίδι και με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Θα ήταν η τέταρτη επίσκεψη τους στη Νεβάδα, η δεύτερη στη λίμνη Τάχο και, για τον Ραλφ, άλλη μια ευκαιρία να εφαρμόσει τον σιδηρούν κανόνα της χαρτοπαιξίας:

Τα παρατάω όταν έχω (α) χάσει χίλια δολάρια ή (β) κερδίσει δέκα χιλιάδες. Στα προηγούμενα ταξίδια τους δεν είχε πιάσει κανέναν από τους δυο στόχους. Μια φορά είχε επιστρέψει στο Κολόμπους με πεντακόσια δολάρια άθικτα στην τσέπη του, άλλη μια με διακόσια και πέρυσι είχε πάρει το δρόμο του γυρισμού με τρεις χιλιάδες δολάρια στην εσωτερική τσέπη του τυχερού σακακιού που φορούσε πάντα όταν έπαιζε. Σ' εκείνο το ταξίδι είχαν μείνει σε διάφορα Χίλτον και Σέρατον, αντί σε κάμπινγκ με το κάραβαν, και οι δυο ενήλικοι Κάρβερ το είχαν γλεντήσει αναλόγως και στο κρεβάτι, κάθε βράδυ, ανελλιπώς. Αυτό, ο Ραλφ το θεωρούσε φαινόμενο για ένα ζευγάρι που πλησίαζε τα σαράντα. «Σίγουρα θα έχετε κουραστεί από τα καζίνα», είχε πει στη γυναίκα του φέτος το Φεβρουάριο, όταν άρχισαν να προετοιμάζουν τις διακοπές τους. «Πάμε στην Καλιφόρνια; Ή στο Μεξικό;»

«Ναι, και να πάθουμε όλοι δυσεντερία», του είχε απαντήσει η Έλλη. «Να βλέπουμε τον Ειρηνικό ανάμεσα σε διαδοχικές κούρσες προς την κάζα ντε πιπί ή όπως αλλιώς λένε την τουαλέτα εκεί πέρα».

«Στο Τέξας; θα μπορούσαμε να πάμε τα παιδιά να δουν το Άλαμο». «Πολύ ζεστό, πολύ μουσειακό. Στην Τάχο έχει δροσιά, ακόμη και τον Ιούλιο. Τα παιδιά τρελαίνονται. Κι εγώ το ίδιο. Κι εφόσον δεν 53

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

παίρνεις τα δικά μου λεφτά για να χαρτοπαίξεις όταν σώνονται τα δικά σου...»

«Αυτό δε θα το έκανα ποτέ», της είχε πει ο Ραλφ, σοκαρισμένος. Είχε αισθανθεί λίγο σοκαρισμένος. Ήταν οι δυο τους, στην κουζίνα του σπιτιού τους, στο Γουέντγουορθ, όχι μακριά από το Κολόμπους, καθισμένοι δίπλα στο ψυγείο με τα μαγνητικά κρινάκια κολλημένα σε όλη την επιφάνεια της πόρτας του, χωρίς κανείς τους να υποψιάζεται ότι το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει κι ότι η πρώτη μεγάλη απώλεια θα ήταν η κόρη τους. «Ξέρεις τι σου έχω πει...» «"Μόλις αρχίσει ο εθισμός, η χαρτοπαιξία κόβεται μαχαίρι"», επανέλαβε η Έλλη. «Ξέρω, το θυμάμαι και σε πιστεύω. Αφού εσένα σ' αρέσει στην Τάχο, αρέσει και σ' εμένα, αρέσει και στα παιδιά, θα πάμε στην Τάχο».

Έτσι είχαν κάνει τις κρατήσεις και σήμερα το πρωί -αν ήταν ακόμη σήμερα- ταξίδευαν στην Εθνική 50, τον πιο Ερημικό Αυτοκινητόδρομο των ΗΠΑ, διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα με κατεύθυνση δυτική, προς τα βουνά Χάι Σιέρα. Η Κίρστεν έπαιζε με τη Μελίσα Σουίτχαρτ, την αγαπημένη της κούκλα· η Έλλη λαγοκοιμόταν ο Ντέιβιντ είχε καθίσει μπροστά, δίπλα στον Ραλφ, και χάζευε τη διαδρομή, με το σαγόνι στηριγμένο στις παλάμες του. Νωρίτερα, ο μικρός διάβαζε τη Βίβλο που του είχε χαρίσει ο καινούριος φίλος του, ο παπάς της ενορίας (ο Ραλφ ευχόταν να μην ήταν αδερφή ο αιδεσιμότατος Μάρτιν -βέβαια, ο παπάς ήταν παντρεμένος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται), αλλά κάποια στιγμή είχε βαρεθεί, είχε τσακίσει τη σελίδα και είχε αφήσει τον τόμο στο ραφάκι της κονσόλας.

Ο Ραλφ είχε σκεφτεί και πάλι να ρωτήσει το γιο του τι ακριβώς έβρισκε τόσο ενδιαφέρον στη Βίβλο, αλλά θα ήταν σαν να ρωτούσε μια κολόνα. Ο Ντέιβιντ (ο μικρός ανεχόταν το Ντέιβι, αλλά σιχαινόταν το Ντέιβ) ήταν ιδιόρρυθμο παιδί, δεν έμοιαζε σε κανέναν από τους γονείς του. Ούτε και στην αδερφή του, η αλήθεια να λέγεται. Αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον του για τη θρησκεία -που η Έλλη αποκαλούσε "θεομανία του Ντέιβιντ"- ήταν απλώς μια από τις ιδιορρυθμίες του παιδιού, που, κατά πάσα πιθανότητα, θα του περνούσε με τον καιρό. Κι αφού στο μεταξύ ο Ντέιβιντ δεν είχε αρχίσει να του κάνει κηρύγματα εναντίον της χαρτοπαιξίας ή της 54

STEPHEN KING

βλασφημίας και υπέρ της αργίας της Κυριακής, τον Ραλφ δεν τον πείραζε. Τον αγαπούσε πολύ το γιο του και η αγάπη του αυτή απλωνόταν και σκέπαζε ένα σωρό παραξενιές. Και κάτι του έλεγε πως αυτός είναι ο προορισμός της αγάπης.

Ο Ραλφ είχε ανοίξει το στόμα του να ρωτήσει τον Ντέιβιντ αν ήθελε να παίξουν τις Είκοσι Ερωτήσεις -δεν υπήρχε τίποτε να δουν αφότου είχαν αφήσει πίσω τους το Ιλάι και πέθαινε από πλήξηόταν ξαφνικά αισθάνθηκε το τιμόνι του κάραβαν να χαλαρώνει μέσα στα χέρια του κι άκουσε το σταθερό σφύριγμα των ελαστικών στην άσφαλτο να μετατρέπεται σε πλατάγισμα. «Μπαμπά;» είπε ο Ντέιβιντ, ανήσυχος αλλά όχι τρομαγμένος. Καλό αυτό. «Τι έγινε;»

«Κρατήσου», του απάντησε ο Ραλφ κι άρχισε να πατάει διακεκομμένα το φρένο. «Μπορεί να ταρακουνηθούμε λιγάκι».

Τώρα, όρθιος πίσω από τα κάγκελα, παρακολουθώντας τη μισοζαλισμένη άγνωστη γυναίκα, που ίσως ήταν η μόνη τους ελπίδα να βγουν ζωντανοί από τον εφιάλτη, σκέφτηκε: που να φανταζόμουν πόσο θα ταρακουνιόμασταν.

Το κεφάλι του τον τρέλανε στον πόνο όταν ούρλιαξε, αλλά συνέχισε να ουρλιάζει, μη έχοντας συνείδηση πόσο όμοια με του γιου του ακουγόταν η τσιριχτή φωνή του: «Ρίξ'του! Ρίξ' του!» 3 Αυτό που πέρασε από το μυαλό της Μαίρης Τζάκσον, αυτό που την έκανε τελικά να πιάσει το όπλο, αν και δεν είχε κρατήσει ποτέ όπλο στο χέρι της –ούτε περίστροφο ούτε καραμπίνα- ήταν η ανάμνηση του γιγαντόσωμου αστυνομικού όταν είχε ανακατέψει τις λέξεις θα σας σκοτώσω, ξαφνικά, στην απαγγελία των δικαιωμάτων τους. Και το εννοούσε, θεέ μου, ναι.

Η Μαίρη γύρισε σαν σβούρα κρατώντας την καραμπίνα. Ο ξανθομάλλης γίγαντας έστεκε στο άνοιγμα της πόρτας και την αντίκριζε με τα άδεια, λαμπερά, γκρίζα μάτια του. 55

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ρίξ' του, κοπέλα μου, ρίξ' του!» ούρλιαξε ένας άντρας, μέσα από το κελί που βρισκόταν στα δεξιά της. Στεκόταν στα κάγκελα, δίπλα σε μια γυναίκα, που το μάτι της ήταν πρησμένο και μαύρο και η μελανιά απλωνόταν ως κάτω στο μάγουλο, σαν να είχε χυθεί μελάνι κάτω από την επιδερμίδα. Ο άντρας ήταν σε χειρότερα χάλια. Όλη η αριστερή μεριά του προσώπου του έμοιαζε γδαρμένη και σκεπασμένη από πηχτό, μισοξεραμένο αίμα.

Ο αστυνομικός έτρεξε καταπάνω της· οι μπότες του βροντούσαν στο σανιδένιο πάτωμα. Η Μαίρη πισωπάτησε προς το μεγάλο άδειο κελί στο βάθος του δωματίου, τραβώντας ταυτόχρονα και τους δυο κόκορες του δίκαννου καθώς οπισθοχωρούσε. Ύστερα το ύψωσε και το στήριξε στον ώμο της. Δε σκόπευε να τον προειδοποιήσει. Αυτός είχε σκοτώσει τον άντρα της εν ψυχρώ, δεν είχε καμιά πρόθεση να τον προειδοποιήσει. 4 Ο Ραλφ είχε αρχίσει να πατάει φρένο, κρατώντας το τιμόνι με τους αγκώνες σταθερούς κι αφήνοντας το να παίζει λιγάκι ανάμεσα στα δάχτυλα του. Ελάχιστα. Ένιωθε το κάραβαν να τείνει να στρίψει απότομα. Το μυστικό για να συγκρατήσεις ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο με σκασμένο λάστιχο όταν τρέχεις με μεγάλη ταχύτητα είναι να το αφήσεις να φύγει λιγάκι.

Αν και -άσχημα τα νέα, παιδιά- δεν έμοιαζε να είχε σκάσει μόνο ένα λάστιχο. Ο Ραλφ κοίταξε από τον εσωτερικό καθρέφτη την Κίρστεν, που είχε σταματήσει να παίζει με τη Μελίσα Σουίτχαρτ και τώρα την κρατούσε σφιχτά στο στήθος της. Η Κίρστι είχε καταλάβει ότι συνέβαινε κάτι άσχημο, αλλά δεν ήξερε τι. «Κίρστεν, κάθισε κάτω!» της φώναξε. «Και βάλε τη ζώνη σου!»

Αλλά στο μεταξύ ο κίνδυνος είχε περάσει. Ο Ραλφ κατάφερε να βγάλει το αυτοκίνητο από το δρόμο, έσβησε τη μηχανή και σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Σε γενικές γραμμές δεν τα είχε πάει κι άσχημα. Δεν είχε αναποδογυρίσει ούτε καν το βαζάκι με τ' αγριολούλουδα που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Η Έλλη και η Κίρστι τα είχαν μαζέψει το πρωί στο Ιλάι, πίσω από το 56

STEPHEN KING

μοτέλ, ενώ αυτός και ο Ντέιβιντ φόρτωναν τα πράγματα και τακτοποιούσαν το λογαριασμό στη ρεσεψιόν. «Μπράβο, μπαμπά, είσαι καλός οδηγός», είπε πολύ σοβαρά ο Ντέιβιντ.

Η Έλλη είχε ανασηκωθεί και κοίταζε γύρω της με μάτια θολά. «Στάση για πιπί;» ρώτησε. «Ραλφ, γιατί έχουμε γείρει έτσι;» «Είχαμε ένα...»

Ο Ραλφ σώπασε απότομα βλέποντας κάτι στον πλαϊνό καθρέφτη. Ένα περιπολικό, με το γαλάζιο φως της οροφής να γυρίζει, ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος τους. Μ' ένα φοβερό στρίγκλισμα των φρένων σταμάτησε καμιά πενηνταριά μέτρα πίσω από το τροχόσπιτο κι από το εσωτερικό του πετάχτηκε κυριολεκτικά έξω στο δρόμο ο πιο μεγαλόσωμος αστυνομικός που είχε δει στη ζωή του ο Ραλφ. Ο Ραλφ είδε ακόμη ότι ο αστυνομικός κρατούσε περίστροφο κι ένιωσε την αδρεναλίνη να τεντώνει τα νεύρα του.

Ο αστυνομικός κοίταξε δεξιά κι αριστερά, με το όπλο του σηκωμένο, στο ύψος του ώμου, να σημαδεύει τον πεντακάθαρο πρωινό ουρανό. Ύστερα έκανε έναν ολόκληρο κύκλο, πάντα με το όπλο προτεταμένο. Όταν αντίκρισε ξανά το τροχόσπιτο, κοίταξε κατευθείαν στον εξωτερικό αριστερό καθρέφτη, όπου συνάντησε το βλέμμα του Ραλφ. Τότε, σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά, τα κατέβασε απότομα, τα ξανασήκωσε και τα ξανακατέβασε. Η παντομίμα του ήταν σαφής: Μείνετε μέσα, μείνετε εκεί που είστε... «Έλλη, ασφάλισε τις πίσω πόρτες». Ο Ραλφ κατέβασε την ασφάλεια της δικής του πόρτας ενώ μιλούσε. Ο Ντέιβιντ, που τον παρατηρούσε, έκανε κι αυτός το ίδιο πριν του το πει ο πατέρας του. «Τι είναι;» Η Έλλη τον κοίταζε ανήσυχη. «Τι συμβαίνει, Ραλφ;»

«Δεν ξέρω, αλλά είναι ένας αστυνομικός εκεί πίσω και φαίνεται εκνευρισμένος». Έχει που μ' έπιασε λάστιχο, σκέφτηκε κι αμέσως μετά το διόρθωσε στο μυαλό του. Λάστιχα.

Ο αστυνομικός έσκυψε και σήκωσε κάτι από την επιφάνεια του δρόμου. Ήταν μια λωρίδα από πλεχτό υλικό με μικρές προεξοχές που αντανακλούσαν το φως, έτσι όπως αντιφεγγίζουν οι πούλιες 57

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στο μπούστο ενός γυναικείου φορέματος. Το αντικείμενο αυτό ο αστυνομικός το μετέφερε ως το περιπολικό του, κρατώντας το από τη μια άκρη, ενώ το υπόλοιπο σερνόταν στο οδόστρωμα.

Στο άλλο του χέρι είχε ακόμη το όπλο του, πάντα προτεταμένο, σε στυλ «ψηλά τα χέρια!» Επιπλέον συμπεριφερόταν σαν να προσπαθούσε να δει ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η Έλλη ασφάλισε και τις δυο πόρτες κι επέστρεψε μπροστά. «Τι, στα κομμάτια, συμβαίνει;»

«Σου είπα, δεν ξέρω. Όλα αυτά όμως...» Ο Ραλφ έδειξε στον αριστερό εξωτερικό καθρέφτη, «...δε μου φαίνονται και πολύ ενθαρρυντικά».

Η Έλλη έσκυψε να κοιτάξει, στηρίζοντας τις παλάμες στα λυγισμένα της γόνατα και, μαζί με τον Ραλφ, παρακολούθησαν τον αστυνομικό, που πέταξε πρώτα το αντικείμενο στο κάθισμα του συνοδηγού και ύστερα κατευθύνθηκε προς την πόρτα του οδηγού, βαδίζοντας ανάποδα και κρατώντας το όπλο του και με τα δυο χέρια. Πολύ αργότερα, ο Ραλφ θα ξαναθυμόταν αυτή τη σκηνή του βωβού σινεμά και θα καταλάβαινε πόσο καλά προσχεδιασμένη ήταν.

Η Κίρστεν εμφανίστηκε πίσω από τη μητέρα της κι άρχισε να χορεύει τη Μελίσα Σουίτχαρτ, πάνω στον τουρλωμένο πισινό της μαμάς. «Ποπόπ, ποπόπ, ποπόπ», τραγούδησε ρυθμικά. «Τι ωραίος, μεγάλος ποπός». «Μη, Κίρστεν!»

Συνήθως, η Κίρστεν χρειαζόταν τουλάχιστον δυο προειδοποιήσεις πριν μαζευτεί και υπακούσει, αλλά αυτή τη φορά κάτι στον τόνο της μητέρας της την έκανε να σταματήσει μεμιάς. Στράφηκε στον αδερφό της, που κοίταζε κι αυτός στον καθρέφτη του με την ίδια επιμονή που κοίταζαν οι μεγάλοι στον καθρέφτη του μπαμπά. Πήγε κοντά του και δοκίμασε ν' ανεβεί στα γόνατα του. Ο Ντέιβιντ την έστησε ξανά στα πόδια της, ήρεμα αλλά σταθερά. «Όχι τώρα, Πάι».

«Μα τι συμβαίνει; Τι το σπουδαίο βλέπετε;» 58

STEPHEN KING

«Τίποτα. Τίποτα σπουδαίο», της είπε ο Ντέιβιντ, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον καθρέφτη.

Ο αστυνομικός μπήκε στο περιπολικό του κι οδήγησε ως εκεί που ήταν σταματημένο το τροχόσπιτο. Σταμάτησε, ξαναβγήκε, με το όπλο πάντα στο χέρι, αλλά τώρα κρατώντας το παράλληλα με το μηρό του, με την κάννη να σημαδεύει την άσφαλτο. Κοίταξε πάλι δεξιά αριστερά και ύστερα πλησίασε στο παράθυρο του Ραλφ. Η θέση του οδηγού σ' ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο είναι πολύ ψηλότερα απ' ό,τι σ' ένα κοινό αυτοκίνητο, αλλά ο αστυνομικός ήταν τόσο ψηλός –δυο μέτρα τουλάχιστον- που έβλεπε αφ' υψηλού τον Ραλφ, καθισμένο στο τιμόνι. Ο αστυνομικός του έκανε νόημα να κατεβάσει το παράθυρο με το ελεύθερο χέρι του. Ο Ραλφ το κατέβασε ως τη μέση. «Τι συμβαίνει, κύριε αστυφύλακα;» «Πόσοι είστε;» ρώτησε ο αστυνομικός.

«Τι συμ...»

«Πόσοι είστε, κύριε;»

«Τέσσερις», απάντησε ο Ραλφ, που τώρα είχε τρομάξει για τα καλά. «Η γυναίκα μου, τα δυο παιδιά μας κι εγώ. Έχουμε δυο σκασμένα λάστιχα και...»

«Όχι, κύριε. Όλα σας τα λάστιχα είναι σκασμένα. Περάσατε πάνω από συρμάτινο χαλί». «Δεν...»

«Είναι μια λωρίδα από συρμάτινο δίχτυ, με εκατοντάδες καρφάκια», είπε ο αστυνομικός. «Το χρησιμοποιούμε για να σταματάμε τους πολύ βιαστικούς οδηγούς, όποτε είναι δυνατόν -τύφλα να 'χει η καταδίωξη».

«Και τι γύρευε αυτό το πράγμα πάνω στο δρόμο;» ρώτησε αγανακτισμένη η Έλλη.

Ο αστυνομικός είπε: «θ' ανοίξω την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου μου, αυτή που είναι προς την πλευρά του δικού σας. Μόλις δείτε να την ανοίγω, θέλω να βγείτε αμέσως από το αυτοκίνητο σας και να μπείτε στο δικό μου. Γρήγορα». 59

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Τέντωσε το λαιμό του, είδε την Κίρστεν -τώρα κρατιόταν από το μπατζάκι της μαμάς της και κρυφοκοίταζε από το πλάι- και της χαμογέλασε. «Γεια σου, κοριτσάκι».

Η Κίρστι του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ο αστυνομικός έστρεψε το βλέμμα του στον Ντέιβιντ. Του έγνεψε κι ο Ντέιβιντ ανταπέδωσε ψυχρά το νεύμα. «Ποιον κυνηγάτε, κύριε;» ρώτησε ο μικρός.

«Έναν κακό τύπο», απάντησε ο αστυνομικός. «Αυτό αρκεί προς το παρόν, νεαρέ. Πολύ κακό τύπο. Τακ!» «Κύριε αστυφύλακα...» πήγε να πει ο Ραλφ.

«Κύριε, με όλο το σεβασμό, αισθάνομαι σαν παπάκι σε πάγκο σκοποβολής του λούνα παρκ. Κάπου εδώ γύρω κρύβεται ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος, άσος στο σημάδι, και το σύρμα με τα καρφιά στο δρόμο είναι απόδειξη ότι βρίσκεται κάπου πολύ κοντά. Καλό θα είναι να αναβάλουμε τις περαιτέρω συζητήσεις μέχρι να βελτιωθεί η θέση μας. Με καταλάβατε;»

Τακ; αναρωτήθηκε ο Ραλφ. Να ήταν άραγε το όνομα του κακοποιού; «Ναι, αλλά...»

«Πρώτος εσείς, κύριε. Πάρτε το κοριτσάκι σας μετά. Μετά το αγόρι. Και τελευταία η κυρία, θα στριμωχτείτε λιγάκι, αλλά θα χωρέσετε όλοι πίσω». Ο Ραλφ απασφάλισε τη ζώνη του και σηκώθηκε. «Που θα πάμε;» ρώτησε. «Στην Ντεσπερέισον. Μια κωμόπολη χτισμένη γύρω από ένα μεταλλείο. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από δω».

O Ραλφ συγκατένευσε, ανέβασε το τζάμι του παραθύρου του και πήρε αγκαλιά την Κίρστεν. Η μικρή τον κοίταξε με τρομαγμένα μάτια, έτοιμη να βουρκώσει.

«Μπαμπά, αυτός ο κύριος είναι ο Μπαμπούλας;» ρώτησε. Ο Μπαμπούλας ήταν ένα τέρας που η Κίρστεν είχε φέρει στο σπίτι από το σχολείο της. Ο Ραλφ δεν ήξερε ποιο από τα παιδιά είχε τρομοκρατήσει την ευαίσθητη εφτάχρονη κορούλα του με περιγραφές ενός φριχτού πλάσματος, που κρυβόταν στις ντουλάπες, αλλά αν 60

STEPHEN KING

τον έπιανε ποτέ στα χέρια του, τον αλήτη (είχε συμπεράνει αυθαίρετα ότι ήταν αγόρι· κατά την κρίση του, η δημιουργία και η συντήρηση της ψυχολογικής τρομοκρατίας στις αυλές των αμερικανικών σχολείων ήταν δουλειά των αγοριών), θα τον στραγγάλιζε ευχαρίστως.

Τους είχε πάρει δυο μήνες να καθησυχάσουν τις φοβίες της Κίρστεν σχετικά με τον Μπαμπούλα. Και τώρα τύχαινε αυτό!

«Όχι, δεν είναι ο Μπαμπούλας, γλυκιά μου», της είπε ο Ραλφ. «Ίσως είναι ένας ταχυδρόμος που κουράστηκε πολύ στη δουλειά του». «Μπαμπά, εσύ δουλεύεις στο ταχυδρομείο», του είπε η Κίρστεν καθώς την κουβαλούσε αγκαλιά προς την πλαϊνή πόρτα της καρότσας του τροχόσπιτου.

«Ναι», έκανε χαρωπά ο Ραλφ. «Αστείο ήταν, καλή μου, δεν το κατάλαβες;» Είδε την Έλλη να βάζει μπροστά της τον Ντέιβιντ και να ξεκινάει, έχοντας τα χέρια της στους ώμους του παιδιού. «Κάτι σαν να λες τακ-τακ, αντί να χτυπήσεις την πόρτα;»

«Ναι», ξαναείπε ο Ραλφ. Κοίταξε από το παράθυρο της καρότσας κι είδε ότι ο αστυνομικός είχε ανοίξει την πίσω πόρτα του περιπολικού. Πρόσεξε, επίσης, πως όταν θα άνοιγε κι αυτός την πόρτα του τροχόσπιτου, οι δυο πόρτες, η μια δίπλα στην άλλη, θα δημιουργούσαν ένα προστατευτικό τείχος. Αυτό ήταν καλό.

Βέβαια. Εκτός κι αν το τσακάλι της ερήμου που κυνηγάει ο μπάτσος βρίσκεται πίσω μας. θεέ Μεγαλοδύναμε, γιατί να μην έχουμε πάει ατό Ατλάντικ Σίτι;

«Μπαμπά;» Ήταν ο Ντέιβιντ, ο πανέξυπνος αλλά λιγάκι ιδιόρρυθμος γιος του, που από το περασμένο φθινόπωρο είχε αρχίσει να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, μετά απ' αυτό που είχε συμβεί στον Μπράιαν, τον καλύτερο του φίλο. Όχι στην κυριακάτικη λειτουργία, όχι στο κατηχητικό, αλλά, ουσιαστικά, στην εκκλησία. Και τα απογεύματα της Κυριακής πήγαινε στο πρεσβυτέριο για να κουβεντιάσει με τον καινούριο φίλο του, τον αιδεσιμότατο Μάρτιν. Τον οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Ραλφ θα τον σκότωνε αργά και επώδυνα έτσι και τολμούσε να μοιραστεί με τον Ντέιβιντ και τίποτε άλλο εκτός από τις απόψεις του. 61

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Κατά τον Ντέιβιντ, απλώς συζητούσαν και ο Ραλφ έκρινε ότι, μετά την ιστορία με τον Μπράιαν, το παιδί είχε όντως ανάγκη κάποιον να μιλάει. Απλώς θα προτιμούσε να είχε βρ^ι ο Ντειβιντ το κουράγιο να απευθύνει τα ερωτήματα του στον πατέρα του και στη μητέρα του, αντί σε κάποιο άσχετο παπά, που ναι μεν ήταν παντρεμένος, αλλά δεν ήταν κι απίθανο να... «Μπαμπά; Όλα εντάξει;»

«Ναι, εντάξει». Ο Ραλφ δεν ήξερε αν ήταν εντάξει ή όχι, ούτε με τι ακριβώς είχαν να κάνουν, αλλά έτσι πρέπει να απαντάει κανείς στα παιδιά. Ναι, εντάξει, όλα καλά. Σκέφτηκε πως αν βρισκόταν με τον Ντέιβιντ σε αεροπλάνο και σταματούσαν οι κινητήρες, θ' αγκάλιαζε το γιο του από τους ώμους και θα του έλεγε πως όλα ήταν εντάξει, ως τη στιγμή που θα τσακίζονταν στη γη.

Άνοιξε την πόρτα, που χτύπησε στην εσωτερική πλευρά της πόρτας του περιπολικού. «Ελάτε, κάντε γρήγορα», είπε ο αστυνομικός κοιτώντας νευρικά τριγύρω.

Ο Ραλφ κατέβαινε τα σκαλάκια του τροχόσπιτου κουβαλώντας αγκαλιά την Κίρστεν με το αριστερό του χέρι. Στο δεύτερο σκαλί της έπεσε η κούκλα.

«Η Μελίσα!» φώναξε η μικρή. «Μου έπεσε η Μελίσα μου. Μπαμπά, πιάσ' την!» «Όχι, μπείτε στο αμάξι!» είπε άγρια ο αστυνομικός. «Θα πιάσω εγώ την κούκλα!»

Ο Ραλφ μπήκε στο περιπολικό, βάζοντας το χέρι του στο κεφαλάκι της Κίρστεν για να την κάνει να σκύψει. Ακολούθησε ο Ντειβιντ και μετά η Έλλη. Το πίσω κάθισμα ήταν γεμάτο χαρτιά και η θέση του οδηγού είχε βουλιάξει προς τα πίσω από το πελώριο βάρος του αστυνομικού. Μόλις η Έλλη έβαλε και το δεξί της πόδι μέσα, ο αστυνομικός βρόντηξε την πόρτα κι έκανε τρέχοντας το γύρο του αυτοκινήτου. «Η Μελίσα», φώναξε η Κίρστεν, με πραγματική αγωνία. «Ξέχασε τη Μελίσα μου!» 62

STEPHEN KING

Η Έλλη έψαξε για το χερούλι της πόρτας, σκοπεύοντας να σκύψει έξω και να πιάσει τη Μελίσα Σουίτχαρτ -σίγουρα, κανένας ψυχοπαθής με καραμπίνα δε θα προλάβαινε να την πυροβολήσει στον ελάχιστο χρόνο που χρειαζόταν ν' αρπάξει από το χώμα μια παιδική κούκλα- κι αμέσως κοίταξε σαστισμένη τον Ραλφ. «Πού είναι το χερούλι;» αναρωτήθηκε.

Την ίδια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του οδηγού και ο αστυνομικός έπεσε μέσα στο περιπολικό σαν βόμβα. Το κάθισμα βούλιαξε προς τα πίσω, συνθλίβοντας τα γόνατα του Ραλφ, που μόρφασε και φρόντισε να σιγουρευτεί ότι τα πόδια της Κίρστεν ήταν ασφαλή, ανάμεσα στα δικά του. Όχι πως η Κίρστεν καθόταν ήσυχη. Στριφογύριζε και κουνιόταν μέσα στην αγκαλιά του, με τα χέρια απλωμένα προς τη μαμά της. «Μαμά, θέλω την κούκλα μου! θέλω τη Μελίσα!»

«Κύριε αστυφύλακα...» είπε η Έλλη.

«Δεν προλαβαίνουμε», τη διέκοψε ο αστυνομικός.

«Δε γίνεται. Τακ!» Έκανε επιτόπια στροφή πάνω στο δρόμο και ξεκίνησε, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Οι δυο πίσω τροχοί ξέφυγαν στιγμιαία προς τα δεξιά. Καθώς ο οδηγός τους επανέφερε, ο Ραλφ έκανε τη σκέψη ότι όλα είχαν συμβεί με αστραπιαία ταχύτητα -μόλις δέκα λεπτά πριν, ταξίδευαν ανέμελοι με το αυτοκίνητο τους. Αυτός ήταν έτοιμος να ρωτήσει το γιο του αν ήθελε να παίξουν τις Είκοσι Ερωτήσεις, όχι επειδή είχε πραγματικά διάθεση, αλλά επειδή βαριόταν θανάσιμα τη διαδρομή. Το μόνο σίγουρο τώρα ήταν ότι δεν έπληττε πια.

«Μελίσα Σουίιιιιιτχαρτ!» τσίριξε η Κίρστεν και ύστερα έβαλε τα κλάματα.

«Σώπα, Πάι», της είπε ο Ντέιβιντ. Ήταν το χαϊδευτικό που είχε εφεύρει ο ίδιος για τη μικρή αδερφή του. Όπως συνέβαινε με πολλά άλλα πράγματα που τον αφορούσαν, οι γονείς του δεν ήξεραν ούτε τι σήμαινε αυτό για τον Ντέιβιντ ούτε πώς του είχε έρθει. Η Έλλη είχε υποθέσει ότι ο Ντέιβιντ είχε συνδυάσει την αδερφή του με κάτι νόστιμο ή γλυκό, αλλά όταν τον ρώτησε ένα βράδυ, ο Ντέιβιντ απλώς ανασήκωσε τους ώμους του και χαμογέλασε μ' εκείνο 63

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

το μυστήριο, λιγάκι λοξό χαμόγελο του. «Όχι», απάντησε. «Απλώς είναι Πάι». «Ναι, αλλά η Μελίσα μου είναι μέσα στα χώματα, στις βοομιές», είπε η Κίρστι, κοιτώντας τον αδερφό της με βουρκωμένα μάτια.

«Θα γυρίσουμε, θα την πάρουμε και θα της κάνουμε μπάνιο», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Μου το υπόσχεσαι;»

«Ναι. θα σε βοηθήσω να της λούσεις και τα μαλλιά». «Με σαμπουάν;»

«Ναι». Ο Ντέιβιντ της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.

«Κι αν ξαναγυρίσει ο κακός;» ρώτησε η Κίρστι. «Αυτός ο κακός που είναι κάπως σαν τον Μπαμπούλα; Κι αν πάει και κλέψει τη Μελίσα Σουίτχαρτ για να ζητήσει λύτρα;»

Ο Ντέιβιντ σκέπασε το στόμα του με το χέρι για να κρύψει ένα χαμόγελο. «Δε θα έρθει». Το, αγόρι κοίταξε στον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου προσπαθώντας να συναντήσει εκεί το βλέμμα του αστυνομικού. «Θα έρθει, κύριε αστυφύλακα;»

«Όχι», είπε ο αστυνομικός. «Ο άνθρωπος που ψάχνουμε δεν είναι απαγωγέας». Ο Ραλφ δε διέκρινε κανέναν τόνο αστεϊσμού στη φωνή του. Ο τύπος είχε απαντήσει στον Ντέιβιντ απόλυτα σοβαρά.

Μόλις προσπέρασαν την πινακίδα που έγραφε ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ, ο αστυνομικός μείωσε λιγάκι την ταχύτητα και ύστερα ξαναπάτησε το γκάζι, στρίβοντας δεξιά. Ο Ραλφ κρατήθηκε από την πόρτα, ελπίζοντας ότι ο τύπος στο τιμόνι ήξερε τι έκανε και δε θα τουμπάριζαν στη στροφή. Το αυτοκίνητο ανασηκώθηκε στιγμιαία στους δυο δεξιούς τροχούς και ύστερα ξαναπάτησε γερά στην άσφαλτο. Τώρα κατευθύνονταν νότια. Στον ορίζοντα ένα πελώριο ανάχωμα, που το διέσχιζαν διασταυρούμενα χαντάκια, σαν μαύρες ουλές, υψωνόταν πελώριο προς τον ουρανό. 64

STEPHEN KING

«Τι ακριβώς είναι αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε η Έλλη. «Και πώς βρέθηκε στα χέρια του το δίχτυ που χρησιμοποιεί η τροχαία για να σταματάει τους παραβάτες του ορίου ταχύτητας;»

«Συρμάτινο χαλί, μαμά», τη διόρθωσε ο Ντέιβιντ. Ανεβοκατέβαζε το δάχτυλο του στο μεταλλικό πλέγμα που χώριζε τα μπροστινά από τα πίσω καθίσματα, με ύφος ανήσυχο και πολύ σκεφτικό. Ούτε ίχνος χαμόγελου πια στο πρόσωπο του. «Έτσι όπως βρέθηκαν και τα όπλα που έχει και το αυτοκίνητο που οδηγεί», αποκρίθηκε ο αστυνομικός.

Πέρασαν δίπλα από το Πάρκινγκ του Κροταλία (μόνο για τρέιλερ) κι αμέσως μετά από τα κεντρικά γραφεία της Μεταλλευτικής Εταιρείας Ντεσπερέισον. Μπροστά τους ήταν κάμποσα ακόμη επαγγελματικά κτίρια. Στο κέντρο μιας διασταύρωσης, ένα φανάρι αναβόσβηνε συνεχώς πορτοκαλί, κάτω από χίλια χιλιόμετρα γαλάζιου ουρανού.

«Είναι αστυνομικός. Και να ξέρετε ένα πράγμα, Κάρβερ: αν έχεις να κάνεις με σαλεμένο αστυνομικό, έχεις μεγάλα μπλεξίματα». «Πώς ξέρετε το επίθετο μας;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Δε ζητήσατε να δείτε την άδεια οδήγησης του πατέρα μου, άρα πώς ξέρετε το όνομα του;»

«Το είδα όταν άνοιξε ο μπαμπάς σου την πόρτα», απάντησε ο αστυνομικός κοιτώντας τον Ντέιβιντ από τον εσωτερικό καθρέφτη. «Στην πλακέτα πάνω από το τραπέζι. Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΦΥΛΑΕΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙ. ΚΑΡΒΕΡ. Χαριτωμένο».

Κάτι δεν πήγαινε καλά μ' αυτό, ο Ραλφ το διαισθάνθηκε, αλλά προς το παρόν δεν έδωσε σημασία. Τώρα ο φόβος του είχε μετατραπεί σε κακό προαίσθημα, τόσο έντονο και συνάμα τόσο συγκεχυμένο, που ένιωθε σαν να είχε καταπιεί κάτι δηλητηριασμένο. Σκέφτηκε πως αν τέντωνε το χέρι του θα ήταν σταθερό, δε θα έτρεμε, όμως αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι ο φόβος του όλο και μεγάλωνε από τη στιγμή που ο αστυνομικός τους είχε απομακρύνει από το σακατεμένο, κινούμενο σπίτι τους με τέτοια ανατριχιαστική ευκολία. Προφανώς, δεν ήταν το είδος του φόβου που σε κάνει να τρέμεις –είναι στεγνός φόβος, σκέφτηκε με μια δόση 65

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χιούμορ, αταίριαστη στο χαρακτήρα του- αλλά ήταν φόβος έτσι κι αλλιώς.

«Αστυνομικός», επανέλαβε σκεφτικός ο Ραλφ και στο νου του ήρθε μια ταινία που είχε δει στο βίντεο ένα Σάββατο βράδυ, όχι πολύ καιρό πριν. Ο Μανιακός Αστυνόμος ήταν ο τίτλος της. Και το διαφημιστικό σλόγκαν πάνω από τον τίτλο: ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΣΙΩΠΗΛΟΙ. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. Περίεργο πώς σου κολλάνε καμιά φορά στο μυαλό τέτοιες βλακείες. Μόνο που τώρα δε φαινόταν διόλου περίεργο. «Αστυνομικός, ναι», απάντησε ο δικός τους αστυνόμος. Ακούστηκε σαν να χαμογελούσε.

Σοβαρά; ρώτησε τον εαυτό του ο Ραλφ. Και πώς ακριβώς ακούγεται ένα χαμόγελο;

Αισθανόταν ότι η Έλλη τον κοίταζε επίμονα, με (απορία, αλλά δεν του φάνηκε σκόπιμο να συναντήσει το βλέμμα της. Δεν ήξερε τι μπορεί να διάβαζαν ο ένας στα μάτια του άλλου και δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να το διαπιστώσει. Ο αστυνομικός, πάντως, είχε χαμογελάσει. Κατά ένα μυστήριο τρόπο, ο Ραλφ ήταν σίγουρος γι' αυτό.

Γιατί να χαμογελάει; Τι το αστείο βρίσκει σ' ένα μανιακό δολοφόνο που τριγυρίζει ελεύθερος ή σε έξι τρύπια λάστιχα ή σε μια τετραμελή οικογένεια στριμωγμένη στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού χωρίς χερούλια στις πίσω πόρτες ή στην κούκλα της κόρης μου, που έμεινε πεσμένη στο χώμα, δέκα χιλιόμετρα μακριά από δω; Τι απ' αυτά μπορεί να τον φάνηκε αστείο; Ο Ραλφ δεν ήξερε. Κι όμως, ο αστυνομικός είχε ακουστεί σαν να χαμογελούσε.

«Της πολιτειακής αστυνομίας;» ρώτησε ο Ραλφ καθώς περνούσαν κάτω από το φανάρι στο σταυροδρόμι.

«Κοίτα, μαμά!» φώναξε χαρωπά η Κίρστεν. «Ποδήλατα! Πάνω στο δρόμο, γυρισμένα ανάποδα! Να, εκεί πέρα! Πλάκα δεν έχει;»

«Ναι, γλυκιά μου, τα είδα», είπε η Έλλη. Δε φάνηκε ωστόσο να βρίσκει τη θέα των τριών ποδηλάτων τόσο αστεία όσο η κόρη της. 66

STEPHEN KING

«Πολιτειακός αστυνόμος; Όχι, δεν είπα αυτό». Ο γιγαντόσωμος άντρας που καθόταν στο τιμόνι ακούστηκε πάλι σαν να χαμογελούσε. «Όχι της πολιτειακής αστυνομίας, της τοπικής».

«Αλήθεια;» είπε ο Ραλφ. «Πόσους αστυνομικούς έχετε σε μια τόσο μικρή πόλη;» «Υπήρχαν άλλοι δύο», απάντησε ο αστυνομικός και το χαμόγελο στη φωνή του έγινε πιο αισθητό από ποτέ. «Αλλά τους σκότωσα».

Έστρεψε το κεφάλι του και τους κοίταξε πίσω από το πλέγμα. Τελικά, δε χαμογελούσε απλώς, χαμογελούσε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, δείχνοντας τα δόντια του. Ήταν τόσο μεγάλα, που έμοιαζαν με κόκαλα, παρά με δόντια. Και φαίνονταν και οι δυο οδοντοστοιχίες του, μέχρι πίσω, σφηνωμένες σε φαρδιά, ρόδινα ούλα.

«Τώρα είμαι εγώ ο μοναδικός εκπρόσωπος του νόμου δυτικά του Πέκος». Ο Ραλφ είχε απομείνει να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Ο αστυνομικός του χαμογέλασε, οδηγώντας με το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω και σταμάτησε ομαλά έξω από το κτίριο που στέγαζε τις τοπικές υπηρεσίες της Ντεσπερέισον χωρίς καν να κοιτάξει μια φορά πού πήγαινε.

«Κάρβερ», είπε σοβαρά, χωρίς να πάψει να χαμογελάει, «καλώς ορίσατε στην Ντεσπερέισον». 5

Μία ώρα αργότερα, ο ίδιος αστυνομικός ρίχτηκε ξοπίσω στη γυναίκα με το μπλουτζίν και το ξεθωριασμένο γαλάζιο μπλουζάκι. Οι μπότες του βροντοχτυπούσαν στα σανίδια, είχε τα χέρια του τεντωμένα μπροστά, αλλά από το πρόσωπο του είχε σβήσει εκείνο το πλατύ χαμόγελο και ο Ραλφ αισθάνθηκε μια άγρια, θριαμβευτική ικανοποίηση. Ο αστυνομικός φαινόταν αποφασισμένος, αλλά η γυναίκα με το μπλουτζίν είχε καταφέρει -μάλλον κατά τύχη, παρά από σοφό υπολογισμό- να παρεμβάλει ανάμεσα τους το γραφείο κι αυτό ήταν που θα έκανε τη διαφορά. Ο Ραλφ την είδε 67

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

να σηκώνει τους δυο κόκορες της καραμπίνας και να στηρίζει το όπλο στον ώμο της καθώς η πλάτη της ακουμπούσε στα κάγκελα του μεγάλου κελιού στο βάθος. Είδε το δάχτυλο της να τυλίγεται γύρω από τη διπλή σκανδάλη.

Ο μεγαλόσωμος αστυνομικός ορμούσε καταπάνω της ακάθεκτος, αλλά αυτό δεν επρόκειτο να τον ωφελήσει σε τίποτα.

Ρίξ' του, κοπέλα μου, σκέφτηκε ο Ραλφ. Όχι για να σωθούμε, αλλά επειδή σκότωσε την κόρη μου. Τίναξε του τα μυαλά στον αέρα, τον αναθεματισμένο.

Μια στιγμή πριν η Μαίρη τραβήξει τη σκανδάλη, ο αστυνομικός έπεσε στα γόνατα μπροστά στο γραφείο, σκύβοντας και το κεφάλι του, σαν πιστός σε προσευχή. Ο διπλός κρότος του πυροβολισμού αντήχησε εκκωφαντικός σαν έκρηξη στον περιορισμένο χώρο. Φλόγες τινάχτηκαν από τη διπλή κάννη. Ο Ραλφ άκουσε τη γυναίκα του να ουρλιάζει -θριαμβευτικά, του φάνηκε.

Αν ναι, ήταν πρόωρη η χαρά της. Το καπέλο του αστυνομικού τινάχτηκε από το κεφάλι του, αλλά τα σκάγια πήγαν ψηλά. Χτύπησαν στον απέναντι τοίχο και στην οροφή της σκάλας έξω από την ανοιχτή πόρτα μ' έναν ήχο σαν χοντρό χαλάζι σε τζάμια παραθυριού. Στα δεξιά της πόρτας ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας ανακοινώσεων κι ο Ραλφ είδε στρογγυλές μαύρες τρύπες να σχηματίζονται άτακτα πάνω στα χαρτιά που ήταν καρφιτσωμένα εκεί. Το καπέλο του αστυνομικού ήταν πια ένα κουρέλι, που το συγκρατούσε μόνο η λεπτή, δερμάτινη κορδέλα του. Τα φυσίγγια ήταν για ελάφια, όχι για πουλιά. Αν είχαν πετύχει τα σκάγια τον αστυνομικό στην κοιλιά, θα τον είχαν ανοίξει στα δύο. Ο Ραλφ αισθάνθηκε ακόμα πιο άσχημα μετά απ' αυτή τη διαπίστωση. Ρίχνοντας όλο το βάρος του πάνω στο γραφείο, ο γιγαντόσωμος αστυνομικός έσπρωξε το έπιπλο προς τα πίσω, προς το κελί που ο Ραλφ είχε υποθέσει ότι ήταν το κρατητήριο για τους μεθυσμένους και προς τη γυναίκα, που η πλάτη της ακουμπούσε στα κάγκελα. Η καρέκλα του γραφείου, που είχε σφηνώσει στο άνοιγμα για τα πόδια, περιστράφηκε μ' ένα δυνατό στρίγκλισμα των τροχών της. Η γυναίκα προσπάθησε να φέρει το όπλο μπροστά της πριν τη χτυπήσει η καρέκλα, αλλά δεν πρόλαβε. Η ράχη της καρέκλας τη χτύπησε με δύναμη στη λεκάνη, στην κοιλιά και στο στομάχι και 68

STEPHEN KING

την κόλλησε πάνω στα κάγκελα. Η γυναίκα άφησε μια κραυγή πόνου και πανικού.

Ο πελώριος αστυνομικός άνοιξε τα χέρια του, σαν τον Σαμψών όταν ετοιμαζόταν να γκρεμίσει το ναό, κι άρπαξε τις δυο πλευρές του γραφείου. Παρ' όλο που τ' αυτιά του βούιζαν ακόμη από τον πυροβολισμό, ο Ραλφ άκουσε τις ραφές στις μασχάλες του πουκαμίσου της στολής του να σκίζονται. Ο αστυνομικός τράβηξε το γραφείο προς το μέρος του. «Πέταξε το!» φώναξε άγρια. «Μαίρη, πέταξε το όπλο!»

Η γυναίκα έσπρωξε μακριά της την καρέκλα, σήκωσε πάλι την καραμπίνα και ξανατράβηξε τους δυο κόκορες. Με τη γωνιά του ματιού του, ο Ραλφ είδε την Έλλη να φράζει τ' αυτιά της με τις παλάμες, καθώς το δάχτυλο της γυναίκας πίεζε τη διπλή σκανδάλη, αλλά αυτή τη φορά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα ξερό κλικ. Ο Ραλφ αισθάνθηκε πικρή απογοήτευση, σαν να γέμισε το στόμα του χολή. Με την πρώτη ματιά που είχε ρίξει στην καραμπίνα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν αυτόματη, κι όμως ήλπιζε, παρ' όλα αυτά, ότι θα ξαναγέμιζε από μόνη της με κάποιο μαγικό τρόπο, περίμενε πραγματικά ν' ακούσει το διπλό πυροβολισμό, λες και ο ίδιος ο θεός θα είχε φροντίσει να ξαναοπλίσει την καραμπίνα. Ο αστυνομικός έσπρωξε πάλι το γραφείο. Αν δεν υπήρχε η καρέκλα, η γυναίκα θα ήταν ασφαλής στο άνοιγμα για τα πόδια. Όμως, η καρέκλα ήταν εκεί και τη χτύπησε ξανά στην κοιλιά, κάνοντας τη να διπλωθεί στα δύο και ν' αφήσει άλλη μια έντρομη, πονεμένη κραυγή. «Πέτα το όπλο, Μαίρη, πέτα το!» φώναξε ο αστυνομικός.

Αυτή όμως δεν υπάκουσε. Κι ενώ ο αστυνομικός τραβούσε πάλι πίσω το γραφείο (γιατί δεν την πιάνει; αναρωτήθηκε ο Ραλφ. Αφού ξέρει ότι η αναθεματισμένη η καραμπίνα είναι άδεια) και τα φυσίγγια κυλούσαν κι έπεφταν σκορπίζοντας στο δάπεδο προς όλες τις κατευθύνσεις, η γυναίκα γύρισε ανάποδα το όπλο και το έπιασε από τη διπλή κάννη. Έπειτα έσκυψε μπροστά και, χρησιμοποιώντας το κοντάκι σαν κλομπ, το κατέβασε με όλη της τη δύναμη πάνω από το γραφείο. Ο Αστυνομικός προσπάθησε να στρίψει το δεξιό του ώμο, αλλά η λαβή του όπλου τον πέτυχε 69

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στην άκρη της κλείδας. Γρύλισε άγρια, σαν σκύλος. Ο Ραλφ δεν ήξερε να πει αν ήταν από πόνο, έκπληξη ή οργή, αλλά το γρύλισμα προκάλεσε μια κραυγή ικανοποίησης από το απέναντι κελί, όπου βρισκόταν ο Ντέιβιντ, έχοντας αγκαλιάσει και με τα δυο του χέρια τα άσπρα κάγκελα. Το πρόσωπο του παιδιού ήταν κατάχλομο και υγρό από τον ιδρώτα, τα μάτια του γυάλιζαν. Ο άντρας με τα άσπρα μαλλιά είχε σηκωθεί και στεκόταν δίπλα του.

Ο αστυνομικός τράβηξε άλλη μια φορά το γραφείο προς το μέρος του -το χτύπημα που είχε μόλις φάει στον ώμο δε φάνηκε να τον έχει επηρεάσει διόλου- και ύστερα το ξανάσπρωξε απότομα μπροστά, χτυπώντας για τρίτη φορά τη γυναίκα με τη ράχη της καρέκλας και κολλώντας την πάνω στα κάγκελα. Εκείνη άφησε άλλη μια δυνατή κραυγή πόνου.

«Πέτα το!» φώναξε ο αστυνομικός. Η φωνή του είχε μια παράξενη χροιά κι ο Ραλφ ευχήθηκε προς στιγμήν να είχε χτυπήσει τελικά το κάθαρμα και να πονούσε. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι ο μπάτσος γελούσε. «Αν δεν πετάξεις αμέσως το όπλο, θα σε μαυρίσω στο ξύλο. Σοβαρά μιλάω!»

Η γυναίκα με το μπλουτζίν - η Μαίρη- σήκωσε πάλι την καραμπίνα, αλλά χωρίς σιγουριά αυτή τη φορά. Η άκρη της μπλούζας της είχε τραβηχτεί από το παντελόνι και ο Ραλφ είδε μια μεγάλη κοκκινίλα πάνω στο άσπρο δέρμα της κοιλιάς της. Έτσι κι έβγαζε το μπλουζάκι της, σίγουρα θα φαινόταν η σιλουέτα τη; ράχης της πολυθρόνας αποτυπωμένη στο κορμί της.

Η γυναίκα κράτησε για μια στιγμή το όπλο ψηλά, με το κοντάκι να τρέμει στον αέρα, και ύστερα το πέταξε πέρα. Η καραμπίνα σύρθηκε με θόρυβο ως το κελί όπου ήταν ο Ντέιβιντ και ο ασπρομάλλης άντρας. Ο Ντέιβιντ στύλωσε το βλέμμα του στο όπλο.

«Μην τ' αγγίξεις, παιδί μου», του είπε ο ασπρομάλλης. «Είναι άδειο, άχρηστο. Παράτα το».

Ο αστυνομικός έριξε μια ματιά στον ασπρομάλλη και στο παιδί. Ύστερα στράφηκε πάλι προς τη γυναίκα, που ήταν καθηλωμένη πάνω στα κάγκελα του άδειου κελιού, και της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο. Τράβηξε το γραφείο ελευθερώνοντας την, έκανε το γύρο του επίπλου κι έριξε μια γερή κλοτσιά στην καρέκλα, που κύλησε με ταχύτητα, στριγκλίζοντας πάνω στα ροδάκια της, για 70

STEPHEN KING

να σταματήσει τελικά μ' έναν ξερό κρότο πάνω στα κάγκελα του μικρού, άδειου κελιού, δίπλα στον Ραλφ και στην Έλλη. Ο αστυνομικός αγκάλιασε πατρικά τη μελαχρινή γυναίκα από τους ώμους και την κοίταξε σχεδόν τρυφερά. Εκείνη ανταποκρίθηκε με το πιο φαρμακερό βλέμμα που είχε δει στη ζωή του ο Ραλφ. «Μπορείς να περπατήσεις;» τη ρώτησε ο αστυνομικός. «Μήπως έσπασες τίποτε;» «Τι σημασία έχει;» του απάντησε περιφρονητικά εκείνη. «Αν είναι να με σκοτώσεις, καν' το να τελειώνουμε».

«Να σε σκοτώσω; Να σε σκοτώσω;» Ο αστυνομικός έμεινε κατάπληκτος, σαν άνθρωπος που δεν είχε σκοτώσει ποτέ στη ζωή του τίποτε μεγαλύτερο από μύγα.

«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, Μαίρη!» Την έσφιξε στιγμιαία πάνω του και ύστερα κοίταξε γύρω του, τον Ραλφ, την Έλλη, τον Ντέιβιντ και τον άντρα με τα άσπρα μαλλιά. «Όχι βέβαια», είπε γελαστά. «Να σε σκοτώσω τώρα που άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον το πράγμα;» ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 1 Ο άνθρωπος που κάποτε είχε μπει εξώφυλλο στο Πιπλ, στο Τάιμ και στο Πρεμιέρ (όταν παντρεύτηκε την πασίγνωστη ηθοποιό με τα σμαράγδια), αυτός που είχε γίνει πρωτοσέλιδο των Νιου Γιορκ Τάιμς (όταν κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το βιβλίο του Ηδονή) αλλά και κεντρικό θέμα της Ινσάιντ Βιου (όταν συνελήφθη για ξυλοδαρμό της τρίτης συζύγου του, αυτής πριν από την ηθοποιό με τα σμαράγδια) ήθελε να κατουρήσει επειγόντως. Οδήγησε τη μοτοσικλέτα του στην άκρη της δυτικής λωρίδας της Εθνικής 50, κατεβάζοντας μεθοδικά τις ταχύτητες με το μουδιασμένο αριστερό του πόδι, και τελικά σταμάτησε αργά και ομαλά στην άκρη της ασφάλτου. Ευτυχώς που η κυκλοφορία ήταν ελά71

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χιστη σ' αυτόν το δρόμο και μπορούσε να αφήσει τη μοτοσικλέτα πάνω στην άσφαλτο. Στην ευρύτερη περιοχή της Μεγάλης Κοιλάδας είναι αδύνατο να παρκάρεις τη μηχανή σου στο χώμα, δίπλα στο δρόμο, ακόμη κι αν κάποτε πηδούσες τη διασημότερη ηθοποιό της Αμερικής (έστω κι αν η κυρία τα είχε πια τα χρονάκια της εκείνη την εποχή), ακόμη και αν το όνομα σου έχει συνδεθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το χώμα είναι μαλακό κι έτσι και δοκιμάσεις να τη στήσεις, η μηχανή θα γείρει και θα πέσει κάτω. Στο σημείο όπου είχε σταματήσει, το χώμα δίπλα στο δρόμο φαινόταν σκληρό, αλλά η σκληράδα ήταν επιφανειακή -όπως είναι επιφανειακή και σε ορισμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του τύπου που, αν θέλει να τον δει καλά, πρέπει να κοιτάξει στον καθρέφτη. Κι άντε μετά να σηκώσεις μια Χάρλεϊ Ντάβιντσον τριακοσίων πενήντα κιλών, ειδικά άμα έχεις πατήσει τα πενήντα έξι κι είσαι εντελώς αγύμναστος. Ούτε για πλάκα!

Άσ' το καλυτέρα, όεν έχω όρεξη για άρση βαρών, σκέφτηκε, κοιτώντας την κόκκινη και κρεμ Χάρλεϊ, μοντέλο Σοφτέιλ, μια μοτοσικλέτα δρόμου, που οι αγνοί μοτοσικλετιστές σίγουρα θ' αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση. Αφουγκράστηκε για λίγο το μαλακό, ρυθμικό θόρυβο του κινητήρα στη σιωπή της ερήμου. Οι μοναδικοί άλλοι ήχοι ήταν το φύσημα του αέρα και το χτύπημα των κόκκων της λεπτής άμμου πάνω στο δερμάτινο μπουφάν του αγορασμένο από του Μπάρνεϊς, στη Νέα Υόρκη, χίλια διακόσια δολάρια. Πολύ κουλ ρούχο, ό,τι πρέπει για να σε φωτογραφίσει καμιά αδερφή από το περιοδικό Ιντερβιου πριν σου πάρουν συνέντευξη. Άσ' τη λοιπόν τη μηχανή εκεί που είναι, εντάξει;

«Καμιά αντίρρηση», είπε φωναχτά. Έβγαλε το κράνος του και το άφησε στη σέλα της Χάρλεϊ. Ύστερα έτριψε αργά με την παλάμη του το πρόσωπο του, που έκαιγε όσο και ο ζεστός αέρας και ήταν στεγνό και μαυρισμένο από τον ήλιο. Ποτέ άλλοτε στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο κουρασμένος και τόσο έξω από το στοιχείο του. 2

72

STEPHEN KING

Ο λέων της λογοτεχνίας έκανε κάμποσα άκαμπτα βήματα προς την έρημο, με τα μακριά, γκρίζα μαλλιά του να κυματίζουν πάνω στην πλάτη του πέτσινου μπουφάν και το δερμάτινο πανωπαντέλονο (κι αυτό από του Μπάρνεϊς) να τρίβεται πάνω στις ξερές αφάνες και στα χαμόκλαδα. Ύστερα κοίταξε προσεκτικά και προς τις δυο κατευθύνσεις του δρόμου, αλλά δεν είδε τίποτε να έρχεται. Υπήρχε κάποιο όχημα σταματημένο γύρω στα τρία χιλιόμετρα παρακάτω, στο ρεύμα του δρόμου προς τα δυτικά -φορτηγό μάλλον ή αυτοκινούμενο τροχόσπιτο- αλλά ακόμη κι αν υπήρχαν άνθρωποι μέσα, θα ήταν αδύνατο να δουν το σπουδαίο άντρα να κατουράει, εκτός αν κοίταζαν με κιάλια. Αλλά και να κοίταζαν, τι έγινε; Σιγά το θέαμα!

Ο Τζον Μάρινβιλ -ο άνθρωπος που το Χάρπερς είχε χαρακτηρίσει ως το συγγραφέα «που θα ήθελε να ήταν ο Νόρμαν Μέιλερ», ο άνθρωπος που ο Σέλμπι Φουτ είχε αποκαλέσει «μοναδικό εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα του ύψους του Τζον Στάινμπεκ»- κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του κι έβγαλε έξω τη μόνη αυθεντική πένα του. Αλλά ενώ είχε σκάσει για κατούρημα, κύλησε σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό και δεν έγινε τίποτε. Στεκόταν απλώς εκεί, με το πουλί του μαραμένο μέσα στο χέρι του.

Έπειτα, επιτέλους, τινάχτηκε ένα υγρό, κίτρινο τόξο, που έλουσε τα στεγνά, σκονισμένα φύλλα ενός κοντινού θάμνου και τα έκανε να φανούν λαμπερά σκουροπράσινα.

«Δοξασμένο ας είναι το όνομα τον Κνρίον.'» βροντοφώναξε με τη χαρωπή, παλλόμενη φωνή του Τζίμι Σουάγκαρτ. Η μίμηση αυτή ήταν η μεγάλη επιτυχία του στα κοκτέιλ πάρτι. Κάποτε, ο Τομ Γουλφ είχε γελάσει τόσο πολύ ακούγοντας τον να μιλάει μ' αυτή τη βαθιά, προφητική φωνή, που ο Τζόνι είχε φοβηθεί ότι ο άνθρωπος θα πάθαινε εγκεφαλικό. «Νερό στην έρημο, έγινε θαύμα! Άλλη-Λούλα!» Καμιά φορά είχε την εντύπωση ότι αυτή η προσβλητική ίσως παραφθορά του «Αλληλούια», και όχι οι ακόρεστες ορέξεις του για ποτό, ναρκωτικά και πιτσιρίκες, ήταν η πραγματική αιτία που έκαναν τη διάσημη ηθοποιό να τον πετάξει στην πισίνα στη διάρκεια μιας μεθυσμένης συνέντευξης Τύπου στο ξενοδοχείο Μπελ-Αιρ... για να μαζέψει στη συνέχεια τα σμαράγδια της και να τον παρατήσει. 73

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

To επεισόδιο αυτό δεν ήταν η αφετηρία της παρακμής του, αλλά το σημείο όπου έγινε πλέον αδύνατο να συνεχίσει να αγνοεί το γεγονός ότι είχε πέσει σε παρακμή -δεν είχε απλώς μια κακή μέρα ή έστω μια κακή χρονιά αλλά-μια κακή ζωή. Η φωτογραφία του, όπως έβγαινε από την πισίνα με το λευκό κοστούμι του να στάζει νερά κι ένα πλατύ μεθυσμένο χαμόγελο στα χείλη, είχε δημοσιευτεί σε ένα τεύχος του Εσκονάιρ με θέμα «Αμφίβολα Επιτεύγματα Μεγάλων Ανδρών», κηρύσσοντας την έναρξη των μετέπειτα συχνών εμφανίσεων του στο περιοδικό Σπάι. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Σπάι είναι το νεκροταφείο των πρώην καλών υπολήψεων.

Παρ' όλα αυτά, εκείνο το απόγευμα, έτσι όπως κατουρούσε αντικρίζοντας το Βορρά, με τη σκιά του μια μακριά λωρίδα προς τη μεριά της Ανατολής, αυτές οι σκέψεις δεν τον πλήγωναν τόσο πολύ όσο άλλες φορές. Όπως τον πλήγωναν πανιά στη Νέα Υόρκη (εκεί όπου τα πάντα πληγώνουν, στις μέρες μας). Στην έρημο ακόμη και η υπόληψη του Σαίξπηρ φαινόταν όχι απλώς εύθραυστη αλλά και αδιάφορη. Όταν έχεις γίνει ένα είδος 'Ελβις Πρίσλεϊ της λογοτεχνίας -γέρος, υπέρβαρος κι ακόμα «μέσα σ' όλα», ενώ θα έπρεπε να έχεις αποσυρθεί από καιρό- αυτό δεν ήταν και τόσο άσχημο. Άνοιξε λίγο ακόμη τα πόδια του, λύγισε ελαφρά τη μέση του προς τα πίσω κι άφησε το πουλί του για να μπορέσει να τρίψει τη βάση της πλάτης του. Κάπου είχε ακούσει ότι μ' αυτό τον τρόπο θα άδειαζε εντελώς την κύστη του και μάλλον έπιανε το κόλπο, αν και θα ήταν αδύνατο ν' αποφύγει άλλη μια στάση για κατούρημα πολύ πριν φτάσει στο Όστιν, στην επόμενη σκατούπολη της Νεβάδα όπου θα διανυκτέρευε, σ' αυτό το μακρύ ταξίδι προς την Καλιφόρνια. Ο προστάτης του δε λειτουργούσε πλέον τόσο άψογα όσο κάποτε. Όποτε σκεφτόταν τέτοια πράγματα αυτό τον καιρό (πράγμα που έκανε πολύ συχνά), φανταζόταν ένα πρησμένο όργανο με τραχιά επιφάνεια, που θύμιζε εγκέφαλο ψημένο από διενέργεια σε ταινία φρίκης της δεκαετίας του πενήντα. Ήξερε ότι έπρεπε να πάει να ελέγξει τον προστάτη του, όχι σαν μεμονωμένο πρόβλημα αλλά σαν μέρος ενός γενικού τσεκ-απ. Έπρεπε να το κάνει σύντομα, οπωσδήποτε έπρεπε να το κάνει, αλλά ας μη γινόμαστε υπερβολικοί, δεν κατουρούσε αίμα, κι άλλωστε... 74

STEPHEN KING

Καλά, εντάξει. Φοβόταν. Αυτό ήταν το «άλλωστε».

Την τελευταία πενταετία, εκτός από τη λογοτεχνική του φήμη που πήγαινε κατά διαβόλου, ήταν πολλά αυτά που δεν πήγαιναν καλά και το γεγονός ότι είχε κόψει τα χάπια και το ποτό δεν είχε βελτιώσει την κατάσταση όσο ήλπιζε αρχικά. Από μια άποψη, η αποχή του από τις καταχρήσεις είχε χειροτερέψει τα πράγματα. Το πρόβλημα όταν είσαι νηφάλιος, είχε διαπιστώσει ο Τζόνι, είναι ότι θυμάσαι όλα αυτά που σε τρομάζουν. Τώρα φοβόταν ότι ο γιατρός θα ανακάλυπτε πολύ χειρότερα πράγματα από έναν προστάτη στο μέγεθος του Εγκεφάλου από τον Πλανήτη Άρους όταν θα έχωνε το δάχτυλο του στην κάτω οπή του λέοντα της λογοτεχνίας. Μπορεί να ανακάλυπτε έναν προστάτη όμοιο με σάπια κολοκύθα και καρκινώδη σαν... σαν του Φρανκ Ζάπα. Αλλά ακόμη κι αν δεν καραδοκούσε εκεί ο καρκίνος, θα μπορούσε κάλλιστα να κρύβεται κάπου αλλού. Στα πνευμόνια, για παράδειγμα. Ο Τζόνι κάπνιζε δυο πακέτα Κάμελ την ημέρα επί είκοσι χρόνια και στη συνέχεια τρία πακέτα Κάμελ Λάιτς για τα επόμενα δέκα, λες και με τα Κάμελ Λάιτς θα διορθώνονταν όλα, οι βρόγχοι θα καθάριζαν, η τραχεία θα γινόταν γυαλί και οι πνευμονικές κυψελίδες καθαρές σαν μωρού παιδιού. Σκατά! Ενώ είχε κόψει το τσιγάρο εδώ και δέκα χρόνια, και τα βαριά και τα ελαφριά, ακόμα ρουθούνιζε σαν παλιάλογο ως το μεσημέρι και συχνά ξυπνούσε από κρίσεις βήχα στη μέση της νύχτας. Ή το στομάχι! Γιατί όχι το στομάχι; Μαλακό, ροδαλό, ανύποπτο, ιδανικός στόχος για τον ύπουλο καρκίνο.

Ο Τζόνι είχε ανατραφεί σε οικογένεια φανατικών κρεατοφάγων, όπου «φιλέτο σενιάν» σήμαινε ότι ο μάγειρας είχε απλώς ακουμπήσει το κρέας στο τηγάνι και η έννοια «καλοψημένο» ήταν παντελώς άγνωστη. Ο ίδιος λάτρευε τα πικάντικα λουκάνικα και τις καυτερές πιπεριές και θεωρούσε ότι οι σαλάτες και τα λαχανικά είναι καλά μόνο για όσους υποφέρουν από χρόνια δυσκοιλιότητα. Έτσι έτρωγε σ' όλη τη γαμημένη ζωή του, έτσι συνέχιζε ακόμη να τρώει και κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθούσε το ίδιο διαιτολόγιο ώσπου να καταλήξει καθηλωμένος σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου, να τον ταΐζουν όλες τις «σωστές» ουσίες με ενδοφλέβιο ορό. 75

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο εγκέφαλος; Πιθανό. Πολύ πιθανό. Όγκος ή ίσως (να μια εξαιρετικά εύθυμη σκέψη) μια πρώιμη εκδήλωση της νόσου Αλτζχάιμερ.

Το πάγκρεας; Τουλάχιστον αυτός ο καρκίνος ήταν από τους γρήγορους. Ταχεία εξυπηρέτηση, καθόλου αναμονή. Καρδιακή προσβολή; Κίρρωση ήπατος; Εγκεφαλικό; Συμφόρηση;

Πόσο πιθανά ακούγονταν όλα! Πόσο λογικά! Σε πολλές συνεντεύξεις παρουσίαζε τον εαυτό του ως άνθρωπο που τον εξοργίζει η ιδέα του θανάτου, αλλά ήταν κι αυτή μια από τις τόσες και τόσες μπούρδες που είχε πουλήσει στον κόσμο στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του. Η αλήθεια ήταν ότι ο θάνατος τον τρομοκρατούσε και επειδή σ' όλη του τη ζωή ακόνιζε ασταμάτητα τη φαντασία του, τώρα τον έβλεπε να έρχεται από δέκα διαφορετικές κατευθύνσεις. Αργά τη νύχτα ειδικά, όταν δεν του κολλούσε ύπνος, είχε την τάση να τον βλέπει να έρχεται από χίλιες διαφορετικές κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Και η άρνηση του να πάει για γενικό τσεκάπ και ν' αφήσει τους γιατρούς να δουν κάτω από το καπό δεν επρόκειτο να εμποδίσει καμιά απ' αυτές τις αρρώστιες να τον αγγίξει ή να τρέφεται από το σώμα του, αν είχε ήδη αρχίσει η ανάπτυξη της. Απλώς, μένοντας μακριά από τους γιατρούς και τα διαβολικά τους μηχανήματα, δεν ήταν αναγκασμένος να ξέρει. Δε χρειάζεται να τα βάλεις με το δράκο που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι σου αν σβήσεις το φως και δεν τον βλέπεις. Κι αυτό που κανένας γιατρός στον κόσμο δεν αντιλαμβάνεται είναι ότι, για ανθρώπους σαν τον Τζόνι Μάρινβιλ, ο φόβος είναι προτιμότερος από τη διαπίστωση. Ειδικά όταν έχεις στρώσει χαλί υποδοχής σε κάθε υπαρκτή μοιραία ασθένεια.

Του AIDS συμπεριλαμβανομένου, σκέφτηκε, ατενίζοντας την έρημο μπροστά του. Προσπαθούσε όσο γινόταν να προσέχει -η οδυνηρή αλήθεια ήταν ότι τελευταία δεν είχε και τόσες πολλές κατακτήσεις- και τους τελευταίους δέκα μήνες σίγουρα ήξερε τι έκανε γιατί είχε κόψει μαχαίρι το πιοτό και δεν είχε πλέον κρίσεις αμνησίας. Αλλά τη χρονιά πριν το κόψει, σε τέσσερις πέντε περιπτώσεις, είχε ξυπνήσει δίπλα σε κάποια εντελώς άγνωστη πιτσιρίκα και είχε τρέξει αμέσως στο μπάνιο να ελέγξει τη λεκάνη. Τη μια φορά είχε δει ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό να επιπλέει, 76

STEPHEN KING

οπότε μάλλον ήταν εντάξει. Τις υπόλοιπες, τζίφος! Φυσικά, μπορεί μετά να είχαν τραβήξει το καζανάκι ή αυτός ή η κοπέλα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ειδικά όταν είσαι τόσο τύφλα, που δε θυμάσαι καν τη γυναίκα με την οποία πηδήχτηκες. Και το AIDS....

«Το σκατόπραμα τρυπώνει μέσα σου και περιμένει», είπε μεγαλόφωνα και μόρφασε καθώς μια ξαφνική ριπή ανέμου ξεσήκωσε ένα λεπτό σύννεφο άμμου που τον χτύπησε στα μάγουλα, στο λαιμό και στο εκτεθειμένο του όργανο. Το τελευταίο είχε περιπέσει σε πλήρη απραξία εδώ και ένα λεπτό τουλάχιστον. Ο Τζόνι το τίναξε μια δυο φορές και το ξανάχωσε στο σώβρακο του. «Αδελφοί», είπε με τη βαθιά, βιβλική φωνή του ιεροκήρυκα, απευθυνόμενος στις μακρινές σιλουέτες των βουνών, που τρεμόπαιζαν πίσω από τα κύματα της θερμότητας στον ορίζοντα. «Όπως αναφέρεται στην Προς Εφεσίους Επιστολή, παράγραφος τρία, στίχος εννέα, όσο κι αν το τινάξεις το άτιμο, η τελευταία σταγόνα θα πέσει πάντα στο βρακί σου. Έτσι είναι γραμμένο κι έτσι...» Είχε αρχίσει να στρέφεται προς το δρόμο, κουμπώνοντας το παντελόνι του και μιλώντας φωναχτά, κυρίως για να μη σκέφτεται την ημικρανία που τον τριγύριζε (αυτές οι ξαφνικές ημικρανίες τον κυνηγούσαν σαν όρνια τώρα τελευταία), όταν σταμάτησε ξαφνικά κάθε κίνηση κι έμεινε κόκαλο.

Ένα περιπολικό της αστυνομίας ήταν σταματημένο δίπλα στη μοτοσικλέτα του. Το γαλάζιο φως της οροφής περιστρεφόταν τεμπέλικα κάτω από το καυτό φως της ερήμου. 3

Ο άνθρωπος που είχε δώσει στον τζόνι Μάρινβιλ την τελευταία του, ίσως, ευκαιρία στη ζωή ήταν η πρώτη του γυναίκα.

Όχι την τελευταία του ευκαιρία να δημοσιεύσει κάτι. Όχι. θα συνέχιζε να δημοσιεύει για όσο καιρό θα ήταν ικανός (α) ν' αραδιάζει λέξεις στο χαρτί και (β) να στέλνει τα κείμενα στον ατζέντη του. Εφόσον έχεις γίνει αποδεκτός ως λέων της λογοτεχνίας, πάντα θα βρίσκεται κάποιος που θα θέλει να δημοσιεύσει τα γραπτά σου, ακόμη κι όταν έχουν πλέον εκφυλιστεί σε αυτοπαρωδία ή σε 77

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σκέτες ανοησίες. Ο Τζόνι σκεφτόταν καμιά φορά ότι το τρομερότερο χαρακτηριστικό του αμερικανικού λογοτεχνικού κατεστημένου είναι το πώς σε χαζεύουν όλοι ν' αργοπεθαίνεις, να κουνιέσαι πέρα δώθε στον άνεμο, κρεμασμένος από τη θηλιά στο λαιμό σου, ενώ κάνουν πηγαδάκια στα ηλίθια κοκτέιλ πάρτι τους, συγχαίροντας τον εαυτό τους για τη μεγαλοψυχία τους απέναντι σ' εσένα, τον παλιοφουκαρά.

Όχι, αυτό που του πρόσφερε η Τέρι δεν ήταν η τελευταία ευκαιρία του να δημοσιεύσει, αλλά να γράψει κάτι της προκοπής ίσως, κάτι που θα τον έφερνε και πάλι στο προσκήνιο της δημοσιότητας, με θετικό τρόπο αυτή τη φορά. Κάτι που μπορεί να γινόταν ανάρπαστο... και τα λεφτά ο Τζόνι τα χρειαζόταν, δεν το συζητάμε.

Το καλύτερο απ' όλα ήταν που η Τέρι δεν είχε καταλάβει καν τι του είχε προσφέρει, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί μαζί της τα κέρδη -αν υπήρχαν κέρδη. Δε θα χρειαζόταν καν να την αναφέρει στο ευχαριστήριο σημείωμα στον πρόλογο αν δεν ήθελε, αλλά αυτό μάλλον θα το έκανε. Η αποτοξίνωση από το αλκοόλ ήταν μια απαίσια εμπειρία από κάθε άποψη, αλλά είχε και μια θετική πλευρά: σε βοηθούσε να ξαναθυμηθείς τις υποχρεώσεις σου. Με την Τέρι είχαν παντρευτεί όταν αυτός ήταν είκοσι πέντε χρονών κι εκείνη είκοσι ενός, πρωτοετής στο Βάσαρ. Η Τέρι δεν αποτελείωσε το κολέγιο. Ο γάμος τους είχε κρατήσει είκοσι χρόνια και στο διάστημα αυτό η Τέρι του είχε κάνει τρία παιδιά, όλα ενήλικα πια. Το ένα, ο Μπρόνγουιν, του μιλούσε ακόμη. Τα άλλα δύο όχι. Δε βαριέσαι, όμως. Αν αποφάσιζαν ποτέ να σταματήσουν να του κάνουν μούτρα, αυτός θα ήταν πρόθυμος να κουβεντιάσουν. Δεν ήταν τύπος που κρατούσε κακίες.

Η Τέρι προφανώς το ήξερε αυτό. Αφού επί μια πενταετία επικοινωνούσαν μόνο μέσω των δικηγόρων τους, κάποια στιγμή άρχισαν έναν επιφυλακτικό διάλογο, με γράμματα, αλλά συχνότερα από το τηλέφωνο. Αυτές οι επαφές τους ήταν διστακτικές στην αρχή, μια και φοβούνταν και οι δυο τις νάρκες που μπορεί να είχαν απομείνει θαμμένες στην ερειπωμένη πόλη των παλιών αισθημάτων τους, αλλά με τον καιρό είχαν γίνει πιο συχνές. Η Τέρι αντιμετώπιζε το διάσημο πρώην της με στωικότητα αλλά και εν78

STEPHEN KING

διαφέρον, δίνοντας του μόνιμα την αίσθηση ότι διασκέδαζε με τα παιδιάστικα καμώματα του, πράγμα που συχνά έφερνε τον Τζόνι σε μεγάλη αμηχανία. Κατά τη γνώμη του, δεν ήταν αυτή σωστή συμπεριφορά για μια γυναίκα που ο πρώην άντρας της έχει γίνει ο πιο πολυσυζητημένος συγγραφέας της γενιάς του. Από την άλλη μεριά όμως, η Τέρι τον αντιμετώπιζε με καλοσύνη αλλά και ευθύτητα, κάτι που ήταν σωστή ευλογία, σαν δροσερό χέρι σε μέτωπο που καίει από πυρετό.

Η επικοινωνία τους είχε γίνει πιο συχνή αφότου ο Τζόνι έκοψε το πιοτό (πάντα από το τηλέφωνο ή με γράμματα· το ένιωθαν και οι δύο, χωρίς να το έχουν συζητήσει ποτέ, ότι μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο θα έβαζε σε μεγάλη δοκιμασία τον εύθραυστο δεσμό που είχαν δημιουργήσει), αλλά ακόμη κι έτσι, αυτές οι νηφάλιες συζητήσεις τους εγκυμονούσαν τον κίνδυνο να γίνουν πικρόχολες. Η Τέρι τον πίεζε να επιστρέψει στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών. Του είχε πει στα ίσια πως, αν δεν το έκανε, αργά ή γρήγορα θα ξανάρχιζε το πιοτό. Και θ' ακολουθούσαν τα ναρκωτικά, όπως ακολουθεί πάντα η νύχτα το βραδάκι. Ο Τζόνι της απαντούσε ότι δεν έχει σκοπό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε μίζερα υπόγεια εκκλησιών παρέα μ' ένα τσούρμο μεθύστακες, που λένε συνέχεια πόσο υπέροχο είναι ν' ανακαλύπτεις μέσα σου μια δύναμη μεγαλύτερη από τον ίδιο σου τον εαυτό και μετά μπαίνουν στα σαραβαλάκια τους και γυρίζουν στα μοναχικά τους δωμάτια για να ταΐσουν τα γατιά τους. «Όλοι αυτοί στους Ανώνυμους Αλκοολικούς είναι τόσο πηδηγμένοι, που δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν παραδώσει τη ζωή τους σε μια ανούσια ιδέα, ένα αποτυχημένο ιδανικό», της είπε. «Σου το λέω εγώ, που βρέθηκα εκεί και τους γνώρισα. Το λέει και ο Τζον Τσίβερ, αν προτιμάς. Έγραψε ειδικά γι' αυτό το θέμα».

«Ο Τζον Τσίβερ έχει σταματήσει να γράφει τον τελευταίο καιρό», απάντησε η Τέρι. «Και νομίζω ότι ξέρεις γιατί».

Η Τέρι γινόταν πολύ εκνευριστική μερικές φορές. Πριν από τρεις μήνες ακριβώς, η Τέρι του έδωσε τη μεγάλη ιδέα. Του την πέταξε έτσι απλά, στη μέση μιας συνηθισμένης κουβέντας για το τι κάνουν τα παιδιά, τι κάνει εκείνη και, φυσικά, τι κάνει αυτός. Αυτό που έκανε ο Τζόνι από την αρχή της φετινής χρονιάς ήταν να τα79

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λαιπωρείται με τις πρώτες διακόσιες σελίδες ενός ιστορικού μυθιστορήματος με ήρωα τον Τζέι Γκούλιτ. Τελικά κατάφερε να δει τι ήταν αντικειμενικά το κείμενο του –Γκορ Βιντάλ ξαναζεσταμένος- και το πέταξε στα σκουπίδια.

Το έψησε, για να ακριβολογούμε. Σε μια κρίση τσατίλας, που είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει σε κανέναν, έβαλε τις δισκέτες με το κείμενο του μυθιστορήματος στο φούρνο μικροκυμάτων και τον άναψε στο φουλ για δέκα ολόκληρα λεπτά. Η μυρωδιά ήταν κάτι το απίστευτο, -μπόχα καμένου πλαστικού, που έβγαινε από την κουζίνα κατά σύννεφα- και τελικά αναγκάστηκε να πετάξει το φούρνο και να αγοράσει καινούριο.

Κάποια στιγμή, σε μια τηλεφωνική συζήτηση, βρέθηκε να διηγείται το επεισόδιο στην Τέρι. Όταν τελείωσε, έμεινε ακίνητος στην καρέκλα του, με τα μάτια κλειστά, κι έσφιγγε ασυναίσθητα το ακουστικό στ' αυτί του. Ήξερε τι θα του έλεγε η Τέρι: ότι δε χρειάζεται να ξαναπάει στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών γιατί αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη είναι ένας ψυχίατρος και μάλιστα επειγόντως.

Αντί γι' αυτό όμως, η Τέρι του είπε ότι έπρεπε να βάλει τις δισκέτες σ' ένα ταψάκι και να τις ψήσει στο συμβατικό φούρνο. Αστειευόταν, βέβαια, αλλά ο τρόπος που είχε αποδεχτεί την αντίδραση του ήταν... σαν δροσερό χέρι σε μέτωπο που έκαιγε από πυρετό. Δεν τον επιδοκίμαζε, αλλά εκείνο που ήθελε ο Τζόνι δεν ήταν η επιδοκιμασία. «Βέβαια, ποτέ δεν τα κατάφερνες στην κουζίνα», πρόσθεσε η Τέρι σε απόλυτα σοβαρό τόνο και ο Τζόνι γέλασε. «Και τώρα τι θα κάνεις, Τζόνι; Έχεις καμιά ιδέα;» «Την παραμικρή».

«Πρέπει να ξεφύγεις για λίγο από την ιδέα του μυθιστορήματος, να γράψεις κανένα δοκίμιο ή κάτι τέτοιο».

«Λες κουταμάρες, Τέρι. Μόνο φανταστικές ιστορίες μπορώ να γράψω και το ξέρεις».

«Εγώ άλλο ξέρω», είπε κοφτά η Τέρι, σε ύφος του τύπου πάψενα-λες-βλακείες. Κανένας δεν του μιλούσε ποτέ σ' αυτό τον τόνο και λιγότερο απ' όλους ο ατζέντης του. Όσο περισσότερο βολό80

STEPHEN KING

δερνε και πελαγοδρομούσε, τόσο πιο αηδιαστικά δουλοπρεπής απέναντι του γινόταν ο Μπιλ Χάρις. «Τα δυο πρώτα χρόνια του γάμου μας πρέπει να είχες γράψει τουλάχιστον καμιά δεκαριά δοκίμια. Τα είχες δημοσιεύσει κιόλας. Με καλή αμοιβή. Στο Λάιφ, στο Χάρπερς, ακόμη και στο Νιου Γιόρκερ κάνα δυο. Για σένα είναι εύκολο να το ξεχνάς, δεν έκανες εσύ τα ψώνια ούτε πλήρωνες τους λογαριασμούς. Εγώ είχα πετάξει από τη χαρά μου μ' εκείνα τα λεφτά». «Α! Μιλάς για τα λεγόμενα Δοκίμια από την Καρδιά της Αμερικής. Σωστά. Δεν τα ξέχασα, Τέρι, τα απώθησα πλήρως. Ήταν, απλώς, το μέσο για να πληρώνουμε το νοίκι όταν μας σώθηκαν τα λεφτά της υποτροφίας Γκάγκενχαϊμ, τίποτα παραπάνω. Δεν έγιναν καν συλλογή σε έναν τόμο».

«Δεν άφησες να γίνουν», του απάντησε η Τέρι. «Δεν ταίριαζαν στη χρυσή σου ιδέα περί αθανασίας».

Ο Τζόνι προτίμησε να μην απαντήσει. Μερικές φορές τη μισούσε για τη μνήμη της. Η ίδια δεν είχε καταφέρει ποτέ να γράψει τίποτε της προκοπής. Το κείμενο που είχε υποβάλει στο λογοτεχνικό σεμινάριο που παρακολουθούσε τη χρονιά που τη γνώρισε ο Τζόνι ήταν εντελώς φρικτό κι από τότε δεν είχε ξαναγράψει τίποτε πιο περίπλοκο από κανένα γράμμα σε περιοδικά ή εφημερίδες. Ήταν όμως άφταστη στην καταγραφή και αποθήκευση πληροφοριών. Αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει. «Μ’ ακούς, Τζόνι;»

«Σ' ακούω».

«Όταν σου λέω κάτι που δε σ' αρέσει το καταλαβαίνω αμέσως», είπε χαρωπά η Τέρι, «γιατί είναι η μόνη περίπτωση που κλείνεις και λίγο το στόμα σου. Και κάνεις μούτρα».

«Σ' ακούω, πάντως», επανέλαβε δύστροπα ο Τζόνι και σώπασε ξανά, ελπίζοντας ότι η πρώην γυναίκα του θα άλλαζε θέμα. Δεν άλλαξε, φυσικά.

«Τα πρώτα τρία ή τέσσερα από εκείνα τα δοκίμια τα είχες γράψει επειδή σου τα είχε παραγγείλει κάποιος, «Δε θυμάμαι ποιος...»

81

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Θαύμα, σκέφτηκε ο Τζόνι. Η Τέρι δε θυμάται ποιος.

«...και είμαι σίγουρη ότι θα είχες σταματήσει εκεί, αν δεν είχαν αρχίσει να σου ζητάνε κι άλλα οι εκδότες. Εγώ το περίμενα. Ήταν πολύ καλά».

Αυτή τη φορά ο Τζόνι έμεινε αμίλητος, όχι για να δείξει την αδιαφορία ή την αποδοκιμασία του, αλλά επειδή προσπαθούσε να θυμηθεί αν πράγματι, ήταν καλά εκείνα τα κείμενα. Δεν είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση της Τέρι σ' αυτά τα ζητήματα, αλλά δεν ήταν σωστό να απορρίψει τη μαρτυρία της χωρίς καν να την εξετάσει. Ως συγγραφέας, η πρώην σύζυγος του ήταν της σχολής «ρόδισε η αυγή, είδα ένα πουλάκι και η καρδιά μου πετάρισε», αλλά ως κριτικός ήταν σκληρή σαν ατσάλι και ικανή να διακρίνει προθέσεις και συναισθήματα με τρομερή, σχεδόν τηλεπαθητική ακρίβεια. Ένα από τα χαρακτηριστικά της που τον είχαν γοητεύσει αρχικά (εκτός από το γεγονός ότι εκείνο τον καιρό η Τέρι διέθετε τα ωραιότερα βυζιά της Αμερικής) ήταν η αντίθεση ανάμεσα σ' αυτό που ήθελε να γίνει -συγγραφέας- κι αυτό που ήταν ικανή να κάνει -εύστοχη κριτική, που έκοβε σαν ξυράφι.

Όσο για τα περίφημα Δοκίμια από την Καρδιά της Αμερικής, το μόνο που θυμόταν καθαρά ο Τζόνι μετά από τόσα χρόνια ήταν ένα με τίτλο θάνατος στη Δεύτερη Βάρδια. Ήταν για έναν πατέρα κι ένα γιο που δούλευαν μαζί σε κάποια χαλυβουργία του Πίτσμπουργκ. Ο πατέρας είχε πάθει καρδιακή προσβολή και είχε πεθάνει στα χέρια του γιου του, την τρίτη μέρα της τετραήμερης ερευνητικής επίσκεψης του Τζόνι Μάρινβιλ στη χαλυβουργία. Αρχικά είχε σκοπό να επικεντρώσει το δοκίμιο σε άλλες πλευρές της δουλειάς στη βαριά βιομηχανία, αλλά εκείνος ο θάνατος τον είχε κάνει ν' αλλάξει αυθόρμητα πορεία, χωρίς δεύτερη σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αγρίως συναισθηματικό κείμενο -το γεγονός ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινή ιστορία δεν άλλαζε τα πράγματα- αλλά το θέμα είναι ότι άρεσε πολύ. Αυτός που έκανε την επιμέλεια στο Λάιφ του έστειλε ένα σημείωμα έξι βδομάδες μετά τη δημοσίευση, πληροφορώντας τον ότι το δοκίμιο του ήταν τέταρτο στον αριθμό επιστολών από αναγνώστες στην ιστορία του περιοδικού. Κι άλλα στοιχεία άρχισαν να αναδύονται στη μνήμη του -τίτλοι κυρίως, όπως Ταΐζοντας τις Φλόγες και Ένα Φιλί στη Λίμνη Σάρα82

STEPHEN KING

νακ. Φρικτοί τίτλοι, αλλά... τέταρτο στον αριθμό επιστολών από αναγνώστες. Χμμμ.

Πού να βρίσκονταν εκείνα τα δοκίμια; Στη Συλλογή Μάρινβιλ, στο Φόρντχαμ; Πιθανό. Διάβολε, διόλου απίθανο να ήταν ξεχασμένα στη σοφίτα του εξοχικού στο Κονέκτικατ. Δε θα έβλαπτε να τους ξαναρίξει μια ματιά. Ίσως θα μπορούσε να τα εκσυγχρονίσει... ή... ή... Κάτι άρχισε να τον κεντρίζει στο πίσω μέρος του μυαλού του. «Την έχεις ακόμα τη μηχανή, Τζόνι;»

«Ε;» Ούτε που άκουσε τι του είπε η Τέρι.

«Τη μηχανή, λέω. Το εργαλείο. Τη μοτοσικλέτα σου».

«Βέβαια», της απάντησε. «Είναι σ' εκείνο το γκαράζ στο Γουέστπορτ, αυτό που χρησιμοποιούσαμε και παλιά. Ξέρεις ποιο».

«Του Γκίμπι;»

«Ναι, του Γκίμπι. Τώρα το έχει κάποιος άλλος, αλλά έτσι λεγόταν». Ξαφνικά τον τύφλωσε μια λαμπερή, ολοζώντανη ανάμνηση: αυτός και η Τέρι, με όλα τους τα ρούχα, να χαϊδολογιούνται σαν τρελοί πίσω από το γκαράζ του Γκίμπι ένα απόγευμα, το... τέλος πάντων, πολλά χρόνια πριν, ας μην τα μετράμε. Η Τέρι φορούσε κολλητό γαλάζιο σορτσάκι. Πολύ αμφέβαλλε αν η μητέρα της θα το ενέκρινε, αλλά αυτός έβρισκε πως εκείνο το φτηνό ρούχο την έκανε Βασίλισσα της Ομορφιάς του Δυτικού Κόσμου. Ο πισινός της ήταν απλώς καλό κομμάτι, αλλά τα πόδια της... Αδερφέ μου, τι πόδια ήταν εκείνα, τόσο ψηλά, που έλεγες πως της φτάνουν μέχρι το πιγούνι. Πώς είχαν βρεθεί εκεί, να τρίβονται ανάμεσα σε πεταμένα λάστιχα, σκουριασμένα εξαρτήματα αυτοκινήτων και κάτι ηλιοτρόπια δυο μέτρα ψηλά; Δε θυμόταν, θυμόταν όμως πολύ καθαρά την καμπύλη του στήθους της μέσα στο χέρι του και πώς τον άρπαξε από τις θηλιές της ζώνης του παντελονιού του, όταν εκείνος φώναξε με το στόμα κολλημένο στο λαιμό της, και τον τράβηξε πάνω της για να τελειώσει πάνω στη σκληρή κοιλιά της. Ο Τζόνι κατέβασε το χέρι στον καβάλο του και δεν εξεπλάγη μ' αυτό που βρήκε εκεί. Μάλιστα, κύριοι, ο Γιακουμής ζωντάνεψε.

«...καινούριο υλικό, ίσως και βιβλίο». 83

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Τζόνι επανέφερε αποφασιστικά το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Ε; Τι είπες;» «Εκτός από γεροντική άνοια πάσχεις κι από βαρηκοΐα;»

«Όχι. θυμόμουν εκείνη τη φορά που το είχαμε κάνει πίσω από το γκαράζ του Γκίμπι». «Α! Μέσα στα ηλιοτρόπια, ε;» «Ναι».

Ακολούθησε μια μεγάλη παύση, όπου η Τέρι ίσως σκεφτόταν αν ήταν σκόπιμο να κάνει τα δικά της σχόλια σχετικά μ' εκείνη τη φορά. Ο Τζόνι σχεδόν ήλπιζε ν' αποφασίσει υπέρ. Δυστυχώς, η Τέρι προτίμησε να επανέλθει στο προηγούμενο θέμα.

«Έλεγα ότι θα έπρεπε να διασχίσεις μια φορά την Αμερική με τη μοτοσικλέτα σου, πριν σκουριάσεις εντελώς από γεράματα και δεν μπορείς ούτε να βάλεις ταχύτητα ή πριν ξαναρχίσεις να πίνεις και τσακιστείς πουθενά στους Μαύρους Λόφους».

«Τρελάθηκες, Τέρι; Έχω τρία χρόνια να καβαλήσω μηχανή και καμιά πρόθεση να ξαναπάρω τους δρόμους. Η μυωπία μου...» «Να πάρεις καινούρια γυαλιά».

«...και τα αντανακλαστικά μου είναι άθλια. Τον Τζον Τσίβερ μπορεί να τον σκότωσε το αλκοόλ, μπορεί και όχι, αλλά ο Τζον Γκάρντνερ σίγουρα σκοτώθηκε με μοτοσικλέτα. Διαφώνησε έντονα μ' ένα δέντρο κι έχασε. Το δέντρο δεν έκανε στην άκρη. Συνέβη σε κάποιο δρόμο της Πενσιλβάνια. Έχω περάσει από κει». Η Τέρι ούτε που τον άκουγε. Ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους στον κόσμο που μπορούσε άνετα να τον αγνοεί όταν της μιλούσε και να συνεχίζει ανενόχλητη τις δικές της σκέψεις. Ο Τζόνι υποψιαζόταν πως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που την είχε χωρίσει. Δεν άντεχε να τον αγνοούν, ειδικά οι γυναίκες.

«Θα μπορούσες να διασχίσεις τη χώρα με τη μοτοσικλέτα και να συγκεντρώσεις υλικό για μια καινούρια συλλογή δοκιμίων». Η Τέρι ακουγόταν σαν να έβρισκε την ιδέα αστεία και συναρπαστική ταυτόχρονα. «Αν ξεκινήσεις με τα καλύτερα από τα παλιά κομμάτια -σαν Μέρος Πρώτο, εννοώ- θα στήσεις ένα γερό και μεγάλο 84

STEPHEN KING

βιβλίο. Η Καρδιά της Αμερικής, 1966-1996, δοκίμια του Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ». Χασκογέλασε. «Πού ξέρεις; Μπορεί να ξαναπάρεις καλή κριτική από τον Σέλμπι Φουτ. Αυτόν προτιμούσες πάντα, έτσι δεν είναι;» Σώπασε περιμένοντας μια απάντηση κι όταν δεν την πήρε τον ξαναρώτησε αν ήταν ακόμα στη γραμμή, ανάλαφρα πρώτα και ύστερα με κάποια ανησυχία.

«Ναι, εδώ είμαι», της απάντησε τελικά. Ευτυχώς που ήταν καθιστός. «Άκου, Τέρι, πρέπει να κλείσω τώρα. Έχω ένα ραντεβού».

«Καινούρια φιλενάδα;»

«Ποδίατρος», απάντησε ο Τζόνι, σκεπτόμενος τον Σέλμπι Φουτ3. Αυτό το όνομα λειτούργησε σαν το τελευταίο νούμερο στο συνδυασμό ενός χρηματοκιβωτίου. Κλικ! Και η πόρτα άνοιξε διάπλατα.

«Γεια σου και να προσέχεις», είπε η Τέρι. «Και για το θεό, Τζόνι, σκέψου το σοβαρά να ξαναγυρίσεις στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Τι θα πάθεις στο κάτω κάτω;» «Τίποτε», της απάντησε, σκεπτόμενος τον Σέλμπι Φουτ, που κάποτε είχε χαρακτηρίσει τον Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ «μοναδικό εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα του είδους του Τζον Στάινμπεκ». Είχε δίκιο η Τέρι. Απ' όλες τις διθυραμβικές κριτικές που είχε πάρει στη ζωή του, αυτή ήταν που του άρεσε περισσότερο.

«Σωστά, τίποτε». Μικρή παύση. «Τζόνι, είσαι καλά; Γιατί ακούγεσαι σαν να μη βρίσκεσαι πραγματικά εκεί». «Καλά είμαι. Φίλησε μου τα παιδιά».

«Πάντα το κάνω. Συνήθως μου απαντάνε μ' αυτά που η μαμά μου αποκαλούσε κακά λόγια, αλλά εγώ το κάνω έτσι κι αλλιώς. Γεια σου».

Ο Τζόνι κατέβασε στα τυφλά το ακουστικό κι όταν εκείνο έπεσε από την κόχη του γραφείου στο πάτωμα και πάλι δε γύρισε να το κοιτάξει. Ο Τζον Στάινμπεκ είχε διασχίσει τη χώρα μαζί με το σκύ3

Foot: στα αγγλικά, πόδι. (Σ.τ.Μ.)

85

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λο του σ' ένα αυτοσχέδιο τροχόσπιτο. Ο Τζόνι είχε μια σχεδόν καινούρια Χάρλεϊ Ντάβιντσον 1340 κυβικά, μοντέλο Σοφτέιλ, αφημένη σ' ένα γκαράζ κάπου στο Κονέκτικατ. Όχι Η Καρδιά της Αμερικής. Σ' αυτό έκανε λάθος η Τέρι. Δε θα το ονόμαζε έτσι. Όχι, απλώς, επειδή πριν από μερικά χρόνια είχε βγει μια ταινία με τον Τζεφ Μπρίτζες που είχε τον ίδιο τίτλο. Όχι Η Καρδιά της Αμερικής αλλά... «Ταξίδια με τη Χάρλεϊ», μουρμούρισε.

Ήταν ένας ανόητος τίτλος, ήταν πραγματικά για γέλια... αλλά μήπως τελικά δεν ήταν και πολύ χειρότερος από το θάνατος στη Δεύτερη Βάρδια ή το Ταΐζοντας τις Φλόγες; Μάλλον όχι... Και είχε την αίσθηση ότι ο τίτλος θα έπιανε, αρκεί να τον βοηθούσε το υλικό του βιβλίου. Πάντα εμπιστευόταν το ένστικτο του και είχε χρόνια να αισθανθεί κάτι τόσο έντονα, θα διέσχιζε τη χώρα με την κόκκινη και κρεμ Σοφτέιλ, από τον Ατλαντικό και την Πολιτεία του Κονέκτικατ έως τον Ειρηνικό και την Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Μια συλλογή δοκιμίων που μπορεί να έκανε τους κριτικούς να αναθεωρήσουν την άποψη τους για την εικόνα του, μια συλλογή δοκιμίων που μπορεί να τον ξανάφερνε στις λίστες των μπεστ σέλερ, αρκεί... αρκεί... «Αρκεί να είναι αυθεντικά», είπε. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε, αλλά για πρώτη φορά ο χτύπος της δεν τον τρόμαξε. «Αυθεντικό, σαν το Γαλάζιοι Δρόμοι. Αυθεντικό σαν... ε... σαν τον ίδιο τον Στάινμπεκ». Καθισμένος στην πολυθρόνα του γραφείου του, με το ακουστικό να βουίζει δίπλα στα πόδια του, ο Τζόνι Μάρινβιλ είδε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη λύτρωση. Τη μόνη διέξοδο.

Αμέσως μετά σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώνησε στον ατζέντη του πατώντας τα κουμπιά με δάχτυλα που πετούσαν.

«Μπιλ, εγώ είμαι, ο Τζόνι. Εδώ που καθόμουν, θυμήθηκα κάτι δοκίμια που είχα γράψει παιδί ακόμη και είχα μια καταπληκτική ιδέα. θα σου φανεί τρελό στην αρχή, το ξέρω, αλλά μη με διακόψεις...» 86

STEPHEN KING

4

Καθώς ανέβαινε το αμμώδες έδαφος προς την άσφαλτο, πασχίζοντας να μη λαχανιάζει σαν σκύλος, ο Τζόνι είδε ότι ο τύπος που στεκόταν πίσω από τη Χάρλεϊ κι έγραφε τον αριθμό της πινακίδας στο μπλοκάκι του ήταν ο πιο σωματώδης μπάτσος που είχε δει ποτέ του -ύψος πάνω από δύο μέτρα και τουλάχιστον εκατόν τριάντα κιλά βαρύς.

«Χαίρετε, κύριε αστυφύλακα», είπε πρόσχαρα ο Τζόνι. Κοίταξε τον καβάλο του και είδε μια μικρή, υγρή κηλίδα δίπλα στο φερμουάρ του Λιβάις. Όσο κι αν το τινάξεις... σκέφτηκε. «Κύριε, δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται η στάθμευση πάνω στην εθνική οδό;» ρώτησε ο μπάτσος χωρίς να τον κοιτάξει.

«Όχι, αλλά δε νομίζω ότι...»

...δημιουργεί πρόβλημα σ' έναν τόσο έρημο δρόμο σαν την Εθνική 50, είχε σκοπό να πει και, μάλιστα, μ' εκείνο τον υπεροπτικό τόνο του τύπου «Πώς τολμάς ν' αμφισβητείς την κρίση μου, ηλίθιε;» που χρησιμοποιούσε χρόνια τώρα στους παρακατιανούς και στα γκαρσόνια, αλλά είδε κάτι που τον έκανε ν' αλλάξει γνώμη. Υπήρχε αίμα στη μανσέτα του δεξιού μανικιού του αστυφύλακα, μπόλικο αίμα, που είχε μισοξεραθεί παίρνοντας σκουροκάστανη απόχρωση. Προφανώς, ο μπάτσος είχε μετακινήσει πρόσφατα κάποιο ζώο, σκοτωμένο από περαστικό αυτοκίνητο πάνω στην εθνική κανένα ελάφι ίσως. Αυτό εξηγούσε και το αίμα και την κακή διάθεση. Το πουκάμισο έδειχνε να μην παίρνει γιατρειά. Τόσο πολύ αίμα ήταν αδύνατο να βγει με το πλύσιμο.

«Κύριε;» είπε κοφτά ο αστυνομικός. Είχε αντιγράψει τον αριθμό, αλλά εξακολουθούσε να κοιτάζει τη μοτοσικλέτα, συνοφρυωμένος, με τα χείλη σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Σαν να απέφευγε να κοιτάξει τον ιδιοκτήτη της μοτοσικλέτας, γιατί ήξερε ότι αυτό θα τον τσάτιζε ακόμη περισσότερο. «Τι λέγατε;» 87

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Τίποτε, κύριε αστυφύλακα», απάντησε ο Τζόνι σε ουδέτερο τόνο, ούτε ταπεινά ούτε υπεροπτικά. Δεν ήθελε να κοντράρει αυτό τον πελώριο τύπο που ήταν φανερό ότι είχε τις κακές του σήμερα.

Πάντα χωρίς να σηκώσει τα μάτια, με το μπλοκάκι του στο ένα χέρι και το βλέμμα του στυλωμένο στο πίσω φανάρι της Χάρλεϊ, ο αστυνομικός είπε: «Απαγορεύεται επίσης να ουρείτε σε κοινή θέα. Αν δεν το ξέρατε;»

«Όχι, λυπάμαι», είπε ο Τζόνι. Τον έπιασε μια τρελή διάθεση να γελάσει, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί.

«Απαγορεύεται κι αυτό. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά θα σας αφήσω να φύγετε...» Σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα, κοίταξε τον Τζόνι και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «...μόνο με μια προειδοποίηση αλλά αν...»

Ο αστυνομικός άφησε τη φράση του μετέωρη κι απέμεινε να χαζεύει τον Τζόνι με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα δέος, σαν παιδάκι που παρακολουθεί παρέλαση τσίρκου. Ο Τζόνι το ήξερε αυτό το ύφος, αν και δεν είχε φανταστεί ποτέ του ότι θα το συναντούσε στην έρημο της Νεβάδα και ειδικά στο πρόσωπο ενός γιγαντόσωμου μπάτσου, που θύμιζε Βίκινγκ και που οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του θα έπρεπε, λογικά, να κυμαίνονται από τα ανέκδοτα του Πλεϊμπόι μέχρι το περιοδικό Όπλα και Πυρομαχικά.

Ένας φανατικός αναγνώστης μου, σκέφτηκε. Εδώ, στη μέση τον πουθενά, μεταξύ Ιλάι και Όστιν της Νεβάδα, έπεσα πάνω σε φανατικό αναγνώστη μου.

Δεν έβλεπε την ώρα να το πει στον Στιβ Έιμς, όταν θα τον συναντούσε στο Όστιν, απόψε. Διάβολε, θα του τηλεφωνούσε από το κινητό αργότερα να του το πει... αν έπιανε εδώ πέρα το κινητό, δηλαδή. Μάλλον όχι. Η μπαταρία ήταν γεμάτη, την είχε βάλει και φόρτιζε όλη νύχτα, αλλά δεν είχε καταφέρει να πιάσει τον Στιβ μ' αυτό το διαβολόπραγμα ούτε μια φορά αφότου έφυγαν από το Σολτ Λέικ Σίτι. Ο ίδιος δεν το πολυχώνευε το μαραφέτι. Δεν πίστευε, βέβαια, ότι τα κινητά τηλέφωνα προκαλούν καρκίνο, αυτά ήταν μπούρδες των εφημερίδων για να τρομάζει ο κοσμάκης αλλά... 88

STEPHEN KING

«Δεν το πιστεύω», μουρμούρισε ο αστυνομικός. Το δεξί του χέρι, αυτό που πρόβαλλε από το ματωμένο μανίκι, ανέβηκε στο μάγουλο του. «Δεν το πιστεύω!»

«Τι συμβαίνει, κύριε αστυφύλακα;» ρώτησε ο Τζόνι, συγκρατώντας με μεγάλη δυσκολία ένα χαμόγελο. Μόνο ένα πράγμα δεν είχε αλλάξει με τα χρόνια: του άρεσε να τον αναγνωρίζουν, θεέ μου, πόσο του άρεσε!

«Είσαι ο... Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ!» ψέλλισε απνευστί ο μπάτσος σαν να ήταν μονοκόμματο το όνομα, έτσι όπως λέμε Πελέ ή Καντινφλάς. Ένα χαμόγελο άρχισε να σκάει στα χείλη του και ο Τζόνι σκέφτηκε: Κύριε αστυφύλακα, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια; «Δηλαδή, είσαι εσύ ο ίδιος; Που έχεις γράψει την Ηδονή! Και το Τραγούδι του Σφυριού! Για φαντάσου! Δηλαδή, έχω μπροστά μου αυτόν που έγραψε το Τραγούδι του Σφυριού!» Και ύστερα έκανε κάτι που ο Τζόνι βρήκε πραγματικά αξιολάτρευτο: άπλωσε διστακτικά το χέρι κι άγγιξε το μανίκι του δερμάτινου μπουφάν του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο άντρας που το φορούσε ήταν εκεί, με σάρκα και οστά. «Δεν το πιστεύω!» «Ναι, είμαι ο Τζόνι Μάρινβιλ», είπε ο Τζόνι, με το σεμνό ύφος που χρησιμοποιούσε σε τέτοιες περιπτώσεις (αποκλειστικά και μόνο σε τέτοιες). «Οφείλω να σας ομολογήσω, όμως, ότι δεν έτυχε ποτέ να μ' αναγνωρίσει κάποιος που μόλις με έχει δει να κατουράω στην άκρη του δρόμου».

«Α, αυτό ξέχνα το», είπε ο μπάτσος κι άρπαξε το χέρι του Τζόνι. Μια στιγμή πριν τα δάχτυλα του αστυνομικού κλείσουν γύρω από τα δικά του, ο Τζόνι πρόλαβε να δει ότι και η παλάμη ήταν πασαλειμμένη με μισοξεραμένο αίμα. Οι γραμμές της τύχης και της ζωής τονίζονταν από σκουροκόκκινο χρώμα, σαν μπογιά. Ο Τζόνι προσπάθησε να διατηρήσει ακέραιο το χαμόγελο του, ενώ αντάλλασσαν τη χειραψία, και είχε την αίσθηση ότι οι γωνιές των χειλιών του είχαν αποκτήσει ξαφνικά ένα τεράστιο βάρος, θα με λερώσει κι εμένα, σκέφτηκε. Και δεν υπάρχει τρόπος να ξεπλυθώ πριν από το Όστιν.

«Θεέ μου», έλεγε ο αστυνομικός. «Είσαι ο αγαπημένος μου συγγραφέας! Τι να σου πω για το Τραγούδι του Σφυριού... ξέρω ότι δεν άρεσε στους κριτικούς, αλλά τι ξέρουν οι κριτικοί;» 89

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Λίγα πράγματα», είπε ο Τζόνι. Βιαζόταν να ελευθερώσει το χέρι του, αλλά ο αστυνομικός ήταν από εκείνους τους τύπους που δε χαιρετάνε απλώς, αλλά στήνουν ολόκληρη κουβέντα ανταλλάσσοντας χειραψία. Ο τύπος ήταν φοβερά δυνατός. Έτσι κι έσφιγγε για τα καλά το χέρι του Τζόνι, ο αγαπημένος του συγγραφέας θα κατέληγε να πληκτρολογεί μόνο με το αριστερό για κάνα δυο μήνες τουλάχιστον. «Λίγα πράγματα, μπράβο! Το Τραγούδι του Σφυριού είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει για το Βιετνάμ. Ξέχνα τον Τιμ Ο' Μπράιεν, τον Ρόμπερτ Στόουν...» «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ».

Ο αστυνομικός άφησε επιτελούς το χέρι του και ο Τζόνι το μάζεψε αμέσως. Ήθελε να το κοιτάξει, να δει πόσο είχε λερωθεί από αίμα, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ο μπάτσος έχωνε το μπλοκάκι του στην κωλότσεπη κοιτώντας τον με ύφος γεμάτο θαυμασμό και με μια επιμονή που ήταν λιγάκι ενοχλητική. Λες και φοβόταν μην εξαφανιστεί ο Τζόνι σαν αντικατοπτρισμός έτσι κι ανοιγόκλεινε τα μάτια του. «Και πώς βρέθηκες εδώ, κύριε Μάρινβιλ; θεέ μου! Νόμιζα ότι ζεις στην Ανατολική Ακτή!» «Εκεί ζω αλλά...»

«Κι αυτό δεν είναι κατάλληλο μέσο για να κυκλοφορεί ένας... ένας... δε γίνεται να μην το πω: ένας εθνικός θησαυρός. Ξέρεις ποια είναι η αναλογία οδηγών και ατυχημάτων στις μοτοσικλέτες; Υπολογισμένη από κομπιούτερ με βάση αριθμό χιλιομέτρων και ώρες οδήγησης; Εγώ το ξέρω γιατί είμαι, λύκος και κάθε μήνα μας έρχεται η αναφορά από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας. Είναι ένα ατύχημα στους τετρακόσιους εξήντα οδηγούς για κάθε μέρα. Φαίνεται λίγο, το ξέρω, μέχρι να δει κανείς την αναλογία οδηγών και ατυχημάτων στα επιβατικά οχήματα. Αυτή είναι ένα ατύχημα στις είκοσι εφτά χιλιάδες οδηγούς ανά μέρα. Τεράστια διαφορά. Σε βάζει σε σκέψεις, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», είπε ο Τζόνι και ταυτόχρονα σκέφτηκε: Είπε ότι είναι λυκος; Άκουςα καλά; «Αυτές οι στατιστικές είναι πολύ... πολύ...» Πολύ τι; Άντε, Μάρινβιλ, συγκεντρώσου. 90

STEPHEN KING

Αφού κατάφερες να κουβεντιάσεις επί μια ώρα με μια κακιασμένη σκύλα από το Μις χωρίς ένα ποτό, σίγουρα θα τα βγάλεις πέρα μ' αυτόν εδώ. Στο κάτω κάτω, απλώς ενδιαφέρεται για την ασφάλεια σου. «Λοιπόν, πώς κι από δω;» ξαναρώτησε ο μπάτσος. «Ταξιδεύοντας με τόσο κουραστικό κι επικίνδυνο μέσο;»

«Συγκεντρώνω υλικό». Ο Τζόνι ένιωσε το βλέμμα του να κατεβαίνει προς το ματωμένο μανίκι του αστυνομικού και το επανέφερε με το ζόρι στο πρόσωπο του συνομιλητή του. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που θα τον δυσκόλευαν σε μια σκληρή ανάκριση. Ο τύπος φαινόταν ικανός να μασήσει σίδερα, παρ' όλο που το δέρμα του ήταν πολύ ευαίσθητο για το κλίμα της ερήμου.

«Για καινούριο μυθιστόρημα;» Ο αστυνομικός ενθουσιάστηκε. Ο Τζόνι έψαξε με το βλέμμα το πουκάμισο της στολής του, αναζητώντας την ταμπελίτσα με το όνομα και τα στοιχεία του, αλλά δεν είδε καμιά. «Ας πούμε, καινούριο βιβλίο», απάντησε. «Να σε ρωτήσω κάτι, κύριε αστυφύλακα;»

«Βέβαια, αν και θα έπρεπε εγώ να κάνω τις ερωτήσεις. Έχω χιλιάδες ερωτήσεις να σου κάνω. Πού να φανταστώ ότι... θα συναντούσα, εδώ στην ερημιά... Θεέ μου!»

Ο Τζόνι χαμογέλασε. Έκανε κολασμένη ζέστη κάτω από τον ήλιο και ήθελε να ξεκινήσει πριν τον φτάσει ο Στιβ -του την έσπαγε αφάνταστα όταν έβλεπε στον καθρέφτη το κλειστό κίτρινο φορτηγό μακριά πίσω του στο δρόμο, του χαλούσε τη διάθεση- αλλά ήταν αδύνατο να μη συγκινηθεί από τον αγνό ενθουσιασμό αυτού του ανθρώπου, ειδικά όταν αφορούσε ένα ζήτημα που κι ο ίδιος αντιμετώπιζε πάντα με σεβασμό, θαυμασμό και... ναι, ακόμη και δέος. «Λοιπόν, αφού είσαι εξοικειωμένος με το έργο μου, πώς θα σου φαινόταν ένα βιβλίο με δοκίμια πάνω στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης Αμερικής;» «Δικό σου;»

91

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δικό μου. Ένα είδος ταξιδιωτικού ημερολογίου που θα είχε τίτλο...» Πήρε βαθιά ανάσα. «...Ταξίδια με τη Χάρλεϊ;»

Περίμενε να δει τον μπάτσο να τα χάνει ή να χασκογελάει έτσι όπως κάνει κανείς μ' ένα κακό ανέκδοτο. Ο αστυνομικός δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Αντίθετα, στύλωσε πάλι το βλέμμα του στο πίσω φανάρι της Χάρλεϊ, τρίβοντας με το ένα χέρι το πιγούνι του (πιγούνι σαν κι αυτά που έχουν οι ήρωες των κόμικς, τετράγωνο, με βαθύ λακκάκι) και σκεφτόταν έχοντας σμίξει τα φρύδια του. Ο Τζόνι βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει με τρόπο το χέρι του. Είχε λερωθεί από αίμα, όντως, και μάλιστα αρκετά. Πιο πολύ στη ράχη και λίγο στους κόμπους των δαχτύλων. Μπλιαχ!

Ύστερα, ο αστυνομικός σήκωσε τα μάτια και του, και τον άφησε άναυδο, λέγοντας αυτό ακριβώς που σκεφτόταν ο Τζόνι τις δύο τελευταίες μέρες της μονότονης διαδρομής μέσα στην έρημο, «θα μπορούσε να πιάσει», είπε.

«Αλλά στο εξώφυλλο θα πρέπει να μπει οπωσδήποτε μια δική σου φωτογραφία πάνω στη μοτοσικλέτα. Μια σοβαρή φωτογραφία, ώστε να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν προσπαθείς να γελοιοποιήσεις τον Στάινμπεκ... ή τον εαυτό σου, εδώ που τα λέμε».

«Αυτό είναι!» αναφώνησε ο Τζόνι και με το ζόρι κρατήθηκε να μη χτυπήσει ενθουσιασμένος τον μπάτσο στην πλάτη. «Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Να νομίσει ο κόσμος ότι πρόκειται για... για παρωδία. Το εξώφυλλο πρέπει να αποδίδει τη σοβαρότητα του σκοπού... ίσως με μια κάποια σκληρότητα... Πώς θα σου φαινόταν να είναι μόνο η μοτοσικλέτα; Μια φωτογραφία της μοτοσικλέτας, σε σέπια ίσως; Στη μέση ενός επαρχιακού δρόμου... ή ακόμη κι εδώ, στην έρημο, πάνω στη διαχωριστική γραμμή της Εθνικής 50... με τη σκιά να πέφτει μακριά στο πλάι...» Όχι πως δεν είχε αντιληφθεί πόσο παράλογο ήταν να κάνει αυτή τη συζήτηση εκεί στην ερημιά, μ' ένα γιγαντόσωμο μπάτσο που παραλίγο να του κόψει κλήση για παράνομο κατούρημα στους θάμνους της ερήμου. Απλώς, το γεγονός αυτό δε μείωνε τον ενθουσιασμό του.

Για άλλη μια φορά, ο αστυνομικός του είπε αυτό ακριβώς που ήθελε ν' ακούσει. «Όχι! Για το θεό, όχι! Πρέπει να είσαι εσύ στη φωτογραφία». 92

STEPHEN KING

«Πράγματι, έτσι νομίζω κι εγώ», είπε ο Τζόνι.

«Καθισμένος στη σέλα... με τη μηχανή στηριγμένη στο πλαϊνό σταντ, ίσως, και τα πόδια μου στους προφυλακτήρες... μια στάση ανέμελη... ξέρεις... ανέμελη αλλά...»

«Αλλά αληθινή», συμπλήρωσε ο αστυνομικός. Τα γκρίζα μάτια του, τρομακτικά ψυχρά μάτια, στάθηκαν στιγμιαία στον Τζόνι πριν επιστρέψουν στο πίσω φανάρι της Χάρλεϊ. Ανέμελη αλλά αληθινή. Χωρίς χαμόγελα. Μην τολμήσεις να χαμογελάς στη φωτογραφία, κύριε Μάρινβιλ». «Χωρίς χαμόγελο», συμφώνησε ο Τζόνι, ενώ σκεφτόταν: Ο τύπος είναι μεγαλοφυΐα.

«Και ύφος απόμακρο», είπε ο αστυνομικός. «Να κοιτάς πέρα στον ορίζοντα. Σαν να σκέφτεσαι όλα αυτά τα χιλιόμετρα που έκανες...»

«Κι όλα αυτά που θα κάνω ακόμη», συμπλήρωσε ο Τζόνι. Κοίταξε προς τον ορίζοντα για να πιάσει την αίσθηση του τέλειου βλέμματος -βλέμμα μοναχικού, σκληροτράχηλου τύπου, που ατενίζει το ηλιοβασίλεμα- και πρόσεξε πάλι εκείνο το όχημα που ήταν σταματημένο κάνα δυο χιλιόμετρα παρακάτω. Για μακρινά αντικείμενα, η όραση του ήταν ακόμα οξύτατη και είδε με σιγουριά ότι ήταν ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. «Να σκέφτομαι την απόσταση, κυριολεκτικά και μεταφορικά», πρόσθεσε. «Ναι, και τα δύο», είπε ο απίθανος αστυνομικός.

«Ταξίδια με τη Χάρλεϊ. Μ' αρέσει. Εγώ, βέβαια, θα διάβαζα ό,τι κι αν έγραφες, κύριε Μάρινβιλ. Νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα... διάβολε, ακόμα και τον κατάλογο με τα ψώνια σου».

«Ευχαριστώ», είπε ο Τζόνι συγκινημένος. «Το εκτιμώ πολύ. Δε φαντάζεσαι πόσο. Η τελευταία χρονιά ήταν πολύ δύσκολη για μένα. Πολλή αμφισβήτηση. Αναρωτιέμαι για την ίδια μου την ταυτότητα και για το σκοπό μου». «Κάτι ξέρω κι εγώ απ' αυτά», είπε ο αστυνομικός.

«Μπορεί να σου φαίνεται απίθανο, ένας τύπος σαν κι εμένα... αλλά καταλαβαίνω. Αν ήξερες τι έχω κάνει από το πρωί... Κύριε Μάρινβιλ, μήπως θα μπορούσα να έχω ένα αυτόγραφο;» 93

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Και βέβαια, μετά χαράς», απάντησε ο Τζόνι κι έβγαλε αμέσως το δικό του μπλοκάκι. Το άνοιξε ξεφυλλίζοντας βιαστικά σελίδες με σημειώσεις, προορισμούς, αριθμούς δρόμων, πρόχειρους χάρτες, ζωγραφισμένους με μαλακό μολύβι (αυτούς τους είχε σχεδιάσει όλους ο Στιβ Έιμς, έχοντας διαπιστώσει πολύ γρήγορα ότι το διάσημο αφεντικό του, αν και μπορούσε ακόμη να οδηγεί τη μοτοσικλέτα του με ασφάλεια, είχε την τάση να χάνεται και να εκνευρίζεται ακόμη και μέσα σε πολύ μικρές πόλεις αν δεν του έδινε λεπτομερείς οδηγίες). Επιτέλους βρήκε μια λευκή σελίδα. «Το όνομα σου...»

Τον διέκοψε ένα μακρύ, τρεμάμενο ουρλιαχτό, που έκανε το αίμα του να παγώσει... όχι μόνο επειδή ήταν κραυγή άγριου ζώου, αλλά κι επειδή ήταν πολύ κοντινή. Στράφηκε τόσο απότομα, που παραπάτησε. Το μπλοκάκι του έπεσε από το χέρι. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ακριβώς πάνω στην άκρη της ασφάλτου και γύρω στα πενήντα μέτρα μακριά από τη Χάρλεϊ, στεκόταν ένα ψωραλέο σκυλί, με λιγνά πόδια και κάτισχνα, σχεδόν αποστεωμένα πλευρά. Η γκρίζα γούνα του ήταν γεμάτη κολλιτσίδες και στο ένα από τα μπροστινά του πόδια είχε μια ανοιχτή, κατακόκκινη πληγή. Ο Τζόνι, όμως, ούτε που τα πρόσεξε. Αυτό που τον είχε μαγνητίσει ήταν η μουσούδα του ζώου, που έδειχνε να χαμογελάει, και τα κίτρινα μάτια του, που φαίνονταν κουτά και πανούργα συνάμα. «Θεέ μου», μουρμούρισε. «Τι είν' αυτό; Μήπως είναι...»

«Κογιότ», είπε ο αστυνομικός, προφέροντας το κιγιότ. «Εδώ στα μέρη μας τα λέμε και λύκους της ερήμου». Αυτό είπε προηγουμένως, σκέφτηκε ο Τζόνι. Ότι είχε δει ένα λύκο της ερήμου να τριγυρίζει. Εγώ δεν κατάλαβα καλά. Η ιδέα τον καθησύχασε, αν κι ένα κομμάτι του μυαλού του δεν την πίστεψε καθόλου.

Ο αστυνομικός έκανε ένα βήμα προς το κογιότ και ύστερα δεύτερο. Σταμάτησε κι έκανε και τρίτο. Το κογιότ δε σάλεψε από τη θέση του, αλλά άρχισε να τρέμει σύγκορμο. Ούρα τινάχτηκαν ανάμεσα από τα κοκαλιάρικα πίσω πόδια του. Μια ξαφνική ριπή ανέμου μετέτρεψε τον ισχνό πίδακα σε βεντάλια από σταγόνες. 94

STEPHEN KING

Όταν ο αστυνομικός έκανε και τέταρτο βήμα προς το μέρος του, το κογιότ ύψωσε τη μουσούδα του προς τον ουρανό κι ούρλιαξε πάλι. Ένα μακρύ, θρηνητικό ουρλιαχτό, που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο και στα μπράτσα του Τζόνι να ορθωθούν.

«Ε, μην το τσατίζεις», είπε στον μπάτσο. «Αυτό το ουρλιαχτό είναι πολύ ανατριχιαστικό».

Ο μπάτσος τον αγνόησε. Κοίταζε μόνο το κογιότ, που τώρα του ανταπέδιδε το βλέμμα, με τα τρομακτικά, κίτρινα μάτια του. «Τακ», είπε ο αστυνομικός. «Τακ αχ λαχ».

Ο λύκος συνέχισε να κοιτάζει τον αστυνομικό, σαν να είχε καταλάβει αυτά τα κορακίστικα, που θύμιζαν ινδιάνικη διάλεκτο, και οι τρίχες στο σβέρκο του Τζόνι ορθώθηκαν ξανά. Μια καινούρια ριπή ανέμου παρέσυρε το πεσμένο μπλοκάκι προς το χαντάκι στην άκρη του δρόμου, όπου σταμάτησε τελικά πάνω σε μια πέτρα που ξεπρόβαλλε από την άμμο. Ο Τζόνι ούτε που το πρόσεξε. Το μπλοκάκι του και το αυτόγραφο που σκόπευε να δώσει στον αστυνομικό ήταν, προς το παρόν, το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε στον κόσμο.

Αυτό πάει στο βιβλίο, σκέφτηκε. Ό,τι άλλο είδα μέχρι τώρα είναι ακόμα υπό σκέψη, αλλά ετούτο εδώ πάει σίγουρα στο βιβλίο. Ατόφιο. «Τακ», είπε πάλι ο αστυνομικός και χτύπησε μια φορά τα χέρια του, δυνατά και κοφτά. Το κογιότ έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές, τρέχοντας με τα κοκαλιάρικα πόδια του με μια ταχύτητα που έμοιαζε εξωπραγματική. Ο γιγαντόσωμος άντρας με τη χακί στολή έμεινε ακίνητος παρακολουθώντας το, ώσπου η γκρίζα γούνα του κογιότ χάθηκε μέσα στο γενικό, ακαθόριστο γκρίζο της ερήμου. Δεν πήρε πολλή ώρα. «Θεέ μου, τι άσχημα που είναι», είπε ο αστυνομικός.

«Και τώρα τελευταία έχουν πληθύνει, έγιναν περισσότερα κι από τις ψείρες. Δεν τα βλέπεις ποτέ το πρωί ή το μεσημέρι, που κάνει την περισσότερη ζέστη, αλλά αργά το απόγευμα... προς το βραδάκι... όταν παίρνει να σκοτεινιάσει...» Κούνησε το κεφάλι του σαν να έλεγε, Δεν μπορείς να φανταστείς. 95

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Τι του είπες;» τον ρώτησε ο Τζόνι. «Ήταν εκπληκτικό. Ινδιάνικα του μίλησες; Σε κάποια ινδιάνικη διάλεκτο;»

Ο αστυνομικός γέλασε. «Δεν ξέρω καμιά ινδιάνικη διάλεκτο. Διάβολε, ούτε Ινδιάνους ξέρω. Μπεμπεκίστικα του έλεγα, όπως άκατα-μάκατα, σούκατα-μπε». «Ναι, αλλά σε άκουγε!»

«Δε με άκουγε, με κοίταζε», είπε ο αστυνομικός, σμίγοντας τα φρύδια κι αγριοκοιτάζοντας τον Τζόνι, σαν να τον προκαλούσε να τον διαψεύσει, αν είχε τα κότσια. «Απλώς έκλεψα τα μάτια του. Τις τρύπες των ματιών του. Δεν ξέρω για τα πουλιά, αλλά όταν έχεις να κάνεις με τέτοια ύπουλα ζώα σαν τους λύκους της ερήμου... έτσι και κλέψεις τα μάτια τους, δεν έχει καμιά σημασία τι θα τους πεις. Συνήθως δεν είναι επικίνδυνα, εκτός αν έχουν λύσσα. Δεν πρέπει να μυρίσουν φόβο επάνω σου. Ή αίμα».

Ο Τζόνι έριξε μια ματιά στο ματωμένο μανίκι του αστυνομικού κι αναρωτήθηκε αν ήταν το αίμα αυτό που είχε τραβήξει το κογιότ ως εκεί. «Και ποτέ, μα ποτέ, να μην τ' αντιμετωπίσεις όταν είναι κοπάδι. Ειδικά αν έχουν ένα γερό αρσενικό για αρχηγό. Τότε γίνονται άφοβα. Μπορούν να πάρουν στο κατόπι ένα ελάφι και να το κυνηγήσουν μέχρι που να σπάσει η καρδιά του. Καμιά φορά το κάνουν έτσι για πλάκα». Έκανε μια παύση. «Ή άνθρωπο».

«Αλήθεια;» είπε ο Τζόνι. Απέφυγε να επαναλάβει το «πολύ ανατριχιαστικό», το είχε ήδη χρησιμοποιήσει. «Εκπληκτικό!» πρόσθεσε.

«Δεν είναι;» είπε ο μπάτσος και χαμογέλασε. «Αρχαία γνώση. Άγραφοι νόμοι της ερήμου. Η ηχώ της απέραντης μοναξιάς των ερημότοπων». Ο Τζόνι απέμεινε να τον κοιτάζει χάσκοντας. Εντελώς ξαφνικά, ως δια μαγείας, ο φίλος του ο μπάτσος είχε αρχίσει να μιλάει σαν τον Πολ Μπόουλς σε φάση μελαγχολίας.

Απλώς προσπαθεί να σ' εντυπωσιάσει -εξυπνάδες, όπως και στα κοκτέιλ πάρτι. Τα έχεις ξαναδεί και ξανακούσει χιλιάδες φορές αυτά κι άλλα παρόμοια. 96

STEPHEN KING

Από κάπου μακριά, υψώθηκε άλλο ένα ουρλιαχτό, τρεμάμενο μέσα στα κύματα της ζέστης, που θόλωναν τον αέρα. Δεν ήταν το κογιότ που το είχε βάλει στα πόδια λίγο πριν, ο Τζόνι ήταν σίγουρος. Αυτό το ουρλιαχτό είχε έρθει από αλλού, ίσως σαν απάντηση στο πρώτο. «Ε, κύριε Μάρινβιλ!» είπε δυνατά ο αστυνομικός. «Πού έχεις το μυαλό σου;»

«Πώς;» Για μια πολύ παράξενη στιγμή, ο Τζόνι είχε την αίσθηση ότι ο μπάτσος αναφερόταν στις σκέψεις του, σαν να είχε τηλεπαθητικές ικανότητες, αλλά ο τύπος είχε στρέψει πάλι την προσοχή του στη μοτοσικλέτα και του έδειχνε κάτι στον αριστερό σάκο της σέλας. Ο Τζόνι είχε αγοράσει ένα πόντσο για το ταξίδι χρώματος πορτοκαλί, για ασφάλεια σε περίπτωση κακοκαιρίαςκαι είδε ότι το ένα μανίκι του κρεμόταν έξω από το καπάκι του σάκου, σαν γλώσσα.

Πώς δεν το είδα όταν σταμάτησα για κατούρημα; αναρωτήθηκε. Πώς μου ξέφυγε; Ήταν και κάτι άλλο όμως. Στο Πρίτι Νάις είχε κάνει στάση για βενζίνη και, αφού γέμισε το ντεπόζιτο της Χάρλεϊ, είχε ανοίξει αυτόν το σάκο για να πάρει το χάρτη της Νεβάδα. Είχε ελέγξει τα χιλιόμετρα μέχρι το Όστιν, είχε ξαναδιπλώσει το χάρτη και τον είχε ξαναβάλει στη θέση του. Τότε, είχε κλείσει το λουράκι του σάκου. Το θυμόταν πολύ καλά. Και τώρα το λουράκι ήταν ανοιχτό.

Σ' όλη του τη ζωή ήταν παρορμητικός τύπος. Την καλύτερη δουλειά του ως συγγραφέα τη χρωστούσε στο ένστικτο και στον αυθορμητισμό και όχι στο λογικό προγραμματισμό. Το πιοτό και τα ναρκωτικά είχαν αμβλύνει αυτές τις ικανότητες του, αλλά είχαν αρχίσει να επαναλειτουργούν αφότου έκοψε και το μεν και τα δε. Τώρα, κοιτώντας την άκρη του πόντσο που κρεμόταν από τον ξεκούμπωτο σάκο, ο Τζόνι άκουσε καμπάνες συναγερμού να ηχούν στο μυαλό του. Ο μπάτσος το έχανε. Ήταν παράλογο, αλλά η διαίσθηση του επέμενε ότι ήταν αλήθεια. Ο μπάτσος είχε ανοίξει το σάκο και είχε μισοτραβήξει έξω το καινούριο του πόντσο, ενώ ο Τζόνι στεκόταν μερικά μετρά πιο περά, με την πλάτη γυρισμένη στη μοτοσικλέτα και κατουρούσε. Και στη διάρκεια της κουβέντας τους, ο μπάτσος είχε φροντίσει να 97

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στέκεται πάντα σε τέτοια θέση, που να του κρύβει τον αριστερό σάκο, για να μη δει ο Τζόνι το πόντσο.

Τελικά, ο τύπος δεν ήταν καθόλου ο αφελής, αγνός κι ενθουσιώδης επαρχιώτης που είχε συναντήσει τυχαία τον αγαπημένο του συγγραφέα. Κάθε άλλο. Κάτι είχε στο νου του. Υπήρχε σκοπιμότητα εδώ. Τι έχει στο νου του; μου λες, σε παρακαλώ; Ποια σκοπιμότητα; Ο Τζόνι δεν ήξερε, αλλά δεν του άρεσε καθόλου η κατάσταση. Ούτε κι αυτή η ιστορία με τα κογιότ και τα αλαμπουρνέζικα.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο αστυνομικός. Χαμογελούσε κι αυτό ήταν κάτι ακόμα που δεν άρεσε καθόλου στον Τζόνι. Δεν ήταν πια το ονειροπαρμένο χαμόγελο ενός θαμπωμένου από το είδωλο του θαυμαστή. Τούτο το χαμόγελο είχε κάτι παγερό. Ίσως και περιφρονητικό. «Λοιπόν, τι;»

«Δε θα το κλείσεις; Τακ!»

Η καρδιά του Τζόνι έχασε ένα χτύπο. «Τακ; Τι θα πει αυτό;» «Δεν είπα εγώ τακ. Εάν είπες τακ».

Ο μπάτσος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και συνέχισε να τον κοιτάζει χαμογελώντας.

Θέλω να φύγω από δ ω, σκέφτηκε ο Τζόνι. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει. Ακόμη κι αν σήμαινε ότι έπρεπε ν' ακολουθήσει εντολές, ευχαρίστως θα το έκανε. Λυτό το μικρό επεισόδιο, που στην αρχή ήταν περίεργο με πολύ συμπαθητικό τρόπο, τώρα είχε γίνει περίεργο με καθόλου συμπαθητικό τρόπο... σαν ένα σύννεφο να σκέπασε ξαφνικά τον ήλιο και η όμορφη, ευχάριστη μέρα μεταμορφώθηκε απότομα σε σκοτεινή και απειλητική. Κι αν έχει κακό σκοπό ο τύπος; Ποιος ξέρει τι μπορεί να έχει πάρει;

Ας πούμε πως έχει, απάντησε στον εαυτό του. Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Να διαμαρτυρηθείς στην τοπική διεύθυνση κογιότ;

Η υπερ-εξασκημένη φαντασία του του σέρβιρε μια εξαιρετικά δυσοίωνη εικόνα: ο μπάτσος να σκάβει ένα λάκκο στην έρημο και 98

STEPHEN KING

στη σκιά του περιπολικού του να κείτεται το πτώμα του άντρα που ήταν κάτοχος του Εθνικού Βραβείου Λογοτεχνίας και κάποτε πηδούσε τη διασημότερη ηθοποιό της Αμερικής. Απέρριψε βιαστικά αυτή την εκδοχή, πριν γίνει σαφέστερη, όχι μόνο από φόβο, αλλά και από μια περίεργη αλαζονεία που λειτουργούσε σαν άμυνα. Άνθρωποι όπως αυτός δε δολοφονούνται εν ψυχρώ. Καμιά φορά αυτοκτονούν, αλλά δε δολοφονούνται, ειδικά από ψυχοπαθείς θαυμαστές. Αυτά συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα της πεντάρας. Υπήρχε, βέβαια, η περίπτωση του Τζον Λένον αλλά...

Καθώς κινήθηκε προς το σάκο, ο Τζόνι έριξε μια φευγαλέα ματιά στον αστυνομικό που στεκόταν παραδίπλα. Για μια στιγμή, είδε μπροστά του ολοζώντανο, αν και κάπως θολό, το πρόσωπο του μέθυσου, βλάσφημου και θεοπάλαβου πατέρα του, που πάντα μύριζε ακριβώς όπως μύριζε τώρα αυτός ο περίεργος μπάτσος: κολόνια Ολντ Σπάις, πάνω από την μπόχα του ξινού ιδρώτα. Σκέτη μαυρίλα και κακία κάτω από το άρωμα, σαν σαπισμένο χωμάτινο πάτωμα σε σκοτεινό κελάρι.

Και τα δύο λουράκια του αριστερού σάκου ήταν λυτά. Ο Τζόνι σήκωσε το καπάκι, έχοντας ακόμη στα ρουθούνια του τη μυρωδιά του ιδρώτα και της Ολντ Σπάις. Ο μπάτσος στεκόταν από πίσω του κοιτώντας πάνω από τον ώμο του. Ο Τζόνι έπιασε το μανίκι του πόντσο που κρεμόταν κι έμεινε με το χέρι μετέωρο βλέποντας τι υπήρχε στο εσωτερικό του σάκου, πάνω στους χάρτες. Ένα κομμάτι του εαυτού του είχε παγώσει από το σοκ, αλλά δεν ένιωσε την παραμικρή έκπληξη. Ο μπάτσος κοιτούσε κι αυτός μέσα στο σάκο. «Αχ, Τζόνι», είπε, δήθεν λυπημένα. «Κρίμα. Με απογοητεύεις».

Τέντωσε το χέρι του κι έπιασε τη διάφανη πλαστική σακούλα που ήταν αφημένη πάνω στους χάρτες. Ο Τζόνι δε χρειαζόταν να μυρίσει το περιεχόμενο για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν φασκόμηλο. Στο μπροστινό μέρος της σακούλας, σαν κάποιος να ήθελε να του κάνει πλάκα, υπήρχε μια αυτοκόλλητη κίτρινη «φατσούλα» με χαμόγελο. «Δεν είναι δικό μου αυτό», είπε ο Τζόνι Μάρινβιλ. Η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη κι απόμακρη, σαν κακογραμμένο μήνυμα 99

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σε αυτόματο τηλεφωνητή. «Δεν είναι δικό μου και το ξέρεις, γιατί εσύ το έβαλες εκεί».

«Ναι, όλα τα στραβά η αστυνομία τα κάνει», είπε ο γιγαντόσωμος μπάτσος. «Όπως στα ψευτοφιλελεύθερα βιβλία σου; ε; Μάγκα μου, εγώ το μύρισα το χόρτο από τη στιγμή που σε πλησίασα. Βρομάς ολόκληρος. Τακ!» «Άκου, φίλε...» ξεκίνησε να λέει ο Τζόνι.

«Μπες στο περιπολικό, παλιοκουμούνι! Αδερφάρα!»

Φωνή οργισμένη αλλά τα γκρίζα μάτια γελούσαν, μου κάνει πλάκα, σκέφτηκε ο Τζόνι. Κάποια τρελή, απίθανη φάρσα.

Και τότε, από κάπου μακριά στο Νότο, καινούρια ουρλιαχτά ξεσηκώθηκαν -μπουλούκι ζώα αυτή τη φορά- κι όταν ο αστυνομικός γύρισε τα μάτια του προς τα εκεί και χαμογέλασε, ο Τζόνι ένιωσε μια κραυγή ν' ανεβαίνει ως το λαρύγγι του κι έσφιξε δυνατά τα χείλη για να την πνίξει. Η έκφραση του αστυνομικού καθώς στράφηκε προς τη μεριά του ήχου δεν είχε τίποτε το ανάλαφρο ή κατεργάρικο. Ήταν η έκφραση ενός παράφρονα. Και, Χριστέ μου, ήταν γιγάντιος! «Τα παιδιά της ερήμου, τα παιδιά μου!» είπε ο μπάτσος. «Τα καν τόι! Τι όμορφα τραγουδάνε!»

Γέλασε δυνατά, κοίταξε την πλαστική σακούλα με το χόρτο που κρατούσε στο πελώριο χέρι του, κούνησε ζωηρά το κεφάλι και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. Ο Τζόνι στεκόταν και τον παρακολουθούσε παγωμένος, διόλου σίγουρος πλέον ότι οι άνθρωποι σαν αυτόν δε δολοφονούνται στα καλά καθούμενα.

«Ταξίδια με τη Χάρλεϊ», είπε ο μπάτσος. «Ξέρεις πόσο ηλίθιος είναι ένας τέτοιος τίτλος για βιβλίο; Πόσο ηλίθια είναι η όλη ιδέα; Να καρπωθείς τη λογοτεχνική κληρονομιά του Τζον Στάινμπεκ... ενός συγγραφέα που ούτε τα παπούτσια του δεν είσαι άξιος να γλείψεις... αυτό με κάνει έξαλλο».

Και πριν προλάβει ο Τζόνι να καταλάβει τι έγινε, αισθάνθηκε ένα πελώριο κύμα πόνου να ξεπηδάει από το κεφάλι του. Είχε συνείδηση ότι πισωπατούσε τρικλίζοντας, ότι έσφιγγε με τα χέρια το πρόσωπο του, ενώ καυτό αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα 100

STEPHEN KING

του, ότι ανέμιζε τα χέρια του στα τυφλά, ότι σκεφτόταν, Είμαι εντάξει, δε Οα πέσω, είμαι εντάξει, και ύστερα ότι βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα πάνω στην άσφαλτο, να αντικρίζει το εκτυφλωτικό μπλε του ουρανού και να ουρλιάζει. Τη μύτη του δεν την αισθανόταν πια ίσια κάτω από τα δάχτυλα του. Έμοιαζε να έχει πλαγιάσει πάνω στο αριστερό του μάγουλο. Από την πολλή κόκα που είχε σνιφάρει τη δεκαετία του ογδόντα, είχε στραβό ρινικό διάφραγμα και θυμόταν πως ο γιατρός του είχε πει να το τακτοποιήσει πριν πέσει πάνω σε καμιά πινακίδα ή περιστροφική πόρτα και διαλυθεί εντελώς η μύτη του. Τελικά, δεν ήταν ούτε πόρτα ούτε πινακίδα και η μύτη του δεν είχε διαλυθεί ακριβώς, αλλά είχε αλλάξει ριζικά σχήμα μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Τζόνι έκανε όλες αυτές τις σκέψεις με απόλυτη πνευματική διαύγεια, ενώ συνέχιζε να ουρλιάζει.

«Μιλάμε, με κάνει πυρ και μανία», είπε ο αστυνομικός και τον κλότσησε δυνατά, ψηλά στον αριστερό μηρό. Ο πόνος ήρθε μονοκόμματος, τον έκαψε σαν ισχυρό οξύ, κάνοντας το πόδι του να πετρώσει. Ο Τζόνι άρχισε να κυλάει δεξιά αριστερά στα πλευρά του, κουλουριασμένος, σφίγγοντας πια το πόδι του αντί για τη μύτη, γδέρνοντας τα μαγουλά του πάνω στην άσφαλτο της Εθνικής 50, ουρλιάζοντας, αγκομαχώντας, ρουφώντας άμμο μαζί με την ανάσα του και βγάζοντας τον πάλι με έναν άγριο βήχα όταν πήγε να ουρλιάξει ξανά.

«Η αλήθεια είναι ότι με κάνει θηρίο», είπε ο μπάτσος και κλότσησε τον Τζόνι στα πισινά, ψηλά, κοντά στη βάση της πλάτης. Τώρα ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που ο Τζόνι πίστεψε ότι θα έχανε τις αισθήσεις του. Αλλά δεν τις έχασε. Απλώς συνέχισε να σπαρταράει και να κυλιέται πάνω στην άσπρη γραμμή του δρόμου, ουρλιάζοντας, φτύνοντας άμμο κι αιμορραγώντας από τη σπασμένη μύτη του, ενώ από κάπου μακριά τα ουρλιαχτά των κογιότ υψώνονταν στον ουρανό από τις πυκνές σκιές των βουνών, μακριά στον ορίζοντα του Νότου. «Σήκω», είπε ο αστυνομικός. «Σήκω όρθιος, λόρδε Τζιμ».

«Δεν μπορώ», κλαψούρισε ο Τζόνι Μάρινβιλ, μαζεύοντας τα πόδια του στο στήθος και σταυρώνοντας τα χέρια πάνω από την κοιλιά του, σε μια στάση άμυνας που θυμόταν αμυδρά από την εποχή 101

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος, στο Σικάγο, το '68, αλλά κι ακόμα πιο πριν, από μια διάλεξη που είχε παρακολουθήσει στη Φιλαδέλφεια πριν από την πρώτη Πορεία Ελευθερίας στο Μισισιπή. Ήταν αποφασισμένος να πάρει μέρος σε κάποια απ' αυτές -δεν ήταν μόνο ένας δίκαιος αγώνας, ήταν κι εκπληκτικό υλικό για βιβλίο- αλλά κάτι του είχε τύχει τελικά. Είχε προκύψει κάποιο εμπόδιο. Μάλλον δυο σηκωμένα πόδια μπροστά στο πουλί του.

«Σήκω όρθιος, καραγκιόζη. Βρίσκεσαι στο σπίτι μου τώρα, στον οίκο του λύκου και του σκορπιού, και καλά θα κάνεις να μην το ξεχνάς». «Δεν μπορώ, μου έσπασες το πόδι. Χριστέ μου, πώς πονάει...»

«Το πόδι σου δεν είναι σπασμένο και δεν ξέρεις ακόμα τι θα πει πόνος. Εμπρός τώρα, σήκω!» «Δεν μπορώ. Αλήθεια...»

Ο πυροβολισμός ήταν εκκωφαντικός και ο εξοστρακισμός της σφαίρας πάνω στην άσφαλτο ένα φαρμακερό σφύριγμα. Ο Τζόνι βρέθηκε να στέκεται όρθιος πριν ακόμη σιγουρευτεί απόλυτα ότι ήταν ζωντανός. Στεκόταν πάνω στη διαχωριστική γραμμή, με το ένα πόδι στην αριστερή λωρίδα και το άλλο στη δεξιά, παραπαίοντας σαν μεθυσμένος. Όλο το κάτω μέρος του προσώπου του ήταν πασαλειμμένο με αίμα. Άμμος είχε κολλήσει στο πηχτό, κόκκινο υγρό σχηματίζοντας αραβουργήματα πάνω στα χείλη, τα μάγουλα και το πιγούνι του. «Ε, λεβέντη, μούσκεψες τα παντελόνια σου», είπε ο μπάτσος.

Ο Τζόνι κοίταξε προς τα κάτω και διαπίστωσε ότι είχε κατουρηθεί επάνω του. Όσο κι αν το τινάξεις... σκέφτηκε. Ο αριστερός μηρός του τον χτυπούσε σαν απόστημα σε δόντι. Ο πισινός του ήταν εντελώς μουδιασμένος -τον ένιωθε σαν κομμάτι κατεψυγμένο κρέας. Μάλλον θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος όμως, αφού ζούσε ακόμη. Λίγο ψηλότερα αν τον είχε κλοτσήσει ο μπάτσος τη δεύτερη φορά, θα τον είχε αφήσει παράλυτο. «Είσαι ένα θλιβερό δείγμα συγγραφέα κι ένα ακόμη θλιβερότερο δείγμα ανθρώπου», είπε ο αστυνομικός. 102

STEPHEN KING

Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα πελώριο περίστροφο. Κοίταξε τη σακούλα με το χόρτο που κρατούσε στο άλλο του χέρι και κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος.

«Το κατάλαβα όχι μόνο απ' αυτά που λες, αλλά κι από το στόμα που έχεις για να τα λες. Έτσι και κοιτάξω για κάμποση ώρα αυτό το αυτάρεσκο στόμα σου με τα χαλαρά, πρόστυχα χείλια, θα σε σκοτώσω επιτόπου. Δε θα μπορέσω να κρατηθώ».

Ου-ου-ΟΥΟΥΟΥ. Το μακρινό ουρλιαχτό των κογιότ αντηχούσε σαν σάουντρακ παλιάς ταινίας του Τζον Γουέιν. «Έκανες ήδη αρκετά», είπε ο Τζόνι, με βραχνή, σπασμένη φωνή.

«Όχι ακόμη», του απάντησε ο αστυνομικός και χαμογέλασε. «Αλλά η μύτη σου ήταν μια καλή αρχή. Η φάτσα σου καλυτέρεψε. Όχι πολύ, λιγάκι». Άνοιξε την πίσω πόρτα του περιπολικού του. Καθώς τον κοίταζε, ο Τζόνι αναρωτήθηκε πόση ώρα παιζόταν τούτη η κωμωδία του παραλόγου. Δεν είχε ιδέα, αλλά στο διάστημα που συνέβαιναν όλα αυτά δεν είχε περάσει-,ούτε ένα αυτοκίνητο. Ούτε ένα. «Μπες μέσα, μάγκα». «Που θα με πας;»

«Πού νομίζεις ότι θα πήγαινα έναν ξιπασμένο, ψευτοκουλτουριάρη μαλάκα σαν κι εσένα; Στη στενή, πού αλλού; Μπες μέσα τώρα».

Ο Τζόνι μπήκε στο περιπολικό. Σκύβοντας, άγγιξε τη δεξιά πάνω τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του. Το κινητό τηλέφωνο ήταν στη θέση του.

103

5

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ήταν αδύνατο να καθίσει στον πισινό του, πονούσε τρομερά, οπότε έγειρε και στηρίχτηκε στο δεξιό γοφό του, καλύπτοντας χαλαρά, με κουφωμένη την παλάμη, τη μύτη του, που τον τρέλαινε στον πόνο. Την αισθανόταν σαν κάτι ζωντανό και κακό, κάτι που έμπηγε ένα διπλό, φαρμακερό κεντρί στη σάρκα του, αλλά προς το παρόν κατάφερε να την αγνοήσει. Κάνε να πιάσει το κινητό, παρακάλεσε, απευθυνόμενος σ' ένα θεό τον οποίο χλεύαζε σ' όλη τη διάρκεια της δημιουργικής καριέρας του και πιο πρόσφατα σ' ένα διήγημα με τίτλο θεόσταλτη Καλοκαιρία, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Χάρπερς και είχε εισπράξει κολακευτικά σχόλια, γενικώς. Κάνε, Θεέ μου, να πιάσει το αναθεματισμένο το μαραφέτι και να τ' ακούσει ο Στιβ να χτυπάει. Και ύστερα, συνειδητοποιώντας ότι λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, πρόσθεσε και τρίτη νοερή παράκληση: Δώσε μου. Σε παρακαλώ, μια ευκαιρία να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο, εντάξει;

Σαν απάντηση στις προσευχές του, ο αστυνομικός προσπέρασε την πόρτα του οδηγού χωρίς καν να την κοιτάξει και τράβηξε προς τη μοτοσικλέτα. Πήρε το κράνος του Τζόνι, το φόρεσε στο δικό του κεφάλι, καβάλησε τη μηχανή -έτσι πανύψηλος που ήταν έκανε απλώς μια δρασκελιά- και την επόμενη στιγμή ακούστηκε το γνώριμο, μαλακό μουγκρητό της Χάρλεϊ. Ο μπάτσος έμεινε για λίγο καβάλα στη μηχανή, με τα λουριά του κράνους να κρέμονται άδετα, κάνοντας τη Χάρλεϊ να μοιάζει με παιδικό παιχνιδάκι που το ταλαιπωρούσε με τον τεράστιο, αντιπαθητικό όγκο του. Μετά, σήκωσε τη μοτοσικλέτα, έφερε το πλαϊνό σταντ στη θέση του με μια μαλακή κλοτσιά και πάτησε το λεβιέ βάζοντας πρώτη. Διστακτικά στην αρχή, όπως έκανε και ο ίδιος ο Τζόνι όταν ξανάβγαλε τη μηχανή του από το γκαράζ όπου την είχε αραγμένη επί τρία χρόνια και βγήκε στο δρόμο, ο αστυνομικός κατέβηκε το ανάχωμα της ασφάλτου προς την έρημο. Χρησιμοποιώντας μόνο το φρένο του τιμονιού, οδηγούσε αργά, πατώντας και τα δυο του πόδια στο χώμα, προσέχοντας συνεχώς για πιθανά εμπόδια. Μόλις βρέθηκε σε επίπεδο έδαφος, άνοιξε γκάζι και, αλλάζοντας γρήγορα τις ταχύτητες, όρμησε στην έρημο οδηγώντας με συνεχή ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα θαμνόφυτα. 104

STEPHEN KING

Να πέσεις σε λαγούμι, τυφλοπόντικα, γαμημένε σαδιστή, σκέφτηκε ο Τζόνι. Να καρφωθείς σε βράχο. Να τσακιστείς και να καείς ζωντανός.

«Μη χάνεις χρόνο», μονολόγησε αμέσως μετά. Έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του τη μικροσκοπική συσκευή (το κινητό ήταν ιδέα του Μπιλ Χάρις, ίσως η μόνη καλή ιδέα που είχε ο ατζέντης του τα τελευταία τέσσερα χρόνια), άνοιξε το καπάκι και κοίταξε το φωτεινό καντράν κρατώντας την ανάσα του. Τώρα παρακαλούσε το θεό να εμφανιστεί ένα S και τουλάχιστον δυο κάθετες γραμμούλες. Έλα, θεούλη μου, κάνε να βγει, σκεφτόταν, ενώ χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στα μαγουλά του κι έσμιγαν με το αίμα, που ακόμη έτρεχε από τη στραπατσαρισμένη μύτη του. Κάνε να βγει ένα S και δύο γραμμές, αλλιώς θα το κάνω υπόθετο το ρημάδι.

Ακούστηκε το γνωστό μπιπ. Κι αυτό που εμφανίστηκε στην αριστερή πλευρά του καντράν ήταν ένα S, που σήμαινε «λειτουργεί», και μια κάθετη γραμμούλα. Μόνο μία. «Όχι», βόγκηξε ο Τζόνι. «Μη μου το κάνεις αυτό, βγάλε άλλη μία, άλλη μία, σε παρακαλώ!»

Πάνω στη φούρια του ταρακούνησε το τηλέφωνο... και είδε ότι είχε ξεχάσει να σηκώσει την κεραία. Το έκανε κι αμέσως εμφανίστηκε μια δεύτερη γραμμή, δίπλα στην πρώτη. Τρεμόπαιξε, έσβησε, ξαναφάνηκε τρεμοπαίζοντας πάλι, αλλά έμεινε στο καντράν.

«Ναι!» ψιθύρισε ο Τζόνι. Σήκωσε απότομα το κεφάλι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ανάμεσα από μακριά, μπερδεμένα γκρίζα τσουλούφια -τώρα πασαλειμμένα με αίμα- πίσω από βαριά βλέφαρα που γυάλιζαν από τον ιδρώτα, τα μάτια του έλαμπαν σαν μάτια μικρού, τρομαγμένου ζώου, που κρυφοκοιτάζει από το λαγούμι του. Ο αστυνομικός είχε σταματήσει τη Σοφτέιλ γύρω στα τριακόσια μέτρα μακριά. Ξεκαβάλησε κι έκανε πέρα αφήνοντας τη να πλαγιάσει στο χώμα. Η μηχανή έσβησε. Ακόμη και σ' αυτή την κατάσταση, ο Τζόνι ένιωσε να τον πνίγει η οργή. Η Χάρλεϊ τον είχε φέρει τόσο δρόμο, χωρίς να χάσει ούτε μια στροφή ο κινητήρας της, και τον πονούσε τώρα να βλέπει να της φέρονται με τόση αδιαφορία και περιφρόνηση. 105

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Σιχαμένε μαλάκα!» ψιθύρισε. Ρούφηξε ασυναίσθητα τη μύτη του και το στόμα του γέμισε μισοπηγμένο αίμα, που το έφτυσε πάνω στα χαρτιά που γέμιζαν το δάπεδο του περιπολικού. Ύστερα κοίταξε πάλι το τηλέφωνο. Ανάμεσα στα πολλά κουμπιά στο κάτω μέρος, το δεύτερο από δεξιά είχε την ένδειξη ΟΝΟΜΑ/ΜΕΝΟΥ. Ο Στιβ του είχε προγραμματίσει αυτή τη λειτουργία, λίγο πριν ξεκινήσουν το ταξίδι. Ο Τζόνι πάτησε το κουμπί κι αμέσως εμφανίστηκε στο καντράν το όνομα του ατζέντη του: ΜΠΙΛ. Το ξαναπάτησε κι εμφανίστηκε το όνομα ΤΕΡΙ. Το πάτησε τρίτη φορά και διάβασε ΤΖΑΚ –Τζακ Άπλετον, ο εκδότης του. θεέ και Κύριε, γιατί είχε βάλει όλα αυτά τα ονόματα ο Στιβ Έιμς πριν από το δικό του; Ο Στιβ ήταν η σανίδα σωτηρίας.

Πέρα στην έρημο, τριακόσια μέτρα μακριά από το περιπολικό, ο μανιακός μπάτσος είχε βγάλει το κράνος και κλοτσούσε άμμο πάνω στην πεσμένη Χάρλεϊ. Από τόσο μακριά έμοιαζε με υστερικό πιτσιρίκι, που ξεσπάει τα νεύρα του. Πάλι καλά. Αν είχε σκοπό να θάψει τη μηχανή, ο Τζόνι θα είχε μπόλικο χρόνο στη διάθεση του να κάνει το τηλεφώνημα... αν έπιανε το καταραμένο το κινητό. Το φωτάκι που έδειχνε ότι η συσκευή αναζητούσε το νούμερο αναβόσβηνε κόκκινο κι αυτό ήταν καλό σημάδι, αλλά η δεύτερη γραμμούλα εξακολουθούσε να τρεμοπαίζει στο καντράν.

«Έλα, έλα», είπε ο Τζόνι στη συσκευή. Το χέρι του ήταν πασαλειμμένο με αίματα κι έτρεμε βίαια. «Έλα, καλό μου, σε παρακαλώ». Πάτησε πάλι το κουμπί ΟΝΟΜΑ/ΜΕΝΟΥ και στο καντράν εμφανίστηκε το όνομα ΣΤΙΒ. Ο Τζόνι έφερε τον αντίχειρα πάνω στο κουμπί με την ένδειξη ΚΛΗΣΗ και πίεσε δυνατά. Ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο στ' αυτί του, σκύβοντας κι άλλο προς τα δεξιά και κρυφοκοιτώντας από το κάτω μέρος του παραθύρου. Ο μπάτσος συνέχιζε να ρίχνει άμμο πάνω στον κινητήρα της Χάρλεϊ. Η συσκευή άρχισε να καλεί, αλλά ο Τζόνι ήξερε ότι δεν τα είχε καταφέρει ακόμη. Απλώς είχε μπει στο δίκτυο. Τον χώριζε ακόμη ένα βήμα από τον Στιβ Έιμς. Ένα μεγάλο βήμα.

«Έλα, έλα, έλα...» Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στην εσωτερική γωνιά του ματιού του. Τη σφούγγισε με τον κόμπο του δαχτύλου του. 106

STEPHEN KING

Το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει. Ακούστηκε ένα κλικ. «Έχετε μπει στο Δίκτυο Γουέστερν!» ανήγγειλε μια χαρωπή μηχανική φωνή. «Η κλήση σας προωθείται! Ευχαριστούμε που περιμένετε! Καλή σας μέρα!»

«Χέσε μας με τις ευγένειες και βγάλε το νούμερο!» ψιθύρισε με αγωνία ο Τζόνι.

Σιωπή στο τηλέφωνο. Πέρα στην έρημο, ο μπάτσος έκανε κάνα δυο βήματα πίσω και κοίταξε τη μοτοσικλέτα σαν να προσπαθούσε ν' αποφασίσει αν την είχε καμουφλάρει αρκετά. Στο βρόμικο, γεμάτο χαρτιά πίσω κάθισμα του περιπολικού, ο Τζόνι Μάρινβιλ έβαλε τα κλάματα. Του ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν σαν να μούσκευε ξανά τα παντελόνια του αλλά από την ανάποδη μεριά. «Όχι», ψιθύρισε. «Όχι, δεν τη σκέπασες καλά, όχι με τόσο αέρα, θα φύγει η άμμος, ρίξε κι άλλη, σε παρακαλώ, ρίξε λίγη άμμο ακόμη».

Ο μπάτσος στεκόταν ακίνητος κοιτώντας τη Χάρλεϊ και ρίχνοντας μια σκιά μακριά ίσαμε ένα χιλιόμετρο πάνω στο άγονο έδαφος. Ο Τζόνι τον κρυφοκοίταζε από το παράθυρο του περιπολικού, ανάμεσα από τα μπερδεμένα τσουλούφια, που του έπεφταν στα μάτια, με το τηλέφωνο κολλημένο πάνω στ' αυτί του, κρατώντας την ανάσα του από την αγωνία. Ένας μακρύς, τρεμάμενος στεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του, όταν ο αστυνομικός έκανε ένα βήμα μπροστά και ξανάρχισε να κλοτσάει άμμο, αυτή τη φορά στο τιμόνι της Χάρλεϊ.

Πάνω στ' αυτί του, το τηλέφωνο κουδούνισε πάλι κι αυτή τη φορά ο ήχος ήταν στριγκός και πολύ μακρινός. Αν περνούσε η κλήση -και το κουδούνισμα ήταν ένδειξη ότι μάλλον περνούσε- μια πανομοιότυπη συσκευή μέσα σε ένα φορτηγό Ράιντερ, που μπορεί να βρισκόταν από πενήντα μέχρι διακόσια χιλιόμετρα ανατολικά από την τωρινή θέση του Τζόνι Μάρινβιλ, πρέπει να κουδούνιζε αυτή τη στιγμή.

Πέρα στην έρημο, ο αστυνομικός συνέχιζε να κλοτσάει άμμο, σκεπάζοντας το τιμόνι της Χάρλεϊ. Δεύτερο κουδούνισμα... τρίτο... τέταρτο... Ένα δυο κουδουνίσματα ακόμη και θα έβγαινε ξανά η μηχανική φωνή, πληροφορώντας τον ότι στον αριθμό που καλούσε δεν απαντούσε κανείς και ότι έπρεπε να ξαναδοκιμάσει σε 107

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λίγο. Ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια του, κλαίγοντας ακόμη. Φαντάστηκε το φορτηγό του Στιβ σταματημένο έξω από ένα βενζινάδικο/μπαρ λίγο μετά τη συνοριακή γραμμή Γιούτα-Νεβάδα. Ο Στιβ ήταν μέσα στο μαγαζί, αγόραζε ένα κουτάκι από τα καταραμένα πούρα του και σαλιάριζε με την ομορφούλα στο ταμείο, ενώ έξω στο πάρκινγκ, πάνω στην κονσόλα του Ράιντερ, το κινητό τηλέφωνο –η άλλη άκρη της σανίδας σωτηρίας- κουδούνιζε στην έρημη καμπίνα. Πέμπτο κουδούνισμα...

Και ύστερα, μακρινή, σχεδόν χαμένη πίσω από φοβερά παράσιτα, αλλά όμοια με φωνή αγγέλου που σκύβει να τον ακούσει από τον ουρανό, η φωνή του Στιβ, με την ξερή, συρτή προφορά του Τέξας: «Εμπρός... είσαι... αφεντικό;»

Μια νταλίκα πέρασε σαν σίφουνας προς τ' ανατολικά, ταρακουνώντας το περιπολικό με το ρεύμα αέρα που δημιούργησε. Ο Τζόνι δεν έδωσε καμιά σημασία ούτε δοκίμασε να κάνει νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Δε θα το δοκίμαζε ακόμη κι αν δεν είχε συγκεντρωμένη όλη την προσοχή του στο τηλέφωνο και στη φωνή του Στιβ. Το περαστικό αμάξι έτρεχε τουλάχιστον με εκατόν είκοσι. Τι διάβολο θα προλάβαινε να δει ο οδηγός μέσα στα δύο δέκατα του δευτερολέπτου που θα του έπαιρνε να προσπεράσει το σταματημένο περιπολικό, ειδικά πίσω από το παχύ στρώμα της σκόνης που σκέπαζε τα τζάμια;

Ο Τζόνι ρούφηξε αέρα από τη μύτη του, αγνοώντας τον πόνο και καταπίνοντας το αιμάτινο φλέμα, προκειμένου να καθαρίσει όσο γινόταν τη φωνή του για να μπορέσει να τον ακούσει ο Στιβ. «Στιβ! Στιβ! Έχω μπλέξει άσχημα. Πολύ άσχημα!»

Το ακουστικό γέμισε από στριγκά παράσιτα και ο Τζόνι πίστεψε ότι τον είχε χάσει, αλλά όταν καθάρισε ξανά η γραμμή άκουσε: «...τρέχει, αφεντικό; Τι είπες;» «Στιβ, ο Τζόνι είμαι! Μ' ακούς;»

«...κούω... Τι...» Πάλι παράσιτα, «...έχεις;» Η ενδιάμεση λέξη ίσα που ακούστηκε, αλλά ο Τζόνι νόμισε ότι ήταν «πρόβλημα». Σ" ακούω. Τι πρόβλημα έχεις; 108

STEPHEN KING

Θεέ μου, κάνε να μην ακούω ό,τι με συμφέρει. Κάνε να είπε πράγματι αυτό.

Ο μπάτσος είχε σταματήσει πάλι να ρίχνει άμμο. Έκανε πίσω, επιθεώρησε ξανά το έργο του και ύστερα στράφηκε κι άρχισε να επιστρέφει προς το δρόμο, βαδίζοντας με το κεφάλι σκυφτό, το πρόσωπο κρυμμένο στη σκιά του καπέλου του και τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του παντελονιού του. Κι ο Τζόνι, σε μια ξαφνική κρίση πανικού, συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε τι να πει στον Στιβ. Είχε καταναλώσει όλη την προσοχή του στην προσπάθεια να βγάλει γραμμή, να πιάσει τον Στιβ στο τηλέφωνο. Και τώρα, τι;

Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν, μόνο ότι... «Βρίσκομαι δυτικά του Ιλάι, στην Εθνική 50», είπε. Ιδρώτας κυλούσε στα μάτια του και τον έτσουζαν. «Δεν ξέρω πόσο μακριά -καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα τουλάχιστον, μπορεί και παραπάνω. Λίγο πιο κάτω είναι σταματημένο ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Είναι ένας μπάτσος... όχι της πολιτειακής αστυνομίας, της τοπικής, αλλά δεν ξέρω ποιας πόλης... δε γράφει στο περιπολικό... δεν ξέρω καν τ' όνομα του...» Μιλούσε όλο και πιο γρήγορα όσο έβλεπε τον αστυνομικό να πλησιάζει. Σε λίγο δε θα έπαιρνε καν ανάσα.

Ηρέμησε, είναι τουλάχιστον εκατό μέτρα μακριά ακόμη, έχεις καιρό. Για τ' όνομα τον θεού, κάνε αυτό που ξέρεις καλυτέρα από καθετί -αυτό που σ' ακριβοπληρώνουν για να κάνεις. Μίλα, για τ' όνομα τον θεού!

Όμως, δεν είχε χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσει το λόγο για να σώσει τη ζωή του. Για να κάνει λεφτά, να γίνει γνωστός, να υπερισχύσει η δική του φωνή στο κοπάδι των γέρικων λιονταριών, ναι, για όλα αυτά, αλλά ποτέ για τη ζωή του κυριολεκτικά. Κι αν σήκωνε το κεφάλι ο μπάτσος και τον έβλεπε... ήταν σκυμμένος κάτω από το ύψος του παραθύρου, αλλά η κεραία φαινόταν, φυσικά, σίγουρα θα φαινόταν απέξω...

«Μου πήρε τη μοτοσικλέτα μου, Στιβ. Την πήρε, την |πήγε στην έρημο και τη σκέπασε με άμμο, αλλά μ' αυτό τον αέρα... Είναι γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά από το σταματημένο τροχόσπιτο που σου είπα, στη βορινή μεριά του δρόμου. Μπορεί να τη δεις, θα γυαλίζει αν είναι ακόμα ψηλά ο ήλιος». Ξεροκατάπιε.

109

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Κάλεσε την αστυνομία -την πολιτειακή. Πες τους πως μ' έχει απαγάγει ένας μπάτσος που είναι ψηλός, ξανθός και τεράστιος -ο τύπος είναι σωστός γίγαντας, Στιβ. Κατάλαβες;»

Καμιά απάντηση, εκτός από βουερή σιωπή που τη διέκοπτε κάθε τόσο μια έκρηξη από παράσιτα. «Στιβ! Στιβ, μ' ακούς;» Όχι. Δεν τον άκουγε.

Τώρα υπήρχε μόνο μια γραμμούλα στο καντράν, που σήμαινε ότι η σύνδεση είχε διακοπεί. Ο Τζόνι ήταν τόσο απορροφημένος από την προσπάθεια να πει αυτά που έπρεπε, που δεν είχε καταλάβει πότε ακριβώς χάθηκε η σύνδεση και τι είχε προλάβει ν' ακούσει ο Στιβ. Τζόνι, μήπως δεν τον έπιασες καθόλου;

Αυτή ήταν η φωνή της Τέρι, της λογικής, που τη λάτρευε και τη μισούσε μαζί. Τώρα τη μισούσε μόνο. Περισσότερο από κάθε άλλη φωνή που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του να του λέει την αλήθεια.

Είσαι σίγουρος πως δε φαντάστηκες ότι μίλησες έστω για λίγο με τον Στιβ; «Όχι, γαμώ το! Τον άκουσα και με άκουσε», ψιθύρισε ο Τζόνι και μίσησε και την ίδια του τη φωνή, που ακουγόταν τόσο απελπισμένη. «Με άκουσε, σου λέω. Έστω για μια στιγμή».

Τώρα ο μπάτσος απείχε μόλις πενήντα βήματα. Ο Τζόνι κατέβασε βιαστικά την κεραία, έσβησε τη συσκευή και πήγε να τη ρίξει πάλι στην τσέπη του. Όμως, το καπάκι της τσέπης ήταν κλειστό. Το τηλέφωνο έπεσε στα γόνατα του κι από κει στο δάπεδο. Ο Τζόνι άρχισε να ψαχουλεύει στα τυφλά, σαν τρελός, μη πιάνοντας τίποτε στην αρχή, εκτός από τσαλακωμένα χαρτιά -φυλλάδια της καμπάνιας κατά των ναρκωτικών, κυρίως- και λαδωμένα περιτυλίγματα από σάντουιτς. Τα δάχτυλα του έπιασαν κάτι μακρόστενο/όχι αυτό που έψαχνε, αλλά κάτι άλλο, που η φευγαλέα ματιά που του έριξε έκανε το αίμα του να παγώσει. Ήταν ένα κοριτσίστικο, πλαστικό πιαστράκι για μαλλιά. 110

STEPHEN KING

Αγνόησε το, δεν έχεις περιθώρια να σκεφτείς τι γύρευε ένα παιδάκι στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. Βρες το καταραμένο το κινητό σου, γιατί αυτός όπου να 'ναι έρχεται...

Ναι. Πλησίαζε. Άκουγε τα βαριά πατήματα και το τρίξιμο που έκαναν οι μπότες του αστυνομικού στο χώμα, παρά το βουητό του ανέμου, που τώρα είχε δυναμώσει τόσο πολύ, ώστε κάθε καινούρια ριπή του τράνταζε το αυτοκίνητο.

Το χέρι του Τζόνι ψαχούλευε τώρα σ' ένα σωρό από πλαστικά κύπελλα του καφέ και, ανάμεσα τους, βρήκε και το τηλέφωνο. Το άρπαξε, το έριξε στην πάνω δεξιά τσέπη του μπουφάν του κι έκλεισε το καπάκι πατώντας τη μεταλλική σούστα. Όταν όρθωσε το κορμί του, ο μπάτσος εμφανίστηκε στο μπροστινό μέρος του περιπολικού, σκύβοντας για να μπορέσει να διακρίνει μεσ' από το παρμπρίζ. Το πρόσωπο του ήταν ακόμα πιο κοκκινισμένο από τον ήλιο, σαν να είχε πάθει εγκαύματα σε κάποια σημεία. Το κάτω χείλος του είχε πράγματι φουσκάλες και ο Τζόνι πρόσεξε άλλο ένα παρόμοιο έγκαυμα στη δεξιά μεριά του μετώπου.

Ωραία. Μακάρι να καεί ολόκληρος.

Ο μπάτσος άνοιξε την πόρτα του οδηγού, έσκυψε στο εσωτερικό και κοίταξε μέσα από το πλέγμα που χώριζε το μπροστινό από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Με τα ρουθούνια του ανοιχτά, άρχισε να οσφραίνεται τον αέρα σαν σκύλος. «Δε φαντάζομαι να ξέρασες στο περιπολικό μου, λόρδε Τζιμ; Έτσι και ξέρασες, το πρώτο πράγμα που σε περιμένει μόλις φτάσουμε στην πόλη είναι ένα γερό χέρι ξύλο». «Όχι», είπε ο Τζόνι. Φρέσκο αίμα κυλούσε από τη μύτη του κατευθείαν στο λαιμό, πνίγοντας τη φωνή του. «Ρεύτηκα κάμποσες φορές, αλλά δεν έκανα εμετό».

Στην πραγματικότητα, τα λόγια του αστυνομικού τον είχαν ανακουφίσει. Το πρώτο πράγμα που σε περιμένει μόλις φτάσουμε στην πόλη σήμαινε πως ο μπάτσος δε σκόπευε να τον σύρει έξω από το αυτοκίνητο, να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι και να τον θάψει δίπλα στη μοτοσικλέτα. 111

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Εκτός κι αν προσπαθεί να με ξεγελάσει. Να με καθησυχάσει για να κάνει πιο εύκολα... τη δουλειά του.

«Φοβάσαι;» ρώτησε ο μπάτσος, πάντα σκυμμένος, κοιτώντας τον μέσα από το μεταλλικό πλέγμα. «Πες την αλήθεια, λόρδε Τζιμ, γιατί εγώ τα καταλαβαίνω τα ψέματα. Τακ!»

«Και βέβαια φοβάμαι». Η φωνή του ακουγόταν ένρινη, σαν να είχε αρπάξει βαρύ κρυολόγημα.

«Ωραία». Ο αστυνομικός κάθισε στο τιμόνι, έβγαλε το καπέλο του και το περιεργάστηκε. «Δε μου κάνει», είπε. «Αυτό το παλιοθήλυκο, η τραγουδίστρια, μου κατέστρεψε το άλλο που μου πήγαινε γάντι. Και δε μου τραγούδησε και το Λίβιν' ον ε Τζετ Πλέιν, η σκύλα».

«Κρίμα», είπε ο Τζόνι, μη έχοντας ιδέα για τι πράγμα του μιλούσε ο μπάτσος.

«Χείλια που λένε ψέματα κάλλιο να μη μιλάνε», είπε ο αστυνομικός και πέταξε το ξένο καπέλο στη θέση του συνοδηγού. Έπεσε πάνω σ' ένα συνονθύλευμα από σύρμα και καρφιά, που έμοιαζε με μεταλλικό σκαντζόχοιρο. Η ράχη από το κάθισμα του οδηγού, ήδη βουλιαγμένη προς τα πίσω από το τεράστιο βάρος του μπάτσου, έπεσε πάνω στο αριστερό γόνατο του Τζόνι, συνθλίβοντας το. «Σήκω!» τσίριξε ο Τζόνι. «θα μου λιώσεις το πόδι!

Σήκω να το τραβήξω! Χριστέ μου, πάει το πόδι μου!»

Ο αστυνομικός δεν απάντησε, αλλά η πίεση στο ήδη ταλαιπωρημένο πόδι του Τζόνι αυξήθηκε. Ο Τζόνι το άρπαξε με τα δυο του χέρια και, τραβώντας δυνατά, με μια προσπάθεια που του κόστισε αφόρητο πόνο και τον άφησε ξέπνοο, κατάφερε να το ελευθερώσει.

«Κάθαρμα!» φώναξε ο Τζόνι. Η λέξη του ξέφυγε μάξι μ' ένα σπασμωδικό βήξιμο κι ένα σιντριβάνι από αίμα και σάλια, πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Ο αστυνομικός, πάντως, δεν έδειξε να δίνει σημασία. Καθόταν με το κεφάλι σκυφτό κι έπαιξε ταμπούρλο με τα δάχτυλα του στο τιμόνι. Η ανάσα έβγαινε σφυριχτή από το λαρύγγι του και, για μια στιγμή, ο Τζόνι αναρωτήθηκε αν το έκανε 112

STEPHEN KING

επίτηδες, για να τον κοροϊδέψει. Μάλλον όχι. Εύχομαι να είναι άσθμα, σκέφτηκε. Και να πνιγείς από ασφυξία.

«Άκου», είπε στον μπάτσο, χωρίς ν' αφήσει να φανεί το τι αισθανόταν. «Χρειάζομαι κάτι για τη μύτη μου. Με τρελαίνει στον πόνο. Ακόμη κι ασπιρίνη, αν έχεις. Έχεις καμιά ασπιρίνη;»

Ο μπάτσος δεν είπε τίποτε. Συνέχισε να παίξει ταμπούρλο με τα δάχτυλα, πάντα με το κεφάλι σκυμμένο. Ο Τζόνι άνοιξε το στόμα του να πει κάτι ακόμη και το ξανάκλεισε. Πονούσε φρικτά, ναι, περισσότερο κι από εκείνη τη φορά που είχε πάθει κωλικό του νεφρού, το '89, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να πεθάνει. Και κάτι στη στάση του αστυνομικού -σαν να είχε βυθιστεί βαθιά σ' ένα δικό του κόσμο, αποφασίζοντας κάτι σημαντικό- του έλεγε ότι ο θάνατος ίσως βρισκόταν πολύ κοντά του.

Έτσι, έμεινε σιωπηλός και περίμενε.

Ο χρόνος κυλούσε. Οι σκιές των βουνών έγιναν πυκνότερες και μάκρυναν λίγο ακόμη, αλλά τα κογιότ είχαν σωπάσει. Ο αστυνομικός καθόταν με το κεφάλι σκυφτό, παίζοντας αδιάκοπα ταμπούρλο με τα δάχτυλα του στο τιμόνι, σε βαθιά περισυλλογή. Δε σήκωσε καν το βλέμμα του όταν άλλη μια νταλίκα πέρασε δίπλα τους με κατεύθυνση ανατολική, ούτε όταν τους προσπέρασε ένα ιδιωτικό, με κατεύθυνση δυτική, ανάβοντας φλας και μπαίνοντας στην αντίθετη λωρίδα για να κρατήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από το περιπολικό με το γαλάζιο περιστρεφόμενο φως στην οροφή. Τελικά, ο αστυνομικός έπιασε κάτι από το διπλανό του κάθισμα: μια δίκαννη καραμπίνα, από κείνες τις παλιές με τη διπλή σκανδάλη. Τη σήκωσε και την κοίταξε σαν υπνωτισμένος. «Νομίζω πως αυτή η γυναίκα δεν ήταν τραγουδίστρια τελικά», είπε. «Αλλά έβαλε τα δυνατά της να με σκοτώσει. Μ' αυτό».

Ο Τζόνι δεν είπε τίποτε, μόνο περίμενε. Η καρδιά του χτυπούσε αργά αλλά πολύ πολύ δυνατά. «Ποτέ σου δεν έγραψες ένα πραγματικά πνευματικό μυθιστόρημα», του είπε ο αστυνομικός. Μιλούσε αργά, προφέροντας την κάθε λέξη με προσοχή, σαν να τις διάλεγε μία μία. «Αυτή είναι η μεγάλη αποτυχία σου και το επίκεντρο της νευρωτικής, αυτάρε113

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σκης συμπεριφοράς σου. Δε σ' ενδιαφέρει διόλου η πνευματική φύση σου. Χλευάζεις το θεό που σ' έπλασε και μ' αυτό τον τρόπο εξευτελίζεις το ίδιο σου το πνεύμα και δοξάζεις τη λάσπη, που είναι η σαρξ σου. Με κατάλαβες;»

Ο Τζόνι άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε. Να μιλήσει κανείς ή να μη μιλήσει; Ιδού η απορία. Ο μπάτσος τον έβγαλε από το δίλημμα. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το τιμόνι, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον εσωτερικό καθρέφτη, στήριξε την καραμπίνα στο δεξιό του ώμο, έτσι που η διπλή κάννη να σημαδεύει προς το μεταλλικό πλέγμα. Ο Τζόνι τραβήχτηκε ενστικτωδώς, γλιστρώντας προς τ' αριστερά, σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τις δυο τρομακτικές τρύπες. Και, παρ' όλο που ο αστυνομικός πάλι δε σήκωσε τα μάτια του, οι κάννες ακολούθησαν την κίνηση του και τον εντόπισαν με την ακρίβεια ενός ραντάρ.

Μπορεί να έχει καθρεφτάκι στα γόνατα του, σκέφτηκε ο Τζόνι κι αμέσως μετά: Αλλά σε τι θα τον ωφελούσε; Το πολυ πολύ να έβλεπε το ταβάνι ως πίσω. Τι διάβολο γίνεται εδώ, γαμώ το;

«Απάντησε μου», είπε ο μπάτσος. Η φωνή του ήταν βαριά και δύσθυμη. Το κεφάλι του πάντα σκυφτό. Το ελεύθερο χέρι του, εξακολουθούσε να παίζει ταμπούρλο στο τιμόνι. Μια καινούρια, δυνατή ριπή ανέμου χτύπησε το αυτοκίνητο από τα πλάγια κι ένα λεπτό στρώμα άμμου έσκασε σαν ψιλή βροχή στα τζάμια της δεξιάς πλευράς. «Απάντησε μου, αμέσως. Δε θα περιμένω. Δε σκοτίστηκα να περιμένω, θα περάσει άλλος. Λέγε, λοιπόν... κατάλαβες τι σου είπα;» «Ναι», αποκρίθηκε ο Τζόνι τρέμοντας. «Πνεύμα είναι η ψυχή. Σαρξ είναι το κορμί. Είπες, και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος -όχι με το όπλο, όμως, για το θεό, μη με διορθώσεις με το όπλο- ότι έχω παραμελήσει το πνεύμα μου προς χάρη της σάρκας. Και ίσως έχεις δίκιο. Μάλλον έχεις δίκιο».

Ο Τζόνι μετατοπίστηκε προς τα δεξιά. Η διπλή κάννη της καραμπίνας ακολούθησε με απόλυτη ακρίβεια την κίνηση του, αν και θα έπαιρνε όρκο ότι δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο που θα μπορούσε να τον προδώσει και ο μπάτσος ήταν αδύνατο να τον έχει δει, εκτός κι αν διέθετε μόνιτορ ή κάτι παρόμοιο. 114

STEPHEN KING

«Παράτα τις κολακείες», είπε κουρασμένα ο μπάτσος. «Δεν πιάνουν σ' εμένα. Απλώς χειροτερεύεις τη θέση σου». «Κοίτα...» Ο Τζόνι σάλιωσε τα χείλη του. «Με συγχωρείς. Δεν είχα πρόθεση να...»

«Σαρξ δεν είναι το κορμί. Το κορμί είναι σώμα. Σαρξ είναι η σάρκα, το κρέας. Το σώμα είναι από σάρκα -εξ ου και η λεγόμενη ενσάρκωση του Ιησού- αλλά το σώμα δεν είναι μόνο η σάρκα που το περιβάλλει. Το σύνολο είναι πάντα μεγαλύτερο από τα επί μέρους. Είναι πολύ δύσκολο αυτό για ένα διανοούμενο σαν κι εσένα να το χωνέψει;» Η κάννη να τον ακολουθεί στην παραμικρή του κίνηση. Να τον ανιχνεύει σαν ραντάρ. «Εγώ... δε...»

«Δεν το είχες σκεφτεί ποτέ, ε; Έλα τώρα! Ακόμη κι ένας πνευματικά αφελής σαν κι εσένα πρέπει να έχει καταλάβει πως άλλο πράγμα είναι το ζωντανό κοτόπουλο κι άλλο το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Σώμα... σώμα... και σ-σ-σ...»

Η φωνή του είχε βαρύνει και τώρα ανάσαινε λαχανιαστά, πασχίζοντας να μιλήσει έτσι όπως κάνει κανείς όταν προσπαθεί ν' αποτελειώσει τη φράση του ενώ του έρχεται φτάρνισμα. Ξαφνικά πέταξε το όπλο στο κάθισμα του συνοδηγού, πήρε μια σφυριχτή ανάσα (η βουτηγμένη θέση έγειρε τρίζοντας προς τα πίσω και παραλίγο να εγκλωβίσει ξανά το αριστερό πόδι του Τζόνι) και φταρνίστηκε. Αυτό που πετάχτηκε από το στόμα και τη μύτη του δεν ήταν σάλιο ή μύξα αλλά αίμα και κάποιο άλλο κόκκινο, διάφανο έκκριμα, που θύμιζε ναϊλον κάλτσα. Αυτό το πράγμα βλεννώδης ιστός από το λαιμό και τη ρινική κοιλότητα- πετάχτηκε στο παρμπρίζ, στο τιμόνι και στην κονσόλα. Η μυρωδιά ήταν εμετική. Μπόχα σαπισμένου κρέατος.

Ο Τζόνι σκέπασε το πρόσωπο του με τις παλάμες και ούρλιαξε. Ήταν αδύνατο να μην ουρλιάξει. Ένιωθε τους βολβούς των ματιών του να πετάγονται μέσα στις κόγχες τους και την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει το αίμα του, καθώς το σοκ άγγιζε την κορύφωση του. 115

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Γαμώ το, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το καλοκαιρινό συνάχι», είπε ο αστυνομικός, με τη βαριά, ονειροπόλα φωνή του. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του κι έφτυσε ένα φλέμα σε μέγεθος καρύδας πάνω στην κονσόλα. Το φλέμα έμεινε κρεμασμένο εκεί για κάνα δυο στιγμές και ύστερα άρχισε να κυλάει πάνω στο καντράν του ραδιοφώνου σαν γυμνοσάλιαγκας, αφήνοντας πίσω του μια κολλώδη, αιμάτινη γραμμή. Κρεμάστηκε για λίγο από το κάτω μέρος του ραδιοφώνου και τελικά έπεσε στο χαλάκι μπροστά στα πόδια του οδηγού μ' ένα αηδιαστικό «πλοπ». Ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια του με τα χέρια και βόγκηξε.

«Αυτό ήταν σαρξ», είπε ο αστυνομικός κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Έχε το υπόψη σου, θα έλεγα "για το επόμενο βιβλίο σου", αλλά δε νομίζω ότι θα υπάρξει επόμενο βιβλίο για σένα. Εσύ τι λες, κύριε Μάρινβιλ;» Ο Τζόνι δεν απάντησε. Έμεινε με τα χέρια πάνω στο πρόσωπο του και τα μάτια κλειστά. Του πέρασε από το νου ότι τίποτε απ' όλα αυτά δε συνέβαινε στην πραγματικότητα, ότι βρισκόταν κάπου, σε κάποια κλινική, και είχε τη χειρότερη παραίσθηση της ζωής του.

Όμως, το συνειδητό του ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. Η μπόχα από το φτάρνισμα του μπάτσου... Πεθαίνει, μάλλον πεθαίνει από μόλυνση κι εσωτερική αιμορραγία, είναι άρρωστος, η παράνοια του είναι μόνο ένα από τα συμπτώματα κάποιας βαριάς αρρώστιας, μόλυνση από ραδιενέργεια, ίσως, ή λύσσα ή... ή...

Ο αστυνομικός έκανε επιτόπια στροφή πάνω στο δρόμο και κατευθύνθηκε ανατολικά. Ο Τζόνι κράτησε για λίγο ακόμη το πρόσωπο του κρυμμένο μέσα στα χέρια του, πασχίζοντας να ελέγξει τις αντιδράσεις του, και τελικά τα κατέβασε κι άνοιξε τα μάτια. Αυτό που είδε από το δεξί παράθυρο τον άφησε άναυδο.

Κογιότ στέκονταν κατά μήκος της άκρης της ασφάλτου, σε απόσταση δέκα μέτρων το ένα από το άλλο, σαν παραταγμένη τιμητική φρουρά -σιωπηλά, με κίτρινα μάτια, γλώσσες να κρέμονται. Φαίνονταν να χαμογελάνε πονηρά. Ο Τζόνι γύρισε και κοίταξε κι από το απέναντι παράθυρο κι αντίκρισε κι εκείτο ίδιο θέαμα: παραταγμένα κογιότ, καθισμένα στα 116

STEPHEN KING

πίσω πόδια τους, ακίνητα στο λαμπερό ήλιο του απογεύματος, να κοιτάζουν το περιπολικό που περνούσε από μπροστά τους. Είναι κι αυτό σύμπτωμα; ρώτησε ο Τζόνι τον εαυτό του. Αυτό που βλέπεις εκεί έξω είναι σύμπτωμα βαριάς αρρώστιας; Τότε, πώς γίνεται να το βλέπεις κι εσύ;

Κοίταξε από το πίσω παρμπρίζ του περιπολικού. Τα κογιότ σκόρπιζαν αμέσως μόλις τα προσπερνούσε το αυτοκίνητο κι έφευγαν προς την έρημο, τρέχοντας με μεγάλες δρασκελιές.

«Θα μάθεις, λόρδε Τζιμ», είπε ο μπάτσος και ο Τζόνι στράφηκε πάλι προς τα εμπρός. Είδε ένα ζευγάρι γκρίζα μάτια να τον κοιτάζουν από τον εσωτερικό καθρέφτη. Το ένα ήταν θολό από αίμα. «Πριν έρθει η ώρα σου, νομίζω ότι θα καταλάβεις πολύ περισσότερα απ' όσα καταλαβαίνεις τώρα».

Μπροστά τους φάνηκε μια πινακίδα στη δεξιά άκρη του δρόμου μ' ένα γαλάζιο βέλος από κάτω, που έδειχνε προς κάποια ασήμαντη κωμόπολη. Ο αστυνομικός έβγαλε φλας, παρ' όλο που δεν υπήρχε κανένας άλλος οδηγός να το δει. «Θα σε πάω στο σχολείο», είπε στον Τζόνι. «Και το μάθημα θ' αρχίσει πολύ σύντομα».

Πήρε τη στροφή δεξιά, χωρίς να κόψει ταχύτητα. Το περιπολικό σηκώθηκε στιγμιαία στους δυο δεξιούς τροχούς και ξανάπεσε. Κατευθύνονταν νότια, προς τον πελώριο, χιλιοσκαμμένο κρατήρα ενός ορυχείου και την πόλη που ήταν κουρνιασμένη στη βάση του.

117

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

1 Ο Στιβ Έιμς είχε παραβεί τη μια από τις Πέντε Εντολές, την πέμπτη για την ακρίβεια.

Τις Πέντε Εντολές τις είχε λάβει πριν από ένα μήνα περίπου, όχι από τον θεό αλλά από τον Μπιλ Χάρις. Στο γραφείο του Τζακ Άπλετον. Ο Άπλετον ήταν ο αποκλειστικός εκδότης του Τζόνι Μάρινβιλ τα τελευταία δέκα χρόνια. Ήταν παρών στην παράδοση των Πέντε Εντολών, αλλά δεν είχε πάρει μέρος στην τελετή παρά μόνο λίγο πριν από το τέλος. Απλώς καθόταν αμίλητος στην πολυθρόνα του γραφείου του, με τους αντίχειρες χωμένους στις μασχάλες του γιλέκου του και τα άψογα μανικιουρισμένα δάχτυλα απλωμένα στα πέτα. Ο βασιλιάς Μάρινβιλ ήταν κι αυτός εκεί αρχικά, αλλά είχε αποχωρήσει πριν από δεκαπέντε λεπτά, με το κεφάλι ψηλά και τα μακριά, γκρίζα μαλλιά ν' ανεμίζουν πίσω του, λέγοντας ότι είχε υποσχεθεί σε κάποιον να τον συναντήσει σε μια γκαλερί στο Σόχο.

«Όλες οι εντολές αρχίζουν με "ου" και δε νομίζω ότι θα δυσκολευτείς να τις απομνημονεύσεις», του είχε πει ο Χάρις. Ήταν ένας κοντοπίθαρος και μάλλον ακίνδυνος ανθρωπάκος, αλλά ό,τι κι αν έλεγε ακουγόταν σαν διάταγμα γέρου, άρρωστου βασιλιά. «Είσαι έτοιμος να τις ακούσεις;» «Έτοιμος», είχε απαντήσει ο Στιβ.

«Πρώτον, ου πιεις μαζί του. Το έχει κόψει μαχαίρι εδώ και καιρό πέντε χρόνια, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, αλλά σταμάτησε να πηγαίνει στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Επιπλέον, το μαχαίρι με το οποίο το έκοψε ο Τζόνι δεν είναι τέλεια τροχισμένο. Δεν του αρέσει όμως να πίνει μόνος, οπότε αν σου ζητήσει να του κάνεις παρέα για κάνα ποτηράκι μετά από μια δύσκολη μέρα με τη Χάρλεϊ, εσύ θα πεις όχι. Αν σε απειλήσει, λέγοντας σου ότι είναι μέρος της δουλειάς σου, και πάλι θ' αρνηθείς». 118

STEPHEN KING

«Κανένα πρόβλημα», είπε ο Στιβ.

Ο Χάρις δεν απάντησε. Είχε προετοιμάσει το λογύδριό του και σκόπευε να μείνει σταθερός σ' αυτό.

«Δεύτερον, ου προμηθεύσεις εις αυτόν ναρκωτικά. Ούτε καν ένα τσιγαριλίκι.»

»Τρίτον, ου προμηθεύσεις εις αυτόν γυναίκες... πράγμα που είναι ικανός να σου ζητήσει, ειδικά αν εμφανιστεί κάνα "υπέροχο μωρό" σε κάποια από τις εκδηλώσεις που του κανονίζω σε διάφορους σταθμούς του ταξιδιού του. Όπως με το ποτό και τα ναρκωτικά, αν το κάνει από μόνος του, έχει καλώς. Εσύ δε θα τον διευκολύνεις». Ο Στιβ σκέφτηκε να πει στον Χάρις ότι δεν είναι νταβατζής κι ότι, ίσως, τον μπερδεύει με τον πατέρα του, αλλά έκρινε ότι θα ήταν απερισκεψία εκ μέρους του. Προτίμησε τη σιωπή.

«Τέταρτον, ου καλύψεις αυτόν. Αν αρχίσει να πίνει ή να παίρνει ναρκωτικά -ειδικά αν έχεις βάσιμο λόγο να πιστεύεις ότι ξανάρχισε να σνιφάρει κόκα- θα επικοινωνήσεις αμέσως μαζί μου. Κατάλαβες; Αμέσως».

«Κατάλαβα», απάντησε ο Στιβ, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι θα υπάκουε κιόλας. Την ήθελε αυτή τη δουλειά, παρά τα προβλήματα που παρουσίαζε -εν μέρει, ίσως, λόγω των ειδικών προβλημάτων ζωή χωρίς προβλήματα είναι ανούσια- αλλά δεν είχε σκοπό να πουλήσει και την ψυχή του στο διάβολο για να την κρατήσει, ειδικά σ' έναν κουστουμαρισμένο διάβολο με μεγάλο στόμα και φωνή υπερφυσικού μπέμπη, που ακόμα πάσχιζε να πάρει εκδίκηση για τις ταπεινώσεις, πραγματικές ή φανταστικές, που είχε υποστεί στα χρόνια του δημοτικού. Και, παρ' όλο που ο Τζόνι Μάρινβιλ γινόταν λιγάκι μαλάκας, ο Στιβ δεν είχε πρόβλημα μαζί του. Ο Χάρις όμως... ο Χάρις ανήκε σε τελείως διαφορετική κατηγορία. Σ' αυτό το σημείο, ο Άπλετον έσκυψε πάνω από το ραφείο του κι έκανε τη μια και μοναδική του παρέμβαση στην κουβέντα, πριν ο ατζέντης του Μάρινβιλ απαγγείλει και την τελευταία εντολή.

«Ποια είναι η εντύπωση σου για τον Τζόνι;» ρώτησε τον Στιβ. «Είναι πενήντα έξι ετών, ξέρεις, κι έχει κάνει μπόλικες καταχρήσεις 119

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στη ζωή του. Ειδικά στη δεκαετία του ογδόντα. Τρεις φορές τον κουβάλησαν στα επείγοντα περιστατικά, δύο στο Κονέκτικατ και μία εδώ. Οι δύο πρώτες ήταν από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Δεν κάνω κουτσομπολιό αυτή τη στιγμή, εφόσον όλα αυτά έχουν δημοσιευτεί -εκτενέστατα- στον Τύπο. Η τελευταία φορά όμως, ίσως, ήταν απόπειρα αυτοκτονίας κι αυτό είναι κουτσομπολιό, θα σου ζητήσω, λοιπόν, να το κρατήσεις για τον εαυτό σου». Ο Στιβ κατένευσε.

«Λοιπόν, τι νομίζεις;» τον ρώτησε ο Άπλετον. «Θα μπορέσει να οδηγήσει μια μοτοσικλέτα τετρακοσίων κιλών από το Κονέκτικατ στην Καλιφόρνια, κάνοντας γύρω στις είκοσι εμφανίσεις σε λογοτεχνικές βραδιές και εκδηλώσεις προς τιμήν του στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού; θέλω και τη δική σου άποψη, κύριε Έιμς, γιατί εγώ ειλικρινά αμφιβάλλω».

Ο Στιβ περίμενε να πεταχτεί ο Χάρις και να διαφημίσει τη μυθική αντοχή και τα σιδερένια παπάρια του πελάτη του -ο Στιβ ήξερε και από κράχτες και από ατζέντηδες και ο Χάρις ήταν και τα δύοαλλά ο κοντοπίθαρος δεν είπε τίποτε. Ίσως δεν είναι τόσο βλάκας τελικά, σκέφτηκε ο Στιβ. Ίσως και να νοιάζεται λιγάκι για το συγκεκριμένο πελάτη του.

«Εσείς, παιδιά, τον ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα», τους απάντησε. «Εγώ τον είδα για πρώτη φορά πριν από δυο βδομάδες κι ούτε έχω διαβάσει κανένα από τα βιβλία του».

Η έκφραση του Χάρις δήλωνε ότι αυτό δεν τον εξέπληττε καθόλου.

«Γι' αυτό ακριβώς ρωτάω εσένα», είπε τότε ο Άπλετον «Εμείς πράγματι τον ξέρουμε πολύ καιρό. Εγώ από το 1985 και ο Μπιλ από το 1967. Είναι ο Τζέρι Γκαρσία του λογοτεχνικού κόσμου». «Τον αδικείς», είπε ξερά ο Χάρις.

Ο Άπλετον ανασήκωσε τους ώμους του. «Το φρέσκο μάτι βλέπει πιο καθαρά, έλεγε η γιαγιά μου. Πες μου, λοιπόν, Στιβ, τον έχεις ικανό να τα καταφέρει;» 120

STEPHEN KING

Ο Στιβ κατάλαβε ότι η ερώτηση ήταν πολύ σοβαρή, ίσως και ζωτικής σημασίας, γι' αυτό το σκέφτηκε το πράγμα αρκετή ώρα πριν απαντήσει. Οι άλλοι δυο περίμεναν.

«Λοιπόν», είπε τελικά, «δεν ξέρω αν στις λογοτεχνικές βραδιές θα καταφέρει να φάει μόνο τα μεζεδάκια του μπουφέ και να μην αγγίξει το κρασί, αλλά να διασχίσει όλη τη χώρα μέχρι την Καλιφόρνια με τη μηχανή; Μάλλον ναι, θα τα καταφέρει. Φαίνεται αρκετά δυνατός. Σε πολύ καλύτερη φόρμα απ' ό,τι ήταν ο Τζέρι Γκαρσία πριν από το τέλος, και ξέρω τι σας λέω. Έχω δουλέψει με αρκετούς ροκάδες που έχουν τα μισά του χρόνια και είναι σε πολύ χειρότερη φυσική κατάσταση από τον Μάρινβιλ». Ο Άπλετον δεν έδειξε να έχει πειστεί.

«Κυρίως, όμως, είναι το ύφος του που με πείθει», συνέχισε ο Στιβ. «θέλει να το κάνει, θέλει να βγει στο δρόμο, να κάνει το κομμάτι του σε μερικούς μερικούς, να βάλει τα γυαλιά σε άλλους. Κι ακόμη...» Ο Στιβ θυμήθηκε μια από τις αγαπημένες του ταινίες, που την ξανάβλεπε αραιά και πού στο βίντεο -το Όμποε με τον Πολ Νιούμαν και τον Ρίτσαρντ Μπουν- και χαμογέλασε. «...φαίνεται άνθρωπος που κρατάνε τα κότσια του ακόμη».

«Α!» Ο Άπλετον φάνηκε να απορεί. Ο Στιβ δεν εξεπλάγη. Αν ο Άπλετον είχε ποτέ στη ζωή του κότσια, τα έχασε οριστικά στα φοιτητικά του χρόνια στο Έξετερ ή όπου αλλού είχε μάθει να ντύνεται με μπλέιζερ και φαντεζί γραβάτες.

Ο Χάρις έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Αν τελειώσαμε και μ' αυτό, η τελευταία εντολή...»

Ο Άπλετον ρουθούνισε με δυσαρέσκεια. Ο Χάρις συνέχισε να κοιτάζει τον Στιβ, κάνοντας πως δεν άκουγε. «Η πέμπτη και τελευταία εντολή», επανέλαβε ο Χάρις. «Δε θα πάρεις στο αυτοκίνητο σου τύπους που κάνουν οτοστόπ. Ούτε αρσενικούς ούτε θηλυκούς. Ιδιαίτερα θηλυκούς». Κι αυτός ήταν ίσως ο λόγος που ο Στιβ Έιμς δε δίστασε στιγμή όταν είδε την κοπέλα που στεκόταν στην άκρη του δρόμου λίγο έξω από το Ιλάι, μια κοκαλιάρα με στραβή μύτη και τα μαλλιά της βαμμένα σε δυο διαφορετικά χρώματα. Απλώς πάτησε φρένο και σταμάτησε. 121

STEPHEN KING

2

Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα, αλλά δεν ανέβηκε αμέσως στην καμπίνα. Απλώς τον κοίταζε από το ύψος του δρόμου με τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της, πάνω από τους χάρτες που σκέπαζαν το κάθισμα του συνοδηγού. «Είσαι καλός άνθρωπος;» τον ρώτησε.

Ο Στιβ το σκέφτηκε για μια στιγμή κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, έτσι νομίζω», είπε. «Καπνίζω δυο τρία πούρα την ημέρα, αλλά δεν έχω κλοτσήσει ποτέ μου σκύλο και στέλνω λεφτά στη μάνα μου κάθε έξι βδομάδες». «Δε θα προσπαθήσεις να μου το κάνεις με τη βία ή τίποτε τέτοιο;»

«Αποκλείεται», είπε ο Στιβ, έτοιμος να γελάσει. Του άρεσε ο τρόπος που εκείνα τα γαλάζια μάτια έμεναν σταθερά καρφωμένα στο πρόσωπο του. Ήταν σαν να έβλεπε παιδάκι να διαβάζει κόμικς. «Σ' αυτό το ζήτημα μπορώ να πω ότι ελέγχω απόλυτα τον εαυτό μου». «Δεν είσαι κανένας μανιακός δολοφόνος ή τίποτε τέτοιο;»

«Για το θεό, όχι! Αλλά νομίζεις ότι αν ήμουν θα σου το έλεγα;»

«Θα το έβλεπα στα μάτια σου», είπε η λιγνή κοπέλα με τα δίχρωμα μαλλιά και, παρ' όλο που το ύφος της ήταν πολύ αυστηρό, η φωνή της έκρυβε ένα μικρό χαμόγελο. «Έχω διαισθητικές ικανότητες. Δεν είναι πολύ έντονες, φίλε, αλλά υπάρχουν. Υπάρχουν σίγουρα». Ένα φορτηγό ψυγείο προσπέρασε με φοβερό σαματά. Ο οδηγός του κρατούσε συνεχώς πατημένη την κόρνα, παρ' όλο που ο δρόμος ήταν εντελώς ελεύθερος αφού ο Στιβ είχε βγάλει εντελώς από το δρόμο το αμάξι, ένα μικρό κλειστό φορτηγό Ράιντερ. Τίποτε το περίεργο ωστόσο. Ο Στιβ ήξερε από πείρα πως κάποιοι άνθρωποι απλώς δεν μπορούν να πάρουν το χέρι τους από την κόρνα ή από το πουλί τους. Πάντα παίζουν ή με το ένα ή με το άλλο. 123

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Φτάνουν οι ερωτήσεις, κοπελιά, θέλεις να μπεις ή όχι; Πρέπει να ξεκινήσω». Στην πραγματικότητα, το αφεντικό δεν ήθελε να τον πλησιάζει πολύ με το αμάξι και ήδη βρισκόταν πιο κοντά του απ' όσο έπρεπε. Ο Μάρινβιλ ήθελε να αισθάνεται ότι ταξιδεύει μόνος του στην Αμερική, ελεύθερο πουλί με μοναχικές εμπειρίες, που θα τις έβαζε στο βιβλίο του. Καλά ήταν κι έτσι -σπουδαία, ψώνιο, δηλαδή! Αυτός όμως, ο Στίβεν Αντριου Έιμς από το Λάμποκ του Τέξας, είχε αναλάβει μια υποχρέωση. Δουλειά του ήταν να προσέχει τον Μάρινβιλ για να μπορέσει να γράψει το βιβλίο κανονικά, στο κομπιούτερ του, και όχι μέσω μέντιουμ από το υπερπέραν. Η τακτική του για να το πετύχει αυτό ήταν απλούστατη: θα έμενε κοντά στο αφεντικό, αν και διακριτικά, και δε θα άφηνε καμιά κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο του, όσο περνούσε από το χέρι του.

Έτσι, έμενε εκατό χιλιόμετρα πίσω αντί για διακόσια που είχαν συμφωνήσει, αλλά αφού το αφεντικό δεν το ήξερε, δεν έτρεχε τίποτε.

«Καλός είσαι, νομίζω», είπε το κορίτσι. Έδωσε ένα σάλτο, ανέβηκε στην καμπίνα κι έκλεισε την πόρτα. «Ευχαριστώ, μωρό μου», είπε ο Στιβ. «Η εμπιστοσύνη σου με συγκινεί». Έλεγξε τον καθρέφτη του και, μη βλέποντας τίποτε άλλο εκτός από τα όρια του Ιλάι, ξαναβγήκε στο δρόμο. «Μη με λες έτσι», είπε η κοπέλα. «Είναι σεξιστικό». «Σεξιστικό το "μωρό μου"; Κόψε κάτι!»

«Μη με λες μωρό σου, για να μη σε λέω κι εγώ μπέμπη», είπε η κοπέλα με έναν τόνο που έλεγε ότι δε σήκωνε και πολλά πολλά.

Ο Στιβ έσκασε στα γέλια. Της κοπελιάς σίγουρα δε θα της άρεσε, αλλά του ήταν αδύνατο να κρατηθεί. Το γέλιο είναι όπως το κλάσιμο -άλλες φορές κρατιέσαι κι άλλες σου ξεφεύγει.

Κοίταξε την κοπέλα και είδε ότι γελούσε κι αυτή λιγάκι βγάζοντας ταυτόχρονα το σακίδιο της- που σήμαινε πως όλα ήταν εντάξει. Ήταν ψηλή, γύρω στο ένα εβδομήντα, και λιγνή σαν καλάμι -πενήντα κιλά το πολύ. Φορούσε κοντό μπλουζάκι με σκισμένα μανίκια και χαμηλό ντεκολτέ, που πρόσφερε μια εξαιρετικά απλόχερη θέα του στήθους της για κοπέλα που κάνει οτοστόπ και 124

STEPHEN KING

φοβάται μήπως πέσει πάνω στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Όχι πως είχε τίποτε ενδιαφέρον να επιδείξει σ' αυτή την περιοχή. Αν της χρειαζόταν ποτέ σουτιέν σίγουρα θα ψώνιζε από τα εφηβικά. Στο μπροστινό μέρος της μπλούζας της ένας μαύρος με κοτσιδάκια χαμογελούσε από τη μέση ενός γαλαζοπράσινου ψυχεδελικού ήλιου. Γύρω από το κεφάλι του, σαν φωτοστέφανο, ήταν σταμπωμένες οι λέξεις: ΟΧΙ, ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΚΟΨΩ!

«Πρέπει να σ' αρέσει ο Πίτερ Τος», είπε η κοπέλα.

«Γιατί αποκλείεται να έχεις καρφωθεί στα βυζιά μου».

«Είχα δουλέψει κάποτε με τον Πίτερ Τος», απάντησε ο Στιβ. «Δεν το πιστεύω!»

«Να το πιστέψεις». Ο Στιβ κοίταξε στον καθρέφτη και είδε ότι το Ιλάι είχε ήδη χαθεί. Ήταν να τρομάζεις με το πόσο γρήγορα χάνονταν όλα εδώ στην ερημιά. Αν ήταν στη θέση της μικρής, μάλλον θα έκανε κι αυτός κάνα δυο ερωτήσεις στον οδηγό, πριν ανεβεί σε οποιοδήποτε περαστικό αυτοκίνητο. Δεν ωφελούσε σε τίποτε, βέβαια, αλλά δεν έβλαπτε κιόλας. Γιατί, έτσι κι έμπαινες στην έρημο, θα μπορούσε να σου συμβεί οτιδήποτε. «Πότε δούλεψες με τον Πίτερ Τος;»

«Το 1980 ή το '81», απάντησε ο Στιβ. «Δε θυμάμαι ακριβώς. Στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν και μετά στο Φόρεστ Χιλς. Στο Φόρεστ Χιλς, στο τέλος, ανέβηκε και ο Ντίλαν στη σκηνή κι έπαιξαν μαζί ένα τελευταίο κομμάτι. Το Μπλόουιν' ιν δε Γουίντ, αν θέλεις το πιστεύεις».

Το κορίτσι τον κοίταζε με πραγματικό θαυμασμό, ανάμεικτο με αμφιβολία. «Μπράβο, μεγάλε! Τι ήσουν; Πλανόδιος καλλιτέχνης;»

«Εκείνα τα χρόνια, ναι. Αργότερα έγινα τεχνικός στις κιθάρες. Τώρα είμαι...» Τι ακριβώς ήταν τώρα; Κατά κάποιο τρόπο είχε υποβιβαστεί ξανά σε πλανόδιο. Και σε περιστασιακό ψυχίατρο. Ένα είδος Μαίρης Πόπινς, σαν να λέμε, αλλά με μακριά, καστανά μαλλιά, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στη χωρίστρα, στο κέντρο. «Τώρα είμαι κάτι άλλο», είπε τελικά. «Πώς σε λένε;» «Σύνθια Σμιθ», απάντησε το κορίτσι κι άπλωσε το χέρι του. 125

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Στιβ της το έσφιξε. Το χέρι της ήταν λεπτό, ελαφρύ σαν φτερό μέσα στο δικό του και απίστευτα ντελικάτο. Σαν να αντάλλασσε χειραψία με πουλάκι. «Στιβ Έιμς». «Από το Τέξας».

«Ναι, από το Λάμποκ. Το κατάλαβες από την προφορά, ε;»

«Την έχω ξανακούσει κάνα δυο φορές». Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της. «Τον αράπη κι αν τον πλύνεις...»

Απήγγειλαν εν χορώ το υπόλοιπο και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο, φιλαράκια ήδη, έτσι όπως γίνονται φίλοι δυο άνθρωποι όταν τυχαίνει να συναντηθούν στους απόμερους δρόμους της Αμερικής. 3 Η Σύνθια Σμιθ σίγουρα ήταν φτερό στον άνεμο, αλλά ο Στιβ, που κι αυτός ήταν φτερό στον άνεμο μια ζωή -πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι δουλεύοντας στο χώρο της μουσικής;- δεν είχε κανένα πρόβλημα μ' αυτό. Του είπε ότι είχε κάθε λόγο να δυσπιστεί στους άντρες. Ένας παραλίγο να της είχε κόψει τ' αυτί κι ένας άλλος της είχε σπάσει τη μύτη πρόσφατα. «Κι αυτόν που πήγε να μου κόψει τ' αυτί να φανταστείς ότι τον αγαπούσα», πρόσθεσε. «Τ' αυτί με πείραξε πολύ.

Δε λέω, και η μύτη είναι σημαντική, αλλά τ' αυτί με πείραξε πάρα πολύ. Ένας θεός ξέρει γιατί».

Ο Στιβ της έριξε μια λοξή ματιά. «Έχει μια ουλή στο πάνω μέρος, τώρα που μου το είπες το πρόσεξα, αλλά δεν πειράζει. Αν πραγματικά σε πειράζει, γιατί δεν αφήνεις τα μαλλιά σου να μεγαλώσουν και να το σκεπάσεις;»

«Με τίποτα», είπε ξερά η Σύνθια. Φούντωσε τα μαλλιά της με τα δάχτυλα κι έσκυψε να κοιταχτεί στον εξωτερικό, πλαϊνό καθρέφτη. Τα μαλλιά που ήταν προς τη μεριά του Στιβ είχαν χρώμα πράσινο. Τα υπόλοιπα ήταν πορτοκαλιά. «Η φίλη μου η Γκερτ λέει 126

STEPHEN KING

ότι θυμίζω την Ορφανή Άννι του μιούζικαλ αλλά στο κολασμένο στυλ. Αυτό δεν τ' αλλάζω με τίποτα». «Δε θα τους κάνεις τη χάρη, ε;»

Η κοπέλα χαμογέλασε, χτύπησε το στήθος της στο μέρος της στάμπας και είπε με τζαμαϊκανή προφορά, «Εγώ τραβάω το δρόμο μου -σαν τον Πίτερ, δικέ μου!»

