Sophie Kinsella ΘΕΛΩ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΣΟ Υ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
1 Σε μια σειρά. Πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Δεν πρόκειται για σεισμό ούτε για κάποιο τρελαμένο άτομο που οπλοφορεί ούτε για πυρηνικό ολοκαύτωμα, σωστά; Στην κλίμακα των καταστροφών, δεν πρόκειται για το τέλος του κόσμου. Δεν πρόκειται για το τέλος του κόσμου. Φαντάζομαι πως μια μέρα θα θυμάμαι αυτή τη στιγμή και θα γελάω και θα λέω, «Χα, χα, τι ανόητη που ήμουν που ανησυχούσα...» Σταμάτα, Πόπι. Μην προσπαθείς καν. Δε γελάω για την ακρίβεια νιώθω ναυτία. Τ ριγυρίζω στα τυφλά μέσα στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, κοιτάζοντας χωρίς αποτέλεσμα την μπλε μοκέτα με τα σχέδια, ψάχνοντας πίσω από τις καρέκλες με το χρυσό λούστρο, κάτω από πεταμένες χαρτοπετσέτες, σε μέρη που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρίσκεται. Το έχασα. Το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έπρεπε να χάσω. Το δαχτυλίδι των αρραβώνων μου. Το να ισχυριστώ ότι αυτό το δαχτυλίδι είναι ξεχωριστό αποτελεί υποβάθμιση της πραγματικότητας. Ανήκει στην οικογένεια του Μάγκνους εδώ και τρεις γενιές. Είναι ένα εκπληκτικό σμαράγδι με δύο διαμάντια και ο Μάγκνους χρειάστηκε να το βγάλει από μια ειδική τραπεζική θυρίδα προτού μου κάνει πρόταση γάμου. Το φορούσα με ασφάλεια καθημερινά για τρεις ολόκληρους μήνες, ακουμπώντας το ευλαβικά σ’ ένα ειδικό πορσελάνινο δισκάκι τη νύχτα, ψηλαφώντας το κάθε τριάντα δευτερόλεπτα για να
βεβαιωθώ ότι είναι ακόμα στο δάχτυλό μου... και τώρα, ακριβώς την ημέρα που οι γονείς του επιστρέφουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το έχασα. Ακριβώς, αυτή την ημέρα. Οι καθηγητές Άντονι Τάβις και Ουάντα Μπρουκ Τάβις επιστρέφουν αεροπορικώς τούτη ακριβώς τη στιγμή από την εξάμηνη εκπαιδευτική τους άδεια στο Σικάγο. Τους φαντάζομαι τώρα να τρώνε φιστίκια ψημένα με μέλι και να διαβάζουν φοιτητικές εργασίες ο καθένας στο Kindle του. Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος από τους δυο με τρομάζει περισσότερο. Εκείνος. Μιλάει τόσο σαρκαστικά. Όχι, εκείνη. Με τα κατσαρά μαλλιά της που πετάνε και τις συνεχείς ερωτήσεις της σχετικά με τις απόψεις σου για το φεμινισμό. Εντάξει, είναι και οι δύο πολύ τρομακτικοί. Και το αεροπλάνο τους θα προσγειωθεί σε μία ώρα περίπου και, φυσικά, θα θελήσουν να δουν το δαχτυλίδι... Όχι. Μην ιδρώνεις, Πόπι. Σκέψου θετικά. Πρέπει να δω το όλο θέμα από διαφορετική οπτική γωνία. Ας πούμε... τι θα έκανε ο Πουαρό; Ο Πουαρό δε θα πηγαινοερχόταν πανικόβλητος. Θα παρέμενε ήρεμος και θα χρησιμοποιούσε τη φαιά ουσία του και θα θυμόταν κάποια πολύ μικρή, ζωτικής σημασίας λεπτομέρεια, η οποία θα αποτελούσε το κλειδί για όλα. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου. Φαιά ουσία. Έλα. Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Το θέμα είναι ότι δεν είμαι σίγουρη πως ο Πουαρό είχε πιει τρία ποτήρια ροζ σαμπάνια και ένα μοχίτο προτού λύσει το φόνο στο Οριάν Εξπρές. «Δεσποινίς;» Μια γκριζομάλλα καθαρίστρια προσπαθεί να με προσπεράσει με μια σκούπα Hoover και μου πιάνεται η αναπνοή από τον τρόμο. Σκουπίζουν ήδη την αίθουσα χορού; Κι αν το ρουφήξει η σκούπα; «Με συγχωρείτε». Πιάνω τον ντυμένο με μπλε συνθετικό ύφασμα ώμο της. «Θα μπορούσατε να μου δώσετε πέντε λεπτά ακόμα πριν αρχίσετε να σκουπίζετε;»
«Ακόμα ψάχνετε το δαχτυλίδι σας;» Κουνάει αβέβαια το κεφάλι της, έπειτα το πρόσωπό της φωτίζεται. «Είμαι σίγουρη ότι θα το βρείτε στο σπίτι σας. Το πιθανότερο είναι ότι βρισκόταν εκεί όλη αυτή την ώρα!» «Ίσως». Πιέζω τον εαυτό μου να γνέψει ευγενικά, αν και μου έρχεται να ουρλιάζω, «Δεν είμαι τόσο ηλίθια!» Στην άλλη άκρη της αίθουσας βλέπω μιαν άλλη καθαρίστρια να αδειάζει ψίχουλα από κεκάκια και τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες σε μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών. Δεν προσέχει καθόλου. Δεν άκουγε τι της έλεγα; «Με συγχωρείτε!» Η φωνή μου ακούγεται τσιριχτή καθώς τρέχω δίπλα της. «Κοιτάτε για το δαχτυλίδι μου, σωστά;» «Δεν το έχω δει ακόμα, γλυκιά μου». Η γυναίκα συνεχίζει να ρίχνει σκουπίδια από το τραπέζι στη σακούλα σκουπιδιών χωρίς να τους ρίξει δεύτερη ματιά. «Με προσοχή, σας παρακαλώ». Πιάνω τις χαρτοπετσέτες και τις βγάζω έξω, πιέζοντας καθεμία προσεκτικά μήπως νιώσω κάτι σκληρό, αδιαφορώντας για το γλάσο βουτυρόκρεμας που πασαλείβει τα χέρια μου. «Καλή μου, προσπαθώ να καθαρίσω». Η καθαρίστρια αρπάζει τις χαρτοπετσέτες από τα χέρια μου. «Κοίτα τι ακαταστασία προκάλεσες!» «Το ξέρω, το ξέρω. Συγγνώμη». Μαζεύω τις θήκες από τα κεκάκια που έριξα στο πάτωμα. «Αλλά, δεν καταλαβαίνετε. Αν δε βρω αυτό το δαχτυλίδι, την έχω βαμμένη». Θέλω να αρπάξω τη σακούλα σκουπιδιών και να κάνω εγκληματολογικό έλεγχο στο περιεχόμενο με την ειδική λαβίδα. Θέλω να βάλω πλαστική ταινία σ’ όλο το δωμάτιο και να το σφραγίσω σαν τόπο εγκλήματος. Εδώ πρέπει να βρίσκεται, εδώ πρέπει. Εκτός αν το έχει ακόμα κάποια άλλη. Αυτή είναι η μόνη άλλη πιθανότητα που εξετάζω. Μία από τις φίλες μου το φοράει και απλώς δεν το έχει προσέξει. Ίσως γλίστρησε μέσα σε μια τσάντα...
ενδεχομένως να έπεσε μέσα σε μια τσέπη... να έχει μπλεχτεί στις κλωστές μιας μπλούζας... οι πιθανές εξηγήσεις μες στο μυαλό μου είναι όλο και πιο παράλογες, αλλά δεν μπορώ να μην τις σκέφτομαι. «Κοιτάξατε στις τουαλέτες;» Η γυναίκα παρεκκλίνει λίγο από την πορεία της για να με προσπεράσει. Φυσικά και κοίταξα στις τουαλέτες. Έλεγξα κάθε θαλαμίσκο πεσμένη στα τέσσερα. Και, κατόπιν, όλους τους νιπτήρες. Δυο φορές. Και κατόπιν προσπάθησα να πείσω τον υπεύθυνο να κλείσει τις τουαλέτες και να γίνει έρευνα σ’ όλους τους σωλήνες των νιπτήρων, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Είπε ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν γνώριζα με βεβαιότητα ότι το δαχτυλίδι είχε χαθεί εκεί μέσα και ότι ήταν σίγουρος πως η αστυνομία θα συμφωνούσε μαζί του και μήπως θα μπορούσα να απομακρυνθώ από το γκισέ επειδή περίμεναν και άλλα άτομα; Η αστυνομία. Μπα! Πίστευα πως θα κατέφθαναν με τις σειρήνες να ουρλιάζουν στα περιπολικά τους μόλις θα τους καλούσα, όχι πως θα μου έλεγαν απλώς να πάω στο αστυνομικό τμήμα και να υποβάλω μιαν αίτηση. Δεν έχω χρόνο να υποβάλω αίτηση! Πρέπει να βρω το δαχτυλίδι μου! Επιστρέφω βιαστικά στο στρογγυλό τραπέζι όπου καθόμασταν το απόγευμα και σέρνομαι από κάτω, ψηλαφώντας για ακόμα μία φορά τη μοκέτα. Πώς άφησα να συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς υπήρξα τόσο ηλ ίθια; Ήταν ιδέα της Νατάσας, της παλιάς μου συμμαθήτριας από το σχολείο, να πάρουμε εισιτήρια για το «Τσάι με Σαμπάνια Μαρί Κιουρί». Δεν μπορούσε να έρθει στο επίσημο Σαββατοκύριακο σπα για κορίτσια προς τιμήν μου, συνεπώς αυτό ήταν ένα είδος υποκατάστατου. Ήμασταν οκτώ στο τραπέζι και πίναμε χαρωπά σαμπάνια τρώγοντας κεκάκια και λίγο πριν αρχίσει η λαχειοφόρος αγορά κάποια είπε, «Έλα, Πόπι, ας δοκιμάσουμε το δαχτυλίδι σου». Δεν μπορώ καν να θυμηθώ ποια ήταν. Η Αναλίζ, ίσως; Με την Αναλίζ ήμασταν στο πανεπιστήμιο μαζί και τώρα εργαζόμαστε στο First Fit Physio μαζί με τη Ρούμπι, η οποία ήταν επίσης μαζί μας στο
μάθημα φυσικοθεραπείας. Και η Ρούμπι ήταν στο τσάι, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι δοκίμασε το δαχτυλίδι. Ή μήπως το δοκίμασε; Δεν το πιστεύω πόσο άχρηστη είμαι. Πώς μπορώ να κάνω ανάλυση τύπου Πουαρό, αν δεν μπορώ να θυμηθώ τα βασικά; Η αλήθεια είναι ότι όλ ες έμοιαζε να δοκιμάζουν το δαχτυλίδι: η Νατάσα και η Κλερ και η Έμιλι (παλιές φίλες από το σχολείο στο Τόντον) και η Λουσίντα (η διοργανώτρια του γάμου μου, η οποία έγινε κατά κάποιον τρόπο φίλη μου) και η βοηθός της, η Κλέμενσι, και η Ρούμπι και η Αναλίζ (όχι απλώς συμφοιτήτριες και συνάδελφοι, αλλά οι δύο καλύτερές μου φίλες. Θα είναι παράνυφοι στο γάμο μου, επίσης). Το παραδέχομαι. Απολάμβανα όλο αυτόν το θαυμασμό. Ακόμα μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι κάτι τόσο πολυτελές και όμορφο ανήκει σ’ εμένα. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω τίποτε απ’ όσα συνέβησαν. Αρραβωνιάστηκα! Εγώ, η Πόπι Ουάιατ. Μ’ έναν ψηλό, όμορφο λέκτορα πανεπιστημίου, ο οποίος έχει γράψει ένα βιβλίο και έχει εμφανιστεί και στην τηλεόραση. Μόλις έξι μήνες πριν η ερωτική μου ζωή ήταν μια καταστροφή. Τ ίποτε σπουδαίο δεν είχε συμβεί τον τελευταίο χρόνο και διστακτικά είχα αποφασίσει να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον τύπο με την άσχημη αναπνοή από το match.com... και τώρα δε μένουν παρά μόλις δέκα ημέρες για το γάμο μου! Ξυπνάω κάθε πρωί και κοιτάζω την απαλή πλάτη του Μάγκνους με τις φακίδες καθώς εκείνος κοιμάται και σκέφτομαι, «Ο αρραβωνιαστικός μου, δόκτωρ Μάγκνους Τάβις, μέλος του Κινγκς 1
Κόλετζτου Λονδίνου» . Νιώθω φευγαλέα ένα αίσθημα δυσπιστίας. Και μετά γυρίζω απ’ την άλλη και κοιτάζω το δαχτυλίδι που λάμπει φανερώνοντας την αξία του και νιώθω πάλι φευγαλέα ένα αίσθημα δυσπιστίας. Τι θα πει ο Μάγκνους; Το στομάχι μου συσπάται και καταπίνω με δυσκολία. Όχι. Μην το σκέφτεσαι αυτό. Έλα, φαιά ουσία. Βρες τη λύση. Θυμάμαι ότι η Κλερ φορούσε το δαχτυλίδι για πολλή ώρα. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να το βγάλει. Έπειτα, η Νατάσα άρχισε
να το τραβάει λέγοντας, «Η σειρά μου, η σειρά μου!» Και θυμάμαι που την προειδοποίησα, «Απαλά!» Θέλω να πω, δε φέρθηκα ανεύθυνα. Παρακολουθούσα προσεκτικά το δαχτυλίδι καθώς έκανε το γύρο του τραπεζιού. Αλλά κάποια στιγμή η προσοχή μου αποσπάστηκε, επειδή ξεκίνησε η λαχειοφόρος και τα δώρα ήταν φανταστικά. Μία εβδομάδα σε βίλα στην Ιταλία και ένα κούρεμα σε σούπερ κομμωτήριο και κουπόνι για τα Harvey Nichols... Η αίθουσα χορού βούιζε από τον κόσμο που κοίταζε τους λαχνούς του και από τους αριθμούς που αναγγέλλονταν από τη σκηνή και τις γυναίκες που χοροπηδούσαν φωνάζοντας, «Εγώ!» Και αυτή ήταν η στιγμή που έκανα το λάθος. Αυτή είναι η στιγμή που σου καίει τα σωθικά και αναρωτιέσαι, «Και αν...» Αν μπορούσα να επιστρέψω πίσω στο χρόνο, αυτή είναι η στιγμή που θα πήγαινα στον εαυτό μου και θα του έλεγα αυστηρά, «Πόπι, οι προτεραιότητες σου». Αλλά δεν το συνειδητοποιεί κανείς, σωστά; Έρχεται η στιγμή που κάνει κάποιος ένα τρομακτικό λάθος και μετά αυτή η συγκεκριμένη στιγμή περνάει και η ευκαιρία να κάνει κάποιος κάτι γι’ αυτό έχει πια χαθεί. Αυτό που συνέβη, λοιπόν, ήταν ότι η Κλερ κέρδισε στη λαχειοφόρο εισιτήρια για το Ουίμπλεντον. Την αγαπώ πολύ την Κλερ, αλλά πάντοτε ήταν λίγο νωθρή. Δε σηκώθηκε όρθια να φωνάξει, «Εγώ! Γιούπι!» με όλη της τη δύναμη, απλώς σήκωσε λιγάκι το χέρι της. Ακόμα κι εμείς που καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι μαζί της δεν καταλάβαμε ότι είχε κερδίσει. Τη στιγμή που συνειδητοποιούσα ότι η Κλερ κρατούσε στον αέρα ένα λαχνό, ο παρουσιαστής στη σκηνή είπε, «Νομίζω ότι θα τραβήξουμε άλλον αριθμό, αφού δεν υπάρχει νικήτρια...» «Φώναξε!» σκούντηξα την Κλερ και κούνησα έντονα το χέρι μου. «Εδώ! Η νικήτρια είναι εδώ!» «Και ο νέος αριθμός είναι... 4-4-0-3». Δεν το πίστευα όταν ένα κορίτσι με σκούρα καστανά μαλλιά
στην άλλη άκρη της αίθουσας άρχισε να ξεφωνίζει και να κραδαίνει ένα λαχνό. «Δεν κέρδισε εκείνη!» αναφώνησα αγανακτισμένα. «Εσύ κέρδισες». «Δεν έχει σημασία». Η Κλερ ζάρωσε πάλι στη θέση της. «Φυσικά και έχει σημασία!» φώναξα προτού καταφέρω να συγκρατήσω τον εαυτό μου και όλες στο τραπέζι άρχισαν να γελάνε ξέφρενα. «Εμπρός, Πόπι!» φώναξε η Νατάσα. «Εμπρός, Λευκή Ιππότισσα! Τακτοποίησέ το!» «Εμπρός, Ιπποτούλα!» Αυτό είναι ένα παλιό αστείο. Επειδή συνέβη ένα περιστατικό μία φορά στο σχολείο, όπου ξεκίνησα συλλογή υπογραφών για να σωθούν τα ινδικά χοιρίδια, όλες άρχισαν να με αποκαλούν Λευκή Ιππότισσα. Ή Ιπποτούλα, εν συντομία. Το υποτιθέμενο σύνθημά μου 2
είναι «Φυσικά και έχει σημασία!» Τέλος πάντων. Αρκεί να πω ότι μέσα σε δυο δευτερόλεπτα βρισκόμουν στη σκηνή με το κορίτσι με τα σκούρα καστανά μαλλιά, προβάλλοντας επιχειρήματα στον παρουσιαστή όσον αφορά το ότι ο λαχνός της φίλης μου ήταν πιο έγκυρος από του άλλου κοριτσιού. Τ ώρα ξέρω ότι δεν έπρεπε να είχα φύγει καθόλου από το τραπέζι. Δεν έπρεπε να είχα αφήσει καθόλου το δαχτυλίδι, ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Αντιλαμβάνομαι πόσο μεγάλη βλακεία ήταν αυτό. Αλλά δικαιολογούμαι, επειδή δεν ήξερα ότι επρόκειτο να χτυπήσει ο συναγερμός πυρκαγιάς, σωστά; Ήταν τόσο σουρεαλιστικό. Τη μία στιγμή όλοι βρίσκονταν καθισμένοι απολαμβάνοντας ένα ωραίο τσάι με σαμπάνια. Την επόμενη στιγμή μια σειρήνα έσκιζε τον αέρα και δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο καθώς όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να κατευθύνονται προς τις εξόδους. Μπορούσα να δω την Αναλίζ, τη Ρούμπι και όλες τις άλλες να αρπάζουν τις τσάντες τους και να προχωρούν προς το πίσω μέρος. Ένας άντρας με κοστούμι ανέβηκε
στη σκηνή και άρχισε να οδηγεί εμένα, το κορίτσι με τα σκούρα καστανά μαλλιά και τον παρουσιαστή προς μια πλαϊνή πόρτα χωρίς να μας αφήνει να πάμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Η ασφάλειά 3
σας είναι προτεραιότητά μας», έλεγε συνεχώς. Ακόμα και τότε δεν είχα ανησυχήσει. Δεν πίστευα ότι το δαχτυλίδι θα είχε χαθεί. Υπέθεσα πως μία από τις φίλες μου θα το είχε φυλάξει και πως θα τις συναντούσα όλες έξω και θα μου το έδιναν. Έξω, φυσικά, γινόταν χαμός. Στο ξενοδοχείο φιλοξενούνταν εκτός από το τσάι μας και κάποιο μεγάλο συνέδριο για επιχειρήσεις και όλοι οι αντιπρόσωποι πετάγονταν από διαφορετικές πόρτες στο δρόμο, ενώ το προσωπικό του ξενοδοχείου προσπαθούσε να κάνει ανακοινώσεις με τηλεβόες και τα αυτοκίνητα κόρναραν και έκανα πολλή ώρα να βρω τη Νατάσα και την Κλερ μέσα στον κόσμο. «Έχετε το δαχτυλίδι μου;» ρώτησα αμέσως, προσπαθώντας να μην ακουστεί σαν κατηγορία. «Ποια το έχει;» Και οι δυο με κοίταξαν σαστισμένες. «Δεν ξέρω», σήκωσε τους ώμους η Νατάσα. «Δεν το είχε η Αναλίζ;» Τότε, λοιπόν, χώθηκα πάλι μέσα στο πλήθος για να βρω την Αναλίζ, αλλά εκείνη δεν το είχε, νόμιζε πως το είχε η Κλερ. Και η Κλερ νόμιζε πως το είχε η Κλέμενσι. Και η Κλέμενσι νόμιζε πως μπορεί να το είχε η Ρούμπι, αλλά εκείνη δεν είχε ήδη φύγει; Το θέμα με τον πανικό είναι ότι σε καταλαμβάνει σιγά-σιγά. Τη μια στιγμή είσαι ακόμα ήρεμη, λες στον εαυτό σου, «Μη γίνεσαι γελοία. Φυσικά δεν μπορεί να χαθεί». Την επόμενη στιγμή, οι διοργανωτές του «Τσάι με σαμπάνια Μαρί Κιουρί» ανακοινώνουν ότι η εκδήλωση θα ολοκληρωθεί νωρίς λόγω απρόβλεπτων καταστάσεων και μοιράζουν σακούλες με δώρα. Και όλες οι φίλες σου έχουν εξαφανιστεί, για να πάρουν το μετρό. Και το δάχτυλό σου εξακολουθεί να είναι γυμνό. Και μια φωνή στο κεφάλι σου τσιρίζει, «Θεέ μου! Το ήξερα ότι θα συμβεί αυτό! Κανείς δεν έπρεπε να μου είχε εμπιστευτεί ποτέ ένα δαχτυλίδι αντίκα! Μεγάλο λάθος! Μεγάλο
λάθος!» Και έτσι βρίσκεσαι κάτω από ένα τραπέζι μία ώρα αργότερα, ψάχνοντας ψηλαφητά τη ρυπαρή μοκέτα του ξενοδοχείου και παρακαλώντας απελπισμένα για ένα θαύμα. Παρόλο που ο πατέρας του αρραβωνιαστικού σου έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο με μεγάλη εκδοτική επιτυχία σχετικά με το ότι δε γίνονται θαύματα και ότι πρόκειται για δεισιδαιμονία και ότι ακόμα και 4
η αναφώνηση «Θεέ μου» αποτελεί σημάδι αδύναμου μυαλού. Ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι το τηλέφωνό μου αναβοσβήνει και το αρπάζω με τρεμάμενα δάχτυλα. Έχουν έρθει τρία μηνύματα και τα διαβάζω γρήγορα γεμάτη ελπίδα. Το βρήκες; Αναλίζ ΧΧ Λυπάμαι, γλυκιά μου, δεν το είδα. Μην ανησυχείς, δε θα πω κουβέντα στον Μάγκνους. Ν xxx Γεια σου, Ποττς! Θεέ μου, τι απαίσιο να χάσεις το δαχτυλίδι σου! Όμως νομίζω ότι το είδα... (εισερχόμενο κείμενο) Κοιτάζω το τηλέφωνό μου ενθουσιασμένη. Η Κλερ νομίζει ότι το είδε; Πού; Βγαίνω από κάτω από το τραπέζι και κουνάω γύρω-γύρω το τηλέφωνό μου, αλλά το υπόλοιπο κείμενο αρνείται σταθερά να εμφανιστεί. Το σήμα εδώ είναι χάλια. Πώς μπορεί αυτό να λέγεται ξενοδοχείο πέντε αστέρων; Θα χρειαστεί να βγω έξω. «Να σας πω...» Πλησιάζω την γκριζομάλλα καθαρίστρια, μιλώντας δυνατότερα από το θόρυβο της Hoover. «Πετάγομαι έξω για να δω ένα μήνυμα. Αν, όμως, βρείτε το δαχτυλίδι καλέστε με, σας
έχω δώσει τον αριθμό του κινητού μου, θα είμαι έξω στο δρόμο...» «Εντάξει, καλή μου», λέει η καθαρίστρια υπομονετικά. Διασχίζω γρήγορα το λόμπι, αποφεύγοντας ομάδες από αντιπροσώπους του συνεδρίου και επιβραδύνοντας λιγάκι καθώς περνώ από τη ρεσεψιόν. «Κανένα νέο από...» «Δε μας έφεραν τίποτε, κυρία». Ο αέρας έξω είναι ήπιος, με μια υποψία καλοκαιριού, παρόλο που ακόμα είναι μέσα Απριλίου. Ελπίζω πως ο καιρός θα εξακολουθήσει να είναι έτσι σε δέκα ημέρες, επειδή το νυφικό μου έχει ανοιχτή πλάτη και ευελπιστώ πως θα κάνει ωραία ημέρα. Τα σκαλιά μπροστά στο ξενοδοχείο είναι φαρδιά και ρηχά και τα ανεβοκατεβαίνω κουνώντας μπρος-πίσω το τηλέφωνό μου, προσπαθώντας να βρω σήμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, κατευθύνομαι στο πεζοδρόμιο, στριφογυρίζοντας πιο έντονα με το τηλέφωνο στο χέρι, κρατώντας το πάνω από το κεφάλι μου, κατόπιν ακουμπώντας σ’ έναν τοίχο του ήσυχου δρόμου στο Νάιτσμπριτζ με το τηλέφωνο στα τεντωμένα μου ακροδάχτυλα. Έλ α, τηλ έφωνο, το καλοπιάνω νοερά. Μπορείς να το κάνεις. Κάν’το για την Πόπι. Λάβε το μήνυμα. Κάπου θα υπάρχει σήμα... μπορείς να το κάνεις... «Ααααααα!» Ακούω τη γεμάτη σοκ κραυγή μου προτού καλά καλά καταλάβω τι έχει συμβεί. Νιώθω έναν έντονο πόνο στον ώμο μου. Νιώθω τα δάχτυλά μου να έχουν γρατζουνιστεί. Ένας τύπος σε ποδήλατο κάνει πετάλ γρήγορα προς το τέλος του δρόμου. Προλαβαίνω να προσέξω μόνο μια παλιά γκρι ζακέτα φόρμας με κουκούλα και ένα στενό μαύρο τζιν προτού το ποδήλατο στρίψει στη γωνία. Το χέρι μου είναι άδειο. Τ ι στο καλό... Κοιτάζω την παλάμη μου και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Χάθηκε. Αυτός ο τύπος έκλεψε το κινητό μου. Ο παλιάνθρωπος μου το έκλ εψε. Το τηλέφωνό μου είναι η ζωή μου. Δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς
αυτό. Είναι σαν ένα ζωτικό όργανο. «Είστε καλά, κυρία;» Ο πορτιέρης κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά. «Συνέβη κάτι; Σας χτύπησαν;» «Με... με λήστεψαν», καταφέρνω με κάποιον τρόπο να τραυλίσω. «Βούτηξαν το τηλέφωνό μου». Ο πορτιέρης πλαταγίζει τη γλώσσα του με συμπάθεια. «Τους απατεώνες. Πρέπει να προσέχετε πολύ σε μια περιοχή σαν κι αυτή...» Δεν τον ακούω. Αρχίζω να τρέμω ολόκληρη. Πρώτη μου φορά νιώθω να έχω χάσει τόσα πράγματα και να βρίσκομαι στα πρόθυρα πανικού. Τ ι θα κάνω χωρίς το τηλέφωνό μου; Πώς θα λειτουργήσω; Τα χέρια μου εξακολουθούν να αναζητούν μηχανικά το τηλέφωνο στη συνηθισμένη του θέση στην τσέπη μου. Κάθε ίνα του κορμιού μου θέλει να στείλει μήνυμα σε κάποιον, «Θεέ μου, έχασα το τηλέφωνό μου!» αλλά πώς μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς το αναθεματισμένο το τηλ έφωνο; Το τηλέφωνό μου είναι οι άνθρωποί μου. Είναι οι φίλοι μου. Είναι η οικογένεια μου. Είναι η δουλειά μου. Είναι ο κόσμος μου. Είναι τα πάντα. Νιώθω σαν να μου πήραν το σύστημα υποστήριξης της ζωής μου. «Να καλέσω την αστυνομία, κυρία;» Ο πορτιέρης μού ρίχνει ανήσυχες ματιές. Είμαι πολύ ζαλισμένη για να απαντήσω. Θυμάμαι, όμως, κάτι ακόμα πιο απαίσιο που με παγώνει. Το δαχτυλίδι. Έδωσα τον αριθμό του κινητού μου σε όλους: στις καθαρίστριες, στους υπαλλήλους στις τουαλέτες, στους εργαζόμενους, σε όλους. Αν το βρει κάποιος; Αν κάποιος το έχει και προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει αυτή ακριβώς τη στιγμή και δεν απαντήσει κανείς επειδή ο τύπος με την κουκούλα έχει ήδη πετάξει την κάρτα μου SIM στο ποτάμι; 5
Θεέ μου! Πρέπει να μιλήσω στον υπεύθυνο. Θα του δώσω τον αριθμό του τηλεφώνου στο σπίτι... Όχι. Κακή ιδέα. Αν αφήσουν κάποιο μήνυμα, ο Μάγκνους μπορεί να το ακούσει.
6
Εντάξει,τότε... τότε... θα δώσω το τηλέφωνο της δουλειάς. Ναι. Μόνο που κανένας δε θα είναι στην κλινική φυσικοθεραπείας απόψε. Δεν μπορώ να πάω και να κάτσω εκεί ώρες ολόκληρες μήπως και τηλεφωνήσει κανείς. Τ ώρα έχω αρχίσει να νιώθω πραγματικά φρικαρισμένη. Τα πάντα έχουν ανατραπεί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν μπαίνω τρέχοντας μέσα στο λόμπι, ο υπεύθυνος είναι απασχολημένος. Το γραφείο του το έχει περικυκλώσει μια μεγάλη ομάδα από αντιπροσώπους του συνεδρίου, οι οποίοι συζητούν για κρατήσεις σε κάποιο εστιατόριο. Προσπαθώ να τον κάνω να με κοιτάξει, ελπίζοντας πως θα με καλέσει κοντά του δίνοντάς μου προτεραιότητα, αλλά εκείνος με αγνοεί επιμελώς και νιώθω λίγο πληγωμένη. Ξέρω ότι τον απασχόλησα ήδη πολύ σήμερα το απόγευμα αλλά δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της κρίσης που βιώνω; «Κυρία...» Ο πορτιέρης που με ακολούθησε στο λόμπι σμίγει τα φρύδια του ανήσυχος. «Μπορούμε να σας προσφέρουμε κάτι για το σοκ; Άρνολντ!» Φωνάζει γρήγορα το σερβιτόρο. «Ένα μπράντι για την κυρία, σε παρακαλώ, κερασμένο από εμάς. Και αν μιλήσετε με τον υπεύθυνο, θα σας βοηθήσει με την αστυνομία. Θα θέλατε να καθίσετε;» «Όχι, ευχαριστώ». Ξαφνικά, μου έρχεται μια ιδέα. «Ίσως θα έπρεπε να καλέσω τον αριθμό του τηλεφώνου μου! Να τηλεφωνήσω στον κλέφτη! Θα μπορούσα να του ζητήσω να έρθει πίσω, να του προσφέρω αμοιβή... Τ ι λέτε; Μπορώ να δανειστώ το τηλέφωνό σας;» Ο πορτιέρης σχεδόν οπισθοχωρεί καθώς απλώνω απότομα το χέρι μου. «Κυρία μου, πιστεύω ότι αυτή θα ήταν μια πολύ απερίσκεπτη κίνηση», λέει αυστηρά. «Και είμαι βέβαιος ότι η αστυνομία θα συμφωνούσε πως δεν πρέπει να κάνετε κάτι τέτοιο. Νομίζω πως βρίσκεστε σε κατάσταση σοκ. Σας παρακαλώ, καθίστε και προσπαθήστε να χαλαρώσετε». Χμμμ. Ίσως έχει δίκιο. Δεν τρελαίνομαι δα να κανονίσω
συνάντηση μ’ έναν εγκληματία με κουκούλα. Αλλά αδύνατον να καθίσω και να χαλαρώσω είμαι σε μεγάλη υπερένταση. Για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου αρχίζω να περπατώ σε κύκλους, κάνοντας την ίδια διαδρομή με τα τακούνια μου να χτυπούν στο μαρμάρινο πάτωμα. Περνώ τον τεράστιο φίκο στη γλάστρα... περνώ το τραπέζι με τις εφημερίδες... περνώ ένα μεγάλο γυαλιστερό δοχείο απορριμμάτων... επιστρέφω στο φίκο. Είναι μια μικρή κυκλική διαδρομή που με ανακουφίζει και μπορώ να έχω συνεχώς τα μάτια μου καρφωμένα στον υπεύθυνο καθώς περιμένω να ελευθερωθεί. Στο λόμπι ακόμα πηγαινοέρχονται στελέχη του συνεδρίου. Μέσα από τις γυάλινες πόρτες μπορώ να δω τον πορτιέρη, που έχει επιστρέφει στα σκαλιά, να καλεί ταξί και να μαζεύει φιλοδωρήματα. Ένας κοντόχοντρος Ιάπωνας με μπλε κοστούμι στέκεται κοντά μου με μερικούς επιχειρηματίες που μοιάζουν Ευρωπαίοι και διαμαρτύρεται έντονα και αγανακτισμένα μάλλον στα ιαπωνικά και χειρονομεί σε όλους όσοι έχουν κρεμασμένο στο λαιμό τους με κόκκινο κορδόνι το καρτελάκι εισόδου στο συνέδριο. Εκείνος είναι τόσο μικροκαμωμένος και οι υπόλοιποι φαίνονται τόσο νευρικοί, που σχεδόν μου έρχεται να χαμογελάσω. Το μπράντι φτάνει σε δίσκο και σταματώ για λίγο για να το κατεβάσω μονορούφι, μετά συνεχίζω να περπατώ ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Φίκος σε γλάστρα... τραπέζι με εφημερίδες... δοχείο απορριμμάτων... φίκος σε γλάστρα... τραπέζι με εφημερίδες... δοχείο απορριμμάτων... Τ ώρα που έχω ηρεμήσει λίγο, αρχίζω να βράζω με δολοφονικές σκέψεις, Ο τύπος με την κουκούλα έχει καταλάβει ότι κατέστρεψε τη ζωή μου; Έχει συνειδητοποιήσει πόσο ζωτικής σημασίας είναι ένα τηλέφωνο; Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί κανείς να κλέψει από τον άλλο. Το χειρότερο. Και δεν ήταν καν και κανένα σπουδαίο τηλέφωνο. Ήταν πολύ παλιό. Καλή τύχη, τότε, στον τύπο με την κουκούλα αν προσπαθήσει να γράψει «Β» σ’ ένα κείμενο ή να μπει στο Ίντερνετ. Ελπίζω να
προσπαθήσει και να αποτύχει. Τότε θα το μετανιώσει. Φίκος... εφημερίδες... δοχείο... φίκος... εφημερίδες... δοχείο... Και με χτύπησε στον ώμο. Γουρούνι. Ίσως να μπορώ να του κάνω αγωγή για να πάρω αποζημίωση. Αν τον πιάσουν ποτέ, πράγμα που δε θα συμβεί. Φίκος... εφημερίδες... δοχείο... Δοχείο. Μισό λεπτό. Τ ι είναι αυτό; Κοκαλώνω επιτόπου και κοιτάζω μέσα στο δοχείο, ενώ αναρωτιέμαι μήπως κάποιος μου κάνει πλάκα ή μήπως έχω παραισθήσεις. Είναι ένα τηλέφωνο. Εκεί μέσα στο δοχείο απορριμμάτων. Ένα κινητό τηλέφωνο.
2 Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα μάτια μου και κοιτάζω πάλι αλλά είναι ακόμα εκεί, μισοκρυμμένο ανάμεσα σε μερικά προγράμματα του συνεδρίου και ένα ποτήρι από τα Starbucks. Τ ι κάνει ένα τηλέφωνο μέσα σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων; Κοιτάζω τριγύρω για να δω αν με προσέχει κανείς μετά απλώνω το χέρι μου γρήγορα και το αρπάζω. Έχει επάνω του μερικές σταγόνες καφέ, αλλά κατά τα άλλα φαίνεται τέλειο. Και είναι και καλό τηλέφωνο. Καινούργιο. Προσεκτικά στρίβω και επιθεωρώ το γεμάτο κόσμο λόμπι. Κανένας δε μου δίνει την παραμικρή σημασία. Κανένας δεν πλησιάζει βιαστικά αναφωνώντας, «Εδώ είναι το τηλέφωνό μου!» Και πηγαινοέρχομαι σ’ αυτόν το χώρο εδώ και δέκα λεπτά. Εκείνος που πέταξε το τηλέφωνο εδώ, το έκανε πριν από λίγο. Υπάρχει ένα αυτοκόλλητο στο πίσω μέρος του τηλεφώνου, που γράφει με τυπωμένα μικρά γράμματα White Globe Consulting Group και έναν αριθμό. Μήπως κάποιος μόλις το πέταξε; Είναι σπασμένο; Πατάω το κουμπί ενεργοποίησης και η οθόνη φωτίζεται. Εμένα μου φαίνεται ότι δουλεύει μια χαρά. Μια φωνούλα στο κεφάλι μου, μου λέει ότι πρέπει να το παραδώσω στους υπευθύνους. Να το πάω στην υποδοχή και να πω, «Συγγνώμη, νομίζω ότι κάποιος έχασε αυτό το τηλέφωνο». Αυτό πρέπει να κάνω. Απλώς, να πάω στην υποδοχή τώρα αμέσως, όπως κάθε υπεύθυνο, κοινωνικά συνειδητοποιημένο μέλος της κοινωνίας... Τα πόδια μου δεν κουνάνε ρούπι. Το χέρι μου σφίγγεται
προστατευτικά γύρω από το τηλέφωνο. Το θέμα είναι ότι χρειάζομαι ένα τηλέφωνο. Στοιχηματίζω ότι η White Globe Consulting Group έχει εκατομμύρια τηλέφωνα. Και δεν το βρήκα στο πάτωμα ή στις τουαλέτες, σωστά; Ήταν στο δοχείο απορριμμάτων. Τα πράγματα στα δοχεία απορριμμάτων είναι σκουπίδια. Είναι θεμιτός στόχος. Έχουν εγκαταλειφθεί. Αυτός είναι ο κανόνας. Κοιτάζω πάλι μέσα στο δοχείο και βλέπω ένα κόκκινο κορδόνι σαν αυτά που έχουν περασμένα στο λαιμό τους οι αντιπρόσωποι. Κοιτάζω τον υπεύθυνο για να βεβαιωθώ ότι δε με βλέπει, μετά ξαναβάζω μέσα το χέρι μου και βγάζω μία άδεια εισόδου για το συνέδριο. Η φωτογραφία μιας εκπληκτικά όμορφης κοπέλας με κοιτάζει, ενώ από κάτω γράφει: Βάιολ ετ Ράσελ , White Globe Consulting Group. Τ ώρα στο μυαλό μου σχηματίζεται μια πολύ καλή θεωρία. Θα μπορούσα να είμαι ο Πουαρό. Αυτό είναι το τηλέφωνο της Βάιολετ Ράσελ και το πέταξε. Για... κάποιο λόγο. Λοιπόν, το λάθος είναι δικό της. Όχι δικό μου. Το τηλέφωνο ξαφνικά χτυπάει και με τρομάζει. Γαμώτο! Είναι ζωντανό. Ο ήχος κλήσης ξεκινάει στη διαπασών και είναι το τραγούδι της Μπιγιοσνσέ Single Ladies. Πατάω γρήγορα το «Απασχολημένος», αλλά ένα λεπτό αργότερα ξαναχτυπάει δυνατά και καθαρά. Δεν έχει κανένα κουμπί για την ένταση του ήχου αυτό το πράγμα; Μια-δυο γυναίκες επιχειρηματίες εκεί κοντά γύρισαν και με κοιτάνε κι εγώ είμαι τόσο αναστατωμένη που πατάω κατά λάθος το «Απάντηση» αντί για το «Απασχολημένος». Οι γυναίκες επιχειρηματίες ακόμα με παρακολουθούν, έτσι βάζω το τηλέφωνο στο αυτί μου και γυρίζω από την άλλη. «Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος», λέω, προσπαθώντας να ακουστώ σαν ρομπότ. «Παρακαλώ, αφήστε το μήνυμά σας». Έτσι θα ξεφορτωθώ αυτόν που καλεί. «Που στο διάβολο είσαι;» Μια μακρόσυρτη, καλλιεργημένη αντρική φωνή αρχίζει να μιλάει και σχεδόν τσιρίζω από έκπληξη.
Έπιασε! Νομίζει ότι είμαι ο τηλεφωνητής! «Μόλις μίλησα με τον Σκότι. Έχει ένα σύνδεσμο που πιστεύει ότι μπορεί να το κάνει. Θα είναι σαν επέμβαση μικροχειρουργικής. Είναι καλός. Δε θα μείνει κανένα ίχνος». Δεν τολμώ να ανασάνω. Ούτε να ξύσω τη μύτη μου, η οποία ξαφνικά με τρώει τρομερά. «Εντάξει», συνεχίζει ο άντρας. «Λοιπόν, ό,τι και να κάνεις χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή». Κλείνει κι εγώ κοιτάζω το τηλέφωνο έκπληκτη. Ποτέ δεν πίστεψα ότι κάποιος όντως θα άφηνε μήνυμα. Τ ώρα νιώθω τύψεις. Αυτό ήταν ένα αυθεντικό φωνητικό μήνυμα και η Βάιολετ δεν το έλαβε. Θέλω να πω, δε φταίω εγώ που πέταξε το τηλέφωνό της, αλλά και πάλι... Αυθόρμητα αρχίζω να ψάχνω μέσα στην τσάντα μου για στυλό και για το μόνο πράγμα στο οποίο θα μπορούσα να γράψω, που είναι ένα παλιό πρόγραμμα 7
κινηματογράφου. Γράφω βιαστικά: «Ο Σκότι έχει ένα σύνδεσμο, επέμβαση μικροχειρουργικής, δε θα μείνει κανένα ίχνος, χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή». Ένας Θεός ξέρει για τι πρόκειται. Για λιποαναρρόφηση, ίσως; Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι εάν ποτέ συναντήσω αυτή την κοπέλα, τη Βάιολετ, θα μπορέσω να της το μεταφέρω. Προτού χτυπήσει πάλι το τηλέφωνο τρέχω στο γραφείο του υπεύθυνου, το οποίο ως εκ θαύματος δεν έχει κόσμο. «Γεια», λέω ξέπνοα. «Εγώ είμαι πάλι. Μήπως βρήκε κάποιος το δαχτυλίδι μου;» «Επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω, κυρία μου», λέει με παγερό χαμόγελο, «ότι αν είχε βρεθεί θα σας είχαμε ενημερώσει. Έχουμε τον αριθμό του τηλεφώνου σας...» «Όχι, δεν τον έχετε!» Τον έκοψα σχεδόν θριαμβευτικά. «Αυτό είναι το θέμα! Ο αριθμός που σας έδωσα τώρα δεν... εεε... ισχύει. Είναι εκτός λειτουργίας. Δεν ισχύει καθόλου». Το τελευταίο πράγμα
που θέλω είναι να τηλεφωνήσει στον τύπο με την κουκούλα και να του αναφέρει το ανεκτίμητο σμαραγδένιο δαχτυλίδι. «Σας παρακαλώ, μην καλέσετε. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτό τον αριθμό;» Αντιγράφω προσεκτικά τον αριθμό από το πίσω μέρος του τηλεφώνου της White Globe Consulting. «Για να μην υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο... μπορώ να τον δοκιμάσω;» Πιάνω το τηλέφωνο του ξενοδοχείου και σχηματίζω τον τυπωμένο αριθμό. Μια στιγμή αργότερα, η φωνή της Μπιγιονσέ αρχίζει να ξεχύνεται από το κινητό. Εντάξει. Μπορώ επιτέλους να χαλαρώσω λίγο. Έχω τηλέφωνο. «Θα θέλατε κάτι άλλο, κυρία;» Ο υπεύθυνος έχει αρχίσει να εκνευρίζεται και πίσω μου έχει σχηματιστεί ουρά. Έτσι, τον ευχαριστώ και πάλι και κατευθύνομαι προς έναν κοντινό καναπέ γεμάτη αδρεναλίνη. Έχω τηλέφωνο και έχω και ένα σχέδιο. Μου χρειάζονται μόνο πέντε λεπτά για να γράψω τον νέο αριθμό του κινητού μου σε είκοσι ξεχωριστά κομμάτια από μια κόλλα χαρτί του ξενοδοχείου μαζί με τη φράση «ΠΟΠΙΟΥΑΪΑΤ ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ ΔΑΧΤ ΥΛΙΔΙ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ Τ ΗΛΕΦΩΝΗΣΤ Ε!!!» με κεφαλαία γράμματα. Δυστυχώς, οι πόρτες της αίθουσας χορού είναι τώρα κλειδωμένες (αν και είμαι βέβαιη ότι μπορώ να ακούσω τις καθαρίστριες που είναι μέσα), έτσι υποχρεώνομαι να κάνω βόλτες στους διαδρόμους, στην αίθουσα τσαγιού, στις γυναικείες τουαλέτες και ακόμα και στο σπα, δίνοντας τον αριθμό τηλεφώνου μου σε κάθε εργαζόμενο του ξενοδοχείου που συναντώ και εξηγώντας του τι συνέβη. Τηλεφωνώ στην αστυνομία και τους υπαγορεύω τον νέο μου αριθμό. Στέλνω μήνυμα Ρούμπι τον αριθμό του κινητού της τον θυμάμαι απέξω λέγοντας: Γεια! Μου έκλεψαν το κινητό. Αυτός είναι ο νέος αριθμός κινητού μου. Τον δίνεις στους υπόλοιπους; Κανένα ίχνος του δαχτυλιδιού;;; Έπειτα πέφτω πάλι στον καναπέ εξαντλημένη. Νιώθω σαν να
βρίσκομαι σε τούτο το αναθεματισμένο ξενοδοχείο όλη την ημέρα. Πρέπει να τηλεφωνήσω και στον Μάγκνους και να του δώσω αυτό τον αριθμό αλλά δεν είμαι έτοιμη να το κάνω ακόμα. Έχω την παράλογη πεποίθηση ότι θα καταλάβει από τον τόνο της φωνής μου ότι έχασα το δαχτυλίδι μου. Θα νιώσει το γυμνό μου δάχτυλο τη στιγμή που θα πω, «Γεια». Σε παρακαλ ώ, εμφανίσου, δαχτυλ ίδι. Σε παρακαλ ώ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, εμφανίσου... Έχω ακουμπήσει την πλάτη μου πίσω, έχω κλείσει τα μάτια μου και προσπαθώ να στείλω ένα τηλεπαθητικό μήνυμα στους αιθέρες. Έτσι, όταν η Μπιγιονσέ ακούγεται πάλι, αναπηδώ έκπληκτη. Ίσως να είναι γι’ αυτό! Για το δαχτυλίδι μου! Κάποιος το βρήκε! Προτού καν κοιτάξω την οθόνη πατάω το κουμπί Απάντηση και λέω γεμάτη ενθουσιασμό, «Εμπρός;» «Βάιολετ;» Μια αντρική φωνή φτάνει στ’ αυτιά μου. Δεν είναι ο άντρας που τηλεφώνησε πριν, είναι ένας τύπος με πιο βαθιά φωνή. Φαίνεται λίγο δύστροπος, εάν μπορεί κανείς να καταλήξει σε αυτό το 8
συμπέρασμα μόνο από τέσσερις συλλαβές. Ανασαίνει επίσης πολύ βαριά, πράγμα που σημαίνει ότι είτε είναι ανώμαλος είτε κάνει κάποιου είδους άσκηση. «Είσαι στο λόμπι; Η ομάδα των Ιαπώνων είναι ακόμα εκεί;» Αντανακλαστικά κοιτάζω τριγύρω. Υπάρχει ένα μπουλούκι από Ιάπωνες δίπλα στις πόρτες. «Ναι, είναι», απαντώ. «Και δεν είμαι η Βάιολετ. Αυτό δεν είναι το τηλέφωνο της Βάιολετ πια. Λυπάμαι. Ίσως θα μπορούσες να ενημερώσεις τους άλλους ότι το τηλέφωνό της άλλαξε;» Πρέπει να ξεφορτωθώ τους φίλους της Βάιολετ. Δε γίνεται να μου τηλεφωνούν κάθε πέντε λεπτά. «Συγγνώμη, ποια είστε;» απαιτεί να μάθει ο άντρας. «Γιατί απαντάτε στο τηλέφωνο της Βάιολετ; Πού είναι η Βάιολετ;» «Το τηλέφωνο είναι δικό μου», λέω με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ όση νιώθω. Πράγμα που είναι αλήθεια.
9
Χρησικτησία, αγάπη μου! «Είναι δικό σας; Τ ι στο διάβολο ω, Χριστέ μου». Βλαστημάει λίγο ακόμα και μπορώ να ακούσω βήματα στο βάθος. Ακούγεται σαν 10
να κατεβαίνει σκάλες. «Πέστε μου μόνο, φεύγουν;» «Οι Ιάπωνες;» Λοξοκοιτάζω την ομάδα. «Ίσως. Δεν είμαι σίγουρη». «Είναι μαζί τους ένας κοντός τύπος; Υπέρβαρος; Με πυκνά μαλλιά;» «Εννοείτε τον τύπο με το μπλε κοστούμι; Ναι, είναι ακριβώς μπροστά μου. Φαίνεται θυμωμένος. Τ ώρα φοράει την καμπαρντίνα του». Ένας συνοδός του μόλις έδωσε στον κοντόχοντρο Ιάπωνα μια καμπαρντίνα Burberry. Εκείνος ρίχνει γύρω του άγριες ματιές καθώς τη φοράει και ένας συνεχής χείμαρρος από θυμωμένα γιαπωνέζικα βγαίνει από το στόμα του και όλοι οι γύρω του γνέφουν νευρικά. «Όχι!» Η κραυγή του άντρα στο τηλέφωνο με αιφνιδιάζει. «Δεν πρέπει να φύγει». «Φεύγει, όμως. Λυπάμαι». «Πρέπει να τον σταματήσετε. Πλησιάστε τον και μην τον αφήσετε να φύγει από το ξενοδοχείο. Πλησιάστε τον τώρα. Κάντε ό,τι χρειαστεί». «Τι;» Παρατηρώ καλά-καλά το τηλέφωνο. «Κοιτάξτε, λυπάμαι, αλλά δε σας ξέρω καν...» «Ούτε εγώ εσάς», ανταπαντά. «Ποια είστε, αλήθεια; Είστε φίλη της Βάιολετ; Μπορείτε να μου πείτε γιατί αποφάσισε να παραιτηθεί από τη δουλειά της στη μέση του μεγαλύτερου συνεδρίου της χρονιάς; Νομίζει ότι ξαφνικά δεν χρειάζομαι ιδιαιτέρα γραμματέα;» Αχά. Άρα η Βάιολετ είναι η προσωπική βοηθός του. Η ιδιαιτέρα γραμματέας του. Είναι λογικό. Και τον παράτησε! Λοιπόν, δε μου κάνει εντύπωση, είναι τόσο αυταρχικός. «Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία», διακόπτει τον εαυτό του. «Το θέμα είναι ότι βρίσκομαι στις σκάλες, στον ένατο όροφο, το
ασανσέρ χάλασε, θα είμαι κάτω σε λιγότερο από τρία λεπτά κι εσείς πρέπει να κρατήσετε τον Γιουίτσι Γιαμασάκι εκεί μέχρι να κατέβω. Όποια στην ευχή κι αν είστε». Τ ι θράσος. «Διαφορετικά;» κάνω απότομα. «Διαφορετικά, μια χρονιά προσεκτικών διαπραγματεύσεων θα χαθεί εξαιτίας μιας ανόητης παρεξήγησης. Η μεγαλύτερη συμφωνία της χρονιάς θα χαλάσει. Μια ομάδα είκοσι ατόμων θα χάσουν τη δουλειά τους». Η φωνή του είναι ανελέητη. «Ανώτατα στελέχη, γραμματείς, όλη η ομάδα. Μόνο και μόνο επειδή δεν μπορώ να κατέβω κάτω αρκετά γρήγορα και το ένα άτομο που θα μπορούσε να βοηθήσει δε βοηθάει». Ω, να πάρει η οργή. «Εντάξει!» λέω νευριασμένα. «Θα κάνω ό,τι μπορώ. Πώς είπαμε ότι λέγεται;» «Γιαμασάκι». «Περιμένετε!» Υψώνω τη φωνή μου καθώς διασχίζω τρέχοντας το λόμπι. «Σας παρακαλώ! Κύριε Γιαμασάκι; Θα μπορούσατε να περιμένετε ένα λεπτό;» Ο κύριος Γιαμασάκι γυρίζει με απορία και ένας-δυο από τους συνοδούς του κινούνται στο πλάι του προστατευτικά. Έχει φαρδύ πρόσωπο, το οποίο ακόμα είναι σφιγμένο από θυμό, και πλατύ, επιθετικό λαιμό, γύρω από τον οποίο κρέμεται ένα μεταξωτό μαντίλι. Έχω την αίσθηση ότι δεν του πολυαρέσουν οι χαλαρές κουβεντούλες. Δεν έχω ιδέα τι να πω στη συνέχεια. Δε μιλάω ιαπωνικά, δε γνωρίζω τίποτε για τις ιαπωνικές επιχειρήσεις ούτε για τον ιαπωνικό πολιτισμό. Εκτός από το σούσι. Αλλά δεν μπορώ να πάω κοντά του και να του πω «σούσι!» έτσι στο άσχετο. Θα ήταν σαν να πήγαινα σ’ έναν κορυφαίο Αμερικανό επιχειρηματία και να του έλεγα «χάμπουργκερ!» «Σας... θαυμάζω πολύ», αυτοσχεδιάζω. «Τη δουλειά σας, δηλαδή. Θα μπορούσα να έχω ένα αυτόγραφο;»
Φαίνεται σαστισμένος και ένας από τους συναδέλφους του μεταφράζει ψιθυριστά στο αυτί του. Αμέσως το πρόσωπό του χαλαρώνει και υποκλίνεται μπροστά μου. Υποκλίνομαι κι εγώ επιφυλακτικά και εκείνος κροταλίζει τα δάχτυλά του δίνοντας κάποια εντολή. Ένα λεπτό αργότερα μπροστά του βρίσκεται ανοιχτός ένας όμορφος δερμάτινος χαρτοφύλακας και γράφει κάτι με επιμέλεια στα ιαπωνικά. «Είναι ακόμα εδώ;» Η φωνή του αγνώστου ξαφνικά ακούγεται από το τηλέφωνο. «Ναι», ψιθυρίζω. «Σχεδόν. Εσείς πού είστε;» Στέλνω ένα λαμπερό χαμόγελο στον κύριο Γιαμασάκι. «Στον πέμπτο όροφο. Κρατήστε τον εκεί. Κάντε ό,τι χρειαστεί». Ο κύριος Γιαμασάκι μου δίνει το αυτόγραφο, κλείνει το στυλό του, υποκλίνεται πάλι και ετοιμάζεται να φύγει. «Περιμένετε!» φωνάζω απεγνωσμένα. «Θα μπορούσα να... σας δείξω κάτι;» «Ο κύριος Γιαμασάκι έχει φορτωμένο πρόγραμμα». Ένας από τους συνοδούς του, που φοράει γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και το πιο λευκό πουκάμισο που έχω δει ποτέ, γυρίζει προς το μέρος μου. «Εάν έχετε την καλοσύνη, επικοινωνήστε με το γραφείο μας». Αρχίζουν πάλι να φεύγουν. Τ ι κάνω τώρα; Δεν μπορώ να ζητήσω άλλο αυτόγραφο. Δεν μπορώ να του κάνω μαρκάρισμα τύπου ράγκμπι. Πρέπει με κάποιον τρόπο να τραβήξω την προσοχή του... «Έχω να κάνω μια ξεχωριστή ανακοίνωση!» αναφωνώ, τρέχοντας βιαστικά πίσω τους. «Είμαι ένα τραγουδιστό τηλεγράφημα! Έχω ένα μήνυμα από όλους τους θαυμαστές του κυρίου Γιαμασάκι. Θα ήταν μεγάλη αγένεια απέναντι τους να αρνηθείτε». Η λέξη «αγένεια» φαίνεται να τους ακινητοποιεί. Συνοφρυώνονται και ανταλλάσσουν σαστισμένες ματιές. «Τ ραγουδιστό τηλεγράφημα;» ρωτάει καχύποπτα εκείνος που φοράει γυαλιά με μεταλλικό σκελετό.
«Ναι, τηλεγράφημα», επιμένω. «Μόνο που είναι τραγουδιστό». Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό έκανε τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Ο διερμηνέας μουρμουρίζει οργισμένα στο αυτί του κυρίου Γιαμασάκι και μετά από ένα λεπτό μού λέει: «Μπορείτε να αρχίσετε». Ο κύριος Γιαμασάκι γυρίζει και όλοι οι συνάδελφοί του ακολουθούν, ενώ σταυρώνουν όλο προσμονή τα χέρια τους και παρατάσσονται ο ένας δίπλα στον άλλο. Στο λόμπι αντιλαμβάνομαι ορισμένες ματιές όλο ενδιαφέρον από άλλες ομάδες επιχειρηματιών. «Πού είστε;» μουρμουρίζω απελπισμένα στο τηλέφωνο. «Τ ρίτος όροφος», ακούγεται η φωνή του άντρα μια στιγμή αργότερα. «Μισό λεπτό. Μην τον χάσετε». «Ξεκίνα», λέει δηκτικά ο τύπος με τα γυαλιά με τον μεταλλικό σκελετό. Κάποιοι άλλοι ένοικοι του ξενοδοχείου, που βρίσκονται στο λόμπι, έχουν σταματήσει και παρακολουθούν. Θεέ μου. Πώς έμπλεξα έτσι; Πρώτον, δεν μπορώ να τραγουδήσω. Δεύτερον, τι να τραγουδήσω σ’ έναν Ιάπωνα επιχειρηματία, τον οποίο βλέπω πρώτη φορά; Τ ρίτον, γιατί είπα «τραγουδιστό τηλεγράφημα»; Αν, όμως, δεν κάνω κάτι σύντομα, είκοσι άτομα θα χάσουν τη δουλειά τους. Κάνω βαθιά υπόκλιση, για να ροκανίσω λίγη ώρα ακόμα, και όλοι οι Ιάπωνες υποκλίνονται με τη σειρά τους. «Ξεκίνα», επαναλαμβάνει ο τύπος με τα γυαλιά με τον μεταλλικό σκελετό, ενώ τα μάτια του σπιθίζουν απειλητικά. Παίρνω βαθιά ανάσα. Έλα, λοιπόν. Δεν έχει σημασία τι θα κάνω. Πρέπει απλώς να διαρκέσει μισό λεπτό. Μετά θα μπορέσω να εξαφανιστώ και δε θα με ξαναδούν. «Κύριε Γιαμασάκι...» αρχίζω επιφυλακτικά στο ρυθμό τού Single Ladies. «Κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γιαμασάκι». Κουνάω τους γοφούς και τους ώμους μου προς το μέρος του σαν την Μπιγιονσέ.11 «Κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γιαμασάκι».
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι πολύ εύκολο. Δε χρειάζομαι στίχους, μπορώ να συνεχίσω να τραγουδώ «Κύριε Γιαμασάκι» ξανά και ξανά. Έπειτα από λίγο, ορισμένοι από τους Ιάπωνες αρχίζουν να τραγουδούν μαζί μου και να χτυπούν τον κύριο Γιαμασάκι στην πλάτη. «Κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γιαμασάκι. Κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γ ιαμασάκι». Σηκώνω το δάχτυλό μου και το κουνάω προς το μέρος του, κλείνοντάς του το μάτι. «Ω-ω-ω... ω-ω-ω...» Το τραγούδι αυτό είναι γελοία κολλητικό. Όλοι οι Ιάπωνες τραγουδούν τώρα, εκτός από τον κύριο Γιαμασάκι, ο οποίος απλώς στέκεται εκεί δείχνοντας να το απολαμβάνει. Κάποιοι αντιπρόσωποι εδώ κοντά συμμετέχουν κι εκείνοι στο τραγούδι και ακούω έναν από αυτούς να λέει: «Πρόκειται για flash mob12;» «Κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γιαμασάκι, κύριε Γιαμασάκι... Πού είστε;» μουρμουρίζω στο τηλέφωνο, που εξακολουθεί να είναι φωτισμένο. «Παρακολουθώ». «Τι;» Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου και τα μάτια μου σαρώνουν το λόμπι. Η ματιά μου σταματάει σ’ έναν άντρα που στέκεται μόνος του, καμιά τριανταριά μέτρα μακρύτερα. Φοράει σκούρο κοστούμι και έχει πυκνά μαύρα ανακατεμένα μαλλιά και κρατάει ένα τηλέφωνο δίπλα στο αυτί του. Ακόμα και από αυτή την απόσταση μπορώ να δω ότι γελάει. «Πόση ώρα είστε εκεί;» ψελλίζω οργισμένα. «Μόλις έφτασα. Δεν ήθελα να διακόψω. Εξαιρετική δουλειά, παρεμπιπτόντως», προσθέτει. «Νομίζω ότι τον κερδίσατε αμέσως τον Γιαμασάκι». «Ευχαριστώ», λέω σαρκαστικά. «Χαίρομαι που βοήθησα. Είναι όλος δικός σας». Υποκλίνομαι μεγαλοπρεπώς στον κύριο Γιαμασάκι, έπειτα κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι γρήγορα προς την έξοδο, αγνοώντας τις κραυγές απογοήτευσης των Ιαπώνων. Έχω πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθώ από τους αλαζόνες αγνώστους και
τις ανόητες επιχειρηματικές συμφωνίες τους. «Περιμένετε!» Η φωνή του άντρα με ακολουθεί μέσα από το τηλέφωνο. «Το τηλέφωνο. Είναι της ιδιαιτέρας μου». «Τότε ας μην το είχε πετάξει στα σκουπίδια», αποκρίνομαι απότομα και ανοίγω τις γυάλινες πόρτες. «Ό,τι βρίσκει κανείς είναι δικό του». Μεσολαβούν δώδεκα στάσεις του μετρό από το Νάιτσμπριτζ ως το σπίτι των γονιών του Μάγκνους στο Βόρειο Λονδίνο και μόλις βγαίνω από το μετρό ελέγχω το τηλέφωνό μου. Αναβοσβήνουν νέα μηνύματα περίπου δέκα γραπτά μηνύματα και είκοσι μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αλλά μόνο τα πέντε γραπτά μηνύματα είναι για εμένα και κανένα δεν περιέχει νέα για το δαχτυλίδι. Το ένα είναι από την αστυνομία και η καρδιά μου αναπηδά όλο ελπίδα, αλλά είναι μόνο για να επιβεβαιώσουν ότι έχω υποβάλει αίτηση και για να ρωτήσουν αν επιθυμώ να με επισκεφθεί ένας αστυνομικός υποστήριξης θυμάτων. Τα υπόλοιπα είναι όλα γραπτά μηνύματα και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τη Βάιολετ. Καθώς τα κοιτάζω βιαστικά παρατηρώ ότι ο «Σαμ» εμφανίζεται στο θέμα αρκετών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Νιώθοντας πάλι σαν τον Πουαρό, ελέγχω τη λειτουργία «Εξερχόμενες κλήσεις» και διαπιστώνω ότι η τελευταία κλήση που έγινε από αυτό το τηλέφωνο ήταν προς «Σαμ κινητό». Άρα, αυτός είναι. Το αφεντικό της Βάιολετ. Ο τύπος με τα σκούρα ανακατεμένα μαλλιά. Και το αποδεικνύει και η διεύθυνση email, η οποία είναι
[email protected]. Από απλή περιέργεια και μόνο, κάνω κλικ σ’ ένα από τα email. Είναι από την
[email protected] και το θέμα είναι «Απ.: Δείπνο;» Ευχαριστώ, Βάιολετ. Θα το εκτιμούσα αν δεν ανέφερες τίποτε απ’ όλα αυτά στον Σαμ. Νιώθω λίγο άσχημα τώρα!
Ω! Για ποιο πράγμα νιώθει άσχημα; Προτού μπορέσω να συγκρατήσω τον εαυτό μου, προχωρώ προς τα κάτω για να διαβάσω το προηγούμενο email, το οποίο εστάλη χθες. Ξέρεις, Τ ζένα, πρέπει να μάθεις κάτι: ο Σαμ είναι αρραβωνιασμένος. Φιλιά, Βάιολετ Είναι αρραβωνιασμένος. Ενδιαφέρον. Καθώς ξαναδιαβάζω τις λέξεις, νιώθω μέσα μου μια παράξενη αντίδραση που δεν μπορώ να προσδιορίσω έκπληξη; Αν και, γιατί να νιώθω έκπληξη; Ούτε καν που τον ξέρω τον τύπο. Εντάξει, τώρα πρέπει να μάθω όλη την ιστορία. Γιατί νιώθει άσχημα η Τ ζένα; Τ ι συνέβη; Κατεβαίνω πιο κάτω και βρίσκω ένα μεγάλο κατατοπιστικό email από την Τ ζένα, η οποία προφανώς γνώρισε τον Σαμ Ρόξτον σε κάποια επαγγελματική εκδήλωση, της άρεσε και τον κάλεσε σε δείπνο πριν από δύο εβδομάδες, αλλά εκείνος δεν έχει απαντήσει στα τηλεφωνήματά της. .. .προσπάθησα πάλι χθες... ίσως καλώ λάθος αριθμό... κάποιος μου είπε ότι είναι δημοφιλής και ότι η γραμματέας του είναι ο καλύτερος τρόπος για να επικοινωνήσω μαζί του... λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ... εάν μπορείτε ενημερώστε με έτσι κι αλλιώς... Την καημένη. Νιώθω αγανάκτηση για λογαριασμό της. Γιατί εκείνος δεν της απάντησε; Πόσο δύσκολο είναι να στείλει κανείς ένα email στα γρήγορα, λέγοντας, «Όχι, ευχαριστώ»; Και μετά αποδεικνύεται ότι είναι αρραβωνιασμένος, για τ’ όνομα του Θεού. Τέλος πάντων. Ας είναι. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι χώνω τη μύτη μου στα εισερχόμενα κάποιου ξένου, τη στιγμή που έχω πολλά άλλα πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτώ. Προτεραιότητες, Πόπι. Πρέπει να αγοράσω κρασί για τους γονείς του Μάγκνους. Και μια κάρτα για το καλωσόρισμα. Και, αν δεν εντοπίσω το δαχτυλίδι τα
επόμενα είκοσι λεπτά... ένα ζευγάρι γάντια. Καταστροφή. Καταστροφή. Τελικά φαίνεται πως δεν πουλάνε γάντια τον Απρίλιο. Τα μόνα που κατάφερα να βρω ήταν από το στοκ του Accessorize. Παλιά χριστουγεννιάτικα γάντια, διαθέσιμα μόνο σε μικρό νούμερο. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ετοιμάζομαι στα σοβαρά να χαιρετήσω τα μελλοντικά πεθερικά μου φορώντας υπερβολικά στενά, κόκκινα, μάλλινα γάντια με ταράνδους. Και φουντίτσες. Ωστόσο, δεν έχω επιλογή. Είτε θα φορέσω αυτά ή θα μπω στο σπίτι με το χέρι μου γυμνό. Καθώς ξεκινώ τον μακρύ ανηφορικό δρόμο μέχρι το σπίτι τους, αρχίζω να νιώθω πραγματικά ναυτία. Δεν είναι μόνο το δαχτυλίδι. Είναι η όλη τρομακτική προοπτική της συνάντησης με τα πεθερικά. Στρίβω στη γωνία και όλα τα παράθυρα του σπιτιού είναι φωτισμένα. Έχουν επιστρέψει. Ποτέ μου δεν είδα κάποιο σπίτι να ταιριάζει τόσο σε μια οικογένεια, όσο αυτό των Τάβις. Είναι παλαιότερο και πιο μεγαλοπρεπές από όλα τα υπόλοιπα σπίτια του δρόμου και τα κοιτάζει υπεροπτικά από την ανώτερη θέση του. Στον κήπο υπάρχουν έλατα και μια αροκάρια. Τους τοίχους καλύπτει κισσός, ενώ τα παράθυρα έχουν ακόμα τα αρχικά ξύλινα πλαίσια του 1835. Μέσα υπάρχει ταπετσαρία του Ουίλιαμ Μόρις από τη δεκαετία του 1960 και τα πατώματα είναι καλυμμένα με τουρκικά χαλιά. Μόνο που στην πραγματικότητα δεν μπορεί κανείς να δει τα χαλιά, επειδή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από παλιά έγγραφα και χειρόγραφα, τα οποία κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να συμμαζέψει. Σε κανέναν δεν αρέσει ιδιαιτέρως να καθαρίζει στην οικογένεια Τάβις. Μια φορά, μάλιστα, βρήκα ένα απολιθωμένο βραστό αυγό στο κρεβάτι ενός ξενώνα, μέσα στην αυγοθήκη του ακόμα, μαζί μ’ ένα αφυδατωμένο κομμάτι ψωμί του τοστ. Πρέπει να ήταν εκεί τουλάχιστον ένα χρόνο. Και παντού, σ’ ολόκληρο το σπίτι υπάρχουν βιβλία. Παραχωμένα σε τριπλές σειρές στα ράφια, στοιβαγμένα στο πάτωμα
και στο πλάι κάθε λεκιασμένου μπάνιου. Ο Άντονι γράφει βιβλία, η Ουάντα γράφει βιβλία, ο Μάγκνους γράφει βιβλία και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Κόνραντ, γράφει βιβλία. Ακόμα και η γυναίκα του 13
Κόνραντ, η Μάργκο, γράφει βιβλία. Πράγμα που είναι θαυμάσιο. Θέλω να πω ότι είναι υπέροχο να υπάρχουν τόσοι πανέξυπνοι διανοούμενοι σε μία οικογένεια. Αλλά σε κάνει να νιώθεις λιγουλάκι ανεπαρκής. Μη με παρεξηγήσετε, πιστεύω ότι είμαι πολύ έξυπνη. Ξέρετε, όπως κάθε κανονικός άνθρωπος που πήγε στο σχολείο και στο κολέγιο και βρήκε δουλειά και όλα τα σχετικά. Όμως αυτοί δεν είναι κανονικοί άνθρωποι, βρίσκονται σε άλλη κατηγορία. Έχουν σούπερ εγκεφάλους. Είναι η πανεπιστημιακή έκδοση της ταινίας Οι 14
Απίθανοι. Έχω συναντήσει τους γονείς του μόνο λίγες φορές, όταν επέστρεψαν στο Λονδίνο για μία εβδομάδα ώστε να δώσει ο Άντονι κάποια σπουδαία διάλεξη, αλλά ήταν αρκετό για να καταλάβω. Όταν ο Άντονι μιλούσε στη διάλεξη για τις πολιτικές θεωρίες, η Ουάντα παρουσίαζε μια εργασία για τον φεμινιστικό ιουδαϊσμό σε μια ομάδα προβληματισμού και, κατόπιν, εμφανίστηκαν και οι δυο στην εκπομπή The Culture Show, παίρνοντας αντίθετες θέσεις για ένα 15
ντοκιμαντέρ σχετικά με την επίδραση της Αναγέννησης. Αυτό, λοιπόν, ήταν το σκηνικό της συνάντησής μας. Καμία απολύτως πίεση. Έχω γνωρίσει, στο πέρασμα των χρόνων, τους γονείς αρκετά διαφορετικών φίλων μου, αλλά χωρίς αμφιβολία αυτή ήταν η χειρότερη εμπειρία που έζησα ποτέ. Μόλις είχαμε χαιρετηθεί διά χειραψίας και είχαμε πιάσει ψιλή κουβέντα και έλεγα στην Ουάντα γεμάτη περηφάνια σε ποιο κολέγιο πήγα, όταν ο Άντονι σήκωσε το βλέμμα πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας του και, κοιτάζοντας με τα φωτεινά, ψυχρά μάτια του, είπε: «Πτυχίο στη φυσικοθεραπεία. Τ ι διασκεδαστικό». Αμέσως ένιωσα συντετριμμένη. Δεν ήξερα τι να πω. Για την ακρίβεια, ήμουν τόσο συγχυσμένη που έφυγα από το
16
δωμάτιο και πήγα στην τουαλέτα. Έπειτα από αυτό, φυσικά, πάγωσα. Εκείνες οι τρεις ημέρες ήταν η απόλυτη μιζέρια. Όσο πιο υψηλής διανόησης γινόταν η συζήτηση τόσο πιο σιωπηλή παρέμενα και τόσο πιο άβολα ένιωθα. Η δεύτερη χειρότερη στιγμή: όταν πρόφερα τον «Προυστ» λάθος και όλοι 17
αντάλλαξαν ματιές με νόημα. Η χειρότερη στιγμή μου: παρακολουθούσαμε την εκπομπή University Challenge όλοι μαζί στο σαλόνι, όταν εμφανίστηκε κάποια ερώτηση με κόκαλα. Το αντικείμενό μου! Αυτό σπούδασα! Ξέρω όλες τις λατινικές ονομασίες και τα σχετικά! Αλλά καθώς έπαιρνα ανάσα για να απαντήσω στην πρώτη ερώτηση, ο Άντονι έδωσε ήδη τη σωστή απάντηση. Την επόμενη φορά ήμουν ταχύτερη αλλά και πάλι με κέρδισε. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με αγώνα δρόμου και κέρδισε εκείνος. Τότε, στο τέλος, με κοίταξε και ρώτησε: «Δε διδάσκουν ανατομία στη σχολή φυσικοθεραπείας, Πόπι;» και ένιωσα τελείως ταπεινωμένη. Ο Μάγκνους είπε ότι αγαπάει εμένα και όχι τον εγκέφαλό μου και ότι πρέπει απλώς να αγνοήσω τους γονείς του. Και η Νατάσα είπε να κρατήσω στο νου μου την κοτρόνα και το σπίτι στο Χάμπστεντ και τη βίλα στην Τοσκάνη. Έτσι είναι η Νατάσα. Αντίθετα, η δική μου προσέγγιση ήταν η εξής: απλώς μην τους σκέφτεσαι. Όλα πήγαν καλά. Έφτασαν με ασφάλεια στο Σικάγο, χιλιάδες μίλια μακριά. Αλλά τώρα επέστρεψαν. Θεέ μου. Και ακόμα δεν είμαι σίγουρη πώς προφέρεται ο «Προυστ» (Προυούστ; Προστ;) Και δεν έκανα επανάληψη τις λατινικές ονομασίες των οστών. Και φοράω κόκκινα, μάλλινα γάντια με ταράνδους μήνα Απρίλιο. Και με φουντίτσες. Τα πόδια μου τρέμουν καθώς χτυπάω το κουδούνι. Πραγματικά τρέμουν. Νιώθω σαν το σκιάχτρο στον Μάγο τον Οζ. Όπου να ’ναι θα καταρρεύσω στο μονοπάτι και η Ουάντα θα με κάψει επειδή έχασα το δαχτυλίδι. Σταμάτα, Πόπι. Όλα είναι εντάξει. Κανείς δε θα υποπτευθεί τίποτε. Αυτό που θα πω είναι ότι έκαψα το χέρι μου. Αυτό θα πω.
«Γεια σου, Πόπι!» «Φίλιξ! Γεια!» Νιώθω τόση ανακούφιση που άνοιξε την πόρτα ο Φίλιξ, ώστε ο χαιρετισμός μου ακούγεται σαν τρεμάμενη κραυγή. Ο Φίλιξ είναι το μωρό της οικογένειας μόνο δεκαεπτά χρονών και ακόμα στο σχολείο. Για την ακρίβεια, ο Μάγκνους έμενε στο σπίτι μαζί του όσο έλειπαν οι γονείς του, σαν ένα είδος μπέιμπι σίτερ, κι εγώ μετακόμισα αφού αρραβωνιαστήκαμε. Όχι ότι ο Φίλιξ χρειάζεται μπέιμπι σίτερ. Είναι απολύτως αυτάρκης, διαβάζει συνεχώς και δεν καταλαβαίνεις καν ότι βρίσκεται στο σπίτι. Μια φορά επιχείρησα να του μιλήσω φιλικά για τα ναρκωτικά. Με διόρθωσε ευγενικά σε κάθε στοιχείο που παρέθεσα, έπειτα είπε ότι είχε προσέξει πως έπινα παραπάνω από την ποσότητα Red Bull που συνιστάται και μήπως θεωρούσα ότι μπορεί να είμαι εθισμένη; Αυτή ήταν η τελευταία φορά που προσπάθησα να παίξω το ρόλο της «μεγάλης αδελφής». Τέλος πάντων. Όλα αυτά τελείωσαν τώρα που ο Αντονι και η Ουάντα επέστρεψαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εγώ γύρισα στο διαμέρισμά μου και αρχίσαμε να ψάχνουμε σπίτι για να νοικιάσουμε. Ο Μάγκνους ήθελε να μείνουμε εδώ. Πίστευε ότι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τον ξενώνα και το μπάνιο στον επάνω όροφο. Και δε θα ήταν βολικό, μια και θα μπορούσε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη βιβλιοθήκη του πατέρα του; Είναι τρελός; Δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσω κάτω από την ίδια στέγη με τους Τάβις. Ακολουθώ τον Φίλιξ στην κουζίνα, όπου ο Μάγκνους κάθεται χαλαρά σε μια καρέκλα, χειρονομώντας μπροστά σε μια σελίδα εκτυπωμένου κειμένου και λέγοντας: «Νομίζω ότι το επιχείρημά σου χωλαίνει εδώ. Δεύτερη παράγραφος». Όπως κι αν καθίσει ο Μάγκνους, ό,τι κι αν κάνει, καταφέρνει με κάποιον τρόπο να δείχνει κομψός. Τα ντυμένα με σουέτ παπούτσια πόδια του ακουμπούν σε μιαν άλλη καρέκλα, είναι στη μέση ενός
18
τσιγάρου και τα καστανόξανθα μαλλιά του πέφτουν μακριά από το μέτωπό του σαν καταρράκτης. Όλοι οι Τάβις έχουν το ίδιο χρώμα μαλλιών σαν μια οικογένεια αλεπούδων. Ακόμα και η Ουάντα περνά με χένα τα μαλλιά της. Αλλά ο Μάγκνους είναι ο πιο όμορφος απ’ όλους και δεν το λέω επειδή θα τον παντρευτώ. Έχει φακίδες στο δέρμα του, μαυρίζει εντούτοις εύκολα και τα σκούρα καστανόξανθα μαλλιά του μοιάζουν σαν να έχουν βγει από διαφήμιση σαμπουάν. Για αυτόν το λόγο τα έχει 19
μακριά. Στο θέμα των μαλλιών είναι λίγο φιλάρεσκος. Επίσης, παρόλο που είναι πανεπιστημιακός, δεν είναι κανένας ξενέρωτος που κάθεται μέσα όλη μέρα διαβάζοντας βιβλία. Κάνει πολύ καλά σκι και θα με μάθει κι εμένα. Έτσι γνωριστήκαμε, ξέρετε. Είχε στραμπουλίξει τον καρπό του στο σκι και ήρθε για φυσικοθεραπεία, αφού μας συνέστησε ο γιατρός του. Επρόκειτο να δει την Αναλίζ, αλλά εκείνη τον άλλαξε μ’ έναν από τους τακτικούς ασθενείς της και κατέληξε να έρθει σ’ εμένα. Την επόμενη εβδομάδα μου ζήτησε να βγούμε ραντεβού και ένα μήνα αργότερα μου έκανε 20
πρόταση γάμου. Ένα μήνα αργότερα! Ο Μάγκνους σηκώνει το βλέμμα και το πρόσωπό του φωτίζεται. «Αγάπη μου! Τ ι κάνει το όμορφο κορίτσι μου; Έλα εδώ». Μου γνέφει να πάω κοντά του για ένα φιλί, έπειτα πλαισιώνει το πρόσωπό μου με τα χέρια του, όπως κάνει πάντοτε. «Γεια!» Χαμογελάω βεβιασμένα. «Λοιπόν, ήρθαν οι γονείς σου; Πώς ήταν η πτήση τους; Ανυπομονώ να τους δω». Προσπαθώ να ακουστώ όσο πιο ενθουσιώδης μπορώ, παρόλο που τα πόδια μου θέλουν να το σκάσουν, να βγουν έξω απ’ την πόρτα και να ροβολήσουν το λόφο. «Δεν πήρες το μήνυμά μου;» Ο Μάγκνους φαίνεται μπερδεμένος. «Ποιο μήνυμα; Ω!» Ξαφνικά συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί. «Μάλιστα. Λοιπόν, έχασα το τηλέφωνό μου. Έχω καινούργιο αριθμό.
Θα σου τον δώσω». «Έχασες το τηλέφωνό σου;» Ο Μάγκνους με κοιτάζει καλάκαλά. «Τ ι συνέβη;» «Τ ίποτε!» λέω χαρωπά. «Απλώς... το έχασα και χρειάστηκε να πάρω άλλο. Δεν έγινε τίποτε. Κανένα πρόβλημα». Αποφάσισα σαν γενική πολιτική ότι όσο λιγότερα γνωρίζει ο Μάγκνους αυτή τη στιγμή τόσο το καλύτερο. Δε θέλω να μπω σε συζητήσεις όσον αφορά το γιατί να θέλω να κρατήσω απεγνωσμένα ένα τυχαίο τηλέφωνο που βρήκα σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων. «Λοιπόν, τι έλεγε το μήνυμά σου;» προσθέτω γρήγορα, προσπαθώντας να αλλάξω θέμα. «Το αεροπλάνο των γονιών μου άλλαξε πορεία. Χρειάστηκε να πάει στο Μάντσεστερ. Θα είναι εδώ αύριο». Άλλαξε πορεία; Στο Μάντσεστερ; Θεέ μου. Σώθηκα! Πήρα παράταση! Τα πόδια μου δεν μπορούν να σταματήσουν να τρέμουν. Θέλω να τραγουδήσω το Αλ λ ηλ ούια. Μααάντσεστερ! Μααάντσεστερ! «Θεέ μου, τι απαίσιο». Καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να κάνω το πρόσωπό μου να δείχνει απογοήτευση. «Τους καημένους. Μάντσεστερ. Είναι χιλιόμετρα μακριά! Και πραγματικά ανυπομονούσα να τους δω. Τ ι ατυχία». Νομίζω ότι ακούγομαι αρκετά πειστική. Ο Φίλιξ μου ρίχνει μια παραξενεμένη ματιά, αλλά ο Μάγκνους έχει ήδη ξαναπιάσει το εκτυπωμένο κείμενο. Δε σχολίασε τα γάντια μου. Το ίδιο και ο Φίλιξ. Ίσως μπορέσω να χαλαρώσω μια ιδέα. «Λοιπόν... εεε... παιδιά...» Παρατηρώ το δωμάτιο. «Τ ι θα κάνουμε με την κουζίνα;» Ο Μάγκνους και ο Φίλιξ είπαν ότι θα την καθάριζαν σήμερα το απόγευμα, αλλά το δωμάτιο μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Επάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχουν κουτιά από φαγητά σε πακέτο, ενώ μια στοίβα από βιβλία βρίσκεται στο ράφι του τζακιού και
ακόμα και μέσα σε μια κατσαρόλα. «Οι γονείς σας θα επιστρέφουν αύριο. Δε θα ’πρεπε να κάνουμε κάτι;» Ο Μάγκνους δε φαίνεται να συγκινείται. «Δε θα ενοχληθούν». Εύκολο είναι να το λέει εκείνος. Αλλά εγώ είμαι η νύφη τους (σχεδόν), η οποία έμενε εδώ και η οποία θα φορτωθεί το φταίξιμο. Ο Μάγκνους και ο Φίλιξ έχουν αρχίσει να μιλάνε για κάποια 21
υποσημείωση, οπότε εγώ κατευθύνομαι προς το ράφι του τζακιού και αρχίζω να τακτοποιώ στα γρήγορα. Δεν τολμώ να βγάλω τα γάντια μου, αλλά τα αγόρια, ευτυχώς, δε μου ρίχνουν την παραμικρή ματιά. Τουλάχιστον, ξέρω ότι το υπόλοιπο σπίτι είναι εντάξει. Το επιθεώρησα όλο χθες, αντικατέστησα όλα τα άδεια μπουκάλια αφρόλουτρου και αγόρασα καινούργια κουρτίνα για το μπάνιο. Και, το καλύτερο, πήρα ανεμώνες για το γραφείο της Ουάντα. Όλοι ξέρουν ότι λατρεύει τις ανεμώνες. Έχει γράψει ακόμα και άρθρο για τις «Ανεμώνες στη Λογοτεχνία». (Πράγμα που είναι χαρακτηριστικό αυτής της οικογένειας δεν μπορούν απλώς να απολαύσουν κάτι, πρέπει να το προσεγγίσουν σε ανώτατο επίπεδο εξειδίκευσης.) Ο Μάγκνους και ο Φίλιξ είναι ακόμα απασχολημένοι όταν τελειώνω. Το σπίτι είναι τακτοποιημένο. Κανείς δε με ρώτησε για το δαχτυλίδι. Θα την κάνω τώρα που μπορώ. «Λοιπόν, εγώ πηγαίνω σπίτι», λέω αδιάφορα και φιλάω τον Μάγκνους στο κεφάλι. «Εσύ μείνε εδώ να κρατήσεις συντροφιά στον Φίλιξ. Καλωσόρισε τους γονείς σου εκ μέρους μου». «Μείνε απόψε!» Ο Μάγκνους γλιστράει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και με τραβάει πίσω. «Θα θέλουν να σε δουν!» «Όχι, να τους υποδεχθείτε εσείς. Εγώ θα τους δω αύριο». Χαμογελάω ζωηρά για να μην προσέξει ότι κινούμαι προς την πόρτα με τα χέρια πίσω από την πλάτη μου. «Θα έχουμε πολύ χρόνο να τα πούμε». «Δε σε κατηγορώ», λέει ο Φίλιξ, κοιτάζοντάς με για πρώτη φορά από την ώρα που μου άνοιξε την πόρτα. «Ορίστε;» λέω λίγο μπερδεμένη. «Για ποιο πράγμα δε με
κατηγορείς;» «Που δε μένεις». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Νομίζω ότι ήσουν εκπληκτικά θετική, δεδομένης της αντίδρασής τους. Ήθελα να σου το πω εδώ και εβδομάδες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός άνθρωπος, Πόπι». Μα τι λ έει; «Δεν ξέρω... Τ ι εννοείς;» Γυρίζω στον Μάγκνους για βοήθεια. «Τ ίποτε», λέει υπερβολικά γρήγορα. Αλλά ο Φίλιξ κοιτάζει τον μεγαλύτερο αδελφό του, ενώ φαίνεται να συνειδητοποιεί κάτι. «Θεέ μου. Δεν της το είπες;» «Φίλιξ, σκάσε». «Δεν της το είπες, έτσι; Αυτό δεν είναι και τόσο δίκαιο, σωστά, Μαγκ;» «Τ ι να μου πει;» Στρέφω το βλέμμα μου από το ένα πρόσωπο στο άλλο. «Τ ι;» «Τ ίποτε». Ο Μάγκνους ακούγεται ταραγμένος. «Απλώς...» Με κοιτάζει επιτέλους στα μάτια. «Εντάξει. Οι γονείς μου δεν ενθουσιάστηκαν ακριβώς όταν έμαθαν ότι αρραβωνιαστήκαμε. Αυτό είναι όλο». Για μια στιγμή δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Τον κοιτάζω καλά καλά, βουβή, προσπαθώντας να επεξεργαστώ όσα άκουσα. «Όμως είπες...» Δεν εμπιστεύομαι και πολύ τη φωνή μου. «Είπες ότι ενθουσιάστηκαν. Είπες ότι ξετρελάθηκαν!» «Θα ενθουσιαστούν», λέει κακόκεφα. «Όταν έρθουν στα λογικά τους». Θα ενθουσιαστούν; Όλος ο κόσμος μου κλυδωνίζεται. Ήταν ήδη άσχημα τα πράγματα όταν πίστευα ότι οι γονείς του Μάγκνους ήταν απλώς τρομακτικές ιδιοφυίες. Αλλά όλο αυτό το διάστημα ήταν αντίθετοι στο να παντρευτούμε; «Μου τόνισες ότι είπαν πως δε θα μπορούσαν να φανταστούν μια πιο γλυκιά, μια πιο γοητευτική νύφη». Τ ώρα τρέμω ολόκληρη. «Είπες ότι μου έστειλαν την ξεχωριστή αγάπη τους από το Σικάγο!
Όλα αυτά ήταν ψέματα;» «Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω». Ο Μάγκνους κοιτάζει με νόημα τον Φίλιξ. «Κοίτα, δεν είναι τίποτε σπουδαίο. Θα τους περάσει. Απλώς, πιστεύουν ότι προχωράμε λίγο γρήγορα... δε σε ξέρουν καλά... Είναι ηλίθιοι», καταλήγει κατσουφιάζοντας. «Αρπαχτήκατε με τους γονείς σου;» Τον κοιτάζω αποκαρδιωμένη. «Γιατί δε μου τα είπες όλα αυτά;» «Δεν αρπαχτήκαμε», λέει απολογητικά. «Απλώς... μαλώσαμε». Μαλώσατε; Μαλ ώσατε; «Αυτό είναι χειρότερο από το να αρπαχτείτε!» ουρλιάζω με τρόμο. «Είναι χίλιες φορές χειρότερο! Θεέ μου, μακάρι να μου το είχες πει... Τ ι θα κάνω; Πώς θα τους αντικρίσω;» Το ήξερα. Οι κύριοι καθηγητές δε με θεωρούν αρκετά καλή. Είμαι σαν εκείνο το κορίτσι στην όπερα, το οποίο χάνει τον αγαπημένο της επειδή είναι ακατάλληλη και έπειτα παθαίνει φυματίωση και πεθαίνει και, ευτυχώς, μια και ήταν τόσο κατώτερη και ηλίθια. Το πιθανότερο είναι ότι ούτε «Προυστ» δε θα μπορούσε να πει σωστά. «Πόπι, ηρέμησε», λέει ο Μάγκνους εκνευρισμένα. Σηκώνεται όρθιος και με πιάνει σφιχτά από τους ώμους. «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δε σου το είπα. Είναι οικογενειακές ανοησίες και δε μας αφορούν. Σ’ αγαπάω. Θα παντρευτούμε. Θα προχωρήσω μέχρι τέλους ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, είτε πρόκειται για τους γονείς μου είτε για τους φίλους μου ή οποιονδήποτε άλλο. Αυτό αφορά εμάς». Η φωνή του είναι τόσο σταθερή, ώστε αρχίζω να χαλαρώνω. «Και ούτως ή άλλως, μόλις σε γνωρίσουν καλύτερα οι γονείς μου θα αλλάξουν γνώμη. Το ξέρω». Δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα διστακτικό χαμόγελο. «Να το όμορφο κορίτσι μου». Ο Μάγκνους με αγκαλιάζει δυνατά κι εγώ ανταποδίδω το αγκάλιασμα, προσπαθώντας με όλο μου το είναι να τον πιστέψω. Μόλις απομακρύνεται, το βλέμμα του πέφτει στα χέρια μου και συνοφρυώνεται μπερδεμένος.
«Γλυκιά μου... γιατί φοράς γάντια;» Θα πάθω νευρικό κλονισμό. Στ’ αλήθεια. Η πανωλεθρία με το δαχτυλίδι παραλίγο να αποκαλυφθεί. Θα είχε αποκαλυφθεί, αν δεν είχε παρέμβει ο Φίλιξ. Είχα αρχίσει να λέω κομπιάζοντας τη γελοία δικαιολογία μου για το κάψιμο στα χέρια, περιδένοντας ότι ο Μάγκνους από στιγμή σε στιγμή θα υποψιαζόταν κάτι, όταν ο Φίλιξ χασμουρήθηκε και είπε, «Πάμε στην παμπ;» και ο Μάγκνους ξαφνικά θυμήθηκε ένα email που έπρεπε να στείλει πρώτα και ξεχάσαμε τελείως τα γάντια μου. Και βρήκα την ευκαιρία να φύγω. Πολύ γρήγορα. Τ ώρα κάθομαι στο λεωφορείο, κοιτάζω τη σκοτεινή νύχτα και νιώθω παγωμένη μέσα μου. Έχασα το δαχτυλίδι. Οι Τάβις δε θέλουν να παντρευτώ τον Μάγκνους. Το κινητό μου πάει. Νιώθω σαν να έχασα όλες τις δικλείδες ασφαλείας μου μονομιάς. Το τηλέφωνο στην τσέπη μου αρχίζει να παίζει Μπιγιονσέ και πάλι και το βγάζω έξω χωρίς πολλές ελπίδες. Και, βέβαια, δεν είναι κάποια από τις φίλες μου που καλεί για να πει, «Το βρήκα!» Ούτε είναι η αστυνομία ούτε ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου. Είναι εκείνος ο τύπος. Ο Σαμ Ρόξτον. «Εξαφανίστηκες», λέει χωρίς εισαγωγές. «Χρειάζομαι αυτό το τηλέφωνο. Πού είσαι;» Ευγενέστατος. Όχι, «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που βοήθησες τη συμφωνία μου με τους Ιάπωνες». «Παρακαλώ», λέω. «Ευχαρίστησή μου». «Ω...» Για μια στιγμή ακούγεται σαστισμένος. «Σωστά. Ευχαριστώ. Σου χρωστάω χάρη. Τ ώρα, πώς θα μου επιστρέψεις αυτό το τηλέφωνο; Θα μπορούσες να το φέρεις στο γραφείο ή να στείλω ένα παιδί. Πού βρίσκεσαι;» Μένω σιωπηλή. Δεν πρόκειται να του το δώσω. Χρειάζομαι αυτό τον αριθμό. «Εμπρός;» «Ναι». Πιάνω πιο σφιχτά το τηλέφωνο και καταπίνω με δυσκολία. «Το θέμα είναι ότι πρέπει να δανειστώ αυτό το τηλέφωνο.
Για λίγες ημέρες μόνο». «Χριστέ μου». Τον ακούω να ξεφυσάει. «Κοίτα, φοβάμαι πως δεν μπορείς να το “ δανειστείς”. Είναι ιδιοκτησία της εταιρείας και πρέπει να μου το δώσεις. Ή μήπως λέγοντας “ να το δανειστώ”, στην πραγματικότητα εννοείς “ να το κλέψω”; Γιατί, πίστεψέ με, μπορώ να σε εντοπίσω και δεν πρόκειται να σε πληρώσω εκατό λίρες έτσι για πλάκα». Αυτό πιστεύει; Ότι θέλω χρήματα; Ότι είμαι κάποιου είδους απαγωγέας τηλεφώνων; «Δε θέλω να το κλ έψω» αναφωνώ αγανακτισμένα. «Απλώς, το χρειάζομαι για μερικές ημέρες. Έχω δώσει τον αριθμό σε όλους και πρόκειται για έκτακτη ανάγκη...» «Τι έκανες;» Ακούγεται προβληματισμένος. «Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;» «Έχασα το δαχτυλίδι των αρραβώνων μου». Μετά βίας μπορώ να προφέρω τις λέξεις. «Είναι πολύ παλιό και πολύτιμο. Και μετά μου βούτηξαν το τηλέφωνό μου και ήμουν τελείως απελπισμένη και μετά πέρασα μπροστά απ’ αυτό το δοχείο απορριμμάτων και ήταν εκεί. Μέσα στο δοχείο απορριμμάτων», προσθέτω για έμφαση. «Η προσωπική βοηθός σου, η ιδιαιτέρα γραμματέα σου, το είχε μόλις πετάξει. Όταν ένα αντικείμενο καταλήξει σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων ανήκει σε όλους, ξέρεις. Οποιοσδήποτε μπορεί να το διεκδικήσει». «Σαχλαμάρες», ειρωνεύεται. «Ποιος σου το είπε αυτό;» «Είναι... είναι κοινώς γνωστό». Προσπαθώ να ακουστώ σίγουρη. «Τέλος πάντων, γιατί σε παράτησε η ιδιαιτέρα σου και πέταξε το τηλέφωνό της; Δεν είναι και σπουδαία γραμματέας, αν θέλεις τη γνώμη μου». «Όχι. Δεν είναι σπουδαία, αυτό είναι σίγουρο. Είναι η κόρη ενός φίλου, στην οποία δεν έπρεπε να είχα δώσει τη δουλειά. Ήταν στη δουλειά τρεις εβδομάδες. Φαίνεται ότι κατάφερε να κλείσει συμβόλαιο για μόντελινγκ ακριβώς σήμερα το μεσημέρι. Ένα λεπτό αργότερα, είχε φύγει. Δεν έκανε καν τον κόπο να μου πει ότι
φεύγει». Ακούγεται πολύ τσαντισμένος. «Άκου, δεσποινίς... πώς σε λένε;» «Ουάιατ. Πόπι Ουάιατ». «Λοιπόν, φτάνουν τα παιχνίδια, Πόπι. Λυπάμαι για το δαχτυλίδι σου. Ελπίζω να το βρεις. Αλλά αυτό το τηλέφωνο δεν είναι ένα απλό αξεσουάρ που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για τους δικούς σου σκοπούς. Είναι ένα εταιρικό τηλέφωνο στο οποίο φτάνουν συνεχώς επαγγελματικά μηνύματα. Email. Σημαντικές πληροφορίες. Η ιδιαιτέρα γραμματέας μου οργανώνει τη ζωή μου. Τα χρειάζομαι αυτά τα μηνύματα». «Θα σου τα προωθήσω», προσφέρομαι βιαστικά. «Θα τα προωθήσω όλα. Τ ι λες;» «Τ ι στο...» Μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο. «Εντάξει. Κέρδισες. Θα σου αγοράσω καινούργιο τηλέφωνο. Δώσε μου τη διεύθυνσή σου και θα το στείλω εκεί...» «Χρειάζομαι αυτό το τηλέφωνο», λέω με πείσμα. «Χρειάζομαι αυτό τον αριθμό». «Για όνομα του...» «Το σχέδιό μου μπορεί να δουλέψει!» Οι λέξεις ξεχύνονται απ’ το στόμα μου βιαστικά. «Ό,τι έρχεται θα σου το στέλνω αμέσως. Δε θα καταλάβεις τη διαφορά! Θέλω να πω, έτσι κι αλλιώς θα γινόταν αυτό, σωστά; Αν δεν έχεις ιδιαιτέρα γραμματέα, τότε τι να το κάνεις το τηλέφωνο της ιδιαιτέρας; Αυτός ο τρόπος είναι καλ ύτερος. Επιπλέον, μου χρωστάς χάρη που σταμάτησα τον κύριο Γιαμασάκι», δεν μπορώ να συγκρατηθώ και το τονίζω. «Εσύ ο ίδιος το είπες μόλις τώρα». «Δεν εννοούσα αυτό και το ξέρεις...» «Θα ενημερώνεσαι για όλα, το υπόσχομαι!» Διακόπτω το εκνευρισμένο γρύλισμά του. «Θα προωθώ κάθε μήνυμα. Κοίτα, θα σου δείξω, δώσε μου μόνο δύο δευτερόλεπτα...» Κλείνω το τηλέφωνο, βρίσκω όλα τα μηνύματα που έφτασαν από το πρωί και τα προωθώ γρήγορα ένα-ένα στον αριθμό του κινητού του Σαμ. Τα δάχτυλά μου κινούνται αστραπιαία.
Γραπτό μήνυμα από «Βικς Μάιερς»: προωθήθηκε. Γραπτό μήνυμα από «Σερ Νίκολας Μιούρεϊ»: προωθήθηκε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα τα έχω προωθήσει όλα. Και τα email θα πάνε όλα στη διεύθυνση
[email protected]. Email από «Τμήμα ΑΔ»: προωθήθηκε. Email από «Τάνια Φελπς»: προωθήθηκε. Email από «Μπαμπάς»... Προς στιγμήν διστάζω. Πρέπει να προσέξω εδώ. Είναι ο μπαμπάς της Βάιολετ ή ο μπαμπάς του Σαμ; Η διεύθυνση στο επάνω μέρος του μηνύματος είναι
[email protected], πράγμα που δε βοηθά πραγματικά. Διαβεβαιώνοντας τον εαυτό μου ότι το κάνω για καλό σκοπό, ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο. Αγαπητέ Σαμ, Έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε. Σε σκέφτομαι συχνά και αναρωτιέμαι με τι ασχολείσαι και θα ήθελα να μιλήσουμε κάποια στιγμή. Πήρες κανένα από τα μηνύματα που σου άφησα μέσω τηλεφώνου; Μην ανησυχείς, ξέρω ότι είσαι πολύ απασχολημένος. Αν βρεθείς ποτέ στην περιοχή, ξέρεις ότι μπορείς να περάσεις από εδώ. Υπάρχει ένα θεματάκι που θα ήθελα να κουβεντιάσω μαζί σου είναι μάλλον συναρπαστικό αλλά όπως είπα, δεν υπάρχει βιασύνη. Δικός σου, Ο μπαμπάς Φτάνοντας στο τέλος νιώθω ελαφρώς σοκαρισμένη. Σίγουρα, ο τύπος αυτός μου είναι εντελώς άγνωστος και το όλο θέμα δε με αφορά. Αλλά ειλικρινά. Θα περίμενε κανείς ότι θα μπορούσε να απαντήσει στα μηνύματα του ίδιου τού πατέρα του. Πόσο δύσκολο
είναι να διαθέσει κάποιος μισή ωρίτσα για να πει δυο κουβέντες; Και ο μπαμπάς του φαίνεται τόσο γλυκός και ταπεινός. Ο καημένος ο γεράκος που χρειάζεται να στείλει email στη βοηθό τού παιδιού του. Έτσι μου ’ρχεται να του απαντήσω εγώ. Μου ’ρχεται να τον 22
επισκεφθώ στο μικρό αγροτόσπιτό του. Τέλος πάντων. Ας είναι. Δε με αφορά. Πατάω Προώθηση και το μήνυμα φεύγει αμέσως μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Ένα λεπτό αργότερα η Μπιγιονσέ αρχίζει να τραγουδάει. Ο Σαμ είναι πάλι. «Πότε ακριβώς έστειλε γραπτό μήνυμα ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ στη Βάιολετ;» κάνει απότομα. «Εεε...» Κοιτάζω το τηλέφωνο. «Περίπου τέσσερις ώρες πριν». Οι πρώτες λέξεις του μηνύματος εμφανίζονται στην οθόνη, άρα δεν πολυπειράζει να κάνω κλικ επάνω του και να διαβάσω το υπόλοιπο, σωστά; "Όχι ότι είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Βάιολετ, σε παρακαλώ πες στον Σαμ να μου τηλεφωνήσει. Έχει το τηλέφωνό του κλειστό. Γεια, Νίκολας «Γαμώτο. Γαμώτο». Ο Σαμ μένει σιωπηλός για λίγο. «Εντάξει, αν στείλει κι άλλο γραπτό μήνυμα θα με ενημερώσεις αμέσως, εντάξει; Τηλεφώνησε' μου». Ανοίγω αυθόρμητα το στόμα μου για να πω, «Κι ο μπαμπάς σου; Σ’ εκείνον γιατί δεν τηλεφωνείς ποτέ;» Έπειτα το ξανακλείνω. Όχι, Πόπι. Κακή ιδέα. «Ω, ήρθε κι ένα φωνητικό μήνυμα νωρίτερα», λέω ξαφνικά καθώς το θυμάμαι. «Για λιποαναρρόφηση ή κάτι τέτοιο, νομίζω. Αυτό δεν ήταν για σένα;» «Λιποαναρρόφηση·,» επαναλαμβάνει δύσπιστα. «Απ’ ό,τι ξέρω όχι». Δε χρειάζεται να ειρωνεύεται. Μια ερώτηση έκανα μόνο. Θα ήταν για τη Βάιολετ. Όχι ότι της είναι απαραίτητη η λιποαναρρόφηση αφού έκλεισε συμβόλαιο για μόντελινγκ.
«Λοιπόν... εντάξει; Είμαστε σύμφωνοι;» Για λίγες στιγμές δεν απαντάει και τον φαντάζομαι να αγριοκοιτάζει το κινητό του. Δεν αισθάνομαι ότι τον ενθουσιάζει αυτή η συμφωνία. Αλλά, πάλι, έχει επιλογή; «Θα ζητήσω να μεταφερθεί το email της ιδιαιτέρας μου στον δικό μου λογαριασμό», λέει, μουρμουρίζοντας σχεδόν στον εαυτό του. «Θα μιλήσω στους τεχνικούς αύριο. Αλλά τα γραπτά μηνύματα θα εξακολουθήσουν να έρχονται σ’ εσένα. Αν δε λάβω κάποιο από αυτά...» «Θα τα λάβεις! Κοίτα, ξέρω ότι η κατάσταση δεν είναι ιδανική», προσπαθώ να τον μαλακώσω. «Και λυπάμαι. Αλλά είμαι πραγματικά απελπισμένη. Όλο το προσωπικό του ξενοδοχείου έχει αυτόν τον αριθμό... όλες οι καθαρίστριες... είναι η μόνη μου ελπίδα. Μόνο για λίγες ημέρες. Και υπόσχομαι ότι θα στέλνω κάθε μήνυμα που θα έρχεται. Στην τιμή των Λυκόπουλων». «Στην τιμή των ποιων;» απορεί. «Τ ων Λυκόπουλων! Ξέρεις, τα Λυκόπουλα! Που είναι όπως οι Πρόσκοποι; Σηκώνεις το ένα χέρι και κάνεις το σήμα και ορκίζεσαι... Μισό λεπτό, θα σου δείξω...» Κλείνω το τηλέφωνο. Υπάρχει ένα λιγδιασμένο ψύλλο καθρέφτη δίπλα μου στο λεωφορείο. Στέκομαι μπροστά του κρατώντας το τηλέφωνο στο ένα χέρι και κάνοντας το σήμα των Λυκόπουλων με το άλλο, ενώ «φοράω» το καλύτερο «έχω σώας τας φρένας» χαμόγελό μου. Παίρνω μια φωτογραφία και τη στέλνω αμέσως στο κινητό του Σαμ. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα λαμβάνω ένα γραπτό μήνυμα. Θα μπορούσα να τη στείλω στην αστυνομία και να σε συλλάβουν. Νιώθω μια αύρα ανακούφισης. Θα μπορούσα. Αυτό σημαίνει ότι δε θα το κάνει. Του γράφω με τη σειρά μου: Ειλικρινά το εκτιμώ πάρα, πάρα πολύ. Ευχαριστώ. Αλλά δεν απαντάει κανείς.
3 Το επόμενο πρωί ξυπνάω απότομα και βλέπω το τηλέφωνο να αναβοσβήνει επειδή ήρθε νέο γραπτό μήνυμα από το ξενοδοχείο Μπέροου και νιώθω τέτοια ανακούφιση που μου έρχεται σχεδόν να κλάψω. Το βρήκαν! Το βρήκαν! Τα δάχτυλά μου κινούνται αδέξια καθώς ξεκλειδώνω το τηλέφωνο· το μυαλό μου τρέχει. Μια πρωινή καθαρίστρια βρήκε το δαχτυλίδι που είχε βουλώσει μια σκούπα... το ανακάλυψε στις τουαλέτες... είδε μια λάμψη στη μοκέτα... τώρα είναι ασφαλές στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. Αγαπητέ πελάτη, Καλοκαιρινές διακοπές στη μισή τιμή. Επισκεφθείτε το www.berrowhotellondon.co.uk. για λεπτομέρειες. Με φιλικούς χαιρετισμούς, Η ομάδα του ξενοδοχείου Μπέροου Βουλιάζω στο κρεβάτι γεμάτη απογοήτευση. Για να μην πω γεμάτη οργή για εκείνον που με πρόσθεσε στη λίστα αλληλογραφίας. Πώς μπόρεσαν να το κάνουν αυτό; Επιχειρούν να παίξουν με τις νευρώσεις μου; Συγχρόνως, το στομάχι μου ανακατεύεται μόλις θυμάμαι κάτι απαίσιο. Πέρασαν δώδεκα ώρες ακόμα από τη στιγμή που έχασα το δαχτυλίδι. Όσο περισσότερο αργεί να βρεθεί... Κι αν... Αδύνατον να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου. Σηκώνομαι απότομα από το κρεβάτι και πηγαίνω στην κουζίνα. Θα φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι και θα στείλω μερικά ακόμα μηνύματα στον Σαμ
Ρόξτον. Έτσι, θα ξεχαστώ λίγο. Το τηλέφωνο έχει αρχίσει να χτυπάει πάλι με γραπτά μηνύματα και email. Ανάβω το βραστήρα, βολεύομαι στη θέση δίπλα στο παράθυρο και αρχίζω να κοιτάζω τα μηνύματα, προσπαθώντας απελπισμένα να μην ελπίζω. Και ασφαλώς, όλα τα μηνύματα είναι από φίλες που ρωτούν αν βρήκα το δαχτυλίδι και κάνουν υποδείξεις του τύπου, «Κοίταξες τις τσέπες της τσάντας σου;» Δεν υπάρχει τίποτε από τον Μάγκνους, παρόλο που του έστειλα κανα-δυο γραπτά μηνύματα χθες το βράδυ, ρωτώντας τι άλλο είπαν οι γονείς του για εμένα και πότε σκόπευε να μου το πει και πώς θα 23
τους αντικρίσω τώρα και αν με αγνοούσε επίτηδες; Κατόπιν κοιτάζω τα μηνύματα του Σαμ. Είναι προφανές ότι δεν έγινε ακόμα η μεταφορά της λειτουργίας email, επειδή υπάρχουν καμιά πενηνταριά μηνύματα μόνο από χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί. Θεούλη μου, είχε δίκιο. Η ιδιαιτέρα γραμματέας του όντως οργανώνει ολόκληρη τη ζωή του. Εδώ υπάρχουν τα πάντα και οι πάντες. Ο γιατρός του, οι συνάδελφοί του, φιλανθρωπικά αιτήματα, προσκλήσεις... Μοιάζει με την κεντρική λεωφόρο στον κόσμο του Σαμ. Μπορώ να δω από πού αγοράζει τα πουκάμισά του (T urnbull & Asser). Μπορώ να δω σε ποιο πανεπιστήμιο πήγε (Ντούραμ). Μπορώ να δω το όνομα του υδραυλικού του (Ντιν). Κατεβαίνω πιο κάτω στη λίστα με τα μηνύματα και αρχίζω να αισθάνομαι άβολα. Ποτέ ξανά δεν είχα τέτοια πρόσβαση στο τηλέφωνο κάποιου άλλου. Ούτε των φίλων μου ούτε καν του Μάγκνους. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα, τα οποία απλώς δε μοιράζεται κανείς. Θέλω να πω, ο Μάγκνους έχει δει κάθε εκατοστό του κορμιού μου, ακόμα και τα όχι και τόσο κολακευτικά σημεία του, αλλά ποτέ, ποτέ δε θα του επέτρεπα να πλησιάσει το τηλέφωνό μου. Τα μηνύματα του Σαμ είναι ανακατεμένα με τα δικά μου, πράγμα που επίσης μου φαίνεται αλλόκοτο. Προχωρώ προς τα κάτω
όπου υπάρχουν δύο μηνύματα για εμένα, έπειτα περίπου έξι για τον Σαμ, μετά άλλο ένα για εμένα. Όλα δίπλα δίπλα· όλα αγγίζουν το ένα το άλλο. Ποτέ στη ζωή μου δε μοιράστηκα τα εισερχόμενα με κάποιον άλλο. Δεν περίμενα πως θα μου φαινόταν τόσο... προσωπικό. Είναι σαν να μοιραζόμαστε ξαφνικά ένα συρτάρι με εσώρουχα ή κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων. Δεν τρέχει τίποτε. Λίγες μέρες θα κρατήσει. Παίρνω το τσάι μου και γεμίζω ένα μπολ δημητριακά. Μετά, ενώ μασουλάω το πρωινό μου, κοιτάζω τα μηνύματα ξεχωρίζοντας ποια είναι για τον Σαμ και τα προωθώ στη διεύθυνσή του. Δεν πρόκειται να τον κατασκοπεύσω ή κάτι τέτοιο. Προφανώς όχι. Αλλά πρέπει να κάνω κλικ σε κάθε μήνυμα προκειμένου να το προωθήσω και μερικές φορές τα δάχτυλά μου πατούν κατά λάθος αυτόματα το κουμπί Άνοιγμα και ρίχνω μια ματιά στο κείμενο. Μερικές φορές μόνο. Είναι σαφές ότι δε δυσκολεύεται μόνον ο πατέρας του να τον βρει. Πρέπει να τα πηγαίνει πολύ, πολ ύ χάλια στο να απαντάει σε email και σε γραπτά μηνύματα, καθώς υπάρχουν τόσο πολλές παραπονιάρικες εκκλήσεις προς τη Βάιολετ: «Είναι καλός αυτός ο τρόπος για να μιλήσω με τον Σαμ;» «Γεια! Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά έχω αφήσει αρκετά μηνύματα στον Σαμ...» «Γεια σου Βάιολετ, θα μπορούσες να θυμίσεις στον Σαμ ότι του έστειλα email την περασμένη εβδομάδα; Θα αναφέρω τα βασικά σημεία εδώ...» Δεν είναι ότι διαβάζω κάθε μήνυμα πλ ήρως ή κάτι τέτοιο. Ούτε ότι προχωρώ προς τα κάτω για να διαβάσω την προηγούμενη αλληλογραφία. Ούτε ότι ασκώ κριτική σ’ όλες τις απαντήσεις του και τις ξαναγράφω στο νου μου. Στο κάτω-κάτω δε με αφορά τι γράφει και τι δε γράφει. Μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει. Ζούμε σε ελεύθερη χώρα. Η γνώμη μου είναι βεβαίως άνευ σημασίας... Θεέ μου, οι απαντήσεις του είναι τόσο απότομες! Ο τύπος με τρελαίνει! Πρέπει όλα να είναι τόσο σύντομα; Πρέπει να είναι τόσο κοφτός και ψυχρός; Καθώς τα μάτια μου πέφτουν σε ακόμα ένα σύντομο μήνυμα δεν μπορώ παρά να αναφωνήσω δυνατά, «Έχεις
αλλεργία στο γράψιμο ή κάτι τέτοιο;» Είναι γελοίο. Φαίνεται ότι είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τις λιγότερες δυνατόν λέξεις: Ναι, εντάξει. Σαμ Έγινε. Σαμ Εντάξει. Σαμ Θα τον κούραζε να γράψει «Με φιλικούς χαιρετισμούς»; Ή να προσθέσει μια χαμογελαστή φατσούλα; Ή να πει ευχαριστώ; Και μια και το συζητάμε το θέμα, γιατί δεν μπορεί απλώς να απαντήσει στους άλλους; Η καημένη η Ρέιτσελ Έλγουντ προσπαθεί να διοργανώσει τον αγώνα δρόμου του γραφείου «Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε» και τον έχει ήδη ρωτήσει δύο φορές αν θα μπορούσε να είναι επικεφαλής μιας ομάδας. Γιατί να μη θέλει να κάνει κάτι τέτοιο; Είναι διασκεδαστικό, κάνει καλό στην υγεία, βοηθάει να συγκεντρωθούν χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, γιατί να μην του αρέσει; Ούτε έχει απαντήσει όσον αφορά τα καταλύματα για το συνέδριο της εταιρείας στο Χάμσαϊρ την επόμενη εβδομάδα. Θα γίνει στο ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ, το οποίο ακούγεται εκπληκτικό, και του έχουν κλείσει σουίτα, αλλά πρέπει να απαντήσει σε κάποια Λίνα αν όντως θα καθυστερήσει να πάει. Και δεν έχει απαντήσει. Και το χειρότερο όλων, η γραμματέας του οδοντιάτρου του, του έστειλε τέσσερις φορές email για να κλείσει ραντεβού για τσεκ απ. Τέσσερις φορές. Δεν μπορώ να αντισταθώ και ρίχνω μια ματιά στην παλαιότερη αλληλογραφία και είναι προφανές ότι η Βάιολετ είχε σταματήσει να προσπαθεί. Κάθε φορά που του έκλεινε κάποιο ραντεβού, της απαντούσε με email, «Ακύρωσέ το. Σ» και μια φορά της έγραψε ακόμα και «Πρέπει να αστειεύεσαι». Μήπως θέλ ει να σαπίσουν τα δόντια του; Μέχρι να φύγω για τη δουλειά, στις 8.40, έχει καταφθάσει ολόκληρη στρατιά από νέα email. Προφανώς, όλοι αυτοί οι άνθρωποι αρχίζουν να δουλεύουν από τα χαράματα. Το τελευταίο είναι από τον
Τ ζον Μάιλερ και έχει θέμα «Τ ι έπαιξε;» πράγμα που εξάπτει την περιέργεια, έτσι καθώς περπατώ στο δρόμο το ανοίγω. Σαμ, Χθες το βράδυ πέτυχα τον Εντ στο Γκρούτσο Κλαμπ και ήταν κομμάτια. Το μόνο που θα σου πω είναι να μην τον αφήσεις σύντομα στο ίδιο δωμάτιο με τον σερ Νίκολας, εντάξει; Χαιρετισμούς, Τ ζον Ω, τώρα θέλω να μάθω περί τίνος πρόκειται. Ποιος είναι ο Εντ 24
και γιατί ήταν κομμάτια στο Γκρούτσο Κλαμπ; Το δεύτερο email είναι από κάποια που ονομάζεται Ουίλοου και, καθώς κάνω κλικ επάνω του, τα μάτια μου κατακλύζουν κεφαλαία γράμματα από παντού. Βάιολετ, Ας φερθούμε σαν ενήλικες. ΑΚΟΥΣΕΣ τον Σαμ κι εμένα να μαλώνουμε. Δεν έχει νόημα να σου κρύψω κάτι. Λοιπόν, εφόσον ο Σαμ ΑΡΝΕΙΤΑΙ να απαντήσει στο μήνυμα που του έστειλα πριν από μισή ώρα, θα είχες ίσως την καλοσύνη να τυπώσεις το συνημμένο κείμενο
και ΝΑΤ Ο ΒΑΛΕΙΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤ Ο ΓΡΑΦΕΙΟ Τ ΟΥ ΩΣΤ Ε ΝΑΤ Ο ΔΙΑΒΑΣΕΙ; Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Ουίλοου Κοιτάζω σοκαρισμένη το τηλέφωνο, ενώ σχεδόν θέλω να γελάσω. Η Ουίλοου πρέπει να είναι η αρραβωνιαστικιά του. Χωρίς αμφιβολία. To email της είναι
[email protected]. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι δουλεύει στην White Globe Consulting αλλά στέλνει μηνύματα μέσω email στον Σαμ; Δεν είναι παράξενο; Εγώ το βρίσκω πολύ παράξενο. Εκτός, βέβαια, αν εργάζονται σε διαφορετικούς ορόφους. Τότε μάλιστα. Μια φορά εγώ έστειλα email στον Μάγκνους από τον επάνω όροφο για να του ζητήσω να μου φτιάξει ένα φλιτζάνι τσάι. Αναρωτιέμαι τι να γράφει στο συνημμένο. Τα δάχτυλά μου διστάζουν. Σταματώ σε μια διάβαση πεζών. Θα ήταν λάθος να το διαβάσω. Πολύ μεγάλο λάθος. Θέλω να πω ότι δεν πρόκειται για κανένα ανοιχτό μήνυμα με κοινοποίηση σε έναν σωρό κόσμο. Είναι ένα προσωπικό έγγραφο μεταξύ δύο ατόμων που έχουν σχέση. Δε θα έπρεπε να το διαβάσω. Ήταν ήδη άσχημο εκ μέρους μου που διάβασα το μήνυμα του πατέρα του. Αλλά από την άλλη πλευρά... εκείνη θέλει να το εκτυπώσουν, σωστά; Και να το ακουμπήσουν στο γραφείο του Σαμ, όπου μπορεί να το διαβάσει οποιοσδήποτε αν περάσει από εκεί. Κι εγώ δεν είμαι καμιά αδιάκριτη. Δε θα το αναφέρω σε κανέναν κανένας δε θα μάθει ποτέ ότι το είδα... Τα δάχτυλά μου μάλλον έχουν δική τους θέληση. Ήδη κάνω κλικ στο συνημμένο. Μου παίρνει λίγη ώρα για να εστιάσω στο κείμενο, μια και είναι γεμάτο κεφαλαία γράμματα. Σαμ,
Ακόμα δε μου έχεις απαντήσει. Σκοπεύεις να το κάνεις; Νομίζεις ότι αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤ ΙΚΟ; Χριστέ μου. Είναι απλώς το πιο σημαντικό πράγμα ΣΤ Η ΖΩΗ ΜΑΣ. Και δεν ξέρω πώς... μπορείς να συνεχίζεις τόσο ήρεμα την ημέρα σου. Με κάνει να θέλω να κλάψω. Είναι απολύτως απαραίτητο να μιλήσουμε. Και ξέρω ότι σε κάποια πράγματα φταίω εγώ, αλλά, μέχρι να αρχίσουμε να λύνουμε τα προβλήματα ΜΑΖΙ, πώς θα μάθουμε ποιο είναι το κουμπί καθενός; Πώς; Το θέμα είναι, Σαμ, ότι ορισμένες φορές δεν ξέρω καν αν έχεις κάποιο κουμπί. Τόσο άσχημη είναι η κατάσταση. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟ ΚΟΥΜΠΙ. Μπορώ να σε φανταστώ να κουνάς το κεφάλι σου, κύριε Άρνηση. Αλλά έτσι είναι. Τ ΟΣΟ ΑΣΧΗΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΕΝΤΑΞΕΙ;;; Αν δεν ήσουν τόσο αναίσθητος, θα έκλαιγες τώρα. Εγώ κλαίω. Και κάτι ακόμα, έχω ραντεβού στις 10 με τον Κάρτερ, το οποίο κατάφερες να ΣΚΑΤ ΩΣΕΙΣ
καθώς άφησα τη ΓΑΜΩΜΑΣΚΑΡΑ σπίτι μου. Να τον χαίρεσαι, λοιπόν, τον εαυτούλη σου. Ουίλοου Τα μάτια μου έχουν ανοίξει διάπλατα. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Το ξαναδιαβάζω και τότε συνειδητοποιώ ότι χαχανίζω. Το ξέρω πως δε θα ’πρεπε. Δεν είναι αστείο. Η κοπέλα είναι προφανώς πολύ συγχυσμένη. Και ξέρω ότι κι εγώ έχω πει ορισμένα απαίσια πράγματα στον Μάγκνους, όταν ήμουν τσαντισμένη και με επηρέαζαν οι ορμόνες μου. Αλλά δε θα μπορούσα ποτέ, μα ποτέ να τα γράψω σε μήνυμα και να πω στη βοηθό του να το εκτυπώσει... Ξαφνικά σηκώνω το κεφάλι μου καθώς σκέφτομαι κάτι. Σκατά! Δεν υπάρχει Βάιολετ πια. Κανείς δε θα το εκτυπώσει ούτε θα το βάλει στο γραφείο του Σαμ. Δε θα ενημερωθεί γι’ αυτό και δε θα απαντήσει και η Ουίλοου θα γίνει ακόμα πιο έξαλλη. Και το χειρότερο είναι ότι η σκέψη αυτή με κάνει να θέλω να χαχανίσω ακόμα περισσότερο. Αναρωτιέμαι αν περνάει μιαν άσχημη ημέρα ή αν έχει πάντοτε τόση ένταση. Δεν μπορώ να αντισταθώ στην παρόρμηση να πληκτρολογήσω «Ουίλοου» και τότε εμφανίζεται μια ολόκληρη σειρά από email. Είναι ένα από χθες με θέμα «Προσπαθείς να με γαμήσεις ή να μου τα ΠΡΗΞΕΙΣ, Σαμ; Ή ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙΣ;;;» και αρχίζω πάλι να χαχανίζω. Μπλιαξ. Πρέπει να έχουν μια από αυτές τις ανισόρροπες σχέσεις. Μπορεί και να πετάνε αντικείμενα ο ένας στον άλλο και να τσιρίζουν και να ουρλιάζουν, και μετά να κάνουν παθιασμένο σεξ στην κουζίνα... Η Μπιγιονσέ, όμως, ξεχύνεται από το τηλέφωνο και αυτό παραλίγο να μου πέσει από τα χέρια μόλις βλέπω το «Σαμ κινητό» να εμφανίζεται στην οθόνη. Μου περνάει απ’ το μυαλό αστραπιαία η τρελή σκέψη ότι έχει μαντικές ικανότητες και ότι ξέρει πως χώνω τη μύτη μου στην ερωτική ζωή του.
Τέρμα οι αδιακρισίες, υπόσχομαι βιαστικά στον εαυτό μου. Τέρμα οι αναζητήσεις για την Ουίλοου. Μετράω ως το τρία έπειτα πατάω Απάντηση. «Ω, γεια σου!» Προσπαθώ να ακουστώ χαλαρή και αθώα, σαν να σκεφτόμουν κάτι τελείως διαφορετικό και σαν να μην τον φανταζόμουν να το κάνει με την αρραβωνιαστικιά του ανάμεσα σ’ ένα βουνό από σπασμένα πιατικά. «Ήρθε μήνυμα από τον Νεντ Μέρντοχ σήμερα το πρωί;» ρωτάει, χωρίς καν να πει ένα «Γεια». «Όχι. Σου έστειλα όλα τα email. Καλή σου μέρα κι εσένα», προσθέτω χαρωπά. «Είμαι πολύ καλά, εσύ πώς είσαι;» «Σκέφτηκα ότι μπορεί να μην το είδες». Αγνοεί τελείως τη σπόντα μου. «Είναι πάρα πολύ σημαντικό». «Ξέρεις, τα ελέγχω πάρα πολύ προσεκτικά», απαντώ δηκτικά. «Πίστεψε με, ό,τι έρχεται στο τηλέφωνο αυτό, σου το στέλνω. Και δεν ήρθε τίποτε από τον Νεντ Μέρντοχ. Κάποια ονόματι Ουίλοου μόλις έστειλε ένα μήνυμα, παρεμπιπτόντως», προσθέτω αδιάφορα. «Θα σου το προωθήσω. Υπάρχει και συνημμένο, που φαίνεται πολύ σημαντικό. Αλλά εννοείται ότι εγώ δεν το κοίταξα καθόλου. Ούτε το διάβασα ούτε τίποτε». «Χρουμφ». Γρυλίζει κάπως αόριστα. «Λοιπόν, το βρήκες το δαχτυλίδι σου;» «Όχι ακόμα», παραδέχομαι διατακτικά. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι θα βρεθεί». «Πρέπει να ενημερώσεις την ασφαλιστική σου ούτως ή άλλως, ξέρεις. Ορισμένες φορές υπάρχει κάποιο χρονικό όριο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης. Ένας συνάδελφός μου την πάτησε έτσι». Ασφαλιστική; Χρονικό όριο; Νιώθω να με λούζει κρύος ιδρώτας. Αυτό δεν το σκέφτηκα καθόλου. Δεν έχω ελέγξει την ασφαλιστική μου ούτε την ασφαλιστική των Τάβις ούτε τίποτε. Αντίθετα, στέκομαι σε μια διάβαση πεζών, χάνοντας τις ευκαιρίες να περάσω απέναντι, διαβάζοντας τα μηνύματα των άλλων και γελώντας σε βάρος τους.