Ο δρόμος της Σύνθια Σμιθ την είχε οδηγήσει μακριά από το σπίτι της και τη συνεχή αποδοκιμασία των γονιών της σε ηλικία δεκαεφτά ετών. Είχε ζήσει για ένα μικρό διάστημα στην Ανατολική Ακτή («Έφυγα μόλις κατάλαβα ότι κόντευα να γίνω το πήδηματου-ελέους», δήλωσε ωμά) και στη συνέχεια περιπλανήθηκε ως τις Μεσοδυτικές Πολιτείες, όπου «ψιλοκατάφερε να κόψει τα διάφορα που έπαιρνε» και γνώρισε ένα πολύ ωραίο παιδί, σε μια από τις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών. Το πολύ ωραίο παιδί ισχυρίστηκε ότι ήταν εντελώς «καθαρό», ότι δεν έπαιρνε τίποτα, αλλά έλεγε ψέματα. Η Σύνθια πήγε να ζήσει μαζί του παρ' όλα αυτά, πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλο λάθος («Ποτέ δεν ήμουν καπάτσα όσον αφορά τους άντρες», είπε στον Στιβ, στον ίδιο πάντα ωμό, προσγειωμένο τόνο). Το πολύ ωραίο παιδί γύρισε ένα βράδυ σπίτι πίτα στην κρυσταλλική μεθαδόνη κι αποφάσισε ότι ήθελε οπωσδήποτε το αριστερό αυτί της Σύνθια για σελιδοδείκτη. Η Σύνθια κατέφυγε σ' ένα άσυλο κακοποιημένων γυναικών, όπου έκοψε ακόμη περισσότερο τα «διάφορα που έπαιρνε» και, μάλιστα, δούλεψε ένα διάστημα ως σύμβουλος, αφού η υπεύθυνη του ασύλου δολοφονήθηκε και όλα έδειχναν ότι το άσυλο κινδύνευε να κλείσει. «Ο τύπος που σκότωσε την Άννα, είναι ο ίδιος που μου έσπασε τη μύτη», είπε στον Στιβ. «Ήταν κακός. Ο Ρίτσι -αυτός που ήθελε τ' αυτί μου για σελιδοδείκτη- ήταν απλά νευρικός. Ο Νόρμαν ήταν κακός. Όπως λέμε τρελός». «Τον έπιασαν;»

Η Σύνθια έγνεψε καταφατικά. «Τέλος πάντων, δεν μπορούσαμε ν' αφήσουμε το Κ & Α να πάει φούντο μόνο και μόνο επειδή ένας τύπος παρανόησε όταν τον παράτησε η γυναίκα του. Έτσι πέσαμε όλες με τα μούτρα να το σώσουμε. Και τα καταφέραμε». 127

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Κ & Α;»

«Πάει να πει "Κόρες κι Αδερφές". Πάντως, όσο έμεινα εκεί ξαναβρήκα αρκετή από την πίστη στον εαυτό μου». Η Σύνθια κοιτούσε έξω από το παράθυρο την έρημο, τρίβοντας αφηρημένα με τον αντίχειρα τη στραβή ράχη της μύτης της. «Κατά κάποιο τρόπο, ακόμη και ο τύπος που μου το έκανε αυτό με βοήθησε απ' αυτή την άποψη». «Ο Νόρμαν».

«Ναι, Νόρμαν Ντάνιελς τον έλεγαν. Αν μη τι άλλο, εγώ και η Γκερτ -αυτή είναι η κολλητή μου που σου έλεγα, που λέει ότι θυμίζω την Άννι- τον αντιμετωπίσαμε, καταλαβαίνεις;»

«Ναι».

«Οπότε, πριν από ένα μήνα το πήρα απόφαση να γράψω στους γονείς μου. Έβαλα και τη διεύθυνση μου στο φάκελο, να φανταστείς. Νόμιζα πως όταν θα μου απαντούσαν -αν μου απαντούσανθα ήταν τσατισμένοι, και με το δίκιο τους, ειδικά ο πατέρας μου. Ήταν παπάς, ξέρεις. Τώρα έχει βγει στη σύνταξη αλλά...» «Τον αράπη κι αν τον πλύνεις...» είπε ο Στιβ.

Η Σύνθια χαμογέλασε. «Ε, ναι, κάτι τέτοιο περίμενα κι εγώ, αλλά το γράμμα που πήρα ήταν σπουδαίο. Τους τηλεφώνησα. Τα είπαμε. Τον μπαμπά τον πήραν τα κλάματα». Αυτό το είπε σε τόνο εκστατικό. «Δηλαδή, έκλαψε κανονικά. Το πιστεύεις;» «Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει τουρνέ οχτώ μήνες με τους Μπλακ Σάμπαθ», απάντησε ο Στιβ. «Τίποτε δε μου φαίνεται απίστευτο. Οπότε, γυρίζεις σπίτι τώρα, ε; Η επιστροφή του Άσωτου Μωρού;» Η κοπέλα τον αγριοκοίταξε και ο Στιβ της χαμογέλασε. «Συγνώμη». «Κόψ' τα σάπια. Τέλος πάντων, κάπως έτσι».

«Και πού είναι το σπίτι σου;»

«Στο Μπέικερσφιλντ. Και, μια που το θυμήθηκα, εσύ ως που πας;» «Σαν Φρανσίσκο αλλά...»

Η κοπέλα έλαμψε. «Σοβαρά μιλάς; Κανονικό λαχείο!» 128

STEPHEN KING

«Αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα σε πάρω μέχρι τέρμα. Για να λέμε την αλήθεια, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα σε πάρω μακρύτερα από το Όστιν -το Όστιν της Νεβάδα, εννοώ, όχι του Τέξας». «Ξέρω πού είναι το Όστιν, έχω κι εγώ χάρτη», είπε η Σύνθια, αυτή τη φορά με ύφος «καλά, ντιπ βλάκας είσαι;» που του Στιβ του άρεσε ακόμα περισσότερο από το προηγούμενο, το αυστηρό. Ήταν ατσίδα τελικά η μικρή και πολύ χαριτωμένη... και πολύ θα της άρεσε αν της το έλεγε.

«Θα σε πάρω μέχρι όπου μπορέσω, γιατί αυτή η περιοδεία είναι λιγάκι περίεργη. Δηλαδή, όλες οι τουρνέ είναι περίεργες δουλειές, όλα έτσι είναι στη σόου μπίζνες κι ετούτη η δουλειά έχει να κάνει με σόου μπίζνες... έτσι νομίζω... αλλά... δηλαδή, θέλω να πω...»

Ο Στιβ σταμάτησε. Τι ακριβώς ήθελε να πει; Η αποστολή που είχε αναλάβει ως συνοδός σε τουρνέ συγγραφέα (ο τίτλος ήταν αδόκιμος, δε χρειαζόταν να είσαι ο ίδιος συγγραφέας για να το καταλάβεις, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγράψει την ιδιότητα του;) πλησίαζε στο τέλος κι αυτός ακόμα δεν ήξερε τι να σκεφτεί για τη συγκεκριμένη δουλειά ή για τον ίδιο τον Τζόνι Μάρινβιλ. Το μόνο που ήξερε στα σίγουρα ήταν ότι ο μεγάλος συγγραφέας δεν του είχε ζητήσει ποτέ να του προμηθεύσει γυναίκες ή ναρκωτικά κι ότι ποτέ η ανάσα του δε μύριζε αλκοόλ όταν του χτυπούσε την πόρτα στα δωμάτια των ξενοδοχείων που διανυκτέρευαν. Προς το παρόν, αυτά αρκούσαν, θα σκεφτόταν τον τρόπο που θα τα περιέγραφε όταν θα ερχόταν η ώρα να παραδώσει την αναφορά του. «Τι. περιοδεία είναι αυτή;» τον ρώτησε η Σύνθια. «Αν κρίνω από το φορτηγό, μάλλον δεν πρόκειται για ροκ συγκρότημα.-Μήπως συνοδεύεις κάνα λαϊκό τραγουδιστή αυτή τη φορά; Σαν τον Γκόρντον Λάιτφουτ, να πούμε;»

Ο Στιβ χαμογέλασε. «Το αφεντικό είναι διάσημο πρόσωπο, μόνο που παίζει με το στόμα του αντί με κιθάρα ή φυσαρμόνικα. Είναι...»

Τότε ακριβώς, το κινητό τηλέφωνο, που ήταν τοποθετημένο σε μια από τις θήκες της κονσόλας, άφησε το χαρακτηριστικό, οξύ, ένρινο χτύπο του: Μμιιιπ! Μμιιιπ! 129

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Στιβ το άρπαξε με την πρώτη, αλλά δεν το άνοιξε αμέσως. Αντίθετα, στράφηκε στην κοπέλα. «Μη βγάλεις άχνα», της είπε, ενώ η συσκευή νιαούριζε για τρίτη φορά μέσα στο χέρι του. «Μπορεί να μπλέξω άσχημα έτσι και μιλήσεις. Εντάξει;»

Μμιιιπ!

Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά. Ο Στιβ άνοιξε το καπάκι της συσκευής και πάτησε το κουμπί που δεχόταν την κλήση. Το πρώτο πράγμα που διαπίστωσε φέρνοντας το τηλέφωνο στ' αυτί του ήταν τα φοβερά παράσιτα -ήταν σωστό θαύμα το πώς είχε περάσει αυτή η κλήση. «Ναι; Εσύ είσαι, αφεντικό;»

Πίσω από τα παράσιτα ακούστηκε ένα βαθύτερο και πιο μαλακό, σταθερό μουγκρητό -θόρυβος κινητήρα περαστικού φορτηγού, σκέφτηκε ο Στιβ- και ύστερα η φωνή του Μάρινβιλ. Ακόμη και μέσα στα τόσα παράσιτα, ο Στιβ διέκρινε τον πανικό και ο ρυθμός της καρδιάς του επιταχύνθηκε αυτόματα. Είχε ξανακούσει ανθρώπους να μιλάνε σ' αυτό τον τόνο (συνέβαινε τουλάχιστον από μια φορά σε κάθε τουρνέ) και τον αναγνώρισε αμέσως. Εκεί που βρισκόταν ο Τζόνι Μάρινβιλ, τα πράγματα είχαν πάρει πορεία κατά διαόλου. «Στιβ! Στιβ, έχω... λέξει... άσχημα...»

Με το βλέμμα του στυλωμένο στην ατέλειωτη ευθεία μπροστά, που έσκιζε στα δυο την έρημο, ο Στιβ ένιωσε μικρούς κόμπους ιδρώτα να αναβλύζουν στις ρίζες των μαλλιών του, πάνω στο μέτωπο. Σκέφτηκε τον κοντοπίθαρο ατζέντη του αφεντικού, με τις πέντε εντολές και τη στεντόρεια φωνή, κι αμέσως μετά απώθησε την ανάμνηση. Το τελευταίο πράγμα που του χρειαζόταν τώρα ήταν να σκέφτεται τον Μπιλ Χάρις. «Έπαθες ατύχημα; Έπεσες; Τι τρέχει, αφεντικό; Τι είπες;» Κρακλ, ζζιτ, κρακρ. «Τζόνι... κους;»

«Σ' ακούω!» φώναξε ο Στιβ, ξέροντας ότι ήταν εντελώς μάταιο, αλλά μη έχοντας τι άλλο να κάνει. Με την άκρη του ματιού του 130

STEPHEN KING

έπιασε την κοπέλα να έχει σκύψει μπροστά και να παρακολουθεί ανήσυχη. «Τι έγινε, τι πρόβλημα έχεις;»

Καμιά απάντηση, για τόσο μεγάλο διάστημα, που ο Στιβ πίστεψε πια ότι είχε χάσει τη γραμμή. Κατέβαζε ήδη το τηλέφωνο από τ' αυτί του όταν η φωνή του αφεντικού πέρασε πάλι ανάμεσα από τα παράσιτα, εξωπραγματικά μακρινή κι αλλοιωμένη, σαν φωνή από άλλο γαλαξία: «...δυτικά... Ιλάι... νίντα».

Όχι νίντα, σκέφτηκε ο Στιβ. Εθνική Πενήντα. «Βρίσκομαι δυτικά του Ιλάι, στην Εθνική 50». Ίσως, αυτό μπορεί να είπε. Ατύχημα. Μάλλον. Τι άλλο; θα έπεσε με τη μηχανή και τώρα θα κάθεται στην άκρη του δρόμου με κάνα πόδι σπασμένο κι αίματα να τρέχουν από το κεφάλι του κι όταν γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη οι δικοί του θα με παλουκώσουν, αφού δε γίνεται να παλουκώσουν αυτόν... «...έρω ποσό μακριά... λάχιστον μπορεί και παραπάνω... ίγο πιο κάτω... σταματημένο... τροχόσπιτο...» Ξανά παράσιτα, πολύ πιο έντονα, και ύστερα κάτι για αστυνομία. Τοπική αστυνομία και πολιτειακή αστυνομία. «Τι συμβ...» πήγε να πει η κοπέλα. «Σσσ! Όχι τώρα!»

Στο τηλέφωνο: «...κλέτα μου... στην έρημο... αέρα... γύρω στο... λιόμετρο ανατολικά από το... χόσπιτο...»

Κι αυτό ήταν όλο. Ο Στιβ φώναξε το όνομα του Τζόνι ίσαμε δέκα φορές στο τηλέφωνο αλλά καμιά απάντηση. Η σύνδεση είχε κοπεί. Πάτησε το κουμπί ΜΕΝΟΥ/ΟΝΟΜΑ κι όταν εμφανίστηκαν στο καντράν τα αρχικά Τ.Μ. πάτησε το ΝΑΙ για να γίνει η κλήση. Μια μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή τον καλωσόρισε στο Δίκτυο Γουέστερν, ακολούθησε μια παύση κι έπειτα μια δεύτερη μαγνητοφωνημένη φωνή του ανήγγειλε ότι η κλήση του δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Η ίδια φωνή άρχισε ν' απαγγέλλει μια σειρά από πιθανούς λόγους, αλλά ο Στιβ διέκοψε τη σύνδεση κι έκλεισε το καπάκι της συσκευής.«Να πάρει και να σηκώσει!» «Είναι σοβαρό, ε;» είπε η Σύνθια. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, αλλά δεν υπήρχε τίποτε το χαριτωμένο ή έκπληκτο στην έκφραση της. «Το βλέπω στο πρόσωπο σου». 131

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ίσως», είπε ο Στιβ και ύστερα κούνησε το κεφάλι, νευριασμένος με τον εαυτό του. «Σίγουρα. Ήταν το αφεντικό μου. Βρίσκεται κάπου στο δρόμο. Καμιά εκατοστή χιλιόμετρα από δω, μπορεί κι εκατόν πενήντα. Οδηγεί μια Χάρλεϊ. Είναι...»

«Μια μεγάλη κόκκινη-κρεμ;» πετάχτηκε η κοπέλα. «Ένας τύπος με μακριά, γκρίζα μαλλιά, σαν του Τζέρι Γκαρσία;» Ο Στιβ έγνεψε καταφατικά.

«Τον είδα σήμερα το πρωί, πολύ πιο πίσω από δω που είμαστε», είπε η κοπέλα. «Γέμιζε το ντεπόζιτο σ' ένα μικρό βενζινάδικοκαφετερία, στο Πρίτι Νάις. Το ξέρεις αυτό το χωριό, το Πρίτι Νάις;» Ο Στιβ έγνεψε καταφατικά.

«Έπαιρνα πρωινό και το είδα μέσα από το τζάμι. Μου φάνηκε γνωστή φυσιογνωμία. Σαν να τον είχα δει στην εκπομπή της Όπρα ή του Ρίκι Λέικ».

«Είναι συγγραφέας». Ο Στιβ κοίταξε το κοντέρ, είδε ότι έτρεχε με εκατό κι αποφάσισε ότι μπορούσε να πατήσει λίγο ακόμα το γκάζι. Η βελόνα άρχισε ν' ανεβαίνει προς τα εκατόν είκοσι. Έξω, η έρημος έφευγε προς τα πίσω λίγο πιο γρήγορα από πριν. «Διασχίζει την Αμερική μαζεύοντας υλικό για βιβλίο. Έχει κάνει και μερικές εμφανίσεις, αλλά κυρίως πηγαίνει σε διάφορα μέρη, μιλάει με τον κόσμο και κρατάει σημειώσεις. Τέλος πάντων, τώρα έπαθε ατύχημα. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον».

«Η σύνδεση ήταν χάλια, ε;» «Ναι».

«Αν θέλεις σταμάτα να κατέβω. Δεν είναι πρόβλημα για μένα».

Ο Στιβ το σκέφτηκε αρκετά και προσεκτικά. Τώρα που το αρχικό σοκ είχε περάσει το μυαλό του ξανάρχισε να λειτουργεί ψυχρά, μεθοδικά και με ακρίβεια, έτσι όπως συνέβαινε πάντα σε παρόμοιες καταστάσεις. Όχι, αποφάσισε τελικά. Δεν ήθελε να την κατεβάσει, κάθε άλλο. Είχε ένα πρόβλημα μπροστά του, έπρεπε να το αντιμετωπίσει άμεσα, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι έπρεπε να ξεχάσει το μέλλον. Με τον Άπλετον μπορεί να μην έτρεχε τίποτε, ακόμη κι αν ο Τζόνι Μάρινβιλ είχε πέσει με τη Χάρλεϊ και είχε 132

STEPHEN KING

στραπατσαριστεί και ο ίδιος. Παρά τα μπλέιζερ και τις κόκκινες γραβάτες, ο Άπλετον έδειχνε τύπος που θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα ότι τα πράγματα πήγαιναν στραβά καμιά φορά. Ο Μπιλ Χάρις αντίθετα του είχε φανεί απ' αυτούς που, όταν κάτι πάει στραβά, ψάχνουν γάιδαρο να του τα φορτώσουν... και μάλιστα γάιδαρο αντοχής για να σηκώσει τα πάντα.

Ως ενδεχόμενος γάιδαρος αυτής της υπόθεσης, ο Στιβ έκρινε ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμος ένας αυτόπτης μάρτυρας, ένα άτομο που γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή του.

«Όχι, θέλω να μείνεις. Να σου ξεκαθαρίσω όμως από την αρχή ότι δεν ξέρω τι θα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε. Μπορεί να βρούμε αίματα». «Τα βγάζω πέρα με τα αίματα», απάντησε η Σύνθια.

133

4

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η κοπέλα δε σχολίασε καθόλου την ταχύτητα, αλλά όταν η βελόνα άγγιξε τα εκατόν σαράντα και το αμάξι άρχισε να τρέμει από τους κραδασμούς, φόρεσε τη ζώνη ασφαλείας. Ο Στιβ πάτησε λίγο ακόμη το πεντάλ, το κοντέρ ανέβηκε στα εκατόν πενήντα και οι κραδασμοί σταμάτησαν. Ωστόσο, οδηγούσε κρατώντας γερά το τιμόνι και με τα δυο του χέρια. Ο άνεμος φυσούσε με δυνατές, απότομες ριπές και, σ' αυτές τις ταχύτητες, ένα γερό ταρακούνημα μπορούσε να βγάλει το αμάξι έξω από την άσφαλτο. Τότε, έτσι κι έπιαναν άμμο τα λάστιχα, την είχε βάψει κανονικά. Το αφεντικό θα κινδύνευε περισσότερο από τον άνεμο με τη μοτοσικλέτα του, σκέφτηκε ο Στιβ. Ίσως αυτό να έγινε, να τον πέταξε ο αέρας έξω από το δρόμο.

Στο μεταξύ είχε πει στη Σύνθια τα βασικά της δουλειάς του: έκλεινε δωμάτια, έλεγχε τις διαδρομές, τσεκάριζε τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις στα μέρη όπου ήταν προγραμματισμένο να μιλήσει το αφεντικό και φρόντιζε να μένει πάντα παράμερα, ώστε να μην του χαλάει την εικόνα που ήθελε να προβάλλει –Τζόνι Μάρινβιλ, ο διανοούμενος, ο μοναχικός λύκος, ένας πολιτικοποιημένος ήρωας από ταινία του Σαμ Πέκινπα, ένας διάσημος συγγραφέας, που δεν είχε ξεχάσει τι θα πει να ζεις σκληρά και να είσαι κουλ.

Η καρότσα του μικρού φορτηγού ήταν άδεια, εκτός από μερικά εργαλεία και μια μακριά ξύλινη ράμπα, για ν' ανεβάσει ο Τζόνι τη μοτοσικλέτα, αν έπεφτε σε βαριά κακοκαιρία. Εφόσον ήταν μεσοκαλόκαιρο, αυτό ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί, αλλά υπήρχε ακόμη ένας λόγος για τη ράμπα και τις δέστρες που είχε προσαρμόσει ο Στιβ στο δάπεδο της καρότσας πριν ξεκινήσουν. Αυτόν το λόγο κανείς δεν τον είχε αναφέρει, αλλά τον είχαν και οι δυο στο νου τους από τη μέρα που ξεκίνησαν από το Γουέστπορτ του Κονέκτικατ. Ο Τζόνι Μάρινβιλ μπορεί να ξυπνούσε ένα πρωί και να διαπίστωνε ότι δεν είχε πλέον καμιά διάθεση να συνεχίσει να οδηγεί τη Χάρλεϊ. Ή να μην ήταν πια σε θέση να την οδηγήσει.

«Τον έχω ακουστά», είπε η Σύνθια, «αλλά δεν έτυχε ποτέ να διαβάσω κάτι δικό του. Εμένα μ' αρέσει ο Ντιν Κουντζ και η Ντανιέλ 134

STEPHEN KING

Στιλ, κυρίως. Διαβάζω μόνο για την πλάκα μου. Ωραία μηχανή, όμως. Κι ο τύπος είχε απίθανα μαλλιά. Ροκ μαλλί, ξέρεις τι εννοώ». Ο Στιβ συγκατένευσε. Ήξερε. Όπως το ήξερε και ο Μάρινβιλ.

«Σε νοιάζει πραγματικά γι' αυτόν ή απλώς ανησυχείς για τις συνέπειες που μπορεί να έχεις εσύ;»

Αν του είχε κάνει την ερώτηση κάποιος άλλος, ο Στιβ θα είχε τσατιστεί, αλλά στον τόνο της Σύνθια δε διέκρινε ούτε ίχνος επίκρισης. Μόνο περιέργεια. «Και για τα δυο», απάντησε. Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά. «Πόσο δρόμο κάναμε;»

Ο Στιβ κοίταξε το ταχύμετρο. «Εβδομήντα χιλιόμετρα από τη στιγμή που τον έχασα στο τηλέφωνο». «Αλλά δεν ξέρεις από πού ακριβώς σε έπαιρνε». «Όχι».

«Νομίζεις ότι έχει πρόβλημα ο ίδιος ή φοβάσαι μήπως έμπλεξε και κανέναν άλλο;»

Ο Στιβ την κοίταξε ξαφνιασμένος. Ότι το αφεντικό μπορεί να είχε μπλέξει και κάποιον άσχετο ήταν αυτό ακριβώς που φοβόταν, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το παραδεχτεί ανοιχτά, αν δεν το έλεγε πρώτη η Σύνθια.

«Μπορεί να είναι μπλεγμένος κι άλλος», απάντησε απρόθυμα. «Το αφεντικό είπε κάτι για τοπική και πολιτειακή αστυνομία. Ίσως "μην καλέσεις την πολιτειακή, κάλεσε την τοπική αστυνομία". Δεν είμαι σίγουρος αν άκουσα σωστά». Η Σύνθια έδειξε το κινητό τηλέφωνο, πάνω στην κονσόλα.

«Αποκλείεται», είπε ο Στιβ. «Δεν παίρνω την αστυνομία μέχρι να δω σε τι έχει μπλέξει».

«Κι εγώ σου υπόσχομαι ότι θα το παραλείψω από την κατάθεση μου, αν μου υποσχεθείς ότι δε θα με ξαναπείς μωρό».

Ο Στιβ χαμογέλασε, αν και δεν είχε καμιά διάθεση για χαμόγελα. «Καλή ιδέα. Άλλωστε, μπορείς άνετα να πεις ότι...» «...το κινητό σου δεν έπιανε», συμπλήρωσε η Σύνθια. 135

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Όλος ο κόσμος ξέρει τι γίνεται μ' αυτά τα μαραφέτια». «Είσαι πολύ εντάξει, Σύνθια». «Κι εσύ δεν είσαι κακός».

Με εκατόν πενήντα την ώρα, οι αποστάσεις λιώνουν σαν ανοιξιάτικο χιόνι. Όταν έφτασαν γύρω στα ενενήντα χιλιόμετρα δυτικά από το σημείο όπου είχε χαθεί η τηλεφωνική επαφή, ο Στιβ άρχισε να κατεβάζει σταδιακά την ταχύτητα ανά πέντε χιλιόμετρα για κάθε χιλιόμετρο που διήνυαν. Δεν είχαν συναντήσει ούτε ένα περιπολικό όλη αυτή την ώρα κι αυτό ήταν μάλλον καλό. Το είπε στη Σύνθια, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της όλο αμφιβολία. «Είναι περίεργο όμως», είπε. «Αν έχει γίνει ατύχημα κι έχει χτυπήσει το αφεντικό σου ή και κάποιος άλλος μαζί, δε θα μας είχαν προσπεράσει τουλάχιστον ένα δυο περιπολικά; Ή κανένα ασθενοφόρο;» «Αν έρχονται από την άλλη μεριά, από τα δυτικά...»

«Σύμφωνα με το χάρτη μου, η επόμενη πόλη προς αυτή την κατεύθυνση είναι το Όστιν και βρίσκεται πολύ μακρύτερα μπροστά μας απ' ό,τι το Ιλάι πίσω μας. Οτιδήποτε υπηρεσιακό -όχημα με, σειρήνα, εννοώ- θα έπρεπε να κινείται από τ' ανατολικά προς τα δυτικά. Να μας προσπεράσει, δηλαδή. Το 'πιασες;» «Ναι».

«Πού είναι, λοιπόν;» «Δεν ξέρω». «Ούτ' εγώ».

«Καλά. Πρόσεχε μήπως δεις... Σκατά, ξέρω κι εγώ; Οτιδήποτε έξω από τα συνηθισμένα». «Αυτό κάνω. Κόψε λίγο ακόμα, αν θέλεις».

Ο Στιβ κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι ήταν έξι παρά τέταρτο. Οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν πάνω στην έρημο, αλλά το φως ήταν ακόμα δυνατό και η ζέστη διαβολεμένη. Αν ήταν κάπου εκεί έξω ο Μάρινβιλ, θα τον έβλεπαν. 136

STEPHEN KING

Σίγουρα θα τον δούμε, σκέφτηκε, θα είναι καθισμένος στην άκρη του δρόμου, με αίματα στο κεφάλι και με το παντελόνι τον κουρέλια από το πέσιμο. Και μάλλον θα κρατάει σημειώσεις για την εμπειρία. Πάλι καλά που φοράει το κράνος τον. Έτσι και δεν το φορούσε...

«Κάτι βλέπω! Εκεί μπροστά!» Η φωνή της κοπέλας ήταν γεμάτη συγκρατημένη έξαψη. Είχε σκιάσει τα μάτια της με το αριστερό της χέρι κι έδειχνε με το δεξί.

«Το είδες; Λες να είναι... αχ, όχι! Είναι πολύ μεγάλο για να είναι μηχανή. Σαν τροχόσπιτο φαίνεται». «Μάλλον από δω τηλεφώνησε το αφεντικό. Από κάπου εδώ γύρω, τέλος πάντων». «Πώς το ξέρεις;»

«Είπε για ένα σταματημένο τροχόσπιτο -αυτό το άκουσα καθαρά, είμαι σίγουρος. Έβλεπε ένα τροχόσπιτο γύρω στο ένα χιλιόμετρο μπροστά του, δηλαδή βρισκόταν περίπου εδώ που βρισκόμαστε τώρα, οπότε...» «Εντάξει, μην το πεις. Κοιτάζω, κοιτάζω».

Ο Στιβ κατέβασε την ταχύτητα στα πενήντα, στα σαράντα και ύστερα, όταν πλησίασαν το σταματημένο τροχόσπιτο, άφησε το αυτοκίνητο απλώς να κυλάει στο δρόμο. Η Σύνθια είχε κατεβάσει το τζάμι από τη μεριά της και είχε σκύψει η μισή έξω από το παράθυρο. Το λεπτό μπλουζάκι είχε τραβηχτεί αποκαλύπτοντας τη μέση της (τη μεσούλα της, σκέφτηκε ο Στιβ) και ένα τμήμα από τη ραχοκοκαλιά. «Είδες κάτι;» τη ρώτησε. «Τίποτα;»

«Τζίφος. Είδα κάτι να λάμπει αλλά ήταν πέρα στην έρημο αποκλείεται να έφτασε τόσο μακριά αν είχε τρακάρει. Ή αν τον πέταξε ο αέρας έξω από το δρόμο».

«Θα ήταν καμιά αντανάκλαση του ήλιου σε κρυστάλλους χαλαζία στα βράχια». «Ναι, δεν αποκλείεται».

«Μην πέσεις από το παράθυρο, μικρή». 137

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Μη φοβάσαι», του απάντησε η Σύνθια και ύστερα τραβήχτηκε απότομα κλείνοντας τα μάτια και μορφάζοντας. Ο αέρας, που όλο και αγρίευε, της είχε ρίξει άμμο στο πρόσωπο. «Αν εννοούσε αυτό το τροχόσπιτο, έχουμε ήδη περάσει το σημείο απ' όπου μου τηλεφώνησε», είπε ο Στιβ.

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της. «Ναι, αλλά ας πάμε ως εκεί. Αν είναι κανένας μέσα, μπορεί να τον είδαν».

Ο Στιβ ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Αν είναι κανένας μέσα, μπορεί να τον είδε, όχι να τον είδαν», τη διόρθωσε. «Τέτοιο συντακτικό έμαθες διαβάζοντας Ντιν Κουντζ και Ντανιέλ Στιλ;»

Η Σύνθια του έριξε ένα υπεροπτικό βλέμμα όλο περιφρόνηση... αλλά ο Στιβ διέκρινε ότι κατά βάθος είχε πληγωθεί. «Συγνώμη», της είπε. «Για πλάκα το είπα».

«Ω;» έκανε παγερά η Σύνθια. «Για πες μου κάτι, μεγάλε διανοούμενε από το Τέξας. Εάν έχεις διαβάσει κανένα από τα έργα του αφεντικού σου;»

«Ε... μου έδωσε ένα τεύχος του Χάρπερς που είχε μέσα ένα δικό του διήγημα, Θεόσταλτη Καλοκαιρία λεγόταν. Το διάβασα, αλήθεια σου λέω. Μέχρι πάτο». «Και τα κατάλαβες όλα;»

«Ε... όχι. Άκου, ήταν μαλακία αυτό που είπα. Το παίρνω πίσω. Ειλικρινά». «Εντάξει», είπε η Σύνθια, αλλά ο τόνος της έδειχνε καθαρά ότι θα τον είχε σε δυσμένεια, προσωρινά τουλάχιστον.

Ο Στιβ άνοιξε το στόμα του να πει κάτι που θα μπορούσε να ήταν αστείο, αν ήταν τυχερός, κάτι που θα την έκανε να χαμογελάσει (είχε πολύ ωραίο χαμόγελο η μικρή) και την ίδια στιγμή είδε για πρώτη φορά από κοντά το τροχόσπιτο. «Ε, τι είν' αυτό;» είπε, μιλώντας μάλλον στον εαυτό του παρά στο κορίτσι.

«Τι είναι ποιο;» Η Σύνθια στράφηκε και κοίταξε μέσα από το παρμπρίζ, καθώς ο Στιβ έφερνε το Ράιντερ στην άκρη του δρόμου και σταματούσε ακριβώς πίσω από το παρκαρισμένο τροχόσπιτο. Ήταν ένα μεσαίου μεγέθους αυτοκινούμενο, μεγαλύτερο από το 138

STEPHEN KING

μοντέλο Λάσι, αλλά μικρότερο από τους δεινόσαυρους που έβλεπε από το Κολοράντο και μετά. «Ο τύπος πρέπει να έπεσε σε καρφιά πεταμένα στο δρόμο ή κάτι τέτοιο», είπε ο Στιβ. «Τα λάστιχα είναι όλα σκασμένα».

«Ναι, και πώς γίνεται τα δικά σου να μην είναι;»

Μέχρι να του έρθει η απάντηση ότι αυτοί με το τροχόσπιτο μπορεί να ήταν τόσο καλοί πολίτες, ώστε να μάζεψαν τα καρφιά από το δρόμο, το κορίτσι με τα δίχρωμα μαλλιά είχε ήδη κατεβεί από το φορτηγό και κατευθυνόταν προς το τροχόσπιτο φωνάζοντας, «Είναι κανείς εδώ;»

Ξέρει ν' αποχωρεί όταν έχει το πάνω χέρι, σκέφτηκε ο Στιβ και κατέβηκε κι αυτός. Ο άνεμος τον χτύπησε τόσο δυνατά, που κλυδωνίστηκε. Και ήταν καυτός, σαν τον αέρα που βγαίνει από κλίβανο.

«Στιβ;» Η φωνή της κοπέλας ακούστηκε αλλιώτικη. Ο τόνος της «κόντρας», που ίσως ήταν ο τρόπος της μικρής να φλερτάρει, είχε εξαφανιστεί. «Στιβ, έλα εδώ. Αυτό δε μ' αρέσει καθόλου».

Η Σύνθια στεκόταν μπροστά στην πλαϊνή πόρτα της καρότσας του κάραβαν. Η πόρτα δεν ήταν συρτωμένη και χτυπούσε μπρος πίσω με τον αέρα παρ' όλο που βρισκόταν από την απάνεμη πλευρά, και τα μεταλλικά σκαλοπάτια ήταν κατεβασμένα. Αλλά η Σύνθια δεν κοιτούσε ούτε την πόρτα που ανοιγόκλεινε ούτε τα σκαλοπάτια. Μπροστά στο τελευταίο σκαλί, μισοθαμμένη από την άμμο που έσερνε ο άνεμος, ήταν μια παιδική κούκλα με ξανθά μαλλιά και γυαλιστερό, γαλάζιο φόρεμα. Ήταν πεσμένη μπρούμυτα, παρατημένη. Του Στιβ δεν του άρεσε διόλου το θέαμα, επίσης. Κούκλα χωρίς κοριτσάκι τριγύρω να τη φροντίσει είναι πάντα κάπως ανατριχιαστικό σαν θέαμα, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, πόσο μάλλον μια κούκλα παρατημένη στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, μισοθαμμένη από την άμμο που φέρνει ο αέρας...

Ο Στιβ άνοιξε την ξεκλείδωτη πόρτα κι έχωσε το κεφάλι του στο εσωτερικό του τροχόσπιτου. Ήταν χειρότερα κι από φούρνο, τουλάχιστον σαράντα πέντε βαθμοί. «Είναι κανείς εδώ;» 139

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ήξερε φυσικά ότι δεν υπήρχε κανείς. Γιατί, αν ήταν εκεί οι ιδιοκτήτες του τροχόσπιτου, θα είχαν αναμμένη τη μηχανή για να δουλεύει το αιρ κοντίσιον.

«Άδικος κόπος». Η Σύνθια είχε σηκώσει την κούκλα και τίναζε την άμμο από τα μαλλιά και το γαλάζιο φουστάνι της. «Αυτή εδώ δεν είναι κούκλα από ψιλικατζίδικο. Όχι από τις πανάκριβες αλλά κοστίζει κάμποσο. Και το κοριτσάκι που την είχε τη φρόντιζε. Κοίτα εδώ».

Τέντωσε το φόρεμα ανάμεσα στα δάχτυλα της για να δει ο Στιβ ένα μικροσκοπικό μπάλωμα, που είχε γαζωθεί με προσοχή για να κρύψει ένα σκίσιμο στη φούστα. Το μπάλωμα είχε σχεδόν την ίδια απόχρωση με το φόρεμα. «Αν ήταν εδώ γύρω το κοριτσάκι που την είχε, η κούκλα δε θα ήταν πεταμένη στο χώμα, σου το εγγυώμαι. Το ερώτημα είναι γιατί η μικρή δεν πήρε μαζί της την κούκλα όταν έφυγε με τους γονείς της από το τροχόσπιτο. Ή γιατί δεν την έβαλε, τουλάχιστον, μέσα». Η Σύνθια άνοιξε την πόρτα, κοντοστάθηκε διστακτική, ανέβηκε το ένα από τα δύο σκαλοπάτια, στάθηκε πάλι και κοίταξε πίσω της τον Στιβ. «Έλα».

«Δε γίνεται. Πρέπει να βρω τ' αφεντικό».

«Ένα λεπτό, εντάξει; Δε θέλω να μπω εδώ μέσα μόνη μου. Είναι σαν το Αντρέα Ντόρια». «Εννοείς το Μαίρη Σελέστ. Το Αντρέα Ντόρια βυθίστηκε».

«Εντάξει, εξυπνάκια, όποιο κι αν ήταν. Έλα, δε θ' αργήσουμε. Εξάλλου...» Κόμπιασε. «Εξάλλου, μπορεί να έχει κάποια σχέση με τ' αφεντικό μου, ε; Αυτό δε σκέφτηκες;»

Η Σύνθια έγνεψε καταφατικά. «Δε χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία. Και οι μεν και ο δε έχουν εξαφανιστεί».

Ο Στιβ δεν ήθελε να υιοθετήσει αυτό το συμπέρασμα -το έβλεπε σαν μια πρόσθετη επιπλοκή, που δεν του άρεσε καθόλου. Η Σύνθια πρέπει να διέκρινε κάτι στο πρόσωπο του (ίσως και τα πάντα -ήταν κάθε άλλο παρά κουτή) και σήκωσε τα χέρια της ψηλά. «Εντάξει, πάω να δω μόνη μου». 140

STEPHEN KING

Μπήκε στο τροχόσπιτο, κρατώντας στο ένα χέρι της την κούκλα. Ο Στιβ έμεινε μερικές στιγμές σκεφτικός και τελικά ακολούθησε το κορίτσι. Η Σύνθια στράφηκε, του έγνεψε ενθαρρυντικά κι αφήνοντας την κούκλα σε ένα από τα καθίσματα έκανε αέρα με το χέρι στο ντεκολτέ της. «Πω, πω, ζέστη», είπε. «Σωστός φούρνος».

Κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του τροχόσπιτου. Ο Στιβ προχώρησε προς τα εμπρός και πέρασε στην καμπίνα του οδηγού, σκύβοντας για να μη χτυπήσει το κεφάλι του. Στο ντουλαπάκι, μπροστά από τη θέση του συνοδηγού, υπήρχαν τρία πακέτα κάρτες του μπέιζμπολ, τακτικά χωρισμένες ανά ομάδα: Κλίβελαντ Ίντιανς, Σινσινάτι Ρεντς, Πίτσμπουργκ Πάιρατς. Ο Στιβ τις φυλλομέτρησε και είδε ότι οι μισές περίπου ήταν υπογεγραμμένες κι ότι απ' αυτές με την υπογραφή, τουλάχιστον οι μισές είχαν και προσωπική αφιέρωση. Στο κάτω μέρος της κάρτας του Άλμπερτ Μπελ έγραφε το εξής: «Στον Ντέιβιντ –συνέχισε να σκοράρεις! Άλμπερτ Μπελ». Και σε μια άλλη, από τη στοίβα της Πιτσμπουργκ: «Ντέιβ, να βλέπεις την μπάλα πριν τη χτυπήσεις -ο φίλος σου, Αντί Βαν Σλάικ». «Υπάρχει κι αγοράκι», φώναξε η Σύνθια. «Εκτός αν το κοριτσάκι παίζει και με Τζι-Άι Τζο και Μότοκαπς εκτός από κούκλες με γαλάζια σατέν φορέματα. Επίσης, μια από τις πλαϊνές θήκες εδώ πίσω είναι γεμάτη κόμικς».

«Ναι, υπάρχει κι αγόρι», απάντησε ο Στιβ ξαναβάζοντας στη θέση τους τις κάρτες του Άλμπερτ Μπελ και του Αντί Βαν Σλάικ. Έφερε μαζί τον τις κάρτες που είναι οι πιο σημαντικές γι' αυτόν, σκέφτηκε, χαμογελώντας νοσταλγικά. Αυτές που δεν άντεχε ν' αποχωριστεί, αφήνοντας τες στο σπίτι. «Τον λένε Ντέιβιντ». Η Σύνθια, ξαφνιασμένη: «Πώς διάβολο ξέρεις τ' όνομα του;»

«Παρακολουθώ X-Files». Από ένα μάτσο χαρτάκια χωμένα στη θήκη για τους χάρτες, στο εσωτερικό της πόρτας, ο Στιβ ξεχώρισε μια απόδειξη πληρωμής βενζίνης με πιστωτική κάρτα και ίσιωσε το χαρτάκι στην παλάμη του. Η απόδειξη ήταν στο όνομα Ραλφ Κάρβερ και η διεύθυνση κάπου στο Οχάιο. Το καρμπόν είχε μουντζουρώσει λίγο το όνομα της πόλης, αλλά πρέπει να ήταν Γουέντγουορθ. 141

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δε φαντάζομαι να ξέρεις και τίποτε άλλο γι' αυτόν;» ρώτησε η Σύνθια. «Το επίθετο του; Από πού είναι;»

«Ντέιβιντ Κάρβερ», απάντησε ο Στιβ και το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. «Γιος του Ραλφ Κάρβερ. Από το Γουέντγουορθ του Οχάιο. Όμορφη πόλη. Δίπλα στο Κολόμπους. Είχα πάει στο Κολόμπους με τους Σαουθσάιντ Τζόνι, παλιά, το '86».

Η Σύνθια ήρθε μπροστά. Είχε ξαναπάρει την κούκλα και την κρατούσε πάνω στο στήθος της. Έξω, ο άνεμος ξεσήκωσε ξανά την άμμο και χτύπησε με δύναμη τις λαμαρίνες. Ακούστηκε σαν ξαφνική νεροποντή. «Από το μυαλό σου τα βγάζεις!» του είπε.

«Όχι». Ο Στιβ της έδειξε την απόδειξη που κρατούσε στο χέρι του. «Από δω έμαθα το "Κάρβερ" και τη διεύθυνση. Το "Ντέιβιντ" το διάβασα στις κάρτες του μπέιζμπολ που έχει ο μικρός. Και μερικές αξίζουν πολλά, με προσωπικές αφιερώσεις».

Η Σύνθια έσκυψε, πήρε τις κάρτες, τις περιεργάστηκε, τις ξανάβαλε στις θήκες τους και στράφηκε αργά, απόλυτα σοβαρή, με πρόσωπο που γυάλιζε από τον ιδρώτα. Κι ο Στιβ ήταν μούσκεμα. Ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στο κορμί του σαν αραιό, ζεστό λάδι. «Πού πήγαν;» είπε η Σύνθια. «Στην κοντινή πόλη να ζητήσουν βοήθεια, υποθέτω. Προφανώς, τους πήρε κάποιος με το αυτοκίνητο του. Μήπως θυμάσαι από το χάρτη σου τι υπάρχει εδώ κοντά;»

«Όχι. Υπάρχει ένα χωριό, νομίζω, αλλά δε θυμάμαι πώς το λένε. Όμως, αν έκαναν αυτό που λες, γιατί τα άφησαν όλα ανοιχτά φεύγοντας; Έχουν αφήσει όλα τους τα πράγματα εδώ μέσα». Η Σύνθια ανέμισε το χέρι της προς τη μεριά της καρότσας. «Ξέρεις τι βρήκα εκεί πίσω, δίπλα στον πτυσσόμενο καναπέ;» «Όχι».

«Το κουτάκι με τα κοσμήματα της κυρίας. Είναι ένας βάτραχος από πορσελάνη. Βάζεις τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια στο στόμα του βατράχου».

«Πολύ γουστόζικο». Ο Στιβ ήθελε σαν τρελός να βγει από κει μέσα, όχι μόνο επειδή ήταν ζεστά σαν κόλαση ή επειδή έπρεπε να 142

STEPHEN KING

ψάξει για το αφεντικό. Ήθελε να φύγει γιατί το τροχόσπιτο ήταν σαν το αναθεματισμένο το Μαίρη Σελέστ. Γιατί πολύ εύκολα μπορούσες να φανταστείς βρικόλακες κρυμμένους στις ντουλάπες, βρικόλακες με βερμούδες και μπλουζάκια, που να γράφουν πράγματα όπως ΤΗΝ ΈΒΓΑΛΑ ΚΑΘΑΡΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟ 50, TON ΠΙΟ ΕΡΗΜΙΚΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΗΠΑ.

«Πράγματι είναι γουστόζικο», είπε η Σύνθια. «Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Μέσα στο βάτραχο είναι δυο ζευγάρια σκουλαρίκια κι ένα δαχτυλίδι. Όχι πανάκριβα αλλά ούτε και φτηνιάρικα. Το δαχτυλίδι είναι τουρμαλίνης, νομίζω. Γιατί λοιπόν δεν τα...»

Ξαφνικά είδε μέσα στη θήκη για τους χάρτες κάτι που είχε αποκαλυφθεί όταν ο Στιβ ανακάτωσε τα χαρτιά. Το έπιασε. Ήταν ένα κλιπ για χαρτονομίσματα, στο σχήμα του δολαρίου, που έμοιαζε ασημένιο. Υπήρχαν και χαρτονομίσματα πιασμένα στο κλιπ. Η Σύνθια τα μέτρησε γρήγορα και ξαναπέταξε το κλιπ στη θήκη για τους χάρτες, απ' όπου το είχε πάρει. «Πόσα είναι;» ρώτησε ο Στιβ.

«Καμιά σαρανταριά. Το κλιπ μάλλον αξίζει τα τριπλάσια. Να σου πω, φίλε, κάτι βρομάει άσχημα εδώ».

Καινούρια ριπή ανέμου πέταξε άμμο στη βορινή πλευρά του τροχόσπιτου και ήταν αρκετά δυνατή, ώστε να το ταρακουνήσει λιγάκι πάνω στα σκασμένα του λάστιχα. Ο Στιβ και η Σύνθια κοιτάχτηκαν, με μάτια απορημένα, πρόσωπα που γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Το βλέμμα του Στιβ έπεσε στο γυάλινο, γαλάζιο βλέμμα της κούκλας. Τι έγινε εδώ, κουκλίτσα μου; Τι είδες; Τη ρώτησε βουβά. Ύστερα στράφηκε προς την πόρτα. «Ώρα να καλέσεις την αστυνομία;» ρώτησε η Σύνθια.

«Σε λίγο. Πρώτα θα κάνω με τα πόδια ενάμισι χιλιόμετρο προς τα πίσω, να δω μήπως εντοπίσω κανένα ίχνος από το αφεντικό μου». «Μ' αυτό τον αέρα; Δικέ μου, λες βλακείες!»

Ο Στιβ την κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να μιλήσει και τελικά την προσπέρασε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια. 143

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Σύνθια τον πρόφτασε πριν απομακρυνθεί. «Ει, ας πούμε ότι είμαστε πάτσι, εντάξει; Εσύ με κορόιδεψες για το συντακτικό μου, εγώ για το... γι' αυτό, τέλος πάντων».

«Προαίσθημα».

«Προαίσθημα το λες; Καλά. Είμαστε πάτσι, λοιπόν; Πες ναι. Σε παρακαλώ. Κοντεύω να τα κάνω πάνω μου από το φόβο».

Ο Στιβ της χαμογέλασε. Η γνήσια ανησυχία που είδε στο πρόσωπο της τον άγγιξε. «Εντάξει. Μία σου και μία μου».

«Θέλεις να σε ακολουθώ με το αμάξι καθώς ψάχνεις; Θα μετρήσω ενάμισι χιλιόμετρο στο κοντέρ για να ξέρεις κι εσύ πού θα σταματήσεις το ψάξιμο».

«Θα μπορέσεις να το στρίψεις χωρίς...» Μια νταλίκα με το σλόγκαν ΚΛΙΝΕΞ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ πέρασε με εκατόν είκοσι από δίπλα τους, με κατεύθυνση ανατολική. Η Σύνθια τραβήχτηκε ενστικτωδώς, καλύπτοντας το πρόσωπο της με το καχεκτικό της μπράτσο, για να προστατευτεί από την ιπτάμενη άμμο. Ο Στιβ την αγκάλιασε προστατευτικά από τους κοκκαλιάρικους ώμους για να τη στηρίξει και συνέχισε να την κρατά για μερικές στιγμές, «...να κολλήσεις στην άμμο;» αποτελείωσε τη φράση του. Η Σύνθια του έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα κι ελευθερώθηκε από το χέρι του. «Και βέβαια θα μπορέσω».

«Λοιπόν... ας πούμε δυόμισι χιλιόμετρα, σύμφωνοι; Για κάθε ενδεχόμενο».

«Εντάξει». Η Σύνθια κίνησε προς το Ράιντερ και ύστερα στράφηκε ξανά προς τον Στιβ. «Μόλις θυμήθηκα το όνομα της κοντινής κωμόπολης», είπε δείχνοντας ανατολικά. «Είναι προς τα εκεί, στα νότια του αυτοκινητόδρομου. Πολύ χαριτωμένο όνομα, θα σου αρέσει πολύ, Τεξανέ». «Πώς τη λένε;»

«Ντεσπερέισον», είπε η Σύνθια χαμογελώντας κι ανέβηκε στην καμπίνα του φορτηγού. 5 144

STEPHEN KING

Ο Στιβ περπατούσε αργά, κατά μήκος της δυτικής λωρίδας του αυτοκινητόδρομου. Σήκωσε μόνο το χέρι του σε χαιρετισμό, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το χώμα, όταν η Σύνθια, στο τιμόνι του Ράιντερ, πέρασε αργά από δίπλα του. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι ψάχνεις!» του φώναξε.

Απομακρύνθηκε πριν προλάβει να της απαντήσει. Ακόμα καλύτερα. Γιατί κι αυτός δεν είχε ιδέα. Σημάδια τροχών; Γελοία ιδέα με τέτοιο άνεμο. Αίμα; Ίχνη από χρώμιο ή κομματάκια από σπασμένο πίσω φανάρι; Το πιθανότερο, ίσως. Για δυο πράγματα ήταν απόλυτα σίγουρος: ότι το ένστικτο του δεν του είχε ζητήσει απλώς να ψάξει, το είχε απαιτήσει, κι ότι του ήταν αδύνατο να διώξει από το μυαλό του το γυάλινο, γαλάζιο βλέμμα της κούκλας. Η αγαπημένη κούκλα κάποιου κοριτσιού... μόνο που το κοριτσάκι είχε παρατήσει την αγαπημένη του κούκλα πεσμένη μπρούμυτα πάνω στο χώμα, στην άκρη του δρόμου. Η μαμά είχε αφήσει τα κοσμήματα της, ο μπαμπάς είχε αφήσει το ασημένιο κλιπ με τα χαρτονομίσματα και ο μικρός Ντέιβιντ τις πολύτιμες κάρτες του μπέιζμπολ με τα αυτόγραφα. Γιατί;

Σε κάποια απόσταση μπροστά, η Σύνθια έκανε επιτόπια στροφή κι έφερε ξανά το κίτρινο φορτηγό προς την κατεύθυνση της Δύσης. Το έκανε με τόση επιδεξιότητα, που ο Στιβ τη θαύμασε. Ο ίδιος αμφέβαλλε αν θα τα είχε καταφέρει τόσο καλά, βάζοντας όπισθεν μόνο μια φορά. Η Σύνθια βγήκε από το αμάξι κι άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του γρήγορα, σχεδόν χωρίς να κοιτάζει κάτω, κι αυτό ήταν που έκανε τον Στιβ να φουρκιστεί όταν αυτή ανακάλυψε τελικά εκείνο το κάτι που το ένστικτο του τον είχε στείλει ν' αναζητήσει. «Ε!» του φώναξε ξαφνικά. Έσκυψε, σήκωσε κάτι από την άκρη του δρόμου και τίναξε από πάνω του την άμμο. Ο Στιβ έφτασε κοντά της τρέχοντας. «Τι τρέχει; Τι είναι αυτό;»

«Ένα μπλοκάκι», είπε η Σύνθια δίνοντας του το. «Το αφεντικό σου πέρασε σίγουρα από δω. Τζ. Μάρινβιλ. Είναι τυπωμένο μπροστά μπροστά. Βλέπεις;» Ο Στιβ πήρε από το χέρι της το σημειωματάριο με το συρμάτινο σπιράλ και το ξεφύλλισε βιαστικά. Διευθύνσεις, πρόχειροι χάρτες, που ο ίδιος είχε σχεδιάσει, και σχόλια γραμμένα από το χέρι του 145

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

αφεντικού, κυρίως σχετικά με προγραμματισμένες εκδηλώσεις. Κάτω από την επικεφαλίδα Σεντ Λούις, ο Μάρινβιλ είχε σημειώσει με πρόχειρα, δυσανάγνωστα γράμματα: Πατρίτσια Φράνκλιν. Κοκκινομάλλα, μεγάλα βυζιά. Ποτέ μην την πεις Πατ ή Πάτι! Όνομα οργάνωσης ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

Κατά τον Μπιλ η κυρία είναι και φιλόζωη. Και χορτοφάγος. Στην τελευταία σελίδα που είχε χρησιμοποιηθεί ήταν γραμμένη μόνο μια λέξη, με τον εξεζητημένο γραφικό χαρακτήρα του αφεντικού: For

Κι αυτό ήταν όλο. Σαν να είχε ξεκινήσει να δίνει ένα αυτόγραφο και να μην το είχε αποτελειώσει.

Ο Στιβ κοίταξε τη Σύνθια. Είχε σταυρώσει τα χέρια στο ανύπαρκτο στήθος της κι έτριβε τα γυμνά της μπράτσα. «Μπρρ! Αδύνατο να κρυώσει κανείς εδώ πέρα, αλλά εγώ έχω παγώσει. Το πράγμα γίνεται όλο και πιο ανατριχιαστικό». «Πώς έγινε και δεν το πήρε ο αέρας το μπλοκάκι;»

«Καθαρή τύχη. Κόλλησε σ' ένα βραχάκι και η άμμος σκέπασε μόνο το κάτω μέρος του. Όπως και με την κούκλα. Έτσι και του είχε πέσει μια σπιθαμή παραπέρα, τώρα θα ταξίδευε για Μεξικό». «Γιατί λες ότι του έπεσε;»

«Εσύ τι λες;» απάντησε η Σύνθια.

Ο Στιβ άνοιξε το στόμα του να της πει ότι δεν είχε να πει τίποτε προς το παρόν, αλλά δεν μπήκε καν στον κόπο τελικά. Κοίταζε μια αναλαμπή πέρα στην έρημο, μάλλον την ίδια που είχε δει και η Σύνθια προηγουμένως από το παράθυρο του αυτοκινήτου, με τη διαφορά ότι τώρα δε βρίσκονταν σε κίνηση, άρα η αντανάκλαση ήταν σταθερή. Και δεν επρόκειτο για κρυστάλλους χαλαζία σε κάποιο βραχάκι, έκοβε το κεφάλι του. Για πρώτη φορά ο Στιβ τα χρειάστηκε πραγματικά. Άρχισε να τρέχει προς την έρημο και τη σταθερή αντανάκλαση του φωτός πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τι έκανε. «Ε! Πιο σιγά!» του φώναξε ξαφνιασμένη η Σύνθια. «Περίμενε!» 146

STEPHEN KING

«Όχι! Μείνε εκεί!» της απάντησε χωρίς να στραφεί. Διήνυσε τα πρώτα εκατό μέτρα με ταχύτητα δρομέα, έχοντας σταθερό σημάδι μπροστά του το παιχνίδισμα του ήλιου στο συγκεκριμένο σημείο (μόνο που τώρα η αντανάκλαση έπαιρνε μια άλλη μορφή, ανατριχιαστικά γνώριμη). Ξαφνικά, ένιωσε μια δυνατή ζάλη και σταμάτησε. Διπλώθηκε στα δύο, στηρίζοντας τις παλάμες στα λυγισμένα του γόνατα, σίγουρος πια ότι κάθε αναθεματισμένο πούρο που είχε καπνίσει τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια είχε αποφασίσει να τον εκδικηθεί.

Όταν του πέρασε λιγάκι ο ίλιγγος και άρχισε να υποχωρεί το υπόκωφο σφυροκόπημα της καρδιάς του, άκουσε πίσω του ένα μακρινό αλλά χαρακτηριστικά γυναικείο λαχάνιασμα. Στράφηκε αργά και είδε τη Σύνθια να πλησιάζει με ελαφρό τροχάδην, ιδρωμένη μεν αλλά μια χαρά κατά τα άλλα. Μόνο τα κακόγουστα μαλλιά της είχαν χάσει κάπως τη φόρμα τους κι αυτό ήταν όλο. «Κολλάς... σαν τσιμπούρι... σε προβιά», της είπε ασθμαίνοντας μόλις έφτασε κοντά του.

«Είναι ό,τι πιο γλυκό μου έχει πει άντρας ως τώρα», απάντησε η Σύνθια. «Να το γράψεις οπωσδήποτε στο βιβλίο με τα αγαπημένα σου ρητά. Μόνο, μη μου πάθεις καμιά καρδιακή προσβολή τώρα! Πόσων χρονών είσαι, αλήθεια;»

Ο Στιβ όρθωσε το κορμί του με κόπο. «Πολύ μεγάλος για να τσιμπήσω στα δικά σου θέλγητρα, πιτσουνάκι μου. Και, μην ανησυχείς, είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Πέρα στον αυτοκινητόδρομο, ένα αυτοκίνητο πέρασε σαν βολίδα, χωρίς να κόψει καθόλου ταχύτητα. Στράφηκαν και οι δυο και το παρακολούθησαν να φεύγει. Εδώ στην ερημιά, το πέρασμα ενός αυτοκινήτου ήταν αξιοσημείωτο γεγονός. «Εγώ θα πρότεινα να κάνουμε τον υπόλοιπο δρόμο περπατώντας», είπε η Σύνθια. «Ό,τι κι αν είναι αυτό το πράγμα, μοιάζει ακίνητο».

«Ξέρω τι είναι», είπε ο Στιβ και ξεκίνησε. Διήνυσε με σιγανό τρέξιμο τα υπόλοιπα τριάντα μέτρα και γονάτισε μπροστά στο σημείο που αντανακλούσε το φως, σαν μάγος πρωτόγονης φυλής μπροστά σε τοτέμ. Η Χάρλεϊ του αφεντικού ήταν θαμμένη, βιαστικά 147

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

και άτσαλα, στην άμμο. Ο άνεμος είχε ήδη ξεσκεπάσει τη μια μανσέτα και τμήμα του τιμονιού.

Η σκιά της κοπέλας έπεσε πάνω του και ο Στιβ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε, με σκοπό να πει κάτι που θα την έκανε να πιστέψει ότι δεν ήταν τρομοκρατημένος. Δεν του βγήκε τίποτα. Άλλωστε, μάλλον δε θα τον πίστευε. Τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά, έντρομα, καρφωμένα στη μισοθαμμένη μοτοσικλέτα. Γονάτισε δίπλα του, άνοιξε τα χέρια της σαν να υπολόγιζε κάποιο μήκος και ύστερα έσκαψε σε μικρή απόσταση από τη δεξιά μανσέτα. Το πρώτο πράγμα που αποκάλυψε ήταν το κράνος του αφεντικού. Το ξέθαψε, τίναξε από πάνω του την άμμο και το άφησε παραδίπλα. Έπειτα συνέχισε να παραμερίζει άμμο με τα χέρια της από τη λακκούβα όπου ήταν το κράνος. Ο Στιβ την παρακολουθούσε. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα τον κρατούσαν τα πόδια του αν δοκίμαζε να σηκωθεί. Το μυαλό του είχε κολλήσει στις ιστορίες που διαβάζει κανείς κάθε τόσο στις εφημερίδες, για πτώματα που ανακαλύπτονται σκεπασμένα με αμμοχάλικο σε χαντάκια και τα ξεθάβει κάποιος περαστικός από τον πρόχειρο τάφο τους.

Στην κατηφορική πλαγιά της μακρόστενης λακκούβας που άνοιγε η Σύνθια στην άμμο εμφανίστηκε βαμμένο μέταλλο. Τα χρώματα ήταν κόκκινο και κρεμ. Και τα γράμματα: ΚΑΡΛ Ι

«Αυτή είναι», είπε η κοπέλα. Τα λόγια της ακουστήκαν μπερδεμένα, γιατί είχε φράξει το στόμα της με την παλάμη. «Αυτή είναι η μηχανή που είδα το πρωί».

Ο Στιβ χούφτωσε τις μπάρες του τιμονιού και τράβηξε. Τίποτε. Δεν εξεπλάγη. Το τράβηγμα ήταν πολύ αδύναμο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε κάτι πολύ ενδιαφέρον και τρομακτικό συνάμα. Ότι δεν ανησυχούσε μόνο για το αφεντικό. Όχι. Το φάσμα του τρόμου του είχε διευρυνθεί αισθητά. Και είχε κι αυτή την αίσθηση, αυτή την περίεργη αίσθηση ότι...

«Στιβ, καινούριε, καλέ μου φίλε», είπε η Σύνθια με ψιλή, τρομαγμένη φωνούλα, σηκώνοντας το βλέμμα της από το μέταλλο του ντεπόζιτου που μόλις είχε ξεθάψει. «Αυτό που θα σου πω ίσως σου φανεί σουπερ βλακεία, σαν κλισέ ατάκα από άθλια αστυνομική ταινία, αλλά έχω την αίσθηση ότι μας παρακολουθούν». 148

STEPHEN KING

«Δε μου φαίνεται καθόλου βλακεία», απάντησε ο Στιβ και παραμέρισε άλλη μια ποσότητα άμμου από το ντεπόζιτο. Πουθενά αίμα. Ευτυχώς. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε κάπου αλλού αίμα. Ή ένα πτώμα κάτω από τη μοτοσικλέτα. «Κι εγώ έτσι αισθάνομαι». «Τότε, δε φεύγουμε από δω;» είπε η Σύνθια, σχεδόν παρακλητικά. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της με τη ράχη του μπράτσου. «Σε παρακαλώ».

Ο Στιβ σηκώθηκε και πήραν το δρόμο της επιστροφής προς τον αυτοκινητόδρομο. Όταν η Σύνθια άπλωσε το χέρι της, ο Στιβ το έπιασε μετά χαράς.

«Θεέ μου, τι έντονη αίσθηση», είπε η κοπέλα. «Την έχεις κι εσύ;»

«Ναι. Δεν πιστεύω ότι σημαίνει κάτι, πέρα από το ότι έχω τρομάξει πολύ, αλλά ναι, είναι έντονη. Σαν...» Ένα ουρλιαχτό υψώθηκε κάπου στον ορίζοντα, τρεμουλιαστό και μακρόσυρτο. Η Σύνθια έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι του Στιβ, που θα τον είχε ματώσει αν δεν είχε το συνήθιο να τρώει τα νύχια της. «Τι ήταν αυτό;» είπε κλαψουριστά. «θεούλη μου, τι ήταν αυτό;»

«Κογιότ», απάντησε ο Στιβ. «Όπως στις ταινίες γουέστερν. Δεν πρόκειται να μας πειράξουν. Χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο, Σύνθια, θα μου σπάσεις τα δάχτυλα».

Η Σύνθια έκανε να χαλαρώσει, αλλά αμέσως τον έσφιξε ακόμα πιο δυνατά καθώς ένα δεύτερο ουρλιαχτό αντήχησε πέρα στην έρημο, σιγοντάροντας μακάβρια τον απόηχο του πρώτου.

«Είναι πολύ μακριά», είπε ο Στιβ, που τώρα προσπαθούσε να ελευθερώσει το χέρι του από τη μέγκενη των δαχτύλων της. Ήταν πολύ πιο δυνατή απ' ό,τι έδειχνε και τον πονούσε πραγματικά. «Αλήθεια σου λέω, κορίτσι μου, ακούγονται από τη διπλανή Κομητεία -ηρέμησε!»

Η Σύνθια άφησε το χέρι του, αλλά όταν στράφηκε και τον κοίταξε, ο Στιβ είδε ότι ήταν άσπρη σαν πανί και εντελώς τρομοκρατημένη. «Εντάξει, δεν είναι εδώ γύρω, είναι πολύ μακριά, είναι στη γειτονική Κομητεία, μάλλον ουρλιάζουν με τηλεβόα από τα σύνορα της Καλιφόρνιας, αλλά εγώ δε γουστάρω καθόλου τα ζώα που 149

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

δαγκώνουν. Τα φοβάμαι τα ζώα που δαγκώνουν, εντάξει; Δε γίνεται να πάμε στο αμάξι;» «Ναι».

Η Σύνθια βάδιζε σχεδόν κολλημένη πάνω του, αλλά όταν ακούστηκε το επόμενο ουρλιαχτό δεν του έσφιξε τόσο πολύ το χέρι όσο πριν -αυτό ήταν φανερό ότι ερχόταν από πολύ μακριά και δεν το ακολούθησε αμέσως δεύτερο. Έφτασαν στο αμάξι. Η Σύνθια ανέβηκε στη θέση του συνοδηγού χαρίζοντας στον Στιβ ένα μικρό, νευρικό χαμόγελο πάνω από τον ώμο της καθώς σκαρφάλωνε. Ο Στιβ έκανε το γύρο της μπροστινής πλευράς, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι εκείνη η έντονη αίσθηση ότι τους παρακολουθούσαν είχε περάσει εντελώς. Ένιωθε ακόμα φόβο αλλά για το αφεντικό κυρίως -αν ο Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ ήταν νεκρός, η είδηση θα έκανε το γύρο του κόσμου και ο Στιβ Έιμς θα αποτελούσε σίγουρα κομμάτι της ιστορίας. Όχι καλό κομμάτι. Ο Στίβεν Έιμς θα ήταν η δικλίδα ασφαλείας που δε λειτούργησε, το προστατευτικό δίχτυ που δε βρισκόταν στη θέση του όταν ο Μεγάλος Ακροβάτης έπεσε τελικά από το σχοινί.

«Αυτή η αίσθηση ότι μας παρακολουθούσαν... πρέπει να ήταν τα κογιότ», είπε η Σύνθια. «Τι λες;» «Ίσως».

«Και τώρα τι κάνουμε, Στιβ;»

Ο Στιβ πήρε βαθιά αναπνοή κι έπιασε το κινητό τηλέφωνο. «Ώρα να καλέσουμε την αστυνομία», είπε και πήρε το 911.

Αυτό που άκουσε ήταν λίγο πολύ αυτό που περίμενε: μια από τις μαγνητοφωνημένες γυναικείες φωνές του δικτύου να του λέει ότι, δυστυχώς, η κλήση του δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτή τη φορά και, αν ήθελε, ας ξαναδοκίμαζε αργότερα. Το αφεντικό είχε καταφέρει να τηλεφωνήσει -κακήν κακώς, έστω- αλλά ήταν καθαρή τύχη. Ο Στιβ έκλεισε φουρκισμένος το καπάκι, κοπάνησε το τηλέφωνο στην υποδοχή του πάνω στην κονσόλα κι έβαλε μπροστά. Προς μεγάλη του ανησυχία πρόσεξε ότι η έρημος είχε πάρει μια έντονη κοκκινωπή ανταύγεια. Σκατά. Είχαν φάει πολύ περισσότερη ώρα στο εγκαταλειμμένο τροχόσπιτο και στη θαμμένη μοτοσικλέτα του αφεντικού απ' όση νόμιζε. 150

STEPHEN KING

«Δεν έπιασες, ε;» Η Σύνθια τον κοίταζε με συμπόνια.

«Όχι. Πάμε να βρούμε αυτή την πόλη που έλεγες. Ποια ήταν;» «Η Ντεσπερέισον. Ανατολικά από δω».

Ο Στιβ άλλαξε ταχύτητα, «Θα με οδηγήσεις εσύ;»

«Βέβαια», είπε η Σύνθια και ύστερα τον άγγιξε τρυφερά στο μπράτσο. «Εκεί θα βρούμε βοήθεια. Ακόμη και χωριό να είναι, θα υπάρχει τουλάχιστον ένας αστυνομικός».

Ο Στιβ οδήγησε μέχρι το εγκαταλειμμένο τροχόσπιτο, πριν στρίψει και πάλι ανατολικά, και είδε ότι η πόρτα του συνέχιζε να χτυπάει με τον αέρα. Κανείς από τους δυο δεν είχε σκεφτεί να τραβήξει το σύρτη. Σταμάτησε το φορτηγό χωρίς να σβήσει τη μηχανή, έβαλε χειρόφρενο κι άνοιξε την πόρτα του. Πριν προλάβει να κατεβάσει το πόδι του, η Σύνθια πετάχτηκε και τον άρπαξε από τον ώμο. «Πού πας;» Όχι πανικόβλητη αλλά ούτε και ψύχραιμη. «Ήρεμα, κορίτσι μου. Μια στιγμούλα θα κάνω».

Ο Στιβ κατέβηκε κι έκλεισε την πόρτα του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, μοντέλο Γουεΐφέαρερ, σύμφωνα με τα χρωμιωμένα γράμματα στην πλευρά του. Ύστερα, επέστρεψε στο δικό του Ράιντερ, που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. «Είσαι ένας από τους καλούς Σαμαρείτες;» τον ρώτησε η Σύνθια.

«Συνήθως όχι. Απλώς δε μου άρεσε που χτυπούσε η πόρτα με τον αέρα». Ο Στιβ σταμάτησε, με το ένα πόδι στο σασί, έτοιμος να σκαρφαλώσει, και κοίταξε σκεφτικός το κορίτσι. «Είναι σαν τα παραθυρόφυλλα σε στοιχειωμένο σπίτι».

«Εντάξει», είπε η κοπέλα και την ίδια στιγμή τα ουρλιαχτά ξανάρχισαν πέρα στην έρημο -κάπου στο Νότο ίσως, μπορεί και στην Ανατολή, δύσκολο να καταλάβεις με τον άνεμο, αλλά ήταν τουλάχιστον καμιά δεκαριά. Αυτή τη φορά ήταν σαν να ούρλιαζε ένα κοπάδι αγρίμια. Ο Στιβ ανέβηκε στην καμπίνα κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα.

«Εμπρός», είπε κι έβαλε ταχύτητα. «Πάμε να βρούμε κάποιο εκπρόσωπο του νόμου». 151

STEPHEN KING

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 1

Ο Ντέιβιντ Κάρβερ είδε το φυσίγγιο, ενώ η γυναίκα με το μπλουτζιν και το ξεθωριασμένο μπλουζάκι παραδινόταν τελικά, με την πλάτη της κολλημένη στα κάγκελα του κελιού και τα χέρια της σταυρωμένα προστατευτικά στο στήθος, κι ο αστυνομικός τραβούσε το γραφείο προς τα πίσω για να τη φτάσει.

Μην τ' αγγίξεις, του είχε πει ο ασπρομάλλης κύριος, όταν η γυναίκα πέταξε το τουφέκι κι εκείνο σύρθηκε με θόρυβο στο σανιδένιο πάτωμα για να χτυπήσει τελικά στα κάγκελα του κοινού κελιού τους και να σταματήσει εκεί. Μην τ' αγγίξεις, είναι άδειο, παράτα το!

Ο Ντέιβιντ υπάκουσε στον ασπρομάλλη κύριο, αλλά είδε και κάτι ακόμη στο πάτωμα όταν κοίταξε το δίκαννο: ένα φυσίγγιο. Είχε πέσει από το γραφείο και είχε καταλήξει στη βάση του πρώτου κάθετου κάγκελου στην αριστερή άκρη του κελιού. Ένα χοντρό, πράσινο φυσίγγιο για δίκαννο. Ένα από τα πολλά που είχαν πέσει και σκορπίσει προς όλες τις κατευθύνσεις, όταν ο τρελός αστυνομικός άρχισε να στριμώχνει τη γυναίκα -τη Μαίρη- σπρώχνοντας πάνω της το γραφείο με την καρέκλα για να την κάνει να πετάξει το όπλο.

Ο γέρος κύριος είχε δίκιο, δεν είχε νόημα να πιάσει το όπλο. Ακόμη κι αν έπαιρνε και το φυσίγγιο, πάλι δε θα είχε νόημα. Ο αστυνομικός ήταν σωστό θηρίο -ψηλός σαν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας, φαρδύς σαν επαγγελματίας παίκτης του ράγκμπι- και πολύ γρήγορος. θα ριχνόταν στον Ντέιβιντ, που δεν είχε ξαναπιάσει ποτέ όπλο στη ζωή του, πριν προλάβει καν να βρει σε ποια τρύπα έμπαινε το βλήμα. Αν όμως έπαιρνε κρυφά το φυσίγγιο... μπορεί να... ποιος ξέρει; 153

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Μπορείς να περπατήσεις;» ρώτησε ο αστυνομικός τη γυναίκα που την έλεγαν Μαίρη. Ο τόνος της φωνής του ήταν ανατριχιαστικά συμπονετικός. «Μήπως έσπασες τίποτε;»

«Τι σημασία έχει;» Η φωνή της γυναίκας έτρεμε, αλλά ο Ντέιβιντ κατάλαβε ότι ήταν από θυμό κι όχι από φόβο. «Αν είναι να με σκοτώσεις, καν' το να τελειώνουμε».

Ο Ντέιβιντ έριξε μια ματιά στο γέρο κύριο που ήταν μαζί του στο κελί, να δει αν είχε προσέξει κι εκείνος το φυσίγγιο. Απ' όσο μπόρεσε να καταλάβει, ο άλλος δεν το είχε δει, παρ' όλο που είχε σηκωθεί από την κουκέτα και είχε έρθει μπροστά, στα κάγκελα.

Αντί να βάλει τις φωνές στη γυναίκα που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει ή έστω να τη χτυπήσει για τον ίδιο λόγο, ο αστυνομικός την αγκάλιασε με το ένα του χέρι από τους ώμους. Λες και ήταν φιλαράκια. Αυτή η μικρή, φαινομενικά αυθόρμητη, τρυφερή χειρονομία τρόμαξε τον Ντέιβιντ περισσότερο από τη βίαιη σκηνή που είχε παρακολουθήσει προηγουμένως. «Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, Μαίρη!» Ο αστυνομικός κοίταξε γύρω του, σαν να ζητούσε από τα τρία εναπομείναντα μέλη της οικογένειας Κάρβερ και τον ασπρομάλλη κύριο να επιβεβαιώσουν ότι αυτό που είχε πει η γυναίκα ήταν τελείως τρελό. Τα λαμπερά γκρίζα μάτια του συνάντησαν τα γαλάζια μάτια του Ντέιβιντ και το αγόρι έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω. Ξαφνικά ένιωσε να του λύνονται τα γόνατα από τον τρόμο. Ένιωσε εκτεθειμένος. Αδύνατο, ίσως, να αισθανθεί πιο εκτεθειμένος απ' ό,τι ήταν ήδη, αλλά έτσι αισθάνθηκε. Τα μάτια του αστυνομικού ήταν άδεια -τόσο άδεια, που έμοιαζε σαν να ήταν σε κώμα κι ας τα είχε ανοιχτά. Αυτό έκανε τον Ντέιβιντ να θυμηθεί το φίλο του τον Μπράιαν και την αλησμόνητη επίσκεψη του στο δωμάτιο του Μπράιαν στο νοσοκομείο, τον περασμένο Νοέμβρη. Αλλά δεν ήταν το ίδιο, γιατί τα μάτια του αστυνομικού ήταν και δεν ήταν άδεια. Υπήρχε κάτι εκεί, κάτι που ο Ντέιβιντ δεν ήξερε να πει τι ήταν ή πώς γινόταν να είναι ταυτόχρονα κάτι και τίποτα. Ήξερε μόνο ότι ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. 154

STEPHEN KING

Ο αστυνομικός στράφηκε πάλι προς τη γυναίκα που την έλεγαν Μαίρη, με ένα ύφος υπερβολικά έκπληκτο.

«Όχι βέβαια», είπε. «Να σε σκοτώσω τώρα που άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον το πράγμα;» Έχωσε το χέρι στη δεξιά τσέπη του, έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά και ξεχώρισε ένα που δεν έμοιαζε καν με κλειδί -ήταν τετράγωνο, με μια μαύρη χαραγμένη γραμμή στο κέντρο της μεταλλικής επιφάνειας. Του Ντέιβιντ του θύμισε κάπως τις κάρτες-κλειδιά των ξενοδοχείων. Ο αστυνομικός έχωσε το μεταλλικό τετράγωνο στην κλειδαριά του μεγάλου κελιού και η πόρτα άνοιξε. «Μπες μέσα, Μαίρη», είπε. «Να χουζουρέψεις σαν κοτούλα στη φωλίτσα σου». Η γυναίκα τον αγνόησε. Είχε στραφεί προς τους γονείς του Ντέιβιντ, που στέκονταν δίπλα δίπλα στα κάγκελα του κελιού τους, απέναντι από το κελί που μοιραζόταν ο Ντέιβιντ με τον αμίλητο ασπρομάλλη.

«Αυτός ο άνθρωπος -αυτός ο μανιακός- σκότωσε τον άντρα μου. Τον...» Ξεροκατάπιε μορφάζοντας κι ο γιγαντόσωμος αστυνομικός την κοίταξε με καλοσυνάτο ύφος, σχεδόν σαν να την ενθάρρυνε: Βγάλ' το από μέσα σου, Μαίρη, πες τα να ξεσπάσεις, θα νιώσεις καλύτερα αν το κάνεις. «Τον αγκάλιασε πατρικά, έτσι όπως εμένα πριν, και τον πυροβόλησε τέσσερις φορές». «Εμάς σκότωσε την κορούλα μας», της είπε η Έλλη Κάρβερ και τα λόγια της αντήχησαν στ' αυτιά του Ντέιβιντ σαν κάτι εξωπραγματικό. Λες και οι δυο γυναίκες έπαιζαν το Ποιος Έχει τα Περισσότερα. Ύστερα αυτή που την έλεγαν Μαίρη θα έλεγε, «Ναι, αλλά εμάς σκότωσε και το σκύλο μας», και μετά η μητέρα του θα έλεγε... «Αυτό δεν το ξέρουμε», είπε ο πατέρας του Ντέιβιντ. Η όψη του ήταν απαίσια. Πρόσωπο πρησμένο και ματωμένο σαν μποξέρ βαρέων βαρών μετά από δώδεκα χαμένους γύρους. «Δεν είμαστε σίγουροι». Κοίταξε τον αστυνομικό, με μια αξιολύπητη έκφραση ελπίδας στο παραμορφωμένο πρόσωπό του, αλλά εκείνος δεν του έδωσε καμιά σημασία. Τον ενδιέφερε μόνο η Μαίρη.

«Φτάνει η κουβεντούλα», είπε γλυκά, σαν καλός, ανεκτικός μπαμπάκας. «Μπες στο δωμάτιο σου, Μαιρούλα. Στο χρυσό κλουβάκι σου, μικρή μου γαλανομάτα, πέρδικα». 155

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αλλιώς; θα με σκοτώσεις;»

«Σου είπα ήδη ότι δεν πρόκειται», απάντησε ο μπάτσος, πάντα στον ίδιο ανεκτικό, πατρικό τόνο. «Αλλά μην ξεχνάς ότι υπάρχει και χειρότερη μοίρα από το θάνατο». Η φωνή του δεν είχε αλλάξει, αλλά η γυναίκα τον κοίταξε τώρα σαν υπνωτισμένη, θυμίζοντας στριμωγμένο αρνάκι που το πλησιάζει ο βόας. «Μπορώ να σε πονέσω, Μαίρη», είπε ο μπάτσος. «Να σε πονέσω τόσο πολύ, που να εύχεσαι να σε είχα σκοτώσει. Το πιστεύεις αυτό που λέω ή όχι;»

Η γυναίκα τον κοίταξε μερικές στιγμές ακόμη και ύστερα τράβηξε απότομα το βλέμμα της -του Ντέιβιντ του φάνηκε ακριβώς έτσι, σαν να αποσπάστηκε, με τον τρόπο που ξεκολλάει κανείς τη χαρτοταινία από ένα δέμα- και μπήκε στο κελί. Το πρόσωπο της συσπάστηκε και κατέρρευσε ολοκληρωτικά όταν ο αστυνομικός βρόντησε πίσω της την καγκελόπορτα. Τότε η δύστυχη γυναίκα ρίχτηκε στη μια από τις τέσσερις κουκέτες στο βάθος του κελιού, έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά. Ο αστυνομικός στάθηκε και την κοίταξε για λίγο με το κεφάλι του σκυφτό. Ο Ντέιβιντ βρήκε το χρόνο να ρίξει μια ματιά ξανά στο φυσίγγιο και να σκεφτεί να το αρπάξει. Ξάφνου, ο αστυνομικός τινάχτηκε σαν να λαγοκοιμόταν και να ξύπνησε απότομα. Γύρισε την πλάτη του στο κελί και στη γυναίκα που έκλαιγε και κατευθύνθηκε προς το κελί όπου ήταν ο Ντέιβιντ.

Ο ασπρομάλλης κύριος, βλέποντας τον μπάτσο να έρχεται, έσπευσε ν' απομακρυνθεί από τα κάγκελα, πισωπατώντας, ώσπου το πίσω μέρος των γονάτων του χτύπησε στην κόχη της κουκέτας και βρέθηκε καθισμένος. Αμέσως, σκέπασε πάλι το πρόσωπο του με τις παλάμες. Προηγουμένως, ο Ντέιβιντ θεώρησε ότι αυτό ήταν μια χειρονομία απελπισίας, τώρα όμως κατάλαβε ότι οφειλόταν στον τρόμο που είχε νιώσει και ο ίδιος όταν το βλέμμα του αστυνομικού στάθηκε πάνω του. Δεν ήταν απελπισία αλλά η ενστικτώδης άρνηση ν' αντικρίσεις κάτι που σου προκαλεί αποστροφή και που θα το κοίταζες μόνο αν σε ανάγκαζαν να το κάνεις. «Πώς τα πάμε, Τομ;» ρώτησε ο μπάτσος τον ασπρομάλλη κύριο. «Όλα καλά, παλιόφιλε;» 156

STEPHEN KING

Ο ασπρομάλλης μαζεύτηκε στο άκουσμα της φωνής, χωρίς να κατεβάσει τα χέρια από το πρόσωπο του. Ο αστυνομικός τον κοίταξε για μερικές στιγμές ακόμη και ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στον Ντέιβιντ. Αμέσως αισθάνθηκε εγκλωβισμένος -του ήταν αδύνατο να κοιτάξει αλλού, σαν να είχαν κολλήσει τα μάτια του στο πρόσωπο του αστυνομικού. Υπήρχε και κάτι άλλο όμως. Η αίσθηση ότι κάτι τον καλούσε.

«Περνάς καλά, μικρέ;» τον ρώτησε ο ξανθός, γιγαντόσωμος αστυνομικός. Τα μάτια του έμοιαζαν να απλώνουν, να μεταμορφώνονται σε γκρίζες λιμνούλες γεμάτες λαμπερό φως. «Συμπληρώνεις αυτό το ιντερλούδιο, μέτρο προς μέτρο;» «Δεν...» Η λέξη ακούστηκε σαν βραχνό κρώξιμο. Το αγόρι ξερόβηξε και δοκίμασε πάλι. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε».

«Αλήθεια; Δεν το πιστεύω. Γιατί εγώ βλέπω...» Ο αστυνομικός σήκωσε το χέρι του, άγγιξε με το δάχτυλο τη γωνιά των χειλιών του και το ξανακατέβασε απότομα. «Δεν ξέρω τι βλέπω. Είναι παράξενο -μάλιστα, κύριε, πολύ παράξενο. Ποιος είσαι, μικρέ;»

Ο Ντέιβιντ έριξε μια ματιά στον πατέρα και τη μητέρα του, αλλά δεν μπόρεσε να τους κοιτάξει για πολύ, γιατί διάβασε αμέσως την έκφραση στα πρόσωπα τους. Νόμιζαν πως ο αστυνομικός θα τον σκότωνε, όπως είχε σκοτώσει την Πάι και τον άντρα της κυρίας Μαίρης.

Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον αστυνομικό. «Είμαι ο Ντέιβιντ Κάρβερ», είπε καθαρά. «Μένω στην οδό Πόπλαρ 248, στο Γουέντγουορθ του Οχάιο». «Ναι, δεν αμφιβάλλω γι' αυτό, μικρέ μου Ντέιβιντ. Όμως, ποιος σε έπλασε; Μπορείς να μου πεις ποιος σε έπλασε; Τακ!»

Δε διαβάζει τη σκέψη μου, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ, αλλά νομίζω πως θα μπορούσε αν το ήθελε.

Ένας ενήλικος δε θα άφηνε τον εαυτό του να κάνει τέτοιες σκέψεις, θα τις χαρακτήριζε παρανοϊκές, αποκυήματα του τρόμου. Αυτό ακριβώς θέλει να σε κάνει να πιστέψεις, ότι είναι ικανός να διαβάζει τη σκέψη σου, θα σκεφτόταν ίσως. Αλλά ο Ντέιβιντ δεν ήταν ενήλικος, ήταν απλώς ένα εντεκάχρονο αγόρι. Κι όχι ένα τυχαίο αγόρι. Μετά τον περασμένο Νοέμβρη είχαν γίνει τεράστιες 157

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

αλλαγές μέσα του. Ευχόταν μόνο να τον βοηθήσουν αυτές οι αλλαγές για να τα βγάλει πέρα μ' αυτό που έβλεπε και που ζούσε τώρα. Στο μεταξύ, ο αστυνομικός τον παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια, φανερά προβληματισμένος.

«Ο πατέρας μου και η μητέρα μου μ' έπλασαν», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Έτσι δε γίνεται πάντα;» «Να ένα αγόρι που ξέρει τι κάνουν οι μελισσούλες στα λουλουδάκια! θαυμάσια! Και για το άλλο που σε ρώτησα, μικρέ, δε θα μου απαντήσεις; Περνάς καλά εδώ;» «Σκότωσες την αδερφή μου. Μη μου κάνεις ηλίθιες ερωτήσεις».

«Παιδί μου, μην τον προκαλείς!» φώναξε ο πατέρας του, με ψιλή, έντρομη φωνή, που δε θύμιζε σε τίποτε την κανονική του.

«Α, δεν είμαι ηλίθιος», είπε ο αστυνομικός, στυλώνοντας ακόμη πιο επίμονα εκείνη την τρομερή γκρίζα ματιά του στον Ντέιβιντ. Οι ίριδες έμοιαζαν να κινούνται, να περιστρέφονται σαν ακτινωτοί τροχοί. Κοιτώντας εκείνα τα μάτια, ο Ντέιβιντ αισθάνθηκε ναυτία, αναγούλιασε κυριολεκτικά, αλλά ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει το βλέμμα του. «Μπορεί να είμαι διάφορα πράγματα αλλά σίγουρα όχι ηλίθιος. Ξέρω πολλά, μικρέ. Άκου που σου λέω. Πολλά».

«Παράτα τον ήσυχο!» ούρλιαξε η μητέρα του Ντέιβιντ. Ο Ντέιβιντ δεν την έβλεπε, ο τεράστιος όγκος του αστυνομικού την έκρυβε εντελώς. «Δε σου φτάνει το κακό που μας έκανες; Αν τον αγγίξεις θα σε σκοτώσω!» Ο αστυνομικός δεν της έδωσε καμιά σημασία. Με τους δείκτες των χεριών του τράβηξε τα κάτω βλέφαρα, κάνοντας τους βολβούς των ματιών του να πεταχτούν προς τα έξω. «Έχω μάτια αετού, Ντέιβιντ, μάτια που βλέπουν από πολύ μακριά την αλήθεια. Να το πιστέψεις αυτό που σου λέω. Μάτια αετού, μάλιστα, κύριε».

Συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, ανάμεσα από τα κάγκελα, αλλά τώρα ήταν σχεδόν σαν να είχε υπνωτιστεί αυτός από τον Ντέιβιντ Κάρβερ. 158

STEPHEN KING

«Είσαι ασυνήθιστος τύπος, έτσι δεν είναι;» είπε ξέπνοα ο αστυνομικός. «Πολύ ασυνήθιστος. Ναι, έτσι νομίζω...» Νόμιζε ό,τι θέλεις, μόνο μην καταλάβεις ότι εγώ σκέφτομαι το φυσίγγιο.

Τα μάτια του αστυνομικού άνοιξαν ελαφρά. Για μια φοβερή στιγμή, ο Ντέιβιντ πίστεψε ότι αυτό ακριβώς σκεφτόταν ο αστυνομικός, ότι είχε συντονιστεί με τη συχνότητα του δικού του μυαλού. Τότε, κάπου έξω, ούρλιαξε ένα κογιότ, μια μακρόσυρτη, γοερή, μοναχική κραυγή. Ο αστυνομικός στράφηκε προς την κατεύθυνση του ήχου κι αυτό που τον ένωνε ως εκείνη τη στιγμή με τον Ντέιβιντ -ίσως τηλεπάθεια, ίσως ένας συνδυασμός φόβου και προσήλωσης- έσπασε απότομα σαν κλωστή.

Ο αστυνομικός έσκυψε να σηκώσει το δίκαννο. Ο Ντέιβιντ κράτησε την ανάσα του, σίγουρος ότι ο αστυνομικός θα έβλεπε και το φυσίγγιο πάνω στο πάτωμα, στα δεξιά του, αλλά εκείνος δεν κοίταξε καν προς αυτή τη μεριά. Ορθώθηκε, κατεβάζοντας ταυτόχρονα κάποιο μικρό λεβιέ στο πλάι του όπλου. Το όπλο άνοιξε στα δυο και η διπλή κάννη έγειρε πάνω στο χέρι του. «Μη φύγεις, Ντέιβιντ», είπε σε συνωμοτικό, φιλικό τόνο. «Έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δυο. Δε βλέπω την ώρα να κουβεντιάσουμε, πίστεψε με, αλλά προς το παρόν έχω μια επείγουσα δουλίτσα».

Ο αστυνομικός κατευθύνθηκε προς το κέντρο του δωματίου, με το κεφάλι πάντα σκυφτό, μαζεύοντας φυσίγγια από το πάτωμα ενώ βάδιζε. Με τα δυο πρώτα γέμισε το δίκαννο που κρατούσε, τα υπόλοιπα τα έχωσε αφηρημένα στις τσέπες του. Ο Ντέιβιντ δεν περίμενε άλλο. Έσκυψε, πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα δυο τελευταία κάγκελα στην αριστερή άκρη του κελιού, άρπαξε το χοντρό, πράσινο φυσίγγιο και το έχωσε στην τσέπη του μπλουτζίν του. Η γυναίκα που την έλεγαν Μαίρη δεν είδε τίποτα. Ήταν ακόμα πεσμένη μπρούμυτα πάνω στην κουκέτα κι έκλαιγε. Ούτε οι γονείς του είδαν. Στέκονταν στα κάγκελα του κελιού τους, αγκαλιασμένοι, και παρακολουθούσαν έντρομοι τον άντρα με τη χακί στολή. Ο Ντέιβιντ στράφηκε προς τα πίσω και είδε ότι ο ασπρομάλλης -ο κύριος Τομ- είχε ακόμα σκεπασμένα τα μάτια του με τα χέρια του, οπότε μάλλον ήταν εντάξει κι αυτός. Μόνο που τα υγρά μάτια του Τομ ήταν ανοιχτά πίσω από τα δάχτυλα του, οπότε ίσως να μην ήταν εντάξει. Έτσι ή αλλιώς, όμως, ήταν πολύ αργά 159

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

για τον Ντέιβιντ να κάνει πίσω. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη κι έκανε νόημα στο γέρο κύριο να σωπάσει. Ο Τομ δεν έδειξε να είδε ή να κατάλαβε τίποτα. Μέσα στη δική τους φυλακή, τα μάτια του συνέχισαν ν' ατενίζουν το κενό πίσω από τα κάγκελα των δαχτύλων του.

Ο αστυνομικός που είχε σκοτώσει την Πάι μάζεψε και το τελευταίο φυσίγγιο από το πάτωμα, έριξε μια ματιά και κάτω από το γραφείο και ύστερα όρθωσε το κορμί του κι έκλεισε την καραμπίνα μ' ένα γρήγορο, εξασκημένο τίναγμα του καρπού. Ο Ντέιβιντ τον είχε παρατηρήσει προσεκτικά όση ώρα μάζευε τα φυσίγγια, θέλοντας να καταλάβει αν τα μετρούσε ή όχι. Του είχε φανεί ότι δεν τα μετρούσε... ως τώρα. Τώρα, ο μπάτσος έστεκε ακίνητος, με την πλάτη γυρισμένη και το κεφάλι σκυφτό. Και ύστερα, στράφηκε απότομα σαν σβούρα και τράβηξε γραμμή προς το κελί του Ντέιβιντ. Το αγόρι ένιωσε το στομάχι του ν' ανεβαίνει στο στόμα του. Ο αστυνομικός σταμάτησε μπροστά στο κελί κοιτώντας τον επίμονα, εξονυχιστικά, σαν να τον εξέταζε σε μικροσκόπιο, και ο Ντέιβιντ σκέφτηκε: Προσπαθεί να μπει στο μυαλό μου έτσι όπως παραβιάζει ένας διαρρήκτης μια πόρτα. «Το θεό σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο αστυνομικός. «Άδικα κοπιάζεις. Εδώ πέρα η χώρα του θεού σταματάει στο Ίντιαν Σπρινγκς και ακόμη και ο Σατανάς δεν τολμάει να πατήσει το τραγοπόδαρό του βορειότερα από την Τονόπα. Δεν υπάρχει θεός στην Ντεσπερέισον, αγοράκι μου. Εδώ υπάρχει μόνο η καν ντε λατς».

Κι αυτό ήταν όλο. Ο μπάτσος βγήκε από το δωμάτιο, με το όπλο του παραμάσχαλα. Ακολούθησαν αρκετές στιγμές σιωπής, που τις διέκοπταν μόνο τα πνιχτά αναφιλητά της γυναίκας που την έλεγαν Μαίρη. Ο Ντέιβιντ κοίταξε τους γονείς του κι εκείνοι κοίταξαν αυτόν. Έτσι όπως στέκονταν, σφιχταγκαλιασμένοι, ο Ντέιβιντ τους είδε όπως θα φαίνονταν αν ήταν μικρά παιδιά, πολύ πριν γνωριστούν κι ερωτευτούν ο ένας τον άλλο στο Οχάιο, κι αυτό τον γέμισε απερίγραπτο τρόμο, θα προτιμούσε να τους είχε δει γυμνούς στο κρεβάτι να πηδιούνται. Ήθελε να σπάσει την αφόρητη σιωπή, αλλά δεν ήξερε πώς. 160

STEPHEN KING

Και τότε, ξαφνικά, ο αστυνομικός όρμησε πάλι μέσα στο δωμάτιο, σκύβοντας το κεφάλι του για να μη χτυπήσει στην οροφή της πόρτας. Χαμογελούσε μ' έναν παρανοϊκό τρόπο, που θύμισε στον Ντέιβιντ τον Γκάρφιλντ, το γάτο ήρωα του ομώνυμου κόμικς, όταν κάνει διάφορα αυτοσχέδια νούμερα στους φράχτες των πίσω αυλών. Και τελικά κάτι τέτοιο ήταν, όπως φάνηκε στη συνέχεια. Στον τοίχο κοντά στην πόρτα υπήρχε ένα παλιό τηλέφωνο, ραγισμένο και βρόμικο. Ο αστυνομικός άρπαξε το ακουστικό, το έφερε στ' αυτί του και είπε τσιριχτά: «Υπηρεσία δωματίων; Στείλτε μου ένα δωμάτιο!» Ύστερα βρόντησε το ακουστικό στην υποδοχή του κι έστρεψε το παρανοϊκό χαμόγελο αλά Γκάρφιλντ προς τους φυλακισμένους του.

«Παλιό νούμερο του Τζέρι Λιοΰις», είπε. «Οι κριτικοί στην Αμερική δεν τον καταλαβαίνουν τον Τζέρι Λιούις, αλλά στη Γαλλία είναι μέγας. Στη Γαλλία είναι θρυλικός». Κοίταξε τον Ντέιβιντ.

«Ούτε στη Γαλλία υπάρχει θεός, μάγκα. Σου το λέω εγώ. Μόνο Τσινζάνο, εσκαργκό και γυναίκες που αφήνουν αξύριστες τις μασχάλες τους». Έστρεψε προς τους άλλους το πύρινο βλέμμα του και το τρελό χαμόγελο έσβησε αργά από τα χαρακτηριστικά του. «Να μην το κουνήσει κανείς σας από δω», είπε.

«Ξέρω ότι με φοβάστε και ίσως έχετε δίκιο που με φοβάστε, αλλά είστε κλειδωμένοι για σοβαρό λόγο, πιστέψτε με. Αυτό είναι το μοναδικό ασφαλές μέρος σ' ολόκληρη την περιοχή. Υπάρχουν δυνάμεις εδώ που είναι καλύτερα για σας να μην τις σκέφτεστε καν. Κι όταν νυχτώσει απόψε...» Σώπασε και τους κοίταξε κουνώντας αργά το κεφάλι του, σαν να ήταν τόσο τρομερά τα υπόλοιπα, που δεν τολμούσε να τα ξεστομίσει. Λες ψέματα, ψεύτη, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ... αλλά τότε ένα καινούριο ουρλιαχτό ακούστηκε από τη μεριά της ανοιχτής πόρτας που έβγαζε στη σκάλα κι αυτό τον έκανε να αναρωτηθεί μήπως τα πράγματα ήταν όντως έτσι. «Εν πάση περιπτώσει», είπε ο αστυνομικός, «οι κλειδαριές είναι γερές και τα κελιά το ίδιο. Έχουν χτιστεί από σκληρά καρύδια για 161

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σκληρόπετσους μεταλλωρύχους και η δραπέτευση είναι σχεδόν αδύνατη. Αν σας περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό, ξεχάστε το. Ακούστε με που σας λέω. Είναι το καλύτερο, πιστέψτε με». Κι έφυγε πάλι, αυτή τη φορά για τα καλά -ο Ντέιβιντ άκουσε τα βαριά πατήματα από τις μπότες του στη σκάλα, που τράνταξαν όλο το κτίριο.

Το αγόρι στάθηκε εκεί που βρισκόταν για λίγες στιγμές, ξέροντας τι έπρεπε να κάνει -τι έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει-, αλλά απρόθυμο να το κάνει μπροστά στους γονείς του. Ωστόσο, δεν υπήρχε άλλη λύση, υπήρχε; Και είχε δίκιο για τον αστυνομικό. Δε διάβαζε μεν τη σκέψη του σαν να ήταν ανοιχτή εφημερίδα, αλλά κάτι έπιανε σε γενικές γραμμές -είχε πιάσει τα περί θεού. Και ίσως αυτό να ήταν καλό. Καλύτερα που είχε αντιληφθεί τις σκέψεις του για το θεό και δεν είχε πάρει είδηση τι σκεφτόταν για το φυσίγγιο.

Ο Ντέιβιντ στράφηκε κι έκανε δυο αργά βήματα προς το κάτω μέρος της κουκέτας. Ένιωθε το φυσίγγιο στην τσέπη του να τον βαραίνει. Ένα πολύ συμπαγές, πολύ συγκεκριμένο βάρος. Σαν να είχε κρυμμένο εκεί ένα μεγάλο σβόλο χρυσού. Πιο επικίνδυνο κι από χρυσάφι. Σαν σβόλο από κάποιο ραδιενεργό υλικό ίσως. Στάθηκε ξανά, με την πλάτη στραμμένη προς το δωμάτιο και ύστερα έπεσε αργά στα γόνατα. Πήρε βαθιά αναπνοή, γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα μέχρι που δε χωρούσαν άλλο, και ύστερα τον έβγαλε μ' ένα μακρύ, σιωπηρό στεναγμό. Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην τραχιά, μάλλινη κουβέρτα κι έσκυψε αργά το κεφάλι, ώσπου το μέτωπο του ακούμπησε πάνω στα σταυρωμένα χέρια του. «Ντέιβιντ, τι έχεις;» φώναξε η μητέρα του. «Ντέιβιντ!»

«Δεν έχει τίποτε», είπε ο πατέρας του και ο Ντέιβιντ χαμογέλασε αχνά καθώς έκλεινε τα μάτια του. «Πώς δεν έχει τίποτε;» τσίριξε η Έλλη Κάρβερ. «Κοίταξε τον! Έχει πέσει στα γόνατα, λιποθυμάει! Ντέιβιντ!»

Οι φωνές τους ακούγονταν μακρινές, έσβηναν, αλλά πριν χαθούν εντελώς, ο Ντέιβιντ άκουσε τον πατέρα του να λέει: «Δε λιποθυμάει. Προσεύχεται». Ώστε δεν υπάρχει θεός στην Ντεσπερέισον; Για να δούμε. 162

STEPHEN KING

Και ύστερα χάθηκε, έπαψε πια να τον ενδιαφέρει τι μπορεί να σκέφτονται οι γονείς του, έπαψε πια ν' ανησυχεί μήπως ο ασπρομάλλης Τομ τον είχε δει όταν πήρε το φυσίγγιο και το έλεγε στον κακό αστυνομικό, έπαψε να πονάει για το χαμό της Πάι, που ήταν τόσο καλή και γλυκιά και ποτέ της δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν και δεν της άξιζε να πεθάνει έτσι. Στην πραγματικότητα, ο Ντέιβιντ δεν είχε καν επαφή με το ίδιο το μυαλό του πλέον. Τώρα ήταν στο σκοτάδι, τυφλός αλλά όχι κουφός, και αφουγκραζόταν για να ακούσει το θεό. 2 Η πνευματική μεταστροφή του Ντέιβιντ κάρβερ, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν δραματική μόνο εξωτερικά. Στο εσωτερικό επίπεδο ήταν μια ήρεμη, σχεδόν κοινότοπη διαδικασία. Όχι λογική διαδικασία ίσως -τα πνευματικά ζητήματα ποτέ δεν ακολουθούν μια αυστηρή λογική- αλλά μια διαδικασία που είχε τη δική της διαύγεια και συνέπεια. Για τον ίδιο τον Ντέιβιντ τουλάχιστον, η αυθεντικότητα της ήταν αναμφισβήτητη. Είχε βρει το θεό κι αυτό του αρκούσε. Και (το πιο σημαντικό για τον ίδιο) ο θεός είχε βρει αυτόν.

Το Νοέμβρη της περασμένης χρονιάς, ένα αυτοκίνητο είχε χτυπήσει τον καλύτερο φίλο του Ντέιβιντ καθώς πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατο του. Ο Μπράιαν Ρος τινάχτηκε έξι μέτρα μακριά, πάνω στον τοίχο ενός σπιτιού. Οποιοδήποτε άλλο πρωί, ο Ντέιβιντ θα ήταν μαζί του, αλλά εκείνη τη μέρα είχε μείνει σπίτι, άρρωστος από μια ασήμαντη ίωση. Στις οχτώ και μισή είχε χτυπήσει το τηλέφωνο και, δέκα λεπτά αργότερα, η μητέρα του είχε μπει στο καθιστικό, άσπρη σαν πανί και τρέμοντας σύγκορμη. «Ντέιβιντ, κάτι συνέβη στον Μπράιαν. Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να μην ταραχτείς πάρα πολύ». Μετά απ' αυτό, ο Ντέιβιντ δε θυμόταν τι είχε ειπωθεί, εκτός από τη φράση δεν υπάρχουν ελπίδες ότι θα ζήσει. Ήταν δική του επιθυμία να επισκεφτεί τον Μπράιαν την επόμενη μέρα, αφού είχε τηλεφωνήσει στο μεταξύ από μόνος του στο νο163

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σοκομείο και είχε βεβαιωθεί ότι ο φίλος του ήταν ακόμη ζωντανός.

«Μωρό μου, καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι, αλλά δεν είναι καθόλου καλή η ιδέα να πας να τον δεις», είχε πει ο πατέρας του. Η προσφώνηση «μωρό μου», ένα χαϊδευτικό που είχε καταργηθεί από χρόνια, μαζί με τα χνουδωτά αρκουδάκια του Ντέιβιντ, ήταν σαφής ένδειξη της αναστάτωσης του Ραλφ Κάρβερ. Είχε κοιτάξει την Έλλη, αλλά εκείνη στεκόταν στο νεροχύτη, με γυρισμένη την πλάτη, κι έστριβε νευρικά ένα πανί της κουζίνας. Καμιά βοήθεια από κει. Όχι πως ο Ραλφ αισθανόταν ικανός να βοηθήσει εκείνος το γιο του, έτσι χάλια που ένιωθε και ο ίδιος. Ποιος θα περίμενε ότι τα γεγονότα θα τους ανάγκαζαν να κάνουν μια τέτοια συζήτηση; Ο μικρός ήταν μόλις έντεκα χρονών, ακόμα δεν είχε προλάβει ως πατέρας να του μιλήσει για τα ζητήματα της ζωής, πόσο μάλλον για το θάνατο. Ευτυχώς που η Κίρστι ήταν στο άλλο δωμάτιο κι έβλεπε κάποιο καρτούν στην τηλεόραση. «Όχι», είπε ο Ντέιβιντ στον πατέρα του. «Είναι καλή ιδέα. Είναι η μόνη καλή ιδέα». Σκέφτηκε να προσθέσει και κάτι μετριοπαθώς ηρωικό, του τύπου, Το ίδιο θα έκανε και ο Μπράιαν για μένα, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Δεν πίστευε ότι θα το έκανε ο Μπράιαν αν ήταν στη θέση του, αυτό όμως δεν άλλαζε την κατάσταση. Γιατί ακόμη και τότε, πριν ακόμη συμβεί ό,τι συνέβη στο δάσος της οδού Μπέαρ, είχε αντιληφθεί ότι αυτό δε θα το έκανε για τον Μπράιαν αλλά για τον εαυτό του.

Η μητέρα του έκανε μερικά διστακτικά βήματα από το οχυρό της μπροστά στο νεροχύτη. «Ντέιβιντ, αγόρι μου, έχεις καλή καρδιά... την καλύτερη καρδιά του κόσμου... αλλά ο Μπράιαν... ε... τινάχτηκε..".»

«Αυτό που προσπαθεί να σου πει η μητέρα σου είναι ότι ο Μπράιαν χτύπησε σ' έναν τοίχο με το κεφάλι», είπε ο πατέρας του. Στο μεταξύ είχε τεντώσει το χέρι του πάνω από το τραπέζι και είχε πιάσει το χέρι του Ντέιβιντ. «Ο εγκέφαλος του έπαθε μεγάλη ζημιά. Ο φίλος σου είναι σε κώμα και οι ενδείξεις στα όργανα δεν είναι καθόλου καλές. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» «Πιστεύουν πως ο εγκέφαλος του έχει γίνει κιμάς». 164

STEPHEN KING

Ο Ραλφ μόρφασε και ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Στην κατάσταση που βρίσκεται, το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν είναι να τελειώσει γρήγορα. Αν τον επισκεφτείς, μη νομίζεις ότι θα δεις το φίλο σου που ήξερες, αυτόν που κοιμόσαστε μαζί τόσα βράδια...» Σ' αυτό το σημείο, η μητέρα του Ντέιβιντ πήγε στο καθιστικό, πήρε αγκαλιά τη σαστισμένη Πάι κι άρχισε πάλι να κλαίει.

Ο πατέρας ταυ κοίταξε προς τη μεριά του καθιστικού, σαν να ήθελε να πάει κι αυτός εκεί, και ύστερα στράφηκε πάλι στον Ντέιβιντ. «Είναι καλύτερα να θυμάσαι τον Μπράιαν όπως τον είδες την τελευταία φορά. Κατάλαβες;»

«Ναι, αλλά δε γίνεται. Πρέπει να πάω να τον δω. Άμα δε θέλεις να με πας εσύ, δεν πειράζει, θα πάω με το λεωφορείο μόλις σχολάσω». Ο Ραλφ αναστέναξε βαριά, «θα σε πάω, να πάρει! Και δε χρειάζεται να περιμένεις το σχόλασμα. Μόνο, για τ' όνομα του θεού, μην πεις τίποτε...» Και τέντωσε το πιγούνι του προς τη μεριά του καθιστικού.

«Στην Πάι; Όχι βέβαια!» Δεν είπε, φυσικά, στον πατέρα του ότι η Πάι είχε ήδη πάει στο δωμάτιο του και τον είχε ρωτήσει τι είχε πάθει ο Μπράιαν κι αν πόνεσε πολύ και πώς είναι να πεθαίνεις κι αν πηγαίνεις κάπου αλλού κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Το προσωπάκι της ήταν τόσο σοβαρό, άκουγε με τόση προσοχή. Ήταν... ήταν εντελώς Πάι. Αλλά πολλές φορές είναι καλύτερα να μην τα λες όλα στους γονείς σου. Είναι μεγάλοι και τέτοια πράγματα τους ταράζουν πολύ.

«Οι γονείς του Μπράιαν δε θα σ' αφήσουν να μπεις στο θάλαμο», είπε η Έλλη, επιστρέφοντας στην κουζίνα. «Ξέρω καλά τον Μαρκ και την Ντέμπι. Παρά τον πόνο τους -φαντάσου πώς νιώθουν, αν ήσουν εσύ, εγώ θα είχα τρελαθεί- δεν πρόκειται ν' αφήσουν ένα παιδάκι να δει... ένα άλλο παιδάκι... να πεθαίνει».

«Τους τηλεφώνησα, αφού πήρα πρώτα στο νοσοκομείο και ρώτησα αν μπορώ να τον δω», είπε ήρεμα ο Ντέιβιντ. «Η κυρία Ρος είπε εντάξει». Ο πατέρας του του κρατούσε ακόμη το χέρι. Αυτό ήταν καλό. Αγαπούσε πολύ τη μαμά του και τον μπαμπά του και 165

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λυπόταν που τους στενοχωρούσε, αλλά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι έτσι έπρεπε να κάνει. Ήταν σαν να τον καθοδηγούσε ακόμη και τότε μια άγνωστη δύναμη, κάτι εξωτερικό κι ανεξάρτητο. Με τον τρόπο που ένας μεγάλος, σοφός άνθρωπος θα κρατούσε το χέρι ενός παιδιού για να το βοηθήσει να ζωγραφίσει ένα σκυλάκι ή ένα πουλί ή ένα χιονάνθρωπο. «Τι πράγματα είν' αυτά;» είπε η Έλλη Κάρβερ, έντονα ταραγμένη. «Σοβαρολογεί; Είναι δυνατόν να είπε τέτοιο πράγμα;»

«Μου είπε πως χάρηκε που θέλω να πω αντίο στον Μπράιαν. Είπε πως θα του βγάλουν τα μηχανήματα ως το Σαββατοκύριακο, αφού. περάσει και ο παππούς του να τον αποχαιρετήσει».

Την επόμενη μέρα, ο Ραλφ πήρε μισή μέρα άδεια από τη δουλειά του και πέρασε να πάρει το γιο του από το σχολείο αμέσως μετά το μεσημεριανό διάλειμμα. Ο Ντέιβιντ τον περίμενε στο πεζοδρόμιο. Από την τσέπη του πουκαμίσου του πρόβαλλε το ειδικό πάσο για να φύγει νωρίς από το σχολείο, μια γαλάζια καρτέλα με τη φράση ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ. Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο, στην Εντατική, με το πιο αργοκίνητο ασανσέρ του κόσμου. Καθώς ανέβαιναν, ο Ντέιβιντ προσπάθησε να προετοιμάσει τον εαυτό του γι' αυτό που θ' αντίκριζε.

Μη σοκαριστείς, Ντέιβ, τον είχε πει στο τηλέφωνο η κυρία Ρος. Το βέαμα δεν είναι καθόλου ωραίο. Ξέρουμε ότι ο Μπράιαν δεν πονάει -έχει που βρίσκεται δεν αισθάνεται τίποτα- αλλά το θέαμα είναι πολύ άσχημο.

«Θέλεις να έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε ο πατέρας του, έξω από την πόρτα του δωματίου του Μπράιαν, και ο Ντέιβιντ αρνήθηκε. Ήταν ακόμα επηρεασμένος από εκείνο το περίεργο συναίσθημα που τον είχε κυριεύσει από τη στιγμή που η μητέρα του, κατάχλομη, του ανακοίνωσε τρέμοντας το δυστύχημα του Μπράιαν: την αίσθηση ότι τον καθοδηγούσε κάποιος μεγαλύτερος και πολύ πιο έμπειρος, κάποιος που θα τον στήριζε αν τον εγκατέλειπε το κουράγιο του. Έτσι, μπήκε στο δωμάτιο. Ο κύριος και η κυρία Ρος ήταν εκεί, κάθονταν σε δυο κόκκινες πλαστικές καρέκλες και κρατούσαν στα χέρια τους από ένα βιβλίο, που δεν το διάβαζαν. Ο Μπράιαν ήταν 166

STEPHEN KING

στο κρεβάτι, δίπλα στο παράθυρο, τριγυρισμένος από μηχανήματα που βούιζαν κι έστελναν πράσινες γραμμές σε διάφορες οθόνες. Μια ελαφριά κουβέρτα τον σκέπαζε ως τη μέση. Από κει και πάνω φορούσε μια άσπρη νοσοκομειακή ρόμπα, ανοιχτή μπροστά, κι έτσι όπως έπεφτε δεξιά κι αριστερά από το στήθος του θύμιζε ψεύτικα φτερά αγγέλων σε σχολική γιορτή. Στο θώρακα του ήταν κολλημένα με λευκοπλάστες ένα σωρό σωληνάκια κι άλλα τόσα ξεφύτρωναν από το κεφάλι του, μέσα από έναν πελώριο άσπρο επίδεσμο σαν κουκούλα. Κάτω απ' αυτή την κουκούλα ξεκινούσε μια μεγάλη κοψιά, που κατέβαινε σ' όλο το αριστερό μάγουλο ως τη γωνιά των χειλιών, όπου έστριβε σαν αγκίστρι. Ήταν ραμμένη με μαύρο, χειρουργικό ράμμα, θύμιζε σκηνή από ταινία του Φρανκεστάιν, εκείνες τις παλιές, ασπρόμαυρες με τον Μπόρις Καρλόφ, που έβαζε η τηλεόραση αργά, Σάββατο βράδυ. Συχνά, όταν ο Ντέιβιντ κοιμόταν στο σπίτι του Μπράιαν, έμεναν ξύπνιοι οι δυο τους κι έβλεπαν τέτοιες ταινίες μασουλώντας ποπκόρν. Τρελαίνονταν για τα παλιά, μαυρόασπρα τέρατα. Μια φορά, παρακολουθώντας τη Μούμια, ο Μπράιαν γύρισε και του είπε: «Αμάν, μας κυνηγάει η μούμια. Πάμε πιο γρήγορα». Χαζομάρες αλλά στη μία και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα, οτιδήποτε μπορεί να φανεί αστείο σε δυο εντεκάχρονους. Εκείνη τη νύχτα είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι δυο τους. Τα μάτια του Μπράιαν τον αντίκριζαν από το κρεβάτι του νοσοκομείου. Τον διαπερνούσαν χωρίς να τον βλέπουν. Ήταν ορθάνοιχτα και άδεια, σαν σχολική αίθουσα Αύγουστο μήνα.

Νιώθοντας περισσότερο από ποτέ σαν να τον πήγαιναν κι όχι να πήγαινε μόνος του, ο Ντέιβιντ πλησίασε το κρεβάτι και το μαγικό κύκλο των μηχανημάτων. Περιεργάστηκε τις πλαστικές βεντούζες και τα σωληνάκια στο στήθος και στους κροτάφους του Μπράιαν. Παρατήρησε το περίεργο σχήμα του επιδέσμου, που ήταν μεγάλος σαν κράνος και φούσκωνε παράταιρα από την αριστερή μεριά, σαν να είχε αλλάξει το σχήμα του κρανίου από κάτω. Και μάλλον είχε αλλάξει. Αν τιναχτείς από έξι μέτρα απόσταση και κοπανήσεις το κεφάλι σου σε τοίχο, κάτι θα χαλάσει. Υπήρχε ένα σωληνάκι στο δεξί μπράτσο του Μπράιαν κι άλλο ένα στο στήθος του. Τα σωληνάκια κατέληγαν σε σακουλίτσες με διάφανο υγρό, που κρέμονταν από μεταλλικά κοντάρια. Ένα άλλο πλαστικό μα167

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ραφέτι σκέπαζε τη μύτη του και στον καρπό του ήταν δεμένη μια ταμπελίτσα. Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε: αυτά είναι τα μηχανήματα που τον κρατάνε στη ζωή. Μόλις τα σβήσουν, μόλις τον βγάλουν τις βελόνες....

Η σκέψη αυτή τον γέμισε δέος αλλά και δυσπιστία, που δεν ήταν παρά μια άμυνα στον ψυχικό πόνο. Αυτός και ο Μπράιαν κατάβρεχαν ο ένας τον άλλο στις βρύσες του σχολείου όταν δεν υπήρχε κίνδυνος να τους πάρει είδηση ο επιστάτης. Πήγαιναν με τα ποδήλατα τους στο μυθικό δάσος της οδού Μπέαρ και παρίσταναν τους κομάντος. Αντάλλασσαν βιβλία, κόμικς και κάρτες του μπέιζμπολ και πολλές φορές κάθονταν οι δυο τους στην πίσω βεράντα του Ντέιβιντ, παίζοντας με το Γκέιμ-μπόι του Μπράιαν και πίνοντας τη λε μονάδα της μαμάς του Ντέιβιντ. Χαιρετιόνταν χτυπώντας τα χέρια κι αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «μεγάλε». (Πολλές φορές, όταν ήταν οι δυο τους και δεν τους άκουγε κανείς, αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «μαλάκα»).

Όταν πήγαιναν στη δευτέρα τάξη είχαν τρυπήσει το δάχτυλο τους με καρφίτσα, είχαν ενώσει το αίμα τους και είχαν ορκιστεί αδερφική φιλία για πάντα. Τον περασμένο Αύγουστο, με τη βοήθεια του Μαρκ Ρος, του μπαμπά του Μπράιαν, είχαν φτιάξει έναν Παρθενώνα από καπάκια αναψυκτικών, κοιτώντας το σχέδιο από ένα βιβλίο. Τους είχε βγει τόσο καλός, που ο κύριος Ρος τον έστησε στο κάτω χολ και τον έδειχνε στους φίλους του. Και στην αρχή της χρονιάς, ο Παρθενώνας τους είχε μετακομίσει ένα τετράγωνο παρακάτω, στο σπίτι των Κάρβερ.

Σ' αυτή την κατασκευή είχε κολλήσει το μυαλό του Ντέιβιντ, ενώ στεκόταν μπροστά στο κρεβάτι του φίλου του, που βρισκόταν σε κώμα. Τον Παρθενώνα τον είχαν φτιάξει στο γκαράζ των Ρος, με το κασετόφωνο πάνω στο ράφι να παίζει ξανά και ξανά το Ρατλ εντ Χαμ. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο βασικά, μια κατασκευή από καπάκια, αλλά τέλεια κατασκευή γιατί έμοιαζε πολύ μ' αυτό που έπρεπε να μοιάζει κι όποιος το έβλεπε καταλάβαινε αμέσως τι ήταν. Τέλεια, γιατί την είχαν φτιάξει με τα ίδια τους τα χέρια. Και τώρα, πολύ σύντομα, τα χέρια του Μπράιαν θα τα έπιανε ένας υπάλληλος γραφείου κηδειών για να του καθαρίσει τα νύχια με το ειδικό βουρτσάκι. Γιατί δεν κάνει ένα πτώμα να έχει βρόμικα νύχια. Κι αφού θα έπλεναν τα χέρια του Μπράιαν και θα τον έβαζαν 168

STEPHEN KING

στο φέρετρο, που θα του είχαν διαλέξει οι γονείς του, ο υπάλληλος του γραφείου κηδειών θα του τα σταύρωνε πάνω στο στήθος, με τα δάχτυλα μπλεγμένα. Κι έτσι θα έμεναν τα χέρια του Μπράιαν ακόμα και κάτω από το χώμα. Σταυρωμένα, έτσι όπως τους έλεγε η κυρία να τα έχουν πάνω στο θρανίο, όταν πήγαιναν στην πρώτη τάξη. Τέρμα οι κατασκευές με καπάκια για τα χέρια του Μπράιαν. Τέρμα τα καταβρέγματα με το δάχτυλο στη βρύση του σχολείου. Κάτω στο χώμα. Αυτή η σκέψη δεν του προκάλεσε τρόμο ή φρίκη αλλά απελπισία, λες και η εικόνα του Μπράιαν με σταυρωμένα τα χέρια μέσα στο φέρετρο του να ήταν η απόδειξη ότι τίποτε δεν αξίζει σ' αυτό τον κόσμο, όλα είναι μάταια, καμιά πράξη δεν μπορεί να εμποδίσει το θάνατο και τα μικρά παιδιά δεν εξαιρούνται από τον τρόμο που συνεχίζεται αδιάκοπα πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα της μακαριότητας, μια βιτρίνα που την πιστεύουν οι γονείς και μαθαίνουν και στα παιδιά τους να την πιστεύουν.

Ο μπαμπάς και η μαμά του Μπράιαν δε μίλησαν στον Ντέιβιντ όση ώρα στεκόταν μπροστά στο κρεβάτι και σκεφτόταν αυτά τα πράγματα. Ο Ντέιβιντ προτιμούσε τη σιωπή τους. Τους συμπαθούσε και τους δυο πολύ, ειδικά τον κύριο Ρος, που ήταν πολύ 'ξηγημένος για μπαμπάς, αλλά δεν είχε έρθει να δει αυτούς. Δεν είχαν αυτοί ορούς στα χέρια τους ούτε ήταν συνδεμένοι με αναπνευστικά μηχανήματα, που θα τους τα έβγαζαν αφού θα περνούσε και ο παππούς να τους αποχαιρετήσει. Ο Ντέιβιντ είχε έρθει να δει τον Μπράιαν. Έπιασε το χέρι του φίλου του. Ήταν απίστευτα κρύο και χαλαρό, αλλά ήταν ζωντανό ακόμα. Ένιωσε τη ζωή να πάλλεται μέσα στο ακίνητο χέρι, σαν μηχανή που δουλεύει στο ρελαντί. Έσφιξε μαλακά το χέρι του Μπράιαν και του ψιθύρισε: «Πώς τα πας, παλιόφιλε;»

Καμιά απάντηση, εκτός από το βουητό του μηχανήματος που κανόνιζε την αναπνοή του Μπράιαν τώρα που ο εγκέφαλος του είχε κάψει τις ασφάλειες. Αυτό το μηχάνημα ήταν στημένο στο κεφαλάρι του κρεβατιού και ήταν το μεγαλύτερο απ' όλα. Στη μια πλευρά του είχε ένα χοντρό, διάφανο σωλήνα. Μέσα στο σωλήνα υπήρχε κάτι άσπρο, που έμοιαζε με μικρό ακορντεόν. Ο ήχος που έβγαζε αυτό το μηχάνημα ήταν σιγανός -όλα τα μηχανήματα έβγαζαν σιγανούς ήχους- αλλά αυτό το πράγμα που έμοιαζε με 169

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ακορντεόν σε τάραζε άμα το κοίταζες για πολλή ώρα. Άφηνε μια κοφτή, σφυριχτή βουή κάθε φορά που φούσκωνε. Σαν λαχάνιασμα. Ίσως ένα κομμάτι του Μπράιαν να μην ήταν τόσο νεκρωμένο που να μη νιώθει κανέναν πόνο, κι αυτό το κομμάτι να είχε βγει από το σώμα του και να είχε στριμωχτεί στον πλαστικό σωλήνα, όπου αγωνιούσε και πονούσε πολύ χειρότερα. Όπου ασφυκτιούσε μέσα σ' εκείνο το άσπρο, σαν ακορντεόν πράγμα.

Και ύστερα ήταν τα μάτια.

Ο Ντέιβιντ ένιωθε τα δικά τον μάτια να επιστρέφουν εκεί ξανά και ξανά, χωρίς τη θέληση του. Κανείς δεν του είχε πει ότι ο Μπράιαν θα είχε τα μάτια του ανοιχτά. Μέχρι τότε δεν ήξερε καν πως όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κώμα τα μάτια του μπορεί να είναι ανοιχτά. Η Ντέμπι Ρος του είχε πει να μην ταραχτεί από το άσχημο θέαμα που παρουσίαζε ο Μπράιαν, αλλά δεν τον είχε προετοιμάσει γι' αυτό το γυάλινο βλέμμα. Ίσως να μη γινόταν κιόλας. Μπορεί να είναι αδύνατο να προετοιμαστεί κανείς για τα πολύ άσχημα πράγματα, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Το ένα από τα μάτια του Μπράιαν ήταν κόκκινο, με μια πελώρια μαύρη κόρη, που άφηνε μόνο ένα λεπτό στεφάνι από καστανό χρώμα στην περιφέρεια. Το άλλο ήταν καθαρό και η κόρη φαινόταν κανονική, αλλά το κακό ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής σ' εκείνα τα μάτια, κανένα. Το αγόρι που τον είχε κάνει να ξεκαρδιστεί στα γέλια λέγοντας, Αμάν, μας κυνηγάει η μουμια. Πάμε πιο γρήγορα, δεν ήταν πια πουθενά... εκτός κι αν είχε στριμωχτεί στον πλαστικό σωλήνα, στο έλεος του μικρού, άσπρου ακορντεόν. Ο Ντέιβιντ κοίταζε επίτηδες αλλού -την κοψιά με τα μαύρα ράμματα, τον επίδεσμο, το ένα αυτί που πρόβαλλε από τον επίδεσμοαλλά το βλέμμα του επέστρεφε συνέχεια στα ανοιχτά, άδεια μάτια του Μπράιαν με τις παράταιρες κόρες. Ήταν το τίποτε αυτό που τον τραβούσε, η απουσία, το κενό σ' εκείνα τα μάτια. Και δεν ήταν απλώς κρίμα. Ήταν... ήταν... Κακό, άκουσε να του ψιθυρίζει μια φωνή κάπου βαθιά στο μυαλό του. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ του τέτοια φωνή ανάμεσα στις σκέψεις του, ήταν ολότελα άγνωστη. Κι όταν το χέρι της μαμάς 170

STEPHEN KING

του Μπράιαν έπεσε ξαφνικά στον ώμο του, τρόμαξε τόσο πολύ, που δάγκωσε τα χείλη του μην του ξεφύγει καμιά κραυγή.

«Αυτός που τον χτύπησε ήταν πιωμένος», είπε η κυρία Ρος, με φωνή βραχνή από το πολύ κλάμα. Φρέσκα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μαγουλά της. «Λέει ότι δε θυμάται τίποτε, ότι δεν κατάλαβε τίποτε μέσα στο μεθύσι του και, ξέρεις κάτι, Ντέιβιντ; Τον πιστεύω». «Ντέμπι...» είπε ο κύριος Ρος, αλλά η μαμά του Μπράιαν δεν του έδωσε σημασία.

«Πώς αφήνει ο θεός αυτό τον άνθρωπο να μη θυμάται ότι χτύπησε το παιδί μου;» Η φωνή της κυρίας Ρος άρχισε να γίνεται ψιλή, σχεδόν τσιριχτή. Ο Ραλφ Κάρβερ είχε χώσει το κεφάλι του από την πόρτα, ανήσυχος, και μια νοσοκόμα που περνούσε εκείνη τη στιγμή από το διάδρομο σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με ιατρικά εργαλεία σταμάτησε απότομα, κοίταξε μέσα στο δωμάτιο 508 και στα μεγάλα γαλάζια μάτια της καθρεφτίστηκε ένα ευανάγνωστο «Ω θεέ μου!» «Γιατί είναι τόσο καλός ο θεός μ' αυτό τον άνθρωπο; Μετά απ' αυτό που έκανε, το λιγότερο που θα 'πρεπε να πάθει θα ήταν να βλέπει στον ύπνο του το αίμα να τινάζεται από το σπασμένο κεφάλι του γιου μου και να ξυπνάει ουρλιάζοντας, κάθε βράδυ, για όλη την υπόλοιπη ζωή τον».

Ο κύριος Ρος αγκάλιασε τη γυναίκα του από τους ώμους. Ο Ραλφ Κάρβερ τράβηξε πίσω το κεφάλι του, σαν χελώνα που ξανακλείνεται στο καβούκι της. Ο Ντέιβιντ το είδε αυτό και ίσως να θύμωσε με τον πατέρα του εκείνη τη στιγμή. Δε θυμόταν. Το μόνο που θυμόταν καθαρά ήταν ότι αυτός κοίταζε το κάτασπρο, ακίνητο πρόσωπο του Μπράιαν με τον ασύμμετρο επίδεσμο -το αυτί που πρόβαλλε κάτω από τη γάζα, την κοψιά με τα μαύρα ράμματα και τα μάτια. Κι αυτό που θυμόταν περισσότερο απ' όλα ήταν τα μάτια. Η μαμά του Μπράιαν ήταν εκεί δίπλα και τσίριζε κι έκλαιγε κι εκείνα τα μάτια ούτε που σάλεψαν. Όμως, ο Μπράιαν είναι εδώ, σκέφτηκε ξαφνικά ο Ντέιβιντ κι αυτή η σκέψη, όπως και τόσα άλλα που του είχαν συμβεί αφότου η μητέρα του του είχε ανακοινώσει το δυστύχημα, ήταν σαν να μην προερχόταν από τον ίδιο, αλλά να του είχε μεταδοθεί από κάπον αλλού... λες και το μυαλό του είχε γίνει ένας αγωγός επικοινωνίας. 171

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Ντέμπι Ρος ήταν πλέον εκτός εαυτού. Τσίριζε και τιναζόταν καθώς πάσχιζε να ελευθερωθεί από το χέρι του άντρα της. Ο κύριος Ρος προσπαθούσε να την τραβήξει προς τις κόκκινες καρέκλες, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η νοσοκόμα μπήκε βιαστική στο δωμάτιο κι έπιασε την κυρία Ρος από τη μέση.

«Καθίστε, κυρία Ρος. Είναι προτιμότερο, θα ησυχάσετε αν καθίσετε». «Τι θεός είν' αυτός που αφήνει να σκοτώνονται παιδάκια;» ούρλιαξε η μαμά του Μπράιαν. «που αφήνει αυτό τον άνθρωπο να ζήσει, να ξαναπιεί και να το ξανακάνει; Ένας θεός που προστατεύει τους μεθύστακες κι αδιαφορεί για τα παιδάκια!» Ο Μπράιαν να κοιτάζει με τα άδεια μάτια του. Ν' ακούει τα λόγια της μητέρας του με το ένα αυτί που πρόβαλλε κάτω από τον επίδεσμο. Χωρίς να καταλαβαίνει. Χωρίς να είναι εκεί. Όμως... Όχι, ψιθύρισε κάτι μέσα στο μυαλό του Ντέιβιντ. Εδώ είναι. Κάπου εδώ είναι. «Αδελφή, κάνε, σε παρακαλώ, στη γυναίκα μου μια ηρεμιστική ένεση», ζήτησε ο κύριος Ρος. Ο καημένος μετά δυσκολίας τη συγκρατούσε να μην ορμήσει στο κρεβάτι και να αρπάξει τον Ντέιβιντ ή το γιο της ή και τους δυο μαζί. Κάτι άγριο είχε ελευθερωθεί μέσα στο μυαλό της. Κάτι που είχε πολλά ακόμα να πει.

«Θα φέρω το γιατρό Μπαργκόιν, είναι εδώ δίπλα», είπε η νοσοκόμα και βγήκε τρέχοντας.

Ο μπαμπάς του Μπράιαν χάρισε στον Ντέιβιντ ένα χαμόγελο σαν γκριμάτσα πόνου. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στα μαγουλά του κι άλλες σχημάτιζαν ένα φαρδύ γυαλιστερό στεφάνι στο μέτωπο του. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και φαινόταν σαν να είχε χάσει πάρα πολλά κιλά ξαφνικά. Ο Ντέιβιντ ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά έτσι φαινόταν ο κύριος Ρος. Με το ένα χέρι του είχε αγκαλιάσει τη γυναίκα του από τη μέση και με το άλλο την πίεζε στον ώμο για να την κάνει να καθίσει στην καρέκλα.

«Πρέπει να φύγεις τώρα, Ντέιβιντ», είπε ο κύριος Ρος. Προσπαθούσε να μη λαχανιάζει, αλλά μιλούσε λαχανιαστά. «Δε... δεν τα πάμε και τόσο καλά». 172

STEPHEN KING

Μα αφού δεν τον αποχαιρέτησα ακόμα, ήταν έτοιμος να πει ο Ντέιβιντ, όταν κατάλαβε ξαφνικά ότι οι στάλες στα μάγουλα του κυρίου Ρος δεν ήταν ιδρώτας αλλά δάκρυα. Αυτό τον ταρακούνησε. Και μόνο όταν έφτασε στην πόρτα και γύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά και είδε ότι ο κύριος και η κυρία Ρος είχαν γίνει ένα θολό κουβάρι από διπλούς μπαμπάδες και μαμάδες του Μπράιαν, κατάλαβε ότι και τα δικά του μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. «Μπορώ να ξανάρθω, κύριε Ρος;» ρώτησε με σπασμένη, τρεμουλιαστή φωνή. «Αύριο ίσως;»

Η κυρία Ρος είχε πάψει πια να παλεύει. Τα χέρια του κυρίου Ρος είχαν καταλήξει κάτω από το στήθος της, σαν να εφάρμοζε κάποια λαβή. Το θέαμα έφερε στο νου του Ντέιβιντ αγώνες πάλης που έβλεπαν καμιά φορά στην τηλεόραση αυτός και ο Μπράιαν. Έτσι κατέληγαν πολλές φορές και οι παλαιστές, σαν αγκαλιασμένοι. Αμάν, μας κυνηγάει η μούμια, σκέφτηκε, εντελώς άσχετα. Ο κύριος Ρος κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Δε νομίζω, παιδί μου».

«Μα...»

«Όχι, δε νομίζω. Βλέπεις, οι γιατροί μας είπαν ότι ο Μπράιαν δεν έχει καμιά πιθανότητα να... ν-να-να...» Το πρόσωπο του άρχισε ν' αλλάζει, όπως δεν είχε ξαναδεί ποτέ του ο Ντέιβιντ πρόσωπο μεγάλου ανθρώπου ν' αλλάζει -σαν να μεταμορφωνόταν από μέσα. Μόνο αργότερα, στο δάσος της οδού Μπεαρ, κατάλαβε τι συνέβαινε... περίπου. Ήταν αυτό που συμβαίνει όταν κάποιος που έχει πολύ καιρό να κλάψει -χρόνια, ίσως- τελικά, δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο. Ήταν όπως όταν σπάει ένα φράγμα.

«Αχ, παιδί μου!» φώναξε κλαίγοντας ο κύριος Ρος. «Παιδάκι μου!» Παράτησε τη γυναίκα του κι έπεσε με την πλάτη στον τοίχο, ανάμεσα στις δυο κόκκινες καρέκλες. Στάθηκε έτσι για μια στιγμή, γερμένος και ύστερα λύγισαν τα γόνατα του, γλίστρησε προς τα κάτω και βρέθηκε καθισμένος στο πάτωμα, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, προς το κρεβάτι, τα δάκρυα να τρέχουν στα μαγουλά του, μια μύξα να κρέμεται από το ένα ρουθούνι του, τα μαλλιά όρθια στο πίσω μέρος του κεφαλιού, το πουκάμισο του μισοβγαλμένο από τη ζώνη του, το παντελόνι του τραβηγμένο έτσι 173

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

που φαίνονταν οι κάλτσες και ένα μέρος από τις γάμπες του. Έμεινε έτσι καθισμένος κλαίγοντας γοερά. Η γυναίκα του γονάτισε δίπλα του και τον αγκάλιασε και σ' αυτή τη στάση τους βρήκε ο γιατρός μπαίνοντας στο δωμάτιο με τη νοσοκόμα πίσω του, ενώ ο Ντέιβιντ γλιστρούσε προς το διάδρομο, κλαίγοντας πια κανονικά αλλά πνίγοντας τ' αναφιλητά του. Βρισκόταν σε νοσοκομείο, δεν έπρεπε να το ξεχνάει. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι προσπαθούσαν να γιατρευτούν. Ο πατέρας του ήταν χλομός, όπως ήταν η μητέρα του όταν του είπε για το δυστύχημα, και το χέρι του, όταν τον έπιασε για να φύγουν, ήταν πιο κρύο κι από του Μπράιαν.

«Δεν ήθελα να το δεις αυτό», είπε ο πατέρας του, ενώ περίμεναν το πιο αργοκίνητο ασανσέρ του κόσμου. Ο Ντέιβιντ κατάλαβε ότι ο πατέρας του δεν ήξερε τι άλλο να πει. Στη διαδρομή προς το σπίτι, ο Ραλφ Κάρβερ επιχείρησε δυο φορές να μιλήσει στο γιο του, αλλά σταμάτησε και τις δυο. Τελικά άναψε το ραδιόφωνο, έπιασε ένα σταθμό με παλιά τραγούδια και ύστερα το έσβησε και ρώτησε τον Ντέιβιντ αν ήθελε κανένα παγωτό ή τίποτ' άλλο. Εκείνος είπε όχι κι ο πατέρας του άνοιξε πάλι το ραδιόφωνο, πάρα πολύ δυνατά όμως. Όταν έφτασαν σπίτι, ο Ντέιβιντ είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να πάει να ρίξει μερικά καλάθια στην μπασκέτα, στον κήπο. Ο πατέρας του είπε εντάξει και μπήκε γρήγορα μέσα. Καθώς στεκόταν ακριβώς πίσω από τη μικρή ρωγμή στο τσιμέντο, αυτή που είχε για γραμμή του φάουλ, ο Ντέιβιντ άκουγε από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας τους γονείς του να συζητάνε. Η μαμά ρωτούσε τι έγινε και πώς το πήρε ο Ντέιβιντ. «Έγινε κάποια σκηνή», είπε ο πατέρας του, λες και το γεγονός ότι ο Μπράιαν βρισκόταν σε κώμα και θα πέθαινε να ήταν μέρος ενός θεατρικού έργου.

Ο Ντέιβιντ έπαψε να τους ακούει. Τον είχε κυριεύσει ξανά εκείνη η αίσθηση ότι αποτελεί μέρος από κάποιο μεγαλύτερο σύνολο και ότι τον καθοδηγεί κάτι το άγνωστο. Ξαφνικά ένιωσε έντονα την ανάγκη να πάει στο μικρό ξέφωτο, κάτω στο δάσος της οδού Μπέαρ. Το μονοπάτι που έβγαζε εκεί ήταν πολύ στενό, αλλά μπορούσες να πας και με ποδήλατο, χωρούσε ένα τη φορά. Εκεί στο 174

STEPHEN KING

ξέφωτο, πάνω στο Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ, τα δυο αγόρια είχαν δοκιμάσει πέρυσι ένα από τα τσιγάρα της Ντέμπι Ρος και το είχαν βρει απαίσιο. Εκεί είχαν χαζέψει το πρώτο τους Πλεϊμπόι (ένα τεύχος που το είχε βρει ο Μπράιαν πεταμένο πάνω πάνω στο μεγάλο σκουπιδοτενεκέ, κοντά στο Στοπ-24, στο τέρμα της κατηφόρας μετά το σπίτι του). Εκεί κάθονταν ώρες ολόκληρες, με τα πόδια τους κρεμασμένα στο κενό, κι έκαναν ατέλειωτες κουβέντες κι ονειρεύονταν χίλια δυο πράγματα... κυρίως το πώς θα γίνονταν αρχηγοί στο γυμνάσιο του Δυτικού Γουέντγουορθ όταν θα πήγαιναν στην τρίτη τάξη. Εκεί, στο ξέφωτο, που έφτανες μόνο από το μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, τα δυο αγόρια είχαν χτίσει τη φιλία τους κι εκεί αισθανόταν τώρα ο Ντέιβιντ την ανάγκη να πάει.

Έκανε μια τελευταία ντρίπλα με την μπάλα –είχε παίξει χιλιάδες φορές με τον Μπράιαν μ' αυτή την μπάλα- λύγισε τα γόνατα, σημάδεψε κι έριξε. Φσσττ... καθαρό καλάθι, η μπάλα δεν ακούμπησε στεφάνι, μόνο το διχτάκι κουνήθηκε. Όταν η μπάλα επέστρεψε κοντά του, την έπιασε και την πέταξε στο γρασίδι. Οι γονείς του ήταν ακόμα στην κουζίνα, ακούγονταν οι φωνές τους από το ανοιχτό παράθυρο, αλλά ο Ντέιβιντ ούτε που σκέφτηκε να χώσει το κεφάλι του από το άνοιγμα και να τους πει πού θα πήγαινε. Μπορεί να μην τον άφηναν. Δε σκέφτηκε ούτε να πάρει το ποδήλατο του. Ξεκίνησε με τα πόδια, με το κεφάλι σκυφτό και τη γαλάζια καρτέλα ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ να προβάλλει από το τσεπάκι του πουκαμίσου του, παρ' όλο που το σχολείο είχε πια τελειώσει για κείνη τη μέρα. Τα μεγάλα, κίτρινα σχολικά έκαναν τη διαδρομή της επιστροφής. Μπουλούκια από φωνακλάδικα πιτσιρίκια περνούσαν δίπλα του χοροπηδώντας, με σάκες στην πλάτη και καλαθάκια του φαγητού στα χεριά τους. Ο Ντέιβιντ ούτε που τα πρόσεχε. Το μυαλό του ήταν αλλού. Αργότερα, όταν ο αιδεσιμότατος Μάρτιν του μίλησε για την «ήρεμη, σιγανή φωνή του θεού», ο Ντέιβιντ θυμήθηκε αυτές τις ώρες, αλλά τότε δεν του είχε φανεί σαν φωνή ούτε σαν σκέψη ούτε καν σαν προαίσθημα. Η ιδέα που είχε κολλήσει στο μυαλό του ήταν το πώς, όταν πεθαίνεις της δίψας, όταν όλο σου το σώμα ζητάει απεγνωσμένα νερό, δε θα διστάσεις τελικά να γονατίσεις στο χώμα και να πιεις από μια λακκούβα, αν αυτό είναι το μόνο που βρίσκεις. 175

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Έφτασε στην οδό Μπέαρ κι από κει πήρε το μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ. Περπατούσε αργά, με το κεφάλι κάτω, σαν επιστήμονας που τον παιδεύει ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Το μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ δεν ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία δική του και του Μπράιαν, ένα σωρό άλλα παιδιά το χρησιμοποιούσαν στη διαδρομή από και προς το σχολείο, αλλά εκείνο το ζεστό, φθινοπωρινό απόγευμα έτυχε να μην είναι κανένα. Σαν να το είχαν αφήσει ελεύθερο ειδικά γι' αυτόν.

Στα μισά του δρόμου προς το ξέφωτο είδε στο χώμα ένα χαρτάκι από σοκολάτα Οι Τρεις Σωματοφύλακες. Το μάζεψε. Ήταν η μόνη μάρκα σοκολάτας που έτρωγε ο Μπράιαν και ο Ντέιβιντ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι το χαρτάκι το είχε πετάξει ο φίλος του στο μονοπάτι κάνα δυο μέρες πριν από το δυστύχημα. Όχι πως ο Μπράιαν πετούσε σκουπίδια κάτω, δεν ήταν τέτοιο παιδί. Σε κανονικές συνθήκες θα είχε χώσει το χαρτάκι στην τσέπη του. Αλλά... Αλλά, ίσως κάτι τον έκανε να το πετάξει αυτή τη φορά. Κάτι που ήξερε ότι εγώ θα περνούσα από δω, αφού θα τον χτυπούσε εκείνο το αυτοκίνητο και θα τον πέταγε στον τοίχο και θα τον έσπαγε το κεφάλι, κάτι που ήξερε πως θα το έβρισκα, θα το γνώριζα και θα τον θυμόμουν.

Ύστερα είπε στον εαυτό του ότι αυτό ήταν τρελό, σκέτη παλαβομάρα, αλλά το πιο παλαβό απ' όλα ίσως ήταν ότι κατά βάθος δεν το έβρισκε καθόλου παλαβό. Μπορεί να ακουγόταν παλαβό άμα το έλεγες σε κάποιον, αλλά σαν σκέψη μέσα στο κεφάλι του ήταν απόλυτα λογικό.

Χωρίς να σκέφτεται τι ακριβώς κάνει, ο Ντέιβιντ έχωσε το πολύχρωμο χαρτάκι στο στόμα του και πιπίλισε τα κολλημένα υπολείμματα της σοκολάτας στο ασημόχρωμο εσωτερικό του. Το έκανε με τα μάτια κλεισμένα και δάκρυα να κυλάνε από τα κλειστά του βλέφαρα. Όταν τέλειωσε όλη η σοκολάτα και δεν απέμεινε παρά η γεύση του μασημένου χαρτιού, το έφτυσε πέρα και συνέχισε το δρόμο του. Στην ανατολική πλευρά του ξέφωτου φύτρωνε μια μεγάλη βελανιδιά με δυο χοντρά κλαριά, που άνοιγαν σε σχήμα V γύρω στα πέντε μέτρα πάνω από το έδαφος. Τα δυο αγόρια δεν είχαν τολ176

STEPHEN KING

μήσει να χτίσουν κανονικό δεντρόσπιτο σ' αυτή την τόσο δελεαστική διχάλα -κάποιος μεγάλος θα το έβλεπε αργά ή γρήγορα και θα τους ανάγκαζε να το ξηλώσουν- αλλά μια μέρα το περασμένο καλοκαίρι είχαν πάει εκεί με σανίδια, σφυριά και πρόκες και είχαν φτιάξει μια μικρή εξέδρα που υπήρχε ακόμα. Ο Ντέιβιντ και ο Μπράιαν ήξεραν ότι πολλές φορές ανέβαιναν εκεί και τα γυμνασιόπαιδα (έβρισκαν κάθε τόσο γόπες κι άδεια κουτιά από μπίρες στα μαυρισμένα από τον καιρό σανίδια και μια φορά είχαν βρει κι ένα σουτιέν), αλλά ποτέ την ημέρα, κι εξάλλου η ιδέα ότι τα μεγάλα παιδιά χρησιμοποιούσαν κάτι που είχαν φτιάξει αυτοί ήταν κάπως κολακευτική. Επίσης, οι πρώτες δυο χειρολαβές που έπρεπε να πιάσεις για ν' ανεβείς τον κορμό ήταν αρκετά ψηλά για να μην τις φτάνουν τα πιτσιρίκια.

Ο Ντέιβιντ σκαρφάλωσε στη βελανιδιά, με μάγουλα υγρά από τα δάκρυα, μάτια πρησμένα από το κλάμα, με τη γεύση του μασημένου χαρτιού ακόμα στο στόμα του και τον ασθματικό ήχο του μικρού, άσπρου ακορντεόν ν' αντηχεί ακόμα στο μυαλό του. Ήλπιζε ότι μπορεί να έβρισκε κι άλλο ίχνος του Μπράιαν πάνω στην εξέδρα, σαν το χαρτάκι από τη σοκολάτα που είχε βρει στο μονοπάτι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο η πινακίδα ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΒΙΕΤΚΟΝΓΚ καρφωμένη στο κλαδί, που την είχαν βάλει εκεί με τον Μπράιαν κάνα δυο βδομάδες αφότου τελείωσαν την πλατφόρμα. Η έμπνευση γι' αυτή την πινακίδα (όπως και για το όνομα που είχαν δώσει στο μονοπάτι) τους είχε έρθει από μια παλιά ταινία για το Βιετνάμ με τον Άρνολυτ Σβαρτσενέγκερ, που ο Ντέιβιντ δε θυμόταν πια ούτε πώς την έλεγαν. Πάντα περίμενε να βρει μια μέρα την πινακίδα σπασμένη από τα μεγάλα παιδιά ή γεμάτη αισχρόλογα γραμμένα με σπρέι, αλλά κανείς δεν την είχε πειράξει ως τώρα. Πρέπει να άρεσε τελικά και στα γυμνασιόπαιδα. Ένα ελαφρό αεράκι φυσούσε ανάμεσα στα κλαδιά και δρόσιζε το πρόσωπο του, που έκαιγε. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα ήταν κοντά του και ο Μπράιαν, θα τους φυσούσε και τους δυο το αεράκι, θα κάθονταν κουνώντας τα πόδια τους στο κενό, θα κουβέντιαζαν, θα γελούσαν. Ο Ντέιβιντ άρχισε πάλι να κλαίει. Γιατί είμαι εδώ;

177

Καμιά απάντηση.

Γιατί ήρθα; Ήταν κάτι που με έκανε να έρθω;

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Καμιά απάντηση.

Αν υπάρχει κανείς εκεί, παρακαλώ ας μου απαντήσει.

Καμιά απάντηση για πάρα πολλή ώρα... Και ύστερα ήρθε μία απάντηση και ο Ντέιβιντ ήταν σίγουρος ότι δεν είχε απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του, παριστάνοντας ότι του μιλάει κάποιος άλλος, έτσι για να βρει λίγη παρηγοριά. Όπως κι όταν στεκόταν μπροστά στο κρεβάτι του Μπράιαν, η φωνή που άκουσε στο μυαλό του δεν έμοιαζε καθόλου να είναι δική του σκέψη.

Ναι, είπε η φωνή. Είμαι εδώ. Ποιος είσαι;

Αυτός που είμαι, είπε η φωνή και σώπασε, σαν να είχε εξηγήσει πραγματικά κάτι.

Ο Ντέιβιντ μαζεύτηκε στη μέση της σανιδένιας πλατφόρμας, σταύρωσε τα πόδια του κι έκλεισε τα μάτια. Ύστερα ακούμπησε τις παλάμες στα γόνατα του κι άνοιξε το μυαλό του όσο καλύτερα μπορούσε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Έτσι καθισμένος, περίμενε ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ακούγοντας τις μακρινές φωνές των παιδιών που γύριζαν σπίτι από το σχολείο τους, βλέποντας μια αδιάκοπη εναλλαγή από μαύρα και κόκκινα σχήματα πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα, καθώς η αύρα σάλευε τα φυλλώματα ψηλά δημιουργώντας φωτοσκιάσεις στο πρόσωπο του. Πες μου τι θέλεις, ρώτησε τη φωνή.

Καμιά απάντηση. Η φωνή δε φαινόταν να θέλει κάτι. Τότε, πες μου τι να κάνω.

Καμιά απάντηση από τη φωνή.

Από μακριά, πολύ μακριά, άκουσε τη σφυρίχτρα του σταθμού της πυροσβεστικής πέρα, στην Κολόμπους Μπροντ. Η ώρα ήταν πέντε. Καθόταν εκεί, στην πλατφόρμα, με τα μάτια κλειστά μια ώρα τουλάχιστον, μπορεί και δυο. Η μαμά κι ο μπαμπάς του θα είχαν προσέξει σίγουρα ότι δεν ήταν πια στην αυλή του σπιτιού τους, 178

STEPHEN KING

θα είχαν δει την μπάλα πεταμένη στο γρασίδι κα θ' ανησυχούσαν. Τους αγαπούσε και δεν ήθελε ν' ανησυχούν για χάρη του καταλάβαινε ως ένα βαθμό ότι η ιστορία του Μπράιαν τους είχε συγκλονίσει κι αυτούς τόσο πολύ όσο κι αυτόν- αλλά δε γινόταν να γυρίσει σπίτι. Γιατί δεν είχε τελειώσει ακόμα.

Θέλεις να προσευχηθώ; ρώτησε τη φωνή. θα δοκιμάσω, αν θέλεις, αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω -δεν πάμε στην εκκλησία, βλέπεις, και... Η φωνή τον διέκοψε τότε, όχι θυμωμένη ούτε ειρωνική ούτε ανυπόμονη ούτε κάτι άλλο γνώριμο. Προσεύχεσαι ήδη, του είπε. Για τι πράγμα να προσευχηθώ;

Αμάν, μας κυνηγάει η μούμια, είπε η φωνή. Πάμε πιο γρήγορα. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Ξέρεις.

Όχι, δεν ξέρω!

«Ναι, ξέρω», είπε δυνατά, σχεδόν κλαίγοντας. «Σημαίνει ότι πρέπει να ζητήσω αυτό που δεν τολμάει κανένας από τους μεγάλους να ζητήσει, να προσευχηθώ γι' αυτό που δεν τολμάει κανείς τους να προσευχηθεί. Αυτό σημαίνει;»

Καμιά απάντηση από τη φωνή.

Ο Ντέιβιντ άνοιξε τα μάτια του και ο ήλιος τον βομβάρδισε με το ζεστό, χρυσαφένιο φως του νοεμβριάτικου απογεύματος. Τα πόδια του είχαν μουδιάσει εντελώς από τα γόνατα και κάτω κι ένιωθε σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από πολύ βαθύ ύπνο. Ξαφνικά, η απλή, απροκάλυπτη ομορφιά της μέρας τον γέμισε δέος κι αισθάνθηκε πολύ έντονα τον εαυτό του σαν μέρος ενός απέραντου όλου -σαν ένα κύτταρο στο ζωντανό οργανισμό του κόσμου. Σήκωσε τα χέρια από τα γόνατα του, έστρεψε τις παλάμες προς τον ουρανό και τα σήκωσε ψηλά.

«Καν' τον καλά», είπε. «Θεέ μου, καν' τον καλά. Κι εγώ θα κάνω κάτι για σένα. θ' ακούω τι θέλεις και θα το κάνω. Σου το υπόσχομαι». 179

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Δεν έκλεισε ξανά τα μάτια του, αλλά αφουγκράστηκε προσεκτικά, περιμένοντας να δει αν είχε κάτι άλλο να του πει η φωνή. Στην αρχή του φάνηκε πως δεν είχε.

Χαμήλωσε τα χέρια του, έκανε να σηκωθεί και μόρφασε καθώς μυριάδες βελόνες άρχισαν να τσιμπάνε τα πόδια του από τις φτέρνες ως τα γόνατα. Μέχρι που γέλασε λιγάκι. Πιάστηκε από ένα κλαδί για να στηριχτεί και καθώς το έκανε, η φωνή του μίλησε ξανά.

Ο Ντέιβιντ άκουγε, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, πιασμένος από το κλαδί, νιώθοντας χιλιάδες βελόνες να τσιμπάνε τα μουδιασμένα πόδια του καθώς το αίμα ξανάβρισκε την κανονική του κυκλοφορία. Ύστερα έγνεψε καταφατικά. Αυτός και ο Μπράιαν είχαν μπήξει τρία καρφιά στον κορμό του δέντρου για να στηρίξουν την πινακίδα που έγραφε ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΒΙΕΤΚΟΝΓΚ. Το ξύλο είχε ζαρώσει και παραμορφωθεί γύρω από τα σκουριασμένα κεφάλια των καρφιών που ξεφύτρωναν από το φλοιό. Ο Ντέιβιντ πήρε από την τσέπη του πουκαμίσου του τη γαλάζια καρτέλα που έγραφε ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ και την έμπηξε σ' ένα από τα καρφιά. Ύστερα άρχισε να κάνει σημειωτόν μέχρι που πέρασε το μυρμήγκιασμα στα πόδια του κι αισθάνθηκε ικανός να κατεβεί με ασφάλεια από το δέντρο. Γύρισε σπίτι. Δεν είχε προλάβει να μπει στο δρομάκι και οι γονείς του βγήκαν τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας. Η Έλλη Κάρβερ στάθηκε στην άκρη της βεράντας, σκιάζοντας τα μάτια της, και ο Ραλφ έτρεξε ως τα μισά της απόστασης, τον συνάντησε και τον άρπαξε από τους ώμους. «Πού ήσουν, Ντέιβιντ; Πού διάβολο πήγες;»

«Πήγα μια βόλτα. Ως το δάσος της Μπέαρ. Σκεφτόμουν τον Μπράιαν».

«Μας κοψοχόλιασες», είπε η μαμά του. Η Κίρστεν βγήκε στο κεφαλόσκαλο και στάθηκε δίπλα στη μαμά της. Έτρωγε ένα μπολ ζελέ, κρατώντας παραμάσχαλα την αγαπημένη της κούκλα, τη Μελίσα Σουίτχαρτ. «Ακόμα και η Κίρστι ανησύχησε, ε, γλυκιά μου;» «Καθόλου», είπε η Πάι και συνέχισε να τρώει το ζελέ της. 180

STEPHEN KING

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο πατέρας του. «Ναι».

«Είσαι σίγουρος;» «Ναι».

Ο Ντέιβιντ μπήκε στο σπίτι, τραβώντας το ένα από τα κοτσιδάκια της Πάι καθώς περνούσε την πόρτα. Η Πάι σούφρωσε τη μύτη της και ύστερα του χαμογέλασε.

«Το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο, πήγαινε να πλυθείς», είπε η Έλλη.

Τότε άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Η μαμά του πήγε ν' απαντήσει και ύστερα τον φώναξε καθώς ο Ντέιβιντ πήγαινε προς το μπάνιο να πλύνει τα χέρια του που πράγματι ήταν πολύ βρόμικα όλο χώματα και πρασινίλες από το σκαρφάλωμα. Στράφηκε και είδε τη μαμά του να του προτείνει το ακουστικό κρατώντας το με το ένα της χέρι, ενώ με το άλλο έστριβε νευρικά την ποδιά της. Πήγε να πει κάτι, αλλά τα χείλη της κινήθηκαν χωρίς να βγει ήχος. Ξεροκατάπιε και δοκίμασε ξανά. «Είναι η Ντέμπι Ρος και θέλει εσένα. Κλαίει. Νομίζω πως τελείωσε. Για το θεό, μίλησε της ευγενικά».

Ο Ντέιβιντ διέσχισε το δωμάτιο κι έπιασε το ακουστικό. Τον είχε κυριεύσει ξανά η αλλόκοτη αίσθηση. Ήταν σίγουρος πως η μαμά του είχε μισό δίκιο: κάτι είχε τελειώσει. «Ναι;» είπε. «Κυρία Ρος;»

Η μαμά του Μπράιαν έκλαιγε τόσο πολύ, που στην αρχή δεν μπορούσε να του μιλήσει. Προσπαθούσε, αλλά το μόνο που ακουγόταν ανάμεσα στους λυγμούς της ήταν κάτι μπον-χον-χον. Από κάπου κοντά της ακούστηκε ο κύριος Ρος να λέει, «Δώσ' το μου εμένα», και η κυρία Ρος είπε, «Όχι, μπορώ». Ακολούθησε ένα πολύ δυνατό φύσημα μύτης -αντήχησε σαν κόρνα στ' αυτί του Ντέιβιντ- και ύστερα η κυρία Ρος είπε: «Ο "Μπράιαν ξύπνησε».

«Ναι;» είπε ο Ντέιβιντ. Αυτό το νέο τον έκανε να νιώσει τη μεγαλύτερη ευτυχία που είχε αισθανθεί ποτέ στη ζωή του, αλλά δεν του προκάλεσε την παραμικρή έκπληξη. 181

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Πέθανε; ρώτησε η Έλλη, κουνώντας τα χείλη της χωρίς να βγάλει ήχο. Το ένα της χέρι ήταν ακόμα στην ποδιά της, στρίβοντας και ξεστρίβοντας το ύφασμα.

«Όχι», είπε ο Ντέιβιντ φράζοντας το ακουστικό με την παλάμη του, απευθυνόμενος στους γονείς του. Δεν υπήρχε πρόβλημα, προλάβαινε να τους απαντήσει γιατί η Ντέμπι Ρος έκλαιγε πάλι. Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε πως έτσι θα έκλαιγε κάθε φορά που θα το ανακοίνωνε σε κάποιον, τις πρώτες ώρες τουλάχιστον. Δε θα μπορούσε να κρατηθεί γιατί τον είχε πιστέψει οριστικά χαμένο. Πέθανε; ξαναρώτησε η Έλλη, με τον ίδιο τρόπο.

«Όχι!» της είπε ο Ντέιβιντ, αρκετά απότομα –κουφή ήταν; «Δεν πέθανε, ζωντάνεψε. Η μαμά του λέει ότι ξύπνησε».

Η μητέρα και ο πατέρας του τον κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό, σαν ψάρια σε ενυδρείο. Η Πάι πέρασε από δίπλα τους, τρώγοντας ακόμη το ζελέ της και μίλησε στην κούκλα της, που το μισό κορμί της πρόβαλλε άκαμπτο κάτω από το διπλωμένο της μπράτσο. «Σου το είπα πως έτσι θα γίνει τελικά», είπε στη Μελίσα Σουίτχαρτ, με κατηγορηματικό τόνο. «Δε σου το είπα;» «Ξύπνησε», είπε η μητέρα του Ντέιβιντ, με φωνή γεμάτη κατάπληξη και απορία, «θα ζήσει». «Ντέιβιντ, μ' ακούς;» είπε η μαμά του Μπράιαν από το ακουστικό. «Ναι, κυρία Ρος».

«Γύρω στα είκοσι λεπτά αφού έφυγες, η οθόνη του ηλεκτροεγκεφαλογράφου άρχισε να δείχνει κύματα. Εγώ τα είδα πρώτη -ο Μαρκ είχε κατεβεί στο μπαρ να φέρει αναψυκτικά- κι έτρεξα στο γραφείο των νοσοκόμων. Δε με πίστευαν». Γέλασε ανάμεσα στα δάκρυα της. «Ε, βέβαια, ποιος θα το πίστευε; Κι όταν έπεισα τελικά μια αδελφή να έρθει να δει, κάλεσαν μηχανικό αντί για γιατρό. Τόσο σίγουρες ήταν ότι ήταν αδύνατο να συμβαίνει. Νόμιζαν ότι κάτι είχε πάθει η οθόνη και την αντικατέστησαν, δεν είναι απίστευτο;» «Ναι», είπε ο Ντέιβιντ. «Εντελώς τρελό».

Και οι δυο γονείς του του έκαναν βουβές ερωτήσεις τώρα. Ο πατέρας του τις συνόδευε με έντονες, μεγάλες χειρονομίες. Του Ντέ182

STEPHEN KING

ιβιντ του φάνηκε σαν τρόφιμος ασύλου φρενοβλαβών, που νομίζει ότι είναι τηλεπαρουσιαστής. Του ερχόταν να γελάσει βλέποντας τους. Δεν ήθελε όμως να το κάνει ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο –η κυρία Ρος ίσως τον παρεξηγούσε- οπότε γύρισε προς τον τοίχο.

«Και μόνο όταν είδαν τα ίδια κύματα και στην καινούρια οθόνη πιο έντονα μάλιστα- η μια από τις νοσοκόμες κάλεσε τον Βασλέβσκι, το νευρολόγο. Πριν έρθει ο γιατρός, ο Μπράιαν γύρισε τα μάτια του και μας κοίταξε. Με ρώτησε αν είχα ταΐσει το χρυσόψαρο σήμερα.

Εγώ του είπα ναι, το χρυσόψαρο είναι μια χαρά. Δεν έκλαψα ούτε έκανα καμιά κίνηση. Ήμουν σαν αποσβολωμένη. Ύστερα ο Μπράιαν είπε ότι πονάει το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια. Όταν μπήκε ο νευρολόγος στο δωμάτιο, ο Μπράιαν φαινόταν σαν να ήταν πάλι σε κώμα και είδα το γιατρό να ρίχνει ένα βλέμμα στη νοσοκόμα σαν να της έλεγε, "Γιατί με κουβάλησες εδώ; Αφού ξέρεις". Καταλαβαίνεις;» «Φυσικά», είπε ο Ντέιβιντ.

«Όμως, όταν ο γιατρός χτύπησε παλαμάκια δίπλα στ' αυτί του Μπράιαν, το αγόρι μου ξανάνοιξε τα μάτια του αμέσως. Έπρεπε να δεις το ύφος του παλιο-Πολωνού, Ντέιβ μου!» Η κυρία Ρος γέλασε δυνατά, κακαριστά. Ακούστηκε σαν γέλιο τρελής. «Τότε ο Μπράιαν είπε ότι δ-δ-διψούσε και ζ-ζήτησε λίγο ν-ν-νερό».

Στο σημείο αυτό η κυρία Ρος έσπασε οριστικά. Οι λυγμοί της ήταν τόσο δυνατοί στ' αυτί του Ντέιβιντ, που σχεδόν πόνεσε. Ύστερα ο ήχος απομακρύνθηκε και ο μπαμπάς του Μπράιαν είπε: «Ντέιβι; Μ' ακούς;» Ούτε κι αυτός δεν ακουγόταν ψύχραιμος, αλλά τουλάχιστον δεν γκάριζε μέσα στ' αυτί του. «Ναι, σας ακούω».

«Ο Μπράιαν δε θυμάται το δυστύχημα, δε θυμάται τίποτε απ' όταν έκανε τα μαθήματα του το προηγούμενο βράδυ και μετά, αλλά θυμάται τ' όνομα του και τη διεύθυνση του σπιτιού μας και τα δικά μας ονόματα. Ξέρει ποιον έχουμε Πρόεδρο και μπορεί να κάνει πράξεις με το μυαλό του. Ο δόκτωρ Βασλέβσκι λέει πως έχει ακούσει για περιπτώσεις σαν κι αυτή, αλλά δεν του έχει τύχει πο183

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τέ. Το αποκάλεσε "κλινικό θαύμα". Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει τίποτε κι ούτε με νοιάζει. Απλώς θέλω να σ' ευχαριστήσω, Ντέιβιντ. Το ίδιο και η Ντέμπι. Από τα βάθη της καρδιάς μας».

«Εμένα;» είπε ο Ντέιβιντ. Ένα χέρι τον τραβούσε από τον ώμο, προσπαθώντας να τον κάνει να στραφεί. Αντιστάθηκε. «Γιατί να μ' ευχαριστήσετε εμένα;»

«Που μας ξανάφερες πίσω τον Μπράιαν. Του μίλησες. Τα κύματα στην οθόνη άρχισαν να εμφανίζονται λίγο αφότου έφυγες. Σε άκουσε, Ντέιβι. Σε άκουσε και γύρισε πίσω». «Δεν το έκανα εγώ», είπε ο Ντέιβιντ. Στράφηκε. Οι γονείς του τον είχαν στριμώξει κυριολεκτικά στον τοίχο, τα πρόσωπα τους ήταν γεμάτα ελπίδα, απορία, κατάπληξη. Η μητέρα του έκλαιγε. Τι μέρα δακρύων κι αυτή! Μόνο η Πάι φαινόταν να είναι στα συγκαλά της, αυτή που συνήθως κλαψούριζε τουλάχιστον έξι ώρες το εικοσιτετράωρο. «Εγώ αυτό ξέρω, αυτό λέω», είπε ο κύριος Ρος. «Αυτό ξέρω, Ντέιβιντ».

Έπρεπε να μιλήσει στους γονείς του. Κόντευαν να του ανοίξουν τρύπες στο κορμί έτσι που τον κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια. Αλλά πριν το κάνει, υπήρχε κάτι ακόμα που έπρεπε να μάθει. «Τι ώρα ξύπνησε ο Μπράιαν και ρώτησε για το χρυσόψαρο; Πόση ώρα απ' όταν αρχίσατε να βλέπετε τα κύματα στο μηχάνημα;»

«Ε... άλλαξαν την οθόνη... σου το είπε η γυναίκα μου αυτό... και ύστερα... δεν ξέρω...» Ο κύριος Ρος σώπασε για μερικές στιγμές και ξαφνικά θυμήθηκε: «Ξέρω! Θυμάμαι που άκουσα τη σφυρίχτρα του σταθμού της πυροσβεστικής από την Κολόμπους Μπροντ λίγο πριν αρχίσει να μας μιλάει. Άρα πρέπει να ήταν λίγο μετά τις πέντε». Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι του, χωρίς έκπληξη. Περίπου την ώρα που η φωνή στο μυαλό του του είχε πει, Προσεύχεσαι ήδη. «Μπορώ να έρθω να τον δω αύριο;» ρώτησε.

Ο κύριος Ρος γέλασε τότε. «Ντέιβιντ, μπορείς να έρθεις και τα μεσάνυχτα, αν θέλεις. Γιατί όχι; Ο γιατρός Βασλέβσκι μας είπε να τον ξυπνάμε κάθε τόσο και να του κάνουμε κοινές ερωτήσεις. Ξέ184

STEPHEN KING

ρω τι φοβάται, μήπως ξαναπέσει ο Μπράιαν σε κώμα, αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι θα συμβεί τέτοιο πράγμα. Εσύ τι λες;» «Αποκλείεται», είπε ο Ντέιβιντ. «Χαίρετε, κύριε Ρος».

Έκλεισε το τηλέφωνο και οι γονείς του μόνο που δεν τον έπνιξαν μέσα στην αγωνία τους να μάθουν.

«Πώς έγινε;» ρωτούσαν. «Πώς έγινε και τι σχέση μπορεί να έχεις εσύ;»

Ο Ντέιβιντ ένιωσε τότε την έντονη επιθυμία –την πιεστική επιθυμία- να χαμηλώσει ταπεινά το βλέμμα του και ν' απαντήσει: «Απλώς ξύπνησε, δεν ξέρω τι έγινε. Μόνο που... να...» θα σταματούσε με προσποιητή απροθυμία και τελικά θα έλεγε: «Ο μπαμπάς του και η μαμά του πιστεύουν ότι άκουσε τη δική μου φωνή κι ανταποκρίθηκε, αλλά ξέρετε πόσο ταραγμένοι ήταν».

Αυτό θα έφτανε για να γεννηθεί ένας μύθος. Ο Ντέιβιντ το καταλάβαινε. Κι ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να συμβεί.

Ένα μέρος του εαυτού του το ήθελε πάρα πολύ. Αυτό που τον εμπόδισε τελικά δεν ήταν η παράξενη, εσωτερική φωνή αλλά μια δική του σκέψη, περισσότερο ενστικτώδης παρά διαμορφωμένη λογικά: Αν καυχηθείς τώρα, σταματάει εδώ.

Τι σταματάει;

Ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό, απάντησε η φωνή του ενστίκτου. «Ντέιβιντ, λέγε», είπε ο πατέρας του, τραντάζοντας τον λιγάκι από τους ώμους, «θα σκάσουμε από αγωνία».

«Ο Μπράιαν ξύπνησε», είπε ο Ντέιβιντ, διαλέγοντας πολύ προσεκτικά τα λόγια του. «Μπορεί και μιλάει, μπορεί και θυμάται. Ο νευρολόγος λέει πως έγινε θαύμα. Ο κύριος και η κυρία Ρος νομίζουν ότι ο Μπράιαν με άκουσε που του μίλησα και γύρισε πίσω, αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Εγώ του κρατούσα το χέρι και δεν ήταν εκεί. Ήταν ο πιο πεθαμένος άνθρωπος που έχω δει στη ζωή μου. Γι' αυτό έκλαψα, όχι επειδή οι γονείς του έπαθαν κρίση. Έκλαψα γιατί ο Μπράιαν ήταν πεθαμένος. Δεν ξέρω τι έγινε κι ούτε με νοιάζει. Ο Μπράιαν ξύπνησε και μόνο αυτό μ' ενδιαφέρει». 185

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αυτό είναι και το μόνο που θα πρέπει να σ' ενδιαφέρει», είπε η μητέρα του και τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της. «Πεινάω», είπε ο Ντέιβιντ. «Τι έχουμε για φαγητό;» 3 Τώρα ο Ντέιβιντ αιωρούνταν στο σκοτάδι, τυφλός αλλά όχι κουφός, κι αφουγκραζόταν περιμένοντας τη φωνή, που ο αιδεσιμότατος Τζιν Μάρτιν αποκαλούσε ήρεμη, σιγανή φωνή του θεού. Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν είχε ακούσει με προσοχή την ιστορία του Ντέιβιντ, όχι μια αλλά πολλές φορές τους τελευταίους εφτά μήνες. Του άρεσε ιδιαίτερα η διήγηση του Ντέιβιντ για το τι είχε αισθανθεί όταν μιλούσε στους γονείς του, μετά την τηλεφωνική συνομιλία με τους γονείς του Μπράιαν.

«Είχες απόλυτο δίκιο», του είπε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν. «Δεν ήταν κάποια άλλη φωνή αυτή που άκουσες στο τέλος, σίγουρα δεν ήταν η φωνή του θεού, παρά μόνο με την έννοια ότι ο θεός μας μιλάει καμιά φορά μέσα από τη συνείδηση μας. Οι άνθρωποι, Ντέιβιντ, πιστεύουν ότι η συνείδηση μας είναι ένα είδος λογοκριτή, το μέρος όπου εδρεύουν οι κοινωνικές κυρώσεις, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα είδος φίλου, που συχνά μας οδηγεί σε καλές λύσεις ακόμη και όταν βρισκόμαστε σε καταστάσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες της αντίληψης μας. Με παρακολουθείς;» «Έτσι νομίζω».

«Δεν ήξερες γιατί ήταν λάθος να καυχηθείς για τη γιατρειά του φίλου σου, αλλά δε χρειαζόταν να το ξέρεις. Ο Σατανάς σ' έβαλε σε πειρασμό, όπως έβαλε και τον Μωυσή, αλλά εσύ έκανες αυτό που δεν έκανε ο Μωυσής: κατάλαβες και άντεξες». «Κι ο Μωυσής; Τι έκανε;»

Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν του αφηγήθηκε την ιστορία: όταν οι Ισραηλίτες διψούσαν στην έρημο, ο Μωυσής χτύπησε με το ραβδί του Ααρών ένα βράχο κι ανάβλυσε νερό. Κι όταν οι Ισραηλίτες τον ρώτησαν ποιον έπρεπε να ευχαριστήσουν, ο Μωυσής τους είπε να 186

STEPHEN KING

ευχαριστήσουν αυτόν. Ενώ διηγιόταν την ιστορία, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν έπινε από την κούπα του τσαγιού του, που έγραφε πάνω ΕΥΘΥΜΟΣ, ΕΞΥΠΝΟΣ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, αλλά αυτό που ήταν μέσα στην κούπα δε μύριζε και πολύ σαν τσάι. Περισσότερο μύριζε σαν το ουίσκι που έπινε ο μπαμπάς του Ντέιβιντ όταν έβλεπε το βραδινό δελτίο ειδήσεων. «Ένα μικρό παραπάτημα σε μια σκληρή πορεία ολόκληρης ζωής στην υπηρεσία του θεού», είπε χαρωπά ο αιδεσιμότατος Μάρτιν, «αλλά γι' αυτό το παράπτωμα ο θεός του στέρησε τη Γη της Επαγγελίας. Τελικά ήταν ο Ιησούς του Ναυή αυτός που πέρασε στην αντίπερα όχθη του ποταμού αυτό το μπουλούκι των κακών κι αχάριστων ανθρώπων».

Αυτή η κουβέντα είχε γίνει μια Κυριακή απόγευμα τον Ιούνιο. Στο μεταξύ, οι δυο τους γνωρίζονταν ήδη καιρό και είχαν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα. Ο Ντέιβιντ είχε αποκτήσει τη συνήθεια να πηγαίνει στην εκκλησία των μεθοδιστών τα πρωινά της Κυριακής και τ' απογεύματα να επισκέπτεται τον αιδεσιμότατο Μάρτιν στο πρεσβυτέριο και να συζητάνε για καμιά ώρα ή και περισσότερο στο γραφείο του. Ο Ντέιβιντ περίμενε με λαχτάρα αυτές τις συναντήσεις, το ίδιο και ο Τζιν Μάρτιν. Τον είχε σκλαβώσει αυτό το παιδί, που τη μια στιγμή ήταν ένα συνηθισμένο αγοράκι και την άλλη φαινόταν απίστευτα ώριμο για την ηλικία του. Υπήρχε και κάτι άλλο όμως. Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν πίστευε ότι το μικρό Ντέιβιντ Κάρβερ τον είχε αγγίξει ο θεός και ότι ο θεός μπορεί να μην είχε τραβήξει ακόμη το χέρι Του από το κεφάλι του Ντέιβιντ.

Τον είχε συναρπάσει η ιστορία του Μπράιαν Ρος και πώς αυτά που είχαν συμβεί στον Μπράιαν είχαν κάνει τον Ντέιβιντ, ένα συνηθισμένο, θρησκευτικά αναλφάβητο παιδί του εικοστού αιώνα, ν' αναζητήσει απαντήσεις... να ψάξει το θεό. Είπε στη γυναίκα του ότι ο Ντέιβιντ ήταν ο μόνος γνήσιος νεοφώτιστος που είχε δει ποτέ του και ότι αυτό που συνέβη στο φίλο του Ντέιβιντ ήταν το μόνο σύγχρονο θαύμα που ήξερε και το οποίο θα μπορούσε να πιστέψει. Ο Μπράιαν είχε βγει από την περιπέτεια του ακέραιος, με εξαίρεση ένα ελαφρό πρόβλημα στο ένα πόδι, που τον έκανε να κουτσαίνει, αλλά οι γιατροί έλεγαν ότι θα εξαφανιζόταν κι αυτό, το πολύ σ' ένα χρόνο. 187

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Υπέροχα», απάντησε η Στέλλα Μάρτιν στον άντρα της. «Μεγάλη παρηγοριά για μένα και το μωρό. Φαντάζεσαι να πει τίποτε περίεργο ο νεαρός σου φίλος για τη θρησκευτική του καθοδήγηση και να καταλήξεις κατηγορούμενος για απόπειρα αποπλάνησης ανηλίκου; Πρόσεχε, Τζιν, είναι τρέλα να πίνεις μπροστά του».

«Δεν πίνω μπροστά του», είπε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν, που ξαφνικά φάνηκε να έχει ανακαλύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον έξω από το παράθυρο και βάλθηκε να το κοιτάζει με προσήλωση. Τελικά, έστρεψε πάλι το βλέμμα στη γυναίκα του. «Όσο για το άλλο, με οδηγεί ο Κύριος».

Ο Τζιν Μάρτιν συνέχισε να βλέπει τον Ντέιβιντ τα απογεύματα της Κυριακής. Ο ίδιος δεν ήταν πάνω από τριάντα χρονών και ανακάλυπτε για πρώτη φορά την ικανοποίηση του να «γράφει» σε παρθένο χαρτί. Δεν έπαψε ν' ανακατεύει ουίσκι Σίγκραμς με το τσάι του, μια μακρόχρονη συνήθεια που δεν ήταν διατεθειμένος να κόψει, αλλά άφηνε πάντα ανοιχτή την πόρτα του γραφείου όταν ήταν εκεί με τον Ντέιβιντ. Η τηλεόραση έμενε συνεχώς αναμμένη όσο μιλούσαν, πάντα σε κάποιο κανάλι που μετέδιδε τους κυριακάτικους αγώνες –άηχο ποδόσφαιρο, άηχο μπάσκετ ή άηχο μπέιζμπολ.

Στη διάρκεια ενός άηχου αγώνα μπέιζμπολ μεταξύ των Ίντιαυς και των Εις, ο Ντέιβιντ έμαθε την ιστορία του Μωυσή που είχε βγάλει νερό από το βράχο. Μετά από κάμποση ώρα, τράβηξε το βλέμμα του από την οθόνη και είπε στον αιδεσιμότατο Μάρτιν: «Ο θεός δε συγχωρεί εύκολα, ε;»

«Ναι, πράγματι», απάντησε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν, λιγάκι αιφνιδιασμένος από την ερώτηση. «Αναγκαστικά, αφού είναι τόσο απαιτητικός». «Είναι και άσπλαχνος, όμως -δεν είναι;»

Ο Τζιν Μάρτιν δε δίστασε. «Ναι», απάντησε. «Ο θεός είναι άσπλαχνος. Έχω ποπκόρν, Ντέιβιντ, θέλεις να φτιάξουμε;» Τώρα ο Ντέιβιντ αιωρούνταν στο κενό, περιμένοντας τη φωνή του άσπλαχνου θεού. Αυτού που είχε αρνηθεί στον Μωυσή τη Γη Χαναάν επειδή για μια και μοναδική φορά στη ζωή του είχε σφετεριστεί το έργο του θεού. Αυτού που, ενώ είχε χρησιμοποιήσει 188

STEPHEN KING

αυτόν για να σώσει τον Μπράιαν Ρος, μετά είχε αφήσει να σκοτωθεί η αδερφούλα του και να πέσουν οι υπόλοιποι στα χέρια του τρελού γίγαντα με τα άδεια, κωματώδη μάτια.

Υπήρχαν κι άλλες φωνές στο σκοτεινό μέρος όπου πήγαινε ο Ντέιβιντ όταν προσευχόταν. Τις άκουγε συχνά όταν βρισκόταν εκεί, συνήθως απόμακρα, σαν αυτές που ακούγονται καμιά φορά στα υπεραστικά τηλεφωνήματα, κι άλλες φορές πιο καθαρά. Σήμερα μια απ' αυτές τις φωνές ακούστηκε πολύ καθαρά.

Αν θέλεις να προσευχηθείς, προσευχήσου σ' εμένα, του είπε. Γιατί να παρακαλέσεις ένα θεό που σκοτώνει μικρά κοριτσάκια; Δε θα ξαναγελάσεις με τις κουταμάρες της ούτε θα την ξαναγαργαλήσεις μέχρι να ξεκαρδιστεί στα γέλια ούτε θα της ξανατραβήξεις τα κοτσιδάκια. Η αδερφούλα σου πέθανε και οι γονείς σου είναι στη φυλακή. Όταν ξανάρθει αυτός ο τρελός αστυνομικός, μάλλον θα σας σκοτώσει κι εσάς. Και τους άλλους που είναι εδώ. Αυτά κάνει ο θεός σου, αλλά τι περιμένεις από ένα θεό που αφήνει να σκοτώνονται μικρά παιδιά; Είναι κι αυτός παρανοϊκός σαν τον αστυνομικό, αν το καλοσκεφτείς. Κι εσύ Τον παρακαλάς γονατιστός. Έλα, Ντέιβιντ, σύνελθε. Παράτα Τον. Προσευχήσου σ' εμένα. Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι τρελός.

Δεν τον παραμύθιασε αυτή η φωνή - όχι εντελώς, δηλαδή. Την είχε ξανακούσει, ίσως για πρώτη φορά τότε που αισθάνθηκε την επιθυμία να δώσει στους γονείς του την εντύπωση ότι αυτός είχε καλέσει πίσω στη ζωή τον Μπράιαν. Την άκουγε ακόμα πιο καθαρά, πιο προσωπικά, στην καθημερινή προσευχή του κι αυτό τον είχε προβληματίσει, αλλά όταν είπε στον αιδεσιμότατο Μάρτιν γι' αυτή τη φωνή που εμφανιζόταν στις σκέψεις του, ο αιδεσιμότατος γέλασε. «Όπως ο θεός, έτσι και ο Σατανάς συνήθως μας μιλάει καθαρά στις προσευχές μας», είπε. «Τότε είμαστε πιο ανοιχτοί, σε μεγαλύτερη επαφή με το πνεύμα μας». «Δηλαδή;»

«Μ' εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που λαχταράει να εκπληρώσει τις θεϊκές του δυνατότητες και να παραμείνει αιώνιο και άφθαρτο. Το κομμάτι για το οποίο ο θεός και ο Σατανάς παλεύουν ακόμα και τώρα». 189

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν είχε μάθει στον Ντέιβιντ ένα μικρό «ξόρκι», για να το λέει σε περιπτώσεις σαν την τωρινή. Δες μέσα μου, μπες μέσα μου, σκέφτηκε ξανά και ξανά και ξανά. Περίμενε να σβήσει σιγά σιγά η άλλη φωνή, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να καταφέρει να υψωθεί πάνω από τον πόνο του, που τον έσφιγγε κάθε τόσο σαν κράμπα. Πονούσε αφόρητα όταν σκεφτόταν τι είχε συμβεί στην Πάι. Και, ναι, κάχιζε το θεό που είχε αφήσει τον παρανοϊκό αστυνομικό να τη ρίξει από τη σκάλα. Δεν τον κάκιζε απλώς, τον μισούσε. Δες μέσα μου, θεέ μου. Μπες μέσα μου, θεέ μου. Δες μέσα μου, μπες μέσα μου.

Η φωνή του Σατανά (αν ήταν πράγματι αυτός –ο Ντέιβιντ δεν ήταν σίγουρος) έσβησε αργά και για κάμποση ώρα υπήρχε μόνο σκοτάδι. Θεέ μου, πες μου τι να κάνω. Πες μου τι θέλεις. Κι αν είναι το θέλημα σου να πεθάνω εδώ, βοήθησε με να μη σπαταλήσω το χρόνο μου θυμωμένος ή τρομαγμένος ή φωνάζοντας σου να μου δώσεις μια εξήγηση. Από πολύ μακριά, το ουρλιαχτό ενός κογιότ. Ύστερα τίποτε.

Ο Ντέιβιντ περίμενε, πασχίζοντας να κρατήσει το μυαλό του ανοιχτό, αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτε. Τελικά, τα παράτησε κι απήγγειλε μουρμουριστά, πάνω στις σφιγμένες γροθιές του, τα λόγια που έκλειναν την προσευχή και που του είχε μάθει ο αιδεσιμότατος Μάρτιν. «Κύριε, κάνε με χρήσιμο στον εαυτό μου και βοήθησε με να μην ξεχνώ ότι, μέχρι να γίνω, δεν μπορώ να βοηθήσω τους άλλους. Να μην ξεχνώ πως Εσύ είσαι ο δημιουργός μου. Είμαι όπως με έπλασες -μερικές φορές δάχτυλο στο χέρι Σου, άλλες γλώσσα στο στόμα Σου. Κάνε με σκεύος αφιερωμένο ολόκληρο σ' Εσένα και βοήθησε με να εκτελώ το θέλημα Σου. Σ' ευχαριστώ. Αμήν».

Ο Ντέιβιντ άνοιξε τα μάτια του. Όπως πάντα, αρχικά βρέθηκε ν' αντικρίζει το σκοτάδι στο κέντρο των σφιγμένων χεριών του και, όπως κάθε φορά, το πρώτο πράγμα που του θύμισε ήταν ένα μάτι -μια τρύπα σαν μάτι. Άραγε τίνος; Του θεού; Του διαβόλου; Ή μήπως το δικό του; Σηκώθηκε, έκανε αργά στροφή και κοίταξε τους γονείς του. Τον κοίταζαν κι εκείνοι, η Έλλη κατάπληκτη, ο Ραλφ βλοσυρός. 190

STEPHEN KING

«Επιτέλους», είπε η μητέρα του. Του έδωσε μια ευκαιρία ν' απαντήσει κι αφού δεν το έκανε τον ρώτησε: «Σοβαρά προσευχόσουν; Ήσουν γονατισμένος σχεδόν μισή ώρα, νόμισα πως αποκοιμήθηκες. Προσευχόσουν;» «Ναι».

«Το κάνεις συνέχεια ή είναι ειδική περίπτωση η σημερινή;»

«Το κάνω τρεις φορές την ημέρα. Πρωί, βράδυ και κάποια ώρα ανάμεσα. Στη μεσημεριανή προσευχή, ευχαριστώ το θεό για τα καλά πράγματα στη ζωή μου και Του ζητάω να με βοηθήσει σ' αυτά που δεν καταλαβαίνω». Ο Ντέιβιντ γέλασε -ένα μικρό, νευρικό γελάκι. «Πάντα υπάρχουν πολλά τέτοια».

«Είναι πρόσφατη αυτή η εξέλιξη ή το κάνεις αφότου άρχισες να πηγαίνεις στην εκκλησία;» Η μητέρα του εξακολουθούσε να τον κοιτάζει μ' ένα κατάπληκτο ύφος, που τον έκανε να αισθάνεται αμήχανος. Κατά ένα μέρος έφταιγε το μάτι της -είχε ήδη γίνει μπλάβο από το χτύπημα του αστυνομικού- αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.

«Το κάνει από το δυστύχημα του Μπράιαν και μετά», είπε ο Ραλφ. Σήκωσε το χέρι του, άγγιξε το πρήξιμο πάνω από το αριστερό του μάτι, μόρφασε κι άφησε το χέρι του να ξαναπέσει στη θέση του. Κοιτούσε το γιο του ανάμεσα από τα κάγκελα κι έδειχνε εξίσου αμήχανος με τον Ντέιβιντ. «Ανέβηκα μια φορά επάνω να σε φιλήσω πριν κοιμηθείς -ήταν λίγες μέρες αφότου ο Μπράιαν βγήκε από το νοσοκομείο- και σε βρήκα γονατισμένο στα πόδια του κρεβατιού σου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι μπορεί να... ξέρεις, να έκανες τίποτ' άλλο... και ύστερα άκουσα κάτι απ' αυτά που μουρμούριζες και κατάλαβα». Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε και ταυτόχρονα ένιωσε τα μαγουλά του να φλογίζονται. Ήταν παράλογο κι όμως ντράπηκε. «Τώρα το κάνω μέσα στο μυαλό μου», είπε. «Δεν κουνάω καν τα χείλη μου. Μια μέρα στο σχολείο, στην αίθουσα μελέτης, δυο παιδιά με άκουσαν που μουρμούριζα μόνος μου και νόμισαν πως μου έχει στρίψει». 191

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ο πατέρας σου ίσως καταλαβαίνει, εγώ όμως, όχι», είπε η Έλλη.

«Μιλάω στο θεό», της απάντησε ο Ντέιβιντ. Ντρεπόταν, αλλά σκέφτηκε πως αν το έλεγε μια φορά, σταράτα και στα ίσα, δε θα χρειαζόταν να το ξαναπεί δημόσια. «Αυτό είναι η προσευχή, να μιλάς με το θεό. Στην αρχή είναι σαν να μιλάς μόνος σου, αλλά μετά αλλάζει».

«Αυτό είναι κάτι που το διαπίστωσες εσύ ο ίδιος, Ντέιβιντ, ή σου το είπε ο καινούριος φίλος σου, ο κυριακάτικος;» «Το κατάλαβα από μόνος μου». «Και σου απαντάει ο θεός;»

«Καμιά φορά νομίζω πως Τον ακούω», είπε ο Ντέιβιντ. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων του το φυσίγγιο. «Μια φορά Τον άκουσα σίγουρα. Του ζήτησα να κάνει καλά τον Μπράιαν. Τη μέρα που με πήγε ο μπαμπάς στο νοσοκομείο, μετά κατέβηκα στο δάσος της οδού Μπέαρ, σκαρφάλωσα στην εξέδρα που έχουμε φτιάξει εγώ και ο Μπράιαν πάνω σ' ένα δέντρο και παρακάλεσα το θεό να τον κάνει καλά. Του είπα πως, αν γινόταν αυτό, εγώ θα Του χρωστούσα κάτι. Κατάλαβες;» «Ναι, Ντέιβιντ, κατάλαβα τι εννοείς. Και σου ζήτησε να του ξεπληρώσεις τα χρωστούμενα ο θεός σου;»

«Όχι ακόμα. Αλλά όταν σηκώθηκα για να κατεβώ από το δέντρο, μου είπε να κρεμάσω το πάσο, ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ, από το καρφί που προεξέχει από τον κορμό του δέντρου εκεί ψηλά. Ήταν σαν να ήθελε να το επιστρέψω αλλά σ' Αυτόν αντί στην κυρία Χάρντι στο σχολείο. Και κάτι άλλο. Ήθελε να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα γι' Αυτόν -τι είναι, τι θέλει, τι κάνει και τι δεν κάνει. Αυτά δεν τ' άκουσα με λόγια, αλλά άκουσα καθαρά το όνομα του ανθρώπου που ήθελε ο θεός να πάω, του αιδεσιμότατου Μάρτιν. Γι' αυτό πηγαίνω στην εκκλησία των μεθοδιστών. Δε νομίζω ότι το συγκεκριμένο δόγμα Του λέει τίποτα του θεού. Απλώς μου είπε να πηγαίνω στην εκκλησία για την καρδιά και το πνεύμα μου και στον αιδεσιμότατο Μάρτιν για το μυαλό μου. Εγώ ούτε που ήξερα ποιος είναι ο αιδεσιμότατος Μάρτιν». 192

STEPHEN KING

«Το ήξερες, Ντέιβιντ», είπε η Έλλη Κάρβερ, με το χαμηλό, καθησυχαστικό τόνο που παίρνει κανείς όταν διαπιστώνει ξαφνικά ότι ο συνομιλητής του έχει διανοητικές διαταραχές. «Τρία χρόνια τώρα, ο Τζιν Μάρτιν περνάει από το σπίτι μας με τον έρανο για τα παιδιά της Αφρικής». «Αλήθεια; Δεν τον είχα δει. Μπορεί να ήμουν στο σχολείο όταν περνούσε».

«Ανοησίες», είπε κοφτά η μητέρα του, τώρα σε τόνο τελεσίδικο. «Αυτός ο έρανος γίνεται πάντα γύρω στα Χριστούγεννα, οπότε δεν μπορεί να ήσουν στο σχολείο. Άκουσε με, Ντέιβιντ. Άκουσε με καλά. Όταν συνέβη αυτό που συνέβη στον Μπράιαν, πρέπει να... ε... ας πούμε... πίστεψες ότι χρειαζόσουν βοήθεια. Και το υποσυνείδητο σου ανέσυρε στην επιφάνεια το μόνο όνομα που ήξερε. Η φωνή του θεού που νομίζεις ότι άκουσες στις στιγμές της απελπισίας σου δεν ήταν παρά το υποσυνείδητο σου που αναζητούσε απεγνωσμένα απαντήσεις». Στράφηκε στον Ραλφ ανοίγοντας τα χέρια της. «Δε μου άρεσε καθόλου που καθόταν και διάβαζε σαν μανιακός την Αγία Γραφή, αλλά αυτό είναι ακόμη χειρότερο... Γιατί δε μου είπες τίποτα περί προσευχών;»

«Επειδή το θεώρησα προσωπική του υπόθεση». Ο Ραλφ ανασήκωσε τους ώμους του αποφεύγοντας το βλέμμα της γυναίκας του. «Άλλωστε, δεν έβλαπτε σε τίποτε». «Ω, βέβαια, σπουδαίο πράγμα η προσευχή! Βοηθάει τους νέους να αποφεύγουν τις άσεμνες χειρονομίες και τους Άιρον Μέιντεν!»

Ο Ντέιβιντ την ήξερε αυτή τη στριγκή, απότομη φωνή. Έτσι μιλούσε η μαμά όταν προσπαθούσε να κρατηθεί, να μη σπάσουν τα νεύρα της και εκραγεί. Έτσι μιλούσε σ' αυτόν και στον μπαμπά όταν ο Μπράιαν ήταν στο νοσοκομείο και το ίδιο τροπάρι είχε συνεχιστεί για καμιά βδομάδα αφότου συνήλθε από το κώμα ο Μπράιαν. Ο μπαμπάς του γύρισε αλλού, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες και κατεβάζοντας τα μάτια του στο πάτωμα. Αυτό φάνηκε να νευριάζει ακόμα περισσότερο τη μαμά. Στράφηκε σαν σβούρα προς τη 193

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μεριά του Ντέιβιντ κι έμπηξε τις φωνές, με μάτια που γυάλιζαν, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Και τι είδους συμφωνία κλείσατε μ' αυτό τον εξαιρετικό θεό σου; Μπας κι ανταλλάξατε κάτι, όπως αλλάζεις κάρτες του μπέιζμπολ με τους φίλους σου; Μπας και σου είπε, "Ε, φίλε, αλλάζω αυτόν το σπάνιο Μπράιαν Ρος του '84 με μια Κίρστι Κάρβερ του '88"; Έτσι τα κανονίσατε; Ή μήπως...»

«Γιος σου είναι, κυρία μου, και δε θέλω ν' ανακατευτώ, αλλά δε σταματάς τώρα; Απ' ό,τι κατάλαβα έχασες το κοριτσάκι σου. Εγώ έχασα τον άντρα μου. Ο καθένας μας έχει το πρόβλημα του».

Ήταν η γυναίκα που είχε πυροβολήσει τον αστυνομικό, η Μαίρη. Καθόταν στην άκρη της κουκέτας, σκυφτή, με τα μαύρα μαλλιά της να κρέμονται σαν κορδόνια, χωρίς όμως να κρύβουν το πρόσωπο της. Φαινόταν σοκαρισμένη, πονεμένη και κουρασμένη. Κυρίως κουρασμένη. Ο Ντέιβιντ δε θυμόταν να είχε ξαναδεί στη ζωή του μάτια τόσο απελπισμένα.

Για μια στιγμή νόμισε πως η μητέρα του θα ξεσπούσε την οργή της στη μαυρομάλλα. Αυτό δε θα τον παραξένευε. Πολλές φορές η μαμά γινόταν πυρ και μανία με τους ξένους, θυμήθηκε μια φορά, όταν ήταν έξι χρονών, που η μαμά είχε κατσαδιάσει έναν υποψήφιο βουλευτή που μοίραζε φυλλάδια έξω από το συνοικιακό σούπερ μάρκετ. Ο τύπος έκανε το λάθος να προσπαθήσει να της βάλει στο χέρι ένα φυλλάδιο, ενώ η μαμά του ήταν φορτωμένη με τα ψώνια και είχε ήδη αργήσει σε κάποιο ραντεβού της. Αυτή του όρμησε σαν αγριεμένη γάτα, άρχισε να τον ρωτάει ποιος νομίζει ότι είναι, ποιες είναι οι θέσεις του, τι έχει να πει για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, αν έχει καπνίσει ποτέ του χασίς κι αν υποστηρίζει το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέγει. Ως προς το τελευταίο, ο τύπος ήταν κατηγορηματικός. Δήλωσε με αυτοπεποίθηση ότι υποστήριζε ανεπιφύλαχτα το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέγει. «Μπράβο. Τέλεια. Γιατί, αυτή τη στιγμή, εγώ επιλέγω να σου πω ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΣ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ, ΑΧΡΗΣΤΕ!» ούρλιαξε τότε η μαμά του και ο τύπος έβαλε την ουρά στα σκέλια κι εξαφανίστηκε. Ο Ντέιβιντ τον κατάλαβε απόλυτα. Φαίνεται όμως ότι κάτι υπήρχε στο πρόσωπο της μαυρομάλλας (Μαίρη, 194

STEPHEN KING

σκέφτηκε, Μαίρη τη λένε), κάτι που έκανε τη μαμά του να τα μαζέψει, αν πράγματι είχε σκοπό να ξεσπάσει στην ξένη γυναίκα.

Τελικά, η Έλλη έστρεψε πάλι τα πυρά της στον Ντέιβιντ.

«Λοιπόν; Είχες κανένα μαντάτο από το σπουδαίο θεό σου; Σου είπε πώς θα γλιτώσουμε από δω; Τόση ώρα έμεινες γονατιστός, δεν μπορεί, κάποιο μηνυματάκι θα σου πέρασε».

Ο Ραλφ στράφηκε ξανά προς το μέρος της. «Σταμάτα να του κολλάς!» είπε άγρια. «Παράτα τον ήσυχο! Νομίζεις ότι είσαι η μόνη που υποφέρει;» Η Έλλη του έριξε ένα βλέμμα που άγγιζε την περιφρόνηση και κοίταξε πάλι τον Ντέιβιντ. «Λοιπόν;» «Όχι», της απάντησε. «Κανένα μήνυμα».

«Κάποιος έρχεται», είπε απότομα η Μαίρη. Πίσω από την κουκέτα της υπήρχε ένα παράθυρο. Πάτησε πάνω στο κρεβάτι και προσπάθησε να δει έξω. «Σκατά!

Κάγκελα και αδιαφανές τζάμι με συρματόπλεγμα! Τον ακούω όμως!»

Το άκουσε και ο Ντέιβιντ -ήταν αυτοκίνητο που πλησίαζε. Ξαφνικά μαρσάρισε μ' ένα φοβερό μουγκρητό. Ο ήχος συνοδεύτηκε από στρίγκλισμα ελαστικών. Ο Ντέιβιντ κοίταξε πίσω του, τον ηλικιωμένο κύριο. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους κι άπλωσε τα χεριά του μπροστά, με τις παλάμες προς τα πάνω. Ο Ντειβιντ άκουσε κάτι, που ίσως ήταν πονεμένη κραυγή ή γάβγισμα, και ύστερα ένα ουρλιαχτό. Ανθρώπινο αυτή τη φορά. θα ήταν καλύτερα να πει πως ήταν ο αέρας στα λούκια κάποιας στέγης, αλλά ήξερε κατά βάθος ότι ήταν ανθρώπινη κραυγή.

«Τι διάβολο;» είπε ο Ραλφ. «Χριστέ μου! Κάποιος ούρλιαξε δαιμονισμένα. Λέτε να ήταν ο μπάτσος;»

«Μακάρι, θεούλη μου!» είπε με πάθος η Μαίρη, που όρθια ακόμη πάνω στο ξύλινο κρεβάτι πάσχιζε να διακρίνει κάτι από το άχρηστο παράθυρο. «Μακάρι να του ξεριζώνει κάποιος τα πνευμόνια αυτή τη στιγμή!» Γύρισε το κεφάλι προς τη μεριά των υπολοίπων. Τα μάτια της ήταν ακόμα κουρασμένα αλλά κι αγριεμένα τώρα, 195

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σαν τρελά. «Μπορεί να ήρθε βοήθεια. Το σκεφτήκατε αυτό; Μπορεί να ήρθε κάποιος να μας βοηθήσει!»

Το αυτοκίνητο -δεν ακουγόταν πολύ κοντά αλλά ούτε και πολύ μακριά- μαρσάρισε ξανά. Τα λάστιχα στρίγκλισαν πάλι, έτσι όπως ακούγονται πάντα στις ταινίες και στην τηλεόραση αλλά σπάνια στην πραγματική ζωή. Ύστερα ακολούθησε ένα τρίξιμο, σαν στραπατσάρισμα. Ξύλο ίσως ή μέταλλο ή και τα δυο. Ένα κοφτό κορνάρισμα, σαν κάποιος να είχε πατήσει κατά λάθος την κόρνα. Το ουρλιαχτό ενός κογιότ υψώθηκε από μακριά, τρεμουλιαστό, μακρόσυρτο. Το συνόδεψε κι άλλο, ύστερα κι άλλο. Έμοιαζαν να σαρκάζουν την ελπίδα της μαυρομάλλας ότι θα ερχόταν βοήθεια. Τώρα το αυτοκίνητο ακουγόταν να πλησιάζει. Ένα μαλακό, σταθερό μουγκρητό κινητήρα, λίγο πάνω από το ρελαντί.

Ο ασπρομάλλης κύριος καθόταν στην κόχη της κουκέτας, με τα πόδια ανοιχτά, πιέζοντας τα χέρια του το ένα με τ' άλλο, δάχτυλο προς δάχτυλο. Μίλησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τα δάχτυλα του. «Άδικα ελπίζετε». Η φωνή του ήταν στεγνή και σπασμένη, σαν την άγονη γη που τριγύριζε την πόλη. «Αυτός είναι. Γνωρίζω το αυτοκίνητο». «Αρνούμαι να το πιστέψω αυτό», είπε ξερά η Έλλη Κάρβερ.

«Μπορείς ν' αρνείσαι όσο θέλεις», είπε ο γέρος. «Τίποτα δε θ' αλλάξει. Ήμουν στην επιτροπή που ενέκρινε την αγορά καινούριου περιπολικού για την πόλη μας. Ήταν λίγο πριν λήξει η θητεία μου κι αποσυρθώ οριστικά από τα κοινά. Τον περασμένο Νοέμβρη. Πήγαμε και το αγοράσαμε από δημοπρασία στο Κάρσον Σίτι, εγώ, ο Κόλι και ο Ντικ. Αυτό το συγκεκριμένο αμάξι. Εγώ ο ίδιος το είχα δοκιμάσει πριν το πάρουμε στη δημοπρασία και το οδήγησα τη μισή διαδρομή πίσω, τρέχοντας από εκατό μέχρι εκατόν ογδόντα. Το αναγνωρίζω με κλειστά μάτια. Αυτό είναι. Το δικό μας».

Και τότε, ενώ ο Ντειβιντ ήταν στραμμένος προς τον ηλικιωμένο κύριο, εκείνη η ήρεμη, σιγανή φωνή, αυτή που είχε πρωτακούσει στο δωμάτιο του Μπράιαν στο νοσοκομείο, του μίλησε ξανά. Όπως συνήθως, η εμφάνιση της ήταν αναπάντεχη και τα λόγια που είπε χωρίς νόημα, αρχικά.

Το σαπούνι.

196

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ άκουσε τις δυο λέξεις τόσο καθαρά όσο είχε ακούσει και το Προσεύχεσαι ήδη, τότε που καθόταν με τα μάτια κλειστά πάνω στο Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ. Το σαπούνι.

Κοίταξε στην πίσω αριστερή γωνιά του κελιού που μοιραζόταν με τον ασπρομάλλη. Εκεί υπήρχε μια λεκάνη τουαλέτας χωρίς καπάκι κι ένας παμπάλαιος νιπτήρας, γεμάτος κηλίδες σκουριάς. Δίπλα στη δεξιά κάνουλα του νιπτήρα ήταν ένα σαπούνι, Άιρις Σπρινγκ, πράσινο.

Απέξω ο ήχος του κινητήρα του περιπολικού όλο και δυνάμωνε, όλο και ζύγωνε. Πιο μακριά ούρλιαζαν τα κογιότ. Στ' αυτιά του Ντέιβιντ αυτά τα ουρλιαχτά είχαν αρχίσει να μοιάζουν με γέλια τρελών αφού οι φύλακες το έχουν σκάσει από το άσυλο. 4

Oι Κάρβερ ήταν πολύ ταραγμένοι, όταν περνούσαν με το περιπολικό δίπλα από την πινακίδα που καλωσόριζε τους ξένους στην πόλη, και δεν πρόσεξαν το ψόφιο, κρεμασμένο σκυλί. Ο Τζον Μάρινβιλ όμως ήταν μαθημένος μια ζωή να παρατηρεί. Εξάλλου, τώρα πια ήταν σχεδόν αδύνατο να μην προσέξει κανείς το σκύλο. Από την ώρα που είχαν περάσει από κει οι Κάρβερ, οι γύπες είχαν εντοπίσει το ψοφίμι. Τα ασχημότερα πουλιά που είχε δει ποτέ του ο Τζόνι είχαν μαζευτεί στο χώμα, κάτω από το κουφάρι του ζώου, και τσιμπολογούσαν άλλο την ουρά κι άλλο τα πόδια του. Το κουφάρι ταλαντευόταν πέρα δώθε στο σκοινί που ήταν δεμένο γύρω από το λαιμό του. Ο Τζόνι άφησε ένα γρύλισμα αηδίας.

«Γύπες!» είπε ο αστυνομικός. «Δεν είναι το κάτι άλλο;» Η φωνή του είχε βαρύνει αισθητά. Στη διαδρομή προς την πόλη είχε φταρνιστεί άλλες δυο φορές και τη δεύτερη, μαζί με το αιμάτινο σιντριβάνι και τα σάλια είχαν τιναχτεί και δόντια από το στόμα του. Ο Τζόνι δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε του τύπου ούτε και τον ένοιαζε. Ευχόταν μόνο να ήταν ραγδαία η εξέλιξη, «θα σου πω κάτι για τους γύπες», συνέχισε ο αστυνομικός. 197

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ξυπνούν για να κοιμηθούν και είναι αργό το ξύπνημα τους. Μαθαίνουν πηγαίνοντας όπου πρέπει να πάνε. Δε συμφωνείς, μον καπιτέν;» Ένας παράφρονας μπάτσος που απήγγελλε Σαρτρ. Πόσο ποιητικό!

«Ό,τι πείτε, κύριε αστυφύλακα». Ο Τζόνι δεν είχε καμιά πρόθεση να του ξαναπάει κόντρα, αν μπορούσε να το αποφύγει. Ο τύπος φαινόταν να αυτοκαταστρέφεται και ο Τζόνι ήθελε να είναι παρών ως το τέλος της διαδικασίας.

Πέρασαν το κρεμασμένο σκυλί, που το έτρωγαν εκείνα τα αηδιαστικά πουλιά.

Και τα κογιότ, Τζόνι; Τι γίνεται με τα κογιότ; Αλλά δε θα άφηνε τον εαυτό του να σκεφτεί όλα εκείνα τα κογιότ που είχαν παραταχτεί από τις δυο πλευρές του δρόμου σε κανονικές αποστάσεις, σαν τιμητική φρουρά, ούτε το πώς αποχωρούσαν αμέσως μόλις τα προσπερνούσε το περιπολικό, τρέχοντας προς την έρημο σαν να είχε πάρει η μουσούδα τους φωτιά και να τους είχαν βάλει νέφτι στον κώλο.

«Κλάνουν, ξέρεις», είπε ο αστυνομικός, με βαριά φωνή, αλλοιωμένη από τα φλέματα. «Οι γύπες κλάνουν». «Δεν το ήξερα».

«Μάλιστα, κύριε, είναι τα μόνα πουλιά που κλάνουν. Στο λέω για να το γράψεις στο βιβλίο σου. Κεφάλαιο δεκάξι στο Ταξίδια με τη Χάρλεϊ».

Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι ο υποτιθέμενος τίτλος του βιβλίου του ακουγόταν ολωσδιόλου ηλίθιος. Τώρα περνούσαν μπροστά από ένα πάρκινγκ για τροχόσπιτα. Μπροστά από ένα σκουριασμένο σαράβαλο με μισοβουλιαγμένη οροφή, ο Τζόνι είδε μια πινακίδα που έγραφε: ΕΙΜΑΙ ΠΡΩΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ ΚΑΙ ΓΕΡΟ ΠΟΤΗΡΙ,

ΘΕΟΣΕΒΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΟΣ.

ΞΕΧΝΑ ΤΟ ΣΚΥΛΟ, ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΔΑΓΚΩΝΕΙ! 198

STEPHEN KING

Καλώς ορίσατε στην κόλαση της κάντρι, σκέφτηκε ο Τζόνι.

Το περιπολικό πέρασε μπροστά από τα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας. Υπήρχαν κάμποσα αυτοκίνητα και ημιφορτηγά στο πάρκινγκ, πράγμα που ο Τζόνι κατέγραψε στο νου του ως περίεργο.. Η ώρα ήταν αρκετά περασμένη, ο κόσμος είχε σχολάσει από τις δουλειές του. Λογικά, αυτά τα αυτοκίνητα θα έπρεπε να ήταν παρκαρισμένα σε ιδιωτικά δρομάκια σπιτιών ή έξω από το τοπικό μπαράκι.

«Για δες, για δες», είπε ο μπάτσος και σήκωσε το ένα του χέρι, καδράροντας μια φανταστική εικόνα. «Σαν να το βλέπω μπροστά μου. Κεφάλαιο δεκάξι: Τα Κλανιάρικα Όρνεα της Ντεσπερέισον. Ακούγεται σαν τίτλος νουβέλας του Έντγκαρ Ράις Μπάροους, ε; Ο Μπάροους ήταν καλύτερος συγγραφέας από σένα και ξέρεις γιατί; Γιατί έγραφε για να βγάλει λεφτά και δεν το έκρυβε. Γιατί έβαζε προτεραιότητες. Γράψε μια ιστορία, κάνε καλά τη δουλειά σου, δώσε στον κόσμο κάτι που να το απολαύσει, χωρίς να αισθάνεται πολύ φτηνός, και μείνε μακριά από τις κουτσομπολίστικες στήλες».

«Πού με πας;» ρώτησε ο Τζόνι, πασχίζοντας να διατηρήσει ουδέτερο τόνο.

«Στη φυλακή», αποκρίθηκε ο μπάτσος με την παράξενη, βαριά φωνή του. «Εκεί όπου, όσο κι αν γκαρίξεις, ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου». Ο Τζόνι έσκυψε μπροστά, μορφάζοντας από τον πόνο στην πλάτη του, εκεί που τον είχε κλοτσήσει ο αστυνομικός. «Χρειάζεσαι βοήθεια», του είπε. Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του συμπονετική, ακόμη και γλυκιά. «Χρειάζεσαι επειγόντως βοήθεια».

«Εσύ είσαι αυτός που χρειάζεται βοήθεια», ήταν η απάντηση. «Πνευματική, σωματική και εκδοτική. Τακ! Αλλά δεν πρόκειται να τη βρεις, μεγάλε συγγραφέα. Έφαγες ήδη το τελευταίο σου λογοτεχνικό δείπνο και πήδηξες την τελευταία σου διανοούμενη γκόμενα. Τώρα είσαι μόνος στην ερημιά, όπου θα ζήσεις τις μακρύτερες σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες της άχρηστης ζωής σου». 199

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Τα λόγια αντήχησαν στο κεφάλι του Τζόνι σαν τον αντίλαλο μιας πένθιμης καμπάνας. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και τ' άνοιξε πάλι. Τώρα είχαν μπει κανονικά στην πόλη και περνούσαν από το Σαλόνι Αισθητικής της Γκέιλ από τη .μια μεριά και το Χρώματα-Σιδηρικά από την άλλη. Στα πεζοδρόμια δεν υπήρχε ψυχή – κανένας απολύτως. Ποτέ του δεν είχε δει πόλη του Ουέστ να σφύζει από ζωή, αλλά ετούτο παραπήγαινε. Απολύτως κανένας; Καθώς περνούσαν μπροστά από το βενζινάδικο Κονόκο είδε έναν τύπο πίσω από την τζαμαρία, μισοξαπλωμένο στην πολυθρόνα του, με τα πόδια τεντωμένα πάνω στο γραφείο κι αυτό ήταν όλο. Εκτός από... μπροστά... στο δρόμο...

Δυο ζώα διέσχιζαν με το πάσο τους το μοναδικό, κατά τα φαινόμενα, κεντρικό σταυροδρόμι της πόλης, περνώντας διαγώνια κάτω από τον εναέριο φωτεινό σηματοδότη που αναβόσβηνε πορτοκαλί. Ο Τζόνι προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν σκυλιά, αλλά δεν ήταν. Ήταν κογιότ.

Δεν είναι μόνο ο μπάτσος, Τζόνι, μη νομίσεις πως είναι μόνο αυτός. Κάτι αφύσικο συμβαίνει εδώ. Κάτι πολύ αφύσικο.

Μπαίνοντας στη διασταύρωση, ο αστυνομικός πάτησε απότομα φρένο. Ο Τζόνι, που δεν το περίμενε, τινάχτηκε μπροστά και κόλλησε με τα μούτρα στο μεταλλικό πλέγμα ανάμεσα στα μπροστινά και τα πίσω καθίσματα. Χτύπησε τη μύτη του και μούγκρισε από τον αναπάντεχο πόνο.

Ο αστυνομικός δεν του έδωσε καμιά σημασία. «Ο Μπίλι Ράνκορτ!» φώναξε μ' ενθουσιασμό. «Βρε, τον Μπίλι! Κι αναρωτιόμουν πού είχε τρυπώσει! Σίγουρα ήταν στο υπόγειο του Μπρόκεν Ντραμ, πιωμένος. Εκεί ήταν, κόβω το κεφάλι μου! Ο Μπίλι ο Παπάρας, γαμώ το κέρατο μου! Αυτός είναι!»

«Η μύτη μου!» κλαψούρισε ο Τζόνι. Είχε αρχίσει πάλι να αιμορραγεί από το χτύπημα κι ακουγόταν σαν συναχωμένος. «Χριστέ μου, πονάει!»

«Βούλωσ' το, ρε κλαψιάρη», είπε ο μπάτσος. «Τι σπαστικός που είσαι, γαμώ το».

Έβαλε όπισθεν, έκανε λίγο πίσω και ύστερα έστριψε το περιπολικό προς τη δυτική κατεύθυνση της διασταύρωσης. Κατέβασε το 200

STEPHEN KING

τζάμι του κι έβγαλε έξω το κεφάλι. Ο σβέρκος του τώρα είχε όψη πολυκαιρισμένου τούβλου, μια μαυροκόκκινη επιφάνεια, που την αυλάκωναν διάσπαρτες ραγάδες. Κάμποσες απ' αυτές ήταν ματωμένες. «Μπίλι!» φώναξε ο αστυνομικός. «Ρε συ, Μπίλι! Ρε παλιοχαμένε!»

Το δυτικό τμήμα της Ντεσπερέισον έδειχνε να είναι μια από τις κατοικημένες περιοχές -σκονισμένη και παρατημένη, αλλά οπωσδήποτε κάνα δυο βαθμίδες καλύτερη από το πάρκινγκ με τα τροχόσπιτα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια του, ο Τζόνι είδε έναν άντρα με μπλουτζίν και καουμπόικο καπέλο να στέκεται στη μέση του δρόμου. Ο τύπος στεκόταν και χάζευε δυο ποδήλατα που ήταν στημένα εκεί, ανάποδα, με τις σέλες στην άσφαλτο και τις ρόδες στον αέρα.

Κανονικά, ήταν τρία αλλά το μικρότερο -ένα ροζ κοριτσίστικο ποδηλατάκι- το είχε ρίξει ο αέρας, που όλο και δυνάμωνε. Οι ρόδες των άλλων δυο περιστρέφονταν τρελά με τον άνεμο. Τώρα, ο άντρας αυτός γύρισε το κεφάλι του, είδε το περιπολικό, κούνησε διστακτικά το χέρι του και κίνησε κατά κει.

Ο αστυνομικός έχωσε πάλι μέσα το πελώριο κεφάλι του. Ύστερα στράφηκε και κοίταξε τον Τζόνι, που κατάλαβε αμέσως ότι ο τύπος πέρα στο δρόμο δεν πρέπει να είχε δει καλά το συγκεκριμένο αστυφύλακα. Γιατί, αν τον είχε δει, τώρα θα έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το στόμα του μπάτσου είχε εκείνη τη γέρικη, σουφρωμένη όψη που παίρνουν τα χείλη όταν δεν υπάρχουν δόντια από πίσω να τα στηρίζουν κι από τις γωνιές των χειλιών του κυλούσε αίμα σε δυο μικρά, λεπτά ρυάκια. Το ένα από τα μάτια του ήταν μια τρύπα γεμάτη πηγμένο αίμα κι αν έλειπε μια γκρίζα γυαλάδα κάπου στο κέντρο, θα νόμιζε κανείς ότι ο βολβός είχε ξεριζωθεί από την κόγχη. Ένας γυαλιστερός αιμάτινος λεκές κάλυπτε όλο το πάνω μέρος του χακί πουκαμίσου του.

«Ο Μπίλι Ράνκορτ», είπε ο μπάτσος, σε χαρωπό, εμπιστευτικό τόνο. «Αυτός με κουρεύει. Τον γύρευα». Χαμήλωσε τη φωνή του για να δείξει πως ό,τι έλεγε θα ήταν καλό να μείνει μεταξύ τους. «Ο Μπίλι τα κοπανάει λιγάκι». Και μετά απ' αυτό, γύρισε πάλι μπροστά, έβαλε το λεβιέ στη θέση Πορεία και σανίδωοε το γκάζι. Ο κινητήρας μούγκρισε, τα λάστιχα στρίγκλισαν πάνω στην ά201

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σφαλτο. Ο Τζόνι τινάχτηκε προς τα πίσω, αφήνοντας μια μικρή κραυγή. Και το περιπολικό όρμησε μπροστά.

Ο Τζόνι τέντωσε τα χέρια του, γραπώθηκε με τις άκρες των δαχτύλων του από το πλέγμα κι ανασηκώθηκε. Είδε τον άντρα με το μπλουτζίν και το καουμπόικο καπέλο - τον Μπίλι Ράνκορτ- να σταματάει στη μέση του δρόμου, κάπου τρία μέτρα μακριά από τα ποδήλατα, σαστισμένος, κοιτώντας τους να έρχονται. Η φιγούρα του φαινόταν να διογκώνεται πάνω στο παρμπρίζ καθώς το περιπολικό τραβούσε γραμμή καταπάνω του. Ήταν σαν να παρακολουθούσες κάποιο απίθανο κινηματογραφικό τρικ.

«Όχι!» τσίριξε ο Τζόνι χτυπώντας με την παλάμη του το πλέγμα, πίσω από το κεφάλι του αστυνομικού. «Όχι, μη! Μη! ΠΡΟΣΕΧΕ, ΚΥΡΙΕ, ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΕΙ!»

Την τελευταία στιγμή ο Μπίλι Ράνκορτ κατάλαβε τι τον περίμενε. Γύρισε δεξιά και πήγε να τρέξει προς ένα ετοιμόρροπο σπίτι με ξύλινο φράχτη μπροστά, αλλά ήταν πολύ αργά. Τσίριξε και μετά ακούστηκε ένας γδούπος καθώς το περιπολικό τον χτύπησε τόσο δυνατά, που τραντάχτηκε το σασί. Αίματα πετάχτηκαν στον ξύλινο φράχτη, μετά ακούστηκε ένας διπλός γδούπος κάτω από το αμάξι καθώς οι τροχοί πέρασαν πάνω από τον πεσμένο άντρα. Την επόμενη στιγμή, το περιπολικό χτύπησε το φράχτη και τον έριξε. Ο αστυνομικός πάτησε με όλη του τη δύναμη το φρένο και το περιπολικό κοκάλωσε μπροστά στη γυμνή, χωμάτινη αυλή της παράγκας. Ο Τζόνι τινάχτηκε πάλι μπροστά, πάνω στο πλέγμα, αλλά αυτή τη φορά πρόλαβε να σηκώσει το χέρι του και να σκύψει το κεφάλι, προστατεύοντας έτσι τη μύτη του.

«Α, ρε Μπίλι! Ρε χαμένε!» φώναξε χαρωπά ο μπάτσος. Και ύστερα: «Τακ αν λαχ!»

Ο Μπίλι Ράνκορτ ούρλιαξε. Ο Τζόνι στράφηκε, κοίταξε από το πίσω παρμπρίζ του περιπολικού και τον είδε να έρπει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη βορινή πλευρά του δρόμου. Δεν πήγαινε και τόσο γρήγορα. Έσερνε πίσω του ένα πολτοποιημένο πόδι. Σημάδια από πέλματα ελαστικού διέτρεχαν την πλάτη του και τα δυο μπατζάκια. Το καπέλο του είχε πέσει στο πεζοδρόμιο και στε202

STEPHEN KING

κόταν ανάποδα, σαν τα ποδήλατα. Ο Μπίλι Ράνκορτ το χτύπησε με το γόνατο του, καθώς σερνόταν, και το καπέλο έγειρε στο πλάι. Αίμα κύλησε από το σκληρό γείσο σαν νερό. Αίμα ανάβλυζε από το σπασμένο κρανίο και το τσακισμένο πρόσωπο του. Ήταν βαριά πληγωμένος, αλλά παρ' όλο που το αυτοκίνητο τον είχε χτυπήσει στην κοιλιά και ύστερα είχε περάσει από πάνω του, δε φαινόταν ετοιμοθάνατος. Ο Τζόνι δεν εξεπλάγη. Συχνά χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο -το είχε δει να συμβαίνει στο Βιετνάμ. Ανθρώπους να μένουν ζωντανοί με ανοιγμένο κρανίο, άλλους με τα άντερα τους στα χέρια γεμάτα μύγες κι άλλους με το λαιμό ανοιχτό και το αίμα να κυλάει ποτάμι ανάμεσα από τα βρόμικα δάχτυλα τους. Συνήθως οι άνθρωποι πεθαίνουν δύσκολα. Αυτό είναι το φοβερό.

«Γιούχου!» φώναξε ενθουσιασμένος ο μπάτσος κι έβαλε όπισθεν. Τα λάστιχα στρίγκλισαν ξανά, έβγαλαν καπνούς πάνω στο πεζοδρόμιο και ύστερα πάτησαν αναπηδώντας στο οδόστρωμα, αφού πέρασαν πάνω από το καπέλο του Μπίλι Ράνκορτ. Ο πίσω προφυλακτήρας του περιπολικού χτύπησε το ένα από τα ποδήλατα (έκανε ένα φοβερό μπαμ, ράγισε το πίσω τζάμι, εξαφανίστηκε στιγμιαία και ύστερα έπεσε από τον ουρανό κάπου μπροστά). Ο Τζόνι πρόλαβε να δει ότι ο Μπίλι Ράνκορτ είχε σταματήσει να σέρνεται, είχε γυρίσει το κεφάλι πάνω από τον ώμο του και κοίταζε πίσω με μια έκφραση απόλυτης παραίτησης στο καταματωμένο πρόσωπο του. Δεν πρέπει να είναι ούτε τριάντα χρονών, σκέφτηκε ο Τζόνι, μια στιγμή πριν ο Μπίλι Ράνκορτ χαθεί κάτω από το περιπολικό που έτρεχε με την όπισθεν. Το αυτοκίνητο αναπήδησε περνώντας πάνω από το ανθρώπινο σώμα και σταμάτησε σύρριζα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο αστυνομικός πάτησε κατά λάθος την κόρνα με την άκρη του αγκώνα του καθώς στράφηκε πάλι προς το τιμόνι. Μπροστά στη μούρη του περιπολικού ήταν πεσμένος μπρούμυτα ο Μπίλι Ράνκορτ, μέσα σε μια τεράστια λίμνη αίματος. Το ένα πόδι του σπαρτάρισε για μια στιγμή πριν κοκαλώσει οριστικά. «Πω πω, χάλι», είπε ο αστυνομικός.

«Τον σκότωσες», είπε ο Τζόνι. Ξαφνικά, έπαψε να τον νοιάζει αν θα προλάβαινε να δει τον μπάτσο να πεθαίνει. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε το βιβλίο του ούτε η Χάρλεϊ ούτε το πού μπορεί να ήταν ο 203

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Στιβ Έιμς. Ίσως αργότερα –αν θα υπήρχε αργότερα- να ενδιαφερόταν και πάλι για κάποια απ' αυτά τα πράγματα, τώρα όμως, όχι. Τώρα, μέσα στο σοκ και την αποστροφή, έβγαινε στην επιφάνεια μια λησμονημένη εκδοχή του εαυτού του, ένα μη επιμελημένο προσχέδιο του Τζόνι Μάρινβιλ, που δεν έδινε πεντάρα ούτε για το βραβείο Πούλιτζερ ούτε για το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ούτε για τις γαμημένες τις θεατρίνες, με ή χωρίς σμαράγδια. «Τον έλιωσες στην άσφαλτο σαν να ήταν λαγός. Μπράβο, λεβέντη μου!»

Ο αστυνομικός στράφηκε, τον κοίταξε καλά καλά με το γερό του μάτι και ύστερα γύρισε πάλι προς το τιμόνι. «"Σε διδάσκω την οδόν της σοφίας"», είπε. «"Σε βάζω σε οδούς ευθείες. Όταν πορευθείς, τα βήματα σου δεν θα είναι δύσκολα και όταν τρέχεις δεν θα σκοντάψεις". Αυτό είναι από τις Παροιμίες, Τζόνι. Νομίζω, όμως, πως ο παλιόφιλος ο Μπίλι σκόνταψε. Ναι, αυτό είναι. Πάντα ήταν μπουνταλάς. Αυτό ήταν και το βασικό του πρόβλημα».

Ο Τζόνι άνοιξε το στόμα του. Και ήταν μια από τις ελάχιστες φορές στη ζωή του που δε βρήκε κάτι να πει. Ίσως να ήταν καλύτερα όμως.

«"Άδραξε καλά την παιδεία, μην την αφήσεις. Φύλαγε την, διότι είναι η ζωή σου". Καλά θα κάνεις να ακολουθήσεις αυτή τη συμβουλή, κύριε Μάρινβιλ. Και τώρα, με συγχωρείς ένα λεπτό».

Ο αστυνομικός βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε ως το πτώμα στην άσφαλτο. Οι γυαλισμένες μπότες του έμοιαζαν να λαμπυρίζουν καθώς τις χτυπούσε η άμμος που μετέφερε ο δυνατός άνεμος. Στον καβάλο του παντελονιού του υπήρχε τώρα μια μεγάλη αιμάτινη κηλίδα κι όπως έσκυψε να σηκώσει το μακαρίτη τον Μπίλι Ράνκορτ, ο Τζόνι είδε φρέσκο αίμα να αναβλύζει από τις σκισμένες ραφές στις μασχάλες του πουκαμίσου του. Ήταν σαν να ίδρωνε αίμα, κυριολεκτικά.

Ίσως. Μάλλον αυτό συμβαίνει. Νομίζω ότι είναι έτοιμος να καταρρεύσει από την αιμορραγία, έτσι όπως συμβαίνει καμιά φορά με τους αιμοφιλικούς. Αν δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμος, θα είχε πεθάνει ήδη. Όσο για σένα, ξέρεις τι πρέπει να χάνεις, έτσι δεν είναι; Και βέβαια ήξερε. Ήταν οξύθυμος, Υπερβολικά οξύθυμος και, προφανώς, ούτε το γεγονός ότι κινδύνευε η ζωή του από έναν 204

STEPHEN KING

παρανοϊκό αρκούσε να τον αλλάξει. Αυτό που έπρεπε να κάνει, ωστόσο, ήταν να κρατήσει υπό αυστηρό έλεγχο το θυμό του. Τέρμα οι εξυπνάδες, όπως το «μπράβο, λεβέντη μου», προς το παρόν. Το βλέμμα που του είχε ρίξει ο μπάτσος δεν ήταν διόλου καθησυχαστικό. Ήταν επικίνδυνο.

Ο αστυνομικός κουβάλησε το πτώμα του Μπίλι Ράνκορτ ως το απέναντι πεζοδρόμιο, περνώντας ανάμεσα από τα δυο πεσμένα ποδήλατα και δίπλα από το τρίτο, που οι ρόδες του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν με τον άνεμο, με τις ακτίνες να γυαλίζουν στο κόκκινο φως του ηλιοβασιλέματος. Ύστερα, δρασκέλισε τον πεσμένο φράχτη, ανέβηκε τα σκαλοπάτια του χαμόσπιτου πίσω του και μετακίνησε το πτώμα στην αγκαλιά του, ώστε να ελευθερώσει το ένα χέρι του για να δοκιμάσει την πόρτα. Άνοιξε χωρίς κανένα πρόβλημα. Ο Τζόνι δεν παραξενεύτηκε. Σε πόλεις σαν κι αυτή, οι άνθρωποι σπάνια κλειδώνουν τις πόρτες τους. Θ' αναγκαστεί να σκοτώσει κι αυτούς που είναι μέσα, σκέφτηκε. Είναι το φυσικό επακόλουθο.

Όμως, ο αστυνομικός έσκυψε απλώς, απέθεσε το φορτίο του και ξαναβγήκε στο κεφαλόσκαλο πισωπατώντας. Έκλεισε έπειτα την πόρτα και σφούγγισε τις παλάμες του στο πάνω μέρος της, αφήνοντας μεγάλους λεκέδες από αίμα στον παραστάτη. Αυτή η κίνηση γέμισε τρόμο τον Τζόνι -ήταν σαν σκηνή από την Έξοδο, ένα σημάδι να το δει ο Άγγελος του θανάτου και να προσπεράσει το σπίτι... μόνο που αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Άγγελος του θανάτου. Ο Εξολοθρευτής.

Ο αστυνομικός επέστρεψε στο περιπολικό, κάθισε στο τιμόνι κι οδήγησε αργά ως το σταυροδρόμι. «Γιατί τον πήγες εκεί μέσα;» ρώτησε ο Τζόνι.

«Τι ήθελες να κάνω;» είπε ο αστυνομικός. Η φωνή του ήταν ακόμα πιο βαριά, λες και μιλούσε κάνοντας γαργάρες. «Να τον άφηνα στα όρνια; Ντρέπομαι για λογαριασμό σου, μον καπιτέν. Έχεις ζήσει τόσο πολύ καιρό με τους λεγόμενους πολιτισμένους ανθρώπους, που σκέφτεσαι πια σαν κι αυτούς». «Το σκυλί...»

205

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Άλλο το σκυλί, άλλο ο άνθρωπος», είπε ο μπάτσος ξερά, σαν να έκανε κήρυγμα. Στη διασταύρωση έστριψε δεξιά και σχεδόν αμέσως μετά αριστερά, μπάζοντας το αυτοκίνητο σ' ένα μικρό πάρκινγκ δίπλα στο κτίριο που στέγαζε τις δημοτικές υπηρεσίες της πόλης. Έσβησε τη μηχανή, βγήκε κι άνοιξε τη δεξιά πίσω πόρτα, γλιτώνοντας έτσι τον Τζόνι από τον πόνο και την προσπάθεια να στριμώξει το χτυπημένο κορμί του πίσω από τη βουλιαγμένη θέση του οδηγού προκειμένου να βγει. «Άλλο το ζωντανό κοτόπουλο κι άλλο το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Άλλο το σκυλί κι άλλο ο άνθρωπος, Τζόνι. Ακόμη κι ένας άνθρωπος σαν εσένα. Έλα. Βγες. Έι-χοπ!»

Ο Τζόνι βγήκε από το περιπολικό. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση της ερημιάς. Ο άνεμος, το τρίξιμο της άμμου πάνω στον τοίχο του κτιρίου, ένα σιγανό, μονότονο, μεταλλικό στρίγκλισμα κάπου κοντά απλώς υπερτόνιζαν τη σιωπή, μετατρέποντας τη σε κάτι βιβλικό. Τεντώθηκε, μορφάζοντας από τον πόνο στη μέση και στο πόδι του, αλλά το είχε ανάγκη να ξεμουδιάσει τους υπόλοιπους μυς του, που υπέφεραν από το στρίμωγμα στο αυτοκίνητο. Ύστερα, ανάγκασε τον εαυτό του να σηκώσει τα μάτια και να κοιτάξει το μισοδιαλυμένο πρόσωπο του αστυνομικού. Το ύψος αυτού του ανθρώπου ήταν κάτι το τρομακτικό, σχεδόν εξωπραγματικό. Κι όχι επειδή ο Τζόνι, με ύψος ένα ενενήντα, ήταν μαθημένος να κοιτάζει τους άλλους αφ' υψηλού. Ήταν το μέγεθος της διαφοράς. Τουλάχιστον δέκα εκατοστά. Κι έπειτα, ήταν και το φάρδος. Το τεράστιο σώμα. Ο αστυνομικός δε στεκόταν απλώς απέναντι του. Ορθωνόταν σαν πύργος. «Γιατί δε με σκότωσες κι εμένα όπως σκότωσες πριν από λίγο τον άλλο; Τον Μπίλι. Ή μήπως έχεις ξεπεράσει το γιατί;»

«Διάβολε, όλοι έχουμε ξεπεράσει τα γιατί, εσύ ειδικά θα 'πρεπε να το ξέρεις αυτό», είπε ο αστυνομικός μοστράροντας τα ματωμένα δόντια του σ' ένα χαμόγελο που ο Τζόνι θα προτιμούσε να μην το έβλεπε ποτέ του.

«Το σημαντικό είναι ότι... άκου καλά... θα μπορούσα να σ' αφήσω να φύγεις. Θα το ήθελες; Πρέπει να έχεις τουλάχιστον άλλα δυο βλακώδη, άσκοπα βιβλία στο κεφάλι σου, μπορεί και πέντ' έξι. Θα προλάβαινες να τα γράψεις πριν πάθεις τη μοιραία θρόμβωση που σε περιμένει στο μέλλον και τα τινάξεις οριστικά. Και είμαι 206

STEPHEN KING

σίγουρος ότι, με τον καιρό, θα κατάφερνες να ξεπεράσεις αυτό το επεισόδιο και να πείσεις τον εαυτό σου γι' άλλη μια φορά ότι αυτό που κάνεις δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο την ύπαρξη σου. Θα το ήθελες, Τζόνι; Θα ήθελες να σ' αφήσω ελεύθερο;»

Ζήτω η Ιρλανδία, σκέφτηκε ο Τζόνι, εντελώς άσχετα, και για μια εφιαλτική στιγμή φοβήθηκε ότι θα έβαζε τα γέλια. Ύστερα του πέρασε κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, θα το ήθελα πάρα πολύ».

«Ελεύθερος! Σαν πουλάκι». Ο αστυνομικός ανέμισε τα χέρια του σαν φτερά κι ο Τζόνι πρόσεξε ότι οι αιμάτινες κηλίδες στις μασχάλες του είχαν απλωθεί. Το πουκάμισο της στολής του τώρα είχε χρώμα πορφυρό σε όλο το μήκος των ξηλωμένων ραφών, από τις μασχάλες μέχρι τη ζώνη.

«Ναι», ξαναείπε. Όχι πως πίστεψε ότι ο συμπαίκτης του σ' αυτό το περίεργο παιχνίδι είχε την παραμικρή πρόθεση να τον αφήσει ελεύθερο. Κάθε άλλο. Απλώς, ο συγκεκριμένος συμπαίκτης σε λίγο δε θα ήταν παρά ένας σωρός από διαλυμένες σάρκες, που θα τις κρατούσε στη θέση τους μόνο το ύφασμα της στολής του. Κι αν αυτός κατάφερνε να παραμείνει σώος και αβλαβής μέχρι να συμβεί αυτό... «Εντάξει. Ορίστε η συμφωνία, παλικαρά μου. Αν κάνεις ό,τι σου ζητήσω, θα σ' αφήσω να φύγεις. Τίμια πράγματα».

Ο αστυνομικός κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του κι έχωσε το χέρι στο άνοιγμα του εσωρούχου που φορούσε από κάτω. Κάτι που έμοιαζε με ψόφιο φίδι κρεμάστηκε από το άνοιγμα. Ο Τζόνι κοίταξε το αίμα που έσταζε από την άκρη του οργάνου χωρίς την παραμικρή έκπληξη. Ο τύπος αιμορραγούσε απ' όλες τις τρύπες.

«Μιλώντας από λογοτεχνική σκοπιά», είπε ο μπάτσος χαμογελώντας, «η πίπα που θα μου πάρεις θα είναι μάλλον σε στυλ Ανν Ράις παρά Άρμιστεντ Μόπιν. Σου προτείνω ν' ακολουθήσεις τη συμβουλή της βασίλισσας Βικτωρίας -κλείσε τα μάτια και φαντάσου ότι είναι κέικ φράουλα». Ο Τζόνι Μάρινβιλ κοίταξε πρώτα το μίζερο πουλί του μανιακού, ύστερα το χαμογελαστό του πρόσωπο, μετά πάλι το πουλί. Δεν 207

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ήξερε τι περίμενε ο μπάτσος -τσιρίδες, αναγούλα, δάκρυα, μελοδραματικές ικεσίες- αλλά είχε την έντονη αίσθηση ότι δεν ένιωθε αυτό που θα ήθελε ο μπάτσος, αυτό που νόμιζε ότι θα τον έκανε να νιώσει μια τέτοια απειλή. Δεν έχεις καταλάβει, φαίνεται, ότι έχω δει χειρότερα πράγματα στη ζωή μου από ένα πέος που στάζει αίμα. Κι όχι μόνο στο Βιετνάμ.

Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι η οργή φούντωνε ξανά μέσα του κι απειλούσε να τον κατακλύσει. Μα και βέβαια, διάβολε. Η οργή ήταν ανέκαθεν η χειρότερη κακή του συνήθεια, όχι το ουίσκι ούτε η κόκα ούτε οι γκόμενες. Η αναθεματισμένη η τσατίλα του. Και δεν είχε να κάνει με το ότι ο μπάτσος έβγαλε το πουλί του. Ίσως αυτό ήταν που δεν καταλάβαινε ο τύπος. Δεν ήταν σεξουαλικό το ζήτημα. Το ζήτημα ήταν ότι ο Τζόνι Μάρινβιλ δεν είχε ανεχτεί ποτέ να του κολλήσουν οτιδήποτε στη μούρη. «Θα γονατίσω μπροστά σου αν το θέλεις», είπε και, παρ' όλο που η φωνή του ήταν ήρεμη, κάτι άλλαξε στο πρόσωπο του μπάτσου πραγματικά άλλαξε, για πρώτη φορά. Έχασε κάθε έκφραση, εκτός από το γερό του μάτι, που μισόκλεισε με καχυποψία.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Τι διάβολο σου δίνει το δικαίωμα να με κοιτάζεις έτσι; Τακ!» «Άσε το πώς σε κοιτάζω. Άκου μόνο τι θα σου πω, μαλάκα: δυο δευτερόλεπτα αφότου πάρω την ποντικοουρά σου στο στόμα μου, θα τη δεις φτυσμένη στο πεζοδρόμιο. Το 'πιασες; Τακ!»

Την τελευταία λέξη, ο Τζόνι την έφτυσε κυριολεκτικά στα μούτρα του μπάτσου, έχοντας τεντωθεί στα δάχτυλα των ποδιών του για να τον φτάσει και, για μια στιγμή, ο γιγαντόσωμος άντρας έμεινε κάτι παραπάνω από έκπληκτος -έμεινε άναυδος. Έπειτα η έκφραση του άλλαξε απότομα. Το πρόσωπο του συσπάστηκε από οργή κι έσπρωξε πέρα τον Τζόνι με τόση δύναμη, που κυριολεκτικά τον πέταξε στον αέρα. Ο Τζόνι χτύπησε στον τοίχο του κτιρίου, είδε αστράκια καθώς το κεφάλι του κοπάνησε στα τούβλα κι αναπήδησε και ύστερα έχασε την ισορροπία του και κατέληξε φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο. 208

STEPHEN KING

Καινούρια χτυπημένα σημεία πονούσαν και παλιά χτυπήματα τον τρέλαιναν στον πόνο... αλλά χαλάλι τους, μόνο και μόνο για την έκφραση που είχε δει στο πρόσωπο του μπάτσου. Σήκωσε τα μάτια να δει αν υπήρχε ακόμη, θέλοντας να την απολαύσει ξανά, να τη ρουφήξει όπως η μέλισσα τη γύρη, αλλά το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά του να χάσει το ρυθμό της.

Το πρόσωπο του αστυνομικού είχε τεντωθεί. Το δέρμα τώρα φαινόταν σαν παχιά στρώση μεϊκάπ ή σαν μπογιά. Ακόμη και το ματωμένο μάτι φάνταζε αφύσικο. Λες και κάτω από το πρόσωπο που φαινόταν υπήρχε ένα άλλο, που πίεζε και τέντωνε το δέρμα προσπαθώντας ν' αναδυθεί στην επιφάνεια.

Ο αστυνομικός στύλωσε για λίγο το γερό του μάτι στο πρόσωπο του Τζόνι και ύστερα τέντωσε προς τα πίσω το κεφάλι του και σήκωσε το αριστερό του χέρι δείχνοντας προς τον ουρανό και με τα πέντε δάχτυλα. «Τακ αχ λαχ», είπε με την απόκοσμη, γαργαριστή φωνή του. «Τιμόχ. Καν ντε λαχ! Ον! Ον!»

Ακούστηκε ένα πλατάγισμα, σαν από απλωμένα σεντόνια, και μια μεγάλη σκιά σκέπασε το πρόσωπο του Τζόνι. Ακούστηκε μια τραχιά κραυγή, όχι ακριβώς κρώξιμο, κάτι παρόμοιο, και ύστερα ένα πλάσμα με άκαμπτα, κινούμενα φτερά ρίχτηκε πάνω του, τον γράπωσε από τους ώμους με κάτι πέτρινα, γαμψά νύχια που έκλεισαν σουφρώνοντας το ύφασμα του πουκαμίσου του και τον χτύπησε δυνατά με το ράμφος του στο κρανίο βγάζοντας πάλι εκείνο το απαίσιο κρώξιμο.

Ο Τζόνι κατάλαβε τι ήταν από τη μυρωδιά -τη δυσωδία του σάπιου κρέατος. Τα μεγάλα, άτσαλα φτερά πλατάγισαν στα πλάγια του κεφαλιού του, καθώς το όρνιο σταθεροποιούσε τη θέση του, και η δυσοσμία γέμισε το στόμα και τα ρουθούνια του, του έφερε αναγούλα, τον έπνιξε κυριολεκτικά, θυμήθηκε το σκύλο που ταλαντευόταν κρεμασμένος στο σκοινί καθώς τα σιχαμένα πουλιά με τα φαλακρά κεφάλια τσιμπολογούσαν την ουρά και τα πόδια του. Τώρα ένα απ' αυτά τα όρνια είχε κουρνιάσει πάνω του κάποιο που προφανώς δεν είχε ακούσει ποτέ του ότι οι γύπες, βασικά, είναι κιοτήδες και ρίχνονται μόνο σε ψοφίμια- και τον χτυπούσε με το ράμφος του στο κρανίο, ματώνοντας τον. 209

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Διώξ' το!» ούρλιαξε ο Τζόνι έντρομος. Προσπάθησε ν' αρπάξει τις μεγάλες, κινούμενες φτερούγες και το μόνο που κατάφερε ήταν να του μείνουν στα χέρια μερικά μαδημένα φτερά. Πάλευε στα τυφλά. Φοβόταν πως, αν άνοιγε τα μάτια του, ο γύπας θα τέντωνε το λαιμό του και θα του τα έβγαζε με το ράμφος του. «Χρίστε μου, διώξ' το από πάνω μου!»

«Θα με κοιτάξεις όπως πρέπει αν το διώξω;» ρώτησε ο αστυνομικός. «Με σεβασμό; Χωρίς αναίδεια;»

«Ναι! Ναι!» Ο Τζόνι ήταν ικανός να υποσχεθεί οτιδήποτε. Αυτό το κάτι που τον είχε κάνει ν' αντιμιλήσει στον αστυνομικό είχε εξαφανιστεί. Το είχε φάει το όρνιο. «Το υπόσχεσαι;»

Ο γύπας να πλαταγίζει τις φτερούγες του, κρώζοντας και τσιμπολογώντας. Βρομώντας σαν σάπιο κρέας και χυμένα άντερα. Πάνω του. Να τον τρώει. Να τον τρώει ζωντανό.

«Ναι! Ναι! Το υπόσχομαι!»

«Άντε γαμήσου», είπε ήρεμα ο μπάτσος. «Άντε γαμήσου, κι εσύ και η υπόσχεση σου. Βγάλ' τα πέρα μόνος σου. Ή πέθανε».

Πεσμένος στα γόνατα, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια σφαλισμένα, ο Τζόνι άπλωσε στα τυφλά, άρπαξε τις φτερούγες του όρνιου εκεί που ενώνονταν με το σώμα του και, τραβώντας με όλη του τη δύναμη, το ξεκόλλησε από τους ώμους του. Ο γύπας χτυπιόταν άγρια πάνω από το κεφάλι του Τζόνι, αδειάζοντας ένα χείμαρρο άσπρες κουτσουλιές, που ο άνεμος τις παρέσερνε σαν κορδέλες στον αέρα, βγάζοντας εκείνο το απαίσιο κρώξιμο (που τώρα ακουγόταν πονεμένο) και τινάζοντας το φαλακρό κεφάλι του δεξιά αριστερά. Κλαίγοντας με λυγμούς -το κυρίαρχο συναίσθημα του ήταν η απόλυτη σιχασιά- ο Τζόνι τράβηξε με δύναμη, ξεκολλώντας τη μια φτερούγα, και μετά πέταξε με δύναμη το όρνιο πάνω στον τούβλινο τοίχο. Το πουλί τον κοίταζε με κάτι μάτια μαύρα σαν πίσσα. Το ματωμένο ράμφος του άνοιξε σπασμωδικά και ξανάκλεισε με απανωτούς, μικρούς, ξερούς κρότους. 210

STEPHEN KING

Αυτό το αίμα είναι δικό μου, βρωμοπούλι, σκέφτηκε ο Τζόνι. Πέταξε πέρα την κομμένη φτερούγα και σηκώθηκε όρθιος. Ο γύπας προσπάθησε ν' απομακρυνθεί τρικλίζοντας, ανεμίζοντας το μοναδικό φτερό του σαν πηδάλιο, ξεσηκώνοντας σκόνη και μαδημένα φτερά στον αέρα. Τράβηξε προς την κατεύθυνση του περιπολικού, αλλά πριν διανύσει πάνω από δυο μέτρα, ο Τζόνι τον πάτησε με τη βαριά, δερμάτινη μπότα του και του τσάκισε τη ραχοκοκαλιά. Τα γυμνά, φολιδωτά πόδια του όρνιου τεντώθηκαν προς δυο αντίθετες κατευθύνσεις, σαν να εκτελούσε γυμναστική άσκηση. Ο Τζόνι σκέπασε τα μάτια του με τις παλάμες, νομίζοντας ότι θα σάλευε ο νους του. «Καθόλου άσχημα», σχολίασε ο μπάτσος. «Τον κατάφερες. Και τώρα, κάνε στροφή». «Όχι». Ο Τζόνι στεκόταν ακίνητος, τρέμοντας, με τα χέρια στο πρόσωπο του. «Κάνε στροφή».

Η φωνή δεν άφηνε κανένα περιθώριο άρνησης. Ο Τζόνι στράφηκε και είδε τον αστυνομικό να δείχνει πάλι τον ουρανό με τα πέντε δάχτυλα ανοιχτά και το χέρι του τεντωμένο. Ο Τζόνι σήκωσε το κεφάλι του και είδε γύπες -τουλάχιστον δυο ντουζίνες- καθισμένους στη σειρά κατά μήκος της βορινής πλευράς του πάρκινγκ να τον κοιτάζουν. «Θέλεις να τους καλέσω;» ρώτησε ο αστυνομικός με προσποιητά γλυκιά φωνή. «Μπορώ, ξέρεις. Τα πουλιά είναι η αδυναμία μου. Θα σε φάνε ζωντανό, αν το θελήσω».

«0-ο-όχι». Ο Τζόνι κοίταξε τον μπάτσο και είδε προς μεγάλη του ανακούφιση ότι είχε ανεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού του. Η αιμάτινη κηλίδα στον καβάλο του, όμως, είχε γίνει διπλάσια σε μέγεθος. «Όχι, δ-δε θέλω».

«Ποια είναι η μαγική λέξη, Τζόνι;»

Για μια στιγμή, μια εφιαλτική στιγμή, ο Τζόνι δεν είχε ιδέα τι ήθελε ν' ακούσει ο μπάτσος. Ύστερα του ήρθε. «Παρακαλώ». «Είσαι πρόθυμος να λογικευτείς;» «Ν-ναι».

211

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αμφιβάλλω», είπε ο μπάτσος, σαν να μονολογούσε. «Πολύ αμφιβάλλω».

Ο Τζόνι στεκόταν και τον κοίταζε, μη έχοντας τίποτα να πει. Η οργή του είχε χαθεί. Όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί και τη θέση τους είχε πάρει μια αίσθηση απόλυτης παράλυσης.

«Αυτό το παιδί», είπε ο μπάτσος κοιτώντας προς μια σειρά καγκελόφραχτα παράθυρα με αδιαφανή τζάμια, στον πρώτο όροφο του δημοτικού κτιρίου. «Αυτό το παιδί με προβληματίζει πολύ. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σου μιλήσω γι' αυτόν. Ίσως μπορέσεις να με συμβουλέψεις».

Ο αστυνομικός σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος με τις παλάμες ανοιχτές στο ύψος των ώμων κι άρχισε να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλα στις κλείδες, έτσι όπως έπαιζε πριν στο τιμόνι του περιπολικού. Κι ενώ το έκανε αυτό, κοιτούσε τον Τζόνι με βλέμμα εντελώς απλανές.

«Ή ίσως θα έπρεπε να σε σκοτώσω, Τζόνι. Αυτό θα ήταν το καλύτερο -έτσι και πεθάνεις, μπορεί να σου δώσουν το Νόμπελ που πάντα λιγουρευόσουν. Εσύ τι λες;»

Ο μπάτσος σήκωσε το κεφάλι του προς την παράταξη των όρνιων στην κόχη της ταράτσας του δημοτικού κτιρίου κι άρχισε να γελάει. Οι γύπες του απάντησαν με κοφτά, δυνατά κρωξίματα και ο Τζόνι έκανε μια παράλογη, τρομακτική σκέψη, που στάθηκε αδύνατο να τη διώξει από το μυαλό του. Γιατί ήταν τρομερά πειστική.

Γελάνε κι αυτά μαζί του. Γιατί το αστείο δεν είναι δικό του. Είναι κοινό.

Μια ισχυρή ριπή ανέμου σάρωσε ξαφνικά το πάρκινγκ, έκανε τον Τζόνι να ταλαντευτεί στα τρεμάμενα πόδια του και παρέσυρε την κομμένη φτερούγα του γύπα σε κάμποση απόσταση. Το φως της μέρας λιγόστευε πολύ γρήγορα. Ο Τζόνι κοίταξε προς τη δύση και είδε ότι ένα σύννεφο σκόνης είχε θαμπώσει τα βουνά στον ορίζοντα και σύντομα θα τα έκρυβε εντελώς. Ο ήλιος βρισκόταν ακόμη πάνω από τη σκόνη αλλά όχι για πολύ. Ήταν αμμοθύελλα κι ερχόταν προς το μέρος τους. 212

STEPHEN KING

5

Οι πέντε άνθρωποι στα κελιά -το ζεύγος Κάρβερ, ο γιος τους, η Μαίρη Τζάκσον κι ο ηλικιωμένος ασπρομάλλης- είχαν στήσει αυτί κι άκουγαν τις κραυγές του άντρα και τους ήχους που τις συνόδευαν: στριγκά κρωξίματα και πλατάγισμα φτερών. Κάποτε σταμάτησαν όλα. Ο Ντέιβιντ ευχήθηκε να μην είχε πεθάνει και κάποιος άλλος εκεί έξω στο πάρκινγκ, αλλά, αν το καλοσκεφτόσουν, τι πιθανότητες υπήρχαν να τη γλίτωσε ο άνθρωπος που φώναζε; «Πώς είπες ότι τον λένε;» ρώτησε η Μαίρη.

«Κόλι Εντράτζιαν», απάντησε ο γέρος κύριος. Μιλούσε σαν να είχε αποκάμει πια εντελώς μετά τις κραυγές που άκουσε. «Κόλι είναι το χαϊδευτικό του Κόλιερ. Πρωτοήρθε εδώ από μια πόλη μεταλλείων στο Γουαϊόμινγκ... πριν από δεκαπέντε δεκάξι χρόνια. Δε θα 'ταν ούτε εικοσάρης τότε. Ήθελε να γίνει αστυνομικός, δεν τα κατάφερε και τελικά πήγε να δουλέψει πάνω στο ορυχείο, για την εταιρεία Ντιάμπλο. Ήταν την εποχή που η Ντιάμπλο ετοιμαζόταν να τα μαζέψει και να φύγει. Ο Κόλι ήταν στην ομάδα που δούλευε όταν έκλεισε το ορυχείο, απ' όσο θυμάμαι». «Σ' εμένα και στον Πίτερ είπε ότι το ορυχείο λειτουργεί», είπε η Μαίρη.

Ο γέρος κύριος κούνησε το κεφάλι του μ' έναν τρόπο που σήμαινε ότι είχε βαρεθεί ν' ακούει την ίδια ανοησία. «Υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ότι το Κινέζικο Ορυχείο δεν έχει εξαντληθεί, αλλά κάνουν λάθος. Είναι αλήθεια πως κάτι σκαλίζουν πάλι εκεί πάνω, αλλά δεν πρόκειται να βγάλουν τίποτα –απλώς θα χάσουν τα λεφτά των επενδυτών και θα το ξανακλείσουν. Κι αυτός που θα χαρεί περισσότερο θα είναι ο Τζιμ Ριντ. Έχει μπουχτίσει από τους καβγάδες στα μπαρ. Όλοι θα ησυχάσουμε όταν το παρατήσουν και πάλι το Κινέζικο Ορυχείο. Είναι στοιχειωμένο. Έτσι πιστεύουν διάφοροι προληπτικοί εδώ πέρα». Έκανε μια μικρή παύση. «Είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς». «Ποιος είναι ο Τζιμ Ριντ;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Ο αστυνόμος της πόλης. Αυτός που σε μια μεγαλύτερη πόλη θα λεγόταν διοικητής της αστυνομίας. Αλλά εδώ στην Ντεσπερέισον 213

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

δεν έχουν μείνει πάνω από δυο χιλιάδες κάτοικοι. Ο Τζιμ είχε δυο μόνιμους αστυφύλακες, τον Ντέιβ Πίρσον και τον Κόλι. Κανένας δεν περίμενε να μείνει εδώ ο Κόλι αφού έκλεισε η Ντιάμπλο, αλλά έμεινε. Δεν ήταν παντρεμένος κι έπαιρνε μια αναπηρική σύνταξη. Για ένα φεγγάρι τριγύριζε κάνοντας δουλειές του ποδαριού και τελικά ο Τζιμ άρχισε να του αναθέτει κάποιες δουλειές. Ήταν αρκετά καλός και τελικά το δημοτικό συμβούλιο, παίρνοντας υπόψη του τις συστάσεις του Τζιμ, τον προσέλαβε ως μόνιμο το '91». «Τρεις αστυνομικοί είναι πολλοί για μια τόσο μικρή πόλη», είπε ο Ραλφ.

«Μάλλον. Αλλά πήραμε κάποια λεφτά από την Ουάσιγκτον, βάσει του νόμου περί Περιφερειακής Αστυνόμευσης, και, επιπλέον, κλείσαμε ένα συμβόλαιο με την Κομητεία να συμμορφώνουμε τους απείθαρχους εδώ γύρω -να ρίχνουμε κλήσεις στους οδηγούς που τρέχουν πολύ, να χώνουμε τους μεθυσμένους στο φρέσκο και διάφορα άλλα», Καινούρια ουρλιαχτά κογιότ απέξω. Τρεμουλιαστές, μακρόσυρτες κραυγές, που τις μετέφερε ο δυνατός άνεμος.

Η Μαίρη ρώτησε: «Γιατί έπαιρνε αναπηρική σύνταξη; Είχε διανοητικά προβλήματα;»

«Όχι. Το ημιφορτηγό που οδηγούσε τουμπάρισε καθώς κατέβαινε στο ορυχείο εκεί πέρα -στο Κινέζικο Ορυχείο. Ήταν λίγο πριν κλείσουν το ορυχείο οι εργάτες της Ντιάμπλο. Ο Κόλι τσάκισε το γόνατο του. Έγινε καλά τελικά, αλλά κούτσαινε από τότε κι αυτό δε διορθώθηκε». «Τότε, δεν είναι αυτός», είπε η Μαίρη.

Ο γέρος την κοίταξε, ανασηκώνοντας τα δασιά του φρύδια.

«Αυτός που σκότωσε τον άντρα μου δεν κουτσαίνει».

«Ναι», συμφώνησε ο γέρος, με μια περίεργη ηρεμία. «Δεν κουτσαίνει. Αλλά είναι ο Κόλι, σίγουρα πράματα. Τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τον έχω κεράσει αμέτρητα ποτά στο Μπρόκεν Ντραμ και μ' έχει κεράσει κι αυτός άλλα τόσα στο Μπαντ'ς Σαντς. Όταν μου έκαναν διάρρηξη στο ιατρείο, αυτός ήρθε και τράβηξε φωτογραφίες κι έριξε σκόνη για να πάρει 214

STEPHEN KING

τα αποτυπώματα. Μάλλον έψαχνε για ναρκομανείς, δεν ξέρω. Δεν τους έπιασαν ποτέ». «Είστε γιατρός, κύριε;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Κτηνίατρος», απάντησε ο γέρος. «Με λένε Τομ Μπίλινγκσλι». Άπλωσε προς το μέρος του παιδιού ένα φαρδύ, τραχύ χέρι που έτρεμε ελαφρά. Ο Ντέιβιντ το έσφιξε μαλακά.

Κάτω στο ισόγειο μια πόρτα άνοιξε με πάταγο. «Εδώ είμαστε, Μεγάλε Τζόνι!» ακούστηκε ο αστυνομικός να λέει. «Το δωμάτιο σου σε περιμένει! Δωμάτιο είπα;

Διάβολε, μιλάμε για πλήρως επιπλωμένο διαμέρισμα! Εμπρός, ανέβα! Ξεχάσαμε να σου βάλουμε υπολογιστή, αλλά θα έχεις στη διάθεση σου τρεις φοβερούς τοίχους, με επιγράμματα όπως ΠΑΡΕ ΜΟΥ ΜΙΑ ΠΙΠΑ και ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ για να εμπνευστείς να ξεκινήσεις!»

Ο Τομ Μπίλινγκσλι έριξε μια νευρική ματιά προς την πόρτα που έβγαζε στη σκάλα και ύστερα κοίταξε πάλι τον Ντέιβιντ. Μίλησε δυνατά, ώστε ν' ακούσουν όλοι, αλλά κοίταζε μόνο τον Ντέιβιντ, σ' αυτόν φαινόταν να θέλει να το πει. «Είναι και κάτι άλλο», είπε. «Ο Κόλι είναι μεγαλύτερος τώρα». «Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Ντέιβιντ, αλλά ήξερε.

«Αυτό που είπα. Ο Κόλι πάντα ήταν ψηλός -ένα ενενήντα το λιγότερο- και έπιανε σίγουρα τα εκατό κιλά. Τώρα όμως...»

Έριξε πάλι μια νευρική ματιά προς την πόρτα και τον ήχο των ποδιών που ανέβαιναν τη σκάλα. Δυο ζευγάρια. Ύστερα ξανακοίταξε τον Ντέιβιντ.

«Τώρα είναι τουλάχιστον δέκα πόντους ψηλότερος, έτσι δεν είναι; Και καμιά τριανταριά κιλά βαρύτερος». «Αυτό είναι παράλογο!» φώναξε η Έλλη. «Εντελώς τρελό!»

«Ναι, κυρία μου», συμφώνησε ο ασπρομάλλης κτηνίατρος. «Αλλά είναι γεγονός».

Η πόρτα προς τη σκάλα άνοιξε διάπλατα κι ένας άντρας με ματωμένο πρόσωπο και γκρίζα μαλλιά μακριά ως τους ώμους, που ήταν κι αυτά λερωμένα από αίματα, εκσφενδονίστηκε στο εσωτε215

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ρικό της αίθουσας με τα κελιά. Δεν τη διέσχισε με τη χορευτική χάρη της Μαίρης Τζάκσον. Αντίθετα, σκόνταψε στα μισά κι έπεσε στα γόνατα τεντώνοντας τα χέρια του μπροστά για να φυλαχτεί να μη χτυπήσει στο γραφείο. Ο άντρας που μπήκε ξοπίσω του ήταν αυτός που τους είχε φέρει όλους ο' εκείνο το μέρος, αλλά ήταν αγνώριστος –ένα αιμόφυρτο στοιχειό, ένα πλάσμα που φαινόταν να αποσυντίθεται μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Αφού τους περιεργάστηκε όλους αφ' υψηλού με το μισολιωμένο του πρόσωπο, το στόμα του άνοιξε σ' ένα φαρδύ, σάπιο χαμόγελο. «Για δες», είπε με βαριά φωνή, γεμάτη αίσθημα. «Δες τι καλά που είμαστε! Μια μεγάλη, ευτυχισμένη οικογένεια!»

216

ΜΕΡΟΣ II

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ΝΤΕΣΠΕΡΕΙΣΟΝ: ΣΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΤΙ ΘΑ ΑΝΑΔΥΘΕΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 «Στιβ;» «Τι;»

«Είναι αυτό που νομίζω ότι είναι;»

Η κοπέλα έδειχνε από το παράθυρο, προς τα δυτικά. «Τι νομίζεις ότι είναι;»

«Άμμος», του απάντησε. «Άμμος κι αέρας». «Ναι. θα έλεγα πως αυτό είναι».

«Μπορείς να σταματήσεις μια στιγμή;» Την κοίταξε. Ερωτηματικά. «Μια στιγμή μόνο».

Ο Στιβ Έιμς σταμάτησε το Ράιντερ στην άκρη του δρόμου που οδηγούσε στην Ντεσπερέισον, νότια της Εθνικής 50. Είχαν βρει τη διακλάδωση χωρίς καμιά δυσκολία. Ο Στιβ, με τα χέρια στο τιμόνι, κοίταξε τη Σύνθια Σμιθ, που πριν από λίγο τον είχε αποκαλέσει καινούριο, καλό της φίλο. Τώρα η Σύνθια δεν κοίταζε τον καινούριο, καλό της φίλο, κοίταζε κάτω, το μπλουζάκι της, τραβολογώντας νευρικά το στρίφωμα και με τα δυο της χέρια. «Είμαι προσγειωμένος άνθρωπος», είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της. «Μπορεί να έχω κάποιες διαισθητικές ικανότητες, αλλά ταυτόχρονα είμαι προσγειωμένη. Το πιστεύεις αυτό;» «Μάλλον».

«Και πρακτική. Αυτό το πιστεύεις;» 218

STEPHEN KING «Και βέβαια».

«Γι' αυτό σε κορόιδεψα για το προαίσθημα σου ή ό,τι άλλο ήταν. Εσύ όμως πίστευες ότι θα βρίσκαμε κάτι και πράγματι βρήκαμε». «Ναι, πράγματι».

«Επομένως ήταν σωστό προαίσθημα».

«Δεν μπαίνεις στο θέμα; Το αφεντικό μου...»

«Σωστά. Το αφεντικό σου, το αφεντικό σου, το αφεντικό σου. Ξέρω ότι αυτό σκέφτεσαι ή, μάλλον, ότι μόνο αυτό σκέφτεσαι, κι αυτό είναι που με ανησυχεί. Γιατί τώρα έχω εγώ ένα κακό προαίσθημα, Στιβ». Ο Στιβ την κοίταξε. Πολύ αργά, απρόθυμα, η Σύνθια σήκωσε το κεφάλι κι ανταπέδωσε το βλέμμα του. Αυτό που είδε στα μάτια της τον ξάφνιασε και τον τρόμαξε -ήταν η λάμψη του φόβου. «Τι είναι; Τι φοβάσαι;» «Δεν ξέρω».

«Άκου, Σύνθια... το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε έναν αστυνομικό -ελλείψει αστυνομικού, έναν τηλεφωνικό θάλαμο- και να δηλώσουμε την εξαφάνιση του Τζόνι. Καθώς και μιας οικογένειας με το επίθετο Κάρβερ». «Κι όμως...»

«Μη φοβάσαι, θα προσέχω. Σ' το υπόσχομαι».

«Δεν ξαναδοκιμάζεις να πάρεις το 911 από το κινητό σου;» του ζήτησε με μια σιγανή, τρεμάμενη φωνούλα, που δε θύμιζε σε τίποτε την κανονική της.

Ο Στιβ το έκανε για να την ευχαριστήσει, μη περιμένοντας τίποτε και, φυσικά, δεν έπιασε γραμμή. Ούτε καν μαγνητοφωνημένο μήνυμα αυτή τη φορά. Δεν ήταν σίγουρος, αλλά μπορεί η επικείμενη ανεμοθύελλα ή αμμοθύελλα, ή όπως αλλιώς την έλεγαν, να δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τη λήψη. «Δυστυχώς, δεν πιάνει», είπε στη Σύνθια. «θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ; Μπορεί να σταθείς τυχερή. Το γυναικείο χέρι, που λένε». 219

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Σύνθια έγνεψε αρνητικά. «Εσύ δεν αισθάνεσαι τίποτε; Τίποτε απολύτως;»

Ο Στιβ αναστέναξε. Ναι, κάτι αισθανόταν. Του θύμιζε συναισθήματα που είχε κάποιες φορές στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, τότε στο Τέξας. Το καλοκαίρι που έκλεισε τα δεκατρία ήταν το μακρύτερο, το πιο γλυκό και το πιο παράξενο της ζωής του. Κατά τα τέλη του Αυγούστου, ξεσπούσαν βραδινές καταιγίδες, σχεδόν καθημερινά, στην περιοχή -σύντομες αλλά ραγδαίες νεροποντές, που οι γέροι καουμπόηδες αποκαλούσαν «κατακλυσμούς». Κι εκείνη τη χρονιά (μια χρονιά όπου κάθε δεύτερο τραγούδι ποπ στο ραδ ιόφωνο ήταν οπωσδ ήποτε των Μπι Τζιζ), τα λίγα λεπτά απόλυτης ησυχίας που προηγούνταν πάντα της καταιγίδας -μαύρος ουρανός, ακίνητος αέρας, δυνατά μπουμπουνητά κι αστραπές- τον ερέθιζαν μ' έναν τρόπο που ήταν γι' αυτόν πρωτόγνωρος. Ένιωθε τα μάτια του σαν γλόμπους του ηλεκτρικού, το στομάχι του ένα σφιχτό κουβάρι, το πουλί του όρθιο σαν πετρωμένο, να σφυροκοπάει γεμάτο αίμα. Τον κυρίευε μια αίσθηση τρόμου και έκστασης εκείνα τα λεπτά πριν από την καταιγίδα, σαν να ήταν έτοιμο το σύμπαν να του αποκαλύψει κάποιο μεγάλο μυστικό, να το πετάξει σαν πολύ γερό χαρτί σε μια παρτίδα πόκερ. Τελικά, βέβαια, δεν του είχε έρθει καμιά αποκάλυψη (εκτός αν ήταν το πώς να παίζει το πουλί του, που το ανακάλυψε λίγο αργότερα). Κάπως έτσι ένιωθε και τώρα, αλλά χωρίς εξάψεις, χωρίς ανατριχίλες, χωρίς έκσταση και χωρίς καμιά ιδιαίτερη αίσθηση τρόμου. Αυτό που αισθανόταν αφότου η Σύνθια είχε ξεθάψει το κράνος του αφεντικού ήταν μάλλον ένα κακό προαίσθημα, μια υποψία ότι τα πράγματα είχαν πάει στραβά και σύντομα θα στράβωναν ακόμα περισσότερο. Ως τη στιγμή που το ανέφερε η Σύνθια λίγο πριν, ο ίδιος είχε απωθήσει αυτό το προαίσθημα. Σαν έφηβος, προφανώς επηρεαζόταν από την αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης που συνεπάγεται ο ερχομός μιας καταιγίδας ή από το στατικό ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα ή κάποιο άλλο αναθεματισμένο φαινόμενο. Αλλά και τώρα ερχόταν μια καταιγίδα, σωστά; Ναι. Επομένως, μάλλον ήταν το ίδιο πράγμα, απόλυτα κατανοητό. Ωστόσο... «Καλά, εντάξει, έχεις δίκιο. Κάτι αισθάνομαι, αλλά τι διάβολο θα μπορούσα να κάνω; Δε φαντάζομαι να θέλεις να γυρίσω πίσω;» 220

STEPHEN KING

«Όχι. Αυτό δε γίνεται. Απλώς πρόσεχε. Εντάξει».

Μια ισχυρή ριπή ανέμου ταρακούνησε το αμάξι. Ένα κοκκινωπό σύννεφο άμμου σκέπασε στιγμιαία το δρόμο, αλλοιώνοντας το σχήμα και τις διαστάσεις του. «Εντάξει, αλλά θα με βοηθήσεις», είπε ο Στιβ.

Έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε πάλι. Ο ήλιος που έδυε είχε μόλις αγγίξει το οριζόντιο σύννεφο της άμμου, που όλο φάρδαινε στον ορίζοντα και το κάτω μισό του ήταν κατακόκκινο σαν αίμα.

«Ναι», είπε η Σύνθια μορφάζοντας καθώς μια καινούρια ριπή ανέμου τράνταξε το φορτηγό. «Να 'σαι σίγουρος γι' αυτό». 2 Ο αιμόφυρτος αστυνομικός κλείδωσε το νεοφερμένο στο διπλανό κελί απ' αυτό που μοιραζόταν ο Ντέιβιντ Κάρβερ με τον Τομ Μπίλινγκσλι. Μετά, έκανε αργά μια ολόκληρη στροφή πάνω στις φτέρνες του επιθεωρώντας το χώρο. Το μισολιωμένο πρόσωπο του ήταν σοβαρό, σαν κάτι να υπολόγιζε. Ύστερα έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε πάλι την αρμαθιά με τα κλειδιά. Διάλεξε το ίδιο όπως και πριν -εκείνο το τετράγωνο με τη μαύρη εγκοπή στο κέντρο- άρα, μάλλον ήταν το γενικό αντικλείδι για τα κελιά.

«Α-μπε-μπα-μπλομ», είπε. Προχώρησε ως το κελί όπου ήταν οι γονείς του Ντέιβιντ. Καθώς πλησίαζε εκείνοι οπισθοχώρησαν από τα κάγκελα, αγκαλιάζοντας ξανά ο ένας τον άλλο.

«Άφησε τους ήσυχους», φώναξε ο Ντέιβιντ, έντρομος. Ο Μπίλινγκσλι τον έπιασε από το μπράτσο για να τον συγκρατήσει, αλλά ο μικρός τίναξε απότομα το χέρι του. «Άκουσες; Να τους αφήσεις ήσυχους!» «Στ' όνειρο σου, κωλόπαιδο», είπε ο Κόλι Εντράτζιαν. Έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά του κελιού, ακούστηκε ένας μουντός μεταλλικός ήχος και η κλειδαριά απασφαλίστηκε. Ο αστυνομικός άνοιξε την πόρτα. «Καλά νέα, Έλλη. Εγκρίθηκε η προσωρινή σου αποφυλάκιση υπό όρους. Βγες έξω». 221

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Έλλη κούνησε το κεφάλι της. Σκιές είχαν γεμίσει τώρα το κελί και το πρόσωπο της έμοιαζε να επιπλέει στο μισόφωτο, ασπροκίτρινο σαν φεγγάρι. Ο Ραλφ την αγκάλιασε από τη μέση και την τράβηξε ακόμα πιο πίσω, προς το βάθος του κελιού. «Αρκετό κακό δε μας έκανες ήδη;» φώναξε απελπισμένος.

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι». Ο Εντράτζιαν τράβηξε το πελώριο πιστόλι του, σημάδεψε τον Ραλφ και σήκωσε τον κόκορα. «Ή βγαίνεις αμέσως έξω, κυρά μου, ή φυτεύω στον ψευτοπαλικαρά σου μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Τι λες; Προτιμάς τα μυαλά του μέσα στο κεφάλι του ή απλωμένα στον τοίχο; Εμένα το ίδιο μου κάνει».

Θεέ μου, καν' τον να σταματήσει, προσευχήθηκε ο Ντέιβιντ. Καν' τον να σταματήσει. Σε παρακαλώ. Αφού μπόρεσες να φέρεις πίσω τον Μπράιαν από κει που ήταν, μπορείς να το κάνεις κι αυτό. θεέ μου, Σε παρακαλώ, καν' τον να μην πάρει τη μαμά μου.

Η Έλλη έσπρωχνε τα χέρια του Ραλφ προς τα κάτω, τα έδιωχνε από το κορμί της. «Έλλη! Μη!»

«Πρέπει. Δεν το βλέπεις;»

Ο Ραλφ άφησε τα χέρια του να πέσουν σαν άψυχα. Ο Εντράτζιαν κατέβασε τον κόκορα του όπλου και το ξανάχωσε στη θήκη του. Ύστερα άπλωσε το χέρι του στην Έλλη σαν να την καλούσε να κάνουν δυο στροφές στην πίστα. Εκείνη πήγε κοντά του και του είπε κάτι σχεδόν ψιθυριστά. Ο Ντέιβιντ κατάλαβε ότι η μαμά του μιλούσε έτσι σιγά για να μην ακούσει αυτός, αλλά η ακοή του ήταν πολύ καλή. «Αν θέλεις... εκείνο, πάρε με κάπου που να μη μας δει ο γιος μου».

«Μη φοβάσαι», της είπε ο Εντράτζιαν στον ίδιο σιγανό, συνωμοτικό τόνο. «Δε θέλω... εκείνο. Όχι. Ειδικά από σένα. Πάμε τώρα».

Με το ένα χέρι του τράβηξε κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα του κελιού, τραντάζοντας τη λιγάκι για να σιγουρευτεί ότι είχε ασφαλίσει η κλειδαριά, ενώ με το άλλο κρατούσε τη μητέρα του Ντέιβιντ. Ύστερα κίνησε προς την πόρτα. 222

STEPHEN KING

«Μαμά», τσίριξε ο Ντέιβιντ. Άρπαξε τα κάγκελα με τα δυο του χέρια κι άρχισε να τα τραντάζει. Η πόρτα του κελιού κροτάλισε λίγο κι αυτό ήταν όλο. «Μαμά μου, όχι! Άφησε την, κάθαρμα! ΑΣΕ ΗΣΥΧΗ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ!»

«Μη φοβάσαι, Ντέιβιντ, θα γυρίσω», είπε η Έλλη, αλλά η σιγανή, σχεδόν απρόσωπη φωνή της τρόμαξε ακόμα περισσότερο το αγόρι -ήταν σαν να είχε ήδη χαθεί. Ή σαν ο αστυνομικός να την είχε υπνωτίσει με το που την άγγιξε. «Μη φοβάσαι για μένα».

«Όχι!» ούρλιαξε ο Ντέιβιντ. «Μπαμπά, σταμάτησε τον! Σταμάτησε τον!» Μέσα στην καρδιά του, όμως, γεννιόταν μια απόλυτη βεβαιότητα: αν ο πελώριος, αιματοβαμμένος αστυνομικός έπαιρνε τη μητέρα του έξω απ' αυτό το δωμάτιο, δε θα την ξανάβλεπε ποτέ κανείς. «Ντέιβιντ...» Ο Ραλφ έκανε δυο αβέβαια βήματα προς τα πίσω, κάθισε στην κουκέτα, έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει.

«Θα την προσέχω εγώ, Ντέιβιντ, μην ανησυχείς», είπε ο Εντράτζιαν. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα που έβγαζε στη σκάλα κρατώντας σφιχτά το μπράτσο της Έλλης, λίγο πάνω από τον αγκώνα. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστραφτερό, αν έλειπαν τα ματωμένα ούλα. «Είμαι ευαίσθητος εγώ σαν τον τύπο στις Γέφυρες του Μάντισον, χωρίς τις κάμερες, βέβαια». «Έτσι και την πειράξεις, θα το μετανιώσεις», είπε ο Ντέιβιντ.

Το χαμόγελο του αστυνομικού έσβησε. Φάνηκε θυμωμένος αλλά και λιγάκι πειραγμένος. «Ίσως... αλλά δε νομίζω. Όχι, δεν το νομίζω. Είσαι χριστιανόπουλο, ε;» Ο Ντέιβιντ τον κοίταζε σταθερά, χωρίς ν' απαντήσει.

«Σε βλέπω εγώ. Έχεις αυτό το χριστιανικό ύφος -μάτια γλαρά και χείλη σφιγμένα. Ένα χριστιανόπουλο με μπλουζάκι του μπέιζμπολ. Ρε τι πάθαμε!» Ο Εντράτζιαν κόλλησε το κεφάλι του δίπλα στης Έλλης και κοίταξε τον Ντέιβιντ ανάμεσα από τα μαλλιά της. «Προσευχήσου όσο θέλεις, μικρέ, αλλά μην περιμένεις να σε ωφελήσει σε τίποτα. Ο Θεός σου δεν είναι εδώ, όπως δεν ήταν και με 223

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τον Χριστό, όταν ο Χριστός πέθαινε κρεμασμένος στο σταυρό, με μύγες στα μάτια του. Τακ!»

Η Έλλη το είδε πρώτη, ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Ούρλιαξε και προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά ο Εντράτζιαν την κράτησε καθηλωμένη στη θέση της. Το κογιότ γλίστρησε από το άνοιγμα της πόρτας. Δεν έριξε ούτε μια ματιά στη γυναίκα που ούρλιαζε ούτε στον αστυνομικό που την κρατούσε από το μπράτσο, παρά προχώρησε ήσυχα ως το κέντρο του δωματίου. Εκεί στάθηκε, γύρισε το κεφάλι πάνω από τον ώμο του και στύλωσε τα κίτρινα σαν γυάλινα μάτια του στον Εντράτζιαν. «Αχ λαχ», είπε εκείνος κι άφησε στιγμιαία το μπράτσο της Έλλης, όσο χρειάστηκε για να χτυπήσει ξυστά τη ράχη του αριστερού χεριού του με τα δάχτυλα του δεξιού, σε μια αστραπιαία κίνηση, που θύμισε στον Ντέιβιντ το γλίστρημα μιας μικρής, επίπεδης πέτρας στην επιφάνεια μιας ακύμαντης λίμνης. «Χιμ εν τόου».

Το κογιότ κάθισε στα τέσσερα πόδια του.

«Ο φιλαράκος είναι γρήγορος», είπε ο Εντράτζιαν. Φαινομενικά απευθυνόταν σε όλους, αλλά στην ουσία κοίταζε αποκλειστικά τον Ντέιβιντ. «Εννοώ αστραπή. Πολύ πιο γρήγορος από τα σκυλιά. Κάντε πως βγάζετε πόδι ή χέρι από το κελί σας και θα σας το κόψει πριν καταλάβετε τι έγινε. Σας το εγγυώμαι».

«Ν' αφήσεις τη μαμά μου ήσυχη», είπε ο Ντέιβιντ.

«Παιδί μου», είπε ο Εντράτζιαν με λυπημένο ύφος, «Θα χώσω ένα παλούκι στον πισινό της μαμάς σου και θα τη φέρνω σβούρα μέχρι να βγάλει σπίθες, αν έτσι μου κάνει κέφι, και δεν μπορείς να με σταματήσεις. Και ύστερα θα γυρίσω να πάρω εσένα». Μ' αυτά τα λόγια βγήκε από την πόρτα, τραβώντας μαζί του και τη μητέρα του Ντέιβιντ.

Στο δωμάτιο με ία κελιά έπεσε σιωπή. Τη διέκοπταν μόνο οι πνιχτοί λυγμοί του Ραλφ Κάρβερ και το λαχάνιασμα του κογιότ που, καθισμένο στο κέντρο, κοίταζε τον Ντέιβιντ με μάτια που έμοιαζαν να καταλαβαίνουν τα πάντα. Λεπτές σταγόνες σάλιου έσταζαν από την άκρη της γλώσσας του, σαν στάλες από τρύπιο σωλήνα. 224

STEPHEN KING

«Κάνε κουράγιο, παιδί μου», είπε ο άντρας με τα γκρίζα, μακριά μαλλιά. Φαινόταν τύπος που ήταν μαθημένος να παίρνει παρηγοριά παρά να δίνει. «Τον είδες, έχει εσωτερική αιμορραγία, χάνει τα δόντια του, το ένα του μάτι έχει σχεδόν χυθεί. Δε θ' αντέξει για πολύ ακόμη».

«Δε θα του πάρει πολύ να σκοτώσει τη μαμά μου, αν θελήσει», είπε ο Ντέιβιντ. «Σκότωσε ήδη την αδερφούλα μου. Την έριξε από τη σκάλα και... και έσπασε το λ-λ-λαιμό της». Τα μάτια του πλημμύρισαν ξαφνικά από δάκρυα κι έσφιξε τα δόντια για να τα συγκρατήσει. Δεν ήταν ώρα για κλάψες.

«Ναι, όμως...» άρχισε να λέει ο γκριζομάλλης, αλλά δε βρήκε τι άλλο να πει.

Ο Ντέιβιντ θυμήθηκε, σχεδόν αναίτια, ένα διάλογο που είχε γίνει μέσα στο περιπολικό, ενώ κατευθύνονταν προς αυτή την πόλη, τότε που ακόμα νόμιζαν ότι ο αστυνομικός ήταν λογικός και φυσιολογικός και ήθελε μόνο να τους βοηθήσει. Τον είχε ρωτήσει πώς ήξερε το επίθετο τους κι αυτός του απάντησε ότι το είχε διαβάσει στη μικρή πινακίδα πάνω από το τραπέζι. Ήταν καλή απάντηση, υπήρχε όντως αυτή η πινακίδα... αλλά ο Εντράτζιαν ήταν αδύνατο να την είχε δει από το σημείο όπου στεκόταν, μπροστά στα σκαλοπάτια της πλαϊνής πόρτας του κάραβαν. Έχω μάτια αετού, Ντέιβιντ, είχε πει, μάτια που βλέπουν από πολύ μακριά την αλήθεια.

Ο Ραλφ Κάρβερ σηκώθηκε και ξανάρθε μπροστά, στα κάγκελα του κελιού του, σέρνοντας σχεδόν τα βήματα του. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, τα χείλη του πρησμένα, το πρόσωπο του μια μάσκα απελπισίας. Για μια στιγμή τον Ντέιβιντ τον τύφλωσε ο θυμός, έτρεμε από την επιθυμία να ουρλιάξει: Εσύ φταις για όλα! Εσύ φταις που πέθανε η Πάι! Εσύ φταις που πήρε τη μαμά να τη σκοτώσει ή να τη βιάσει! Εσύ και η μανία σου να χαρτοπαίζεις! Εσύ και η ηλίθια ιδέα σου για διακοπές εδώ! Εσένα έπρεπε να είχε πάρει, μπαμπά, εσένα! Σταμάτα, Ντέιβιντ. Δική του σκέψη, με τη φωνή του Τζιν Μάρτιν. Έτσι ακριβώς θέλει αυτό το πλάσμα να σκέφτεσαι. Αυτό; Ο αστυνομικός, ο Εντράτζιαν; Αυτόν εννοούσε η φωνή; Και πώς ακριβώς 225

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ήθελε αυτός... ή αυτό... να σκέφτεται ο Ντέιβιντ; Και τι το ένοιαζε εν πάση περιπτώσει;

«Κοιτάξτε το», είπε ο Ραλφ, κοιτώντας σαν υπνωτισμένος το κογιότ. «Πώς το κάλεσε; Και γιατί μένει;»

Το κογιότ έστρεψε το βλέμμα του προς τη φωνή του Ραλφ, ύστερα κοίταξε τη Μαίρη και μετά ξανά τον Ντέιβιντ. Λαχάνιασε πιο έντονα. Κι άλλα σάλια έσταξαν στο σανιδένιο πάτωμα, όπου είχε ήδη σχηματιστεί μια μικρή λιμνούλα. «Τα έχει εκπαιδεύσει με κάποιο τρόπο», είπε ο άντρας με τα μακριά, γκρίζα μαλλιά. «Όπως και τα όρνια. Έχει εκπαιδευμένους γϋπες εκεί έξω. Σκότωσα έναν πριν από λίγο. Τον πάτησα με την μπότα μου...» «Όχι», είπε η Μαίρη.

«Όχι», ακούστηκε σχεδόν ταυτόχρονα και ο Μπίλινγκσλι. «Τα κογιότ ξέρω ότι μπορούν να εκπαιδευτούν, αλλά εδώ δεν πρόκειται γι' αυτό». «Και βέβαια αυτό είναι», είπε ξερά ο γκριζομάλλης.

«Ο αστυνομικός», είπε ο Ντέιβιντ. «Ο κύριος Μπίλινγκσλι λέει πως είναι ψηλότερος απ' ό,τι ήταν. Δέκα πόντους τουλάχιστον».

«Αυτό είναι παράλογο». Ο άντρας με τα μακριά, γκρίζα μαλλιά φορούσε δερμάτινο μπουφάν μοτοσικλέτας. Τράβηξε το φερμουάρ μιας από τις τσέπες, έβγαλε ένα στραπατσαρισμένο μασούρι καραμέλες για το βήχα κι έχωσε μια στο στόμα του. «Κύριε; Πώς σας λένε;» τον ρώτησε ο Ραλφ. «Μάρινβιλ. Τζόνι Μάρινβιλ. Είμαι...»

«Είσαι τυφλός, αν δε βλέπεις ότι κάτι φοβερό κι εντελώς ασυνήθιστο συμβαίνει εδώ».

«Εγώ δεν είπα ότι δεν είναι φοβερό και, σίγουρα, δεν είπα ότι είναι κάτι το συνηθισμένο», αποκρίθηκε ο άντρας με τα γκρίζα μαλλιά. Συνέχισε να μιλάει, αλλά τότε επέστρεψε η φωνή, η εξωτερική φωνή, και ο Ντέιβιντ έπαψε να παρακολουθεί την κουβέντα. Το σαπούνι, Ντέιβιντ, το σαπούνι.

226

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ το κοίταξε -μια πλάκα σαπούνι Άιρις Σπρινγκ, πράσινο, δίπλα στην κάνουλα του νερού- και θυμήθηκε τον Εντράτζιαν που είπε, θα γυρίσω να πάρω εσένα. Το σαπούνι.

Και ξαφνικά κατάλαβε... ή έτσι νόμισε. Ή, μάλλον, ήλπισε ότι κατάλαβε. Πρέπει να είναι έτσι. Πρέπει να είναι, αλλιώς...

Φορούσε κοντομάνικο μπλουζάκι με το σήμα των Κλίβελαντ Ίντιανς. Το έβγαλε και το άφησε να πέσει δίπλα στην πόρτα του κελιού. Σήκωσε τα μάτια κι αντίκρισε το κογιότ να τον κοιτάζει. Τ' αυτιά του ήταν ορθωμένα και του φάνηκε πως το άκουσε να γρυλίζει, σιγανά, βαθιά μέσα στο λαρύγγι του. «Παιδί μου;» είπε ο πατέρας του. «Τι πας να κάνεις;»

Χωρίς ν' απαντήσει, ο Ντέιβιντ κάθισε στην κόχη της κουκέτας, έβγαλε τ' αθλητικά παπούτσια του και τα πέταξε εκεί όπου είχε πετάξει και το μπλουζάκι του. Τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το κογιότ γρύλιζε. Λες και ήξερε τι είχε στο νου του ο Ντέιβιντ. Λες και είχε σκοπό να τον σταματήσει, αν τελικά επιχειρούσε να το κάνει.

Μην είσαι βλάκας και βέβαια έχει σκοπό να σε σταματήσει αν δοκιμάσεις, αφού γι' αυτό το άφησε εδώ ο αστυνομικός. Εσύ όμως μη δειλιάσεις. Πρέπει να έχεις θάρρος και πίστη.

«Πιστεύω ότι ο θεός θα με προστατέψει», μουρμούρισε ο Ντέιβιντ. Σηκώθηκε, έλυσε τη ζώνη του και ύστερα σταμάτησε με τα χέρια στο κούμπωμα του παντελονιού του. «Κυρία;» είπε. Η γυναίκα τον κοίταξε κι ένιωσε τα μαγουλά του να φουντώνουν. «Μήπως θα μπορούσατε να κοιτάτε αλλού για λίγο;» συνέχισε. «Πρέπει να βγάλω το παντελόνι μου και μάλλον θα χρειαστεί να βγάλω και το εσώρουχο». «Για τ' όνομα του θεού, τι σκέφτεσαι να κάνεις;» ρώτησε ο πατέρας του. Τώρα η φωνή του είχε τόνο πανικού. «Ό,τι κι αν είναι, σου το απαγορεύω! Αποκλείεται!» 227

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ και πάλι δεν απάντησε, μόνο κοίταξε τη Μαίρη. Την κοίταξε με την ίδια ένταση που κοίταζε το κογιότ αυτόν. Η γυναίκα ανταπέδωσε το βλέμμα του για μερικές στιγμές και, τελικά, χωρίς να πει τίποτε, του γύρισε την πλάτη. Ο άντρας με το δερμάτινο μπουφάν ήταν καθισμένος στην κουκέτα, πιπίλιζε την καραμέλα του και τον παρατηρούσε. Όπως τα περισσότερα εντεκάχρονα παιδιά, ο Ντέιβιντ ντρεπόταν να εμφανιστεί γυμνός κι εκείνο το σταθερό βλέμμα τον έφερνε σε τρομερή αμηχανία... αλλά, όπως είχε ήδη επισημάνει στον εαυτό του, δεν ήταν καιρός για δισταγμούς. Έριξε άλλη μια ματιά στο σαπούνι και τελικά κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του.

228

STEPHEN KING

4

«Ωραία», είπε n Σύνθια. «πολύ ωραία».

«Τι πράγμα;» ρώτησε ο Στιβ. Είχε σκύψει μπροστά και παρατηρούσε προσεκτικά το δρόμο. Ο δυνατός αέρας τον γέμιζε άμμο και ξερόχορτα. Η οδήγηση άρχιζε να γίνεται επικίνδυνη. «Η πινακίδα. Δεν την είδες;»

Ο Στιβ κοίταξε. Πάνω στην πινακίδα, η οποία αρχικά έλεγε Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ ΣΑΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΥΝ, κάποιος εξυπνάκιας είχε αλλάξει με σπρέι την επιγραφή, που τώρα έλεγε: ΤΑ ΨΟΦΙΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗΣ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ ΣΑΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΥΝ! Μια τριχιά, με ξεφτισμένη τη μια άκρη της, κουνιόταν πέρα δώθε με τον άνεμο. Το άτυχο τσοπανόσκυλο, ωστόσο, δεν ήταν πια εκεί. Αρχικά το είχαν περιλάβει τα όρνια και στη συνέχεια τα κογιότ. Πεινασμένα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό ως προς το να κατασπαράξουν έναν -ψόφιο συγγενή τους, είχαν κόψει το σκοινί και είχαν σύρει το ψόφιο σκυλί στην έρημο, σταματώντας μόνο για να στήσουν καβγάδες πάνω από το κουφάρι του. Τα απομεινάρια (κυρίως κόκαλα και νύχια) κείτονταν στην πίσω πλευρά ενός χαμηλού αμμόλοφου. Σύντομα θα χάνονταν κι αυτά κάτω από την άμμο που μετέφερε ο αέρας. «Οι ντόπιοι πρέπει να είναι πολύ καλαμπουρτζήδες», είπε ο Στιβ. «Σίγουρα». Η Σύνθια έδειξε με το δάχτυλο. «Σταμάτα εκεί».

Ήταν ένα κτίριο από σκουριασμένη, αυλακωτή λαμαρίνα. Η επιγραφή στην είσοδο έγραφε: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ. Δίπλα στο κτίριο υπήρχε ένα μεγάλο πάρκινγκ και μέσα σ' αυτό καμιά δεκαριά οχήματα το λιγότερο.

Ο Στιβ σταμάτησε το αυτοκίνητο, χωρίς όμως να μπει στο πάρκινγκ. Ο άνεμος τώρα φυσούσε σχεδόν ασταμάτητα. Οι δυνατές ριπές είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα σταθερό, δυνατό άνεμο. Προς τη μεριά της δύσης, ο ήλιος ήταν ένας σουρεαλιστικός, κοκκινο-πορτοκαλής δίσκος, μονοδιάστατος και πεπλατυσμένος, σαν φωτογραφία του πλανήτη Δία κρεμασμένη πάνω από τα Όρη Ντεζατόγια. Από κάπου κοντά ακουγόταν ένα γοργό και ρυθμικό 229

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τινκ-τινκ-τινκ-τινκ, ένα ατσάλινο κορδόνι ίσως, που χτυπούσε στο μεταλλικό ιστό κάποιας σημαίας. «Τι σε προβληματίζει;» ρώτησε ο Στιβ τη Σύνθια. «Ας τηλεφωνήσουμε από δω στην αστυνομία. Υπάρχουν άνθρωποι μέσα. Βλέπεις τα φώτα;»

Ο Στιβ κοίταξε προς το μεταλλικό κτίριο και είδε πέντ' έξι φωτεινά τετράγωνα στο πίσω μέρος του. Στο θολό από τη σκόνη μισόφωτο φάνταζαν σαν παραθυράκια τρένου που απομακρυνόταν. Στράφηκε πάλι προς τη Σύνθια, ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Γιατί από δω, όταν απέχουμε δυο λεπτά το πολύ από το τοπικό μπατσάδικο; Το κέντρο της πόλης -ο θεός να την κάνει πόλη- δεν πρέπει να είναι μακριά». Η Σύνθια έτριψε το μέτωπο της σαν να ήταν κουρασμένη ή να την πονούσε το κεφάλι της. «Είπες πως θα προσέχεις. Κι εγώ είπα ότι θα σε βοηθήσω να είσαι προσεκτικός. Αυτό κάνω τώρα. θέλω να πάρω μια ιδέα πώς είναι τα πράγματα εδώ γύρω, πριν κάποιος αστυνομικός με καθίσει σε μια καρέκλα κι αρχίσει να μου πετάει ερωτήσεις στη μούρη. Και μη με ρωτήσεις γιατί. Δεν ξέρω. Αν τηλεφωνήσουμε στους μπάτσους και είναι άψογοι, έχει καλώς. Αλλά... πού στο διάβολο είναι οι μπάτσοι; Άσε στην άκρη το αφεντικό σου, εξαφανίστηκε σχεδόν χωρίς ίχνη, αλλά ένα τροχόσπιτο, με όλα τα λάστιχα σκασμένα, την πόρτα ανοιχτή και πράγματα αξίας μέσα, πάνω στο δρόμο και δεν τρέχει τίποτε; Πλάκα μου κάνεις; Πού είναι οι μπάτσοι;» «Σου 'χει κάτσει άσχημα αυτό, ε;»

«Ναι, πολύ άσχημα». Μπορεί βέβαια οι μπάτσοι να είχαν πάει σε κάποιο τροχαίο, σε μια πυρκαγιά, σε κανέναν καβγά σε μπαρ ή ακόμη και σε κάποιο έγκλημα. Μπορεί να είχαν πάει όλοι τους, γιατί μια τέτοια πόλη δεν πρέπει να είχε και πολλούς αστυνομικούς. Παρ' όλα αυτά, όντως «της είχε κάτσει» το τροχόσπιτο. Γιατί το θέαμα που παρουσίαζε δεν ήταν απλώς παράξενο. Της είχε δημιουργήσει την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Εντάξει», είπε ήρεμα ο Στιβ κι έμπασε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. «Μπορεί να μην είναι κανένας στο τμήμα. Είναι αργά. Για 230

STEPHEN KING

να σου πω την αλήθεια, εγώ απορώ που έχει ακόμα κόσμο κι εδώ. Πρέπει να τα κονομάνε σ' αυτή τη μεταλλευτική εταιρεία».

Πάρκαρε δίπλα σ' ένα ημιφορτηγό, άνοιξε την πόρτα και ο αέρας του την άρπαξε κυριολεκτικά από το χέρι και την κοπάνησε στα πλαϊνά του άλλου αυτοκινήτου. Ο Στιβ μόρφασε, περιμένοντας να εμφανιστεί κανένας μπρατσωμένος εργάτης και να του τα ψάλει.

Δεν εμφανίστηκε ψυχή. Μόνο μια ξεριζωμένη αφάνα πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα του, βιαστική προφανώς να φτάσει στο Σολτ Λέικ Σίτι πριν σκοτεινιάσει. Και η άμμος, που έτρεχε κι αυτή με τον αέρα –μπόλικη άμμος. Στην κωλότσεπη του παντελονιού του ο Στιβ είχε μια κόκκινη μπαντάνα. Την τράβηξε, την έδεσε στο λαιμό του και τη σήκωσε πάνω από τη μύτη του.

«Στάσου, στάσου», είπε στη Σύνθια και της κράτησε το μπράτσο για να μην ανοίξει ακόμα την πόρτα της. Έσκυψε μπροστά, ψαχούλεψε λίγο στο ντουλαπάκι της κονσόλας, ψάρεψε άλλη μια μπαντάνα, γαλάζια αυτή, και της την έδωσε να καλύψει το στόμα της. «Βάλε πρώτα το μαντίλι».

Η Σύνθια σήκωσε το μαντίλι ψηλά, το περιεργάστηκε σχολαστικά και κοίταξε τον Στιβ με ύφος αθώας παιδούλας. «Δεν έχει ψείρες, ε;»

Ο Στιβ ρουθούνισε και χαμογέλασε κάτω από το μαντίλι που σκέπαζε το στόμα του. «Κάνε μας τη χάρη, όπως λέμε κάτω στο Λάμποκ. Φόρεσε το».

Η Σύνθια έδεσε το μαντίλι και κάλυψε το στόμα και τη μύτη της. «Μπουτς και Σάντανς», είπε. «Ναι, Μπόνι και Κλάιντ».

«Ομάρ και Σαρίφ», είπε η Σύνθια και χασκογέλασε.

«Πρόσεχε όπως θα βγεις. Ο αέρας έχει λυσσάξει κυριολεκτικά».

Ο Στιβ βγήκε και ο άνεμος τον χτύπησε με δύναμη κάνοντας τον να τρικλίσει μόλις έφτασε μπροστά από το αυτοκίνητο. Δεκάδες κόκκοι τον τσιμπούσαν στο μέτωπο. Η Σύνθια κρατιόταν από το χερούλι της πόρτας, με σκυμμένο το κεφάλι και το μπλουζάκι της ν' ανεμίζει πίσω από την κοκαλιάρικη μέση της σαν σκισμένο πανί. Είχε ακόμα φως και ο ουρανός ψηλά ήταν ακόμα γαλάζιος, αλ231

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λά το τοπίο είχε πάρει μια παράξενη όψη, χωρίς καθόλου σκιές. Φωτισμός καταιγίδας, σκέφτηκε ο Στιβ.

«Έλα!» φώναξε στη Σύνθια και την αγκάλιασε από τη μέση για να τη στηρίξει. «Πάμε να τελειώνουμε!»

Διέσχισαν βιαστικά τη γεμάτη ρωγμές άσφαλτο προς το μακρόστενο προκατασκευασμένο. Στη μια του άκρη υπήρχε μια πόρτα. Μια μικρή πινακίδα βιδωμένη στο σκουριασμένο μέταλλο δίπλα στην είσοδο έγραφε ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ, όπως και η άλλη μπροστά, αλλά ο Στιβ πρόσεξε ότι αυτή η επιγραφή είχε γραφεί πάνω από κάτι άλλο. Κάποιο άλλο όνομα είχε αρχίσει να φαίνεται κάτω από την άσπρη μπογιά, σαν κόκκινο φάντασμα. Και ήταν βέβαιος ότι η μία από τις από κάτω λέξεις ήταν ΝΤΙΑΜΠΛΟ, με το Ι σχεδιασμένο σαν το δικράνι του διαβόλου. Η Σύνθια χτυπούσε ήδη την πόρτα με τα φαγωμένα νύχια της. Από τη μέσα μεριά, μια άλλη πινακίδα ήταν κρεμασμένη στο τζάμι μ' εκείνες τις μικρές διάφανες βεντούζες. Ο Στιβ σκέφτηκε ότι το μήνυμα της ταμπέλας ήταν εκνευριστικά «γουέστερν». ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΟΙΧΤΑ, ΕΙΜΑΣΤΕ

ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΛΕΙΣΤΑ, ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙΣ

«Ξέχασαν το "μάγκα μου"», είπε. «Ε;»

«Έπρεπε να γράφει, "Θα ξανάρθεις, μάγκα μου". Τότε θα ήταν τέλεια».

Ο Στιβ κοίταξε το ρολόι του -ήταν εφτά και είκοσι. Που σημαίνει ότι το γραφείο ήταν κλειστό, φυσικά. Αλλά, αφού ήταν κλειστά, τι γύρευαν όλα αυτά τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ;

Δοκίμασε το πόμολο. Η πόρτα άνοιξε μαλακά. Από το εσωτερικό ξεχύθηκε μουσική κάντρι, ανακατεμένη με παράσιτα. «Το έφτιαχνα λίγο λίγο τη φορά», τραγουδούσε ο Τζόνι Κας. «Και δε μου στοίχισε πεντάρα».

Μπήκαν. Ένας βραχίονας πεπιεσμένου αέρα έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έξω ο αέρας σφύριζε και κροτάλιζε πάνω στην αυλα232

STEPHEN KING

κωτή λαμαρίνα του προκατασκευασμένου. Βρέθηκαν σ' ένα είδος προθαλάμου. Στα δεξιά τους ήταν τέσσερις πλαστικές καρέκλες. Έδειχναν να χρησιμοποιούνται, κυρίως από σωματώδεις άντρες, που φορούσαν βρόμικα μπλουτζίν και λασπωμένες μπότες. Μπροστά από τις καρέκλες υπήρχε ένα μακρόστενο χαμηλό τραπεζάκι, γεμάτο με περιοδικά που δε βρίσκει κανείς σε ρεσεψιόν ιατρείου: Όπλα και Πυρομαχικά, Μηνιαία Μεταλλευτική Επιθεώρηση, Δρόμος και Φορτηγό, Δελτίο Μεταλλουργίας, Δρόμοι της Αριζόνα. Υπήρχε ακόμη ένα παλιό Πεντχάουζ με εξώφυλλο την Τόνια Χάρντινγκ.

Ακριβώς μπροστά τους ήταν ένα γκρίζο ανθρακί μεταλλικό γραφείο, τόσο χτυπημένο, που θα μπορούσε κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι το είχαν μεταφέρει κλοτσώντας το από την Εθνική 50 μέχρι εκεί. Το γραφείο ήταν φορτωμένο χαρτούρα, μια ετοιμόρροπη στοίβα από τόμους με τίτλο Οδηγίες ΛΑΟ (που στην κορυφή της ισορροπούσε ένα τασάκι ξέχειλο από γόπες) και τρία συρμάτινα καλαθάκια γεμάτα πέτρες. Υπήρχαν ακόμη μια χειροκίνητη γραφομηχανή στριμωγμένη στη μια άκρη του γραφείου, πουθενά κομπιούτερ, και μια περιστρεφόμενη καρέκλα απ' αυτές με τα ροδάκια, στην οποία δεν καθόταν κανείς. Το αιρ κοντίσιον δούλευε κανονικά και ο χώρος ήταν ενοχλητικά δροσερός.

Ο Στιβ έκανε το γύρο του γραφείου, είδε ένα μαξιλαράκι πάνω στην άδεια καρέκλα, το πήρε και το σήκωσε ψηλά να το δει και η Σύνθια. Οι λέξεις ΑΚΟΥΜΠΑ ΤΟΝ ΠΙΣΙΝΟ ΣΟΥ -με παλιομοδίτικους καλλιγραφικούς χαρακτήρες, τύπου γουέστερν- σχηματίζονταν από τη δίχρωμη πλέξη του μαξιλαριού. «Τι γούστο!» είπε η Σύνθια. Πάνω στο γραφείο, πλαισιωμένη από μια χάλκινη πλακέτα με τη φράση ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΕΙΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ, ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΟΥΜΕ ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ και μια μπρούντζινη ταμπελίτσα με το όνομα ΜΠΡΑΝΤ ΤΖΟΖΕΦΣΟΝ, ήταν η φωτογραφία μιας πολύ χοντρής αλλά όμορφης μαύρης κυρίας και δυο εξίσου χαριτωμένων μαύρων παιδιών σε στυλιζαρισμένη πόζα φωτογραφικού στούντιο. Πράγμα που σήμαινε ότι ο ένοικος του γραφείου ήταν άντρας και όχι από τους φανατικούς της τάξης και της καθαριότητας. Το ραδιόφωνο, ένα παμπάλαιο Φίλκο, ήταν πάνω σ' ένα κοντινό ράφι, δίπλα στη συσκευή του τηλεφώνου. «Τότε ακριβώς ήταν που έφυγε η γυναίκα μου», γκάριζε ο Τζόνι 233

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Κας, με συνοδεία ανυπόφορα, στριγκά παράσιτα. «Κι έβλεπα καθαρά πως είχε τις αμφιβολίες της, αλλά άνοιξε την πόρτα και είπε, "Γλυκά, πάρε με μαζί σου..."»

Ο Στιβ έκλεισε το ραδιόφωνο. Μια ριπή ανέμου, ισχυρότερη απ' όσες είχαν προηγηθεί, χτύπησε το κτίριο κάνοντας το να τρίξει σαν υποβρύχιο σε μεγάλα βάθη. Η Σύνθια, έχοντας ακόμη το μαντίλι σηκωμένο ως τη μύτη της, κοίταξε νευρικά τριγύρω. Το ραδιόφωνο ήταν σβηστό, όμως και πάλι ακουγόταν -πολύ αχνά- ο Τζόνι Κας να τραγουδάει πώς είχε φτιάξει τ' αμάξι του βγάζοντας κρυφά τα εξαρτήματα, ένα ένα, από το εργοστάσιο. Ο ίδιος σταθμός, άλλο ραδιόφωνο, κάπου στο βάθος. Εκεί που ήταν τα αναμμένα φώτα, προφανώς.

Η Σύνθια έδειξε το τηλέφωνο. Ο Στιβ σήκωσε το ακουστικό, περίμενε και τελικά το ξανάφησε στην υποδοχή του. «Νεκρό. Πρέπει να έχει κοπεί κάποια γραμμή».

«Δεν είναι υπόγεια τα καλώδια;» ρώτησε η Σύνθια και ο Στιβ πρόσεξε κάτι πολύ ενδιαφέρον: μιλούσαν και οι δυο τους χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά.

«Ίσως η εξέλιξη να μην έχει φτάσει ακόμα εδώ στην Ντεσπερέισον».

Υπήρχε μια πόρτα πίσω από το γραφείο. Ο Στιβ άπλωσε να πιάσει το χερούλι και η Σύνθια του άρπαξε το χέρι. «Τι είναι;» τη ρώτησε.

«Δεν ξέρω». Τον άφησε, σήκωσε το χέρι της και κατέβασε το μαντίλι. Ύστερα γέλασε νευρικά. «Δεν ξέρω, φίλε, είναι πολύ... περίεργο». «Δεν μπορεί, κάποιος θα είναι εκεί πίσω», της είπε ο Στιβ. «Πόρτες ανοιχτές, αναμμένα φώτα, αυτοκίνητα στο πάρκινγκ...» «Φοβάσαι κι εσύ, όμως. Δε φοβάσαι;»

Ο Στιβ το σκέφτηκε λίγο και τελικά έγνεψε καταφατικά. Ναι. Ήταν όπως τότε που ήταν πιτσιρικάς, πριν από τις καταιγίδες -τους κατακλυσμούς- αλλά χωρίς εκείνη την περίεργη έξαψη. «Όμως, πρέπει να...» 234

STEPHEN KING

«Ναι, ξέρω. Προχώρα». Η Σύνθια ξεροκατάπιε κι ακούστηκε ο ήχος του σάλιου, που κατέβηκε απότομα στο λαιμό της. «Μόνο, πες μου ότι σε λίγο θα γελάμε με την ανοησία μας και θα δουλεύουμε ο ένας τον άλλο. Μπορείς να μου το πεις να τ' ακούσω;» «Σε λίγο θα γελάμε με την ανοησία μας και θα δουλεύουμε ο ένας τον άλλο»; «Ευχαριστώ».

«Δεν κάνει τίποτα», είπε ο Στιβ κι άνοιξε την πόρτα. Ένας στενός διάδρομος ανοιγόταν μπροστά τους, γύρω στα δέκα μέτρα μακρύς. Στην οροφή υπήρχε μια διπλή σειρά από σωλήνες φθορισμού και το δάπεδο ήταν καλυμμένο με σκληρό πλαστικό. Στη μια πλευρά του διαδρόμου υπήρχαν δυο πόρτες, ανοιχτές και οι δυο, και στην άλλη τρεις, δυο ανοιχτές και μια κλειστή. Στο τέρμα του διαδρόμου, άπλετο, κίτρινο φως αποκάλυπτε ένα χώρο που στον Στιβ φάνηκε σαν εκθετήριο ή κάποιου είδους εργαστήριο ίσως. Εκεί ήταν και τα φωτισμένα παράθυρα που είχαν δει απέξω και από κει ακουγόταν η μουσική. Ο Τζόνι Κας είχε δώσει τη σκυτάλη στους Τράκτορς, που ισχυρίζονταν πως «η μικρή τη βρίσκει να κουνιέται σαν τρενάκι όταν χορεύει».

Κάτι δεν πάει καλά κι εδώ. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;

Ναι, το ήξερε. Ακουγόταν ένα ραδιόφωνο. Ακουγόταν ο αέρας, γεμάτος άμμο, να χτυπάει τα μεταλλικά τοιχώματα του προκατασκευασμένου τόσο δυνατά, που θύμιζε καταιγίδα με χαλάζι στη Μοντάνα. Αλλά πού ήταν οι φωνές; Άντρες να μιλάνε, ν' αστειεύονται, να χαλάνε τον κόσμο; Οι άνθρωποι που αντιστοιχούσαν στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έξω;

Ο Στιβ προχώρησε αργά στο διάδρομο. Σκεφτόταν ότι πρέπει να φωνάξει κάτι του τύπου «Ε! Είναι κανείς εδώ;» αλλά δεν τολμούσε να το κάνει. Το μέρος έμοιαζε έρημο και ταυτόχρονα όχι έρημο, αν και το πώς θα μπορούσε να είναι και τα δυο δεν... Η Σύνθια, που ακολουθούσε, τον τράβηξε από το πουκάμισο. Το τράβηγμα ήταν τόσο δυνατό και ξαφνικό, που ο Στιβ παραλίγο να ουρλιάξει.

«Τι είναι;» ρώτησε -εκνευρισμένος, αλαφιασμένος- και συνειδητοποίησε ότι τώρα μιλούσε ψιθυριστά. 235

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Το άκουσες αυτό;» είπε η Σύνθια. «Είναι σαν... δεν ξέρω... σαν κάποιος να κάνει μπουρμπουλήθρες με καλαμάκι σε πορτοκαλάδα».

Στην αρχή ο Στιβ άκουγε μόνο τους Τράκτορς -«Μου είπε πως τη λένε Άμεση Δράση και ζήτησε να δ ει το όπλο μου, είπε πως το τηλέφωνο της είναι 911»- και ύστερα το άκουσε: ήταν ένας γοργός, γαργαριστός ήχος. «Ναι, τ' ακούω...» «Στιβ, θέλω να φύγω από δω μέσα». «Γύρνα πίσω στο αμάξι». «Όχι».

«Σύνθια, για όνομα του θεού...»

Την κοίταξε, είδε τα μεγάλα μάτια της να τον αντικρίζουν σταθερά, τα χείλη της να σουφρώνουν πεισματάρικα και τα παράτησε. Όχι, δεν ήθελε να γυρίσει μόνη της στο αυτοκίνητο και δεν είχε άδικο, εδώ που τα λέμε. Του είχε πει ότι ήταν σκληρό καρύδι, και μπορεί να ήταν, αλλά αυτή τη στιγμή ήταν απλώς χεσμένη από το φόβο της. Ο Στιβ αγκάλιασε τους κοκαλιάρικους ώμους της, την τράβηξε κοντά του και της έδωσε ένα μεγάλο, ρουφηχτό φιλί στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια. «Μη φοβάσαι, μικρούλα μου», είπε με φωνή ηρωικού καουμπόι. «Εγώ θα σε προστατέψω». Η Σύνθια δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Α να χαθείς, κόπανε».

«Έλα. Μείνε κοντά μου. Κι αν χρειαστεί να τρέξουμε, κοίτα να τρέξεις γρήγορα, γιατί αλλιώς κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσω».

«Όσο γι' αυτό, μην ανησυχείς», είπε η Σύνθια. «θα έχω γίνει καπνός πριν προλάβεις να κάνεις δυο βήματα». Η πρώτη πόρτα στα δεξιά τους έβγαζε σ' ένα γραφείο. Άδειο. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένας μεγάλος πίνακας ανακοινώσεων από φελλό γεμάτος καρφιτσωμένες φωτογραφίες που απεικόνιζαν όλες ένα ανοιχτό ορυχείο. Πρέπει να ήταν εκείνος ο γιγάντιος χωμάτινος κρατήρας που είχαν δει, αυτός που υψωνόταν πίσω από την πόλη.

Η πρώτη πόρτα στ' αριστερά ήταν κι αυτή γραφείο. Άδειο επίσης. Ο γαργαριστός ήχος ακουγόταν πιο δυνατά τώρα και ο Στιβ κα236

STEPHEN KING

τάλαβε τι ήταν πριν ακόμα κοιτάξει από την επόμενη ανοιχτή πόρτα, στα δεξιά τους. «Ενυδρείο», είπε στη Σύνθια, με φανερή ανακούφιση. «Αυτό είν' όλο».

Το τρίτο γραφείο στη σειρά ήταν αισθητά καλύτερο από τα δυο προηγούμενα όπου είχαν ρίξει μια γρήγορη ματιά. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με κανονικό χαλί. Το ενυδρείο ήταν τοποθετημένο πάνω σε μια μεταλλική κατασκευή στ' αριστερά ενός ξύλινου γραφείου, κάτω από μια μεγάλη φωτογραφία -δυο άντρες με μπότες, πλατύγυρα καπέλα κι επίσημα κοστούμια στυλ γουέστερν έδιναν τα χέρια μπροστά στο κοντάρι μιας σημαίας, μάλλον αυτό που ήταν στο πίσω μέρος του κτιρίου. Το ενυδρείο ήταν μεγάλο και πυκνοκατοικημένο. Ο Στιβ είδε κάμποσα χρυσόψαρα, διάφορα εξωτικά ψάρια και κάνα δυο άλλα, ολόμαυρα. Υπήρχε κι ένα παράξενο μαραφέτι στον πάτο, πάνω στην άμμο που σχημάτιζε τον τεχνητό βυθό, μάλλον ένα απ' αυτά τα αντικείμενα που βάζουν συνήθως ο άνθρωποι στα ενυδρεία για να τα διακοσμήσουν, μόνο που αυτό δεν ήταν ούτε βυθισμένο πλοίο ούτε πλώρη πειρατικού ούτε κάστρο του Ποσειδώνα. Αυτό ήταν κάτι αλλιώτικο, κάτι που έμοιαζε σαν...

«Στιβ», ψιθύρισε η Σύνθια, με αδύναμη, σχεδόν ξέπνοη φωνή. «Είναι ένα χέρι».

«Τι;» είπε ο Στιβ, ειλικρινά σαστισμένος, αν και αργότερα θα σκεφτόταν ότι έπρεπε να είχε καταλάβει με την πρώτη ματιά τι ήταν αυτό το πράγμα στον πυθμένα του ενυδρείου -τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; «Ένα χέρι», ξαναείπε η Σύνθια, σαν να πνιγόταν. «Ένα γαμημένο χέρι».

Καθώς ένα από τα χρωματιστά ψαράκια γλίστρησε ανάμεσα στο μέσο και στον παράμεσο (το τρίτο δάχτυλο είχε φορεμένη μια χρυσή βέρα), ο Στιβ κατάλαβε ότι η Σύνθια είχε δίκιο. Τότε πρόσεξε και τα νύχια. Και μια μικρή, λευκή ουλή στο πέλμα του αντίχειρα. Ήταν σαφώς ένα ανθρώπινο χέρι.

Αγνοώντας το χέρι της Σύνθια που έσφιγγε τον ώμο του, ο Στιβ έκανε ένα βήμα μπροστά κι έσκυψε για να δει καλύτερα. Η ελπίδα 237

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του ότι, παρά τη βέρα και την ουλή, το χέρι μπορεί να ήταν πλαστικό εξανεμίστηκε.

Είδε λεπτές λωρίδες σάρκας και ιστών να κρέμονται από τον καρπό. Αργοσάλευαν σαν φύκια με το κυματάκι που δημιουργούσε ο αναδευτήρας του ενυδρείου. Και φαίνονταν καθαρά τα κόκαλα. Όρθωσε το κορμί του και είδε τη Σύνθια να κρατιέται από το ξύλινο γραφείο. Σ' αυτό το γραφείο επικρατούσε απόλυτη τάξη. Υπήρχε ένα ημερολόγιο-ατζέντα, κλειστό. Δίπλα του ήταν μια συσκευή τηλεφώνου. Δίπλα στη συσκευή ένας αυτόματος τηλεφωνητής με το κόκκινο φωτάκι των μηνυμάτων ν' αναβοσβήνει. Η Σύνθια σήκωσε το ακουστικό, το έφερε στ' αυτί της, περίμενε λίγο και το ξανάφησε στη θέση του. Η χλομάδα του προσώπου της τρόμαξε τον Στιβ. Σίγουρα θα λιποθυμήσει τώρα, σκέφτηκε. Όμως η Σύνθια, αντί να πέσει λιπόθυμη, τέντωσε το δάχτυλο της και πάτησε το PLAY στον αυτόματο τηλεφωνητή. «Μη!» της σφύριξε ο Στιβ. Ένας θεός ήξερε γιατί και, άλλωστε, ήταν ήδη αργά.

Ακούστηκε ένα μπιπ. Ένα κλικ. Και ύστερα μια παράξενη φωνή δεν ήταν ούτε αντρική ούτε γυναικεία κι έκανε το αίμα του Στιβ να παγώσει- άρχισε να μιλάει. «Πνεύμα», είπε σε στοχαστικό τόνο. «Σώμα. Σαρξ. Πνεύμα. Σώμα. Σαρξ. Πνεύμα. Σώμα. Σαρξ». Συνέχισε ν' απαγγέλλει αργά τις τρεις αυτές λέξεις και έμοιαζε να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Ήταν δυνατόν αυτό; Ο Στιβ απέμεινε να κοιτάζει σαν χαζός το μηχάνημα, νιώθοντας τις λέξεις να εισχωρούν στο μυαλό του (σώμα σαρξ πνεύμα) σαν μικρά, σουβλερά καρφάκια. Κι ένας θεός ξέρει πόση ώρα μπορεί να είχε μείνει έτσι, αν η Σύνθια δεν άπλωνε ξανά το χέρι της και δεν πατούσε το ΣΤΟΠ, με τόση δύναμη, που αναπήδησε ολόκληρη η συσκευή.

«Να με συγχωρείς, αλλά παραείναι μακάβριο». Ακούστηκε ταυτόχρονα απολογητική κι αποφασισμένη. Βγήκαν από το γραφείο. Παρακάτω στο διάδρομο, στο εργαστήριο ή ό,τι άλλο ήταν το φωτισμένο δωμάτιο, οι Τράκτορς εξακολουθούσαν να τραγουδάνε για την έξαλλη μικρούλα, που της άρεσε ο χορός. Πόσο κρατάει αυτό το κωλοτράγουδο; Αναρωτήθηκε ο Στιβ. Τ' ακούμε πάνω από δέκα λεπτά ή όχι; 238

STEPHEN KING

«Φεύγουμε τώρα;» είπε η Σύνθια. «Σε παρακαλώ;»

Ο Στιβ έδειξε στο τέρμα του διαδρόμου, το φωτισμένο χώρο.

«Χριστέ μου, είσαι τρελός», είπε η κοπέλα, αλλά όταν ξεκίνησε ο Στιβ, τον ακολούθησε.

239

5

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πού με πας;» ρώτησε για τρίτη φορά η Έλλη Κάρβερ. Έσκυψε μπροστά, σκαλώνοντας τα δάχτυλα της στο συρμάτινο πλέγμα ανάμεσα στα μπροστινά και τα πίσω καθίσματα του περιπολικού. «Σε παρακαλώ, πες μου». Στην αρχή είχε νιώσει απλώς ανακουφισμένη που δεν τη βίασε ή δεν τη σκότωσε... και που, όταν έφτασαν στο τέρμα της μοιραίας σκάλας, δεν είδε εκεί το άψυχο κορμάκι της μικρής, γλυκιάς της Κίρστεν. Όμως, στο κεφαλόσκαλο της κεντρικής εισόδου, έξω από την πόρτα, υπήρχε μια τεράστια κηλίδα αίματος, μισοξεραμένη, που ακόμα δεν την είχε σκεπάσει εντελώς η άμμος που ερχόταν με τον αέρα και κολλούσε στην επιφάνεια της. Υπέθεσε ότι ήταν το αίμα του άντρα της Μαίρης. Προσπάθησε να δρασκελίσει τη λιμνούλα, αλλά έτσι σφιχτά που την κρατούσε ο αστυνομικός –ο Εντράτζιαν- πέρασε αναγκαστικά από μέσα, με αποτέλεσμα ν' αφήσει τρία κατακόκκινα πατήματα στα σκαλιά και στην άσφαλτο καθώς έστριψαν στη γωνία του κτιρίου και μπήκαν στο πάρκινγκ. Απαίσιο. Φρικτό. Αλλά ήταν ακόμα ζωντανή. Ναι, ανακούφιση στην αρχή, που πολύ σύντομα έδωσε τη θέση της σε μια αφόρητη αίσθηση κλιμακούμενου τρόμου. Κατ' αρχήν, ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε στον αλλόκοτο αστυνομικό, είχε επιταχυνθεί φοβερά. Η Έλλη άκουγε το δέρμα του ν' ανοίγει σε διάφορα σημεία αφήνοντας μικρούς ήχους σαν φυσαλίδες παχύρρευστου υγρού που σκάνε, άκουγε το αίμα να κυλάει και να στάζει. Η ράχη του πουκαμίσου της στολής του, χρώματος χακί αρχικά, τώρα είχε χρώμα καφε-κόκκινο.

Και δεν της άρεσε καθόλου η κατεύθυνση που είχαν πάρει -νότια. Δεν υπήρχε τίποτε προς τα εκεί, εκτός από το τεράστιο ανάχωμα του ορυχείου.

Το περιπολικό κατέβηκε αργά την οδό Μέιν (η Έλλη υπέθεσε ότι λεγόταν έτσι όπως λέγεται πάντα ο κεντρικός δρόμος στις μικρές πόλεις) περνώντας μπροστά από τα τελευταία μαγαζιά της πόλης: ακόμη ένα μπαρ και το Μηχανουργείο του Χάρβεϊ. Το τελευταίο στη σειρά ήταν μια παράγκα με απωθητική όψη, με τη λέξη ΟΙΝΟΠΩΛΕΙΟ γραμμένη πάνω από την πόρτα και μια κρεμαστή 240

STEPHEN KING

πινακίδα, που ο αέρας την είχε ρίξει από το στύλο της. Η Έλλη μπόρεσε πάντως να τη διαβάσει: ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ.

Ο ήλιος ήταν μια πύρινη σφαίρα στο θολό ορίζοντα και το τοπίο γύρω είχε μια αλλόκοτη καφετιά απόχρωση, μια σκοτεινιά που της έφερε στο νου ημέρα αποκάλυψης. Το ζήτημα δεν είναι που είμαι, σκέφτηκε, αλλά ποια είμαι. Δεν το χωρούσε ο νους της ότι ήταν η ίδια Έλλη Κάρβερ, που σκεφτόταν να θέσει υποψηφιότητα στο Σύλλογο Γονέων και Καθηγητών τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. Η ίδια Έλλη Κάρβερ, που κάθε τόσο συναντιόταν για γεύμα με τις φίλες της στο Τσάινα Χάπινες, όπου τα έλεγαν μεταξύ τους πίνοντας μάι-τάι, μιλώντας για ρούχα, για τα παιδιά τους και για τους γάμους τους -ποιας πήγαινε καλά και ποιας όχι. Η ίδια Έλλη Κάρβερ, που διάλεγε τα καλύτερα ρούχα της από τον κατάλογο Μπόστον Πρόπερ, που φορούσε άρωμα Ρεντ όποτε είχε ερωτική διάθεση, που είχε στην ντουλάπα της ένα τολμηρό διαφανές μπλουζάκι με τη στάμπα ΜΙΣ ΥΦΗΛΙΟΣ. Η Έλλη Κάρβερ, που είχε αναθρέψει δυο θαυμάσια παιδιά και είχε κρατήσει τον άντρα της όταν όλες σχεδόν οι φίλες της έχαναν τους δικούς τους. Αυτή που ψηλαφούσε σχολαστικά το στήθος της για όγκους, τακτικά, κάθε έξι βδομάδες, που τρελαινόταν να κουλουριάζεται στον καναπέ του καθιστικού τις νύχτες του Σαββάτου, με ζεστό τσάι, σοκολατάκια και ιστορίες αγάπης σε εκδόσεις τσέπης. Ήταν αλήθεια η ίδια; Σοβαρά; Ε, ναι, μάλλον ήταν όλες αυτές οι Έλλη Κάρβερ κι άλλες χίλιες: η Έλλη στα μεταξωτά, η Έλλη με μπλουτζίν, η Έλλη καθισμένη στην τουαλέτα να μελετάει ταυτόχρονα μια συνταγή μαγειρικής. Μάλλον ήταν το άθροισμα των επί μέρους τμημάτων της και ταυτόχρονα κάτι παραπάνω απ' αυτό το άθροισμα... Μπορούσε όμως αυτό να σημαίνει ότι ήταν επίσης η Έλλη Κάρβερ, που η λατρεμένη της κορούλα είχε δολοφονηθεί και που η ίδια βρισκόταν τώρα στριμωγμένη στο πίσω μέρος ενός περιπολικού, που είχε αρχίσει να βρομάει αφόρητα; Αυτή που έβλεπε τώρα από το παράθυρο μια γκρεμισμένη πινακίδα με την επιγραφή ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ, αυτή που δε θα ξανάβλεπε ποτέ το σπίτι, τους φίλους ή τον άντρα της; Ήταν αυτή, η ίδια Έλλη Κάρβερ, που τώρα διέσχιζε ένα σκονισμένο ερημότοπο, όπου κανένας δεν ψώνιζε από τον κατάλογο Μπόστον Πρόπερ ούτε έπινε μάιτάι σε ψηλό, κολονάτο ποτήρι με διακοσμητική χάρτινη ομπρελίτσα κι όπου όλους τους περίμενε μόνο ο θάνατος; 241

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Θεέ μου, δε θέλω να πεθάνω», είπε με άψυχη, τρεμάμενη φωνή, που δε θύμιζε σε τίποτε την κανονική της. «Σας παρακαλώ, κύριε, μη με σκοτώσετε, δε θέλω να πεθάνω, θα κάνω ό,τι μου πείτε, μη με σκοτώσετε. Σας παρακαλώ».

Δεν πήρε απάντηση. Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε καθώς βγήκε απότομα από την άσφαλτο. Ο αστυνομικός άναψε τα φώτα πορείας, αλλά αυτό δεν άλλαξε και πολύ τα πράγματα. Το μόνο που έβλεπε η Έλλη ήταν δυο φωτεινοί κώνοι μέσα σ' έναν κόσμο περιδινούμενης σκόνης. Κάθε τόσο ένα ξερόχορτο περνούσε από μπροστά τους, πετώντας με τον αέρα προς την Ανατολή. Οι τροχοί κυλούσαν πάνω σε χοντρό χαλίκι τινάζοντας πέτρες, που χτυπούσαν με θόρυβο το σασί.

Πέρασαν από ένα μακρύ, ετοιμόρροπο κατασκεύασμα από σκουριασμένη λαμαρίνα -κάποιου είδους φάμπρικα, υπέθεσε η Έλληκαι ύστερα ο δρόμος έγινε ανηφορικός. Είχαν αρχίσει ν' ανεβαίνουν προς τον κρατήρα του ορυχείου. «Σας παρακαλώ», ψιθύρισε. «Σας παρακαλώ, πείτε μου μόνο τι θέλετε».

«Ουγκ», έκανε ο αστυνομικός μορφάζοντας και ύστερα έχωσε τα δυο του δάχτυλα στο στόμα έτσι όπως κάνει κανείς όταν έχει κολλήσει μια τρίχα στη γλώσσα του. Μόνο που αντί για τρίχα, αυτός έβγαλε την ίδια του τη γλώσσα. Την κοίταξε για μια στιγμή, ένα κομμάτι κρέας σαν χαλασμένο συκώτι πάνω στην παλάμη του, και ύστερα την πέταξε πέρα αδιάφορα. Προσπέρασαν δυο ημιφορτηγά, ένα ανατρεπόμενο κι έναν κίτρινο εκσκαφέα, όλα σταματημένα στο ίδιο πλάτωμα στην άκρη του δρόμου, μετά την πρώτη ανοιχτή στροφή της ανηφοριάς προς την κορυφή.

«Αν είναι να με σκοτώσεις, καν' το τουλάχιστον γρήγορα», είπε η Έλλη με την τρεμάμενη φωνή της. «Σε παρακαλώ, μη με πονέσεις. Πες μου τουλάχιστον αυτό, ότι δε θα πονέσω». Αλλά η αιμόφυρτη, μισοδιαλυμένη μορφή στο τιμόνι του περιπολικού δεν της υποσχέθηκε τίποτε. Απλώς συνέχισε να οδηγεί μέσα στο σύννεφο της αιωρούμενης σκόνης, ώσπου έφερε το αυτοκίνητο στην κορυφογραμμή του πελώριου αναχώματος. Ο αστυνο242

STEPHEN KING

μικός δε δίστασε φτάνοντας στην κορυφή. Διέσχισε το χείλος και πήρε τον κατήφορο αφήνοντας πίσω του τον άνεμο. Η Έλλη κοίταξε από το πίσω τζάμι, θέλοντας να δει για τελευταία φορά το φως της μέρας, αλλά ήταν αργά. Τα τοιχώματα του κρατήρα είχαν ήδη κρύψει ό,τι απέμενε από το ηλιοβασίλεμα. Το περιπολικό κατηφόριζε σε μια αχανή θάλασσα σκότους, μια άβυσσο όπου οι προβολείς του δεν έφταναν να φωτίσουν παρά ένα ελάχιστο τμήμα της. Εκεί κάτω είχε πέσει κιόλας η νύχτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1 Μυήθηκες στην πίστη, είχε πει κάποτε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν στον Ντέιβιντ. Ήταν κοντά στην αρχή. Ήταν περίπου την εποχή που ο Ντέιβιντ είχε αρχίσει ν' αντιλαμβάνεται ότι κατά τις τέσσερις η ώρα, τα περισσότερα κυριακάτικα απογεύματα, ο αιδεσιμότατος Τζιν Μάρτιν δεν ήταν απόλυτα νηφάλιος, θα περνούσαν ωστόσο κάμποσοι μήνες ακόμη μέχρι ν' αντιληφθεί πλήρως πόσο έπινε ο καινούριος του δάσκαλος. Για να είμαι ειλικρινής, η δική σου μύηση είναι η μόνη αυθεντική που έχω δει ποτέ μου και ίσως η μόνη που πρόκειται να δω στη ζωή μου. Είναι δύσκολοι καιροί για το θεό των πατέρων μας, Ντέιβιντ. Πολλοί άνθρωποι λένε λόγια, ελάχιστοι ακολουθούν το δρόμο.

Ο Ντέιβιντ δεν ήταν σίγουρος ότι «μύηση» ήταν η σωστή λέξη γι' αυτό που του συνέβαινε, αλλά δεν κάθισε να σπάσει το κεφάλι του. Κάτι του είχε συμβεί και του έφτανε να μπορέσει απλώς να τα βγάλει πέρα. Αυτό το κάτι τον είχε οδηγήσει στον αιδεσιμότατο Μάρτιν και ο αιδεσιμότατος Μάρτιν -πιωμένος ή όχι- του είχε πει πράγματα που είχε ανάγκη να μάθει και του είχε ορίσει καθήκοντα που είχε ανάγκη να τηρήσει. Όταν σε μια από τις κυριακάτικες συναντήσεις τους ο Ντέιβιντ τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν του απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Το καθήκον του νέου χριστιανού είναι να συναντήσει το θεό, να γνωρίσει το θεό, να εμπιστευτεί το θεό, ν' αγαπήσει το 243

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

θεό. Αυτό δεν είναι όπως η λίστα που παίρνουμε μαζί μας στο σούπερ μάρκετ, όπου πετάμε τα πράγματα στο καλάθι μας με όποια σειρά μας βολεύει. Είναι μια ορισμένη διαδικασία, όπως στα μαθηματικά, όπου περνάς σταδιακά από το μέτρημα στον απειροστικό λογισμό. Εσύ συνάντησες το θεό και μάλιστα πολύ εντυπωσιακά. Τώρα θα πρέπει να Τον γνωρίσεις». «Γι' αυτό και μιλάω μαζί σας», του είπε ο Ντέιβιντ.

«Ναι, όπως μιλάς και με το θεό. Έτσι δεν είναι; Δε φαντάζομαι να σταμάτησες την προσευχή;» «Όχι. Όμως, δεν παίρνω και τόσο συχνά απάντηση».

Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν γέλασε τότε. «Ο θεός είναι από τους χειρότερους συνομιλητές, δεν αντιλέγω, αλλά μας έχει εφοδιάσει μ' ένα καλό φυλλάδιο οδηγιών. θα σου πρότεινα να το συμβουλευτείς». «Ε;»

«Τη Βίβλο», είπε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν, κοιτώντας τον πάνω από την κούπα που ετοιμαζόταν να φέρει στα χείλη του, για μια γουλιά ακόμη.

Έτσι, ο Ντέιβιντ είχε διαβάσει τη Βίβλο, αρχίζοντας το Μάρτιο και τελειώνοντας την Αποκάλυψη του Ιωάννου («Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είη μετά πάντων υμών, αμήν»), περίπου μια βδομάδα πριν φύγουν από το Οχάιο για διακοπές. Το έκανε σαν να διάβαζε τα μαθήματα του: είκοσι σελίδες κάθε βράδυ (έξω τα Σαββατοκύριακα), κρατώντας σημειώσεις, απομνημονεύοντας κομμάτια που του φαίνονταν σημαντικά, παραλείποντας μόνο εκείνα που ο αιδεσιμότατος Μάρτιν του είχε πει ότι μπορούσε να παραλείψει (κυρίως τα «Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ...»). Κι εκείνο που θυμόταν πιο καθαρά τώρα που στεκόταν τρέμοντας μπροστά στο νιπτήρα ενός κελιού κι έβρεχε το κορμί του με κρύο νερό ήταν η ιστορία του Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Ο βασιλιάς Δαρείος δεν ήθελε πραγματικά να ρίξει τον Δανιήλ στο λάκκο, αλλά τον είχαν αναγκάσει οι συμβουλάτορές του με κόλπο. Τελικά, η Βίβλος ήταν γεμάτη μηχανορραφίες και ίντριγκες. «Σταμάτα ΑΜΕΣΩΣ!» Η αγριοφωνάρα του Ραλφ έκανε τον Ντέιβιντ να τιναχτεί ξαφνιασμένος και να στραφεί να κοιτάξει. Στο 244

STEPHEN KING

μισοσκόταδο του κελιού, το πρόσωπο του πατέρα του φάνταζε αλλόκοτα μακρύ και τραβηγμένο, τα μάτια του κατακόκκινα. Μέσα στον τρόμο και την ταραχή του, ακουγόταν κι ο ίδιος σαν ξεροκέφαλος εντεκάχρονος, που επιμένει να γίνει το δικό του. «Σταμάτα, ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, άκουσες τι σου είπα;»

Ο Ντέιβιντ στράφηκε πάλι προς το νιπτήρα, χωρίς ν' απαντήσει, κι άρχισε να ρίχνει νερό με τις χούφτες στο πρόσωπο και στο κεφάλι του. θυμήθηκε τη συμβουλή του βασιλιά Δαρείου προς τον Δανιήλ, πριν τον πάρουν οι στρατιώτες: «Ο θεός που λατρεύεις μέρα και νύχτα, αυτός θα σε σώσει». Και κάτι άλλο, κάτι που είχε πει ο Δανιήλ την επόμενη μέρα, σχετικά με το γιατί ο θεός είχε κλείσει τα στόματα των λεόντων... «Ντέιβιντ! ΝΤΕΙΒΙΝΤ!»

Όμως ο Ντέιβιντ δεν ξανακοίταξε. Δεν μπορούσε. Σιχαινόταν να βλέπει τον πατέρα του να κλαίει και να φωνάζει και δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ να κάνει έτσι. Ήταν απαίσιο, σαν κάποιος να του τρυπάει την καρδιά και να τη ματώνει. «Ντέιβιντ, απάντησε μου!»

«Βούλωσε το, ρε φίλε», είπε ο Μάρινβιλ.

«Εσύ να το βουλώσεις», του απάντησε η Μαίρη. «Εξαγριώνει το κογιότ!»

Η Μαίρη τον αγνόησε. «Ντέιβιντ, τι κάνεις;»

Ο Ντέιβιντ δεν της απάντησε. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να το συζητήσει λογικά, ακόμη κι αν είχε χρόνο, γιατί η πίστη δεν υπακούει στη λογική. Αυτό ήταν κάτι που ο αιδεσιμότατος Μάρτιν του είχε πει και ξαναπεί δεκάδες φορές, που το είχε αποτυπώσει στο μυαλό του σαν μαθηματικό αξίωμα ή ορθογραφικό κανόνα: οι λογικοί άνθρωποι δεν πιστεύουν στο θεό. Τελεία και παύλα. αυτό δεν μπορείς, φυσικά, να το πεις από τον άμβωνα, γιατί το εκκλησίασμα θα σ' εξορίσει από την πόλη, αλλά είναι αλήθεια. Ο θεός δεν έχει να κάνει με τη λογική. Ο θεός έχει να κάνει με την πίστη. Ο θεός σου λέει, «Βγάλε το δίχτυ ασφαλείας. Κι αφού το βγάλεις, βγάλε και το τεντωμένο σχοινί και περπάτα στον αέρα». 245

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ γέμισε ξανά τις χούφτες του με νερό και το έριξε πάνω στο πρόσωπο και στα μαλλιά του. Το κεφάλι. Εκεί θα κρινόταν αν θα πετύχαινε ή θα αποτύχαινε, το ήξερε ήδη. Ήταν το φαρδύτερο τμήμα του σώματος του και το μόνο που ήταν αδύνατο να συμπιεστεί.

Έπιασε το σαπούνι κι άρχισε να το τρίβει πάνω στο βρεγμένο κορμί του. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα πόδια, μ' αυτά δε θα είχε κανένα πρόβλημα. Ξεκίνησε από τους γοφούς κι επάνω, τρίβοντας με φούρια, δημιουργώντας όλο και περισσότερη σαπουνάδα όσο έτριβε. Ο πατέρας του εξακολουθούσε να του φωνάζει, αλλά δεν είχε πια χρόνο να τον ακούσει. Το ζήτημα ήταν να κάνει γρήγορα... κι όχι μόνο επειδή κινδύνευε να χάσει το κουράγιο του έτσι και καθόταν να σκεφτεί το κογιότ που τον περίμενε απέξω. Αν αργούσε, η σαπουνάδα θα ξεραινόταν και δε θα λειτουργούσε σαν λιπαντικό. Αντίθετα, θα κολλούσε και θα τον εμπόδιζε.

Σαπούνισε στα γρήγορα το λαιμό του και στη συνέχεια το πρόσωπο και τα μαλλιά. Με τα μάτια μισόκλειστα και το σαπούνι στο ένα του χέρι πήγε ως την πόρτα του κελιού. Μια οριζόντια μπάρα διασταυρωνόταν με τις κατακόρυφες γύρω στο ένα μέτρο από το πάτωμα. Το κενό ανάμεσα σε δυο διαδοχικές κάθετες μπάρες ήταν γύρω στους δεκαπέντε πόντους. Τα κελιά αυτά είχαν σχεδιαστεί για να φιλοξενούν άντρες -μπρατσωμένους εργάτες των μεταλλείων, κυρίως- όχι λιγνά, εντεκάχρονα πιτσιρίκια και ο Ντέιβιντ περίμενε ότι θα κατάφερνε να χωρέσει με σχετική ευκολία. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο κεφάλι. Εμπρός, γρήγορα, μη σκέφτεσαι, εμπιστεύσου το Θεό. Γονάτισε στο πάτωμα, ανατριχιάζοντας, γεμάτος πράσινη, υγρή σαπουνάδα από τους γοφούς και πάνω, κι άρχισε να τρίβει πάνω κάτω το σαπούνι, πρώτα σε ένα από τα άσπρα κυλινδρικά κάγκελα και μετά στο αμέσως επόμενο.

Έξω από το κελί, μπροστά στο γραφείο, το κογιότ σηκώθηκε στα τέσσερα πόδια του. Τα κίτρινα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Ντέιβιντ Κάρβερ. Τα χείλη του τραβήχτηκαν προς τα πίσω, γυμνώνοντας δυο σειρές σουβλερά, φονικά δόντια.

«Ντέιβιντ, μη! Μην το κάνεις! Μην είσαι τρελός!» 246

STEPHEN KING

«Καλά σου λέει, μικρέ». Ο Μάρινβιλ είχε έρθει μπροστά και είχε αγκαλιάσει τα κάγκελα του κελιού του. Το ίδιο και η Μαίρη. Ήταν ντροπή που τον έβλεπε γυμνό, αλλά ήταν επόμενο, έτσι που έκανε ο πατέρας του. Άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έπρεπε να συνεχίσει και να το κάνει αμέσως. Η βρύση του νιπτήρα δεν έβγαζε ζεστό νερό και το κρύο θα στέγνωνε πιο γρήγορα τη σαπουνάδα στο κορμί του.

Ξανάφερε πάλι στο νου του την ιστορία του Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων καθώς γονάτισε στο ένα πόδι και προετοιμάστηκε για την απόπειρα. Όταν πήγε ο βασιλιάς Δαρείος την άλλη μέρα, ο Δανιήλ ήταν μια χαρά. «Ο θεός μου έστειλε την οργή Του κι έκλεισε τα στόματα των λεόντων», είπε ο Δανιήλ στο βασιλιά, «γιατί βρήκε αθωότητα στην ψυχή μου». Δεν τα είχε πει ακριβώς έτσι ο Δανιήλ, ο Ντέιβιντ το ήξερε, αλλά θυμόταν καλά ότι η λέξη «αθωότητα» ήταν σωστή. Τον είχε γοητεύσει αυτή η λέξη, είχε κάνει να σκιρτήσει κάτι μέσα του. Και τώρα την απηύθυνε προς την ύπαρξη που τη φωνή της άκουγε καμιά φορά στο μυαλό του: Βρες στην ψυχή μου αθωότητα, θεέ μου. Βρες μέσα μου αθωότητα και κλείσε το στόμα του θηρίου. Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Στράφηκε στο πλάι και ύστερα έριξε όλο του το βάρος στο ένα χέρι, σαν τον Τζακ Πάλανς όταν έκανε κάμψεις στην τελετή απονομής των Όσκαρ. Σ' αυτή τη στάση μπόρεσε να περάσει από το κενό ανάμεσα στα κάγκελα και τα δυο του πόδια ταυτόχρονα. Έρποντας με το πλευρό, έβγαλε έξω τις γάμπες, τα γόνατα, τους μηρούς... όπου αισθάνθηκε για πρώτη φορά το κρύο μέταλλο να πιέζει το σαπουνισμένο δέρμα του. «Μη!» τσίριξε η Μαίρη. «Φύγε, βρομόζωο! Μακριά από το παιδί!»

Ακούστηκε ένα κλικ. Ακολούθησε ο ήχος μετάλλου, που κυλάει σε σανίδι. Ο Ντέιβιντ έστρεψε το κεφάλι του όσο χρειάστηκε για να δει τη Μαίρη, που είχε τεντώσει και τα δυο της χέρια έξω από τα κάγκελα του κελιού. Η αριστερή της χούφτα ήταν κλειστή. Την είδε να παίρνει άλλο ένα κέρμα με το δεξί και να το πετάει στο κογιότ. Αυτή τη φορά, το αγρίμι ούτε που έδωσε σημασία, παρ' όλο που το κέρμα το χτύπησε στα πλευρά. Γρυλίζοντας, με το κεφάλι σκυφτό και τεντωμένο μπροστά, τράβηξε γραμμή προς τα γυμνά πόδια του Ντέιβιντ. 247

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Θεέ μεγαλοδύναμε, σκέφτηκε ο Τζόνι. Ο μικρός σίγουρα έχει ξεχάσει το μυαλό του στο σπίτι.

Ύστερα τράβηξε απότομα τη ζώνη από το κάτω μέρος του δερμάτινου μπουφάν του, τέντωσε το χέρι του όσο μακρύτερα μπορούσε έξω από τα κάγκελα και κατέβασε με δύναμη την ελεύθερη άκρη της ζώνης στα κοκαλιάρικα πλευρά του κογιότ, τη στιγμή που το ζώο ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο δεξί πόδι του παιδιού.

Το κογιότ αλύχτησε δυνατά, από πόνο και έκπληξη. Σχεδόν ταυτόχρονα γύρισε σαν σβούρα κι άρπαξε με τα δόντια του τη ζώνη. Ο Τζόνι την τράβηξε απότομα προς τη μεριά του -ήταν πολύ λεπτή, δε θα άντεχε στα σαγόνια του κογιότ ώσπου να προλάβει το παιδί να βγει... αν μπορούσε να βγει. Ο Τζόνι πολύ αμφέβαλλε. Παρ' όλα αυτά, πέταξε τη ζώνη πάνω από τον ώμο του και, με αστραπιαίες κινήσεις, έβγαλε το βαρύ, δερμάτινο μπουφάν του, προσπαθώντας να κρατάει αιχμάλωτο το βλέμμα του ζώου, αποσπώντας του την προσοχή για να μην κοιτάξει αλλού. Τα μάτια του κογιότ του θύμισαν τα μάτια του αστυνομικού. Το αγόρι έβγαλε και τους γοφούς του από τα κάγκελα μ' ένα μικρό βογκητό και ο Τζόνι πρόλαβε ν' αναρωτηθεί πόσο να είχαν ζουληχτεί άραγε τα οικογενειακά κειμήλια. Το κογιότ στράφηκε προς τη μεριά του ήχου και ο Τζόνι το χτύπησε με το δερμάτινο τζάκετ, κρατώντας το σφιχτά από το γιακά. Αν το κογιότ δεν είχε κάνει δυο βήματα μπρος για ν' αρπάξει τη ζώνη, το μπουφάν δε θα το είχε φτάσει... αλλά είχε μετακινηθεί και το μπουφάν το έφτασε. Όταν το χτύπησε με δύναμη στον ώμο, το ζώο γύρισε σαν σβούρα κι άρπαξε στα δόντια του το μπουφάν, τόσο άγρια κι απότομα, που παραλίγο να το πάρει από τα χέρια του Τζόνι. Δεν το πήρε, αλλά τον τράβηξε προς τα εμπρός και το κεφάλι του κοπάνησε στα κάγκελα. Το χτύπημα τον πόνεσε διαβολεμένα, τον έκανε να δει αστράκια, αλλά και πάλι στάθηκε τυχερός, αφού η μύτη του βρέθηκε ανάμεσα στα κάγκελα κι όχι πάνω σ' ένα από αυτά. «Όχι, δε θα το πάρεις», γρύλισε ο Τζόνι. Έστριψε το γιακά του μπουφάν γύρω από το χέρι του και τράβηξε με όση δύναμη είχε. «Έλα, καλό μου... έλα, σιχαμένο σκατόζωο... έλα στο θείο... έλα να πεις γεια σου». 248

STEPHEN KING

Το κογιότ απάντησε μ' ένα άγριο γρύλισμα, με το στόμα του γεμάτο από το δερμάτινο μπουφάν -του είχε κοστίσει χίλια διακόσια δολάρια, ότου Μπάρνεϊς της Νέας Υόρκης. Δεν είχε φανταστεί ότι θα κατέληγε έτσι όταν το δοκίμαζε.

Έπλεξε τα χέρια του -τα μπράτσα του δεν είχαν τη δύναμη που είχαν πριν από τριάντα χρόνια, αλλά δεν ήταν κι ασθενικά- και τράβηξε το κογιότ προς το μέρος του. Οι πατούσες του ζώου γλίστρησαν στο σανιδένιο πάτωμα.

Ύστερα έβαλε το ένα από τα μπροστινά του πόδια κόντρα στο ξύλο του γραφείου κι άρχισε να τινάζει το κεφάλι του πέρα δώθε για ν' αποσπάσει το μπουφάν από τα χέρια του Τζόνι. Οι τσέπες άδειασαν και διάφορα πράγματα κύλησαν στο πάτωμα: οι καραμέλες του βήχα, ο οδικός χάρτης, τα δεύτερα κλειδιά της μηχανής, ασπιρίνες, κάψουλες κωδεΐνης, ένα κουτάκι με δισκία ζαχαρίνης και το αναθεματισμένο το κινητό. Ο Τζόνι άφησε επίτηδες το κογιότ να κερδίσει δυο βήματα, για να του κρατήσει το ενδιαφέρον, και υστέρα το αιφνιδίασε τραβώντας απότομα το μπουφάν. Το ζώο σύρθηκε μπροστά κι αυτή τη φορά χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στη γωνία του γραφείου. Ο ήχος έκανε τον Τζόνι ν' αγαλλιάσει από ικανοποίηση. «Αρίμπα!» γρύλισε. «Πώς σου φάνηκε, καλό μου;» «Γρήγορα, Ντέιβιντ!» τσίριξε η Μαίρη. «Κάνε γρήγορα!»

Ο Τζόνι έριξε μια ματιά προς το κελί του αγοριού. Κι αυτό που είδε έκανε τους μυς του να λυθούν από το φόβο -όταν το κογιότ ξανατράβηξε το μπουφάν, λίγο έλειψε να του το πάρει από τα χέρια.

«Κάνε γρήγορα!» τσίριξε πάλι η γυναίκα, αλλά ο Τζόνι είδε ότι το παιδί δεν μπορούσε να κάνει γρήγορα. Πασαλειμμένο με πράσινη σαπουνάδα, γυμνό σαν ξεφλουδισμένη γαρίδα, είχε φτάσει ως το πιγούνι κι εκεί είχε σφηνώσει για τα καλά, έχοντας όλο το κορμί του απέξω και το κεφάλι του μέσα στο κελί. Ο Τζόνι είχε μια στιγμιαία τρομακτική εντύπωση, που την προκάλεσε η κλίση του λαιμού και το τεντωμένο πιγούνι. Το αγόρι ήταν σαν κρεμασμένο.

249

3

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Tα κατάφερε καλά μέχρι που έφτασε στο κεφάλι. Εκεί κόλλησε, με το δεξί μάγουλο στα σανίδια, το σαγόνι του σκαλωμένο στο αριστερό από τα δυο σαπουνισμένα κάγκελα και το πίσω μέρος του κρανίου κολλημένο στο άλλο. Τον κυρίευσε πρώτα μια αφόρητη αίσθηση κλειστοφοβίας -η μυρωδιά του ξύλινου δαπέδου, το ψυχρό άγγιγμα του σίδερου, η εφιαλτική ανάμνηση μιας εικόνας μεσαιωνικού βασανιστηρίου που είχε δει σε κάποιο βιβλίο- και ύστερα ο πανικός κάλυψε τα πάντα σαν μαύρο πέπλο. Άκουγε τις φωνές του πατέρα του, τις τσιρίδες της γυναίκας, το γρύλισμα του κογιότ, αλλά όλοι αυτοί οι ήχοι ήταν μακρινοί και ξένοι. Το κεφάλι του είχε σφηνώσει, έπρεπε να ξανασυρθεί μέσα, μόνο που τώρα δεν ήξερε αν μπορούσε να το κάνει, αφού τα χέρια του ήταν έξω και μάλιστα το ένα κάτω από το κορμί του και... Θεέ μου, βοήθησε με, σκέφτηκε. Δεν ήταν προσευχή. Ήταν πολύ τρομαγμένος για να έχει μυαλό να προσευχηθεί. Βοήθησέ με, Σε παρακαλώ, μη μ' αφήσεις να σφηνώσω, βοήθησέ με.

Στρίψε το κεφάλι σου, του είπε ξαφνικά η φωνή που άκουγε καμιά φορά στο μυαλό του. Όπως πάντα, ακούστηκε σχεδόν βαριεστημένη, σαν αυτά που έλεγε να ήταν αυτονόητα και, όπως πάντα, ο Ντέιβιντ την αναγνώρισε από τον τρόπο που φαινόταν να διαπερνάει το μυαλό του, παρά να πηγάζει απ' αυτό.

Μια εικόνα εμφανίστηκε στο νου του τότε: δυο παλάμες να πιέζουν τις δυο επιφάνειες ενός βιβλίου με σκληρό εξώφυλλο, συμπιέζοντας ελαφρά τον όγκο των σελίδων, παρά το δέσιμο στη ράχη του τόμου. Ήταν δυνατόν να συμβεί το ίδιο με το κεφάλι του; Ο Ντέιβιντ πίστεψε -ή, μάλλον, ήλπισε- ότι θα μπορούσε να γίνει. Αρκεί να έπαιρνε τη σωστή θέση. Στρίψε το κεφάλι σου, είχε πει η φωνή.

Από κάπου πίσω του ακούστηκε ένας απότομος ήχος σαν σκίσιμο και ύστερα η φωνή του Μάρινβιλ, κοροϊδευτική, τρομαγμένη και λίγο νευριασμένη ταυτόχρονα: «Ξέρεις πόσο κάνει αυτό το μπουφάν;» 250

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ γύρισε ανάσκελα στο πάτωμα. Μόνο που έπαψε να αισθάνεται την πίεση του κάγκελου στο σαγόνι του έφτανε και περίσσευε για να πάρει κουράγιο. Σ' αυτή τη στάση, σήκωσε τα χέρια του κι ακούμπησε τις παλάμες πάνω στα κάγκελα. Καλά είμαι έτσι;

Καμιά απάντηση. Τις πιο πολλές φορές δεν έπαιρνε απάντηση. Γιατί άραγε;

Γιατί ο θεός είναι άσπλαχνος, απάντησε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν, που συνέχιζε την κατήχηση μέσα στο μυαλό του αγοριού. Ο θεός είναι άσπλαχνος, Ντέιβιντ. Έχω ποπκόρν, θέλεις να φτιάξω να φάμε; Να δούμε μήπως βρούμε στην τηλεόραση καμιά από κείνες τις παλιές ταινίες τρόμου. που ξέρεις; Κάποιο κανάλι μπορεί να παίζει τη Μούμια.

Ο Ντέιβιντ έσπρωξε δυνατά. Στην αρχή δεν έγινε τίποτε και ύστερα, αργά, πολύ αργά, το κεφάλι του άρχισε να γλιστράει ανάμεσα στα κάγκελα. Υπήρξε μια φοβερή στιγμή, όταν κόλλησε πάλι, με τ' αυτιά του πατικωμένα στα πλευρά του κρανίου του και μια αφόρητη πίεση στους κροτάφους, το χειρότερο φυσικό πόνο που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Εκείνη τη στιγμή νόμισε πως θα έμενε σφηνωμένος σ' αυτή τη θέση και θα πέθαινε με φρικτούς πόνους, σαν αιρετικός σε κάποια συσκευή βασανιστηρίων της Ιεράς Εξέτασης. Όμως, έσπρωξε ακόμη πιο δυνατά με τις παλάμες του, κρατώντας το βλέμμα του στυλωμένο στο κιτρινισμένο ταβάνι με υπεράνθρωπη αυτοσυγκέντρωση, και ύστερα άφησε ένα μικρό βογκητό ανακούφισης, καθώς άρχισε πάλι να κινείται. Την επόμενη στιγμή, το επάνω και τελευταίο μέρος του κρανίου του γλίστρησε ανάμεσα από τα κάγκελα και βρέθηκε ολόκληρος στην έξω μεριά του κελιού, χωρίς κανένα άλλο εμπόδιο. Το ένα αυτί του είχε ματώσει στη ρίζα του πτερυγίου, αλλά ήταν ελεύθερος. Τα είχε καταφέρει. Γυμνός, πασαλειμμένος με γλιστερή, πρασινωπή σαπουνάδα, ο Ντέιβιντ Κάρβερ ανακάθισε στο πάτωμα. Μια φοβερή σουβλιά πόνου διαπέρασε το κεφάλι του, μια εκρηκτική πίεση από πίσω προς τα εμπρός, και είχε την αίσθηση ότι τα μάτια του θα πετάγονταν από τις κόγχες, όπως στα καρτούν. Το κογιότ ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε, προς το παρόν. Ο θεός του είχε κλείσει το στόμα μ' ένα δερμάτινο μπουφάν. 251

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Πράγματα είχαν χυθεί από τις τσέπες και είχαν σκορπίσει τριγύρω και το ίδιο το μπουφάν είχε ένα σκίσιμο στην πλάτη. Ένα μαύρο δερμάτινο κουρέλι, πασαλειμμένο με άσπρα σάλια κρεμόταν από τη μια πλευρά της μουσούδας του ζώου σαν μισοκαπνισμένο πούρο. «Φύγε, Ντέιβιντ!» φώναξε ο πατέρας του. Η φωνή του ήταν βραχνή από την ένταση και την αγωνία. «Φύγε τώρα που μπορείς!»

Ο άντρας με τα γκρίζα μαλλιά, ο Μάρινβιλ, του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Καλά σου λέει, μικρέ. Εξαφανίσου!» Κοίταξε πάλι το αγριεμένο κογιότ και συνέχισε να το προκαλεί. «Έλα, κοπρίτη, δοκίμασε πάλι! Είναι πολύ νόστιμο. Μακάρι να ήμουν εκεί να σ' έβλεπα όταν θα χέζεις τα φερμουάρ στο φεγγαρόφωτο!» Και τράβηξε απότομα το μισοσκισμένο μπουφάν. Το κογιότ σύρθηκε στο πάτωμα, με τα μπροστινά πόδια του άκαμπτα σαν ξύλα, το λαιμό τεντωμένο και το μακρόστενο κεφάλι του να πηγαινοέρχεται λυσσασμένα καθώς προσπαθούσε να πάρει το μπουφάν από τα χέρια του Μάρινβιλ. Ο Ντέιβιντ ανασηκώθηκε στα γόνατα και μάζεψε τα ρούχα του πίσω από τα κάγκελα. Πασπάτεψε αμέσως το παντελόνι του, να δει αν ήταν ακόμα στην τσέπη του το φυσίγγιο. Ήταν εκεί. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος και για μερικά δευτερόλεπτα ο κόσμος όλος στριφογύρισε σαν σβούρα. Πιάστηκε από τα κάγκελα να μην πέσει. Ο Μπίλινγκσλι έβαλε το χέρι του πάνω από το δικό του. Ήταν απρόσμενα ζεστό. «Φύγε, παιδί μου», είπε. «Μόλις που προλαβαίνεις». Ο Ντέιβιντ στράφηκε και τράβηξε τρικλίζοντας προς την πόρτα. Το κεφάλι του βούιζε, πήγαινε να σπάσει από το σφυροκόπημα κι έχανε συνεχώς την ισορροπία του. Η πόρτα έμοιαζε να βρίσκεται στην άκρη μιας τραμπάλας, που ανεβοκατέβαινε. Έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε, ξαναβρήκε το βήμα του και τελικά έφτασε την πόρτα και την άνοιξε. Τότε στράφηκε να κοιτάξει τον πατέρα του. «θα ξαναγυρίσω».

«Μην τολμήσεις», είπε ο πατέρας του. «Βρες ένα τηλέφωνο και πάρε την αστυνομία. Την πολιτειακή αστυνομία, Ντέιβιντ. Και να προσέχεις. Μην αφήσεις...» 252

STEPHEN KING

Μ' ένα απότομο, δυνατό κρρρ, το πανάκριβο δερμάτινο μπουφάν του Τζόνι Μάρινβιλ σκίστηκε τελικά στα δυο. Το κογιότ, μη περιμένοντας την ξαφνική αυτή νίκη, τινάχτηκε προς τα πίσω, κύλησε στο πλευρό του και είδε το γυμνό αγόρι στην πόρτα. Την επόμενη στιγμή, συσπειρώθηκε στα πίσω πόδια του και όρμησε μ' ένα έξαλλο γρύλισμα. Η Μαίρη ούρλιαξε.

«Φύγε, μικρέ! ΕΞΩ!» φώναξε ο Μάρινβιλ.

Ο Ντέιβιντ έκανε βουτιά στο άνοιγμα, τραβώντας ταυτόχρονα την πόρτα πίσω του. Δέκατα του δευτερολέπτου αργότερα, το κογιότ έπεσε με όλη του τη φόρα πάνω της. Ένα ουρλιαχτό εκκωφαντικό γιατί ήταν τόσο κοντινό έσεισε την αίθουσα με τα κελιά. Ήταν λες και το ζώο είχε καταλάβει ότι το ξεγέλασαν, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ. Κι ακόμη, σαν να ήξερε πως, όταν θα επέστρεφε αυτός που το είχε καλέσει εκεί, δε θα έμενε καθόλου ευχαριστημένος.

Ακολούθησε δεύτερο χτύπημα, καθώς το κογιότ ξαναρίχτηκε στην κλειστή πόρτα, ύστερα μια παύση και ύστερα τρίτος γδούπος. Το ζώο ούρλιαξε πάλι. Οι τρίχες στα γυμνά μπράτσα και στο σβέρκο του Ντέιβιντ σηκώθηκαν όρθιες. Μπροστά του ήταν η σκάλα όπου είχε σκοτωθεί η αδερφούλα του. Αν ο αστυνομικός δεν την είχε μετακινήσει, το κορμί της θα βρισκόταν ακόμη εκεί κάτω, θα τον περίμενε στα σκοτεινά, στο τέρμα της σκάλας, με τα μάτια ανοιχτά να τον κοιτάζουν, να τον κατηγορούν, να τον ρωτάνε γιατί δε σταμάτησε τον Μπαμπούλα, τι σόι μεγάλος αδερφός ήταν αυτός που δεν μπορούσε να διώξει ούτε έναν Μπαμπούλα; Δεν μπορώ να πάω εκεί κάτω, σκέφτηκε. Με τίποτα. Δε γίνεται.

Όχι... Κι όμως, έπρεπε να πάει.

Έξω, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά, που έκανε το κτίριο να βογκάει και να τρίζει σαν καράβι σε τρικυμία. Ο Ντέιβιντ άκουγε και την άμμο που χτυπούσε τους εξωτερικούς τοίχους, τις πόρτες και τα παράθυρα σαν ψιλή βροχή. Το κογιότ ούρλιαξε πάλι. Μόνο ένα χοντρό κομμάτι ξύλο το χώριζε από τη λεία του.

Ο Ντέιβιντ έκλεισε τα μάτια κι ένωσε τις παλάμες του μπροστά στο στόμα και το πιγούνι του. «Εγώ είμαι πάλι, θεέ μου, ο Ντέιβιντ Κάρβερ. Είμαι χάλια, θεούλη μου, χάλια. Προστάτεψε με, Σε 253

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

παρακαλώ, και βοήθησέ με να κάνω αυτό που πρέπει. Αγιασθήτω το όνομα Σου. Αμήν». Άνοιξε τα μάτια του, πήρε βαθιά ανάσα και πιάστηκε από το κάγκελο της σκάλας. Γυμνός, κρατώντας τα ρούχα του πάνω στο στήθος του με το ελεύθερο χέρι του, ο Ντέιβιντ Κάρβερ άρχισε να κατεβαίνει στα σκοτεινά.

Ο Στιβ δοκίμασε να μιλήσει, αλλά δεν μπόρεσε. Με την επόμενη προσπάθεια κατάφερε να βγάλει μόνο έναν αφύσικο ήχο σαν σκλήρισμα. Ακούγεσαι σαν πόντικας που κλάνει κάτω από τα σανίδια, σκέφτηκε.

Αντιλαμβανόταν ότι η Σύνθια έσφιγγε τόσο δυνατά το χέρι του, που τον πονούσε, αλλά η ενόχληση αυτή ήταν κάτι ανάξιο λόγου. Ένας θεός ήξερε πόση ώρα θα είχαν μείνει έτσι, ακίνητοι στην πόρτα του μεγάλου δωματίου, στο τέρμα του διαδρόμου, αν ο αέρας δεν έριχνε κάποιο αντικείμενο έξω στο δρόμο, που έπεσε κάνοντας φοβερό σαματά. Η Σύνθια άφησε έναν πνιχτό ήχο, σαν να της είχε πιαστεί η ανάσα, και κάλυψε με το άλλο χέρι της το μισό πρόσωπο της. Όταν στράφηκε και τον κοίταξε, ο Στιβ είδε μόνο ένα πελώριο έντρομο μάτι απ' όπου κυλούσαν ποτάμι τα δάκρυα. «Γιατί;» ψέλλισε η κοπέλα. «Γιατί;»

Ο Στιβ κούνησε το κεφάλι του μουδιασμένος. Δεν ήξερε, δεν είχε την παραμικρή υποψία. Ήξερε μόνο δυο πράγματα: όποιοι το είχαν κάνει αυτό είχαν φύγει, αλλιώς η Σύνθια κι αυτός θα ήταν ήδη νεκροί, και ότι αυτός, ο Στιβ Έιμς από το Λάμποκ του Τέξας, δεν ήθελε να βρίσκεται εδώ όταν θα επέστρεφαν. Η μεγάλη αίθουσα στο τέρμα του διαδρόμου έμοιαζε να είναι συνδυασμός δωματίου εργασίας, εργαστηρίου και χώρου αποθήκευσης υλικών. Τη φώτιζαν μεγάλες λάμπες βολταϊκού τόξου, που κρέμονταν από την οροφή και θύμιζαν, με τα μεταλλικά καπάκια τους, φωτιστικά σε αίθουσα μπιλιάρδου. Σκόρπιζαν παντού μια δυνατή κιτρινωπή λάμψη. Ο Στιβ συμπέρανε ότι στην αίθουσα πρέπει να απασχολούνταν δυο ομάδες, η μια με εργαστηριακή δουλειά στην αριστερή πλευρά και η άλλη με ταξινόμηση και καταγραφή υλικού. Μια σειρά από κοφίνια ήταν παραταγμένα στον 254

STEPHEN KING

τοίχο της δεξιάς πλευράς, γεμάτα δείγματα πετρωμάτων τα περισσότερα. Τα πετρώματα φαίνονταν ταξινομημένα.

Ένα από τα καλάθια ήταν γεμάτο μεγάλες, κατάμαυρες πέτρες, ένα άλλο με μικρότερες, θραύσματα βράχων που περιείχαν κρυστάλλους χαλαζία.

Στην πλευρά όπου έκαναν την ανάλυση των πετρωμάτων, πάνω σ' ένα μακρύ τραπέζι, ανάμεσα σε επιστημονικά εργαλεία και εγχειρίδια, ήταν στημένοι στη σειρά πέντ' έξι υπολογιστές Μάκιντος. Σε όλες τις οθόνες έτρεχαν σκριν-σέιβερς, προστατευτικά προγράμματα. Στη μία, πολύχρωμοι, διαπλεκόμενοι κύκλοι περιστρέφονταν γύρω από τις λέξεις: ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΥΨΗΛΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΤΟΙΜΟΣ. Σε μια άλλη -προφανώς, χωρίς τη συγκατάθεση του Ντίσνεϊ- ο Γκούφι κατέβαζε τα παντελόνια του περίπου κάθε εφτά δευτερόλεπτα, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο πέος με τις λέξεις ΠΟΥΚ ΓΤΟΥΚ ΓΙΟΥΚ πάνω του. Στο βάθος της αίθουσας, πίσω από μια ψηλή γκαραζόπορτα, που στην επιφάνεια της έγραφε με γαλάζια μπογιά ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ του χερνάντο, υπήρχε ένα ATV4* μ’ ένα ανοιχτό βαγονέτο δεμένο πίσω του. Ήταν κι αυτό γεμάτο δείγματα πετρωμάτων. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε μια επιγραφή: ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΑΟ. Ακριβώς από κάτω, βιδωμένες στον τοίχο ήταν μια σειρά μεταλλικές κρεμάστρες, που όμως δε φιλοξενούσαν ούτε ένα κράνος. Όλα τα κράνη ήταν πεσμένα στο πάτωμα, κάτω από τα πόδια των ανθρώπων που κρέμονταν από τους γάντζους, σαν σφαχτάρια στο ψυγείο του χασάπη.

«Στιβ... Στιβ... μήπως είναι τίποτε... κούκλες; Κούκλες βιτρίνας; Μπορεί να είναι... ξέρεις... φάρσα ή...» «Όχι», κατάφερε ν' αρθρώσει ο Στιβ. Η λέξη βγήκε με φοβερή δυσκολία από τα χείλη του, αλλά ήταν μια αρχή. «Το ξέρεις ότι δεν είναι. Άσε το χέρι μου, Σύνθια, θα μου το σπάσεις». 4

All Terrain Vehicle: Όχημα παντός εδάφους (Σ.τ.Μ) 255

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δεν μπορώ να μη σε κρατάω», είπε η κοπέλα με φωνή που έτρεμε. Το άλλο της χέρι ήταν ακόμα στο πρόσωπο της κι εξακολουθούσε να βλέπει με το ένα μάτι τα κρεμασμένα πτώματα στο βάθος της αίθουσας. Στο ραδιόφωνο, τους Τράκτορς είχε διαδεχτεί ο Ντέιβιντ Λη Μέρφι και τον Ντέιβιντ Λη Μέρφι μια διαφήμιση για κάποιο κατάστημα του Όστιν, όπου ο εκφωνητής επέμενε ότι μπορείς να βρεις τα πάντα.

«Κράτα με, αλλά μη με σφίγγεις τόσο πολύ», είπε ο Στιβ. Σήκωσε αργά το ελεύθερο χέρι του κι άρχισε να μετράει με το δάχτυλο. Ένα... δύο... τρία... «Νομίζω πως μούσκεψα λίγο το βρακί μου», είπε η Σύνθια.

«Σε καταλαβαίνω». Τέσσερα... πέντε... έξι...

«Πάμε να φύγουμε από δω, Στιβ. Μπροστά σ' αυτό, ο μάγκας που μου έσπασε τη μύτη φαντάζει σαν τον Αϊ- Βασί...»

«Σώπα! Άσε με να μετρήσω!»

Η Σύνθια σώπασε. Τα χείλη της έτρεμαν και το στήθος της τρανταζόταν σαν να είχε λόξιγκα, καθώς αγωνιζόταν να συγκρατήσει το σπασμωδικό λαχάνιασμα της ανάσας της. Ο Στιβ μετάνιωσε που την αποπήρε –το κορίτσι είχε περάσει πολλά στη ζωή του και πριν από το σημερινό σοκ- αλλά του ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί λογικά. Διάβολε, δεν ήταν καν σίγουρος αν μπορούσε να σκεφτεί. «Δεκατρία», είπε.

«Δεκατέσσερα», τον διόρθωσε η Σύνθια, ασθμαίνοντας. «Εκεί... στη γωνία. Βλέπεις; Είναι... κι άλλο ένα κάτω. Έχει πέσει από το γγ-γ...»

«Γάντζο», ήθελε να πει, αλλά το τραύλισμα της μετατράπηκε σ' αναφιλητό και ύστερα σε ψιλό, έντρομο κλάμα. Ο Στιβ την πήρε αγκαλιά και την έσφιξε πάνω του, νιώθοντας το ζεστό, υγρό πρόσωπο της να τραντάζεται πάνω στο στήθος του. Χαμηλά στο στήθος του. Τι μικρούλα που ήταν! Σαν παιδάκι.

Ύστερα κοίταξε πάνω από τον απίστευτου χρώματος θύσανο των μαλλιών της, προς την αριστερή γωνιά του χώρου και, ναι, είχε δίκιο η Σύνθια, υπήρχε εκεί άλλο ένα πτώμα, κουλουριασμένο στο 256

STEPHEN KING

πάτωμα. Συνολικά δεκατέσσερις νεκροί, τουλάχιστον τρεις γυναίκες. Έτσι όπως κρέμονταν τα κεφάλια τους, με τα πιγούνια ν' αγγίζουν το στήθος, ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει με απόλυτη σιγουριά. Οι εννιά φορούσαν εργαστηριακές μπλούζες -όχι, δέκα, μετρώντας και το πτώμα στη γωνία- κι άλλοι δύο μπλουτζίν και κοντομάνικα μπλουζάκια. Και δύο, αυτοί ήταν σίγουρα άντρες, φορούσαν κοστούμι, γραβάτα και καλά παπούτσια. Του ενός του έλειπε το αριστερό χέρι, από τον καρπό και κάτω. Ο Στιβ δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει πού βρισκόταν. Οι περισσότεροι είχαν πυροβοληθεί και πρέπει να δέχτηκαν τις σφαίρες αντικρίζοντας τον εκτελεστή τους, γιατί υπήρχαν μεγάλα τραύματα εξόδου στα περισσότερα από τα κρεμασμένα κεφάλια. Τουλάχιστον τρία από τα πτώματα, όμως, είχαν ξεκοιλιαστεί σαν ψάρια. Οι άσπρες μπλούζες τους είχαν μεγάλες καφεκόκκινες κηλίδες, λίμνες ξεραμένου αίματος είχαν σχηματιστεί κάτω από τα κρεμασμένα πόδια και τα σωθικά τους κρέμονταν κι αυτά στον αέρα. «Και τώρα θ' ακούσουμε τη Μαίρη Τσάπιν Κάρπεντερ, που θα μας τραγουδήσει πώς της χαμογέλασε η τύχη σήμερα», ακούστηκε να λέει χαρωπά ο εκφωνητής, αφού είχε προηγηθεί ένας καταιγισμός ραδιοφωνικών παρασίτων. «Μπορεί να ψώνισε στου Χουάλεν στο Όστιν. Για να δούμε».

Η Μαίρη Τσάπιν Κάρπεντερ άρχισε να λέει στα κρεμασμένα πτώματα του εργαστηρίου της Μεταλλευτικής Εταιρείας Ντεσπερέισον για τη μεγάλη τύχη της εκείνη τη μέρα, πώς κέρδισε το λαχείο και τα λοιπά, και ο Στιβ άφησε τη Σύνθια. Έκανε μερικά βήματα στο εσωτερικό του εργαστηρίου κι οσφράνθηκε τον αέρα. Δε μύριζε μπαρούτι, αλλά αυτό ίσως να μη σήμαινε και πολλά, αφού το αιρ κοντίσιον δούλευε στο φουλ. Όμως, το αίμα που είχε τρέξει από τα ξεκοιλιασμένα πτώματα ήταν εντελώς ξερό κι αυτόσίγουρα σήμαινε ότι είχε περάσει πολλή ώρα από το θάνατο τους. «Πάμε!» είπε σφυριχτά η Σύνθια, τραβώντας τον από το μπράτσο.

«Εντάξει. Απλώς...»

Ο Στιβ σώπασε απότομα. Κάτι είχε τραβήξει την προσοχή του. Κάτι που ήταν στην άκρη του πάγκου με τους υπολογιστές, στα δεξιά της οθόνης που έδειχνε τον Γκούφι να κατεβάζει τα παντελόνια του. Δεν ήταν πέτρωμα ή, μάλλον, δεν ήταν δείγμα πετρώ257

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ματος. Ήταν ένα μικρό αντικείμενο από πέτρα. Ο Στιβ πλησίασε για να το δει από κοντά.

Το κορίτσι έτρεξε ξοπίσω του και τον τράβηξε πάλι από το μπράτσο. «Τι έχεις πάθει, μου λες; Περιήγηση θα κάνουμε εδώ μέσα; Φαντάζεσαι να...» Τότε είδε τι κοίταζε ο Στιβ, το είδε πραγματικά και σώπασε. Άπλωσε διστακτικά το δάχτυλο της, άγγιξε το πέτρινο αντικείμενο κι αμέσως το τράβηξε πίσω αφήνοντας ένα πνιχτό επιφώνημα. Την ίδια στιγμή οι γοφοί της τινάχτηκαν μπροστά σαν να είχε δεχτεί ηλεκτροσόκ και η λεκάνη της χτύπησε στην κόχη του τραπεζίου. «Να πάρει», είπε ξέπνοα. «Ήταν σαν...» Και σταμάτησε. «Σαν;»

«Τίποτε», είπε η Σύνθια, αλλά κοκκίνισε σαν να έλεγε ψέματα, άρα κάτι της είχε συμβεί τελικά, «θα πρέπει να μπει η φωτογραφία του δίπλα στον ορισμό του "πρόστυχου", σ' όλα τα λεξικά του κόσμου», πρόσθεσε. Η γκρίζα πέτρα ήταν η φιγούρα ενός ζώου, λύκου ή τσακαλιού. Ήταν κακότεχνη και χοντροκομμένη, αλλά προφανώς διέθετε αρκετή γοητεία, ώστε να τους κάνει και τους δυο να ξεχάσουν προσωρινά ότι στέκονταν μόλις δυο μέτρα μακριά από τη σκηνή μιας μαζικής δολοφονίας. Το κεφάλι του ζώου είχε μια περίεργη κλίση, σαν το ζώο να ήταν έτοιμο να κατασπαράξει κάτι. Οι βολβοί των ματιών, δυσανάλογα ογκώδεις κι άτεχνα σμιλεμένοι μέσα στις κόγχες, έμοιαζαν να κοιτάζουν τον κόσμο με τρομερή οργή. Η μουσούδα ήταν κι αυτή εντελώς δυσανάλογη σε σχέση με το σώμα. Θύμιζε σαγόνια αλιγάτορα, ήταν μισάνοιχτη κι άφηνε να φαίνονται δυο σειρές πριονωτά δόντια. Το αγαλματάκι -αν ήταν αγαλματάκι- ήταν σπασμένο στο ύψος του στήθους. Υπήρχαν μόνο δυο κουτσουρεμένα μπροστινά πόδια και τίποτ' άλλο από κει και κάτω. Η πέτρα ήταν τραχιά και διαβρωμένη από το χρόνο. Σε μερικά σημεία γυάλιζε, όπως τα δείγματα των πετρωμάτων στο ένα από τα καλάθια, αυτά που περιείχαν κρυστάλλους χαλαζία. Δίπλα στο σπασμένο αγαλματάκι, στηριγμένο σ' ένα πλαστικό κουτάκι με πινέζες υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα: Τζιμ, τι διάβολο είναι αυτό το πράγμα; Ξέρεις; Μπάρμπι. «Κοίτα τη γλώσσα του», είπε η Σύνθια, με παράξενη, ονειροπόλα φωνή. 258

STEPHEN KING «Τι έχει;»

«Είναι φίδι».

Ναι, ήταν φίδι. Ο Στιβ το είδε. Κροταλίας ίσως. Κάτι με φαρμακερά δόντια πάντως.

Η Σύνθια τίναξε απότομα το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά, φαινόταν αλαφιασμένη. Άρπαξε πάλι τον Στιβ από το μανίκι. «Τι διάβολο κάνουμε τώρα;» ρώτησε άγρια. «Δεν είμαστε σε μουσείο, Στιβ, πάμε να φύγουμε από δω μέσα!» Ναι, πάμε, σκέφτηκε ο Στιβ. Το ερώτημα, βέβαια, είναι, που πάμε;

Αυτό θα το αποφάσιζαν αφού θα έφταναν στο αμάξι. Όχι εκεί μέσα. Ο Στιβ είχε την εντύπωση ότι του ήταν αδύνατο να κάνει έστω και μια λογική σκέψη εκεί μέσα. «Τι έπαθε το ραδιόφωνο;» είπε η Σύνθια.

«Ε;» Ο Στιβ αφουγκράστηκε. Η μουσική είχε σταματήσει. «Δεν ξέρω».

Με μια περίεργη έκφραση αποφασιστικότητας, η Σύνθια άπλωσε πάλι το χέρι της προς το σπασμένο αγαλματίδιο πάνω στο τραπέζι. Αυτή τη φορά άγγιξε τη φιγούρα ανάμεσα στ' αυτιά. Πήρε μια απότομη, κοφτή ανάσα. Τα φώτα τρεμόπαιξαν -ο Στιβ τα είδε να τρεμοπαίζουν- και το ραδιόφωνο ξανάρχισε να δουλεύει. «Ει, Ντονάιτ, ει, Λάιλ, παιδιά, δεν είναι ανάγκη να μαλώνετε», τραγουδούσε η Μαίρη Τσάπιν Κάρπεντερ εν μέσω παρασίτων, «απόψε νιώθω τυχερή!» «Χριστέ μου», είπε ο Στιβ. «Γιατί το άγγιξες;»

Η Σύνθια τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν περίεργα θολό, αφηρημένο. Ανασήκωσε τους ώμους της και ύστερα άγγιξε με την άκρη της γλώσσας το πάνω χείλος της, σχεδόν προκλητικά. «Δεν ξέρω», μουρμούρισε. Έπειτα σήκωσε απότομα το χέρι της και πίεσε δυνατά τους κροτάφους της με το δείκτη και τον αντίχειρα. Όταν το κατέβασε, ο Στιβ είδε ότι το βλέμμα της δεν ήταν πια θολό αλλά έντρομο. «Τι διάβολο;» ψιθύρισε, σαν να μονολογούσε. 259

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Στιβ άπλωσε κι αυτός το χέρι του προς το αγαλματάκι. Η Σύνθια του το άρπαξε από τον καρπό πριν προλάβει να το αγγίξει. «Μην τ' αγγίζεις! Είναι πρόστυχο».

Ο Στιβ τίναξε πέρα το χέρι της κι ακούμπησε το δάχτυλο του στο σβέρκο του λύκου (χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ήταν λύκος κι όχι κογιότ). Το ραδιόφωνο νεκρώθηκε ξανά. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από κάπου πίσω τους κρότος γυαλιού που σπάει. Η Σύνθια άφησε μια μικρή κραυγή.

Ο Στιβ είχε ήδη τραβήξει το δάχτυλο του από το πέτρινο αγαλματάκι, θα το είχε κάνει έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν δεν είχε συμβεί τίποτε, γιατί η Σύνθια είχε δίκιο: ήταν σιχαμερό. Όμως, έστω και στιγμιαία, είχε αισθανθεί και κάτι άλλο. Κατ' αρχήν ήταν σαν να βραχυκύκλωσε ξαφνικά κάποιο ζωτικό κέντρο του εγκεφάλου του. Και μετά... κάτι είχε σκεφτεί, για το κορίτσι. Να κάνει κάτι στο κορίτσι, να κάνουν κάτι με το κορίτσι. Απ' αυτά που σκέφτεσαι καμιά φορά ότι θα ήθελες να δοκιμάσεις, αλλά δεν τολμάς να τα πεις σε κανέναν. Κάτι πειραματικό.

Κι ενώ το γυρόφερνε στο μυαλό του, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς θα ήταν το πείραμα, άπλωνε ήδη ασυναίσθητα το χέρι του ν' αγγίξει ξανά το αγαλματάκι. Δεν είχε αποφασίσει να το κάνει, αλλά τώρα που το χέρι του είχε αρχίσει να κινείται, του φαινόταν πολύ καλή ιδέα. Ας πάει εκεί που θέλει το καλό μου δαχτυλάκι, σκέφτηκε χαρούμενος. Ας πιάσει ό,τι του αρέσει... Η Σύνθια του άρπαξε το χέρι και το έκανε πέρα, μια στιγμή πριν αγγίξει το σβέρκο του πέτρινου λύκου. «Ε, φίλε, διάβασε τα χείλη μου αφού δεν ακούς: Πάμε να φύγουμε από δω! Αμέσως!»

Ο Στιβ πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. Το επανέλαβε. Σιγά σιγά, άρχισε να αισθάνεται πάλι το μυαλό του σαν γνώριμη περιοχή κι αμέσως μετά τον κυρίευσε τρόμος. Τι ακριβώς φοβόταν, δεν ήξερε. Και δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να μάθει. «Εντάξει. Πάμε».

Έπιασε τη Σύνθια από το χέρι και ξαναβγήκαν στο διάδρομο. Στράφηκε μόνο μια φορά και κοίταξε πίσω του, το σπασμένο, γκρίζο πέτρινο αγαλματάκι. Κεφάλι αρπακτικού, σε παράξενη, επιθετική κλίση. Γουρλωτά, άτεχνα μάτια. Πολύ μακριά μουσού260

STEPHEN KING

δα. Γλώσσα-φίδι. Και κάτι ακόμη. Κενές οθόνες. Οι πολύχρωμοι κύκλοι και ο επιδειξίας Γκούφι είχαν εξαφανιστεί. Οι οθόνες των υπολογιστών ήταν σκοτεινές, σαν να τις είχε σαρώσει κάποια απότομη έκλυση ενέργειας.

Από την πόρτα του γραφείου με το ενυδρείο κυλούσαν νερά. Στην άκρη του πλαστικού που κάλυπτε το δάπεδο του διαδρόμου σπαρτάριζε ένα ψαράκι. Τουλάχιστον ξέρουμε τι έσπασε, σκέφτηκε ο Στιβ. «Μην κοιτάξεις τώρα που θα περνάμε», είπε στη Σύνθια.

«Άκουσες τίποτε;» τον ρώτησε η κοπέλα. «Κανένα μπανγκ ή μπουμ ή κάτι τέτοιο;» Ο Στιβ αφουγκράστηκε, άκουσε μόνο τον άνεμο... και ύστερα του φάνηκε ότι τ' αυτί του έπιασε ένα κλεφτό σύρσιμο, κάπου πίσω τους.

Στράφηκε απότομα. Τίποτε. Φυσικά, δεν υπήρχε τίποτε, τι περίμενε; Να έχει κατεβεί κανένα πτώμα από το τσιγκέλι και να τους έχει πάρει από πίσω; Βλακείες. Παρά τον τρόμο και τα τεντωμένα νεύρα του, κάτι τέτοιο του φάνηκε εντελώς βλακώδες. Υπήρχε κάτι άλλο όμως, κάτι που δεν μπορούσε να το διώξει από το μυαλό του, βλακώδες ή όχι: το αγαλματάκι. Ήταν σαν φυσική παρουσία μέσα στο κεφάλι του, σαν χοντρό δάχτυλο που προσπαθούσε να τρυπώσει στη φαιά ουσία του εγκεφάλου του. Μακάρι να μην το είχε κοιτάξει. Ή, μάλλον, μακάρι να μην το είχε αγγίξει. «Στιβ! Πάλι δεν άκουσες τίποτε; Μπορεί να ήταν πυροβολισμοί. Να! Κι άλλος!»

Ο άνεμος ούρλιαζε στα μεταλλικά τοιχώματα του κτιρίου. Κάτι έπεσε με κρότο έξω. Τινάχτηκαν και οι δυο, αφήνοντας μικρές, πνιχτές κραυγές κι αγκαλιάστηκαν αυθόρμητα σαν τρομαγμένα παιδάκια στο σκοτάδι. Το αντικείμενο που είχε πέσει σύρθηκε με θόρυβο σε κάποια απόσταση.

«Είναι μόνο ο αέρας», είπε ο Στιβ. «Ίσως εσύ να άκουσες κάποια πόρτα, που έκλεισε απότομα. Αν το άκουσες πραγματικά και δεν το φαντάστηκες». 261

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Άκουσα καθαρά τρία μπαμ», είπε η Σύνθια. «Μπορεί να μην ήταν πυροβολισμοί, να ήταν κρότοι αλλά...»

«Μπορεί να ήταν αντικείμενα, που γκρέμισε ο αέρας. Έλα, μπέμπα, ας του δίνουμε από δω μέσα». «Μη με ξαναπείς μπέμπα για να μη σε πω κι εγώ μπέμπη», μουρμούρισε η Σύνθια προσπερνώντας το δωμάτιο με το σπασμένο ενυδρείο χωρίς να κοιτάξει.

Ο Στιβ, όμως, κοίταξε. Από το ενυδρείο είχε απομείνει μόνο μια ορθογώνια βάση γεμάτη υγρή άμμο, που από το πλαίσιο της ξεφύτρωναν σπασμένα γυαλιά. Το κομμένο χέρι είχε πέσει δίπλα στο γραφείο, πάνω στο μουσκεμένο χαλί. Ανάποδα, με τη ράχη στο πάτωμα. Μες στην παλάμη του ήταν ένα νεκρό ψαράκι. Τα δάχτυλα ήταν ελαφρά κυρτωμένα, σαν να του έγνεφαν -έλα μέσα, ξένε, πάρε καρέκλα, κάθισε, ξεκουράσου, σαν στο σπίτι σου.

Όχι, ευχαριστώ, σκέφτηκε ο Στιβ. Μόλις άνοιξε την πόρτα που έβγαζε από τη ρεσεψιόν στο προαύλιο, ο αέρας του την άρπαξε κυριολεκτικά από τα χέρια. Έξω μαινόταν η αμμοθύελλα. Πελώρια κινούμενα πέπλα με ένα αλλόκοτα λαμπρό χρυσοκάστανο χρώμα -άμμος κι αλκαλική σκόνη στον αέρα, που αντανακλούσαν το τελευταίο φως της μέρας- είχαν κρύψει εντελώς τα βουνά στη Δύση, αλλά ψηλά στον ουρανό φαίνονταν καθαρά να λαμπυρίζουν τα πρώτα αστέρια. Ένα παλιό, σκουριασμένο βαρέλι ανατράπηκε από τον άνεμο, κύλησε πάνω στο πάρκινγκ, πέρασε δίπλα από το φορτηγό, διέσχισε κάθετα το δρόμο και τράβηξε κατά την έρημο. Το τινκ-τινχ-τινχ του ατσαλένιου σύρματος, που χτυπούσε στο μεταλλικό ιστό της σημαίας, συνεχιζόταν σε φρενήρη ρυθμό. Κάπου στ' αριστερά τους ακούστηκαν δυο δυνατά χτυπήματα, ένας ήχος πνιχτός, σαν διπλός πυροβολισμός με σιγαστήρα. Η Σύνθια τινάχτηκε και κόλλησε πάνω στον Στιβ. Ο Στιβ στράφηκε προς τη μεριά του ήχου και είδε ένα μεγάλο, γαλάζιο σκουπιδοτενεκέ. Ενώ κοιτούσε, ο αέρας ανασήκωσε το καπάκι, που ξανάπεσε ύστερα στη θέση του. Ακούστηκε ξανά ο κρότος, ίδιος με τους προηγούμενους. «Να οι πυροβολισμοί σου», είπε ο Στιβ, υψώνοντας τη φωνή του για ν' ακουστεί πάνω από το ουρλιαχτό του ανέμου. «Ναι, αλλά... δεν ακουγόταν ακριβώς έτσι...» 262

STEPHEN KING

Άξαφνα, μια χορωδία από ουρλιαχτά υψώθηκε-μέσα στο λυκόφως. Μερικά ακούγονταν από τα δυτικά, φερμένα από τον άνεμο μαζί με την άμμο, κι άλλα από το Βορρά. Ο Στιβ θυμήθηκε κάτι παλιά δελτία ειδήσεων την εποχή της Μπιτ-λομανίας: κορίτσια που ούρλιαζαν σαν δαιμονισμένα μόλις έβγαιναν στη σκηνή οι τέσσερις μαλλιάδες από το Λίβερπουλ. Κοιτάχτηκαν με τη Σύνθια. «Γρήγορα», είπε ο Στιβ. «Στο αμάξι. Τρέξε».

Έτρεξαν ως το αυτοκίνητο αγκαλιασμένοι από τη μέση, με τον άνεμο πίσω τους. Μόλις μπήκε στην καμπίνα, η Σύνθια έκλεισε την πόρτα της και πάτησε την ασφάλεια. Το ίδιο έκανε και ο Στιβ και ύστερα έβαλε μπρος τη μηχανή. Το σταθερό μουγκρητό της και η ανταύγεια από τα φώτα πορείας μόλις κατέβασε το μικρό λεβιέ στο τιμόνι τον καθησύχασαν. Στράφηκε στη Σύνθια.

«Εντάξει. Και τώρα πού πάμε να τ' αναφέρουμε όλα αυτά; Το Όστιν αποκλείεται. Είναι πολύ μακριά και είναι και δυτικά, δηλαδή κόντρα σ' αυτή τη θεομηνία. Θα καταλήξουμε στην άκρη του δρόμου να προσευχόμαστε να ξαναπάρει μπρος το αυτοκίνητο, αφού περάσει η αμμοθύελλα. Απομένει το Ιλάι, που είναι δυο ώρες δρόμος από δω -ίσως και παραπάνω αν μας προλάβει η αμμοθύελλαή το κέντρο της Ντεσπερέισον, που δεν πρέπει ν' απέχει πάνω από ένα χιλιόμετρο». «Στο Ιλάι», είπε αμέσως η Σύνθια. «Όποιοι το έκαναν αυτό μπορεί να βρίσκονται ακόμα στην πόλη και μου φαίνεται απίθανο μια χούφτα επαρχιώτες μπάτσοι να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με τύπους που έχουν κάνει αυτά που είδαμε».

«Αυτοί που το έκαναν μπορεί κάλλιστα να βρίσκονται στην Εθνική 50», είπε ο Στιβ. «Θυμήσου το κάραβαν και τη μοτοσικλέτα του αφεντικού». «Όμως, η κυκλοφορία συνεχιζόταν κανονικά», είπε η Σύνθια και υστέρα αναπήδησε τρομαγμένη καθώς κάποιο άλλο αντικείμενο έπεσε με θόρυβο κάπου κοντά. Κρίνοντας από τον κρότο, πρέπει να ήταν βαρύ και μεταλλικό. «Για το θεό, Στιβ, πάμε να φύγουμε από δω, σε παρακαλώ».

Την ίδια ακριβώς διάθεση είχε και ο Στιβ, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι πριν καταλάβουμε τι συμβαίνει. Είναι σημα263

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ντικό. Δεκατέσσερις νεκροί, χωρίς να υπολογίσουμε το αφεντικό και την οικογένεια με το κάραβαν». «Τους Κάρβερ».

«Ναι. θα γίνει σάλος όταν αποκαλυφθεί -θα γίνει πρώτη είδηση σε όλη τη χώρα. Αν γυρίσουμε τώρα στο Ιλάι κι αποδειχτεί ότι υπήρχαν δυο αστυνομικοί με τηλέφωνα και ραδιοασυρμάτους ένα χιλιόμετρο παρακάτω και, αν αυτοί που το έκαναν καταφέρουν να ξεφύγουν επειδή εμείς αργήσαμε να ειδοποιήσουμε την αστυνομία, θα περάσουμε σίγουρα από ανάκριση. Σκληρή ανάκριση». Στο φως των προβολέων του αυτοκινήτου το πρόσωπο της Σύνθια φάνταζε κίτρινο, σαν να ήταν βαριά άρρωστη, «θέλεις να πεις ότι θα σκεφτούν πως εμείς έχουμε κάποια σχέση με τους φόνους;»

«Δεν ξέρω, αλλά θα σου πω το εξής: ούτε εσύ είσαι η δούκισσα του Ουίνδσορ, ούτε εγώ ο κόμης του Ερλ. Δεν είμαστε παρά δυο αλητόβιοι. Τι στοιχεία ταυτότητας έχεις πάνω σου; Άδεια οδήγησης;» «Δεν έτυχε να δώσω ποτέ για δίπλωμα. Όλο άλλαζα πόλεις».

«Κοινωνική ασφάλεια;»

«Ε... κάπου έχασα την χάρτα... νομίζω, την άφησα μαζί με κάτι άλλα πράγματα όταν χώρισα από τον τύπο που παραλίγο να μου κόψει τ' αυτί, αλλά θυμάμαι απέξω τον αριθμό της». «Από επίσημα χαρτιά τι έχεις πάνω σου;»

«Μόνο την εκπτωτική μου κάρτα από τα Δισκοπωλεία Τάουερ», απάντησε φουρκισμένη η Σύνθια. «Δυο τρυπούλες ακόμη και θα πάρω δώρο ένα CD. Σκέφτομαι να ζητήσω το Όταν Βγαίνουν οι Λύκοι. Για να θυμάμαι το σάουντρακ της περιοχής. Ικανοποιήθηκες τώρα;» «Ναι», είπε ο Στιβ κι έβαλε τα γέλια. Η Σύνθια τον αγριοκοίταξε κι έτσι όπως φάνταζε η μούρη της κίτρινη, τα μάτια σκοτεινά και βαθουλωμένα, σκέφτηκε πως ετοιμαζόταν να του ορμήσει και να τον γδάρει με τα νύχια της. Ύστερα άρχισε κι αυτή να γελάει. Ένα ψιλό, νευρικό γέλιο, που δεν του άρεσε καθόλου. «Έλα δω», της είπε γλυκά, απλώνοντας το χέρι του. 264

STEPHEN KING

«Μη με κοροϊδεύεις εμένα, θα μετανιώσεις», είπε η κοπέλα σε προειδοποιητικό τόνο, αλλά έκανε βουτιά πάνω στο κάθισμα και φώλιασε στην αγκαλιά του χωρίς να διστάσει. Ο Στιβ την ένιωσε να τρέμει μέσα στα χέρια του. Θα κρύωνε μ' αυτό το μπλουζάκι αν χρειαζόταν να κατεβούν από το αυτοκίνητο. Σ' αυτή την περιοχή, η θερμοκρασία έπεφτε κατακόρυφα μετά τη δύση του ήλιου. «Σοβαρά, θέλεις να πάμε σ' αυτή την πόλη, Τεξανέ;»

«Για να λέμε την αλήθεια, θα προτιμούσα να ήμουν στην Ντίσνεϊλαντ, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να πάμε ως το κέντρο να ρίξουμε μια ματιά. Αν όλα είναι φυσιολογικά... αν νιώσουμε ότι είναι όλα εντάξει... θα δοκιμάσουμε να πάμε στην αστυνομία εδώ. Αν όμως δούμε το παραμικρό που να μας φανεί αφύσικο, την κοπανάμε για το Ιλάι με χίλια».

Η Σύνθια τον κοίταξε πολύ σοβαρά. «Θα σου το θυμίσω αυτό που είπες αν πας να μου τα γυρίσεις πάλι».

«Να μου το θυμίσεις». Ο Στιβ έβαλε ταχύτητα και το αυτοκίνητο κύλησε αργά από το πάρκινγκ στο δρόμο. Στα δυτικά, η χρυσαφένια ανταύγεια που αντανακλούσαν τα ιπτάμενα πέπλα της άμμου είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Στον ουρανό ψηλά τ' αστέρια είχαν πληθύνει, αλλά η λάμψη τους ήταν τώρα θαμπή, από τη σκόνη που όλο και πύκνωνε στον αέρα. «Στιβ; Μήπως τυχαίνει να έχεις μαζί σου όπλο;»

Ο Στιβ έγνεψε αρνητικά, σκέφτηκε προς στιγμήν να γυρίσει πίσω στο κτίριο της μεταλλευτικής εταιρείας μήπως και βρει εκεί κανένα, αλλά τελικά έβγαλε την ιδέα από το μυαλό του. Δε θα ξαναγύριζε με τίποτα εκεί μέσα. «Όπλο δεν έχω», είπε στη Σύνθια, «αλλά έχω έναν πραγματικά μεγάλο ελβετικό σουγιά, ένα μοντέλο με όλα τα μαραφέτια επάνω. Διαθέτει μέχρι και μεγεθυντικό φακό». «Τώρα ησύχασα», είπε η Σύνθια.

Ο Στιβ σκέφτηκε να τη ρωτήσει για το αγαλματάκι, αν της είχε έρθει κι αυτής καμιά ιδέα –πειραματική ιδέα- αλλά τελικά δεν το έκανε. Τον τρόμαζε κι αυτό όσο η ιδέα να επιστρέψει στην αίθουσα με τα κρεμασμένα πτώματα. Χωρίς να τραβήξει το δεξί του χέρι από τους ώμους της Σύνθια, έστριψε μαλακά το τιμόνι με το αριστερό και πάτησε γκάζι, με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. 265

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Στους φωτεινούς κώνους των προβολέων, πυκνές, αυλές κορδέλες αιωρούμενης άμμου σάλευαν σαν ομίχλη και του έφερναν συνεχώς στο νου πτώματα, κρεμασμένα από γάντζους. 5 Το κορμί της αδερφούλας του δε βρισκόταν πια στο κάτω μέρος της σκάλας κι αυτό ήταν κάτι. Ο Ντέιβιντ κοντοστάθηκε και κοίταξε από την τζαμαρία της κεντρικής εισόδου. Το φως λιγόστευε και, παρ' όλο που ο ουρανός ψηλά ήταν ακόμα καθαρός -ένα βαθύ μπλε- κοντά στην επιφάνεια της γης, το τελευταίο φως πνιγόταν μέσα σε σύννεφα σκόνης. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μια κρεμαστή πινακίδα που έγραφε ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ ΚΛΑΜΠ ταλαντευόταν μπρος πίσω με τον άνεμο. Κάτω από την πινακίδα, καθισμένα στα πίσω πόδια τους και κοιτώντας προς το μέρος του ήταν δυο κογιότ. Ανάμεσα τους στεκόταν ένα μεγαλόσωμο πουλί, με φαλακρό κεφάλι και σταχτιές, μαδημένες φτερούγες. Ένας γύπας. Στημένος ανάμεσα στα δυο κογιότ.

«Αδύνατο», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ και ίσως να ήταν, αλλά το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια.

Φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του, ρίχνοντας συνεχώς ματιές σε μια πόρτα που υπήρχε στ' αριστερά του. Πάνω στο αδιάφανο, γαλακτερό τζάμι, έγραφε με μαύρα γράμματα ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ κι από κάτω τις ώρες λειτουργίας για το κοινό -εννιά με τέσσερις. Έδεσε τα κορδόνια του και ύστερα άνοιξε αυτή την πόρτα, προετοιμασμένος να τρέξει έτσι και διαισθανόταν κάτι επικίνδυνο... έτσι κι έβλεπε την παραμικρή κίνηση, για την ακρίβεια. Αλλά που να τρέξω; Κατά που θα μπορούσα να τρέξω;

Το δωμάτιο πίσω από την πόρτα ήταν μισοσκότεινο και σιωπηλό. Ο Ντέιβιντ ψαχούλεψε τον τοίχο στ' αριστερά του, περιμένοντας να πεταχτεί από στιγμή σε στιγμή κάτι να του αρπάξει το χέρι, αλλά δεν έγινε τίποτε τέτοιο. Αντίθετα, βρήκε ένα διακόπτη του ηλεκτρικού. Τον πάτησε, ανοιγόκλεισε τα μάτια του μέχρι να προσαρμοστούν στο απότομο φως που σκόρπισαν δυο γυμνοί 266

STEPHEN KING

γλόμποι και ύστερα μπήκε στο δωμάτιο. Ακριβώς μπροστά του βρισκόταν ένας μακρύς πάγκος με παραθυράκια, σαν τα ταμεία των τραπεζών τα παλιά χρόνια. Ένα έγραφε ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, ένα άλλο ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ, ένα τρίτο ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ. Το τελευταίο στη σειρά, και μικρότερο, έγραφε ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΑΟ και ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΓΑΙΩΝ. Στον τοίχο πίσω από τον πάγκο με τα γκισέ κάποιος είχε γράψει με κόκκινο σπρέι τη φράση: Σ' ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΔΥΘΕΙ.

Κάτι αναδύθηκε τελικά, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ, στρέφοντας το κεφάλι του για να επιθεωρήσει την άλλη πλευρά της αίθουσας. Κάτι που δεν είναι και πολυ...

Δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, τα χέρια του ανέβηκαν αυτόματα στο στόμα του για να πνίξουν μια κραυγή. Για μερικές στιγμές ο κόσμος χάθηκε από μπροστά του και πίστεψε πως θα λιποθυμούσε. Για να το αποφύγει τράβηξε τα χέρια του από το στόμα και πίεσε δυνατά τους κροτάφους του, ξυπνώντας τον παλιό πόνο. Ύστερα τ' άφησε να πέσουν σαν ξερά στα πλευρά του κι απέμεινε να κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα και χείλη που έτρεμαν το μακάβριο θέαμα στα δεξιά του. Πάνω στον τοίχο ήταν μια σειρά κρεμάστρες για πανωφόρια. Η κοντινότερη προς το παράθυρο φιλοξενούσε ένα Στέτσον με φάσα από δέρμα φιδιού. Στις δυο επόμενες κρέμονταν γυναίκες, η μια σκοτωμένη από σφαίρα, η άλλη ξεκοιλιασμένη. Αυτή, η δεύτερη, είχε μακριά κόκκινα μαλλιά και το στόμα της ορθάνοιχτο, κοκαλωμένο σε μια βουβή, παγωμένη κραυγή. Στ' αριστερά της δεύτερης γυναίκας κρεμόταν ένας άντρας ντυμένος στα χακί, με το κεφάλι του πεσμένο στο στήθος, τη θήκη του περιστρόφου του άδεια. Ίσως ήταν ο Πίρσον, ο δεύτερος αστυφύλακας της πόλης. Δίπλα σ' αυτόν κρεμόταν ένας άλλος άντρας με μπλουτζίν και ματωμένο καρό πουκάμισο. Και τελευταία στη σειρά ήταν η Πάι. Κρεμασμένη από το μπλουζάκι της, με τη στάμπα των Μότοκαπς 2200. Στη στάμπα ήταν η Κάσι Στάιλς, που πόζαρε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη. Η Κάσι ήταν η αγαπημένη ηρωίδα της Πάι από τους Μότοκαπς. Το κεφάλι της Πάι κρεμόταν από το σπασμένο λαιμό της και τα πάνινα, αθλητικά παπούτσια της έδειχναν με τις μύτες τους το πάτωμα. 267

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Τα χέρια της. Ο Ντέιβιντ κοίταζε συνεχώς τα χέρια της. Μικρά, ροδαλά, με τα δάχτυλα μισάνοιχτα. Δεν μπορώ να την αγγίξω. Δεν μπορώ να πάω κοντά της!

Έπρεπε να μπορέσει, όμως. Εκτός αν σκόπευε να την αφήσει εκεί κρεμασμένη, μαζί με τα άλλα θύματα του Εντράτζιαν. Άλλωστε, τι σόι μεγάλος αδερφός θα ήταν, ειδικά αφού δεν είχε μπορέσει να σταματήσει τον Μπαμπούλα πριν σκοτώσει την Πάι;

Με το στήθος του να τραντάζεται από βουβούς λυγμούς, το πρόσωπο και το κορμί του γεμάτο ξεραμένη, πράσινη σαπουνάδα, ο Ντέιβιντ έσμιξε γι' άλλη μια φορά τα χέρια μπροστά από το στόμα και το πιγούνι του κι έκλεισε τα μάτια. Η φωνή του, όταν κατάφερε να βγει από το λαρύγγι του, έτρεμε τόσο πολύ, που ήταν σχεδόν ακατάληπτη, «θεέ μου, το ξέρω πως η αδερφούλα μου είναι κοντά Σου και πως αυτό είναι ό,τι άφησε πίσω της. Σε παρακαλώ, βοήθησε με να κάνω αυτό που πρέπει γι' αυτή». Άνοιξε πάλι τα μάτια του και την κοίταξε. «Σ' αγαπάω, Πάι. Συγνώμη για όλες τις φορές που σου φώναξα ή που σου τράβηξα τα κοτσιδάκια πιο δυνατά απ' όσο έπρεπε».

Δεν άντεξε άλλο. Έπεσε στα γόνατα, σκέπασε με τα δυο του χέρια το σκυμμένο κεφάλι του κι έμεινε εκεί, ασθμαίνοντας και πασχίζοντας να μην ουρλιάξει ή να μη λιποθυμήσει. Τα δάκρυα του άνοιξαν αυλάκια στην πράσινη κρούστα που σκέπαζε τα μαγουλά του. Αυτό που τον πονούσε περισσότερο απ' όλα ήταν η γνώση ότι η πόρτα που είχε κλείσει ερμητικά ανάμεσα τους δε θα ξανάνοιγε ποτέ, σ' αυτή τη ζωή τουλάχιστον. Δε θα έβλεπε ποτέ την Πάι να βγαίνει ραντεβού με αγόρι ούτε να ρίχνει ένα τελευταίο βιαστικό καλάθι από τη σέντρα, δυο δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δε θα του ξανάλεγε ποτέ να την κοιτάξει που έκανε κατακόρυφο ούτε θα τον ρωτούσε αν το φωτάκι στο ψυγείο μένει ανοιχτό κι αφού κλείσει η πόρτα. Τώρα καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι στη Βίβλο «έσχιζαν τα ιμάτια τους».

Όταν συνήλθε κάπως, σηκώθηκε κι έσυρε μια καρέκλα ως εκεί που ήταν η Πάι. Αντίκρισε τα χεράκια της, τις ροδαλές παλάμες και το μυαλό του κλονίστηκε ξανά. Το επανέφερε στην οδό της λογικής και το γεγονός ότι μπορούσε να το κάνει αυτό όταν χρει268

STEPHEN KING

αζόταν του έδωσε λίγη παρηγοριά. Αλλά όταν στάθηκε όρθιος πάνω στην καρέκλα κι αντίκρισε το χλομό σαν κέρινο προσωπάκι και τα μελανιασμένα χειλάκια της, ένιωσε πάλι το μυαλό του να κατρακυλάει στην άβυσσο του θρήνου και του πόνου. Προσεκτικά, άφησε ένα μέρος της θλίψης του να βγει στην επιφάνεια. Αντιλαμβανόταν από ένστικτο ότι δεν έπρεπε να καταπνίξει εντελώς αυτό το συναίσθημα. Πρώτη φορά έβλεπε νεκρό και ήταν η Πάι, και δεν ήθελε ούτε να φοβηθεί ούτε ν' αηδιάσει από το θέαμα. Ήταν καλύτερα να αισθάνεται λύπη και πόνο κι αυτό έκανε. Βιάσου, Ντέιβιντ.

Δεν ήξερε αν ήταν η δική του σκέψη ή η άλλη φωνή, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε σημασία. Η φωνή είχε δίκιο. Η Πάι ήταν νεκρή, αλλά ο μπαμπάς του και οι άλλοι επάνω δεν ήταν. Έπειτα, ήταν και η μητέρα του. Κι αυτό, από μια άποψη, του φαινόταν χειρότερο από το θάνατο της Πάι. Γιατί δεν ήξερε. Ο τρελός αστυνομικός είχε πάει κάπου τη μητέρα του και μπορεί να της έκανε οτιδήποτε. Οτιδήποτε. Δε θα το σκεφτώ τώρα. Δε θ' αφήσω τον εαυτό μου να το σκεφτεί.

Αντίθετα, άφησε τον εαυτό του να θυμηθεί τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε η Πάι στην τηλεόραση, με τη Μελίσα Σουιτχαρτ στην αγκαλιά της, χαζεύοντας τα Τρελά Καρτούν. Τον τελευταίο χρόνο ο Δόκτωρ Τρελάρας είχε χάσει την τιμητική θέση στην καρδιά της από τους Μότοκαπς (ειδικά την Κάσι Στάιλς και τον πανέμορφο συνταγματάρχη Χένρι), αλλά ο θεοπάλαβος γέρος καθηγητής ήταν πιο κατάλληλος για την περίσταση, θυμήθηκε ένα από τα αστεία τραγουδάκια του Τρελάρα κι άρχισε να το σιγομουρμουρίζει καθώς αγκάλιασε το νεκρό κοριτσάκι και το ανασήκωσε για να το ξεκρεμάσει από το γάντζο: «Ο Δόκτωρ Τρελάρας φοράει μασέλα...» Το κεφαλάκι της έπεσε πάνω στον ώμο του. Ήταν απίστευτα βαρύ -πώς τα κατάφερνε να το κρατάει ψηλά όλη μέρα από μόνη της, έτσι μικρούλα που ήταν; «Έχει ένα σκύλο και μια ομπρέλα...» 269

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Με την Πάι στην αγκαλιά του, ο Ντέιβιντ έκανε στροφή πάνω στην καρέκλα, κατέβηκε αδέξια, παραπάτησε, αλλά δεν έπεσε και προχώρησε προς τα παράθυρα. Πηγαίνοντας, έστρωσε το μπλουζάκι στην πλάτη της Πάι. Είχε σκιστεί λιγάκι. Κάτω από το πρώτο παράθυρο, την απίθωσε προσεκτικά στο πάτωμα, βάζοντας το ένα του χέρι κάτω από το λαιμό της, για να μη χτυπήσει το κεφάλι της στα σανίδια. Του είχε δείξει η μαμά πώς να την κρατάει, τότε που η Πάι ήταν μωρό κι αυτός ήθελε να την πάρει αγκαλιά. Της έλεγε τραγουδάκια και τότε; Δε θυμόταν. Μπορεί να της έλεγε. «Ο Δόκτωρ Τρελάρας κάνει εφευρέσεις...»

Άσχημες σκουροπράσινες κουρτίνες κρέμονταν στα πλάγια των παραθύρων που ήταν ψηλά, μακρόστενα κι έφταναν ως το ταβάνι. Ο Ντέιβιντ τράβηξε μια και την κατέβασε.

«Ο Δόκτωρ Τρελάρας πάει σε εκθέσεις...»

Άπλωσε το πανί στο πάτωμα, δίπλα στο κορμάκι της αδερφής του, και ξανάπιασε το χαζό τραγουδάκι πάλι από την αρχή. Μακάρι να μπορούσε να της δώσει και τη Μελίσα Σουίτχαρτ για παρέα, αλλά η κούκλα είχε μείνει πίσω στο τροχόσπιτο. Σήκωσε την Πάι, την έβαλε πάνω στην απλωμένη κουρτίνα και ύστερα δίπλωσε το κάτω μισό του υφάσματος και τη σκέπασε ως το λαιμό. Του φάνηκε καλύτερα έτσι, πολύ καλύτερα. Σαν να ήταν σπίτι και να κοιμόταν.

«Ο Δόκτωρ Τρελάρας κάνει εφευρέσεις», τραγούδησε ξανά, «Ο Δόκτωρ Τρελάρας πάει σε εκθέσεις». Τη φίλησε στο μέτωπο. «Σ' αγαπάω, Πάι», είπε και τραβώντας την άκρη της κουρτίνας της σκέπασε και το πρόσωπο.

Έμεινε δίπλα της λίγες στιγμές ακόμη, γονατιστός στο πάτωμα με τα χέρια του σφιγμένα ανάμεσα στους μηρούς, πασχίζοντας να ελέγξει τα συναισθήματα του. Όταν αισθάνθηκε αρκετά σίγουρος, σηκώθηκε. Έξω είχε σκοτεινιάσει, ο άνεμος ούρλιαζε στις μαρκίζες και το κροτάλισμα της άμμου όπως χτυπούσε τα τζάμια αντηχούσε σαν πυκνή, δυνατή βροχή. Κάπου ακουγόταν ένα στριγκό, μονότονο τρίξιμο -κρικ-κρικ-κρικ- σαν κάτι να περιστρεφόταν με τον αέρα, και ύστερα ακούστηκε ένα δυνατό μπανγκ μέσα στο σκοτάδι, που τον έκανε να τιναχτεί τρομαγμένος. Κάποιο βαρύ αντικείμενο είχε πέσει από τον αέρα έξω στο δρόμο. 270

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ απομακρύνθηκε από τα παράθυρα, πλησίασε τον πάγκο με τα γκισέ και κοίταξε προσεκτικά στο εσωτερικό του. Δεν υπήρχαν άλλα πτώματα εκεί, μόνο σκόρπια χαρτιά στο πάτωμα, που πολλά είχαν πάνω τους κηλίδες από αίμα. Η καρέκλα με την ψηλή ράχη πίσω από το γκισέ της ΕΦΟΡΙΑΣ ήταν αναποδογυρισμένη.

Στον κενό χώρο ανάμεσα στα γκισέ και τον πίσω τοίχο υπήρχε ένα ανοιχτό χρηματοκιβώτιο. Ο Ντέιβιντ δεν είδε χρήματα στο εσωτερικό του, μόνο στοίβες από χαρτιά, και τίποτε δε φαινόταν να έχει πειραχτεί. Στα δεξιά του υπήρχαν τρία χαμηλά γραφεία. Στ' αριστερά δυο κλειστές πόρτες με χρυσά γράμματα. Αυτή που έγραφε ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ τον άφησε αδιάφορο, αλλά η διπλανή της, το γραφείο του ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, τον ενδιέφερε πάρα πολύ. Τζιμ Ριντ, έτσι τον έλεγαν.

Ο Ντέιβιντ πήγε στην πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη. Πασπάτεψε τον εσωτερικό τοίχο, εντόπισε το διακόπτη του ηλεκτρικού και τον πάτησε. Το πρώτο πράγμα που είδε όταν άναψε το φως ήταν ένα πελώριο, βαλσαμωμένο κεφάλι ελαφιού στον τοίχο αριστερά του γραφείου. Το δεύτερο, ήταν ο άντρας πίσω από το γραφείο. Ήταν γερμένος πίσω στην καρέκλα του. Αν αγνοούσε κανείς τα δυο στυλό που ξεφύτρωναν από τα μάτια του και την πινακίδα με το όνομα του, που ήταν χωμένη στο στόμα του, ο άντρας θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμάται, τόσο χαλαρή ήταν η στάση του. Τα χέρια του ήταν ακουμπισμένα πάνω στη στρογγυλή κοιλιά του με τα δάχτυλα πλεγμένα. Φορούσε χακί πουκάμισο και οπλοθήκη περασμένη διαγώνια στον ώμο, σαν του Εντράτζιαν.

Έξω ο αέρας γκρέμισε κάποιο άλλο αντικείμενο με φοβερό πάταγο. Κογιότ ακούστηκαν να ουρλιάζουν όλα μαζί, ταυτόχρονα, σαν χορωδία της κόλασης. Ο Ντέιβιντ τινάχτηκε και ύστερα κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να σιγουρευτεί ότι ο Εντράτζιαν δεν ήταν κάπου πίσω του, έτοιμος να του ριχτεί. Δεν ήταν. Στράφηκε πάλι στο νεκρό αστυνόμο. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κι αφού είχε μπορέσει ν' αγγίξει την Πάι, θα κατάφερνε ν' αγγίξει και το πτώμα ενός αγνώστου.

Πρώτα όμως δοκίμασε το τηλέφωνο. Ήταν νεκρό, όπως το περίμενε. Παρ' όλα αυτά, πάτησε μερικές φορές με το δάχτυλο του το 271

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κουμπί που άνοιγε τη γραμμή, φωνάζοντας «Εμπρός;» στο ακουστικό.

Υπηρεσία δωματίων; Στείλτε μου ένα δωμάτιο, σκέφτηκε κι ανατρίχιασε καθώς άφηνε το ακουστικό στη θέση του. Ύστερα έκανε το γύρο του γραφείου και στάθηκε μπροστά στον αστυνομικό, που είχε δυο στυλό μπηγμένα στα μάτια του. Η πινακίδα με το όνομα του νεκρού -ΤΖΕΪΜΣ PINT, ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ- βρισκόταν ακόμη στη θέση της, άρα αυτό που είχε στο στόμα του ήταν κάτι άλλο. ΟΥΚΑΣ φαινόταν γραμμένο στο κομμάτι που πρόβαλλε ανάμεσα από τα δόντια.

Ο Ντέιβιντ μύρισε κάτι γνώριμο -όχι αφτερσέιβ ούτε κολόνια. Κοίταξε τα χέρια του νεκρού, είδε τις βαθιές ρυτίδες στους κόμπους των δαχτύλων και κατάλαβε. Αυτό που μύριζε ήταν λοσιόν για τα χέρια, είτε η μάρκα που χρησιμοποιούσε η μητέρα του είτε κάποια άλλη. Ο Τζιμ Ριντ πρέπει να είχε αλείψει τα χέρια του λίγο πριν δολοφονηθεί.

Προσπάθησε να δει τα μπούτια του σερίφη, αλλά δεν μπόρεσε. Ο Ριντ ήταν πολύ χοντρός και πολύ στριμωγμένος στο γραφείο. Υπήρχε όμως μια μαύρη τρύπα, χαμηλά στη ράχη της πολυθρόνας αυτή την έβλεπε μια χαρά. Ο Ριντ είχε πυροβοληθεί. Τα στυλό και το άλλο αντικείμενο τα είχαν βάλει (τουλάχιστον έτσι ήλπιζε ο Ντέιβιντ) μετά το θάνατο του. Κουνήσου. Κάνε γρήγορα.

Έπιασε να τραβήξει την καρέκλα και σχεδόν με το που την άγγιξε, άφησε μια μικρή κραυγή και τραβήχτηκε απότομα στο πλάι, ενώ η καρέκλα έπεσε προς τα πίσω, αδειάζοντας το πελώριο νεκρό βάρος του Τζιμ Ριντ στο πάτωμα. Το πτώμα έβγαλε ένα δυνατό νεκρικό ρέψιμο μόλις χτύπησε τα σανίδια. Η πλακέτα που είχε στο στόμα του τινάχτηκε από μέσα σαν πύραυλος. Προσγειώθηκε ανάποδα, αλλά ο Ντέιβιντ μπόρεσε να τη διαβάσει: ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Ο ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ. Με την καρδιά του να κοντεύει να σπάσει, γονάτισε στο ένα πόδι δίπλα στο πτώμα. Το παντελόνι της στολής του Ριντ ήταν ξεκούμπωτο μπροστά και αποκάλυπτε ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο εσώρουχο (τεράστιο, μεταξωτό, χρώματος ροδακινί), αλλά ο Ντέιβιντ ούτε που το πρόσεξε. Άλλο έψαχνε αυτός κι αναστέναξε ανα272

STEPHEN KING

κουφισμένος όταν το είδε. Στον έναν από τους ευτραφέστατους γοφούς του Ριντ κρεμόταν μέσα στη θήκη του το υπηρεσιακό του περίστροφο. Στον άλλο, μια αρμαθιά κλειδιά, δεμένα με κρίκο από τη ζώνη του. Δαγκώνοντας ασυναίσθητα το κάτω χείλος του και με το φόβο ότι ο νεκρός σερίφης θα άπλωνε το χέρι του (αμάν, μας κυνηγάει η μούμια) και θα τον άρπαζε, ο Ντέιβιντ προσπάθησε να ελευθερώσει τον κρίκο με τα κλειδιά από τη ζώνη. Το κλιπ τον παίδεψε αρκετά, αλλά τελικά άνοιξε. Με πυρετώδη βιασύνη, ψαχούλεψε τα κλειδιά, παρακαλώντας βουβά να βρει αυτό που ζητούσε... και το βρήκε. Ένα τετράγωνο που δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου με κλειδί, που είχε στη μέση μια μαύρη, μαγνητική εγκοπή. Το κλειδί για τα κελιά του επάνω ορόφου. Έτσι ήλπιζε.

Έχωσε την αρμαθιά στην τσέπη του, κοίταξε με περιέργεια το ξεκούμπωτο παντελόνι του σερίφη και ύστερα άνοιξε το καπάκι της θήκης και τράβηξε έξω το πιστόλι. Κράτησε το όπλο με τα δυο του χέρια, για να εξοικειωθεί λίγο με το βάρος του. Ήταν περίστροφο, όχι από τα αυτόματα που έχουν τις σφαίρες κρυμμένες στο εσωτερικό της λαβής. Κρατώντας τα δάχτυλα του μακριά από τη σκανδάλη, ο Ντέιβιντ έστρεψε την κάννη προς το μέρος του για να μπορέσει να κοιτάξει στον κύλινδρο. Είδε κεφαλάκια από σφαίρες σε όσες θαλάμες φαίνονταν, άρα πρέπει να ήταν γεμάτο. Η πρώτη θαλάμη μπορεί να ήταν άδεια -στις ταινίες, οι αστυνομικοί το κάνουν αυτό πολύ συχνά για να μην εκπυρσοκροτήσει το πιστόλι κατά λάθος. Αν χρειαζόταν να πυροβολήσει, θα έπρεπε να πατήσει δυο φορές τη σκανδάλη, για σιγουριά. Έστρεψε πάλι το όπλο προς το δωμάτιο και το περιεργάστηκε, ψάχνοντας για την ασφάλεια. Δε βρήκε τίποτε, οπότε πίεσε δοκιμαστικά τη σκανδάλη με το δάχτυλο του, αργά και πολύ ελαφρά. Μόλις είδε τον κόκορα ν' ανασηκώνεται, χαλάρωσε το δάχτυλο του. Δεν έπρεπε να πυροβολήσει εκεί μέσα. Δεν ήξερε πόσο έξυπνα είναι τα κογιότ γενικά, αλλά ο ήχος του πυροβολισμού σίγουρα θα τα αναστάτωνε. Επέστρεψε στο κεντρικό γραφείο με τα γκισέ. Ο άνεμος συνέχιζε να ουρλιάζει και η άμμος χτυπούσε με μανία τα τζάμια. Το φως έξω ήταν ένα βαθύ μελανί. Σύντομα θα ήταν πίσσα σκοτάδι. Κοίταξε την κακόγουστη πράσινη κουρτίνα, που είχε πάρει το σχήμα 273

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του μικρού κορμιού από κάτω. Σ' αγαπάω, Πάι, σκέφτηκε και ύστερα βγήκε στο κεντρικό χολ. Εκεί στάθηκε και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες, με τα μάτια κλειστά και το όπλο στο χέρι του, με την κάννη να σημαδεύει το πάτωμα.

«Θεέ μου, δεν έχω ξαναπιάσει πιστόλι στο χέρι μου», μουρμούρισε. «Βοήθησε με να μπορέσω να πυροβολήσω. Στο όνομα του Ιησού. Αμήν». Κι αφού το τακτοποίησε κι αυτό, ο Ντέιβιντ άρχισε ν' ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα.

Η Μαίρη Τιάκσον ήταν καθισμένη στην κουκέτα του κελιού της, με το βλέμμα στυλωμένο στα σταυρωμένα χέρια της, κι έκανε δολοφονικές σκέψεις για την κουνιάδα της. Η Ντίρντρι Φίνεϊ με το όμορφο, χλομό πρόσωπο, το γλυκό, μαστουρωμένο χαμόγελο και τις ξανθές μπούκλες που την έκαναν να μοιάζει με προραφαηλιτικό πίνακα. Η Ντίρντρι, που δεν έτρωγε κρέας («Είναι απάνθρωπο»), αλλά κάπνιζε το χόρτο με τη σέσουλα, ω ναι, το χόρτο δεν το λυπόταν. Η Ντίρντρι, με τις αυτοκόλλητες φατσούλες, τον κύριο Χαμογελαστούλη. Η Ντίρντρι, που εξαιτίας της είχε σκοτωθεί ο αδερφός της και η γυναίκα του βρισκόταν τώρα κλεισμένη σ' ένα κελί, μελλοθάνατη. Η Ντίρντρι. που ήταν τόσο «φτιαγμένη», ώστε δε θυμόταν ότι είχε κρύψει το σακουλάκι με το χόρτο της στο πορτ μπαγκάζ, κάτω από τη ρεζέρβα. Είσαι άδικη, της υπενθύμισε η πιο λογική πλευρά του μυαλού της. Η πινακίδα ήταν η αιτία κι όχι το σακουλάκι με το χόρτο. Για την πινακίδα σας σταμάτησε ο Εντράτζιαν. Από μια άποιρη, ήταν σαν να εντόπισε ο Άγγελος του θανάτου μια πόρτα που δεν είχε πάνω της το σωστό σημάδι. Κι αν δεν έβρισκε τη μαριχονάνα, θα είχε βρει κάτι άλλο. Από τη στιγμή που σας σταμπάρισε, ήσαστε καταδικασμένοι και το ξέρεις.

Όμως η Μαίρη δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Της ήταν αφόρητο να το σκέφτεται σαν κάτι αναπόφευκτο. Προτιμούσε να φορτώνει το φταίξιμο στην ελαφρόμυαλη αδερφή του Πίτερ και να φαντάζεται ότι θα τιμωρούσε την Ντίρντρι με χίλιους δυο, όχι θανάσιμους αλλά εξαιρετικά επώδυνους τρόπους. Το ραβδί, για παράδειγμα -όπως το χρησιμοποιούν στο Χονγκ Κονγκ για να τιμωρήσουν τους κλέφτες- ήταν το ιδανικό μέσο, αλλά πολύ θα την ικα274

STEPHEN KING

νοποιούσε και μια κλοτσιά με γόβα στιλέτο στον καλλίγραμμο, τορνευτό πισινούλη της κουνιάδας της. Οτιδήποτε, αρκεί να κατάφερνε να σβήσει από το πρόσωπο της Ντίρντρι εκείνο το αθώο, ονειροπόλο ύφος, όσο να προλάβει να της φωνάξει, «ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΟΥ, ΗΛΙΘΙΑ!» και να τη δει να πιάνει το νόημα.

«Η βία γεννάει τη βία», μουρμούρισε με αργή, δασκαλίστικη φωνή, απευθυνόμενη στα χέρια της. Υπό τις παρούσες συνθήκες της φαινόταν απόλυτα φυσικό να μιλάει μόνη της. «Το ξέρω, όλοι το ξέρουν, αλλά καμιά φορά είναι τόσο γλυκιά η σκέψη της εκδίκησης».

«Τι;» έκανε ο Ραλφ Κάρβερ. Φαινόταν σαστισμένος, χαμένος. Ακόμα χειρότερα, ακουγόταν κι αυτός σαν κινούμενο βραχυκύκλωμα, σαν την κουνιάδα της, την Ντίρντρι. «Τίποτα. Μη δίνεις σημασία».

Η Μαίρη σηκώθηκε. Δυο μόνο βήματα την έφεραν ως τα κάγκελα του κελιού της. Πιάστηκε από τις σιδερένιες μπάρες και κοίταξε έξω. Το κογιότ ήταν καθισμένο στο πάτωμα, με τ' απομεινάρια του δερμάτινου μπουφάν κάτω από τις μπροστινές πατούσες του, και κοίταζε σταθερά το συγγραφέα, σαν υπνωτισμένο. «Λέτε να ξέφυγε;» ρώτησε ο Ραλφ. «Το παιδί μου, λέτε να ξέφυγε, μαντάμ;»

«Δεν είμαι μαντάμ, Μαίρη με λένε. Δεν ξέρω. Θέλω να το πιστέψω, σε διαβεβαιώ. Και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ πιθανό να τα κατάφερε». Αρκεί να μην έπεσε πάνω στον τρελό αστυνομικό, συμπλήρωσε από μέσα της.

«Ναι, έτσι λέω κι εγώ. Δεν είχα ιδέα ότι την έχει πάρει τόσο πολύ στα σοβαρά αυτή την ιστορία με τις προσευχές». Ο Ραλφ ακουγόταν απολογητικός, πράγμα περίεργο με δεδομένες τις περιστάσεις. «Νόμιζα ότι ήταν... ξέρω κι εγώ... κάτι περαστικό. Εσάς σας φάνηκε για θρησκευόμενος;» «Όχι», συμφώνησε η Μαίρη.

«Τι με κοιτάς έτσι, ρε ψωριάρη;» ρώτησε ο Τζόνι Μάρινβιλ το κογιότ. «Μου πήρες το μπουφάν, τι άλλο θέλεις, πανάθεμά σε; Τι σε 275

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ρωτάω όμως; Λες και δεν ξέρω...» Στράφηκε προς τη Μαίρη. «Ξέρεις; Μου φαίνεται πως έτσι κι έβγαινε από δω μέσα ένας από μας, αυτό το ψοφίμι θα το έβαζε c ι πόδια και...»

«Σσσσ!» είπε ο Μπίλινγκσλι. «Κάποιος έρχεται!»