Προτεραιότητες, Πόπι. «Σωστά», καταφέρνω να πω τελικά. «Ναι, το ήξερα αυτό. Το έχω ρυθμίσει». Κλείνω και στέκομαι ακίνητη για μια στιγμή, ενώ τα αυτοκίνητα περνούν μπροστά μου. Είναι σαν να με προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Πρέπει να μιλήσω. Το δαχτυλίδι ανήκει στους Τάβις. Πρέπει να μάθουν ότι χάθηκε. Πρέπει να τους το πω. Γεια σας! Εγώ είμαι! Το κορίτσι που δε θέλ ετε να παντρευτεί ο γιος σας και μαντέψτε τι έγινε, έχασα το ανεκτίμητης αξίας δαχτυλ ίδι της οικογένειάς σας! Θα δώσω στον εαυτό μου δώδεκα ώρες ακόμα, αποφασίζω ξαφνικά και πατάω πάλι το κουμπί της διάβασης. Μήπως και βρεθεί. Μήπως και βρεθεί. Και μετά θα τους το πω. Πάντοτε πίστευα πως μπορεί να γίνω οδοντίατρος. Αρκετά μέλη της οικογένειάς μου είναι οδοντίατροι και το επάγγελμα αυτό πάντοτε μου φαινόταν αξιοπρεπές. Αλλά, τότε, όταν ήμουν δεκαπέντε, το σχολείο μου με έστειλε για μία εβδομάδα για πρακτική άσκηση στη μονάδα φυσικοθεραπείας του τοπικού μας νοσοκομείου. Όλοι οι φυσικοθεραπευτές ήταν τόσο ενθουσιώδεις με τη δουλειά τους, ώστε το να επικεντρωθώ μόνο στα δόντια μου φάνηκε πολύ περιοριστικό. Και ούτε για μια στιγμή δε μετάνιωσα για την απόφασή μου. Απλώς, μου ταιριάζει το να είμαι φυσικοθεραπεύτρια. To First Fit Physio Studio βρίσκεται σε απόσταση ακριβώς δεκαοκτώ λεπτών με τα πόδια από το διαμέρισμά μου στο Μπάλαμ, μετά το Costa και δίπλα στο φούρνο του Greggs. Δεν είναι η πιο πολυτελής επιχείρηση στον κόσμο το πιθανότερο είναι πως θα κέρδιζα περισσότερα χρήματα αν δούλευα σε κάποιο κομψό κέντρο αθλητισμού ή σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο. Αλλά εργάζομαι εκεί από τότε που πήρα το πτυχίο μου και δεν μπορώ να με φανταστώ να εργάζομαι οπουδήποτε αλλού. Επιπλέον, εργάζομαι με φίλους. Δε θα το άλλαζε κανείς αυτό στο πι και φι, σωστά;
Φτάνω στις εννέα, προετοιμασμένη για τη συνήθη σύσκεψη του προσωπικού. Η σύσκεψη αυτή γίνεται κάθε Πέμπτη πρωί και συζητάμε για τους ασθενείς και τους στόχους μας, για νέες θεραπείες, 25
για τις πιο πρόσφατες έρευνες, τέτοιου είδους πράγματα. Υπάρχει μία συγκεκριμένη ασθενής για την οποία θα ήθελα να μιλήσω: η κυρία Ράνταλ, μια γλυκιά 65χρονη κυρία με πρόβλημα στους συνδέσμους. Έχει αναρρώσει σχεδόν πλήρως αλλά την προηγούμενη εβδομάδα ήρθε δύο φορές και αυτή την εβδομάδα έχει κλείσει τρία ραντεβού. Της εξήγησα ότι πρέπει απλώς να κάνει ασκήσεις στο σπίτι με το ειδικό λάστιχο, αλλά επιμένει ότι χρειάζεται τη βοήθειά μου. Νομίζω ότι είναι πλήρως εξαρτημένη από εμάς πράγμα το οποίο μπορεί να είναι καλό για το ταμείο μας, αλλά δεν είναι καλό για εκείνη. Έτσι, ανυπομονώ για τη σύσκεψη. Αλλά προς έκπληξή μου, η αίθουσα των συσκέψεων έχει διαφορετική διάταξη απ’ ό,τι συνήθως. Το τραπέζι έχει τραβηχτεί στη μία άκρη του δωματίου και πίσω του βρίσκονται δύο καρέκλες και υπάρχει μία μόνο καρέκλα μπροστά του στη μέση του δωματίου. Φαίνεται σαν να πρόκειται να δούμε κάποιον υποψήφιο συνεργάτη. Η πόρτα της εισόδου ηχεί για να ειδοποιήσει ότι κάποιος μπήκε και γυρίζοντας βλέπω την Αναλίζ να μπαίνει μ’ ένα δίσκο από το Costa Coffee. Έχει τα μακριά ξανθά μαλλιά της πλεγμένα σε περίτεχνη κοτσίδα και μοιάζει με Ελληνίδα θεά. «Γεια σου, Αναλίζ! Τ ι νέα;» «Καλύτερα να μιλήσεις στη Ρούμπι». Μου ρίχνει μια λοξή ματιά χωρίς να χαμογελάσει. «Τ ι;» «Δε νομίζω πως πρέπει να σου πω». Πίνει μια γουλιά καπουτσίνο, κοιτάζοντάς με στα κρυφά πάνω από το κύπελλό της. Τ ι έγινε πάλι; Η Αναλίζ είναι λίγο μυγιάγγιχτη, για την ακρίβεια φέρεται λίγο σαν μικρό παιδί. Μένει σιωπηλή και μουτρωμένη και μετά αποκαλύπτεται ότι χθες της ζήτησες το φάκελο ενός ασθενή
πολύ ανυπόμονα και την πλήγωσες. Η Ρούμπι είναι το αντίθετο. Έχει απαλή, σταρένια επιδερμίδα, τεράστιο μητρικό στήθος και διαθέτει τόσο κοινή λογική που σχεδόν ξεχειλίζει από τα αυτιά της. Από την πρώτη στιγμή που θα βρεθεί κανείς κοντά της αισθάνεται πιο λογικός, πιο ήρεμος, πιο χαρούμενος και πιο δυνατός. Δεν είναι να απορεί κανείς που αυτό το κέντρο φυσικοθεραπείας έχει τόση επιτυχία. Θέλω να πω ότι η Αναλίζ κι εγώ κάνουμε καλά τη δουλειά μας, αλλά η Ρούμπι είναι το αστέρι. Όλοι την αγαπούν. Άντρες, γυναίκες, γιαγιάδες, παιδιά. Επίσης, εκείνη 26
έβαλε το κεφάλαιο για την επιχείρηση. Άρα, η Ρούμπι είναι επισήμως το αφεντικό μου. «Καλημέρα, μωρό μου», η Ρούμπι βγαίνει αεράτα από την αίθουσα θεραπείας της. Χαμογελάει όπως πάντα πλατιά. Έχει χτενίσει τα μαλλιά της προς τα πίσω και τα έχει πιάσει κότσο με περίτεχνα πλεγμένες τούφες στα πλάγια. Και η Ρούμπι και η Αναλίζ έχουν μανία με τα χτενίσματα είναι σαν να ανταγωνίζεται η μία την άλλη. «Κοίτα, είναι μεγάλος μπελάς, αλλά πρέπει να περάσεις από πειθαρχική ακρόαση». «Τι;» την κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. «Δε φταίω εγώ!» Σηκώνει ψηλά τα χέρια της. «Θέλω να πάρω πιστοποίηση από τον νέο οργανισμό, την Εταιρεία Επαγγελματιών Φυσικοθεραπευτών. Μόλις διάβασα τα σχετικά έντυπα και αναφέρουν ότι αν το προσωπικό σας φλερτάρει με τους ασθενείς πρέπει να περάσουν από πειθαρχική ακρόαση. Θα έπρεπε να το κάνουμε έτσι κι αλλιώς, το ξέρεις αυτό, αλλά τώρα πρέπει να έχω έτοιμες τις σημειώσεις για τον επιθεωρητή. Θα τελειώσουμε πολύ γρήγορα». «Δεν τον φλέρταρα», προσπαθώ να δικαιολογηθώ. «Εκείνος φλέρταρε εμένα» «Αυτό νομίζω ότι θα το αποφασίσει η επιτροπή, δε συμφωνείς;» πετάγεται η Αναλίζ αυστηρά. Το ύφος της είναι τόσο σοβαρό που νιώθω μια υποψία ανησυχίας. «Σου το είπα ότι αυτό που έκανες
ήταν ανήθικο», προσθέτει. «Θα έπρεπε να ασκηθεί δίωξη εναντίον σου». «Δίωξη εναντίον μου;» στρέφομαι στη Ρούμπι. Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει. Όταν μου έκανε πρόταση γάμου ο Μάγκνους, η Ρούμπι είπε ότι η ιστορία ήταν τόσο ρομαντική που της έφερνε δάκρυα στα μάτια και ότι, εντάξει, σαφώς ερχόταν σε αντίθεση με τους κανόνες, αλλά κατά την άποψή της η αγάπη τα ξεπερνούσε όλα και μήπως θα μπορούσε να είναι παράνυφος; «Αναλίζ, δε θέλεις να πεις “ να ασκηθεί δίωξη”». Η Ρούμπι γυρίζει τα μάτια της. «Ελάτε. Ας συνέλθει η επιτροπή». «Ποιος είναι στην επιτροπή;» «Εμείς», λέει ανέμελα η Ρούμπι. «Εγώ και η Αναλίζ. Ξέρω ότι θα έπρεπε να υπάρχει και κάποιος εκτός κέντρου, αλλά δεν ήξερα ποιον να καλέσω. Θα πω στον επιθεωρητή ότι επρόκειτο να έρθει κάποιος, αλλά αρρώστησε». Κοιτάζει το ρολόι της. «Εντάξει, έχουμε είκοσι λεπτά. Καλημέρα, Άντζελα!» προσθέτει χαρωπά, καθώς η υπάλληλος υποδοχής ανοίγει την εξωτερική πόρτα. «Μη μας περάσεις τυχόν τηλεφωνήματα, εντάξει;» Η Άντζελα απλώς γνέφει και ρουθουνίζει και πετάει το σακίδιό της στο πάτωμα. Ο φίλος της παίζει σε συγκρότημα, έτσι δεν είναι πολύ κοινωνική τα πρωινά. «Ω, Πόπι», λέει η Ρούμπι πάνω απ’ τον ώμο της, καθώς μας οδηγεί στην αίθουσα συσκέψεων. «Έπρεπε να σου δώσω δύο εβδομάδες διορία για να προετοιμαστείς. Δεν τη χρειάζεσαι όμως, σωστά; Μπορούμε να πούμε ότι σου την έδωσα; Επειδή έχουμε μόνο μία εβδομάδα και κάτι μέχρι το γάμο και αυτό θα σήμαινε είτε ότι θα διέκοπτες το γαμήλιο ταξίδι σου είτε ότι θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να επιστρέψεις, και πραγματικά θέλω να τελειώνω με τα έντυπα...» Με σπρώχνει στην καρέκλα που βρίσκεται στη μέση του δωματίου, ενώ εκείνη και η Αναλίζ παίρνουν θέση πίσω από το τραπέζι. Από στιγμή σε στιγμή περιμένω να πέσει στα μάτια μου ένας δυνατός προβολέας. Είναι φρικτό. Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Οι φίλες μου
βρίσκονται στο αντίθετο στρατόπεδο. «Σκοπεύεις να με απολ ύσεις;» ψελλίζω. Με έχει πιάσει τρομερός πανικός. «Όχι! Φυσικά όχι!» Η Ρούμπι ξεκουμπώνει το στυλό της. «Μην είσαι ανόητη!» «Ενδέχεται», λέει η Αναλίζ και μου ρίχνει μιαν απειλητική ματιά. Είναι φανερό ότι της αρέσει ο ρόλος του επικεφαλής μπράβου. Ξέρω γιατί κάνει έτσι. Επειδή πήρα εγώ τον Μάγκνους και όχι εκείνη. Να, τι συμβαίνει. Η Αναλίζ είναι η πιο όμορφη. Ακόμα κι εγώ θέλω να τη χαζεύω όλη μέρα και... είμαι κοπέλα. Αν ρωτούσατε κάποιον πέρυσι, «Ποια από τις τρεις αυτές κοπέλες θα γνωρίσει έναν τύπο και θα έχει αρραβωνιαστεί μέχρι την άνοιξη του χρόνου;» θα σας απαντούσε αμέσως, «Η Αναλίζ». Καταλαβαίνω, λοιπόν, το σκεπτικό της. Πρέπει να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να βλέπει τον εαυτό της (Ελληνίδα θεά) και μετά να βλέπει εμένα (ξερακιανά πόδια, σκούρα μαλλιά, καλύτερο χαρακτηριστικό: μακριές βλεφαρίδες) και να σκέφτεται... «Τ ι στην ευχή;» Επιπλέον, όπως ήδη είπα, ο Μάγκνους αρχικά είχε μαζί της ραντεβού. Και την τελευταία στιγμή αλλάξαμε ραντεβού. Πράγμα για το οποίο δεν ευθύνομαι εγώ. «Λοιπόν». Η Ρούμπι σηκώνει τα μάτια από το σημειωματάριό της. «Ας δούμε τα γεγονότα, Μις Ουάιατ. Πέρυσι, στις 15 Δεκεμβρίου, κουράρατε τον κύριο Μάγκνους Τάβις εδώ στο κέντρο». «Ναι». «Τ ι είδους τραυματισμό είχε;» «Είχε στραμπούληγμα στον καρπό, το οποίο υπέστη όταν έκανε σκι». «Και κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου ραντεβού, έδειξε... απρεπές ενδιαφέρον προς εσάς; Ή εσείς προς εκείνον;»
Το μυαλό μου γυρίζει σ’ εκείνη την πρώτη φορά που μπήκε ο Μάγκνους στο δωμάτιο θεραπείας μου. Φορούσε ένα μακρύ γκρι τουίντ παλτό και τα καστανόξανθα μαλλιά του γυάλιζαν από τις σταγόνες της βροχής και το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο από το περπάτημα. Είχε καθυστερήσει δέκα λεπτά και μπήκε μέσα βιαστικά, έπιασε τα δυο μου χέρια και είπε, «Λυπάμαι ειλ ικρινά», με τη γλυκιά, καλλιεργημένη φωνή του. «Εγώ... εεε... όχι», λέω απολογητικά. «Ήταν ένα κανονικό επαγγελματικό ραντεβού». Αλλά και τη στιγμή που το λέω, ξέρω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Στα κανονικά επαγγελματικά ραντεβού η καρδιά σου δεν αρχίζει να βροντοχτυπάει όταν πιάνεις το μπράτσο του ασθενή. Δε νιώθεις μιαν ανατριχίλα στον αυχένα. Δεν κρατάς το χέρι του λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται. Όχι ότι μπορώ να πω τίποτε απ’ αυτά. Τότε θα έχανα στα σίγουρα τη δουλειά μου. «Ήμουν υπεύθυνη για τη θεραπεία του ασθενή κατά τη διάρκεια αρκετών ραντεβού». Προσπαθώ να δώσω στη φωνή μου ήρεμο, επαγγελματικό τόνο. «Μέχρι να καταλάβουμε το ενδιαφέρον τού ενός για τον άλλο, η θεραπεία του ολοκληρώθηκε. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται θέμα δεοντολογίας». «Εκείνος μου είπε ότι ήταν κεραυνοβόλος έρωτας!» πετάει η Αναλίζ. «Αυτό πώς το εξηγείς; Μου είπε ότι η έλξη ήταν ακαριαία και ότι ήθελε να σε πάρει εκείνη τη στιγμή στον καναπέ. Είπε ότι δεν είχε δει ποτέ τίποτε τόσο σέξι όσο εσένα με τη στολή σου». Θα τον σκοτώσω τον Μάγκνους. Γιατί έπρεπε να το πει αυτό; «Ένσταση!» την αγριοκοιτάζω. «Τα στοιχεία αυτά συλλέχθηκαν υπό την επήρεια αλκοόλ και με μη επαγγελματική ιδιότητα. Κατά συνέπεια, η χρήση τους δεν μπορεί να επιτραπεί στο δικαστήριο». «Ναι, μπορεί! Και έχεις ορκιστεί». Μου κουνάει το δάχτυλό της. «Η ένσταση γίνεται δεκτή», διακόπτει η Ρούμπι και σηκώνει το κεφάλι απ’ τα γραπτά της έχοντας μιαν απόμακρη, μελαγχολική
λάμψη στα μάτια της. «Ήταν στ’ αλήθεια κεραυνοβόλος έρωτας;» Σκύβει μπροστά, ενώ το μεγάλο, εγκλωβισμένο στη στολή στήθος της σκεπάζει τα πάντα. «Το είχες καταλ άβει;» Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να θυμηθώ εκείνη την ημέρα. Δεν ξέρω τι είχα καταλάβει, εκτός από το ότι ήθελα κι εγώ να το κάνω μαζί του στον καναπέ. «Ναι», λέω τελικά. «Έτσι νομίζω». «Είναι τόσο ρομαντικό», αναστενάζει η Ρούμπι. «Και λάθος!» προσθέτει κοφτά η Αναλίζ με άγριο βλέμμα. «Από την πρώτη στιγμή που σου έδειξε το ενδιαφέρον του, έπρεπε να είχες πει “ Κύριε, η συμπεριφορά αυτή είναι ανάρμοστη. Θα ήθελα να τερματιστεί η συνεδρία και να σας αναλάβει άλλη φυσικοθεραπεύτρια”». «Ω, άλλη φυσικοθεραπεύτρια!» Μου ξεφεύγει ένα σύντομο γελάκι. «Όπως εσύ, ας πούμε;» «Ίσως. Γιατί όχι;» «Κι αν είχε δείξει ενδιαφέρον για εσένα;» Σηκώνει περήφανα το σαγόνι της. «Θα το είχα χειριστεί χωρίς να εκθέσω σε κίνδυνο τις δεοντολογικές αρχές μου». «Δεν έκανα τίποτε αντιδεοντολογικό!» λέω εξοργισμένη. «Δεν έκανα τίποτε αντιδεοντολογικό!» «Έτσι, ε;» Στενεύει τα μάτια της σαν κατήγορος. «Τ ι σας οδήγησε στο να προτείνετε να αλλάξουμε ραντεβού εξαρχής, δεσποινίς Ουάιατ; Μήπως τον είχατε ήδη ψάξει στο Google και αποφασίσατε ότι τον θέλατε για τον εαυτό σας;» Ακόμα δεν τελειώσαμε; «Αναλίζ, εσύ ήθελες να αλλάξουμε ραντεβού! Εγώ ποτέ δεν πρότεινα τίποτε. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Αν αισθάνεσαι, όμως, ότι έχασες την ευκαιρία, ατυχία. Την επόμενη φορά, μην αλλάξεις τα ραντεβού!» Για μια στιγμή η Αναλίζ δε λέει κουβέντα. Το πρόσωπό της γίνεται όλο και πιο κόκκινο. «Το ξέρω», ξεσπάει επιτέλους και χτυπάει με τη γροθιά το
μέτωπό της. «Το ξέρω! Ήμουν τόσο ηλ ίθια. Γιατί άλλαξα τα ραντεβού;» «Και λοιπόν;» τη διακόπτει αυστηρά η Ρούμπι. «Αναλίζ, ξεπέρασέ το. Ο Μάγκνους προφανώς δεν ήταν γραφτό να είναι μαζί σου, ήταν γραφτό να είναι με την Πόπι. Τ ι σημασία έχει, λοιπόν;» Η Αναλίζ μένει σιωπηλή. Καταλαβαίνω ότι δεν έχει πειστεί. «Δεν είναι δίκαιο», μουρμουρίζει τελικά. «Ξέρετε σε πόσους τραπεζίτες έκανα μασάζ στον Μαραθώνιο του Λονδίνου; Ξέρετε πόση προσπάθεια έκανα;» Η Αναλίζ κατάλαβε τι παίζει στον Μαραθώνιο του Λονδίνου πριν από λίγα χρόνια, όταν τον παρακολουθούσε στην τηλεόραση και συνειδητοποίησε ότι συμμετείχαν ένα σωρό καλογυμνασμένοι τύποι με ενδιαφέροντα, γύρω στα σαράντα, οι οποίοι, το πιθανότερο, ήταν εργένηδες μια και το μόνο που έκαναν ήταν να τρέχουν και, εντάξει, σαράντα χρονών, της έπεφταν λίγο μεγάλοι, αλλά σκέψου τι μισθό θα πρέπει να παίρνουν. Έτσι, από τότε συμμετέχει εθελοντικά κάθε χρόνο ως φυσικοθεραπεύτρια εκτάκτου ανάγκης. Δουλεύει επιλεκτικά με όλους τους ελκυστικούς άντρες και κάνει μασάζ στις γάμπες τους ή κάτι τέτοιο, ενώ τους καρφώνει με τα τεράστια γαλάζια μάτια της, λέγοντάς τους ότι και εκείνη πάντοτε υποστήριζε τη συγκεκριμένη 27
αγαθοεργία. Για να είμαστε δίκαιοι, έκλεισε πολλά ραντεβού εκεί μέσα ένας τύπος την πήγε ακόμα και στο Παρίσι αλλά τίποτε μακροχρόνιο ή σοβαρό, πράγμα που επιθυμεί. Εκείνο που ποτέ δε θα παραδεχτεί, φυσικά, είναι ότι είναι εξαιρετικά επιλεκτική. Προσποιείται ότι θέλει έναν «πολύ καλό, ειλικρινή τύπο με γερές αξίες», αλλά υπήρξαν αρκετοί τέτοιοι απελπισμένα ερωτευμένοι μαζί της και τους παράτησε, ακόμα και τον πραγματικά πολύ όμορφο ηθοποιό (το θεατρικό που έπαιζε κατέβασε αυλαία και δεν είχε άλλη δουλειά στη συνέχεια). Εκείνο που πραγματικά αναζητά είναι έναν τύπο που να μοιάζει σαν να ’χει βγει από διαφημιστικό της Gillette, με έναν
τεράστιο μισθό ή και με κάποιον τίτλο. Κατά προτίμηση αμφότερα. Γι’ αυτό νομίζω πως είναι τόσο θυμωμένη που έχασε τον Μάγκνους, μια και είναι «διδάκτωρ». Μια φορά με ρώτησε αν θα γινόταν «καθηγητής» κάποτε κι εγώ απάντησα μάλλον ναι και εκείνη σαν να πρασίνισε. Η Ρούμπι σημειώνει κάτι, έπειτα ξανακουμπώνει το στυλό της. «Λοιπόν, νομίζω πως καλύψαμε την κατάσταση. Μπράβο σε όλους». «Δε θα της κάνεις κάποια παρατήρηση ή κάτι τέτοιο;» Η Αναλίζ είναι ακόμα μουτρωμένη. «Ω, έχεις δίκιο». Η Ρούμπι γνέφει, έπειτα καθαρίζει το λαιμό της. «Πόπι, μην το ξανακάνεις». «Εντάξει». Ανασηκώνω τους ώμους. «Θα τα γράψω όλα, θα τα δείξω στον επιθεωρητή και δε θα έχει να πει τίποτε άλλο. Παρεμπιπτόντως, σας είπα ότι βρήκα το τέλ ειο στράπλες σουτιέν για να φορέσω με το φόρεμα της παρανύφου;» Η Ρούμπι μου χαμογελάει πλατιά, ξαναβρίσκοντας τον συνηθισμένο χαρούμενο εαυτό της. «Σατέν, στο χρώμα της ακουαμαρίνα. Είναι πολυτελέστατο». «Ακούγεται όνειρο!» Σηκώνομαι και απλώνω το χέρι στο δίσκο από το Costa Coffee. «Είναι κάποιος από αυτούς για μένα;» «Σου πήρα έναν λάτε», λέει η Αναλίζ απρόθυμα. «Με μοσχοκάρυδο». Καθώς παίρνω το κυπελλάκι, η Ρούμπι βγάζει μια πνιχτή κραυγή. «Πόπι! Δε βρήκες ακόμα το δαχτυλίδι σου;» Σηκώνω τα μάτια και βλέπω και την Αναλίζ και τη Ρούμπι να έχουν καρφωθεί στο αριστερό μου χέρι. «Όχι», παραδέχομαι διστακτικά. «Θέλω να πω, είμαι σίγουρη ότι κάπου θα βρεθεί...» «Σκατά». Η Αναλίζ σκεπάζει με το χέρι το στόμα της. «Νόμιζα πως το είχες βρει», συνοφρυώνεται η Ρούμπι. «Είμαι βέβαιη ότι κάποια είπε πως το βρήκες». «Όχι. Όχι ακόμα». Πραγματικά δε μου αρέσει η αντίδρασή τους. Καμία από τις δυο
δε λέει, «Μην ανησυχείς» ή «Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα». Είναι και οι δύο σοκαρισμένες, ιδιαίτερα η Ρούμπι. «Τ ι θα κάνεις, λοιπόν;» ρωτάει, σμίγοντας τα φρύδια της η Ρούμπι. «Τ ι είπε ο Μάγκνους;» πετάγεται η Αναλίζ. «Δεν...» Πίνω μια γουλιά λάτε για να κερδίσω λίγο χρόνο. «Δεν του το έχω πει ακόμα». Η Ρούμπι ξεφυσά. «Πόσο αξίζει;» Η Αναλίζ κάνει όλες τις ερωτήσεις που δε θέλω να σκεφτώ. «Αρκετά, υποθέτω. Θέλω να πω, υπάρχει βεβαίως και η ασφάλεια...» η φωνή μου σβήνει χωρίς να πείθει. «Λοιπόν, πότε σκοπεύεις να το πεις στον Μάγκνους;» Η έκφραση της Ρούμπι προδίδει την αποδοκιμασία της. Τη μισώ αυτή την έκφραση. Με κάνει να νιώθω μικρή και ταπεινωμένη. Όπως εκείνη τη φορά που με έπιασε να κάνω υπέρηχο και να στέλνω 28
μήνυμα στο κινητό συγχρόνως. Η Ρούμπι είναι ένας άνθρωπος που σε κάνει να θέλεις ενστικτωδώς να τον εντυπωσιάσεις. «Απόψε. Δεν το είδε καμία από εσάς, έτσι;» δεν μπορώ παρά να ρωτήσω, αν και ξέρω ότι είναι γελοίο, λες και θα πουν ξαφνικά, «Ω, ναι, είναι στην τσάντα μου!» Και οι δύο γνέφουν αρνητικά. Ακόμα και η Αναλίζ λυπάται για λογαριασμό μου. Ω, Θεέ μου. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Ως τις έξι το απόγευμα τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Η Αναλίζ έχει ψάξει στο Google για σμαραγδένια δαχτυλίδια. Της ζήτησα εγώ να το κάνει; Όχι, δεν της ζήτησα. Ο Μάγκνους ποτέ δε μου είπε πόσο κοστίζει το δαχτυλίδι. Τον ρώτησα για πλάκα όταν το πρωτοπέρασε στο δάχτυλό μου και αστειεύτηκε με τη σειρά του λέγοντας ότι ήταν ανεκτίμητο, όπως κι εγώ. Ήταν όλα πραγματικά ρομαντικά και υπέροχα. Δειπνούσαμε στο Bluebird και δεν είχα ιδέα ότι θα μου έκανε πρόταση γάμου. Δεν είχα την
29
παραμικρή ιδέα. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι ποτέ δεν έμαθα πόσο κόστιζε το δαχτυλίδι και ποτέ δεν ήθελα να μάθω. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου προετοιμάζω φράσεις για να πω στον Μάγκνους, όπως, «Λοιπόν, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο πολύτιμο! Έπρεπε να μου το είχες πει». Όχι ότι θα είχα το θράσος να το πω αυτό στ’ αλήθεια. Θέλω να πω, πόσο βλάκας μπορεί να είναι κάποιος ώστε να μην αντιληφθεί ότι ένα σμαράγδι που φυλασσόταν σε θυρίδα στην τράπεζα δεν έχει μεγάλη αξία; Παρ’ όλα αυτά, μου έδινε κάποια ανακούφιση το γεγονός ότι δεν είχα κάποια συγκεκριμένη τιμή στο νου μου. Αλλά τώρα, να η Αναλίζ που κραδαίνει ένα φύλλο χαρτί, το 30
οποίο εκτύπωσε από το Ίντερνετ. «Άριστης ποιότητας σμαραγδένιο δαχτυλίδι, Αρ Ντεκό, με διαμάντια κοπής μπαγκέτα», διαβάζει φωναχτά. «Εκτίμηση: £25.000». Τ ι; Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Αδύνατον. «Δε θα μου έδινε κάτι τόσο ακριβό». Η φωνή μου τρέμει λίγο. «Οι πανεπιστημιακοί είναι φτωχοί». «Δεν είναι φτωχός! Κοίτα το σπίτι των γονιών του! Ο μπαμπάς του είναι επώνυμος! Κοίτα αυτό κάνει τριάντα χιλιάρικα». Σηκώνει ψηλά ένα άλλο φύλλο χαρτί. «Μοιάζει ακριβώς σαν το δικό σου. Δε νομίζεις, Ρούμπι;» Δεν μπορώ να κοιτάξω. «Εγώ ποτέ δε θα το είχα βγάλει από το δάχτυλό μου», προσθέτει η Αναλίζ, σηκώνοντας το φρύδι της και σχεδόν θέλω να τη χαστουκίσω. «Εσύ είσαι εκείνη που ήθελε να το δοκιμάσει!» λέω οργισμένα. «Αν δεν ήσουν εσύ, θα το είχα ακόμα!» «Όχι, δεν ήμουν εγώ!» πετάει αγανακτισμένα. «Εγώ απλώς το δοκίμασα αφού το είχαν δοκιμάσει οι υπόλοιπες! Ήδη έκανε το γύρο του τραπεζιού».
«Και τίνος ιδέα ήταν τότε;» Πάλι σπάω το κεφάλι μου για να το θυμηθώ αυτό αλλά αν η μνήμη μου ήταν θολή χθες, σήμερα είναι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Ποτέ δε θα ξαναπιστέψω τις ιστορίες μυστηρίου του Πουαρό. Ποτέ. Όλοι αυτοί οι μάρτυρες που λένε, «Ναι, θυμάμαι ότι ήταν 3.06 μ.μ. ακριβώς, επειδή κοίταξα το ρολόι τη στιγμή που έπιανα τη λαβίδα για τη ζάχαρη και η λαίδη Φάβισαμ καθόταν σαφέστατα στα δεξιά του τζακιού». Κολοκύθια με τη ρίγανη. Δεν έχουν ιδέα πού ήταν η λαίδη Φάβισαμ, απλώς δε θέλουν να το παραδεχτούν μπροστά στον Πουαρό. Απορώ πώς βγάζει άκρη. «Πρέπει να πηγαίνω». Θέλω να φύγω προτού προλάβει η Αναλίζ να σαρκάσει με κανένα ακόμα πανάκριβο δαχτυλίδι. «Για να το πεις στον Μάγκνους;» «Έχω συνάντηση για το γάμο με τη Λουσίντα πρώτα. Μετά ο Μάγκνους και η οικογένειά του». «Ενημέρωσέ μας τι έγινε. Στείλε μας γραπτό μήνυμα!» συνοφρυώνεται η Αναλίζ. «Ει, τώρα που το θυμήθηκα. Πόπι, πώς και άλλαξες τον αριθμό του κινητού σου;» «Α, αυτό... Λοιπόν, βγήκα έξω από το ξενοδοχείο για να έχω καλύτερο σήμα και κρατούσα το τηλέφωνο με τεντωμένο χέρι...» Σταματώ. Τ ώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν αντέχω να μπω στον κόπο να αφηγηθώ όλη την ιστορία με τον κλέφτη και το τηλέφωνο στο δοχείο απορριμμάτων και τον Σαμ Ρόξτον. Είναι πάρα πολλά και δεν έχω το κουράγιο. Αντίθετα, ανασηκώνω τους ώμους. «Απλώς... ξέρετε. Έχασα το τηλέφωνό μου και πήρα άλλο. Τα λέμε αύριο». «Καλή τύχη, κυρία μου», η Ρούμπι μ’ αγκαλιάζει στα γρήγορα. «Στείλε γραπτό μήνυμα!» ακούω την Αναλίζ να μου φωνάζει ενώ περνώ την πόρτα. «Θέλουμε να μας ενημερώνεις ανά μία ώρα!» Η Αναλίζ θα τα πήγαινε περίφημα στις δημόσιες εκτελέσεις. Θα ήταν η κοπέλα στην πρώτη σειρά που θα έδινε αγκωνιές για να
βλέπει καλύτερα τον πέλεκυ, σχεδιάζοντας ήδη σ’ ένα κομμάτι χαρτί τις μακάβριες λεπτομέρειες, ώστε να τις αναρτήσει στον πίνακα ανακοινώσεων του χωριού για την περίπτωση που κάποιος δεν είχε προλάβει να τις δει. Ή, ξέρετε, ό,τι έκαναν πριν από την εποχή του Facebook. Δεν ξέρω γιατί μπήκα στον κόπο να βιαστώ, αφού η Λουσίντα έχει όπως πάντα καθυστερήσει. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω γιατί μπήκα στον κόπο να έχω διοργανώτρια γάμου. Αλλά κρατώ αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου, επειδή η Λουσίντα είναι παλιά οικογενειακή φίλη των Τάβις και κάθε φορά που την αναφέρω ο Μάγκνους λέει, «Τα πηγαίνετε καλά εσείς οι δύο;» με φωνή γεμάτη ελπίδα, σαν να είμαστε δύο πάντα υπό εξαφάνιση που πρέπει να κάνουν μωρό. Δεν είναι ότι δε συμπαθώ τη Λουσίντα. Απλώς με αγχώνει. Μου στέλνει συνεχώς ενημερωτικά δελτία σε μορφή γραπτών μηνυμάτων για το τι κάνει και το πού βρίσκεται και μου υπενθυμίζει ανελλιπώς τι προσπάθειες κάνει για χάρη μου, όπως η προμήθεια των πετσετών φαγητού, που έγινε ολ όκλ ηρο θέμα και που έκανε εκατό χρόνια για να την τακτοποιήσει, καθώς και τρεις επισκέψεις σε μια αποθήκη υφασμάτων στο Ουάλθαμστοου. Επιπλέον, οι προτεραιότητές της είναι ολίγον τι λοξές. Για παράδειγμα, προσέλαβε έναν κομπιουτερά «ειδικευμένο σε γόμους», που κόστισε ένα σωρό χρήματα, και ο τύπος έστησε κολπάκια προηγμένης τεχνολογίας, όπως ένα σύστημα ειδοποίησης με 31
μηνύματα ώστε να ενημερώνονται όλοι οι καλεσμένοι. Επίσης και μια ιστοσελίδα όπου οι καλεσμένοι θα μπορούν να καταγράφουν τι 32
θα φορέσουν ώστε να αποφευχθούν «δυσάρεστες εκπλήξεις». Και ενώ τα έκανε όλα αυτά, ξέχασε να απαντήσει στους υπεύθυνους του κέτερινγκ που θέλαμε και παραλίγο να τους χάσουμε. Θα συναντηθούμε στο λόμπι του Κλάριτζες η Λουσίντα λατρεύει τα λόμπι των ξενοδοχείων, μη με ρωτήσετε γιατί. Κάθομαι εκεί υπομονετικά επί είκοσι λεπτά, πίνω αραιωμένο μαύρο τσάι, ενώ
εύχομαι να είχα ακυρώσει τη συνάντηση. Συγχρόνως, νιώθω όλο και μεγαλύτερη ναυτία στη σκέψη ότι θα έβλεπα τους γονείς του Μάγκνους. Αναρωτιέμαι αν θα χρειαστεί τελικά να πάω στην τουαλέτα για να κάνω εμετό, όταν ξαφνικά εμφανίζεται με τα μαύρα μαλλιά της να ανεμίζουν, αναδίδοντας άρωμα Calvin Klein και έχοντας κάτω από τη μασχάλη της έξι ταμπλό παρουσίασης. Τα σουέτ τακουνάκια της ηχούν στο μαρμάρινο πάτωμα και το ροζ κασμιρένιο παλτό της φουσκώνει πίσω της σαν ένα ζευγάρι φτερά. Την ακολουθεί η Κλέμενσι, η «βοηθός» της. (Αν μια απλήρωτη δεκαοκτάχρονη μπορεί να αποκληθεί βοηθός. Εγώ θα την αποκαλούσα σκλάβα.) Η Κλέμενσι είναι πολύ στιλάτη και πολύ γλυκιά και τρέμει τη Λουσίντα. Απάντησε στην αγγελία της Λουσίντα για ειδικευόμενη στο περιοδικό The Lady και συνεχώς μου λέει πόσο τέλεια είναι που μαθαίνει τα μέσα και τα έξω της δουλειάς 33
από μια έμπειρη επαγγελματία. «Λοιπόν, μίλησα με τον εφημέριο. Αυτός ο στολισμός δεν μπορεί να γίνει. Ο παλιοάμβωνας πρέπει να μείνει στη θέση του». Η Λουσίντα κάθεται σε μια καρέκλα, απλώνοντας τα ντυμένα με παντελόνι πόδια της και τα ταμπλό παρουσίασης γλιστράνε από τα χέρια της και χύνονται στο πάτωμα. «Απλώς, δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να είναι περισσότερο εξυπηρετικός. Θέλω να πω, τι θα κάνουμε τώρα; Και ούτε μου απάντησαν από το κέτερινγκ...» Μόλις και μετά βίας μπορώ να παρακολουθήσω τα όσα λέει. Ξαφνικά εύχομαι να είχα κανονίσει να συναντήσω πρώτα τον Μάγκνους μόνη μου, για να του πω για το δαχτυλίδι. Μετά θα αντιμετωπίζαμε τους γονείς του μαζί. Είναι πολύ αργά; Θα μπορούσα να του στείλω στα γρήγορα ένα γραπτό μήνυμα καθώς θα πηγαίνω προς το σπίτι τους; «...και ακόμα δεν έχω βρει τρομπετίστα». Η Λουσίντα φυσάειξεφυσάει δυνατά και ακουμπάει δύο δάχτυλα με βαμμένα νύχια στο μέτωπό της. «Πρέπει να γίνουν τόσα πολλά. Είναι τρέλα. Τρέλ α. Τα πράγματα θα ήταν καλ ύτερα βέβαια, αν η Κλέμενσι είχε
πληκτρολογήσει σωστά την ταξινόμηση των εντολών», προσθέτει λίγο άγρια. Η καημένη η Κλέμενσι κοκκινίζει σαν ντομάτα και της στέλνω ένα χαμόγελο συμπάθειας. Δε φταίει εκείνη που πάσχει από βαριά δυσλεξία και έγραψε «υμένας» αντί για «ύμνος» και έπρεπε να ξαναγραφτεί ολόκληρο το κείμενο. «Θα τα καταφέρουμε!» λέω ενθαρρυντικά. «Μην ανησυχείτε!» «Σου επισημαίνω ότι όταν τελειώσει αυτό θα χρειαστώ μία εβδομάδα σε σπα. Έχεις δει τα χέρια μου;» Η Λουσίντα τα κινεί προς το μέρος μου. «Αυτό Οφείλεται στο άγχος!» Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει εμένα τα χέρια της μου φαίνονται απολύτως εντάξει. Αλλά τα κοιτάζω προσεκτικά σαν καλό κορίτσι. «Βλέπεις; Χάλια. Και όλα αυτά για το γάμο σου, Πόπι! Κλέμενσι, παράγγειλέ μου ένα τζιν τόνικ». «Μάλιστα. Αμέσως». Η Κλέμενσι πετάγεται όρθια όλο προθυμία. Προσπαθώ να αγνοήσω τον εκνευρισμό μου. Η Λουσίντα πάντοτε πετάει κάτι τέτοια στη συζήτηση: «Και όλα αυτά για το γάμο σου». «Για να είσαι εσύ ευχαριστημένη, Πόπι!» «Η νύφη έχει πάντα δίκιο!» Ορισμένες φορές είναι πολύ δηκτική, πράγμα που βρίσκω ιδιαίτερα ενοχλητικό. Θέλω να πω, δεν της ζήτησα να γίνει διοργανώτρια γάμων, σωστά; Και την πληρώνουμε ένα σωρό χρήματα, σωστά; Αλλά δε θέλω να πω τίποτε διότι είναι παλιά φίλη του Μάγκνους και τα σχετικά. «Λουσίντα, αναρωτιόμουν, τα αυτοκίνητα τα κλείσαμε;» τολμώ να ρωτήσω. Ακολουθεί ανησυχητική σιωπή. Μαντεύω πως ένα κύμα οργής σηκώνεται μέσα στη Λουσίντα από τον τρόπο που η μύτη της αρχίζει να συσπάται. Τελικά, εκρήγνυται ακριβώς τη στιγμή που επιστρέφει η καημένη η Κλέμενσι. «Ω, Χριστέ μου. Ω, σκατά... Κλέμενσι!» Κατευθύνει το θυμό
της προς το τρεμάμενο κορίτσι. «Γιατί δε μου θύμισες τα αυτοκίνητα; Χρειάζονται αυτοκίνητα! Πρέπει να τα νοικιάσουμε!» «Δεν...» η Κλέμενσι με κοιτάζει αμήχανα. «Χμμμ... δεν το ήξερα...» «Πάντα υπάρχει κάτι ακόμα!» Η Λουσίντα σχεδόν μιλάει μόνη της. «Πάντοτε υπάρχει κάτι ακόμα που πρέπει να τακτοποιηθεί. Η λίστα είναι ατελείωτη. Όσο χρόνο κι αν αφιερώσω, οι δουλειές ποτέ δεν τελειώνουν...» «Κοίτα, να τα αναλάβω εγώ τα αυτοκίνητα;» λέω βιαστικά. «Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το τακτοποιήσω». «Θα μπορούσες;» Η Λουσίντα φαίνεται να ξυπνάει. «Θα μπορούσες να το κάνεις αυτό; Είναι ότι είμαι μόνη μου, ξέρεις, και πέρασα όλη την εβδομάδα δουλεύοντας τις λεπτομέρειες, και όλα αυτά για τον δικό σου γάμο, Πόπι...» Φαίνεται τόσο αγχωμένη που νιώθω τύψεις. «Ναι! Κανένα πρόβλημα. Θα κοιτάξω στον Χρυσό Οδηγό ή σε κάτι τέτοιο». «Πώς είναι τα μαλλιά σου, Πόπι;» Η Λουσίντα ξαφνικά επικεντρώνεται στο κεφάλι μου και μέσα μου εύχομαι να μακρύνουν γρήγορα-γρήγορα κατά ένα εκατοστό τα μαλλιά μου. «Καλά! Είμαι βέβαιη ότι θα μπορούν να γίνουν σινιόν. Σίγουρα». Προσπαθώ να ακουστώ πιο αισιόδοξη απ’ ό,τι νιώθω. Η Λουσίντα μου έχει πει καμιά εκατοστή φορές πόσο ανόητο και χαζό ήταν να κόψω τα μαλλιά μου πάνω από τους ώμους, τη στιγμή που επρόκειτο να αρραβωνιαστώ.
34
Μου είπε, επίσης, στο 35
κατάστημα νυφικών ότι στο δικό μου άσπρο δέρμα δε θα πήγαινε ποτέ λευκό νυφικό και ότι θα έπρεπε να φορέσω κάτι σε κιτρινοπράσινο. Στο γάμο μου. Ευτυχώς, η ιδιοκτήτρια του καταστήματος παρενέβη και είπε ότι η Λουσίντα έλεγε ανοησίες: τα σκούρα μαλλιά και τα μάτια μου θα τόνιζαν υπέροχα το λευκό. Έτσι, αποφάσισα να πιστέψω εκείνη. Το τζιν τόνικ φτάνει και η Λουσίντα κατεβάζει μια μεγάλη
γουλιά. Εγώ πίνω μια μικρή γουλιά από το χλιαρό μαύρο τσάι μου. Η καημένη η Κλέμενσι δεν έχει τίποτε να πιει, αλλά φαίνεται να προσπαθεί να χαθεί μες στην καρέκλα της και να μην τραβάει καθόλου την προσοχή. «Και... θα προσπαθούσες να δεις τι θα γίνει με το κομφετί, σωστά;» προσθέτω προσεκτικά. «Αλλά μπορώ να το κάνω κι αυτό», μαζεύομαι γρήγορα μπροστά στο ύψος της Λουσίντα. «Θα τηλεφωνήσω στον εφημέριο». «Τέλεια!» λέει εκείνη ξεφυσώντας δυνατά. «Θα το εκτιμούσα! Επειδή είμαι μόνο μία και μπορώ να βρίσκομαι σ’ ένα μέρος τη φορά...» Σταματάει απότομα μόλις η ματιά της πέφτει στο χέρι μου. «Πού είναι το δαχτυλίδι σου, Πόπι; Θεέ μου, δεν το βρήκες ακόμα;» Σηκώνει τα μάτια της φανερά εμβρόντητη, που αρχίζω να νιώθω ότι ανακατεύομαι πάλι. «Όχι ακόμα. Αλλά σύντομα θα βρεθεί. Είμαι σίγουρη. Το προσωπικό του ξενοδοχείου το ψάχνει...» «Και δεν το έχεις πει στον Μάγκνους;» «Θα του το πω!» Καταπίνω με δυσκολία. «Σύντομα». «Μα δεν ήταν ένα πολύ σπουδαίο κόσμημα της οικογένειας;» Τα καστανά μάτια της είναι ορθάνοιχτα. «Δε θα θυμώσουν πολύ;» Μήπως προσπαθεί να με κάνει να πάθω νευρικό κλονισμό; Το τηλέφωνό μου χτυπάει και το αρπάζω, ευγνώμων για τη διακοπή. Ο Μάγκνους μου έστειλε γραπτό μήνυμα, το οποίο διαλύει τις κρυφές ελπίδες μου ότι οι γονείς του έπαθαν ξαφνικά γαστρεντερίτιδα και πρέπει να ακυρωθεί η συνάντηση: Δείπνο στις 8, όλη η οικογένεια είναι εδώ, ανυπομονούν να σε δουν! «Αυτό είναι το καινούργιο σου τηλέφωνο;» Η Λουσίντα το κοιτάζει επικριτικά. «Πήρες τα γραπτά μηνύματα που σου προώθησα;» «Ναι, ευχαριστώ». Ήταν μόνο καμιά τριανταπενταριά και μπούκωσαν τα εισερχόμενά μου. Όταν έμαθε ότι έχασα το τηλέφωνό μου, η Λουσίντα επέμενε
να μου προωθήσει όλα τα πρόσφατα γραπτά της μηνύματα, έτσι ώστε να μη «χάσω την μπάλα». Για να είμαστε δίκαιοι, δεν ήταν κακή ιδέα. Είπα και στον Μάγκνους να μου προωθήσει όλα τα πιο πρόσφατα μηνύματα του, επίσης και στα κορίτσια στη δουλειά. Και ο Νεντ Μέρντοχ, όποιος κι αν είναι, επικοινώνησε επιτέλους με τον Σαμ. Το περίμενα αυτό το email όλη μέρα. Το κοιτάζω αφηρημένα, αλλά δε μου φαίνεται και τόσο συγκλονιστικό. «Απ. Προσφορά Έλερτον. Γεια σου, Σαμ. Ορισμένες παρατηρήσεις. Στο συνημμένο θα δεις, μπλα, μπλα, μπλα...» Τέλος πάντων, καλύτερα να το στείλω αμέσως. Πατάω Προώθηση και βεβαιώνομαι ότι έφυγε. Μετά πληκτρολογώ μια σύντομη απάντηση στον Μάγκνους, ενώ τα δάχτυλά μου τρέμουν από νευρικότητα. Τέλεια! Ανυπομονώ να δω τους γονείς σου!!!! Είμαι τόσο ενθουσιασμένη!!!! Υ.Γ. Μπορούμε να συναντηθούμε έξω πρώτα; Θέλω να σου μιλήσω για κάτι. Για κάτι ασήμαντο ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
4 Τ ώρα έχω βαθιά γνώση της Ιστορίας. Ξέρω ακριβώς πώς ένιωθαν όσοι έπρεπε να βαδίσουν με βαριά βήματα μέχρι την γκιλοτίνα κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Καθώς ανεβαίνω το λόφο από το μετρό, κρατώντας σφιχτά το κρασί που αγόρασα χθες, τα βήματά μου γίνονται όλο και πιο αργά. Και ακόμα πιο αργά. Στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώ ότι δεν περπατώ πια. Στέκομαι. Έχω το βλέμμα καρφωμένο στο σπίτι των Τάβις και καταπίνω με δυσκολία ξανά και ξανά, παροτρύνοντας τον εαυτό μου να προχωρήσει. Προοπτικές, Πόπι. Ένα δαχτυλίδι είναι μόνο. Τα μελλοντικά πεθερικά σου είναι μόνο. 36
Απλώς «μαλώσανε». Σύμφωνα με τον Μάγκνους, ποτέ δεν είπαν σαφώς ότι δε θέλουν να με παντρευτεί. Απλώς, το υπονόησαν. Και ίσως έχουν αλλάξει γνώμη! Επιπλέον, ανακάλυψα και κάτι θετικό. Φαίνεται ότι η ασφάλεια του σπιτιού μου θα αποζημιώσει τυχόν απολεσθέντα αντικείμενα. Άρα, αυτό είναι κάτι. Αναρωτιέμαι ακόμα αν θα έπρεπε να ξεκινήσω τη συζήτηση για το δαχτυλίδι μέσω της ασφαλιστικής και κατά πόσο είναι εύκολο αυτό. «Ξέρεις, Ουάντα, διάβαζα ένα φυλλάδιο της HSBC τις προάλλες...» Ω, Θεέ μου, ποιον κοροϊδεύω; Δεν υπάρχει σωτηρία. Πρόκειται για εφιάλτη. Ας τελειώνουμε επιτέλους μ’ αυτό. Το τηλέφωνό μου χτυπάει και το βγάζω από την τσέπη μου από συνήθεια. Έχω σταματήσει να ελπίζω για ένα θαύμα.
«Έχετε ένα νέο μήνυμα», ακούγεται η γνώριμη, αργόσυρτη γυναικεία φωνή στο φωνητικό ταχυδρομείο. Νιώθω σαν να τη γνωρίζω αυτή τη γυναίκα, μου έχει μιλήσει τόσο πολλές φορές. Πόσοι άνθρωποι την έχουν ακούσει θέλοντας απελπισμένα να μιλήσει πιο γρήγορα, ενώ η καρδιά τους χτυπάει δυνατά από φόβο ή ελπίδα; Ωστόσο, εκείνη παραμένει το ίδιο ατάραχη, λες και δεν τη νοιάζει στο παραμικρό τι πρόκειται να ακούσεις. Θα έπρεπε να μπορείς να έχεις διαφορετικές επιλογές ανάλογα με τα νέα, έτσι ώστε να μπορεί να ξεκινά ως εξής: «Μάντεψε! Τέλεια νέα! Άκουσε το φωνητικό ταχυδρομείο σου! Γιούπι!» Ή «Κάθισε κάτω, γλυκιά μου. Πάρε ένα ποτό. Έχεις μήνυμα και δεν είναι για καλό». Πατάω το «1», πιάνω το κινητό με το άλλο χέρι και παίρνω πάλι την ανηφόρα. Άφησαν το μήνυμα όταν ήμουν στο μετρό. Θα είναι πιθανότατα από τον Μάγκνους, ο οποίος θα αναρωτιέται πού βρίσκομαι. «Χαίρετε, τηλεφωνούμε από το ξενοδοχείο Μπέροου για την Πόπι Ουάιατ. Δεσποινίς Ουάιατ, φαίνεται ότι το δαχτυλίδι σας βρέθηκε χθες. Ωστόσο, εξαιτίας του χάους μετά το συναγερμό πυρκαγιάς...» Τ ι; Τι; Η χαρά ξεχύνεται από μέσα μου σαν πυροτέχνημα. Δεν μπορώ να ακούσω καλά. Δεν μπορώ να πιστέψω τα λόγια τους. Το βρήκαν! Έχω ήδη παρατήσει το μήνυμα. Τηλεφωνώ με ταχύτητα φωτός στον υπεύθυνο. Τον αγαπώ. Τον αγαπώ! «Ξενοδοχείο Μπέροου». Είναι η φωνή του υπεύθυνου. «Γεια!» λέω ξέπνοα. «Είμαι η Πόπι Ουάιατ. Βρήκατε το δαχτυλίδι μου! Είστε αστέρι! Να περάσω αμέσως για να το πάρω;» «Δεσποινίς Ουάιατ», με διακόπτει. «Ακούσατε το μήνυμα;» «Εεε... ένα μέρος του». «Φοβάμαι...» κομπιάζει. «Φοβάμαι ότι επί του παρόντος δεν είμαστε βέβαιοι για το πού βρίσκεται το δαχτυλίδι». Κοκαλώνω και κοιτάζω το τηλέφωνο. Μήπως μόλις είπε αυτό
που νομίζω ότι είπε; «Είπατε ότι το βρήκατε». Προσπαθώ να μείνω ήρεμη. «Πώς μπορείτε να μην είστε βέβαιοι για το πού βρίσκεται;» «Σύμφωνα με ένα μέλος του προσωπικού μας, μια σερβιτόρα όντως βρήκε ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι στη μοκέτα της αίθουσας χορού κατά τη διάρκεια του συναγερμού πυρκαγιάς και το παρέδωσε αμέσως στην υπεύθυνη πελατών, την κυρία Φέρφαξ. Ωστόσο, δεν είμαστε σίγουροι το τι συνέβη μετά. Δεν κατορθώσαμε να το βρούμε στο χρηματοκιβώτιο ούτε σε κάποια άλλη από τις θέσεις ασφαλείας που χρησιμοποιούμε συνήθως. Λυπούμαστε πολύ, δεσποινίς Ουάιατ. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για...» «Να μιλήσετε με την κυρία Φέρφαξ!» Προσπαθώ να ελέγξω την ανυπομονησία μου. «Βρείτε τι το έκανε!» «Μάλιστα. Δυστυχώς, έφυγε διακοπές και παρά τις προσπάθειές μας δεν καταφέραμε ακόμα να επικοινωνήσουμε μαζί της». «Μήπως το βούτηξε;» ρωτάω έντρομη. Θα τη βρω. Ό,τι κι αν χρειαστεί. Ντετέκτιβ, αστυνομία, Ιντερπόλ... Στέκομαι ήδη στην αίθουσα του δικαστηρίου, δείχνοντας το δαχτυλίδι που βρίσκεται μέσα σ’ ένα πλαστικό σακουλάκι αποδεικτικών στοιχείων, ενώ μια μεσόκοπη γυναίκα, μαυρισμένη από την κρυψώνα της στην Κόστα ντελ Σολ, με αγριοκοιτάζει από το εδώλιο του κατηγορουμένου. «Η κυρία Φέρφαξ υπήρξε πιστή υπάλληλος εδώ και τριάντα χρόνια και παρέδωσε πολλά πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν σε πελάτες». Ακούγεται ο υπεύθυνος ελαφρώς προσβεβλημένος. «Αδυνατώ να πιστέψω ότι θα μπορούσε να έχει κάνει ένα τέτοιο πράγμα». «Άρα, πρέπει να βρίσκεται κάπου στο ξενοδοχείο;» Νιώθω μιαν αμυδρή ελπίδα. «Αυτό επιδιώκουμε να μάθουμε. Προφανώς, μόλις μάθω κάτι περισσότερο θα σας ενημερώσω. Μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό τον αριθμό, σωστά;» «Ναι!» Ενστικτωδώς πιάνω ακόμα πιο σφιχτά το τηλέφωνο.
«Χρησιμοποιήστε αυτό τον αριθμό. Σας παρακαλώ, τηλεφωνήστε μου αμέσως μόλις μάθετε κάτι. Ευχαριστώ». Κλείνω το τηλέφωνο και ανασαίνω με δυσκολία. Δεν ξέρω πώς να νιώσω. Θέλω να πω, τα νέα είναι καλά. Ας πούμε. Δεν είναι; Μόνο που ακόμα το δαχτυλίδι δε βρίσκεται στη θέση του, στο δάχτυλό μου. Όλοι θα ανησυχήσουν. Οι γονείς του Μάγκνους θα θεωρήσουν ότι είμαι αναξιόπιστη και ανεύθυνη και δε θα με συγχωρήσουν ποτέ που τους υπέβαλα σε τόση αγωνία. Έτσι, ακόμα έχω μπροστά μου έναν απίστευτο εφιάλτη. Εκτός... Εκτός αν... Όχι. Δε θα μπορούσα να το κάνω. Θα μπορούσα; Στέκομαι σαν στήλη άλατος στο πεζοδρόμιο, ενώ το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς. Εντάξει. Ας το σκεφτούμε αυτό διεξοδικά. Από λογικής και ηθικής πλευράς. Αν το δαχτυλίδι δεν έχει όντως χαθεί... Πέρασα ένα Boots (αλυσίδα φαρμακείων στη Μεγάλη Βρετανία) στον κεντρικό δρόμο πριν από τετρακόσια μέτρα περίπου. Σχεδόν χωρίς να ξέρω τι κάνω, γυρίζω προς τα πίσω. Αγνοώ τον υπάλληλο του καταστήματος που προσπαθεί απεγνωσμένα να μου πει ότι κλείνουν. Με το κεφάλι κάτω, κατευθύνομαι στο ράφι με τα είδη πρώτων βοηθειών. Υπάρχει κάτι σαν γάντι που το φοράει κανείς και μερικά ρολά αυτοκόλλητου επιδέσμου. Θα τα πάρω όλα. Λίγα λεπτά αργότερα ξανανεβαίνω το λόφο. Το χέρι μου είναι τυλιγμένο με επιδέσμους και δεν μπορεί κανείς να καταλάβει αν φοράω δαχτυλίδι ή όχι και δε θα χρειαστεί καν να πω ψέματα, μπορώ απλώς να πω, «Είναι δύσκολο να φοράω το δαχτυλίδι μου με καμένο χέρι». Πράγμα που είναι αλήθεια. Έχω σχεδόν φτάσει στο σπίτι, όταν το τηλέφωνο χτυπάει και στα εισερχόμενα εμφανίζεται ένα γραπτό μήνυμα από τον Σαμ. Πού είναι το συνημμένο; Ως συνήθως, ούτε χαιρετισμός ούτε εξήγηση. Απλώς περιμένει ότι θα ξέρω για ποιο πράγμα μιλάει. Τ ι εννοείς; Γράφει:
Το μήνυμα από τον Νεντ Μέρντοχ. Δεν υπήρχε συνημμένο. Απαντώ: Δε φταίω γι’ αυτό! Εγώ απλώς έστειλα το μήνυμα. Θα ξέχασε να το βάλει. Γιατί δε ζητάς από εκείνον να το ξαναστείλει ΜΕ το συνημμένο; Κατευθείαν στον υπολογιστή σου; Ξέρω ότι ακούγομαι ελαφρώς εκνευρισμένη και φυσικά εκείνος αμέσως το αντιλαμβάνεται. Η ιδέα να μοιραστούμε το τηλέφωνο ήταν δική σου, αν θυμάσαι. Αν κουράστηκες, απλώς παρέδωσε το τηλέφωνο στο γραφείο μου. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση του απαντώ: Όχι, όχι! Εντάξει. Αν έρθει θα το προωθήσω. Μην ανησυχείς. Δε θα λάμβανες τα email στη δική σου διεύθυνση;;; Γράφει; Οι τεχνικοί είπαν ότι θα το τακτοποιήσουν το συντομότερο. Αλλά λένε ψέματα. Μετά από μια μικρή παύση συνεχίζει: Το βρήκες το δαχτυλίδι τελικά; Απαντώ: Σχεδόν. Το ξενοδοχείο το βρήκε και μετά το έχασαν πάλι. Γράφει: Όπως πάντα. Πληκτρολογώ: Το ξέρω.
Έχω σταματήσει να βαδίζω και ακουμπάω σ’ έναν τοίχο. Ξέρω ότι χρονοτριβώ προτού χρειαστεί να μπω μέσα στο σπίτι, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Με ανακουφίζει πολύ αυτή η εικονική συζήτηση μέσω κινητού με κάποιον που δε γνωρίζει ούτε εμένα ούτε τον Μάγκνους ούτε κανέναν. Ύστερα από λίγα λεπτά τού εκμυστηρεύομαι παρορμητικά: Δε θα πω στα πεθερικά μου ότι έχασα το δαχτυλίδι. Πιστεύεις ότι είναι πολύ κακό; Για λίγο επικρατεί σιωπή μετά απαντάει: Γιατί να τους το πεις; Τ ι είδους γελοία ερώτηση είναι αυτή; Γυρίζω τα μάτια μου και πληκτρολογώ: Το δαχτυλίδι είναι δικό τους! Σχεδόν αμέσως καταφθάνει η απάντηση: Όχι δικό τους. Δικό σου. Δεν τους αφορά. Σιγά το πράγμα. Πώς μπορεί να γράφει «Σιγά το πράγμα»; Καθώς του απαντώ, πατώ εκνευρισμένη τα πλήκτρα. Είναι οικογενειακό ΚΕΙΜΗΛΙΟ. Αυτή τη στιγμή πάω να δειπνήσω μαζί τους. Θα περιμένουν να δουν το δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου. Δεν είναι καθόλου «σιγά το πράγμα». Για λίγο δεν έρχεται τίποτε και νομίζω άτι εγκατέλειψε τη συζήτησή μας. Αλλά, καθώς ετοιμάζομαι να προχωρήσω, ακούγεται ο ήχος γραπτού μηνύματος. Πώς θα εξηγήσεις την απουσία του δαχτυλιδιού; Για μια στιγμή παλεύω με τον εαυτό μου. Γιατί να μην πάρω μια δεύτερη γνώμη; Εστιάζοντας προσεκτικά την οθόνη, φωτογραφίζω το μπανταρισμένο χέρι μου και του το στέλνω με MMS. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα μου απαντάει: Σοβαρολογείς; Νιώθοντας ελαφρώς πικαρισμένη, γράφω: ΕΣΥ δηλαδή τι θα έκανες;
Σχεδόν ελπίζω πως μπορεί να έχει κάποια λαμπρή ιδέα που εγώ δεν είχα σκεφτεί. Αλλά το επόμενο γραπτό μήνυμα λέει απλώς: Γι’ αυτό οι άντρες δε φοράνε δαχτυλίδια. Τέλεια. Μας υποχρέωσες. Είμαι έτοιμη να απαντήσω με κάτι σαρκαστικό, όταν φτάνει άλλο μήνυμα: Δείχνει ψεύτικο. Βγάλε έναν επίδεσμο. Κοιτάζω με αγωνία το χέρι μου. Ίσως έχει δίκιο. Εντάξει. Ευχαριστώ. Ξετυλίγω έναν επίδεσμο και τον χώνω βιαστικά μέσα στην τσάντα μου, τη στιγμή ακριβώς που ακούγεται η φωνή του Μάγκνους. «Πόπι! Τ ι κάνεις;» Σηκώνω το βλέμμα και τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου. Κοκκινίζοντας, ρίχνω το τηλέφωνο στην τσάντα μου και κλείνω το φερμουάρ. Ακούω το μπιπ από ένα νέο μήνυμα που κατέφθασε, αλλά θα πρέπει να το δω αργότερα. «Γεια σου, Μάγκνους! Τ ι κάνεις εδώ;» «Πάω να αγοράσω γάλα. Μας τελείωσε». Στέκεται μπροστά μου και βάζει τα χέρια του στους ώμους μου, ενώ τα καστανά μάτια του με κοιτάζουν τρυφερά. «Τ ι συμβαίνει; Αναβάλλεις το αναπόφευκτο;» «Όχι!» γελάω απολογητικά. «Φυσικά όχι! Ετοιμαζόμουν να έρθω στο σπίτι». «Ξέρω για ποιο πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις». «Εεε... ξέρεις;» Παρά τη θέλησή μου ρίχνω μια ματιά στο δεμένο με επιδέσμους χέρι μου γεμάτη αγωνία και μετά στρέφω το βλέμμα μου μακριά. «Άκουσε, γλυκιά μου. Πρέπει να σταματήσεις να ανησυχείς για τους γονείς μου. Θα σε αγαπήσουν μόλις σε γνωρίσουν καλά. Σου το υπόσχομαι. Θα περάσουμε μια διασκεδαστική βραδιά. Εντάξει; Εσύ πρέπει απλώς να χαλαρώσεις και να είσαι ο εαυτός σου». «Εντάξει», γνέφω καταφατικά και εκείνος μ’ αγκαλιάζει, έπειτα βλέπει τον επίδεσμο στο χέρι μου. «Το χέρι σου δεν πέρασε ακόμα; Καημενούλα μου».
Ούτε καν ανέφερε το δαχτυλίδι. Νιώθω μιαν αμυδρή ελπίδα. Ίσως τελικά η βραδιά να περάσει ήσυχα. «Λοιπόν, είπες στους γονείς σου για την πρόβα; Αύριο το απόγευμα στην εκκλησία». «Το ξέρω», λέει χαμογελαστά. «Μην ανησυχείς. Είμαστε έτοιμοι». Καθώς βαδίζουμε, απολαμβάνω νοερά την εικόνα. Η παλιά πέτρινη εκκλησία. Το όργανο να παίζει μόλις μπαίνω μέσα. Οι όρκοι. Ξέρω ότι κάποιες νύφες ενδιαφέρονται μόνο για τη μουσική ή για τα λουλούδια ή για το νυφικό. Αλλά εμένα με ενδιαφέρουν οι όρκοι. Για καλ ό και για κακό... στα πλ ούτη ή στη φτώχεια... Και έτσι σου ορκίζομαι... Όλη μου τη ζωή άκουγα αυτές τις μαγικές λέξεις. Σε οικογενειακούς γάμους, σε σκηνές ταινιών, ακόμα και στους βασιλικούς γάμους. Οι ίδιες λέξεις ξανά και ξανά, σαν ποίημα που διατρέχει τους αιώνες. Και τώρα θα τις πούμε ο ένας στον άλλο. Με διαπερνά μια ανατριχίλα. «Ανυπομονώ τόσο πολύ να πούμε τους όρκους μας». Αυτό του το έχω πει τουλάχιστον εκατό φορές, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Για κάποιο μικρό διάστημα, μόλις μετά τον αρραβώνα μας, ο Μάγκνους φαινόταν να πιστεύει ότι θα παντρευόμασταν στο δημαρχείο. Δεν είναι ακριβώς θρήσκος, το ίδιο και οι γονείς του. Όταν, όμως, του εξήγησα πόσο πολ ύ περίμενα όλη μου τη ζωή για να πω τους όρκους στην εκκλησία, αμέσως υποχώρησε και είπε ότι δε θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι πιο όμορφο. «Το ξέρω», λέει, σφίγγοντας το χέρι μου. «Κι εγώ». «Στ’ αλήθεια δε σε πειράζει να πούμε τους παλιούς όρκους;» «Γλυκιά μου, τους βρίσκω υπέροχους». «Κι εγώ», αναστενάζω χαρούμενα. «Είναι τόσο ρομαντικοί». Κάθε φορά που φαντάζομαι τον εαυτό μου και τον Μάγκνους μπροστά στο Ιερό, με τα χέρια ενωμένα, να λέμε αυτές τις λέξεις ο ένας στον άλλο με καθαρή, δυνατή φωνή, μου φαίνεται ότι τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Η λάμψη της ασφάλειας που με περιβάλλει αρχίζει να χάνεται καθώς
πλησιάζουμε στο σπίτι είκοσι λεπτά αργότερα. Είναι σαφές ότι οι Τάβις έχουν επιστρέψει. Ολόκληρο το σπίτι είναι φωτισμένο και μουσική από κάποια όπερα ξεχύνεται από τα παράθυρα. Με απόγνωση θυμάμαι εκείνη τη φορά που ο Άντονι με ρώτησε ποια ήταν η γνώμη μου για τον Τανχόιζερ κι εγώ απάντησα ότι δεν καπνίζω. Θεέ μου. Γιατί δεν έκανα ένα σεμινάριο εξπρές για την όπερα; Ο Μάγκνους ανοίγει την μπροστινή πόρτα και αμέσως πλαταγίζει τη γλώσσα του. «Να πάρει. Ξέχασα να τηλεφωνήσω στον δόκτορα Ουιλερ. Θα κάνω δύο λεπτά μόνο». Δεν το πιστεύω. Ανεβαίνει τη σκάλα και κατευθύνεται στο γραφείο. Δεν μπορεί να με παρατήσει. «Μάγκνους», λέω, ενώ προσπαθώ να μην προδώσω τον πανικό μου. «Πέρασε μέσα! Οι γονείς μου είναι στην κουζίνα. Ω, σου πήρα κάτι για το μήνα του μέλιτος. Άνοιξέ το!» Μου στέλνει ένα φιλί και εξαφανίζεται στη γωνία. Υπάρχει ένα πελώριο κουτί τυλιγμένο με κορδέλα στο σκαμπό του χολ. Ουάου. Το ξέρω αυτό το κατάστημα και είναι ακριβό. Ανοίγω το κουτί σκίζοντας το ακριβό ανοιχτοπράσινο παπιέ σουά για να βρω ένα εμπριμέ κιμονό σε λευκούς και γκρι τόνους. Είναι εκπληκτικό και έχει και ασορτί καμιζόλα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, τρέχω στο μικρό μπροστινό καθιστικό που δε χρησιμοποιεί κανένας. Βγάζω τη ζακέτα και το μπλουζάκι μου, φοράω την καμιζόλα, έπειτα ξαναβάζω τα ρούχα μου. Είναι λίγο μεγάλη αλλά εξαίσια. Είναι απαλή σαν μετάξι και δίνει την αίσθηση πολυτέλειας. Είναι πολύ γλυκό δώρο. Πραγματικά. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, εκείνο που θα προτιμούσα τούτη τη στιγμή θα ήταν να βρίσκεται στο πλευρό μου ο Μάγκνους, να με κρατάει σφιχτά από το χέρι και να με στηρίζει ψυχολογικά. Διπλώνω τη ρόμπα και την παραχώνω στο κουτί μαζί με το σκισμένο χαρτί χωρίς να βιάζομαι.
Ο Μάγκνους ακόμα να φανεί. Δεν μπορώ να το καθυστερήσω άλλο. «Μάγκνους;» ακούγεται η τσιριχτή, ιδιαίτερη φωνή της Ουάντα από την κουζίνα. «Εσύ είσαι;» «Όχι, εγώ είμαι! Η Πόπι!» Ο λαιμός μου είναι τόσο σφιγμένος από τα νεύρα μου, που ακούγομαι σαν μια ξένη. «Πόπι! Πέρασε μέσα!» Χαλ άρωσε. Να είσαι ο εαυτός σου. Έλ α, λ οιπόν. Πιάνω σφιχτά το μπουκάλι το κρασί και κατευθύνομαι στην κουζίνα, που είναι ζεστή και μυρίζει σάλτσα μπολονέζ. «Γεια σας, τι κάνετε;» ρωτάω νευρικά. «Σας έφερα λίγο κρασί. Ελπίζω να σας αρέσει. Είναι κόκκινο». «Πόπι!» Η Ουάντα εφορμά προς το μέρος μου. Έχει πρόσφατα περάσει χένα στα ατίθασα μαλλιά της και φοράει ένα από τα παράξενα, φαρδιά φορέματά της από ύφασμα που μοιάζει μεταξωτό και Mary-Janes με λαστιχένια σόλα. Το δέρμα της είναι χλομό και 37
άβαφο, όπως πάντα, αν και έχει βάλει μια ιδέα κόκκινο κραγιόν. Το μάγουλό της ακουμπάει φευγαλέα το δικό μου και μου έρχεται μια μυρωδιά από ξεθυμασμένο άρωμα. «Η “ α-ρρα-βω- νιαστι-κιά”!» Προφέρει τη λέξη με τόση προσοχή που μου ακούγεται γελοία. «Η “ μνη-στή”». «Η “ αρμοστή”», πετάγεται ο Άντονι και σηκώνεται από τη θέση του στο τραπέζι. Φοράει τουιντ σακάκι, το ίδιο που είδα στη φωτογραφία του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, και με παρακολουθεί με το ίδιο ενοχλητικό, διαπεραστικό βλέμμα. «“ Ο Ορίολος νυμφεύεται το διάστικτο ταίρι του· Η νύφη του Κρίνου είναι η μέλισσα”. Να κάτι ακόμα για τη συλλογή σου, αγάπη μου, σωστά;» προσθέτει, κοιτώντας την Ουάντα. «Πολύ σωστά! Χρειάζομαι ένα στυλό. Πού είναι ένα στυλό;» Η Ουάντα αρχίζει να ψάχνει ανάμεσα στα χαρτιά που ήδη καλύπτουν τον πάγκο. «Η ζημιά που έγινε στο φεμινιστικό κίνημα από τον γελ οίο, αργόστροφο ανθρωπομορφισμό. “ Νυμφεύεται το διάστικτο
ταίρι του”. Σε ρωτάω, Πόπι!» στρέφεται προς το μέρος μου κι εγώ χαμογελάω αμήχανα. Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάνε. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Γιατί δεν μπορούν απλώς να πουν, «Γεια σου, τι κάνεις;» σαν κανονικοί άνθρωποι. «Ποια είναι η άποψή σου για την πολιτιστική απόκριση στον ανθρωπομορφισμό; Από την οπτική γωνία μιας νέας γυναίκας;» Το στομάχι μου γυρίζει σβούρα μόλις συνειδητοποιώ ότι ο Άντονι κοιτάζει πάλι προς το μέρος μου. Ο Χριστός και η Παναγία. Σ’ εμένα μιλάει; Σκέφτομαι πως αν θα έγραφε σ’ ένα χαρτί τις ερωτήσεις του και θα μου έδινε πέντε λεπτά περιθώριο για να τις κοιτάξω (μαζί μ’ ένα λεξικό ίσως), τότε πιθανόν να υπήρχε η αμυδρή ελπίδα να βρω κάποια έξυπνη απάντηση. Θέλω να πω, πήγα στ ’αλ ήθεια στο πανεπιστήμιο. Έγραψα όντως εργασίες με μεγάλες λέξεις και μια διατριβή.
38
Μάλιστα, μια φορά η φιλόλογός μου είπε ότι έχω «πνεύμα 39
αναζήτησης». Όμως δεν έχω πέντε λεπτά. Κι εκείνος περιμένει να τού απαντήσω. Και υπάρχει κάτι στο φωτεινό βλέμμα του που κάνει τη γλώσσα μου να δένεται κόμπος. «Λοιπόν. Μμμμ... νομίζω πως... πως... πρόκειται για ενδιαφέρουσα συζήτηση», ψελλίζω. «Ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας για την εποχή μας. Πείτε μου, πώς ήταν η πτήση σας;» προσθέτω γρήγορα. Ίσως καταφέρουμε να περάσουμε στις ταινίες ή σε κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. «Απαίσια». Η Ουάντα με κοιτάζει από εκεί που γράφει.«Γιατί να πετάνε οι άνθρωποι; Γιατί;» Δεν είμαι σίγουρη αν περιμένει να της απαντήσω ή όχι. «Μμμμ... για τις γιορτές και τέτοια...» «Έχω ήδη αρχίσει να κρατώ σημειώσεις για μια μελέτη επί του θέματος», με διακόπτει η Ουάντα. «‘Ή Παρόρμηση της Μετανάστευσης”. Γιατί νιώθουν υποχρεωμένοι οι άνθρωποι να
βρεθούν στην άλλη άκρη του κόσμου; Ακολουθούμε τα πανάρχαια μονοπάτια μετανάστευσης των προγόνων μας;» «Έχεις διαβάσει Μπάροουζ;» τη ρωτάει ο Άντονι με ενδιαφέρον. «Όχι το βιβλίο, τη διδακτορική θέση του». Κανένας δε μου έχει προσφέρει ποτό ακόμα. Ήσυχα, προσπαθώντας να χαθώ στο φόντο, πλησιάζω στον πάγκο της κουζίνας και βάζω στον εαυτό μου ένα ποτήρι κρασί. «Ο Μάγκνους σου έδωσε το σμαραγδένιο δαχτυλίδι της γιαγιάς του;» Αναπηδώ πανικόβλητη. Φτάσαμε ήδη στο δαχτυλίδι. Υπάρχει κάποιο υπονοούμενο στη φωνή της Ουάντα ή ιδέα μου είναι; Μήπως ξέρει; «Ναι! Είναι... είναι όμορφο». Τα χέρια μου τρέμουν τόσο πολύ που σχεδόν χύνω το κρασί μου. Η Ουάντα δε συνεχίζει, απλώς κοιτάζει τον Άντονι και σηκώνει με νόημα τα φρύδια της. Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί να σηκώσει τα φρύδια της; Τ ι σκέφτονται; Σκατά, σκατά, θα ζητήσουν να δουν το δαχτυλίδι και όλα θα σκάσουν στα μούτρα μου... «Είναι... είναι δύσκολο να φοράω το δαχτυλίδι με καμένο χέρι», πετάω απελπισμένα. Ορίστε. Δεν ήταν ψέμα. Ας πούμε. «Καμένο;» Η Ουάντα γυρίζει και πιάνει το μπανταρισμένο χέρι μου. «Καλό μου κορίτσι! Πρέπει να δεις τον Πολ». «Τον Πολ». Ο Άντονι γνέφει. «Βεβαίως. Τηλεφώνησέ του, Ουάντα». «Είναι γείτονας μας», μου εξηγεί. «Δερματολόγος. Ο καλύτερος». Έχει σηκώσει ήδη το ακουστικό, τυλίγοντας το παλιομοδίτικο στριφτό καλώδιο γύρω από τον καρπό της. «Μένει απέναντι». Απέναντι; Έχω παραλύσει από τρόμο. Πώς πήγαν τόσο χάλια τα πράγματα σε τόσο σύντομο διάστημα; Με τη φαντασία μου βλέπω έναν άντρα να πλησιάζει με ζωηρό βήμα κρατώντας το βαλιτσάκι του γιατρού,
να μπαίνει στην κουζίνα και να λέει, «Ας ρίξουμε μια ματιά», και όλους να συνωστίζονται γύρω μου για να δουν καθώς αφαιρώ τους επιδέσμους μου. Μήπως να τρέξω επάνω και να βρω κανένα σπίρτο; Ή λίγο βραστό νερό; Γ ια να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως θα άντεχα τον τρομακτικό πόνο από το να παραδεχτώ την αλήθεια. «Να πάρει. Δεν είναι σπίτι». Αφήνει το ακουστικό στη θέση ταυ. «Τ ι κρίμα», καταφέρνω να πω τη στιγμή που ο Μάγκνους περνά το κατώφλι της κουζίνας με τον Φίλιξ να τον ακολουθεί, ο οποίος μου λέει, «Γεια σου, Πόπι», και μετά βυθίζεται πάλι στο βιβλίο που διάβαζε. «Λοιπόν!» Ο Μάγκνους κοιτάζει μια εμένα μια τους γονείς του, σαν να προσπαθεί να «πιάσει» την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. «Τ ι κάνετε; Η Πόπι δεν είναι ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι συνήθως; Δεν είναι πολύ γλυκιά;» Χουφτώνει τα μαλλιά μου με τη γροθιά του κι έπειτα τα αφήνει να πέσουν πάλι. Θα ήθελα να σταματήσει. Ξέρω ότι προσπαθεί να είναι ευγενικός, αλλά εγώ θέλω να ζαρώσω και να χαθώ σε καμιά γωνία. Η Ουάντα κοιτάζει αμήχανη σαν να μην έχει την παραμικρή ιδέα πώς να απαντήσει σ’ αυτό. «Γοητευτική», χαμογελάει ευγενικά ο Άντονι, λες και θαυμάζει τον κήπο κάποιου. «Βρήκες τον δόκτορα Ουίλερ;» ρωτάει η Ουάντα. «Ναι», γνέφει ο Μάγκνους. «Λέει πως το σημείο εστίασης είναι η πολιτισμική γένεση». «Τότε θα πρέπει να διάβασα λάθος», μουρμουρίζει δύστροπα. «Προσπαθούμε να δούμε αν μπορούμε να δημοσιεύσουμε δοκίμια στο ίδιο περιοδικό», λέει η Ουάντα, απευθυνόμενη σ’ εμένα. «Και οι έξι μας, μαζί με τον Κόνραντ και τη Μάργκο. Οικογενειακή προσπάθεια, βλέπεις. Ο Φίλιξ θα ασχοληθεί με το ευρετήριο. Όλοι θα συμμετέχουν!» Όλ οι εκτός από εμένα συνειδητοποιώ.
Πράγμα που είναι γελοίο. Διότι θέλ ω εγώ να γράψω δοκίμιο πανεπιστημιακού επιπέδου για κάποιο άγνωστο περιοδικό, το οποίο κανείς ποτέ δε διαβάζει; Όχι. Θα μπορούσα; Όχι. Μήπως ξέρω άραγε 40
τι είναι η πολιτισμική γένεση; Όχι. «Ξέρετε, η Πόπι έχει δημοσιεύσει άρθρα στον τομέα της», ανακοινώνει ξαφνικά ο Μάγκνους, σαν να άκουσε τις σκέψεις μου και να τρέχει να με υπερασπιστεί. «Έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Μου χαμογελάει με περηφάνια. «Μην είσαι μετριόφρων». «Έχεις δημοσιεύσει άρθρα;» Ο Άντονι βγαίνει από τη λήθη του και με κοιτάζει με περισσότερη προσοχή από ποτέ. «Α! Αυτό κι αν είναι ενδιαφέρον. Σε ποιο περιοδικό;» Κοιτάζω σαν χαμένη τον Μάγκνους. Τ ι είναι αυτά που λέει; «Θυμήσου!» με παροτρύνει. «Δεν είπες ότι είχες δημοσιεύσει κάτι σ’ εκείνο το περιοδικό για τη φυσικοθεραπεία;» Ω, Θεέ μου. Όχι. Θα τον σκοτώσω τον Μάγκνους. Πώς μπόρεσε να το αναφέρει αυτό; Και ο Άντονι και η Ουάντα περιμένουν την απάντησή μου. Ακόμα και ο Φίλιξ σήκωσε το κεφάλι του γεμάτος ενδιαφέρον. Είναι προφανές ότι περιμένουν να τους ανακοινώσω κάποια επαναστατική ανακάλυψη στην πολιτισμική επίδραση της φυσικοθεραπείας στις νομαδικές φυλές ή κάτι αυτού του τύπου. «Ήταν στην Εβδομαδιαία Σύνοψη για τη Φυσικοθεραπεία», μουρμουρίζω τελικά, κοιτώντας τα πόδια μου. «Δεν πρόκειται για επιστημονικό περιοδικό. Είναι μάλλον ένα... ένα απλό περιοδικό. Δημοσίευσαν ένα γράμμα μου μια φορά». «Αφορούσε κάποια έρευνα;» ρωτάει η Ουάντα. «Όχι». Καταπίνω με δυσκολία. «Αφορούσε τις περιπτώσεις που οι ασθενείς μυρίζουν άσχημα. Είπα ότι θα μπορούσαμε να φοράμε μάσκες οξυγόνου. Ήταν... ξέρετε. Υποτίθεται πως θα ήταν αστείο». Σιωπή. Νιώθω τόση ντροπή που δεν μπορώ να σηκώσω καν το κεφάλι
μου. «Έγραψες διατριβή για το πτυχίο σου, όμως», πετιέται ο Φιλιξ. «Έτσι δε μου είπες κάποτε;» Γυρίζω να τον κοιτάξω έκπληκτη και το βλέμμα του είναι σοβαρό και ενθαρρυντικό. «Ναι. Θέλω να πω... δε δημοσιεύτηκε κάπου βέβαια». Σηκώνω τους ώμους. Νιώθω άβολα. «Θα ήθελα να τη διαβάσω μια μέρα». «Εντάξει». Χαμογελάω αλλά πραγματικά η κατάσταση είναι για γέλια. Φυσικά και δε θέλει να τη διαβάσει, απλώς προσπαθεί να είναι ευγενικός. Πράγμα πολύ γλυκό εκ μέρους του μεν, αλλά εμένα με κάνει να νιώθω ακόμα χειρότερα, μια κι εγώ είμαι είκοσι εννιά κι εκείνος δεκαεπτά. Επίσης, αν προσπαθούσε να τονώσει την αυτοπεποίθησή μου μπροστά στους γονείς του δεν τα κατάφερε, διότι εκείνοι ούτε καν ακούν τι λέμε. «Φυσικά, το χιούμορ είναι μια μορφή έκφρασης, την οποία πρέπει να εντοπίζει κανείς στην πολιτισμική του αφήγηση», λέει με αβέβαιη φωνή η Ουάντα. «Νομίζω ότι ο Τ ζέικομπ Γκούντσον έχει κάνει κάποια ενδιαφέρουσα δουλειά στο “ Γιατί Αστειεύονται οι Άνθρωποι”...» «Νομίζω πως είχε τίτλο “ Αστειεύονται οι Άνθρωποι;”», τη διορθώνει ο Άντονι. «Οπωσδήποτε η θεωρητική του άποψη ήταν ότι...» Και ξαναρχίζουν τα ίδια. Ξεφυσάω, ενώ τα μάγουλά μου καίνε ακόμα. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω κάποιος να με ρωτήσει για τις διακοπές ή για το σίριαλ EastEnders ή οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά. Θέλω να πω, τον αγαπώ τον Μάγκνους και όλα τα σχετικά. Αλλά βρίσκομαι εδώ μόνο πέντε λεπτά και τα νεύρα μου είναι κουρέλια. Πώς θα αντέχω τα Χριστούγεννα κάθε χρονιά; Κι αν τα παιδιά μας είναι πανέξυπνα και δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε απ’ όσα λένε και με κοιτάζουν υποτιμητικά επειδή δεν έχω διδακτορικό; Υπάρχει μια έντονη μυρωδιά στον αέρα και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι η σάλτσα μπολονέζ καίγεται. Η Ουάντα στέκεται
δίπλα στα μάτια της κουζίνας φλυαρώντας για τον Αριστοτέλη και δεν έχει προσέξει τι συμβαίνει. Παίρνω απαλά την κουτάλα από το χέρι της και αρχίζω να ανακατεύω. Ευτυχώς που δε χρειάζεται να έχει κανείς Νόμπελ για να το κάνει αυτό. Το γεγονός ότι ετοίμασα τουλάχιστον το φαγητό με κάνει να νιώθω χρήσιμη. Αλλά μισή ώρα αργότερα καθόμαστε όλοι γύρω απ’ το τραπέζι και έχω μπει πάλι σε σιωπηλή λειτουργία πανικού. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Άντονι και η Ουάντα δε θέλουν να παντρευτώ τον Μάγκνους. Είναι προφανές ότι θεωρούν πως είμαι τελείως μπούφος. Είμαστε σχεδόν στη μέση του γεύματος και δεν έχω ψελλίσει ούτε λέξη. Είναι πολύ δύσκολο. Η συζήτηση μοιάζει με καταιγίδα. Ή μάλλον με μουσική συμφωνία. Ναι. Κι εγώ είμαι το φλάουτο. Και έχω και μελωδία και θα ήθελα να την παίξω, αλλά δεν υπάρχει μαέστρος για να μου δώσει το σύνθημα. Έτσι, όλο και ετοιμάζομαι να αρχίσω να παίζω και όλο και δειλιάζω. «...ο υπεύθυνος έκδοσης είχε δυστυχώς διαφορετική άποψη. Έτσι, δε θα υπάρξει νέα έκδοση του βιβλίου μου». Ο Άντονι πλαταγίζει τη γλώσσα του θλιμμένα. «Tantpis». Ξαφνικά βρίσκομαι σε εγρήγορση. Διότι για πρώτη φορά καταλαβαίνω τη συζήτηση και έχω κάτι να πω. «Αυτό είναι απαίσιο!» παρεμβαίνω, θέλοντας να δείξω συμπάθεια. «Γιατί δεν ετοιμάζουν νέα έκδοση;» «Πρέπει να υπάρχουν αναγνώστες. Πρέπει να υπάρχει ζήτηση». Ο Άντονι αναστενάζει με επιτήδευση. «Τέλος πάντων, δεν πειράζει». «Φυσικά και πειράζει!» λέω ξαναμμένη. «Γιατί δε γράφουμε όλοι στον εκδότη προσποιούμενοι πως είμαστε αναγνώστες, λέγοντας πόσο σπουδαίο είναι το βιβλίο και απαιτώντας μια νέα έκδοση;» Στο μυαλό μου ήδη σχεδιάζω το γράμμα. Αγαπητέ κύριε, Μου προκαλ εί σοκ το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε νέα έκδοση αυτού του εξαιρετικού βιβλ ίου. Θα μπορούσαμε να το τυπώσουμε με διαφορετικές γραμματοσειρές, να το ταχυδρομήσουμε από διαφορετικές περιοχές της χώρας...
«Και θα αγόραζες εσύ προσωπικά χίλια αντίτυπα;» Ο Άντονι με κοιτάζει μ’ εκείνο το γερακίσιο βλέμμα. «Εγώ... εεε...» διστάζω, καθώς μ’ έχει στριμώξει. «Ίσως...» «Δυστυχώς, Πόπι, αν ο εκδότης τύπωνε χίλια βιβλία, τα οποία θα έμεναν απούλητα, τότε εγώ θα βρισκόμουν σε ακόμα χειρότερη θέση απ’ ό,τι προηγουμένως». Μου χαμογελάει σκληρά. «Κατάλαβες;» Νιώθω τελείως ανόητη και ηλίθια. «Σωστά», μουρμουρίζω. «Ναι. Κα... κατάλαβα. Συγγνώμη». Σε μια προσπάθεια να παραμείνω ήρεμη αρχίζω να μαζεύω τα πιάτα. Ο Μάγκνους προετοιμάζει ένα επιχείρημα με τον Φίλιξ σ’ ένα φύλλο χαρτί και δεν είμαι σίγουρη ότι άκουσε καν τι έγινε. Μου χαμογελάει αφηρημένα και δίνει μια τσιμπιά στον πισινό μου καθώς περνάω. Πράγμα που δε με κάνει να αισθανθώ και πολύ καλύτερα, για να είμαι ειλικρινής. Όταν, όμως, καθόμαστε στις θέσεις μας για την πουτίγκα, ο Μάγκνους χτυπάει το ποτήρι με το πιρούνι του και σηκώνεται όρθιος. «Θα ήθελα να κάνω μια πρόποση για την Πόπι», λέει με επισημότητα. «Και να την καλωσορίσω στην οικογένεια. Εκτός από όμορφη, νοιάζεται για τους άλλους, έχει πλάκα και είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Είμαι πολύ τυχερός». Κοιτάζει γύρω -γύρω στο τραπέζι σαν να προκαλεί τους υπόλοιπους να διαφωνήσουν μαζί του κι εγώ του στέλνω ένα μικρό χαμόγελο γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Θα ήθελα, επίσης, να πω ένα “ μεγάλο καλωσορίσατε” στη μαμά και τον μπαμπά». Ο Μάγκνους σηκώνει το ποτήρι του και οι γονείς του κουνάνε το κεφάλι τους. «Μας λείψατε όσο ήσασταν μακριά!» «Εμένα δε μου έλειψαν», πετάγεται ο Φίλιξ και η Ουάντα σκάει στα γέλια. «Φυσικά και δε σου λείψαμε, τερατάκι μου!» «Και τέλος...» Ο Μάγκνους χτυπάει πάλι το ποτήρι του με το
πιρούνι για να τραβήξει την προσοχή. «Φυσικά... Χρόνια Πολ λ ά στη μαμά! Πολλές ευχές για τα γενέθλιά σου από όλους μας». Της στέλνει ένα φιλί πάνω από το τραπέζι. Τ ι; Τι είπε μόλις τώρα; Το χαμόγελο έχει παγώσει στα χείλη μου. «Εύγε, εύγε!» Ο Άντονι σηκώνει το ποτήρι του. «Χρόνια πολλά, Ουάντα, αγάπη μου!» Είναι τα γενέθλ ια της μητέρας του; Μα δε μου το είπε. Δεν έχω αγοράσει κάρτα. Ούτε δώρο. Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Οι άντρες είναι άχρηστοι. Ο Φίλιξ ξετρύπωσε ένα πακέτο κάτω από την καρέκλα του και το δίνει στην Ουάντα. «Μάγκνους», ψιθυρίζω γεμάτη απελπισία καθώς κάθεται. «Δε μου είπες ότι είναι τα γενέθλια της μητέρας σου. Δεν είπες τίποτε! Έπρεπε να μου το είχες πει!» Σχεδόν παραληρώ μέσα στον πανικό μου. Είναι η πρώτη φορά που συναντώ τους γονείς του αφότου αρραβωνιαστήκαμε και δε με συμπαθούν και τώρα συμβαίνει κι αυτό. Ο Μάγκνους φαίνεται έκπληκτος. «Γλυκιά μου, τι συμβαίνει;» Πώς μπορεί να είναι τόσο αργός; «Θα της είχα αγοράσει δώρο!» λέω τη στιγμή που η Ουάντα αναφωνεί, «Υπέροχο, Φίλιξ!» για κάποιο αρχαίο βιβλίο, το οποίο ξετυλίγει. «Ω!» Ο Μάγκνους κουνάει το χέρι του. «Δε θα την πειράξει. Σταμάτα να αγχώνεσαι. Είσαι ένας άγγελος κι όλοι σ’ αγαπάνε. Παρεμπιπτόντως, σου άρεσε η κούπα;» «Η ποια;» Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τι λέει. «Η “ Μόλις Παντρευτήκαμε” κούπα. Που την άφησα στην είσοδο; Γ ια το ταξίδι του μέλιτος;» απαντάει στη σαστισμένη μου έκφραση. «Σου μίλησα γι’ αυτό. Μου φάνηκε πολύ αστείο». «Δεν είδα καμία κούπα». Τον κοιτάζω ανέκφραστα. «Νόμιζα ότι το δώρο μου ήταν εκείνο το μεγάλο κουτί με τις κορδέλες». «Ποιο μεγάλο κουτί;» ρωτάει, κοιτώντας με μπερδεμένος με τη σειρά
του. «Και τώρα, αγαπητή μου», λέει ο Άντονι αυτάρεσκα στην Ουάντα, «δε με πειράζει να το μάθεις, φέτος ξεπαραδιάστηκα για χάρη σου. Δώσε μου ένα λεπτό...» Σηκώνεται και κατευθύνεται προς την είσοδο. Θεέ μου. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Όχι. Σας παρακαλώ. Όχι.. . «Νομίζω...» αρχίζω, μα η φωνή μου δε λειτουργεί κανονικά. «Νομίζω ότι εγώ ενδεχομένως... κατά λάθος...» «Τι στην...» Η έκπληκτη φωνή του Άντονι ακούγεται από την είσοδο. «Τ ι έγινε εδώ;» Ένα λεπτό αργότερα βρίσκεται στο δωμάτιο κρατώντας το κουτί. Το οποίο είναι άνω-κάτω. Σκισμένα παπιέ σουά παντού. Και το κιμονό κρέμεται απ’ έξω. Νιώθω το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου. «Λυπάμαι πολύ...» λέω μετά βίας. «Νόμιζα... νόμιζα πως ήταν για μένα. Έτσι... έτσι το άνοιξα». Ακολουθεί νεκρική σιωπή. Όλοι παγώνουν έκπληκτοι, ακόμα και ο Μάγκνους. «Γλυκιά μου...» ψελλίζει, μετά δε βρίσκει τι να πει. «Κανένα πρόβλημα!» πετιέται η Ουάντα γρήγορα. «Δώσ’ το μου. Δε με νοιάζει το περιτύλιγμα». «Όμως υπήρχε και κάτι άλλο!» Ο Άντονι σκαλίζει το παπιέ σουά. «Που είναι το υπόλοιπο; Ήταν εδώ;» Καταλαβαίνω τι εννοεί και μέσα μου αφήνω ένα βογκητό. Κάθε φορά που πιστεύω ότι τα πράγματα δεν μπορεί να γίνουν χειρότερα, αυτά μου τη φέρνουν. Επινοούν νέους σατανικούς τρόπους για να γίνουν ακόμα χειρότερα. «Νομίζω... Εννοείτε...» τραυλίζω, ενώ το πρόσωπό μου έχει γίνει σαν παντζάρι. «Αυτό;» Τ ραβάω μιαν άκρη της καμιζόλας έξω από το μπλουζάκι μου και όλοι την κοιτάζουν εμβρόντητοι. Κάθομαι στην τραπεζαρία, φορώντας τα εσώρουχα της μέλλουσας πεθεράς μου. Μοιάζει με αρρωστημένο όνειρο από το
οποίο ξυπνάς και σκέφτεσαι, «Χριστέ μου! Ευτυχώς που δε συνέβη στ’ αλήθεια αυτό!» Τα πρόσωπα τριγύρω στο τραπέζι είναι όλα ακίνητα με το στόμα ανοιχτό, σαν μια σειρά εκδοχών του πίνακα Η Κραυγή. «Θα... θα το δώσω για στεγνό καθάρισμα», ψιθυρίζω με βραχνή φωνή. «Λυπάμαι». Εντάξει. Είναι προφανές ότι η αποψινή βραδιά έχει εξελιχθεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Μια λύση υπάρχει μόνο, η οποία είναι να συνεχίσω να πίνω κρασί μέχρι να μουδιάσουν τα νεύρα μου ή να λιποθυμήσω. Όποιο συμβεί πρώτο. Το δείπνο έχει τελειώσει και όλοι ξέχασαν το επεισόδιο με την καμιζόλα. Ας πούμε. Στην πραγματικότητα αποφάσισαν να το μετατρέψουν σε οικογενειακό αστείο. Πράγμα που είναι γλυκό εκ μέρους τους, αλλά σημαίνει ότι ο Άντονι θα εξακολουθήσει να κάνει ξενέρωτα αστεία σχόλια όπως, «Να φάμε σοκολατάκια; Εκτός αν η Πόπι τα έχει φάει ήδη όλ α!» Και ξέρω ότι θα έπρεπε να έχω αίσθηση του χιούμορ, αλλά κάθε φορά μορφάζω ενοχλημένη. Τ ώρα καθόμαστε στους αρχαίους ξεχαρβαλωμένους καναπέδες στο καθιστικό και παίζουμε Σκραμπλ. Οι Τάβις είναι τελείως τρελοί με το Σκραμπλ. Έχουν ειδικό ταμπλό που κινείται κυκλικά και πολυτελή ξύλινα πλακίδια και ακόμα και ένα δερματόδετο βιβλίο όπου σημειώνουν τους πόντους από το 1998. Η Ουάντα προηγείται επί του παρόντος, με τον Μάγκνους να ακολουθεί από κοντά. Ο Άντονι έπαιξε πρώτος και έγραψε τη λέξη ΕΛΙΜΑΡΑ (76 πόντοι). Η Ουάντα έγραψε ΕΠΟΝΉΣΑ (72 πόντοι). Ο Φίλιξ έγραψε ΑΘΛΙΟΤ ΗΣ (91 πόντοι). Ο Μάγκνους έγραψε ΑΞΟΝΙΚΕΣ (88 41
πόντοι). Κι εγώ έγραψα ΝΕΡΟ (6 πόντοι). Στη δική μου οικογένεια η λέξη ΝΕΡΟ θα ήταν μια καλ ή λέξη. Έξι πόντοι θα ήταν μια αξιοπρεπής βαθμολογία. Δε θα σε κοιτούσε κανείς σαν να ήσουν για λύπηση ούτε θα καθάριζε με νόημα το λαιμό του ούτε θα ένιωθες ηττημένος.
Δεν αναπολώ συχνά το παρελθόν ούτε θυμάμαι τα περασμένα. Δεν είναι του τύπου μου. Αλλά καθώς κάθομαι εδώ νιώθοντας άχρηστη, κρατώντας σφιχτά τα γόνατά μου και έχοντας στη μύτη μου τη μυρωδιά των μουχλιασμένων βιβλίων, των κιλιμιών και των παλιών κούτσουρων στη φωτιά των Τάβις, δεν μπορώ να κρατηθώ. Μια χαραμάδα. Ένα μικρό παράθυρο αναμνήσεων. Εμείς στην κουζίνα. Εγώ και τα μικρά αδέλφια μου, ο Τόμπι και ο Τομ, να τρώμε ψημένο ψωμί με Marmite γύρω από ένα Σκραμπλ. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά· έχω ακόμα και τη γεύση του Marmite στο στόμα μου. Ο Τόμπι και ο Τομ είχαν απογοητευτεί τόσο που έφτιαξαν ένα σωρό επιπλέον πλακίδια από χαρτί και αποφάσισαν ότι μπορούσε να πάρει κανείς όσα ήθελε. Σ’ ολόκληρο το δωμάτιο ήταν σκορπισμένα τετράγωνα χαρτάκια με δυσανάγνωστα γράμματα. Ο Τομ πήρε περίπου έξι Ζ και ο Τόμπι καμιά δεκαριά Ε. Και πάλι όμως δεν ξεπέρασαν τους τέσσερις πόντους ο καθένας και κατέληξαν να αρπαχτούν φωνάζοντας, «Δεν είναι δίκαιο! Δεν είναι δίκαιο!» Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν και τα ανοιγοκλείνω γρήγορα-γρήγορα. Είμαι χαζή. Γελ οία. Πρώτον, αυτή είναι η νέα μου οικογένεια και προσπαθώ να βρω τη θέση μου ανάμεσά τους. Δεύτερον, ο Τόμπι και ο Τομ είναι και οι δύο στο κολέγιο τώρα. Η φωνή τους έχει βαθύνει και ο Τομ έχει γένια. Δεν παίζουμε ποτέ Σκραμπλ. Ούτε καν ξέρω πού βρίσκεται το παιχνίδι. Τ ρίτον... «Πόπι;» «Μάλιστα. Ναι! Απλώς... το σκέφτομαι...» Είμαστε στον δεύτερο γύρο. Ο Άντονι επέκτεινε τη λέξη ΕΛΙΜΑΡΑ σε ΕΛΙΜΑΡΑΝ. Η Ουάντα με δύο γράμματα έφτιαξε 42
ταυτόχρονα δύο λέξεις, τις PO και ΟΝΤΑ. Ο Φίλιξ έγραψε ΨΟΓΟΣ και ο Μάγκνους ΒΡΕ, το οποίο ο Φίλιξ αμφισβήτησε, αλλά υπήρχε στο λεξικό κι έτσι ο Μάγκνους πήρε αρκετούς πόντους από την τριπλή αξία γράμματος. Τ ώρα ο Φίλιξ πήγε να φτιάξει καφέ κι εγώ αλλάζω απελπισμένα θέση στα πλακίδιά μου τα τελευταία πέντε λεπτά.
Σχεδόν δεν μπορώ να προχωρήσω, νιώθω τόσο ταπεινωμένη. Δεν έπρεπε να είχα συμφωνήσει να παίξω. Κοιτάζω και ξανακοιτάζω τα χαζογράμματα και ειλικρινά αυτή είναι η καλύτερη λέξη που μπορώ να φτιάξω. «Κ-Ο-Τ-Α», προφέρει προσεκτικά ο Άντονι, ενώ τοποθετώ τα πλακίδια στο ταμπλό. «Κότα. Εννοείς το πτηνό, υποθέτω;» «Μπράβο!» λέει θερμά ο Μάγκνους «Έξι πόντοι!» Δεν μπορώ να τον κοιτάξω. Διαλέγω άκεφα δύο νέα πλακίδια. Ένα Α και ένα Ρ. Τ ώρα σώθηκα. «Έι, Πόπι», λέει ο Φίλιξ καθώς επιστρέφει στο δωμάτιο με ένα δίσκο. «Το τηλέφωνό σου χτυπάει στην κουζίνα. Τ ι έγραψες; Ω, “ Κότα”». Κοιτάζει το ταμπλό και το στόμα του συσπάται. Βλέπω την Ουάντα να τον καρφώνει προειδοποιητικά. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. «Θα πάω να δω ποιος τηλεφώνησε, αν δε σας πειράζει», λέω. «Ίσως είναι κάτι σημαντικό». Δραπετεύω στην κουζίνα, βγάζω το τηλέφωνό μου από την τσάντα και ακουμπώ στο φούρνο AGA για να απολαύσω τη ζεστασιά του. Έχουν έρθει τρία γραπτά μηνύματα από τον Σαμ, με πρώτο το «Καλ ή τύχη», το οποίο έστειλε πριν από δύο ώρες. Μετά, πριν από είκοσι λεπτά έστειλε το «Θέλ ω μια χάρη», το οποίο ακολούθησε το «Είσαι εκεί;». Και το τηλεφώνημα από εκείνον ήταν. Υποθέτω ότι καλά θα κάνω να δω τι συμβαίνει. Σχηματίζω τον αριθμό του τσιμπολογώντας ανόρεχτα τα υπολείμματα της τούρτας στον πάγκο. «Τέλεια. Πόπι, μπορείς να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη;» λέει μόλις σηκώνει το τηλέφωνο. «Δεν είμαι στο γραφείο μου και κάτι έχει πάθει το τηλέφωνό μου. Δε φεύγει τίποτε και πρέπει να στείλω ένα email στη Βιβ Άμπερλι. Θα μπορούσες να το κάνεις;» «Ω, ναι, στη Βιβιαν Άμπερλι», αρχίζω να λέω μετά σταματώ απότομα. Ίσως δε θα έπρεπε να αποκαλύψω ότι έχω διαβάσει όλη την αλληλογραφία σχετικά με τη Βιβιαν Άμπερλι. Εργάζεται στον Τομέα
Στρατηγικής και έχει κάνει αίτηση για δουλειά σε άλλη υπηρεσία. Ο Σαμ προσπαθεί απεγνωσμένα να την κρατήσει, αλλά δεν έχει καταφέρει τίποτε και τώρα εκείνη είπε ότι θα παραιτηθεί αύριο. Εντάξει. Το ξέρω ότι είμαι αδιάκριτη. Αλλά μόλις αρχίσεις να διαβάζεις τα email των άλλων δεν μπορείς να σταματήσεις. Πρέπει να μάθεις τι έγινε. Είναι εθιστικό, θα έλεγα, να κοιτάζεις τα ατελείωτα κατεβατά από μηνύματα που πηγαινοέρχονται και να προσπαθείς να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Πάντοτε προς τα πίσω. Σαν να ξετυλίγεις ανάποδα μπομπίνες με τις ζωές των άλλων. «Αν μπορούσες να της στείλεις ένα σύντομο email θα σου ήμουν ευγνώμων», λέει ο Σαμ. «Από μια από τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις μου. Στο
[email protected], το σημείωσες;» Σοβαρά τώρα. Τ ι είμαι, η ιδιαιτέρα γραμματέας του; «Λοιπόν... εντάξει», λέω απρόθυμα και κάνω κλικ στη διεύθυνσή της. «Τ ι να λέει;» «“ Γεια σου, Βιβ. Θα ήθελα να το ξανασυζητήσουμε. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε για να κλείσουμε ραντεβού όποτε σε βολεύει αύριο. Είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να βρούμε κάποια λύση. Σαμ”». Το πληκτρολογώ προσεκτικά, χρησιμοποιώντας το μη μπανταρισμένο χέρι μου μετά διστάζω. «Το έστειλες;» λέει ο Σαμ. Ο αντίχειρας μου βρίσκεται πάνω στο πλήκτρο έτοιμος να πατήσει Αποστολή. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω. «Εμπρός;» «Μην την αποκαλείς Βιβ», μου ξεφεύγει. «Δεν της αρέσει καθόλου. Της αρέσει να τη φωνάζουν Βιβιαν». «Τι;» Ο Σαμ ακούγεται έκπληκτος. «Πώς στην ευχή...» «Ήταν σ’ ένα παλιό email που προωθήθηκε. Ζήτησε από τον Πίτερ Σνελ να μην τη φωνάζει Βιβ, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία. Ούτε ο Τ ζέρεμι Άθελινγκ. Και τώρα τη φωνάζεις Βιβ κι εσύ!» Ακολουθεί μια σύντομη σιωπή. «Πόπι», λέει και τον φαντάζομαι να συνοφρυώνεται. «Διάβασες
τα email μου;» «Όχι!» απαντώ αμυντικά. «Απλώς, έριξα μια ματιά σε δυοτρία...» «Είσαι βέβαιη για το όνομά της;» «Ναι! Φυσικά!» «Ψάχνω εκείνο το email τώρα...» Μπουκώνομαι μ’ ένα μεγάλο κομμάτι γλάσου ενώ περιμένω έπειτα ο Σαμ είναι πάλι στη γραμμή. «Έχεις δίκιο». «Φυσικά κι έχω δίκιο!» «Εντάξει. Μπορείς να αλλάξεις το όνομά της σε Βιβιαν;» «Μισό λεπτό...» τροποποιώ το email και το στέλνω. «Έγινε». «Ευχαριστώ. Καλή δουλειά. Έξυπνο. Σκέφτεσαι πάντα τόσο έξυπνα;» Ναι, καλά. Σκέφτομαι τόσο έξυπνα που η μόνη λέξη που μπορώ να γράψω στο Σκραμπλ είναι «κότα». «Ναι, συνέχεια», λέω σαρκαστικά, αλλά δε νομίζω ότι πρόσεξε τον τόνο της φωνής μου. «Λοιπόν, σου χρωστάω χάρη. Λυπάμαι που σε ενόχλησα. Ήταν όμως μια πολύ επείγουσα κατάσταση». «Μην ανησυχείς. Καταλαβαίνω», λέω με κατανόηση. «Ξέρεις, είμαι σίγουρη ότι η Βιβιαν στην πραγματικότητα θέλ ει να μείνει στην White Globe Consulting». Ουπς. Αυτό μου ξέφυγε. «Α, αλήθεια; Νόμιζα πως δεν είχες διαβάσει τα email μου». «Δεν τα διάβασα! Θέλω να πω... ξέρεις. Ίσως διάβασα ένα- δυο. Αρκετά για να σχηματίσω μια εικόνα». «Μια εικόνα!» Γελάει κοφτά. «Εντάξει. Λοιπόν, Πόπι Ουάιατ, ποια είναι η εικόνα που σχημάτισες; Ζήτησα τη γνώμη των πάντων, γιατί να μην πεις κι εσύ τι νομίζεις; Γιατί η καλύτερη υπάλληλός μας στον Τομέα Στρατηγικής κάνει ένα βήμα πίσω στην καριέρα της, επιλέγοντας μια κατώτερη εταιρεία, όταν της πρόσφερα όλα όσα θα επιθυμούσε, από προαγωγή μέχρι χρήματα, υψηλότερη θέση...» «Λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημα», τον διακόπτω απορημένη.
Δεν το αντιλαμβάνεται; «Δε θέλει τίποτε από όλα αυτά. Στρεσάρεται πάρα πολύ από την πίεση, ειδικά με ό,τι έχει να κάνει με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Όπως τότε που έπρεπε να πάει στο Ράδιο 4 χωρίς προειδοποίηση». Ακολουθεί μια μεγάλη σιωπή. «Εντάξει... τι στο διάβολο συμβαίνει;» λέει ο Σαμ τελικά. «Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις εσύ κάτι τέτοιο;» Δεν υπάρχει περίπτωση να τη γλιτώσω τώρα. «Ήταν στην έκθεση αξιολόγησής της», ομολογώ. «Βαριόμουν πάρα πολύ στο μετρό νωρίτερα και ήταν μέσα σ’ ένα συνημμένο...» «Αυτό δεν υπήρχε στην έκθεση αξιολόγησής της». Ακούγεται πολύ εκνευρισμένος. «Πίστεψε με, έχω διαβάσει το έγγραφο από την αρχή μέχρι το τέλος πολλές φορές και δεν υπάρχει τίποτε σχετικά με εμφανίσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης...» «Όχι στην πιο πρόσφατη». Κάνω μια γκριμάτσα γεμάτη αμηχανία. «Στην έκθεση αξιολόγησης πριν από τρία χρόνια». Δεν το πιστεύω πως παραδέχομαι ότι τη διάβασα κι αυτή. «Επίσης, στο αρχικό της email σου είπε “ Σας έχω μιλήσει για τα προβλήματά μου, αλλά δεν έδωσε κανείς σημασία”. Νομίζω ότι αυτό εννοεί». Για την ακρίβεια, νιώθω να ταυτίζομαι απολύτως με τη Βίβιαν. Κι εγώ θα είχα φρικάρει αν επρόκειτο να εμφανιστώ στο Ράδιο 4. Όλοι οι παρουσιαστές μιλούν σαν τον Αντονι και την Ουάντα. Ακολουθεί μια τόσο μεγάλη σιωπή που αναρωτιέμαι αν ο Σαμ είναι ακόμα στη γραμμή. «Ίσως να έχεις δίκιο», ψιθυρίζει τελικά. «Ίσως να έχεις κάποιο δίκιο». «Είναι μόνο μια ιδέα», υπαναχωρώ αμέσως. «Θέλω να πω, το πιθανότερο είναι πως κάνω λάθος». «Αλλά γιατί να μη μου το πει;» «Ίσως να ντρέπεται». Ανασηκώνω τους ώμους. «Ίσως νομίζει ότι ήδη το κατέστησε σαφές και ότι εσύ δε σκοπεύεις να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Ίσως νομίζει ότι είναι πιο εύκολο να αλλάξει δουλειά». «Εντάξει». Ο Σαμ ξεφυσά. «Σ’ ευχαριστώ. Θα το ερευνήσω.
Χαίρομαι πολύ που σου τηλεφώνησα και με συγχωρείς που σε απασχόλησα». «Κανένα πρόβλημα». Κυρτώνω τους ώμους μελαγχολικά και μαζεύω μερικά ακόμα ψίχουλα από το γλυκό. «Για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε που ξέφυγα λίγο». «Τόσο καλά περνάς, ε;» Ακούγεται σαν να το διασκεδάζει. «Πώς πήγε με τον επίδεσμο;» «Πίστεψέ με, ο επίδεσμος είναι το τελευταίο από τα προβλήματά μου». «Τ ι συμβαίνει;» Χαμηλώνω τη φωνή μου, στυλώνοντας τα μάτια μου στην πόρτα. «Παίζουμε Σκραμπλ. Είναι εφιαλτικό». «Σκραμπλ;» κάνει έκπληκτος. «Το Σκραμπλ είναι τέλειο». «Όχι δεν είναι, όταν παίζεις με μια οικογένεια από ιδιοφυίες. Γράφουν όλοι λέξεις του στιλ “ επόντισα”. Κι εγώ έγραψα “ κότα”». Ο Σαμ σκάει στα γέλια. «Χαίρομαι που σε διασκεδάζω», λέω κακόκεφα. «Εντάξει, έλα». Σταματάει να γελάει. «Σου χρωστάω χάρη. Πες μου τα γράμματά σου. Θα σου πω μια καλή λέξη». «Δεν τα θυμάμαι!» Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά. «Είμαι στην κουζίνα». «Κάποια θα θυμάσαι. Προσπάθησε». «Εντάξει. Έχω ένα Φ και ένα Μ». Η συνομιλία αυτή είναι τόσο παράξενη που δεν μπορώ να κρατηθώ και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. «Πήγαινε και κοιτά τα υπόλοιπα. Στειλ’ τα με γραπτό μήνυμα. Θα σου βρω μια λέξη». «Νόμιζα πως ήσουν σε σεμινάριο!» «Μπορώ να βρίσκομαι στο σεμινάριο και να παίζω Σκραμπλ συγχρόνως». Σοβαρολογεί; Αυτή είναι η πιο γελοία, η πιο τραβηγμένη ιδέα που άκουσα ποτέ. Επιπλέον, θα ήταν ζαβολιά. Επιπλέον, ποιος μου λέει ότι είναι καλός στο Σκραμπλ;
«Εντάξει», λέω λίγες στιγμές αργότερα. «Σύμφωνοι». Κλείνω το τηλέφωνο και κατευθύνομαι προς το καθιστικό, όπου στο ταμπλό έχει προστεθεί άλλος ένας σωρός από απίθανες λέξεις. Κάποιος έγραψε τη λέξη ΝΕΝΕ. Υπάρχει στ’ αλήθεια αυτή η λέξη στο λεξικό μας; Γιατί μου φαίνεται τουρκική. «Όλα εντάξει, Πόπι;» λέει η Ουάντα με τόσο επιτηδευμένα πρόσχαρη φωνή, ώστε καταλαβαίνω αμέσως ότι μιλούσαν για εμένα. Το πιθανότερο είναι να ανακοίνωσαν στον Μάγκνους ότι αν με παντρευτεί θα τον αποκληρώσουν ή κάτι παρόμοιο. «Μια χαρά!» Προσπαθώ να ακουστώ χαρούμενη. «Μου τηλεφώνησε ένας ασθενής», προσθέτω, σταυρώνοντας τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη μου. «Μερικές φορές δίνω συμβουλές ηλεκτρονικά, έτσι ίσως χρειαστεί να στείλω κάποιο γραπτό μήνυμα, αν δε σας πειράζει». Κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να απαντήσει. Έχουν σκύψει πάλι όλοι πάνω από τα πλακίδιά τους. Σηκώνω το τηλέφωνό μου έτσι ώστε να φαίνεται στην οθόνη το ταμπλό και τα πλακίδιά μου. Μετά πατάω το κουμπί για λήψη φωτογραφίας. «Πήρα μια οικογενειακή φωτογραφία!» λέω γρήγορα, καθώς σηκώνονται τα πρόσωπα μετά τη λάμψη του φλας. Στέλνω ήδη τη φωτογραφία στον Σαμ. «Εσύ παίζεις, Πόπι», λέει ο Μάγκνους. «Θα ήθελες λίγη βοήθεια, αγάπη μου;» προσθέτει χαμηλόφωνα. Ξέρω ότι προσπαθεί να είναι ευγενικός. Αλλά υπάρχει κάτι στον τρόπο που το λέει, το οποίο με ενοχλεί. «Είμαι εντάξει, ευχαριστώ. Θα τα καταφέρω». Αρχίζω να μετακινώ τα πλακίδια στη βάση γραμμάτων μου, προσπαθώντας να δείχνω αυτοπεποίθηση. Έπειτα από δύο λεπτά περίπου κρυφοκοιτάζω το τηλέφωνό μου μήπως έχει έρθει σιωπηρά κάποιο μήνυμα αλλά δεν υπάρχει τίποτε. Όλοι οι άλλοι έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα πλακίδιά τους ή στο ταμπλό. Επικρατεί ησυχία και ένταση, όπως σε μια
αίθουσα εξετάσεων. Μετακινώ τα πλακίδιά μου όλο και πιο γρήγορα, ενώ εύχομαι να μου κατέβει κάποια εκπληκτική λέξη. Αλλά ό,τι και να κάνω, η κατάσταση είναι για κλάματα. Θα μπορούσα να γράψω ΡΙΜΑ. Ή ΜΑΜ. Και το τηλέφωνό μου εξακολουθεί να μένει σιωπηλό. Ο Σαμ θα αστειευόταν όταν είπε πως θα με βοηθούσε. Φυσικά και αστειευόταν. Νιώθω ένα κύμα ταπείνωσης. Τ ι θα σκεφτεί όταν θα λάβει στο κινητό του μια φωτογραφία μ’ ένα ταμπλό Σκραμπλ; «Σου ήρθε καμιά ιδέα, Πόπι;» λέει η Ουάντα, ενθαρρύνοντάς με σαν να είμαι κανένα καθυστερημένο παιδί. Αναρωτιέμαι αν, όσο ήμουν στην κουζίνα, ο Μάγκνους είπε στους γονείς του να είναι ευγενικοί μαζί μου. «Απλώς προσπαθώ να αποφασίσω ποια λέξη θα γράψω», απαντώ με μισό χαμόγελο. Εντάξει. Πρέπει να το κάνω. Δεν μπορώ να το τραβάω άλλο. Θα γράψω ΡΙΜΑ. Όχι ΜΑΜ. Ω, και ποια η διαφορά; Με πεσμένα τα φτερά, ακουμπάω το Μ και το Α στο ταμπλό ακριβώς τη στιγμή που το τηλέφωνό μου με ειδοποιεί για τη λήψη ενός μηνύματος. ΦΡΙΜΑΣΜΑ Χρησιμοποίησε το πρώτο Α από το ΕΛΙΜΑΡΑΝ. Τ ριπλή αξία λέξης και μπόνους 50 πόντων. Ω, Θεέ μου. Μου ξεφεύγει ένα γελάκι και ο Άντονι μου ρίχνει μια πολύ περίεργη ματιά. «Συγγνώμη», λέω γρήγορα-γρήγορα. «Απλώς... ο ασθενής μου κάνει αστειάκια». Το τηλέφωνό μου χτυπάει πάλι. Είναι σκοτσέζικη διάλεκτος. Τη χρησιμοποιεί ο Ρόμπερτ Μπερνς. «Λοιπόν, αυτή είναι η λέξη σου, Πόπι;» Ο Άντονι κοιτάζει την αξιολύπητη συνεισφορά μου. «“ ΜΑΜ”; Ωραία. Μπράβο!»
Η εγκαρδιότητά του είναι οδυνηρή. Η Ουάντα είναι απορροφημένη στα πλακίδιά της. Ο Μάγκνους δείχνει σαν να ανησυχεί για μένα. «Συγγνώμη», λέω σταθερά. «Έκανα λάθος. Τ ώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω πως θα γράψω αυτή τη λέξη». Σχηματίζω προσεκτικά τη λέξη ΦΡΙΜΑΣΜΑ στο ταμπλό και ακουμπώ ατάραχη την πλάτη μου πίσω. Ακολουθεί σιωπή γεμάτη έκπληξη. «Πόπι, γλυκιά μου», λέει ο Μάγκνους. «Πρέπει να είναι αλ ηθινή λέξη, ξέρεις. Δεν μπορείς να φτιάξεις δική σου...» «Ω, δεν ξέρεις αυτή τη λέξη;» Υιοθετώ έκπληκτο τόνο. «Συγγνώμη. Νόμιζα πως όλοι την ήξεραν». «Φριμάσμα;» λέει αβέβαια η Ουάντα. «Φρίμασμα; Πώς ακριβώς τονίζεται;» Ω, Θεέ μου. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. «Εεε... εεε... εξαρτάται από την περιοχή. Είναι παραδοσιακή σκοτσέζικη διάλεκτος, φυσικά», προσθέτω με τον αέρα του 43
γνώστη, σαν να είμαι ο πολυτάλαντος Στιβεν Φράι. «Τη χρησιμοποιεί ο Ρόμπερτ Μπερνς. Είδα ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτόν τις προάλλες. Έχω μανία μαζί του, για να είμαι ειλικρινής». «Δεν ήξερα ότι σε ενδιαφέρει ο Μπερνς». Ο Μάγκνους φαίνεται ξαφνιασμένος. «Ω, ναι», λέω όσο πιο πειστικά μπορώ. «Πάντοτε μ’ ενδιέφερε». «Σε ποιο ποίημα είναι η λέξη “ φρίμασμα”;» επιμένει η Ουάντα. «Στο...» Καταπίνω με δυσκολία. «Είναι για την ακρίβεια ένα πολύ όμορφο ποίημα. Δε θυμάμαι τον τίτλο τώρα, αλλά λέει...» Διστάζω. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς είναι τα ποιήματα του Μπερνς. Κάποτε άκουσα κάποια σ’ ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, αλλά δεν κατάλαβα τίποτε. «“ Φρίμαζε... όταν το φρίμασμα... φρίμαξε”... Και τα λοιπά!» το κόβω χαρωπά. «Δε θα σας κουράσω».
Ο Άντονι σηκώνει το κεφάλι του από τον τελευταίο τόμο του λεξικού, τον οποίο άνοιξε και άρχισε να φυλλομετρά αμέσως μόλις τοποθέτησα τα πλακίδιά μου. «Πολύ σωστά». Φαίνεται λίγο σαστισμένος.«Φρίμασμα. Σκοτσέζικη διάλεκτος για το “ φριμαγμός”. Μάλιστα, μάλιστα. Πολύ εντυπωσιακό». «Μπράβο, Πόπι», συμπληρώνει η Ουάντα. «Λοιπόν, τριπλή αξία λέξης, συν το μπόνους των πενήντα πόντων... μας κάνει... 110 πόντους! Η υψηλότερη βαθμολογία μέχρι στιγμής!» «Εκατόν δέκα;» Ο Άντονι της αρπάζει το χαρτί. «Είσαι σίγουρη;» «Συγχαρητήρια, Πόπι!» Ο Φίλιξ μου σφίγγει το χέρι. «Ευχαριστώ. Ήταν απλό». Χαμογελάω με μετριοφροσύνη. «Θα συνεχίσουμε;»
5 Κέρδισα! Κέρδισα στο Σκραμπλ! Όλοι είχαν μείνει άναυδοι. Έκαναν πως δεν ήταν αλλά ήταν. Τα ανασηκωμένα φρύδια και οι γεμάτες έκπληξη ματιές έγιναν όλο και συχνότερες, όλο και πιο απροκάλυπτες καθώς το παιχνίδι συνεχιζόταν. Όταν έγραψα τη λέξη ΣΥΖΥΓΙΑ και πέτυχα τριπλή αξία λέξης, ο Φίλιξ άρχισε να χειροκροτεί και είπε «Μπράβο!». Και ενώ συγυρίζαμε την κουζίνα μετά, η Ουάντα με ρώτησε αν είχα σκεφτεί ποτέ να σπουδάσω γλωσσολογία. Το όνομά μου προστέθηκε στο οικογενειακό βιβλίο του Σκραμπλ και ο Άντονι μου πρόσφερε το «ποτήρι πόρτο του νικητή» και όλοι χειροκρότησαν. Ήταν τόσο όμορφη στιγμή. Εντάξει. Το ξέρω ότι έκανα ζαβολιά. Το ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν κακό. Για να είμαι ειλικρινής, όλη την ώρα περίμενα ότι κάποιος θα μ’ έπιανε στα πράσα. Αλλά έβαλα το τηλέφωνο στο «σιωπηλό» και κανένας δεν αντιλήφθηκε ότι έστελνα συνεχώς 44
μηνύματα στον Σαμ. Και ναι, φυσικά έχω ενοχές. Στη μέση της όλης διαδικασίας, ένιωσα ακόμα χειρότερα όταν έστελνα στον Σαμ ένα μήνυμα γεμάτο θαυμασμό: Πώς ξέρεις τόσες λέξεις; Και εκείνος μου απάντησε: Δεν τις ξέρω εγώ. Το Ίντερνετ τις ξέρει. Ο υπολ ογιστής του; Για μια στιγμή ήμουν τόσο σοκαρισμένη που δεν μπορούσα να
απαντήσω. Νόμιζα πως εκείνος σκεφτόταν τις λέξεις, όχι ότι απλώς τις έβρισκε σε κάποιο σάιτ για το Σκραμπλ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πληκτρολόγησα: είναι ΖΑΒΟΛΙΑ!!! Μου απάντησε: Το έχεις ήδη περάσει αυτό το σημείο. Ποια η διαφορά; Και μετά πρόσθεσε: Με κολακεύεις που πίστευες ότι είμαι ιδιοφυία. Έπειτα, φυσικά, ένιωσα τελείως ηλίθια. Και είχε δίκιο. Όταν αρχίσεις τις ζαβολιές, έχουν στ’ αλήθεια σημασία οι μέθοδοι που χρησιμοποιείς; Ξέρω ότι μπροστά μου θα τα βρω στο μέλλον. Ξέρω ότι ο Σαμ Ρόξτον δε θα είναι πάντοτε στην άλλη άκρη της γραμμής για να μου στέλνει λέξεις. Ξέρω ότι σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να επαναλάβω το σημερινό κατόρθωμά μου. Και γι’ αυτόν το λόγο σκοπεύω να αποσυρθώ από τους οικογενειακούς αγώνες Σκραμπλ από αύριο κιόλας. Ήταν μια σύντομη, λαμπρή καριέρα. Και τώρα τελείωσε. Ο μόνος που δεν έκανε εγκωμιαστικά σχόλια ήταν ο Μάγκνους, πράγμα που με ξάφνιασε λιγάκι. Θέλω να πω, είπε, «Τα πήγες πολύ καλά», μαζί με όλους τους άλλους αλλά δε με πήρε στην αγκαλιά του μ’ αυτή την αφορμή ούτε με ρώτησε πώς γνωρίζω όλες αυτές τις λέξεις. Και όταν η Ουάντα είπε, «Μάγκνους, δε μας είπες ότι η Πόπι έχει τέτοιο ταλέντο!» της χαμογέλασε βεβιασμένα και είπε, «Σας είπα ότι η Πόπι είναι εκπληκτική σε όλα». Πράγμα που ήταν ευγενικό αλλά και χωρίς νόημα επίσης. Το θέμα είναι ότι... ήρθε δεύτερος. Δεν υπάρχει περίπτωση να με ζηλ εύει, υπάρχει; Η ώρα είναι τώρα έντεκα περίπου και έχουμε επιστρέψει στο διαμέρισμά μου. Φλερτάρω με τον πειρασμό να πάω να μιλήσω στον Μάγκνους γι’ αυτό, αλλά έχει εξαφανιστεί για να προετοιμαστεί για την αυριανή διάλεξη σχετικά με τα «Σύμβολα και τη Συμβολική
45
Σκέψη στον Δάντη». Έτσι, αποφασίζω να κουλουριαστώ στον καναπέ και να προωθήσω μερικά email που ήρθαν νωρίτερα για τον Σαμ. Ύστερα από λίγο δεν μπορώ παρά να πλαταγίσω τη γλώσσα μου εκνευρισμένη. Τα μισά από αυτά τα email είναι υπενθυμίσεις και chasers. Ακόμα δεν έχει απαντήσει όσον αφορά τα καταλύματα για το συνέδριο στο ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ ούτε για το «Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε» ούτε καν στον οδοντίατρο. Ούτε για το νέο ραμμένο στα μέτρα του κοστούμι James & James που περιμένει να το πάρει όποτε τον βολεύει. Πώς μπορεί κανείς να αγνοεί καινούργια ρούχα; Υπάρχουν μόνο λίγα άτομα στα οποία φαίνεται να απαντάει αμέσως. Το ένα είναι μια κοπέλα που λέγεται Βικς και είναι επικεφαλής του τμήματος Δημοσίων Σχέσεων. Είναι ψυχρή επαγγελματίας και κοφτή, όπως κι εκείνος, και του δίνει συμβουλές για κάποια παρουσίαση στον Τύπο που θα κάνουν μαζί. Συχνά κάνει κοινοποίηση στη διεύθυνση της Βάιολετ, αλλά μέχρι να προωθήσω εγώ το email, ο Σαμ της έχει ήδη απαντήσει. Ένα άλλο άτομο είναι ένας τύπος που λέγεται Μάλκομ, ο οποίος ζητάει τη γνώμη του Σαμ για κάτι σχεδόν κάθε μία ώρα. Και είναι φυσικά και ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ, ο οποίος είναι σαφέστατα ανώτατο και πολύ σημαντικό στέλεχος και εργάζεται επί του 46
παρόντος για την κυβέρνηση. Εκείνος και ο Σαμ φαίνεται να τα πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, αν μπορεί κανείς να κρίνει από τα email τους. Απαντάει ο ένας στον άλλο σαν να μιλάνε δύο παλιοί φίλοι. Δεν μπορώ να καταλάβω στην πραγματικότητα ούτε τα μισά απ’ όσα λένε ειδικά τα εσωτερικά αστεία αλλά το ύφος είναι προφανές, όπως και το γεγονός ότι ο Σαμ ανταλλάσσει περισσότερα email με τον σερ Νίκολας απ’ ό,τι με οποιονδήποτε άλλο. Η εταιρεία του Σαμ παρέχει κάποιου είδους συμβουλευτικές υπηρεσίες. Λένε στις εταιρείες πώς να διαχειριστούν τη δουλειά τους και κάνουν πολλή «εξυπηρέτηση», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Υποθέτω πως είναι κάποιου είδους διαπραγματευτές ή μεσάζοντες ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να είναι πολύ επιτυχημένοι, διότι ο Σαμ φαίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής. Τον έχουν καλέσει σε τρία κοκτέιλ πάρτι, μόνο αυτή την εβδομάδα, και σ’ έναν αγώνα σκοποβολής ιδιωτικής τράπεζας την επόμενη εβδομάδα. Και μια κοπέλα που τη λένε Μπλου έστειλε email για τρίτη φορά, ρωτώντας αν θα ήθελε να παραστεί σε μια ειδική δεξίωση για τον εορτασμό της συγχώνευσης της Johnson Ellison με την Greene Retail. Είναι στο ξενοδοχείο Σαβόι με ζωντανή τζαζ μουσική και καναπεδάκια και τσαντούλες με δωράκια. Και ακόμα δεν έχει απαντήσει. Ακόμα. Απλούς, δεν τον καταλαβαίνω. Εμένα αν με είχαν καλέσει σε κάτι τόσο εκπληκτικό, θα είχα απαντήσει αμέσως: «Ναι, παρακαλώ! Σας ευχαριστώ τόσο πολύ! Ανυπομονώ © © ©!» Ενώ εκείνος δεν έχει καν προσέξει την πρόσκληση. Σηκώνοντας τα μάτια μου ψηλά, προωθώ όλα τα email και μετά του στέλνω ένα γραπτό μήνυμα: Και πάλι ευχαριστώ για το Σκραμπλ! Σου έστειλα μερικά ακόμα email. Πόπι Ένα λεπτό αργότερα χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Σαμ. «Ω, γεια σου...» ξεκινάω. «Εντάξει, είσαι ιδιοφυία», με διακόπτει. «Είχα ένα προαίσθημα ότι η Βιβιαν θα δούλευε ως αργά. Της τηλεφώνησα για να τα πούμε και ανέφερα τα θέματα που συζητήσαμε εμείς. Μου τα είπε όλα. Είχες δίκιο. Θα μιλήσουμε πάλι αύριο, αλλά νομίζω ότι θα παραμείνει». «Ωραία», λέω ευχαριστημένη. «Όχι», λέει αυστηρά. «Όχι απλώς ωραία. Τέλεια. Εκπληκτικά. Ξέρεις πόσο χρόνο και χρήμα μού εξοικονόμησες και από πόση κούραση με γλίτωσες; Σου χρωστάω μεγάλη χάρη». Παύση. «Α, και είχες δίκιο, δεν της αρέσει καθόλου να τη φωνάζουν Βιβ. Άρα, σου χρωστάω διπλή χάρη». «Κανένα πρόβλημα! Στη διάθεσή σου».
«Λοιπόν... αυτά ήθελα να πω. Να μη σε κρατάω». «Καληνύχτα. Χαίρομαι που τακτοποιήθηκαν όλα». Μόλις κλείνω το τηλέφωνο, θυμάμαι κάτι και γράφω γρήγορα ένα μήνυμα. Έκλεισες ραντεβού με τον οδοντίατρο; Τα δόντια σου θα σαπίσουν!!! Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα έρχεται η απάντηση: Θα το ρισκάρω. Θα το ρισκάρει; Είναι τρελός; Ο θείος μου είναι οδοντίατρος και η θεία μου νοσοκόμα σε οδοντιατρείο, άρα ξέρω για τι πράγμα μιλάω. Ψάχνω στο Ίντερνετ για την πιο απαίσια, αηδιαστική φωτογραφία σαπισμένων δοντιών που υπάρχει. Βρίσκω μία που παρουσιάζει κατάμαυρα δόντια, ορισμένα από τα οποία έχουν πέσει. Κάνω κλικ στην επιλογή Αποστολή και του τη στέλνω. Αμέσως φτάνει η απάντησή του: Με έκανες να χύσω το ποτό μου. Χαχανίζω και απαντώ: Έχε το νου σου!!! Παραλίγο να προσθέσω: «Δε θα της αρέσει και πολύ της Ουίλοου όταν θα πέσουν τα δόντια σου!!!» Αλλά σταματώ νιώθοντας παράξενα. Πρέπει να υπάρχει κάποιο όριο. Παρά την ανταλλαγή μηνυμάτων, δεν τον ξέρω πραγματικά αυτό τον τύπο. Και σίγουρα δεν ξέρω την αρραβωνιαστικιά του. Αν και η αλήθεια είναι πως διαισθάνομαι ότι την ξέρω. Και όχι με την καλή έννοια. Πρώτη μου φορά συναντώ κάποια σαν την Ουίλοου. Είναι απίστευτη. Θα έλεγα ότι έχει στείλει περισσότερα από είκοσι email στον Σαμ από τότε που έχω στα χέρια μου αυτό το τηλέφωνο. Το καθένα πιο παράλογο από το προηγούμενο. Τουλάχιστον σταμάτησε να στέλνει μηνύματα απευθείας στη Βάιολετ. Και πάλι, όμως, εξακολουθεί να στέλνει τα email της με κοινοποίηση στη διεύθυνση της ιδιαιτέρας γραμματέως, σαν να θέλει να έχει τις μεγαλύτερες δυνατές πιθανότητες να πετύχει τον Σαμ και σαν να μην την
ενδιαφέρει ποιος θα τα διαβάσει. Αλήθεια, γιατί πρέπει να στέλνει με email τις πιο προσωπικές της σκέψεις; Γιατί δεν μπορούν να κάνουν τις συζητήσεις τους στο κρεβάτι, όπως οι κανονικοί άνθρωποι; Απόψε του έγραφε ότι τον είδε στον ύπνο της το προηγούμενο βράδυ και ότι ένιωθε πως την «έπνιγε», αλλά και πως την αγνοούσε ταυτόχρονα, και τον ρωτούσε αν συνειδητοποιούσε «πόσο τοξικός» ήταν; Συνειδητοποιούσε σε ποιο βαθμό «ΔΙΕΒΡΩΝΕ Τ Ο ΠΝΕΥΜΑ Τ ΗΣ;;;;» Δεν μπορώ να κρατηθώ και της στέλνω πάντα απάντηση. Αυτή τη φορά της έγραψα: Συνειδητοποιείς πόσο τοξική είσαι ΕΣΥ, Μάγισσα Ουίλοου; Και μετά το διαγράφω, φυσικά. Το πιο εκνευριστικό είναι ότι ποτέ δεν καταφέρνω να δω τις απαντήσεις του Σαμ. Δεν υπάρχει ανταλλαγή αλληλογραφίας, εκείνη πάντοτε ξεκινά ένα νέο email. Μερικές φορές είναι φιλικά όπως χθες που έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο έλεγε απλώς «Είσαι ένας πραγματικά ξεχωριστός άντρας, το ξέρεις, Σαμ;» Πράγμα που ήταν πολύ γλυκό. Αλλά στα εννιά από τα δέκα email γκρινιάζει. Τον λυπάμαι τον καημένο. Τέλος πάντων. Δική του είναι η ζωή. Δική του είναι η αρραβωνιαστικιά. Ας κάνει ό,τι νομίζει. «Γλυκιά μου!» Ο Μάγκνους μπαίνει στο δωμάτιο διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Κλείνω γρήγορα τα email. «Τελείωσες τη δουλειά σου;» «Να μη σ’ ενοχλώ». Γνέφει δείχνοντας το τηλέφωνο. «Κουβεντιάζετε με τα κορίτσια;» Χαμογελάω και γλιστράω το τηλέφωνο στην τσέπη μου. Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω. Είναι άσχημο. Το να έχω μυστικά από τον Μάγκνους. Το να μην του πω για το δαχτυλίδι ή για το τηλέφωνο ή για τίποτε από όλα αυτά. Αλλά πώς να αρχίσω τώρα; Από που να ξεκινήσω; Και ίσως το μετανιώσω. Και αν τα
ομολογήσω όλα και έρθουμε σε ρήξη και ύστερα από μισή ώρα βρεθεί το δαχτυλίδι και αποδεδειχθεί πως δεν υπήρχε λόγος να μιλήσω καθόλου; «Με ξέρεις καλά!» λέω τελικά και αφήνω ένα γελάκι. «Τ ι συζητήσατε με τους γονείς σου απόψε;» πηγαίνω γρήγορα στο θέμα που πραγματικά με ενδιαφέρει, δηλαδή στο ποια είναι η άποψη των γονιών του για εμένα και στο μήπως άλλαξαν γνώμη. «Ω, οι γονείς μου». Κάνει μια ανυπόμονη κίνηση και βουλιάζει στον καναπέ. Χτυπάει με τα δάχτυλά του το μπράτσο του καναπέ, ενώ τα μάτια του είναι αφηρημένα. «Είσαι εντάξει;» ρωτάω επιφυλακτικά. «Μια χαρά». Γυρίζει προς το μέρος μου και τα σύννεφα χάνονται απ’ τα μάτια του. Ξαφνικά έχει επικεντρωθεί επάνω μου. «Θυμάσαι όταν πρωτογνωριστήκαμε;» «Ναι. Φυσικά και θυμάμαι». Αρχίζει να χαϊδεύει το πόδι μου. «Έφτασα στο κέντρο περιμένοντας να συναντήσω το θωρηκτό. Και εμφανίστηκες εσύ». Θα προτιμούσα να μην αποκαλούσε τη Ρούμπι θωρηκτό. Δεν είναι. Είναι υπέροχη και γλυκιά και σέξι, απλώς τα μπράτσα της είναι λ ιγουλ άκι ψωμωμένα. Αλλά κρύβω την ενόχλησή μου και συνεχίζω να χαμογελάω. «Έμοιαζες με άγγελο μέσα στη λευκή σου στολή. Δεν έχω ξαναδεί τίποτε πιο σέξι στη ζωή μου». Τα χέρια του κινούνται προς το πάνω μέρος του χεριού μου με νόημα. «Σε ήθελα επιτόπου». Ο Μάγκνους τρελαίνεται να λέει αυτή την ιστορία κι εγώ τρελαίνομαι να την ακούω. «Κι εγώ σε ήθελα», σκύβω και δαγκώνω απαλά το λοβό του αυτιού του. «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα». «Το ξέρω. Το είχα καταλάβει». Τ ραβάει στο πλάι το μπλουζάκι μου και αρχίζει να χαϊδεύει με τη μύτη του τον γυμνό μου ώμο. «Έι, Πόπι, ας επιστρέψουμε σ’ εκείνο το δωμάτιο μια μέρα», ψιθυρίζει. «Ήταν το καλύτερο σεξ που έκανα ποτέ. Εσύ με τη λευκή στολή σου, επάνω στον καναπέ, μ’ εκείνο το λάδι για μασάζ... Χριστέ
47
μου...» Αρχίζει να τραβάει τη φούστα μου και πέφτουμε και οι δύο κάτω από τον καναπέ στη μοκέτα. Και όταν το τηλέφωνό μου χτυπάει επειδή ήρθε ένα ακόμα μήνυμα, μετά βίας το προσέχω. Αργότερα, όταν ετοιμαζόμαστε για ύπνο και βάζω κρέμα 48
σώματος ο Μάγκνους ρίχνει τη βόμβα του. «Ω, η μαμά μού τηλεφώνησε νωρίτερα». Τα λόγια του ακούγονται πνιχτά καθώς πλένει τα δόντια του. «Για το δερματολόγο». «Τ ι;» Φτύνει και σκουπίζει το στόμα του. «Τον Πολ. Το γείτονά μας. Θα έρθει στη γαμήλια πρόβα για να δει το χέρι σου». «Τι;» Το χέρι μου σφίγγεται αυτόματα και σκορπίζω κρέμα σώματος σ’ όλο το μπάνιο. «Η μαμά λέει ότι πρέπει να τα προσέχουμε πολύ τα εγκαύματα και πιστεύω ότι έχει δίκιο». «Δε χρειαζόταν να το κάνει αυτό!» Προσπαθώ να μην ακουστώ πανικόβλητη. «Γλυκιά μου...» Με φιλάει στο κεφάλι. «Είναι όλα κανονισμένα». Βγαίνει από το μπάνιο και κοιτάζω την αντανάκλασή μου. Η χαρούμενη λάμψη μου που ακολουθεί το σεξ έχει χαθεί. Βρίσκομαι πάλι στη μαύρη τρύπα του τρόμου. Τ ι να κάνω; Αδύνατον να συνεχίσω να υπεκφεύγω. Δεν έχω έγκαυμα στο χέρι μου. Δεν έχω δαχτυλίδι αρραβώνων. Δεν έχω εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για να βρίσκω εντυπωσιακές λέξεις στο Σκραμπλ. Τ ίποτε επάνω μου δεν είναι αληθινό. «Πόπι;» Ο Μάγκνους εμφανίζεται ξανά στην πόρτα του μπάνιου. Ξέρω ότι θέλει να κοιμηθεί επειδή πρέπει να πάει στο Μπράιτον νωρίς το πρωί. «Έρχομαι». Τον ακολουθώ στο κρεβάτι και κουλουριάζομαι στην αγκαλιά του και δίνω μια αρκετά πειστική εικόνα κάποιου που τον παίρνει
γαλήνια ο ύπνος. Μέσα μου όμως βράζω. Κάθε φορά που προσπαθώ να χαλαρώσω, ένα εκατομμύριο σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου. Αν ακυρώσω τον Πολ το δερματολόγο, θα υποψιαστεί κάτι η Ουάντα; Θα μπορούσα να φτιάξω ένα ψεύτικο έγκαυμα στο χέρι μου; Κι αν τα έλεγα απλώς όλα στον Μάγκνους τώρα; Προσπαθώ να φανταστώ το τελευταίο σενάριο. Ξέρω ότι είναι το πιο λογικό. Είναι αυτό που θα σύστηναν οι υπεύθυνοι της στήλης για τα προσωπικά προβλήματα στα περιοδικά. Να τον ξυπνήσω και να του πω τα πάντα. Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Και όχι μόνο επειδή ο Μάγκνους τσαντίζεται τρελά αν ξυπνήσει μες στη νύχτα. Θα σοκαριζόταν τόσο πολύ. Οι γονείς του πάντοτε θα με θυμόνταν ως το κορίτσι που έχασε το οικογενειακό κειμήλιο. Το γεγονός αυτό θα με σημάδευε για πάντα. Θα τα αμαύρωνε όλα. Και το θέμα είναι πως δε χρειάζεται να ξέρουν. Αυτό δεν πρέπει να μαθευτεί. Η κυρία Φέρφαξ μπορεί να τηλεφωνήσει από στιγμή σε στιγμή. Αρκεί να αντέξω μέχρι τότε... Θέλω να βρω το δαχτυλίδι και να το φορέσω πάλι και όλα να είναι μια χαρά. Αυτό θέλω. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι 2.45 μετά τα μεσάνυχτα έπειτα στον Μάγκνους, που αναπνέει ήρεμα και νιώθω ένα κύμα παράλογης απέχθειας. Εκείνος είναι μια χαρά. Ξαφνικά πετάω τα σκεπάσματα και πιάνω μια ρόμπα. Θα πάω να φτιάξω ένα φλιτζάνι χαμομήλι, όπως συστήνουν τα περιοδικά στα άρθρα τους για την αϋπνία μαζί με την καταγραφή όλων των 49
προβλημάτων σου σ’ ένα φύλλο χαρτί. Το τηλέφωνό μου φορτίζει στην κουζίνα και όσο περιμένω να βράσει το νερό κοιτάζω αργά τα μηνύματα στέλνοντας, όπως έχω υποσχεθεί, στον Σαμ τα δικά του. Υπάρχει ένα γραπτό μήνυμα από έναν καινούργιο ασθενή μου, ο οποίος μόλις έκανε εγχείρηση στον πρόσθιο σταυροειδή σύνδεσμο και βρίσκει δύσκολη την κατάσταση και του στέλνω ένα σύντομο, καθησυχαστικό μήνυμα, λέγοντας πως
50
θα προσπαθήσω να του κλείσω μια συνεδρία για αύριο. Ρίχνω καυτό νερό σ’ ένα φακελάκι χαμομήλι με άρωμα βανίλιας, όταν ακούγεται ο ήχος ενός μηνύματος κάνοντάς με να αναπηδήσω. Τ ι κάνεις ξύπνια τόσο αργά; Ο Σαμ είναι. Ποιος άλλος θα ήταν; Κάθομαι με το χαμομήλι μου, πίνω μια γουλιά και έπειτα του απαντάω: Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. ΕΣΥ τι κάνεις ξύπνιος τόσο αργά; Περιμένω για να μιλήσω σε κάποιον στο Λος Άντζελες. Γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς; Η ζωή μου τελειώνει αύριο. Εντάξει, αυτό μπορεί να ακούγεται μια ιδέα υπερβολικό, αλλά αυτή τη στιγμή έτσι νιώθω. Καταλαβαίνω γιατί αυτό μπορεί να σε κρατήσει ξύπνια. Γιατί τελειώνει; Αν θέλει πραγματικά να μάθει, θα του πω. Πίνοντας το χαμομήλι μου, γεμίζω πέντε μηνύματα με την ιστορία του πώς βρέθηκε το δαχτυλίδι αλλά μετά ξαναχάθηκε. Και με το ότι ο Πολ, ο δερματολόγος, θέλει να κοιτάξει το χέρι μου. Και με το ότι οι Τάβις έχουν ήδη υπεροπτική στάση όσον αφορά το δαχτυλίδι και δεν ξέρουν ότι το έχασα. Και με το ότι τα πράγματα δυσκολεύουν. Και με το ότι νιώθω σαν τζογαδόρος που πρέπει να παίξει στη ρουλέτα μια φορά ακόμα και όλα μπορεί να διορθωθούν, αλλά δεν έχει άλλες μάρκες. Πληκτρολογούσα με τόση μανία που οι ώμοι μου πόνεσαν. Τους κινώ κυκλικά μερικές φορές και πίνω μικρές γουλιές χαμομήλι και αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να ανοίξω ένα κουτί μπισκότα, όταν φτάνει νέο μήνυμα. Σου χρωστάω χάρη. Το διαβάζω και ανασηκώνω τους ώμους. Εντάξει. Μου
χρωστάει χάρη. Και λοιπόν; Ένα λεπτό αργότερα φτάνει ένα ακόμα μήνυμα. Θα μπορούσα να σου δώσω μία μάρκα. Κοιτάζω σαστισμένη την οθόνη. Κατάλαβε ότι η αναφορά στις μάρκες είναι μεταφορά, σωστά; Μήπως μιλάει για αληθινές μάρκες του πόκερ; Ή μήπως για κάτι τελείως διαφορετικό; Ο συνήθης θόρυβος από την κίνηση στο δρόμο δεν ακούγεται, κάνοντας το δωμάτιο αφύσικα σιωπηλό, εκτός από το περιστασιακό μουρμουρητό του ψυγείου. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μπροστά στην οθόνη με το τεχνητό φως, έπειτα τρίβω τα κουρασμένα μάτια μου, ενώ αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να κλείσω απλώς το τηλέφωνο και να πάω για ύπνο. Τ ι εννοείς; Η απάντησή του έρχεται σχεδόν αμέσως, σαν να κατάλαβε ότι το τελευταίο του μήνυμα ήταν κάπως περίεργο. Έχω ένα φίλο κοσμηματοπώλη. Κάνει αντίγραφα για την τηλεόραση. Μοιάζουν αληθινά. Θα κέρδιζες λίγο χρόνο. Ένα ψεύτικο δαχτυλίδι; Νομίζω ότι είμαι πολύ, πολύ κουτή. Γιατί αυτό δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου.
6 Εντάξει το δαχτυλίδι είναι κακή ιδέα. Για εκατομμύριο λόγους. Όπως: 1. Είναι ανέντιμο. 2. Το πιθανότερο είναι πως δε θα πείσει κανέναν. 51
3. Είναι αντιδεοντολογικό. Παρ’ όλα αυτά να με κι εγώ στο Χάτον Γκάρντεν στις δέκα η ώρα το επόμενο πρωί, σουλατσάροντας και προσπαθώντας να κρύψω το γεγονός ότι τα μάτια μου έχουν πεταχτεί έξω. Δεν έχω ξαναπάει στο Χάτον Γκάρντεν, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Ένας ολόκληρος δρόμος γεμάτος κοσμηματοπωλεία; Εδώ υπάρχουν περισσότερα διαμάντια απ’ όσα έχω φανταστεί σ’ ολόκληρη τη ζωή μου. Επιγραφές παντού διαλαλούν τις καλύτερες τιμές, τα περισσότερα καράτια, την εκπληκτική αξία και την εξαιρετική σχεδίαση. Προφανώς, εδώ είναι η χώρα των δαχτυλιδιών για αρραβώνες. Ζευγαράκια βολτάρουν και οι κοπέλες δείχνουν στις βιτρίνες και οι άντρες χαμογελούν, αλλά παίρνουν όλοι μια έκφραση αηδίας μόλις η φιλενάδα τους γυρίσει το κεφάλι. Ποτέ μου δεν έχω μπει σε κοσμηματοπωλείο. Σε κανονικό κοσμηματοπωλείο, όπως αυτά. Τα μόνα κοσμήματα που είχα ποτέ ήταν αγορασμένα από υπαίθριες αγορές και από το Topshop, από τέτοιου είδους μέρη. Οι γονείς μου, μου χάρισαν ένα ζευγάρι καθιστά μαργαριταρένια σκουλαρίκια στα δέκατα τρίτα γενέθλιά μου, αλλά δεν είχα πάει στο κατάστημα μαζί τους. Πάντοτε προσπερνούσα τα
κοσμηματοπωλεία πιστεύοντας πως είναι για τους άλλους. Αλλά τώρα, μια και είμαι εδώ, δεν μπορώ να αντισταθώ και ρίχνω μια ματιά. Ποιος θα αγόραζε μια καρφίτσα φτιαγμένη από κίτρινα διαμάντια σε σχήμα αράχνης, η οποία κοστίζει 12.500 λίρες; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, όπως εξάλλου και για το ποιος αγοράζει αυτούς τους αηδιαστικούς καναπέδες με τα στριφογυριστά μπράτσα που διαφημίζουν στην τηλεόραση. Το κατάστημα του φίλου του Σαμ ονομάζεται Mark Spencer Designs και ευτυχώς δεν έχει κίτρινες αράχνες. Αντίθετα, έχει πολλά διαμάντια δεμένα σε δαχτυλίδια από πλατίνα και μια επιγραφή που λέει «Δωρεάν σαμπάνια για τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια. Μετατρέψτε την επιλογή του δαχτυλιδιού σας σε ξεχωριστή εμπειρία». Δε λέει τίποτε για αντίγραφα και για ψεύτικα δαχτυλίδια και αρχίζω να ανησυχώ. Κι αν ο Σαμ κατάλαβε λάθος; Κι αν καταλήξω από αμηχανία να αγοράσω ένα αληθινό σμαραγδένιο δαχτυλίδι και χρειαστεί να το ξεπληρώνω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου; Και πού είναι ο Σαμ, επιτέλους; Υποσχέθηκε να περάσει και να με συστήσει στο φίλο του. Φαίνεται ότι το γραφείο του είναι πολύ κοντά αν και δεν είπε πού ακριβώς. Γυρίζω και παρατηρώ το δρόμο. Είναι κάπως αλλόκοτο που δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ κανονικά, πρόσωπο με πρόσωπο. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένας άντρας με σκούρα μαλλιά περπατάει γρήγορα και για μια στιγμή σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι αυτός, αλλά τότε μια βαθιά φωνή λέει, «Πόπι;» Γυρίζω και, φυσικά, αυτός είναι ο Σαμ: ο τύπος με τα σκούρα, ανακατεμένα μαλλιά που έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου. Είναι ψηλότερος απ’ ό,τι θυμόμουν από τότε που τον είδα ελάχιστα στο λόμπι του ξενοδοχείου, αλλά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά πυκνά φρύδια και βαθουλωτά μάτια. Φοράει σκούρο κοστούμι και πεντακάθαρο λευκό πουκάμισο και μολυβί γραβάτα. Μου χαμογελάει στιγμιαία και προσέχω ότι τα δόντια του είναι ολόλευκα
και ίσια. Κι όμως. Δε θα είναι για πολύ ακόμα, αν δεν πάει στον οδοντίατρο. «Γεια σου, Πόπι». Πλησιάζει σαν να διστάζει, έπειτα μου δίνει το χέρι του. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω κανονικά». «Γεια». Ανταποδίδω αμήχανα το χαμόγελο και δίνουμε τα χέρια. Έχει ωραία χειραψία. Θερμή και δυναμική. «Λοιπόν, η Βιβιαν θα παραμείνει σίγουρα μαζί μας». Γέρνει λίγο το κεφάλι του. «Σ’ ευχαριστώ και πάλι για την οξύνοιά σου». «Κανένα πρόβλημα!» Ανασηκώνω τους ώμους νιώθοντας άβολα. «Δεν έκανα τίποτε». «Σοβαρά, το εκτιμώ ιδιαιτέρως». Είναι παράξενο να μιλάμε πρόσωπο με πρόσωπο. Την προσοχή μου τραβάει το περίγραμμα του μετώπου του και τα μαλλιά του που κυματίζουν στο αεράκι. Ήταν πιο εύκολο όταν γράφαμε μηνύματα. Αναρωτιέμαι αν πιστεύει κι αυτός το ίδιο. «Λοιπόν». Δείχνει προς το κοσμηματοπωλείο. «Θα μπούμε;» Το κατάστημα αυτό είναι σούπερ ωραίο και ακριβό. Ίσως να ήρθε εδώ με την Ουιλοου για να διαλέξουν το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Θα πρέπει. Μπαίνω σχεδόν στον πειρασμό να τον ρωτήσω αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου να την αναφέρει. Νιώθω μεγάλη αμηχανία. Ξέρω πάρα πάρα πολλά γι’ αυτούς. Τα περισσότερα ζευγάρια τα συναντάς σε μια παμπ ή στο σπίτι τους. Μιλάς μαζί τους για ανώδυνα θέματα. Γ ια διακοπές, χόμπι, συνταγές του Τ ζέιμι Όλιβερ. Μόνο σταδιακά προχωράς σε πιο προσωπικά ζητήματα. Αλλά μ’ αυτούς τους δυο νιώθω σαν να με ρίξανε μέσα σ’ ένα ριάλιτι και εκείνοι δεν το ξέρουν καν. Βρήκα ένα παλιό email της Ουίλοου χθες το βράδυ, στο οποίο έγραφε: «Ξέρεις πόσο ΠΟΝΟ μου έχεις προκαλέσει, Σαμ; Πέρα από τα σκατοΜΠΡΑΖΙΛΙΑΝ;;» Το οποίο πραγματικά εύχομαι να μην είχα διαβάσει. Αν τη γνωρίσω ποτέ, αυτό θα είναι το μόνο πράγμα που θα μου έρχεται στο
μυαλό. Τα μπραζιλιαν. Ο Σαμ πάτησε το κουδούνι και με οδηγεί σ’ ένα κομψό κατάστημα με χαμηλό φωτισμό. Αμέσως εμφανίζεται μια κοπέλα με γκρι ανοιχτό κοστούμι. «Γεια σας, μπορώ να βοηθήσω;» Έχει απαλή, βελούδινη φωνή, που ταιριάζει απολύτως με τον ήρεμο διάκοσμο του καταστήματος. «Θέλουμε να δούμε τον Μαρκ», λέει ο Σαμ. «Είμαι ο Σαμ Ρόξτον». «Μάλιστα». Μια άλλη κοπέλα με παρόμοιο γκρι ανοιχτό κοστούμι γνέφει. «Σας περιμένει. Πέρασέ τους μέσα, Μάρθα». «Θα θέλατε ένα ποτήρι σαμπάνια;» ρωτάει η Μάρθα, χαμογελώντας μου με νόημα καθώς μας συνοδεύει. «Κύριε, σαμπάνια;» «Όχι, ευχαριστώ», λέει ο Σαμ. «Ούτε κι εγώ», συμπληρώνω. «Είστε σίγουρη;» Με κοιτάζει με βλέμμα που σπιθίζει. «Είναι σημαντική στιγμή και για τους δυο σας. Ένα μικρό ποτηράκι για να χαλαρώσετε;» Ω, Θεέ μου! Νομίζει πως είμαστε ένα ζευγάρι που αρραβωνιάστηκε. Κοιτάζω τον Σαμ για βοήθεια αλλά πληκτρολογεί κάτι στο κινητό του. Και δεν υπάρχει περίπτωση να διηγηθώ σε ένα μάτσο αγνώστους την ιστορία τού πώς έχασα το ανεκτίμητο οικογενειακό κειμήλιο και να ακούσω ένα σωρό πνιχτές κραυγές τρόμου. «Είμαι εντάξει, ειλικρινά», χαμογελάω άβολα. «Δεν είναι θέλω να πω, δεν είμαστε...» «Το ρολόι σας είναι υπέροχο, κύριε!» Η προσοχή της Μάρθας αποσπάστηκε. «Είναι βιντατζ Cartier; Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο». «Ευχαριστώ», γνέφει ο Σαμ. «Το αγόρασα σε μια δημοπρασία στο Παρίσι». Τ ώρα που το προσέχω, το ρολόι του Σαμ είναι υπέροχο. Έχει παλιό δερμάτινο λουράκι και το ξεθωριασμένο χρυσό καντράν έχει
την πατινα μιας άλλης εποχής. Και το αγόρασε στο Παρίσι. Αυτό κι αν είναι σούπερ. «Χριστέ μου». Καθώς προχωρούμε, η Μάρθα πιάνει το χέρι μου και σκύβει κοντά μου χαμηλώνοντας τη φωνή της και μιλώντας μου εμπιστευτικά. «Έχει εξαιρετικό γούστο. Είστε τυχερή! Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για όλους τους άντρες που μπαίνουν εδώ μέσα. Ορισμένοι διαλέγουν αηδίες. Αλλά ένας άντρας που αγοράζει για τον εαυτό του βιντατζ Cartier πρέπει να βρίσκεται στον σωστό δρόμο!» Η όλη συζήτηση είναι οδυνηρή. Τ ι να της απαντήσω; «Εεε... σωστά», μουρμουρίζω, κοιτάζοντας το πάτωμα. «Ω, συγγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση», λέει η Μάρθα με χάρη. «Σας παρακαλώ, ενημερώστε με αν αλλάξετε γνώμη για τη σαμπάνια. Απολαύστε τη συνάντησή σας με τον Μαρκ!» Μας οδηγεί σ’ ένα μεγάλο πίσω δωμάτιο με τσιμεντένιο πάτωμα και ντουλάπια με μεταλλικές πόρτες. Ένας τύπος που φοράει τζιν και γυαλιά χωρίς σκελετό σηκώνεται και χαιρετάει θερμά τον Σαμ. «Σαμ! Έχει περάσει τόσος καιρός!» «Μαρκ! Τ ι κάνεις;» Ο Σαμ χτυπάει τον Μαρκ στην πλάτη, μετά κάνει στην άκρη. «Αυτή είναι η Πόπι». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Πόπι». Ο Μαρκ σφίγγει το χέρι μου. «Λοιπόν, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, χρειάζεσαι ένα αντίγραφο». Αμέσως νιώθω να βυθίζομαι στην παράνοια και τις ενοχές. "Έπρεπε να το πει έτσι φωναχτά, για να το ακούσουν όλοι; «Μόνο προσωρινά». Σχεδόν ψιθυρίζω. «Μόνο μέχρι να βρεθεί το αληθινό. Πράγμα που θα γίνει πολύ πολύ σύντομα». «Κατάλαβα». Κουνάει το κεφάλι του. «Έτσι κι αλλιώς είναι χρήσιμο να υπάρχει ένα αντίγραφο. Φτιάχνουμε πολλά για τα ταξίδια και τα λοιπά. Συνήθως φτιάχνουμε αντίγραφα κοσμημάτων τα οποία έχουμε σχεδιάσει εμείς, αλλά μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση για τους φίλους μας». Ο Μαρκ κλείνει το μάτι στον Σαμ. «Αν και προσπαθούμε να είμαστε λ ίγο διακριτικοί όσον αφορά αυτό. Δε θέλουμε να βλάψουμε τη βασική δουλειά μας». «Ναι!» λέω γρήγορα. «Φυσικά. Κι εγώ θέλω να είμαστε
διακριτικοί. Πάρα πολύ μάλιστα». «Έχετε μια εικόνα; Μια φωτογραφία;» «Ορίστε». Εμφανίζω μια φωτογραφία που τύπωσα από τον υπολογιστή μου σήμερα το πρωί. Είμαι εγώ και ο Μάγκνους στο εστιατόριο που μου έκανε πρόταση γάμου. Ζητήσαμε από το ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι να μας φωτογραφίσει κι εγώ επιδεικνύω περήφανα το αριστερό μου χέρι ώστε να διακρίνεται καθαρά το δαχτυλίδι. Φαίνομαι σαν να είμαι τελείως ζαλισμένη και, για να είμαι ειλικρινής, έτσι ένιωθα. Και οι δύο άντρες κοιτάζουν τη φωτογραφία σιωπηλοί. «Ώστε αυτός είναι ο τύπος που θα παντρευτείς», λέει τελικά ο Σαμ. «Ο δαίμονας του Σκραμπλ». «Ναι». Διακρίνω κάτι στον τόνο της φωνής του που με κάνει να πάρω αμυντική θέση. Δεν έχω ιδέα γιατί. «Τον λένε Μάγκνους», προσθέτω. «Δεν είναι πανεπιστημιακός;» Ο Σαμ κοιτάζει συνοφρυωμένος τη φωτογραφία. «Έκανε εκπομπή στην τηλεόραση;» «Ναι». Με κατακλύζει περηφάνια. «Ακριβώς». «Υποθέτω ότι είναι ένα σμαράγδι τεσσάρων καρατίων, σωστά;» Ο Μαρκ Σπένσερ σηκώνει τα μάτια του αφού παρατήρησε τη φωτογραφία. «Ίσως», λέω αμήχανα. «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις πόσα καράτια είναι το δαχτυλίδι των αρραβώνων σου;» Και οι δύο άντρες με κοιτάζουν παραξενεμένοι. «Τ ι;» Νιώθω πως κοκκινίζω. «Συγγνώμη. Δεν ήξερα όχι θα το χάσω». «Αυτό είναι πολύ γλυκό», λέει ο Μαρκ με ειρωνικό χαμόγελο. «Οι περισσότερες κοπέλες γνωρίζουν και το εκατοστό του εκατοστού. Μετά το στρογγυλεύουν προς τα πάνω». «Ω! Μάλιστα...» Ανασηκώνω τους ώμους για να κρύψω την αμηχανία μου. «Το δαχτυλίδι είναι οικογενειακό κειμήλιο. Στην πραγματικότητα, δε συζητήσαμε γι’ αυτό». «Έχουμε πολλά έτοιμα δεσίματα. Για να δω...» Ο Μαρκ
σπρώχνει την καρέκλα του και αρχίζει να ψάχνει μέσα στα μεταλλικά συρτάρια. «Δηλαδή ακόμα δεν ξέρει ότι το έχασες;» Ο Σαμ δείχνει με τον αντίχειρα του το πρόσωπο του Μάγκνους στη φωτογραφία. «Όχι». Δαγκώνω το χείλος μου. «Ελπίζω πως θα βρεθεί και...» «Δε θα χρειαστεί να μάθει ποτέ ότι το έχασες», ολοκληρώνει τη φράση ο Σαμ για λογαριασμό μου. «Θα κρατήσεις το μυστικό μέχρι το νεκροκρέβατό σου». Κοιτάζω αλλού, νιώθοντας να με πνίγουν οι τύψεις. Δε μου αρέσει αυτό. Δε μου αρέσει να έχω μυστικά από τον Μάγκνους. Δε μου αρέσει να είμαι το είδος του ανθρώπου που τακτοποιεί τις υποθέσεις του πίσω από την πλάτη του συντρόφου του. Αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος. «Λοιπόν, ακόμα έρχονται email για τη Βάιολετ εδώ». Του δείχνω το τηλέφωνο για να ξεχαστώ λίγο. «Νόμιζα πως οι τεχνικοί θα το ρύθμιζαν». «Το ίδιο κι εγώ». «Υπάρχουν μερικά καινούργια. Σ’ έχουν ρωτήσει για τον αγώνα δρόμου “ Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε” τέσσερις φορές». «Μμμμ». Μετά βίας γνέφει. «Δε θα απαντήσεις; Και τι θα γίνει με το δωμάτιο του ξενοδοχείου σ’ αυτό το συνέδριο στο Χάμσάιρ; Το χρειάζεσαι για μία βραδιά ή για δύο;» «Θα δω. Δεν είμαι σίγουρος ακόμα». Δείχνει τόσο ατάραχος που αρχίζω να εκνευρίζομαι. «Δεν απαντάς στα email σου;» «Απαντώ κατά προτεραιότητα». Χτυπάει ήρεμα τα δάχτυλά του στην οθόνη του τηλεφώνου του. «Ωωω, είναι τα γενέθλια της Λιντσει Κούπερ!» Τ ώρα διαβάζω ένα μαζικό email. «Της Λιντσει στο τμήμα Μάρκετινγκ. Θέλεις να της ευχηθείς χρόνια πολλά;» «Όχι, δε θέλω». Ακούγεται τόσο απόλυτος που νιώθω ελαφρώς προσβεβλημένη.
«Εντάξει. Γιατί είναι κακό να ευχηθείς χρόνια πολλά σε μια συνάδελφο;» «Δεν τη γνωρίζω». «Τη γνωρίζεις! Δουλεύετε μαζί». «Δουλεύω με 243 άτομα». «Μα δεν είναι η κοπέλα που ετοίμασε τις προάλλες εκείνο το έγγραφο για τη στρατηγική των ιστοσελίδων;» λέω, φέρνοντας στο νου μου κάποια παλιά email. «Δε μείνατε όλοι πολύ ικανοποιημένοι;» «Ναι», απαντάει ξερά. «Τ ι σχέση έχει αυτό;» Θεέ μου, είναι τόσο ξεροκέφαλος. Αφήνω τα γενέθλια της Λιντσει και προχωρώ στο επόμενο email. «Ο Πίτερ οριστικοποίησε τη συμφωνία με την Air France. Θέλει να σε ενημερώσει συνολικά τη Δευτέρα αμέσως μετά τη συνεδρίαση της ομάδας. Συμφωνείς;» «Εντάξει». Μετά βίας σηκώνει το βλέμμα. «Απλώς, προώθησέ το. Ευχαριστώ». Αν το προωθήσω, θα το αφήσει να κάθεται εκεί όλη μέρα χωρίς να απαντήσει. «Γιατί να μην απαντήσω εγώ;» προσφέρομαι. «Αφού εσύ είσαι εδώ και το email είναι ανοιχτό; Θα χρειαστεί μόνο ένα λεπτό». «Ω!» Φαίνεται να εκπλήσσεται. «Ευχαριστώ. Γράψε απλώς “ Ναι”». «Ναι», γράφω προσεκτικά. «Κάτι άλλο;» «Γράψε “ Σαμ”». Κοιτάζω δυσαρεστημένη την οθόνη. «Ναι, Σαμ». Φαίνεται τόσο γυμνό. Τόσο κοφτό. «Τ ι θα έλεγες να προσθέσεις κάτι σαν “ Καλή δουλειά”;» προτείνω. «Ή “ Τα κατάφερες! Ζήτω!” ή απλώς “ Χαιρετισμούς και ευχαριστώ για όλα”;» Ο Σαμ δε φαίνεται να εντυπωσιάζεται. «Το “ Ναι, Σαμ” αρκεί». «Πρωτότυπο», λέω μέσα απ’ τα δόντια μου. Μόνο που δεν το είπα και τόσο μέσα απ’ τα δόντια μου, διότι ο Σαμ σηκώνει το
βλέμμα. «Συγγνώμη;» Ξέρω ότι θα ’πρεπε να καταπιώ τη γλώσσα μου. Αλλά είμαι τόσο νευριασμένη που δεν μπορώ να κρατηθώ. «Είσαι τόσο απότομος! Τα email σου είναι τόσο σύντομα! Είναι απαίσια!» Για αρκετή ώρα επικρατεί σιωπή. Ο Σαμ φαίνεται τόσο έκπληκτος, λες και άρχισε να μιλάει η καρέκλα. «Συγγνώμη», ψιθυρίζω και σηκώνω αμήχανα τους ώμους. «Αλλά είναι αλήθεια». «Λοιπόν», λέει τελικά ο Σαμ. «Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Καταρχάς, το ότι δανείστηκες αυτό το τηλέφωνο δεν σου δίνει την άδεια να διαβάζεις και να ασκείς κριτική στα email μου». Διστάζει. «Δεύτερον, τα σύντομα μηνύματα είναι μια χαρά». Ήδη το έχω μετανιώσει που μίλησα. Αλλά τώρα δεν μπορώ να κάνω πίσω. «Όχι τα τόσο σύντομα. Και αγνοείς τελείως τους περισσότερους ανθρώπους! Είναι αγένεια!» Ορίστε. Το είπα. Ο Σαμ με αγριοκοιτάζει. «Όπως είπα, απαντώ κατά προτεραιότητα. Τ ώρα, μια και το θέμα με το δαχτυλίδι σου τακτοποιήθηκε, ίσως θα ήθελες να μου επιστρέψεις το τηλέφωνο κι έτσι τα email μου δε θα σε ενοχλούν πια;» Απλώνει το χέρι του. Ω, Θεέ μου. Γ ι’ αν το με βοηθάει; Γ ια να του επιστρέψω το τηλέφωνο; «Όχι!» σφίγγω δυνατά το τηλέφωνο. «Θέλω να πω... σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι ακόμα. Μπορεί να μου τηλεφωνήσουν από το ξενοδοχείο από στιγμή σε στιγμή, η κυρία Φέρφαξ θα έχει αυτό τον αριθμό...» Ξέρω ότι είναι παράλογο, αλλά νιώθω πως τη στιγμή που θα αποχωριστώ αυτό το τηλέφωνο θα είναι σαν να αποχαιρετώ κάθε πιθανότητα να βρω το δαχτυλίδι. Γ ια καλό και για κακό το κρύβω πίσω από την πλάτη μου και
τον κοιτάζω παρακλητικά. «Χριστέ μου». Ο Σαμ ξεφυσά. «Η κατάσταση είναι γελ οία. Θα έρθει για συνέντευξη μια υποψήφια ιδιαιτέρα γραμματέας σήμερα το απόγευμα. Το τηλέφωνο αυτό ανήκει στην εταιρεία. Δεν μπορείς να το κρατήσεις!» «Δε θα το κρατήσω! Αλλά δεν μπορώ να το έχω μόνο για λίγες μέρες ακόμα; Δε θα ξανασχολιάσω τα email σου», προσθέτω πειθήνια. «Το υπόσχομαι». «Εντάξει, παιδιά!» μας διακόπτει ο Μαρκ. «Τα νέα είναι καλά. Βρήκα μια βάση. Τ ώρα θα επιλέξω ορισμένες πέτρες για να τις δεις. Με συγχωρείτε ένα λεπτό...» Βγαίνει απ’ το δωμάτιο, ενώ το τηλέφωνό μου με ειδοποιεί για νέο μήνυμα. «Είναι από την Ουίλοου», λέω με το βλέμμα χαμηλά. «Κοίτα». Δείχνω προς τα χέρια μου. «Το προωθώ. Δεν κάνω κανένα σχόλιο. 52
Κανένα απολύτως». «Χρμμμ». Ο Σαμ γρυλίζει αδιάφορα όπως έκανε προηγουμένως όταν ανέφερα την Ουίλοου. Ακολουθεί μια παράξενη σιωπή. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει τώρα, θα ήταν να κάνω μια ευγενική ερώτηση, του τύπου «Και πώς γνωριστήκατε;» και «Πότε θα παντρευτείτε;» και να αρχίσουμε μια συζήτηση για τη λίστα με τους καλεσμένους και τις τιμές του κέτερινγκ. Αλλά για περίεργο λόγο, δεν μπορώ να το κάνω. Η σχέση τους είναι τόσο μυστήρια, που απλώς δε θέλω να συζητήσω γι’ αυτό. Ξέρω ότι μπορεί να είναι αδιάφορος και απότομος, αλλά και πάλι δεν μπορώ να τον φανταστώ με μια τόσο εγωπαθή, γκρινιάρα σκύλα σαν την Ουίλοου. Ειδικά τώρα που τον γνώρισα από κοντά. Πρέπει να είναι πολύ, πολύ, πολ ύ όμορφη, καταλήγω. Ας πούμε, σε επίπεδο σούπερ μόντελ. Η εκπληκτική ομορφιά της τον έχει τυφλώσει και δε βλέπει τα ελαττώματά της. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση. «Πάρα πολλοί απαντούν στο email για τα γενέθλια της Λιντσεϊ»,
παρατηρώ για να σπάσω τη σιωπή. «Εκείνοι προφανώς δεν έχουν κανένα πρόβλημα». «Τα μαζικά email είναι δουλειά του Σατανά». Ο Σαμ δεν πτοείται καθόλου. «Προτιμώ να αυτοκτονήσω παρά να απαντήσω σ’ αυτά». Ωραία στάση. Αυτή η Λίντσεϊ είναι σίγουρα πολύ δημοφιλής. Κάθε είκοσι δευτερόλεπτα ένα νέο μήνυμα «Απάντηση σε όλους» εμφανίζεται στην οθόνη, όπως «Χρόνια πολλά, Λίντσεϊ! Να περάσεις υπέροχα ό,τι κι αν κάνεις». Το τηλέφωνο δε σταματάει να χτυπάει και να αναβοσβήνει. Είναι σαν να κάνουμε πάρτι εδώ μέσα. Και μόνον ο Σαμ αρνείται να συμμετάσχει. Ω, δεν το αντέχω. Πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς «Χρόνια πολλά»; Γιατί να μην το κάνει; Είναι μόνο δύο λεξούλες. «Μπορώ να γράψω “ Χρόνια πολλά” εκ μέρους σου;» τον ικετεύω. «Έλα. Δε θα χρειαστεί να κάνεις εσύ κάτι. Εγώ θα το γράψω». «Να πάρει!» Ο Σαμ σηκώνει τα μάτια απ’ το τηλέφωνό του. «Εντάξει. Γράψε. Πες “ Χρόνια πολλά”. Αλλά χωρίς χαμογελαστές φατσούλες ή φιλάκια», προσθέτει, προειδοποιώντας με. «Απλώς, “ Χρόνια πολλά. Σαμ”». Τότε πληκτρολογώ, αψηφώντας τον: «Χρόνια πολλά, Λιντσει! Ελπίζω να περάσεις τέλεια σήμερα. Και πάλι μπράβο για τη στρατηγική των ιστοσελίδων, ήταν εξαιρετική. Χαιρετισμούς, Σαμ». Το στέλνω βιαστικά, προτού προλάβει να αναρωτηθεί τι γράφω τόση ώρα. «Και ο οδοντίατρος;» Συνεχίζω ακάθεκτη, αποφασίζοντας να προκαλέσω την τύχη μου. «Και ο οδοντίατρος, τι;» λέει και νιώθω να με πνίγει η οργή. Προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει σε τι αναφέρομαι ή έχει πραγματικά ξεχάσει; «Εδώ είμαστε!» Η πόρτα ανοίγει και ο Μαρκ επιστρέφει κρατώντας έναν σκούρο μπλε βελούδινο δίσκο. «Αυτά είναι τα
ψεύτικα σμαράγδια μας». «Ουάου», κάνω χωρίς να δίνω πια σημασία στο τηλέφωνο. Μπροστά μου υπάρχουν δέκα σειρές από σμαράγδια που λαμπυρίζουν. θέλω να πω, το ξέρω ότι δεν είναι αληθινά, αλλά, 53
ειλικρινά, δε θα μπορούσα να καταλάβω τη διαφορά. «Μοιάζει κάποια πέτρα περισσότερο μ’ εκείνη που έχασες;» «Αυτή». Δείχνω μια οβάλ πέτρα στη μέση. «Είναι σχεδόν ίδια. Εκπληκτικό!» «Τέλεια». Την πιάνει με το ειδικό τσιμπιδάκι και την τοποθετεί σ’ ένα μικρό πλαστικό πιάτο. «Τα διαμάντια είναι προφανώς μικρότερα και δεν τα προσέχει κανείς τόσο, άρα είμαι σίγουρος ότι θα ταιριάξουν. Θέλεις να το κάνω να φαίνεται παλιό;» προσθέτει. «Να μειωθεί λίγο η λάμψη του;» «Μπορείτε να το κάνετε αυτό;» ρωτάω θαμπωμένη. «Τα πάντα μπορούμε να κάνουμε», λέει με αυτοπεποίθηση. «Κάποτε φτιάξαμε τα Πετράδια του Στέμματος για μια ταινία στο Χόλιγουντ. Δεν ξεχώριζαν από απολύτως αληθινά, αν και στο τέλος δεν τα χρησιμοποίησαν». «Ουάου. Λοιπόν... ναι, σας παρακαλώ!» «Κανένα πρόβλημα. Θα το έχουμε έτοιμο σε...» Κοιτάζει το ρολόι του. «Τ ρεις ώρες;» «Τέλεια!» Είμαι κατάπληκτη. Δεν το πιστεύω πως ήταν τόσο εύκολο. Για την ακρίβεια, αισθάνομαι τόσο ανακουφισμένη που πετάω από χαρά. Θα περάσω έτσι μια-δυο μέρες και μετά θα ξαναβρώ το αληθινό δαχτυλίδι και όλα θα είναι μια χαρά. Καθώς επιστρέφουμε στον κυρίως χώρο του καταστήματος, νιώθω πως βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το κεφάλι της Μάρθας πετάγεται απ’ το βιβλίο που σημείωνε, ενώ δύο κοπέλες με γκρι ανοιχτό κοστούμι ψιθυρίζουν και μου γνέφουν από τη θέση τους κοντά στην πόρτα. Ο Μαρκ μας οδηγεί πάλι στη Μάρθα, η οποία μου χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά από πριν.
«Πρόσεξέ μου αυτά τα υπέροχα παιδιά, Μάρθα, σύμφωνοι;» λέει και της δίνει ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί. «Εδώ είναι οι λεπτομέρειες. Γεια σας και πάλι». Εκείνος και ο Σαμ ανταλλάσσουν θερμή χειραψία, έπειτα ο Μαρκ εξαφανίζεται στο πίσω μέρος του καταστήματος. «Φαίνεστε χαρούμενη!» μου λέει η Μάρθα με μάτια που αστράφτουν. «Είμαι τόσο χαρούμενη!» Δεν μπορώ να συγκρατήσω τη χαρά μου. «Ο Μαρκ είναι εξαιρετικός. Ειλικρινά, αδύνατον να πιστέψω τι μπορεί να κάνει!» «Ναι, είναι ξεχωριστός. Ω, χαίρομαι τόσο πολύ για λογαριασμό σας». Πιέζει το μπράτσο μου. «Τ ι υπέροχη μέρα για τους δυο σας!» Ω... σκατά. Ξαφνικά συνειδητοποιώ τι εννοεί. Κοιτάζω διαπεραστικά τον Σαμ, αλλά έχει σταθεί στο πλάι για να διαβάσει κάτι στο τηλέφωνό του και δεν έχει ακούσει τίποτε. «Ξέρετε, πεθαίνουμε όλες να μάθουμε». Τα μάτια της Μάρθας λαμπυρίζουν. «Τ ι πήρατε;» «Εεε...» Η συζήτηση αυτή έχει πάρει τώρα λάθος δρόμο. Αλλά δεν ξέρω πώς να την επαναφέρω στον σωστό. «Η Μάρθα μας είπε για το βιντατζ Cartier ρολόι!» Μια άλλη κοπέλα με ανοιχτό γκρι κοστούμι μπαίνει στη συζήτηση και βλέπω δυο ακόμα κοπέλες να πλησιάζουν αργά προς το μέρος μας για να ακούσουν. «Όλ ες μας προσπαθούσαμε να μαντέψουμε», τονίζει η Μάρθα. «Πιστεύω ότι ο Μαρκ θα σας έχει ετοιμάσει κάτι πραγματικά ξεχωριστό και μοναδικό. Σε ελαφρώς υπέροχο, ρομαντικό ύφος». Πλέκει τα χέρια της. «"Ίσως ένα αψεγάδιαστο διαμάντι...» «Εκείνα με κοπή πρινσές είναι εξαίσια», κάνει με ενθουσιασμό μια άλλη. «Ή ένα δαχτυλίδι αντίκα», πετιέται με πάθος μια άλλη κοπέλα. «Ο Μαρκ έχει κάποια εκπλ ηκτικά παλιά διαμάντια, το καθένα με την ιστορία του. Υπάρχει ένα έξοχο παλ ροζ διαμάντι. Σας το έδειξε;»
«Όχι!» λέω γρήγορα. «Χμ... δεν έχετε καταλάβει. Δεν είμαι... Θέλω να πω...» Ω, Θεέ μου. Τ ι να πω; Δεν υπάρχει περίπτωση να εξηγήσω τι συμβαίνει. «Μας αρέσει ένα όμορφο δαχτυλίδι». Η Μάρθα αναστενάζει χαρούμενα. «Στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία τι είναι, αρκεί να είναι μαγικό για εσάς. Ω, ελάτε». Χαμογελάει πονηρά. «Πρέπει να το μάθω». Ξεδιπλώνει το χαρτί με μια κίνηση όλο χάρη. «Και η απάντηση είναι...» Καθώς διαβάζει όσα γράφει το χαρτί, η φωνή της κόβεται. Για μια στιγμή φαίνεται σαν να μην μπορεί να μιλήσει. «Ω! Ένα ψεύτικο σμαράγδι», ψελλίζει τελικά σαν να πνίγεται. «Υπέροχα. Και ψεύτικα διαμάντια επίσης. Τι ωραία». Δεν μπορώ να πω τίποτε. Αντιλαμβάνομαι ότι τέσσερα απογοητευμένα πρόσωπα με κοιτάζουν καλά-καλά. Η Μάρθα φαίνεται περισσότερο συντετριμμένη απ’ όλες. «Μας φάνηκε όμορφο δαχτυλίδι», λέω, χωρίς να πείθω κανέναν. «Είναι! Είναι!» Είναι ολοφάνερο ότι η Μάρθα πιέζει τον εαυτό της να ξεφωνίζει με ενθουσιασμό. «Λοιπόν... συγχαρητήρια! Είναι τόσο προνοητικό εκ μέρους σας να επιλέξετε ψεύτικα πετράδια». Ανταλλάσσει ματιές με τα άλλα κορίτσια, που φοράνε ανοιχτό γκρι κοστούμι. Τα κορίτσια με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους συμπληρώνουν βιαστικά: «Απολύτως!» «Πολύ προνοητικό!» «Υπέροχη επιλογή!» Οι ζωηρές φωνές δεν ταιριάζουν καθόλ ου με τα πρόσωπα. Μια από τις κοπέλες είναι σχεδόν έτοιμη να κλάψει. Τα μάτια της Μάρθας έχουν κολλήσει στο χρυσό, βίντατζ Cartier ρολόι του Σαμ. Σχεδόν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις της: Εκείνος αγοράζει βίντατζ Cartier για τον εαυτό τον και πήρε στη φιλ ενάδα τον ψεύτικο δαχτυλ ίδι; «Θα μπορούσα να δω την τιμή;» Ο Σαμ τελείωσε αυτό που έγραφε στο τηλέφωνό του και παίρνει το χαρτί από τη Μάρθα. Το
διαβάζει και συνοφρυώνεται. «Τετρακόσιες πενήντα λίρες. Είναι πολλά. Νόμιζα πως ο Μαρκ θα έκανε έκπτωση». Γυρίζει σ’ εμένα. «Δε σου φαίνονται κι εσένα πολλά;» 54
«Ίσως». Γνέφω καταφατικά, νιώθοντας ελαφρώς ταπεινωμένη. «Γιατί είναι τόσο ακριβό;» Γυρίζει στη Μάρθα και τα μάτια της πέφτουν πάλι στο ρολόι του, πριν του απαντήσει, χαμογελώντας επαγγελματικά. «Λόγω της πλατίνας, κύριε. Είναι ένα πολύτιμο, άφθαρτο υλικό. Οι περισσότεροι πελάτες μας εκτιμούν ένα υλικό που θα διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή». «Λοιπόν, θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι πιο φθηνό; Επάργυρο;» Ο Σαμ γυρίζει προς εμένα. «Συμφωνείς, έτσι, Πόπι; Όσο πιο φθηνό γίνεται;» Από την άλλη άκρη του καταστήματος ακούγονται μερικές πνιχτές κραυγές. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω το έντρομο πρόσωπο της Μάρθας και δεν μπορώ παρά να κοκκινίσω από ντροπή. «Ναι. Φυσικά», μουρμουρίζω. «Το φθηνότερο». «Θα μιλήσω στον Μαρκ», λέει η Μάρθα ύστερα από μια μάλλον μεγάλη παύση. Πηγαίνει πιο πέρα και κάνει ένα σύντομο τηλεφώνημα. Επιστρέφει στο ταμείο, ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρά της και αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια. «Μίλησα στον Μαρκ και το δαχτυλίδι μπορεί να γίνει σε επαργυρωμένο νικέλιο, γεγονός που μειώνει την τιμή στις...» Χτυπάει πάλι τα πλήκτρα. «Στις 112 λίρες. Θα προτιμούσατε αυτή την επιλογή;» «Ναι, φυσικά θα την προτιμούσαμε». Ο Σαμ με κοιτάζει. «Δε χρειάζεται και πολλή σκέψη, σωστά;» «Κατάλαβα. Φυσικά». Το φωτεινό χαμόγελο της Μάρθας έχει παγώσει τελείως. «Μάλιστα... Θα γίνει σε επαργυρωμένο νικέλιο». Φαίνεται να προσπαθεί να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Όσον αφορά την παρουσίαση, κύριε, υπάρχει ένα πολυτελές δερμάτινο κουτί για δαχτυλίδι στις 30 λίρες ή ένα πιο απλό ξύλινο κουτί στις 10 λίρες. Και τα δύο διακοσμούνται με ροδοπέταλα και μπορούμε να
χαράξουμε τα αρχικά σας ή ένα σύντομο μήνυμα». «Ένα μήνυμα;» Ο Σαμ γελάει μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του. «Όχι, ευχαριστώ. Και δε χρειαζόμαστε κουτί. Θα το πάρουμε έτσι. Θέλεις μια τσάντα ή κάτι τέτοιο, Πόπι;» με κοιτάζει. Η Μάρθα ανασαίνει όλο και πιο δύσκολα. Γ ια μια στιγμή φοβάμαι πως θα τα παίξει. «Ωραία!» λέει τελικά. «Πάρα πολύ ωραία. Δε θέλετε κουτί, δε θέλετε ροδοπέταλα, δε θέλετε μήνυμα...» Πληκτρολογεί στον υπολογιστή της. «Και πώς θα πληρώσετε για το δαχτυλίδι, κύριε;» Είναι προφανές ότι καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να παραμείνει ευγενική. «Πόπι;» Ο Σαμ με κοιτάζει και περιμένει να απαντήσω. Μόλις βγάζω το πορτοφόλι μου, η έκφραση στο πρόσωπο της Μάρθας φανερώνει τόση κατάπληξη, που σχεδόν σκάω από ντροπή. «Ώστε... εσείς θα πληρώσετε για το δαχτυλίδι, κυρία μου». Με δυσκολία καταφέρνει να προφέρει τις λέξεις. «Υπέροχα! Αυτό είναι... υπέροχο! Κανένα απολύτως πρόβλημα». Πληκτρολογώ το PIN μου και παίρνω την απόδειξη. Τ ώρα και άλλες κοπέλες με ανοιχτό γκρι κοστούμι έχουν εμφανιστεί στο κατάστημα και έχουν σχηματίσει πηγαδάκια όπου ψιθυρίζουν κοιτάζοντάς με. Νιώθω ταπεινωμένη από την κορυφή ως τα νύχια. Ο Σαμ, φυσικά, δεν έχει προσέξει τίποτε. «Θα σας δούμε και τους δύο αργότερα;» Είναι σαφές ότι η Μάρθα συνεχίζει να καταβάλλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να συνέλθει, καθώς μας συνοδεύει στην πόρτα. «Θα σας περιμένει σαμπάνια και θα πάρουμε μια φωτογραφία για το άλμπουμ σας, φυσικά». Μια αμυδρή λάμψη εμφανίζεται πάλι στα μάτια της. «Είναι τόσο ξεχωριστή η στιγμή που κρατάτε για πρώτη φορά το δαχτυλίδι σας και το γλιστράτε στο χέρι της...» «Όχι, ήδη έμεινα εδώ πάρα πολλή ώρα», λέει ο Σαμ και κοιτάζει αφηρημένα το ρολόι του. «Δεν μπορείτε να το στείλετε με μηχανάκι στην Πόπι;» Αυτό φαίνεται να είναι το τελειωτικό χτύπημα για τη Μάρθα.
Αφού της έδωσα τη διεύθυνσή μου και ενώ κατευθυνόμαστε προς την έξοδο, ξαφνικά αναφωνεί: «Θα μπορούσα να σας μιλήσω λίγο για τη φροντίδα και τη συντήρηση, κυρία; Δε θα σας καθυστερήσω διόλου». Με αρπάζει απ’ το χέρι και με τραβάει πίσω στο κατάστημα, κρατώντας με πιο σφιχτά απ’ όσο θα περίμενα. «Στα επτά χρόνια που πουλάω δαχτυλίδια αρραβώνων ποτέ δε μου έχει ξανασυμβεί αυτό», ψιθυρίζει βιαστικά στ’ αυτί μου. «Ξέρω ότι είναι φίλος του Μαρκ. Και ξέρω ότι είναι πολύ όμορφος. Αλλά... είστε σίγουρη;» Βγαίνω τελικά στο δρόμο. Ο Σαμ με περιμένει ανυπόμονα. «Τ ι ήταν αυτό; Είναι όλα εντάξει;» «Ναι! Όλα είναι μια χαρά!» Το πρόσωπό μου είναι κατακόκκινο και θέλω να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται από δω. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου στο κατάστημα και βλέπω τη Μάρθα να κουβεντιάζει ζωηρά με τις άλλες κοπέλες που φοράνε γκρι ανοιχτό κοστούμι και να δείχνει προς τον Σαμ με εξοργισμένο ύφος. «Τ ι συμβαίνει;» συνοφρυώνεται ο Σαμ. «Δεν προσπάθησε η τύπισσα να σου πουλήσει το ακριβό δαχτυλίδι, έτσι; Γιατί θα μιλήσω στον Μαρκ...» «Όχι! Τ ίποτα τέτοιο δε συνέβη». Διστάζω γιατί ντρέπομαι πάρα πολύ να του πω την αλήθεια. «Τότε τι συνέβη;» Με κοιτάζει προσεκτικά. «Νόμιζε πως είσαι ο αρραβωνιαστικός μου και πως με ανάγκασες να αγοράσω η ίδια το δαχτυλίδι μου», ομολογώ τελικά. «Μου είπε να μη σε παντρευτώ. Ανησύχησε πολύ για μένα». Δε θα αναφερθώ στη θεωρία της Μάρθας για τη γενναιοδωρία στο κοσμηματοπωλείο και τη γενναιοδωρία στο κρεβάτι και για τη 55
μεταξύ τους σχέση. Βλέπω στο πρόσωπό του ότι σιγά-σιγά αρχίζει να καταλαβαίνει. «Ω, αυτό είναι αστείο». Ξεσπάει σε γέλια. «Είναι πολύ αστείο». Διστάζει. «Δεν περίμενες να το πλ ηρώσω εγώ, έτσι;»
«Όχι, φυσικά και όχι!» λέω σοκαρισμένη. «Μη λες βλακείες! Απλώς νιώθω απαίσια που ολόκληρο το κατάστημα πιστεύει ότι είσαι σπαγκοραμμένος, ενώ στην πραγματικότητα μου έκανες μια πολύ μεγάλη χάρη. Λυπάμαι πολύ». Τ ώρα δείχνει μπερδεμένος. «Τ ι σημαίνει αυτό; Δε με νοιάζει η γνώμη τους». «Πρέπει να σε νοιάζει λ ιγάκι». «Δε με νοιάζει καθόλου». Τον κοιτάζω προσεκτικά. Το πρόσωπό του είναι ήρεμο. Νομίζω πως το εννοεί. Δεν τον νοιάζει. Πώς είναι δυνατόν να μην τον νοιάζει; Τον Μάγκνους θα τον ένοιαζε. Πάντοτε φλερτάρει με τις υπαλλήλους στα καταστήματα και προσπαθεί να καταλάβει αν τον αναγνωρίζουν από την τηλεόραση. Και μια φορά, όταν η κάρτα του δεν έγινε δεκτή στο κοντινό μας σουπερμάρκετ, την επομένη επέστρεψε και τους είπε ότι τα έκανε τελ είως σαλάτα η τράπεζά του την προηγούμενη ημέρα. Καλά, λοιπόν. Τ ώρα δε νιώθω τόσο άσχημα. «Θα πάρω έναν καφέ από τα Starbucks», λέει ο Σαμ, προχωρώντας. «Θέλεις κι εσύ έναν;» «Κερνάω εγώ». Τ ρέχω βιαστικά πίσω του. «Σου χρωστάω χάρη. Τεράστια χάρη». Δε χρειάζεται να επιστρέψω στην κλινική παρά μετά το μεσημεριανό, επειδή συνεννοήθηκα με την Αναλιζ να πάρω άδεια σήμερα το πρωί. Την έπεισα να ανταλλάξουμε ημέρες και δε βγήκε καθόλου χαμένη. «Θυμάσαι ότι ανέφερα κάποιον που λέγεται σερ Νίκολας Μιουρεϊ;» λέει ο Σαμ, καθώς ανοίγει την πόρτα της καφετέριας. «Θα στείλει ένα έγγραφο. Του είπα να το στείλει στο δικό μου email, αλλά αν τύχει και το στείλει σ’ εσένα, σε παρακαλώ να μου το στείλεις αμέσως». «Εντάξει. Είναι διάσημος, σωστά;» προσθέτω παρορμητικά. «Δεν ήταν το νούμερο 18 στη λίστα με τα άτομα με μεγάλη επιρροή το 1985;»
Χθες έψαξα λίγο στο Google και γνωρίζω τα πάντα για την εταιρεία του Σαμ. Τα ξέρω όλα. Θα μπορούσα να παίξω και στο Mastermind. Θα μπορούσα να κάνω παρουσίαση σε PowerPoint. Γ ια την ακρίβεια, μακάρι κάποιος να μου ζητούσε να κάνω! Να διάφορα στοιχεία που γνωρίζω για την White Globe Consulting (η σειρά είναι τυχαία): 1. Την ξεκίνησε το 1982 ο Νίκολας Μιούρεϊ και τώρα έχει εξαγοραστεί από κάποιον μεγάλο πολυεθνικό όμιλο. 2. Ο σερ Νίκολας είναι ακόμα Γ ενικός Διευθυντής. Προφανώς, μπορεί να ηρεμήσει τα πνεύματα σε μια συνεδρίαση και μόνο με την παρουσία του και να σταματήσει επιτόπου μια συμφωνία με μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού του. Φοράει πάντοτε πουκάμισα με λουλούδια. Είναι το φετίχ του. 3. Οικονομικός Διευθυντής ήταν προστατευόμενος του σερ Νίκολας, αλλά πρόσφατα έφυγε από την εταιρεία. 56
Το όνομά του ήταν Εντ Έξτον. 4. Η φιλία του Εντ και του σερ Νίκολας έφθινε με τα χρόνια και ο Εντ δεν παρέστη καν στο πάρτι όταν 57
χρησθεί ιππότης ο σερ Νίκολας. 5. Πρόσφατα ξέσπασε σκάνδαλο, όταν ένας τύπος ονόματι Τ ζον Γκρέγκσον έκανε ένα πολιτικά μη ορθό σχόλιο σε 58
κάποιο γεύμα και χρειάστηκε να παραιτηθεί. Κάποιοι είπαν πως δεν ήταν δίκαιο, αλλά ο νέος πρόεδρος προφανώς «δεν ανέχεται την ανάρμοστη 59
συμπεριφορά». 6. O σερ Νίκολας είναι επί του παρόντος σύμβουλος του πρωθυπουργού σε μια ειδική επιτροπή «Ευτυχίας και ευεξίας», πράγμα για το οποίο όλες οι εφημερίδες έκαναν αγενή σχόλια. Κάποια μάλιστα έφτασε στο
σημείο να ισχυριστεί ότι δεν είναι πια ακμαίος και δημοσίευσε ένα σκίτσο του σαν λουλούδι με πεσμένα πέταλα. (Δε θα το αναφέρω αυτό στον Σαμ.) 7. Πέρυσι κέρδισαν βραβείο για το πρόγραμμα ανακύκλωσης που έχουν. «Συγχαρητήρια για την ανακύκλωση, παρεμπιπτόντως», προσθέτω, ανυπομονώντας να δείξω τις γνώσεις μου. «Είδα τη δήλωσή σου σχετικά με το ότι “ η υπευθυνότητα απέναντι στο περιβάλλον συνιστά κεντρικό μοχλό για κάθε εταιρεία που στοχεύει στην τελειότητα”. Έχεις απόλ υτο δίκιο. Κι εμείς κάνουμε ανακύκλωση». «Τ ι;» Δείχνει ξαφνιασμένος· ακόμα και καχύποπτος. «Που το είδες αυτό;» «Στο Google. Δεν έκανα τίποτε παράνομο!» αμύνομαι μπροστά στο ύφος του. «Το έκανα από απλό ενδιαφέρον. Μια και στέλνω συνέχεια email, σκέφτηκα να μάθω λίγο περισσότερα πράγματα για την εταιρεία σου». «Ω, ώστε έτσι σκέφτηκες;» Η ματιά του είναι γεμάτη αμφιβολία. «Μεγάλο διπλό καπουτσίνο, παρακαλώ». «Ώστε ο σερ Νίκολας είναι σύμβουλος του πρωθυπουργού! Αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο!» Καμία απάντηση. Όπως το περίμενα. Ο τύπος δεν είναι και πολύ επικοινωνιακός. «Εσύ έχεις πάει στο σπίτι του πρωθυπουργού;» επιμένω. «Πώς είναι;» «Περιμένουν να παραγγέλλεις τον καφέ σου». Ο Σαμ δείχνει τον υπάλληλο. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να πει λέξη. Πρωτότυπο. Θα περίμενε κανείς να χαρεί που ενδιαφέρομαι για τη δουλειά του. «Λάτε χωρίς λιπαρά για μένα». Βγάζω το πορτοφόλι μου. «Και ένα μάφιν με κομματάκια σοκολάτας. Θέλεις μάφιν;» «Όχι, ευχαριστώ». «Και μάλλον καλά κάνεις», του γνέφω με νόημα. «Αφού
αρνείσαι να πας στον οδοντίατρο». Ο Σαμ με κοιτάζει ανέκφραστα σαν να θέλει να μου πει, «Μην το παρατραβάς» ή «Δεν ακούω τι λες» ή ακόμα και «Τ ι εννοείς όταν μιλάς για τον οδοντίατρο;» Αρχίζω να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί. Είναι σαν να έχει ένα διακόπτη ενεργοποίησης και ένα διακόπτη απενεργοποίησης. Και σηκώνει το διακόπτη ενεργοποίησης μόνον όταν το αποφασίζει εκείνος. Κάνω κλικ στο πρόγραμμα περιήγησης, ψάχνω για μιαν ακόμα πιο αηδιαστική εικόνα σαπισμένων δοντιών και του την προωθώ σιωπηλά. «Σχετικά μ’ εκείνη τη δεξίωση στο Σαβόι», λέω, καθώς πηγαίνουμε να πάρουμε τους καφέδες μας. «Πρέπει να τους απαντήσεις ότι θα πας». «Ω, δε θα πάω», λέει, σαν να πρόκειται για κάτι ολοφάνερο. «Γιατί όχι;» τον κοιτάζω καλά-καλά. «Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος». Ανασηκώνει τους ώμους. «Κι αυτή η εβδομάδα είναι πολύ φορτωμένη για να τραβιέμαι σε κοινωνικές εκδηλώσεις». Δεν το πιστεύω. Πώς είναι δυνατόν να μη θέλει να πάει στο Σαβόι; Θεέ μου, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων, σωστά; Δωρεάν σαμπάνια, χασμουρητό. Τσάντες με δωράκια, άλλο ένα πάρτι, χασμουρητό, πόσο κουραστικό και βαρετό είναι. «Τότε θα πρέπει να τους ενημερώσεις». Με δυσκολία κρύβω την αποδοκιμασία μου. «Για την ακρίβεια, θα το κάνω τώρα αμέσως. “ Αγαπητή Μπλου, Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την πρόσκληση”», διαβάζω καθώς γράφω. «“ Δυστυχώς, ο Σαμ δε θα μπορέσει να παραστεί στην εκδήλωση. Χαιρετισμούς, Πόπι Ουάιατ”». «Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό». Ο Σαμ με κοιτάζει σαστισμένος. «Μια από τις βοηθούς στο γραφείο με εξυπηρετεί τώρα. Τη λένε Τ ζέιν Έλις. Θα το κάνει εκείνη». Ναι, αλλά θα το κάνει; Θέλω να ρωτήσω. Είμαι ενήμερη γι’
αυτή την Τ ζέιν Έλις, η οποία άρχισε να εμφανίζεται πού και πού στα εισερχόμενα του Σαμ. Όμως, η κανονική δουλειά της είναι ιδιαιτέρα γραμματέας του συναδέλφου του Σαμ, του Μάλκομ. Είμαι βέβαιη ότι το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να ασχολείται εκτός από τον συνήθη φόρτο εργασίας της και με το ημερολόγιο του Σαμ. «Δεν πειράζει». Ανασηκώνω τους ώμους. «Το είχα στο νου μου». Οι καφέδες μας έφτασαν στον πάγκο και του δίνω τον δικό του. «Λοιπόν... ευχαριστώ και πάλι». «Κανένα πρόβλημα». Κρατάει την πόρτα για να περάσω. «Ελπίζω να βρεις το δαχτυλίδι. Μόλις τελειώσεις μ’ αυτό το τηλέφωνο...» «Ξέρω», τον διακόπτω. «Θα το στείλω με κούριερ. Το δευτερόλεπτο που θα τελειώσω». «Ωραία», λέει με βεβιασμένο χαμόγελο. «Λοιπόν, εύχομαι να σου πάνε όλα καλά». Απλώνει το χέρι του και το σφίγγω ευγενικά. «Εύχομαι να σου πάνε όλα καλά κι εσένα». Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω πότε είναι ο γάμος του. Ίσως είναι σε μια εβδομάδα από αύριο, όπως ο δικός μας. Ίσως γίνει και στην ίδια εκκλησία. Θα φτάσω και θα τον δω στα σκαλοπάτια με τη Μάγισσα Ουιλοου να στηρίζεται στο μπράτσο του και να του λέει πως είναι τοξικός. Απομακρύνεται κι εγώ κατευθύνομαι βιαστικά ως τη στάση του λεωφορείου. Ένα νούμερο 45 αποβιβάζει επιβάτες και ανεβαίνω. Θα με πάει στο Στριτχαμ Χιλ και από εκεί θα περπατήσω. Μόλις κάθομαι, κοιτάζω έξω και βλέπω τον Σαμ να βαδίζει γρήγορα στο πεζοδρόμιο με πρόσωπο απαθές, σχεδόν ανέκφραστο. Δεν ξέρω αν φταίει ο άνεμος ή αν έπεσε επάνω του κάποιος περαστικός, αλλά για κάποιο λόγο η γραβάτα του έχει στραβώσει και δε φαίνεται να το έχει πάρει είδηση. Αυτό τώρα με ενοχλεί. Δεν μπορώ να κρατηθώ και του στέλνω μήνυμα. Η γραβάτα σου έχει στραβώσει. Περιμένω τριάντα δευτερόλεπτα περίπου και μετά παρακολουθώ το ξαφνιασμένο πρόσωπό του. Την ώρα που κοιτάζει
τριγύρω τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο, του στέλνω ακόμα ένα μήνυμα: Στο λεωφορείο. Το λεωφορείο έχει ξεκινήσει, αλλά η κίνηση είναι πολλή και πηγαίνω σχεδόν με την ίδια ταχύτητα που βαδίζει ο Σαμ. Σηκώνει το βλέμμα, φτιάχνοντας τη γραβάτα του, και μου στέλνει ένα χαμόγελο. Οφείλω να το παραδεχτώ ότι το χαμόγελό του είναι το κάτι άλλο. Κάνει την καρδιά σου να σταματάει, ειδικά όταν δεν το περιμένεις. Θέλω να πω... καταλαβαίνετε. Αν... αν η καρδιά σου βρισκόταν σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να σταματήσει. Τέλος πάντων. Μόλις ήρθε email από τη Λίντσεϊ Κούπερ και το ανοίγω γρήγορα. Αγαπητέ Σαμ, Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ! Τα λόγια σου σημαίνουν πολλά για εμένα. Είναι τόσο ωραίο να ξέρεις ότι σε εκτιμούν!! Το είπα σε ολόκληρη την ομάδα που με βοήθησε στο έγγραφο για τη στρατηγική και το ηθικό όλων τονώθηκε πολύ! Χαιρετισμούς Λίντσεϊ Έχει κοινοποίηση και για την άλλη του διεύθυνση, άρα θα το έχει λάβει και στο τηλέφωνό του. Ένα λεπτό αργότερα το τηλέφωνό μου χτυπάει μ’ ένα μήνυμα από τον Σαμ. Τ ι έγραψες στη Λίντσεϊ;; Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου καθώς γράφω: Χρόνια πολλά. Όπως μου είπες. Επιμένει: Τ ι άλλο; Δε βλέπω γιατί θα έπρεπε να απαντήσω. Και δύο άτομα μπορούν να κάνουν επιλεκτικά τον κουφό. Επιμένω κι εγώ: Επικοινώνησες με τον οδοντίατρο;
Περιμένω λίγο αλλά έχουμε ξαναμπεί σε περίοδο σιωπής. Ένα ακόμα email έχει φτάσει κι αυτή τη φορά είναι από συνάδελφο της Λίντσεϊ και όπως το διαβάζω δεν μπορώ παρά να νιώσω δικαιωμένη. Αγαπητέ Σαμ, Η Λίντσεϊ μας ενημέρωσε για τα καλά σου λόγια σχετικά με τη στρατηγική ιστοσελίδων. Είμαστε υπερήφανοι και ενθουσιασμένοι που βρήκες το χρόνο για να μας πεις τη γνώμη σου. Ευχαριστούμε και ανυπομονούμε να συζητήσουμε για άλλες πρωτοβουλίες, ίσως στην επόμενη μηνιαία συνεδρίαση. Άντριαν (Φόστερ) Χα! Βλέπεις; Βλ έπεις; Καλά είναι τα συνοπτικά email. Μπορεί να είναι αποτελεσματικά. Μπορεί να βοηθούν να γίνει η δουλειά. Αλλά δεν σε συμπαθεί κανείς. Τ ώρα ολόκληρη η ομάδα για τις ιστοσελίδες θα είναι χαρούμενη και θα νιώθει ότι τη χρειάζονται και θα εργάζεται εξαιρετικά. Και όλα αυτά χάρη σ’ εμένα! Ο Σαμ πρέπει να μου αναθέσει μόνιμα να απαντώ στα email του. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πηγαίνω στο χιλιοστό μήνυμα της Ρέιτσελ για το «Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε» και κάνω κλικ στην επιλογή Απάντηση. Γεια σου Ρέιτσελ, Υπολόγισέ με για το «Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε». Είναι εξαιρετική προσπάθεια και θέλω να τη στηρίξω. Καλή δουλειά! Σαμ Φαίνεται να είναι σε φόρμα. Μπορεί να πάρει μέρος σ’ έναν αγώνα δρόμου, για τ’ όνομα του Θεού.
Τ ώρα που έχω πάρει φόρα δε με κρατάει τίποτα. Πηγαίνω στο email εκείνου του τύπου από το τμήμα Πληροφορικής που ζητάει ευγενικά από τον Σαμ να του στείλει το βιογραφικό του και ορισμένες ιδέες για την εταιρεία. Θέλω να πω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σαμ πρέπει να ενθαρρύνει τα άτομα που θέλουν να προοδεύσουν, σωστά; Αγαπητέ Τ ζέιμς, Θα χαιρόμουν πολύ να δω το βιογραφικό σου και να ακούσω τις ιδέες σου. Κλείσε ραντεβού με την Τ ζέιν Έλις και μπράβο σου που είσαι τόσο δραστήριος! Σαμ Και τώρα που άρχισα, δεν μπορώ να σταματήσω. Καθώς το λεωφορείο συνεχίζει αγκομαχώντας το δρόμο του, στέλνω email στον τύπο που θέλει να ελέγξει αν ο χώρος εργασίας του Σαμ είναι υγιής και ασφαλής, κανονίζω ραντεβού, έπειτα στέλνω email στην 60
Τ ζέιν για να της πω να το σημειώσει στο ημερολόγιο. Στέλνω email στη Σάρα που έλειπε επειδή έπαθε έρπη ζωστήρα και τη ρωτάω αν είναι καλύτερα. Τόσα αναπάντητα email που με ενοχλούσαν. Τόσοι κακόμοιροι άνθρωποι που προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή με τον Σαμ. Γιατί δε θα έπρεπε να τους απαντήσω; Του προσφέρω τεράστια υπηρεσία! Αισθάνομαι ότι ξεπληρώνω τη χάρη του για το δαχτυλίδι. "Όταν θα πάρει πίσω το τηλέφωνό του, τουλάχιστον τα εισερχόμενά του θα έχουν τακτοποιηθεί. Τ ώρα που το σκέφτομαι, δε θα ήταν καλή ιδέα να στείλω ένα μαζικό email λέγοντας σε όλους ότι είναι φανταστικοί; Γιατί όχι; Θα πειράξει κανέναν; Αγαπητό Προσωπικό, Θα ήθελα να σας πω ότι έχετε κάνει όλοι πολύ καλή δουλειά
μέχρι στιγμής εφέτος. Καθώς πληκτρολογώ, σκέφτομαι κάτι ακόμα καλύτερο: Όπως γνωρίζετε, εκτιμώ τις απόψεις και τις ιδέες σας. Είμαστε τυχεροί που έχουμε τόσα ταλέντα στην White Globe Consulting και θέλουμε να τα αξιοποιήσουμε. Αν έχετε ιδέες για την εταιρεία που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μου, σας παρακαλώ να μου τις στείλετε. Και να είστε ειλικρινείς! Τ ις καλύτερες ευχές μου για μια εξαιρετική υπόλοιπη χρονιά. Σαμ Πατάω το κουμπί Αποστολή γεμάτη ικανοποίηση. Ορίστε. Αυτό θα πει παρακίνηση. Αυτό θα πει ομαδικό πνεύμα! Γέρνω την πλάτη μου στο κάθισμα, ενώ τα δάχτυλά μου πονάνε έπειτα από τόσο γράψιμο. Πίνω μια γουλιά λάτε και χώνω ένα τεράστιο κομμάτι μάφιν στο στόμα μου, την ώρα που το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπάει. Γαμώτο. Τώρα βρήκε! Πατάω Απάντηση, βάζω το τηλέφωνο στ’ αυτί μου και προσπαθώ να πω «Μισό λεπτό», αλλά ακούγεται κάτι σαν «Μσσλλλπ». Γαμώτο. Το στόμα μου μάλλον έχει κολλήσει. Μα με τι τα φτιάχνουν αυτά τα πράγματα; «Εσύ είσαι;» Ακούγεται μια νεανική, διαπεραστική, βαθιά φωνή. «Είμαι ο Σκότι». Ο Σκότι; Ο Σκότι; Ξαφνικά κάτι αστράφτει στο μυαλό μου. Ο Σκότι. Αυτό το όνομα δεν ανέφερε ο φίλος της Βάιολετ που τηλεφώνησε; Εκείνος που μίλησε για λιποαναρρόφηση; «Έγινε. Όπως σου είπα. Ήταν σαν επέμβαση μικροχειρουργικής. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Ιδιοφυής κίνηση, κατά τη γνώμη μου.
Αντίο, Αγιε Βασίλη». Μασάω το μάφιν μου όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά ακόμα αδύνατον να αρθρώσω λέξη. «Είσαι εκεί; Είναι το σωστό... Ω, γαμώτο...» Η φωνή χάνεται την ώρα που καταφέρνω να καταπιώ. «Εμπρός; Θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;» Έκλεισε. Κοιτάζω την αναγνώριση κλήσης, αλλά γράφει άγνωστος αριθμός. Θα περίμενε κανείς να έχουν μάθει όλοι οι φίλοι της Βάιολετ τον νέο αριθμό του κινητού της μέχρι τώρα. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα ψάχνω στην τσάντα μου το πρόγραμμα του Βασιλ ιά των Λιονταριών, το οποίο βρίσκεται ακόμα εκεί. «Τηλεφώνησε ο Σκότι», γράφω δίπλα στο πρώτο μήνυμα. «Έγινε. Επέμβαση μικροχειρουργικής. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Ιδιοφυής κίνηση. Αντίο, Άγιε Βασίλη». Αν τη συναντήσω ποτέ αυτή τη Βάιολετ, ελπίζω να είναι ευγνώμων για τις προσπάθειές μου. Στην πραγματικότητα, ελ πίζω να τη γνωρίσω. Δεν τα σημείωσα όλα αυτά τα μηνύματα χωρίς λόγο. Ετοιμάζομαι να βάλω το τηλέφωνο στην τσάντα μου, όταν ένα πλήθος από νέα email καταφθάνουν αναβοσβήνοντας. Είναι ήδη οι απαντήσεις στο μαζικό email μου; Πηγαίνω προς τα κάτω και προς απογοήτευσή μου πρόκειται για απλά εταιρικά μηνύματα ή διαφημίσεις. Αλλά το προτελευταίο με κάνει να σταματήσω απότομα. Είναι από τον πατέρα του Σαμ. Αναρωτιόμουν γι’ αυτόν. Διστάζω έπειτα ανοίγω το email. Αγαπητέ Σαμ, Αναρωτιόμουν αν πήρες το τελευταίο μου email. Ξέρεις ότι δεν τα πηγαίνω και πολύ καλά με την τεχνολογία και ίσως το έστειλα κάπου αλλού. Τ ώρα όμως κάνω ακόμα μία
προσπάθεια. Ελπίζω να είσαι καλά και να διαπρέπεις στο Λονδίνο, όπως πάντα. Ξέρεις πόσο περήφανοι είμαστε για την επιτυχία σου. Είναι υπέροχο. Πάντοτε το ήξερα ότι θα έκανες εκπληκτικά πράγματα, το γνωρίζεις αυτό. Όπως είπα, υπάρχει κάτι για το οποίο θα ήθελα να σου μιλήσω. Έρχεσαι καθόλου προς το Χάμσαϊρ; Έχει περάσει τόσος καιρός και μου λείπουν οι παλιές καλές ημέρες. Δικός σου, Ο μπαμπάς Νιώθω τα μάτια μου να καίνε όταν φτάνω στο τέλος. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ο Σαμ δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει στο τελευταίο email; Δε νοιάζεται για τον πατέρα του; Μήπως μάλωσαν άσχημα ή κάτι τέτοιο; Δεν έχω ιδέα τι συνέβη. Δεν έχω ιδέα για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί μεταξύ τους. Εκείνο που ξέρω, όμως, είναι ότι υπάρχει ένας πατέρας που κάθεται μπροστά σ’ έναν υπολογιστή, τείνει χείρα συμφιλίωσης στο γιο του, και αγνοείται, κι αυτό δεν μπορώ να το αντέξω. Απλώς δεν μπορώ. Ό,τι και να έχει συμβεί, η ζωή είναι πολύ μικρή για να μη ζητάμε συγγνώμη. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να κρατάμε κακία. Παρορμητικά κάνω κλικ στην επιλογή Απάντηση. Δεν τολμώ να απαντήσω υπογράφοντας ως Σαμ στον ίδιο τον πατέρα του, γιατί τότε θα το παρατραβούσα. Αλλά μπορώ να επικοινωνήσω. Μπορώ να ενημερώσω έναν ηλικιωμένο άνθρωπο ότι η φωνή του ακούγεται. Γεια σας, Είμαι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Σαμ. Ο
Σαμ θα βρίσκεται σε συνέδριο της εταιρείας του στο ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ στο Χάμσαϊρ την επόμενη εβδομάδα, στις 24 Απριλίου. Είμαι βέβαιη ότι θα χαιρόταν πολύ να σας δει. Με φιλικούς χαιρετισμούς, Πόπι Ουάιατ Πατάω Αποστολή προτού δειλιάσω, έπειτα στηρίζω πίσω την πλάτη μου για μερικά λεπτά με ελαφρώς κομμένη την ανάσα για αυτό που μόλις έκανα. Προσποιήθηκα πως είμαι η γραμματέας του Σαμ. Επικοινώνησα με τον πατέρα του. Τ ρύπωσα στην προσωπική του ζωή. Θα γινόταν έξαλλος αν το ήξερε για την ακρίβεια και μόνο στη σκέψη τρέμω. Ορισμένες φορές, όμως, πρέπει να είσαι γενναίος. Ορισμένες φορές πρέπει να δείξεις στους άλλους τι είναι σημαντικό στη ζωή. Και το ένστικτό μου με διαβεβαιώνει πως αυτό που έκανα είναι το σωστό. Δεν ήταν ίσως κάτι εύκολο να γίνει αλλά ήταν το σωστό. Με τη φαντασία μου βλέπω τον μπαμπά του Σαμ να κάθεται στο γραφείο του με το γκριζαρισμένο κεφάλι του σκυμμένο. Ο υπολογιστής ειδοποιεί ότι έφτασε νέο email, το πρόσωπό του φωτίζεται καθώς το ανοίγει... ένα ξαφνικό χαμόγελο χαράς... γυρίζει στο σκύλο του, του χαϊδεύει το κεφάλι, λέγοντας, «Θα δούμε τον 61
Σαμ, αγόρι μου!» Ναι. Έκανα το σωστό. Ξεφυσώντας αργά ανοίγω το τελευταίο email, το οποίο είναι από την Μπλου. Γεια σας, Λυπούμαστε πολύ που ο Σαμ δε θα μπορέσει να παραστεί στη δεξίωση. Θα ήθελε να έρθει κάποιο άλλο πρόσωπο στη θέση του; Στείλτε μας με email το όνομα και
θα το προσθέσουμε στον κατάλογο των προσκεκλημένων. Με φιλικούς χαιρετισμούς, Μπλου Το λεωφορείο έχει σταματήσει και τρέμει ολόκληρο περιμένοντας να ανάψει το φανάρι. Τ ρώω άλλη μια μπουκιά μάφιν και κοιτάζω σιωπηλή το email. Κάποιο άλ λ ο πρόσωπο. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Δεν έχω σχέδια για τη Δευτέρα το βράδυ. Ο Μάγκνους έχει σεμινάριο ως αργά στο Ουόργουικ. Εντάξει. Ακούστε τι συμβαίνει. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να με προσκαλέσουν ποτέ σε κάτι τόσο φανταχτερό. Δε γίνονται τέτοια πράγματα στον κόσμο των φυσικοθεραπευτών. Και οι εκδηλώσεις που πηγαίνουμε λόγω της δουλειάς του Μάγκνους αφορούν πάντοτε την κυκλοφορία κάποιας πανεπιστημιακής έκδοσης ή είναι ανιαρά δείπνα για το πανεπιστήμιο. Και δε γίνονται ποτέ στο Σαβόι. Και ποτέ δεν υπάρχουν τσάντες με δώρα ή κοκτέιλ ή ζωντανή τζαζ μουσική. Αυτή είναι η μία και μοναδική ευκαιρία μου. Ίσως να ήταν γραφτό. Μπήκα στη ζωή του Σαμ, του έφερα ένα σωρό καλά και αυτή είναι η ανταμοιβή μου. Τα δάχτυλά μου κινούνται πριν καλά-καλά πάρω την απόφαση. «Σας ευχαριστούμε πολύ για το email», γράφω. «Ο Σαμ θα ήθελε να προτείνει την Πόπι Ουάιατ».
7 Το ψεύτικο δαχτυλίδι είναι τέλειο! Εντάξει, δεν είναι τέλ ειο. Είναι λιγουλάκι μικρότερο απ’ το πρωτότυπο. Μοιάζει λίγο κάλπικο. Αλλά ποιος θα το καταλάβει χωρίς να κάνει σύγκριση με το άλλο; Το φοράω σχεδόν όλο το απόγευμα και το νιώθω μια χαρά. Στην πραγματικότητα, είναι πιο ελαφρύ από το αληθινό, πράγμα που συνιστά πλεονέκτημα. Τ ώρα έχει τελειώσει και το τελευταίο μου ραντεβού για σήμερα και στέκομαι με τα χέρια ανοιχτά στο γραφείο υποδοχής. Όλοι οι ασθενείς έχουν φύγει, ακόμα και η γλυκιά κυρία Ράνταλ, με την οποία υποχρεώθηκα να γίνω πολύ αυστηρή. Της τόνισα ότι για δύο εβδομάδες δε θα έρθει για φυσικοθεραπεία. Της είπα ότι μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να κάνει τις ασκήσεις της στο σπίτι μόνη της και ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην επιστρέψει στο γήπεδο του τένις. Και, φυσικά, μου αποκάλυψε ποιο ήταν το θέμα. Μου είπε ότι φοβόταν πως θα απογοητεύσει το συμπαίκτη της στους διπλούς αγώνες και πως αυτός ήταν ο λόγος που ερχόταν εδώ τόσο συχνά: για να νιώσει αυτοπεποίθηση. Της είπα ότι είναι απολύτως έτοιμη και ότι θα ήθελα να μου στείλει με γραπτό μήνυμα το επόμενο σκορ της προτού έρθει να με ξαναδεί. Είπα ότι αν χρειαστεί, θα παίξω εγώ τένις μαζί της και στο σημείο αυτό έσκασε στα γέλια και είπε ότι είχα δίκιο, ότι ήταν ανόητη. Όταν πια είχε φύγει, η Άντζελα μου είπε ότι η κυρία Ράνταλ παίζει εκπληκτικό τένις και ότι κάποτε είχε παίξει στο Ουιμπλεντον
για παιδιά και έφηβους. Χριστέ μου! Ευτυχώς που δεν παίξαμε, μια κι εγώ δεν μπορώ καν να κάνω ρεβέρ. Και η Άντζελα έχει φύγει. Έχουμε μείνει μόνο η Αναλίζ, η Ρούμπι κι εγώ, και παρατηρούμε σιωπηλές το δαχτυλίδι, ενώ απ’ έξω μαίνεται μια ανοιξιάτικη καταιγίδα. Τη μια στιγμή η ημέρα ήταν λαμπερή, μ’ ένα ανάλαφρο αεράκι, και την επόμενη η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα. «Εξαιρετικό». Η Ρούμπι γνέφει ζωηρά. Σήμερα έχει πιάσει τα μαλλιά της αλογοουρά που κουνιέται καθώς γνέφει. «Πολύ καλά. Δε θα το καταλάβαινε κανείς». «Εγώ θα το καταλάβαινα», πετάει αμέσως η Αναλίζ. «Δεν είναι το ίδιο πράσινο». «Αλήθεια;» Το κοιτάζω με αγωνία. «Το θέμα είναι πόσο παρατηρητικός είναι ο Μάγκνους». Η Ρούμπι σηκώνει τα φρύδια της. «Το κοιτάζει ποτέ;» «Δε νομίζω...» «Λοιπόν, το καλύτερο θα ήταν να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά του για λίγο, ώστε να μην υπάρξει κανένα πρόβλημα». «Να κρατήσω τα χέρια μου μακριά του; Πώς θα το κάνω αυτό;» «Θα πρέπει να συγκρατηθείς!» λέει σε καυστικό τόνο η Αναλιζ. «Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο». «Και οι γονείς του;» ρωτάει η Ρούμπι. «Θα θέλουν να το δουν. Θα συναντηθούμε στην εκκλησία, οπότε ο φωτισμός θα είναι χαμηλός, αλλά και πάλι...» δαγκώνω το χείλος μου νιώθοντας ξαφνικά νευρική. «Ω, Θεέ μου. Φαίνεται όντως αληθινό;» «Ναι!» κάνει αμέσως η Ρούμπι. «Όχι», λέει εξίσου σταθερά η Αναλίζ. «Λυπάμαι, αλλά δε μοιάζει αληθινό. Όχι αν το κοιτάξεις προσεκτικά». «Ε, τότε μην τους αφήσεις!» λέει η Ρούμπι. «Αν αρχίσουν να το περιεργάζονται από πολύ κοντά, κάνε κάτι για αντιπερισπασμό». «Σαν τι;» «Λιποθύμησε. Κάνε πως σ’ έπιασε κρίση. Πες τους πως είσαι
έγκυος». «Έγκυος;» Θέλω να βάλω τα γέλια. «Έχεις τρελαθεί;» «Απλώς, θέλω να βοηθήσω», λέει, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Ίσως να επιθυμούν να είσαι έγκυος. Ίσως η Ουάντα να πεθαίνει για να γίνει γιαγιά». «Όχι, όχι. Σε καμία περίπτωση. Θα φρικάρει». «Τέλεια! Έτσι δε θα κοιτάξει το δαχτυλίδι. Θα είναι απορροφημένη απ’ την οργή της». Η Ρούμπι κουνάει το κεφάλι ικανοποιημένη, λες κι έλυσε όλα μου τα προβλήματα. «Να μου λείπει η φρενιασμένη πεθερά, ευχαριστώ πολύ!» «Έτσι κι αλλιώς θα φρενιάσει», επισημαίνει η Αναλίζ. «Πρέπει απλώς να αποφασίσεις τι είναι χειρότερο: η έγκυος νύφη ή η αναξιόπιστη νύφη που έχασε το ανεκτίμητο κειμήλιο; Εγώ θα επέλεγα την έγκυο». «Σταμάτα! Δεν πρόκειται να πω ότι είμαι έγκυος!» Κοιτάζω πάλι το δαχτυλίδι και τρίβω το ψεύτικο σμαράγδι. «Νομίζω πως όλα θα πάνε καλά», λέω, πιο πολύ για να πείσω τον εαυτό μου. «Όλα θα πάνε καλά». «Ο Μάγκνους είναι αυτός;» φωνάζει ξαφνικά η Ρούμπι. «Στο απέναντι πεζοδρόμιο;» Ακολουθώ τη ματιά της. Στέκεται εκεί, κρατώντας μια ομπρέλα για να προφυλαχτεί από τη βροχή και περιμένει να ανάψει το φανάρι. «Γαμώτο». Πετάγομαι όρθια και βάζω το δεξί μου χέρι αδιάφορα πάνω στο αριστερό. Όχι. Πολύ αφύσικο. Βάζω το αριστερό μου χέρι μέσα στην τσέπη της στολής μου, αλλά το μπράτσο μου εξέχει σε μια πολύ παράξενη γωνία. «Κακό». Η Ρούμπι παρακολουθεί. «Πολύ κακό». «Τ ι να κάνω;» λέω με θρηνητική φωνή. «Κρέμα χεριών». Πιάνει ένα σωληνάριο. «Έλα. Σου κάνω μανικιούρ. Μετά θα αφήσεις λίγη κρέμα στα χέρια σου. Κατάλάθοςεπίτηδες». «Ιδιοφυές». Κοιτάζω την Αναλίζ και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου έκπληκτη. «Εεε... Αναλίζ; Τ ι κάνεις;»
Στα τριάντα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από τότε που η Ρούμπι είδε τον Μάγκνους, η Αναλίζ φαίνεται να έχει ανανεώσει το λιπγκλός της, να έχει βάλει άρωμα, ενώ τώρα βγάζει μερικές σέξι τούφες από τον κότσο της. «Τ ίποτε!» πετάει εριστικά, ενώ η Ρούμπι αρχίζει να απλώνει την κρέμα στα χέρια μου. Προλαβαίνω να της ρίξω μόνο μία καχύποπτη ματιά προτού ανοίξει η πόρτα και εμφανιστεί ο Μάγκνους, τινάζοντας τα νερά από την ομπρέλα του. «Γεια σας, κορίτσια!» Χαμογελάει τριγύρω σαν να είμαστε κάποιο υπομονετικό ακροατήριο που περιμένει την είσοδό του. Πράγμα που υποθέτω πως είμαστε. «Μάγκνους! Δώσε μου το παλτό σου». Η Αναλίζ τρέχει κοντά του. «Κανένα πρόβλημα, Πόπι. Εσύ κάνεις μανικιούρ τώρα. Θα το πάρω εγώ. Και μήπως θα ήθελες ένα φλιτζάνι τσάι;» Ωωω. Πρωτότυπο. Την παρατηρώ καθώς κατεβάζει αργά το λινό σακάκι του Μάγκνους από τους ώμους του. Δεν το κάνει ελαφρώς αργά παρατείνοντας την κίνηση; Και εκείνος γιατί, αλήθεια, πρέπει να βγάλει το σακάκι του; Θα φύγουμε αμέσως. «Σχεδόν τελειώσαμε». Ρίχνω μια ματιά στη Ρούμπι. «Έτσι;» «Δεν υπάρχει βιασύνη», λέει ο Μάγκνους. «Έχουμε πολύ χρόνο». Κοιτάζει το χώρο υποδοχής και εισπνέει σαν να βρίσκεται μπροστά σ’ ένα όμορφο τοπίο. «Μμμμ, θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθα εδώ σαν να ήταν χθες. Θυμάσαι, Ποπι; Θεέ μου, ήταν εκπληκτικό, έτσι;» Με κοιτάζει στα μάτια όλο υπονοούμενα κι εγώ βιαστικά του στέλνω σιωπηρή απάντηση, Σκάσε, βρε βλ άκα. Θα με βάλει σε τόσο μεγάλους μπελάδες. «Πώς είναι ο καρπός σου, Μάγκνους;» Η Αναλίζ τον πλησιάζει μ’ ένα φλιτζάνι τσάι από την κουζίνα. «Σου έκλεισε η Πόπι ραντεβού παρακολούθησης για έπειτα από τρεις μήνες;» «Όχι». Φαίνεται ξαφνιασμένος. «Θα ’πρεπε;» «Ο καρπός σου είναι μια χαρά», απαντώ σταθερά. «Να ρίξω μια ματιά;» Η Αναλίζ με αγνοεί τελείως. «Τ ώρα πια
δεν επιτρέπεται να σου κάνει θεραπείες η Πόπι, ξέρεις. Σύγκρουση συμφερόντων». Πιάνει τον καρπό του. «Πού ακριβώς πονούσες; Εδώ;» Ξεκουμπώνει τη μανσέτα του, προχωρώντας ψηλότερα στο χέρι του. «Εδώ;» Η φωνή της βαθαίνει ελαφρώς και του ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες της. «Μήπως... εδώ;» Εντάξει. Αυτό είναι το όριο. «Ευχαριστώ, Αναλίζ!» της χαμογελάω πλατιά. «Αλλά είναι ώρα να πάμε στην εκκλησία. Για το ραντεβού σχετικά με το γάμο μας», προσθέτω δηκτικά. «Σχετικά μ’ αυτό...» Ο Μάγκνους συνοφρυώνεται προς στιγμήν. «Πόπι, μπορούμε να τα πούμε λίγο; Να πάμε ίσως στο εξεταστήριο σου για μισό λεπτό;» Έχω ένα κακό προαίσθημα. «Εντάξει». Ακόμα και η Αναλίζ φαίνεται έκπληκτη, ενώ η Ρούμπι σηκώνει τα φρύδια της. «Ένα φλιτζάνι τσάι, Αναλίζ;» λέει. «Εμείς θα είμαστε εδώ. Δεν υπάρχει βιασύνη». Κατευθυνόμαστε με τον Μάγκνους στο δωμάτιο, ενώ το μυαλό μου έχει τρελαθεί από πανικό. Ξέρει για το δαχτυλίδι. Γ ια το Σκραμπλ. Τα ξέρει όλα. Άλλαξε γνώμη. Θέλει μια γυναίκα με την οποία να μπορεί να συζητά για τον Προυστ. «Αυτή η πόρτα κλειδώνει;» Ψάχνει το διακόπτη και λίγες στιγμές αργότερα τον έχει ασφαλίσει. «Ορίστε. Τέλεια!» Στρέφεται προς το μέρος μου και στα μάτια του τρεμοπαίζει μια φλόγα. «Θεέ μου! Πόπι, είσαι πολύ σέξι». Χρειάζονται πέντε δευτερόλεπτα περίπου για να καταλάβω τι συμβαίνει. «Τι; Όχι, Μάγκνους, θα αστειεύεσαι βέβαια». Βαδίζει προς το μέρος μου με το έντονο, γνώριμο ύφος. Δεν υπάρχει περίπτωση. Θέλω να πω, δεν υπάρχει περίπτωση. «Σταμάτα!» Σπρώχνω το χέρι του μόλις πιάνει το επάνω κουμπί της στολής μου. «Είμαι σε υπηρεσία!» «Το ξέρω». Κλείνει στιγμιαία τα μάτια του σαν να βρίσκεται σε
παροξυσμό ευτυχίας. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τούτο το μέρος. Η στολή σου, ίσως. Όλο αυτό το λευκό». «Λοιπόν, λυπάμαι πολύ». «Το ξέρεις ότι θέλεις». Δαγκώνει το λοβό του αυτιού μου. «Έλα...» Να πάρει η ευχή, ξέρει για τους λοβούς μου. Για μια στιγμή μόνο για μια στιγμή αφήνομαι. Μετά, όμως, την ώρα που κάνει ακόμα μια επίθεση στα κουμπιά της στολής μου, επιστρέφω στην πραγματικότητα. Η Ρούμπι και η Αναλίζ είναι μόνο τρία μέτρα 62
μακριά, στην άλλη πλευρά της πόρτας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αποκλείεται. «Όχι! Μάγκνους, νόμιζα πως ήθελες να συζητήσουμε για κάτι σοβαρό! Γ ια το γάμο ή κάτι τέτοιο!» «Γιατί να θέλω κάτι τέτοιο;» Πατάει το κουμπί που μετατρέπει τον καναπέ σε κρεβάτι. «Μμμμ, το θυμάμαι αυτό το κρεβάτι». «Δεν είναι κρεβάτι, είναι ένας επαγγελματικός καναπές!» «Αυτό είναι λάδι για μασάζ;» Παίρνει στο χέρι του ένα μπουκαλάκι που βρισκόταν εκεί κοντά. «Σσσσς!» λέω μέσα απ’ τα δόντια μου. «Η Ρούμπι είναι ακριβώς απ’ έξω! Ήδη πέρασα από πειθαρχική ακρόαση...» «Τ ι είναι αυτό το πράγμα; Υπέρηχος;» Άρπαξε την κεφαλή υπερήχων. «Στοιχηματίζω ότι θα μπορούσαμε να διασκεδάσουμε μ’ αυτό. Ζεσταίνεται;» Τα μάτια του ξαφνικά σπιθίζουν. «Μήπως δονείται;» Είναι σαν να πρέπει να προσέξω ένα νήπιο. «Δεν μπορούμε! Λυπάμαι!» Απομακρύνομαι, βάζοντας ανάμεσά μας τον καναπέ. «Δεν μπορούμε. Απλώς, δεν μπορούμε». Στρώνω τη στολή μου. Προς στιγμήν, ο Μάγκνους φαίνεται τόσο μουτρωμένος που φοβάμαι πως θα μου βάλει τις φωνές. «Λυπάμαι», επαναλαμβάνω. «Αλλά είναι σαν να σου ζητάνε να κάνεις σεξ με μια φοιτήτρια. Θα σε απέλυαν. Η καριέρα σου θα
τελείωνε!» Ο Μάγκνους φαίνεται να ετοιμάζεται να με ανακρούσει έπειτα ξανασκέφτεται εκείνο που επρόκειτο να πει. «Ε, λοιπόν, τέλεια». Ανασηκώνει μουτρωμένος τους ώμους. «Τέλεια. Και τι θα κάνουμε τώρα;» «Μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα!» λέω ζωηρά. «Να κουβεντιάσουμε. Να μιλήσουμε για το γάμο. Απομένουν μόνον οκτώ ημέρες!» Δε λέει λέξη. Δε χρειάζεται. Η έλλειψη ενθουσιασμού αναδίδεται από μέσα του σαν κάποιου είδους πνευματική δύναμη. «Ή να πιούμε ένα ποτό», προτείνω. «Προλαβαίνουμε να περάσουμε από την παμπ πριν από την πρόβα». «Εντάξει», μουρμουρίζει τελικά με βαριά καρδιά. «Πάμε στην παμπ». «Θα έρθουμε κάποια άλλη μέρα εδώ», λέω για να τον καλοπιάσω. «Ίσως ένα Σαββατοκύριακο». Τ ι στην ευχή υπόσχομαι; Ω, Θεέ μου. Θα το χειριστώ αυτό το θέμα όταν θα χρειαστεί. Βγαίνουμε από το δωμάτιο και βλέπω τη Ρούμπι και την Αναλιζ να σηκώνουν δήθεν το κεφάλι τους από περιοδικά που ήταν προφανές ότι δε διάβαζαν. «Όλα εντάξει;» λέει η Ρούμπι. «Ναι, τέλεια!» ισιώνω πάλι τη φούστα μου. «Απλώς... κάποιες εκκρεμότητες για το γάμο. Τούλια, κουφέτα, τέτοια... τέλος πάντων, καλύτερα να πηγαίνουμε...» Μόλις είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Τα μάγουλά μου είναι κατακόκκινα και λέω ανοησίες. Προδίδομαι. «Ελπίζω να πάνε όλα καλά». Η Ρούμπι κοιτάζει με νόημα το δαχτυλίδι, έπειτα εμένα. «Ευχαριστώ». «Στείλε μας γραπτό μήνυμα!» πετάγεται η Αναλίζ. «Ότι κι αν συμβεί. Πεθαίνουμε να μάθουμε!» Εκείνο που πρέπει να θυμάμαι είναι ότι ο Μάγκνους δεν κατάλαβε
πως το δαχτυλίδι είναι ψεύτικο. Κι αν δεν το κατάλαβε ο Μάγκνους, σίγουρα δε θα το καταλάβουν ούτε οι γονείς του, σωστά; Καθώς φτάνουμε στον ενοριακό ναό του Άγιου Εδμόνδου, με κατακλύζει μια αισιοδοξία που είχα πολύ καιρό να νιώσω. Ο Άγιος Εδμόνδος είναι ένας ογκώδης, μεγαλοπρεπής ναός στο Μέριλμπον και τον επιλέξαμε επειδή είναι τόσο όμορφος. Τη στιγμή που μπαίνουμε μέσα κάποιος παίζει ένα πομπώδες κομμάτι στο όργανο. Όλα τα στασίδια είναι διακοσμημένα με ροζ και λευκά λουλούδια για έναν άλλο γάμο και στον αέρα είναι διάχυτη μια αίσθηση προσμονής. Νιώθω να με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός. Σε οκτώ ημέρες θα είναι η σειρά μας! Σε μια εβδομάδα από αύριο, όλος αυτός ο χώρος θα στολιστεί με λευκές μεταξωτές γιρλάντες και ανθοδέσμες. Όλοι οι φίλοι και όλη η οικογένειά μου θα περιμένουν με αγωνία. Ο σαλπιγκτής θα βρίσκεται στον εξώστη του ναού, εγώ θα φοράω το νυφικό μου και ο Μάγκνους θα στέκεται μπροστά στο Ιερό με το 63
επώνυμο γιλέκο του. Όλα αυτά γίνονται στ’ αλήθεια! Ήδη βλέπω την Ουάντα μέσα στην εκκλησία να περιεργάζεται κάποιο παλιό άγαλμα. Γυρίζει, με κοιτάζει κι εγώ πιέζω τον εαυτό μου να τη χαιρετήσει με αυτοπεποίθηση σαν να είναι όλα τέλεια, σαν να είμαστε οι καλύτερες φίλες, σαν να μην τους φοβάμαι καθόλου. Ο Μάγκνους έχει δίκιο, λέω στον εαυτό μου. Ήμουν υπερβολική. Τους άφησα να με επηρεάσουν. Το πιθανότερο είναι πως ανυπομονούν να με καλωσορίσουν στην οικογένειά τους. Στο κάτω-κάτω, τους κέρδισα όλους στο Σκραμπλ, σωστά; «Σκέψου». Πιάνω σφιχτά το μπράτσο του Μάγκνους. «Δε μένουν παρά λίγες ημέρες!» «Εμπρός;» Ο Μάγκνους απαντάει στο τηλέφωνο, το οποίο πρέπει να είναι στη δόνηση. «Ω, γεια σου, Νιλ». Τέλεια. Ο Νιλ είναι ο καλύτερος φοιτητής του Μάγκνους και 64
ετοιμάζει διατριβή για τα «Σύμβολα στο έργο των Coldplay». Θα κουβεντιάζουν ώρες. Ζητώντας συγγνώμη σιωπηλά, ο Μάγκνους
βγαίνει έξω από την εκκλησία. Θα περίμενε κανείς να έχει κλείσει το τηλέφωνό του. Εγώ το έκλεισα το δικό μου. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. «Γεια σας!» αναφωνώ στην Ουάντα που έρχεται προς το μέρος μου. «Χαίρομαι που σας βλέπω! Δεν είναι συναρπαστικό;» Δεν προτάσσω ακριβώς το χέρι μου με το δαχτυλίδι. Αλλά ούτε και το κρύβω. Το αφήνω σε μια ουδέτερη θέση. Πρόκειται για την Ελβετία των χεριών. «Πόπι!» Η Ουάντα πλησιάζει με τις γνωστές θεατρικές κινήσεις της το μάγουλό μου. «Αγαπητό μου κορίτσι. Θα μου επιτρέψεις τώρα να σου συστήσω τον Πολ. Μα πού πήγε; Πώς πάει το έγκαυμά σου, παρεμπιπτόντως;» Κοκαλώνω. Ο Πολ. Ο δερματολόγος. Σκατά. Τον είχα ξεχάσει το δερματολόγο. Πώς μπόρεσα να τον ξεχάσω; Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο ηλίθια; Είμαι τελικά μπούφος. Ηρέμησα τόσο πολύ που απέκτησα το ψεύτικο δαχτυλίδι, ώστε ξέχασα ότι υποτίθεται πως έχω τραυματιστεί θανάσιμα. «Έβγαλες τον επίδεσμο», παρατηρεί η Ουάντα. Καταπίνω. «Ναι. Τον έβγαλα. Επειδή... το χέρι μου είναι πολύ καλύτερα, ξέρετε. Πολ ύ καλύτερα». «Πάντοτε πρέπει να προσέχει κανείς πολύ, ακόμα και μ’ αυτούς τους μικροτραυματισμούς». Η Ουάντα με σπρώχνει προς την άλλη άκρη του διαδρόμου κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να προχωρήσω υπάκουα. «Ένας συνάδελφός μας στο Σικάγο μαχαίρωσε το δάχτυλο του ποδιού του και δεν το πρόσεξε και λίγο αργότερα βρέθηκε στο νοσοκομείο με γάγγραινα! Είπα στον Άντονι...» Η Ουάντα διακόπτει τον εαυτό της. «Να τη. Η αρραβωνιαστικιά. Η μνηστή. Η ασθενής». Ο Άντονι και ένας ηλικιωμένος κύριος που φοράει κόκκινη μπλούζα με V σταματούν να παρατηρούν έναν πίνακα που κρέμεται από έναν πέτρινο κίονα και στρέφουν την προσοχή τους σε εμένα.
«Πόπι», λέει ο Άντονι. «Επίτρεψε μου να σου συστήσω το γείτονά μας, τον Πολ ΜακΆντριου, έναν από τους πλέον διακεκριμένους καθηγητές δερματολογίας στη χώρα. Είναι μεγάλη τύχη που είναι ειδικευμένος στα εγκαύματα, έτσι δεν είναι;» «Τέλεια!» Η φωνή μου ακούγεται σαν νευρικό κρώξιμο και τα χέρια μου έχουν κρυφτεί πίσω από την πλάτη μου. «Όπως είπα, λοιπόν, το χέρι μου είναι πολ ύ καλύτερα...» «Ας ρίξουμε μια ματιά», λέει ο Πολ ο δερματολόγος με ανάλαφρο, ευγενικό τρόπο. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Μορφάζοντας από ντροπή, απλώνω αργά το αριστερό μου χέρι. Όλοι κοιτάζουν σιωπηλοί το απαλό, άσπιλο δέρμα μου. «Πού ακριβώς ήταν το έγκαυμα;» επιμένει ο γιατρός. «Μμμμ... εδώ». Δείχνω αόριστα τον αντίχειρά μου. «Ήταν έγκαυμα από καυτό νερό; Από τσιγάρο;» Έχει πιάσει το χέρι μου και το ψηλαφίζει με τον αέρα του ειδικού. «Όχι. Έγινε από... μμμ... καλοριφέρ». Καταπίνω. «Πονούσε πολύ». «Ολόκληρο το χέρι της ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους». Η Ουάντα φαίνεται σαστισμένη. «Έμοιαζε με θύμα πολέμου! Και ήταν μόλις χθες!» «Κατάλαβα». Ο γιατρός αφήνει το χέρι μου. «Πάντως, τώρα φαίνεται μια χαρά, έτσι; Πονάει; Έχει ευαισθησία;» Κουνάω βουβά το κεφάλι μου. «θα σου δώσω μια ενυδατική κρέμα», λέει ευγενικά. «Για την περίπτωση που επιστρέψουν τα συμπτώματα. Τ ι λες;» Βλέπω την Ουάντα και τον Άντονι να ανταλλάσσουν ματιές. Τέλεια. Σίγουρα, πιστεύουν ότι είμαι τελείως υποχόνδρια. Λοιπόν... Εντάξει. Καλά. Θα το υποστώ κι αυτό. Θα είμαι η υποχόνδρια της οικογένειας. Αυτό θα είναι ένα από τα χούγια μου. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Τουλάχιστον δεν αναφώνησαν, «Τ ι στην ευχή το έκανες το ανεκτίμητης αξίας δαχτυλίδι μας και τι είναι αυτό το σκουπίδι που φοράς;»
Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, η Ουάντα κοιτάζει πάλι το χέρι μου. «Το σμαραγδένιο δαχτυλίδι της μαμάς μου, βλέπεις, Άντονι;» Δείχνει το χέρι μου. «Ο Μάγκνους το έδωσε στην Πόπι όταν της έκανε πρόταση γάμου». Εντάξει. Αυτό σίγουρα δεν είναι της φαντασίας μου: η φωνή της έχει μια δηκτική χροιά. Και τώρα κοιτάζει τον Άντονι με μια ματιά όλο νόημα. Τ ι συμβαίνει; Ήθελε το δαχτυλίδι για τον εαυτό της; Δεν έπρεπε να το χαρίσει ο Μάγκνους; Νιώθω σαν να έχω μπλεχτεί σε κάποια παράδοξη οικογενειακή υπόθεση για την οποία δε γνωρίζω τίποτε και όλοι είναι υπερβολικά ευγενικοί για να τη θίξουν και ποτέ δε θα μάθω τι πραγματικά σκέφτονται. Από την άλλη, αν το δαχτυλίδι είναι τόσο μοναδικό, πώς και δεν πρόσεξε ότι είναι ψεύτικο; Είναι διαστροφή, το ξέρω, αλλά νιώθω λιγουλάκι απογοητευμένη από τους Τάβις που δεν το κατάλαβαν. Νομίζουν ότι είναι τόσο έξυπνοι και μετά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ένα ψεύτικο σμαράγδι. «Εκπληκτικό δαχτυλίδι αρραβώνων», λέει ευγενικά ο Πολ. «Δεν υπάρχει δεύτερο, είναι ολοφάνερο». «Βεβαίως!» επικροτώ.«Είναι αντίκα. Τελείως μοναδικό». «Α, Πόπι!» πετάγεται ξαφνικά ο Άντονι, ο οποίος περιεργαζόταν ένα άγαλμα εκεί κοντά. «Τ ώρα θυμήθηκα. Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι». Εμένα; «Α, μάλιστα», απαντώ έκπληκτη. «Θα ρωτούσα τον Μάγκνους, αλλά νομίζω ότι είναι περισσότερο ο δικός σου τομέας». «Ακούω». Μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο, περιμένω κάποια ερώτηση σχετική με το γάμο, όπως «Πόσες θα είναι οι παράνυφοι;» ή «Τ ι λουλούδια διάλεξες;» ή ακόμα «Ήταν έκπληξη η πρόταση γάμου του Μάγκνους;» «Ποια είναι η γνώμη σου για το νέο βιβλίο του ΜακΝτάουελ για τους Στωικούς;» Με κοιτάζει κατάματα με μάτια που λάμπουν. «Πώς σου φαίνεται σε σύγκριση με το βιβλίο του Ουίτακερ;»
Μένω αποσβολωμένη. Αδύνατον να αντιδράσω. Τ ι; Τ ι γνώμη έχω για τι; «Α, ναι!» Η Ουάντα κουνάει έντονα το κεφάλι της. «Η Πόπι είναι ειδήμων, θα έλεγα, στην ελληνική φιλοσοφία, Πολ. Μας εξέπληξε όλους στο Σκραμπλ με τη λέξη “επιστητό”, έτσι;» Δεν ξέρω πώς, αλλά καταφέρνω να παραμείνω χαμογελαστή. Επιστητό. Αυτή ήταν μια από τις λέξεις που μου έστειλε με μήνυμα ο Σαμ. Είχα πιει μερικά ποτήρια κρασί και ένιωθα μεγάλη αυτοπεποίθηση τότε. Θυμάμαι αμυδρά ότι τοποθέτησα τα πλακίδια και είπα ότι η ελληνική φιλοσοφία ήταν ένα από τα μεγάλα μου ενδιαφέροντα. Γιατί; Γιατί, γιατί, γιατί; Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο, αυτή είναι η στιγμή που θα πήγαινα στον εαυτό μου και θα του έλεγα, «Πόπι! Αρκετά!» «Ακριβώς!» Επιχειρώ να χαμογελάσω με άνεση. «Επιστητό! Τέλος πάντων, αναρωτιέμαι πού είναι ο εφημέριος...» «Διαβάζαμε το λογοτεχνικό περιοδικό TLS σήμερα το πρωί». Ο Άντονι αγνοεί την προσπάθειά μου ν’ αλλάξω θέμα. «Υπήρχε ένα άρθρο για το νέο βιβλίο του ΜακΝτάσυελ και σκεφτήκαμε ότι η Πόπι θα το κατέχει αυτό το αντικείμενο». Με κοιτάζει όλο προσδοκία. «Έχει δίκιο ο ΜακΝτάσυελ για τις αρετές του τέταρτου αιώνα;» Μέσα μου αφήνω ένα λυγμό. Γιατί στην ευχή προσποιήθηκα ότι είχα γνώσεις ελληνικής φιλοσοφίας; Τ ι σκεφτόμουν; «Δεν έχω διαβάσει ακόμα το βιβλίο του ΜακΝτάσυελ». Καθαρίζω το λαιμό μου. «Αν και εννοείται ότι περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τα βιβλία που σκοπεύω να διαβάσω». «Πιστεύω ότι ο Στωικισμός συχνά παρεξηγήθηκε ως φιλοσοφική σχολή. Σωστά, Πόπι;» «Βεβαίως», προσπαθώ να φαίνομαι όσο πιο πειστική γίνεται. «Τον παρεξήγησαν τελείως. Πάρα πολύ». «Οι Στωικοί δε στερούνταν συναισθημάτων, κατά την αντίληψή μου». Χειρονομεί σαν να κάνει διάλεξη σε τριακόσια άτομα. «Απλώς,
εκτιμούσαν την αξία της καρτερίας. Φαίνεται ότι έδειχναν τόση απάθεια στην εχθρότητα, ώστε οι επιτιθέμενοι αναρωτιόνταν αν ήταν από πέτρα». «Εξαιρετικό!» λέει ο Πολ γελώντας. «Τα λέω καλά, έτσι Πόπι;» Ο Άντονι γυρίζει προς εμένα. «Όταν οι Γαλάτες εισέβαλαν στη Ρώμη, οι ηλικιωμένοι συγκλητικοί κάθισαν στην Αγορά περιμένοντας ήρεμα. Οι επιτιθέμενοι εξεπλάγησαν τόσο από την απαθή στάση τους, που πίστεψαν ότι ήταν αγάλματα. Ένας Γαλάτης, μάλιστα, τράβηξε τη γενειάδα ενός συγκλητικού για να βεβαιωθεί». «Πολύ σωστά». Γνέφω με σιγουριά. «Απτό ακριβώς συνέβη». Όσο ο Άντονι συνεχίζει να μιλάει κι εγώ συνεχίζω να γνέφω, δεν κινδυνεύω. «Εκπληκτικό! Και τι έγινε μετά;» Ο Πολ γυρίζει όλο προσμονή προς το μέρος μου. Κοιτάζω τον Άντονι για την απάντηση αλλά και εκείνος περιμένει να απαντήσω εγώ. Το ίδιο και η Ουάντα. Τ ρεις εξέχοντες καθηγητές. Και οι τρεις περιμένουν να τους μιλήσω εγώ για την ελληνική φιλοσοφία. «Λοιπόν!» Κομπιάζω σαν να αναρωτιέμαι από που να αρχίσω. «Λοιπόν. Ήταν... ενδιαφέρον. Από πάρα πολλές πλευρές. Για τη φιλοσοφία. Και για την Ελλάδα. Και για την ιστορία. Και για την ανθρωπότητα. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην ελληνική... ιστορία». Σταματώ, ελπίζοντας πως κανένας δε θα έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν απάντησα τελικά στην ερώτηση. Ακολουθεί μια αινιγματική παύση. «Αλλά τι έγινε;» λέει η Ουάντα ελαφρώς ανυπόμονα. «Ω, φυσικά οι συγκλητικοί σφαγιάστηκαν», λέει ο Άντονι, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Όμως εκείνο που ήθελα να σε ρωτήσω, Πόπι, ήταν...» «Τ ι υπέροχος πίνακας!» φωνάζω απελπισμένα και δείχνω ένα έργο που κρέμεται σ’ έναν κίονα. «Κοιτάξτε εκεί!»
«Α, αυτό είναι όντως πολύ ενδιαφέρον κομμάτι». Γυρίζει για να ρίξει μια ματιά. Ο Άντονι έχει τόση περιέργεια για όλα, ώστε είναι πολύ εύκολο να αποσπάσει κανείς την προσοχή του. «Πρέπει να ελέγξω κάτι στο ημερολόγιό μου...» λέω βιαστικά. «Απλώς θα...» Τα πόδια μου τρέμουν ελαφρώς καθώς δραπετεύω στο πλησιέστερο στασίδι. Πρόκειται για καταστροφή. Τ ώρα θα πρέπει να προσποιούμαι πως είμαι ειδήμων στην ελληνική φιλοσοφία για την υπόλοιπη ζωή μου. Κάθε Χριστούγεννα και σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση θα πρέπει να έχω κάποια άποψη για την ελληνική φιλοσοφία. Για να μην αναφέρω ότι θα πρέπει να μπορώ να απαγγέλλω ποιήματα του Ρόμπερτ Μπερνς. Δεν έπρεπε να είχα κάνει ζαβολιά. Είναι το κάρμα. Αυτή είναι η τιμωρία μου. Τέλος πάντων, τώρα είναι αργά. Την έκανα τη ζαβολιά. Θα πρέπει να αρχίσω να κρατάω σημειώσεις. Βγάζω το τηλέφωνο απ’ την τσάντα μου, ανοίγω ένα νέο email και αρχίζω να πληκτρολογώ σημειώσεις για τον εαυτό μου. ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ Τ Ο ΓΑΜΟ 1. Να γίνω ειδήμων στην ελ λ ηνική φιλ οσοφία. 2. Να αποστηθίσω ποιήματα τον Ρόμπερτ Μπερνς. 3. Να μάθω μεγάλ ες λ έξεις για το Σκραμπλ . 4. Να μην ξεχάσω: είμαι ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑ. 5. Μοσχάρι στρογκανόφ. Να μάθω να μου αρέσει. 65
(Μέσω ύπνωσης;) Κοιτάζω τη λίστα για μερικά λεπτά. Εντάξει. Μπορώ να είμαι αυτό το πρόσωπο. Δε διαφέρει και τόσο από εμένα. «Φυσικά, ωστόσο, γνωρίζεις τις δικές μου απόψεις για την τέχνη στις εκκλησίες...» Η φωνή του Άντονι αντηχεί. «Είναι απολύτως σκανδαλ ώδης...» Ζαρώνω ώστε να βρίσκομαι εκτός του οπτικού τους πεδίου
προτού με παρασύρει κανείς στη συζήτηση. Όλοι γνωρίζουν τις απόψεις του Άντονι για την τέχνη στους ναούς, κυρίως επειδή είναι εμπνευστής μιας εθνικής εκστρατείας για τη μετατροπή των ναών σε γκαλερι και την απομάκρυνση όλων των εφημέριων. Πριν από μερικά χρόνια εμφανίστηκε στην τηλεόραση και είπε, «Θησαυροί σαν αυτούς δεν πρέπει να αφήνονται στα χέρια των Φιλισταιων». Το επανέλαβαν όλα τα Μέσα και έγινε μεγάλο θέμα και υπήρξαν τίτλοι του τύπου «Καθηγητής ανακηρύσσει τους κληρικούς Φιλισταίσυς» και «Καθηγητής υβρίζει ιερωμένους» (αυτό ήταν στην εφημερίδα 66
Sun). Μακάρι να μιλούσε πιο χαμηλόφωνα. Τ ι θα συμβεί αν τον ακούσει ο εφημέριος; Δε θα είναι και τόσο ευγενικό. Τ ώρα τον ακούω να βάλλει εναντίον της Λειτουργίας. «“ Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί”». Γελάει πνιχτά, σαρκαστικά. «Αγαπητοί, τίνος; Τ ων αστεριών και του σύμπαντος; Σοβαρά, έχει κανείς την απαίτηση να πιστέψουμε ότι υπάρχει κάποιο πανάγαθο ον εκεί πάνω, που μας αγαπάει; “ Ενώπιον του Θεού!” Άκου τι λέει, Ουάντα! Παραμύθια για αφελείς». Ξαφνικά βλέπω τον εφημέριο της εκκλησίας να μας πλησιάζει. Είναι προφανές από τη βλοσυρή του έκφραση ότι άκουσε τον Άντονι. Οχ! «Καλησπέρα, Πόπι». Πετάγομαι βιαστικά από το στασίδι μου. «Καλησπέρα, αιδεσιμότατε Φοξ! Πώς είστε; Λέγαμε απλώς... πόσο όμορφη δείχνει η εκκλησία». Χαμογελάω χωρίς να πείθω κανέναν. «Πράγματι», λέει παγερά. «Έχετε...» Καταπίνω. «Έχετε γνωρίσει τον μέλλοντα πεθερό μου; Ο καθηγητής Άντονι Τάβις». Ευτυχώς, ο Άντονι ανταλλάσσει ευγενική χειραψία με τον αιδεσιμότατο Φοξ, αλλά η ατμόσφαιρα εξακολουθεί να είναι τεταμένη. «Βλέπω ότι διαβάζετε, καθηγητή Τάβις», λέει ο αιδεσιμότατος
Φοξ, αφού έλεγξε ορισμένες άλλες λεπτομέρειες. «Από τη Βίβλο;» «Δε θα το ’λεγα». Ο Άντονι κοιτάζει με μάτια που σπιθίζουν τον εφημέριο. «Σωστά». Ο αιδεσιμότατος Φοξ χαμογελάει επιθετικά. «Δεν είναι “ του γούστου σας”, ας πούμε». Ω, Θεέ μου. Η εχθρότητα μεταξύ τους είναι τόσο έντονη που μπορεί κανείς να τη νιώσει στον αέρα. Μήπως να έλεγα κανένα αστείο, να ελαφρύνει το κλίμα; Ίσως όχι. «Και, Πόπι, θα σε παραδώσουν στο γαμπρό τα αδέλφια σου;» Ο αιδεσιμότατος Φοξ ελέγχει τις σημειώσεις του. «Ακριβώς. Ο Τόμπι και ο Τομ. Θα με συνοδεύσουν πλαισιώνοντας με». «Τα αδέλφια σου!» λέει όλο ενδιαφέρον ο Πολ. «Ωραία ιδέα. Και γιατί όχι ο πατέρας σου;» «Επειδή ο πατέρας μου έχει...» Διστάζω. «Ξέρετε, για την ακρίβεια, και οι δύο γονείς μου έχουν πεθάνει». Και όπως ακριβώς η νύχτα ακολουθεί την ημέρα, να τη. Η γεμάτη αμηχανία σιωπή. Κοιτάζω το πέτρινο πάτωμα μετρώντας τα δευτερόλεπτα, περιμένοντας να περάσει. Πόσες φορές προκάλεσα τη γεμάτη αμηχανία σιωπή τα τελευταία δέκα χρόνια; Πάντοτε συμβαίνουν τα ίδια. Κανείς δεν ξέρει πού να κοιτάξει. Κανείς δεν ξέρει τι να πει. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά κανείς δεν προσπαθεί να μ’ αγκαλιάσει. «Αγαπητό μου κορίτσι», λέει ο Πολ ταραγμένος. «Λυπάμαι τόσο πολύ...» «Δεν πειράζει!» Τον κόβω χαρωπά. «Αλήθεια. Ήταν ατύχημα. Πριν από δέκα χρόνια. Δεν το συζητώ. Δεν το σκέφτομαι. Όχι πια». Του χαμογελάω όσο πιο αποθαρρυντικά μπορώ. Δε θα κάνω αυτή τη συζήτηση. Ποτέ δεν την κάνω. Είναι όλα τακτοποιημένα στο μυαλό μου. Τα έχω βολέψει στη θέση τους. Σε κανέναν δεν αρέσει να ακούει ιστορίες για άσχημα πράγματα. Αυτή είναι η αλήθεια. Θυμάμαι μια φορά που ο καθηγητής μου στο
κολέγιο με ρώτησε αν είμαι καλά και αν ήθελα να το συζητήσω. Μόλις ξεκίνησα, είπε, «Δεν πρέπει να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, Πόπι!» μ’ αυτό το βιαστικό ύφος που σήμαινε, «Στην πραγματικότητα, δε θέλω να το ακούσω αυτό, σε παρακαλώ σταμάτα τώρα». Υπήρχε μια συμβουλευτική ομάδα. Αλλά δεν πήγα. Συνέπιπτε με την προπόνηση χόκεϊ. Τέλος πάντων, τι θα μπορούσα να συζητήσω; Οι γονείς μου πέθαναν. Η θεία και ο θείος μου μας ανέλαβαν. Τα ξαδέλφια μου είχαν ήδη μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι, έτσι υπήρχαν διαθέσιμα υπνοδωμάτια και τα σχετικά. Συνέβη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πω. «Όμορφο δαχτυλίδι αρραβώνων, Πόπι», λέει ο αιδεσιμότατος Φοξ και όλοι αρπάζουν την ευκαιρία. «Δεν είναι υπέροχο; Είναι αντίκα». «Είναι οικογενειακό κειμήλιο», συμπληρώνει η Ουάντα. «Πολύ ξεχωριστό». Ο Πολ χτυπάει ευγενικά το χέρι μου. «Απόλυτα μοναδικό». Η πόρτα του ναού ανοίγει και αντηχεί ένας μεταλλικός ήχος. «Λυπάμαι που άργησα», ακούγεται μια γνώριμη, διαπεραστική φωνή. «Η σημερινή μέρα ήταν απαίσια». Η Λουσίντα βηματίζει στο διάδρομο κρατώντας τσάντες γεμάτες μεταξωτά υφάσματα. Φοράει ένα άνετο μίνι μπεζ φόρεμα και έχει ένα ζευγάρι πελώρια γυαλιά ηλίου στο κεφάλι της, ενώ φαίνεται ενοχλημένη. «Αιδεσιμότατε Φοξ! Πήρατε το email μου;» «Ναι, Λουσίντα», αποκρίνεται ο αιδεσιμότατος Φοξ κουρασμένα. «Το πήρα. Φοβάμαι πως οι κίονες της εκκλησίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βαφτούν με σπρέι σε ασήμι χρώμα». Η Λουσίντα ακινητοποιείται επιτόπου και ένα τόπι από γκρι μεταξωτό ύφασμα αρχίζει να ξετυλίγεται κατά μήκος του διαδρόμου. «Όχι; Κι εγώ τι θα κάνω τώρα; Υποσχέθηκα στον ανθοπώλη ότι οι κίονες θα ήταν ασημένιοι!» Κάθεται βαριά σ’ ένα στασίδι εκεί κοντά αναστενάζοντας. «Αυτός ο παλιογάμος! Όλο κάτι πηγαίνει στραβά...»
«Μην ανησυχείς, Λουσίντα, γλυκιά μου», λέει η Ουάντα, σκύβοντας από πάνω της με τρυφερότητα. «Είμαι σίγουρη ότι κάνεις εκπλ ηκτική δουλειά. Πώς είναι η μητέρα σου;» «Ω, μια χαρά είναι. Όχι πως τη βλέπω και καθόλου, είμαι πνιγμένη στις υποχρεώσεις. Πού είναι η αναθεματισμένη η Κλέμενσι;» «Ξέρεις, έκλεισα τα αυτοκίνητα», λέω γρήγορα. «Αυτό τακτοποιήθηκε. Και τα κομφετί, και αναρωτιόμουν μήπως να παραγγείλω μερικές μπουτονιέρες για τις παρανύφους;» «Αν μπορείς», λέει λίγο δύστροπα. «Θα το εκτιμούσα». Σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει και μοιάζει σαν να με προσέχει για πρώτη φορά. «Ω, Πόπι. Υπάρχουν και καλά νέα. Έχω το δαχτυλίδι σου! Είχε πιαστεί στη φόδρα της τσάντας μου». Βγάζει το σμαραγδένιο δαχτυλίδι και το ακουμπάει στην ανοιχτή παλάμη της. Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Το αληθινό δαχτυλίδι. Το αληθινό, παλιό, ανεκτίμητο σμαραγδένιο δαχτυλίδι των αρραβώνων μου. Βρίσκεται εδώ, μπροστά στα μάτια μου. Πώς το... Τ ι στην ευχή... Δεν μπορώ να κοιτάξω κανέναν. Αλλά και πάλι, αντιλαμβάνομαι τα έκπληκτα βλέμματα γύρω μου, που διασταυρώνονται σαν ακτίνες λέιζερ και πέφτουν από το ψεύτικο δαχτυλίδι μου στο αληθινό και πάλι απ’ την αρχή. «Δεν καταλαβαίνω...» ψελλίζει ο Πολ. «Τ ι γίνεται, παιδιά;» Ο Μάγκνους έρχεται με μεγάλα βήματα από το διάδρομο, παρατηρώντας την εικόνα μπροστά του. «Είδατε κανένα πνεύμα; Ή μήπως το Άγιο Πνεύμα;» Γελάει με το αστείο του, αλλά κανένας άλλος δε συμμετέχει. «Αν αυτό είναι το δαχτυλίδι...» Η Ουάντα φαίνεται πως ξαναβρήκε τη φωνή της. «Τότε αυτό τι είναι;» Δείχνει το ψεύτικο δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου, το οποίο μοιάζει τώρα σαν δώρο από
πατατάκια. Ο λαιμός μου είναι τόσο σφιγμένος που μετά βίας ανασαίνω. Πρέπει να βρω κάποιον τρόπο να σώσω την κατάσταση. Πρέπει να βρω κάποιον τρόπο. Δ εν πρέπει να μάθουν ποτέ ότι έχασα το δαχτυλ ίδι. «Ναι! Το... περίμενα πως θα εκπλαγείτε!» Καταφέρνω να αρθρώσω μερικές λέξεις· καταφέρνω ακόμα και να χαμογελάσω. Νιώθω σαν να περπατώ σε μια γέφυρα, την οποία πρέπει να χτίσω η ίδια καθώς προχωρώ παίζοντας τα χαρτιά μου. «Στην πραγματικότητα. .. έφτιαξα ένα αντίγραφο!» Προσπαθώ να ακουστώ άνετη. «Επειδή δάνεισα το αληθινό στη Λουσίντα». Την κοιτάζω απελπισμένη, προσκαλώντας την να υποστηρίξει τα λεγόμενό μου. Ευτυχώς, φαίνεται πως έχει συνειδητοποιήσει την γκάφα που έκανε. «Ναι!» βιάζεται να συμπληρώσει. «Σωστά. Δανείστηκα το δαχτυλίδι για... για...» «...για σχεδιαστικούς λόγους». «Ναι! Σκεφτήκαμε ότι το δαχτυλίδι θα μπορούσε να μας δώσει ιδέες για...» «Κρίκους πετσέτας φαγητού», πετάω ξαφνικά. «Κρίκους πετσέτας φαγητού σε σμαραγδί χρώμα! Τους οποίους τελικά δεν επιλ έξαμε», προσθέτω προσεκτικά. Ακολουθεί παρατεταμένη σιωπή. Βρίσκω το κουράγιο να κοιτάξω γύρω μου. Το πρόσωπο της Ουάντα είναι έντονα συνοφρυωμένο. Ο Μάγκνους φαίνεται μπερδεμένος. Ο Πολ έχει κάνει ένα βήμα πίσω από τους υπόλοιπους σαν να θέλει να πει, «Εγώ δεν έχω σχέση μ’ αυτό». «Λοιπόν... σ’ ευχαριστώ πολύ». Παίρνω το δαχτυλίδι από τη Λουσίντα με χέρια που τρέμουν. «Θα... το φορέσω πάλι». Σωριάστηκα στην τελευταία σειρά και πιάνω σφιχτά το μπρούτζινο κιγκλίδωμα. Τα κατάφερα. Δόξα τω Θεώ. Καθώς, όμως, βγάζω βιαστικά το ψεύτικο δαχτυλίδι, το ρίχνω
στην τσάντα μου και φοράω το αληθινό, το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς. Πώς βρέθηκε το δαχτυλίδι στα χέρια της Λουσίντα; Τ ι έγινε με την κυρία Φέρφαξ; Τι στον κόρακα συμβαίνει; «Γιατί ακριβώς έφτιαξες αντίγραφο του δαχτυλιδιού, γλυκιά μου;» Ο Μάγκνους εξακολουθεί να είναι τελείως σαστισμένος. Τον κοιτάζω καλά-καλά, ενώ προσπαθώ απεγνωσμένα να σκεφτώ. Γιατί να μπω σε τόσο κόπο και έξοδα για να φτιάξω ένα ψεύτικο δαχτυλίδι; «Γιατί σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να έχω δύο», λέω με αδύναμη φωνή μετά από λίγο. Ω, Θεέ μου. Όχι. Λάθος. "Έπρεπε να πω, «Για τα ταξίδια». «"Ήθελες μόνο δαχτυλίδια;» Η Ουάντα μετά βίας μπορεί να αρθρώνει τις λέξεις. «Ελπίζω πως αυτή σου η επιθυμία, εκτός από το δαχτυλίδι σου, δε θα επεκταθεί και για το σύζυγό σου!» λέει ο Άντονι με καυστικό χιούμορ. «Ε, Μάγκνους;» «Χα, χα, χα!» γελάω δυνατά, μα ψεύτικα. «Χα, χα, χα! Πολύ καλό! Τέλος πάντων». Γυρίζω προς τον αιδεσιμότατο Φοξ, προσπαθώντας να κρύψω την απελπισία μου. «Συνεχίζουμε;» Μισή ώρα αργότερα τα πόδια μου τρέμουν ακόμα. Πρώτη φορά στη ζωή μου έφτασα τόσο κοντά στην πανωλεθρία. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι βέβαιη ότι η Ουάντα με πιστεύει. Συνέχεια μου ρίχνει καχύποπτες ματιές και με ρώτησε και πόσο κόστισε το αντίγραφο του δαχτυλιδιού και πού το έφτιαξα κι ένα σωρό ερωτήσεις που πραγματικά δεν ήθελα να απαντήσω. Τ ι νομίζει; "Ότι θα πουλούσα το αληθινό δαχτυλίδι ή κάτι τέτοιο; Παρ’ όλα αυτά, κάναμε πρόβα την πορεία μου προς το Ιερό και την έξοδό μας από την εκκλησία και αποφασίσαμε πού θα γονατίσουμε και θα υπογράψουμε στο ληξιαρχικό βιβλίο γάμου. Και τώρα ο εφημέριος πρότεινε να δούμε τους όρκους. Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να πω αυτές τις μαγικές λέξεις με τον Άντονι να στέκεται εκεί και να κάνει εξυπνακίστικα σχόλια και
να κοροϊδεύει κάθε φράση. Θα είναι διαφορετικά την ώρα του γάμου. Θα αναγκαστεί να σκάσει. «Μάγκνους», ψιθυρίζω, τραβώντας τον παράμερα. «Ας μην πούμε τους όρκους μας σήμερα. Δε θέλω να τους πω με τον πατέρα σου εδώ. Είναι πολύ ξεχωριστοί για να μας τους χαλάσει». «Εντάξει». Φαίνεται έκπληκτος. «Δε με πειράζει όπως κι αν γίνει». «Ας τους πούμε μία φορά. Εκείνη την ημέρα». Σφίγγω το χέρι του. «Την ημέρα που θα έχουν αληθινό νόημα». Άσχετα από τον Άντονι, συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να προετοιμάσω τη μεγάλη στιγμή. Δε θέλ ω να κάνω πρόβα. Γιατί έτσι θα χαθεί η μοναδικότητα της στιγμής. «Ναι, συμφωνώ». Ο Μάγκνους γνέφει. «Δηλαδή... τώρα έχουμε τελειώσει;» «Όχι, δεν έχουμε τελειώσει!» τσιρίζει η Λουσίντα εξοργισμένη. «Το αντίθετο, μάλιστα! Θέλω να ξαναβαδίσει η Πόπι προς το Ιερό. Πήγαινες πάρα πολύ γρήγορα σε σχέση με τη μουσική». «Εντάξει!» Σηκώνω τους ώμους και κατευθύνομαι προς την είσοδο της εκκλησίας. «Όργανο, παρακαλώ!» ξεφωνίζει η Λουσίντα. «Ό-ργα-νο! Από την αρχή! Να γλιστράς απαλ ά, Πόπι», με διατάζει καθώς περνώ από μπροστά της. «Πηγαίνεις πέρα-δώθε! Κλέμενσι, που είναι επιτέλους το τσάι;» Η Κλέμενσι έχει μόλις επιστρέψει από μια βιαστική επίσκεψη στα Costa και τη βλέπω με την άκρη του ματιού μου να ανοίγει βιαστικά φακελάκια ζάχαρης. «Θα σε βοηθήσω!» λέω και σταματώ να γλ ιστρώ. «Τ ι μπορώ να κάνω;» «Ευχαριστώ», ψιθυρίζει η Κλέμενσι. «Ο Άντονι θέλει τρεις κουταλιές ζάχαρη, το καπουτσίνο είναι του Μάγκνους, τα μπισκότα είναι για την Ουάντα...» «Που είναι το μάφιν μου με διπλή σοκολάτα και διπλή δόση κρέμας;» λέω συνοφρυωμένη και η Κλέμενσι αναπηδά.
«Δεν... Μπορώ να ξαναπάω...» «Αστείο!» της λέω. «Απλώς, αστειεύομαι!» Όσο περισσότερο καιρό εργάζεται η Κλέμενσι για τη Λουσιντα τόσο πιο αλαφιασμένη δείχνει. Πραγματικά, μπορεί να βλάψει την υγεία της. Η Λουσίντα παίρνει το τσάι της (με γάλα, χωρίς ζάχαρη) γνέφοντας αδιόρατα. Φαίνεται πάλι τελείως εκνευρισμένη και έχει απλώσει ένα πελώριο φύλλο χαρτί στα στασίδια. Έχει επάνω του τόσες επισημάνσεις και ορνιθοσκαλίσματα και αυτοκόλλητα Post it, που με εκπλήσσει το γεγονός ότι έχει καταφέρει να οργανώσει κάτι. «Ω, Θεέ μου, ω, Θεέ μου», λέει σιγανά. «Που είναι το αναθεματισμένο τηλέφωνο του ανθοπώλη;» Ψάχνει μέσα σ’ ένα βουνό χαρτιά, έπειτα πιάνει απελπισμένη τα μαλλιά της. «Κλέμενσι!» «Να το ψάξω στο Google;» της προτείνω. «Η Κλέμενσι θα το ψάξει στο Google. Κλ έμενσι!» Η καημένη η κοπέλα ξαφνιάζεται τόσο πολύ που χύνεται τσάι από ένα από τα φλιτζάνια που κρατάει. «Θα το πάρω εγώ αυτό», λέω βιαστικά και την απαλλάσσω από το δίσκο του Costa που έχει στα χέρια της. «Αν μπορούσες να το κάνεις αυτό, θα μας βοηθούσες πολ ύ». Η Λουσίντα ξεφυσά δυνατά. «Επειδή το ξέρεις ότι βρισκόμαστε όλοι εδώ για χάρη σου, Πόπι. Και ο γάμος απέχει μόνο μία εβδομάδα. Και έχουμε ακόμα ένα σωρό πράγματα να κάνουμε». «Το ξέρω». Νιώθω άβολα. «Μμμμ... συγγνώμη». Δεν έχω ιδέα πού έχουν πάει ο Μάγκνους και οι γονείς του, έτσι κατευθύνομαι προς το πίσω μέρος της εκκλησίας. Κρατάω τον γεμάτο φλιτζάνια δίσκο του Costa και προσπαθώ να περπατήσω γλιστρώντας, ενώ φαντάζομαι πως φοράω το πέπλο μου. «Είναι γελοίο!» Ακούω πρώτα την πνιχτή φωνή της Ουάντα. «Υπερβολ ικά γρήγορα». Ρίχνω μιαν αβέβαιη ματιά τριγύρω και γρήγορα συνειδητοποιώ ότι η φωνή έρχεται πίσω από μια βαριά, κλειστή ξύλινη πόρτα στο πλάι στο Ιερού. Πρέπει να βρίσκονται στο παρεκκλήσι.
«Όλοι γνωρίζουν... Στάση απέναντι στο γάμο...» Ο Μάγκνους μιλάει τώρα, αλλά η πόρτα είναι τόσο χοντρή που πιάνω μόνο σκόρπιες λέξεις. «...όχι για το γάμο αυτόν καθεαυτόν!» Η Ουάντα ξαφνικά υψώνει τη φωνή της. «...οι όνο σας! ...απλώς δεν μπορώ να καταλάβω...» «Απολ ύτως αποπροσανατολισμένος...» Η φωνή του Άντονι ακούγεται σαν φαγκότο που ξαφνικά βροντά. Έχω μαρμαρώσει δέκα μέτρα μακριά από την πόρτα, κρατώντας το δίσκο του Costa. Ξέρω ότι δεν πρέπει να κρυφακούω. Αλλά, αδύνατον να κρατηθώ. «...παραδέξου το Μάγκνους... είναι μεγάλο λάθος...» «...ακυρώσεις. Δεν είναι αργά. Καλύτερα τώρα, παρά να έχεις ένα δύσκολο διαζύγιο αργότερα...» Καταπίνω με δυσκολία. Τα χέρια μου τρέμουν γύρω από το δίσκο. Τ ι ακούω; Ποια λέξη είπαν, διαζύγιο; Μάλλον κάτι δεν ερμηνεύω σωστά, λέω στον εαυτό μου. Είναι απλώς μερικές σκόρπιες λέξεις... θα μπορούσαν να σημαίνουν οτιδήποτε... «Ε, λ οιπόν, εμείς θα παντρευτούμε ό,τι κι αν λ έτε! Και καλ ά θα κάνετε να το πάρετε απόφαση!» Η φωνή του Μάγκνους ξαφνικά δυναμώνει και ακούγεται ολοκάθαρα. Με διαπερνά ρίγος. Δύσκολα μπορεί κανείς να το ερμηνεύσει αυτό διαφορετικά. Ο Άντονι απαντάει κάτι που δεν ακούγεται καλά, έπειτα ο Μάγκνους φωνάζει πάλι «... θα καταλήξει σε καταστροφή!» Νιώθω να με κατακλύζει η αγάπη για τον Μάγκνους. Ακούγεται τόσο οργισμένος. Ένα λεπτό αργότερα, κάποιος πάει να ανοίξει την πόρτα κι εγώ αστραπιαία κάνω καμιά δεκαριά βήματα πίσω. Καθώς βγαίνει από το δωμάτιο, ξαναρχίζω να βαδίζω προς τα εμπρός, καταβάλλοντας προσπάθεια ώστε να δείχνω ήρεμη. «Μάγκνους, θέλεις λίγο τσάι;» Καταφέρνω να μιλήσω φυσιολογικά. «Είναι όλα καλά; Αναρωτιόμουν πού πήγες!»