Το είχε ακούσει και το κογιότ. Πήρε τα μάτια του από τον Μάρινβιλ και στράφηκε γρυλίζοντας άγρια. Τα πατήματα στη σκάλα πλησίασαν, έφτασαν το κεφαλόσκαλο, σταμάτησαν. Η Μαίρη έριξε μια ματιά στον Ραλφ Κάρβερ κι απέστρεψε πάλι το βλέμμα της ταραγμένη. Ο συνδυασμός ελπίδας και τρόμου στην έκφραση του ήταν κάτι το φρικτό. Η ίδια είχε χάσει το σύζυγο της κι αυτό την πονούσε περισσότερο απ' όσο μπορούσε να φανταστεί. Πώς θα ήταν άραγε να βλέπεις να χάνεται ολόκληρη η οικογένεια σου μέσα σ' ένα απόγευμα; Έξω, ο άνεμος φούντωσε ξαφνικά κι ούρλιαξε στις μαρκίζες. Το κογιότ κοίταξε νευρικά πάνω από τη ράχη του, προς την κατεύθυυςη του ήχου, και ύστερα έκανε τρία αργά βήματα προς την πόρτα, με τ' αυτιά ορθωμένα.

«Παιδί μου!» φώναξε ο Ραλφ. «Αν είσαι εσύ, μην μπεις! Αυτό το αγρίμι στέκεται μπροστά στην πόρτα!»

«Πόσο κοντά;» Ήταν αυτός, ο μικρός. Εκπληκτικό! Αλλά το πιο εκπληκτικό ήταν η ψυχραιμία στη φωνή του. Η Μαίρη σκέφτηκε πως ίσως ήταν καιρός να επανεκτιμήσει τη δύναμη της προσευχής.

Ο Ραλφ φαινόταν σαστισμένος, σαν να μην είχε καταλάβει την ερώτηση. Ο συγγραφέας όμως την κατάλαβε. «Στο ενάμισι μέτρο κι αντικριστά. Πρόσεχε».

«Έχω πιστόλι», είπε το αγόρι. «Νομίζω ότι πρέπει να χωθείτε όλοι κάτω από τα κρεβάτια σας. Μαίρη, πήγαινε όσο μακρύτερα μπορείς προς τη μεριά του πατέρα μου. Είσαι σίγουρος ότι είναι ακριβώς στην ευθεία της πόρτας, κύριε Μάρινβιλ;»

«Ναι. Ολοζώντανο και κακάσχημο. Έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ σου όπλο, Ντέιβιντ;» «Όχι».

276

STEPHEN KING

«Ω θεέ μου», έκανε ο Μάρινβιλ γυρίζοντας τα μάτια του προς το ταβάνι.

«Ντέιβιντ, μη!» φώναξε ο Ραλφ. Η έκφραση του ήταν έντρομη. Με αρκετή καθυστέρηση είχε καταλάβει επιτέλους τι επρόκειτο να συμβεί. «Τρέξε να φέρεις βοήθεια! Έτσι κι ανοίξεις την πόρτα, θα σου ρίχτει το κογιότ και θα σε κάνει μια χαψιά!» «Όχι», είπε το παιδί. «Το σκέφτηκα, μπαμπά, και προτιμώ να το ρισκάρω με το κογιότ, παρά με τον αστυνομικό. Εξάλλου, έχω το κλειδί για τα κελιά. Νομίζω ότι θα πιάσει. Είναι ολόιδιο μ' αυτό που είχε ο μπάτσος». «Εγώ πείστηκα», είπε ο Μάρινβιλ, σαν να είχε λήξει το ζήτημα. «Όλοι κάτω! Ντέιβιντ, μέτρα ως το πέντε και καν'το!»

«Τον βάζεις να σκοτωθεί!» φώναξε έξαλλος ο Ραλφ στον Μάρινβιλ. «Βάζεις το παιδί μου να σκοτωθεί για να σώσεις το τομάρι σου!» «Κατανοώ την αγωνία σου, κύριε Κάρβερ», είπε η Μαίρη, «αλλά αν δε βγούμε από δω μέσα, είμαστε όλοι νεκροί».

«Μέτρα ως το πέντε, Ντέιβιντ», επανέλαβε ο Μάρινβιλ. Ο ίδιος γονάτισε και σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι του.

Η Μαίρη κοίταξε την πόρτα, συνειδητοποίησε ότι θα βρισκόταν στη γραμμή πυρός του μικρού και κατάλαβε γιατί της είπε να τραβηχτεί όσο μακρύτερα μπορούσε προς τη μεριά του πατέρα του. Μπορεί να ήταν μόνο έντεκα χρονών, αλλά είχε πολύ περισσότερο μυαλό και ψυχραιμία από την ίδια.

«Ένα», ακούστηκε να λέει το αγόρι από την άλλη πλευρά της πόρτας. Η Μαίρη ένιωσε το φόβο στη φωνή του και τον δικαιολόγησε. Απόλυτα. «Δύο».

«Μικρέ!» φώναξε ο Μπίλινγκσλι. «Άκουσε με καλά. Πέσε στα γόνατα! Κράτα γερά το όπλο με τα δυο σου χέρια και σημάδεψε προς τα πάνω. Προς τα πάνω, άκουσες; Δε θα σου ορμήσει από το πάτωμα, θα σαλτάρει! Κατάλαβες;» «Ναι», είπε το παιδί. «Ναι, εντάξει. Μπαμπά, είσαι κάτω από το κρεβάτι σου;» 277

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ραλφ δεν ήταν. Στεκόταν μπροστά. Το μελανό, πρησμένο πρόσωπο που πρόβαλλε ανάμεσα από τα κάγκελα είχε μια έντρομη αλλά και αποφασισμένη έκφραση. «Δε θα το κάνεις, Ντέιβιντ! Σου το απαγορεύω!» «Πέσε κάτω, μαλάκα», είπε ο Μάρινβιλ. Χωμένος κάτω από το κρεβάτι του, κοίταζε τον Ραλφ με δολοφονικό βλέμμα.

Η Μαίρη συμμεριζόταν απόλυτα τα αισθήματα του, αλλά διαφωνούσε ριζικά με την τακτική του Μάρινβιλ. Θα περίμενε κανείς κάτι καλύτερο από ένα διάσημο συγγραφέα. Κάποιο άλλο συγγραφέα, ίσως. Γιατί αυτός εδώ είχε ήδη καταγραφεί στη συνείδηση της με τα χειρότερα επίθετα. Ο άνθρωπος που είχε γράψει την Ηδονή, το πιο βρόμικο ίσως βιβλίο του αιώνα, βρισκόταν στο διπλανό κελί με σάρκα και οστά. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Και παρ' όλο που η μύτη του δεν επρόκειτο να ξανασταθεί όρθια μετά από τέτοιο στραπάτσο, ο Μάρινβιλ εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να όφειλαν όλοι να του προσφέρουν τα πάντα και μάλιστα σε ασημένιο δίσκο. «Όχι!» φώναξε έξαλλος ο Ραλφ. «Δεν πρόκειται να το κουνήσω από δω! Φύγε, Ντέιβιντ! Βρες ένα τηλέφωνο! Πάρε την πολιτειακή αστυνομία!»

«Δοκίμασα το τηλέφωνο στο γραφείο του κυρίου Ριντ», απάντησε το παιδί. «Είναι κομμένο».

«Πήγαινε βρες άλλο! Να πάρει, συνέχισε να ψάχνεις μέχρι να βρεις κάποιο που να...»

«Σταμάτα τις υστερίες και μπες κάτω από το κρεβάτι σου», είπε η Μαίρη στον Ραλφ, σε ήπιο τόνο. «Τι θέλεις να θυμάται ο γιος σου από τη σημερινή μέρα;

Ότι είδε την αδερφή του να σκοτώνεται κι ότι ο ίδιος σκότωσε τον πατέρα του κατά λάθος κι όλα αυτά μέσα σ' ένα απόγευμα; Βόηθα και λίγο! Ο γιος σου προσπαθεί. Προσπάθησε κι εσύ».

Ο Ραλφ την κοίταξε. Ήταν κάθιδρος και άσπρος σαν πανί και η χλομάδα ερχόταν σε δραματική αντίθεση με τη μελανιασμένη αριστερή πλευρά του προσώπου του. «Είναι ο μόνος που μου απέμεινε», είπε σιγανά, με παράπονο. «Δεν το καταλαβαίνεις;» 278

STEPHEN KING

«Φυσικά, το καταλαβαίνω. Μπες τώρα κάτω από το κρεβάτι σου, κύριε Κάρβερ».

Ο Ραλφ τραβήχτηκε από τα κάγκελα, κοντοστάθηκε διστακτικός και τελικά γονάτισε και τρύπωσε κάτω από την κουκέτα του.

Η Μαίρη κοίταξε στο κελί απ' όπου είχε βγει ο Ντέιβιντ -θεέ μου, αυτό κι αν ήθελε κότσια!- και είδε ότι ο ηλικιωμένος κτηνίατρος είχε ήδη χωθεί κάτω από το κρεβάτι. Τα μάτια του, το μόνο πράγμα επάνω του που έδειχνε κάποια ζωντάνια, γυάλιζαν μέσα στη σκιά σαν γαλάζια πετράδια.

«Ντέιβιντ!» φώναξε ο Μάρινβιλ. «Είμαστε έτοιμοι!»

Η φωνή που ακούστηκε είχε μια νότα αμφιβολίας: «Κι ο μπαμπάς μου;»

«Είμαι κάτω από το κρεβάτι», αποκρίθηκε ο Ραλφ. «Παιδί μου, πρόσεχε. Αν...» Η φωνή του έσπασε και δοκίμασε ξανά. «Αν πέσει πάνω σου, μην παρατήσεις το όπλο. Να του ρίξεις στην κοιλιά». Ξαφνικά, έβγαλε το κεφάλι του από κάτω από το κρεβάτι, γεμάτος έγνοια. «Είναι γεμάτο το όπλο; Είσαι σίγουρος;» «Ναι, είμαι», είπε το αγόρι. «Αυτό... είναι ακόμα πίσω από την πόρτα;» «Ναι», απάντησε η Μαίρη.

Στην πραγματικότητα, το κογιότ είχε πλησιάσει ακόμα ένα βήμα. Κρατούσε το κεφάλι του σκυμμένο και το γρύλισμά του ήταν αδιάκοπο και σταθερό σαν μοτέρ. Κάθε φορά που άκουγε τη φωνή του αγοριού, τ' αυτιά του τσιτώνονταν.

«Εντάξει. Έχω γονατίσει», είπε το αγόρι. Από τον τόνο της φωνής του, η Μαίρη κατάλαβε ότι πρέπει να είχε αγγίξει τα όρια της αυτοκυριαρχίας του. «Θα ξαναρχίσω το μέτρημα. Εσείς σιγουρευτείτε ότι είστε προφυλαγμένοι μέχρι να φτάσω στο πέντε. Δε... δε θέλω να χτυπήσω κανέναν κατά λάθος». «Θυμήσου να σημαδέψεις προς τα πάνω», είπε ο κτηνίατρος. «Όχι κάθετα, με μικρή κλίση. Εντάξει;» «Γιατί θα κάνει σάλτο. Εντάξει. Το θυμάμαι. Ένα... δύο...» 279

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Έξω ο αέρας έπεσε απότομα. Η Μαίρη άκουγε πολύ καθαρά δύο πράγματα: το οργισμένο γρύλισμα του κογιότ και τους χτύπους της καρδιάς της. Η ζωή της ήταν στα χέρια ενός εντεκάχρονου αγοριού. Αν ο Ντέιβιντ αστοχούσε ή αν τα έχανε και δεν πυροβολούσε καν, το κογιότ θα τον σκότωνε. Και ύστερα, όταν θα επέστρεφε ο ψυχοπαθής αστυνομικός, θα πέθαιναν όλοι τους. «...τρία...» Το τρέμουλο που χρωμάτιζε τώρα τη φωνή του αγοριού την έκανε να μοιάζει ανατριχιαστικά με του πατέρα του. «...τέσσερα... πέντε». Το χερούλι της πόρτας κατέβηκε.

2 Ο Tζόνι Μάρινβιλ ένιωθε σαν να είχε ξαναγυρίσει στο Βιετνάμ, όπου διάφορα φοβερά πράγματα συνέβαιναν με μια απίθανη ταχύτητα, που πάντα σε ξάφνιαζε. Δεν περίμενε και πολλά από το παιδί, πίστευε ότι ήταν ικανό να καρφώσει σφαίρες οπουδήποτε εκτός από το τομάρι του ψωρόλυκου, αλλά το παιδί ήταν η μόνη τους ελπίδα. Όπως και η Μαίρη, έτσι κι αυτός, πίστευε ότι αν δεν έβγαιναν από κει μέσα πριν επιστρέψει ο αστυνομικός, ήταν όλοι τους καταδικασμένοι. Αλλά το παιδί τον διέψευσε.

Κατ' αρχήν, δεν άνοιξε την πόρτα τινάζοντας την απέναντι, ώστε να χτυπήσει στον τοίχο, να επιστρέψει και να του φράξει τη γραμμή πυρός. Την άνοιξε σπρώχνοντας την απότομα, όσο έπρεπε. Ήταν γονατιστός, ντυμένος κανονικά με τα ρούχα του, αλλά με το πρόσωπό του γεμάτο πράσινη κρούστα από το σαπούνι και τα μάτια ορθάνοιχτα από την ένταση. Η πόρτα δεν είχε ακόμα διαγράψει όλη την τροχιά, όταν έφερε το δεξί του χέρι πάνω από τ' αριστερό, στη λαβή του περιστρόφου, που του Τζόνι του φάνηκε για 45άρι. Μεγάλο όπλο για παιδί. Ο Ντέιβιντ το κράτησε στο ύψος του στήθους του, με την κάννη σε ελαφριά κλίση προς τα επάνω. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος, προσηλωμένος σ' αυτό που έκανε. Το κογιότ, που ίσως δεν περίμενε ν' ανοίξει η πόρτα παρ' όλο που άκουγε τη φωνή του αγοριού τόση ώρα, έκανε μισό βήμα πίσω, 280

STEPHEN KING

συσπειρώθηκε και ρίχτηκε στο αγόρι γρυλίζοντας μανιασμένα. Εκείνο το μισό βήμα ήταν η καταδίκη του. Έδωσε στο αγόρι το χρόνο που χρειαζόταν για να σταθεροποιήσει τη θέση του. Πυρο-

βόλησε δυο φορές, αφήνοντας το όπλο να κλοτσήσει και σημαδεύοντας πάλι πριν πατήσει για δεύτερη φορά τη σκανδάλη. Οι πυροβολισμοί ήταν εκκωφαντικοί στον περιορισμένο χώρο. Ύστερα το κογιότ, που είχε κάνει ήδη το σάλτο μετά τον πρώτο πυροβολισμό και πριν από το δεύτερο, έπεσε πάνω στον Ντέιβιντ και τον έριξε ανάσκελα.

Ο πατέρας του παιδιού ούρλιαξε και βγήκε με τα τέσσερα από κάτω από το κρεβάτι. Το αγόρι φαινόταν να παλεύει με το ζώο στο πλατύσκαλο, έξω από την πόρτα, αλλά ο Τζόνι δεν πίστευε ότι το κογιότ θα επιζούσε για πολύ ακόμη. Είχε ακούσει τις σφαίρες να βρίσκουν στόχο κι επιπλέον τόσο το πάτωμα όσο και το γραφείο είχαν γεμίσει πιτσιλιές από αίμα.

«Ντέιβιντ! Ρίξ' του στην κοιλιά!» ούρλιαξε ο πατέρας του αγοριού, χοροπηδώντας επιτόπου από την αγωνία του.

Αντί να πυροβολήσει, το παιδί ελευθερώθηκε από το κογιότ, σπρώχνοντας το σαν να ήταν ένα βαρύ ρούχο που είχε πέσει πάνω του κατά λάθος. Απομακρύνθηκε έρποντας με τον πισινό του, κοιτώντας σαστισμένο γύρω του. Το μπλουζάκι του ήταν γεμάτο αίματα και κολλημένες τρίχες. Έφτασε τον τοίχο με την πλάτη του και, χρησιμοποιώντας τον για στήριγμα, σηκώθηκε όρθιο. Ενώ σηκωνόταν, κοίταξε το όπλο στο χέρι του, σαν να απορούσε που βρισκόταν ακόμη εκεί.

«Είμαι εντάξει, μπαμπά, ησύχασε. Το πέτυχα και δε μου έκανε ούτε μια γρατσουνιά». Μιλώντας, ο μικρός πασπάτεψε με το ελεύθερο χέρι του το στήθος του σαν να ήθελε να βεβαιωθεί και ο ίδιος για τα λεγόμενα του. Ύστερα κοίταξε το κογιότ. Ήταν ακόμα ζωντανό, ανάσαινε ασθμαίνοντας και το κεφάλι του ήταν γερμένο στο κενό πάνω από το πρώτο σκαλοπάτι. Στο ύψος του στήθους του υπήρχε ένα μεγάλο ανοιχτό τραύμα. Ο Ντέιβιντ γονάτισε στο ένα πόδι δίπλα στο ζώο κι ακούμπησε την κάννη του περιστρόφου στο μισοκρεμασμένο κεφάλι. Έπειτα έστρεψε το δικό του κεφάλι προς την άλλη μεριά. Ο Τζόνι είδε το 281

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

παιδί να κλείνει σφιχτά τα μάτια του και το συμπόνεσε με όλη του την καρδιά.

Ποτέ του δεν είχε απολαύσει τα δικά του παιδιά –είχαν έναν κουραστικό τρόπο να σ' εκνευρίζουν τα πρώτα είκοσι χρόνια και να προσπαθούν να σε παραμερίσουν τα επόμενα είκοσι- αλλά ένα παιδί σαν κι αυτό ίσως δεν ήταν και τόσο άσχημα να το έχεις τελικά. Ήξερε να κάνει παιχνίδι, που λένε και οι μπασκετμπολίστες. Μέχρι που θα τον έβαζα ευχαρίστως για ύπνο κάθε βράδυ, σκέφτηκε ο Τζόνι. Και ποιος δε θα το έκανε; Δες τι κατάφερε.

Με την ίδια πάντα ζορισμένη έκφραση -όπως κάθε παιδί που ξέρει ότι για να το αφήσουν να βγει να παίξει πρέπει πρώτα να φάει το ψητό συκώτι του- ο Ντέιβιντ πάτησε για τρίτη φορά τη σκανδάλη. Ο πυροβολισμός ήταν και πάλι δυνατός αλλά όχι τόσο οξύς αυτή τη φορά. Το κογιότ τινάχτηκε. Η ασθματική ανάσα κόπηκε απότομα. Το παιδί άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τι είχε κάνει. «Ευχαριστώ, θεέ μου», είπε με σιγανή, ψιλή φωνούλα. «Ήταν απαίσιο, όμως. Πραγματικά φοβερό». «Τα κατάφερες πολύ καλά, παιδί μου», είπε ο Μπίλινγκσλι.

Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε και μπήκε αργά στο δωμάτιο με τα κελιά. Κοίταζε τον πατέρα του. Ο Ραλφ τέντωσε τα χεριά του, ανοιχτά, ανάμεσα από τα κάγκελα. Ο Ντέιβιντ πήγε ως εκεί, έβαλε τα κλάματα κι άφησε τον πατέρα του να τον σφίξει σε ένα αδέξιο αγκάλιασμα που εμποδιζόταν από, τουλάχιστον, τρία κάγκελα. «Φοβήθηκα πολύ για σένα», είπε ο Ραλφ. «Γι' αυτό σου είπα να φύγεις. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, μπαμπά». Ο Ντέιβιντ έκλαιγε πολύ δυνατά τώρα και ο Τζόνι κατάλαβε ότι αυτό το κλάμα δεν ήταν για το ψωρόζωο, όχι, με τίποτα. «Ήταν η Πάι κάτω, σε μια κ-κ-κρεμάστρα. Κι άλλοι α-αάνθρωποι. Την κατέβασα, μπαμπά. Δεν μπορούσα να κατεβάσω και τους άλλους, ήταν μεγάλοι, αλλά κατέβασα την Πάι. Τ-της τρα... τρα... τραγούδησα...» Προσπάθησε να πει κι άλλα, όμως οι λέξεις έβγαιναν σαν πνιχτοί, υστερικοί λυγμοί. Ύστερα κόλλησε το πρόσωπο του ανάμεσα στα κάγκελα, ενώ ο πατέρας του του χάιδευε την πλάτη και του έλεγε 282

STEPHEN KING

να σωπάσει, να ησυχάσει, ήταν σίγουρος ότι είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για την Κίρστεν.

Ο Τζόνι τους άφησε ένα ολόκληρο λεπτό με το ρολόι -το δικαιούνταν ο μικρός μόνο και μόνο επειδή είχε ανοίξει την πόρτα ξέροντας ότι από την άλλη μεριά υπήρχε ένα κογιότ έτοιμο να του ριχτεί- και ύστερα φώναξε το παιδί με τ' όνομα του. Ο Ντέιβιντ δε στράφηκε, οπότε τον φώναξε και δεύτερη φορά, πιο δυνατά. Ο μικρός γύρισε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα κι έτρεχαν δάκρυα. «Άκου, μικρέ, ξέρω ότι πέρασες πολλά», είπε ήρεμα ο Τζόνι. «Κι αν βγούμε ζωντανοί απ' αυτή την ιστορία, εγώ θα είμαι ο πρώτος που θα σε προτείνω για παράσημο ανδρείας. Τώρα όμως πρέπει να φύγουμε από δω. Ο Εντράτζιαν μπορεί να γυρίσει από στιγμή σε στιγμή. Αν ήταν κάπου κοντά, ίσως ν' άκουσε τους πυροβολισμούς. Αν έχεις το κλειδί, είναι ώρα να το δοκιμάσεις».

Ο Ντέιβιντ έβγαλε μια χοντρή αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη του και ξεδιάλεξε ένα που έμοιαζε μ' εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει ο Εντράτζιαν. Το έβαλε στην κλειδαριά του κελιού του πατέρα του. Δεν έγινε τίποτε. Η Μαίρη άφησε μια φωνή και χτύπησε φουρκισμένη με τις γροθιές της τα κάγκελα. «Από την άλλη», είπε ο Τζόνι. «Γύρνα το αλλιώς».

Ο Ντέιβιντ γύρισε το κλειδί από την άλλη μεριά και το ξανάβαλε στην κλειδαριά. Αυτή τη φορά ακούστηκε ένα δυνατό κλικ και η πόρτα του κελιού άνοιξε. «Ναι!» φώναξε η Μαίρη. «ΝΑΙ!»

Ο Ραλφ βγήκε στο δωμάτιο κι αγκάλιασε το γιο του, χωρίς κάγκελα ανάμεσα τους αυτή τη φορά. Κι όταν ο Ντέιβιντ έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο πρησμένο αριστερό μάγουλο του πατέρα του, ο Ραλφ Κάρβερ φώναξε από πόνο και γέλασε ταυτόχρονα. Ο Τζόνι σκέφτηκε πως ήταν ένας από τους πιο απίθανους ήχους που είχε ακούσει στη ζωή του και πως ήταν αδύνατο να αποδοθεί με λέξεις. Η χροιά του, όπως και η έκφραση του Ραλφ Κάρβερ καθώς κοίταζε το γιο του πάντα θα έμεναν απερίγραπτες. 283

3

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ραλφ πήρε το μαγνητικό κλειδί από το γιο του κι άνοιξε τα υπόλοιπα κελιά. Βγήκαν όλοι έξω και στάθηκαν σε ένα μικρό μπουλούκι μπροστά στο γραφείο –η Μαίρη από τη Νέα Υόρκη, ο Ραλφ και ο Ντέιβιντ από το Οχάιο, ο Τζόνι από το Κονέκτικατ και ο γερο-Τομ Μπίλινγκσλι από τη Νεβάδα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, σαν επιζώντες σιδηροδρομικού δυστυχήματος. «Πάμε να φύγουμε», είπε ο Τζόνι. Είδε ότι ο μικρός είχε δώσει το όπλο στον πατερά του. «Μπορείς να πυροβολήσεις, κύριε Κάρβερ; Βλέπεις να πυροβολήσεις;» «Ναι και στα δύο», απάντησε ο Ραλφ. «Πάμε».

Μπήκε μπροστά, κρατώντας το γιο του από το χέρι. Η Μαίρη τους ακολούθησε και κατόπιν ο Μπίλινγκσλι. Ο Τζόνι ερχόταν τελευταίος. Καθώς δρασκέλιζε το κογιότ είδε ότι η τρίτη σφαίρα είχε πολτοποιήσει το κρανίο του ζώου. Αναρωτήθηκε αν ο πατέρας του μικρού θα τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Αν ο ίδιος θα τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Στο τέρμα της σκάλας, ο Ντέιβιντ τους είπε να περιμένουν. Τα τζάμια της κεντρικής πόρτας τώρα ήταν μαύρα. Είχε πέσει η νύχτα. Ο άνεμος έξω ούρλιαζε θρηνητικά, σαν χαμένο, οργισμένο αγρίμι. «Δε θα το πιστέψετε, αλλά είναι αλήθεια», είπε το παιδί και τους περιέγραψε τι είχε δει στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

«Ιδού, ο γύπας καθήμενος εν μέσω των κογιότ», είπε ο Τζόνι κοιτώντας μέσα από το τζάμι. «Το γράφει στη Βίβλο. Τζαμαϊκανοί, κεφάλαιο τρία». «Δεν το βρίσκω αστείο», είπε ο Ραλφ.

«Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ», είπε ο Τζόνι. «Μοιάζει πολύ μ' αυτά που λέει ο αστυνομικός μας». Διέκρινε μόνο τις σιλουέτες των κτιρίων απέναντι και τίποτε άλλο. Αλλά θα είχε καμιά διαφορά, ακόμη κι αν έβλεπε ένα κοπάδι λύκους στημένους έξω από το τοπικό δημαρχείο, να καπνίζουν κρακ και να φυλάνε τους πιθανούς δραπέτες; Δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί μέσα σε καμιά περί284

STEPHEN KING

πτωση. Ο Εντράτζιαν θα επέστρεφε. Τύποι σαν κι αυτόν πάντα επιστρέφουν.

Δεν υπάρχουν τύποι σαν κι αυτόν, του ψιθύρισε το μυαλό του. Δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία του κόσμου και το ξέρεις. Εντάξει, το ήξερε, αλλά αυτό δεν άλλαζε την ουσία του πράγματος. Έπρεπε να βγουν στο δρόμο. «Εγώ σε πιστεύω», είπε η Μαίρη στον Ντέιβιντ. Στράφηκε στον Τζόνι. «Έλα, πάμε στο γραφείο του αστυνομικού διοικητή ή όπως αλλιώς τον αποκαλούν εδώ». «Για ποιο πράγμα;»

«Όπλα και φακούς, θέλετε να έρθετε κι εσείς, κύριε Μπίλινγκσλι;»

Ο Μπίλινγκσλι έγνεψε αρνητικά.

«Ντέιβιντ, μου δίνεις τα κλειδιά;»

Το παιδί της τα έδωσε και η Μαίρη τα έχωσε στην τσέπη του μπλουτζίν της. «Έχε τα μάτια σου ανοιχτά», του είπε. Ο Ντέιβιντ έγνεψε καταφατικά. Η Μαίρη έπιασε το χέρι του Τζόνι -τα δάχτυλα της ήταν κρύα σαν πάγος- και τον τράβηξε μέσα από την πόρτα που έβγαζε στην αίθουσα με τα γκισέ. Ο Τζόνι είδε αμέσως τη φράση που ήταν γραμμένη με σπρέι κι έδειξε με το δάχτυλο του τον τοίχο. «"Σ' αυτές τις σιωπές κάτι μπορεί να αναδυθεί". Τι λες να σημαίνει;»

«Ούτε ξέρω ούτε με νοιάζει. Το μόνο που θέλω είναι να πάω κάπου που να υπάρχουν φώτα, άνθρωποι, τηλέφωνα και να...»

Ενώ μιλούσε, η Μαίρη γυρνούσε προς τα δεξιά. Το βλέμμα της πέρασε σχεδόν αδιάφορα από τον υφασμάτινο σωρό που σχημάτιζε η πράσινη κουρτίνα στο πάτωμα κάτω από τα ψηλά παράθυρα (το σχήμα του σωρού ήταν πολύ παιδικό γι' αυτή, δεν της έλεγε τίποτε) και ύστερα είδε τα πτώματα στην κρεμάστρα. Άφησε ένα πνιχτό βογκητό, διπλώθηκε στα δύο σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι κι έπειτα τινάχτηκε έτοιμη να το βάλει στα πόδια. Ο Τζόνι πρόλαβε και την άρπαξε. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα του ξέφευγε -εκείνο το λεπτό κορμί έκρυβε πολλή δύναμη τελικά- αλλά την κράτησε. 285

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Όχι!» της είπε άγρια, τραντάζοντας την από τους ώμους, φουρκισμένος. Ντρεπόταν λιγάκι γι' αυτή του την αντίδραση, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Όχι. Πρέπει να με βοηθήσεις! Απλώς, μην τους κοιτάζεις!» «Μα ο ένας απ' αυτούς είναι ο Πίτερ!»

«Και είναι οριστικά νεκρός. Λυπάμαι. Εμείς δεν είμαστε. Ακόμη, τουλάχιστον. Μην τον κοιτάζεις. Πάμε».

Ο Τζόνι την τράβηξε γρήγορα προς την πόρτα με την επιγραφή ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς έπρεπε να κινηθούν. Και τότε του προέκυψε άλλη μια επιπλοκή σ' αυτή την τόσο ασυνήθιστη εμπειρία που ζούσε: είχε ερεθιστεί σεξουαλικά από τη Μαίρη Τζάκσον. Αισθανόταν το τρέμουλο του κορμιού της όπως την κρατούσε αγκαλιασμένη με το ένα του χέρι, ένιωθε τη μαλακή πίεση του στήθους της στα δάχτυλα του και την ποθούσε. Ο άντρας της ήταν κρεμασμένος σαν σακάκι από ένα γάντζο ακριβώς πίσω τους κι αυτός είχε μια πραγματικά εντυπωσιακή στύση, ειδικά για άντρα της ηλικίας του, με πιθανά προβλήματα στον προστάτη. Η Τέρι είχε δίκιο από την αρχή, σκέφτηκε. Τελικά, είμαι ένα κάθαρμα.

«Έλα», είπε σφίγγοντας της το χέρι μ' έναν τρόπο που ήλπιζε να της φανεί αδερφικός. «Αφού μπόρεσε το παιδί να κάνει ό,τι έκανε, θα τα καταφέρεις κι εσύ. Ξέρω ότι μπορείς, Μαίρη. Προσπάθησε να επιβληθείς στον εαυτό σου».

Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα. «Προσπαθώ».

«Μπράβο, κορ... Σκατά! Κι άλλος σκοτωμένος εδώ. Θα σου έλεγα να μην κοιτάξεις, αλλά εδώ που έχουμε φτάσει πια μάλλον δεν έχει σημασία». Η Μαίρη είδε το πτώμα του αστυνόμου στο πάτωμα κι από το λαρύγγι της βγήκε ένας πνιχτός ήχος. «Το παιδί... ο Ντέιβιντ... Χριστέ μου, πώς μπόρεσε να το κάνει;»

«Δεν ξέρω», είπε ο Τζόνι. «Είναι σπουδαίο παιδί, σύμφωνοι. Νομίζω ότι αυτός έριξε τον Τζιμ, το σερίφη, από την καρέκλα του, προσπαθώντας να του πάρει τα κλειδιά. Μπορείς να πας εσύ να ψάξεις δίπλα, στο γραφείο του διοικητή της πυροσβεστικής; Έτσι θα κάνουμε πιο γρήγορα». 286

STEPHEN KING «Ναι».

«Προετοιμάσου. Αν ο Μπομπ, ο πυροσβέστης, βρισκόταν στο γραφείο του όταν άναψαν τα κόκκινα λαμπάκια στο μυαλό του Εντράτζιαν, θα είναι κι αυτός νεκρός σαν τον Τζιμ, το σερίφη, από δω». «Θα τα καταφέρω. Πάρε αυτά».

Η Μαίρη του έδωσε τα κλειδιά και προχώρησε προς τη διπλανή πόρτα. Ο Τζόνι την είδε να επιχειρεί να κοιτάξει προς τις κρεμάστρες και ν' αποστρέφει αμέσως το βλέμμα της. Κούνησε το κεφάλι του και της έστειλε ένα νοερό μήνυμα -μπράβο, κορίτσι μου, καλή ιδέα. Η Μαίρη γύρισε το πόμολο στο γραφείο του διοικητή της πυροσβεστικής και ύστερα έσπρωξε την πόρτα διστακτικά, με τεντωμένα δάχτυλα, σαν να ήταν παγιδευμένη. Κοίταξε στο εσωτερικό, ανάσανε φουσκώνοντας τα μαγουλά της κι έκανε σήμα στον Τζόνι με τον αντίχειρα πως ήταν όλα εντάξει.

«Ψάχνεις για τρία πράγματα, Μαίρη: φακούς, όπλα και κλειδιά αυτοκινήτων. Εντάξει;» «Εντάξει».

Ο Τζόνι μπήκε στο γραφείο του σερίφη, ξεδιαλέγοντας ταυτόχρονα τα κλειδιά στην αρμαθιά που του είχε δώσει η Μαίρη. Εντόπισε ένα ζευγάρι κλειδιά αυτοκινήτου Τζένεραλ Μότορς, που μάλλον ανήκαν στο περιπολικό που χρησιμοποιούσε ο Εντράτζιαν. Αν το αυτοκίνητο ήταν έξω στο πάρκινγκ, τα κλειδιά θα τους φαίνονταν εξαιρετικά χρήσιμα, αλλά ήταν μάλλον απίθανο να είναι εκεί. Ο Τζόνι είχε ακούσει θόρυβο κινητήρα όταν ο μανιακός έφυγε παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του Κάρβερ.

Τα συρτάρια του γραφείου ήταν κλειδωμένα, αλλά ένα κλειδί ταίριαζε στην κλειδαριά του πρώτου και, όταν το γύρισε, άνοιξαν όλα ταυτόχρονα. Ο Τζόνι βρήκε ένα φακό σε ένα από τα συρτάρια κι ένα κλειδωμένο μεταλλικό κουτί που έγραφε ΡΟΥΓΚΕΡ σ' ένα άλλο. Δοκίμασε διάφορα μικρά κλειδιά στο κουτί. Δεν ταίριαζε κανένα. Να το πάρει μαζί του; Ίσως. Αν δεν έβρισκαν πουθενά αλλού άλλα όπλα.

Διέσχισε το δωμάτιο κάνοντας μια μικρή στάση για να κοιτάξει από το παράθυρο. Το μόνο που είδε ήταν αιωρούμενη σκόνη. 287

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Προφανώς, μόνο αυτό υπήρχε έξω. Διάβολε, γιατί δεν πήρε τη Διαπολιτειακή Οδό αντί για την Εθνική 50;

Αυτό του φάνηκε αστείο. Χασκογέλασε σιγανά καθώς κοίταζε την κλειστή ντουλάπα πίσω από το γραφείο του σερίφη. Συμπεριφέρομαι σαν τρελός, σκέφτηκε. Ξέχνα τα Ταξίδια με τη Χάρλεϊ. Αν βγω ζωντανός απ' αυτή την ιστορία, ο τίτλος τον βιβλίου θα είναι Ταξίδια με την Τρέλα.

Αυτό τον έκανε να γελάσει ακόμη πιο δυνατά. Έφραξε το στόμα του με την παλάμη για να μην ακουστεί κι άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας. Το γέλιο του κόπηκε μονομιάς. Καθισμένη ανάμεσα σε μπότες και υπηρεσιακά σκαρπίνια, μισοκρυμμένη από κρεμασμένα σακάκια και αστυνομικές στολές, ήταν μια νεκρή γυναίκα. Η πλάτη της ακουμπούσε στο πλαϊνό τοίχωμα της ντουλάπας και ήταν ντυμένη με ρούχα που ο Τζόνι θα τα χαρακτήριζε Στολή Γραμματέως της Συμφοράς -παντελόνι με πιέτες, στενό στον ποδόγυρο, και μεταξωτό πουκάμισο με δυο σταυρωτά, κεντητά τριαντάφυλλα στο αριστερό τσεπάκι. Η γυναίκα φαινόταν σαν να τον αντίκριζε με ορθάνοιχτα, απορημένα μάτια, αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Επειδή περιμένεις να δεις μάτια κι όχι μεγάλες, κατακόκκινες άδειες κόγχες εκεί που θα έπρεπε να υπήρχαν μάτια, σκέφτηκε.

Ο Τζόνι συγκράτησε μια πιεστική παρόρμηση να κλείσει ερμητικά την πόρτα της ντουλάπας και να το βάλει στα πόδια. Αντί γι' αυτό, έσπρωξε τα κρεμασμένα ρούχα πάνω στη μεταλλική ράγα, στριμώχνοντας τα στις δυο άκρες, έτσι που να μπορεί να δει το πίσω τοίχωμα. Αποδείχτηκε καλή ιδέα. Εκεί πίσω υπήρχε μια ξύλινη οπλοθήκη, που φιλοξενούσε μισή ντουζίνα καραμπίνες κι ένα δίκαννο. Η μια από τις εγκοπές ήταν κενή, η τρίτη από δεξιά, και ο Τζόνι υπέθεσε ότι εκεί έμπαινε συνήθως ένα δεύτερο δίκαννο, αυτό που κρατούσε τώρα ο Εντράτζιαν.

«Εύρηκα, εύρηκα!» φώναξε και χώθηκε στην ντουλάπα, πατώντας το ένα πόδι του στα δεξιά και το άλλο στ' αριστερά του καθισμένου πτώματος, πράγμα που τον έκανε να αισθανθεί εξαιρετικά άβολα. Κάποτε του είχε πάρει πίπα, περίπου στην ίδια στάση, μια γυναίκα που καθόταν με την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο κάποιας κρεβατοκάμαρας. Σε κάποιο πάρτι, στο Ιστ 288

STEPHEN KING

Χάμπτον. Ήταν κι ο Σπίλμπεργκ σ' εκείνο το πάρτι. Και η Τζόις Κάρολ Όουτς.

Ο Τζόνι έκανε πίσω, έφερε το ένα πόδι του στον ώμο του πτώματος και πίεσε μαλακά. Το άκαμπτο σώμα της γυναίκας γλίστρησε αργά προς τα δεξιά. Οι πελώριες κόκκινες κόγχες έμοιαζαν να τον κοιτάζουν με απορία, σαν η νεκρή ν' αναρωτιόταν πώς αυτός, ένας τόσο μορφωμένος άνθρωπος -κάτοχος του Εθνικού Βραβείου Λογοτεχνίας, παρακαλώ!- είχε ξεπέσει σε σημείο να σπρώχνει με την μπότα του μια κυρία μέσα σε μια ντουλάπα. Σκόρπια τσουλούφια από τα μαλλιά της γλιστρούσαν αργά στο τοίχωμα, ακολουθώντας την κίνηση του κεφαλιού.

«Συγνώμη, κυρία μου», είπε ο Τζόνι, «αλλά είναι καλύτερα έτσι και για τους δυο μας, πιστέψτε με».

Τα όπλα τα συγκρατούσε στη θέση τους μια λεπτή αλυσίδα, περασμένη από τον κρίκο της σκανδάλης του καθενός. Οι δυο ελεύθερες άκρες της αλυσίδας έδεναν με λουκέτο στο πλάι της ξύλινης οπλοθήκης. Ο Τζόνι ευχήθηκε να είχε καλύτερη τύχη μ' αυτή την κλειδαριά, απ' ό,τι με το κλειδωμένο κουτί που περιείχε το Ρούγκερ.

Το τρίτο κλειδί που δοκίμασε άνοιξε το λουκέτο. Ο Τζόνι τράβηξε τόσο απότομα την αλυσίδα, που ένα από τα όπλα, μια καραμπίνα Ρέμινγκτον, έπεσε από την εσοχή της. Ο Τζόνι την άρπαξε, στράφηκε... και είδε μπροστά του τη γυναίκα. Τη Μαίρη. Του ξέφυγε ένας στριγκός, πνιχτός ήχος, που σίγουρα θα ήταν κραυγή αν δεν ήταν τόσο πολύ τρομαγμένος. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει και για μια ατέλειωτη, εφιαλτική στιγμή, πίστεψε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπάρει μπρος. Πίστεψε ότι είχε ήδη πεθάνει από το φόβο του, πριν πέσει με την πλάτη πάνω στο πτώμα της γυναίκας με το μεταξωτό πουκάμισο. Ύστερα, δόξα τω θεώ, ο σφυγμός του επανήλθε. Ο Τζόνι κοπάνησε με τη γροθιά το στήθος του, ψηλά κι αριστερά, έτσι για να της δείξει της κωλοαντλίας ποιος κάνει κουμάντο. «Μην το ξανακάνεις αυτό», είπε στη Μαίρη, πασχίζοντας να μην κλαψουρίσει. «Τι σ' έπιασε;»

«Νόμιζα πως με είχες ακούσει». Δεν έδειχνε να τον συμπονάει ιδιαίτερα για την τρομάρα που είχε πάρει εξαιτίας της. Στον ώμο 289

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

της είχε ριγμένο ένα σάκο του γκολφ -αν ήταν δυνατόν! Ένα σάκο του γκολφ από καρό ύφασμα. Κοίταξε το πτώμα της γυναίκας πίσω από τον Τζόνι. «Υπάρχει άλλος ένας νεκρός στην ντουλάπα του πυροσβέστη», του είπε. «Άντρας».

Η καρδιά του Τζόνι εξακολουθούσε να καλπάζει αλλά όχι ξέφρενα πλέον. «Από τι λες να πέθανε;» ρώτησε ευχάριστα. «Δεν το βάζεις κάτω με τίποτα, ε;»

«Χέσε μας, Μαίρη. Το ρίχνω στην πλάκα για να μην πεθάνω από το φόβο μου. Η καρδιά μου με εκδικείται για κάθε μαρτίνι που έχω πιει στη ζωή μου. Μου έκοψες τη χολή πριν». «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Αυτός μπορεί να γυρίσει από στιγμή σε στιγμή».

«Να κάτι που εγώ ο βλάκας δεν το σκέφτηκα διόλου. Έλα, πιάσε αυτό. Και πρόσεχε». Ο Τζόνι της πέρασε τη Ρέμινγκτον. «Πόσο να προσέξω; Είναι γεμάτο;»

«Δε θυμάμαι καν πώς το ελέγχουν. Έκανα στο Βιετνάμ αλλά ως δημοσιογράφος. Κι αυτό πριν από πολλά χρόνια. Από τότε τα μόνα όπλα που έχω δει να πυροβολούν είναι σε οθόνες, θα το λύσουμε αργότερα αυτό το ζήτημα, εντάξει;»

Η Μαίρη έχωσε με προσοχή την καραμπίνα στο σάκο.

«Εγώ βρήκα δυο φακούς. Δουλεύουν και οι δυο. Ο ένας είναι πολύ μεγάλος, παίρνει τέσσερις μπαταρίες και δίνει πολύ φως». «Ωραία». Ο Τζόνι της έδωσε και το φακό που είχε βρει αυτός.

«Το σάκο τον βρήκα κρεμασμένο πίσω από την πόρτα», είπε η Μαίρη, ρίχνοντας μέσα το φακό. «Ο διοικητής της πυροσβεστικής, αν ήταν αυτός... δεν ξέρω... έχει ένα μπαστούνι του γκολφ μπηγμένο από την κορυφή του κεφαλιού του ως κάτω. Πολύ κάτω. Είναι κάπως σαν... περασμένος σε σούβλα».

Ο Τζόνι έπιασε άλλες δυο καραμπίνες και το δίκαννο και στράφηκε κρατώντας τα τρία όπλα στην αγκαλιά του. Αν αυτό το ξύλινο κασελάκι στο δάπεδο της ντουλάπας περιείχε πυρομαχικά, όπως ήταν πολύ πιθανό, όλα ήταν εντάξει. Από μια καραμπίνα ή δίκαν290

STEPHEN KING

νο ο κάθε ενήλικος. Το παιδί θα μπορούσε να ξαναπάρει το 45άρι του σερίφη. Διάβολε, το παιδί μπορούσε να διαλέξει όποιο όπλο

ήθελε, κατά τη γνώμη του Τζόνι. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο Ντέιβιντ Κάρβερ ήταν ο μόνος από την παρέα που είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός να πυροβολήσει με ευστοχία, αν χρειαζόταν.

«Λυπάμαι γι' αυτό που αναγκάστηκες να δεις», είπε στη Μαίρη καθώς τη βοηθούσε να βάλει τα όπλα στο σάκο.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονα, σαν να του έλεγε ότι δεν ήταν αυτό το θέμα. «Πόση δύναμη χρειάζεται άραγε για να γίνει κάτι τέτοιο; Να μπήξεις ένα μπαστούνι του γκολφ από την κορυφή του κρανίου ενός ανθρώπου ως κάτω στο λαιμό και στο στήθος; Να το σπρώξεις τόσο που να προβάλλει μόνο ένα μικρό τμήμα της λαβής από το κεφάλι σαν... σαν καπελάκι...»

«Δεν ξέρω. Πολλή, υποθέτω. Αλλά ο Εντράτζιαν είναι σωστό θηρίο», θηρίο, πράγματι, αλλά έτσι που το έθετε η Μαίρη ήταν όντως περίεργο. «Είναι το μέγεθος της βίας αυτό που με τρομάζει περισσότερο», είπε η Μαίρη. «Η αγριότητα. Αυτή η γυναίκα στην ντουλάπα... δεν έχει μάτια, έτσι δεν είναι;» «Ναι».

«Το κοριτσάκι των Κάρβερ... ο τρόπος που σκότωσε τον Πίτερ, τον πυροβόλησε εξ επαφής στο στομάχι, ξανά και ξανά... όλοι αυτοί στο διπλανό δωμάτιο, κρεμασμένοι σαν σφαχτάρια... καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Βέβαια». Και δεν έχεις θίξει καν τα υπόλοιπα, Μαίρη, σκέφτηκε ο Τζόνι. Ο Εντράτζιαν δεν είναι απλώς ένας μανιακός δολοφόνος. Είναι ο δόκτωρ Ντούλιτλ σε έκδοση Μπραμ Στόκερ. Μιλάει με τα ζώα, τα διατάζει.

Μια ιδιαίτερα ισχυρή ριπή ανέμου χτύπησε το κτίριο και η Μαίρη κοίταξε νευρικά γύρω της. «Δε με νοιάζει που θα πάμε, αρκεί να φύγουμε από δω. Πάμε. Για τ' όνομα του θεού!» «Έγινε. Μισό λεπτό μόνο, εντάξει;» 291

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Τζόνι γονάτισε δίπλα στα πόδια της νεκρής. Μύριζε αίμα και άρωμα. Δοκίμασε πάλι τα κλειδιά κι αυτή τη φορά κόντεψε να εξαντλήσει τις επιλογές του, όταν ένα απ' αυτά άνοιξε το λουκέτο της κασελίτσας, που αποδείχτηκε ένα μικρό μεν αλλά άριστα εφοδιασμένο κιβώτιο πυρομαχικών. Ο Τζόνι διάλεξε καμιά δεκαριά κουτιά με βλήματα, ελπίζοντας ότι θα έκαναν για τα όπλα που είχε πάρει ήδη, και τα έριξε όλα στο σάκο του γκολφ.

«Αποκλείεται να μπορέσω να τα κουβαλήσω όλα αυτά», είπε η Μαίρη. «Δεν πειράζει, θα τα πάρω εγώ».

Μόνο που δεν μπορούσε. Προς μεγάλη του ταπείνωση διαπίστωσε ότι δεν κατάφερε καν να σηκώσει το σάκο από το πάτωμα, πόσο μάλλον να τον φορτώσει στον ώμο του και να περπατήσει. Αν δε με είχε τρομάξει έτσι το παλιοθήλυκο... σκέφτηκε και ύστερα γέλασε με τον ίδιο του τον εαυτό. Γέλασε πράγματι. «Γιατί χαμογελάς έτσι;» τον ρώτησε επιθετικά η Μαίρη.

«Τίποτα». Ο Τζόνι εξαφάνισε το χαμόγελο. «Έλα, πιάσε το λουρί. Βοήθησε με να τον τραβήξουμε».

Έσυραν μαζί το σάκο στο πάτωμα και, μόλις έστριψαν στη γωνία του πάγκου με το ταμείο, η Μαίρη έσκυψε το κεφάλι κάτω και κάρφωσε το βλέμμα της στο μπουκέτο από ατσάλινες κάννες που πρόβαλλε από το άνοιγμα του σάκου. Κατευθύνθηκαν προς την πόρτα, βαδίζοντας προς τα πίσω. Ο Τζόνι έριξε μόνο μια ματιά στα κρεμασμένα πτώματα και σκέφτηκε: Η καταιγίδα, τα κογιότ που στέκονταν παραταγμένα στο δρόμο σαν τιμητική φρουρά, το άλλο που στεκόταν φρουρός στα κελιά, ο γύπας, οι νεκροί... Πόσο παρήγορο θα ήταν να πιστέψει πως όλα αυτά ήταν απλώς μια περιπέτεια στην ονειροχώρα. Αλλά δεν ήταν. Έφτανε η ξινή μυρωδιά του ίδιου του του ιδρώτα, όπως τη ρουφούσε μέσα από τα ματωμένα, πονεμένα ρουθούνια του, για να ξυπνήσει. Εδώ συνέβαινε κάτι που ξεπερνούσε όλα όσα πίστευε πιθανά σ' αυτή τη ζωή -όλα όσα είχε θεωρήσει ότι μπορούσε να πιστέψει. Κι αυτό το κάτι δεν ήταν όνειρο.

«Έτσι μπράβο, μην κοιτάζεις», είπε ασθμαίνοντας στη Μαίρη. 292

STEPHEN KING

«Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται», του απάντησε. Κι ο Τζόνι χάρηκε που διαπίστωσε ότι λαχάνιαζε κι αυτή λιγάκι.

Έξω στο κεντρικό χολ, ο άνεμος ακουγόταν ακόμα πιο δυνατός. Ο Ραλφ στεκόταν μπροστά στην τζαμένια πόρτα, έχοντας αγκαλιασμένο το γιο του από τους ώμους και κοίταζαν και οι δυο έξω. Πίσω τους στεκόταν ο ηλικιωμένος κτηνίατρος. Στράφηκαν όλοι ακούγοντας τον Τζόνι και τη Μαίρη να έρχονται. «Ακούσαμε ένα αυτοκίνητο», είπε αμέσως ο Ντέιβιντ. «Νομίζουμε ότι ακούσαμε», διόρθωσε ο Ραλφ.

«Ήταν το περιπολικό;» ρώτησε η Μαίρη. Τράβηξε μια από τις καραμπίνες από το σάκο. Η κάννη στράφηκε τυχαία προς τη μεριά του Μπίλινγκσλι κι εκείνος την έσπρωξε πέρα με την παλάμη του, μορφάζοντας. «Εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτοκίνητο», είπε ο Ραλφ. «Ο αέρας...» «Δεν ήταν ο αέρας», τον διέκοψε ο Ντέιβιντ. «Είδατε καθόλου φώτα;» ρώτησε ο Τζόνι.

Ο Ντέιβιντ έγνεψε αρνητικά. «Όχι, αλλά η άμμος είναι πολύ πυκνή και δε φαίνεται τίποτα».

Ο Τζόνι κοίταξε πρώτα το όπλο που κρατούσε η Μαίρη (η κάννη του τώρα σημάδευε το πάτωμα, που ήταν σαφώς ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση), ύστερα τις άλλες κάννες που πρόβαλλαν από το σάκο και τελικά τον Ραλφ. Ο Ραλφ ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε με τη σειρά του τον Μπίλινγκσλι.

Ο κτηνίατρος έπιασε το βλέμμα κι αναστέναξε. «Εντάξει, άδειασε τον», είπε. «Ας δούμε τι φέρατε». «Δε γίνεται να τα δούμε αργότερα;» είπε η Μαίρη. «Αν επιστρέψει αυτός ο παρανοϊκός...»

«Ο γιος μου λέει ότι είδε κι άλλα κογιότ εκεί έξω», είπε ο Ραλφ Κάρβερ. «Δε θα διακινδυνέψουμε να μας κατασπαράξουν, μαντάμ». 293

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Για τελευταία φορά, δε με λένε μαντάμ, Μαίρη με λένε! Τέλος πάντων, αν πρέπει να γίνει έτσι, κάντε γρήγορα!»

Ο Τζόνι και ο Ραλφ κρατούσαν ανοιχτό το σάκο, ενώ ο Μπίλίνγκσλι έβγαζε μια μια τις καραμπίνες και τις έδινε στον Ντέιβιντ. «Στήσ' τες στη σειρά», είπε στο παιδί και ο Ντέιβιντ το έκανε, αραδιάζοντας τες τακτικά στο τέλος της σκάλας, όπου έπεφτε κατευθείαν το φως από την αίθουσα των γραφείων.

Μόλις αλάφρυνε ο σάκος, ο Ραλφ τον σήκωσε και τον κράτησε πλαγιαστά. Ο Τζόνι και η Μαίρη έπιασαν τους φακούς. Ο Μπίλινγκσλι πέρασε τα πυρομαχικά στον Ντέιβιντ, δίνοντας του ένα κουτί τη φορά και λέγοντας του μπροστά σε ποιο από τα όπλα να το βάζει. Όταν τελείωσαν, υπήρχαν τρία κουτιά μπροστά στη Ρέμινγκτον και κανένα μπροστά στο δίκαννο. «Δεν πήρατε τίποτε που να κάνει για το Μόσμπεργκ», είπε ο Μπίλινγκσλι. «Είναι πολύ καλό όπλο, αλλά παίρνει σφαίρες των είκοσι δύο. Δεν πας να δεις μήπως έχει κάνα κουτί τέτοιες;»

«Όχι», είπε απότομα η Μαίρη.

Ο Τζόνι την αγριοκοίταξε - τον τσάτιζαν οι γυναίκες που απαντούσαν για λογαριασμό του- και τελικά το άφησε να περάσει έτσι. Είχε δίκιο η Μαίρη. «Δεν προλαβαίνουμε», είπε στον Μπίλινγκσλι. «Ας το πάρουμε μαζί μας, όμως. Κάποιος στην πόλη μπορεί να έχει σφαίρες των είκοσι δύο. Παρ' το εσύ, Μαίρη». «Όχι, ευχαριστώ», απάντησε εκείνη παγερά και διάλεξε την καραμπίνα που ο Μπίλινγκσλι είχε πει ότι ήταν «δωδεκάρα Ρόσι». «Αν είναι να χρησιμοποιηθεί σαν κλομπ, αντί σαν όπλο, καλύτερα να το χειρίζεται άντρας. Δε συμφωνείς;» Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι τον είχε αποστομώσει. Απόλυτα. Μαλακισμένη, σκέφτηκε, θα της το είχε πει και φωναχτά κι ας ήταν ο άντρας της κρεμασμένος παραδίπλα, αν ο Ντέιβιντ Κάρβερ δε φώναζε εκείνη τη στιγμή, «Φορτηγό!» και δεν άνοιγε απότομα το ένα από τα δυο φύλλα της τζαμόπορτας του κτιρίου.

Άκουγαν τον αέρα εδώ και κάμποση ώρα και μάντευαν την ορμή του από τα τριξίματα στο κτίριο όπου βρίσκονταν. Ωστόσο, κανείς τους δεν ήταν πραγματικά προετοιμασμένος για την ένταση του ανέμου, που άρπαξε την πόρτα από το χέρι του Ντέιβιντ και 294

STEPHEN KING

την κοπάνησε στον τοίχο με τόση δύναμη, που ράγισε το τζάμι. Οι αφίσες που ήταν πρόχειρα κολλημένες στο μεγάλο ταμπλό ανακοινώσεων ανέμισαν σαν σημαίες. Μερικές ξεκόλλησαν και πέταξαν προς τη σκάλα. Ένα κύμα ιπτάμενης άμμου γέμισε το χολ. Ο Τζόνι έκανε το χέρι του ασπίδα για να προστατέψει τα μάτια του από τους κόκκους, χτύπησε κατά λάθος την ταλαίπωρη μύτη του και μούγκρισε από πόνο.

«Ντέιβιντ!» ούρλιαξε ο Ραλφ, αρπάζοντας το γιο του από το μπλουζάκι. Το αγόρι όρμησε με το κεφάλι σκυφτό προς το πηχτό σκοτάδι και τον άνεμο, αδιαφορώντας για τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να παραμόνευαν. Κι ο Τζόνι είδε τι ήταν αυτό που είχε κάνει το παιδί να τρέξει έτσι: φώτα αυτοκινήτου. Φώτα αυτοκινήτου που έστριβαν σαρώνοντας στιγμιαία το δρόμο από δεξιά προς τ' αριστερά. Μυριάδες κόκκοι άμμου στροβιλίζονταν μέσα στις κινούμενες φωτεινές δέσμες. «Ε!» φώναξε ο Ντέιβιντ ανεμίζοντας τα χέρια του. «Ε, εσείς! Στο φορτηγό!»

Τα φώτα άρχισαν να θαμπώνουν και να χάνονται. Ο Τζόνι άρπαξε τον έναν από τους φακούς από το πάτωμα κι έτρεξε πίσω από τους Κάρβερ. Ο άνεμος τον χτύπησε απότομα, τον έκανε να τρικλίσει και πιάστηκε από το χερούλι της πόρτας για να μην κατρακυλήσει στα σκαλοπάτια. Ο Ντέιβιντ είχε τρέξει ως τη μέση του δρόμου, σκύβοντας στο πλάι για ν' αποφύγει κάποιο σκοτεινό, ιπτάμενο αντικείμενο, που ερχόταν καταπάνω του και που ο Τζόνι νόμιζε αρχικά ότι ήταν γύπας. Έριξε το φακό κατά κει και είδε ότι ήταν απλώς μια ξερή αφάνα, που την παρέσερνε ο άνεμος.

Ο Τζόνι έστρεψε το φακό προς τα κόκκινα πίσω φώτα του αυτοκινήτου που απομακρυνόταν κι άρχισε να διαγράφει κύκλους στον αέρα, κρατώντας τα μάτια του μισόκλειστα για να προστατεύεται από την άμμο. Το φως του φακού πνίγηκε μέσα στην πυκνή σκόνη που γέμιζε τον αέρα.

«Ε!» ούρλιαξε ο Ντέιβιντ. Ο πατέρας του πήγε και στάθηκε πίσω του, με το περίστροφο στο χέρι. Προσπαθούσε να κοιτάξει προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, σαν σωματοφύλακας πρωθυπουργού που διαισθάνεται κίνδυνο. 295

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ε, ΣΕΙΣ, ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩ!»

Τα φώτα απομακρύνονταν προς το Βορρά, στο δρόμο που έβγαζε στην Εθνική 50. Το πορτοκαλί φανάρι συνέχιζε ν' αναβοσβήνει στο κεντρικό σταυροδρόμι κι ο Τζόνι διέκρινε στιγμιαία το περαστικό αυτοκίνητο στη μουντή λάμψη του. Κλειστό φορτηγό, με κάτι γράμματα στο πίσω μέρος. Δεν μπόρεσε να τα διαβάσει, η σκόνη ήταν πολύ πυκνή και περιόριζε την ορατότητα στο ελάχιστο. «Ελάτε μέσα, παιδιά», φώναξε στους Κάρβερ. «Έφυγε!»

Το αγόρι έμεινε μερικές στιγμές ακόμα στη μέση του δρόμου, κοιτώντας προς τα εκεί που είχε χαθεί το αυτοκίνητο. Οι ώμοι του κρέμασαν. Ο πατέρας του τον έπιασε από το χέρι. «Έλα, Ντέιβιντ. Δεν το χρειαζόμαστε το φορτηγό που πέρασε. Βρισκόμαστε σε πόλη. Θα βρούμε κάποιον άλλο να μας βοηθήσει και...»

Ο Ραλφ Κάρβερ άφησε τη φράση του στη μέση, καθώς κοίταξε γύρω και συνειδητοποίησε αυτό που είχε ήδη προσέξει ο Τζόνι. Η πόλη ήταν θεοσκότεινη. Αυτό μπορεί να σήμαινε μόνο ότι οι κάτοικοι της κρύβονταν στα σπίτια τους, ότι είχαν αντιληφθεί τι συνέβαινε και φυλάγονταν από τον τρελό δολοφόνο ώσπου να φτάσει το ιππικό να τους σώσει. Ήταν ένα λογικό συμπέρασμα, αλλά στο βάθος της καρδιάς του ο Τζόνι αισθανόταν κάτι άλλο.

Στο βάθος της καρδιάς του είχε την αίσθηση ότι η πόλη αυτή ήταν ένα νεκροταφείο.

Ο Ντέιβιντ και ο πατέρας του άρχισαν να βαδίζουν προς τα σκαλιά, το αγόρι αποκαρδιωμένο, με το κεφάλι σκυφτό, και ο Ραλφ κοιτώντας συνεχώς τριγύρω, έτοιμος να πυροβολήσει αν χρειαζόταν. Η Μαίρη στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας και τους παρακολουθούσε που έρχονταν και ο Τζόνι σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, έτσι όπως ανέμιζαν τα μαλλιά της στο φύσημα του αέρα. Το φορτηγό, Τζόνι. Δεν είχε κάτι αυτό το φορτηγό; Για σκέψου.

Ουρλιαχτά ξεσηκώθηκαν κάπου μακριά, στο σκοτάδι. Ακούγονταν κοροϊδευτικά, σαν υστερικά γέλια κι έμοιαζαν να έρχονται απ' όλες τις κατευθύνσεις. Ο Τζόνι ούτε που τα άκουσε. Ναι, κάτι είχε αυτό το φορτηγό. Σίγουρα. Ίσως ήταν το μέγεθος, ίσως τα γράμματα στο πίσω μέρος, η όψη του γενικά... είχε κάτι γνώριμο. 296

STEPHEN KING

«Να πάρει!» φώναξε ξαφνικά, φέρνοντας απότομα το χέρι του στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς. Μόνο που αυτή τη φορά έψαχνε για μια τσέπη, που δε βρισκόταν πλέον εκεί. Με τα μάτια του μυαλού του είδε το κογιότ να τραβολογάει με τα δόντια το πανάκριβο δερμάτινο μπουφάν του, είδε τη ραφή να σκίζεται, διάφορα πράγματα να πέφτουν από τις τσέπες και να σκορπίζουν από δω κι από κει. Κι ανάμεσα τους ήταν και το...

«Τι έπαθες;» ρώτησε η Μαίρη, που τρόμαξε βλέποντας την έκφραση του. «Τι είναι;» «Καλύτερα να μπείτε όλοι μέσα μέχρι να γεμίσουμε τα όπλα», είπε ο Μπίλινγκσλι. «Εκτός αν θέλετε να σας ριχτούν τα κογιότ».

Ο Τζόνι δεν το άκουσε ούτε αυτό. Τα γράμματα στο πίσω μέρος του φορτηγού, που απομακρυνόταν μέσα στη σκόνη και στο σκοτάδι, μπορεί να έλεγαν ΡΑΪΝΤΕΡ. Ήταν απόλυτα λογικό, δεν ήταν; Ο Στιβ Έιμς τον γύρευε. Είχε κάνει μια βόλτα στην Ντεσπερέισον, δεν είχε βρει τίποτε και τώρα ξανάφευγε από την πόλη για να πάει να ψάξει κάπου αλλού.

Ο Τζόνι προσπέρασε με μια δρασκελιά τον κατάπληκτο Μπίλινγκσλι, που γονατιστός στο ένα πόδι γέμιζε όπλα, και όρμησε στην εσωτερική σκάλα, προς την αίθουσα με τα κρατητήρια, παρακαλώντας το θεό του Ντέιβιντ Κάρβερ να μην έχει πάθει τίποτε το κινητό του τηλέφωνο. 4 Αν όλα είναι φυσιολογικά, αν νιώσουμε ότι είναι όλα εντάξει, είχε πει ο Στιβ Έιμς, θα δοκιμάσουμε να πάμε στην αστυνομία εδώ. Αν όμως δούμε το παραμικρό που να μας φανεί αφύσικο, την κοπανάμε για το Ιλάι με χίλια.

Τώρα, ενώ το φορτηγό ήταν σταματημένο κάτω από το εναέριο φανάρι της μιας και μοναδικής διασταύρωσης της πόλης, η Σύνθια άπλωσε το χέρι της και τράβηξε τον Στιβ από το μανίκι. «Ώρα να του δίνουμε για το Ιλάι», είπε, δείχνοντας έξω από το παράθυρο, στη δυτική κατεύθυνση του κάθετου δρόμου. «Ποδήλατα πά297

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

νω στο δρόμο. Τα βλέπεις; Η γιαγιά μου πάντα έλεγε ότι ποδήλατα παρατημένα στο δρόμο είναι μεγάλη γρουσουζιά, όπως οι σπασμένοι καθρέφτες. Καιρός να την κοπανάμε από δω».

«Έτσι έλεγε η γιαγιά σου, ε;»

«Μεταξύ μας, δεν είχα ποτέ μου γιαγιά -δε γνώρισα γιαγιά, εννοώαλλά το ζήτημα είναι, τι γυρεύουν εκεί τα ποδήλατα; Γιατί να τα παρατήσει κάποιος έξω με τέτοιο αέρα; Δε συμφωνείς ότι το πράγμα φαίνεται αφύσικο;» Ο Στιβ κοίταξε πρώτα τα ποδήλατα, που ήταν πεσμένα στο δρόμο σαν να τα είχε ρίξει ο δυνατός άνεμος, και ύστερα τον κάθετο δρόμο και προς τις δυο κατευθύνσεις. «Ναι, αλλά οι άνθρωποι είναι στα σπίτια τους. Βλέπω φώτα». Της έδειξε με το δάχτυλο κάπου. Ναι, υπήρχαν όντως μερικά φώτα, αλλά η διάταξη των φωτισμένων σπιτιών παραήταν τυχαία. Επιπλέον...

«Υπήρχε φως και στα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας», είπε η Σύνθια. «Εξάλλου, αν κοιτάξεις προσεκτικά... τα περισσότερα σπίτια είναι σκοτεινά. Γιατί, νομίζεις;» Η φωνή της έπαιρνε μια σαρκαστική χροιά, που δεν της άρεσε, αλλά της ήταν αδύνατο να την εμποδίσει. «Λες οι περισσότεροι από τους ντόπιους να έχουν ναυλώσει λεωφορεία για να πάνε να δουν τα Γομάρια της Ντεσπερέισον στο μεγάλο τελικό με τα Βόδια του Όστιν; Το μέγα ντέρμπι της ερήμου; Αυτό που περίμεναν όλη τη χρονιά και... Ε! Τι κάνεις εκεί;»

Όχι πως χρειαζόταν να ρωτήσει. Ο Στιβ έστριβε αριστερά στον κάθετο δρόμο. Μια ξερή αφάνα ήρθε ξαφνικά καταπάνω στο παρμπρίζ, σαν κάτι εφιαλτικά πλάσματα στις φτηνές ταινίες με εξωγήινους. Η Σύνθια άφησε μια τσιρίδα και σκέπασε το πρόσωπο της να μη βλέπει. Η αφάνα χτύπησε το τζάμι, έκανε γκελ, σύρθηκε στιγμιαία στην οροφή του φορτηγού κι εξαφανίστηκε. «Αυτό που κάνεις είναι ανόητο», είπε η Σύνθια. «Κι επικίνδυνο».

Ο Στιβ της έριξε μια γρήγορη ματιά, χαμογέλασε και κατένευσε. Η Σύνθια σκέφτηκε ότι, κανονικά, έπρεπε να είναι τσατισμένη μαζί του που τολμούσε να της χαμογελάει κι από πάνω, αλλά δεν ήταν. 298

STEPHEN KING

Δύσκολο να τσατιστείς μ' έναν άντρα που έχει τόσο γλυκό χαμόγελο. Η Σύνθια ήξερε, φυσικά, ότι αυτό ήταν το μεγάλο της πρόβλημα. Όπως έλεγε και η φίλη της η Γκερτ, αυτές που δε διδάσκονται από τα λάθη τους είναι καταδικασμένες μια ζωή να την παθαίνουν. Δεν πίστευε ότι ο Στιβ Έιμς ήταν ο τύπος του άντρα που θα σήκωνε ποτέ χέρι σε γυναίκα, αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος να σε κάνει ένας άντρας να πονέσεις. Σε πονάνε ακόμα και χαμογελώντας γλυκά, τόσο γλυκά, που σε παρασέρνουν να τους ακολουθήσεις στο στόμα του λιονταριού. Συνήθως, κουβαλώντας και μια κατσαρόλα στα χέρια σου. «Αφού ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο, Τεξανέ, γιατί το κάνεις;»

«Γιατί είναι ανάγκη να βρω ένα τηλέφωνο που να λειτουργεί και γιατί δε θέλω να βασιστώ αποκλειστικά στα προαισθήματα μου. Έχει σκοτεινιάσει και πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνομαι τέτοιο φόβο. Δε θέλω να τον αφήσω να με κουμαντάρει. Γι' αυτό, άσε με να ελέγξω κάνα δυο σπίτια. Εσύ μείνε στο αυτοκίνητο».

«Σιγά μη μείνω εδώ... Ε! Δες εκεί!» Η Σύνθια του έδειξε έναν ξύλινο φράχτη σπασμένο και πλαγιασμένο πάνω στην ξερή πελούζα ενός μικρού σπιτιού. Με όλη αυτή τη θολούρα στον αέρα, ήταν αδύνατο να πει κανείς τι χρώμα είχε το σπίτι. Αλλά τα ίχνη τροχών πάνω στον γκρεμισμένο φράχτη διακρίνονταν καθαρά. «Μπορεί να το έκανε κανένας μεθυσμένος οδηγός», είπε ο Στιβ. «Μέτρησα ήδη δύο μπαρ στο χωριό, χωρίς καν να προσέχω».

Ανόητη ιδέα, κατά τη γνώμη της Σύνθια, αλλά είχε αρχίσει να της αρέσει πολύ και η χαρακτηριστική του προφορά του Τέξας. Κι άλλο κακό σημάδι. «Στιβ, σύνελθε», του είπε. Τα κογιότ άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα, σαν να ανταγωνίζονταν τον άνεμο. Η Σύνθια μαζεύτηκε πάλι κοντά στον Στιβ. «Χριστέ μου, τι τα έχει πιάσει απόψε;» «Δεν ξέρω».

Ο Στιβ πήγαινε το πολύ με είκοσι, για να προλάβει να φρενάρει εγκαίρως αν του αποκάλυπταν κάποιο εμπόδιο τα φώτα του αυτοκινήτου. Πολύ έξυπνο εκ μέρους του. Ακόμη πιο έξυπνο, κατά 299

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

την ταπεινή της γνώμη, θα ήταν να κάνει μια γρήγορη επιτόπια στροφή και μια ακόμα γρηγορότερη κούρσα προς κάποια έξοδο από την πόλη. «Ξέρεις, Στιβ, μ' έχει πιάσει μια τρελή λαχτάρα να βρεθώ σ' ένα μέρος γεμάτο φωτεινές πινακίδες, γιγαντοαφίσες, τράπεζες και μπακάλικα που διανυκτερεύουν». «Σ' ακούω», της απάντησε και η Σύνθια σκέφτηκε: Δε μ' ακούς. Όταν οι άνθρωποι λένε «σ' ακούω», συνήθως δεν το εννοούν.

«Μόνο εδώ να ρίξω μια ματιά -σ' αυτό το σπίτι», συνέχισε ο Στιβ, «και φεύγουμε αμέσως». Έστριψε το τιμόνι και μπήκε στο ιδιωτικό δρομάκι μιας μικρής μονοκατοικίας σε στυλ ράντσου, στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Είχαν διανύσει καμιά τρακοσαριά μέτρα από τη διασταύρωση. Η Σύνθια διέκρινε ακόμη το φανάρι μέσα στο θολό αέρα. Το σπίτι που διάλεξε ο Στιβ είχε κάποια φώτα αναμμένα· λευκά στα δυο παράθυρα του καθιστικού, κιτρινωπά στα τρία οβάλ παραθυράκια, που ήταν τοποθετημένα σε διαγώνια διάταξη στην πόρτα της εισόδου.

Ο Στιβ ανέβασε πρώτα το μαντίλι του ως πάνω από τη μύτη και ύστερα άνοιξε την πόρτα του, κρατώντας τη γερά να μην του την πάρει ο αέρας από τα χέρια. «Μείνε εδώ», είπε στη Σύνθια.

«Ναι, σίγουρα». Η Σύνθια άνοιξε την πόρτα της και ο αέρας της την πήρε από το χέρι και την κοπάνησε με δύναμη στο πλευρό του φορτηγού. Γλίστρησε γρήγορα έξω πριν προλάβει ο Στιβ να της πει τίποτε άλλο.

Μια ισχυρή, ζεστή ριπή ανέμου την έσπρωξε προς τα πίσω. Παραπάτησε και πιάστηκε από την κόχη της πόρτας για να κρατηθεί. Η άμμος της αγκύλωνε το πρόσωπο και σήκωσε βιαστικά το μαντίλι της, μορφάζοντας. Και το χειρότερο ήταν ότι η αμμοθύελλα τώρα άρχιζε να δυναμώνει.

Η Σύνθια κοίταξε γύρω -φοβόταν τα κογιότ, ακούγονταν πολύ κοντινά τα ουρλιαχτά τους- αλλά δεν είδε τίποτε. Προς το παρόν. Ο Στιβ ανέβαινε ήδη τα σκαλιά της βεράντας. Κατά τα άλλα, οι άντρες υποτίθεται ότι σε προστατεύουν. Η Σύνθια τον ακολούθη300

STEPHEN KING

σε, σκύβοντας κόντρα σε μια καινούρια ριπή ανέμου, που την έσπρωξε προς τα πίσω.

Φερόμαστε σαν ήρωες φτηνιάρικης ταινίας τρόμου, σκέφτηκε μελαγχολικά. Μένουμε, ενώ ξέρουμε ότι πρέπει να φύγουμε, φυτρώνουμε εκεί που δε μας σπέρνουν.

Πράγματι, αυτό έκαναν... αλλά έτσι δεν κάνουν πάντα οι άνθρωποι; Για τον ίδιο λόγο δεν ήταν ακόμη στο σπίτι η καλή μας Σύνθια, όταν ο Ρίτσι Τζάντκινς είχε επιστρέψει εκεί με τη διάθεση να κόψει αυτιά; Απ' αυτό δεν ξεκινούσαν όλα τα κακά του κόσμου; Από την επιμονή να μένεις ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι πρέπει να φύγεις, να συνεχίζεις ενώ ξέρεις ότι πρέπει να σταματήσεις και να το βάλεις στα πόδια. Σε τελική ανάλυση, γι' αυτό δεν αρέσουν σε τόσο πολύ κόσμο οι ταινίες τρόμου; Γιατί στο πρόσωπο του τρομαγμένου παιδιού, που δε λέει να ξεκολλήσει από το στοιχειωμένο σπίτι, ακόμη κι όταν αρχίζουν οι φόνοι, όλοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Ο Στιβ στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, μέσα στον άνεμο και στη σκόνη, σκυφτός, με το μαντίλι ανεβασμένο ως τα μάτια... και χτυπούσε το κουδούνι. Χτυπούσε το κουδούνι, λες και σκόπευε να ρωτήσει τη νοικοκυρά του σπιτιού αν μπορούσε να μπει για λίγο και να της εξηγήσει τα πλεονεκτήματα της νέας σκόνης πλυσίματος με τους θαυματουργούς πράσινους κόκκους. Η Σύνθια τον προσπέρασε με φούρια -τόσο που λίγο έλειψε να τον ρίξει στους θάμνους, δίπλα στη μικρή βεράντα εισόδου- γράπωσε το χερούλι της πόρτας και το κατέβασε. Η πόρτα άνοιξε. Δεν έβλεπε το κάτω μισό του προσώπου του Στιβ, γιατί το σκέπαζε το μαντίλι, αλλά η κατάπληξη που είδε στο βλέμμα του καθώς τον άφηνε πίσω της κι έμπαινε στο σπίτι ήταν άκρως ικανοποιητική.

«Ε!» φώναξε η Σύνθια. «Είναι κανείς εδώ; Ήρθαμε για έρανο!»

Καμιά απάντηση, αλλά από μια ανοιχτή πόρτα στα δεξιά της ακουγόταν ένας περίεργος θόρυβος. Κάτι σαν σιγανό σφύριγμα.

Η Σύνθια στράφηκε προς τον Στιβ. «Είδες; Δεν είναι κανείς εδώ. Πάμε να φύγουμε». Αντί γι' αυτό, ο Στιβ μπήκε στο χολ και τράβηξε προς την κατεύθυνση του ήχου. 301

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Όχι!» του σφύριξε οργισμένη η Σύνθια, αρπάζοντας τον από το μπράτσο. «Όχι, είπα. Όμικρον, Χι, Γιώτα. Όχι. Φτάνει πια!»

Ο Στιβ ελευθέρωσε το χέρι του χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά άντρες, αναθεματισμένοι άντρες, πεισματάρηδες- και συνέχισε. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε καθώς προχωρούσε... ώστε αν υπήρχε κανείς εκεί έτοιμος να τον σκοτώσει, να ξέρει πού ακριβώς να κοιτάξει. Η Σύνθια είχε κάθε πρόθεση να βγει από κει μέσα και να επιστρέψει στο αυτοκίνητο, θα περίμενε τρία λεπτά με το ρολόι κι αν δεν έβγαινε ο Στιβ, θα έβαζε μπρος και θα έφευγε μόνη της. Αυτό θα έκανε! Αντί γι' αυτό, τον ακολούθησε.

«Είναι κανείς;» Ο Στιβ σταμάτησε πριν από το κατώφλι του δωματίου όπου ετοιμαζόταν να μπει –του είχε περισσέψει λίγη λογική, ευτυχώς- και ύστερα έσκυψε προσεκτικά και κοίταξε στο εσωτερικό. «Εί...» Η φωνή του κόπηκε απότομα. Το περίεργο σφύριγμα ακουγόταν πολύ πιο δυνατά τώρα, ένας ήχος τρεμουλιαστός, σκόρπιος, σχεδόν σαν...

Η Σύνθια κοίταξε πάνω από τον ώμο του Στιβ, χωρίς κατά βάθος να το θέλει, αλλά ανίκανη ν' αντισταθεί. Ο Στιβ είχε χάσει το χρώμα του κι αυτό δεν ήταν καλό σημάδι.

Δεν ήταν σφύριγμα τελικά, όχι. Ήταν κροτάλισμα. Το δωμάτιο ήταν η τραπεζαρία του σπιτιού. Η οικογένεια είχε καθίσει για το βραδινό φαγητό, αλλά όχι της αποψινής βραδιάς, αυτό φαινόταν με την πρώτη ματιά. Μύγες είχαν σκεπάσει το ψητό και μερικά από τα κομμάτια είχαν ήδη πιάσει σκουλήκια. Το βραστό καλαμπόκι είχε μουχλιάσει μέσα στο μπολ. Και η σάλτσα του ψητού ήταν μια πηγμένη, λιπαρή μάζα μέσα στη σαλτσιέρα.

Τρεις άνθρωποι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι: μια γυναίκα, ένας άντρας κι ένα μωρό σε καρεκλάκι. Η γυναίκα φορούσε ακόμη την ποδιά με την οποία είχε μαγειρέψει το δείπνο. Το μωρό φορούσε σαλιαρίτσα, που έγραφε ΕΙΜΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ. Ήταν γερμένο στο πλευρό του, πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο δίσκο του, όπου υπήρχαν κάμποσες αφυδατωμένες φέτες πορτοκάλι. Αντίκριζε τη Σύνθια μ' ένα μεγάλο, παγωμένο χαμόγελο. Το προσωπάκι του ήταν μπλάβο. Τα μάτια του πετάγονταν από πρησμένα βλέφαρα, σαν γυάλινοι βόλοι. Οι γονείς του ήταν εξίσου μπλάβοι και πρησμένοι. Στο πρόσωπο του άντρα διακρίνονταν κάμποσα ζευγάρια τρύπες, 302

STEPHEN KING

μικρές, σαν τσιμπήματα υποδερμικής σύριγγας. Το ένα ήταν στο πλάι της μύτης του.

Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν ίσαμε μια ντουζίνα κροταλίες, που βολτάριζαν νευρικά ανάμεσα στα πιάτα, σείοντας τις ουρές τους. Μπροστά στα μάτια της Σύνθια, το μπούστο της ποδιάς της γυναίκας άρχισε να φουσκώνει. Για μια στιγμή, η Σύνθια νόμισε ότι η γυναίκα ήταν ακόμα ζωντανή κι ανάσαινε, παρά τα γυάλινα μάτια και το μπλάβο πρόσωπο. Ύστερα είδε ένα τριγωνικό φιδίσιο κεφάλι να ξεπροβάλλει από το βολάν κι ένα ζευγάρι μικροσκοπικά, λαμπερά μαύρα μάτια να την κοιτάζουν. Το φίδι άνοιξε τα σαγόνια του και σφύριξε. Η γλώσσα του πετάρισε. Υπήρχαν κι άλλα. Σέρνονταν στο πάτωμα, κάτω από το τραπέζι, γλιστρούσαν πάνω στα παπούτσια του νεκρού άντρα. Φίδια υπήρχαν και στην κουζίνα, στο βάθος -έβλεπε ένα τεράστιο, να έρπει αργά πάνω στη φορμάικα, δίπλα στο φούρνο μικροκυμάτων. Αυτά που ήταν στο πάτωμα έρχονταν καταπάνω τους, με ταχύτητα. Τρέξε! ούρλιαξε το μυαλό της και την ίδια στιγμή διαπίστωσε ότι ήταν ανίκανη να σαλέψει, σαν να είχαν κολλήσει τα παπούτσια της στο πάτωμα. Τα φίδια ήταν ό,τι σιχαινόταν περισσότερο στον κόσμο, της προκαλούσαν μια αυθόρμητη, βαθιά αποστροφή τόσο έντονη, που ήταν αδύνατο να την κατανοήσει ή να την εκφράσει. Κι αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο φίδια, σίγουρα θα υπήρχαν κι άλλα πίσω τους, ανάμεσα σ' αυτούς και στην έξοδο...

Ο Στιβ την άρπαξε και την τράβηξε δυνατά προς τα πίσω. Μόλις είδε ότι ήταν ανίκανη να κινηθεί, τη σήκωσε αγκαλιά και, κουβαλώντας τη, διέσχισε τρέχοντας το χολ κι όρμησε έξω από την πόρτα στα σκαλιά και στη νύχτα, σαν γαμπρός που ακολουθεί το έθιμο από την ανάποδη. 5

«Στιβ, είδες...»

Η πόρτα του αυτοκινήτου, από τη μεριά του συνοδηγού, ήταν ακόμα ανοιχτή. Ο Στιβ πέταξε μέσα τη Σύνθια, βρόντησε την πόρτα και ύστερα έκανε τρέχοντας το γύρο του αυτοκινήτου και 303

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μπήκε κι αυτός. Κοίταξε πρώτα μέσα από το παρμπρίζ το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο του φωτός που έριχνε η ανοιχτή πόρτα του σπιτιού κι έπειτα τη Σύνθια. Τα μάτια του φάνταζαν πελώρια πάνω από το μαντίλι. «Πώς δεν είδα!» είπε. «Όλα τα γαμημένα φίδια του κόσμου κι όλα να έρχονται καταπάνω μας». «Δεν μπορούσα να τρέξω... τα φίδια... τα φοβάμαι πάρα πολύ. Συγνώμη».

«Εγώ φταίω που μπήκαμε αρχικά εκεί μέσα». Ο Στιβ έβαλε ταχύτητα, βγήκε γρήγορα με την όπισθεν από το δρομάκι, στρίβοντας ταυτόχρονα το αυτοκίνητο για να το φέρει στον κεντρικό δρόμο με τη μούρη προς την Ανατολή, προς τα πεσμένα ποδήλατα, τον γκρεμισμένο φράχτη και τη διασταύρωση με το φανάρι που αναβόσβηνε πορτοκαλί. «Γυρίζουμε στην Εθνική 50, τόσο γρήγορα, που θα σε πιάσει ζάλη», είπε και ύστερα κοίταξε τη Σύνθια, έντρομος και σαστισμένος συνάμα.

«Υπήρχαν πραγματικά, ε; Θέλω να πω, δεν ήταν παραίσθηση ή τίποτε τέτοιο -υπήρχαν». «Ναι. Φύγε τώρα, Στιβ, τρέξε».

Ο Στιβ το έκανε, πατώντας το γκάζι αρκετά αλλά όχι τόσο, ώστε να κινδυνέψουν. Η Σύνθια θαύμασε τον αυτοέλεγχο του, με δεδομένο ότι ήταν τόσο πολύ σοκαρισμένος. Στη διασταύρωση, έστριψαν αριστερά, προς το Βορρά και το δρόμο απ' όπου είχαν έρθει. «Άνοιξε το ραδιόφωνο», είπε ο Στιβ, καθώς άρχισαν επιτέλους ν' αφήνουν πίσω τους την ανατριχιαστική αυτή πόλη. «Βρες κάνα τραγουδάκι. Μόνο να μην είναι κλαψιάρικο. Δεν τ' αντέχω». «Εντάξει».

Η Σύνθια έσκυψε προς το ραδιόφωνο της κονσόλας, ρίχνοντας ταυτόχρονα μια ματιά στο δεξιό πλαϊνό καθρέφτη. Για μια στιγμή της φάνηκε πως είδε ένα φως ν' ανάβει κάπου πίσω, διαγράφοντας καμπύλη, θα μπορούσε να ήταν φακός, θα μπορούσε να ήταν αντανάκλαση από το εναέριο πορτοκαλί φανάρι στον καθρέφτη, θα μπορούσε να ήταν απλώς στη φαντασία της. Προτίμησε να 304

STEPHEN KING

πιστέψει το τελευταίο. Έτσι κι αλλιώς, δεν ξαναφάνηκε. Το έπνιξε η θολούρα. Σκέφτηκε προς στιγμήν να το πει στον Στιβ και τελικά αποφάσισε να μην το κάνει. Δεν πίστευε ότι ο Στιβ θα ήθελε να γυρίσει πίσω για να ερευνήσει το ζήτημα -ήταν τελείως φρικαρισμένος κι αυτός όπως και η ίδια- αλλά καλό είναι να μην υποτιμά κανείς ποτέ την ικανότητα ενός άντρα να παρασταίνει τον Τζον Γουέιν. Αν όμως υπάρχουν άνθρωποι εκεί... Η Σύνθια αρνήθηκε αυτή τη σκέψη μ' ένα μικρό, αποφασιστικό τίναγμα του κεφαλιού της. Όχι. Δε θα έπεφτε στην παγίδα. Ίσως υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι ζωντανοί εκεί πίσω, γιατροί, δικηγόροι, Ινδιάνοι αρχηγοί, αλλά υπήρχε και κάτι πολύ κακό εκεί πίσω. Το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή και ο Στιβ για τους πιθανούς επιζώντες ις Ντεσπερέισον ήταν να πάνε να φέρουν βοήθεια.

Άλλωστε, δεν είμαι σίγουρη αν είδα πραγματικά κάτι. Μάλλον το φαντάστηκα.

Η Σύνθια άναψε το ραδιόφωνο, έπιασε μόνο παράσιτα, σε όλο το μήκος της μπάντας, και το ξανάσβησε. «Ξεχνά το, Στιβ. Ακόμη και ο τοπικός σταθμός είναι...»

«Τι σκατά;» φώναξε ο Στιβ, με μια περίεργη τσιριχτή φωνή, που δε θύμιζε σε τίποτε την κανονική του. «Τι σκατά;»

«Δε βλέπω τί...» άρχισε να λέει η Σύνθια και τότε το είδε. Κάτι στο δρόμο μπροστά τους, κάτι ψηλό και ογκώδες, που πρόβαλλε μέσα από την πυκνή σκόνη και είχε πελώρια κίτρινα μάτια. Έφραξε το στόμα της με την παλάμη να μην ουρλιάξει, αλλά το ουρλιαχτό της ξέφυγε παρ' όλα αυτά. Ο Στιβ πάτησε φρένο με τα δυο του πόδια. Η Σύνθια, που δεν είχε δέσει τη ζώνη της, τινάχτηκε μπροστά και ίσα που πρόφτασε να βάλει τα χέρια της ασπίδα για να μην κοπανήσει το κεφάλι της στην κονσόλα. «Μεγαλοδύναμε θεέ», είπε ο Στιβ. Η φωνή του ακούστηκε λίγο πιο φυσιολογική τώρα. «Πώς διάβολο βρέθηκε αυτό μες στο δρόμο;»

«Τι είναι;» ρώτησε η Σύνθια, αλλά είχε ήδη καταλάβει. Δεν ήταν κάποιο από τα τέρατα του Τζουράσικ Παρκ (έτσι της είχε φανεί αρχικά) ούτε κάποιο από τα βαριά μηχανήματα του ορυχείου. 305

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ούτε είχε κίτρινα μάτια. Αυτά που της είχαν φανεί σαν μάτια ήταν οι αντανακλάσεις από τα δικά τους κίτρινα φώτα πάνω σε τζάμια. Σ' ένα μακρόστενο παράθυρο, για την ακρίβεια. Το πράγμα στο δρόμο ήταν ένα μεγάλο τροχόσπιτο. Σταματημένο κάθετα. Φράζοντας το δρόμο.

Η Σύνθια κοίταξε προς τ' αριστερά και είδε ότι η ξύλινη μάντρα που χώριζε το δρόμο από το πάρκινγκ με τα τροχόσπιτα ήταν γκρεμισμένη. Τρία απ' αυτά –τα μεγαλύτερα- έλειπαν. Ήταν φανερό από τις κενές τσιμεντένιες βάσεις πάνω στις οποίες ήταν τοποθετημένα πριν. Αυτά τα τρία τροχόσπιτα είχαν τοποθετηθεί κάθετα πάνω στο δρόμο, το μεγαλύτερο μπροστά, τα δυο μικρότερα από πίσω, σε παράλληλη διάταξη, σαν συμπληρωματική οχύρωση σε περίπτωση που θα έσπαζε η πρώτη γραμμή άμυνας. Το ένα από τα δυο στα μετόπισθεν ήταν εκείνο το σκουριασμένο Αίρστριμ, που φιλοξενούσε στην οροφή του τη δορυφορική κεραία του Τροχο-Πάρκινγκ Κροταλίας. Με τη διαφορά ότι η δορυφορική κεραία ήταν τώρα πεσμένη ανάποδα, στην άκρη του πάρκινγκ, σαν γιγάντιο, μαύρο καπάκι κατσαρόλας. Πέφτοντας είχε συμπαρασύρει και την μπουγάδα κάποιας κυράς. Σώβρακα και πουκάμισα πλατάγιζαν, σαν ουρά χαρταετού, από τη μια πλευρά της. «Πήγαινε από γύρω», είπε η Σύνθια στον Στιβ.

«Δε γίνεται. Το χαντάκι απ' αυτή τη μεριά του δρόμου είναι πολύ απότομο. Κι από τη μεριά του πάρκινγκ είναι αρκετά απότομο αλλά...» «Μπορείς να το κάνεις», του είπε πασχίζοντας να συγκρατήσει το τρέμουλο στη φωνή της. «Μου το χρωστάς, Στιβ. Μπήκα σ' εκείνο το σπίτι μαζί σου...»

«Εντάξει, εντάξει». Ο Στιβ άπλωσε να πιάσει το μοχλό των ταχυτήτων και το χέρι του κοκάλωσε στον αέρα. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Η Σύνθια άκουσε το σύρσιμο μια στιγμή αργότερα από τον Στιβ και η πρώτη, πανικόβλητη σκέψη της ήταν (είναι εδώ μέσα, Χριστέ μου, μπήκαν στο αυτοκίνητο) τα φίδια. Αλλά ο ήχος δεν ήταν ο ίδιος. Ο τωρινός ήταν ένα σκληρό φτεροκόπημα, σαν κομμάτι χαρτόνι που περιστρέφεται έχοντας σκαλώσει στην έλικα ενός ανεμιστήρα ή σαν... 306

STEPHEN KING

Κάτι ήρθε από ψηλά, όρμησε μέσα από το θολό αέρα, κάτι που έμοιαζε με μεγάλη μαύρη πέτρα. Χτύπησε το παρμπρίζ με όλη του τη φόρα. Ένα θαμπό σημάδι σε μέγεθος σφαίρας δημιουργήθηκε πάνω στο κρύσταλλο κι από το κέντρο απλώθηκαν μακριά, ακτινωτά, ασημόχρωμα ραγίσματα. Αίμα -φαινόταν μαύρο μέσα στο κίτρινο φως- πιτσίλισε το ραγισμένο παρμπρίζ σαν κηλίδα από πηχτό μελάνι. Ακούστηκε ένα απαίσιο κραχ-κοαντς, καθώς το σώμα του άγνωστου καμικάζι σπαρτάρισε και συστράφηκε και η Σύνθια αντίκρισε στιγμιαία το ένα από τα φονικά, ετοιμοθάνατα μάτια του. Ούρλιαξε ξανά, αυτή τη φορά χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να πνίξει την κραυγή με τα χέρια της.

Ακούστηκε δεύτερος δυνατός γδούπος, πάνω από τα κεφάλια τους τώρα. Η Σύνθια κοίταξε ψηλά και είδε ότι η οροφή της καμπίνας είχε βουλιάξει. «Στιβ! Πάμε να φύγουμε από δω!» τσίριξε.

Ο Στιβ άναψε τους υαλοκαθαριστήρες και ο ένας απ' αυτούς έσπρωξε το χτυπημένο γύπα προς τα κάτω, στη σχάρα του βεντιλατέρ. Εκεί φράκαρε. Ένας σκουρόχρωμος σωρός, σαν αλλόκοτο καρκίνωμα με ράμφος. Ο άλλος υαλοκαθαριστήρας πασάλειβε το δεξί τμήμα του παρμπρίζ με αίματα και μαδημένα φτερά, σχηματίζοντας μια μεγάλη βεντάλια. Άμμος άρχισε αμέσως να κολλάει στο γλοιώδες αυτό μείγμα. Ο Στιβ πάτησε την αντλία του νερού. Το τζάμι καθάρισε κάπως στο επάνω μέρος, αλλά από τη μέση και κάτω δε γινόταν τίποτε. Ο όγκος του σκοτωμένου πουλιού εμπόδιζε τους υαλοκαθαριστήρες να διαγράψουν ολόκληρη την τροχιά και να κάνουν κανονικά τη δουλειά τους. «Στιβ», είπε η Σύνθια. Άκουσε τη φωνή της, αλλά δεν αισθανόταν καθόλου τα χείλη της. Ούτε το κάτω μέρος του κορμιού της. Ούτε κοιλιά ούτε πόδια, μόνο ένα ακαθόριστο κενό που γεννούσε απαίσιους, συριστικούς ήχους. «Κάτω από το τροχόσπιτο. Βγαίνουν από κάτω. Τα βλέπεις;»

Του έδειξε. Ο Στιβ είδε. Άμμος είχε σωρευτεί πάνω στην άσφαλτο, παρασυρμένη από τον αέρα, σε λεπτούς, οριζόντιους, κυματοειδείς σχηματισμούς, που έμοιαζαν με δάχτυλα. Αργότερα, αν ο αέρας κρατούσε, αυτές οι μικροσκοπικές θίνες ίσως να αποκτούσαν μέγεθος μπράτσου, αλλά τώρα ήταν απλώς δαχτυλάκια. Από κάτω από το τροχόσπιτο, περπατώντας κορδωμένοι, σαν εμπροσθοφυλακή επιτιθέμενου στρατού, έβγαιναν πλήθος σκορπιοί. Η 307

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Σύνθια δεν μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό τους -πώς, όταν αδυνατούσε ακόμη και να πιστέψει ότι τους έβλεπε πραγματικά; Λιγότεροι από εκατό αλλά και πάλι ήταν ντουζίνες. Ντουζίνες.

Στα πλάγια της παράταξης των σκορπιών αλλά και πίσω της έρχονταν φίδια. Σέρνονταν με γοργά, διαδοχικά S, ανεβοκατεβαίνοντας τις λεπτές λωρίδες της άμμου, γλιστρώντας πάνω τους με την ευκολία που κυλάει το νερό σε βράχο. Δεν μπορούν να μπουν εδώ μέσα, είπε στον εαυτό της η Σύνθια. Ησύχασε, δεν μπορούν να μπουν μέσα. Όχι, και ίσως να μην ήθελαν κιόλας. Ίσως δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Ίσως σκόπευαν να...

Κι άλλο φτεροκόπημα, που το συνόδεψε αμέσως ένας βαρύς γδούπος, αυτή τη φορά από τη δική της μεριά του αυτοκινήτου. Η Σύνθια τραβήχτηκε απότομα προς τη μεριά του Στιβ, κουλουριάστηκε προς τη μεριά του Στιβ, με το δεξί της χέρι λυγισμένο σαν ασπίδα στο πλάι του κεφαλιού της. Ο γύπας χτύπησε το παράθυρο του συνοδηγού σαν χειροβομβίδα γεμάτη αίμα αντί για εκρηκτική ύλη. Το τζάμι θάμπωσε μονομιάς και βούλιαξε προς τα μέσα, χωρίς ευτυχώς να σπάσει τελικά. Η μια φτερούγα του όρνιου πλατάγισε σπασμωδικά πάνω στο παρμπρίζ. Ο υαλοκαθαριστήρας τη μάγκωσε και πήρε μαζί κάμποσα μαδημένα φτερά στην επιστροφή του. «Δεν τρέχει τίποτα?» φώναξε ο Στιβ, σχεδόν γελώντας. Αγκάλιασε τη Σύνθια από τους ώμους κι εξέφρασε μεγαλόφωνα την ίδια σκέψη που έκανε και η ίδια. «Δεν μπορούν να μπουν εδώ μέσα!»

«Μπορούν!» φώναξε η Σύνθια. «Τα πουλιά μπορούν και θα μπουν αν μείνουμε εδώ. Αν τους δώσουμε το χρόνο. Και τα φίδια... οι σκορπιοί...» «Τι; Τι θέλεις να πεις;»

«Δε θα μπορούσαν να μας τρυπήσουν τα λάστιχα;» Η Σύνθια σκεφτόταν το παρατημένο κάραβαν, με τα σκασμένα λάστιχα... το κάραβαν κι εκείνο τον άντρα με το μελανιασμένο πρόσωπο, που ήταν γεμάτο ζευγάρια τρυπίτσες, κόκκινες μικροσκοπικές τρυπίτσες, σαν κόκκοι από κόκκινο πιπέρι, «θα μπορούσαν, δε θα μπο308

STEPHEN KING

ρούσαν; Άμα κεντρίσουν και δαγκώσουν όλα μαζί, την ίδια στιγμή, θα μας τρυπήσουν τα λάστιχα».

«Όχι», είπε ο Στιβ κι άφησε ένα στριγκό γελάκι, σαν αλύχτισμα. «Τα σκορπιουδάκια της ερήμου, μικρά ίσαμε ένα δαχτυλάκι, με κεντριά μικρότερα από αγκάθια;

Αστειεύεσαι;» Μόνο που τότε έπεσε ξαφνικά ο αέρας για μερικές στιγμές κι άκουσαν από κάτω τους -ήδη κάτω από το αυτοκίνητο- τα απαίσια συρσίματα και τους συριστικούς ήχους. Και η Σύνθια κατάλαβε κάτι που θα προτιμούσε να μην είχε καταλάβει: ο Στιβ δεν πίστευε αυτά που έλεγε. Ήθελε να τα πιστέψει, αλλά δεν τα πίστευε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 1

Το κινητό ήταν πεσμένο στην άλλη άκρη της αίθουσας με τα κελιά, στα πόδια μιας μεταλλικής αρχειοθήκης. Ένα αυτοκόλλητο πάνω της προπαγάνδιζε τον Πατ Μπιουκάναν για Πρόεδρο των ΗΠΑ. Το καταραμένο το μαραφέτι δε φαινόταν σπασμένο αλλά...

Ο Τζόνι σήκωσε την κεραία κι άνοιξε το καπάκι. Ακούστηκε το χαρακτηριστικό μπιπ, στο καντράν εμφανίστηκε ένα S, καλό αυτό, αλλά καθόλου κάθετες γραμμούλες, κακό αυτό. Πολύ κακό. Παρ' όλα αυτά, έπρεπε να δοκιμάσει. Κράτησε πατημένο το ΜΕΝΟΥ μέχρι που εμφανίστηκε το όνομα ΣΤΙΒ και τότε πάτησε το κουμπί της αυτόματης κλήσης.

«Κύριε Μάρινβιλ». Ήταν η Μαίρη, στην πόρτα. «Πρέπει να φύγουμε. Ο δολοφόνος...»

«Ξέρω, ξέρω. Μια στιγμή...»

Τίποτα. Ούτε κουδούνισμα ούτε μαγνητοφωνημένες οδηγίες ούτε λήψη. Μόνο ένα πολύ αχνό βουητό, σαν μακρινό κύμα, όπως τ' ακούς όταν κολλήσεις στ' αυτί σου ένα μεγάλο κοχύλι. 309

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πάει, τα 'φτυσε αυτό», είπε ο Τζόνι ξανακλείνοντας το καπάκι. «Ήταν ο Στιβ, είμαι σίγουρος. Μισό λεπτό νωρίτερα αν είχαμε βγει έξω... μισό γαμημένο λεπτό...» «Τζόνι, σε παρακαλώ».

«Έρχομαι», είπε ο Μάρινβιλ και την ακολούθησε πίσω στη σκάλα κι από κει στο ισόγειο και στην έξοδο.

Η Μαίρη είχε τη Ρόσι. Ο μικρός Ντέιβιντ Κάρβερ είχε πάρει πίσω το πιστόλι του, που το κρατούσε παράλληλα με το μηρό του. Ο Ραλφ είχε τη μια από τις καραμπίνες και την κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του, λες και ήταν ο Ντανιέλ Μπουν. Ει, Τζόνι, άκουσε μια χλευαστική φωνή μέσα στο μυαλό του -ήταν η Τέρι, βέβαια, το παλιοθήλυκο, που δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο, η Τέρι, που τον είχε μπλέξει σ' αυτά τα σκατά πρώτη πρώτη. Μη μου πεις ότι ζηλεύεις τον κύριο Μικροαστό από το Οχάιο; Πώς καταδέχεσαι; Ίσως. Λιγάκι. Κυρίως επειδή το όπλο του κυρίου Μικροαστού από το Οχάιο ήταν γεμάτο, σ' αντίθεση με το Μόσμπεργκ που πήρε ο Τζόνι.

«Αυτό είναι Ρούγκερ 44άρι», εξηγούσε ο κτηνίατρος στον Ραλφ. «Τετράσφαιρο. Άφησα άδεια τη θαλάμη. Αν χρειαστεί να πυροβολήσεις, θυμήσου το». «Θα το θυμάμαι», είπε ο Ραλφ.

«Κλοτσάει άγρια. Να το θυμάσαι κι αυτό».

Ο Μπίλινγκσλι πήρε το τελευταίο όπλο, τη Ρέμινγκτον. Για μια στιγμή, ο Τζόνι ήλπισε ότι ο γερο-κλανιάρης θα του πρότεινε ανταλλαγή, αλλά δεν το έκανε. «Εντάξει», είπε. «Νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι. Αν δούμε κογιότ, μην πυροβολήσετε, εκτός αν μας ρίχτουν αυτά. Θα αστοχήσετε σίγουρα, θα ξοδέψετε σφαίρες και θα μαζευτούν κι άλλα αγρίμια. Κατάλαβες, Κάρβερ;»

«Ναι», απάντησε ο Ραλφ. «Εσύ, μικρέ;» «Ναι».

«Μαντάμ;»

310

STEPHEN KING

«Ναι», είπε η Μαίρη, που είχε συμβιβαστεί με το «μαντάμ», τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει στον πολιτισμό.

«Κι εγώ υπόσχομαι να μην τα χτυπήσω με τη λαβή, παρά μόνο αν πέσουν πάνω μου», είπε ο Τζόνι. Το είπε γι' αστείο, για ν' αλαφρύνει λίγο η διάθεση της παρέας, αλλά αυτό που εισέπραξε από τον Μπίλινγκσλι ήταν ένα βλέμμα απόλυτης περιφρόνησης, που δεν πίστευε ότι του άξιζε.

«Έχεις κάνα πρόβλημα μαζί μου, κύριε Μπίλινγκσλι;» τον ρώτησε.

«Δε μου πολυαρέσει η φάτσα σου», απάντησε επιθετικά ο Μπίλινγκσλι. «Εδώ στα μέρη μας δεν έχουμε σε εκτίμηση τους μακρυμάλληδες που τα έχουν τα χρονάκια τους. Όσο για το αν έχω πρόβλημα μαζί σου, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω ακόμα». «Απ' ό,τι είδα ως τώρα, τους ανθρώπους εδώ στα μέρη σας τους ξεκοιλιάζετε και τους κρεμάτε σαν σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Γι' αυτό, συγνώμη, αλλά δε θα μπορέσω να λάβω σοβαρά υπόψη μου τη γνώμη σου». «Για να σου πω...»

«Κι αν έχεις τις ζοχάδες σου σήμερα επειδή σου λείπει η μπουκάλα, μην ξεσπάς σ' εμένα». Ο Τζόνι ντράπηκε για τον εαυτό του βλέποντας το γέρο κτηνίατρο να μορφάζει ταπεινωμένος και, ταυτόχρονα, ένιωσε μια πικρή ικανοποίηση. Μα το θεό, τους ξεχωρίζεις εύκολα τους όμοιους σου. Υπήρχαν αρκετοί «ξερόλες» στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, αλλά σε ένα πράγμα τουλάχιστον είχαν δίκιο. Τους ξεχωρίζεις τους όμοιους σου, ακόμη κι αν δε βρομάει η ανάσα τους αλκοόλ ή δεν παραπατάνε από το μεθύσι. Τους πιάνεις στον αέρα, σαν υπερήχους που ακούγονται μόνο στο δικό σου μυαλό. «Πάψε!» του είπε ξερά η Μαίρη. «Αν θέλεις να γίνεσαι κακός, καν' το όταν είσαι μόνος σου!»

Ο Τζόνι την κοίταξε παραπονεμένα, πληγωμένος από τον τόνο της φωνής της, έτοιμος να πει κάτι παιδιάστικο όπως: Μα αυτός άρχισε πρώτος. 311

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πού να πάμε;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Έριξε το φως του φακού του στο δρόμο, στο Ντεσπερέισον Καφέ και στο Βίντεο Κλαμπ. «Εκεί; Τα κογιότ που είδα προηγουμένως έφυγαν». «Είναι πολύ κοντά», είπε ο Ραλφ. «Να φύγουμε από την πόλη. Βρήκατε τίποτε κλειδιά αυτοκινήτου;»

Ο Τζόνι ψαχούλεψε στην τσέπη του κι έβγαλε την αρμαθιά που είχε πάρει ο Ντέιβιντ από το νεκρό αστυνόμο. «Εδώ έχει μόνο ένα ζευγάρι. Υποθέτω ότι είναι του περιπολικού που οδηγούσε ο Εντράτζιαν».

«Που οδηγεί», τον διόρθωσε ο Ντέιβιντ. «Το αμάξι λείπει. Με αυτό πήρε τη μαμά μου». Η έκφραση του όταν είπε αυτά τα λόγια ήταν ανεξιχνίαστη. Ο πατέρας του ακούμπησε το χέρι του στο σβέρκο του αγοριού.

«Ίσως δεν είναι σκόπιμο να φύγουμε αμέσως», είπε ο Ραλφ. «Ένα αυτοκίνητο μόνο στο δρόμο φαίνεται από μακριά».

«Τότε, ας πάμε οπουδήποτε», είπε η Μαίρη.

«Οπουδήποτε, ναι, αλλά όσο μακρύτερα από το στρατηγείο του Εντράτζιαν, τόσο το καλύτερο», είπε ο Τζόνι. «Αυτή είναι η γνώμη του κακού της παρέας».

Η Μαίρη του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα. Ο Τζόνι το αντιμετώπισε προκλητικά, χωρίς να χαμηλώσει τα μάτια του. Τελικά, ήταν η Μαίρη αυτή που κατέβασε πρώτη το βλέμμα της, κοκκινίζοντας.

«Καλά θα κάνουμε να κρυφτούμε κάπου, προς το παρόν», είπε ο Ραλφ. «Πού;» ρώτησε η Μαίρη.

«Εσείς πού λέτε να πάμε, κύριε Μπίλινγκσλι;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Στο Αμέρικαν Ουέστ», αποκρίθηκε ο κτηνίατρος μετά από σύντομη σκέψη. «Μου φαίνεται καλό μέρος για αρχή». «Τι είν' αυτό, μπαρ;» ρώτησε ο Τζόνι.

«Κινηματοθέατρο», είπε η Μαίρη. «Το είδα όταν μπαίναμε στην πόλη με το περιπολικό. Μου φάνηκε κλειστό». 312

STEPHEN KING

Ο Μπίλινγκσλι έγνεψε καταφατικά. «Είναι, θα το είχαν κατεδαφίσει εδώ και χρόνια, αν υπήρχε κάτι άλλο να χτίσουν στη θέση του. Είναι κλειδωμένο, αλλά ξέρω τρόπο να μπούμε. Ελάτε. Και μην ξεχνάτε αυτό που σας είπα για τα κογιότ. Δε θα πυροβολήσετε, παρά αν αναγκαστείτε». «Κι ας μην απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλο», πρόσθεσε ο Ραλφ. «Εμπρός, κύριε Μπίλινγκσλι, οδήγησε μας».

Για άλλη μια φορά ο Τζόνι μπήκε ουραγός της ομάδας καθώς άρχισαν να περπατούν στην οδό Μέιν προς Βορρά, σκυφτοί, με τον ισχυρό δυτικό άνεμο να τους χτυπάει από τα πλάγια. Ο Τζόνι κοίταξε τον Μπίλινγκσλι, που οδηγούσε την ομάδα και που τύχαινε να ξέρει πώς να τους μπάσει στο παλιό, εγκαταλειμμένο κινηματοθέατρο της πόλης. Ο Μπίλινγκσλι, που είχε γνώμη περί παντός επιστητού, έτσι και τον κούρντιζες λιγάκι. Είσαι αλκοολικός σε προχωρημένο στάδιο, φίλε μου, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε ο Τζόνι. Κάνεις μπαμ από μακριά. Πάντως, για αλκοολικό που του έλειπε η δόση του, ο γέρος τα κατάφερνε πολύ καλά. Ο Τζόνι, που ήθελε να βρει επειγόντως ένα παυσίπονο για τη μύτη του, σκέφτηκε ότι αν εξασφάλιζε ταυτόχρονα και μια μπουκάλα αλκοόλ για το γέρο Τόμι, θα έκανε μια καλή επένδυση για το μέλλον όλων τους.

«Σταθείτε μια στιγμή», φώναξε στους υπόλοιπους, καθώς περνούσαν κάτω από την παλιά, ξεθωριασμένη τέντα του Όουλ'ς Κλαμπ. «Μπαίνω εδώ μέσα για λίγο». «Είσαι τρελός;» τον αποπήρε η Μαίρη. «Πρέπει να φύγουμε από το δρόμο».

«Δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο εκτός από μας», της απάντησε ο Τζόνι. «Δεν το πρόσεξες ακόμη;» Άλλαξε τον τόνο της φωνής του, προσπαθώντας να φανεί διαλλακτικός. «Άκου, θέλω να βρω ασπιρίνες. Η μύτη μου μ' έχει πεθάνει. Μισό λεπτό -ένα, το πολύ». Και, πριν προλάβει η Μαίρη να διαμαρτυρηθεί, δοκίμασε το πόμολο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ο Τζόνι χτύπησε το τζάμι με τη λαβή του Μόσμπεργκ, περιμένοντας με διεστραμμένη αδημονία ν' αρχίσει να χτυπάει κάποιος συναγερμός, αλλά οι μόνοι ήχοι που α313

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κούστηκαν ήταν το κουδούνισμα των γυαλιών που έπεφταν στο εσωτερικό του μαγαζιού και το βουητό του ανέμου. Ο Τζόνι έσπασε τα λιγοστά γυαλιά που είχαν απομείνει στο πλαίσιο του παραθυριού κι έχωσε το χέρι του στο άνοιγμα για να φτάσει το εσωτερικό πόμολο.

«Κοιτάξτε», μουρμούρισε ο Ραλφ, δείχνοντας στην απέναντι μεριά του δρόμου.

Τέσσερα κογιότ στέκονταν πάνω στο πεζοδρόμιο, μπροστά σ' ένα χαμηλό τούβλινο κτίριο που έγραφε ΥΔΡΕΥΣΗ στη μια πόρτα του και ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗ στην άλλη. Δε σάλευαν, αλλά τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στην ομάδα των ανθρώπων απέναντι. Ένα πέμπτο ήρθε, τρέχοντας σιγανά πάνω στο πεζοδρόμιο, από τη μεριά του Νότου και στάθηκε δίπλα στα υπόλοιπα. Η Μαίρη σήκωσε τη Ρόσι και τα σημάδεψε. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ άπλωσε το χέρι του και, σπρώχνοντας μαλακά, κατέβασε την καραμπίνα. Το ύφος του ήταν απόμακρο, σχεδόν στοχαστικό. «Δεν υπάρχει φόβος», είπε. «Απλώς μας παρακολουθούν».

Ο Τζόνι βρήκε το πόμολο, το έστριψε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Οι διακόπτες του ηλεκτρικού ήταν στ' αριστερά της εισόδου κι άναβαν κάτι παλιομοδίτικες τετράγωνες λάμπες φθορισμού, απ' αυτές που μοιάζουν με αναποδογυρισμένες παγοθήκες. Οι λάμπες φώτισαν ένα μικρό χώρο με τραπέζια και καρέκλες (έρημο), κάμποσα ηλεκτρονικά μηχανήματα (σβηστά) και δυο τραπέζια με πράσινη τσόχα. Στο φωτιστικό, πάνω από ένα τραπέζι, ήταν κρεμασμένος ένας παπαγάλος. Στην αρχή ο Τζόνι τον πέρασε για ψεύτικο, αλλά όταν πλησίασε πρόσεξε τα αφύσικα γουρλωμένα μάτια και τη λιμνούλα από αίμα ανακατεμένο με κουτσουλιές στην τσόχα από κάτω. Το πουλί ήταν αληθινό. Κάποιος το είχε στραγγαλίσει. Ίσως του Εντράτζιαν να μην του άρεσε ο τρόπος που ο παπαγάλος έλεγε, «θέλω ένα φιστικάκι», σκέφτηκε ο Τζόνι.

Το εσωτερικό του Όουλ'ς μύριζε μπίρα και μπαγιάτικο χάμπουργκερ. Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένας πάγκος όπου πουλιόνταν τσιγάρα και διάφορα μικροπράγματα. Ο Τζόνι βρήκε ένα μπουκαλάκι ασπιρίνες, το πήρε και μπήκε πίσω από το μπαρ. 314

STEPHEN KING

«Κάνε γρήγορα!» του φώναξε η Μαίρη. «Άντε, λοιπόν!»

«Έφτασα», της απάντησε. Ένας άντρας με σκούρο παντελόνι και πουκάμισο, που κάποτε ήταν άσπρο, ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, πίσω από το μπαρ, κι αντίκριζε τον Τζόνι με μάτια γυάλινα σαν και του κρεμασμένου παπαγάλου. Ο μπάρμαν, κρίνοντας από τα ρούχα του. Ο λαιμός του ήταν κομμένος. Ο Τζόνι έπιασε ένα μπουκάλι Τζιμ Μπιμ από το ράφι. Το σήκωσε στο φως για να ελέγξει τη στάθμη και ύστερα έτρεξε προς τα έξω. Μια σκέψη -όχι συνετή- αγωνιζόταν να βγει στην επιφάνεια του μυαλού του. Την απώθησε βίαια. Το μόνο που ήθελε ήταν να ζεστάνει λιγάκι τα κακόμοιρα τα σωθικά του σκυλογιατρού, τίποτ' άλλο. Να τον χαλαρώσει. Στην ουσία, έκανε μια καλή πράξη.

Δεν είσαι απλώς καλός άνθρωπος, Τζόνι, άκουσε τη φωνή της Τέρι μέσα στο μυαλό του. Είσαι πραγματικά ένας άγιος. Ο άγιος Ιωάννης ο θερμαστής. Και ύστερα το κυνικό της γέλιο.

Βούλωσ' το, σκύλα, σκέφτηκε ο Τζόνι... αλλά, όπως πάντα, ήταν αδύνατο να ξεφορτωθεί οριστικά την Τέρι. 2 Ψυχραιμία, αγόρι μου, είπε στον εαυτό του ο Στιβ. Μόνο έτσι θα βγεις απ' αυτό το μπλέξιμο. Αν πανικοβληθείς, είναι πολύ πιθανό ότι θα πεθάνετε και οι δύο σ' αυτό το άθλιο νοικιασμένο φορτηγό.

Έβαλε όπισθεν και, κοιτώντας από τον εξωτερικό καθρέφτη (δεν τόλμησε ν' ανοίξει την πόρτα και να βγάλει το κεφάλι του, θα ήταν ιδανικός στόχος για κάποιο από τα όρνια-καμικάζι), οδήγησε το αυτοκίνητο με την όπισθεν στο δρόμο. Ο άνεμος είχε ξαναρχίσει αλλά, παρά το βουητό του, άκουγε καθαρά τους τριγμούς καθώς οι τροχοί περνούσαν πάνω από τους σκορπιούς και τους έλιωναν. Του θύμιζε τον ήχο που ακούγεται όταν μασάει κάποιος στραγάλια. 315

Πρόσεξε μη βγεις από το δρόμο, για το θεό.

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δε μας ακολουθούν», είπε η Σύνθια. Η ανακούφιση στη φωνή της ήταν ολοφάνερη.

Ο Στιβ έριξε μια ματιά μπροστά, είδε ότι ήταν εντάξει και σταμάτησε. Είχε ήδη πάει καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω και το τροχόσπιτο φαινόταν ξανά σαν ένας σκούρος όγκος μέσα στη σκόνη. Διέκρινε όμως πολλές καφετιές κηλίδες πάνω στην άσπρη άμμο που γέμιζε την άσφαλτο. Πατημένοι σκορπιοί. Από μακριά έμοιαζαν με κουτσουλιές. Όσοι είχαν επιζήσει οπισθοχωρούσαν. Σε μερικές στιγμές θα του φαινόταν απίστευτο ότι τους είχε δει πραγματικά. Κι όμως, υπήρχαν, σκέφτηκε. Κι αν αμφιβάλλεις, παλιόφιλε, αρκεί να ρίξεις μια ματιά στο σκοτωμένο πουλί που έχει φρακάρει πάνω στη σχάρα του βεντιλατέρ.

«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Σύνθια.

«Δεν ξέρω». Ο Στιβ κοίταξε από το πλαϊνό παράθυρο και είδε απέναντι του το καφέ Το Ρόδο της Ερήμου. Ο αέρας είχε ρίξει τη μισή τέντα του, χρώματος ροζ. Κοίταξε από το άλλο παράθυρο, πίσω από τη Σύνθια, και είδε μια μικρή έρημη αλάνα, με τρία φαρδιά σανίδια καρφωμένα έτσι που να φράζουν την είσοδο. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ, είχε γράψει κάποιος με άσπρη μπογιά στη μεσαία σανίδα. Κάποιος που προφανώς δεν πίστευε στην περίφημη φιλοξενία του Ουέστ. «Κάτι προσπαθεί να μας κρατήσει στην πόλη», είπε η Σύνθια. «Το έχεις καταλάβει, έτσι δεν είναι;»

Ο Στιβ μπήκε με την όπισθεν στο πάρκινγκ του Ρόδου της Ερήμου, σταμάτησε το φορτηγό και προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο σχέδιο δράσης. Το μόνο που του ήρθε στο νου, όμως, ήταν σκόρπιες εικόνες και φράσεις. Η κούκλα που ήταν πεσμένη μπροστά στα σκαλιά του κάραβαν. Οι Τράκτορς να τραγουδάνε για το κορίτσι που τ' όνομα του ήταν Άμεση Δράση και ο Τζόνι Κας για το αυτοκίνητο που είχε μοντάρει κομμάτι κομμάτι. Πτώματα σε κρεμάστρες, ένα τιγρόψαρο να γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλα ενός κομμένου χεριού στον πάτο ενός ενυδρείου, η ποδίτσα του μωρού, το φίδι πάνω στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στο φούρνο μικροκυμάτων. 316

STEPHEN KING

Συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού, στα πρόθυρα του να κάνει κάτι πραγματικά ανόητο, και πιάστηκε από το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε να τον ξαναφέρει σε ασφαλές έδαφος, να τον βοηθήσει να σκεφτεί λογικά. Αυτό που του ήρθε στο νου, απρόσκλητο, ήταν κάτι εντελώς αναπάντεχο. Ήταν μια εικόνα, πολύ πιο ξεκάθαρη από όλες τις προηγούμενες: το σπασμένο πέτρινο αγαλματάκι που είχαν δει πάνω στον πάγκο με τους υπολογιστές, στο κτίριο της μεταλλευτικής εταιρείας. Το κογιότ με το παράξενο μακρουλό κεφάλι και τα γουρλωτά μάτια, το κογιότ που η γλώσσα του ήταν φίδι. Θα πρέπει να μπει η φωτογραφία του δίπλα στον ορισμό του «πρόστυχου», σ' όλα τα λεξικά τον κόσμου, είχε πει η Σύνθια και, ναι, είχε δίκιο, σίγουρα είχε δίκιο, αλλά του Στιβ του καρφώθηκε ξαφνικά η ιδέα ότι ένα αντικείμενο τόσο αποκρουστικό στην όψη πρέπει να είχε τρομερές δυνάμεις. Αστειεύεσαι; σκέφτηκε αφηρημένα. Το ραδιόφωνο άνοιγε κι έκλεινε όταν το άγγιζες, τα φώτα αναβόσβηναν, το ενυδρείο έσπασε από μόνο τον. Και βέβαια έχει τρομερές δυνάμεις.

«Τι λες να ήταν εκείνο το αγαλματάκι που είδαμε;» ρώτησε τη Σύνθια. «Τι έτρεχε μ' αυτό;» «Δεν ξέρω. Αλλά όταν το άγγιξα...» «Τι; Τι έγινε όταν το άγγιξες;»

«Νομίζω ότι θυμήθηκα όλα τα άσχημα πράγματα που μου έχουν συμβεί στη ζωή μου» είπε η Σύνθία. Την Σύλβια Μαρκούτσι που με είχε φτύσει στην παιδική χαρά -έλεγε ότι της είχα κλέψει το αγόρι της κι εγώ δεν ήξερα καν για ποιον μου μιλούσε. Τότε που ο μπαμπάς μου είχε μεθύσει, στο δεύτερο γάμο της θείας Γουάντα, και μου έπιανε τον πισινό ενώ χορεύαμε, κάνοντας πως ήταν τυχαίο. Λες και του είχε σηκωθεί κατά τύχη». Το χέρι της ανέβηκε αργά στο πλάι του κεφαλιού της. «Να μου βάζουν τις φωνές. Να με πιάνουν κορόιδο. Ο Ρίτσι Τζάντκινς να θέλει να μου κόψει τ' αυτί, θυμήθηκα όλα αυτά τα πράγματα».

«Ναι, αλλά τι σκεφτόσουν πραγματικά;»

Η Σύνθια τον κοίταξε για λίγο, σαν να ήταν έτοιμη να του πει να σταματήσει να της κάνει τον έξυπνο, αλλά δεν το είπε. «Σεξ», α317

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

πάντησε τελικά, μ' έναν τρεμάμενο στεναγμό. «Κι όχι απλώς το πήδημα. Τα πάντα. Όσο πιο πρόστυχο, τόσο το καλύτερο».

Ναι, σκέφτηκε ο Στιβ, όσο πιο πρόστυχο, τόσο το καλύτερο. Πράγματα που θα ήθελες να δοκιμάσεις, αλλά δεν τα λες ποτέ. Πειραματισμούς.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε η Σύνθια. Η φωνή της ήταν παράξενα ξερή και ταυτόχρονα παράξενα έντονη, σαν μυρωδιά. Ο Στιβ την κοίταξε και ξαφνικά αναρωτήθηκε αν ήταν σφιχτό το μουνί της. Σκέψη ολωσδιόλου τρελή με δεδομένες τις περιστάσεις, αλλά αυτό ήταν που του ήρθε στο νου. «Στιβ;» Ακόμα πιο αυστηρά. «Τι σκέφτεσαι τώρα;»

«Τίποτα», της απάντησε. Η δική του φωνή ήταν βαριά, σαν να είχε μόλις σηκωθεί από βαθύ ύπνο. «Τίποτα, μην ασχολείσαι». «Μήπως αρχίζει από Κ και τελειώνει σε Ο;»

Ο κώλος, γλυκιά μου, τελειώνει σε σίγμα, αλλά έπεσες στο περίπου.

Μα τι τον είχε πιάσει; Για τ' όνομα του θεού! Ήταν λες κι εκείνο το περίεργο πέτρινο αντικείμενο να είχε ανάψει κάποιο άλλο ραδιόφωνο, μέσα στο μυαλό του, που μετέδιδε σκέψεις με μια φωνή σχεδόν ίδια με τη δική του. «Για τι πράγμα μιλάς;» ρώτησε τη Σύνθια.

«Κογιότ, κογιότ», του απάντησε τραγουδιστά, με ψιλή, παιδική φωνούλα. Όχι, δεν ήταν θυμωμένη μαζί του, αν και ήταν φυσικό που είχε αυτή την εντύπωση αρχικά. Απλώς ήταν ενθουσιασμένη με κάτι. «Αυτό το πράγμα που βρήκαμε στο εργαστήριο! Αν το είχαμε, θα μπορούσαμε να φύγουμε από δω! Είμαι σίγουρη, Στιβ. Και μη μου πεις ότι είμαι τρελή!»

Με δεδομένα τα όσα είχαν δει και όσα τους είχαν συμβεί την τελευταία μιάμιση ώρα, δε θα τη χαρακτήριζε με τίποτα τρελή. Ωστόσο...

«Μου είπες να μην το αγγίξω». Ο Στιβ δυσκολευόταν ακόμη να μιλήσει, ήταν σαν να είχαν μπει λάσπες στα γρανάζια του μυαλού του. «Είπες ότι σε κάνει να νιώθεις...» Να νιώθεις τι; Τι του είχε 318

STEPHEN KING

πει; Υπέροχα, αυτό είχε πει. «Άγγιξε το, Στιβ, θα νιώσεις υπέροχα». Όχι. Λάθος.

«Μου είπες ότι σε κάνει να νιώθεις πρόστυχα».

Η Σύνθια του χαμογέλασε. Στην πρασινωπή λάμψη των οργάνων του ταμπλό, το χαμόγελο της φάνταζε σκληρό, σχεδόν κακό. «Θέλεις να πιάσεις κάτι πρόστυχο; Πιάσε εδώ».

Του πήρε το χέρι, το έχωσε ανάμεσα στα πόδια της και τίναξε τους γοφούς της προς τα πάνω, δυο φορές. Ο Στιβ τη χούφτωσε εκεί κάτω -άγρια, ίσως και να την πόνεσε- αλλά το χαμόγελο της δε χάθηκε. Αντίθετα, έγινε πιο έντονο.

Τι κάνουμε; Και, για τ' όνομα του θεού, γιατί το κάνουμε τώρα; Ο Στιβ άκουσε τη φωνή της λογικής, αλλά ήταν μακρινή, σαν μια φωνή που κραυγάζει, «Φωτιά», σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη από ένα θορυβώδες πλήθος, που χορεύει στους ήχους εκκωφαντικής μουσικής. Η σχισμή ανάμεσα στα πόδια της κοπέλας ήταν κοντά στο χέρι του, πολύ κοντά. Την αισθανόταν κάτω από το ύφασμα του μπλουτζίν της, να του καίει τα δάχτυλα. Να καίει, μου είπε πως τη λένε Άμεση Δράση και ζήτησε να δει το όπλο μου, σκέφτηκε ο Στιβ. Τώρα θα το δεις, κούκλα, θα σου το δείξω εγώ, εξάσφαιρο είναι και ξερνάει κάτι σφαίρες σαν βαρέλια, θα δεις.

Ο Στιβ κατέβαλε τρομακτική προσπάθεια να ελέγξει τον εαυτό του, ν' αρπαχτεί απ' οτιδήποτε θα μπορούσε να κλείσει τον πυρηνικό αντιδραστήρα πριν λιώσουν οι ράβδοι ανάσχεσης. Αυτό που βρήκε τελικά ήταν μια ανάμνηση -το γεμάτο περιέργεια αλλά και ανησυχία ύφος της Σύνθια πάνω στο δρόμο, καθώς τον κοίταζε από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού, χωρίς να μπει αμέσως στο αμάξι, ελέγχοντας τον πρώτα με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της, προσπαθώντας να κρίνει αν ήταν από τους τύπους που δαγκώνουν ή κόβουν διάφορα.

Αυτιά, για παράδειγμα. Είσαι καλός άνθρωπος; Τον είχε ρωτήσει κι αυτός της είχε απαντήσει. Ναι, έτσι νομίζω, και ύστερα, σαν καλός άνθρωπος που ήταν, την είχε φέρει σ' ετούτη την πόλη των νεκρών και τώρα τη χούφτωνε και σκεφτόταν ότι πολύ θα ήθελε να την πηδήξει και να την πονέσει ταυτόχρονα, να δοκιμάσει και319

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

νούριους τρόπους, κάτι που θα είχε να κάνει με ηδονή και πόνο, γλυκό κι αλμυρό μαζί. Γιατί έτσι γινόταν στον τόπο του λύκου, έτσι γινόταν στον οίκο του σκορπιού, έτσι ήταν ο έρωτας εδώ στην Ντεσπερέισον.

Είσαι καλός άνθρωπος; Ή είσαι κανένας μανιακός δολοφόνος; Είσαι καλός, είσαι καλός, είσαι καλός άνθρωπος;

Ο Στιβ τράβηξε το χέρι του κι ανατρίχιασε σύγκορμος. Στράφηκε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω το ταραγμένο σκοτάδι, όπου οι κόκκοι της άμμου χόρευαν σαν νιφάδες χιονιού. Αισθανόταν τον ιδρώτα στο στήθος, στη βάση της πλάτης του, στις μασχάλες και, παρ' όλο που ήταν λίγο καλύτερα τώρα, ένιωθε ακόμα σαν βαριά άρρωστος ανάμεσα σε κρίσεις παραληρήματος. Τώρα που είχε θυμηθεί τον πέτρινο λύκο, ήταν αδύνατο να τον βγάλει από το μυαλό του. Σκεφτόταν συνεχώς εκείνο το κεφάλι με την τρελή, τρομακτική κλίση και τα γουρλωτά μάτια. Είχε κολλήσει στο μυαλό του σαν ανικανοποίητος πόθος. «Τι γίνεται;» είπε κλαψουριστά η Σύνθια. «Χριστέ μου, δεν ήθελα να το κάνω αυτό, Στιβ. Τι έχουμε πάθει;»

«Δεν ξέρω», της απάντησε βραχνά. «Αυτό που ξέρω είναι ότι πήραμε μια μικρή γεύση για το τι συνέβη σ' αυτή την πόλη και δε μ' αρέσει καθόλου. Εκείνο το καταραμένο αγαλματάκι έχει κολλήσει στο μυαλό μου».

Τελικά βρήκε το κουράγιο να στραφεί να την αντικρίσει. Η Σύνθια είχε μαζευτεί πάνω στην πόρτα του συνοδηγού, σαν τρομαγμένη έφηβη που το πρώτο της ραντεβού έχει πάρει επικίνδυνη τροπή και, παρ' όλο που φαινόταν αρκετά ήρεμη, τα μαγουλά της ήταν κατακόκκινα και σφούγγιζε συνεχώς δάκρυα με το πλάι του χεριού της.

«Κι εμένα», του είπε. «Θυμάμαι κάποτε που μου είχε μπει ένα γυαλάκι στο μάτι. Είναι ακριβώς η ίδια αίσθηση. Σκέφτομαι συνέχεια ότι θα ήθελα να πάρω εκείνη την πέτρα και να την τρίψω πάνω στο... ξέρεις.

Μόνο που δεν είναι ακριβώς σαν σκέψη. Δεν είναι καθόλου σαν σκέψη». 320

STEPHEN KING

«Ξέρω», είπε ο Στιβ, ενώ ευχόταν να μην του είχε πει η Σύνθια αυτό το πράγμα. Γιατί τώρα είχε μπει και στο δικό του μυαλό η ιδέα. Είδε τον εαυτό του να τρίβει εκείνο το αποκρουστικό αντικείμενο –αποκρουστικό αλλά πανίσχυρο- πάνω στη στύση του. Και ύστερα είδε τους δυο τους να πηδιούνται στο πάτωμα, κάτω από τις κρεμάστρες, κάτω από τα κρεμασμένα πτώματα, έχοντας τη μικρή γκρίζα πέτρα ανάμεσα τους, κρατώντας τη με τα δόντια τους.

Ο Στιβ έδιωξε τις εικόνες... αλλά για πόσο ακόμα θα ήταν σε θέση να τις κρατήσει μακριά; Κοίταξε πάλι τη Σύνθια και κατάφερε να της χαμογελάσει. «Μη με λες μπέμπη», της είπε. «Μη με λες μπέμπη για να μη σε λέω κι εγώ μπέμπα».

Η Σύνθια άφησε μια τρεμάμενη ηχηρή ανάσα που προοριζόταν για γέλιο, αλλά δε βγήκε ακριβώς έτσι. «Ναι. Κάπως έτσι. Νομίζω πως συνέρχομαι κάπως».

Ο Στιβ κούνησε αργά το κεφάλι του. Ναι. Εξακολουθούσε να έχει τη μεγαλύτερη στύση όλων των εποχών και πολύ θα ήθελε ν' ανακουφιστεί, αλλά τώρα οι σκέψεις του έμοιαζαν λίγο περισσότερο δικές του. Αν κατάφερνε να τις κρατήσει μακριά από εκείνο το πέτρινο αγαλματάκι για λίγη ώρα ακόμη, μάλλον θα ήταν εντάξει.

Όμως, για μερικές στιγμές, τα πράγματα είχαν γίνει πολύ άσχημα, ίσως ήταν ό,τι χειρότερο του είχε συμβεί στη ζωή του. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα είχε καταλάβει πώς νιώθει ένας καθ' έξιν δολοφόνος, θα μπορούσε να την είχε σκοτώσει. Ίσως να την είχε. σκοτώσει, αν δεν είχε διακόψει τη φυσική επαφή μαζί της τη στιγμή που το έκανε. Ή μπορεί η Σύνθια να είχε σκοτώσει αυτόν. Το σεξ και ο φόνος ήταν σαν να είχαν αλλάξει θέσεις σ' αυτή τη φρικτή πόλη. Μόνο που δεν ήταν απλώς το σεξ το ζητούμενο, θυμήθηκε μόλις άγγιξε τον πέτρινο λύκο, που τα φώτα τρεμόπαιξαν και το ραδιόφωνο ξανάναψε από μόνο του. «Όχι το σεξ», είπε. «Ούτε ο φόνος. Η δύναμη». «Ε;»

«Τίποτα, θα πάω πίσω, προς το κέντρο της πόλης. Και προς το ορυχείο». 321

«Αυτό το μεγάλο χωμάτινο βουνό στο Νότο;»

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Στιβ έγνεψε καταφατικά. «Είναι ορυχείο. Πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας βοηθητικός δρόμος που να καταλήγει σε κάποιο σημείο της Εθνικής 50. Θα τον βρούμε και θα τον ακολουθήσουμε. Καλύτερα που είναι κλειστός αυτός εδώ. Δε θέλω να ξαναπλησιάσω εκείνο το μεταλλικό κτίριο και το...»

Η Σύνθια τον άρπαξε απότομα από το μπράτσο. Ο Στιβ ακολούθησε το βλέμμα της και είδε κάτι να μπαίνει νωχελικά στη δεξιά από τις δυο κωνικές περιοχές φωτός που δημιουργούσαν οι προβολείς του αυτοκινήτου. Η σκόνη ήταν τόσο πυκνή τώρα, που αρχικά το ζώο του φάνηκε ότι ήταν φάντασμα, κάποιο απ' τα πνεύματα που καλούσαν οι Ινδιάνοι εκατό χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας λύκος, σε μέγεθος γερμανικού λυκόσκυλου αλλά πιο λιγνός. Τα μάτια του λαμπύρισαν σαν αναμμένα κάρβουνα στο φως των προβολέων. Τον ακολουθούσαν δυο φάλαγγες σκορπιών της ερήμου, με τις φαρμακερές ουρές τους σηκωμένες πάνω από την πλάτη τους. Στα πλάγια της παράταξης των σκορπιών βάδιζαν κογιότ, δύο από κάθε πλευρά. Φαίνονταν να χαμογελάνε νευρικά. Ο άνεμος δυνάμωσε ξανά. Τράνταξε το αυτοκίνητο. Στ' αριστερά τους, η μισοπεσμένη τέντα πλατάγιζε σαν σκισμένο ιστίο.

«Ο λύκος κουβαλάει κάτι», είπε βραχνά η Σύνθια.

«Παραλογίζεσαι», της είπε ο Στιβ. Αλλά, καθώς το ζώο πλησίαζε, είδε ότι η Σύνθια είχε δίκιο. Ο λύκος σταμάτησε γύρω στα δέκα μέτρα μακριά από το αμάξι. Φάνταζε σαν τμήμα κάποιας φωτογραφίας, σε μεγέθυνση υψηλής ανάλυσης. Χαμήλωσε το κεφάλι του κι άφησε αυτό που κρατούσε στα δόντια του να πέσει στο έδαφος. Το κοίταξε επίμονα για μερικές στιγμές και ύστερα πισωπάτησε τρία βήματα, κάθισε στα πίσω πόδια του κι άρχισε να ανασαίνει λαχανιαστά. Ήταν το πέτρινο αγαλματάκι, πεσμένο στο πλάι, στην είσοδο του πάρκινγκ της καφετερίας μέσα στην περιδινούμενη άμμο, ο πέτρινος λύκος με τα γουρλωτά μάτια, τη μακρουλή μουσούδα, το αφύσικα στραμμένο κεφάλι. Και, σαν πυρήνας κάποιου άγνωστου ισχυρού πεδίου, εξέπεμπε προς το αυτοκίνητο αόρατους κώνους ενέργειας, που είχαν να κάνουν με οργή, μανία, σεξ, δύναμη. 322

STEPHEN KING

Ο Στιβ ξαναείδε με τα μάτια του μυαλού του ότι πηδούσε τη Σύνθια, καρφωνόταν σαν ξίφος μπηγμένο ως τη λαβή σε ζεστή, πηγμένη λάσπη. Τα πρόσωπα τους ήταν αντικριστά, καθώς τραβούσαν ανάμεσα τους με άγρια γρυλίσματα το αγαλματάκι που έσφιγγαν με τα δόντια τους. «Να πάω να το πάρω;» ρώτησε η Σύνθια και τώρα ακούστηκε αυτή σαν να ήταν ναρκωμένη.

«Αστειεύεσαι;» είπε ο Στιβ. Ήταν η δική του φωνή, με τη χαρακτηριστική προφορά του Τέξας, αλλά όχι τα δικά του λόγια. Τώρα τα λόγια έβγαιναν από το ραδιόφωνο μέσα στο μυαλό του, εκείνο που είχε ανοίξει ο πέτρινος λύκος. Τα άγρια γουρλωτά μάτια τον κοίταζαν επίμονα, δυο γκρίζοι πέτρινοι βολβοί πάνω στο χώμα. «Και τι θα γίνει;»

Ο Στιβ κοίταξε την κοπέλα και χαμογέλασε γυμνώνοντας τα δόντια του. Η έκφραση του ήταν σατανική, ένιωθε σατανικά. Και υπέροχα ταυτόχρονα, «Θα πάμε μαζί να το πάρουμε, φυσικά. Διαφωνείς;»

Τώρα η καταιγίδα ήταν στο ίδιο του το μυαλό, το σάρωνε απ' άκρη σ' άκρη ένας μανιασμένος άνεμος, το γέμιζε με εικόνες από τα πράγματα που θα της έκανε, που θα του έκανε αυτή και που θα έκαναν οι δυο τους σε όποιον τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο τους.

Η κοπέλα του ανταπέδωσε το χαμόγελο και τα λιπόσαρκα μαγουλά της τεντώθηκαν μέχρι που έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει με γυμνό κρανίο. Πρασινωπό φως από τα όργανα της κονσόλας έλουζε το μέτωπο και το πιγούνι της, τα μάτια της φάνταζαν δυο σκοτεινές, άδειες κόγχες. Χαμογελώντας πάντα, έβγαλε τη γλώσσα της και την έπαιξε όπως κάνουν τα φίδια. Ο Στιβ έβγαλε κι αυτός τη δική του κι έκανε το ίδιο. Ύστερα γράπωσε το χερούλι της πόρτας, θα έτρεχαν μαζί ως το σπασμένο αγαλματάκι, θα έπεφταν κάτω και θα έκαναν έρωτα ανάμεσα στους σκορπιούς, κρατώντας τον πέτρινο λύκο ανάμεσα τους, με τα δόντια τους, κι ό,τι ήθελε ας γινόταν μετά, δεν τον ένοιαζε. Γιατί αυτός και το κορίτσι, από μια άποψη, θα είχαν ήδη χαθεί. 323

3

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Τζόνι ξαναβγήκε στο πεζοδρόμιο κι έδωσε το μπουκάλι με το ουίσκι στον Μπίλινγκσλι, που το κοίταξε με την κατάπληξη και τη χαρά ενός ανθρώπου που μόλις του ανακοίνωσαν ότι κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. «Έλα, Τομ», του είπε ο Τζόνι. «Πιες μια γουλίτσα -μόνο μία- και πέρασε το και στους άλλους. Εγώ δε θα πάρω, έχω δώσει όρκο». Κοίταξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, περιμένοντας να δει κι άλλα κογιότ μαζεμένα, αλλά ήταν ακόμα μόνο πέντε. Δεν πιστεύω να έχεις αντίρρηση παν δε θα πιω, Τομ; σκέφτηκε ο Τζόνι, παρατηρώντας τον Μπίλινγκσλι ν' ανοίγει βιαστικά το πώμα του μπουκαλιού. Και βέβαια δεν έχεις. «Τι έχεις πάθει εσύ;» τον ρώτησε άγρια η Μαίρη. «Τι διάβολο έχεις πάθει;»

«Τίποτε», είπε ο Τζόνι. «Απλώς έχω σπάσει τη μύτη μου, αλλά νομίζω ότι δεν εννοείς αυτό».

Ο Μπίλινγκσλι έφερε το μπουκάλι στο στόμα του μ' ένα γρήγορο, εξασκημένο τίναγμα του καρπού, όμοιο με κίνηση έμπειρης νοσοκόμας, που ετοιμάζεται να κάνει ένεση. Έβηξε σαν να πνίγηκε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Σήκωσε πάλι το μπουκάλι προς τα χείλη του, αλλά ο Τζόνι του το άρπαξε από το χέρι. «Όχι, δε νομίζω, παλιόφιλε». Πρόσφερε το μπουκάλι στον Ραλφ, που το πήρε, το κοίταξε για μια στιγμή και τελικά ήπιε μια γρήγορη γουλιά. Ο Ραλφ, με τη σειρά του, το πρόσφερε στη Μαίρη. «Όχι».

«Έλα, πιες», της είπε ο Ραλφ. Η φωνή του ήταν σιγανή, σχεδόν ταπεινή, «θα σου κάνει καλό».

Η Μαίρη έριξε μια ματιά όλο μίσος και απορία στον Τζόνι και ύστερα ήπιε μια μικρή γουλιά από το μπουκάλι του ουίσκι. Έβηξε, κράτησε το μπουκάλι μακριά της και το κοίταξε σαν να περιείχε δηλητήριο. Ο Ραλφ της το πήρε, άρπαξε και το πώμα από το αριστερό χέρι του Μπίλινγκσλι και το βίδωσε στη θέση του. Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, ο Τζόνι είχε ανοίξει το μπουκαλάκι με τις α324

STEPHEN KING

σπιρίνες, είχε αδειάσει μισή ντουζίνα στην παλάμη του κι αφού τις κούνησε για μια στιγμή, τις έριξε όλες στο στόμα του μονοκοπανιά. «Εμπρός, γιατρέ», είπε στον Μπίλινγκσλι. «Οδήγησε μας».

Πήραν το δρόμο και ο Τζόνι τους εξήγησε γιατί είχε τσακιστεί να πάει να βρει το κινητό του. Τα κογιότ από απέναντι σηκώθηκαν κι αυτά και τους ακολούθησαν κρατώντας τον ίδιο ρυθμό βηματισμού. Τι θα έκαναν με δαύτα, αλήθεια; Αν τα πυροβολούσαν; Πολλή φασαρία. Εξάλλου, δεν τους πείραζαν. Κι ο αστυνομικός δε φαινόταν πουθενά. Κάτι ήταν κι αυτό. Κι αν τύχαινε να εμφανιστεί πριν προλάβουν να φτάσουν στον κινηματογράφο, θα μπορούσαν κάλλιστα να τρυπώσουν σε οποιοδήποτε από τα γύρω μαγαζιά. Ο Τζόνι ξεροκατάπιε, μόρφασε από τη γεύση της ξινίλας που του έφεραν οι μισολιωμένες ασπιρίνες και δοκίμασε να βάλει το μπουκαλάκι στην τσέπη του πουκαμίσου του. Το μπουκαλάκι χτύπησε στο κινητό που ήταν ήδη εκεί.

Ο Τζόνι το έβγαλε, έβαλε στη θέση του τις ασπιρίνες, έκανε να βάλει το κινητό στην τσέπη του μπλουτζίν του και τελικά αποφάσισε να δοκιμάσει ακόμα μια φορά. Τράβηξε την κεραία κι άνοιξε το καπάκι. Καθόλου γραμμούλες. Τζίφος! «Λέτε ότι αυτός ήταν ο φίλος σας;» τον ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Έτσι νομίζω».

Ο Ντέιβιντ άπλωσε το χέρι του. «Να δοκιμάσω κι εγώ;»

Υπήρχε κάτι στη φωνή του. Το ένιωσε και ο πατέρας του. Ο Τζόνι το κατάλαβε από τον τρόπο που τον κοίταξε ο Ραλφ. «Ντέιβιντ; Τι είναι, παιδί μου; Τι συμβ...» «Να δοκιμάσω; Σας παρακαλώ;»

«Βέβαια. Αν θέλεις». Ο Τζόνι έδωσε το άχρηστο τηλέφωνο στο παιδί και, τη στιγμή που το έπιανε ο Ντέιβιντ, τρεις κάθετες γραμμούλες εμφανίστηκαν στο καντράν δίπλα στο S. Ούτε μία ούτε δύο αλλά τρεις. 325

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πανάθεμα με!» είπε βραχνά ο Τζόνι κι άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι του παιδιού. Ο Ντέιβιντ, που περιεργαζόταν τα κουμπιά της συσκευής, δεν πρόλαβε να τον εμποδίσει.

Τη στιγμή που το τηλέφωνο ξαναβρέθηκε στα χέρια του Τζόνι, οι τρεις κάθετες γραμμές εξαφανίστηκαν από το καντράν αφήνοντας σκέτο το S. Δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Το φαντάστηκες, σου φάνηκε ότι είδες...

«Δώσ' το μου πίσω!» φώναξε ο Ντέιβιντ. Ο Τζόνι έμεινε κατάπληκτος από το θυμό στη φωνή του αγοριού. Το τηλέφωνο άλλαξε πάλι χέρια αλλά όχι τόσο γρήγορα αυτή τη φορά και ο Τζόνι πρόλαβε να δει τις γραμμές να εμφανίζονται πάλι, φωσφορίζοντας μέσα στο σκοτάδι.

«Αυτό καταντάει βλακεία», είπε η Μαίρη, κοιτώντας πρώτα πίσω, πάνω από τον ώμο της, και ύστερα απέναντι, τα κογιότ. Είχαν σταθεί κι αυτά μόλις σταμάτησαν οι άνθρωποι. «Αλλά αν προτιμάτε να το κάνουμε έτσι, δε βγάζουμε κι ένα τραπεζάκι στη μέση του δρόμου, να καθίσουμε να τα κοπανήσουμε με την ησυχία μας;»

Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Ο Μπίλινγκσλι κοίταζε το μπουκάλι του Τζιμ Μπιμ. Ο Τζόνι και ο Ραλφ χάζευαν το παιδί, που, πατώντας το πλήκτρο ΟΝΟΜΑ/ΜΕΝΟΥ με την ταχύτητα βετεράνου στα βιντεοπαιχνίδια, προσπέρασε τον ατζέντη του Τζόνι, την πρώην γυναίκα του και τον εκδότη κι έφτασε τελικά στο όνομα ΣΤΙΒ. «Ντέιβιντ, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ραλφ.

Ο Ντέιβιντ τον αγνόησε κι απευθύνθηκε βιαστικά στον Τζόνι. «Αυτός είναι, ο φίλος σας με το φορτηγό, κύριε Μάρινβιλ; Ο Στιβ;» «Ναι».

Ο Ντέιβιντ πάτησε το πλήκτρο της κλήσης.

326

STEPHEN KING

4

Ο Στιβ είχε ακούσει στο σχολείο την έκφραση «τον έσωσε το κουδούνι», αλλά αυτό παραπήγαινε.

Τη στιγμή που τα δάχτυλα του έπιασαν το χερούλι της πόρτας -κι άκουγε τη Σύνθια να πιάνει κι αυτή το χερούλι της δικής της- το κινητό τηλέφωνο έβγαλε τη γνώριμη, ένρινη, απαιτητική κραυγή του: Μμίίπ Μμίίπ! Ο Σηβ κοκάλωσε. Κοίταξε το τηλέφωνο. Κοίταξε στο διπλανό κάθισμα, τη Σύνθια, που είχε ήδη μισανοίξει τη δική της πόρτα. Τον κοίταζε κι αυτή. Το χαμόγελο έσβηνε γοργά από το πρόσωπο της. Μμιιπ! Μμιιπ!

«Λοιπόν;» τον ρώτησε. «Δε θ' απαντήσεις;» Υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής της, κάτι τόσο συζυγικό, που ο Στιβ γέλασε.

Έξω, ο λύκος ύψωσε τη μουσούδα του προς το σκοτεινό ουρανό και ούρλιαξε, σαν να είχε ακούσει το γέλιο του Στιβ και να το αποδοκίμαζε. Τα κογιότ πήραν το ουρλιαχτό σαν σινιάλο. Σηκώθηκαν, έκαναν στροφή και χάθηκαν όπως είχαν έρθει, με τα κεφάλια σκυφτά, μέσα στην καταχνιά της αιωρούμενης σκόνης. Οι σκορπιοί είχαν ήδη φύγει. Αν είχαν υπάρξει ποτέ, δηλαδή. Ίσως να υπήρχαν μόνο στη φαντασία του. Ο Στιβ ένιωθε το κεφάλι του σαν στοιχειωμένο σπίτι, γεμάτο παραισθήσεις και ψεύτικες αναμνήσεις αντί για φαντάσματα. Μμιιπ! Μμιιπ!

Άρπαξε το τηλέφωνο από την κονσόλα, πάτησε το κουμπί και το έφερε στ' αυτί του. Ταυτόχρονα, κοίταζε αφηρημένα έξω, το λύκο. Κι ο λύκος κοίταζε αυτόν. «Αφεντικό; Εσύ είσαι, αφεντικό;»

Φυσικά, ποιος άλλος θα του τηλεφωνούσε; Κι όμως δεν ήταν το αφεντικό. Ήταν ένα παιδί. «Είσαι ο Στιβ;» ρώτησε το παιδί.

«Ναι. Πού βρήκες το τηλέφωνο του αφεντικού; Πώς...» 327

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αυτό δεν έχει σημασία», είπε το παιδί. «Έχετε κάποιο πρόβλημα; Έχετε, έτσι δεν είναι;»

Ο Στιβ άνοιξε το στόμα του. «Δεν...» Το ξανάκλεισε. Έξω από το αμάξι ούρλιαζε ο άνεμος. Κράτησε τη μικρή συσκευή πάνω στο μάγουλο του, κοιτώντας πάνω από το ματωμένο κουφάρι του όρνιου το λύκο, που έστεκε σε μικρή απόσταση από το αυτοκίνητο του. Είδε και το σπασμένο, πέτρινο αγαλματάκι πάνω στο χώμα. Οι σκληρές εικόνες βίαιου σεξ που γέμιζαν το μυαλό του είχαν ήδη ξεθωριάσει, αλλά θυμόταν πώς είχαν επιβληθεί και τον είχαν κυριεύσει, έτσι όπως θυμάται κανείς ένα φρικτό εφιάλτη. «Ναι», απάντησε, «θα μπορούσα να πω ότι έχουμε πρόβλημα».

«Είστε μέσα στο φορτηγό που είδαμε;»

«Αν είδατε φορτηγό, λογικά πρέπει να ήμαστε εμείς. Το αφεντικό μου είναι μαζί σου;» «Εδώ είναι ο κύριος Μάρινβιλ», είπε το παιδί. «Είναι καλά. Εσείς, είστε καλά;»

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Στιβ. «Είναι ένας λύκος έξω... κι έφερε αυτό το πράγμα... που είναι σαν αγαλματάκι αλλά...»

Το χέρι της Σύνθια μπήκε απότομα στο οπτικό του πεδίο κι αμέσως μετά ακούστηκε η κόρνα. Ο Στιβ τινάχτηκε. Ο λύκος, που στεκόταν στην είσοδο του πάρκινγκ, τινάχτηκε κι αυτός. Ο Στιβ είδε τα χείλη του ζώου να τεντώνονται προς τα πίσω, γυμνώνοντας τα δόντια του. Τ' αυτιά του κόλλησαν στο κρανίο του.

Δεν του αρέσει η κόρνα, σκέφτηκε. Και ύστερα έκανε άλλη μια σκέψη, μια πολύ απλή σκέψη, απ' αυτές που, όταν τις κάνεις, σου έρχεται να χτυπήσεις το κούτελο σου με την παλάμη, που δεν το είχες σκεφτεί τόση ώρα. Αν δε φύγει από τη μέση, μπορώ να περάσω από πάνω τον, δεν μπορώ; Ναι. Και βέβαια μπορούσε. Αυτός είχε το αυτοκίνητο.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ζωηρά το παιδί. Κι έπειτα, σαν να κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος ερώτηση: «Γιατί το έκανες;»

«Έχουμε παρέα. Προσπαθούμε να την ξεφορτωθούμε». 328

STEPHEN KING

Η Σύνθια πάτησε πάλι την κόρνα. Ο λύκος σηκώθηκε στα τέσσερα πόδια του. Φαινόταν τσατισμένος αλλά και σαστισμένος. Κι όταν η Σύνθια κόρναρε για Τρίτη φορά, ο Στιβ έβαλε κι αυτός το χέρι του πάνω στο δικό της να τη βοηθήσει. Ο λύκος τους κοίταξε για μερικές στιγμές ακόμη, με το κεφάλι ελαφρά γερτό, τα μάτια του να γυαλίζουν απαίσια, κιτρινοπράσινα στο φως των προβολέων. Ύστερα έσκυψε το κεφάλι, άρπαξε στα δόντια του το σπασμένο πέτρινο αγαλματάκι κι εξαφανίστηκε από εκεί που είχε έρθει.

Ο Στιβ και η Σύνθια κοιτάχτηκαν. Η Σύνθια φαινόταν ακόμα φοβισμένη, αλλά τώρα χαμογελούσε λιγάκι, παρ' όλα αυτά. «Στιβ;» Η φωνή ήταν μακρινή, ακουγόταν πίσω από στατικά παράσιτα. «Στιβ, μ' ακούς;» «Ναι».

«Η παρέα σας;»

«Έφυγε. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Το ερώτημα είναι, τι κάνουμε τώρα; Έχεις καμιά ιδέα;» «Ίσως έχω».

Περίεργο αλλά και ο μικρός ακούστηκε σαν να χαμογελούσε λιγάκι. «Πώς σε λένε, μικρέ;» ρώτησε ο Στιβ. 5 Κάπου πίσω τους, προς τη μεριά του δημοτικού κτιρίου, κάτι ξεκόλλησε από τη θέση του με τον άνεμο και γκρεμίστηκε με φοβερό πάταγο. Η Μαίρη πετάχτηκε σαν σβούρα προς την κατεύθυνση του ήχου, αλλά δεν είδε τίποτε. Ευχαρίστησε νοερά τον Ραλφ Κάρβερ, που την είχε βάλει να πιει εκείνη τη γουλιά το ουίσκι. Αλλιώς, αυτός ο δυνατός, απότομος κρότος -πρέπει να ήταν η ψεύτικη πρόσοψη κάποιου κτιρίου που είχε πέσει μονοκόμματη πάνω στο δρόμο- θα την είχε ρίξει λιπόθυμη από την τρομάρα της. 329

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Το αγόρι μιλούσε ακόμη στο τηλέφωνο. Οι τρεις άντρες είχαν μαζευτεί γύρω του. Από την έκφραση του Μάρινβιλ, η Μαίρη κατάλαβε πόσο πολύ ήθελε ο συγγραφέας να πάρει πίσω το τηλέφωνο του και να μιλήσει αυτός. Είδε επίσης ότι δεν επρόκειτο να το τολμήσει. Θα σου κάνει, καλό να μην μπορείς για μια φορά να πάρεις αυτό που θέλεις, καλέ μου Τζόνι, σκέφτηκε. Μεγάλο καλό.

«Ίσως έχω», είπε ο Ντέιβιντ, χαμογελώντας λιγάκι. Άκουσε κάτι που του είπε ο συνομιλητής του, απάντησε λέγοντας το όνομα του και ύστερα στράφηκε προς το Όουλ'ς Κλαμπ, γυρίζοντας την πλάτη του προς το δρόμο. Έσκυψε το κεφάλι του και, όταν ξαναμίλησε στο τηλέφωνο, η Μαίρη ίσα που μπόρεσε να τον ακούσει. Μια παράξενη αίσθηση πέρασε από το νου της σαν ζάλη. Ο μικρός δε θέλει ν' ακούσουν τα κογιότ αυτά που θα πει. Ξέρω ότι είναι τρελό, αλλά αυτό κάνει. Και το πιο τρελό ακόμη: πιστεύω πως έχει δίκιο. «Υπάρχει ένα παλιό κινηματοθέατρο», είπε ο Ντέιβιντ, με σιγανή φωνή. «Λέγεται Αμέρικαν Ουέστ». Έριξε μια ματιά στον Μπίλινγκσλι για επιβεβαίωση.

Ο κτηνίατρος έγνεψε καταφατικά. «Πες του να έρθει από το πίσω μέρος», είπε στο παιδί και η Μαίρη σκέφτηκε πως αν αυτή είχε τρελαθεί, τουλάχιστον δεν ήταν η μόνη. Ο Μπίλινγκσλι είχε μιλήσει κι αυτός χαμηλόφωνα και είχε ρίξει κι αυτός μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι τα κογιότ δεν είχαν πλησιάσει στο μεταξύ για να κρυφακούσουν. Αφού βεβαιώθηκε ότι στέκονταν ακόμα απέναντι, έξω από το κτίριο Ύδρευσης και Αποχέτευσης, μίλησε πάλι στον Ντέιβιντ. «Πες του ότι υπάρχει ένα στενό δρομάκι στο πίσω μέρος». Ο Ντέιβιντ το είπε. Αλλά και ο Μάρινβιλ είχε κάποια καινούρια ιδέα. Έκανε να πιάσει το τηλέφωνο, αλλά κρατήθηκε. «Πες του ν' αφήσει το φορτηγό μακριά από τον κινηματογράφο», είπε. Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας μίλησε επίσης χαμηλόφωνα, σκεπάζοντας μάλιστα το στόμα του με το χέρι, σαν να πίστευε ότι κάνα δυο από τα κογιότ απέναντι είχαν την ικανότητα να διαβάζουν τα χείλη. «Αν το αφήσει μπροστά και γυρίσει ο Εντράτζιαν και το δει...» 330

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ συγκατένευσε και το διαβίβασε κι αυτό στο συνομιλητή του. Άκουσε κάτι που του είπε ο Στιβ και κούνησε ξανά το κεφάλι, πάλι μ' ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη του. Σχεδόν άθελα της, η Μαίρη βρέθηκε να κοιτάζει τα κογιότ. Ενώ τα χάζευε αφηρημένη, συνειδητοποίησε κάτι που δεν απείχε πολύ από τη διαστροφή: αν τα κατάφερναν τελικά να βγουν απ' αυτή την πόλη και να γλιτώσουν από τον Εντράτζιαν, ένα μέρος του εαυτού της θα λυπόταν πολύ. Γιατί, όταν θα τέλειωναν όλα αυτά, θα ήταν αναγκασμένη ν' αντιμετωπίσει το θάνατο του Πίτερ. θα έπρεπε να θρηνήσει το χαμό του και την καταστροφή της ζωής που είχαν στήσει οι δυο τους. Κι αυτό δεν ήταν ίσως το χειρότερο, θα έπρεπε να τα σκεφτεί όλα αυτά, να προσπαθήσει να βγάλει ένα νόημα. Και δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε. Δεν ήταν σίγουρη αν κάποιος απ' όλους τους θα τα κατάφερνε. Εκτός, ίσως, από το μικρό Ντέιβιντ. «Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς», είπε ο Ντέιβιντ στο τηλέφωνο. Αμέσως μετά, πάτησε ένα κουμπί δίνοντας τέλος στη συνομιλία, κατέβασε την κεραία κι έδωσε τη μικρή συσκευή πίσω στον Μάρινβιλ, που αμέσως ξανασήκωσε την κεραία, κοίταξε τις ενδείξεις στο καντράν, κούνησε δύσπιστα το κεφάλι του και, τελικά, έκλεισε το καπάκι. «Πώς το έκανες αυτό, Ντέιβιντ; Μάγια;»

Το παιδί κοίταξε τον Μάρινβιλ σαν να ήταν τρελός. «Ο θεός», είπε.

«Ο θεός, βλάκα», επανέλαβε η Μαίρη, χαμογελώντας μ' έναν τρόπο εντελώς ασυνήθιστο για το χαρακτήρα της. Δεν ήταν ώρα να προκαλέσει τον Μάρινβιλ, αλλά δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό.

«Ίσως θα έπρεπε να είχες πει στο φίλο του κυρίου Μάρινβιλ να έρθει εδώ να μας πάρει», είπε σκεφτικός ο Ραλφ στο γιο του. «Θα ήταν το πιο απλό, Ντέιβιντ». «Δεν είναι απλό», απάντησε το αγόρι. «Ο Στιβ θα σου εξηγήσει όταν έρθουν». «Θα έρθουν; Ποιοι;» ρώτησε ο Μάρινβιλ.

Ο Ντέιβιντ τον αγνόησε. Κοίταζε τον πατέρα του. 331

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Είναι και η μαμά», είπε. «Δε γίνεται να φύγουμε χωρίς αυτή».

«Και μ' αυτά τι θα γίνει;» ρώτησε η Μαίρη, δείχνοντας τα κογιότ στο απέναντι πεζοδρόμιο, θα ορκιζόταν ότι τα αγρίμια όχι μόνο είδαν τη χειρονομία της, αλλά την κατάλαβαν κιόλας.

Ο Μάρινβιλ κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και βγήκε στη μέση του δρόμου. Τα μακριά, γκρίζα μαλλιά του ανέμιζαν προς όλες τις κατευθύυςεις, κάνοντας τον να μοιάζει με προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης. Τα κογιότ σηκώθηκαν στα τέσσερα πόδια τους και ο άνεμος έφερε ως απέναντι τα γρυλίσματά τους. Ο Μάρινβιλ σίγουρα θα τα άκουγε, αλλά παρ' όλα αυτά έκανε ένα δυο βήματα ακόμη. Μισόκλεισε τα μάτια του, όχι σαν να τον ενοχλούσε η άμμος, αλλά σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί οπωσδήποτε κι ύστερα χτύπησε παλαμάκια, δυνατά, μια φορά. Τακ!» Ένα από τα κογιότ ύψωσε τη μουσούδα του προς τον ουρανό και ούρλιαξε. Ο ήχος έκανε τη Μαίρη ν' ανατριχιάσει. «Τακ, αχ λαχ! Τακ!» Τα κογιότ φάνηκαν να μαζεύονται λίγο το ένα προς το μέρος του άλλου κι αυτό ήταν όλο.

Ο Μάρινβιλ ξαναχτύπησε τα χέρια του. «Τακ! Αχ λαχ... Τακ!... Σκατά κι απόσκατα, ποτέ δεν τα πήγα καλά με τις ξένες γλώσσες». Στεκόταν στη μέση του δρόμου, φουρκισμένος και κάπως αβέβαιος. Μάλλον δεν του είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να του ρίχνονταν τα κογιότ -κι ότι το Μόσμπεργκ που κρατούσε στο χέρι του ήταν άδειο. Ο Ντέιβιντ κατέβηκε κι αυτός από το πεζοδρόμιο. Ο πατέρας του πρόλαβε και τον άρπαξε από το γιακά. «Άφησε με, μπαμπά», είπε ο μικρός.

Ο Ραλφ τον άφησε, αλλά τον ακολούθησε όταν ο Ντέιβιντ πήγε κοντά στον Μάρινβιλ. Και τότε, το παιδί είπε κάτι που η Μαίρη ήταν σίγουρη ότι θα το θυμόταν για πάντα, ακόμη κι αν το μυαλό της κατάφερνε κάποτε να τα σβήσει όλα αυτά από τη θύμηση της -ήταν από τα πράγματα που στοιχειώνουν τα όνειρα σου.

«Μην τους μιλάτε στη γλώσσα των νεκρών, κύριε Μάρινβιλ».

Ο Ντέιβιντ έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά. Τώρα ήταν μόνος στη μέση του δρόμου, έχοντας λίγο πίσω του τον Ραλφ και τον Τζόνι. 332

STEPHEN KING

Η Μαίρη κι ο Μπίλινγκσλι στέκονταν ακόμα πιο πίσω, πάνω στο πεζοδρόμιο. Το ουρλιαχτό του ανέμου έφτασε στο κρεσέντο του και συνεχίστηκε με μια ψιλή, ατελείωτη κορόνα. Η Μαίρη ένιωθε την άμμο να της αγκυλώνει το πρόσωπο, αλλά αυτή η ενόχληση ήταν κάτι μακρινό κι ασήμαντο προς το παρόν. Ο Ντέιβιντ έφερε τα χέρια του, με τις παλάμες και τα δάχτυλα ενωμένα, μπροστά στα χείλη και στο πιγούνι του, στη χαρακτηριστική του, παιδιάστικη στάση της προσευχής. Λίγες στιγμές αργότερα άνοιξε :α χέρια του και τ' άπλωσε μπροστά, προς την κατεύθυνση των κογιότ. «Ο θεός μαζί σας, να σας φυλάει και να σας ευλογεί. Η θεία Χάρη Του να σας φωτίζει και να σας έχει καλά», είπε. «Φύγετε τώρα, άντε. Εμπρός, στρίβετε». Τα κογιότ έκαναν σαν να έπεσε πάνω τους ένα σμάρι μέλισσες. Άρχισαν να στριφογυρίζουν επιτόπου, έγιναν ένα κουβάρι από μουσούδες, αυτιά, ουρές και δόντια, δάγκωναν το ένα τα πλευρά του άλλου και, πολλές φορές, και τα δικά τους. Και ξαφνικά, το έβαλαν στα πόδια όλα μαζί, αλυχτώντας και σκούζοντας σαν να καβγάδιζαν μεταξύ τους. Η Μαίρη τα άκουγε για πολλή ώρα, σαν σιγόντο στο αδιάκοπο ουρλιαχτό του ανέμου.

Ο Ντέιβιντ στράφηκε, είδε τους άλλους να τον κοιτάζουν εμβρόντητοι -ήταν αδύνατο να μην προσέξει κανείς τέτοιες εκφράσεις απόλυτης κατάπληξης, ακόμα και στο μισοσκόταδο- και χαμογέλασε αχνά. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του, σαν να έλεγε, Ε, τι να γίνει, έτσι είναι αυτά. Η Μαίρη πρόσεξε ότι στο πρόσωπο του υπήρχε ακόμα η πράσινη κρούστα της ξεραμένης σαπουνάδας, θύμιζε άτεχνο μακιγιάζ σε παιδικό πρόσωπο την Αποκριά. «Ελάτε, πάμε», είπε ο Ντέιβιντ.

Μαζεύτηκαν όλοι πάνω στο δρόμο. «Και θα τους οδηγήσει ένα μικρό παιδί», είπε ο Μάρινβιλ. «Εμπρός, λοιπόν, παιδί μου. Οδήγησε μας». Κι άρχισαν να περπατάνε πάλι στην οδό Μέιν, προς το Βορρά και το Αμέρικαν Ουέστ.

333

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 1

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αυτό είναι, νομίζω». Η Σύνθια του έδειξε από το παράθυρο της. «Το βλέπεις;»

Ο Στιβ έσκυψε πάνω από το τιμόνι και προσπάθησε να δει μέσα από το αιματοβαμμένο παρμπρίζ -αν και το κύριο πρόβλημα ήταν η άμμος που είχε κολλήσει πάνω στο αίμα. Έγνεψε καταφατικά. Ναι, το έβλεπε, μια παλιομοδίτικη μαρκίζα που κρεμόταν με σκουριασμένες αλυσίδες μπροστά σε ένα παλιό κτίριο. Το μόνο γράμμα που υπήρχε ακόμη στη μαρκίζα ήταν ένα στραβό Ρ. Αριστερά τους υπήρχε ένα βενζινάδικο. Μια επιγραφή που έγραφε ΤΑ ΦΤΗΝΟΤΕΡΑ ΤΣΙΓΑΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ είχε πέσει από τη θέση της. Μπροστά στη μοναδική αντλία του βενζινάδικου είχε μαζευτεί ένα βουναλάκι άμμου, που σχεδόν έκρυβε την τσιμεντένια βάση της. Ο Στιβ έστριψε αριστερά και μπήκε στο βενζινάδικο. «Πού πας; Ο μικρός σου είπε να πάμε στον κινηματογράφο!»

«Ναι, αλλά μου είπε επίσης να μην παρκάρω το αμάξι εδώ κοντά. Κι έχει δίκιο σ' αυτό. Θα ήταν σαν να... Ε, κάποιος είναι εκεί μέσα!»

Ο Στιβ πάτησε με δύναμη το φρένο και το αμάξι κοκάλωσε. Πραγματικά, υπήρχε κάποιος μέσα στο γραφείο του βενζινάδικου. Ήταν ξαπλωμένος πίσω στην καρέκλα του και είχε τα πόδια του απλωμένα στο γραφείο. θα μπορούσε να κοιμάται, μόνο που η στάση του είχε κάτι παράξενο, κυρίως ο τρόπος που ακουμπούσε το κεφάλι του στον ώμο του. «Μην κάνεις τον κόπο, είναι νεκρός», είπε η Σύνθια και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Στιβ καθώς αυτός άνοιγε την πόρτα του. «Φαίνεται από δω».

«Το ξέρω, αλλά χρειαζόμαστε ένα μέρος για να κρύψουμε το αμάξι. Αν έχει χώρο στο γκαράζ, θα ανοίξω την πόρτα κι εσύ θα το βάλεις μέσα». Δε χρειαζόταν, βέβαια, να τη ρωτήσει αν μπορούσε -θυμόταν ακόμη με πόση άνεση είχε οδηγήσει το αμάξι στην Εθνική 50. «Εντάξει. Αλλά κάνε γρήγορα».

334

STEPHEN KING

«Αστραπή». Πήγε να βγει από το αμάξι, αλλά σταμάτησε. «Είσαι εντάξει, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε.

Η Σύνθια χαμογέλασε. Ήταν φανερό ότι χρειάστηκε κάποια προσπάθεια, το χαμόγελο της όμως ήταν γνήσιο. «Προς το παρόν. Εσύ;» «Φίνα».

Βγήκε από το αμάξι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και πήγε βιαστικά στο γραφείο του βενζινάδικου. Ήταν εκπληκτικό πόση άμμος είχε μαζευτεί κιόλας, θα 'λέγε κανείς ότι ο δυτικός άνεμος είχε σκοπό να θάψει όλη την πόλη. Και, αν έκρινε κανείς από όσα είχαν δει ως τώρα, δεν ήταν και τόσο άσχημη αυτή η ιδέα.

Στην εσοχή της πόρτας ήταν πιασμένη μια αφάνα, με τα σκελετώδη κλαδιά της να τραντάζονται, κροταλίζοντας από τον αέρα. Ο Στιβ την κλότσησε και ο ξερόθαμνος εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Γύρισε, είδε ότι η Σύνθια καθόταν τώρα στο τιμόνι του αυτοκινήτου και της κούνησε το χέρι. Αυτή σήκωσε τις γροθιές μπροστά της, το πρόσωπο της σοβαρό και προσηλωμένο, και μετά ανασήκωσε και τους δύο αντίχειρες. Κέντρο Ελέγχου, είμαστε οκέι. Ο Στιβ χαμογέλασε, έκανε μια καταφατική κίνηση με το κεφάλι και μπήκε μέσα. Αυτό το κορίτσι είχε πολλή πλάκα. Άραγε, η ίδια το 'ξερε; Ο τύπος που καθόταν στην καρέκλα του γραφείου χρειαζόταν ένα καλό, βαθύ θάψιμο. Μέσα στη σκιά που έριχνε το γείσο του κασκέτου του, το πρόσωπο του ήταν μοβ, το δέρμα τεντωμένο και γυαλιστερό. Ο Στιβ διέκρινε καμιά εικοσαριά τσιμπήματα πάνω του. Δεν ήταν από φίδια, οι τρύπες ήταν πολύ μικρές για να είναι ακόμη και από σκορπιούς.

Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα περιοδικό πορνό. Ο Στιβ διάβασε τον τίτλο από κει που στεκόταν: Λεσβίες Ερωμένες. Είδε κάτι να ανεβαίνει από την άκρη του γραφείου και να περπατά πάνω στις γυμνές γυναίκες του εξωφύλλου. Το ακολούθησαν δυο φίλοι του. Έφτασαν στην άκρη του γραφείου και σταμάτησαν εκεί στη σειρά, σαν στρατιώτες σε παρέλαση. Είδε άλλα τρία ζωύφια να βγαίνουν κάτω από το γραφείο και να τρέχουν στο δάπεδο, προς το μέρος του. Ο Στιβ έκανε ένα βήμα 335

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

πίσω και κατέβασε με δύναμη την μπότα του. Πέτυχε τα δύο από τα τρία. Το άλλο την κοπάνησε προς τα δεξιά και εξαφανίστηκε προς μια πόρτα, που μάλλον πρέπει να ήταν η τουαλέτα. Όταν ξανακοίταξε στο γραφείο, είδε ότι τώρα υπήρχαν οχτώ ζωύφια παραταγμένα στην άκρη, σαν Ινδιάνοι πάνω σε ράχη βουνού σε καουμπόικη ταινία.

Ήταν αράχνες «ερημίτες», όπως τις έλεγαν. Τις ξεχώριζες από την πλάτη τους, όπου είχαν ένα σημάδι σε σχήμα βιολιού. Ο Στιβ είχε δει πολλές στο Τέξας και μια φορά τον είχε τσιμπήσει μία, ενώ έψαχνε ανάμεσα σε κάτι ξύλα στο σπίτι της θείας του της Μπέτι. Τον είχε πονέσει τρομερά -σαν το τσίμπημα του μυρμηγκιού, μόνο που έκαιγε κιόλας. Τώρα κατάλαβε γιατί ο νεκρός μύριζε τόσο απαίσια παρ' όλο το ξηρό κλίμα. Η θεία Μπέτι του είχε απολυμάνει αμέσως το τσίμπημα με οινόπνευμα και του είπε ότι, αν το αφήσεις έτσι, η σάρκα γύρω γύρω αρχίζει να σαπίζει γιατί αυτές οι αράχνες έχουν κάτι στο σάλιο τους. Και αν επιτεθούν σε έναν άνθρωπο πολλές μαζί... Άλλες δυο αράχνες ξεπρόβαλαν μέσα από το κλειστό περιοδικό και πήγαν κοντά στις άλλες. Δέκα συνολικά τώρα. Και τον κοίταζαν. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Άλλη μία βγήκε μέσα από τα μαλλιά του τύπου, κατέβηκε στο μέτωπο και τη μύτη του, πέρασε πάνω από τα πρησμένα χείλια κι έκοψε λοξά στο μάγουλο. Προφανώς πήγαινε κι αυτή στο συνέδριο στην άκρη του γραφείου, αλλά ο Στιβ δεν περίμενε για να δει. Πήγε στο γκαράζ, ανεβάζοντας ταυτόχρονα το γιακά του. Μπορεί το γκαράζ να ήταν γεμάτο απ' αυτά τα παλιοζωύφια. Οι αράχνες ερημίτες πηγαίνουν στα σκοτεινά μέρη. Γι' αυτό κάνε γρήγορα, εντάξει;

Στα αριστερά της πόρτας υπήρχε ένας διακόπτης για το φως. Τον γύρισε και μισή ντουζίνα βρόμικες λάμπες φθορισμού άναψαν βουίζοντας πάνω από το γκαράζ. Υπήρχε χώρος για δύο αυτοκίνητα. Στον έναν ήταν ένα φορτηγάκι, που το είχαν μετατρέψει σε όχημα παντός εδάφους, βάζοντας του τεράστιους τροχούς. Μπλε μεταλλικό χρώμα και από τη μεριά του οδηγού έγραφε Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. Ο άλλος χώρος θα έφτανε για το Ράιντερ, αν μετακινούσε μια στοίβα λάστιχα και τη μηχανή του βουλκανιζατέρ. 336

STEPHEN KING

Έκανε νόημα στη Σύνθια, χωρίς να ξέρει αν μπορεί να τον δει ή όχι, και πλησίασε τα λάστιχα. Είχε σκύψει από πάνω τους, όταν ένας αρουραίος πήδησε μέσα από τη σκοτεινή τρύπα στη μέση της στοίβας και έχωσε τα δόντια του στο πουκάμισο του. Ο Στιβ φώναξε από έκπληξη και αηδία και χτύπησε τον αρουραίο με τη δεξιά γροθιά του, σπάζοντας του την πλάτη. Ο αρουραίος άρχισε να σφαδάζει και να τινάζει τα πίσω πόδια του στον αέρα, στριγκλίζοντας μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Προσπαθούσε ακόμη να τον δαγκώσει. «Σκατά!» ούρλιαξε ο Στιβ. «Φύγε, γαμημένο, άσε με!»

Ο αρουραίος ήταν τεράστιος, είχε σχεδόν το μέγεθος μεγάλης γάτας. Ο Στιβ έσκυψε μπροστά, για ν' απομακρύνει το πουκάμισο από το κορμί του (το έκανε χωρίς να σκεφτεί, όπως δεν αντιλαμβανόταν ότι όλη αυτή την ώρα ούρλιαζε και βλαστημούσε), μετά άρπαξε την άτριχη ουρά του αρουραίου και τράβηξε μ' όλη του τη δύναμη. Ακούστηκε ένας ήχος από σκίσιμο και το πουκάμισο άνοιξε, αλλά ο αρουραίος είχε αφήσει το ύφασμα τώρα και γύριζε προσπαθώντας να του δαγκώσει το χέρι. Ο Στιβ τον στριφογύρισε από την ουρά σαν παλαβός Τομ Σόγιερ και τον εκσφενδόνισε στον αέρα. Διέσχισε όλο το γκαράζ και βρόντηξε στον τοίχο πίσω από το φορτηγάκι του βενζινά. Έπεσε στο πάτωμα κι έμεινε ακίνητος, με τα πόδια του στον αέρα. Ο Στιβ τον κοίταξε για λίγο, για να βεβαιωθεί ότι δε θα ξανασηκωνόταν να του επιτεθεί. Στο μεταξύ έτρεμε σύγκορμος και από το στόμα του έβγαινε ένας ήχος σαν να κρύωνε: «Μπρρρρρρ» Στα δεξιά της πόρτας υπήρχε ένας μακρύς πάγκος γεμάτος εργαλεία. Πήρε ένα μικρό λοστό και κλότσησε τη στοίβα με τα λάστιχα, που έπεσαν και κύλησαν στο πάτωμα. Δύο αρουραίοι ακόμη, μικρότεροι αυτοί τη φορά, βγήκαν τρέχοντας από μέσα, αλλά δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να του ριχτούν. Το έβαλαν στα πόδια στριγκλίζοντας, προς τα πιο σκοτεινά μέρη του γκαράζ.

Δεν άντεχε ούτε στιγμή το ζεστό αίμα του αρουραίου πάνω στο δέρμα του. Έσκισε και το υπόλοιπο πουκάμισο και το έβγαλε, όλα αυτά με το ένα χέρι. Δε θα άφηνε με τίποτα το λοστό. Για να μου τον πάρετε θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου, σκέφτηκε και γέλασε. Έτρεμε ακόμη. Εξέτασε το στήθος του φοβισμένος, να δει 337

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μήπως τον είχε γρατσουνίσει το αηδιαστικό ζώο. Τίποτα. «Πολύ τυχερός ήσουν», μουρμούρισε στον εαυτό του, καθώς τραβούσε το μηχάνημα του βουλκανιζατέρ στον τοίχο. «Ακούς εκεί, το σκατόπραμα, μέσα στα λάστιχα». Πήγε στην πόρτα του γκαράζ.

Πάτησε το κουμπί στον τοίχο και η πόρτα άρχισε να ανεβαίνει. Παραμέρισε για να κάνει χώρο στη Σύνθια, κοιτάζοντας παντού για αρουραίους και αράχνες και όποιες άλλες εκπλήξεις μπορεί να τους επιφύλασσε το γκαράζ. Δίπλα στον πάγκο κρεμόταν μια γκρίζα φόρμα από ένα καρφί και, καθώς η Σύνθια έμπαζε το Ράιντερ στο γκαράζ, με τη μηχανή να μουγκρίζει και τα εκτυφλωτικά φώτα να σαρώνουν τα πάντα, ο Στιβ άρχισε να χτυπάει τη φόρμα με το λοστό, αρχίζοντας από τα πόδια και ανεβαίνοντας προς τα πάνω, σαν γυναίκα που χτυπάει χαλί, ενώ κοίταζε ταυτόχρονα να δει αν θα βγει τίποτα τρέχοντας από τα μπατζάκια ή τα μανίκια.

Η Σύνθια έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε κάτω. «Τι κάνεις εκεί; Γιατί έβγαλες το πουκάμισο σου; θα ξεπαγιάσεις, η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει...»

«Αρουραίοι». Ο Στιβ είχε φτάσει στο πάνω μέρος της φόρμας χωρίς να εμφανιστεί τίποτα από μέσα. Άρχισε να την ξαναχτυπάει κατεβαίνοντας πάλι. Για καλό και για κακό. Στο νου του άκουγε συνέχεια τον ήχο που έκανε η ραχοκοκαλιά του αρουραίου όταν έσπασε κι ένιωθε ακόμη την ουρά του στη χούφτα του. Έκαιγε, η αναθεματισμένη, έκαιγε. «Αρουραίοι;» είπε η Σύνθια, κοιτάζοντας αμέσως δεξιά αριστερά. «Και αράχνες. Αυτές καθάρισαν τον τύπο στο γρ...»

Ξαφνικά είχε μείνει μόνος του. Η Σύνθια είχε βγει τρέχοντας έξω και στεκόταν μπροστά στο γκαράζ, μέσα στον άνεμο και την άμμο, έχοντας αγκαλιάσει τους αδύνατους ώμους της με τα χέρια της. «Αράχνες! Μπλιαχ! Τις σιχαίνομαι τις αράχνες! Χειρότερα από τα φίδια!» Η φωνή της ήταν τσατισμένη, λες και το φταίξιμο ήταν δικό του που είχε αράχνες στο γκαράζ. «Βγες έξω από κει μέσα!» Ο Στιβ αποφάσισε ότι η φόρμα ήταν ακίνδυνη. Την κατέβασε από το καρφί και πήγε να πετάξει το λοστό, αλλά άλλαξε γνώμη. Με τη φόρμα ριγμένη στο ένα του χέρι, πάτησε πάλι το κουμπί της γκαραζόπορτας και μετά βγήκε έξω και πήγε στη Σύνθια. Είχε δίκιο, 338

STEPHEN KING

είχε βάλει κρύο. Η άμμος αγκύλωνε τους γυμνούς ώμους και το στομάχι του. Άρχισε να φοράει τη φόρμα. Ήταν λίγο μεγάλη στην κοιλιά αλλά καλύτερα μεγάλη παρά μικρή.

«Με συγχωρείς που την κοπάνησα έτσι», του είπε. Έκανε ένα μορφασμό κι έβαλε το χέρι στο πλάι του προσώπου της καθώς τους χτύπησε μια ριπή ανέμου, εκτοξεύοντας πάνω τους μια αιωρούμενη κουρτίνα άμμου. «Δεν τις μπορώ με τίποτα τις αράχνες... Χριστέ μου! Τι είδος ήταν;»

«Άσε καλύτερα, δε χρειάζεται να μάθεις». Ο Στιβ ανέβασε το φερμουάρ της φόρμας και μετά την αγκάλιασε από τους ώμους. «Άφησες τίποτα στο αμάξι;»

«Το σακίδιο μου, αλλά λέω να τη βγάλω χωρίς να αλλάξω εσώρουχα απόψε», του απάντησε με ένα αχνό χαμόγελο. «Το τηλέφωνο σου το πήρες;» Ο Στιβ χτύπησε την τσέπη του τζιν του κάτω από τη φόρμα. «Δεν πάω πουθενά χωρίς αυτό». Κάτι τον γαργάλησε στο σβέρκο και το χτύπησε μανιασμένα. Σκεφτόταν τις αράχνες που είχαν παραταχτεί στην άκρη του γραφείου σαν στρατιώτες. «Τι έγινε;»

«Τίποτα, απλώς έχω φρικάρει λιγάκι. Έλα. Πάμε κινηματογράφο».

«Α», έκανε η Σύνθια. Η φωνή της είχε εκείνο τον ιδιαίτερο τόνο που τον έκανε να λύνεται στα γέλια: κόσμιο και «εγώ δε σηκώνω πολλά πολλά» μαζί. «Ραντεβουδάκι με σινεμά, ε; Πολύ ωραία. Φύγαμε». 2

Ο Τομ Μπίλινγκσλι Οδηγούσε τη Μαίρη, τους Κάρβερ και το μεγαλύτερο συγγραφέα της Αμερικής (κατά τη γνώμη του συγγραφέα, τουλάχιστον) προς το δρομάκι, ανάμεσα στο Αμέρικαν Ουέστ και στο Κατάστημα Ζωοτροφών, ενώ ο άνεμος ούρλιαζε από πάνω τους, όπως όταν φυσάς στο στόμιο μπουκάλας. «Μην ανάψετε τους φακούς», είπε ο Ραλφ. 339

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ναι», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι. «Και προσέχετε πού πατάτε. Υπάρχουν σκουπιδοτενεκέδες και μια στοίβα παλιοπράματα. Ξύλα και κονσέρβες μπίρας». Πέρασαν δίπλα από τη στοίβα και ξαφνικά η Μαίρη έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, καθώς ο Μάρινβιλ την έπιασε από το μπράτσο. Στην αρχή δεν ήξερε ποιος είναι. Όταν είδε τα μακριά, θεατρικά μαλλιά του, πήγε να τραβήξει το χέρι της. «Άσε τους ιπποτισμούς. Πάω μια χαρά και μόνη μου».

«Δεν κάνω ιπποτισμούς», είπε αυτός, συνεχίζοντας να την κρατάει. «Τη νύχτα δε βλέπω ούτε τη μύτη μου. Είναι σαν να είμαι τυφλός». Η φωνή του ακουγόταν διαφορετική. Όχι ταπεινή ακριβώς -η Μαίρη είχε την υποψία ότι ο Τζόνι Μάρινβιλ δεν μπορούσε να φερθεί ταπεινά, ήταν εντελώς αντίθετο στο χαρακτήρα του- αλλά, τουλάχιστον, ανθρώπινη. Τον άφησε να την κρατάει. «Βλέπετε τίποτα κογιότ;» τη ρώτησε ο Ραλφ με σιγανή φωνή.

Η Μαίρη συγκράτησε την παρόρμηση να του απαντήσει ειρωνικά, λέγοντας κάποια εξυπνάδα. Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν την είχε αποκαλέσει «μαντάμ». «Όχι. Αλλά είναι τόσο σκοτεινά που, και να ήταν εδώ, δε θα τα έβλεπα». «Έχουν φύγει», είπε ο Ντέιβιντ. Ακουγόταν απόλυτα σίγουρος. «Προς το παρόν τουλάχιστον». «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Μάρινβιλ.

Ο Ντέιβιντ σήκωσε τους ώμους. «Απλώς το ξέρω».

Και η Μαίρη σκέφτηκε ότι μάλλον έπρεπε να τον πιστέψουν. Τόσο τρελή ήταν η κατάσταση.

Ο Μπίλινγκσλι έστριψε στη γωνία. Στο πίσω μέρος του κινηματογράφου υπήρχε ένας παλιός σανιδένιος φράχτης, που άφηνε ένα διάδρομο γύρω στο ενάμισι μέτρο πλάτος. Ο γέρος περπατούσε αργά πρώτος, με τα χέρια του απλωμένα μπροστά. Οι άλλοι τον ακολουθούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο. Δεν υπήρχε χώρος για να περπατήσουν δύο δύο. Η Μαίρη είχε αρχίσει να φοβάται ότι ο Μπίλινγκσλι έκανε λάθος, ότι άδικα τους είχε φέρει εδώ, όταν ο γέρος σταμάτησε. «Εδώ είμαστε».

340

STEPHEN KING

Έσκυψε και η Μαίρη τον είδε να σηκώνει κάτι -έμοιαζε με κιβώτιο. Το έβαλε πάνω σε ένα άλλο που υπήρχε δίπλα στον τοίχο και μετά ανέβηκε πάνω μορφάζοντας από την προσπάθεια. Μπροστά του υπήρχε ένα βρόμικο παράθυρο με θαμπό τζάμι. Ακούμπησε τα χέρια του πάνω του, με τα δάχτυλα απλωμένα, κι έσπρωξε. Το παράθυρο άνοιξε. «Είναι το παράθυρο από την τουαλέτα γυναικών», είπε. «Προσέξτε, από πίσω έχει ένα μικρό κενό».

Γύρισε με την πλάτη στο παράθυρο, κάθισε στο περβάζι και μπήκε μέσα. Έμοιαζε με μεγαλόσωμο παιδί που μπαίνει σε μυστική παιδική λέσχη. Τον ακολούθησε ο Ντέιβιντ και μετά ο πατέρας του. Κατόπιν ανέβηκε ο Μάρινβιλ, που κόντεψε να πέσει από το κιβώτιο καθώς πήγε να γυρίσει. Πραγματικά είναι σχεδόν τυφλός στο σκοτάδι, σκέφτηκε η Μαίρη, και αποφάσισε να μην μπει ποτέ της σε αυτοκίνητο που να το οδηγεί αυτός ο άνθρωπος. Άσε τη μοτοσικλέτα! Ήταν δυνατόν να διέσχισε τη μισή χώρα με μοτοσικλέτα; Αν το έκανε αυτό, φαίνεται ότι ο θεός τον αγαπούσε πολύ.

Τον έπιασε από τη ζώνη και ο Τζόνι ξαναβρήκε την ισορροπία του. «Ευχαριστώ», είπε κι αυτή τη φορά η φωνή του ήταν όντως ταπεινή. Μετά πέρασε από το παράθυρο λαχανιάζοντας και αγκομαχώντας, με τα μακριά μαλλιά του να κρέμονται μπροστά στο πρόσωπο του. Η Μαίρη έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της και, για μια στιγμή, της φάνηκε ότι άκουσε φωνές στον άνεμο. Δεν το είδες; Τι να δω; Σ' εκείνη την πινακίδα με το όριο ταχύτητας. Τι είχε η πινακίδα, Είχε μια ψόφια γάτα πάνω της.

Ανέβηκε πάνω στο κιβώτιο και σκέφτηκε: Οι άνθρωποι που είπαν αυτά τα πράγματα είναι πραγματικά φαντάσματα, γιατί είναι νεκροί Είμαι κι εγώ νεκρή όσο κι αυτός. Η Μαίρη Τζάκσον που έφυγε γι' αυτό το ταξίδι έχει χαθεί πια. Η γυναίκα που στέκεται εδώ, πίσω από τον παλιό κινηματογράφο, είναι ένας νέος άνθρω341

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

πος. Έδωσε το όπλο και το φακό της στα χέρια που απλώθηκαν μέσα από το παράθυρο για να τα πάρουν, μετά γύρισε και μπήκε εύκολα μέσα στην τουαλέτα.

Ο Ραλφ την έπιασε από τους γοφούς και τη βοήθησε να κατεβεί. Ο Ντέιβιντ έφεγγε με το φακό του τριγύρω, κρατώντας το ένα χέρι πάνω από το φακό. Ο χώρος είχε μια μυρωδιά που την έκανε να ζαρώσει τη μύτη της -υγρασία, μούχλα και αλκοόλ. Σε μια γωνία υπήρχε ένα χαρτοκιβώτιο με άδεια μπουκάλια από ποτά. Σε μία από τις τουαλέτες υπήρχαν δυο μεγάλα πλαστικά δοχεία γεμάτα με κονσέρβες μπίρας. Τα δοχεία ήταν πάνω σε μια τρύπα όπου κάποτε πρέπει να υπήρχε η λεκάνη της τουαλέτας. Παλιά όμως, σκέφτηκε η Μαίρη, γύρω στην εποχή που πέθανε ο Τζέιμς Ντιν, αν κρίνω από την όψη του χώρου. Κατάλαβε ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα και ότι, παρ' όλη την ενοχλητική μυρωδιά, πεινούσε κιόλας. Και γιατί όχι; Δεν είχε φάει τίποτα εδώ και οχτώ ώρες σχεδόν. Ένιωσε τύψεις που εκείνη πεινούσε ενώ ο Πίτερ δε θα ξανάτρωγε ποτέ, αλλά ήξερε ότι κι αυτό θα της περνούσε. Αυτό ήταν το γαμώ το, αν το καλοσκεφτόσουν. Αυτό ήταν το γαμώ το σ' αυτές τις περιπτώσεις. «Χαμός», είπε ο Μάρινβιλ. Είχε ανάψει το δικό του φακό και φώτιζε τα δοχεία με τις κονσέρβες της μπίρας. «Εσύ και οι φίλοι σου του δίνετε και καταλαβαίνει, βλέπω, Τόμας».

«Καθαρίζουμε εδώ μέσα μια φορά το μήνα», είπε ο Μπίλινγκσλι με αμυντικό τόνο. «Όχι σαν τα πιτσιρίκια, που τα είχαν κάνει όλα ρημαδιό επάνω. Ευτυχώς, τον περασμένο χειμώνα έπεσε η έξοδος κινδύνου που χρησιμοποιούσαν και δεν μπόρεσαν να ξαναμπούν. Εμείς δεν κατουράμε στις γωνίες ούτε παίρνουμε ναρκωτικά».

Ο Μάρινβιλ κοίταξε το χαρτοκιβώτιο με τα άδεια μπουκάλια. «Αν έπαιρνες και ναρκωτικά μετά από τόσο ουίσκι, θα πάθαινες έκρηξη». «Και πού ακριβώς κατουράτε, αν επιτρέπεται;» είπε η Μαίρη. «Έχω αρχίσει και επείγομαι».

«Υπάρχει μια χημική φορητή τουαλέτα απέναντι στο διάδρομο, στην τουαλέτα των αντρών. Απ' αυτές που έχουν στα νοσοκομεία. Την κρατάμε κι αυτή καθαρή». 342

STEPHEN KING

Κοίταξε τον Μάρινβιλ με ένα πολύπλοκο ύφος, μισό επιθετικό και μισό φοβισμένο. Η Μαίρη είχε την υποψία ότι ο Μάρινβιλ ετοιμαζόταν να τα βάλει με τον Μπίλινγκσλι και ο γέρος το είχε καταλάβει κι αυτός. Ο λόγος; Επειδή κάτι τύποι σαν τον Μάρινβιλ θέλουν να εδραιώσουν μια ιεραρχία εξουσίας όπου βρίσκονται και ο γερο-κτηνίατρος ήταν, σαφώς, το πιο εύκολο και αδύναμο θύμα.

«Μπορώ να δανειστώ το φακό σου, Τζόνι;» είπε η Μαίρη.

Άπλωσε το χέρι της και ο Μάρινβιλ το κοίταξε με κάποια δυσπιστία, μετά της τον έδωσε. Η Μαίρη τον ευχαρίστησε και πήγε προς την πόρτα. «Πω, πω! Ψώνιο!» είπε σιγανά ο Ντέιβιντ κι αυτό τη σταμάτησε.

Ο μικρός είχε φωτίσει με το φακό του ένα από τα λίγα μέρη του τοίχου όπου τα πλακάκια ήταν τα περισσότερα στη θέση τους. Πάνω του κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα ψάρι-ροκοκό με μαρκαδόρους διαφόρων χρωμάτων. Ήταν ένα ημι-μυθολογικό πλάσμα σαν εκείνα που βλέπεις καμιά φορά πάνω σε κυματάκια σε πολύ παλιούς ναυτικούς χάρτες. Όμως, το ψάρι που κολυμπούσε στον τοίχο, πάνω από το σπασμένο μηχάνημα με τις χαρτοπετσέτες, δεν είχε τίποτα το τρομερό ή το τερατώδες. Ήταν μια γλυκιά και όμορφη εικόνα, με τα καταγάλανα μάτια του, τα κόκκινα βράγχια και το κίτρινο πτερύγιο στη ράχη του. Εδώ, μέσα στο σκοτάδι που μύριζε μούχλα και ποτό, το ψάρι έδειχνε σχεδόν υπέροχο. Μόνο ένα πλακάκι είχε πέσει από τη ζωγραφιά, εξαφανίζοντας το κάτω μισό της ουράς. «Κύριε Μπίλινγκσλι, εσείς το...»

«Ναι, αγόρι μου, ναι», απάντησε ο Τομ. Ο τόνος του ήταν προκλητικός και ντροπιασμένος μαζί. «Εγώ το ζωγράφισα». Κοίταξε τον Μάρινβιλ. «Μάλλον ήμουν μεθυσμένος όταν το έφτιαχνα».

Η Μαίρη σταμάτησε στην πόρτα και προετοιμάστηκε να ακούσει τη σίγουρα σαρκαστική απάντηση του Μάρινβιλ. Αυτός όμως αντέδρασε εντελώς διαφορετικά. «Έχω ζωγραφίσει κι εγώ μερικά μεθυσμένα ψάρια εδώ κι εκεί», είπε. «Όχι με μαρκαδόρους βεβαία, με λέξεις, αλλά η βασική αρχή είναι η ίδια. Δεν είναι άσχημο, Μπίλινγκσλι. Γιατί εδώ όμως; Ειδικά εδώ;» 343

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Γιατί μου αρέσει αυτό το μέρος», απάντησε ο γέρος με αξιοπρέπεια. «Ιδιαίτερα από τότε που έπαψαν να 'ρχονται οι πιτσιρικάδες. Όχι ότι μας ενόχλησαν ποτέ εδώ πίσω. Αυτοί την έβγαζαν κυρίως στον εξώστη Μπορεί να σου φανεί παράξενο, αλλά σε τελική ανάλυση δε με νοιάζει. Εδώ έρχομαι με τους φίλους μου από τότε που πήρα σύνταξη και παραιτήθηκα από το δημοτικό συμβούλιο. Μου αρέσουν οι συναντήσεις μας τα βράδια. Είναι ένας παλιός κινηματογράφος, έχει ποντίκια και τα καθίσματα είναι μουχλιασμένα, αλλά και τι έγινε;

Εδώ τη βγάζουμε, και μας αρέσει. Μόνο που τώρα πρέπει να είναι όλοι νεκροί. Ο Ντικ Όνσλο, ο Τομ Κινσέιντ, ο Κας Λάνκαστερ. Οι παλιοί μου φίλοι». Ο Μπίλινγκσλι έβγαλε μια σκληρή, απότομη κραυγή, σαν κρώξιμο κορακιού, και η Μαίρη αναπήδησε τρομαγμένη.

«Κύριε Μπίλινγκσλι;» Ήταν ο Ντέιβιντ. Ο γέρος τον κοίταξε. «Πιστεύετε ότι τους σκότωσε όλους στην πόλη;» «Όλους; Αυτό είναι αδύνατο!» είπε ο Μάρινβιλ.

Ο Ραλφ του τράβηξε το χέρι προς τα κάτω, σαν να ήταν κορδόνι από διακόπτη σε πλαφονιέρα. «Ησυχία».

Ο Μπίλινγκσλι κοίταζε ακόμη τον Ντέιβιντ κι έτριβε το πρόσωπο του, κάτω από τα μάτια, με τα μακριά, στραβά δάχτυλα του. «Ναι, νομίζω ότι πιθανόν να τους σκότωσε όλους», είπε και κοίταξε πάλι τον Μάρινβιλ για μια στιγμή. «Ή, τουλάχιστον, ότι προσπάθησε». «Για πόσα άτομα μιλάμε;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Στην Ντεσπερέισον; Εκατόν ενενήντα, μπορεί διακόσια. Αν μετρήσουμε και τους καινούριους που είχαν αρχίσει να έρχονται για το ορυχείο, πες πενήντα με εξήντα άτομα ακόμη. Αν και δεν ξέρω πόσοι μπορεί να ήταν εδώ και πόσοι πάνω».

«Πάνω;» ρώτησε η Μαίρη.

«Στο ορυχείο. Το Κινέζικο Ορυχείο. Αυτό που το ξανανοίγουν. Για το χαλκό».

«Μη μου πεις ότι ένας άνθρωπος, ακόμη και ένα βόδι σαν κι αυτόν, σκότωσε διακόσια άτομα», είπε ο Μάρινβιλ, «γιατί, με συγ344

STEPHEN KING

χωρείτε πάρα πολύ, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Εντάξει, ο τύπος είναι τεράστιος και παλαβός, αλλά αυτό παραπάει».

«Μπορεί να του ξέφυγαν μερικοί στο πρώτο πέρασμα», είπε η Μαίρη. «Εσύ δεν είπες ότι, καθώς σε έφερνε στη φυλακή, χτύπησε κάποιον με το αυτοκίνητο και τον σκότωσε;»

Ο Μάρινβιλ γύρισε και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Νόμιζα ότι είχες πάει για κατούρημα εσύ».

«Αντέχω λίγο ακόμη, έχω καλά νεφρά. Έτσι δε μας είπες; Ότι χτύπησε κάποιον με το αμάξι». «Καλά, εντάξει. Ναι, κάποιον Μπίλι Ράνκορτ».

«Ω Χριστέ μου». Ο Μπίλινγκσλι έκλεισε τα μάτια του. «Τον ήξερες;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Σε μια τόσο μικρή πόλη, τους ξέρεις όλους. Ο Μπίλι δούλευε στο κατάστημα με τις ζωοτροφές και έκανε και τον μπαρμπέρη στον ελεύθερο χρόνο του».

«Ναι, ο Εντράτζιαν χτύπησε αυτό τον Ράνκορτ με το αυτοκίνητο, τον πάτησε, σαν να ήταν σκυλί». Ο Μάρινβιλ ακουγόταν αναστατωμένος, τσατισμένος. «Δέχομαι ότι ο Εντράτζιαν μπορεί να σκότωσε πολύ κόσμο. Ξέρω τι είναι ικανός να κάνει».

«Ξέρεις, πραγματικά;» ρώτησε σιγανά ο Ντέιβιντ. Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν, αλλά αυτός στράφηκε πάλι στο πολύχρωμο ψάρι στον τοίχο.

«Να μπορέσει ένας άνθρωπος να σκοτώσει εκατοντάδες άτομα...» είπε ο Μάρινβιλ και μετά σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να είχε χάσει τον ειρμό των σκέψεων του. «Ακόμη κι αν το έκανε τη νύχτα... Είναι αδύνατο, ρε παιδιά, ας μην τρελαινόμαστε...» «Μπορεί να μην ήταν μόνο αυτός», είπε η Μαίρη.

«Μπορεί να τον βοήθησαν τα όρνεα και τα κογιότ».

Ο Μάρινβιλ προσπάθησε να το αντικρούσει αυτό -παρ' όλο το σκοτάδι η Μαίρη τον έβλεπε να προσπαθεί- αλλά γρήγορα τα παράτησε. Αναστέναξε και έτριψε τον κρόταφο του, σαν να τον πονούσε. «Εντάξει, μπορεί να τον βοήθησαν. Ένας γύπας πήγε να 345

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μου πάρει το σκαλπ όταν τον διέταξε ο Εντράτζιαν, αυτό το είδα με τα μάτια μου. Και πάλι όμως...»

«Είναι σαν την ιστορία με τον Άγγελο του θανάτου στην Έξοδο», είπε ο Ντέιβιντ. «Οι Ισραηλίτες έπρεπε να βάλουν αίμα στις πόρτες τους για να δείξουν ότι είναι οι "καλοί" και να μην τους πειράξει. Μόνο που εδώ, ο Άγγελος του θανάτου είναι αυτός. Οπότε, γιατί δε μας πείραξε εμάς; θα μπορούσε να μας έχει σκοτώσει όλους πολύ εύκολα, όπως σκότωσε την Πάι ή τον άντρα σου, Μαίρη». Γύρισε στο γερο-κτηνίατρο. «Γιατί δε σας σκότωσε εσάς, κύριε Μπίλινγκσλι; Αφού σκότωσε όλους τους άλλους στην πόλη, γιατί δε σκότωσε κι εσάς;»

Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Εγώ ήμουν σπίτι μου, μεθυσμένος. Ήρθε με το καινούριο περιπολικό -αυτό που είχαμε διαλέξει όταν ήμουν ακόμη στο συμβούλιο, να πάρει- και μ' έπιασε. Μ' έχωσε στο πίσω κάθισμα και με πήγε στη στενή. Τον ρώτησα γιατί, τι έκανα, αλλά δε μου έλεγε. Τον ικέτευα να μου πει. Έκλαψα. Δεν ήξερα τότε ότι ήταν τρελός, πού να το ξέρω; Δε μιλούσε, αλλά ούτε έκανε τίποτα για να καταλάβω ότι είχε τρελαθεί. Αυτό άρχισα να το υποψιάζομαι αργότερα, στην αρχή όμως ήμουν σίγουρος ότι κάτι είχα κάνει εγώ, ενώ ήμουν μεθυσμένος, και δε θυμόμουν τίποτα. Ίσως ότι οδηγούσα και χτύπησα κανέναν. Είχα... είχα κάνει κάτι τέτοιο παλιά».

«Πότε ήρθε και σ' έπιασε;» ρώτησε η Μαίρη.

Ο Μπίλινγκσλι χρειάστηκε να σκεφτεί για να απαντήσει. «Προχτές. Λίγο πριν από τη δύση. Ήμουν ξαπλωμένος, πονούσε το κεφάλι μου και σκεφτόμουν να πάρω κάτι για να μου περάσει. Μια ασπιρίνη και "μια τρίχα από το σκυλί που με δάγκωσε", που λένε. Ήρθε και με σήκωσε από το κρεβάτι. Και ήμουν με τα σώβρακα. Μ' άφησε να ντυθώ. Με βοήθησε, μάλιστα. Αλλά δε με άφησε να πιω τίποτα, παρ' όλο που είχα αρχίσει να τρέμω, ούτε και μου έλεγε γιατί με πήγαινε φυλακή». Σταμάτησε για λίγο, ενώ συνέχιζε να τρίβει το δέρμα κάτω από τα μάτια του. Αυτή η σταθερή κίνηση είχε αρχίσει να εκνευρίζει τη Μαίρη. «Αργότερα, αφού με έβαλε στο κελί, μου έφερε ζεστό φαγητό να φάω. Κάθισε στο γραφείο για λίγο και άρχισε να λέει διάφορα. 346

STEPHEN KING

Τότε άρχισα να υποψιάζομαι ότι πρέπει να είναι τρελός, γιατί έλεγε παλαβά πράγματα». «"Βλέπω τρύπες σαν μάτια"», είπε η Μαίρη.

Ο Μπίλινγκσλι κατένευσε. «Ναι, κάτι τέτοια. "Το κεφάλι μου είναι γεμάτο μαυροπούλια", αυτό το θυμάμαι. Και πολλά άλλα που τα 'χω ξεχάσει. Ήταν σαν αποσπάσματα από βιβλίο αποφθεγμάτων, γραμμένο από τρελό».

«Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι είστε ντόπιος, είστε κι εσείς όπως εμείς», είπε ο Ντέιβιντ. «Δεν ξέρετε γιατί δε σας σκότωσε, όπως δεν ξέρουμε κι εμείς». «Ναι, έτσι είναι».

«Μ' εσάς τι έγινε, κύριε Μάρινβιλ; Πώς σας έπιασε;»

Ο Μάρινβιλ τους είπε πώς εμφανίστηκε ο μπάτσος την ώρα που κατουρούσε κι αγνάντευε το τοπίο στα βόρεια του δρόμου, και πώς στην αρχή του είχε φερθεί καλά. «Μιλήσαμε για τα βιβλία μου», είπε. «Νόμιζα ότι είναι θαυμαστής μου. Ετοιμαζόμουν να του δώσω και αυτόγραφο, του μαλάκα. Με συγχωρείς, Ντέιβιντ».

«Δεν τρέχει τίποτα. Την ώρα που μιλούσατε πέρασαν άλλα αυτοκίνητα; Σίγουρα θα πέρασαν».

«Μάλλον πρέπει να πέρασαν μερικά. Και κάμποσες νταλίκες. Δε θυμάμαι καλά». «Δεν ενόχλησε κανέναν απ' αυτούς όμως». «Όχι».

«Μόνο εσάς».

Ο Μάρινβιλ κοίταξε σκεφτικός το μικρό. «Σας διάλεξε», επέμεινε ο Ντέιβιντ.

«Τι να σου πω... Μπορεί. Δεν είμαι σίγουρος. Όλα πήγαιναν πρίμα, μέχρι που βρήκε το χόρτο». Η Μαίρη σήκωσε τα χέρια της. «Όπα, για κόψε λίγο. Ποιο χόρτο;»

Ο Μάρινβιλ την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. 347

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δε μου λες κάτι», είπε η Μαίρη, «αυτό το χόρτο...»

«Δεν ήταν δικό μου, μη σου μπαίνουν τέτοιες ιδέες. Νομίζεις ότι θα διέσχιζα όλη τη χώρα με Χάρλεϊ έχοντας μια σακούλα χόρτο μαζί μου; Μπορεί να είμαι τρελός αλλά όχι και τόσο τρελός».

Η Μαίρη άρχισε να γελάει σιγανά. Το γέλιο έκανε ακόμη πιο έντονη την ανάγκη της για κατούρημα, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τώρα ήρθαν όλα κι έδεσαν.

«Μήπως είχε πάνω μια αυτοκόλλητη χαμογελαστή φατσούλα;» ρώτησε, γελώντας πιο δυνατά τώρα. Ήξερε ποια ήταν η απάντηση, αλλά ήθελε να την ακούσει.

«Πώς το ξέρεις αυτό;» ρώτησε εμβρόντητος ο Μάρινβιλ. Μέσα στη λάμψη από τους φακούς έμοιαζε τρομερά με τον Άρλο Γκάθρι και τα γέλια της Μαίρης έγιναν χάχανα. Κατάλαβε ότι αν δεν πήγαινε γρήγορα στην τουαλέτα, θα κατουριόταν πάνω της.

«Γ-γιατί το είχε βρει στο δικό μας π-π-πορτ μπαγκάζ», είπε κρατώντας το στομάχι της. «Ήταν τ-της κου-κου-νιά-δας μου. Είναι μεγάλο χασικλόμουτρο. Μπορεί να είναι τ-τ-τρελός ο Εντράτζιαν, αλλά τουλάχιστον κάνει α-α-ανα-κύκλωση... Με συγχωρείτε, φεύγω πριν πάθω κανένα ατύχημα».

Έτρεξε στην τουαλέτα των αντρών. Αυτό που είδε όταν άνοιξε την πόρτα την έκανε να γελάσει ακόμη πιο δυνατά. Τοποθετημένη στη μέση του δωματίου, σαν θρόνος σε όπερα, ήταν μια φορητή τουαλέτα με έναν πάνινο σάκο να κρέμεται κάτω από το κάθισμα, στερεωμένη σ' ένα ατσάλινο στέλεχος. Στον τοίχο απέναντι της υπήρχε άλλη μια ζωγραφιά με μαρκαδόρους, προφανώς από το ίδιο χέρι που είχε φτιάξει και το ψάρι. Αυτή έδειχνε ένα άλογο που κάλπαζε. Από τα ρουθούνια του έβγαινε πορτοκαλής καπνός και τα μάτια του είχαν μια άγρια, τρελή λάμψη. Έμοιαζε να κατευθύνεται προς ένα λιβάδι, κάπου ανατολικά από τον ήλιο και δυτικά από τους νιπτήρες. Εδώ δεν είχε πέσει κανένα πλακάκι από τη ζωγραφιά, τα περισσότερα όμως ήταν στραβωμένα κι έδιναν στο άλογο μια διαστρεβλωμένη, ονειρική όψη. Έξω ο άνεμος ούρλιαζε. Καθώς η Μαίρη ξεκούμπωνε το παντελόνι της και καθόταν στο κρύο κάθισμα της τουαλέτας, θυμήθηκε ξαφνικά πως γελούσε ο Πίτερ βάζοντας το χέρι του στο στόμα -ο 348

STEPHEN KING

αντίχειρας του ακουμπούσε στη μια άκρη των χειλιών του, η άκρη του δείκτη στην άλλη, λες και όταν γελούσε ένιωθε εκτεθειμένοςκαι εντελώς ξαφνικά, χωρίς να αντιληφθεί καμιά ενδιάμεση διακοπή. Εκεί που γελούσε βρέθηκε να κλαίει. Πόσο ηλίθια ήταν όλα αυτά, να είναι χήρα στα τριάντα πέντε της, να –την κυνηγούν σε μια πόλη γεμάτη νεκρούς, να κάθεται στην τουαλέτα των αντρών σε έναν εγκαταλειμμένο κινηματογράφο, σε μια χημική τουαλέτα, να κατουράει και να κλαίει ταυτόχρονα, να κατουράει και να βογκάει, κοιτάζοντας μέσα στο μισοσκόταδο, στον απέναντι τοίχο, ένα πλάσμα τόσο παραμορφωμένο, που έμοιαζε να τρέχει κάτω από το νερό. Πόσο ηλίθιο έμοιαζε να είναι τόσο τρομαγμένη και να μην έχει τα περιθώρια ούτε για να εκφράσει τη θλίψη της, να της τα έχει εξαφανίσει η άγρια απόφαση της να επιζήσει με κάθε θυσία... λες και ο Πίτερ δε σήμαινε τίποτα, σαν να ήταν απλώς μια υποσημείωση στη ζωή της. Πόσο ηλίθιο ήταν να πεινάει τόσο πολύ... αλλά πεινούσε.

«Γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί να συμβούν σ' εμένα;» ψιθύρισε κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. 3 Αν ο Στιβ ή η Σύνθια είχαν όπλο, σίγουρα θα της είχαν ρίξει.