«Μια χαρά». Μου χαμογελάει τρυφερά και αγκαλιάζει με το χέρι του τη μέση μου. Τ ίποτε δεν προδίδει ότι μόλις τώρα φώναζε στους γονείς του. Δεν είχα αντιληφθεί ότι ήταν τόσο καλός ηθοποιός. Θα ’πρεπε να ασχοληθεί με την πολιτική. «Ξέρεις, θα το πάω εγώ στους γονείς μου». Μου παίρνει γρήγορα το δίσκο. «Απλώς... εεε... θαυμάζουν τα έργα τέχνης», συνεχίζει. «Τέλεια!» καταφέρνω να χαμογελάσω, αλλά το σαγόνι μου τρέμει. Δε θαυμάζουν τα έργα τέχνης. Συζητάνε για το τι απαίσια επιλογή συζύγου έκανε ο γιος τους. Βάζουν στοίχημα ότι θα έχουμε πάρει διαζύγιο μέσα σ’ ένα χρόνο. Καθώς ο Μάγκνους βγαίνει πάλι από το παρεκκλήσι, παίρνω βαθιά ανάσα, νιώθοντας τα νεύρα μου χάλια. «Λοιπόν... τι γνώμη έχουν οι γονείς σου για όλα αυτά;» λέω όσο πιο ανάλαφρα μπορώ. «Θέλω να πω, ο πατέρας σου δεν πολυσυμπαθεί τις εκκλησίες, σωστά; Ούτε... ούτε... το γάμο, εξάλλου». Του έχω δώσει την τέλεια ατάκα για να μου μιλήσει. Ο δρόμος είναι ανοιχτός. Αλλά ο Μάγκνους απλώς ανασηκώνει μουτρωμένα τους ώμους. «Δεν έχουν πρόβλημα». Πίνω μερικές γουλιές από το τσάι μου. Κοιτάζω θλιμμένα το παλιό πέτρινο πάτωμα και πιέζω τον εαυτό μου να επιμείνει στο θέμα. Θα έπρεπε να τον αντικρούσω. Θα έπρεπε να πω, «Σας άκουσα που μαλώνατε μόλις τώρα». Θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσω στα ίσια. Αλλά... δεν μπορώ να το κάνω. Δεν έχω τα κότσια. Δε θέλω να ακούσω την αλήθεια ότι οι γονείς του πιστεύουν πως είμαι σκουπίδι. «Πρέπει να δω ένα email». Είναι της φαντασίας μου ή ο Μάγκνους αποφεύγει να με κοιτάξει κατάματα; «Κι εγώ». Απομακρύνομαι δυστυχισμένη από κοντά του και πηγαίνω να καθίσω μόνη μου σ’ ένα πλαϊνό στασίδι. Για μερικά
λεπτά απλώς κάθομαι με τους ώμους σκυφτούς, προσπαθώντας να αντισταθώ στην έντονη επιθυμία μου να κλάψω. Μετά, βρίσκω το τηλέφωνό μου και το ανοίγω. Καλά θα κάνω να δω τι γίνεται στον κόσμο. Δεν το έχω κοιτάξει εδώ και ώρες. Μόλις το ανοίγω, αναβοσβήνει και χτυπάει τόσες φορές που σχεδόν τρομάζω. Πόσα μηνύματα έχασα; Γράφω στα γρήγορα μήνυμα προς τον υπάλληλο του ξενοδοχείου Μπέροου για να τον ειδοποιήσω να σταματήσει την έρευνα για το δαχτυλίδι και να τον ευχαριστήσω για το χρόνο που διέθεσε. Κατόπιν στρέφω την προσοχή μου στα μηνύματα. Πρώτο βρίσκεται ένα μήνυμα από τον Σαμ, το οποίο έφτασε πριν από είκοσι λεπτά περίπου: Πηγαίνω στη Γερμανία για το Σαββατοκύριακο. Θα βρίσκομαι σε ορεινή περιοχή. Δε θα έχω σήμα για λίγο. Το όνομά του με κάνει να θέλω να μιλήσω σε κάποιον και του απαντάω: Γεια σου. Ακούγεται τέλειο. Γιατί στη Γερμανία; Δεν απαντάει, αλλά δε με νοιάζει. Και μόνο που πληκτρολογώ ηρεμώ. Μάπα το ψεύτικο δαχτυλίδι. Δεν πέτυχε. Με κατάλαβαν και τώρα οι γονείς του Μ. πιστεύουν πως είμαι λοξή. Προς στιγμήν αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε να του πω ότι η Λουσιντα είχε το δαχτυλίδι και να τον ρωτήσω τη γνώμη του. Αλλά... όχι. Είναι μεγάλο μπέρδεμα. Δε θα θέλει να αναμειχτεί. Στέλνω το μήνυμα έπειτα συνειδητοποιώ πως μπορεί να νομίζει πως του κάνω παράπονα. Γρήγορα γράφω τη συνέχεια: Σ’ ευχαριστώ, πάντως, για τη βοήθεια. Το εκτιμώ. Ίσως θα ’πρεπε να ρίξω μια ματιά στα εισερχόμενά του. Τα έχω αμελήσει. Υπάρχουν τόσο πολλά email με το ίδιο θέμα στην επικεφαλίδα, ώστε λοξοκοιτάζω την οθόνη σαστισμένη μέχρι που
καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Φυσικά. Έχουν ανταποκριθεί όλοι στην πρόσκλησή μου για παρουσίαση νέων ιδεών! Όλες αυτές είναι οι απαντήσεις τους! Για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα νιώθω ένα ψήγμα περηφάνιας για τον εαυτό μου. Αν ένα από αυτά τα άτομα έχει κάποια ριζοσπαστική ιδέα που θα φέρει επαναστατικές αλλαγές στην εταιρεία του Σαμ, τότε αυτό θα οφείλεται σ’ εμένα. Κάνω κλικ στο πρώτο μήνυμα γεμάτη ανυπομονησία. Αγαπητέ Σαμ, Πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε γιόγκα την ώρα του μεσημεριανού που θα χρηματοδοτεί η εταιρεία και υπάρχουν αρκετοί που συμφωνούν μαζί μου. Χαιρετισμούς, Σάλι Μπρίουερ Συνοφρυώνομαι αβέβαιη. Δεν είναι ακριβώς αυτό που περίμενα, αλλά υποθέτω πως η γιόγκα είναι μια καλή ιδέα. Εντάξει, πάμε στο επόμενο. Αγαπητέ Σαμ, Σ’ ευχαριστώ για το email. Ζήτησες να είμαστε ειλικρινείς. Εδώ στο τμήμα μας φημολογείται ότι η αποκαλούμενη άσκηση ιδεών δεν αποτελεί παρά ξεσκαρτάρισμα. Γιατί δεν είσαι εσύ ο ίδιος ειλικρινής, ώστε να μας πεις αν πρόκειται να απολυθούμε; Με ευγενικούς χαιρετισμούς, Τόνι Ανοιγοκλείνω έκπληκτη τα μάτια. Τ ι; Εντάξει, αυτή δεν είναι παρά μια ανόητη αντίδραση. Πρέπει να πρόκειται για παλαβό άτομο. Προχωρώ γρήγορα προς τα κάτω στο
επόμενο μήνυμα. Αγαπητέ Σαμ, Υπάρχει προϋπολογισμός γι’ αυτό το πρόγραμμα για «Νέες ιδέες» που ξεκίνησε; Ορισμένοι επικεφαλής ομάδων θέτουν το ερώτημα. Ευχαριστώ, Κρις Ντέιβις Άλλη μια ανόητη αντίδραση. Προϋπολ ογισμός; Ποιος χρειάζεται προϋπολογισμό για να βρει ιδέες; Σαμ, Τ ι σκατά συμβαίνει; Την επόμενη φορά που θα αποφασίσεις να ανακοινώσεις μια νέα πρωτοβουλία για το προσωπικό, θα κάνεις τον κόπο να συνεννοηθείς με τους υπόλοιπους διευθυντές; Μάλκομ Το επόμενο είναι ακόμα πιο σαφές: Σαμ, Τ ι συμβαίνει; Σ’ ευχαριστώ για την ενημέρωση. Με υποχρέωσες. Βικς Αρχίζω να νιώθω τύψεις. Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό πως θα μπορούσα να προκαλέσω στον Σαμ προβλήματα με τους συναδέλφους του. Σίγουρα, όμως, όλοι θα καταλάβουν τη θετική πτυχή της υπόθεσης μόλις αρχίσουν να διατυπώνονται οι νέες ιδέες, σωστά; Αγαπητέ Σαμ, Ακούγεται ότι θα διορίσεις έναν «Τσάρο ιδεών». Ίσως θυμάσαι ότι αυτή ήταν δική μου ιδέα, την
οποία ανέφερα σε κάποια σύσκεψη του τμήματος πριν από τρία χρόνια. Το βρίσκω υπέροχο που η πρωτοβουλία μου εκτιμήθηκε και ελπίζω πως όταν διορίσεις το αρμόδιο άτομο εγώ θα βρίσκομαι στην κορυφή της μικρής λίστας. Διαφορετικά, φοβάμαι πως θα χρειαστεί να απευθυνθώ σε ανώτερο επίπεδο. Χαιρετισμούς, Μάρτιν Τ ι; Ας δούμε ένα άλλο: Αγαπητέ Σαμ, Θα γίνει ειδική εκδήλωση παρουσίασης των ιδεών μας Θα μπορούσες να με ενημερώσεις για το χρονικό όριο μιας παρουσίασης με PowerPoint; Μπορούμε να εργαστούμε σε ομάδες Ευγενικούς χαιρετισμούς, Μάντι Ορίστε. Βλέπετε; Μια έξοχη, θετική αντίδραση. Ομαδική δουλειά! Παρουσιάσεις! Είναι φανταστικό! Αγαπητέ Σαμ, Συγγνώμη που σε ενοχλώ πάλι. Αν δε θέλουμε να εργαστούμε σε ομάδες τελικά, θα υπάρξουν κυρώσεις; Τσακώθηκα με την ομάδα μου, αλλά τώρα ξέρουν όλες τις ιδέες μου, πράγμα που είναι τελείως άδικο.
Για να ξέρεις, δική μου ήταν η ιδέα αναδόμησης του τμήματος μάρκετινγκ πρώτα. Όχι της Κάρολ. Χαιρετισμούς, Μάντι Εντάξει. Είναι προφανώς αναμενόμενο πως θα υπάρξουν και ορισμένες υπερβολές. Δεν πειράζει. Το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι θετικό... Αγαπητέ Σαμ, Λυπάμαι που το κάνω αυτό, αλλά θέλω να παραπονεθώ επίσημα για τη συμπεριφορά της Κάρολ Χάνρατι. Συμπεριφέρθηκε τελείως αντιεπαγγελματικά κατά την άσκηση για τις νέες ιδέες και υποχρεούμαι να πάρω άδεια την υπόλοιπη ημέρα λόγω της μεγάλης ταραχής μου. Και η Τ ζούντι έχει ταραχτεί ώστε να μπορέσει να εργαστεί την υπόλοιπη ημέρα και σκεφτόμαστε να επικοινωνήσουμε με το σωματείο μας. Χαιρετισμούς, Μάντι Τ ι; Τι; Αγαπητέ Σαμ, Με συγχωρείς για το μεγάλο email. Ζήτησες τις ιδέες μας. Από πού να αρχίσει κανείς; Εργάζομαι σ’ αυτή την εταιρεία
δεκαπέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο έχω νιώσει την απογοήτευση στο πετσί μου, μέχρι που οι νοητικές διαδικασίες του μυαλού μου... To email αυτού του τύπου έχει περίπου δεκαπέντε σελίδες έκταση. Τοποθετώ το τηλέφωνο στα πόδια μου απογοητευμένη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήρθαν τέτοιες απαντήσεις. Ποτέ μα ποτέ δε θέλησα να προκαλέσω τέτοια αναστάτωση. Γιατί είναι τόσο ηλ ίθιοι οι άνθρωποι; Γιατί πρέπει να μαλώνουν; Τ ι στην ευχή προκάλεσα; Διάβασα μόνο τα πρώτα email. Υπάρχουν ακόμα τριάντα περίπου. Αν τα προωθήσω όλα αυτά στον Σαμ και κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στη Γερμανία τα λάβει όλα μαζί... Ξαφνικά ακούω τη φωνή του: Τα μαζικά email είναι δουλ ειά του Σατανά. Κι εγώ έστειλα ένα τέτοιο email εκ μέρους του. Σ’ ολόκληρη την εταιρεία. Χωρίς να τον ρωτήσω. Θεέ μου. Πραγματικά εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Φαινόταν τόσο καλή ιδέα. Μα τι σκεφτόμουν, Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν μπορώ να του τα στείλω όλα αυτά μες στην καλή χαρά. Πρέπει πρώτα να του εξηγήσω. Να του πω τι προσπαθούσα να πετύχω. Το μυαλό μου παίρνει στροφές τώρα. Θέλω να πω, εκείνος βρίσκεται σ’ ένα αεροπλάνο. Δεν έχει σήμα. Και στο κάτω -κάτω είναι Παρασκευή βράδυ. Δεν υπάρχει λ όγος να του προωθήσω τίποτε. Ίσως να έχουν ηρεμήσει όλοι μέχρι τη Δευτέρα. Ναι. Το τηλέφωνο με ειδοποιεί για ένα νέο μήνυμα και τινάζομαι ξαφνιασμένη. Σύντομα απογειωνόμαστε. Υπάρχει κάτι που πρέπει να μου πεις Σαμ Κοιτάζω το τηλέφωνο, ενώ η καρδιά μου βαράει μανιασμένα. Υπάρχει λόγος να του μιλήσω γι’ αυτό τώρα; Θα ’πρεπε;
Όχι. Δε θα ’πρεπε. Όχι άμεσα. Καλό ταξίδι! Πόπι
8 Δεν ξέρω τι να κάνω με τον Άντονι και την Ουάντα και το «Συμβάν του Παρεκκλησιού», όπως το ονόμασα. Έτσι δεν έκανα τίποτε. Δεν είπα τίποτε. Το ξέρω ότι αποφεύγω το θέμα. Το ξέρω ότι αυτό δείχνει αδυναμία χαρακτήρα. Το ξέρω ότι πρέπει να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Αλλά με πολλή δυσκολία την αντέχω και δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτήν. Ειδικά στον Μάγκνους. Όλο το Σαββατοκύριακο τα κράτησα όλα μέσα μου. Δείπνησα με την οικογένεια Τάβις. Βγήκα για ποτό με τη Ρούμπι και την Αναλίζ. Γέλασα και συζήτησα και φώναξα και αστειεύτηκα και έκανα σεξ. Και συνεχώς ένιωθα τον ίδιο πόνο να σιγοκαίει στο στήθος μου. Τον έχω σχεδόν συνηθίσει. Αν μου είχαν μιλ ήσει, νομίζω πως θα ένιωθα καλύτερα. Θα μπορούσαμε να καβγαδίσουμε στα όρθια και θα τους έπειθα ότι αγαπώ τον Μάγκνους και ότι σκοπεύω να τον στηρίξω στη σταδιοδρομία του και ότι πράγματι διαθέτω εγκέφαλο. Αλλά δεν είπαν λέξη. Ήταν επιφανειακά γοητευτικοί και ευχάριστοι και ρωτούσαν όλο ευγένεια πώς πηγαίνει η αναζήτηση σπιτιού και μου πρόσφεραν ποτήρια κρασί. Γεγονός που χειροτερεύει τα πράγματα. Επιβεβαιώνει ότι είμαι παρείσακτη. Δε μου επιτρέπουν καν να συμμετάσχω στα κουτσομπολιά για το πόσο ακατάλληλη είναι αυτή η καινούργια φιλενάδα του Μάγκνους. Ούτε θα είχα καμία αντίρρηση αν ο Μάγκνους μισούσε τους
γονείς του και δεν ασπαζόταν τις απόψεις τους και απλώς τους ξεγράφαμε ως τρελάρες. Αλλά τους σέβεται. Τους συμπαθεί. Τα πηγαίνουν πολύ καλά. Συμφωνούν στα περισσότερα ζητήματα και όταν δε συμφωνούν αυτό γίνεται καλοδιάθετα και με πειράγματα. Σε όλες τις περιπτώσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τη δική μου. Δε θέλω να το σκέφτομαι πολλή ώρα διότι συγχύζομαι και με πιάνει πανικός, έτσι μου επιτρέπω να ανησυχώ μόνο λιγουλάκι κάθε φορά. Γι’ απόψε πήρα τη δόση μου. Κάθισα σ’ ένα Starbucks μετά τη δουλειά και αργοπίνοντας μια ζεστή σοκολάτα καταπλακώθηκα. Αυτή τη στιγμή, όμως, αν με βλέπατε δε θα καταλαβαίνατε τίποτε. Έχω φορέσει το καλύτερο μικρό μαύρο φόρεμά μου και ψηλοτάκουνα παπούτσια. Το μακιγιάζ μου είναι άψογο. Τα μάτια μου λάμπουν. (Δύο κοκτέιλ). Είδα φευγαλέα τον εαυτό μου στον καθρέφτη μόλις τώρα και μοιάζω με ξέγνοιαστη κοπέλα που φοράει το δαχτυλίδι των αρραβώνων της και πίνει κοσμοπόλιταν στο Σαβόι χωρίς να ανησυχεί για τίποτε. Και για να είμαι ειλικρινής, η διάθεσή μου είναι πολύ καλύτερη απ’ ό,τι προηγουμένως. Εν μέρει εξαιτίας των κοκτέιλ και εν μέρει επειδή είμαι τόσο ενθουσιασμένη που βρίσκομαι εδώ. Πρώτη φορά στη ζωή μου έρχομαι στο Σαβόι. Είναι εκπληκτικό! Το πάρτι γίνεται σε μια εντυπωσιακή αίθουσα με ξύλινη επένδυση και θεαματικούς πολυελαίους παντού και σερβιτόρους που μοιράζουν κοκτέιλ σε δίσκους. Μια ορχήστρα τζαζ παίζει μουσική και τριγύρω καλοντυμένοι προσκεκλημένοι συζητούν σε πηγαδάκια. Δίνονται πολλά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και χειραψίες και χάι φάιβ και όλοι φαίνονται ιδιαίτερα καλοδιάθετοι. Δε γνωρίζω κανέναν, αλλά χαίρομαι και μόνο που τους παρακολουθώ. Κάθε φορά που κάποιος προσέχει ότι στέκομαι μόνη μου και αρχίζει να με πλησιάζει, βγάζω το τηλέφωνο για να ελέγξω τα μηνύματά μου και τον υποχρεώνω να κάνει μεταβολή. Αυτό είναι το καλό με το κινητό τηλέφωνο. Είναι σαν να έχεις συνοδό.
Η Λουσίντα μου στέλνει συνεχώς γραπτά μηνύματα για να μου πει ότι βρίσκεται στο βόρειο Λονδίνο ψάχνοντας για μιαν άλλη ποιότητα γκρι μεταξωτού υφάσματος και μήπως έχω κάποια προτίμηση για την υφή; Ο Μάγκνους έστειλε μήνυμα από το Ουόργουικ για κάποιο ερευνητικό ταξίδι που ετοιμάζει μ’ έναν καθηγητή εκεί. Παράλληλα, έχω μια μακρά συζήτηση με τη Ρούμπι για το τυφλό ραντεβού που έχει βγει. Μόνο που είναι δύσκολο να γράφω μήνυμα και να κρατάω το κοκτέιλ μου ταυτόχρονα, έτσι τελικά ακουμπάω σ’ ένα κοντινό τραπέζι το κοσμοπόλιταν και στέλνω μερικές απαντήσεις: Είμαι σίγουρη ότι το γκρι μεταξωτό θα είναι μια χαρά. Σ’ ευχαριστώ πολύ πολύ!!! Φιλιά, Πόπι xxxxx Άλλο: Ακούγεται υπέροχο, μπορώ να έρθω κι εγώ; Π xxxx Άλλο: Δε νομίζω πως επειδή παρήγγειλε δύο μπριζόλες σημαίνει ότι είναι μυστήριος... μήπως κάνει κάποια δίαιτα;;; Πες μου τι θα γίνει! Π xxxxxx Υπάρχουν, επίσης, ατελείωτα email για τον Σαμ. Πολλά άτομα ακόμα απάντησαν στο αίτημα για νέες ιδέες. Πολλοί έστειλαν μακροσκελή συνημμένα και βιογραφικά. Υπάρχουν και μερικά βίντεο. Θα πρέπει να ήταν πολύ απασχολημένοι το Σαββατοκύριακο. Μορφάζω όταν το μάτι μου παίρνει ένα μήνυμα με τίτλο «1.001 ιδέες για την WGC -Μέρος 1ο» και αποστρέφω το βλέμμα μου. Είχα την ελπίδα πως το όλο θέμα θα ξεφούσκωνε κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου και ότι όλοι θα το ξεχνούσαν. Αλλά γύρω στις 8 σήμερα το πρωί, άρχισε μια χιονοστιβάδα από email και ακόμα δεν έχει σταματήσει. Εξακολουθούν να υπάρχουν οι φήμες πως όλο αυτό γίνεται για την επιλογή κάποιου υπαλλήλου για μια
θέση εργασίας. Υπάρχει έντονη διαφωνία σχετικά με το ποιο τμήμα είχε πρώτο την ιδέα επέκτασης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μάλκομ συνεχίζει να στέλνει εριστικά email, ρωτώντας ποιος ενέκρινε αυτή την πρωτοβουλία και γενικά γίνεται ένας χαμός. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν προσωπική ζωή; Κάθε φορά που το σκέφτομαι αρχίζω να τρέμω ελαφρώς. Έτσι κατέφυγα σε μια νέα τεχνική: έπαψα να το σκέφτομαι. Μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο. Και το ίδιο μπορεί να κάνει το νέο email της Ουίλοου προς τον Σαμ. Έχω καταλήξει τώρα στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να είναι μόνο πανέμορφη σαν σούπερ μοντέλο, αλλά και εκπληκτική στο κρεβάτι και άπιαστη στη δουλειά της, ώστε να εξισορροπείται ο απαίσιος χαρακτήρας της. Σήμερα του έστειλε ακόμα ένα μακρόσυρτο, κουραστικό μήνυμα, ζητώντας να της βρει ο Σαμ ένα προϊόν απολέπισης μιας συγκεκριμένης γερμανικής μάρκας όσο θα βρίσκεται εκεί, αλλά το πιθανότερο είναι πως δε θα μπει στον κόπο και πως αυτό κάνει πάντοτε, παρά τα νόστιμα πατέ που του έφερε εκείνη από τη Γαλλία, τα οποία την αηδιάζουν, αλλά του τα έφερε μολαταύτα, αλλά τέτοιος άνθρωπος είναι εκείνη και εκείνος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα από αυτό, αλλά θέλησε ΠΟΤ Ε να μάθει τίποτε από εκείνη; ΘΕΛΗΣΕ;;; Ειλικρινά, είναι ανυπόφορη. Ανεβαίνω προς το επάνω μέρος της ατελείωτης στοίβας από email, όταν ένα από αυτά τραβάει την προσοχή μου. Είναι από τον Άντριαν Φόστερ στο μάρκετινγκ. Αγαπητέ Σαμ, Σ’ ευχαριστώ που συμφώνησες να δώσεις εσύ στη Λίντσεϊ τα λουλούδια για τα γενέθλιά της τα έφεραν επιτέλους! Επειδή έλειπες σήμερα, τα άφησα στο γραφείο σου. Τα έβαλα σ’ ένα
βάζο με νερό για να διατηρηθούν φρέσκα. Χαιρετισμούς, Άντριαν Γ ια την ακρίβεια, δε συμφώνησε ο Σαμ να δώσει τα λουλούδια. Εγώ συμφώνησα εκ μέρους του Σαμ. Τ ώρα αρχίζω να αμφισβητώ ότι αυτό ήταν καλή ιδέα. Κι αν είναι τρομερά απασχολημένος αύριο; Κι αν τα πάρει στο κρανίο που θα χρειαστεί να διαθέσει χρόνο από τις ασχολίες του για να δώσει τα λουλούδια; Πώς θα μπορούσα να τον διευκολύνω; Διστάζω, για λίγο μόνο, έπειτα πληκτρολογώ στα γρήγορα ένα email στη Λιντσει. Γεια σου Λίντσεϊ, Θέλω να σου δώσω κάτι. Κάτι που θα σου αρέσει. Πέρασε από το γραφείο μου ό,τι ώρα θέλεις. Σαμ xxxxxx Πατάω Αποστολή χωρίς να το ξαναδιαβάσω και κατεβάζω μια γερή γουλιά κοσμοπόλιταν. Για είκοσι δευτερόλεπτα περίπου νιώθω χαλαρωμένη απολαμβάνοντας το ποτό μου, ενώ αναρωτιέμαι πότε θα εμφανιστούν τα καναπεδάκια. "Έπειτα, σαν να χτύπησε κάποιο ξυπνητήρι, αναπηδώ. Μισό λεπτό. "Έβαλα φιλάκια μετά το όνομα του Σαμ. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Ο κόσμος δε βάζει φιλάκια σε επαγγελματικά email. Γαμώτο. Βρίσκω το email και το ξαναδιαβάζω μορφάζοντας. Τα φιλάκια είναι κάτι που χρησιμοποιώ τόσο συχνά, που τα πρόσθεσα αυτόματα. Αλλά ο Σαμ ποτέ δε στέλνει φιλάκια. Ποτέ. Μήπως θα ’πρεπε να βρω κάποιον τρόπο να ακυρώσω τα φιλάκια; Αγαπητή Λίντσεϊ, διευκρινιστικά, δεν ήθελ α να προσθέσω φιλ άκια στο μήνυμα που μόλ ις έστειλ α...
Όχι. Απαίσιο. Θα πρέπει να τα αφήσω. Εξάλλου, το πιθανότερο είναι πως υπερβάλλω. Το πιθανότερο είναι πως δε θα τα προσέξει καν. Ω, Θεέ μου. Η Λίντσεϊ απάντησε ήδη. Γρήγορη ήταν. Κάνω κλικ για να ανοίξει και το κοιτάζω καλά-καλά. Τα λέμε τότε, Σαμ. Λίντσεϊ xx Δυο φιλιά κι ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Είναι φυσιολογικό αυτό; Το παρατηρώ για λίγο, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως η απάντηση είναι καταφατική. Ναι. Ναι, νομίζω πως είναι φυσιολογικό. Οπωσδήποτε θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό. Απλώς, φιλική αλληλογραφία στο γραφείο. Βάζω το τηλέφωνο στην τσάντα μου, τελειώνω το ποτό μου και κοιτάζω τριγύρω για το επόμενο. Λίγα μέτρα πιο πέρα στέκεται μια σερβιτόρα και αρχίζω να ανοίγω δρόμο μέσα από τα πλήθη. «...πολιτική ήταν ιδέα του Σαμ Ρόξτον;» Η φωνή ενός άντρα τραβάει την προσοχή μου. «Αυτό είναι γελ οίο». «Ξέρεις τον Σαμ...» Κοκαλώνω επιτόπου, προσποιούμενη πως ελέγχω κάποιο μήνυμα στο κινητό μου. Μια παρέα από κουστουμαρισμένους άντρες έχει σταματήσει κοντά μου. Είναι όλοι νεότεροι από τον Σαμ και πολύ καλοντυμένοι. Πρέπει να είναι συνάδελφοι του. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να ταιριάξω τα πρόσωπα στα email. Στοιχηματίζω ότι εκείνος με τη σταρένια επιδερμίδα είναι ο Τ ζάοτιν Κόουλ, που έστειλε μαζικό email λέγοντας σ’ όλους ότι το κάζουαλ ντύσιμο ήταν υποχρεωτικό τις Παρασκευές και μήπως θα μπορούσαν να το ακολουθούν όλοι με στιλ; Μοιάζει με την αστυνομία μόδας έτσι που είναι ντυμένος με μαύρο κοστούμι και λεπτή γραβάτα. «Είναι εδώ;» ρωτάει ένας ξανθός. «Δεν τον έχω δει», απαντάει ο τύπος με τη σταρένια επιδερμίδα,
67
ενώ κατεβάζει ένα σφηνάκι. «Τον παπάρα». Το κεφάλι μου τινάζεται όλο έκπληξη. Ε, λοιπόν, αυτό δεν ήταν και τόσο ευγενικό. Το τηλέφωνό μου αναβοσβήνει επειδή έφτασε κάποιο μήνυμα και κάνω κλικ επάνω του ευτυχής που υπάρχει κάτι για να απασχολήσω τα δάχτυλά μου. Η Ρούμπι μου έστειλε μια φωτογραφία με τα καστανά μαλλιά κάποιου μαζί με το μήνυμα: Αυτό είναι περουκίνι; Αδύνατον να συγκρατήσω ένα γελάκι. Με κάποιον τρόπο κατάφερε να φωτογραφήσει από πίσω το κεφάλι του συνοδού της. Πώς το κατάφερε; Εκείνος δεν πήρε είδηση τίποτε; Κοιτάζω τη φωτογραφία με μισόκλειστα μάτια. Αυτά τα μαλλιά εμένα μου φαίνονται φυσικά. Εξάλλου, δεν έχω ιδέα γιατί η Ρούμπι έχει μανία με τα περουκίνι. Μάλλον εξαιτίας εκείνου του τυφλού ραντεβού που κατέληξε σε καταστροφή πέρυσι, όταν ο τύπος 68
αποδείχθηκε πως ήταν πενήντα εννέα αντί για τριάντα εννέα ετών. Δε νομίζω. Μια χαρά φαίνονται τα μαλλιά του! xxxxxx Σηκώνω το κεφάλι μου και διαπιστώνω ότι οι άντρες που μιλούσαν έχουν απομακρυνθεί μέσα στο πλήθος. Να πάρει. Η συζήτηση αυτή μου κίνησε το ενδιαφέρον. Παίρνω ένα κοσμοπόλιταν ακόμα και μερικά νοστιμότατα ρολάκια σούσι (ήδη η αποψινή βραδιά θα μου είχε στοιχίσει πενήντα λίρες, αν πλήρωνα εγώ) και ετοιμάζομαι να πλησιάσω την ορχήστρα τζαζ, όταν ακούω τον σφυριχτό ήχο ενός μικροφώνου που ενεργοποιείται. Γυρίζω και αντιλαμβάνομαι ότι ο ήχος ήρθε από ένα μικρό πόντιουμ περίπου πέντε μέτρα μακρύτερα, το οποίο δεν είχα προσέξει. Μια ξανθή κοπέλα με μαύρο κοστούμι χτυπάει το μικρόφωνο και λέει, «Κυρίες και κύριοι. Θα μπορούσα να έχω την προσοχή σας;» Ένα λεπτό αργότερα, λέει πιο δυνατά. «Παιδιά! Είναι η ώρα για τις ομιλίες! Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσουμε τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε, εντάξει;»
Όλοι γελούν και το πλήθος αρχίζει να μετακινείται προς εκείνο το τμήμα της αίθουσας. Με σπρώχνουν κατευθείαν προς το πόντιουμ, όπου πραγματικά δε θέλω να βρεθώ αλλά δεν έχω άλλη επιλογή. «Λοιπόν, εδώ είμαστε!» Η ξανθή γυναίκα ανοίγει τα χέρια της. «Καλωσορίσατε στον εορτασμό της συγχώνευσης της Johnson Ellison με την υπέροχη Greene Retail. Πρόκειται για το γάμο μυαλών και ψυχών, καθώς και εταιρειών, και θέλουμε να ευχαριστήσουμε πολύ, πολ ύ κόσμο. Ο Διευθυντής Μάρκετινγκ, Πάτρικ Γκόουαν, είχε την έμπνευση, η οποία μας έφερε σήμερα εδώ. Πάτρικ, ανέβα επάνω!» Ένας τύπος με μούσι και ανοιχτόχρωμο κοστούμι πλησιάζει στο πόντιουμ χαμογελώντας σεμνά και κουνώντας το κεφάλι του και όλοι αρχίζουν να χειροκροτούν, κι εγώ μαζί τους. «Κιθ Μπάρνλει... τι να πω; Εκείνος μας ενέπνευσε όλους». Το πρόβλημα με το να στέκεσαι στην πρώτη σειρά του πλήθους είναι ότι νιώθεις πραγματικά εκτεθειμένος. Προσπαθώ να ακούω προσεκτικά και να δείχνω ενδιαφέρον, αλλά κανένα από τα ονόματα αυτά δε σημαίνει τίποτε για εμένα. Ίσως θα έπρεπε να είχα προετοιμαστεί προηγουμένως. Στα κρυφά βγάζω το τηλέφωνό μου και αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να βρω διακριτικά το email για τη συγχώνευση. «Και ξέρω ότι βρίσκεται κάπου εδώ...» Κοιτάζει τριγύρω, σκιάζοντας με την παλάμη τα μάτια της. «Προσπάθησε να τη γλιτώσει και να μην έρθει απόψε, αλλά δεν ήταν δυνατόν να μη βρίσκεται αυτοπροσώπως εδώ ο κύριος White Globe Consulting, ο κύριος Σαμ Ρόξτον!» Σηκώνω το κεφάλι κατάπληκτη. Όχι. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να είναι... Γαμώτο. Νέος γύρος χειροκροτημάτων καθώς ο Σαμ ανεβαίνει με γοργά βήματα στο πόντιουμ, ελαφρώς συνοφρυωμένος μέσα στο σκούρο κοστούμι του. Είμαι τόσο έκπληκτη ώστε έχω μείνει στήλη άλατος.
Ήταν στη Γερμανία. Δε θα ερχόταν απόψε. Τ ι κάνει εδώ; Από τον τρόπο που συσπάται το πρόσωπό του από έκπληξη μόλις με βλέπει, υποθέτω πως αναρωτιέται το ίδιο πράγμα. Την πάτησα για τα καλά. Γιατί πίστεψα πως θα μπορούσα να τη βγάλω καθαρή, τρυπώνοντας σ’ ένα τέτοιο πολυτελές πάρτι; Το πρόσωπό μου φλέγεται από ντροπή. Προσπαθώ γρήγορα να αποσυρθώ, αλλά η θάλασσα των ανθρώπων πίσω μου είναι απροσπέλαστη, έτσι μένω να τον κοιτάζω βουβή. «...όταν ο Σαμ βρίσκεται στην αίθουσα, ξέρεις ότι θα ληφθεί κάποια απόφαση», λέει η ξανθή γυναίκα. «Είτε είναι η απόφαση που θέλεις... ε, Τσαρλς;» Όλο το δωμάτιο γελάει και σπεύδω να γελάσω κι εγώ με ψεύτικο κέφι. Είναι σαφές ότι πρόκειται για γνωστό εσωτερικό αστείο, πράγμα το οποίο θα γνώριζα αν δεν είχα τρυπώσει στη ζούλα. Ο τύπος δίπλα μου γυρίζει και αναφωνεί, «Το παρατραβάει τώρα λίγο!» και ακούω τον εαυτό μου να απαντάει, «Το ξέρω, το ξέρω!» και να γελάει ψεύτικα. «Πράγμα που με φέρνει σε ακόμα έναν βασικό συντελεστή...» Ο Σαμ δεν κοιτάζει τώρα προς το μέρος μου. Ευτυχώς, δηλαδή. Η κατάσταση είναι ήδη αρκετά ανυπόφορη. «Ας ακούσουμε την Τ ζέσικα Γκάρετ!» Την ώρα που μια κοπέλα ντυμένη στα κόκκινα ανεβαίνει στο πόντιουμ, ο Σαμ βγάζει από την τσέπη του το κινητό και πληκτρολογεί διακριτικά. Αμέσως φτάνει ένα μήνυμα στο τηλέφωνό μου. Γιατί γελούσες; Νιώθω τόση ντροπή. Πρέπει να ξέρει ότι απλώς προσπαθούσα να μην ξεχωρίζω απ’ τους υπόλοιπους. Με πειράζει επίτηδες. Ε, λοιπόν, δεν πρόκειται να τσιμπήσω. Ήταν καλό αστείο. Παρατηρώ τον Σαμ καθώς κοιτάζει το τηλέφωνό του πάλι. Το πρόσωπό του συσπάται ανεπαίσθητα, αλλά ξέρω ότι έλαβε το μήνυμα. Πληκτρολογεί πάλι για λίγο έπειτα από μια στιγμή το
τηλέφωνό μου με ειδοποιεί. Δεν ήξερα ότι η πρόσκλησή μου έγραφε και το όνομά σου. Σηκώνω έντρομη το βλέμμα μου. Προσπαθώ να διακρίνω την έκφρασή του, αλλά και πάλι κοιτάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση με πρόσωπο απαθές. Σκέφτομαι για λίγο και μετά γράφω: Απλώς πέρασα για να πάρω την τσάντα με τα δωράκια σου. Είναι μέρος των υπηρεσιών που προσφέρω. Δε χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Πληκτρολογεί: Και να πιεις το κοκτέιλ μου, βλέπω. Τ ώρα έχει καρφώσει το βλέμμα του στο κοσμοπόλιταν που κρατάω. Σηκώνει τα φρύδια του και πιέζω τον εαυτό μου να μη γελάσει. Σκόπευα, προφανώς, να σου το φυλάξω σε μεταλλικό φλασκί. Απαντά: Προφανώς. Μόνο που το δικό μου είναι Μανχάταν. Απαντώ: Α, μάλιστα, τώρα ξέρω. Θα πετάξω τα σφηνάκια τεκίλας που σου είχα κρατήσει. Μόλις διαβάζει αυτό το τελευταίο μήνυμα, ο Σαμ σηκώνει το κεφάλι και μου χαμογελάει απρόσμενα. Χωρίς να το θέλω του ανταποδίδω το χαμόγελο και μου κόβεται ελαφρώς η ανάσα. Πραγματικά κάτι μου κάνει το χαμόγελό του. Με αναστατώνει. Με... Τέλος πάντων. Συγκεντρώσου στην ομιλία. «...και τέλος, να περάσετε υπέροχα απόψε! Σας ευχαριστώ όλους!» Οι παριστάμενοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα κι εγώ προσπαθώ να βρω οδό διαφυγής, αλλά αδυνατώ. Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα, ο
Σαμ έχει κατέβει από το πόντιουμ και στέκεται μπροστά μου. Πασχίζω να κρύψω πόσο άβολα νιώθω. «Εεε... γεια. Δεν περίμενα να σε δω εδώ!» Δεν αντιδρά, απλώς με κοιτάζει απορημένα. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να το σώσω. «Εντάξει, λυπάμαι», λέω βιαστικά. «Το ξέρω πως δε θα ’πρεπε να είμαι εδώ, απλώς δεν έχω ξανάρθει στο Σαβόι και μου φάνηκε πως θα ήταν υπέροχα κι εσύ δεν ήθελες να έρθεις και...» σταματώ καθώς σηκώνει το χέρι του, ενώ η έκφρασή του δείχνει πως το διασκεδάζει. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. 'Έπρεπε να μου το είχες πει ότι ήθελες να έρθεις. Θα είχα ζητήσει να σε βάλουν στη λίστα». Μου έκοψε τον αέρα. «Δηλαδή... ευχαριστώ. Περνάω πολύ ωραία». «Χαίρομαι». Παίρνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί από το δίσκο του σερβιτόρου που περνάει. «Ξέρεις τι;» Κάνει μια παύση σκεφτικός, ενώ κρατάει το ποτήρι με τα δύο χέρια. «Θέλω να πω κάτι, Πόπι Ουάιατ. Έπρεπε να το έχω ήδη πει. Και αυτό είναι “ Σε ευχαριστώ”. Με βοήθησες πάρα πολύ τις τελευταίες ημέρες». «Εντάξει. Κανένα πρόβλημα». Κάνω βιαστικά μια κίνηση απόρριψης, αλλά εκείνος επιμένει. «Όχι, άκουσέ με, θέλω να σου πω κάτι. Ξέρω ότι αρχικά εγώ σου έκανα χάρη αλλά στο τέλος μου έκανες κι εσύ χάρη. Δεν είχα σωστή υποστήριξη από την ιδιαιτέρα γραμματέα μου στη δουλειά. Εσύ έκανες εξαιρετική δουλειά, ενημερώνοντάς με για όλα. Το εκτιμώ». «Ειλικρινά, δεν έκανα τίποτε!» λέω, νιώθοντας άβολα. «Μην αρνείσαι τη συνεισφορά σου!» Γελάει, μετά βγάζει το σακάκι του και χαλαρώνει τη γραβάτα του. «Χριστέ μου, τι κουραστική ημέρα». Ρίχνει το σακάκι του στον ώμο και πίνει μια μεγάλη γουλιά κρασί. «Λοιπόν, δεν έγινε τίποτε σήμερα; Τα ερτζιανά σιώπησαν τελείως». Μου στέλνει ακόμα ένα από εκείνα τα ακαταμάχητα χαμόγελα. «Ή μήπως όλα τα email μου πηγαίνουν στην Τ ζέιν τώρα;»
Στο τηλέφωνό μου υπάρχουν 243 email για εκείνον. Και εξακολουθούν να έρχονται κι άλλα. «Ξέρεις...» Πίνω μια μεγάλη γουλιά κοσμοπόλιταν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κερδίσω χρόνο. «Όλως περιέργως όντως έχεις μερικά μηνύματα. Σκέφτηκα να μη σε ενοχλήσω όσο βρισκόσουν στη Γερμανία». «Έτσι ε;» Δείχνει ενδιαφέρον. «Τ ι αφορούν;» «Μμμμ... διάφορα. Ή μήπως θα προτιμούσες να περιμένεις ως αύριο;» Κάνω μιαν απέλπιδα προσπάθεια. «Όχι, πες μου τώρα». Τ ρίβω τη μύτη μου. Από πού να αρχίσω; «Σαμ! Εδώ είσαι!» Ένας λεπτός τύπος με γυαλιά πλησιάζει. Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα μάτια του και κρατάει ένα μεγάλο μαύρο ντοσιέ στα χέρια του. «Είπαν πως δε θα ερχόσουν απόψε». «Δε θα ερχόμουν», λέει ξερά ο Σαμ. «Τέλεια. Τέλεια!» Ο λεπτός τύπος τινάζεται από νευρικότητα. «Λοιπόν, τα έφερα αυτά μαζί μου για την περίπτωση που ερχόσουν». Δίνει το ντοσιέ στον Σαμ, ο οποίος το παίρνει σαστισμένος. «Αν έχεις λίγο χρόνο απόψε, θα μείνω ως τις δύο ή ως τις τρεις, αλλά μπορούμε να τα πούμε και μέσω Skype από το σπίτι... Ορισμένα από αυτά είναι ελ αφρώς ριζοσπαστικά, αλλά... Τέλος πάντων! Νομίζω πως αυτό που κάνεις είναι εξαιρετικό. Κι αν πράγματι όλο αυτό γίνεται για μια θέση στην εταιρεία... μπορείς να με υπολογίζεις. Μάλιστα. Λοιπόν... δε θα σε απασχολήσω άλλο. Ευχαριστώ, Σαμ!» Χάνεται πάλι γρήγορα μέσα στο πλήθος. Για μια στιγμή κανένας απ’ τους δυο μας δε λέει κουβέντα. Ο Σαμ επειδή φαίνεται κατάπληκτος κι εγώ επειδή προσπαθώ να βρω τι να πω. «Τ ι εννοούσε;» ρωτάει τελικά ο Σαμ. «Έχεις ιδέα; Συμβαίνει κάτι και το έχω χάσει;» Περνώ τη γλώσσα μου πάνω από τα στεγνά χείλη μου νευρικά. «Είναι κάτι για το οποίο σκόπευα να σου μιλήσω». Γελάω τσιριχτά. «Είναι αστείο, για την ακρίβεια, αν το δει κανείς έτσι...»
«Σαμ!» Μια μεγαλόσωμη γυναίκα με δυνατή φωνή με διακόπτει. «Χαίρομαι τόσο πολ ύ που θα συμμετάσχεις στο “ Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε”!» Θεούλη μου. Αυτή θα είναι η Ρέιτσελ. «Στο “ Τ ρέχουμε και διασκεδάζουμε”;» Επαναλαμβάνει τις λέξεις σαν να του προκαλούν φρίκη. «Όχι. Λυπάμαι, Ρέιτσελ. Δε συμμετέχω σε αγώνες δρόμου. Ευχαρίστως να συνεισφέρω οικονομικά, ας τρέξουν οι άλλοι όμως, θα είναι καλό για την υγεία τους...» «Αλλά το email σου;!» Τον κοιτάζει περίεργα. «Ενθουσιαστήκαμε που θα πάρεις μέρος! Κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει! Φέτος θα τρέξουμε όλοι με στολές υπερηρώων», προσθέτει γεμάτη ενθουσιασμό. «Σου κράτησα μια στολή Σούπερμαν». «Email;» Ο Σαμ μοιάζει μπερδεμένος. «Ποιο email;» «Εκείνο το γλυκύτατο email που έστειλες! Την Παρασκευή δεν ήταν; Ω, και να ’σαι καλ ά για την ηλεκτρονική κάρτα που έστειλες στην Κλόι». Η Ρέιτσελ χαμηλώνει τη φωνή της και αγγίζει απαλά το χέρι του Σαμ. «Συγκινήθηκε τόσο πολύ. Οι περισσότεροι διευθυντές δε θα έδιναν δεκάρα αν είχε πεθάνει ο σκύλος μιας υπαλλήλου, αλλά εσύ έστειλες μια τόσο υπέροχη ηλεκτρονική κάρτα με συλλυπητήρια και ένα ποίημα και τα σχετικά.. .» Ανοίγει διάπλατα τα μάτια της. «Λοιπόν. Έχουμε μείνει όλοι κατάπληκτοι, να σου πω την αλήθεια!» Το πρόσωπό μου φλέγεται όλο και περισσότερο. Την είχα ξεχάσει την ηλεκτρονική κάρτα. «Μια ηλεκτρονική κάρτα συλλυπητηρίων για ένα σκύλο», λέει τελικά ο Σαμ με παράξενη φωνή. «Ναι, ακόμα κι εγώ έχω μείνει κατάπληκτος με τον εαυτό μου». Με κοιτάζει κατάματα. Και η έκφρασή του δεν είναι η φιλικότερη που έχει υπάρξει ποτέ. Στην πραγματικότητα, μου ’ρχεται να οπισθοχωρήσω, μόνο που δεν έχω πού να πάω. «Ω, Λούλου!» Η Ρέιτσελ ξαφνικά χαιρετάει κάποιον στην άλλη άκρη της αίθουσας. «Με συγχωρείς, Σαμ...» Αποχωρεί, σπρώχνοντας
το πλήθος για να περάσει και αφήνοντάς μας μόνους. Ακολουθεί σιωπή. Με ζυγίζει με το βλέμμα ανέκφραστο. Συνειδητοποιώ ότι περιμένει να ξεκινήσω εγώ. «Σκέφτηκα...» καταπίνω με δυσκολία. «Ναι;» Η φωνή του είναι κοφτή και σκληρή. «Σκέφτηκα πως ίσως να σου άρεσε να συμμετάσχεις σ’ έναν φιλικό αγώνα δρόμου». «Αυτό σκέφτηκες». «Ναι. Αυτό σκέφτηκα». Η φωνή μου είναι λίγο βραχνή από νευρικότητα. «Θέλω να πω... έχει πλάκα. Έτσι σκέφτηκα να απαντήσω. Για να σου εξοικονομήσω λίγο χρόνο». «Έγραψες ένα email και υπέγραψες με το όνομά μου;» Ακούγεται εξαγριωμένος. «Προσπαθούσα να βοηθήσω! Το ξέρω ότι δεν έχεις χρόνο και σε ρωτούσαν συνέχεια και σκέφτηκα...» «Και την ηλεκτρονική κάρτα εσύ την έστειλες υποθέτω». Κλείνει για λίγο τα μάτια του. «Χριστέ μου. Μήπως υπάρχει κάτι άλ λ ο στο οποίο ανακατεύτηκες;» Θέλω να θάψω το κεφάλι μου στην άμμο σαν τη στρουθοκάμηλο. Αλλά δεν μπορώ. Πρέπει να του το πω, προτού τον πλησιάσει κάποιος άλλος. «Εντάξει, είχα μια... μια άλλη ιδέα», λέω με φωνή που μόλις ακούγεται. «Μόνο που όλοι το παράκαναν και τώρα όλοι στέλνουν email σχετικά μ’ αυτό και πιστεύουν πως αφορά και μια θέση στην εταιρεία...» «Μία θέση;» Με καρφώνει με το βλέμμα του. «Τ ι είναι αυτά που λες;» «Σαμ». Ένας τύπος τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη καθώς περνάει. «Χαίρομαι που σε ενδιαφέρει να έρθεις στην Ισλανδία. Θα τα πούμε». «Στην Ισλ ανδία;» Τ ινάζει το κεφάλι του σοκαρισμένος. Ξέχασα ότι είχα συμφωνήσει για το ταξίδι στην Ισλανδία,
69
επίσης. Αλλά το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να χαμογελάσω απολογητικά, προτού πλησιάσει κάποιος άλλος τον Σαμ και σκάσουν και τ’ άλλα κανόνια. «Σαμ, εντάξει, δεν ξέρω τι συμβαίνει». Είναι μια κοπέλα με γυαλιά και πολύ έντονο τρόπο ομιλίας. «Δεν ξέρω αν μας κοροϊδεύεις ή κάτι τέτοιο...» Φαίνεται λίγο αγχωμένη και συνεχώς σπρώχνει τα μαλλιά της από το μέτωπό της. «Τέλος πάντων. Ορίστε το βιογραφικό μου. Ξέρεις πόσες νέες ιδέες είχα πάντοτε να προτείνω στην εταιρεία, αλλά αν πρέπει όλοι μας να περάσουμε ακόμα περισσότερες δοκιμασίες, τότε... τέλος πάντων, Σαμ. Εσύ αποφασίζεις». «Έλενα...» προσπαθεί να ψελλίσει σαστισμένος. «Απλώς, διάβασε την επιστολή μου. Βρίσκεται εκεί μέσα». Απομακρύνεται περήφανα. Σιωπή. Έπειτα ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου με πρόσωπο τόσο απειλητικό που νιώθω να με διαπερνά ένα τρέμουλο. «Ξεκίνα απ’ την αρχή. Τ ι έκανες;» «Έστειλα ένα email». Κουνάω αμήχανα το πόδι μου σαν άτακτο παιδάκι. «Εκ μέρους σου». «Σε ποιον;» «Σε όλη την εταιρεία». Μορφάζω καθώς προφέρω τις λέξεις. «Ήθελα να νιώσουν όλοι... ότι τους ενθαρρύνεις και ότι είσαι θετικός απέναντι τους. Έτσι, ζήτησα από όλους να στείλουν τις ιδέες τους. Σ’ εσένα». «Τα έγραψες όλα αυτά; Και υπέγραψες με το όνομά μου;» Είναι τόσο θυμωμένος που κάνω στ’ αλήθεια ένα βήμα πίσω, έχοντας παραλύσει ελαφρώς. «Λυπάμαι», λέω ξέπνοα, «μου φάνηκε καλή ιδέα. Αλλά κάποιοι νόμιζαν πως ήθελες να τους απολύσεις και άλλοι ότι έκανες μυστικά αξιολόγηση για κάποια θέση στην εταιρεία και δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση γύρω από αυτό... λυπάμαι», καταλήγω αδύναμα. «Σαμ, πήρα το email σου!» Μια κοπέλα με αλογοουρά μάς
διακόπτει ανυπόμονα. «Θα τα πούμε, λοιπόν, στα μαθήματα χορού!» «Τ ι;;;» Ο Σαμ σχεδόν αλληθωρίζει. «Σ’ ευχαριστώ τόσο πολ ύ για την υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής είσαι ο μοναδικός μαθητής μου! Να φέρεις άνετα ρούχα και μαλακά παπούτσια, εντάξει;» Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον Σαμ και στραβοκαταπίνω βλέποντας την έκφρασή του. Έχει μείνει κυριολεκτικά άφωνος. Τ ι κακό έχουν τα μαθήματα χορού; Θα χρειαστεί να χορέψει στο γάμο του, έτσι δεν είναι; Θα ’πρεπε να είναι ευγνώμων που του έκλεισα μαθήματα χορού. «Θα είναι τέλεια!» κάνω ενθαρρυντικά. «Τα λέμε την επόμενη Τ ρίτη το βράδυ, Σαμ!» Εκείνη εξαφανίζεται μες στο πλήθος κι εγώ διπλώνω τα χέρια στο στήθος και παίρνω στάση άμυνας, ενώ ετοιμάζομαι να του πω ότι του έκανα τεράστια χάρη. Αλλά καθώς στρέφεται προς το μέρος μου, το πρόσωπό του είναι τόσο ανέκφραστο που δειλιάζω. «Πόσα ακριβώς email έστειλες εκ μέρους μου;» Ακούγεται ήρεμος, αλλά όχι με την καλή έννοια. «Εγώ... όχι πολλά... Θέλω να πω... μόνο λίγα. Ήθελα απλώς να βοηθήσω...» «Αν ήσουν η ιδιαιτέρα γραμματέας μου θα σε απέλυα αμέσως και πιθανόν να υπέβαλα μήνυση σε βάρος σου». Η φωνή του είναι τόσο σκληρή σαν ήχος οπλοπολυβόλου. «Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δεν μπορώ παρά να σου ζητήσω να μου επιστρέψεις το τηλέφωνο και...» «Σαμ! Ευτυχώς κι ένα φιλικό πρόσωπο!» «Νικ». Η στάση του Σαμ αλλάζει αυτομάτως. Τα μάτια του φωτίζονται και η παγερή έκφρασή του φαίνεται να λιώνει. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν ήξερα πως θα ερχόσουν». Ένας άντρας γύρω στα εξήντα, ο οποίος φοράει ριγέ σακάκι πάνω από ένα τρελούτσικο πουκάμισο με λουλούδια, σηκώνει το ποτήρι του προς το μέρος μας. Σηκώνω κι εγώ το δικό μου νιώθοντας άβολα. Ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ! Όταν έψαχνα πληροφορίες
για την εταιρεία στο Google είδα φωτογραφίες του με τον πρωθυπουργό, τον πρίγκιπα Κάρολο και όλους τους σχετικούς. «Όσο περνάει απ’ το χέρι μου, ποτέ δε χάνω ένα γλέντι», λέει χαρωπά ο σερ Νίκολας. «Έχασα τις ομιλίες, σωστά;» «Ήρθες την κατάλληλη στιγμή», χαμογελάει ο Σαμ. «Μη μου πεις ότι έστειλες το σοφέρ σου να δει αν είχαν τελειώσει;» «Ουδέν σχόλιον». Ο σερ Νίκολας του κλείνει το μάτι. «Πήρες το email μου;» «Εσύ πήρες το δικό μου;» ρωτάει με τη σειρά του ο Σαμ και χαμηλώνει τη φωνή του. «Όρισες υποψήφιο τον Ριτσαρντ Ντόχερτι για το φετινό βραβείο Καλύτερης Συμφωνίας;» «Είναι έξυπνος και έχει ταλέντο ο νεαρός, Σαμ», λέει ο σερ Νίκολας σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί την απόφασή του. «Θυμάσαι τη δουλειά του με την Hardwicks πέρυσι; Του αξίζει η αναγνώριση». «Εσύ έκλεισες τη συμφωνία με την FSS Energy. Όχι εκείνος». «Εκείνος βοήθησε. Βοήθησε με πολλούς τρόπους. Κάποιοι απ’ τους οποίους είναι... απροσδιόριστοι». Για μια στιγμή κοιτάζονται μεταξύ τους. Είναι ολοφάνερο ότι προσπαθούν να μη σκάσουν στα γέλια. «Είσαι αδιόρθωτος», λέει τελικά ο Σαμ. «Ελπίζω να είναι ευγνώμων. Λοιπόν, ξέρεις ότι μόλις επέστρεψα από τη Γερμανία. Είναι ορισμένα πράγματα που πρέπει να συζητήσουμε». Μ’ έχει αποκλείσει τελείως από τη συζήτηση, αλλά ειλικρινά δε με πειράζει. Ειλικρινά. Γ ια την ακρίβεια, ίσως την κάνω σιγά-σιγά όσο έχω την ευκαιρία. «Σαμ, σύστησέ με στη φίλη σου», ο σερ Νίκολας διακόπτει τις σκέψεις μου και του χαμογελάω νευρικά. Ο Σαμ είναι προφανές ότι δεν έχει την παραμικρή διάθεση να με συστήσει στον σερ Νίκολας. Αλλά είναι προφανές επίσης ότι έχει τρόπους, επειδή μετά από τριάντα δευτερόλεπτα εμφανούς 70
εσωτερικής πάλης
λέει: «Σερ Νίκολας, από εδώ η Πόπι Ουάιατ.
Πόπι, από εδώ ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ». «Χαίρω πολύ». Ανταλλάσσουμε χειραψία, ενώ προσπαθώ να μη δείξω πόσο ενθουσιασμένη είμαι. Ουάου. Εγώ και ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ. Να τα λέμε στο Σαβόι. Ήδη σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα μπορούσα να το αναφέρω τυχαία σε μια συζήτηση με τον Άντονι. «Εργάζεστε στην Johnson Ellison ή στην Greene Retail;» ρωτάει ο σερ Νίκολας ευγενικά. «Σε καμία απ’ τις δύο», λέω αμήχανα. «Στην πραγματικότητα, είμαι φυσικοθεραπεύτρια». «Φυσικοθεραπεύτρια!» Το πρόσωπό του φωτίζεται. «Τ ι ωραία! Πάντοτε πίστευα ότι η φυσικοθεραπεία είναι η πιο υποτιμημένη από τις ιατρικές τέχνες. Πηγαίνω σε έναν εξαιρετικό τύπο στη Χάρλει Στριτ για την πλάτη μου, αν και φοβάμαι ότι ακόμα δε βρήκε το κουμπί μου...» Μορφάζει ελαφρά. «Τότε σας χρειάζεται η Ρούμπι», τονίζω με ύφος ατόμου που ξέρει τι λέει. «Είναι το αφεντικό μου. Είναι εκπληκτική. Το βαθύ μασάζ ιστού που εφαρμόζει, κάνει ολόκληρους άντρες να κλ αίνε». «Κατάλαβα». Ο σερ Νίκολας δείχνει να ενδιαφέρεται. «Έχετε κάρτα;» Ναιιιιι! Η Ρούμπι έφτιαξε κάρτες για όλες μας όταν πρωτοξεκινήσαμε και κανένας δεν είχε ζητήσει την κάρτα μου μέχρι τώρα. Κανένας απολύτως. «Ορίστε». Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω αδιάφορα μια κάρτα, σαν να πρόκειται για κάτι που κάνω συνέχεια. «Είμαστε στο Μπάλαμ. Είναι στα νότια του ποταμού, ίσως να μην το γνωρίζετε...» «Γνωρίζω καλά το Μπάλαμ. Το πρώτο μου διαμέρισμα στο Λονδίνο βρισκόταν στο Μπέντφορντ Χιλ». «Δεν το πιστεύω!» Το καναπεδάκι σχεδόν πετάγεται έξω από το στόμα μου. «Τότε, λοιπόν, πρέπει οπωσδήποτε να έρθετε να μας δείτε». Είναι απίστευτο. Ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ να μένει στο Μπέντφορντ Χιλ. Θεούλη μου, είναι προφανές: ξεκινάς από το Μπάλαμ και φτάνεις να πάρεις το χρίσμα του Ιππότη. Αυτό κι αν μας
εμπνέει! «Σερ Νίκολας». Ο τύπος με τη σταρένια επιδερμίδα εμφανίστηκε από το πουθενά και ήρθε στην παρέα μας. «Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω εδώ. Η παρουσία σας μου δίνει πάντοτε μεγάλη χαρά. Πώς πάνε τα πράγματα στην πρωθυπουργική κατοικία; Βρήκατε το μυστικό της ευτυχίας ή ακόμα;» «Τα πράγματα προχωράνε». Ο σερ Νίκολας του χαμογελάει αβίαστα. «Λοιπόν, μας κάνετε μεγάλη τιμή. Μεγάλη τιμή. Και Σαμ...» Ο τύπος με τη σταρένια επιδερμίδα τον χτυπάει στην πλάτη. «Ο βασικός παίκτης μας. Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε χωρίς εσένα». Τον καρφώνω με το βλέμμα μου αγανακτισμένη. Πριν από λίγο αποκάλεσε τον Σαμ «παπάρα». «Ευχαριστώ, Τ ζάστιν». Ο Σαμ χαμογελάει σφιγμένα. Ώστε αυτός είναι ο Τ ζάστιν Κόουλ. Είχα δίκιο. Φαίνεται εξίσου απαίσιος από κοντά όσο και στα email του. Είμαι έτοιμη να ρωτήσω τον σερ Νίκολας πώς είναι στην πραγματικότητα ο πρωθυπουργός, όταν ένας νεαρός μάς πλησιάζει με νευρικότητα. «Σαμ! Συγγνώμη που διακόπτω. Είμαι ο Ματ Μιτσελ. Ευχαριστώ πολύ για την εθελοντική συμμετοχή σου. Θα κάνει μεγάλη διαφορά στην αποστολή μας το ότι θα συμμετάσχεις κι εσύ». «Εθελοντική συμμετοχή;» Ο Σαμ με κοιτάζει διαπεραστικά. Ω, Θεέ μου. Δεν έχω ιδέα τι λέει. Το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς, προσπαθώντας να θυμηθεί. Εθελοντική συμμετοχή... εθελοντική συμμετοχή... τι να ήταν... «Για την αποστολή στη Γουατεμάλα! Το πρόγραμμα ανταλλαγής!» Ο Ματ Μιτσελ λάμπει. «Έχουμε ενθουσιαστεί που θα πάρεις μέρος!» Το στομάχι μου κάνει τούμπες. Την είχα ξεχάσει τελ είως τη Γουατεμάλα. «Στη Γουατεμάλα;» επαναλαμβάνει ο Σαμ μ’ ένα μάλλον
ψεύτικο χαμόγελο. Τ ώρα θυμήθηκα. Έστειλα εκείνο το email πολύ αργά τη νύχτα. Νομίζω πως είχα πιει ένα ή δύο ποτήρια κρασί. Ή... μπορεί και τρία. Τολμώ να ρίξω μια κλεφτή ματιά στον Σαμ και η έκφρασή του δείχνει τόσο θυμό που θέλω να εξαφανιστώ. Αλλά το θέμα είναι ότι φαινόταν σαν μια εκπληκτική ευκαιρία. Και απ’ ό,τι έχω δει στο ημερολόγιό του, ποτέ δεν κάνει διακοπές. Θα έπρεπε να πάει στη Γουατεμάλα. «Μας συγκίνησε όλους στ’ αλήθεια το email σου, Σαμ». Ο Ματ παίρνει με θέρμη το χέρι του Σαμ ανάμεσα στα δικά του. «Δεν ήξερα πως είχες αυτές τις απόψεις για τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Πόσα ορφανά έχεις υιοθετήσει;» «Σαμ! Ω, Θεέ μου!» Μια κοπέλα με σκούρα καστανά μαλλιά, τελείως μεθυσμένη, πλησιάζει την παρέα μας και κάνει στην άκρη τον Ματ με τον αγκώνα της, αναγκάζοντάς τον να αφήσει το χέρι του Σαμ. Είναι αναψοκοκκινισμένη και η μάσκαρα έχει τρέξει στο πρόσωπό της και τώρα αρπάζει εκείνη το χέρι του Σαμ. «Σ’ ευχαριστώ τόσο πολ ύ για την ηλεκτρονική κάρτα για τον Σκάμπερ. Μου έφτιαξες τη διάθεση, το ξέρεις;» «Δεν έκανα τίποτε, Κλόι», λέει σφιγμένα ο Σαμ. Μου ρίχνει μια φλογισμένη ματιά γεμάτη οργή και τινάζομαι απ’ το φόβο μου. «Έγραψες τόσο όμορφα λόγια», ξεροκαταπίνει. «Όταν τα διάβασα κατάλαβα ότι πρέπει να έχασες κάποτε το σκύλο σου κι εσύ. Επειδή καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Καταλ αβαίνεις στα αλ ήθεια». Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της. «Κλόι, θέλεις να καθίσεις;» λέει ο Σαμ τραβώντας το χέρι του, αλλά ο Τ ζάστιν παρεμβαίνει μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο στα χείλη του. «Άκουσα γι’ αυτή την περίφημη ηλεκτρονική κάρτα. Θα μπορούσα να τη δω;» «Την έχω τυπώσει». Σκουπίζοντας τη μύτη της, η Κλόι βγάζει ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί από την τσέπη της και ο Τ ζάστιν το αρπάζει αμέσως. «Ω, τι όμορφη που είναι, Σαμ», λέει, ενώ την περιεργάζεται με
προσποιητό θαυμασμό. «Πολύ συγκινητική». «Την έδειξα σε όλους στο τμήμα», λέει η Κλόι μέσα απ’ τα δάκρυά της. «Όλοι πιστεύουν ότι είσαι εξαιρετικός τύπος, Σαμ». Ο Σαμ σφίγγει τόσο δυνατά το ποτήρι του, που το χέρι του έχει ασπρίσει. Είναι σαν να θέλει να πατήσει ένα κουμπί εκτίναξης και να αποδράσει. Τ ώρα αισθάνομαι πραγματικά άσχημα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως είχα στείλει τόσο πολλά email. Την είχα ξεχάσει τη Γουατεμάλα. Και δεν έπρεπε να είχα στείλει την ηλεκτρονική κάρτα. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο, αυτή είναι η στιγμή που θα πήγαινα στον εαυτό μου και θα του έλεγα: «Πόπι! Σταμάτα! Μη στείλεις την ηλεκτρονική κάρτα!» « “ Ο μικρός Σκάμπερ συνάντησε τους φίλους του στον Παράδεισο κι εμείς μείναμε πίσω να τον κλάψουμε”», διαβάζει δυνατά ο Τ ζάστιν σε θεατρικό τόνο. «“ Η απαλή γούνα του, τα λαμπερά μάτια του, το κόκαλο πάνω στο κάθισμα”». Ο Τ ζάστιν κάνει παύση. «Δε θα ’πρεπε να κάνει ομοιοκαταληξία το ποιηματάκι, Σαμ; Και γιατί το κόκαλο βρίσκεται πάνω στο κάθισμα; Τελείως αντίθετο με τους κανόνες υγιεινής». «Δώσ’ το μου αυτό». Ο Σαμ απλώνει το χέρι να το πιάσει, αλλά ο Τ ζάστιν με μιαν απότομη κίνηση του ξεφεύγει, ενώ φαίνεται καταχαρούμενος. «‘Ή κουβέρτα του άδεια στο κρεβάτι, στον αέρα σιωπή. Αν τώρα μας κοιτάζει ο Σκάμπερ, θα καταλάβει πόσο τον αγαπούσαμε”». Ο Τ ζάστιν κάνει ένα μορφασμό. «Μα, δεν έχεις υπόψη σου τι εστί ομοιοκαταληξία, Σαμ;» «Το βρίσκω πολύ συγκινητικό», λέει χαρούμενα ο σερ Νίκολας. 71
«Κι εγώ», προσθέτω βιαστικά. «Πιστεύω ότι είναι εξαίσιο». «Είναι αλήθεια». Στα μάγουλα της Κλόι κυλούν δάκρυα. «Είναι όμορφη επειδή είναι αλ ηθινή». Έχει τα χάλια της. Της έφυγε το ένα ψηλοτάκουνο παπούτσι της και ούτε φαίνεται να το ’χει πάρει είδηση. «Τ ζάστιν», λέει ο σερ Νίκολας ευγενικά. «Μήπως θα
μπορούσες να φέρεις ένα ποτήρι νερό στην Κλόι;» «Φυσικά!» Ο Τ ζάστιν τσεπώνει επιδέξια το χαρτί. «Δε σε πειράζει να κρατήσω το ποιηματάκι σου, έτσι Σαμ; Είναι τόσο ξεχωριστό. Σκέφτηκες ποτέ να εργαστείς στην Hallmark;» Συνοδεύει την Κλόι πιο πέρα και την παρατάει στην κυριολεξία σε μια καρέκλα. Ένα λεπτό αργότερα τον βλέπω να φωνάζει κεφάτα τα άτομα με τα οποία μιλούσε νωρίτερα και να βγάζει το χαρτί απ’ την τσέπη του. Δεν τολμώ να κοιτάξω τον Σαμ, τόσο πολλές τύψεις νιώθω. «Μάλιστα!» λέει ο σερ Νίκολας με ύφος που φανερώνει πως το διασκεδάζει. «Σαμ, δεν είχα ιδέα πως αγαπούσες υπερβολικά τα ζώα». «Δεν...» Ο Σαμ δυσκολεύεται να ελέγξει τη φωνή του. «Εγώ...» Προσπαθώ απελπισμένα να βρω κάτι να πω για να σώσω την κατάσταση. Αλλά τι μπορώ να κάνω; «Λοιπόν, με συγχωρείς, Πόπι». Ο σερ Νίκολας διακόπτει τις σκέψεις μου. «Παρόλο που θα προτιμούσα να μείνω εδώ, πρέπει να πάω να μιλήσω σ’ εκείνον τον απερίγραπτα βαρετό τύπο από την Greene Retail». Μου κάνει μια τόσο αστεία γκριμάτσα, που δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου. «Σαμ, θα τα πούμε αργότερα». Πιέζει το χέρι μου στο δικό του και χάνεται μες στο πλήθος, ενώ εγώ καταπνίγω την παρόρμηση να φύγω μαζί του. «Λοιπόν...» λέω. «Μμμμ.... λυπάμαι για όλα αυτά». Ο Σαμ δε λέει τίποτε, απλώνει μόνο το χέρι του με την παλάμη ανοιχτή. Αμέσως αντιλαμβάνομαι τι εννοεί. Με καταλαμβάνει πανικός. «Όχι! Θέλω να πω... δεν μπορώ να το κρατήσω μέχρι αύριο; Εδώ βρίσκονται τώρα όλες οι επαφές, όλα τα μηνύματά μου...» «Δώσ’ το». «Μα δεν έχω πάει ακόμα στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας! Δεν έχω άλλο τηλέφωνο για να το αντικαταστήσω, αυτός είναι ο μοναδικός αριθμός που έχω, το χρειάζομαι...» «Δώσ’ το». Είναι ανένδοτος. Για την ακρίβεια, το ύφος του είναι πολύ
τρομακτικό. Από την άλλη πλευρά... δεν μπορεί να με αναγκάσει να του το δώσω, σωστά; Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε σκηνή, πράγμα το οποίο διαισθάνομαι πως είναι το τελευταίο που επιθυμεί. «Κοίτα, το ξέρω ότι έχεις θυμώσει». Προσπαθώ να ακουστώ όσο πιο μετανιωμένη γίνεται. «Το αντιλαμβάνομαι αυτό. Αλλά δε θα προτιμούσες να σου προωθήσω όλα τα email πρώτα; Και να σου το επιστρέψω αύριο, αφού τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες; Σε παρακαλώ;» Έτσι θα έχω τουλάχιστον την ευκαιρία να σημειώσω κάποια από τα μηνύματά μου. Ο Σαμ εισπνέει με θόρυβο. Καταλαβαίνω ότι συνειδητοποιεί πως δεν έχει επιλογή. «Δε θα στείλεις ούτε μισό μήνυμα», λέει απότομα, κατεβάζοντας το χέρι του. «Εντάξει», ψελλίζω ταπεινά. «Θα μου γράψεις λεπτομερώς σε μια λίστα τα email που έχεις ήδη στείλει». «Εντάξει». «Θα μου επιστρέφεις το τηλέφωνο αύριο και μετά δε θέλω να σε ξαναδώ». «Να περάσω απ’ το γραφείο;» «Όχι!» Και μόνο στην ιδέα, κάνει σχεδόν ένα βήμα πίσω. «Θα συναντηθούμε την ώρα του μεσημεριανού. Θα σου στείλω μήνυμα». «Εντάξει». Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Νιώθω εξουθενωμένη. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να αναστατώσω έτσι τη ζωή σου». Είχα την κρυφή ελπίδα πως ο Σαμ θα έλεγε κάτι ευγενικό, όπως «Μην ανησυχείς, δεν την αναστάτωσες» ή «Δεν πειράζει, οι προθέσεις σου ήταν καλές». Αλλά δε λέει τίποτε. Παραμένει εξίσου αμείλικτος. «Υπάρχει κάτι ακόμα που θα έπρεπε να ξέρω;» ρωτάει κοφτά. «Σε παρακαλώ, να είσαι ειλικρινής. Μήπως μου κανόνισες κανένα
άλλο ταξίδι στο εξωτερικό; Μήπως ξεκίνησες κάποιες άλλες πρωτοβουλίες στην εταιρεία στο όνομά μου; Μήπως έγραψες κανένα άλλο ποιηματάκι για λογαριασμό μου;» «Όχι! Αυτά ήταν. Είμαι σίγουρη». «Έχεις κατανοήσει τι χάος δημιούργησες;» «Ναι», λέω, ξεροκαταπίνοντας. «Έχεις αντιληφθεί σε τι δύσκολη θέση με έφερες;» «Λυπάμαι, λυπάμαι στ’ αλήθεια», λέω απελπισμένα. «Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελα να προκαλέσω προβλήματα. Νόμιζα πως σου έκανα χάρη». «Χάρη;» Με κοιτάζει σαν να τον ξεγελούν τ’ αυτιά του. «Χάρη;» «Ει, Σαμ». Μια αισθησιακή φωνή μάς διακόπτει, ενώ στα ρουθούνια μου φτάνει η έντονη μυρωδιά αρώματος. Γυρίζω και αντικρίζω μια κοπέλα στην ηλικία μου με πανύψηλα τακούνια και βαρύ μακιγιάζ. Τα κόκκινα μαλλιά της είναι χτενισμένα μπούκλες και το φόρεμά της είναι πραγματικά κοντό. Θέλω να πω, φαίνεται μέχρι και ο αφαλός της. «Με συγχωρείτε, θα μπορούσα να απασχολήσω λίγο τον Σαμ;» Μου ρίχνει μια ανταγωνιστική ματιά. «Ω! Εεε... βέβαια, παρακαλώ». Κάνω μερικά βήματα παράμερα, αλλά μπορώ να ακούω τι λένε. «Λοιπόν. Ανυπομονώ να σε δω αύριο». Κοιτάζει τον Σαμ και 72
τρεμοπαίζει τις ψεύτικες βλεφαρίδες της. «Στο γραφείο σου. Θα είμαι εκεί». Ο Σαμ φαίνεται μπερδεμένος. «Έχουμε ραντεβού;» «Έτσι θέλεις να το κάνουμε;» Αφήνει ένα απαλό, σέξι γελάκι και τινάζει τα μαλλιά της όπως κάνουν οι ηθοποιοί στις αμερικανικές σαπουνόπερες με φόντο υπέροχες κουζίνες. «Εγώ μπορώ να το κάνω όπως θέλεις». Χαμηλώνει τόσο τη φωνή της που ακούγεται ένας βραχνιασμένος ψίθυρος. «Αν με καταλαβαίνεις, Σαμ». «Συγγνώμη, Λίντσεϊ...» λέει εμφανώς σαστισμένος. Λίντσεϊ; Παραλίγο να χύσω το ποτό μου επάνω μου. Αυτή η
κοπέλα είναι η Λίντσεϊ; Όχι, όχι, όχι. Αυτό δεν είναι καλό. Το ήξερα ότι έπρεπε να είχα πάρει πίσω τα φιλάκια του Σαμ. Το ήξερα ότι το χαμογελαστό πρόσωπο κάτι σήμαινε. Σχεδόν αναπηδώ από τον πανικό μου. Να προειδοποιήσω τον Σαμ; Μήπως να του κάνω κανένα νόημα; «Το ήξερα», εξακολουθεί να μουρμουρίζει εκείνη. «Από την πρώτη φορά που σε είδα, Σαμ, το ήξερα πως υπήρχε κάτι ξεχωριστό μεταξύ μας. Είσαι κούκλ ος». Ο Σαμ είναι φανερά ενοχλημένος. «Εεε... ευχαριστώ. Νομίζω... Αλλά, Λίντσεϊ, αυτό δεν είναι πραγματικά...» «Ω, μην ανησυχείς, θα είμαι πολύ διακριτική». Χαϊδεύει με το βαμμένο νύχι της το πουκάμισό του από πάνω μέχρι κάτω. «Σε είχα σχεδόν διαγράψει, το ξέρεις;» Ο Σαμ κάνει ένα βήμα πίσω ανήσυχος. «Λίντσεϊ...» «Όλο αυτό τον καιρό δεν έστειλες κανένα σημάδι έπειτα ξαφνικά άρχισες να επικοινωνείς μαζί μου». Ανοίγει διάπλατα τα μάτια της. «Μου εύχεσαι χρόνια πολλά, λες καλά λόγια για τη δουλειά μου... Καταλάβαινα τι εννοούσες. Και έπειτα απόψε...» Τον πλησιάζει ακόμα περισσότερο, ενώ ψιθυρίζει με ακόμα πιο αισθησιακή φωνή. «Δεν έχεις ιδέα τι μου έκανες όταν είδα το email σου. Μμμμ. Άτακτο αγόρι». «Email;» Γυρίζει αργά το κεφάλι του για να συναντήσει το γεμάτο αγωνία βλέμμα μου. Έπρεπε να φύγω τρέχοντας. Όσο είχα την ευκαιρία. Έπρεπε να φύγω τρέχοντας.
9 Λυπάμαι τόσο πολύ που δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Τα έκανα στ’ αλήθεια θάλασσα. Τ ώρα το αντιλαμβάνομαι αυτό. Φόρτωσα τον Σαμ μ’ ένα σωρό επιπλέον δουλειά και τον εκνεύρισα και έκανα κατάχρηση της εμπιστοσύνης του και υπήρξα πολύ μεγάλος μπελάς. Σήμερα υποτίθεται πως θα ήταν μέρα χαράς. Μια μέρα αφιερωμένη στις ετοιμασίες του γάμου. Έχω πάρει αρκετές ημέρες άδεια από τη δουλειά για τις εκκρεμότητες της τελευταίας στιγμής και τι κάνω στην πραγματικότητα; Προσπαθώ να σκεφτώ κάθε διαφορετική λέξη που ξέρω για να πω «λυπάμαι». Για τη μεσημεριανή συνάντηση φοράω ένα συνολάκι από γκρι μακό μπλουζάκι και τζιν φούστα, που δηλώνει τη μεταμέλειά μου. Το ραντεβού είναι σ’ ένα εστιατόριο στη γωνία κοντά στο γραφείο του και το πρώτο πράγμα που βλέπω μόλις μπαίνω μέσα είναι μια παρέα από κοπέλες τις οποίες θυμάμαι από το Σαβόι χθες το βράδυ, που κάθονται γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι. Είμαι σίγουρη πως δε θα με αναγνώριζαν, αλλά παρ’ όλα αυτά περνώ βιαστικά από μπροστά τους. Ο Σαμ αποκάλεσε αυτό το εστιατόριο στο τηλέφωνο ως μια «δεύτερη καφετέρια του γραφείου». Έχει τραπέζια από ατσάλι και καρέκλες ντυμένες με σκούρο καφέ λινό ύφασμα και ένα από αυτά τα μοντέρνα μενού, όπου όλα είναι γραμμένα με πεζά γράμματα και κάθε πιάτο περιγράφεται με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό λέξεων.
73
74
Και ούτε καν αναγράφεται η τιμή σε λίρες. Δεν είναι ν’ απορείς που αρέσει στον Σαμ. Ζητώ από το σερβιτόρο λίγο νερό και προσπαθώ να αποφασίσω αν θα πάρω σούπα ή σαλάτα, όταν ο Σαμ προβάλλει στην πόρτα. Αμέσως όλες οι κοπέλες αρχίζουν να του κουνάνε το χέρι και έπειτα από σύντομο δισταγμό ο Σαμ τις πλησιάζει. Δεν μπορώ να ακούσω όλη τη συζήτηση, αλλά πιάνω μερικές σκόρπιες λέξεις: «... εκπληκτική ιδέα...», «...ενθουσιασμένες...», «...τόσο μεγάλη υποστήριξη...» Όλοι χαμογελούν και έχουν θετική διάθεση, ακόμα και ο Σαμ. Κατόπιν ζητάει συγγνώμη και έρχεται προς το μέρος μου. «Γεια. Τα κατάφερες». Για μένα δεν έχει χαμόγελο, βλέπω. «Ναι. Ωραίο εστιατόριο. Σ’ ευχαριστώ για τη συνάντηση. Το εκτιμώ ιδιαιτέρως». Προσπαθώ να είμαι όσο πιο κατευναστική γίνεται. «Ουσιαστικά εδώ ζω». Ανασηκώνει τους ώμους. «Όλοι στην WGC το ίδιο κάνουν». «Λοιπόν... εδώ είναι μια λίστα με όλα τα email που έστειλα εκ μέρους σου». Θέλω να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα. Του δίνω το φύλλο χαρτί χωρίς να μπορώ να αποφύγω ένα μορφασμό. Τ ώρα που είναι γραμμένα φαίνονται τόσο πολλά. «Και σου τα προώθησα όλα». Ο σερβιτόρος με διακόπτει με μια κανάτα νερό και ένα «Καλωσορίσατε πάλι, κύριε» προς τον Σαμ, έπειτα κάνει νόημα στη σερβιτόρα με ένα καλάθι ψωμί να πλησιάσει. Μόλις απομακρύνονται, ο Σαμ διπλώνει το χαρτί και το βάζει στην τσέπη του χωρίς σχόλια. Ευτυχώς. Νόμιζα πως θα το εξέταζε λεπτομερώς σαν να ήταν γυμνασιάρχης. «Αυτές οι κοπέλες είναι της εταιρείας, σωστά;» δείχνω προς το στρογγυλό τραπέζι. «Για ποιο πράγμα συζητούσαν;» Ακολουθεί μια παύση. Ο Σαμ βάζει λίγο νερό στο ποτήρι του έπειτα σηκώνει το βλέμμα. «Όλως τυχαίως, συζητούσαν για το έργο σου».
Τον κοιτάζω καλά -καλά. «Το έργο μου; Εννοείς το email μου για τις καινούργιες ιδέες;» «Ναι. Πηγαίνει καλά στο Τμήμα Διοίκησης». «Ουάου!» Αφήνω τον εαυτό μου να χαρεί λίγο μ’ αυτή τη σκέψη. «Λοιπόν... δεν αντέδρασαν όλ οι άσχημα». «Όχι όλοι, όχι». «Πρότεινε κανείς κάποια καλή ιδέα για την εταιρεία;» «Απ’ ό,τι φαίνεται... ναι», λέει απρόθυμα. «Έχουν προκύψει ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες». «Ουάου! Τέλεια!» «Αν και ακόμα υπάρχουν ορισμένοι που πιστεύουν πως πρόκειται για συνωμοσία ώστε να απολυθεί κάποιος και ένα άτομο που απειλεί να κάνει μήνυση». Νιώθω σαν να με μαλώνουν. «Μάλιστα. Λυπάμαι γι’ αυτό». «Γεια σας». Μια χαρωπή κοπέλα με πράσινη ποδιά μάς 75
πλησιάζει. «Να σας εξηγήσω το μενού; Σήμερα έχουμε βελουτέ σούπα από καρύδια, φτιαγμένη με ζωμό από βιολογικό κοτόπουλο...» Περιγράφει κάθε πιάτο και περιττό να πω ότι δύσκολα την παρακολουθώ. Έτσι στο τέλος δεν έχω ιδέα τι υπάρχει πέρα από τη βελουτέ σούπα από καρύδια. «Βελουτέ σούπα από καρύδια, παρακαλώ», λέω πρόσχαρα. «Μπαγκέτα με μπριζόλα σενιάν και μια πράσινη σαλάτα. Ευχαριστώ». Ούτε ο Σαμ νομίζω πως την άκουγε. Κοιτάζει κάτι στο τηλέφωνό του και συνοφρυώνεται. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται από τύψεις. Με όλα αυτά πρέπει να αύξησα πάρα πολύ το φόρτο εργασίας του. «Ήθελα να πω ότι πραγματικά λυπάμαι πάρα, μα πάρα πολύ», λέω βιαστικά. «Λυπάμαι για την ηλεκτρονική κάρτα. Λυπάμαι για τη Γουατεμάλα. Το παρατράβηξα. Ξέρω ότι σου προκάλεσα πολλά προβλήματα κι αν μπορώ να βοηθήσω με κάποιον τρόπο θα το κάνω. Θέλω να πω... μήπως να στείλω μερικά email για λογαριασμό σου;»
«Όχι!» Τ ινάζεται σαν να τον τσίμπησαν. «Ευχαριστώ», προσθέτει πιο ήρεμα. «Έκανες αρκετά». «Πώς τα πηγαίνεις, λοιπόν;» τολμώ να ρωτήσω. «Θέλω να πω, με την επεξεργασία των νέων ιδεών;» «Προς το παρόν έχει αναλάβει η Τ ζέιν. Στέλνει σε όλους το email ξεφορτώματος». Ζαρώνω τη μύτη μου. «Το “ email ξεφορτώματος”; Τ ι είναι αυτό;» «Ξέρεις τι είναι. “ Ο Σαμ έλαβε με μεγάλη χαρά το email σας. Θα επικοινωνήσει μαζί σας μόλις μπορέσει. Ως τότε, σας ευχαριστεί για το ενδιαφέρον που δείξατε”. Μετάφραση: “ Μην περιμένετε νέα μου σύντομα”». Σηκώνει τα φρύδια του. «Κι εσύ θα πρέπει να έχεις ένα email ξεφορτώματος. Είναι πολύ χρήσιμο όταν θέλεις να αποτρέψεις ανεπιθύμητες πρωτοβουλίες». «Όχι δεν έχω», αισθάνομαι ελαφρώς προσβεβλημένη. «Ποτέ δε θέλω να ξεφορτωθώ τους ανθρώπους. Τους απαντάω!» «Εντάξει, τώρα εξηγούνται πολ λ ά». Κόβει μια μπουκιά ψωμί και τη μασουλάει. «Αν το ήξερα αυτό, δε θα είχα συμφωνήσει ποτέ να μοιραστούμε το τηλέφωνο». «Έτσι κι αλλιώς δε χρειάζεται να το κάνεις πια». «Ευτυχώς. Πού είναι;» Ψάχνω στην τσάντα μου, βγάζω το τηλέφωνο και το ακουμπάω στο τραπέζι ανάμεσά μας. «Τ ι στην ευχή είναι αυτά;» αναφωνεί ο Σαμ με έντρομο ύφος. «Ποια;» Ακολουθώ τη ματιά του μπερδεμένη και αμέσως καταλαβαίνω. Υπήρχαν κάποια ιριδίζοντα αυτοκόλλητα για κινητά στην τσάντα με τα δώρα της «Marie Curie» και τα κόλλησα στο τηλέφωνο χθες. «Μην ανησυχείς». Γυρίζω τα μάτια μου με την έκφρασή του. «Βγαίνουν». «Το καλό που τους θέλω». Ακόμα φαίνεται έκπληκτος με το θέαμα. Μα ειλικρινά. Κανένας σ’ αυτή την εταιρεία δεν κάνει τον κόπο
να διακοσμήσει το τηλέφωνό του; Το φαγητό μας έρχεται και για λίγο είμαστε απασχολημένοι με το μύλο του πιπεριού και τη μουστάρδα και κάποιο πιάτο γαρνιτούρας με τσιπς καρότου που νόμιζαν πως είχαμε παραγγείλει. «Βιάζεσαι;» ρωτάει ο Σαμ και δαγκώνει την μπαγκέτα του. «Όχι. Πήρα μερικές ημέρες άδεια για να κάνω πράγματα για το γάμο, αλλά φαίνεται πως δεν υπάρχουν πολλά να κάνω». Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα λιγάκι όταν μίλησα στη Λουσίντα σήμερα το πρωί. Της είχα πει εδώ και αιώνες ότι θα έπαιρνα μερικές ημέρες άδεια για να βοηθήσω στις ετοιμασίες του γάμου. Σκέφτηκα πως θα μπορούσαμε να τακτοποιήσουμε παρέα κάποιες από τις πιο ευχάριστες εκκρεμότητες. Αλλά ουσιαστικά μου είπε όχι, ευχαριστώ. Άρχισε να μου λέει ότι έπρεπε να φύγει για να συναντήσει τον ανθοπώλη στο Νόργουντ και ότι έπρεπε να περάσει πρώτα από κάποιον άλλο πελάτη και ουσιαστικά υπαινιχτικέ πως θα 76
ήμουν μες στα πόδια της. Έτσι, είχα το πρωινό ελεύθερο. Θέλω να πω, δεν επρόκειτο να πάω στη δουλειά μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω. Τ ρώω τη σούπα μου και περιμένω να κάνει ο Σαμ κάποιο σχόλιο σχετικά με το γάμο του αλλά εκείνος κουβέντα. Δεν τους ενδιαφέρει τους άντρες και τόσο το θέμα, σωστά; «Είναι κρύα η σούπα σου;» Ο Σαμ ξαφνικά εστιάζει την προσοχή του στο πιάτο μου. «Αν είναι κρύα, να τη στείλεις πίσω». Δε θα έλεγα πως αχνίζει κιόλας, αλλά ειλικρινά δεν έχω διάθεση να το κάνω ζήτημα. «Είναι μια χαρά, ευχαριστώ». Του χαμογελάω και τρώω μια κουταλιά ακόμα. Το τηλέφωνο ξαφνικά ειδοποιεί πως έφτασε κάποιο μήνυμα και αντανακλαστικά το σύρω προς το μέρος μου. Είναι η Λουσιντα, που με ενημερώνει ότι βρίσκεται στον ανθοπώλη και αν θα μπορούσα να επιβεβαιώσω ότι θέλω μόνο τέσσερα κλαδάκια από γυψόφυλλο σε κάθε μπουκέτο.
Δεν έχω ιδέα. Γιατί να προσδιορίσω με τόση ακρίβεια κάτι τέτοιο; Και, έτσι κι αλλιώς, πώς μοιάζει ένα μπουκέτο με τέσσερα κλαδάκια; Ναι, κανένα πρόβλημα. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Λουσίντα. Το εκτιμώ ιδιαιτέρως! Κοντεύουμε!!! Φιλιά, Πόπι xxxxx Υπάρχει και ένα νέο email από την Ουίλοου, αλλά δεν τολμώ να το διαβάσω μπροστά στον Σαμ. Το προωθώ γρήγορα και αφήνω το τηλέφωνο στο τραπέζι. «Μόλις ήρθε ένα μήνυμα από την Ουίλοου». «Μμχμ». Γνέφει ενώ συνοφρυώνεται αποθαρρυντικά. Πεθαίνω να μάθω περισσότερα για εκείνη. Αλλά πώς να αρχίσω τη συζήτηση χωρίς να ακουστεί περίεργα; Δεν μπορώ καν να ρωτήσω «πώς γνωριστήκατε;» επειδή το ξέρω ήδη από ένα θυμωμένο email της. Γνωρίστηκαν στη συνέντευξή της για μια θέση εργασίας στην White Globe Consulting. Ο Σαμ ήταν στην επιτροπή και της έκανε κάποια διφορούμενη ερώτηση σχετικά με το βιογραφικό της και εκείνη έπρεπε από Τ ΟΤ Ε να καταλάβει πως θα της έκανε τη ζωή πατίνι. Έπρεπε να είχε σηκωθεί και να είχε ΦΥΓΕΙ ΜΑΚΡΙΑ. Γιατί εκείνος νομίζει πως η ζωή της είναι μόνο ένας μισθός με πολλά μηδενικά; Νομίζει πως όλοι είναι σαν εκείνον; Δεν αντιλαμβάνεται ότι για να φτιάξουν δυο άνθρωποι τη ζωή τους μαζί πρέπει να «ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ Τ Ι ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ, Σαμ;;;;» Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ειλικρινά, στο τέλος σταμάτησα να διαβάζω. «Δεν πήρες ακόμα καινούργιο τηλέφωνο;» λέει ο Σαμ, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Θα πάω σήμερα το απόγευμα». Θα είναι μεγάλος μπελάς να αρχίσω απ’ την αρχή μ’ ένα καινούργιο τηλέφωνο, αλλά δεν μπορώ να
κάνω τίποτε γι’ αυτό. Εκτός... «Ξέρεις, αναρωτιόμουν», προσθέτω αδιάφορα. «Μήπως θα ’θελες να το πουλήσεις;» «Ένα εταιρικό τηλέφωνο γεμάτο επαγγελματικά email;» Γελάει σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. «Το ’χεις χάσει; Ήδη ήταν τρέλα που σε άφησα να το κρατήσεις εξαρχής. Όχι πως είχα επιλογή βέβαια, κυρία Ελαφροχέρη. Έπρεπε να σε είχα καταγγείλει στην αστυνομία». «Δεν είμαι κλέφτρα!» αναφωνώ πληγωμένη. «Δεν το έκλ εψα. Το βρήκα σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων». «Έπρεπε να το είχες επιστρέψει». Ανασηκώνει τους ώμους. «Το ξέρουμε και οι δύο». «Ήταν κοινή περιουσία! Ήταν στο πλαίσιο των κανόνων!» «“ Στο πλαίσιο των κανόνων;” Θα το πεις αυτό στο δικαστήριο; Αν μου πέσει το πορτοφόλι μου και βρεθεί για λίγο σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων, έχει κάποιος το δικαίωμα να το κλέψει;» Δεν καταλαβαίνω αν το κάνει για να με «κουρδίσει» ή όχι, έτσι πίνω λίγο νερό, αποφεύγοντας το θέμα. Στριφογυρίζω το τηλέφωνο στο χέρι μου μη θέλοντας να το αφήσω. Το έχω συνηθίσει αυτό το τηλέφωνο τώρα. Μου αρέσει η αίσθησή του στο χέρι μου. Έχω συνηθίσει ακόμα και το να μοιράζομαι τα εισερχόμενά μου. «Και τι θα γίνει μ’ αυτό;» Σηκώνω επιτέλους τα μάτια μου. «Το τηλέφωνο, εννοώ». «Η Τ ζέιν θα προωθήσει οτιδήποτε είναι σημαντικό στο λογαριασμό της. Μετά θα το αδειάσουν. Τελείως». «Μάλιστα. Φυσικά». Η σκέψη ότι όλα τα μηνύματά μου θα διαγράφουν με κάνει να θέλω να κλάψω. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Αυτή ήταν η συμφωνία. Ήταν απλώς δανεικό. Όπως είπε κι εκείνος, δεν είναι δικό μου το τηλέφωνο. Το αφήνω πάλι κάτω, πέντε εκατοστά περίπου από το πιάτο μου. «Θα σου δώσω τον καινούργιο αριθμό μου μόλις τον πάρω», λέω. «Για την περίπτωση που μου στείλουν γραπτά μηνύματα ή email...»
«Θα σου τα προωθήσω. Ή μάλλον θα το κάνει η καινούργια ιδιαιτέρα γραμματέας μου». «Πότε ξεκινάει;» «Αύριο». «Τέλεια!» Χαμογελάω λίγο άτονα και τρώω μια κουταλιά σούπα, η οποία τώρα έχει κρυώσει τελείως. «Είναι εξαιρετική», λέει με ενθουσιασμό. «Τη λένε Λιζι και είναι πολύ έξυπνη». Αρχίζει να τρώει την πράσινη σαλάτα του. «Λοιπόν. Όσο είμαστε εδώ πρέπει να μου πεις. Τ ι έγινε με τη Λιντσει; Τ ι στην ευχή της έγραψες;» «Α, αυτό...» Νιώθω να κοκκινίζω από ντροπή. «Νομίζω ότι παρερμήνευσε την κατάσταση επειδή... ξέρεις... Δεν ήταν τίποτε, αλήθεια. Απλώς, της είπα μερικά καλά λόγια και μετά πρόσθεσα και φιλάκια από εσένα. Στο τέλος του email». Ο Σαμ αφήνει κάτω το πιρούνι του. «Πρόσθεσες φιλάκια σε δικό μου email; Σε επαγγελματικό email;» Αυτό φαίνεται να τον σκανδαλίζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. «Δεν το ήθελα!» Προσπαθώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Μου ξέφυγαν. Πάντοτε προσθέτω φιλάκια στα email. Δείχνουν φιλική διάθεση». «Ω, κατάλαβα». Σηκώνει τα μάτια του στο ταβάνι. «Ανήκεις στην κατηγορία αυτών των ανόητων ανθρώπων». «Δεν είναι ανόητο!» αμύνομαι. «Απλώς είμαι ευγενική». «Για να δω». Απλώνει το χέρι για να πιάσει το τηλέφωνο. «Σταμάτα!» κάνω έντρομη. «Τ ι κάνεις;» Επιχειρώ να το πιάσω, αλλά είναι πολύ αργά. Έχει πάρει το τηλέφωνο και κοιτάζει όλα τα μηνύματα και τα email. Καθώς διαβάζει, σηκώνει το ένα φρύδι, έπειτα κατσουφιάζει, μετά αρχίζει ξαφνικά να γελάει. «Τ ι κοιτάζεις;» Προσπαθώ ν’ ακουστώ ψυχρή. «Οφείλεις να σεβαστείς το απόρρητο». Με αγνοεί τελείως. Δεν έχει ιδέα τι σημαίνει ιδιωτική ζωή; Και τι στο καλό διαβάζει; Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε.
Δοκιμάζω να φάω λίγη σούπα ακόμα, αλλά είναι τόσο κρύα που εγκαταλείπω την προσπάθεια. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω τον Σαμ που διαβάζει αχόρταγα τα μηνύματά μου. Αυτό είναι αισχρό. Νιώθω σαν να ψάχνει στο συρτάρι με τα εσώρουχά μου. «Τ ώρα ξέρεις πώς νιώθει κανείς όταν κάποιος άλλος ασκεί κριτική στα email του», λέει, σηκώνοντας το βλέμμα. «Δεν υπάρχει κάτι για να ασκήσεις κριτική», λέω ελαφρώς αλαζονικά. «Σε αντίθεση μ’ εσένα, εγώ είμαι ευγενική και καλοσυνάτη και δεν ξεφορτώνομαι τους ανθρώπους με δυο κουβέντες». «Εσύ λες ότι είσαι καλοσυνάτη. Εγώ αυτό αλλιώς το αποκαλώ». «Δεν έχει σημασία». Στριφογυρίζω τα μάτια μου. Φυσικά, δε θέλει να παραδεχτεί ότι εγώ έχω περισσότερες δεξιότητες στην επικοινωνία. Ο Σαμ διαβάζει ένα email ακόμα, κουνώντας το κεφάλι του, έπειτα σηκώνει τα μάτια και με παρατηρεί σιωπηλά. «Τ ι;» κάνω ενοχλημένη. «Τ ι είναι;» «Φοβάσαι τόσο πολύ ότι οι άλλοι δε θα σε συμπαθήσουν;» «Τ ι;» Τον κοιτάζω καλά-καλά μην ξέροντας πώς να αντιδράσω. «Τ ι είναι αυτά που λ ες;» Δείχνει το τηλέφωνο. «Τα email σου είναι σαν μια μεγάλη κραυγή “ Φιλάκια, αγκαλίτσες, σας παρακαλώ συμπαθήστε με, σας παρακαλώ συμπαθήστε με!”» «Τι;» Νιώθω σαν να με χαστούκισε. «Αυτά είναι τελείως... βλακείες». «Ας πάρουμε αυτό εδώ. “ Γεια σου, Σου! Θα μπορούσα να μεταθέσω την πρόβα για το χτένισμά μου λίγο αργότερα, κατά τις 5 μ.μ. ας πούμε; Έχω ραντεβού με τον Λιούις. Πες μου. Αλλά αν δε γίνεται, δεν πειράζει. Ευχαριστώ τόσο πολύ! Το εκτιμώ ιδιαιτέρως! Ελπίζω όλα να είναι καλά. Με αγάπη, Πόπι, φιλάκι, φιλάκι, φιλάκι, φιλάκι, φιλάκι.” Ποια είναι η Σου; Η πιο παλιά και πιο αγαπημένη φίλη σου;»
«Είναι η υπάλληλος υποδοχής στο κομμωτήριο που πηγαίνω». Τον αγριοκοιτάζω. «Δηλαδή την ευχαριστείς και της στέλνεις εκατομμύρια φιλάκια μόνο και μόνο επειδή κάνει τη δουλειά της;» «Είμαι ευγενική», λέω απότομα. «Αυτό δεν είναι ευγένεια», λέει σταθερά, «είναι ανοησία. Είναι μια επαγγελματική συναλλαγή. Φέρσου επαγγελματικά». «Μου αρέσει το κομμωτήριο που πηγαίνω!» Είμαι έξω φρενών. Τ ρώω μια κουταλιά σούπα, ξεχνώντας πόσο αηδιαστικά παγωμένη είναι, και καταπνίγω ένα τρέμουλο. Ο Σαμ ακόμα κοιτάζει τα μηνύματά μου σαν να έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει να πιάσει το τηλέφωνο. Έπρεπε να είχα διαγράψει το περιεχόμενο εγώ η ίδια. «Ποια είναι η Λουσίντα;» «Η διοργανώτρια του γάμου», ψελλίζω διστακτικά. «Το φαντάστηκα. Δε θα ’πρεπε εκείνη να δουλεύει για σένα; Τ ι είναι όλες αυτές οι αηδίες που σου φορτώνει;» Προς στιγμήν είμαι πολύ συγχυσμένη για να απαντήσω. Βουτυρώνω ένα κομμάτι ψωμί, έπειτα το παρατάω κάτω χωρίς να το φάω. «Δουλ εύει για μένα», λέω τελικά, αποφεύγοντας τη ματιά του. «Θέλω να πω, προφανώς βοηθάω λιγάκι όταν χρειάζεται βοήθεια...» «Έκλεισες τα αυτοκίνητα για λογαριασμό της». Μετράει στα δάχτυλα σαν να μην μπορεί να το πιστέψει. «Κανόνισες τα κομφετί, τις μπουτονιέρες, τον μουσικό για το όργανο...» Αισθάνομαι το πρόσωπό μου να βάφεται κόκκινο. Ξέρω ότι κατέληξα να κάνω περισσότερα για τη Λουσίντα απ’ ό,τι σκόπευα. Αλλά δεν πρόκειται να το παραδεχτώ αυτό μπροστά του. «Το ήθελα! Δεν πειράζει». «Και κάτι ακόμα. Το ύφος της είναι ελαφρώς αυταρχικό, αν θες τη γνώμη μου». «Είναι απλώς ο τρόπος της. Δε με νοιάζει...» Προσπαθώ να τον κάνω να χάσει το ενδιαφέρον του, αλλά είναι ανελέητος.
«Γιατί δεν της λες σαφώς: “ Εσύ δουλεύεις για μένα, γι’ αυτό κόψε το υφάκι”». «Δεν είναι τόσο εύκολο, εντάξει;» Νιώθω πως πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Δεν είναι απλώς διοργανώτρια γάμων. Είναι παλιά φίλη των Τάβις». «Τ ων Τάβις;» Κουνάει το κεφάλι του, λες και το όνομα δεν του θυμίζει τίποτα. «Είναι τα μελλοντικά πεθερικά μου! Οι Τάβις. Ο καθηγητής Άντονι Τάβις; Η καθηγήτρια Ουάντα Μπρουκ-Τάβις; Οι γονείς τους είναι παλιοί φίλοι και η Λουσίντα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου και είναι μια από αυτούς και δεν μπορώ...» Σταματώ και τρίβω τη μύτη μου. Δεν ξέρω πού ήθελα να καταλήξω. Ο Σαμ παίρνει ένα κουτάλι, σκύβει, τρώει μια κουταλιά σούπα και μορφάζει. «Πάγωσε τελείως. Το φαντάστηκα. Να τη στείλεις πίσω». «Όχι, δεν πειράζει». Του χαμογελάω αυτόματα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα». «Υπάρχει. Να τη στείλεις πίσω». «Όχι! Κοίτα... δεν έχει σημασία. Δεν πεινάω έτσι κι αλλιώς». Με κοιτάζει κουνώντας το κεφάλι του. «Μου προκαλείς μεγάλη έκπληξη, το ξέρεις; Όλ ο αυτό είναι μεγάλη έκπληξη». «Ποιο;» «Είσαι πολύ ανασφαλής, παρόλο που δείχνεις γερή σαν βράχος εξωτερικά». «Δεν είμαι!» αμύνομαι εκνευρισμένη. «Δεν είσαι ανασφαλής; Ή δεν είσαι γερή σαν βράχος;» «Εγώ...» Είμαι πολύ μπερδεμένη για να απαντήσω. «Δεν ξέρω. Παράτα με. Άσε με ήσυχη». «Μιλάς για τους Τάβις σαν να ήταν θεοί...» «Μα, φυσικά! Ανήκουν σε άλλη κατηγορία...» Τη φράση μου διακόπτει μια αντρική φωνή. «Σαμ! Ο άνθρωπός μου!» Είναι ο Τ ζάστιν που χτυπάει τον Σαμ στην πλάτη. Φοράει μαύρο κοστούμι, μαύρη γραβάτα και σκούρα
γυαλιά. Μοιάζει σαν ένας απ’ τους Άντρες με τα Μαύρα. «Πάλι μπαγκέτα με μπριζόλα;» «Πόσο καλά με ξέρεις». Ο Σαμ σηκώνεται όρθιος και χτυπάει ελαφρά στον ώμο ένα σερβιτόρο που περνούσε. «Συγγνώμη, θα μπορούσατε να φέρετε ζεστή σούπα για την καλεσμένη μου; Αυτή εδώ έχει κρυώσει. Γνώρισες την Πόπι χθες; Πόπι, ο Τ ζάστιν Κόουλ». «Enchante». Ο Τ ζάστιν μου γνέφει και πιάνω μια νότα από άφτερ σέιβ Fahrenheit. «Γεια». Καταφέρνω να χαμογελάσω ευγενικά, αλλά ακόμα νιώθω ταραγμένη μέσα μου. Πρέπει να πω στον Σαμ πόσο λάθος κάνει. Για όλα. «Πώς πήγε η συνάντηση με την P&G;» ρωτάει ο Σαμ κάπως αδιάφορα τον Τ ζάστιν. «Καλά! Πολύ καλά! Αν και, φυσικά, η απουσία σου είναι αισθητή, Σαμ». Κουνάει το δάχτυλό του σαν να του κάνει επίπληξη. «Δεν το νομίζω». «Ξέρετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι το αστέρι της εταιρείας μας;» απευθύνεται ο Τ ζάστιν σ’ εμένα, δείχνοντας τον Σαμ. «Ο προφανής διάδοχος του σερ Νίκολας. “ Μια μέρα, αγαπητό μου παιδί, όλα αυτά θα είναι δικά σου”». «Όλα αυτά είναι ανοησίες», λέει ευδιάθετα ο Σαμ. «Φυσικά». Ακολουθεί μια σύντομη σιωπή. Χαμογελούν ο ένας στον άλλο αλλά θυμίζουν περισσότερο ζώα που δείχνουν τα δόντια τους. «Τα λέμε, λοιπόν», λέει ο Τ ζάστιν τελικά. «Θα πας στο συνέδριο απόψε;» «Αύριο για την ακρίβεια», απαντάει ο Σαμ. «Έχω πολλά να κάνω εδώ ακόμα». «Κατάλαβα. Λοιπόν, θα πιούμε προς τιμήν σου απόψε». Ο Τ ζάστιν με χαιρετά σηκώνοντας το χέρι και απομακρύνεται. «Λυπάμαι γι’ αυτό», μου λέει ο Σαμ όταν ξανακάθεται. «Αυτό το εστιατόριο είναι απαίσιο την ώρα του μεσημεριανού. Αλλά είναι το πιο κοντινό που αξίζει να πάει κανείς».
Ο Τ ζάστιν Κόουλ μ’ έκανε να ξεχάσω λίγο τις σκέψεις που με βασανίζουν. Είναι στ’ αλήθεια μαλάκας. «Ξέρεις, άκουσα τον Τ ζάστιν να μιλάει για σένα χθες το βράδυ», λέω χαμηλόφωνα και σκύβω πάνω απ’ το τραπέζι. «Σε αποκάλεσε “ παπάρα”». Ο Σαμ ρίχνει πίσω το κεφάλι του και ξεσπάει σε γέλια. «Το φαντάζομαι». Ένα φρέσκο πιάτο σούπας βελουτέ από καρύδια που αχνίζει βρίσκεται μπροστά μου και ξαφνικά νιώθω ξελιγωμένη από την πείνα. «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό», λέω στον Σαμ, νιώθοντας άβολα. «Παρακαλώ». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Βοn appetit». «Και, λοιπόν, γιατί σε αποκάλεσε παπάρα;» Τ ρώω μια κουταλιά σούπα. «Ω, διαφωνούμε ριζικά στο πώς πρέπει να διοικηθεί η εταιρεία», λέει αδιάφορα. «Το δικό μου στρατόπεδο κέρδισε μια νίκη προσφάτως, έτσι το δικό του στρατόπεδο είναι λίγο χολωμένο». Στρατόπεδα; Νίκες; Βρίσκονται συνεχώς σε πόλεμο; «Τ ι έγινε δηλαδή;» Θεέ μου, αυτή η σούπα είναι πεντανόστιμη. Την κατεβάζω σαν να ήμουν νηστική για εβδομάδες. «Σ’ ενδιαφέρει στ’ αλήθεια;» Δείχνει να διασκεδάζει. «Ναι! Φυσικά!» «Ένα μέλος του προσωπικού έφυγε από την εταιρεία. Και καλά έκανε, κατά την άποψή μου. Αλλά όχι κατά την άποψη του Τ ζάστιν». Τ ρώει μια μπουκιά απ’ την μπαγκέτα του και πιάνει το ποτήρι με το νερό. Αυτό ήταν όλο; Μόνο αυτό θα μου πει; Ότι ένα μέλος του προσωπικού έφυγε απ’ την εταιρεία; «Εννοείς τον Τ ζον Γκρέγκσον;» Θυμάμαι ξαφνικά την έρευνα που έκανα στο Google. «Τ ι;» Είναι πραγματικά ξαφνιασμένος. «Πώς ξέρεις εσύ για τον Τ ζον Γκρέγκσον;»
«Από την ηλεκτρονική σελίδα της Daily Mail, φυσικά». Στριφογυρίζω τα μάτια μου. Τ ι νομίζει, ότι εργάζεται σε μια μυστική, ιδιωτική σαπουνόφουσκα; «Α, μάλιστα». Ο Σαμ φαίνεται να επεξεργάζεται την πληροφορία. «Όμως... όχι. Πρόκειται για άλλη περίπτωση». «Ποιος ήταν, τότε; Έλα, πες μου», τον καλοπιάνω καθώς διστάζει. «Μπορείς να το πεις σ’ εμένα. Είμαι κολλητή με τον σερ Νίκολας Μιούρεϊ, ξέρεις. Πίνουμε το ποτό μας μαζί στο Σαβόι. Έτσι είμαστε». Σταυρώνω τα δάχτυλά μου και ο Σαμ αφήνει ένα διατακτικό γελάκι. «Εντάξει. Υποθέτω πως δεν είναι κανένα μεγάλο μυστικό». Διστάζει και χαμηλώνει τη φωνή του. «Πρόκειται για έναν τύπο που λέγεται Εντ Έξτον. Ήταν οικονομικός διευθυντής. Η αλήθεια είναι ότι απολύθηκε. Αποδείχθηκε ότι εξαπατούσε την εταιρεία για κάποιο διάστημα. Ο Νικ δε θέλησε να ασκήσει ποινική δίωξη, αλλά αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Τ ώρα ο Εντ μας κάνει μήνυση για αδικαιολόγητη απόλυση». «Ναι!» σχεδόν κρώζω. «Το ήξερα! Και γι’ αυτό ήταν κομμάτια στο Γκρούτσο Κλαμπ». Ο Σαμ αφήνει ακόμα ένα σύντομο γελάκι σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. «Το ξέρεις κι αυτό. Μα φυσικά». «Κι έτσι... ο Τ ζάστιν θύμωσε όταν απολύθηκε ο Εντ;» Προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη. «Ο Τ ζάστιν υπολόγιζε να αναλάβει γενικός διευθυντής ο Εντ, με τον ίδιο ως δεξί του χέρι», λέει ξερά ο Σαμ. «Συνεπώς, ναι, θα μπορούσες να πεις ότι θύμωσε πολύ». «Γενικός διευθυντής;» λέω έκπληκτη. «Μα... ο σερ Νικολας;» «Ω, θα τον έδιωχναν τον Νικ αν εξασφάλιζαν αρκετή υποστήριξη», λέει με κάθε βεβαιότητα. «Υπάρχει μια κλίκα σ’ αυτή την εταιρεία που ενδιαφέρεται περισσότερο απ’ όλα να απολαμβάνει τους καρπούς από τα βραχυπρόθεσμα κέρδη και να φοράει Paul Smith. Ο Νικ είναι υπέρ του μακροπρόθεσμου παιχνιδιού. Αυτή δεν είναι πάντοτε η πιο δημοφιλής θέση».
Τελειώνω τη σούπα μου και προσπαθώ να τα χωνέψω όλα αυτά. Ειλικρινά, η πολιτική των εταιρειών είναι τόσο σύνθετη. Τελικά πώς καταφέρνουν να δουλέψουν; Είναι ήδη πολύ κουραστικό όταν η Αναλίζ τα παίρνει στο κρανίο σχετικά με το ποιας είναι η σειρά να αγοράσει καφέ και όλες ξεχνιόμαστε και δε συμπληρώνουμε τα απαραίτητα έντυπα. Αν δούλευα στην White Globe Consulting δε θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου. Θα περνούσα όλ η την ημέρα στέλνοντας γραπτά μηνύματα στους συναδέλφους, ρωτώντας τους τι συμβαίνει σήμερα και τι νομίζουν πως πρόκειται να συμβεί; Μμμμ. Ίσως είναι καλό που δεν κάνω δουλειά γραφείου. «Δεν το πιστεύω ότι ο σερ Νικολας Μιούρει έμενε στο Μπάλαμ», λέω για ν’ αλλάξω λίγο κουβέντα, καθώς το θυμάμαι ξαφνικά. «Θέλω να πω, στο Μπάλαμ!» «Ο Νικ, ξέρεις, δεν ανήκε πάντοτε στην τάξη των ευγενών». Ο Σαμ μου ρίχνει μια ματιά γεμάτη περιέργεια. «Δε διάβασες την ιστορία του όσο έκανες έρευνα στο Google; Ήταν ορφανός. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Εργάστηκε πολύ σκληρά για όσα έχει πετύχει. Δεν τον διακρίνει ίχνος σνομπισμού. Δε μοιάζει καθόλου στους υποκριτές που προσπαθούν να τον βγάλουν απ’ τη μέση». Συνοφρυώνεται και μπουκώνεται με ρόκα. «Ο Φάμπιαν Τέιλορ πρέπει να είναι στο στρατόπεδο του Τ ζάστιν», παρατηρώ σκεφτικά. «Είναι τόσο σαρκαστικός μαζί σου. Πάντοτε αναρωτιόμουν γιατί». Σηκώνω το βλέμμα μου και τον βλέπω να με κοιτάζει συννεφιασμένος. «Πόπι, πες την αλήθεια. Πόσα από τα email μου έχεις διαβάσει;» Δεν το πιστεύω ότι κάνει αυτή την ερώτηση. «Όλα, φυσικά. Εσύ τι νόμιζες;» Η έκφρασή του είναι τόσο αστεία που ξαφνικά ξεκαρδίζομαι στα γέλια. «Από την πρώτη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου αυτό το τηλέφωνο άρχισα να σε κατασκοπεύω. Email από συναδέλφους, email από την Ουίλοου...» Δεν μπορώ να αντισταθώ και πετάω αδιάφορα το όνομά της για να
δω αν θα τσιμπήσει. Και, φυσικά, το προσπερνάει τελείως. Είναι σαν το όνομα «Ουίλοου» να μη σημαίνει τίποτε για εκείνον. Επειδή, όμως, αυτό είναι το αποχαιρετιστήριο μεσημεριανό μας, είναι και η τελευταία μου ευκαιρία. Θα επιμείνω. «Λοιπόν. Με την Ουίλοου δουλεύετε στον ίδιο όροφο;» λέω για να αρχίσει η κουβέντα. «Στον ίδιο». «Α, μάλιστα. Και... γνωριστήκατε στη δουλειά;» Γνέφει καταφατικά. Είναι σαν να προσπαθώ να βγάλω νερό από πέτρα. Ένας σερβιτόρος έρχεται για να πάρει το πιάτο μου και παραγγέλνουμε καφέδες. Ο σερβιτόρος απομακρύνεται και βλέπω τον Σαμ να με παρατηρεί σκεφτικός. Ετοιμάζομαι να κάνω άλλη μια ερώτηση για την Ουίλοου, αλλά με προλαβαίνει. «Πόπι, μικρή αλλαγή θέματος. Μπορώ να σου πω κάτι; Σαν φίλος;» «Είμαστε φίλοι;» απαντάω αβέβαια. «Σαν ανιδιοτελής παρατηρητής, τότε». Τέλεια. Πρώτον, έθαψε τη συζήτηση για την Ουίλοου. Δεύτερον, και τώρα τι; Κήρυγμα για τους λόγους που δεν πρέπει να κλέβουμε τηλέφωνα; Άλλη μια ανάλυση για το επαγγελματικό ύφος στα email; «Τ ι είναι;» Δεν μπορώ να συγκρατηθώ και ατενίζω το ταβάνι. «Λέγε». Σηκώνει ένα κουταλάκι σαν να βάζει σε τάξη τις σκέψεις του, έπειτα το ακουμπάει κάτω. «Ξέρω ότι το θέμα δε με αφορά. Δεν έχω παντρευτεί ποτέ. Δεν έχω γνωρίσει τον αρραβωνιαστικό σου. Δεν ξέρω την κατάσταση». Καθώς μιλάει, αισθάνομαι το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Δεν ξέρω γιατί. «Όχι. Δεν την ξέρεις. Γι’ αυτό...» Συνεχίζει χωρίς να με ακούει.
«Αλλά έχω τη γνώμη ότι δεν μπορείς θα ’πρεπε να παντρευτείς κάποιον νιώθοντας κατώτερη». Κοκαλώνω και μου είναι αδύνατον να πω λέξη. Αναζητώ απεγνωσμένα τη σωστή αντίδραση. Να φωνάξω; Να τον χαστουκίσω; Να φύγω τρέχοντας; «Εντάξει, άκουσε», καταφέρνω να πω τελικά. Ο λαιμός μου είναι σφιγμένος, αλλά προσπαθώ να δείξω αυτοπεποίθηση. «Καταρχάς, δε με ξέρεις, όπως είπες. Δεύτερον, δε νιώθω κατώτερη...» «Νιώθεις. Είναι φανερό από όλα όσα λες. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Κοίτα τον εαυτό σου. Είσαι επαγγελματίας. Είσαι επιτυχημένη. Είσαι...» Διστάζει. «Είσαι γοητευτική. Γιατί να πιστεύεις ότι οι Τάβις ανήκουν σε “ άλλη κατηγορία” από εσένα;» Κάνει επίτηδες τον αργόστροφο; «Επειδή είναι, ας πούμε, σπουδαίοι και διάσημοι άνθρωποι! Είναι όλοι τους ιδιοφυίες και στο τέλος θα τους χρίσει η βασίλισσα ιππότες, ενώ ο θειος μου δεν είναι παρά ένας απλός οδοντίατρος από το Τόντον...» σταματάω απότομα, με κομμένη την ανάσα. Τέλεια. Τ ώρα την πάτησα. «Και ο μπαμπάς σου τι δουλειά κάνει;» Ορίστε. Πήγαινε γυρεύοντας. «Έχει πεθάνει», λέω ξερά. «Και οι δύο γονείς μου έχουν πεθάνει. Σε τροχαίο πριν από δέκα χρόνια». Γέρνω στην πλάτη της καρέκλας μου και περιμένω τη γεμάτη αμηχανία παύση. Μπορεί να έχει τόσο διαφορετικές εκδοχές. Σιωπή. Χέρι πάνω 77
στο στόμα. Πνιχτή κραυγή. Ξεφωνητό. Αμήχανη αλλαγή θέματος. Νοσηρή περιέργεια. Αφήγηση χειρότερου, πιο μακάβριου δυστυχήματος που έζησε η θεία τού φίλου ενός φίλου. Μια κοπέλα, που το έμαθε, ξέσπασε κυριολεκτικά σε αναφιλητά επιτόπου. Αναγκάστηκα να την παρακολουθώ να κλαίει και στο τέλος της έδωσα και χαρτομάντιλο. Αλλά... είναι παράξενο. Τούτη τη φορά δε μου φαίνεται να
υπάρχει αμηχανία. Ο Σαμ δεν απέστρεψε το βλέμμα του. Δεν καθάρισε το λαιμό του ούτε άφησε μια πνιχτή κραυγή ούτε άλλαξε το θέμα. «Και οι δύο μαζί;» ρωτάει με πιο απαλή φωνή. «Η μητέρα μου αμέσως. Ο πατέρας μου την επόμενη ημέρα». Του χαμογελάω αμυδρά. «Δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω, όμως. Είχε σχεδόν φύγει μετά... μετά το δυστύχημα». Με τον καιρό έμαθα ότι ο μόνος τρόπος να αντέξω αυτού του είδους τις συζητήσεις είναι χαμογελώντας. Ο σερβιτόρος καταφθάνει με τους καφέδες μας και η συζήτηση σταματάει. Αλλά αμέσως μόλις απομακρύνεται, η ίδια διάθεση απλώνεται πάλι στο τραπέζι. Το πρόσωπο του Σαμ καλύπτεται από την ίδια έκφραση. «Λυπάμαι πάρα πάρα πολύ». «Δε χρειάζεται!» απαντάω με τη συνήθη ζωηρή φωνή μου. «Βρέθηκε λύση. Μετακομίσαμε στο σπίτι του θειου μου, εκείνος είναι οδοντίατρος και η θεία μου οδοντιατρική νοσοκόμα. Μας φρόντισαν, εμένα και τα μικρά αδέλφια μου. Έτσι... όλα πήγαν καλά. Όλα καλά». Νιώθω τα μάτια του πάνω μου. Κοιτάζω πρώτα απ’ τη μια και μετά απ’ την άλλη, αποφεύγοντας τα. Ανακατεύω τον καπουτσίνο μου, μάλλον υπερβολικά γρήγορα, και πίνω μια μεγάλη γουλιά. «Αυτό εξηγεί πολλά», λέει τελικά ο Σαμ. Δεν αντέχω τη συμπόνια του. Δεν αντέχω τη συμπόνια κανενός. «Όχι, δεν εξηγεί τίποτε. Δεν εξηγεί τίποτε. Συνέβη πριν από χρόνια και έχει τελειώσει και είμαι ενήλικη και το έχω αντιμετωπίσει, εντάξει; Άρα κάνεις λάθος. Δεν εξηγεί τίποτε». Ακουμπάει το φλιτζάνι του εσπρέσο του, πιάνει το μπισκότο με γεύση αμαρέτο και το ξετυλίγει χωρίς να βιάζεται. «Εννοούσα πως εξηγεί γιατί έχεις μανία με τα δόντια». «Ω...» Δεν έχει κι άδικο. Του χαμογελάω διστακτικά. «Ναι, υποθέτω ότι γνωρίζω αρκετά
για τη φροντίδα των δοντιών». Εκείνος μασουλάει το μπισκότο του κι εγώ πίνω άλλη μια μεγάλη γουλιά από τον καπουτσίνο μου. Μετά από λίγα λεπτά φαίνεται σαν να ’χει κλείσει το θέμα και αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε να ζητήσουμε το λογαριασμό, όταν ο Σαμ λέει ξαφνικά: «Ένας φίλος μου έχασε τη μητέρα ταυ όταν ήμασταν στο πανεπιστήμιο. Πέρασα πολλές νύχτες συζητώντας μαζί του. Πολλές νύχτες». Σωπαίνει για λίγο. «Ξέρω πώς είναι. Δεν μπορείς να το ξεπεράσεις. Και δε νιώθεις διαφορετικά αν είσαι ενήλικας. Και ποτέ δε φεύγει από μέσα σου». Δεν έπρεπε να επιστρέψει σ’ αυτό το θέμα. Είχε κλείσει. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν γρήγορα-γρήγορα στο επόμενο θέμα γεμάτοι ανακούφιση. «Εγώ πάντως το ξεπέρασα», λέω χαρωπά. «Και έφυγε από μέσα μου». Κουνάει το κεφάλι του λες και τα λόγια μου διόλου δεν τον εκπλήσσουν. «Ναι, αυτό είπε κι εκείνος. Στους άλλους. Ξέρω. Έτσι πρέπει να κάνεις». Σταματάει. «Αν και είναι δύσκολο να συνεχίζεις να προσποιείσαι». Χαμογέλ α. Συνέχισε να χαμογελ άς. Μην τον κοιτάξεις στα μάτια. Αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να αντισταθώ και τον κοιτάζω. Αδύνατον. Τα μάτια μου ξαφνικά καίνε. Να πάρει. Να πάρει. Αυτό έχει να συμβεί χρόνια. Χρόνια. «Μη με κοιτάζεις έτσι», μουρμουρίζω άγρια, σκύβοντας στο τραπέζι. «Πώς δηλαδή;» Ακούγεται ανήσυχος. «Σαν να καταλαβαίνεις». Καταπίνω. «Πάψε. Σταμάτα!» Παίρνω βαθιά ανάσα και πίνω λίγο νερό. Ηλ ίθια, Πόπι. Σύνελθε. Δεν έχω αφήσει τον εαυτό μου να πέσει σ’ αυτή την παγίδα εδώ και... ούτε μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια. «Συγγνώμη», λέει ο Σαμ χαμηλόφωνα. «Δεν ήθελα...» «Όχι! Δεν πειράζει. Ας πούμε κάτι άλλο. Να ζητήσουμε το λογαριασμό;»
«Βεβαίως». Κάνει νόημα στο σερβιτόρο κι εγώ βγάζω από την τσάντα το λιπγκλός μου και περίπου δύο λεπτά αργότερα έχω ξαναβρεί την ηρεμία μου. Προσπαθώ να πληρώσω το λογαριασμό, αλλά ο Σαμ αρνείται κατηγορηματικά, έτσι συμφωνούμε να πληρώσει ο καθένας τα δικά ταυ. Αφού ο σερβιτόρος πήρε τα χρήματα και καθάρισε το τραπέζι από τα ψίχουλα, κοιτάζω τον Σαμ πάνω απ’ το άδειο τραπέζι. «Λοιπόν». Αργά σπρώχνω το τηλέφωνο προς το μέρος του. «Ορίστε. Σ’ ευχαριστώ. Χάρηκα που σε γνώρισα και όλα τα σχετικά». Ο Σαμ δεν του ρίχνει ούτε μια ματιά. Παρατηρεί εμένα προσεκτικά με μια κάπως ευγενική, ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του, που με κάνει να ανατριχιάζω ολόκληρη και να θέλω να πετάξω πράγματα. Αν πει κάτι ακόμα για τους γονείς μου, θα σηκωθώ να φύγω. Θα την κάνω. «Αναρωτιόμουν», λέει τελικά. «Από ενδιαφέρον και μόνο, έμαθες ποτέ κάποιους τρόπους αντιπαράθεσης;» «Τ ι;» Γελάω δυνατά έκπληκτη. «Φυσικά και όχι. Δε θέλω να έρθω σε αντιπαράθεση με κανέναν». Ο Σαμ απλώνει τα χέρια του. «Ορίστε. Να το πρόβλημά σου». «Δεν έχω κανένα πρόβλημα! Εσύ το έχεις το πρόβλημα. Τουλάχιστον εγώ είμαι ευγενική», κάνω δηκτικά, μην μπορώντας να συγκρατηθώ. «Εσύ είσαι... αξιολύπητος». Σκάει στα γέλια κι εγώ κοκκινίζω. Εντάξει, ίσως η λέξη «αξιολύπητος» να ήταν η λάθος λέξη. «Είμαι μια χαρά». Κάνω να πιάσω την τσάντα μου. «Δε χρειάζομαι βοήθεια». «Έλα, μην είσαι δειλή». «Δεν είμαι δειλή!» αναφωνώ εξοργισμένη. «Αν θέλεις να ασκείς κριτική στους άλλους, θα πρέπει να δέχεσαι και τη δική τους κριτική», λέει χαρούμενα. «Όταν διάβασες τα μηνύματά μου είδες έναν κοφτό, αξιολύπητο τύπο. Και μου το είπες. Ίσως έχεις δίκιο». Παύση. «Ξέρεις, όμως, τι είδα εγώ όταν διάβασα
τα δικά σου μηνύματα;» «Όχι». Τον αγριοκοιτάζω. «Και δε θέλω να μάθω». «Είδα μια κοπέλα που τρέχει να βοηθήσει τους άλλους, αλλά δε βοηθάει τον εαυτό της. Και τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή πρέπει να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Κανένας δεν πρέπει να παντρεύεται νιώθοντας κατώτερος ή πως ανήκει σε άλλη κατηγορία ή προσπαθώντας να προσποιηθεί πως είναι κάτι που δεν είναι. Δεν ξέρω ακριβώς με ποιον είναι το πρόβλημά σου, αλλά...» Σηκώνει το τηλέφωνο, πατάει ένα κουμπί και γυρίζει την οθόνη προς το μέρος μου. Γαμώτο. Είναι η λίστα μου. Η λίστα που έγραψα στην εκκλησία. ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ Τ Ο ΓΑΜΟ 1. Να γίνω ειδήμων στην ελ λ ηνική φιλ οσοφία. 2. Να αποστηθίσω ποιήματα του Ρόμπερτ Μπερνς. 3. Να μάθω μεγάλ ες λ έξεις για το Σκραμπλ 4. Να μην ξεχάσω: είμαι ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑ. 5. Μοσχάρι στρογκανόφ. Να μάθω να μου αρέσει. (Μέσω ύπνωσης;) Νιώθω καταντροπιασμένη. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μοιράζονται τηλέφωνα οι άνθρωποι. «Δεν έχει σχέση μ’ εσένα», μουρμουρίζω με το βλέμμα καρφωμένο στο τραπέζι. «Το ξέρω», λέει απαλά. «Ξέρω επίσης ότι το να υπερασπιστείς τον εαυτό σου μπορεί να είναι πολύ δύσκολο. Αλλά πρέπει να το κάνεις. Πρέπει να τα βγάλεις από μέσα σου. Πριν από το γάμο». Για λίγα λεπτά μένω σιωπηλή. Δε θα το αντέξω αν έχει δίκιο. Όμως βαθιά μέσα μου αισθάνομαι πως όλα όσα λέει είναι αλήθεια. Σαν τα τουβλάκια του Tetris που πέφτουν ένα-ένα στη σωστή θέση. Αφήνω την τσάντα μου να πέσει στο τραπέζι ξανά και τρίβω τη μύτη μου. Ο Σαμ περιμένει υπομονετικά, όσο προσπαθώ να συμμαζέψω τις σκέψεις μου. «Ωραία μου τα λες όλα αυτά», ψελλίζω τελικά. «Ωραία μου λες “ Πρέπει να τα βγάλεις από μέσα σου”. Αλλά τι να τους πω;»
«Σε ποιους ακριβώς;» «Δεν ξέρω. Στους γονείς του, υποθέτω». Ξαφνικά νιώθω ότι προδίδω τον Μάγκνους, μιλώντας για την οικογένειά του πίσω από την πλάτη του. Αλλά είναι λίγο αργά γι’ αυτό. Ο Σαμ δε διστάζει ούτε λεπτό. «Να τους πεις “ Κύριε και κυρία Τάβις, με κάνετε να νιώθω κατώτερή σας. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι είμαι κατώτερη σας ή είναι ιδέα μου;”» «Σε ποιον πλ ανήτη ζεις;» τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. «Δεν μπορώ να το πω αυτό! Ο κόσμος δε λέει τέτοια πράγματα!» Γελάει. «Ξέρεις τι πρόκειται να κάνω σήμερα το απόγευμα; Θα πω στον γενικό διευθυντή μιας βιομηχανικής εταιρείας ότι δεν εργάζεται αρκετά σκληρά, ότι η συμπεριφορά του αποξενώνει τους συναδέλφους του στο Διοικητικό Συμβούλιο και ότι η προσωπική υγιεινή του έχει καταστεί πρόβλημα». «Ω, Θεέ μου». Και μόνο στη σκέψη μαζεύομαι. «Δεν το πιστεύω». «Όλα θα πάνε μια χαρά», λέει ήρεμα ο Σαμ. «Θα του μιλήσω αναλυτικά, παρουσιάζοντας κάθε θέμα χωριστά και στο τέλος θα συμφωνήσει μαζί μου. Είναι ζήτημα τεχνικής και αυτοπεποίθησης. Ας πούμε ότι οι άβολες συζητήσεις είναι η ειδικότητά μου. Έμαθα πολλά από τον Νικ», προσθέτει. «Ο Νικ μπορεί να πει σε κάποιον ότι η εταιρεία του δεν αξίζει δεκάρα και εκείνος να μη φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Ή μπορεί ακόμα και να πει σε κάποιον ότι η χώρα του δεν αξίζει δεκάρα». «Ουάου». Τον κοιτάζω έντρομη. «Έλα να παρακολουθήσεις τη συνάντηση. Αν δεν έχεις κάποια άλλη δουλειά. Θα είναι και άλλα άτομα». «Αλήθεια;» Ανασηκώνει τους ώμους. «Έτσι θα μάθεις». Δεν είχα ιδέα πως οι άβολες καταστάσεις μπορούσαν να είναι η ειδικότητα κάποιου. Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό μου να λέει
σε κάποιον ότι η προσωπική υγιεινή του έχει καταστεί πρόβλημα. Ούτε σε χίλια χρόνια δε θα μπορούσα να βρω τα κατάλληλα λόγια για να το κάνω. Εντάξει, λοιπόν. Πρέπει να το δω αυτό. «Ωραία!» Συνειδητοποιώ ότι χαμογελάω. «Θα έρθω. Ευχαριστώ». Τότε προσέχω ότι το τηλέφωνο βρίσκεται ακόμα στο τραπέζι. «Λοιπόν... να το φέρω κι αυτό στο γραφείο σου;» ρωτάω αδιάφορα. «Ασφαλώς». Φοράει το σακάκι του. «Ευχαριστώ». Τέλεια. Θα ξαναδώ τα μηνύματά μου! Καλά τα κατάφερα! .
10 Πρέπει να είναι σπουδαίο να δουλεύεις σε τέτοιο γραφείο Τα πάντα στο κτίριο που εργάζεται ο Σαμ είναι καινούργια για μένα από την τεράστια κυλιόμενη σκάλα και τα σούπερ μοντέρνα ασανσέρ, ως την πλαστικοποιημένη κάρτα με τη φωτογραφία μου, την οποία έφτιαξε ένα μηχάνημα μέσα σε περίπου τρία δευτερόλεπτα. 'Όταν έρχονται επισκέπτες στο First Fit Physio εμείς απλώς κρατάμε το όνομά τους σ’ ένα βιβλίο από κάποιο πολυκατάστημα Ανεβαίνουμε στον δέκατο έκτο όροφο και διασχίζουμε ένα διάδρομο με μοκέτα σε ανοιχτό πράσινο χρώμα, με ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Λονδίνου κρεμασμένες στον τοίχο και μοντέρνα καθίσματα σε διάφορα σχήματα. Στα δεξιά υπάρχουν μεμονωμένα γραφεία με γυάλινους τοίχους και στα αριστερά ένας μεγάλος, ανοιχτός χώρος με πολύχρωμα γραφεία. Όλα εδώ μέσα είναι τόσο σούπερ. Υπάρχει ένας ψύκτης νερού, σαν αυτόν που έχουμε κι εμείς, αλλά υπάρχει επίσης και μια γωνιά ειδικά για την παρασκευή καφέ με αληθινή μηχανή Nespresso και ψυγείο Smeg και ένα τεράστιο μπολ με φρούτα. Θα μιλήσω στη Ρούμπι για τις παροχές προς το προσωπικό στο First Fit Physio. «Σαμ!» Ένας άντρας με μπλε σκούρο λινό σακάκι χαιρετά τον Σαμ και την ώρα που συνομιλούν εγώ παρατηρώ κλεφτά τριγύρω τον ανοιχτό χώρο των γραφείων και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να εντοπίσω την Ουίλοου. Εκείνη η κοπέλα με τα κυματιστά ξανθά μαλλιά που μιλάει με ακουστικό, ενώ κάθεται με τα πόδια επάνω σε μια καρέκλα, άραγε να είναι αυτή;
«Εντάξει». Ο Σαμ φαίνεται να ολοκληρώνει τη συζήτηση. «Ακούγεται ενδιαφέρον, Νίχαλ. Θα το σκεφτώ». Νίχαλ. Τεντώνω τ’ αυτιά μου. Αυτό το όνομα εγώ το ξέρω. Είμαι σίγουρη πως το ξέρω. Από πού όμως... από πού; Σπάω το κεφάλι μου. Νίχαλ... Νίχαλ... «Ευχαριστώ, Σαμ», λέει ο Νίχαλ. «Θα σου προωθήσω αυτό το έγγραφο αμέσως...» Την ώρα που χτυπάει με τα δάχτυλα το τηλέφωνό του, ξαφνικά θυμάμαι. «Δώσ’ του συγχαρητήρια για το μωρό του!» ψιθυρίζω στον Σαμ. «Ο Νίχαλ απέκτησε μωρό την προηγούμενη εβδομάδα. Τη λένε Γιασμίν και ζυγίζει τρία κιλά. Είναι πανέμορφη! Δεν είδες το email;» Ο Σαμ φαίνεται ξαφνιασμένος, αλλά συνέρχεται γρήγορα. «Ε, Νίχαλ, συγχαρητήρια για το μωρό σου! Φανταστικά νέα». «Το “ Γιασμίν” είναι όμορφο όνομα». Χαμογελάω πλατιά στον Νίχαλ. «Και τρία κιλά περίπου! Πολύ καλό βάρος! Τ ι κάνει;» «Πώς είναι η Ανιτα;» συμπληρώνει ο Σαμ. «Είναι και οι δύο πολύ καλά, ευχαριστώ! Συγγνώμη... δε θυμάμαι αν έχουμε γνωριστεί». Κοιτάζει τον Σαμ για βοήθεια. «Να σου συστήσω την Πόπι», λέει εκείνος. «Είναι εδώ για... παροχή συμβουλών». «Χάρηκα». Ο Νίχαλ μου δίνει το χέρι, αν και ακόμα φαίνεται σαστισμένος. «Και πώς ξέρατε για το μωρό;» «Επειδή το ανέφερε ο Σαμ», λέω ψέματα με απαλή φωνή. «Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με τα νέα σας που δεν κρατήθηκε και μου τα είπε. Έτσι δεν είναι, Σαμ;» Χα! Αν μπορούσατε να δείτε το πρόσωπο του Σαμ! «Ακριβώς», λέει τελικά. «Χάρηκα πάρα πολύ». «Ουάου». Το πρόσωπο του Νιχαλ λάμπει από ευχαρίστηση. «Σ’ ευχαριστώ, Σαμ. Δεν ήξερα πως είσαι τόσο...» Μάλλον νιώθει αμήχανα. «Κανένα πρόβλημα». Ο Σαμ σηκώνει το χέρι του. «Και πάλι συγχαρητήρια. Πόπι, πρέπει να προχωρήσουμε». Καθώς βαδίζουμε με τον Σαμ στο διάδρομο, μου ’ρχεται να
σκάσω στα γέλια με την έκφρασή του. «Μπορείς να σταματήσεις, σε παρακαλώ;» μουρμουράει χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. «Πρώτα τα ζώα, τώρα τα μωρά. Θέλεις να με καταστρέψεις;» «Το αντίθετο! Όλοι θα σε αγαπούν!» «Ε, Σαμ». Μια φωνή ακούγεται πίσω μας. Γυρίζουμε και βλέπουμε τον Ματ Μιτσελ, που συναντήσαμε το προηγούμενο βράδυ, να λάμπει από χαρά. «Μόλις έμαθα τα νέα! Ο σερ Νίκολας θα πάρει μέρος στο ταξίδι στη Γουατεμάλα! Είναι απίθανο!» «Α, ναι». Ο Σαμ γνέφει κοφτά. «Το συζητήσαμε χθες το βράδυ». «Λοιπόν, ήθελα απλώς να σε ευχαριστήσω», λέει με ειλικρίνεια. «Ξέρω ότι έπαιξε ρόλο η γνώμη σου. Εσείς οι δύο θα βοηθήσετε τόσο πολύ αυτόν το σκοπό. Α, και ευχαριστούμε για τη δωρεά. Το εκτιμούμε ιδιαίτερα». Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη. Ο Σαμ έκανε δωρεά για το ταξίδι στη Γουατεμάλα; Έκανε δωρεά; Τ ώρα ο Ματ χαμογελάει πλατιά σ’ εμένα. «Γεια σας και πάλι. Θα σας ενδιέφερε το ταξίδι στη Γουατεμάλα;» Ω, Θεέ μου, θα ήθελα τόσο πολ ύ να ταξιδέψω στη Γουατεμάλα. «Ξέρετε...» αρχίζω γεμάτη ενθουσιασμό, προτού με διακόψει με τον αυστηρό τόνο του ο Σαμ. «Όχι, δε θα την ενδιέφερε». Ειλικρινά, τώρα. Γιατί είναι τόσο σπασίκλας; «Ίσως την επόμενη φορά», λέω ευγενικά. «Ελπίζω να πάει καλά!» Ο Ματ Μιτσελ φεύγει προς την αντίθετη μεριά του διαδρόμου κι εμείς συνεχίζουμε την πορεία μας. Αναλογίζομαι αυτό που μόλις έμαθα. «Δε μου είπες ότι ο σερ Νικολας θα πάει στη Γουατεμάλα». «Αλήθεια;» Ο Σαμ δε φαίνεται να ενδιαφέρεται στο ελάχιστο. «Ε, λοιπόν, θα πάει». «Κι εσύ έκανες δωρεά», προσθέτω. «Άρα πιστεύεις ότι
πρόκειται για καλό σκοπό. Πιστεύεις ότι αξίζει να τον στηρίξεις». «Έκανα μια μικρή δωρεά». Με διορθώνει θέλοντας να κόψει την κουβέντα, αλλά εγώ δεν πτοούμαι. «Άρα τελικά... η κατάσταση εξελίχθηκε καλά. Δεν υπήρξαν καταστροφικές συνέπειες». Μετράω σκεφτική με τα δάχτυλά μου. «Και οι κοπέλες από το τμήμα Διοίκησης θεωρούν πως είσαι υπέροχος και πως η πρωτοβουλία για τις νέες ιδέες είναι πολύ καλή. Κι εσύ μάζεψες μερικές ενδιαφέρουσες νέες σκέψεις για την εταιρεία. Και ο Νίχαλ πιστεύει ότι είσαι το όγδοο θαύμα, το ίδιο και η Κλόι και όλοι στο τμήμα της και η Ρέιτσελ σε λ ατρεύει που θα πάρεις μέρος στον φιλικό αγώνα δρόμου...» «Πού ακριβώς θέλεις να καταλήξεις;» Η έκφραση στο πρόσωπό του είναι τόσο απειλητική που δειλιάζω λιγάκι. «Εεε... πουθενά!» υποχωρώ. «Απλώς έλεγα». Ίσως θα ’πρεπε να πάψω να μιλάω για λίγο. Μετά το λόμπι, περίμενα πως το γραφείο του Σαμ θα με εντυπωσίαζε αλλά δε με εντυπωσίασε απλώς. Με άφησε άφωνη. Είναι ένας πελώριος γωνιακός χώρος με παράθυρα που βλέπουν στην Μπλακφράιαρς Μπριτζ, με ένα επώνυμο φωτιστικό γλυπτό που κρέμεται από την οροφή και με ένα τεράστιο γραφείο. Υπάρχει ένα ακόμα μικρότερο γραφείο απ’ έξω, όπου υποθέτω πως καθόταν η Βάιολετ. Κάτω από το παράθυρο βρίσκεται ένας καναπές, στον οποίο με οδηγεί ο Σαμ. «Η συνάντηση θα αρχίσει σε είκοσι λεπτά. Εγώ πρέπει να τσεκάρω κάποια πράγματα πρώτα. Εσύ μπορείς να περιμένεις εδώ». Κάθομαι ήσυχα στον καναπέ για λίγα λεπτά αλλά είναι πολύ βαρετό να κάθεσαι σ’ έναν καναπέ χωρίς να κάνεις τίποτε, οπότε σηκώνομαι και κοιτάζω έξω απ’ τα παράθυρα, χαζεύοντας τα μικροσκοπικά αυτοκίνητα που διασχίζουν τη γέφυρα. Δίπλα μου υπάρχει ένα ράφι με πολλά πολυτελή βιβλία για επιχειρήσεις και μερικά βραβεία. Όμως δεν υπάρχει καμία φωτογραφία της Ουίλοου. Ούτε και στο γραφείο του. Σίγουρα κάπου θα έχει τη φωτογραφία της, σωστά;
Η ματιά μου περιφέρεται στο χώρο προσπαθώντας να την εντοπίσω, όταν βλέπω μιαν άλλη πόρτα και, μην μπορώντας να αντισταθώ, κρυφοκοιτάζω γεμάτη περιέργεια. Γιατί έχει κι άλλη πόρτα; Πού οδηγεί; «Μπάνιο», ακούω να λέει ο Σαμ. «Θέλεις να πας; Ελεύθερα». Ουάου! Έχει προσωπικό μπάνιο! Μπαίνω μέσα ελπίζοντας να βρω ένα εκπληκτικό παλάτι από μάρμαρο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα κανονικό μπάνιο με μια μικρή ντουζιέρα και γυάλινα πλακάκια. Και πάλι όμως. Το προσωπικό του μπάνιο μέσα στο γραφείο του. Αυτό κι αν είναι σούπερ! Βρίσκω την ευκαιρία να ανανεώσω το μακιγιάζ μου, να χτενίσω τα μαλλιά μου και να ισιώσω την τζιν φούστα μου. Ανοίγω την πόρτα και ετοιμάζομαι να βγω όταν ξαφνικά βλέπω ότι το μακό μπλουζάκι μου έχει πιτσιλιστεί με σούπα. Να πάρει. Ίσως καταφέρω να το καθαρίσω. Βρέχω ελαφρά μια πετσέτα και τρίβω γρήγορα το λεκέ. Όχι. Τ ίποτε. Θα χρειαστεί να σκύψω και να βάλω το ύφασμα κάτω απ’ το νερό. Καθώς σκύβω, βλέπω στον καθρέφτη μια γυναίκα με κομψό μαύρο κοστούμι και αναπηδώ. Μου παίρνει ένα λεπτό για να αντιληφθώ ότι βλέπω στον καθρέφτη ολόκληρο το γραφείο και ότι η γυναίκα στην πραγματικότητα πλησιάζει τη γυάλινη πόρτα του Σαμ. Είναι ψηλή και επιβλητική, έχει μάλλον πατήσει τα σαράντα και κρατάει ένα φύλλο χαρτί. Η έκφρασή της είναι πολύ σκυθρωπή. Ωωω, ίσως αυτή είναι το πρόσωπο με την κακή προσωπική υγιεινή. Όχι. Σίγουρα όχι. Κοίτα αυτό το τέλεια σιδερωμένο λευκό πουκάμισο. Ω, Θεέ μου, μήπως αυτή είναι η Ουίλ οου; Νιώθω ακόμα πιο αμήχανα για τη λεκιασμένη με σούπα μπλούζα μου. Ο λεκές δεν έφυγε και υπάρχει ένα μεγάλο σημάδι από νερό. Για την ακρίβεια, η εμφάνισή μου είναι απαίσια. Μήπως να
έλεγα στον Σαμ ότι δεν μπορώ να πάω στη συνάντηση τελικά; Ίσως, όμως, να έχει κάποιο καθαρό πουκάμισο που θα μπορούσα να δανειστώ. Οι άνθρωποι των επιχειρήσεων δεν έχουν πάντοτε καθαρά πουκάμισα στο γραφείο τους; Όχι, Πόπι. Μη λες ανοησίες. Και έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει χρόνος. Η γυναίκα με το μαύρο κοστούμι ήδη χτυπάει την πόρτα του και την ανοίγει. Παρακολουθώ μέσα απ’ τον καθρέφτη κρατώντας την ανάσα μου. «Σαμ, πρέπει να σου μιλήσω». «Βεβαίως». Την κοιτάζει και σκοτεινιάζει, βλέποντας το ύφος της. «Βικς, τι συμβαίνει;» Βικς! Φυσικά, αυτή είναι η Βικς, η επικεφαλής των Δημοσίων Σχέσεων. Έπρεπε να το είχα καταλάβει αμέσως. Νιώθω σαν να τη γνωρίζω ήδη από όλα τα email της και είναι όπως ακριβώς την είχα φανταστεί. Κοντή, με περιποιημένα καστανά μαλλιά, ψυχρή επαγγελματίας, με πρακτικά παπούτσια και ακριβό ρολόι. Και, τούτη τη στιγμή, πολύ αγχωμένη για κάποιο λόγο. «Πολύ λίγα άτομα το γνωρίζουν αυτό», λέει, κλείνοντας την πόρτα. «Πριν από μία ώρα περίπου μου τηλεφώνησε ένας φίλος από το ΙΤ Ν. Έπεσε στα χέρια τους ένα εσωτερικό υπόμνημα του Νικ, το οποίο σκοπεύουν να παρουσιάσουν στις ειδήσεις των δέκα». Μορφάζει. «Τα πράγματα... τα πράγματα είναι άσχημα, Σαμ». «Υπόμνημα;» Φαίνεται μπερδεμένος. «Ποιο υπόμνημα;» «Το υπόμνημα που υποτίθεται πως έστειλε σ’ εσένα και στον Μάλκομ. Πριν από μερικούς μήνες. Όταν παρείχατε συμβουλευτικές υπηρεσίες στην ΒΡ. Εδώ είναι. Διάβασε το». Μετά από δέκα δευτερόλεπτα κρυφοκοιτάζω από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου. Βλέπω τον Σαμ να διαβάζει ένα τυπωμένο χαρτί με μια έκφραση σοκ αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. «Τ ι στο διάβολ ο...» «Το ξέρω». Η Βικς σηκώνει τα χέρια της. «Το ξέρω». «Αυτό είναι...» Φαίνεται ανήμπορος να μιλήσει. «Είναι καταστροφή», λέει ήρεμα εκείνη. «Ουσιαστικά, μιλάει
για αποδοχή δωροδοκίας. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι τώρα συμμετέχει σε κυβερνητική επιτροπή...» Διστάζει. «Μπορεί να παρασύρει κι εσένα και τον Μάλκομ. Πρέπει να το εξετάσουμε και αυτό». «Μα... μα πρώτη φορά το βλέπω αυτό το υπόμνημα!» Ο Σαμ φαίνεται να έχει βρει επιτέλους τη μιλιά του. «Ο Νικ δε μου το έστειλε αυτό! Δεν έγραψε αυτά τα πράγματα. Ποτέ δε θα μπορούσε να γράψει τέτοια πράγματα. Θέλω να πω, μας έστειλε ένα υπόμνημα το οποίο ξεκινούσε με τον ίδιο τρόπο, αλλά...» «Ναι, αυτό μου είπε και ο Μάλκομ. Το υπόμνημα που έλαβε δεν ήταν επί λέξει ίδιο μ’ αυτό εδώ». «Όχι “ επί λέξει”;» επαναλαμβάνει ανυπόμονα και εκνευρισμένα ο Σαμ. «Ήταν τελείως διαφορετικό! Ναι, αφορούσε την ΒΡ, ναι, έθιγε τα ίδια θέματα, αλλά δεν έλεγε αυτά τα πράγματα». Χτυπάει το χαρτί. «Δεν ξέρω από πού στην ευχή ξεφύτρωσε αυτό. Μίλησες με τον Νικ;» «Φυσικά. Τα ίδια μου είπε. Δεν έστειλε αυτό το υπόμνημα, δεν το έχει ξαναδεί ποτέ, είναι το ίδιο μπερδεμένος μ’ εμάς». «Λοιπόν!» αναφωνεί γεμάτος ανυπομονησία. «Πρέπει να αποτρέψεις τη δημοσιοποίησή του. Βρες την αρχική εκδοχή του υπομνήματος, τηλεφώνησε στο φίλο σου στο ΙΤ Ν και πες του ότι τους κορόιδεψαν. Οι τεχνικοί μας σίγουρα θα μπορέσουν να αποδείξουν πότε γράφτηκε το καθένα, είναι καλοί σε κάτι τέτοια...» Σταματάει. «Τ ι;» «Προσπαθήσαμε». Ξεφυσάει. «Ψάξαμε. Δεν μπορούμε να βρούμε την αρχική εκδοχή του υπομνήματος πουθενά». «Τι;» Την καρφώνει με το βλέμμα του. «Μα... αυτό είναι τρελό. Ο Νικ πρέπει να το έχει αποθηκεύσει». «Ψάχνουν. Εδώ και στο γραφείο του στο Μπέρκσάιρ. Μέχρι στιγμής αυτή είναι η μοναδική εκδοχή που καταφέραμε να βρούμε στο σύστημα». Δείχνει το χαρτί. «Βλακείες!» Ο Σαμ γελάει σαν να μην πιστεύει όσα ακούει. «Περίμενε. Το έχω εγώ!»
Κάθεται στο γραφείο του και ανοίγει ένα αρχείο. «Πρέπει να το έχω βάλει...» Κάνει μερικά κλικ. «Εδώ είμαστε! Βλέπεις... εδώ είναι...» Ξαφνικά βαριανασαίνει. «Τ ι στο...» Ακολουθεί σιωπή. Κι εγώ μετά βίας ανασαίνω. «Όχι. Δεν είναι δυνατόν. Αυτό δεν είναι το κείμενο που έλαβα». Σηκώνει τα μάτια και στο πρόσωπό του φαίνεται πόσο προβληματισμένος είναι. «Τ ι συμβαίνει; Το είχα αποθηκεύσει». «Δεν είναι εκεί;» Η φωνή της Βικς είναι γεμάτη απογοήτευση. Ο Σαμ κάνει πάλι κλικ μανιασμένα με το ποντίκι του υπολογιστή του. «Δεν καταλαβαίνω τίποτε», λέει σαν να μονολογεί. «Το υπόμνημα στάλθηκε με email. Ήρθε σ’ εμένα και στον Μάλκομ μέσω του συστήματος. Το είχα αποθηκεύσει. Το διάβασα. Πρέπει να βρίσκεται εδώ». Αγριοκοιτάζει την οθόνη του. «Πού στο διάβολο είναι το διαβολ εμένο email;» «Το τύπωσες; Το έχεις κρατήσει; Έχεις ακόμα την αρχική εκδοχή;» Διακρίνω την ελπίδα στα μάτια της Βικς. Ακολουθεί μακρά σιωπή. «Όχι», αναστενάζει ο Σαμ. «Το διάβασα στον υπολογιστή. Ο Μάλκομ;» «Ούτε εκείνος το τύπωσε. Και μπορεί να βρει μόνο αυτή την έκδοση στο λάπτοπ του. Εντάξει». Η Βικς καμπουριάζει λίγο. «Τότε... θα συνεχίσουμε να το ψάχνουμε». «Εδώ πρέπει να βρίσκεται». Ο Σαμ ακούγεται πεπεισμένος. «Αν οι τεχνικοί λένε πως δεν μπορούν να το βρουν, κάνουν λάθος. Βάλε κι άλλους να το ψάχνουν». «Όλοι αυτό ψάχνουν. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν τους είπαμε για ποιο λόγο». «Τότε, αν δεν μπορέσουμε να το βρούμε θα πρέπει να πεις στο ΙΤ Ν ότι δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί», λέει ο Σαμ δυναμικά. «Θα το διαψεύσουμε. Θα καταστήσουμε απολύτως σαφές ότι αυτό το υπόμνημα δεν το διάβασα ποτέ εγώ, ότι δεν το έγραψε ποτέ ο Νικ, ότι κανείς δεν το έχει δει ποτέ στην εταιρεία...»
«Σαμ, βρίσκεται στο σύστημα της εταιρείας». Η Βικς ακούγεται κουρασμένη. «Δεν είναι δυνατόν να ισχυριστούμε ότι κανένας στην εταιρεία δεν το έχει δει. Εκτός εάν βρούμε το άλλο υπόμνημα...» Στο τηλέφωνό της φτάνει ένα μήνυμα και το κοιτάζει. «Είναι ο Τ ζούλιαν από το Νομικό Τμήμα. Θα ζητήσουν προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα, αλλά...» Σηκώνει απελπισμένα τους ώμους της. «Τ ώρα που ο Νικ είναι κυβερνητικός σύμβουλος δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες». Ο Σαμ κοιτάζει πάλι το φύλλο χαρτί με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του. «Ποιος έγραψε αυτή την μπούρδα;» ρωτάει. «Δε θυμίζει σε τίποτε τον τρόπο που γράφει ο Νικ». «Ένας Θεός ξέρει». Είμαι τόσο απορροφημένη, ώστε όταν το τηλέφωνό μου ξαφνικά χτυπάει παραλίγο να λιποθυμήσω. Κοιτάζω την οθόνη και τινάζομαι τρομαγμένη. Δεν μπορώ να συνεχίσω να κρύβομαι εδώ. Πατάω γρήγορα Απάντηση και βγαίνω βιαστικά έξω από το μπάνιο, ενώ εξακολουθώ να νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. «Εμ, συγγνώμη για την ενόχληση», λέω αμήχανα και δίνω το τηλέφωνο στον Σαμ. «Σαμ, ο σερ Νίκολας θέλει να σου μιλήσει». Η γεμάτη τρόμο έκφραση της Βικς σχεδόν με κάνει να θέλω να γελάσω αν και φαίνεται έτοιμη να στραγγαλίσει όποιον βρεθεί μπροστά της. Και αυτός θα μπορούσα να είμαι εγώ. «Αυτή ποια είναι;» λέει απότομα, προσέχοντας το λεκέ στο μπλουζάκι μου. «Η νέα ιδιαιτέρα σου;» «Όχι. Είναι... Θα σου πω αργότερα». Ο Σαμ κουνάει κουρασμένα το χέρι του. «Μεγάλη ιστορία. Νικ!» λέει στο τηλέφωνο. «Μόλις το έμαθα. Χριστέ μου!» «Άκουσες όσα είπαμε;» μου λέει με επιθετική χροιά στη φωνή της και μάτια που γυαλίζουν. «Όχι! Δηλαδή ναι. Ένα μικρό μέρος». Μιλάω ασυνάρτητα από το φόβο μου. «Αλλά δεν πρόσεχα τι λέγατε. Δεν άκουσα τίποτε. Χτενιζόμουν. Με μεγάλη αφοσίωση». «Εντάξει. Θα τα ξαναπούμε, Νικ. Να μας ενημερώνεις για ό,τι
συμβαίνει». Ο Σαμ κλείνει το τηλέφωνο και κουνάει το κεφάλι του. «Πότε θα μάθει επιτέλους να χρησιμοποιεί τον σωστό αριθμό; Λυπάμαι». Ακουμπάει αφηρημένα το τηλέφωνο στο γραφείο. «Η κατάσταση είναι γελοία. Θα μιλήσω ο ίδιος με τους προγραμματιστές μας. Αν δεν μπορούν να βρουν ένα χαμένο email, τότε πρέπει να τους απολύσουμε όλους. Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να τους απολύσουμε. Είναι άχρηστοι». «Θα μπορούσε να είναι στο τηλέφωνό σου;» προτείνω ντροπαλά. Τα μάτια του Σαμ φωτίζονται για μια στιγμή μετά κουνάει το κεφάλι του. «Όχι. To email εστάλη μήνες πριν. Το τηλέφωνο δεν αποθηκεύει μηνύματα πέραν των δύο τελευταίων μηνών. Καλή ιδέα, όμως, Πόπι». Η Βικς φαίνεται σαν να μην μπορεί να πιστέψει όσα ακούει και συγχρόνως να ανησυχεί για την παρουσία μου. «Ξαναρωτάω. Αυτή ποια είναι; Έχει άδεια εισόδου;» «Ναι». Της δείχνω αμέσως την πλαστικοποιημένη κάρτα μου. «Είναι... εντάξει. Είναι επισκέπτρια. Θα ασχοληθώ εγώ μαζί της. Έλα. Πρέπει να μιλήσουμε στους προγραμματιστές μας». Χωρίς να μου πει λέξη, ο Σαμ βγαίνει βιαστικά στο διάδρομο. Τον ακολουθεί μια πολύ θυμωμένη Βικς. Την ακούω να τον επιπλήττει χαμηλόφωνα καθώς απομακρύνονται. «Σαμ, πότε ακριβώς σκόπευες να μου πεις ότι ήταν κάποια στο μπάνιο σου, η οποία άκουγε τα πάντα για την κρίση μας, που υποτίθεται πως είναι απόρρητη; Αντιλαμβάνεσαι, ελπίζω, ότι η δουλειά μου είναι να ελέγχω τη ροή των πληροφοριών; Να την ελ έγχω;» «Βικς, χαλάρωσε». Εκείνοι χάνονται στο βάθος κι εγώ βουλιάζω σε μια καρέκλα νιώθοντας σαν να βρίσκομαι σε όνειρο. Χριστέ μου. Δεν έχω ιδέα τι να κάνω τώρα. Να μείνω; Να φύγω; Η συνάντηση με τον γενικό διευθυντή ισχύει ακόμα;
Δεν είναι πως βιάζομαι να πάω κάπου αλλά ύστερα από είκοσι λεπτά που κάθομαι εδώ μόνη μου αρχίζω να νιώθω ιδιαίτερα άβολα. Ξεφύλλισα ένα περιοδικό γεμάτο λέξεις που δεν καταλαβαίνω και σκέφτηκα να πάω να πάρω έναν καφέ (και αποφάσισα να μην το κάνω). Η συνάντηση με τον γενικό διευθυντή σίγουρα θα έχει αναβληθεί. Ο Σαμ πρέπει να είναι απασχολημένος. Ετοιμάζομαι να του γράψω ένα σημείωμα και να φύγω, όταν ένας ξανθός τύπος χτυπάει τη γυάλινη πόρτα. Φαίνεται να είναι περίπου είκοσι τριών και κρατάει ένα τεράστιο ρολό από μπλε χαρτί. «Γεια», λέει ντροπαλά. «Είστε η νέα ιδιαιτέρα γραμματέας του Σαμ;» «Όχι. Είμαι... εεε... απλώς τον βοηθάω». «Α, εντάξει». Κουνάει το κεφάλι του. «Ξέρετε, ήρθα για το διαγωνισμό. Γ ια το διαγωνισμό για τις καινούργιες ιδέες;» Ω, Θεέ μου. Πάλι αυτό. «Ναι;» λέω, ενθαρρύνοντάς τον. «Θέλετε να αφήσετε μήνυμα στον Σαμ;» «Θέλω να δει αυτό. Πρόκειται για οπτικοποιηση της εταιρείας; Για άσκηση αναδόμησης; Γίνεται εύκολα κατανοητό, αλλά έχω βάλει και κάποιες σημειώσεις...» Μου δίνει το ρολό από χαρτί, μαζί μ’ ένα τετράδιο γεμάτο σημειώσεις. Ξέρω ήδη ότι ο Σαμ δεν υπάρχει περίπτωση να δει τίποτε από αυτά. Και τον λυπάμαι πολύ αυτό τον τύπο. «Εντάξει! Λοιπόν... θα φροντίσω να τα δει. Ευχαριστώ!» Μόλις φεύγει ο ξανθός τύπος, ξετυλίγω από περιέργεια την άκρη του χαρτιού και δεν μπορώ να το πιστέψω. Είναι ένα κολάζ! Σαν αυτά που έκανα όταν ήμουν γύρω στα πέντε. Απλώνω το ρολό στο πάτωμα, στερεώνοντας τις άκρες του με καρέκλες. Έχει σχήμα δέντρου, με φωτογραφίες του προσωπικού κολλημένες στα κλαδιά του. Ένας Θεός μόνο ξέρει τι υποτίθεται ότι λέει για τη δομή της εταιρείας δε με νοιάζει. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον για εμένα είναι ότι κάτω από κάθε φωτογραφία βρίσκεται
το όνομα του ατόμου. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορώ επιτέλους να δω το πρόσωπο όλων εκείνων που έστειλαν email μέσω του τηλεφώνου του Σαμ. Νιώθω σαν υπνωτισμένη. Η Τ ζέιν Έλις είναι πολύ νεότερη απ’ ό,τι περίμενα και ο Μάλκομ είναι πιο παχύς και ο Κρις Ντέιβις αποδεικνύεται πως είναι γυναίκα. Να ο Τ ζάστιν Κόουλ... και η Λίντσεϊ Κούπερ... και... Τα δάχτυλά μου κοκαλώνουν. Η Ουίλοου Χαρτ. Βρίσκεται σ’ ένα χαμηλότερο κλαδί και χαμογελάει χαρούμενα. Είναι λεπτή και έχει σκούρα μαλλιά και μαύρα φρύδια που σχηματίζουν μεγάλο τόξο. Είναι πολύ όμορφη, παραδέχομαι απρόθυμα, αν όχι σαν σούπερ μοντέλο. Και εργάζεται στον ίδιο όροφο με τον Σαμ. Πράγμα που σημαίνει. .. Ω, πρέπει να πάω. Θάρρος. Πρέπει να δω για μια στιγμή την ψυχωτική αρραβωνιαστικιά προτού φύγω. Πλησιάζω τη γυάλινη πόρτα του Σαμ και κοιτάζω προσεκτικά ολόκληρο τον όροφο. Δεν έχω ιδέα αν η Ουίλοου θα βρίσκεται στον ανοιχτό χώρο γραφείων ή αν έχει το δικό της γραφείο. Θα τριγυρίσω απλώς εδώ κι εκεί. Αν με σταματήσει κανείς, θα πω ότι είμαι η νέα ιδιαιτέρα του Σαμ. Αρπάζω μερικούς φακέλους για καμουφλάζ και βγαίνω προσεκτικά απ’ το γραφείο. Μερικά άτομα που πληκτρολογούν στους υπολογιστές τους σηκώνουν το κεφάλι και μου ρίχνουν μια αδιάφορη ματιά. Καθώς περιφέρομαι στον όροφο, κοιτάζω μέσα απ’ τα παράθυρα και προσέχω τα ονόματα στις πόρτες, προσπαθώντας να βρω μια κοπέλα με σκούρα μαλλιά, να ακούσω μια κλαψιάρικη, ένρινη φωνή. Σίγουρα θα έχει κλαψιάρικη, ένρινη φωνή. Και πολλές χαζές, ψεύτικες αλλεργίες και καμιά δεκαριά ψυχολόγους... Σταματάω επιτόπου. Να τη! Να η Ουίλ οου! Είναι περίπου δέκα μέτρα μακριά. Βρίσκεται σ’ ένα από τα γραφεία με τους γυάλινους τοίχους. Για να είμαι ειλικρινής δεν τη βλέπω και πολύ καλά, μόνο το προφίλ της και μια τούφα από μακριά
μαλλιά που κρέμεται στην πλάτη της καρέκλας της και ένα ζευγάρι μακριά πόδια που καταλήγουν σε μαύρες μπαλαρίνες αλλά είναι σίγουρα εκείνη. Αισθάνομαι σαν να συνάντησα κάποιο μυθικό πλάσμα. Πλησιάζω και νιώθω το κορμί μου να μουδιάζει. Φοβάμαι πολύ πως θα αρχίσω ξαφνικά να χαχανίζω. Είναι τόσο γελοίο. Να κατασκοπεύω κάποια που δεν έχω γνωρίσει καν. Σφίγγω πιο δυνατά τους φακέλους μου και πλησιάζω λίγο ακόμα. Στο γραφείο μαζί της είναι άλλες δύο νεαρότερες κοπέλες και πίνουν όλες τσάι και η Ουιλοου μιλάει. Φτου. Δεν έχει κλαψιάρικη, ένρινη φωνή. Αντίθετα, η φωνή της είναι μελωδική και μοιάζει με τη φωνή λογικού ανθρώπου εκτός αν ακούς τι ακριβώς λέει. «Φυσικά και όλα αυτά γίνονται για έναν και μοναδικό λόγο: για να με εκδικηθεί», λέει. «Όλη αυτή η άσκηση είναι ένα μεγάλο “ Πήγαινε στο διάβολο, Ουιλοου”. Το ξέρετε ότι στην πραγματικότητα η ιδέα ήταν δική μου;» «Μη μου πεις!» κάνει μία από τις κοπέλες. «Αλήθεια;» «Φυσικά». Γυρίζει για λίγο το κεφάλι της και βλέπω ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Η νέα γενιά ιδεών είναι δική μου ιδέα. Ο Σαμ μου την έκλεψε. Σκόπευα να στείλω ακριβώς το ίδιο email. Με την ίδια διατύπωση και τα σχετικά. Το πιθανότερο είναι πως το είδε στο λάπτοπ μου κάποια βραδιά». Την ακούω άναυδη. Για το δικό μου email μιλάει; Θέλω να μπουκάρω μέσα και να πω, «Δεν μπορεί να σου έκλεψε την ιδέα, αφού δεν έστειλε εκείνος το email!» «Τέτοια κόλπα μού κάνει συνέχεια», προσθέτει και πίνει μια γουλιά τσάι. «Έτσι έχτισε την καριέρα του. Δεν έχει αξιοπρέπεια». Εντάξει, τώρα έχω μπερδευτεί. Είτε εγώ έχω τελείως λάθος εντύπωση για τον Σαμ είτε εκείνη έχει τελείως λάθος εντύπωση για τον Σαμ, διότι κατά την άποψή μου είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα έκλεβε κάτι από κάποιον άλλο. «Απλώς, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να είναι ανταγωνιστικός
μαζί μου», λέει τώρα η Ουίλοου. «Τ ι πρόβλημα έχουν οι άντρες; Γιατί δε θέλουν να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο μαζί; Ο ένας δίπλα στον άλλο; Γιατί δε θέλουν να συνεργαζόμαστε; Ή μήπως αυτό θα ήταν πολύ... σύνθετο για να το καταλάβει το ανόητο αντρικό μυαλό του;» «Θέλει τον έλεγχο», λέει η άλλη κοπέλα, σπάζοντας στα δύο ένα μπισκότο. «Όλοι τους αυτό θέλουν. Ποτέ δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την αξία σου». «Μα δεν καταλαβαίνει πόσο τέλ εια θα ήταν όλα αν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε; Αν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη φάση;» Ξαφνικά η Ουίλοου αρχίζει να μιλάει με πάθος. «Να εργαζόμαστε μαζί, να είμαστε μαζί... όλο το πακέτο... θα ήταν εξαίσιο». Πίνει μια μεγάλη γουλιά τσάι. «Το ερώτημα είναι πόσο χρόνο να του δώσω. Επειδή δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι για πολύ ακόμα». «Το συζητήσατε;» ρωτάει η πρώτη κοπέλα. «Τ ι ’ναι αυτά που λες! Ξέρεις τη σχέση του Σαμ με τις “ συζητήσεις”», λέει, σχηματίζοντας τα εισαγωγικά με τα δάχτυλά της. Μάλιστα. Εδώ συμφωνούμε. «Στενοχωριέμαι». Κουνάει το κεφάλι της. «Όχι για μένα, για εκείνον. Δεν μπορεί να καταλάβει τι βρίσκεται μπροστά του ούτε να αναληφθεί την αξία του και ξέρετε κάτι; Θα το χάσει. Και τότε θα το θέλει πίσω, αλλά θα είναι πολύ αργά. Πολύ αργά». Αναστενάζει βαθιά και ακουμπάει με δύναμη το φλιτζάνι της στο γραφείο. «Θα το έχει χάσει». Τ ώρα ξεκαθαρίζει η πραγματικότητα. Βλέπω αυτή τη συζήτηση υπό νέο πρίσμα. Συνειδητοποιώ ότι η Ουιλοου είναι πιο διορατική απ’ όσο πίστευα. Επειδή, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, έτσι ακριβώς νιώθω για τον Σαμ και τον πατέρα του. Ο Σαμ δεν αντιλαμβάνεται τι χάνει και όταν το αναληφθεί μπορεί να είναι πολύ αργά. Εντάξει, το ξέρω ότι δε γνωρίζω όλα όσα έχουν συμβεί μεταξύ τους. Αλλά έχω δει τα email, έχω μια γενική ιδέα.
Οι σκέψεις μου διακόπτονται απότομα. Μες στο κεφάλι μου έχουν αρχίσει να χτυπάνε καμπανάκια κινδύνου. Καμπάνες, μπορώ να πω. Στην αρχή ακούγονται αχνά, αλλά τώρα όλο και δυναμώνουν. Όχι, όχι, ω, Θεέ μου! Ο πατέρας του Σαμ. Η 24 η Απριλίου. Είναι σήμερα. Το είχα ξεχάσει τελ είως. Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο ηλ ίθια; Ο τρόμος απλώνεται στο κορμί μου και με παγώνει. Ο μπαμπάς του Σαμ θα πάει στο ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ ελπίζοντας σε μια όμορφη συνάντηση. Σήμερα. Το πιθανότερο είναι πως έχει ήδη ξεκινήσει. Θα είναι κατενθουσιασμένος. Και ο Σαμ δε θα εμφανιστεί. Διότι θα πάει στο συνέδριο αύριο. Να πάρει. Τα έκανα πάλι θάλασσα. Το ξέχασα εντελώς με όλα τα υπόλοιπα επείγοντα θέματα που προέκυψαν. Τ ι να κάνω; Τ ι λύση να δώσω; Αδύνατον να το πω στον Σαμ. Θα γίνει έξω φρενών. Και έχει τόσες έγνοιες τούτη τη στιγμή. Να ακυρώσω τη συνάντηση με τον μπαμπά; Να στείλω ένα σύντομο απολογητικό email για να αναβάλλω τη συνάντηση; "Η μήπως αυτό θα κάνει τα πράγματα χειρότερα μεταξύ τους; Υπάρχει, ωστόσο, μια αμυδρή αχτίδα ελπίδας. Ο μπαμπάς του Σαμ δεν έστειλε ποτέ απάντηση και αυτός είναι ο λόγος που το είχα ξεχάσει. Άρα, ίσως να μην πήρε ποτέ το email. Ίσως όλα να είναι εντάξει. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι κουνάω εμφατικά το κεφάλι μου σαν να θέλω να πείσω τον εαυτό μου. Μια από τις κοπέλες δίπλα στην Ουίλοου σηκώνει το βλέμμα και με παρατηρεί με περιέργεια. Ουπς. «Μάλιστα!» λέω δυνατά. «Λοιπόν... εγώ θα... Ωραία. Ναι». Κάνω βιαστικά μεταβολή. Ένα πράγμα που θέλω να αποφύγω είναι να με τσακώσει η Ουίλοου. Τ ρέχω στην ασφάλεια του γραφείου του Σαμ και ετοιμάζομαι να αρπάξω το τηλέφωνο για να στείλω email στον μπαμπά του, όταν βλέπω τον Σαμ και τη Βικς να έρχονται προς το γραφείο εν μέσω έντονων διαξιφισμών. Είναι ελαφρώς
τρομακτικοί και πιάνω τον εαυτό μου να οπισθοχωρεί βιαστικά προς το μπάνιο. Ευτυχώς, τη στιγμή που μπαίνουν μέσα, κανένας απ’ τους δύο δε με προσέχει. «Δεν μπορούμε να δημοσιεύσουμε αυτό το δελτίο Τύπου», λέει οργισμένος ο Σαμ. Τσαλακώνει το χαρτί που κρατάει και το πετάει στο καλάθι των αχρήστων. «Είναι απαράδεκτο. Αφήνεις τελείως εκτεθειμένο τον Νικ, το καταλαβαίνεις αυτό;» «Αυτό δεν είναι δίκαιο, Σαμ». Η φωνή της Βικς είναι διαπεραστική. «Εγώ θα έλεγα ότι είναι μια λογική και καλά ζυγισμένη επίσημη απάντηση. Τ ίποτε στο δελτίο Τύπου δεν αναφέρει ότι έγραψε ή δεν έγραψε το υπόμνημα...» «Αλλά θα έπρεπε! Θα έπρεπε να πεις στον κόσμο ότι ποτέ των ποτών δε θα έλεγε αυτά τα πράγματα! Το ξέρεις ότι δε θα τα έλεγε!» «Αυτό θα το επισημάνει εκείνος στο δικό του δελτίο Τύπου. Εκείνο που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε την εντύπωση πως ανεχόμαστε τέτοιου είδους πρακτικές...» «Το ότι αφήσαμε τον Τ ζον Γκρέγκσον ξεκρέμαστο είναι αρκετό», λέει ο Σαμ χαμηλόφωνα σαν να προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Αυτό δε θα έπρεπε να είχε συμβεί. Δε θα έπρεπε να είχε χάσει τη δουλειά του. Αλλά τον Νικ! Ο Νικ σημαίνει τα πάντα γι’ αυτή την εταιρεία». «Σαμ, δεν τον αφήνουμε ξεκρέμαστο. Θα δημοσιεύσει το δικό του δελτίο Τύπου. Εκεί μπορεί να πει ό,τι θέλει». «Τέλεια», λέει σαρκαστικά. «Στο μεταξύ, όμως, το Διοικητικό Συμβούλιο της ίδιας του της εταιρείας δε θα σταθεί στο πλευρό του. Τ ι είδους ψήφος εμπιστοσύνης είναι αυτή; Θύμισέ μου να μη σε προσλάβω για να με εκπροσωπήσεις όταν βρεθώ σε δύσκολη θέση». Η Βικς τινάζεται έκπληκτη, αλλά δε λέει τίποτε. Το τηλέφωνό της χτυπάει, όμως πατάει το πλήκτρο Απασχολημένο. «Σαμ...» Σταματάει έπειτα παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει πάλι. «Δε βλέπεις τα πράγματα αντικειμενικά. Ξέρω ότι θαυμάζεις τον Νικ. Όλοι τον θαυμάζουμε. Αλλά δε σημαίνει τα πάντα γι’ αυτή
την εταιρεία. Όχι πια». Μορφάζει όταν ο Σαμ την αγριοκοιτάζει, αλλά συνεχίζει. «Είναι ένας άνθρωπος. Ένας πανέξυπνος, πασίγνωστος άνθρωπος με τα ελαττώματά του. Και έχει πατήσει τα εξήντα». «Είναι ο αρχηγός μας». Ο Σαμ ακούγεται έξαλλος. «Ο Μπρους είναι ο πρόεδρος της εταιρείας μας». «Ο Νικ την ίδρυσε αυτή την παλιοεταιρεία, αν θυμάσαι...» «Πριν από πολύ καιρό, Σαμ. Πριν από πάρα πολύ καιρό». Ο Σαμ ξεφυσάει δυνατά και κάνει μερικά βήματα σαν να θέλει να ηρεμήσει τον εαυτό του. Εγώ παρακολουθώ συνεπαρμένη, χωρίς να τολμώ να αναπνεύσω. «Άρα πηγαίνεις με το μέρος τους», λέει τελικά. «Δεν έχει να κάνει με το τίνος το μέρος παίρνω. Ξέρεις πόσο συμπαθώ τον Νικ». Φαίνεται να νιώθει όλο και πιο άβολα. «Αλλά αυτή είναι μια σύγχρονη επιχείρηση. Όχι μια ιδιόρρυθμη οικογενειακή εταιρεία. Είναι καθήκον μας απέναντι σε όσους μας στηρίζουν, απέναντι στους πελάτες μας, στο προσωπικό μας...» «Για τ’ όνομα του Θεού, Βικς. Άκου τι λες». Πέφτει μια σιωπή γεμάτη ένταση. Κανένας απ’ τους δύο δεν κοιτάζει τον άλλο. Το πρόσωπο της Βικς σημαδεύει μια βαθιά ρυτίδα, καθρεφτίζοντας τον προβληματισμό της. Τα μαλλιά του Σαμ είναι πιο ανακατεμένα από ποτέ και είναι ολοφάνερα εξοργισμένος. Με εκπλήσσει λιγάκι η ένταση μες στο γραφείο. Πάντοτε πίστευα ότι το να ασχολείται κανείς με τις Δημόσιες Σχέσεις θα ήταν ευχάριστη δουλειά. Δεν είχα ιδέα ότι ήταν έτσι. «Βικς». Η χαρακτηριστική μακρόσυρτη φωνή του Τ ζάστιν Κόουλ πλημμυρίζει τον αέρα κι ένα λεπτό αργότερα βρίσκεται στο γραφείο, σκορπίζοντας Fahrenheit και ικανοποίηση. «Έχεις την κατάσταση υπό έλεγχο, έτσι;» «Οι δικηγόροι ασχολούνται με το θέμα. Εμείς απλώς ετοιμάζουμε ένα δελτίο τύπου». Του χαμογελάει σφιγμένα. «Επειδή για το καλό της εταιρείας πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε κανένας από τους άλλους διευθυντές να μη
συνδεθεί μ’ αυτές τις άστοχες... απόψεις. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Είναι όλα υπό έλεγχο, Τ ζάστιν». Από τον αυστηρό τόνο της Βικς μαντεύω ότι δε συμπαθεί τον 78
Τ ζάστιν περισσότερο από τον Σαμ. «Τέλεια. Φυσικά είναι πολύ δυσάρεστο για τον σερ Νίκολας. Μεγάλ η ντροπή». Ο Τ ζάστιν φαίνεται κατενθουσιασμένος. «Συνεχίζει, όμως, την ανοδική του πορεία...» «Δε συνεχίζει τίποτε». Ο Σαμ αγριοκοιτάζει τον Τ ζάστιν. «Είσαι στ’ αλήθεια ένα αλαζονικό γουρούνι». «Νευράκια, νευράκια;» λέει χαρωπά ο Τ ζάστιν. «Α, να σου πω, Σαμ. Ας του στείλουμε μια ηλεκτρονική κάρτα». «Άντε στο διάβολο». «Παιδιά!» τους εκλιπαρεί η Βικς. Τ ώρα καταλαβαίνω απολύτως γιατί μιλούσε ο Σαμ για νίκες και στρατόπεδα. Η επιθετικότητα μεταξύ αυτών των δύο είναι κτηνώδης. Θυμίζουν τ’ αρσενικά ελάφια που τσακώνονται κάθε φθινόπωρο μέχρι να ξεριζώσει το ένα τα κέρατα του άλλου. Ο Τ ζάστιν κουνάει με λύπηση το κεφάλι του η έκφρασή του μετατρέπεται προς στιγμήν σε έκπληξη όταν με βλέπει στη γωνία και βγαίνει απ’ το γραφείο. «Αυτό το υπόμνημα έχει στόχο να αμαυρώσει το όνομα του Νικ», λέει ο Σαμ εξοργισμένα με χαμηλή φωνή. «Κάποιος το έβαλε στο σύστημα επίτηδες. Ο Τ ζάστιν Κόουλ το ξέρει και είναι υπεύθυνος γι’ αυτό». «Τι;» Η Βικς βρίσκεται στα όριά της. «Σαμ Ρόξτον, δε θα ξαναπείς τέτοια πράγματα! Ακούγεσαι σαν τους τρελούς που βλέπουν παντού συνωμοσίες». «Το υπόμνημα. Ήταν. Διαφορετικό». Ο Σαμ δείχνει να έχει αγανακτήσει με ολόκληρο τον κόσμο. «Είδα την αρχική εκδοχή. Και ο Μάλκομ την είδε. Δε γινόταν λόγος για δωροδοκίες. Και τώρα έχει εξαφανιστεί από όλο το σύστημα. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Εξήγησέ μου το αυτό και μετά αποκάλεσέ με “ τρελό που βλέπει παντού
συνωμοσίες”». «Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και δεν πρόκειται να προσπαθήσω καν. Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου». «Κάποιος το έκανε αυτό. Το ξέρεις. Και πέφτεις στην παγίδα τους, Βικς. Επιχειρούν να αμαυρώσουν το όνομα του Νικ και τους το επιτρέπεις». «Όχι. Όχι. Σταμάτα». Η Βικς κουνάει το κεφάλι της. «Δε θα το παίξω αυτό το παιχνίδι. Δε θα ανακατευτώ». Πηγαίνει στο καλάθι των αχρήστων, σηκώνει το τσαλακωμένο δελτίο Τύπου και το ανοίγει. «Μπορώ να αλλάξω κάποιες λεπτομέρειες», λέει. «Αλλά μίλησα με τον Μπρους και πρέπει να το προχωρήσουμε». Του δίνει ένα στυλό. «Θέλεις να κάνεις κάποιες μικρές τροποποιήσεις; Επειδή ο Τ ζούλιαν είναι έτοιμος αυτή τη στιγμή να το εγκρίνει». Ο Σαμ αγνοεί το στυλό. «Κι αν βρίσκαμε το αρχικό υπόμνημα; Κι αν μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι αυτό είναι ψεύτικο;» «Τέλεια!» Τ ώρα υπάρχει μια άλλη χροιά στη φωνή της. «Τότε θα το δημοσιεύσουμε, η ακεραιότητα του Νικ θα σωθεί και θα κάνουμε πάρτι. Πίστεψε με, Σαμ, το ίδιο θα ήθελα κι εγώ. Αλλά πρέπει να δουλέψουμε με ό,τι έχουμε. Το οποίο, επί του παρόντος, είναι ένα υπόμνημα που μας βλάπτει και που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε». Η Βικς τρίβει τη μύτη της, μετά τρίβει με τις γροθιές της τα μάτια της. «Σήμερα το πρωί προσπαθούσα να καλύψω την αμηχανία μας για τον μεθυσμένο τύπο στο τμήμα αλληλογραφίας», μουρμουρίζει, σχεδόν σαν να μιλάει στον εαυτό της. «Ανησυχούσα γι’ αυτό». Πραγματικά δεν πρέπει να κάνει έτσι. Θα κάνει σακούλες κάτω απ’ τα μάτια της. «Πότε θα δημοσιευτεί το δελτίο Τύπου;» ρωτάει τελικά ο Σαμ. Η γεμάτη ένταση ενέργειά του φαίνεται να έχει χαθεί. Οι ώμοι του έχουν γείρει και ακούγεται τόσο απογοητευμένος που σχεδόν θέλω να πάω να τον αγκαλιάσω. «Αυτή είναι η μόνη αχτίδα φωτός». Η φωνή της είναι πιο απαλή, σαν να θέλει να του φερθεί ευγενικά τώρα που ηττήθηκε. «Το
κρατάνε για το δελτίο των δέκα, έτσι έχουμε έξι γεμάτες ώρες περιθώριο για να κάνουμε ό,τι μπορούμε». «Πολλά μπορεί να συμβούν σε έξι ώρες», λέω ντροπαλά και αναπηδούν και οι δύο ξαφνιασμένοι. «Ακόμα εδώ είναι αυτή;» «Πόπι...» κάνει σαστισμένος. «Λυπάμαι πολύ. Δεν είχα ιδέα πως ήσουν ακόμα εδώ...» «Τα άκουσε όλα;» Η Βικς δίνει την εντύπωση πως θέλει να χτυπήσει κάποιον. «Σαμ, έχεις τρελ αθεί;» «Δε θα πω τίποτε!» λέω βιαστικά. «Το υπόσχομαι». «Εντάξει». Ο Σαμ ανασαίνει δύσκολα. «Δικό μου το λάθος. Πόπι, δε φταις εσύ, εγώ σε προσκάλεσα. Θα βρω κάποιον να σε συνοδεύσει». Βγάζει το κεφάλι του έξω απ’ την πόρτα του γραφείου. «Στέφανι; Έρχεσαι ένα λεπτό;» Αμέσως μια γλυκιά κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά μπαίνει στο γραφείο. «Μπορείς να συνοδεύσεις την επισκέπτριά μας κάτω και να τακτοποιήσεις την άδεια εισόδου της και όλα τα σχετικά;» ρωτάει ο Σαμ. «Συγγνώμη, Πόπι, θα σε συνόδευα ο ίδιος, αλλά...» «Όχι, όχι!» λέω αμέσως. «Φυσικά. Έχεις δουλειά, το καταλαβαίνω...» «Η συνάντηση!» λέει σαν να το θυμήθηκε ξαφνικά. «Φυσικά. Πόπι, λυπάμαι, αλλά ακυρώθηκε. Θα κανονίσουμε όμως άλλη ημερομηνία. Θα επικοινωνήσω μαζί σου...» «Τέλεια!» Καταφέρνω με το ζόρι να χαμογελάσω. «Ευχαριστώ». Δε θα επικοινωνήσει. Αλλά δεν τον κατηγορώ. «Ελπίζω τα πράγματα να πάνε καλά για σένα», προσθέτω. «Και για τον σερ Νίκολας». Η Βικς κοιτάζει μια εμένα μια τον Σαμ. Είναι προφανές ότι τρέμει στην ιδέα πως μπορεί να επαναλάβω όσα άκουσα. Δεν ξέρω τι να κάνω με τον μπαμπά του. Αυτή τη στιγμή, πάντως, είναι αδύνατον να το πω στον Σαμ θα εκραγει από το άγχος του. Θα χρειαστεί να αφήσω κάποιο μήνυμα στο ξενοδοχείο ή κάτι
τέτοιο. Κι έπειτα θα εξαφανιστώ. Όπως, μάλλον, θα έπρεπε να είχα κάνει εξαρχής. «Λοιπόν... ευχαριστώ και πάλι». Κοιτάζω στα μάτια τον Σαμ και ξαφνικά νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. Αυτό είναι, στ’ αλήθεια, ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός. «Ορίστε». Του δίνω το τηλέφωνο. «Εντάξει». Το παίρνει απ’ το χέρι μου και το ακουμπάει στο γραφείο του. «Λυπάμαι για όλα αυτά...» «Όχι! Απλώς ελπίζω όλα...» Κουνάω μερικές φορές το κεφάλι μου, μην τολμώντας να πω περισσότερα μπροστά στη Στεφάνι. Θα είναι παράξενο να μην είμαι πια στη ζωή του Σαμ. Ποτέ δε θα μάθω τι θα γίνει στο τέλος. Ίσως διαβάσω γι’ αυτό το υπόμνημα στις εφημερίδες. Τσως διαβάσω την αναγγελία του γάμου του Σαμ και της Ουίλοου στα κοινωνικά. «Αντίο, λοιπόν». Γυρίζω και ακολουθώ τη Στέφανι στο διάδρομο. Κάποιοι βαδίζουν πλάι μας κρατώντας μικρές βαλιτσούλες. Όταν μπαίνουμε στο ασανσέρ βρίσκομαι στη μέση μιας συζήτησης σχετικά με το ξενοδοχείο και με το πόσο χάλια είναι τα μινι μπαρ. «Ώστε έχετε συνέδριο σήμερα», λέω ευγενικά μόλις φτάνουμε στο ισόγειο. «Πώς και δεν είστε ήδη εκεί;» «Ω, πηγαίνουμε λίγοι-λίγοι». Με οδηγεί έξω από το ασανσέρ στο λόμπι. «Μια ομάδα υπαλλήλων είναι ήδη εκεί και το δεύτερο πούλμαν θα φύγει σε λίγα λεπτά. Εγώ αυτό θα πάρω. Αν και, για την ακρίβεια, η σημαντικότερη ημέρα του συνεδρίου είναι η αυριανή. Τότε θα γίνει το επίσημο δείπνο και θα βγάλει λόγο ο Άγιος Βασίλης. Συνήθως περνάμε όμορφα». «Ο Άγιος Βασίλ ης;» λέω και γέλια μού ξεφεύγουν. «Έτσι φωνάζουμε τον σερ Νικολας. Ξέρετε, ένα ανόητο παρατσούκλι του γραφείου. Σερ Νίκολας... Άγιος Νικόλας... Άγιος Βασίλης... δεν είναι και πολύ πετυχημένο, το ξέρω». Χαμογελάει. «Θα μου δώσετε την κάρτα εισόδου σας;» Της δίνω την πλαστικοποιημένη κάρτα και εκείνη τη δίνει σε κάποιον από το προσωπικό ασφαλείας. Αυτός λέει κάτι σαν «ωραία φωτογραφία», αλλά δεν πολυπροσέχω. Ένα παράξενο συναίσθημα με
έχει καταλάβει. Άγιος Βασίλης. Γ ια τον Άγιο Βασίλη δε μιλούσε εκείνος ο τύπος που πήρε στο τηλέφωνο της Βάιολετ; Να πρόκειται, άραγε, για σύμπτωση; Καθώς η Στέφανι με συνοδεύει μέχρι την κύρια είσοδο, περπατώντας δίπλα μου στο μαρμάρινο πάτωμα, προσπαθώ να θυμηθώ τι είπε. Κάτι για χειρουργική. Είπε πως «δεν έμεινε κανένα ίχνος». Κοκαλώνω επιτόπου, ενώ η καρδιά μου έχει αρχίσει να βροντοχτυπάει στο στήθος μου. Είναι η ίδια φράση που χρησιμοποίησε μόλις προ ολίγου ο Σαμ. Δ εν έμεινε κανένα ίχνος. «Είστε εντάξει;» Η Στέφανι προσέχει ότι έχω σταματήσει. «Μια χαρά! Συγγνώμη». Της χαμογελάω και ξαναρχίζω να περπατάω, αλλά το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς. Τ ι άλλο είπε ο τύπος; Τ ι ακριβώς είπε για τον Άγιο Βασίλη; Έλα, Πόπι, θυμήσου. «Αντίο, λοιπόν! Ευχαριστούμε για την επίσκεψη!» Η Στέφανι χαμογελάει ακόμα μια φορά. «Ευχαριστώ!» Και τη στιγμή που πατάω το πόδι μου στο πεζοδρόμιο, τινάζομαι. Το βρήκα. Αντίο, Άγιε Βασίλ η. Από το κτίριο βγαίνουν κι άλλα άτομα κι έτσι κάνω μερικά βήματα στο πλάι, εκεί που ένας υπάλληλος καθαρισμού πλένει με σαπουνάδες τα γυάλινα παράθυρα. Βάζω το χέρι μου στην τσάντα και αρχίζω να ψάχνω για το πρόγραμμα του Βασιλ ιά των Λιονταριών. Ας μην το έχω χάσει, ας μην... Το αρπάζω γρήγορα-γρήγορα και κοιτάζω τα ορνιθοσκαλίσματά μου. 18 Απριλίου Ο Σκότι έχει ένα σύνδεσμο, επέμβαση μικροχειρουργικής, δε θα μείνει κανένα ίχνος, χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. 20 Απριλίου Τηλεφώνησε ο Σκότι. Έγινε. Επέμβαση μικροχειρουργικής. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Ιδιοφυής κίνηση. Αντίο, Άγιε Βασίλη. Είναι σαν να αναπαράγονται οι φωνές μέσα στο μυαλό μου.
Είναι σαν να τις ακούω πάλι. Ακούω τη νεανική, διαπεραστική, βαθιά φωνή και την πιο ώριμη, εκλεπτυσμένη, μακρόσυρτη φωνή. Και ξαφνικά είμαι σίγουρη και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ποιος άφησε το πρώτο μήνυμα. Ήταν ο Τ ζάστιν Κόουλ. Ω, Θεέ μου. Τ ρέμω ολόκληρη. Πρέπει να ξαναμπώ μέσα και να δείξω τα μηνύματα αυτά στον Σαμ. Κάτι σημαίνουν, δεν ξέρω τι, αλλά είναι κάτι. Σπρώχνω πάλι τις μεγάλες γυάλινες πόρτες και η κοπέλα της υποδοχής αμέσως εμφανίζεται μπροστά μου. Όταν ήμουν με τον Σαμ μας έγνεψε με το χέρι να περάσουμε, αλλά τώρα μου χαμογελάει απόμακρα, λες και δε με είδε που περπατούσα μόλις προ ολίγου με τη Στέφανι. «Χαίρετε. Έχετε ραντεβού;» «Όχι ακριβώς», απαντάω ξέπνοα. «Πρέπει να δω τον Σαμ Ρόξτον στην White Globe Consulting. Ονομάζομαι Πόπι Ουάιατ». Περιμένω όσο έχει γυρισμένη την πλάτη της και τηλεφωνεί. Προσπαθώ να κάνω υπομονή, αλλά μόλις και μετά βίας συγκρατώ τον εαυτό μου. Τα μηνύματα αυτά έχουν κάποια σχέση με το υπόμνημα. Είμαι σίγουρη ότι έχουν κάποια σχέση. «Λυπάμαι». Η κοπέλα μου απευθύνεται με επαγγελματική ευγένεια. «Ο κύριος Ρόξτον δεν μπορεί να σας δει τώρα». «Μπορείτε να τού πείτε ότι είναι επείγον; Σας παρακαλώ;» Παραμερίζοντας προφανώς την επιθυμία της να μου πει να χαθώ από μπροστά της, η κοπέλα γυρίζει πάλι την πλάτη της και κάνει ένα σύντομο τηλεφώνημα είκοσι δευτερολέπτων. «Λυπάμαι». Ακόμα ένα παγωμένο χαμόγελο. «Ο κύριος Ρόξτον είναι απασχολημένος όλη την υπόλοιπη ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού απουσιάζει στο συνέδριο της εταιρείας. Ίσως θα έπρεπε να καλέσετε την ιδιαιτέρα γραμματέα του και να κλείσετε ένα ραντεβού. Τ ώρα, μήπως θα μπορούσατε να κάνετε στην άκρη για να εξυπηρετηθούν οι υπόλοιποι επισκέπτες μας;» Με συνοδεύει έξω από την κεντρική είσοδο. Είναι σαφές ότι η φράση «να κάνετε στην άκρη» σημαίνει «να τού δίνετε».
«Κοιτάξτε, είναι ανάγκη να τον δω». Της ξεφεύγω και αρχίζω να κατευθύνομαι προς τις κυλιόμενες σκάλες. «Σας παρακαλώ, αφήστε με να ανέβω επάνω. Δε θα υπάρξει πρόβλημα». «Συγγνώμη!» λέει και με αρπάζει απ’ το μανίκι. «Δεν μπορείτε να μπείτε έτσι απλά μέσα! Τόμας!» Ω, πλ άκα μού κάνετε. Φωνάζει τον υπεύθυνο ασφαλείας. Η σκρόφα. «Πρόκειται στ’ αλήθεια για έκτακτη ανάγκη». Κάνω έκκληση και στους δύο. «Θα θελ ήσει να με δει». «Τότε τηλεφωνήστε και κλείστε ραντεβού!» μου απαντά απότομα η ρεσεψιονίστ, ενώ ο υπεύθυνος ασφαλείας με οδηγεί στην έξοδο. «Τέλεια!» της κάνω κι εγώ εξίσου απότομα. «Θα το κάνω! Θα τηλεφωνήσω τώρα αμέσως! Τα λέμε σε δύο λεπτά!» Παραπατάω στο πεζοδρόμιο και βάζω το χέρι μου στην τσέπη. Και τότε έντρομη συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Δεν έχω τηλέφωνο. Δεν έχω τηλ έφωνο. Είμαι τελείως ανίσχυρη. Δεν μπορώ να μπω στο κτίριο και δεν μπορώ να τηλεφωνήσω στον Σαμ. Δεν μπορώ να του μιλήσω γι’ αυτό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Γιατί δεν αγόρασα ένα νέο τηλέφωνο νωρίτερα; Γιατί δεν κυκλοφορώ πάντα μ’ ένα δεύτερο τηλέφωνο; Θα ’πρεπε να το επιβάλλει ο νόμος, όπως γίνεται με τη ρεζέρβα στα αυτοκίνητα. «Συγγνώμη;» πλησιάζω βιαστικά τον υπάλληλο καθαρισμού. «Μήπως θα μπορούσα να δανειστώ το τηλέφωνό σας;» «Λυπάμαι, γλυκιά μου. Θα σου το δάνειζα ευχαρίστως, αλλά δεν έχει μπαταρία». «Μάλιστα». Χαμογελάω ξέπνοη από το άγχος μου. «Ευχαριστώ πάντως » Κόβω στη μέση τη φράση μου μόλις το βλέμμα μου πέφτει μέσα από το γυαλί στο εσωτερικό του κτιρίου. Υπάρχει Θεός! Να ο Σαμ! Στέκεται καμιά εικοσαριά μέτρα παραπέρα, στο λόμπι, και μιλάει
ζωηρά σε κάποιον τύπο με κοστούμι και δερμάτινο χαρτοφύλακα. Ανοίγω τις πόρτες, αλλά ο Τόμας, ο υπεύθυνος ασφαλείας, με περιμένει. «Δε νομίζω», λέει, κλείνοντας μου το δρόμο. «Μα πρέπει να μπω μέσα». «Παρακαλώ, περάστε έξω». «Μα θα θελήσει να με δει! Σαμ! Εδώ! Η Πόπι είμαι! Σαααμ!» φωνάζω δυνατά, αλλά κάποιος μετακινεί έναν καναπέ στο χώρο της υποδοχής και ο ήχος του επίπλου πάνω στο μάρμαρο πνίγει τη φωνή μου. «Σταματήστε επιτέλους!» λέει αυστηρά ο υπεύθυνος ασφαλείας. «Έξω». Τα χέρια του κρατάνε γερά τους ώμους μου και πριν καλάκαλά το καταλάβω βρίσκομαι πάλι στο πεζοδρόμιο, βαριανασαινοντας εξοργισμένη. Δεν το πιστεύω αυτό που συνέβη. Με πέταξε έξω! Σ’ ολόκληρη τη ζωή μου ποτέ δε μ’ έχουν πετάξει έξω από πουθενά. Δεν πίστευα πως επιτρέπεται να γίνονται τέτοια πράγματα. Μια ομάδα ατόμων έχει σταματήσει μπροστά στην είσοδο και στέκομαι παράμερα για να τους αφήσω να περάσουν, ενώ σκέφτομαι τι θα μπορούσα να κάνω. Να ψάξω στο δρόμο για κάποιο καρτοτηλέφωνο; Να προσπαθήσω να μπω πάλι μέσα; Να μπω τρέχοντας στο λόμπι και να δω πόση απόσταση θα προλάβω να διανύσω πριν με μπουζουριάσουν; Ο Σαμ στέκεται τώρα μπροστά από τα ασανσέρ, μιλώντας ακόμα στον τύπο με τον δερμάτινο χαρτοφύλακα. Θα φύγει σε λίγα λεπτά. Τ ι εφιάλτης. Αν μπορούσα με κάποιον τρόπο να του τραβήξω την προσοχή. «Δεν τα κατάφερες;» λέει συμπονετικά ο υπάλληλος καθαρισμού από την κορυφή της σκάλας του. Έχει καλύψει μια τεράστια γυάλινη επιφάνεια με σαπουνάδες και ετοιμάζεται να τις σκουπίσει με το ειδικό εργαλείο του. Και τότε μου έρχεται μια ιδέα. «Περιμένετε!» του φωνάζω εναγωνίως, ανεβαίνοντας τη σκάλα. «Μη σκουπίσετε τις σαπουνάδες! Σας παρακαλώ!»
Ποτέ δεν έχω ξαναγράψει πάνω σε σαπουνάδες, αλλά ευτυχώς δε φιλοδοξώ να γράψω κάτι περίπλοκο. Μόνο ανάποδο Σαμ. Μόνο «Μ Α 2 ». Με πελώρια γράμματα. Και λίγο τρεμουλιαστό αλλά ποιος νοιάζεται; «Ωραία δουλειά», λέει ο υπάλληλος καθαρισμού, εγκρίνοντας το αποτέλεσμα. «Θα μπορούσες να έρθεις στη δούλεψή μου». «Ευχαριστώ», απαντάω συνεσταλμένα και σκουπίζω το μέτωπό μου με το κουρασμένο χέρι μου. Αν ο Σαμ δεν το δει αυτό· αν δεν το προσέξει κάποιος, ο οποίος θα τον χτυπήσει στον ώμο και θα του πει, «Ει, κοίτα εκεί...» «Πόπι;» Γυρίζω και κοιτάζω κάτω από εκεί που βρίσκομαι ψηλά στη σκάλα του υπαλλήλου καθαρισμού. Ο Σαμ στέκεται στο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντάς με δύσπιστα. «Αυτό απευθύνεται σ’ εμένα;» Ανεβαίνουμε επάνω με το ασανσέρ. Η Βικς περιμένει στο γραφείο του Σαμ και μόλις με βλέπει χτυπάει το μέτωπό της με την παλάμη της. «Ελπίζω να είναι κάτι σημαντικό», λέει ξερά ο Σαμ και κλείνει τη γυάλινη πόρτα πίσω μας. «Έχω πέντε λεπτά. Έχει προκύψει κάτι έκτακτο...» Αρχίζω να θυμώνω. Τ ι νομίζει, ότι δεν το αντιλαμβάνομαι αυτό; Έχει την εντύπωση πως έγραψα «ΣΑΜ» με πελώρια γράμματα από σαπουνόνερα έτσι για να περάσω την ώρα μου; «Σ’ ευχαριστώ», του λέω σε εξίσου κοφτό τόνο. «Σκέφτηκα απλώς πως θα σε ενδιέφεραν τα μηνύματα που ήρθαν στο κινητό της Βάιολετ την προηγούμενη εβδομάδα. Σ’ αυτό το κινητό...» Απλώνω το χέρι να πιάσω το τηλέφωνο που ακόμα είναι ακουμπισμένο στο γραφείο του. «Τ ίνος είναι αυτό το τηλέφωνο;» ρωτάει η Βικς, ενώ με κοιτάζει καχύποπτα. «Της Βάιολετ», απαντάει ο Σαμ. «Θυμάσαι τη βοηθό μου, την κόρη του Κλάιβ; Που την έκανε για να γίνει μοντέλο;»
«Α, εκείνη». Η Βικς κατσουφιάζει πάλι κι έπειτα κάνει μια κίνηση προς το μέρος μου. «Και τι δουλειά έχει αυτή με το τηλέφωνο της Βάιολετ;» Ανταλλάσσουμε ματιές με τον Σαμ. «Είναι μεγάλη ιστορία», απαντάει τελικά ο Σαμ. «Η Βάιολετ το πέταξε. Η Πόπι το... πρόσεχε». «Άφησαν δυο μηνύματα, τα οποία σημείωσα». Ακουμπάω το πρόγραμμα από τον Βασιλ ιά των Λιονταριών στο γραφείο ανάμεσά τους και διαβάζω δυνατά τα μηνύματα, επειδή γνωρίζω ότι τα γράμματά μου δεν είναι και τα πιο ευανάγνωστα. «“ Ο Σκότι έχει ένα σύνδεσμο, επέμβαση μικροχειρουργικής, δε θα μείνει κανένα ίχνος, χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή”». Δείχνω το πρόγραμμα. «Το δεύτερο μήνυμα το άφησε ο ίδιος ο Σκότι λίγες ημέρες αργότερα. “ Έγινε. Επέμβαση μικροχειρουργικής. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Ιδιοφυής κίνηση. Αντίο, Άγιε Βασίλη”». Περιμένω μερικά λεπτά μέχρι να χωνέψουν αυτά που βλέπουν κι έπειτα προσθέτω: «Το πρώτο μήνυμα το άφησε ο Τ ζάστιν Κόουλ». «Ο Τζάστιν;» Ο Σαμ φαίνεται θορυβημένος. «Τότε δεν κατάλαβα τη φωνή του, αλλά τώρα την αναγνωρίζω. Εκείνος έλεγε για την “ επέμβαση μικροχειρουργικής” και ότι “ δε θα μείνει κανένα ίχνος”. «Βικς...» Ο Σαμ την κοιτάζει. «Έλα. Τ ώρα καταλαβαίνεις τι...» «Δεν καταλαβαίνω τίποτε! Είναι μερικές σκόρπιες λέξεις. Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ο Τ ζάστιν;» Ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου. «Είναι ηχητικά μηνύματα; Μπορούμε να τα ακούσουμε και τώρα;» «Όχι. Ήταν απλά... ξέρεις. Τηλεφωνικά μηνύματα. Τα άφησαν κι εγώ τα σημείωσα». Η Βικς φαίνεται μπερδεμένη. «Εντάξει, δεν καταλαβαίνω τίποτε. Είπες ποια είσαι; Γιατί να αφήσει ο Τ ζάστιν μήνυμα σ’ εσένα;» Ξεφυσάει οργισμένα. «Σαμ, δεν έχω χρόνο γι’ αυτό...» «Δεν κατάλαβε ότι απάντησε κάποιο πρόσωπο», λέω,
κοκκινίζοντας. «Προσποιήθηκα ότι ήμουν ο τηλεφωνητής». «Τι;» Με κοιτάζει καλά-καλά σαν να μην καταλαβαίνει τίποτε. «Ξέρετε...» Μιλάω με τη φωνή του τηλεφωνητή. «“Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος. Παρακαλώ, αφήστε το μήνυμά σας”. Και άφησε το μήνυμα κι εγώ το σημείωσα». Ο Σαμ βγάζει ένα πνιχτό γέλιο, αλλά η Βικς έχει μείνει άφωνη. Παίρνει για μια στιγμή το πρόγραμμα του Βασιλ ιά των Λιονταριών στα χέρια της, σμίγοντας τα φρύδια της μπροστά στις λέξεις, έπειτα ρίχνει μια ματιά στις μέσα σελίδες, όμως οι μόνες πληροφορίες που θα βρει αφορούν το βιογραφικό των ηθοποιών. Τελικά, το ακουμπάει στο γραφείο. «Σαμ, αυτό δε σημαίνει τίποτε. Δεν αλλάζει τίποτε». «Κάτι σημαίνει». Κουνάει ανένδοτος το κεφάλι του. «Εδώ είναι! Ακριβώς εδώ». Πιέζει με τον αντίχειρα του το πρόγραμμα. «Αυτό συμβαίνει πίσω απ’ την πλάτη μας». «Μα τι ακριβώς συμβαίνει;» Η φωνή της υψώνεται από αγανάκτηση. «Για τ’ όνομα του Θεού, ποιος είναι ο Σκότι;» «Αποκάλεσε τον σερ Νίκολας “ Άγιο Βασίλη”». Το σφιγμένο πρόσωπό του φανερώνει πως επεξεργάζεται τις πληροφορίες. «Πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον πρόκειται για άτομο από την εταιρεία. Αλλά από ποιο τμήμα; Μήπως από το τμήμα Πληροφορικής;» «Έχει κάποια σχέση η Βάιολετ μ’ αυτό;» παρεμβάλλομαι. «Στο κάτω-κάτω, στο δικό της τηλέφωνο τηλεφώνησαν». Για λίγο επικρατεί σιωπή έπειτα ο Σαμ κουνάει το κεφάλι του θλιμμένα. «Έμεινε στο γραφείο πολύ μικρό διάστημα, ο πατέρας της είναι καλός φίλος του σερ Νίκολας... Δεν πιστεύω πως έχει κάποια ανάμειξη». «Και τότε γιατί άφησαν τα μηνύματα σ’ εκείνη; Πήραν λάθος αριθμό ή κάτι τέτοιο;» «Δεν το νομίζω». Ο Σαμ ζαρώνει τη μύτη του. «Θέλω να πω, γιατί να τηλεφωνήσουν σ’ αυτό τον αριθμό συγκεκριμένα·,» Αυτόματα κοιτάζω το τηλέφωνο που αναβοσβήνει επάνω στο
γραφείο. Αναρωτιέμαι αόριστα αν έχω κανένα φωνητικό μήνυμα. Αλλά για κάποιο λόγο, αυτή τη στιγμή, η υπόλοιπη ζωή μου φαντάζει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Όλος ο κόσμος έχει συμπυκνωθεί μέσα σε τούτο το δωμάτιο. Ο Σαμ και η Βικς κάθονται βαριά σε δύο καρέκλες και το ίδιο κάνω κι εγώ. «Ποιος είχε το τηλέφωνο της Βάιολετ πριν από εκείνη;» κάνει ξαφνικά η Βικς. «Είναι εταιρικό τηλέφωνο. Η κοπέλα εργάστηκε εδώ για πόσο, για τρεις εβδομάδες; Μήπως προηγουμένως ο αριθμός ανήκε σε κάποιον άλλο και άφησαν τα μηνύματα αυτά κατά λάθος;» «Ναι!» Σηκώνω τα μάτια μου ενθουσιασμένη. «Ο κόσμος συνέχεια σχηματίζει χωρίς να το θέλει λάθος αριθμούς. Και στέλνει email σε λάθος διευθύνσεις. Ακόμα κι εγώ το κάνω. Ξεχνάς να διαγράψεις τον αριθμό και πατάς το όνομα της επαφής και εμφανίζεται ο παλιός αριθμός και δεν το καταλαβαίνεις. Ειδικά αν πέσεις σε κάποιον γενικό τηλεφωνητή». Αντιλαμβάνομαι ότι το μυαλό του Σαμ δουλεύει πυρετωδώς. «Ένας τρόπος υπάρχει μόνο για να το μάθουμε», λέει και σηκώνει το σταθερό τηλέφωνο στο γραφείο του. Σχηματίζει έναν τριψήφιο εσωτερικό αριθμό και περιμένει. «Γεια σου, Σίνθια. Είμαι ο Σαμ», λέει με άνεση. «Ήθελα να ρωτήσω κάτι για το κινητό τηλέφωνο που δόθηκε στη βοηθό μου, τη Βάιολετ. Αναρωτιόμουν μήπως το είχε κάποιος άλλος πριν από εκείνη. Μήπως είχε κάποιος άλλος αυτό τον αριθμό;» Καθώς ακούει, η έκφραση του προσώπου του αλλάζει. Κάνει νόημα στη Βικς να παραμείνει σιωπηλή κι εκείνη ανασηκώνει αμήχανα τους ώμους της. «Τέλεια», λέει. «Ευχαριστώ, Σίνθια...» Κρίνοντας από το ακατάσχετο τιτίβισμα που ακούγεται από το τηλέφωνο, είναι σαφές ότι στη Σίνθια αρέσει να μιλάει. «Πρέπει να κλείσω...» ο Σαμ στρέφει το βλέμμα του προς τα επάνω απελπισμένα. «Ναι, το ξέρω ότι θα έπρεπε να έχει επιστραφεί το τηλέφωνο. Όχι, δεν έχει χαθεί, μην ανησυχείς... Ναι, δεν είναι καθόλου επαγγελματική συμπεριφορά. Χωρίς καμία προειδοποίηση.
Ξέρω, είναι ιδιοκτησία της εταιρείας... Θα περάσω να το αφήσω... ναι... ναι...» Καταφέρνει επιτέλους να αποδεσμευτεί. Κατεβάζει το ακουστικό και μένει σιωπηλός για τρία δευτερόλεπτα γεμάτα προτού γυρίσει στη Βικς. «Ήταν του Εντ». «Οχι». Η Βικς εκπνέει αργά. Ο Σαμ έχει πάρει στα χέρια του το τηλέφωνο και το κοιτάζει καχύποπτα. «Αυτό ήταν το εταιρικό τηλέφωνο του Εντ μέχρι πριν από τέσσερις εβδομάδες. "Έπειτα δόθηκε στη Βάιολετ. Δεν είχα ιδέα». Στρέφεται προς εμένα. «Ο Εντ Έξτον ήταν...» «Θυμάμαι». Κουνάω το κεφάλι μου. «Οικονομικός Διευθυντής. Απολύθηκε. Έκανε μήνυση στην εταιρεία». «Χριστέ μου». Η Βικς φαίνεται πραγματικά σοκαρισμένη. Έχει ζαρώσει στην καρέκλα της. «Ο Εντ». «Ποιος άλλος;» Ο Σαμ φαίνεται μπριζωμένος από την αποκάλυψη. «Βικς, αυτό δεν είναι απλώς ένα τέλεια οργανωμένο σχέδιο, είναι κανονική συνωμοσία. Αμαυρώνεται το όνομα του Νικ. Ο Μπρους τον διώχνει επειδή είναι ένας μαλάκας και μισός. Το Διοικητικό Συμβούλιο χρειάζεται γρήγορα νέο πρόεδρο. Ο Eντι χωρίς καθυστέρηση ανακοινώνει ότι θα αποσύρει τη μήνυση και θα αναλάβει ως πρόεδρος για να σώσει την εταιρεία και ο Τ ζάστιν δένει το γάιδαρο του...» «Θα έμπαιναν στ’ αλήθεια σε τόσο κόπο;» λέει σκεφτικά η Βικς. Το στόμα του Σαμ συστρέφεται σε κάτι που θυμίζει χαμόγελο. «Βικς, έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο πολύ μισεί ο Εντ τον Νικ; Πλήρωσε κάποιον χάκερ πολλά χρήματα για να αλλάξει το υπόμνημα και να διαγράψει το πρώτο υπόμνημα από το σύστημα. Κατά τη γνώμη μου, ο Εντ θα μπορούσε να διαθέσει ακόμα και εκατό χιλιάδες λίρες για να καταστρέψει τη φήμη του Νικ. Ίσως ακόμα και διακόσιες χιλιάδες». Το πρόσωπο της Βικς συσπάται από αηδία. «Αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ αν την εταιρεία διοικούσαν
γυναίκες. Ποτέ. Ανόητα φαλλοκρατικά... γουρούνια». Σηκώνεται όρθια και κατευθύνεται προς το παράθυρο, χαζεύοντας την κίνηση στο δρόμο με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα της. «Το ερώτημα είναι ποιος το προκάλεσε αυτό; Ποιος εκτέλεσε το σχέδιο;» Ο Σαμ κάθεται στο γραφείο του, χτυπώντας ανυπόμονα το στυλό στα δάχτυλά του, ενώ το πρόσωπό του είναι σφιγμένο. «Ποιος είναι ο Σκότι; Κάποιος απ’ τη Σκοτια;» «Δε θα έλεγα πως είχε σκοτσέζικη προφορά», λέω. «Ίσως είναι το παρατσούκλι του από κάποιο αστείο». Τότε ο Σαμ στρέφει την προσοχή του σ’ εμένα, καθώς φαίνεται πως του ’ρχεται μια ιδέα. «Αυτό είναι. Μα φυσικά. Πόπι, θα την αναγνώριζες τη φωνή του αν την άκουγες ξανά;» «Σαμ!» Η Βικς παρεμβαίνει αυστηρά προτού προλάβω να απαντήσω. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Δε μιλάς σοβαρά». «Βικς, μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου επιτέλ ους;» Ο Σαμ σηκώνεται εξοργισμένος. «Το ψεύτικο υπόμνημα δεν ήταν τυχαίο. Η διαρροή στο ΙΤ Ν δεν ήταν τυχαία. Κάτι συμβαίνει στ’ αλήθεια. Κάποιος θέλει να βλάψει τον Νικ. Δεν πρόκειται απλώς για κάτι ενοχλητικό που...» Σταματάει για λίγο ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν ξέρω, που... δημοσιεύτηκε στο Facebook. Αυτό είναι σκέτη λάσπη. Είναι πλεκτάνη». «Είναι απλώς μια υπόθεση», του αντιτείνει. «Τ ίποτε περισσότερο, Σαμ. Είναι μερικές λέξεις σημειωμένες σ’ ένα πρόγραμμα από τον Βασιλ ιά των Λιονταριών». Νιώθω λίγο πληγωμένη. Είναι άδικο. Δε φταίω εγώ που το μόνο χαρτί που είχα μαζί μου ήταν το πρόγραμμα από τον Βασιλ ιά των Λιονταριών. «Πρέπει να βρούμε αυτό τον τύπο, τον Σκότι». Ο Σαμ στρέφει ξανά την προσοχή του σ’ εμένα. «Θα την αναγνώριζες τη φωνή του αν την άκουγες ξανά;» «Ναι», λέω κάπως νευρικά μπροστά στην ένταση της φωνής του. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι!» «Ωραία. Τότε προχωράμε. Πάμε να τον βρούμε». «Σαμ, συγκροτήσου, σε παρακαλώ!» Η Βικς φαίνεται έξω φρενών. «Έχεις τρελαθεί! Τ ι θα κάνεις, θα τη βάλεις να ακούσει κάθε μέλος του προσωπικού χωριστά μέχρι να εντοπίσει εκείνη τη φωνή;» «Γιατί όχι;» κάνει ο Σαμ προκλητικά. «Γιατί αυτή είναι η πιο γελοία ιδέα που έχω ακούσει ποτέ!» εκρήγνυται η Βικς. «Γι’ αυτό!» Την κοιτάζει σταθερά για λίγο, έπειτα γυρίζει προς το μέρος μου. «Έλα, Πόπι. Θα κάνουμε μια βόλτα στο κτίριο». Η Βικς κουνάει το κεφάλι της. «Κι αν την αναγνωρίσει τη φωνή του, τι θα γίνει μετά; Θα τον συλλάβεις;» «Θα είναι μια αρχή», λέει ο Σαμ. «Έτοιμη, Πόπι;» «Πόπι». Η Βικς με πλησιάζει και με κοιτάει κατάματα. Τα μάγουλά της είναι ξαναμμένα και βαριανασαίνει. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποια είσαι. Αλλά δε χρειάζεται να ακούσεις τον Σαμ. Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Δεν του χρωστάς τίποτε. Όλο αυτό δεν έχει καμία σχέση μ’ εσένα». «Δεν την πειράζει», λέει ο Σαμ. «Έτσι δεν είναι, Πόπι;» Η Βικς τον αγνοεί. «Πόπι, σε συμβουλεύω να φύγεις. Τ ώρα». «Δεν είναι τέτοια κοπέλα η Πόπι», λέει ο Σαμ με βλοσυρό ύφος. «Δεν αφήνει ξεκρέμαστους τους άλλους. Τους αφήνεις;» Η ματιά του συναντάει τη δική μου και είναι τόσο αναπάντεχα ζεστή που νιώθω μια θέρμη μέσα μου. Γυρίζω προς τη Βικς. «Κάνεις λάθος, χρωστάω χάρη στον Σαμ. Κι αν θέλεις να ξέρεις, ο σερ Νικολας είναι πιθανό να έρθει για φυσικοθεραπεία στο κέντρο που εργάζομαι. Άρα, όλο αυτό κάποια σχέση έχει και μ’ εμένα». Μου άρεσε πολύ που το είπα αυτό, αν και στοιχηματίζω ότι ο σερ Νικολας δε θα περνάει ποτέ από το Μπάλαμ. «Και ούτως ή άλλως», συνεχίζω, σηκώνοντας αρχοντικά το σαγόνι μου, «όποιος κι αν είναι πίσω απ’ όλα αυτά, είτε τον αναγνωρίζω είτε όχι, αν μπορώ να βοηθήσω με κάποιον τρόπο θα το
κάνω. Θέλω να πω, αν μπορείς να βοηθήσεις, πρέπει να βοηθήσεις. Συμφωνείς;» Η Βικς με κοιτάζει για λίγο σαν να προσπαθεί να καταλάβει τι μέρος του λόγου είμαι έπειτα χαμογελάει μ’ έναν παράξενο, πικρόχολο τρόπο. «Εντάξει. Καλά τα λες. Δεν μπορώ να διαφωνήσω μ’ αυτό». «Πάμε». Ο Σαμ κατευθύνεται προς την πόρτα. Αρπάζω την τσάντα μου και εύχομαι για ακόμα μια φορά να μην είχε αυτό τον τεράστιο λεκέ η μπλούζα μου. «Έι, Σέρλοκ Χολμς», κάνει σαρκαστικά η Βικς. «Μια μικρή παρατήρηση. Σε περίπτωση που το ξέχασες, το προσωπικό είναι ήδη στο συνέδριο ή καθ’ οδόν για το συνέδριο». Το μόνο που ακούγεται είναι ο Σαμ που χτυπάει μανιασμένα πάλι το στυλό στα δάχτυλά του. Εγώ δεν τολμώ να μιλήσω. Και εννοείται ότι δεν τολμώ να κοιτάξω τη Βικς. «Πόπι», λέει τελικά ο Σαμ. «Μπορείς να μου διαθέσεις μερικές ώρες; Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου στο Χάμσαϊρ;»
11 Η όλη κατάσταση είναι τελείως σουρεαλιστική. Και συναρπαστική. Και ελαφρώς κουραστική. Και όλα αυτά μαζί. Δεν είναι ότι μετανιώνω ακριβώς για την ευγενική μου χειρονομία. Εξακολουθώ να πιστεύω όσα είπα στο γραφείο. Ήταν δυνατόν να παρατήσω τον Σαμ και να φύγω; Ήταν δυνατόν να μην προσπαθήσω τουλάχιστον να τον βοηθήσω; Αλλά από την άλλη πλευρά, πίστευα ότι θα μου έπαιρνε μισή ωρίτσα περίπου. Όχι ότι θα χρειαζόταν ολόκληρο ταξίδι με το τρένο ως το Χάμσάιρ και ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να βρίσκομαι στο κομμωτήριο. Θα έπρεπε να συζητάω για χτενίσματα και κότσους και να δοκιμάζω την τιάρα μου. Αντί γι’ αυτό, βρίσκομαι στο σταθμό Ουότερλου και αγοράζω ένα φλιτζάνι τσάι, κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου το τηλέφωνο, το οποίο περιττό να σας πω ότι το άρπαξα απ’ το γραφείο καθώς φεύγαμε. Και ο Σαμ δεν είπε κουβέντα. Ούτε λέξη. Έστειλα μήνυμα στη Σου για να της πω ότι λυπάμαι πολύ, αλλά πρέπει να ακυρώσω το ραντεβού με τον Λιούις, αλλά ότι θα πληρώσω την αμοιβή του και να δώσει στον Λιούις την αγάπη μου. Το διάβασα μόλις το έγραψα και διέγραψα τα μισά φιλάκια. Μετά τα ξαναπρόσθεσα. Μετά τα ξαναδιέγραψα. Πέντε φιλάκια ίσως είναι αρκετά. Τ ώρα περιμένω να το σηκώσει ο Μάγκνους. Σήμερα το απόγευμα φεύγει με την υπόλοιπη αντροπαρέα για την Μπριζ και δε θα τον έβλεπα έτσι κι αλλιώς, όμως και πάλι νιώθω πως θα ήταν
λάθος να μην τον πάρω καν τηλέφωνο. «Ω, γεια σου, Μάγκνους!» «Ποπς!» Η σύνδεση είναι χάλια και ακούω αναγγελίες από μεγάφωνα στο βάθος. «Ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε. Είσαι καλά;» «Ναι! Ήθελα απλώς...» Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω. Ήθελ α απλ ώς να σου πω ότι πηγαίνω στο Χάμσαϊρ μ’ έναν άντρα που δεν γνωρίζεις, καθώς έχω μπλ έξει σε μια υπόθεση για την οποία δεν ξέρεις τίποτε. «Θα... βγω απόψε», λέω ξεψυχισμένα. «Σου το λέω μήπως τηλεφωνήσεις». Ορίστε. Αυτή είναι η αλήθεια. Ας πούμε. «Εντάξει!» Γελάει. «Καλά να περάσεις. Γλυκιά μου, πρέπει να κλείσω...» «Εντάξει! Γεια! Καλή διασκέδαση!» Το τηλέφωνο κλείνει και σηκώνω το βλέμμα για να δω τον Σαμ να με παρακολουθεί. Ισιώνω όπως -όπως το πουκάμισό μου, ενώ από μέσα μου εύχομαι να είχα επισκεφθεί τα καταστήματα. Τελικά, αποδείχθηκε ότι ο Σαμ όντως είχε ένα δεύτερο πουκάμισο στο γραφείο του και το μακό μπλουζάκι μου ήταν τόσο χάλια που το δανείστηκα. Όμως το ότι φοράω αυτό το ριγέ πουκάμισο T urnbull & Asser κάνει την κατάσταση ακόμα πιο παράξενη. «Αποχαιρετούσα τον Μάγκνους», εξηγώ χωρίς να υπάρχει λόγος, μια και ο Σαμ στεκόταν εκεί όλη αυτή την ώρα και πρέπει να άκουσε τα πάντα. «Είναι δύο λίρες». Η γυναίκα στο σαντουιτσάδικο μου δίνει το τσάι μου. «Ευχαριστώ! Λοιπόν... πάμε;» Την ώρα που περπατάμε με τον Σαμ στην αποβάθρα και μπαίνουμε στο βαγόνι αισθάνομαι πολύ παράξενα. Νιώθω τόσο άβολα που το κορμί μου έχει παγώσει. Αν κάποιος μας κοιτάζει θα υποθέσει πως είμαστε ζευγάρι. Κι αν μας δει η Ουιλοου; Όχι. Μη γίνεσαι παρανοϊκή. Η Ουιλοου πήγε με το δεύτερο
πούλμαν στο συνέδριο. Έστειλε email στον Σαμ για να τον ενημερώσει. Και, έτσι κι αλλιώς, δεν κάνουμε τίποτε παράνομο με τον Σαμ. Είμαστε απλώς... φίλοι. Όχι, η λέξη «φίλοι» δεν είναι η σωστή. Ούτε και η λέξη «συνάδελφοι». Αλλά δεν είμαστε και απλώς «γνωστοί»... Εντάξει, λοιπόν. Ας το παραδεχτώ: η κατάσταση είναι περίεργη. Ρίχνω μια ματιά στον Σαμ για να δω αν σκέφτεται το ίδιο, αλλά εκείνος κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο του τρένου με το γνωστό άδειο βλέμμα του. Το τρένο τινάζεται και αρχίζει να κινείται. Ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου και μόλις με πιάνει να τον κοιτάζω, αποστρέφω το βλέμμα μου. Προσπαθώ να δείχνω άνετη, αλλά μέσα μου νιώθω όλο και πιο φρικαρισμένη. Τ ι μ’ έπιασε και συμφώνησα; Όλα εξαρτώνται απ’ τη μνήμη μου. Εγώ, η Πόπι Ουάιατ, πρέπει να αναγνωρίσω μια φωνή που άκουσα στο τηλέφωνο πριν από μερικές ημέρες για περίπου είκοσι δευτερόλεπτα. Κι αν αποτύχω; Πίνω μια γουλιά τσάι για να ηρεμήσω τον εαυτό μου και μορφάζω. Πρώτα η σούπα ήταν πολύ κρύα. Τ ώρα το τσάι είναι πολύ ζεστό. Το τρένο επιταχύνει και μια στάλα τσάι χύνεται και μου καίει το χέρι. «Είσαι καλά;» Ο Σαμ πρόσεξε το μορφασμό μου. «Μια χαρά». Του χαμογελάω. «Μπορώ να είμαι ειλικρινής;» λέει χωρίς περιστροφές. «Δε φαίνεσαι μια χαρά». «Είμαι καλά!» διαμαρτύρομαι. «Απλώς... ξέρεις. Συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα». Ο Σαμ κουνάει το κεφάλι του. «Λυπάμαι που δεν καταφέραμε να δούμε τις τεχνικές αντιπαράθεσης που σου υποσχέθηκα». «Α! Αυτό». Κουνάω το χέρι μου αδιάφορα. «Αυτό είναι πιο σημαντικό». «Μη λες έτσι “ Α! Αυτό”», λέει αγανακτισμένος. «Αυτό ακριβώς εννοώ. Βάζεις αυτόματα τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα». «Δεν είναι αλήθεια! Θέλω να πω... ξέρεις». Ανασηκώνω τους
ώμους αμήχανα. «Τέλος πάντων». Το τρένο φτάνει στο σταθμό Κλάπαμ Τ ζάνκσιον και μια ομάδα ατόμων μπαίνει στο βαγόνι. Για λίγο ο Σαμ είναι απορροφημένος γράφοντας μηνύματα. Το τηλέφωνό του αναβοσβήνει συνεχώς και μπορώ να φανταστώ πόσα μηνύματα πάνε κι έρχονται. Κατόπιν βάζει στην τσέπη του το τηλέφωνο και σκύβει μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπεζάκι ανάμεσά μας. «Είναι όλα καλά;» ρωτάω ντροπαλά, συνειδητοποιώντας μεμιάς πόσο βλακώδης είναι αυτή η ερώτηση. Ευτυχώς, ο Σαμ την αγνοεί τελείως. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι», λέει ήρεμα. «Τ ι έχουν οι Τάβις που σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι ανώτεροι σου; Τους τίτλους τους; Τα διδακτορικά τους; Τον εγκέφαλό τους;» Όχι πάλι αυτό. «Τα πάντα! Είναι προφανές! Είναι απλώς... θέλω να πω, εσύ νιώθεις σεβασμό απέναντι στον σερ Νίκολας, σωστά;» γυρίζω την ερώτηση, προσπαθώντας να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Κοίτα πόσα κάνεις για εκείνον. Τα κάνεις επειδή τον σέβεσαι». «Ναι, τον σέβομαι. Φυσικά και τον σέβομαι. Αλλά δε νιώθω σαν να είμαι εκ γενετής κατώτερός του. Δε με κάνει να νιώθω σαν πολίτης δεύτερης κατηγορίας». «Δε νιώθω σαν πολίτης δεύτερης κατηγορίας! Δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτό το θέμα. Γι’ αυτό... σταμάτα». «Εντάξει». Ο Σαμ σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Αν κάνω λάθος, ζητώ συγγνώμη. Όμως αυτή την εντύπωση αποκόμισα. Ήθελα απλώς να βοηθήσω σαν...» Διαισθάνομαι πως πάει να πει τη λέξη «φίλος» και μετά την απορρίπτει, όπως έκανα προ ολίγου κι εγώ. «Ήθελα απλώς να βοηθήσω», ολοκληρώνει τη φράση του. «Αλλά πρόκειται για τη δική σου ζωή. Έτσι σταματάω». Για λίγο επικρατεί σιωπή. Σταμάτησε. Εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κέρδισα. Γιατί όμως δε νιώθω σαν να κέρδισα; «Με συγχωρείς». Ο Σαμ βάζει το τηλέφωνο στ’ αυτί του. «Βικς,
τι συμβαίνει;» Βγαίνει έξω από το κουπέ και χωρίς να το θέλω αφήνω έναν μεγάλο αναστεναγμό. Ο πόνος που με βασανίζει επέστρεψε και έχει φωλιάσει κάτω απ’ τα πλευρά μου. Αλλά τούτη τη στιγμή δεν μπορώ να προσδιορίσω αν αυτό συμβαίνει επειδή οι Τάβις δεν επιθυμούν να παντρευτώ τον Μάγκνους ή επειδή προσπαθώ να το αρνηθώ ή επειδή είμαι νευρική γι’ αυτό το ταξίδι στο Χάμσάιρ ή επειδή το τσάι μου είναι πολύ δυνατό. Κάθομαι ήσυχα στη θέση μου, κοιτάζω το τσάι μου που αχνίζει, ενώ εύχομαι να μην είχα ακούσει ποτέ τη συζήτηση των Τάβις στην εκκλησία. Εύχομαι να μην ήξερα τίποτε. Να μπορούσα να διώξω αυτό το γκρίζο σύννεφο απ’ τη ζωή μου και να επιστρέψω στο «Τ ι τυχερή που είμαι, δεν είναι όλα τέλεια;» Ο Σαμ γυρίζει στη θέση του και για λίγα λεπτά δε μιλάει κανείς. Το τρένο έχει σταματήσει στη μέση του πουθενά και επικρατεί μια παράξενη σιωπή χωρίς τον ήχο των τροχών πάνω στις ράγες. «Εντάξει». Κοιτάζω το μικρό τραπέζι από φορμάικα. «Εντάξει». «Τ ι εντάξει;» «Εντάξει, δεν κάνεις λάθος». Ο Σαμ δε λέει τίποτε, απλώς περιμένει. Το τρένο τινάζεται και κλυδωνίζεται σαν άλογο που προσπαθεί να αποφασίσει αν θα υπακούσει στις οδηγίες του αναβάτη του, έπειτα αρχίζει αργά να κινείται. «Αλλά δεν τα βγάζω όλα αυτά απ’ το κεφάλι μου ή ό,τι άλλο νομίζεις». Γέρνω θλιμμένα τους ώμους. «Άκουσα μια συνομιλία των Τάβις, εντάξει; Δε θέλουν να με παντρευτεί ο Μάγκνους. Έκανα ό,τι μπορούσα. Έπαιξα Σκραμπλ και προσπάθησα να συζητήσω μαζί τους και διάβασα ακόμα και το τελευταίο βιβλίο του 79
Άντονι. Όμως ποτέ δε θα γίνω σαν αυτούς. Ποτέ». «Γιατί να γίνεις σαν αυτούς;» απορεί. «Γιατί να θέλ εις να γίνεις σαν αυτούς;» «Ναι, σωστά». Γυρίζω τα μάτια μου προς τα πάνω. «Γιατί να
θέλει κανείς να γίνει μια πραγματικά έξυπνη διασημότητα που βγαίνει στην τηλεόραση;» «Ο Άντονι Τάβις έχει μεγάλο εγκέφαλο», λέει σταθερά ο Σαμ. «Το να έχεις μεγάλο εγκέφαλο είναι σαν να έχεις μεγάλο συκώτι ή μεγάλη μύτη. Γιατί νιώθεις ανασφαλής; Κι αν είχε πελώριο λεπτό έντερο; Θα ένιωθες ανασφαλής τότε;» Δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια μου. «Για την ακρίβεια, είναι φρικιό», συνεχίζει. «Παντρεύεσαι κάποιον από μια οικογένεια γεμάτη φρικιά. Το να γνωρίζει κανείς κάθε λεπτομέρεια για ένα πράγμα είναι αλλόκοτο. Την επόμενη φορά που θα νιώσεις μειονεκτικά απέναντι τους, φαντάσου μια μεγάλη επιγραφή νέον πάνω από τα κεφάλια τους που θα γράφει ΦΡΙΚΙΑ!» «Δεν τα πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτά που λες». Χαμογελάω, αλλά κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. «Και βέβαια τα πιστεύω». Τ ώρα το ύφος του είναι πολύ σοβαρό. «Οι πανεπιστημιακοί θέλουν να νιώθουν σημαντικοί. Δημοσιεύουν άρθρα και παρουσιάζουν τηλεοπτικές εκπομπές για να δείξουν πως είναι χρήσιμοι και πολύτιμοι. Όμως εσύ προσφέρεις χρήσιμη, πολύτιμη δουλειά καθημερινά. Δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτε. Πόσα άτομα έχεις βοηθήσει; Εκατοντάδες. Έχεις περιορίσει τον πόνο τους. Έχεις κάνει εκατοντάδες ανθρώπους να νιώσουν καλύτερα. Το έχει κάνει αυτό ποτέ ο Άντονι Τάβις;» Είμαι σίγουρη ότι κάπου κάνει λάθος σε όσα λέει, αλλά αυτή τη στιγμή αδυνατώ να το βρω. Το μόνο που νιώθω είναι ενθουσιασμός. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό ποτέ. Έχω κάνει εκατοντάδες ανθρώπους να νιώσουν καλύτερα. «Κι εσύ; Το έχεις κάνει ποτέ;» ρωτάω, μην μπορώντας να συγκρατηθώ και ο Σαμ μου χαμογελάει λοξά. «Προσπαθώ να το κάνω». Το τρένο μειώνει ταχύτητα καθώς περνάει από το Ουόκινγκ και ενστικτωδώς κοιτάζουμε και οι δύο έξω απ’ το παράθυρο. Έπειτα ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου. «Το θέμα είναι ότι δεν πρόκειται για εκείνους. Πρόκειται για
εσένα. Για εσένα και για εκείνον. Τον Μάγκνους». «Το ξέρω. Το ξέρω». Ακούγεται παράξενα το όνομα του Μάγκνους στα χείλη του. Ακούγεται λάθος. Ο Μάγκνους και ο Σαμ είναι τόσο διαφορετικοί. Είναι σαν να έχουν πλαστεί από διαφορετικό υλικό. Ο Μάγκνους είναι τόσο λαμπερός, τόσο άστατος, τόσο εντυπωσιακός, τόσο σέξι. Αλλά και 80
μια σταλιά εγωκεντρικός. Ενώ, αντίθετα, ο Σαμ είναι τόσο. .. ευθύς και δυνατός. Και γενναιόδωρος. Και ευγενικός. Ό,τι κι αν συμβεί το ξέρεις ότι πάντοτε θα σταθεί στο πλευρό σου. Τ ώρα με κοιτάζει και χαμογελάει σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου και η καρδιά μου αναπηδά ανεπαίσθητα όπως κάνει πλέον κάθε φορά που μου χαμογελάει... Τυχερή Ουίλ οου. Μου κόβεται η ανάσα απ’ την ίδια μου τη σκέψη και πίνω μια μεγάλη γουλιά τσάι για να κρύψω την αμηχανία μου. Αυτή η σκέψη τρύπωσε στο κεφάλι μου χωρίς καμία προειδοποίηση. Και δεν το εννοούσα. Δηλαδή, ναι, το εννοούσα, αλλά απλώς υπό την έννοια ότι τους εύχομαι το καλύτερο σαν μια φίλη που δεν έχει τίποτε να κερδίσει... όχι, όχι φίλη... Τ ώρα νιώθω πως κοκκινίζω. Κοκκινίζω με τις δικές μου παράλογες, ανόητες σκέψεις, τις οποίες παρεμπιπτόντως κανένας δε γνωρίζει εκτός από εμένα. Έτσι, μπορώ να χαλαρώσω. Μπορώ να σταματήσω αυτή τη στιγμή και να αφήσω στην άκρη τη βλακώδη ιδέα ότι ο Σαμ μπορεί να διαβάσει τις σκέψεις μου και ότι ξέρει πως μου αρέσει... Όχι. Σταμάτα. Σταμάτα. Αυτό είναι γελοίο. Είναι απλώς... Διαγραφή στη φράση «μου αρέσει». Δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει. «Είσαι καλά;» Με κοιτάζει παραξενεμένα. «Πόπι, συγγνώμη, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω».
«Όχι!» απαντάω γρήγορα. «Δε με στενοχώρησες! Εκτιμώ τις απόψεις σου. Αλήθεια». «Ωραία. Γιατί...» Σταματάει για να απαντήσει στο τηλέφωνο. «Βικς. Έχεις κανένα νέο;» Ο Σαμ απομακρύνεται για να μιλήσει στο τηλέφωνο κι εγώ πίνω ξανά μια μεγάλη γουλιά τσάι κοιτάζοντας σταθερά έξω από το παράθυρο, ενώ προσπαθώ να ηρεμήσω και να σταματήσω να σκέφτομαι. Πρέπει να επιστρέψω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Πρέπει να κάνω επανεκκίνηση. Να μην αποθηκευτούν οι αλ λ αγές. Για να δημιουργήσω μια πιο επαγγελματική ατμόσφαιρα βγάζω το τηλέφωνο απ’ την τσέπη μου, ελέγχω αν ήρθαν μηνύματα, έπειτα το ακουμπάω στο τραπέζι. Στα γενικά email δε γίνεται κανένας λόγος για την κρίση με το υπόμνημα προφανώς οι συζητήσεις πραγματοποιούνται μεταξύ υψηλά ιστάμενων στελεχών μόνο. «Το ξέρεις ότι θα χρειαστεί να αγοράσεις καινούργιο τηλέφωνο κάποια στιγμή», ακούω να λέει ο Σαμ επιστρέφοντας. «Ή μήπως σκοπεύεις να ψαρεύεις όλα τα τηλέφωνά σου στο εξής από δοχεία απορριμμάτων;» «Είναι το καλύτερο μέρος για να βρίσκεις τηλέφωνα. Τα δοχεία απορριμμάτων και οι μεγάλοι κάδοι σκουπιδιών», αστειεύομαι. Το τηλέφωνο ειδοποιεί πως ήρθε email και αυτόματα απλώνω το χέρι μου για να το πάρω, αλλά ο Σαμ είναι πιο γρήγορος. Το χέρι του ακουμπάει το δικό μου και οι ματιές μας συναντιούνται. «Μπορεί να είναι για μένα». «Ναι». Κουνάω το κεφάλι μου. «Παρ’ το εσύ». Το κοιτάζει και μου το δίνει. «Αμοιβή του μουσικού για το γάμο. Δικό σου». Μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο παίρνω το τηλέφωνο. Στέλνω μια σύντομη απάντηση στη Λουσίντα, έπειτα το αφήνω ξανά στο τραπέζι. Όταν χτυπάει μερικά λεπτά αργότερα, απλώνουμε και οι δύο το χέρι για να το πιάσουμε, αλλά αυτή τη φορά εγώ είμαι πιο γρήγορη. «Εκπτώσεις σε πουκάμισα». Του το δίνω. «Δεν είναι του
γούστου μου». Ο Σαμ διαγράφει το email, έπειτα ξαναβάζει το τηλέφωνο στο τραπέζι. «Στη μέση!» Το κουνάω ένα εκατοστό. «Μην κάνεις ζαβολιές!» «Τα χέρια σου επάνω στα πόδια σου», αντιτείνει. «Μην κάνεις ζαβολιές!» Ακολουθεί σιωπή. Βρισκόμαστε και οι δύο σε ετοιμότητα, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Ο Σαμ φαίνεται τόσο προσηλωμένος που μου ’ρχεται να σκάσω στα γέλια. Το τηλέφωνο κάποιου άλλου χτυπάει στην άλλη άκρη του βαγονιού και ο Σαμ τινάζεται για να αρπάξει το δικό μας προτού συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. «Τ ραγικό», ειρωνεύομαι. «Δεν ξέρει καν τον ήχο του κουδουνίσματος». Το δικό μας τηλέφωνο ξαφνικά ειδοποιεί για κάποιο μήνυμα και ο στιγμιαίος δισταγμός του Σαμ μου επιτρέπει να το πιάσω πρώτη. «Χα χα! Και στοιχηματίζω ότι είναι για μένα...» Κάνω κλικ στο κείμενο και το κοιτάζω. Έχει σταλεί από άγνωστο αριθμό και μόνο το μισό μήνυμα έχει φτάσει, αλλά μπορώ να καταλάβω την κεντρική ιδέα. Το διαβάζω ξανά. Και ξανά. Κοιτάζω τον Σαμ και γλείφω τα ξαφνικά ξερά χείλη μου. Ποτέ δεν περίμενα κάτι τέτοιο. «Είναι για σένα;» ρωτάει ο Σαμ. «Όχι». Καταπίνω. «Για σένα». «Η Βικς;» Έχει ήδη απλώσει το χέρι του. «Δε θα ’πρεπε να χρησιμοποιεί αυτό τον αριθμό...» «Όχι, δεν είναι απ’ τη Βικς. Δεν είναι για τη δουλειά. Είναι... είναι... προσωπικό». Το ξαναδιαβάζω ακόμα μία φορά μη θέλοντας να του δώσω το τηλέφωνο μέχρι να σιγουρευτώ απολύτως για όσα βλέπω. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ο σωστός αριθμός. Αλλά έπρεπε να
σου το πω. Το άτομο που έχεις αρραβωνιαστεί σε απατάει. Με πρόσωπο που γνωρίζεις... (Εισερχόμενο κείμενο) Το ήξερα, το ήξερα ότι ήταν τσούλα κι αυτό αποδεικνύει ότι είναι ακόμα χειρότερη απ’ ό,τι πίστευα. «Τ ι είναι;» Ο Σαμ χτυπάει ανυπόμονα το χέρι του στο τραπέζι. «Δώσ’ το μου. Αφορά το συνέδριο;» «Όχι». Πιάνω σφιχτά το τηλέφωνο. «Σαμ, λυπάμαι πολύ. Και μακάρι να μην το είχα δει εγώ πρώτη. Αλλά λέει...» διστάζω, γεμάτη αγωνία. «Λέει ότι η Ουιλοου σε απατάει. Λυπάμαι». Φαίνεται τελείως σοκαρισμένος. Την ώρα που του δίνω το τηλέφωνο νιώθω τόση συμπόνια για εκείνον. Τ ι είδους άτομο στέλνει τέτοια νέα με γραπτό μήνυμα; Στοιχηματίζω ότι το κάνει με τον Τ ζάστιν Κόουλ. Αυτοί οι δύο ταιριάζουν απόλυτα. Αναζητώ ενδείξεις απελπισίας στο πρόσωπο του Σαμ, αλλά έπειτα από το πρώτο σοκ, φαίνεται απίστευτα ήρεμος. Συνοφρυώνεται, διαβάζει το μήνυμα ως το τέλος, κατόπιν ακουμπάει πάλι το τηλέφωνο στο τραπέζι. «Είσαι καλά;» τολμώ να ρωτήσω. Ανασηκώνει τους ώμους. «Δεν καταλαβαίνω». «Ναι, ξέρω!» Είμαι τόσο στενοχωρημένη για λογαριασμό του που ασυγκράτητα φανερώνω τις απόψεις μου. «Γιατί να το κάνει αυτό; Και σε ταλαιπωρεί τόσο πολύ. Είναι μεγάλη υποκρίτρια! Είναι απαίσια!» Το κόβω γιατί αναρωτιέμαι αν το παρατράβηξα. Ο Σαμ με κοιτάζει περίεργα. «Όχι, δεν κατάλαβες. Δεν είμαι αρραβωνιασμένος. Δεν έχω αρραβωνιαστικιά». «Μα είσαι αρραβωνιασμένος με την Ουίλοου», λέω ανόητα. «Όχι, δεν είμαι». «Μα...» Πώς είναι δυνατόν να μην είναι αρραβωνιασμένος; Φυσικά και είναι αρραβωνιασμένος.
«Ποτέ δεν υπήρξα αρραβωνιασμένος». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Πώς έχεις αυτή την εντύπωση;» «Εσύ μου το είπες! Το ξέρω ότι μου το είπες!» Το πρόσωπό μου συσπάται καθώς προσπαθώ να θυμηθώ. «Τουλάχιστον... ναι! Το έγραφε κάποιο email. Το είχε στείλει η Βάιολετ. Έγραφε “ Ο Σαμ είναι αρραβωνιασμένος”. Είμαι βέβαιη». «Α, αυτό». Το μέτωπό του χαλαρώνει. «Περιστασιακά το έχω χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία για να ξεφορτωθώ ορισμένα φορτικά άτομα». Σταματάει για λίγο, έπειτα διευκρινίζει: «Γυναίκες». «Ως δικαιολ ογία;» επαναλαμβάνω μην πιστεύοντας στ’ αυτιά μου. «Και τότε, ποια είναι η Ουίλοου;» «Η Ουίλοου είναι η πρώην φιλενάδα μου. Χωρίσαμε πριν από δύο μήνες». Πρώην φιλενάδα; Προς στιγμήν, μου κόβεται η μιλιά. Το μυαλό μου θυμίζει μηχανή με φρουτάκια που γυρίζει ασταμάτητα, προσπαθώντας να πετύχει τον σωστό συνδυασμό. Αδυνατώ να πιστέψω όσα μου λέει. Είναι αρραβωνιασμένος. Υποτίθεται πως είναι αρραβωνιασμένος. «Μα εσύ... Έπρεπε να μου το είχες πει!» Τελικά ξεσπάω αναστατωμένη. «Όλο αυτό το διάστημα με άφησες να πιστεύω πως ήσουν αρραβωνιασμένος!» «Όχι, δεν έκανα τίποτα τέτοιο. Δεν ανέφερα τίποτα σχετικό». Φαίνεται μπερδεμένος. «Γιατί θύμωσες;» «Δεν... δεν ξέρω! Όλα είναι λάθος!» Βαριανασαίνω, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Πώς είναι δυνατόν να μην είναι ζευγάρι με την Ουιλοου; Τ ώρα όλα 81
έχουν αλλάξει. Και για όλα φταίει εκείνος. «Έχουμε συζητήσει πολύ για τα πάντα». Προσπαθώ να μιλήσω πιο ήρεμα. «Ανέφερα την Ουιλοου μερικές φορές και ποτέ δεν προσδιόρισες ποια ήταν. Πώς μπορείς να είσαι τόσο μυστικοπαθής;» «Δεν είμαι μυστικοπαθής». Αφήνει ένα σύντομο γελάκι. «Θα σου είχα εξηγήσει ποια ήταν, αν είχε δοθεί η ευκαιρία. Έχουμε
χωρίσει. Δεν έχει σημασία». «Φυσικά και έχει σημασία!» «Γιατί;» Θέλω να ουρλιάξω από αγανάκτηση. Πώς είναι δυνατόν να ρωτάει «Γιατί;» Δεν είναι προφανές; «Επειδή... επειδή... εκείνη συμπεριφέρεται σαν να είστε μαζί». Και τότε συνειδητοποιώ ότι αυτό είναι που με ενοχλεί περισσότερο. «Συμπεριφέρεται σαν να έχει κάθε δικαίωμα να σου τα χώνει. Γι’ αυτό ποτέ δεν αμφισβήτησα πως ήσουν αρραβωνιασμένος. Αυτό γιατί το κάνει;» Ο Σαμ κάνει μια γκριμάτσα σαν να έχει εκνευριστεί, αλλά δε λέει τίποτε. «Κάνει κοινοποιήσεις στην προσωπική σου γραμματέα! Ξεφουρνίζει τα πάντα σε email που μπορούν να διαβάσουν και τρίτοι. Είναι πολύ περίεργο!» «Η Ουιλοου πάντοτε ήταν... επιδειξιομανής. Της αρέσει να έχει ακροατήριο». Φαίνεται να διστάζει να συζητήσει το θέμα. «Δεν έχει τα ίδια όρια που έχουν άλλοι άνθρωποι...» «Αυτό είναι βέβαιο! Ξέρεις πόσο κτητική είναι; Την άκουσα τυχαία να μιλάει στο γραφείο». Από κάποιο μεγάφωνο αρχίζουν να ακούγονται ανακοινώσεις για τους επόμενους σταθμούς, έτσι υψώνω τη φωνή μου περισσότερο. «Το ξέρεις ότι λέει κακίες για σένα σε όλες τις κοπέλες στο γραφείο; Τους είπε ότι περνάτε απλώς μια δύσκολη φάση και ότι πρέπει να ξυπνήσεις για να καταλάβεις τι πρόκειται να χάσεις, δηλαδή εκείνη». «Δεν περνάμε καμιά δύσκολη φάση». Τη φωνή του χρωματίζει αληθινή οργή. «Έχουμε χωρίσει». «Αυτό το ξέρει εκείνη;» «Το ξέρει». «Είσαι σίγουρος; Είσαι απολύτως βέβαιος ότι το έχει καταλάβει;» «Φυσικά», λέει ανυπόμονα. «Μη μου λες “ Φυσικά”! Πώς ακριβώς χωρίσατε; Κάθισες να
συζητήσεις μαζί της;» Σιωπή. Ο Σαμ αποφεύγει το βλέμμα μου. Είναι προφανές ότι δεν κάθισε να συζητήσει μαζί της. Το ξέρω. Το πιθανότερο είναι να της έστειλε κανένα σύντομο μήνυμα που θα έλεγε: «Τέλος. Σαμ». «Λοιπόν, πρέπει να της εξηγηθείς για να σταματήσει να στέλνει αυτά τα γελοία email. Έτσι δεν είναι;» Προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή του. «Σαμ;» Κοιτάζει πάλι το τηλέφωνό του. Τ ι πρωτότυπο. Δε θέλει να ξέρει, δε θέλει να το συζητήσει, δε θέλει να ασχοληθεί... Μια σκέψη μού καρφώνεται στο μυαλό. Ω, Θεέ μου, μα φυσικά. «Σαμ, απαντάς ποτέ στα email της Ουίλοου;» Είναι σίγουρο πως δεν της απαντάει. Τ ώρα όλα ξεκαθαρίζουν. Γι’ αυτό η τύπισσα ξεκινάει καινούργιο email κάθε φορά. Είναι σαν να καρφιτσώνει μηνύματα σε κενό τοίχο. «Αν όμως δεν της απαντάς ποτέ, πώς θα ξέρει εκείνη τι νιώθεις στ’ αλήθεια;» Υψώνω ακόμα περισσότερο τη φωνή μου. «Α, μια στιγμή. Δεν το ξέρει! Γ ι’ αυτό βρίσκεται σε τέτοια πλάνη! Γ ια αυτό πιστεύει ότι ακόμα της ανήκεις!» Ο Σαμ ούτε που με κοιτάζει. «Θεέ μου, είσαι πραγματικά ένας πεισματάρης μαλάκας!» φωνάζω αγανακτισμένη ακριβώς τη στιγμή που σταματούν οι ανακοινώσεις. Εντάξει. Εννοείται ότι δε θα μιλούσα τόσο δυνατά αν είχα καταλάβει πως επρόκειτο να συμβεί αυτό. Εννοείται ότι δε θα είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη που αρχίζει από «μ». Συνεπώς, η μητέρα που κάθεται με τα παιδιά της τρεις σειρές παρακάτω μπορεί να σταματήσει να με κοιτάζει με τρόμο σαν να επιδιώκω να διαφθείρω τα παιδιά της. «Είσαι στ’ αλήθεια!» συνεχίζω έξαλλη χαμηλόφωνα. «Δε γίνεται να διαγράφεις εσύ από το μυαλό σου την Ουίλοου και να πιστεύεις πως εκείνη θα εξαφανιστεί. Δεν μπορείς να πατήσεις απλώς το κουμπί Παράβλεψη. Δε θα εξαφανιστεί, Σαμ. Άκουσέ με. Πρέπει να της μιλήσεις και να της εξηγήσεις ακριβώς ποια είναι η κατάσταση και
ποιο είναι το πρόβλημα και...» «Κοίτα, μην το κουράζεις άλλο». Ο Σαμ ακούγεται εξοργισμένος. «Αν θέλει να στέλνει ανούσια email μπορεί να στέλνει ανούσια email. Δε με ενοχλεί». «Μα είναι ανθυγιεινό! Είναι κακό! Είναι απαίσιο! Δε θα ’πρεπε να συμβαίνει!» «Δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτό», κάνει απότομα. Νομίζω πως άγγιξα κάποια ευαίσθητη χορδή. Και παρεμπιπτόντως, αυτό είναι αστείο. Εγώ δεν ξέρω τίποτε; «Ξέρω και παραξέρω!» τον αντικρούω. «Εγώ ασχολούμαι με τα εισερχόμενά σου, το ξέχασες; Κύριε Κενό, που δεν απαντάς σε κανέναν και τους αγνοείς όλους και όλα». Με αγριοκοιτάζει. «Επειδή δεν απαντώ σε κάθε email με εξήντα πέντε ηλίθιες χαμογελαστές φάτσες...» Δε θα γυρίσει τη συζήτηση σ’ εμένα. Τ ι είναι καλύτερο, οι χαμογελαστές φαταούλες ή η άρνηση; «Εσύ δεν απαντάς σε κανέναν. Σε κανέναν. Ούτε στον ίδιο τον μπαμπά σου!» «Τι;» Ακούγεται σκανδαλισμένος. «Τ ι στο διάβολο λες τώρα;» «Διάβασα το email του», λέω προκλητικά. «Έλεγε ότι θέλει να σου μιλήσει και ότι εύχεται να τον επισκεφτείς στο Χάμσάίρ και ότι έχει κάτι να σου πει. Έγραφε ότι δεν έχετε μιλήσει εδώ και πολύ καιρό και ότι έχει επιθυμήσει τις παλιές καλές μέρες. Κι εσύ δεν του απάντησες καν. Είσαι άκαρδος». Ο Σαμ ρίχνει πίσω το κεφάλι του κι αρχίζει να γελάει δυνατά. «Ω, Πόπι. Πραγματικά δεν ξέρεις τι λες». «Νομίζω πως ξέρω». «Εγώ νομίζω πως δεν ξέρεις». «Σύντομα θα παραδεχθείς ότι γνωρίζω περισσότερα για τη ζωή σου από εσένα». Τον αγριοκοιτάζω. Τ ώρα εύχομαι ο μπαμπάς του να έλαβε το email μου. Γ ια να δούμε τι θα γίνει όταν ο Σαμ φτάσει στο ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ και βρει εκεί τον πατέρα του να τον
περιμένει ντυμένο με τα καλά του και μ’ ένα τριαντάφυλλο να στολίζει το σακάκι του. Τότε ίσως να μην είναι τόσο επιπόλαιος. Ο Σαμ έχει πάρει στα χέρια του το κοινό μας τηλέφωνο και διαβάζει πάλι το μήνυμα. «Δεν είμαι αρραβωνιασμένος», λέει, σμίγοντας τα φρύδια του. «Δεν έχω αρραβωνιαστικιά». «Ναι, το κατάλαβα αυτό, ευχαριστώ», τονίζω σαρκαστικά. «Έχεις απλώς μια ψυχωτική πρώην, η οποία νομίζει πως ακόμα της ανήκεις παρόλο που τα χαλάσατε πριν από δύο μήνες...» «Όχι, όχι». Κουνάει το κεφάλι του. Έχει περίεργο ύφος. «Δεν κατάλαβες τι εννοώ. Εμείς οι δύο ουσιαστικά μοιραζόμαστε αυτό το τηλέφωνο, σωστά;» «Ναι». Μα πού θέλει να καταλήξει; «Άρα αυτό το μήνυμα θα μπορούσε να απευθύνεται και στους δυο μας. Δεν έχω αρραβωνιαστικιά, Πόπι». Σηκώνει το κεφάλι του και το ύφος του είναι ελαφρώς θλιμμένο. «Εσύ όμως έχεις αρραβωνιαστικό». Σαστίζω και προς στιγμήν δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, ενώ νιώθω κάτι παγερό να διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. «Όχι. Εννοείς... Όχι. Όχι. Μη λες βλακείες». Του παίρνω απότομα το τηλέφωνο. «Λέει το άτομο». Του το δείχνω. «Βλέπεις; Δεν υπάρχει περίπτωση να αναφέρεται σ’ εμένα». «Σύμφωνοι. Όμως δεν είμαι αρραβωνιασμένος. Δεν είμαι. Άρα...» Τον ξανακοιτάζω νιώθοντας ναυτία, ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι το κείμενο και τη διαφορετική ερμηνεία που μπορεί να έχει. Το άτομο που έχεις αρραβωνιαστεί σε απατάει. Όχι. Δεν είναι δυνατόν... Ο Μάγκνους ποτέ δεν... Ακούγεται ένα μπιπ και πεταγόμαστε και οι δύο. Είναι το υπόλοιπο κείμενο που έφτασε. Το διαβάζω όλο από μέσα μου: Δεν ξέρω αν αυτός είναι ο σωστός αριθμός. Αλλά έπρεπε να σου το πω. Το άτομο που έχεις
αρραβωνιαστεί σε απατάει. Με πρόσωπο που γνωρίζεις. Λυπάμαι που σου το λέω αυτό λίγο πριν από το γάμο σου, Πόπι. Αλλά πρέπει να ξέρεις την αλήθεια. Ένας φίλος Αφήνω το τηλέφωνο στο τραπέζι. Το κεφάλι μου γυρίζει. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Δεν είναι δυνατόν. Σαν μέσα σε ομίχλη βλέπω τον Σαμ να πιάνει το κινητό και να διαβάζει το μήνυμα. «Σπουδαίος φίλος», σχολιάζει με σοβαρό ύφος. «Όποιος κι αν είναι, αυτό που επιδιώκει είναι να σε ταράξει. Το πιθανότερο είναι πως λέει ψέματα». «Ακριβώς». Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου μερικές φορές. «Ακριβώς· Είμαι σίγουρη ότι είναι ψέματα. Είναι απλώς κάποιος που θέλει να φρικάρω χωρίς λόγο». Προσπαθώ να δείξω πως διατηρώ την αυτοπεποίθησή μου, αλλά η φωνή μου που τρέμει με προδίδει. «Πότε είναι ο γάμος;» «Το Σάββατο». Το Σάββατο. Σε τέσσερις ημέρες παντρεύομαι και σήμερα μου στέλνουν ένα τέτοιο μήνυμα. «Δεν υπάρχει κάποιος...» Ο Σαμ διστάζει. «Δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσες να... υποπτευθείς;» Η Αναλ ίζ. Η σκέψη μπαίνει στο μυαλό μου προτού καν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. Η Αναλίζ και ο Μάγκνους. «Όχι. Θέλω να πω... δεν ξέρω». Γυρίζω το κεφάλι μου και ακουμπάω το μάγουλό μου στο παράθυρο του τρένου. Δε θέλω να το συζητήσω. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Η Αναλίζ είναι φίλη μου. Ξέρω ότι πίστευε πως ο Μάγκνους θα ’πρεπε να είναι ζευγάρι μαζί της, αλλά σίγουρα...
Η Αναλίζ με τη στολή της να ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες της στον Μάγκνους. Τα χέρια της να στέκονται στους ώμους του. Όχι. Σταμάτα. Σταμάτα, Πόπι. Φέρνω τα χέρια στο πρόσωπό μου και τρίβω με τις γροθιές τα μάτια μου, σε μια προσπάθεια να διώξω τις σκέψεις μου. Γιατί έπρεπε να μου στείλουν αυτό το μήνυμα; Γιατί έπρεπε να το διαβάσω; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Δεν μπορεί. Είναι χυδαίο, σκληρό, καταστροφικό, απαίσιο... Ένα δάκρυ έχει γλιστρήσει κάτω απ’ τις γροθιές μου και κύλησε μέχρι το σαγόνι μου. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω αυτό. Να τηλεφωνήσω στον Μάγκνους στην Μπριζ; Να διακόψω το ταξίδι του; Κι αν είναι αθώος και θυμώσει και χαθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ μας; «Σε λίγα λεπτά φτάνουμε». Ο Σαμ μιλάει χαμηλόφωνα και προσεκτικά. «Πόπι, αν δεν είσαι σε θέση να το κάνεις αυτό, το καταλαβαίνω απολύτως». «Όχι. Μπορώ να το κάνω». Κατεβάζω τις γροθιές μου, παίρνω ένα χαρτομάντιλο και φυσάω τη μύτη μου. «Είμαι μια χαρά». «Δεν είσαι μια χαρά». «Όχι. Δεν είμαι. Αλλά... τι μπορώ να κάνω;» «Στείλε απάντηση. Γράψε: “ Δώσε μου ένα όνομα”». Τον κοιτάζω με θαυμασμό. Αυτό ούτε εγώ δε θα το είχα σκεφτεί. Καταπίνω με δυσκολία, μαζεύοντας το κουράγιο μου. «Εντάξει. Θα το κάνω». Καθώς παίρνω το τηλέφωνο νιώθω ήδη καλύτερα. Τουλάχιστον θα κάνω κάτι. Τουλάχιστον δε θα κάτσω απλώς εδώ να αναρωτιέμαι γεμάτη αγωνία. Ολοκληρώνω το μήνυμα, έπειτα πατάω Αποστολή, νιώθοντας την αδρεναλίνη να ανεβαίνει στα ύψη και πίνω την τελευταία γουλιά από το παγωμένο τσάι μου. Έλα, Άγνωστε Αριθμέ. Σ’ ακούω. Πες μου τι ξέρεις. «Το έστειλες;» Ο Σαμ με παρακολουθεί. «Ναι. Τ ώρα το μόνο που έχω να κάνω είναι να περιμένω για να δω τι θα απαντήσουν».
Το τρένο σταματάει στο Μπάζινγκστοκ και οι επιβάτες κατευθύνονται προς τις πόρτες. Πετάω το ποτήρι μου στα σκουπίδια, παίρνω την τσάντα μου και σηκώνομαι όρθια. «Αρκετά με τα ανόητα προβλήματά μου». Πιέζω τον εαυτό μου να χαμογελάσει στον Σαμ. «Έλα. Πάμε να λύσουμε τα δικά σου».
12 Το ξενοδοχείο Τσίντινγκφορντ είναι μεγάλο και εντυπωσιακό, μ’ ένα όμορφο κεντρικό κτίριο γεωργιανού ρυθμού στο τέλος ενός μεγάλου ιδιωτικού δρόμου και με μερικά λιγότερα κομψά γυάλινα κτίσματα μισοκρυμμένα πίσω από έναν μεγάλο φράχτη. Φαίνεται, όμως, πως είμαι η μόνη που θαυμάζει την ομορφιά του καθώς φτάνουμε. Εκείνος δεν έχει και την καλύτερη διάθεση. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε ταξί, έπειτα κολλήσαμε πίσω από ένα κοπάδι πρόβατα και μετά χαθήκαμε. Ο Σαμ στέλνει συνεχώς μηνύματα από τη στιγμή που μπήκαμε στο ταξί και την ώρα που φτάνουμε δυο άντρες με κοστούμια, τους οποίους δεν αναγνωρίζω, μας περιμένουν στα σκαλιά της εισόδου. Ο Σαμ δίνει μερικά χαρτονομίσματα στον οδηγό του ταξί και ανοίγει την πόρτα πριν καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο. «Πόπι, με συγχωρείς μια στιγμή. Γεια σας, παιδιά...» Οι τρεις τους σχηματίζουν πηγαδάκι στα χαλίκια, ενώ εγώ βγαίνω απ’ το ταξί πιο αργά. Το ταξί φεύγει κι εγώ χαζεύω τους περιποιημένους κήπους. Υπάρχουν γήπεδα κροκέ και περίτεχνα κλαδεμένα φυτά και ένα μικρό εκκλησάκι, το οποίο στοιχηματίζω πως είναι ιδανικό για γάμους. Δε βρίσκεται κανείς τριγύρω και στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια δροσιά που με κάνει να ριγήσω. Ίσως είμαι απλώς νευρική. Ίσως είναι καθυστερημένο σοκ. Ή ίσως είναι το ότι στέκομαι στη μέση του πουθενά, χωρίς να ξέρω τι στην ευχή γυρεύω εδώ, με την προσωπική μου ζωή στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Βγάζω το τηλέφωνό μου για παρέα. Και μόνο η αίσθησή του στο χέρι μου με παρηγορεί λιγάκι, αλλά όχι αρκετά. Διαβάζω το μήνυμα από τον Άγνωστο Αριθμό μερικές φορές ακόμα, έτσι για να με βασανίσω λίγο, κατόπιν γράφω ένα μήνυμα στον Μάγκνους. Έπειτα από μερικές απόπειρες, τελικά γράφει ό,τι πρέπει: Γεια. Τ ι κάνεις; Π Χωρίς φιλάκια. Πατάω το κουμπί Αποστολή και τα μάτια μου αρχίζουν να καίνε. Είναι ένα απλό μήνυμα, αλλά νιώθω σαν κάθε λέξη του να έχει διπλάσια, τριπλάσια, ακόμα και τετραπλάσια σημασία· με ένα κρυφό μήνυμα ικανό να ραγίσει καρδιές, το οποίο μπορεί να καταλάβει ή να 82
μην καταλάβει. Γεια σημαίνει: Γεια, με απάτησες; Το έκανες πράγματι; Σε παρακαλ ώ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ας μην είναι αλ ήθεια. Τι σημαίνει: Μακάρι να μου τηλ εφωνούσες. Ξέρω ότι έχεις πάει να διασκεδάσεις, αλ λ ά θα ένιωθα μεγάλ η σιγουριά αν μπορούσα μόνο ν’ακούσω τη φωνή σου και να μου πεις πως μ ’ αγαπάς και πως δε θα μπορούσες να κάνεις τέτοιο πράγμα. Κάνεις σημαίνει: Ω, Θεέ μου, δεν το αντέχω. Κι αν είναι αλ ήθεια; Τι θα κάνω; Τι θα πω; Από την άλ λ η, αν ΔΕΝ είναι αλ ήθεια και σ’ έχω αμφισβητήσει χωρίς λ όγο... «Πόπι». Ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου και αναπηδώ. «Ναι! Εδώ είμαι», του γνέφω κρύβοντας το τηλέφωνο. Τ ώρα πρέπει να συγκεντρωθώ. Πρέπει να βγάλω απ’ το μυαλό μου τον Μάγκνους. Πρέπει να φανώ χρήσιμη. «Από εδώ ο Μαρκ και ο Ρόμπι. Δουλεύουν για τη Βικς». «Η Βικς είναι καθ’ οδόν». Ο Μαρκ συμβουλεύεται το τηλέφωνό του όσο ανεβαίνουμε όλοι μαζί τις σκάλες. «Ο σερ Νικολας δε θα μετακινηθεί προς το παρόν. Πιστεύουμε ότι είναι καλύτερα να παραμείνει στο Μπέρκσάιρ για την περίπτωση που τα πράγματα γυρίσουν εις βάρος του». «Ο Νικ δε θα ’πρεπε να κρύβεται», λέει ο Σαμ κατσουφιάζοντας.
Η φωνή του φανερώνει οργή. «Δεν κρύβεται. Παραμένει ήρεμος. Δε θέλουμε να επιστρέψει εσπευσμένα στο Λονδίνο δίνοντας την εντύπωση πως υπάρχει κάποιου είδους κρίση. Σήμερα θα μιλήσει σε επίσημο δείπνο, αύριο θα εξετάσουμε την κατάσταση εκ νέου για να δούμε πού βρισκόμαστε. Όσον αφορά το συνέδριο, προς το παρόν συνεχίζουμε. Ο σερ Νίκολας αναμενόταν να έρθει εδώ το πρωί, αλλά θα δούμε...» διστάζει μορφάζοντας ελαφρά «...τι θα γίνει». «Τ ι γίνεται με τα ασφαλιστικά μέτρα;» ρωτάει ο Σαμ. «Μιλούσα στον Τ ζούλιαν, θα προσπαθήσει να τους σταματήσει με κάθε τρόπο...» Ο Ρόμπι αναστενάζει. «Σαμ, ξέρουμε ήδη ότι αυτό δε θα έχει αποτέλεσμα. Θέλω να πω, θα κάνουμε αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα, αλλά...» Κόβει στη μέση τη φράση του καθώς φτάνουμε σ’ ένα μεγάλο λόμπι. Ουάου. Αυτό το συνέδριο είναι πολύ πιο εντυπωσιακό από το ετήσιο συνέδριο των φυσικοθεραπευτών που συμμετέχουμε εμείς. Υπάρχουν πελώρια πανό παντού με το λογότυπο White Globe Consulting και μεγάλες οθόνες στερεωμένες τριγύρω στο λόμπι. Κάποιος χρησιμοποιεί τηλεοπτική κάμερα μέσα στην αίθουσα, διότι μεταδίδονται εικόνες από το ακροατήριο που κάθεται σε σειρές. Ακριβώς μπροστά μας υπάρχουν δύο δίφυλλες κλειστές πόρτες και ξαφνικά μέσα απ’ αυτές φτάνουν στ’ αυτιά μας τα γέλια του ακροατηρίου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούμε τα ίδια γέλια απ’ τις οθόνες. Το λόμπι είναι άδειο, υπάρχει μόνο ένα τραπέζι με μερικά καρτελάκια με ονόματα. Πίσω απ’ το τραπέζι κάθεται βαριεστημένα μια κοπέλα χαζολογώντας. Μόλις μας βλέπει ισιώνει το κορμί της και μου χαμογελάει αβέβαια. «Περνάνε καλά», λέει ο Σαμ, κοιτάζοντας μια απ’ τις οθόνες. «Μιλάει ο Μάλκομ», λέει ο Μαρκ. «Κάνει εξαιρετική δουλειά. Εδώ είμαστε». Μας οδηγεί σ’ ένα διπλανό δωμάτιο και κλείνει καλά την πόρτα πίσω μας.
«Λοιπόν, Πόπι». Ο Ρόμπι στρέφεται ευγενικά προς το μέρος μου. «Ο Σαμ μας ενημέρωσε γιατί... θεωρία σου». «Δεν είναι δική μου η θεωρία», απαντάω έντρομη. «Εγώ δεν ξέρω τίποτε για όλα αυτά. Απλώς σημείωσα αυτά τα μηνύματα και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση και ο Σαμ έβγαλε το συμπέρασμα...» «Πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει». Ο Σαμ κοιτάζει τον Μαρκ και τον Ρόμπι σαν να τους προκαλεί να διαφωνήσουν. «Κάποιος έβαλε στο σύστημα το υπόμνημα. Όλοι συμφωνούμε γι’ αυτό». «Το υπόμνημα δεν είναι... του στιλ του», διορθώνει ο Ρόμπι. «Δεν είναι του στιλ του;» Ο Σαμ φαίνεται έτοιμος να εκραγεί. «Δεν το έγραψε εκείνος, να πάρει η οργή! Κάποιος άλλος το έγραψε και το έβαλε στο σύστημα. Και θα ανακαλύψουμε ποιος ήταν. Η Πόπι άκουσε τη φωνή του. Η Πόπι θα την αναγνωρίσει». «Εντάξει». Ο Ρόμπι ανταλλάσσει με τον Μαρκ ματιές όλο δυσπιστία. «Το μόνο που θα πω, Σαμ, είναι ότι πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί. Ακόμα προσπαθούμε να βρούμε με ποιο τρόπο θα ενημερωθεί το προσωπικό γι’ αυτά τα νέα. Αν αρχίσεις τις κατηγορίες...» «Δεν πρόκειται να αρχίσω τίποτε». Ο Σαμ τον αγριοκοιτάζει. «Για τ’ όνομα του Θεού, δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη». «Τ ι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;» Ο Μαρκ φαίνεται να ενδιαφέρεται πραγματικά. «Θα περπατήσουμε ανάμεσα στον κόσμο. Θα ακούσουμε. Θα βρούμε τη βελόνα στ’ άχυρα». Ο Σαμ γυρίζει προς το μέρος μου. «Μπορείς να το κάνεις αυτό, Πόπι;» «Βεβαίως». Γνέφω καταφατικά, προσπαθώντας να κρύψω τον πανικό μου. Τ ώρα σχεδόν εύχομαι να μην τα είχα σημειώσει αυτά τα μηνύματα. «Και μετά...» Ο Ρόμπι εξακολουθεί να μην είναι ικανοποιημένος. «Ας φτάσουμε πρώτα εκεί...» Στο δωμάτιο πέφτει σιωπή.