Περνούσαν μπροστά από το Μπαντ'ς Σαντς (η επιγραφή νέον στο παράθυρο έγραφε ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΗΝ ΞΥΛΟΞΕΝΙΑ ΜΑΣ) όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του επόμενου μαγαζιού -ήταν ένα πλυντήριο- και πετάχτηκε έξω μια γυναίκα. Ο Στιβ είδε μόνο μια σκοτεινή σιλουέτα και σήκωσε το λοστό για να τη χτυπήσει.

«Όχι!» είπε η Σύνθια και του έπιασε το χέρι. «Μη!»

Η γυναίκα -είχε μπόλικα μαύρα μαλλιά και πολύ λευκό δέρμα, μόνο αυτά είδε η Σύνθια στην αρχή- άρπαξε τον Στιβ από τους ώμους και κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό του. Η Σύνθια κατάλαβε ότι η γυναίκα μάλλον δεν είχε δει καθόλου το σηκωμένο λοστό. Τώρα θα τον ρωτήσει αν πιστεύει στο θεό, σκέφτηκε η Σύνθια. 349

Αλλά φυσικά δεν τον ρώτησε αυτό.

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πρέπει να φύγουμε». Η φωνή της ήταν σιγανή, βραχνή. «Τώρα αμέσως». Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, είδε τη Σύνθια, και μετά την ξέχασε αμέσως, σαν να μην υπήρχε, και συγκέντρωσε πάλι όλη την προσοχή της στον Στιβ. Η Σύνθια την είχε ξαναδεί αυτή τη σκηνή και δεν την πείραζε. Υπάρχουν μερικές γυναίκες που όταν ζορίζουν τα πράγματα βλέπουν μόνο τον άντρα. Μερικές φορές επειδή έτσι τις έχουν μεγαλώσει, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η συμπεριφορά μοιάζει να είναι αποτυπωμένη στις καλωδιώσεις του μυαλού τους, στα κυκλώματα που τις κάνουν να παριστάνουν την Μπάρμπι. Η Σύνθια την έβλεπε καλύτερα τώρα, παρά το σκοτάδι και τη σκόνη. Τριάντα χρονών τουλάχιστον, με έξυπνη φάτσα και αρκετά σέξι. Ψηλά πόδια κάτω από μια κοντή φούστα, που φαινόταν κάπως αταίριαστη πάνω της, σαν να μην ήταν συνηθισμένη να φοράει φορέματα. Όμως οι κινήσεις της δεν ήταν καθόλου αδέξιες, αν έκρινε από τον τρόπο που κινήθηκε μαζί με τον Στιβ όταν αυτός πήγε να τραβηχτεί πίσω. Ήταν σαν να χόρευαν οι δυο τους. «Έχεις αμάξι;» είπε βραχνά η γυναίκα. «Το αμάξι είναι άχρηστο», απάντησε ο Στιβ. «Ο δρόμος που βγαίνει από την πόλη είναι μπλοκαρισμένος». «Μπλοκαρισμένος; Πώς;»

«Από δυο τρία τροχόσπιτα». «Πού;»

«Κοντά στη μεταλλευτική εταιρεία», απάντησε η Σύνθια, «αλλά δεν είναι αυτό το μόνο πρόβλημα. Υπάρχουν ένα σωρό νεκροί...»

«Αν υπάρχουν, λέει», είπε η γυναίκα και γέλασε στριγκά. «Ο Κόλι παλάβωσε. Τον είδα εγώ η ίδια να σκοτώνει πέντ' έξι άτομα. Τους κυνηγούσε με το περιπολικό και τους έριχνε καθώς έτρεχαν στο δρόμο. Σαν να ήταν γελάδια». Ήταν ακόμη αρπαγμένη από τον Στιβ και τον ταρακουνούσε καθώς μιλούσε, σαν να τον μάλωνε, αλλά τα μάτια της γύριζαν συνέχεια και κοίταζαν δεξιά αριστερά. «Πρέπει να φύγουμε από το δρόμο. Αν μας πιάσει... Έλα εδώ μέσα, είναι καλή κρυψώνα. Είμαι εδώ μέσα από χτες το μεσημέρι. Μπήκε μέσα μια φορά. Είχα κρυφτεί κάτω από το γραφείο. Νόμισα ότι 350

STEPHEN KING

θα ακολουθούσε τη μυρωδιά από το άρωμα μου και θα μ' έβρισκε... θα έκανε το γύρο του γραφείου και θα μ' έβλεπε... αλλά ξανάφυγε. Μπορεί να ήταν βουλωμένη η μύτη του!» Άρχισε να γελάει υστερικά, μετά έδωσε ξαφνικά ένα χαστούκι στον εαυτό της για να σταματήσει. Το θέαμα σε σοκάριζε, αλλά ήταν κι αστείο από μια πλευρά. Σου θύμιζε κάτι παλιά καρτούν της Γουόρνερ.

Η Σύνθια κούνησε το κεφάλι της. «Δε θα πάμε στο πλυντήριο. θα πάμε στον κινηματογράφο. Είναι κι άλλοι εκεί».

«Είδα τη σκιά του», είπε η γυναίκα. Κρατούσε ακόμη τον Στιβ από τους ώμους και το πρόσωπο της ήταν εμπιστευτικά κολλημένο στο δικό του, λες και νόμιζε ότι αυτός ήταν ο Χάμφρει Μπόγκαρτ κι αυτή η Ίνγκριντ Μπέργκμαν σε ερωτική σκηνή. «Είδα τη σκιά του, έπεσε πάνω στο γραφείο και ήμουν σίγουρη... αλλά δεν πλησίασε και μάλλον θα είμαστε ασφαλείς εκεί μέσα μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε...» Η Σύνθια άπλωσε το χέρι, της έπιασε το σαγόνι και της γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της.

«Τι κάνεις εκεί;» είπε θυμωμένη η γυναίκα. «Παρ' τα χέρια σου από πάνω μου!» «Σου τραβάω την προσοχή, ελπίζω».

Η Σύνθια της άφησε το σαγόνι κι αυτή γύρισε αμέσως στον Στιβ, άμυαλη σαν λουλούδι που στρέφεται αυτόματα στον ήλιο, κι άρχισε να μιλάει πάλι σαν πολυβόλο.

«Ήμουν κάτω από το γραφείο... και... και... πρέπει να... άκου, πρέπει να...» Η Σύνθια της έπιασε πάλι το πρόσωπο και το γύρισε προς το μέρος της.

«Κοριτσάκι μου, άκουσες τι σου είπα. θα πάμε στον κινηματογράφο. Είναι κι άλλοι εκεί».

Η γυναίκα την κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Μετά κοίταξε πάνω από τον ώμο της Σύνθια, το Αμέρικαν Ουέστ. 351

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Στον παλιό κινηματογράφο;» «Ναι».

«Είσαι σίγουρη; Δοκίμασα την πόρτα χτες βράδυ. Είναι κλειδωμένη». «Θα πάμε από πίσω», είπε ο Στιβ. «Έχω ένα φίλο και μου είπε να πάμε εκεί».

«Πώς σου το είπε;» ρώτησε καχύποπτα η γυναίκα, αλλά όταν ο Στιβ άρχισε να περπατάει προς τον κινηματογράφο, τον ακολούθησε. Η Σύνθια άρχισε να βαδίζει δίπλα της, από την εξωτερική μεριά. «Ε, πώς σου το είπε;» «Από κινητό τηλέφωνο», απάντησε ο Στιβ.

«Συνήθως δε δουλεύουν πολύ καλά εδώ γύρω», είπε η γυναίκα. «Η περιοχή έχει πολλά μεταλλεύματα».

Πέρασαν κάτω από τη μαρκίζα του κινηματογράφου (μια αφάνα είχε πιαστεί ανάμεσα στο ταμείο και τον τοίχο και κροτάλιζε σαν μαράκες) και σταμάτησαν στη γωνία.

«Να το δρομάκι», είπε η Σύνθια. Ξεκίνησε πρώτη, αλλά η γυναίκα έμεινε στη θέση της, κοιτάζοντας συνοφρυωμένη πότε τον Στιβ και πότε τη Σύνθια. «Ποιος φίλος και ποιοι άλλοι;» είπε. «Πώς μπήκαν εκεί μέσα; Και πώς δεν τους σκότωσε αυτός ο μαλάκας, ο Κόλι;»

«Ας τα αφήσουμε για αργότερα αυτά». Ο Στιβ την έπιασε από το μπράτσο.

Αυτή αντιστάθηκε και, όταν μίλησε πάλι, η φωνή της ήταν πνιγμένη από φόβο. «Θέλετε να με πάτε σ' αυτόν, ε;» «Δεν ξέρουμε καν για ποιον μιλάς», είπε η Σύνθια. «Θα 'ρθεις τώρα επιτέλους;» «Ακούω αυτοκίνητο», είπε ο Στιβ, γυρίζοντας το κεφάλι του. «Μάλλον από τα νότια. Έρχεται προς τα δω σίγουρα».

Τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν διάπλατα. «Αυτός είναι», ψιθύρισε. «Αυτός». Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, σαν να λαχταρούσε την ασφάλεια του πλυντηρίου, και μετά πήρε την απόφαση της 352

STEPHEN KING

και μπήκε τρέχοντας στο δρομάκι. Μέχρι να ξεκινήσουν και ο Στιβ με τη Σύνθια, η γυναίκα κόντευε να φτάσει στον ξύλινο φράχτη στο πίσω μέρος του κινηματογράφου. 4 «Είσαι σίγουρος...» άρχισε να λέει η γυναίκα, αλλά τότε είδαν ένα φακό να αναβοσβήνει μια φορά λίγο πιο κάτω στο δρομάκι. Άρχισαν να προχωρούν ο ένας πίσω από τον άλλο, πρώτη η άγνωστη γυναίκα, δεύτερος ο Στιβ και τελευταία η Σύνθια. Ο Στιβ έπιασε το χέρι της άγνωστης (ήταν παγωμένο) με το δεξί του και μετά άπλωσε πίσω το αριστερό κι έπιασε το χέρι της Σύνθια (ήταν ελάχιστα ζεστότερο). Η γυναίκα προχωρούσε με αργό βήμα. Ο φακός άναψε πάλι κι αυτή τη φορά φώτισε δυο κιβώτια βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο.

«Πατήστε εκεί κι ανεβείτε», ψιθύρισε μια φωνή. Ο Στιβ καταχάρηκε μόλις την άκουσε. «Αφεντικό, εσύ είσαι;»

«Αυτοπροσώπως». Η φωνή του ακούστηκε σαν να χαμογελούσε. «Πολύ μου αρέσει η φόρμα σου. Αντρικό λουκ. Ελάτε μέσα, Στιβ». «Είμαστε τρεις».

«Όσο πιο πολλοί, τόσο καλύτερα».

Η μελαχρινή γυναίκα ανέβασε τη φούστα της για να πατήσει πάνω στα κιβώτια και ο Στιβ είδε τον Μάρινβιλ να παίρνει μάτι τα μπούτια της. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, ακόμη και σε μια κατάσταση σαν την τωρινή, σκέφτηκε.

Ο Στιβ βοήθησε τη Σύνθια να ανεβεί και μετά την ακολούθησε. Γύρισε, πέρασε μέσα και μετά έσκυψε και έσπρωξε το πάνω κιβώτιο, ρίχνοντας το στο έδαφος. Δεν ήξερε αν αυτό θα ήταν αρκετό για να ξεγελάσει τον τύπο που φοβόταν τόσο πολύ η γυναίκα, αν ερχόταν εδώ πίσω να ψάξει, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα. 353

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Μπήκε στο δωμάτιο -κρησφύγετο αλκοολικών, το κατάλαβε με την πρώτη ματιά- και άρπαξε το αφεντικό και τον αγκάλιασε. Ο Μάρινβιλ γέλασε έκπληκτος αλλά και ευχαριστημένος. «Όχι γλώσσα όμως, Στιβ. Επιμένω».

Ο Στιβ τον κράτησε από τους ώμους και τον κοίταξε χαμογελώντας. «Νόμιζα ότι είσαι νεκρός. Βρήκαμε τη μηχανή σου θαμμένη στην άμμο». «Τη βρήκατε;» Τώρα ο Μάρινβιλ είχε ενθουσιαστεί. «Ψώνιο!»

«Τι έπαθε το μούτρο σου;»

Ο Μάρινβιλ έβαλε το φακό κάτω από το πιγούνι του και το πρησμένο και μωλωπισμένο πρόσωπο του τον έκανε να μοιάζει με τέρας από ταινία φρίκης. Η μύτη του ήταν τσακισμένη και το χαμόγελο του, αν και εύθυμο, χειροτέρευε ακόμη περισσότερο το θέαμα. «Αν μιλούσα μ' αυτή τη φάτσα σε κανένα λογοτεχνικό όμιλο, λες να με άκουγαν επιτέλους;»

«Αδερφάκι μου», είπε με δέος η Σύνθια, «κάποιος σε στραπατσάρισε για τα καλά».

«Ο Εντράτζιαν», απάντησε ο Μάρινβιλ, σοβαρός τώρα. «Τον συναντήσατε καθόλου;» «Όχι», είπε ο Στιβ. «Και αν κρίνω απ' αυτά που άκουσα και είδα ως τώρα, ούτε και θέλω να τον συναντήσω».

Η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε τρίζοντας και ένα πιτσιρίκι φάνηκε στο κατώφλι. Κοντά μαλλιά, χλομό πρόσωπο, φανέλα των Κλίβελαντ Ίντιανς λερωμένη από αίματα. Κρατούσε ένα φακό στο χέρι του και με γρήγορες κινήσεις φώτισε ένα ένα τα πρόσωπα των νεοφερμένων. Τα πράγματα συνδυάστηκαν στο μυαλό του Στιβ σαν κομμάτια από παζλ. Μάλλον το κλειδί του συνδυασμού ήταν η φανέλα του μικρού. «Είσαι ο Στιβ;» ρώτησε το παιδί.

Ο Στιβ κατένευσε. «Ναι. Στιβ Έιμς. Από δω η Σύνθια Σμιθ. Κι εσύ πρέπει να είσαι ο φίλος μου από το τηλέφωνο». Το παιδί χαμογέλασε αχνά.

354

STEPHEN KING

«Πήρες την κατάλληλη στιγμή, Ντέιβιντ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κατάλληλη. Χαίρομαι για τη γνωριμία. Ντέιβιντ Κάρβερ, έτσι;»

Έκανε ένα βήμα μπροστά κι έσφιξε το ελεύθερο χέρι του μικρού, απολαμβάνοντας το έκπληκτο ύφος του. Και ο μικρός τον είχε εκπλήξει όταν έκανε εκείνο το θεόσταλτο τηλεφώνημα.

«Πώς ξέρεις το επίθετο μου;»

Η Σύνθια έπιασε το χέρι του Ντέιβιντ όταν το άφησε ο Στιβ. Του το έσφιξε μια φορά, γερά. «Βρήκαμε το τροχόσπιτο σας στο δρόμο. Και ο Στιβ είδε τις κάρτες του μπέιζμπολ που είχες εκεί». «Πες μου ειλικρινά τώρα», είπε ο Στιβ στον Ντέιβιντ.

«Πιστεύεις ότι θα μπορέσουν ποτέ οι Κλίβελαντ να κερδίσουν το πρωτάθλημα;»

«Δε με νοιάζει, φτάνει να ζω για να τους ξαναδώ να παίζουν», απάντησε ο Ντέιβιντ με μια υποψία χαμόγελου. Η Σύνθια γύρισε προς τη γυναίκα από το πλυντήριο. «Και από δω είναι η...»

«Όντρεϊ Γουάιλερ», είπε η γυναίκα. «Είμαι γεωλόγος στη Μεταλλευτική Εταιρεία Ντιάμπλο. Ή μάλλον ήμουν». Κοίταξε την τουαλέτα των γυναικών με μεγάλα, παραζαλισμένα μάτια, προσέχοντας το χαρτοκιβώτιο με τα μπουκάλια, τα δοχεία με τις μπίρες, το μυθικό ψάρι που κολυμπούσε στο βρόμικο τοίχο. «Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω πια τι είμαι. Έχω τα χάλια μου». Καθώς μιλούσε, γύριζε σιγά σιγά προς τον Μάρινβιλ, όπως προηγουμένως είχε γυρίσει προς τον Στιβ, και μετά άρχισε πάλι το γνωστό της κήρυγμα. «Πρέπει να φύγουμε από την πόλη. Ο φίλος σου από δω λέει ότι ο δρόμος είναι κλεισμένος, αλλά ξέρω έναν άλλο. Πηγαίνει από το κάτω μέρος του αναχώματος στην Εθνική 50. Είναι ανώμαλος δρόμος, αλλά στην εταιρεία υπάρχουν πέντ' έξι ATV...»

«Είμαι σίγουρος ότι οι γνώσεις σου θα αποδειχτούν πολύ χρήσιμες, αλλά νομίζω ότι πρέπει να περιμένουμε προς το παρόν», είπε ο Μάρινβιλ, Μιλούσε με έναν επαγγελματικά κατευναστικό τόνο, 355

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

που ο Στιβ τον αναγνώρισε αμέσως. Έτσι μιλούσε το αφεντικό στις γυναίκες (ήταν πάντα γυναίκες, συνήθως πενήντα με εξήντα χρονών) που διοργάνωναν τις λογοτεχνικές του διαλέξεις -ο ίδιος τις ονόμαζε πολιτισμικούς βομβαρδισμούς. «Καλό θα είναι να το συζητήσουμε λίγο πρώτα. Ελάτε μέσα στην αίθουσα. Έχουμε βολευτεί μια χαρά, θα μείνετε μ' ανοιχτό το στόμα».

«Δε μου λες, βλάκας είσαι;» ρώτησε η Γουάιλερ.

«Δε χρειάζεται να συζητήσουμε τίποτα, πρέπει απλώς να φύγουμε». Κοίταξε τους άλλους. «Μου φαίνεται ότι δεν έχετε καταλάβει τι έχει συμβεί εδώ. Αυτός ο τύπος, ο Κόλι Εντράτζιαν...»

Ο Μάρινβιλ σήκωσε το φακό και φώτισε το πρόσωπό του, για να το δει η Γουάιλερ. «Τον συνάντησα τον Εντράτζιαν, όπως βλέπεις, και καταλαβαίνω πολύ καλά τι συμβαίνει. Έλα μπροστά, κυρία Γουάιλερ, να μιλήσουμε. Βλέπω ότι δε σου αρέσει η ιδέα, αλλά είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή. Οι ξυλουργοί έχουν ένα ρητό: Μέτρα δυο φορές και κόβε μία. Είναι καλό ρητό. Εντάξει;»

Η Γουάιλερ τον κοίταξε απρόθυμα, αλλά όταν ο Τζόνι γύρισε και πήγε στην πόρτα, τον ακολούθησε. Το ίδιο και ο Στιβ με τη Σύνθια. Έξω, ο άνεμος ούρλιαζε γύρω από τον κινηματογράφο, κάνοντας το κτίριο να σείεται και να βογκάει. 5 Η σκούρα σιλουέτα του περιπολικού προχωρούσε αργά προς Βορρά μέσα στο σκοτάδι και την αμμοθύελλα, αφήνοντας πίσω του το ανάχωμα του Κινέζικου Ορυχείου, στη νότια άκρη της Ντεσπερέισον. Προχωρούσε με σβηστά τα φώτα. Το πλάσμα που καθόταν στο τιμόνι έβλεπε πολύ καλά, παρά το σκοτάδι και την αμμοθύελλα.

Το αυτοκίνητο πέρασε το οινοπωλείο στη νότια άκρη της πόλης. Η πεσμένη πινακίδα που έγραφε ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ ήταν σχεδόν σκεπασμένη από άμμο. Το περιπολικό ανέβηκε αργά το δρόμο προς το δημοτικό κτίριο, έστριψε στο πάρκινγκ και σταμά356

STEPHEN KING

τησε. Πίσω από το τιμόνι, η μεγάλη, σκυφτή σιλουέτα φορούσε τη ζώνη της οπλοθήκης με το αστυνομικό σήμα στο σταυρωτό λουρί του στήθους. Τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι με άτονη, μουρμουριστή φωνή: «Και θα χορέψουμε, μωρό μου, και Οα δεις... Πώς η μαγεία είναι μες στη μουσική κι εγώ τη μουσική πώς μέσα μου την έχω...»

Το πλάσμα έσβησε τη μηχανή κι έμεινε καθισμένο εκεί, με το κεφάλι σκυφτό και τα δάχτυλα να παίζουν ταμπούρλο στο τιμόνι. Ένας γύπας βγήκε φτεροκοπώντας μέσα από το σκοτάδι, έκανε μια διόρθωση της πορείας του την τελευταία στιγμή για να αντισταθμίσει μια ριπή του ανέμου και προσγειώθηκε στο καπό του περιπολικού. Τον ακολούθησε ένας δεύτερος κι ένας τρίτος. Ο τελευταίος κάτι έκραξε στους συντρόφους του και μετά εκτόξευσε έναν παχύ χείμαρρο από κουτσουλιές πάνω στο καπό. Έμειναν εκεί παραταγμένοι, κοιτάζοντας μέσα από το βρόμικο παρμπρίζ.

«Οι Εβραίοι», είπε ο οδηγός, «πρέπει να πεθάνουν. Και οι καθολικοί. Και οι μορμόνοι επίσης. Τακ».

Η πόρτα άνοιξε. Ένα πόδι ξεπρόβαλε από το αμάξι, μετά άλλο ένα. Το πλάσμα βγήκε έξω, έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κρατούσε το καινούριο καπέλο του κάτω από τη μασχάλη του. Στο άλλο κρατούσε το δίκαννο που η γυναίκα, η Μαίρη, είχε αρπάξει από το γραφείο. Πήγε στην πόρτα του κτιρίου. Δυο κογιότ ήταν παραταγμένα δεξιά κι αριστερά από τη σκάλα. Έβγαλαν έναν κλαψουριστό ήχο και ζάρωσαν, κοιτάζοντας δουλικά τη φιγούρα που πλησίαζε. Το πλάσμα τα προσπέρασε χωρίς να τους δώσει σημασία. Πήγε να ανοίξει την πόρτα, αλλά το χέρι του πάγωσε. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ο άνεμος την είχε μισοκλείσει πάλι αλλά όχι εντελώς.

«Τι σκατά;» μουρμούρισε κι άνοιξε την πόρτα. Ανέβηκε γρήγορα πάνω, φορώντας ταυτόχρονα το καπέλο (το έσπρωξε με δύναμη στο κεφάλι του γιατί του ερχόταν λίγο μικρό τώρα) και πιάνοντας το δίκαννο με τα δύο χέρια. 357

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ένα κογιότ ήταν νεκρό στην κορυφή της σκάλας. Η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο με τα κελιά ήταν κι αυτή ανοιχτή. Το πλάσμα με το δίκαννο στα χέρια μπήκε μέσα, ξέροντας ήδη τι θα δει, αυτό όμως δε σταμάτησε το θυμωμένο μουγκρητό που βγήκε από το στήθος του. Έξω, στη σκάλα της εισόδου, τα κογιότ κλαψούρισαν και κατουρήθηκαν πάνω τους. Στο περιπολικό, οι γύπες άκουσαν κι αυτοί την κραυγή του πλάσματος και φτεροκόπησαν ανήσυχοι, γυρίζοντας τα κεφάλια τους ο ένας προς τον άλλο, σαν να ήταν έτοιμοι να αρχίσουν να ραμφίζονται μεταξύ τους. Όλα τα κελιά ήταν ανοιχτά και άδεια.

«Αυτό το παιδί», ψιθύρισε το πλάσμα στο κατώφλι της πόρτας. Τα χέρια του έσφιγγαν τόσο πολύ το δίκαννο, που είχαν ασπρίσει. «Αυτός ο άτιμος ο πρεζάκιας».

Στάθηκε εκεί μερικές στιγμές ακόμη, μετά μπήκε στο δωμάτιο με αργά βήματα. Τα μάτια του κινούνταν δεξιά αριστερά στο ανέκφραστο πρόσωπο του. Το καπέλο του σηκωνόταν σιγά σιγά, σπρωγμένο από τα μαλλιά του. Είχε πολύ περισσότερα μαλλιά από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του καπέλου. Η γυναίκα που είχε πάρει από το κελί ο Κόλι Εντράτζιαν ήταν ένα εβδομήντα και γύρω στα εξήντα κιλά. Αυτό το πλάσμα θα έλεγες ότι είναι η χοντρή, ψηλή αδερφή της γυναίκας: ένα ενενήντα, με φαρδιές πλάτες, και γύρω στα ενενήντα κιλά. Φορούσε μια φόρμα που είχε πάρει από την καλύβα με τα εφόδια πριν ξεκινήσει για το μέρος που η μεταλλευτική εταιρεία ονόμαζε Κροταλία Νούμερο Δύο και οι κάτοικοι της πόλης εδώ και εκατό χρόνια το ονόμαζαν Κινέζικο Ορυχείο. Η φόρμα του έπεφτε λίγο στενή στο στήθος και τους γοφούς, αλλά ήταν καλύτερη από τα παλιά ρούχα αυτού του σώματος. Τα ρούχα αυτά του ήταν άχρηστα τώρα, εξίσου άχρηστα με τα παλιά ενδιαφέροντα και τις παλιές επιθυμίες της Έλεν Κάρβερ. Όσο για τον Εντράτζιαν, το πλάσμα είχε ακόμη τη ζώνη του, το αστυνομικό σήμα και το καπέλο του. Και φορούσε το πιστόλι του στο γοφό του. Η Έλεν Κάρβερ ήταν τώρα ο μοναδικός νόμος δυτικά του Πέκος. Αυτή ήταν η δουλειά της και θα τσάκιζε όποιον τολμούσε να σταθεί στο δρόμο της. Όπως τον τέως γιο της, για παράδειγμα. 358

STEPHEN KING

Έβαλε το χέρι της στην τσέπη που είχε η φόρμα στο στήθος κι έβγαλε ένα μικρό αγαλματάκι. Μια αράχνη σκαλισμένη από γκρίζα πέτρα. Έγερνε σαν μεθυσμένη πάνω στην παλάμη της Έλεν (ένα από τα πόδια της ήταν σπασμένο), αλλά αυτό δε μείωνε καθόλου την ασχήμια και την κακία της. Σκαμμένα πέτρινα μάτια, μοβ από το σίδηρο που περιείχε η λάβα του ηφαιστείου πριν από χιλιετίες, προεξείχαν πάνω από τα σαγόνια της, που ήταν ανοιχτά δείχνοντας μια γλώσσα που δεν ήταν γλώσσα αλλά το χαμογελαστό κεφάλι ενός μικροσκοπικού κογιότ. Στην πλάτη της αράχνης υπήρχε ένα σχήμα που έμοιαζε, αόριστα, με βιολί.

«Τακ!» είπε το πλάσμα που στεκόταν δίπλα στο γραφείο. Το πρόσωπο του ήταν πλαδαρό και χοντρό, μια απάνθρωπη παρωδία του προσώπου της γυναίκας που, πριν από δέκα ώρες μόλις, διάβαζε παραμύθια στην κόρη της και έπινε κακάο μαζί της. Τα μάτια του όμως ήταν άγρια, γεμάτα κακία, όμοια με τα μάτια του αγάλματος που είχε στην παλάμη του. Το πήρε στο άλλο χέρι και το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του. «Τακ αχ γονάν! Τακ αχ λαχ! Μι χιμ εν τόον! Εν τόον!» Αράχνες ερημίτες βγήκαν τρέχοντας από τη σκοτεινή σκάλα, από ρωγμές στη βάση του τοίχου, από σκοτεινές γωνίες στα άδεια κελιά. Μαζεύτηκαν γύρω του σε κύκλο. Το πλάσμα κατέβασε αργά την πέτρινη αράχνη στο γραφείο. «Τακ!» φώναξε. «Μι χιμ, εν τόον».

Ένας κυματισμός διέτρεξε τον κύκλο των αραχνών. Ήταν γύρω στις πενήντα, οι πιο πολλές όχι μεγαλύτερες από χοντρές ρώγες σταφύλι. Ο κύκλος διαλύθηκε και οι αράχνες κατευθύνθηκαν προς την πόρτα σε δυο γραμμές. Το πλάσμα που ήταν η Έλεν Κάρβερ πριν την πάει ο Κόλι Εντράτζιαν στο Κινέζικο Ορυχείο τις παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκαν. Μετά έβαλε το αγαλματάκι στην τσέπη του.

«Οι Εβραίοι πρέπει να πεθάνουν», είπε στο άδειο δωμάτιο. «Οι καθολικοί πρέπει να πεθάνουν. Οι μορμόνοι πρέπει να πεθάνουν. Οι οπαδοί των Γκρέιτφουλ Ντεντ πρέπει να πεθάνουν». Έκανε μια παύση. «Και τα μικρά χριστιανόπουλα πρέπει να πεθάνουν κι αυτά». Σήκωσε το χέρι της Έλεν Κάρβερ κι άρχισε να παίζει ταμπούρλο πάνω στο στήθος του. 359

ΜΕΡΟΣ III

STEPHEN KING

ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΟΥΕΣΤ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΣΚΙΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 «Απίστευτο», είπε ο Στιβ Έιμς. «Εκπληκτικό»

«Εκπληκτικό; Μάλλον τρελό, θα έλεγα», απάντησε η Σύνθια, μετά κοίταξε να δει μήπως είχε προσβάλει το γέρο. Ο Μπίλινγκσλι είχε εξαφανιστεί. «Τρελό είναι το μάτι σου», είπε ο Τζόνι. «Αυτό δεν είναι τρελό. Αντίθετα, είναι πολύ ωραίο». «Τρελό», επανέλαβε η Σύνθια, αλλά τώρα χαμογελούσε.

Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι το Αμέρικαν Ουέστ πρέπει να είχε χτιστεί στη δεκαετία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι κινηματογράφοι δεν ήταν πια εκείνα τα παρατραβηγμένα κατασκευάσματα των δεκαετιών του '20 και του '30, αλλά ούτε είχαν εμφανιστεί ακόμη τα εμπορικά κέντρα και τα συγκροτήματα κινηματογράφων, που μετέτρεψαν τα σινεμά σε κουτιά με σύστημα Ντόλμπι. Ο Μπίλινγκσλι είχε ανάψει τους προβολείς πάνω από την οθόνη και το χώρο της ορχήστρας και ο Τζόνι έβλεπε καθαρά το χώρο. Η αίθουσα ήταν μεγάλη αλλά χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Στους τοίχους υπήρχαν απλίκες σε στυλ αρ-ντεκό, αλλά κανένα άλλο διακοσμητικό. Τα περισσότερα καθίσματα υπήρχαν ακόμη, αλλά το κόκκινο βελούδο ήταν ξεθωριασμένο και λιωμένο και μύριζε έντονα μούχλα. Η οθόνη ήταν ένα τεράστιο λευκό παραλληλόγραμμο, που πάνω του ο Ροκ Χάτσον είχε αγκαλιάσει κάποτε την Ντόρις Ντέι και ο Τσάρλτον Ίστον είχε κάνει αρματοδρομίες με τον Στίβεν Μπόιντ. Πρέπει να είχε τουλάχιστον δώδεκα μέτρα μήκος και έξι μέτρα ύψος. Από το σημείο όπου στεκόταν ο Τζόνι, έμοιαζε να έχει το μέγεθος οθόνης από σινεμά ντράιβ-ιν.

Μπροστά στην οθόνη υπήρχε και θεατρική σκηνή, που πρέπει μάλλον να ήταν αρχιτεκτονικό απομεινάρι από προηγούμενες 361

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

εποχές, αφού τα επιθεωρησιακά βαριετέ είχαν σταματήσει πια όταν χτίστηκε ο κινηματογράφος. Άραγε, να είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ; Πιθανόν, για πολιτικές ομιλίες ή για τελετές αποφοίτησης του γυμνασίου. Όποιους σκοπούς κι αν είχε εξυπηρετήσει στο παρελθόν, σίγουρα οι άνθρωποι που είχαν παρακολουθήσει αυτές τις επαρχιακές τελετές δε θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν την τελική λειτουργία της σκηνής.

Κοίταξε γύρω του, είχε αρχίσει να ανησυχεί λιγάκι για τον Μπίλινγκσλι, και τον είδε να διασχίζει το διάδρομο από τις τουαλέτες προς τα παρασκήνια, όπου ήταν μαζεμένοι όλοι τώρα. Φαίνεται ότι κρατάει κανένα μπουκάλι κρυμμένο εκεί πέρα και πήγε να χτυπήσει καμιά γουλίτσα, σκέφτηκε ο Τζόνι, αλλά όταν πέρασε μπροστά του ο Μπίλινγκσλι δε μύρισε ποτό στην ανάσα του κι αυτή η μυρωδιά δεν του ξέφευγε ποτέ, τώρα που είχε κόψει το ποτό ο ίδιος.

Ακολούθησαν τον Μπίλινγκσλι, που τους οδήγησε πάνω στη σκηνή, μια ομάδα ανθρώπων που ο Τζόνι είχε ονομάσει κιόλας Σύλλογο Επιζώντων από τον Κόλι Εντράτζιαν, με τα τακούνια τους να αντηχούν στη μεγάλη αίθουσα και τις σκιές τους να τους ακολουθούν, μακριές και στενές μέσα στα φώτα της σκηνής. Ο Μπίλινγκσλι τα είχε ανάψει από έναν πίνακα δίπλα στην αριστερή είσοδο της σκηνής. Πάνω από τα παλιά κόκκινα καθίσματα, το αδύναμο φως εξασθενούσε γρήγορα, αφήνοντας ένα σκοτεινό χώρο, που ανέβαινε μέχρι κάποιο αόρατο ύψος. Έξω από το κτίριο ακουγόταν μόνο ο άνεμος της ερήμου να ουρλιάζει. Ήταν ένας ήχος που του πάγωνε το αίμα... αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός ότι δημιουργούσε και κάποια παράξενη έλξη... αν και δεν ήξερε τι το ελκυστικό μπορεί να έχει ένας τέτοιος ήχος. Μη λες ψέματα. Ξέρεις πολύ καλά. Ο Μπίλινγκσλι και οι φίλοι του το ήξεραν κι αυτοί, γι' αυτό έρχονταν εδώ. Ο θεός σε έχει φτιάξει έτσι που να ακούς αυτό τον ήχο και μια τέτοια αίθουσα λειτουργεί σαν φυσικός ενισχυτής που τον δυναμώνει. θα τον ακούσεις ακόμη καλυτέρα αν καθίσεις μπροστά στη σκηνή με τους γέρους φίλους σου, πίνοντας στην υγειά τον παρελθόντος και στοιχειώνοντας το χώρο με τις βρυλικές σκιές σας. Αυτός ο ήχος λέει ότι δεν πειράζει αν παρατήσεις κάθε προσπάθεια· όχι μόνο ότι δεν πειράζει, αλλά και ότι η παραίτηση είναι η μόνη λογική επιλογή. 362

STEPHEN KING

Αυτός ο ήχος μιλάει για τη σαγήνη του κενού και την απόλαυση της ανυπαρξίας.

Στη μέση της σκονισμένης σκηνής, μπροστά στην οθόνη, υπήρχε ένα κανονικό λίβινγκ ρουμ: πολυθρόνες, καναπέδες, λαμπατέρ, ένα τραπεζάκι, ακόμη και τηλεόραση. Κάτω από τα έπιπλα ήταν στρωμένο ένα μεγάλο χαλί. Ήταν σαν σαλόνι σε κατάστημα επίπλων, αλλά ο Τζόνι είχε την αίσθηση ότι αν ο Ιονέσκο έγραφε ποτέ κανένα επεισόδιο της Ζώνης τον Λυκόφωτος, το σκηνικό θα ήταν κάπως έτσι. Δίπλα στα έπιπλα υπήρχε ένα τεράστιο δρύινο μπαρ. Ο Τζόνι πέρασε το χέρι του πάνω στο ξύλο καθώς ο Μπίλινγκσλι άναβε τα λαμπατέρ ένα ένα. Τα καλώδια, που κατέληγαν στο κάτω μέρος της οθόνης, ήταν σκισμένα στα άκρα τους και κολλημένα με ταινία, για να μη σκιστούν τελείως.

Ο Μπίλινγκσλι έδειξε μ' ένα νεύμα το μπαρ. «Αυτό είναι από ένα ράντσο της περιοχής. Το πούλησαν σε δημοπρασία. Ο Μπαζ Χάνσεν κι εγώ το αγοράσαμε για δεκαεφτά δολάρια. Απίστευτο, ε;»

«Εντελώς», είπε ο Τζόνι, προσπαθώντας να φανταστεί πόσο θα πουλούσαν ένα τέτοιο κομμάτι σ' εκείνα τα πανάκριβα μαγαζάκια του Σόχο. Άνοιξε τη δίφυλλη πόρτα και είδε ότι το μπαρ ήταν γεμάτο. Και με καλό πράγμα, μάλιστα. Όχι πρώτο αλλά καλό. Έκλεισε αμέσως την πόρτα.

Αυτά τα μπουκάλια ξυπνούσαν κάτι μέσα του, τον καλούσαν με έναν τρόπο που δεν τον είχε καλέσει το μπουκάλι του Τζιμ Μπιμ που είχε πάρει από το Όουλ'ς. Ο Ραλφ Κάρβερ κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταξε τα άδεια καθίσματα από κάτω με τη θολή ελπίδα ενός ανθρώπου που αρχίζει πάλι να σκέφτεται ότι τελικά μπορεί να ονειρεύεται. Ο Ντέιβιντ πήγε στην τηλεόραση.

«Πιάνει τίποτα... α, κατάλαβα». Είχε δει το βίντεο από κάτω. Κάθισε στις φτέρνες και κοίταξε τις κασέτες που υπήρχαν πάνω του.

«Γιε μου...» άρχισε να λέει ο Μπίλινγκσλι, αλλά σταμάτησε.

Ο Ντέιβιντ διάβασε στα γρήγορα μερικούς τίτλους: Μαθήτριες Λυσσασμένες για Σεξ, Βρόμικες Ντεμπιτάντ, Σεξομανείς Νοικοκυρές. Τις έβαλε πάλι στη θέση τους. 363

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Εσείς τις βλέπετε αυτές;»

Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τους ώμους. Έδειχνε κουρασμένος και ντροπιασμένος μαζί. «Στην ηλικία μας δεν μπορούμε πια να "χορέψουμε", γιε μου. Κάποια μέρα μπορεί να με καταλάβεις».

«Δε με αφορά», είπε ο Ντέιβιντ και σηκώθηκε. «Απλώς ρώτησα».

«Στιβ, κοίτα», είπε η Σύνθια. Έκανε ένα βήμα πίσω, σήκωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της, τα σταύρωσε και τα κούνησε. Μια τεράστια σκοτεινή μορφή φτερούγισε τεμπέλικα στην οθόνη, που ήταν σκεπασμένη από σκόνη πολλών δεκαετιών. «Κοράκι. Καλό, ε;»

Αυτός χαμογέλασε. Πήγε δίπλα της κι ένωσε τα χέρια του μπροστά του με το ένα δάχτυλο να προεξέχει. «Ελέφαντας!» είπε γελώντας η Σύνθια. «Φοβερό!»

Ο Ντέιβιντ γέλασε κι αυτός. Ήταν ένα ήρεμο γέλιο, χαρούμενο και ελεύθερο. Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε και χαμογέλασε κι αυτός. «Καλός είσαι για Τεξανός!» είπε η Σύνθια.

«Μη μου κολλάς, γιατί θ' αρχίσω να σε λέω μπέμπα».

Η Σύνθια του έβγαλε τη γλώσσα, κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας τα δάχτυλα δίπλα στα αυτιά της. Η εικόνα αυτή θύμισε στον Τζόνι τόσο έντονα την Τέρι, που γέλασε δυνατά. Ο ήχος τον ξάφνιασε, σχεδόν τον τρόμαξε. Φαίνεται ότι μετά τη συνάντηση του με τον Εντράτζιαν το είχε πάρει απόφαση πως δε θα ξαναγελούσε ποτέ. Η Μαίρη Τζάκσον, που περπατούσε γύρω από το «σαλόνι» και περιεργαζόταν τα έπιπλα, είδε τον ελέφαντα του Στιβ. «Εγώ μπορώ να κάνω το περίγραμμα της Νέας Υόρκης», δήλωσε.

«Τρίχες!» απάντησε η Σύνθια, αλλά η ιδέα της είχε κινήσει το ενδιαφέρον.

«Για να δούμε!» είπε ο Ντέιβιντ. Κοίταζε τη σκηνή γεμάτος προσδοκία, σαν παιδί που περιμένει να αρχίσει η τελευταία ταινία του Εις Βεντούρα. 364

STEPHEN KING

«Εντάξει», είπε η Μαίρη και σήκωσε τα χέρια της με τα δάχτυλα προς τα πάνω. «Για να δούμε... Περιμένετε λίγο, γιατί το είχα μάθει σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση, έχουν περάσει πολλά χρόνια...» «Τι διάολο κάνετε εδώ, μου λέτε;»

Η στριγκή φωνή ξάφνιασε άσχημα τον Τζόνι αλλά και τους άλλους. Η Μαίρη έβγαλε μια μικρή κραυγή και το περίγραμμα των «κτιρίων» που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στην οθόνη διαλύθηκε.

Η Όντρει Γουάιλερ στεκόταν ανάμεσα στην αριστερή είσοδο της σκηνής και το «σαλόνι». Το πρόσωπο της ήταν χλομό, τα μάτια της άστραφταν, ανοιγμένα διάπλατα. Η σκιά της υψωνόταν στη σκηνή πίσω της, κάνοντας ένα νέο σχήμα εν αγνοία του δημιουργού του: το μανδύα του Μπάτμαν. «Τελικά είστε όλοι τρελοί, σαν τον Εντράτζιαν. Αυτό το τέρας είναι εκεί έξω και ψάχνει να μας βρει. αυτή τη στιγμή. Στιβ, δε θυμάσαι το αμάξι που άκουσες; Αυτός ήταν, που γύριζε! Κι εσείς κάθεστε εδώ... με τα φώτα αναμμένα... και παίζετε παιχνιδάκια!»

«Τα φώτα δε φαίνονται απέξω. Δε θα φαίνονταν ακόμη κι αν τα είχαμε ανάψει όλα», είπε ο Μπίλινγκσλι. Κοίταζε την Όντρει με έναν παράξενο τρόπο, σκεφτικό και έντονο μαζί... Λες και προσπαθεί να θυμηθεί πού την έχει ξαναδεί, σκέφτηκε ο Τζόνι. Ίσως στις Βρόμικες Ντεμπιτάντ. «Είναι κινηματογράφος, που σημαίνει ότι έχει ηχομόνωση, και τα φώτα δε φαίνονται από πουθενά. Αυτό μας άρεσε περισσότερο, σ' εμένα και στα παιδιά».

«Θα ψάξει να μας βρει όμως. Και αν συνεχίσει να μας ψάχνει, τελικά θα μας βρει. Στην Ντεσπερέισον δεν υπάρχουν και πολλά μέρη για να κρυφτεί κανείς».

«Άσ' τον να 'ρθει», είπε υπόκωφα ο Ραλφ Κάρβερ και σήκωσε το Ρούγκερ. «Σκότωσε την κόρη μου και πήρε τη γυναίκα μου. Ξέρω καλά τι τέρας είναι, κυρία μου. Άσ' τον να 'ρθει, λοιπόν, και θα τον κανονίσω». 365

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Όντρεϊ τον κοίταξε αβέβαια για μια στιγμή. Ο Ραλφ την κοίταζε κι αυτός με νεκρά μάτια. Η Όντρεϊ έριξε μια ματιά στη Μαίρη, αλλά φαίνεται ότι δεν είδε τίποτα το ενδιαφέρον εκεί και γύρισε πάλι στον Μπίλινγκσλι. «Μπορεί να μπει κρυφά. Ένα τέτοιο μέρος θα έχει καμιά δεκαριά εισόδους. Μπορεί και παραπάνω».

«Ναι. Αλλά είναι όλες κλειδωμένες, εκτός από το παράθυρο στην τουαλέτα των γυναικών», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Ξαναπήγα εκεί πριν από λίγο και έβαλα μερικά μπουκάλια μπίρας πίσω από το παράθυρο. Αν το ανοίξει, τα μπουκάλια θα πέσουν και θα σπάσουν, θα τον ακούσουμε, και όταν μπει εδώ μέσα θα τον γεμίσουμε μολύβι».

Ο Μπίλινγκσλι την κοίταζε συνεχώς όσο μιλούσε και το βλέμμα του πήγαινε πότε στο πρόσωπο της, που ήταν καλό, και πότε στα πόδια της, που, κατά την ταπεινή γνώμη του Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ, ήταν εκπληκτικά.

Η Γουάιλερ κοίταζε τον Μπίλινγκσλι με ένα ύφος σαν να μην είχε δει μεγαλύτερο βλάκα στη ζωή της. «Έχεις ακούσει ποτέ για κλειδιά, γέρο; Σ' αυτές τις μικρές πόλεις, οι αστυνομικοί έχουν κλειδιά από όλες τις επιχειρήσεις».

«Σωστά, αλλά μόνο από όσες λειτουργούν», απάντησε ήρεμα ο Μπίλινγκσλι. «Το Αμέρικαν Ουέστ είναι κλειστό πολύ καιρό τώρα. Οι πόρτες δεν είναι απλώς κλειδωμένες, είναι κλεισμένες με καρφωμένα σανίδια. Οι πιτσιρικάδες έμπαιναν μέσα από την έξοδο κινδύνου μπροστά, αλλά το Μάρτη η σκάλα έπεσε. Όχι, είμαστε ασφαλείς εδώ». «Πιο ασφαλείς από όσο στο δρόμο, πάντως», είπε ο Τζόνι.

Η Όντρεϊ γύρισε προς το μέρος του, με τα χέρια στους γοφούς της. «Και τι σκοπεύετε να κάνετε, δηλαδή; θα καθίσετε εδώ και θα διασκεδάζετε κάνοντας σκιές στην οθόνη;» «Ηρέμησε», είπε ο Στιβ.

«Όχι, εσύ να ηρεμήσεις!» σχεδόν βρυχήθηκε η Γουάιλερ. «Εγώ θέλω να φύγω από δω!» 366

STEPHEN KING

«Όλοι θέλουμε να φύγουμε, αλλά δεν είναι κατάλληλη η στιγμή», είπε ο Τζόνι. Κοίταξε τους άλλους. «Διαφωνεί κανείς;»

«Θα ήταν τρέλα να βγούμε έξω στο σκοτάδι», είπε η Μαίρη. «Ο άνεμος τρέχει τουλάχιστον με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. Ο Εντράτζιαν θα μας σκοτώσει όλους έναν ένα με την άνεση του». «Και τι νομίζετε ότι θα αλλάξει αύριο, όταν θα σταματήσει ο αέρας και θα ξημερώσει;» ρώτησε η Όντρεϊ. Δεν απευθυνόταν στη Μαίρη αλλά στον Τζόνι. «Νομίζω ότι μέχρι να σταματήσει ο αέρας, ο Εντράτζιαν μπορεί να είναι νεκρός», είπε αυτός. «Αν δεν είναι ήδη».

Ο Ραλφ τον κοίταξε κι έγνεψε καταφατικά. Ο Ντέιβιντ ήταν ακόμη καθισμένος στις φτέρνες δίπλα στην τηλεόραση, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, και κοίταζε τον Τζόνι με βαθιά αυτοσυγκέντρωση. «Γιατί;» ρώτησε η Όντρεϊ. «Πώς;»

«Δεν τον έχεις δει πώς είναι;» τη ρώτησε η Μαίρη.

«Και βέβαια τον έχω δει. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα τον άκουσα μόνο να γυρίζει με το αμάξι... και με τα πόδια... Τον άκουσα να μιλάει μόνος του. Αλλά έχω να τον δω από χτες».

«Μήπως υπάρχει τίποτα ραδιενεργό εδώ γύρω, μαντάμ;» ρώτησε ο Ραλφ την Όντρεϊ. «Μήπως είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ η περιοχή για πυρηνικά απόβλητα ή για παλιά όπλα ίσως; Πυρηνικές κεφαλές πυραύλων ή κάτι τέτοιο; Γιατί ο αστυνομικός διαλυόταν μπροστά στα μάτια μας». «Δε νομίζω ότι ήταν από ραδιενέργεια», είπε η Μαίρη.

«Έχω δει φωτογραφίες από τέτοιες περιπτώσεις και...»

«Μια στιγμή, μια στιγμή», τους διέκοψε ο Τζόνι, σηκώνοντας τα χεριά του. «Θέλω να κάνω μια πρόταση. Νομίζω ότι πρέπει να καθίσουμε και να το συζητήσουμε το πράγμα. Εντάξει; Έτσι θα περάσει και η ώρα, αν μη τι άλλο, και μπορεί να βρούμε και καμιά καλή ιδέα για το τι να κάνουμε». Κοίταξε την Όντρεϊ χαρίζοντας της το πιο γοητευτικό του χαμόγελο, και είδε με ικανοποίηση ότι 367

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

η γυναίκα χαλάρωσε λίγο. Τελικά δεν είχε χάσει όλη τη γοητεία του. «Πάντως, θα είναι πιο εποικοδομητικό από το να κάνουμε σκιές στην οθόνη».

Κοίταξε τους άλλους, ενώ το χαμόγελο του χανόταν. Η Όντρεϊ στεκόταν στην άκρη του χαλιού, με το σούπερ μίνι της. Ο Ντέιβιντ στις φτέρνες, δίπλα στην τηλεόραση. Ο Στιβ και η Σύνθια είχαν καθίσει στα μπράτσα μιας πολυθρόνας. Η Μαίρη στεκόταν δίπλα στην οθόνη και θύμιζε λίγο δασκάλα, έτσι όπως είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος. Ο Τομ Μπίλινγκσλι επιθεωρούσε το πάνω ανοιχτό ντουλάπι του μπαρ, με τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη. Ο Ραλφ ήταν στην πολυθρόνα, στην άκρη του φωτεινού κύκλου που έριχναν τα λαμπατέρ. Το αριστερό του μάτι ήταν τόσο πρησμένο, που είχε κλείσει σχεδόν. Ο Σύλλογος Επιζώντων από τον Κόλι Εντράτζιαν σε απαρτία.

Τι ομάδα, σκέφτηκε ο Τζόνι. Οργανωμένη περιήγηση στην έρημο.

«Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος που πρέπει να συζητήσουμε», είπε. Κοίταξε τις σκιές τους, που ανεβοκατέβαιναν πάνω στην οθόνη. Για μια στιγμή του θύμισαν σκιές γιγάντιων πουλιών, θυμήθηκε τον Εντράτζιαν να του λέει ότι οι γύπες είναι τα μοναδικά πουλιά που κλάνουν. Να του λέει. Διάβολε, όλοι έχουμε ξεπεράσει τα γιατί, εσύ ειδικά θα 'πρεπε να το ξέρεις αυτό. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν ίσως το πιο τρομακτικό πράγμα που του είχαν πει ποτέ στη ζωή του. Κυρίως επειδή το ένιωθε αληθινό. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, σαν να συμφωνούσε με κάποιο ενδόμυχο συνομιλητή, και συνέχισε. «Έχω δει κάμποσα παράξενα πράγματα στη ζωή μου, αλλά ποτέ δεν έχω ζήσει κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί υπερφυσική εμπειρία. Μέχρι σήμερα, ίσως. Κι εκείνο που με τρομάζει περισσότερο είναι ότι η εμπειρία μπορεί να συνεχίζεται. Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι τις τελευταίες ώρες μου έχουν συμβεί πράγματα που δεν μπορώ να εξηγήσω». «Τι είναι αυτά που λες τώρα;» Η Όντρεϊ έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Δε φτάνουν όλα αυτά που συμβαίνουν, είναι ανάγκη τώρα να τα μετατρέψεις σε ιστορία με φαντάσματα;» 368

STEPHEN KING

«Φτάνουν και περισσεύουν», είπε ο Τζόνι, μιλώντας με μια σιγανή, συμπονετική φωνή, που δεν αναγνώριζε και ο ίδιος στον εαυτό του. «Αυτό όμως δεν αλλάζει την κατάσταση». «Κοιτάξτε, εγώ ακούω και μιλάω καλύτερα όταν δεν πεθαίνω της πείνας», είπε η Μαίρη. «Δε φαντάζομαι να υπάρχει τίποτα φαγώσιμο εδώ μέσα, ε;» Ο Τομ Μπίλινγκσλι κυριεύτηκε από αμηχανία. «Όχι και πολλά πράγματα, κυρία μου. Συνήθως ερχόμαστε εδώ μόνο τα βράδια για να πιούμε και να μιλήσουμε για τα παλιά». Η Μαίρη αναστέναξε. «Αυτό φοβόμουν».

Ο Μπίλινγκσλι έδειξε τη δεξιά είσοδο της σκηνής.

«Ο Μάρτι Άιβς έφερε κάτι πριν από δυο μέρες. Νομίζω ότι ήταν σαρδέλες. Του αρέσουν πολύ οι σαρδέλες με κράκερ».

«Μπλιαχ!» έκανε η Μαίρη, αλλά το ύφος της έδειχνε ότι είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι σε μια δυο ώρες η Μαίρη θα έτρωγε ακόμη και αντσούγιες. «Θα ρίξω μια ματιά, μήπως έφερε και τίποτε άλλο», είπε ο Μπίλινγκσλι, αλλά ο τόνος του έδειχνε ότι δεν το πολυπίστευε.

Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε όρθιος, «Θα πάω εγώ, αν θέλεις».

Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τους ώμους. Κοίταζε πάλι την Όντρεϊ και φαινόταν να έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τις σαρδέλες του Μάρτι Άιβς. «Εκεί στο άνοιγμα για τα παρασκήνια υπάρχει ένας διακόπτης αριστερά σου. Κατευθείαν μπροστά θα δεις κάτι ράφια. Ό,τι φαγώσιμο φέρναμε το βάζαμε εκεί συνήθως. Μπορεί να βρεις και τίποτε άλλο».

«Εσύ και η παρέα σου πίνατε κάτι παραπάνω, αλλά τουλάχιστον καλύπτατε τις βασικές διατροφικές σας ανάγκες», είπε ο Τζόνι. «Καλό αυτό». Ο κτηνίατρος του έριξε μια ματιά, σήκωσε τους ώμους και μετά κοίταξε πάλι τα πόδια της Όντρεϊ Γουάιλερ. Αυτή δεν έδειχνε να προσέχει το ενδιαφέρον του. Ή απλώς δεν την ένοιαζε. Ο Ντέιβιντ έκανε μερικά βήματα, μετά γύρισε και πήρε το σαρανταπεντάρι. Έριξε μια ματιά στον πατέρα του, αλλά ο Ραλφ κοί369

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ταζε με άδειο βλέμμα την αίθουσα, τα κόκκινα καθίσματα που χάνονταν μέσα στο σκοτάδι. Ο Ντέιβιντ έβαλε με προσοχή το πιστόλι στην τσέπη του τζιν του έτσι που προεξείχε μόνο η λαβή, μετά πήγε πάλι προς την έξοδο. Καθώς περνούσε δίπλα στον Μπίλινγκσλι, τον ρώτησε, «Μήπως υπάρχει τρεχούμενο νερό;»

«Είμαστε στην έρημο εδώ, γιε μου. Όταν αδειάζει ένα κτίριο, το κόβουν το νερό». «Φτου. Έχω ακόμη σαπούνια πάνω μου. Με τρώει».

Ο Ντέιβιντ διέσχισε τη σκηνή, μπήκε στο μικρό άνοιγμα και μια στιγμή αργότερα είδαν το φως που άναψε. Ο Τζόνι χαλάρωσε λίγο και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι κάπου μέσα του περίμενε να εμφανιστεί κάτι και να ορμήσει στο μικρό. Γύρισε καθώς είδε τον Μπίλινγκσλι να τον κοιτάζει. «Αυτό που έκανε ο μικρός εκεί στη φυλακή ήταν ακατόρθωτο», είπε ο γέρος. «Ο τρόπος που βγήκε από το κελί...»

«Τότε πρέπει να είμαστε ακόμη κλειδωμένοι εκεί μέσα», είπε ο Τζόνι. Παρά την απάντηση του, είχε σκεφτεί και ο ίδιος αυτό που είπε ο γέρος. Του είχε έρθει μάλιστα και μια φράση για να το περιγράψει: αδιόρατα θαύματα. Θα την είχε γράψει στο σημειωματάριο του, αν δεν του είχε πέσει στο δρόμο. «Εσύ τι λες, είμαστε ακόμη εκεί;» πρόσθεσε.

«Όχι, είμαστε εδώ και τον είδαμε να κάνει αυτό που έκανε», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Αλείφτηκε με σαπούνι και γλίστρησε μέσα από τα κάγκελα, σαν σπόρος από καρπούζι. Καθώς τον βλέπαμε, μας φάνηκε λογικό, έτσι δεν είναι; θα σου πω κάτι όμως, φίλε: ακόμη και ο Χουντίνι δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Και ξέρεις γιατί; Το πρόβλημα είναι το κεφάλι. Το κεφάλι του έπρεπε να είχε κολλήσει στα κάγκελα, αλλά δεν κόλλησε». Άρχισε να τους κοιτάζει όλους έναν έναν, τελειώνοντας με τον Ραλφ. Ο Ραλφ κοίταζε το γέρο τώρα, αλλά ο Τζόνι δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε τι έλεγε ο Μπίλινγκσλι. Και ίσως έτσι ήταν καλύτερα.

«Πού θέλεις να καταλήξεις;» ρώτησε η Μαίρη.

«Δεν είμαι σίγουρος», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Νομίζω όμως ότι καλά θα κάνουμε να ακολουθούμε το μικρό». 370

STEPHEN KING

Δίστασε και μετά πρόσθεσε: «Οι παλιοί έλεγαν ότι τις κρύες νύχτες όλες οι φωτιές ζεσταίνουν το ίδιο». 2 Το πλάσμα σήκωσε το νεκρό κογιότ και το εξέτασε. «Το σώμα πεθαίνει, το πνεύμα φεύγει, μόνο η σάρκα απομένει», είπε με μια παράδοξη φωνή, ηχηρή και εντελώς άτονη μαζί. «Έτσι ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα. Η ζωή είναι σκατά και μετά πεθαίνεις».

Κουβάλησε το ζώο κάτω, με τα πόδια και το τσακισμένο κεφάλι του να κρέμονται και το σώμα να ταλαντεύεται σαν ματωμένη τριχωτή εσάρπα. Το πλάσμα στάθηκε για μια στιγμή στην πόρτα του δημοτικού κτιρίου, κοιτάζοντας έξω στο σκοτάδι και ακούγοντας τον άνεμο. «Σο καχ σετ!» είπε, μετά γύρισε και πήγε το ζώο στο γραφείο. Κοίταξε στις κρεμάστρες δεξιά από την πόρτα και είδε αμέσως ότι κάποιος είχε κατεβάσει το κορίτσι -την Πάι, όπως την έλεγε ο αδερφός της- και το είχε τυλίξει με μια κουρτίνα.

Το χλομό πρόσωπο του συσπάστηκε από θυμό καθώς κοίταζε το σκεπασμένο σώμα του παιδιού.

«Την κατέβασε!» είπε στο νεκρό κογιότ που κρατούσε. «Αυτό το παλιόπαιδο την κατέβασε. Αυτό το ηλίθιο παιδί, που μου δημιουργεί όλο προβλήματα!»

Ναι. Το ανίκανο. Το ανάγωγο. Αυτό το ανόητο παιδί. Τελικά, αυτό το τελευταίο ήταν το καλύτερο. Το πιο αληθινό. Το ανόητο χριστιανόπουλο, που προσπαθούσε να καλυτερέψει έστω και κάτι από όλη αυτή την κατάσταση, λες και ήταν ποτέ δυνατόν να καλυτερέψει το παραμικρό σε μια τέτοια ιστορία, λες και ο θάνατος είναι κάτι το απαίσιο που μπορείς να το καθαρίσεις από τον τοίχο της ζωής αν το τρίψεις καλά. Λες και μπορείς να ξανανοίξεις το κλειστό βιβλίο και να το ξαναδιαβάσεις, με διαφορετικό τέλος.

Όμως ο θυμός του ήταν ανακατεμένος με φόβο, σαν κίτρινο νήμα κεντημένο σε κόκκινο πανί, γιατί ο μικρός δεν έλεγε να τα παρατήσει και έτσι και οι υπόλοιποι δε θα τα παρατούσαν. Δεν έπρεπε 371

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

να τολμήσουν να το σκάσουν από (τον Εντράτζιαν αυτή αυτό αυτούς) ακόμη κι αν οι πόρτες των κελιών τους ήταν ορθάνοιχτες. Και όμως το έκαναν. Και γι' αυτό έφταιγε ο μικρός, αυτό το άθλιο, φουσκωμένο, υπεροπτικό χριστιανόπουλο, που είχε την αναίδεια να κατεβάσει αυτό το τσουλί, την αδερφή του, και να προσπαθήσει να της προσφέρει κάτι που να μοιάζει με ταφή... Αισθάνθηκε μια ζεστασιά στα δάχτυλα και τις παλάμες του. Κοίταξε κάτω και είδε ότι είχε χώσει τα χέρια της Έλεν μέσα στην κοιλιά του κογιότ μέχρι τους καρπούς.

Είχε σκοπό να κρεμάσει το κογιότ σε μια κρεμάστρα επειδή αυτό είχε κάνει και με τους άλλους, τώρα όμως του ήρθε μια άλλη ιδέα. Κουβάλησε το κογιότ μέχρι το σκεπασμένο πτώμα, γονάτισε και παραμέρισε την κουρτίνα. Κοίταξε με έναν άγριο μορφασμό το νεκρό κορίτσι που είχε γεννηθεί από το σώμα που είχε τώρα. Ακούς να το σκεπάσει!

Έβγαλε τα χέρια της Έλεν από την κοιλιά του κογιότ -τώρα έμοιαζαν σαν να φοράνε γάντια στο χρώμα του αίματος- και έβαλε το ζώο πάνω στην Κίρστεν. Του άνοιξε τα πόδια και τα έβαλε γύρω από το λαιμό του παιδιού. Υπήρχε κάτι φρικτό και απαίσιο σ' αυτή την εικόνα. Ήταν σαν γκραβούρα από παραμύθι φρίκης.

«Τακ», ψιθύρισε και χαμογέλασε. Η κίνηση αυτή έκανε το κάτω χείλι της Έλεν Κάρβερ να ανοίξει. Το αίμα έτρεξε στο πιγούνι του, αλλά το πλάσμα δεν το πρόσεξε. Αυτός ο άχρηστος, ξιπασμένος μικρός δε θα έβλεπε ποτέ αυτή την εικόνα, αλλά ήταν ωραίο να φαντάζεται την αντίδραση που θα είχε αν την έβλεπε! Αν έβλεπε πού είχαν καταλήξει τελικά οι αξιολύπητες προσπάθειες του, πόσο εύκολα μπορούσε να καταρρακωθεί και πάλι ο σεβασμός, πόσο φυσικά επικρατούσε πάλι το μηδέν πάνω στους τεχνητούς αριθμούς που επινοούσαν οι άνθρωποι. Τράβηξε την κουρτίνα πάνω από το κογιότ. Τώρα το παιδί και το ζώο έμοιαζαν σχεδόν σαν εραστές. Πόσο θα ήθελε να ήταν εδώ ο μικρός! Και ο πατέρας του αλλά ιδιαίτερα ο μικρός. Γιατί αυτός χρειαζόταν περισσότερο ένα καλό μάθημα.

Το παιδί ήταν ο πιο επικίνδυνος απ' όλους. Πίσω του ακούστηκαν αδιόρατα «βήματα», ένας ήχος πολύ σιγανός για να ακουστεί, το 372

STEPHEN KING

πλάσμα όμως τον άκουσε. Γύρισε στα γόνατα της Έλεν και είδε τις αράχνες να επιστρέφουν. Μπήκαν στο γραφείο, έστριψαν αριστερά και ανέβηκαν στον τοίχο, περπατώντας πάνω σε διαφημιστικά πόστερ και ανακοινώσεις. Μόλις έφτασαν πάνω από μια ανακοίνωση για μια σύσκεψη στην οποία οι άνθρωποι της Μεταλλευτικής Εταιρείας Ντεσπερέισον θα συζητούσαν την επανέναρξη εξόρυξης χαλκού από το λεγόμενο Κινέζικο Ορυχείο, οι αράχνες σχημάτισαν πάλι τον κύκλο τους. Η ψηλή γυναίκα με τη φόρμα και τη σταυρωτή ζώνη Σαμ Μπράουν σηκώθηκε και τις πλησίασε. Ο κύκλος στον τοίχο τρεμούλιασε, λες και οι αράχνες ένιωθαν φόβο ή έκσταση ή ίσως και τα δυο. Η γυναίκα ένωσε τα ματωμένα της χέρια, μετά τα άνοιξε πάλι προς τον τοίχο, με τις παλάμες προς τα έξω. «Αχ λαχ;»

Ο κύκλος διαλύθηκε. Οι αράχνες άρχισαν να τρέχουν σχηματίζοντας ένα νέο σχήμα. Κινούνταν με την ακρίβεια κομάντος που κάνουν σχηματισμούς. Έφτιαξαν ένα Σ, μετά διαλύθηκαν, έτρεξαν πάλι, σχημάτισαν ένα Ι. Ακολούθησε ένα Ν, μετά ένα Ε, μετά ένα Μ... Το πλάσμα τους έκανε νόημα να φύγουν τη στιγμή που έτρεχαν πάλι από δω κι από κει, προσπαθώντας να αποφασίσουν πώς θα σχηματίσουν το Α. «Εν τόον», είπε. «Ρας».

Οι αράχνες παράτησαν το άλφα και ξαναέφτιαξαν τον τρεμάμενο κύκλο.

«Τεν αχ;» ρώτησε το πλάσμα μετά από λίγο. Και οι αράχνες έφτιαξαν ένα νέο σχήμα. Ήταν ένας κύκλος, το σχήμα του ινι. Η γυναίκα με το σώμα της Έλεν Κάρβερ το κοίταξε για μερικές στιγμές χτυπώντας τα δάχτυλα της Έλεν πάνω στο στήθος της Έλεν, μετά κούνησε το χέρι προς τον τοίχο. Το σχήμα διαλύθηκε και οι αράχνες άρχισαν να κατεβαίνουν στο πάτωμα.

Το πλάσμα προχώρησε προς το διάδρομο, χωρίς να κοιτάζει τις αράχνες που έτρεχαν γύρω από τα πόδια του. Αν τις χρειαζόταν, θα τις καλούσε πάλι και θα έρχονταν.

Στάθηκε στη δίφυλλη πόρτα και κοίταξε πάλι έξω στη νύχτα. Δεν μπορούσε να δει τον παλιό κινηματογράφο, αλλά δεν είχε σημα373

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σία. Ήξερε πού ήταν το Αμέρικαν Ουέστ, γύρω στα διακόσια μέτρα πιο κάτω, αμέσως μετά τη μοναδική διασταύρωση της πόλης. Και χάρη στις αράχνες, ήξερε πού είχαν κρυφτεί οι δραπέτες. Πού είχε κρυφτεί αυτό το σκατόπαιδο. 3

Ο Τζόνι Μάρινβιλ αφηγήθηκε πάλι την ιστορία του -αυτή τη φορά ολόκληρη. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, προσπαθούσε να τα πει με λίγα λόγια. Υπήρχαν κριτικοί σε όλη την Αμερική που θα τον χειροκροτούσαν από ενθουσιασμό γι' αυτή την αυτοσυγκράτηση. Τους είπε ότι σταμάτησε να κατουρήσει και ότι εκείνη την ώρα ο Εντράτζιαν έβαλε τη μαριχουάνα στο σάκο της σέλας. Τους είπε για τα κογιότ -αυτό που έμοιαζε να του μιλάει ο Εντράτζιαν και τα άλλα που είχαν παραταχθεί κατά διαστήματα στο δρόμο, σαν τιμητική φρουρά- και για το ξύλο που του έριξε ο αστυνομικός. Τους διηγήθηκε το φόνο του Μπίλι Ράνκορτ και μετά, χωρίς καμιά αισθητή αλλαγή στη φωνή του, πώς ο Εντράτζιαν διέταξε το γύπα να του επιτεθεί.

Όταν το άκουσε αυτό η Όντρεϊ Γουάιλερ τον κοίταξε με φανερή δυσπιστία, αλλά ο Τζόνι είδε ότι ο Στιβ και η κοκαλιάρα κοπέλα που είχε πάρει στο δρόμο αντάλλαξαν μια ματιά αηδιασμένης κατανόησης. Δεν κοίταξε να δει πώς αντιδρούσαν οι άλλοι. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στα χέρια και τα γόνατα του και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί όπως έκανε όταν συναντούσε κάποιο δύσκολο σημείο στα βιβλία του. «Ήθελε να του κάνω τσιμπούκι. Ο σκοπός του μάλλον ήταν να αρχίσω να εκλιπαρώ και να ικετεύω, αλλά η ιδέα δε με σοκάρισε όσο θα περίμενε ίσως ο Εντράτζιαν. Το τσιμπούκι είναι μια πολύ συνηθισμένη σεξουαλική απαίτηση όταν η εξουσία ξεπερνάει τα φυσιολογικά της όρια, αλλά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Επιφανειακά, ο βιασμός είναι επιβολή και επιθετικότητα. Από κάτω όμως οφείλεται σε θυμό που οφείλεται σε φόβο».

«Σας ευχαριστώ, δόκτορ Ρουθ», είπε η Όντρεϊ. «Στην επόμενη εκπομπή μας θα μιλήσουμε για την ανικανότητα». 374

STEPHEN KING

Ο Τζόνι την κοίταξε χωρίς να ενοχληθεί. «Έχω γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα το βιασμό μεταξύ ομοφυλοφίλων, το Τίμπιουρον. Δεν άρεσε ιδιαίτερα στους κριτικούς, αλλά για να το γράψω μίλησα με πολύ κόσμο και πιστεύω ότι κατάλαβα τα βασικά σημεία της κατάστασης. Το θέμα είναι ότι η απαίτηση του δε με φόβισε, με θύμωσε. Στο μεταξύ είχα καταλάβει ήδη ότι δεν είχα και πολλά να χάσω. Του είπα ότι θα του το δαγκώσω και θα του το κόψω. Μετά... μετά...»

Σκεφτόταν όσο δεν είχε σκεφτεί τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι, σαν να είχε ανοίξει συζήτηση με τον εαυτό του.

«Ναι. Μετά του πέταξα μια απ' αυτές τις ακατανόητες λέξεις που λέει. Δηλαδή μου φάνηκε ακατανόητη ή σαν λέξη από τεχνητή γλώσσα. Την έλεγε με ένα λαρυγγικό τόνο...» «Το τακ ήταν;» ρώτησε η Μαίρη.

Ο Τζόνι κατένευσε. «Φαίνεται ότι δεν ήταν ακατανόητη ούτε για τα κογιότ ούτε για τον Εντράτζιαν. Όταν την είπα αναπήδησε... και μετά είπε στο γύπα να μου επιτεθεί».

«Δεν τα πιστεύω όλα αυτά», είπε η Όντρεϊ. «Εντάξει, μπορεί να είσαι διάσημος συγγραφέας ή κάτι τέτοιο και φαίνεσαι τύπος που δεν έχει συνηθίσει να αμφιβάλλουν για τα λεγόμενα του, αλλά εγώ δεν τα πιστεύω».

«Και όμως έγινε», είπε ο Τζόνι. «Εσύ δεν είδες τίποτα τέτοιο; Παράξενη, επιθετική συμπεριφορά από τα ζώα;» «Σας είπα ότι ήμουν κρυμμένη στο πλυντήριο», είπε αυτή. «Καταλαβαινόμαστε εδώ μέσα ή μιλάμε άλλη γλώσσα;» «Μα...»

«Άκου, θέλεις να μιλήσουμε για παράξενη και επιθετική συμπεριφορά;» τον έκοψε η Όντρεϊ. Έσκυψε μπροστά. Τα μάτια της άστραφταν και ήταν καρφωμένα στου Μάρινβιλ. «Ο Κόλι έχει ακριβώς αυτή τη συμπεριφορά. Σκότωνε όποιον έβλεπε μπροστά του. Δε σου φτάνει αυτό; Είναι ανάγκη να βάλουμε και γυμνασμένους γύπες στην ιστορία;» 375

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Και οι αράχνες;» ρώτησε ο Στιβ. Αυτός και η κοπελιά είχαν καθίσει μαζί στην πολυθρόνα και ο Στιβ την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους. «Τι έκαναν οι αράχνες;»

«Μήπως είδατε τίποτα αράχνες να... πώς να το πω... να πηγαίνουν μαζί;»

«Να πηγαίνουν μαζί; Τι θα πει αυτό;» Το ύφος της Γουάιλερ έδειχνε καθαρά ότι τον θεωρούσε σαλταρισμένο. «Να ταξιδεύουν μαζί. Σε αγέλες. Σαν λύκοι. Ή κογιότ». Η Γουάιλερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Φίδια;»

«Δεν έχω δει φίδια. Ούτε κογιότ στην πόλη. Δεν έχω δει ούτε σκυλιά να κάνουν ποδηλατάδα φορώντας καπέλα. Πρώτη φορά ακούω τέτοια πράγματα».

Ο Ντέιβιντ ξαναγύρισε στη σκηνή, κρατώντας μια μικρή καφέ χαρτοσακούλα και ένα κουτί κράκερ Ριτζ κάτω από τη μασχάλη του. «Βρήκα μερικά πράγματα», είπε. «Μάλιστα», είπε ο Στιβ, κοιτάζοντας το κουτί και τη μικρή σακούλα. «Αυτά φτάνουν για να εξαφανιστεί η πείνα σε όλη την Αμερική. Πόσο μας πέφτει, Ντέιβι, μια σαρδέλα και δύο κράκερ στον καθένα;» «Μπα, όχι, υπάρχει πολύ πράγμα», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Περισσότερο απ' όσο νομίζεις. Εε...» Σταμάτησε και τους κοίταξε κάπως ανήσυχος, «θα σας πείραζε αν έλεγα μια προσευχή πριν μοιράσω το φαγητό;» «Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Τζόνι. «Στην κατάσταση που είμαστε, μόνο η προσευχή μπορεί να μας βοηθήσει». «Αμήν», συμφώνησε ο Στιβ.

Ο Ντέιβιντ ακούμπησε τη σακούλα και το κουτί με τα κράκερ ανάμεσα στα παπούτσια του, μετά έκλεισε τα μάτια και ένωσε πάλι τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο του, δάχτυλο με δάχτυλο. Ο Τζόνι 376

STEPHEN KING

εντυπωσιάστηκε από την έλλειψη κάθε προσποίησης στο παιδί. Η χειρονομία του είχε μια απλότητα, που άγγιζε την ομορφιά. «Θεέ μου, Σε παρακαλώ, ευλόγησε αυτή την τροφή που θα φάμε», άρχισε ο Ντέιβιντ.

«Αυτή τη λίγη τροφή», είπε η Σύνθια και αμέσως φάνηκε να μετανιώνει που είχε μιλήσει. Ο Ντέιβιντ δεν ενοχλήθηκε όμως. Μπορεί να μην την άκουσε καν.

«Ευλόγησε την αλληλεγγύη μας, προστάτεψε μας και λύτρωσε μας από το κακό. Σε παρακαλώ, προστάτεψε και τη μαμά μου, αν είναι το θέλημα Σου». Έκανε μια παύση και μετά πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή: «Μάλλον δεν είναι, αλλά Σε παρακαλώ, αν είναι το θέλημα Σου. Στο όνομα του Ιησού, αμήν». Άνοιξε πάλι τα μάτια του.

Ο Τζόνι είχε συγκινηθεί. Η μικρή προσευχή του παιδιού τον άγγιξε σε εκείνο ακριβώς το μέρος της καρδιάς του που είχε προσπαθήσει να τσακίσει ο Εντράτζιαν χωρίς να τα καταφέρει.

Φυσικό είναι. Γιατί ο μικρός το πιστεύει. Μπροστά σ' αυτό τον πιτσιρικά που προσεύχεται έτσι ταπεινά δεν πιάνει μία ο πάπας με τα φανταχτερά του ρούχα κι εκείνο το καπέλο που θυμίζει καμπαρετζού στο Λας Βέγκας.

Ο Ντέιβιντ έσκυψε και σήκωσε τα τρόφιμα. Άρχισε να ψάχνει μέσα στη σακούλα με ένα χαρούμενο ύφος, σαν πάτερ φαμίλιας που ετοιμάζεται να μοιράσει το φαγητό σε επίσημο γιορτινό τραπέζι. «Έλα, Μαίρη». Έβγαλε από τη σακούλα μια κονσέρβα σαρδέλες και της την έδωσε. «Το ανοιχτήρι είναι από κάτω». «Ευχαριστώ, Ντέιβιντ».

Ο μικρός χαμογέλασε. «Ευχαρίστησε το φίλο του κυρίου Μπίλινγκσλι. Δικό του είναι το φαγητό, όχι δικό μου». Της έδωσε το κουτί με τα κράκερ. «Πάρε και πέρασε τα γύρω γύρω».

«Πάρε όσα χρειάζεσαι κι άσε τα υπόλοιπα», είπε ο Τζόνι με ένα διαχυτικό χαμόγελο. «Έτσι λέμε εμείς οι Φίλοι του Κύκλου... Έτσι δεν είναι, Τομ;» Ο κτηνίατρος τον κοίταξε για λίγο, αλλά δεν απάντησε. 377

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ έδωσε μια κονσέρβα σαρδέλες στον Στιβ κι άλλη μία στη Σύνθια.

«Δεν πειράζει, αγάπη μου», του είπε η Σύνθια και πήγε να του δώσει πίσω τη δική της. «Θα μοιραστούμε την άλλη με τον Στιβ».

«Δε χρειάζεται», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Υπάρχουν αρκετές. Ειλικρινά».

Έδωσε μία κονσέρβα στην Όντρεϊ, μία στον Τομ και μία στον Τζόνι. Αυτός τη γύρισε δυο φορές στο χέρι του σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινή. Μετά έβγαλε το περιτύλιγμα, ξεκόλλησε το ανοιχτήρι από κάτω και το έβαλε στη μεταλλική γλώσσα στην άκρη της κονσέρβας. Όταν την άνοιξε και του μύρισαν οι σαρδέλες, ένιωσε μια ασυγκράτητη πείνα. Αν του έλεγε κανείς ότι θα αντιδρούσε έτσι για μια παλιοκονσέρβα με σαρδέλες, θα έβαζε τα γέλια. Κάποιος τον χτύπησε στον ώμο. Γύρισε και είδε τη Μαίρη να του προτείνει το κουτί με τα κράκερ. Το ύφος της ήταν σχεδόν εκστατικό. Από τη μια άκρη των χειλιών της είχαν τρέξει, λάδια μέχρι το πιγούνι της. «Πάρε, τα κράκερ είναι υπέροχα. Σοβαρά!»

«Και ο συνδυασμός σαρδέλες με κράκερ είναι το κάτι άλλο!» δήλωσε εύθυμα η, Σύνθια.

Ο Τζόνι πήρε το κουτί, κοίταξε μέσα και είδε ότι είχε μείνει μόνο ένα χάρτινο ρολό με κράκερ, μισογεμάτο. Πήρε τρία και το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε αμέσως για την εγκράτεια του. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και πήρε άλλα τρία, πριν περάσει το κουτί στον Μπίλινγκσλι. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και μέσα στο νου του άκουσε το γέρο να του λέει ότι ακόμη και ο Χουντίνι δε θα μπορούσε να βγει από το κελί. Γιατί ήταν αδύνατο να περάσει το κεφάλι του από τα κάγκελα. Και φυσικά ήταν και το τηλέφωνο τρεις γραμμές όταν το είχε ο μικρός στα χέρια του, καμία όταν το κρατούσε ο ίδιος. «Λοιπόν, πάει και τελείωσε», είπε η Σύνθια με γεμάτο στόμα. Η φωνή της ήταν εξίσου εκστατική με την έκφραση της Μαίρης. «Το φαΐ είναι πολύ καλύτερο από το σεξ».

Ο Τζόνι κοίταξε τον Ντέιβιντ. Ήταν καθισμένος στο μπράτσο της πολυθρόνας του πατέρα του κι έτρωγε. Ο Ραλφ είχε ακόμη την 378

STEPHEN KING

κονσέρβα μπροστά του, χωρίς να την έχει ανοίξει, και κοίταζε ακόμη τα άδεια καθίσματα. Ο Ντέιβιντ πήρε δυο σαρδέλες από τη δική του κονσέρβα, τις έβαλε πάνω σε ένα κράκερ και τις έδωσε στον πατέρα του, που άρχισε να μασάει μηχανικά, θα 'λεγες ότι ο μόνος λόγος που μασούσε ήταν για να ξεφορτωθεί αυτό το πράγμα από το στόμα του. Βλέποντας την έκφραση αγάπης στο πρόσωπο του παιδιού, ο Τζόνι ένιωσε αμηχανία, σαν να παραβίαζε μια προσωπική στιγμή. Γύρισε αλλού και είδε το κουτί με τα κράκερ στο πάτωμα. Όλοι έτρωγαν και κανείς δεν έδωσε σημασία στον Τζόνι όταν το πήρε και κοίταξε μέσα. Το κουτί είχε κάνει το γύρο της παρέας, όλοι είχαν πάρει τουλάχιστον μισή ντουζίνα κράκερ (ο Μπίλινγκσλι μπορεί να είχε πάρει παραπάνω κι έτρωγε τώρα με βουλιμία), αλλά το χάρτινο ρολό ήταν ακόμη στη θέση του και ο Τζόνι θα 'παίρνε όρκο ότι ήταν ακόμη μισογεμάτο· ότι ο αριθμός των κράκερ δεν είχε μειωθεί. 4 Ο Ραλφ αφηγήθηκε την τραγωδία της οικογένειας του όσο πιο καθαρά μπορούσε, σταματώντας κατά διαστήματα για να φάει. Προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό του, να συνέλθει περισσότερο για χάρη του Ντέιβιντ παρά για τον εαυτό του- αλλά ήταν δύσκολο. Έβλεπε συνέχεια την Κίρστεν να κείτεται ακίνητη στη βάση της σκάλας, έβλεπε τον Εντράτζιαν να τραβάει την Έλλη από το κελί. Μη φοβάσαι, Ντέιβιντ, θα γυρίσω, του είχε πει, αλλά για τον Ραλφ, που είχε ακούσει κάθε δυνατό τόνο της φωνής της στα δεκατέσσερα χρόνια του γάμου τους, ήταν σαν να είχε φύγει ήδη. Όμως, το χρωστούσε στον Ντέιβιντ να προσπαθήσει να συνέλθει. Να ξαναγυρίσει στον εαυτό του από το μέρος όπου ήθελε να τον στείλει το σοκαρισμένο, στρεσαρισμένο -και ένοχο, ναι, ήταν κι αυτό- μυαλό του. Αλλά ήταν δύσκολο.

Όταν τελείωσε, η Όντρεϊ είπε: «Εντάξει, τουλάχιστον δεν είχαμε εξεγέρσεις από το ζωικό βασίλειο. Λυπάμαι πολύ όμως για τη γυναίκα σας και το κοριτσάκι σας, κύριε Κάρβερ. Και Ντέιβιντ». 379

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ευχαριστώ», είπε ο Ραλφ και όταν ο Ντέιβιντ πρόσθεσε, «Η μαμά μου μπορεί να είναι εντάξει ακόμη», του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε ναι, έτσι ήταν.

Ακολούθησε η Μαίρη. Τους είπε για τη μαριχουάνα κάτω από τη ρεζέρβα, ότι ο Εντράτζιαν είχε ανακατέψει και τη φράση «θα σας σκοτώσω» μέσα στην τυποποιημένη προειδοποιητική φράση που είναι υποχρεωμένοι να πουν οι αστυνομικοί όταν κάνουν μια σύλληψη και μετά πώς σκότωσε τον άντρα της στη σκάλα χωρίς προειδοποίηση και χωρίς λόγο.

«Και πάλι τίποτα από ζώα», είπε η Όντρεϊ. Φαίνεται ότι αυτό ήταν το βασικό που την απασχολούσε πια. Σήκωσε την κονσέρβα στο στόμα της και ήπιε το υπόλοιπο λάδι χωρίς την παραμικρή ντροπή. «Ή δεν άκουσες αυτό που σου είπαμε για το κογιότ που μας φρουρούσε στη φυλακή ή δε θέλεις να το ακούσεις», της είπε η Μαίρη.

Η Όντρεϊ το απέρριψε αυτό με μια αδιάφορη κίνηση του χεριού. Είχε καθίσει τώρα, αποκαλύπτοντας τουλάχιστον άλλους δέκα πόντους μπούτι στον Μπίλινγκσλι. Ο Ραλφ κοίταζε κι αυτός, αλλά δεν ένιωθε απολύτως τίποτα. Υποψιαζόταν ότι οι συναισθηματικές του καλωδιώσεις είχαν βραχυκυκλώσει και θα έμεναν βραχυκυκλωμένες για πολύ καιρό.

«Πάντως, ξέρω ότι τα κογιότ εξημερώνονται», είπε η Όντρεϊ. «Μπορείς να τα ταΐζεις χάμπουργκερ και να τα εκπαιδεύσεις σαν σκυλιά».

«Εσύ είδες ποτέ τον Εντράτζιαν να τριγυρίζει στην πόλη με κανένα κογιότ δεμένο με λουρί;» τη ρώτησε ευγενικά ο Μάρινβιλ.

Η Όντρεϊ του έριξε μια ματιά κι έσφιξε το σαγόνι της. «Όχι. Τον ήξερα, λέγαμε μια καλημέρα, όπως όλοι στην πόλη, αλλά τίποτα παραπάνω. Τον περισσότερο καιρό ήμουν στο ορυχείο ή στο εργαστήριο ή έκανα ιππασία. Δε μου αρέσει η ζωή της πόλης».

«Μ' εσένα τι έγινε, Στιβ;» ρώτησε ο Μάρινβιλ. «Πες μας και τη δική σου ιστορία». 380

STEPHEN KING

Ο Ραλφ είδε τον ξερακιανό τύπο με την προφορά του Τέξας να ανταλλάσσει μια ματιά με το κορίτσι του -αν ήταν κορίτσι τουκαι μετά να κοιτάζει τον Τζόνι. «Κοίτα, πρώτα πρώτα, αν πεις στον ατζέντη σου ότι πήρα κοπέλα που μου έκανε οτοστόπ, θα χάσω το μπόνους που μου είχε υποσχεθεί». «Σε αυτό το σημείο, ο ατζέντης μου είναι το πιο ασήμαντο από τα προβλήματα σου. Εμπρός, πες μας».

Αφηγήθηκαν και οι δύο τι τους είχε συμβεί, μιλώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτά που είχαν δει και ζήσει ήταν εντελώς απίστευτα. Δήλωσαν και οι δύο ότι τους ήταν αδύνατο να περιγράψουν πόσο απαίσιο ήταν το αγαλματάκι στο εργαστήριο, πόσο τους είχε επηρεάσει. Έμοιαζαν να μη θέλουν να πουν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί όταν ο λύκος (είχαν συμφωνήσει τελικά ότι ήταν λύκος και όχι κογιότ) έφερε το αγαλματάκι από το εργαστήριο και το ακούμπησε μπροστά τους. Ο Ραλφ είχε την υποψία ότι ήταν κάτι το σεξουαλικό, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο κακό αυτό.

«Ακόμη Άπιστος Θωμάς;» ρώτησε ο Μάρινβιλ την Όντρεϊ, όταν τελείωσαν ο Στιβ και η Σύνθια. Μιλούσε με ήρεμη, ήπια φωνή, ίσως για να μη νιώσει άσχημα η γυναίκα και αντιδράσει. Και βέβαια δε θέλει να την κάνει να αντιδράσει, σκέφτηκε ο Ραλφ. Είμαστε μόνο εφτά και θέλει να είμαστε όλοι στην ίδια ομάδα. Και τα καταφέρνει μια χαρά.

«Δεν ξέρω». Η Όντρεϊ έμοιαζε παραζαλισμένη από όσα είχε ακούσει. «Δε θέλω να πιστέψω τίποτα απ' όλα αυτά -μόνο που τα σκέφτομαι με φρικάρει άσχημα- αλλά γιατί να μου λέγατε ψέματα;» Σταμάτησε και μετά πρόσθεσε σκεφτική: «Εκτός αν, όταν είδατε τόσους ανθρώπους κρεμασμένους στις κρεμάστρες... Δεν ξέρω, μήπως τρομάξατε τόσο πολύ που...» «Που αρχίσαμε να έχουμε παραισθήσεις;» είπε ο Στιβ.

Η Όντρεϊ κατένευσε. «Όσο για τα φίδια που είδατε στο σπίτι... Γι' αυτά τουλάχιστον υπάρχει κάποια εξήγηση. Όταν πλησιάζουν τέτοιες θύελλες, τις καταλαβαίνουν μέχρι και τρεις μέρες νωρίτερα και ψάχνουν να βρουν καταφύγιο. Για τα υπόλοιπα όμως... δεν ξέρω. 381

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Είμαι επιστήμονας και δεν μπορώ να καταλάβω πώς...»

«Έλα τώρα, κυρά μου, κάνεις σαν μικρό παιδί», είπε η Σύνθια. «Όλα όσα είδαμε συμφωνούν μ' αυτά που είδε ο κύριος Μάρινβιλ πριν από μας και αυτά που είδε η Μαίρη πριν απ' αυτόν κι αυτά που είδαν οι Κάρβερ πριν απ' αυτούς. Συμφωνούν μέχρι και στον πεσμένο φράχτη, όπου ο Εντράτζιαν σκότωσε εκείνο τον κουρέα ή ό,τι άλλο ήταν. Άσε λοιπόν αυτές τις τρίχες, "Είμαι επιστήμονας". Εμείς συμφωνούμε όλοι μεταξύ μας, εσύ είσαι η μόνη που δεν τα πιστεύεις». «Μα δεν είδα τίποτα τέτοιο!» διαμαρτυρήθηκε η Όντρεϊ. «Τι είδες;» ρώτησε ο Ραλφ. «Πες μας».

Η Όντρεϊ σταύρωσε τα πόδια της και τράβηξε το φόρεμα της προσπαθώντας να το κατεβάσει λίγο. «Είχα πάει κατασκήνωση. Είχα τέσσερις μέρες ρεπό, έτσι φόρτωσα τη Σάλι και τράβηξα βόρεια, στην οροσειρά Κόπερς. Είναι το πιο αγαπημένο μου μέρος στη Νεβάδα». Ο Ραλφ σκέφτηκε ότι η Όντρεϊ είχε κάπως αμυντικό ύφος. Μπορεί στο παρελθόν να την πείραζαν για τη μανία της με την κατασκήνωση. Ο Μπίλινγκσλι πήρε μια έκφραση σαν να ξυπνούσε από κάποιο όνειρο -κάποιο όνειρο ίσως όπου έβλεπε τα μακριά πόδια της Όντρεϊ τυλιγμένα γύρω του. «Η Σάλι», είπε. «Πώς είναι, είναι καλά;» Η Όντρεϊ τον κοίταξε για μια στιγμή σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγε και μετά χαμογέλασε πλατιά, σαν κοριτσάκι. «Είναι μια χαρά». «Εντάξει το διάστρεμμα;»

«Ναι, ευχαριστώ. Οι εντριβές της έκαναν καλό». «Χαίρομαι που το ακούω».

«Τι λέτε τώρα, δεν κατάλαβα τίποτα», είπε ο Μάρινβιλ.

«Τίποτα σπουδαίο», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Πριν από κανένα χρόνο είχα περιποιηθεί το άλογο της, τη Σάλι».

Ο Ραλφ δεν ήταν σίγουρος αν θα άφηνε τον Μπίλινγκσλι να περιποιηθεί το άλογο του, αν είχε. Βασικά, δε θα τον άφηνε να περιποιηθεί ούτε αδέσποτη γάτα. Αλλά μπορεί ο κτηνίατρος να ήταν 382

STEPHEN KING

διαφορετικός πριν από ένα χρόνο. Όταν αρχίζεις να πίνεις, μπορεί να σου συμβούν πολλές αλλαγές μέσα σε δώδεκα μήνες. Και όλες προς το χειρότερο.

«Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ για να βάλουμε πάλι μπροστά τον Κροταλία», συνέχισε η Όντρεϊ. «Τελευταία κάναμε την αλλαγή από τους πίδακες στο σταλακτικό σύστημα. Πέθαναν μερικοί αετοί και...»

«Μερικοί;» την έκοψε ο Μπίλινγκσλι. «Έλα τώρα, δεν είμαι Πράσινος αλλά όχι και μερικοί».

«Εντάξει, γύρω στους σαράντα συνολικά. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο για το είδος, δεν υπάρχει έλλειψη αετών στη Νεβάδα, όπως ξέρεις, γιατρέ. Και οι Πράσινοι το ξέρουν, φυσικά, αλλά κάνουν λες και κάθε αετός είναι κι ένα μωρό που το βάλαμε στην κατσαρόλα και το βράσαμε. Εκείνο που θέλουν στην πραγματικότητα το μόνο που θέλουν- είναι να σταματήσουν την εξόρυξη χαλκού. Μου τη σπάνε όσο δεν παίρνει αυτοί οι άνθρωποι. Έρχονται εδώ πέρα με κάτι ξένα αεροδυναμικά αυτοκίνητα, που έχουν καμιά εικοσαριά κιλά αμερικανικό χαλκό πάνω τους το καθένα, και μας λένε ότι είμαστε τέρατα που βιάζουμε τη μητέρα γη και καταστρέφουμε το περιβάλλον. Αυτοί...» «Κυρία μου», είπε μαλακά ο Στιβ, «με συγχωρείτε, αλλά δεν είναι κανείς από μας της Γκρίν πις».

«Όχι, όχι φυσικά. Απλώς θέλω να πω ότι όλοι μας νιώσαμε άσχημα για τους αετούς -και για τα γεράκια και για τα κοράκια επίσηςπαρ' όλα όσα λένε οι Πράσινοι». Τους κοίταξε, σαν να ήθελε να διαπιστώσει αν την πίστευαν, και μετά συνέχισε. «Το χαλκό τον βγάζουμε από το έδαφος με απόπλυση, ρίχνοντας θειικό οξύ. Ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι οι πίδακες -μοιάζουν με μεγάλες κεφαλές τεχνητής βροχής, σαν αυτές που χρησιμοποιούμε στο γκαζόν. Αλλά οι πίδακες αφήνουν λιμνούλες θειικού οξέος στο έδαφος. Τα πουλιά τις βλέπουν, κατεβαίνουν για να πλυθούν και να πιουν και πεθαίνουν. Και είναι βασανιστικός θάνατος». «Ναι», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι. «Όταν έβγαζαν χρυσό από το Κινέζικο Ορυχείο και το Ορυχείο Ντεζατόγια -μιλάμε για τη δεκαετία του '50 τώρα- οι λιμνούλες ήταν από κυάνιο. Εξίσου θανατη383

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

φόρο. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν υπήρχαν Πράσινοι. Αυτό θα άρεσε πολύ στην εταιρεία τότε, ε, δεσποινίς Γουάιλερ;» Σηκώθηκε, πήγε στο μπαρ, έβαλε ένα δάχτυλο ουίσκι και το κατάπιε σαν φάρμακο. «Θα μπορούσα να 'χω κι εγώ ένα;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Βέβαια», είπε ο Μπίλινγκσλι. Έδωσε στον Ραλφ το ποτό του, μετά έβγαλε κι άλλα ποτήρια. Το μπαρ διέθετε και ζεστά αναψυκτικά, αλλά οι άλλοι προτίμησαν εμφιαλωμένο νερό.

«Βγάλαμε τους πίδακες και τους αντικαταστήσαμε με κεφαλές διανομής και σταλάκτες», συνέχισε η Όντρεϊ. «Το σύστημα αυτό στάζει το οξύ στο έδαφος, και είναι πιο ακριβό από τους πίδακες πολύ πιο ακριβό- αλλά δεν πεθαίνουν πουλιά από τα χημικά».

«Σωστά», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι. Έβαλε άλλη μια δόση ουίσκι κι αυτή τη φορά το ήπιε πιο αργά, κοιτάζοντας πάλι τα πόδια της Όντρεϊ πάνω από το ποτήρι του. 5 Πρόβλημα;

Ίσως όχι ακόμη... αλλά μπορεί να υπήρχε, αν δεν έπαιρνε κάποια μέτρα.

Το πλάσμα που έμοιαζε με την Έλεν Κάρβερ καθόταν στο γραφείο στο άδειο πια δωμάτιο με τα κελιά. Το κεφάλι του ήταν σηκωμένο ψηλά και τα μάτια του γυάλιζαν. Έξω, ακούγονταν συνεχείς ριπές ανέμου. Από πιο κοντά ακούστηκαν πόδια ζώου να ανεβαίνουν τη σκάλα. Σταμάτησαν έξω από την πόρτα και ακούστηκε ένα σιγανό γρύλισμα. Μετά η πόρτα άνοιξε, σπρωγμένη από τη μουσούδα ενός πούμα. Ήταν μεγάλο, αν και θηλυκό, γύρω στα δύο μέτρα από τη μουσούδα μέχρι τους γλουτούς, με μια χοντρή αεικίνητη ουρά, που πρόσθετε άλλο ένα μέτρο στο συνολικό του μήκος.

Καθώς το πούμα πέρασε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο, περπατώντας με την κοιλιά του σχεδόν ν' αγγίζει το πάτωμα και με τα αυτιά του κολλημένα στο τριγωνικό κρανίο του, το πλάσμα 384

STEPHEN KING

βυθίστηκε λίγο πιο βαθιά στο μυαλό του, για να βιώσει αυτά που ένιωθε το πούμα. Το ζώο ήταν τρομοκρατημένο. Ξεδιάλεγε τις οσμές του χώρου και δεν τις έβρισκε καθόλου παρήγορες. Ήταν ένας χώρος ανθρώπων, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που το ενοχλούσε.

Το πούμα μύριζε πολλές φασαρίες εδώ μέσα. Μπαρούτι, πρώτα πρώτα. Για το πούμα, η μυρωδιά των πυροβολισμών ήταν ακόμη έντονη. Μετά υπήρχε η οσμή του φόβου, σαν ένα μείγμα από ιδρώτα και καμένα χόρτα. Και η μυρωδιά του αίματος -αίμα κογιότ και αίμα ανθρώπινο, ανακατεμένα. Και μετά υπήρχε αυτό το πράγμα στην καρέκλα, που το κοίταζε καθώς πλησίαζε. Το πούμα δεν ήθελε να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά δε μύριζε σαν άνθρωπος. Το πούμα δεν είχε ξαναμυρίσει ποτέ του αυτή την οσμή. Μαζεύτηκε στα πόδια του πλάσματος κι έβγαλε ένα σιγανό γρύλισμα σαν κλαψούρισμα.

Το πλάσμα με τη φόρμα σηκώθηκε από την καρέκλα, κάθισε στις φτέρνες μπροστά στο πούμα, του σήκωσε τη μουσούδα και το κοίταξε στα μάτια. Άρχισε να μιλάει γρήγορα σ' εκείνη την άλλη γλώσσα, τη γλώσσα του άμορφου, λέγοντας στο πούμα πού έπρεπε να πάει, πώς έπρεπε να περιμένει, και τι έπρεπε να κάνει όταν θα ερχόταν η στιγμή. Οι άνθρωποι ήταν οπλισμένοι και μάλλον θα το σκότωναν, αλλά θα έκανε πρώτα τη δουλειά του.

Καθώς μιλούσε, η μύτη της Έλεν άρχισε να τρέχει αίμα. Το πλάσμα το ένιωσε και τη σκούπισε. Στα μάγουλα και το λαιμό της Έλεν είχαν αρχίσει να βγαίνουν φουσκάλες. Μια γαμημένη μυκητίαση, τίποτα περισσότερο, αρχικά τουλάχιστον! Γιατί μερικές γυναίκες δε φρόντιζαν καθόλου το σώμα τους; «Εντάξει», είπε στο πούμα. «Πήγαινε τώρα. Περίμενε μέχρι να 'ρθει η στιγμή, θα ακούω μαζί σου».

Το πούμα έβγαλε πάλι το κλαψουριστό γρύλισμα, έγλειψε με την τραχιά του γλώσσα το χέρι του πράγματος που φορούσε το σώμα της Έλεν Κάρβερ και μετά γύρισε και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο. Το πλάσμα κάθισε πάλι στην καρέκλα κι έγειρε πίσω. Έκλεισε τα μάτια της Έλεν και αφουγκράστηκε τον ασταμάτητο βομβαρδι385

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σμό της άμμου πάνω στα παράθυρα. Άφησε ένα μέρος του να ενωθεί με το ζώο και να φύγει μαζί του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1 «Λοιπόν, είχες μερικές μέρες ρεπό, φόρτωσες το άλογο και πήγες κατασκήνωση», είπε ο Στιβ. «Μετά τι έγινε;»

«Έμεινα τέσσερις μέρες στα βουνά Κόπερς. Ψάρευα, έπαιρνα φωτογραφίες -η φωτογραφία είναι το χόμπι μου. Πέρασα υπέροχα. Γύρισα πριν από τρία βράδια και πήγα κατευθείαν στο σπίτι μου, που είναι στα βόρεια της πόλης».

«Γιατί γύρισες;» ρώτησε ο Στιβ. «Δε χάλασε ο καιρός, έτσι δεν είναι;»

«Είχα ένα τρανζίστορ μαζί μου και όλα τα δελτία έλεγαν ότι ο καιρός θα ήταν καλός». «Τα άκουσα κι εγώ», είπε ο Στιβ. «Αυτή η θύελλα είναι σκέτο μυστήριο».

«Γύρισα γιατί είχα σύσκεψη με τον Άλεν Σάιμς, τον αρχιλογιστή της εταιρείας, για να τον ενημερώσω για τα οικονομικά της αλλαγής από πίδακες σε σταλάκτες. Ο Σάιμς ερχόταν από την Αριζόνα και θα συναντιόμαστε στο Κρησφύγετο του Χερνάντο προχτές στις εννιά το πρωί. Κρησφύγετο του Χερνάντο λέμε το εργαστήριο και τα γραφεία της εταιρείας στην άκρη της πόλης. Τέλος πάντων, γι' αυτό φοράω αυτό το καταραμένο φόρεμα, επειδή είχα τη σύσκεψη και ο Φρανκ Γκέλερ μου είπε ότι ο Σάιμς δε θέλει -δεν ήθελε, μάλλον- να βλέπει γυναίκες με τζιν. Όταν γύρισα από την εκδρομή μου όλα ήταν εντάξει, γιατί τότε μου τηλεφώνησε ο Φρανκ και μου είπε να φορέσω φόρεμα στη σύσκεψη. Το βράδυ, κατά τις εφτά». «Ποιος είναι ο Φρανκ Γκέλερ;» ρώτησε ο Στιβ. 386

STEPHEN KING

«Ο αρχιμηχανικός», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Αυτός έχει αναλάβει να ξανανοίξει το Κινέζικο Ορυχείο. Ή, μάλλον, είχε αναλάβει». Κοίταξε ερωτηματικά την Όντρεϊ. Αυτή έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Είναι νεκρός».

«Πριν από τρία βράδια», είπε σκεφτικός ο Μάρινβιλ. «Δηλαδή, πριν από τρία βράδια όλα ήταν μια χαρά στην Ντεσπερέισον, απ' όσο ξέρετε τουλάχιστον».

«Ναι. Αλλά την επόμενη φορά που είδα τον Φρανκ, ήταν κρεμασμένος από ένα γάντζο. Και το ένα χέρι του ήταν κομμένο». «Τον είδαμε», είπε η Σύνθια με ένα ρίγος. «Και είδαμε και το χέρι του. Μέσα σε ένα ενυδρείο».

«Το βράδυ πριν αρχίσουν όλα αυτά, ξύπνησα τουλάχιστον δυο φορές. Την πρώτη φορά νόμισα ότι ήταν κεραυνοί, τη δεύτερη όμως μου φάνηκε ότι ήταν πυροβολισμοί. Σκέφτηκα ότι θα το είδα στον ύπνο μου και ξανακοιμήθηκα, αλλά φαίνεται ότι εκείνη την ώρα... άρχισε ο Εντράτζιαν. Μετά, όταν πήγα στα γραφεία...»

Στην αρχή, είπε η Όντρεϊ, δεν είχε αισθανθεί τίποτα το περίεργο. Ο Μπραντ Τζόζεφσον έλειπε από το γραφείο του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ό Μπραντ έκανε κοπάνα όποτε μπορούσε. Έτσι πήγε πίσω, στο εργαστήριο, και εκεί είδε αυτά που θα έβλεπαν λίγο αργότερα ο Στιβ με τη Σύνθια -πτώματα κρεμασμένα σε γάντζους. Πρέπει να ήταν όλοι οι υπάλληλοι που είχαν έρθει για δουλειά εκείνο το πρωί. Ένας απ' αυτούς, πού φορούσε λαιμοδέτη και κεντητές καουμπόικες μπότες, ήταν ο Άλεν Σάιμς. Είχε έρθει από το Φοίνιξ της Αριζόνα για να πεθάνει στην Ντεσπερέισον.

«Αν εσείς είδατε αυτά που μας είπατε», είπε η Όντρεϊ στον Στιβ, «φαίνεται ότι ο Εντράτζιαν σκότωσε κι άλλους αργότερα. Δε μέτρησα τα πτώματα –ήμουν τόσο τρομοκρατημένη, που δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ- αλλά όταν πήγα εγώ δεν πρέπει να ήταν πάνω από εφτά. Πάγωσα. Μπορεί να έπαθα και μπλακ άουτ για ένα διάστημα, δεν είμαι σίγουρη. Μετά άκουσα πυροβολισμούς. Τώρα δεν είχα καμιά αμφιβολία για το τι ήταν. Και κάποιον που ούρλιαζε. Μετά ακούστηκαν κι άλλοι πυροβολισμοί και τα ουρλιαχτά σταμάτησαν». 387

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Όντρεϊ γύρισε στο αμάξι της χωρίς να τρέχει -φοβόταν ότι αν άρχιζε να τρέχει θα την κυρίευε πανικός- και πήγε στην πόλη. Είχε σκοπό να ενημερώσει τον Τζιμ Ριντ γι' αυτά που βρήκε. Ή, αν ο Τζιμ έλειπε -κάτι που γινόταν συχνά- κάποιον από τους βοηθούς του, τον Εντράτζιαν ή τον Πίρσον. «Κατάφερα να φτάσω στο αμάξι περπατώντας και να πάω στην πόλη με κανονική ταχύτητα, παρ' όλα αυτά όμως ήμουν εντελώς σοκαρισμένη, θυμάμαι ότι έψαχνα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για τα τσιγάρα μου, παρ' όλο που το έχω κόψει εδώ και πέντε χρόνια. Μετά είδα δυο άτομα να τρέχουν στη διασταύρωση. Ξέρετε, κάτω από το φανάρι...»

Οι άλλοι έγνεψαν καταφατικά.

«Ξαφνικά εμφανίστηκε το καινούριο περιπολικό και τους κυνήγησε. Το οδηγούσε ο Εντράτζιαν, αλλά δεν το ήξερα τότε. Ακούστηκαν τρεις ή τέσσερις πυροβολισμοί και οι άνθρωποι που κυνηγούσε έπεσαν στο πεζοδρόμιο, ο ένας δίπλα στο μπακάλικο, ο άλλος λίγο πιο κάτω. Παντού αίματα. Ο Εντράτζιαν δεν έκοψε καθόλου ταχύτητα, πέρασε τη διασταύρωση με δυτική κατεύθυνση, και σε λίγο άκουσα κι άλλους πυροβολισμούς. Είμαι σίγουρη ότι κάποια στιγμή τον άκουσα να φωνάζει "Γιούπι".

»Ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους που είχε πυροβολήσει, αν μπορούσα. Προχώρησα λίγο πιο κάτω, παρκάρισα το αμάξι και βγήκα έξω. Αυτό μάλλον μου έσωσε τη ζωή, το ότι βγήκα από το αμάξι. Γιατί ο Εντράτζιαν σκότωνε οτιδήποτε κουνιόταν. Όποιον έβλεπε μπροστά του. Στο δρόμο υπήρχαν αμάξια και φορτηγάκια σταματημένα εδώ κι εκεί, καμιά δεκαριά τουλάχιστον. Είδα κι ένα φορτηγάκι Ελ Καμίνο πεσμένο στο πλευρό, δίπλα στο κατάστημα σιδηρικών. Νομίζω ότι πρέπει να ήταν του Τόμι Ορτέγκα. Το είχε σαν τα μάτια του,, σαν να ήταν φιλενάδα του σχεδόν». «Εγώ δεν είδα τίποτα τέτοιο», είπε ο Τζόνι. «Ο δρόμος ήταν άδειος όταν μ' έφερε εδώ».

«Ναι. Το καθίκι καθαρίζει μετά. Μάλλον για να μην μπει κανείς στην πόλη κι αρχίσει να αναρωτιέται τι έγινε. Βέβαια, απλώς τα "σκουπίζει πρόχειρα κάτω από το χαλί", ίσα ίσα για να μη φαίνονται, αλλά κι αυτό είναι αρκετό για να μην καταλάβει κανείς τίπο388

STEPHEN KING

τα, για λίγο τουλάχιστον. Ιδιαίτερα μ' αυτή την καταραμένη θύελλα».

«Που δεν την προέβλεψε η μετεωρολογική υπηρεσία», είπε σκεφτικός ο Στιβ. «Ακριβώς».

«Και τι έγινε μετά;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Έτρεξα σ' αυτούς που είχε πυροβολήσει. Η μία ήταν η Έβελιν Σένστακ, η κυρία που έχει το κομμωτήριο και δουλεύει και στη βιβλιοθήκη μερικά απογεύματα. Ήταν νεκρή, τα μυαλά της ήταν σκορπισμένα στο πεζοδρόμιο».

Η Μαίρη έκανε ένα μορφασμό και η Όντρεϊ την είδε και γύρισε προς το μέρος της.

«Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχετε υπόψη σας. Αν σε δει και αποφασίσει να σου ρίξει, είσαι νεκρός». Τους κοίταξε όλους έναν ένα, για να βεβαιωθεί ότι την έπαιρναν στα σοβαρά, ότι δεν το θεωρούσαν αυτό αστείο ή υπερβολή ίσως. «Είναι φοβερός σκοπευτής. Δεν του ξεφεύγει τίποτα».

«Εντάξει, θα το έχουμε υπόψη μας», είπε ο Στιβ.

«Ο άλλος ήταν ένας νεαρός απ' αυτούς που κάνουν διανομή φαγητών στο σπίτι με μηχανάκι. Φορούσε στολή της Τέιστικεϊκ. Ο Εντράτζιαν τον είχε πετύχει κι αυτόν στο κεφάλι, αλλά ήταν ακόμη ζωντανός». Η Όντρεϊ μιλούσε με μια ηρεμία, που ο Τζόνι την αναγνώριζε. Την είχε δει στο Βιετνάμ, μετά από μάχες και αψιμαχίες. Φυσικά, ο ίδιος δεν είχε πολεμήσει, τριγύριζε απλώς με το σημειωματάριο στο ένα χέρι και το στυλό στο άλλο, κι ένα κασετόφωνο στον ώμο, με το σήμα της ειρήνης πάνω στο λουρί. Κοίταζε, άκουγε και κρατούσε σημειώσεις νιώθοντας σαν παρείσακτος. Και ζήλευε. Οι πικρές σκέψεις που περνούσαν τότε από το μυαλό του -είσαι ευνούχος σε χαρέμι, πιανίστας σε μπορντέλοτου φαίνονταν εντελώς τρελές τώρα.

«Όταν έγινα δώδεκα χρονών, ο πατέρας μου μου χάρισε ένα εικοσιδυάρι τουφέκι», είπε η Όντρεϊ Γουάιλερ. «Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγω από το σπίτι και να πυροβολήσω μια χαλκοκουρούνα. Όταν την πλησίασα, ήταν ζωντανή ακόμη κι αυ389

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τή. Έτρεμε και το ράμφος της ανοιγόκλεινε αργά. Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάνιωσα τόσο έντονη επιθυμία να πάρω πίσω κάτι που είχα κάνει. Γονάτισα δίπλα της και περίμενα να πεθάνει. Σκέφτηκα ότι της το χρωστούσα αυτό τουλάχιστον. Και συνέχισε να τρέμει μέχρι που τελείωσε. Έτσι έτρεμε και ο νεαρός. Κοίταζε κάπου πίσω μου, αν και δεν υπήρχε κανείς εκεί, και το μέτωπο του ήταν γεμάτο ίδρωτα. Το κεφάλι του είχε παραμορφωθεί και είχε κάτι άσπρα πράγματα στον ώμο του. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν αυτά τα μικρά κομμάτια φελιζόλ που βάζουν στα πακέτα όταν στέλνουν κάτι εύθραυστο, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν κομμάτια από κόκαλο. Από το... ξέρετε... το κρανίο του». «Δε θέλω ν' ακούσω άλλες τέτοιες ιστορίες», είπε απότομα ο Ραλφ.

«Σε καταλαβαίνω», είπε ο Τζόνι, «αλλά νομίζω ότι πρέπει να ξέρουμε. Γιατί δεν παίρνεις τον Ντέιβιντ να κάνετε μια βόλτα στα παρασκήνια; Να δείτε αν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον;»

Ο Ραλφ κατένευσε και σηκώθηκε, έκανε ένα βήμα προς τον Ντέιβιντ. «Όχι», είπε αυτός. «Πρέπει να μείνουμε». Ο Ραλφ τον κοίταξε αβέβαια.

Ο Ντέιβιντ του έγνεψε καταφατικά. «Λυπάμαι, αλλά πρέπει», είπε. Ο Ραλφ έμεινε ακίνητος για μια στιγμή ακόμη, μετά κάθισε πάλι.

Όσο γινόταν αυτός ο διάλογος, ο Τζόνι έτυχε να κοιτάξει την Όντρεϊ. Η γυναίκα παρατηρούσε το παιδί με μια έκφραση που έμοιαζε με φόβο ή δέος ή και τα δύο μαζί. Σαν να μην είχε ξαναδεί ποτέ της τέτοιο πλάσμα. Μετά ο Τζόνι σκέφτηκε τα κράκερ που έβγαιναν από το κουτί, σαν ατέλειωτη σειρά κλόουν από μικρό αμάξι σε τσίρκο, και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κανείς που να είχε ξαναδεί πλάσμα σαν τον Ντέιβιντ Κάρβερ. Σκέφτηκε τις γραμμές στο καντράν του κινητού τηλεφώνου, θυμήθηκε τον Μπίλινγκσλι να του λέει ότι ακόμη και ο Χουντίνι δε θα τα κατάφερνε, γιατί θα κολλούσε το κεφάλι του. Ασχολούνταν όλοι με τους γύπες και τις αράχνες και τα κογιότ, με αρουραίους που πηδούσαν μέσα από στοίβες λάστιχα και με σπίτια που ήταν γεμάτα κροταλίες· και περισσότερο ασχολούνταν με τον Εντράτζιαν, που μιλούσε μια 390

STEPHEN KING

παράξενη γλώσσα και ήταν καλύτερος σκοπευτής και από τον Μπούφαλο Μπιλ. Ο Ντέιβιντ όμως; Τι ακριβώς ήταν ο Ντέιβιντ;

«Συνέχισε, Όντρεϊ», είπε η Σύνθια. «Μόνο, αν μπορείς, κράτα την περιγραφή "κατάλληλη για ανηλίκους"». Έδειξε με το πιγούνι της προς τον Ντέιβιντ.

Η Όντρεϊ την κοίταξε αόριστα για μια στιγμή, χωρίς να έχει καταλάβει. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. 2 «Ήμουν γονατισμένη δίπλα στον τύπο και σκεφτόμουν τι να κάνω -να μείνω εκεί ή να το βάλω στα πόδια και να καλέσω βοήθεια- όταν άκουσα κι άλλα ουρλιαχτά και πυροβολισμούς από την οδό Κότον. Τζάμια να σπάνε. Μετά ακούστηκε ένα τρομερό τρίξιμο -ξύλο που σπάει- και μετά ένας δυνατός μεταλλικός κρότος. Το περιπολικό άρχισε να μαρσάρει πάλι. Μου φαίνεται ότι μόνο αυτό άκουγα επί δύο μέρες, το περιπολικό να μαρσάρει. Μετά τον άκουσα να ξεκινάει και να έρχεται προς το μέρος μου. Είχα μόνο ένα δευτερόλεπτο να σκεφτώ, αλλά και παραπάνω να είχα θα έκανα πάλι το ίδιο πράγμα. Το έβαλα στα πόδια.

»Ήθελα να γυρίσω στο αμάξι μου και να φύγω, αλλά δεν προλάβαινα. Είχα την αίσθηση ότι δε θα προλάβαινα ούτε να στρίψω στη γωνία για να μη με δει. Έτσι μπήκα στο μπακάλικο του Γουόρελ. Η Γουέντι Γουόρελ ήταν νεκρή δίπλα στο ταμείο. Ο πατέρας της, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ήταν καθισμένος στο γραφείο. Του είχε ρίξει στο κεφάλι. Ήταν χωρίς πουκάμισο. Φαίνεται ότι ετοιμαζόταν να φορέσει τα ρούχα της δουλειάς όταν τον βρήκε».

«Ναι, ο Χίου πιάνει δουλειά νωρίς», είπε ο Μπίλινγκσλι, «πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη οικογένεια του».

«Μπορεί, αλλά ο Εντράτζιαν γυρίζει ξανά και ξανά στα ίδια μέρη και τα τσεκάρει πάλι», είπε η Όντρει. Η φωνή της ήταν ανάλαφρη, σαν να συζητούσε για τον καιρό, αλλά υστερική. «Γι' αυτό είναι τόσο επικίνδυνος. Ξαναγυρίζει στα ίδια μέρη και τσεκάρει. Είναι τρελός και ανελέητος, αλλά είναι επίσης μεθοδικός». 391

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ναι, αλλά είναι και πολύ άρρωστος», είπε ο Τζόνι.

«Όταν με έφερε στην πόλη, είχε τα χάλια του, αιμορραγούσε από παντού, κι έχουν περάσει έξι ώρες από τότε. Αν αυτό που του συμβαίνει, ό,τι κι αν είναι, δεν έχει επιβραδυνθεί...» Ο Τζόνι σήκωσε τους ώμους του. «Μη σε ξεγελάει, είναι επικίνδυνος», ψιθύρισε σχεδόν η Όντρεϊ.

Ο Τζόνι καταλάβαινε τι εννοούσε η Γουάιλερ, αλλά είχε δει τον Εντράτζιαν με τα μάτια του και ήξερε ότι ήταν αδύνατο να τον «ξεγελάσει». Ήξερε όμως επίσης ότι θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει να την πείσει. «Συνέχισε», είπε ο Στιβ. «Τι έγινε μετά;»

«Δοκίμασα το τηλέφωνο στο γραφείο του κυρίου Γουόρελ, αλλά η γραμμή ήταν νεκρή. Έμεινα στο πίσω μέρος του μαγαζιού γύρω στη μισή ώρα. Σ' αυτό το διάστημα το περιπολικό πέρασε άλλες δυο φορές, μία από τον κεντρικό δρόμο, την οδό Μέιν, και άλλη μια από πίσω, ίσως από τη Μεσκουίτ ή την Κότον πάλι. Ακούστηκαν κι άλλοι πυροβολισμοί. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, όπου ζουν οι Γουόρελ, σκέφτηκα ότι το τηλέφωνο πάνω μπορεί να λειτουργούσε, αλλά τίποτα. Βρήκα και την κυρία Γουόρελ και το παιδί. Τη γυναίκα την έλεγαν Μερτ, νομίζω. Ήταν στην κουζίνα, με το κεφάλι της στο νεροχύτη και το λαιμό της κομμένο. Ο μικρός ήταν ακόμη στο κρεβάτι. Αίματα παντού. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα τα πόστερ, μουσικοί ροκ και μπασκετμπολίστες, και απέξω άκουσα το περιπολικό να περνάει πάλι μουγκρίζοντας.

»Κατέβηκα κάτω στην πίσω μεριά, αλλά μόλις έφτασα στην πόρτα δεν τολμούσα να την ανοίξω. Τον φανταζόμουν να με περιμένει απέξω. Καταλαβαίνετε τι λέω; Μόλις τον είχα ακούσει να περνάει με το αμάξι και, παρ' όλα αυτά, φανταζόμουν ότι μου είχε στήσει καρτέρι απέξω.

"Σκέφτηκα ότι το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω να σκοτεινιάσει. Τότε ίσως θα μπορούσα να μπω στο αμάξι και να φύγω. Ίσως. Δεν ήμουν σίγουρη. Γιατί ο Εντράτζιαν ήταν εντελώς απρόβλεπτος. Δεν ήταν συνέχεια στην οδό Μέιν και δεν άκουγες συνέχεια το αυτοκίνητο. Αλλά πάνω που άρχιζες να σκέ392

STEPHEN KING

φτεσαι ότι μπορεί να έφυγε, να πήγε στους λόφους ίσως, ξαναγύριζε σαν κουνέλι που βγαίνει από καπέλο ταχυδακτυλουργού.

»Αλλά δεν μπορούσα να μείνω στο μαγαζί. Πρώτα πρώτα με είχε τρελάνει το βουητό από τις μύγες κι έπειτα έκανε ζέστη. Γενικά δε με πειράζει η ζέστη, τη συνηθίζεις όταν ζεις στην Κεντρική Νεβάδα, αλλά είχα συνέχεια την αίσθηση ότι μυρίζω τα πτώματα. Έτσι περίμενα μέχρι που τον άκουσα να πυροβολεί κάπου στο γκαράζ της πόλης -είναι στην οδό Ντιμόντ ανατολικά, ένα από τα τελευταία κτίρια- και τότε έφυγα. Και μόνο το να βγω από το μαγαζί στο πεζοδρόμιο ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ένιωθα σαν στρατιώτης που πρέπει να διασχίσει μια ζώνη πυρός. Στην αρχή δεν μπορούσα να κουνηθώ, πάγωσα εκεί που ήμουν. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να περπατήσω, ότι δεν πρέπει να τρέξω γιατί θα πανικοβληθώ, αλλά δεν μπορούσα. Ήταν αδύνατο. Σαν να είχα παραλύσει. Και ξαφνικά τον άκουσα να γυρίζει. Ήταν αλλόκοτο, σας λέω. Σαν να με είχε αισθανθεί. Να είχε αισθανθεί ότι κάποιος άρχισε να κινείται μέσα στην πόλη όσο είχε γυρισμένη την πλάτη του. Σαν να έπαιζε κάποιο καινούριο παιδικό παιχνίδι, όπου αυτούς που χάνουν δεν τους στέλνεις φυλακή σαν τη Μονόπολη, αλλά τους σκοτώνεις. Κάτι τέτοιο. Η μηχανή... είναι τόσο δυνατή όταν αρχίζει να μαρσάρει. Σε ξεκουφαίνει. Ακόμη κι όταν δεν την ακούω, φαντάζομαι ότι την ακούω. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε. Κάνει έναν ήχο σαν αγριόγατα που γ... που πηδιέται. Τον άκουσα να 'ρχεται προς το μέρος μου και πάλι δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα παγώσει κι αυτός πλησίαζε. Τότε θυμήθηκα το νεαρό με το μηχανάκι, πώς έτρεμε, και κατάφερα τελικά να συνέλθω. Μπήκα στο πλυντήριο κι έπεσα μπρούμυτα στο πάτωμα καθώς περνούσε το αμάξι. Άκουσα κι άλλα ουρλιαχτά στα βόρεια της πόλης, αλλά δεν ξέρω τι έγινε γιατί δεν τολμούσα να κοιτάξω. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Πρέπει να έμεινα στο πάτωμα είκοσι λεπτά σχεδόν, τόσο χάλια ήμουν. Βασικά, ήμουν πέρα από τον απλό φόβο πια, αλλά δεν μπορώ να σας δώσω να καταλάβετε πόσο αλλόκοτα δουλεύει το μυαλό σου όταν είσαι έτσι. Ήμουν πεσμένη εκεί, στο πάτωμα, και κοίταζα τη σκόνη και τα λιωμένα αποτσίγαρα και σκεφτόμουν ότι ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο μπορείς να το καταλάβεις ότι είσαι σε πλυντήριο, από τη μυρωδιά, και επειδή όλα τα αποτσίγαρα είχαν κραγιόν πάνω. Έτσι έμεινα εκεί και δε θα μπορούσα να κουνηθώ ακόμη κι αν τον 393

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

είχα ακούσει να πλησιάζει στο πεζοδρόμιο. θα έμενα εκεί που ήμουν μέχρι να μου βάλει το πιστόλι στο κεφάλι και...» «Μη», την έκοψε η Μαίρη με ένα μορφασμό. «Μην το πεις».

«Μα δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι!» φώναξε η Όντρεϊ και κάτι σ' αυτή τη φράση χτύπησε στο αυτί του Τζόνι Μάρινβιλ περισσότερο από όλα τα άλλα που τους είχε πει. Η Όντρεϊ έκανε μια φανερή προσπάθεια να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε. «Εκείνο που με συνέφερε ήταν ότι άκουσα κόσμο έξω. Σηκώθηκα στα γόνατα και πήγα μπουσουλώντας στην πόρτα. Είδα τέσσερα άτομα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στο Όουλ'ς. Οι δύο ήταν Μεξικάνοι: ο νεαρός Εσκόλα που δουλεύει στο ορυχείο και το κορίτσι του. Δεν ξέρω πώς τη λένε, αλλά έχει μια ξανθιά τούφα στα μαλλιά της -φυσική, νομίζω- και είναι τρομερά όμορφη. Ήταν τρομερά όμορφη. Υπήρχε κι άλλη μια γυναίκα, αρκετά χοντρή, δεν την είχα ξαναδεί. Ήταν μαζί της και ένας άντρας που τον έχω δει να παίζει μπιλιάρδο μαζί σου, Τομ. Νομίζω ότι τον λένε Φλιπ ή κάπως έτσι». «Φλιπ Μόραν; Είδες τον Φλιπ;»

Η Όντρεϊ κατένευσε. «Προχωρούσαν σιγά σιγά από την άλλη μεριά του δρόμου και κοίταζαν τα αυτοκίνητα, μήπως έχει κανένα τα κλειδιά επάνω. Σκέφτηκα το δικό μου, ότι θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε όλοι μαζί, και πήγα να σηκωθώ. Εκείνη τη στιγμή περνούσαν το δρομάκι που είναι ανάμεσα στο Μπρόκεν Ντραμ και στο άδειο μαγαζί, εκεί που ήταν το ιταλικό εστιατόριο, όταν ξαφνικά ο Εντράτζιαν βγήκε με το περιπολικό από το δρομάκι. Σαν να τους περίμενε. Και μάλλον έτσι ήταν, τους περίμενε. Τους χτύπησε όλους με το αμάξι, αλλά νομίζω ότι ο φίλος σου ο Φλιπ ήταν ο μόνος που σκοτώθηκε αμέσως. Τους άλλους τους σκόρπισε δεξιά αριστερά, σαν κορύνες του μπόουλινγκ. Κρατήθηκαν ο ένας με τον άλλο για να μην πέσουν και μετά το έβαλαν στα πόδια. Ο νεαρός είχε πιάσει τη φιλενάδα του από τους ώμους. Αυτή έκλαιγε και κρατούσε το χέρι της μπροστά της. Ήταν σπασμένο. Φαινόταν από μακριά, ήταν σαν να είχε άλλη μια κλείδωση πάνω από τον αγκώνα. Η άλλη γυναίκα είχε αίματα στο πρόσωπο. Όταν άκουσε τον Εντράτζιαν να έρχεται καταπάνω τους -εκείνη τη δυνατή μηχανή να μουγκρίζει- γύρισε και σήκωσε ψηλά τα χέρια της σαν τροχονόμος. Αυτός οδηγούσε με το δεξί του χέρι και είχε μισοβγεί 394

STEPHEN KING

από το παράθυρο σαν οδηγός ατμομηχανής. Την πυροβόλησε δυο φορές και μετά τη χτύπησε με το αμάξι και πέρασε από πάνω της. Τότε τον είδα καλά για πρώτη φορά, είδα με ποιον είχα να κάνω».

Τους κοίταξε έναν ένα, σαν να ήθελε να δει τι επίδραση είχε η αφήγηση της.

«Ο Εντράτζιαν μόρφαζε και γελούσε. Γελούσε σαν παιδί που πάει για πρώτη φορά στην Ντίσνειλαντ. Ήταν ευτυχισμένος, καταλαβαίνετε; Ευτυχισμένος». 3 Η Όντρεϊ έμεινε Κρυμμένη μέσα στο πλυντήριο και παρακολουθούσε καθώς ο Εντράτζιαν άρχισε να κυνηγάει τον Εσκόλα και το κορίτσι του στην οδό Μέιν με το περιπολικό. Τους πρόλαβε και τους πάτησε όπως είχε πατήσει και τη γυναίκα προηγουμένως. Δε δυσκολεύτηκε να τους πατήσει και τους δύο μαζί, γιατί ο νεαρός προσπαθούσε να βοηθήσει το κορίτσι κι έτρεχαν δίπλα δίπλα. Όταν έπεσαν κάτω, ο Εντράτζιαν σταμάτησε, έβαλε όπισθεν και ξαναπέρασε αργά από πάνω τους (δε φυσούσε τότε, τους είπε η Όντρεϊ, και άκουσε πολύ καθαρά τον ήχο από τα κόκαλα τους που έσπαγαν). Μετά βγήκε έξω, τους πλησίασε, γονάτισε ανάμεσα τους, φύτεψε μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της κοπέλας, κατόπιν έβγαλε το καπέλο του Εσκόλα, που περιέργως ήταν ακόμη στη θέση του, και του φύτεψε μια σφαίρα και στο δικό του κεφάλι.

«Μετά του ξαναφόρεσε το καπέλο», είπε η Όντρεϊ. «Αν βγω ζωντανή απ' αυτή την ιστορία, δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό, όσα χρόνια και να ζήσω. Πώς έβγαλε το καπέλο του νεαρού για να τον πυροβολήσει και μετά του το ξαναφόρεσε. Ήταν σαν να έλεγε ότι καταλαβαίνει πόσο έχουν υποφέρει και δε θέλει να τους ταλαιπωρήσει περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο».

Μετά ο Εντράτζιαν σηκώθηκε και έκανε έναν κύκλο, ξαναγεμίζοντας ταυτόχρονα το πιστόλι του. Έμοιαζε να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Η Όντρεϊ τους είπε ότι είχε ένα μεγάλο χαζό χαμόγελο και ο Τζόνι κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Το 395

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

είχε δει κι αυτός. Ήταν τρελό, αλλά ο Τζόνι είχε την αίσθηση ότι τα είχε δει όλα αυτά -σε όνειρο ίσως ή σε κάποια άλλη ζωή.

Δεν είναι τίποτα, σε ξανάπιασαν τα μπλουζ του Βιετνάμ, είπε στον εαυτό του. Η περιγραφή του αστυνομικού από την Όντρεϊ του θύμιζε μερικούς μαστουρωμένους φαντάρους στο Βιετνάμ και κάποιες ιστορίες που του είχαν διηγηθεί αργά τη νύχτα. Ιστορίες ψιθυριστές από στρατιώτες που είχαν δει τους ίδιους τους συναδέλφους τους να κάνουν τρομερά, απερίγραπτα πράγματα με την ίδια αυτή εύθυμη έκφραση στο πρόσωπο τους. Το Βιετνάμ είναι, απλώς σου ξανάρχονται φάσεις από το Βιετνάμ, σαν φλας μπακ από μαστούρα με LSD. Το μόνο που χρειάζεται τώρα για να ολοκληρωθεί ο κύκλος είναι ένα τρανζίστορ που ξεπροβάλλει από την τσέπη κάποιον και παίζει το Πιπλ Αρ Στρέιντζ ή το Πίκτσερς οφ Μάτστικ Μεν.

Όμως, ήταν όντως μόνο αυτό; Ένα βαθύτερο μέρος του εαυτού του είχε αμφιβολίες. Αυτό το μέρος του ένιωθε ότι κάτι άλλο συνέβαινε εδώ, κάτι που είχε ελάχιστη ή και καμία σχέση με τις ασήμαντες αναμνήσεις ενός συγγραφέα που είχε τραφεί από τον πόλεμο, σαν όρνεο από πτώμα... για να γράψει τελικά ένα κακό βιβλίο όπως του άξιζε γι' αυτή την ασέβεια. Εντάξει, τότε. Αν δεν είναι δικά μου αυτά, τότε τι είναι; «Τι έκανες εσύ;» ρώτησε ο Στιβ.

«Πήγα και χώθηκα στο γραφείο του πλυντηρίου. Έρποντας. Μπήκα στο χώρο για τα πόδια κάτω από το γραφείο, ζάρωσα εκεί μέσα και αποκοιμήθηκα. Ήμουν πολύ κουρασμένη. Όλα αυτά που είδα... όλοι αυτοί οι θάνατοι... με εξουθένωσαν.

»Ήταν ελαφρύς ύπνος όμως. Άκουγα συνέχεια διάφορα. Πυροβολισμούς, εκρήξεις, τζάμια να σπάνε, ουρλιαχτά. Δεν ξέρω πόσα απ' αυτά ήταν πραγματικά και πόσα τα ονειρευόμουν. Όταν ξύπνησα, ήταν απόγευμα. Ήμουν πιασμένη ολόκληρη, στην αρχή σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν όνειρο όλα αυτά, ότι ήμουν ίσως ακόμη στην κατασκήνωση. Μετά όμως άνοιξα τα μάτια μου και είδα πού ήμουν, κουλουριασμένη κάτω από ένα γραφείο, και μου μύρισε το λευκαντικό και το απορρυπαντικό από τα πλυντήρια και μαζί κατάλαβα ότι κόντευα να κατουρηθώ πάνω μου, δεν είχα ξανανιώσει ποτέ μου τέτοια πίεση στην κύστη μου. Επίσης, ότι και τα δυο μου πόδια είχαν μουδιάσει. 396

STEPHEN KING

"Άρχισα να κουνιέμαι προσπαθώντας να βγω κάτω από το γραφείο και έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να πανικοβληθώ αν κολλούσα πουθενά έτσι μουδιασμένα που ήταν τα πόδια μου, όταν ξαφνικά άκουσα κάποιον να πλησιάζει μπροστά στο μαγαζί και χώθηκα πάλι κάτω από το γραφείο. Ήταν αυτός. Το κατάλαβα από το περπάτημα του. Αντρικά βήματα με μπότες. »"Είναι κανείς εδώ;" είπε, και προχώρησε στο διάδρομο ανάμεσα στα πλυντήρια και τα στεγνωτήρια. Σαν να ακολουθούσε τα ίχνη μου. Και κατά κάποιο τρόπο αυτό έκανε. Ακολουθούσε το άρωμα μου. Γενικά δε βάζω ποτέ άραγμα, αλλά όταν φόρεσα το φόρεμα το θυμήθηκα και σκέφτηκα ότι μπορεί να διευκόλυνε τα πράγματα στη σύσκεψη με τον Σάιμς». Σήκωσε τους ώμους, ίσως με κάποια αμηχανία. «Ξέρετε τι λένε, ότι πρέπει να χρησιμοποιείς όλα σου τα όπλα».

Η Σύνθια την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, αλλά η Μαίρη έγνεψε καταφατικά.

«"Μου μυρίζει Όπιουμ", λέει ο Εντράτζιαν. "Όπιουμ φοράτε, δεσποινίς;" Δεν είπα τίποτα, είχα κουλουριαστεί κάτω από το γραφείο με τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου. "Γιατί δε βγαίνεις έξω;" λέει αυτός. "Αν βγεις, θα σε σκοτώσω γρήγορα. Αν με αναγκάσεις να σε βρω, θα σε σκοτώσω αργά". Και ήθελα να βγω, τόσο πολύ με είχε επηρεάσει. Τόσο πολύ με είχε τρομάξει. Ήμουν σίγουρη ότι με είχε καταλάβει, ότι ήξερε πως είμαι κάπου εκεί μέσα και ότι θα ακολουθούσε το άρωμα μου σαν κυνηγόσκυλο, και ήθελα να βγω από το γραφείο και να πάω μπροστά του για να με σκοτώσει γρήγορα. Δεν μπορούσα όμως. Είχα παγώσει πάλι, δεν μπορούσα να κουνηθώ, ήμουν κάτω από το γραφείο σαν παράλυτη και σκεφτόμουν ότι θα πεθάνω θέλοντας να κατουρήσω. Είδα την καρέκλα του γραφείου που την είχα τραβήξει από τη θέση της για να μπω από κάτω και σκέφτηκα: Όταν δει πού είναι η καρέκλα, θα καταλάβει πού είμαι. Εκείνη τη στιγμή, καθώς το σκεφτόμουν αυτό, προχώρησε από το διάδρομο και μπήκε στο γραφείο. "Είναι κανείς εδώ;" λέει. "Βγες έξω, δε θα σε πειράξω. Απλώς θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις για όσα συμβαίνουν. Έχουμε μεγάλο πρόβλημα''».

Η Όντρεϊ άρχισε να τρέμει, όπως ίσως θα έτρεμε, σκέφτηκε ο Τζόνι, όσο ήταν χωμένη κάτω από το γραφείο και περίμενε να μπει 397

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μέσα ο Εντράτζιαν, να τη βρει και να τη σκοτώσει. Μόνο που χαμογελούσε κιόλας, αλλά ήταν ένα χαμόγελο που δεν άντεχες να το βλέπεις.

«Τόσο τρελός ήταν». Η Όντρεϊ έσφιξε τα τρεμάμενα χέρια της. «Τη μια στιγμή σου λέει ότι αν βγεις έξω θα σε ανταμείψει σκοτώνοντας σε γρήγορα. Και την άλλη σου λέει ότι θέλει απλώς να σου κάνει μερικές ερωτήσεις. Τρελός. Αλλά το θέμα είναι ότι εκείνη τη στιγμή εγώ τα πίστευα και τα δύο αυτά πράγματα, ταυτόχρονα. Οπότε ποιος είναι ο πιο τρελός. Ε; Ποιος είναι ο πιο τρελός;

«Προχώρησε δύο βήματα μέσα στο δωμάτιο. Νομίζω ότι ήταν δύο. Πάντως, η σκιά του έπεσε πάνω στο γραφείο και από την άλλη μεριά, εκεί όπου ήμουν, θυμάμαι που σκέφτηκα ότι αν η σκιά του είχε μάτια, θα με έβλεπε. Έμεινε εκεί πολλή ώρα. Τον άκουγα να ανασαίνει. Μετά είπε, "Δε γαμιέται", κι έφυγε. Ένα λεπτό αργότερα, άκουσα την πόρτα του μαγαζιού να ανοίγει και να κλείνει. Στην αρχή ήμουν σίγουρη ότι ήταν κόλπο. Τον έβλεπα στο μυαλό μου, όσο καθαρά βλέπω κι εσάς τώρα, να στέκεται μέσα από την πόρτα, δίπλα στο μηχάνημα με τα πακέτα του απορρυπαντικού, με το πιστόλι στο χέρι και να περιμένει να κινηθώ. Και ξέρετε κάτι; Συνέχισα να τον φαντάζομαι εκεί, ακόμη και όταν άκουσα το αμάξι να τρέχει πάλι στους δρόμους, να ψάχνει να βρει κι άλλα θύματα. Υποψιάζομαι ότι θα ήμουν ακόμη εκεί πέρα, αλλά ήξερα ότι αν δεν πήγαινα στην τουαλέτα θα κατουριόμουν πάνω μου, και δεν ήθελα να το κάνω αυτό με τίποτα. Αν του είχε μυρίσει το άρωμα μου, θα μύριζε ακόμη πιο εύκολα τη μυρωδιά από φρέσκα ούρα. Έτσι βγήκα έρποντας και πήγα στην τουαλέτα. Τα πόδια μου ήταν ακόμη μουδιασμένα και λύγιζαν σαν να ήμουν γριά εκατό χρονών, αλλά κατάφερα να πάω».

Και παρ' όλο που η Όντρει μιλούσε άλλα δέκα λεπτά περίπου, για τον Τζόνι εκεί είχε τελειώσει ουσιαστικά η ιστορία της, καθώς πήγαινε με τρεμάμενα πόδια στην τουαλέτα για να κατουρήσει. Το αυτοκίνητο της ήταν εκεί κοντά και είχε τα κλειδιά στην τσέπη του φορέματος της, αλλά κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν σαν να ήταν παρκαρισμένο στη σελήνη και όχι στην οδό Μέιν. Είχε τολμήσει να βγει κάμποσες φορές από το γραφείο στην αίθουσα του πλυντηρίου (ο Τζόνι ήξερε καλά πόσο κουράγιο της είχε χρειαστεί για να κινηθεί έστω και τόσο λίγο), αλλά δεν προχώρησε παραπέρα. Είχε χάσει εντελώς το θάρρος της. Όταν στα398

STEPHEN KING

ματούσαν για λίγο οι πυροβολισμοί κι εκείνο το ασταμάτητο μαρσάρισμα, σκεφτόταν να προσπαθήσει να το σκάσει, τους είπε, αλλά μετά φανταζόταν τον Εντράτζιαν να την προλαβαίνει, να την πετάει έξω από το δρόμο με το περιπολικό, να την τραβάει έξω από το αμάξι της και να την πυροβολεί στο κεφάλι. Επίσης, τους είπε, ήταν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε βοήθεια. Ήταν αδύνατο να μη φτάσει. Η Ντεσπερέισον ήταν μακριά από τον κεντρικό δρόμο, ναι, αλλά όχι τόσο μακριά, ώστε να μην πάρει κανείς είδηση τι συμβαίνει, τη στιγμή μάλιστα που ετοιμαζόταν να ξανανοίξει το ορυχείο και πηγαινοερχόταν ένα σωρό κόσμος.

Μάλιστα, είχε δει μερικούς ξένους που είχαν έρθει στην πόλη, τους είπε. Είχε δει ένα φορτηγό της Φέντεραλ Εξπρές, γύρω στις πέντε εκείνο το απόγευμα, και ένα φορτηγάκι της ηλεκτρικής εταιρείας της Κομητείας το μεσημέρι της επόμενης μέρας, δηλαδή χτες. Και τα δύο πέρασαν από την οδό Μέιν. Είχε ακούσει μουσική από το φορτηγάκι. Αυτή τη φορά δεν άκουσε το περιπολικό του Εντράτζιαν, αλλά γύρω στα πέντε λεπτά αφότου το φορτηγάκι πέρασε μπροστά από το πλυντήριο, ακούστηκαν κι άλλοι πυροβολισμοί και ένας άντρας που φώναζε, «Μη! Μη!» με τόσο ψιλή φωνή, που νόμιζες ότι ήταν γυναίκα.

Μετά ήρθε άλλη μια ατέλειωτη νύχτα. Δεν ήθελε να μείνει εκεί, αλλά ούτε και τολμούσε να προσπαθήσει να το σκάσει. Έτρωγε κράκερ και τσιπς από τον αυτόματο πωλητή δίπλα στα στεγνωτήρια και έπινε νερό από το νιπτήρα του μπάνιου. Μετά ξημέρωσε μια νέα μέρα, με τον Εντράτζιαν να τριγυρίζει ακόμη στην πόλη σαν όρνεο. Δεν είχε αντιληφθεί, τους είπε, ότι ο Εντράτζιαν έφερνε κόσμο στην πόλη και τον έβαζε στη φυλακή. Το μόνο που σκεφτόταν πια ήταν διάφορα σχέδια για να ξεφύγει, αλλά κανένα δεν της φαινόταν καλό. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο είχε αρχίσει να νιώθει ασφαλής στο πλυντήριο. Ο Εντράτζιαν είχε μπει μέσα μια φορά και είχε φύγει χωρίς να ξαναγυρίσει. Μπορεί να μην ξαναρχόταν ποτέ.

«Σκεφτόμουν συνέχεια ότι δεν μπορεί να τους είχε σκοτώσει όλους, ότι πρέπει να υπήρχαν κι άλλοι σαν εμένα που είδαν τι γίνεται και πρόλαβαν να κρυφτούν. Κάποιοι απ' αυτούς θα κατάφερναν να ξεφύγουν και θα καλούσαν την πολιτειακή αστυνομία. 399

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν καλύτερα να περιμένω, προς το παρόν τουλάχιστον. Μετά ήρθε η θύελλα και αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω για κάλυψη, θα πήγαινα απαρατήρητη στα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας. Υπάρχει ένα ATV στο γκαράζ εκεί...» Ο Στιβ κατένευσε. «Ναι, το είδαμε. Έχει από πίσω κι ένα βαγονέτο με δείγματα πετρωμάτων».

«Είχα σκεφτεί να αποσυνδέσω το βαγονέτο και να πάρω την Εθνική Οδό 50 προς τα βορειοδυτικά, θα έπαιρνα και μια πυξίδα από τα γραφεία, οπότε θα μπορούσα να προσανατολιστώ ακόμη και μέσα στη θύελλα. Φυσικά ήξερα ότι δεν υπήρχε ορατότητα και μπορεί να έπεφτα σε καμιά χαράδρα ή τίποτα τέτοιο, αλλά αυτό δε μου φαινόταν και μεγάλος κίνδυνος μετά από όσα είχα δει. Έπρεπε να φύγω. Δυο νύχτες μέσα σ' ένα πλυντήριο... Δοκιμάστε το και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω όταν εμφανιστήκατε εσείς οι δύο». «Κόντεψα να σου ανοίξω το κεφάλι», είπε ο Στιβ. «Με συγχωρείς».

Η Όντρεϊ χαμογέλασε αχνά, μετά τους κοίταξε πάλι έναν έναν. «Τα υπόλοιπα τα ξέρετε», είπε.

Δε συμφωνώ, σκέφτηκε ο Τζόνι Μάρινβιλ. Ο πόνος στη μύτη του είχε δυναμώσει πάλι. Χρειαζόταν επειγόντως ένα ποτό. Αυτό όμως θα ήταν σκέτη τρέλα -γι' αυτόν, τουλάχιστον- έτσι έβγαλε από την τσέπη του το μπουκάλι με τις ασπιρίνες, πήρε δύο και τις κατέβασε πίνοντας νερό. Θα έλεγα ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Προς το παρόν, τουλάχιστον.

«Τι Κάνουμε τώρα;» είπε η Μαίρη Τζάκσον. «Πώς θα φύγουμε από δω; Ή, μάλλον, θα προσπαθήσουμε να φύγουμε ή θα περιμένουμε να 'ρθουν να μας σώσουν;» Κανείς δεν απάντησε για πολλή ώρα. Μετά ο Στιβ ανακάθισε στην πολυθρόνα όπου καθόταν με τη Σύνθια και είπε, «Δεν μπορούμε να περιμένουμε. Για πολύ, τουλάχιστον». 400

STEPHEN KING

«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε ο Τζόνι. Η φωνή του είχε έναν παράξενο, μαλακό τόνο, σαν να ήξερε ήδη την απάντηση στην ερώτηση του.

«Γιατί κανονικά, μετά από τόσες μέρες, κάποιος θα 'πρεπε να είχε καταφέρει να ξεφύγει, να βγει από την πόλη, να βρει ένα τηλέφωνο και να στείλει την αστυνομία να πιάσει αυτόν το μανιακό. Δεν έγινε τίποτα όμως. Ακόμη και πριν αρχίσει η θύελλα, κανείς δεν κατάφερε να ξεφύγει. Νομίζω ότι δουλεύουν πολύ ισχυρές δυνάμεις εδώ πέρα και ότι, αν επαναπαυτούμε και περιμένουμε να 'ρθει βοήθεια απέξω, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να σκοτωθούμε. Πρέπει να στηριχτούμε ο ένας στον άλλο και να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αυτό πιστεύω».

«Δεν πρόκειται να φύγω χωρίς να μάθω τι έγινε η μαμά μου», είπε ο Ντέιβιντ. «Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι, αγόρι μου», είπε ο Τζόνι.

«Μπορώ. Και έτσι σκέφτομαι».

«Όχι», είπε ο Μπίλινγκσλι. Κάτι στη φο-ινή του έκανε τον Ντέιβιντ να σηκώσει το κεφάλι. «Δεν μπορείς τη στιγμή που κινδυνεύουν κι άλλες ζωές. Και τη στιγμή που είσαι... διαφορετικός... ξεχωριστός... Σε χρειαζόμαστε, γιε μου». «Δεν είναι δίκαιο να μου βάζεις τέτοια διλήμματα», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ.

«Όχι», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι. Το ρυτιδωμένο πρόσωπο του έμοιαζε πέτρινο. «Δεν είναι».

«Αγόρι μου», είπε η Σύνθια, «δεν πρόκειται να βοηθήσεις τη μητέρα σου αν σκοτωθείς στην προσπάθεια να τη βρεις -και σκοτωθούμε κι εμείς μαζί. Από την άλλη μεριά, αν καταφέρουμε να βγούμε από την πόλη, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω με την αστυνομία και να τη σώσουμε».

«Σωστά», είπε ο Ραλφ, αλλά η φωνή του ήταν υπόκωφη, άρρωστη. «Όχι», είπε ο Ντέιβιντ. «Αυτά είναι τρίχες και τίποτα παραπάνω». «Ντέιβιντ!»

401

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο μικρός τους κοίταξε. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο θυμό και τρόμο μαζί. «Κανείς σας δε νοιάζεται για τη μητέρα μου, κανείς σας. Ούτε κι εσύ ακόμη, μπαμπά».

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ο Ραλφ. «Γιατί είσαι τόσο σκληρός μαζί μου;»

«Και όμως, είναι αλήθεια», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Ξέρω ότι την αγαπάς, αλλά θα την αφήσεις εδώ επειδή πιστεύεις ότι είναι νεκρή ήδη». Κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του και, όταν ο Ραλφ χαμήλωσε το βλέμμα με δάκρυα να τρέχουν από το πρησμένο μάτι του, ο Ντέιβιντ γύρισε στον κτηνίατρο. «Και θα σας πω κι εσάς κάτι, κύριε Μπίλινγκσλι. Μόνο και μόνο επειδή προσεύχομαι, αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κανένας μάγος σαν αυτούς από τα κόμικς. Η προσευχή δεν είναι μαγεία. Τα μόνα μαγικά που ξέρω είναι κάτι κόλπα με χαρτιά, που συνήθως τα μπερδεύω κιόλας».

«Ντέιβιντ...» άρχισε να λέει ο Στιβ.

«Αν φύγουμε και ξαναγυρίσουμε, θα είναι πολύ αργά, δε θα μπορέσουμε να τη σώσουμε! Το ξέρω! Το ξέρω αυτό!» Τα λόγια του αντήχησαν πάνω στη σκηνή, σαν ομιλία ηθοποιού, και μετά έσβησαν. Έξω, ο άνεμος συνέχιζε αδιάφορα τις ριπές του.

«Ντέιβιντ, κατά πάσα πιθανότητα είναι ήδη πολύ αργά», είπε ο Τζόνι. Η φωνή του ήταν σταθερή, αλλά δεν μπορούσε να κοιτάξει το παιδί.

Ο Ραλφ αναστέναξε με έναν άγριο, τραχύ ήχο. Ο γιος του πήγε κοντά του, κάθισε δίπλα του και του έπιασε το χέρι. Το πρόσωπο του Ραλφ ήταν τραβηγμένο από κούραση και σύγχυση. Φαινόταν γερασμένος. Ο Στιβ κοίταξε την Όντρεϊ. «Είπες ότι ξέρεις έναν άλλο δρόμο για να φύγουμε».

«Ναι. Το μεγάλο ανάχωμα που φαίνεται μπαίνοντας στην πόλη είναι η βόρεια πλευρά του ορυχείου που ξανανοίξαμε. Υπάρχει ένας δρόμος που ανεβαίνει στο ανάχωμα και κατεβαίνει μέσα στην εκσκαφή. Και υπάρχει κι άλλος ένας που επιστρέφει στην Εθνική 50 δυτικά από δω. Πηγαίνει παράλληλα στο χείμαρρο, τον Ντεσπερέισον Κρικ, που είναι ξερός τώρα. Ξέρεις πού λέω, Τομ;» 402

STEPHEN KING

Ο Μπίλινγκσλι κατένευσε.

«Αυτός ο δρόμος αρχίζει από τη μάντρα με τα οχήματα της εταιρείας. Υπάρχουν κι άλλα ATV εκεί. Το μεγαλύτερο χωράει μόνο τέσσερα άτομα, αλλά μπορούμε να δέσουμε ένα άδειο βαγονέτο από πίσω και να μπουν μέσα οι άλλοι τρεις».

Ο Στιβ, που ήταν βετεράνος στις αστραπιαίες αποφάσεις και τις γρήγορες αποδράσεις (που συχνά γίνονται απαραίτητες όταν έχεις διάφορα καθάρματα από συγκροτήματα ροκ να μένουν σε ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων), την παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή. «Εντάξει, εγώ προτείνω το εξής: περιμένουμε να ξημερώσει. Ξεκουραζόμαστε ή και κοιμόμαστε λίγο, ίσως. Η θύελλα μπορεί να κοπάσει στο μεταξύ...» «Νομίζω ότι ο αέρας έχει κόψει λίγο», είπε η Μαίρη.

«Μπορεί να είναι η ιδέα μου, ευσεβείς πόθοι, αλλά νομίζω ότι έχει κόψει».

«Ακόμη κι αν φυσάει ακόμη, μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τη μάντρα της εταιρείας, έτσι δεν είναι, Όντρεϊ;» «Ναι, είμαι σίγουρη ότι μπορούμε». «Πόσο μακριά είναι;»

«Είναι τρία χιλιόμετρα από τα γραφεία. Πρέπει να είναι γύρω στα δύο από δω».

Ο Στιβ κατένευσε. «Και στο φως της μέρας, θα μπορούμε να δούμε τον Εντράτζιαν. Αν προσπαθήσουμε να πάμε τη νύχτα, μέσα στη θύελλα, δε θα ξέρουμε από πού μπορεί να μας χτυπήσει». «Ούτε και θα μπορούμε να δούμε τα... τα ζώα», πρόσθεσε η Σύνθια.

«Θα πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, με τα όπλα έτοιμα», είπε ο Στιβ. «Αν κοπάσει η θύελλα, μπορούμε να πάμε μέχρι το ανάχωμα με το φορτηγό -τρεις μπροστά στην καμπίνα μαζί μου και τέσσερις πίσω στην καρότσα. Αν φυσάει ακόμη -και βασικά το εύχομαινομίζω ότι πρέπει να πάμε με τα πόδια. Έτσι θα τραβήξουμε λιγότερη προσοχή. Μπορεί να μην καταλάβει καν ότι έχουμε φύγει». 403

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Το ίδιο θα σκεφτόταν ο Εσκόλα και οι φίλοι του όταν τους πάτησε ο Κόλι», είπε ο Μπίλινγκσλι.

«Αυτοί ήταν στον κεντρικό δρόμο και πήγαιναν βόρεια», είπε ο Τζόνι. «Ακριβώς εκεί όπου θα έψαχνε ο Εντράτζιαν. Εμείς θα πηγαίνουμε νότια, προς το ορυχείο, αρχικά τουλάχιστον, και θα φύγουμε από την περιοχή από άλλο δρόμο».

«Ναι», συμφώνησε ο Στιβ. «Έτσι πρέπει να γίνει». Πλησίασε τον Ντέιβιντ -ο μικρός είχε αφήσει τον πατέρα του και καθόταν στην άκρη της σκηνής, κοιτάζοντας τα χαλασμένα, παλιά καθίσματακαι κάθισε στις φτέρνες δίπλα του. «Αλλά θα γυρίσουμε. Μ' άκουσες, Ντέιβιντ; Θα γυρίσουμε για τη μαμά σου και για όποιον άλλο έχει μείνει ζωντανός. Σου το υπόσχομαι αυτό εγώ, προσωπικά».

Ο Ντέιβιντ συνέχισε να κοιτάζει προς τα καθίσματα. «Δεν ξέρω τι να κάνω», είπε. «Πρέπει να ζητήσω από το θεό να με βοηθήσει να καθαρίσω το μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαι τόσο θυμωμένος μαζί Του. Κάθε φορά που προσπαθώ να ηρεμήσω, με εμποδίζει αυτός ο θυμός. Άφησε τον μπάτσο να πάρει τη μητέρα μου! Γιατί; Χριστέ μου, γιατί;» Το ξέρεις ότι έκανες ένα θαύμα πριν από λίγο; σκέφτηκε ο Στιβ. Δεν το είπε όμως. Αυτό μπορεί απλώς να μεγάλωνε τη δυστυχία και τη σύγχυση του Ντέιβιντ.

Μετά από μια στιγμή ο Στιβ σηκώθηκε και στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας προβληματισμένος το παιδί, με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες. 5 Το πούμα περπατούσε αργά στο στενό δρομάκι, με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα αυτιά κολλημένα στο κρανίο. Απέφυγε τους σκουπιδοτενεκέδες και τα ξύλα πολύ πιο εύκολα από τους ανθρώπους που είχαν περάσει προηγουμένως από δω. Έβλεπε πολύ καλύτερα στο σκοτάδι. Παρ' όλα αυτά, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου κι έβγαλε ένα σιγανό γρύλισμα. Δεν του άρεσε αυτό. Ένας 404

STEPHEN KING

από τους ανθρώπους ήταν δυνατός, πολύ δυνατός. Αισθανόταν τη δύναμη του ακόμη και μέσα από τον τοίχο του κτιρίου, ένα παλλόμενο λαμπρό φως.

Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση ανυπακοής. Ο παρείσακτος, αυτός που είχε βγει μέσα από τη γη, βρισκόταν μέσα στο κεφάλι του πούμα και είχε αιχμαλωτίσει τη θέληση του, σαν να την κρατούσε πιασμένη με αγκίστρι. Αυτός μιλούσε στη γλώσσα του άμορφου, από την προηγούμενη εποχή, όταν όλα τα ζώα, εκτός από τους ανθρώπους και τον παρείσακτο, ήταν ένα. Αλλά δεν του άρεσε αυτή η αίσθηση της δύναμης. Αυτή η λάμψη.

Γρύλισε πάλι, ένας βραχνός ήχος, που έβγαινε περισσότερο από τα ρουθούνια του παρά από το κλειστό του στόμα. Ξεπρόβαλε το κεφάλι του από τη γωνία και η μουσούδα του συσπάστηκε καθώς μια ριπή ανέμου ανακάτεψε τη γούνα του και γέμισε τη μύτη του με οσμές από χόρτα και παλιό αλκοόλ και ακόμη παλιότερα τούβλα. Ακόμη κι εδώ που ήταν του μύριζε η πικρίλα από το λάκκο νότια της πόλης, η μυρωδιά που είχε εμφανιστεί από τότε που έκαναν τις ανατινάξεις και άνοιξαν πάλι το κακό μέρος, εκείνο που γνώριζαν τα ζώα και που οι άνθρωποι είχαν προσπαθήσει να ξεχάσουν.

Ο άνεμος κόπασε και το πούμα προχώρησε αργά και αθόρυβα στο μονοπάτι ανάμεσα στο φράχτη και το πίσω μέρος του κινηματογράφου. Σταμάτησε και μύρισε τα κιβώτια, μένοντας περισσότερη ώρα σε εκείνο που είχε αναποδογυριστεί. Υπήρχαν πολλές ανακατεμένες οσμές εδώ. Ο τελευταίος που είχε σταθεί πάνω στο αναποδογυρισμένο κιβώτιο το είχε σπρώξει μακριά από εκείνο που ήταν ακόμη δίπλα στον τοίχο. Το πούμα μύρισε τα χέρια του, μια διαφορετική, πιο έντονη οσμή από τις άλλες. Μια οσμή από δέρμα, γυμνή κατά κάποιο τρόπο, γεμάτη ιδρώτα και αιθέρια έλαια. Ανήκε σε ένα αρσενικό που βρισκόταν στο άνθος της ζωής του.

Μύρισε και όπλα. Κάτω από άλλες συνθήκες αυτή η οσμή θα το έκανε να φύγει τρέχοντας, τώρα όμως δεν είχε σημασία, θα πήγαινε εκεί όπου το έστελνε ο παλαιός. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το πούμα μύρισε τον τοίχο, μετά κοίταξε πάνω, το παράθυρο. Ήταν ξεκλείδωτο. Το είδε να κουνιέται μπρος πίσω από τον αέρα. Όχι πολύ, γιατί βρισκόταν μέσα σε εσοχή, αρκετά όμως για 405

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

να βεβαιωθεί ότι ήταν ανοιχτό. Μπορούσε να μπει μέσα, θα ήταν εύκολο. Το παράθυρο θα υποχωρούσε όταν πηδούσε πάνω και θα άνοιγε, όπως κάνουν μερικές φορές τα πράγματα που είναι φτιαγμένα από τον άνθρωπο.

Όχι, είπε η φωνή του άμορφου. Όχι από δω. Μια εικόνα άστραψε για μια στιγμή στο νου του, κάτι γυαλιστερά πράγματα. Απ' αυτά πίνουν οι άνθρωποι και μερικές φορές τα σπάνε σε λαμπερά θρύψαλα πάνω στις πέτρες όταν τα αδειάζουν. Κατάλαβε (με τον τρόπο που ένας μη επιστήμονας θα καταλάβαινε μια πολύπλοκη γεωμετρική απόδειξη αν του την εξηγούσαν με προσοχή) ότι αν πηδούσε στο παράθυρο θα έριχνε κάτω αυτά τα γυαλιστερά πράγματα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά η φωνή στο κεφάλι του τού είπε ότι έτσι ήταν και οι άνθρωποι θα τα άκουγαν να σπάνε.

Το πούμα πέρασε κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σαν αθόρυβη σκιά, σταμάτησε για να μυρίσει την έξοδο κινδύνου που ήταν καρφωμένη με σανίδες, μετά έφτασε σε ένα δεύτερο παράθυρο. Ήταν στο ίδιο ύψος με το άλλο, φτιαγμένο από το ίδιο άσπρο γυαλί, αλλά ήταν κλεισμένο από μέσα. Απ' αυτό Οα μπεις όμως, ψιθύρισε η φωνή στο κεφάλι του πούμα. Όταν σου πω ότι ήρθε η ώρα, θα μπεις απ' αυτό.

Ναι. Μπορεί να κοβόταν από τα γυαλιά, όπως είχε κοπεί κάποτε πατώντας πάνω σε μερικά κομμάτια απ' αυτά τα γυαλιστερά πράγματα στους λόφους, αλλά όταν η φωνή στο κεφάλι του θα του έλεγε να πηδήσει, θα πηδούσε στο παράθυρο. Όταν έμπαινε μέσα, θα συνέχιζε να κάνει ό,τι του έλεγε η φωνή. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν φυσιολογική, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το πούμα ξάπλωσε κάτω από το μανταλωμένο παράθυρο της τουαλέτας των αντρών, κουλούριασε γύρω του την ουρά του και περίμενε να του μιλήσει η φωνή του πλάσματος από το λάκκο. Η φωνή του Τακ. Όταν την άκουγε, θα ενεργούσε. Μέχρι τότε, θα έμενε ξαπλωμένο εδώ και θα άκουγε τη φωνή του ανέμου και θα μύριζε την πικρίλα που έφερνε, σαν άσχημα νέα από άλλο κόσμο. 406

STEPHEN KING

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 1

Η Μαίρη παρακολουθούσε το γερο-κτηνίατρο, που είχε πάει πάλι στο μπαρ. Έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι, που κόντεψε να του πέσει από τα χέρια, αλλά πρόλαβε και το έπιασε την τελευταία στιγμή. Πήρε κι ένα ποτήρι και έβαλε ένα ποτό. Η Μαίρη πλησίασε τον Τζόνι και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Σταμάτησε τον. Αν συνεχίσει έτσι, θα μεθύσει εντελώς».

Αυτός την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Και ποιος σε διόρισε εσένα ελεγκτή;»

«Είσαι μεγάλος μαλάκας», του απάντησε αυτή με σιγανή, σφυριχτή φωνή. «Δεν είδα, νομίζεις, ποιος τον έκανε ν' αρχίσει; Ή νομίζεις ότι δεν κατάλαβα;»

Έκανε να πλησιάσει τον Τομ, αλλά ο Τζόνι την τράβηξε πίσω και πήγε ο ίδιος. Την άκουσε να βγάζει μια μικρή κραυγή πόνου και ήταν φυσικό γιατί μάλλον της είχε σφίξει τον καρπό λίγο πιο δυνατά απ' ό,τι χρειαζόταν. Αλλά δεν είχε συνηθίσει να τον αποκαλούν μαλάκα. Στο κάτω κάτω, είχε κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τον είχε βάλει στο εξώφυλλο το Τάιμ. Και επιπλέον είχε γαμήσει την ωραιότερη γκόμενα της Αμερικής (κάπως ετεροχρονισμένα ίσως, γιατί ήταν η ωραιότερη γκόμενα της Αμερικής γύρω στο 1965, αλλά το θέμα ήταν ότι την είχε γαμήσει), και δεν ήταν συνηθισμένος να τον αποκαλούν μαλάκα. Όμως η Μαίρη είχε δίκιο σε κάποιο βαθμό. Παρ' όλο που δεν του ήταν άγνωστα τα μονοπάτια και οι διαδρομές των Ανώνυμων Αλκοολικών, είχε κάνει τη βλακεία να δώσει σε έναν αλκοολικό το πρώτο του ποτό για κείνη τη βραδιά. Είχε σκεφτεί ότι έτσι θα συνερχόταν κάπως ο Μπίλινγκσλι, θα κατάφερνε να συμμαζέψει το μυαλό του (και ήταν απαραίτητο αυτό αφού ήταν ο μόνος που ήξερε τα κατατόπια της πόλης)... Μήπως όμως το είχε κάνει και για κάποιο άλλο λόγο; Μήπως ήταν λιγάκι τσατισμένος επειδή αυτός ο μπεκρής είχε κρατήσει για τον εαυτό του το γεμάτο τουφέκι και είχε δώσει στο Μεγάλο Συγγραφέα ένα άδειο εικοσιδυάρι; 407

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Όχι, που να πάρει, δεν ήταν το τουφέκι το θέμα. Το θέμα ήταν ότι έπρεπε να ξεθολώσω το γέρο για να μπορέσει να μας βοηθήσει.

Μπορεί. Μπορεί. Του φαινόταν λίγο κάλπικο αυτό, αλλά σε μερικές καταστάσεις πρέπει να είσαι διατεθειμένος να απαλλάξεις τον εαυτό σου λόγω αμφιβολιών -ιδιαίτερα στις τρελές καταστάσεις όπως αυτή εδώ. Όπως και να 'χε το πράγμα όμως, μπορεί να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα το ότι έδωσε στον Μπίλινγκσλι να πιει. Είχε πολλές όχι-και-τόσο-καλές-ιδέες στη ζωή του και τις αναγνώριζε πια με τη μία.

«Τι θα 'λεγες να το κρατήσουμε για αργότερα αυτό, Τομ;» είπε και, με μια ήρεμη κίνηση, άρπαξε το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι του γέρου τη στιγμή που εκείνος το έφερνε στα χείλια του. «Εεε!» είπε με βραχνή, θυμωμένη φωνή ο Τομ και έκανε να το ξαναπάρει. Τα μάτια του ήταν πιο δακρυσμένα από κάθε άλλη φορά και είχαν γεμίσει από κόκκινες φλέβες, που έμοιαζαν με κοψιές. «Φέρ' το εδώ!»

Ο Τζόνι τράβηξε πίσω το χέρι του και το ποτήρι βρέθηκε δίπλα στο δικό του στόμα. Ένιωσε μια ξαφνική και φρικτά έντονη επιθυμία να λύσει το πρόβλημα με τον πιο γρήγορο και απλό τρόπο, κατάφερε να αντισταθεί όμως και το άφησε πάνω στο μπαρ, όπου ο Τόμι δεν μπορούσε να το φτάσει εκτός αν πηδούσε από την άλλη μεριά. Όχι ότι ο Τόμι δεν ήταν ικανός να πηδήσει πάνω από το μπαρ για να πιει. Ο γέρος είχε φτάσει πια σε τέτοιο σημείο όπου θα προσπαθούσε ακόμη και να παίξει τον ύμνο των πεζοναυτών με πορδές, αν κάποιος του υποσχόταν να του δώσει ένα διπλό. Στο μεταξύ, οι άλλοι παρακολουθούσαν, η Μαίρη τρίβοντας ταυτόχρονα τον καρπό της (που ήταν κόκκινος, πρόσεξε ο Τζόνι, αλλά όχι πολύ -τίποτα το σπουδαίο, βασικά).

«Φέρ' το εδώ!» φώναξε ο Μπίλινγκσλι κι άπλωσε το χέρι του προς το ποτήρι, ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα του σαν θυμωμένο μωρό που θέλει πίσω το μπιμπερό του. Ο Τζόνι θυμήθηκε ξαφνικά την ηθοποιό -εκείνη με τα σμαράγδια, εκείνη που μια φορά κι έναν καιρό ήταν η γκομενάρα νούμερο ένα της Αμερικής, τόσο όμορφη και γλυκιά, σκέτο σορόπι. Ένα βράδυ τον είχε σπρώξει μέσα σε μια πισίνα, στο Μπελ Αιρ, και όλοι έβαλαν τα γέλια, γελούσε κι αυτός καθώς έβγαινε έξω στάζοντας, με το μπουκάλι της μπίρας ακόμη στο χέρι του, τόσο μεθυσμένος που δεν είχε καταλάβει τι 408

STEPHEN KING

συνέβαινε, δεν είχε καταλάβει ότι αυτός ο ήχος από καζανάκι που άκουγε κάπου μέσα στο μυαλό του ήταν τα υπολείμματα της υπόληψης του που πήγαιναν κατευθείαν στο βόθρο. Μάλιστα, κυρίες και κύριοι. Εκείνη τη ζεστή μέρα στο Λος Άντζελες γελούσε αμέριμνα, με το βρεγμένο κοστούμι Πιερ Καρντέν να στάζει ακόμη, με το μπουκάλι της Μπαντ σηκωμένο στο ένα χέρι, σαν τρόπαιο, και όλοι οι άλλοι γελούσαν επίσης. Το διασκέδασαν πολύ εκείνη τη μέρα: η κυρία τον είχε σπρώξει στην πισίνα, όπως στις ταινίες, και είχε πλάκα το πράγμα, χα-χα-χα και χο-χο-χο, καλώς ήρθατε στον υπέροχο κόσμο του μπεκρή που δεν ξέρει τι του γίνεται, για να δούμε τώρα πώς θα καταφέρεις να σωθείς απ' αυτό το φιάσκο, Μάρινβιλ- μπορείς να γράψεις το αριστούργημα για να τους κάνεις να ξεχάσουν το ρεζιλίκι σου;

Αισθάνθηκε ένα κύμα ντροπής περισσότερο για τον εαυτό του παρά για τον Τομ, παρ' όλο που όλοι κοίταζαν τον Τομ (εκτός από τη Μαίρη, που έτριβε ακόμη επιδεικτικά το χέρι της), τον Τομ, που φώναζε ακόμη, «Δώσ' το μουουου!» ανοιγοκλείνοντας το χέρι του σαν βρέφος, τον Τομ, που ήταν ήδη πίτα με τρία ποτά. Το είχε ξαναδεί αυτό ο Τζόνι. Αφού περάσεις κάποια χρόνια κολυμπώντας μέσα στο μπουκάλι, πίνοντας ό,τι βρεθεί μπροστά σου και καταφέρνοντας, παρ' όλα αυτά, να μένεις σχεδόν νηφάλιος, κάποια στιγμή τα εθισμένα σωθικά σου αποκτούν την παράξενη τάση να μπουκώνουν σχεδόν με την πρώτη γουλιά. Απίστευτο και όμως αληθινό. Δείτε αυτό το εκπληκτικό πλάσμα, κυρίες και κύριοι, είναι ο Αλκοολικός σε Προχωρημένο Στάδιο, ελάτε, πλησιάστε, δε θα πιστεύετε στα μάτια σας. Αγκάλιασε τον Τομ από τους ώμους, έσκυψε μέσα στο σύννεφο του αλκοόλ που τύλιγε το κεφάλι του γέρου με τις αναθυμιάσεις του και μουρμούρισε, «Κάτσε φρόνιμος τώρα και θα πιεις τη γουλίτσα σου αργότερα». Ο Τομ τον κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του. Τα σκασμένα χείλια του ήταν υγρά από σάλια. «Σίγουρα πράματα;» ρώτησε με ένα συνωμοτικό ψίθυρο, εκπέμποντας κι άλλες αναθυμιάσεις και ενώνοντας τις λέξεις μεταξύ τους, έτσι που ακούστηκαν σαν μία.

«Ναι», είπε ο Τζόνι. «Έκανα λάθος που σου έδωσα το πρώτο ποτό, αφού σου το έδωσα όμως θα σου κάνω συντήρηση. Συντήρηση, όχι κατάχρηση. Δείξε λίγη αξιοπρέπεια, εντάξει;» 409

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Μπίλινγκσλι τον κοίταζε. Μάτια διάπλατα, γεμάτα δάκρυα. Κόκκινα βλέφαρα. Χείλια να γυαλίζουν από τα σάλια. «Δεν μπορώ», ψιθύρισε. Ο Τζόνι αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Όταν τα ξανάνοιξε, ο Μπίλινγκσλι κοίταζε στην άλλη άκρη της σκηνής, την Όντρεϊ Γουάιλερ.

«Γιατί φοράει τόσο κοντή φούστα;» μουρμούρισε. Η ανάσα του βρομούσε τόσο πολύ αλκοόλ, ώστε ο Τζόνι άρχισε να υποψιάζεται ότι ίσως δεν ήταν τόσο προχωρημένη η κατάσταση του, που να μεθάει μόνο με τρία ποτά. Φαίνεται ότι ο καλός γιατρός είχε προλάβει να πιει άλλα δυο τρία στη ζούλα.

«Δεν ξέρω», του είπε με ένα πλατύ, ψεύτικο χαμόγελο σαν παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού. Γύρισε τον Μπίλινγκσλι, για να μη βλέπει το μπαρ και το ποτό πάνω του, και τον οδήγησε στους άλλους. «Έχεις και παράπονο από πάνω;»

«Όχι», είπε ο Μπίλινγκσλι. «Όχι... απλώς...» Κοίταξε τον Τζόνι με τα υγρά, μεθυσμένα μάτια του. Ένα θολό, απλανές βλέμμα. «Τι έλεγα;»

«Δεν έχει σημασία». Από το πλατύ, ψεύτικο χαμόγελο του τηλεπαρουσιαστή έβγαινε τώρα και η ανάλογη φωνή: δυνατή, εγκάρδια και ειλικρινής όσο και η υπόσχεση ενός παραγωγού ότι θα σου τηλεφωνήσει ο ίδιος την επόμενη βδομάδα. «Πες μου κάτι: αυτή την τρύπα γιατί τη λένε Κινέζικο Ορυχείο; Μου 'χει μείνει η απορία από τότε που το άκουσα». «Φαντάζομαι ότι η δεσποινίς Γουάιλερ θα ξέρει περισσότερα πράγματα από μένα», είπε ο Μπίλινγκσλι, αλλά η Όντρεϊ δεν ήταν πια στη σκηνή. Την ώρα που ο Ντέιβιντ και ο πατέρας του είχαν επιστρέψει, δείχνοντας ανήσυχοι, η Όντρεϊ είχε φύγει από τη δεξιά έξοδο της σκηνής, ψάχνοντας ίσως κάτι ακόμη για να φάει.

«Έλα τώρα», είπε ξαφνικά ο Ραλφ, δείχνοντας μια απρόσμενη διάθεση για συζήτηση. Ο Τζόνι τον κοίταξε και κατάλαβε ότι ο Ραλφ Κάρβερ, παρά τα προβλήματα του, ήξερε πολύ καλά τι έτρεχε με τον Τομ. «Βάζω στοίχημα ότι εσύ ξέρεις την τοπική ιστορία πολύ καλύτερα απ' αυτή. Και είναι τοπική ιστορία, έτσι δεν είναι;» 410

STEPHEN KING

«Ναι... Ιστορία και γεωλογία».

«Έλα, Τομ», είπε η Μαίρη. «Πες μας. θα περάσει η ώρα».

«Εντάξει», είπε ο Μπίλινγκσλι. «Αλλά δεν είναι και πολύ όμορφη ιστορία».

Ο Στιβ και η Σύνθια πλησίασαν κι αυτοί. Ο Στιβ είχε αγκαλιάσει την κοπέλα από τη μέση. Το ίδιο κι αυτή, έχοντας περάσει τα δάχτυλα της σε μια θηλιά της ζώνης του.

«Πες μας, Τομ», είπε και η Σύνθια. «Έλα». Και ο Τομ άρχισε να τους λέει.

2 «Την παλιά εποχή, πολύ πριν σκεφτεί κανείς να ψάξει για χαλκό εδώ, τα ορυχεία έβγαζαν χρυσάφι και ασήμι», είπε ο Μπίλινγκσλι. Κάθισε στην πολυθρόνα και όταν ο Ντέιβιντ του πρόσφερε ένα ποτήρι νερό κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αυτό έγινε πολύ πριν αρχίσουν οι εξορύξεις με ανοιχτές εκσκαφές. Το 1858, μια μεταλλευτική εταιρεία, η Ντιάμπλο, άνοιξε το ορυχείο Κροταλίας Νούμερο Ένα, εκεί που είναι τώρα το Κινέζικο Ορυχείο. Βρήκαν χρυσάφι και, μάλιστα, πολύ.

«Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ορυχεία ανοιχτής εκσκαφής, όλα ήταν σήραγγες που κυνηγούσαν τη φλέβα όλο και πιο βαθιά, παρ' όλο που η εταιρεία ήξερε σίγουρα πόσο επικίνδυνο είναι αυτό. Η επιφάνεια εκεί που είναι τώρα η νότια πλευρά της εκσκαφής δεν είναι άσχημη: ασβεστόλιθος, σκαρν και ένα είδος μαρμάρου που υπάρχει στη Νεβάδα. Πολλές φορές βρίσκουν και βολαστονίτη εκεί μέσα. Δεν είναι πολύτιμο πέτρωμα, αλλά είναι όμορφο.

»Στο υπέδαφος, στη βόρεια πλευρά της σημερινής εκσκαφής, εκεί πρωτοάνοιξαν τη σήραγγα του Κροταλία. Το έδαφος εκεί πέρα είναι χάλια. Δεν κάνει ούτε για εξορύξεις ούτε για καλλιέργειες, δεν κάνει για τίποτα. Οι Ινδιάνοι Σοσόν το έλεγαν "ξινό" χώμα. Είχαν και μια ειδική λέξη γι' αυτό, καλή λέξη, οι περισσότερες λέξεις των Σοσόν ήταν καλές, αλλά δεν τη θυμάμαι. Είναι γεμάτο 411

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ηφαιστειογενή υπολείμματα, ξέρετε, υλικό που εκχύθηκε στο φλοιό της γης από ηφαιστειακές εκρήξεις και δεν έφτασε ποτέ στην επιφάνεια. Υπάρχει μια λέξη γι' αυτά τα υπολείμματα, αλλά δεν τη θυμάμαι ούτε κι αυτή». «Πορφυρίτης», του φώναξε η Όντρεϊ. Στεκόταν στη δεξιά πλευρά της σκηνής και κρατούσε ένα σακουλάκι με πρέτζελ. «Μήπως θέλει κανείς απ' αυτά εδώ;» ρώτησε. «Μυρίζουν κάπως παράξενα, αλλά η γεύση τους είναι εντάξει».

«Όχι, ευχαριστώ», της απάντησε η Μαίρη. Οι άλλοι έγνεψαν αρνητικά.

«Ναι, πορφυρίτης», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι. «Είναι γεμάτος πολύτιμα ορυκτά, από γρανάτες μέχρι ουράνιο, αλλά πολλά απ' αυτά είναι ασταθή. Το έδαφος όπου άνοιξαν τον Κροταλία Ένα είχε μια καλή φλέβα χρυσού, αλλά περιείχε πολλούς αφανίτες, δηλαδή καμένο σχιστόλιθο. Ο σχιστόλιθος είναι ιζηματογενές πέτρωμα, χωρίς μεγάλη αντοχή, μπορείς να τον σπάσεις με το χέρι σου. Όταν η στοά του ορυχείου κατέβηκε στα είκοσι μέτρα βάθος περίπου και οι εργάτες άκουσαν το έδαφος γύρω τους να τρίζει και να βογκά, έκαναν μεταβολή και γύρισαν πίσω. Δεν ήταν απεργία για καλύτερο μισθό, απλώς δεν ήθελαν να σκοτωθούν. Έτσι, οι ιδιοκτήτες πήγαν και προσέλαβαν Κινέζους. Τους μετέφεραν από το Σαν Φρανσίσκο πάνω σ' εκείνα τα τελείως ανοιχτά βαγόνια, απλώς μια πλατφόρμα με ρόδες, και τους είχαν αλυσοδεμένους μεταξύ τους σαν κατάδικους. Εβδομήντα άντρες και είκοσι γυναίκες, όλοι ντυμένοι μ' εκείνες τις καπιτονέ πιτζάμες και τα στρογγυλά καπέλα. Φαντάζομαι ότι οι ιδιοκτήτες θα έβριζαν τον εαυτό τους που δεν το είχαν σκεφτεί νωρίτερα, γιατί οι Κινέζοι είχαν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους λευκούς. Δε μεθούσαν και δεν έκαναν φασαρίες στην πόλη, δεν πουλούσαν ουίσκι στους Σοσόν και στους Παϊούτ, δεν ήθελαν πόρνες. Δεν έφτυναν καν ταμπάκο στα πεζοδρόμια. Όλα αυτά όμως τα πλεονεκτήματα δεν ήταν καθοριστικά. Το βασικό ήταν ότι πήγαιναν όσο βαθιά τους έλεγαν να πάνε, χωρίς να δίνουν σημασία στον ήχο από τους αφανίτες, που έτριζαν στο έδαφος γύρω τους. Και η στοά προχωρούσε σε βάθος πιο γρήγορα, γιατί μπορούσε να γίνει πιο μικρή. Οι Κινέζοι ήταν πολύ πιο μικρόσωμοι από τους λευκούς μεταλλωρύχους και, αν χρειαζόταν, τους έβαζαν να δουλεύουν γονατιστοί. 412

STEPHEN KING

Επίσης, αν έπιαναν κανέναν Κινέζο με χρυσάφι πάνω του, μπορούσαν να τον εκτελέσουν επιτόπου. Και πολλούς τους εκτέλεσαν». «Χριστέ μου», είπε ο Τζόνι.

«Ναι», συμφώνησε ο Μπίλινγκσλι, «δε θυμίζει πολύ τις παλιές ταινίες του Τζον Γουέιν. Τέλος πάντων, οι Κινέζοι είχαν κατεβεί στα σαράντα πέντε μέτρα -σχεδόν διπλάσιο βάθος από το σημείο όπου τα παράτησαν οι λευκοί- όταν κατέρρευσε η στοά. Είχαν ακουστεί πολλές ιστορίες για το τι ακριβώς έγινε. Μια έλεγε ότι συνάντησαν ένα γοναϊσίν, ένα αρχαίο πνεύμα της γης, που γκρέμισε το ορυχείο. Μια άλλη λέει ότι θύμωσαν τα υποχθόνια δαιμόνια». «Λάθος», είπε η Όντρεϊ από το σημείο όπου στεκόταν στα δεξιά της σκηνής, μασουλώντας ένα πρέτζελ. «Απλώς υπήρξε κάποιο σπηλαίωμα και η στοά κατέρρευσε. Ούτε γήινα πνεύματα ούτε υποχθόνια δαιμόνια». «Η φωνή του ορθολογισμού», είπε ο Τζόνι. «Το πνεύμα του εικοστού αιώνα. Ζήτω!»

«Εγώ δε θα κατέβαινα ούτε τρία μέτρα σ' αυτό το έδαφος», του απάντησε η Όντρεϊ, «κανείς λογικός άνθρωπος δε θα τολμούσε κι αυτοί είχαν κατεβεί στα σαράντα πέντε μέτρα, σαράντα μεταλλωρύχοι, δύο επιστάτες, τουλάχιστον πέντε πόνι, όλοι τους να σκάβουν, να φωνάζουν και να κουβαλάνε το μετάλλευμα. Δηλαδή μόνο που δεν το ανατίναξαν. Το παράξενο είναι πόσο καιρό τους προστάτεψαν τα υποχθόνια δαιμόνια από τη βλακεία τους!»

«Η κατάρρευση έγινε σε σχετικά καλό σημείο», συνέχισε ο Μπίλινγκσλι, «γύρω στα είκοσι μέτρα από την είσοδο της στοάς. Οι εργάτες άρχισαν να ανεβαίνουν για να βγουν έξω και σ' εκείνο το σημείο τους σταμάτησε ένα τείχος από αφανίτες, σκαρν και σχιστόλιθους. Η σειρήνα του ορυχείου άρχισε να σφυρίζει και οι κάτοικοι της πόλης ανέβηκαν στο λόφο για να δουν τι έγινε. Ήρθαν ακόμη και οι πόρνες και οι χαρτοπαίκτες. Άκουγαν τους Κινέζους μέσα να ουρλιάζουν, ικέτευαν να τους βγάλουν έξω πριν πέσει και η υπόλοιπη στοά. Μερικοί είπαν ότι άκουγαν παράξενους ήχους, λες και οι εργάτες μάλωναν μεταξύ τους. Αλλά κανείς δεν ήθελε να μπει στη στοά και να αρχίσει να σκάβει. Το τρίξιμο που βγά413

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ζουν οι αφανίτες όταν είναι ασταθές το έδαφος είχε γίνει ακόμη πιο δυνατό και η οροφή είχε κάνει κοιλιά σε άλλα δύο σημεία ανάμεσα στην είσοδο και την πρώτη κατάρρευση». «Δεν μπορούσαν να μπουν μέσα και να υποστυλώσουν πάλι τη στοά;» ρώτησε ο Στιβ.

«Και βέβαια, αλλά κανείς δεν αναλάμβανε τέτοια ευθύνη. Δυο μέρες αργότερα εμφανίστηκε ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ντιάμπλο, μαζί με μερικούς μηχανικούς από το Ρίνο. Έκαναν πικνίκ έξω από την είσοδο της στοάς για να συζητήσουν τι μπορούν να κάνουν -αυτό μου το είπε ο πατέρας μου. Έφαγαν πάνω σε λινά τραπεζομάντιλα, ενώ μέσα στη στοά, ούτε τριάντα μέτρα από το σημείο όπου έτρωγαν, σαράντα άνθρωποι ούρλιαζαν μέσα στο σκοτάδι.

«Παλιότερα είχαν γίνει καταρρεύσεις πιο βαθιά και ο κόσμος λέει ότι ακούγεται ένας παράξενος ήχος, λες και κάτι κλάνει ή ρεύεται βαθιά μέσα στη γη. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, οι Κινέζοι ήταν ακόμη εντάξει –ή τουλάχιστον ήταν ακόμη ζωντανοί- μέσα στη στοά και παρακαλούσαν να τους βγάλουν έξω. Φαντάζομαι ότι σε λίγο άρχισαν να τρώνε τα πόνι που είχαν κλειστεί εκεί μαζί τους. Δεν είχαν ούτε νερό ούτε φως επί δύο μέρες. Οι μηχανικοί μπήκαν μέσα -ή μάλλον έβαλαν τα κεφάλια τους στην είσοδο της στοάςκαι είπαν ότι είναι πολύ επικίνδυνο να κάνουν αποστολή διάσωσης». «Και τι έκαναν;» ρώτησε η Μαίρη.

Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τους ώμους. «Έβαλαν δυναμίτη στο μπροστινό τμήμα της στοάς και το γκρέμισαν κι αυτό. Το έκλεισαν εντελώς». «Θες να πεις ότι έθαψαν σαράντα άτομα ζωντανά εν ψυχρώ;» ρώτησε η Σύνθια.

«Σαράντα δύο, μαζί με τον προϊστάμενο του συνεργείου και τον επιστάτη», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Ο προϊστάμενος ήταν λευκός αλλά μεθύστακας και αλήτης, συχνά έβριζε χωρίς λόγο καθώς πρέπει γυναίκες. Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε. Ούτε και τον επιστάτη». «Μα πώς μπόρεσαν να κάνουν τέτοιο πράγμα;» 414

STEPHEN KING

«Οι περισσότεροι ήταν Κινέζοι», είπε ο Μπίλινγκσλι, «έτσι ήταν εύκολο».

Οι ριπές του ανέμου συνεχίζονταν και το κτίριο έτρεμε από τη μανία τους. Στο βάθος, άκουγαν τον αμυδρό ήχο από το ανοιχτό παράθυρο στην τουαλέτα των γυναικών, που χτυπούσε από τον αέρα. Ο Τζόνι περίμενε ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα άνοιγε εντελώς και θα έριχνε κάτω τα μπουκάλια του Μπίλινγκσλι.

«Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εκεί», συνέχισε ο Μπίλινγκσλι. «Ξέρετε τι γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις· σιγά σιγά ο κόσμος διανθίζει τις ιστορίες, τους βάζει διάφορες σάλτσες». Έπλεξε τα χέρια του και κούνησε τα ροζιασμένα δάχτυλα του. Πάνω στην οθόνη, εμφανίστηκε κάποιο γιγάντιο μυθικό πουλί, που κουνούσε τα φτερά του. «Οι φήμες μεγαλώνουν σαν τις σκιές».

«Και πού τελειώνει η ιστορία;» ρώτησε ο Τζόνι. Του άρεσαν πάντα οι καλές ιστορίες κι αυτή δεν ήταν άσχημη. «Τρεις μέρες αργότερα, δυο νεαροί Κινέζοι εμφανίστηκαν στο Λέιντι Ντέι, ένα σαλούν που ήταν στο σημείο περίπου που είναι τώρα το Μπρόκεν Ντραμ. Πυροβόλησαν εφτά άτομα μέχρι να τους ακινητοποιήσουν. Δύο από τα θύματα πέθαναν. Ο ένας από αυτούς τους δύο ήταν ο μηχανικός από το Ρίνο που είχε συστήσει να γκρεμίσουν και την υπόλοιπη στοά.

»Ο ένας από τους "κούληδες" -έτσι τους έλεγαν- σκοτώθηκε στη συμπλοκή. Το πιθανότερο ήταν ότι του έχωσαν κανένα μαχαίρι στην πλάτη, αλλά η ιστορία που αρέσει περισσότερο στον κόσμο είναι ότι ένας επαγγελματίας χαρτοπαίκτης, ο Χάρολντ Μπρόφι, του πέταξε ένα χαρτί της τράπουλας από το σημείο όπου καθόταν και του έκοψε το λαιμό.

»Ο άλλος ήταν ακόμη ζωντανός, αν και τον είχαν πυροβολήσει και είχε πέντ' έξι τραύματα. Παρ' όλα αυτά, τον έβγαλαν έξω και την άλλη μέρα τον κρέμασαν, μετά από μια εικονική δίκη από ένα δικαστήριο της πλάκας. Βάζω στοίχημα ότι απογοητεύτηκαν μαζί του, γιατί σύμφωνα με την ιστορία ήταν τόσο τρελός, που δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Του είχαν περάσει αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια, αλλά και πάλι τους αντιστεκόταν σαν αγριόγατος, φωνάζοντας συνέχεια στη γλώσσα του». 415

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Μπίλινγκσλι έγειρε λιγάκι μπροστά και κοίταξε ειδικά τον Ντέιβιντ. Ο μικρός του ανταπέδωσε το βλέμμα, με μάτια διάπλατα, συνεπαρμένος από την ιστορία. «Μιλούσε κινέζικα, αλλά εκείνο που κατάλαβαν όλοι ήταν ότι αυτός και ο φίλος τον είχαν καταφέρει να βγουν από το ορυχείο και ήρθαν για να πάρουν εκδίκηση από εκείνους που τους έστειλαν εκεί κάτω και μετά τους άφησαν μέσα να πεθάνουν».

Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τους ώμους.

«Το πιθανότερο είναι ότι ήταν απλώς δυο νέοι από την Κινέζικη Κατασκήνωση, όπως την έλεγαν, στα νότια του Ιλάι, κάποιοι που δεν ήταν ίσως τόσο μοιρολάτρες όσο οι υπόλοιποι συμπατριώτες τους. Στο μεταξύ είχε διαδοθεί η ιστορία για την κατάρρευση και οι Κινέζοι της Κατασκήνωσης θα την είχαν μάθει. Μερικοί μπορεί να είχαν συγγενείς στην Ντεσπερέισον. Ο Κινέζος που κρέμασαν δεν ήξερε καθόλου αγγλικά, πέρα από μερικές βλαστήμιες. Όσα κατάλαβαν, πρέπει να τα κατάλαβαν από τις χειρονομίες του. Και ξέρετε πώς αρέσει στον κόσμο να πιάνει κάτι τέτοιες ιστορίες και να τις "τραβάει από τα μαλλιά". Μέσα σε ένα χρόνο έλεγαν ότι οι Κινέζοι είναι ακόμη ζωντανοί μέσα στη στοά, ότι αν στήσεις αυτί τους ακούς να μιλάνε και να γελάνε και να παρακαλάνε να τους βγάλουν έξω, να βογκάνε και να απειλούν ότι θα πάρουν εκδίκηση». «Θα ήταν δυνατόν να καταφέρουν να βγουν αυτοί οι δύο από το ορυχείο;» ρώτησε ο Στιβ. «Όχι», απάντησε η Όντρεϊ από την πόρτα δεξιά της σκηνής.

Ο Μπίλινγκσλι της έριξε μια ματιά, μετά γύρισε τα πρησμένα, κόκκινα μάτια του στον Στιβ. «Ίσως», είπε.

«Ενώ οι άλλοι είχαν μαζευτεί μπροστά στην κατάρρευση, αυτοί οι δύο μπορεί να προχώρησαν πιο βαθιά στη στοά. Μπορεί να θυμήθηκαν κανέναν αεραγωγό...» «Τρίχες», είπε η Όντρεϊ.

«Δεν είναι τρίχες», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Ξέρεις πολύ καλά ότι το έδαφος είναι ηφαιστειογενές. Στα ανατολικά της πόλης υπάρχει πολύς πορφυρίτης -μοιάζει σαν μαύρο γυαλί με κομμάτια 416

STEPHEN KING

ρουμπίνια μέσα. Δεν είναι ρουμπίνια, είναι γρανάτες. Και όπου υπάρχουν ηφαιστειογενή πετρώματα, υπάρχουν και φυσικά ανοίγματα».

«Οι πιθανότητες να καταφέρουν δυο άτομα να ..»

«Μιλάμε υποθετικά τώρα», είπε η Μαίρη προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα. «Για να περνάει η ώρα». «Υποθετικές τρίχες», μουρμούρισε η Όντρεϊ κι έφαγε άλλο ένα μισοχαλασμένο πρέτζελ.

«Τέλος πάντων, αυτή είναι η ιστορία», είπε ο Μπίλινγκσλι. «Οι εργάτες θάφτηκαν ζωντανοί, δυο κατάφεραν να βγουν έξω, και οι δυο τρελοί πια, και προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση. Αργότερα, είπαν ότι υπήρχαν φαντάσματα μέσα στο έδαφος. Φοβερή ιστορία, πάντως, ε; Ό,τι πρέπει για χειμωνιάτικες νύχτες». Κοίταξε την Όντρει και στο πρόσωπο του είχε. απλωθεί ένα πονηρό, μεθυσμένο χαμόγελο. «Εσύ έχεις σκάψει εκεί πέρα. Μήπως βρήκες τίποτα παλιά κόκαλα;» «Είσαι μεθυσμένος, κύριε Μπίλινγκσλι», είπε ψυχρά η Όντρει.

«Όχι», απάντησε αυτός. «Μακάρι να ήμουν, αλλά δεν είμαι. Με συγχωρείτε, κυρίες και κύριοι. Όποτε μιλάω πολύ, με πιάνει κατούρημα. Λες κι έχω αυτόματο διακόπτη». Διέσχισε τη σκηνή, με το κεφάλι σκυφτό και τους ώμους καμπουριασμένους, παραπατώντας λιγάκι. Η σκιά που τον ακολουθούσε ήταν πελώρια, σαν να ανήκε σε κάποιο ήρωα, τραγική ειρωνεία σε σχέση με το πρωτότυπο. Οι άλλοι τον παρακολουθούσαν καθώς απομακρυνόταν, ακούγοντας τα τακούνια από τις μπότες του να χτυπάνε στο σανίδι. Ξαφνικά ένας απότομος κρότος, σαν πλατάγισμα, τους έκανε όλους να αναπηδήσουν. Η Σύνθια χαμογέλασε αμήχανα. «Με συγχωρείτε», είπε. «Πάτησα μια αράχνη».

Ο Τζόνι πλησίασε κι έσκυψε για να δει, ακουμπώντας τα χέρια λίγο πάνω από τα γόνατα. «Όχι», είπε. «Τι όχι;» ρώτησε ο Στιβ. «Δεν είναι αράχνη;» 417

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δεν είναι μία, είναι δύο», απάντησε ο Τζόνι. Τον κοίταξε και πήγε να αστειευτεί, αλλά δε χαμογελούσε. «Μπορεί να ήταν κινέζικες αράχνες», είπε. 3 Τακ! Καν αχ γουάν μι. Αχ λαχ. Τα μάτια του πούμα άνοιξαν. Σηκώθηκε όρθιο και η ουρά του άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, δεξιά αριστερά. Πλησίαζε η στιγμή. Τα αυτιά του στράφηκαν προς τα εμπρός και τρεμόπαιξαν καθώς έπιασαν τα βήματα κάποιου που έμπαινε στο δωμάτιο πίσω από το λευκό γυαλί. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το παράθυρο, υπολογίζοντας με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση το άλμα που θα έκανε. Οι κινήσεις του έπρεπε να είναι τέλειες για να περάσει μέσα από το γυαλί. Αυτό απαιτούσε η φωνή μέσα στο μυαλό του. Περίμενε, ενώ από το λαιμό του είχε αρχίσει να βγαίνει πάλι ένα σιγανό γρύλισμα. Τα χείλια του είχαν τραβηχτεί αποκαλύπτοντας τα δόντια του και σιγά σιγά συσπειρωνόταν έτοιμο να πηδήσει. Σε λίγο. Σε λίγο.

Τακ αχ τεν. 4 Ο Μπίλινγκσλι κοίταξε πρώτα μέσα στην τουαλέτα των γυναικών και φώτισε με το φακό το παράθυρο. Τα μπουκάλια ήταν ακόμη στη θέση τους. Είχε φοβηθεί ότι μια δυνατή ριπή του ανέμου μπορεί να άνοιγε εντελώς το παράθυρο και να τα έριχνε κάτω, αλλά δεν είχε γίνει τίποτα τέτοιο και τώρα ήταν μάλλον απίθανο να γίνει. Ο άνεμος είχε αρχίσει να κοπάζει. Η απρόσμενη καλοκαιρινή θύελλα, που όμοια της δεν είχε δει ποτέ του, άρχιζε να υπο418

STEPHEN KING

χωρεί. Στο μεταξύ όμως είχε ένα πρόβλημα. Να κορέσει τη δίψα του.

Μόνο που, τα τελευταία πέντε χρόνια περίπου, δεν έμοιαζε πια τόσο πολύ με δίψα αλλά με φαγούρα, λες και είχε έρθει σε επαφή με κάποιο τρομερό, δηλητηριώδες φυτό, που δεν επηρέαζε το δέρμα αλλά τον ίδιο τον εγκέφαλο του. Σε τελική ανάλυση, όμως, ούτε κι αυτό είχε σημασία. Το σημαντικό ήταν ότι ήξερε πώς να λύσει το πρόβλημα. Και ταυτόχρονα να ξεχάσει και τα υπόλοιπα προβλήματα. Την τρέλα που τους κυνηγούσε. Αν ήταν ένας συνηθισμένος κίνδυνος, κάποιος που τρελάθηκε και τριγύριζε πυροβολώντας, θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, μεθυσμένος ή ξεμέθυστος. Αλλά το πράγμα εδώ δεν ήταν τόσο απλό και ξεκάθαρο. Αυτή η γεωλόγος επέμενε ότι έτσι ήταν, πως το μόνο που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν ο Εντράτζιαν, αλλά ο Μπίλινγκσλι ήξερε ότι έκανε λάθος. Γιατί ο Εντράτζιαν ήταν διαφορετικός τώρα. Το είχε πει στους άλλους αυτό και η Έλεν Κάρβερ τον είχε αποκαλέσει τρελό. Αλλά...

Αλλά σε τι ήταν διαφορετικός ο Εντράτζιαν; Και γιατί ένιωθε ότι η αλλαγή του Εντράτζιαν ήταν σημαντική, ίσως και ζωτική, για όλους τους τώρα; Δεν ήξερε. Κανονικά έπρεπε να ξέρει, είχε την αίσθηση ότι επρόκειτο για κάτι που ήταν μπροστά στη μύτη του και δεν το έβλεπε, αλλά τώρα πια, όταν έπινε, όλα θόλωναν, ήταν σαν να πάθαινε γεροντική άνοια. Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί το όνομα της φοράδας της Γουάιλερ, που είχε στραμπουλήξει το πόδι της... «Όχι, το θυμάμαι», μουρμούρισε. «Το θυμάμαι. Την έλεγαν...»

Πώς την έλεγαν, γερο-ξεμωραμένε; Δε θυμάσαι τελικά, έτσι δεν είναι;

«Όχι, το θυμάμαι, την έλεγαν Σάλι!» φώναξε θριαμβευτικά και μετά πέρασε μπροστά από τη σφραγισμένη έξοδο κινδύνου και μπήκε στην τουαλέτα των αντρών. Φώτισε με το φακό τη λεκάνη. «Σάλι την έλεγαν!» Έστρεψε το φως στον τοίχο, στο άλογο που κάλπαζε εκεί, βγάζοντας καπνούς από τα ρουθούνια του. Δε θυμόταν να το ζωγραφίζει -μάλλον βρισκόταν σε κατάσταση μπλακ άουτ όταν το έκανε- αλλά ήταν αναμφίβολα δικό του έργο και καθόλου κακό μάλιστα. Του άρεσε που το άλογο έδειχνε τρελό κι 419

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ελεύθερο μαζί, σαν να ερχόταν από κάποιο άλλο κόσμο, όπου οι θεές έτρεχαν ακόμη καβάλα σε άλογα και μερικές φορές διέσχιζαν με ένα άλμα ολόκληρες λεύγες.

Ξαφνικά οι αναμνήσεις του φωτίστηκαν λίγο, λες και η ζωγραφιά στον τοίχο του είχε ανοίξει το νου. Ναι, Σάλι. Πριν από ένα χρόνο, πάνω κάτω. Εκείνη την εποχή, οι φήμες ότι θα ξανανοίξει το ορυχείο είχαν αρχίσει να πυκνώνουν και να γίνονται, σιγά σιγά, γεγονός. Αυτοκίνητα και φορτηγά είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο πάρκινγκ της μεταλλευτικής εταιρείας, αεροπλάνα είχαν αρχίσει να φτάνουν στον αεροδιάδρομο στα νότια της πόλης και ένα βράδυ του είχαν πει -εδώ στο Αμέρικαν Ουέστ, μάλιστα, την ώρα που έπινε με τους άλλους- ότι υπήρχε και μια γεωλόγος που ζούσε στο παλιό σπίτι των Ρίπερ. Νέα. Ανύπαντρη. Και όμορφη, υποτίθεται.

Ο Μπίλινγκσλι ήθελε να κατουρήσει, δεν είχε πει ψέματα, αλλά αυτή τη στιγμή η πιο επιτακτική του ανάγκη δεν ήταν το κατούρημα. Σε έναν από τους νιπτήρες υπήρχε ένα βρόμικο μπλε κουρέλι, ένα πράγμα που δε θα ήθελες με τίποτα να το πιάσεις με τα χέρια σου. Ο Μπίλινγκσλι το σήκωσε αποκαλύπτοντας από κάτω ένα μπουκάλι Σατέν Σμουθ -ουίσκι, υποτίθεται, αν και το περιεχόμενο του μπουκαλιού πλησίαζε ίσως περισσότερο στο πετρέλαιο ή στο δηλητήριο.

Ξεβίδωσε το καπάκι και, κρατώντας το μπουκάλι και με τα δύο χέρια επειδή έτρεμαν, κατέβασε μια μεγάλη γουλιά. Αισθάνθηκε λες και μια βόμβα ναπάλμ γλίστρησε στο λαιμό του και έσκασε στο στομάχι του. Τον έκαψε άσχημα, αλλά τι έλεγε εκείνο το τραγούδι της Πάτι Λάβλες, που το έπαιζε συνέχεια το ραδιόφωνο; «Πλήγωσε με, μωρό μου, αλλά πλήγωσε με όμορφα». Κατέβασε μια δεύτερη, μικρότερη γουλιά (τώρα ήταν πιο εύκολο να κρατά το μπουκάλι, η τρέμουλα του είχε περάσει), μετά βίδωσε το σκέπασμα κι έβαλε πάλι το μπουκάλι στο νιπτήρα. «Μου τηλεφώνησε», μουρμούρισε.

Έξω από το παράθυρο, τα αυτιά του πούμα τρεμόπαιξαν με τον ήχο της φωνής του. Το ζώο έσφιξε λίγο περισσότερο τα πίσω πόδια. Περίμενε να πλησιάσει πιο κοντά στο παράθυρο, πιο κοντά στο σημείο όπου θα το έφερνε το άλμα του. «Μου τηλεφώνησε η ίδια. Μου είπε ότι είχε μια τρίχρονη φοράδα, τη Σάλι. Μάλιστα». 420

STEPHEN KING

Σκέπασε το μπουκάλι με το κουρέλι, χωρίς να σκεφτεί τι κάνει, μια κίνηση από συνήθεια, ενώ ο νους του γύριζε σ' εκείνη τη μέρα το περασμένο καλοκαίρι. Είχε πάει στο σπίτι των Ρίπερ, ένα ωραίο κτίσμα στους λόφους, και ένας τύπος από το ορυχείο -ήταν ο μαύρος που αργότερα έγινε ρεσεψιονίστ- τον πήγε στο άλογο. Του είπε ότι η Όντρεϊ είχε πάρει ένα επείγον τηλεφώνημα και θα έφευγε με το αεροπλάνο για τα κεντρικά της εταιρείας στο Φοίνιξ. Μετά, καθώς πήγαιναν στο στάβλο, ο μαύρος κοίταξε πάνω από τον ώμο του Μπίλινγκσλι και είπε... «Είπε, "Να τη, φεύγει"», μουρμούρισε ο Μπίλινγκσλι. Είχε στρέψει πάλι το φακό πάνω στο άλογο που κάλπαζε στα στραβωμένα πλακάκια και το κοίταζε με διάπλατα ανοιχτά μάτια, φέρνοντας στο νου του όλη την ανάμνηση και έχοντας ξεχάσει προσωρινά το κατούρημα. «Και της φώναξε».

Μάλιστα, έτσι έγινε. Γεια σου, Οντ! της φώναξε και της κούνησε το χέρι. Η Γουάιλερ του κούνησε κι αυτή το χέρι. Ο Μπίλινγκσλι έκανε το ίδιο, ενώ σκεφτόταν ότι οι ιστορίες που είχε ακούσει ήταν σωστές: ήταν νέα και όμορφη. Όχι σταρ του σινεμά, να πέφτεις ξερός δηλαδή, αλλά πολύ όμορφη πάντως γι' αυτά τα μέρη. Περιποιήθηκε το άλογο της, έδωσε στο μαύρο ένα μπουκαλάκι με υγρό εντριβής για να του βάλει στο πόδι και αργότερα είχε αγοράσει κι άλλο υγρό η ίδια Αυτό του το είχε πει η Μάρσα, γιατί αυτός έλειπε όταν ήρθε η Γουάιλερ στην κλινική, είχε πάει κάπου κοντά στο Γουάσο για να δει κάτι άρρωστα πρόβατα. Από τότε την είχε δει πολλές φορές στην πόλη. Δε μιλούσαν βέβαια, ανήκαν σε τελείως διαφορετικά κυκλώματα. αλλά την είχε δει να τρώει στο ξενοδοχείο Άντλερς και στο Όουλ'ς. κι άλλη μια φορά στο Τζέιλχαουζ στο Ιλάι. Την είχε δει να πίνει στο Μπαντ'ς Σαντς ή στο Ντραμ μαζί με κάτι άλλους τύπους από το μεταλλείο Μάλιστα είχαν ρίξει ζάρια με ένα κύπελλο για να δουν ποιος θα πληρώσει. Άλλη μια φορά στο μαγαζί του Γουόρελ να αγοράζει είδη μπακαλικής, μετά στο Κονόκο να βάζει βενζίνη, μια μέρα στο κατάστημα σιδηρικοί να αγοράζει ένα κουτί μπογιά κι ένα πινέλο. Ναι, την είχε δει πολλές φορές, σε μια τόσο μικρή και απομονωμένη πόλη βλέπεις τους πάντες, δεν είναι δυνατόν να μην τους δεις. Γιατί τα σκέφτεσαι όλα αυτά, βρε βλάκα, ρώτησε τον εαυτό του, πλησιάζοντας επιτέλους τη λεκάνη. Οι μπότες του έτριξαν πάνω 421

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στο χώμα και τη σκόνη που σκέπαζε το πλακόστρωτο δάπεδο. Σταμάτησε λίγο πριν φτάσει σε απόσταση βολής από τη λεκάνη, με το φακό να φωτίζει τη γδαρμένη μύτη της μπότας του, και κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του. Τι σχέση είχε η Όντρει Γουάιλερ με τον Κόλι; Τι σχέση θα μπορούσε να έχει με τον Κόλι; Δε θυμόταν να τους είχε δει ποτέ μαζί ούτε να άκουσε ότι είχαν δεσμό. Όχι, δεν ήταν αυτό. Τι ήταν τότε; Και γιατί ο νους του επέμενε ότι είχε κάποια σχέση με τη μέρα που πήγε να δει τη φοράδα της; Δεν την είχε δει καλά εκείνη τη μέρα. Μόνο για μια στιγμή... και από απόσταση... Πλησίασε άλλο ένα βήμα τη λεκάνη και έβγαλε έξω το πουλί του. Κόντευε να κατουρηθεί πάνω του. Αυτά κάνει το ποτό.

Τους κούνησε το χέρι... πήγε βιαστικά στο αμάξι της... ξεκίνησε για τον αεροδιάδρομο... θα πήγαινε στο Φοίνιξ. Φορούσε ταγέρ, μάλιστα, γιατί δε θα πήγαινε στο ορυχείο στην έρημο αλλά σε κάποιο μοντέρνο κτίριο. Πήγαινε να δει τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας. Είχε ωραίες γάμπες... μπορεί να έχω γεράσει, αλλά ξέρω να ξεχωρίσω ένα καλό γόνατο... και το δικό της ήταν ωραίο, ναι, αλλά... Και ξαφνικά όλα ήρθαν κι έδεσαν στο μυαλό του, όχι με ένα κλικ αλλά με ένα μεγάλο, δυνατό κα-μπαμ, και για μια στιγμή, πριν ακουστεί ο βρυχηθμός του πούμα, νόμισε ότι ο ήχος του τζαμιού που έσπαγε υπήρχε μόνο στο μυαλό του, ότι ήταν ο ήχος της κατανόησης.

Και μετά άρχισε το γρύλισμα, που γρήγορα δυνάμωσε κι έγινε βρυχηθμός και τον έκανε να αρχίσει να κατουράει από φόβο και μόνο. Για μια στιγμή, του ήταν αδύνατο να συνδέσει αυτό τον ήχο με κάποιο πλάσμα. Γύρισε, τινάζοντας ούρα γύρω του, και είδε μια σκούρα μορφή με πράσινα μάτια σωριασμένη κάτω στα πλακάκια. Σπασμένα τζάμια γυάλιζαν πάνω στην πλάτη της. Κατάλαβε αμέσως τι ήταν, ο νους του συνδύασε αμέσως το σχήμα και τον ήχο, παρά το ξάφνιασμα και τον τρόμο του.

Το πούμα -μέσα στο φως του φακού είδε ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο θηλυκό- σήκωσε το κεφάλι του και τα χείλια του τραβήχτηκαν πίσω, αποκαλύπτοντας δυο σειρές πολύ μεγάλα άσπρα δόντια. Και το τουφέκι ήταν στη σκηνή, ακουμπισμένο πάνω στην οθόνη. 422

STEPHEN KING

«Ω θεέ μου. όχι», ψιθύρισε ο Μπίλινγκσλι και πέταξε το φακό πάνω από το δεξιό ώμο του πούμα, αστοχώντας σκόπιμα. Όταν το ζώο γύρισε για να δει τι του είχε πετάξει, ο Μπίλινγκσλι όρμησε στην πόρτα.

Έτρεξε με το κεφάλι σκυφτό, ξαναβάζοντας το πουλί του μέσα στο παντελόνι, με το χέρι που πριν κρατούσε το φακό. Το πούμα έβγαλε άλλο ένα ουρλιαχτό –ακούστηκε σαν στριγκλιά γυναίκας που την καίνε ή τη μαχαιρώνουν, εκκωφαντική μέσα στην κλειστή τουαλέτα- και όρμησε στον Μπίλινγκσλι με τα μπροστινά πόδια απλωμένα. Τα νύχια του βυθίστηκαν την πλάτη του γέρου τη στιγμή που αυτός έπιανε το πόμολο της πόρτας κι έσκισαν τους λεπτούς μυς σχηματίζοντας γραμμές αίματος που ενώνονταν σαν ανάποδο Λ. Τα νύχια βρήκαν στη ζώνη του παντελονιού του και σκάλωσαν εκεί για μια στιγμή, τραβώντας πίσω στο δωμάτιο τον Μπίλινγκσλι, που τώρα ούρλιαζε κι αυτός. Μετά η ζώνη έσπασε και ο γερο-κτηνίατρος έπεσε προς τα πίσω και προσγειώθηκε πάνω από το πούμα. Κύλησε στο πλάι, έπεσε στο πάτωμα με το πλευρό, κατάφερε να σηκωθεί στο ένα γόνατο και μετά το πούμα έπεσε πάνω του. Τον πέταξε ανάσκελα και πήγε να του δαγκώσει το λαιμό. Ο Μπίλινγκσλι πρόλαβε και έβαλε μπροστά το χέρι του. το πούμα του το δάγκωσε και έκοψε ένα κομμάτι από το πλάι. Το αίμα σχημάτιζε κόκκινες σταγόνες στα μουστάκια του. Ο Μπίλινγκσλι ούρλιαξε πάλι και έσπρωξε με το άλλο χέρι του το λαιμό του ζώου, προσπαθώντας να το κρατήσει μακριά του. Αισθανόταν την ανάσα του πούμα στο μάγουλο του, να σπρώχνει σαν καυτά δάχτυλα. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του ζώου και είδε το άλογο στον τοίχο, το δικό του άλογο, να τρέχει άγριο και ελεύθερο. Μετά το πούμα όρμησε πάλι, τινάζοντας το χέρι του Μπίλινγκσλι με τα δόντια του και, ξαφνικά, υπήρχε μόνο ένας αφόρητος πόνος που γέμισε τον κόσμο. 5

Η Σύνθια έβαζε νερό σε ένα ποτήρι όταν το πούμα έβγαλε το πρώτο του άγριο ουρλιαχτό. Ο ήχος την παρέλυσε. Τα δάχτυλα της άνοιξαν και το πλαστικό μπουκάλι έπεσε στο πάτωμα ανάμε423

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σα στα παπούτσια της, τινάζοντας παντού νερά. Κατάλαβε αμέσως τι ήταν ο ήχος, ουρλιαχτό πούμα, παρ' όλο που δεν τον είχε ακούσει ποτέ της, παρά μόνο σε ταινία. Αλλά φυσικά -παράξενο αλλά αληθινό- και σε αυτή την περίπτωση μέσα σε κινηματογράφο τον άκουγε. Μετά άκουσαν ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό. Ο Τομ Μπίλινγκσλι.