«Εντάξει», λέει ο Ρόμπι τελικά. «Κάν’ το. Προχώρα. Δε νομίζω πως θα μας βλάψει κάτι τέτοιο. Και πώς θα παρουσιάσεις την Πόπι;» «Ως τη νέα σου ιδιαιτέρα γραμματέα;» προτείνει ο Μαρκ. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Προσέλαβα καινούργια ιδιαιτέρα και ο μισός όροφος τη γνώρισε σήμερα το πρωί. Ας πούμε κάτι απλό. Η Πόπι σκέφτεται να εργαστεί στην εταιρεία μας. Την ξεναγώ, λοιπόν. Είσαι σύμφωνη μ’ αυτό, Πόπι;» «Ναι! Ωραία». «Έφερες τη λίστα με το προσωπικό;» «Ορίστε». Ο Ρόμπι του τη δίνει. «Να είσαι, όμως, διακριτικός, Σαμ». Ο Μαρκ άνοιξε λίγο την πόρτα και κρυφοκοιτάζει στο λόμπι. «Βγαίνουν», λέει. «Ξεκινήστε». Βγαίνουμε απ’ το δωμάτιο στο λόμπι. Οι δύο δίφυλλες πόρτες είναι ανοιχτές και όλοι ξεχύνονται στον ανοιχτό χώρο συζητώντας ζωηρά, ενώ κάποιοι γελάνε κιόλας. Έχουν καρφιτσωμένα καρτελάκια στο πέτο τους και παρόλο που η ώρα είναι 6.30 και παρακολουθούσαν ομιλίες ολόκληρο το απόγευμα δε φαίνονται κουρασμένοι. «Είναι πάρα πολ λ οί». Κοιτάζω τις παρέες των υπαλλήλων, έντρομη ότι δε θα τα καταφέρω. «Μην ανησυχείς», λέει σταθερά ο Σαμ. «Ξέρεις ότι η φωνή ήταν αντρική. Αυτό ήδη τους περιορίζει. Θα κάνουμε το γύρο του δωματίου και θα τους διαγράφουμε έναν-έναν. Έχω τις υποψίες μου, αλλά... δε θα σε επηρεάσω». Τον ακολουθώ αργά μέσα στο πλήθος. Κάποιοι παίρνουν ποτά από τους σερβιτόρους και χαιρετιούνται και αστειεύονται. Επικρατεί μεγάλη φασαρία. Νιώθω σαν να είναι τα αυτιά μου ραντάρ που γυρίζουν προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση για να συλλάβουν τη χροιά κάθε φωνής. «Μήπως άκουσες τον άνθρωπό μας;» ρωτάει ο Σαμ και μου δίνει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι. Απ’ τη φωνή του καταλαβαίνω πως το λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Γνέφω αρνητικά. Νιώθω να πνίγομαι. Ο θόρυβος ορμάει σαν βρυχηθμός μες στο κεφάλι μου. Μόλις και μετά βίας διακρίνω κάποιες ξεχωριστές φωνές, πόσο μάλλον την ακριβή χροιά μιας μεμονωμένης φωνής, την οποία άκουσα για είκοσι δευτερόλεπτα πριν από μέρες σ’ ένα κινητό τηλέφωνο. «Εντάξει, ας προχωρήσουμε μεθοδικά». Ο Σαμ σχεδόν μιλάει στον εαυτό του. «Θα κάνουμε ομόκεντρους κύκλους μέσα στο χώρο. Τ ι λες;» Του χαμογελάω, αλλά είναι η πρώτη φορά που νιώθω τόση πίεση στη ζωή μου. Κανένας άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Κανένας άλλος δεν άκουσε τη φωνή εκείνη. Όλα εξαρτώνται από εμένα. Τ ώρα ξέρω πώς νιώθουν τα σκυλιά της αστυνομίας στα αεροδρόμια. Κατευθυνόμαστε προς μια παρέα γυναικών, που ανάμεσά τους είναι δύο μεσόκοποι άντρες. «Γεια σας!» Ο Σαμ τους χαιρετάει πρόσχαρα. «Περνάτε ωραία; Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την Πόπι, η οποία ήρθε για να γνωρίσει την εταιρεία μας. Πόπι, από εδώ ο Τ ζέρεμι... και ο Πίτερ... Τ ζέρεμι, θύμισέ μου, πόσα χρόνια είσαι μαζί μας; Και εσύ, Πίτερ; Τ ρία χρόνια ήδη;» Εντάξει. Τ ώρα που ακούω καλά από κοντά, το πράγμα γίνεται πιο εύκολο. Ο ένας έχει μπάσα φωνή και ο άλλος είναι Σκανδιναβός. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και ο Σαμ μας περνάει γρήγορα σε μιαν άλλη παρέα, σημειώνοντας διακριτικά στη λίστα του καθώς προχωράμε. «Γεια σας! Περνάτε καλά; Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την Πόπι, η οποία ήρθε για να γνωρίσει την εταιρεία μας. Πόπι, ήδη γνώρισες τον Κόλιν. Εσύ, Τ ιμ, με τι ασχολείσαι αυτό το διάστημα;» Είναι εκπληκτικό το πόσο διαφέρουν οι φωνές των ανθρώπων, αν τις παρατηρήσει κανείς. Όχι μόνον ο τόνος τους, αλλά και η προφορά, η χροιά, οι μικρές δυσκολίες στην ομιλία, το τραύλισμα, το ψεύδισμα. «Εσείς με τι ασχολείστε;» Μπαίνω κι εγώ στη συζήτηση,
χαμογελώντας σ’ έναν μουσάτο τύπο, ο οποίος δεν έχει βγάλει άχνα. «Ξέρετε, ήταν δύσκολη χρονιά...» αρχίζει δειλά. Όχι. Τσου. Δεν έχει καμία σχέση. Κοιτάζω τον Σαμ κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου κι εκείνος με πιάνει απότομα από το μπράτσο. «Συγγνώμη, Ντάντλει, μα πρέπει να βιαστούμε». Πηγαίνουμε στην επόμενη παρέα και ο Σαμ αρχίζει τις συστάσεις αμέσως διακόπτοντας ένα ανέκδοτο. «Πόπι, από εδώ ο Σάιμον... Γνώρισες τη Στέφανι, νομίζω... Σάιμον, το σακάκι σου άρεσε πολύ στην Πόπι. Από πού το πήρες;» Δεν το πιστεύω πόσο απότομα φέρεται ο Σαμ. Ουσιαστικά αγνοεί όλες τις γυναίκες και απροκάλυπτα δείχνει ότι τον ενδιαφέρει να μιλήσουν οι άντρες. Αλλά, υποθέτω πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Όσο πιο πολλές φωνές ακούω τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση νιώθω. Είναι πιο εύκολο απ’ ό,τι πίστευα, επειδή είναι όλες τόσο διαφορετικές από τη φωνή στο τηλέφωνο. Μόνο που ήδη περάσαμε από τέσσερις παρέες και τις διαγράψαμε απ’ τη λίστα μας. Σαρώνω με αγχωμένο βλέμμα το δωμάτιο. Κι αν καλύψουμε όλο το χώρο και ακόμα δεν έχω ακούσει τη φωνή του τύπου που άφησε το μήνυμα; «Γεια σας, παιδιά! Περνάτε ωραία;» Ο Σαμ είναι ακόμα στα πάνω του, όταν πλησιάζουμε την επόμενη παρέα. «Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την Πόπι, η οποία ήρθε για να γνωρίσει την εταιρεία μας. Πόπι, από εδώ ο Τόνι. Τόνι, γιατί δεν ενημερώνεις την Πόπι για το τμήμα σου; Και από εδώ ο Ντάνιελ και... από εδώ... η Ουίλοου». Την ώρα που πλησιάζαμε, εκείνη είχε γυρίσει για να φύγει, έτσι το πρόσωπό της ήταν στραμμένο σε άλλη κατεύθυνση. Τ ώρα, όμως, μας κοιτάζει κατάματα. Χριστέ μου. «Σαμ!» λέει ύστερα από μια υπερβολικά μεγάλη παύση, που κάνει ακόμα κι εμένα να νιώσω άβολα. «Ποια είναι... αυτή;» Εντάξει. Αν το μήνυμα που έστειλα στον Μάγκνους είχε κάποια υπονοούμενα, αυτή η σύντομη ερώτηση της Ουίλοου ξεπερνούσε
κάθε προηγούμενο. Δε χρειάζεται να γνωρίζει κανείς άριστα τη Γλώσσα της Ουίλοου για να καταλάβει ότι εκείνο που πραγματικά εννοούσε ήταν: «Ποια στο ΔΙΑΒΟΛΟ είναι αυτή η κοπέλα και Τ Ι γυρεύει εδώ ΜΑΖΙ ΣΟΥ; Για τ’ όνομα του Θεού, Σαμ, ΕΠΙΤ ΗΔΕΣ Τ Ο ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ - Πίστεψε με, θα το μετανιώσεις ΑΣΧΗΜΑ». Ξέρετε. Κάπως έτσι. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει τέτοια έκδηλη εχθρότητα από κανέναν. Είναι σαν ηλεκτρικό ρεύμα ανάμεσά μας. Τα ρουθούνια της Ουίλοου έχουν διασταλεί. Τα μάτια της γυαλίζουν επικίνδυνα. Κρατάει τόσο σφιχτά το ποτήρι της που διακρίνονται οι φλέβες κάτω απ’ το άσπρο δέρμα της. Ωστόσο, το χαμόγελό της εξακολουθεί να είναι απαλό και ευγενικό και η φωνή της παραμένει μελιστάλακτη. Πράγμα που με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα. «Η Πόπι σκέφτεται να εργαστεί στην εταιρεία», λέει ο Σαμ. «Ω!» Η Ουίλοου συνεχίζει να χαμογελάει. «Υπέροχα. Καλωσόρισες, Πόπι». Με παραλύει. Σαν να ’ναι εξωγήινος. Πίσω από το απαλό χαμόγελο και τη γλυκιά φωνή κρύβεται μια σαύρα. «Ευχαριστώ». «Λοιπόν, πρέπει να συνεχίσουμε... Τα λέμε αργότερα, Ουίλοου». Ο Σαμ με παίρνει απ’ το μπράτσο για να προχωρήσουμε. Χμμμ. Κακή ιδέα. Νιώθω το καυτό βλέμμα της στην πλάτη μου. Ο Σαμ δεν το νιώθει; Κατευθυνόμαστε σε μιαν άλλη παρέα και ο Σαμ κάνει την εισαγωγή κι εγώ τεντώνω υπάκουα τα αυτιά μου για να ακούσω καλά, αλλά κανείς δεν ακούγεται στο ελάχιστο σαν τον τύπο στο τηλέφωνο. Όσο περισσότερο τριγυρνάμε, αισθάνομαι ότι ο Σαμ χάνει την αισιοδοξία του, αν και προσπαθεί να το κρύψει. Μόλις απομακρυνόμαστε από μια παρέα από νεαρούς κομπιουτεράδες που πίνουν μπίρες, λέει: «Αλήθεια; Κανένας απ’ αυτούς;» «Όχι». Ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους. «Λυπάμαι». «Μη λυπάσαι!» Αφήνει ένα σύντομο βεβιασμένο γελάκι.
«Άκουσες αυτό που άκουσες. Δεν μπορείς... αν δεν είναι κανένας απ’ αυτούς...» Σταματάει για λίγο. «Σίγουρα δεν είναι ο ξανθός; Εκείνος που έλεγε για το αυτοκίνητό του; Η φωνή του δε σου θύμισε τίποτε;» Τ ώρα η απογοήτευση είναι ολοφάνερη στη φωνή του. «Αυτός νόμιζες πως ήταν;» «Δεν... δεν ξέρω». Ανοίγει τα χέρια του ξεφυσώντας. «Ίσως. Ναι. Θα μπορούσε να έχει τις κατάλληλες επαφές στο τμήμα Πληροφορικής, είναι καινούργιος στην εταιρεία, ο Τ ζάστιν και ο Εντ θα μπορούσαν να τον πείσουν...» Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Όπως είπε, άκουσα αυτό που άκουσα. «Νομίζω πως κάποιοι έχουν βγει στη βεράντα», λέω στην προσπάθειά μου να βοηθήσω. «Θα δοκιμάσουμε κι εκεί. Ας τελειώσουμε πρώτα με όσους βρίσκονται εδώ». Ακόμα κι εγώ αντιλαμβάνομαι ότι κανένας από τους τέσσερις γκριζομάλληδες που στέκονται δίπλα στο μπαρ δεν είναι ο τύπος από το τηλέφωνο και έχω δίκιο. Καθώς ο Σαμ μπαίνει σε μια συζήτηση σχετικά με την ομιλία του Μάλκομ, βρίσκω την ευκαιρία να απομακρυνθώ λίγο για να δω αν μου απάντησε ο Μάγκνους. Φυσικά και δε μου απάντησε. Όμως στα εισερχόμενά μου μόλις έχει φτάσει ένα email το οποίο έχει σταλεί στη διεύθυνση
[email protected], με κοινοποίηση στο
[email protected], πράγμα που με κάνει να αναπηδήσω. Σαμ, Καλή προσπάθεια. Ξέρω ΑΚΡΙΒΩΣ τι σκαρώνεις και είσαι για ΛΥΠΗΣΗ. Αλήθεια, πού τη βρήκες, σε κανένα πρακτορείο; Θα περίμενα κάτι καλύτερο από εσένα.
Ουίλοου Την ώρα που κοιτάζω την οθόνη, αρνούμενη να πιστέψω αυτά που βλέπω, φτάνει και δεύτερο email. Δηλαδή, για τ’ όνομα του Θεού, Σαμ. Δεν είναι καν κατάλληλα ΝΤ ΥΜΕΝΗ. Ή μήπως ξαφνικά οι χαριτωμένες τζιν φούστες έγιναν τα κατάλληλα ρούχα για συνέδρια; Η φούστα μου δεν είναι χαριτωμένη! Τ ι λέει η στρίγκλα; Και δε σκόπευα να παραστώ σε συνέδριο, όταν ντυνόμουν σήμερα το πρωί, σωστά; Εξοργισμένη πατάω το κουμπί Απάντηση και πληκτρολογώ. Για να είμαι ειλικρινής, τη βρίσκω εκπληκτικά όμορφη. Και η τζιν φούστα της δεν είναι χαριτωμένη. Κατάλαβες, Μάγισσα Ουίλοου; Σαμ Στη συνέχεια διαγράφω το μήνυμα. Όπως είναι φυσικό και σωστό! Ετοιμάζομαι να βάλω το τηλέφωνο στην τσέπη μου, όταν καταφθάνει ένα ακόμα email από την Ουίλοου. Δηλαδή, ειλικρινά, δεν μπορεί να χαλαρώσει λιγάκι; Θέλεις να με κάνεις να ζηλέψω, Σαμ. Εντάξει. Το σέβομαι αυτό. Θα μπορούσα να πω πως μου αρέσει κιόλας. Χρειαζόμαστε λίγη ένταση στη σχέση μας. Όμως ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΚΑΤ Ι ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΗΛΕΨΩ!!!! Γιατί, πίστεψέ με, κανένας δεν έχει εντυπωσιαστεί από το κολπάκι σου. Θέλω να πω, να περιφέρεσαι εδώ μέσα με μια
ξενέρωτη κοπέλα, η οποία προφανώς ΔΕΝ ΕΧΕΙ Τ ΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΙΔΕΑ ΠΩΣ ΝΑ ΣΤ ΕΓΝΩΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΙΣΤ ΟΛΑΚΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ Τ ΗΣ... Είναι τραγικό, Σαμ. Τ ΡΑΓΙΚΟ. Τα ξαναλέμε όταν ωριμάσεις λιγάκι. Ουίλοου Ενστικτωδώς πιάνω τα μαλλιά μον. Στ’ αλ ήθεια, τα στέγνωσα με το πιστολάκι σήμερα το πρωί. Είναι απλώς δύσκολο να φορμάρω καλά τις πίσω τούφες. Θέλω να πω, όχι πως με νοιάζει η γνώμη της, αλλά νιώθω λίγο πληγωμένη. Τ ις σκέψεις μου διακόπτει αυτό που βλέπω στην οθόνη. Δεν το πιστεύω. Μόλις έχει φτάσει email στο τηλέφωνο από τον Σαμ. Απάντησε στην Ουίλοου. Της απάντησε στ’ αλήθεια! Μόνο που πάτησε «Απάντηση σε όλους» και το έλαβα κι εγώ. Σηκώνω το βλέμμα έκπληκτη και βλέπω ότι εξακολουθεί να είναι απορροφημένος στη συζήτηση με τους γκριζομάλληδες κυρίους. θα πρέπει να το έγραψε πολύ γρήγορα. Ανοίγω το email, που αποτελείται από μια μόνο αράδα. Κόφτο, Ουίλοου. Δεν εντυπωσιάζεις κανέναν. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Δε θα της αρέσει διόλου. Περιμένω να αρχίσει νέος γύρος επιθέσεων κατά του Σαμ, αλλά δε φτάνουν άλλα email. Ίσως να ξαφνιάστηκε, όπως κι εγώ εξάλλου. «Τέλεια. Τα λέμε αργότερα». Η φωνή του Σαμ ακούγεται πάνω από την οχλοβοή. «Πόπι, είναι ακόμα κάποια άτομα που θα ήθελα να γνωρίσεις». «Εντάξει». Στρέφω την προσοχή μου σ’ εκείνον και κρύβω το τηλέφωνά μου. «Πάμε». Περιφερόμαστε στον υπόλοιπο χώρο. Η λίστα του Σαμ είναι γεμάτη τικ. Πρέπει να έχω ακούσει σχεδόν όλες τις αντρικές φωνές
της εταιρείας, όμως καμία από αυτές τις φωνές δε μου θυμίζει τον τύπο στο τηλέφωνο. Μάλιστα, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν θυμάμαι τη φωνή του καλά. Ή μήπως όλο αυτό ήταν μια παραίσθηση; Την ώρα που διασχίζουμε τον στρωμένο με μοκέτα διάδρομο, με κατεύθυνση τις ανοιχτές πόρτες της βεράντας, καταλαβαίνω ότι ο Σαμ είναι απογοητευμένος. Κι εγώ, όμως, νιώθω απογοητευμένη. «Λυπάμαι», μουρμουρίζω. «Δε φταις εσύ». Το βλέμμα του φανερώνει ότι αντιλαμβάνεται τα συναισθήματά μου. «Πόπι, σοβαρά. Ξέρω πως κάνεις ό,τι μπορείς». Μορφάζει. «Και λυπάμαι για την Ουιλοου». «Ω!» Το προσπερνάω. «Μην ανησυχείς». Για λίγα λεπτά βαδίζουμε σιωπηλοί, θέλω να πω κάτι του στιλ «Σ’ ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες», αλλά νιώθω άβολα. Αισθάνομαι πως δε θα ’πρεπε να με είχαν συμπεριλάβει σ’ αυτή την ανταλλαγή μηνυμάτων. Τη βεράντα στολίζουν πολλά φαναράκια και κάποια άτομα σχηματίζουν πηγαδάκια, όχι όμως τόσα όσα στον μέσα χώρο. Υποθέτω πως η βραδιά είναι μάλλον κρύα. Είναι κρίμα, όμως, μια και η ατμόσφαιρα εδώ έξω είναι σχεδόν γιορτινή. Υπάρχει μπαρ και κάποιοι χορεύουν μάλιστα. Σε μια άκρη της βεράντας ένας τύπος κρατάει μια τηλεοπτική κάμερα και φαίνεται πως παίρνει συνέντευξη από μερικές κοπέλες που χαχανίζουν. «Μπορεί τώρα να φανούμε τυχεροί». Προσπαθώ να ακουστώ αισιόδοξη. «Ίσως». Κουνάει το κεφάλι του, αλλά είναι προφανές πως έχει καταθέσει τα όπλα. «Τ ι θα συμβεί αν δεν τον βρούμε ούτε εδώ;» «Τότε... θα έχουμε κάνει την προσπάθεια μας». Το πρόσωπό του είναι σφιγμένο, ωστόσο χαμογελάει στιγμιαία. «Θα έχουμε κάνει την προσπάθειά μας». «Εντάξει. Πάμε, λοιπόν». Υιοθετώ την καλύτερη φωνή παρακίνησης και απόλυτης αποφασιστικότητας και λέω: «Ας
προσπαθήσουμε». Βγαίνουμε έξω και ο Σαμ αρχίζει πάλι το τροπάρι του. «Γεια σας, παιδιά! Περνάτε καλά; Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την Πόπι, η οποία ήρθε να γνωρίσει την εταιρεία. Πόπι, από εδώ ο Τ ζέιμς. Τ ζέιμς, γιατί δε λες στην Πόπι με τι ασχολείσαι; Και αυτός είναι ο Μπράιαν και αυτός είναι ο Ρις». Όμως ο άνθρωπος που ψάχνουμε δεν είναι ούτε ο Τ ζέιμς ούτε ο Μπράιαν ούτε ο Ρις. Ούτε και ο Μάρτιν ή ο Νάιτζελ. Όλα τα ονόματα στη λίστα του Σαμ είναι τσεκαρισμένα. Μου ’ρχεται να κλάψω όταν κοιτάζω το πρόσωπό του. Απομακρυνόμαστε από μια παρέα μαθητευόμενων που δεν ήταν καν στη λίστα, άρα δε θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσά τους ο Σκότι. Τελειώσαμε. «Θα τηλεφωνήσω στη Βικς», λέει ο Σαμ με ελαφρώς βαριά φωνή. «Πόπι, σ’ ευχαριστώ για το χρόνο σου. Ήταν ανόητο σχέδιο». «Δεν ήταν». Ακουμπάω το χέρι μου στο μπράτσο του. «Θα... μπορούσε να έχει αποτέλεσμα». Εκείνος σηκώνει το βλέμμα του και για μια στιγμή οι ματιές μας κλειδώνουν. «Είσαι πολύ ευγενική», λέει τελικά. «Γεια σου, Σαμ! Γεια σας, παιδιά!» Η τσιριχτή φωνή μιας κοπέλας με ξαφνιάζει και τινάζομαι. Ίσως από μεγάλη ευαισθησία, επειδή τόση ώρα ακούω προσεκτικά πώς μιλάει ο καθένας αλλά αυτή η φωνή με κάνει να τσιτώνομαι. Γυρίζω και βλέπω μια ενθουσιώδη κοπέλα με ένα ροζ μαντίλι δεμένο στα μαλλιά να μας πλησιάζει μαζί με τον τύπο με την κάμερα, ο οποίος έχει κοντοκουρεμένα μαλλιά και φοράει τζιν. Μάλιστα. «Γεια σου, Αμάντα». Ο Σαμ τη χαιρετάει. «Τ ι νέα;» «Τ ραβάμε με την κάμερα όλους τους παριστάμενους στο συνέδριο», λέει πρόσχαρα. «Κάντε μερικά σχόλια, απευθύνετε ένα γεια, θα το δείξουμε στο επίσημο δείπνο...»
Η τηλεοπτική κάμερα είναι στραμμένη τώρα στο πρόσωπό μου και τινάζομαι. Εγώ δε θα ’πρεπε να βρίσκομαι εδώ. Δεν μπορώ να κάνω κανένα σχόλιο. «Ό,τι θέλεις», με παροτρύνει η Αμάντα. «Ένα προσωπικό μήνυμα, ένα αστείο...» Συμβουλεύεται τη λίστα της με ύφος μπερδεμένο. «Λυπάμαι, δεν ξέρω ποιο είναι το τμήμα σας...» «Η Πόπι είναι καλεσμένη μας», λέει ο Σαμ. «Ω!» Το πρόσωπο της κοπέλας χαλαρώνει. «Υπέροχα! Ξέρετε τι, αφού είστε καλεσμένη μας, θέλετε να απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις; Τ ι λες, Ράιαν; Τον ξέρεις τον Ράιαν;» προσθέτει, κοιτάζοντας τον Σαμ. «Έχει έρθει για πρακτική από το LSE για έξι μήνες. Τ ραβάει όλο το υλικό προώθησης που χρειαζόμαστε. Έι, Ράιαν, κάνε ένα κοντινό πλάνο. Η Πόπι είναι ειδική προσκεκλημένη!» Τι; Δεν είμαι «ειδική προσκεκλημένη». Θέλω να δραπετεύσω, αλλά για κάποιο λόγο νιώθω καρφωμένη στη θέση μου. «Πες απλώς το όνομά σου και ο Ράιαν θα κάνει τις ερωτήσεις!» λέει η κοπέλα χαρωπά. «Λοιπόν, πες μας το όνομά σου...» «Γεια», κάνω διστακτικά στην κάμερα. «Είμαι η... Πόπι». Αυτό είναι τόσο ανόητο. Τ ι μπορώ να πω σ’ ένα συνέδριο γεμάτο αγνώστους; Ίσως πω κάτι για την Ουίλοου. Έι, Μάγισσα Ουίλ οου. Θυμάσαι που πιστεύεις ότι τριγυρίζω με το φίλ ο σου; Λοιπόν, άκου τα νέα. Δεν είναι φίλ ος σου πια. Η σκέψη με κάνει να ρουθουνίσω και η Αμάντα μου χαμογελάει ενθαρρυντικά. «Μπράβο! Απόλαυσέ το. Ράιαν, θέλεις να αρχίσεις τις ερωτήσεις;» «Βεβαίως. Λοιπόν, πώς σου φαίνεται το συνέδριο μέχρι στιγμής, Πόπι;» Η διαπεραστική, βαθιά φωνή που έρχεται πίσω από την κάμερα με κάνει να τιναχτώ σαν να με χτύπησε ρεύμα υψηλής τάσης. Αυτός είναι.
Αυτή είναι η φωνή που άκουσα από το τηλέφωνο. Προέρχεται από τον άνθρωπο που μου μιλάει τώρα. Από αυτό τον τύπο με τα κοντά κομμένα μαλλιά και την κάμερα στον ώμο. Αυτός είναι. «Διασκεδάζεις;» με παροτρύνει και ο εγκέφαλός μου, μου στέλνει πάλι μηνύματα αναγνώρισης. Η ανάμνηση της φωνής του στο τηλέφωνο «παίζεται» στο κεφάλι μου σαν διαφημιστικό σποτ που επαναλαμβάνεται. Είμαι ο Σκότι. Έγινε. Όπως σου είπα. Ήταν σαν επέμβαση μικροχειρουργικής. «Ποια ομιλία του συνεδρίου σου άρεσε περισσότερο;» «Δεν άκουσε καμία ομιλία», παρεμβαίνει ο Σαμ. «Α, εντάξει». Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Ιδιοφυής κίνηση, κατά τη γνώμη μου. Αντίο, Άγιε Βασίλ η. «Σε μια κλίμακα από το ένα ως το δέκα, τι βαθμό θα έβαζες στο κοκτέιλ πάρτι;» Είναι ο Σκότι. Αυτός είναι ο Σκότι. Χωρίς αμφιβολία. «Είσαι καλά;» Με κοιτάει ανυπόμονα, παραμερίζοντας την κάμερα. «Μπορείς να μιλήσεις. Τ ραβάμε». Κοιτάζω το λεπτό, έξυπνο πρόσωπό του ενώ η καρδιά μου βροντοχτυπάει· προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μην προδοθεί. Νιώθω σαν λαγός που έχει μαρμαρώσει μπροστά σε φίδι. «Δεν πειράζει, Πόπι». Ο Σαμ κάνει ένα βήμα μπροστά γεμάτος κατανόηση. «Μην ανησυχείς. Πολλοί άνθρωποι έχουν τρακ». «Όχι!» καταφέρνω να πω. «Δεν είναι... Είναι...» Τον κοιτάζω ανήμπορη να εκφραστώ. Η φωνή μου με έχει εγκαταλείψει. Αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σ’ ένα από εκείνα τα όνειρα που δεν μπορείς να φωνάξεις ότι σε δολοφονούν. «Παιδιά, δε νομίζω πως είναι σε θέση να το κάνει», λέει ο Σαμ. «Θα μπορούσατε...» Κάνει μια κίνηση με το χέρι του. «Συγγνώμη!» Η Αμάντα φέρνει το χέρι στο στόμα της. «Δεν ήθελα να σε φρικάρω. Καλό βράδυ». Απομακρύνονται για να
προσεγγίσουν μιαν άλλη παρέα και τους κοιτάζω καθηλωμένη. «Καημένη, Πόπι». Ο Σαμ χαμογελάει καλόκαρδα. «Αυτό μόνο σου έλειπε. Λυπάμαι, είναι κάτι καινούργιο που κάνουν στα συνέδρια, αν και δεν μπορώ να καταλάβω τι προσθέτει...» «Πάψε». Με κάποιον τρόπο βρίσκω τη δύναμη να τον διακόψω, αν και ακόμα δύσκολα αναπνέω. «Πάψε, πάψε». Ο Σαμ με κοιτάζει κατάπληκτος. Τον πλησιάζω περισσότερο και σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου μέχρι που το στόμα μου ακουμπάει στο αυτί του και τα μαλλιά του γαργαλάνε το δέρμα μου. Παίρνω ανάσα εισπνέοντας τη μυρωδιά του, έπειτα μουρμουρίζω όσο πιο χαμηλόφωνα μπορώ: «Αυτός είναι». Παραμένουμε έξω είκοσι λεπτά περίπου ακόμα. Ο Σαμ έχει μια μεγάλη τηλεφωνική συζήτηση με τον σερ Νικολας από την οποία δεν μπορώ να ακούσω τίποτε έπειτα ακολουθεί ένα σύντομο, κοφτό τηλεφώνημα με τον Μαρκ, από το οποίο πιάνω διάφορες φράσεις καθώς ο Σαμ περιφέρεται με το χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι του... Ε, λ οιπόν, η πολ ιτική της εταιρείας να πάει από εκεί που ’ρθε... Μόλ ις πατήσει το πόδι της εδώ η Βικς... Είναι προφανές ότι η ένταση ανεβαίνει. Νόμιζα πως ο Σαμ θα χαιρόταν που βοήθησα, αλλά φαίνεται ακόμα πιο σκυθρωπός από πριν. Τελειώνει το τηλεφώνημα λέγοντας απότομα: «Τελικά, εσύ με τίνος το μέρος είσαι; Χριστέ μου, Μαρκ». «Λοιπόν... τι θα κάνεις;» ρωτάω ντροπαλά και αμήχανα μόλις κλείνει το τηλέφωνο. «Ερευνούν το εταιρικό email του Ράιαν. Αλλά είναι έξυπνος. Δεν πρόκειται να έχει χρησιμοποιήσει το σύστημα της εταιρείας. Θα έχει κανονίσει τη δουλειά μέσω τηλεφώνου ή μέσω κάποιου απόρρητου λογαριασμού email». «Και μετά;» «Αυτό κουβεντιάζουμε». Ο Σαμ κάνει μια γκριμάτσα απογοήτευσης. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για να συζητήσουμε βάσει πρωτοκόλλου. Δεν υπάρχει χρόνος για να συμβουλευτούμε τους δικηγόρους μας. Αν ήταν στο χέρι μου...»
«Θα τον συλλάμβανες, θα έκανες κατάσχεση στην περιουσία του και θα τον υποχρέωνες να κάνει τεστ ανίχνευσης ψεύδους», λέω σαν χείμαρρος. «Σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο». Ένα διατακτικό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. «Κάτι τέτοιο». «Πώς είναι ο σερ Νίκολας;» τολμώ να ρωτήσω. «Παριστάνει πως δε συμβαίνει τίποτε. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν το βάζει κάτω. Αλλά η όλη κατάσταση τον έχει επηρεάσει πολύ περισσότερο απ’ όσο αφήνει να φανεί». Το πρόσωπό του συσπάται για λίγο και σταυρώνει τα χέρια του. «Όπως κι εσένα», λέω απαλά. Ο Σαμ σηκώνει ξαφνιασμένος τα μάτια σαν να τον έπιασα στα πράσα. «Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο», απαντάει, έπειτα από μια μεγάλη παύση. «Ο Νικ κι εγώ έχουμε μεγάλη ιστορία. Είναι καλός άνθρωπος. Έχει κάνει ορισμένα εκπληκτικά πράγματα στη ζωή του. Όμως, αν αυτή η βρομιά βγει παραέξω χωρίς κανείς να την αμφισβητήσει, τότε αυτό θα είναι το μόνο για το οποίο θα τον θυμάται όλος ο κόσμος. Μέχρι να πεθάνει, θα τυπώνουν την ίδια φράση: “ Ο σερ Νίκολας Μιούρεϊ ύποπτος για διαφθορά”. Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Και κυρίως δεν του αξίζει να τον αφήσει ξεκρέμαστο το ίδιο του το Διοικητικό Συμβούλιο». Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, ωστόσο σε λίγο ο Σαμ συνέρχεται. «Τέλος πάντων. Έλα. Μας περιμένουν. Η Βικς σχεδόν έφτασε». Περνάμε μπροστά από μια παρέα κοριτσιών, που κάθονται γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, και διασχίζουμε τον φροντισμένο κήπο για να φτάσουμε στις πελώριες διπλές πόρτες που οδηγούν στο ξενοδοχείο. Το τηλέφωνό μου χτυπάει και το βγάζω απ’ την τσέπη μου σιωπηλά για να ελέγξω τα εισερχόμενα και να δω αν απάντησε ο Μάγκνους. Κοιτάζω την οθόνη έκπληκτη. Δεν το πιστεύω. Αφήνω μια πνιχτή κραυγή χωρίς να το θέλω και ο Σαμ μου ρίχνει μια περίεργη ματιά. Πρώτο-πρώτο στα εισερχόμενα υπάρχει ένα email που μόλις
έφτασε και κάνω κλικ πάνω του με την τρελή ελπίδα πως δε θα λέει αυτό που φοβάμαι. Σκατά. .Σκατά. Το κοιτάζω με δέος. Τ ι θα κάνω; Κοντεύουμε να μπούμε στο ξενοδοχείο. Πρέπει να μιλήσω. Πρέπει να του το πω. «Ε, Σαμ», λέω με ελαφρώς πνιχτή φωνή. «Εμ, περίμενε...» «Τ ι είναι;» Σταματάει ανήσυχος και το στομάχι μου σφίγγεται απ’ τα νεύρα. Εντάξει. Έχω κάτι να πω. Για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αν το ήξερα ότι ο Σαμ θα αντιμετώπιζε μια τέτοια τεράστια κρίση με τόσο επείγοντα χαρακτήρα, η οποία θα αφορούσε διαρροές υπομνημάτων και ανώτατους κυβερνητικούς συμβούλους και το ειδησεογραφικό κανάλι ΙΤ Ν, δε θα είχα στείλει εκείνο το email στον πατέρα του. Φυσικά και δε θα το είχα στείλει. Αλλά δεν το ήξερα. Και το έστειλα εκείνο το email. Και τώρα... «Τ ι συμβαίνει;» Ο Σαμ φαίνεται ανυπόμονος. Από πού ν’ αρχίσω; Πώς να του το φέρω με το μαλακό; «Σε παρακαλώ, μη θυμώσεις», κάνω μια πρώτη, διατακτική εισήγηση, αλλά νιώθω πως δεν πρόκειται να καταφέρω τίποτε. «Για ποιο πράγμα;» Ο τόνος της φωνής του είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός. «Το θέμα είναι...» Καθαρίζω το λαιμό μου. «Νόμιζα πως έκανα το σωστό. Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι εσύ μπορεί να μην το δεις ακριβώς έτσι...» «Τ ι στην ευχή θέλεις...» Κοκαλώνει, ενώ το πρόσωπό του ξαφνικά φωτίζεται καθώς έντρομος νομίζει ότι καταλαβαίνει τι συμβαίνει. «Ω, Χριοτέ μου. Όχι. Σε παρακαλ ώ, μη μου πεις ότι μίλησες στους φίλους σου για...» «Όχι!» τονίζω γεμάτη φρίκη. «Φυσικά και όχι!» «Τότε τι είναι;» Οι λανθασμένες υποψίες του με κάνουν λίγο πιο τολμηρή. Τουλάχιστον, δε μαρτύρησα τα πάντα στους φίλους μου. Τουλάχιστον, δε μοιράστηκα την ιστορία με την εφημερίδα Sun.
«Είναι οικογενειακό θέμα. Πρόκειται για τον μπαμπά σου». Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, αλλά παραμένει σιωπηλός. «Απλώς, ένιωσα πολύ άσχημα που δεν είχατε επαφή. Έτσι απάντησα στο email του. Θέλει να σε δει απελπισμένα, Σαμ. Θέλει να τα βρείτε! Εσύ ποτέ δεν πηγαίνεις στο Χάμσαϊρ, ποτέ δεν τον βλέπεις». «Για τ’ όνομα του Θεού», μουρμουρίζει σαν να μιλάει στον εαυτό του. «Πραγματικά, δεν έχω χρόνο γι’ αυτό». Τα λόγια του με κεντρίζουν. «Δεν έχεις χρόνο για τον ίδιο σου τον πατέρα; Ξέρεις κάτι, κύριε Μεγάλε και Τ ρανέ, ίσως έχεις μπερδέψει λιγάκι τις προτεραιότητές σου. Το ξέρω ότι είσαι απασχολημένος, το ξέρω ότι αυτή η κρίση είναι πολύ σοβαρή, αλλά...» «Πόπι, σταμάτα αμέσως. Κάνεις μεγάλο λάθος». Φαίνεται τόσο απαθής, που νιώθω την οργή μου να ξεχειλίζει. Πώς τολ μάει να είναι συνεχώς τόσο σίγουρος για τον εαυτό του; «Ίσως εσύ είσαι εκείνος που κάνει μεγάλο λάθος!» Τα λόγια πετάγονται απ’ το στόμα μου προτού προλάβω να τα συγκρατήσω. «Ίσως εσύ είσαι εκείνος που αφήνει τη ζωή του να περάσει χωρίς να συμμετέχει ενεργά σ’ αυτή! Ίσως η Ουίλοου να έχει δίκιο!» «Ορίστε;» Το πρόσωπό του σκληραίνει μόλις αναφέρω την Ουίλοου. «Θα χάσεις! Θα χάσεις σχέσεις που θα μπορούσαν να σου προσφέρουν τόσα πολλά, επειδή δε θέλεις να μιλήσεις, δε θέλεις να ακούσεις...» Ο Σαμ ρίχνει μια ματιά τριγύρω γεμάτος αμηχανία. «Πόπι, ηρέμησε», μουρμουρίζει. «Αφήνεις τα συναισθήματά σου να σε κυριεύουν». «Και εσύ μένεις απαθής!» Είμαι έτοιμη να εκραγώ. «Παρα-είσαι στωικός!» Ξαφνικά στο νου μου έρχεται η εικόνα των Ρωμαίων συγκλητικών που περίμεναν στην αρένα να τους σφάξουν. «Ξέρεις κάτι, Σαμ; Σε λίγο θα γίνεις πέτρα». «Πέτρα;» Σκάει στα γέλια.
«Ναι, πέτρα. Μια μέρα θα ξυπνήσεις και θα έχεις μετατραπεί σε άγαλμα, μόνο που δε θα το γνωρίζεις. Θα είσαι παγιδευμένος μες στον ίδιο σου τον εαυτό». Η φωνή μου τρέμει· δεν ξέρω γιατί. Εμένα δε με νοιάζει είτε γίνει άγαλμα είτε όχι. Ο Σαμ με κοιτάζει προσεκτικά. «Πόπι, δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς. Αλλά πρέπει να το αφήσουμε για λίγο στην άκρη. Υπάρχουν γεγονότα που τρέχουν». Το τηλέφωνό του χτυπάει και το βάζει στο αυτί του. «Γεια σου, Βικς. Εντάξει, έρχομαι». «Το ξέρω ότι αντιμετωπίζεις μια κρίση». Τον αρπάζω με δύναμη απ’ το μπράτσο. «Αλλά ένας ηλικιωμένος άνθρωπος περιμένει να σε δει, Σαμ. Λαχταράει να ακούσει τα νέα σου. Μόνο για πέντε λεπτά. Και ξέρεις κάτι; Σε ζηλεύω». «Αν είναι δυνατόν, Πόπι. Έχεις καταλάβει λάθος». «Αλήθεια;» Σηκώνω τα μάτια για να τον κοιτάξω και νιώθω τα καλά κρυμμένα συναισθήματά μου να θεριεύουν. «Πόσο θα ήθελα να είχα την ευκαιρία που έχεις εσύ. Να δω τον μπαμπά μου. Δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι. Αυτό ήθελα να πω μόνο». Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου και το σκουπίζω απότομα. Ο Σαμ είναι σιωπηλός. Βάζει στην τσέπη το τηλέφωνό του και με κοιτάει κατάματα. Όταν μιλάει, η φωνή του είναι απαλή. «Άκουσε, Πόπι. Καταλαβαίνω πώς νιώθεις. Δεν είχα σκοπό να μειώσω τις οικογενειακές σχέσεις. Έχω πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου και τον βλέπω όποτε μπορώ. Ωστόσο, δεν είναι πολύ εύκολο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ζει στο Χονγκ Κονγκ». Κοντανασαίνω έντρομη. Έχουν χαθεί τόσο πολ ύ; Δεν ήξερε καν ότι ο πατέρας του επέστρεψε στη χώρα; «Σαμ!» Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. «Δεν καταλαβαίνεις. Γύρισε. Μένει στο Χάμσάιρ! Σου έστειλε email. Ήθελε να σε δει. Δε διαβάζεις τίποτε;» Ρίχνει πίσω το κεφάλι και ξεσπάει σε γέλια, ενώ εγώ μένω να τον κοιτάζω απορημένη. «Εντάξει», λέει τελικά, σκουπίζοντας τα μάτια του. «Ας τα
πάρουμε από την αρχή. Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Μιλάς για το email του Ντέιβιντ Ρόμπινσον, σωστά;» «'Όχι! Μιλάω για το email από...» Κόβω τη φράση μου στη μέση, χάνοντας ξαφνικά τη σιγουριά μου. Ρόμπινσον; Ρόμπινσον; Αρπάζω το τηλέφωνό μου και κοιτάζω τη διεύθυνση του email.
[email protected]. Είχα υποθέσει ότι σήμαινε Ντέιβιντ Ρόξτον. Το θεωρούσα προφανές ότι σήμαινε Ντέιβιντ Ρόξτον. «Σε αντίθεση με όσα έχεις υποθέσει εσύ, εγώ το διάβασα εκείνο το email», λέει ο Σαμ. «Και αποφάσισα να το αγνοήσω. Πίστεψέ με, ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον δεν είναι ο πατέρας μου». «Μα αποκαλούσε τον εαυτό του “ μπαμπά”». Τα έχω τελείως χαμένα. «Αυτό έγραψε. “ Μπαμπάς”. Μήπως είναι... πατριός σου;» «Δεν είναι μπαμπάς μου όπως κι αν το δεις», λέει υπομονετικά ο Σαμ. «Αν θέλεις να μάθεις, όταν ήμουν φοιτητής έκανα παρέα με κάποιους τύπους. Ήταν ένας απ’ αυτούς. Το “ μπαμπάς” ήταν το παρατσούκλι του γιατί έδινε σε όλους πατρικές συμβουλές. Εντάξει; Το κατάλαβες επιτέλους;» Αρχίζει να βαδίζει προς το ξενοδοχείο σαν να έχει κλείσει οριστικά το θέμα, εγώ όμως από το σοκ έχω παραμείνει στην ίδια θέση σαν στήλη άλατος. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Ο «μπαμπάς» δεν είναι ο μπαμπάς του Σαμ; Ο «μπαμπάς» είναι ένας φίλος; Και πού να το ξέρω εγώ; Δε θα ’πρεπε να επιτρέπεται να υπογράφει κάποιος ως «μπαμπάς», εκτός αν είναι πράγματι ο μπαμπάς κάποιου. Θα ’πρεπε να υπάρχει νόμος γι’ αυτό. Ποτέ σ’ ολόκληρη τη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο ηλίθια. Μόνο που... Μόνο που... Στέκομαι εκεί και στο νου μου έρχονται συνεχώς τα email του Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Έχουμε πολ ύ καιρό να τα πούμε. Σε σκέφτομαι συχνά... Πήρες κανένα από τα μηνύματα που σου άφησα μέσω τηλ εφώνου; Μην ανησυχείς, ξέρω ότι είσαι πολ ύ απασχολ ημένος... Όπως είπα, υπάρχει κάτι για το οποίο θα ήθελ α να σου μιλ ήσω. Έρχεσαι καθόλ ου προς το Χάμσαϊρ;
Εντάξει. Μπορεί να κατάλαβα λάθος σχετικά με τον πατέρα του Σαμ και το αγροτόσπιτο και το πιστό σκυλί. Όμως οι λέξεις αυτές ακόμα με αγγίζουν. Ακούγονται τόσο ταπεινές. Τόσο αλτρουοτικές. Αυτός ο Ντέιβιντ είναι σίγουρα ένας πολύ παλιός φίλος που επιδιώκει να ανανεώσει τη φιλία τους. Ίσως αυτή να είναι ακόμα μία σχέση, την οποία αφήνει να σβήσει ο Σαμ. Ίσως μόλις ιδωθούν, όλα αυτά τα χρόνια που είχαν απομακρυνθεί να ξεχάσουν και μετά ο Σαμ να με ευχαριστεί και να ομολογήσει ότι πρέπει να δίνει μεγαλύτερη αξία στη φιλία, ότι απλώς δεν το είχε συνειδητοποιήσει και ότι άλλαξα τη ζωή του... Με αναπτερωμένο το ηθικό αρχίζω να τρέχω πίσω απ’ τον Σαμ και τον προφταίνω. «Και είναι καλός φίλος;» αρχίζω. «Ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον; Είναι, ας πούμε, ένας πολύ παλιός στενός φίλος;» «Όχι». Ο Σαμ δεν επιβραδύνει το βήμα του. «Μα θα πρέπει να ήσασταν φίλοι κάποτε». «Υποθέτω πως ναι». Το λέει τόσο ανόρεχτα. Άραγε, συναισθάνεται πόσο άδεια θα είναι η ζωή του αν δεν κρατήσει επαφή με τα άτομα που κάποτε ήταν σημαντικά για εκείνον; «Οπωσδήποτε, όμως, θα είναι ένα πρόσωπο με το οποίο ακόμα σε συνδέει κάτι. Αν τον έβλεπες, μπορεί ο δεσμός σας να ανανεωνόταν. Θα έφερνες θετική ενέργεια στη ζωή σου!» Φρενάρει επιτόπου και με κοιτάζει. «Και τι σε αφορά εσένα αυτό;» «Δε με αφορά», λέω αμυντικά. «Απλώς... σκέφτηκα πως μπορεί να ήθελες να κρατήσεις την επαφή σου μαζί του». «Έχω επαφή μαζί του». Είναι φανερά αγανακτισμένος. «Μια φορά το χρόνο περίπου συναντιόμαστε για ένα ποτό και πάντοτε συμβαίνει το ίδιο. Έχει κάποιο νέο επιχειρηματικό σχέδιο για το οποίο χρειάζεται επενδυτές και το οποίο συνήθως αφορά κάποιο γελοίο προϊόν ή έχει δομή πυραμίδας. Αν δεν πρόκειται για εξοπλισμό γυμναστικής, θα πρόκειται για διπλά τζάμια ή χρονομεριστική
μίσθωση στην Τουρκία... Και παρόλο που ξέρω πως είναι λάθος, του δίνω ορισμένα χρήματα. Έπειτα η δουλειά πατώνει και δεν έχω νέα του για κανένα χρόνο. Είναι ένας γελοίος κύκλος, τον οποίο πρέπει να κλείσω. Γι’ αυτόν το λόγο δεν απάντησα στο email του. Ίσως του τηλεφωνήσω σε κάνα-δυο μήνες, αλλά αυτή τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται είναι ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον...» Κοντοστέκεται και μου ρίχνει μια ματιά. «Τ ι;» Ξεροκαταπίνω. Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγω. Κανένας απολύτως. «Σε περιμένει στο μπαρ». Ίσως ο Σαμ να μην έχει γίνει άγαλμα ακόμα. Γιατί καθώς κατευθυνόμαστε προς το ξενοδοχείο δε βγάζει κουβέντα, αλλά μπορώ χωρίς δυσκολία να διαβάσω την εναλλαγή συναισθημάτων στο πρόσωπό του: από θυμό σε οργή, σε απογοήτευση, σε... 83
Μμμμ, μάλιστα. Πάλι σε θυμό. «Λυπάμαι», ξαναλέω. «Σκέφτηκα...» Η φωνή μου σβήνει. Έχω ήδη εξηγήσει τι σκέφτηκα. Και για να είμαι ειλικρινής δε βοήθησε σε τίποτε. Περνάμε τις βαριές διπλές πόρτες και βλέπουμε τη Βικς στο διάδρομο να έρχεται βιαστικά προς το μέρος μας, με καρφωμένο το τηλέφωνο στο αυτί της, πολεμώντας να τακτοποιήσει ένα σωρό πράγματα και με την ταλαιπωρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Βέβαια», λέει, καθώς μας πλησιάζει. «Μαρκ, περίμενε μισό λεπτό. Μόλις συνάντησα τον Σαμ. Θα σε ξαναπάρω». Σηκώνει το βλέμμα και χωρίς περιστροφές λέει: «Σαμ, λυπάμαι. Θα προχωρήσουμε με την αρχική δήλωση». «Τι;» Η φωνή του Σαμ είναι τόσο βροντερή που τινάζομαι. «Θα αστειεύεσαι». «Δεν έχουμε κανένα στοιχείο για τον Ράιαν. Καμία απόδειξη για κάτι παράνομο. Ο χρόνος μάς πιέζει. Λυπάμαι, Σαμ. Το ξέρω πως προσπάθησες, αλλά...» Πέφτει μια σιωπή γεμάτη ένταση. Ο Σαμ και η Βικς δεν
κοιτάζουν καν ο ένας τον άλλο, αλλά η γλώσσα του σώματος τα μαρτυράει όλα. Τα χέρια της Βικς αγκαλιάζουν τώρα προστατευτικά το λάπτοπ και τα χαρτιά που κουβαλάει. Ο Σαμ τρίβει με τις γροθιές το μέτωπό του. Κι εγώ προσπαθώ να εξαφανιστώ ανάμεσα στα σχέδια της ταπετσαρίας. «Βικς, το ξέρεις ότι αυτά είναι μαλακιες». Ο Σαμ φαίνεται πως καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να διατηρήσει την υπομονή του. «Ξέρουμε τι συνέβη. Και θα αγνοήσουμε όλες αυτές τις καινούργιες πληροφορίες;» «Δεν είναι πληροφορίες, είναι εικασίες!» Η Βικς κοιτάζει τον άδειο διάδρομο και χαμηλώνει τον τόνο της φωνής της. «Κι αν δεν κάνουμε σύντομα κάποια δήλωση στο ΙΤ Ν, Σαμ, θα επιτρέψουμε στα θηρία να μας κατασπαράξουν». «Έχουμε χρόνο. Μπορούμε να μιλήσουμε σ’ εκείνο τον τύπο, τον Ράιαν. Να του κάνουμε κάποιες ερωτήσεις». «Πόσος χρόνος θα χρειαστεί γι’ αυτό; Και τι θα πετύχουμε κάνοντάς το;» Η Βικς σφίγγει το λάπτοπ της πιο κοντά στο σώμα της. «Σαμ, αυτές είναι πολύ σοβαρές κατηγορίες. Δεν έχουν υπόσταση. Αν δε βρούμε απτές, αληθινές αποδείξεις...» «Άρα κάνουμε πίσω. Νίπτουμε τας χείρας μας. Και κερδίζουν οι άλλοι». Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά διαισθάνομαι ότι μέσα του βράζει από θυμό. «Οι κομπιουτεράδες ακόμα ψάχνουν στο Λονδίνο». Η Βικς ακούγεται κουρασμένη. «Αλλά αν δε βρουν αποδείξεις...» Κοιτάζει ένα ρολόι που βρίσκεται εκεί κοντά. «Η ώρα πλησιάζει εννέα. Χριστέ μου. Δεν έχουμε χρόνο, Σαμ». «Άφησέ με να τους μιλήσω». «Εντάξει», απαντάει με βαθύ αναστεναγμό. «Όχι εδώ. Έχουμε μεταφερθεί σε μεγαλύτερο δωμάτιο με οθόνη Skype». «Ωραία. Πάμε». Βαδίζουν γρήγορα κι εγώ τους ακολουθώ χωρίς να είμαι σίγουρη αν έπρεπε να το κάνω. Ο Σαμ φαίνεται τόσο απορροφημένος απ’ τις
σκέψεις του που δεν τολμώ να αρθρώσω λέξη. Η Βικς μας οδηγεί μέσα από μια αίθουσα χορού, γεμάτη στρωμένα τραπέζια, σ’ ένα άλλο λόμπι και κατόπιν στο μπαρ. Τον ξέχασε τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον; «Σαμ», μουρμουρίζω βιαστικά. «Περίμενε. Μην πλησιάσεις στο μπαρ, πρέπει να βρούμε άλλο δρόμο». «Σαμ!» Μια βραχνή φωνή ακούγεται. «Εδώ είσαι!» Η καρδιά μου παγώνει από τρόμο. Αυτός πρέπει να είναι. Αυτός είναι ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Αυτός ο τύπος με τα αραιά, σκούρα σγουρά μαλλιά και το κοστούμι σε ανοιχτό γκρι μεταλλικό χρώμα, το οποίο έχει συνδυάσει με μαύρο πουκάμισο και λευκή δερμάτινη γραβάτα. Έρχεται με γοργά βήματα προς το μέρος μας με το στρουμπουλό πρόσωπό του να λάμπει από χαρά κι ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. «Πόσος καιρός πέρασε!» Αγκαλιάζει αρκουδίσια τον Σαμ. «Τ ι να σου παραγγείλω, παλιέ μου φίλε; Ή μήπως τα κερνάει όλα το κατάστημα; Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, εγώ θα πιω διπλάσια ποσότητα!» Γελάει δυνατά κι εγώ μαζεύομαι. Κοιτάζω απελπισμένα το σφιγμένο πρόσωπο του Σαμ. «Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει απορημένη η Βικς. «Είναι μεγάλη ιστορία. Φίλος από το πανεπιστήμιο». «Ξέρω όλα τα μυστικά του Σαμ!» Ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον χτυπάει τον Σαμ στην πλάτη. «Αν θέλεις να τα μάθεις, πέσε πενήντα λίρες. Αστειεύομαι! Και είκοσι λίρες αρκούν!» Γελάει και πάλι δυνατά. Η κατάσταση είναι πραγματικά ανυπόφορη. «Σαμ...» Η Βικς δεν κρύβει την ανυπομονησία της. «Πρέπει να φύγουμε». «Να φύγετε;» Ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον προσποιείται πως παραπατάει. «Να φύγετε; Τ ώρα που εγώ μόλις ήρθα;» «Ντέιβιντ». Η ευγένεια του Σαμ είναι τόσο παγερή που νιώθω ανατριχίλα. «Λυπάμαι. Άλλαξε το πρόγραμμα. Θα προσπαθήσω να σε δω αργότερα».
«Και τα σαράντα λεπτά που οδήγησα;» Ο Ντέιβιντ κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. «Δεν μπορείς να διαθέσεις ούτε δέκα λεπτά για τον παλιό σου φίλο; Κι εγώ τι θα κάνω, θα μείνω εδώ να πίνω μόνος κι έρημος;» Αισθάνομαι όλο και πιο άσχημα. Είναι εντελώς δικό μου φταίξιμο όλο αυτό. Κάτι πρέπει να κάνω. «Θα πιω εγώ ένα ποτό μαζί σου», πετάγομαι βιαστικά. «Σαμ, εσύ πήγαινε. Θα κάνω εγώ παρέα στον Ντέιβιντ. Με λένε Πόπι Ουάιατ. Γεια σου!» Απλώνω το χέρι μου και προσπαθώ να μη μορφάσω μόλις νιώθω την ιδρωμένη παλάμη του. «Πήγαινε». Κοιτάζω στα μάτια τον Σαμ. «Πήγαινε». «Εντάξει». Ο Σαμ διστάζει για λίγο, έπειτα γνέφει καταφατικά. «Ευχαριστώ. Χρησιμοποίησε το καρτελάκι της εταιρείας», συμπληρώνει και φεύγει βιαστικά με τη Βικς. «Λοιπόν...» Ο Ντέιβιντ φαίνεται σαν να μην ξέρει πώς να αντιδράσει. «Ωραία! Μερικοί άνθρωποι έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αν θέλεις τη γνώμη μου». «Είναι πολύ απασχολημένος αυτή τη στιγμή», απολογούμαι εκ μέρους του. «Θέλω να πω... πραγματικά απασχολημένος». «Εσύ λοιπόν τι σχέση έχεις με τον Σαμ; Είσαι η βοηθός του;» «Όχι ακριβώς. Βοηθάω τον Σαμ κατά κάποιον τρόπο. Ανεπίσημα, όμως». «Ανεπίσημα...» Μου κλείνει το μάτι με νόημα. «Δε χρειάζεται να πεις τίποτε άλλο. Χρέωσέ τα όλα στην εταιρεία. Να είμαστε τυπικοί». Εντάξει, τώρα το κατάλαβα: αυτός ο άνθρωπος είναι σκέτος εφιάλτης. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Σαμ τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι. «Θα ήθελες ένα ποτό ακόμα;» λέω όσο πιο γλυκά μπορώ. «Και μετά θα μπορούσες ίσως να μου πεις με τι ασχολείσαι. Ο Σαμ είπε ότι κάνεις επενδύσεις, σωστά; Σε... εξοπλισμούς γυμναστηρίων;» Ο Ντέιβιντ κατσουφιάζει και στραγγίζει το ποτήρι του. «Ασχολήθηκα μ’ αυτό για κάποιο διάστημα. Το πρόβλημα είναι ότι
δίνεται υπερβολική βαρύτητα στην υγεία και την ασφάλεια. Κάνουν υπερβολικά πολλούς ελέγχους. Έχουν θέσει άπειρους σαχλούς περιορισμούς. Αν θα κεράσεις, θα πάρω άλλο ένα διπλό ουίσκι». Μην πιστεύοντας στ’ αυτιά μου, παραγγέλνω το ουίσκι κι ένα μεγάλο ποτήρι κρασί για τον εαυτό μου. Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω το λάθος που έκανα. Δεν πρόκειται να ανακατευτώ στα email των άλλων ποτέ, ποτέ ξανά. «Και μετά τους εξοπλισμούς γυμναστηρίου;» τον παροτρύνω. «Τ ι έκανες;» «Για να δούμε». Ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον γέρνει προς τα πίσω και ξεμουδιάζει τα χέρια του. «Μετά ασχολήθηκα με προϊόντα selftanning...» Μισή ώρα αργότερα το μυαλό μου έχει μουδιάσει. Υπάρχει κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα με την οποία δεν έχει ασχοληθεί αυτός ο άνθρωπος; Κάθε περίπτωση ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Κάθε φορά οι ίδιες φάσεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη. Μοναδική ευκαιρία, θέλ ω να πω, μοναδική, Πόπι... σοβαρή επένδυση... κορυφαία... τρελ ά λ εφτά, θέλ ω να πω, τρελ ά λ εφτά, Πόπι... γεγονότα που δεν μπορούσα να ελ έγξω... οι παλ ιοτράπεζες... κοντόφθαλ μοι επενδυτές... απαίσιος κανονισμός... Ο Σαμ δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ούτε και η Βικς. Το τηλέφωνό μου βουβό. Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει με τα νευρά μου τεντωμένα σαν χορδές. Στο μεταξύ, ο Ντέιβιντ έχει κατεβάσει δύο ποτήρια ουίσκι, έχει καταβροχθίσει τρία πακέτα τσιπς και τώρα ασχολείται μ’ ένα πιάτο χούμους το οποίο συνοδεύει με νάτσος. «Σε ενδιαφέρει η ψυχαγωγία για παιδιά, Πόπι;» λέει ξαφνικά. Γιατί να με ενδιαφέρει η ψυχαγωγία για παιδιά; «Δε θα το ’λεγα», κάνω ευγενικά, αλλά εκείνος με αγνοεί. Έχει βγάλει από το χαρτοφύλακά του ένα καφετί λούτρινο ζωάκι που φοριέται σαν γάντι και το κουνάει πάνω στο τραπέζι σαν να χορεύει. «Ο Mr Wombat, ο κύριος Φασκωλόμυς. Τον λατρεύουν τα παιδιά. Θέλεις να δοκιμάσεις;» Όχι, δε θέλω να δοκιμάσω. Αλλά, προκειμένου να συνεχιστεί η
συζήτηση, ανασηκώνω τους ώμους μου λέγοντας: «Εντάξει». Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω μ’ ένα ζωάκι που φοριέται σαν γάντι, αλλά ο Ντέιβιντ εκστασιάζεται μόλις το περνάω στο χέρι μου. «Έχεις ταλέντο! Αν τα πας αυτά σε παιδικό πάρτι, σε παιδική χαρά, οπουδήποτε, φεύγουν σαν τρελ ά. Και το καλύτερο είναι το περιθώριο κέρδους. Δε θα το πιστέψεις, Πόπι». Χτυπάει το τραπέζι με την παλάμη του. «Επιπλέον, είναι ευέλικτο προϊόν. Μπορείς να το πουλήσεις, ενώ βρίσκεσαι στην κανονική σου δουλειά. Θα σου δείξω ολόκληρο το πακέτο...» Παίρνει πάλι το χαρτοφύλακά του και βγάζει έναν πλαστικό φάκελο. Τον κοιτάζω έκπληκτη. Τ ι εννοεί να το πουλ ήσεις; Δε φαντάζομαι να θέλει να πει... «Έγραψα σωστά το όνομά σου;» Σηκώνει τα μάτια από το φάκελο και τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. Γιατί γράφει το όνομά μου στο μπροστινό μέρος ενός φακέλου με τίτλο «Επίσημη Συμφωνία Franchise για τον κύριο Φασκωλόμυ»; «Στην αρχή θα αναλάβεις μια μικρή ποσότητα. Ας πούμε... εκατό κομμάτια». Κουνάει ανάλαφρα το χέρι του. «Αυτά θα τα πουλήσεις εύκολα σε μια ημέρα. Ειδικά με το νέο δωρεάν προϊόν, τον κύριο Μάγο». Ακουμπάει έναν πλαστικό μάγο στο τραπέζι και με κοιτάζει με μάτια που αστράφτουν. «Το επόμενο βήμα είναι το πιο συναρπαστικό. Πρόσληψη!» «Φτάνει!» Βγάζω το λούτρινο ζωάκι από το χέρι μου. «Δε θέλω να πουλήσω ζωάκια που φοριούνται σαν γάντι! Δεν πρόκειται να το κάνω». Ο Ντέιβιντ μάλλον δε μ’ ακούει. «Όπως είπα, υπάρχει μεγάλη ευελιξία. Το κέρδος είναι μεγάλο, άμεσο, πηγαίνει κατευθείαν στην τσέπη σου». «Δε θέλω κέρδος στην τσέπη μου!» Γέρνω πάνω απ’ το τραπέζι του μπαρ. «Δε θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτό! Ευχαριστώ πάντως». Και για να γίνω απολύτως σαφής, παίρνω το στυλό του και διαγράφω το «Πόπι Ουάιατ» από το φάκελο, ενώ ο Ντέιβιντ μορφάζει σαν να δέχτηκε χτύπημα.
«Καλά λοιπόν. Δε χρειαζόταν να το κάνεις αυτό. Χάρη σου έκανα εξάλλου». «Το εκτιμώ». Προσπαθώ να ακουστώ ευγενική. «Αλλά δεν έχω χρόνο για να πουλάω ζωάκια. Ούτε...» Πιάνω στο χέρι μου το μάγο. «Ποιος είναι αυτός; Ο Αλμπους Ντάμπλντορ;» Είναι ένας αχταρμάς. Γιατί, τι σχέση έχει ο μάγος με το λούτρινο ζωάκι; «Όχι!» Ο Ντέιβιντ δείχνει βαθύτατα προσβεβλημένος. «Δεν είναι ο Ντάμπλντορ. Είναι ο κύριος Μάγος. Νέα τηλεοπτική σειρά. Η επόμενη μεγάλη επιτυχία. Ήταν όλα κανονισμένα». «Ήταν; Τ ι συνέβη;» «Ακυρώθηκε προσωρινά», απαντάει σφιγμένα. «Όμως εξακολουθεί να αποτελεί ένα εξαιρετικό προϊόν. Είναι έξυπνο, δε σπάει, το προτιμούν και αγόρια και κορίτσια... Θα μπορούσα να σου δώσω πεντακόσια κομμάτια για... διακόσιες λίρες;» Είναι τρελός; «Δε μ’ ενδιαφέρουν οι πλαστικοί μάγοι», λέω όσο πιο ευγενικά μπορώ. «Ευχαριστώ, πάντως». Ξαφνικά, μια σκέψη περνάει απ’ το μυαλό μου. «Πόσους ακριβώς τέτοιους μάγους έχεις, δηλαδή;» Ο Ντέιβιντ φαίνεται σαν να μη θέλει να απαντήσει στην ερώτηση. Τελικά λέει: «Νομίζω πως το στοκ μου επί του παρόντος είναι δέκα χιλιάδες» και κατεβάζει μια μεγάλη γουλιά ουίσκι. Δέκα χιλ ιάδες; Θεέ μου. Τον καημένο τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Τ ώρα τον λυπάμαι στ’ αλήθεια. Τ ι θα τους κάνει δέκα χιλιάδες πλαστικούς μάγους; Φοβάμαι να ρωτήσω πόσους φασκωλόμυες έχει. «Ίσως ο Σαμ να γνωρίζει κάποιον που να θέλει να τους πουλήσει», του λέω ενθαρρυντικά. «Κάποιον που να έχει παιδιά». «Ίσως». Ο Ντέιβιντ σηκώνει θλιμμένα το βλέμμα του από το ποτό του. «Πες μου κάτι. Ακόμα με κατηγορεί ο Σαμ που πλημμύρισε το σπίτι του;» «Δεν έχει αναφέρει κάτι τέτοιο», απαντάω ειλικρινά. «Ξέρεις, ίσως η ζημιά να μην ήταν τόσο μεγάλη όσο φαινόταν. Τα παλιοαλβανικά ενυδρεία». Φαίνεται απογοητευμένος. «Τελείως
ψεύτικα. Και τα ψάρια δεν ήταν καλύτερα. Θα σου δώσω μια συμβουλή, Πόπι. Μην ασχοληθείς ποτέ με ψάρια». Μου ’ρχεται να γελάσω και δαγκώνω τα χείλη μου για να συγκρατηθώ. «Εντάξει», γνέφω με το πιο σοβαρό ύφος που μπορώ. «Θα το θυμάμαι». Καταβροχθίζει το τελευταίο νάτσο, φυσάει-ξεφυσάει με θόρυβο και κοιτάζει τριγύρω. Φαίνεται κάπως ανήσυχος. Αδύνατον να τον αφήσω να περιφέρεται εδώ μέσα. «Και λοιπόν, πώς ήταν ο Σαμ στο κολέγιο;» ρωτάω για να παρατείνω λίγο τη συζήτηση. «Φιλόδοξος. Πολύ φιλόδοξος». Ο Ντέιβιντ κατσουφιάζει ελαφρώς. «Ξέρεις πώς είναι. Ήταν στην ομάδα κωπηλασίας του κολεγίου και ήταν ολοφάνερο ότι θα τα κατάφερνε καλά στη ζωή του. Ξέφυγε λιγάκι στο δεύτερο έτος. Έμπλεξε με κακές παρέες. Αλλά δεν είναι ν’ απορεί κανείς». «Πώς κι έτσι;» συνοφρυώνομαι καθώς δεν καταλαβαίνω. «Ε, ξέρεις... Μετά το θάνατο της μαμάς του». Παγώνω και το χέρι μου μένει να αιωρείται κρατώντας το ποτήρι μου. Τι ήταν αυτό που μόλις είπε; «Συγγνώμη...» Προσπαθώ χωρίς επιτυχία να κρύψω το σοκ μου. «Μόλις τώρα είπες ότι η μητέρα του Σαμ πέθανε;» «Δεν το ήξερες;» κάνει έκπληκτος. «Στην αρχή του δεύτερου έτους. Νομίζω πως είχε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά. Δεν ήταν καλά, αλλά κανένας δεν περίμενε πως θα πέθαινε τόσο γρήγορα. Ο καημένος ο Σαμ το πήρε πολύ άσχημα. Αν και πάντοτε του λέω πως μπορεί να θεωρεί μαμά του τη δική μου μάνα...» Δεν ακούω πια. Νιώθω μπερδεμένη, το κεφάλι μου βουίζει. Μίλησε για κάποιον φίλο του. Το θυμάμαι πολύ καλά. Τον ακούω να το λέει: Ένας φίλ ος μου έχασε τη μητέρα του όταν ήμασταν στο πανεπιστήμιο. Πέρασα πολ λ ές νύχτες συζητώντας μαζί τον. Πολ λ ές νύχτες... Και ποτέ δεν φεύγει από μέσα σου... «Πόπι;» Ο Ντέιβιντ κουνάει το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό
μου. «Είσαι καλά;» «Ναι». Προσπαθώ να χαμογελάσω. «Συγγνώμη. Νόμιζα... νόμιζα πως ένας φίλος του Σαμ είχε χάσει τη μητέρα του. Όχι ο ίδιος ο Σαμ. Μάλλον τα μπέρδεψα. Τ ι ανόητη που είμαι. Εμ, μήπως θέλεις ένα ουίσκι ακόμα;» Ο Ντέιβιντ δεν απαντάει. Μένει σιωπηλός για λίγο, έπειτα μου ρίχνει μια εξεταστική ματιά, κρατώντας το άδειο ποτήρι στα χέρια του. Τα παχουλά δάχτυλά του σχηματίζουν μοτίβα πάνω στο γυαλί κι εγώ τα ακολουθώ με το βλέμμα μου σαν υπνωτισμένη. «Δεν μπερδεύτηκες», λέει τελικά. «Ο Σαμ δε σου το είχε πει, έτσι δεν είναι; Είπε πως ένας φίλος του έχασε τη μητέρα του». Τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. Αυτό τον τύπο τον είχα κατατάξει στην ομάδα των απολύτως ηλίθιων. Όμως κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί. «Ναι», παραδέχομαι. «Αυτό έκανε. Πώς το κατάλαβες;» «Έτσι είναι ο Σαμ. Δε μιλάει για τον εαυτό του. Όταν συνέβη όταν πέθανε η μαμά του πέρασαν μέρες μέχρι να το μάθουν στο κολέγιο. Το είπε μόνο στους δύο πιο στενούς του φίλους». «Μάλιστα». Διστάζω να συνεχίσω. «Ένας απ’ αυτούς... είσαι εσύ;» «Εγώ!» Ο Ντέιβιντ γελάει πικραμένα. «Όχι, δεν είμαι ένας απ’ αυτούς. Δεν ανήκω στον βασικό πυρήνα. Είναι ο Τ ιμ και ο Άντριου. Αυτοί είναι οι κολλητοί του. Ήταν όλοι στην ίδια ομάδα κωπηλασίας. Τους ξέρεις;» Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. «Είναι κολλητοί ακόμα και τώρα αυτοί οι τύποι. Ο Τ ιμ εργάζεται στη Merrill Lynch, ο Άντριου είναι δικηγόρος σε κάποιο γραφείο. Και, φυσικά, ο Σαμ έχει πολύ καλές σχέσεις με τον αδελφό του, τον Τ ζος», προσθέτει ο Ντέιβιντ. «Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος. Ερχόταν να τον επισκεφθεί. Βοήθησε πολύ τον Σαμ όταν είχε προβλήματα. Μίλησε στους καθηγητές του. Είναι πολύ εντάξει». Ούτε ότι είχε αδελφό ο Σαμ ήξερα. Και όπως κάθομαι εδώ,
προσπαθώντας να τα χωνέψω όλα αυτά, νιώθω πως πήρα ένα μάθημα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τον Τ ιμ ή τον Άντριου ή τον Τ ζος. Αλλά πάλι, γιατί να έχω; Το πιθανότερο είναι πως στέλνουν μηνύματα στον Σαμ απευθείας. Το πιθανότερο είναι πως επικοινωνούν μαζί του σαν κανονικοί άνθρωποι. Κατ’ ιδίαν. Όχι σαν τη Μάγισσα Ουίλοου και ορισμένους παλιούς φίλους που προσπαθούν να αποσπάσουν μερικά χρήματα. Όλο αυτό το διάστημα νόμιζα πως είχα εικόνα για ολόκληρη τη ζωή του Σαμ. Αλλά αποδείχθηκε πως δεν είναι έτσι τα πράγματα, σωστά; Εκείνο που έβλεπα ήταν το περιεχόμενο των εισερχομένων του. Και τον έκρινα με βάση αυτό. Έχει φίλους. Έχει προσωπική ζωή. Έχει σχέσεις με την οικογένειά του. Έχει ένα σωρό πράγματα για τα οποία δε γνωρίζω τίποτε. Ήμουν ανόητη που πίστεψα πως ήξερα όλη την κατάσταση. Το μόνο που ξέρω είναι ένα κομμάτι απ’ τη ζωή του. Αυτό είναι όλο. Πίνω λίγο κρασί για να καταπνίξω την παράξενη μελαγχολία που ξαφνικά με καταλαμβάνει. Ποτέ δε θα μάθω τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής του Σαμ. Εκείνος δε θα μου μιλήσει ποτέ γι’ αυτά, ούτε εγώ θα τον ρωτήσω ποτέ. Θα χωρίσουν οι δρόμοι μας και θα μείνω με την εντύπωση που έχω ήδη σχηματίσει. Με μια εκδοχή του Σαμ που προκύπτει από τα εισερχόμενα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της ιδιαιτέρας του. Αναρωτιέμαι τι εντύπωση να έχει εκείνος για εμένα. Ω, Θεέ μου. Καλύτερα να μην το πιάσω τούτο το θέμα. Στη σκέψη αυτή αφήνω ένα σύντομο γελάκι και ο Ντέιβιντ με κοιτάζει με περιέργεια. «Είσαι παράξενη κοπέλα, έτσι;» «Είμαι;» Το τηλέφωνό μου δονείται και το σηκώνω χωρίς να ενδιαφέρομαι αν γίνομαι αγενής. Με ειδοποιεί πως έχω φωνητικό ταχυδρομείο από τον Μάγκνους. Από τον Μάγκνους; Δεν κατάλ αβα πότε τηλ εφώνησε ο Μάγκνους;
Ξαφνικά οι σκέψεις μου απομακρύνονται από τον Σαμ, από τον Ντέιβιντ και απ’ αυτό εδώ το μέρος και επικεντρώνονται στην υπόλοιπη ζωή μου. Μάγκνους. Γάμος. Ανώνυμο μήνυμα. Το άτομο που έχεις αρραβωνιαστεί σε απατάει... Μια χιονοστιβάδα σκέψεων κατακλύζει το μυαλό μου σαν να παραμόνευαν για να ξεχυθούν. Πετάγομαι όρθια, ενώ πατάω με δύναμη τα πλήκτρα και επιλέγω «Φωνητικό ταχυδρομείο». Νιώθω συγχρόνως ανυπομονησία και νευρικότητα. Αν και, τι περιμένω στ’ αλήθεια; Μια εξομολόγηση; Μια ανασκευή; Γιατί να έχει ο Μάγκνους την παραμικρή ιδέα πως μου έστειλαν ένα ανώνυμο μήνυμα; «Έι, Ποπς!» Τη χαρακτηριστική φωνή του Μάγκνους αλλοιώνει ο ήχος της μουσικής στο βάθος. «Θα μπορούσες να τηλεφωνήσεις στην κυρία Ουίλσον, την καθηγήτρια, και να της θυμίσεις ότι λείπω; Σ’ ευχαριστώ, γλυκιά μου. Θα βρεις τον αριθμό της στο γραφείο μου. Τσάο! Περνάω υπέροχα!» Ακούω το μήνυμα δυο φορές απανωτά, αναζητώντας σημάδια, 84
αν και δεν έχω ιδέα τι σημάδια θα μπορούσαν να είναι αυτά. Το στομάχι μου σφίγγεται καθώς κλείνω το τηλέφωνο. Δεν το αντέχω. Δεν το θέλ ω αυτό. Αν δεν είχα λάβει αυτό το μήνυμα, τώρα θα ήμουν ευτυχισμένη. Θα περίμενα με ανυπομονησία την ημέρα του γάμου μου και θα σκεφτόμουν το μήνα του μέλιτος και θα έκανα εξάσκηση στη νέα μου υπογραφή. Θα ήμουν ευτυχισμένη. Μου είναι δύσκολο πια να βρω άλλες ιδέες για να παρατείνω τη συζήτηση. Βγάζω τα παπούτσια μου, μαζεύω τα πόδια κοντά στο σώμα μου και αγκαλιάζω τα γόνατά μου κακοδιάθετα. Τ ριγύρω, στο μπαρ, αντιλαμβάνομαι ότι έχουν αρχίσει να μαζεύονται οι υπάλληλοι της White Globe Consulting. Το αυτί μου πιάνει αποσπάσματα από χαμηλόφωνες, γεμάτες αγωνία συζητήσεις, ενώ άκουσα και τη λέξη «υπόμνημα» μερικές φορές. Τα νέα πρέπει να κυκλοφόρησαν. Κοιτάζω το ρολόι μου και νιώθω να χτυπάνε καμπανάκια. Είναι 9.40 μ.μ. Μένουν μόνο είκοσι λεπτά μέχρι το δελτίο ειδήσεων του ΙΤ Ν. Για χιλιοστή φορά αναρωτιέμαι τι ετοιμάζουν η Βικς και ο Σαμ.
Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι. Αισθάνομαι τελείως ανήμπορη, έτσι που κάθομαι εδώ πέρα. «Εντάξει!» Μια αυστηρή γυναικεία φωνή διακόπτει τις σκέψεις μου. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω την Ουιλοου να στέκεται μπροστά μου και να με αγριοκοιτάζει. Τ ώρα φοράει ένα φόρεμα που δένει πίσω απ’ το λαιμό και ακόμα και οι ώμοι της είναι γεμάτοι ένταση. «Θα σε ρωτήσω στα ίσια και ελπίζω πως θα μου απαντήσεις στα ίσια. Χωρίς παιχνιδάκια. Χωρίς περιστροφές. Χωρίς κολπάκια». Είναι σαν να φτύνει στην κυριολεξία τις λέξεις στο πρόσωπό μου. Ειλικρινά. Τ ι κολπάκια υποτίθεται πως έχω κάνει; «Γεια σου», της λέω ευγενικά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να κοιτάζω αυτή τη γυναίκα χωρίς να θυμάμαι τα απαίσια email της με τα κεφαλαία γράμματα. Είναι σαν να προβάλλονται στο πρόσωπό της. «Ποια είσαι;» ρωτάει θυμωμένα. «Αυτό πες μου μονάχα. Ποια είσαι; Κι αν δε μου πεις, τότε πίστεψε με...» «Είμαι η Πόπι», τη διακόπτω. «“ Πόπι”», λέει καχύποπτα, λες και το όνομά μου είναι ψευδώνυμο που μου έδωσε το γραφείο συνοδών. «Γνωρίζεις τον Ντέιβιντ;» προσθέτω ευγενικά. «Είναι συμφοιτητής του Σαμ από το κολέγιο». Τα λόγια μου φαίνεται να της κεντρίζουν το ενδιαφέρον. «Γεια σου, Ντέιβιντ, είμαι η Ουίλοου». Η καυτή ματιά της στρέφεται σ’ εκείνον και, ειλικρινά το λέω, νιώθω το πρόσωπό μου να δροσίζεται. «Γοητευμένος, Ουίλοου. Είσαι φίλη του Σαμ;» «Είμαι η Ουίλοου». Το λέει προσθέτοντας λίγο περισσότερη έμφαση. «Ωραίο όνομα», της απαντάει, κουνώντας το κεφάλι του. «Είμαι η Ουίλοου. Η Ουίλ οου». Τ ώρα η φωνή της έχει περισσότερη ένταση. «Ο Σαμ θα πρέπει να σου έχει μιλήσει για εμένα». Ο Ντέιβιντ ζαρώνει σκεφτικά το μέτωπό του. «Δε νομίζω». «Μα...» Είναι έτοιμη να εκραγεί από οργή. «Είμαστε μαζί».
«Αυτή τη στιγμή δεν είστε, σωστά;» λέει χαρωπά ο Ντέιβιντ έπειτα μου κλείνει διακριτικά το μάτι. Τελικά, έχω αρχίσει να τον συμπαθώ τον Ντέιβιντ. Αν ξεπεράσει κανείς το κακόγουστο πουκάμισο και τις αμφίβολες επενδύσεις, είναι μια χαρά τύπος. Το πρόσωπο της Ουίλοου γίνεται κατακόκκινο. «Αυτό είναι... Ο κόσμος έχει τρελαθεί», λέει σχεδόν στον εαυτό της. «Δεν ξέρεις εμένα, αλλά αυτή την ξέρεις;» ρωτάει, στρέφοντας τον αντίχειρα της προς το μέρος μου. «Υπέθεσα πως είναι η κοπέλα του Σαμ», λέει ο Ντέιβιντ αθώα. «Αυτή; Εσύ;» Η Ουιλοου με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω εμβρόντητη με ένα υπεροπτικό ύφος που με εκνευρίζει. «Και γιατί όχι εγώ;» κάνω με σταθερή φωνή. «Γιατί να μην είναι μαζί μου;» Η Ουιλοου δε λέει τίποτε προς στιγμήν, απλώς ανοιγοκλείνει πολύ γρήγορα τα μάτια. «Ώστε αυτό συμβαίνει. Με απατάει», μουρμουρίζει με φωνή που τρέμει από ένταση. «Η αλήθεια έρχεται τελικά στο φως. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Έτσι εξηγούνται... πολλά». Ανασαίνει με θόρυβο, ενώ περνάει τα δάχτυλα μες στα μαλλιά της. «Και τι κάνουμε τώρα;» Απευθύνεται σε κάποιο αόρατο ακροατήριο. «Τ ι στην ευχή κάνουμε τώρα;» Είναι τελείως τρελή. Μου ’ρχεται να σκάσω στα γέλια. Πού νομίζει ότι βρίσκεται; Μήπως πιστεύει πως πρωταγωνιστεί σε κάποιο έργο; Ποιον πιστεύει πως εντυπωσιάζει με τούτη την παράσταση; Και της διαφεύγει μια βασική λεπτομέρεια. Πώς είναι δυνατόν να την απατάει ο Σαμ, αν αυτή δεν είναι η κοπέλ α του; Από την άλλη πλευρά, παρόλο που μου αρέσει πολύ να την «κουρδίζω», δε θέλω να κυκλοφορήσουν ανακριβείς πληροφορίες. «Δεν είπα πως είναι μαζί μου», διευκρινίζω. «Είπα “ Γιατί να μην είναι μαζί μου;” Εσύ, λοιπόν, είσαι η κοπέλα του Σαμ;» Η Ουιλοου κάνει μια γκριμάτσα, αλλά παρατηρώ πως δεν
απαντάει. «Ποια στην ευχή είσαι;» Γυρίζει πάλι προς το μέρος μου. «Μπαίνεις στη ζωή μου, δεν έχω ιδέα ποια είσαι ή από πού έρχεσαι...» Επιστρέφει ξανά στο ρόλο της. Αναρωτιέμαι αν πήγε σε κάποια δραματική σχολή και την πέταξαν έξω επειδή το παίξιμό της ήταν 85
υπερβολικά μελοδραματικό. «Είναι μπερδεμένο». Η λέξη «μπερδεμένο» φαίνεται να εξοργίζει την Ουίλοου ακόμα περισσότερο. «Ω, ώστε είναι “ μπερδεμένο”», λέει, σχηματίζοντας εισαγωγικά με τα δάχτυλά της. «“ Μπερδεμένο”. Για μισό λεπτό». Τα μάτια της γίνονται δυο σχισμές δυσπιστίας καθώς παρατηρεί αυτά που φοράω. «Αυτό είναι το πουκάμισο του Σαμ;» Α χα χα. Αυτό δεν πρόκειται να της αρέσει καθόλ ου. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην απαντήσω. «Αυτό είναι το πουκάμισο του Σαμ; Απάντησέ μου αμέσως!» Η φωνή της είναι τόσο αυταρχική και απότομη, που χωρίς να το θέλω ταράζομαι. «Φοράς το πουκάμισο του Σαμ; Πες μου! Αυτό είναι το πουκάμισό του; Απάντησέ μου!» «Κοίτα τα χάλια σου!» Οι λέξεις ξεχύνονται απ’ το στόμα μου προτού προλάβω να τις σταματήσω. Ουπς. Εντάξει. Το μυστικό όταν ξεστομίσει κανείς κάτι προκλητικό κατά λάθος είναι να μην αντιδράσει υπερβολικά. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να προσποιηθεί πως δε συνέβη τίποτε. Ίσως η Ουίλοου δεν πρόσεξε αυτό που είπα. Είμαι σίγουρη πως δεν το πρόσεξε. Φυσικά και δεν το πρόσεξε. Την κρυφοκοιτάζω και διαπιστώνω πως τα μάτια της έχουν γουρλώσει τόσο πολύ ώστε μοιάζουν έτοιμα να πεταχτούν έξω. Εντάξει, άρα το πρόσεξε. Και από τη γεμάτη ευφορία έκφραση του Ντέιβιντ είναι ολοφάνερο ότι και εκείνος το πρόσεξε. «Εννοώ... τη δουλειά σου», προσπαθώ να τα μπαλώσω,
καθαρίζοντας το λαιμό μου. «Τη δουλειά σου». Πίσω από τον ώμο του Ντέιβιντ βλέπω ξαφνικά τη Βικς. Διασχίζει τα πηγαδάκια των υπαλλήλων της White Globe Consulting και η βλοσυρή της όψη κάνει το στομάχι μου να σφιχτεί. Κοιτάζω το ρολόι μου. Δέκα παρά τέταρτο. «Βικς!» Και η Ουίλοου την πρόσεξε. Κλείνει το δρόμο της Βικς με τα χέρια σταυρωμένα αγέρωχα στο στήθος της. «Που είναι ο Σαμ; Κάποιος είπε πως ήταν μαζί σου». «Με συγχωρείς, Ουίλοου». Η Βικς προσπαθεί να περάσει. «Πες μου μόνο που είναι ο Σαμ!» «Δεν έχω ιδέα, Ουίλοου», κάνει απότομα η Βικς. «Μπορείς να φύγεις από μπροστά μου; Πρέπει να μιλήσω στην Πόπι». «Στην Πόπι; Πρέπει να μιλήσεις στην Πόπι;» Η Ουίλοου είναι τόσο συγχυσμένη που κοντεύει να εκραγεί. «Μα ποια είναι αυτή η Πόπι, επιτέλους;» Σχεδόν τη λυπάμαι. Αγνοώντας την τελείως, η Βικς πλησιάζει στη θέση μου, σκύβει στο αυτί μου και ρωτάει ψιθυριστά: «Ξέρεις που είναι ο Σαμ;» «Όχι». Την κοιτάζω ανήσυχη. «Τ ι συνέβη;» «Σου έστειλε μήνυμα; Επικοινώνησε μαζί σου;» «Όχι». Ελέγχω το τηλέφωνό μου. «Τ ίποτε. Νόμιζα πως ήσασταν μαζί». «Ήταν». Η Βικς τρίβει μανιωδώς τα μάτια με την ανάστροφη των χεριών της, κι εγώ αντιστέκομαι στην παρόρμηση να την αρπάξω απ’ τους καρπούς. «Τ ι συνέβη;» ψιθυρίζω. «Σε παρακαλώ, Βικς. Θα είμαι διακριτική. Σου τ’ ορκίζομαι». Ακολουθεί σιωπή, έπειτα η Βικς κουνάει το κεφάλι της. «Εντάξει. Δεν είχαμε άλλο χρόνο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Σαμ έχασε, υποθέτω». Νιώθω να με κατακλύζει απογοήτευση. Έπειτα από τόση προσπάθεια. «Τ ι είπε ο Σαμ;»
«Λίγα πράγματα. Έφυγε αμέσως». «Τ ι θα συμβεί στον σερ Νίκολας;» ρωτάω όσο πιο σιγανά μπορώ. Η Βικς δεν απαντάει, αλλά στρέφει το κεφάλι της προς άλλη κατεύθυνση σαν να θέλει να διώξει αυτή τη συγκεκριμένη σκέψη. «Πρέπει να φύγω», λέει ξαφνικά. «Ενημέρωσέ με αν μιλήσεις με τον Σαμ. Σε παρακαλώ». «Εντάξει». Περιμένω μέχρι να απομακρυνθεί η Βικς και ύστερα σηκώνω ήρεμα το κεφάλι μου. Και όπως το περίμενα, η Ουιλοου έχει τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου σαν κόμπρα έτοιμη να επιτεθεί. «Λοιπόν», λέει. «Λοιπόν». Χαμογελάω ευγενικά τη στιγμή που η ματιά της πέφτει στο αριστερό μου χέρι. Το στόμα της ανοίγει. Γ ια λίγο φαίνεται ανήμπορη να αρθρώσει λέξη. «Ποιος σου το έδωσε αυτό το δαχτυλίδι;» ψελλίζει τελικά. Μα τι θράσος είναι αυτό; «Μια κοπέλα που τη λένε Λουσίντα», λέω για να την «κουρδίσω». «Το είχα χάσει, βλέπεις. Μου το επέστρεψε». Η Ουιλοου παίρνει αναπνοή και, τ’ ορκίζομαι, ετοιμάζεται να ορμήσει πάνω μου, όταν η φωνή της Βικς ακούγεται δυνατή μέσα από τα μεγάφωνα. «Λυπάμαι που διακόπτω το πάρτι, αλλά πρέπει να κάνω μια σημαντική ανακοίνωση. Παρακαλούνται όλοι οι υπάλληλοι της White Globe Consulting να επιστρέψουν αμέσως στην κύρια αίθουσα συνεδριάσεων. Στην κύρια αίθουσα συνεδριάσεων, αμέσως παρακαλώ. Σας ευχαριστώ». Τ ριγύρω μας ο κόσμος αρχίζει τα σχόλια και όλες οι παρέες κινούνται σιγά-σιγά προς τις δίφυλλες πόρτες, ενώ κάποιοι ξαναγεμίζουν βιαστικά το ποτήρι τους. «Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να φύγω», λέει ο Ντέιβιντ και σηκώνεται όρθιος. «Κι εσύ πρέπει να φύγεις. Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Σαμ».
«Εγώ δεν είμαι υπάλληλος ξέρεις», λέω για να μη δώσω λανθασμένη εντύπωση. «Αλλά, ναι, πρέπει να φύγω. Λυπάμαι». «Αλήθεια;» Ο Ντέιβιντ κουνάει το κεφάλι του απορημένος. «Άρα καλά κάνει εκείνη η Ουιλοου και αναρωτιέται. Δεν είσαι η κοπέλα του Σαμ και δεν εργάζεσαι σε τούτη την εταιρεία. Ποια στην ευχή είσαι και τι δουλειά έχεις με τον Σαμ;» «Όπως είπα, είναι... μπερδεμένο». Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω με τη γεμάτη απορία έκφρασή του. «Δεν το πιστεύω». Σηκώνει τα φρύδια του, έπειτα βγάζει μια επαγγελματική κάρτα και την πιέζει στην παλάμη μου. «Πες στον Σαμ. Μικρά εξωτικά κατοικίδια. Αυτό που θα του προτείνω είναι μεγάλη ευκαιρία». «Θα του το πω», απαντάω, γνέφοντας σοβαρά. «Ευχαριστώ». Τον βλέπω να χάνεται προς την έξοδο, έπειτα φυλάω προσεκτικά την κάρτα του για να τη δώσω στον Σαμ. «Λοιπόν...» Η Ουίλοου με πλησιάζει πάλι απειλητικά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. «Γιατί δεν ξεκινάς απ’ την αρχή;» «Μιλάς σοβαρά;» Δεν μπορώ να κρύψω την αγανάκτησή μου. «Μήπως θα έπρεπε να κάνεις κάτι άλ λ ο αυτή τη στιγμή;» Δείχνω τα πλήθη που εισρέουν στην αίθουσα συνεδριάσεων. «Ω, καλή προσπάθεια». Δεν πτοείται. «Δεν πρόκειται να αποτελέσει προτεραιότητά μου μια βαρετή εταιρική ανακοίνωση». «Πίστεψέ με, τη συγκεκριμένη βαρετή εταιρική ανακοίνωση θέλεις να την ακούσεις». «Και, υποθέτω, εσύ ξέρεις περί τίνος πρόκειται», κάνει σαρκαστικά. «Ναι», λέω, ενώ ξαφνικά αισθάνομαι καταπτοημένη. «Ξέρω περί τίνος πρόκειται. Και... νομίζω πως θα πάρω ένα ποτό». Κατευθύνομαι προς το μπαρ. Βλέπω την Ουίλοου στον καθρέφτη που μετά από μερικά δευτερόλεπτα γυρίζει και πηγαίνει προς την αίθουσα συνεδριάσεων με μια δολοφονική έκφραση στο πρόσωπό της. Και μόνο η συνομιλία μαζί της είναι εξαντλητική. Όχι, ολόκληρη η ημέρα μου ήταν εξαντλητική. Παραγγέλνω ένα
ακόμα μεγάλο ποτήρι κρασί, έπειτα πηγαίνω με αργά βήματα στην αίθουσα συνεδριάσεων. Η Βικς βρίσκεται στο βήμα και απευθύνεται σ’ ένα σοκαρισμένο ακροατήριο που κρέμεται απ’ τα χείλη της. Πίσω της η τεράστια οθόνη προβάλλει εικόνες χωρίς ήχο. «...όπως είπα, δεν ξέρουμε ακριβώς ποια μορφή θα λάβει η αναφορά, αλλά δώσαμε την απάντησή μας και αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε επί του παρόντος. Υπάρχουν ερωτήσεις; Νιχαλ;» «Που βρίσκεται τώρα ο σερ Νικολας;» ακούγεται η φωνή του Νίχαλ από το πλήθος. «Στο Μπέρκσαϊρ. Θα δούμε τι θα κάνουμε με τη συνέχεια του συνεδρίου. Εννοείται πως μόλις ληφθούν αποφάσεις θα ενημερωθείτε». Παρατηρώ τα πρόσωπα τριγύρω. Ο Τ ζάστιν είναι μερικά μέτρα μακριά μου και κοιτάζει τη Βικς με μια έκφραση σοκ και ανησυχίας στο πρόσωπό του. Τ ώρα σηκώνει το χέρι του. «Τ ζάστιν;» λέει διατακτικά η Βικς. «Μπράβο, Βικς». Η απαλή φωνή του γεμίζει το δωμάτιο. «Φαντάζομαι πόσο δύσκολες θα ήταν οι τελευταίες ώρες για σένα. Ως μέλος της ομάδας ανώτατων στελεχών, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την εξαιρετική σου προσπάθεια. Ό,τι κι αν είπε ή δεν είπε ο σερ Νίκολας, όποια κι αν είναι η αλήθεια, και φυσικά κανένας από εμάς δεν μπορεί στ’ αλ ήθεια να το ξέρει αυτό... εκείνο που εκτιμούμε είναι η αφοσίωσή σου στην εταιρεία. Μπράβο, Βικς!» Αρχίζει να χειροκροτεί και το πλήθος τον μιμείται. Φίδι κολοβό. Σίγουρα, δεν είμαι το μόνο πρόσωπο που έχει αυτή την άποψη. Κάποιος άλλος σηκώνει το χέρι του. «Μάλκομ!» λέει γεμάτη ανακούφιση η Βικς. «Θα ήθελα απλώς να καταστήσω σαφές σε όλους τους υπαλλήλους ότι ο σερ Νίκολας δεν έκανε αυτά τα σχόλια». Δυστυχώς η φωνή του Μάλκομ δεν ακούγεται καλά και δεν είμαι βέβαιη ότι μπορούν να τον ακούσουν όλοι. «Προσωπικά έλαβα το αρχικό υπόμνημα που έστειλε και ήταν τελ είως διαφορετικό...»
«Φοβάμαι πως θα πρέπει να σε διακόψω τώρα», παρεμβαίνει η Βικς. «Το δελτίο ξεκινάει. Ανεβάστε τον ήχο, παρακαλώ». Πού είναι ο Σαμ; Θα ’πρεπε να βρίσκεται εδώ. Θα ’πρεπε να απαντήσει στον Τ ζάστιν και να τον κάνει με τα κρεμμυδάκια. Θα ’πρεπε να παρακολουθείτο δελτίο. Δεν τον καταλαβαίνω διόλου. Η γνώριμη μουσική της εκπομπής Οι ειδήσεις στις δέκα του ΙΤ Ν ξεκινά και ζωηρά γραφικά γεμίζουν την τεράστια οθόνη. Αισθάνομαι μια παράλογη νευρικότητα, μια και η όλη υπόθεση δε με αφορά καθόλου. Σκέφτομαι συνεχώς πως ίσως δε θα αναφερθούν καθόλου σ’ αυτό το θέμα. Όλη την ώρα ακούμε για θέματα που τελικά μένουν στα αζήτητα. Οι χτύποι του Μπιγκ Μπεν ακούγονται ήδη. Όπου να ’ναι θα ακουστούν οι τίτλοι των ειδήσεων. Το στομάχι μου σφίγγεται από αγωνία και πίνω μια γουλιά κρασί. Η παρακολούθηση των ειδήσεων είναι μια τελείως διαφορετική εμπειρία όταν σε αφορούν. Έτσι θα πρέπει να νιώθουν συνέχεια οι πρωθυπουργοί. Χριστέ μου, με τίποτε δε θα ’θελα να βρεθώ στη θέση τους. Τους φαντάζομαι κάθε βράδυ να κρύβονται πίσω απ’ τον καναπέ και να κρυφοκοιτάζουν την οθόνη πίσω απ’ τα δάχτυλά τους. Μπονγκ! «Νέες επιθέσεις στη Μέση Ανατολή προκαλούν φόβους για αποσταθεροποίηση». Μπονγκ! «Οι τιμές των κατοικιών ανακάμπτουν ανέλπιστα όμως αυτό θα διαρκέσει;» Μπονγκ! «Υπόμνημα που διέρρευσε θέτει υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα κορυφαίου κυβερνητικού συμβούλου». Να το. Θα το παρουσιάσουν. Στο δωμάτιο επικρατεί μια σχεδόν ανατριχιαστική ησυχία. Κανένας δε μίλησε ούτε αντέδρασε. Νομίζω πως όλοι κρατάνε την αναπνοή τους, περιμένοντας να ακούσουν αναλυτικά την είδηση. Το ρεπορτάζ για τη Μέση Ανατολή ξεκίνησε και εμφανίζονται εικόνες από πυροβολισμούς σε κάποιον σκονισμένο δρόμο, αλλά μόλις μετά βίας το προσέχω. Κρατάω στο χέρι το τηλέφωνο και γράφω μήνυμα στον Σαμ. Βλέπεις ειδήσεις; Όλοι είναι στην αίθουσα
συνεδριάσεων. Π Το τηλέφωνό μου μένει σιωπηλό. Μα τι κάνει; Γιατί δεν είναι εδώ με όλους τους άλλους; Κοιτάζω έντονα την οθόνη. Το θέμα αλλάζει και παρουσιάζονται γραφικά για τις τιμές των κατοικιών και η συνέντευξη μιας οικογένειας που προσπαθεί να μετακομίσει στο Θάξτεντ, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Θα ήθελα να μιλούν λίγο πιο γρήγορα οι παρουσιαστές, ώστε να κλείσει αυτό το θέμα. Ποτέ στη 86
ζωή μου δε με ενδιέφεραν λιγότερο οι τιμές των κατοικιών. Επιτέλους, τα δυο πρώτα ρεπορτάζ ολοκληρώνονται και επιστρέφουμε στο στούντιο και η παρουσιάστρια λέει με σοβαρό ύφος: «Απόψε αμφισβητείται η ακεραιότητα του σερ Νικολας Μιούρε'ι, ιδρυτή της White Globe Consulting και κυβερνητικού συμβούλου. Σε εμπιστευτικό υπόμνημα που έχει στην κατοχή του κατ’ αποκλειστικότητα το ΙΤ Ν, ο σερ Νικολας Μιούρει αναφέρεται σε πρακτικές διαφθοράς και επιδίωξης δωροδοκίας, τις οποίες προφανώς ανέχεται». Τ ώρα ακούγονται μέσα στην αίθουσα κάποιες πνιχτές κραυγές και κάποιοι ψίθυροι. Κοιτάζω τη Βικς. Είναι εκπληκτική η ηρεμία του προσώπου της όσο παρακολουθεί την οθόνη. Υποθέτω πως ήξερε τι θα ακολουθούσε. «Ωστόσο, νέα τροπή παίρνει η υπόθεση καθώς τα τελευταία λεπτά το ΙΤ Ν ανακάλυψε ότι κάποιο άλλο μέλος του προσωπικού της White Globe Consulting ενδέχεται να έχει γράψει το κείμενο που αποδίδεται στον σερ Νικολας, κάτι το οποίο οι επίσημοι εκπρόσωποι της εταιρείας αρνούνται πως γνωρίζουν. Ο ανταποκριτής μας Ντέμιαν Στάντφορθ διερωτάται: είναι ο κακός της υπόθεσης ο σερ Νίκολας... ή μήπως το θύμα μιας απόπειρας σπίλωσης του ονόματος του;» «Τι;» Η φωνή της Βικς διαπερνά την αίθουσα. «Τ ι στο διάβολ ο...» Ορισμένοι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν αλλά τους διακόπτουν οι διαμαρτυρίες και τα σουτ των υπολοίπων. Κάποιος ανέβασε κι άλλο
τον ήχο. Κοιτάζω την οθόνη χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε. Βρήκε ο Σαμ κάποιο αποδεικτικό στοιχείο; Έκανε κάποιο μαγικό κόλπο; Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνό μου και το βγάζω βιαστικά απ’ την τσέπη μου. Είναι μήνυμα απ’ τον Σαμ. Πώς αντέδρασε η Βικς; Κοιτάζω τη Βικς και μορφάζω. Μοιάζει σαν να θέλει να φάει κάποιον ζωντανό. «Η White Globe Consulting έπαιξε σημαντικό ρόλο στο χώρο των επιχειρήσεων τις τρεις τελευταίες δεκαετίες...» λέει ο δημοσιογράφος την ώρα που προβάλλεται στην οθόνη βίντεο με το κτίριο της White Globe Consulting. Στους αντίχειρες μου έχει συσσωρευτεί τόση αδρεναλίνη που το κείμενο γράφεται σχεδόν μόνο του. Εσύ το έκανες αυτό; Εγώ το έκανα. Επικοινώνησες εσύ με το ΙΤ Ν; Ακριβώς. Νόμιζα πως οι κομπιουτεράδες σας δε βρήκαν αποδείξεις. Τ ι συνέβη; Δε βρήκαν. Καταπίνω με δυσκολία. Προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη. Δεν ξέρω καθόλου πώς λειτουργούν οι δημόσιες σχέσεις. Στο κάτωκάτω, φυσικοθεραπεύτρια είμαι. Αλλά ακόμα κι εγώ θα έλεγα πως δεν μπορεί κανείς να τηλεφωνήσει στο ΙΤ Ν για κάποιο θέμα απόπειρας συκοφάντησης χωρίς να έχει κάποιες αποδείξεις στις οποίες θα στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Πώς Τη στιγμή που αρχίζω να πληκτρολογώ συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω πώς να διατυπώσω την ερώτηση, έτσι τη στέλνω όπως είναι. Ακολουθεί σύντομη σιωπή έπειτα φτάνει στο τηλέφωνό μου ένα μεγάλο μήνυμα. Ανοιγοκλείνω έκπληκτη τα μάτια μου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μήνυμα που μου έχει στείλει ποτέ ο Σαμ κατά περίπου
2.000 τοις εκατό. Μίλησα επίσημα. Θα υποστηρίξω όσα είπα. Αύριο θα τους δώσω αποκλειστική συνέντευξη για το πρωτότυπο υπόμνημα, για τους διευθυντές που «άδειασαν» τον Νικ, για τα πάντα. Πρόκειται για προδοσία. Η εταιρική πλεκτάνη παρατράβηξε. Ο κόσμος πρέπει να μάθει τι συνέβη στ’ αλήθεια. Ήθελα να είναι μαζί μου και ο Μάλκομ, αλλά δεν μπορεί. Έχει τρία παιδιά. Δεν μπορεί να το ρισκάρει. Έτσι, είμαι μόνος μου. Το κεφάλι μου βουίζει. Ο Σαμ ρισκάρει. Αποφάσισε να βγάλει τα παρασκηνιακά παιχνίδια της εταιρείας στη φόρα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως έκανε κάτι τόσο ακραίο. Αλλά απ’ την άλλη... μπορώ. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Δεν έχω ιδέα τι άλλο να γράψω. Βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ. Κάποιος έπρεπε να έχει τα κότσια να σταθεί στο πλάι του Νικ. Κοιτάζω τις λέξεις του με μέτωπο συνοφρυωμένο και αναλογίζομαι την όλη κατάσταση. Όμως δεν αποδεικνύεται τίποτε, σωστά; Είναι μόνον ο λόγος σου. Ένα λεπτό αργότερα απαντάει: Εγείρει ερωτηματικά σχετικά με το όλο θέμα. Αυτό είναι αρκετό. Πού βρίσκεσαι τώρα; Στην αίθουσα συνεδριάσεων. Ξέρει κανείς ότι μου στέλνεις
μηνύματα; Κοιτάζω τη Βικς, η οποία μιλάει με χειμαρρώδες ύφος σ’ έναν τύπο, ενώ ταυτόχρονα κρατάει το τηλέφωνο στο αυτί της. Το βλέμμα της πέφτει προς το μέρος μου και δεν ξέρω αν φταίει η έκφρασή μου, αλλά τα μάτια της σαν να στενεύουν μια σταλίτσα. Κοιτάζει το τηλέφωνό μου, έπειτα ξαναφέρνει το βλέμμα της στο πρόσωπό μου. Αρχίζω να ανησυχώ λίγο. Δε νομίζω. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Μπορείς να φύγεις χωρίς να το προσέξει κανείς; Μετράω ως το τρία, έπειτα ελέγχω την αίθουσα σαν να με ενδιαφέρουν ξαφνικά τα φωτιστικά στους τοίχους. Η Βικς βρίσκεται εντός του οπτικού πεδίου μου. Τ ώρα με καρφώνει με το βλέμμα της. Χαμηλώνω το τηλέφωνό μου, ώστε να μη φαίνεται και γράφω: Πού ακριβώς βρίσκεσαι; Έξω. Αυτό δε με βοηθάει ιδιαιτέρως. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι. Ένα λεπτό αργότερα φτάνει ένα ακόμα μήνυμα: Είναι σκοτεινά, αν αυτό σου λέει κάτι. Υπάρχει χορτάρι. Έχεις μπλέξει σοβαρά; Καμία απάντηση. Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ναι. Εντάξει. Δε θα κοιτάξω τη Βικς. Θα χασμουρηθώ απλώς, θα ξύσω τη μύτη μου ναι, έτσι, σαν να μη συμβαίνει τίποτε θα κάνω μεταβολή και να μετακινηθώ πίσω από αυτή τη μεγάλη παρέα. Έπειτα θα κρυφτώ πίσω από εκείνη τη χοντρή κολόνα. Τ ώρα θα ρίξω μια ματιά στα κλεφτά. Η Βικς κοιτάζει τριγύρω προβληματισμένη. Κάποιοι προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή της, αλλά τους αγνοεί. Μπορώ σχεδόν να δω τους υπολογισμούς στα μάτια της πόσο να ασχοληθεί με το παράξενο κορίτσι που μπορεί να ξέρει κάτι, αλλά που μπορεί επίσης να αποδειχθεί άσχετο; Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα βρίσκομαι στο διάδρομο. Δέκα
δευτερόλεπτα αργότερα διασχίζω το εγκαταλειμμένο λόμπι, αποφεύγοντας το λυπημένο βλέμμα του μπάρμαν. Πολύ σύντομα θα έχει πολλή δουλειά. Δεκαπέντε δευτερόλεπτα αργότερα βρίσκομαι έξω, αγνοώντας τον πορτιέρη, διασχίζω το χαλικόστρωτο δρομάκι, στρίβω στη γωνία μέχρι που νιώθω χορτάρι κάτω από τα πόδια μου και αισθάνομαι πως κατάφερα να το σκάσω. Περπατάω αργά προσπαθώντας να ξαναβρώ την ανάσα μου. Είμαι ακόμα σοκαρισμένη απ’ όσα συνέβησαν. Μπορεί να χάσεις τη δουλειά σου; Κι άλλη σιωπή. Περπατάω λίγο ακόμα, ενώ προσπαθώ να συνηθίσω τον νυχτερινό ουρανό, το δροσερό αεράκι που φυσάει, το μαλακό χορτάρι. Το ξενοδοχείο στέκει καμιά τετρακοσαριά μέτρα μακρύτερα τώρα και αρχίζω να χαλαρώνω. Ίσως. Δε φαίνεται να τον αγχώνει αυτή η προοπτική. Αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως μια λέξη με τέσσερα γράμματα δείχνει πως δεν 87
είναι αγχωμένος κάποιος. Είμαι έξω τώρα. Προς τα πού να πάω; Δεν έχω ιδέα. Βγήκα έξω πίσω απ’ το ξενοδοχείο και άρχισα να περπατάω στο πουθενά. Αυτό κάνω κι εγώ τώρα. Άρα θα συναντηθούμε. Δε μου είπες ότι έχει πεθάνει η μαμά σου. Το πληκτρολόγησα και πάτησα Αποστολή προτού προλάβω να με σταματήσω. Κοιτάζω την οθόνη, τσιτωμένη με τον αδέξιο χειρισμό μου. Δεν το πιστεύω ότι το έγραψα αυτό. Βρήκα την ώρα. Λες κι αυτή είναι η προτεραιότητα του τώρα. Όχι, δε σου το είπα. Έφτασα στην άκρη ενός γηπέδου κροκέ. Μπροστά μου
εκτείνεται ένας χώρος με δέντρα. Εκεί βρίσκεται; Ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω, όταν ένα νέο μήνυμα φτάνει στο κινητό μου. Απλώς κουράζομαι να το λέω. Ακολουθεί εκείνη η άβολη παύση. Καταλαβαίνεις; Ανοιγοκλείνω έκπληκτη τα μάτια μου, κοιτάζοντας την οθόνη. Δεν το πιστεύω ότι και κάποιος άλλος γνωρίζει την άβολη παύση. Καταλαβαίνω. Έπρεπε να σου το είχα πει. Δεν υπάρχει περίπτωση να του δημιουργήσω τύψεις γι’ αυτό. Δεν το εννοούσα έτσι. Δεν ήθελα να νιώσει έτσι. Όσο πιο γρήγορα μπορώ γράφω την απάντησή μου: Όχι. Δεν έπρεπε. Δε χρειάζονται τα «πρέπει». Αυτή είναι η αδιαπραγμάτευτη αρχή μου. Αυτή είναι η αδιαπραγμάτευτη αρχή σου για τη ζωή; Η αδιαπραγμάτευτη αρχή μου για τη ζωή; Δεν εννοούσα αυτό ακριβώς. Αλλά μου αρέσει που πιστεύει ότι έχω κάποια αδιαπραγμάτευτη αρχή για τη ζωή. Όχι, η αδιαπραγμάτευτη αρχή μου για τη ζωή είναι... Κωλώνω. Προσπαθώ να σκεφτώ. Μια αδιαπραγμάτευτη αρχή για τη ζωή. Είναι πολύ σοβαρό το θέμα. Μπορώ να σκεφτώ αρκετές καλές αδιαπραγμάτευτες αρχές, αλλά μια αρχή για τη ζωή... Περιμένω με κομμένη την ανάσα. Σταμάτα, σκέφτομαι. Έπειτα ξαφνικά μου έρχεται η έμπνευση. Γεμάτη αυτοπεποίθηση πληκτρολογώ: Όταν ένα αντικείμενο καταλήξει σ’ ένα δοχείο απορριμμάτων ανήκει σε όλους. Ακολουθεί σιωπή, έπειτα το τηλέφωνο χτυπάει πάλι με την απάντησή του:
Την κοιτάζω άναυδη. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Μια χαμογελαστή φατσούλα. Ο Σαμ Ρόξτον έστειλε μια χαμογελαστή φαταούλα! Ένα λεπτό αργότερα στέλνει τη συνέχεια. Ξέρω. Ούτε κι εγώ το πιστεύω. Γελάω δυνατά, έπειτα ανατριχιάζω, καθώς ένα αεράκι χαϊδεύει τους ώμους μου. Πολύ ωραία όλα αυτά. Αλλά βρίσκομαι σε κάποιον αγρό στο Χάμσαιρ χωρίς παλτό και χωρίς την παραμικρή ιδέα πού πηγαίνω ή τι κάνω. Έλα, Πόπι. Συγκεντρώσου. Δεν υπάρχει φεγγάρι και όλα τα αστέρια πρέπει να έχουν κρυφτεί πίσω απ’ τα σύννεφα. Μετά βίας βλέπω για να πληκτρολογήσω. Πού ΕΙΣΑΙ; Στο δάσος; Δε βλέπω τίποτε. Στην άλλη άκρη του δάσους. Θα σε βρω. Αρχίζω προσεκτικά να βαδίζω ανάμεσα στα δέντρα, βλαστημώντας όταν το πόδι μου πιάνεται σε μια βατσινιά. Εδώ πέρα θα υπάρχουν τσουκνίδες και φίδια. Ίσως μάλιστα υπάρχουν και ανθρωποπαγίδες. Σηκώνω το τηλέφωνο προσπαθώντας ταυτόχρονα να γράψω μήνυμα και να αποφύγω τις βατσινιές. Η νέα αδιαπραγμάτευτη αρχή μου για τη ζωή: μην πηγαίνεις μόνη σου σε τρομακτικά σκοτεινά δάση. Κι άλλη σιωπή έπειτα το τηλέφωνό μου χτυπάει. Δεν είσαι μόνη σου. Κρατάω ακόμα πιο σφιχτά το τηλέφωνο. Είναι αλήθεια, με εκείνον στην άλλη άκρη όντως αισθάνομαι ασφαλής. Περπατάω λίγο ακόμα και καθώς σκοντάφτω στη ρίζα ενός δέντρου αναρωτιέμαι πού πήγε το φεγγάρι. Θα είναι στη γέμιση, υποθέτω. Ή στη χάση. Σε κάποιο απ’ τα δύο. Ψάξε με. Έρχομαι. Κοιτάζω δύσπιστα το μήνυμά του. Να τον ψάξω; Πώς μπορώ να τον ψάξω; Είναι κατασκότεινα, δεν το πρόσεξες; Το τηλέφωνό μου. Ψάξε για το
φως. Μη φωνάξεις. Μπορεί να μας ακούσει κάποιος. Γουρλώνω τα μάτια μες στο σκοτάδι. Δε βλέπω τίποτε εκτός από τις σκούρες σκιές των δέντρων και τους απειλητικούς όγκους των βατσινιών. Και πάλι, το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί θα είναι να πέσω από κανέναν γκρεμό και να σπάσω όλα μου τα άκρα. Προχωρώ λίγο ακόμα ακούγοντας τον ήχο των βημάτων μου και εισπνέοντας τον ευωδιαστό, υγρό αέρα. Εντάξει; Είμαι ακόμα εδώ. Έφτασα σ’ ένα μικρό άνοιγμα και προς στιγμήν διστάζω, δαγκώνοντας το χείλος μου. Προτού συνεχίσω, θέλω να πω τα πράγματα που δε θα μπορώ να πω μόλις τον δω. Θα ντραπώ να του τα πω. Είναι διαφορετικό αν τα γράψω. Ήθελα να σου πω πως πιστεύω ότι αυτό που έκανες είναι σπουδαίο. Που πήρες τόσο μεγάλο ρίσκο. Έπρεπε να γίνει. Είναι τόσο μετριόφρων. Όχι, δεν έπρεπε. Εσύ, όμως, το έκανες. Περιμένω λίγο. Νιώθω το αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό μου και ακούω μια κουκουβάγια να κρώζει σε κάποιο κλαδί πάνω απ’ το κεφάλι μου αλλά ο Σαμ δεν απαντάει. Δε με νοιάζει, θα επιμείνω. Πρέπει να τα πω αυτά τα πράγματα, επειδή έχω τη διαίσθηση πως δε θα το κάνει κανένας άλλος. Θα μπορούσες να επιλέξεις έναν πιο εύκολο δρόμο. Φυσικά. Αλλά δεν το έκανες. Αυτή είναι η αδιαπραγμάτευτη αρχή μου για τη ζωή. Και τότε, χωρίς καμία προειδοποίηση, νιώθω τα μάτια μου να καίνε. Δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο. Δεν ξέρω γιατί συγκινήθηκα ξαφνικά. Θέλω να γράψω «Σε θαυμάζω», αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να του το πω ούτε γραπτώς. Αντί γι’ αυτό, έπειτα από σύντομο δισταγμό, πληκτρολογώ:
Σε καταλαβαίνω. Φυσικά και καταλαβαίνεις. Το ίδιο θα έκανες κι εσύ. Κοιτάζω την οθόνη σαστισμένη. Εγώ; Τ ι σχέση έχω εγώ μ’ αυτή την ιστορία; Δε θα το έκανα. Σε ξέρω καλά, Πόπι Ουάιατ. Θα το έκανες. Δεν ξέρω τι να πω, έτσι αρχίζω να περπατάω πάλι μες στο δάσος, έχοντας την αίσθηση πως το σκοτάδι γύρω μου γίνεται ακόμα πιο πυκνό. Το χέρι μου κρατάει τόσο σφιχτά το τηλέφωνο που σε λίγο θα με πιάσει κράμπα. Αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να χαλαρώσω τα δάχτυλά μου. Νιώθω πως όσο πιο σφιχτά το κρατάω τόσο περισσότερη επαφή έχω με τον Σαμ. Νιώθω σαν να κρατάω το χέρι του. Και δε θέλω να το αφήσω. Δε θέλω να τελειώσει αυτό. Παρόλο που σκοντάφτω και κρυώνω και βρίσκομαι στη μέση του πουθενά. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που δε θα ξαναβρεθούμε ποτέ. Χωρίς να το καλοσκεφτώ γράφω: Χαίρομαι που βρήκα το δικό σου τηλέφωνο. Γρήγορα έρχεται η απάντησή του: Κι εγώ. Νιώθω μια μικρή λάμψη μέσα μου. Ίσως να είναι απλώς ευγενικός. Αλλά δεν το νομίζω. Ήταν ωραία. Παράξενα, αλλά ωραία. «Παράξενα, αλλά ωραία» τα λέει όλα, συμφωνώ. Έστειλε κι άλλη χαμογελαστή φατσούλα! Απίστευτο! Πού πήγε ο τύπος που κυκλοφορούσε με το όνομα Σαμ Ρόξτον; Διευρύνει τους ορίζοντές του. Πράγμα που μου θυμίζει, τι έγιναν τα φιλάκια σου; Κοιτάζω το τηλέφωνό μου και νιώθω έκπληκτη με τον εαυτό μου. Δεν ξέρω. Με γιάτρεψες.
Τ ώρα συνειδητοποιώ πως ποτέ δεν έστειλα φιλάκια στον Σαμ. Ούτε μια φορά. Παράξενο. Λοιπόν, θα του το ξεπληρώσω τώρα. Σχεδόν χαχανίζω την ώρα που πατάω με σιγουριά το πλήκτρο χ. xxxxxxxx Ένα λεπτό αργότερα έρχεται η απάντησή του: xxxxxxxxxxx Χα! Πνιγμένη στα γέλια πληκτρολογώ ακόμα περισσότερα φιλάκια. xxxxxxxxxxxxxx xxxxxxxxxxxxxx xoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxo xoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxo xxx xxx xxx Σε βλέπω. Πασχίζω να διακρίνω κάτι μες στο σκοτάδι, αλλά μου φαίνεται πως ο Σαμ έχει καλύτερη όραση από εμένα διότι εξακολουθώ να μη βλέπω τίποτε. Αλήθεια; Έρχομαι. Γέρνω μπροστά, τεντώνω το λαιμό μου και ψάχνω για ένα αμυδρό φωτάκι, αλλά δεν υπάρχει τίποτε. Θα πρέπει να είδε κάποιο άλλο φως. Δεν μπορώ να σε δω. Έρχομαι. Δεν είσαι εδώ κοντά. Είμαι. Έρχομαι. Και τότε ακούω ξαφνικά τα βήματά του να πλησιάζουν. Είναι πίσω μου, καμιά τριανταριά μέτρα υποθέτω. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να τον δω. Θα ’πρεπε να γυρίσω. Αυτή τη στιγμή θα ’πρεπε να γυρίσω. Τ ώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνω μεταβολή και να τον χαιρετήσω. Να του φωνάξω «Γεια σου». Να κουνήσω το τηλέφωνό μου στον αέρα.
Τα πόδια μου, όμως, είναι ριζωμένα στο έδαφος. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Γιατί μόλις το κάνω, θα έχει έρθει η ώρα να είμαι ευγενική και ρεαλίστρια και να γυρίσω στην πραγματικότητα. Και δεν το αντέχω αυτό. Θέλω να μείνω εδώ. Στο μέρος που μπορούμε να πούμε ό,τι θέλουμε ο ένας στον άλλο. Σε τούτη τη μαγική κατάσταση. Ο Σαμ σταματάει ακριβώς πίσω μου. Η καρδιά μου χτυπάει βαριά, θλιμμένα, καθώς περιμένω να σπάσει τη σιωπή. Όμως φαίνεται να νιώθει κι εκείνος το ίδιο. Δε λέει κουβέντα. Το μόνο που ακούω είναι ο απαλός ήχος της αναπνοής του. Αργά τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, ενώ ακόμα στέκεται πίσω μου. Κλείνω τα μάτια μου και ακουμπάω στο στήθος του. Νιώθω πως ζω κάτι εξωπραγματικό. Βρίσκομαι σ’ ένα δάσος με τον Σαμ να μ’ αγκαλιάζει, ενώ δε θα ’πρεπε. Δεν ξέρω τι κάνω. Δεν ξέρω πού θα καταλήξω μ’ όλα αυτά. Με τη διαφορά ότι... ξέρω. Φυσικά και ξέρω. Επειδή, καθώς τα χέρια του κρατάνε απαλά τη μέση μου, μένω σιωπηλή. Καθώς με γυρίζει προς το μέρος του, μένω σιωπηλή. Και καθώς τα γένια του γρατζουνάνε το πρόσωπό μου, μένω σιωπηλή. Δε χρειάζεται να μιλήσω. Εξακολουθούμε να συνομιλούμε. Κάθε άγγιγμά του, κάθε αποτύπωμα της επιδερμίδας του είναι μία ακόμα λέξη, μια ακόμα σκέψη, η συνέχεια της κουβέντας μας. Και δεν την έχουμε τελειώσει ακόμα. Όχι ακόμα. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμαστε εδώ. Πέντε λεπτά, ίσως. Δέκα λεπτά. Αλλά η στιγμή αυτή δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα και αργάαργά το ξόρκι που μας μάγεψε χάνεται, αφήνοντάς μας να επιστρέψουμε πάλι στον αληθινό κόσμο. Έτσι, συνειδητοποιούμε πως είμαστε αγκαλιασμένοι, κάνουμε αμήχανα ένα βήμα πίσω και νιώθουμε το κρύο νυχτερινό αεράκι να περνάει ανάμεσά μας. Γυρίζω αλλού το βλέμμα, καθαρίζω το λαιμό μου και προσπαθώ να ξεχάσω το άγγιγμά του. «Λοιπόν, θα...» «Ναι».
Όσο περπατάμε στο δάσος, κανένας δε μιλάει. Δεν το πιστεύω αυτό που μόλις συνέβη. Μοιάζει ήδη με όνειρο. Είναι κάτι απίθανο. Έγινε στο δάσος. Κανένας δεν το είδε ούτε το άκουσε. Άραγε 88
συνέβη στ’ αλήθεια; Το τηλέφωνο του Σαμ χτυπάει και αυτή τη φορά απαντάει. «Γεια σου, Βικς». Κι έτσι απλά τελειώνει. Στην άκρη του δάσους βλέπω μια ομάδα ατόμων να έρχονται προς το μέρος μας. Και η συνέχεια της ιστορίας αρχίζει. Πρέπει να είμαι ελαφρώς ζαλισμένη από τη συνάντησή μας, γιατί δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω κανονικά ό,τι συμβαίνει. Αντιλαμβάνομαι ότι η Βικς και ο Ρόμπι και ο Μαρκ υψώνουν τη φωνή τους και ότι ο Σαμ παραμένει ήρεμος και ότι η Βικς είναι έτοιμη να κλάψει, πράγμα πολύ παράξενο για εκείνη, και ότι γίνεται κάποια συζήτηση για τρένα και αυτοκίνητα και έκτακτες συνεντεύξεις Τύπου και ότι μετά ο Μαρκ λέει, «Ο σερ Νικολας θέλει να σου μιλήσει, Σαμ», και ότι όλοι κάνουν ένα βήμα πίσω, σαν από σεβασμό, τη στιγμή που ο Σαμ απαντάει στο τηλέφωνο. Κι έπειτα ξαφνικά έχουν έρθει τα αυτοκίνητα για να μας μεταφέρουν όλους στο Λονδίνο και κατευθυνόμαστε προς την είσοδο του ξενοδοχείου και η Βικς δίνει οδηγίες εδώ κι εκεί και όλοι θα συναντηθούν στο γραφείο στις 7 το πρωί. Εγώ θα μοιραστώ ένα αυτοκίνητο με τον Σαμ. Τη στιγμή που επιβιβάζομαι, η Βικς σκύβει και μου λέει, «Σ’ ευχαριστώ, Πόπι». Δεν μπορώ να καταλάβω αν το λέει σαρκαστικά ή όχι. «Κανένα πρόβλημα», απαντάω για την περίπτωση που δεν το λέει σαρκαστικά. «Και... λυπάμαι. Για...» «Ναι», κάνει σφιγμένα. Κι έπειτα το αυτοκίνητο ξεκινάει. Ο Σαμ στέλνει συνεχώς μηνύματα με πρόσωπο σκυθρωπό. Δε βγάζω κιχ. Ελέγχω το τηλέφωνό μου μήπως έχει έρθει μήνυμα απ’ τον Μάγκνους, αλλά δεν υπάρχει τίποτε. Έτσι, το παρατάω στο κάθισμα και χαζεύω έξω απ’ το παράθυρο τα φώτα του δρόμου, ενώ αναρωτιέμαι πού στην ευχή
πηγαίνω. Δεν το είχα καταλάβει καν ότι αποκοιμήθηκα. Αλλά το κεφάλι μου ακουμπάει στο στήθος του Σαμ και τον ακούω να λέει, «Πόπι; Πόπι;» και ξαφνικά ξυπνάω τελείως και ο λαιμός μου έχει πιαστεί και βρίσκομαι να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο ενός αυτοκινήτου από μια παράξενη γωνία. Προσπαθώ να ανακαθίσω μορφάζοντας. Το κεφάλι μου γυρίζει. «Συγγνώμη. Θεέ μου. Έπρεπε...» «Κανένα πρόβλημα. Εδώ μένεις;» Κοιτάζω ζαλισμένη έξω απ’ το παράθυρο. Βρισκόμαστε στο Μπάλαμ. Βρισκόμαστε έξω από το σπίτι μου. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. «Ναι», απαντάω, μην πιστεύοντας στα μάτια μου. «Εδώ μένω. Αλλά πώς...» Ο Σαμ μ’ ένα νεύμα δείχνει το κινητό που ακόμα είναι ακουμπισμένο στο κάθισμα του αυτοκινήτου. «Ήταν εκεί γραμμένη η διεύθυνσή σου». «Ω, σωστά». Δεν μπορώ να του παραπονεθώ πως έψαξε στα προσωπικά μου αντικείμενα. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». «Όχι. Φυσικά. Κανένα πρόβλημα. Εντάξει. Ευχαριστώ». Ο Σαμ παίρνει το τηλέφωνο και φαίνεται έτοιμος να μου το δώσει τότε διστάζει. «Διάβασα τα μηνύματά σου, Πόπι. Τα διάβασα όλα». «Ω!» Καθαρίζω το λαιμό μου, αγνοώντας πώς να αντιδράσω. «Ουάου. Λοιπόν. Αυτό... αυτό παραπάει, δε νομίζεις; θέλω να πω, το ξέρω ότι εγώ διάβασα τα email σου, αλλά δε χρειαζόταν να...» «Είναι η Λουσίντα». «Τ ι;» Τον κοιτάζω εμβρόντητη. «Πάω στοίχημα. Η Λουσίντα είναι». Η Λουσίντα; «Μα τι; Γιατί;» «Σου λέει ψέματα. Συνεχώς. Δε θα μπορούσε να βρίσκεται στα
μέρη που λέει πως βρίσκεται την ώρα που σου λέει πως είναι εκεί. Πρακτικά είναι αδύνατον». «Ξέρεις... το πρόσεξα κι εγώ αυτό», παραδέχομαι. «Νόμιζα ότι ήθελε να με χρεώσει περισσότερες ώρες ή κάτι τέτοιο...» «Χρεώνει με την ώρα;» Τ ρίβω τη μύτη μου, νιώθοντας ηλίθια. Για την ακρίβεια, δε χρεώνει με την ώρα. Συμφωνήσαμε σε μια συνολική αμοιβή για όλες τις υπηρεσίες της. «Έχεις προσέξει ποτέ ότι ο Μάγκνους και η Λουσίντα σου στέλνουν μηνύματα σταθερά με διαφορά δέκα λεπτών ο ένας από τον άλλο;» Αργά κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Γιατί να προσέξω κάτι τέτοιο; Καθημερινά λαμβάνω εκατοντάδες μηνύματα από ένα σωρό κόσμο. Και άσχετα απ’ αυτό, εκείνος πώς το πρόσεξε; «Άρχισα την καριέρα μου ως αναλυτής». Φαίνεται κάπως αμήχανος. «Είναι η ειδικότητά μου». «Ποια είναι η ειδικότητά σου;» ρωτάω μπερδεμένη. Ο Σαμ εμφανίζει μια κόλλα χαρτί κι εγώ φέρνω έκπληκτη το χέρι στο στόμα. Δεν το πιστεύω. Έφτιαξε ένα διάγραμμα. Με ώρες και ημερομηνίες. Με τηλεφωνήματα, γραπτά μηνύματα και email. Όλο αυτό το έκανε όσο κοιμόμουν; «Ανέλυσα τα μηνύματά σου. Θα δεις τι συμβαίνει». Ανέλ υσε τα μηνύματά μου. Πώς αναλύει κανείς μηνύματα; Μου δίνει το χαρτί κι εγώ το κοιτάζω καλά-καλά. «Τ ι...» «Βλέπεις το συσχετισμό;» Συσχετισμός. Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει. Ακούγεται σαν ορολογία από εξετάσεις μαθηματικών. «Εμ...» «Ας πάρουμε αυτή την ημερομηνία». Δείχνει το χαρτί. «Σου στέλνουν και οι δύο email γύρω στις 6 μ.μ., σε ρωτάνε τι κάνεις και έχουν διάθεση για κουβεντούλα. Έπειτα στις 8 μ.μ. ο Μάγκνους σου λέει ότι θα δουλέψει ως αργά στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου και λίγα
λεπτά αργότερα η Λουσίντα σου λέει ότι ασχολείται με τις καλτσοδέτες των παρανύφων σε μια αποθήκη μόδας στο Σόρντιτς. Στις οκτώ η ώρα το βράδυ; Ας σοβαρευτούμε». Για λίγα λεπτά μένω σιωπηλή. Το θυμάμαι τώρα εκείνο το email για τις καλτσοδέτες. Ακόμα και τότε μου φάνηκε κάπως παράξενο. Αλλά οπωσδήποτε δεν μπορεί κανείς να καταλήξει σε συμπεράσματα μόνο από ένα περίεργο email, σωστά; «Και δε μου λες, ποιος σου ζήτησε να αναλύσεις τα μηνύματά μου;» Το ξέρω ότι ακούγομαι ερειστική, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. «Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ανακατευτείς;» «Κανένας. Είχες αποκοιμηθεί». Ανοίγει τα χέρια του. «Λυπάμαι. Άρχισα να χαζεύω τα μηνύματα και σιγά-σιγά διαπίστωσα ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο». «Δύο email δεν αποτελούν επαναλαμβανόμενο μοτίβο». «Δεν είναι μόνο δυο». Δείχνει το χαρτί. «Την επόμενη ημέρα, ο Μάγκνους είχε ένα σημαντικό σεμινάριο το βράδυ, το οποίο “ ξέχασε” να σου αναφέρει. Πέντε λεπτά αργότερα, η Λουσίντα σου λέει για ένα εργαστήριο δαντέλας στο Νότιγχαμσάιρ. Όμως βρισκόταν στο Φούλαμ δυο ώρες νωρίτερα. Έφτασε μέσα σε δυο ώρες από το Φούλαμ στο Νότιγχαμσάιρ σε ώρα αιχμής; Δεν υπάρχει περίπτωση. Κατά την άποψη μου, πρόκειται για άλλοθι». Στο άκουσμα της λέξης «άλλοθι» αισθάνομαι να παγώνω. «Δυο ημέρες αργότερα, ο Μάγκνους σου στέλνει μήνυμα για να ακυρώσει το γεύμα σας. Ένα λεπτό αργότερα, η Λουσίντα σου στέλνει email με το οποίο σε ενημερώνει πως είναι τρομακτικά απασχολημένη μέχρι τις 2 μ.μ. Δεν έχει κάποιον άλλο λόγο για να σου στείλει email. Γιατί έπρεπε να σε ενημερώσει ότι είναι τρομακτικά απασχολημένη κάποιο άσχετο μεσημέρι;» Σηκώνει το βλέμμα και περιμένει την απάντησή μου. Λες και υπάρχει περίπτωση να την έχω εγώ. «Δεν... δεν ξέρω», κάνω τελικά. «Δεν ξέρω». Ο Σαμ συνεχίζει κι εγώ τρίβω λίγο τα μάτια μου με τις γροθιές μου. Τ ώρα καταλαβαίνω γιατί το κάνει αυτό η Βικς. Προσπαθεί,
έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, να απομονωθεί από τον έξω κόσμο. Γιατί δεν κατάλαβα τι συνέβαινε; Γιατί δεν κατάλ αβα τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν; Ο Μάγκνους και η Λουσίντα. Μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Ο ένας από τους δυο υποτίθεται πως κάνει την οργάνωση του γάμου μου. Ο άλλος υποτίθεται πως θα αποτελέσει το έτερον ήμισυ του γάμου. Το ταίρι μου, δηλαδή. Για μισό λεπτό. Το κεφάλι μου τινάζεται καθώς μου έρχεται μια σκέψη. Ποιος μου έστειλε το ανώνυμο μήνυμα; Η θεωρία του Σαμ δεν μπορεί να είναι σωστή, επειδή κάποιος πρέπει να το έστειλε. Δεν μπορεί να ήταν κάποιος από τους φίλους του Μάγκνους και δε γνωρίζω κανέναν από τους φίλους της Λουσίντα, άρα ποιος στην ευχή; «Θυμάσαι όταν ο Μάγκνους σου είπε πως έπρεπε να συναντηθεί με κάποιον φοιτητή που κάνει διδακτορικό; Και που η Λουσίντα ξαφνικά δεν μπορούσε να έρθει στο ραντεβού που είχατε για ποτό; Και έστειλε στη θέση της την Κλέμενσι; Αν δεις τη χρονική στιγμή...» Ο Σαμ εξακολουθεί να μιλάει, αλλά μετά βίας τον ακούω. Η καρδιά μου σφίγγεται. Φυσικά. Η Κλέμενσι. Η Κλ έμενσι. Η Κλέμενσι φοβάται τη Λουσίντα. Δε θα είχε ποτέ το θάρρος να τη μαρτυρήσει. Αλλά πολύ θα ήθελε να μάθω την αλήθεια. Αν υπήρχε κάτι που θα έπρεπε να ξέρω. Τα δάχτυλά μου τρέμουν, καθώς αρπάζω το τηλέφωνο και βρίσκω πάλι το μήνυμα. Τ ώρα που το ξαναδιαβάζω, μπορώ να ακούσω τις λέξεις με τη γλυκιά, αγχώδη φωνή της Κλέμενσι. Είναι δικές της. «Ακούγονται» δικές της. Η Κλέμενσι δε θα μπορούσε να επινοήσει κάτι τέτοιο. Πρέπει να πιστεύει ότι πράγματι συμβαίνει. Κάτι θα πρέπει να είδε... κάτι θα πρέπει να άκουσε... Βουλιάζω στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Τα άκρα μου πονούν. Αισθάνομαι εξαντλημένη και λυπημένη και ένα κομμάτι μου θέλει να
κλάψει. «Τέλος πάντων». Ο Σαμ φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι δεν τον προσέχω πια. «Θέλω να πω, μια θεωρία είναι μόνο». Διπλώνει το χαρτί και το παίρνω. «Ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ που το έκανες αυτό». Ανασηκώνει τους ώμους λίγο αμήχανα. «Όπως είπα, είναι η ειδικότητά μου». Για λίγο μένουμε και οι δυο σιωπηλοί, αν και νιώθω πως εξακολουθούμε να επικοινωνούμε. Νιώθω σαν οι σκέψεις μας να αιωρούνται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, να μπλέκονται, να συνυφαίνονται, να συναντιούνται για λίγο κι έπειτα να χωρίζουν ξανά. Οι δικές του στον δικό του δρόμο, οι δικές μου στον δικό μου. «Λοιπόν», κάνω εκπνέοντας δύσκολα. «Πρέπει να σ’ αφήσω να φύγεις. Είναι αργά. Ευχαριστώ για...» «Όχι», με διακόπτει. «Μη λες ανοησίες. Εγώ σ’ ευχαριστώ». Νομίζω πως και οι δυο είμαστε πολύ κουρασμένοι για να πούμε πολλά λόγια. «Ήταν...» «Ναι». Σηκώνω το βλέμμα και κάνω το λάθος να συναντήσω τη ματιά του που φαντάζει ασημένια κάτω απ’ το φως της λάμπας του δρόμου. Και για μια στιγμή μονάχα ξαναβρίσκομαι στο... Όχι. Μην το κάνεις, Πόπι. Δε συνέβη ποτέ. Μην το σκέφτεσαι. Ξέχασε το. «Λοιπόν». Πιάνω το πόμολο της πόρτας σε μια προσπάθεια να επανέλθω στην πραγματικότητα, να ξαναβρώ τη λογική μου. «Πρέπει ωστόσο να σου επιστρέψω το τηλέφωνο». «Ξέρεις τι; Κράτησέ το. Είναι δικό σου». Τ υλίγει τα δάχτυλά μου γύρω απ’ το τηλέφωνο και τα κρατάει εκεί σφιχτά για λίγο. «Το κέρδισες. Και, σε παρακαλώ, μην κάνεις τον κόπο να προωθήσεις τίποτε άλλο. Από αύριο όλα τα email μου θα πηγαίνουν στη νέα γραμματέα μου. Η δουλειά σου τελείωσε». «Ε, ευχαριστώ». Ανοίγω την πόρτα έπειτα παρορμητικά γυρίζω
προς το μέρος του. «Σαμ... ελπίζω να είσαι εντάξει». «Μην ανησυχείς για μένα. Μια χαρά είμαι». Μου χαμογελάει με τον υπέροχο τρόπο του και ξαφνικά μου ’ρχεται να τον αγκαλιάσω σφιχτά. Σε λίγο θα χάσει τη δουλειά του και ακόμα μπορεί να χαμογελάει έτσι. «Ελπίζω εσύ να είσαι εντάξει», προσθέτει. «Λυπάμαι για... όλα αυτά». «Ω, εγώ είμαι μια χαρά», λέω, πιέζοντας τον εαυτό μου να γελάσει, αν και δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί το λέω αυτό. Ο μέλλων σύζυγός μου πιθανόν το κάνει με τη διοργανώτρια του γάμου μας. Υπό ποια έννοια ακριβώς είμαι μια χαρά; Ο οδηγός καθαρίζει το λαιμό του και ξαφνιάζομαι. Είναι ξημερώματα. Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο έξω από το σπίτι μου. Έλα, Πόπι. Τελείωνε. Κουνήσου. Η συζήτηση πρέπει να τελειώσει. Έτσι, παρόλο που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω, αναγκάζω τον εαυτό μου να βγει, κλείνω με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου και φωνάζω, «Καληνύχτα!»· έπειτα κατευθύνομαι στην πόρτα του διαμερίσματος μου, την ανοίγω και μπαίνω μέσα, επειδή ενστικτωδώς ξέρω πως ο Σαμ δε θα φύγει αν δε βεβαιωθεί πως είμαι ασφαλής. Μετά βγαίνω πάλι έξω, στέκομαι στην είσοδο και παρακολουθώ το αυτοκίνητό του να απομακρύνεται. Τη στιγμή που στρίβει στη γωνία ελέγχω το τηλέφωνό μου σαν να ελπίζω, σαν να περιμένω να χτυπήσει... Η συσκευή, όμως, είναι σκοτεινή και σιωπηλή. Και παραμένει σκοτεινή και σιωπηλή. Και για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό νιώθω τελείως μόνη.