Γύρισε και είδε τον Στιβ να κοιτάζει τον Μάρινβιλ, είδε τον Μάρινβιλ να γυρίζει αλλού, κατάχλομος, με τα χείλια του σφιγμένα. Όλο του το σώμα έτρεμε. Εκείνη τη στιγμή ο συγγραφέας φαινόταν αδύναμος και χαμένος. Με τα μακριά μαλλιά του θύμιζε γριά γυναίκα -ένας άνθρωπος που έχει ξεχάσει πια όχι μόνο πού βρίσκεται, αλλά και ποιος είναι. Εκείνο που ένιωσε η Σύνθια για τον Τζόνι Μάρινβιλ ήταν περιφρόνηση.

Ο Στιβ κοίταξε τον Ραλφ, που έγνεψε καταφατικά, άρπαξε το τουφέκι του κι έτρεξε στο αριστερό άνοιγμα της σκηνής. Ο Στιβ τον πρόλαβε και εξαφανίστηκαν τρέχοντας ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο Μπίλινγκσλι ούρλιαξε πάλι, αλλά αυτή τη φορά η κραυγή του είχε μια φρικτή, υγρή χροιά, σαν να προσπαθούσε να φωνάξει και να κάνει γαργάρες ταυτόχρονα, και δεν κράτησε πολύ. Το πούμα στρίγκλισε πάλι. Η Μαίρη πλησίασε τον Μάρινβιλ και του πρότεινε το τουφέκι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αφήσει σχεδόν καθόλου από τα χέρια της. «Παρ' το. Πήγαινε να τους βοηθήσεις». Ο Μάρινβιλ την κοίταξε δαγκώνοντας το χείλι του. «Κοίτα», είπε. «Η νυχτερινή μου όραση είναι χάλια. Ξέρω τι θα σκέφτεσαι...»

Το πούμα ούρλιαξε πάλι και ο ήχος ήταν τόσο δυνατός, που η Σύνθια τον αισθάνθηκε να της διαπερνάει τα αυτιά. Μια ανατριχίλα εξαπλώθηκε στην πλάτη της.

«Ότι είσαι ένας δειλός φαφλατάς, αυτό σκέφτομαι», είπε η Μαίρη και του γύρισε την πλάτη. Αυτό έκανε τον Μάρινβιλ να κινηθεί, αλλά αργά, σαν άνθρωπος που ξυπνάει από βαθύ ύπνο. Η Σύνθια είδε το τουφέκι του Μπίλινγκσλι ακουμπισμένο στην οθόνη και δεν περίμενε. Το άρπαξε και διέσχισε τρέχοντας τη σκηνή, κρατώντας το τουφέκι ψηλά πάνω από το κεφάλι της, σαν αντάρτης σε 424

STEPHEN KING

πόστερ -όχι επειδή ήθελε να κάνει επίδειξη, αλλά επειδή φοβόταν μήπως χτυπήσει πουθενά καθώς έτρεχε και εκπυρσοκροτήσει το όπλο, χτυπώντας ίσως κάποιον μπροστά της.

Ακούστηκε άλλο ένα ουρλιαχτό από το πούμα –πολύ δυνατότερο αυτή τη φορά- αλλά τίποτα από τον Μπίλινγκσλι. Δεν ήταν καλό σημάδι αυτό. Μια πόρτα άνοιξε με βρόντο κάπου μπροστά της, ο ήχος από πόρτα τουαλέτας που χτυπάει πάνω σε πλακάκια καθώς ανοίγει. Στις τουαλέτες, λοιπόν, σκέφτηκε. Ή στων αντρών ή στων γυναικών και πρέπει να είναι στων αντρών, γιατί εκεί είναι η χημική τουαλέτα. «Πρόσεξε!» φώναξε ξαφνικά ο Ραλφ. «Χριστέ μου! Στιβ!...»

Το πούμα έβγαλε ένα βρυχηθμό, μετά ακούστηκε ένας γδούπος. Ο Στιβ φώναξε, αλλά η Σύνθια δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν κραυγή έκπληξης ή πόνου. Μετά ακούστηκαν δυο εκκωφαντικές εκρήξεις. Πυροβολισμοί. Οι λάμψεις από την κάννη φώτισαν τον τοίχο έξω από την τουαλέτα των αντρών, αποκαλύπτοντας για μια στιγμή έναν πυροσβεστήρα πάνω στον οποίο κάποιος είχε κρεμάσει ένα παλιό κουρελιασμένο σομπρέρο. Η Σύνθια έσκυψε ενστικτωδώς, μετά έστριψε στη γωνία που οδηγούσε στην τουαλέτα. Ο Ραλφ Κάρβερ κρατούσε την πόρτα ανοιχτή με το σώμα του. Η τουαλέτα φωτιζόταν μόνο από το φακό του γέρου, που ήταν πεσμένος στη γωνία, με τη δέσμη στραμμένη προς τον τοίχο. Τα φωτισμένα πλακάκια αντανακλούσαν ένα μέρος από το φως, απλώνοντας στο δωμάτιο μια διάχυτη λάμψη, που μόλις έφτανε για να δεις. Αυτός ο αμυδρός φωτισμός και ο κινούμενος καπνός από τους πυροβολισμούς του Ραλφ έδιναν στη σκηνή μια χροιά παραίσθησης, που της θύμισαν τα πέντ' έξι πειράματα που είχε κάνει με πεγιότ και μεσκαλίνη. Ο Μπίλινγκσλι προχωρούσε έρποντας προς τους ουρητήρες. Έδειχνε ζαλισμένος και το κεφάλι του κρεμόταν τόσο χαμηλά, που σερνόταν στα πλακάκια. Το πουκάμισο και η φανέλα του ήταν σκισμένα από πίσω μέχρι τη μέση και από την πλάτη του έτρεχε αίμα. Έμοιαζε σαν να τον είχε μαστιγώσει κάποιος μανιακός.

Στη μέση του δωματίου βρισκόταν σε εξέλιξη ένα αλλόκοτο βαλς. Το πούμα ήταν ανασηκωμένο στα πίσω πόδια και είχε ακουμπισμένα τα μπροστινά του στους ώμους του Στιβ Έιμς. Στα πλευρά 425

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του έτρεχαν αίματα, αλλά δεν έδειχνε σοβαρά τραυματισμένο. Ο ένας από τους πυροβολισμούς του Ραλφ πρέπει να είχε αστοχήσει εντελώς. Η Σύνθια είδε ότι το μισό άλογο που ήταν ζωγραφισμένο στον τοίχο είχε διαλυθεί. Ο Στιβ προστάτευε το στήθος του με τα χέρια του σταυρωμένα και με τους αγκωνές του έσπρωχνε το στήθος του ζώου. «Ρίξ' του!» ούρλιαξε. «Για όνομα τον θεού, ρίξ’ του πάλι!»

Ο Ραλφ, με το πρόσωπο του μια τραβηγμένη μάσκα μέσα στο αμυδρό φως, σήκωσε το τουφέκι, σημάδεψε, αλλά μετά το κατέβασε πάλι με μια έκφραση γεμάτη αγωνία: φοβόταν μήπως χτυπήσει τον Στιβ. Το πούμα στρίγκλισε και τίναξε το τριγωνικό κεφάλι του μπροστά. Ο Στιβ τράβηξε το δικό του κεφάλι πίσω. Για μια στιγμή έμοιαζαν σαν δυο μεθυσμένοι που χόρευαν ταγκό. Τα νύχια του πούμα χώθηκαν πιο βαθιά στους ώμους του Στιβ και η Σύνθια είδε αίμα να μουσκεύει τη φόρμα στα σημεία όπου είχαν μπει στη σάρκα. Η ουρά του ζώου κουνιόταν άγρια, δεξιά αριστερά.

Έκαναν άλλη μισή στροφή και ο Στιβ έπεσε πάνω στη χημική τουαλέτα στη μέση του δωματίου. Η τουαλέτα έπεσε στο πλάι και ο Στιβ κόντεψε να χάσει την ισορροπία του, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε το πούμα μακριά του με τα σταυρωμένα χέρια του. Πίσω τους, ο Μπίλινγκσλι είχε φτάσει στη γωνία της τουαλέτας, αλλά συνέχιζε την προσπάθεια να προχωρήσει, λες και η επίθεση του πούμα τον είχε μετατρέψει σε ένα κουρδιστό παιχνίδι που είναι καταδικασμένο να προχωρεί μέχρι να ξεκουρδιστεί.

«Σκοτώστε το το γαμημένο!» φώναξε ο Στιβ. Είχε καταφέρει να πατήσει δίπλα στην πεσμένη τουαλέτα χωρίς να πέσει, αλλά δεν είχε άλλο χώρο για να οπισθοχωρήσει. Από στιγμή σε στιγμή το πούμα θα τον έριχνε κάτω. «Σκότωσέ το, Ραλφ, ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ!»

Ο Ραλφ σήκωσε πάλι το τουφέκι, τα μάτια του ήταν διάπλατα και δάγκωνε το κάτω χείλι του. Ξαφνικά η Σύνθια αισθάνθηκε κάποιον να τη σπρώχνει. Μπήκε παραπατώντας μέσα στην τουαλέτα και πρόλαβε να αρπαχτεί από το μεσαίο νιπτήρα πριν χτυπήσει στον τοίχο. Γύρισε και είδε τον Μάρινβιλ να μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας το όπλο της Μαίρης. Είχε στηρίξει το κοντάκι του όπλου στο δεξιό του μπράτσο και τα γκρίζα μαλλιά του κου426

STEPHEN KING

νιόντουσαν μπρος πίσω, αγγίζοντας τους ώμους του. Η Σύνθια σκέφτηκε ότι δεν είχε ξαναδεί τόσο τρομοκρατημένο άνθρωπο στη ζωή της, τώρα όμως που ο Μάρινβιλ είχε πάρει μπροστά δε δίστασε. Κόλλησε τη διπλή κάννη του όπλου στο κεφάλι του πούμα.

«Σπρώξε!» φώναξε μ' όλη του τη δύναμη και ο Στιβ έσπρωξε. Το κεφάλι του πούμα απομακρύνθηκε λίγο από το λαιμό του. Τα μάτια του έμοιαζαν να φωτίζονται από μέσα, σαν να μην ήταν ζωντανό πλάσμα αλλά ένα αλλόκοτο κινούμενο φανάρι. Ο Μάρινβιλ έκανε ένα μορφασμό, μετά γύρισε λιγάκι το κεφάλι του και τράβηξε και τις δύο σκανδάλες. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός βρόντος, πολύ δυνατότερος από τους πυροβολισμούς του Κάρβερ. Δυνατό φως ξεπήδησε από τις κάννες και απλώθηκε μια οσμή από καμένο μαλλί. Το πούμα έπεσε στο πλάι, το κεφάλι του είχε διαλυθεί σχεδόν, και η γούνα στο σβέρκο του σιγοκαιγόταν.

Ο Στιβ ταλαντεύτηκε, έτοιμος να πέσει, και άπλωσε τα χέρια για να κρατήσει την ισορροπία του. Ο Μάρινβιλ πήγε να τον πιάσει, αλλά ήταν και ο ίδιος ζαλισμένος και η προσπάθεια ήταν μάλλον συμβολική. Ο Στιβ -ο καινούριος καλός της φίλος- σωριάστηκε κάτω.

«Μου φαίνεται ότι χέστηκα πάνω μου», είπε ο Μάρινβιλ με έναν ήρεμο τόνο σαν να συζητούσε για τον καιρό. Και μετά: «Όχι, μάλλον πορδή ήταν. Στιβ, είσαι καλά;»

Η Σύνθια είχε γονατίσει δίπλα του. Ο Στιβ ανακάθισε, κοίταξε γύρω του ζαλισμένος. Ακούμπησε απαλά το ματωμένο του ώμο κι έκανε ένα μορφασμό πόνου.

«Μάλλον». Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Η Σύνθια τον αγκάλιασε από τη μέση και τον βοήθησε. «Ευχαριστώ, αφεντικό».

«Δεν το πιστεύω», είπε ο Μάρινβιλ. Η Σύνθια σκέφτηκε ότι η φωνή του ήταν φυσική για πρώτη φορά από τότε που τον πρωτοσυνάντησε. Μιλούσε σαν άνθρωπος που ζει τη ζωή του, αντί να παίζει ένα ρόλο. «Δεν το πιστεύω ότι έκανα τέτοιο πράγμα. Με ντρόπιασε εκείνη η γυναίκα και το έκανα. Στιβ, είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;» 427

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Είναι τραυματισμένος», είπε η Σύνθια, «αλλά δεν είναι σοβαρό. Αφήστε το αυτό τώρα, πρέπει να βοηθήσουμε το γέρο».

Η Μαίρη μπήκε στην τουαλέτα κρατώντας ψηλά το άδειο όπλο του Μάρινβιλ από την κάννη, σαν ρόπαλο. Το πρόσωπο της είχε μια αφύσικα ήρεμη έκφραση. Κοίταξε τη σκηνή μπροστά της -ο καπνός ήταν ακόμη περισσότερος τώρα, δίνοντας στην εικόνα μια ονειρική αίσθηση- και μετά πήγε βιαστικά στον Μπίλινγκσλι, ο οποίος έκανε άλλες δυο κουρασμένες προσπάθειες, έρποντας, να διαπεράσει τον τοίχο και μετά σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα.

Ο Ραλφ πήγε να πιάσει τον Στιβ από τον ώμο, είδε τα αίματα και προτίμησε να του σφίξει το μπράτσο. «Δεν μπόρεσα», είπε. «Ήθελα, αλλά δεν μπόρεσα. Μετά τους δύο πρώτους πυροβολισμούς φοβήθηκα ότι θα χτυπούσα εσένα αντί γι' αυτό. Και όταν τελικά γυρίσατε και μπορούσα να του ρίξω από το πλάι, μπήκε μέσα ο Μάρινβιλ». «Δεν πειράζει», είπε ο Στιβ. «Τέλος καλό, όλα καλά».

«Του το χρωστούσα», είπε ο Μάρινβιλ με μια διαχυτικότητα που η Σύνθια βρήκε μάλλον αηδιαστική. «Εξαιτίας μου βρέθηκε εδώ πέρα...»

«Ελάτε εδώ!» φώναξε η Μαίρη και η φωνή της έσπασε. «Χριστέ μου, χάνει πολύ αίμα!»

Πλησίασαν όλοι τη Μαίρη και τον Μπίλινγκσλι. Η Μαίρη τον είχε γυρίσει ανάσκελα και η Σύνθια έκανε έναν πονεμένο μορφασμό μόλις τον είδε. Ένα από τα χέρια του κτηνίατρου ήταν σχεδόν κομμένο -όλα του τα δάχτυλα έλειπαν, εκτός από το μικρό- αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Ο λαιμός του και ο ώμος του ήταν ένα μεγάλο, συνεχόμενο τραύμα. Το αίμα χυνόταν από μέσα του ποτάμι. Παρ' όλα αυτά ο Μπίλινγκσλι ήταν ξύπνιος. Τα μάτια του ήταν λαμπερά και έδειχνε να έχει επίγνωση του τι συμβαίνει.

«Φούστα», ψιθύρισε βραχνά. «Φούστα».

«Μη μιλάς, γέρο», είπε ο Μάρινβιλ. Έσκυψε, πήρε το φακό και τον γύρισε στον Μπίλινγκσλι. Το θέαμα που παρουσίαζε ήταν ακόμη χειρότερο κάτω από το φως του φακού. Δίπλα στο κεφάλι του υπήρχε μια λίμνη αίματος. Η Σύνθια δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ζούσε ακόμη. 428

STEPHEN KING

«Χρειάζομαι έναν επίδεσμο», είπε η Μαίρη. «Τι κάθεστε και κοιτάτε, βοηθήστε με, αν δε σταματήσουμε την αιμορραγία αμέσους, θα πεθάνει!» Είναι πολύ αργά πια, σκέφτηκε η Σύνθια, αλλά δεν είπε τίποτα.

Ο Στιβ είδε ένα κουρέλι σε έναν από τους νιπτήρες και το πήρε. Ήταν ένα πολύ παλιό πουκάμισο. Το δίπλωσε στα δύο και το έδωσε στη Μαίρη. Αυτή το δίπλωσε άλλη μια φορά και το πίεσε στο λαιμό του Μπίλινγκσλι. «Έλα», είπε η Σύνθια κι έπιασε τον Στιβ από το μπράτσο. «Πάμε πίσω στη σκηνή, να σου πλύνω τα τραύματα με νερό από το μπαρ. Υπάρχουν κάμποσα μπουκάλια στο κάτω ράφι...» «Όχι», ψιθύρισε ο γέρος. «Μείνετε εδώ! Πρέπει... να ακούσετε».

«Δεν κάνει να μιλάς», είπε η Μαίρη. Πίεσε πιο δυνατά το πουκάμισο στο τραύμα. Το ύφασμα ήταν κιόλας κατακόκκινο. «Αν μιλάς, δε θα σταματήσει η αιμορραγία». Ο Μπίλινγκσλι κοίταξε τη Μαίρη. «Πολύ αργά...» Η φωνή του ήταν βραχνή. «Πεθαίνω...» «Μη λες βλακείες, δεν πρόκειται να πεθάνεις».

«Πεθαίνω», επανέλαβε ο Μπίλινγκσλι και κινήθηκε απότομα. Η σκισμένη πλάτη του έκανε έναν υγρό ήχο πάνω στα πλακάκια και η Σύνθια ένιωσε ναυτία. «Σκύψτε... όλοι σας... κοντά... ακούστε».

Ο Στιβ κοίταξε τη Σύνθια. Αυτή σήκωσε τους ώμους, μετά γονάτισαν και οι δύο δίπλα στα πόδια του γέρου, η Σύνθια δίπλα στη Μαίρη Τζάκσον. Ο Μάρινβιλ και ο Κάρβερ έσκυψαν κι αυτοί. «Δεν πρέπει να μιλάει», είπε η Μαίρη, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο αμφιβολίας. «Άσ' τον να πει αυτό που θέλει», είπε ο Μάρινβιλ. «Τι είναι, Τομ;»

«Πολύ κοντή για σύσκεψη», ψιθύρισε ο Μπίλινγκσλι. Τους εκλιπαρούσε με τα μάτια του να καταλάβουν. Ο Στιβ κούνησε το κεφάλι. «Δε σε καταλαβαίνω». 429

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Μπίλινγκσλι έγλειψε τα χείλια του. «Την είχα δει μόνο μια φορά με φόρεμα. Γι' αυτό μου πήρε τόση ώρα να καταλάβω... τι δεν κολλούσε».

Η Μαίρη τον κοίταζε με μια ξαφνιασμένη έκφραση. «Έχει δίκιο! Η Γουάιλερ μας είπε ότι είχε σύσκεψη με τον αρχιλογιστή! Αυτός έρχεται από το Φοίνιξ για να ακούσει την αναφορά της για κάτι σημαντικό, μια αλλαγή που κόστισε πολλά λεφτά στην εταιρεία, κι αυτή φοράει ένα φόρεμα τόσο κοντό, που να του δείχνει το βρακί της κάθε φορά που πάει να σταυρώσει τα πόδια της; Δε νομίζω».

Σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στα χλομά μάγουλα του Μπίλινγκσλι σαν δάκρυα. «Ήμουν βλάκας», είπε ασθμαίνοντας. «Δε φταίω μόνο εγώ όμως. Όχι. Δεν την ήξερα καθόλου, δεν είχα μιλήσει ποτέ μαζί της. Μια φορά που ήρθε στο ιατρείο να πάρει ένα φάρμακο έλειπα. Πάντα την έβλεπα από μακριά κι εδώ οι γυναίκες συνήθως φοράνε τζιν. Αλλά το είχα βρει. Το είχα πιάσει. Και μετά άρχισα να πίνω και το έχασα πάλι». Κοίταξε τη Μαίρη. «Το φόρεμα ήταν εντάξει... όταν το φόρεσε. Κατάλαβες; Καταλαβαίνετε;» «Τι λέει τώρα;» είπε ο Ραλφ. «Πώς είναι δυνατόν να ήταν εντάξει όταν το φόρεσε και τώρα να είναι τόσο κοντό;»

«Ψηλότερη», ψιθύρισε ο γέρος.

Ο Μάρινβιλ κοίταξε τον Στιβ. «Τι είπε; Μου φάνηκε ότι είπε...»

«Ψηλότερη», είπε ο Μπίλινγκσλι. Πρόφερε τη λέξη με μεγάλη προσοχή, μετά άρχισε να βήχει. Το πουκάμισο που κρατούσε η Μαίρη στο λαιμό του είχε μουσκέψει εντελώς. Τα μάτια του Μπίλινγκσλι πήγαιναν από τον ένα στον άλλο. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι, έφτυσε αίμα και ο βήχας σταμάτησε.

«Θεέ μου», είπε ο Ραλφ. «Η Γουάιλερ είναι σαν τον Εντράτζιαν; Αυτό λες, ότι είναι σαν τον μπάτσο;»

«Ναι... όχι», ψιθύρισε ο Μπίλινγκσλι. «Δεν ξέρω σίγουρα, θα το είχα... καταλάβει... αμέσως... αλλά...»

«Κύριε Μπίλινγκσλι, πιστεύεις ότι η Γουάιλερ έχει μια πιο ήπια δόση από αυτό που έχει και ο αστυνομικός;» ρώτησε η Μαίρη. 430

STEPHEN KING

Ο Μπίλινγκσλι την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και της έσφιξε το χέρι. «Πάντως δεν έχει αιμορραγία όπως ο αστυνομικός».

«Δεν έχει σε σημείο που να φαίνεται», είπε ο Ραλφ. «Ακόμη τουλάχιστον». Ο Μπίλινγκσλι κοίταξε πάνω από τον ώμο της Μαίρης. «Πού... πού...»

Άρχισε να βήχει πάλι και δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση του, αλλά δε χρειαζόταν. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους θορυβημένοι και η Σύνθια γύρισε προς την πόρτα. Η Όντρεϊ δεν ήταν εκεί. Ούτε και ο Ντέιβιντ Κάρβερ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 1 Το πλάσμα που κάποτε ήταν η Έλεν Κάρβερ, ψηλότερο τώρα, φορώντας ακόμη το σήμα του σερίφη αλλά όχι και τη σταυρωτή ζώνη, στεκόταν στη σκάλα του δημοτικού κτιρίου και κοίταζε βόρεια, πέρα από το φανάρι της διάβασης που αναβόσβηνε χορεύοντας από τον αέρα. Δεν έβλεπε τον κινηματογράφο, ήξερε όμως πού ήταν. Επιπλέον, ήξερε τι συνέβαινε μέσα στον κινηματογράφο. Όχι τα πάντα, αλλά αυτά που ήξερε το είχαν θυμιάσει. Το πούμα δεν είχε καταφέρει να βουλώσει το στόμα του μεθύστακα έγκαιρα, αλλά τουλάχιστον είχε τραβήξει τους υπόλοιπους μακριά από το παιδί. Το παιδί όμως είχε ξεφύγει και από τον άλλο απεσταλμένο του. Προσωρινά τουλάχιστον.

Πού είχε πάει; Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να δει κι αυτό ήταν η πηγή του θυμού και του φόβου του. Ή, μάλλον, η πηγή ήταν αυτό το σκατόπαιδο, ο Ντέιβιντ Κάρβερ. Έπρεπε να τον είχε σκοτώσει όταν ήταν ακόμη στο σώμα του μπάτσου και είχε την ευκαιρία έπρεπε να τον καθαρίσει μπροστά στο τροχόσπιτο και να τον αφήσει στα όρνεα. Δεν το έκανε όμως και ήξερε γιατί. Υπήρχε κά431

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τι παράξενο γύρω από τον Ντέιβιντ Κάρβερ, κάτι σαν ασπίδα, που τον έκρυβε. Αυτό τον είχε σώσει το μικρό.

Τα χέρια του σφίχτηκαν στα πλευρά του. Ο άνεμος ούρλιαζε, στέλνοντας απανωτές ριπές και ανακατεύοντας τα κοντά, κοκκινόξανθα μαλλιά της Έλεν Κάρβερ. Γιατί είναι εδώ, γιατί βρίσκεται εδώ κάποιος σαν αυτόν; Είναι τυχαίο; Ή τον έχουν στείλει; Γιατί βρίσκεσαι εδώ; Ήρθες τυχαία; Σ' έστειλαν;

Αλλά αυτά τα ερωτήματα ήταν μάταια. Το πλάσμα ήξερε το δικό του σκοπό, τακ αχ λαχ, κι αυτό του ήταν αρκετό. Έκλεισε τα μάτια της Έλεν και συγκεντρώθηκε μέσα του πρώτα αλλά μόνο για μια στιγμή. Αυτά που αισθάνθηκε ήταν δυσάρεστα. Αυτό το σώμα είχε αρχίσει να καταρρέει ήδη. Δεν ήταν τόσο ζήτημα αποσύνθεσης όσο έντασης. Η δύναμη μέσα στο σώμα -καν ντε λατς, η καρδιά του άμορφου- το διέλυε κυριολεκτικά, σιγά σιγά. Και τα σώματα που είχε φυλάξει για να το αντικαταστήσει το είχαν σκάσει από τα κελιά. Και για όλα αυτά έφταιγε το χριστιανόπουλο. Αυτό το σκατόπαιδο. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα έξω. Δεν ήθελε να σκέφτεται το αίμα που κυλούσε στους μηρούς του σώματος ούτε τον πόνο στο λαιμό ούτε πως όταν έξυνε το κεφάλι της Έλεν του έμεναν στα χέρια μεγάλες τούφες μαλλιά.

Κατηύθυνε το βλέμμα του μέσα στον κινηματογράφο. Στο πεδίο της αντίληψης του υπήρχαν πολλές αλληλοεπικαλυπτόμενες και, μερικές φορές, αντιφατικές εικόνες, όλες κατακερματισμένες. Ήταν σαν να παρακολουθούσε πολλές τηλεοπτικές οθόνες που αντανακλούνταν σε ένα σωρό σπασμένα γυαλιά. Κυρίως έβλεπε μέσα από τα μάτια των αραχνών, αλλά στον κινηματογράφο υπήρχαν επίσης μύγες, κατσαρίδες, ποντίκια, που κοίταζαν μέσα από τρύπες στους σοβάδες, καθώς και νυχτερίδες που κρέμονταν από την ψηλή οροφή της αίθουσας. Από αυτές τις τελευταίες έπιανε παράξενες, ψυχρές εικόνες, που στην πραγματικότητα ήταν ηχητικές αντανακλάσεις. Είδε τον άντρα με το φορτηγό, εκείνον που ήρθε στην πόλη μόνος του, και την κοκαλιάρα φίλη του να οδηγούν τους άλλους πίσω στη σκηνή. Ο πατέρας φώναζε το μικρό, αλλά αυτός δεν απαντούσε. Ο συγγραφέας πήγε στην άκρη της σκηνής, έβαλε τις πα432

STEPHEN KING

λάμες γύρω από το στόμα του και φώναξε την Όντρεϊ. Πού ήταν όμως η Όντρεϊ; Δεν ήταν σίγουρος. Δεν μπορούσε να δει μέσα από τα μάτια της, όπως έβλεπε μέσα από τα μάτια των κατώτερων πλασμάτων. Σίγουρα κυνηγούσε το μικρό. Ή μήπως τον είχε βρει κιόλας; Μάλλον όχι. Όχι ακόμη, τουλάχιστον. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα το είχε αισθανθεί.

Χτύπησε το χέρι του στο μηρό της Έλεν από θυμό και ανησυχία, αφήνοντας ένα μεγάλο μώλωπα, σαν χαλασμένο σημείο στη φλούδα ενός μήλου. Άλλαξε την εστίαση του για άλλη μια φορά. Τώρα είδε ότι δεν ήταν όλοι τους πάνω στη σκηνή, η πρισματική μορφή της εικόνας τον είχε παραπλανήσει.

Η Μαίρη ήταν ακόμη με το γέρο. Αν προλάβαινε να την πλησιάσει όσο οι άλλοι ήταν απασχολημένοι με την Όντρεϊ και τον Ντέιβιντ, αυτό θα του έλυνε ένα σωρό προβλήματα αργότερα. Δεν τη χρειαζόταν αμέσως, το τωρινό του σώμα θα συνέχιζε να τον εξυπηρετεί για ένα διάστημα, αλλά υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να καταρρεύσει εντελώς σε κάποια κρίσιμη στιγμή, θα ήταν προτιμότερο να...

Του ήρθε μια εικόνα, ένας ιστός αράχνης από τον οποίο κρέμονταν μύγες μέσα σε κουκούλια από αραχνόνημα. Μύγες που ήταν ναρκωμένες αλλά ζωντανές.

«Ένα μικρό στοκ για τις μελλοντικές μας ανάγκες», ψιθύρισε με τη φωνή της Έλεν Κάρβερ, στη γλώσσα της Έλεν Κάρβερ. Επιπλέον, η εξαφάνιση της Μαίρης θα τσάκιζε το ηθικό των άλλων, θα υπονόμευε την αυτοπεποίθηση που μπορεί να είχαν αποκτήσει επειδή κατάφεραν να δραπετεύσουν, να βρουν ένα καταφύγιο και να σκοτώσουν το πούμα. Αυτό το τελευταίο ήταν αναμενόμενο. Ήταν οπλισμένοι και το πούμα ήταν υλικό ον, σαρξ και σώμα και πνεύμα, όχι κάποιο ξωτικό από τις μεταφυσικές ερημιές. Αλλά ποιος θα φανταζόταν ότι θα το σκότωνε εκείνος ο γερο-φαφλατάς, ο συγγραφέας;

Κάλεσε τον άλλο στο τηλέφωνο που είχε μαζί του. Ούτε αυτό το κατάλαβες. Δεν είχες πάρει είδηση τίποτα μέχρι που φάνηκε το κίτρινο φορτηγό. Ναι, ήταν λάθος που δεν αντιλήφθηκε το τηλέφωνο, η σκέψη βρισκόταν στο νου του Μάρινβιλ και, μάλιστα, στην επιφάνεια -έπρεπε να την είχε δει. Ωστόσο, δεν κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν το πρόσεξε. Εκείνη τη στιγμή οι βασικοί 433

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του στόχοι ήταν να βάλει αυτό τον ηλίθιο συγγραφέα στη φυλακή και να αντικαταστήσει το σώμα του Εντράτζιαν πριν καταρρεύσει τελείως. Ήταν πολύ άσχημο που είχε χάσει τον Εντράτζιαν. Ο αστυνομικός ήταν πολύ δυνατός.

Αν έπρεπε να αρπάξει τη Μαίρη, δε θα έβρισκε καλύτερη στιγμή από την τωρινή. Και μπορεί στο μεταξύ η Όντρεϊ να έβρισκε το μικρό και να τον σκότωνε. Αυτό θα ήταν το καλύτερο. Τότε δε θα είχε πια άλλες ανησυχίες. Δε θα χρειαζόταν να κρύβεται. Μπορούσε να αντικαταστήσει την Έλεν με τη Μαίρη και μετά να πιάσει και τους υπόλοιπους με την ησυχία του.

Και μετά: Όταν θα τελείωναν τα λίγα σώματα που είχε στη διάθεση του, τι θα έκανε; θα έπιανε κι άλλους ταξιδιώτες από το δρόμο: Ίσως. Και όταν άρχιζαν να έρχονται διάφοροι περίεργοι στην πόλη για να δουν τι συμβαίνει στην Ντεσπερέισον, τι θα έκανε τότε; Αλλά αυτό το πρόβλημα θα το αντιμετώπιζε όταν παρουσιαζόταν. Είχε περιορισμένη μνήμη και ακόμη πιο περιορισμένο ενδιαφέρον για οτιδήποτε αφορούσε το μέλλον. Προς το παρόν, του ήταν αρκετό να πάει τη Μαίρη στο Κινέζικο Ορυχείο.

Ο Τακ κατέβηκε τα σκαλιά του δημοτικού κτιρίου, έριξε μια ματιά στο περιπολικό και μετά πέρασε απέναντι στο δρόμο με τα πόδια. Δε θα έπαιρνε το αμάξι γι' αυτή τη δουλειά. Όταν έφτασε στο πεζοδρόμιο, άρχισε να τρέχει με μεγάλες δρασκελιές. Σε κάθε βήμα του τιναζόταν άμμος από τα αθλητικά παπούτσια της Έλεν Κάρβερ, που είχαν ξηλωθεί στο πλάι, καθώς τα πόδια της είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ, που δε χωρούσαν πια μέσα. 2 Η Όντρεϊ τους άκουγε να φωνάζουν ακόμη το όνομα του Ντέιβιντ... και το δικό της. Σε λίγο θα χωρίζονταν και θα άρχιζαν να ψάχνουν. Είχαν όπλα, που σημαίνει ότι ήταν επικίνδυνοι. Η σκέψη ότι μπορεί να τη σκότωναν δεν την ενοχλούσε -ή τουλάχιστον δεν την ενοχλούσε πολύ, όπως στην αρχή- δεν έπρεπε όμως με κανέναν τρόπο να συμβεί αυτό πριν προλάβει να σκοτώσει το μικρό. Για το πούμα, η φωνή του πλάσματος από τη γη ήταν σαν ένα 434

STEPHEN KING

αγκίστρι. Για την Όντρεϊ Γουάιλερ έμοιαζε σαν ένα φίδι αλειμμένο με οξύ, που εισχωρούσε όλο και βαθύτερα μέσα της, λιώνοντας την προσωπικότητα της γυναίκας που υπήρχε πριν, καθώς την τύλιγε σιγά σιγά απ' όλες τις πλευρές. Αυτό το λιώσιμο της προκαλούσε μια τρομερά ευχάριστη αίσθηση, σαν να τρως κάποια γλυκιά και μαλακή τροφή. Στην αρχή δεν ήταν ευχάριστη, ήταν απαίσια, σαν να σε κυριεύει πυρετός, αλλά καθώς μάζευε όλο και περισσότερα καν τακ (σαν παιδί που συμμετέχει σε κυνήγι θησαυρού) αυτή η αίσθηση είχε περάσει. Τώρα το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρει το παιδί. Ο Τακ, ο άμορφος, δεν τολμούσε να το πλησιάσει, γι' αυτό έπρεπε να το πλησιάσει εκείνη στη θέση του.

Στην κορυφή της σκάλας, η γυναίκα που, όταν την πρωτοείδε ο Τομ Μπίλινγκσλι, ήταν ένα και εβδομήντα ύψος «σταμάτησε και κοίταξε γύρω της. Κανονικά δε θα έπρεπε να βλέπει τίποτα υπήρχε μόνο ένα παράθυρο και το μοναδικό φως που έμπαινε από τα βρόμικα τζάμια του προερχόταν από το φανάρι της τροχαίας και από μια αδύναμη λάμπα του δρόμου έξω από το Μπαντ'ς Σαντς- αλλά η όραση της είχε βελτιωθεί αισθητά με κάθε καν τακ που έβρισκε ή που της έδιναν. Τώρα είχε, σχεδόν, την όραση γάτας και έβλεπε καθαρά το βρόμικο διάδρομο μπροστά της. Αυτοί που σύχναζαν σ' αυτό το μέρος του παλιού κινηματογράφου δεν ήταν τόσο τακτικοί όσο ο Μπίλινγκσλι και οι φίλοι του. Τα μπουκάλια της μπίρας τα έσπαγαν αντί να τα μαζεύουν και στους τοίχους, αντί για ζωγραφιές με φανταστικά ψάρια και άλογα που ξεφυσάνε καπνό, υπήρχαν σκίτσα με φαρδύ μαρκαδόρο. Ένα από αυτά, πρωτόγονο σαν σπηλαιογραφία, έδειχνε ένα παραμορφωμένο παιδί με κέρατα να κρέμεται από ένα γιγάντιο μαστό. Από κάτω ήταν γραμμένο ένα μικρό δίστιχο: ΜΙΚΡΕ ΜΙΚΡΟΥΛΗ ΣΜΑΪΚΙ, Σ' ΕΙΔΑ ΝΑ ΔΑΓΚΩΝΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ ΣΟΥ ΤΟ ΒΥΖΑΚΙ. Παντού υπήρχαν πεταμένα χαρτιά: σακούλες από φαστφουντάδικα, περιτυλίγματα από σοκολάτες, σακούλες από τσιπς, άδεια πακέτα από τσιγάρα και κουτιά από προφυλακτικά. Ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό κρεμόταν από το πόμολο μιας πόρτας με την επιγραφή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, κολλημένο εκεί, με τα στεγνά πια υγρά του, σαν νεκρός γυμνοσάλιαγκας. 435

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η πόρτα του γραφείου του διευθυντή ήταν στα δεξιά της. Απέναντι υπήρχε μια άλλη πόρτα με την επιγραφή ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ. Πιο κάτω, στα αριστερά, υπήρχε μια Τρίτη πόρτα χωρίς ταμπέλα απέξω και μετά μια αψιδωτή δίοδος. Από πάνω έγραφε κάτι με παλιά μαύρη μπογιά, που είχε ξεθωριάσει. Αν και η όραση της ήταν οξύτερη τώρα, δεν μπορούσε να δει τι έλεγε απ' αυτή την απόσταση, αλλά μόλις έκανε ένα δυο βήματα ακόμη κατάφερε να το διαβάσει: ΕΞΩΣΤΗΣ. Η δίοδος ήταν κλεισμένη με σανίδια, αλλά κάποιοι τα είχαν βγάλει από τη μία μεριά και τα είχαν στοιβάξει δεξιά κι αριστερά από την πόρτα. Από την κορυφή της αψίδας κρεμόταν μια σχεδόν ξεφουσκωμένη σεξοκούκλα με ξανθά μαλλιά, μια κόκκινη τρύπα για στόμα και μια δεύτερη, φαλακρή, ανάμεσα στα πόδια. Στο λαιμό της ήταν περασμένη μια θηλιά, το σχοινί μαύρο από την πολυκαιρία. Από το λαιμό της κρεμόταν μια επιγραφή, που έπεφτε στο ξεφούσκωτο πλαστικό της στήθος. Έμοιαζε γραμμένη από παιδί της πρώτης δημοτικού και ήταν διακοσμημένη με ένα κρανίο με κόκκινα μάτια και δυο σταυρωτά κόκαλα από πάνω. ΜΗΝ ΠΑΤΕ ΕΞΩ, έλεγε. ΕΤΙΜΟ ΝΑ ΠΕΣΗ. ΚΙΝΔΥΝΟΣ.

Απέναντι από τον εξώστη υπήρχε μια εσοχή όπου κάποτε λειτουργούσε ίσως κάποιο μπαρ. Και στο βάθος του διαδρόμου φαινόταν άλλη μια σκάλα που ανέβαινε πάνω και χανόταν στο σκοτάδι. Μάλλον πήγαινε στο θάλαμο προβολής.

Η Όντρεϊ πήγε στην πόρτα με την επιγραφή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, έπιασε το πόμολο και ακούμπησε το μέτωπο της πάνω στο ξύλο. Έξω, ο άνεμος ούρλιαζε σαν πλάσμα που πεθαίνει.

«Ντέιβιντ;» είπε σιγανά. Αφουγκράστηκε. «Ντέιβιντ, μ' ακούς; Είμαι η Όντρεϊ, Ντέιβιντ. Η Όντρεϊ Γουάιλερ, θέλω να σε βοηθήσω».

Καμιά απάντηση. Άνοιξε την πόρτα και είδε ένα άδειο δωμάτιο με ένα αρχαίο πόστερ από το Μπόνι και Κλάιντ στον τοίχο κι ένα σκισμένο στρώμα στο πάτωμα. Με τον ίδιο μαρκαδόρο, κάποιος είχε γράψει κάτω από το πόστερ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΥΠΝΟΣ, ΚΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΥΠΝΙΟΣ. 436

STEPHEN KING

Προχώρησε παρακάτω και δοκίμασε το δωμάτιο του επιστάτη. Ήταν μικρό, σαν ντουλάπα σχεδόν, και εντελώς άδειο. Η πόρτα χωρίς ταμπέλα έβγαζε σε ένα δωμάτιο, που πρέπει να ήταν αποθήκη παλιά. Η όσφρηση της (πιο οξυμένη τώρα, όπως και η όραση της) έπιασε τη μυρωδιά παλιού ποπκόρν. Στο πάτωμα υπήρχαν πολλές ψόφιες μύγες και μπόλικα ποντικοκούραδα αλλά τίποτε άλλο. Πήγε στην αψίδα, παραμέρισε την κούκλα και κοίταξε έξω. Δεν έβλεπε τη σκηνή από αυτό το σημείο, μόνο το πάνω μισό της οθόνης. Η κοκαλιάρα κοπέλα φώναζε ακόμη τον Ντέιβιντ, οι άλλοι όμως δεν ακούγονταν. Αυτό μπορεί να μη σήμαινε τίποτα, αλλά δεν της άρεσε που δεν ήξερε πού βρίσκονταν. Η Όντρεϊ σκέφτηκε ότι η προειδοποίηση που κρεμόταν από το λαιμό της κούκλας πρέπει να ήταν αληθινή. Τα καθίσματα του εξώστη ήταν βγαλμένα και έβλεπε καθαρά το δάπεδο, που ήταν σκεβρωμένο και ανασηκωμένο σε πολλά σημεία. Της θύμισε ένα ποίημα που είχε διαβάσει στο κολέγιο, για ένα ζωγραφιστό πλοίο πάνω σε ένα ζωγραφιστό ωκεανό. Αφού αυτό το κωλόπαιδο δεν ήταν στον εξώστη, πρέπει να ήταν κάπου αλλού. Κάπου κοντά. Δεν μπορεί να είχε απομακρυνθεί πολύ. Και σίγουρα δεν ήταν στον εξώστη. Με τα καθίσματα βγαλμένα, δεν είχε πουθενά να κρυφτεί, δεν υπήρχαν ούτε κουρτίνες ούτε τίποτα.

Άφησε την κούκλα κι αυτή άρχισε να κουνιέται δεξιά αριστερά. Η θηλιά στο λαιμό της έβγαζε έναν αργό, ρυθμικό ήχο, σαν τρίψιμο και τα άδεια μάτια της κοίταζαν την Όντρεϊ. Το στόμα της, μια τρύπα που είχε έναν και μοναδικό σκοπό, έμοιαζε να την κοροϊδεύει, να την περιγελά. Κοίτα τι κάνεις, έμοιαζε να της λέει η κούκλα. Εάν είχες σκοπό να γίνεις η πιο ακριβοπληρωμένη γεωλόγος της χώρας, να ανοίξεις δική σου εταιρεία μέχρι τα τριάντα πέντε και ίσως να κερδίσεις το βραβείο Νόμπελ μέχρι τα πενήντα... αυτά δεν ήταν τα όνειρα σου; Η μεγάλη επιστήμονας, που η εργασία της για τις τεκτονικές πλάκες δημοσιεύτηκε στη Γεωλογική Επιθεώρηση, κυνηγάει αγοράκια μέσα σε ετοιμόρροπους κινηματογράφους. Και δε μιλάμε για ένα συνηθισμένο αγοράκι. αυτό το παιδί κάτι έχει που το ξεχωρίζει, έτσι όπως πίστευες πάντα ότι κι εσύ ξεχωρίζεις. Κι αν τον βρεις, Οντ, τι θα κάνεις; Ο μικρός έχει δύναμη. 437

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Άρπαξε τη θηλιά και την τράβηξε δυνατά. Το παλιό σχοινί έσπασε και της έμεινε στο χέρι μια τούφα ξανθά μαλλιά. Η κούκλα έπεσε μπρούμυτα μπροστά της και η Όντρεϊ την κλότσησε δυνατά. Πετάχτηκε ψηλά και προσγειώθηκε μερικά μέτρα πιο πέρα. Δεν έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον Τακ, σκέφτηκε. Ό,τι κι αν είναι, δεν είναι πιο δυνατός από τον Τακ. Ούτε από τα καν τακ. Η πόλη είναι δική μας τώρα. Δεν έχει πια σημασία το παρελθόν και τα παλιά όνειρα. Τώρα είμαστε στο παρόν και είναι ωραίο. Είναι ωραίο να σκοτώνεις, να παίρνεις, να κατακτάς. Είναι ωραίο να κυβερνάς, ακόμη και μέσα στην έρημο. Το παιδί δεν είναι παρά ένα παιδί. Και οι άλλοι είναι απλώς τροφή. Ο Τακ είναι εδώ τώρα και μιλάει με τη φωνή της παλιότερης εποχής. Με τη φωνή του άμορφου.

Γύρισε και κοίταξε το διάδρομο, τη σκάλα στο βάθος του. Κούνησε το κεφάλι της και το χέρι της γλίστρησε στην τσέπη του φορέματος της για να αγγίξει τα πράγματα που είχε εκεί, να τα χαϊδέψει πάνω στο μηρό της. Ο μικρός ήταν στο θάλαμο προβολής. Υπήρχε άλλη μια πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο, αλλά αυτή είχε πάνω ένα χοντρό λουκέτο, επομένως δεν μπορεί να ήταν πουθενά αλλού. «Χιμ εν τόον», ψιθύρισε και προχώρησε προς τη σκάλα. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της κινούνταν ασταμάτητα μέσα στην τσέπη της. Τα πέτρινα αγαλματάκια που είχε εκεί έβγαζαν σιγανά κλικ καθώς χτυπούσαν μεταξύ τους. 3 Οι νεαροί που γλεντούσαν στον πάνω όροφο του κινηματογράφου μέχρι που έπεσε η σκάλα κινδύνου ήταν μάλλον αγροίκοι, αλλά χρησιμοποιούσαν κυρίως το διάδρομο και το γραφείο του διευθυντή. Τα άλλα δωμάτια ήταν σχετικά άθικτα, ενώ ο χώρος προβολής -ο θάλαμος, το γραφειάκι και η μικροσκοπική τουαλέτα- είχε μείνει σχεδόν όπως ήταν μια μέρα του 1979, όταν πέντε άντρες της εταιρείας Νεβάδα Σανλάιτ Εντερτέινμεντ μπήκαν μέσα, αποσυναρμολόγησαν τις μηχανές προβολής και τις μετέφεραν 438

STEPHEN KING

στο Ρίνο, όπου βρίσκονταν ακόμη σε μια αποθήκη γεμάτη με παρόμοια μηχανήματα.

Ο Ντέιβιντ ήταν γονατιστός, με το κεφάλι σκυμμένο, τα μάτια κλειστά, τα χέρια του ενωμένα μπροστά στο πιγούνι του. Το σκονισμένο πλαστικό που σκέπαζε το δάπεδο είχε πιο ανοιχτό χρώμα στο σημείο όπου βρισκόταν. Μπροστά του ακριβώς υπήρχε ένα δεύτερο, πιο ανοιχτόχρωμο ορθογώνιο. Σε αυτά τα δύο σημεία ήταν τοποθετημένες οι μηχανές προβολής, κάτι πανάρχαια μηχανήματα, που μερικά καλοκαιρινά βράδια ανέβαζαν τη θερμοκρασία μέσα στο δωμάτιο μέχρι και στους πενήντα βαθμούς. Στα αριστερά του ήταν τα ανοίγματα στον τοίχο από όπου περνούσαν οι φωτεινές τους δέσμες για να προβάλουν στην οθόνη σκιές, μεγαλύτερες από τη ζωή: τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Κερκ Ντάγκλας, τη Σοφία Λόρεν και την Τζέιν Μάνσφιλντ, ένα νεαρό Πολ Νιούμαν να παίζει μπιλιάρδο με στοιχήματα, μια γερασμένη αλλά ακόμη όμορφη Μπέτι Ντέιβις να βασανίζει την αδερφή της, που ήταν καρφωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα.

Σκονισμένα ρολά φιλμ ήταν πεσμένα εδώ κι εκεί στο δάπεδο, σαν νεκρά φίδια. Στους τοίχους υπήρχαν παλιές φωτογραφίες και αφίσες. Μία έδειχνε τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται πάνω από μια σχάρα του μετρό και να προσπαθεί να κατεβάσει τη φούστα της που σηκωνόταν ψηλά από τον αέρα. Κάτω από το σλιπ της κάποιος εξυπνάκιας είχε φτιάξει ένα βελάκι και από κάτω έγραφε, Εισάγετε με προσοχή το έμβολο Α στην υποδοχή Β, και βεβαιωθείτε ότι το όργανο έχει εισέλθει εις βάθος και δεν μπορεί να εξέλθει. Μέσα στο θάλαμο επικρατούσε μια μυρωδιά αποσύνθεσης, όχι ακριβώς μούχλα ούτε σαπίλα. Μύριζε σαν κάτι να είχε χαλάσει πολύ άσχημα και μετά να είχε ξεραθεί.

Ο Ντέιβιντ δεν πρόσεξε τη μυρωδιά ούτε άκουσε την Όντρεϊ, που τον φώναζε σιγανά από το διάδρομο. Είχε έρθει εδώ όταν οι άλλοι έτρεξαν στον Μπίλινγκσλι -ακόμη και η Όντρεϊ είχε πάει μέχρι την έξοδο της σκηνής, ίσως για να βεβαιωθεί ότι θα έφευγαν όλοι γιατί είχε νιώσει μια ακατανίκητη ανάγκη να προσευχηθεί. Είχε την υποψία ότι αυτή τη φορά τα πράγματα δεν ήταν όπως πριν, όπου έπρεπε να πάει σε έναν ήσυχο χώρο και να ανοίξει την πόρτα του νου του. Αυτή τη φορά ήθελε να του μιλήσει ο θεός και όχι το αντίστροφό. Και αυτό το δωματιάκι ήταν ό,τι έπρεπε. Να προσεύ439

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χεσαι στο πιο απόμερο δωμάτιο και όχι στο δρόμο, λέει το Ευαγγέλιο, και ο Ντέιβιντ έβρισκε εξαιρετική αυτή τη συμβουλή. Τώρα που τον χώριζε η κλειστή πόρτα από τους άλλους, μπορούσε να ανοίξει την άλλη πόρτα που υπήρχε μέσα του.

Δε φοβόταν μήπως τον παρακολουθούσαν αράχνες, φίδια ή ποντικοί. Αν ο θεός ήθελε να είναι αυτή η συνάντηση προσωπική, θα ήταν προσωπική. Το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν η γυναίκα που είχαν βρει ο Στιβ και η Σύνθια. Για κάποιο λόγο, του προκαλούσε ανησυχία και είχε την αίσθηση ότι κι αυτή ένιωθε το ίδιο απέναντι του.

Ήθελε να απομακρυνθεί από τη γυναίκα και γι' αυτό είχε πηδήσει απαρατήρητος από την άκρη της σκηνής και είχε ανεβεί τρέχοντας τον κεντρικό διάδρομο. Πέρασε κάτω από τον ετοιμόρροπο εξώστη και βρέθηκε στην είσοδο του κινηματογράφου πριν προλάβει η Όντρεϊ να γυρίσει από την αριστερή μεριά της σκηνής, ψάχνοντας να τον βρει. Από την είσοδο ανέβηκε στο δεύτερο όροφο και μετά άφησε απλώς μια εσωτερική πυξίδα -ή ίσως την «ήρεμη, σιγανή φωνή», όπως την ονόμαζε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν- να τον οδηγήσει εδώ πάνω.

Διέσχισε το θάλαμο προβολής χωρίς να δει, σχεδόν, τα ρολά του φιλμ και τις αφίσες που υπήρχαν ακόμη, χωρίς, σχεδόν, να αντιληφθεί την οσμή που έβγαινε ίσως από τις φαντασιώσεις της σελουλόζης, που είχε μισοδιαλυθεί πια από τη ζέστη της ερήμου. Σταμάτησε σε αυτό το σημείο όπου υπήρχε το ανοιχτόχρωμο ορθογώνιο στο δάπεδο και κοίταξε για μια στιγμή τις μεγάλες τρύπες στις γωνίες του σχήματος, τα σημεία όπου έμπαιναν κάποτε τα μπουλόνια που στερέωναν τον προβολέα στη θέση του. Του θύμιζαν (Βλέπω τρύπες σαν μάτια) κάτι, κάτι που φτεροκόπησε για μια στιγμή στο νου του και μετά χάθηκε. Φαντασίωση, πραγματική ανάμνηση, διαίσθηση; Όλα τα παραπάνω; Τίποτα από τα παραπάνω;

Δεν ήξερε, αλλά ούτε και τον ένοιαζε ουσιαστικά. Η πρώτη του προτεραιότητα ήταν να έρθει σε επαφή με το θεό, αν μπορούσε. Δεν το είχε χρειαστεί ποτέ τόσο πολύ όσο τώρα.

Ναι, είπε ήρεμα ο αιδεσιμότατος Μάρτιν μέσα στο νου του. Και εδώ είναι που ανταμείβεσαι για τη δουλειά που έχεις κάνει. Διατηρείς επαφή με το θεό όταν το κελάρι σου είναι γεμάτο, για να 440

STEPHEN KING

μπορείς να του ζητάς να σου μιλήσει όταν είναι άδειο. Πόσες φορές σου το είπα αυτό το χειμώνα που μας πέρασε και την άνοιξη;

Πολλές φορές. Και ο Ντέιβιντ ήλπιζε ότι ο Μάρτιν, που έπινε παραπάνω απ' όσο έπρεπε και ίσως δεν ήταν απόλυτα αξιόπιστος, δε διατύπωνε απλώς την «κομματική γραμμή», όπως έλεγε ο πατέρας του, αλλά του έλεγε την αλήθεια. Το ήλπιζε αυτό με όλο του το νου και την καρδιά. Γιατί υπήρχαν άλλοι θεοί στην Ντεσπερέισον. Ήταν σίγουρος γι' αυτό.

Άρχισε την προσευχή του όπως πάντα, όχι μεγαλόφωνα αλλά μέσα στο νου του, εκπέμποντας τις λέξεις με καθαρούς, ομοιόμορφους παλμούς σκέψης: Δες μέσα μου. θεέ μου. Έλα μέσα μου. Και μίλα μέσα μου, αν το θέλεις, αν είναι το θέλημα σου.

Όπως συνέβαινε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν ένιωθε πραγματική ανάγκη για το θεό, το μπροστινό μέρος του νου του ήταν γαλήνιο, αλλά ένα βαθύτερο μέρος, όπου η πίστη πολεμούσε συνεχώς με την αμφιβολία, ήταν τρομοκρατημένο, φοβόταν ότι δε θα έπαιρνε απάντηση. Το πρόβλημα ήταν πολύ απλό. Ακόμη και τώρα, μετά από όλες τις μελέτες και τις προσευχές και τις οδηγίες που είχε λάβει, ακόμη και μετά από αυτό που είχε συμβεί στο φίλο του, αμφέβαλλε για την ύπαρξη του θεού. Είχε χρησιμοποιήσει ο θεός αυτόν, τον Ντέιβιντ Κάρβερ, για να σώσει τον Μπράιαν Ρος; Και γιατί να κάνει ο θεός κάτι τόσο τρελό και απίθανο; Δεν ήταν πιο πιθανή μια άλλη εξήγηση, ότι αυτό που ο δόκτωρ Βασλέβσκι είχε αποκαλέσει κλινικό θαύμα και ο ίδιος ο Ντέιβιντ είχε θεωρήσει ότι ήταν απάντηση στην προσευχή του δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια κλινική σύμπτωση; Ο καθένας μπορεί να κάνει σκιές που μοιάζουν με ζώα, τελικά όμως δεν είναι παρά σκιές, ασήμαντα κόλπα με το φως. Δεν ήταν πιο πιθανό ότι ο θεός ήταν το ίδιο πράγμα; Απλώς μια προβολή, μια σκιά; Ο Ντέιβιντ έκλεισε πιο σφιχτά τα μάτια του και συγκεντρώθηκε στο μάντρα, τη φράση που επαναλάμβανε ξανά και ξανά, προσπαθώντας να καθαρίσει το νου του.

Δες μέσα μου. Έλα μέσα μου Μίλα μέσα μου, αν είναι το θέλημα σου. Και ξαφνικά κάτι σαν σκοτάδι κατέβηκε και τον τύλιξε. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του κάτι τέτοιο. Έγειρε στο πλάι, ακουμπώ441

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ντας στον τοίχο ανάμεσα στις οπές απ’ όπου περνούσαν οι δέσμες των προβολέων, με τα μάτια του να έχουν γυρίσει στις κόγχες, έτσι που φαίνονταν μόνο τα ασπράδια. Τα χέρια του έπεσαν μπροστά του. Ένας σιγανός, βαθύς ήχος βγήκε από το λαιμό του. Και μετά μια υπνοβατική φράση, που μόνο η μητέρα του θα μπορούσε να την καταλάβει, ίσως. «Αμάν», μουρμούρισε. «Μας κυνηγάει η μούμια».

Μετά έμεινε σιωπηλός, ακουμπισμένος έτσι στον τοίχο, με ένα ασημί ρυάκι σάλιου, λεπτό σχεδόν όσο το νήμα της αράχνης, να γλιστρά από τη μια άκρη των χειλιών του. Έξω από την πόρτα, που την είχε κλείσει για να μείνει μόνος με το θεό (κάποτε υπήρχε σύρτης από μέσα, αλλά τώρα πια ήταν βγαλμένος εδώ και πολύ καιρό), ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Σταμάτησαν έξω από την πόρτα. Έγινε ησυχία για κάμποση ώρα και μετά το πόμολο γύρισε. Η πόρτα άνοιξε. Στο κατώφλι της πόρτας φάνηκε η Όντρεϊ Γουάιλερ. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν είδε το αναίσθητο παιδί. Μπήκε μέσα στο θάλαμο, έκλεισε την πόρτα πίσω της και κοίταξε γύρω της ψάχνοντας να βρει κάτι που θα μπορούσε να το βάλει γερτά πίσω από την πόρτα και να το σφηνώσει κάτω από το πόμολο για να μην ανοίγει απέξω. Μια σανίδα, μια καρέκλα. Δε θα τους κρατούσε για πολύ αν ανέβαιναν εδώ πάνω, αλλά σε αυτό το στάδιο ακόμη και μια μικρή καθυστέρηση μπορεί να καθόριζε τη διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. «Γαμώ το», ψιθύρισε. Κοίταξε το παιδί και συνειδητοποίησε, χωρίς μεγάλη έκπληξη, ότι το φοβόταν. Φοβόταν ακόμη και να το πλησιάσει. Τακ αχ γονάν! Η φωνή μέσα στο κεφάλι της.

«Τακ αχ γονάν!» Αυτή τη φορά ακούστηκε από το στόμα της. Συμφωνία, ακούσια και ένθερμη μαζί.

Κατέβηκε τα δυο σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον κυρίως θάλαμο προβολής και πλησίασε, μορφάζοντας με το τρίξιμο που ακουγόταν στο κάθε της βήμα, στο σημείο όπου ο Ντέιβιντ ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο, γονατιστός ακόμη. Περίμενε ότι τα μάτια 442

STEPHEN KING

του θα άνοιγαν ξαφνικά -μάτια που θα ήταν γεμάτα από μια γαλάζια ηλεκτρική ενέργεια. Είχε το δεξί χέρι μέσα στην τσέπη της και έσφιγγε τα καν τακ, αντλώντας δύναμη. Μετά τα άφησε απρόθυμα.

Γονάτισε μπροστά στον Ντέιβιντ, με τα κρύα και τρεμάμενα χέρια της σφιγμένα μπροστά της. Πόσο άσχημος ήταν! Και η μυρωδιά που έβγαινε από το σώμα του ήταν ακόμη πιο ενοχλητική. Ήταν φυσικό που δεν ήθελε να τον πλησιάσει. Το πρόσωπο του ήταν άσχημο σαν τέρας και βρομούσε σαν χαλασμένο κρέας και ξινισμένο γάλα.

«Χριστιανόπουλο», είπε. «Απαίσιο χριστιανόπουλο». Η φωνή της είχε αλλάξει, δεν ήταν ούτε αντρική ούτε γυναικεία. Μαύρα σχήματα είχαν αρχίσει να κινούνται αμυδρά κάτω από το δέρμα στα μάγουλα και το μέτωπο της, σαν μεμβρανώδη φτερά μικρών εντόμων. «Αυτό έπρεπε να κάνω από την πρώτη στιγμή που είδα το βατραχίσιο πρόσωπο σου».

Τα χέρια της Όντρεϊ -δυνατά και ηλιοκαμένα, γρατσουνισμένα εδώ κι εκεί από τη δουλειά της- τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του Ντέιβιντ Κάρβερ. Τα βλέφαρα του πετάρισαν όταν αυτά τα χέρια του έφραξαν το λαιμό και σταμάτησαν την ανάσα του αλλά μόνο μια φορά.

Μόνο μια φορά.

4 «Γιατί σταμάτησες;» ρώτησε ο Στιβ.

Στεκόταν στη μέση του σαλονιού πάνω στη σκηνή, δίπλα στο παλιό μπαρ. Η πιο έντονη επιθυμία του εκείνη τη στιγμή ήταν να είχε ένα καθαρό πουκάμισο να φορέσει. Όλη μέρα ψηνόταν στην έρημο (το αιρ κοντίσιον του αυτοκινήτου είχε τα χάλια του), τώρα όμως είχε ξεπαγιάσει. Το νερό που έριχνε η Σύνθια στα τραύματα στους ώμους του έτρεχε σε παγωμένα ρυάκια στην πλάτη του. Ευτυχώς, είχε καταφέρει να της αλλάξει γνώμη όταν θέλησε να του καθαρίσει τα τραύματα με το ουίσκι του Μπίλινγκσλι, σαν 443

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χορεύτρια καμπαρέ που περιποιείται τις πληγές του πρωταγωνιστή σε παλιά καουμπόικη ταινία. «Μου φάνηκε πως κάτι είδα», απάντησε σιγανά η Σύνθια.

«Μήπως ήταν ένας γατούλης, που λέει και ο Τουίτι;»

«Πολύ αστείο». Η Σύνθια κοίταξε γύρω της, μετά φώναξε, «Ντέιβιντ; Ντέιιι-βιντ!»

Ήταν μόνοι τους πάνω στη σκηνή. Ο Στιβ ήθελε να βοηθήσει τον Μάρινβιλ και τον Κάρβερ, που έψαχναν για το μικρό, αλλά η Σύνθια επέμεινε να του πλύνει πρώτα «τις τρύπες στο τομάρι του», όπως τις είπε. Οι δυο άντρες είχαν πάει στην είσοδο του κινηματογράφου. Ο Μάρινβιλ είχε μια καινούρια ζωντάνια τώρα και ο τρόπος που κρατούσε το όπλο του θύμισε στον Στιβ μια άλλη κατηγορία παλιών ταινιών, εκείνες όπου ο γκριζομάλλης αλλά ηρωικός λευκός κυνηγός ξεπερνά χιλιάδες κινδύνους μέσα στη ζούγκλα, για να καταφέρει τελικά να ξεκολλήσει ένα σμαράγδι, μεγάλο σαν πόμολο, από το μέτωπο κάποιου ειδώλου που φυλάει μια χαμένη πόλη. «Τι ήταν; Τι είδες;»

«Δεν ξέρω, ήταν πολύ παράξενο. Πάνω στον εξώστη. Για μια στιγμή μου φάνηκε -μη γελάσεις- ότι είδα ένα σώμα να αιωρείται στον αέρα και μετά να πέφτει».

Ξαφνικά κάτι άλλαξε στο πρόσωπο του Στιβ. Ήταν σαν να έσβησε ένα φως μέσα του. Ξέχασε το τσούξιμο από τα τραύματα στους ώμους του, ένιωσε όμως την πλάτη του να παγώνει ακόμη περισσότερο. Να παγώνει τόσο πολύ, που σχεδόν άρχισε να τρέμει. Για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα θυμήθηκε τότε που ήταν μικρός, στο Λάμποκ, και ένιωθε μια θανάσιμη ακινησία να απλώνεται στον κόσμο πριν φτάσει η καταιγίδα από τους κάμπους, σέρνοντας πίσω της ένα θανατηφόρο μερικές φορές χορό από χαλάζι και αέρα. «Δε γελάω», είπε. «Πάμε εκεί πάνω». «Μάλλον θα ήταν καμιά σκιά». «Δε νομίζω».

«Στιβ; Είσαι καλά;»

444

STEPHEN KING

«Όχι. Νιώθω όπως όταν μπήκαμε στην πόλη».

Η Σύνθια τον κοίταξε ανήσυχη. «Εντάξει. Αλλά δεν έχουμε όπλο...»

«Γάμησε το το όπλο». Την έπιασε από το μπράτσο. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, το στόμα του ήταν σφιγμένο. «Τώρα αμέσως. Χριστέ μου, κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει. Δεν το νιώθεις;»

«Μπορεί... Να φωνάξω τη Μαίρη; Είναι πίσω με τον Μπίλινγκσλι...» «Δεν έχουμε χρόνο. Έλα μαζί μου ή μείνε εδώ, όπως θέλεις».

Φόρεσε τις τιράντες της φόρμας, πήδησε από τη σκηνή, σκόνταψε κάπου, πιάστηκε από ένα κάθισμα της μπροστινής σειράς, για να κρατήσει την ισορροπία του, και μετά ανέβηκε τρέχοντας τον κεντρικό διάδρομο. Όταν έφτασε στο τέλος του, η Σύνθια ήταν ακριβώς πίσω του, χωρίς καν να έχει λαχανιάσει. Η γκόμενα ήταν φοβερή στο τρέξιμο. Εκείνη τη στιγμή ο Μάρινβιλ έβγαινε από το ταμείο του κινηματογράφου, με τον Ραλφ Κάρβερ πίσω του. «Κοιτάζαμε έξω στο δρόμο», είπε ο Τζόνι. «Η θύελλα σίγουρα κοπάζει... Στιβ; Τι τρέχει;»

Ο Στιβ δεν απάντησε. Κοίταξε γύρω του, είδε τη σκάλα και όρμησε. Κάπου μέσα του ένιωθε ακόμη κάποια έκπληξη για το πόσο ξαφνικά τον είχε κυριεύσει αυτή η αίσθηση του κινδύνου, της επιτακτικής ανάγκης. Ο υπόλοιπος εαυτός του ήταν απλώς τρομοκρατημένος. «Ντέιβιντ! Ντέιβιντ, απάντησε αν μ' ακούς!»

Τίποτα. Ένας μισοσκότεινος διάδρομος γεμάτος σκουπίδια, που οδηγούσε μάλλον στον εξώστη, και μια εσοχή, που παλιά πρέπει να ήταν μπαρ. Στο τέλος του μια στενή σκάλα που ανέβαινε πιο ψηλά. Κανείς. Ωστόσο είχε την έντονη αίσθηση ότι κάποιος είχε περάσει από δω, και μάλιστα πριν από λίγο. «Ντέιβιντ!» φώναξε.

«Στιβ; Κύριε Έιμς:» Ήταν ο Κάρβερ και έδειχνε το ίδιο τρομοκρατημένος με τον Στιβ. «Τι συμβαίνει; Έπαθε τίποτα ο γιος μου;»

«Δεν ξέρω».

445

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Σύνθια πέρασε δίπλα του και προχώρησε στο διάδρομο, προς την είσοδο του εξώστη. Ο Στιβ την ακολούθησε. Ένα ξεφτισμένο σχοινί κρεμόταν από την αψιδωτή δίοδο και κουνιόταν ακόμη λιγάκι. «Κοίτα!» είπε η Σύνθια δείχνοντας. Στην αρχή ο Στιβ νόμισε ότι αυτό που έβλεπε ήταν πτώμα, μετά όμως είδε τα τεχνητά μαλλιά και κατάλαβε. Μια κούκλα. Μια κούκλα με μια θηλιά γύρω από το λαιμό της. «Αυτό είδες;» τη ρώτησε.

«Ναι. Πρέπει να ήταν κρεμασμένη από το σχοινί. Κάποιος το έκοψε και κλότσησε την κούκλα». Το πρόσωπο της ήταν τραβηγμένο, ανήσυχο, «θεέ μου», ψιθύρισε τόσο σιγά, που σχεδόν δεν ακουγόταν. «Στιβ, δε μου αρέσει αυτό. Κάτι γίνεται εδώ». Ο Στιβ έκανε ένα βήμα πίσω, έριξε μια ματιά αριστερά (ο Μάρινβιλ και ο πατέρας του Ντέιβιντ τον κοίταζαν με αγωνία, σφίγγοντας τα τουφέκια μπροστά τους), μετά κοίταξε δεξιά. Εκεί. του ψιθύρισε η καρδιά του... ή ίσως ήταν η μύτη του, που έπιασε κάποια υπολείμματα από άρωμα Όπιουμ. Εκεί πάνω. Πρέπει να είναι στο θάλαμο προβολής.

Έτρεξε προς τη σκάλα, με τη Σύνθια πίσω του πάλι. Την ανέβηκε με μερικές δρασκελιές και άπλωνε το χέρι του ψαχουλευτά για να βρει το πόμολο της πόρτας μέσα στο μισοσκόταδο, όταν η Σύνθια τον άρπαξε από το πίσω μέρος του παντελονιού του και τον τράβηξε πίσω. «Ο μικρός είχε ένα πιστόλι. Αν αυτή είναι εκεί μέσα μαζί του, μπορεί να του το έχει πάρει. Πρόσεχε, Στιβ». «Ντέιβιντ!» φώναξε ο Κάρβερ. «Ντέιβιντ, είσαι καλά;»

Ο Στιβ σκέφτηκε να πει στη Σύνθια ότι δεν είχαν πια χρόνο για να φέρονται προσεκτικά, ότι η στιγμή αυτή είχε περάσει όταν έχασαν τα ίχνη του Ντέιβιντ... Αλλά ούτε για συζητήσεις είχαν χρόνο. Γύρισε το πόμολο κι έσπρωξε την πόρτα δυνατά με τον ώμο του, περιμένοντας να συναντήσει αντίσταση, την κλειδαριά ίσως ή κάποιο αντικείμενο βαλμένο από πίσω, αλλά η πόρτα άνοιξε και ο Στιβ όρμησε μέσα στο δωμάτιο. 446

STEPHEN KING

Απέναντι του, μπροστά στον τοίχο με τις οπές προβολής, ήταν ο Ντέιβιντ και η Όντρει. Τα μάτια του Ντέιβιντ ήταν μισάνοιχτα, αλλά φαίνονταν μόνο τα ασπράδια. Το πρόσωπο του είχε ένα φρικτό χρώμα σαν πτώμα, κάπως πρασινωπό ακόμη από το σαπούνι αλλά ουσιαστικά γκρίζο. Κάτω από τα μάτια του και ψηλά στα ζυγωματικά του υπήρχαν μοβ μπαλώματα που εξαπλώνονταν. Τα χέρια του κουνιόντουσαν σπασμωδικά στα πλευρά του και από το λαιμό του έβγαινε ένας σιγανός, πνιγμένος ήχος. Το δεξί χέρι της Όντρεϊ ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, με τον αντίχειρα της χωμένο βαθιά στη μαλακή σάρκα κάτω από το σαγόνι του από τη δεξιά μεριά και τα δάχτυλα να σκάβουν το λαιμό του από την αριστερή. Το πρόσωπο της, όμορφο μέχρι πριν από λίγο, είχε συσπαστεί σε μια έκφραση μίσους και μανίας, που ο Στιβ δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, μια έκφραση που έλεγες ότι είχε σκοτεινιάσει το ίδιο της το δέρμα. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε το σαρανταπεντάρι με το οποίο ο Ντέιβιντ είχε σκοτώσει το κογιότ. Πυροβόλησε τρεις φορές και μετά ακούστηκε ένα κλικ. Το πιστόλι είχε αδειάσει. Τα δυο καθοδικά σκαλιά στην είσοδο του θαλάμου σχεδόν σίγουρα έσωσαν τον Στιβ από μία ακόμη τρύπα στο ήδη διάτρητο τομάρι του και μπορεί να του έσωσαν και τη ζωή. Το πόδι του συνάντησε το κενό και έπεσε μονοκόμματος μπροστά, έτσι οι τρεις σφαίρες πέρασαν πάνω από το κεφάλι του. Η μια βρόντηξε στο κούφωμα της πόρτας, στα δεξιά της Σύνθια, και ράντισε με σκλήθρες τα εξωτικά μαλλιά της.

Η Όντρεϊ έβγαλε ένα γοερό ουρλιαχτό λύσσας. Πέταξε το άδειο πιστόλι στον Στιβ, που έσκυψε και ταυτόχρονα σήκωσε το χέρι του για να το αποκρούσει. Μετά γύρισε πάλι στον Ντέιβιντ κι άρχισε να τον πνίγει και με τα δύο χέρια, τραντάζοντας τον άγρια μπρος πίσω σαν κούκλα. Τα χέρια του Ντέιβιντ σταμάτησαν ξαφνικά τις σπασμωδικές κινήσεις τους κι έπεσαν ακίνητα στα πλευρά του. 5

447

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Φοβάμαι», είπε βραχνά ο Μπίλινγκσλι. Ήταν η τελευταία λέξη που κατάφερε να βγάλει. Τα μάτια του ήταν αλαφιασμένα και μπερδεμένα μαζί. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμη, αλλά έβγαλε μόνο ένα αδύναμο γουργουρητό. «Μη φοβάσαι, Τομ. Εδώ είμαι, δίπλα σου».

«Α... α...» Τα μάτια του κοίταξαν δεξιά αριστερά, μετά γύρισαν στο πρόσωπο της και φάνηκαν να παγώνουν εκεί. Πήρε βαθιά ανάσα, την άφησε να βγει, μετά μία πιο γρήγορη, την άφησε κι αυτή... και δεν ξαναπήρε άλλη. «Τομ;»

Τίποτα. Μόνο μια ριπή ανέμου και ο ήχος από άμμο να πέφτει στον τοίχο απέξω. «Τομ!»

Τον τράνταξε. Το κεφάλι του κουνήθηκε πέρα δώθε, αλλά τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα δικά της και η Μαίρη ρίγησε. Ήταν σαν τα μάτια μερικών πορτραίτων, που φαίνονται να σε κοιτάζουν όπου κι αν είσαι στο δωμάτιο. Κάπου μέσα στο κτίριο, αλλά μακριά, άκουγε το φίλο του Μάρινβιλ να φωνάζει τον Ντέιβιντ. Η κοπέλα με τα δίχρωμα μαλλιά φώναζε κι αυτή. Η Μαίρη σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάει κι αυτή εκεί, να τους βοηθήσει να ψάξουν για τον Ντέιβιντ και την Όντρεί, αλλά δεν ήθελε να αφήσει τον Τομ πριν βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός. Μάλλον ήταν αλλά και πάλι... «Βοήθεια;»

Η φωνή, ερωτηματική και τόσο αδύνατη που σχεδόν δεν ακούστηκε μέσα στον άνεμο, έκανε τη Μαίρη να αναπηδήσει τρομαγμένη και να κλείσει το στόμα της με την παλάμη για να πνίξει μια κραυγή. «Βοήθεια! Είναι κανείς εκεί; Σας παρακαλώ, βοηθήστε με... Είμαι τραυματισμένη».

Γυναικεία φωνή. Η φωνή της Έλεν Κάρβερ: Χριστέ μου, αυτή ήταν; Είχε γνωρίσει ελάχιστα τη μητέρα του Ντέιβιντ, αλλά μόλις της πέρασε αυτή η υποψία κατάλαβε ότι είχε δίκιο. Σηκώθηκε, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στο συσπασμένο πρόσωπο και τα ανοι448

STEPHEN KING

χτά μάτια του Τομ Μπίλινγκσλι. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει και παραπάτησε.

«Σας παρακαλώ», βόγκηξε η φωνή απέξω. Ήταν στο δρομάκι πίσω από τον κινηματογράφο.

«Έλεν;» ρώτησε και μέσα της ευχήθηκε να ήταν εγγαστρίμυθη για να κάνει τη φωνή της να ακούγεται από κάποιο άλλο σημείο. Έτσι όπως ήταν τα πράγματα, δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν, ούτε καν σε μια τραυματισμένη και τρομοκρατημένη γυναίκα. «Έλεν, εσύ είσαι;»

«Μαίρη!» Πιο κοντά τώρα. «Ναι, εγώ είμαι, η Έλεν. Η Μαίρη δεν είσαι;»

Η Μαίρη άνοιξε το στόμα της, αλλά το έκλεισε πάλι. Η γυναίκα εκεί έξω ήταν η Έλεν Κάρβερ, το ήξερε αλλά... «Είναι καλά ο Ντέιβιντ;» ρώτησε η γυναίκα, μετά κατάπιε ένα λυγμό. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι είναι καλά».

«Απ' όσο ξέρω, ναι». Η Μαίρη πήγε στο σπασμένο παράθυρο, φροντίζοντας να μην πατήσει τη λίμνη με το αίμα του πούμα, και κοίταξε έξω. Ήταν πραγματικά η Έλεν Κάρβερ και δε φαινόταν καθόλου καλά. Ήταν σκυφτή και κρατούσε το αριστερό της χέρι με το δεξί. Η Μαίρη έβλεπε ένα μέρος από το πρόσωπο της και ήταν κάτασπρο σαν κιμωλία. Από το κάτω χείλι της και από το ένα ρουθούνι έτρεχε αίμα. Κοίταξε τη Μαίρη με μάτια τόσο σκοτεινά και απελπισμένα, που δεν έμοιαζαν ανθρώπινα.

«Πώς ξέφυγες από τον Εντράτζιαν;» ρώτησε η Μαίρη.

«Δεν του ξέφυγα, απλώς... πέθανε. Άρχισε να αιμορραγεί από παντού και πέθανε. Εκείνη την ώρα με πήγαινε κάπου με το περιπολικό -στο ορυχείο, νομίζω. Το αμάξι έφυγε από το δρόμο και τουμπάρισε. Ευτυχώς η πίσω πόρτα άνοιξε, γιατί αλλιώς θα ήμουν ακόμη κλεισμένη εκεί μέσα... Γύρισα στην πόλη με τα πόδια».

«Τι έπαθε το χέρι σου;»

«Είναι σπασμένο», είπε η Έλεν, σκύβοντας περισσότερο. Η στάση της είχε κάτι το απωθητικό. Η Έλεν Κάρβερ έμοιαζε σαν καλικάντζαρος σε παραμύθι, που σκύβει προστατευτικά πάνω από ένα 449

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σάκο με κλεμμένο χρυσάφι. «Μπορείς να με βοηθήσεις να μπω; θέλω να δω τον άντρα μου και τον Ντέιβιντ».

Ένα μέρος της Μαίρης τρόμαξε μ' αυτή την ιδέα, μια φωνή μέσα της της έλεγε ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ, αλλά όταν η Έλεν σήκωσε το καλό της χέρι και η Μαίρη είδε τα χώματα και τα αίματα πάνω του, όταν είδε πώς έτρεμε από την εξάντληση, η καλή της καρδιά υπερίσχυσε και παραμέρισε το καχύποπτο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτή η γυναίκα είχε χάσει την κόρη της από έναν τρελό, είχε βρεθεί σε ένα ατύχημα, όπου κόντεψε να σκοτωθεί, είχε σπάσει το χέρι της και είχε επιστρέψει, περπατώντας μέσα στην αμμοθύελλα, σε μια πόλη γεμάτη πτώματα. Και ο πρώτος άνθρωπος που συναντά πανικοβάλλεται και αρνείται να την αφήσει να μπει μέσα; Όχι, σκέφτηκε η Μαίρη. Με τίποτα. Δεν μ' έχουν μεγαλώσει έτσι.

«Δεν μπορείς να μπεις απ' αυτό το παράθυρο, έχει ένα σωρό σπασμένα γυαλιά. Κάτι... ένα ζώο, πήδησε μέσα. Πήγαινε λίγο πιο κάτω, προς το πίσω μέρος, και θα φτάσεις στο επόμενο παράθυρο, στην τουαλέτα των γυναικών. Από κει είναι πιο εύκολα. Υπάρχουν μερικά κιβώτια, μπορείς να πατήσεις πάνω και να μπεις, θα σε βοηθήσω κι εγώ, εντάξει;»

«Ναι. Σ' ευχαριστώ, Μαίρη. Ευτυχώς που σε βρήκα». Η Έλεν την κοίταξε με ένα φρικτό χαμόγελο, σαν μορφασμό -ευγνωμοσύνη, δουλικότητα και, ίσως, τρόμος, ανακατεμένα όλα μαζί- και άρχισε να περπατά σέρνοντας τα πόδια της, με το κεφάλι σκυφτό και την πλάτη καμπουριασμένη. Πριν από δώδεκα ώρες ήταν μια απλή γυναίκα που πήγαινε να κάνει τις διακοπές της στη λίμνη Τάχο, όπου σίγουρα θα φορούσε τα καλά της ρούχα και εσώρουχα που είχε αγοράσει ειδικά για την περίσταση. Τη μέρα ηλιοθεραπεία με τα παιδιά, τη νύχτα σεξ με το σύζυγο, κάρτες στους φίλους τους περνάμε υπέροχα, ο αέρας είναι τόσο καθαρός, μας λείπετε. Και τώρα έμοιαζε με πρόσφυγα που έχει ξεφύγει από κάποιο μακελειό.

Και η Μαίρη Τζάκσον, αυτή η καλόκαρδη γυναίκα -ψηφίζει Δημοκρατικούς, δίνει αίμα κάθε δυο μήνες, γράφει ποιήματα- είχε σκεφτεί να την αφήσει έξω να βογκάει στο σκοτάδι μέχρι να συμβουλευτεί τους άντρες. Και γιατί αυτό; Ίσως επειδή και η Μαίρη είχε ξεφύγει από το ίδιο μακελειό. Έτσι αρχίζεις να σκέφτεσαι και 450

STEPHEN KING

να φέρεσαι όταν σου συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Αλλά η Μαίρη δε θα άφηνε αυτές τις εμπειρίες, όσο φοβερές κι αν ήταν, να σβήσουν την ανθρωπιά μέσα της. Με τίποτα.

Βγήκε στο διάδρομο και αφουγκράστηκε μήπως ακούσει κι άλλες φωνές από το εσωτερικό του κινηματογράφου. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μετά, καθώς έμπαινε στην τουαλέτα των γυναικών, ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί. Ο ήχος ήταν πνιχτός από την απόσταση και τους τοίχους που μεσολαβούσαν, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν πυροβολισμοί. Ακολούθησαν φωνές. Η Μαίρη πάγωσε επιτόπου. Ένιωθε δυο ίσες δυνάμεις να την τραβούν προς δυο διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκείνο που την έκανε να διαλέξει ήταν τα κλάματα που άκουσε έξω από το παράθυρο της τουαλέτας. «Έλεν; Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;»

«Είμαι ηλίθια, ηλίθια! Πήγα να βάλω το ένα κιβώτιο πάνω στο άλλο και χτύπησα το σπασμένο χέρι μου!» Η γυναίκα έξω από το παράθυρο -φαινόταν μόνο μια σκιά πίσω από το θαμπό τζάμιάρχισε να κλαίει πιο δυνατά.

«Περίμενε, σου ανοίγω», είπε η Μαίρη και πήγε στο παράθυρο. Κατέβασε στο δάπεδο τα μπουκάλια της μπίρας που είχε βάλει ο Μπίλινγκσλι στο περβάζι, μπροστά στο μισάνοιχτο παράθυρο, ενώ σκεφτόταν με ποιο τρόπο έπρεπε να βοηθήσει την Έλεν για να μην τη χτυπήσει στο σπασμένο της χέρι, όταν θυμήθηκε αυτό που είχε πει ο Μπίλινγκσλι για τον αστυνομικό: ότι ήταν ψηλότερος, θεέ μου, είχε πει ο πατέρας του Ντέιβιντ με μια έκφραση εμβρόντητης κατανόησης στο πρόσωπο του. Η Γουάιλερ είναι σαν τον Εντράτζιαν; Είναι σαν τον μπάτσο; Μπορεί να έχει σπάσει το χέρι της, σκέφτηκε ψυχρά η Μαίρη, μπορεί να λέει αλήθεια. Από την άλλη μεριά όμως...

Από την άλλη μεριά, αυτή η καμπουριαστή στάση είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να κρύψει κανείς το πραγματικό του ύψος, έτσι δεν είναι;

Το έυςτικτο της αυτοσυντήρησης, που το είχε απωθήσει κάπου στα βάθη του μυαλού της, ξαφνικά πετάχτηκε πάλι στην επιφάνεια ουρλιάζοντας με τρόμο. Η Μαίρη αποφάσισε να τραβηχτεί 451

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

πίσω, να το σκεφτεί μια δυο στιγμές το πράγμα... Αλλά πριν προλάβει να κουνηθεί, ένα δυνατό χέρι την άρπαξε από το μπράτσο. Άλλο ένα χέρι άνοιξε εντελώς το παράθυρο και η Μαίρη ένιωσε όλη τη δύναμη να στραγγίζει από μέσα της όταν είδε το χαμογελαστό πρόσωπο που την κοίταζε. Ήταν το πρόσωπο της Έλεν, αλλά το αστυνομικό σήμα από κάτω

(Βλέπω ότι είστε δωρητής οργάνων) ανήκε στον Εντράτζιαν.

Ήταν ο Εντράτζιαν. Ο Κόλι Εντράτζιαν που ζούσε τώρα μέσα στο σώμα της Έλεν Κάρβερ.

«Όχι!» ούρλιαξε και τραβήχτηκε πίσω χωρίς να δίνει σημασία στον πόνο καθώς τα νύχια της Έλεν χώθηκαν στη σάρκα της βγάζοντας αίμα. «Άσε με!»

«Δε σ' αφήνω αν δε μου τραγουδήσεις πρώτα το Λίβιν' ον ε Τζετ Πλέιν, παλιοπουτάνα», είπε το τέρας με τη μορφή της Έλεν. Τράβηξε με δύναμη τη Μαίρη μέσα από το παράθυρο που κρατούσε ανοιχτό και την ίδια στιγμή τινάχτηκαν αίματα και από τα δύο ρουθούνια του. Από το αριστερό μάτι της Έλεν άρχισε να τρέχει αίμα σαν δάκρυα. «Ω, η μέρα χαράζει, ξημερώνει...» Η Μαίρη είχε μια μπερδεμένη αίσθηση, σαν να πετούσε προς τον ξύλινο φράχτη στην άλλη πλευρά του στενού δρόμου.

«Ο ταξιτζής πατάει την κόρνα του...»

Πρόλαβε να σηκώσει το ένα χέρι της για να προφυλαχτεί, αλλά δεν ήταν αρκετό. Το μέτωπο της χτύπησε κάπου και βρέθηκε κάτω πεσμένη στα γόνατα, ζαλισμένη. Ένιωσε κάτι ζεστό να απλώνεται στα χείλια και στο σαγόνι της. Μάτωσε η μντη μου, σκέφτηκε, και σηκώθηκε όρθια με κόπο. «Νιώθω κιόλας τόση μοναξιά που μου 'ρχεται να κλάψω...»

Η Μαίρη πρόλαβε να κάνει δυο μεγάλες δρασκελιές και μετά ο μπάτσος (εξακολουθούσε να τον βλέπει σαν τον μπάτσο, μόνο που τώρα φορούσε περούκα και ψεύτικα βυζιά) την άρπαξε από τον ώμο και τη γύρισε με τέτοια δύναμη, που κόντεψε να της ξηλώσει το μανίκι. 452

STEPHEN KING

«Άσε με...» άρχισε να λέει η Μαίρη και μετά το τέρας με τη μορφή της Έλεν της έδωσε μια γροθιά στο πιγούνι. ένα κοφτό και δυνατό χτύπημα, που την άφησε αναίσθητη. Καθώς έπεφτε η Μαίρη, την έπιασε κάτω από τις μασχάλες και τη συγκράτησε. Όταν αισθάνθηκε την ανάσα της πάνω στο δέρμα της Έλεν, η αμυδρή ανησυχία που είχε φανεί στο πρόσωπο του χάθηκε. «Πολύ μου αρέσει αυτό το τραγούδι», είπε, και έριξε τη Μαίρη στον ώμο του σαν σακί. «Με κάνει κι ανατριχιάζω. Τακ!»

Εξαφανίστηκε στη γωνία με το φορτίο του. Πέντε λεπτά αργότερα, το σκονισμένο περιπολικό του Κόλι Εντράτζιαν ξεκινούσε για άλλη μια φορά για το Κινέζικο Ορυχείο, με τους προβολείς του να διαπερνούν τα σύννεφα της άμμου, που σήκωνε ακόμη ο άνεμος. Καθώς περνούσε μπροστά από το μηχανουργείο και το οινοπωλείο, μια λεπτή φέτα φεγγαριού εμφανίστηκε στον ουρανό. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 1 Ακόμη και την εποχή που ήταν συνέχεια μεθυσμένος και μαστουρωμένος, η αντίληψη και η μνήμη του Τζόνι Μάρινβιλ λειτουργούσαν με έναν παράξενο αδιάλειπτο τρόπο, χωρίς κενά. Το 1986 βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του Πάρτι-Μομπιλ του σου Χάτερ (έτσι έλεγε ο σου το αμάξι του, μια Κάντιλακ του '65, με την οποία τριγύριζε στο Ιστ Χάμπτον, κάθε Παρασκευή βράδυ, μαζί με τον Τζόνι και τρεις άλλους τύπους), όταν το αμάξι τουμπάρισε και, μάλιστα, δυο φορές. Ο σου ήταν τόσο μεθυσμένος. που δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει, όχι να οδηγήσει κι από πάνω, και προσπάθησε να πάρει μια κλειστή στροφή χωρίς να κόψει ταχύτητα. Η κοπέλα που καθόταν δίπλα στον Χάτερ σκοτώθηκε. Η σπονδυλική στήλη του σου διαλύθηκε. Τώρα πια κυκλοφορούσε με αναπηρικό καροτσάκι, απ' αυτά που τα οδηγείς με το σαγόνι. Οι άλλοι είχαν πάθει πιο ελαφρές ζημιές. Ο Τζόνι θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό που την είχε γλιτώσει με κάκωση στη σπλήνα και ένα κάταγμα στο πόδι. Το θέμα όμως ήταν ότι αυτός ήταν ο μόνος που θυμόταν τι είχε συμβεί. Ο Τζόνι το βρήκε αυτό 453

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τόσο παράξενο, ώστε έκανε πολλές ερωτήσεις στους άλλους επιζώντες, ακόμη και στον σου, που έκλαιγε συνέχεια και του έλεγε να φύγει και να τον αφήσει ήσυχο (ο Τζόνι δεν έφυγε παρά μόνο αφού του απάντησε στις ερωτήσεις του -είχε υποχρέωση να του απαντήσει μετά τη μαλακία που έκανε). Η Πάτι Νίκερσον είπε ότι θυμόταν αμυδρά τον σου να λέει, Κρατηθείτε, την πατήσαμε, λίγο πριν τουμπάρει το αμάξι, και τίποτε άλλο. Όσον αφορά τους άλλους, οι αναμνήσεις τους σταματούσαν λίγο πριν από το ατύχημα και συνεχίζονταν πάλι από κάποιο σημείο μετά, λες και η μνήμη τους είχε ραντιστεί με κάποιο υλικό που προκαλεί αμνησία. Ο σου ισχυρίστηκε ότι το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να βγαίνει από το ντους το απόγευμα και να σκουπίζει τον αχνό από τον καθρέφτη για να ξυριστεί. Μετά, είπε, υπήρχε ένα μεγάλο κενό στη μνήμη του, μέχρι που ξύπνησε στο νοσοκομείο. Μπορεί να έλεγε ψέματα, αλλά ο Τζόνι δεν το θεώρησε πιθανό. Ο ίδιος όμως θυμόταν τα πάντα. Ο σου δεν είχε πει, Κρατηθείτε, την πατήσαμε, είχε πει. Κρατηθείτε, την κάτσαμε. Και γελούσε καθώς το έλεγε. Συνέχιζε να γελά ακόμη και όταν το αμάξι άρχισε να τουμπάρει. Ο Τζόνι θυμόταν την Πάτι να ουρλιάζει, «Τα μαλλιά μου, γαμώ το, τα μαλλιά μου!» και πώς, όταν γύρισε το αμάξι, η Πάτι προσγειώθηκε πάνω στα αχαμνά του και του άλλαξε τα φώτα. Θυμόταν τον Μπρούνο Γκάρντνερ να φωνάζει. Και τον ήχο από την οροφή του αυτοκινήτου καθώς τσαλακωνόταν και διέλυε το κεφάλι της Ραχήλ Τιμόροφ. Ήταν ένας σκληρός ήχος σαν τρίξιμο, σαν αυτόν που ακούς μέσα στο κεφάλι σου όταν μασάς παγάκια. Τα θυμόταν όλα. Ήξερε ότι αυτή η ικανότητα του ήταν ένα μέρος της συγγραφικής του ιδιότητας, αλλά δεν ήξερε αν ήταν κληρονομική ή επίκτητη, αίτιο ή αποτέλεσμα. Και μάλλον δεν είχε σημασία. Το ζήτημα ήταν ότι θυμόταν τα πάντα ακόμη και σε καταστάσεις εντελώς μπερδεμένες. Πράγματα που συνέβαιναν ταυτόχρονα χωρίζονταν αυτόματα μέσα στο μυαλό του και έμπαιναν σε αλληλουχία τη στιγμή που γίνονταν, σαν ρινίσματα σιδήρου που ευθυγραμμίζονται από την έλξη ενός μαγνήτη. Όλο αυτό τον καιρό ο Τζόνι ήταν ευχαριστημένος απ' αυτή την ικανότητα του, δε θα ήθελε να είναι αλλιώς. Τώρα όμως... Τώρα δε θα έλεγε όχι αν μπορούσε κάποιος να του ρίξει στη μνήμη λίγο από το υλικό που προκαλεί αμνησία. Είδε σκλήθρες ξύλου να φεύγουν από την πόρτα του θαλάμου προβολής και να πέφτουν στο κεφάλι της Σύνθια, όταν η Όντρεϊ πυροβόλησε. Αισθάνθηκε μία από τις σφαίρες να περνάει δίπλα 454

STEPHEN KING

από το δεξιό του αυτί. Είδε τον Στιβ, πεσμένο στο ένα γόνατο αλλά σώο και αβλαβή, να αποκρούει το πιστόλι που του πέταξε η γυναίκα. Αυτή ανασήκωσε το πάνω χείλι της, γρύλισε απειλητικά στον Στιβ, σαν στριμωγμένο σκυλί, και μετά γύρισε και άρπαξε πάλι το μικρό από το λαιμό. Εμπρός! φώναξε ο Τζόνι στον εαυτό του. Βοήθησέ τον! Κάνε όπως έχανες και πριν, όταν πυροβόλησες το πούμα!

Αλλά δεν μπορούσε. Έβλεπε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί.

Τα γεγονότα άρχισαν να αλληλοεπικαλύπτονται τότε, αλλά ο νους του επέμενε να τα βάζει στη σειρά, να τα τακτοποιεί, να τους δίνει κάποιο λογικό ειρμό, σαν αφήγηση. Είδε τον Στιβ να ορμάει στην Όντρεϊ, να της λέει να σταματήσει, να αφήσει το παιδί, να τη βουτάει από το λαιμό με το ένα χέρι και να της αρπάζει τους καρπούς με το άλλο. Την ίδια στιγμή ο Τζόνι εκτοξεύτηκε μέσα στο θάλαμο, με τη δύναμη κασκαντέρ που εκτινάσσεται από κανόνι. Ήταν ο Ραλφ, φυσικά, που τον χτύπησε από πίσω καθώς ορμούσε στο θάλαμο, φωνάζοντας το όνομα του γιου του μ' όλη του τη δύναμη.

Ο Τζόνι πετάχτηκε πάνω από τα δύο καθοδικά σκαλιά στην είσοδο του θαλάμου, βρέθηκε στον αέρα με τα γόνατα λυγισμένα και ήταν σίγουρος ότι θα πάθαινε πολλαπλά κατάγματα το λιγότερο, ήταν σίγουρος ότι το παιδί πέθαινε ή είχε πεθάνει ήδη, ήταν σίγουρος ότι η Όντρεϊ Γουάιλερ είχε τρελαθεί από την αγωνία και είχε την ψευδαίσθηση ότι ο Ντέιβιντ Κάρβερ ήταν ο μπάτσος ή άνθρωπος του μπάτσου... και παράλληλα τα μάτια του συνέχιζαν να καταγράφουν και ο εγκέφαλος του συνέχιζε να δέχεται εικόνες και να τις αποθηκεύει. Πρόσεξε πώς ήταν σφιγμένα τα μυώδη πόδια της Όντρεϊ, με το ύφασμα της φούστας τεντωμένο πάνω τους. Είδε επίσης ότι θα προσγειωνόταν κοντά της. Προσγειώθηκε με το ένα πόδι, σαν παγοδρόμος που έχει ξεχάσει τα πατίνια του. Το γόνατο του λύγισε. Το αγνόησε, όρμησε μπροστά, πάνω στη γυναίκα, και την άρπαξε από τα μαλλιά. Αυτή τράβηξε το κεφάλι της πίσω και πήγε να του δαγκώσει τα δάχτυλα. Την ίδια στιγμή (μόνο που το μυαλό του Τζόνι επέμενε ότι ήταν την επόμενη στιγμή, προσπαθώντας ακόμη και τώρα να μετατρέψει αυτό το χάος σε μια αφήγηση με αλληλουχία), ο Στιβ της 455

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τράβηξε τα χέρια από το λαιμό του παιδιού. Ο Τζόνι είδε τα λευκά σημάδια που άφησαν οι παλάμες και τα δάχτυλα της εκεί και, αμέσως μετά, προσπέρασε τη Γουάιλερ, λόγω της φόρας που είχε. Η γυναίκα δεν κατάφερε να τον δαγκώσει, πράγμα που ήταν καλό, αλλά κι αυτός δεν κατάφερε να την κρατήσει από τα μαλλιά, κι αυτό ήταν κακό.

Η Γουάιλερ έβγαλε μια άγρια κραυγή, τη στιγμή που ο Τζόνι έσκαγε πάνω στον τοίχο. Το αριστερό του χέρι πέρασε μέσα από το τετράγωνο άνοιγμα για τη δέσμη της μηχανής προβολής και, για μια τρομερή στιγμή, ήταν σίγουρος ότι θα το ακολουθήσει και το υπόλοιπο σώμα του -έξω όλος και μετά κάτω, έχετε γεια βρυσούλες. Ήταν αδύνατο αυτό, η τρύπα δεν τον χωρούσε, αλλά έτσι του φάνηκε.

Την ίδια στιγμή (με το νου του να επιμένει για άλλη μια φορά ότι ήταν η επόμενη στιγμή, το επόμενο συμβάν, η επόμενη φράση) ο Ραλφ Κάρβερ φώναξε: «Πάρε τα χέρια σου από το παιδί μου, σκύλα!»

Ο Τζόνι τράβηξε το χέρι του μέσα και κοίταξε γύρω, ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο. Είδε τον Στιβ και τον Ραλφ να τραβάνε τη γυναίκα, που συνέχιζε να ουρλιάζει, και να την ξεκολλάνε από τον Ντέιβιντ. Είδε το παιδί να σωριάζεται στον τοίχο και να γλιστρά αργά κάτω, με τα σημάδια στο λαιμό του να ξεχωρίζουν πάνω στο δέρμα του. Είδε τη Σύνθια να κατεβαίνει τα σκαλιά και να μπαίνει στο θάλαμο, προσπαθώντας να κοιτάξει παντού, ταυτόχρονα. «Πιάσε το παιδί, αφεντικό!» φώναξε λαχανιασμένος ο Στιβ. Πάλευε με την Όντρεϊ, με το ένα χέρι της κρατούσε ακόμη τους καρπούς και με το άλλο την είχε πιάσει τώρα από τη μέση. Αυτή χτυπιόταν, σαν αδάμαστο άλογο που πάνε να το καβαλήσουν. «Παρ' το και φύγε από δω...»

Η Όντρεϊ ελευθερώθηκε με μια ανατριχιαστική κραυγή. Ο Ραλφ έκανε μια αδέξια προσπάθεια να της κάνει κεφαλοκλείδωμα, αλλά αυτή έβαλε το χέρι της κάτω από το σαγόνι του και τον απώθησε. Οπισθοχώρησε ένα βήμα, είδε τον Ντέιβιντ και γρύλισε πάλι. Τα χείλια της τραβήχτηκαν πίσω, αποκαλύπτοντας τα δόντια της. Έκανε να κινηθεί προς τον Ντέιβιντ και ο Ραλφ είπε, «Αν τον ξαναγγίξεις, θα σε σκοτώσω». 456

STEPHEN KING

Γαμώ το, σκέφτηκε ο Τζόνι και σήκωσε το παιδί στην αγκαλιά του. Το σώμα του ήταν ζεστό, βαρύ και χαλαρό στα χέρια του, τα μέλη του λυμένα. Η μέση του Τζόνι, ταλαιπωρημένη από τις μοτοσικλετιστικές του περιπέτειες, του έριξε μια προειδοποιητική σουβλιά.

Η Όντρεϊ κοίταξε τον Ραλφ σαν να τον προκαλούσε να τη σκοτώσει, αν τολμάει, και μετά συσπειρώθηκε, έτοιμη να ορμήσει στον Τζόνι. Δεν πρόλαβε όμως, ο Στιβ την άρπαξε πάλι από τη μέση από μπροστά και έτσι όπως την κρατούσε έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του σαν να τη χόρευε. Εκείνη νιαούριζε ασταμάτητα και ο Τζόνι ένιωθε τα τσιριχτά της να του διαπερνούν τα αυτιά και το μυαλό.

Στα μισά της δεύτερης περιστροφής, ο Στιβ την άφησε. Η Όντρεϊ τινάχτηκε προς τα πίσω παραπατώντας, σαν πέτρα που φεύγει από περιστροφική σφεντόνα, ενώ το στρίγκλισμα δεν έλεγε να σταματήσει. Η Σύνθια, που ήταν πίσω της, έπεσε ξαφνικά στα τέσσερα με την ταχύτητα ακροβάτη που κάνει προβαρισμένο νούμερο σε τσίρκο. Τα πόδια της Γουάιλερ χτύπησαν πάνω της και η γυναίκα έπεσε προς τα πίσω στο πάτωμα, για να προσγειωθεί στο ανοιχτόχρωμο τετράγωνο, όπου ήταν παλιά η δεύτερη μηχανή προβολής. Τους κοίταξε μέσα από τα μαλλιά της, ζαλισμένη από το τράνταγμα. «Παρ' τον από δω, αφεντικό!» Ο Στιβ του έδειξε την πόρτα του θαλάμου. «Κάτι έχει αυτή, είναι σαν τα ζώα!»

Τι εννοείς σαν τα ζώα; σκέφτηκε ο Τζόνι. Η μαλακισμένη έχει γίνει ζώο. Άκουσε τον Στιβ να του το λέει, αλλά δεν κινήθηκε. Για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να κινηθεί.

Η Όντρεϊ πετάχτηκε όρθια και οπισθοχώρησε στη γωνία του θαλάμου. Το πάνω χείλι της ανεβοκατέβαινε ακόμη σε ένα άγριο γρύλισμα, τα μάτια της πήγαν από τον Τζόνι και το αναίσθητο παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά του στον Ραλφ και μετά στη Σύνθια, που είχε σηκωθεί κι αυτή όρθια και είχε κολλήσει πάνω στον Στιβ. Ο Τζόνι σκέφτηκε το δίκαννο Ρόσι και το Ρούγκερ. Τα είχαν αφήσει και τα δυο στην είσοδο του κινηματογράφου, έξω από το ταμείο. Είχαν μπει στο ταμείο για να δουν καλύτερα έξω στο δρόμο, αλλά είχαν αφήσει έξω τα όπλα, επειδή ήταν πολύ μι457

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κρός ο χώρος. Και μόλις βγήκαν δεν τα ξαναπήραν. Σκέφτηκε ότι ένα από τα πιο τρομακτικά μαθήματα που τους είχε δώσει αυτός ο εφιάλτης ήταν το πόσο απροετοίμαστοι ήταν όλοι τους για το παιχνίδι της επιβίωσης. Παρ' όλα αυτά, όμως, είχαν επιζήσει. Οι περισσότεροι, τουλάχιστον. Ως τώρα. «Τακ αχ λαχ!»

Η γυναίκα μίλησε με μια φωνή τρομακτική και πανίσχυρη, που δεν έμοιαζε καθόλου με την κανονική της, τη σιγανή και διστακτική φωνή με την οποία τους είχε αφηγηθεί την ιστορία της. Η καινούρια φωνή της ήταν μόνο μια δυο σκάλες πάνω από γάβγισμα σκύλου. Και τι ήταν αυτό; Γελούσε ταυτόχρονα: Ο Τζόνι ένιωσε ότι ένα μέρος της Γουάιλερ πραγματικά γελούσε. Και τι ήταν αυτά τα παράξενα κινούμενα σχήματα κάτω από το δέρμα της; Τα έβλεπε πραγματικά ή τον γελούσαν τα μάτια του; «Μιν! Μιν! Μιν εν τόον!»

Η Σύνθια έριξε μια απορημένη ματιά στον Στιβ. «Τι λέει;» Ο Στιβ κούνησε το κεφάλι του -δεν ήξερε. Η Σύνθια κοίταξε τον Τζόνι. «Είναι η γλώσσα του μπάτσου», είπε αυτός. Με τη σχεδόν τέλεια μνήμη του, έκανε ριπλέι στη στιγμή που ο μπάτσος είχε δώσει εντολή στο γύπα να του επιτεθεί. «Τιμόχ!» φώναξε στην Όντρεϊ Γουάιλερ. «Κάντι-λατς!»

Οι λέξεις δεν ήταν απόλυτα σωστές, πρέπει όμως να είχε πέσει αρκετά κοντά. Η Όντρεϊ αναπήδησε και για μια στιγμή στο πρόσωπο της φάνηκε μια πολύ ανθρώπινη έκφραση έκπληξης. Μετά το χείλι της σηκώθηκε πάλι και στα μάτια της εμφανίστηκε ξανά εκείνο το τρελό χαμόγελο. «Τι της είπες;» ρώτησε η Σύνθια τον Τζόνι. «Δεν έχω ιδέα».

«Αφεντικό, πρέπει να φύγεις από δω με το παιδί. Τώρα».

Ο Τζόνι έκανε ένα βήμα πιαω, έτοιμος να ακολουθήσει τη συμβουλή του Στιβ. Η Όντρεϊ έβαλε το χέρι στην τσέπη της και το ξανάβγαλε κρατώντας κάτι. Τον κοίταξε -μόνο αυτόν τώρα, μόνο τον Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ, Διακεκριμένο Συγγραφέα και Χα458

STEPHEN KING

ρισματικό Στοχαστή- με τα ζωώδη μάτια της. Άπλωσε το χέρι της. «Καν τακ!» φώναξε γελώντας. «Καν τακ, καν τακ! Αυτά που παίρνεις, αυτά είσαι! Φυσικά! Καν τακ, καν τακ, μι τόον! Παρ’ τα! Σο τακ!» Όταν άνοιξε το χέρι της και του έδειξε τι του πρόσφερε, το συναισθηματικό κλίμα μέσα στο μυαλό του Τζόνι άλλαξε αμέσως... και παρ' όλα αυτά συνέχισε να βλέπει τα πάντα και να τα βάζει στη σειρά, όπως έκανε και τότε που είχε τουμπάρει το αμάξι του σου Χάτερ. Είχε συνεχίσει να τα καταγράφει όλα τότε, παρ' όλο που ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε, και συνέχισε να τα καταγράφει και τώρα, παρ' όλο που τον τύλιξε ξαφνικά ένα απύθμενο μίσος για το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά του και ένιωσε την ασυγκράτητη επιθυμία να χώσει κάτι -το κλειδί της μοτοσικλέτας του θα ήταν ό,τι έπρεπε- στο λαιμό του κωλόπαιδου και να του τον ανοίξει σαν κονσέρβα.

Στην αρχή του φάνηκε ότι στην παλάμη της υπήρχαν τρία παράξενα φυλαχτά, απ' αυτά που φοράνε μερικές φορές τα κορίτσια στα βραχιόλια τους. Αλλά ήταν πολύ μεγάλα, πολύ βαριά. Όχι, δεν ήταν φυλαχτά, ήταν πέτρινα αγαλματάκια, γύρω στους πέντε πόντους το καθένα. Το ένα ήταν ένα φίδι. Το δεύτερο ένας γύπας με το ένα φτερό σπασμένο. Τρελά, γουρλωτά μάτια τον κοίταζαν κάτω από το φαλακρό κεφάλι του πουλιού. Το τρίτο ήταν ένας αρουραίος σηκωμένος στα πίσω πόδια. Όλα έδειχναν φθαρμένα και αρχαία. «Καν τακ!» ούρλιαξε η Γουάιλερ. «Καν τακ, καν τακ, σκότωσε το παιδί, σκότωσε το τώρα, σκότωσε το!»

Ο Στιβ έκανε ένα βήμα μπροστά. Η προσοχή της Γουάιλερ ήταν στραμμένη όλη στον Τζόνι και δεν τον είδε παρά την τελευταία στιγμή. Ο Στιβ της χτύπησε το χέρι με τις πέτρες και τα αγαλματάκια πετάχτηκαν στη γωνία του θαλάμου. Ένα από αυτά -το φίδι- έσπασε στα δυο. Η Όντρεϊ ούρλιαξε με φρίκη και λύσσα.

Η δολοφονική μανία που είχε τυλίξει το μυαλό του Τζόνι διαλύθηκε, αλλά δε χάθηκε εντελώς. Ένιωθε τα μάτια του να θέλουν να γυρίσουν προς τη γωνία, εκεί όπου ήταν τα αγαλματάκια. Και τον περίμεναν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τα σηκώσει. 459

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Πάρ' τον από δω μέσα, γαμώ το.!» φώναξε ο Στιβ. Η Όντρεϊ όρμησε να αρπάξει τα αγαλματάκια, ο Στιβ την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε πίσω. Το δέρμα της Γουάιλερ σκούραινε και σακούλιαζε. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι η διαδικασία που την είχε αλλάξει προσπαθούσε τώρα να αντιστραφεί ίσως, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Τι της συνέβαινε; Ζάρωνε; Μίκραινε; Δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη αλλά...

«ΠΑΡ' ΤΟΝ ΑΠΟ ΔΩ!» φώναξε πάλι ο Στιβ και χτύπησε τον Τζόνι στον ώμο. Αυτό τον ξύπνησε. Πήγε να γυρίσει και είδε μπροστά του τον Ραλφ. Πριν καταλάβει ο Τζόνι τι συμβαίνει, του άρπαξε τον Ντέιβιντ από τα χέρια και μετά γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά με αδέξιες αλλά δυνατές κινήσεις. Εξαφανίστηκε από το θάλαμο χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του.

Η Όντρεϊ τον είδε να φεύγει. Ούρλιαξε -αυτή τη φορά απελπισμένα- και όρμησε πάλι στις πέτρες. Ο Στιβ την τράβηξε πάλι πίσω με δύναμη. Ακούστηκε ένας ήχος, σαν σκίσιμο, και το δεξί χέρι της Όντρεϊ ξεκόλλησε από τον ώμο της. Ο Στιβ απέμεινε να το κρατάει σαν μπούτι από παραψημένο κοτόπουλο. 2 Η Όντρεϊ έμοιαζε να μην έχει αντιληφθεί τι της συνέβη. Με ένα χέρι πια και με τη δεξιά μεριά του ρούχου της να σκουραίνει από το αίμα, όρμησε στα αγαλματάκια φωνάζοντας σ' εκείνη την παράξενη γλώσσα. Ο Στιβ είχε παγώσει στη θέση του και κοίταζε αυτό που κρατούσε –ένα ανθρώπινο χέρι με φακίδες στο δέρμα κι ένα ρολόι Κάσιο στον καρπό. Ο Τζόνι ήταν παγωμένος κι αυτός. Αν δεν ήταν η Σύνθια, σκέφτηκε αργότερα ο Στιβ, η Όντρεϊ θα είχε ξαναπιάσει τα αγαλματάκια. Και ένας θεός ξέρει τι θα γινόταν τότε. Ακόμη και όταν είχε εστιάσει τη δύναμη τους στον Τζόνι, ο Στιβ είχε νιώσει να επηρεάζεται κι αυτός. Και αυτή τη φορά δεν υπήρχε τίποτα το σεξουαλικό. Αυτή τη φορά ήταν μια σκέτη παρόρμηση για φόνο.

Πριν προλάβει η Όντρεϊ να πέσει στα γόνατα και να αρπάξει τα παιγνίδια της, η Σύνθια τα κλότσησε μακριά και τα έστειλε στον 460

STEPHEN KING

τοίχο με τις τρύπες. Η Όντρεϊ ούρλιαξε πάλι κι αυτή τη φορά ένας πίδακας αίματος βγήκε από το στόμα της μαζί με τον ήχο. Γύρισε και τους κοίταξε. Ο Στιβ οπισθοχώρησε σχεδόν τρικλίζοντας και σήκωσε το χέρι του, σαν να προσπαθούσε να μη βλέπει αυτό το φρικτό θέαμα. Το όμορφο πρόσωπο της Όντρεϊ είχε κρεμάσει τώρα από το κρανίο της σαν ρυτιδωμένος σάκος. Τα μάτια της κρέμονταν από κόγχες που μεγάλωναν. Το δέρμα της μαύριζε και άνοιγε. Αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτή η ανατριχιαστική, αηδιαστική μεταμόρφωση. Το χειρότερο ήρθε όταν ο Στιβ άφησε το φρικτό πράγμα που κρατούσε και η Όντρεϊ σηκώθηκε πάλι όρθια.

«Λυπάμαι πολύ», είπε, αλλά η πνιχτή φωνή της ήταν τώρα ανθρώπινη. Έμοιαζε αδύνατο να βγαίνει απ' αυτό το έκτρωμα, που σάπιζε μπροστά στα μάτια τους. «Δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν. Μην αγγίξετε τα καν τακ. Μη διανοηθείτε να τα αγγίξετε!» Ο Στιβ κοίταξε τη Σύνθια. Τον κοίταζε κι αυτή και στα ορθάνοιχτα μάτια της διάβασε τη σκέψη της: Εγώ άγγιξα ένα. Και δυο φορές μάλιστα. Πόσο τυχερή ήμουν;

Πολύ τυχερή, σκέφτηκε ο Στιβ. Και οι δύο ήμαστε πολύ τυχεροί.

Η Όντρεϊ προχώρησε τρικλίζοντας προς το μέρος τους, αφήνοντας πίσω της τις γκρίζες πέτρες. Ανέδιδε μια μυρωδιά από αίμα και σαπίλα. Ο Στιβ άπλωσε το χέρι του, αλλά δεν είχε το κουράγιο να την πιάσει από τον ώμο για να τη σταματήσει, παρ' όλο που η Όντρεϊ πήγαινε προς τα σκαλιά και το διάδρομο... προς τα εκεί όπου είχε πάει ο Ραλφ με το παιδί. Δεν μπόρεσε να την αγγίξει, γιατί ήξερε ότι τα δάχτυλα του θα βυθίζονταν μέσα στη σαπισμένη σάρκα. Τώρα ο Στιβ άκουγε υγρούς ήχους καθώς μέρη από το σώμα της άρχισαν να υγροποιούνται και να πέφτουν από πάνω της σαν σάρκινη βροχή. Ανέβηκε τα σκαλιά και πέρασε την πόρτα. Η Σύνθια κοίταξε τον Στιβ για μια στιγμή, το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο. Αυτός την αγκάλιασε από τον ώμο και ακολούθησαν τον Τζόνι, που ανέβαινε κι αυτός τα σκαλιά. 461

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Όντρεϊ ήταν ακόμη στη στενή, απότομη σκάλα, που κατέβαινε από το θάλαμο προβολής στο διάδρομο. Κατάφερε να την κατεβεί μέχρι τη μέση και μετά έπεσε. Ο ήχος που έκανε το σώμα της μέσα στο ματωμένο φόρεμα της ήταν ανατριχιαστικός, σαν να έσκασε μια σακούλα γεμάτη υγρό στο πάτωμα. Παρ' όλα αυτά ήταν ακόμη ζωντανή. Άρχισε να σέρνεται, με τα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά, κρύβοντας ευτυχώς το μισοδιαλυμένο πρόσωπο της. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, στη σκάλα που οδηγούσε κάτω, στην είσοδο, στεκόταν ο Ραλφ με τον Ντέιβιντ στην αγκαλιά του και κοίταζε το τέρας που πλησίαζε. «Πυροβολήστε τη!» μούγκρισε ο Τζόνι. «Για όνομα του θεού, ρίξτε της κάποιος!»

«Δε γίνεται», είπε ο Στιβ. «Δεν υπάρχουν όπλα εδώ πάνω. Μόνο του μικρού κι αυτό είναι άδειο». «Ραλφ, κατέβα κάτω με τον Ντέιβιντ», είπε ο Τζόνι. «Κατέβα κάτω πριν...»

Αλλά το έκτρωμα που κάποτε ήταν η Όντρεϊ Γουάιλερ δεν ενδιαφερόταν πια για τον Ντέιβιντ. Έφτασε στην αψιδωτή δίοδο προς τον εξώστη και την πέρασε έρποντας.

Σχεδόν αμέσως, τα ξύλινα υποστυλώματα, που ήταν ετοιμόρροπα από το ξερό κλίμα της ερήμου και από γενιές ολόκληρες τερμιτών, άρχισαν να τρίζουν. Ο Στιβ έτρεξε πίσω από τον Τζόνι, κρατώντας πάντα αγκαλιά τη Σύνθια. Ο Ραλφ τους πλησίασε από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Συναντήθηκαν στη μέση και είδαν το πράγμα μέσα στο ματωμένο φόρεμα να φτάνει στα κάγκελα του εξώστη. Η Όντρεϊ είχε περάσει πάνω από την ξεφούσκωτη σχεδόν σεξοκούκλα, αφήνοντας μια πλατιά λωρίδα από αίμα και άλλα παράξενα υγρά πάνω στο πλαστικό. Το σφιγμένο στόμα της κούκλας έμοιαζε να διαμαρτύρεται γι' αυτή τη μεταχείριση.

Ό,τι απέμενε από την Όντρεϊ Γουάιλερ είχε πιαστεί από τα κάγκελα και προσπαθούσε να σηκωθεί για να πέσει στο κενό, όταν τα υποστυλώματα διαλύθηκαν και ο εξώστης ξεκόλλησε από τον τοίχο με ένα εκκωφαντικό τρίξιμο. Στην αρχή γλίστρησε προς τα έξω, σχεδόν οριζόντια, ξεκολλώντας σανίδες από την άκρη του διαδρόμου και κάνοντας τον Στιβ και τους άλλους να οπισθοχω462

STEPHEN KING

ρήσουν, καθώς το παλιό χαλί κάτω από τα πόδια τους τεντώθηκε και μετά σκίστηκε θυμίζοντας σεισμικό ρήγμα στο έδαφος. Ξύλα έσπασαν. Καρφιά στρίγκλισαν καθώς ξεκολλούσαν από σανίδες όπου ήταν καρφωμένα δεκαετίες. Μετά ο εξώστης άρχισε να γέρνει. Η Όντρεϊ έπεσε στο κενό. Για μια στιγμή ο Στιβ είδε τα πόδια της να ξεχωρίζουν μέσα στη σκόνη και μετά χάθηκε. Μια στιγμή αργότερα, ο εξώστης χάθηκε κι αυτός, έπεσε σαν πέτρα πάνω στα καθίσματα από κάτω, με έναν τρομερό πάταγο. Ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από πάνω του, σε σχήμα μικρού μανιταριού. «Ο Ντέιβιντ!» φώναξε ο Στιβ. «Είναι ζωντανός ο Ντέιβιντ;»

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Ραλφ. Τους κοίταζε με ζαλισμένα, δακρυσμένα μάτια. «Όταν τον έβγαλα από το θάλαμο προβολής ζούσε σίγουρα, αλλά τώρα δεν ξέρω. Δεν τον νιώθω να ανασαίνει». 3 Όλες οι πόρτες που οδηγούσαν στην αίθουσα του κινηματογράφου είχαν ανοίξει από το πέσιμο του εξώστη και ένα πυκνό σύννεφο σκόνης είχε απλωθεί παντού. Κουβάλησαν τον Ντέιβιντ κοντά σε μια πόρτα που έβγαζε στο δρόμο, όπου ένα ρεύμα απέξω έδιωχνε την περισσότερη σκόνη. «Ακούμπησε τον κάτω», είπε η Σύνθια. Προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει, αλλά το μυαλό της δε δούλευε καλά, οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες. «Άπλωσε τον ίσια. Να μην εμποδίζεται ο λαιμός του, να μπορεί να ανασάνει». Ο Ραλφ την κοίταξε με ελπίδα καθώς ξάπλωνε τον Ντέιβιντ στο φθαρμένο χαλί με τη βοήθεια του Στιβ. «Ξέρεις τίποτα από... απ' αυτά τα πράγματα;»

«Εξαρτάται τι εννοείς», είπε η Σύνθια. «Από πρώτες βοήθειες και τεχνητή αναπνοή ξέρω μερικά πράγματα. Αλλά αν μιλάς για γυναίκες που μετατρέπονται σε δολοφόνους και μετά σαπίζουν, όχι, δεν έχω ιδέα». «Δεν έχω κανέναν άλλο πια, δεσποινίς», είπε ο Ραλφ. 463

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Μόνο αυτός μου έμεινε». Η Σύνθια έκλεισε τα μάτια της και έσκυψε πάνω από τον Ντέιβιντ. Αυτό που ένιωσε της έφερε τεράστια ανακούφιση: ένα αμυδρό αλλά σίγουρο άγγιγμα ανάσας στο μάγουλο της. «Ζει. Τον νιώθω να ανασαίνει». Κοίταξε τον Ραλφ και χαμογέλασε. «Δεν είναι παράξενο που εσύ δεν ένιωσες την ανάσα του. Το πρόσωπο σου είναι πρησμένο σαν σαμπρέλα».

«Ναι. Μάλλον αυτό ήταν. Αλλά φοβόμουν τόσο πολύ...» Προσπάθησε να χαμογελάσει κι αυτός, αλλά δεν τα κατάφερε. Έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό και ακούμπησε στον τοίχο πίσω του.

«Θα τον βοηθήσω τώρα», είπε η Σύνθια. Κοίταξε το χλομό πρόσωπο και τα κλειστά μάτια του παιδιού, «θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, Ντέιβιντ. Άσε με να σε βοηθήσω, εντάξει; Άσε με να σε βοηθήσω».

Του γύρισε μαλακά το κεφάλι από τη μία μεριά, κάνοντας έναν πονεμένο μορφασμό όταν είδε τα σημάδια από τα δάχτυλα στο λαιμό του. Στην αίθουσα του κινηματογράφου, ένα κομμάτι του εξώστη που αιωρούνταν ακόμη έπεσε με πάταγο. Οι άλλοι κοίταξαν προς τα εκεί, αλλά η Σύνθια είχε στρέψει όλη την προσοχή της στον Ντέιβιντ. Του άνοιξε το στόμα με το αριστερό χέρι, έσκυψε μπροστά και του έκλεισε τα ρουθούνια με το δεξί. Μετά ακούμπησε το στόμα της στο δικό του και φύσηξε. Το στήθος του Ντέιβιντ υψώθηκε, μετά έπεσε πάλι καθώς η Σύνθια ελευθέρωσε τα ρουθούνια του και τραβήχτηκε λίγο. Έσκυψε πάλι και του μίλησε σιγανά στο αυτί. «Γύρνα κοντά μας, Ντέιβιντ. Σε χρειαζόμαστε. Κι εσύ χρειάζεσαι εμάς».

Φύσηξε πάλι στο στόμα του. «Γύρνα κοντά μας, Ντέιβιντ», είπε πάλι, καθώς από το στόμα του Ντέιβιντ έβγαινε ένα μείγμα από δικό της και δικό του αέρα. Κοίταξε το πρόσωπο του. Η ανάσα του είχε γίνει πιο δυνατή κι έβλεπε τα μάτια του να κινούνται κάτω από τα μπλε βλέφαρα του, αλλά δεν έδειχνε να ξυπνάει.

«Γύρνα κοντά μας, Ντέιβιντ. Γύρνα κοντά μας».

Ο Τζόνι κοίταξε απότομα γύρω του, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, σαν άνθρωπος βυθισμένος σε σκέψεις, που ξαφνικά επιστρέφει 464

STEPHEN KING

στην πραγματικότητα. «Πού είναι η Μαίρη; Δεν πιστεύω να 'πέσε πάνω της ο εξώστης;» «Γιατί να πέσει πάνω της;» ρώτησε ο Στιβ. «Ήταν με το γέρο στην τουαλέτα». «Και νομίζεις ότι είναι ακόμη με το γέρο; Μετά από όλες αυτές τις φωνές; Και αφού έπεσε ολόκληρος εξώστης;» «Έχεις δίκιο», είπε ο Στιβ.

«Άντε πάλι από την αρχή», είπε ο Τζόνι. «Το 'ξερα ότι κάτι δεν πάει καλά. Έλα, πάμε να δούμε τι έγινε».

Η Σύνθια δεν έδωσε σημασία. Είχε σκύψει πάλι πάνω από τον Ντέιβιντ και κοίταζε ερευνητικά το πρόσωπο του. «Δεν ξέρω που βρίσκεσαι, μικρέ, αλλά καλά θα κάνεις να γυρίσεις πίσω. Είναι ώρα να τα μαζέψουμε και να πάρουμε δρόμο».

Ο Τζόνι πήρε το δίκαννο και την καραμπίνα από το ταμείο, όπου ήταν ακουμπισμένα, και έδωσε την καραμπίνα στον Ραλφ. «Μείνε εδώ με το παιδί σου και την κοπέλα», είπε. «θα γυρίσουμε σε λίγο». «Ναι; Κι αν δε γυρίσετε;»

Ο Τζόνι τον κοίταξε αβέβαια για μια στιγμή, μετά χαμογέλασε πλατιά. «Κάψε τα έγγραφα, κατάστρεψε τον ασύρματο και κατάπιε την κάψουλα με το υδροκυάνιο». «Ε;»

«Που θέλεις να ξέρω εγώ; Χρησιμοποίησε την κρίση σου. Εγώ ένα πράγμα ξέρω μόνο, Ραλφ: μόλις βρούμε τη Μαίρη, θα κόψουμε λάσπη από δω. Έλα, Στιβ. Πάμε από τον αριστερό διάδρομο, εκτός αν θέλεις να κάνεις ορειβασία πάνω στον πεσμένο εξώστη». Ο Ραλφ τους κοίταξε για λίγο από την ανοιχτή πόρτα, μετά γύρισε στη Σύνθια και το γιο του. «Τι έχει πάθει ο Ντέιβιντ, ξέρεις; Μήπως έπεσε σε κώμα από ασφυξία;

Είχε ένα φίλο που είχε πέσει σε κώμα. Έγινε καλά όμως, ήταν σωστό θαύμα, όλοι το είπαν -αλλά δε θα το ευχόμουν αυτό ούτε στο χειρότερο εχθρό μου. Αυτό έχει πάθει, λες;» 465

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δε νομίζω. Υποψιάζομαι πως όχι μόνο δεν είναι σε κώμα, αλλά δεν είναι καν αναίσθητος. Βλέπεις πώς κινούνται τα βλέφαρα του; Φαίνεται μάλλον να κοιμάται και να ονειρεύεται... ή να βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης».

Η Σύνθια κοίταξε τον Ραλφ. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για μια στιγμή, και μετά ο Ραλφ γονάτισε από την άλλη μεριά του Ντέιβιντ. Παραμέρισε τα μαλλιά του γιου του από το μέτωπο του και τον φίλησε απαλά ανάμεσα στα μάτια, εκεί όπου υπήρχε ένα μικρό συνοφρύωμα. «Γύρνα πίσω, Ντέιβιντ», είπε. «Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω». Ο Ντέιβιντ ανάσαινε ήρεμα μέσα από σφιγμένα χείλη. Πίσω από τα μαυρισμένα βλέφαρα του, τα μάτια του κινούνταν ασταμάτητα. 4

Στην τουαλέτα των ανδρών βρήκαν ένα νεκρό πούμα, με το κεφάλι του διαλυμένο, και ένα νεκρό κτηνίατρο, με τα μάτια του ανοιχτά. Στην τουαλέτα των γυναικών, δε βρήκαν τίποτα -ή έτσι τουλάχιστον φάνηκε αρχικά στον Στιβ.

«Για ρίξε το φως εδώ πέρα», του είπε ο Τζόνι. Όταν ο Στιβ φώτισε το παράθυρο, τον σταμάτησε, «Όχι, όχι εκεί, στο πάτωμα από κάτω».

Ο Στιβ κατέβασε τη δέσμη και είδαν μισή ντουζίνα μπουκάλια μπίρας όρθια στον τοίχο, δεξιά από το παράθυρο.

«Η παγίδα του γιατρού», είπε ο Τζόνι. «Και δεν είναι σπασμένα. Κάποιος τα κατέβασε τακτικά τακτικά. Ενδιαφέρον».

«Εγώ δεν πρόσεξα καν ότι δεν ήταν πάνω στο παράθυρο. Μπράβο, αφεντικό».

«Έλα εδώ». Ο Τζόνι πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε, κοίταξε έξω, μετά παραμέρισε για να δει και ο Στιβ. «Για θυμήσου τη στιγμή που φτάσαμε σ' αυτό το βουκολικό κτίσμα των ονείρων, Στιβ. Τι 466

STEPHEN KING

ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανες πριν μπεις μέσα απ' αυτό το παράθυρο; θυμάσαι;»

«Βέβαια. Είχαμε βάλει δυο κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο, για να ανεβούμε στο παράθυρο, κι έσπρωξα το από πάνω, το έριξα στο δρόμο, γιατί σκέφτηκα ότι, αν ερχόταν ο μπάτσος εδώ και τα έβλεπε έτσι στοιβαγμένα κάτω από το παράθυρο, θα ήταν σαν να του είχαμε βάλει και βέλος για να του δείξουμε πού πήγαμε».

«Σωστά. Αλλά τι βλέπεις τώρα;»

Ο Στιβ φώτισε κάτω με το φακό, αν και δε χρειαζόταν. Ο άνεμος είχε σταματήσει σχεδόν εντελώς και ο αέρας κόντευε να καθαρίσει από την άμμο. Υπήρχε και μια φέτα φεγγαριού στον ουρανό.

«Είναι στοιβαγμένα πάλι», είπε και κοίταξε ανήσυχος τον Τζόνι. «Φτου να πάρει! Ο Εντράτζιαν ήρθε εδώ όσο ήμαστε απασχολημένοι με τον Ντέιβιντ. Ήρθε και...» Την άρπαξε, ετοιμαζόταν να πει, αλλά είδε το αφεντικό να κουνάει αρνητικά το κεφάλι και σταμάτησε.

«Αυτά που βλέπουμε εδώ μας λένε άλλα πράγματα». Ο Τζόνι πήρε το φακό και φώτισε πάλι τα μπουκάλια. «Δεν είναι σπασμένα. Κάποιος τα κατέβασε. Ποιος το έκανε αυτό; Η Όντρεϊ; Όχι, αυτή πήγε από την άλλη μεριά, έψαχνε τον Ντέιβιντ. Ο Μπίλινγκσλι; Αποκλείεται, είχε τα χάλια του πριν πεθάνει. Έτσι μένει η Μαίρη. Αλλά θα το έκανε αυτό η Μαίρη για τον μπάτσο;» «Πολύ αμφιβάλλω», είπε ο Στιβ.

«Κι εγώ το ίδιο. Αν είχε εμφανιστεί εδώ ο μπάτσος, η Μαίρη θα ερχόταν μέσα τρέχοντας και ουρλιάζοντας. Και γιατί να βάλει τα κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο; Τον έχω γνωρίσει από πρώτο χέρι τον Κόλι Εντράτζιαν. Είναι τουλάχιστον δύο μέτρα, μπορεί και παραπάνω. Δε θα χρειαζόταν να πατήσει πουθενά για να φτάσει το παράθυρο. Για μένα, τα στοιβαγμένα κιβώτια δείχνουν ή κάποιον κοντύτερο ή κάποιο κόλπο για να κάνει τη Μαίρη να έρθει σε σημείο όπου να μπορεί να την αρπάξει -ή και τα δύο. Μπορεί να βγάζω αβάσιμα συμπεράσματα, βέβαια, αλλά...»

«Επομένως μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι σαν τον Εντράτζιαν. Κι άλλοι σαν την Όντρεϊ». 467

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Μπορεί, αλλά δε νομίζω ότι μπορείς να βγάλεις αυτό το συμπέρασμα απ' αυτά που βλέπουμε εδώ. Η Μαίρη δε θα παραμέριζε τα μπουκάλια για έναν ξένο. Δε θα τα παραμέριζε ούτε καν για ένα παιδάκι που κλαίει. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; θα ερχόταν να μας το πει πρώτα». Ο Στιβ πήρε το φακό και φώτισε το ψάρι του Μπίλινγκσλι πάνω στα πλακάκια. Κατάλαβε χωρίς να εκπλαγεί ότι δεν του άρεσε πια τόσο πολύ. Τώρα έμοιαζε σαν γέλιο μέσα σε στοιχειωμένο σπίτι. Έσβησε το φακό. «Τι σκέφτεσαι, αφεντικό;»

«Μη μες λες έτσι, Στιβ. Ποτέ δε μου άρεσε». «Εντάξει. Τι σκέφτεσαι, Τζόνι;»

Ο Τζόνι κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμη μόνοι. Το πρόσωπο του, με την πρησμένη και στραβή του μύτη, φαινόταν κουρασμένο αλλά και γεμάτο ένταση ταυτόχρονα. Έβγαλε τρεις ασπιρίνες ακόμη από το μπουκαλάκι, τις κατάπιε χωρίς νερό και τότε ο Στιβ συνειδητοποίησε κάτι εκπληκτικό: ο Μάρινβιλ φαινόταν νεότερος. Παρ' όλα όσα είχε περάσει, φαινόταν νεότερος. Ξεροκατάπιε πάλι, κάνοντας μια γκριμάτσα από τη γεύση της ασπιρίνης. «Η μαμά του Ντέιβιντ», είπε μετά. «Τι;»

«Μπορεί να ήταν αυτή. Σκέψου το λίγο. θα δεις πόσο κολλάει, όσο φρικτό κι αν είναι».

Ο Στιβ το σκέφτηκε και είδε πόσο λογικό ήταν αυτό που έλεγε ο Τζόνι. Δεν ήξερε από ποιο σημείο η Όντρεϊ Γουάιλερ είχε αρχίσει να τους λέει ψέματα στην αφήγηση της, ήξερε όμως ότι σε κάποιο σημείο η γυναίκα άλλαξε από τις πέτρες που ονόμαζε καν τακ. Άλλαξε; Προσβλήθηκε από μια φρικτή, εκφυλιστική λύσσα. Αυτό που συνέβη στη Γουάιλερ μπορεί να συνέβη και στην Έλεν Κάρβερ.

Ο Στιβ ξαφνικά ευχήθηκε να ήταν νεκρή η Μαίρη. Ήταν τρομερή σκέψη, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να ήταν προτιμότερο. Προτιμότερο από το να έχει πέσει κάτω από την επιρροή 468

STEPHEN KING

των καν τακ. Και από το να πάθει μετά αυτό που παθαίνεις αν χάσεις τα καν τακ, όπως η Όντρεϊ.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε.

«Φεύγουμε από την πόλη. Με όποιο τρόπο μπορούμε».

«Εντάξει. Αν ο Ντέιβιντ είναι ακόμη αναίσθητος, θα τον κουβαλήσουμε. Πάμε». Ξεκίνησαν για την είσοδο του κινηματογράφου. 5 Ο Ντέιβιντ Κάρβερ περπατούσε στη λεωφόρο Άντερσον, μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο του Δυτικού Γουέντγουορθ. Πάνω στο κτίριο ήταν γραμμένη με κίτρινο σπρέι η φράση Σ' ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΔΥΘΕΙ. Μετά έστριψε σε μια γωνία κι άρχισε να περπατά προς την οδό Μπέαρ. Αυτό ήταν παράξενο, γιατί η οδός Μπέαρ και το δάσος απείχαν εννιά ολόκληρα τετράγωνα από το σχολείο, αλλά έτσι είναι τα πράγματα στα όνειρα. Σε λίγο θα ξυπνούσε στο κρεβάτι του και όλα αυτά θα χάνονταν.

Μπροστά του υπήρχαν τρία ποδήλατα στη μέση του δρόμου. Ήταν στημένα ανάποδα και οι ρόδες τους γύριζαν στον αέρα. «Και είπε ο Φαραώ στον Ιωσήφ», είπε κάποιος.

«"Είδα όνειρο και δεν υπάρχει κανείς να το εξηγήσει. Κι άκουσα να λένε για σένα ότι καταλαβαίνεις τα όνειρα και μπορείς να τα εξηγείς"».

Ο Ντέιβιντ κοίταξε στην άλλη μεριά του δρόμου και είδε τον αιδεσιμότατο Μάρτιν. Ήταν μεθυσμένος και αξύριστος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι ουίσκι Σίγκραμς και ανάμεσα στα πόδια του υπήρχε μια κίτρινη λίμνη από εμετό. Ο Ντέιβιντ δεν άντεχε να τον βλέπει. Τα μάτια του ήταν άδεια και νεκρά. «Και αποκρίθηκε ο Ιωσήφ στον Φαραώ λέγοντας, "Όχι εγώ, ο θεός θα δώσει στον Φαραώ σωτήρια απάντηση"». Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν ύψωσε το μπουκάλι σαν να τον χαιρετούσε και μετά 469

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ήπιε. «Απάνω τους», είπε. «Τώρα θα ανακαλύψουμε αν ξέρεις πού ήταν ο Μωυσής όταν έσβησαν τα φώτα».

Ο Ντέιβιντ συνέχισε να περπατά. Σκέφτηκε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, αλλά τότε του ήρθε μια παράξενη αλλά πολύ πειστική ιδέα. Αν γύριζε, θα έβλεπε τη μούμια να τον κυνηγάει με αργά, κλονισμένα βήματα μέσα σε ένα σύννεφο από αρχαία σάβανα και μυρωδικά. Άρχισε να περπατά λίγο πιο γρήγορα.

Καθώς περνούσε δίπλα στα ποδήλατα, πρόσεξε ότι μία από τις ρόδες έκανε ένα διαπεραστικό και ενοχλητικό θόρυβο καθώς γύριζε: Ιιιικ-ιιιικ-ιιιικ. Του θύμισε τον ανεμοδείκτη πάνω από το Μπαντ'ς Σαντς, το ξωτικό με το κιούπι το χρυσάφι κάτω από τη μασχάλη του. Εκείνο που είχε δει στο....

Στην Ντεσπερέισον! Είμαι στην Ντεσπερέισον κι όλα αυτά είναι όνειρο! Αποκοιμήθηκα καθώς προσπαθούσα να προσευχηθώ, είμαι ακόμη πάνω, στον παλιό κινηματογράφο! «Θα παρουσιαστεί ανάμεσα σας προφήτης που θα βλέπει στον ύπνο του όνειρα», είπε κάποιος.

Ο Ντέιβιντ κοίταξε στην απέναντι μεριά του δρόμου και είδε ένα νεκρό αιλουροειδές -ένα πούμα- να κρέμεται από μια πινακίδα με το όριο ταχύτητας. Το πούμα είχε ανθρώπινο κεφάλι. Το κεφάλι της Όντρεϊ Γουάιλερ. Τα μάτια της τον κοίταζαν κουρασμένα και έμοιαζε να προσπαθεί να χαμογελάσει. «Αλλά αν πει, "Ας αναζητήσουμε άλλους θεούς", δεν πρέπει ν' ακούσεις τα λόγια του».

Ο Ντέιβιντ γύρισε το κεφάλι του και από τη δική του πλευρά του δρόμου είδε τη γλυκιά του Πάι να στέκεται στη βεράντα του σπιτιού του φίλου του, του Μπράιαν (το σπίτι του Μπράιαν δεν ήταν ποτέ στην οδό Μπέαρ, αλλά φαίνεται ότι τα πράγματα εδώ είχαν αλλάξει). Κρατούσε τη Μελίσα Σουίτχαρτ στην αγκαλιά της. «Τελικά ήταν ο Μπαμπούλας», είπε. «Το ξέρεις τώρα αυτό, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Το ξέρω, Πάι».

«Περπατά λίγο πιο γρήγορα, Ντέιβιντ. Ο Μπαμπούλας σε κυνηγάει». 470

STEPHEN KING

Η μυρωδιά από σάβανα και παλιά μυρωδικά, μια μυρωδιά που θύμιζε έρημο, είχε γίνει πιο έντονη τώρα και ο Ντέιβιντ άρχισε να περπατάει ακόμη πιο γρήγορα. Μπροστά του ήταν ένα άνοιγμα στους θάμνους, η είσοδος στο μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ. Παλιά δεν υπήρχε τίποτα εκεί, μόνο κανένα σχήμα από κουτσό φτιαγμένο με κιμωλία στο πεζοδρόμιο ή καμιά επιγραφή του τύπου Η ΚΑΘΙ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟΝ ΡΑΣΕΛ. Σήμερα όμως την είσοδο του μονοπατιού τη φρουρούσε ένα αρχαίο πέτρινο άγαλμα. Ήταν πολύ μεγάλο για να είναι καν τακ, μικρός θεός. Ήταν καν τακ, μεγάλος θεός. Ήταν ένα τσακάλι με γερμένο κεφάλι, ανοιχτό στόμα, σαν να γρύλιζε, και πεταχτά μάτια γεμάτα μανία. Ένα από τα αυτιά του είχε σπάσει ή φθαρεί από το χρόνο. Η γλώσσα στο στόμα του δεν ήταν γλώσσα αλλά ανθρώπινο κεφάλι -το κεφάλι του Κόλι Εντράτζιαν, μαζί με το καπέλο του.

«Μην τολμήσεις να μπεις σ' αυτό το μονοπάτι», είπε ο μπάτσος μέσα στο στόμα του τσακαλιού, καθώς πλησίασε ο Ντέιβιντ. «Μι τόον, καν ντε λατς: φόβου το άμορφο. Υπάρχουν άλλοι θεοί από τους δικούς σου -καν τακ, καν τακ. Ξέρεις ότι λέω την αλήθεια».

«Ναι, αλλά ο θεός μου είναι δυνατός», είπε ο Ντέιβιντ με φυσικότητα. Άπλωσε το χέρι στο ανοιχτό στόμα του τσακαλιού κι έπιασε την ψυχωτική του γλώσσα. Άκουσε τον Εντράτζιαν να ουρλιάζει και ένιωσε το βούισμα από το ουρλιαχτό στην παλάμη του. Μια στιγμή αργότερα, ολόκληρο το κεφάλι του τσακαλιού έσκασε μέσα σε μια φωτεινή λάμψη, χωρίς ήχο και χωρίς θραύσματα. Το μόνο που απέμεινε ήταν ένας πέτρινος όγκος, που τελείωνε στους ώμους του αγάλματος.

Άρχισε να περπατά στο μονοπάτι βλέποντας φυτά που δεν υπήρχαν στο Οχάιο: κάκτους, ξερόθαμνους... που τους λένε και αφάνες. Από τους θάμνους στη μια άκρη του μονοπατιού ξεπρόβαλε η μητέρα του. Το πρόσωπο της ήταν μαύρο και ζαρωμένο, σαν παλιό σακούλι με ζυμάρι. Τα μάτια της είχαν σακούλες από κάτω. Μόλις την είδε σ' αυτή την κατάσταση, τον έπνιξε η θλίψη και η φρίκη.

«Ναι, ναι, ο θεός σου είναι δυνατός», είπε η μητέρα του, «καμιά αντίρρηση. Κοίτα όμως τι έκανε σ' εμένα. Είναι καλός θεός Αυτός;» Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του, δείχνοντας τις σαπισμένες παλάμες της. 471

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δεν το έκανε ο θεός αυτό», είπε ο Ντέιβιντ κι άρχισε να κλαίει. «Ο αστυνομικός το έκανε!»

«Ναι, αλλά ο θεός επέτρεψε να συμβεί», του απάντησε και το ένα μάτι της έπεσε από την κόγχη. «Ο ίδιος θεός που άφησε τον Εντράτζιαν να σπρώξει την Κίρστεν στη σκάλα και μετά να κρεμάσει το σώμα της σ' ένα γάντζο για να το βρεις εσύ. Τι θεός είναι αυτός;

Αρνήσου Τον και αγκάλιασε το δικό μου. Ο δικός μου τουλάχιστον δείχνει ανοιχτά τη σκληρότητα του».

Αλλά όλη αυτή η συζήτηση -όχι μόνο αυτό που του ζητούσε αλλά και ο αγέρωχος, απειλητικός της τόνος- ήταν τόσο ξένη με τις αναμνήσεις του Ντέιβιντ από τη μητέρα του, ώστε άρχισε να περπατάει πάλι. Έπρεπε να προχωρήσει. Η μούμια ήταν πίσω του και μπορεί να ήταν αργή, αλλά φαίνεται ότι αυτός ήταν ένας τρόπος που χρησιμοποιούσε για να προλάβει τα θύματα της: μεταχειριζόταν την αρχαία αιγυπτιακή μαγεία της για να βάζει εμπόδια στο δρόμο τους. «Μη με πλησιάζεις!» ούρλιαξε το σάπιο τέρας. «Μη με πλησιάζεις γιατί θα σε μετατρέψω σε πέτρα μέσα στο στόμα κάποιου θεού! θα γίνεις καν τακ μέσα σε καν τακ!»

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε υπομονετικά ο Ντέιβιντ, «και δεν είσαι η μητέρα μου. Η μητέρα μου είναι με την αδερφή μου στον παράδεισο, με το θεό».

«Τι αστείο!» φώναξε το σαπισμένο πράγμα. Η φωνή του ακουγόταν σαν να έκανε γαργάρες τώρα, σαν τη φωνή του μπάτσου. Καθώς μιλούσε έφτυνε αίμα και δόντια. «Ο παράδεισος είναι ένα αστείο, από τα αστεία που θα σου έλεγε με τις ώρες ο φίλος σου ο Μάρτιν, αν τον πότιζες ουίσκι και μπίρες. Είναι ψεύτικος, σαν τα ψάρια και τα άλογα του Τομ Μπίλινγκσλι! Μη μου πεις ότι τα κατάπιες όλα αυτά; Ένα έξυπνο παιδί σαν εσένα; Ω Ντέιβι! Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω!» Εκείνο που έκανε τελικά ήταν να χαμογελάσει. «Δεν υπάρχει παράδεισος ούτε μετά θάνατον ζωή... Δεν υπάρχει για μας. Μόνο οι θεοί, καν τακ, καν τακ, καν...»

Ο Ντέιβιντ συνειδητοποίησε ξαφνικά τι ήταν όλο αυτό το μπερδεμένο κήρυγμα: το τέρας προσπαθούσε να τον κρατήσει εκεί, να 472

STEPHEN KING

τον καθυστερήσει για να τον προλάβει η μούμια και να τον πνίξει. Έκανε ένα βήμα μπροστά, άρπαξε το κεφάλι του και το έσφιξε. Ξαφνιάστηκε και ο ίδιος όταν γέλασε, γιατί η κίνηση του έμοιαζε πολύ με τα καμώματα που κάνουν μερικοί τρελοί ιεροκήρυκες στην τηλεόραση. Αρπάζουν τα θύματα τους από το κεφάλι και βροντοφωνάζουν, «Αρρώστια, βγες ΕΞΩΩΩ! Όγκοι, βγείτε ΕΞΩΩΩ! Ρευματισμοί, βγείτε ΕΞΩΩΩ! Στο όνομα τον Ιησουουουου!» Άλλη μια αθόρυβη λάμψη κι αυτή τη φορά δεν απέμεινε ούτε καν το σώμα. Ήταν μόνος στο μονοπάτι πάλι.

Συνέχισε να περπατά με το νου και την καρδιά του βαριά από θλίψη. Σκεφτόταν αυτά που του είπε το τέρας με τη μορφή της μητέρας του. Δεν υπάρχει παράδεισος ούτε μετά θάνατον ζωή για μας. Αυτό ίσως ήταν αλήθεια, ίσως και όχι. Δεν μπορούσε να ξέρει. Αλλά το τέρας του είπε επίσης ότι ο θεός επέτρεψε να σκοτωθούν η μητέρα του και η αδερφή του, κι αυτό ήταν αλήθεια... Ίσως. Πώς μπορεί να τα ξέρει αυτά τα πράγματα ένα παιδί;

Μπροστά του ήταν η βελανιδιά με το Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ πάνω της. Μπροστά στο δέντρο υπήρχε ένα κόκκινο και ασημί χαρτάκι -ένα περιτύλιγμα από σοκολάτα Οι Τρεις Σωματοφυλακές. Ο Ντέιβιντ έσκυψε, το πήρε και το έβαλε στο στόμα του. Άρχισε να πιπιλάει τα υπολείμματα της σοκολάτας, με τα μάτια κλειστά. Λάβετε, φάγετε, άκουσε να λέει ο αιδεσιμότατος Μάρτιν –αυτό τουλάχιστον ήταν ανάμνηση και όχι φωνή, πράγμα που τον ανακούφισε κάπως. Τούτο εστί το σώμα μου. Άνοιξε τα μάτια του, φοβούμενος ότι μπορεί να έβλεπε μπροστά του το μεθυσμένο πρόσωπο και τα νεκρά μάτια του αιδεσιμότατου Μάρτιν, ευτυχώς όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί.

Έφτυσε το χαρτάκι και ανέβηκε στο Παρατηρητήριο με τη γλυκιά γεύση της σοκολάτας στο στόμα του. Καθώς ανέβαινε, άκουσε μουσική ροκ εν ρολ. Κάποιος καθόταν σταυροπόδι στην πλατφόρμα και κοίταζε προς το δάσος. Η στάση του ήταν τόσο όμοια με του Μπράιαν -πόδια σταυρωμένα, πιγούνι ακουμπισμένο στις παλάμες- που για μια στιγμή ο Ντέιβιντ ήταν σίγουρος ότι ήταν πραγματικά ο παλιός του φίλος αλλά με τη μορφή νεαρού άντρα πια. Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε ότι δεν είχε πρόβλημα μ' αυτό, να δει τον Μπράιαν μεγάλο. 473

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Δε θα ήταν πιο παράξενο από το σάπιο πλάσμα με τη μορφή της μητέρας του ή από το πούμα που είχε το κεφάλι της Όντρεϊ Γουάιλερ και, σίγουρα, ήταν λιγότερο ενοχλητικό.

Ο νεαρός είχε περασμένο στον ώμο του ένα λουρί με ραδιόφωνο. Δεν ήταν γουόκμαν ούτε ραδιοκασετόφωνο, φαινόταν παλιότερο. Στη δερμάτινη θήκη του ραδιοφώνου ήταν κολλημένα δυο στρογγυλά αυτοκόλλητα, μια κίτρινη χαμογελαστή φατσούλα και ένα σήμα της ειρήνης. Η μουσική ερχόταν από ένα μικρό εξωτερικό μεγάφωνο. Ο ήχος ήταν ψιλός αλλά ωραίος παρ' όλα αυτά, δυνατά ντραμς, φοβερή κιθάρα και τέλεια φωνητικά ροκ: «Ένιωθα... τόσο άσχημα... που ρώτησα τον οικογενειακό μου γιατρό τι έχω...» «Μπράιαν;» ρώτησε ανεβαίνοντας στην πλατφόρμα. «Εσύ είσαι;»

Ο άντρας γύρισε. Ήταν λεπτός και μελαχρινός. Φορούσε κασκέτο του μπέιζμπολ με το σήμα των Γιάνκις, τζιν, γκρίζα φανέλα και μεγάλα γυαλιά ηλίου με αντανακλαστικούς φακούς. Ο Ντέιβιντ έβλεπε καθαρά το πρόσωπο του μέσα τους. Ήταν ο πρώτος άγνωστος άνθρωπος που έβλεπε ο Ντέιβιντ σ' αυτό το... αυτό το μέρος, ό,τι κι αν ήταν. «Ο Μπράιαν δεν είναι εδώ, Ντέιβιντ», είπε. «Ποιος είσαι εσύ, τότε;» Αν ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου άρχιζε να σαπίζει ή να αιμορραγεί σαν τον Εντράτζιαν, ο Ντέιβιντ θα εξαφανιζόταν με χίλια κι ας τον περίμεναν δέκα μούμιες στο δάσος από κάτω. «Αυτό το μέρος είναι δικό μας, δικό μου και του Μπράιαν».

«Ο Μπράιαν δεν μπορεί να βρίσκεται εδώ», είπε ο άντρας με ευχάριστο ύφος. «Γιατί ο Μπράιαν είναι ζωντανός». «Δεν κατάλαβα». Αλλά είχε καταλάβει.

«Τι είπες στον Μάρινβιλ όταν πήγε να μιλήσει στα κογιότ;»

Χρειάστηκε μερικές στιγμές για να θυμηθεί κι αυτό δεν ήταν παράξενο αφού η φράση που είχε πει έμοιαζε σαν σκέψη που δεν πήγαζε από το νου του, αλλά που τον διαπερνούσε. «Του είπα να μην τους μιλάει στη γλώσσα των νεκρών. Μόνο που δεν το είπα πραγματικά εγώ...» 474

STEPHEN KING

Ο άντρας τον σταμάτησε κουνώντας το χέρι. «Αυτή τη στιγμή μιλάμε με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησε ο Μάρινβιλ να μιλήσει στα κογιότ: σι εμ, τόον εν καν ντε λατς. Κατάλαβες;»

«Ναι. "Μιλάμε τη γλώσσα των άμορφων". Τη γλώσσα των νεκρών». Ο Ντέιβιντ άρχισε να τρέμει. «Τότε είμαι κι εγώ νεκρός, έτσι δεν είναι; Είμαι νεκρός». «Όχι. Λάθος». Ο άντρας ανέβασε την ένταση του ραδιοφώνου «Πες μου γιατρέ... κύριε γιατρέ...»- και χαμογέλασε. «Οι Ράσκαλς», είπε. «Τραγουδάει ο Φίλιξ Καβαλιερ. Φοβερή φωνή, ε;»

«Ναι», είπε ο Ντέιβιντ, και το εννοούσε. Ένιωθε ότι θα μπορούσε να ακούει αυτό το τραγούδι όλη μέρα. Του θύμιζε παραλία και όμορφα κορίτσια με μπικίνι. Ο άντρας με το κασκέτο των Γιάνκις άκουσε λίγο ακόμη το τραγούδι, μετά έσβησε το ραδιόφωνο. Καθώς το έσβηνε, ο Ντέιβιντ είδε μια τραχιά ουλή κάτω από το δεξιό καρπό του. Ο τύπος πρέπει να είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας κάποτε. Μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να μην ήταν απλή απόπειρα, αφού βρισκόταν στη Γη των Νεκρών. Προσπάθησε να συγκρατήσει ένα ρίγος που τον διαπέρασε.

Ο άντρας έβγαλε το κασκέτο, σκούπισε το σβέρκο του μ' αυτό, το ξαναφόρεσε και μετά κοίταξε τον Ντέιβιντ σοβαρός. «Ναι, εδώ είναι η Γη των Νεκρών, αλλά εσύ είσαι εξαίρεση. Είσαι διαφορετικός. Πολύ διαφορετικός». «Εσύ ποιος είσαι;»

«Δεν έχει σημασία. Άλλο ένα μέλος του φαν κλαμπ των Γιανγκ Ράσκαλς και του Φίλιξ Καβαλιερ, ας πούμε». Ο άντρας κοίταξε γύρω του, αναστέναξε κι έκανε μια γκριμάτσα. «θα σου πω όμως ένα πράγμα, μικρέ. Δε με εκπλήσσει καθόλου που η Γη των Νεκρών βρίσκεται τελικά στα προάστια του Κολόμπους στο Οχάιο». Κοίταξε τον Ντέιβιντ και το αχνό χαμόγελο του έσβησε. «Και τώρα ώρα να μπούμε στο ψητό. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Παρεμπιπτόντως, όταν ξυπνήσεις θα σε πονάει λίγο ο λαιμός σου και μπορεί να μπερδευτείς στην αρχή. Σε έχουν κουβαλήσει στο πίσω μέρος του φορτηγού του Στιβ Έιμς. 475

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Τους έπιασε μια έντονη επιθυμία να φύγουν από το Αμέρικαν Ουέστ -παρ' το όπως θέλεις αυτό - και δεν τους αδικώ καθόλου».

«Γιατί είσαι εδώ;»

«Για να βεβαιωθώ ότι ξέρεις εσύ γιατί είσαι εδώ, Ντέιβιντ... Σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Πες μου, λοιπόν: γιατί είσαι εδώ;» «Δεν ξέρω τι...»

«Σε παρακαλώ», είπε ο άντρας με το ραδιόφωνο. Οι φακοί των γυαλιών του άστραψαν στον ήλιο. «Αν δεν ξέρεις, την έχεις πατήσει άσχημα. Γιατί είσαι στη γη, Ντέιβιντ; Γιατί σ' έφτιαξε ο θεός;»

Ο Ντέιβιντ τον κοίταζε σαστισμένος.

«Έλα, λοιπόν», είπε ανυπόμονα ο άντρας. «Αυτές είναι εύκολες ερωτήσεις. Γιατί σ' έφτιαξε ο θεός; Γιατί έφτιαξε ο θεός εμένα; Γιατί έφτιαξε ο θεός τους ανθρώπους;» «Για να τον αγαπούν και να τον υπηρετούν», είπε ο Ντέιβιντ αργά.

«Εντάξει, ωραία. Είναι μια αρχή, τέλος πάντων. Και τι είναι ο θεός; Τι σου έχει δείξει η εμπειρία σου για τη φύση του θεού;»

«Δε θέλω να το πω». Ο Ντέιβιντ κοίταξε τα χέρια του, μετά πάλι το σοβαρό άντρα, που τον κοίταζε με μια έκφραση γεμάτη ένταση -το πρόσωπο του κάτι του θύμιζε, σαν να τον ήξερε. «Φοβάμαι ότι θα βρω τον μπελά μου». Δίστασε, μετά κατάφερε να πει αυτό που τον τρόμαζε: «Φοβάμαι ότι εάν είσαι ο θεός».

Ο άντρας έβγαλε ένα κοφτό, θλιμμένο γέλιο. «Από μια άποψη, αυτό είναι πολύ αστείο, αλλά δεν έχει σημασία. Ας παραμείνουμε συγκεντρωμένοι σ' αυτό που μας απασχολεί. Τι ξέρεις για τη φύση του θεού, Ντέιβιντ; Τι σου έχει δείξει η πείρα σου;»

Με τη μεγαλύτερη απροθυμία, ο Ντέιβιντ απάντησε: «Ο θεός είναι άσπλαχνος».

Κοίταξε πάλι τα χέρια του και μέτρησε αργά μέχρι το πέντε. Όταν είδε ότι δεν είχε πέσει κεραυνός να τον κάψει, σήκωσε πάλι το βλέμμα. Ο άντρας με τα γυαλιά ηλίου τον κοίταζε ακόμη με την ίδια σοβαρότητα και ένταση, αλλά ο Ντέιβιντ δεν είδε ίχνη θυμού στο πρόσωπο του. 476

STEPHEN KING

«Σωστά, ο θεός είναι άσπλαχνος. Δεν μπορούμε να τρέξουμε, η μούμια πάντα μας πιάνει στο τέλος και ο θεός είναι άσπλαχνος. Γιατί είναι άσπλαχνος ο θεός, Ντέιβιντ;»

Για μια στιγμή ο Ντέιβιντ δεν απάντησε. Μετά θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο αιδεσιμότατος Μάρτιν –με την τηλεόραση στη γωνία να δείχνει ένα φιλικό παιχνίδι μπέιζμπολ, με κατεβασμένο τον ήχο.

«Η ασπλαχνία του θεού μας εξαγνίζει», είχε πει. Ο Ντέιβιντ το επανέλαβε. «Εμείς είμαστε το ορυχείο και ο θεός ο μεταλλωρύχος;» «Εεε...»

«Και η ασπλαχνία είναι καλή; Ο θεός είναι καλός και η ασπλαχνία είναι καλή;»

«Όχι, η ασπλαχνία δεν είναι καλή!» είπε ο Ντέιβιντ. Για μια φρικτή στιγμή είδε την Πάι να κρέμεται από ένα γάντζο στον τοίχο, την Πάι, που όταν περπατούσε στο πεζοδρόμιο πρόσεχε μην πατήσει κανένα μυρμήγκι επειδή δεν ήθελε να το πονέσει.

«Τι είναι η ασπλαχνία όταν γίνεται κακόβουλα;» «Κακεντρέχεια. Ποιος είστε, κύριε;»

«Άσ' το αυτό τώρα. Ποιος είναι ο πατέρας της κακεντρέχειας;»

«Ο διάβολος... ή ίσως αυτοί οι άλλοι θεοί που έλεγε η μητέρα μου».

«Άσε τους καν τακ και τους χαν τακ, προς το παρόν τουλάχιστον. Έχουμε σοβαρότερες δουλειές εδώ, γι' αυτό πρόσεχε. Τι είναι πίστη;» Αυτή η ερώτηση ήταν εύκολη. «Η ουσία των πραγμάτων για τα οποία ελπίζουμε, οι ενδείξεις των πραγμάτων που δε βλέπουμε». «Ναι. Και ποια είναι η πνευματική κατάσταση των πιστών;»

«Εε... η αγάπη και η αποδοχή... νομίζω».

«Και ποιο είναι το αντίθετο της πίστης;»

Αυτό ήταν πιο δύσκολο -μανίκι, εδώ που τα λέμε. Σαν εκείνες τις ερωτήσεις στα αναθεματισμένα τα διαγωνίσματα. Διάλεξε την 477

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

απάντηση: α, β, γ ή δ; Μόνο που εδώ δεν ήξερε καν τις επιλογές. «Η δυσπιστία;» ρώτησε.

«Όχι. Όχι η δυσπιστία αλλά η απιστία. Η πρώτη είναι φυσική, η δεύτερη είναι εκούσια και σκόπιμη. Και όταν κάποιος είναι άπιστος, Ντέιβιντ, ποια είναι η πνευματική του κατάσταση;»

Το σκέφτηκε για λίγο, μετά κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω». «Ξέρεις».

Το σκέφτηκε πάλι και κατάλαβε ότι ήξερε. «Η πνευματική κατάσταση της απιστίας είναι η απελπισία». «Ναι. Κοίτα κάτω, Ντέιβιντ!»

Κοίταξε και είδε έκπληκτος ότι το Παρατηρητήριο δεν ήταν πια πάνω στο δέντρο. Πετούσε σαν μαγικό χαλί φτιαγμένο από σανίδια πάνω από μια τεράστια κατεστραμμένη έκταση. Έβλεπε κτίρια εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε γκρίζα και μισομαραμένα φυτά. Ένα ήταν ένα τροχόσπιτο μ' ένα αυτοκόλλητο που έλεγε ότι ο ιδιοκτήτης του δαγκώνει. Ένα άλλο ήταν το μεταλλικό προκατασκευασμένο με τα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας που είχαν δει μπαίνοντας στην πόλη. Ένα άλλο" ήταν το δημοτικό κτίριο. Ένα άλλο το Μπαντ'ς Σαντς. Το χαμογελαστό ξωτικό με το κιούπι του χρυσού κάτω από τη μασχάλη του ξεπρόβαλλε μέσα από μια νεκρή, στραγγαλισμένη ζούγκλα. «Αυτό που βλέπεις είναι ο δηλητηριασμένος αγρός», είπε ο άντρας με τα γυαλιά ηλίου. «Αυτό που συνέβη εδώ κάνει το Όραντζ 5 να μοιάζει με ζαχαρωτό. Αυτή η γη δεν ξαναγίνεται καλά. Πρέπει να εξαφανιστεί, να σπαρθεί αλάτι και να οργωθεί. Ξέρεις γιατί;» «Γιατί θα εξαπλωθεί;»

«Όχι. Δεν μπορεί να εξαπλωθεί. Το κακό είναι εύθραυστο και ηλίθιο, μόλις δηλητηριάσει το οικοσύστημα πεθαίνει κι αυτό». «Γιατί τότε;» 5

Ισχυρό δηλητήριο που χρησιμοποιήθηκε στο Βιετνάμ. (Σ.τ.Μ.) 478

STEPHEN KING

«Γιατί είναι προσβολή για το θεό. Δεν υπάρχει άλλος λόγος. Τίποτα κρυφό ή συγκαλυμμένο ούτε ψιλά γράμματα ούτε τίποτα. Ξεκάθαρα πράγματα, στα ίσια. Ο δηλητηριασμένος αγρός είναι μια διαστροφή και μια προσβολή κατά του θεού. Τώρα κοίτα κάτω πάλι».

Κοίταξε. Είχαν αφήσει πίσω τους τα κτίρια και το Παρατηρητήριο πετούσε πάνω από έναν τεράστιο λάκκο. Από αυτό το ύψος, έμοιαζε με σαπισμένη πληγή στο δέρμα της γης. Οι πλευρές του λάκκου κατηφόριζαν προς τα μέσα και προς τα κάτω με απανωτά ζιγκ ζαγκ, σαν σκάλες. 'Όταν κοίταζες αυτό το μέρος από ψηλά ήταν σαν κοίταζες μέσα σε (περπατά λίγο πιο γρήγορα)

μια πυραμίδα γυρισμένη ανάποδα. Στους λόφους, νότια του λάκκου υπήρχαν πεύκα και κάποια βλάστηση ψηλά γύρω από τα άκρα του, αλλά ο ίδιος ο λάκκος ήταν άγονος. Εδώ δε φύτρωνε τίποτα. Στην πιο κοντινή πλευρά του -πρέπει να ήταν η βόρεια, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ, αν ο δηλητηριασμένος αγρός ήταν η Ντεσπερέισον- τα ζιγκ ζαγκ είχαν διαλυθεί κοντά στον πάτο της εσοχής. Τώρα υπήρχε μια πλαγιά από πέτρες και μπάζα. Στο σημείο της κατολίσθησης και όχι πολύ μακριά από τον πλατύ χωματόδρομο που οδηγούσε από την περίμετρο του λάκκου στον πυθμένα, υπήρχε μια μαύρη τρυπά. Μόλις την είδε ο Ντέιβιντ, ένιωσε μια βαθιά ανησυχία. Ήταν λες και κάποιο τέρας που ήταν θαμμένο μέσα στο χώμα είχε ανοίξει το ένα μάτι του. Η κατολίσθηση γύρω του του προκαλούσε ανησυχία κι αυτή. Γιατί, κατά κάποιο τρόπο, φαινόταν... προσχεδιασμένη. Στον πυθμένα του λάκκου, ακριβώς κάτω από την τρύπα, υπήρχε μια περιοχή πάρκινγκ με φορτηγά, εκσκαφείς και οχήματα με ερπύστριες, που θύμιζαν τανκς από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κοντά τους φαινόταν και ένα μεταλλικό προκατασκευασμένο από λαμαρίνα, με μια καμινάδα από σόμπα να ξεπροβάλλει στραβά από τη στέγη του. ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΛΙΑ 2, έγραφε η πινακίδα πάνω στην πόρτα. ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΝΕΒΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ 1951. Στα αριστερά του μεταλλικού κτιρίου υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τσιμεντένιο κύβο. Η επιγραφή στην πόρτα του ήταν πιο σύντομη από την προηγούμενη: 479

ΑΠΟΘΗΚΗ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Παρκαρισμένο ανάμεσα στα δύο κτίρια ήταν το περιπολικό του Κόλι Εντράτζιαν, σκονισμένο από το δρόμο. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή και το φως αναμμένο. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου έμοιαζε με σφαγείο. Πάνω στο ταμπλό, μια πλαστική αρκούδα που κουνούσε το κεφάλι της ήταν κολλημένη δίπλα στην πυξίδα.

Μετά η εικόνα γλίστρησε πίσω τους.

«Ξέρεις ποιο είναι αυτό το μέρος, έτσι δεν είναι, Ντέιβιντ;» «Το Κινέζικο Ορυχείο είναι; Ναι, αυτό πρέπει να είναι». «Ναι».

Κατέβηκαν πιο χαμηλά και ο Ντέιβιντ είδε ότι το ορυχείο ήταν ακόμη πιο ερημωμένο και από το δηλητηριασμένο αγρό. Στο έδαφος δεν έβλεπες πουθενά ακέρια πέτρα, μόνο σπασμένο αμμοχάλικο. Πέρα από το πάρκινγκ και τα κτίρια υπήρχαν τεράστιοι σωροί από πετρώματα σπασμένα σε ακόμη μικρότερο μέγεθος, στοιβαγμένοι πάνω σε μαύρο πλαστικό.

«Το υλικό πάνω στο πλαστικό είναι το περικάλυμμα, όπως το λένε», είπε ο οδηγός του. «Αυτό που απομένει μετά την εξόρυξη. Αλλά η εταιρεία δεν το αφήνει ήσυχο ούτε κι αυτό. Βλέπεις, υπάρχουν ίχνη μεταλλεύματος μέσα. Χρυσός, ασήμι, μολυβδένιο, πλατίνα. Και χαλκός, φυσικά. Κυρίως χαλκός. Μετάλλευμα τόσο αραιό και διάχυτο, που είναι σαν να το φύσηξε εκεί ο άνεμος. Παλιά η εξόρυξη του ήταν ασύμφορη οικονομικά, αλλά καθώς εξαντλούνται τα κύρια αποθέματα μεταλλευμάτων στον κόσμο, οι εξορύξεις που ήταν ασύμφορες γίνονται κερδοφόρες. Εκείνες οι μεγάλες σακούλες είναι συλλέκτες. Το υλικό που θέλουν κατακάθεται εκεί μέσα και το βγάζουν ξύνοντας. Απόπλυση πετρωμάτων όπως και να το πεις, τελικά καταλήγουμε εκεί. θα συνεχίσουν να δουλεύουν αυτό το έδαφος μέχρι που όλα αυτά, που παλιά ήταν ένα βουνό σχεδόν δυόμισι χιλιάδες μέτρα ύψος, θα γίνει σκόνη στον άνεμο». «Τι είναι αυτά τα μεγάλα σκαλιά στα πλευρά της εξόρυξης;» 480

STEPHEN KING

«Βαθμίδες. Δρόμοι για να κινούνται τα βαριά οχήματα μέσα στο λάκκο. Αλλά ο βασικός σκοπός τους είναι να περιορίζουν τις κατολισθήσεις».

«Απ' ό,τι βλέπω, δεν κατάφεραν τίποτα εκεί πέρα». Ο Ντέιβιντ έδειξε με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο του. «Ούτε κι εδώ πάνω». Πλησίαζαν σε μια άλλη περιοχή, όπου οι τεράστιες βαθμίδες που κατέβαιναν προς τον πυθμένα του λάκκου είχαν σβήσει από ένα στρώμα χαλικιών.

«Εκεί κατέρρευσε η πλαγιά». Το Παρατηρητήριο έκανε μια βουτιά πάνω από το σημείο της κατολίσθησης. Πιο πέρα, ο Ντέιβιντ είδε δίκτυα από μαύρο υλικό, που έμοιαζαν σαν ιστοί αράχνης. Καθώς πλησίασαν είδε ότι στην πραγματικότητα ήταν πλαστικοί σωλήνες.

«Τελευταία έγινε αλλαγή από τους πίδακες στο σταλακτικό σύστημα». Ο οδηγός του μιλούσε σε τόνο απαγγελίας. Ο Ντέιβιντ ένιωσε ότι κάπου είχε ξανακούσει αυτή τη φράση και μετά θυμήθηκε. Ο άντρας επαναλάμβανε αυτά που τους είχε πει η Όντρεϊ Γουάιλερ. «Πέθαναν μερικοί αετοί».

«Μερικοί;» ρώτησε ο Ντέιβιντ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μπίλινγκσλι.

«Εντάξει, γύρω στους σαράντα συνολικά. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο για το είδος, δεν υπάρχει έλλειψη αετών στη Νεβάδα. Βλέπεις με τι αντικατέστησαν τους πίδακες, Ντέιβιντ; Αυτοί οι μεγάλοι σωλήνες είναι κεφαλές διανομής -καν τακ, ας πούμε».

«Μεγάλοι θεοί».

«Ναι! Κι αυτοί οι σωλήνες που απλώνονται ανάμεσα τους σαν πλέγμα είναι οι σταλάκτες. Καν τακ. Στάζουν ασθενές θειϊκό οξύ. Αυτό απελευθερώνει το μετάλλευμα... και σαπίζει το έδαφος. Κρατήσου, Ντέιβιντ».

Το Παρατηρητήριο πλάγιασε σαν ιπτάμενο χαλί και ο Ντέιβιντ πιάστηκε από την άκρη για να μην πέσει. Δεν ήθελε να πέσει σ' αυτό το φρικτό, ερημωμένο έδαφος, όπου δε μεγάλωνε τίποτα 481

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

και ρυάκια από ένα μαυρωπό υγρό κυλούσαν στους πλαστικούς συλλέκτες.

Βούτηξαν μέσα στο λάκκο πάλι και πέρασαν πάνω από το σκουριασμένο προκατασκευασμένο με την καμινάδα, την αποθήκη των εκρηκτικών και τα μηχανήματα που ήταν παρκαρισμένα στο σημείο όπου τελείωνε ο δρόμος. Πιο ψηλά στην πλαγιά, πάνω από την τρύπα που έχασκε από κάτω, υπήρχε μια μεγάλη περιοχή με πολλές μικρότερες τρύπες. Ο Ντέιβιντ υπολόγισε ότι πρέπει να ήταν τουλάχιστον πενήντα, μπορεί και περισσότερες. Μέσα από κάθε τρύπα ξεπρόβαλλε μια ράβδος με κίτρινη μύτη. «Μοιάζει σαν αποικία αρουραίων».

«Αυτά που βλέπεις είναι οπές ανατινάξεως», είπε ο οδηγός του. «Εδώ γίνεται η ενεργός εξόρυξη. Καθεμιά απ' αυτές τις τρύπες έχει διάμετρο ένα μέτρο και βάθος γύρω στα δέκα. Όταν θέλεις να κάνεις την ανατίναξη, κατεβάζεις μέσα σε κάθε τρύπα ένα δυναμίτη με καψούλι πάνω του. Αυτό είναι για την πυροδότηση. Μετά αδειάζεις μέσα δυο καροτσάκια ANFO6. Εκείνα τα καθίκια που ανατίναξαν το Ομοσπονδιακό Μέγαρο στο Οκλαχόμα Σίτι χρησιμοποίησαν ANFO. Συνήθως το βρίσκεις σε μορφή σφαιριδίων που μοιάζουν με άσπρα σκάγια». Ο άντρας με το κασκέτο των Γιάνκις του έδειξε την αποθήκη εκρηκτικών.

«Υπάρχει μπόλικο ANFO εκεί μέσα. Ο δυναμίτης έχει τελειώσει τον τελευταίο τον χρησιμοποίησαν τη μέρα που άρχισαν να συμβαίνουν όλα αυτά- αλλά από ANFO να φάνε και οι κότες». «Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά».

«Δεν έχει σημασία, απλώς άκου. Βλέπεις τις οπές ανατινάξεως;» «Ναι. Μοιάζουν σαν μάτια».

«Ακριβώς, τρύπες σαν μάτια. Τις κάνουν μέσα στον πορφυρίτη, που είναι κρυσταλλικός. Όταν ανατινάζεται το ANFO, το πέτρωμα θρυμματίζεται..Το θρυμματισμένο υλικό περιέχει το μετάλλευμα. Κατάλαβες;» 6

Ammonium nitrate and fuel oil: νιτρικό αμμώνιο και αργό πετρέλαιο. (Σ.τ.Μ.) 482

STEPHEN KING

«Ναι, έτσι νομίζω».

«Φορτώνουν αυτό το υλικό στα φορτηγά και το πηγαίνουν στις πλάκες απόπλυσης, απλώνουν πάνω του τις κεφαλές διανομής και τους σταλάκτες -καν τακ, καν τακ- και αρχίζουν να το σαπίζουν. Ορίστε λοιπόν, απόπλυση σε όλο της το μεγαλείο. Κοίτα όμως τι ξεσκέπασε η τελευταία ανατίναξη, Ντέιβιντ!»

Έδειξε τη μεγάλη τρύπα και ο Ντέιβιντ ένιωσε μια δυσάρεστη ψύχρα να διεισδύει μέσα του, μια ψυχρά που τον αποδυνάμωνε. Η τρύπα έμοιαζε να τον κοιτάζει με μια ηλίθια προσήλωση, να τον καλεί. «Τι είναι;» ψιθύρισε. Αλλά ήξερε.

«Ο Κροταλίας Νούμερο Ένα. Γνωστός επίσης και ως Κινέζικο Ορυχείο ή Κινέζικη Σήραγγα ή Κινέζικη Στοά. Το ξεσκέπασαν οι τελευταίες ανατινάξεις. Το συνεργείο έμεινε κατάπληκτο, γιατί κανείς στους μεταλλευτικούς κύκλους της Νεβάδα δεν πίστευε εκείνη την παλιά ιστορία. Στις αρχές του αιώνα, η εταιρεία Ντιάμπλο είχε αρχίσει πια να ισχυρίζεται ότι ο Κροταλίας Ένα δεν κατέρρευσε, απλώς τον έκλεισαν επειδή εξαντλήθηκε η φλέβα. Αλλά ήταν πάντα εκεί, Ντέιβιντ. Και τώρα...»

«Είναι στοιχειωμένος;» ρώτησε ο Ντέιβιντ με ένα ρίγος. «Είναι, ε;»

«Α, ναι», είπε ο άντρας με το κασκέτο των Γιάνκις, κοιτάζοντας τον Ντέιβιντ. «Πολύ στοιχειωμένος».

«Δεν ξέρω γιατί μ' έφερες εδώ πάνω, αλλά δε θέλω να τ' ακούσω!» φώναξε ο Ντέιβιντ. «θέλω να με πας πίσω! Στον πατέρα μου! Το σιχαίνομαι αυτό το πράγμα! Δε θέλω να είμαι στη Γη των...»

Σταμάτησε καθώς του ήρθε μια φρικτή σκέψη. Η Γη των Νεκρών έτσι είχε πει ο άγνωστος. Και του είχε πει επίσης ότι ο ίδιος αποτελούσε εξαίρεση. Αυτό όμως σήμαινε...

«Ο αιδεσιμότατος Μάρτιν... Τον είδα στο δρόμο καθώς ερχόμουν στο δάσος. Είναι...» 483

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο άντρας κοίταξε για μια στιγμή το ραδιόφωνο του, μετά σήκωσε πάλι το κεφάλι και κατένευσε. «Δυο μέρες αφότου έφυγες, Ντέιβιντ». «Ήταν μεθυσμένος;»

«Προς το τέλος, ήταν πάντα μεθυσμένος. Σαν τον Μπίλινγκσλι». «Ήταν αυτοκτονία;»

«Όχι», είπε ο άντρας με το κασκέτο και ακούμπησε το χέρι του στο σβέρκο του Ντέιβιντ. Ήταν ζεστό, σίγουρα όχι χέρι νεκρού. «Τουλάχιστον δεν ήταν συνειδητή αυτοκτονία. Πήγε στη θάλασσα με τη γυναίκα του. Για πικνίκ. Κολύμπησε σχεδόν αμέσως μετά το φαγητό και απομακρύνθηκε πολύ από τη στεριά». «Πήγαινε με πίσω», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ. «Κουράστηκα πια μ' όλους αυτούς τους θανάτους». «Ο δηλητηριασμένος αγρός είναι μια προσβολή κατά του θεού», είπε ο άντρας. «Ξέρω ότι είναι μεγάλο σπάσιμο, Ντέιβιντ, αλλά...» «Τότε ας τον καθαρίσει ο θεός!» φώναξε ο Ντέιβιντ.

«Δεν μπορεί να μου ζητάει τέτοιο πράγμα αφού σκότωσε τη μητέρα μου και την αδερφή μου...» «Δε σκότωσε...»

«Δε με νοιάζει! Δε μ' ενδιαφέρει! Ακόμη κι αν δεν τις σκότωσε, το άφησε να συμβεί!» «Ούτε κι αυτό είναι αλήθεια».

Ο Ντέιβιντ έκλεισε τα μάτια του και βούλωσε τ' αυτιά του με τα χέρια. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο.

Αρνιόταν να ακούσει. Όμως η φωνή του άντρα ακουγόταν και πάλι. Και ήταν ανελέητη. Δεν μπορούσε να της ξεφύγει, όπως και ο Ιωνάς δεν μπορούσε να ξεφύγει από το θεό. Ο θεός ήταν ανελέητος σαν κυνηγόσκυλο που ακολουθεί τα ίχνη του θηράματος. Και ο θεός ήταν άσπλαχνος. «Γιατί είσαι πάνω στη γη;» Η φωνή έμοιαζε να ακούγεται μέσα στο κεφάλι του τώρα. 484

STEPHEN KING

«Δε θέλω να σ' ακούσω! Δε θέλω να σ' ακούσω!» «Βρίσκεσαι στη γη για να αγαπάς το θεό...» «Όχι!»

«...και να Τον υπηρετείς».

«Όχι! Να πάει να πνίγει ο θεός! Και η αγάπη Του! Και η υπηρεσία Του!» «Ο θεός δεν μπορεί να σε κάνει να κάνεις κάτι που δε θέλεις...»

«Σταμάτα! Δε θα ακούσω, δε θα αποφασίσω! Μ' ακούς; Μ' ακούς...» «Σσσσ... άκου!»

Και ο Ντέιβιντ, όχι εντελώς ενάντια στη θέληση του, τον άκουσε.

485

ΜΕΡΟΣ IV

STEPHEN KING

ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΟΡΥΧΕΙΟ: Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΛΑΧΝΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 Ο Τζόνι ήταν έτοιμος να τους προτείνει να ξεκινήσουν -η Σύνθια μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του μικρού πάνω στα πόδια της για να τον προφυλάσσει από τα τραντάγματα- όταν ο Ντέιβιντ σήκωσε τα χεριά του και πίεσε τους κροτάφους με τις παλάμες του. Πήρε μια βαθύτερη ανάσα. Μετά τα μάτια του άνοιξαν και τους κοίταξε: ο Τζόνι, ο Στιβ, η Σύνθια, ο πατέρας του. Τα πρόσωπα του Τζόνι και του πατέρα του ήταν πρησμένα και μωλωπισμένα και όλοι έδειχναν κουρασμένοι και φοβισμένοι, αναπηδούσαν σαν τρομαγμένα άλογα με τον παραμικρό θόρυβο. Τα υπολείμματα του Συλλόγου Επιζώντων από τον Κόλι Εντράτζιαν.

«Γεια σου, Ντέιβιντ», είπε ο Τζόνι. «Καλώς όρισες. Είσαι...»

«Στο αμάξι του Στιβ. Παρκαρισμένο κοντά στον κινηματογράφο. Το φέρατε από το βενζινάδικο όπου ήταν κρυμμένο». Ο Ντέιβιντ ανασηκώθηκε καθιστός, κατάπιε κι έκανε ένα μορφασμό πόνου. «Πρέπει να με ταρακούνησε σαν χταπόδι». «Ναι», είπε ο Στιβ. Κοίταζε επιφυλακτικά τον Ντέιβιντ. «Θυμάσαι που σε ταρακουνούσε η Όντρεϊ;»

«Όχι», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Μου το είπαν».

Ο Τζόνι έριξε μια ματιά στον Ραλφ, που σήκωσε τους ώμους: Μη με ρωτάς, δεν έχω ιδέα. «Υπάρχει καθόλου νερό; Με καίει ο λαιμός μου».

«Την κοπανήσαμε όπως όπως από τον κινηματογράφο και δεν πήραμε τίποτα μαζί μας, μόνο τα όπλα», είπε η Σύνθια. «Αλλά υπάρχει αυτό εδώ». Έδειξε ένα κιβώτιο Τζολτ Κόλα απ' όπου έλειπαν κάμποσα μπουκάλια. 487

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ο Στιβ το έχει πρόχειρο για τον κύριο Μάρινβιλ».

«Το πίνω μετά μανίας αυτό το πράγμα από τότε που έκοψα το αλκοόλ», είπε ο Τζόνι. «Δεν μπορώ να πιω άλλη μάρκα, μόνο Τζολτ, ένας θεός ξέρει γιατί. Είναι ζεστή αλλά...»

Ο Ντέιβιντ πήρε ένα μπουκάλι και ήπιε άπληστα. Μόρφασε όταν το ανθρακικό του έτσουξε το λαιμό, αλλά δε σταμάτησε. Όταν είχε πιει τα τρία τέταρτα του αναψυκτικού, ακούμπησε το κεφάλι του στο τοίχωμα του αυτοκινήτου, έκλεισε τα μάτια και ρεύτηκε ηχηρά. Ο Τζόνι χαμογέλασε. «Εξήντα πόντοι!»

Ο Ντέιβιντ άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε κι αυτός.

Ο Τζόνι του έδωσε το μπουκάλι με τις ασπιρίνες που είχε πάρει από το Όουλ'ς. «Θέλεις; Είναι παλιές, αλλά κάνουν δουλειά».

Ο Ντέιβιντ το σκέφτηκε, πήρε δύο και τις ήπιε με την υπόλοιπη κόλα.

«Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε», είπε ο Τζόνι. «Θα δοκιμάσουμε βόρεια πρώτα. Υπάρχουν μερικά τροχόσπιτα στο δρόμο, αλλά ο Στιβ λέει ότι μπορεί να τα παρακάμψουμε, ίσως από τη μεριά του πάρκινγκ. Αν δεν μπορούμε, θα πάμε νότια μέχρι το ορυχείο και θα πάρουμε το δρόμο που βγάζει από κει στην Εθνική 50. Εσύ κι εγώ θα καθίσουμε μπροστά με...»

«Όχι».

Ο Τζόνι σήκωσε τα φρύδια. «Ορίστε;»

«Πρέπει να πάμε στο ορυχείο, ναι, αλλά όχι να φύγουμε από την πόλη». Η φωνή του Ντέιβιντ ήταν βραχνή, σαν να είχε κλάψει. «Πρέπει να κατεβούμε μέσα στο ορυχείο».

Ο Τζόνι έριξε μια ματιά στον Στιβ, που σήκωσε τους ώμους και μετά κοίταξε το παιδί. «Τι είναι αυτά που λες, Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Στιβ. «Μιλάς για τη μητέρα σου; Γιατί νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα και γι' αυτή αλλά και για μας, αν...»

«Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος... Μπαμπά;» Το παιδί έπιασε το χέρι του πατέρα του. Ήταν μια χειρονομία παρηγοριάς, που τον έκανε να φαίνεται μεγάλος. «Η μαμά είναι νεκρή». 488

STEPHEN KING

Ο Ραλφ έσκυψε το κεφάλι του. «Δεν το ξέρουμε σίγουρα αυτό, Ντέιβιντ, και δεν πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε, αλλά μάλλον είναι πιθανό».

«Δεν το λέω υποθετικά, το ξέρω». Το πρόσωπο του Ντέιβιντ έμοιαζε σκαμμένο στο φως που έριχναν οι φακοί. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Τζόνι. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό περίμενες να ξυπνήσω».

«Όχι, Ντέιβιντ. Καθόλου. Απλώς δε θέλαμε να σε μετακινήσουμε μέχρι να βεβαιωθούμε ότι είσαι εντάξει». Όμως μέσα στην καρδιά του ένιωθε ότι έλεγε ψέματα. Αισθανόταν να τον κυριεύει μια διάχυτη έντονη νευρικότητα. Έτσι ένιωθε τις τελευταίες μέρες πριν αρχίσει να γράφει κάποιο νέο βιβλίο, όταν καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να αναβάλλει για πολύ το αναπόφευκτο και ότι γρήγορα θα βρισκόταν πάλι πάνω στο σύρμα, να σφίγγει το κοντάρι και να ισορροπεί, γυρίζοντας τα πετάλια του ηλίθιου ποδηλάτου με τη μία ρόδα.

Αλλά τώρα το συναίσθημα ήταν χειρότερο. Πολύ χειρότερο. Ένιωθε μια παρόρμηση να κοπανήσει μία στο κεφάλι του Ντέιβιντ με το κοντάκι του δίκαννου, να τον αφήσει αναίσθητο, να του βουλώσει το στόμα πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο. Μη μας τα γαμήσεις όλα τώρα, μικρέ, σκέφτηκε. τώρα που αρχίζουμε να βλέπουμε λίγο φως στην άκρη του τούνελ.

Ο Ντέιβιντ κοίταξε τον πατέρα του, κρατώντας του ακόμη το χέρι. «Είναι νεκρή, αλλά δεν έχει βρει ακόμη ανάπαυση. Δεν μπορεί όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα της ο Τακ». «Ποιος είναι ο Τακ, Ντέιβιντ;» ρώτησε η Σύνθια.

«Ο ένας από τους Δίδυμους της Συμφοράς», είπε εύθυμα ο Τζόνι. «Ο Τικ και ο Τακ».

Ο Ντέιβιντ τον κοίταξε αμίλητος και σοβαρός και ο Τζόνι χαμήλωσε το βλέμμα του. Σιχάθηκε τον εαυτό του, που τον ανάγκασε ένα παιδί να το χαμηλώσει, αλλά δεν άντεχε άλλο τη ματιά του μικρού. «Ο Τακ είναι ένας θεός», είπε ο Ντέιβιντ. «Ή ένας δαίμονας. Ή μπορεί να μην είναι τίποτα, απλώς ένα όνομα, μια συλλαβή χωρίς 489

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

νόημα -είναι όμως ένα επικίνδυνο τίποτα, σαν φωνή που νομίζεις ότι ακούς στον άνεμο. Δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει να βοηθήσουμε τη μητέρα μου να βρει ανάπαυση. Για να μπορέσει να πάει με την αδερφή μου στον... τέλος πάντων, όπου πηγαίνουμε αφού πεθάνουμε».

«Αγόρι μου, εκείνο που έχει σημασία είναι να φύγουμε από δω», είπε ο Τζόνι. Κατάφερνε ακόμη να διατηρεί έναν καλοσυνάτο τόνο στη φωνή του, αλλά τώρα διέκρινε και ένα υπόγειο ρεύμα ανυπομονησίας και φόβου μέσα της. «Μόλις φτάσουμε στο Ιλάι, θα ειδοποιήσουμε την πολιτειακή αστυνομία -ακόμη και το FBI. Μέχρι αύριο το μεσημέρι θα υπάρχουν εκατό αστυνομικοί στην Ντεσπερέισον και καμιά δεκαριά ελικόπτερα στον αέρα από πάνω. Τώρα όμως...»

«Η μαμά μου είναι νεκρή, η Μαίρη όμως δεν είναι», είπε ο Ντέιβιντ. «Ζει ακόμη. Είναι στο ορυχείο». Η Σύνθια τον κοίταξε άναυδη. «Πώς το ξέρεις ότι δεν είναι μαζί μας;» Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε αχνά. «Πρώτα πρώτα, δεν τη βλέπω εδώ. Τα υπόλοιπα τα ξέρω, όπως ξέρω ότι η Όντρεϊ πήγε να με πνίξει. Μου τα είπαν». «Ποιος σου τα είπε, Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Δεν ξέρω. Και ίσως να μην έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μου είπε πολλά πράγματα. Αληθινά πράγματα. Ξέρω ότι ήταν αλήθεια».

«Η ώρα των παραμυθιών έχει τελειώσει, μικρέ», είπε ο Τζόνι. Η φωνή του είχε γίνει τραχιά, το κατάλαβε, αλλά δεν μπορούσε να την αλλάξει. Και μήπως ήταν παράξενο;

Εδώ δεν έκαναν τηλεοπτική συζήτηση για το μαγικό ρεαλισμό ή για την πεζογραφία. Η ώρα των παραμυθιών είχε τελειώσει. Τώρα ήταν ώρα να του δίνουν από δω. Δεν είχε καμιά όρεξη να ακούει μαλακίες απ' αυτό το θεόπληκτο προσκοπάκι.

Αυτό το θεόπληκτο προσκοπάκι κατάφερε να βγει από το κελί τον, σκότωσε το κογιότ που είχε βάλει ο Εντράτζιαν να σας φυλά490

STEPHEN KING

ει και σου έσωσε την άθλια ζωή σου, είπε η Τέρι μέσα στο νου του. Ίσως θα 'πρεπε να τον ακούσεις, Τζόνι.

Αυτός ακριβώς, σκέφτηκε ο Τζόνι, ήταν ο λόγος που είχε χωρίσει την Τέρι. Ήταν εκπληκτική στο κρεβάτι, αλλά δεν ήξερε πότε να το βουλώνει και να ακούει τους πνευματικά ανωτέρους της.

Η ζημιά είχε γίνει, όμως. Ήταν πολύ αργά πια για να σταματήσει αυτή την αλληλουχία σκέψεων. Άρχισε να σκέφτεται αυτά που είχε πει ο Μπίλινγκσλι για την απόδραση του Ντέιβιντ από το κελί. Ούτε ο Χουντίνι δε θα το κατάφερνε αυτό, έτσι δεν είχε πει; Γιατί θα σκάλωνε στο κεφάλι. Και μετά ήταν το κινητό τηλέφωνο. Ο τρόπος που είχε ξαποστείλει τα κογιότ. Οι σαρδέλες και τα κράκερ. Η σκέψη που είχε περάσει από το νου του ήταν κάτι για αδιόρατα θαύματα. Έπρεπε να σταματήσει αυτές τις σκέψεις. Γιατί αυτό που κάνουν τα θεόπληκτα προσκοπάκια είναι να σκοτώνουν κόσμο. Αυτό έπαθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, αυτό έπαθαν εκείνες οι καλόγριες στη Νότια Αμερική, αυτό έπαθε και... Ούτε ο Χουντίνι.

Γιατί θα σκάλωνε στο κεφάλι. Ο Τζόνι κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι ή -αυτό ήταν το πιο παλιό κόλπο απ' όλα- να μιλάει στον εαυτό του με διαφορετικές φωνές, σαν να ήταν διαφορετικά άτομα, για να μπερδέψει τα πράγματα. Το απλό γεγονός ήταν ότι δε φοβόταν πια μόνο τον μπάτσο ή τις άλλες δυνάμεις που υπήρχαν σ' αυτή την πόλη. Φοβόταν και τον Ντέιβιντ Κάρβερ.

«Δεν ήταν πραγματικά ο μπάτσος που σκότωσε τη μητέρα μου και την αδερφή μου και τον άντρα της Μαίρης», είπε ο Ντέιβιντ, κοιτάζοντας τον Τζόνι με ένα ύφος που του θύμιζε σε ανατριχιαστικό βαθμό την Τέρι. Αυτό το ύφος της τον οδηγούσε στα όρια της τρέλας. Ξέρεις τι εννοώ, έλεγε. Ξέρεις πολύ καλά, γι' αυτό μη σπαταλάς το χρόνο μου χάνοντας τον κοντό. «Και αυτός με τον οποίο μίλησα όσο ήμουν αναίσθητος ήταν πραγματικά ο θεός. Μόνο που ο θεός δεν μπορεί να εμφανιστεί στους ανθρώπους με τη δική Του μορφή, θα τρόμαζαν τόσο πολύ, που δε θα μπορού491

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σαν να κάνουν τίποτα. Έτσι εμφανίζεται με άλλες μορφές. Πουλιά, στήλες φωτιάς, καιόμενες βάτοι, ανεμοστρόβιλοι...»

«Ή άνθρωποι», είπε η Σύνθια. «Βέβαια, ο θεός είναι αριστοτέχνης στις μεταμφιέσεις».

Τα τελευταία υπολείμματα της υπομονής του Τζόνι τσάκισαν όταν άκουσε τον τόνο στη φωνή της κοπέλας, λες και όλα αυτά ακούγονταν απόλυτα φυσικά και έβγαζαν τέλειο νόημα. «Εδώ παλαβώσαμε τελείως, μου φαίνεται!» φώναξε. «Πρέπει να φύγουμε, δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Είμαστε παρκαρισμένοι στη μέση του δρόμου, κλεισμένοι εδώ μέσα σαν ποντίκια χωρίς ούτε ένα παράθυρο για να βλέπουμε έξω, ο μπάτσος μπορεί να είναι οπουδήποτε, ακόμη και μπροστά στο τιμόνι! Ή... δεν ξέρω... δεν είναι μόνο ο μπάτσος, είναι τα κογιότ, οι γύπες...»

«Έχει φύγει», είπε ο Ντέιβιντ με την ήρεμη φωνή του. Έσκυψε και πήρε άλλο ένα μπουκάλι από το κιβώτιο. «Ποιος;» ρώτησε ο Τζόνι. «Ο Εντράτζιαν;»

«Ο καν τακ. Δεν έχει σημασία μέσα σε ποιο σώμα είναι -του Εντράτζιαν ή της μητέρας μου ή σ' εκείνο που πρωτομπήκε- είναι το ίδιο πράγμα. Είναι πάντα ο καν τακ, ο μεγάλος θεός, ο φρουρός. Έχει φύγει. Δεν το νιώθετε;»

«Δε νιώθω τίποτα».

Μην είσαι κόπανος, είπε η Τέρι μέσα στο νου του.

«Μην είσαι κόπανος», είπε ο Ντέιβιντ, κοιτάζοντας τον διαπεραστικά. Ο Τζόνι έσκυψε προς το μέρος του. «Δε μου λες, διαβάζεις τη σκέψη μου;» τον ρώτησε με ένα σχεδόν ευχάριστο τόνο. «Γιατί, αν τη διαβάζεις, θα σε παρακαλέσω να ξεκουμπιστείς από το μυαλό μου, αγοράκι».

«Μόνο ένα πράγμα κάνω, προσπαθώ να σε κάνω να μ' ακούσεις», είπε ο Ντέιβιντ. «Όλοι οι άλλοι θα ακούσουν, αν ακούσεις εσύ! Δε χρειάζεται να στείλει τα καν τακ και τα καν τακ εναντίον μας αν διαφωνούμε μεταξύ μας. Αν υπάρχει ένα σπασμένο παράθυρο, θα μπει μέσα και θα μας διαλύσει!» 492

STEPHEN KING

«Έλα τώρα», είπε ο Τζόνι, «μην πας να με κάνεις να νιώσω τύψεις. Δε φταίω εγώ για όλα αυτά».

«Δε λέω ότι φταις. Απλώς άκουσε με, εντάξει;» Ο Ντέιβιντ μιλούσε σχεδόν ικετευτικά. «Μπορείς να με ακούσεις, υπάρχει χρόνος, γιατί έχει φύγει. Τα τροχόσπιτα που είχε βάλει στο δρόμο δεν υπάρχουν πια. Δεν καταλαβαίνεις; θέλει να φύγουμε». «Ωραία! Ας κάνουμε αυτό που θέλει, λοιπόν!»

«Ας ακούσουμε τι έχει να πει ο Ντέιβιντ», είπε ο Στιβ.

Ο Τζόνι γύρισε προς το μέρος του. «Μου φαίνεται ότι ξέχασες ποιος σε πληρώνει, Στιβ». Σιχάθηκε τα ίδια του τα λόγια μόλις βγήκαν από το στόμα του, αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να επανορθώσει. Η παρόρμηση να φύγει από κει, να πηδήσει στο τιμόνι του αυτοκινήτου και να πατήσει γκάζι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση -εκτός από το Νότο, το ορυχείο- ήταν τόσο έντονη, που άγγιζε τα όρια του πανικού. «Μου είπες να πάψω να σε λέω αφεντικό. Δε θα μου τ' αλλάξεις τώρα». «Άλλωστε, τι θα γίνει με τη Μαίρη;» ρώτησε η Σύνθια. «Ο Ντέιβιντ λέει ότι είναι ζωντανή!»

Ο Τζόνι γύρισε καταπάνω της σαν να ήταν έτοιμος να την κατασπαράξει. «Εσύ, κοριτσάκι, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Αν θέλεις να ακολουθήσεις τον ιεραπόστολο από δω, δικαίωμα σου. Εγώ όμως δε γουστάρω». «Θα τον ακούσουμε», είπε ο Ραλφ με σιγανή φωνή.

Ο Τζόνι τον κοίταξε κατάπληκτος. Αν περίμενε βοήθεια από κάποιον, αυτός ήταν ο πατέρας του μικρού. Δεν έχω κανέναν άλλο πια, δεσποινίς, είχε πει στον κινηματογράφο. Μόνο αυτός μου έμεινε.

Ο Τζόνι κοίταξε και τους άλλους και είδε, με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, ότι όλοι συμφωνούσαν. Μόνο αυτός εναντιωνόταν. Και ο Στιβ είχε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στην τσέπη του. Όμως το παιδί κοίταζε κυρίως αυτόν. Αυτόν. Όπως τον κοίταζαν όλοι πάντα από τότε που εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα στην απί493

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

στευτη ηλικία των είκοσι δύο ετών. Το είχε συνηθίσει πια, αλλά σ' αυτή την περίπτωση ήταν διαφορετικό. Ήξερε ότι κανείς από τους άλλους -τους καθηγητές, τους αναγνώστες, τους κριτικούς, τους εκδότες, τους φίλους, τις γυναίκες του- δεν του είχε ζητήσει ποτέ αυτό που ήθελε ο μικρός. Και αυτό που ήθελε δεν ήταν απλώς να τον ακούσει. Ο Τζόνι φοβόταν πως αν τον άκουγε, θα ήταν απλώς η αρχή.

Τα μάτια του Ντέιβιντ όμως δεν τον κοίταζαν απλώς. Τον εκλιπαρούσαν. Ξεχνά το, μικρέ, σκέφτηκε. Όταν οδηγούν κάτι τύποι σαν εσένα, το λεωφορείο πάντα τσακίζεται κάπου.

Αν δεν ήταν ο Ντέιβιντ, το προσωπικό σου λεωφορείο θα είχε τσακιστεί ήδη, είπε η Τέρι μέσα στο κεφάλι του. Θα ήσουν νεκρός και κρεμασμένος σε κάποιο γάντζο. Άκουσέ τον, Τζόνι. Για όνομα τον θεού, άκουσέ τον!

Με πολύ πιο σιγανή φωνή, ο Τζόνι είπε: «Ο Εντράτζιαν έχει φύγει. Είσαι σίγουρος γι' αυτό».

«Ναι», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Και τα ζώα επίσης. Τα κογιότ και οι λύκοι -πρέπει να χρειάστηκαν εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδεςέβγαλαν τα τροχόσπιτα από το δρόμο. Τώρα τα περισσότερα έχουν απομακρυνθεί, έχουν φτιάξει το μι χιμ, τον κύκλο του φύλακα». Ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι της κόλα. Το χέρι του έτρεμε ελαφρά. Τους κοίταξε όλους έναν έναν, αλλά τα μάτια του κατέληξαν στον Τζόνι. Πάντα στον Τζόνι. «Θέλει αυτό που θέλεις κι εσύ. Να φύγουμε». «Τότε γιατί μας έφερε εδώ;» «Δε μας έφερε αυτός». «Τι;»

«Νομίζει ότι μας έφερε, αλλά δεν είναι έτσι». «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες».

«Ο θεός μας έφερε», είπε ο Ντέιβιντ. «Για να τον σταματήσουμε».

494

STEPHEN KING

2

Στη σιωπή που ακολούθησε, ο Στιβ αφουγκράστηκε για να ακούσει αν φυσούσε ακόμη έξω. Ο αέρας είχε σταματήσει. Του φάνηκε ότι άκουσε κι ένα αεροπλάνο κάπου μακριά -φυσιολογικοί άνθρωποι που πηγαίνουν σε κάποιο φυσιολογικό προορισμό, κοιμούνται ή τρώνε ή διαβάζουν τις εφημερίδες τους- αλλά τίποτε άλλο.

Εκείνος που έσπασε τη σιωπή ήταν ο Τζόνι, φυσικά, και παρ' όλο που έδειχνε γεμάτος σιγουριά όπως πάντα, τα μάτια του είχαν μια έκφραση (ύπουλη) που δεν άρεσε καθόλου στον Στιβ. Του άρεσε καλύτερα το παλιότερο, παλαβό ύφος του Τζόνι, τα γουρλωμένα μάτια και το τρομοκρατημένο χαμόγελο που είχε όταν κόλλησε το δίκαννο στο κεφάλι του πούμα και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Ο Στιβ ήξερε ήδη πολύ καλά ότι ο Τζόνι είχε μέσα του μια φλέβα παρανομίας, είχε δει αναλαμπές της από την αρχή της τουρνέ και αυτό ακριβώς φοβόταν ο Μπιλ Χάρις όταν του έδωσε τις Πέντε Εντολές εκείνη τη μέρα στο γραφείο του Τζακ Άπλετον. Τώρα όμως ο τρελός Μάρινβιλ είχε φύγει, δίνοντας τη θέση του σε έναν άλλο με ειρωνικό ύφος και φαφλατάδικη διάθεση. «Μιλάς σαν να έχουμε όλοι τον ίδιο θεό, Ντέιβιντ», είπε. «Δε θέλω να σου κάνω τον έξυπνο, αλλά δε νομίζω ότι ισχύει αυτό».

«Και όμως, ισχύει», απάντησε ήρεμα ο Ντέιβιντ. «Σε σύγκριση με τον Τακ, εσύ κι ένας κανίβαλος θα είχατε τον ίδιο θεό. Έχεις δει τα καν τακ, ξέρω ότι τα έχεις δει. Κι ένιωσες τι μπορούν να κάνουν».

Το στόμα του Τζόνι συσπάστηκε -δείχνοντας, σκέφτηκε ο Στιβ, ότι ο Ντέιβιντ τον αποστόμωσε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. «Μπορεί να είναι έτσι», είπε, «αλλά εκείνος που μ' έφερε εμένα εδώ δεν ήταν ο θεός. Ήταν ένας ψηλός ξανθός αστυνομικός με δερματικά προβλήματα. Έβαλε μια σακούλα μαριχουάνα στο σάκο μου και μετά μ' έσπασε στο ξύλο». «Ναι. Το ξέρω. Και η μαριχουάνα ήταν από το αμάξι της Μαίρης. Για να μας πιάσει εμάς έβαλε κάτι πράγματα σαν καρφιά στο δρόμο. Είναι παράξενο αν το καλοσκεφτείς. Αυτός ο τύπος σάρωσε όλη την Ντεσπερέισον -σκότωσε κόσμο, τους μαχαίρωσε, τους 495

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

χτύπησε, τους πέταξε από παράθυρα, τους πάτησε με το αμάξι του- αλλά και πάλι δεν μπορούσε να έρθει σε κάποιον από μας, να βγάλει το πιστόλι του και να πει, "θα 'ρθεις μαζί μου". Έπρεπε να έχει μια... Δεν τη θυμάμαι τη λέξη». Κοίταξε τον Τζόνι.

«Πρόφαση», είπε αυτός.

«Ακριβώς, πρόφαση. Είναι όπως στις παλιές ταινίες φρίκης, όπου ο βρικόλακας δεν μπορεί να μπει μέσα από μόνος του. Πρέπει να τον προσκαλέσεις». «Γιατί;» ρώτησε η Σύνθια.

«Ίσως επειδή ο Εντράτζιαν -ο πραγματικός Εντράτζιαν- ήταν ακόμη μέσα του. Σαν μια σκιά. Ή σαν άνθρωπος που τον έχουν κλειδώσει έξω από το σπίτι του, αλλά μπορεί και κοιτάζει από τα παράθυρα και βροντάει τις πόρτες για να του ανοίξουν. Τώρα ο Τακ είναι μέσα στη μητέρα μου -ό,τι έχει απομείνει από τη μητέρα μου- και θα μας σκότωνε αν μπορούσε... Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, θα μπορούσε επίσης να φτιάξει την καλύτερη λεμονόπιτα στον κόσμο. Αν ήθελε».

Ο Ντέιβιντ κοίταξε κάτω για μια στιγμή, τα χείλια του έτρεμαν. Μετά σήκωσε πάλι το κεφάλι.

«Όμως, δεν έχει σημασία αυτό, το ότι χρειαζόταν μια πρόφαση για να μας πιάσει. Πολλές φορές δεν έχουν σημασία αυτά που κάνει και λέει -είναι ανοησίες, παρορμητικές ενέργειες. Αν και υπάρχουν ενδείξεις. Υπάρχουν πάντα ενδείξεις. Προδίνεται, δείχνει τον πραγματικό του εαυτό, σαν κάποιος που λέει τι βλέπει στο ψυχολογικό τεστ με τις κηλίδες μελάνης». «Αφού δεν έχει σημασία αυτό», ρώτησε ο Στιβ, «τι έχει;»

«Το ότι έπιασε εμάς και άφησε άλλους να περάσουν ανενόχλητοι από το δρόμο. Νομίζει ότι μας έπιασε στην τύχη, σαν παιδί στο σούπερ μάρκετ, που ρίχνει στο καρότσι ό,τι του τραβάει την προσοχή στα ράφια, αλλά δεν έγινε έτσι το πράγμα».

«Είναι σαν τον Άγγελο του θανάτου στην Αίγυπτο, έτσι δεν είναι;» είπε η Σύνθια με μια παράξενα άτονη φωνή. «Αλλά αντίστροφα. Εμείς όλοι είχαμε ένα σημάδι πάνω μας, που έκανε το δικό μας 496

STEPHEN KING

Άγγελο του θανάτου -αυτό τον τύπο, τον Εντράτζιαν- να σταματήσει και να μας πιάσει αντί να προσπεράσει».

Ο Ντέιβιντ κατένευσε. «Ναι. Δεν το ήξερε τότε, τώρα όμως το ξέρει -μι χιμ εν τόον, θα έλεγε ο ίδιος- ο θεός μας είναι δυνατός, ο θεός μας είναι μαζί μας».

«Αν αυτό είναι ένα παράδειγμα του τι σου συμβαίνει όταν είναι ο θεός μαζί σου, ελπίζω να μην ξανατραβήξω ποτέ την προσοχή Του όταν είναι τσατισμένος», σχολίασε ο Τζόνι.

«Τώρα ο Τακ θέλει να φύγουμε», είπε ο Ντέιβιντ, «και ξέρει ότι μπορούμε να φύγουμε. Λόγω της ελεύθερης βούλησης. Μου το έλεγε συχνά αυτό ο αιδεσιμότατος Μάρτιν. Μου... μου...» «Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Ραλφ. «Τι συμβαίνει; Τι έχεις;»

Ο Ντέιβιντ σήκωσε τους ώμους. «Τίποτα. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο θεός δε μας αναγκάζει ποτέ να κάνουμε αυτό που θέλει Εκείνος. Μας λέει τι θέλει, αυτό είναι όλο, και μετά αποτραβιέται για να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μια φορά, όταν μου μιλούσε ο αιδεσιμότατος Μάρτιν για την ελεύθερη βούληση, μπήκε μέσα η γυναίκα του και μας είπε κάτι που έλεγε η μητέρα της: "Ο θεός λέει πάρε αυτό που θέλεις και πλήρωσε το". Ο Τακ μας άνοιξε την πόρτα για να βγούμε στην Εθνική 50... αλλά δεν πρέπει να πάμε εκεί. Αν πάμε, αν φύγουμε από την Ντεσπερέισον χωρίς να κάνουμε αυτό που μας έστειλε ο θεός να κάνουμε εδώ, θα πληρώσουμε το τίμημα».

Κοίταξε για άλλη μια φορά τα πρόσωπα γύρω του και το βλέμμα του κατέληξε και πάλι στον Τζόνι Μάρινβιλ.

«Εγώ θα μείνω ό,τι κι αν γίνει, αλλά για να τα καταφέρουμε πρέπει να είμαστε όλοι μαζί. Πρέπει να παραδώσουμε τη θέληση μας στη θέληση του θεού και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε. Γιατί μπορεί να καταλήξει εκεί το πράγμα».

«Αγόρι μου, είσαι τρελός», είπε ο Τζόνι. «Γενικά αυτό μου αρέσει στους ανθρώπους, αλλά αυτή τη φορά το παρατραβάς λίγο, ακόμη και για τα δικά μου κριτήρια. Δεν έφτασα μέχρι εδώ στη ζωή μου για να πάω τώρα να με εκτελέσει κάποιος παλαβός ή να με ξεσκίσουν οι γύπες στην έρημο. Όσο για το θεό, για μένα ο θεός πέθανε στην αποστρατικοποιημένη ζώνη του Βιετνάμ το 1969. 497

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Την ώρα που ο Τζίμι Χέντριξ έπαιζε το Περπλ Χέιζ στο ραδιοφωνικό σταθμό του στρατού». «Άκου και τα υπόλοιπα, εντάξει; Μπορείς να το κάνεις αυτό τουλάχιστον;» «Γιατί να το κάνω;»

«Γιατί έχω να σου πω μια ιστορία». Ο Ντέιβιντ ήπιε μια γουλιά ακόμη Τζολτ, μορφάζοντας από πόνο καθώς κατάπινε. «Καλή ιστορία, θ' ακούσεις;» «Η ώρα των παραμυθιών τελείωσε. Σου το είπα αυτό». Ο Ντέιβιντ δεν απάντησε.

Μέσα στην καρότσα του φορτηγού επικρατούσε σιωπή. Ο Στιβ παρακολουθούσε με προσοχή κάθε κίνηση του Τζόνι. Αν έκανε ότι πάει στην πόρτα της καρότσας, είχε σκοπό να του ορμήσει. Δεν το ήθελε -είχε ζήσει πολλά χρόνια στον κόσμο του ροκ με τις άκαμπτες και αμείλικτες ιεραρχίες του και ήξερε τι θα τον περίμενε αν έκανε κάτι τέτοιο- αλλά, αν χρειαζόταν, δε θα δίσταζε.

Έτσι ένιωσε ανακούφιση όταν ο Τζόνι σήκωσε τους ώμους, χαμογέλασε, κάθισε στις φτέρνες δίπλα στο μικρό και πήρε κι αυτός ένα μπουκάλι Τζολτ από το κιβώτιο.

«Εντάξει, λοιπόν, η ώρα των παραμυθιών πήρε παράταση. Μόνο γι' απόψε». Άπλωσε το χέρι και ανακάτεψε τα μαλλιά του Ντέιβιντ. Η αμηχανία της χειρονομίας του την έκανε παράξενα συγκινητική. «Οι ιστορίες ήταν η αχίλλειος πτέρνα μου σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. θα σου πω ένα πράγμα, όμως, αυτή η ιστορία θα ήθελα να τελειώνει με ένα "Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα"».

«Αυτό θα θέλαμε όλοι μας», είπε η Σύνθια. «Νομίζω ότι ο τύπος που είδα σ' αυτό το όραμα μου είπε τα πάντα», είπε ο Ντέιβιντ, «αλλά υπάρχουν ακόμη κάποια κομμάτια που δεν τα ξέρω. Κομμάτια που είναι θολά ή εντελώς σκοτεινά. Ίσως επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω ή δεν ήθελα να καταλάβω». «Κάνε ό,τι μπορείς», είπε ο Ραλφ. «Αυτό θα είναι αρκετό». 498

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ κοίταξε προς τα πάνω, μέσα στις σκιές, σαν να σκεφτόταν -σαν να επικαλούνταν κάτι, σκέφτηκε η Σύνθια- και άρχισε. 3 «Ο Μπίλινγκσλι μας αφηγήθηκε το θρύλο και, όπως οι περισσότεροι θρύλοι ίσως, στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν λάθος. Πρώτα πρώτα, το Κινέζικο Ορυχείο δεν έκλεισε από κατάρρευση. Το γκρέμισαν σκόπιμα. Και δεν έγινε το 1858 -το 1858 έφεραν τους πρώτους Κινέζους μεταλλωρύχους- αλλά το Σεπτέμβριο του 1859. Όταν έγινε ό,τι έγινε, δεν ήταν σαράντα Κινέζοι εκεί κάτω, αλλά πενήντα εφτά, δεν ήταν δύο λευκοί αλλά τέσσερις. Εξήντα ένα άτομα συνολικά. Και η στοά δεν είχε φτάσει στα σαράντα πέντε μέτρα, όπως είπε ο Μπίλινγκσλι, αλλά στα εξήντα. Το φαντάζεστε; Εξήντα μέτρα βάθος μέσα σε αφανίτες που μπορεί να γκρεμίζονταν πάνω τους ανά πάσα στιγμή».