13 Το επόμενο πρωί δεν υπάρχει εφημερίδα που να μη δημοσιεύει αυτή την είδηση. Και μάλιστα στην πρώτη σελίδα. Μόλις σηκώθηκα, πήγα στο πρακτορείο εφημερίδων και αγόρασα ένα αντίτυπο από καθεμία. Υπάρχουν φωτογραφίες του σερ Νίκολας, φωτογραφίες του πρωθυπουργού, φωτογραφίες του Σαμ, φωτογραφίες του Εντ 'Εξτον, ακόμα και μια φωτογραφία της Βικς στη Mail. Σε όλους τους κύριους τίτλους περιλαμβάνονται οι λέξεις «διαφθορά» και «απόπειρα σπίλωσης» και «ακεραιότητα». Το υπόμνημα δημοσιεύεται χωρίς περικοπές σε όλες τις εφημερίδες και υπάρχει και επίσημη ανακοίνωση από το Γραφείο του Πρωθυπουργού για τον σερ Νίκολας σχετικά με τη θέση του στην Κυβερνητική Επιτροπή. Υπάρχουν ακόμα και δύο διαφορετικές γελοιογραφίες με τον σερ Νίκολας να κρατάει τσάντες που φέρουν την ετικέτα «Ευτυχία» και ξεχειλίζουν από χρήματα. Αλλά ο Σαμ έχει δίκιο: επικρατεί κάποια σύγχυση. Ορισμένοι δημοσιογράφοι είναι προφανές πως πιστεύουν ότι ο σερ Νικολας όντως έγραψε το υπόμνημα. Ορισμένοι άλλοι είναι προφανές πως δεν το πιστεύουν. Κάποια εφημερίδα στο κύριο άρθρο της αναλύει ότι ο σερ Νίκολας είναι αλαζόνας και φαντασμένος και άτι φυσικά πάντοτε δεχόταν δωροδοκίες· κάποια άλλη γράφει ότι ο σερ Νικολας είναι γνωστός για την ακεραιότητά του και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έχει γράψει τέτοιο υπόμνημα. Αν ο Σαμ ήθελε να δημιουργήσει αμφιβολίες για το τι συνέβη, είναι ολοφάνερο ότι τα κατάφερε.
Του έστειλα μήνυμα σήμερα το πρωί: Είσαι εντάξει; Δεν απάντησε. Θα είναι απασχολημένος, υποθέτω. Με τόσα που συμβαίνουν. Εγώ νιώθω χάλια. Χθες το βράδυ πέρασαν ώρες μέχρι να καταφέρω να κοιμηθώ, με τόση υπερένταση που κουβαλούσα μέσα μου, και μετά ξύπνησα στις έξι. Ανακάθισα στο κρεβάτι και, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, άρπαξα το τηλέφωνό μου. Ο Μάγκνους μου είχε στείλει ένα μήνυμα με δύο λέξεις: Περνάω υπέροχα. Μ xxx Περνάει υπέροχα. Τ ι μου λέει αυτό; Τ ίποτε. Μπορεί να περνάει υπέροχα επειδή συγχαίρει τον εαυτό του που δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το γεγονός ότι έχει ερωμένη. Από την άλλη πάλι, μπορεί να περνάει απλώς υπέροχα ανυπομονώντας να αρχίσει η έγγαμη ζωή του κατά την οποία θα μείνει πιστός στη σύζυγό του, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα ότι στο μυαλό της Κλέμενσι καρφώθηκε η ιδέα πως τα ’χει με τη 89
Λουσίντα. Ή ίσως να περνάει υπέροχα αφού αποφάσισε ότι στο εξής θα μου είναι πιστός και ότι λυπάται πολύ γι’ αυτό που έκανε και 90
ότι θα μου τα ομολογήσει όλα μόλις επιστρέψει. Δεν την αντέχω άλλο αυτή την αναμονή. Θέλω τον Μάγκνους εδώ, σ’ αυτή τη χώρα, σ’ αυτό το δωμάτιο. Θέλω να τον ρωτήσω, «Με απάτησες με τη Λουσίντα;» και να ακούσω τι θα μου απαντήσει και τότε ίσως μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να αποφασίσω τι θα κάνω στη συνέχεια. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, θα νιώθω σαν χαμένη. Καθώς πηγαίνω να φτιάξω ακόμα ένα φλιτζάνι τσάι, πιάνω την αντανάκλαση του εαυτού μου στον καθρέφτη της εισόδου και μορφάζω. Τα μαλλιά μου είναι χάλια. Τα χέρια μου είναι γεμάτα μουτζούρα από την ανάγνωση τόσων εφημερίδων. Το στομάχι μου πονάει και το δέρμα μου φαίνεται τραβηγμένο. Άδικα έκανα τόση κούρα ομορφιάς. Σύμφωνα με το σχέδιό μου, χθες το βράδυ
υποτίθεται πως θα έβαζα μια ενυδατική μάσκα. Κι εγώ δεν έκανα καν ντε μακιγιάζ. Στο αρχικό μου πρόγραμμα, η σημερινή ημέρα ήταν αφιερωμένη στις ετοιμασίες του γάμου αλλά και μόνο που το σκέφτομαι το στομάχι μου σφίγγεται και μου ’ρχεται να κλάψω ή να φωνάξω σε κάποιον. (Δηλαδή στον Μάγκνους.) Ωστόσο, είναι ανώφελο να καθίσω εδώ όλη μέρα. Πρέπει να βγω έξω. Πρέπει να κάνω κάτι. Πίνω μερικές γουλιές τσάι και αποφασίζω να πάω στη δουλειά. Δεν έχω ραντεβού, αλλά μπορώ να προχωρήσω κάποια έγγραφα που εκκρεμούν. Αυτό θα με υποχρεώσει τουλάχιστον να κάνω ένα ντους και να συνέλθω. Φτάνω πρώτη και απολαμβάνω την ησυχία όσο τακτοποιώ φακέλους ασθενών· η μονοτονία της δουλειάς με ηρεμεί. Δυστυχώς, αυτό διαρκεί μόνο πέντε λεπτά προτού η Άντζελα περάσει με νωθρό βήμα την πόρτα και αρχίσει να κάνει θόρυβο ανοίγοντας τον υπολογιστή της, φτιάχνοντας καφέ και ανάβοντας την τηλεόραση. «Είναι ανάγκη;» κάνω, ενοχλημένη απ’ το θόρυβο. Νιώθω σαν να έχω πονοκέφαλο από μεθύσι, αν και δεν ήπια ιδιαιτέρως χθες το βράδυ, και θα προτιμούσα να μην έχω αυτή τη φασαρία μες στα αυτιά μου. Η Άντζελα με κοιτάζει λες και μόλις παραβίασα κάποιο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. «Πάντοτε βλέπω το Daybreak». Δεν αξίζει τον κόπο να διαμαρτυρηθώ. Θα μπορούσα να μαζέψω τους φακέλους μου και να πάω στην αίθουσα που κάνω φυσικοθεραπεία, αλλά ούτε αυτό έχω το κουράγιο να κάνω, έτσι γέρνω απλώς τους ώμους μου και προσπαθώ να απομονωθώ από τον υπόλοιπο κόσμο. «Δέμα!» Η Άντζελα ακουμπάει με δύναμη έναν φουσκωτό φάκελο μπροστά μου. «Από την εταιρεία StarBlu. Είναι το μαγιό σου για το μήνα του μέλιτος;» Το κοιτάζω ανέκφραστα. Ήμουν ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο όταν το παρήγγειλα αυτό. Τ ώρα θυμάμαι που σε κάποιο διάλειμμα για φαγητό μπήκα στο "Ιντερνετ και διάλεξα μπικίνι και
καφτάνια. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως τρεις ημέρες πριν από το γάμο θα καθόμουν εδώ και θα αναρωτιόμουν αν θα πρέπει τελικά να παντρευτώ. «...και στα σημερινά πρωτοσέλιδα, μιλάμε για πιθανή διαφθορά σε κυβερνητικό επίπεδο». Η φωνή του παρουσιαστή τραβάει την προσοχή μου. «Μαζί μας στο στούντιο βρίσκεται ένας άνθρωπος που γνωρίζει τον σερ Νικολας Μιούρει εδώ και τριάντα χρόνια, ο Άλαν Σμιθ-Ριβς. Άλαν, η υπόθεση αυτή μας έχει μπερδέψει. Εσύ τι γνώμη έχεις;» «Τον ξέρω αυτό τον τύπο», λέει με αυταρέσκεια η Άντζελα τη στιγμή που αρχίζει να μιλάει ο Άλαν Σμιθ-Ριβς. «Δούλευε στο κτίριο που στεγαζόταν η προηγούμενη δουλειά μου». «Α, μάλιστα». Γνέφω ευγενικά. Στην οθόνη εμφανίζεται μια φωτογραφία του Σαμ. Δεν μπορώ να κοιτάξω. Και μόνο που τον βλέπω νιώθω πόνους στο στήθος, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μήπως γιατί κινδυνεύει η δουλειά του; Μήπως γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει για τον Μάγκνους; Μήπως γιατί χθες βράδυ βρισκόμουν σ’ ένα δάσος με τα χέρια του γύρω απ’ το κορμί μου και τώρα το πιθανότερο είναι πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ; «Είναι πολύ όμορφος», λέει η Άντζελα, εξετάζοντας προσεκτικά τον Σαμ. «Είναι το τσιράκι του σερ Νικολας;» «Όχι!» απαντάω πιο απότομα απ’ ό,τι σκόπευα. «Μην είσαι ανόητη». «Καλά, καλά». Με αγριοκοιτάζει. «Εσένα τι σε νοιάζει, δηλαδή;» Δεν μπορώ να απαντήσω. Πρέπει να φύγω από εδώ. Σηκώνομαι όρθια. «Θέλεις καφέ;» «Φτιάχνω καφέ. Ουφ». Η Άντζελα με κοιτάζει παραξενεμένη. «Είσαι καλά; Αλήθεια, γιατί είσαι εδώ σήμερα; Νόμιζα πως είχες πάρει άδεια». «Ήθελα να προχωρήσω κάποια πράγματα». Πιάνω το τζιν μπουφάν μου. «Μάλλον ήταν κακή ιδέα».
«Εδώ είναι!» Η πόρτα ανοίγει διάπλατα και η Ρούμπι και η Αναλίζ εισβάλλουν στο γραφείο. «Για σένα λέγαμε τώρα!» αναφωνεί η Ρούμπι έκπληκτη. «Τ ι κάνεις εδώ;» «Σκέφτηκα να κάνω λίγη γραφική δουλειά. Αλλά φεύγω». «Όχι, μη φύγεις! Περίμενε μισό λεπτό». Η Ρούμπι με πιάνει απ’ τον ώμο, έπειτα γυρίζει προς την Αναλίζ. «Λοιπόν, Αναλίζ. Γιατί δε λες στην Πόπι αυτά που συζητούσαμε; Έτσι, δε θα χρειαστεί να γράψεις γράμμα». Οχ! Η Ρούμπι έχει πάρει το δασκαλίστικο ύφος της. Και η Αναλίζ δείχνει ντροπιασμένη. Τ ι συμβαίνει; «Δε θέλω να της πω». Η Αναλίζ δαγκώνει τα χείλη της σαν εξάχρονο κοριτσάκι. «Θα της γράψω γράμμα». «Πες τα. Και θα ξαλαφρώσεις». Το βλέμμα της Ρούμπι είναι τόσο αυστηρό που η Αναλίζ είναι αδύνατον να το αγνοήσει. «Εντάξει». Η Αναλίζ παίρνει βαθιά ανάσα, ενώ τα μάγουλά της είναι αναψοκοκκινισμένα. «Πόπι, συγγνώμη που φέρθηκα άσχημα με τον Μάγκνους τις προάλλες. Ήταν λάθος μου και το έκανα απλώς για να σε ταλαιπωρήσω». «Και;» την παροτρύνει η Ρούμπι. «Συγγνώμη που σε ταλαιπώρησα. Ο Μάγκνους είναι δικός σου, όχι δικός μου. Είναι το δικό σου ταίρι, όχι το δικό μου ταίρι. Και ποτέ ξανά δεν πρόκειται να αναφέρω το γεγονός ότι αλλάξαμε ραντεβού», ολοκληρώνει βιαστικά. «Το υπόσχομαι». Φαίνεται τόσο ταραγμένη που συγκινούμαι. Δεν το πιστεύω ότι έκανε κάτι τέτοιο η Ρούμπι. Εκείνη πρέπει να βάλουν επικεφαλής στην White Globe Consulting. Θα τον κανόνιζε τον Τ ζάστιν Κόουλ στο πιτς φιτίλι. «Λοιπόν... ευχαριστώ», απαντάω. «Το εκτιμώ». «Ξέρεις, Πόπι, ειλικρινά λυπάμαι». Η Αναλίζ στρίβει τα δάχτυλά της με ύφος αξιολύπητο. «Δε θέλω να χαλάσω το γάμο σου». «Αναλίζ, σε διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται εσύ να χαλάσεις το γάμο μου». Της χαμογελάω, αλλά έντρομη συνειδητοποιώ πως τα μάτια μου πλημμυρίζουν δάκρυα.
Αν κάτι χαλάσει το γάμο μου, θα είναι το γεγονός ότι ακυρώθηκε. Θα είναι το γεγονός ότι ο Μάγκνους τελικά δε με αγαπούσε πραγματικά. Θα είναι το γεγονός ότι υπήρξα τελείως βλάκας και ανόητη... Ω, Θεέ μου. Δε θα τ’ αποφύγω τα κλάματα. «Γλυκιά μου;» Η Ρούμπι με κοιτάζει προσεκτικά. «Είσαι καλά;» «Μια χαρά!» φωνάζω, ανοιγοκλείνοντας με μανία τα μάτια μου. «Το στρες του γάμου», λέει η Αναλίζ. «Χριστέ μου! Πόπι, θα αφοσιωθείς επιτέλους τώρα ολοκληρωτικά στην προετοιμασία του γάμου σου; Εμπρός, λοιπόν! Θα σε βοηθήσω. Θα είμαι η βοηθός σου. Πάμε να τα ψάλλουμε σε κάποιον. Αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα». Προσπαθώ να χαμογελάσω και σκουπίζω τα μάτια μου. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Να τους πω για τον Μάγκνους; Στο κάτωκάτω, φίλες μου είναι και έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Αλλά πάλι, αν όντως πρόκειται για παρεξήγηση; Δεν είχα 91
νεότερα από τον Άγνωστο Αριθμό. Όλα βασίζονται σε υποθέσεις. Δεν μπορώ να αρχίσω να λέω εδώ κι εκεί ότι ο Μάγκνους με απάτησε βασισμένη σε κάποιο ανώνυμο μήνυμα. Και μετά να το ανεβάσει η Αναλίζ στο Facebook και να τον αποκαλεί παλ ιοερωτιάρη 92
και να τον αποδοκιμάζει την ώρα του γάμου μας. «Είμαι απλώς κουρασμένη», λέω τελικά. «Ένα περιποιημένο πρωινό!» αναφωνεί η Ρούμπι. «Αυτό χρειάζεσαι». «Όχι!» απαντάω έντρομη. «Δε θα μου χωράει το νυφικό». Αν υποθέσουμε πως πράγματι θα παντρευτώ. Νιώθω πάλι τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Το να προετοιμάζεται κανείς για το γάμο του προκαλεί μεγάλο στρες. Το να προετοιμάζεται κανείς για το γάμο του ή για έναν πιθανό χωρισμό, ακύρωση στο παρά πέντε, μπορεί να τον κάνει να γεράσει πριν την ώρα του. «Θα σου χωράει», λέει με βεβαιότητα η Ρούμπι. «Όλοι γνωρίζουν ότι οι νύφες χάνουν αρκετό βάρος πριν από το γάμο τους.
Έχεις μεγάλο περιθώριο, κορίτσι μου. Να το αξιοποιήσεις! Να φας με την ψυχή σου! Ποτέ δε θα ξαναβρεθείς σ’ αυτή τη θέση!» «Έχεις χάσει πολύ βάρος;» Η Αναλίζ με παρατηρεί με φθόνο. «Δε νομίζω». «Όχι», απαντάω σκυθρωπά. «Λίγο». «Και πάλι, αυτό σου επιτρέπει να πιεις έναν καφέ λάτε και να φας ένα ντόνατ», λέει η Ρούμπι και κατευθύνεται προς την πόρτα. «Έλα. Χρειάζεσαι κάτι να σε τονώσει. Έχουμε μισή ώρα. Ας την αξιοποιήσουμε». Όταν μπει μια ιδέα στο μυαλό της Ρούμπι, δεν της τη βγάζεις με τίποτε. Ήδη περπατάει στο πεζοδρόμιο και πλησιάζει τη δίφυλλη πόρτα του Costa Coffee. Τη στιγμή που εγώ και η Αναλίζ μπαίνουμε μέσα, εκείνη ήδη βρίσκεται στο ταμείο. «Γεια σας!» χαιρετάει χαρωπά. «Θα ήθελα τρεις καφέδες λάτε, τρία ντόνατ, τρία κρουασάν βουτύρου, τρία κρουασάν αμυγδάλου...» «Ρούμπι, σταμάτα!» λέω και αρχίζω να χαχανίζω. «Τ ρία κρουασάν σοκολάτα θα τα δώσουμε στους ασθενείς αν δεν καταφέρουμε να τα φάμε τρία μάφιν μήλο...» «Τ ρία κουτάκια καραμέλες μέντα», πετάγεται η Αναλίζ. «Καραμέλες μέντα;» κάνει η Ρούμπι και γυρίζει να την κοιτάξει επιτιμητικά. «Καραμέλ ες μέντα;» «Και μερικά ρολάκια κανέλας», προσθέτει βιαστικά η Αναλίζ. «Τ ώρα μάλιστα. Τ ρία ρολάκια κανέλας...» Το τηλέφωνο στην τσέπη μου χτυπάει και το στομάχι μου σφίγγεται. Ω, Θεέ μου, ποιος είναι; Κι αν είναι ο Μάγκνους; Κι αν είναι ο Σαμ; Το βγάζω απ’ την τσέπη μου και απομακρύνομαι λίγο από τη Ρούμπι και την Αναλίζ, οι οποίες διαφωνούν για το τι είδους μπισκότα θα αγοράσουν. Τη στιγμή που κοιτάζω την οθόνη με κατακλύζει ένα αίσθημα τρόμου. Είναι ο Άγνωστος Αριθμός. Όποιος κι αν κρύβεται πίσω απ’ αυτόν, επιτέλους μου τηλεφώνησε. Αυτό ήταν. Ήρθε η στιγμή να μάθω την αλήθεια. Για καλό ή για κακό. Έχω παραλύσει τόσο που το χέρι μου τρέμει την ώρα που
πατάω το πλήκτρο Απάντηση και στην αρχή δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. «Εμπρός;» ακούγεται μια γυναικεία φωνή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής. «Εμπρός; Με ακούτε;» Είναι η Κλέμενσι; Δεν είμαι σίγουρη. «Γεια», καταφέρνω να ψελλίσω. «Γεια σας. Είμαι η Πόπι. Εσύ είσαι Κλέμενσι;» «Όχι». Η κοπέλα ακούγεται ξαφνιασμένη. «Ω», κάνω και καταπίνω. «Μάλιστα». Δεν είναι η Κλέμενσι; Τότε ποια είναι; Το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μου στείλει εκείνο το μήνυμα; Αυτό σημαίνει ότι η Λουσίντα δεν έχει σχέση με όλα αυτά; Προσέχω πως η Αναλίζ και η Ρούμπι με παρακολουθούν με περιέργεια από το ταμείο όπου στέκονται και πηγαίνω λίγο πιο πέρα. «Λοιπόν...» Προσπαθώ απεγνωσμένα να διατηρήσω την αξιοπρέπεια στη φωνή μου και να μην ακουστώ σαν μια γυναίκα τελείως ταπεινωμένη, η οποία θα υποχρεωθεί να ακυρώσει το γάμο της. «Θέλατε να μου πείτε κάτι;» «Ναι. Προσπαθώ επειγόντως να επικοινωνήσω με τον Σαμ Ρόξτον». Με τον Σαμ; Η ένταση που ολοένα μεγάλωνε μέσα μου ξαφνικά υποχωρεί. Τελικά, δεν είναι ο Άγνωστος Αριθμός. Δηλαδή, είναι ένας διαφορετικός Άγνωστος Αριθμός. Δεν ξέρω αν νιώθω απογοήτευση ή ανακούφιση. «Που βρήκατε αυτό τον αριθμό;» απαιτεί να μάθει η κοπέλα. «Γνωρίζετε τον Σαμ;» «Ε... ναι. Ναι, τον γνωρίζω». Προσπαθώ να συνέλθω. «Λυπάμαι. Δεν κατάλαβα προς στιγμήν. Νόμιζα πως ήσασταν κάποια άλλη. Μπορώ να πάρω κάποιο μήνυμα για τον Σαμ;» Το λέω αυτόματα προτού συνειδητοποιήσω ότι δεν προωθώ πια μηνύματα στον Σαμ. Αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν μπορώ να πάρω ένα μήνυμα για κείνον, σωστά; Γ ια χάρη του παλιού καιρού. Έτσι,
για να τον βοηθήσω. «Έχω αφήσει μήνυμα». Ακούγεται πολύ εκνευρισμένη. «Δεν καταλαβαίνετε. Πρέπει να του μιλήσω. Σήμερα. Τ ώρα. Είναι επείγον». «Λοιπόν, μπορώ να σας δώσω το email του». «Θα αστειεύεστε». Με διακόπτει ανυπόμονα. «Ο Σαμ δε διαβάζει ποτέ τα email του. Πιστέψτε με, όμως, πρόκειται για κάτι σημαντικό. Πρέπει να του μιλήσω το συντομότερο. Για την ακρίβεια, αφορά το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο που κρατάτε αυτή τη στιγμή». Τι; Κοιτάζω σαν χαζή το κινητό, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι αν έχω τρελαθεί. Πώς μια άγνωστη κοπέλα ξέρει για το τηλέφωνο που κρατάω; «Ποια είστε;» ρωτάω έκπληκτη κι εκείνη αφήνει έναν αναστεναγμό. «Κανένας δε θυμάται ποια είμαι, έτσι; Είμαι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Σαμ. Είμαι η Βάιολετ». Ευτυχώς που δεν έφαγα κανένα ρολάκι κανέλας, αυτό μόνο έχω να πω. Η Βάιολετ είναι πανύψηλη, φοράει ξεβαμμένο τζιν παντελόνι και τα τεράστια σκούρα μάτια της έχουν γύρω τους υπολείμματα 93
μακιγιάζ. Μοιάζει σαν διασταύρωση καμηλοπάρδαλης με κουκουβάγια. Το καλό είναι ότι μένει στο Κλάπαμ, έτσι κατέφθασε μέσα σε πέντε λεπτά. Να τη, λοιπόν, στο Costa Coffee, να μασουλάει αραβική πίτα με κοτόπουλο και να κατεβάζει ένα σμούθι. Η Ρούμπι και η Αναλίζ επέστρεψαν ευτυχώς στη δουλειά, διότι δε θα το άντεχα αν χρειαζόταν να τους εξηγήσω όλη την ιστορία. Είναι υπερβολικά σουρεαλιστική. Όπως μου εξήγησε επανειλημμένως η Βάιολετ, αν δεν τύχαινε να βρίσκεται στο Λονδίνο μεταξύ φωτογραφίσεων κι αν δεν τύχαινε να δει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων καθώς βγήκε να αγοράσει ένα μπουκάλι γάλα, δε θα είχε την παραμικρή ιδέα για το σκάνδαλο. Κι αν δεν τύχαινε να έχει μυαλό μες στο κεφάλι της, δε θα είχε
συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί. Είναι, όμως, ο κόσμος ευγνώμων; Θέλει να σε ακούσει; Όχι. Είναι όλοι τους ανόητοι. «Οι γονείς μου έχουν πάει κρουαζιέρα», λέει περιφρονητικά. «Προσπάθησα να βρω μιαν άκρη στον τηλεφωνικό τους κατάλογο, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ποιος, κατάλαβες; Έτσι, δοκίμασα να καλέσω τη γραμμή του Σαμ, έπειτα τη γραμμή του Νικ... αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να πέσω στις ψηλομύτες βοηθούς τους. Καμία δε μου έδωσε σημασία. Αλλά πρέπει να μιλήσω σε κάποιον». Χτυπάει την παλάμη της στο τραπέζι. «Επειδή ξέρω άτι κάτι συνέβαινε. Και, κατά κάποιον τρόπο, το είχα καταλάβει και όταν συνέβαινε. Αλλά ο Σαμ ποτέ δεν άκουγε τι του έλεγα. Εσένα σ’ ακούει καθόλου;» Με παρατηρεί με ενδιαφέρον για πρώτη φορά. «Ποια ακριβώς είπαμε πως είσαι; Είπες πως τον βοηθούσες. Τ ι σημαίνει αυτό;» «Είναι κάπως σύνθετο», απαντάω ύστερα από λίγο. «Τον παράτησαν σύξυλο και...» «Ώστε έτσι;» Τ ρώει μια μπουκιά πίτα ακόμα και με κοιτάζει με περισσότερο ενδιαφέρον. «Πώς κι έτσι;» Το ξέχασε; «Ξέρεις... εεε... έφυγες χωρίς προειδοποίηση. Το θυμάσαι; Υποτίθεται πως ήσουν η ιδιαιτέρα του;» «Σωστάααα». Ανοίγει διάπλατα τα μάτια της. «Ναι. Αυτή η δουλειά τελικά δε μου ταίριαξε. Και μου τηλεφώνησαν απ’ το πρακτορείο και ήθελαν να πάρω το αεροπλάνο κι έτσι...» Συνοφρυώνεται, λες και το όλο ζήτημα την προβληματίζει για πρώτη φορά. «Υποθέτω πως θα θύμωσε λιγάκι. Όμως η εταιρεία έχει πάρα πολύ προσωπικό. Δε θα ’χει κανένα πρόβλημα». Κάνει μια αέρινη κίνηση με το χέρι της. «Εσύ, λοιπόν, εργάζεσαι εκεί;» «Όχι». Πώς θα το εξηγήσω; «Βρήκα αυτό το τηλέφωνο και το δανείστηκα και έτσι γνώρισα τον Σαμ». «Το θυμάμαι αυτό το τηλέφωνο. Ναι». Του ρίχνει μια ματιά ζαρώνοντας τη μύτη της. «Δεν το σήκωνα ποτέ».
Πνίγω ένα χαμόγελο. Θα πρέπει να ήταν η πιο άχρηστη γραμματέας που υπήρξε ποτέ σ’ ολόκληρο τον κόσμο. «Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λ όγο ξέρω ότι κάτι συνέβαινε». Τελειώνει το φαγητό της επιδεικτικά. «Λόγω όλων αυτών των μηνυμάτων. Στο τηλέφωνο». Το ζουπάει με το δάχτυλό της. Εντάξει. Τουλάχιστον ερχόμαστε στο θέμα μας. «Μηνύματα; Τ ι μηνύματα;» «Υπήρχαν ένα σωρό φωνητικά μηνύματα. Όχι για τον Σαμ, για κάποιον τύπο που ονομάζεται Εντ. Δεν ήξερα τι να τα κάνω. Έτσι τα άκουσα και τα σημείωσα. Και δε μου άρεσαν καθόλου αυτά που έλεγαν». «Γιατί;» Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά. «Ήταν όλα από τον ίδιο τύπο σχετικά με την τροποποίηση ενός εγγράφου. Πώς θα το έκαναν. Πόσο χρόνο θα χρειάζονταν. Πόσο θα στοίχιζε. Τέτοιου είδους πράγματα. Όλα αυτά δε μου φαίνονταν σωστά, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Αλλά δε μου φαίνονταν και λ άθος». Ζαρώνει πάλι τη μύτη της. «Μου φαίνονταν απλώς... παράξενα». Το κεφάλι μου γυρίζει. Δυσκολεύομαι να χωνέψω όσα άκουσα. Φωνητικά μηνύματα για τον Εντ σχετικά με το υπόμνημα. Σ’ αυτό το τηλέφωνο. Σ’ αυτό το τηλ έφωνο. «Το είπες στον Σαμ;» «Του έστειλα email και μου είπε να τα αγνοήσω. Αλλά εγώ δεν ήθελ α να τα αγνοήσω. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Από ένστικτο». Κατεβάζει λίγο σμούθι ακόμα. «Μετά, ανοίγω την εφημερίδα σήμερα το πρωί και βλέπω τον Σαμ να μιλάει για κάποιο υπόμνημα και να λέει ότι ήταν ψεύτικο και σκέφτομαι, ναι!» Χτυπάει πάλι την παλάμη της στο τραπέζι. «Αυτό συνέβαινε». «Πόσα φωνητικά μηνύματα υπήρχαν συνολικά;» «Τέσσερα; Πέντε;» «Δεν υπάρχουν φωνητικά μηνύματα στο τηλέφωνο τώρα. Εγώ, τουλάχιστον, δε βρήκα κανένα». Δυσκολεύομαι να κάνω την ερώτηση. «Μήπως... τα διέγραψες;» «Όχι!» λέει, λάμποντας από χαρά. «Αυτό είναι το θέμα! Τα
έσωσα. Δηλαδή ο φίλος μου, ο Άραν, το έκανε. Μια βραδιά σημείωνα ένα απ’ αυτά και μου κάνει, “ Μωρό μου, σωστά απλώς στον σέρβερ”. Κι εγώ ρώτησα, “ Πώς σώζεται ένα φωνητικό μήνυμα;” Έτσι ήρθε στο γραφείο και τα έβαλε όλα σ’ ένα αρχείο. Μπορεί να κάνει εκπληκτικά πράγματα ο Άραν», προσθέτει περήφανα. «Είναι κι εκείνος μοντέλο, αλλά γράφει και παιχνίδια παράλληλα». «Σ’ ένα αρχείο;» ρωτάω, αδυνατώντας να καταλάβω. «Και που είναι τώρα αυτό το αρχείο;» «Εκεί πρέπει να είναι ακόμα». Ανασηκώνει τους ώμους. «Στον υπολογιστή της ιδιαιτέρας του Σαμ. Στην επιφάνεια εργασίας υπάρχει ένα εικονίδιο με τίτλο “ Φωνητικά μηνύματα”». Ένα εικονίδιο στον υπολογιστή της ιδιαιτέρας του Σαμ. Μόλις έξω απ’ το γραφείο του. Όλο αυτό το διάστημα βρισκόταν εκεί, κάτω από τη μύτη μας. «Θα είναι ακόμα εκεί;» ρωτάω, ενώ ξαφνικά με καταλαμβάνει πανικός. «Δε θα το έχουν διαγράψει;» «Δε βλέπω για ποιο λόγο να το διαγράψουν», κάνει, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν είχαν διαγράψει τίποτε όταν ανέλαβα εγώ. Υπήρχαν ένα σωρό άχρηστα αρχεία, ανάμεσα στα οποία δημιούργησα τα δικά μου». Με το ζόρι κρατιέμαι για να μην αρχίσω να γελάω υστερικά. Τόσος πανικός. Τόση προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει απλώς στον υπολογιστή έξω απ’ το γραφείο του Σαμ. «Τέλος πάντων, αύριο φεύγω για τις Ηνωμένες Πολιτείες και έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον, αλλά είναι αδύνατον να βρω τον Σαμ». Κουνάει το κεφάλι της. «Του έστειλα email, γραπτό μήνυμα, τον πήρα τηλέφωνο... λέγοντας, αν ήξερες μόνο για ποιο πράγμα θέλω να σου μιλήσω...» «Άσε με να δοκιμάσω κι εγώ», λέω και γράφω ένα μήνυμα στον Σαμ. Σαμ, ΠΡΕΠΕΙ να μου τηλεφωνήσεις. Τ ώρα. Αφορά τον σερ Νίκολας. Μπορεί να
βοηθήσει. Μη χάνεις χρόνο. Πίστεψέ με. Πάρε με αμέσως. Σε παρακαλώ. Πόπι. «Λοιπόν, σου εύχομαι καλή τύχη». Η Βάιολετ γυρίζει τα μάτια προς τα πάνω. «Όπως σου είπα, έχει εξαφανιστεί. Η γραμματέας του μου είπε ότι δεν απαντάει σε κανέναν. Ούτε στα email ούτε σε τηλεφωνικές κλήσεις...» Τ ινάζεται καθώς η φωνή της Μπιγιονσέ ακούγεται απ’ το κινητό. Η ένδειξη «Σαμ κινητό» έχει ήδη εμφανιστεί στην οθόνη. «Εντάξει». Έχει γουρλώσει τα μάτια της. «Δεν έχω λόγια. Έχω εντυπωσιαστεί». Πατάω το πλήκτρο και βάζω με λαχτάρα το τηλέφωνο στο αυτί μου. «Γεια σου, Σαμ». «Πόπι». Η φωνή του χαϊδεύει σαν αχτίδα φωτός το αυτί μου. Είναι τόσο πολλά αυτά που θέλω να του πω. Αλλά δεν μπορώ. Όχι τώρα. Ίσως να μην του τα πω ποτέ. «Άκου», λέω. «Είσαι στο γραφείο σου; Πήγαινε στον υπολογιστή της ιδιαιτέρας σου. Γρήγορα». Έπειτα από μια σύντομη σιωπή λέει: «Εντάξει». «Κοίταξε την επιφάνεια εργασίας», τον καθοδηγώ. «Υπάρχει κάποιο εικονίδιο με τίτλο “ Φωνητικά μηνύματα”;» Γ ια λίγο δεν ακούγεται τίποτε, κατόπιν απαντάει: «Υπάρχει». «Εντάξει», λέω ξέπνοα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι κρατούσα την αναπνοή μου. «Πρέπει να προσέξεις πάρα πολύ αυτό το αρχείο. Και τώρα πρέπει να μιλήσεις στη Βάιολετ». «Στη Βάιολ ετ;» ακούγεται έκπληκτος. «Δεν πιστεύω βέβαια να εννοείς αυτήν που με παράτησε;» «Βρίσκομαι μαζί της τώρα. Άκουσε την, Σαμ. Σε παρακαλώ». Της δίνω το τηλέφωνο. «Γεια, Σαμ», κάνει χαλαρά η Βάιολετ. «Λυπάμαι που σε
παράτησα σύξυλο και όλα τα σχετικά. Σε βοήθησε όμως η Πόπι, σωστά;» Όσο η Βάιολετ μιλάει στον Σαμ, εγώ πηγαίνω στο ταμείο και παραγγέλνω έναν ακόμα καφέ, παρόλο που τα νεύρα μου είναι τόσο τεντωμένα που μάλλον δε θα ’πρεπε να πιω κι άλλον. Και μόνον ο ήχος της φωνής του Σαμ με αποσυντόνισε. Ήθελα αμέσως να του μιλήσω για τα πάντα. Ήθελα να κουλουριαστώ και να ακούσω τη γνώμη του. Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Πρώτον, επειδή έχει τεράστια προβλήματα ο ίδιος. Δεύτερον, επειδή ποιος είναι; Δεν είναι φίλος, δεν είναι συνάδελφος. Απλώς ένας τύπος που συνάντησα τυχαία και δεν έχει καμία θέση στη ζωή μου. Τελείωσε. Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν. Μπορεί να ανταλλάξουμε κανένα γραπτό μήνυμα. Μπορεί να έχουμε μια αμήχανη συνάντηση μετά από ένα χρόνο. Και οι δύο θα είμαστε διαφορετικοί και θα χαιρετηθούμε σφιγμένα, ενώ μέσα μας θα μετανιώνουμε ήδη που αποφασίσαμε να εμφανιστούμε στο ραντεβού. Θα γελάσουμε με το πόσο απίστευτη ήταν αυτή η ιστορία με το τηλέφωνο. Δε θα αναφέρουμε αυτό που συνέβη στο δάσος. Επειδή δε συνέβη. «Είσαι καλά, Πόπι;» Η Βάιολετ στέκεται μπροστά μου και κουνάει το τηλέφωνο κάτω απ’ τη μύτη μου. «Ορίστε». «Ω!» κάνω καθώς συνέρχομαι και το παίρνω. «Ευχαριστώ. Μίλησες στον Σαμ;» «Άνοιξε το αρχείο την ώρα που του μιλούσα. Τα ’χει παίξει απ’ τη χαρά του. Είπε να σου πω ότι θα σε πάρει αργότερα». «Ω... Καλά... δε χρειάζεται». Παίρνω τον καφέ μου. «Όπως θέλει». 94
«Ει, ωραίο δαχτυλίδι». Η Βάιολετ αρπάζει το χέρι μου. «Είναι σμαράγδι;» «Ναι». «Τέλειο! Και ποιος είναι ο τυχερός;» Βγάζει απ’ την τσάντα της
ένα iPhone. «Μπορώ να το φωτογραφίσω; Συγκεντρώνω ιδέες για όταν γίνει ζάμπλουτος ο Άραν. Το διάλεξες εσύ;» λέει όταν ξανακαθόμαστε στο τραπέζι μας. «Όχι, το είχε όταν μου έκανε πρόταση γάμου. Είναι οικογενειακό κειμήλιο». «Τ ι ρομαντικό. Ουάου! Δηλαδή δεν το περίμενες;» «Όχι. Καθόλου». «Και είπες κάτι του στιλ “ Δεν υπάρχει!”» «Ας πούμε». Τ ώρα, εκείνη η βραδιά που μου έκανε πρόταση γάμου ο Μάγκνους φαντάζει εκατομμύρια χρόνια μακριά. Βρισκόμουν σε παραζάλη. Ένιωθα σαν να μπήκα σε μια μαγική σαπουνόφουσκα, όπου όλα ήταν λαμπερά και τέλεια και τίποτε δε θα μπορούσε να πάει στραβά. Χριστέ μου, τι ανόητη που ήμουν... Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου προτού προλάβω να το συγκρατήσω. Η Βάιολετ με κοιτάζει ανήσυχη. «Είσαι καλά;» «Μια χαρά», της χαμογελάω, σκουπίζοντας τα μάτια μου. «Απλώς... τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Ο αρραβωνιαστικός μου μπορεί να με απατάει και δεν ξέρω τι να κάνω». Και μόνο το γεγονός ότι τα έβγαλα από μέσα μου, με κάνει να νιώθω καλύτερα. Παίρνω βαθιά ανάσα και χαμογελάω στη Βάιολετ. «Συγγνώμη. Αγνόησέ το αυτό. Να μη σε κουράζω με τα δικά μου». «Όχι. Δεν πειράζει». Μαζεύει τα πόδια πάνω στην καρέκλα της και με κοιτάζει έντονα. «Γιατί, δεν είσαι σίγουρη αν σε απατάει ή όχι; Τ ι σε κάνει να πιστεύεις ότι σε απατάει;» «Κάποιος μου έστειλε ένα ανώνυμο μήνυμα. Γι’ αυτό». «Αγνόησέ το, λοιπόν». Τα μάτια της με παρατηρούν προσεκτικά. «Μήπως, όμως, έχεις κάποιο προαίσθημα; Είναι κάτι που θα μπορούσε να κάνει;» Για μια στιγμή μένω σιωπηλή. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να πω, «Ποτέ! Σε καμία περίπτωση!» Αλλά απ’ το κεφάλι μου περνούν υπερβολικά πολλές εικόνες. Εικόνες που δεν ήθελα να δω· εικόνες
που προσπάθησα να προσποιηθώ πως δεν υπήρξαν. Ο Μάγκνους να φλερτάρει με κοπέλες σε πάρτι. Ο Μάγκνους περιτριγυρισμένος από όλες τις φοιτήτριές του με τα μπράτσα του χαλαρά περασμένα στους ώμους τους. Ο Μάγκνους να παρενοχλείται ουσιαστικά από την Αναλίζ. Το θέμα είναι ότι ο Μάγκνους αρέσει στα κορίτσια. Και τα κορίτσια αρέσουν στον Μάγκνους. «Δεν ξέρω», ψελλίζω με το βλέμμα καρφωμένο στον καφέ μου. «Ίσως». «Και υποψιάζεσαι με ποια σε απατάει;» «Ίσως». «Τότε αντιμετώπισε την κατάσταση». Φαίνεται ενθουσιασμένη. «Έχεις μιλήσει μαζί του; Έχεις μιλήσει μαζί της;» «Εκείνος βρίσκεται στην Μπριζ με τους φίλους του. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Και εκείνη...» σταματάω. «Όχι. Δεν μπορώ. Θέλω να πω, δεν είναι παρά μια πιθανότητα. Το πιθανότερο είναι πως είναι τελείως αθώα». «Είσαι σίγουρη ότι εκείνος είναι στην Μπριζ με τους φίλους του;» κάνει η Βάιολετ, σηκώνοντας τα φρύδια της· έπειτα χαμογελάει πλατιά. «Αστειεύομαι, αυτό είναι όλο». Σπρώχνει το μπράτσο μου. «Είμαι σίγουρη ότι εκεί βρίσκεται. Ξέρεις, γλυκιά μου, πρέπει να φύγω για να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου. Ελπίζω να πάνε όλα καλά. Δώσε την αγάπη μου στον Σαμ». Βαδίζει προς την έξοδο και αρκετά κεφάλια αντρών γυρίζουν να την κοιτάξουν. Είμαι απολύτως βέβαιη ότι αν ο Μάγκνους ήταν εδώ, ένα από αυτά τα κεφάλια θα ήταν το δικό του. Κοιτάζω δύσθυμα τον καφέ μου για λίγο ακόμα. Γιατί όλοι πρέπει να μου λένε να αντιμετωπίσω την κατάσταση; Τ ις αντιμετωπίζω τις καταστάσεις. Πάρα πολλές φορές. Αλλά δεν μπορώ να παρουσιαστώ σαν φάντης μπαστούνι μπροστά στον Μάγκνους στο ταξίδι με τους φίλους του ούτε να πλησιάσω τη Λουσιντα και να την κατηγορήσω στα καλά καθούμενα. Θέλω να πω, χρειάζονται αποδείξεις. Χρειάζονται γεγονότα. Ένα ανώνυμο μήνυμα δεν αρκεί.
Από το τηλέφωνό μου αρχίζει να ξεχύνεται η μελωδία της Μπιγιονσέ και, χωρίς να το θέλω, νιώθω το κορμί μου να παγώνει. Είναι... Όχι. Είναι ο Άγνωστος Αριθμός. Αλλά ποιος Άγνωστος Αριθμός; Γ ια να τονωθώ λίγο πίνω μια γουλιά καφέ και απαντάω. «Γεια σας, Πόπι Ουάιατ στο τηλέφωνο». «Γεια σας, Πόπι. Λέγομαι Μπρέντα Φέρφαξ. Τηλεφωνώ από το ξενοδοχείο Μπέροου. Ήμουν σε ολιγοήμερες διακοπές, διαφορετικά φυσικά και θα σας είχα τηλεφωνήσει νωρίτερα. Σας ζητώ συγγνώμη». Η κυρία Φέρφαξ. Μετά από τόσο καιρό. Σχεδόν μου ’ρχεται να σκάσω στα γέλια. Αν σκεφτεί κανείς πόσο απελπισμένη ήμουν περιμένοντας να ακούσω τη φωνή αυτής της γυναίκας. Και τώρα δεν έχει καμία σημασία. Ξαναβρήκα το δαχτυλίδι μου. Τ ίποτε δεν έχει σημασία. Και γιατί στην ευχή μού τηλεφωνεί; Είπα στον υπάλληλο της υποδοχής ότι το βρήκα το δαχτυλίδι μου. Το θέμα έχει λήξει. «Δε χρειάζεται να ζητάτε συγγνώμη». «Μα φυσικά και χρειάζεται! Τ ι φρικτό μπέρδεμα». Ακούγεται συγχυσμένη. Ίσως ο υπάλληλος υποδοχής τής μίλησε αυστηρά. Ίσως της είπε να μου τηλεφωνήσει και να ζητήσει συγγνώμη. «Σας παρακαλώ, μην ανησυχείτε. Τ ρόμαξα λιγάκι, αλλά τώρα είμαι μια χαρά». «Και ήταν τόσο μεγάλης αξίας το δαχτυλίδι σας!» «Όλα είναι εντάξει», της λέω για να την ηρεμήσω. «Δεν έγινε τίποτε». «Όμως, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Ξέρετε, μία από τις σερβιτόρες μού το έδωσε και ετοιμαζόμουν να το βάλω στο χρηματοκιβώτιο. Αυτό ετοιμαζόμουν να κάνω». «Ειλικρινά, δε χρειάζεται να μου εξηγήσετε». Τη λυπάμαι την καημένη. «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Χτύπησε ο συναγερμός, είχατε άλλα στο νου σας». «Όχι!» Η κυρία Φέρφαξ ακούγεται ελαφρώς προσβεβλημένη. «Δε συνέβη κάτι τέτοιο. Όπως σας είπα, ετοιμαζόμουν να το βάλω
στο χρηματοκιβώτιο. Αλλά πριν προλάβω να το κάνω, μια άλλη κυρία ήρθε κοντά μου και μου είπε ότι το δαχτυλίδι ήταν δικό της. Μία από τις κυρίες στο τσάι». «Μια από τις κυρίες στο τσάι;» ρωτάω μπερδεμένη μετά από λίγο. Δυσκολεύομαι να καταλάβω. «Ναι! Είπε ότι ήταν το δαχτυλίδι των αρραβώνων της και ότι είχε φάει τον κόσμο για να το βρει. Ήταν πολύ πειστική. Η σερβιτόρα επιβεβαίωσε το γεγονός ότι καθόταν στο τραπέζι σας. Και μετά το φόρεσε. Ξέρετε, πώς θα μπορούσα εγώ να την αμφισβητήσω;» Τ ρίβω τα μάτια μου και συγχρόνως αναρωτιέμαι αν άκουσα καλά. «Θέλετε να πείτε ότι κάποια άλλη πήρε το δαχτυλίδι μου; Και είπε ότι ήταν δικό της;» «Ναι. Ήταν απόλυτη ότι το δαχτυλίδι της ανήκε. Το φόρεσε αμέσως και της έκανε. Και της πήγαινε πολύ ωραία, μπορώ να πω. Ξέρω ότι θα έπρεπε κανονικά να της ζητήσω αποδείξεις ότι ήταν η ιδιοκτήτρια, όμως το ξενοδοχείο θα αναθεωρήσει τις τυπικές διαδικασίες που ακολουθούνται έπειτα από αυτό το δυσάρεστο συμβάν». «Κυρία Φέρφαξ». Τη διακόπτω επειδή δε μ’ ενδιαφέρουν στο παραμικρό οι τυπικές διαδικασίες. «Θα μπορούσα να σας ρωτήσω... μήπως η κυρία εκείνη είχε μακριά σκούρα μαλλιά; Και μήπως φορούσε μια λεπτή στέκα με στρας;» «Ναι. Είχε μακριά σκούρα μαλλιά, φορούσε μια λεπτή στέκα με στρας, όπως λέτε, κι ένα υπέροχο πορτοκαλί φόρεμα». Κλείνω τα μάτια μου. Δεν υπάρχει η ελάχιστη αμφιβολία. Η Λουσίντα. Ήταν η Λουσίντα. Το δαχτυλίδι δεν πιάστηκε στη φόδρα της τσάντας της. Το πήρε επίτηδες. Ήξερε τι πανικό θα μου προκαλούσε η απώλειά του. Ήξερε πόσο σημαντικό ήταν. Το πήρε, όμως, προσποιούμενη πως ήταν δικό της. Ένας Θεός μόνο ξέρει γιατί. Το κεφάλι μου βουίζει την ώρα που αποχαιρετώ την κυρία
Φέρφαξ. Δυσκολεύομαι ν’ αναπνεύσω και τα χέρια μου έχουν γίνει γροθιές. Αυτό παραπάει. Μπορεί να μην έχω αποδείξεις ότι κοιμάται με τον Μάγκνους αλλά εννοείται ότι θα της ζητήσω εξηγήσεις γι’ αυτό. Και θα το κάνω τώρα αμέσως. Δεν ξέρω με τι ασχολείται η Λουσίντα σήμερα. Είναι δύο ημέρες που δε μου έχει στείλει email ή μηνύματα, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνη. Καθώς της γράφω μήνυμα, τα χέρια μου κυριολεκτικά τρέμουν. Γεια σου, Λουσίντα! Πώς πάει; Τ ι κάνεις; Μπορώ να βοηθήσω; Πόπι Σχεδόν αμέσως μου απαντάει: Τακτοποιώ απλώς κάποιες εκκρεμότητες στο σπίτι. Μην ανησυχείς, δε χρειάζομαι βοήθεια. Λουσίντα Η Λουσίντα μένει στο Μπάτερσι, δηλαδή σε απόσταση είκοσι λεπτών με το ταξί. Δε σκοπεύω να της δώσω το περιθώριο να καλύψει τις πονηριές της. Θα την αιφνιδιάσω. Σταματάω ένα ταξί και δίνω τη διεύθυνσή της, έπειτα γέρνω την πλάτη μου στο κάθισμα και προσπαθώ να μείνω ήρεμη και αποφασισμένη, παρόλο που όσο περισσότερο σκέφτομαι αυτό που έχει συμβεί, τόσο περισσότερο απίστευτο μου φαίνεται. Η Λουσίντα πήρε το δαχτυλίδι μου. Αυτό την καθιστά κλ έφτρα; Μήπως έφτιαξε αντίγραφο και κράτησε το αληθινό δαχτυλίδι και μετά το πούλησε; Κοιτάζω το αριστερό μου χέρι, νιώθοντας ξαφνικά αμφιβολίες. Είμαι απολύτως βέβαιη ότι αυτό είναι το αληθινό δαχτυλίδι; Ή μήπως προσπαθούσε με τον τρόπο της να βοηθήσει; Μήπως πράγματι ξέχασε ότι το είχε; Μήπως να την απαλλάξω λόγω αμφιβολιών; Όχι, Πόπι. Δεν υπάρχει περίπτωση. Τη στιγμή που φτάνω στο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα όπου
μένει η Λουσίντα, ένας τύπος με τζιν ανοίγει την εξώπορτα. Μπαίνω γρήγορα μέσα ακολουθώντας τον και ανεβαίνω τα τρία πατώματα μέχρι το διαμέρισμά της. Έτσι, δε θα είναι καθόλου μα καθόλου προετοιμασμένη για την εμφάνισή μου. Ίσως ανοίξει την πόρτα φορώντας το αληθινό δαχτυλίδι, συν όλα τα υπόλοιπα κοσμήματα που θα έχει κλέψει από ανυποψίαστες φιλενάδες της. Ίσως πάλι να μην ανοίξει κανείς την πόρτα, επειδή στην πραγματικότητα θα βρίσκεται στην Μπριζ. Ίσως, απ’ την άλλη, ανοίξει την πόρτα ο Μάγκνους μ’ ένα σεντόνι μόνο τυλιγμένο στο κορμί του. Ω, Θεέ μου .Σταμάτα, Πόπι. Χτυπάω δυνατά την πόρτα, προσπαθώντας να δώσω την εντύπωση ότι πρόκειται για κάποιο ντελίβερι και φαίνεται ότι αυτό έχει αποτέλεσμα, διότι η Λουσίντα ανοίγει διάπλατα την πόρτα με πρόσωπο ενοχλημένο και με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί της, προτού μείνει σαν στήλη άλατος με το στόμα της να σχηματίζει ένα «Ο». Την κοιτάζω κι εγώ, εξίσου άφωνη. Τα μάτια μου περνούν απ’ τη Λουσίντα στην τεράστια βαλίτσα στο χολ, έπειτα στο διαβατήριο που κρατάει στο χέρι της και μετά πάλι στη βαλίτσα. «Το συντομότερο δυνατό», λέει. «Στο σταθμό επιβίβασης τέσσερα. Ευχαριστώ». Κλείνει το τηλέφωνο και με αγριοκοιτάζει σαν να με προκαλεί να τη ρωτήσω τι κάνει. Στύβω το μυαλό μου για να βρω κάτι έξυπνο και καυστικό να πω, αλλά η ψυχή μου, που είναι μια παρορμητική ψυχή παιδιού, με προλαβαίνει. «Πήρες το δαχτυλίδι μου!» Την ώρα που αρθρώνω αυτές τις λέξεις νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν, ολοκληρώνοντας την εικόνα του μικρού παιδιού. Ίσως θα ’πρεπε να χτυπήσω πεισματάρικα και το πόδι μου στο πάτωμα. «Ω, για τ’ όνομα του Θεού». Η Λουσίντα ζαρώνει υποτιμητικά τη μύτη της, σαν να θέλει να μου πει ότι αποτελεί παράβαση του πρωτοκόλλου το να κατηγορεί κανείς τη διοργανώτρια του γάμου
του για κλοπή. «Το πήρες πίσω, έτσι δεν είναι;» «Εσύ, όμως, είπες ότι είναι δικό σου!» Μπαίνω μέσα στο διαμέρισμα, παρόλο που δε μου είπε να περάσω και δεν μπορώ παρά να ρίξω μια ματιά τριγύρω. Δεν έχω ξανάρθει στο διαμέρισμά της. Είναι πολυτελές και προφανώς το έχει φτιάξει επαγγελματίας διακοσμητής, αλλά είναι και τόσο ακατάστατο και παραμελημένο με ποτήρια κρασιού αφημένα παντού. Δεν είναι να απορεί κανείς που θέλει να συναντιόμαστε συνέχεια σε ξενοδοχεία. «Κοίτα, Πόπι». Αναστενάζει κακοδιάθετα. «Έχω δουλειές να κάνω, εντάξει; Αν σκοπεύεις να κάνεις προσβλητικά σχόλια, τότε θα χρειαστεί να σου ζητήσω να φύγεις». Ορίστε; Εκείνη έκανε κάτι κακό. Εκείνη πήρε ένα ανεκτίμητης αξίας δαχτυλίδι προσποιούμενη πως ήταν δικό της. Πώς κατάφερε να παραβλέψει αυτό το γεγονός και να ισχυριστεί πως εγώ κάνω λάθος που θίγω το θέμα; «Τ ώρα, αν τελείωσες, ξέρεις, έχω πολλά να κάνω». «Κόφτο αμέσως». Η δύναμη της ίδιας της φωνής μου με ξαφνιάζει. «Δεν τελείωσα. Θέλω να μάθω για ποιον ακριβώς λόγο πήρες το δαχτυλίδι μου. Σκόπευες να το πουλήσεις; Χρειαζόσουν τα χρήματα;» «Όχι, δε χρειαζόμουν τα χρήματα». Με αγριοκοιτάζει. «Θέλεις να μάθεις γιατί το πήρα, δεσποινίς Πόπι; Γιατί έπρεπε να είναι δικό μου». «Δικό σου; Τ ι...» Δεν μπορώ να συνεχίσω. «Ξέρεις, με τον Μάγκνους ήμασταν εραστές». Το πετάει έτσι αδιάφορα, σαν να πρόκειται για κάτι απλό. «Τ ι; Όχι! Κανένας δε μου το είχε πει αυτό. Είχατε αρραβωνιαστεί;» Δεν το χωράει ο νους μου. Ο Μάγκνους ήταν ζευγάρι με τη Λουσίντα; Ο Μάγκνους ήταν αρραβωνιασμένος; Ποτέ δεν ανέφερε πως υπήρξε κάποια αρραβωνιαστικιά στο παρελθόν, πόσο μάλλον πως επρόκειτο για τη Λουσίντα. Γιατί εγώ δεν είμαι ενήμερη για
τίποτε απ’ όλα αυτά; Τι συμβαίνει, επιτέλους; «Όχι, ποτέ δεν αρραβωνιαστήκαμε», απαντάει διατακτικά και μου ρίχνει μια δολοφονική ματιά. «Αλλά θα ’πρεπε. Μου έκανε πρόταση γάμου. Με το ίδιο δαχτυλίδι». Νιώθω τον πόνο να με διαπερνά. Αδύνατον να πιστέψω στ’ αυτιά μου. Ο Μάγκνους έκανε πρόταση γάμου σε άλλη κοπέλα με το δαχτυλ ίδι μου; Θέλω να κάνω μεταβολή επιτόπου και να φύγω, να αποδράσω, να κλείσω τ’ αυτιά μου... αλλά δεν μπορώ. Πρέπει να μάθω τι γίνεται. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. «Δεν καταλαβαίνω. Εξηγήσου. Είπες ότι θα ’πρεπε να είχατε αρραβωνιαστεί. Τ ι συνέβη;» «Δείλιασε, αυτό συνέβη», κάνει έξαλλη. «Ο παλιοδειλός». «Ω, Θεέ μου. Πότε; Είχατε οργανώσει το γάμο; Δεν πιστεύω να εξαφανίστηκε, έτσι;» λέω έντρομη ξαφνικά. «Δε σε παράτησε στα σκαλιά της εκκλησίας;» Η Λουσίντα έχει κλείσει τα μάτια της και φαίνεται σαν να ξαναζεί εκείνες τις στιγμές. Γρήγορα τα ανοίγει και με κοιτάζει με άσβεστο μίσος. «Έκανε κάτι πολ ύ χειρότερο. Δείλιασε στη μέση της πρότασης γάμου». «Τ ι;» Την κοιτάζω στα κλεφτά. Όλα όσα ακούω μου είναι αδιανόητα. «Τ ι εννοείς;» «Είχαμε πάει διακοπές για σκι πριν από δύο χρόνια». Σμίγει τα φρύδια της στην ανάμνηση. «Δεν ήμουν χαζή, ήξερα ότι είχε φέρει μαζί του το δαχτυλίδι της οικογένειας. Ήξερα ότι θα μου κάνει πρόταση. Ένα βράδυ, λοιπόν, είχαμε δειπνήσει και ήμασταν μόνοι μας στο σαλέ. Η φωτιά έκαιγε στο τζάκι και ο Μάγκνους γονάτισε στο χαλί κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μικρό κουτί. Το άνοιξε και εμφανίστηκε το εκπληκτικό σμαραγδένιο δαχτυλίδι αντίκα». Ανασαίνει με δυσκολία. Εγώ μένω ασάλευτη. «Πήρε το χέρι μου και είπε, “ Λουσίντα, αγάπη μου, θα...”» Δυσκολεύεται να συνεχίσει. «Κι εγώ θα του έλεγα “ Ναι!” Ήμουν πανέτοιμη! Απλώς, περίμενα να τελειώσει τη φράση του. Και τότε σταμάτησε. Άρχισε να ιδρώνει. Και
μετά σηκώθηκε όρθιος και είπε, “ Να πάρει. Συγγνώμη. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Συγγνώμη, Λουσίντα”». Δεν της έκανε πρόταση γάμου. Δ εν της έκανε πρόταση γάμου. Την κοιτάζω κατάπληκτη, σχεδόν έτοιμη να γελάσω. «Εσύ τι είπες;» «Φώναξα, “ Να κάνεις τι, άχρηστο γουρούνι; Ούτε την πρόταση γάμου δεν έχεις κάνει ακόμα!” Αλλά εκείνος δεν είπε τίποτε. Έκλεισε το κουτί και φύλαξε το δαχτυλίδι. Κι όλα τελείωσαν». «Λυπάμαι», λέω με σιγανή φωνή. «Αυτό είναι πραγματικά απαίσιο». «Φοβάται τόσο πολύ τη δέσμευση, ώστε ούτε για μια πρόταση γάμου δεν μπορεί να δεσμευτεί. Ούτε αυτό δεν κατάφερε να ολοκληρώσει». Φαίνεται εκτός εαυτού και δεν την κατηγορώ. «Τότε γιατί στην ευχή δέχθηκες να διοργανώσεις το γάμο του;» τη ρωτάω δύσπιστα. «Αυτό δε σου θυμίζει καθημερινά όσα συνέβησαν;» «Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για να τον συγχωρήσω». Με κοιτάζει άγρια. «Χρειαζόμουν τη δουλειά. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, σκέφτομαι να αλλάξω επαγγελματική δραστηριότητα. Η διοργάνωση γάμων είναι ο απόλυτος εφιάλτης». Γι’ αυτό η Λουσίντα είχε τόσο κακή διάθεση όλο αυτό το διάστημα. Γι’ αυτό ήταν τόσο επιθετική απέναντι μου. Αν είχα την παραμικρή ιδέα ότι ήταν παλιά αγαπημένη του Μάγκνους... «Εννοείται ότι δε σκόπευα να κρατήσω το δαχτυλίδι», προσθέτει μουτρωμένα. «Ήθελα απλώς να σε τρομάξω». «Ε, λοιπόν, τα κατάφερες μια χαρά». Δεν το πιστεύω ότι άφησα αυτή τη γυναίκα να μπει στη ζωή μου, ότι της εμπιστεύτηκα προσωπικές μου σκέψεις, ότι συζήτησα μαζί της όλες μου τις επιθυμίες και τις ελπίδες για την ημέρα του γάμου μου... ενώ αυτή είναι πρώην φιλενάδα του Μάγκνους. Εκείνος πώς μπόρεσε να αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς πίστεψε ότι ήταν ποτέ δυνατόν να πάνε όλα καλά; Νιώθω σαν να σηκώθηκε κάποιο φίλτρο μπροστά απ’ τα μάτια
μου. Νιώθω σαν να ξυπνάω επιτέλους στον πραγματικό κόσμο. Και ακόμα δεν έχω αντιμετωπίσει αυτό που φοβάμαι περισσότερο. «Μου μπήκε η ιδέα ότι ακόμα κοιμάσαι με τον Μάγκνους», ξεστομίζω. «Δεν εννοώ τότε που βγαίνατε. Τ ώρα. Πρόσφατα. Την προηγούμενη εβδομάδα». Ακολουθεί σιωπή και σηκώνω το βλέμμα μου ελπίζοντας πως θ’ αρχίσει ένα λογύδριο άρνησης. Αλλά μόλις οι ματιές μας συναντιούνται, στρέφει το κεφάλι της αλλού. «Λουσίντα;» Αρπάζει τη βαλίτσα της και αρχίζει να τη σέρνει προς την πόρτα. «Φεύγω. Τη βαρέθηκα αυτή την κατάσταση. Μου αξίζουν διακοπές. Αν υποχρεωθώ να μιλήσω για γάμους λίγο ακόμα...» «Λουσίντα;» «Ω, για τ’ όνομα του Θεού!» εκρήγνυται ανυπόμονα. «Ίσως να κοιμήθηκα μαζί του μερικές φορές για χάρη του παλιού καλού καιρού! Αν δεν μπορείς να τον κουμαντάρεις, καλύτερα να μην τον παντρευτείς». Το τηλέφωνό της χτυπάει και το σηκώνει. «Γεια. Ναι, ναι. Κατεβαίνω. Συγγνώμη». Με σπρώχνει έξω απ’ το διαμέρισμα, κλείνει με δύναμη την πόρτα και τη διπλοκλειδώνει. «Δεν μπορείς να φύγεις έτσι απλά!» Τ ρέμω ολόκληρη. «Πρέπει να μου πεις τι συνέβη». «Τ ι θέλεις να σου πω;» Σηκώνει τα χέρια της ψηλά. «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Δεν έπρεπε να το μάθεις, αλλά τώρα το ξέρεις». Κλοτσάει τη βαλίτσα της μέχρι το ασανσέρ. «Και, επ’ ευκαιρία, αν έχεις την εντύπωση ότι εσύ κι εγώ είμαστε οι μόνες κοπέλες για τις οποίες έβγαλε το σμαραγδένιο δαχτυλίδι απ’ τη θυρίδα της τράπεζας, είσαι βαθιά νυχτωμένη. Είμαστε οι τελευταίες στη λίστα, γλυκιά μου». «Τι;» Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή. «Σε ποια λίστα; Λουσίντα, περίμενε! Για ποιο πράγμα μιλάς;» «Βρες το μόνη σου, Πόπι. Είναι δικό σου πρόβλημα. Εγώ κανόνισα τα λουλούδια και τη Λειτουργία και τα κουφέτα και τα ηλίθια. .. τα κουταλάκια του γλυκού». Πατάει ένα κουμπί και οι
πόρτες του ασανσέρ αρχίζουν να κλείνουν. «Αυτό βρες το μόνη σου».
14 Η Λουσίντα έφυγε κι εγώ ξέμεινα να στέκομαι ακίνητη για περίπου τρία λεπτά σε κατάσταση σοκ. Ύστερα, ξαφνικά, συνέρχομαι. Κατευθύνομαι στο κλιμακοστάσιο και κατεβαίνω κάτω. Βγαίνοντας από το κτίριο, κλείνω το κινητό μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να αποσπαστεί η προσοχή μου. Πρέπει να μείνω μόνη. Όπως είπε η Λουσίντα, μόνη μου πρέπει να βρω τη λύση. Αρχίζω να περπατάω στο πεζοδρόμιο, χωρίς να με ενδιαφέρει το πού πηγαίνω. Στο μυαλό μου κλωθογυρίζουν όλα τα γεγονότα, οι εκτιμήσεις, οι εικασίες, καταλήγοντας και πάλι στα γεγονότα. Σταδιακά, όμως, καθώς βηματίζω, οι σκέψεις φαίνεται να μπαίνουν σε μια σειρά. Η αποφασιστικότητά μου ενισχύεται. Έχω ένα σχέδιο. Δεν ξέρω από πού έχει πηγάσει η απρόσμενη αποφασιστικότητά μου: δεν ξέρω αν ήταν η Λουσίντα εκείνη που με παρακίνησε ή αν κάποια στιγμή μπούχτισα με το να αποφεύγω τις αντιπαραθέσεις, την ώρα που το στομάχι μου δένεται κόμπος. Όμως, αυτή την ιστορία θα την αντιμετωπίσω κατά μέτωπο. Θα το κάνω. Το πιο περίεργο είναι πως διαρκώς ακούω τη φωνή του Σαμ δίπλα μου, σαν να προσπαθεί να με εμψυχώσει, κι ας μην είναι εδώ. Κι αυτό με κάνει να ισιώνω το κορμί μου. Με κάνει να νιώθω ικανή να τα καταφέρω. Σκοπεύω να γίνω μια Ολοκαίνουργια Πόπι. Φτάνω στη γωνία του Μπάτερσι Ράιζ και αισθάνομαι πανέτοιμη. Βγάζω το τηλέφωνό μου, το ανοίγω και χωρίς να διαβάσω ούτε ένα νέο μήνυμα, πατάω το πλήκτρο όπου έχω αποθηκευμένο το νούμερο του Μάγκνους. Φυσικά, δεν απαντάει,
όπως το περίμενα. «Γεια, Μάγκνους», λέω με τον πιο κοφτό, τυπικό τόνο που καταφέρνω να βγάλω. «Μπορείς να μου τηλεφωνήσεις το συντομότερο δυνατό; Πρέπει να μιλήσουμε». Εντάξει. Ωραία. Αξιοπρεπές μήνυμα. Σύντομες, σταράτες κουβέντες, θα καταλάβει το νόημά τους. Τ ώρα, κλείσε το τηλέφωνο. Κλ είσε, Πόπι. Αδύνατον να συμμορφωθώ. Νιώθω το χέρι μου κολλημένο πάνω στο κινητό. Όσο μιλάω μαζί του, ή έστω με τον αυτόματο τηλεφωνητή του, νιώθω τις άμυνες μου να εξασθενούν, θέλω να μιλήσω. Θέλω την απάντησή του. Θέλω να καταλάβει πόσο σοκαρισμένη και πληγωμένη είμαι. «Γιατί... έμαθα κάποια πράγματα, εντάξει;» ακούω τον εαυτό μου να συνεχίζει. «Μίλησα με την καλή σου φίλη, τη Λουσίντα». Δίνω στο όνομά της μια κοφτή, θυμωμένη έμφαση. «Κι αυτά που μου είπε ήταν κάπως απρόσμενα, για να μην πω κάτι βαρύτερο, οπότε νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε το συντομότερο δυνατό. Γιατί, εκτός κι αν έχεις κάποια καταπληκτική, θαυμάσια εξήγηση, που δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσες να την έχεις, γιατί, τι έγινε, έλεγε ψέματα η Λουσίντα; Γιατί, σίγουρα κάποιος λέει ψέματα, Μάγκνους. Δεν μπορεί να μην...» Μπιπ. Διάολε, με έκοψε. Κλείνω το τηλέφωνο και αναθεματίζω τον εαυτό μου. Υποτίθεται πως θα άφηνα ένα σύντομο, αυστηρό μήνυμα. Υποτίθεται πως θα γινόμουν μια Ολοκαίνουργια Πόπι. Δεν έπρεπε να καταλήξει έτσι αυτή η ιστορία. Τέλος πάντων. Τουλάχιστον τηλεφώνησα. Τουλάχιστον δεν κρύφτηκα πίσω από το δάχτυλό μου, προσπαθώντας να αποφύγω το όλο θέμα. Και τώρα, περνάμε στο επόμενο βήμα. Βγαίνω στο δρόμο, σηκώνω το χέρι και σταματάω ένα ταξί. «Γεια», λέω όπως μπαίνω μέσα. «Θα ήθελα να πάω στο Χάμπστεντ, παρακαλώ».
Το ξέρω πως η Ουάντα θα είναι εκεί σήμερα, γιατί είπε πως προετοιμαζόταν για μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα έβγαινε στον αέρα απόψε. Και, πράγματι, καθώς πλησιάζω στο σπίτι, η μουσική ακούγεται στη διαπασών από τα παράθυρα. Δεν έχω ιδέα αν είναι εκεί και ο Άντονι, όμως δε με νοιάζει. Ας ακούσουν και οι δύο όσα έχω να πω. Τ ρέμω όσο πλησιάζω, όπως και τις προάλλες αλλά με διαφορετικό τρόπο. Με θετικό τρόπο. Έτοιμη για όλα. «Πόπι!» Η Ουάντα ανοίγει διάπλατα την πόρτα και χαμογελάει πλατιά. «Τ ι θαυμάσια έκπληξη!» Βουτάει να μου δώσει ένα φιλί, οπότε παρατηρεί ξανά το πρόσωπό μου. «Δε μου λες, πέρασες για μια επίσκεψη ή μήπως είναι κάτι που...» «Πρέπει να μιλήσουμε». Ακολουθεί μια σύντομη παύση. Καταλαβαίνω πως έχει υποψιαστεί ότι δεν έχω κατά νου μια αθώα κουβεντούλα. «Μάλιστα. Λοιπόν, πέρασε μέσα». Χαμογελάει ξανά, όμως εγώ διακρίνω την ανησυχία στον τρόπο που τα μάτια της κοιτούν προς τα κάτω και στο σχεδόν αδιόρατο ζάρωμα του στόματός της. Έχει ένα πολύ εκφραστικό πρόσωπο η Ουάντα: η συνήθως ροδαλή επιδερμίδα της είναι χλομή και εύθραυστη σαν χαρτομάντιλο, οι γραμμές γύρω από τα μάτια της απλώνονται με μυριάδες διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τη διάθεσή της. Φαντάζομαι πως έτσι γίνεται όταν δεν έχεις κάνει Botox, είσαι αμακιγιάριστη και δεν έχεις περάσει από το σολάριουμ. Το πρόσωπό σου αποκτάει διαφορετικές εκφράσεις. «Να ετοιμάσω καφέ;» «Γιατί όχι;» Την ακολουθώ στην κουζίνα, η οποία είναι δέκα φορές χειρότερος σκουπιδότοπος από ό,τι τον καιρό που ζούσα εδώ με τον Μάγκνους. Δεν μπορώ παρά να ζαρώσω τη μύτη μου εξαιτίας της κακοσμίας, που μάλλον οφείλεται σ’ ένα μπουκέτο λουλουδιών που σαπίζουν πάνω στον πάγκο, αφημένα ακόμα μέσα στο περιτύλιγμά τους. Στο νεροχύτη εντοπίζω ένα αντρικό παπούτσι, μαζί με μια βούρτσα, ενώ πάνω σε όλες τις καρέκλες στοιβάζονται τεράστιοι σωροί από χαρτονένιους φακέλους. «Α!» Η Ουάντα γνέφει αόριστα τριγύρω, σαν να ελπίζει πως με
κάποιον μαγικό τρόπο μια από τις καρέκλες θα απαλλαγεί από το φορτίο της. «Αποφασίσαμε να κάνουμε ένα ξεσκαρτάρισμα. Ως πότε μπορεί κανείς να φυλάει κάποια πράγματα; Ιδού η απορία». Σε μιαν άλλη ζωή θα προσπαθούσα αμέσως να σκεφτώ κάτι έξυπνο να πω σχετικά με το ξεσκαρτάρισμα. Τ ώρα, όμως, την κοιτάζω κατά πρόσωπο και λέω χωρίς περιστροφές: «Ξέρεις, ήθελα να σου μιλήσω για κάτι άλλο». «Βεβαίως», λέει έπειτα από μια παύση. «Το υποψιάστηκα. Έλα, ας καθίσουμε». Παίρνει στο χέρι μια στοίβα φακέλων, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα μεγάλο ψάρι, τυλιγμένο ακόμα στο χαρτί από το ιχθυοπωλείο. Εντάξει. Άρα, αυτή ήταν η πηγή της δυσοσμίας. «Α, ώστε εδώ εξαφανίστηκε αυτό. Απίθανο». Κατσουφιάζει, διστάζει για λίγο και ύστερα ακουμπάει ξανά τους φακέλους επάνω του. «Ας περάσουμε στο σαλόνι». Κάθομαι σ’ έναν από τους άβολους καναπέδες, ενώ η Ουάντα φέρνει απέναντι μου μια παμπάλαια καρέκλα, κεντημένη με βελόνι. Η μυρωδιά του καπνού από ξύλα, του πνιγηρού κιλιμιού και των ξεραμένων λουλουδιών που αρωματίζουν το χώρο είναι ασφυκτική. Το φως περνάει χρυσαφένιο μέσα από τα παλιά, πολύχρωμα τζάμια των παραθύρων. Το δωμάτιο αυτό αποτυπώνει ακριβώς την εικόνα της οικογένειας των Τάβις. Το ίδιο και η Ουάντα. Έχει πάρει τη συνηθισμένη, ασυμβίβαστη στάση της, με τα γόνατα σε διάσταση, το φόρεμά της να πέφτει ανάμεσα στα πόδια της, το κεφάλι γερμένο προς τα εμπρός για να ακούει, τα φουντωτά, βαμμένα της μαλλιά να πέφτουν ατημέλητα γύρω από το πρόσωπό της. «Ο Μάγκνους...» αρχίζω και αμέσως σταματάω. «Ναι;» «Ο Μάγκνους...» Σταματάω ξανά. Ακολουθεί μια παύση. Η γυναίκα αυτή είναι τόσο σημαντική στη ζωή μου, κι όμως ελάχιστα τη γνωρίζω. Είχαμε μια εντελώς πολιτισμένη, απόμακρη σχέση, στο πλαίσιο της οποίας δε μιλούσαμε για τίποτε άλλο πέρα
από ασήμαντα πράγματα. Τ ώρα, νιώθω σαν να ετοιμάζομαι να γκρεμίσω αυτή την ισορροπία. Δεν ξέρω, ωστόσο, από πού να ξεκινήσω. Οι λέξεις με γυροφέρνουν σαν μύγες. Πρέπει να πιάσω μία. «Σε πόσες κοπέλες έχει κάνει πρόταση γάμου ο Μάγκνους;» Δε σκόπευα να ξεκινήσω από αυτό το θέμα από την άλλη, γιατί όχι; Η Ουάντα δείχνει αιφνιδιασμένη. «Πόπι!» Ξεροκαταπίνει. «Θεούλη μου. Πραγματικά, νομίζω ότι ο Μάγκνους... Το θέμα αυτό...» Τ ρίβει το πρόσωπό της και τότε παρατηρώ πως τα νύχια της είναι μέσα στη βρομιά. «Ο Μάγκνους βρίσκεται στην Μπριζ. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Οπότε, ήρθα να μιλήσω σ’ εσένα». «Μάλιστα». Η έκφρασή της σκοτεινιάζει. «Η Λουσίντα μου είπε πως υπάρχει ολόκληρη λίστα και ότι εκείνη κι εγώ είμαστε οι τελευταίες καταχωρίσεις. Ο Μάγκνους ποτέ δεν ανέφερε κάποια άλλη. Δε μου είπε καν ότι με τη Λουσιντα ήταν μαζί, παλαιότερα. Κανείς δε μου το είπε». Δεν καταφέρνω να μη βγάλω μια πικρία στη φωνή μου. «Πόπι, δεν πρέπει να...» Καταλαβαίνω πως τα έχει χαμένα. «Ο Μάγκνους σου έχει μεγάλη, πολύ μεγάλη αδυναμία και πραγματικά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για... γι’ αυτό το θέμα. Είσαι μια θαυμάσια κοπέλα». Ίσως να προσπαθεί να φερθεί ευγενικά, όμως ο τρόπος που το λέει με κάνει να μορφάσω. Τ ι εννοεί λέγοντας, «μια θαυμάσια κοπέλα;» Μήπως προσπαθεί να πει με τρόπο ότι, «μπορεί να μην έχεις δράμι μυαλό, αλλά από εμφάνιση τρώγεσαι»; Πρέπει να πω κάτι. Πρέπει. Ή τώρα ή ποτέ. Εμπρός, Πόπι. «Ουάντα, με κάνεις να αισθάνομαι παρακατιανή». Οι λέξεις βγαίνουν ορμητικά από τα χείλη μου. «Πιστεύεις πραγματικά ότι είμαι παρακατιανή ή είναι απλώς ιδέα μου;» Οχ. Το είπα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως πρόφερα δυνατά αυτή την ερώτηση. «Ορίστε;» Τα μάτια της γουρλώνουν τόσο πολύ, ώστε για πρώτη φορά παρατηρώ πόσο εντυπωσιακό χρώμα έχουν, σαν
λεβάντα. Αιφνιδιάζομαι από το πόσο ταραγμένη δείχνει, όμως δεν μπορώ να πάρω πίσω αυτό που είπα. «Αισθάνομαι παρακατιανή όταν βρίσκομαι εδώ». Κάνω μια παύση. «Κάθε φορά. Κι απλά, ήθελα να ξέρω αν πραγματικά με θεωρείς παρακατιανή ή...» Η Ουάντα έχει χώσει και τις δύο παλάμες μέσα στα φουντωτά μαλλιά της. Εκεί βρίσκει ένα μολύβι, το τραβάει αφηρημένα και το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι. «Νομίζω πως χρειαζόμαστε και οι δύο ένα ποτό». Σηκώνεται με κόπο από τη βουλιαγμένη καρέκλα και βάζει σε δύο ποτήρια ουίσκι από ένα μπουκάλι στο ντουλάπι. Μου προσφέρει το ένα, σηκώνει το δικό της και κατεβάζει μια γερή γουλιά. «Μου ήρθε κάπως ξαφνικό». «Λυπάμαι». Αισθάνομαι λίγο άσχημα. «Όχι!» Σηκώνει την παλάμη της. «Μην το ξαναπείς αυτό, καλό μου κορίτσι! Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι για μια καλ όπιστη έκφραση του τρόπου που αντιλαμβάνεσαι την κατάσταση, ασχέτως αν αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή όχι». Ούτε που καταλαβαίνω τι λέει. Νομίζω, όμως, ότι προσπαθεί να φανεί ευγενική. «Εγώ οφείλω να ζητήσω συγγνώμη», συνεχίζει, «εφόσον κάποια στιγμή αισθάνθηκες άβολα, πόσο μάλλον “ παρακατιανή”. Αν και, είναι τόσο εξωφρενική αυτή η διαπίστωση, ώστε μετά βίας θα μπορούσα...» Αφήνει τη φράση της στη μέση, εντελώς σαστισμένη. «Πόπι, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Μπορώ να ρωτήσω τι σου έδωσε αυτή την εντύπωση;» «Είστε όλοι σας τόσο έξυπνοι». Σηκώνω τους ώμους μου αμήχανα. «Δημοσιεύετε άρθρα σε περιοδικά, ενώ εγώ...» «Μα, γιατί να πρέπει να δημοσιεύσεις κάτι σε περιοδικά;» λέει μπερδεμένη. «Επειδή...» Τ ρίβω τη μύτη μου. «Δεν ξέρω. Δεν είναι αυτό το θέμα. Απλά... πώς να το πω, δεν ξέρω πώς προφέρεται ο “ Προυστ”». Η Ουάντα δείχνει ακόμα πιο μπερδεμένη. «Προφανώς ξέρεις».
«Εντάξει, τώρα πια το ξέρω! Όμως, δεν το ήξερα. Την πρώτη φορά που σας συνάντησα έκανα συνέχεια λάθη, κι ο Άντονι είπε πως το πτυχίο μου στη φυσικοθεραπεία ήταν “ διασκεδαστικό” κι εγώ αισθάνθηκα τόσο απαίσια...» Η φωνή μου σβήνει, νιώθω το λαρύγγι μου κλεισμένο. «Α, μάλιστα». Ένα φως χρωματίζει το βλέμμα της. «Κοίτα, δεν πρέπει να παίρνεις τον Άντονι στα σοβαρά. Δε σε προειδοποίησε ο Μάγκνους; Το χιούμορ του είναι κάπως, πώς να το πούμε, “ ιδιόμορφο”; Ούτε θυμάμαι πόσους φίλους μας έχει θίξει με τα άστοχα αστεία του». Στρέφει για λίγο το βλέμμα της προς τα πάνω. «Κατά βάθος, όμως, είναι πραγματικά πολύ γλυκός άνθρωπος, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ στην πορεία». Δε βρίσκω τη δύναμη να απαντήσω, οπότε πίνω μια γερή γουλιά από το ουίσκι μου. Συνήθως δεν πίνω ουίσκι, όμως το συγκεκριμένο μοιάζει με βάλσαμο. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω την Ουάντα να με κοιτάζει επίμονα. «Πόπι, δεν είμαστε άνθρωποι που εκδηλώνονται εύκολα. Πίστεψε με, ο Άντονι σε εκτιμάει πολύ, όπως κι εγώ. θα στενοχωριόταν αφάνταστα αν άκουγε τα όσα σε προβληματίζουν». «Και τότε, γιατί τσακωθήκατε στην εκκλησία;» Ξεστομίζω τις λέξεις οργισμένα, πριν προλάβω να συγκρατηθώ. Η Ουάντα ζαρώνει, λες και της τράβηξα χαστούκι. «Α, μάλιστα. Το άκουσες. Λυπάμαι. Δεν το είχα καταλάβει». Πίνει μια γουλιά από το ουίσκι της, εντελώς στρεσαρισμένη. Πνίγομαι. Δεν αντέχω άλλο να κάνω την ευγενική και να προσπαθώ να φέρω το θέμα με τρόπο. Θέλω να μπω κατευθείαν στο ψητό και ό,τι θέλει ας γίνει. «Εντάξει». Ακουμπάω κάτω το ποτήρι μου. «Ο λόγος για τον οποίο ήρθα εδώ είναι ότι, όπως αποδεικνύεται, ο Μάγκνους τον τελευταίο καιρό κοιμόταν με τη Λουσίντα. Οπότε, ματαιώνω το γάμο. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορείς να είσαι ειλικρινής και να πεις πόσο πολύ με σιχαινόσασταν από την πρώτη στιγμή». «Με τη Λουσίντα;» Η Ουάντα κολλάει την παλάμη πάνω στο
στόμα της, σαν να προσπαθεί να συγκροτήσει τη φρίκη της. «Αχ, Μάγκνους. Τ ι απαίσιο, απαίσιο παιδί. Πότε θα μάθει;» Φαίνεται τελείως αποκαρδιωμένη απ’ αυτή την αποκάλυψη. «Πόπι, λυπάμαι πάρα πολύ. Ο Μάγκνους είναι... πώς θα μπορούσα να το περιγράψω; Ένα προβληματικό άτομο». «Δηλαδή... το υποψιαζόσουν πως ίσως είχε κάνει κάτι τέτοιο;» Την κοιτάζω εμβρόντητη. «Το έχει ξανακάνει;» «Φοβόμουν πως ίσως έκανε κάποια βλακεία. Δυστυχώς, στα όποια προσόντα κληρονόμησε από εμάς ο Μάγκνους, δε συμπεριλαμβάνεται η ικανότητα να δεσμεύεται. Αυτός ήταν ο λόγος που ανησυχούσαμε για το γάμο. Ο Μάγκνους εμφανίζει την τάση να ξεκινάει με ενθουσιασμό ρομαντικές σχέσεις, να αμφιταλαντεύεται, να αλλάζει γνώμη, να δημιουργεί καταστάσεις που είναι για όλους δυσάρεστες...» «Δηλαδή, το έχει ξανακάνει αυτό». «Κατά μια έννοια». Μορφάζει. «Βέβαια, ποτέ ως τώρα δεν είχαμε φτάσει μέχρι την εκκλησία. Στο παρελθόν του υπάρχουν τρεις πρώην αρραβωνιαστικιές και φαντάζομαι πως η Λουσίντα πλησίασε στο να γίνει η τέταρτη. Όταν μας ανακοίνωσε για μία ακόμα φορά πως θα παντρευόταν μια κοπέλα την οποία ελάχιστα γνωρίζαμε, δυστυχώς δεν μπορούσαμε να χαρούμε». Με κοιτάζει με ειλικρίνεια. «Έχεις δίκιο. Προσπαθήσαμε να τού αλλάξουμε γνώμη στην εκκλησία, με μάλλον έντονο τρόπο. Ήμασταν της άποψης ότι οι δυο σας θα έπρεπε να περάσετε ένα χρόνο μαζί για να γνωριστείτε καλύτερα. Το τελευταίο πράγμα που θέλαμε ήταν να πληγωθείς εξαιτίας της ηλιθιότητας του γιου μας». Νιώθω να ζαλίζομαι. Πρώτη φορά ακούω πως ο Μάγκνους είχε ξανακάνει πρόταση γάμου. Πόσο μάλλον σε τέσσερις κοπέλες, αν μετρήσουμε και τη (μισή) Λουσίντα. Πώς μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο; Μήπως φταίω εγώ; Τον ρώτησα ποτέ στα ίσια για το παρελθόν του; Ναι. Ναι! Φυσικά και τον ρώτησα. Η ανάμνηση επιστρέφει σαν μια πλήρως σχηματισμένη εικόνα. Ήμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι,
νωρίτερα είχαμε δειπνήσει σ’ εκείνο το κινέζικο εστιατόριο. Είχαμε πει τα πάντα ο ένας στον άλλο για τα παλιά μας φλερτ. Εντάξει, 95
έκανα μερικές περικοπές, ελάχιστες. Και βέβαια δεν παρέλειψα τέσσερις προηγούμενες προτάσεις γάμου. Ο Μάγκνους δεν είπε λέξη. Ούτε λέξη. Όλοι οι άλλοι, όμως, ήξεραν τι είχε προηγηθεί. Τ ώρα, φυσικά, όλα εκείνα τα περίεργα βλέμματα και τα φορτισμένα σχόλια ανάμεσα στον Άντονι και την Ουάντα εξηγούνται απόλυτα. Ήμουν τόσο παρανοϊκή. Φανταζόμουν πως σχολίαζαν το πόσο χάλια ήμουν. «Νόμιζα πως με σιχαινόσασταν», μουρμουρίζω, σχεδόν μονολογώντας. «Και νόμιζα πως είχατε θυμώσει που χρησιμοποίησε το οικογενειακό δαχτυλίδι, γιατί... Δεν ξέρω. Μάλλον γιατί δεν ήμουν άξια να το φορέσω». «Δεν ήσουν άξια;» ξεφωνίζει, πραγματικά σοκαρισμένη. «Ποιος σου έβαλε αυτές τις ιδέες στο μυαλό;» «Και τότε, ποιο ήταν το πρόβλημα;» Νιώθω να κοκκινίζω και εκείνη την παλιά στενοχώρια να φουντώνει ξανά μέσα μου. «Το ξέρω πως δε χαρήκατε μ’ αυτό που έγινε, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσποιείσαι». Η Ουάντα σαν να αμφιταλαντεύεται μέσα της για λίγο. «Τ ώρα μιλάμε ειλικρινά οι δυο μας;» «Ναι», λέω αποφασιστικά. «Σε παρακαλώ». «Εντάξει, λοιπόν. Ο Μάγκνους έχει πάρει αυτό το οικογενειακό δαχτυλίδι από την τραπεζική θυρίδα τόσες φορές, ώστε ο Άντονι κι εγώ έχουμε καταλήξει σε μια δική μας θεωρία». «Ποια είναι αυτή η θεωρία;» «Το οικογενειακό δαχτυλίδι είναι τόσο εύκολ ο». Απλώνει τα χέρια της. «Δεν απαιτεί ίχνος σκέψης. Ο γιος μας μπορεί να στραφεί σ’ αυτό κάθε φορά που υποκύπτει στις παρορμήσεις του. Η θεωρία μας είναι πως όταν θα αποφασίσει πραγματικά να δεσμευτεί, θα ψάξει μόνος του να βρει ένα δαχτυλίδι. Θα διαλέξει προσεκτικά ένα άλλο κόσμημα. Θα καθίσει να το σκεφτεί. Ίσως, μάλιστα, να αφήσει τη
μέλλουσα γυναίκα του να διαλέξει η ίδια». Χαμογελάει σφιγμένα, θλιμμένα. «Οπότε, μόλις μάθαμε πως είχε χρησιμοποιήσει για μια ακόμα φορά το οικογενειακό δαχτυλίδι... Λυπάμαι που το λέω, όμως ανησυχήσαμε αμέσως». «Α, μάλιστα. Τ ώρα καταλαβαίνω». Στρίβω το δαχτυλίδι γύρω από το δάχτυλό μου. Ξαφνικά, το νιώθω βαρύ, άβολο. Νόμιζα πως το να φοράω ένα οικογενειακό κειμήλιο ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Νόμιζα πως σήμαινε ότι ο Μάγκνους ήταν ακόμα πιο δοσμένος σ’ εμένα. Τ ώρα, όμως, βλέπω τα πράγματα από τη σκοπιά της Ουάντα. Είναι μια αδιάφορη, εύκολη, πρόχειρη επιλογή. Μου είναι αδύνατον να συλλάβω πώς, όλα όσα θεωρούσα δεδομένα, έχουν ανατραπεί. Δεν μπορώ να πιστέψω πώς κατάφερα να παρερμηνεύσω τα πάντα. «Δεν ξέρω πόση αξία μπορεί να έχει αυτό που θα πω», προσθέτει η Ουάντα, κάπως απογοητευμένη, «όμως λυπάμαι πάρα πολύ που τα πράγματα τελείωσαν έτσι. Είσαι μια θαυμάσια, μια υπέροχη κοπέλα. Πολύ ευχάριστη. Ανυπομονούσα πραγματικά να σ’ έχω κοντά μου ως νύφη μου». Περιμένω να εκδηλωθεί ο εκνευρισμός μου απέναντι στη φράση «πολύ ευχάριστη»· να φανερωθεί κάπως η εσωτερική ενόχλησή μου... όμως για κάποιο λόγο κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Για πρώτη φορά, από τότε που γνώρισα την Ουάντα, είμαι σε θέση να ακούσω όσα λέει χωρίς να αναζητώ συγκαλυμμένα νοήματα. Λέγοντας «πολύ ευχάριστη» δεν εννοεί «χαζούλα με δευτεροκλασάτο πτυχίο». Εννοεί «πολύ ευχάριστη». «Κι εγώ λυπάμαι», λέω και το εννοώ πραγματικά. Είμαι αληθινά λυπημένη. Πάνω που κατάλαβα και πλησίασα την Ουάντα, η σχέση μας έληξε. Εγώ νόμιζα πως ο Μάγκνους ήταν τέλειος και το μόνο μου πρόβλημα ήταν οι γονείς του. Τ ώρα, αισθάνομαι ακριβώς το αντίθετο. Η Ουάντα είναι σπουδαία γυναίκα κρίμα που έχει τέτοιο γιο. «Ορίστε». Τ ραβάω απότομα το δαχτυλίδι και της το παραδίδω.
«Πόπι!» ψελλίζει ταραγμένη. «Είσαι σίγουρη...» «Τελειώσαμε. Δε θέλω να το φοράω άλλο. Σ’ εσένα ανήκει. Γ ια να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν το ένιωσα δικό μου». Αρπάζω την τσάντα μου και σηκώνομαι. «Νομίζω πως είναι ώρα να πηγαίνω». «Σε παρακαλώ, μην πάρεις βιαστικές αποφάσεις. Έχεις μιλήσει με τον Μάγκνους;» λέει και είναι πραγματικά σαστισμένη. «Όχι ακόμα». Αναστενάζω. «Δεν έχει, όμως, καμία σημασία πια. Τελειώσαμε». Κι αυτό είναι και το τέλος της συζήτησής μας. Η Ουάντα με συνοδεύει στην εξώπορτα και μου σφίγγει το χέρι κι εγώ αισθάνομαι ένα ξαφνικό κύμα στοργής απέναντι της. Ίσως καταφέρουμε να διατηρήσουμε την επαφή μας. Ίσως να χάσω τον Μάγκνους, αλλά να κερδίσω την Ουάντα. Η πελώρια εξώπορτα κλείνει κι εγώ κατηφορίζω ανάμεσα στα ακλάδευτα ροδόδεντρα, ακολουθώντας το μονοπάτι μέχρι την πόρτα του κήπου. Περιμένω πως θα με πάρουν τα κλάματα, πως θα καταρρεύσω από στιγμή σε στιγμή. Ο τέλειος αρραβωνιαστικός μου τελικά δεν είναι τέλειος. Είναι ένας ψεύτης, ένας άπιστος, ένα σκουπίδι που τρέμει τη δέσμευση. Τ ώρα πρέπει να ματαιώσω έναν ολόκληρο γάμο. Τα αδέλφια μου δε θα έχουν την ευκαιρία να με συνοδεύσουν στην εκκλησία. Κανονικά, έπρεπε να είμαι κομμάτια. Κι όμως, όπως κατηφορίζω το λόφο, το μόνο που αισθάνομαι είναι ένα μούδιασμα. Δεν αντέχω να χωθώ στο μετρό. Ούτε αντέχει το πορτοφόλι μου να πληρώσω κι άλλο ταξί. Έτσι, κατευθύνομαι προς ένα ήσυχο παγκάκι, σε μια μεριά που πέφτει ο ήλιος, κάθομαι εκεί και απομένω να χαζεύω το κενό για λίγο. Σκόρπιες σκέψεις κλωθογυρίζουν στο μυαλό μου, σκοντάφτοντας η μία πάνω στην άλλη, σαν να αιωρούνται σε μηδενική βαρύτητα. Τόση φασαρία για να καταλ ήξω εδώ... Άραγε, θα καταφέρω να πουλ ήσω το νυφικό μου... Έπρεπε να το φανταστώ, τι δουλ ειά έχω εγώ με παραμύθια και πρίγκιπες... Πρέπει να ενημερώσω τον εφημέριο... Νομίζω πως ο Τόμπι και ο Τομ δε συμπαθούσαν καν τον Μάγκνους, όχι
πως θα το παραδέχονταν... Άραγε, με αγάπησε καθόλ ου ο Μάγκνους; Αναστενάζω και ανοίγω το κινητό μου. Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Το τηλέφωνο έχει κατακλυστεί από μηνύματα, γύρω στα δέκα είναι από τον Σαμ και για μια φαιδρή στιγμή σκέφτομαι, Ω, Θεέ μου, είναι τηλ επαθητικός, ξέρει τι έχει συμβεί... Όπως τα ανοίγω, συνειδητοποιώ αμέσως πόσο ανόητη είμαι. Φυσικά και δε μου στέλνει μηνύματα για την προσωπική ζωή μου. Το περιεχόμενό τους είναι αυστηρά επαγγελματικό. Πόπι, ευκαιρείς; Είναι απίστευτο. Το αρχείο ήταν στον υπολογιστή. Τα μηνύματα ήταν εκεί. Έτσι επιβεβαιώνονται όλα. Ευκαιρείς να μιλήσουμε; Τα ηλεφώνησε μου όποτε μπορέσεις. Τα πράγματα εδώ έχουν πάρει φωτιά. Πέφτουν κεφάλια. Συνέντευξη Τύπου το απόγευμα, η Βικς θέλει να μιλήσει και σ’ εσένα. Γεια, Πόπι, χρειαζόμαστε το τηλέφωνο. Μπορείς να με πάρεις το συντομότερο; Δεν μπαίνω στον κόπο να διαβάσω τα υπόλοιπα μηνύματα, πατάω το πλήκτρο της κλήσης. Την επόμενη στιγμή η γραμμή χτυπάει κι εγώ νιώθω απίστευτη νευρικότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. «Γεια, Πόπι! Επιτέλους! Η Πόπι είναι». Η ανακουφισμένη φωνή του Σαμ με υποδέχεται, ενώ στο βάθος ακούω το βουητό από ανθρώπους που πηγαινοέρχονται. «Είμαστε όλοι μας ενθουσιασμένοι εδώ. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι σημαίνει για εμάς η μικρή σου ανακάλυψη».
«Εγώ δεν ανακάλυψα τίποτε. Η Βάιολετ τα έκανε όλα». «Ναι, όμως αν δεν είχες απαντήσει εσύ στο τηλεφώνημα της Βάιολετ κι αν δεν την είχες συναντήσει... Η Βικς λέει πως έσκισες! Θέλει να σε κεράσει ένα ποτό. Όλοι μας θέλουμε». Ο Σαμ ακούγεται πραγματικά τρισευτυχισμένος. «Λοιπόν, πήρες το μήνυμά μου; Τα παιδιά από το τμήμα Υποστήριξης θέλουν να ρίξουν μια ματιά στο τηλέφωνο, μήπως περιέχει κι άλλες πληροφορίες». «Α, ναι. Σωστά. Θα περάσω από το γραφείο να το αφήσω». «Μήπως σε βάζω σε κόπο;» Ο Σαμ ακούγεται ανήσυχος. «Μήπως σου αναστατώνω το πρόγραμμα; Τ ι κάνεις τώρα;» «Α... τίποτε». Τίποτε, μωρέ, ματαιώνω το γάμο μου. Παράλ λ ηλ α, νιώθω τελ είως ηλ ίθια με όλ α όσα έγιναν. «Γιατί, θα μπορούσα να στείλω κάποιον...» «Όχι, ειλικρινά». Χαμογελάω βεβιασμένα. «Κανένα πρόβλημα. Έρχομαι αμέσως από εκεί».
15 Αυτή τη φορά δεν αντιμετωπίζω καμία δυσκολία για να μπω στο κτίριο για την ακρίβεια, με περιμένει κανονική επιτροπή υποδοχής. Ο Σαμ, η Βικς, ο Ρόμπι, ο Μαρκ και ακόμα ένα-δύο άτομα που δεν τα αναγνωρίζω στέκονται δίπλα στη γυάλινη πόρτα, έτοιμοι να με λούσουν με επαίνους, να μου σφίξουν το χέρι και να μου δώσουν τις απαραίτητες εξηγήσεις, οι οποίες διαρκούν όση ώρα ανεβαίνουμε με το ασανσέρ, αν κι εγώ δεν καλοκαταλαβαίνω τι λένε, καθώς διακόπτουν συνέχεια ο ένας τον άλλο. Όμως, το ρεζουμέ είναι το εξής: τα φωνητικά μηνύματα είναι 100% καταδικαστικά. Αρκετά μέλη του προσωπικού κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις. Ο Τ ζάστιν έχασε την ψυχραιμία του και ουσιαστικά ομολόγησε τα πάντα. Ένα άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας, ο Φιλ Στάνμπριτζ, εμπλέκεται επίσης στην υπόθεση, πράγμα που έχει αφήσει τους πάντες εμβρόντητους. Ο Εντ Έξτον έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Οι δικηγόροι συσκέπτονται διαρκώς. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν θα κινηθούν ποινικές διαδικασίες, όμως η ουσία είναι πως η υπόληψη του σερ Νίκολας έχει αποκατασταθεί. Ο ίδιος είναι εκστασιασμένος. Ο Σαμ, επίσης. Οι άνθρωποι του ΙΤ Ν είναι λιγότερο εκστασιασμένοι, καθώς η υπόθεση, από εκεί που είχε ως θέμα «Διαφθορά Κυβερνητικού Συμβούλου» κατέληξε στο χλιαρό «Διευθέτηση Εσωτερικού Εταιρικού Προβλήματος», ωστόσο εξακολουθούν να προβάλλουν την ιστορία, ισχυριζόμενοι πως εκείνοι ήταν που έφεραν τα πάντα στο φως.
«Προμηνύονται ραγδαίες ανακατατάξεις στην εταιρεία», σχολιάζει με ενθουσιασμό ο Σαμ, ενώ διασχίζουμε με δρασκελιές το διάδρομο. «Θα έχουμε ριζική αναδιάταξη των εσωτερικών συσχετισμών». «Δηλαδή, κερδίσατε», λέω διατακτικά, οπότε ο Σαμ σταματάει απότομα και μου χαμογελάει τόσο πλατιά όσο ποτέ άλλοτε. «Ναι. Κερδίσαμε». Αρχίζει και πάλι να βαδίζει και με οδηγεί στο γραφείο του. «Να τη! Έφτασε το αστέρι μας! Η Πόπι Ουάιατ!» Δύο τύποι που φοράνε τζιν σηκώνονται από τον καναπέ, μου σφίγγουν το χέρι και μου συστήνονται ως Τεντ και Μάρκο. «Λοιπόν, εσύ έχεις το περίφημο τηλέφωνο», λέει ο Μάρκο. «Μπορώ να του ρίξω μια ματιά;» «Φυσικά». Φέρνω το χέρι στην τσέπη μου, βγάζω το τηλέφωνο και το παραδίδω. Οι δύο άντρες εξετάζουν τη συσκευή για λίγο, πατάνε διάφορα πλήκτρα, την παρατηρούν προσεκτικά, την περνούν ο ένας στον άλλο. Δεν υπάρχουν άλ λ α συγκλ ονιστικά μηνύματα εκεί μέσα, μου έρχεται να πω. Πιστέψτε με, θα το είχα αναφέρει. «Σε πειράζει αν το κρατήσουμε;» λέει ο Μάρκο, σηκώνοντας το κεφάλι του. «Να το κρατήσετε;» Η απογοήτευση είναι τόσο φανερή στη φωνή μου, ώστε ο τύπος γυρίζει και με κοιτάζει σαστισμένος. «Λυπάμαι. Είναι εταιρική συσκευή, οπότε υπέθεσα...» λέει διατακτικά. «Όχι πια», πετιέται ο Σαμ, στραβοκοιτάζοντάς τον. «Το έδωσα στην Πόπι. Είναι δικό της». «Α, μάλιστα». Ο Μάρκο ρουφάει τον αέρα μέσα από τα δόντια του. Φαίνεται κάπως μπερδεμένος. «Το θέμα είναι ότι θα θέλαμε να κάνουμε έναν λεπτομερέστερο έλεγχο. Αυτό ίσως πάρει ένα διάστημα. Θα μπορούσα να πω ότι θα σου το επιστρέψουμε μετά, όμως ποιος ξέρει πότε θα είναι αυτό το μετά...» Ρίχνει μια ματιά στον Σαμ, σαν να του ζητάει να τον καθοδηγήσει. «Θέλω να πω, σίγουρα μπορούμε να το αντικαταστήσουμε με μια συσκευή
τελευταίας τεχνολογίας, όποιο μοντέλο θέλεις...» «Φυσικά», συμφωνεί ο Σαμ. «Δεν τίθεται ζήτημα κόστους». Μου χαμογελάει με χαρά. «Μπορείς να πάρεις ό,τι πιο καινούργιο κυκλοφορεί στην αγορά». Εγώ δε θέλω ό,τι πιο καινούργιο κυκλοφορεί στην αγορά. Θέλω το συγκεκριμένο τηλέφωνο. Το τηλέφωνό μας. Θέλω να το φυλάξω, όχι να το δώσω στους τεχνικούς για να το διαλύσουν. Όμως... τι θα μπορούσα να πω; «Εντάξει». Χαμογελάω κι ας μου σφίγγεται το στομάχι. «Κρατήστε το. Ένα απλό τηλέφωνο είναι». «Όσο για τα μηνύματά σου, τις επαφές, τις υπόλοιπες πληροφορίες...» Ο Μάρκο ανταλλάσσει αβέβαιες ματιές με τον Τεντ. «Τα μηνύματά μου τα χρειάζομαι». Αιφνιδιάζομαι από το πόσο τρεμάμενη ακούγεται η φωνή μου. Αισθάνομαι σαν να απειλούν να εισβάλουν στη ζωή μου. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Θα ήταν παράλογο και αρνητικό αν έφερνα αντιρρήσεις. «Μπορούμε να τα εκτυπώσουμε», προσφέρεται ο Τεντ αισιόδοξα. «Τ ι λες; Θα μπορούσαμε να σου εκτυπώσουμε τα πάντα ώστε να κρατήσεις αρχείο». «Κάποια μηνύματα είναι δικά μου», επισημαίνει ο Σαμ. «Ναι, κάποια είναι δικά του». Γνέφω καταφατικά. «Ορίστε;» Ο Μάρκο κοιτάζει εναλλάξ εμένα και τον Σαμ. «Συγγνώμη, έχω μπερδευτεί. Τ ίνος είναι αυτό το τηλέφωνο;» «Το τηλέφωνο κανονικά είναι δικό του, όμως το χρησιμοποιούσα εγώ...» «Και οι δύο το χρησιμοποιούσαμε», εξηγεί ο Σαμ. «Από κοινού. Το μοιραζόμαστε». «Το μοιραζόσαστε;» Τόσο ο Μάρκο όσο και ο Τεντ είναι φανερό ότι φρίττουν με την ιδέα, ενώ εγώ προσπαθώ να μη χαχανίσω. «Πρώτη φορά ακούω να μοιράζονται δυο άνθρωποι ένα κινητό», σχολιάζει κοφτά ο Μάρκο. «Απαράδεκτο». «Συμφωνώ», σχολιάζει ο Τεντ, ανατριχιάζοντας. «Εγώ δε θα μοιραζόμουν το κινητό μου ούτε με την κοπέλα μου».
«Και δηλαδή... πώς καταφέρατε να το μοιράζεστε;» ρωτάει ο Μάρκο, κοιτάζοντας με περιέργεια πότε τον Σαμ και πότε εμένα. «Υπήρξαν δύσκολες στιγμές», λέει ο Σαμ, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Σίγουρα, κάποιες στιγμές ήταν δύσκολα», συμφωνώ. «Τελικά, όμως, θα το πρότεινα και σε άλλους». «Κι εγώ. Όλοι θα έπρεπε να το δοκιμάσουν, τουλάχιστον μια φορά». Ο Σαμ μου χαμογελάει με νόημα και δεν μπορώ να μην ανταποδώσω το χαμόγελο. «Μάλιστα...» Ο Μάρκο τραβάει τη λέξη, σαν να έχει καταλάβει πως απέναντι του στέκονται δύο παλαβοί. «Τέλος πάντων, θα το κανονίσουμε. Έλα, Τεντ, πάμε». «Πόση ώρα θα πάρει;» ρωτάει ο Σαμ. Ο Τεντ ζαρώνει το πρόσωπό του. «Μπορεί να πάρει λίγο. Μία ώρα;» Φεύγουν γρήγορα από το γραφείο του Σαμ και εκείνος κλείνει την πόρτα. Παρατηρώ ένα μικρό κόψιμο στο μάγουλό του. Δεν το είχε χθες το βράδυ. Χθες το βράδυ. Αμέσως μεταφέρομαι νοερά στο δάσος. Στέκομαι στο σκοτάδι με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος στα ρουθούνια μου, τους ήχους του δάσους στα αυτιά μου, τα μπράτσα του πλεγμένα γύρω μου, το στόμα του... Όχι. Σταμάτα, Πόπι. Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις. Μη θυμάσαι, ούτε να αναρωτιέσαι ούτε...» «Τ ι μέρα κι αυτή», λέω τελικά, προσπαθώντας να πιαστώ από κάποιες βολικά ανούσιες λέξεις. «Και λίγα λες». Με συνοδεύει μέχρι τον καναπέ. Κάθομαι αμήχανα, νιώθοντας σαν να έχω πάει για συνέντευξη. «Λοιπόν. Τ ώρα που είμαστε μόνοι... Πώς τα πας; Τ ι έγινε με το άλλο θέμα;» «Όπως τα ξέρεις». Προσπαθώ να δείξω άνετη. «Α, ναι, αποφάσισα να ματαιώσω το γάμο μου». Προφέρω τις λέξεις αυτές και αισθάνομαι το στομάχι μου να σφίγγεται ελαφρά. Πόσες φορές θα χρειαστεί να πω το ίδιο πράγμα;
Πόσες φορές θα χρειαστεί να δώσω εξηγήσεις; Πώς θα καταφέρω να τα βγάλω πέρα τις επόμενες ημέρες; Ο Σαμ γνέφει καταφατικά, ενώ τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. «Μάλιστα. Άσχημο αυτό». «Ε, δεν είναι κι ό,τι καλύτερο». «Του μίλησες;» «Με την Ουάντα. Πήγα και τη βρήκα στο σπίτι της. Της είπα, “ Ουάντα, πιστεύεις πραγματικά ότι είμαι παρακατιανή ή είναι απλώς ιδέα μου;”» «Πλάκα μού κάνεις!» αναφωνεί ο Σαμ ενθουσιασμένος. «Όπως ακριβώς σου το λέω». Δεν μπορώ να μη γελάσω, βλέποντας την έκφρασή του, αν και ταυτόχρονα μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα. «Θα ήσουν περήφανος για μένα, αν μ’ έβλεπες». «Μπράβο, Πόπι!» Σηκώνει το χέρι για να κολλήσουμε πέντε. «Σίγουρα χρειάστηκαν κότσια για να ρωτήσεις αυτό το πράγμα. Και ποια ήταν η απάντηση;» «Ιδέα μου ήταν, τελικά», ομολογώ. «Στην πραγματικότητα, είναι πολύ γλυκιά γυναίκα. Κρίμα που έχει τέτοιο γιο». Ακολουθεί σιωπή. Νομίζω ότι βλέπω όνειρο. Ο γάμος ματαιώθηκε. Το είπα φωναχτά, άρα πρέπει να είναι αλήθεια. Κι όμως, φαντάζει εξίσου απίστευτο με το να έλεγα, «Εξωγήινοι εισβάλλουν στον πλανήτη». «Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» Ο Σαμ με κοιτάζει στα μάτια και νομίζω πως διακρίνω μία ακόμα ερώτηση στο βλέμμα του. Μία ερώτηση που αφορά εκείνον κι εμένα. «Δεν ξέρω», λέω με κόπο. Προσπαθώ να απαντήσω στην ερώτησή του χωρίς λέξεις, όμως δεν ξέρω αν τα μάτια μου ανταποκρίνονται στο ρόλο τους. Δεν ξέρω αν μπορεί να καταλάβει ο Σαμ. Μετά από λίγο δεν αντέχω να τον κοιτάζω άλλο, οπότε χαμηλώνω γρήγορα το κεφάλι μου. «Θα προχωρήσω με αργά βήματα, φαντάζομαι. Σίγουρα θα έχω ένα σωρό βλακείες να αντιμετωπίσω». «Σίγουρα». Διστάζει για λίγο. «Καφέ;»
Έχω πιει τόσους καφέδες σήμερα που κοντεύω να βγάλω ελατήρια... από την άλλη, όμως, δεν αντέχω αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα. Μου είναι αδύνατον να αξιολογήσω την κατάσταση. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται ο Σαμ. Δεν ξέρω τι περιμένω ή τι θέλω. Είμαστε δύο άνθρωποι που μας έφερε κοντά για λίγο η τύχη και τώρα ολοκληρώνουμε μια επαγγελματική σχέση. Αυτό είναι όλο. Και τότε, γιατί χορεύει το στομάχι μου κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει; Τ ι στην ευχή περιμένω να μου πει; «Ναι, ένας καφές θα ήταν ό,τι πρέπει. Μήπως έχεις ντεκαφεινέ;» Παρακολουθώ τον Σαμ να σκαλίζει την καφετιέρα στον πάγκο, στο πλάι του γραφείου του, και να προσπαθεί να βάλει μπροστά το εξάρτημα για το αφρόγαλα. Νομίζω πως είναι ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα και για τους δυο μας. «Μην ανησυχείς», λέω τελικά, ενώ συνεχίζει να παλεύει με την καφετιέρα χωρίς αποτέλεσμα. «Τον πίνω και σκέτο». «Εσύ σιχαίνεσαι τον σκέτο καφέ». «Πώς το ξέρεις αυτό;» Γελάω έκπληκτη. «Το ανέφερες στη Λουσίντα μια φορά, σ’ ένα email». Γυρνάει προς το μέρος μου, τα χείλη του ανασηκώνονται ελαφρά. «Τ ι νόμιζες, μόνο εσύ έκανες τον κατάσκοπο;» «Έχεις καλή μνήμη. Υπέροχα. Τ ι άλλο θυμάσαι;» Σιωπή. Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου και η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει πιο δυνατά. Τα μάτια του είναι τόσο έντονα, σκοτεινά και σοβαρά. Όσο περισσότερο τα κοιτάζω τόσο περισσότερο θέλ ω να τα κοιτάζω. Αν σκέφτεται αυτό που σκέφτομαι κι εγώ, τότε... Όχι. Σταμάτα, Πόπι. Φυσικά και δε σκέφτεται το ίδιο. Άλλωστε, δεν είμαι καν σίγουρη τι είναι αυτό που σκέφτομαι εγώ, τουλάχιστον όχι ακριβώς... «Ξέρεις κάτι, ας αφήσουμε καλύτερα τον καφέ». Σηκώνομαι απότομα όρθια. «Λέω να πάω έξω για λίγο». «Είσαι σίγουρη;» Φαίνεται αιφνιδιασμένος. «Ναι, δε θέλω να μπλέκομαι στα πόδια σου». Αποφεύγω το
βλέμμα του τη στιγμή που περνάω από μπροστά του. «Έχω κάτι δουλειές να κάνω. Τα λέμε σε μια ώρα». Δεν έχω καμία δουλειά να κάνω. Απλώς, δεν έχω δύναμη μέσα μου. Το μέλλον μου εκτροχιάστηκε και ξέρω πως θα χρειαστεί να αναλάβω κάποιου είδους πρωτοβουλία, όμως τούτη τη στιγμή μού είναι αδύνατον να αντιμετωπίσω ό,τι πρέπει να γίνει. Από το γραφείο του Σαμ περιπλανιέμαι μέχρι τον Καθεδρικό του Άγιου Παύλου. Κάθομαι στα σκαλοπάτια, σ’ ένα σημείο όπου πέφτει μια δέσμη φωτός, παρακολουθώ τους τουρίστες, καμώνομαι πως βρίσκομαι σε διακοπές, κάνω ένα διάλειμμα από την ίδια μου τη ζωή. Έπειτα παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Ο Σαμ μιλάει στο τηλέφωνο την ώρα που με οδηγούν στο γραφείο του. Μου γνέφει καταφατικά, δείχνοντας απολογητικά το τηλέφωνο. «Χαιρετώ!» Το κεφάλι του Τεντ ξεπροβάλλει πίσω από την πόρτα, αιφνιδιάζοντάς με. «Είμαστε έτοιμοι. Βάλαμε τρία άτομα να ασχοληθούν με το τηλέφωνο». Μπαίνει στο δωμάτιο, κρατώντας έναν πελώριο πάκο χαρτιών. «Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να εκτυπώσουμε κάθε μήνυμα σε ξεχωριστή σελίδα. Μας βγήκε κανονικό έπος». «Ουάου». Είναι απίστευτο πόσα χαρτιά κρατάει. Έχω στείλει τόσα μηνύματα και email; Θέλω να πω, το τηλέφωνο το είχα στα χέρια μου μερικές ημέρες μόνο. «Λοιπόν». Ο Τεντ ακουμπάει τα χαρτιά πάνω στο γραφείο με επαγγελματικό ύφος και τα χωρίζει σε τρεις στοίβες. «Ένας συνάδελφος τα χώριζε, όπως τα εκτυπώναμε. Αυτά εδώ είναι όλα του Σαμ. Επαγγελματικά email και τα λοιπά. Εισερχόμενα, εξερχόμενα, πρόχειρα, τα πάντα. Σαμ, εδώ είσαι». Τα προτείνει προς το μέρος του και ο Σαμ σηκώνεται από το γραφείο του. «Τέλεια, ευχαριστώ». Αρχίζει να τα φυλλομετράει. «Εκτυπώσαμε και όλα τα συνημμένα. Κανονικά, πρέπει όλα να βρίσκονται και στον υπολογιστή σου, Σαμ, αλλά για κάθε ενδεχόμενο. .. Κι αυτά εδώ είναι δικά σου, Πόπι». Χτυπάει ελαφρά τη δεύτερη στοίβα. «Πιστεύω πως θα τα βρεις όλα εδώ».
«Ωραία. Ευχαριστώ». Ξεφυλλίζω τις σελίδες με ενδιαφέρον. «Έπειτα, έχουμε αυτή την τρίτη στοίβα». Ο Τεντ ζαρώνει το μέτωπό του, σαν να νιώθει μπερδεμένος. «Δεν ξέραμε τι να κάνουμε μ’ αυτά. Είναι... είναι και των δυο σας». «Τ ι εννοείς;» ρωτάει ο Σαμ, σηκώνοντας το κεφάλι του. «Είναι η μεταξύ σας αλληλογραφία. Όλα τα κείμενα, τα email και τα σχετικά που στέλνατε ο ένας στον άλλο. Με χρονολογική σειρά». Ο Τεντ σηκώνει τους ώμους του. «Δεν ξέρω ποιος από εσάς τα θέλει ή αν θα έπρεπε να τα πετάξουμε... Έχουν κάποια σημασία;» Αφήνει κάτω τη στοίβα των χαρτιών κι εγώ απομένω να κοιτάζω εμβρόντητη την πρώτη σελίδα. Είναι μια φωτογραφία μου, με πολύ κόκκο, τραβηγμένη μέσα από τον καθρέφτη, στην οποία κρατάω το τηλέφωνο και κάνω το σήμα των προσκόπων. Το είχα ξεχάσει τελείως αυτό. Γυρνάω στην επόμενη σελίδα και βρίσκω ένα εκτυπωμένο μήνυμα από τον Σαμ: Θα μπορούσα να τη στείλω στην αστυνομία και να σε συλλάβουν. Ύστερα, στην επόμενη σελίδα, η απάντησή μου: Ειλικρινά το εκτιμώ πάρα, πάρα πολύ. Ευχαριστώ. Νιώθω σαν να έχουν περάσει ένα εκατομμύριο χρόνια από τότε. Τότε που ο Σαμ ήταν μόνο ένας άγνωστος στην άλλη άκρη της γραμμής. Τότε που δεν τον είχα γνωρίσει, που δεν ήξερα τι άνθρωπος ήταν... Νιώθω μια κίνηση πίσω μου. Έχει πλησιάσει κι εκείνος για να κοιτάξει τις σελίδες. «Είναι παράξενο να τα βλέπεις τυπωμένα», σχολιάζει. «Ναι». Πέφτω πάνω σε μια φωτογραφία βρόμικων δοντιών, οπότε ταυτόχρονα και οι δύο προσπαθούμε να πνίξουμε ένα γέλιο. «Είναι κάμποσες οι φωτογραφίες δοντιών, σωστά;» λέει ο Τεντ, κοιτάζοντάς μας απορημένος. «Δεν καταλαβαίναμε γιατί ήταν τόσες. Μήπως ασχολείσαι με την οδοντιατρική, Πόπι;» «Όχι, ακριβώς». Γυρίζω τις σελίδες μαγεμένη. Είναι όλα όσα είπαμε ο ένας στον άλλο. Αναρίθμητες σελίδες με μηνύματα, σχόλια και απαντήσεις, σαν ένα βιβλίο όπου αποτυπώνονται οι τελευταίες
ημέρες. ΦΡΙΜΑΣΜΑ. Χρησιμοποίησε το πρώτο Α από το ΕΛΙΜΑΡΑΝ. Τ ριπλή αξία λέξη και μπόνους 50 πόντων. Έκλεισες ραντεβού με τον οδοντίατρο, Τα δόντια σου θα σαπίσουν!!! Τ ι κάνεις ξύπνια τόσο αργά; Η ζωή μου τελειώνει αύριο. Καταλαβαίνω γιατί αυτό μπορεί να σε κρατήσει ξύπνια. Γιατί τελειώνει; Η γραβάτα σου έχει στραβώσει. Δεν ήξερα ότι η πρόσκλησή μου έγραφε και το όνομά σου. Απλώς πέρασα για να πάρω την τσάντα με τα δωράκια σου. Είναι μέρος των υπηρεσιών που προσφέρω. Δε χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Πώς αντέδρασε η Βικς; Φτάνω στα χθεσινοβραδινά μηνύματα. Νιώθω να μου κόβεται η ανάσα. Έτσι όπως βλέπω αυτές τις λέξεις είναι σαν να επιστρέφω σ’ εκείνες τις στιγμές. Δεν τολμώ να κοιτάξω τον Σαμ, ούτε να φανερώσω την παραμικρή υποψία συναισθήματος. Ξεφυλλίζω ψύχραιμα τις σελίδες, σαν να μη με ενοχλεί πραγματικά αυτή η κατάσταση, διαβάζοντας σκόρπιες αράδες κειμένου εδώ κι εκεί. Ξέρει κανείς ότι μου στέλνεις μηνύματα; Δε νομίζω. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
Η νέα αδιαπραγμάτευτη αρχή μου για τη ζωή: μην πηγαίνεις μόνη σου σε τρομακτικά σκοτεινά δάση. Δεν είσαι μόνη σου. Χαίρομαι που βρήκα το δικό σου τηλέφωνο. Κι εγώ. xoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxoxo Δεν είσαι εδώ κοντά. Είμαι. Έρχομαι. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο λαιμό και αρχίζω να ζαλίζομαι. Αρκετά. Φτάνει. Αφήνω τις σελίδες πάνω στη στοίβα και σηκώνω το κεφάλι, χαμογελώντας ευδιάθετα. «Ουάου!» «Ναι, δηλαδή, όπως έλεγα νωρίτερα», σχολιάζει ο Τεντ, σηκώνοντας τους ώμους, «δεν ξέραμε τι να κάνουμε μ’ αυτά». «θα τα τακτοποιήσουμε εμείς», λέει ο Σαμ. «Ευχαριστώ, Τεντ». Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο. Δεν μπορώ να καταλάβω αν αισθάνθηκε το παραμικρό έτσι όπως διάβαζε εκείνα τα μηνύματα. «Επομένως, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε το τηλέφωνο, σωστά;» λέει ο Τεντ. «Κανένα πρόβλημα. Ευχαριστώ, Τεντ». Ο Τεντ βγαίνει από το γραφείο και ο Σαμ πηγαίνει ξανά στην καφετιέρα κι αρχίζει να ετοιμάζει φρέσκο καφέ. «Λοιπόν, αυτή τη φορά θα τα καταφέρω. Έβγαλα άκρη με το μαραφέτι». «Μα, δεν υπάρχει λόγος», ψελλίζω, όμως ξαφνικά από το μηχάνημα αρχίζει να βγαίνει καυτό γάλα, κάνοντας ένα τόσο δυνατό σφύριγμα, ώστε είναι μάταιο ακόμα και να προσπαθήσεις να ακουστείς. «Ορίστε». Μου δίνει μια κούπα. «Ευχαριστώ».
«Λοιπόν... τα θέλεις αυτά;» Γνέφει αδιάφορα προς τη στοίβα των χαρτιών. Νιώθω κάτι σαν ζέστη στα πόδια μου. Πίνω μια γουλιά καφέ, προσπαθώντας να κερδίσω λίγο χρόνο. Το τηλέφωνο χάθηκε. Αυτές οι εκτυπώσεις είναι ό,τι απομένει από εκείνο το αλλόκοτο όσο και θαυμάσιο διάστημα. Φυσικά και τα θέλω. Γ ια κάποιο λόγο, ωστόσο, δεν μπορώ να το παραδεχτώ στον Σαμ. Δεν αντέχω να το παραδεχτώ. «Δεν έχω πρόβλημα». Πασχίζω να ακουστώ χαλαρή. «Μήπως τα θέλεις εσύ;» Ο Σαμ δε λέει τίποτε, απλά σηκώνει τους ώμους. «Θέλω να πω, δεν τα χρειάζομαι για κάτι...» Κομπιάζω. «Όχι». Κουνάει το κεφάλι του. «Είναι σκόρπιες κουβέντες, τίποτε παραπάνω...» Ακούγεται ένας ήχος από μήνυμα στο κινητό του, οπότε βγάζει τη συσκευή από την τσέπη του. Ρίχνει μια ματιά στην οθόνη και σκοτεινιάζει. «Ω, να πάρει. Διάβολε. Αυτό μου έλειπε τώρα». «Τ ι τρέχει;» ρωτάω ανήσυχη. «Έχει κάποια σχέση με τα μηνύματα;» «Όχι, άλλο είναι». Με κοιτάζει καλά, σμίγοντας τα φρύδια του. «Τ ι στο διάβολο έγραψες στην Ουίλοου;» «Τ ι πράγμα;» Απομένω να τον κοιτάζω σαστισμένη. «Έχει φορτώσει άσχημα για κάποιο email που έλαβε από εσένα. Και γιατί να στείλεις email εσύ στην Ουίλοου, δηλαδή;» «Μα, δεν έστειλα!» Τον κοιτάζω όλο απορία. «Δε θα της έστελνα ποτέ email! Ούτε καν την ξέρω!» «Δεν ξέρω, αλλιώς τα λέει αυτή...» Αφήνει τη φράση του στη μέση, καθώς από το κινητό του ακούγεται και πάλι ο ίδιος ήχος. «Μάλιστα. Ορίστε, εδώ είμαστε... το αναγνωρίζεις αυτό;» Μου δίνει το τηλέφωνο, οπότε αρχίζω να διαβάζω: Για όνομα, κακιασμένη μάγισσα, γιατί δεν μπορείς ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΣΤ ΟΝ ΣΑΜ ΣΤ ΗΝ
ΗΣΥΧΙΑΤ ΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΨΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΣΑΝ ΑΓΓΟΥΡΙ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ; Α, και για να ξέρεις κάτι: δεν είσαι η κοπέλα του Σαμ. Οπότε, τι σε νοιάζει τι έκανε με κάποια «γλυκούλα» κοπέλα χθες βράδυ; Δική σου ζωή δεν έχεις;;;;;;;; Ένα ρίγος διατρέχει το σώμα μου. Εντάξει. Μπορεί και να πληκτρολόγησα κάτι τέτοιο σήμερα το πρωί, την ώρα που πήγαινα με το μετρό στο γραφείο του Σαμ. Με είχε εκνευρίσει η Ουίλοου που έγραφε ξανά τα δικά της. Το έκανα για να εκτονωθώ λιγάκι. Όμως, δεν το έστειλ α. Θέλω να πω, φυσικά και δεν το έστειλ α. Ποτέ, μα ποτέ δε θα το έστελ να... Ω, Θεέ μου... «Εγώ... δηλαδή...» Το στόμα μου είναι κάπως ξερό όταν καταφέρνω με τα πολλά να σηκώσω το κεφάλι μου. «Δεν αποκλείεται να το έγραψα για πλάκα. Και να πάτησα κατά λάθος αποστολή. Κατά λάθος, όμως. Θέλω να πω, δεν ήθελ α να το κάνω». Γ ια να ξεκαθαρίσω εντελώς τη θέση μου προσθέτω: «Ποτέ μου δε θα έκανα κάτι τέτοιο επίτηδες». Παρατηρώ τις λέξεις και φαντάζομαι την Ουιλοου να τις διαβάζει. Πρέπει να φόρτωσε άσχημα. Σχεδόν εύχομαι να ήμουν εκεί και να την έβλεπα. Δεν μπορώ παρά να νιώσω μια υποψία ευχαρίστησης καθώς φαντάζομαι τα μάτια της να γουρλώνουν, τα ρουθούνια της να πλαταίνουν, φλόγες να ξεπηδούν από το στόμα της...