Ο Ντέιβιντ έκλεισε τα μάτια του. Φαινόταν τρομερά εύθραυστος, σαν παιδί που μόλις αρχίζει να αναρρώνει από κάποια τρομερή αρρώστια και η κατάσταση του μπορεί να επιδεινωθεί από στιγμή σε στιγμή. Αυτή η εντύπωση μπορεί να οφειλόταν εν μέρει στην πράσινη γυαλάδα του σαπουνιού που είχε ακόμη στο δέρμα του, αλλά η Σύνθια δεν πίστευε ότι ήταν μόνο αυτό. Ούτε και είχε αμφιβολίες για τη δύναμη του Ντέιβιντ ή για το ότι μπορεί να τον είχε αγγίξει ο θεός. Είχε μεγαλώσει μέσα σε πρεσβυτέριο και είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση σε ανθρώπους, αν και ποτέ τόσο έντονη.

«Στη μία και δέκα το μεσημέρι της εικοστής πρώτης Σεπτεμβρίου, οι Κινέζοι που ήταν στο πιο προχωρημένο άκρο της στοάς έσπασαν μερικούς βράχους και είδαν μπροστά τους κάτι που στην αρχή το πέρασαν για σπήλαιο. Μέσα στο άνοιγμα όπου βρήκαν υπήρχε μια στοίβα από εκείνα τα πέτρινα πράγματα. Χιλιάδες. Αγάλματα ορισμένων ζώων, κατώτερων ζώων. Αυτά ήταν τα τιμόχ σεν καχ. Λύκοι, κογιότ, φίδια, αράχνες, αρουραίοι, ποντικοί. Οι μεταλλωρύχοι έμειναν έκπληκτοι και έκαναν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο: έσκυψαν και τα πήραν από κάτω». 499

«Πολύ κακή ιδέα», μουρμούρισε η Σύνθια.

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ κατένευσε. «Μερικοί τρελάθηκαν επιτόπου και όρμησαν στους φίλους τους -στους ίδιους τους συγγενείς τους- προσπαθώντας να τους ξεσκίσουν το λαιμό. Άλλοι -και όχι μόνο εκείνοι που ήταν πιο πίσω στη στοά και δεν είχαν αγγίξει τα καν τακ, αλλά και μερικοί που ήταν εκεί και τα άγγιξαν- φαίνονταν εντάξει, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Δύο από αυτούς ήταν αδέρφια, από το Τσινγκτάο: ο Τσ’αν Λούσαν και ο Σιχ Λούσαν. Και οι δύο κοίταξαν μέσα από το άνοιγμα και είδαν το σπήλαιο, που στην πραγματικότητα ήταν κάτι σαν υπόγειος θάλαμος. Ήταν στρογγυλός, σαν πυθμένας πηγαδιού. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι από σκαλισμένα πρόσωπα, σαν αυτά τα πέτρινα πρόσωπα των ζώων. Τα πρόσωπα των καν τακ, νομίζω, αν και δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό. Από τη μία πλευρά υπήρχε ένα μικρό κτίσμα, το niqiv μοχ δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, δυστυχώς- και στη μέση μια στρογγυλή τρύπα με διάμετρο τριάμισι μέτρα. Σαν ένα γιγάντιο μάτι ή σαν ένα άλλο πηγάδι. Πηγάδι μέσα σε πηγάδι. Όπως τα αγαλματάκια, που τα περισσότερα είναι ζώα με άλλα ζώα μέσα στο στόμα τους αντί για γλώσσα. Καν τακ μέσα σε καν τακ, καν τακ μέσα σε καν τακ». «Ή δωμάτιο μέσα σε δωμάτιο», είπε ο Μάρινβιλ. Είχε μιλήσει με το ένα φρύδι ανασηκωμένο, σημάδι ότι έκανε πλάκα, αλλά ο Ντέιβιντ τον πήρε στα σοβαρά. Έγνεψε καταφατικά και ρίγησε.

«Αυτό είναι το μέρος του Τακ», είπε. «Το ίνι, το πηγάδι των κόσμων». «Δε σε καταλαβαίνω», είπε μαλακά ο Στιβ.

Ο Ντέιβιντ τον αγνόησε. Έμοιαζε ακόμη να μιλάει κυρίως στον Μάρινβιλ. «Η δύναμη του κακού από το ίνι γέμιζε τα καν τακ με τον ίδιο τρόπο που τα μεταλλεύματα γεμίζουν το έδαφος, απλώνονται σε κάθε κόκκο χώματος, σαν καπνός. Και γέμιζε με τον ίδιο τρόπο το θάλαμο. Δεν είναι καπνός, αλλά ο καπνός είναι ίσως η καλύτερη λέξη για να το περιγράψεις. Επηρέασε τους μεταλλωρύχους με διαφορετική ταχύτητα τον καθένα, σαν μικρόβιο. Εκείνοι που τρελάθηκαν αμέσως ρίχτηκαν στους άλλους. Άλλοι επηρεάστηκαν διαφορετικά, το σώμα τους άρχισε να αλλάζει όπως άλλαξε η Όντρεϊ στο τέλος. Αυτοί ήταν που είχαν αγγίξει τα καν τακ, σε μερικές περιπτώσεις έπιασαν ολόκληρες χούφτες αγαλ500

STEPHEN KING

ματάκια, και μετά τα άφησαν για να... ξέρετε... να ορμήσουν στους άλλους.

»Μερικοί άρχισαν να πλαταίνουν την τρύπα ανάμεσα στη στοά και το θάλαμο. Άλλοι περνούσαν από μέσα όπως όπως. Μερικοί έκαναν σαν μεθυσμένοι. Άλλοι σαν να είχαν σπασμούς. Μερικοί έπεσαν μέσα στο πηγάδι γελώντας. Οι αδερφοί Λούσαν είδαν έναν άντρα και μια γυναίκα να γαμιούνται -πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη γιατί αυτό που έκαναν δεν είχε καμιά σχέση με τον έρωτα- έχοντας ένα αγαλματάκι ανάμεσα τους. Το κρατούσαν στα δόντια τους».

Η Σύνθια αντάλλαξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα με τον Στιβ.

«Στη στοά, οι μεταλλωρύχοι χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με πέτρες ή σπρώχνονταν ποιος θα πρωτομπεί στην τρύπα». Τους κοίταξε σοβαρός. «Τα είδα αυτά που έγιναν. Από μια άποψη ήταν αστείο, σαν ταινία του Τρίο Στούτζες. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Ότι ήταν αστείο. Το καταλαβαίνετε αυτό;» «Ναι», είπε ο Μάρινβιλ. «Το καταλαβαίνω πολύ καλά, Ντέιβιντ. Συνέχισε».

«Τα δυο αδέρφια το ένιωθαν παντού γύρω τους αυτό το πράγμα που έβγαινε από το θάλαμο, αλλά δεν είχε μπει μέσα τους, ακόμη τουλάχιστον. Ένα από τα καν τακ είχε πέσει στα πόδια του Τσ'αν. Έσκυψε για να το σηκώσει, αλλά ο Σιχ τον τράβηξε πίσω. Τώρα πια ήταν οι μόνοι που είχαν ακόμη τα λογικά τους. Υπήρχαν κι άλλοι που δεν είχαν επηρεαστεί αμέσως, αλλά οι περισσότεροι είχαν σκοτωθεί και στο μεταξύ είχε αρχίσει να βγαίνει κάτι από την τρύπα, κάτι σαν φίδι από καπνό. Έβγαζε έναν ήχο σαν στρίγκλισμα και τα δυο αδέρφια το έβαλαν στα πόδια για να το αποφύγουν. Ένας από τους λευκούς κατέβαινε τη στοά γύρω στα είκοσι μέτρα πιο πάνω και είχε βγαλμένο το πιστόλι του. "Τι τρέχει, τι κάνετε έτσι, κιτρινιάρηδες;" ρώτησε».

Η Σύνθια ανατρίχιασε. Άπλωσε το χέρι της προς τον Στιβ κι ένιωσε ανακούφιση όταν εκείνος της το έσφιξε. Ο Ντέιβιντ δεν είχε μιμηθεί τον τραχύ τόνο ενός επιστάτη, είχε ακουστεί σαν να μιλούσε με τη φωνή κάποιου άλλου. 501

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«"Εμπρός, γυρίστε στη δουλειά, αν δε θέλετε να αρπάξετε καμιά σφαίρα στην κοιλιά".

»Αλλά ο Τσ'αν τον άρπαξε από το λαιμό και ο Σιχ του πήρε το όπλο. Έβαλε την κάννη εδώ...» Ο Ντέιβιντ έδειξε με το δείκτη του κάτω από το σαγόνι του. «...και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα».

«Ντέιβιντ, ξέρεις τι σκέφτονταν όταν το έκαναν αυτό;» ρώτησε ο Μάρινβιλ. «Σου το έδειξε αυτό ο φίλος σου στο όνειρο;» «Όχι, κυρίως έβλεπα εικόνες».

«Φαίνεται ότι τα καν τακ τους επηρέασαν τελικά», είπε ο Ραλφ. «Αλλιώς δε θα σκότωναν ένα λευκό. Ό,τι κι αν γινόταν στο ορυχείο και όσο κι αν ήθελαν να το σκάσουν για να γλιτώσουν».

«Μπορεί», είπε ο Ντέιβιντ. «Αλλά νομίζω ότι ήταν μέσα τους ο θεός επίσης, όπως είναι μέσα μας τώρα. Ο θεός μπορούσε να τους παρακινήσει να επιτελέσουν το έργο Του, ακόμη και αν ήταν μι εν τακ, γιατί -μι χιμ εν τόου- ο θεός μας είναι δυνατός. Καταλαβαίνετε;» «Νομίζω πως ναι», είπε η Σύνθια. «Και τι έγινε μετά, Ντέιβιντ;»

«Τα αδέρφια ανέβηκαν τρέχοντας τη στοά, σημαδεύοντας με το πιστόλι του επιστάτη όποιον πήγαινε να τους σταματήσει ή να τους καθυστερήσει. Δεν υπήρχαν πολλοί πάντως. Ακόμη και οι άλλοι λευκοί επιστάτες μόλις που τους έριξαν μια ματιά καθώς περνούσαν τρέχοντας. Ήθελαν όλοι να δουν τι συμβαίνει, τι είχαν βρει στο τέλος της σήραγγας. Τους τραβούσε, τους μαγνήτιζε. Καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι;» Οι άλλοι έγνεψαν καταφατικά.

«Γύρω στα είκοσι μέτρα από την είσοδο της στοάς, οι αδερφοί Λούσαν σταμάτησαν κι έπιασαν δουλειά στην οροφή της σήραγγας. Δε μίλησαν καν μεταξύ τους, δε συνεννοήθηκαν τι θα κάνουν. Είδαν αξίνες και φτυάρια κι άρχισαν. Δούλευαν σαν τρελοί. Το έδαφος ήταν τόσο χαλαρό, που άρχισε να πέφτει αμέσως, αλλά η ίδια η οροφή δεν έπεφτε. Τα ουρλιαχτά και οι στριγκλιές και τα γέλια που ακούγονταν από κάτω... Ξέρω πώς λέγονται αυτοί οι ήχοι που άκουσα, αλλά δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο φρικτοί ήταν. Μερικοί μεταλλωρύχοι άλλαζαν από ανθρώπους σε 502

STEPHEN KING

κάτι άλλο. Είχα δει μια ταινία παλιά, για ένα γιατρό σε ένα τροπικό νησί που μετέτρεπε ζώα σε ανθρώπους...»

Ο Μάρινβιλ κατένευσε. «Το Νησί τον Δόκτορα Μόρο».

«Οι ήχοι που άκουσα από τα βάθη της στοάς –αυτοί που άκουσα μέσα από τα αυτιά των αδερφών Λούσαν- ήταν σαν τους ήχους της ταινίας αλλά αντίστροφα. Λες και οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε ζώα. Και μάλλον αυτό γινόταν. Μάλλον αυτό κάνουν τα καν τακ. Αυτός είναι ο σκοπός τους.

»Τα αδέρφια... Τους βλέπω μπροστά μου, δυο Κινέζοι που μοιάζουν μεταξύ τους σαν δίδυμοι, με μακριές κοτσίδες να κρέμονται στις γυμνές, ιδρωμένες πλάτες τους, να στέκονται γυρισμένοι προς τα πάνω και να χτυπάνε την οροφή, που θα 'πρεπε να πέσει μετά από πέντε έξι χτυπήματα, αλλά δεν έπεφτε, και να κοιτάζουν πάλι προς τη στοά κάθε δύο τρία χτυπήματα για να δουν ποιος έρχεται. Για να δουν τι έρχεται. Βράχοι έπεφταν από την οροφή μπροστά τους. Μερικές φορές έπεφταν και πάνω τους και σε λίγο οι ώμοι τους είχαν ματώσει, τα κεφάλια τους το ίδιο. Το αίμα έτρεχε στο πρόσωπο, στο λαιμό τους, στο στήθος τους. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να ακούγονται άλλοι ήχοι από κάτω, μουγκρητά κι ουρλιαχτά. Και η οροφή δεν έλεγε να πέσει. Τότε άρχισαν να βλέπουν φώτα από το κάτω μέρος της σήραγγας, ίσως κεριά, ίσως οι κηροζίνες που φορούσαν οι επιστάτες». «Κηροζίνες...» είπε ο Ραλφ.

«Ναι. Ήταν μικρά λυχνάρια με λάδι που τα έδεναν στο μέτωπο με δερμάτινα λουριά. Έβαζαν κι ένα πανί από κάτω για να μην καίγονται. Και ξαφνικά κάποιος βγήκε τρέχοντας μέσα από το σκοτάδι, κάποιος γνωστός τους. Ήταν ο Γιουάν Τι. Ο Γιουάν Τι ήταν εύθυμος τύπος, έφτιαχνε ζώα από κομμάτια ύφασμα και έδινε παραστάσεις για τα παιδιά. Τώρα όμως είχε τρελαθεί. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος, τόσο πολύ, ώστε είχε διπλωθεί σχεδόν στα δύο για να χωράει στη στοά. Άρχισε να τους πετάει πέτρες, να τους βρίζει στα κινέζικα, να βρίζει τους προγόνους τους, να τους διατάζει να σταματήσουν αυτό που έκαναν. Ο Σιχ τον πυροβόλησε με το πιστόλι του επιστάτη. Χρειάστηκε να του ρίξει πολλές φορές μέχρι 503

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

να πέσει κάτω και να πεθάνει. Αλλά στο μεταξύ έρχονταν κι άλλοι, ουρλιάζοντας. Γιατί ο Τακ ήξερε τι έκαναν».

Ο Ντέιβιντ τους κοίταξε σαν να τους μελετούσε. Τα μάτια του ήταν ονειροπαρμένα, σαν να βρισκόταν σε ύπνωση, αλλά η Σύνθια είχε την αίσθηση ότι εξακολουθούσε να τους βλέπει. Από μια άποψη, αυτό ήταν το πιο τρομερό απ' όλα. Ο Ντέιβιντ τους έβλεπε πολύ καλά... και εξίσου καλά τους έβλεπε η δύναμη που υπήρχε μέσα του, η δύναμη που μερικές φορές η Σύνθια την άκουγε να «βγαίνει μπροστά» για να διευκρινίσει μέρη της ιστορίας που δεν είχε καταλάβει καλά ο Ντέιβιντ. «Ο Σιχ και ο Τσ'αν άρχισαν πάλι να χτυπάνε την οροφή, να τη σκάβουν με τις αξίνες τους, δουλεύοντας σαν τρελοί -και η ειρωνεία είναι ότι μέχρι να τελειώσουν θα τρελαίνονταν κι αυτοί. Τώρα πια, το μέρος της οροφής που έσκαβαν ήταν σαν θόλος πάνω από τα κεφάλια τους». Ο Ντέιβιντ έκανε ένα καμπυλωτό σχήμα με τα χέρια του και η Σύνθια είδε ότι τα δάχτυλα του έτρεμαν. «Δεν το έφταναν πια με τις αξίνες τους. Έτσι ο Σιχ, ο πιο μεγάλος, ανέβηκε στους ώμους του αδερφού του και συνέχισε το σκάψιμο έτσι. Το χώμα έπεφτε χείμαρρος, από κάτω ο Τσ'αν ήταν χωμένος μέχρι τα γόνατα, και ακόμη η οροφή δεν έλεγε να πέσει». «Τους είχε κυριεύσει ο θεός, Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Μάρινβιλ. Δεν υπήρχε σαρκασμός στη φωνή του τώρα. «Τι νομίζεις;»

«Όχι, δε νομίζω», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Ο θεός δε χρειάζεται να κυριεύσει κανέναν, γι' αυτό είναι ο θεός. Νομίζω ότι οι Λούσαν ήθελαν αυτό που ήθελε και ο θεός: να κρατήσουν τον Τακ μέσα στη γη. Να ρίξουν την οροφή και να τον θάψουν, αν μπορούσαν.

»Τέλος πάντων, είδαν τις κηροζίνες να ανεβαίνουν τη στοά. Άκουσαν κόσμο να φωνάζει. Ολόκληρο όχλο. Ο Σιχ παράτησε την οροφή κι άρχισε να χτυπάει μία από τις τραβέρσες με τη λαβή της αξίνας. Οι μεταλλωρύχοι που ανέβαιναν τους έριχναν πέτρες και πολλές χτύπησαν τον Τσ'αν, αλλά αυτός έμεινε στη θέση του, με τον αδερφό του πάνω στους ώμους του. Όταν τελικά έπεσε η τραβέρσα, έπεσε μαζί της και η οροφή. Ο Τσ'αν ήταν θαμμένος στο χώμα μέχρι τα γόνατα, αλλά ο Σιχ τον τράβηξε και τον έβγαλε. Ο Τσ'αν ήταν άσχημα χτυπημένος, αλλά δεν είχε σπάσει τίποτα. Και είχαν βρεθεί από την ανοιχτή μεριά της κατάρρευσης, προς τη μεριά της εξόδου. Πίσω από τους πεσμένους βράχους, 504

STEPHEN KING

άκουγαν τους μεταλλωρύχους -τους φίλους τους, τα ξαδέρφια τους, και στην περίπτωση του Τσ'αν Λούσαν, τη μέλλουσα γυναίκα του- που φώναζαν και ζητούσαν να τους βγάλουν έξω. Ο Τσ'αν άρχισε να παραμερίζει πάλι τους βράχους, αλλά ο Σιχ τον τράβηξε πίσω και τον λογίκεψε. »Είχαν ακόμη τα λογικά τους, βλέπετε.

»Τότε, λες και αυτοί που είχαν παγιδευτεί από τη μεριά του Τακ κατάλαβαν τι είχε συμβεί, οι φωνές για βοήθεια άλλαξαν, έγιναν άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά. Ήταν ήχοι ανθρώπων που... που δεν είναι πια άνθρωποι. Ο Τσ'αν και ο Σιχ το έβαλαν στα πόδια. Καθώς έτρεχαν να βγουν, συνάντησαν άλλους -μερικούς λευκούς, μερικούς Κινέζους- που έτρεχαν προς τα μέσα. Δεν τους έκαναν ερωτήσεις πέρα από την προφανή, τι είχε συμβεί, και αφού η απάντηση ήταν εξίσου προφανής, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Έπεσε η οροφή και κάποιοι παγιδεύτηκαν μέσα. Κανείς δεν έδωσε σημασία σε δυο τρομοκρατημένους Κινέζους, που έτυχε να τη γλιτώσουν την τελευταία στιγμή». Ο Ντέιβιντ ήπιε τις τελευταίες γουλιές Τζολτ Κόλα και άφησε το άδειο μπουκάλι δίπλα του.

«Όλα όσα μας είπε ο κύριος Μπίλινγκσλι είναι έτσι», συνέχισε. «Αλήθειες και λάθη και ψέματα ανακατεμένα όλα μαζί». «Ο επιστημονικός όρος γι' αυτό το πράγμα είναι "παραγωγή θρύλων"», είπε ο Μάρινβιλ με ένα λεπτό, σφιγμένο χαμόγελο.

«Οι μεταλλωρύχοι και οι κάτοικοι της πόλης άκουγαν τους Κινέζους να ουρλιάζουν πίσω από την πεσμένη οροφή, αλλά δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Προσπάθησαν να τους βγάλουν έξω και προσπάθησαν επίσης να υποστυλώσουν τα πρώτα είκοσι μέτρα της σήραγγας. Τότε όμως έγινε άλλη μια κατάρρευση, μικρότερη αυτή τη φορά, κι έσπασαν μερικές τραβέρσες ακόμη. Έτσι βγήκαν έξω και περίμεναν να ‘ρθουν οι μηχανικοί από το Ρίνο. Δεν έγινε πικνίκ έξω από την είσοδο του ορυχείου -αυτό είναι καθαρό ψέμα. Την ώρα περίπου που οι μηχανικοί έβγαιναν από την άμαξα που τους έφερε στην Ντεσπερέισον, έγιναν δύο καταρρεύσεις πραγματικές καταρρεύσεις, και μεγάλες μάλιστα- στο ορυχείο. Η πρώτη έγινε στην είσοδο της σήραγγας και σφράγισε τα πρώτα είκοσι μέτρα της μέχρι την κατολίσθηση που είχαν προκαλέσει οι 505

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

αδερφοί Λούσαν σαν φελλός σε μπουκάλι. Οι κραδασμοί από την κατολίσθηση -ολόκληροι τόνοι πετρωμάτων- προκάλεσαν μια δεύτερη πιο βαθιά. Αυτή έδωσε τέλος στα ουρλιαχτά, τουλάχιστον αυτά που ήταν κοντά στην επιφάνεια και ακούγονταν. Όλα τελείωσαν μέχρι να έρθουν οι μηχανικοί από την πόλη στο ορυχείο. Όταν έφτασαν, έριξαν μια ματιά, έχωσαν μερικές ράβδους στο έδαφος, άκουσαν τι είχε συμβεί και όταν έμαθαν ότι έγινε και δεύτερη κατάρρευση, που έκανε το έδαφος να τρανταχτεί σαν να έγινε σεισμός και τα άλογα να σηκωθούν στα πίσω πόδια, κούνησαν τα κεφάλια τους και είπαν ότι δε θα είχε μείνει κανένας ζωντανός για να τον σώσουν. Αλλά ακόμη κι αν ζούσαν κάποιοι, θα ρισκάριζαν περισσότερες ζωές από αυτές που μπορεί να έσωζαν, αν προσπαθούσαν να τους βγάλουν». «Άλλωστε, ήταν απλώς Κινέζοι», είπε ο Στιβ.

«Ακριβώς, κούληδες. Ο κύριος Μπίλινγκσλι είχε δίκιο σ' αυτό. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, οι δύο Κινέζοι που είχαν γλιτώσει ήταν πια στην έρημο, κοντά στο Ρόουζ Ροκ, και άρχιζαν να τρελαίνονται. Τελικά κατάφερε και μπήκε μέσα τους, βλέπετε. Είχαν περάσει σχεδόν δύο βδομάδες όταν ξαναγύρισαν στην Ντεσπερέισον, όχι τρεις μέρες. Αλλά όντως πήγαν στο Λέιντι Ντέι. Βλέπετε πώς ανακατεύεται η αλήθεια με τα ψέματα; Δε σκότωσαν κανέναν εκεί, όμως. Ο Σιχ έβγαλε το πιστόλι του επιστάτη, που ήταν άδειο, και αυτό ήταν όλο. Έπεσε πάνω τους μια ολόκληρη αγέλη από μεταλλωρύχους και καουμπόηδες. Οι δυο αδερφοί ήταν γυμνοί, φορούσαν μόνο κάτι πανιά στη μέση τους. Και το σώμα τους ήταν γεμάτο αίματα. Αυτοί που τους έπιασαν στο Λέιντι Ντέι νόμισαν ότι ήταν το αίμα των ανθρώπων που είχαν δολοφονήσει, αλλά έκαναν λάθος. Αυτές τις δύο βδομάδες, οι Λούσαν ήταν στην έρημο και καλούσαν ζώα να 'ρθουν κοντά τους... Όπως ο Τακ κάλεσε το πούμα που σκότωσες, κύριε Μάρινβιλ. Μόνο που οι Λούσαν δεν ήθελαν τα ζώα για τίποτα τέτοιο. Ήθελαν απλώς να φάνε. Έτρωγαν ό,τι ερχόταν: νυχτερίδες, γύπες, αράχνες, κροταλίες». Ο Ντέιβιντ σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του στο πρόσωπο του και σκούπισε πρώτα το αριστερό του μάτι και μετά το δεξί.

«Τους λυπάμαι τρομερά τους αδερφούς Λούσαν. Και νιώθω σαν να τους ξέρω λίγο. Ξέρω πώς πρέπει να ένιωθαν. Και πώς πρέπει να αισθάνθηκαν ευγνωμοσύνη και ανακούφιση, από μια άποψη, 506

STEPHEN KING

όταν τελικά τους κυρίευσε εντελώς η τρέλα και δεν ήταν υποχρεωμένοι να σκέφτονται άλλο.

»Θα μπορούσαν να μείνουν εκεί, στους πρόποδες των Ντεζατόγια, για πάντα, αλλά ήταν τα μόνα "όργανα" που είχε ο Τακ και ο Τακ είναι πάντα πεινασμένος. Τους έστειλε στην πόλη, επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Τον έναν, τον Σιχ, τον σκότωσαν επιτόπου στο Λέιντι Ντέι. Τον Τσ'αν τον κρέμασαν δυο μέρες αργότερα, στο σημείο όπου ήταν εκείνα τα τρία αναποδογυρισμένα ποδήλατα στο δρόμο... Τα θυμάστε; Φώναζε στη γλώσσα του Τακ, τη γλώσσα του άμορφου, μέχρι το τέλος. Κι έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι του και τελικά τον κρέμασαν έτσι, με ασκέπαστο το κεφάλι». «Αδερφέ μου, φοβερός τύπος αυτός ο θεός σου!» είπε εύθυμα ο Μάρινβιλ. «Ξέρει πώς να ξεπληρώνει τις εξυπηρετήσεις που του κάνουν, ε, Ντέιβιντ;»

«Ο θεός είναι άσπλαχνος», είπε ο Ντέιβιντ τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν ακούστηκε. «Τι;» είπε ο Μάρινβιλ. «Τι είπες;»

«Ξέρεις τι είπα. Αλλά η ζωή δεν είναι απλά και μόνο το να αποφεύγουμε τον πόνο. Κάποτε το ήξερες αυτό, κύριε Μάρινβιλ. Έτσι δεν είναι;» Ο Μάρινβιλ κοίταξε σε μια γωνιά της καρότσας και δεν είπε τίποτα. 4 Το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκε η Μαίρη ήταν μια μυρωδιά γλυκερή, απαίσια, αηδιαστική. Ω Πίτερ, να πάρει η οργή, σκέφτηκε ζαλισμένη ακόμη. Κάτι έπαθε πάλι το ψυγείο και χάλασαν όλα! Αλλά όχι. Το ψυγείο είχε χαλάσει, τότε που πήγαν στη Μαγιόρκα, κι αυτό έγινε πριν από πολύ καιρό, πριν από την αποβολή. Από τότε είχαν συμβεί πολλά. Κι ακόμη πιο πολλά είχαν συμβεί πρόσφατα. Τα πιο πολλά άσχημα. Τι όμως; 507

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Κεντρική Νεβάδα είναι γεμάτη βιδωμένους τύπους. Ποιος το είχε πει αυτό; Η Μαριέλ; Ναι, μάλλον αυτή ήταν. Δεν έχει σημασία ποιος το είπε, αν είναι αλήθεια. Και είναι αλήθεια.

Δεν ήξερε. Δεν ήθελε να ξέρει. Εκείνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να ξαναγυρίσει στο σκοτάδι απ' όπου είχε αρχίσει να βγαίνει σιγά σιγά. Γιατί υπήρχαν φωνές γύρω της. Ένα θρόισμα αριστερά. Ένας ήχος σαν γλίστρημα δεξιά. Ένα ξαφνικό ξύσιμο από πίσω της, που σταμάτησε πριν προλάβει να ουρλιάξει από το φόβο της.

Αυτό το τελευταίο δ εν ήταν από ζωντανό πλάσμα, σκέφτηκε. Όχι, δε νομίζω. Μάλλον ήταν αφάνα που ξύνεται πάνω σε μέταλλο. Μάλλον πρέπει να είμαι μέσα σε μια μικρή μεταλλική καλύβα. Μ' έβαλε εδώ για να μη φύγω και φαίνεται ότι το ψυγείο έχει χαλάσει, όπως και τα φώτα, και τα πράγματα μέσα χάλασαν.

Αλλά αν η Έλεν ήταν ο Εντράτζιαν σε καινούριο σώμα, γιατί δεν την είχε ξαναβάλει στο κελί της φυλακής; Ίσως γιατί φοβόταν μήπως τη βρουν οι άλλοι και την ελευθερώσουν πάλι; Ναι, ήταν λογικό αυτό και της έδινε κάποιες ελπίδες. Παίρνοντας λίγο κουράγιο, η Μαίρη άρχισε να προχωράει αργά προς τα εμπρός, με απλωμένα τα χέρια.

Της φάνηκε ότι περπατούσε έτσι για πολλή ώρα -χρόνια ολόκληρα. Περίμενε ότι από στιγμή σε στιγμή κάτι θα την άγγιζε και δεν είχε άδικο. Ξαφνικά ένιωσε κάτι πάνω στο παπούτσι της. Πάγωσε επιτόπου. Τελικά το πλάσμα, ό,τι κι αν ήταν, έφυγε. Αυτό που ακολούθησε, όμως, ήταν ακόμη χειρότερο: ένα σιγανό, ξερό κροτάλισμα μέσα στο σκοτάδι κάπου μπροστά και αριστερά της. Απ' όσο ήξερε, μόνο ένα πράγμα κροταλίζει έτσι. Ο ήχος δε σταμάτησε, απομακρύνθηκε. Άκουσε πάλι το ξύσιμο. Αυτή τη φορά σιγουρεύτηκε ότι ήταν αφάνα που ξυνόταν πάνω σε μέταλλο. Βρισκόταν σε μια μεταλλική καλύβα, ίσως σ' εκείνη με τα γραφεία, όπου ο Στιβ και η κοπέλα με τα τρελά μαλλιά, η Σύνθια, είχαν δει το πέτρινο αγαλματάκι, που τους τρόμαξε τόσο πολύ. Κουνήσου.

Δεν μπορώ. Υπάρχει ένας κροταλίας εδ ώ μέσα. Μπορεί και περισσότεροι. Μάλλον περισσότεροι. 508

STEPHEN KING

Ναι, αλλά υπάρχουν και πολλά πράγματα ακόμη. Καλύτερα να προχωρήσεις πάλι, Μαίρη. Η παλάμη της την έτσουζε ακόμη εκεί όπου είχε σκάσει εκείνο το ζωύφιο, που έβγαλε από τα μαλλιά της. Η καρδιά της βροντούσε κι άκουγε τους παλμούς στα αυτιά της. Άρχισε να προχωράει πάλι, όσο πιο αργά μπορούσε, με τα χέρια απλωμένα μπροστά. Από το νου της περνούσαν τρομερές ιδέες και εικόνες. Φαντάστηκε ένα φίδι, χοντρό σαν παλαμάρι, να κρέμεται από τη στέγη ακριβώς μπροστά της, με το στόμα του ολάνοιχτο και τη διχαλωτή του γλώσσα να χορεύει, θα έπεφτε πάνω του και το φίδι θα της έριχνε το δηλητήριο κατευθείαν στα μάτια. Φαντάστηκε τον μπαμπούλα της παιδικής της ηλικίας, που για κάποιο λόγο τον έλεγε Απλ Τζακ, ζαρωμένο σε μια γωνία με το καφέ ρυτιδωμένο του πρόσωπο να χαμογελάει, περιμένοντας να 'ρθει μόνη της να πέσει στην αγκαλιά του. Το τελευταίο πράγμα που θα αντιλαμβανόταν θα ήταν η μυρωδιά του καθώς θα τη στραγγάλιζε. Φαντάστηκε ένα πούμα, σαν αυτό που είχε σκοτώσει τον καημένο τον Τομ Μπίλινγκσλι, μαζεμένο στη γωνία με την ουρά του να κουνιέται δεξιά αριστερά. Φαντάστηκε την Έλεν, με ένα δικράνι στα χέρια, να την περιμένει χαμογελώντας να πλησιάσει αρκετά για να την ξεκοιλιάσει. Αλλά κυρίως φανταζόταν φίδια. Κροταλίες.

Τα δάχτυλα της άγγιξαν κάτι. Της ξέφυγε μια κραυγή και τράβηξε πίσω το χέρι της. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα σαν χορδές. Αυτό που είχε αγγίξει δεν ήταν ζωντανό πλάσμα αλλά μια σκληρή επιφάνεια. Μια σκληρή ίσια επιφάνεια στο ύψος της κοιλιάς της.

Τραπέζι;

Σκεπασμένο με τραπεζομάντιλο μάλιστα; Μάλλον. Το έπιασε πάλι και προχώρησε το χέρι της πάνω του.

Ξαφνικά την άγγιξε πάλι ένα από κείνα τα τριχωτά ζωύφια και ανάγκασε τον εαυτό της να ακινητοποιηθεί. Το ζωύφιο σκαρφάλωσε στο πάνω μέρος του χεριού της, ανέβηκε στον καρπό της σίγουρα ήταν αράχνη- και μετά χάθηκε. Άρχισε να κινεί πάλι το χέρι της και μερικές στιγμές αργότερα αισθάνθηκε κάτι άλλο να 509

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ψαχουλεύει τα δάχτυλα της. Δεν ήταν αράχνη αυτή τη φορά. Αυτό το πράγμα είχε δαγκάνες και σκληρή επιφάνεια.

Έμεινε πάλι εντελώς ακίνητη, ενώ από το λαιμό της έβγαινε ένα σιγανό, απελπισμένο βογκητό. Ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπο και τα μαγουλά της, σαν ζεστό λάδι μηχανής, της έτσουζε τα μάτια. Το πράγμα που είχε ανεβεί στο χέρι της χάθηκε. Το άκουσε να περπατάει στο τραπέζι βγάζοντας ένα σχεδόν μεταλλικό ήχο. Προχώρησε πάλι το χέρι της, πνίγοντας μια φωνή που φώναζε μέσα της, της έλεγε να το τραβήξει πίσω. Αν το τραβούσε, τι θα γινόταν μετά; θα στεκόταν εκεί, τρέμοντας μέσα στο σκοτάδι, μέχρι να τρελαθεί από τους ήχους γύρω της, και τότε θα άρχιζε να τρέχει πανικόβλητη χωρίς να βλέπει πού πάει, μέχρι να χτυπήσει κάπου το κεφάλι της και να πέσει πάλι αναίσθητη.

Το χέρι της έπιασε ένα πιάτο -όχι, ένα μπολ- που είχε κάτι μέσα. Παγωμένη σούπα; Ψαχούλεψε δίπλα στο πιάτο κι έπιασε ένα κουτάλι. Ναι, σούπα. Έψαξε παρακάτω, άγγιξε κάτι που μπορεί να ήταν αλατιέρα, μετά κάτι μαλακό και πλαδαρό. Ξαφνικά θυμήθηκε ένα παιχνίδι που έπαιζαν στα πάρτι όταν ήταν μικρή, στο Μαμάρονεκ. Ένα παιχνίδι που παιζόταν στο σκοτάδι.

Έδινες στο διπλανό σου τα μακαρόνια κι έλεγες με βαθιά, υποβλητική φωνή, αυτά είναι τα άντερα του νεκρού. Έδινες μια κούπα με παγωμένο ζελέ κι έλεγες, αυτά είναι τα μυαλά τον νεκρού. Το χέρι της χτύπησε κάτι σκληρό και κυλινδρικό. Κύλησε με ένα θόρυβο που τον αναγνώρισε αμέσως: μπαταρίες μέσα σε φακό. Σε παρακαλώ, θεέ μου, σκέφτηκε, ψαχουλεύοντας για να το βρει. Σε παρακαλώ, θεέ μου, κάνε να είναι φακός.

Άκουσε πάλι το ξύσιμο απέξω, αλλά αυτή τη φορά δεν του έδωσε σημασία. Το χέρι της άγγιξε ένα κρύο κομμάτι κρέας, (αυτό είναι το πρόσωπο του νεκρού)

αλλά το αγνόησε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κι ένιωθε τους παλμούς στο στήθος της, στο λαιμό της, ακόμη και στη μύτη της. Να το!

510

STEPHEN KING

Κρύο, λείο μέταλλο, πήγε να της φύγει πάλι, αλλά το πρόλαβε, το έσφιξε. Ναι, ήταν φακός. Αισθάνθηκε το διακόπτη στο δέρμα της ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη. Και τώρα, θεέ μου, κάνε να δουλεύει, εντάξει;

Πάτησε το διακόπτη. Το φως απλώθηκε σε κώνο μπροστά από το φακό και η καρδιά της που βροντούσε σταμάτησε εντελώς για μια στιγμή. Τα πάντα σταμάτησαν.

Το τραπέζι ήταν μακρόστενο, στη μια άκρη του υπήρχαν εργαστηριακές συσκευές και δείγματα πετρωμάτων και η άλλη, προς τη μεριά της, ήταν σκεπασμένη με καρό τραπεζομάντιλο. Αυτή η άκρη ήταν στρωμένη για φαγητό -μια σουπιέρα, ένα πιάτο, μαχαιροπίρουνα κι ένα ποτήρι.

Μια μεγάλη μαύρη αράχνη είχε πέσει μέσα στο ποτήρι και δεν μπορούσε να βγει. Χτυπιόταν και γρατσουνούσε μάταια. Πότε πότε φαινόταν ένα κόκκινο σχήμα σαν κλεψύδρα στην κοιλιά της. Άλλες αράχνες, οι περισσότερες «μαύρες χήρες» κι αυτές, έκοβαν βόλτες στο τραπέζι.

Ανάμεσα τους υπήρχαν κάμποσοι σκορπιοί, που περπατούσαν κορδωμένοι, με τα κεντριά τους μαζεμένα πάνω από την πλάτη τους. Στην άκρη του τραπεζιού ήταν καθισμένος ένας μεγαλόσωμος φαλακρός άντρας. Φορούσε φανέλα της Μεταλλευτικής Εταιρείας Ντιάμπλο. Τον είχαν πυροβολήσει στο λαιμό, από μικρή απόσταση. Αυτό το πράγμα μέσα στη σουπιέρα, αυτό που είχε αγγίξει με τα δάχτυλα της, δεν ήταν σούπα αλλά πηγμένο αίμα.

Η καρδιά της Μαίρης ξαναπήρε μπροστά, στέλνοντας το δικό της αίμα στο κεφάλι της, με μια δύναμη σαν να χτυπούσε πιστόνι σε μηχανή. Ξαφνικά, το κίτρινο φως του φακού άρχισε να της φαίνεται κόκκινο. Άκουγε έναν ψιλό βόμβο στα αυτιά της. Μη λιποθυμήσεις, μην τολμήσεις να λιποθυμήσεις.

Γύρισε τη δέσμη του φακού αριστερά. Στη γωνία, κάτω από μια αφίσα που έγραφε, ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΓΩΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΤΑ ΚΑΘΙΚΙΑ! ήταν μια φωλιά από κροταλίες. 511

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Μετακίνησε πάλι τη δέσμη πάνω στο μεταλλικό τοίχο, φωτίζοντας συντροφιές από αράχνες (μερικές μαύρες χήρες ήταν μεγάλες όσο το χέρι της), και στην άλλη γωνία είδε κι άλλα φίδια. Είχαν αρχίσει να ξυπνούν από την ημερήσια νάρκη τους και κουλουριάζονταν ανήσυχα κροταλίζοντας πότε πότε τις ουρές τους. Μη λιποθυμήσεις, μη λιποθυμήσεις, μη λιποθυμήσεις...

Γύρισε, φέγγοντας μπροστά της, και όταν είδε τα άλλα τρία πτώματα που ήταν μέσα στο δωματιάκι μαζί της, κατάλαβε κάμποσα πράγματα μαζί. Το γεγονός ότι είχε ανακαλύψει την πηγή της δυσωδίας ήταν το πιο ασήμαντο.

Τα πτώματα μπροστά στον τοίχο ήταν σε προχωρημένη σήψη, γεμάτα σκουλήκια, αλλά δεν τα είχαν πετάξει εκεί όπως όπως. Ήταν βαλμένα στη σειρά. Τα πρησμένα, μαύρα σχεδόν, χέρια τους ήταν πλεγμένα πάνω στο στήθος τους. Ο άντρας στη μέση ήταν μαύρος μάλλον, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Δεν τον ήξερε ούτε αυτόν ούτε τον εκ δεξιών, ήξερε όμως πολύ καλά τον εξ αριστερών, παρ' όλα τα σκουλήκια και την αποσύνθεση. Τον άκουσε μέσα στο νου της να ανακατεύει τη φράση θα σας σκοτώσω μαζί με τα δικαιώματα τους όταν τους έπιασε με τον Πίτερ. Καθώς κοίταζε, μια αράχνη βγήκε από το στόμα του Κόλι Εντράτζιαν. Η δέσμη του φακού άρχισε να τρέμει καθώς η Μαίρη φώτισε πάλι ένα ένα τα πτώματα. Τρεις άντρες. Τρεις μεγαλόσωμοι άντρες, όλοι τους πάνω από δύο μέτρα.

Τώρα ξέρω γιατί είμαι εδώ και όχι στη φυλακή, σκέφτηκε. Και ξέρω γιατί δε με σκότωσε. Είμαι η επόμενη. Όταν διαλυθεί το σώμα της Έλεν... θα πάρει το δικό μου. Άρχισε να ουρλιάζει. 5 Ο θάλαμος αν τακ φωτιζόταν από ένα αμυδρό κόκκινο φως, που έμοιαζε να βγαίνει από τον ίδιο τον αέρα. Κάτι που έμοιαζε ακόμη 512

STEPHEN KING

λίγο με την Έλεν Κάρβερ τον διέσχισε, έχοντας πίσω του μια συνοδεία από σκορπιούς και αράχνες. Από πάνω του και γύρω του, τα πέτρινα πρόσωπα των καν τακ κοίταζαν κάτω. Απέναντι του ήταν το πίριν μοχ, μια προεξέχουσα πρόσοψη, που έμοιαζε λίγο σαν το μπροστινό μεξικανικής χασιέντα. Μπροστά του ήταν ο λάκκος, το ίνι, το πηγάδι των κόσμων. Το φως θα μπορούσε να έρχεται από δω, αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβεις σίγουρα. Γύρω από το στόμιο του ίνι υπήρχε ένας κύκλος από κογιότ και γύπες. Πότε πότε κάποιο από τα πουλιά αναφουφούλιαζε τα φτερά του ή κάποιο από τα κογιότ τίναζε το αυτί του. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι κινήσεις, θα νόμιζες ότι τα ζώα είναι πέτρινα.

Το σώμα της Έλεν περπατούσε αργά, με το κεφάλι σκυμμένο. Βαθιά στην κοιλιά της απλώνονταν παλμοί πόνου. Αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της σε λεπτά, σταθερά ρυάκια. Είχε βάλει μια σκισμένη φανέλα μέσα στο σλιπ της Έλεν κι αυτό είχε βοηθήσει κάπως για ένα διάστημα, τώρα όμως η φανέλα είχε μουσκέψει. Είχε φανεί άτυχος και όχι μόνο αυτή τη φορά. Το πρώτο σώμα είχε καρκίνο του προστάτη (αδιάγνωστο) και η σήψη είχε αρχίσει από κει και είχε εξαπλωθεί στο σώμα με απροσδόκητη ταχύτητα. Είχε σταθεί τυχερός που κατάφερε να μπει στον Τζόζεφσον έγκαιρα. Ο Τζόζεφσον είχε αντέξει λίγο περισσότερο, ο Εντράτζιαν -ένα σχεδόν τέλειο σώμα- ακόμη πιο πολύ. Και η Έλεν; Η Έλεν είχε μια μυκητίαση, μια απλή μυκητίαση, τίποτα το σπουδαίο υπό κανονικές συνθήκες, αλλά ήταν αρκετή για να επιταχυνθεί η διαδικασία της αποσύνθεσης, και τώρα... Βέβαια, είχε τη Μαίρη. Δεν τολμούσε όμως να μπει μέσα της ακόμη, μέχρι να δει τι θα έκαναν οι άλλοι. Αν νικούσε ο συγγραφέας και έφευγαν, θα έμπαινε στο σώμα της Μαίρης, θα έπαιρνε ένα από τα ATV (φορτωμένο με καν τακ) και θα ανέβαινε στους λόφους. Ήξερε ήδη πού θα πήγαινε: στο Άλφαβιλ, μια κοινότητα χορτοφάγων στα βουνά Ντεζατόγια. Δε θα έμεναν χορτοφάγοι για πολύ.

Αν νικούσε το κωλόπαιδο και τους έφερνε στο ορυχείο, η Μαίρη θα του χρησίμευε για δόλωμα. Ή για όμηρος. θα του ήταν άχρηστη όμως, αν το σκατόπαιδο καταλάβαινε ότι η Μαίρη δεν ήταν πια άνθρωπος. 513

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Κάθισε στην άκρη του ίνι και κοίταξε μέσα. Το ινι είχε το σχήμα χοάνης, τραχιά τοιχώματα που στην επιφάνεια είχαν διάμετρο τριάμισι μέτρα και στένευαν σταδιακά για να καταλήξουν, σε βάθος οχτώ εννιά μέτρων, σε μια τρυπά με διάμετρο μικρότερη από τρία εκατοστά. Ένα άγριο κατακόκκινο φως, τόσο έντονο που δεν μπορούσες σχεδόν να το κοιτάξεις, έβγαινε από την τρύπα κατά κύματα. Ήταν μια τρύπα σαν μάτι.

Ένας από τους γύπες προσπάθησε να ακουμπήσει το κεφάλι του στα αιματοβαμμένα πόδια της Έλεν. Τον έσπρωξε μακριά. Πίστευε ότι κοιτάζοντας μέσα στο ινι θα ηρεμούσε, για να αποφασίσει τι να κάνει (γιατί στην πραγματικότητα ζούσε μέσα στο ίνι· η Έλεν Κάρβερ ήταν απλώς ένα «προχωρημένο φυλάκιο»), αλλά τώρα ένιωθε να μεγαλώνει η ανησυχία του.

Υπήρχε κίνδυνος να πάνε όλα στραβά. Κοιτάζοντας τώρα πίσω, τον τρόπο που είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα, έβλεπε καθαρά ότι κάποια άλλη δύναμη δούλευε εναντίον του από την αρχή.

Φοβόταν το παιδί, ιδιαίτερα τώρα που ο ίδιος ένιωθε αδύναμος. Αλλά πάνω απ' όλα φοβόταν μήπως κλειστεί πάλι κάτω από το στενό στόμιο του ίνι, σαν τζίνι μέσα σε μπουκάλι. Μπορούσε να το αποφύγει αυτό όμως. Ακόμη κι αν τους έφερνε εδώ το παιδί, μπορούσε να το αποφύγει. Οι άλλοι θα ήταν εξασθενημένοι από τις αμφιβολίες τους, το παιδί θα ήταν εξασθενημένο από τις ανθρώπινες ανησυχίες του -ιδιαίτερα την ανησυχία για τη μητέρα τουκαι αν πέθαινε το παιδί, μπορούσε να αρπάξει τους άλλους. Το συγγραφέα και τον πατέρα του παιδιού θα τους σκότωνε, αλλά τους άλλους δύο θα προσπαθούσε να τους ναρκώσει και να τους φυλάξει. Αργότερα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα σώματα τους.

Έσκυψε μπροστά, αδιαφορώντας για το αίμα, που έβγαζε ένα γλιτσιασμένο ήχο ανάμεσα στα πόδια της Έλεν, όπως αδιαφορούσε για τα δόντια που έπεφταν από το στόμα της, όπως είχε αδιαφορήσει για τις τρεις αρθρώσεις που είχαν διαλυθεί όταν χτύπησε τη Μαίρη με γροθιά στο σαγόνι. Κοίταξε τη χοάνη του πηγαδιού και το κόκκινο μάτι στον πυθμένα. Το μάτι του Τακ.

Το παιδί μπορούσε να το σκοτώσει. 514

STEPHEN KING

Στο κάτω κάτω, δεν ήταν παρά ένα παιδί... Δεν ήταν ούτε δαίμονας ούτε θεός ούτε σωτήρας.

Ο Τακ έσκυψε πιο πολύ πάνω από τη χοάνη με τις τραχιές κρυσταλλικές πλευρές και το μουντό κοκκινωπό φως. Τώρα άκουγε έναν ήχο, πολύ αμυδρά. Ήταν ένα σιγανό, άτονο βουητό, ένας ηλίθιος ήχος αλλά ταυτόχρονα υπέροχος, μαγνητικός. Έκλεισε τα κλεμμένα μάτια του και ανάσανε βαθιά, ρουφώντας τη δύναμη που ένιωθε, προσπαθώντας να απορροφήσει όσο πιο πολλή μπορούσε για να επιβραδύνει -προσωρινά τουλάχιστον- την αποσύνθεση του σώματος, θα χρειαζόταν λίγο ακόμη την Έλεν. Τώρα άρχιζε να νιώθει τη γαλήνη του ινι. Επιτέλους. «Τακ», ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι. «Τακ εν τόον ίνι, τακ αχ λαχ, τακ αχ γονάν».

Μετά σώπασε. Από κάτω, βαθιά μέσα από την κόκκινη τρύπα του ίνι, ακούστηκε ένας γλοιώδης ήχος, σαν από υγρή γλώσσα που γλιστρά πάνω σε κάτι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1

«Ο άνθρωπος που μου έδειξε αυτά τα πράγματα», είπε ο Ντέιβιντ, «ο άνθρωπος που με καθοδήγησε, μου είπε να σας πω ότι τίποτα από όσα συνέβησαν δεν ήταν μοιραίο, αποτέλεσμα του πεπρωμένου». Είχε τυλίξει τα χέρια γύρω από τα γόνατα του και το κεφάλι του ήταν σκυφτό. Έμοιαζε να μιλάει στα παπούτσια του. «Από μια άποψη, αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Η Πάι είναι νεκρή και ο κύριος Μπίλινγκσλι το ίδιο και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Ντεσπερέισον, μόνο και μόνο επειδή ένας άνθρωπος μισούσε τη Διεύθυνση Ασφαλείας Ορυχείων και ένας άλλος ήταν πολύ περίεργος και δεν του άρεσε να είναι δεμένος στο γραφείο του. Αυτό είναι όλο».

«Κι όλα αυτά σου τα είπε ο θεός;» ρώτησε ο Τζόνι. Ο μικρός κατένευσε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. 515

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Εδώ μιλάμε για κανονικό σίριαλ», είπε ο Τζόνι. «Πρώτα οι αδερφοί Λούσαν, μετά ο Τζόζεφσον, ο κοπανατζής ρεσεψιονίστ. Σίγουρα θα το αγόραζε κανένα κανάλι». «Δεν το βουλώνεις καλύτερα;» είπε σιγανά η Σύνθια.

«Κι εδώ έχουμε τον επόμενο εθελοντή μας!» αναφώνησε απτόητος ο Τζόνι. «Η δεσποινίς που βλέπετε, αυτή η βετεράνος των δρόμων, αυτό το απαστράπτον δείγμα φλόγας και αφοσίωσης, θα μας εξηγήσει τώρα με παραστατικές εικόνες και υποβλητική μουσική από το διακεκριμένο ροκ συγκρότημα Περλ Τζαμ...» «Σκάσε επιτέλους», είπε ο Στιβ.

Ο Τζόνι τον κοίταξε σοκαρισμένος και σταμάτησε.

Ο Στιβ σήκωσε τους ώμους αμήχανα, αλλά χωρίς να υποχωρήσει. «Δεν είναι ώρα πια να κάνεις τον άνετο. Κόψε, λοιπόν, τις μαλακίες». Κοίταξε πάλι τον Ντέιβιντ. «Γι' αυτό το μέρος της ιστορίας ξέρω περισσότερα πράγματα», είπε αυτός. «Περισσότερα κι απ' όσα θα ήθελα, βασικά. Μπήκα μέσα σ' αυτό τον άνθρωπο, μπήκα στο νου του». Έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. «Ρίπτον. Έτσι τον έλεγαν. Αυτός ήταν ο πρώτος». Και συνεχίζοντας να κοιτάζει τα παπούτσια του ανάμεσα από τα γόνατα του, άρχισε να μιλά. 2 Ο άνθρωπος που μισεί τη ΔΑΟ είναι ο Κάρι Ρίπτον, επιστάτης της νέας εξόρυξης στο ορυχείο Κροταλίας. Είναι σαράντα οχτώ χρονών, με αρχές φαλάκρας και βουλιαγμένα μάτια, κυνικός άνθρωπος, που υποφέρει από σχεδόν συνεχείς πόνους τον τελευταίο καιρό, ένας άνθρωπος που ήθελε απελπισμένα να γίνει μηχανικός ορυχείων, αλλά δεν τα κατάφερνε στα μαθηματικά, κι έτσι κατέληξε εδώ, επιστάτης σε μια ανοιχτή εξόρυξη. Να γεμίζει τρύπες με ANFO και να προσπαθεί να μην καρυδώσει εκείνη την αδερφάρα από τη ΔΑΟ, που έρχεται και κάνει επιθεώρηση κάθε Τρίτη απόγευμα. 516

STEPHEN KING

Όταν ο Κερκ Τέρνερ μπαίνει τρέχοντας στο γραφείο σήμερα το απόγευμα, με το μούτρο κατακόκκινο από την έξαψη, και του λέει ότι η τελευταία ανατίναξη ξεσκέπασε μια παλιά στοά ορυχείου και ότι υπάρχουν κόκαλα μέσα, η πρώτη παρόρμηση του Ρίπτον είναι να οργανώσει μια ομάδα εθελοντών για να μπουν μέσα. Στο νου του χορεύουν κάθε είδ ους πιθανότητες. Έχει γεράσει πια σ' αυτή τη δ ουλειά και δ εν είναι της ηλικίας του να φαντάζεται χαμένα χρυσωρυχεία και θησαυρούς από ινδιάνικα τεχνουργήματα, αλλά καθώς βγαίνει από το γραφείο τρέχοντας μαζί με τον Τέρνερ, κάπου μέσα του σκέφτεται ακριβώς αυτά τα πράγματα. Ένας όμιλος ανθρώπων στέκονται μπροστά στο χώρο της ανατίναξης και κοιτάζουν την τρυπά που αποκάλυψε η έκρηξη. Α εν είναι πολλοί. Εφτά άτομα συνολικά, μαζί με τον Τέρνερ, τον αρχηγό του συνεργείου. Αυτή τη στιγμή δουλεύουν γύρω στους ενενήντα στη Μεταλλευτική Εταιρεία Ντεσπερέισον. Του χρόνου, αν είναι τυχεροί -αν η ποσότητα χαλκού που βγάζει το ορυχείο και η τιμή του χαλκού στη διεθνή αγορά παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα- ο αριθμός αυτός μπορεί να έχει τετραπλασιαστεί. Ο Ρίπτον και ο Τέρνερ πλησιάζουν στην τρύπα. Από μέσα της βγαίνει μια παράξενη υγρή οσμή, που θυμίζει στον Κάρι Ρίπτον το φωταέριο στα ορυχεία του Κεντάκι και της Δυτικής Βιρτζίνια. Και, ναι, υπάρχουν κόκαλα. Τα βλέπει σκορπισμένα στη σκοτεινή κατηφορική σήραγγα ενός παλιού ορυχείου και, ενώ δεν μπορεί να είναι βέβαιος για όλα, βλέπει ένα θώρακα που είναι, σχεδόν σίγουρα, ανθρώπινος. Πιο κάτω, σε μια απόσταση που δ εν μπορεί να φωτίσει καλά ακόμη και ο ισχυρότερος φακός, φαίνεται κάτι που μπορεί να είναι κρανίο. «Τι είναι αυτό;» τον ρωτάει ο Τέρνερ. «Έχεις καμιά ιδέα;» Και βέβαια έχει. Είναι ο Κροταλίας Ένα, το παλιό Κινέζικο Ορυχείο. Ανοίγει το στόμα τον για να το πει, αλλά το ξανακλείνει αμέσως. Α ε χρειάζεται να δώσει μια τόσο σημαντική πληροφορία στον Κερκ Τέρνερ και στο συνεργείο του, που πηγαίνουν τα Σαββατοκύριακα στο Ιλάι και χαρτοπαίζουν, τρέχουν στα μπορντέλα και μεθάνε... και μιλάνε, φυσικά. Μιλάνε για όλους και για όλα. Ούτε και μπορεί να τους πάρει μαζί του μέσα στο παλιό ορυχείο. Πιστεύει ότι θα έρχονταν αν τους το ζητούσε, θα τους έσπρωχνε η περιέργεια παρά τους φανερούς κινδύνους (μια στοά ορυχείου τόσο παλιά και σε 517

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τόσο ασταθές έδαφος -ακόμη και μια δυνατή φωνή μπορεί να την γκρέμιζε), αλλά αυτοί οι βλάκες δ ε θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό και αυτό το καθίκι της ΔΑΟ θα το μάθαινε αμέσως, οπότε ο Ρίπτον δε θα έχανε απλώς τη δουλειά του. Ξέρει ότι αυτή η αδερφή της ΔΑΟ δ εν τον χωνεύει και, αν σήμερα κάνει το λάθος να μπει μαζί με το συνεργείο στο Κινέζικο Ορυχείο, είναι σίγουρο ότι όχι μόνο θα χάσει τη δουλειά του, αλλά θα βρεθεί και κατηγορούμενος στο δικαστήριο, αντιμετωπίζοντας ένα πρόστιμο πενήντα χιλιάδων δολαρίων και πέντε χρόνια φυλακή. Υπάρχουν τουλάχιστον εννιά κανονισμοί με κόκκινα γράμματα, που απαγορεύουν ρητά την είσοδο σε «επικίνδυνες και μη ενισχυμένες σήραγγες». Κι αυτή εδώ είναι σίγουρα και επικίνδυνη και μη ενισχυμένη. Όμως εκείνα τα κόκαλα και τα παλιά τον όνειρα τον καλούν σαν βασανισμένες φωνές από την παιδική τον ηλικία, σαν το φάντασμα κάβε ανεκπλήρωτης φιλοδοξίας που είχε ποτέ, και ξέρει κιόλας ότι ''εν πρόκειται να παραδώσει το Κινέζικο Ορυχείο στην εταιρεία και τα καθάρματα της ΔΑΟ χωρίς να ρίξει πρώτα μια ματιά μέσα μόνος τον. Δίνει εντολή στον Τέρνερ (που απογοητεύεται, αλλά δε φέρνει αντίρρηση -είναι στις ανατινάξεις και ξέρει, ίσως καλυτέρα και από τον Ρίπτον, πόσο αυστηρή είναι η ΔΑΟ) να βάλει μπροστά στο άνοιγμα τις κίτρινες ταινίες που γράφουν ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. Μετά γυρίζει στο υπόλοιπο συνεργείο και τους θυμίζει ότι το ορυχείο που ανακάλυψαν και που μπορεί να αποδειχτεί ιστορικός και αρχαιολογικός θησαυρός βρίσκεται σε έδαφος της Μεταλλευτικής Εταιρείας Ντεσπερέισον. «Δεν περιμένω, βέβαια, να το κρατήσετε αιώνια μυστικό», τους λέει, «αλλά σαν προσωπική χάρη σας ζητώ να μη μιλήσετε για μερικές μέρες. Ούτε καν στις γυναίκες σας. Χρειάζομαι χρόνο για να ενημερώσω τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας. Αυτό τουλάχιστον δ ε θα είναι δ ύσκολο. Ο Σάιμς, ο αρχιλογιστής, έρχεται από το Φοίνιξ την ερχόμενη βδομάδα, θα το κάνετε αυτό;» Του λένε ότι δ ε θα μιλήσουν. Φυσικά ξέρει ότι δ ε θα κρατήσουν όλοι την υπόσχεση τους ούτε καν για είκοσι τέσσερις ώρες -μερικοί άντρες δεν μπορούν να κρατήσουν μυστικό- αλλά πιστεύει ότι τον σέβονται αρκετά, ώστε να εξασφαλίσει δώδεκα ώρες. Ουσιαστικά, 518

STEPHEN KING

του χρειάζονται μόνο τέσσερις. Τέσσερις ώρες μετά το σχόλασμα. Τέσσερις ώρες εκεί μέσα μόνος του, με ένα φακό, μια κάμερα και κάτι για να βάλει ό,τι σουβενίρ αποφασίσει να πάρει. Τέσσερις ώρες με τις παιδ ικές του φαντασιώσεις, που νόμιζε ότι είχαν χαθεί για πάντα. Και αν η οροφή διάλεγε εκείνη τη στιγμή να πέσει, μετά από εκατόν σαράντα χρόνια σχεδόν και τις αμέτρητες ανατινάξεις που τράνταζαν το έδ αφος γύρω της, δ ε θα τον ένοιαζε. Δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδιά ούτε γονείς, μόνο δυο αδέρφια που είχαν ξεχάσει και την ύπαρξη του ακόμη. Έτσι κι αλλιώς, έχει την επίμονη υποψία ότι δεν τον μένουν πολλά χρόνια να ζήσει. Νιώθει απαίσια εδώ και έξι μήνες και τελευταία έχει αρχίσει να κατουράει αίμα. Όχι πολύ, αλλά ακόμη και το λίγο σου φαίνεται πολύ όταν είναι δ ικό σου. Αν βγω από κει μέσα ζωντανός, μπορεί να πάω στο γιατρό, σκέφτεται, θα το πάρω σαν οιωνό και θα πάω στο γιατρό. Ορίστε. Μόλις τελειώνει η βάρδια, ο Τέρνερ θέλει να τραβήξει μερικές φωτογραφίες από το άνοιγμα του παλιού ορυχείου. Ο Ρίπτον τον αφήνει. Είναι ο πιο γρήγορος τρόπος για να τον ξεφορτωθεί. «Σε πόση απόσταση από την είσοδο λες να την πετύχαμε τη στοά;» ρωτάει ο Τέρνερ. Στέκεται μπροστά στην κίτρινη ταινία και τραβάει φωτογραφίες με τη Νίκον του. Δεν έχει βάλει φλας, όμως, και οι φωτογραφίες θα δ είχνουν απλώς μια μαύρη τρυπά και μερικά σκόρπια κόκαλα, που μπορεί να είναι κι από ελάφι. «Ποιος ξέρει;» λέει ο Ρίπτον. Στο μεταξύ κάνει με το μυαλό τον έναν κατάλογο με τα πράγματα που θα πάρει μαζί του. «Δεν πιστεύω να χάνεις καμιά βλακεία αφού φύγω;» ρωτάει ο Τέρνερ. «Όχι βέβαια», λέει ο Ρίπτον. «Εγώ τους σέβομαι τους κανονισμούς». «Μην ορκίζεσαι, σε πιστεύω», λέει γελώντας ο Τέρνερ, και την ίδια νύχτα γύρω στις δύο η ώρα, ο Κάρι Ρίπτον, πολύ πιο μεγαλόσωμος τώρα, θα μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου κοιμάται ο Τέρνερ με τη γυναίκα τον και θα τον σκοτώσει στον ύπνο του. Και τη γυναίκα του επίσης. Τακ! Και δ εν είναι μόνο αυτοί. Όλη τη νύχτα ο Ρίπτον σκοτώνει (ούτε ένας από το συνεργείο τον Τέρνερ δε ζει μέχρι το πρωί) και βάζει 519

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

καν τακ σε διάφορα σημεία. Βγαίνοντας από το Κινέζικο Ορυχείο έχει ένα σάκο γεμάτο αγαλματάκια, πάνω από εκατό συνολικά. Μερικά έχουν σπάσει, αλλά ξέρει ότι ακόμη και τα κομμάτια δ ιατηρούν ένα μέρος από την παράξενη, απρόβλεπτη δύναμη τους. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας βάζοντας τα αγαλματάκια σε γωνίες, σε γραμματοκιβώτια, σε ντουλαπάκια αυτοκινήτων. Ακόμη και σε τσέπες παντελονιών! Ναι! Εδώ στην Ντεσπερέισον κανείς σχεδόν δεν κλειδώνει το σπίτι του, όλοι κοιμούνται νωρίς και ο Κάρι Ρίπτον δεν πηγαίνει μόνο στα σπίτια των μελών του συνεργείου αλλά και σε πολλά άλλα ακόμη. Γυρίζει στο ορυχείο νιώθοντας εξουθενωμένος σαν τον Αϊ-Βασίλη που επιστρέφει στο Βόρειο Πόλο μετά το μεγάλο τον ταξίδι... Μόνο που η δ ουλειά τον Αϊ-Βααίλη τελειώνει όταν μοιράσει τα δ ώρα. Η δουλειά τον Ρίπτον μόλις τώρα αρχίζει. Η ώρα είναι πέντε παρά τέταρτο. Έχει πάνω από δύο ώρες στη διάθεση τον μέχρι να έρθει το μικρό συνεργείο τον Πασκάλ Μαρτίνεζ, που δουλεύει τα πρωινά του Σαββάτου. Είναι αρκετή ώρα, αλλά και πάλι πρέπει να βιαστεί. Το σώμα του Κάρι Ρίπτον αιμορραγεί τόσο πολύ, που έχει αναγκαστεί να γεμίσει τα εσώρουχα τον με χαρτί τουαλέτας για να το απορροφά. Καθώς γυρίζει στο ορυχείο, αναγκάζεται να σταματήσει δύο φορές και να ξεράσει αίμα από το παράθυρο τον αυτοκινήτου τον Κάρι. Το αίμα βάφει όλη την πόρτα απέξω και με το πρώτο διστακτικό φως της μέρας μοιάζει με φτυσίματα από ταμπάκο. Παρ' όλο που βιάζεται, κοκαλώνει για μια στιγμή από το θέαμα που φωτίζουν τα φανάρια τον αυτοκινήτου, όταν το φως φτάνει στον πυθμένα της εκσκαφής. Κάθεται στο τιμόνι τον αυτοκινήτου με τα μάτια γουρλωμένα. Στη βόρεια πλαγιά τον Κινέζικου Ορυχείου υπάρχουν τόσα πολλά ζώα από την έρημο, που θα έφταναν να γεμίσουν την Κιβωτό: λύκοι, κογιότ, φαλακροί γύπες, κουκουβάγιες με πελώρια μάτια, πούμα και αγριόγατες, ακόμη και μερικές ψωραλέες γάτες. Υπάρχουν αγριόσκυλα, που στα πλευρά τους ξεχωρίζουν τα κόκαλα -ξέρει ότι πολλά έχουν ξεφύγει από κείνη την κοινότητα των κουρελήδων πάνω στους λόφους- και γύρω στα πόδια τους τριγυρίζουν ανενόχλητες ορδές σκορπιών και διμοιρίες ποντικών με μαύρα μάτια. Τα ζώα που βγαίνουν από την Κινέζικη Στοά κρατάνε όλα από ένα καν τακ στο στόμα. Ανεβαίνουν το δρόμο της εκσκαφής, σαν πλημ520

STEPHEN KING

μύρα από παράξενους πρόσφυγες, που το σκάνε από κάποιο υπόγειο κόσμο. Από κάτω υπάρχουν κι άλλα ζώα, που περιμένουν υπομονετικά σαν πελάτες σε σούπερ μάρκετ. Περιμένουν να μπουν στο ορυχείο. Ο Τακ αρχίζει να γελάει με τις φωνητικές χορδές τον Κάρι Ρίπτον. «Φοβερή φάση!» φωνάζει. Μετά πηγαίνει στο γραφείο που υπάρχει μέσα στην εκσκαφή, ξεκλειδώνει την πόρτα με το κλειδί τον Ρίπτον και σκοτώνει τον Τζο Προύντουμ, το νυχτοφύλακα. Ο γερο-Τζο δεν είναι κανένας σπουδαίος νυχτοφύλακας. Έρχεται να πιάσει δουλειά όταν έχει βραδιάσει, δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει στο ορυχείο και δεν τον φαίνεται παράξενο όταν εμφανίζεται ο Κάρι Ρίπτον τα χαράματα. Έχει βάλει και πλένει κάτι ρούχα τον στο πλυντήριο στη γωνία και έχει καθίσει στο τραπέζι για να φάει, όταν μπαίνει μέσα ο Ρίπτον και τον φυτεύει μια σφαίρα στο λαιμό. Μετά ο Ρίπτον τηλεφωνεί στο Όουλ'ς στην πόλη. Το Όουλ'ς είναι ανοιχτό νύχτα μέρα, αν και δ εν έχει πολλή κίνηση. Εκεί ο Μπραντ Τζόζεφσον -σοκολατένιο δέρμα και μεγάλη, κρεμαστή κοιλιά- τρώει πρωινό έξι μέρες τη βδ ομάδ α, πάντα αυτή την ώρα. Αυτό τον βολεύει πολύ. Ο Ρίπτον θέλει να φέρει τον Μπραντ στο ορυχείο γρήγορα, πριν μολυνθεί από κάποιο καν τακ. Τα καν τακ είναι χρήσιμα για πολλούς λόγους, αλλά αν τα αγγίξει κάποιος, μετά ο Τακ δ εν μπορεί να χρησιμοποιήσει το σώμα τον. Ο Ρίπτον ξέρει ότι μπορεί να πάρει κάποιον από το συνεργείο τον Μαρτίνεζ αν χρειαστεί, ίσως και τον ίδιο τον Πασκάλ, αλλά θέλει (ή μάλλον ο Τακ θέλει) τον Μπραντ. Θα του φανεί χρήσιμος από πολλές απόψεις. Πόσο καιρό αντέχει ένα σώμα αν είναι υγιές; αναρωτιέται καθώς πλησιάζει στο τηλέφωνο. Πόσο αντέχει αν, όταν το βάλεις σε οβερντράιβ, δεν κρύβει μέσα του κάποια αρρώστια, κάποιο καρκίνο; Δεν ξέρει, αλλά πιστεύει ότι γρήγορα θα έχει την ευκαιρία να μάθει. «Όουλ'ς», λέει μια γυναικεία φωνή στο αυτί του –δεν έχει βγει ακόμη ο ήλιος και ακούγεται ήδη κουρασμένη. «Γεια σου, Ντενίς», λέει. «Πώς πάει;» «Ποιος είναι;» Η φωνή της είναι γεμάτη καχυποψία. 521

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ο Κάρι Ρίπτον, μωρό μου. Δε γνωρίζεις τη φωνή μου;» «Πώς να τη γνωρίσω; Τι έπαθες, κρύωσες;»

«Μάλλον», απαντάει χαμογελώντας και σκουπίζει αίματα από το κάτω χείλι τον. Έχουν αρχίσει να τρέχουν από τα δόντια τον. Στην κοιλιά τον νιώθει λες και τα σωθικά τον έχουν ξεκολλήσει από τη θέση τους και επιπλέουν μέσα σε μια θάλασσα από αίμα. «Δ ε μου λες, μωρό μου, είναι εκεί ο Μπραντ;» «Στη γωνία όπου κάθεται πάντα και ξεσκίζεται στο φαΐ όπως πάντα. Τέσσερα αβγά, τηγανητές πατάτες και ένα τέταρτο του κιλού μπέικον. Ελπίζω να μην είναι εδώ μέσα όταν θα πάθει καρδιακή προσβολή. Τι τον θέλεις τον Μπραντ τέτοια ώρα σαββατιάτικα;» «Δουλειά της εταιρείας». «Σιγά τον πολυέλαιο», του λέει. «Ριπ, κοίτα να το προσέξεις αυτό το κρύωμα. Έχει κλείσει τελείως η φωνή σου». «Είναι από την αγάπη μου για σένα», της λέει. «Κάτι μας είπες τώρα», κάνει η Ντενίς και αφήνει το τηλέφωνο πάνω στον πάγκο. «Μπραντ!» την ακούει να φωνάζει. «Τηλέφωνο! Ο μίστερ Φόρτε!» Μια παύση. Ο Μπραντ μάλλον τη ρωτάει τι τρέχει. «Πού θες να ξέρω;» τον απαντάει. «Έλα παρ' το να δεις». Μερικές στιγμές αργότερα ο Μπραντ Τζόζεφσον είναι στη γραμμή. Λέει, «Εμπρός», με τόνο ανθρώπου που ξέρει ότι δεν του τηλεφωνούν πέντε η ώρα το πρωί για να του πουν ότι κέρδισε το λοτό. «Μπραντ, εγώ είμαι, ο Κάρι Ρίπτον», λέει. Ξέρει πώς να κάνει τον Μπραντ να 'ρθει εδ ώ. Την ιδ έα του την έδ ωσε ο μακαρίτης Κερκ Τέρνερ. «Έχεις τα φωτογραφικά σου σύνεργα στο αμάξι;» Φυσικά τα έχει. Ο Μπραντ, μεταξύ άλλων, είναι φανατικός παρατηρητής πουλιών και θεωρεί τον εαυτό του ερασιτέχνη ορνιθολόγο. Αλλά ο Κάρι Ρίπτον έχει να του προσφέρει κάτι καλύτερο από τα πουλιά σήμερα το πρωί. Κάτι πολύ καλύτερο. «Βέβαια τα 'χω. Τι τρέχει;» Ο Ρίπτον ακουμπάει στο πόστερ που είναι κολλημένο στον τοίχο. Δείχνει ένα βρόμικο μεταλλωρύχο που μοιάζει σαν το θείο Σαμ να λέει, ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΓΩΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΤΑ ΚΑΘΙΚΙΑ! «Αν μπεις στο αμάξι σου κι 522

STEPHEN KING

έρθεις εδώ αυτή τη στιγμή, θα σου δ είξω», λέει ο Ρίπτον. «Και αν φτάσεις πριν από τον Πασκάλ Μαρτίνεζ και τους δ ικούς του, θα τραβήξεις τις εκπληκτικότερες φωτογραφίες της ζωής σου». «Για τι πράγμα μιλάμε;» Ο Τζόζεφσον έχει αρχίσει να ενθουσιάζεται κιόλας. «Τα κόκαλα σαράντα πενήντα νεκρών Κινέζων, πρώτα πρώτα. Πώς σου φαίνεται;» «Τι εννοείς; Τι έγινε;» «Χτυπήσαμε την παλιά Κινέζικη Στοά χτες το απόγευμα. Πέντε έξι μέτρα μέσα και θα τραβήξεις τις πιο απίθανες...» «Έρχομαι. Μην κουνηθείς. Κάτσε εκεί που είσαι κι έρχομαι». Το τηλέφωνο κλείνει και ο Ρίπτον χαμογελάει με κόκκινα χείλια. «Δε θα κουνηθώ», λέει. «Μην ανησυχείς γι' αυτό. Καν ντε λατς! Αχ τεν! Τακ!» Δέκα λεπτά αργότερα, ο Ρίπτον -που τώρα αιμορραγεί όχι μόνο από τον πρωκτό και το πέος αλλά και από τον αφαλό- διασχίζει τον πυθμένα της ανοιχτής εκσκαφής προς την Κινέζικη Πλαγιά. Εκεί απλώνει τα χέρια του σαν ευαγγελιστής και μιλάει στα ζώα στη γλώσσα τον άμορφου. Όλα τους φεύγουν ή κρύβονται μέσα στο ορυχείο. Δεν πρέπει να τα δει ο Μπραντ Τζόζεφσον όταν έρθει. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Τζόζεφσον κατεβαίνει τον απότομο δρόμο προς τον πυθμένα του λάκκου στο τιμόνι μιας παλιάς Μπουίκ. Ένα αυτοκόλλητο στο μπροστινό μέρος γράφει ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΙ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΝΤΕΧΟΥΝ ΠΙΟ ΠΟΛΥ. Ο Ρίπτον τον παρακολουθεί από την πόρτα του γραφείου. Καλό θα είναι να μην τον δει ούτε αυτόν ο Μπραντ, τουλάχιστον μέχρι να πλησιάσει λίγο ακόμη. Δεν υπάρχει πρόβλημα σ' αυτό το σημείο. Ο Μπραντ παρκάρει με ένα απότομο φρενάρισμα, βγαίνει έξω, αρπάζει από το κάθισμα τρεις διαφορετικές κάμερες και πλησιάζει τρέχοντας στο γραφείο, σταματώντας μόνο μια στιγμή για να κοιτάξει μ' ανοιχτό το στόμα την τρύπα που φαίνεται γύρω στα πέντε έξι μέτρα πιο πάνω στην πλαγιά. 523

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αυτό είναι, το Κινέζικο», λέει. «Πρέπει να είναι. Έλα, Κάρι, βιάσου, όπου να 'ναι θα 'ρθει ο Μαρτίνεζ!» «Μπα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα Σάββατα αρχίζουν λίγο πιο αργά», λέει ο Ρίπτον χαμογελώντας. «Ηρέμησε».

«Ναι, αλλά μπορεί να μας πάρει είδηση ο γερο-Τζο και να 'χουμε κανένα πρόβλημα...» «Σου είπα, ηρέμησε! Ο Τζο είναι στο Ρίνο. Γέννησε η εγγονή του». «Ωραία! Ψώνιο! Έχεις κανένα πούρο;» Ο Μπραντ γελάει λίγο υστερικά. «Έλα μέσα», λέει ο Ρίπτον. «θέλω να σου δείξω κάτι». «Τι είναι; Έβγαλες τίποτα από μέσα;» «Ναι», απαντάει ο Ρίπτον και από μια άποψη είναι αλήθεια, από μια άποψη θέλει όντως να δείξει στον Μπραντ κάτι που έβγαλε από μέσα. Ο Τζόζεφσον κοιτάζει ακόμη συνοφρυωμένος τις φωτογραφικές του μηχανές, προσπαθεί να ξεμπερδέψει τα λουριά, όταν ο Ρίπτον τον αρπάζει και τον σπρώχνει στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Τζόζεφσον φωνάζει αγανακτισμένος. Αργότερα θα αρχίσει να φοβάται και μετά θα τρομοκρατηθεί εντελώς, αυτή τη στιγμή όμως δ εν έχει προλάβει να δ ει το πτώμα του Τζο Προύντουμ και είναι απλώς αγανακτισμένος. «Για τελευταία φορά, ηρέμησε!» λέει ο Ρίπτον. Βγαίνει από το γραφείο πριν προλάβει να πλησιάσει ο Τζόζεφσον και κλειδώνει την πόρτα απέξω. «Πώς κάνεις έτσι!» Πηγαίνει γελώντας στο φορτηγάκι και μπαίνει μέσα. Ο Κάρι Ρίπτον, όπως και πολλοί άλλοι Αμερικανοί, πιστεύει παθιασμένα στο δικαίωμα της οπλοφορίας. Σε μια ειδική υποδοχή πίσω από το κάθισμα υπάρχει ένα δίκαννο και στο ντουλαπάκι ένα πιστόλι Ρούγκερ Σπιντ-Σιξ. Γεμίζει το δ ίκαννο και το ακουμπάει στα πόδ ια του. Το Ρούγκερ είναι ήδ η γεμάτο και το βάζει στο κάθισμα δ ίπλα του. Η πρώτη του σκέψη ήταν να το βάλει στη ζώνη του, αλλά τώρα η κοιλιά του κολυμπάει στο αίμα (Ρίπτον, ηλίθιε, σκέφτεται, δεν ξέρεις ότι οι άντρες της ηλικίας σου πρέπει να κάνουν εξέταση προστάτη μια φορά το χρόνο;) και δ ε θα είναι καθόλου καλή ιδ έα να μουσκέψει το πιστόλι στα αίματα. 524

STEPHEN KING

Όταν αρχίζουν να τον ενοχλούν τα ασταμάτητα γρονθοκοπήματα του Τζόζεφσον μέσα από το γραφείο, ανάβει το ραδιόφωνο, ανεβάζει την ένταση και τραγουδάει μαζί με τον Τζόνι Πέιτσεκ, που λέει σε όποιον έχει διάθεση να τον ακούσει ότι αυτός είναι το μοναδικό κάθαρμα που μεγάλωσε η μάνα του. Γρήγορα εμφανίζεται ο Πασχάλ Μαρτίνεζ για τις σαββατιάτικες υπερωρίες τον. Μαζί τον είναι και ο φίλος του, ο Μιγκέλ Ριβέρα. Ο Ρίπτον τους κουνάει το χέρι από μακριά. Ο Πασκάλ τον χαιρετάει κι αυτός. Παρκάρει από την άλλη μεριά του γραφείου και μετά έρχεται μαζί με τον Μιγκέλ να δουν τι κάνει ο Ρίπτον Σάββατο, και μάλιστα τέτοια ώρα, στο ορυχείο. Ο Ρίπτον βγάζει το δίκαννο από το παράθυρο χαμογελώντας ακόμη και τους σκοτώνει και τους δύο. Είναι εύκολο. Ούτε καν προσπαθούν να ξεφύγουν. Πεθαίνουν με ένα απορημένο ύφος στο πρόσωπο τους. Ο Ρίπτον τους κοιτάζει και θυμάται τον παππού του να του λέει για τα αποδημητικά περιστέρια, κάτι πουλιά τόσο κοντά, που μπορείς να τα σκοτώσεις χτυπώντας τα με ραβδί ενώ είναι καθισμένα στο έδαφος. Σ' αυτά τα μέρη όλοι οι άντρες έχουν όπλα, κατά βάθος όμως ελάχιστοι πιστεύουν ότι θα τα χρησιμοποιήσουν ποτέ. Τα έχουν μόνο για φιγούρα. Φτάνουν σιγά σιγά και τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου, μόνα τους ή δύο δ ύο. Το Σάββατο, η ώρα προσέλευσης δεν είναι πολύ αυστηρή. Ο Ρίπτον τους σκοτώνει μόλις τον πλησιάζουν και σέρνει τα πτώματα τους στο πίσω μέρος του γραφείου, όπου τα στοιβάζει σαν ξύλα για τη φωτιά κάτω από τον αεραγωγό τον στεγνωτηρίου. Όταν του τελειώνουν τα φυσίγγια τον δίκαννου (για το Ρονγκερ υπάρχουν μπόλικες σφαίρες, αλλά το πιστόλι δεν έχει ακρίβεια για αποστάσεις μεγαλύτερες από πέντε έξι μέτρα), βρίσκει τα κλειδιά του Μαρτίνεζ, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ του Τσερόκι και βρίσκει ένα υπέροχο (και εντελώς παράνομο) αυτόματο Αιβερ Τζόνσον κάτω από μια κουβέρτα. Δίπλα του υπάρχουν είκοσι πέντε κλιπ των είκοσι σφαιρών μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια Νάικ. Οι μεταλλωρύχοι που έρχονται για δ ουλειά ακούν τους πυροβολισμούς καθώς ανεβαίνουν στο ανάχωμα της εκσκαφής, αλλά νομίζουν ότι κάποιος κάνει σκοποβολή. Έτσι αρχίζουν πολλά Σάββατα στο ορυχείο. Όλα πάνε ρολόι. 525

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Μέχρι τις οχτώ παρά τέταρτο, ο Ρίπτον έχει σκοτώσει όλα τα μέλη του συνεργείου του Μαρτίνεζ. Έχει κι ένα μπόνους, τον τύπο με το ένα πόδι από το Μπαντ'ς Σαντς, που έχει έρθει να κάνει σέρβις στη μηχανή του καφέ. Είκοσι πέντε πτώματα πίσω από το γραφείο. Τα ζώα αρχίζουν να μπαινοβγαίνουν πάλι στο Κινέζικο Ορυχείο και να κατευθύνονται προς την πόλη με καν τακ στο στόμα τους. Σε λίγο θα σταματήσουν, γιατί αρχίζει να φωτίζει καλά, και θα περιμένουν να πέσει η νύχτα για να ξαναρχίσουν. Στο μεταξύ, το ορυχείο είναι δικό τον και έχει έρθει η ώρα να κάνει το πέρασμα, θέλει να βγει απ' αυτό το ενοχλητικά σαπισμένο σώμα και, αν δεν κάνει γρήγορα την αλλαγή, δε θα τα καταφέρει. Όταν ανοίγει την πόρτα, ο Μπραντ Τζόζεφσον τον ορμάει. Έχει ακούσει τους πυροβολισμούς, έχει ακούσει και τα ουρλιαχτά στις περιπτώσεις που ο Ρίπτον δεν κατάφερε να σκοτώσει τα θύματα του με την πρώτη σφαίρα, και ξέρει ότι μόνο αυτό του μένει να κάνει. Πιστεύει ότι τον περιμένει κι αυτόν η ίδια μοίρα, αλλά φυσικά ο Κάρι δ εν έχει σκοπό να τον σκοτώσει. Έτσι αρπάζει τα χέρια του Τζόζεφσον, αντλώντας τα τελευταία αποθέματα δύναμης αυτού τον σώματος, και κολλάει το μαύρο στον τοίχο με τέτοια δύναμη, που όλο το προκατασκευασμένο γραφείο τραντάζεται. Και τώρα, φυσικά, δεν είναι μόνο ο Ρίπτον. Έχει και τη δύναμη του Τακ. Ο Τζόζεφσον τον κοιτάει άναυδος και τον ρωτάει πώς ψήλωσε τόσο πολύ. «Τρώω κορνφλέικς», απαντάει αυτός. «Τακ!» «Τι κάνεις;» ρωτάει ο Τζόζεφσον, προσπαθώντας να ξεφύγει καθώς το πρόσωπο του Ρίπτον πλησιάζει στο δικό του και το στόμα του ανοίγει. «Τικ...» «Φίλα με, ομορφόπαιδ ο!» λέει ο Ρίπτον και κολλάει το στόμα του στο στόμα του Τζόζεφσον. Το αίμα σφραγίζει τα χείλια τους και ο Ρίπτον εκπνέει. Ο Τζόζεφσον κοκαλώνει στα χέρια του Ρίπτον και μετά αρχίζει να τρέμει ανεξέλεγκτα. Ο Ρίπτον συνεχίζει να εκπνέει, κι άλλο, κι άλλο, νιώθει να βγαίνει, το νιώθει να συμβαίνει, να γίνεται η μεταφορά. Για μια τρομερή στιγμή η ενέργεια του Τακ είναι γυμνή, ανάμεσα στον Ρίπτον, που καταρρέει, και του Τζόζεφσον, που έχει αρχίσει να φουσκώνει σαν μπαλόνι. Και μετά, αντί να κοι526

STEPHEN KING

τάζει από τα μάτια του Ρίπτον, κοιτάζει από τα μάτια του Τζόζεφσον. Νιώθει μια υπέροχη, μεθυστική αίσθηση αναγέννησης. Είναι γεμάτος, όχι μόνο από τη δύναμη του Τακ, αλλά και από την ενέργεια ενός ανθρώπου που τρώει τέσσερα αβγά, τηγανητές πατάτες και ένα τέταρτο τον κιλού μπέικον για πρωινό. Νιώθει... νιώθει... «Νιώθω ΥΠΕΡΟΧΑΑΑ!» φωνάζει ο Μπραντ Τζόζεφσον με δυνατή φωνή, που ξεχειλίζει από ενεργητικότητα. Ακούει ένα βαθύ τρίξιμο από τη ραχοκοκαλιά τον Μπραντ που μεγαλώνει, έναν ήχο σαν θρόισμα από μεταξωτό πάνω σε σατέν, που είναι οι μύες του που τεντώνονται, έναν ήχο σαν πάγο που λιώνει καθώς το κρανίο του διευρύνεται. Κλάνει απανωτά, με έναν κρότο σαν πιστολιά. Αφήνει το σώμα τον Ρίπτον -το νιώθει ελαφρύ σαν ξερό φύλλο- και πηγαίνει με μεγάλες δρασκελιές στην πόρτα, ακούγοντας τις ραφές από το χακί πουκάμισο τον Τζόζεφσον να σκίζονται καθώς οι πλάτες του φαρδαίνουν και τα χέρια του μακραίνουν. Τα πόδια του μεγαλώνουν λιγότερο, αλλά και πάλι σπάνε τα κορδόνια των παπουτσιών τένις που φοράει. Ο Τακ στέκεται έξω από το γραφείο με ένα τεράστιο, πλατύ χαμόγελο. Νιώθει εκπληκτικά. Βλέπει τα πάντα γύρω του. Ο κόσμος μουγκρίζει σαν καταρράκτης. Μια τεράστια στύση έχει ανασηκώσει το μπροστινό μέρος του παντελονιού του, σαν αντίσκηνο. Ο Τακ είναι εδ ώ, απελευθερωμένος από το πηγάδι των κόσμων. Ο Τακ είναι μεγάλος, ο Τακ θα τραφεί και ο Τακ θα κυβερνήσει όπως κυβερνούσε πάντα, στους ερημότοπους, όπου τα φυτά είναι μετανάστες και το έδαφος μαγνητικό. Μπαίνει στην Μπουίκ, ξηλώνοντας τη ραφή του παντελονιού του Μπραντ Τζόζεφσον από τον καβάλο μέχρι πίσω. Μετά, χαμογελώντας καθώς σκέφτεται το αυτοκόλλητο που υπάρχει στο αυτοκίνητο -ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΙ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΝΤΕΧΟΥΝ ΠΙΟ ΠΟΛΥ- κάνει στροφή γύρω από το γραφείο και ξεκινάει για την Ντεσπερέισον, αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του.

527

3

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ σταμάτησε. Καθόταν ακόμη με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο της καρότσας και κοίταζε τα παπούτσια του. Η φωνή του είχε βραχνιάσει από την ομιλία. Οι άλλοι στέκονταν γύρω του σε ημικύκλιο. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι κάπως έτσι πρέπει να στέκονταν και οι ραβίνοι γύρω από το μικρό Ιησού, ενώ τους έδινε τα τελευταία νέα από τον ουρανό. Ο Τζόνι έβλεπε πιο καθαρά απ' όλους την πιτσιρίκα πανκ, το εύρημα του Στιβ Έιμς, και υποψιαζόταν ότι και το δικό του ύφος πρέπει να έμοιαζε με το δικό της: άκουγε σαν υπνωτισμένη, γεμάτη κατάπληξη αλλά όχι δυσπιστία. Κι αυτό, φυσικά, ήταν η ρίζα της ανησυχίας του. θα έφευγε απ' αυτή την πόλη, τίποτα δε θα τον σταματούσε, αλλά θα του έπεφτε πολύ πιο εύκολο για τον εγωισμό του αν μπορούσε να πιστέψει ότι ο μικρός αυταπατάται, ότι τους λέει παραμύθια, που τα 'χει βγάλει από τη φαντασία του. Αλλά υποψιαζόταν και πάλι ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι, είπε η φωνή της Τέρι μέσα στο νου του.

Ο Τζόνι κάθισε στις φτέρνες για να πάρει ένα ακόμη μπουκάλι Τζολτ, χωρίς να αισθανθεί το πορτοφόλι του (γνήσιο δέρμα κροκοδείλου, από του Μπάρνεϊς, τριακόσια ενενήντα πέντε δολάρια), που είχε μισοβγεί από την πίσω τσέπη του, να γλιστράει και να πέφτει στο δάπεδο.

Άγγιξε το χέρι του Ντέιβιντ με το λαιμό του μπουκαλιού. Ο μικρός σήκωσε το κεφάλι χαμογελώντας και ο Τζόνι σοκαρίστηκε βλέποντας πόσο κουρασμένος έδειχνε. Σκέφτηκε αυτά που τους είχε πει προηγουμένως για τον Τακ -παγιδευμένος μέσα στη γη, σαν ξωτικό σε παραμύθι, να χρησιμοποιεί ανθρώπους τον ένα μετά τον άλλο επειδή έφθειρε πολύ γρήγορα τα σώματα τους- και αναρωτήθηκε αν ο θεός του Ντέιβιντ ήταν διαφορετικός. «Τέλος πάντων, έτσι το κάνει», είπε ο Ντέιβιντ με τη βραχνή φωνή του. «Περνάει από τον ένα στον άλλο με την ανάσα, σαν σπόρος στον άνεμο». «Το φιλί του θανάτου αντί για το φιλί της ζωής», είπε ο Ραλφ 528

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ έγνεψε καταφατικά.

«Τι φίλησε τον Ρίπτον, όμως;» είπε η Σύνθια. «Όταν μπήκε στο ορυχείο το προηγούμενο βράδυ, τι τον φίλησε;»

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Ή δε μου έδειξαν ή δεν κατάλαβα. Το μόνο που ξέρω είναι πως ό,τι έγινε έγινε στο πηγάδι που σας είπα. Ο Ρίπτον μπήκε μέσα στο δωμάτιο... στον υπόγειο θάλαμο... τα καν τακ τον μαγνήτισαν, αλλά δεν του επέτρεψαν να τα αγγίξει».

«Γιατί αν τα αγγίξει κάποιος, μετά ο Τακ δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το σώμα του», είπε ο Στιβ. Ήταν μισή δήλωση, μισή ερώτηση. «Ναι».

«Ο Τακ έχει σώμα; θέλω να πω, δε μιλάμε απλώς για μια ιδέα, έτσι δεν είναι; Ή για ένα πνεύμα;»

«Όχι, ο Τακ είναι πραγματικός, υπαρκτός. Έπρεπε να φέρει τον Ρίπτον μέσα στο ορυχείο γιατί δεν μπορεί να περάσει μέσα από το ίνι -το πηγάδι. Έχει υλικό σώμα, αλλά το πηγάδι είναι πολύ μικρό για να περάσει από μέσα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πιάνει ανθρώπους, να τους κυριεύει, να τους μετατρέπει σε καν τακ. Και να τους αλλάζει όταν καταστραφεί το σώμα τους». «Τι απέγινε ο Τζόζεφσον, Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Ραλφ. Η φωνή του ήταν σιγανή, σχεδόν εξουθενωμένη. Ο Τζόνι δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να κοιτάζει τον Κάρβερ όταν κοίταζε το γιο του.

«Είχε πρόβλημα στην καρδιά του, μια βαλβίδα», είπε ο Ντέιβιντ. «Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, θα μπορούσε να ζήσει για χρόνια ακόμη χωρίς δυσκολία, αλλά τον κυρίευσε ο Τακ και...» Ο Ντέιβιντ σήκωσε τους ώμους. «Τον έφθειρε. Άντεξε δυόμισι μέρες. Μετά μπήκε στον Εντράτζιαν. Ο Εντράτζιαν ήταν δυνατός, κράτησε σχεδόν μια βδομάδα... αλλά είχε πολύ λευκό δέρμα. Πολλοί τον δούλευαν επειδή αγόραζε τόσο πολλές αντηλιακές κρέμες».

«Κι όλα αυτά σου τα είπε ο οδηγός σου», είπε ο Τζόνι.

«Ναι. Φαντάζομαι ότι αυτό ήταν, οδηγός μου». «Αλλά δεν ξέρεις ποιος ήταν».

529

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Σχεδόν ξέρω. Νιώθω ότι κάπου τον ξέρω, ότι θα 'πρεπε να τον αναγνωρίσω». «Είσαι σίγουρος πως δε σου τα είπε ο Τακ όλα αυτά;

Γιατί ένα παλιό ρητό λέει ότι ο διάβολος μπορεί να φορέσει πολύ ευχάριστο πρόσωπο». «Δεν ήταν από τον Τακ, Τζόνι».

«Άσ' τον να μιλήσει», είπε ο Στιβ. «Εντάξει;»

Ο Τζόνι σήκωσε τους ώμους και κάθισε κάτω. Το ένα χέρι του κόντεψε να αγγίξει το πεσμένο του πορτοφόλι. Αλλά δεν το άγγιξε.

«Στο πίσω μέρος του καταστήματος σιδηρικών, εδώ στην πόλη, πουλάνε και ρούχα», είπε ο Ντέιβιντ. «Κυρίως ρούχα της δουλειάς. Τζιν, στρατιωτικά πουκάμισα, εργατικές φόρμες, μπότες, τέτοια πράγματα. Υπάρχει ένας τύπος -υπήρχε- που δούλευε στην τηλεφωνική εταιρεία, ο Κουρτ Γιόμαν. Ήταν δύο μέτρα και κάτι, ο ψηλότερος άνθρωπος στην Ντεσπερέισον. Γι' αυτό δεν είχαν σκιστεί τα ρούχα του Εντράτζιαν όταν μας έπιασε, μπαμπά. Το βράδυ του Σαββάτου, ο Τζόζεφσον διέρρηξε το μαγαζί και πήρε ένα σετ ρούχα στο μέγεθος του Κουρτ Γιόμαν. Και παπούτσια επίσης. Τα πήγε στο δημοτικό κτίριο και τα έβαλε στο ντουλάπι του Κόλι Εντράτζιαν. Ήξερε από τότε σε ποιον θα περνούσε στη συνέχεια».

«Τότε σκότωσε και το διοικητή της αστυνομίας;» ρώτησε ο Ραλφ.

«Τον κύριο Ριντ; Όχι. Αυτόν τον σκότωσε την Κυριακή το βράδυ. Τότε πια όμως δεν είχε σημασία αν θα τον σκότωνε ή όχι. Ο Ρίπτον του είχε αφήσει ένα καν τακ, που τον επηρέασε πολύ άσχημα. Τα καν τακ επηρεάζουν διαφορετικά τον κάθε άνθρωπο. Όταν τον σκότωσε ο Τζόζεφσον, ο Ριντ ήταν καθισμένος στο γραφείο του και...» Ο Ντέιβιντ κοίταξε αλλού φανερά ντροπιασμένος, έκλεισε τη γροθιά του και την κούνησε πάνω κάτω. «Εντάξει», είπε ο Στιβ, «καταλάβαμε. Και ο Εντράτζιαν; Αυτός πού ήταν όλο το Σαββατοκύριακο;» 530

STEPHEN KING

«Έλειπε, όπως και η Όντρεϊ. Η αστυνομία της Ντεσπερέισον έχει κλείσει μια συμφωνία με την Κομητεία, να καλύπτουν την ευρύτερη περιοχή, έτσι οι αστυνομικοί ταξιδεύουν πολύ. Την Παρασκευή το βράδυ, τότε που ο Ρίπτον σκότωσε τα μέλη του συνεργείου ανατινάξεων, ο Εντράτζιαν ήταν στο Όστιν. Το βράδυ του Σαββάτου κοιμήθηκε στο ράντσο Ντέιβις. Την Κυριακή το βράδυ, την τελευταία νύχτα που ήταν πραγματικά ο Κόλι Εντράτζιαν, την πέρασε στην περιοχή όπου ζουν οι Ινδιάνοι Σοσόν. Είχε μια φίλη εκεί».

Ο Τζόνι πήγε στο πίσω μέρος του φορτηγού, μετά έκανε μεταβολή. «Και τι έκανε, Ντέιβιντ; Τι έκανε ο Τακ; Πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα; Πώς έγιναν όλα αυτά χωρίς να πάρει είδηση κανείς; Πώς ήταν δυνατόν να μην τον καταλάβουν;» Έκανε μια παύση. «Και άλλη μία ερώτηση. Τι θέλει ο Τακ; Να βγει απ' αυτή την τρύπα στο χώμα και να τεντώσει τα πόδια του; Να φάει χοιρινές μπριζόλες; Να σνιφάρει κοκαΐνη και να πιει Τεκίλα Σανράιζ; Να πηδήξει γκόμενες; Να ρωτήσει τον Μπομπ Ντίλαν τι σημαίνουν οι στίχοι του Γκέιτς οφ Ίντεν; Να κυριεύσει τη γη; Τι θέλει;»

«Δεν έχει σημασία», είπε ήρεμα ο Ντέιβιντ. «Το μόνο που έχει σημασία είναι τι θέλει ο θεός. Και αυτό που θέλει ο θεός είναι να πάμε στο Κινέζικο Ορυχείο. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς... αφηγήσεις για να περνάει η ώρα».

Ο Τζόνι χαμογέλασε. Ήταν παράξενο χαμόγελο, το ένιωθε σφιχτό και του πονούσε λίγο τα χείλια, σαν να έπεφτε πολύ μικρό για το στόμα του. «Λοιπόν, θα σου πω κάτι, δικέ μου: δε μ' ενδιαφέρει καθόλου τι θέλει ο θεός σου». Γύρισε πάλι προς τη συρταρωτή πίσω πόρτα του φορτηγού και την ανέβασε. Έξω ο αέρας ήταν σχεδόν ακίνητος και παράξενα ζεστός μετά τη θύελλα. Το φανάρι αναβόσβηνε πάντα, ρυθμικά, στη διασταύρωση. Στο δρόμο, σε κανονικά διαστήματα, υπήρχαν μακρόστενα υψωματάκια άμμου από το ένα πεζοδρόμιο μέχρι το άλλο. Κάτω από το θολό φως του φεγγαριού και την κίτρινη, ρυθμική λάμψη του φαναριού, η Ντεσπερέισον έμοιαζε με απομακρυσμένο οικισμό σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. «Δεν μπορώ να σε σταματήσω αν θέλεις να φύγεις», είπε ο Ντέιβιντ. «Ο Στιβ και ο μπαμπάς μου θα μπορούσαν ίσως, αλλά θα ήταν μάταιο. Γιατί υπάρχει η ελεύθερη βούληση». 531

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Ακριβώς», είπε ο Τζόνι. «Η καλή μας ελεύθερη βούληση». Πήδησε στο δρόμο, κάνοντας ένα μορφασμό καθώς αισθάνθηκε μια νέα σουβλιά στη μέση του. Τον πονούσε και η μύτη του, του είχε αλλάξει τα φώτα. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για κογιότ, γύπες ή φίδια, αλλά δεν είδε τίποτα. Δεν υπήρχαν ούτε καν ζωύφια. «Για να είμαι ειλικρινής, Ντέιβιντ, δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στο θεό σου». Γύρισε και κοίταξε το παιδί χαμογελώντας. «Εσύ μπορείς να του έχεις όση εμπιστοσύνη θέλεις. Φαντάζομαι ότι έχεις ακόμη περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Η αδερφή σου σκοτώθηκε, η μάνα σου έχει μετατραπεί ποιος ξέρει σε τι, αλλά υπάρχει ακόμη ο πατέρας σου για να βολευτεί προσωρινά ο Τακ μέχρι να ασχοληθεί προσωπικά μαζί σου». Ο Ντέιβιντ τινάχτηκε. Το σαγόνι του ζάρωσε κι άρχισε να κλαίει. «Μωρή πουτάνα!» του φώναξε η Σύνθια.

«Μουνόπανο!» Όρμησε στο πίσω άνοιγμα του φορτηγού και πήγε να τον κλοτσήσει. Ο Τζόνι έσκυψε και η μύτη του παπουτσιού της πέρασε μερικά εκατοστά από το σαγόνι του. Ο Τζόνι ένιωσε τον αέρα από την κίνηση. Η Σύνθια στεκόταν τώρα στην άκρη της καρότσας και κουνούσε τα χέρια για να βρει την ισορροπία της. θα είχε πέσει στο δρόμο, αν δεν την έπιανε από τους ώμους ο Στιβ. «Κοριτσάκι, εγώ δεν παριστάνω τον άγιο», είπε ο Τζόνι και η φράση βγήκε όπως ακριβώς την ήθελε -άνετη, ειρωνική, λες κι όλα αυτά τον διασκέδαζαν- μέσα του όμως ένιωθε φρίκη. Η έκφραση στο πρόσωπο του μικρού... Σαν να τον είχε χτυπήσει κάποιος που τον θεωρούσε φίλο. Και δεν τον είχαν ξαναπεί πουτάνα στη ζωή του. Ούτε μουνόπανο, εδώ που τα λέμε.

«Φύγε από δω, ρε!» ούρλιαξε η Σύνθια. Πίσω της, ο Ραλφ είχε γονατίσει στο ένα πόδι και αγκάλιαζε αδέξια το γιο του, κοιτάζοντας τον Τζόνι με μια έκφραση κατάπληξης και δυσπιστίας. «Δε σε χρειαζόμαστε, θα το κάνουμε και χωρίς εσένα». «Μα γιατί να το κάνετε;» ρώτησε ο Τζόνι, φροντίζοντας να μείνει μακριά από τα πόδια της Σύνθια. «Αυτό είναι το θέμα. Για το θεό; Τι έχει κάνει για σένα ο θεός, Σύνθια, για να περάσεις τη ζωή σου περιμένοντας πότε θα σε καλέσει στο ίντερκομ ή θα σου στείλει 532

STEPHEN KING

φαξ; Σε προστάτεψε ο θεός από τον τύπο που σου δάγκωσε το αυτί και σου έσπασε τη μύτη;» «Ζω ακόμη, όπως βλέπεις», είπε αυτή μουτρωμένη.

«Λυπάμαι πολύ, αλλά αυτό δε μου φτάνει εμένα. Δεν πρόκειται να γίνω πιόνι στα χέρια Του. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάθεστε και σκέφτεστε σοβαρά να πάτε εκεί πάνω. Είναι καθαρή τρέλα».

«Και η Μαίρη;» ρώτησε ο Στιβ. «Θα την αφήσεις εδώ; Μπορείς να την αφήσεις;»

«Γιατί όχι;» ρώτησε ο Τζόνι και γέλασε. Ήταν ένας κοφτός ήχος σαν γάβγισμα αλλά εύθυμος, και είδε τον Στιβ να τον κοιτάζει αηδιασμένος. Ο Τζόνι έριξε άλλη μια ματιά γύρω του μήπως δει ζώα, αλλά δε φαινόταν τίποτα. Τελικά μπορεί να είχε δίκιο ο μικρός. Ο Τακ ήθελε να φύγουν, τους είχε ανοίξει την πόρτα. «Δεν την ήξερα, όπως δεν ήξερα κι όλους αυτούς τους τύπους που σκότωσε ο Τακ στην πόλη. Αλλά οι περισσότεροι ήταν ήδη τόσο βραχυκυκλωμένοι, που δεν κατάλαβαν καν ότι πέθαναν. Δεν καταλαβαίνεις πόσο άσκοπα είναι όλα αυτά; Αν τα καταφέρεις, Στιβ, ποια θα είναι η ανταμοιβή σου; θα σε κάνουν ισόβιο μέλος του Όουλ'ς Κλαμπ;»

«Τι έπαθες εσύ;» ρώτησε ο Στιβ. «Πριν από λίγο μπήκες μέσα και καθάρισες το πούμα, του τίναξες τα μυαλά στον αέρα. Επομένως, ξέρω ότι έχεις κότσια. Ή ότι είχες, τέλος πάντων. Πώς τα 'χασες τώρα;» «Δεν καταλαβαίνεις. Το πούμα το σκότωσα εν βρασμώ ψυχής. Ξέρεις ποιο είναι το δικό μου πρόβλημα;

Αν έχω την ευκαιρία να κάτσω να το σκεφτώ αντί να κάνω κάτι, θα το προτιμήσω». Έκανε άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Δεν εμφανίστηκε ο θεός για να τον σταματήσει. «Καλή τύχη, παιδιά. Ντέιβιντ, θέλω να σου πω ότι είσαι εκπληκτικό παιδί».

«Αν φύγεις, όλα τελειώνουν», είπε ο Ντέιβιντ. Το πρόσωπο του ήταν ακουμπισμένο ακόμη στο στήθος του πατέρα του. Η φωνή του ήταν πνιγμένη αλλά κατανοητή. «Η αλυσίδα σπάει. Ο Τακ νικάει». 533

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δε βαριέσαι, θα τον νικήσουμε στα πλέι-οφ», είπε ο Τζόνι και γέλασε πάλι. Ο ήχος του θύμισε τα κοκτέιλ πάρτι, όπου γελάς με το ίδιο ανούσιο γέλιο για διάφορα ανούσια ευφυολογήματα, ενώ στο βάθος μια ανούσια ορχήστρα τζαζ παίζει ανούσιες εκτελέσεις παλιών ανούσιων επιτυχιών όπως το Ντου Γιου Νόου δε Γουέι του Σαν Χοσέ και το Πάπα Λαβς Μάμπο. Με τον ίδιο τρόπο γελούσε όταν βγήκε από την πισίνα του Μπελ Αιρ, κρατώντας ακόμη την μπίρα στο ένα χέρι. Και τι έγινε, δηλαδη; Μπορούσε να γελάει όπως ήθελε. Στο κάτω κάτω, είχε κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας.

«Θα πάω να πάρω κανένα αμάξι από το πάρκινγκ της εταιρείας, θα μπω μέσα και θα πάω σφαίρα στο Όστιν. Μετά θα κάνω ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην πολιτειακή αστυνομία και θα τους πω ότι στην Ντεσπερέισον έχουν γίνει σημεία και τέρατα. Μετά θα πιάσω μερικά δωμάτια στο Μπεστ Ουέστερν και ελπίζω να εμφανιστείτε κι εσείς γρήγορα για να τα χρησιμοποιήσετε. Αν έρθετε, κερνάω εγώ τα ποτά. Εγώ πάντως φεύγω ό,τι και να γίνει. Η Ντεσπερέισον με θεράπευσε για πάντα από τη σοβαρότητα και την εγκράτεια». Χαμογέλασε στον Στιβ και τη Σύνθια, που στέκονταν δίπλα δίπλα στο πίσω μέρος του φορτηγού, αγκαλιασμένοι από τη μέση. «Εσείς οι δύο είστε τρελοί που δεν έρχεστε μαζί μου τώρα. Κάπου αλλού θα μπορούσατε να περάσετε καλά μαζί. Το βλέπω αυτό. Αν μείνετε εδώ, το μόνο που θα κάνετε θα είναι να γίνετε καν τακ για τον κανίβαλο θεό του Ντέιβιντ».

Γύρισε κι άρχισε να περπατά με το κεφάλι σκυφτό και την καρδιά του να βροντάει. Περίμενε ότι πίσω του θα θύμωναν, θα τον έβριζαν, θα τον ικέτευαν ίσως. Ήταν έτοιμος να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά και το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ίσως να τον σταματήσει ήταν αυτό που είπε τελικά ο Στιβ Έιμς με τη σιγανή, σχεδόν ανέκφραστη φωνή ενός ανθρώπου που δηλώνει απλά ένα γεγονός. «Δε νιώθω σεβασμό για σένα πια».

Ο Τζόνι γύρισε. Αυτή η απλή φράση τον είχε πληγώσει περισσότερο από όσο φανταζόταν. «Τι λες, βρε παιδί μου», είπε. «Έχασα το σεβασμό του ανθρώπου που κάποτε του είχαν αναθέσει να πετάει τις σακούλες με τους εμετούς του Στίβεν Τάιλερ. Μαλακίες». 534

STEPHEN KING

«Δε διάβασα κανένα από τα βιβλία σου, διάβασα όμως το διήγημα που μου έδωσες και διάβασα κι εκείνο το βιβλίο που έγραψε για σένα ο καθηγητής από την Οκλαχόμα», είπε ο Στιβ. «Εντάξει, σε πολλά πράγματα ήσουν καθίκι, ιδιαίτερα στις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή σου, αλλά πήγες στο Βιετνάμ χωρίς όπλο, που να πάρει... και απόψε... με το πούμα... τι έγιναν όλα αυτά;»

«Εξατμίστηκαν», είπε ο Τζόνι. «Νομίζεις, ίσως, ότι δε συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, κάνεις λάθος όμως. Και θέλεις να σου πω πού εξατμίστηκαν; Μέσα σε μια πισίνα. Κουφό, ε;»

Ο Ντέιβιντ ήρθε και στάθηκε δίπλα στον Στιβ και τη Σύνθια στο πίσω μέρος του φορτηγού. Φαινόταν ακόμη χλομός και κουρασμένος, αλλά ήταν ήρεμος. «Το σημάδι του Τακ είναι πάνω σου», είπε. «θα σε αφήσει να φύγεις, αλλά θα εύχεσαι να είχες μείνει όταν αρχίσεις να μυρίζεις τον Τακ στο δέρμα σου».

Ο Τζόνι κοίταξε το παιδί για πολλή ώρα, πολεμώντας την παρόρμηση που ένιωθε να γυρίσει πίσω στο φορτηγό. Την πολεμούσε με όλη την τεράστια δύναμη της θέλησης του. «Δε βαριέσαι, θα βάζω πολύ αφτερσέιβ», είπε τελικά. «Γεια σας, αγοράκια και κοριτσάκια. Κι από το πεζοδρόμιο». Έκανε μεταβολή κι άρχισε να περπατά όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αν πήγαινε γρηγορότερα, δε θα βάδιζε πια, θα έτρεχε. 4 Μέσα στην Καρότσα επικρατούσε σιωπή. Τον κοίταζαν μέχρι που χάθηκε, αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα. Ο Ντέιβιντ στεκόταν εκεί, δίπλα στον πατέρα του, που τον είχε αγκαλιάσει από τους ώμους, και σκεφτόταν ότι δεν είχε νιώσει ποτέ του τόσο άδειος, τόσο ολοκληρωτικά εξουθενωμένος. Όλα είχαν τελειώσει. Έχασαν. Κλότσησε ένα άδειο μπουκάλι Τζολτ και το παρακολούθησε να κυλάει μέχρι τον τοίχο της καρότσας, όπου αναπήδησε και σταμάτησε δίπλα σε... Ο Ντέιβιντ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Κοιτάξτε, το πορτοφόλι του Τζόνι. Πρέπει να του έπεσε από την τσέπη». 535

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Το καημένο το μωρό, έχασε το πορτοφόλι του», είπε η Σύνθια.

«Είναι παράξενο που δεν το είχε χάσει νωρίτερα», είπε ο Στιβ. Μιλούσε με τη βαριά, αφηρημένη φωνή του ανθρώπου που στην πραγματικότητα οι σκέψεις του βρίσκονται κάπου αλλού. «Του έλεγα συνέχεια ότι, αφού ταξιδεύει με μοτοσικλέτα, πρέπει να πάρει κανένα απ' αυτά τα πορτοφόλια που δένουν με αλυσίδα». Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλια του. «Τελικά δε θα είναι τόσο εύκολο όσο νομίζει να πιάσει εκείνα τα δωμάτια στο Όστιν». «Μακάρι να κοιμηθεί σε κανένα πάρκινγκ, το καθίκι», είπε ο Ραλφ. «Ή, ακόμα καλύτερα, στο δρόμο».

Ο Ντέιβιντ δεν τους άκουγε. Είχε αρχίσει να νιώθει όπως εκείνη τη μέρα στο δάσος της οδού Μπέαρ -όχι τότε που του μιλούσε ο θεός, αλλά τη στιγμή που είχε καταλάβει ότι ήταν έτοιμος να του μιλήσει. Έσκυψε και σήκωσε το πορτοφόλι του Τζόνι. Όταν το άγγιξε, αισθάνθηκε κάτι σαν ηλεκτροσόκ στο χέρι του. Του ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό κι έπεσε στον τοίχο της καρότσας, κρατώντας το πορτοφόλι. «Ντέιβιντ;» είπε ο Ραλφ. Ο Ντέιβιντ άκουσε τη φωνή του σαν από μακριά.

Άνοιξε το πορτοφόλι, χωρίς να δώσει σημασία στον πατέρα του. Σε μια θήκη υπήρχαν χαρτονομίσματα και σε μια άλλη διάφορα χαρτιά -σημειώματα, κάρτες και τα παρόμοια. Τα αγνόησε και άνοιξε ένα κλιπ στην αριστερή πλευρά του πορτοφολιού, ελευθερώνοντας ένα ακορντεόν από θήκες για φωτογραφίες. Αντιλήφθηκε αμυδρά τους άλλους να πλησιάζουν γύρω του κι άρχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες, προχωρώντας πίσω στο χρόνο: ο Τζόνι με μούσι και μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα με ψηλά ζυγωματικά και πεταχτά στήθια, ο Τζόνι με γκρίζο μουστάκι στην κουπαστή ενός γιοτ, ο Τζόνι με αλογοουρά και πουκαμίσα μπατίκ, δίπλα σε έναν ηθοποιό που έμοιαζε με τον Πολ Νιούμαν πολύ πριν αρχίσει να πουλάει κέτσαπ και σάλτσες για σαλάτες. Κάθε Τζόνι ήταν λίγο πιο νέος, τα μαλλιά του λίγο πιο σκούρα, οι ρυτίδες στο πρόσωπο του λίγο πιο ρηχές, μέχρι που... «Εδώ», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ. «Ω θεέ μου, εδώ». Προσπάθησε να βγάλει τη φωτογραφία από τη διαφανή θήκη, αλλά τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ, που δεν μπορούσε. 536

STEPHEN KING

Ο Στιβ πήρε το πορτοφόλι, την έβγαλε και του την έδωσε.

Ο Ντέιβιντ την κοίταξε με το δέος αστρονόμου που ανακαλύπτει έναν άγνωστο πλανήτη. «Τι; Τι είναι;» είπε η Σύνθια, σκύβοντας πιο κοντά.

«Είναι το αφεντικό», είπε ο Στιβ. «Είχε πάει στο Βιετνάμ σχεδόν ένα χρόνο, έκανε έρευνες για ένα βιβλίο. Νομίζω ότι έγραψε και μερικά άρθρα για τον πόλεμο». Κοίταξε τον Ντέιβιντ. «Το ήξερες ότι ήταν εδώ αυτή η φωτογραφία;»

«Ήξερα ότι κάτι ήταν», είπε ο Ντέιβιντ. Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή, που με δυσκολία τον άκουσαν οι άλλοι. «Μόλις είδα το πορτοφόλι του κάτω, το κατάλαβα. Αλλά... ήταν αυτός». Σώπασε για μερικές στιγμές, μετά το επανέλαβε με απορία. «Ήταν αυτός». «Ποιος ήταν ποιος;» ρώτησε ο Ραλφ.

Ο Ντέιβιντ δεν απάντησε, μόνο κοίταζε τη φωτογραφία. Έδειχνε τρεις άντρες μπροστά σε ένα ετοιμόρροπο κατασκεύασμα από τσιμεντόπλακες, ένα μπαρ, αν έκρινε από το σήμα της Μπαντβάιζερ στο παράθυρο. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα Ασιάτες. Στην αριστερή μεριά της φωτογραφίας, μια κοπέλα περνούσε στο δρόμο με σκούτερ, παγωμένη για πάντα σε μια θολή κηλίδα σ' αυτή την παλιά φωτογραφία. Ο δεξιός και ο αριστερός από τους τρεις άντρες φορούσαν μπλούζες πόλο και φαρδιά σπορ παντελόνια. Ο ένας ήταν πολύ ψηλός και κρατούσε ένα σημειωματάριο. Ο άλλος είχε ένα σωρό κάμερες κρεμασμένες στους ώμους του. Ο άντρας στη μέση φορούσε τζιν και γκρίζα φανέλα. Στο κεφάλι του, σπρωγμένο σχεδόν τελείως πίσω, είχε ένα κασκέτο μπέιζμπολ των Γιάνκις. Ένα λουρί περνούσε σταυρωτά στο στήθος του, απ' όπου κρεμόταν κάτι τετράγωνο και βαρύ στο ύψος του γοφού του. «Το ραδιόφωνο του», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ, αγγίζοντας το.

«Όχι», είπε ο Στιβ, κοιτάζοντας καλύτερα. «Είναι κασετόφωνο, απ' αυτά που είχαν το '68».

«Όταν τον συνάντησα στη Γη των Νεκρών, ήταν ραδιόφωνο». Ο Ντέιβιντ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη φωτογραφία. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Ο άντρας στη μέση χαμογε537

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

λούσε, κρατώντας στο ένα χέρι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου με αντανακλαστικούς φακούς και δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος ήταν. Πάνω από το κεφάλι του, πάνω από την πόρτα του μπαρ απ' όπου φαίνεται ότι μόλις είχαν βγει, υπήρχε μια επιγραφή γραμμένη με το χέρι. Το όνομα του μπαρ ήταν «Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ». 5 Η Μαίρη δε λιποθύμησε, αλλά συνέχισε να ουρλιάζει μέχρι που κάτι υποχώρησε μέσα της κι ένιωσε τη δύναμη να φεύγει από τα μέλη της. Παραπάτησε κι άρπαξε το τραπέζι με το ένα χέρι, κάπου μέσα της δεν ήθελε, ήταν γεμάτο αράχνες και σκορπιούς, για να μη μιλήσουμε για το πτώμα με εκείνη την ωραία σουπιέρα γεμάτη αίμα μπροστά του, αλλά ούτε και ήθελε να σωριαστεί μπρούμυτα στο πάτωμα. Δεν το ήθελε καθόλου. Το πάτωμα ήταν γεμάτο φίδια

Ακολούθησε την ενδιάμεση συμβιβαστική λύση. Έπεσε στα γόνατα κρατώντας ακόμη το τραπέζι με το ένα χέρι και το φακό με το άλλο. Αυτή η στάση είχε κάτι το παράξενο, κάτι το παρήγορο. Την ηρεμούσε. Μετά από λίγη σκέψη, κατάλαβε τι ήταν: ο Ντέιβιντ, φυσικά. Το γεγονός ότι ήταν γονατισμένη της θύμιζε πόσο απλά, με πόση εμπιστοσύνη, είχε γονατίσει το παιδί μέσα στο κελί όπου ήταν με τον Μπίλινγκσλι. Τον άκουσε να της λέει με κάπως απολογητικό τόνο. Μήπως θα μπορούσατε να κοιτάτε άλλον για λίγο... Πρέπει να βγάλω το παντελόνι μου. Η Μαίρη χαμογέλασε και η σκέψη και μόνο ότι χαμογελούσε μέσα σε ένα τέτοιο εφιαλτικό μέρος -ότι μπορούσε να χαμογελάσει μέσα σ' αυτό το εφιαλτικό μέρος- την ηρέμησε ακόμη περισσότερο. Και χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να προσεύχεται κι αυτή, για πρώτη φορά από τότε που ήταν έντεκα χρονών. Την είχαν στείλει σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση τότε και ήταν ξαπλωμένη σε ένα ηλίθιο κρεβάτι μέσα σε μια ηλίθια καλύβα γεμάτη κουνούπια, μαζί με κάμποσα ηλίθια κορίτσια, που κατά πάσα πιθανότητα θα αποδεικνύονταν γρήγορα στριμμένα και ανυπόφορα. Την είχε πιάσει μια αφόρητη νο538

STEPHEN KING

σταλγία και προσευχήθηκε στο θεό να στείλει τη μητέρα της να την πάρει από κει και να γυρίσουν πάλι στο σπίτι τους. Ο θεός όμως αρνήθηκε και από τότε μέχρι και τώρα, η Μαίρη θεωρούσε ότι ήταν μόνη της στη ζωή.

«Θεέ μου», είπε, «χρειάζομαι βοήθεια. Είμαι μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο ζωύφια και φίδια, όλα δηλητηριώδη, και είμαι τρομοκρατημένη. Αν είσαι εδώ, θα το εκτιμούσα πολύ αν έκανες κάτι να με βοηθήσεις. Α...»

Ετοιμαζόταν να πει, Αμήν, αλλά σταμάτησε και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Μια φωνή μίλησε καθαρά μέσα στο νου της -όχι η δική της φωνή, ήταν σίγουρη γι' αυτό. Ήταν λες και κάποιος περίμενε, και μάλιστα όχι πολύ υπομονετικά, να μιλήσει πρώτη εκείνη. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ μέσα που να μπορεί να σε βλάψει, της είπε.

Η δέσμη του φακού φώτιζε ένα παλιό πλυντήριο κι ένα στεγνωτήριο στην άλλη άκρη του δωματίου. Μια επιγραφή από πάνω του έλεγε: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΡΟΥΧΩΝ! Κάτι μακροπόδαρες αράχνες πηγαινοέρχονταν πάνω στην επιγραφή. Πιο κοντά, στο τραπέζι, ένας μικρός σκορπιός περιεργαζόταν τα λιωμένα υπολείμματα της αράχνης που είχε πετάξει από τα μαλλιά της. Το χέρι της την έτσουζε ακόμη. Αυτό το πράγμα πρέπει να ήταν γεμάτο δηλητήριο, ίσως αρκετό για να τη σκοτώσει αν είχε μπει μέσα της αντί να πέσει απλώς στο δέρμα της. Όχι, δεν ήξερε τίνος ήταν αυτή η φωνή, αλλά αν έτσι απαντούσε ο θεός στις προσευχές, δεν ήταν καθόλου παράξενο που ο κόσμος είχε τέτοια χάλια. Γιατί υπήρχαν ένα σωρό τέρατα εδώ μέσα που μπορούσαν να τη βλάψουν -να τη βλάψουν πολύ άσχημα. Όχι, είπε υπομονετικά η φωνή, ενώ η Μαίρη έστρεφε το φακό δίπλα στα αποσυντεθειμένα πτώματα που ήταν αραδιασμένα στο πάτωμα και ανακάλυπτε άλλη μια φιδοφωλιά. Δεν μπορούν. Και ξέρεις γιατί.

«Δεν ξέρω τίποτα», βόγκηξε η Μαίρη και γύρισε το φως του φακού στο χέρι της. Ήταν κόκκινο, αλλά δεν είχε πρηστεί. Γιατί η αράχνη δεν την είχε τσιμπήσει. Χμμμ. Αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον. 539

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Μαίρη φώτισε πάλι τα πτώματα, το πρώτο, μετά τον Τζόζεφσον και κατόπιν τον Εντράτζιαν. Ο ιός που είχε καταστρέψει αυτά τα σώματα ήταν τώρα στην Έλεν. Και αν αυτή, η Μαίρη Τζάκσον, θα γινόταν η επόμενη κατοικία του, τότε τα τέρατα εδώ μέσα δεν μπορούσαν να της κάνουν κακό. Δεν μπορούσαν να βλάψουν το σώμα της.

«Κανονικά, η αράχνη έπρεπε να με τσιμπήσει», μουρμούρισε, «αλλά δεν το έκανε. Με άφησε να τη σκοτώσω. Και τίποτα δε με τσίμπησε ως τώρα, αράχνες, σκορπιοί, φίδια». Της ξέφυγε ένα ψιλό, υστερικό γέλιο. «Είμαστε φιλαράκια!» Πρέπει να βγεις από δω, της είπε η φωνή. Πριν ξαναγυρίσει. Και θα ξαναγυρίσει γρήγορα. «Προστάτεψε με!» είπε η Μαίρη και σηκώθηκε όρθια. «Θα με προστατέψεις, έτσι δεν είναι; Αν είσαι ο θεός, ή από το θεό, θα με προστατέψεις!»

Καμιά απάντηση από τη φωνή. Μπορεί ο ιδιοκτήτης της να μην ήθελε να την προστατέψει. Ή να μην μπορούσε.

Τρέμοντας, η Μαίρη άπλωσε το χέρι της προς το τραπέζι. Οι αράχνες -μαύρες χήρες και καφέ ερημίτες- σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι σκορπιοί το ίδιο. Ένας έπεσε από το τραπέζι. Πανικός στους δρόμους. Ωραία. Πολύ ωραία. Δεν ήταν αρκετό αυτό, όμως. Έπρεπε να βγει από δω μέσα.

Έψαξε μέσα στο σκοτάδι με το φακό, μέχρι που βρήκε την πόρτα. Πλησίασε, νιώθοντας τα πόδια της μουδιασμένα και αδύναμα και προσπαθώντας να μην πατήσει τις αράχνες που έτρεχαν παντού. Το πόμολο γύρισε, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε, αν και κουνιόταν λίγο, δυο τρεις πόντους μπρος πίσω. Την τράβηξε με δύναμη και άκουσε κάτι να βροντάει απέξω, κάτι που πρέπει να ήταν λουκέτο. Δεν της έκανε μεγάλη έκπληξη. Φώτισε πάλι γύρω της, κοιτάζοντας το πόστερ

-ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΓΩΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΤΑ ΚΑΘΙΚΙΑ!540

STEPHEN KING

το σκουριασμένο νεροχύτη, τον πάγκο με την καφετιέρα και το μικρό φούρνο μικροκυμάτων, το πλυντήριο και το στεγνωτήριο. Μετά ήταν ένα γραφείο και μερικές αρχειοθήκες, ένα ρολόι στον τοίχο, μια θήκη με τις κάρτες που χτυπούσαν οι εργάτες όταν έπιαναν δουλειά, μια σόμπα, ένα κιβώτιο με εργαλεία, μερικές αξίνες και φτυάρια πεταμένα όπως όπως, ένα ημερολόγιο με μια ξανθιά με μπικίνι.

Και μετά πάλι η πόρτα. Πουθενά παράθυρα. Ούτε ένα. Φώτισε το πάτωμα, ίσως να μπορούσε να σκάψει με τα φτυάρια, αλλά οι σανίδες εφάρμοζαν χωρίς κενό στους μεταλλικούς τοίχους. Άλλωστε, δεν πίστευε ότι αυτό το πράγμα που είχε το σώμα της Έλεν Κάρβερ θα της έδινε αρκετό χρόνο για να βγει από δω μέσα σκάβοντας. Δοκίμασε το στεγνωτήριο, Μαίρη.

Αυτή η φωνή πρέπει να ήταν δική της, πρέπει, αλλά δεν είχε ακουστεί για δική της... Ούτε και την είχε νιώσει σαν σκέψη, εδώ που τα λέμε. Αλλά δεν είχε περιθώρια τώρα να ανησυχεί για τέτοια πράγματα. Πήγε στο στεγνωτήριο, χωρίς να προσέχει πια και τόσο πολύ πού πατούσε, με αποτέλεσμα να λιώσει κάμποσες αράχνες. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης ήταν πιο δυνατή εδώ, πιο έντονη, κι αυτό ήταν παράξενο αφού τα πτώματα ήταν στην άλλη μεριά του δωματίου αλλά...

Ένας κροταλίας ξεπρόβαλε το κεφάλι του από το καπάκι του στεγνωτηρίου και άρχισε να βγαίνει γλιστρώντας έξω και ο υπόλοιπος. Το κεφάλι του κουνιόταν πέρα δώθε και τα μαύρα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω της. Η Μαίρη έκανε ένα βήμα πίσω, μετά όμως ανάγκασε τον εαυτό της να προχωρήσει πάλι, απλώνοντας το χέρι προς το φίδι. Μπορεί να έκανε λάθος σ' αυτό που είχε σκεφτεί για τις αράχνες και τα φίδια, το ήξερε αυτό. Αλλά και τι θα γινόταν αν τη δάγκωνε το φίδι; Το να πεθάνει από το δηλητήριο ενός κροταλία ήταν μάλλον προτιμότερο από το να καταλήξει σαν τον Εντράτζιαν, σκοτώνοντας όποιον έβρισκε μπροστά της, μέχρι που να διαλυθεί το σώμα της. Το φίδι άνοιξε το στόμα του, αποκαλύπτοντας κάτι δόντια σαν βελόνες. Της σφύριξε προειδοποιητικά. 541

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Άντε γαμήσου, ρε», είπε η Μαίρη. Το άρπαξε από το λαιμό, το τράβηξε έξω από το στεγνωτήριο -πρέπει να ήταν γύρω στο ενάμισι μέτρο- και το πέταξε στην άλλη γωνία. Μετά χτύπησε δυνατά το καπάκι με τη βάση του φακού -δεν είχε όρεξη να δει τι άλλο ήταν εκεί μέσα.

Έπιασε το στεγνωτήριο και το τράβηξε από τον τοίχο. Ακούστηκε ένα «ποπ» καθώς ο χοντρός πλαστικός σωλήνας βγήκε από την τρύπα στον τοίχο. Δεκάδες αράχνες, που ήταν κρυμμένες κάτω από το στεγνωτήριο, σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Μαίρη έσκυψε και κοίταξε την τρύπα. Είχε γύρω στα τριάντα εκατοστά διάμετρο. Πολύ μικρή για να περάσει από μέσα. Οι άκρες της όμως ήταν διαβρωμένες και μπορεί...

Διέσχισε πάλι το δωμάτιο πατώντας ένα σκορπιό -χραντς- και κλοτσώντας έναν αρουραίο, που ήταν κρυμμένος πίσω από τα πτώματα -τα έτρωγε, κατά πάσα πιθανότητα. Πήρε μια αξίνα, ξαναπήγε στην τρύπα και έσπρωξε το στεγνωτήριο λίγο πιο πέρα για να έχει χώρο. Η μυρωδιά σήψης ήταν πιο δυνατή τώρα, αλλά μόλις που την πρόσεξε. Έχωσε την κοντή άκρη της αξίνας στην τρύπα, τράβηξε προς τα πάνω και της ξέφυγε μια μικρή κραυγή χαράς καθώς η αξίνα άνοιξε μια σχισμή γύρω στο μισό μέτρο στο διαβρωμένο, σκουριασμένο μέταλλο.

Κάνε γρήγορα, Μαίρη, κάνε γρήγορα!

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της, έβαλε την αξίνα στην άκρη του αυλακιού και τράβηξε πάλι προς τα πάνω. Η σχισμή μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, μετά η αξίνα ελευθερώθηκε τόσο απότομα, που η Μαίρη έπεσε πίσω και η αξίνα της έφυγε από το χέρι. Ένιωσε κι άλλες αράχνες να γίνονται λιώμα κάτω από την πλάτη της και ο αρουραίος που είχε κλοτσήσει προηγουμένως -ή κάποιος από τους συγγενείς του ίσως- πέρασε πάνω από το λαιμό της στριγκλίζοντας. Τα μουστάκια του τη γαργάλησαν κάτω από το σαγόνι.

«Ρε άι γαμίδια!» φώναξε και τον πέταξε μακριά μ' ένα χτύπημα. Σηκώθηκε όρθια, πήρε το φακό πάνω από το στεγνωτήριο και τον έπιασε κάτω από την αριστερή της μασχάλη. Μετά έσκυψε μπροστά και δίπλωσε τις δυο πλευρές της σχισμής προς τα πίσω, σαν φτερά. 542

STEPHEN KING

Τώρα η τρύπα τη χωρούσε

«Θεέ μου, Σ' ευχαριστώ», είπε. «Μείνε μαζί μου λίγο ακόμη, Σε παρακαλώ. Και αν με βοηθήσεις να γλιτώσω από όλα αυτά. Σου υπόσχομαι ότι θα κρατήσω επαφή». Γονάτισε και κοίταξε από την τρύπα. Η μπόχα ήταν τόσο δυνατή, που πνίγηκε Φώτισε με το φακό έξω και κάτω. «Θεέ μου!» ούρλιαξε με μια ψιλή, αδύναμη φωνή. «Ω Χριστέ μου' ΟΧΙ!»

Η πρώτη της εντύπωση μέσα στο σοκ που είχε πάθει ήταν ότι πίσω από το κτίριο ήταν στοιβαγμένα εκατοντάδες πτώματα. Νόμιζε ότι τα πάντα ήταν σκεπασμένα από άσπρα πρόσωπα, γυάλινα μάτια και σκισμένες σάρκες. Καθώς κοίταζε, ένας γύπας που ήταν καθισμένος στο στήθος ενός άντρα και τραβούσε κρέατα από το πρόσωπο ενός άλλου πέταξε στον αέρα με τις φτερούγες του να πλαταγίζουν σαν ρούχα απλωμένα να στεγνώσουν.

Όχι, δεν είναι τόσοι πολλοί, είπε στον εαυτό της. Δεν είναι τόσοι πολλοί, Μαίρη, κορίτσι μου. Αλλά ακόμη κι αν ήταν χίλια πτώματα εκεί έξω, δε θα άλλαζε η δική σου κατάσταση.

Παρ' όλα αυτά, για μια στιγμή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Η τρύπα ήταν μεγάλη, σίγουρα τη χωρούσε αλλά...

«Έτσι και βγω θα πέσω πάνω τους», ψιθύρισε. Ο φακός στο χέρι της έτρεμε ανεξέλεγκτα, φωτίζοντας μάγουλα και μέτωπα και αυτιά. Η εικόνα της θύμιζε εκείνη τη σκηνή στο τέλος του Ψυχώ, όπου ο γλόμπος στο υπόγειο αρχίζει να κουνιέται μπρος πίσω, φωτίζοντας το πρόσωπο της νεκρής μητέρας του Νόρμαν, ένα πρόσωπο μούμιας. Πρέπει να φύγεις, Μαίρη, της είπε υπομονετικά η φωνή. Πρέπει να φύγεις τώρα, αλλιώς θα είναι πολύ αργά.

Εντάξει... αλλά δεν ήταν απαραίτητο να βλέπει πού θα προσγειωθεί. Καθόλου απαραίτητο, μάλιστα.

Έσβησε το φακό και τον πέταξε έξω από την τρύπα. Άκουσε ένα μαλακό γδούπο καθώς προσγειώθηκε πάνω... τέλος πάντων, πάνω σε κάτι. Πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της και γλίστρησε έξω. Το σκουριασμένο μέταλλο της έβγαλε το πουκάμισο από 543

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

το τζιν και της γρατσούνισε την κοιλιά. Έσκυψε μπροστά και αφέθηκε να πέσει, πάντα με τα μάτια σφιχτά κλεισμένα. Άπλωσε τα χέρια μπροστά της. Το ένα προσγειώθηκε πάνω σε ένα πρόσωπο -αισθάνθηκε μια παγωμένη μύτη στην παλάμη της και τα φρύδια (φουντωτά, μάλλον) στα δάχτυλα της. Το άλλο χώθηκε μέσα σε ένα πράγμα σαν κρύο ζελέ και γλίστρησε. Έκλεισε σφιχτά τα χείλια της, σφραγίζοντας αυτό που πάλευε να βγει από μέσα της -ουρλιαχτό ή κραυγή αηδίας. Αν ούρλιαζε, θα αναγκαζόταν να πάρει ανάσα. Κι αν έπαιρνε ανάσα, θα μύριζε αυτά τα πτώματα που ήταν εδώ έξω, στον καλοκαιριάτικο ήλιο, ποιος ξέρει πόσες μέρες. Προσγειώθηκε πάνω σε σώματα που μετατοπίστηκαν και ρεύτηκαν νεκρές ανάσες. Έλεγε συνέχεια στον εαυτό της να μην πανικοβληθεί, να κρατήσει την ψυχραιμία της. Κύλησε πάνω τους, σκουπίζοντας ήδη στο παντελόνι της το χέρι της, που είχε γλιστρήσει πάνω στο «ζελέ».

Αισθάνθηκε άμμο από κάτω της και μικρές μυτερές πέτρες. Κύλησε άλλη μια φορά, ήρθε μπρούμυτα, σηκώθηκε γονατιστή και μετά έχωσε τα χέρια της μέσα στο χώμα κι άρχισε να τα τρίβει για να τα καθαρίσει όσο μπορούσε. Άνοιξε τα μάτια της και είδε το φακό δίπλα σε ένα απλωμένο κέρινο χέρι. Κοίταξε ψηλά. Είχε ανάγκη να ηρεμήσει κοιτάζοντας τον καθαρό ουρανό. Μια λαμπερή φέτα φεγγαριού ήταν χαμηλά στον ουρανό και έμοιαζε σαν καρφωμένη πάνω σε ένα μυτερό βράχο, που υψωνόταν από την ανατολική πλευρά του Κινέζικου Ορυχείου. Βγήκα έξω, σκέφτηκε, παίρνοντας το φακό. Πάλι καλά. Θεούλη μου. Σ' ευχαριστώ. Απομακρύνθηκε στα γόνατα από τα πτώματα, κρατώντας πάλι το φακό στη μασχάλη της και σέρνοντας ακόμη τα χέρια της στο χώμα.

Στα αριστερά της υπήρχε φως. Γύρισε κι ένιωσε ένα κύμα τρόμου μόλις είδε το περιπολικό του Εντράτζιαν. Βγαίνετε, σας παρακαλώ, από το αυτοκίνητο, κύριε Τζάκσον; είχε πει και από κείνη τη στιγμή όλα όσα πίστευε για σταθερά στη ζωή της είχαν διαλυθεί σαν σκόνη στον άνεμο. Είναι άδειο, το αμάξι είναι άδειο, το βλέπεις, έτσι δεν είναι; 544

STEPHEN KING

Ναι, το έβλεπε, αλλά τα υπολείμματα εκείνου του τρόμου συνέχισαν να υπάρχουν. Ήταν μια γεύση στο στόμα της, σαν να είχε πιπιλίσει νόμισμα.

Το περιπολικό -βουτηγμένο στη σκόνη, ακόμη και τα περιστρεφόμενα φώτα στην οροφή του ήταν σκεπασμένα από τα υπολείμματα της αμμοθύελλας- ήταν δίπλα σε ένα μικρό τσιμεντένιο σπιτάκι. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή (η Μαίρη είδε εκείνο το φρικτό πλαστικό αρκουδάκι δίπλα στην πυξίδα του ταμπλό) και γι' αυτό ήταν αναμμένο το εσωτερικό φως. Η Έλεν την είχε φέρει εδώ με το περιπολικό και μετά κάπου είχε πάει. Είχε άλλες δουλείες, φαίνεται, άλλα αγκίστρια να δολώσει, άλλα ψάρια να πιάσει. Αν είχε αφήσει και τα κλειδιά πάνω…

Σηκώθηκε και πήγε στο περιπολικό τρέχοντας σκυφτή, σαν στρατιώτης που διασχίζει ζώνη πυρός. Το περιπολικό βρομούσε αίμα και κάτουρο, πόνο και φόβο. Το ταμπλό, το τιμόνι και το μπροστινό κάθισμα ήταν σκεπασμένα από ξεραμένο αίμα. Ήταν αδύνατο να δεις τα κοντέρ. Στο δάπεδο, μπροστά στο κάθισμα του οδηγού, υπήρχε μια μικρή πέτρινη αράχνη. Φαινόταν πανάρχαιο πράγμα και η Μαίρη ένιωσε να λύνονται τα γόνατα της μόνο που το κοίταξε. Αλλά δε χρειαζόταν να ανησυχεί για την πέτρινη αράχνη. Γιατί τα κλειδιά του περιπολικού δεν ήταν στη θέση τους.

«Σκατά!» ψιθύρισε άγρια η Μαίρη. «Σκατά κι απόσκατα!» Γύρισε και φώτισε με το φακό πρώτα μια σειρά βαριά μηχανήματα και μετά την αρχή του δρόμου που ανέβαινε τη βορινή πλευρά της εκσκαφής. Πατικωμένο χώμα με χαλίκι από πάνω, τουλάχιστον τέσσερις λωρίδες για να χωράνε τα βαριά μηχανήματα, η επιφάνεια του μπορεί να ήταν πιο λεία και από το δρόμο όπου σταμάτησε ο αναθεματισμένος ο μπάτσος αυτή και τον Πίτερ... Και δεν μπορούσε να πάρει το περιπολικό και να το σκάσει επειδή δεν είχε το γαμημένο το κλειδί. Αν δεν μπορώ να το πάρω εγώ, πρέπει να φροντίσω να μην μπορεί να το πάρει κι αυτός. Ή αυτή. Ή ό,τι άλλο είναι, τέλος πάντων.

Έσκυψε μέσα στο αμάξι, κάνοντας ένα μορφασμό από τη δυσωδία (και κοιτάζοντας πότε πότε το απαίσιο αγαλματάκι στο δάπεδο, σαν να φοβόταν ότι θα ζωντάνευε και θα της ορμούσε). Τρά545

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

βηξε το μοχλό που ανοίγει το καπό και πήγε στη μηχανή. Έβαλε το χέρι της πάνω από τη μάσκα, βρήκε την ασφάλεια, την τράβηξε και άνοιξε το καπό. Η μηχανή από κάτω ήταν τεράστια, αλλά δε δυσκολεύτηκε να βρει το φίλτρο αέρα. Έσκυψε από πάνω, έπιασε την πεταλούδα στο κέντρο του και προσπάθησε να τη γυρίσει. Τίποτα.

Ξεφύσηξε θυμωμένη και ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να διώξει τον ιδρώτα που την έτσουζε. Πριν από ένα χρόνο περίπου, είχε διαβάσει μερικά ποιήματα της σε μια πολιτιστική εκδήλωση με τίτλο «Οι Γυναίκες Ποιήτριες Γιορτάζουν τις Αισθήσεις και τη Σεξουαλικότητα τους». Φορούσε ταγέρ Ντόνα Καράν και μεταξωτό πουκάμισο από κάτω. Μόλις είχε χτενίσει τα μαλλιά της, με φράντζα. Το ποίημα της με τίτλο Το Βάζο μου ήταν η μεγάλη επιτυχία της βραδιάς. Φυσικά όλα αυτά είχαν συμβεί πριν από την επίσκεψη της στο ιστορικό και πανέμορφο Κινέζικο Ορυχείο και τον Κροταλία Νούμερο Δύο. Αν την έβλεπαν τώρα εκείνοι που την είχαν ακούσει να διαβάζει το ποίημα της.. -

το λείο άρωμα

των κοτσανιών

ξέχειλο από σκιές

καμπυλωτό σαν τη γραμμή ενός ώμου

τη γραμμή ενός μηρού

...δε θα την αναγνώριζαν με τίποτα. Αφού δεν αναγνώριζε πια η ίδια τον εαυτό της.

Το δεξί της χέρι, με το οποίο προσπαθούσε να γυρίσει την πεταλούδα, την έτρωγε ακόμη. Τα δάχτυλα της γλίστρησαν κι έσπασε ένα νύχι. Της ξέφυγε μια σιγανή κραυγή πόνου. «Σε παρακαλώ, θεέ μου, βοήθησε με να τα καταφέρω, δεν ξέρω τι άλλο να χαλά546

STEPHEN KING

σω, μόνο το καρμπιρατέρ ξέρω ποιο είναι. Σε παρακαλώ, δώσε μου δύναμη να...» Αυτή τη φορά, μόλις έκανε άλλη μια προσπάθεια, η πεταλούδα γύρισε. «Ευχαριστώ», είπε λαχανιασμένη. «Ναι, Σ' ευχαριστώ πολύ. Κοίτα μη φύγεις τώρα. Μείνε εδώ, σε χρειάζομαι. Και πρόσεχε και τον Ντέιβιντ και τους άλλους, εντάξει; Μην τους αφήσεις να φύγουν απ' αυτή την τρύπα χωρίς εμένα».

Ξεβίδωσε την πεταλούδα και την άφησε να πέσει μέσα στη μηχανή. Μετά έβγαλε το φίλτρο αέρα και το πέταξε κι αυτό. Από κάτω υπήρχε ένα καρμπιρατέρ μεγάλο... ναι, μεγάλο σχεδόν σαν βάζο. Η Μαίρη έσκυψε γελώντας, πήρε μια χούφτα χώμα και το έχωσε μέσα. Πρόσθεσε άλλες δύο χούφτες μέχρι που το γέμισε ως επάνω, μετά έκανε ένα βήμα πίσω.

«Για να σε δω τώρα να το οδηγείς αυτό το πράγμα, σκύλα», είπε λαχανιασμένη. Κάνε γρήγορα, Μαίρη, πρέπει να βιαστείς.

Φώτισε τα παρκαρισμένα μηχανήματα. Υπήρχαν μερικά βαριά φορτηγά και ανάμεσα τους είδε και δυο φορτηγάκια. Πλησίασε και φώτισε μέσα στην καμπίνα. Πουθενά κλειδιά. Στην καρότσα του ενός όμως, ανάμεσα σε άλλα εργαλεία, υπήρχε ένα τσεκούρι. Το πήρε και έσκασε δύο λάστιχα στο κάθε αυτοκίνητο. Μετά πήγε να πετάξει το τσεκούρι, αλλά σταμάτησε. Φώτισε άλλη μια φορά γύρω της και τώρα είδε αμυδρά μια τετράγωνη τρύπα γύρω στα είκοσι μέτρα απόσταση από τον πυθμένα της εκσκαφής.

Εκεί. Να η πηγή όλων αυτών των προβλημάτων.

Δεν ήξερε πώς το ήξερε αυτό, αν της το είπε η φωνή ή ο θεός ή κάποια δική της διαίσθηση, ούτε και την ένοιαζε. Αυτή τη στιγμή την ενδιέφερε μόνο ένα πράγμα: να φύγει από κει.

Έσβησε το φακό -το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να κινηθεί, για λίγο τουλάχιστον- και άρχισε να ανεβαίνει το δρόμο που έβγαζε έξω από το Κινέζικο Ορυχείο. 547

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 1

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο λέων της λογοτεχνίας στεκόταν δίπλα στα κομπιούτερ, που ήταν στημένα στη μια άκρη του μακρόστενου τραπεζιού, και κοίταζε στο βάθος του εργαστηρίου, όπου πάνω από μια ντουζίνα άνθρωποι ήταν κρεμασμένοι σε γάντζους σαν πειραματόζωα σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ήταν όλα όπως τα είχαν περιγράψει ο Στιβ και η Σύνθια, εκτός από ένα πράγμα: η γυναίκα που κρεμόταν κάτω από την επιγραφή ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ, εκείνη που το κεφάλι της ήταν τόσο πολύ γυρισμένο προς τα δεξιά, που το μάγουλο της ακουμπούσε στον ώμο της, είχε μια αλλόκοτη ομοιότητα με την Τέρι. Της φαντασίας σου είναι, το ξέρεις ότι είναι της φαντασίας σου.

Ήταν όμως της φαντασίας του; Ίσως και να ήταν. Αλλά, θεέ μου!... Τα ίδια κοκκινόξανθα μαλλιά... το ψηλό μέτωπο και η λίγο στραβή μύτη... «Άσ' τη μύτη της», είπε μεγαλόφωνα. «Τώρα έχει στραβώσει και η δική σου μύτη, ασχολήσου μ' αυτή, λοιπόν. Κοίτα πώς θα φύγεις από δω πέρα, εντάξει;»

Αλλά στην αρχή δεν μπορούσε να κινηθεί. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει -να πάει απέναντι, στους γάντζους, και να αρχίσει να ψάχνει τις τσέπες τους για να βρει κλειδιά αυτοκινήτου. Άλλο όμως να ξέρεις κάτι κι άλλο να το κάνεις. Να βάζεις το χέρι σου στις τσέπες τους και να αισθάνεσαι το σκληρό, νεκρό δέρμα των μηρών τους κάτω από τα δάχτυλα σου, μόνο το λεπτό ύφασμα της τσέπης ανάμεσα... να πιάνεις τα πράγματα τους... όχι μόνο τα κλειδιά τους αλλά και σουγιάδες, νυχοκόπτες, ίσως κουτάκια με ασπιρίνες, εισιτήρια, λεφτά, πορτοφόλια... «Εντάξει, εντάξει, σταμάτα τώρα», ψιθύρισε. «Πήγαινε και καν' το».

Ξαφνικά, ακούστηκαν παράσιτα από το ραδιόφωνο. Ο ήχος ήταν απότομος, σαν ριπή πολυβόλου, και ο Τζόνι αναπήδησε. Δεν ακουγόταν μουσική τώρα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι ρα548

STEPHEN KING

διοφωνικοί σταθμοί είχαν σταματήσει. Τα χαράματα θα έπιαναν δουλειά πάλι, παίζοντας Τράβις Τριτ και Τάνια Τάκερ, αλλά τότε ο Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ, ο άνθρωπος για τον οποίο το Χάρπερς είχε γράψει κάποτε ότι ήταν ο μοναδικός λευκός Αμερικανός συγγραφέας ουσίας, με λίγη τύχη δε θα ήταν πια εδώ.

Αν φύγεις, τελείωσαν όλα.

Ο Τζόνι έτριψε το πρόσωπο του, λες και η σκέψη αυτή ήταν μια ενοχλητική μύγα, που μπορούσε να τη διώξει, και άρχισε να περπατά. Τελικά όντως τους είχε εγκαταλείψει κατά κάποιο τρόπο, αλλά ας είμαστε ρεαλιστές -μπορούσαν να φύγουν κι αυτοί αν ήθελαν, έτσι δεν είναι;

Όσο γι' αυτόν, θα γύριζε πάλι στον απλό, συνηθισμένο κόσμο, όπου οι άνθρωποι δε μιλάνε ακαταλαβίστικα και δε σαπίζουν μπροστά στα μάτια σου. Μια ζωή όπου οι άνθρωποι σταματάνε να ψηλώνουν μετά τα δεκαοχτώ. Τα μπατζάκια του δερμάτινου πανωπαντέλονου που φορούσε τρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο, καθώς πλησίαζε τα πτώματα. Ναι, εντάξει, έστω: αυτή τη στιγμή δεν ένιωθε τόσο σαν λέων της λογοτεχνίας όσο σαν εκείνους τους πλιατσικολόγους Νοτιοβιετναμέζους στρατιώτες που είχε δει στο Κουάνγκ Τρι να ψάχνουν για χρυσά μετάλλια στα πτώματα, φτάνοντας μερικές φορές στο σημείο να ανοίγουν τα κωλομέρια των νεκρών μήπως βρουν κανένα διαμάντι ή μαργαριτάρι. Αυτή η σύγκριση όμως ήταν παραπλανητική. Και σίγουρα το συναίσθημα θα του περνούσε γρήγορα. Δεν είχε έρθει εδώ για να λαφυραγωγήσει πτώματα. Είχε έρθει για να βρει κλειδιά, κάποιο κλειδί που ν' ανήκε σ' ένα από τα αυτοκίνητα που ήταν στο πάρκινγκ -αυτό και μόνο αυτό ήθελε. Επιπλέον...

Επιπλέον, η νεκρή κοπέλα κάτω από την επιγραφή ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ έμοιαζε πραγματικά με την Τέρι. Κοκκινόξανθα μαλλιά και μια τρύπα από σφαίρα στην μπλούζα εργαστηρίου που φορούσε. Βέβαια, τα κοκκινόξανθα μαλλιά της Τέρι δεν υπήρχαν πια, τώρα ήταν σχεδόν γκρίζα, αλλά..- θα εύχεσαι να είχες μείνει όταν αρχίσεις να μυρίζεις τον Τακ στο δέρμα σου.

«Κάνε μας τη χάρη τώρα», είπε. «Ας μη γινόμαστε παιδιά».

Κοίταξε αριστερά για να ξεκολλήσει τα μάτια του από τη νεκρή ξανθιά, που έμοιαζε τόσο πολύ στην Τέρι –την Τέρι την εποχή που 549

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

τον τρέλαινε απλά και μόνο σταυρώνοντας τα πόδια της ή κουνώντας το γοφό της- κι αυτό που είδε τον έκανε να χαμογελάσει. Υπήρχε ένα ATV εκεί πέρα. Και αφού ήταν παρκαρισμένο πίσω από μια κλειστή γκαραζόπορτα, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να είναι τα κλειδιά πάνω. Αν ήταν, δε θα αναγκαζόταν, τουλάχιστον, να ψάξει τις τσέπες των θυμάτων του Εντράτζιαν -ή μπορεί να ήταν ο Τζόζεφσον όταν τους σκότωσε.

Όχι ότι είχε σημασία, βέβαια. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να αποσυνδέσει το βαγονέτο πίσω από το ATV, να ανοίξει την γκαραζόπορτα και να φύγει. ...όταν αρχίσεις να μυρίζεις τον Τακ στο δέρμα σου.

Μπορεί να τον μύριζε αρχικά, αλλά αυτό δε θα κρατούσε πολύ. Μπορεί ο Ντέιβιντ Κάρβερ να ήταν προφήτης, αλλά ήταν νεαρός προφήτης και υπήρχαν μερικά πράγματα που δεν τα καταλάβαινε, όσο κι αν είχε γραμμή απευθείας επικοινωνίας με το θεό. Και ένα από αυτά τα πράγματα ήταν το απλό γεγονός ότι η βρόμα φεύγει αν την πλύνεις. Μάλιστα, φεύγει. Αυτό ήταν ένα από τα λίγα πράγματα στη ζωή του για τα οποία ήταν σίγουρος.

Και το κλειδί του ATV ήταν, δόξα τω θεώ, στη θέση του. Έσκυψε μέσα στο όχημα, γύρισε το κλειδί και είδε ότι το ντεπόζιτο ήταν γεμάτο κατά τα τρία τέταρτα. «Μας έπεσε το λαχείο, δικέ μου», είπε και γέλασε. «Μας έπεσε το λαχείο». Πήγε στο πίσω μέρος του μικρού οχήματος και εξέτασε το μηχανισμό ζεύξης του βαγονέτου. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Μια απλή περόνη ασφαλείας και τίποτα παραπάνω. Θα έβρισκε ένα σφυρί... θα την έβγαζε... Ούτε ο Χουντίνι δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό, Μάρινβιλ.

Αυτή τη φορά ήταν η φωνή του γερο-κτηνίατρου. Γιατί θα σκάλωνε στο κεφάλι. Και τι έχεις να πεις για το τηλέφωνο; Και τις σαρδέλες; «Ε, τι έγινε με τις σαρδέλες; Απλώς υπήρχαν μερικές κονσέρβες ακόμη στη σακούλα, αυτό είναι όλο».

Είχε αρχίσει να ιδρώνει, όμως. Να ιδρώνει όπως ίδρωνε μερικές φορές στο Βιετνάμ. Δεν ήταν από τη ζέστη εκείνος ο ιδρώτας, αν 550

STEPHEN KING

και ο αέρας ήταν καυτός, ούτε από το φόβο, παρ' όλο που φοβόταν ακόμη και στον ύπνο του. Κυρίως, ήταν ένας αρρωστημένος ιδρώτας που σ' έπιανε επειδή ήξερες ότι είσαι σε λάθος μέρος λάθος στιγμή, μαζί με άλλους καλούς, κατά βάση, ανθρώπους, που κατέστρεφαν τον εαυτό τους, ίσως για πάντα, κάνοντας λάθος πράγματα. Αδιόρατα θαύματα, σκέφτηκε, μόνο που τώρα άκουσε τη φράση με τη φωνή του Μπίλινγκσλι. Τώρα που είχε πεθάνει, ο τύπος ήταν πιο φλύαρος από τότε που ζούσε. Αν δεν ήταν ο μικρός, τώρα θα ήσουν ακόμη σ' εκείνο το κελί, έτσι δεν είναι; Ή θα ήσουν νεκρός. Ή κάτι ακόμη χειρότερο. Κι εσύ τον παράτησες.

«Αν δεν είχα απασχολήσει το κογιότ με το μπουφάν μου, θα ήταν νεκρός ο Ντέιβιντ», είπε ο Τζόνι. «Άσε με ήσυχο τώρα, γεροβλάκα». Είδε ένα σφυρί σε έναν πάγκο δίπλα στον τοίχο και πήγε να το πάρει.

«Πες μου κάτι, Τζόνι», είπε η Τέρι και ο Τζόνι πάγωσε επιτόπου. «Πότε ακριβώς αποφάσισες ότι, για να αντιμετωπίσεις το φόβο του θανάτου που σε πνίγει, πρέπει να απαρνηθείς ολοκληρωτικά τη ζωή;» Αυτή η φωνή δεν είχε ακουστεί μέσα στο μυαλό του, ήταν σχεδόν σίγουρος γι' αυτό. Τι σχεδόν, ήταν απόλυτα σίγουρος. Ήταν η Τέρι, κρεμασμένη στον τοίχο. Δεν της έμοιαζε απλώς, δεν ήταν σωσίας της, δεν ήταν παραίσθηση, ήταν η ίδια η Τέρι. Αν γύριζε τώρα, θα την έβλεπε με το κεφάλι σηκωμένο, το μάγουλο να μην ακουμπά πια στον ώμο της, να τον κοιτάζει όπως τον κοίταζε πάντα όταν τα 'κάνε θάλασσα -υπομονετική, γιατί το να τα κάνει θάλασσα ο Τζόνι Μάρινβιλ ήταν πολύ συνηθισμένο, και απογοητευμένη, γιατί ήταν η μόνη που περίμενε συνεχώς κάτι καλύτερο απ' αυτόν. Πράγμα που ήταν μεγάλη βλακεία, σαν να στοιχηματίζεις ότι θα πάρει το πρωτάθλημα η τελευταία ομάδα της κατάταξης. Μόνο που μερικές φορές, όταν ήταν μαζί της -και για χάρη της- είχε κάνει κάτι καλύτερο, είχε καταφέρει να υψωθεί πάνω από το επίπεδο που θεωρούσε πια φυσικό του. Αλλά όταν τα κατάφερνε, όταν διακρινόταν, όταν πετούσε στα ουράνια, του έλεγε 551

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ποτέ τίποτα, να πάρει; Συνήθως κάτι του τύπου, «Άλλαξε κανάλι, να δούμε τι έχει το PBS», και τίποτα παραπέρα.

«Εσύ δ εν απαρνήθηκες καν τη ζωή για το γράψιμο», συνέχισε η Τέρι. «Θα ήταν κι αυτό αξιοκαταφρόνητο, βέβαια, αλλά θα μπορούσα να το καταλάβω κάπου. Εσύ απαρνήθηκες τη ζωή για να μιλάς για το γράψιμο. Αν είναι δυνατόν!» Πήγε στον πάγκο με τρεμάμενα πόδια, ήθελε να πετάξει το σφυρί σ' αυτή τη σκύλα, να δει αν θα κατάφερνε να της κλείσει έτσι το στόμα. Και τότε άκουσε ένα σιγανό γρύλισμα από αριστερά του.

Γύρισε και είδε ένα λύκο (μπορεί να ήταν και ο ίδιος που είχε πλησιάσει τον Στιβ και τη Σύνθια με το καν τακ στο στόμα του) να στέκεται στην πόρτα που οδηγούσε πίσω στα γραφεία. Τα μάτια του γυάλιζαν καθώς τον κοιτούσε. Για μια στιγμή δίστασε και ο Τζόνι άρχισε να ελπίζει -μπορεί να φοβόταν, μπορεί να υποχωρούσε. Μετά όμως όρμησε καταπάνω του τρέχοντας, ενώ η μουσούδα του είχε ανοίξει, αποκαλύπτοντας τα δόντια του. 2 Το Τέρας που κάποτε ήταν η Έλεν είχε συγκεντρωμένη όλη την προσοχή του στο λύκο -θα τον χρησιμοποιούσε για να ξεφορτωθεί το συγγραφέα. Η προσήλωση του ήταν τόσο έντονη, που είχε πέσει σε μια κατάσταση σαν ύπνωση. Τώρα όμως κάτι, κάποια διαταραχή στην αναμενόμενη ροή των πραγμάτων, διέκοψε την αυτοσυγκέντρωση του. Ο Τακ τραβήχτηκε πίσω για μια στιγμή, κρατώντας το λύκο στη θέση του, και έστρεψε την προσοχή του στο φορτηγό. Κάτι είχε συμβεί εκεί, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Υπήρχε μια αίσθηση αποπροσανατολισμού, όπως όταν μπαίνεις μέσα σε ένα δωμάτιο όπου έχουν αλλάξει οι θέσεις όλων των επίπλων. Ίσως, αν δεν προσπαθούσε να παρακολουθεί δύο μέρη ταυτόχρονα... «Μι χιμ, εν τόον!» γρύλισε και εξαπέλυσε το λύκο κατά του συγγραφέα. Ήταν οι τελευταίες στιγμές του ανθρώπου που ήθελε να 552

STEPHEN KING

γίνει σαν τον Στάινμπεκ. Το τετράποδο ήταν γρήγορο και δυνατό, ο άνθρωπος αργός και αδύναμος. Ο Τακ αποτράβηξε το νου του από το λύκο και η εικόνα του Τζόνι Μάρινβιλ ξεθώριασε καθώς ο συγγραφέας γύριζε, ψαχουλεύοντας για κάτι στον πάγκο με το ένα χέρι, ενώ τα μάτια του άνοιγαν διάπλατα από τρόμο.

Ο Τακ έστρεψε όλη του την προσοχή προς το φορτηγό και τους άλλους -αν και μόνο ένας απ' αυτούς είχε σημασία, οι άλλοι ήταν ασήμαντοι από την αρχή (αν το είχε καταλάβει αυτό νωρίτερα...). Κι αυτός ο ένας, φυσικά, ήταν το κωλόπαιδο.

Το κίτρινο φορτηγό ήταν ακόμη παρκαρισμένο στο δρόμο -ο Τακ το έβλεπε καθαρά μέσα από τα μάτια των αραχνών και των φιδιών- αλλά όταν προσπάθησε να μπει μέσα, δεν μπορούσε. Δεν υπήρχαν μάτια μέσα στο φορτηγό; Ούτε καν μια μικροσκοπική αράχνη; Όχι; Ή μήπως εκείνο το κωλόπαιδο μπλοκάριζε την όραση του;

Δεν είχε σημασία, όμως. Δεν υπήρχαν περιθώρια για να ασχοληθεί περισσότερο μαζί τους. Ήταν όλοι εκεί, πρέπει να ήταν, κι έπρεπε να αρκεστεί σ' αυτό, γιατί τώρα ένιωθε ότι και κάτι άλλο δεν πήγαινε καλά. Κάτι πολύ πιο κοντά του. Κάτι συνέβαινε με τη Μαίρη.

Νιώθοντας μια παράξενη και δυσάρεστη αίσθηση, σαν κάποιος να του έβαζε συνεχώς εμπόδια, σαν κάποιος να τον πίεζε αδιάκοπα, έπαψε να ασχολείται με το φορτηγό και έστρεψε την προσοχή του στο γραφείο της εκσκαφής, κοιτάζοντας μέσα από τα μάτια των πολλών πλασμάτων που ήταν εκεί μέσα. Είδε πρώτα ότι το στεγνωτήριο δεν ήταν στη θέση του και μετά ότι η Μαίρη δεν ήταν εκεί. Είχε καταφέρει να ξεφύγει.

«Σκύλα!» ούρλιαξε και από το στόμα της Έλεν τινάχτηκε ένας λεπτός πίδακας αίματος. Αυτή η λέξη δεν ήταν αρκετή για να εκφράσει τα συναισθήματα του κι έτσι άρχισε να μιλά στην παλιά γλώσσα, να φτύνει βρισιές και βλαστήμιες. Σηκώθηκε όρθιος... και ένιωσε να χάνει την ισορροπία του. Πιάστηκε από την άκρη του ίνι για να μην πέσει. Η αδυναμία αυτού του σώματος είχε χειροτερέψει σε ανησυχητικό βαθμό. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε κανένα άλλο σώμα για να περάσει, αν χρειαζόταν. Προς το παρόν 553

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ήταν κολλημένος σε αυτό εδώ. Σκέφτηκε για μια στιγμή τα ζώα, αλλά δεν υπήρχε κανένα που να μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.

Η παρουσία του Τακ οδηγούσε ακόμη και τους πιο γερούς ανθρώπινους οργανισμούς στο θάνατο, μέσα σε μερικές μέρες. Ένα φίδι, ένα κογιότ, ένας αρουραίος ή ένας γύπας θα έσκαγε και θα διαλυόταν μερικές στιγμές αφότου έμπαινε μέσα του, σαν κονσέρβα που της πετάς μέσα ένα αναμμένο μασούρι δυναμίτη. Ο λύκος μπορεί να άντεχε μια δυο ώρες, αλλά ο λύκος ήταν ο μόνος που είχε απομείνει από το είδος του στην περιοχή, αυτή τη στιγμή βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα μακριά τώρα πια, μάλλον, θα έτρωγε το συγγραφέα. "-Αναγκαστικά έπρεπε να βολευτεί με τη γυναίκα- Τη Μαίρη.

Το πλάσμα που έμοιαζε με την Έλεν πέρασε μέσα από το άνοιγμα στα τοιχώματα του αν τακ και άρχισε να ανηφορίζει κουτσαίνοντας προς το τετράγωνο που μόλις διακρινόταν και ήταν η έξοδος της παλιάς σήραγγας στον έξω κόσμο. Αρουραίοι στρίγκλιζαν γύρω από τα πόδια της Έλεν, καθώς μύριζαν το αίμα που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της. Ο Τακ τους παραμέρισε με μια κλοτσιά, βλαστημώντας τους στην παλιά γλώσσα.

Μόλις έφτασε στην είσοδο του Κινέζικου Ορυχείου σταμάτησε και κοίταξε κάτω. Η σελήνη είχε περάσει πίσω από το ανάχωμα, αλλά έριχνε ακόμη κάποιο φως.

Η πλαφονιέρα στο εσωτερικό του περιπολικού έριχνε λίγο ακόμη. Ήταν αρκετό για να δει με τα μάτια της Έλεν ότι το καπό του περιπολικού ήταν ανοιχτό και να καταλάβει ότι η πονηρή ος πα είχε χαλάσει τη μηχανή. Πώς είχε βγει από το γραφείο; Και πώς είχε τολμήσει να βγει; Πώς είχε τολμήσει;

Για πρώτη φορά, ο Τακ άρχισε να φοβάται. Κοίταξε αριστερά και είδε ότι και τα δύο φορτηγάκια είχαν σκασμένα λάστιχα. Ήταν σαν το κόλπο με το κάραβαν των Κάρβερ, μόνο που αυτή τη φορά το θύμα ήταν ο ίδιος και δεν του άρεσε καθόλου. Του έμεναν τα βαριά μηχανήματα και τα φορτηγά. Ήξερε που είναι τα κλειδιά τους -σε μία από τις αρχειοθήκες στο γραφείο- αλλά ήταν μάταιο, δεν ήξερε να οδηγεί κανένα από αυτά τα οχήματα. Ο Κάρι Ρίπτον ήξερε, αλλά ο Τακ είχε χάσει τις ικανότητες του Ρίπτον τη στιγμή που βγήκε από μέσα του και μπήκε στον Τζόζεφσον. Τώρα, ως 554

STEPHEN KING

Έλεν Κάρβερ, είχε μερικές από τις αναμνήσεις του Ρίπτον, του Τζόζεφσον και του Εντράτζιαν (που κι αυτές έσβηναν σιγά σιγά σαν φωτογραφίες που πήραν φως) αλλά καμία από τις ικανότητες τους. Η σκύλα! Ος πα! Καν φιν!

Σφίγγοντας νευρικά τις γροθιές της Έλεν, νιώθοντας το μουσκεμένο σλιπ και το πουκάμισο, ξέροντας ότι τα πόδια της Έλεν ήταν βουτηγμένα στο αίμα, ο Τακ έκλεισε τα μάτια της Έλεν και έψαξε για τη Μαίρη. «Μι χιμ, εν τόου! Εν τόου! Εν ΤΟΟΥ!»

Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα, μόνο μαυρίλα και μια αργή σειρά από απανωτές κράμπες βαθιά στο στομάχι της Έλεν. Και τρόμος. Τρόμος ότι η σκύλα ος πα είχε εξαφανιστεί ήδη. Μετά είδε αυτό που έψαχνε, όχι με τα μάτια της Έλεν αλλά με κάποια αυτιά έξω από τα αυτιά της Έλεν: μια αντανάκλαση ήχου, που σχημάτιζε το σχήμα μιας γυναίκας.

Ήταν μια νυχτερίδα που είχε εντοπίσει τη Μαίρη να ανεβαίνει το δρόμο που έβγαζε στο βόρειο χείλος του αναχώματος. Ήταν ήδη κουρασμένη, αγκομαχούσε και κάθε δέκα δεκαπέντε βήματα γύριζε και κοίταζε πίσω της. Να δει αν την κυνηγάει κανείς. Η νυχτερίδα «έβλεπε» πολύ καθαρά τις οσμές που έβγαιναν από το σώμα της και οι πληροφορίες που έπιασε ο Τακ ήταν ενθαρρυντικές. Κυρίως ήταν η οσμή του φόβου. Ενός φόβου που θα μπορούσε να μετατραπεί σε πανικό με την κατάλληλη πίεση.

Από την άλλη μεριά, όμως, η Μαίρη απείχε μόνο τετρακόσια μέτρα περίπου από την κορυφή και μετά θα είχε μπροστά της κατηφόρα. Και παρ' όλο που ήταν κουρασμένη και λαχανιασμένη, η νυχτερίδα δεν έπιανε την πικρή μεταλλική μυρωδιά της εξάντλησης στον ιδρώτα της. Όχι ακόμη, τουλάχιστον. Επιπλέον, υπήρχε το γεγονός ότι η Μαίρη δεν αιμορραγούσε από παντού, όπως αυτό το σχεδόν άχρηστο πια σώμα. Η αιμορραγία δεν ήταν εκτός ελέγχου, ακόμη τουλάχιστον, αλλά σε λίγο θα γινόταν κι αυτό. Ίσως ήταν λάθος που είχε χάσει αυτόν το χρόνο για να ξεκουραστεί στην παρήγορη λάμψη του ίνι, αλλά πού να φανταστεί ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο; 555

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Κι αν έστελνε τα χαν τόι να τη σταματήσουν; Εκείνα που δεν ήταν στην περίμετρο, σχηματίζοντας το μι χιμ;

Θα μπορούσε να τα στείλει, αλλά δε θα έβγαινε τίποτα. Μπορούσε να περικυκλώσει τη Μαίρη με φίδια και αράχνες, με αγριόγατες και κογιότ, αλλά η σκύλα θα περνούσε ανάμεσα τους ανενόχλητη όπως, υποτίθεται, ο Μωυσής διαχώρισε τα νερά της Ερυθράς θάλασσας. Η σκύλα ήξερε, βέβαια, ότι η «Έλεν» δεν μπορούσε να προκαλέσει βλάβες στο σώμα της ούτε με τα καν τοι ούτε με κανένα άλλο όπλο. Αν δεν το ήξερε αυτό, θα ήταν ακόμη μέσα στο γραφείο, ζαρωμένη σε καμιά γωνία ίσως, σε κωματώδη σχεδόν κατάσταση από το φόβο, με τη φωνή της κλεισμένη πια από τα ουρλιαχτά. Αλλά πώς το είχε καταλάβει; Μήπως είχε ανακατευτεί πάλι το κωλόπαιδο; Ή μήπως ήταν κάποιο μήνυμα από το θεό του μικρού, τον καν τακ τον Ντέιβιντ Κάρβερ; Δεν είχε σημασία, όμως. Ούτε είχε σημασία που το σώμα της Έλεν κόντευε να διαλυθεί, ενώ η Μαίρη είχε προβάδισμα σχεδόν ένα χιλιόμετρο.

«Έρχομαι να σε πιάσω, γλυκιά μου», ψιθύρισε και άρχισε να περπατά.

Ναι. θα την έπιανε. Μπορεί να κατέρρεε εντελώς αυτό το σώμα, αλλά θα την έπιανε την ος πα.

Η Έλεν έφτυσε αίμα και χαμογέλασε. Δεν έμοιαζε πια με τη γυναίκα που σκεφτόταν να βάλει υποψηφιότητα για το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Γονέων και Καθηγητών, τη γυναίκα που της άρεσε να τρώει με τις φίλες της στο Τσάινα Χάπινες, τη γυναίκα που η βαθύτερη και σκοτεινότερη σεξουαλική της φαντασίωση ήταν να κάνει έρωτα με τον τύπο που διαφήμιζε την Κόκα διαίτης.

«Δεν έχει σημασία πόσο γρήγορα τρέχεις, ος πα. Δεν πρόκειται να ξεφύγεις».

556

STEPHEN KING

3

Το μαύρο ιπτάμενο πράγμα έκανε πάλι κάθετη εφόρμηση εναντίον της και η Μαίρη προσπάθησε να το χτυπήσει. «Άντε γαμήσου!» του φώναξε λαχανιασμένη.

Η νυχτερίδα άλλαξε πορεία τσιρίζοντας, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Έκανε έναν κύκλο από πάνω της σαν αναγνωριστικό αεροπλάνο και η Μαίρη έκανε τη δυσάρεστη σκέψη ότι αυτό ακριβώς ήταν. Κοίταξε μπροστά της και είδε το χείλος της εκσκαφής. Ήταν πιο κοντά τώρα -ίσως μόνο διακόσια μέτρα- αλλά η απόσταση της φαινόταν ακόμη τεράστια. Με κάθε ανάσα που έπαιρνε τα πνευμόνια της την πονούσαν, η καρδιά της σφυροκοπούσε και υπέφερε από ένα οδυνηρό τράβηγμα στο αριστερό της πλευρό. Κι αυτή που νόμιζε ότι ήταν σε καλή φυσική κατάσταση για μια γυναίκα στα τριάντα και κάτι. Αλλά η άσκηση στα μηχανήματα γυμναστικής, τρεις φορές τη βδομάδα, στο γυμναστήριο, δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο.

Ξαφνικά γλίστρησε στο ψιλό χαλίκι του δρόμου και, καθώς τα πόδια της έτρεμαν, δεν κατάφερε να ξαναβρεί έγκαιρα την ισορροπία της. Για να μη σκάσει κάτω με τα μούτρα έπεσε στο ένα γόνατο, αλλά το τζιν της σκίστηκε κι ένιωσε τα χαλίκια να την τρυπάνε και μετά ζεστό αίμα να τρέχει στο πόδι της.

Η νυχτερίδα όρμησε αμέσως πάνω της, τσιρίζοντας και χτυπώντας τα φτερά της στα μαλλιά της Μαίρης.

«Φύγε από δω, γαμημένο!» φώναξε και προσπάθησε να τη χτυπήσει με τη γροθιά της. Στάθηκε τυχερή. Ένιωσε το ένα φτερό να τσακίζει από το χτύπημα και η νυχτερίδα έπεσε στο δρόμο μπροστά της φτεροκοπώντας. Το στόμα της ανοιγόκλεινε και έμοιαζε να την κοιτάζει με τα άχρηστα μάτια της. Η Μαίρη σηκώθηκε πάλι όρθια και την πάτησε με δύναμη, βγάζοντας μια στριγκή κραυγή ικανοποίησης καθώς την έλιωσε κάτω από το παπούτσι της. Πήγε να γυρίσει προς την κορυφή του αναχώματος, αλλά σταμάτησε, καθώς είδε κάτι πιο χαμηλά στην πλαγιά. Μια σκιά να κινείται ανάμεσα στις σκιές. 557

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Μαίρη;» Ήταν η φωνή της Έλεν Κάρβερ, αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν. Ακουγόταν παράξενη, υγρή και βαριά. Αν δεν είχε περάσει την κόλαση των τελευταίων οχτώ ωρών, μπορεί να νόμιζε ότι ήταν η Έλεν αλλά κρυωμένη. «Περίμενε, Μαίρη! θέλω να 'ρθω μαζί σου! Θέλω να δω τον Ντέιβιντ! θα πάμε να τον δούμε μαζί!»

«Πήγαινε στο διάβολο», ψιθύρισε η Μαίρη. Γύρισε κι άρχισε να περπατά πάλι, αγκομαχώντας σε κάθε βήμα και τρίβοντας το πλευρό της, που την πονούσε. Της ήταν αδύνατο να τρέξει.

«Μαίρη, Μαίρη, μην είσαι ξεροκέφαλη!» Η φωνή ακουγόταν σχεδόν να γελά. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις, καλή μου. Δεν το ξέρεις αυτό;»

Το χείλος της εκσκαφής φαινόταν τόσο μακριά, που η Μαίρη σταμάτησε να το κοιτάζει και κάρφωσε το βλέμμα της στα παπούτσια της. Την επόμενη φορά που άκουσε τη φωνή πίσω της να τη φωνάζει, ακουγόταν πιο κοντά. Η Μαίρη ανάγκασε τον εαυτό της να περπατήσει λίγο πιο γρήγορα. Έπεσε άλλες δυο φορές μέχρι να φτάσει στο χείλος, τη δεύτερη βρόντηξε κάτω τόσο δυνατά, που της κόπηκε η ανάσα και έχασε πολύτιμα δευτερόλεπτα μέχρι να καταφέρει να σηκωθεί πρώτα γονατιστή και μετά όρθια. Έμεινε έτσι για μερικές στιγμές, σκυμμένη, με τα χέρια ακουμπισμένα στους μηρούς, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ευχήθηκε να της φώναζε πάλι η Έλεν αλλά τίποτα. Και τώρα η Μαίρη δεν ήθελε να κοιτάξει πίσω της. Φοβόταν για το τι θα έβλεπε.

Όμως, πέντε μέτρα πριν από το χείλος, γύρισε τελικά και κοίταξε. Η Έλεν ήταν λιγότερο από είκοσι μέτρα πίσω της, το στόμα της ήταν εντελώς ανοιχτό και ανάσαινε λαχανιασμένη. Με κάθε εκπνοή πεταγόταν από το στόμα της ένας ψιλός πίδακας αίματος. Τα ρούχα της ήταν μουσκεμένα μπροστά της. Είδε τη Μαίρη να την κοιτάζει, έκανε μια γκριμάτσα κι άπλωσε τα χέρια σε μια προσπάθεια να τρέξει και να την αρπάξει. Αλλά δεν μπορούσε.

Η Μαίρη όμως ανακάλυψε ξαφνικά ότι μπορούσε να τρέξει. Εκείνο που την παρακίνησε ήταν, κυρίως, η έκφραση στα μάτια της Έλεν Κάρβερ. Δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο. Τίποτα απολύτως. Έφτασε στην κορυφή του αναχώματος, ακούγοντας τον εαυτό της να εισπνέει και να εκπνέει, σαν να σφύριζε. Ο δρόμος μπροστά της ήταν οριζόντιος, για καμιά τριανταριά μέτρα περίπου, και 558

STEPHEN KING

μετά άρχιζε να κατηφορίζει. Μέσα στο σκοτάδι μπροστά της, είδε ένα μικρό κίτρινο φωτάκι να αναβοσβήνει: το φανάρι στο κέντρο της πόλης. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του κι άρχισε να τρέχει λίγο πιο γρήγορα. 4 «Ντέιβιντ, τι κάνεις;» ρώτησε ανήσυχος ο Ραλφ. Μετά από ένα σύντομο διάστημα αυτοσυγκέντρωσης, που μάλλον ήταν σιωπηλή προσευχή, ο Ντέιβιντ κατευθυνόταν προς την πίσω πόρτα του φορτηγού. Ο Ραλφ μπήκε ενστικτωδώς μπροστά του, σταματώντας τον πριν πιάσει το χερούλι και ανεβάσει την πόρτα. Ο Στιβ τον καταλάβαινε απόλυτα, ήξερε όμως ότι ο Ραλφ δε θα κατάφερνε τίποτα. Αν ο Ντέιβιντ είχε αποφασίσει να φύγει, θα έφευγε.

Ο μικρός του έδειξε το πορτοφόλι, «θα του το πάω πίσω».

«Όχι, αποκλείεται», είπε ο Ραλφ, κουνώντας γρήγορα το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Με τίποτα. Για όνομα του θεού, Ντέιβιντ, δεν ξέρεις καν πού είναι. Το πιθανότερο είναι να 'χει φύγει κιόλας. Καλά ξεκουμπίδια, το καθίκι!» «Ξέρω πού είναι», είπε ήρεμα ο Ντέιβιντ. «Μπορώ να τον βρω. Είναι κοντά». Δίστασε και μετά πρόσθεσε: «Πρέπει να τον βρω».

«Ντέιβιντ;» Η φωνή του Στιβ ήταν διστακτική και παράξενα νεανική. «Είπες ότι η αλυσίδα έσπασε». «Ναι, το είπα, αλλά πριν δω τη φωτογραφία στο πορτοφόλι του. Πρέπει να πάω να τον βρω. Τώρα. Είναι η μόνη ευκαιρία που έχουμε». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ραλφ, αλλά απομακρύνθηκε από την πόρτα. «Τι σημαίνει αυτή η φωτογραφία;»

«Δεν υπάρχει χρόνος, μπαμπά. Και δεν ξέρω αν θα μπορούσα να σου εξηγήσω, ακόμη κι αν υπήρχε». 559

«Θα 'ρθουμε κι εμείς μαζί σου;» ρώτησε η Σύνθια. «Όχι, δε θα 'ρθουμε, έτσι δεν είναι;»

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Όχι», συμφώνησε ο Ντέιβιντ. «Θα γυρίσω πίσω αν μπορώ. Με τον Τζόνι, αν τα καταφέρω». «Είναι τρέλα», είπε ο πατέρας του, αλλά η φωνή του ήταν υπόκωφη, χωρίς δύναμη. «Αν βγεις έξω, θα σε φάνε ζωντανό».

«Όχι, όπως δε μ' έφαγε ζωντανό το κογιότ έξω από το κελί», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Ο κίνδυνος δεν είναι αν πάω έξω, είναι αν μείνουμε όλοι εδώ». Κοίταξε τον Στιβ, μετά την πίσω πόρτα και ο Στιβ έγνεψε καταφατικά και την ανέβασε. Ο ψυχρός νυχτερινός αέρας όρμησε μέσα στο φορτηγό.

Ο Ντέιβιντ πήγε στον πατέρα του κι άπλωσε τα χέρια για να τον αγκαλιάσει. Καθώς τον αγκάλιαζε κι αυτός, ο Ντέιβιντ ένιωσε εκείνη την τεράστια δύναμη να τον αρπάζει πάλι. Τον διαπέρασε ολόκληρο, σαν ραγδαία βροχή. Άρχισε να τραντάζεται από σπασμούς μέσα στην αγκαλιά του πατέρα του και να αγκομαχάει. Τελικά έκανε ένα βήμα πίσω, στα τυφλά. Τα χέρια του ήταν ακόμη απλωμένα μπροστά του κι έτρεμαν κι αυτά. «Ντέιβιντ!» φώναξε ο Ραλφ. «Ντέιβιντ, τι είναι...»

Αλλά οι σπασμοί πέρασαν όπως είχαν έρθει. Η δύναμη χάθηκε. Ο Ντέιβιντ όμως έβλεπε ακόμη το Κινέζικο Ορυχείο όπως το είχε δει πριν από μερικές στιγμές, μέσα στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν σαν να κοίταζε κάτω από ένα αεροπλάνο που πετούσε σε χαμηλό ύψος. Η τρύπα ξεχώριζε μέσα στο φως της σελήνης. Είχε ακούσει το θρόισμα του ανέμου στα αυτιά του και μια φωνή

(μι χιμ, εν τόον! μι χιμ, εν τόου!)

να φωνάζει. Μια φωνή που δεν ήταν ανθρώπινη.

Έκανε μια προσπάθεια να καθαρίσει το νου του. Κοίταξε τους άλλους. Είχαν απομείνει τόσο λίγοι πια, τόσο λίγοι από τα μέλη του Συλλόγου Επιζώντων από τον Κόλι Εντράτζιαν. Ο Στιβ και η Σύνθια δίπλα δίπλα, ο πατέρας του να τον κοιτάζει ανήσυχος. Και πίσω τους η νύχτα. 560

STEPHEN KING

«Τι είναι;» ρώτησε ο Ραλφ με τρεμάμενη φωνή. «Θεέ μου, τι έγινε πάλι;»

Ο Ντέιβιντ είδε ότι του είχε πέσει το πορτοφόλι και το σήκωσε. Δεν έπρεπε να το ξεχάσει εδώ. Σκέφτηκε να το βάλει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του, μετά όμως θυμήθηκε πώς είχε πέσει από την τσέπη του Τζόνι και το έβαλε μέσα στο πουκάμισο του, μπροστά. «Πρέπει να πάτε στο ορυχείο», είπε στον πατέρα του. «Μπαμπά, εσύ και ο Στιβ και η Σύνθια πρέπει να πάτε στο Κινέζικο Ορυχείο αυτή τη στιγμή. Η Μαίρη χρειάζεται βοήθεια. Καταλαβαίνετε; Η Μαίρη χρειάζεται βοήθεια!» «Τι είναι αυτά που λες;»

«Κατάφερε να βγει από κει που την είχε βάλει και τώρα τρέχει στο δρόμο προς την πόλη. Ο Τακ την κυνηγάει. Πρέπει να φύγετε αμέσως, να τη βοηθήσετε!»

Ο Ραλφ άπλωσε πάλι τα χέρια του προς το μέρος του, αλλά αυτή τη φορά η κίνηση του ήταν διστακτική, χωρίς δύναμη. Ο Ντέιβιντ τον απέφυγε και πήδησε από την πίσω πόρτα στο δρόμο.

«Ντέιβιντ!» φώναξε η Σύνθια. «Είσαι σίγουρος ότι πρέπει να χωριστούμε έτσι;»

«Όχι!» της φώναξε. Ήταν απελπισμένος, μπερδεμένος, σχεδόν ζαλισμένος. «Ξέρω πόσο λάθος φαίνεται, το ίδιο νιώθω κι εγώ, αλλά δε γίνεται τίποτε άλλο! Σας ορκίζομαι, δε γίνεται τίποτε άλλο!» «Γύρνα πίσω αμέσως!» φώναξε ο Ραλφ.

Ο Ντέιβιντ γύρισε και κοίταξε τον αλαφιασμένο πατέρα του. «Πηγαίνετε, μπαμπά. Και οι τρεις σας. Φύγετε αμέσως. Πρέπει να τη βοηθήσετε!» Και πριν προλάβει κανείς να του ξαναμιλήσει, ο Ντέιβιντ Κάρβερ έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι. Το ένα χέρι του κουνιόταν μπρος πίσω καθώς έτρεχε και με το άλλο κρατούσε το πουκάμισο του και το πορτοφόλι του Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ, γνήσιο δέρμα κροκοδείλου, τριακόσια ενενήντα πέντε δολάρια από του Μπάρνεϊς στη Νέα Υόρκη. 561

5

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ραλφ πήγε να πηδήσει έξω, να τρέξει πίσω από το γιο του. Ο Στιβ τον άρπαξε από τους ώμους, η Σύνθια από τη μέση.

«Αφήστε με!» φώναξε ο Ραλφ παλεύοντας να ξεφύγει -αλλά οι προσπάθειες του ήταν αδύναμες, αποκαρδιωμένες. Ο Στιβ ένιωσε κάποια ελπίδα. «Αφήστε με να πάω στο παιδί μου» «Όχι», είπε η Σύνθια. «Πρέπει να πιστέψουμε ότι ξέρει τι κάνει, Ραλφ».

«Δεν μπορώ να τον χάσω κι αυτόν», ψιθύρισε ο Ραλφ, αλλά σταμάτησε τις προσπάθειες. «Δεν μπορώ». «Ίσως ο μόνος τρόπος για να μη συμβεί αυτό είναι να κάνεις αυτό που σου ζήτησε», είπε η Σύνθια.

Ο Ραλφ πήρε μια ανάσα. «Ο γιος μου πήγε να βρει εκείνο το καθίκι», είπε. Ακουγόταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει την κατάσταση στον εαυτό του. «Πήγε να βρει εκείνο τον ξιπασμένο μαλάκα για να τον δώσει πίσω το πορτοφόλι τον. Και αν τον ρωτούσαμε γιατί, θα μας έλεγε επειδή είναι το θέλημα του θεού. Έχω δίκιο;»

«Ναι, μάλλον», είπε η Σύνθια. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε τον Ραλφ στον ώμο. Αυτός άνοιξε τα μάτια του και η Σύνθια του χαμογέλασε. «Και ξέρεις ποια είναι η πλάκα; Ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι αλήθεια». Ο Ραλφ κοίταξε τον Στιβ. «Δεν πρόκειται να τον αφήσεις, έτσι δεν είναι; Να πάρεις τη Μαίρη και να αφήσεις το γιο μου εδώ;»

Ο Στιβ κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

Ο Ραλφ σκέπασε το πρόσωπο του με τα χέρια και φάνηκε να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Τα κατέβασε και τους κοίταξε. Τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν πέτρινα τώρα, σαν να είχε πάρει τις αποφάσεις του, σαν να είχε κάψει τις γέφυρες πίσω του. Μια παράξενη σκέψη πέρασε 562

STEPHEN KING

από το νου του Στιβ: για πρώτη φορά από τότε που γνώρισε τους Κάρβερ, έβλεπε το γιο στον πατέρα.

«Εντάξει», είπε ο Ραλφ. «θα αφήσουμε το θεό να προστατέψει το παιδί μου μέχρι να γυρίσουμε». Πήδησε από την πόρτα του φορτηγού κάτω και κοίταξε βλοσυρός το δρόμο. «Δεν υπάρχει και κανένας άλλος, μόνο ο θεός. Γιατί αυτό το κάθαρμα, ο Μάρινβιλ, σίγουρα δεν πρόκειται να κάνει τίποτα». ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 1 Η σκέψη που πέρασε από το νου του Τζόνι καθώς του ορμούσε ο λύκος ήταν αυτό που είχε πει ο μικρός. Ο Τακ ήθελε να φύγουν από την πόλη, θα τους άφηνε ευχαρίστως να φύγουν. Μπορεί όμως ο μικρός να είχε κάνει λάθος ή μπορεί απλώς ο Τακ να είχε δει ότι μπορούσε να τον σκοτώσει και να αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Όπως κι αν έχει το πράγμα, σκέφτηκε, την έχω βάψει.

Σου αξίζει, αγάπη μου, είπε η Τέρι από πίσω του –αυτή ήταν, η Τέρι, όλο αγάπη και στοργή μέχρι το τέλος. Ανέμισε το σφυρί πάνω από το κεφάλι του σε μια προσπάθεια να τρομάξει το λύκο. «Ουστ από δω!» φώναξε με μια φωνή τόσο στριγκή που, σχεδόν, δεν την αναγνώρισε.

Ο λύκος έστριψε ξαφνικά αριστερά και έκανε έναν κύκλο γρυλίζοντας με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια.

Ένας από τους ώμους του χτύπησε μια ντουλάπα, και ένα φλιτζάνι που ήταν αφημένο πάνω της, άκρη άκρη, έπεσε κάτω κι έσπασε. Απ' το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα δυνατό, παρατεταμένο κύμα από παράσιτα. Ο Τζόνι έκανε ένα βήμα προς την πόρτα, σκεφτόταν να τρέξει στο χολ και να βγει στο πάρκινγκ -ας πάει να γαμηθεί το ATV, θα έβρισκε κάπου αλλού αυτοκίνητο- αλλά ο λύκος βγήκε μπροστά του πάλι, με το κεφάλι σκυμμένο, τις τρίχες του ορθωμένες και τα 563

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μάτια του (μάτια με μια ανατριχιαστική εξυπνάδα, σαν να τα καταλάβαιναν όλα) να γυαλίζουν. Ο Τζόνι οπισθοχώρησε κρατώντας το σφυρί ψηλά, σαν ιππότης που χαιρετάει το βασιλιά με το ξίφος του. Ένιωθε την παλάμη του να ιδρώνει πάνω στην τρυπητή λαστιχένια λαβή του σφυριού. Ο λύκος έμοιαζε πελώριος και μπροστά του το σφυρί φαινόταν γελοία μικρό, απ' αυτά που 'χει κανείς στο σπίτι για να καρφώνει προκάκια για φωτογραφίες στον τοίχο.

«Θεέ μου, βοήθα με», είπε ο Τζόνι... αλλά χωρίς να νιώθει καμιά παρουσία. Ήταν απλώς μια λέξη που τη λες όταν βλέπεις ότι την έχεις βάψει. Όχι, δεν ήταν κανένα παιδάκι από τα προάστια του Οχάιο, που θέλει δυο τρία χρόνια ακόμη μέχρι να πρωτοακουμπήσει ξυράφι στα μαγουλά του. Και η προσευχή για τον Τζόνι ήταν απλώς μια εκδήλωση της λειτουργίας που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «μαγική σκέψη». Όχι, δεν υπήρχε θεός. Ακόμη χι αν υπήρχε, γιατί να 'ρθει να με βοηθήσει έτσι κι αλλιώς; Γιατί να με βοηθήσει αφού άφησα τους άλλους στο φορτηγό;

Ο λύκος γάβγισε ξαφνικά. Ήταν ένας γελοίος ήχος, ψιλός, ένα γάβγισμα που θα περίμενες περισσότερο από ένα κανίς ή ένα κόκερ. Τα δόντια του όμως δεν είχαν τίποτα το γελοίο. Με κάθε γάβγισμα πετάγονταν σάλια ανάμεσα τους. «Φύγε!» φώναξε ο Τζόνι με τη στριγκή, τρεμάμενη φωνή του. «Όξω ρε!» Αντί να φύγει, ο λύκος χαμήλωσε τον πισινό του στο πάτωμα. Για μια στιγμή ο Τζόνι νόμισε ότι ετοιμαζόταν να χέσει, ότι ο λύκος φοβόταν και θα έχεζε στο πάτωμα. Αλλά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν συμβεί, κατάλαβε ότι δεν ετοιμαζόταν να χέσει, αλλά να πηδήξει. Πάνω του. «Όχι, θεέ μου, όχι, Σε παρακαλώ!» ούρλιαξε και γύρισε να τρέξει προς το ATV και τα πτώματα που κρέμονταν στους γάντζους.

Αλλά αυτή την κίνηση την έκανε μόνο μέσα στο μυαλό του. Το σώμα του κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυυςη, προς τα εμπρός, σαν να τον κατηύθυναν αόρατα χέρια. Δεν είχε την αίσθηση ότι κάτι τον κυρίευσε και τον κινούσε σαν μαριονέτα, απλώς ένα καθαρό και αναμφισβήτητο συναίσθημα ότι δεν είναι μόνος. 564

STEPHEN KING

Ο τρόμος του χάθηκε. Η πρώτη του πανίσχυρη παρόρμηση -να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια- χάθηκε κι αυτή. Έκανε ένα βήμα μπροστά, σπρώχνοντας το τραπέζι πίσω του, με το ελεύθερο χέρι. Σήκωσε το σφυρί πάνω από το δεξιό του ώμο και το εκτόξευσε τη στιγμή που ο λύκος πηδούσε καταπάνω του.

Περίμενε ότι το σφυρί θα άρχιζε να γυρίζει στον αέρα και ήταν σίγουρος ότι θα περνούσε πάνω από το κεφάλι του ζώου. Είχε παίξει πολλές φορές μπέιζμπολ στο γυμνάσιο, πριν από χίλια χρόνια του φαινόταν, και θυμόταν ακόμη την αίσθηση όταν μια μπαλιά σου φεύγει πολύ ψηλά. Αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Δεν ήταν το Εξκάλιμπερ, ήταν ένα απλό σφυρί με τρυπητή λαστιχένια λαβή για να μη γλιστράει, αλλά δε γύρισε στον αέρα και δεν έφυγε ψηλά. Εκείνο που έκανε ήταν ότι χτύπησε το λύκο ακριβώς ανάμεσα στα μάτια.

Ακούστηκε ένας ήχος σαν τούβλο που πέφτει πάνω σε σανίδα. Η πράσινη λάμψη έσβησε από τα μάτια του λύκου, που έγιναν θολά σαν παλιοί γυάλινοι βόλοι, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να τρέχει αίμα από το κρανίο του ζώου, που είχε ανοίξει ακριβώς στη μέση. Την επόμενη στιγμή ο λύκος τον χτύπησε στο στήθος, πετώντας τον πάλι στο τραπέζι και προκαλώντας του έναν τρομερό πόνο στη μέση. Για μια στιγμή, ο Τζόνι αισθάνθηκε τη μυρωδιά του λύκου μια ξερή μυρωδιά, σχεδόν σαν κανέλα, σαν τα βότανα που έβαζαν οι Αιγύπτιοι για να διατηρούν τους νεκρούς. Το ματωμένο πρόσωπο του ζώου ήταν στραμμένο προς το δικό του και τα δόντια του, που κανονικά θα 'πρεπε να του ξεσκίζουν το λαιμό, ήταν τώρα ακίνητα και ανήμπορα. Ο Τζόνι είδε τη γλώσσα του και μια παλιά, καμπυλωτή ουλή στη μουσούδα του. Μετά ο λύκος έπεσε μπροστά στα πόδια του, σαν κάτι βαρύ, τυλιγμένο σε παλιά κουβέρτα. Ο Τζόνι τραβήχτηκε μακριά του αγκομαχώντας. Έσκυψε να πάρει πάλι το σφυρί και μετά γύρισε αστραπιαία, αλλά τόσο αδέξια, που κόντεψε να πέσει. Ήταν σίγουρος ότι ο λύκος θα είχε σηκωθεί πάλι και θα του ορμούσε. Ήταν αδύνατο να τον καθάρισε με το σφυρί έτσι, των αδυνάτων αδύνατο, το σφυρί είχε φύγει ψηλά, οι μύες του χεριού σου θυμούνται πώς είναι όταν ρίχνεις μια βολή που θα βγει από το γήπεδο, το θυμούνται πολύ καλά. 565

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Αλλά ο λύκος ήταν ακόμη στο πάτωμα, στο σημείο όπου είχε πέσει.

Μήπως είναι ώρα να ξανασκεφτείς το θεό τον Ντέιβιντ Κάρβερ; ρώτησε ήρεμα η Τέρι. Τέρι σε στέρεο τώρα. Είχε τη γνωστή της θέση μέσα στο κεφάλι του και είχε αποκτήσει κι άλλη τώρα, κάτω από την επιγραφή ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ.

«Όχι», είπε. «Ήταν μια τυχερή βολή, τίποτε άλλο. Μία βολή στις χίλιες, όπως όταν καταφέρνεις επιτέλους να κερδίσεις το αρκουδάκι για το κορίτσι σου στο λούνα παρκ».

Προηγουμένως είπες ότι πήγαινε ψηλά.

«Ε, έκανα λάθος, εντάξει; Έτσι δε μου έλεγες καμιά δεκαριά φορές τη μέρα, μωρή σκύλα; Ότι έκανα λάθος; Ε, έκανα άλλο ένα τώρα». Είχε σοκαριστεί από τον ήχο της φωνής του, ήταν βραχνή, σχεδόν σαν κλάμα. «Αυτό δεν ήταν το ρεφρέν σου σε όλη την υπέροχη σχέση μας;»

«Κάνεις λάθος, Τζόνι, κάνεις λάθος, Τζόνι, κάνεις λάθος, μαλάκα Τζόνι;»

Τους παράτησες κι έφυγες, ήταν η απάντηση κι αυτό που τον σταμάτησε δεν ήταν η περιφρόνηση που διέκρινε σ' αυτή τη φωνή (που, σε τελική ανάλυση, ήταν δική του, το δικό του μυαλό, που έκανε πάλι τα γνωστά του διφωνικά παιχνίδια) αλλά η απόγνωση. Τους άφησες να πεθάνουν. Κι ακόμη χειρότερα, συνεχίζεις να αρνείσαι το θεό παρ' όλο που Τον επικαλέστηκες... και σου απάντησε. Τι άνθρωπος είσαι εσύ; «Ένας άνθρωπος που ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στο θεό και μια τυχερή βολή», είπε στη γυναίκα με τα κοκκινόξανθα μαλλιά και την τρύπα από τη σφαίρα στην μπλούζα. «Ένας άνθρωπος που έχει το νιονιό να την κοπανήσει τώρα που μπορεί».

Περίμενε να του απαντήσει η Τέρι αλλά τίποτα. Σκέφτηκε, για τελευταία φορά, τι είχε συμβεί πριν από λίγο, επανεξέτασε τα συμβάντα με τη σχεδόν τέλεια μνήμη του και δε βρήκε τίποτα εκεί, πέρα από το δικό του χέρι –που φαίνεται ότι δεν είχε ξεχάσει όσα είχε μάθει παίζοντας μπέιζμπολ- κι ένα απλό σφυρί. Ούτε μπλε λάμψεις ούτε ειδικά εφέ ούτε τη Φιλαρμονική του Λονδίνου να κάνει κρεσέντο με εκατό βιολιά στο βάθος, σε μια κούφια μου566

STEPHEN KING

σική αναπαράσταση του δέους. Ο τρόμος και το κενό και η απόγνωση που ένιωθε ήταν παροδικά συναισθήματα. Θα τα ξεπερνούσε. Εκείνο που θα έκανε αυτή τη στιγμή ήταν να αποσυνδέσει το βαγονέτο από το ATV, βγάζοντας την περόνη με το σφυρί. Και μετά θα έβαζε μπροστά το ATV, θα έμπαινε μέσα και θα εξαφανιζόταν απ' αυτή την... «Μπράβο, μεγάλε, καλή δουλειά», είπε μια φωνή από την πόρτα.

Ο Τζόνι γύρισε. Ήταν ο μικρός. Ο Ντέιβιντ. Κοίταζε το λύκο. Μετά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Τζόνι χωρίς να χαμογελά.

«Τυχερή βολή», είπε ο Τζόνι. «Έτσι λες;»

«Το ξέρει ο πατέρας σου ότι έφυγες, Ντέιβιντ;» «Το ξέρει».

«Αν ήρθες εδώ για να με πείσεις να μείνω, την πάτησες», είπε ο Τζόνι. Έσκυψε πάνω από τη σύνδεση του βαγονέτου, σήκωσε το σφυρί και το κατέβασε στην περόνη. Αστόχησε τελείως όμως και το χέρι του που κρατούσε το σφυρί χτύπησε σε μια μεταλλική κόχη. Του ξέφυγε μια κραυγή πόνου και έβαλε τις γδαρμένες κλειδώσεις του στο στόμα. Και πριν από λίγο είχε χτυπήσει έναν κινούμενο λύκο ανάμεσα στα μάτια με το ίδιο σφυρί...

Μπλοκάρισε αμέσως την υπόλοιπη σκέψη. Έβγαλε το χέρι από το στόμα του, έσφιξε πιο δυνατά το σφυρί κι έσκυψε πάλι πάνω από τη σύνδεση. Αυτή τη φορά τη χτύπησε -όχι στο κέντρο αλλά αρκετά κοντά για να πεταχτεί η περόνη από τη θέση της. Κύλησε στο πάτωμα και σταμάτησε κάτω από τα κρεμασμένα πόδια της γυναίκας που έμοιαζε με την Τέρι. Δε σημαίνει τίποτα αυτό. Απολύτως τίποτα.

«Κι αν ήρθες να μου μιλήσεις για θεολογία, την πάτησες ομοίως», είπε. «Αν, όμως, θέλεις να 'ρθεις μαζί μου μέχρι το Όστιν...»

Σταμάτησε. Ο μικρός είχε κάτι στο χέρι του και του το πρότεινε. Ανάμεσα τους ήταν ο νεκρός λύκος στο πάτωμα.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Τζόνι, αλλά ήξερε. Δεν ήταν τόσο στραβός, που να μη βλέπει. Ξαφνικά το στόμα του στέγνωσε. Γιατί με 567

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κυνηγάς; σκέφτηκε ξαφνικά -δεν ήξερε σε ποιον απευθυνόταν αυτή η σκέψη, αλλά σίγουρα όχι στο παιδί. Γιατί δεν μπορείς να χάσεις τα ίχνη μου; Να μ' αφήσεις ήσυχο επιτέλους;

«Το πορτοφόλι σου», είπε ο Ντέιβιντ. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Τζόνι, εντελώς σταθερά. «Έπεσε από την τσέπη σου στο φορτηγό. Σου το έφερα. Έχει την ταυτότητα σου μέσα, για την περίπτωση που ξεχάσεις ποιος είσαι». «Πολύ αστείο».

«Δεν αστειευόμουν».

«Και τι θέλεις τώρα;» ρώτησε με σκληρή, τραχιά φωνή ο Τζόνι. «Αμοιβή; Εντάξει. Γράψε τη διεύθυυςη σου και θα σου στείλω είκοσι δολάρια ή ένα βιβλίο μου με αυτόγραφο. Μήπως θέλεις μια μπάλα του μπέιζμπολ υπογεγραμμένη από τον Άλμπερτ Μπελ; Μπορώ να το κάνω κι αυτό. Ό,τι θέλεις. Ό,τι γουστάρεις». Ο Ντέιβιντ κοίταξε το λύκο για μια στιγμή. «Πολύ καλή βολή για έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να χτυπήσει μια περόνη από δέκα πόντους απόσταση». «Σκάσε, εξυπνάκια», είπε ο Τζόνι. «Φέρε μου το πορτοφόλι, αν πρόκειται να 'ρθεις μαζί μου. Πέταξε το μου, αν θα κάτσεις εδώ. Ή κράτα το το γαμημένο να τελειώνουμε».

«Υπάρχει μια φωτογραφία μέσα. Εσύ και δυο άλλοι τύποι έξω από ένα μέρος που λέγεται "Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ". Ένα μπαρ, νομίζω».

«Ναι, μπαρ», συμφώνησε ο Τζόνι. Ανοιγόκλεισε λίγο τα δάχτυλα του γύρω από τη λαβή του σφυριού, χωρίς να νιώθει το τσούξιμο από το γρατσούνισμα στις κλειδώσεις.

«Ο ψηλός σ' αυτή τη φωτογραφία είναι ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ. Πολύ γνωστός συγγραφέας. Ιστορικός. Του αρέσει πολύ το μπέιζμπολ».

«Εμένα μ' ενδιέφερε περισσότερο ο τύπος στη μέση», είπε ο Ντέιβιντ και, εντελώς ξαφνικά, ένα κομμάτι του Τζόνι -βαθιά, πολύ βαθιά- κατάλαβε πού το πήγαινε ο μικρός, κατάλαβε τι θα του έλεγε, κι αυτό το κομμάτι του βόγκηξε απεγνωσμένα. «Ο τύπος με την γκρίζα φανέλα και το κασκέτο των Γιάνκις. Ο τύπος που μου 568

STEPHEN KING

έδειξε το Κινέζικο Ορυχείο από το δικό μου Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ. Ο τύπος που είδα στο όραμα όσο ήμουν αναίσθητος. Αυτός ο τύπος ήσουν εσύ».

«Τι μαλακίες είναι αυτές;» είπε ο Τζόνι. «Οι ίδιες μαλακίες που μας λες από τότε...»

Απαλά, χωρίς το παραμικρό φάλτσο και προτείνοντας του το πορτοφόλι με το ένα χέρι, ο Ντέιβιντ Κάρβερ άρχισε να τραγουδάει: «Πες μου, γιατρέ... κύριε γιατρέ...»

Ήταν σαν να τον είχαν χτυπήσει με βαριά ακριβώς στο κέντρο του στήθους. Το σφυρί γλίστρησε από το χέρι του. «Σταμάτα», ψιθύρισε. «...μπορείς να βρεις... τι έχω... Κι εκείνος είπε ναι-ναι-ναι...»

«Σταμάτα!» ούρλιαξε ο Τζόνι και το ραδιόφωνο έβγαλε ξαφνικά άλλη μια σειρά παράσιτα. Ένιωθε πράγματα παράξενα να αρχίζουν να μετατοπίζονται μέσα του. Τρομερά πράγματα. Να γλιστράνε. Σαν χιονοστιβάδα που αρχίζει κάτω από μια επιφάνεια που φαίνεται στερεή χωρίς να είναι. Γιατί να 'ρθει το παιδί; Γιατί το έστειλαν, φυσικά. Δεν έφταιγε ο Ντέιβιντ. Το πραγματικό ερώτημα εδώ ήταν γιατί δεν τους άφηνε ήσυχους και τους δύο ο τρομερός αφέντης του παιδιού;

«Οι Ράσκαλς», είπε ο Ντέιβιντ. «Μόνο που τότε τους έλεγαν ακόμη Γιανγκ Ράσκαλς. Τραγουδάει ο Φίλιξ Καβαλίερ. Φοβερή φωνή, ε; Αυτό το τραγούδι έπαιζε όταν πέθανες, έτσι δεν είναι, Τζόνι;»

Εικόνες άρχισαν να γλιστράνε στον κατήφορο μέσα στο νου του, ενώ ο Φίλιξ Καβαλίερ τραγουδούσε. Ένιωθα τόσο άσχημα: Νοτιοβιετναμέζοι στρατιώτες, που πολλοί δεν ήταν μεγαλύτεροι από παιδιά της έκτης δημοτικού, να ανοίγουν τα κωλομέρια των νεκρών ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς, μια φρικτή αναζήτηση μέσα σε ένα φρικτό πόλεμο, καν τακ μέσα σε καν τακ· να γυρίζει στην Τέρι με μια δόση κόκα κρυμμένη στα αχαμνά του και μια μαϊμού στον ώμο του, να θέλει να γαμήσει τόσο πολύ, που να κοντεύει να τρελαθεί, να τη χαστουκίζει σε ένα διάδρομο του αεροδρομίου όταν του είπε κάποια εξυπνάδα για τον πόλεμο (τον πόλεμο σου, είχε πει, λες και τον είχε εφεύρει αυτός τον γαμημένο), να τη χαστουκίζει τόσο δυνατά, που μάτωσε το στόμα και η 569

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μύτη της και, παρ' όλο που ο γάμος τους είχε προχωρήσει κουτσά στραβά άλλο ένα χρόνο περίπου, στην πραγματικότητα είχε τελειώσει εκείνη τη στιγμή, στο Διάδρομο Β στο κτίριο της Γιουνάιτεντ στο Λα Γκουάρντια, με τον ήχο από κείνο το χαστούκι· τον Εντράτζιαν να τον κλοτσάει καθώς σφάδαζε πάνω στο δρόμο, να κλοτσάει όχι το λέοντα των γραμμάτων ούτε τον άνθρωπο που είχε κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ούτε το μοναδικό λευκό Αμερικανό συγγραφέα ουσίας αλλά έναν κοιλαρά τύπο με πανάκριβο τζάκετ μοτοσικλέτας, έναν άνθρωπο που χρωστούσε στο θεό ένα θάνατο όπως όλοι οι άλλοι· τον Εντράτζιαν να λέει ότι ο τίτλος που σκεφτόταν να βάλει στο βιβλίο του τον έκανε έξαλλο, τον έκανε πυρ και μανία.

«Δεν ξαναγυρίζω εκεί πέρα», είπε βραχνά ο Τζόνι. «Ούτε για σένα ούτε για τον Στιβ Έιμς ούτε για τον πατέρα σου ούτε για τη Μαίρη ούτε για όλο τον κόσμο. Τέρμα και τελείωσε». Πήρε πάλι το σφυρί και το χτύπησε στο βαγονέτο. «Μ' άκουσες, Ντέιβιντ; Χάνεις την ώρα σου. Δεν ξαναγυρίζω πίσω. Δε γυρίζω! Δε γυρίζω! Δε γυρίζω!»

«Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν να είσαι εσύ αυτός που μου είχε μιλήσει στο όνειρο μου», είπε ο Ντέιβιντ, σαν να μην τον είχε ακούσει. «Βρισκόμουν στη Γη των Νεκρών, μου το είπες εσύ ο ίδιος, Τζόνι. Αλλά εσύ ήσουν ζωντανός. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Ακόμη και όταν είδα την ουλή, δεν κατάλαβα». Έδειξε τον καρπό του Τζόνι. «Πότε πέθανες; Το 1966; Το 1968; Αλλά δεν έχει σημασία, εδώ που τα λέμε. Όταν κάποιος σταματήσει να αλλάζει, σταματήσει να νιώθει, πεθαίνει. Από τότε έκανες κάμποσες απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά στην πραγματικότητα ήσουν ήδη νεκρός κι απλώς προσπαθούσες να προλάβεις τον εαυτό σου. Έτσι δεν είναι;» Και το παιδί του χαμογέλασε με ανείπωτη συμπάθεια και αθωότητα, μια έκφραση όπου υπήρχε μόνο καλοσύνη και καμία κατάκριση. «Τζόνι», είπε ο Ντέιβιντ Κάρβερ, «ο θεός μπορεί να αναστήσει τους νεκρούς».

«Ω Χριστέ μου, μη μου το λες», ψιθύρισε ο Τζόνι. «Ε, λοιπόν, εγώ δε θέλω να αναστηθώ». Αλλά η φωνή του έμοιαζε να φτάνει στα αυτιά του από πολύ μακριά και ακουγόταν σαν διπλή, σαν να είχε 570

STEPHEN KING

διασπαστεί μέσα του με κάποιο ακατανόητο αλλά και απλό τρόπο. Έσπαγε, σαν τους αφανίτες. «Είναι πολύ αργά», είπε ο Ντέιβιντ. «Συνέβη ήδη».

«Άντε γαμήσου, ήρωα, εγώ θα πάω στο Όστιν. Μ' ακούς; θα πάω στο γαμημένο το ΟΣΤΙΝ!»