96
«Το βρίσκεις αστείο;» ρωτάει απότομα ο Σαμ. «Ναι, δηλαδή όχι», λέω, σοκαρισμένη από τον τόνο του. «Θέλω να πω, λυπάμαι ειλικρινά. Εννοείται. Όμως, ήταν απλώς ένα λάθος...» «Τ ι σημασία έχει αν ήταν λάθος ή όχι;» Αρπάζει το τηλέφωνο από τα χέρια μου. «Είναι ένας πονοκέφαλος, λες και δεν έχω αρκετά
πράγματα στο κεφάλι μου...» «Για μισό λεπτό!» Σηκώνω την παλάμη μου. «Δεν καταλαβαίνω. Εσύ γιατί σκας; Γιατί είναι δικό σου πρόβλημα αυτό; Εγώ έστειλα το email, όχι εσύ». «Πίστεψέ με». Με κοιτάζει αυστηρά. «Με κάποιον τρόπο θα καταλήξει να είναι δικό μου πρόβλημα». Εντάξει, δε βγάζω άκρη με τίποτε. Γιατί θα καταλήξει να είναι δικό του πρόβλημα; Και γιατί είναι τόσο τσατισμένος; Εντάξει, δεν έπρεπε να είχα στείλει εκείνο το email, όμως ούτε και η Ουιλοου έπρεπε να του στέλνει όλα εκείνα τα ηλίθια μηνύματα. Και γιατί παίρνει το δικό της μέρος; «Κοίτα». Προσπαθώ να ακουστώ ψύχραιμη. «Θα της στείλω ένα μήνυμα και θα της ζητήσω συγγνώμη. Νομίζω, όμως, πως αντιδράς υπερβολικά. Δεν είναι πια η κοπέλα σου. Το θέμα δεν έχει πια να κάνει μ’ εσένα». Εκείνος δε με κοιτάζει καν. Κάτι γράφει στο κινητό του. Άραγε, στέλνει μήνυμα στην Ουίλοου; «Δεν την έχεις ξεπεράσει, έτσι δεν είναι;» Νιώθω έναν οξύ πόνο μόλις συνειδητοποιώ την αλήθεια. Γιατί δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα; «Δεν έχεις ξεπεράσει την Ουίλοου». «Τ ι είναι αυτά που λες; Φυσικά και την έχω ξεπεράσει», διαμαρτύρεται, φανερά ενοχλημένος. «Σιγά μην την έχεις ξεπεράσει! Αν την είχες ξεπεράσει, δε θα σε ένοιαζε αυτό το email. Θα σκεφτόσουν πως της άξιζε. Θα το έβρισκες αστείο. Θα έπαιρνες το δικό μου μέρος». Η φωνή μου τρέμει κι έχω τη φρικτή υποψία πως τα μάγουλά μου έχουν αρχίσει να κοκκινίζουν. «Πόπι, γιατί έχεις ταραχτεί τόσο;» «Γιατί... γιατί...» Δεν καταφέρνω να ολοκληρώνω τη φράση μου. Βαριανασαίνω. Γιατί υπάρχουν λόγοι, τους οποίους δε θα μπορούσα ποτέ να του φανερώσω. Λόγοι τους οποίους δεν ομολογώ ούτε στον εαυτό μου. Το στομάχι μου ανακατεύεται από την ντροπή. Ποιον
κορόιδευα; «Γιατί... δεν ήσουν εντάξει!» Οι λέξεις ξεπηδούν από μέσα μου, επιτέλους. «Μου ξεφούρνισες ένα κάρο βλακείες, πως τάχα μου “ Η σχέση μας έχει τελειώσει και η Ουίλοου καλό θα ήταν να το καταλάβει αυτό”. Πώς να καταλάβει οτιδήποτε αν αντιδράς με τέτοιο τρόπο; Συμπεριφέρεσαι λες και εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής σου, σαν να είσαι ακόμα υπεύθυνος για εκείνη. Κι αυτό με αφήνει να καταλάβω πως η σχέση σας δεν έχει τελειώσει». «Όλα αυτά είναι μαλακιες». Είναι έξω φρενών. «Και τότε γιατί δεν της ζητάς να πάψει να σ’ ενοχλεί; Γιατί δε δίνεις ένα οριστικό τέλος, ώστε να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο; Μήπως γιατί δεν θέλ εις να δώσεις ένα τέλος, Σαμ;» Η φωνή μου δυναμώνει από τον εκνευρισμό. «Μήπως σου αρέσει αυτή η ανώμαλη, ανταγωνιστική σχέση;» Ο Σαμ βαριανασαίνει. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να σχολιάζεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις καθόλου πώς...» «Αχ, με συγχωρείς!» Γελάω κοφτά, σαρκαστικά. «Έχεις δίκιο. Δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου πώς λειτουργείτε εσείς οι δύο. Δεν αποκλείεται και να τα ξαναβρείτε, κι ελπίζω να ευτυχήσετε». «Πόπι, για όνομα...» «Τ ι;» Κατεβάζω την κούπα μου κάπως απότομα, χύνοντας καφέ πάνω στα στοιβαγμένα μηνύματά μας. «Αχ, τα κατέστρεψα. Συγγνώμη. Βέβαια, δεν περιέχουν τίποτε το σημαντικό, οπότε δεν πειράζει». «Ορίστε;» Ο Σαμ σαν να δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τα όσα συμβαίνουν. «Πόπι, μπορούμε να καθίσουμε λίγο ήρεμα και απλάνα... συνέλθουμε;» Δε νομίζω πως μπορώ να ηρεμήσω. Είμαι αναστατωμένη, εκτός ελέγχου. Διάφορα έντονα, μαύρα συναισθήματα επιχειρούν να βγουν στην επιφάνεια. Δεν είχα ομολογήσει πλήρως στον ίδιο μου τον εαυτό τις ελπίδες που έτρεφα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσα πολλά πράγματα θεωρούσα δεδομένα... Τέλος πάντων. Ήμουν μια ανόητη που νόμιζε πράγματα που δεν
ισχύουν και τώρα πρέπει να φύγω από εδώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Συγγνώμη». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και καταφέρνω με κάποιον τρόπο να χαμογελάσω. «Συγγνώμη. Είμαι κάπως στρεσαρισμένη. Ξέρεις, με το γάμο και όσα έγιναν. Όλα καλά. Κοίτα, σ’ ευχαριστώ που μου δάνεισες το κινητό. Χάρηκα για τη γνωριμία και ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος. Με ή χωρίς την Ουιλοου». Αρπάζω την τσάντα μου, τα χέρια μου εξακολουθούν να τρέμουν. «Λοιπόν... ναι... ελπίζω όλα να πάνε καλά με τον σερ Νίκολας και θα έχω το νου μου στις ειδήσεις... Μην ανησυχείς, ξέρω να βγω από το κτίριο...» Μετά βίας αντέχω να κοιτάξω προς το μέρος του, ενώ κατευθύνομαι προς την πόρτα. Ο Σαμ τα έχει εντελώς χαμένα. «Πόπι, μη φεύγεις έτσι. Σε παρακαλώ». «Γιατί, μια χαρά φεύγω!» λέω εύθυμα. «Αλήθεια. Έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω. Έχω να ματαιώσω ένα γάμο, να προκαλέσω ελαφρά εμφράγματα σε κάποιους ανθρώπους...» «Στάσου, Πόπι». Η φωνή του με σταματάει και γυρίζω προς το μέρος του. «Ήθελα απλώς να πω... ευχαριστώ». Τα σκούρα μάτια του συναντούν τα δικά μου και για μια στιγμή οι εύθραυστες άμυνες μου υποχωρούν. «Επίσης». Γνέφω καταφατικά, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. «Ευχαριστώ». Σηκώνω το χέρι σ’ ένα τελευταίο αντίο και κατευθύνομαι στο διάδρομο. Ψηλά το κεφάλι. Συνέχισε να περπατάς. Μην κοιτάξεις πίσω. Μέχρι να φτάσω στο δρόμο, το πρόσωπό μου έχει ραντιστεί ελαφρά με δάκρυα, ενώ βράζω από οργισμένες, φορτισμένες σκέψεις αν και δεν είμαι σίγουρη με ποιον τα έχω περισσότερο. Ίσως με τον εαυτό μου. Υπάρχει, ωστόσο, ένας τρόπος να κάνω τον εαυτό μου να νιώσει καλύτερα. Μέσα σε μισή ώρα έχω επισκεφθεί ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας κι έχω εγγράφει στο πιο ακριβό συμβόλαιο, με
απεριόριστο χρόνο ομιλίας και όλα τα σχετικά, και πλέον είμαι κάτοχος ενός κομψού, τελευταίας τεχνολογίας iPhone. Ο Τεντ είπε πως δεν ετίθετο ζήτημα χρημάτων ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ. Και τώρα πάμε για το βάπτισμα του πυρός. Βγαίνω από το κατάστημα και πηγαίνω σ’ έναν ανοιχτό, πεζοδρομημένο χώρο, μακριά από την κίνηση. Σχηματίζω τον αριθμό του Μάγκνους και γνέφω με ικανοποίηση μόλις η κλήση προωθείται απευθείας στον τηλεφωνητή. Αυτό ήθελα κι εγώ. «Λοιπόν, καθαρματάκι». Ποτίζω τη λέξη με όσο περισσότερο φαρμάκι μπορώ. «Μίλησα με τη Λουσίντα. Τα ξέρω όλα. Το ξέρω πως κοιμήθηκες μαζί της, ξέρω πως της έκανες πρόταση γάμου, ξέρω πως αυτό το δαχτυλίδι έχει περάσει από ένα σωρό σπίτια, ξέρω πως είσαι ένας ψεύτης, ένας τιποτένιος και για να είμαστε ξεκάθαροι... ο γάμος ματαιώνεται. Το άκουσες αυτό; Ματαιώνεται. Οπότε, ελπίζω να βρεις να κάνεις κάτι με το φράκο σου. Και με τη ζωή σου. Τα λέμε, Μάγκνους. Ή, μάλλον, δεν τα λέμε». Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή που ο πύραυλος Magnum με λευκή σοκολάτα φτιάχτηκε ειδικά γι’ αυτές, και η συγκεκριμένη 97
ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Δεν είμαι ακόμα σε θέση να αντιμετωπίσω τα τηλεφωνήματα. Δεν αντέχω να αντικρίσω τον εφημέριο ή τα αδέλφια μου ή οποιονδήποτε από τους φίλους μου. Είμαι πολύ ταλαιπωρημένη. Πρώτα, πρέπει να ανακτήσω δυνάμεις. Κι έτσι, μέχρι να φτάσω στο σπίτι, έχω καταστρώσει ένα σχέδιο. Απόψε: Ρομαντικά DVD στην τηλεόραση, αμέτρητα παγωτά, 98
άφθονο κλάμα. Μάσκα μαλλιών. Αύριο: Ανακοινώνω στον κόσμο πως ο γάμος ακυρώνεται, αντιμετωπίζω τις αντιδράσεις, παρακολουθώ την Αναλίζ να προσπαθεί να μην πανηγυρίσει κτλ., κτλ. Στο μεταξύ, έχω στείλει με γραπτό μήνυμα τον αριθμό του καινούργιου μου κινητού σε όσους ανθρώπους ξέρω και ήδη έχουν
φτάσει μερικά φιλικά μηνύματα όμως δεν έχω αναφέρει τίποτε για το γάμο σε κανέναν. Όλα αυτά μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο. Φυσικά, δε θέλω να δω καμία ταινία που να έχει σχέση με 99
γάμους, οπότε καταλήγω να διαλέξω ταινίες κινούμενων σχεδίων, οι οποίες αποδεικνύεται πως είναι οι πιο συγκινητικές από όλες. 100
101
Βλέπω το τρίτο μέρος του Toy Story, το Ψηλ ά στον Ουρανό και γύρω στα μεσάνυχτα έχω φτάσει στο Ψάχνοντας τον Νέμο. Έχω κουλουριαστεί στον καναπέ, φορώντας τις παμπάλαιες πιτζάμες μου, με μια μαλακή κουβέρτα ριγμένη πάνω μου, το λευκό κρασί από κοντά, τα μαλλιά μου να μουλιάζουν στη μάσκα περιποίησης και τα πιο πρησμένα μάτια στο σύμπαν. Το Ψάχνοντας τον Νέμο με κάνει να κλαίω κάθε φορά, ούτος ή άλλως, όμως αυτή τη φορά είμαι πραγματικό ράκος κι ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο που 102
χάνεται ο Νέμο. Πάνω που σκέφτομαι μήπως θα ήταν καλύτερα να παρακολουθήσω κάτι λιγότερο βίαιο και βάναυσο, χτυπάει το κουδούνι. Πράγμα μάλλον περίεργο. Εγώ δεν περιμένω κανέναν. Εκτός κι αν... Μήπως ήρθαν ο Τόμπι και ο Τομ δυο μέρες νωρίτερα; Ικανούς τους έχω να σκάσουν μύτη τα μεσάνυχτα, έχοντας βγάλει τα πιο φτηνά εισιτήρια που έβρισκαν στο λεωφορείο. Το θυροτηλέφωνο βρίσκεται σε βολικά μικρή απόσταση από τον καναπέ, οπότε κατεβάζω το ακουστικό, σταματάω την ταινία και λέω διατακτικά: «Ναι». «Ο Μάγκνους είμαι». Ο Μάγκνους; Ανακάθομαι στον καναπέ, λες και με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Μάγκνους. Εδώ. Στο κατώφλι μου. Άραγε, άκουσε το μήνυμα; «Γεια». Ξεροκαταπίνω, προσπαθώ να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου. «Νόμιζα πως ήσουν στην Μπριζ». «Γύρισα». «Σωστά. Και γιατί δε χρησιμοποίησες το κλειδί σου;»
«Σκέφτηκα πως μπορεί να είχες αλλάξει τις κλειδαριές». «Α». Παραμερίζω μια τούφα λιπαρών μαλλιών από τα δακρυσμένα μάτια μου. Επομένως, το άκουσε το μήνυμα. «Ναι... δεν τις άλλαξα». «Δηλαδή, μπορώ να έρθω επάνω;» «Μάλλον». Κατεβάζω το ακουστικό και κοιτάζω τριγύρω. Σκατά. Το μέρος είναι κανονικό αχούρι. Για μια πανικόβλητη στιγμή νιώθω την ανάγκη να πεταχτώ επάνω, να ξεφορτωθώ τα περιτυλίγματα των παγωτών, να ξεβγάλω τη μάσκα μαλλιών, να φτιάξω τα μαξιλάρια, να βάλω στα πρόχειρα λίγο μακιγιάζ και να βρω κάτι χαλαρό, κολακευτικό να φορέσω. Αυτό θα έκανε η Αναλίζ. Και ίσως αυτό είναι που με εμποδίζει να το κάνω. Ποιος νοιάζεται αν έχω πρησμένα μάτια και φοράω μάσκα μαλλιών; Δεν πρόκειται να τον παντρευτώ τον τύπο, οπότε δεν έχει καμία σημασία 103
αν είμαι απεριποίητη. Ακούω το κλειδί του στην πόρτα και αψηφώντας τις συμβάσεις βάζω ξανά τον Νέμο να παίζει. Δεν πρόκειται να βάλω στην αναμονή τη ζωή μου για το χατίρι του. Αρκετά το έχω κάνει αυτό, ήδη. Ανεβάζω ελαφρά την ένταση του ήχου και γεμίζω ακόμα περισσότερο το ποτήρι μου με κρασί. Δεν πρόκειται να τον ρωτήσω αν θέλει κι αυτός, οπότε ας μην περιμένει μια τέτοια πρόταση. Ούτε 104
παγωτό θα του προσφέρω. Η πόρτα τρίζει με τον γνώριμο τρόπο και καταλαβαίνω πως έχει μπει στο δωμάτιο, όμως εγώ κρατάω αποφασιστικά το βλέμμα μου καρφωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης. «Γεια». «Γεια». Σηκώνω τους ώμους σαν να λέω, «Οι χαιρετούρες μάς μαράνανε». Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Μάγκνους να βαριανασαίνει. Φαίνεται νευρικός. «Λοιπόν».
«Λοιπόν». Ξέρω κι εγώ να παίξω αυτό το παιχνίδι. «Πόπι...» «Πόπι. Δηλαδή... Μάγκνους». Συνοφρυώνομαι. Με τσάκωσε. Κάνω το λάθος και στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του. Εκείνος αμέσως ορμάει και κλείνει τις παλάμες μου μέσα στα χέρια του, όπως εκείνη την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. «Σταμάτα!» Σχεδόν του γρυλίζω, τραβιέμαι. «Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό». «Συγγνώμη». Σηκώνει τα χέρια του λες και τον έχω ζεματίσει. «Δεν ξέρω ποιος είσαι». Κοιτάζω απογοητευμένη τον Νέμο και την Ντόρι. «Είπες ψέματα για τα πάντα. Δεν μπορώ να παντρευτώ κάποιον που μου λέει ψέματα και με απατάει. Οπότε, καλύτερα να φύγεις. Δηλαδή, δεν ξέρω καν τι γυρεύεις εδώ μέσα». Ο Μάγκνους αναστενάζει ξανά, βαριά. «Πόπι... Εντάξει. Έκανα ένα λάθος. Ορίστε. Το ομολογώ». «Ένα λ άθος;» επαναλαμβάνω σαρκαστικά. «Ναι, ένα λάθος! Δεν είμαι τέλειος, εντάξει;» Περνάει τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του, σε μια χειρονομία εκνευρισμού. «Αυτό περιμένεις από έναν άντρα; Την τελειότητα; Θέλεις έναν άψογο άντρα; Γιατί, πίστεψε με, τέτοιος άντρας δεν υπάρχει. Κι αν αυτός είναι ο λόγος που ματαιώνεις το γάμο, επειδή έκανα ένα ασήμαντο λάθος...» Απλώνει τα χέρια προς το μέρος μου, στα μάτια του αντικατοπτρίζεται το χρωματιστό φως της τηλεόρασης. «Είμαι απλά ένας άνθρωπος, Πόπι. Ένας άνθρωπος με αδυναμίες και ατέλειες, όπως όλοι». «Δε θέλω έναν άψογο άντρα», του πετάω απότομα. «Θέλω έναν άντρα που δεν το κάνει με τη γυναίκα που αναλαμβάνει να οργανώσει το γάμο μου». «Δεν επιλέγουμε εμείς τα ελαττώματά μας, δυστυχώς. Και να ξέρεις, έχω μετανιώσει πικρά για την αδυναμία μου». Πώς καταφέρνει και ακούγεται τόσο αξιοπρεπής, λες και είναι αυτός το θύμα σε τούτη την υπόθεση; «Αχ, κακομοίρη μου». Δυναμώνω ξανά την ένταση του ήχου,
όμως ο Μάγκνους με αιφνιδιάζει όταν αρπάζει το τηλεκοντρόλ και κλείνει την τηλεόραση. Μέσα στην ξαφνική σιωπή τον κοιτάζω, ανοιγοκλείνοντας σαστισμένη τα μάτια. «Πόπι, δεν μπορεί να σοβαρολογείς. Δεν μπορεί να θέλεις να τα ακυρώσεις όλα για ένα ασήμαντο...» «Δεν είναι μονάχα αυτό». Νιώθω ένα πλάκωμα στο στήθος. «Δε μου είπες ποτέ για όλες τις προηγούμενες αρραβωνιαστικιές σου. Δε μου είπες ποτέ πως είχες κάνει πρόταση γάμου στη Λουσίντα. Νόμιζα πως εκείνο το δαχτυλίδι ήταν κάτι το ξεχωριστό. Α, μην το ξεχάσω, το έχει η μητέρα σου». «Ναι, έκανα πρόταση γάμου σε κάποιες άλλες», λέει αργά. «Τ ώρα πια, όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ το γιατί». «Μήπως γιατί τις αγαπούσες;» «Όχι. Δεν τις αγαπούσα. Ήμουν τρελός. Πόπι, εσύ κι εγώ... έχουμε κάτι διαφορετικό. Θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Το ξέρω. Απλώς, πρέπει να ξεπεράσουμε το σκόπελο του γάμου...» «Το σκόπελ ο του γάμου;» «Δεν το εννοούσα έτσι». Φυσάει και ξεφυσάει ανυπόμονα. «Κοίτα, θέλω να με καταλάβεις, Πόπι. Ο γάμος είναι έτοιμος να γίνει. Έχουν κανονιστεί όλα. Το θέμα δεν έχει να κάνει με το τι έγινε με τη Λουσίντα, έχει να κάνει μ’ εσένα και μ’ εμένα. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Θέλω να τα καταφέρουμε. Θέλω πραγματικά να κάνω αυτό το βήμα». Μιλάει με τόσο πάθος που έχω απομείνει να τον κοιτάζω έκπληκτη. «Μάγκνους...» «Μήπως έτσι αλλάξεις γνώμη;» Γονατίζει δίπλα στον καναπέ και φέρνει το χέρι στην τσέπη του. Τον παρακολουθώ κατάπληκτη να ανοίγει ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου. Μέσα βρίσκεται ένα δαχτυλίδι φτιαγμένο από στριφτό χρυσάφι και στο πλάι του φωλιάζει ένα μικρό διαμάντι. «Πού... πού το βρήκες αυτό;» Μετά βίας καταφέρνω να αρθρώσω την ερώτηση. «Το αγόρασα για σένα στην Μπριζ». Ξεροβήχει, σαν να
ντρέπεται που το ομολογεί. «Περπατούσα στο δρόμο νωρίτερα σήμερα. Το είδα σε μια βιτρίνα και σκέφτηκα εσένα». Αδύνατον να το πιστέψω. Ο Μάγκνους αγόρασε δαχτυλίδι για μένα. Ειδικά για μένα. Ακούω μέσα μου τη φωνή της Ουάντα: Όταν θα αποφασίσει πραγματικά να δεσμευτεί, θα ψάξει μόνος του να βρει ένα δαχτυλ ίδι. Θα διαλ έξει προσεκτικά ένα άλ λ ο κόσμημα. Θα καθίσει να το σκεφτεί. Και πάλι δυσκολεύομαι να χαλαρώσω. «Γιατί διάλεξες αυτό το δαχτυλίδι; Τ ι σε έκανε να σκεφτείς εμένα;» «Το πλεχτό χρυσάφι». Μου χαμογελάει ντροπαλά. «Μου θύμισε τα μαλλιά σου. Όχι στο χρώμα, φυσικά», σπεύδει να διευκρινίσει. «Τη λάμψη τους». Καλή απάντηση αυτή. Πολύ ρομαντική. Σηκώνω τα μάτια μου και μου χαμογελάει λοξά, με ελπίδα. Ω, Θεέ μου. Όταν ο Μάγκνους είναι γλυκός και σε κοιτάζει σαν κουτάβι είναι σχεδόν ακαταμάχητος. Ένα σωρό σκέψεις εξακολουθούν να στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Εντάξει, έκανε ένα λάθος. Ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο λάθος. Και πρέπει να τα τινάξω όλα στον αέρα γι’ αυτό; Μήπως εγώ είμαι τέλεια; Ας είμαστε ειλικρινείς, πριν από είκοσι τέσσερις ώρες τα χέρια μου ήταν πλεγμένα γύρω από έναν άλλο άντρα, στο δάσος. Αισθάνομαι ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος μόλις θυμάμαι τον Σαμ, οπότε προσπαθώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Σταμάτα. Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις. Παρασύρθηκα από την όλη κατάσταση, τίποτε περισσότερο. Ίσως το ίδιο να συνέβη στον Μάγκνους. «Λοιπόν, τι λες;» Ο Μάγκνους με παρακολουθεί με προσμονή. «Είναι υπέροχο», ψιθυρίζω. «Καταπληκτικό». «Το ξέρω. Είναι θαυμάσιο. Ακριβώς όπως εσύ. Και θέλω να το φορέσεις. Λοιπόν, Πόπι...» Ακουμπάει τη ζεστή παλάμη του πάνω στη δική μου. «Λατρεμένη μου Πόπι... δέχεσαι;» «Αχ, Θεέ μου, Μάγκνους», λέω σαν χαμένη. «Δεν ξέρω...» Το καινούργιο μου iPhone αναβοσβήνει από τα νέα μηνύματα.
Το παίρνω στο χέρι μόνο και μόνο για να κερδίσω λίγο χρόνο. Μόλις έχει φτάσει ένα email από τη διεύθυνση
[email protected]. Η καρδιά μου πεταρίζει. Έστειλα στον Σαμ το καινούργιο μου νούμερο το απόγευμα, απλά για να το έχει. Και την τελευταία στιγμή πρόσθεσα, «Συγγνώμη για νωρίτερα», μαζί με μερικά φιλιά. Απλά, για να μη φανεί πως υπάρχει πρόβλημα. Τ ώρα, μου απαντάει. Είναι μεσάνυχτα. Τ ι θέλει να μου πει; Με τρεμάμενα δάχτυλα, οι σκέψεις μου ξεστρατίζουν σε κάθε λογής εξωφρενικές πιθανότητες. Ανοίγω το μήνυμα. «Πόπι;» Ο Μάγκνους ακούγεται κάπως πειραγμένος. «Γλυκιά μου; Μήπως να συγκεντρωθούμε στο θέμα μας;» Ο Σαμ χάρηκε πολύ που έλαβε το μήνυμά σας. Θα επικοινωνήσει μαζί σας το συντομότερο δυνατό. Σας ευχαριστεί για το ενδιαφέρον σας. Νιώθω την ταπείνωση να με περονιάζει, καθώς διαβάζω τις λέξεις αυτές. Είναι ένα τυπικό μήνυμα. Έβαλε τη γραμματέα του να μου στείλει ένα τυπικό μήνυμα για να ξεμπερδεύει από την υποχρέωση. Ξαφνικά θυμάμαι κάτι που είχε πει εκείνη τη φορά στο εστιατόριο: Πρέπει να έχεις ένα email ξεφορτώματος... Είναι πολ ύ χρήσιμο όταν θέλ εις να αποτρέψεις ανεπιθύμητες πρωτοβουλ ίες. Μάλιστα. Δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο ξεκάθαρο το πώς με βλέπει, σωστά; Και τώρα, η αίσθηση στο στήθος μου δεν είναι απλά ένα μικρό σφίξιμο. Είναι κανονικός, αφόρητος πόνος. Ήμουν τελείως ηλίθια. Μα, καλά, τι σκεφτόμουν; Τουλάχιστον ο Μάγκνους δεν έτρεφε αυταπάτες πως η ιστορία με τη Λουσίντα ήταν οτιδήποτε παραπάνω από ένα επιπόλαιο φλερτ. Υπό μια έννοια, αποδείχτηκε περισσότερο πιστός από ό,τι εγώ. Θέλω να πω, έτσι και μάθαινε ο Μάγκνους
έστω τα μισά από όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες... «Πόπι;» Ο Μάγκνους με κοιτάζει επίμονα. «Συνέβη κάτι άσχημο;» «Όχι». Πετάω το τηλέφωνο στον καναπέ και με κάποιον τρόπο καταφέρνω να βρω ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Έχεις δίκιο. Όλοι μας κάνουμε ανόητα λάθη. Όλοι μας παρασυρόμαστε. Όλοι μας αφήνουμε την προσοχή μας να στραφεί σε πράγματα που δεν είναι... δεν είναι αληθινά. Αυτό που θέλω να πω είναι...» Έχω αρχίσει να χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου. «Ναι;» με παροτρύνει διακριτικά ο Μάγκνους. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι... μου αγόρασες ένα δαχτυλίδι. Μόνος σου». Προφέρω αυτές τις λέξεις και συνειδητοποιώ ότι οι σκέψεις μου αρχίζουν να ανασυντάσσονται και να σχηματίζουν μια συγκεκριμένη απόφαση. Όλα τα αβάσιμα όνειρά μου εξανεμίζονται. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα, που βρίσκεται μπροστά μου. Πλέσν, ξέρω τι θέλω. Βγάζω το δαχτυλίδι από το κουτάκι και το παρατηρώ για λίγο, ενώ το κεφάλι μου έχει αρχίσει να πονάει. «Το διάλεξες μόνος σου. Είναι υπέροχο. Οπότε, Μάγκνους... ναι». Κοιτάζω τον Μάγκνους στα μάτια και ως διά μαγείας έχει πάψει να με απασχολεί ο Σαμ· θέλω να προχωρήσει η ζωή μου, να πάει κάπου άλλου, σ’ ένα νέο επίπεδο. «Ναι;» Με καρφώνει με το βλέμμα του, σαν να μην είναι σίγουρος πως άκουσε σωστά. «Ναι». Χωρίς να πει άλλη λέξη, μου παίρνει το δαχτυλίδι. Σηκώνει την αριστερή μου παλάμη και το περνάει στον παράμεσο μου. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Παντρεύομαι.
16 Ο Μάγκνους δεν πιστεύει στις προλήψεις. Είναι ίδιος ο πατέρας του. Έτσι, παρότι έχει φτάσει η ημέρα του γάμου μας και παρότι όλ οι ξέρουν πως είναι γρουσουζιά έμεινε στο σπίτι μου χθες το βράδυ. 'Οταν του είπα πως θα ήταν καλύτερα να πήγαινε στο πατρικό του, κρέμασε μούτρα και απάντησε πως δεν μπορεί να σοβαρολογούσα και άλλωστε γιατί να μαζέψει όλα τα πράγματά του για μια νύχτα; Ύστερα πρόσθεσε πως σίγουρα οι μόνοι άνθρωποι που πιστεύουν σε κάτι τέτοια είναι άνθρωποι με... Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Ξέρω, όμως, πως θα συμπλήρωνε «με μυαλό κουκούτσι». Ευτυχώς που δε συνέχισε, διαφορετικά θα μας άκουγαν οι γείτονες. Εξακολουθώ να είμαι αρκετά εκνευρισμένη μαζί του. Πολύ, θα έλεγα. Δεν είναι η ιδανικότερη διάθεση για την ημέρα του γάμου σου. Κανονικά, έπρεπε να νιώθω τρισευτυχισμένη. Δε θα έπρεπε να βγάζω το κεφάλι από την κουζίνα κάθε πέντε λεπτά και να λέω, «Κι ένα ακόμα πράγμα που κάνεις συνέχεια...» Τ ώρα πια είμαι απολύτως σίγουρη για ποιο λόγο επινόησαν την παράδοση του να μένεις χώρια τη βραδιά πριν από το γάμο σου. Δεν έχει καμία σχέση με το ρομαντισμό, το σεξ, το να μείνεις αγνός ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Το έκαναν ώστε να μην αρπαχτείς με τον άλλο και εμφανιστείς στην εκκλησία έξω φρενών με τον μέλλοντα άντρα σου, με το μυαλό σου σε όλα όσα σκοπεύεις να του σύρεις στο σπίτι μόλις ξεμπερδέψετε με το μυστήριο του γάμου. Θα τον έβαζα να κοιμηθεί στο καθιστικό, όμως εκεί είχαν
105
εγκατασταθεί ο Τόμπι και ο Τομ, με τους υπνόσακούς τους. Τουλάχιστον, τον έβαλα να μου υποσχεθεί πως θα έφευγε από το σπίτι προτού φορέσω το νυφικό μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσω σ’ αυτό. Όπως ετοιμάζω τον καφέ μου, τον ακούω να μιλάει στο μπάνιο, οπότε με πιάνουν πάλι τα νεύρα μου. Προετοιμάζει την ομιλία του. Εδώ. Στο διαμέρισμα. Καλά, αυτό δεν υποτίθεται πως πρέπει να είναι έκπλ ηξη; Δεν ξέρει τίποτε από γάμους; Πλησιάζω στην πόρτα του μπάνιου, έτοιμη να του τα σύρω από την καλή και την ανάποδη... αλλά κοντοστέκομαι. Αφού έφτασα ως εδώ, ας ακούσω τουλάχιστον ένα μικρό απόσπασμα. Η πόρτα είναι μισάνοιχτη. Κρυφοκοιτάζω από τη χαραμάδα και τον βλέπω να μιλάει στον καθρέφτη, φορώντας τα γαμπριάτικά του. Φαίνεται πολύ ταραγμένος, πράγμα που μου προκαλεί έκπληξη. Τα μάγουλά του είναι κόκκινα και ανασαίνει βαριά. Ίσως να προσπαθεί να μπει στο ρόλο του. Ίσως να σχεδιάζει να πει μερικά πολύ παθιασμένα λόγια, σχετικά με το πώς ολοκλήρωσα τη ζωή του, οπότε όλοι θα κλάψουν. «Όλοι έλεγαν πως δε θα παντρευόμουν ποτέ. Όλοι έλεγαν πως δε θα έκανα ποτέ αυτό το βήμα». Ο Μάγκνους κάνει μια τόσο μεγάλη παύση που αναρωτιέμαι αν ξέχασε τα λόγια του. «Ορίστε, λοιπόν. Είμαι εδώ. Εντάξει; Είμαι εδώ». Κατεβάζει μια γουλιά από κάτι που μοιάζει με τζιν τόνικ και κοιτάζει επιθετικά το είδωλό του. «Εδώ είμαι. Παντρεμένος. Εντάξει; Παντρεμένος». Τον παρατηρώ απορημένη. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη τι δεν πάει καλά με την ομιλία του, πάντως σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια που δεν κολλάει... κάτι αταίριαστο... κάτι που ενοχλεί... Το βρήκα. Δε φαίνεται ευτυχισμένος. Γιατί δεν είναι ευτυχισμένος; Σήμερα παντρεύεται. «Τα κατάφερα». Σηκώνει το ποτήρι του προς τον καθρέφτη,
ξαναμμένος. «Λοιπόν, όλοι εσείς που λέγατε πως δεν μπορούσα να το κάνω, άντε γαμηθείτε». «Μάγκνους!» Αδύνατον να συγκρατήσω την ταραχή μου. «Δεν μπορεί να πεις “ άντε γαμηθείτε” στο γάμο μας!» Το πρόσωπό του τινάζεται και το επιθετικό ύφος του εξαφανίζεται μεμιάς, όπως γυρνάει προς το μέρος μου. «Πόπι! Γλυκιά μου! Δεν ήξερα πως με άκουγες». «Αυτά σκοπεύεις να πεις στο γάμο;» ρωτάω επιτακτικά. «Όχι! Δηλαδή, όχι ακριβώς». Κατεβάζει μια γερή γουλιά από το ποτό του. «Το δουλεύω ακόμα». «Δηλαδή, ακόμα να το γράψεις;» Κοιτάζω το ποτήρι του. «Τ ζιν τόνικ είναι αυτό;» «Νομίζω πως επιτρέπεται να πιω ένα τζιν τόνικ την ημέρα του γάμου μου, δε συμφωνείς;» Το επιθετικό ύφος αρχίζει σταδιακά να επιστρέφει. Μα, καλά, τι έχει πάθει; Αν πρωταγωνιστούσα σε κάποια από εκείνες τις χλιδάτες, αστραφτερές αμερικανικές σαπουνόπερες, θα πήγαινα κοντά του, θα τον έπιανα από το χέρι και θα έλεγα με γλυκιά φωνή, «Μας περιμένει μια τέλεια ημέρα, αγάπη μου». Οπότε, το πρόσωπό του θα μαλάκωνε και θα απαντούσε, «Το ξέρω», και τότε θα φιλιόμασταν κι εγώ θα κατάφερνα να εκτονώσω την ένταση με τη στοργική διακριτικότητα και τη γοητεία μου. Όμως, δεν έχω την παραμικρή διάθεση για τέτοια καλοπιάσματα. Αν έχει όρεξη για καβγά μία φορά, εγώ έχω δέκα. «Εντάξει. Κάτσε να γίνεις στουπί. Τέλεια ιδέα». «Δεν πρόκειται να γίνω στουπί. Πώς κάνεις έτσι; Απλώς, πρέπει να πιω κάτι για να μπορέσω να χαλαρώσω από όλη αυτή την...» Σταματάει απότομα κι εγώ μένω να τον κοιτάζω σοκαρισμένη. Πώς ακριβώς σκόπευε να ολοκληρώσει τούτη τη φράση; Αυτή την ταλ αιπωρία; Αυτή τη δοκιμασία; Νομίζω πως το μυαλό του κάνει αντίστοιχες σκέψεις, γιατί σπεύδει να συμπληρώσει: «...ανυπομονησία. Πρέπει να χαλαρώσω
από όλη αυτή την ανυπομονησία, γιατί αλλιώς η ένταση δε θα με αφήσει να συγκεντρωθώ. Γλυκιά μου, είσαι κούκλα. Υπέροχο χτένισμα. Λάμπεις, πραγματικά». Ο παλιός, γοητευτικός εαυτός του έχει επιστρέψει, με όλη του την ένταση, σαν τον ήλιο που ξεπροβάλλει πίσω από ένα σύννεφο. «Τα μαλλιά μου είναι αχτένιστα ακόμα». Χαμογελάω ενοχλημένη. «Ο κομμωτής είναι στο δρόμο». «Λοιπόν, μην τον αφήσεις να τα χαλάσει». Πιάνει τις άκρες τους και τις φιλάει. «Καλύτερα να φύγω για να μην μπλέκομαι στα πόδια σου. Τα λέμε στην εκκλησία!» «Εντάξει». Μένω να τον κοιτάζω όπως απομακρύνεται, νιώθοντας κάπως περίεργα. Το ίδιο περίεργα αισθάνομαι και την υπόλοιπη ημέρα. Δεν είναι ότι ανησυχώ, όχι ακριβώς. Μάλλον είναι το ότι δεν ξέρω αν θα έπρεπε να ανησυχώ. Δηλαδή, ας δούμε τα γεγονότα. Τη μια στιγμή ο Μάγκνους με πολιορκεί, με ικετεύει να τον παντρευτώ, κι ύστερα κρεμάει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, λες και του έβαλα το πιστόλι στον κρόταφο για να το κάνει. Μήπως είναι η φυσιολογική αναστάτωση πριν από το γάμο; Μήπως έτσι κάνουν όλοι οι άντρες την ημέρα του γάμου τους; Μήπως πρέπει να το δεχτώ ως φυσιολογική αντρική συμπεριφορά, όπως τις φορές που τον πιάνει κρυολόγημα και αρχίζει να ψάχνει στο Ίντερνετ πληροφορίες για 106
καρκινικές καταρροές ρινικής κοιλ ότητας; Αν ζούσε ο μπαμπάς μου θα μπορούσα να τον ρωτήσω. Δεν πρέπει να επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει τέτοιες σκέψεις. Τουλάχιστον, όχι σήμερα, αλλιώς θα γίνω χάλια. Ανοιγοκλείνω πεισματικά τα μάτια μου και σκουπίζω τη μύτη μου με ένα χαρτομάντιλο. Έλα τώρα, Πόπι. Σύνελθε. Σταμάτα να ανακαλύπτεις ανύπαρκτα προβλήματα. Παντρεύομαι! Ο Τόμπι και ο Τομ ξεμυτίζουν από τα κουκούλια τους την ώρα που φτάνει ο κομμωτής και ετοιμάζουν τσάι μέσα σε κάτι πελώριες κούπες που έχουν φέρει μαζί τους.
107
Αμέσως αρχίζουν τα
πειράγματα με τον κομμωτή, βάζουν ρόλει στα μαλλιά τους και με κάνουν να λυθώ στα γέλια. Γ ια δισεκατομμυριοστή φορά εύχομαι να τους έβλεπα πιο συχνά. Ύστερα εξαφανίζονται για να φάνε πρωινό σε κάποια καφετέρια, ενώ η Ρούμπι με την Αναλίζ καταφθάνουν δύο ώρες νωρίτερα γιατί δεν μπορούσαν να περιμένουν, ενώ ο κομμωτής ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να ξεκινήσει και η θεία Τ ρούντι τηλεφωνεί από το κινητό της για να μου πει πως κοντεύει να φτάσει, αλλά της έχει φύγει πόντος από το καλσόν της και μήπως υπάρχει 108
κάποιο μαγαζί να αγοράσει καινούργιο; Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, ξεσπάει μια θύελλα από πιστολάκια που δουλεύουν στο φουλ, νύχια που βάφονται, μακιγιάζ που απλώνεται, μαλλιά που χτενίζονται, λουλούδια που καταφθάνουν, νυφικά που φοριούνται, νυφικά που βγαίνουν για να επισκεφθούμε την τουαλέτα, σάντουιτς που καταναλώνονται, μια παραλίγο τραγωδία με το σπρέι μαυρίσματος (τελικά ήταν μόνο ένας λεκές από καφέ στο γόνατο της Αναλίζ) και με κάποιον τρόπο η ώρα πηγαίνει δύο χωρίς να το καταλάβω, τα αυτοκίνητα έχουν έρθει κι εγώ στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, μέσα στο νυφικό μου, πίσω από το πέπλο μου. Ο Τομ και ο Τόμπι στέκονται δίπλα μου και είναι τόσο όμορφοι με τα καλά τους που χρειάζεται να ανοιγοκλείσω ξανά τα μάτια με δύναμη για να διώξω τα δάκρυα. Η Αναλίζ και η Ρούμπι έχουν φύγει ήδη για την εκκλησία. Αυτό είναι. Οι τελευταίες μου στιγμές ως εργένισσα. «Η μαμά κι ο μπαμπάς θα ήταν πολύ περήφανοι για σένα», λέει ο Τόμπι με πνιχτή φωνή. «Τέλειο νυφικό». «Ευχαριστώ». Προσπαθώ να σηκώσω τους ώμους κάπως αδιάφορα. Υποθέτω πως εντάξει είναι το νυφικό. Το φόρεμα είναι πολύ μακρύ και στενό, σουπερ εξώπλατο, με μικρά κομμάτια δαντέλας στα 109
μανίκια. Τα μαλλιά μου είναι χτενισμένα σινιόν. Το πέπλο μου είναι αραχνοΰφαντο, φοράω ένα κοκαλάκι με χάντρες και κρατάω ένα θαυμάσιο μπουκέτο από κρίνους. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, ακριβώς
όπως με τον Μάγκνους σήμερα το πρωί, κάτι δεν κολλάει... Είναι η έκφρασή μου απογοητευμένη, συνειδητοποιώ ξαφνικά. Δεν είναι η σωστή έκφραση. Τα μάτια μου βγάζουν μια ένταση, το στόμα μου διαρκώς γέρνει προς τα κάτω, δε λάμπω. Προσπαθώ να αποκαλύψω τα δόντια μου, να χαμογελάσω πλατιά, όμως τώρα μοιάζω με φρικιό, σαν εκείνες τις τρομακτικές καρικατούρες νύφης. «Είσαι εντάξει;» Ο Τομ με κοιτάζει περίεργα. «Μια χαρά!» Τ ραβάω το πέπλο μου και προσπαθώ να το πυκνώσω γύρω από το πρόσωπό μου. Το θέμα είναι πως δεν έχει σημασία η έκφρασή μου. Όλοι θα κοιτάζουν την ουρά μου. «Να σου πω, αδελφούλα». Ο Τόμπι ρίχνει μια ματιά στον Τομ, σαν να ζητάει την έγκρισή του. «Απλά, για να ξέρεις, σε περίπτωση που τελικά άλλαζες γνώμη, εμείς δε θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Θα σε βοηθούσαμε να το σκάσεις. Μάλιστα, το έχουμε συζητήσει, έτσι δεν είναι, Τομ;» «Φεύγει τρένο από το σταθμό του Σεν Πάνκρας στις 4:30», επιβεβαιώνει ο Τομ, γνέφοντας καταφατικά. «Προλαβαίνεις να είσαι στο Παρίσι για δείπνο». «Να το σκάσω;» Γυρίζω και τον κοιτάζω απογοητευμένη. «Τ ι εννοείς; Γιατί να σχεδιάσετε κάτι τέτοιο; Δε συμπαθείτε τον Μάγκνους;» «Όχι! Όπα! Εμείς δεν είπαμε κάτι τέτοιο». Ο Τόμπι σηκώνει τις παλάμες του αμυντικά. «Να... ρίξαμε μια ιδέα. Σου παρουσιάζουμε τις επιλογές που έχεις. Αυτό είναι το καθήκον μας». «Εγώ, πάντως, δεν το θεωρώ καθήκον σας». Ακούγομαι περισσότερο απότομη από όσο θα ήθελα. «Πρέπει να πάμε στην εκκλησία». «Πήρα εφημερίδες τώρα που βγήκα έξω, παρεμπιπτόντως», προσθέτει ο Τομ, προτείνοντας μου έναν πάκο. «Μήπως θέλεις να τους ρίξεις μια ματιά στο αυτοκίνητο;» «Όχι!» Αποτραβιέμαι έντρομη. «Φυσικά όχι! Θα λερώσω το νυφικό μου». Μονάχα ο μικρός μου αδελφός θα ήταν ικανός να προτείνει να
διαβάζω εφημερίδα στο δρόμο για το γάμο μου. Σαν να λέμε, θα είναι τόσο βαρετά που ας κάνουμε και κάτι ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να ρίξω μια γρήγορη ματιά στον Guardian την ώρα που ο Τομ πετάγεται για ένα γρήγορο, τελευταίο πέρασμα από την τουαλέτα. Στη σελίδα πέντε υπάρχει μια φωτογραφία του Σαμ, κάτω από τον τίτλο «Σκάνδαλο Συγκλονίζει τον Επιχειρηματικό Κόσμο». Αμέσως μόλις τη βλέπω, το στομάχι μου σφίγγεται. Λιγότερο, όμως, από ό,τι πριν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Το αυτοκίνητο είναι μια μαύρη Rolls Royce, η οποία φαντάζει μάλλον καταπληκτική στον αδιάφορο δρόμο όπου μένω, κι ένα μικρό πλήθος από γείτονες έχει συγκεντρωθεί για να με δει. Κάνω μια μικρή στροφή και όλοι χειροκροτούν όπως μπαίνω στο αυτοκίνητο. Ξεκινάμε κι εγώ νιώθω σαν μια κανονική, απαστράπτουσα, λαμπερή νύφη. Το πρόβλημα είναι ότι δε μοιάζω με απαστράπτουσα, λαμπερή νύφη, γιατί την ώρα που διασχίζουμε την οδό Μπάκιγχαμ Πάλας, ο Τομ γέρνει προς τα εμπρός και ρωτάει: «Πόπι; Σε πείραξε μήπως το αυτοκίνητο;» «Ορίστε;» «Έχεις χλομιάσει». «Σιγά μην έχω χλομιάσει». Τον αγριοκοιτάζω. «Κι όμως», σχολιάζει ο Τόμπι, κοιτάζοντάς με περίεργα. «Είσαι κάπως... πράσινη». «Ναι, πράσινη». Το πρόσωπο του Τομ φωτίζεται. «Αυτό ήθελα να πω. Σαν να είσαι έτοιμη να ξεράσεις. Μήπως ετοιμάζεσαι να ξεράσεις;» Κλασική συμπεριφορά αντρών. Γιατί να μην έχω αδελφές, που θα μου έλεγαν πόσο όμορφη είμαι και θα μου δάνειζαν το καθρεφτάκι τους; «Όχι, δεν ετοιμάζομαι να ξεράσω! Και δεν έχει καμία σημασία τι χρώμα έχω». Αποστρέφω το πρόσωπό μου. «Κανείς δε θα μπορέσει να το διακρίνει πίσω από το πέπλο μου». Εκείνη τη στιγμή
ακούγεται το κινητό μου. Το βγάζω από τη μικρή, νυφική τσάντα μου. Έχει στείλει μήνυμα η Αναλίζ. Μην πάρετε την Παρκ Λέιν! Τ ροχαίο! Έχουμε κολλήσει! «Να σας πω». Γέρνω προς το μέρος του οδηγού. «Έχει γίνει κάποιο τροχαίο στην Παρκ Λέιν». «Εντάξει», λέει. «θα ακολουθήσουμε άλλη διαδρομή». Όπως στρίβουμε σ’ έναν μικρό παράδρομο, αντιλαμβάνομαι πως ο Τομ κι ο Τόμπι κοιτάζονται περίεργα. «Τ ι τρέχει;» ρωτάω. «Τ ίποτε», λέει ο Τόμπι καθησυχαστικά. «Χαλάρωσε εσύ. Μήπως θέλεις να σου πω κανένα ανέκδοτο να ξεχαστείς λιγάκι;» «Όχι. Ευχαριστώ». Καρφώνω το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο, παρατηρώ τους δρόμους να περνούν δίπλα μας. Και ξαφνικά, πριν νιώσω απολύτως έτοιμη, έχουμε φτάσει. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούν σ’ έναν απλό, ρυθμικό τόνο τη στιγμή που κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο. Δύο αργοπορημένοι καλεσμένοι, τους οποίους δεν αναγνωρίζω, ανεβαίνουν τρέχοντας τα σκαλοπάτια, με τη γυναίκα να συγκροτεί το καπέλο της. Μου χαμογελούν κι εγώ ανταποδίδω μ’ ένα σφιγμένο νεύμα του κεφαλιού. Είναι αλήθεια. Έχω φτάσει στην εκκλησία. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου. Πρέπει να θυμάμαι κάθε στιγμή της. Ειδικά το πόσο ευτυχισμένη είμαι. Ο Τομ με κόβει από πάνω μέχρι κάτω και μορφάζει. «Ποπς, έχεις τα χάλια σου. Θα πάω να πω στον εφημέριο πως δε νιώθεις καλά». Περνάει φουριόζος από μπροστά μου και μπαίνει στην εκκλησία. «Όχι, μη! Καλά είμαι!» αναφωνώ έξαλλη, όμως είναι πολύ αργά. Ο αδελφός μου είναι αποφασισμένος. Πράγματι, λίγες στιγμές αργότερα ξεπροβάλλει από την εκκλησία ο αιδεσιμότατος Φοξ με ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του. «Κύριε των Δυνάμεων, ο αδελφός σου έχει δίκιο», σχολιάζει
αμέσως μόλις με βλέπει. «Φαίνεσαι άρρωστη». «Είμαι μια χαρά!» «Γιατί δεν κάθεσαι λίγο μόνη σου για μερικά λεπτά να συνέλθεις, πριν αρχίσουμε το μυστήριο;» Με οδηγεί σ’ ένα μικρό, βοηθητικό δωμάτιο. «Κάθισε λίγο, πιες ένα ποτήρι νερό, αν θέλεις φάε κι ένα μπισκότο. Έχουμε μερικά. Άλλωστε, πρέπει να περιμένουμε τις παρανύφους. Αν δεν κάνω λάθος, έχουν πέσει σε κίνηση;» «Θα πάω να τις περιμένω στο δρόμο», λέει ο Τομ. «Δε θα αργήσουν». «Πηγαίνω να φέρω τα μπισκότα», προσφέρεται ο Τόμπι. «Θα είσαι εντάξει εδώ, Ποπι;» «Μια χαρά». Φεύγουν όλοι κι απομένω μόνη στο βουβό δωμάτιο. Ένας μικρός καθρέφτης στέκει πάνω σ’ ένα ράφι κι όπως κοιτάζω εκεί μορφάζω. Πράγματι, χάλια είμαι. Μα, τι έχω πάθει; To iPhone μου χτυπάει και το κοιτάζω αιφνιδιασμένη. Μόλις έλαβα ένα μήνυμα από την κύρια Ράνταλ. 6-4,6-2. Ευχαριστώ, Πόπι! Τα κατάφερε! Επέστρεψε στα γήπεδα του τένις! Αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει όλη μέρα. Κι έτσι, ξαφνικά, εύχομαι να ήμουν στη δουλειά, μακριά από εδώ, απορροφημένη στη διαδικασία θεραπείας ενός ανθρώπου, να κάνω κάτι χρήσιμο. Όχι. Σταμάτα. Μη λ ες βλ ακείες, Πόπι. Πώς μπορείς να εύχεσαι να ήσουν στη δουλειά την ημέρα του γάμου σου; Πρέπει να είμαι τρελή περίπτωση. Δεν υπάρχει άλλη νύφη που να εύχεται να ήταν στο γραφείο. Κανένα από τα νυφικά περιοδικά δε δημοσιεύει άρθρα γύρω από το «Πώς να Λάμπετε, αντί να μοιάζετε Έτοιμη να Ξεράσετε». Ένα ακόμα γραπτό μήνυμα μόλις έφτασε στο κινητό μου, αυτή τη φορά από την Αναλίζ. Επιτέλους! Κινούμαστε! Έχετε φτάσει ήδη; Εντάξει. Ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο παρόν. Η απλή
διαδικασία της σύνταξης μιας απάντησης με βοηθάει να νιώσω πιο χαλαρή. Μόλις φτάσαμε. Την επόμενη στιγμή έρχεται η απάντηση. Ω! Ερχόμαστε το γρηγορότερο. Πάντως, έπρεπε να είχες αργήσει. Θεωρείται καλή τύχη. Φοράς ακόμα την μπλε ζαρτιέρα σου; Η Αναλίζ είχε τέτοια εμμονή να φορέσω μια μπλε ζαρτιέρα ώστε μου έφερε τρεις διαφορετικές για να διαλέξω σήμερα το πρωί. Συγγνώμη κιόλας, αλλά τι ρόλο βαράνε οι ζαρτιέρες; Για να είμαι ειλικρινής, θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς ένα κομμάτι λάστιχο να μου κόβει την κυκλοφορία του αίματος στο πόδι αυτή τη στιγμή πάντως, της υποσχέθηκα να τη φοράω. Φυσικά! Αν και νιώθω το πόδι έτοιμο να πέσει. Θα είναι μια ωραία έκπληξη για τον Μάγκνους την πρώτη νύχτα του γάμου μας. Χαμογελάω καθώς στέλνω το μήνυμα. Μου φτιάχνει το κέφι αυτός ο ανόητος διάλογος. Αφήνω κάτω το κινητό μου, πίνω λίγο νερό και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Εντάξει. Νιώθω καλύτερα. Το τηλέφωνο κουδουνίζει και φτάνει ένα ακόμα μήνυμα, οπότε το σηκώνω για να δω τι μου απάντησε η Αναλίζ. Μόνο που το μήνυμα είναι από το κινητό του Σαμ. Γ ια λίγα δευτερόλεπτα είναι αδύνατον να κινηθώ. Το στομάχι μου αρχίζει αμέσως να σφίγγεται, λες και είμαι κανένα κοριτσόπουλο. Ω, Θεέ μου. Τ ι θλ ιβερή κατάσταση. Έχω παγώσει. Βλέπω τη λέξη «Σαμ» και γίνομαι κομμάτια. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει να αγνοήσει το μήνυμα. Τ ι με νοιάζει τι έχει να μου πει; Γιατί να διαθέσω τον παραμικρό χρόνο σ’ αυτόν, τη στιγμή που σήμερα παντρεύομαι και έχω άλλα πράγματα
να με απασχολούν; Βέβαια, ξέρω πως δεν υπάρχει περίπτωση να αντέξω στη διάρκεια του γάμου έχοντας ένα μήνυμα να ασφυκτιά, κλειστό, μέσα στο τηλέφωνό μου. Το ανοίγω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ, έχοντας κατά νου πως τα δάχτυλά μου μετά βίας συνεργάζονται... και είναι ένα κλασικό, μονολεκτικό μήνυμα από τον Σαμ. Γεια. Γεια; Για όνομα του Θεού, τι πάει να πει αυτό τώρα; Τέλος πάντων, δε θα φανώ αγενής. Θα του στείλω μια εξίσου ενθουσιώδη απάντηση. Λίγο μετά το κινητό κουδουνίζει ξανά. Είσαι εύκαιρη; Σοβαρά τώρα. Μήπως με δουλεύει; Ή μήπως... Τότε συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Φυσικά. Αυτός νομίζει πως έχω ματαιώσει το γάμο. Δεν ξέρει. Δεν έχει ιδέα τι μεσολάβησε. Οπότε, βλέπω το μήνυμά του μέσα από ένα νέο πρίσμα. Δεν προσπαθεί να το παίξει κάπως. Απλώς, λέει «Γεια». Ξεροκαταπίνω, προσπαθώ να σκεφτώ τι να γράψω. Γ ια κάποιο λόγο δεν αντέχω να του πω τι κάνω. Τουλάχιστον, όχι ξερά. Όχι ακριβώς. Θα είμαι σύντομος, τότε. Είχες δίκιο και είχα άδικο. Απομένω να κοιτάζω τις λέξεις μπερδεμένη. Για ποιο πράγμα είχα δίκιο; Με αργές κινήσεις πληκτρολογώ: Τ ι εννοείς; Σχεδόν αμέσως η απάντησή του φτάνει στο κινητό μου. Για την Ουιλοου. Είχες δίκιο κι εγώ είχα άδικο. Συγγνώμη που αντέδρασα άσχημα. Δεν ήθελα να έχεις δίκιο, όμως είχες δίκιο. Της μίλησα. Τ ι της είπες; Της είπα πως τελειώσαμε οριστικά και να σταματήσει να
στέλνει email, αλλιώς θα έκανα καταγγελία για παρενόχληση. Πλ άκα κάνει. Δεν το πιστεύω. Εκείνη πώς αντέδρασε; Μάλλον σοκαρίστηκε. Το φαντάζομαι. Ακολουθεί σιγή ασυρμάτου για λίγο. Στο μεταξύ, έχει έρθει νέο μήνυμα από την Αναλίζ στο κινητό μου, όμως δεν το ανοίγω. Δεν τολμάω να διακόψω τη γραμμή επικοινωνίας που έχει ανοίξει ανάμεσα σ’ εμένα και τον Σαμ. Κρατάω το τηλέφωνό μου σφιχτά, καρφώνω το βλέμμα μου στην οθόνη, περιμένω να δω αν θα στείλει κι άλλο μήνυμα. Πρέπει να στείλει κι άλλο μήνυμα... Και τότε, ακούγεται ο γνωστός ήχος. Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη μέρα για σένα. Κανονικά, σήμερα παντρευόσουν, σωστά; Νιώθω το στομάχι μου να πραγματοποιεί βουτιά στο κενό. Τ ι του απαντάνε τώρα; Τ ι; Ναι. Λοιπόν, να κάτι που θα σου φτιάξει το κέφι. Να μου φτιάξει το κέφι; Κοιτάζω την οθόνη απορημένη, όταν εμφανίζεται ξαφνικά μια φωτογραφία που με αιφνιδιάζει τόσο ώστε βάζω τα γέλια. Είναι μια φωτογραφία του Σαμ που κάθεται στην πολυθρόνα του οδοντιάτρου. Χαμογελάει πλατιά και στο πέτο του έχει κολλημένο ένα αυτοκόλλητο που γράφει, «Ήμουν φρόνιμος ασθενής!!» . Το έκανε για μένα, είναι η σκέψη που περνάει αστραπιαία από το μυαλό μου πριν προλάβω να την εμποδίσω. Πήγε στον οδοντίατρο για μένα. Όχι. Μη λες βλακείες. Πήγε για τα δόντια του. Διστάζω λίγο και υστέρα πληκτρολογώ: Έχεις δίκιο. Μου έφτιαξε το κέφι. Μπράβο. Πάνω στην ώρα!
Την επόμενη στιγμή απαντάει: Έχεις χρόνο για έναν καφέ; Με φρίκη αντιλαμβάνομαι πως χωρίς καμία προειδοποίηση δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε από τα μάτια μου. Πώς γίνεται να στέλνει μήνυμα τώρα και να μου ζητάει να πάμε για καφέ; Πώς γίνεται να μην καταλαβαίνει πως τα πράγματα προχώρησαν; Τ ι νόμιζε πως θα έκανα; Πληκτρολογώ και οι αντίχειρες μου κινούνται νευρικά, απότομα. Με έφτυσες. Ορίστε; Μου έστειλες εκείνο το τυπικό, ευχαριστήριο email. Εγώ δε στέλνω ποτέ email, το ξέρεις αυτό. Μάλλον η γραμματέας μου το έστειλε. Είναι υπερβολικά ευσυνείδητη. Δηλαδή, δεν το έστειλε αυτός; Εντάξει, τώρα θα καταρρεύσω. Θα αρχίσω να κλαίω ή να γελάω υστερικά, κάτι τέλος πάντων. Τα είχα τακτοποιήσει όλα στο μυαλό μου. Ήξερα πώς είχε η κατάσταση, πώς ήταν τα πράγματα. Τ ώρα, μέσα στο κεφάλι μου μαίνεται ξανά κανονική τρικυμία. Στο τηλέφωνο φτάνει δεύτερο συνεχόμενο μήνυμα από τον Σαμ. Δε φαντάζομαι να έχεις παρεξηγηθεί, σωστά; Κλείνω τα μάτια μου. Πρέπει να του εξηγήσω. Όπως, τι να... Πώς να... Τελικά, χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου, πληκτρολογώ: Δεν καταλαβαίνεις. Τ ι πράγμα δεν καταλαβαίνω; Δεν αντέχω να πληκτρολογήσω τις λέξεις. Για κάποιο λόγο, δεν μπορώ να το κάνω. Έτσι, τεντώνω το χέρι μου όσο πάει, τραβάω μια φωτογραφία του εαυτού μου και ύστερα παρατηρώ το αποτέλεσμα. Ναι. Το κάδρο καλύπτει τα πάντα: το πέπλο μου, την καρφίτσα των μαλλιών, ένα κομμάτι του νυφικού μου, την άκρη του
μπουκέτου των κρίνων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι συμβαίνει εδώ. Επιλέγω τον αριθμό του Σαμ και πιέζω Αποστολή. Ορίστε. Το μήνυμα ταξιδεύει στον αιθέρα. Τ ώρα, ξέρει. Πιθανότατα δεν πρόκειται να ακουστεί ξανά, ύστερα από αυτό. Τέρμα. Ήταν μια αλλόκοτη, σύντομη γνωριμία δύο ανθρώπων κι αυτό είναι το τέλος της. Αναστενάζοντας, κάθομαι αποκαμωμένη σε μια καρέκλα. Οι καμπάνες δε χτυπάνε πια και στο δωμάτιο επικρατεί μια παράξενη, απόλυτη σιωπή. Ώσπου, ξαφνικά, αρχίζουν τα κουδουνίσματα. Ξέφρενα και αδιάκοπα, σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Σαστισμένη, πιάνω το κινητό μου και βλέπω τα μηνύματα να στοιβάζονται στο φάκελο των εισερχομένων: το ένα μετά το άλλο, όλα από τον Σαμ. Όχι. Όχι όχι όχι όχι όχι. Σταμάτα. Δε γίνεται. Σοβαρολογείς; Πόπι, γιατί; Η ανάσα μου είναι κοφτή και τραχιά, όπως διαβάζω εκείνες τις τελευταίες λέξεις. Δε σκόπευα να μπω σε συζήτηση, όμως δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση, πρέπει να απαντήσω. Τ ι περιμένεις, να σηκωθώ να φύγω; Διακόσιοι άνθρωποι έχουν έρθει εδώ. Αμέσως φτάνει η επιθετική απάντηση του Σαμ: Νομίζεις πως σ’ αγαπάει; Στρίβω το πλεχτό, χρυσό δαχτυλίδι γύρω από το δάχτυλό μου. Πασχίζω απεγνωσμένα να βρω τρόπο να βάλω σε μια σειρά όλες αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις που εισβάλλουν στο μυαλό μου. Αλήθεια, μ’ αγαπάει ο Μάγκνους; Δηλαδή... τι σημαίνει αγάπη; Κανείς δεν ξέρει τι είναι η αγάπη, ακριβώς. Κανείς δεν μπορεί να την ορίσει. Κανείς δεν μπορεί να την αποδείξει. Όμως, αν κάποιος διαλέξει ένα δαχτυλίδι, ειδικά για σένα, στην Μπριζ, τότε αυτό είναι
ένα καλό ξεκίνημα, σωστά; Ναι. Νομίζω πως ο Σαμ ήταν προετοιμασμένος για τούτη την απάντησή μου, οπότε οι δικές του απαντήσεις σκάνε αμέσως, τρεις στη σειρά. Όχι. Κάνεις λάθος. Σταμάτα. Σταμάτα. Σταμάτα. Όχι. Όχι. Θέλω να του βάλω τις φωνές. Είναι αδικία αυτό που γίνεται. Δεν μπορεί να τα λέει όλα αυτά τώρα. Δεν μπορεί να με αναστατώνει αυτή τη στιγμή. Και τι να κάνω, δηλαδή; Στέλνω το μήνυμα ακριβώς τη στιγμή που ανοίγει η πόρτα. Είναι ο αιδεσιμότατος Φοξ και πίσω του ο Τόμπι, ο Τομ, η Αναλίζ και η Ρούμπι. Μιλάνε όλοι ταυτόχρονα, κανονικός σαματάς. «Ω, Θεέ μου! Τ ι κίνηση κι αυτή! Νόμιζα πως δε θα προλαβαίναμε να έρθουμε...» «Καλά, αδύνατον να αρχίσουν χωρίς εσάς, σωστά; Είναι όπως με τα αεροπλάνα». «Μην το λες, θα μπορούσαν, ξέρεις. Όλα γίνονται. Μια φορά κατέβασαν τις αποσκευές μου από το αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευα, επειδή είχα πάει να δοκιμάσω ένα τζιν και δεν άκουσα την ανακοίνωση...» «Καθρέφτης υπάρχει; Πρέπει οπωσδήποτε να ξαναβάλω κραγιόν...» «Πόπι, σου φέραμε μερικά μπισκότα...» «Δε θέλει μπισκότα! Πρέπει να είναι λεπτή για τη μεγάλη στιγμή!» Η Αναλίζ σχεδόν ρίχνεται πάνω μου. «Τ ι έπαθε το πέπλο σου; Είναι κατατσαλακωμένο. Και το νυφικό έχει στραβώσει! Μισό λεπτό να...» «Όλα καλά, φιλενάδα;» Η Ρούμπι με αγκαλιάζει, ενώ η Αναλιζ τραβολογάει την ουρά μου. «Έτοιμη;» «Ναι, δηλαδή...» Νιώθω ζαλισμένη. «Μάλλον».
«Είσαι μια κούκλα». Ο Τόμπι μασουλάει ένα μπισκότο. «Πολύ καλύτερα. Α, ναι, ο Φίλιξ ήθελε να σου ευχηθεί στα γρήγορα. Εντάξει;» «Α, ναι, φυσικά». Αισθάνομαι ανήμπορη έτσι όπως στέκομαι εκεί, με τους πάντες να περιφέρονται τριγύρω μου. Γ ια την ακρίβεια, δεν μπορώ να κουνηθώ επειδή η Αναλίζ εξακολουθεί να ισιώνει την ουρά μου. Χτυπάει το κινητό μου, οπότε ο αιδεσιμότατος Φοξ μου χαμογελάει σφιγμένα. «Καλύτερα να το κλείσεις αυτό, τι λες κι εσύ;» «Φαντάζεστε να χτυπούσε την ώρα του μυστηρίου;» σχολιάζει η Αναλίζ, χαχανίζοντας. «Θέλεις να σου το κρατήσω εγώ;» Απλώνει το χέρι της κι εγώ απομένω να την κοιτάζω παράλυτη. Στα εισερχόμενα έχει φτάσει ένα ακόμα μήνυμα από τον Σαμ. Η απάντησή του. Η απάντησή του. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει απεγνωσμένα να το διαβάσει, σχεδόν αδυνατώ να ελέγξω τα χέρια μου. Ένα άλλο κομμάτι με διατάζει να σταματήσω. Να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να το κάνει. Είναι δυνατόν να διαβάζω ένα τέτοιο μήνυμα τώρα, την ώρα που ετοιμάζομαι να μπω στην εκκλησία; Θα με αναστατώσει. Βρίσκομαι εδώ, είναι η ημέρα του γάμου μου, περιτριγυρισμένη από φίλους και συγγενείς. Λυτή είναι η πραγματική ζωή μου. Όχι κάποιος τύπος με τον οποίο επικοινωνώ μέσω γραπτών μηνυμάτων. Είναι καιρός να πω αντίο. Να βάλω ένα οριστικό τέλος. «Ευχαριστώ, Αναλίζ». Κλείνω το κινητό και το κοιτάζω για λίγο, καθώς το φως του σβήνει. Πλέον, δεν υπάρχει κανείς εκεί μέσα. Είναι ένα νεκρό, ανενεργό, μεταλλικό αντικείμενο. Το παραδίδω στην Αναλίζ κι εκείνη το παραχώνει στο ντεκολτέ της. «Κρατάς πολύ ψηλά την ανθοδέσμη σου». Με κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Δείχνεις πολύ σφιγμένη». «Μια χαρά είμαι». Αποφεύγω να την κοιτάξω.
«Α, ξέρεις κάτι;» Πλησιάζει η Ρούμπι, θροΐζοντας μέσα στο φόρεμά της. «Ξέχασα να σου πω. Θα αποκτήσουμε έναν διάσημο ασθενή. Θυμάσαι εκείνο τον επιχειρηματία που όλο τον αναφέρουν στις ειδήσεις; Έναν σερ Νίκολας;» «Εννοείς τον... σερ Νικολας Μιοΰρεϊ;» Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. «Μπράβο, αυτόν». Χαμογελάει τρισευτυχισμένη. «Τηλεφώνησε ο βοηθός του και έκλεισε ραντεβού μ’ εμένα! Είπε πως με σύστησε κάποιο άτομο τη γνώμη του οποίου εκτιμάει πάρα πολύ. Ποιος λες να ήταν;» «Δεν... δεν έχω ιδέα», καταφέρνω να ψελλίσω. Είμαι τόσο συγκινημένη. Και ολίγον τι φρικαρισμένη. Ποτέ μα ποτέ δε θα φανταζόμουν πως ο σερ Νικολας θα έπαιρνε στα σοβαρά την πρότασή μου. Πώς θα καταφέρω να τον αντικρίσω ξανά; Τ ι θα γίνει έτσι και αναφέρει τον Σαμ. Κι αν... Όχι. Σταμάτα, Πόπι. Μέχρι να ξαναδώ τον σερ Νίκολας θα είμαι παντρεμένη γυναίκα. Όλο αυτό το αλλόκοτο, σύντομο επεισόδιο θα ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Όλα θα πάνε καλά. «Θα ενημερώσω πως είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε», λέει ο αιδεσιμότατος Φοξ. «Παρακαλώ, πάρτε όλοι τις θέσεις σας για το μυστήριο». Η Αναλίζ και η Ρούμπι στέκονται πίσω μου. Ο Τομ και ο Τόμπι έχουν πάρει θέσεις αριστερά και δεξιά μου, έχοντας περάσει τα μπράτσα τους χαλαρά γύρω από τα δικά μου. Ακούγεται ένας χτύπος στην πόρτα και ξεπροβάλλει το κουκουβαγίσιο πρόσωπο του Φίλιξ. «Πόπι, είσαι πανέμορφη». «Ευχαριστώ! Πέρασε!» «Θέλω να σου ευχηθώ καλή τύχη». Κατευθύνεται προς το μέρος μου, αποφεύγοντας προσεκτικά τον ποδόγυρο του νυφικού μου. «Και να πω πόσο πολύ χαίρομαι που θα γίνεις μέλος της οικογένειας. Όλοι μας χαιρόμαστε. Οι γονείς μου σε βρίσκουν καταπληκτική». «Αλήθεια;» Προσπαθώ να κρύψω την αμφιβολία στη φωνή μου. «Και οι δύο γονείς σου;»
«Α, ναι». Γνέψει καταφατικά με θέρμη. «Σε λατρεύουν. Στενοχωρήθηκαν τόσο πολύ όταν έμαθαν για τη ματαίωση». «Τη ματαίωση;» επαναλαμβάνουν ταυτόχρονα τέσσερις εμβρόντητες φωνές. «Είχε ματαιωθεί ο γάμος;» ρωτάει ο Τομ. «Πότε ματαιώθηκε;» ρωτάει επιτακτικά η Αναλίζ. «Σ’ εμάς δεν είπες τίποτε, Πόπι! Γιατί δε μας το είπες;» Τέλεια. Αυτό μου έλειπε τώρα. Μια κανονική ανάκριση από τις παρανύφους και τα αδέλφια μου. «Προσωρινά μονάχα». Προσπαθώ να υποβαθμίσω το θέμα. «Ξέρετε, τώρα. Συχνά οι άνθρωποι βγάζουν μια νευρικότητα λίγο πριν από το γάμο. Σ’ όλους συμβαίνει». «Η μαμά τα έψαλλε κανονικά στον Μάγκνους». Τα μάτια του Φίλιξ λάμπουν πίσω από τα γυαλιά του. «Του είπε πως ήταν βλάκας και πως δε θα έβρισκε ποτέ καλύτερη γυναίκα από εσένα». «Αλήθεια;» Δεν μπορώ να μη νιώσω κολακευμένη. «Α, ναι, είχε θυμώσει πολύ». Ο Φίλιξ δείχνει να το διασκεδάζει αφάνταστα. «Μη σου πω ότι του πέταξε το δαχτυλίδι στο κεφάλι». «Του πέταξε το σμαραγδένιο δαχτυλίδι;» ρωτάω κατάπληκτη. Εκείνο το δαχτυλίδι αξίζει ένα σωρό λεφτά. Δεν μπορεί να το πετούσε πέρα-δώθε η Ουάντα. «Όχι, το χρυσό, στριφτό δαχτυλίδι. Αυτό εδώ». Δείχνει προς το χέρι μου. «Την ώρα που το έβγαζε από την τουαλέτα της για να το δώσει στον Μάγκνους. Του το πέταξε κατακέφαλα, τον έκοψε στο μέτωπο». Γελάει πνιχτά. «Όχι πολύ, βέβαια». Έχω απομείνει να τον κοιτάζω παγωμένη. Τ ι είπε τώρα; Η Ουάντα έβγαλε το χρυσό, στριφτό δαχτυλίδι από την τουαλέτα της; Ακούω καλά; «Εγώ νόμιζα πως...» Προσπαθώ να ακουστώ χαλαρή. «Νόμιζα πως το αγόρασε ο Μάγκνους στην Μπριζ. Όχι;» Ο Φίλιξ με κοιτάζει ανέκφραστος. «Μπα, όχι. Της μαμάς είναι. Δηλαδή, ήταν». «Σωστά». Γλείφω τα χείλη μου. «Λοιπόν, Φίλιξ, τι συνέβη
ακριβώς; Γιατί του το έδωσε; Αχ, μακάρι να ήμουν εκεί να το έβλεπα!» Προσπαθώ να ακουστώ ξένοιαστη. «Πες μου όλα όσα έγιναν». «Λοιπόν». Ο Φίλιξ μισοκλείνει τα μάτια του σαν να προσπαθεί να θυμηθεί. «Η μαμά είπε στον Μάγκνους να μην μπει καν στον κόπο να σου προσφέρει ξανά εκείνο το σμαραγδένιο δαχτυλίδι. Τότε, έβγαλε το χρυσό δαχτυλίδι και είπε πως ανυπομονούσε να σε κάνει νύφη της. Ύστερα, ο μπαμπάς είπε, “ Γιατί παιδεύεσαι, είναι προφανές πως ο Μάγκνους δεν έχει τη δύναμη να αποφασίσει να παντρευτεί”, και ο Μάγκνους έγινε έξαλλος μαζί του και είπε πως κάνει λάθος, οπότε ο μπαμπάς είπε, “ Ξέχασες τη δουλειά στο Μπέρμιγχαμ”, οπότε άρχισαν να τσακώνονται για τα καλά, όπως κάνουν συνέχεια, και μετά... παραγγέλλαμε φαγητό απέξω». Ανοιγοκλείνει τα μάτια του. «Δε νομίζω να ξέχασα κάτι». Πίσω μου, η Αναλίζ γέρνει προς το μέρος μου για να ακούσει καλύτερα. «Άρα, αυτός είναι ο λόγος που άλλαξες δαχτυλίδια. Το ήξερα πως δεν ήσουν αλλεργική στα σμαράγδια». Το δαχτυλίδι αυτό είναι της Ουάντα. Ο Μάγκνους δεν το αγόρασε ειδικά για εμένα. Κοιτάζω την παλάμη μου και αισθάνομαι το στομάχι μου να σφίγγεται. Τότε, μια άλλη σκέψη περνάει από το μυαλό μου. «Για ποια δουλειά στο Μπέρμιγχαμ μιλάμε;» «Ξέρεις. Αυτή από την οποία παραιτήθηκε. Ο μπαμπάς κολλάει συνέχεια στον Μάγκνους, του λέει πως μόνιμος παρατάει στη μέση ό,τι κάνει. Συγγνώμη, νόμιζα πως το ήξερες». Ο Φίλιξ με κοιτάζει περίεργα, ενώ οι δυνατοί ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου, πάνω από τα κεφάλια μας, μας αιφνιδιάζουν όλους. «Α, ξεκινάμε. Καλύτερα να πηγαίνω. Τα λέμε στην εκκλησία!» «Ναι, εντάξει». Με δυσκολία καταφέρνω να γνέψω καταφατικά. Νιώθω σαν να βρίσκομαι σ’ άλλον πλανήτη. Πρέπει να συνειδητοποιήσω όλα αυτά που άκουσα. «Έτοιμη;» Ο αιδεσιμότατος Φοξ βρίσκεται στην πόρτα και μας προτρέπει να βγούμε.
Όπως φτάνουμε στην πίσω μεριά της εκκλησίας, βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα θέαμα πραγματικά εντυπωσιακό. Η εκκλησία είναι γεμάτη με εκπληκτικές συνθέσεις λουλουδιών, ένα σωρό άνθρωποι περιμένουν, φορώντας καπέλα, η προσμονή ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα. Στο βάθος, ίσα που διακρίνω την πίσω πλευρά του κεφαλιού του Μάγκνους. Ο Μάγκνους. Η σκέψη κάνει το στομάχι μου να ανακατευτεί. Δεν μπορώ... Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ... Όμως, δεν έχω άλλο χρόνο. Η μουσική από το εκκλησιαστικό όργανο δυναμώνει. Ξαφνικά, η χορωδία μπαίνει κι αυτή στο κομμάτι με θριαμβευτικό παλμό. Ο αιδεσιμότατος Φοξ έχει ήδη εξαφανιστεί κάπου στο βάθος. Το τρένο έχει αναχωρήσει κι εγώ έχω επιβιβαστεί. «Όλα εντάξει;» Ο Τόμπι χαμογελάει πονηρά και κοιτάζει τον Τομ. «Κοίτα μην της βάλεις καμιά τρικλοποδιά, αδέξιε». Ξεκινήσαμε. Διασχίζουμε το μεσαίο κλιτός, οι καλεσμένοι μού χαμογελούν κι εγώ προσπαθώ να έχω ένα γαλήνιο, ευτυχισμένο βλέμμα. Μέσα μου, όμως, οι σκέψεις μου είναι τόσο γαλήνιες όσο και τα μόρια που στροβιλίζονται στις εγκαταστάσεις του CERN. Δεν έχει σημασία... ένα δαχτυλ ίδι είναι, απλ ά... άδικα υπερβάλ λ ω... Μα, μου είπε ψέματα... Ω, τι λ ες τώρα, κοίτα καπέλ ο που φόρεσε η Ουάντα... Θεέ μου, η μουσική είναι καταπλ ηκτική, η Λουσίντα είχε δίκιο που έκλ εισε τη χορωδία... Ποια δουλ ειά στο Μπέρμιγχαμ; Και γιατί δε μου είπε τίποτε γι’αυτή; Τι έγινε, γλ ιστράω; Γαμώτο. Εντάξει, κάπως καλ ύτερα τώρα... Σύνελ θε, Πόπι. Να δούμε λ ίγο τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Έχεις μια θαυμάσια σχέση με τον Μάγκνους. Το αν σου αγόρασε ο ίδιος το δαχτυλ ίδι δεν έχει καμία σημασία. Η δουλ ειά που άφησε μια φορά κι έναν καιρό στο Μπέρμιγχαμ δεν έχει καμία σημασία. Όσο για τον Σαμ... Όχι. Ξέχνα τον Σαμ. Εδώ μιλ άμε για την πραγματικότητα. Εδώ μιλ άμε για το γάμο μου. Παντρεύομαι και δεν μπορώ καν να
συγκεντρωθώ σ’ αυτό που κάνω. Τι έχω πάθει; Θα το κάνω. Μπορώ να τα καταφέρω. Ναι. Ναι. Δ εν κωλ ώνω... Τι διάβολ ο, γιατί έχει ιδρώσει τόσο ο Μάγκνους; Φτάνω μπροστά στην Αγια Τ ράπεζα. Όλες οι άλλες σκέψεις υποχωρούν στιγμιαία μπροστά σ’ αυτή, την τελευταία. Αναπόφευκτα, τον κοιτάζω απογοητευμένη. Δείχνει χάλια. Αν εγώ φαίνομαι αδιάθετη, αυτός είναι λες κι έχει κολλήσει ελονοσία. «Γεια». Μου χαμογελάει αδύναμα. «Κούκλα είσαι». «Είσαι εντάξει;» ψιθυρίζω, καθώς παραδίδω την ανθοδέσμη μου στη Ρούμπι. «Γιατί να μην είμαι εντάξει;» απαντάει σαν να τον έθιξε η ερώτηση. Η απάντηση δε μου ακούγεται και πολύ πειστική, αλλά τέτοια ώρα δεν έχω περιθώρια να επιμείνω. Η μουσική έχει σταματήσει και ο αιδεσιμότατος Φοξ απευθύνεται στο εκκλησίασμα, χαμογελώντας πλατιά. Δίνει την εντύπωση πως ενθουσιάζεται όταν παντρεύει ανθρώπους. «Αγαπητοί μου. Έχουμε συγκεντρωθεί εδώ, ενώπιον του Θεού...» Η γνωστή εισαγωγή που αντηχεί στην εκκλησία με ηρεμεί κάπως και αρχίζω να χαλαρώνω. Εντάξει. Μπήκαμε σε μια σειρά. Αυτό είναι το θέμα μας σήμερα. Αυτή είναι η στιγμή που περίμενα με ανυπομονησία. Οι όρκοι. Η δέσμευση. Εκείνα τα πανάρχαια, μαγικά λόγια που έχουν επαναληφθεί κάτω από την ίδια αυτή στέγη αμέτρητες φορές, από τη μια γενιά στην άλλη. Εντάξει, μπορεί να είχαμε κάποια σκαμπανεβάσματα και δυσκολίες μέχρι να φτάσουμε στο γάμο μας. Και ποιο ζευγάρι δεν έχει; Όμως, αν καταφέρουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στους όρκους μας, αν μπορέσουμε να τους κάνουμε ιδιαίτερους... «Μάγκνους». Ο αιδεσιμότατος Φοξ στρέφεται στον Μάγκνους, οπότε ακούγεται ένα θρόισμα, καθώς το εκκλησίασμα ανακάθεται με προσμονή. «Υπόσχεσαι να λάβεις τη γυναίκα αυτή ως σύζυγό σου, να ζήσετε μαζί υπό τη σκέπη του Θεού, στον ιερό δεσμό του γάμου;
Υπόσχεσαι να την αγαπάς, να την παρηγορείς, να την τιμάς και να τη φροντίζεις ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή σας και, απαρνούμενος κάθε άλλη, να μείνεις πιστός σ’ εκείνη για όλη τη διάρκεια της ζωής σας;» Ο Μάγκνους έχει ένα ελαφρώς θολό βλέμμα, ενώ βαριανασαίνει. Μοιάζει σαν να προσπαθεί να πωρωθεί για να τρέξει στον τελικό των εκατό μέτρων στους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Μάγκνους;» τον παροτρύνει ο αιδεσιμότατος Φοξ. «Εντάξει», μουρμουρίζει, μάλλον στον εαυτό του. «Εντάξει. Εδώ είμαστε. Μπορώ να τα καταφέρω». Παίρνει μια γερή, βαθιά ανάσα και με δυνατή, σχεδόν θεατρική φωνή, που αντηχεί μέχρι την οροφή, ανακοινώνει περήφανα: «Δέχομαι». Δέχομαι; Δέχομαι; Μα, καλά, δεν άκουγε; «Μάγκνους», ψιθυρίζω κοφτά. «Δεν απαντάς “ Δέχομαι” τώρα». Γυρίζει και με κοιτάζει φανερά σαστισμένος. «Μα, αυτή είναι η απάντηση». Τα νεύρα μου κορδέλες. Δεν άκουσε ούτε λέξη από όσα έλεγε ο άλλος. Είπε «Δέχομαι» μόνο και μόνο επειδή αυτό λένε στις αμερικανικές ταινίες. Το ήξερα πως έπρεπε να είχαμε προβάρει τους όρκους μας. Έπρεπε να είχα αγνοήσει τα σπαστικά σχόλια του Άντονι και να είχα υποχρεώσει τον Μάγκνους να προετοιμαστεί. «Δε λέμε “ Δέχομαι”. Λέμε “ Υπόσχομαι”!» Προσπαθώ να μην ακουστώ τόσο εκνευρισμένη όσο νιώθω. «Δεν άκουσες την ερώτηση; “ Υπόσχεσαι, και τα λοιπά και τα λοιπά”. Υπόσχεσαι». «Α, ναι». Ο Μάγκνους δείχνει να ξεθολώνει κάπως. «Τ ώρα κατάλαβα. Συγγνώμη. “ Υπόσχομαι”, λοιπόν. Αν και δε βλέπω τι σημασία έχει», προσθέτει, σηκώνοντας τους ώμους του. Τ ι πράγμα; «Συνεχίζουμε;» λέει ο αιδεσιμότατος Φοξ, κάπως βιαστικά. «Πόπι». Μου χαμογελάει καλοσυνάτα. «Υπόσχεσαι να λάβεις τον άντρα αυτό ως σύζυγό σου...» Λυπάμαι. Αυτό δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει έτσι.
«Συγγνώμη, αιδεσιμότατε Φοξ». Σηκώνω το χέρι μου. «Κάτι τελευταίο. Και πάλι συγγνώμη». Γ ια να δέσει το γλυκό, γυρνάω απότομα προς τους καλεσμένους. «Θα ήθελα απλώς να ξεκαθαρίσω ένα θεματάκι, δε θα καθυστερήσουμε...» Γυρνάω ξανά προς το μέρος του Μάγκνους και του λέω, σφίγγοντας τα δόντια μου από την τσατίλα: «Τ ι εννοείς, “ τι σημασία έχει”; Φυσικά και έχει σημασία. Είναι μια ερώτηση. Πρέπει να απαντήσεις». «Γλυκιά μου, νομίζω πως το βλέπεις πολύ κυριολ εκτικά». Ο Μάγκνους δείχνει φανερά αμήχανος. «Μήπως να τελειώνουμε κάποια στιγμή;» «Όχι, δε γίνεται να τελειώνουμε! Είναι μια κυριολεκτική ερώτηση! Υπόσχεσαι; Ερώτηση είναι. Εσύ, τι νομίζεις πως είναι;» «Κοίτα». Ο Μάγκνους σηκώνει ξανά τους ώμους του. «Ξέρεις. Ένα σύμβολο». Νιώθω σαν να μου έβαλε φωτιά στο φιτίλι. Πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο; Το ξέρει πόσο σημαντικοί είναι οι όρκοι για μένα. «Δεν είναι τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή ένα γαμημένο σύμβολ ο» ξεσπάω. «Είναι μια αληθινή, κανονική ερώτηση, στην οποία δεν απάντησες σωστά! Καλά, δεν εννοείς τίποτε από όσα λες εδώ μέσα;» «Για όνομα του Θεού, Πόπι...» Χαμηλώνει τη φωνή του. «Σοβαρά, θεωρείς πως είναι η κατάλληλη ώρα;» Δηλαδή, τι εννοεί; Να πούμε τους όρκους τώρα και να συζητήσουμε το κατά πόσο πιστεύαμε τα όσα λέγαμε αργότερα; Εντάξει, πιθανότατα έπρεπε να είχαμε συζητήσει τους όρκους μας πριν φτάσουμε εδώ. Το καταλαβαίνω αυτό τώρα. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα χειριζόμουν αλλιώς το θέμα. Αλλά δεν μπορώ να γυρίσω πίσω το χρόνο. Ή τώρα ή ποτέ. Και, για να τα λέμε όλα δίκαια, ο Μάγκνους ήξερε τι αναφέρουν οι όρκοι, σωστά; Θέλω να πω, δεν του ξεφούρνισα ένα άγνωστο κείμενο τελευταία στιγμή, ναι; Δεν είναι απόρρητο μυστικό το περιεχόμενό τους ή μήπως κάνω λάθος; «Ναι, είναι η κατάλληλη ώρα!» Η φωνή μου δυναμώνει από τον εκνευρισμό. «Τ ώρα είναι η κατάλληλη ώρα. Δεν υπάρχει πιο
κατάλληλη!» Γυρίζω απότομα προς το μέρος των καλεσμένων, οι οποίοι έχουν μείνει να με κοιτάζουν εμβρόντητοι. «Παρακαλώ, να σηκώσουν το χέρι όσοι θεωρούν πως στο γάμο ο γαμπρός πρέπει να πιστεύει τους όρκους που δίνει». Ακολουθεί απόλυτη σιωπή. Τότε, προς απερίγραπτη κατάπληξή μου, ο Άντονι σηκώνει με αργές κινήσεις το χέρι του ψηλά και τον ακολουθεί η Ουάντα, η οποία φαίνεται κάπως αμήχανη. Βλέποντάς τους, η Αναλίζ και η Ρούμπι τινάζουν τα χέρια τους στον αέρα. Μέσα σε περίπου τριάντα δευτερόλεπτα, όλα τα στασίδια είναι γεμάτα από σηκωμένα χέρια. Ο Τομ και ο Τόμπι έχουν σηκώσει και τα όνο χέρια ψηλά, το ίδιο η θεία και ο θειος μου. Ο αιδεσιμότατος Φοξ σίγουρα φλερτάρει με το εγκεφαλικό. «Μα, πιστεύω πραγματικά αυτά που λέω», διαμαρτύρεται ο Μάγκνους. Ακούγεται, όμως, τόσο άψυχος και διατακτικός που ακόμα και ο αιδεσιμότατος Φοξ μορφάζει. «Σοβαρά;» Γυρνάω προς το μέρος του. «Πιστεύεις πραγματικά το “ Απαρνούμενος κάθε άλλη”; Το “ Ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή σας”; Το “ Για όλη τη διάρκεια της ζωής σας”; Είσαι απολύτως σίγουρος γι’ αυτό, σωστά; Ή μήπως θέλεις απλά να αποδείξεις σε όλους ότι μπορείς να πάρεις την απόφαση να παντρευτείς;» Και παρότι δε σκόπευα να το πω αυτό, αμέσως μόλις φεύγουν από τα χείλη μου εκείνες οι λέξεις ακούγονται αληθινές. Αυτή είναι η απάντηση. Ο γρίφος αρχίζει να ξεδιαλύνεται. Έτσι εξηγείται η επιθετική του ομιλία σήμερα το πρωί. Το ιδρωμένο του μέτωπο. Ακόμα και η πρόταση γάμου. Να γιατί περίμενε μόλις ένα μήνα πριν την κάνει. Η πρόταση δεν είχε καμία σχέση μ’ εκείνον κι εμένα, ήθελε να αποδείξει κάτι άλλο. Ίσως το θέμα να έχει να κάνει με το ότι ο πατέρας του τον κατηγορεί πως παρατάει στη μέση ό,τι ξεκινάει. Ή μπορεί να έχει κάποια σχέση με τις αμέτρητες προτάσεις γάμου που πρόλαβε να κάνει σε άλλες. Πάντως, η όλη ιστορία ήταν λάθος από την πρώτη στιγμή. Αδιάκοπες αμφιταλαντεύσεις. Κι εγώ κάθισα και το πίστεψα, γιατί αυτό ήθελα. Νιώθω τα δάκρυα να πιέζουν τα μάτια μου για να κυλήσουν,
αλλά αρνούμαι να καταρρεύσω. «Μάγκνους», λέω πιο τρυφερά. «Άκουσέ με. Είναι ανούσιο όλο αυτό. Μη με παντρευτείς μόνο και μόνο για να αποδείξεις πως δεν τα παρατάς. Γιατί, τελικά, θα τα παρατήσεις αργά ή γρήγορα. Άσχετα από τις όποιες προθέσεις σου. Εκεί θα καταλήξουμε». «Βλακείες», απαντάει αγριεμένα. «Κι όμως. Δε μ’ αγαπάς για να φτάσεις μαζί μου ως το τέρμα». «Όχι, σ’ αγαπώ!» «Δε μ’ αγαπάς, Μάγκνους», λέω αποκαμωμένα. «Δε φωτίζω τη ζωή σου όπως θα έπρεπε. Κι εσύ δε φωτίζεις τη δική μου». Κάνω μια παύση. «Τουλάχιστον, όχι αρκετά. 'Όχι αρκετά για να είμαστε μαζί για πάντα». «Αλήθεια;» Ο Μάγκνους είναι σοκαρισμένος. «Έτσι αισθάνεσαι;» Καταλαβαίνω πως πλήγωσα τον εγωισμό του. «Ναι. Λυπάμαι». «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι. Αφού έτσι αισθάνεσαι...» λέει φανερά ενοχλημένος. «Μα, κι εσύ το ίδιο αισθάνεσαι! Μην κρύβεσαι! Μάγκνους, εσύ κι εγώ δεν είναι γραφτό να μείνουμε μαζί για πάντα. Δεν είμαστε οι πρωταγωνιστές. Νομίζω πως είμαστε...» Ζαρώνω το πρόσωπό μου, προσπαθώ να σκεφτώ πώς να διατυπώσω αυτό που νιώθω. «Νομίζω πως είμαστε οι υποσημειώσεις». Ακολουθεί σιωπή. Ο Μάγκνους σαν να αναζητάει κάποια απάντηση που δεν μπορεί να βρει. Ακουμπάω το χέρι του και υστέρα στρέφομαι στον ιερέα. «Αιδεσιμότατε Φοξ, λυπάμαι πολύ. Σπαταλήσαμε το χρόνο σας. Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να σταματούσαμε εδώ». «Μάλιστα», λέει ο αιδεσιμότατος Φοξ. «Ναι, καταλαβαίνω». Σκουπίζει το κεφάλι του με το μαντίλι του αναψοκοκκινισμένος. «Είσαι σίγουρη... ίσως ένα διάλειμμα πέντε λεπτών στο γραφείο...» «Δεν πιστεύω πως θα βοηθήσει σε κάτι αυτό», απαντάω ευγενικά. «Νομίζω πως τελειώσαμε. Εσύ τι λες, Μάγκνους;» «Όπως νομίζεις». Η απογοήτευση είναι αποτυπωμένη στο
πρόσωπό του και για μια στιγμή αναρωτιέμαι... Όχι. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ούτε η παραμικρή. Παίρνω τη σωστή απόφαση. «Λοιπόν... και τώρα τι κάνουμε;» ρωτάω διστακτικά. «Συνεχίζουμε με τη δεξίωση;» Ο Μάγκνους, αν και στέκει εντελώς μπερδεμένος, γνέφει καταφατικά. «Γιατί όχι; Άλλωστε, την έχουμε πληρώσει». Κατεβαίνω τα σκαλάκια που οδηγούν στην Αγία Τ ράπεζα κι εκεί κοντοστέκομαι. Εντάξει, είναι πολύ αμήχανο όλο αυτό. Δεν το είχαμε προβάρει. Οι καλεσμένοι μάς κοιτάζουν σαν χαμένοι· άναυδοι περιμένουν να δουν τι θα συμβεί. «Λοιπόν... ναι... μήπως εγώ να...» Γυρνάω προς το μέρος του Μάγκνους. «Θέλω να πω, δεν μπορούμε να βγούμε μαζί από την εκκλησία». «Πήγαινε εσύ πρώτη». Σηκώνει τους ώμους του. «Έρχομαι μετά εγώ». Ο αιδεσιμότατος Φοξ κάνει νόημα προς τη μεριά του εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο ξαφνικά αρχίζει να παίζει το Γαμήλιο Εμβατήριο. «Όχι!» τσιρίζω ανάστατη. «Όχι μουσικές! Σας παρακαλώ!» «Χίλια συγγνώμη». Ο αιδεσιμότατος Φοξ κάνει βιαστικά νοήματα να σταματήσουν. «Προσπαθούσα να τους ζητήσω να μην παίξουν. Η κυρία Φορτέσκ είναι ελαφρώς κουφή, δυστυχώς. Ίσως να μην κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη». Κανονικός τραγέλαφος. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να κρατάω το μπουκέτο μου ή όχι. Τελικά, αρπάζω τα λουλούδια από τη Ρούμπι, η οποία με σφίγγει τρυφερά στο μπράτσο, την ώρα που η Αναλίζ ψιθυρίζει: «Καλά, τρελ άθηκες;» Η μουσική με τα πολλά σταματάει. Αρχίζω να διασχίζω την εκκλησία μέσα σε εκκωφαντική σιωπή, αποφεύγοντας τα βλέμματα όλων, ενώ μυρμηγκιάζω σύγκορμη από ντροπή. Ω, Θεέ μου, τι φρίκη. Κανονικά, έπρεπε να υπάρχει σχέδιο εκτάκτου ανάγκης για μια τέτοια περίπτωση. Στο Προσευχητάρι θα έπρεπε να υπάρχει
σχετική επιλογή. Ύμνος Υπέρ Νύμφης Ήτις Μετέβαλ ε Άποψη. Κανείς δε μιλάει την ώρα που διασχίζω το πλακοστρωμένο μεσαίο κλιτός. Όλοι με παρακολουθούν, βιδωμένοι στις θέσεις τους. Όμως αντιλαμβάνομαι πως έχουν αρχίσει να ανοίγουν κάποια κινητά, κρίνοντας από την κακοφωνία των σιγανών, κοφτών ηλεκτρονικών ήχων που ακούγονται από τα στασίδια. Τέλεια. Φαντάζομαι θα γίνει μάχη για να δούμε ποιος θα προλάβει να δημοσιεύσει πρώτος το φιάσκο στο Facebook. Ξαφνικά, μια γυναίκα στην άκρη ενός στασιδιού τινάζει το χέρι της μπροστά μου. Φοράει ένα πελώριο ροζ καπέλο και δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποια είναι. «Στάσου!» «Εγώ;» Σταματάω απότομα και την κοιτάζω. «Ναι, εσύ». Είναι φανερά ταραγμένη. «Συγγνώμη. Έχω ένα μήνυμα για σένα». «Για μένα;» κάνω απορημένη. «Μα, δε σας γνωρίζω». «Αυτό είναι το περίεργο». Έχει κοκκινίσει. «Συγγνώμη, δε συστήθηκα. Είμαι η νονά του Μάγκνους, Μάργκαρετ με λένε. Δε γνωρίζω πολλούς ανθρώπους εδώ. Όμως, ήρθε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό μου την ώρα του μυστηρίου από κάποιον Σαμ Ρόξτον. Δηλαδή... δεν είναι για σένα, αλλά αφορά εσένα. Γράφει, Αν τυχόν βρίσκεστε στο γάμο της Πόπι Ουάιατ...» Πίσω της ακούγεται μια φωνή. «Το ίδιο μήνυμα έλαβα κι εγώ!» πετάγεται μια κοπέλα. «Ακριβώς το ίδιο! Αν τυχόν βρίσκεστε στο γάμο της Πόπι Ουάιατ...» «Κι εγώ το ίδιο! Ναι, κι εγώ!» Τ ριγύρω στην εκκλησία αρχίζουν να ακούγονται και άλλες φωνές. «Μόλις τώρα το έλαβα! Αν τυχόν βρίσκεστε στο γάμο της Πόπι Ουάιατ...» Έχω σαστίσει τόσο που δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Τ ι γίνεται εδώ μέσα; Έστειλε μηνύματα ο Σαμ στους καλεσμένους; Στο μεταξύ, όλο και περισσότερα χέρια σηκώνονται ψηλά· όλο και περισσότερα κινητά κουδουνίζουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναφωνούν. Μα, καλά, έστειλε μήνυμα σ’ όλ ους τους καλ εσμένους;
«Λάβαμε όλ οι το ίδιο μήνυμα;» Η Μάργκαρετ κοιτάζει τριγύρω στην εκκλησία κατάπληκτη. «Εντάξει, για να δούμε. Αν λάβατε αυτό το μήνυμα στο κινητό σας, διαβάστε το να το ακούσουμε. Θα δώσω το σύνθημα για να συγχρονιστούμε. Ένα δύο τρία... Αν τυχόν βρίσκεστε... Το βουητό αμέτρητων φωνών φτάνει στ’ αυτιά μου και νιώθω την ανάγκη να λιποθυμήσω. Αδύνατον να μου συμβαίνει αυτό. Στο γάμο είχαμε καλέσει διακόσια άτομα και τα περισσότερα διαβάζουν το ίδιο κείμενο, κρατάνε τα κινητά τους και απαγγέλλουν συγχρόνως το μήνυμα. Καθώς οι λέξεις αντηχούν στην εκκλησία, ο ήχος θυμίζει προσευχή ή σύνθημα σε γήπεδο, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. «...στο γάμο της Πόπι Ουάιατ, θα ήθελ α να σας ζητήσω μια χάρη. Σταματήστε τον. Σταματήστε τη. Μην την αφήσετε να προχωρήσει. Καθυστερήστε τη. Έχει πάρει λ άθος απόφαση. Τουλ άχιστον, ζητήστε της να το σκεφτεί καλ ύτερα...» Έχω παγώσει εκεί που στέκομαι, κοντεύω να στραγγαλίσω το μπουκέτο μου, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο. Δεν το πιστεύω πως έκανε κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Από πού βρήκε όλα αυτά τα τηλέφωνα; Από τη Λουσίντα; «Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω το γιατί. Όπως είπε κάποτε ένας ευφυής άνθρωπος: ένας τέτοιος θησαυρός δεν πρέπει να αφεθεί στα χέρια των Φιλ ισταίων. Και η Πόπι είναι θησαυρός, κι ας μην το συνειδητοποιεί η ίδια...» Δεν αντέχω να μην κοιτάξω προς τη μεριά του Άντονι, ο οποίος κρατάει το κινητό του και έχει σηκώσει τέρμα τα φρύδια του. «Δεν υπάρχει χρόνος να μιλ ήσουμε, να συζητήσουμε ή να το δούμε λ ογικά. Γι’αυτό και προχωρώ σε τούτη την ακραία κίνηση. Κι ελ πίζω να κάνετε το ίδιο. Ό,τι μπορείτε να κάνετε, κάντε το. Ό,τι μπορείτε να πείτε. Είναι λ άθος αυτός ο γάμος. Σας ευχαριστώ». Η ανάγνωση φτάνει στο τέλος της και όλοι στέκουν αποσβολωμένοι. «Τ ι στο διάβολο...» Ο Μάγκνους αναστατωμένος πλησιάζει φουριόζος. «Ποιος ήταν αυτός;»
Αδύνατον να απαντήσω. Οι λέξεις του Σαμ στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Θέλω να αρπάξω το πρώτο κινητό που θα βρω μπροστά μου για να τις διαβάσω ξανά. «Λοιπόν, θα απαντήσω!» κραυγάζει ξαφνικά η Μάργκαρετ. «Ποιος είστε;» λέει φωναχτά, καθώς πατάει τα πλήκτρα του κινητού της. «Είστε ο εραστής της;» Πατάει το πλήκτρο Αποστολή με μια θεατρική κίνηση, οπότε στην εκκλησία επικρατεί απόλυτη σιγή, ώσπου το τηλέφωνό της ξαφνικά κουδουνίζει. «Απάντησε!» ξεφωνίζει. Αφήνει να περάσει λίγη ώρα, για να δώσει βαρύτητα στη στιγμή, και ύστερα διαβάσει φωναχτά: «Ο εραστής της; Δεν ξέρω. Δ εν ξέρω αν με αγαπά. Δεν ξέρω αν εγώ την αγαπώ». Βαθιά μέσα μου νιώθω μια συντριπτική απογοήτευση. Φυσικά και δε με αγαπά. Απλώς, θεωρεί ότι δεν πρέπει να παντρευτώ τον Μάγκνους. Απλώς, προσπαθεί να διορθώσει κάτι που θεωρεί λάθος. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Δε σημαίνει πως τρέφει το παραμικρό αίσθημα για μένα. Πόσο μάλλον... «Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως εκείνη σκέφτομαι». Η Μάργκαρετ κομπιάζει και η φωνή της γίνεται πιο σιγανή καθώς διαβάζει. «Τη σκέφτομαι συνέχεια. Είναι η φωνή που θέλ ω να ακούω. Το πρόσωπο που ελ πίζω να δω». Ο λαιμός μου κατακλύζεται από κόμπους. Ξεροκαταπίνω απεγνωσμένα, παλεύω να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου. Εκείνον σκέφτομαι. Συνέχεια. Είναι η φωνή που θέλω να ακούσω. Όταν κουδουνίζει το κινητό μου, αυτός ελπίζω πως είναι. «Ρώτησα, ποιος είναι αυτός;» Ο Μάγκνους αμήχανος δείχνει να μην πιστεύει αυτά που ακούει. «Ναι, ποιος είναι;» πετάγεται η Αναλίζ πίσω από την Αγία Τ ράπεζα, οπότε στην εκκλησία ακούγονται τα πρώτα γέλια. «Είναι απλά... ένας άντρας. Βρήκα το τηλέφωνό του...» Αφήνω τη φράση μου στη μέση, τα ’χω χαμένα. Μου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω ποιος είναι ο Σαμ και τι ρόλο παίξαμε ο ένας στη ζωή του άλλου. Το κινητό της Μάργκαρετ κουδουνίζει ξανά, οπότε τα μουρμουρητά
παύουν, απλώνεται και πάλι σιωπή. «Αυτός είναι», λέει. «Τ ι γράφει;» Δυσκολεύομαι να αρθρώσω ακόμα κι αυτές τις λέξεις. Είναι τόσο απόλυτη η σιγή που επικρατεί μέσα στην εκκλησία, ώστε σχεδόν ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου. «Γράφει, Και θα περιμένω έξω από την εκκλ ησία. Να το ξέρει αυτό». Είναι εδώ. Δεν έχω καν συνειδητοποιήσει ότι τρέχω, μέχρι τη στιγμή που ένας άνθρωπος που στέκεται μπροστά μου παραμερίζει αιφνιδιασμένος. Η βαριά πόρτα της εκκλησίας είναι κλειστή και χρειάζονται κάπου πέντε προσπάθειες μέχρι να καταφέρω να την ανοίξω. Πετάγομαι έξω και στέκομαι στα σκαλοπάτια, ανασαίνοντας βαριά, κοιτάζοντας τριγύρω στο πεζοδρόμιο, αναζητώντας το πρόσωπό του... Εκεί είναι. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Στέκεται στο κατώφλι μιας καφετέριας, φοράει τζιν κι ένα σκούρο μπλε πουκάμισο. Όπως συναντάει το βλέμμα μου, τα μάτια του ζαρώνουν, αλλά δε χαμογελάει. Συνεχίζει να κοιτάζει τα χέρια μου. Ένα πελώριο ερωτηματικό απλώνεται στο βλέμμα του. Δεν το ξέρει; Δεν μπορεί να καταλ άβει την απάντηση; «Αυτός είναι;» ρωτάει ξέπνοα η Αναλίζ δίπλα μου. «Κούκλος. Να πάρω εγώ τον Μάγκνους;» «Αναλίζ, δώσε μου το κινητό μου», λέω, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τον Σαμ. «Ορίστε». Την επόμενη στιγμή το iPhone βρίσκεται στην παλάμη μου, ανοιχτό και έτοιμο να λειτουργήσει. Του στέλνω μήνυμα. Γεια. Κάτι γράφει στο κινητό του και λίγο μετά το μήνυμα φτάνει. Ωραίο φόρεμα. Άθελά μου, ρίχνω μια ματιά στο νυφικό μου. Σιγά το ωραίο.
Ακολουθεί μια μεγάλη παύση... και τότε βλέπω τον Σαμ να πληκτρολογεί ένα καινούργιο μήνυμα. Το κεφάλι του είναι σκυμμένο, δεν το σηκώνει ούτε όταν έχει πια ολοκληρώσει ούτε όταν το μήνυμα φτάνει στο κινητό μου. Λοιπόν, παντρεύτηκες; Σημαδεύω προσεκτικά με το κινητό μου και βγάζω μια φωτογραφία του γυμνού αριστερού μου χεριού. Κινητό Σαμ. Αποστολ ή. Στο μεταξύ, ένα σωρό καλεσμένοι στριμώχνονται πίσω μου για να δουν, όμως εγώ δεν κουνάω ούτε εκατοστό το κεφάλι μου. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα πάνω στον Σαμ, για να δω την αντίδραση στο πρόσωπό του μόλις φτάσει το μήνυμα. Βλέπω το μέτωπό του να χαλαρώνει βλέπω στο πρόσωπό του να απλώνεται το πιο φωτεινό, ευτυχισμένο χαμόγελο. Και, τελικά, σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει. Θα μπορούσα να πλαγιάσω μ’ εκείνο το χαμόγελο. Τ ώρα, γράφει ξανά στο κινητό του. Θέλεις να πιούμε έναν καφέ; «Πόπι». Μια φωνή που ακούγεται δίπλα μου με αποσυντονίζει. Γυρίζω και βλέπω την Ουάντα να με παρατηρεί ανήσυχη κάτω από το καπέλο της, το οποίο μοιάζει μ’ έναν πελώριο, ψόφιο σκόρο. «Πόπι, συγγνώμη. Φέρθηκα ανέντιμα και εγωιστικά». «Τ ι εννοείς;» ρωτάω σαστισμένη. «Το δεύτερο δαχτυλίδι. Εγώ είπα στον Μάγκνους... δηλαδή του πρότεινα πως θα μπορούσε...» Φανερά ταραγμένη, αφήνει τη φράση της στη μέση. «Το ξέρω. Είπες στον Μάγκνους να καμωθεί πως είχε διαλέξει το δαχτυλίδι ειδικά για μένα, έτσι δεν είναι;» Την αγγίζω στο μπράτσο. «Ουάντα, εκτιμώ αυτό που έκανες. Όμως, καλύτερα να σου επιστρέψω κι αυτό το δαχτυλίδι». Βγάζω το στριφτό, χρυσό κόσμημα από το δάχτυλό μου και της το παραδίδω. «Θα ήθελα πάρα πολύ να γίνεις μέλος της οικογένειάς μας», μου
λέει θλιμμένα. «Αυτό, ωστόσο, δε θα έπρεπε να είχε επηρεάσει την κρίση μου. Ήταν λάθος μου». Το βλέμμα της στρέφεται προς την απέναντι πλευρά του δρόμου, στον Σαμ. «Αυτός είναι, σωστά;» Γνέφω χαμογελαστά και το πρόσωπό της μαλακώνει, σαν ένα τσακισμένο ροδοπέταλο που απελευθερώνεται. «Πήγαινε, λοιπόν. Πήγαινε». Έτσι, χωρίς να περιμένω στιγμή παραπάνω, κατεβαίνω τα σκαλιά, διασχίζω το δρόμο, περνάω ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, αδιαφορώ για τα κορναρίσματα, πετάω κάτω το πέπλο μου και φτάνω στο μισό μέτρο από τον Σαμ. Γ ια μια στιγμή στεκόμαστε απλά εκεί, αντικριστά, ανασαίνοντας βαριά. «Λοιπόν, μαθαίνω πως έστειλες κάμποσα μηνύματα», λέω τελικά. «Μερικά, ναι». «Ενδιαφέρον. Σε βοήθησε η Λουσίντα;» «Σίγουρα, αυτό το κορίτσι έδειξε μεγάλο ζήλο προκειμένου να εκτροχιάσει το γάμο». Ο Σαμ ολοφάνερα το διασκεδάζει. «Και πώς κατάφερες να την εντοπίσεις;» «Έχει μια πολύ κυριλέ ιστοσελίδα». Χαμογελάει πονηρά. «Κάλεσα το κινητό της και αμέσως έδειξε μεγάλη προθυμία να βοηθήσει. Για την ακρίβεια, εκείνη έστειλε το μήνυμα για λογαριασμό μου. Δεν ήξερες πως έχεις ένα μηχανισμό τελευταίας τεχνολογίας προκειμένου να στέλνεις μηνύματα σ’ όλους τους καλεσμένους;» Το σύστημα αυτόματης ειδοποίησης που είχε προτείνει η Λουσίντα. Τελικά αποδείχτηκε χρήσιμο. Περνάω το μπουκέτο μου στο άλλο χέρι. Τ ώρα αντιλαμβάνομαι πόσο βαριά είναι αυτά τα λουλούδια. «Πολύ καλοντυμένη είσαι για καφετέρια». Ο Σαμ με κόβει από πάνω μέχρι κάτω. «Εννοείται, πάντοτε με νυφικό βγαίνω για να πιω καφέ. Νομίζω πως προσθέτει μια ιδιαίτερη νότα, δε συμφωνείς;» Ρίχνω μια ματιά προς την εκκλησία και δεν μπορώ να
συγκρατήσω ένα πνιχτό γέλιο. Όλοι οι καλεσμένοι έχουν βγει έξω και στέκονται στο πεζοδρόμιο σαν θεατές σε παράσταση. «Τ ι περιμένουν να δουν;» Ο Σαμ ακολουθεί το βλέμμα μου κι εγώ σηκώνω τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Θα μπορούσες να ρίξεις ένα χορό. Ή να πεις κάποιο ανέκδοτο. "Ίσως πάλι... να φιλήσεις τη νύφη;» «Όχι τη νύφη». Πλέκει τα μπράτσα του γύρω μου και σιγά σιγά με φέρνει κοντά του. Οι μύτες μας σχεδόν αγγίζονται. Τον κοιτάζω κατάματα. Νιώθω τη ζεστασιά της επιδερμίδας του. «Εσένα». «Εμένα». «Το κορίτσι που έκλεψε το τηλέφωνό μου». Τα χείλη του αγγίζουν απαλά την άκρη του στόματός μου. «Την κλέφτρα». «Ήταν πεταμένο στα σκουπίδια». «Και πάλι, κλοπή θεωρείται». «Όχι, δεν ήταν...» προσπαθώ να πω, όμως τα χείλη του σφραγίζουν με θέρμη τα δικά μου και μου είναι αδύνατον να μιλήσω. Και, ξαφνικά, η ζωή είναι ωραία. Το ξέρω πως τα πράγματα είναι ακόμα αβέβαια· το ξέρω πως η πραγματικότητα δεν έπαψε να υπάρχει. Θα πρέπει να δοθούν εξηγήσεις, θα υπάρξουν κατηγορίες, άσχημο κλίμα. Όμως αυτή τη στιγμή αγκαλιάζω τον άντρα που νομίζω πως αγαπώ. Και δεν έχω παντρευτεί τον άντρα που είμαι σίγουρη πως δεν αγαπώ. Κι από τη δική μου οπτική γωνία, αυτή είναι μια μάλλον θετική εξέλιξη, για την ώρα. Κάποτε, κάνουμε μισό βήμα πίσω. Την ώρα που από την απέναντι πλευρά του δρόμου ακούω την Αναλίζ να ξεσπάει σε ενθουσιώδη επιφωνήματα. Πράγμα μάλλον κακόγουστο, όμως έτσι είναι η Αναλίζ. «Συμπτωματικά, σου έφερα κάτι να διαβάσεις», λέει ο Σαμ. «Σε περίπτωση που έπεφτε βαρεμάρα». Βάζει το χέρι μέσα στο σακάκι του και βγάζει έναν πάκο από χαρτιά, λεκιασμένα με καφέ. Κι όπως τα βλέπω, νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος. Τα φύλαξε. Παρότι χωρίσαμε τόσο άσχημα την
τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Φύλαξε τα μηνύματά μας. «Λένε τίποτε;» Καταφέρνω να ακουστώ χαλαρή. «Δεν είναι κι άσχημα». Αρχίζει να τα ξεφυλλίζει και κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι του. «Ανυπομονώ για τη συνέχεια». «Αλήθεια;» Ο τρόπος που με κοιτάζει με κάνει να νιώθω ένα μυρμήγκιασμα σ’ όλο μου το σώμα. «Δηλαδή, ξέρεις τι θα συμβεί από εδώ και πέρα;» «Λοιπόν... κάτι υποψιάζομαι». Περνάει τα ακροδάχτυλά του πάνω από τη γυμνή μου πλάτη και νιώθω αμέσως ένα κύμα πάθους να με κατακλύζει. Είμαι απίστευτα έτοιμη για την πρώτη νύχτα του 110
γάμου μου. Δεν έχω ανάγκη τη σαμπάνια, τα καναπεδάκια, το πλούσιο δείπνο ή τον πρώτο χορό. Ούτε καν τον τελευταίο χορό. Από την άλλη, βέβαια, παραμένει η μικρή εκκρεμότητα των διακοσίων ανθρώπων που στέκονται στην απέναντι πλευρά του δρόμου και με παρακολουθούν σαν να περιμένουν τις οδηγίες τους. Κάποιοι έκαναν ολόκληρο ταξίδι για να βρεθούν εδώ. Δεν μπορώ να τους παρατήσω σύξυλους. «Λοιπόν... έχουμε κανονίσει ένα πάρτι», προτείνω διερευνητικά στον Σαμ. «Θα είναι όλοι μου οι φίλοι εκεί, οι συγγενείς μου, μαζεμένοι όλοι μαζί, μια πολύ τρομακτική παρέα, συν όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς του τύπου που υποτίθεται πως θα παντρευόμουν σήμερα. Α, ναι, θα έχουμε και καραμελωμένα αμύγδαλα. Θέλεις να έρθεις;» Ο Σαμ ανασηκώνει τα φρύδια του. «Λες να με σκοτώσει ο Μάγκνους;» «Πού να ξέρω;» Στρέφω το βλέμμα μου προς τον Μάγκνους, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Στέκεται κι αυτός εκεί και μας κοιτάζει μαζί με όλους τους άλλους. Και από ό,τι μπορώ να 111
καταλάβω, το μάτι του δε γυαλίζει με δολοφονικές διαθέσεις. «Δε νομίζω. Τ ι λες, να του στείλω ένα μήνυμα να τον ρωτήσω;» «Αν θέλεις». Ο Σαμ σηκώνει τους ώμους και βγάζει το κινητό του.
Μάγκνους. Ο άντρας, εδώ δίπλα μου, είναι ο Σαμ. Το ξέρω πως είναι ασυνήθιστο αυτό που θα ζητήσω, αλλά γίνεται να τον φέρω στη δεξίωση του γάμου μας; Πόπι xxx Υ.Γ. Γιατί δε φέρνεις κι εσύ κάποια; Λίγες στιγμές μετά έρχεται η απάντηση. Όπως νομίζεις. Μογκ Εντάξει, δεν είναι η πιο ενθουσιώδης αντίδραση, αλλά δε 112
φαίνεται έτοιμος να αρχίσει να πυροβολεί. Ετοιμάζομαι να κλείσω το κινητό μου, όταν το ακούω να κουδουνίζει ξανά, οπότε το κοιτάζω απορημένη. Έχει έρθει μήνυμα από τον Σαμ. Πρέπει να το έστειλε μόλις τώρα, πριν από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, το ανοίγω και βλέπω: ♥ Είναι μια καρδιά. Μου έστειλε μια ρομαντική καρδιά. Χωρίς να γράψει τίποτε άλλο. Σαν ένα μικρό μυστικό. Νιώθω τα μάτια μου να καίνε, όμως καταφέρνω να παραμείνω ψύχραιμη, καθώς πληκτρολογώ την απάντησή μου: Κι εγώ. Θέλω να προσθέσω κι άλλες λέξεις... όμως, όχι. Έχουμε χρόνο, αργότερα. Πατάω Αποστολή και υστέρα σηκώνω το κεφάλι, χαμογελώντας ευτυχισμένη. Πιάνω τον Σαμ από το μπράτσο και μαζεύω την ουρά μου από το σκονισμένο πεζοδρόμιο. «Λοιπόν. Ξεκινάμε. Θα περάσουμε τέλεια στο γάμο μου». Τ ΕΛΟΣ
113
Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους εκδότες μου σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είμαι πάρα πολΰ ευγνώμων για όλες τις εκπληκτικές εκδόσεις των βιβλίων μου, τις οποίες προετοιμάζετε με τόση φροντίδα. Ένα τεράστιο ευχαριστώ, επίσης, στους αναγνώστες μου, που συνεχίζουν να διαβάζουν τα βιβλία μου, με ξεχωριστό χαιρετισμό σε όλους εσάς που με ακολουθείτε στο Facebook. Συγκεκριμένα, είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στους Araminta Whitley, Kim Witherspoon, David Forrer, Harry Man, Peta Nightingale, Nicki Kennedy και Sam Edenborough και στην εξαιρετική ομάδα τους στο ILA. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Andrea Best - εσυ ξέρεις γιατί! Στον εκδοτικό οίκο T ransworld έχω την τυχη να με στηρίζει μια υπέροχη ομάδα και θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως την εκδότριά μου Linda Evans, τους Larry Finlay, Bill Scott-Kerr, Polly Osborn, Janine Giovanni, Sarah Roscoe, Gavin Hilzbrich, Suzanne Riley, Claire Ward, Judith Welsh και Jo Williamson. Ευχαριστώ τον Martin Higgins για όλα. Και θα ήθελα να κάνω ειδική μνεία στην ομάδα επιμέλειας χειρογράφων, που φροντίζει τόσο πολΰ τις λεπτομέρειες σε όλα τα βιβλία μου - ένα μεγάλο ευχαριστώ στις Kate Samano και Elisabeth Merriman. Τέλος -όπως πάντα- θα ήθελα να στειλω τις ευχαριστίες και την αγάπη μου στα αγόρια μου και στο Συμβοΰλιο.
Σημειώσεις
[←1] Η ειδικότητά του είναι ο Πολιτιστικός Συμβολισμός. Διάβασα στα γρήγορα to βιβλίο του Η Φιλοσοφία τον Συμβολισμού, μετά το δεύτερο ραντεβού μας και έπειτα προσπάθησα να υποκριθώ ότι το είχα διαβάσει πριν από καιρό, κατά τύχη, για αναψυχή. Πράγμα που, για να είμαστε δίκαιοι, δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι το διάβασα. Και εκείνο που με εντυπώσιασε ήταν ότι υπήρχαν τόσο πολλές υποσημειώσεις. Πσλύ μσυ άρεσαν. Δεν είναι βολικές; Απλώς, τις χώνει κανείς εκεί που θέλει και αμέσως (ραίνεται πανέξυπνος. Ο Μάγκνους λέει ότι οι υποσημειώσεις είναι για πράγματα που δεν αποτελούν το βασικό σου θέμα, αλλά ωστόσο έχουν κάποιο ενδιαφ έρον.
[←2] Πράγμα το οποίο στην πραγματικότητα δε λέω ποτέ. Όπως ακριβώς ο Χάμφ ρει Μπόγκαρτ δεν είπε ποτέ «ΓΙαίξ' το πάλι, Σαμ». Πρόκειται για αστικό μύθο.
[←3] Φ υσικά, το ξενοδοχείο δεν είχε πιάσει φ ωτιά. Το σύστημα είχε βραχυκυκλώσει. Αυτό το ανακάλυψα μετά, όχι ότι με παρηγόρησε κιόλας.
[←4] Έλεγε ποτέ ο Πουαρό «Θεέ μου»; Στοιχηματίζω πως ναι. Ή «Sacre-bleu!», που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Και αυτό δεν αποδεικνύει ότι είναι λάθος η θεωρία του Άντονι, μια και η φ αιά ουσία του Πουαρό είναι σαφ ώς ισχυρότερη από σπσιουδήποτε άλλου; Μπορεί να το αναφ έρω αυτό (ττον Αντσνι μια μέρα. 'Οταν θα νιώθω γενναία. Πράγμα που προφ ανώς, αν έχω χάσει το δαχτυλίδι, δε θα γίνει ποτέ.
[←5] Αδύναμο μυαλό.
[←6] Δικαιούμαι να δώσω στον εαυτό μου τουλάχιστον μία ευκαιρία να βρει το δαχτυλίδι χωρίς εκείνος να το μάθει, σωστά;
[←7] Ο Βασιλιάς των Λιονταριών. Η Νατάσα βρήκε δωρεάν εισιτήρια. Πίστευα ότι θα ήταν μια βαρετή ταινία για παιδιά, αλλά ήταν υπέροχη.
[←8] Πράγμα που νομίζω ότι μπορεί.
[←9] Ποτέ δεν ήμουν απολύτως σίγουρη για το τι σημαίνει αυτό.
[←10] Ίσως να μην είναι ανώμαλος τότε.
[←11] Εντάξει, όχι σαν την Μπιγισνσέ, αλλά σαν εμένα καθώς μιμούμαι την Μπιγιονσέ.
[←12] Flash mob: «Αιφ νίδιος όχλος», όπως συχνά αναφ ε'ρεται στα ελληνικά· ο όρος flash mob είναι η ξαφ νική συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε προκαθορισμένη τοποθεσία, κάποιον συγκεκριμένο χρόνο. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν ακολουθούν ένα προκαθορισμένο αξιοπρόσεκτο σενάριο, το οποίο εξελίσσεται σχετικά γρήγορα, και έχει ως στόχο το γέλιο και την έκπληξη των αθώων παρευρισκόμενων περαστικών. (Σ.τ.Μ.)
[←13] Όχι βιβλία με πλοκή, παρεμπιπτόντως. Βιβλία με υποσημειώσεις. Βιβλία για θέματα, όπως η ιστορία και η ανθρωπολογία και η πολιτιστική σχετικοκρατία στο Τουρκμενιστάν.
[←14] Αναρωτιέμαι αν πίνουν όλοι ιχθυέλαιο. Πρέπει να θυμηθώ να ρωτήσω.
[←15] Μη με ρωτήσετε. Τους παρακολούθησα πολύ προσεκτικά και πάλι όμως δεν κατάφ ερα να καταλάβω πού διαφ ωνούσαν. Κατά τη γνώμη μου, ούτε ο παρουσιαστής μπορούσε να τσυς παρακολουθήσει.
[←16] 15 Ο Μάγκνους είπε μετά ότι ο πατέρας του αστειευόταν. Αλλά δεν ακούστηκε σαν αστείο.
[←17] Δεν είχα διαβάσει ποτέ Προυστ. Δεν ξέρω γιατί έπρεπε να τον αναφ έρω.
[←18] Ξέρω. Του το έχω πει εκατομμύρια φ ορές.
[←19] Όχι τόσο μακριά ώστε να πιάνονται αλογοουρά, πράγμα που θα ήταν απαίσιο. Απλώς, μακρισύτσικα.
[←20] Δε νομίζω πως με συγχώρεσε ποτέ η Αναλίζ. Πιστεύει πως αν δεν είχε αλλάξει το ραντεβού, εκείνη θα τον παντρευόταν τώρα.
[←21] Βλέπετε; Οι υποσημειώσεις είναι το θέμα.
[←22] Αν υποθέσουμε ότι μένει σ’ ένα μικρό αγροτόσπιτο. Έτσι ακούγεται. Ολομόναχος, ίσως μόνσ μ’ ένα πιστό σκυλί για συντροφ ιά.
[←23] Εντάξει, δεν ήταν κανα-δυο τα μηνύματα. Ήταν επτά πάνω-κάτω. Αλλά πάτησα το κουμπί Αποστολή μόνο για τα πέντε.
[←24] Ο Πουαρό πιθανότατα να ήξερε ήδη περί τίνος πρόκειται.
[←25] Είμαστε μόνο τρεις και γνωριζόμαστε αιώνες. Έτσι, περιστασιακά θίγουμε και άλλα θέματα, όπως τα αγόρια μας και τις εκπτώσεις στο Ζάρα.
[←26] Ή μάλλον ο πατέρας της, ο όποιος είναι ήδη ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας καταστημάτων με φ ωτοτυπικά.
[←27] Επίσης, αγνοεί πλήρως όλες τις καημένες τις γυναίκες με τους στρα- μπουλιγμένους αστραγάλους. Αν είστε κοπέλα, ποτέ μην πάρετε μέρος οτον Μαραθώνιο του Λονδίνου όταν έχει υπηρεσία η Αναλίζ.
[←28] Η δικαιολογία μου είναι ότι επρόκειτο για έκτακτη ανάγκη. Η Νατά- σα είχε χωρίσει με το φ ίλο της και ο ασθενής δεν μπορούσε να δει τι έκανα. Αλλά, ναι, ξέρω ότι ήταν λάθος.
[←29] Το ξέρω ότι οι κοπέλες το λένε αυτό, ενώ εκείνο που εννοούν είναι, «Του έδωσα τελεσίγραφ ο και έπειτα τον άφ ησα να νομίζει ότι ο ίδιος το σκέφ τηκε και έξι εβδομάδες αργότερα, μπίνγκο». Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ειλικρινά, δεν είχα ιδέα. Ούτε κι εσείς θα είχατε μετά ένα μήνα, σωστά;
[←30] Πράγμα που, στοιχηματίζω, δεν έκανε στο διάλειμμα για φ αγητό. Εκείνη πρέπει να πάει σε πειθαρχική ακρόαση, όχι εγώ.
[←31] Το οποίο ποτέ δεν έχουμε χρησιμοποιήσει.
[←32] Στην οποία σελίδα κανένας δεν έχει γράψει λέξη.
[←33] Προσωπικά, αμφ ιβάλλω για την υποτιθέμενη «εμπειρία» της Αουσί- ντα. Οποτε τη ρωτάω για άλλους γάμους που έχει διοργανώσει, εκείνη αναφ έρεται μόνο σ’ έναν, που ήταν μιας άλλης φ ίλης, με τριάντα καλεσμένους, σ’ ένα εστιατόριο. Αυτό δεν το αναφ έρω σε κανέναν.
[←34] Έπρεπε να έχω μαντικές ικανότητες;
[←35] «Νεκρικό λευκό» το αποκάλεσε.
[←36] Τελικά, με τα πολλά μου το ομολόγησε οτσ τηλέφ ωνο την ώρα του μεσημεριανού φ αγητού.
[←37] 37 O Μάγκνους λέει ότι η Ουάντα δεν έχει κάνει ηλιοθεραπεία ποτέ στη ζωή της και ότι πιστεύει πως οι άνθρωποι που πάνε διακοπές για να λιαστούν στις ξαπλώστρες πρέπει να είναι διανοητικά καθυστερημένοι. Μάλλον εμένα θα εννοεί.
[←38] Μελέτη της Συνεχούς Παθητικής Κίνησης Μετά Από Ολική Αρθρο- πλασηκή Γόνατος. Την έχω ακόμα φ υλαγμένη μέσα στον πλαστικό της φ άκελο.
[←39] Δε διευκρίνισε τι ακριβώς αναζητούσα.
[←40] Αν και είμαι μάλλον καλή στις υποσημειώσεις. Θα μπορούσαν να με κάνουν υπεύθυνη υποσημειώσεων.
[←41] Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι σημαίνουν οι μισές από αυτές τις λέξεις.
[←42] Το Ρο είναι λέξη, πώς δεν το σκέφ τηκα η χαζή;
[←43] Ο Στίβεν Φ ράι εκτός της εκπομπής QI, εννοώ. Και εκτός της σειράς Jeeves and Wooster. Αν και ο Jeeves πιθανότερο είναι να γνώριζε αρκετά την ποίηση του Μπερνς.
[←44] Αλήθεια, ο Άντονι και η Ουάντα δεν έχουν κάνει ποτέ επιτήρηση εξετάσεων στο πλαίσιο της δουλειάς τους; Απλώς αναρωτιέμαι.
[←45] Την πρώτη φ ορά που μου είπε ο Μάγκνους ότι έχει ειδίκευση στα Σύμβολα, νόμισα ότι εννοούσε τα Κύμβαλα. Αυτά που χτυπάνε μεταξύ τους. Όχι πως του το έχω πει ποτέ, βέβαια.
[←46] Μη φ ανταστείτε ότι ήμουν αδιάκριτη ή κάτι τέτοιο. Αλλά καθώς προωθεί κανείς κάτι, δεν μπορεί παρά να του ρίξει μια ματιά και να προσέξει αναφ ορές στον «Πρωθυπουργό» και τον «Αριθμό Δέκα».
[←47] Εντάξει, με πιάσατε. Δεν είπα όλη όλη την αλήθεια στην πειθαρχική ακρόαση. Να τι έγινε: Ξέρω ότι η συμπεριφ ορά μου ήταν τελείως αντιε- παγγελματική. Ξέρω ότι πρέπει να διαγραφ ώ. Το βιβλιάριο για τη δεοντολογία της φ υσικοθεραπείας ουσιαστικά ξεκινά ως εξής: «Ό,τι κι αν συμβεί, μην κάνετε σεξ με τον ασθενή σας στον καναπέ». Αλλά αυτό που λέω εγώ είναι: Αν κάνετε κάποιο λάθος, το οποίο ωστόσο δε βλάπτει κα- νέναν και δεν το γνωρίζει κανένας, πρέπει να τιμωρηθείτε και να χαλάσετε όλη την καριέρα σας; Δεν μπορούμε να δούμε συνολικά το θέμα; Επίσης, το κάναμε μόνο μία φ ορά. Και ήταν πολΰ γρήγορο - όχι με την κακή έννοια. Απλώς με την έννοια της ταχύτητας. Και η Ρούμπι μια φ ορά χρησιμοποίησε το γραφ είο για ένα πάρτι και άνοιξε όλες τις εξόδους κινδύνου, πράγμα που είναι απολύτως επιβλαβές για την υγεία και την ασφ άλεια. Λοιπόν. Κανένας δεν είναι τέλειος.
[←48] Η κρέμα σώματος αποτελεί μέρος της προετοιμασίας μου για το γάμο, που συνίσταται σε καθημερινή απολέπιση, καθημερινή ενυδάτωση, εφ αρμογή μάσκας προσώπου, μάσκας μαλλιών και μάσκας ματιών μία φ ορά την εβδομάδα, εκατό πουσάπς καθημερινά και στοχασμό για να παραμείνω ήρεμη. Μέχρι στιγμής, έχω φ τάσει ως την κρέμα σώματος. Και απόψε με εμποδίζει, θα έλεγα, το μπανταρισμένο χέρι μου.
[←49] Γ ιατι, για να τα βρει ο φ ίλος σου;
[←50] Δε δίνω τον αριθμό μου σε όλσυς τσυς ασθενείς μου. Μόνο σε ασθενείς που κάνουν μακρά θεραπεία, σε έκτακτες περιπτώσεις και σ’ εκείνους που είναι φ ανερό ότι χρειάζονται υποστήριξη. Αυτός ο τύπος είναι ένας από εκείνους που λένε πως είναι μια χαρά και μετά βλέπεις ότι είναι κάτωχρος απ’ τον πόνο. Χρειάστηκε να επιμείνω για να μου τηλεφ ωνεί όποτε θέλει και να το επαναλάβω στη γυναίκα του, διαφ ορετικά θα συνέχιζε να πολεμάει μεγαλοπρεπώς την κατάσταση μόνσςτου.
[←51] Η λέξη αντιδεοντολογικό σημαίνει το ίδιο με τη λέξη ανέντιμο; Πρόκειται για ένα φ ιλοσοφ ικό ζήτημα για το οποίο θα μπορούσα να ρωτήσω τον Άντονι. Κάτω από διαφ ορετικές συνθήκες.
[←52] Πράγμα που είναι κρίμα, διότι εκείνο που καίγομαι να ρωτήσω είναι: Γιατί η Ουίλοσυ συνεχίζει να στέλνει μηνύματα μέσω εμού, όταν τώρα πια θα πρέπει να γνωρίζει ότι δεν είμαι η Βάιολετ; Και, τέλος πάντων, γιατί όλη αυτή η επικοινωνία γίνεται μέσω της ιδιαιτέρας του;
[←53] Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι: αν οι άνθρωποι μπορούν να φ τιάξουν σμαράγδια στις μέρες μας, γιατί εξακολουθούμε να ξοδεύουμε ένα κάρο λεφ τά σε αληθινά σμαράγδια; Επίσης, μήπως να πάρω κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια;
[←54] 'Οντως πίστευα ότι ήταν πολλά. Αλλά οκέφ τηκα πως ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να συζητήσω την τιμή ενός δα- χτυλιδιού σ’ ένα πανάκριβο κατάστημα, ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια.
[←55] «Θα μπορούσα να σου φ τιάξω ένα διάγραμμα, Πόπι. Ένα διάγραμμα».
[←56] Αχά! Σίγουρα ο ίδιος Εντ που ήταν κομμάτια στο Γκρούτσο Κλαμπ. Φ έρνω στον Πουαρό, πώς να το κάνουμε;
[←57] Στήλη με κουτσομπολιά στην Daily Mail.
[←58] Στην πραγματικότητα, αυτή την ιστορία δεν την καλοθυμάμαι.
[←59] Ευτυχώς που δεν είναι δικό μου αφ εντικό, μόνο αυτό σας λέω.
[←60] Ξέρω ότι είναι ελεύθερος την επόμενη Τετάρτη την ώρα του μεσημεριανού, διότι κάποιος μόλις ακύρωσε το ραντεβού του.
[←61] Το ξέρω ότι μπορεί να μην έχει σκύλο. Απλώς, νιώθω σίγουρη πως έχει.
[←62] Στην πραγματικότητα, μπορεί να έχουν στήσει αυτί μέσω ενός γυάλινου ποτηριού.
[←63] Το οποίο γιλέκο στοίχισε σχεδόν όσο το νυφ ικό μου.
[←64] Νομίζω ότι τα «Κύμβαλα στο έργο των Coldplay» θα ήταν πιο λογικός τίτλος, αλλά ποια είμαι εγώ για να μιλήσω;
[←65] H Ουάντα μας έφ τιαξε στρογκανόφ όταν την πρωτσγνώρισα. Πώς να της πω την αλήθεια, η οποία είναι ότι μου φ έρνει αναγούλα;;
[←66] Εμφ ανίστηκε στην εκπομπή Newsnight και τα σχετικά. Σύμφ ωνα με τον Μάγκνους, ο Αντονι απολάμβανε το ότι βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφ έροντος, αν και προσποιούνταν ότι δεν του άρεοε. Έκτοτε, εκστομίζει ακόμα πιο αμφ ιλεγόμενες απόψεις, αλλά καμία δεν είχε τον αντίκτυπο του θέματος με τους Φ ιλισταίσυς.
[←67] Πού το βρήκε; Εμένα γιατί δε μου πρόσφ εραν σφ ηνάκι;
[←68] Εκείνος ισχυρίστηκε πως επρόκειτσ για τυπογραφ ικό λάθος. Ναι, είμαι σίγουρη ότι το δάχτυλό του όλως τυχαίως γλίστρησε δύο πλήκτρα αριστερά.
[←69] Όλοι δε θα ήθελαν να πάνε στην Ισλανδία; Γ ιατί να αρνηθεί κάποιος να πάει στην Ισλανδία;
[←70] Αρα δεν έχει και τόσο καλούς τρόπους.
[←71] Εντάξει, το ξέρω ότι δεν είναι εξαίσιο. Με δικαιολογεί το γεγονός ότι το διάλεξα βιαστικά από κάποιο σάιτ με ηλεκτρονικές κάρτες και η εικόνα ήταν πραγματικά καλή. Ήταν το σκίτσο ενός άδειου καλαθιού για σκύλους και έκανε ακόμα κι εμένα σχεδόν να κλάψω.
[←72] Τι λέει το πρωτόκολλο ότι οφ είλει να κάνει κανείς όταν η ψεύτικη βλεφ αρίδα κάποιου έχει ξεκολλήσει λιγουλάκι στην άκρη; Να του το πει ή να κάνει πως δε βλέπει;
[←73] «σούπα», «πάπια» κλπ. Πράγμα το οποίο ξέρω ότι δείχνει πολύ μοντέρνο και οργανωμένο, αλλά τι είδος οούπας; Τι είδος πάπιας;
[←74] Αυτό δεν είναι παράνομο; Κι αν εγώ ήθελα να πληρώσω με δολάρια; Θα μου το επέτρεπαν;
[←75] Εντάξει, αυτό είναι γελοίο. Γράφ εις ένα μενού που δεν καταλαβαίνει κανείς και ύστερα πληρώνεις κάποιον για να το εξηγεί.
[←76] Γιατί όλοι οι προμηθευτές της βρίσκονται σε τόσο άσχετα μέρη; Κάθε φ ορά που τη ρωτάω, απαντάει αόριστα κάτι σχετικά με την «εξασφ άλιση προμηθευτών». Η Ρούμπι λέει ότι το κάνει για να χρεώνει περισσότερα για το χρόνο μετακίνησης.
[←77] Ο Μάγκνους άφ ησε μια πνιχτή κραυγή. Έπειτα μ’ έπιασε σφ ιχτά με τα δυο του χέρια και μου είπε πως το είχε καταλάβει ότι ήμουν ευάλωτη και πως αυτό προσέθετε στην ομορφ ιά μου.
[←78] "Η από εμένα άλλωστε. Όχι ότι με ρώτησε κανένας.
[←79] Γ ια να είμαι ειλικρινής, έχω διαβάσει τέσσερα κεφ άλαια.
[←80] Μπορώ να το πω αυτό επειδή είναι ο αρραβωνιαστικός μου και τον αγαπώ.
[←81] Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Αλλά το ένστικτό μου αυτό μου λέει.
[←82] Εντάξει, δε θα το καταλάβει, το ξέρω.
[←83] Τελικά, δεν εναλλάσσονται και πολλά συναισθήματα.
[←84] 83.0 Μάγκνους το κάνει με την κυρία Ουίλοον, την καθηγήτρια; 'Οχι. Σίγουρα όχι. Αυτή εχει μουστάκι.
[←85] Και, επ’ ευκαιρία, υπό ποία έννοια μπήκα στη δική της ζωή;
[←86] Και δε μιλάμε για κάποιον που ασχολούνταν ποτέ ιδιαιτέρως με το συγκεκριμένο θέμα.
[←87] Νομίζω πως το δείχνει. Είναι θέμα κατάλληλης χρονικής στιγμής.
[←88] Να κάτι ακόμα για να εξετάσει ο Αντονι Τάβις. Εννοείται ότι δεν ΥΠΑΡΧΕΙ περίπτωση.
[←89] Εντάξει, το ξέρω κάτι τέτοιο είναι απίθανο.
[←90] Εντάξει, αυτό είναι ακόμα πιο απίθανο.
[←91] Δηλαδή από την Κλέμενσι. Μάλλον.
[←92] Κι αν νομίζετε πως δε θα το έκανε, τότε δεν την ξέρετε καθόλου την Αναλίζ.
[←93] Ή πρόκειται για κανένα καλλιτεχνικό μακιγιάζ, σαν αυτά που βλέπουμε στα περιοδικά μόδας, ή παρέλειψε να κάνει ντεμακιγιάζ χθες βράδυ - και πάλι βέβαια εγώ δε δικαιούμαι να μιλάω.
[←94] Κανένας μέχρι τώρα δεν άρπαξε το χέρι μου για να δει το δαχτυλίδι. Αυτό συνιστά οπωσδήποτε παραβίαση του ζωτικού μου χώρου.
[←95] Κανείς δε χρειάζεται να ξέρει για εκείνο τον ξανθό στο πάρτι των πρωτοετών.
[←96] Ποιητική αδεία.
[←97] Ακόμα και το γεγονός πως το όνομα του παγωτού μού θυμίζει τον άνθρωπο που θέλω να ξεχάοω δεν είναι ικανό να με αποτρέψει.
[←98] Τουλάχιστον να κρατήσω το πρόγραμμα.
[←99] Πράγμα που αποκλείει τα περισσότερα DVD μου, όπως αποδεικνύεται.
[←100] Τρελό κλάμα.
[←101] Εκεί να δεις κλάμα.
[←102] Μα καλά, τι σόι ταινία είναι αυτή που ξεκινάει με τη μαμά-ψάρι και όλα τα τοσοδούλια λαμπερά αυγά της να καταλήγουν στα σαγόνια ενός καρχαρία, μη χε'σω; Υποτίθεται πως είναι ταινία για παιδιά.
[←103] Σημείωση: δε θα έπρεπε να μην έχει καμία σημασία αϊτό, έτσι κι αλλιώς;
[←104] Γ ιατί τα έχω φ άει όλα.
[←105] Παραμένουν εκεί, σε κωματώδη κατάσταση.
[←106] Αλήθεια.
[←107] Φ αίνεται πως οι δικές μου κούπες είναι «κοριτσίστικες».
[←108] Η θεία Τρούντι δεν μπορεί να πιστέψει πως υπάρχουν καταστήματα έ£ω από το Τόντον.
[←109] Τελικά ήταν αρκετά μακρυά. Οριακά έστω..
[←110] Εντάξει. Όχι «την πρώτη νύχτα του γάμου» ακριβώς. Έπρεπε να έχουν βρει μια λέξη που να σημαίνει «νύχτα στο πλάι του εραστή για χάρη του οποίου έφ τυσε; τον αρραβωνιαστικό».
[←111] Για την ακρίβεια, δείχνει πολύ καλύτερα από αυτό που ήταν όταν επρόκειτο να με παντρευτεί.
[←112] Προσωπικά, θα στοιχημάτιζα χοντρά πως ο Μάγκνους θα χαμουρεύεται με την Αναλίζ πριν ακόμα διαλυθεί το πάρτι.
[←113] Παρεμπιπτόντως, τις υποσημειώσεις ετοίμασε η Πόπι Ουάιατ.