«Ο Τακ θα βρίσκεται εκεί πριν από σένα», είπε ο Ντέιβιντ. Κρατούσε ακόμη το πορτοφόλι, αυτό με τη φωτογραφία του Τζόνι, του Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ και του Ντάφι Πινέτ, να στέκονται έξω από ένα άθλιο μπαρ, το Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ. Καταγώγιο αλλά είχε το καλύτερο τζουκμπόξ στο Βιετνάμ. Ένα Βέρλιτζερ. Ο Τζόνι θυμόταν τη γεύση από μπίρα Κίριν την ώρα που άκουγε τους Ράσκαλς, το βουητό των ντραμς, το αρμόνιο σαν στιλέτο. Πόση ζέστη έκανε, πόσο πράσινα ήταν όλα και πόσο καυτά, ο ήλιος σαν κεραυνός, η γη να μυρίζει σαν μουνί κάθε φορά που έβρεχε κι εκείνο το τραγούδι που έμοιαζε να ακούγεται από παντού, απ' όλα τα κλαμπ, όλα τα ραδιόφωνα, όλα τα τζουκμπόξ. Από μια άποψη, αυτό το τραγούδι ήταν το Βιετνάμ: Ένιωθα τόσο άσχημα, που ρώτησα τον οικογενειακό μου γιατρό τι έχω αυτό το τραγανοί έπαιζε όταν πέθανες, έτσι δεν είναι, Τζόνι; «Στο Όστιν», ψιθύρισε με αδύναμη φωνή. Και ακόμη ένιωθε εκείνη την αίσθηση της διάσπασης, σαν να είχε γίνει διπλός.

«Αν φύγεις τώρα, ο Τακ θα σε περιμένει παντού», είπε ο Ντειβιντ, ο αμείλικτος δεσμοφύλακας του, κρατώντας πάντα απλωμένο το χέρι με το πορτοφόλι του, εκείνο με την απαίσια φωτογραφία. «Όχι μόνο στο Όστιν. Σε δωμάτια ξενοδοχείων. Σε αίθουσες διαλέξεων. Σε φανταχτερές δεξιώσεις, όπου μιλάνε για βιβλία και διάφορα άλλα. Όταν θα είσαι με μια γυναίκα, θα τη γδύνεις εσύ, αλλά ο Τακ θα κάνει σεξ μαζί της. Και το χειρότερο είναι ότι μπορεί να ζήσεις έτσι για πολύ καιρό, θα είσαι καν ντε λατς, καρδιά του άμορφου. Μι χιμ καν ίνι Το άδειο πηγάδι του ματιού»

Όχι! προσπάθησε να ουρλιάξει πάλι, αλλά αυτή τη φορά δε βγήκε φωνή από μέσα του και όταν χτύπησε πάλι το βαγονέτο, το σφυρί του έφυγε από τα δάχτυλα. Το χέρι του δεν είχε δύναμη. Τα πόδια του λύθηκαν, τα γόνατα του άρχισαν να λυγίζουν. Έπεσε γονατιστός με μια πνιχτή κραυγή σαν να πνιγόταν. Η αίσθηση του διπλασιασμού, της διάσπασης, ήταν ακόμη πιο έντονη τώρα και 571

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κατάλαβε, με φρίκη αλλά και αποδοχή, ότι η αίσθηση αυτή ήταν αληθινή. Διασπούσε κυριολεκτικά τον εαυτό του στα δύο. Από τη μια μεριά ήταν ο Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ, που δεν πίστευε στο θεό και δεν ήθελε να πιστεύει σ' αυτόν ο θεός· αυτό το πλάσμα ήθελε να φύγει και ήξερε ότι το Όστιν θα ήταν μόνο η πρώτη στάση. Και από την άλλη ήταν ο Τζόνι, που ήθελε να μείνει. Όχι απλώς να μείνει. Ήθελε να πολεμήσει. Ο Τζόνι, που είχε προχωρήσει τόσο πολύ σ' αυτό τον τρελό δρόμο του υπερφυσικού, ώστε ήθελε να πεθάνει και να γίνει ένα με το θεό του Ντέιβιντ, να κάψει τον εγκέφαλο του και να σβήσει, σαν πεταλούδα που πέφτει μέσα σε λάμπα. Αυτοκτονία! φώναζε η καρδιά του. Αυτοκτονία, αυτοκτονία!

Νοτιοβιετναμέζοι στρατιώτες, κουλαριστοί πλιατσικολόγοι του πολέμου με νεκρά μάτια, να ψάχνουν για διαμάντια μέσα σε κωλοτρυπίδες. Ένας μεθύστακας μ' ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι και μουσκεμένα μαλλιά πεσμένα μπροστά στα μάτια να βγαίνει από την πισίνα ενός ξενοδοχείου γελώντας, ενώ γύρω του αστράφτουν τα φλας. Η μύτη της Τέρι να ματώνει, κάτω από τα πληγωμένα, έκπληκτα μάτια της, ενώ μια φωνή από τον ουρανό ανακοίνωνε ότι είχε αρχίσει η επιβίβαση για την πτήση 507 της Γιουνάιτεντ για Τζάκσονβιλ από την Πύλη Β-7. Ο μπάτσος να τον κλοτσάει, ενώ σφάδαζε πάνω στη διαχωριστική γραμμή ενός δρόμου στην έρημο. Με κάνει έξαλλο, είχε πει. Μιλάμε, με κάνει πυρ και μανία. Ο Τζόνι ένιωσε τον εαυτό του να βγαίνει από το ίδιο του το σώμα, ένιωσε να τον αρπάζουν χέρια που δεν ήταν δικά του και να τον βγάζουν από τη σάρκα του, σαν τσέπη από παντελόνι. Στεκόταν, σαν φάντασμα, δίπλα στο γονατισμένο άντρα και τον είδε να απλώνει τα χέρια του.

«Θα το πάρω», είπε. Έκλαιγε «Θα το πάρω το πορτοφόλι. Δε γαμιέται, δώσ' το μου». Είδε το παιδί να πλησιάζει το γονατιστό άντρα και να γονατίζει δίπλα του. Είδε το γονατιστό άντρα να παίρνει το πορτοφόλι και να το βάζει στην μπροστινή τσέπη του τζιν του, για να μπορέσει μετά να ενώσει τα χέρια μπροστά του, δάχτυλο με δάχτυλο, όπως είχε κάνει ο Ντέιβιντ. 572

STEPHEN KING

«Τι να πω;» ρώτησε ο γονατιστός άντρας κλαίγοντας. «Ω Ντέιβιντ, πώς ν' αρχίσω και τι να πω;»

«Ό,τι είναι στην καρδιά σου», είπε το γονατιστό παιδί και τότε το φάντασμα εγκατέλειψε το μάταιο αγώνα και ενώθηκε πάλι με τον άντρα. Ένα πρωτόγνωρο κύμα διαύγειας απλώθηκε αστραπιαία, φωτίζοντας τον κόσμο γύρω του αλλά και μέσα του, σαν ναπάλμ. Άκουσε τον Φίλιξ Καβαλίερ να τραγουδάει. Και είπα, μωρό μου, είναι σίγουρο, εγώ έχω τον πυρετό, εσύ έχεις τη γιατρειά του.

«Βοήθησε με, θεέ μου», είπε ο Τζόνι, υψώνοντας τα χέρια του μπροστά στα μάτια του για να τα βλέπει καλά. «Ω θεέ μου, Σε παρακαλώ, βοήθησε με. Βοήθησε με να κάνω αυτό που στάλθηκα να κάνω εδώ, βοήθησέ με να γίνω πάλι ακέραιος, βοήθησε με να ζήσω. Θεέ μου, βοήθησε με να ζήσω ξανά». 2 Θα σε πιάσω σκύλα! σκέφτηκε θριαμβευτικά.

Στην αρχή, οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρές. Είχε πλησιάσει την ος πα στα είκοσι μέτρα κοντά στην κορυφή του αναχώματος, αλλά η τσουλά είχε βρει κάποια αποθέματα δυνάμεων και είχε φτάσει πρώτη στο χείλος της εκσκαφής. Όταν άρχισε να κατεβαίνει την κατηφόρα, το προβάδισμα της μεγάλωσε πολύ γρήγορα, από τα είκοσι μέτρα στα εξήντα και από κει στα εκατόν πενήντα. Γιατί αυτή μπορούσε να ανασάνει βαθιά, να τροφοδοτήσει το σώμα της με το οξυγόνο που χρειαζόταν. Το σώμα της Έλεν Κάρβερ, από την άλλη μεριά, κόντευε να χάσει αυτή την ικανότητα. Η αιμορραγία από τον κόλπο της ήταν τώρα πραγματική πλημμυρά και θα σκότωνε το σώμα της Έλεν μέσα σε είκοσι λεπτά, το πολύ. Αλλά αν ο Τακ κατάφερνε να πιάσει τη Μαίρη, δεν είχε σημασία τι θα πάθαινε το σώμα της Έλεν Κάρβερ. θα είχε κάπου να μεταφερθεί. Μόλις όμως έφτασε στο χείλος του αναχώματος, κάτι έσπασε στον αριστερό πνεύμονα της Έλεν. Τώρα, με κάθε εκπνοή, τα αίματα που τινάζονταν μπροστά του δεν ήταν ένα απλό κόκκινο ράντισμα, αλλά ένας πραγματικός χείμαρρος από αίμα και ιστούς που ξεπηδούσε και από το στόμα και από τη μύτη της Έλεν. Τώ573

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ρα, έχοντας μόνο έναν πνεύμονα, δεν μπορούσε να εισπνεύσει αρκετό οξυγόνο για να συνεχίσει την καταδίωξη.

Και τότε, έγινε ένα θαύμα. Η σκύλα έτρεχε πολύ γρήγορα στην κατηφόρα και κάποια στιγμή προσπάθησε, ταυτόχρονα, να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Τα πόδια της μπερδεύτηκαν και έκανε μια θεαματική βουτιά πέφτοντας στα χαλίκια του δρόμου με ένα άγριο πλονζόν. Είχε τέτοια φόρα, που συνέχισε να σέρνεται στο χώμα για τρία μέτρα σχεδόν μέχρι να σταματήσει, αφήνοντας πίσω της ένα σκούρο σημάδι. Έμεινε πεσμένη έτσι μπρούμυτα, με τα χέρια απλωμένα, τρέμοντας ολόκληρη. Με την αστροφεγγιά, τα απλωμένα χέρια της έμοιαζαν με χλομά, θαλασσινά πλάσματα, που είχε ξεβράσει η παλίρροια. Ο Τακ την είδε να προσπαθεί να σηκωθεί στο ένα γόνατο. Το πόδι της έκανε τη μισή μόνο κίνηση και μετά χαλάρωσε πάλι και η πουτάνα έπεσε ξανά με τα μούτρα κάτω. Τώρα! Τώρα! Τακ αχ γουάν!

Ο Τακ ανάγκασε το σώμα της Έλεν να κινηθεί σε μια απομίμηση τρεξίματος. Στηριζόταν πια στα τελευταία αποθέματα ενέργειας του σώματος και στις δικές του δυνάμεις να μη σκοντάψει το σώμα και πέσει, όπως η σκύλα. Η λειτουργία της αναπνοής του είχε γίνει ένα υγρό αγκομαχητό στο λαιμό της Έλεν, σαν πιστόνι που κινείται μέσα σε γράσο. Το οπτικό πεδίο του σώματος είχε αρχίσει να γκριζάρει στην περίμετρο, ετοιμαζόταν να σβήσει εντελώς. Αλλά θα άντεχε λίγο ακόμη. Λιγάκι μόνο. Αυτό του έφτανε. Εκατόν σαράντα μέτρα. Εκατόν είκοσι.

Ο Τακ έτρεχε προς τη γυναίκα που ήταν πεσμένη στο δρόμο, ουρλιάζοντας με έναν άφωνο, πεινασμένο θρίαμβο, καθώς μείωνε την απόσταση. 3 Η Μαίρη άκουγε κάτι να έρχεται, κάτι που φώναζε ακατανόητες λέξεις με μια χοντρή, υγρή φωνή. Άκουγε το γδούπο παπουτσιών πάνω στο χαλίκι. Πλησίαζε. Αλλά όλα αυτά της φαίνονταν ασήμα574

STEPHEN KING

ντα. Πράγματα που ακούς σ' ένα όνειρο. Κι αυτό εδώ ήταν σίγουρα όνειρο... Σήκω πάνω, Μαίρη! Πρέπει να σηκωθείς!

Κοίταξε πίσω της και είδε κάτι φρικτό και καθόλου ονειρικό να την πλησιάζει τρέχοντας. Τα μαλλιά του ανέμιζαν πίσω του. Το ένα μάτι του ήταν διαλυμένο. Με κάθε ανάσα πεταγόταν αίμα από το στόμα του και είχε την όψη πεινασμένου ζώου που ορμάει στο θύμα του. ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ, ΜΑΙΡΗ! ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ!

Δεν μπορώ, έχω γρατσουνιστεί παντού και, άλλωστε, είναι πολύ αργά πια, απάντησε στη φωνή, ταυτόχρονα όμως αγωνιζόταν πάλι να μαζέψει το γόνατο της και να το φέρει από κάτω. Αυτή τη φορά τα κατάφερε και πάλεψε να σηκωθεί, να ξεκολλήσει από το χώμα για μια τελευταία φορά.

Το τέρας με τη μορφή της Έλεν έτρεχε με όλη του τη δύναμη τώρα. Καθώς πλησίαζε, έμοιαζε να διαλύεται, να ξεχειλίζει από τα ρούχα του. Και ούρλιαζε, ένα αργόσυρτο ουρλιαχτό λύσσας και πείνας, ανακατεμένο με αίμα.

Η Μαίρη σηκώθηκε, ουρλιάζοντας τώρα κι αυτή καθώς το τέρας την έφτανε, άπλωνε τα χέρια του με τα δάχτυλα ανοιχτά. Άρχισε να τρέχει μ' όλη της τη δύναμη στην κατηφόρα, με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα της ολάνοιχτο σε μια σιωπηλή κραυγή

Ένα χέρι, αηδιαστικά καυτό, τη χτύπησε ανάμεσα στις ωμοπλάτες και προσπάθησε να αρπάξει το πουκάμισο της. Η Μαίρη έσκυψε μπροστά για να το αποφύγει, κόντεψε να χάσει την ισορροπία της και να πέσει, αλλά το χέρι χάθηκε.

«Σκύλα!» Ένα απάνθρωπο γρύλισμα -ακριβώς από πίσω της- κι αυτή τη φορά το χέρι την άρπαξε από τα μαλλιά, θα κατάφερνε να την κρατήσει, αν τα μαλλιά της ήταν στεγνά, ήταν όμως μούσκεμα από τον ιδρώτα. Για μια στιγμή αισθάνθηκε τα δάχτυλα στο σβέρκο της και μετά χάθηκαν. Συνέχισε να τρέχει στην πλαγιά με όλο και μεγαλύτερες δρασκελιές, νιώθοντας τώρα το φόβο της να ανακατεύεται με μια τρελή αγαλλίαση. 575

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Άκουσε ένα γδούπο πίσω της και ρισκάρισε να ρίξει μια ματιά. Το τέρας είχε πέσει. Ήταν πεσμένο στο δρόμο σαν πατημένο σαλιγκάρι. Τα χέρια του ανοιγόκλειναν στον αέρα, σαν να έψαχναν ακόμη για τη γυναίκα που είχε καταφέρει να του ξεφύγει την τελευταία στιγμή.

Η Μαίρη γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στο φανάρι της τροχαίας. Ήταν πιο κοντά τώρα... Κι έβλεπε κι άλλα φώτα, ήταν σίγουρη. Φανάρια αυτοκινήτου, που έρχονταν προς τα εδώ. Συγκέντρωσε την προσοχή της πάνω τους κι έτρεξε προς το μέρος τους Δεν αντιλήφθηκε μια μεγάλη σκοτεινή σιλουέτα, που πέρασε αθόρυβα από πάνω της 4 Όλα είχαν τελειώσει.

Είχε φτάσει τόσο κοντά, είχε αγγίξει τα μαλλιά της σκύλας, αλλά την τελευταία στιγμή του ξέφυγε. Και τη στιγμή που άρχισε να απομακρύνεται πάλι, τα πόδια της Έλεν σκόνταψαν και ο Τακ έπεσε, ακούγοντας όργανα να σπάνε μέσα στο σώμα της Έλεν.

Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τον ουρανό, βογκώντας από πόνο και μίσος. Να φτάσει τόσο κοντά!

Και τότε είδε τη σκοτεινή σιλουέτα εκεί πάνω, να σβήνει τα αστέρια σαν ιπτάμενος σταυρός, και ένιωσε ξαφνικά μια νέα ελπίδα.

Είχε σκεφτεί το λύκο και μετά είχε απορρίψει την ιδέα, γιατί ήταν πολύ μακριά. Έκανε λάθος όμως που νόμιζε ότι ο λύκος ήταν το μοναδικό σκεύος καν τόι, που θα μπορούσε να κρατήσει τον Τακ για λίγο. Υπήρχε κι αυτό.

«Μι χιμ», ψιθύρισε με την ετοιμοθάνατη, πνιγμένη από το αίμα φωνή του. «Καν ντε λατς, μι χιμ, μιν εν τόον. Τακ!» Έλα σ' εμένα. Έλα στον Τακ, έλα στον παλαιό, έλα στην καρδιά του άμορφου. Έλα σ' εμένα, σκεύος.

576

STEPHEN KING

Σήκωσε τα χέρια της ετοιμοθάνατης Έλεν και ο χρυσαετός φτερούγισε κατευθείαν στην αγκαλιά του, κοιτάζοντας μαγνητισμένος τα μάτια του Τακ. 5 «Μην κοιτάζεις τα πτώματα», είπε ο Τζόνι, καθώς έσπρωχνε το βαγονέτο μακριά από το ATV. Ο Ντέιβιντ τον βοηθούσε. «Πίστεψε με, δεν έχω καμία όρεξη να τα κοιτάξω. Έχω δει τόσα πτώματα, που μου φτάνουν για όλη μου τη ζωή».

«Εντάξει, φτάνει μέχρι εδώ». Ο Τζόνι κατευθυνόταν προς τη θέση του οδηγού του ATV, όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ο Ντέιβιντ του άρπαξε το χέρι για να τον κρατήσει, παρ' όλο που ο Τζόνι ξαναβρήκε σχεδόν αμέσως την ισορροπία του.

«Πρόσεξε, παππούλη», του είπε.

«Έχεις πολύ μεγάλο στόμα, μικρέ».

Είχε σκοντάψει πάνω στο σφυρί. Το σήκωσε και γύρισε να το πετάξει στον πάγκο, αλλά το ξανασκέφτηκε και έχωσε τη λαβή του στη ζώνη του. Το δερμάτινο πανωπαντέλονο είχε τόσο αίμα και χώματα πάνω του, που έμοιαζε σχεδόν σαν αυτά που φορούσαν οι καουμπόηδες. Για κάποιο λόγο, είχε την αίσθηση ότι το σφυρί ταίριαζε μια χαρά εκεί.

Στα δεξιά της μεταλλικής γκαραζόπορτας υπήρχε ένα κουτί ελέγχου. Ο Τζόνι πάτησε το μπλε κουμπί που έγραφε ΠΑΝΩ και προετοιμάστηκε μέσα του για νέα προβλήματα, αλλά η πόρτα άρχισε να ανεβαίνει ομαλά. Ο αέρας που μπήκε μέσα ήταν φρέσκος και καθαρός -σκέτος παράδεισος. Ο Ντέιβιντ πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε στον Τζόνι και χαμογέλασε. «Ωραία, ε;» «Ναι. Έλα, ανέβα στο όχημα, θα σε πάω βόλτα».

Ο Ντέιβιντ κάθισε στο δεξιό κάθισμα του ATV, που έμοιαζε σαν μεγάλο όχημα του γκολφ. Ο Τζόνι γύρισε το κλειδί και η μηχανή πήρε μπροστά αμέσως. Καθώς το έβγαζε από την ανοιχτή γκαραζόπορτα με την όπισθεν, του πέρασε από το νου η σκέψη ότι τί577

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ποτε απ' όλα αυτά δεν του συνέβαινε πραγματικά. Επρόκειτο απλώς για μια ιδέα που είχε για ένα νέο μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα φαντασίας, ίσως και φρίκης. Διαφορετικό από τα προηγούμενα έργα του Τζον Έντουαρντ Μάρινβιλ.

Δεν ήταν σοβαρή λογοτεχνία, αλλά και τι έγινε; Τον είχαν πάρει τα χρόνια πια και, αν ήθελε να αρχίσει να παίρνει λιγότερο στα σοβαρά τον εαυτό του, είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Δεν ήταν υποχρεωμένος να φορτώνεται κάθε βιβλίο του, σαν σακίδιο γεμάτο πέτρες, και να ανεβαίνει τρέχοντας την ανηφόρα με δαύτο στην πλάτη του. Αυτά είναι για τους πιτσιρικάδες, τους νεοσύλλεκτους, αυτός όμως την είχε αφήσει πίσω του πια αυτή την εποχή. Και ένιωθε ανακούφιση γι' αυτό.

Όχι, τίποτε απ' αυτά δεν ήταν πραγματικό. Στην πραγματικότητα έβγαινε για μια βόλτα με το παλιό του καμπριολέ, έβγαινε βόλτα με το γιο του. θα πήγαιναν στης Μίλι, στην πλατεία, θα παρκάριζαν δίπλα στο παγωτατζίδικο, θα έτρωγαν τα χωνάκια τους και μπορεί να έλεγε στο μικρό και μερικές πολεμικές ιστορίες από τα νιάτα του. Όχι τόσες που να τον κάνει να βαρεθεί, τα παιδιά δεν αντέχουν πολύ τις ιστορίες που αρχίζουν με τη φράση, «Όταν ήμουν μικρός», το ήξερε αυτό, εδώ που τα λέμε το ξέρουν όλοι οι πατεράδες που δεν είναι τελείως κόπανοι, οπότε μπορεί να του έλεγε μόνο μια δυο φάσεις από την εποχή που δοκίμασε να παίξει μπέιζμπολ έτσι για πλάκα, αλλά το ωραίο ήταν ότι ο προπονητής... «Τζόνι; Είσαι εντάξει;»

Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι είχε φέρει το όχημα μέχρι την άκρη του δρόμου και τώρα στεκόταν εκεί με την ταχύτητα βαλμένη και τη μηχανή στο ρελαντί. «Ε; Ναι. Μια χαρά».

«Χάθηκες για μια στιγμή. Τι σκεφτόσουν;»

«Τα παιδιά. Είσαι το πρώτο παιδί που έρχομαι σε επαφή μαζί του από... Ούτε θυμάμαι πια, μάλλον από τότε που ο μικρότερος γιος μου έφυγε για να σπουδάσει στο Ντιουκ. Είσαι εντάξει, Ντέιβιντ. Λιγάκι ψωνισμένος με το θεό αλλά κατά τα άλλα πολύ σπαθί». Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε. «Ευχαριστώ». 578

STEPHEN KING

Ο Τζόνι έκανε λίγο πίσω ακόμη το όχημα, μετά έστριψε και έβαλε πρώτη. Καθώς τα φανάρια του ATV σάρωναν την οδό Μέιν, είδε δύο πράγματα: ο ανεμοδείκτης με το ξωτικό πάνω από το Μπαντ'ς Σαντς ήταν πεσμένος στο δρόμο και το φορτηγό του Στιβ δε φαινόταν πουθενά. «Αν έκαναν αυτό που τους είπες, μάλλον θα πηγαίνουν εκεί πάνω», είπε ο Τζόνι. «Όταν βρουν τη Μαίρη, θα περιμένουν κι εμάς». «Θα τη βρουν; Τι λες;»

«Ναι, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα τη βρουν. Νομίζω ότι είναι καλά. Τη γλίτωσε παρά τρίχα όμως». Κοίταξε τον Τζόνι κι αυτή τη φορά χαμογέλασε πιο πλατιά. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι το χαμόγελο του ήταν υπέροχο. «Κι εσύ θα βγεις εντάξει απ' αυτή την ιστορία, νομίζω. Μπορεί να γράψεις τίποτα για όλα αυτά». «Συνήθως γράφω για πράγματα που μου συμβαίνουν. Τους βάζω λίγη σάλτσα και είναι μια χαρά. Αυτά όμως... δεν ξέρω».

Περνούσαν έξω από το Αμέρικαν Ουέστ. Ο Τζόνι σκέφτηκε την Όντρεϊ Γουάιλερ εκεί μέσα, θαμμένη κάτω από τα ερείπια του εξώστη. Ό,τι είχε απομείνει απ' αυτή. «Ντέιβιντ, πόσα απ' αυτά που μας είπε η Όντρεϊ ήταν αλήθεια; Ξέρεις;»

«Τα περισσότερα». Ο Ντέιβιντ κοίταζε κι αυτός τον κινηματογράφο, γυρίζοντας για να τον δει μερικές στιγμές ακόμη, καθώς περνούσαν. Μετά στράφηκε πάλι στον Τζόνι. Το πρόσωπο του ήταν σκεφτικό... και θλιμμένο, σκέφτηκε ο Τζόνι. «Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ξέρεις. Αυτό που της συνέβη ήταν σαν να βρέθηκε ξαφνικά σε μια κατολίσθηση ή σε μια πλημμύρα και παρασύρθηκε από τα νερά». «Πράξη θεού». «Σωστά».

«Του δικού μας θεού. Του δικού σου και του δικού μου». «Σωστά».

579

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Και ο θεός είναι άσπλαχνος». «Σωστά και πάλι».

«Έχεις πολύ ζόρικες ιδέες για μικρό παιδί, το ξέρεις αυτό;»

Τώρα περνούσαν το δημοτικό κτίριο. Το μέρος όπου ο Τακ σκότωσε την αδερφή του μικρού και άρπαξε τη μητέρα του για να την οδηγήσει στο τελικό σκοτάδι. Ο Ντέιβιντ το κοίταζε με μια έκφραση που δεν μπορούσε να διαβάσει ο Τζόνι. Μετά σήκωσε τα χέρια κι έτριψε το πρόσωπο του. Αυτή η κίνηση αποκάλυψε και πάλι την πραγματική του ηλικία και ο Τζόνι σοκαρίστηκε βλέποντας πόσο μικρός ήταν. «Ναι, περισσότερες απ' όσες θα ήθελα να έχω», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Ξέρεις τι είπε τελικά ο θεός στον Ιώβ όταν βαρέθηκε να ακούει τα παράπονα του;» «Πάνω κάτω του είπε να πάει να πνιγεί, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Και τώρα θέλεις να ακούσεις κάτι πολύ άσχημο;» «Δε βλέπω την ώρα».

To ATV περνούσε πάνω από λοφάκια άμμου στην άσφαλτο και τρανταζόταν κάθε τόσο. Ο Τζόνι είδε μπροστά τους την άκρη της πόλης. Ήθελε να πάει πιο γρήγορα, αλλά σκέφτηκε ότι δε θα ήταν φρόνιμο, γιατί τα φανάρια δε φώτιζαν πολύ μακριά. Μπορεί να ήταν αλήθεια ότι βρίσκονταν στα χέρια του θεού, αλλά οι φήμες λένε ότι ο θεός βοηθάει όσους βοηθούν τον εαυτό τους. Ίσως γι' αυτό να κράτησε το σφυρί.

«Έχω ένα φίλο, τον λένε Μπράιαν Ρος. Είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μια φορά φτιάξαμε μαζί έναν Παρθενώνα από καπάκια μπουκαλιών». «Σοβαρά;»

«Ναι. Μας βοήθησε λίγο και ο μπαμπάς του Μπράιαν, αλλά βασικά τον φτιάξαμε μόνοι μας. Καθόμαστε αργά τα σαββατόβραδα και βλέπαμε παλιές ταινίες φρίκης. Ξέρεις, εκείνες τις ασπρόμαυρες. Ο αγαπημένος μας ηθοποιός ήταν ο Μπόρις Καρλόφ. Το Φρανκεστάιν ήταν καλό, αλλά εκείνο που μας άρεσε περισσότερο ήταν Η Μούμια. Λέγαμε συνέχεια ο ένας στον άλλο, "Αμάν, μας 580

STEPHEN KING

κυνηγάει η μούμια. Πάμε πιο γρήγορα". Χαζομάρες αλλά κάναμε πλάκα. Καταλαβαίνεις;» Ο Τζόνι χαμογέλασε κι έγνεψε καταφατικά.

«Ο Μπράιαν, λοιπόν, έπαθε ένα ατύχημα. Τον χτύπησε ένας μεθυσμένος ενώ πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατο. Το διανοείσαι; Οχτώ παρά τέταρτο το πρωί και ο τύπος ήταν τύφλα στο μεθύσι. Το πιστεύεις;» «Και βέβαια το πιστεύω», είπε ο Τζόνι.

Ο Ντέιβιντ του έριξε ένα σκεφτικό βλέμμα, έγνεψε καταφατικά και συνέχισε. «Ο Μπράιαν χτύπησε στο κεφάλι. Πολύ άσχημα. Έπαθε κάταγμα στο κρανίο και κακώσεις στον εγκέφαλο. Έπεσε σε κώμα και οι γιατροί έλεγαν ότι θα πεθάνει. Αλλά...» «Άσε με να μαντέψω εγώ τα υπόλοιπα. Προσευχήθηκες στο θεό να γίνει καλά ο φίλος σου και δυο μέρες αργότερα, μπίνγκο, ο μικρός περπατούσε και μιλούσε, δόξα στον Κύριο και Σωτήρα μας».

«Δεν το πιστεύεις;»

Ο Τζόνι γέλασε. «Βασικά, το πιστεύω. Μετά απ' αυτά που συνέβησαν σ' εμένα σήμερα το απόγευμα, ένα τέτοιο μικροθαύμα μου φαίνεται απόλυτα λογικό και απλό». «Πήγα σε ένα μέρος, όπου πηγαίναμε συχνά ο Μπράιαν κι εγώ, και προσευχήθηκα. Μια πλατφόρμα που είχαμε φτιάξει πάνω σε ένα δέντρο. Το είχαμε βγάλει "Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ"».

Ο Τζόνι τον κοίταξε σοβαρός τώρα. «Δε μου κάνεις πλάκα, έτσι;»

«Όχι. Δε θυμάμαι ποιος από τους δυο μας το βάφτισε, δεν είμαι σίγουρος, αλλά έτσι το λέγαμε. Νομίζαμε ότι το όνομα ήταν από κάποια παλιά ταινία, αλλά αν είναι έτσι, δε θυμάμαι ποια ήταν. Είχαμε βάλει και επιγραφή. Αυτό ήταν το μέρος μας. Εκεί πήγα, λοιπόν, και είπα...» Έκλεισε τα μάτια του, σαν να σκεφτόταν. «Και είπα, "θεέ μου, καν' τον καλά. Κι εγώ θα κάνω κάτι για σένα. Σου το υπόσχομαι"». Άνοιξε πάλι τα μάτια του. «Έγινε καλά σχεδόν αμέσως». «Και τώρα είναι ώρα να ξεπληρώσεις το χρέος. Αυτό είναι το άσχημο της υπόθεσης, ε;» 581

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Όχι! Δε με πειράζει να πληρώσω. Πέρσι έβαλα στοίχημα με τον μπαμπά μου πέντε δολάρια ότι οι Πέισερς θα πάρουν το πρωτάθλημα του NBA και, όταν δεν το πήραν, δεν ήθελε να πάρει τα λεφτά μου, μου είπε ότι είμαι παιδί ακόμη, ότι στοιχημάτισα με την καρδιά μου και όχι με το μυαλό μου. Μπορεί να είχε δίκιο...» «Μάλλον είχε δίκιο».

«...αλλά εγώ πλήρωσα. Γιατί δεν πάει να μην πληρώνεις αυτά που χρωστάς και να μην κάνεις αυτά που υπόσχεσαι». Ο Ντέιβιντ έσκυψε προς το μέρος του και χαμήλωσε τη φωνή του... σαν να φοβόταν μήπως τον ακούσει ο θεός. «Το άσχημο είναι ότι ο θεός ήξερε ότι θα πήγαινα εκεί πέρα και ήξερε ήδη τι ήθελε από μένα. Και ήξερε τι έπρεπε να μάθω για να το κάνω. Οι δικοί μου δεν είναι θρήσκοι -Χριστούγεννα και Πάσχα, βασικά- και μέχρι το ατύχημα του Μπράιαν δεν ήμουν ούτε κι εγώ. Η μόνη φράση που ήξερα από το Ευαγγέλιο ήταν από το κατά Ιωάννη, κεφάλαιο 3, στίχος 16, επειδή την έχουν συνέχεια στις επιγραφές τους οι ζηλωτές. Αυτή που λέει, "Διότι τόσον ηγάπησεν ο θεός τον κόσμον", και λοιπά». Το Κινέζικο Ορυχείο ξεπρόβαλε μπροστά τους. Στην αστροφεγγιά φάνταζε σαν ξασπρισμένο μνήμα. «Οι ζηλωτές; Ποιοι ζηλωτές;»

«Έτσι τους έλεγε ο φίλος μου, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν. Νομίζω ότι τώρα είναι... τέλος πάντων, ότι μπορεί κάτι να του συνέβη». Ο Ντέιβιντ σώπασε για μια στιγμή, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά τους. Δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν μικρά αναχώματα από άμμο, όπως και στο οδόστρωμα.

To ATV τα περνούσε χωρίς πρόβλημα. «Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι πριν από το ατύχημα του Μπράιαν δεν ήξερα τίποτα για τον Ιακώβ και τον Ησαύ ούτε για τον ποικιλόχρωμο χιτώνα του Ιωσήφ ούτε για τη γυναίκα του Πετεφρή. Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνο τον καιρό...» Ο Τζόνι σκεφτόταν ότι μιλούσε σαν βετεράνος εκατό χρονών που περιγράφει αρχαίες μάχες και ξεχασμένες εκστρατείες. «...ήταν αν θα κερδίσει ο Αλμπερτ Μπελ τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη». Γύρισε στον Τζόνι με πρόσωπο σοβαρό. 582

STEPHEN KING

«Το άσχημο δεν είναι ότι ο θεός με έφερε σε τέτοια θέση, ώστε να του οφείλω αυτό το χρέος και να κάνω αυτά που έκανα για να το ξεπληρώσω, αλλά ότι το έκανε αυτό χρησιμοποιώντας το ατύχημα του Μπράιαν». «Ο θεός είναι άσπλαχνος».

Ο Ντέιβιντ κατένευσε και ο Τζόνι είδε ότι κόντευαν να τον πιάσουν τα κλάματα. «Ναι, είναι. Καλύτερος από τον Τακ, ίσως, αλλά και πάλι πολύ κακός». «Όμως η ασπλαγχνία του θεού μας εξαγνίζει... Έτσι λένε οι φήμες, πάντως. Σωστά;» «Δεν ξέρω... ίσως».

«Πάντως, ο φίλος σου είναι ζωντανός». «Ναι...»

«Και μπορεί να αποδειχτεί τελικά ότι δεν αφορούσαν τα πάντα εσένα. Μπορεί, κάποια μέρα, ο φίλος σου να βρει τη θεραπεία για το AIDS ή τον καρκίνο. Μπορεί να σπάσει τα ρεκόρ του Μπε'ιμπι Ρουθ στο μπέιζμπολ». «Μπορεί».

«Ντέιβιντ, αυτό το πράγμα εκεί πέρα, ο Τακ, τι είναι; Έχεις ιδέα; Ινδιάνικο πνεύμα; Κάτι σαν μανιτού;»

«Δε νομίζω. Νομίζω ότι μοιάζει περισσότερο με αρρώστια παρά με πνεύμα ή και με δαίμονα ακόμη. Οι Ινδιάνοι μπορεί να μην ήξεραν καν την ύπαρξη του, ο Τακ ήταν εδώ πολύ πριν απ' αυτούς. Ο Τακ είναι ο αρχαίος, η άμορφη καρδιά. Και το μέρος όπου βρίσκεται πραγματικά, πίσω από το στενό στόμιο στον πάτο του πηγαδιού... δεν είμαι σίγουρος αν αυτό το μέρος είναι πάνω στη γη ή αν υπάρχει καν στον κανονικό χώρο. Ο Τακ είναι κάτι εντελώς ξένο, ένας παρείσακτος, τόσο διαφορετικός από μας, που δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε».

Ο μικρός είχε αρχίσει να τρέμει λίγο και το πρόσωπο του είχε χλομιάσει ακόμη περισσότερο. Μπορεί να ήταν η αστροφεγγιά, αλλά η όψη του δεν άρεσε στον Τζόνι. «Δε χρειάζεται να μιλάμε άλλο γι' αυτό, αν δε θέλεις. Εντάξει;» 583

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ κατένευσε, μετά έδειξε μπροστά. «Κοίτα, να το φορτηγό του Στιβ. Είναι σταματημένο. Πρέπει να βρήκαν τη Μαίρη. Ωραία, ε;»

«Δε λες τίποτα», είπε ο Τζόνι. Τα φανάρια του φορτηγού φαίνονταν γύρω στο ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, να φωτίζουν τη βάση του αναχώματος. Συνέχισαν προς τα εκεί σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.

Για τον Τζόνι, οι σκέψεις αυτές αφορούσαν κυρίως την ταυτότητα του. Δεν ήταν πια εντελώς σίγουρος για το ποιος ήταν. Γύρισε στον Ντέιβιντ, έτοιμος να τον ρωτήσει αν ήξερε πού μπορούσαν να βρουν καμιά κονσέρβα ακόμη από κείνες τις σαρδέλες πεινούσε τόσο πολύ, που δε θα έλεγε όχι ακόμη και σ' ένα πιάτο κρύα φασολάδα- όταν ξαφνικά μέσα στο νου του άναψε ένα αθόρυβο, εκτυφλωτικό φως. Τινάχτηκε πίσω στο κάθισμα του οδηγού, με τους ώμους του να κάνουν ανεξέλεγκτους σπασμούς. Μια πνιγμένη κραυγή του ξέφυγε. Τα χείλια του ήταν τόσο τραβηγμένα στις άκρες, που το πρόσωπο του έμοιαζε με μάσκα κλόουν. To ATV έστριψε προς την άκρη του δρόμου. Ο Ντέιβιντ άρπαξε το τιμόνι και διόρθωσε την πορεία τους λίγο πριν περάσουν την παρυφή του δρόμου και κουτρουβαλήσουν στην έρημο. Τα μάτια του Τζόνι άνοιξαν πάλι και πάτησε φρένο ενστικτωδώς, κάνοντας το παιδί να πέσει μπροστά. Σταμάτησαν γύρω στα εξήντα μέτρα απόσταση από το φορτηγό. Είδαν σιλουέτες να στέκονται εκεί και να τους κοιτάζουν.

«Χριστέ μου», είπε ο Ντέιβιντ. «Για μια στιγμή...»

Ο Τζόνι τον κοίταζε ζαλισμένος και κατάπληκτος, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Μετά τα μάτια του ξεθόλωσαν και γέλασε με ένα σιγανό, τρεμάμενο ήχο.

«Χριστέ μου, δε λες τίποτα», είπε. Η φωνή του ήταν σιγανή, αδύναμη. Η φωνή ενός ανθρώπου που μόλις δέχτηκε ένα τρομερό σοκ. «Ευχαριστώ, Ντέιβιντ». «Τι ήταν; Βόμβα θεού;» «Τι;»

584

STEPHEN KING

«Βόμβα θεού κι από τις μεγάλες, μάλιστα. Σαν τον Σαούλ στη Δαμασκό, όταν έπεσαν οι καταρράχτες από τα μάτια του και ξαναβρήκε το φως του. Έτσι τις λέει αυτές τις φάσεις ο αιδεσιμότατος Μάρτιν: βόμβες θεού. Μόλις άρπαξες μία, έτσι δεν είναι;» Ξαφνικά ο Τζόνι δεν ήθελε να κοιτάζει τον Ντέιβιντ, φοβόταν τι μπορεί να έβλεπε ο μικρός στα μάτια του. Κοίταξε τα φανάρια του φορτηγού.

Πρόσεξε ότι ο Στιβ δεν είχε γυρίσει το φορτηγό, ήταν ακόμη στραμμένο νότια, προς το ανάχωμα. Φυσικά. Ο Στιβ Έιμς ήταν έξυπνο παίδι και υποψιαζόταν ότι η περιπέτεια δεν είχε τελειώσει ακόμη. Και είχε δίκιο. Και ο Ντέιβιντ είχε δίκιο -έπρεπε να πάνε στο Κινέζικο Ορυχείο- είχε όμως και μερικές άλλες ιδέες, που μπορεί να μην ήταν και τόσο σωστές.

Κράτα ακίνητα τα μάτια σου, Τζόνι, είπε η Τέρι. Κούτα τα ακίνητα για να μπορείς να τον κοιτάξεις χωρίς να τα ανοιγοκλείσεις καθόλου. Ξέρεις πώς να το χάνεις αυτό, έτσι δεν είναι;

Ναι, σίγουρα ήξερε, θυμήθηκε κάτι που είχε πει κάποτε ένας παλιός του καθηγητής στη λογοτεχνία, την εποχή που υπήρχαν ακόμη δεινόσαυροι στη γη και ο Ραλφ Χουκ ήταν ακόμη μάνατζερ των Νιου Γιορκ Γιάνκις. Το ψέμα είναι λογοτεχνία, είχε πει ο γεροκαθηγητής με ένα ξερό, κυνικό γέλιο, η λογοτεχνία είναι τέχνη και, επομένως, η τέχνη είναι ψέμα.

Και τώρα, κυρίες και κύριοι, κάντε πίσω και παρακολουθήστε καθώς θα ασκώ την τέχνη του ψεύδους σ' αυτό τον ανυποψίαστο νεαρό προφήτη. Γύρισε στον Ντέιβιντ και αντιμετώπισε το ανήσυχο βλέμμα του με ένα θλιμμένο, αμυδρό χαμόγελο. «Όχι, δεν ήταν βόμβα θεού, Ντέιβιντ. Λυπάμαι που σε απογοητεύω». «Τι έγινε, τότε;»

«Έπαθα κρίση. Με στρίμωξαν ξαφνικά όλα μαζί, όλα αυτά που έγιναν, και έπαθα κρίση. Στα νιάτα μου, τις πάθαινα κάθε τρεις με τέσσερις μήνες. Επιληψία ελαφρός μορφής. Μικρή επιληψία, όπως τη λένε. Πήρα κάτι φάρμακα και μου πέρασε. Όταν άρχισα να πίνω πολύ, γύρω στα τριάντα πέντε -κι έπαιρνα και διάφορα άλλα εκτός από το ποτό- μ' έπιασαν πάλι. Και δεν ήταν καθόλου "μι585

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κρές". Αυτές οι κρίσεις είναι ο κύριος λόγος που προσπαθώ να μην ξαναρχίσω το ποτό. Αυτή που είδες ήταν η πρώτη που είχα εδώ και...» Σταμάτησε και προσποιήθηκε ότι μετρούσε στο νου του. «...έντεκα μήνες. Αυτή τη φορά όμως δεν την έπαθα ούτε από αλκοόλ ούτε από κοκαΐνη. Απλώς από στρες».

Ξεκίνησε πάλι το ATV, στυλώνοντας το βλέμμα μπροστά του. Δεν ήθελε να κοιτάξει τον Ντέιβιντ, γιατί αν τον κοίταζε θα προσπαθούσε να καταλάβει αν ο μικρός τα είχε χάψει όλα αυτά και τότε εκείνος μπορεί να έπιανε τη σκέψη του. Φαινόταν τρελό αυτό, παρανοϊκό, αλλά ο Τζόνι ήξερε ότι δεν ήταν. Ο μικρός ήταν εκπληκτικός σ' αυτά, να σου σηκώνεται η τρίχα... Σαν έναν προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης που είχε βγει κάποτε από μια έρημο, με το δέρμα του καμένο από τον ήλιο και το μυαλό του καμένο από τις αποκλειστικές πληροφορίες που του είχε δώσει ο θεός. Καλύτερα να γύριζε αλλού το βλέμμα του, να μην τον κοίταζε, προς το παρόν τουλάχιστον.

Με την άκρη του δεξιού του ματιού έβλεπε τον Ντέιβιντ να τον κοιτάζει αβέβαιος. «Είναι αλήθεια όλα αυτά που μου είπες, Τζόνι;» ρώτησε τελικά. «Όχι μπούρδες;»

«Αλήθεια», απάντησε ο Τζόνι, χωρίς να τον κοιτάξει πάλι. «Καθόλου μπούρδες».

Ο Ντέιβιντ δεν έκανε άλλες ερωτήσεις... αλλά συνέχισε να τον κοιτάζει κάθε τόσο. Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι την ένιωθε αυτή τη ματιά σαν κάτι το απτό, σαν απαλά, επιδέξια δάχτυλα, που ψηλαφούν ένα παράθυρο ψάχνοντας την πετούγια που θα το ανοίξει. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 1

Ο Τακ ήταν καθισμένος στο χείλος του αναχώματος από τη βόρεια πλευρά, με τα νύχια του χωμένα στο σάπιο ξύλο ενός παλιού δέντρου. Τώρα είχε μάτια αετού και έβλεπε ολοκάθαρα τα δυο οχήματα από κάτω. Έβλεπε ακόμη και τα δύο άτομα μέσα στο ATV: το συγγραφέα στο τιμόνι και δίπλα του το παιδί. 586

STEPHEN KING

Το σκατόπαιδο.

Επιτέλους είχε έρθει.

Επιτέλους είχαν έρθει και οι δύο.

Ο Τακ είχε συναντήσει για λίγο το μικρό στο όραμα του και είχε προσπαθήσει να τον εμποδίσει, να τον τρομάξει, να τον διώξει πριν μπορέσει να βρει εκείνον που τον είχε καλέσει. Δεν τα είχε καταφέρει. Ο θεός μου είναι δυνατός, είχε πει το παιδί κι αυτό ήταν σίγουρα αλήθεια.

Τώρα όμως απέμενε να διαπιστωθεί αν ο θεός του μικρού ήταν όσο δυνατός χρειαζόταν.

Τo ATV σταμάτησε ξαφνικά πριν φτάσει στο κίτρινο φορτηγό. Ο συγγραφέας και το παιδί φαίνονταν να μιλάνε. Ο ντάμα τον παιδιού άρχισε να περπατάει προς το μέρος τους, με ένα τουφέκι στο χέρι, αλλά σταμάτησε όταν το όχημα άρχισε να κινείται πάλι. Λίγο αργότερα ήταν και πάλι μαζί, όλοι αυτοί που είχαν απομείνει, ενωμένοι παρά τις προσπάθειες του.

Δεν είχαν χαθεί όλα όμως. Το σώμα του αετού δε θα άντεχε πολύ μια ώρα, δύο το πολύ- αυτή τη στιγμή όμως ήταν δυνατό και πρόθυμο, ένα ακονισμένο όπλο, που ο Τακ μπορούσε να το κατευθύνει όπως ήθελε. Άπλωσε τα φτερά του αετού και υψώθηκε στον αέρα καθώς ο ντάμα αγκάλιαζε τον νταμάνε του. (Είχε αρχίσει να χάνει γοργά τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας, ο μικρός εγκέφαλος του αετού δεν μπορούσε να την κρατήσει και ο Τακ άρχιζε να χρησιμοποιεί πάλι την απλή, αλλά ισχυρή, γλώσσα του άμορφου). Έστριψε, γλίστρησε αθόρυβα στον αέρα μέχρι που έφτασε πάνω από το σκοτεινό πηγάδι του Κινέζικου Ορυχείου, έστριψε πάλι και κατέβηκε προς τη μαύρη, τετράγωνη τρύπα της στοάς. Προσγειώθηκε βγάζοντας ένα δυνατό χουόοοοοκ, καθώς τα νύχια του πατούσαν στα χαλίκια. Τριάντα μέτρα πιο κάτω, μέσα στη σήραγγα, φαινόταν ένα χλομό κόκκινο φως. Ο Τακ το κοίταξε για μια στιγμή, αφήνοντας το φως του αν τακ να γεμίσει και να καταπραΰνει τον πρωτόγονο, απλοϊκό εγκέφαλο του πουλιού. Μετά, μπήκε με μικρά άλματα μέσα στη σήραγγα. Από την αριστερή με587

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ριά υπήρχε μια ωραία εσοχή. Ο αετός μπήκε μέσα και στάθηκε ακίνητος, με τα φτερά του διπλωμένα, περιμένοντας. Τους περίμενε όλους, αλλά κυρίως το κωλόπαιδο, θα του ξέσκιζε το λαιμό με το ένα πόδι και τα μάτια με το άλλο. Ο μικρός θα πέθαινε πριν καταλάβουν οι άλλοι τι έγινε. Πριν καταλάβει και ο ίδιος ο ος νταμ ότι πέθαινε τυφλός. 2 Ο Στιβ είχε πάρει στο ταξίδι μαζί του και μια κουβέρτα -ένα ξεθωριασμένο καρό πράγμα- για να σκεπάσει τη μηχανή του αφεντικού σε περίπτωση που κατέληγε τελικά να τη μεταφέρει με το φορτηγό. 'Όταν έφτασαν ο Τζόνι και ο Ντέιβιντ με το ATV, η Μαίρη Τζάκσον είχε τυλιγμένη την κουβέρτα στους ώμους της σαν σάλι. Η πίσω πόρτα του φορτηγού ήταν ανεβασμένη και η Μαίρη καθόταν στην καρότσα, πατώντας στον προφυλακτήρα, και κρατούσε την κουβέρτα σφιχτά με το ένα χέρι. Στο άλλο είχε ένα από τα λίγα μπουκάλια Τζολτ που είχαν απομείνει. Δεν είχε ξαναγευτεί τόσο υπέροχο πράγμα σ' όλη της τη ζωή. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στο κεφάλι της, σαν ιδρωμένο κράνος. Τα μάτια της ήταν τεράστια. Κι έτρεμε, παρά την κουβέρτα. Ένιωθε σαν πρόσφυγας σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Από πυρκαγιά ή πλημμύρα, ίσως. Είδε τον Ραλφ να αγκαλιάζει μ' όλη του τη δύναμη το γιο του, χρησιμοποιώντας μόνο το ένα χέρι. Στο άλλο κρατούσε το Ρούγκερ. Τον σήκωσε στον αέρα και μετά τον άφησε πάλι.

Η Μαίρη κατέβηκε από το φορτηγό και παραπάτησε λίγο. Οι μύες των ποδιών της έτρεμαν ακόμη από το τρέξιμο. Έτρεξα για τη ζωή μου, σκέφτηκε, χι αυτό είναι κάτι που δε θα μπορέσω να το εξηγήσω ποτέ με λόγια, ίσως ούτε καν με κάποιο ποίημα -πώς είναι να τρέχεις όχι για να φας, όχι για να κερδίσεις μετάλλιο ή έπαθλο, όχι για να προλάβεις το τρένο αλλά για την ίδια τη ζωή σου. Η Σύνθια την έπιασε από το χέρι. «Είσαι εντάξει;»

«Μια χαρά», της απάντησε. «Σε πέντε χρόνια πάνω κάτω θα 'χω αρχίσει να συνέρχομαι». 588

STEPHEN KING

Ο Στιβ πλησίασε κι αυτός. «Δε φαίνεται πουθενά αυτή», είπε. Εννοούσε την Έλεν, μάλλον. Μετά πλησίασε τον Ντέιβιντ και τον Μάρινβιλ. «Ντέιβιντ; Είσαι καλά;» «Ναι», απάντησε αυτός. «Το ίδιο και ο Τζόνι».

Ο Στιβ κοίταξε ανέκφραστος τον άνθρωπο που τον είχαν προσλάβει για να προστατεύει. «Ναι;»

«Μάλλον», είπε ο Μάρινβιλ. «Είχα μια...» Κοίταξε τον Ντέιβιντ. «Πες του εσύ, μεγάλε. Εσύ ξέρεις τι γίνεται εδώ».

Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε αχνά. «Άλλαξε γνώμη. Και αν ψάχνεις για τη μητέρα μου... το πράγμα που ήταν μέσα στη μητέρα μου... δε χρειάζεται. Είναι νεκρή». «Είσαι σίγουρος;»

Ο Ντέιβιντ σήκωσε το χέρι του κι έδειξε, «θα βρούμε το σώμα της στα μισά της πλαγιάς περίπου». Μετά, με μια φωνή που προσπαθούσε να την κάνει ψύχραιμη, αλλά χωρίς επιτυχία, πρόσθεσε: «Δε θέλω να τη δω. θέλω να πω, όταν θα την παραμερίζετε από το δρόμο. Μπαμπά, ούτε κι εσύ θα 'πρεπε να τη δεις».

Η Μαίρη τους πλησίασε τρίβοντας το πίσω μέρος των μηρών της, όπου την πονούσαν περισσότερο. «Το σώμα της Έλεν ξόφλησε και δεν πρόλαβε να με πιάσει. Επομένως είναι παγιδευμένος μέσα στην τρύπα του πάλι, έτσι δεν είναι;» «Ν-ν-ναι...»

Δεν της άρεσε καθόλου ο τόνος αμφιβολίας του Ντέιβιντ. Η απάντηση του ήταν μάλλον εικασία, παρά γνώση. «Είχε κανέναν άλλο που θα μπορούσε να μπει μέσα του;» ρώτησε ο Στιβ. «Υπάρχει κανείς άλλος εδώ πάνω;

Κανένας ερημίτης; Κανένας χρυσοθήρας;»

«Όχι», απάντησε ο Ντέιβιντ. Πιο σίγουρος τώρα.

«Την πάτησε, λοιπόν», είπε η Σύνθια και σήκωσε ψηλά τη γροθιά της. «Αυτό είναι!» «Ντέιβιντ;» ρώτησε η Μαίρη.

589

Το παιδί γύρισε και την κοίταξε.

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Δεν τελειώσαμε, ακόμη κι αν αυτός έχει παγιδευτεί στην τρύπα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μαίρη. «Πρέπει να κλείσουμε τη στοά». «Ναι», είπε ο Ντέιβιντ. «Πρώτα το αν τακ, μετά τη στοά. Να τα σφραγίσουμε, όπως ήταν πριν». Κοίταξε τον πατέρα του.

Ο Ραλφ τον αγκάλιασε από τους ώμους. «Αφού το λες εσύ, Ντέιβιντ». «Εγώ είμαι μέσα, πάντως», είπε ο Στιβ. «θέλω να δω το λημέρι αυτού του τύπου».

«Ούτε κι εγώ βιάζομαι πολύ να φτάσω στο Μπέικερσφιλντ», είπε η Σύνθια. Ο Ντέιβιντ κοίταξε τη Μαίρη.

«Φυσικά είμαι μέσα. Ο θεός μου έδειξε πώς να βγω από κει που με είχε κλείσει. Και είναι και ο Πίτερ.

Αυτό το πράγμα σκότωσε τον άντρα μου. Νομίζω ότι του χρωστάω μια μικρή πληρωμή γι' αυτό». Ο Ντέιβιντ κοίταξε τον Τζόνι. - «Δύο ερωτήσεις», είπε αυτός. «Πρώτον, τι γίνεται όταν τελειώσουμε; Τι θα συμβεί εδώ; Αν η εταιρεία αρχίσει να δουλεύει πάλι την εκσκαφή, κατά πάσα πιθανότητα θα ξανανοίξουν το Κινέζικο Ορυχείο. Έτσι δεν είναι; Οπότε τι ωφελεί να το κλείσουμε;»

Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε. Η Μαίρη σκέφτηκε ότι το ύφος του έδειχνε ανακούφιση, σαν να περίμενε μια πολύ πιο δύσκολη ερώτηση. «Αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα, είναι του θεού. Το δικό μας πρόβλημα είναι να κλείσουμε το αν τακ και τη στοά, από την είσοδο στον υπόγειο θάλαμο μέχρι έξω. Μετά θα φύγουμε και θα ρίξουμε μαύρη πέτρα πίσω μας. Η άλλη ερώτηση;»

«Μπορώ να σε πάω μια βόλτα για παγωτό μόλις ξεμπερδέψουμε μ' αυτή την ιστορία; Να σου πω και κάτι πολεμικές ιστορίες από την εποχή που πήγαινα γυμνάσιο;» «Βέβαια. Φτάνει να μπορώ να σου πω να σταματήσεις μόλις αρχίσουν να γίνονται, ξέρεις, βαρετές».

«Σε πληροφορώ ότι δεν υπάρχουν βαρετές ιστορίες στο ρεπερτόριο μου», είπε αγέρωχα ο Τζόνι. 590

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ γύρισε στο φορτηγό μαζί με τη Μαίρη. Πέρασε το χέρι του στη μέση της και ακούμπησε το κεφάλι στο μπράτσο της, σαν να ήταν η μητέρα του. Η Μαίρη σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να παίξει αυτόν το ρόλο για λίγο, αν τη χρειαζόταν ο Ντέιβιντ. Ο Στιβ και η Σύνθια ανέβηκαν στην καμπίνα. Ο Ραλφ και ο Τζόνι κάθισαν στο δάπεδο της καρότσας, απέναντι στη Μαίρη και τον Ντέιβιντ.

Όταν το φορτηγό σταμάτησε στα μισά της ανηφοριάς, η Μαίρη ένιωσε τον Ντέιβιντ να τη σφίγγει πιο δυνατά και τον αγκάλιασε από τους ώμους. Είχαν φτάσει στο σημείο όπου είχε πεθάνει η μητέρα του -ή το σώμα της, τέλος πάντων. Ο Ντέιβιντ το ήξερε τόσο καλά αυτό, όσο και η Μαίρη, που το είχε ζήσει. Η ανάσα του είχε γίνει γρήγορη και ρηχή. Η Μαίρη του έπιασε το κεφάλι και του το ακούμπησε πάνω στο στήθος της. Η γρήγορη ανάσα συνεχίστηκε, μέχρι που ένιωσε τα πρώτα δάκρυα του πάνω στο πουκάμισο της. Απέναντι τους, ο Ραλφ καθόταν με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος και τα χέρια του στο πρόσωπο. «Ησύχασε, Ντέιβιντ», μουρμούρισε η Μαίρη κι άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. «Ησύχασε».

Ακούστηκαν πόρτες να κλείνουν. Πόδια να περπατάνε στο χαλίκι. Μετά, αμυδρά, η φωνή της Σύνθια Σμιθ, γεμάτη φρίκη. «Χριστέ μου, κοίτα πώς είναι!» Στιβ: «Ησυχία, βλάκα, θα σ' ακούσουν». Σύνθια: «Ω, με συγχωρείς». Στιβ: «Έλα, βοήθησε με».

Ο Ραλφ κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπο, σκούπισε τα μάτια με το μανίκι του, μετά ήρθε από τη μεριά της Μαίρης και αγκάλιασε τον Ντέιβιντ. Ο Ντέιβιντ βρήκε το χέρι του και το έσφιξε. Από τα ορθάνοιχτα μάτια του Ραλφ έτρεχαν δάκρυα. Η Μαίρη τον κοίταξε κι άρχισε να κλαίει κι αυτή.

Τώρα ακούστηκαν βήματα απέξω, καθώς ο Στιβ και η Σύνθια κουβαλούσαν την Έλεν έξω από το δρόμο. Έγινε μια παύση, ακούστηκε ένα αγκομαχητό προσπάθειας από την κοπέλα και μετά τα βήματα πλησίασαν πάλι στο φορτηγό. Η Μαίρη ένιωσε ξαφνικά με μεγάλη βεβαιότητα ότι ο Στιβ θα ερχόταν στην καρότσα και θα έλεγε στο παιδί και στον πατέρα του κάποιο εξωφρενικό ψέ591

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μα, κάποια ανοησία για την Έλεν, ότι το πρόσωπο της ήταν τόσο γαλήνιο, σαν να κοιμόταν εκεί δα, στη μέση του δρόμου. Προσπάθησε να του στείλει ένα μήνυμα:

Μην το χάνεις, μην έρθεις εδώ και τους πεις καλοπροαίρετα ψέματα, θα χειροτερέψεις τα πράγματα. Αυτοί οι άνθρωποι πέρασαν από την Ντεσπερέισον, ξέρουν τι είναι εδώ, μην προσπαθήσεις να τους κοροϊδέψεις.

Τα βήματα σταμάτησαν. Η Σύνθια μουρμούρισε κάτι, ο Στιβ κάτι απάντησε. Μετά μπήκαν στην καμπίνα, ακούστηκαν οι πόρτες να κλείνουν και ξεκίνησαν πάλι. Ο Ντέιβιντ κράτησε το πρόσωπο του κολλημένο πάνω της μερικές στιγμές ακόμη, μετά σήκωσε το κεφάλι του. «Ευχαριστώ».

Η Μαίρη χαμογέλασε, αλλά η πίσω πόρτα της καρότσας ήταν ανοιχτή και το φως που έμπαινε μέσα ήταν αρκετό για να δει ο Ντέιβιντ ότι είχε κλάψει κι αυτή. «Δεν κάνει τίποτα. Πάντα στη διάθεση σου», του είπε. Τον φίλησε στο μάγουλο. «Σοβαρά μιλάω». Η Μαίρη έδεσε τα χέρια γύρω από τα γόνατα της και κοίταξε έξω από την πίσω πόρτα, παρακολουθώντας τη σκόνη που σηκωνόταν πίσω από το αμάξι. Έβλεπε ακόμη το φανάρι της τροχαίας να αναβοσβήνει, μια κίτρινη σπίθα μέσα στη σκοτεινή έκταση, τώρα όμως απομακρυνόταν αντί να πλησιάζει. Και ο κόσμος -αυτός που πάντα νόμιζε ότι είναι ο μοναδικός κόσμος- έμοιαζε να απομακρύνεται κι αυτός. Εμπορικά κέντρα, εστιατόρια, MTV, γυμναστήριο και καυτό σεξ μερικές φορές τα απογεύματα, όλα απομακρύνονταν. Και είναι τόσο εύκολο, σκέφτηκε. Σαν να γλιστράει ένα νόμισμα από μια τρύπα στην τσέπη σου. «Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Τζόνι. «Ξέρεις πώς μπήκε ο Τακ μέσα στον Ρίπτον, τον πρώτο της σειράς;» Ο Ντέιβιντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Ο Τζόνι κατένευσε, σαν να το περίμενε αυτό, και μετά έγειρε πίσω, ακουμπώντας το κεφάλι του στον τοίχο της καρότσας. Η Μαίρη συνειδητοποίησε ότι, παρ' όλο που ο Μάρινβιλ ήταν εκνευριστικός, κάπου τον συμπαθούσε. Και όχι μόνο επειδή είχε 592

STEPHEN KING

γυρίσει πίσω με τον Ντέιβιντ. Τον είχε συμπαθήσει από πριν... μάλλον από τότε που είχαν πάει μαζί να ψάξουν για όπλα. Τον είχε τρομάξει άσχημα μέσα σ' εκείνη την ντουλάπα, αλλά ο Μάρινβιλ είχε συνέλθει αμέσως. Ήταν από τους ανθρώπους που κάνουν δεύτερη καριέρα με το να συνέρχονται από διάφορα. Και όταν δεν προσπαθούσε τόσο επίμονα να το παίζει μαλάκας, ήταν μάλλον διασκεδαστικός.

Η Ρέμινγκτον ήταν δίπλα του. Ο Τζόνι τη βρήκε ψηλαφώντας, χωρίς να κοιτάξει, την πήρε και την ακούμπησε στα γόνατα του. «Υποψιάζομαι ότι μπορεί να χάσω τη διάλεξη που είχα προγραμματίσει να δώσω αύριο», είπε στην οροφή της καρότσας. «"Πανκς και Μετα-Λόγιοι: Η Αμερικανική Λογοτεχνία στον Εικοστό Πρώτο Αιώνα". Αυτός ήταν ο τίτλος. Και θα πρέπει να τους επιστρέψω την προκαταβολή. "Λυπηρό, λυπηρό, λυπηρό, Τζορτζ και Μάρθα''. Αυτό είναι από...» «Το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» τον πρόλαβε η Μαίρη. «Του Έντουαρντ Άλμπι. Δεν είμαστε όλοι αγράμματοι εδώ μέσα».

«Με συγχωρείς», είπε ο Τζόνι. Φαινόταν ξαφνιασμένος. «Συχωρεμένος. Κοίτα μόνο να γράψεις στο ημερολόγιο σου ότι μου ζήτησες συγνώμη», είπε η Μαίρη, χωρίς να έχει ιδέα τι εννοεί. Ο Τζόνι έσκυψε και την κοίταξε καλά καλά, συνοφρυώθηκε για μια στιγμή, μετά άρχισε να γελάει. Μετά από λίγο άρχισε και η Μαίρη. Κατόπιν γέλασε και ο Ντέιβιντ, ύστερα και ο Ραλφ. Είχε ένα απρόσμενα ψιλό γέλιο για τόσο μεγαλόσωμο άντρα, ένα «χι-χι-χι» σαν αυτά που ακούς στα καρτούν, και μόλις το σκέφτηκε αυτό η Μαίρη άρχισε να γελάει ακόμη πιο πολύ. Την πονούσε το γδαρμένο στομάχι της, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο Στιβ χτύπησε με τη γροθιά του το πίσω μέρος της καμπίνας. Η φωνή του ακούστηκε πνιχτή και ήταν αδύνατο να καταλάβεις αν γελούσε κι αυτός ή αν είχε ανησυχήσει. «Τι γίνεται εκεί πίσω;»

Ο Τζόνι Μάρινβιλ του απάντησε βρυχώμενος με την καλύτερη «λιονταρίσια» φωνή του: «Ησυχία, Τεξανέ γελαδάρη! Συζητάμε περί λογοτεχνίας εδώ πέρα!»

Η Μαίρη κακάριζε, κυριολεκτικά, κρατώντας με το ένα χέρι το λαιμό της και με το άλλο την πονεμένη της κοιλιά. Δεν κατάφερε να σταματήσει παρά μόνο όταν το φορτηγό έφτασε στην κορυφή 593

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του αναχώματος, τη διέσχισε και άρχισε να κατεβαίνει μέσα στην εκσκαφή. Τότε έχασε ξαφνικά κάθε διάθεση για γέλια. Οι άλλοι σταμάτησαν σχεδόν ταυτόχρονα. «Το νιώθεις;» ρώτησε ο Ντέιβιντ τον πατέρα του. «Νιώθω κάτι».

Η Μαίρη άρχισε να τρέμει. Προσπάθησε να θυμηθεί αν έτρεμε και πριν, την ώρα που γελούσε, αλλά δεν μπορούσε. Ένιωθε κάτι, ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Και οι άλλοι μπορεί να το ένιωθαν ακόμη πιο έντονα αν βρίσκονταν εδώ πριν από λίγη ώρα, αν είχαν αναγκαστεί κι αυτοί να ανεβούν τον ίδιο αυτό δρόμο τρέχοντας, για να αποφύγουν ένα αιμόφυρτο τέρας που τους κυνηγούσε για να... Διώξ' το από το μυαλό σου, Μαίρη. Πέτα το έξω και κλείδωσε την πόρτα. «Μαίρη;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Τον κοίταξε.

«Δε θα αργήσουμε πολύ». «Ωραία».

Πέντε λεπτά αργότερα -πέντε ατέλειωτα λεπτά- το φορτηγό σταμάτησε και οι πόρτες της καμπίνας άνοιξαν. Ο Στιβ και η Σύνθια πλησίασαν στο πίσω μέρος. «Κατεβείτε, μάγκες», είπε ο Στιβ. «Τελευταία στάση».

Η Μαίρη κατέβηκε μορφάζοντας από πόνο σε κάθε της κίνηση. Πονούσε παντού, αλλά το χειρότερο ήταν στις γάμπες της. Αν είχε μείνει καθιστή λίγο ακόμη, μάλλον δε θα κατάφερνε να ξανασηκωθεί. «Τζόνι, τις έχεις ακόμη εκείνες τις ασπιρίνες;»

Της έδωσε το μπουκαλάκι και η Μαίρη πήρε τρεις. Τις κατέβασε με την τελευταία Τζολτ που είχε μείνει στο μπουκάλι. Μετά πήγε στο μπροστινό μέρος του φορτηγού.

Βρίσκονταν στον πάτο της εκσκαφής, πρώτη φορά για τους άλλους, δεύτερη γι' αυτή. Το γραφείο ήταν εκεί κοντά. Το κοίταξε 594

STEPHEN KING

και, καθώς σκέφτηκε τι υπήρχε εκεί μέσα και πόσο κοντά είχε φτάσει στο θάνατο, αισθάνθηκε μια τάση να βάλει τις φωνές, να ουρλιάξει. Μετά το βλέμμα της καρφώθηκε στο περιπολικό. Η πόρτα του οδηγού ήταν ακόμη ανοιχτή, το καπό ακόμη σηκωμένο, το φίλτρο αέρος ακόμη πεταμένο δίπλα στην αριστερή μπροστινή ρόδα. «Πιάσε με από τη μέση», είπε στον Τζόνι.

Αυτός το έκανε, κοιτάζοντας την ερωτηματικά με ανασηκωμένο το ένα φρύδι. «Τώρα πήγαινε με στο περιπολικό». «Γιατί;»

«Πρέπει να κάνω κάτι».

«Μαίρη, όσο πιο γρήγορα αρχίσουμε, τόσο γρηγορότερα θα τελειώσουμε», είπε ο Ντέιβιντ. «Δε θ' αργήσω, μια στιγμή μόνο. Έλα, Σαίξπηρ, πάμε».

Ο Τζόνι την πήγε στο αμάξι κρατώντας την από τη μέση, με τη Ρέμινγκτον στο ελεύθερο χέρι του. Μάλλον πρέπει να την ένιωθε που έτρεμε, αλλά δεν είχε σημασία. Η Μαίρη μάζεψε το κουράγιο της, δαγκώνοντας το κάτω χείλι της. θυμόταν τη διαδρομή από την Εθνική 50 στην Ντεσπερέισον, στο πίσω μέρος αυτού του περιπολικού. Να κάθεται με τον Πίτερ πίσω από το δίχτυ, να μυρίζει Ολντ Σπάις και τη μεταλλική οσμή του ίδιου της του φόβου· πόρτες χωρίς χερούλια· παράθυρα χωρίς χερούλια. Και να βλέπει μόνο τον κόκκινο σβέρκο του Εντράτζιαν κι εκείνο το ηλίθιο αρκουδάκι με τα άδεια μάτια, που ήταν κολλημένο στο ταμπλό. Έσκυψε μέσα στο αμάξι, νιώθοντας να την τυλίγει η δυσωδία του Εντράτζιαν -μόνο που τώρα ήξερε ότι στην πραγματικότητα ήταν η δυσωδία του Τακ- και ξεκόλλησε το αρκουδάκι από το ταμπλό. Τα άδεια μάτια του, μάτια καν τόι, κοίταζαν τα δικά της, σαν να τη ρωτούσαν τι ανοησίες είναι αυτές, τι θα κατάφερνε μ' αυτό που πήγαινε να κάνει, ποιο κακό θα άλλαζε από μια τόσο ασήμαντη πράξη. «Ε, λοιπόν», του είπε η Μαίρη, «εσύ, τουλάχιστον, σκατόπραμα, ξόφλησες, κι αυτό είναι το πρώτο βήμα». 595

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Το πέταξε κάτω και το πάτησε με δύναμη. Το αισθάνθηκε να σπάει κάτω από το παπούτσι της. Αυτή ήταν, κατά ένα θεμελιώδη τρόπο, η πιο ικανοποιητική στιγμή όλου αυτού του πανάθλιου εφιάλτη.

«Μη μου πεις, άσε με να μαντέψω», είπε ο Τζόνι. «Ήταν κάποια νέα παραλλαγή ψυχοθεραπείας. Μια συμβολική πράξη ιδιαίτερα αποτελεσματική για στρεσαρισμένες καταστάσεις, κάτι του τύπου, "Εγώ είμαι οκέι, εσένα σε πατάω κάτω, παλιομαλάκα". Ή ίσως...» «Σκάσε, επιτέλους», του είπε η Μαίρη αλλά όχι θυμωμένα. «Και μπορείς να μ' αφήσεις τώρα».

«Είναι απαραίτητο;» Το χέρι του κινήθηκε στη μέση της. «Μόλις είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι με την τοπογραφία της περιοχής». «Κρίμα που δεν είμαι χάρτης».

Ο Τζόνι τράβηξε το χέρι του και πλησίασαν τους άλλους. «Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Στιβ. «Εδώ είναι το μέρος;»

Έδειχνε πέρα από τα παρκαρισμένα φορτηγά και τα μηχανήματα, προς τα αριστερά του σκουριασμένου προκατασκευασμένου γραφείου, με την καμινάδα στη στέγη. Πάνω στην πλαγιά του αναχώματος, γύρω στα είκοσι μέτρα από τον πυθμένα, ήταν εκείνη η τετράγωνη τρύπα που είχε δει νωρίτερα και η Μαίρη. Τότε δεν της είχε δώσει μεγάλη σημασία, είχε άλλα πιο επείγοντα πράγματα να κάνει -κυρίως να μείνει ζωντανή- τώρα όμως που την κοίταξε καλύτερα ένιωσε ένα άσχημο συναίσθημα. Σαν να λύνονταν τα γόνατα της. Με το αρκουδάκι τα κατάφερα, σκέφτηκε. Δεν πρόκειται να ξανακοιτάξει κανέναν άλλο φυλακισμένο στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. αυτό τουλάχιστον το έχανα. «Αυτό είναι», είπε ο Ντέιβιντ. «Η Κινέζικη Στοά».

«Καν τακ μέσα σε καν τακ», είπε ο πατέρας του με μια απόμακρη φωνή, σαν να ονειρευόταν. «Ναι».

«Και πρέπει να το ανατινάξουμε;» ρώτησε ο Στιβ. «Πώς θα το κάνουμε αυτό;»

596

STEPHEN KING

Ο Ντέιβιντ έδειξε το τσιμεντένιο κυβικό σπιτάκι κοντά στο γραφείο. «Πρώτα πρέπει να μπούμε εκεί μέσα».

Πλησίασαν την αποθήκη των εκρηκτικών. Ο Ραλφ τράβηξε το λουκέτο της πόρτας σαν να ήθελε να δει πόσο βαρύ ήταν, μετά όπλισε το Ρούγκερ. Το μεταλλικό κλακ-κλακ ακούστηκε πολύ δυνατό μέσα στην ησυχία. «Κάντε πίσω», τους είπε. «Το κόλπο πιάνει πάντα στις ταινίες, στην πραγματικότητα όμως ποιος ξέρει».

«Περίμενε μια στιγμή», είπε ο Τζόνι κι έτρεξε στο φορτηγό. Τον άκουσαν να ψάχνει μέσα στα χαρτοκιβώτια στο βάθος της καρότσας, πίσω από την καμπίνα. «Α, εδώ είσαι, παλιόπραμα!» είπε τελικά. Γύρισε πίσω κρατώντας ένα μαύρο κράνος μοτοσικλέτας, με προστατευτική προσωπίδα. Το έδωσε στον Ραλφ. «Φόρα αυτό τον κουβά καλύτερα. Εγώ δεν το χρησιμοποιώ ποτέ, έτσι τεράστιο που είναι. Μόλις το βάλω στο κεφάλι μου, με πιάνει κλειστοφοβία».

Ο Ραλφ το φόρεσε. Με το κράνος, έμοιαζε σαν συγκολλητής σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο Τζόνι οπισθοχώρησε καθώς ο Ραλφ γύρισε πάλι προς το λουκέτο. Οι άλλοι έκαναν το ίδιο. Η Μαίρη κρατούσε τον Ντέιβιντ από τους ώμους. «Γυρίστε από την άλλη μεριά καλύτερα», είπε ο Ραλφ. Η φωνή του ακουγόταν πνιγμένη από το κράνος.

Η Μαίρη ήταν σίγουρη ότι ο Ντέιβιντ θα διαμαρτυρόταν -δε θα ήταν παράξενο να ανησυχεί για τον πατέρα του, αφού είχε χάσει τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας του τις τελευταίες δώδεκα ώρες. Αλλά ο Ντέιβιντ δε μίλησε. Το πρόσωπο του ξεχώριζε χλομό μέσα στο σκοτάδι, η έκφραση του ανεξιχνίαστη, αλλά η Μαίρη δεν ένιωθε καμιά ταραχή μέσα του. Οι ώμοι κάτω από τα χέρια της ήταν ακίνητοι, ήρεμοι, προς το παρόν τουλάχιστον. Μπορεί να είδε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, σκέφτηκε η Μαίρη. Σ' εκείνο το όραμα... ή ό,τι άλλο ήταν. Ή ίσως... 597

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Δεν ήθελε να αποτελειώσει αυτή τη σκέψη, δεν πρόλαβε όμως να την μπλοκάρει. ...ίσως ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλη λύση.

Ακολούθησε ένα διάστημα ησυχίας -στη Μαίρη φάνηκε πολύ μεγάλο- και μετά ο δυνατός κρότος του πυροβολισμού, που θα 'πρεπε να κάνει ηχώ, αλλά δεν έκανε. Τη μια στιγμή ακούστηκε και την άλλη χάθηκε, απορροφημένος από το έδαφος γύρω τους. Αμέσως μετά η Μαίρη άκουσε ένα ξαφνιασμένο κρώξιμο πουλιού -Κουόοοοοκί- και μετά ησυχία. Αναρωτήθηκε γιατί ο Τακ δεν είχε στείλει τα ζώα εναντίον τους, όπως είχε κάνει σε πολλούς κατοίκους της πόλης. Μήπως επειδή η ομάδα τους, αυτά τα έξι άτομα, είχαν κάτι το ξεχωριστό; Ίσως. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Ντέιβιντ ήταν εκείνος που τους έκανε να ξεχωρίζουν, όπως ένας μεγάλος παίκτης μπορεί να εξυψώσει μια ολόκληρη ομάδα.

Γύρισαν και είδαν τον Ραλφ σκυμμένο πάνω από το λουκέτο, να το κοιτάζει μέσα από την προσωπίδα του κράνους. Το λουκέτο ήταν στραβωμένο, με μια μεγάλη μαύρη τρύπα στο κέντρο του, αλλά όταν το τράβηξε δεν άνοιξε. «Άλλη μια φορά», είπε, και τους έκανε νόημα να γυρίσουν πάλι, κάνοντας έναν κύκλο με το δάχτυλο του.

Γύρισαν κι ακούστηκε δεύτερος πυροβολισμός. Αυτή τη φορά δεν ακολούθησε κραυγή πουλιού. Η Μαίρη σκέφτηκε πως το πουλί, ό,τι κι αν ήταν, είχε απομακρυνθεί πια, αν και δεν είχε ακούσει ήχο από φτεροκόπημα. Αλλά ήταν φυσικό να μην τον ακούσει, με τα αυτιά της να βουίζουν από δύο πυροβολισμούς. Αυτή τη φορά, το διαλυμένο λουκέτο άνοιξε όταν το τράβηξε ο Ραλφ. Το πέταξε παραπέρα κι όταν έβγαλε το κράνος του Τζόνι, χαμογελούσε. Ο Ντέιβιντ έτρεξε κοντά του και χτύπησαν τα χέρια τους στον αέρα, παλάμη με παλάμη. «Μπράβο, μπαμπά».

Ο Στιβ άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. «Αδερφέ μου! Πίσσα σκοτάδι». «Υπάρχει διακόπτης για φως;» ρώτησε η Σύνθια. «Δεν έχει παράθυρα; Πρέπει να έχει». 598

STEPHEN KING

Ο Στιβ ψαχούλεψε, πρώτα δεξιά, μετά αριστερά.

«Πρόσεξε μην έχει αράχνες», είπε ανήσυχη η Μαίρη.

«Νάτος, τον βρήκα», είπε ο Στιβ. Ακούστηκε ένα χλιχ-χλιχ, κλιχχλικ, αλλά φως τίποτα. «Ποιος έχει φακό;» ρώτησε η Σύνθια. «Εγώ πρέπει να άφησα το δικό μου στον κινηματογράφο, γαμώ το. Δεν τον έχω μαζί μου, πάντως».

Δεν απάντησε κανείς. Η Μαίρη είχε κι αυτή ένα φακό, αυτόν που είχε βρει στο γραφείο. Τον είχε βάλει στη ζώνη του παντελονιού της αφού τρύπησε τα λάστιχα των αυτοκινήτων, αλλά δεν υπήρχε τώρα. Ούτε το τσεκούρι. Πρέπει να της είχαν πέσει όταν έτρεχε να βγει από το ορυχείο. «Φτου», είπε ο Τζόνι. «Πρόσκοποι της συμφοράς». «Υπάρχει ένας στο φορτηγό, πίσω από το κάθισμα», είπε ο Στιβ. «Κάτω από τους χάρτες».

«Γιατί δεν πας να τον φέρεις;» είπε ο Τζόνι. Για μια δυο στιγμές ο Στιβ δεν κουνήθηκε. Κοίταζε τον Τζόνι με μια παράξενη έκφραση, που η Μαίρη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Ο Τζόνι την είδε κι αυτός. «Τι; Συμβαίνει τίποτα;» «Όχι», είπε ο Στιβ. «Τίποτα απολύτως, αφεντικό». «Κάνε γρήγορα, τότε».

3 Ο Στιβ Έιμς αναλήφθηκε επακριβώς τη στιγμή που ο έλεγχος της μικρής εκστρατευτικής τους δύναμης πέρασε από τον Ντέιβιντ στον Τζόνι. Τη στιγμή που το αφεντικό έγινε πάλι αφεντικό. Γιατί δεν πας να τον φέρεις, είχε πει, μια ερώτηση που δεν ήταν καθόλου ερώτηση, αλλά η πρώτη πραγματική διαταγή που του είχε δώσει ο Μάρινβιλ από τότε που είχαν αρχίσει το ταξίδι από το Κονέκτικατ, ο Τζόνι με τη μοτοσικλέτα του, ο Στιβ από πίσω με το φορτηγό, να καπνίζει πότε πότε κανένα φτηνό πούρο. Τον αποκαλούσε αφεντικό (μέχρι που του είπε ο Τζόνι να σταματήσει) επειδή αυτή είναι η παράδοση στις σόου μπίζνες. Στο θέατρο οι 599

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

βοηθοί φωνάζουν το διευθυντή σκηνής αφεντικό, στα κινηματογραφικά γυρίσματα οι βοηθοί φωνάζουν το σκηνοθέτη αφεντικό, στις περιοδείες των συγκροτημάτων οι συνοδοί φωνάζουν το διευθυντή της τουρνέ και τα μέλη του συγκροτήματος αφεντικό. Απλώς είχε μεταφέρει αυτή την παλιά συνήθεια στην τωρινή δουλειά του, αλλά δεν είχε δει ποτέ τον Τζόνι σαν αφεντικό, παρά τη βροντερή θεατρική φωνή του κι εκείνο το ύφος του ξερόλα, με το σαγόνι πεταμένο μπροστά. Αυτή τη φορά, όμως, όταν ο Στιβ τον αποκάλεσε αφεντικό, ο Τζόνι δεν έφερε αντίρρηση. Γιατί δεν πας να τον φέρεις;

Μια απλή ερώτηση, έξι λέξεις όλες κι όλες, και όλα είχαν αλλάξει.

Τι άλλαξε; Τι ακριβώς;

«Δεν ξέρω», μουρμούρισε. Άνοιξε την πόρτα του φορτηγού κι άρχισε να ψάχνει πίσω από το κάθισμα. «Αυτό είναι το κακό, ότι δεν ξέρω».

Ο φακός -ένα μακρύ πράμα με έξι μπαταρίες- ήταν κάτω από μια στοίβα χάρτες, μαζί με το βαλιτσάκι των πρώτων βοηθειών και ένα χάρτινο κουτί με φωτοβολίδες. Τον άναψε, είδε ότι δούλευε και γύρισε τρέχοντας στους άλλους.

«Κοίτα για αράχνες πρώτα», είπε η Σύνθια. Η φωνή της ήταν λιγάκι πιο δυνατή από το φυσιολογικό της. «Αράχνες και φίδια, θεέ μου, πώς τα σιχαίνομαι». Ο Στιβ μπήκε στη μικρή αποθήκη και φώτισε τριγύρω, πρώτα το πάτωμα, μετά τους τσιμεντένιους τοίχους, μετά το ταβάνι. «Δεν υπάρχουν αράχνες», είπε. «Ούτε φίδια».

«Ντέιβιντ, εσύ στάσου έξω από την πόρτα», είπε ο Τζόνι. «Νομίζω ότι δεν πρέπει να μπούμε όλοι εδώ μέσα. Και αν δεις κανέναν...»

«Να φωνάξω», αποτελείωσε ο Ντέιβιντ. «Μην ανησυχείς».

Ο Στιβ φώτισε μια ταμπέλα στη μέση της αποθήκης -ήταν στημένη πάνω σε ένα στήριγμα, σαν αυτό που έχουν τα εστιατόρια πολυτελείας, με την ταμπέλα να λέει, ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΣΑΣ. Μόνο που αυτή έλεγε, με μεγάλα γράμματα: 600

STEPHEN KING

ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ

ΤΑ ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ! ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Ο ΑΠΡΟΣΕΚΤΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΘΑ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ!

Ο πίσω τοίχος ήταν γεμάτος μεγάλες πρόκες καρφωμένες στις τσιμεντόπλιθες. Πάνω τους ήταν κρεμασμένες κουλούρες με καλώδια και με κάποιο χοντρό, λευκό κορδόνι, εκρηκτικό πυραγωγό σχοινί, μάλλον. Στο δεξιό και αριστερό τοίχο υπήρχαν δυο βαριά ξύλινα κιβώτια το ένα απέναντι στο άλλο, σαν βιβλιοστάτες, χωρίς βιβλία ανάμεσα τους. Το ένα, που έγραφε ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ και ΠΥΡΟΚΡΟΤΗΤΕΣ και ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ήταν ανοιχτό, το καπάκι του ανασηκωμένο, σαν κουτί με παιδικά παιχνίδια. Το άλλο, που έγραφε μόνο ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ ΥΛΗ με μαύρα γράμματα σε πορτοκαλί φόντο, ήταν κλεισμένο με λουκέτο.

«Εκεί έχουν το ANFO», είπε ο Τζόνι δείχνοντας το κλειδωμένο κιβώτιο. «Νιτρικό αμμώνιο και αργό πετρέλαιο σημαίνει αυτό».

«Πού το ξέρεις εσύ;» ρώτησε η Μαίρη.

«Κάπου το διάβασα», απάντησε αφηρημένα αυτός. «Κάπου το διάβασα».

«Αποκλείεται, πάντως, να πυροβολήσω αυτό το λουκέτο», είπε ο Ραλφ. «Έχετε καμιά ιδέα πώς να το ανοίξουμε;»

«Προς το παρόν, όχι», είπε ο Τζόνι, αλλά δε φαινόταν πολύ ανήσυχος. Ο Στιβ πήγε στο κιβώτιο με το δυναμίτη.

«Δεν υπάρχει δυναμίτης εκεί», είπε ο Τζόνι. Η φωνή του είχε έναν παράξενα γαλήνιο τόνο.

Είχε δίκιο για το δυναμίτη, αλλά το κιβώτιο ήταν κάθε άλλο παρά άδειο. Μέσα ήταν στριμωγμένο το πτώμα ενός άντρα με τζιν και 601

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μπλούζα με το σήμα των Τζορτζτάουν Χόγιας. Τον είχαν πυροβολήσει στο κεφάλι. Τα θολά μάτια του κοίταζαν τον Στιβ κάτω από μια τούφα μαλλιά που μπορεί, κάποτε, να ήταν ξανθά. Δύσκολο να καταλάβεις. Ο Στιβ έσφιξε τα δόντια για να καταπολεμήσει την αηδία που του έφερνε η μυρωδιά και προσπάθησε να βγάλει τον κρίκο με τα κλειδιά από τη ζώνη του άντρα. «Τι είναι;» ρώτησε η Σύνθια πλησιάζοντας.

Ένα σκαθάρι βγήκε από το ανοιχτό στόμα του πτώματος και κατέβηκε στο σαγόνι του. Τώρα ο Στιβ άκουγε ένα αμυδρό θρόισμα. Πρέπει να υπήρχαν κι άλλα έντομα κάτω από το πτώμα. Ή ίσως κανένας κροταλίας, τα αγαπημένα πλάσματα της καινούριας, καλής του φίλης. «Τίποτα», είπε. «Κάτσε εκεί που είσαι».

Ο κρίκος δεν έλεγε να βγει. Μετά από κάμποσες άκαρπες προσπάθειες να πατήσει την ασφάλεια που τον ελευθέρωνε από τη θηλιά της ζώνης, ο Στιβ τον τράβηξε με δύναμη σκίζοντας τη θηλιά. Έκλεισε το καπάκι και πήγε στο άλλο κιβώτιο, κρατώντας τον κρίκο με τα κλειδιά. Πρόσεξε ότι ο Τζόνι στεκόταν γύρω στα τρία βήματα μέσα από την πόρτα και κοίταζε απορροφημένος το κράνος της μοτοσικλέτας που κρατούσε. «Ρε το φουκαρά», είπε. «Και ήταν καλό παιδί, τον ήξερα καλά».

«Τζόνι; Είσαι καλά;»

«Μια χαρά». Έβαλε το κράνος κάτω από τη μασχάλη του και χαμογέλασε πλατιά στον Στιβ... Αλλά τα μάτια του έδειχναν πως κάτι τον βασάνιζε. Ο Στιβ έδωσε τα κλειδιά στον Ραλφ. «Μήπως κάνει κανένα απ' αυτά;»

Δε χρειάστηκε πολύ. Το τρίτο κλειδί που δοκίμασε ο Ραλφ ταίριαζε στο λουκέτο του κιβωτίου με τις εκρηκτικές ύλες. Μια στιγμή αργότερα, κοίταζαν το περιεχόμενο του και οι πέντε. Το κιβώτιο ήταν χωρισμένο σε τρία διαμερίσματα. Τα δύο ακρινά ήταν άδεια. Το μεσαίο ήταν μισογεμάτο με μακρόστενες σακούλες από τουλπάνι. Ανάμεσα τους ήταν σκορπισμένα κάτι σφαιρίδια που έμοια602

STEPHEN KING

ζαν με άσπρα σκάγια για δίκαννο. Μάλλον είχαν φύγει από τις σακούλες. Ο Στιβ έσκυψε και σήκωσε μία. Το πάνω μέρος τους έκλεινε με ένα κορδόνι. Έμοιαζε με λουκάνικο και πρέπει να ζύγιζε γύρω στα πέντε κιλά. Στο πλάι της έγραφε ANFO, με μαύρα γράμματα. Και από κάτω, με κόκκινα: ΠΡΟΣΟΧΗ: ΕΥΦΛΕΚΤΟ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ.

«Ωραία», είπε ο Στιβ, «πώς θα το πυροδοτήσουμε όμως; Είχες δίκιο, αφεντικό. Δεν υπάρχει ούτε δυναμίτης ούτε πυροκροτητές στο άλλο κιβώτιο. Μόνο ένας τύπος που τον κούρεψαν με τουφέκι. Ο επιστάτης των ανατινάξεων, φαντάζομαι».

Ο Τζόνι κοίταξε τον Στιβ, μετά τους άλλους. «Μήπως θα μπορούσατε να βγείτε έξω για μια στιγμή;» είπε. «θέλω να μιλήσω μόνος μου με τον Στιβ». «Γιατί;» ρώτησε αμέσως η Σύνθια.

«Γιατί πρέπει», απάντησε ο Τζόνι με έναν παράξενο τόνο, μαλακό και καλοσυνάτο. «Είναι μια μισοτελειωμένη δουλειά, τίποτε παραπάνω. Μια συγνώμη. Δε μου είναι εύκολο να ζητάω συγνώμη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και, πολύ περισσότερο, μπροστά σε ακροατήριο». «Δε νομίζω ότι είναι ώρα τώρα για...» άρχισε να λέει η Μαίρη.

Ο Στιβ είδε ότι το αφεντικό του έκανε απεγνωσμένα νοήματα με τα μάτια. «Εντάξει», είπε. «Δε θα αργήσουμε». «Και μη βγείτε έξω μ' άδεια χέρια», είπε ο Τζόνι. «Πάρτε από ένα σακουλάκι απ' αυτά τα πυροτεχνήματα».

«Αν έχω καταλάβει καλά, αφού δεν έχουμε κάποιο εκρηκτικό για την ανάφλεξη, αυτό το πράγμα δεν κάνει τίποτα», είπε ο Ραλφ.

«Εγώ θέλω να μάθω τι τρέχει εδώ», είπε η Σύνθια. Ακουγόταν ανήσυχη.

«Τίποτα», της είπε ο Τζόνι με κατευναστικό τόνο. «Σοβαρά».

«Τώρα σε πιστέψαμε», είπε μουτρωμένη η Σύνθια, αλλά βγήκε μαζί με τους άλλους. Όλοι κρατούσαν από ένα σακουλάκι ANFO. 603

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Πριν προλάβει να πει τίποτα ο Τζόνι, μπήκε μέσα ο Ντέιβιντ. Στα μαγουλά του υπήρχαν ακόμη ίχνη από ξεραμένο σαπούνι και τα χείλια του φαίνονταν μοβ. Ο Στιβ έβγαινε κάποτε με μια κοπέλα που φορούσε σκιά ματιών στην ίδια ακριβώς απόχρωση. Στον Ντέιβιντ, όμως, το χρώμα αυτό έδινε μια σοκαρισμένη όψη. «Όλα καλά;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Έριξε μια ματιά στον Στιβ, αλλά απευθυνόταν στον Τζόνι. «Ναι. Στιβ, δώσε στον Ντέιβιντ μια σακούλα ANFO».

Ο Ντέιβιντ συνέχισε να στέκεται εκεί για μερικές στιγμές, κρατώντας τη σακούλα που του έδωσε ο Στιβ. Είχε σκύψει το κεφάλι και την κοίταζε, χαμένος σε σκέψεις. Ξαφνικά κοίταξε τον Τζόνι. «Άδειασε τις τσέπες σου. Όλες».

«Τι...» άρχισε να λέει ο Στιβ.

Ο Τζόνι τον σταμάτησε, χαμογελώντας παράξενα. Ήταν το χαμόγελο ανθρώπου που δάγκωσε κάτι με γεύση πικρή αλλά και ακατανίκητη μαζί. «Ο Ντέιβιντ ξέρει τι κάνει, είπε.

Ξεκούμπωσε το δερμάτινο προστατευτικό πανωπαντέλονο που φορούσε πάνω από το τζιν και άδειασε τις τσέπες του δίνοντας τα πράγματα στον Στιβ για να τα κρατάει -το φημισμένο πορτοφόλι, τα κλειδιά του, το σφυρί που είχε στη ζώνη του. Έσκυψε μπροστά για να κοιτάξει ο Ντέιβιντ μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου του. Μετά ξεκούμπωσε το παντελόνι και το κατέβασε. Από κάτω φορούσε μπλε σλιπ. Η πεταχτή κοιλιά του κρεμόταν πάνω από το λάστιχο. Βλέποντας τον, ο Στιβ θυμήθηκε κάτι γέρους πλούσιους που συνηθίζουν να κάνουν βόλτες στις παραλίες. Το καταλαβαίνεις ότι είναι πλούσιοι όχι μόνο επειδή φορούν πάντα Ρόλεξ και πανάκριβα γυαλιά ηλίου, αλλά και επειδή έχουν το θράσος να κυκλοφορούν έξω με αυτά τα μικρά κολλητά μαγιό από λίκρα, που μοιάζουν με σλιπ. Φαίνεται πως όταν το εισόδημα σου ξεπεράσει ένα ορισμένο επίπεδο, η κοιλιά σου γίνεται προτέρημα. Το σλιπ του αφεντικού τουλάχιστον δεν ήταν από λίκρα, ήταν βαμβακερό.

Ο Τζόνι έκανε μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών, με τα χέρια σηκωμένα λιγάκι, δείχνοντας στον Ντέιβιντ όλους τους μώλωπες 604

STEPHEN KING

του κορμιού του, μετά σήκωσε πάλι το παντελόνι του και το δερμάτινο πανωπαντέλονο. «Ικανοποιημένος; θα βγάλω και τις μπότες, αν θέλεις».

«Όχι, δε χρειάζεται», είπε ο Ντέιβιντ, αλλά πριν οπισθοχωρήσει έβαλε το χέρι του στις τσέπες του πανωπαντέλονου. Έδειχνε προβληματισμένος αλλά όχι πραγματικά ανήσυχος. «Εντάξει, πείτε αυτά που έχετε να πείτε. Αλλά βιαστείτε».

Βγήκε έξω, αφήνοντας τον Στιβ και τον Τζόνι μόνους.

Το αφεντικό πήγε στο πίσω μέρος της αποθήκης, όσο πιο μακριά γινόταν από την πόρτα. Ο Στιβ τον ακολούθησε. Τώρα του ερχόταν στη μύτη η μυρωδιά από το πτώμα μέσα στο κιβώτιο, κάτω από την πιο έντονη οσμή του πετρελαίου που επικρατούσε στο μικρό χώρο. Ήθελε να βγει από κει μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχες κανένα καν τακ πάνω σου, έτσι δεν είναι; Σαν την Όντρεϊ». Ο Τζόνι κατένευσε. «Είναι σοφό παιδί».

«Ναι, είναι». Ο Στιβ έριξε το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο, κοίταξε για μια στιγμή τα παπούτσια του, μετά σήκωσε πάλι το κεφάλι και κοίταξε το αφεντικό. «Κοίτα, δε χρειάζεται να μου ζητήσεις συγνώμη που την κοπάνησες. Το σημαντικό είναι ότι ξαναγύρισες. Ας πάμε λοιπόν έξω...»

Ο Τζόνι τον έκοψε. «Χρωστάω πολλές συγνώμες σε πολλούς», είπε. Άρχισε να παίρνει γρήγορα τα πράγματα του από τα χέρια του Στιβ και να τα ξαναβάζει στις τσέπες. Τελευταίο πήρε το σφυρί και το έβαλε στη ζώνη του πανωπαντέλονου. «Είναι εκπληκτικό πόσες μαλακίες μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του. Αλλά εσύ είσαι η μικρότερη από τις ανησυχίες μου από αυτή την άποψη, Στιβ, ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή. Μη μιλάς, λοιπόν, και άκου. Εντάξει;» «Εντάξει».

«Και πρέπει όντως να κάνουμε γρήγορα. Ο Ντέιβιντ ήδη υποψιάζεται ότι κάτι σκαρώνω. Είναι κι αυτός ένας λόγος που μου ζήτησε να αδειάσω τις τσέπες μου. Σε λίγο, αφού βγούμε έξω, θα 'ρθει 605

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

μια στιγμή που θα χρειαστεί να αρπάξεις τον Ντέιβιντ. Όταν το κάνεις αυτό, κοίτα να τον κρατήσεις καλά, γιατί θα πολεμήσει σαν μανιακός. Κοίτα μη σου ξεφύγει». «Γιατί;»

«Η φιλενάδα σου με τη δημιουργική κόμμωση θα σε βοηθήσει αν της το ζητήσεις;» «Μάλλον, αλλά...»

«Στιβ, πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη;» «Γιατί;»

«Γιατί καθώς ερχόμαστε εδώ πάνω να σας βρούμε, είχα μια εμπειρία αποκάλυψης. Ή, μάλλον, αυτή η έκφραση είναι πολύ ψυχρή και τυπική. Μου αρέσει καλύτερα η φράση που είπε ο Ντέιβιντ. Με ρώτησε αν με είχε χτυπήσει βόμβα θεού. Του είπα όχι, αλλά ήταν ψέμα. Λες γι' αυτό να με διάλεξε ο θεός τελικά; Επειδή ξέρω να λέω ψέματα; θα ήταν αστείο αυτό αλλά και απαίσιο μαζί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».

«Τι θα συμβεί; Ξέρεις;»

«Όχι τελείως». Ο Τζόνι πήρε τη Ρέμινγκτον στο ένα χέρι και το κράνος με τη σκούρα προσωπίδα στο άλλο. Κοίταζε πότε το ένα, πότε το άλλο, σαν να σύγκρινε την αξία τους. «Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς», είπε ξεκάθαρα ο Στιβ. «Δε σε εμπιστεύομαι τόσο για να κάνω κάτι τέτοιο».»

«Πρέπει να το κάνεις», είπε ο Τζόνι και του έδωσε τη Ρέμινγκτον. «Δεν έχεις κανέναν άλλο εκτός από μένα τώρα». «Μα...»

Ο Τζόνι ήρθε ένα βήμα πιο κοντά του. Ο Στιβ σκέφτηκε ότι δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος που είχε ανεβεί στη Χάρλεϊ στο Κονέκτικατ, με τα γελοία καινούρια δερμάτινα ρούχα του να τρίζουν, δείχνοντας όλα του τα δόντια από το πολύ χαμόγελο καθώς τον είχαν περικυκλώσει οι φωτογράφοι του Λάιφ και του Πιπλ και της Ντέιλι Νιονζ και τον φωτογράφιζαν από παντού. Η αλλαγή δεν ήταν απλώς οι μώλωπες και η σπασμένη μύτη. Έδειχνε πιο νέος, πιο δυνατός. Το πομπώδες ύφος είχε χαθεί από το πρόσωπο 606

STEPHEN KING

του, καθώς κι εκείνη η υστερική ασάφεια. Μόνο τώρα, που πρόσεξε την απουσία της, συνειδητοποίησε ο Στιβ ότι προηγουμένως η έκφραση αυτή ήταν μονίμως απλωμένη στο πρόσωπο του. θα 'λεγε κανείς ότι ο Μάρινβιλ, ό,τι κι αν έλεγε, ό,τι κι αν έκανε, είχε στραμμένο το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του σε κάτι άλλο, κάτι που έλειπε, ένα αντικείμενο που είχε χάσει ή μια δουλειά που είχε ξεχάσει να κάνει. «Ο Ντέιβιντ νομίζει ότι ο θεός θέλει απ' αυτόν να πεθάνει μέσα στο ορυχείο για να σφραγίσει πάλι τον Τακ μέσα στο μπουκάλι. Η τελευταία θυσία, για να το πούμε έτσι. Αλλά κάνει λάθος». Η φωνή του Τζόνι έσπασε στην τελευταία λέξη και ο Στιβ είδε κατάπληκτος ότι το αφεντικό κόντευε να βάλει τα κλάματα. «Δε θα είναι τόσο εύκολο γι' αυτόν». «Τι...»

Ο Τζόνι τον άρπαξε από το μπράτσο τόσο σφιχτά, που τον πόνεσε. «Άσε τα πολλά λόγια, Στιβ. Απλώς άρπαξε τον όταν έρθει η στιγμή. Βασίζομαι σ' εσένα. Πάμε τώρα». Έσκυψε στο κιβώτιο, σήκωσε μια σακούλα ANFO από το κορδόνι της και την πέταξε στον Στιβ, μετά πήρε άλλη μία για τον ίδιο.

«Ξέρεις πώς να πυροδοτήσεις αυτό το πράγμα χωρίς δυναμίτη και πυροκροτητές;» ρώτησε ο Στιβ. «Πιστεύεις ότι ξέρεις, έτσι δεν είναι; Τι θα συμβεί; θα ρίξει ο θεός κανέναν κεραυνό;»

«Αυτό νομίζει ο Ντέιβιντ», απάντησε ο Τζόνι, «και μετά τις σαρδέλες και τα κρακεράκια, δεν είναι παράξενο. Δε νομίζω όμως ότι θα γίνει κάτι τόσο εντυπωσιακό. Πάμε. Η ώρα περνάει». Βγήκαν έξω, στα τελευταία υπολείμματα της νύχτας, και πλησίασαν τους άλλους. 4

Στη βάση της ανηφορικής πλαγιάς, είκοσι μέτρα κάτω από το άνοιγμα της Κινέζικης Στοάς, ο Τζόνι τους σταμάτησε και τους είπε να δέσουν τις σακούλες δύο δύο από τα κορδόνια τους. Μετά πέρασε ένα ζευγάρι σακούλες από το λαιμό του, έτσι που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά από το στήθος του σαν βαρίδια σε ρολόι. Ο 607

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Στιβ πήρε άλλο ένα ζευγάρι και ο Τζόνι δεν έφερε αντίρρηση όταν ο Ντέιβιντ πήρε το τελευταίο από τον πατέρα του και το κρέμασε στο δικό του λαιμό. Ο Ραλφ κοίταξε τον Τζόνι ανήσυχος. Αυτός έριξε μια ματιά στον Ντέιβιντ, είδε ότι ο μικρός κοίταζε το άνοιγμα της στοάς, μετά γύρισε πάλι στον Ραλφ. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και έφερε το δάχτυλο στα χείλια του. Μη μιλάς. Ο Ραλφ τον κοίταξε με αμφιβολία, αλλά δεν είπε τίποτα. «Όλοι εντάξει;» ρώτησε ο Τζόνι.

«Τι θα συμβεί;» είπε η Μαίρη. «Ποιο είναι το σχέδιο;» «Κάνουμε ό,τι μας πει ο θεός», απάντησε ο Ντέιβιντ. «Αυτό είναι το σχέδιο. Πάμε».

Ο Ντέιβιντ ξεκίνησε πρώτος, ανεβαίνοντας την ανηφόρα πλαγιαστά για να μη γλιστρήσει. Δεν υπήρχε χαλικοστρωμένος δρόμος εδώ ούτε καν μονοπάτι και το έδαφος ήταν επικίνδυνο. Ο Τζόνι το ένιωθε να θρυμματίζεται κάτω από τις μπότες του σε κάθε βήμα. Σε λίγο η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά, ενώ η στραπατσαρισμένη μύτη του παλλόταν σε απόλυτο συγχρονισμό. Τους τελευταίους μήνες είχε ζήσει συμμαζεμένη ζωή, αλλά οι παλιότερες καταχρήσεις του έρχονταν τώρα να τον εκδικηθούν. Παρ' όλα αυτά, ένιωθε καλά. Όλα ήταν απλά τώρα κι αυτό ήταν υπέροχο.

Ο Ντέιβιντ ήταν μπροστά, ο πατέρας του πίσω του. Ο Στιβ και η Σύνθια ακολουθούσαν και τελευταίοι έρχονταν ο Τζόνι και η Μαίρη Τζάκσον. «Γιατί πήρες μαζί το κράνος;» τον ρώτησε.

Ο Τζόνι χαμογέλασε. Η Μαίρη, κατά έναν παράξενο τρόπο, του θύμιζε την Τέρι. Την Τέρι όπως ήταν τον παλιό καιρό. Σήκωσε ψηλά το κράνος Μπελ, περασμένο στο χέρι του σαν μαριονέτα. «Μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα 7», είπε. «Χτυπά για σένα, γραμματισμένη μου δροσοσταλίδα». Η Μαίρη έβγαλε ένα κοφτό, λαχανιασμένο γέλιο.

7

Μπελ, η μάρκα του κράνους, σημαίνει καμπάνα. (Σ.τ.Μ.) 608

STEPHEN KING

«Είσαι μουρλός».

Αν η τρυπά ήταν σαράντα μέτρα ψηλά στην πλαγιά αντί για είκοσι, ο Τζόνι δεν ήταν σίγουρος αν θα κατάφερνε να ανεβεί. Μέχρι να φτάσει ο Ντέιβιντ στην είσοδο της σήραγγας, οι χτύποι της καρδιάς του ήταν τόσο γρήγοροι, που έμοιαζαν πια να είναι συνεχόμενοι. Και τα πόδια του είχαν λυθεί, σαν βρασμένα μακαρόνια.

Μη χάνεις το κουράγιο σου τώρα, είπε στον εαυτό του. Είσαι στην τελική ευθεία.

Ανάγκασε τον εαυτό του να κινηθεί λίγο πιο γρήγορα. Ξαφνικά φοβήθηκε ότι ο Ντέιβιντ μπορεί να έμπαινε στη στοά πριν φτάσει κι αυτός πάνω. Μπορεί κάλλιστα να το έκανε. Ο Στιβ νόμιζε ότι το «αφεντικό» ήξερε τι συνέβαινε, στην πραγματικότητα όμως ήξερε ελάχιστα πράγματα. Απλώς του έδιναν το σενάριο με μια σελίδα παραπάνω από τους υπόλοιπους, αυτό ήταν όλο. Αλλά ο Ντέιβιντ περίμενε και γρήγορα είχαν συγκεντρωθεί όλοι στην πλαγιά μπροστά στο άνοιγμα. Μια υγρή, απαίσια μυρωδιά έβγαινε από μέσα, σαν από μισοκαμένα κάρβουνα. Και ακουγόταν ένας ήχος, που ο Τζόνι τον είχε ξανακούσει σε φρεάτια ασανσέρ: ένας αμυδρός ψίθυρος, ίσως από τον άνεμο.

«Πρέπει να προσευχηθούμε», είπε ο Ντέιβιντ. Η φωνή του ακουγόταν συνεσταλμένη. Άπλωσε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά του.

Ο πατέρας του του έπιασε το ένα χέρι. Ο Στιβ άφησε κάτω τη Ρέμινγκτον και έπιασε το άλλο. Η Μαίρη το χέρι του Ραλφ, η Σύνθια του Στιβ. Ο Τζόνι μπήκε ανάμεσα στις δυο γυναίκες, άφησε το κράνος ανάμεσα στις μπότες του και ο κύκλος έκλεισε.

Στάθηκαν έτσι μέσα στο σκοτάδι του Κινέζικου Ορυχείου, μυρίζοντας την υγρή εκπνοή της γης, ακούγοντας εκείνο το αμυδρό βουητό και κοιτάζοντας τον Ντέιβιντ Κάρβερ, που τους είχε φέρει εδώ. «Ας πούμε το Πάτερ ημών», είπε ο Ντέιβιντ.

«Πάτερ ημών», άρχισε ο Τζόνι, μπαίνοντας εύκολα στο δρόμο της παλιάς προσευχής, σαν να μην είχε πάψει ποτέ να τη λέει. «Ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου. Ελθέτω η βασιλεία σου...» 609

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Άρχισαν και οι άλλοι, η Σύνθια, η κόρη του εφημέριου, πρώτη, η Μαίρη τελευταία.

«...γενηθήτω το θέλημα σου, ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Αμήν». Καθώς οι άλλοι έλεγαν «αμήν», η Σύνθια συνέχισε:

«Ότι σου εστίν η βασιλεία, και η δύναμις και η δόξα, εις τους αιώνας, αμήν». Τους κοίταξε μ' εκείνο το σπινθήρισμα στη ματιά, που είχε αρχίσει να αρέσει πολύ στον Τζόνι. «Έτσι το είχα μάθει εγώ. Ξέρετε, από τους προτεστάντες». Ο Ντέιβιντ κοίταζε τον Τζόνι.

«Βοήθησε με να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», είπε ο Τζόνι. «Αν υπάρχεις, θεέ μου -και τώρα έχω λόγους να πιστεύω ότι υπάρχεις- βοήθησε με να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και να μην εξασθενήσω πάλι. θέλω να πάρεις πολύ σοβαρά αυτή την παράκληση, γιατί έχω εξασθενήσει πολλές φορές στη ζωή μου. Ντέιβιντ, εσύ θέλεις να πεις τίποτε άλλο;» Ο Ντέιβιντ σήκωσε τους ώμους. «Τα είπα ήδη». Άφησε τα χέρια των διπλανών του και ο κύκλος έσπασε. «Ωραία, ξεκινάμε», είπε ο Τζόνι.

«Ξεκινάμε να κάνουμε τι;» ρώτησε η Μαίρη. «Τι; Μπορείτε να μου πείτε, σας παρακαλώ;»

«Πρέπει να μπω μέσα», είπε ο Ντέιβιντ. «Μόνος».

Ο Τζόνι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι», είπε. «Και μην αρχίσεις να μου λες τα γνωστά, "Έτσι μου είπε ο θεός", γιατί αυτή τη στιγμή ο θεός δε σου λέει τίποτα. Το μόνο που υπάρχει στην οθόνη σου είναι ένα μήνυμα που λέει, ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ. Έχω δίκιο;» Ο Ντέιβιντ τον κοίταξε αβέβαια και σάλιωσε τα χείλια του. 610

STEPHEN KING

Ο Τζόνι έδειξε τη σκοτεινή είσοδο της στοάς και μίλησε με τόνο ανθρώπου που κάνει μια μεγάλη χάρη σε κάποιον. «Μπορείς όμως να μπεις μέσα πρώτος. Πώς σου φαίνεται αυτό;»

«Ο μπαμπάς μου...»

«Θα είναι ακριβώς πίσω σου, θα σε πιάσει αν πέσεις».

«Όχι», είπε ο Ντέιβιντ. Ξαφνικά φαινόταν φοβισμένος τρομοκρατημένος. «Δε θέλω. Δε θέλω να μπει καθόλου μέσα. Μπορεί να πέσει η στοά ή...» «Ντέιβιντ! Δεν έχει σημασία το τι θέλεις εσύ».

Η Σύνθια άρπαξε τον Τζόνι από το μπράτσο. Αν είχε νύχια, θα είχαν μπηχτεί στη σάρκα του. «Άσ' τον ήσυχο! Σου έσωσε τη ζωή, κάθαρμα! Σταμάτα να τον ταλαιπωρείς».

«Δεν τον ταλαιπωρώ εγώ», απάντησε ο Τζόνι. «Ταλαιπωρεί μόνος του τον εαυτό του. Αν αφεθεί, αν θυμηθεί ποιος κάνει κουμάντο...» Κοίταξε τον Ντέιβιντ. Το παιδί μουρμούρισε κάτι τόσο σιγανά, που δεν ακούστηκε, ο Τζόνι όμως δε χρειαζόταν να το ακούσει για να καταλάβει τι είπε.

«Ναι, είναι άσπλαχνος. Αυτό όμως το ήξερες από την αρχή. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να ελέγξεις τη φύση του θεού. Κανείς μας δεν μπορεί. Γιατί δεν ηρεμείς, λοιπόν;»

Ο Ντέιβιντ δεν απάντησε. Είχε σκύψει το κεφάλι του, αλλά όχι για να προσευχηθεί αυτή τη φορά. Μάλλον έμοιαζε να υποτάσσεται στη μοίρα του. Κατά κάποιο τρόπο, το παιδί ήξερε τι θα συμβεί κι αυτό ήταν το χειρότερο. Το πιο άσπλαχνο, τελικά. Δε θα είναι τόσο εύκολο γι' αυτόν, είχε πει στον Στιβ μέσα στην αποθήκη των εκρηκτικών, την ώρα που το έλεγε όμως δεν είχε καταλάβει πραγματικά πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν το δύσκολο. Πρώτα η αδερφή του, μετά η μητέρα του, και τώρα...

«Ωραία», είπε ο Τζόνι με μια φωνή εξίσου ξερή με το χώμα κάτω από τα πόδια του. «Πρώτα ο Ντέιβιντ, μετά ο Ραλφ, μετά εσύ, Στιβ. θα είμαι πίσω σου. Απόψε -ή μάλλον σήμερα- οι κυρίες δεν προηγούνται, πάνε τελευταίες». 611

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«Αν μπούμε κι εμείς, θέλω να είμαι με τον Στιβ», είπε η Σύνθια.

«Εντάξει, πολύ ωραία», είπε αμέσως ο Τζόνι. Ήταν σαν να το περίμενε αυτό. «Εσύ κι εγώ αλλάζουμε θέσεις». «Καλά, ποιος σ' έβαλε εσένα αρχηγό;» ρώτησε η Μαίρη. Ο Τζόνι στράφηκε εναντίον της με μια επιθετικότητα που την ξάφνιασε και την έκανε να κάνει ένα βήμα πίσω στην πλαγιά, κινδυνεύοντας να κουτρουβαλήσει στην κατηφόρα. «Μήπως θέλεις να αναλάβεις εσύ;» τη ρώτησε με επικίνδυνα καλή διάθεση. «Γιατί αν θέλεις, κοριτσάκι μου, ευχαρίστως να σου δώσω τη θέση μου. Δεν το ζήτησα εγώ αυτό, όπως δεν το είχε ζητήσει και ο Ντέιβιντ. Τι λες, λοιπόν; θέλεις να μπεις αρχηγός;» Η Μαίρη ζάρωσε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ήρεμα, αφεντικό», μουρμούρισε ο Στιβ.

«Είμαι ήρεμος», είπε ο Τζόνι, αλλά έλεγε ψέματα. Κοίταξε τον Ντέιβιντ και τον πατέρα του. Στέκονταν δίπλα δίπλα, με τα κεφάλια κατεβασμένα και τα χεριά πιασμένα. Δεν ήταν εύκολο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι επέτρεπε να συμβεί κάτι τόσο τρομερό. Καλύτερα να μην το πίστευε. Πώς αλλιώς μπορούσε να συνεχίσει, παρά μόνο κρατώντας μπροστά του, σαν ασπίδα, αυτή την ευλογημένη άγνοια, που τον βοηθούσε να κρατήσει τα λογικά του, την άγνοια του γιατί έπρεπε να γίνει αυτό που θα γινόταν; Πώς αλλιώς θα τολμούσε να προχωρήσει οποιοσδήποτε στη θέση του;

«Τζόνι, θέλεις να πάρω εγώ -ης σακούλες;» ρώτησε δειλά η Σύνθια. «Είσαι λαχανιασμένος ακόμη και μου φαίνεσαι ερείπιο -χωρίς να θέλω να σε προσβάλω».

«Δεν έχω τίποτα. Δεν είναι μακριά τώρα. Έτσι δεν είναι, Ντέιβιντ;» «Ναι», είπε ο μικρός με μια σιγανή, τρεμάμενη φωνή. Τώρα δεν κρατούσε απλώς το χέρι του πατέρα του, αλλά το χάιδευε κιόλας. Κοίταξε τον Τζόνι με απελπισμένο βλέμμα, που εκλιπαρούσε. Βλέμμα ανθρώπου που σχεδόν ξέρει.

Ο Τζόνι γύρισε αλλού νιώθοντας ναυτία. Κρύωνε και ζεσταινόταν ταυτόχρονα. Είδε τον Στιβ να τον κοιτάζει απορημένος και ανήσυχος και προσπάθησε να του στείλει ένα άλλο μήνυμα: Κοίτα 612

STEPHEN KING

απλώς να τον κρατήσεις όταν έρθει η στιγμή. «Δώσε στον Ντέιβιντ το φακό, Στιβ», είπε.

Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ο Στιβ θα αρνιόταν. Μετά όμως τον έβγαλε από την πίσω τσέπη του και τον έδωσε.

Ο Τζόνι έδειξε πάλι το σκοτεινό στόμιο της στοάς.

Έδειξε προς τη νεκρή, παγερή μυρωδιά της παλιάς φωτιάς και το αμυδρό βουητό ενός ήχου που έβγαινε βαθιά μέσα από το τσακισμένο βουνό. Αφουγκράστηκε μέσα του μήπως άκουγε κάποια λέξη παρηγοριάς από την Τέρι, αλλά φαίνεται ότι η Τέρι δεν ήταν πια εδώ. Και ίσως ήταν καλύτερα έτσι. «Ντέιβιντ;» Η φωνή του έτρεμε, «θα μας φωτίσεις το δρόμο;»

«Δε θέλω», ψιθύρισε το παιδί. Μετά πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε ψηλά στον ουρανό όπου τα άστρα είχαν αρχίσει να χλομιάζουν και ούρλιαξε: «Δε θέλω! Δεν έχανα αρκετά; Δεν έκανα ό,τι μου ζήτησες; Δεν είναι δίκαιο αυτό! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ!»

Οι πέντε τελευταίες λέξεις βγήκαν σαν μια απελπισμένη στριγκλιά. Η Μαίρη έκανε να πάει κοντά του, αλλά ο Τζόνι την άρπαξε από το μπράτσο. «Πάρε το χέρι σου από πάνω μου», είπε αυτή και έκανε πάλι να πλησιάσει τον Ντέιβιντ. Ο Τζόνι την τράβηξε πίσω ξανά. «Ησύχασε». Η Μαίρη έμεινε στη θέση της.

Ο Τζόνι κοίταξε τον Ντέιβιντ και σήκωσε πάλι σιωπηλά το χέρι του δείχνοντας τη στοά.

Ο Ντέιβιντ κοίταξε τον πατέρα του με δάκρυα να τρέχουν στα μαγουλά του. «Φύγε, μπαμπά. Πήγαινε πίσω στο φορτηγό».

Ο Ραλφ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν μπεις μέσα, θα μπω κι εγώ». «Όχι. Σου λέω, δε θα σου βγει σε καλό».

Ο Ραλφ έμεινε αμίλητος στη θέση του, κοιτάζοντας υπομονετικά το γιο του. 613

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ο Ντέιβιντ του ανταπέδωσε το βλέμμα και ύστερα κοίταξε το απλωμένο χέρι του Τζόνι (ένα χέρι που τώρα δεν καλούσε απλώς, αλλά απαιτούσε). Γύρισε και μπήκε στη στοά. Άναψε το φακό και ο Τζόνι είδε κόκκους σκόνης να χορεύουν στη δυνατή του δέσμη... κόκκους και κάτι άλλο. Κάτι που μπορεί να έκανε την καρδιά ενός γερο-χρυσοθήρα να χτυπήσει πιο γρήγορα. Μια χρυσαφιά λάμψη, που φάνηκε για μια στιγμή και μετά χάθηκε.

Ο Ραλφ ακολούθησε τον Ντέιβιντ. Μετά μπήκε ο Στιβ. Το φως κινήθηκε στο χέρι του Ντέιβιντ, πρώτα φώτισε έναν πέτρινο τοίχο, μετά ένα παλιό υποστύλωμα με τρία σύμβολα σκαλισμένα πάνω του -ίσως το όνομα κάποιου νεκρού πια Κινέζου μεταλλωρύχου ή το όνομα της αγαπημένης του, που την είχε αφήσει πίσω στις καλύβες του Πο Γιανγκ- και μετά το έδαφος, όπου υπήρχαν σκόρπια κόκαλα: σπασμένα κρανία και θωρακικές πλευρές που καμπύλωναν, σαν φρικτό χαμόγελα. Μετά γύρισε προς τα πάνω και προς τα αριστερά. Η χρυσαφιά λάμψη φάνηκε πάλι, αυτή τη φορά πιο έντονη και προσδιορισμένη.

«Προσέξτε!» φώναξε η Σύνθια. «Κάποιος είναι εδώ!»

Ξαφνικά ακούστηκε ένα φτεροκόπημα, σαν έκρηξη, μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ένας ήχος που ο Τζόνι τον θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια στο Κονέκτικατ, φασιανοί να πετάγονται φτεροκοπώντας από τους θάμνους και να υψώνονται στον αέρα καθώς το σούρουπο έδινε τη θέση του στο σκοτάδι. Για μια στιγμή η μυρωδιά του ορυχείου έγινε πιο έντονη, καθώς τα αόρατα φτερά εκτόξευαν τον αέρα στο πρόσωπο του σε ριπές. Η Μαίρη ούρλιαξε. Η δέσμη του φακού τινάχτηκε προς τα πάνω και για μια στιγμή φώτισε ένα εφιαλτικό, αιωρούμενο τέρας, φτερωτό, με άγρια, χρυσαφένια μάτια και απλωμένα νύχια. Τα μάτια του κοίταζαν άγρια τον Ντέιβιντ, τον Ντέιβιντ ήθελε.

«Πρόσεξε!» φώναξε ο Ραλφ και πήδησε πάνω στην πλάτη του Ντέιβιντ, σπρώχνοντας τον κάτω, στο γεμάτο κόκαλα έδαφος της σήραγγας.

Ο φακός ξέφυγε από το χέρι του παιδιού καθώς έπεφτε, ρίχνοντας ένα λιγοστό φως, που έκανε τη σκηνή ακόμη πιο μπερδεμένη. Ακαθόριστες σιλουέτες κινούνταν μέσα στον αμυδρό φωτι614

STEPHEN KING

σμό: ο Ντέιβιντ κάτω από τον πατέρα του και η σκιά του αετού να φτεροκοπάει από πάνω τους. «Ρίξ' του!» ούρλιαξε η Σύνθια. «Στιβ, ρίξ' του, θα τον ξεσκίσει!»

Ο Στιβ σήκωσε τη Ρέμινγκτον, αλλά ο Τζόνι του άρπαξε την κάννη. «Όχι. Αν πυροβολήσεις εδώ μέσα, θα γκρεμιστούν τα πάντα πάνω μας». Ο αετός ούρλιαξε, ενώ τα φτερά του χτυπούσαν το κεφάλι του Ραλφ. Αυτός προσπάθησε να διώξει το πουλί με το αριστερό του χέρι, αλλά ο αετός άρπαξε ένα δάχτυλο με το ράμφος του και του το ξεκόλλησε. Μετά, τα νύχια του χώθηκαν στο πρόσωπο του Ραλφ Κάρβερ, σαν δάχτυλα μέσα σε ζύμη. «ΜΠΑΜΠΑ, ΟΧΙ!» στρίγκλισε ο Ντέιβιντ.

Ο Στιβ όρμησε μέσα στις σκιές και όταν το πόδι του χτύπησε το φακό και τον γύρισε, ο Τζόνι είδε καλύτερα απ' όσο θα ήθελε την απαίσια σκηνή: τον αετό να έχει αρπάξει με τα νύχια του το κεφάλι του Ραλφ. Τα φτερά του σήκωναν τεράστια σύννεφα σκόνης από το δάπεδο και τα τοιχώματα του παλιού ορυχείου. Το κεφάλι του Ραλφ κουνιόταν τρελά δεξιά αριστερά, αλλά το σώμα του σκέπαζε τον Ντέιβιντ σχεδόν τελείως.

Ο Στιβ σήκωσε το τουφέκι θέλοντας να χτυπήσει τον αετό, αλλά ο υποκόπανος βρήκε στον τοίχο. Δεν υπήρχε χώρος. Έτσι προσπάθησε να τον χτυπήσει σπρώχνοντας το μπροστά, σαν λόγχη. Ο αετός τον κάρφωσε με τα διαπεραστικά μάτια του, ενώ ταυτόχρονα τα νύχια του άλλαζαν θέση στο κεφάλι του Ραλφ. Τα φτερά του έβγαζαν έναν ήχο σαν σιγανό μπουμπουνητό μέσα στον κλειστό χώρο. Ο Τζόνι είδε το δάχτυλο του Ραλφ να προεξέχει από το ράμφος του. Ο Στιβ χτύπησε πάλι, με το όπλο σαν ξίφος, κι αυτή τη φορά βρήκε τον αετό στο κεφάλι και του πέταξε το δάχτυλο από το ράμφος. Το κεφάλι του πουλιού τινάχτηκε πίσω και τα νύχια του σφίχτηκαν. Το ένα χώθηκε πιο βαθιά στο πρόσωπο του Ραλφ. Το άλλο σηκώθηκε και ξανακατέβηκε, χώθηκε στο λαιμό του και του τον έσκισε. Το πουλί ούρλιαξε, ίσως από μανία, ίσως θριαμβευτικά. Η Μαίρη ούρλιαξε κι αυτή. «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΟΧΙ!» φώναξε ο Ντέιβιντ, με τρεμάμενη φωνή. «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΤΟ, ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ!» 615

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Σωστή κόλαση, σκέφτηκε ήρεμα ο Τζόνι. Έκανε ένα βήμα μπροστά και γονάτισε. Άρπαξε το νύχι που ήταν χωμένο στο λαιμό του Ραλφ. Ήταν σαν να έπιανε κάποιο απαίσιο εξωτικό τεχνούργημα ντυμένο με δέρμα αλιγάτορα. Το έστριψε όσο πιο δυνατά μπορούσε και άκουσε έναν ήχο σαν σκίσιμο. Από πάνω του, ο Στιβ χτύπησε πάλι με το κοντάκι της Ρέμινγκτον και το κεφάλι του αετού βρόντηξε πάνω στο πέτρινο τοίχωμα της σήραγγας. Ακούστηκε ένα τρίξιμο σαν κάτι να έσπαγε.

Ένα φτερό χτύπησε τον Τζόνι στο κεφάλι. Ήταν σαν να ξαναζούσε τη φάση με το γύπα στο πάρκινγκ από την αρχή. Επιστροφή στο μέλλον, σκέφτηκε. Άφησε το νύχι, άρπαξε το φτερό και το τράβηξε με δύναμη. Ο αετός ήρθε προς το μέρος του, στριγκλίζοντας με το εκκωφαντικό του κρώξιμο και ο Ραλφ ήρθε μαζί του, τραβηγμένος από τα νύχια του ενός ποδιού, που ήταν χωμένα στο μάγουλο του, στον κρόταφο και στην κόγχη του αριστερού ματιού. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι ο Ραλφ ή είχε χάσει τις αισθήσεις του ή είχε πεθάνει ήδη. Και το καλύτερο θα ήταν να είχε πεθάνει.

Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε από κάτω παραζαλισμένος, με το πουκάμισο του μουσκεμένο από το αίμα του πατέρα του. Ο Τζόνι ήξερε ότι, αν δεν τον προλάβαιναν, θα άρπαζε το φακό και θα έτρεχε στο βάθος του ορυχείου. «Στιβ!» φώναξε. Σήκωσε το χέρι στα τυφλά πάνω από το κεφάλι του και αγκάλιασε τον αετό από την πλάτη. Αυτός άρχισε να χτυπιέται σαν άγριο άλογο. «Σκότωσε το, Στιβ! Σκότωσε το!» Ο Στιβ χτύπησε το πουλί στο λαιμό με το κοντάκι, γυρίζοντας του το κεφάλι προς το ταβάνι. Την ίδια στιγμή, η Μαίρη όρμησε, άρπαξε το λαιμό του αετού και τον έστριψε με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση. Ακούστηκε ένα κρακ και, ξαφνικά, τα νύχια που ήταν χωμένα στο πρόσωπο του Ραλφ χαλάρωσαν. Ο πατέρας του Ντέιβιντ έπεσε κάτω, το μέτωπο του χτύπησε σε ένα θώρακα και τον μετέτρεψε σε σκόνη.

Ο Ντέιβιντ γύρισε, είδε τον πατέρα του να κείτεται μπρούμυτα στο χώμα, ακίνητος. Τα μάτια του ξεθόλωσαν. Κούνησε το κεφάλι, σαν να έλεγε, Όπως το περιμενα. Μετά έσκυψε για να πάρει το φακό. Μόνο όταν ο Τζόνι τον άρπαξε από τη μέση, η ηρεμία του κατέρρευσε κι άρχισε να παλεύει. 616

STEPHEN KING

«Άσε με!» φώναξε. «Είναι δική μου δουλειά! ΔΙΚΗ ΜΟΥ!»

«Όχι, Ντέιβιντ», είπε ο Τζόνι, κρατώντας τον μ' όλη του τη δύναμη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. «Δεν είναι δική σου δουλειά». Με το αριστερό χέρι έσφιξε δυνατά το παιδί από το στήθος, μορφάζοντας από πόνο καθώς οι φτέρνες του Ντέιβιντ τον χτυπούσαν στα καλάμια. Το δεξί του χέρι κατέβηκε με επιδεξιότητα πορτοφολά και μπήκε στην τσέπη του παιδιού. Πήρε από κει κάτι που του είχε δοθεί εντολή να πάρει... και άφησε κάτι άλλο. «Δεν μπορεί να τους πάρει όλους και να μη μ' αφήσει να τελειώσω χι εγώ! Δεν μπορεί να το χάνει αυτό! Δεν μπορεί!» Ο Τζόνι έβγαλε ένα γρύλισμα καθώς το πόδι του Ντέιβιντ τον βρήκε στο δεξί γόνατο. «Στιβ!»

Ο Στιβ κοίταζε με φρίκη τον αετό. Το σώμα του πουλιού έκανε συσπάσεις και η μια φτερούγα κουνιόταν αργά. Τα νύχια του ήταν κόκκινα. «Στιβ, που να πάρει!»

Ο Στιβ σήκωσε το κεφάλι σαν να ξυπνούσε από όνειρο. Η Σύνθια είχε γονατίσει δίπλα στον Ραλφ, έψαχνε να βρει το σφυγμό του και ταυτόχρονα έκλαιγε δυνατά. «Στιβ, έλα δω!» φώναξε ο Τζόνι. «Βόηθα με!»

Ο Στιβ πλησίασε και άρπαξε τον Ντέιβιντ, που άρχισε να παλεύει ακόμη πιο μανιασμένα.

«Όχι!» Άρχισε να κουνάει το κεφάλι του φρενιασμένα δεξιά αριστερά. «Όχι, είναι δική μου δουλειά! Είναι δική μου! Δεν μπορεί να τους πάρει όλους και να μ' αφήσει εμένα! Μ' ακούτε; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΕΙ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ...» «Ντέιβιντ! Σταμάτα!»

Ο Ντέιβιντ έπαψε να παλεύει και κρεμάστηκε στα χέρια του Στιβ, σαν μαριονέτα με κομμένα τα νήματα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοια απόγνωση και πόνο σε ανθρώπινο πρόσωπο.

Το κράνος ήταν ακόμη εκεί που το είχε πετάξει ο Τζόνι όταν τους ρίχτηκε ο αετός. Το σήκωσε και κοίταξε το παιδί στα χέρια του 617

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Στιβ. Ο Στιβ έδειχνε αηδιασμένος, σαστισμένος, άπορη μένοςόπως ακριβώς ένιωθε και ο Τζόνι. «Ντέιβιντ...» είπε.

«Είναι μέσα σου ο θεός;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. «Τον νιώθεις μέσα σου, Τζόνι; Σαν ένα χέρι; Ή μια φωτιά;» «Ναι», απάντησε αυτός.

«Τότε δε θα με παρεξηγήσεις γι' αυτό που θα κάνω». Τον έφτυσε στα μούτρα.

Ο Τζόνι ένιωσε το σάλιο ζεστό κάτω από τα μάτια του, σαν δάκρυα.

Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το σκουπίσει. «Άκουσε με, Ντέιβιντ. θα σου πω κάτι που δεν έμαθες ούτε από το φίλο σου τον παπά ούτε από την Αγία Γραφή. Μπορεί να είναι και μήνυμα από τον ίδιο το θεό, δεν ξέρω. Μ' ακούς;» Ο Ντέιβιντ τον κοίταζε αμίλητος.

«Είπες, "Ο θεός είναι άσπλαχνος", έτσι όπως μπορεί να πει κάποιος που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην Ταϊτή, "Το χιόνι είναι κρύο". Ήξερες, αλλά δεν καταλάβαινες». Πλησίασε τον Ντέιβιντ και έπιασε με τις παλάμες του τα παγωμένα μάγουλα του παιδιού. «Ξέρεις πόσο άσπλαχνος μπορεί να γίνει ο θεός σου, Ντέιβιντ; Πόσο απίστευτα άσπλαχνος;» Ο Ντέιβιντ περίμενε, χωρίς να λέει τίποτα. Μπορεί να άκουγε, μπορεί και όχι, Ο Τζόνι δεν ήξερε. «Μερικές φορές μας αναγκάζει να ζήσουμε».

Ο Τζόνι γύρισε, σήκωσε το φακό από κάτω και προχώρησε προς το βάθος της σήραγγας. Μετά από μερικά βήματα, σταμάτησε και γύρισε πάλι προς τους άλλους. «Πήγαινε στο φίλο σου τον Μπράιαν, Ντέιβιντ. Πήγαινε στο φίλο σου και καν' τον αδερφό σου. Μετά άρχισε να λες στον εαυτό σου ότι πάθατε ένα ατύχημα στο δρόμο, τραγικό ατύχημα, ένας ανεγκέφαλος μεθύστακας πέρασε στο αντίθετο ρεύμα, το τροχόσπιτο σας τουμπάρισε και μόνο εσύ επέζησες. Συμβαίνουν συνέχεια αυτά. Διάβασε τις εφημερίδες και θα δεις». 618

STEPHEN KING

«Μα δεν είναι αλήθεια!»

«Θα μπορούσε να ήταν. Και όταν γυρίσεις πίσω στο Οχάιο ή στην Ινδιάνα ή όπου αλλού ζεις, προσευχήσου στο θεό να τα ξεπεράσεις όλα αυτά. Ζήτα Του να σε κάνει καλά. Όσο για τώρα, μπορείς να φύγεις, έχεις άδεια αποχώρησης». «Δε θα ξαναπροσευχηθώ... Τι; Τι είπες;»

«Είπα, έχεις άδεια αποχώρησης». Ο Τζόνι τον κοίταζε με ένα επίμονο, διαπεραστικό βλέμμα. «Άδεια πρόωρης αποχώρησης». Γύρισε το κεφάλι του. «Παρ' τον από δω, Στίβεν. Παρ' τους όλους από δω». «Αφεντικό, τι...»

«Το τουρ τελείωσε, αγόρι μου. Βάλ' τους στο φορτηγό και πάρτε δρόμο αν θέλετε να μην πάθετε τίποτα. Εγώ πάω τώρα». Γύρισε και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας την Κινέζικη Στοά, με το φως να χοροπηδάει μπροστά του στο σκοτάδι. Σε λίγο χάθηκε κι αυτό. 5 Σκόνταψε σε κάτι, παρ' όλο το φως του φακού, και κόντεψε να σωριαστεί κάτω μπρούμυτα. Έτσι έπαψε να τρέχει και συνέχισε περπατώντας. Οι Κινέζοι μεταλλωρύχοι είχαν πετάξει ό,τι πράγματα κρατούσαν μέσα στη φρενιασμένη, μάταιη προσπάθεια τους να σωθούν. Αλλά δεν τα είχαν καταφέρει. Το έδαφος ήταν γεμάτο κόκαλα, που γίνονταν σκόνη όταν τα πατούσε. Προχωρούσε, κινώντας το φως σε ένα σταθερό τρίγωνο -από αριστερά προς τα δεξιά, μετά κάτω στο έδαφος, μετά αριστερά πάλι- για να βλέπει πού πηγαίνει. Είδε ότι οι τοίχοι ήταν γεμάτοι κινέζικα γράμματα, λες και αυτοί που είχαν επιζήσει από την κατάρρευση της στοάς είχαν κυριευτεί από μανία ν' αφήσουν γραπτά μηνύματα, καθώς τους πλησίαζε ο θάνατος. Εκτός από τα κόκαλα, έβλεπε τσίγκινα κύπελλα, παλιές, σκουριασμένες αξίνες με παράξενες, κοντές λαβές, μικρά, σκουριασμένα κουτιά με λουριά πάνω τους (μάλλον οι κηροζίνες, τα λυχνάρια που τους είχε πει ο Ντέιβιντ), σάπια ρούχα, μοκασίνια από δέρμα 619

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

ελαφιού (ήταν μικροσκοπικά, σαν παπουτσάκια για μωρά) και, τουλάχιστον, τρία ζευγάρια ξύλινα παπούτσια. Πάνω σε ένα απ' αυτά είδε ό,τι είχε απομείνει από ένα κερί που πρέπει να είχε κατασκευαστεί ένα χρόνο πριν βγει Πρόεδρος ο Αβραάμ Λίνκολν.

Και παντού, παντού, σκορπισμένα ανάμεσα στα κόκαλα και τα απομεινάρια, υπήρχαν καν τακ: κογιότ με αράχνες για γλώσσες, αράχνες με ποντίκια να ξεπροβάλλουν από το στόμα τους, νυχτερίδες με απλωμένα φτερά και γλώσσες φρικιαστικά μωρά που γελούσαν σαν καλικάντζαροι. Μερικά απεικόνιζαν εφιαλτικά πλάσματα, που δεν είχαν υπάρξει ποτέ πάνω στη γη, μείγματα τερατόμορφων πλασμάτων, που όταν τα κοίταζε ο Τζόνι ένιωθε τα μάτια του να πονούν. Αισθανόταν τα καν τακ να τον καλούν, να τον έλκουν όπως η σελήνη έλκει τη θάλασσα. Μερικές φορές είχε αισθανθεί την ίδια έλξη από μια ξαφνική λαχτάρα να πιει αλκοόλ, να φάει ένα γλυκό ή να γλείψει τα βελούδινα χείλια μιας γυναίκας. Τα καν τακ μιλούσαν με φωνές τρέλας, που αναγνώριζε από το παρελθόν του: γλυκές, λογικές φωνές, που προτείνουν ακατονόμαστες πράξεις. Αλλά τα καν τακ δεν είχαν δύναμη πάνω του αν δεν τα άγγιζε. Αν μπορούσε να το αποφύγει αυτό –να αποφύγει την απελπισία, που θα ερχόταν μεταμφιεσμένη σαν περιέργεια- μάλλον δε θα είχε πρόβλημα.

Να τους είχε πάρει από κει τους άλλους ο Στιβ; Το ήλπιζε, όπως ήλπιζε και ότι θα είχαν απομακρυνθεί αρκετά με το φορτηγό πριν έρθει το τέλος. Σε λίγο θα γινόταν η μεγάλη ανατίναξη. Είχε μόνο δύο σακούλες ANFO κρεμασμένες στο λαιμό του από τα κορδόνια, αλλά ήταν αρκετές, δε χρειαζόταν παραπάνω. Είχε σκεφτεί όμως ότι ήταν προτιμότερο να μην το πει στους άλλους αυτό. Πιο ασφαλές.

Τώρα άκουγε το απαλό βογκητό που τους είχε περιγράψει ο Ντέιβιντ: το στρίγκλισμα των αφανιτών, λες και μιλούσε η ίδια η γη. Λες και διαμαρτυρόταν για την εισβολή του. Και τώρα έβλεπε επίσης ένα αμυδρό ζιγκ ζαγκ από κόκκινο φως μπροστά του. Δύσκολο να καταλάβει πόσο μακριά ήταν μέσα σ' αυτό το σκοτάδι. Η μυρωδιά ήταν κι αυτή πιο έντονη και πιο ξεκάθαρη: κρύες στάχτες. Στα αριστερά του, ένας σκελετός -μάλλον όχι Κινέζου, αν έκρινε από το μέγεθος- ήταν γονατισμένος δίπλα σε έναν τοίχο, σαν να είχε πεθάνει ενώ προσευχόταν. Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι 620

STEPHEN KING

του και χάρισε στον Τζόνι Μάρινβιλ ένα νεκρό χαμόγελο όλο δόντια. Φύγε από δω όσο είναι καιρός. Τακ αχ γουάν. Τακ αχ λαχ.

Ο Τζόνι κλότσησε το κρανίο σαν να ήταν μπάλα. Διαλύθηκε (σχεδόν εξατμίστηκε) σε μικροσκοπικά θρύμματα και ο Τζόνι συνέχισε να προχωρεί προς το κόκκινο φως, που έβγαινε μέσα από ένα στενό άνοιγμα στο βράχο.

Στάθηκε μπροστά του, κοιτάζοντας το φως. Δεν μπορούσε να δει και πολλά πράγματα μέσα στο θάλαμο. Άκουσε τη φωνή του Ντέιβιντ μέσα στο κεφάλι του, όπως ένας υπνωτισμένος ακούει τη φωνή του υπνωτιστή: Στη μία και δέκα το μεσημέρι της εικοστής πρώτης Σεπτεμβρίου, οι Κινέζοι που ήταν στο πιο προχωρημένο άκρο της στοάς έσπασαν μερικούς βράχους και είδαν μπροστά τους κάτι που στην αρχή το πέρασαν για σπήλαιο...

Ο Τζόνι πέταξε το φακό -δε θα του χρειαζόταν πια- και πέρασε μέσα από το στενό ρήγμα του βράχου. Μόλις μπήκε στο αν τακ, εκείνος ο μουρμουριστός ήχος, σαν από φρεάτιο ασανσέρ, που είχαν ακούσει στην είσοδο της στοάς άρχισε να γεμίζει το μυαλό του με ψιθυριστές φωνές... φωνές που τον δελέαζαν, τον καλόπιαναν, τον απειλούσαν. Παντού γύρω του υπήρχαν σκαλιστά πρόσωπα πάνω στην πέτρα, που μετέτρεπαν το θάλαμο σε έναν εξωπραγματικό χώρο φωτισμένο με ένα αμυδρό κόκκινο φως: λύκος και κογιότ, γεράκι και αετός, αρουραίος και σκορπιός. Από το στόμα του καθενός προεξείχε όχι ένα άλλο ζώο αλλά ένα άμορφο σχήμα σαν ερπετό. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να το κοιτάξει –έτσι κι αλλιώς, του ήταν αδύνατο να το δει πραγματικά. Ήταν ο Τακ; Ο Τακ από τον πάτο του ίνι; Αλλά και να ήταν, τι σημασία είχε; Πώς είχε μπει μέσα στον Ρίπτον;

Αν ο Τακ ήταν παγιδευμένος εκεί κάτω, πώς είχε μπει μέσα στον Ρίπτον;

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι διέσχιζε το αν τακ, πήγαινε προς το ίνι. Προσπάθησε να σταματήσει τα πόδια του και ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε. Προσπάθησε να φανταστεί τον Κάρι Ρίπτον να κάνει την ίδια ανακάλυψη και δε δυσκολεύτηκε καθόλου. 621

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Ήταν πολύ εύκολο.

Οι μακρόστενες σακούλες του ANFO ταλαντεύονταν μπρος πίσω πάνω στο στήθος του. Τρελές εικόνες χόρευαν στο μυαλό του: η Τέρι να αρπάζει τις θηλιές της ζώνης του και να τον κολλάει πάνω στην κοιλιά της καθώς άρχιζε να τελειώνει, ο καλύτερος οργασμός της ζωής του και είχε καταλήξει μέσα στο παντελόνι του, πες το αυτό στον Έρνεστ Χεμινγουέι· να βγαίνει από την πισίνα του Μπελ Αιρ γελώντας, το μαλλί κολλημένο στο μέτωπο του, και να υψώνει το μπουκάλι της μπίρας καθώς άστραφταν τα φλας· ο Μπιλ Χάρις να του λέει ότι αν το κάνει αυτό, αν διασχίσει τη χώρα με τη μοτοσικλέτα, μπορεί να αλλάξει η ζωή του και όλη η καριέρα του... αν είχε τις δυνάμεις για ένα τέτοιο ταξίδι, βέβαια. Και τέλος είδε τα άδεια, γκρίζα μάτια του μπάτσου να τον κοιτάζουν στον καθρέφτη του περιπολικού, άκουσε τον μπάτσο να του λέει ότι γρήγορα θα καταλάβαινε πολύ περισσότερα πράγματα για το πνεύμα, το σώμα και τη σάρκα. Όσο γι' αυτό, είχε δίκιο.

«Θεέ μου, προστάτεψε με για να μπορέσω να κάνω αυτό που πρέπει», είπε και άφησε τον εαυτό του να πλησιάσει το ίνι. θα μπορούσε να σταματήσει αν προσπαθούσε; Καλύτερα να μην το μάθαινε, ίσως.

Γύρω από την τρύπα στο έδαφος -το πηγάδι των κόσμων του Ντέιβιντ Κάρβερ- υπήρχε ένας κύκλος από νεκρά, σαπισμένα ζώα. Κογιότ και γύπες κυρίως, αλλά είδε και αράχνες και μερικούς σκορπιούς. Είχε την υποψία ότι είχαν πεθάνει όταν πέθανε ο αετός. Κάποια δύναμη που αποτραβήχτηκε από μέσα τους τα τσάκισε, όπως είχε τσακίσει και την Όντρεϊ Γουάιλερ μόλις ο Στιβ της πέταξε τα καν τακ από το χέρι.

Μια γλώσσα καπνού άρχισε να υψώνεται από το ίνι... μόνο που δεν ήταν πραγματικά καπνός. Ήταν μια αιωρούμενη, λιπαρή, καφεμαύρη γλίτσα και καθώς άρχισε να προχωρεί κουλουριαστά προς το μέρος του, ο Τζόνι κατάλαβε ότι ήταν ζωντανή. Έμοιαζε με κοκαλιάρικα χέρια με τρία δάχτυλα, που ανοιγόκλειναν σαν να προσπαθούσαν να αρπάξουν κάτι. Δεν ήταν από εκτόπλασμα αυτά τα χέρια αλλά ούτε και από ύλη. Η θέα τους του προκάλεσε πονοκέφαλο, όπως μπορεί να έχει πονοκέφαλο ένα παιδί όταν τελειώσει το γύρο του σ' όλα τα γρήγορα και τρομακτικά παιχνί622

STEPHEN KING

δια ενός λούνα παρκ. Αυτό το πράγμα είχε τρελάνει τους μεταλλωρύχους, φυσικά. Αυτό είχε αλλάξει τον Ρίπτον. Τα αδιαφανή παράθυρα του πίριν μοχ τον κοίταζαν κοροϊδευτικά, του έλεγαν... τι ακριβώς; Σχεδόν άκουγε κάτι... (και ντε μουν)

Άνοιξε το στόμα σου.

Και ναι, το στόμα του ήταν ανοιχτό, διάπλατα ανοιχτό, όπως στον οδοντίατρο. Άνοιξε το στόμα σου, κύριε Μάρινβιλ, πιο πολύ, άνοιξε το, ξεφτιλισμένε συγγραφέα της δεκάρας, με κάνεις έξαλλο, με κάνεις πυρ και μανία, αλλά άνοιξε το στόμα σου εσύ, άνοιξε το καλά, και ντε μουν, ρε γαμημένε καριόλη σκατομαλάκα, και θα σε φτιάξουμε εμείς, θα σε κάνουμε καινούριο, καλύτερο από καινούριο, άνοιξε καλά, άνοιξε καλά, και ντε μουν, ΑΝΟΙΞΕ ΚΑΛΑ... Ο καπνός. Η γλίτσα. Ή ό,τι ήταν αυτό το πράγμα, τέλος πάντων. Τώρα δεν υπήρχαν χέρια στις άκρες των χεριών αλλά σωλήνες. Όχι... όχι σωλήνες... τρύπες.

Ναι, αυτό ήταν. Τρύπες σαν μάτια. Τρεις. Μπορεί και παραπάνω, αλλά τις τρεις τις έβλεπε καθαρά. Ένα τρίγωνο από τρύπες, δύο πάνω και μια κάτω, τρύπες σαν μάτια που ψιθύριζαν, τρύπες σαν οπές ανατινάξεως...

Ακριβώς, είπε ο Ντέιβιντ. Έτσι είναι, Τζόνι. Τρύπες ανατινάξεως, που θα εκτοξεύσουν τον Τακ κατευθείαν μέσα σου, έτσι όπως εκτοξεύτηκε μέσα στον Κάρι Ρίπτον, ο μόνος τρόπος που έχει για να βγει από την τρύπα όπου είναι κλεισμένος εκεί κάτω, την τρύπα που είναι τόσο μικρή, ώστε δεν περνάει από μέσα τίποτε άλλο απ' αυτό το υλικό, αυτή τη μύξα, δύο τρύπες για τη μύτη σου και μία για το στόμα σου.

Η καφεμαύρη γλίτσα προχωρούσε κουλουριαστά προς το μέρος του, φρικτή και γοητευτική μαζί, τρύπες που ήταν στόματα, στόματα που ήταν μάτια. Μάτια που ψιθύριζαν. Που υπόσχονταν. Συνειδητοποίησε ότι είχε στύση. Δεν ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο, αλλά πότε τον είχε σταματήσει αυτό για να τον σταματήσει και τώρα;

Και οι τρύπες... ρουφούσαν... τις ένιωθε να ρουφάνε τον αέρα από το στόμα του... το λαιμό του... 623

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Έκλεισε απότομα το στόμα του και φόρεσε το κράνος. Μόλις που πρόλαβε. Μια στιγμή αργότερα, οι καφετιές λωρίδες συνάντησαν το πλεξιγκλάς της προσωπίδας και απλώθηκαν πάνω του με έναν απαίσιο, ρουφηχτό ήχο. Για μια στιγμή είδε βεντούζες να απλώνονται, σαν χείλια που φιλούν, και μετά χάθηκαν, έγιναν βρομεροί λεκέδες από ένα αηδιαστικό καφέ υλικό.

Ο Τζόνι άπλωσε τα χέρια, έπιασε την καφέ γλίτσα που αιωρούνταν μπροστά του και την τράβηξε προς αντίθετες κατευθύνσεις, σαν να έστυβε ένα πανί. Ένιωσε μια αίσθηση σαν να τον τσιμπούσαν βελόνες στις παλάμες και στα δάχτυλα του και η σάρκα του μούδιασε... Η καφέ γλίτσα όμως σκίστηκε, ένα μέρος της τραβήχτηκε πίσω, προς το ίνι, κι ένα άλλο έπεσε κάτω. Έφτασε στην άκρη της τρύπας και στάθηκε ανάμεσα από ένα σωρό φτερά, που κάποτε ήταν γύπας, και ένα κογιότ πεσμένο νεκρό στο πλευρό. Κοίταξε κάτω και, ταυτόχρονα, άγγιξε τις σακούλες του ANFO στο λαιμό του, τις χάιδεψε με τα μουδιασμένα χέρια του. Ξέρεις πώς να πυροδοτήσεις αυτό το πράγμα χωρίς δυναμίτη και πυροκροτητές; τον είχε ρωτήσει ο Στιβ. Ξέρεις, έτσι δεν είναι; Ή πιστεύεις ότι ξέρεις.

«Ελπίζω να ξέρω», είπε ο Τζόνι. Η φωνή του ακούστηκε μουντή και παράξενη μέσα στο κράνος. «Ελπίζω...»

«ΤΟΤΕ ΕΛΑ!» φώναξε μια τρελή φωνή πίσω του. Ο Τζόνι αναπήδησε από έκπληξη και τρόμο. Ήταν η φωνή του μπάτσου. Του Κόλι Εντράτζιαν. «ΕΛΑ! ΤΑΚΑΧΛΑΧ, ΠΙΡΙΝ ΜΟΧ! ΕΛΑ, ΡΕ ΠΑΛΙΟΠΟΥΣΤΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΣΟ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΤΑΚ!»

Πήγε να κάνει ένα βήμα πίσω, ίσως για να το ξανασκεφτεί, αλλά πλοκάμια από γλίτσα τυλίχτηκαν γύρω από τους αστραγάλους του σαν δάχτυλα και του τράβηξαν τα πόδια. Έπεσε μέσα στο πηγάδι με τα πόδια μπροστά, σε μια άχαρη βουτιά, και χτύπησε το πίσω μέρος του κεφαλιού του στο τοίχωμα. Αν δε φορούσε το κράνος, θα είχε σπάσει το κεφάλι του. Αμέσως άρπαξε τις σακούλες του ANFO και τις κράτησε πάνω στο στήθος του για να τις προστατέψει. 624

STEPHEN KING

Και τότε άρχισε ο πόνος, πρώτα σαν ένα δάγκωμα και μετά σαν σκίσιμο και ύστερα σαν κάτι να τον έτρωγε ζωντανό. Το ίνι είχε σχήμα χοάνης και η κατηφορική πλαγιά ήταν γεμάτη κρυσταλλικές προεξοχές από χαλαζία και σπασμένους αφανίτες. Ο Τζόνι γλιστρούσε πάνω της, σαν παιδί σε τσουλήθρα που η επιφάνεια της έχει γυάλινα αγκίστρια. Τα πόδια του προστατεύονταν, σε κάποιο βαθμό, από το δερμάτινο πανωπαντέλονο και το κεφάλι του από το κράνος, αλλά η πλάτη του και οι γλουτοί του σκίστηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα. Έβαλε κάτω τα χέρια του σε μια προσπάθεια να φρενάρει και αμέσως τα ένιωσε να σκίζονται από πέτρινες βελόνες. Είδε τα μανίκια του πουκαμίσου του να γίνονται κόκκινα και, μια στιγμή αργότερα, να σκίζονται λωρίδες. «ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΟ;» φώναξε η φωνή από τον πάτο του ίνι και τώρα ήταν η φωνή της Έλεν Κάρβερ. «ΤΑΚΑΧΛΑΧ,

ΠΑΛΙΟΚΑΡΙΟΛΗ, ΠΟΥ ΠΑΣ ΝΑ ΧΩΣΕΙΣ ΤΗ ΜΥΤΗ ΣΟΥ ΣΕ ΞΕΝΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ! ΕΝ ΤΟΟΥ! TEN ΑΧ ΑΑΧ!»

Η φωνή μαινόταν, τον έβριζε και τον βλαστημούσε σε δύο γλώσσες.

Ντιπ παλαβός σε όλες τις διαστάσεις, σκέφτηκε ο Τζόνι και γέλασε μέσα στην αγωνία του. Πετάχτηκε μπροστά προσπαθώντας να γυρίσει τούμπα. Ώρα να περιποιηθούμε και την άλλη μεριά, σκέφτηκε και γέλασε ακόμη πιο δυνατά. Ένιωθε αίμα να χύνεται μέσα στις μπότες του σαν ζεστό νερό.

Ο καφεμαύρος ατμός ήταν παντού γύρω του, ψιθύριζε και κολλούσε πεινασμένες βεντούζες πάνω στην προσωπίδα του κράνους. Εμφανίζονταν, χάνονταν, εμφανίζονταν πάλι, βγάζοντας εκείνους τους σιγανούς, ρουφηχτούς ήχους. Δεν μπορούσε να ανασηκωθεί όπως ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει τούμπα μπροστά. Η κατηφορική πλαγιά ήταν πολύ απότομη. Έτσι γύρισε στο πλευρό και αρπάχτηκε από τις κρυσταλλικές προεξοχές που τον ξέσκιζαν, τα χέρια του χαρακώθηκαν αμέσως, αλλά δεν τον ένοιαζε, έπρεπε να σταματήσει πριν κοπεί ολόκληρος λωρίδες. Και ξαφνικά η γλίστρα σταμάτησε.

Κειτόταν διπλωμένος στα δύο, στον πάτο της χοάνης. Ένιωθε να αιμορραγεί από παντού και τα σκισμένα νεύρα του προσπαθού625

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σαν να πνίξουν κάθε λογική σκέψη με το ασταμάτητο ουρλιαχτό τους. Σήκωσε το κεφάλι και είδε μια πλατιά λωρίδα αίματος να σημαδεύει τη διαδρομή του πάνω στο κατηφορικό καμπυλωτό τοίχωμα. Λωρίδες υφάσματος και δέρματος -το πουκάμισο του, το παντελόνι του, το πανωπαντέλονο- κρέμονταν από μερικές κρυσταλλικές προεξοχές.

Είδε καπνό να ανεβαίνει ανάμεσα στα πόδια του, να βγαίνει από την τρύπα στον πάτο της χοάνης, να προσπαθεί να αρπάξει τα αχαμνά του. «Άφησε με», είπε. «Σε διατάζει ο θεός μου».

Ο καφεμαύρος καπνός τραβήχτηκε πίσω και κουλουριάστηκε γύρω από τους μηρούς του σε βρομερές ταινίες. «Μπορώ να σε αφήσω να ζήσεις», είπε μια φωνή. Δεν ήταν παράξενο, σκέφτηκε ο Τζόνι, που ο Τακ ήταν παγιδευμένος από την άλλη μεριά. Η τρύπα στην οποία κατέληγε η χοάνη ήταν πολύ μικρή, όχι πάνω από δύο εκατοστά διάμετρο. Μέσα της παλλόταν κόκκινο φως. «Μπορώ να σε κάνω καλά, να σε θεραπεύσω, να σε αφήσω να ζήσεις». «Ναι, αλλά μπορείς να μου δώσεις το Νόμπελ λογοτεχνίας;»

Ο Τζόνι ξεκρέμασε τις σακούλες του ANFO από το λαιμό του, μετά έβγαλε το σφυρί από τη ζώνη του. Έπρεπε να δουλέψει γρήγορα. Όλο του το σώμα είχε ξεσκιστεί και ένιωθε κιόλας την γκρίζα ομίχλη της αιμορραγίας να απλώνεται στο μυαλό του. θυμήθηκε το Κονέκτικατ πάλι, τις ομίχλες που έπεφταν το βράδυ στα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου.

«Ναι! Ναι, μπορώ!» Η φωνή από το στενό, κόκκινο λαιμό ακουγόταν ολοπρόθυμη τώρα. Και τρομαγμένη επίσης. «Μπορώ να σου δώσω τα πάντα! Επιτυχία... λεφτά... γυναίκες... και μπορώ να σε θεραπεύσω, μην το ξεχνάς αυτό! Μπορώ να σε κάνω καλά!»

«Μπορείς να φέρεις πίσω τον πατέρα του Ντέιβιντ;»

Σιωπή από το ίνι. Τώρα ο καφεμαύρος καπνός που έβγαινε από την τρύπα βρήκε τις χαρακιές στην πλάτη και τα πόδια του και ξαφνικά ο Τζόνι ένιωσε σαν να του είχαν επιτεθεί πιράνχας. Ούρλιαξε. 626

STEPHEN KING

«Μπορώ να κάνω τον πόνο να σταματήσει!» είπε ο Τακ από τη μικροσκοπική του τρύπα. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να το ζητήσεις -και να σταματήσεις, φυσικά».

Με τον ιδρώτα να του τσούζει τα μάτια, ο Τζόνι άνοιξε τη μια σακούλα ANFO με τη μυτερή άκρη του σφυριού. Έγειρε το σκίσιμο πάνω από τη μικρή τρύπα και άδειασε τα σφαιρίδια μέσα. Το κόκκινο φως έσβησε αμέσως, λες και το πλάσμα εκεί μέσα φοβόταν ότι μπορεί να πυροδοτούσε μόνο του το εκρηκτικό.

«Δεν μπορείς!» ούρλιαξε. Η φωνή ακούστηκε πνιγμένη τώρα, αλλά ο Τζόνι την άκουγε καθαρά μέσα στο μυαλό του. «Δεν μπορείς, πανάθεμα σε! Αν λαχ! Αν λαχ! Ος νταμ! Καριόλη!» Αν λαχ και σ' εσένα, σκέφτηκε ο Τζόνι. Και καν ντε λατς από πάνω.

Η πρώτη σακούλα είχε αδειάσει. Ο Τζόνι είδε ένα αμυδρό λευκό χρώμα μέσα στην τρύπα που προηγουμένως ήταν μαύρη και κόκκινη. Ο «οισοφάγος» που οδηγούσε στον κόσμο του Τακ... ή στο επίπεδο του.. ή στη διάσταση του... δεν ήταν πολύ μακρύς. Με τα υλικά μέτρα μέτρησης, τουλάχιστον. Και είχε την αίσθηση ότι ο πόνος στην πλάτη και τα πόδια του είχε μειωθεί. Μπορεί απλώς να μούδιασα, σκέφτηκε. Συνηθισμένα πράγματα.

Πήρε τη δεύτερη σακούλα του ANFO και είδε ότι η μία πλευρά της είχε μουσκέψει από το αίμα του. Τώρα, εκτός από την ομίχλη στο μυαλό του, αισθανόταν και το σώμα του να εξασθενεί όλο και πιο πολύ. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, να κινηθεί σαν τον άνεμο.

Έσκισε τη σακούλα με τη μυτερή άκρη του σφυριού, προσπαθώντας να μην ακούει τις στριγκλιές που διαπερνούσαν το νου του. Ο Τακ μιλούσε ολοκληρωτικά στην άλλη γλώσσα τώρα.

Αναποδογύρισε τη σακούλα πάνω από την τρύπα και είδε τα σφαιρίδια του ANFO να αδειάζουν. Το λευκωπό χρώμα έγινε πιο έντονο καθώς ο «οισοφάγος» γέμιζε. Όταν πια άδειασε η σακούλα, το πάνω μέρος της στοίβας των σφαιριδίων βρισκόταν σε βάθος μόλις εφτά οχτώ εκατοστών.

Όσος ακριβώς χώρος χρειάζεται, σκέφτηκε ο Τζόνι. Αντιλήφθηκε ότι ησυχία είχε απλωθεί μέσα στο πηγάδι και στο αν τακ από πάνω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν εκείνος ο αμυδρός ψίθυρος, ί627

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

σως το κάλεσμα των φαντασμάτων που ήταν κλεισμένα εδώ μέσα από την εικοστή πρώτη Σεπτεμβρίου του 1859. Αν ήταν όντως αυτά, είχε σκοπό να τα ελευθερώσει.

Έψαξε στην τσέπη του πανωπαντέλονου και του φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες. Πάλευε με την ομίχλη, που θόλωνε τις σκέψεις του, πάλευε με την αδυναμία του, που όλο και μεγάλωνε. Επιτέλους, τα δάχτυλα του άγγιξαν κάτι, το έχασαν, το άγγιξαν ξανά, το άρπαξαν και το έβγαλαν έξω. Ένα χοντρό πράσινο φυσίγγιο για δίκαννο.

Το έβαλε μέσα στην τρύπα στον πάτο του ίνι και δεν ένιωσε έκπληξη όταν είδε ότι ταίριαζε τέλεια. Ο κάλυκας σταμάτησε στα χείλη της τρύπας, ενώ η μύτη του ήταν σε επαφή με τα σφαιρίδια του ANFO. «Έτοιμο το φουρνέλο σου, μπάσταρδε», είπε βραχνά.

Όχι, ψιθύρισε μια φωνή στο κεφάλι του. Δε θα τολμήσεις.

Ο Τζόνι κοίταξε τον μπρούντζινο κάλυκα, που έκλεινε την τρύπα στον πάτο του ίνι. Έπιασε τη λαβή του σφυριού, νιώθοντας τις δυνάμεις του να μειώνονται γοργά και σκέφτηκε τι του είχε πει ο μπάτσος λίγο πριν τον βάλει στο περιπολικό. Είσαι ένα θλιβερό δείγμα συγγραφέα κι ένα ακόμη θλιβερότερο δείγμα ανθρώπου.

Έβγαλε το κράνος σπρώχνοντας το με την ανάποδη του ελεύθερου αριστερού χεριού του. Γελούσε πάλι, καθώς σήκωσε το σφυρί ψηλά πάνω από το κεφάλι του, και γελούσε ακόμη καθώς το κατέβασε με απόλυτη ακρίβεια στο κέντρο του κάλυκα. «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΣΥΓΧΩΡΗΣΕ ΜΕ, ΤΟΥΣ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΤΟΥΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥΣ!»

Είχε στη διάθεση του ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, για να αναρωτηθεί αν τα είχε καταφέρει, και μετά το ερώτημα του απαντήθηκε από μια εκτυφλωτική, αθόρυβη, κόκκινη λάμψη. Ήταν σαν να λιποθυμάς μέσα σε τριαντάφυλλο.

Ο Τζόνι Μάρινβιλ αισθάνθηκε να πέφτει και οι τελευταίες σκέψεις του ήταν για τον Ντέιβιντ -είχε προλάβει να φύγει ο Ντέιβιντ, είχε προλάβει να απομακρυνθεί, ήταν εντάξει τώρα, θα ήταν εντάξει αργότερα; 628

STEPHEN KING

Άδεια πρόωρης αποχώρησης, σκέφτηκε ο Τζόνι και μετά η σκέψη χάθηκε κι αυτή.

629

ΜΕΡΟΣ V

STEPHEN KING

ΛΕΟΦΩΡΟΣ 50: ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ 1 Γύρω από το φορτηγό υπήρχε ένας ακανόνιστος δακτύλιος από νεκρά ζώα -γύπες και κογιότ κυρίως- αλλά ο Στιβ μόλις που τα πρόσεξε. Τον έκαιγε μια ασυγκράτητη αγωνία να φύγουν από κει. Οι απότομες πλαγιές της εκσκαφής υψώνονταν από πάνω τους, σαν τα τοιχώματα ανοιχτού τάφου. Έφτασε στο φορτηγό λίγο πριν από τους άλλους (η Σύνθια και η Μαίρη κρατούσαν τον Ντέιβιντ από τα χέρια, αν και μάλλον μπορούσε να περπατήσει μόνος του) και άνοιξε με φόρα τη δεξιά πόρτα. «Στιβ, τι έπαθες...» άρχισε να λέει η Σύνθια.

«Μπείτε μέσα! Οι ερωτήσεις αργότερα». Της έδωσε μια σπρωξιά στον πισινό καθώς ανέβαινε στην καμπίνα. «Κάνε άκρη να μπουν και οι άλλοι!» Η Σύνθια έπιασε την άκρη του καθίσματος και ο Στιβ γύρισε στον Ντέιβιντ. «θα δημιουργήσεις πρόβλημα;»

Ο Ντέιβιντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν θολά και απαθή, αλλά αυτό δεν καθησύχασε εντελώς τον Στιβ. Ο μικρός ήταν πολυμήχανος, το είχε αποδείξει πολλές φορές αυτό πριν ακόμη τον γνωρίσει αυτός και η Σύνθια.

Βοήθησε τον Ντέιβιντ να ανεβεί στην καμπίνα, μετά κοίταξε τη Μαίρη. «Μπες κι εσύ. θα στριμωχτούμε λίγο, αλλά αν δεν είμαστε φίλοι μετά από όλα αυτά...»

Η Μαίρη ανέβηκε στην καμπίνα κι έκλεισε την πόρτα, ενώ ο Στιβ έκανε τρέχοντας το γύρο του φορτηγού από μπροστά, πατώντας για μια στιγμή πάνω σε ένα γύπα -ήταν σαν να πατάς μαξιλάρι γεμάτο κόκαλα.

Πόση ώρα έλειπε το αφεντικό; Ένα λεπτό; Δύο; Δεν είχε ιδέα. Είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Ανέβηκε στη θέση του οδηγού και επέτρεψε για μια στιγμή στον εαυτό του να αναρωτηθεί τι θα 631

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

έκαναν αν η μηχανή δεν έπαιρνε μπροστά. Η απάντηση του ήρθε αμέσως: τίποτα. Κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας, μετά γύρισε το κλειδί και η μηχανή πήρε μπρος μουγκρίζοντας. Δόξα τω θεώ. Μια στιγμή αργότερα το φορτηγό ξεκινούσε.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο, περνώντας γύρω από τα σκαπτικά μηχανήματα, την αποθήκη εκρηκτικών και το γραφείο. Ανάμεσα στα δύο κτίρια υπήρχε πάντα το σκονισμένο περιπολικό, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και το μπροστινό κάθισμα λερωμένο από τα αίματα του Κόλι Εντράτζιαν. Κοιτάζοντας μέσα εκεί ο Στιβ ένιωσε κάτι παγερό να τον τυλίγει και κατόπιν μια μικρή ζάλη, όπως όταν κοιτάζεις από ένα ψηλό κτίριο. «Γαμήσου, παλιοπούστη», είπε σιγανά η Μαίρη, κοιτάζοντας το περιπολικό. «Γαμήσου. Και ελπίζω να μ' ακούς».

Χτύπησαν μια προεξοχή στο δρόμο και το φορτηγό τραντάχτηκε ολόκληρο. Ο Στιβ πετάχτηκε πάνω, τα πόδια του χτύπησαν στο κάτω μέρος του τιμονιού και το κεφάλι του στο ταβάνι. Άκουσε πνιχτούς κρότους από πίσω, από τα πράγματα που υπήρχαν στην καρότσα. Πράγματα του αφεντικού, κυρίως.

«Ε», είπε νευρικά η Σύνθια, «δε νομίζεις ότι το παραπάτησες, αγοράκι;» «Όχι», της απάντησε ο Στιβ. Κοίταξε στον αριστερό καθρέφτη καθώς άρχισαν να ανεβαίνουν μουγκρίζοντας το χωματόδρομο που έβγαζε στο χείλος της εκσκαφής. Έψαχνε να βρει το άνοιγμα της στοάς, αλλά δεν μπορούσε να το δει. Ήταν από την άλλη μεριά του φορτηγού.

Στα μισά περίπου της πλαγιάς χτύπησαν πάλι σε εξόγκωμα στο δρόμο, πιο μεγάλο αυτή τη φορά, και για μια στιγμή του φάνηκε ότι το φορτηγό θα έβγαινε από το δρόμο. Οι δέσμες των φαναριών έκαναν μια τρελή κίνηση και μετά το φορτηγό κάθισε βαθιά στις αναρτήσεις του. Η Μαίρη και η Σύνθια ούρλιαξαν, ο Ντέιβιντ όχι. Καθόταν στριμωγμένος ανάμεσα τους, μισός στο κάθισμα και μισός πάνω στα πόδια της Μαίρης. Ήταν εντελώς αδρανής, μια κούκλα σε φυσικό μέγεθος. «Κόψε!» ούρλιαξε η Μαίρη. «Αν βγεις από το δρόμο, θα κουτρουβαλήσουμε μέχρι τον πάτο! ΚΟΨΕ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!» 632

STEPHEN KING

«Όχι», ξανάπε ο Στιβ, χωρίς να προσθέσει ότι το να βγει απ' αυτόν το δρόμο, που ήταν πλατύς σαν εθνική οδός, ήταν η πιο ασήμαντη από τις ανησυχίες του. Μπροστά έβλεπε το χείλος του αναχώματος. Ο ουρανός από πάνω του είχε τώρα ένα σκούρο βιολετί χρώμα, που γινόταν όλο και πιο φωτεινό.

Κοίταξε στο δεξιό καθρέφτη, ψάχνοντας το σκοτεινό στόμιο της σήραγγας μέσα στο ακόμη σκοτεινότερο άνοιγμα του Κινέζικου Ορυχείου, καν τακ μέσα σε καν τακ, αλλά δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Ξαφνικά όλος ο πυθμένας της εκσκαφής φωτίστηκε από ένα τετράγωνο λευκού φωτός. Ήταν τόσο λαμπερό, που δεν μπορούσες να το κοιτάξεις. Απλώθηκε από την Κινέζικη Στοά, σαν πύρινη γροθιά, και γέμισε την καμπίνα του φορτηγού με ένα άγριο φως. «Χριστέ μου, τι ήταν αυτό;» ούρλιαξε η Μαίρη, σκεπάζοντας τα μάτια της με το χέρι. «Το αφεντικό», είπε σιγανά ο Στιβ.

Ένας βαρύς βρόντος φάνηκε να έρχεται από πίσω τους, ένας πνιχτός ήχος, που θύμιζε χτύπημα από πολιορκητικό κριό. Το φορτηγό άρχισε να τρέμει σαν φοβισμένο σκυλί. Ο Στιβ άκουσε τα σπασμένα βράχια και τα χαλίκια που άρχιζαν να γλιστρούν. Κοίταξε από το παράθυρο και, μέσα στη λάμψη της έκρηξης που έσβηνε, διέκρινε μαύρα δίκτυα από σωλήνες -σταλάκτες και κεφαλές διανομής- να γλιστρούν προς τον πυθμένα. Ο πορφυρίτης βρισκόταν σε κίνηση. Το Κινέζικο Ορυχείο κατέρρεε. «Ω θεέ μου, θα θαφτούμε ζωντανοί», βόγκηξε η Σύνθια. «Για να δούμε», είπε ο Στιβ. «Κρατηθείτε».

Πάτησε το γκάζι μέχρι το δάπεδο -δεν είχε και πολλή απόσταση για να φτάσει- και η μηχανή του φορτηγού απάντησε με ένα θυμωμένο μουγκρητό. Κοντεύουμε, μωρό μου, σκέφτηκε. Κοντεύουμε, έλα, δώσ' τα όλα τώρα, βγάλε μας πάνω...

Το βουητό που θύμιζε πολιορκητικό κριό συνεχιζόταν ακόμη από πίσω τους. Για μια στιγμή φάνηκε να σβήνει, μετά όμως ξανάρχισε. Καθώς έφταναν στο χείλος της εκσκαφής, ο Στιβ είδε έναν ογκόλιθο, σε μέγεθος βενζινάδικου, να κατηφορίζει αναπηδώντας την πλαγιά στα δεξιά τους. Τώρα άκουγε έναν ήχο πιο επικίνδυνο 633

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

από το βουητό πίσω τους: έναν ψίθυρο, που όλο και δυνάμωνε και ερχόταν ακριβώς από κάτω. Η χαλικόστρωτη επιφάνεια του δρόμου είχε αρχίσει να «αδειάζει» κι αυτή προς τον πυθμένα, σαν χαλί που το τραβάνε. «Τρέχα, μαλακωμένο!» ούρλιαξε, χτυπώντας το τιμόνι με την αριστερή γροθιά του. «Τρέχα, σου λέω! Εμπρός! Εμπρός!»

Το φορτηγό έφτασε στο χείλος της εκσκαφής, σαν αδέξιος, κίτρινος δεινόσαυρος. Για μια στιγμή το πράγμα ήταν ακόμη αμφίβολο, καθώς το αμμοχάλικο κάτω από τους πίσω τροχούς υποχώρησε και το αμάξι μετατοπίστηκε πρώτα πλευρικά και μετά προς τα πίσω.

«Εμπρός!» ούρλιαξε και η Σύνθια. Έσκυψε μπροστά και πιάστηκε από το ταμπλό. «Έλα, σε παρακαλώ.' Για όνομα τον θεού, βγάλε μας από δω...»

Ξαφνικά, πετάχτηκε πίσω στο κάθισμα καθώς οι τροχοί βρήκαν πάλι στήριγμα. Για μια στιγμή τα φανάρια φώτισαν τον ουρανό και μετά το φορτηγό τινάχτηκε πάνω και βρέθηκαν να τρέχουν στο επίπεδο χείλος της εκσκαφής. Από πίσω τους, μέσα από το άνοιγμα, υψωνόταν ένα ατέλειωτο σύννεφο καπνού, λες και η προηγούμενη παράξενη αμμοθύελλα είχε ξαναρχίσει αλλά περιορισμένη μόνο σε αυτό το μέρος. Υψωνόταν στον αέρα σαν καπνός πύρας. 2 Η Κάθοδος από την άλλη μεριά του αναχώματος ήταν λιγότερο περιπετειώδης. Όταν άρχισαν να διασχίζουν τα τρία χιλιόμετρα της ερήμου που χώριζαν το ορυχείο από την πόλη, ο ουρανός στα ανατολικά είχε ένα έντονο, ρόδινο χρώμα. Και καθώς έφταναν στο οινοπωλείο με την πεσμένη επιγραφή, η πάνω άκρη του ήλιου ξεπρόβαλε πάνω από τον ορίζοντα. Μόλις πέρασαν το οινοπωλείο, ο Στιβ πάτησε φρένο. Βρίσκονταν στο νότιο άκρο της οδού Μέιν. «Θεέ και Κύριε», μουρμούρισε η Σύνθια. 634

STEPHEN KING

«Χριστός και Παναγία», είπε η Μαίρη και έφερε το χέρι της στον κρόταφο, σαν να την πονούσε το κεφάλι. Ο Στιβ δεν μπόρεσε να πει τίποτα.

Μέχρι τώρα έβλεπαν την Ντεσπερέισον μέσα στο σκοτάδι ή μέσα από πέπλα άμμου που παρέσερνε ο άνεμος και τα λίγα πράγματα που είχαν δει ήταν με γρήγορες, φευγαλέες ματιές, καθώς όλη τους η προσοχή ήταν στραμμένη στην επιβίωση. Όταν προσπαθείς να μείνεις ζωντανός, βλέπεις αυτά που χρειάζεται να δεις, τα υπόλοιπα περνάνε απαρατήρητα. Τώρα, όμως, τα έβλεπαν όλα.

Ο πλατύς δρόμος ήταν άδειος, εκτός από μια αφάνα που κυλούσε τεμπέλικα από τον αδύνατο άνεμο. Τα πεζοδρόμια ήταν θαμμένα από την άμμο, σε μερικά σημεία δε φαίνονταν καθόλου. Εδώ κι εκεί γυάλιζαν σπασμένα τζάμια από παράθυρα. Παντού υπήρχαν σκουπίδια, που είχαν παρασυρθεί από τον αέρα. Ένα σωρό επιγραφές είχαν πέσει από τη θέση τους. Ηλεκτροφόρα καλώδια ήταν πεσμένα στο δρόμο. Και η μαρκίζα του Αμέρικαν Ουέστ κειτόταν τώρα στο δρόμο σαν παλιό μεγαλόπρεπο γιοτ, που είχε βρει τελικά σε βράχια. Το μοναδικό γράμμα που υπήρχε στην επιγραφή του -ένα μεγάλο μαύρο Ρ- είχε πέσει τελικά κι αυτό. Και παντού υπήρχαν ψόφια ζώα, λες και είχε γίνει διαρροή κάποιας θανατηφόρας χημικής ουσίας. Ο Στιβ είδε δεκάδες κογιότ. Από την πόρτα του Μπαντ'ς Σαντς ξεκινούσε μια .μακριά, καμπυλωτή γραμμή από ψόφια ποντίκια, μερικά μισοσκεπασμένα από την άμμο που στροβιλιζόταν ακόμη από την πρωινή αύρα. Πάνω στον πεσμένο ανεμοδείκτη υπήρχαν ψόφιοι σκορπιοί. Έμοιαζαν με επιζήσαντες από ναυάγιο, που είχαν πεθάνει τελικά σε κάποιο ξερονήσι. Γύπες κείτονταν στο δρόμο και πάνω στις στέγες, σαν στοίβες από καπνιά. «Και θα ορίσεις στο λαό όρια γύρω γύρω», είπε ο Ντέιβιντ. Η φωνή του ήταν νεκρή, ανέκφραστη. «Λέγοντας, "Προσέχετε μην ανεβείτε στο όρος"». Ο Στιβ κοίταξε από τον καθρέφτη, είδε το ανάχωμα του Κινέζικου Ορυχείου να υψώνεται στο φωτεινό πια ουρανό, είδε τη σκόνη που έβγαινε ακόμη από την άγονη τρύπα και ρίγησε. 635

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

«"Μην ανεβείτε στο όρος ή αγγίξετε τις άκρες του. Όποιος το αγγίξει, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Δεν θα το αγγίξει χέρι, γιατί θα λιθοβοληθεί με λίθους ή θα χτυπηθεί με βέλη- είτε ζώο είτε άνθρωπος, δεν θα ζήσει"». Το παιδί κοίταξε τη Μαίρη και το πρόσωπο του άρχισε να τρέμει και να γίνεται ανθρώπινο. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Ντέιβιντ...» είπε αυτή.

«Είμαι μόνος. Το καταλαβαίνεις; Ανεβήκαμε στο βουνό και ο θεός τους σκότωσε όλους. Την οικογένεια μου. Τώρα είμαι μόνος». Εκείνη τον αγκάλιασε και πίεσε το πρόσωπο του στον ώμο της.

«Δε μου λες, αρχηγέ», είπε η Σύνθια και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Στιβ. «Τι λες, να πάρουμε δρόμο απ' αυτή τη σκατότρυπα και να βρούμε καμιά κρύα μπίρα;» 3 Εθνική 50 πάλι.

«Από δω», είπε η Μαίρη. «Πρέπει να είμαστε κοντά τώρα».

Είχαν περάσει το τροχόσπιτο των Κάρβερ. Ο Ντέιβιντ είχε γυρίσει πάλι το πρόσωπο του προς τη Μαίρη καθώς πλησίαζαν κι αυτή τον αγκάλιασε και τον κράτησε έτσι. Επί πέντε λεπτά ο Ντέιβιντ δεν κουνιόταν, έμοιαζε να μην αναπνέει καν. Το μόνο σημάδι πως ήταν ζωντανός ήταν τα δάκρυα του, αργά και καυτά, που τα ένιωσε πάλι να μουσκεύουν το πουκάμισο της. Από μια άποψη, χάρηκε, τα δάκρυα ήταν καλό σημάδι. Η αμμοθύελλα είχε σαρώσει και το δρόμο. Σε μερικά μέρη ήταν εντελώς σκεπασμένος από άμμο και ο Στιβ αναγκαζόταν να τα περνάει με χαμηλή ταχύτητα.

«Λες να τον έκλεισαν το δρόμο;» ρώτησε η Σύνθια τον Στιβ κάποια στιγμή. «Οι μπάτσοι; Η Διεύθυνση Δημοσίων Έργων της Νεβάδα; Ή ξέρω 'γω ποιος άλλος;» Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μάλλον όχι. Να είσαι σίγουρη όμως ότι χτες δεν κυκλοφορούσε κανείς. Όλοι οι φορτηγατζήδες θα τρύπωσαν στο Ιλάι και το Όστιν». 636

STEPHEN KING

«Να το!» φώναξε η Μαίρη κι έδειξε ένα φωτεινό λαμπύρισμα γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο μπροστά τους. Τρία λεπτά αργότερα σταματούσαν δίπλα στο Ακούρα της Ντίρντρι. «Θέλεις να 'ρθεις στο αμάξι μαζί μου, Ντέιβιντ;» ρώτησε η Μαίρη. «Αν υποθέσουμε ότι θα πάρει μπροστά το αναθεματισμένο, δηλαδή». Ο Ντέιβιντ σήκωσε τους ώμους.

«Τα 'χεις ακόμη τα κλειδιά;» ρώτησε η Σύνθια. «Δε σου τα πήρε ο μπάτσος;» «Μου τα πήρε, αλλά αν είμαι τυχερή...»

Πήδησε από το φορτηγό, προσγειώθηκε σε ένα μικρό αμμόλοφο και πήγε στο αμάξι. Κοιτάζοντας το την πλημμύρισαν οι αναμνήσεις του Πίτερ -του Πίτερ, που ήταν τόσο εξωφρενικά περήφανος για τη μονογραφία του για τον Τζέιμς Ντίκι και δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι δε θα έγραφε ποτέ τη συνέχεια που σχεδίαζε. Το αμάξι μπροστά της έγινε διπλό, μετά θόλωσε και διασπάστηκε σε πρίσματα.

Με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει, σκούπισε τα μάτια της και μετά γονάτισε κι άρχισε να ψάχνει κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα. Στην αρχή δεν μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε και άρχισε να έχει ενδοιασμούς. Γιατί ήθελε να ακολουθήσει το φορτηγό μέχρι το Όστιν μ' αυτό το αμάξι; Περικυκλωμένη από αναμνήσεις; Από τον Πίτερ;

Ακούμπησε το μάγουλο της πάνω στον προφυλακτήρα -σε λίγο θα έκαιγε από τον ήλιο, τώρα όμως ήταν ακόμη κρύος από τη νύχτα- κι άφησε τον εαυτό της να κλάψει.

Ένιωσε ένα χέρι να αγγίζει το δικό της διστακτικά και γύρισε. Ο Ντέιβιντ στεκόταν δίπλα της, ένα θλιμμένο, ώριμο πρόσωπο πάνω από ένα αδύνατο αγορίστικο στήθος και μια ματωμένη φανέλα του μπέιζμπολ. Την κοίταζε σοβαρός. Δεν της είχε πιάσει το χέρι, αλλά το άγγιζε με τα δάχτυλα του, σαν να ήθελε να το πιάσει. «Τι συμβαίνει, Μαίρη;»

«Δε βρίσκω το κουτάκι», είπε αυτή και ρούφηξε τη μύτη της. «Το μαγνητικό κουτί με το εφεδρικό κλειδί. Ήταν κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα, αλλά φαίνεται ότι έπεσε. Ή μπορεί να 637

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

το πήραν τα παιδιά που μας πήραν και την πινακίδα». Το στόμα της συσπάστηκε κι άρχισε να κλαίει πάλι.

Ο Ντέιβιντ γονάτισε δίπλα της, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου από κάποιο τράβηγμα στην πλάτη. Ακόμη και μέσα από τα δάκρυα της, η Μαίρη είδε τους μώλωπες στο λαιμό του, εκεί που είχε προσπαθήσει να τον πνίξει η Όντρεϊ, κάτι απαίσια μαύρα-μοβ μπαλώματα.

«Σσσ, Μαίρη», της είπε κι άρχισε να ψάχνει κάτω από τον προφυλακτήρα. Έβλεπε τα δάχτυλα του να κινούνται στα τυφλά και ξαφνικά της ήρθε να του φωνάξει: Πρόσεχε! Μπορεί να υπάρχουν αράχνες! Αράχνες! Ο Ντέιβιντ της έδειξε ένα μικρό γκρίζο κουτί. «Κάνε μια προσπάθεια. Αν δεν πάρει μπροστά...» Σήκωσε τους ώμους, εννοώντας ότι δεν είχε σημασία, μπορούσαν να πάνε με το φορτηγό.

Ναι, με το φορτηγό. Μόνο που ο Πίτερ δεν είχε μπει ποτέ σε φορτηγό και μπορεί να ήθελε να νιώσει τη μυρωδιά του γύρω της για λίγο ακόμη. Την αίσθηση της παρουσίας του, πολύ ωραία τα πεπονάκια σας, κυρία μου, της είχε πει και είχε αγγίξει το στήθος της. Η ανάμνηση της μυρωδιάς του, του χεριού του πάνω της, της φωνής του. Τα γυαλιά που φορούσε όταν οδηγούσε. Όλα αυτά θα την πονούσαν αλλά... «Ναι, θα 'ρθω μαζί σου», είπε ο Ντέιβιντ. Ήταν ακόμη γονατισμένοι μπροστά στο αμάξι της Ντίρντρι Φίνεϊ, ο ένας αντίκρυ στον άλλο. «Αν πάρει μπροστά, δηλαδή. Κι αν θέλεις». «Ναι», είπε η Μαίρη, «θέλω».

4 Ο Στιβ και n Σύνθια πλησίασαν και τους βοήθησαν να σηκωθούν. «Νιώθω σαν να είμαι εκατόν δέκα χρονών», είπε η Μαίρη.

«Μην ανησυχείς, δε φαίνεσαι ούτε μια μέρα παραπάνω από ενενήντα», είπε ο Στιβ και χαμογέλασε όταν εκείνη έκανε πως θα του ρίξει γροθιά, «θέλεις πραγματικά να πας στο Όστιν μ' αυτό το αυτοκινητάκι; Τι θα γίνει αν κολλήσει στην άμμο;» 638

STEPHEN KING

«Το κάθε πράγμα με τη σειρά του. Δεν είμαστε καν σίγουροι ότι θα πάρει μπροστά, έτσι δεν είναι, Ντέιβιντ;»

«Έτσι», είπε αυτός μ' έναν αναστεναγμό. Η Μαίρη τον ένιωθε να απομακρύνεται πάλι, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό και κοίταζε το ψυγείο του Ακούρα λες και ήταν γραμμένα πάνω του όλα τα μυστικά της ζωής και του θανάτου. Τα συναισθήματα έσβηναν πάλι από το πρόσωπο του, αφήνοντας το απόμακρο και σκεφτικό. Στο ένα χέρι του κρατούσε ακόμη το γκρίζο μεταλλικό κουτί με το εφεδρικό κλειδί.

«Αν πάρει μπροστά, θα έρθω πίσω σου», είπε η Μαίρη στον Στιβ. «Αν κολλήσουμε, θα έρθουμε στο φορτηγό. Δε νομίζω να κολλήσουμε, πάντως. Βασικά, δεν είναι κακό αμάξι. Αν αυτή η μαλακισμένη η νύφη μου δεν είχε κρύψει μέσα το χόρτο...» Η φωνή της άρχισε να τρέμει κι έσφιξε δυνατά τα χείλια της.

«Το πρόβλημα με την άμμο στο δρόμο πρέπει να υπάρχει μόνο εδώ γύρω», είπε ο Ντέιβιντ, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το ψυγείο του Ακούρα. «Σε πενήντα, εξήντα χιλιόμετρα θα πρέπει να βρούμε καθαρό δρόμο». Η Μαίρη του χαμογέλασε. «Ελπίζω να 'χεις δίκιο».

«Υπάρχει ένα πιο σοβαρό ερώτημα», είπε η Σύνθια. «Τι θα πούμε στην αστυνομία για όλα αυτά; Την πραγματική αστυνομία, εννοώ». Κανείς δε μίλησε για μια στιγμή. Μετά ο Ντέιβιντ, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο Ακούρα, είπε: «Μόνο τα επιφανειακά. Άσ' τους να καταλάβουν τα υπόλοιπα μόνοι τους».

«Δε σε κατάλαβα», είπε η Μαίρη. Στην πραγματικότητα, μάλλον είχε καταλάβει, αλλά ήθελε να τον κάνει να συνεχίσει να μιλά. Να απασχολείται το μυαλό του, να είναι κοντά τους όχι μόνο σωματικά αλλά και νοητικά.

«Εγώ θα πω πώς μας έσκασαν τα λάστιχα και ο κακός μπάτσος μας πήγε στην πόλη. Ότι μας ξεγέλασε για να πάμε μαζί του λέγοντας ότι υπάρχει κάποιος εγκληματίας στην έρημο, που πυροβολεί τον κόσμο από μακριά. Μαίρη, εσύ θα πεις πώς σας σταμάτησε εσένα και τον Πίτερ. Στιβ, εσύ θα πεις ότι έψαχνες για τον Τζόνι και ο Τζόνι σου τηλεφώνησε. Εγώ θα τους πω πώς δραπετεύσαμε, 639

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

αφού ο μπάτσος πήρε τη μαμά μου. Ότι πήγαμε στον κινηματογράφο. Ότι σου τηλεφωνήσαμε, Στιβ. Κι εσύ θα πεις ότι ήρθες και μας βρήκες στον κινηματογράφο. Κι εκεί μείναμε όλη νύχτα. Στον κινηματογράφο». «Δεν ανεβήκαμε ποτέ στο ορυχείο», είπε σκεφτικά ο Στιβ. Δοκίμαζε την ιστορία, τη «γευόταν» για να δει τι εντύπωση θα κάνει.

Ο Ντέιβιντ κατένευσε. Οι μώλωπες στο λαιμό του ξεχώριζαν όλο και πιο έντονα καθώς δυνάμωνε το φως. Ήδη είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. «Ακριβώς», είπε.

«Κάτι άλλο, όμως. Με συγχωρείς, Ντέιβιντ, αλλά πρέπει να σε ρωτήσω. Τι θα γίνει με τον μπαμπά σου;»

«Πήγε να βρει τη μητέρα μου. Μου είπε να μείνω στον κινηματογράφο μ' εσάς τους υπόλοιπους κι έμεινα». «Δεν είδαμε τίποτα».

«Όχι. Τίποτα». Ο Ντέιβιντ άνοιξε το μαγνητικό κουτί, έβγαλε το κλειδί και το έδωσε στη Μαίρη. «Δεν κάνεις μια δοκιμή;»

«Μια στιγμή», είπε αυτή. «Τι θα σκεφτούν οι Αρχές μ' αυτά που θα βρουν; Τόσους νεκρούς ανθρώπους και τόσα ψόφια ζώα; Και τι θα πουν στον κόσμο;»

«Ξέρεις», είπε ο Στιβ, «πολλοί πιστεύουν ότι στη δεκαετία του σαράντα έπεσε ένας ιπτάμενος δίσκος σε ένα σημείο όχι πολύ μακριά από δω. Το ήξερες;» Η Μαίρη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Στο Ρόσγουελ, του Νέου Μεξικού. Σύμφωνα με τις φήμες, υπήρχαν και επιζήσαντες. Αστροναύτες από έναν άλλο κόσμο. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια όλα αυτά, αλλά μπορεί να είναι. Όλα δείχνουν ότι κάτι απίστευτο έγινε στο Ρόσγουελ. Η κυβέρνηση το κάλυψε βέβαια, ό,τι κι αν ήταν. Όπως θα καλύψουν κι αυτά που έγιναν εδώ». Η Σύνθια του έριξε μια γροθιά στο μπράτσο. «Πολύ παρανοϊκό, μπέμπη». 640

STEPHEN KING

Ο Στιβ σήκωσε τους ώμους. «Όσο για το τι θα σκεφτούν... Δηλητηριώδη αέρια, ίσως. Κάποιο παράξενο αέριο που ξέφυγε από κάποιο θύλακα μέσα στη γη κι έκανε τους ανθρώπους να τρελαθούν. Και δεν απέχει πολύ από την αλήθεια αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν απέχει καθόλου από την αλήθεια», είπε η Μαίρη. «Πάντως, το σημαντικότερο είναι να πούμε όλοι την ίδια ιστορία, όπως την είπε ο Ντέιβιντ».

Η Σύνθια σήκωσε τους ώμους και στο πρόσωπο της φάνηκε ένα ίχνος από το παλιό, τσαχπίνικο ύφος της. «Ναι, γιατί αν σπάσουμε και τους πούμε την αλήθεια, θα μας πιστέψουν, ε; Ούτε με σφαίρες». «Μπορεί να μη μας πιστέψουν», είπε ο Στιβ, «αλλά, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα προτιμούσα να μην περάσω τους υπόλοιπους δυο μήνες κάνοντας τεστ αλήθειας και μιλώντας σε ψυχιάτρους, τη στιγμή που θα μπορούσα να τους περάσω κοιτάζοντας το εξωτικό και μυστηριώδες πρόσωπο σου».

Η Σύνθια του έδωσε και δεύτερη γροθιά στο χέρι. Λίγο πιο δυνατή αυτή τη φορά. Είδε τον Ντέιβιντ να κοιτάζει τα καμώματα της και του χαμογέλασε. «Εσύ πιστεύεις ότι έχω μυστηριώδες και εξωτικό πρόσωπο;» Ο Ντέιβιντ γύρισε αλλού, κοίταξε τα βουνά προς το Βορρά.

Η Μαίρη πήγε στην αριστερή πόρτα του Ακούρα και την άνοιξε. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να φέρει το κάθισμα μπροστά για να μπορέσει να οδηγήσει. Ο Πίτερ ήταν τριάντα πόντους πιο ψηλός. Το ντουλαπάκι του ταμπλό ήταν ακόμη ανοιχτό, είχε μείνει έτσι από τότε που είχε ψάξει μέσα για την άδεια κυκλοφορίας, αλλά σίγουρα ένα τόσο μικρό λαμπάκι δεν μπορεί να κατανάλωσε πολύ ρεύμα. Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε πάντα το φορτηγό... «Ω θεέ μου», είπε ο Στιβ με μια σιγανή, ξεψυχισμένη φωνή. «Ω θεέ μου, κοιτάξτε».

Η Μαίρη γύρισε. Στον ορίζοντα φαινόταν το ανάχωμα του Κινέζικου Ορυχείου, η βόρεια πλευρά του. Απ' αυτή την απόσταση έμοιαζε με μικρό βουναλάκι. Από πάνω του είχε απλωθεί ένα γιγάντιο σύννεφο γκρίζας σκόνης. Κρεμόταν στον ουρανό, συνδεδεμένο ακόμη με το ορυχείο από ένα θολό ομφάλιο λώρο σκόνης και 641

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

κονιορτοποιημένου χώματος που ανυψωνόταν ακόμη: τα υπολείμματα ενός βουνού να ανεβαίνουν στον ουρανό σαν δηλητηριασμένο χώμα μετά από πυρηνική έκρηξη. Το σύννεφο είχε το σχήμα λύκου, η ουρά του έδειχνε προς τον ήλιο. που μόλις είχε ανατείλει, και η αφύσικα μακριά μουσούδα του έδειχνε δυτικά, εκεί όπου η νύχτα υποχωρούσε ακόμη από τον ουρανό.

Η μουσούδα ήταν ανοιχτή. Από μέσα της προεξείχε ένα παράξενο σχήμα, άμορφο, που θύμιζε όμως ερπετό. Το σχήμα του είχε κάτι από σαύρα και από σκορπιό επίσης. Καν τακ, χαν τακ.

Η Μαίρη ούρλιαξε. Κοίταζε το σχήμα στον ουρανό, με τα μάτια της γουρλωμένα πάνω από τα βρόμικα δάχτυλα της, που σκέπασαν το στόμα της, και κουνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι της σε μια μάταιη άρνηση.

«Σταμάτα», είπε ο Ντέιβιντ και την αγκάλιασε από τη μέση. «Σταμάτα, Μαίρη. Δεν μπορεί να μας πειράξει. Άλλωστε, διαλύεται. Το βλέπεις;»

Ήταν αλήθεια. Το σώμα του λύκου άνοιγε σε μερικά σημεία, έμοιαζε να λιώνει σε άλλα, και από μέσα περνούσαν μακριές χρυσαφένιες ακτίνες, που ήταν ταυτόχρονα απίστευτα όμορφες αλλά και κάπως κωμικές -ήταν μια σκηνή που θα περίμενες να δεις στο τέλος μιας επικής ταινίας με θέμα τη Βίβλο. «Νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε», είπε τελικά ο Στιβ.

«Εγώ νομίζω ότι δεν έπρεπε να 'ρθουμε καθόλου εδώ πέρα», είπε με αδύναμη φωνή η Μαίρη και μπήκε στο αμάξι. Ήδη της μύριζε το αφτερσέιβ του νεκρού άντρα της. 5 Ο Ντέιβιντ στεκόταν ακόμη έξω από το αμάξι και την παρακολουθούσε καθώς εκείνη μπήκε μέσα, τράβηξε μπροστά το κάθισμα κι έβαλε το κλειδί στη μίζα. 642

STEPHEN KING

Ένιωθε απομακρυσμένος από τον εαυτό του, ένα πλάσμα που αιωρείται στο διάστημα, κάπου ανάμεσα σε ένα σκοτεινό κι ένα φωτεινό άστρο, θυμήθηκε τότε που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας στο σπίτι τους κι έπαιζε μουντζούρη με την Πάι. Όσο καλοί κι αν ήταν ο Στιβ και η Μαίρη και η Σύνθια, θα δεχόταν ευχαρίστως να τους δει νεκρούς και στην κόλαση μόνο και μόνο για να παίξει άλλη μια παρτίδα μουντζούρη μαζί της. Η Πάι με ένα ποτήρι χυμό μήλο, αυτός με μια Πέπσι, να χαχανίζουν και οι δύο σαν τρελοί, θα δεχόταν ευχαρίστως να πήγαινε και ο ίδιος στην κόλαση, εδώ που τα λέμε. Στο κάτω κάτω, πόσο μακριά μπορεί να ήταν η κόλαση από την Ντεσπερέισον;

Η Μαίρη γύρισε το κλειδί στη μίζα. Η μηχανή πήρε μπροστά σχεδόν αμέσως. Η Μαίρη χαμογέλασε και χτύπησε τα χέρια. «Ντέιβιντ; Έτοιμος να φύγουμε;» «Ναι. Μάλλον».

«Ε», είπε η Σύνθια και έβαλε το χέρι της στο σβέρκο του. «Είσαι εντάξει, δικέ μου;» Ο Ντέιβιντ κατένευσε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

Η Σύνθια έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Πρέπει να το πολεμήσεις», του ψιθύρισε στο αυτί. «Πρέπει να το πολεμήσεις, καταλαβαίνεις;»

«Θα προσπαθήσω», είπε αυτός, αλλά οι μέρες και οι βδομάδες και οι μήνες που τον περίμεναν του φαίνονταν αβάσταχτοι. Πήγαινε στο φίλο σου τον Μπράιαν, είχε πει ο Τζόνι. Πήγαινε στο φίλο σου και καν' τον αδερφό σου. Ναι, αυτό θα ήταν ένα μέρος για ν' αρχίσει, μετά όμως τι γινόταν;

Υπήρχαν τρύπες μέσα του, που έκλαιγαν από πόνο και θα συνέχιζαν να κλαίνε για πολύ καιρό στο μέλλον. Μία για τη μητέρα του, μια για τον πατέρα του, μία για την αδερφή του. Τρύπες σαν πρόσωπα. Τρύπες σαν μάτια. Στον ουρανό, ο λύκος είχε εξαφανιστεί εκτός από ένα πόδι και άλλο ένα κομμάτι, που μπορεί να ήταν -ίσως- η άκρη της ουράς 643

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

του. Από εκείνο το πράγμα, σαν ερπετό, στο στόμα του δε φαινόταν ούτε ίχνος. «Σε νικήσαμε», ψιθύρισε ο Ντέιβιντ και πήγε προς τη δεξιά πόρτα του Ακούρα. «Σε νικήσαμε, κάθαρμα, είναι κάτι κι αυτό».

Τακ, ψιθύρισε μια χαμογελαστή, ψιθυριστή φωνή στα βάθη του νου του. Τακ αχ λαχ. Τακ αχ γονάν.

Έστρεψε το νου του και την καρδιά του μακριά της με προσπάθεια. Πήγαινε στο φίλο σου και καν' τον αδερφό σου.

Μπορεί. Αλλά πρώτα θα πήγαινε στο Όστιν. Με τη Μαίρη και τον Στιβ και τη Σύνθια. θα έμενε μαζί τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτοί, τουλάχιστον, μπορούσαν να καταλάβουν... να τον καταλάβουν με έναν τρόπο που δε θα τον καταλάβαινε ποτέ κανένας άλλος. Γιατί είχαν μπει στο ορυχείο μαζί. Καθώς έφτανε στην πόρτα, έκλεισε το μικρό μεταλλικό κουτί και το έβαλε αφηρημένα στην τσέπη του. Σταμάτησε ξαφνικά και το άλλο του χέρι πάγωσε στον αέρα καθώς απλωνόταν για να πιάσει τη λαβή της πόρτας. Κάτι έλειπε. Το φυσίγγιο.

Και κάτι υπήρχε στη θέση του: μια καρτέλα.

«Ντέιβιντ;» φώναξε ο Στιβ από το ανοιχτό παράθυρο του φορτηγού. «Συμβαίνει τίποτα;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και άνοιξε την πόρτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έβγαζε τη διπλωμένη καρτέλα από την τσέπη του. Ήταν γαλάζια. Και κάτι του θύμιζε, παρ' όλο που δε θυμόταν να είχε κανένα τέτοιο χαρτί στην τσέπη του χτες. Υπήρχε μια τρύπα πάνω του, σαν να το είχαν καρφώσει σε κάτι. Σαν να... Άφησε την άδεια.

Ήταν το τελευταίο πράγμα που του είχε πει η φωνή εκείνη τη μέρα, το περασμένο φθινόπωρο, όταν προσευχήθηκε στο θεό να κάνει καλά τον Μπράιαν. Δεν είχε καταλάβει το λόγο, αλλά υπάκουσε κι έμπηξε τη γαλάζια καρτέλα σε ένα καρφί. Την επόμενη φορά που πήγε στο Παρατηρητήριο Βιετκόνγκ -μια βδομάδα αργότερα; Δύο;- η καρτέλα έλειπε, θα την είχε πάρει κανένα παιδί, 644

STEPHEN KING

που ήθελε να γράψει πάνω το τηλέφωνο καμιάς κοπέλας, ίσως, ή μπορεί να την είχε παρασύρει ο αέρας. Μόνο που... να την τώρα, στην τσέπη του.

All I want is lovin', all I need is lovin'8, τραγουδούσε ο Φίλιξ Καβαλίερ, φοβερή φωνή. Όχι, σκέφτηκε. Δεν μπορεί.

«Ντέιβιντ;» Η Μαίρη. Από κάπου μακριά. «Ντέιβιντ, τι συμβαίνει;»

Δεν μπορεί, σκέφτηκε πάλι, αλλά όταν ξεδίπλωσε την καρτέλα, οι λέξεις που ήταν γραμμένες πάνω της ήταν απόλυτα γνωστές: ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΥΤΙΚΟΥ ΟΥΕΝΤΓΟΥΟΡΘ

Λεωφόρος Βίλαντ 100

Και από κάτω, με μεγάλα μαύρα γράμματα: ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ Και στο τέλος:

Ο κηδεμόνας του αποχωρούντος μαθητή πρέπει να υπογράψει αυτή την άδεια. Να επιστραφεί στη γραμματεία.

Μόνο που τώρα υπήρχε και κάτι άλλο. Ένα σύντομο χειρόγραφο μήνυμα κάτω από την τελευταία τυπωμένη γραμμή.

Κάτι κινήθηκε μέσα του. Κάτι πελώριο. Ο λαιμός του έκλεισε, μετά άνοιξε πάλι για να βγάλει μια αργόσυρτη, γοερή κραυγή, που είχε θλίψη μόνο στην επιφάνεια. Ταλαντεύτηκε και πιάστηκε από την οροφή του αυτοκινήτου, έσκυψε το μέτωπο στο χέρι του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Από κάπου μακριά άκουσε τις πόρτες του φορτηγού να ανοίγουν, άκουσε τον Στιβ και τη Σύνθια να τρέχουν προς το μέρος του. Έκλαιγε. Σκεφτόταν την Πάι, να κρατάει την κούκλα της και να του χαμογελάει. Σκεφτόταν τη μητέρα του, να χορεύει με τη μουσική

8

Το μόνο που θέλω είναι αγάπη, το μόνο που χρειάζομαι είναι αγάπη. (Σ.τ.Μ.) 645

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

από το ραδιόφωνο στο πλυσταριό, με το σίδερο στο ένα χέρι, και να γελάει με την ανοησία της. Σκέφτηκε τον πατέρα του, να κάθεται στη βεράντα με τα πόδια απλωμένα στο κάγκελο, ένα βιβλίο στο ένα χέρι και μια μπίρα στο άλλο, και να τον χαιρετάει καθώς γύριζε από τον Μπράιαν, σπρώχνοντας το ποδήλατο του στο δρομάκι του κήπου προς το γκαράζ, μέσα στο σούρουπο. Σκέφτηκε πόσο τους αγαπούσε, πόσο θα τους αγαπούσε πάντα.

Και τον Τζόνι. Τον Τζόνι να στέκεται στις σκοτεινές παρυφές της Κινέζικης Στοάς και να λέει, Μερικές φορές μας αναγκάζει να ζήσουμε.

Ο Ντέιβιντ έκλαιγε με το κεφάλι σκυφτό και το πάσο τσαλακωμένο μέσα στην κλειστή γροθιά του, κι εκείνο το πελώριο πράγμα κουνιόταν ακόμη μέσα του, κάτι σαν κατολίσθηση... αλλά ίσως όχι τόσο κακό. Ίσως, τελικά, όχι τόσο κακό.

«Ντέιβιντ;» Ήταν ο Στιβ, τον ταρακουνούσε. «Ντέιβιντ!»

«Είμαι εντάξει», είπε. Σήκωσε το κεφάλι και σκούπισε τα μάτια του με τρεμάμενο χέρι. «Τι έγινε;»

«Τίποτα. Είμαι εντάξει. Ξεκινήστε, θα σας ακολουθήσουμε». Η Σύνθια τον κοίταζε όλο αμφιβολία. «Είσαι σίγουρος;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

Γύρισαν στο φορτηγό, κοιτάζοντας τον κάθε τόσο πάνω από τον ώμο τους. Ο Ντέιβιντ κατάφερε να τους κουνήσει το χέρι. Μετά μπήκε στο Ακούρα κι έκλεισε την πόρτα.

«Τι ήταν;» ρώτησε η Μαίρη. «Τι βρήκες;»

Άπλωσε το χέρι της για να πάρει τη διπλωμένη γαλάζια καρτέλα, αλλά ο Ντέιβιντ την κράτησε, «θυμάσαι τότε που ο μπάτσος σε πέταξε στο δωμάτιο με τα κελιά;» ρώτησε. «Τότε που άρπαξες το όπλο;» «Δε θα το ξεχάσω ποτέ».

646

STEPHEN KING

«Την ώρα που πάλευες μαζί του, ένα φυσίγγιο έπεσε από το γραφείο και κύλησε μέσα στο κελί μου. Κάποια στιγμή που δεν κοίταζε, το πήρα. Ο Τζόνι πρέπει να το έκλεψε από την τσέπη μου την ώρα που με κρατούσε μέσα στη στοά. Αφού σκοτώθηκε ο μπαμπάς μου. Το χρησιμοποίησε για να πυροδοτήσει το ANFO. Και όταν το πήρε, έβαλε μέσα αυτό εδώ». «Τι έβαλε; Τι είναι;»

«Ένα πάσο. Άδεια Πρόωρης Αποχώρησης από το σχολείο μου, στο Οχάιο. Το φθινόπωρο την έμπηξα σε ένα καρφί σε ένα δέντρο και την άφησα εκεί».

«Ένα δέντρο στο Οχάιο. Το φθινόπωρο». Η Μαίρη τον κοίταζε σκεφτική, τα μάτια της πολύ μεγάλα και ακίνητα. «Το φθινόπωρο!» «Ναι. Οπότε δεν ξέρω πού τη βρήκε... Και δεν ξέρω πού την είχε. Όταν ήταν στην αποθήκη των εκρηκτικών, τον έβαλα να αδειάσει όλες τις τσέπες του. Φοβόμουν μήπως είχε πάνω του κανένα χαν τακ. Δεν την είχε την άδεια τότε. Γδύθηκε μέχρι το σώβρακο και δεν την είχε». «Ω Ντέιβιντ».

Εκείνος κατένευσε και της έδωσε τη γαλάζια καρτέλα. «Ο Στιβ θα αναγνωρίσει το γραφικό του χαρακτήρα», είπε. «Βάζω στοίχημα ένα εκατομμύριο δολάρια ότι είναι του Τζόνι».

Ντέιβιντ—

Μείνε μπροστά από τη μούμια— 1 Ιωαν. 4/8 Θυμήσου!

Η Μαίρη διάβασε το μήνυμα με τα χείλια της να κουνιούνται, «θα έβαζα κι εγώ στοίχημα ένα εκατομμύριο ότι είναι δικά του τα γράμματα, αν είχα ένα εκατομμύριο», είπε. «Τι είναι αυτή η παραπομπή στο τέλος, Ντέιβιντ; Ξέρεις;» Ο Ντέιβιντ πήρε το γαλάζιο πάσο. «Ναι, βέβαια. Πρώτη επιστολή Ιωάννου, κεφάλαιο τέσσερα, στίχος οχτώ. "Ο θεός αγάπη εστίν"». 647

ΝΤΕΣΠΕΡΕΪΣΟΝ

Η Μαίρη τον κοίταξε για πολλή ώρα. «Είναι, Ντέιβιντ; Είναι αγάπη;»

«Α, ναι», είπε αυτός. Δίπλωσε την καρτέλα στο τσάκισμα. «Φαντάζομαι ότι, κατά κάποιο τρόπο... είναι τα πάντα».

Η Σύνθια τους κούνησε το χέρι. Η Μαίρη τη χαιρέτησε κι αυτή και μετά τους έκανε νόημα υψώνοντας τον αντίχειρα. Ο Στιβ ξεκίνησε και η Μαίρη τον ακολούθησε. Οι τροχοί του Ακούρα δυσκολεύτηκαν λίγο να περάσουν το πρώτο υψωματάκι άμμου, μετά όμως άρχισαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα. Ο Ντέιβιντ ακούμπησε το κεφάλι του στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να προσεύχεται Μπάνγκορ, Μέιν

1 Νοεμβρίου 1994 - 5 Δεκεμβρίου 1995

648

Η Νεβάδα είναι κυρίως μια μεγάλη έρημος που τη διασχίζεις πηγαίνοντας κάπου αλλού. Και μαζί με κάποιον άλλο, αν είσαι τυχερός, γιατί είναι τρομακτικό μέρος. Στην εθνική οδό 50, μες στην αφόρητη καλοκαιριάτικη κάψα, ταξιδεύουν κάποιοι άνθρωποι που δεν θα φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους. Όπως ο καθηγητής Τζάκσον και η γυναίκα του, η οικογένεια των Κάρβερ από το Γουέντγουορθ του Οχάιο και ο συγγραφέας Τζόνι Μάρινβιλ, καβάλα σε μια εφτακοσάρα Χάρλεϊ.

Μια ψόφια γάτα, καρφωμένη σε μια πινακίδα της τροχαίας, προαναγγέλλει μια μικρή πόλη μεταλλωρύχων, την Ντεσπερέισον. Εκεί, για κακή τύχη όλων, ρυθμίζει την κυκλοφορία ο Κόλι Εντράτζιαν, ένας θηριώδης, ένστολος παρανοϊκός, που θεωρεί τον εαυτό του το μόνο νόμο δυτικά του Πέκος. Και αλίμονο στους παραβάτες...

Όμως ο Εντράτζιαν είναι μόνο η βιτρίνα της φρίκης. Ασύλληπτα μυστικά κρύβονται στα παλιά ορυχεία της Ντεσπερέισον και το κακό που μολύνει την πόλη σαν θανατηφόρος ιός, είναι τρομερό και πανίσχυρο. Το ίδιο όμως και οι δυνάμεις που έχουν συγκεντρωθεί να το πολεμήσουν. Κι όταν έρθει η ώρα της σύγκρουσης, σ' αυτή την πόλη που τη λένε «Απελπισία», όσοι βρεθούν εκεί θα καταλάβουν το πραγματικό νόημα της λέξης... «Ένα βαθιά συγκινητικό και συνταρακτικό θρίλερ, πραγματικό αριστούργημα του είδους». Publishers Weekly

«Μετά τους ΡΥΘΜΙΣΤΕΣ που υπογράφει ως Richard Bachman, ο Stephen King στο ΝΤΕΣΠΕΡΕΙΣΟΝ ολοκληρώνει την εικόνα του Αρμαγεδώνα με τόσο βίαιο και εντυπωσιακό τρόπο, που κανένας άλλος συγγραφέας δεν έχει πετύχει μέχρι σήμερα —ούτε καν ο ίδιος». The New York Times Book Review

ΔΡΧ 1700 Συμπεριλαμβάνεται Φ Π Α ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF