Smyrni 90 Years Later

September 13, 2017 | Author: kalliopeia | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Smyrni 90 Years Later...

Description

ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: 2 ο ΓΕΛ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ: 2012 – 13

ΤΑΞΗ: Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – Project 1

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η καταστροφή της Σμύρνης – 90 χρόνια μετά

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κοκκινάκος Χαράλαμπος

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, ΜΑΪΟΣ 2013

Οι μαθητές της Α΄ Λυκείου που συμμετείχαν

Αδαμοπούλου Μαρία Αδάμος Χρήστος Ακρίβου Μηχαέλα Βασιλόπουλος Άρης Γιαννακού Ελευθερία Γούλα Ελπινίκη – Κωνσταντίνα Δημάκη Χριστίνα Ζαρκάδα Σοφία Καραπαναγιώτη Ειρήνη Κουκουμτζή Χρυσοβαλάντω Λάππα Ιωάννα Λιόλιου Μαρία Λυρίτση Βασιλική Μερεντίτη Ευαγγελία Σδόγκου Τριανταφυλλιά Τζαφάλια Φωτεινή Τίκας Απόστολος Τσιγγενέ Ελένη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α.

ΑΦΙΣΑ

Β.

ΧΑΡΤΕΣ

Γ.

ΓΕΝΙΚΑ

Δ.

ΚΥΡΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ: Σμύρνη: Πόλη – Μνήμη – Ιστορία – Συνείδηση

Ε.

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝ ΣΤΡΩΜΑΤΩΝ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΣΥΛΛΟΓΟΙ, ΤΥΠΟΣ 2. ΊΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΜΥΡΝΗ 3. ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ 4. ΈΘΙΜΑ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 5. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 6. ΒΙΒΛΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ 7. ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΜΥΡΝΗ

ΣΤ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 1. Σχέδιο παρουσίασης 2. Κείμενα παρουσιαστή 3. Ενδιάμεσα κείμενα 4. PowerPoint με χρονικό – σχόλια

Ζ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

Η.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Α Φ Ι Σ Α ΣΜΥΡΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

ΧΑΡΤΕΣ

ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ

ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

ΣΜΥΡΝΗ : ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Η Σμύρνη, μια από τις μητροπόλεις της Μικράς Ασίας, συνδέεται άρρηκτα με το ελληνικό στοιχείο σε όλη τη μακρά διάρκεια της ιστορικής της πορείας. Αποικία αρχικά αιολική, και ιωνική στη συνέχεια, επανιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο τον 4ο αιώνα και γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική και πνευματική ακμή κατά τους Ελληνιστικούς και κυρίως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Κέντρο της αυτοκρατορικής λατρείας, χώρος άνθησης της ρητορικής, της φιλοσοφίας και της ιατρικής, η Σμύρνη ήταν μια από τις πόλεις που είχαν την τιμή να ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου. Την ίδια εποχή η Σμύρνη, ως σημείο συνάντησης και αλληλεπίδρασης ανθρώπων και ιδεών, υπήρξε μια από τις πρώτες κοιτίδες του χριστιανισμού και τόπος μαρτυρίου του Πολυκάρπου, ενός εμβληματικού μάρτυρα των Πρωτοχριστιανικών χρόνων. Ο χριστιανικός της χαρακτήρας εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη Βυζαντινή περίοδο, οπότε η πόλη αποτέλεσε την έδρα αρχικά αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής και ακολούθως μητρόπολης (9ος αι.). Παράλληλα, η Σμύρνη άρχισε σταδιακά να αναδεικνύεται ως το σημαντικότερο εμπορικό και στρατιωτικό λιμάνι της δυτικής Μικρός Ασίας, εξέλιξη που ολοκληρώθηκε κατά τον 13ο αιώνα. Ωστόσο, η οικονομική απογείωση της Σμύρνης έλαβε χώρα αργότερα, μετά την οριστική της υπαγωγή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πόλη-λιμάνι καθιερώθηκε ως κέντρο διεθνούς εμπορίου κατά την εποχή που η ευρωπαϊκή οικονομία επέκτεινε τη δραστηριότητα της στην ανατολική Μεσόγειο. Η Σμύρνη έγινε έδρα προξενείων ευρωπαϊκών κρατών και φιλοξενούσε μια πολυάνθρωπη παροικία Ευρωπαίων εμπόρων και ναυτικών. Η ακμή της πόλης δεν άργησε να προσελκύσει μετανάστες από ολόκληρο τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Η συνάντηση και η αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, θρησκειών και τρόπων ζωής κατέληξαν από τη μια στη συγκρότηση της «υβριδικής» κοινωνικής κατηγορίας των Λεβαντίνων, ενώ από την άλλη οδήγησαν την ελληνόφωνη ελίτ σε μια αποφασιστική πολιτισμική στροφή, πρώτο αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ανάδειξη της Σμύρνης σε κέντρο του Ελληνικού Διαφωτισμού στη δυτική Μικρά Ασία. Ειδικά κατά τον 19ο αιώνα το ελληνικό στοιχείο, κυρίαρχο στοιχείο των μεσαίων εγγράμματων κοινωνικών ομάδων της πόλης, επιδόθηκε στην ίδρυση σχολείων, συλλόγων και εφημερίδων, και πρωταγωνίστησε όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και εν γένει στη δημόσια ζωή της Σμύρνης. Από την άλλη, ο κόσμος του λιμανιού, των εργατών και μεροκαματιάρηδων, ο κόσμος του σμυρναίικου

τραγουδιού και των λαϊκών χοροεσπερίδων, προμήθευε στην πόλη το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό για την ευημερία της. Η κοινωνική διαστρωμάτωση γινόταν όλο και πιο αισθητή όσο προχωρούσε ο οικονομικός εκσυγχρονισμός. Παράλληλα με την εξάπλωση των λαϊκών συνοικιών, τα προάστια της πόλης έγιναν τόποι αναψυχής για την πολυεθνική ελίτ των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, ενώ το λιμάνι της πόλης άλλαξε όψη με την κατασκευή νέας παραλιακής ζώνης, και η κατασκευή του σιδηροδρόμου διευκόλυνε τη μεταφορά εμπορευμάτων. Η μετεξέλιξη της Σμύρνης σε μια σύγχρονη μητρόπολη προσέκρουσε στις εθνικές αντιπαραθέσεις και την πολεμική δίνη που συνεπήρε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ελληνική εξόρμηση στη Μικρά Ασία, η ήττα, οι σφαγές και η εκδίωξη των Ελλήνων μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού στην πόλη, όπως και η καταστροφικότατη πυρκαγιά που ακολούθησε, έγιναν το σύμβολο ενός συλλογικού τραύματος. Η Σμύρνη των Ελλήνων, περνώντας μέσα σε λίγες μέρες από την ευημερία στην καταστροφή, πάγωσε στο χρόνο. Η σημερινή Σμύρνη είναι μια σύγχρονη πόλη, η οποία, αν και έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να είναι ένας τόπος που ανήκει δικαιωματικά στους κραδασμούς της Ιστορίας και στις ιστορίες των ανθρώπων.

ΚΥΡΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΜΥΡΝΗ ΠΟΛΗ – ΜΝΗΜΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ – ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ΣΜΥΡΝΗ : ΠΟΛΗ – ΜΝΗΜΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ

.....Κι εκείνη την κραυγή βγαλμένη από τα παλιά νεύρα του ξύλου γιατί την είπες φωνή πατρίδας; Γιώργος Σεφέρης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πώς η ιστορική συνέχεια της πόλης της Σμύρνης διακόπτεται βίαια και αλλάζει. Πώς τα κομμάτια της ζωής και τα γνωρίσματα της μητρόπολης του 19ου και 20ου αι, μετατρέπονται σε «ιστορική μνήμη» χωρίς συνέχεια. Σήμερα, η Σμύρνη αποτελεί το Ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στον αυτονόητο γεωγραφικό λόγο, που συνδέεται με την θέση της στο δυτικό μέτωπο της μικρασιατικής χερσονήσου, αλλά, κυρίως, διότι εδώ, απ’ όλες τις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας, είναι λιγότερο ορατές οι συμπεριφορικές εκδηλώσεις του Ισλαμικού κινήματος, ιδίως στην αμφίεση των γυναικών που υπομιμνήσκουν το ασιατικό βάθος της τουρκικής κοινωνίας. Ωστόσο, παρά αυτό το Ευρωπαϊκό πρόσωπο, τίποτα στην σημερινή Σμύρνη δεν ανακαλεί κάτι από το κοσμοπολίτικο παρελθόν της πόλης, μια ανάμνηση από την κοσμόπολη του 19ου και του πρώϊμου 20ου αιώνα, που συνάρπασε την φαντασία τόσων ευαίσθητων παρατηρητών και αναπλάστηκε με τόση υποβλητικότητα από αρκετούς δημιουργούς του λόγου. Οι ιστορίες για την Μικρασία, για την παραμυθένια πόλη, για τον ξεριζωμό, δημιουργούν εικόνες της πόλης της Σμύρνης, μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων που την γνώρισαν σαν πατρίδα τους και που με τόσο βίαιο τρόπο, ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και, πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια μέσα από τη ιστορία της πόλης , την ιστορία της πολεοδομίας της, μέσα από

τις «μνήμες», ενός λαού ζωντανού, πρόσχαρου και προκομμένου, να «εμφανιστεί» , αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τόσο του τόπου όσο και της εποχής. Δεν είναι τυχαίο, ότι η Μικρασιατική καταστροφή θα αλλάξει εντελώς την ιστορική πορεία μιας πόλης, κάνοντας μια τομή και δημιουργώντας ένα «ιστορικό κενό», σαν να σβήστηκε εντελώς το παρελθόν. Επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι η Μικρασιατική καταστροφή φέρνει στην μνήμη μας κατευθείαν την «φωτιά της Σμύρνης» συγκεκριμένα, διότι τα χαρακτηριστικά που δημιούργησαν τον ιδιαίτερο αυτόν τόπο και τρόπο ζωής του ελληνισμού εκεί , ήταν κατά έναν τρόπο μοναδικά - και εν τέλει, αρκετά από τα γνωρίσματά τους, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, μαζί με τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θα γίνει σύντομη αναφορά στο μακρινό παρελθόν και μεγάλη αντίστοιχα, στην Σμύρνη του 19ου και 20ου αι. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστεί η «εικόνα» της πόλης και του τρόπου ζωής, στην μεγάλη της ακμή, αυτή ακριβώς που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε, δίνοντας στην θέση της σε μια διαφορετική απρόσωπη εικόνα, στην οποία έγινε συστηματική προσπάθεια να σβηστεί το παρελθόν. Τέλος, η περιγραφή θα σταματήσει το ’22 όταν οι Έλληνες της Ιωνίας θα διασχίσουν πάλι το Αιγαίο για μια νέα ζωή.

Η ΣΜΥΡΝΗ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η Σμύρνη υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Μικράς Ασίας από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους. Η γεωγραφική της θέση, η ενδοχώρα και το λιμάνι της υπήρξαν παράγοντες που την ευνόησαν από την ανάπτυξή της σε όλες τις εποχές. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως μια από τις πόλεις που διεκδικούσαν την καταγωγή του Ομήρου. Οι μυθικές παραδόσεις αναφέρουν ότι η πόλη ιδρύθηκε από την αμαζόνα Σμύρνα ή Σμύρνη ή από τον Θησέα. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν το ιστορικό πυρήνα του μύθου. Η πρώτη κατοίκηση της Σμύρνης εντοπίστηκε σε μια μικρή χερσόνησο στη βορειοανατολική ακτή του κόλπου της Σμύρνης. Η θέση αυτή είναι γνωστή σήμερα με την ονομασία Μπαϊρακλή, έχει τον έλεγχο της περιοχής και ήταν ιδιαίτερα ασφαλής, αφού προστατευόταν από την θάλασσα ( η πεδιάδα του Μπουρνόβα την εποχή εκείνη καλυπτόταν από νερά ). Η πρώτη αυτή εποίκηση χρονολογείται το 3000π.Χ. και πιθανολογείται ότι έγινε από Κάρες και Λέλεγες. Γύρω στο 1000π.Χ. οι Αιολείς έφτασαν στην περιοχή, έδιωξαν τους παλιούς

κατοίκους και εγκαταστάθηκαν στον παλιό οικισμό, τον οποίο περιτοίχισαν. Σώζονται μέχρι σήμερα κατοικίες ελλειψοειδούς μορφής κατασκευασμένες με πλίνθους και λίθινα θεμέλια. Τον 8ο αι. Ίωνες από την Κολοφώνα, παραγκώνισαν τους Αιολείς, εγκαταστάθηκαν στην Σμύρνη και την έκαναν μέρος της Ιωνικής Δωδεκάπολης. Μεγάλη ακμή , γνώρισε η πόλη και το λιμάνι της, το Ναύλοχον, κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Την εποχή αυτή κόπηκαν τα πρώτα νομίσματα από ήλεκτρο, τα οποία κοσμήθηκαν με το έμβλημα της πόλης , ένα κεφάλι λιονταριού. Το σημαντικότερο μνημείο που σώζεται από αυτήν την εποχή, είναι το ιερό της Αθηνάς που χρονολογείται τον 7ο αι. και είναι ένα από ωραιότερα πρώιμα θρησκευτικά μνημεία της Μ. Ασίας. Ο ναός αυτός καταστράφηκε όταν ο Γύγης, βασιλιάς της Λυδίας, επιτέθηκε για να καταλάβει την πόλη το 600π.Χ. Οι Σμυρναίοι τον επισκεύασαν και επεξέτειναν το ιερό, το οποίο όμως καταστράφηκε οριστικά, όταν ο Αλυάτης επιτέθηκε εκ νέου στην πόλη, η οποία και υπέκυψε. Κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών, ο μεγάλος στρατηλάτης αποκοιμήθηκε στο όρος Πάγος. Στον ύπνο του έλαβε εντολή από την θεά Νέμεση, να κτίσει εκεί μια καινούργια πόλη και να εγκαταστήσει τους κατοίκους της Σμύρνης που στο μεταξύ, είχαν διασκορπιστεί σε κώμες. Αυτό ακριβώς, έκαναν μόνοι τους οι ίδιοι οι Σμυρναίοι στα τέλη του 4ου αι. Η νέα πόλη κτίστηκε στους πρόποδες του Πάγου και έκτοτε γνώρισε μεγάλη ακμή. Περιγράφεται από τον Στράβωνα, ως η ωραιότερη πόλη της Μ. Ασίας. Αναφέρεται δε, ότι δύο μεγάλοι κεντρικοί δρόμοι, η Χρυσή οδός και η Ιερά οδός συμβάλλουν στον δροσισμό της πόλης από την θάλασσα. Βασικό σημείο της ζωής της πόλης, αποτελεί το λιμάνι της, γύρω από το οποίο βρίσκονται στοές, ιερά και μνημεία (το Μητρώον και το Γυμνάσιον).Στις κλιτείς του Πάγου βρισκόταν το θέατρο, η ιατρική σχολή, το στάδιο, η βιβλιοθήκη, το Στρατονικείον, το βουλευτήριο, το πρυτανείο, οι ναοί της Αθηνάς, της Κυβέλης, του Απόλλωνος, καθώς και το Ομήρειον. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, στην πόλη, υπήρξε έντονη εμπορική δραστηριότητα και ταυτόχρονα διατηρήθηκε η αυτονομία της (190π.Χ). Καταστράφηκε από σεισμούς το 178π.Χ. αλλά το 180π.Χ. ανοικοδομήθηκε με μεγαλύτερη λαμπρότητα.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, η Σμύρνη συνέχισε να είναι μια σημαντική πόλη, όμως μεγάλη ακμή γνώρισε κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Ανέπτυξε αξιόλογη εμπορική κίνηση κι οικονομική ζωή, πράγμα που προκάλεσε πολλές πειρατικές επιδρομές. Το 1084 κυριεύθηκε από τους Σελτζουκίδες και το 1092 από τον πειρατή Τσαχά. Ανακαταλήφθηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό, κατά την διάρκεια της βασιλείας του οποίου (1118 -1143) ανακαινίστηκε και επισκευάστηκε το φρούριο του Πάγου. Από το 1204 – 1261 η Σμύρνη, βρισκόταν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1261 Γενουάτες έμποροι εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Κατά την διάρκεια του 14ου αι. η πόλη βρισκόταν άλλοτε υπό την κυριαρχία των Λατίνων και άλλοτε, 3 υπό Τούρκικη κυριαρχία. Οριστικά στους Τούρκους η πόλη πέρασε το 1424, όταν ο Μωάμεθ Α΄ διέταξε την κατεδάφιση του φρουρίου της.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ – ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Γενικά Παρά τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της, τις καταστροφές και τις πολεμικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο διατηρήθηκε και από τα μέσα του 16ου αι. ενισχύθηκε από εποίκους . Άγγλοι και Ολλανδοί εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της, όπου κατέληγαν εμπορικοί δρόμοι από όλη την Μεσόγειο, την Ινδία και την Κίνα. Εντυπωσιακή ακμή και δραστηριότητα, άρχισε να παρατηρείται από τις αρχές του 18ου αι. σύμφωνα με τις περιγραφές του Άγγλου περιηγητή Ritcard Pococke , όταν αριθμούσε πληθυσμό 10.000 κατοίκους. Για τα χρόνια εκείνα, τα στοιχεία που υπάρχουν, (σκαριφήματα, γραπτές αναφορές, ταξιδιωτικές εκδόσεις, χάρτης στο αρχείο της Φραγκισκανικής Εκκλησίας κλπ) δεν επιτρέπουν να διατυπωθεί συγκροτημένη άποψη για την σαφή οργάνωση του αστικού χώρου της πόλης. Συχνά, σχέδια όψεων της πόλης προοπτικά είναι περισσότερο εύγλωττα από οποιαδήποτε προσπάθεια χαρτογράφησης. Με βάση τα χαρτογραφικά αλλά και άλλα ντοκουμέντα, η εξέλιξη του χώρου της πόλης μπορεί να περιγραφεί σε 3 φάσεις :

Η παραδοσιακή φάση διαρκεί έως τον 17ο αι. , με κυρίαρχο πληθυσμιακά το μουσουλμανικό στοιχείο και, χωρίς ιδιαίτερα χωρικά χαρακτηριστικά. Η οργάνωση του αστικού χώρου ακολουθεί το μεσαιωνικό μοντέλο των οθωμανικών πόλεων : αμφιθεατρική διάταξη σε έναν λόφο που κατεβαίνει προς την θάλασσα, παλιό βυζαντινό κάστρο στην κορυφή και ίχνη τειχών που κατηφορίζουν προς την ακτή, προστατευμένος

κόλπος

και

εισέχον

μικρό

λιμάνι,

που

εξυπηρετούν

την

φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων, με μικρές σκάλες στην παραλία. Ανάμεσα στο λιμάνι και την ακρόπολη, αναπτύσσεται η τυπική «ανατολίτικη» πόλη. Στις παρειές του λόφου, οι περιοχές κατοικίας, σε χωριστές κατά θρήσκευμα συνοικίες (μουσουλμανικές, χριστιανικές, εβραίϊκες, αρμένικες) και κάτω οι αγορές. Σύμφωνα με τα σχέδια και τις περιγραφές του De Bruyn υπάρχουν δύο : στη μία διατίθενται προϊόντα από το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και την Αίγυπτο (μισιρτζίδικα) και, στην άλλη προϊόντα που φτάνουν από την Ευρώπη, κυρίως με ολλανδικά πλοία. Συνεχείς εναποθέσεις γης, αλλοιώνουν την ακτογραμμή και επεκτείνουν μέσα στην θάλασσα το χώρο της πόλης, κάνοντας αναγκαίο έναν νέο χώρο για το λιμάνι. Το λιμάνι αυτό επιβίωσε μέχρι το 1750 – 1760 και έπειτα επιχωματώθηκε σε μια έκταση 100 στρεμμάτων, επιτρέποντας την ανάπτυξη της ενιαίας σμυρνιώτικης αγοράς. Από τον 17ο αι. παρατηρείται εισροή Ευρωπαίων και κυριαρχία τους στο εμπόριο, καταρχάς Γάλλων, Άγγλων και Ολλανδών, δευτερευόντως Ιταλών, Δανών, Σουηδών κλπ καθώς και Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, που αναπτύσσουν παράλληλες δραστηριότητες. Η αύξηση του διαμετακομιστικού εμπορίου, έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη του λιμανιού, που προωθείται ακόμη περισσότερο τον 18ο αι. Με τη άφιξη των Ευρωπαίων και την εγκατάστασή τους έξω από τα τείχη (17ος αι.), η πόλη αποκτά νεοσύστατο στοιχείο. Πρόκειται για τον Φραγκομαχαλά ή Ευρωπαϊκή συνοικία, ένα εντελώς ιδιαίτερο πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σύνολο. Εμφανίζεται ως ένα ενιαίο, συμπαγές οικοδόμημα, που διατάσσεται κατά μήκος της ακτής, σε προσχωσιγενή εδάφη, από ΝΔ προς ΒΑ, σε μήκος 900 – 1000 μ και με πλάτος, 70-120μ. Διαιρείται σε εξαιρετικά στενομέτωπα οικόπεδα, διαμπερή, με πλάτη από 8 – 27 μ, που αποκαλούνται βερχανέδες (παράφραση του frenk hane, δηλ. Φράγκικο σπίτι) . Η εσωτερική διάταξη του οικοπέδου περιλαμβάνει ένα κτίριο με συχνά επιβλητική όψη στην Ευρωπαϊκή οδό και εσωτερικά κτίσματα, αποθήκες, αυλές, περάσματα και μια ιδιωτική σκάλα προς την θάλασσα για να γίνεται η μεταφορά των εμπορευμάτων. Η επιχωμάτωση του κλειστού λιμανιού αφήνει την Σμύρνη χωρίς ενιαίο προστατευμένο λιμάνι και όλη η κίνηση, γίνεται μέσω των πολυάριθμων σκαλών και βερχανέδων. Η

Πάνω Πόλη, εξακολουθεί να στεγάζει τις τούρκικες συνοικίες και, δύο παλιές ελληνικές : Πάνω Χαλαλάς και Αγία Βούκλα. Βορειότερα και δίπλα στον Φραγκομαχαλά εγκαθίστανται από τον 15ο – 18ο αι. κι άλλες ελληνικές συνοικίες : Νέος Χαλαλάς, Σερβετάδικα, Αγ. Φωτεινή και Αγ. Γεώργιος. Η εβραϊκή συνοικία αναπτύσσεται στην παλιά πόλη και δίπλα από την αγορά και η αρμένικη βορείως της αγοράς, σε επαφή με τις ελληνικές συνοικίες. Η Τρίτη φάση περιλαμβάνει την πόλη του 19ου αι. και έως το 1922.Κύριο χαρακτηριστικό της η μεγάλη εξάπλωση του αστικού χώρου και η κυριαρχία των μη μουσουλμάνων. Σε αυτήν την φάση αναδεικνύεται και ολοκληρώνεται η εικόνα της ελληνικής Σμύρνης. Με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) με τους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για την ναυτιλία και το εμπόριο, η Σμύρνη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό σε μια δυναμική μητρόπολη. Οι ευρύτατες θεσμικές αλλαγές που υιοθετούνται έτσι, από την Οθωμανική αυτοκρατορία, μεταξύ του 1839 και 1856 και η οικονομική και πολιτιστική διείσδυση της Ευρώπης, έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα, την αύξηση των Ελλήνων και των Αρμενίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 1717 η πόλη, αριθμούσε 29000 κατοίκους, από τους οποίους οι 10000 ήταν Έλληνες. Έναν αιώνα αργότερα, ο πληθυσμός της αυξήθηκε στους 150000 κατοίκους, από τους οποίους οι Έλληνες έφταναν τους 60000. Η απότομη αυτή δημογραφική ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας οφείλεται κυρίως σε αθρόες μεταναστεύσεις από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Στην κοινωνική αυτή δυναμική, που δημιουργούν οι παραπάνω παράγοντες, οφείλεται η ευημερία και ο κοσμοπολιτισμός της πόλης τους επόμενους αιώνες. Σημαντική είναι η μαρτυρία του Άγγλου πρόξενου Paul Ryckat. Οι μαρτυρίες θα πολλαπλασιαστούν αργότερα και θα συντείνουν στον διάλογο του μύθου και της ιστορίας, που διαμορφώνουν τον θρύλο της Σμύρνης των νέων χρόνων. Οι παλιοί χωρικοί και λειτουργικοί διαχωρισμοί, και διακρίσεις (γειτονιές κατοικίας κατά εθνοθρησκευτική προέλευση – περιοχές αγορών), ατονούν και αναδύονται νέες χωρικές εξειδικεύσεις : κεντρικές λειτουργίες, χώροι αναψυχής και κατοικίας υψηλών εισοδημάτων,

εργατικές

συνοικίες,

κομψά

προάστια

(για

μόνιμη

κατοικία),

υποβαθμισμένες γειτονιές. Τη γρήγορη ανάπτυξη και ταυτόχρονη επέκταση της πόλης, υποστηρίζουν τα μεγάλα έργα υποδομής, που αναλαμβάνονται από ξένες εταιρείες από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 ως το 1870. Ουσιαστική ώθηση σε ολόκληρη την περιοχή, δίνει η κατασκευή

σιδηροδρομικής γραμμής, που συνδέει την πόλη με το Αϊδίνιο (1857-1866), από Αγγλική εταιρεία, και λίγο αργότερα μιας δεύτερης γραμμής προς τον Κασαμπά (Γαλλική εταιρεία). Έργο αντίστοιχης αναπτυξιακής σημασίας, αλλά ακόμη σημαντικότερο για την μορφή και την διάρθρωση της πόλης, είναι η κατασκευή του λιμανιού και της προκυμαίας (1869-1875) που ξεκίνησε με αγγλική πρωτοβουλία, αλλά την ανέλαβε τελικά η γαλλική εταιρεία Dussaud. Μηχανικός είναι ο Πολύκαρπος Βιτάλης, ο ίδιος που συμμετείχε και στην κατασκευή της προκυμαίας της Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας 1870. Μια λωρίδα γης, μακριά κατά 3 χλμ. και πλατιά έως 150μ., δημιουργήθηκε μπροστά από την παλιά ακτογραμμή, με επιχωμάτωση της θάλασσας. Σύνολο 40 εκτάρια γης προστίθενται στην πόλη. Η επιφάνεια είναι μάλλον μικρή, αν συγκριθεί με την δραματική επίδραση που είχε στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης. Η οδός της προκυμαίας, είναι ο πρώτος μοντέρνος δρόμος που δημιουργείται στην Σμύρνη (πλάτος 12μ. σε ένα συνολικό πλάτος προκυμαίας 20μ. με γραμμή τραμ), και τα οικόπεδα δίπλα του είναι τα ακριβότερα στην πόλη. Οι πλέον αποδοτικές οικονομικά λειτουργίες, νέοι τύποι εγκαταστάσεων αναψυχής, θέατρα, ξενοδοχεία, λέσχες, ανταγωνίζονται για ένα οικόπεδο. Ένας νέος καταμερισμός του χώρου εμφανίζεται, ο οποίος απορρέει από διακρίσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Κατά μήκος της προκυμαίας, έως την Μπέλλα Βίστα, εγκαθίστανται ομάδες υψηλών εισοδημάτων των Ελλήνων, Αρμενίων και Ευρωπαίων της πόλης. Από την στιγμή που ο Φραγκομαχαλάς αποκόπτεται από την θάλασσα, οι βερχανέδες χάνουν σε μεγάλο βαθμό την λειτουργία της κατοικίας και αποθήκευσης. Το 1880, οι βερχανέδες έχουν αγοραστεί από μη μουσουλμάνους και υφίστανται πλήθος μετατροπές, συμπληρώσεις και επεκτάσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες λειτουργικές ανάγκες. Η περιοχή της Πούντας, το βόρειο άκρο της πόλης, μέχρι το 1840, είναι μια μεγάλη αμμόστρωτη πεδιάδα που δροσίζεται από την θαλάσσια αύρα, αλλά κατακλύζεται από θαλάσσιο νερό τον χειμώνα. Χάρη στην θαυμάσια θέα της προς το προάστιο του Μπουρνόβα αλλά και τους κήπους και τα σπίτια που εκτείνονται στην παραλία, θεωρείτο χώρος περιπάτου. Μετά τη μεγάλη πυρκαϊά του 1845, η περιοχή ρυμοτομήθηκε, σε μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, που πιθανότατα ήταν μεγάλες ιδιοκτησίες, που προοριζόταν για οικοπεδοποίηση και ανοικοδόμηση. Με την κατασκευή της προκυμαίας, η περιοχή της Πούντας, αναδιαμορφώνεται αισθητά. Στις περιοχές νέας επέκτασης της πόλης, φαίνεται ότι η οικοπεδοποίηση που προέκυψε

πάνω στην ρυμοτομία του1854-1857, καθώς και τα κανονικά και ομοιόμορφα οικόπεδα, υπόκεινται σε κανονισμούς και οδηγίες. Στην χωρική ανάπτυξη της Σμύρνης, στην μετάβασή της από τον 19ο στον 20ο αι., θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει 2 πόλεις. Προς τον νότο, η Παλαιά Πόλη, με τις παραδοσιακές αγορές στη θέση του μεσαιωνικού λόφου και τις παραδοσιακές συνοικίες. Προς τον βορά, η Ευρωπαϊκή Πόλη, που δημιουργήθηκε με την άφιξη των εμπόρων, και υποδέχτηκε όλε τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις – αυτό ακριβώς που θα χαθεί με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Ο δυϊσμός αυτός έχει γίνει αντιληπτός, από του Τούρκους διοικητές, ήδη από το 1889, που αναζήτησαν τρόπους, πολεοδομικούς και αρχιτεκτονικούς, για να εξευρωπαΐσουν την πόλη. Το πλέον φιλόδοξο σχέδιο για την «εξυγίανση και τον καλωπισμόν» της Σμύρνης, αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Γαλλική εταιρεία Compaignie Generale d’ Enteprises ύστερα από πρόταση του αρχιτέκτονα μηχανικού Πολύκαρπου Βιτάλη, για διάνοιξη τριών λεωφόρων. Το πρώτο «βουλεβάρτο», αρχίζει από το Χρηματιστήριο και φτάνει ως το Μπασμαχανέ, με διακλάδωση στον Τσακμάκ Φούρνο. Αυτή θα περνά μπροστά από το Διοικητήριο και θα καταλήγει στις φυλακές «Αγ. Αικατερίνης και Αγ. Δημητρίου», και μετά θα καταλήγει πάλι στον Μπασμαχανέ. Τα βουλεβάρτα θα έχουν πλάτος 20-30μ., και σε κομβικά σημεία προβλέπονται διαπλατύνσεις. Θα είναι ασφαλτοστρωμένα και τα πεζοδρόμια «μαρμαρόστρωτα». Επίσης, θα φωτίζονται με ηλεκτρικό φως που θα εγκαταστήσει η ίδια η εταιρεία. Όπως φαίνεται από τον χάρτη των αδελφών Danger, όπου διαγράφονται τα όρια της καταστροφής του 1922, με την πυρκαϊά, δεν χάθηκε απλώς μια περιοχή της πόλης, αλλά ένα ατόφιο, πλήρες κομμάτι ιστορικού χρόνου. Χάθηκε αυτή ακριβώς, η περίοδος της Σμύρνης για την οποία ο χάρτης του 1822 αποτελεί το παλαιότερο σχετικό τεκμήριο, χάθηκε δηλαδή ένας αιώνας, στον οποίο, παράλληλα με την αγωνιώδη και συχνά τραυματική οικοδόμηση του νεοελληνικού κράτους, μια πόλη ενσάρκωσε με την ακμή αλλά και με την οδυνηρή καταστροφή της, το ουτοπικό όνειρο ενός «άλλου τόπου», που θα μπορούσε να είναι κυρίαρχος του εαυτού του, εύπορος και ευτυχισμένος. Η Σμύρνη σήμερα, είναι μια σύγχρονη πολιτεία, με 2.500.000 κατοίκους. Η εικόνα της είναι αποσπασματική. Η μετάβαση του σημερινού επισκέπτη από το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο στην Άνω Πόλη και από κει στην Πούντα, σ’ ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, αποκαλύπτει μέσα από την ασυνέχεια του αστικού ιστού, την απουσία του τελευταίου πυρήνα της πόλης. Το αστικό κενό σηματοδοτεί αναχωρήσεις,

απουσίες, απώλειες....Μόνο η προκυμαία, παρά την επέκταση της πόλης μέσα στην θάλασσα και την δημιουργία ενός νέου «Και», ενοποιεί και ανασυνθέτει, μέσα από το υδάτινο στοιχείο, την παλίμψηστη ταυτότητα της «άπιστης», της κοσμοπολίτικης Σμύρνης, και την προβάλλει στην σημερινή πόλη σαν μια μαγική ανεξίτηλη εικόνα.

Μια επίσημη περιγραφή άγνωστης πυρκαϊάς του 1742 στην Σμύρνη Η επίσημη αυτή έκθεση περιλαμβάνεται σε ανέκδοτα χειρόγραφα ταξιδιωτικών περιγραφών του ευγενούς Ενετού Κερκυραίου Μάρκο Αντώνιο Κατσαΐτη (1717-1787), που στο πρώτο μισό του 18ου αι. έκανε δύο ταξίδια (1740 και 1742). « Στις 3 ώρες περίπου της νύκτας της αναφερθείσης ημέρας , στην συνοικία των Εβραίων άρχισεν η φωτιά σε ένα σπίτι, που λένε πως οι κάτοικοι έλειπαν, ενώ έπνεε δυνατός άνεμος από τον βοριά και εφούντωσε τόσο, που σε λιγώτερο από μια ώρα, είχεν αποτεφρώσει πολλές κατοικίες και μαγαζιά μιας γειτονικής αγοράς ή παζαριού. Δεν παρέλειψαν οι πρόξενοι να στείλουν τις υδραντλίες τους με πολλούς από τους ομοεθνείς τους και τους εξαρτώμενούς τους, για να καταστείλουν την φωτιά και παρόλη την τέχνη και τον ζήλο τους, αφού επιμόνως εργάστηκαν ως και οι ίδιοι, η φωτιά δεν έσβησε Οι κυριότεροι έμποροι Άγγλοι, Ολλανδοί και Γάλλοι προσωπικά απασχολήθηκαν να διακινούν τις συσκευές των ως άνω αντλιών, με όλους τους μάταιους και ανεπαρκείς κόπους, στην μεγάλη βιαιότητα του πυρός. Έτσι, ύστερα από τόση εξακολουθητική, τόσο κοπιαστική εργασία όλη τη νύκτα της Πέμπτης και όλη την επόμενη μετά της 20ης , συνέχισαν όλοι, χωρίς την ελάχιστη συμπαράσταση των Τούρκων, οι οποίοι λίγο σκοτίστηκαν να καούν τα σπίτια των Γκιαούρηδων, επειδή δεν νόμιζαν ότι η φωτιά θα προχωρούσε στις συνοικίες τους. Και ακόμη περισσότερο που κι αυτός ο ίδιος ο Κατής, αντί να βγει με τους ανθρώπους του και τους αστυνομικούς του για να εμποδίσουν την πρόοδο της φωτιάς, εγκατέλειψε τον Μερχεμέ, μεταφέρθηκε στο Βεζύρ Χάνι, που είναι χτισμένο από πέτρα, όπου έμεινε με πολύ μεγάλη ησυχία καπνίζοντας και πίνοντας τον καφέ του , θεατής αδιάφορος.........Το πιο όμως αξιολύπητο ήταν η διασπορά του λαού και ειδικά των Εβραίων, που δεν βρίσκανε που να καταφύγουν και πολλοί υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν στα χωράφια, όπου ουκ ολίγα άτομα πέθαιναν, άλλοι από την πείνα και την δίψα και, άλλοι από τον υπερβολικό καύσωνα του ήλιου.........Η τρομακτική αυτή πυρκαϊά κατέστρεψε κυρίως το νότιο τμήμα της πόλεως, την Εβραϊκή συνοικία και τις

Τουρκικές, ενώ το βόρειο τμήμα της πόλεως, όπου οι χριστιανικές συνοικίες (αρμένικη, ελληνική φραγκομαχαλάς) γενικά διεσώθη».

Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης Το 1742 ο Κερκυραίος περιηγητής Μάρκος Αντώνιος Κατσαΐτης, που επισκέφτηκε την Σμύρνη, έγραψε στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του ότι «στο θέμα του πολιτισμού και της ευγένειας δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να ξεπερνά την Σμύρνη στην οδό των Φράγκων». Πράγματι ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης είναι το σημείο εκείνο όπου ήταν συγκεντρωμένη όλη η οικονομική και κοινωνική αριστοκρατία της πόλης. Με τον όρο Φραγκομαχαλάς ήταν γνωστές οι συνοικίες και οικισμοί που υπήρχαν στις παραλιακές πόλεις του Λεβάντε( Αιγαίο), όπου υπήρχαν συμπαγείς, μεγάλες ή μικρές κοινότητες ή αποικίες Φράγκων (δηλ. Ευρωπαίων, καθολικών). Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης ήταν ο σημαντικότερος, μεγαλύτερος και παγκόσμια γνωστός από τις άλλες φράγκικες συνοικίες της Ανατολής. Η προϊστορία του Φραγκομαχαλά της Σμύρνης έχει τις αρχές της, στην Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία του Μεσαίωνα και είναι σκοτεινή. Το βυζαντινό πιθανότατα, από την εποχή του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού (1081-1118), φρούριο της Σμύρνης στο βόρειο στόμιο του όρμου του Κλειστού Λιμανιού, γνωστό από την αρχαιότητα και αργότερα ως «Λιμάνι των Γαλέρων», ήταν στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αι., με την μεσολάβηση ενός ευρύτατου χώρου, (που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν δύο μεγάλα οικοδομήματα της Σμύρνης, τα δύο Μπεζεστένια και ένα Χάνι), η αφετηρία, ή το νότιο άκρο ενός στενόμακρου παραλιακού τετραγώνου του Φραγκομαχαλά, της μικρής πόλης των Φράγκων μέσα στην μεγάλη πόλη της Σμύρνης. Όταν το 1402 έφτασε στην Σμύρνη ο Ταμερλάνος και πολιόρκησε το φρούριο, το κλειστό λιμάνι, ήταν μεγάλο εμπόδιο και διέταξε κάθε στρατιώτη του να ρίξει στο στόμιό του μια πέτρα. Έτσι αχρήστεψε το λιμάνι και εκχέρσωσε μεγάλο μέρος του. Ύστερα από 70 περίπου έτη, το 1471 οι Ιππότες της Ρόδου, επιχειρούν να καταλάβουν το φρούριο που, ύστερα από την αποχώρηση του Ταμερλάνου ήταν στα χέρια των Οθωμανών. Κατέκαυσαν την Σμύρνη και έφυγαν άπρακτοι. Από κει και πέρα το φρούριο βρέθηκε στα χέρια των Οθωμανών και παραμένει σε κακά χάλια και μισοκατεστραμμένο. Διατηρήθηκε έτσι ως το 1876, οπότε κατεδαφίστηκε με τα έργα της γαλλικής Societe des Quais de Smyrne, και το μεγαλύτερο μέρος και το υλικό του,

χρησίμευσε για μωλώματα της νέας προκυμαίας. Τα λίγα του κατάλοιπα που είχαν μείνει ως το 1922, με ένα «καρακόλι» και εγκατεστημένο μέσα τον «Μπελεντιέ» (δημαρχία) της Σμύρνης, για ένα διάστημα και με μαγαζιά, φούρνο κλπ, αλλά προπάντων η τοποθεσία του ήταν γνωστά στους Σμυρνιούς ως «Κρομμυδόκαστρο». Το άδοξο εκείνο τέλος του Φρουρίου και η εκχέρσωση του Λιμανιού, έδωσε στον Φραγκομαχαλά, που με την μεσολάβηση των Μαλτέζικων, προχωρούσε εκτεινόμενος στην παραλία προς βοράν, εξέλιξη και ζωντάνια μοναδική. Ο φραγκομαχαλάς βρισκόταν τότε στον πρώτο αι. της ζωής του, ή στις αρχές του δεύτερου – αν υπολογιστεί πως ο συστηματικός οικισμός του, άρχισε την εποχή των Λουδοβίκων 13ου και 14ου , στον 17ο δηλ. αι. Με την συστηματική εγκατάσταση ων Φράγκων οικιστών του, το κέντρο των εμπορικών συναλλαγών και των λιμενικών και ναυτικών εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, μετατοπίστηκε στο βορεινό τότε, στο σημείο ακριβώς της παραλίας της Σμύρνης, όπου ραγδαία αναπτυσσόταν ο Φραγκομαχαλάς. Στα τέλη του 16ου και του 17ου αι., οι άποικοι (δυνατοί και ικανοί έμποροι, προστατευμένοι από τα ιδιαίτερα προνόμια)έχτισαν στην αρχή, μικρά και με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερα, σε στενόμακρα οικόπεδα (που τους παραχωρήθηκαν προνομιακά, με την μεσολάβηση των εταιρειών τους και των κρατών τους, που τους προστάτευαν), μεγάλα διώροφα κτίσματα, συγκροτήματα μάλλον κτισμάτων, τους γνωστούς ως το 1922 «βερχανέδες». Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ένα ενιαίο και μονοκόμματο οικοδομικό τετράγωνο, πολύ ιδιόρρυθμο και όχι συνοικία με δρόμους και τετράγωνα, ολοκληρωτικά χτισμένο, χωρίς βλάστηση και χωρίς κήπους. Το «Τετράγωνο», εξετείνετο στο μήκος της αρχικής παραλίας, περίπου για 900-1000 μ., απο ΝΔ προς ΒΑ, (με μικρές παρεμβολές στη θάλασσα, μεμονωμένων σπιτιών ή συνοικιών, όπως τα Μαλτέζικα), από το «Κρομμυδόκαστρο»,

την

σκάλα

Σαμάν

ισκελεσί

και

τον

δρόμο

των

«τσιγαροχαρτάδικων», ως την θέση «Γαλάζιο» στον βορρά, σε επαφή με τον Φασουλά, που ήταν το τέρμα του. Το πλάτος του, από την Ευρωπαϊκή Οδό, έως τα Μαλτέζικα, κυμαινόταν από 70-120 μέτρα, όσο ήταν το μήκος των βερχανέδων. Ανατολικά του Τετραγώνου, ήταν ο μοναδικός κεντρικός δρόμος του., η Ευρωπαϊκή Οδός, όπως είχε εξελληνιστεί η Rue Franque. Η τουρκική ονομασία της Ευρωπαϊκής Οδού , ήταν «Σουλτανιά σοκάκ» ή «Μετζηδιέ». Των Μαλτέζικων δε, «Εσκί Μπαλούκ παζάρ σοκάκ» (οδός παλιάς ψαραγοράς). Τους δύο αυτούς δρόμους, μπορούμε να τους χαρακτηρίζουμε παράλληλους, στην πραγματικότητα όμως, έκαναν παρεκκλίσεις και κάποτε ήταν οφιοειδείς και σκολιοί.

Το τετράγωνο, ωστόσο, σε ορισμένα σημεία του, στο βορεινό τμήμα, χωριζόταν από κάποιο «τσικμά»

(τούρκικη

ονομασία για το αδιέξοδο) και από ένα-δυο

«παρασόκακα», μόνο για πεζούς γιατί δεν χωρούσαν οχήματα. Αυτά μάλιστα ήταν στρωμένα με «ντουσεμέ» (είδος καλντεριμιού με ακανόνιστες πλάκες) και έκαναν μεγάλη αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Οδό ,που ήταν ο πιο περιποιημένος δρόμος της Σμύρνης, στρωμένος με πελεκημένες πέτρες λάβας ως το 1912 περίπου, οπότε στρώθηκε με μικρές πελεκητές πέτρες. Η Ευρωπαϊκή Οδός είχε πλ. 8-10 μ και πεζοδρόμια επίσης στενά. Η καθαριότητά της ήταν επίσης καλή. Ο «Μπελεντιές» την περιποιόταν. Η συνέχεια της, ήταν ο δρόμος των υαλοπωλείων, τα γνωστά «Γυαλάδικα». Το «Τρίστρατο» της Αγ. Φωτεινής, τρεις δρόμοι, δηλ., Γυαλάδικα, Φραγκομαχαλά και Γερανίου, με συνέχεια Μεγάλων Ταβερνών, ήταν το ορόσημο των δύο αυτών μεγάλων δρόμων: της Ευρωπαϊκής οδού και των Γυαλάδικων. Οι βερχανέδες, είχαν σχεδόν όλοι τον ίδιο προσανατολισμό. Καθώς ήταν όλοι χτισμένοι στην δυτική πλευρά της Ευρωπαϊκής οδού, η είσοδός τους ήταν επ’ αυτής και έφταναν μονοκόμματα, αυτούσια φραγκόσπιτα, ως τον παραλιακό δρόμο, όπου τα Μαλτέζικα. Η Ευρωπαϊκή οδός ανέκαθεν ήταν ο δρόμος της αρχοντιάς, της πιάστρας και του λούσου – ένα κομμάτι ευρωπαϊκού πολιτισμού- ενώ η οδός Μαλτέζικα, αντίθετα, ήταν χωματόδρομος, παράγκες με κρεμασμένες κουρελιασμένες τέντες, βρωμιά από το χοντρό εμπόριο και την ψαραγορά, ένα κομμάτι καθαρά ανατολίτικο. Στο βορινότερο σημείο, του τμήματος αυτού του παραλιακού δρόμου, στο σημείο που βρισκόταν η Αγγλική Σκάλα, ήταν πάντως το πιο περιποιημένο και το πιο κοσμικό σημείο της παραλίας, με κέντρα παραθαλάσσια ή πάνω σε εξέδρες. « Περίπατοι , εκεί, επιδείξεις κοσμικές, κυρίες, ματμαζέλες, μουσιούδες, φράγκοι και ρωμιοί ανακατεμένοι». Το Τετράγωνο, εξυπηρετείτο συγκοινωνιακά ανέκαθεν και επικοινωνούσε με το εσωτερικό της χώρας, με τρεις βασικές οδικές αρτηρίες «καροτσόδρομους» για υποζύγια , καραβάνια και πεζούς. Και οι τρεις αυτοί δρόμοι, οδηγούσαν ανατολικά και συγκλίνοντας κατέληγαν στην γέφυρα των καραβανιών, το «Γιοφύρι». Άλλοι σημαντικοί δρόμοι με επίκεντρο τον Φραγκομαχαλά και γενικότερα την Σμύρνη, ήταν οι δύο παραλιακοί, ο ένας προς τον βορρά προς την Πούντα κι από κει με κύκλο όλο τον μυχό του κόλπου, συνέχιζε προς την Μεναιμένη. Ο άλλος νοτιοδυτικά προς τον Τσεσμέ και την Χερσόνησο της Ερυθραίας. Στους τέσσερις περίπου αιώνες της φραγκομαχαλώτικης σμυρναϊκής φραγκοκρατίας, οι Σμυρνιοί εκμεταλλεύτηκαν όσο τους ήταν μπορετό την μοιραία και περίεργη εκείνη γειτνίασή τους με τους Φράγκους. Γνώρισαν και αγάπησαν την Ευρώπη, το ευρωπαϊκό

πνεύμα και προσάρμοσαν καθετί καλό και ωραίο στον δικό τους κόσμο και περίγυρο. Ενώ σε όλη την Τουρκία το φέσι ήταν το επιβεβλημένο κάλυμμα, για όλους τους χριστιανούς, μόνο στη Σμύρνη το ευρωπαϊκό καπέλο δεν βγήκε από το κεφάλι των Σμυρνιών, Φράγκων και Ελλήνων. Ενώ σε όλη την Τουρκία το καφασωτό παράθυρο κυριαρχούσε και επιβαλλόταν, στην Σμύρνη (εκτός φυσικά από τους τουρκομαχαλάδες) το ξύλινο χειμωνιάτικο μπαλκόνι, ακόμη και η «βιτρίνα» του παραθύρου, οι «πορταντίνες» και οι «καρότσες», τα «πικ-νικ» και οι «παρτίδες», οι «βεγγέρες» και τα «προβέγγερα», τα «τσαγάκια» τα «ζουρ-φιξ», τα «χορουδάκια», οι «μπάλοι» , ακόμη και τα σπορ (ιππασία, τέννις, γκολφ κλπ), εκδηλώσεις κοινωνικής ζωής, που ξέφευγαν από το τούρκικο χρώμα της Μικρασίας, όλα αυτά «φιορίζανε», χάρις στον Φραγκομαχαλά που τα λανσάρισε, μεσουρανούσαν και βασίλευαν σ’ ολόκληρη την ελληνική Σμύρνη. Το πρόσχαρο και ζωντανό περιεχόμενο μπαλκονιών και βιτρίνων, οι χαριτωμένες κοπέλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και ειδικά στην Ευρωπαϊκή οδό, έκαμαν την Σμύρνη ονομαστή για τα χαρίσματα και την ομορφιά των γυναικών της. Στον Φραγκομαχαλά, όπου υπήρχαν τα ωραιότερα και μεγαλύτερα μαγαζιά της Ανατολής, ρυθμιζόταν απευθείας από τα μεγάλα κέντρα της Δύσης, η μόδα, όπου μεταβιβαζόταν σε όλο το Λεβάντε. Η συντονισμένη εκείνη και συνυφασμένη ζωή επί αιώνες, της ελληνικής Σμύρνης και του φραγκομαχαλά της, έκαμαν τον Ελληνισμό της Σμύρνης ευαίσθητη κεραία του ευρωπαϊκού πνεύματος, του πιο προοδευτικού πολιτισμού των περασμένων αιώνων, πρωτοπόρο της Ανατολής στην πρόοδο και στα γράμματα, κατά την μακρά εκείνη σειρά δεκαετηρίδων του ζόφου της τουρκοκρατίας. Η Σμύρνη και ο Φραγκομαχαλάς, είναι για τους Ρωμιούς, ορθόδοξους ο χώρος στον οποίο, ο χριστιανός περπατά ευθυτενής, χωρίς να σκύβει το κεφάλι του, μια πολιτεία ενός κυρίαρχου ελληνισμού πλειονότητας. Όλα τα στοιχεία, γραπτά ή άλλα που δομούν την αναπόλησή της, παραπέμπουν σε υψηλά επίπεδα κυριαρχίας, αυτοπροσδιορισμού, ευμάρειας , εργατικότητας, επιχειρηματικής ευστροφίας, κοινωνικότητας και τελικά συλλογικής ευδαιμονίας. Όταν το 1922 οι Τούρκοι εθνικιστές, αποφάσισαν να αφελληνίσουν οριστικά τη Σμύρνη και την καταδίκασαν στον «δια πυρός θάνατον», συμπεριελήφθη στον εμπρησμό και ο Φραγκομαχαλάς, ακολουθώντας την τύχη των Ελλήνων της Σμύρνης. Κανένας, από τους βερχανέδες του, τα εξελληνισμένα φραγκόσπιτά του, δεν γλίτωσε από τις φλόγες.

Τα κάστρα της Σμύρνης Τα κάστρα της Σμύρνης ήταν τρία: Το Πανώκαστρο, το Κρομμυδόκαστρο και το Ξώκαστρο. Το πρώτο, ήταν η αρχαία Ακρόπολη επί του Πάγου (αρχαιότατο, από την εποχή των Λελέγων, ανακαινίστηκε στην σειρά από τον Μ.Αλέξανδρο, ύστερα από τους Βυζαντινούς και τέλος από τους Τούρκους. Το Κρομμυδόκαστρο, ήταν βυζαντινό κάστρο, συνδέθηκε με την ιστορία των Φράγκων και επονομάστηκε «Φρούριο του Αγ. Πέτρου». Δέσποζε στη θάλασσα, και στο λιμανάκι που ήταν και ναύσταθμος. Χτίστηκε πιθανότατα, την εποχή του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού, τον 11οαι. Όταν το 1344, το κατέλαβαν οι Ιππότες της Ρόδου, το επισκεύασαν, το ονόμασαν Φρούριο του Αγ. Πέτρου, το κράτησαν μαζί με το κλειστό λιμάνι για μερικές δεκαετίες και το χρησιμοποιούσαν για θαλάσσια προστασία τους από τις επιθέσεις των Τούρκων. Ολόκληρη την εξηκονταετία, που οι Φράγκοι κατείχαν το κάστρο, οι Τούρκοι κατείχαν αντίστοιχα, το φρούριο του Πάγου. Έξω από το κάστρο, οι Φράγκοι έχτισαν μια μικρή πολίχνη, που είχε και εκκλησία. Το τέλος του φρουρίου αυτού ήταν άδοξο. Λίγους αιώνες μετά από τις δόξες του, τον 13ο και 14ο αι., κατεδαφίστηκε σε δύο φάσεις, το 1865 – 1870 και το 1922 – 1930. Το τρίτο κάστρο, το Ξώκαστρο ή Σαντζάκ Καλέ, ήταν καθαρά τούρκικο και χτίστηκε από τους Τούρκους το 1631, στην συνέχεια του φρουρίου του Αγ. Πέτρου, νοτιοδυτικά για την προστασία της πόλης από τις θαλάσσιες επιδρομές των Ενετών.

Το Κλειστό Λιμάνι των Γαλέρων Το λιμάνι του Φρουρίου του Αγ. Πέτρου, ήταν γνωστό από την αρχαιότητα, ως το Κλειστό Λιμάνι των Γαλέρων. Το 1471, 70 χρόνια μετά την άφιξη του Ταμερλάνου στην Σμύρνη, το λιμάνι βρίσκεται σε κακά χάλια. Από περιγραφές περιηγητών και συγγραφέων του 17ου αι., γνωρίζουμε αρκετά γι αυτό. Κατά τον Tavernier (1605 – 1680), ήταν αγκυροβόλιο και ναύσταθμος, των σουλτανικών πλοίων, των «Γαλέρων του Μεγάλου Κυρίου» δηλ. του Σουλτάνου. Αναφέρεται πλήθος περιηγητών που δίνουν πληροφορίες για το λιμάνι αυτό (Tournefort 1702, Paul Lucas 1714, Pocoke 1739, Chandler 1764, Gouffier 1776). Από τις περιγραφές τους, συμπεραίνουμε ότι, η

εκχέρσωσή του έγινε πιθανώς το 1750. Στις παλιές εξάλλου λιθογραφίες, φαίνεται καθαρά το λιμανάκι αυτό να εισχωρεί «εν ομφαλώ της πόλεως», μέχρι τις υπερώειες του Πάγου και το στόμιό του ήταν τόσο κλειστό που εύκολα μπορεί να το παρομοιάσει κανείς για λιμνοθάλασσα. Είναι άγνωστο, για ποιούς ακριβώς λόγους εκχερσώθηκε το τόσο χρήσιμο αυτό λιμάνι. Πιθανόν, να ήταν αβαθές και άρα ακατάλληλο για πλοία μεγάλης χωρητικότητας, ύστερα από την καταστροφή που υπέστη από τον στρατό του Ταμερλάνου. Έτσι η Σμύρνη, από το 1750 έως το 1874 περίπου, έμεινε χωρίς φυσικό λιμάνι και χωρίς κριπηδώματα και, το τεράστιο εμπόριό της εξυπηρετείτο από τις «Σκάλες».

Η Γέφυρα των Καραβανιών Ο σπουδαιότερος συγκοινωνιακός κόμβος, που συνέδεε τον Φραγκομαχαλά, με άλλα σημεία της πόλης και της Μικρασίας γενικότερα, ήταν η Γέφυρα των Καραβανιών, την οποία προαναφέραμε, η μοναδική γέφυρα που μπορούσε να βαστάξει βαριά φορτία, καραβάνια , αραμπάδες, νταλίκες κλπ. Αναφέρεται, πως είναι ρωμαϊκή, του 2ου π.Χ. αι., με ένα τόξο, στενή σχετικά, πάντα καλά συντηρημένη, εξ αιτίας της μεγάλης χρησιμότητάς της ( η τελευταία συντήρησή της πριν το ’22, αναφέρεται το 1895), γραφική και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της Σμύρνης μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Από εκεί, περνούσαν μέρα και νύχτα, τα ανεξάντλητα καραβάνια από το εσωτερικό για την παραλία και τις Σκάλες του Φραγκομαχαλά και της Σμύρνης, για να φορτωθούν στα πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα, ή αντίθετα να ξεφορτωθούν και να μεταφερθούν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο, ποιός ακριβώς ήταν ο ποταμός του «Γιοφυριού». Η πιο παραδεγμένη άποψη, είναι ότι, από τους 3 ή 4 ποταμούς ή χειμμάρους, που διέβρεχαν ή διέσχιζαν την πόλη της Σμύρνης, ο ποταμός της Γέφυρας των Καραβανιών, ήταν ο ποταμός του Μελισηγενούς και Μελησιάνακτος Ομήρου, ο ιερός ποταμός της πόλης. Η «Ποτάμια» λοιπόν, ή «Τσάϊ», ήταν πιθανότατα, ο ιερός ποταμός Μέλης.

Οι Βερχανέδες

Ο «βερχανές» ήταν από τις μεγαλύτερες ιδιομορφίες, όχι μόνο του Τετραγώνου, αλλά και, της Σμύρνης, ολόκληρης. Η ονομασία του, όπως προαναφέρθηκε, προέρχεται από τη παράφραση των λέξεων «φρεγκ – χανέ». Ήταν μεγάλο, κατά κανόνα διώροφο , σπάνια ισόγειο, οικοδομικό συγκρότημα, από ένα ή συνεχόμενα κτίσματα, λιθόκτιστο. «μπινιαλίδικο» (κτίσμα με τυπική λιθοδομή (μπινέ), μεγάλου πάχους, με λάσπη, πέτρα και ασβέστη), που ήταν προορισμένο για κατοικία, στον άνω όροφο και, για μαγαζιά, αποθήκες, εργαστήρια, γραφεία κλπ, στον κάτω. Ήταν χτισμένοι σε μεγάλα, στενόμακρα, διαμπερή οικόπεδα, με πρόσοψη στην Ευρωπαϊκή οδό και πίσω όψη στα Μαλτέζικα, ύστερα από προνομιακές παραχωρήσεις του Σουλτάνου στους Φράγκους αποίκους. Η πρόσοψή τους κυμαίνεται από 10-15 μ και το βάθος τους 70-100μ. Μια κεντρική «δίοδος», ένωνε τους δύο παράλληλους δρόμους. Η δίοδος αυτή, ήταν ελεύθερη μόνο για τους πεζούς και εξυπηρετούσε ολόκληρο το οικοδομικό συγκρότημα. Αμπάρωνε δε, με δύο μεγάλες «πορτάρες», που βρίσκονταν, στα δύο άκρα, στους δύο δρόμους. Λογής, λογής, ασφάλειες (σύρτες και «κολντεμίρια»), προστάτευαν από μέσα τις πορτάρες. Την νύχτα έκλειναν με βαριά θυρόφυλλα, από τον νυχτοφύλακα, τον «καβάση», ιδιαιτέρως, σε μέρες ταραχών. Τα θυρόφυλλα, ήταν σιδερένια ή από μασίφ ξύλο, διακοσμημένα με «γύφτικα καρφιά», ή από χοντρά σιδερένια κάγκελα, για να προστατεύον τον ιδιοκτήτη, την «φαμίλια»του, «τσοι δούλες και τσοι παραγιοί του» και «τσοι μουσαφίριδοί του». Συχνά σε ένα από τα θυρόφυλλα, υπήρχε ένα μικρό πορτάκι, για πρόχειρο πέρασμα, ενός ή δύο προσώπων. Οι πορτάρες, δεν είχαν ρόπτρα, εκτός από «κρικέλλια» ή «χαλκάδες». Οι βερχανέδες, δεν είχαν υπόγειους χώρους, γιατί το υπέδαφος της Σμύρνης, είχε πολλά υπόγεια νερά και σε μικρό βάθος. Επίσης, δεν είχαν κήπους. Στο ισόγειο των βερχανέδων, μέσα στην δίοδο, υπήρχαν μαγαζιά χονδρικής, αποθήκες και γραφεία, ενώ από την μεριά της Ευρωπαϊκής οδού, ήταν τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα μαγαζιά. Την εποχή που οι ιδιοκτήτες των βερχανέδων ήταν αποκλειστικά Φράγκοι «κομισιονάριοι» (παραγγελιοδόχοι, εμπορικοί αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών οδών), τα μαγαζιά της πρόσοψης, προοριζόταν αποκλειστικά σχεδόν για μόδες και πωλήσεις συναφών ειδών πολυτελείας. Η δίοδος δεν ήταν παντού σκεπαστή. Το σκεπασμένο μέρος της, ήταν συνήθως, ημικυλινδρικός θόλος, ο οποίος διακοπτόταν από εγκάρσιες ενισχυτικές ζώνες, τα «βόλτα». Μετά από μερικά μέτρα, ένα άνοιγμα όλου του συγκροτήματος άφηνε ένα στενόμακρο αίθριο. Σε μερικούς βερχανέδες, υπήρχαν, δύο ή τρία αίθρια στο ισόγειο,

ενώ στον όροφο (σπάνια), δύο κατοικίες, η μια με πρόσοψη στην Ευρωπαϊκή οδό και η άλλη στα Μαλτέζικα. Στο πίσω μέρος του βερχανέ, οι μεγάλοι έμποροι είχαν μικρές ιδιωτικές αποβάθρες, «σκάλες», όπου πλεύριζαν τα καϊκια και τα πλοία για φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Επίσης, στο πίσω μέρος υπήρχαν φούρνοι αλλά και πατητήρια για παραγωγή, ιδιωτικού κρασιού. Στα αίθρια, υπήρχαν, μεγαλοπρεπή κλιμακοστάσια, με πέτρινες ή μαρμάρινες σκάλες, με πεζούλια και ράμπες, με ένα ή δύο πλατύσκαλα, που οδηγούσαν στο πάνω σπίτι. Στο πάνω μέρος της σκάλας, υπήρχε ευρεία υπαίθρια είσοδος ή ταράτσα, με σέρες και «τζαμιλίκια»,που έβλεπαν στο αίθριο. Παρόμοιοι υπαίθριοι χώροι, υπήρχαν και στο πίσω μέρος του βερχανέ, στα «δώματα», που ήταν στρωμένα με κουρασάνι ή με «τσίγκο». Από την υπαίθρια είσοδο ή την ταράτσα, ήταν η είσοδος του σπιτιού, ξύλινη ή σιδερένια, η οποία οδηγούσε σε μια «αυλή», ένα είδος χωλλ, λιθόστρωτη, συχνά με ασπρόμαυρες μαρμάρινες πλάκες. Στο βάθος απέναντι από την αυλή, ήταν η «σάλα», η αίθουσα υποδοχής. Απέναντι από την σάλα, «ξαπλωνότανε το σαλόνι όπου βασίλευε το πιάνο». «Τσιμενέες» για θέρμανση τον χειμώνα, υπήρχαν σε όλες τις αίθουσες υποδοχής. Στην σάλα και στην τραπεζαρία, ανατολίτικου τύπου «ταντούρια» ή τζάκια. Ένας διάδρομος στρωμένος με μουσαμά, από την μια πλευρά της αυλής και μια «δεσπένσια» (δωμάτιο όπου φυλάγονταν τα σκεύη παρασκευής του φαγητού) από την άλλη, οδηγούσαν στο εσωτερικό του σπιτιού, όπου οι «κάμαρες» και το μπάνιο, ενώ στο βάθος η κουζίνα, η πλύση και οι χώροι για το υπηρετικό προσωπικό. Υπήρχαν επίσης διάφορες ξύλινες σκάλες που οδηγούσαν είτε προς τα κάτω στο «αντρεσόλ»(ημιόροφος), είτε προς τα πάνω σε σοφίτες. Στο «εμπρός σπίτι», οι αίθουσες υποδοχής ήσαν ευρύχωρες με πατώματα πολυτελείας, παρκέτα, πιτς-παϊν ή ραμποτέ και διακοσμήσεις με ελαιοχρωματισμούς, ταπετσαρίες και μπουαρζερί. Τα υπνοδωμάτια, μεγάλα αλλά σκοτεινά, επαρκώς όμως αεριζόμενα από φωταγωγούς και αίθρια που έβλεπαν στην δίοδο. Τα παραθυρόφυλλα, «γαλλικά» συνήθως, με πατζούρια και αργότερα με γρίλιες. Στους διαδρόμους, στα αίθρια και στα υπνοδωμάτια, τα παράθυρα είχαν «τζαμιλίκια», με τζάμια που ανεβαινοκατέβαιναν. Εντοιχισμένες ντουλάπες, «μουσάντρες» συμπλήρωναν τον εξοπλισμό των υπνοδωματίων. Στις δύο όψεις, αλλά κυρίως στην πρόσοψη υπήρχαν τα περίφημα σμυρναίϊκα ξύλινα κλειστά μπαλκόνια. Στην πίσω όψη συναντούσε κανείς και βεράντες και ταράτσες, από όπου υπήρχε η θαυμάσια θέα του κόλπου της Σμύρνης. Η στέγαση των κτισμάτων, γινόταν με αμφικλινείς στέγες, καλυμμένες με γαλλικά κεραμίδια.

Η εσωτερική διακόσμηση των σπιτιών αυτών, γινόταν με έπιπλα ευρωπαϊκών ρυθμών και οίκων, συνδυασμένα με στοιχεία από την Ανατολή, χαλιά, βάζα κλπ. Όλος αυτός ο πλούτος, ήταν προστατευμένος από το γερό χτίσιμο αυτών των σπιτιών και εύκολα μπορούσε να φυγαδευτεί από τις ιδιωτικές «σκάλες», από την θάλασσα. Όταν δημιουργήθηκαν στην Σμύρνη, νέες πολεοδομικές συνθήκες, οι βερχανέδες άλλαξαν ιδιοκτήτες. Οι νέοι ιδιοκτήτες, έδιναν το όνομά τους στο κτίσμα και πολλές φορές προέβαιναν σε μετατροπές. Μετά τις μετατροπές, οι περισσότεροι βερχανέδες, παρέμειναν, σαν κοινές δίοδοι, με μαγαζιά, αποθήκες, γραφεία στο ισόγειο ενώ, στον πάνω όροφο, εγκαταστάθηκαν εργαστήρια, δικηγορικά ή εμπορικά γραφεία κλπ. Πολλοί από τους νέους ιδιοκτήτες ήταν Έλληνες και Αρμένιοι έμποροι, που εκμεταλλεύτηκαν τα υψηλά ενοίκια των ιδιοκτησιών αυτών.

Ελληνικές Αστικές Συνοικίες Βορειοανατολικά του Φραγκομαχαλά, απομονωμένη και όχι τελείως ενωμένη με το Τετράγωνο, ήταν η συνοικία «Κοπριές», ονομασία παλαιότατη από την εποχή του ρεμπελιού της Σμύρνης το 1797. Η συνοικία λεγόταν και συνοικία της οδού των Ρόδων. Συνέχεια των Μαλτέζικων και του Φραγκομαχαλά, προς τον βορρά, με την παρεμβολή του δρόμου «Γαλάζιο», ήταν η συνοικία του «Φασουλά». Ο κεντρικός δρόμος του Φασουλά, ήταν προς τον βορά η συνέχεια της Ευρωπαϊκής οδού και στα μισά του , είχε μια πλατεία όπου βρισκόταν και το αστυνομικό τμήμα, το «Καρακόλι». Στην πλατεία αυτή , έκαναν πιάτσα οι καρότσες της Σμύρνης. Σύμφωνα με τον Σ. Σολωμονίδη, η ονομασία της συνοικίας οφείλεται στους εκτεταμένους κήπους των φασολιών, όμως ο Φροντιέρ, υποστηρίζει ότι, προέρχεται από την παράφραση του τούρκικου Φεϊζουλλάχ, του πρώτου ιδιοκτήτη της περιοχής. Στον Φασουλά, ήταν εγκατεστημένοι πολλοί «βουτσάδες» (=βαρελοποιοί), που είχαν πολύ σημαντικό «εσνάφι». Επίσης, εκεί βρισκόταν τα «γύφτικα της Σμύρνης» απ’ όπου πήρε και την ονομασία του «Σιδεράδικα», ένας από τους ενδιάμεσους δρόμους της συνοικίας. Μέχρι το 1875, στον Φασουλά ήταν το θέατρο της Σμύρνης, οπότε και κάηκε. Έκτοτε, ο συγκεκριμένος δρόμος ονομάστηκε δρόμος «Καμένου Θεάτρου» και ήταν πάροδος, από την συμβολή των οδών: Ευρωπαϊκή οδός και οδός Φασουλά, η οποία κατέληγε ανατολικά στην εξώπορτα της «Καντεράλας», της νέας καθεδρικής (από το 1874) των Καθολικών. Στην ελληνικότατη και φημισμένη συνοικία, βρισκόταν η εκκλησία των Εισοδίων της

Θεοτόκου, το Δημοτικό Σχολείο της Ευαγγελικής Σχολής και, στα τελευταία, το τριώροφο, κτίριο του «Λαϊκού Κέντρου». Συνέχεια του Φασουλά, ήταν τα παραλιακά (μέχρι την κατασκευή του Και), «Τράσσα», παραφθορά του γερμανικού strasse. Ο κεντρικός δρόμος, δεν ήταν παντού κοντά στην θάλασσα, αλλά διακοπτόταν από αρχοντόσπιτα, χτισμένα στην δυτική του πλευρά : το Παλιό Γαλλικό Προξενείο, το αρχοντόσπιτο Χρουσάκη, το Ορφανοτροφείο με τη εκκλησία του, το Καθολικό Μοναστήρι των Dames de Sion, κ.α. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ήταν πολλά αρχοντόσπιτα, του τύπου που περιγράφεται παρακάτω, όπως του Ιορδανίδη και του Αραπιάν, όπου επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στεγάστηκαν τα γραφεία του Τουρκικού Μονοπωλίου. Μετά την κατασκευή του Και, τα Τράσσα είχαν παρόδους, που οδηγούσαν στις εσωτερικές ελληνικές συνοικίες, στο σοκάκι της Αλλιάνς Φρανσαίζ, «τση Κουρμαδιάς το σοκάκι», το «Τσιβηλή ντουβάρι» όπου και το Σχολείο Διαμαντόπουλου κ.α. Το «Κερατοχώρι», η συνέχεια των Τράσσων, ήταν παρεφθαρμένα το Κερασοχώρι, όπου παλιότερα βρισκόταν πολλοί κήποι με κερασιές. Οι κάτοικοί του, ήταν Έλληνες «περιβολάρηδες», ψαράδες, «κονταμπατζήδες»και φημισμένοι «νταήδες». Ωραιότατη, ήταν η συνοικία της Μπέλλα Βίστα και του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στα «Σχοινάδικα». Στην πλατεία της Μπέλα Βίστα, ήταν το Γαλλικό Νοσοκομείο και το καρακόλι. Μέγιστο μέρος της συνοικίας αυτής, γλίτωσε από την φωτιά. Η «Πούντα», ήταν η ακραία παραλιακή συνοικία της Σμύρνης. Πάντα εκεί κατοικούσαν αρκετοί Φραγκολεβαντίνοι και πολλές φορές αναφέρεται ως Νέος Φραγκομαχαλάς. , Εξελίχθηκε αργότερα και σαν βιομηχανική περιοχή. Στην Πούντα, βρισκόταν το μεγάλο σιδηρουργείο των «Ράσκιν και Δήμα» το «σαμολαδάδικο»των αδελφών Μπρισιμτζή, η «Μπυραρία» Μπομόντι κ.α. Εκεί βρισκόταν επίσης, ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αϊδινίου. Ο «Καινούργιος Μαχαλάς», είναι η αλλιώς ονομαζόμενη συνοικία «Νέα», ανατολικά του Τετραγώνου. Ο κεντρικός του δρόμος ήταν «του Χατζηστάμου το σοκάκι», κάθετος στην Ευρωπαϊκή οδό. Η συνοικία εκτεινόταν, μεταξύ Γερανιού και Κοπριές. Οι κάτοικοί της ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες, αλλά και Αρμένιοι και Φράγκοι. Εκεί βρισκόταν, το Μοναστήρι των Αρμένιων Μεχιταριστών. Η ωραία, αρχοντική συνοικία «Μπογιατζήδικα», κληρονόμησε το όνομά της από τα νηματοβαφεία, που υπήρχαν στην περιοχή τον 18ο και 19ο αι., προτού χτιστούν οι ωραίες, διώροφες κατοικίες. Τα νηματοβαφεία αυτά, ήταν πασίγνωστα σε όλη την Ανατολή,

διότι

χρησιμοποιούσαν

«αλιζαρίνη»,

κόκκινη

βαφική

ουσία,

που

καλλιεργείτο με μεγάλη επιτυχία στην Μικρά Ασία – με αποτέλεσμα να κάνουν πολλές δουλειές με όλη την Ευρώπη και ειδικά με την Γερμανία και την Βιέννη. Τα Μπογιατζήδικα, παλιότερα ήταν γνωστά με το όνομα, «Γιοφυράκι του Χατζή Τσύρου». Στα τελευταία χρόνια, πριν την καταστροφή, ήταν μια από τις πιο καλές ελληνικές συνοικίες.

Ο τελευταίος τύπος αστικού σπιτιού της Σμύρνης Το αστικό σπίτι στην Σμύρνη, στην αρχή του 20ου αι. αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, το πιο αντιπροσωπευτικό ίσως γνώρισμα της Ιωνικής πρωτεύουσας. Ήταν αποτέλεσμα δουλειάς, σπουδαίων αρχιτεκτόνων (Αποστολίδης, Βαφειάδης, Σανταμούρης, Μελέτης, Λιγνάδης κλπ), σπουδαγμένων στην Αθήνα και στην Ευρώπη. Δείγματα νεοσμυρνιώτικων αστικών σπιτιών έως το 1922, σώζονται στο Και, στην Πούντα κ.α. Αποτελεί ένα ιδιαίτερα ελκυστικό κεφάλαιο, το οποίο μάλιστα απασχόλησε και τον διεθνή αρχιτεκτονικό τύπο της εποχής. Το γαλλικό περιοδικό La construction moderne, στο τεύχος της 19-11-1901 παρουσιάζει άρθρο του Δ. Αποστολίδη με θέμα το αστικό σπίτι της Σμύρνης. Το χτίσιμο του σπιτιού του τύπου που περιγράφεται παρακάτω, άρχισε στο Και, στα μέσα του 19ου αι., μόλις η Γαλλική εταιρεία της Προκυμαίας, έφτιαξε την προκυμαία, και προχώρησε στο εσωτερικό της πόλης, στην «Παράλληλο» και στις παρόδους του βόρειου και ανατολικού τμήματος της πόλης. Ήταν διώροφη μονοκατοικία και είχε, πρώτο όροφο (ισόγειο, 3-4 σκαλιά υπερυψωμένο), δεύτερο όροφο, υπόγειο και μεσοπάτωμα. Το μεσοπάτωμα ήταν γνωστό ως «αντρεσόλι». Επίσης, είχε «δώμα» καθώς και το γνωστό ξύλινο κλειστό σμυρναίϊκο μπαλκόνι. Τα οικόπεδα ήταν στενόμακρα οπότε τα σπίτια είχαν πρόσοψη 810 μ. και βάθος 16-20μ. Μια βαθιά κλιμακωτή είσοδος, με 5-10 μαρμάρινα σκαλιά, ανάλογα με το ύψος του υπογείου, έφερνε στην δίφυλλη σιδερένια ή ξύλινη πόρτα, με φεγγίτη, με σιδεριές και στην πόρτα και στον φεγγίτη. Η είσοδος αυτή ήταν συνήθως κολλημένη στην δεξιά ή στη αριστερή πλευρά του κτιρίου και οδηγούσε στην ευρύχωρη κεντρική είσοδο, βαμμένη με ελαιοχρώματα και στρωμένη με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες. Από την άλλη μεριά ήταν η σάλα, με δύο παράθυρα στην πρόσοψη. Πλάι στην σάλα, το κλιμακοστάσιο, ξύλινο ή μαρμάρινο, οδηγούσε στο αντρεσόλι και απέναντι στην

εξώπορτα, υπήρχε το σαλόνι και η τραπεζαρία. Αυτή, όπως και η σάλα, είχε πάτωμα ραμποτέ ή παρκέτο, διέθετε μεγάλη τετράφυλλη τζαμωτή ή κρυστάλλινη πόρτα και στο βάθος μια ή δύο μπαλκονόπορτες, που έβγαζαν στην βεράντα, από όπου με σκαλάκια ή μεγαλύτερη σκάλα κατέβαινε κανείς στον κήπο. Στον εσωτερικό τοίχο της τραπεζαρίας, μια πόρτα έβγαζε στην «δεσπέντσια» (στην πραγματικότητα, ήταν ένας μακρύς διάδρομος, με χωνευτά ντουλάπια, «μουσάντρες» και πιατοθήκες). Δύο πόρτες στις άκρες της δεσπέντσιας, οδηγούσαν: Η μια κάτω από το πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου, έτσι ώστε με μια στροφή έβγαινε στην κεντρική είσοδο του σπιτιού. Η άλλη, απέναντι στην πρώτη, οδηγούσε κάτω στην κουζίνα και στην συνέχεια στο πλυσταριό. Ανάμεσα στην κουζίνα και το πλυσταριό, ήταν η «κομοντιτά», δηλαδή η τουαλέτα. Αυτοί οι τελευταίοι χώροι, φωτίζονταν, με πόρτα ή παράθυρο στον κήπο και ήταν χαμηλοτάβανοι. Το υπόγειο κατελάμβανε όλο τον χώρο στο περίγραμμα του σπιτιού, έβγαζε με σκαλιά στον κήπο και φιλοξενούσε το «κελλάρι», αποθήκη για τα τρόφιμα, τα όσπρια, το λαδι, το «γκάζι», το «σπίρτο ντε βίνο», τα πιοτά, τα τυριά, τα ξερά φρούτα. Ακόμη, και η μισή «ντουζίνα» τα λαμπόγυαλα, κρεμασμένα στο «τέλι» και το κουτί με το λουλάκι, δεν έλειπαν από το κελάρι. Ανεβαίνοντας την σκάλα από την αυλή, φτάνουμε στον δεύτερο όροφο, με τα υπνοδωμάτια. Στο πλατύσκαλο μια πορτούλα 1,80μ. οδηγούσε στο αντρεσόλι, που χρησίμευε σαν αποθηκάκι για χαλιά, ιματιοθήκη κλπ, «σιδερώτρα» κ.α. Απέναντι, ένας μικρός διάδρομος, οδηγούσε πλάι στο μπάνιο και αντίκρυ στο δωμάτιο υπηρεσίας. Πολλές φορές μια ξύλινη σκαλίτσα οδηγούσε από το δωμάτιο υπηρεσίας, στην ταράτσα από όπου ανέβαζαν τα πλυμένα ρούχα. Το δεύτερο τμήμα της κύριας σκάλας ήταν δρύϊνο και οδηγούσε στο «χαγιάτι», όπου ήταν οι πόρτες για τις «κάμαρες», ευρύχωρα υπνοδωμάτια που είχαν παράθυρα στην πρόσοψη. Το ένα από αυτά ήταν μεγαλύτερο και είχε πόρτα στο κλειστό μπαλκόνι. Από την άλλη μεριά του χαγιατιού, ένας διάδρομός, οδηγούσε στην ταράτσα και σε δύο αντικρυνά μικρότερα υπνοδωμάτια. Προτού βγούμε στην ταράτσα, στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε η «κομοντιτά» του ορόφου. Η ταράτσα ήταν πάντα στρωμένη με τσίγκο. Η στέγη του σπιτιού ήταν με γαλλικά κεραμίδια. Το περίφημο σμυρναϊκό κλειστό μπαλκόνι, έχει σίγουρα την καταγωγή του από το τούρκικο σαχνισί. Κατασκευάζεται στην μέση της πρόσοψης του 2ου ορόφου και στηρίζεται σε τέσσερα σιδερένια φουρούσια, περίπου 1μ. από τον τοίχο. Το πλάτος του ήταν συνήθως 2,5μ. και το ύψος του 3,0μ. Δύο παράθυρα στα πλάγια του μπαλκονιού

και τρία στην πρόσοψη, όλα με τζάμια μονοκόμματα, συρταρωτά από κάτω, προς τα πάνω. Πέντε στορ με κέντημα, ή ειδικά σχεδιασμένα γι αυτά «κροσέ», απλικαρισμένα στα στορ του μπαλκονιού, προστάτευαν από την καλοκαιρινή αντηλιά. Κάτω από τα πλαϊνά παράθυρα, υπήρχαν αναπαυτικά «σοφρδάκια». Στο πάνω μέρος η μαρκίζα, διακοσμείτο με ελληνικό ρυθμό και οι ταμπλάδες κάτω από τα παράθυρα, ήταν περίτεχνα διακοσμημένοι. Το μπαλκόνι, στεγαζόταν με τσίγκο με ελαφριά κλίση προς τον δρόμο.

Ο Κούλας Ο κούλας, ήταν αγροικία, υποστατικό, που χρησίμευε για θερινή κατοικία και αποθήκη του ιδιοκτήτη, ο οποίος τους θερινούς μήνες έπρεπε να παρακολουθήσει από κοντά τις εργασίες στο κτήμα ή τον αμπελώνα του. Είχε

συνήθως,

ισόγειο

και

δύο

ορόφους.

Το

ισόγειο,

πλακοστρωμένο

ή

τσιμεντοστρωμένο ή απλώς με καλά πατημένο χώμα, ήτανε μονοκόμματο, χωρίς κανένα χώρισμα και χρησιμοποιούταν για αποθήκη, καρπών, «γεννημάτων», εργαλείων και ειδών συσκευασίας των προϊόντων. Η ξύλινη μεγάλη πόρτα, τοποθετημένη, συνήθως στην δεξιά άκρη της πρόσοψης, παρείχε απόλυτη ασφάλεια σε όλο το κτίσμα, γιατί ήταν πολύ γερή και διέθετε εσωτερικά, ξύλινη μεγάλη αμπάρα. Χερούλια, μεντεσέδες, σύρτες και «κολντεμίρια» συμπλήρωναν την ασφάλεια της πόρτας. Δεύτερη ξύλινη πόρτα ή επιπλέον σιδερένια δοκός υπήρχε εσωτερικά. Η «πορτάρα» αυτή ήταν και η μοναδική είσοδος του κούλα και επίσης, στο ισόγειο για ασφάλεια δεν υπήρχε ούτε ένα παράθυρο. Μπαίνοντας στο ισόγειο, μια ξύλινη σκάλα στερεωμένη στον δεξιό τοίχο του κούλα, σε απόσταση 2,0μ. από το κατώφλι, οδηγούσε στον 1ο όροφο. Ο όροφος αυτός, όπως και ο 2ος ,ήταν ξύλινος, σανιδωμένος. Οι τέσσερις εξωτερικοί τοίχοι του κούλα, ήταν χτισμένοι με «τσατμά», η δε σκεπή είχε ταβάνι από «μπαγδατ»ί και στέγη με κεραμίδια. Η σκάλα οδηγούσε στον 1ο όροφο, σε ένα χαγιάτι που έπιανε το 1/3 του ορόφου. ΄Ένας μεσότοιχος χώριζε το χαγιάτι με τα δύο υπνοδωμάτια του ορόφου. Δύο παράθυρα είχε το χαγιάτι, από ένα το κάθε δωμάτιο, που έκλειναν με λαμαρινένια εξώφυλλα. Η σκάλα οδηγούσε κατόπιν στον δεύτερο όροφο που ήταν μονοκόμματος μεγάλος θάλαμος, χωρίς κανένα χώρισμα. Οχτώ παράθυρα, δύο σε κάθε πλευρά του κτίσματος, φωτίζουν τον χώρο.

Τα φαγητά μαγειρεύονταν σε ιδιαίτερο οίκημα συνεχόμενο ή κοντά στον κούλα, αλλά με ιδιαίτερη είσοδο. Κατά κανόνα υπήρχε, υπαίθριος, χτιστός φούρνος. Το τραπέζι στρωνόταν έξω, κάτω από κληματαριά και μόνο σε περίπτωση κακοκαιρίας στον επάνω όροφο. Τα σκεύη της κουζίνας φυλάγονταν είτε σε «μουσάντρες», είτε στο «ραμπαγιό», ντουλάπι ανάμεσα από τα δύο κομμάτια της σκάλας. Μέσα στο ραμπαγιό, στις μουσάντρες, αλλά και σε μπαούλα, φυλάγονταν, ρούχα, παπλώματα, «πλαγκέτα» (κουβέρτες) και κουρελούδες. Ελάχιστα έπιπλα υπήρχαν στον κούλα. Οι ηλικιωμένοι και οι μουσαφίρηδες είχαν κρεβάτια, ενώ οι νέοι και τα παιδιά κοιμόταν πάνω σε «σιλτέδες» (στρώματα) ή κουρελούδες. Μια από τις γραφικότητες του κούλα, ήταν το τραπέζωμα των παιδιών. Οι μεγάλοι κάθονταν γύρω, γύρω στο τραπέζι και τα παιδιά στον σοφρά σταυροπόδι. Ο κούλας είχε και εξαρτήματα: το σπίτι του φύλακα του κτήματος αλλά και το «ντάμι», πλινθόκτιστο κτίσμα για το φύλαγμα των ζωντανών και του «αραμπά». Το κτήμα είχε επίσης,

και

το

πηγάδι

του,

άλλοτε

μαγγανοπήγαδο

και

άλλοτε

μεγάλη

«ντρούμπα»(αντλία, αρτεσιανό).

Οι «σκάλες» της Σμύρνης Στην φυσική παραλία της Σμύρνης, την βορειότερα από το Κλειστό Λιμάνι των Γαλέρων, από τον 16ο και 17ο αιώνες, υπήρχαν μώλοι και ατελή πρόχειρα, ως επί το πλείστον, μουράγια, με «σκάλες», προβλήτες δηλ., μικρές, ξύλινες αποβάθρες και εξέδρες, δημόσιες και ιδιωτικές, εταιρειών ή ιδιωτών, απ’ όπου γινόταν μεγάλο μέρος της εμπορικής, επιβατικής και κοινωνικής κίνησης. Η Σμύρνη, εκείνη την εποχή, ήταν το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, δηλ. της πλήρους και ολοκληρωμένης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και μετά το την εκχέρσωση του Κλειστού Λιμανιού, επί 125, μέχρι το 1874, χρόνια, αλίμενη, μόνο με τις «Σκάλες» της. Με την τελική συμπλήρωση των έργων, στα 1873-1874, της Προνομιούχου Γαλλικής Εταιρείας των Προκυμαίων της Σμύρνης, οπότε παραδόθηκαν στην πόλη, τα νέα σημαντικά οικόπεδα στο Και, στην οδό Παράλληλο και στις περιοχές μέχρι της αλυσίδας των οδών, που αποτελούσαν την παλιά παραλία (Μαλτέζικα, Φασουλά, Τράσσα, Πλατεία Μπέλλα Βίστα, Σχοινάδικα), έως την Πούντα, όπως προαναφέρθηκε, όλες εκείνες οι επονομαζόμενες «Σκάλες» και τα λοιπά πρόχειρα και πρωτόγονα λιμενικά έργα, εξαφανίστηκαν. Το μόνο που απομένει, είναι τα τοπωνύμιά τους, στα

αντίστοιχα σημεία της νέας Προκυμαίας, ή της οδού Παραλλήλου, ή των παράλληλων οδών της δεύτερης σειράς, αυτά που διατηρήθηκαν έως το 1922. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, από τον νότο (Κρομμυδόκαστρο») ως τον νότο (Πούντα) τις παρακάτω «σκάλες» : Σαμάν Ισκλεσί (σκάλα των οχυρών), Μαλτέζικη Σκάλα, Ολλανδική Σκάλα, Εγγλέζικη Σκάλα, Σκάλα Μπαλτατζή, Λιμανάκι, Καινούργια Σκάλα, Μακρυά Σκάλα. Τέτοιες «σκάλες» , υπήρχαν σε όλο το μήκος της παραλίας του κόλπου και του Αιολικού μυχού του, στα παραλιακά προάστια και χωριά, από το «Ξώκαστρο», στα νότια παραλιακά προάστια ( Κάργιαλι, Γκιοζ-Τεπέ, Καραντίνα, Σαλαχανέ, Κρατάσι ), μέχρι τα βόρεια ( Μπαϊρακλί, Αγ.Τριάδα, Πετρωτά ), ως το Κορδελιό και πέρα από αυτό μέχρι του «Παπά τη σκάλα». Μια από τις σπουδαιότερες, ήταν η «Σκάλα του Μπουρνόβα» και η «Σκάλα της Μεναιμένης». ΄Ολες αυτές οι σκάλες στον καιρό τους ήταν πολύ σπουδαίες και άφησαν εποχή. Σε αυτές, μέχρι να φτιαχτεί η προκυμαία, επί αιώνες, γίνονταν ικανοποιητικά οι επικοινωνίες στον Κόλπο της Σμύρνης, με πλοιάρια διαφόρων τύπων : βάρκες, καΐκια, τούρκικες ακάτους, «πυρόσκαφα», «κουρίτες» μαούνες κλπ.

Το «Και», η φημισμένη Προκυμαία της Σμύρνης Η Σμύρνη, με το εκτεταμένο εμπόριο, η πολυεθνική Σμύρνη, η Σμύρνη των διαφορετικών γλωσσών, η Σμύρνη άξονας της οθωμανικής οικονομίας, βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ταξιδιωτών. Κάτασπρη και «δυτικότροπη», βρίσκουν την Σμύρνη, όταν την αντικρίζουν οι περιηγητές. Η προκυμαία ασφαλώς, αποτέλεσε το καμάρι της Σμύρνης. Πράγματι, η πρόσχωση της παραλίας και η δημιουργία της προκυμαίας, άλλαξαν την όψη του παραθαλάσσιου τμήματος της πόλης και, καθόρισαν την εικόνα της στην νεότερη εποχή. Τα έργα ξεκίνησαν το 1867, από πέντε διαφορετικά σημεία : Από τους στρατώνες (στο νότιο άκρο της πόλης), το τελωνείο, το Αγγλικό προξενείο (εκεί που παλιά βρισκόταν η Αγγλική σκάλα), την Μπέλα Βίστα και την άκρη Τούζλα, έως τον σταθμό του Αίδινίου στην Πούντα. Όταν τον Ιούνιο του 1874 ολοκληρώθηκε, η προκυμαία πήρα την τελική της μορφή : 3325μ. μήκος και 28μ. πλάτο,στρωμένα με πλάκες Νεαπόλεως. Στις σιδηροτροχιές που την διατρέχουν, τροχοδρομεί ιππήλατο τραμ (τραμβάυ).

Το έργο ολοκλήρωσε ο Γάλλος μηχανικός Dussaut.Ο ίδιος είχε αναλάβει και την εργολαβία των λιμενικών έργων στην Τεργέστη κα την Αλεξάνδρεια (τα λιμενικά έργα αποτελούσαν προτεραιότητα για την οθωμανική διοίκηση, στην τελευταία 25ετία του 19ου αι., στην προσπάθεια ενίσχυσης της οικονομίας). Ιδιοκτήτρια εταιρεία της προκυμαίας, ήταν η Societe des Quais de Smyrne, Γαλλική εταιρεία, που εξασφάλισε υψηλά κέρδη αμέσως μετά την έναρξη λειτουργίας του έργου. Η προκυμαία, «Καί», χωριζόταν σε δύο τμήματα : Από τον σταθμό των διαβατηρίων «Κουμερκάκι», στο εσωτερικό λιμάνι, έως τους στρατώνες, είναι η εμπορική ζώνη - αποβάθρες, ναυτιλιακά και μεσιτικά γραφεία, πρακτορεία κλπ. Το κοσμικό τμήμα, από το τελωνείο ως τα λουτρά στην Πούντα, αποτελούσε χώρο περιπάτου και αναψυχής, με εντυπωσιακά κτίρια – πολυτελείς κατοικίες, δημόσια καταστήματα, αριστοκρατικά καφενεία και ξενοδοχεία, λέσχες και θέατρα. Εδώ βρισκόταν τα ξενοδοχεία Huck και Kreamer, το Θέατρο της Σμύρνης, ο κινηματογράφος Πατέ, η τράπεζα της Ανατολής, η Λέσχη των Κυνηγών, το περίφημο Sporting Club. Στην κατασκευή της προκυμαίας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, η τεράστια εμπορική ανάπτυξη της Σμύρνης. Στο Κουμέρκι, στοιβάζονταν εμπορεύματα, συμβολικό σημείο συνάντησης, του ανατολικού και του δυτικού εμπορίου. Πλοία εμπορικά φορτωμένα με πολύτιμο εμπόρευμα, δεμένα στο λιμάνι περιμένουν τους αγοραστές. Σταφίδα, ξερά σύκα, μπαμπάκι, καπνός αλάτι της Φώκαιας, σιτάρια διαφόρων ποικιλιών, χαλιά του Ouchak, αλλά και όπιο σε απίστευτες ποσότητες, έτοιμα να φορτωθούν και να οδηγηθούν στην Δύση. Και βιομηχανικά, τυποποιημένα αγαθά για της αγορές της Σμύρνης και της ασιατικής ενδοχώρας, γυαλικά, σιδερικά, έπιπλα, υφαντουργικά προϊόντα της δυτικής εκβιομηχάνισης. Αγαθά που έχουν την σφραγίδα, του αστικού τρόπου ζωής των κατοίκων της πόλης. Η νεότερη ιστοριογραφία, εκτιμά με σαφήνεια, ότι την περίοδο 1880-1920, η Σμύρνη συγκέντρωσε το εμπόριο της δυτικής και νότιας Μκράς Ασίας. Αλλά και ατμόπλοια επιβατηγά, της γαλλικής Messageries, της τουρκικής Χαμιδιέ, του Κουρτζή, του Παντελέοντος, μεταφέρουν ταξιδιώτες γεμάτους περιέργεια για την Ανατολή. Εδώ και τα μικρά ακτόπλοια που πραγματοποιούν την συγκοινωνία από το λιμάνι στα προάστια. Για το Κορδελιό, τα Πετρωτά, το Γκιοζ-Τεπέ, το Καρατάσι. Το λιμάνι, μετά την ανακαίνιση και διεύρυνσή του, αποτελεί το δεύτερο σε κίνηση μετά την Κωνσταντινούπολη. Συνολικά, 17 ατμοπλοϊκές εταιρείες, εκτελούν τακτικά

δρομολόγια μέσω Σμύρνης, συνδέοντάς την με τα λιμάνια της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, της Αδριατικής, της Νότιας Ρωσίας, αλλά και του Αιγαίου και της Μέσης Ανατολής.

Οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης – Αϊδινίου, αρχίζει το 1856, με αγγλικά κεφάλαια. Θα τεθεί σε λειτουργία, 10 χρόνια αργότερα. Η σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης – Κασσαμπά, αρχίζει το 1864, με γαλλικά κεφάλαια. Η σιδηροδρομική σύνδεση της πόλης, με την ενδοχώρα εξασφάλισε την διακίνηση των βιομηχανικών προϊόντων και των ειδών εισαγωγής στην ενδοχώρα. Η άμεση αυτή πρόσβαση, διευκόλυνε την διακίνηση της αγροτικής παραγωγής αλλά και ι του ορυκτού πλούτου της ενδοχώρας, με προορισμό την εξαγωγή. Η σιδηροδρομική σύνδεση Σμύρνης – Βαγδάτης, που αποπερατώνεται το 1885, με γερμανικά κεφάλαια, διευρύνει το πεδίο των συναλλαγών της, και καταδεικνύει τον δυτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της μκρασιατικής ενδοχώρας. Μεταξύ των ετών 1897-1899, μεταφέρονται 299.000 τόνοι εμπορευμάτων και 2.236.000 επιβάτες από την γραμμή Σμύρνης – Αϊδινίου.

Δημόσια - Κοινοτικά κτίρια Για τα δημόσια κτίρια της Σμύρνης, αυτά δηλαδή που οφείλονται σε κρατική ή δημοτική πρωτοβουλία, δεν υπάρχουν έγκυρες πληροφορίες για τους δημιουργούς. Έτσι κάλλιστα, το Κονάκι μπορεί να αποδοθεί στον Ρόκο Βιτάλη από τη Τήνο και «κάμποσα των κυβερνητικών» στον Δημήτρη Λιγνάδη. Στο Κονάκι, στεγάζονταν οι διοικητικές υπηρεσίες της Νομαρχίας Αϊδινίου. Το κτίριο, κτίστηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., σε νεοκλασσικό στυλ, που παραπέμπει, στις πρώιμες απόπειρες μεταφοράς δυτικών προτύπων στα πρώτα δημόσια κτίρια της πόλης. Το κτίριο έχει επιβλητικό σχήμα Π και στην πλατεία του, στέκει η αραβικής τεχνοτροπίας, στήλη με το ρολόι. Προχωρώντας προς βορρά στο σημείο που ο λιμενοβραχίονας, χώριζε το ανοικτό από το κλειστό λιμάνι, υπήρχε το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας Της Ελλάδας. Στις αρχές ου 20ου αι., υπάρχουν εξάλλου, στην Σμύρνη 11 Τράπεζες εκ των οποίων, μόνο 2 είναι Οθωμανικές. Οι υπόλοιπες είναι κυρίως, ευρωπαϊκές, όπως Ιταλική,

Γαλλική καθώς και άλλες 3 Ελληνικές, η Τράπεζα Μυτιλήνης, η Τράπεζα Αθηνών και η Τράπεζα της Ανατολής. Ο Ιγνάτιος Βαφειάδης, είναι ο αρχιτέκτονας της τελευταίας (1909), καθώς και του Χρηματιστηρίου (1905). Απόφοιτος του Πολυτεχνείου της Αθήνας, μαθητής του Τσίλλερ, υιοθετεί τις «εκτροπές» του κλασικισμού προς άλλους εκφραστικούς χώρους (αναγέννηση, μπαρόκ). Στα ίδια μορφολογικά πλαίσια, κινείται και ο Δημήτριος Ραμπαόνης, στην Τράπεζα Αθηνών (1905), που δεσπόζει στη δίοδο της Αγ. Φωτεινής, με αναφορές στην γαλλική αρχιτεκτονική της Β’ Αυτοκρατορίας. Το 1920 καταγράφονται 20 σχολεία της ελληνικής κοινότητας στην πόλη της Σμύρνης, με 7.000 μαθητές και 1 επιπλέον ιδιωτικά με 1.500 μαθητές. Στα προάστια λειτουργούν 18 σχολεία με 2777 μαθητές. Τα σημαντικότερα από αυτά, είναι η Ευαγγελική Σχολή Αρρένων (1733) και το Παρθεναγωγείο Κεντρικό (1830) και Ομήρειον (1880), που αναγνωρίζονται ως ισότιμα του Αρσακείου. Και τα τρία αποκτούν σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις και με την ελληνοπρεπή τους αρχιτεκτονική, διαδηλώνουν την στενή τους σχέση με τον «Σύλλογο προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων» και την αντίστοιχη αρχιτεκτονική των Αθηναϊκών διδακτηρίων. Το Ομήρειον, καλλιμάρμαρο μέγαρο, κομψό σαν παλατάκι, κτίζεται στα 1886 – 1887, σε σχέδια του Ξ. Λάτρη, απόφοιτου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Igolstadt της Βαυαρίας. Το νέο σχολικό μέγαρο, προκαλεί την εντύπωση των κατοίκων της Σμύρνης, ενώ, η εφημερίδα «Νέα Σμύρνη», δημοσιεύει στο φύλλο της 14 Νοεμβρίου 1887, ποίημα αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική του κτιρίου. Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, αποκτά νέες εγκαταστάσεις, στα 1909 – 1912. Για τον σχεδιασμό τους, η ελληνική κοινότητα απευθύνεται στον γνωστό Αθηναίο αρχιτέκτονα, Π. Καραθανασόπουλο. Ο Καραθανασόπουλος, γνωστός για την προσήλωσή του στον εκλεκτισμό, σχεδίασε ένα επιβλητικό κτίριο «κλασσικού ρυθμού, ελληνικού μετά προπυλαίων και αετώματος». Ιδιαίτερη μνεία, γίνεται στην αίθουσα τελετών του 1ου ορόφου, η οποία αποτελούσε «στοάν με κίονας ρυθμού ιωνικού, επί των οποίων στηρίζονται τα διδακτήρια του δευτέρου ορόφου». Όσο για την περίφημη Ευαγγελική Σχολή, στεγαζόταν ήδη σε νεόδμητο κτίριο από το 1882. Από το 1894, διέθετε ξεχωριστό τμήμα Εμπορικής Σχολής καθώς και την μοναδική βιβλιοθήκη της πόλης, με 33.000 τόμους και 1.200 χειρόγραφα. Οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες σε χώρο οδηγούν την Δημογεροντία Σμύρνης, να αποφασίσει την ανέγερση νέου διδακτηρίου, στην συνοικία της Αγ. Αικατερίνης. Και σε αυτήν την περίπτωση, θα επιλεγεί ο ιωνικός ρυθμός για την αρχιτεκτονική του κτιρίου, που θεμελιώνεται το 1909 και αποπερατώνεται το 1922. Θα λειτουργήσει έως την

αποχώρηση και του τελευταίου μαθητή από την πόλη. Η Ευαγγελική σχολή διατηρούσε επίσης, πολλά παρατήματα στη Σμύρνη αλλά και στην περιφέρειά της. Από αυτά, η σχολή του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου στον «Απάνω Μαχαλά» (1904) και το Σιφίειον δημοτικό σχολείο στην οδό Ρόδων (1902), ήταν εγκατεστημένα σε κτίρια νεοκλασικού ρυθμού. Αναφέρουμε επίσης, την ίδρυση του Ελληνικού Πανεπιστήμιου της Σμύρνης, το οποίο στεγάστηκε σε ημιτελές κτίριο τουρκικής σχολής, και αποπερατώθηκε σε σχέδια του έλληνα αρχιτέκτονα, Αριστοτέλη Ζάχου (1920 – 1922). Το κτίριο αντανακλά τις ιδέες του κινήματος «επιστροφή στις ρίζες», το οποίο προσπαθεί να εντάξει τα στοιχεία της τοπικής παράδοσης, στην σύγχρονη αρχιτεκτονική. Η κοινοτική πρόνοια, συντηρεί επίσης, από ο 1748,το παλαιότερο και σημαντικότερο νοσοκομείο της πόλης, το Γραικικό Νοσοκομείο «Αγ. Χαράλαμπος», καθώς και το «Ορφανοτροφείο και άσυλο ανευρεθέντων ελληνοπαίδων». Το κτίριο του νοσοκομείου, ήταν τεράστιο, με ωραία κατασκευή και περιελάμβανε χειρουργική μονάδα, μαιευτήριο, πολυκλινική και ειδικά τμήματα ηλικιωμένων, ψυχοπαθών και ανιάτων. Το Γραικικό Νοσοκομείο, δεν ήταν το πρώτο ελληνικό νοσοκομείο της πόλης. Η πρώτη ίδρυση ελληνικού νοσηλευτηρίου, ανάγεται στα 1723, όταν η ελληνική κοινότητα, αγόρασε μια κατοικία και την μετέτρεψε, σε μικρό νοσοκομείο. Τα έξοδά του καλυπτόταν από την ελληνική κοινότητα. Το 1745, υπό τον μητροπολίτη Νεόφυτο, ιδρύθηκε Αδελφάτο, οπότε και πολλοί επιφανείς προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά. Το 1748, με την γενναία δωρεά του Π. Σεβαστόπουλου, το κτίριο ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε, και επονομάστηκε Γραικικό Νοσοκομείο. Το 1785, έγινε προσπάθεια ανέγερσης νέου κτιρίου, αλλά το 1797, με το «Ρεμπελιό των Γενιτσάρων», το κτίριο πυρπολήθηκε και καταστράφηκε. Με τις γενναίες εισφορές των εύπορων Σμυρνιών, ξανακτίστηκε το 1804, και κατακτά το κύρος και τη φήμη του, στον πληθυσμό της πόλης. Όταν το 1833, κτίστηκε στον περίβολό του, ο ιερός Σταυροπηγιακός Ναός του Αγίου Χαραλάμπους, προστέθηκε στην ονομασία του και η επωνυμία «Αγ. Χαράλαμπος». Το νοσοκομείο, είχε αρχικά ως Λοιμοκομείο, «τμήμα λοιμωδών νοσημάτων» δηλ., τον παλιό μητροπολιτικό ναό της Αγ. Παρασκευής, που αργότερα ονομαζόταν «Λαζαρέτο», στην δυτική πλευρά του όρους Πάγος. Σύντομα όμως κτίστηκε, το 1796, νέο λοιμοκομείο, πίσω από το Γραικικό Νοσοκομείο. Το ίδιο κτίριο αργότερα, θα στεγάσει το Φρενοκομείο μέχρι το 1922. Επίσης, λειτουργούσε τμήμα που περιέθαλπε τις γυναίκες ελευθερίων ηθών, οι οποίες κατά κανόνα, έπασχαν από αφροδίσια νοσήματα.

Το 1822, Το Ψυχιατρικό τμήμα του νοσοκομείου απέκτησε καινούρια πτέρυγα, για τις «σπιταλιόρες» ή αλλιώς «λωλοσερβάγιες». Το κτίριο του Ορφανοτροφείου, ιδρύθηκε ύστερα από την επιδημία χολέρας, που ξέσπασε στην Σμύρνη το 1865. Επιφανείς Σμυρνιοί, μαζεύτηκαν το 1867, στο φαρμακείο του Δημητρίου Κωνσταντινίδη, στην Ευρωπαϊκή Οδό, δύο χρόνια μετά την μεγάλη επιδημία και αποφάσισαν την σύσταση του Ορφανοτροφείου, συντάσσοντας το καταστατικό της Αδελφότητας και τον κανονισμό λειτουργίας του ιδρύματος. Η πρωτοβουλία των πολιτών βρήκε μεγάλη απήχηση στην κοινωνία της Σμύρνης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα μέλη της Αδελφότητας, έφτασαν τα 600. Εκτός από την συνδρομή, πολλά μέλη προσέφεραν και μεγάλα χρηματικά ποσά. Μέλη της Αδελφότητας, έγιναν και Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της διασποράς, από την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, ακόμα και από το Ταϊλανό της Ρωσίας. Το 1870, το Ορφανοτροφείο άνοιξε τις πύλες του, στα πρώτα 30 ορφανά, αρχίζοντας φιλανθρωπική δράση που κράτησε ως το 1922. Ο γιατρός Π. Πάγκαλος, ίδρυσε στην Σμύρνη το 1876, το πρώτο «Υδροθεραπευτήριο», ενώ ο Χ. Πολίτης ίδρυσε το 1880, το «Νέο Υδροθεραπευτήριο». Τα σχέδια του οικοδομήματος, πραγματοποίησε, ο αρχιτέκτονας Λ. Πιζάρος και την λειτουργία των διαφόρων μηχανημάτων επιμελήθηκε ο εγκατεστημένος στην Γαλλία μηχανικός, Χαράλαμπος Πολίτης, αδελφός του ιδιοκτήτη. Ζήτησε μάλιστα από τον αδελφό του, να σχεδιάσει με τέτοιον τρόπο τα μηχανήματα ώστε, η πίεση του ύδατος να ρυθμίζεται με ιδιαίτερο τρόπο και να μην εξαρτάται από την υδροστατική πίεση του συστήματος ύδρευσης της πόλης. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Χ. Πολίτης έφερε από το Παρίσι, ειδική ατμομηχανή, για να ρυθμίζει κατά βούληση την πίεση του ύδατος στα μηχανήματα του υδροθεραπευτηρίου.

Ναοί Στα τέλη του 19ου αι., ο Γάλλος περιηγητής, Vital Guinet, αναφέρει ότι στην Σμύρνη υπήρχαν 13 Ορθόδοξες εκκλησίες, 10 καθολικές, 3 αρμένικες, 3 εκκλησίες διαμαρτυρομένων και 15 συναγωγές. Ναός της ΑγΦωτεινής, υπήρξε από τους παλαιότερους της Σμύρνης. Άγνωστο, πότε θεμελιώθηκε. Ήταν τρίλκιτος και τρίκογχος. Ο κυρίως ναός αφιερωμένος στην Αγ.Φωτεινή, το νότιο κλίτος με το παρεκκλήσι του Μ.Αθανασίου και το βόρειο με το παρεκκλήσι του Αγ.Νικολάου. Το

1763, πυρκαϊά καίει τον Φραγκομαχαλά, την συνοικία της Αγ.Φωτεινής και την παλιά εκκλησία, η οποία ξαναχτίζεται λαμπρότερη. Το περίφημο κωδωνοστάσιό του, κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ξ. Λάτρη, επί αρχιερατείας Παϊσίου (1853 – 1857). Ήταν το πλέον υψηλό και επιβλητικό μνημείο της Σμύρνης. Στην βάση του ήταν χαραγμένο το ακόλουθο επίγραμμα του Ιορδάνη Καρολίδη : «Κωδώνων ιερών ανεδρέδωμεν υψόθι πύργος, Ρηγνύτων φθόγγων χείλεσι φρικαλέοις. Κύετε θεσπεσίην ιαχήν, έγερθε δε λαοί, Αμφί νέων δε Θεού δεύτε προσευξόμενοι. Ωκοδομήθη εν έτει 1856 Ανακαινίσθει εν έτει 1891» Στα 1982 τοποθετήθηκε στο κωδωνοστάσιο μεγάλο ρολόι βαυαρικού εργοστασίου. Επίσης, υπήρχε ηλιακό ρολόι με την επιγραφή «Ηλίου άτερ σιγώ». Άλλοι ναοί της Σμύρνης, ήταν ο Άγιος Ιωάννης Ο Θεολόγος στον Απάνω Μαχαλά, ο Αγ.Γεώργος στα Γυαλάδικα και σε μικρή απόσταση από την Αγ.Φωτεινή, η Αγ.Αικατερίνη, Η Αγ.Άννα, ο Αγ.Βουκόλος, το Γενέθλιον της Θεοτόκου, ο Αγ. Δημήτριος, η Ευαγγελίστρια, Ο Αγ. Ιωάννης Αλιγαρείας κ.α. Μέσα στα όρια του Φραγκομαχαλά, τον 17ο αι., χτίστηκαν αντίστοιχα, οι πρώτες «Φραγκόκκλησες». Η πρώτη καθολική εκκλησία είναι πολύ παλιότερη, του 13ου και 14ου αι., η ονομαζόμενη εκκλησία της Ασπίλου Συλλήψεως, από Φραγκισκανούς μοναχούς, κοντά στο φρούριο του Αγ. Πέτρου. Το 1630, περιέχεται στην δικαιοδοσία των Καπουκίνων, η πρώτη εκκλησία των καθολικών, του Αγ. Πολυκάρπου. Βρισκόταν, επί της Ευρωπαϊκής οδού στην θέση «Γερανιό», στο σημείο που αργότερα δημιουργήθηκε το τρίστρατο της Αγ. Φωτεινής. Το 1775, χτίζεται στο ίδιο μέρος εκκλησία μεγαλύτερη, μαζί με κοιμητήριο. Άλλη μια εκκλησία ,των Ιησουϊτών, αναφέρεται ως σύγχρονη της προηγούμενης, μικρότερη και μέσα στο Τετράγωνο. Το 1698, όμως, κτίστηκε η σημαντικότερη φραγκόκκλησα, η Santa Maria. Στην πυρκαϊά του 1763, η Santa Maria σώζεται με μεγάλες ζημιές και το μοναστήρι της επεκτείνεται. Αργότερα, στο «Ρεμπελιό της Σμύρνης», το 1797, καίγεται πάλι ο φραγκομαχαλάς μαζί και η Santa Maria, καθώς και το μοναστήρι της. Ξαναχτίστηκαν σύντομα, εκ βάθρων, μεγάλη και ωραία και καθιερώνεται ως καθεδρικός ναός, η επονομαζόμενη «Κατεντράλα». Όμως από τα τέλη του 19ου αι., παύει να είναι καθεδρική, καθώς χτίζεται η «Νέα Κατεντράλα» (1840), ανάμεσα στα Μπογιατζήδικα και τις Κοπριές, η καθεδρική του Αγ. Ιωάννη του Ευαγγελιστή.

Είναι πάντως αξιοσημείωτο, ότι από την πυρπόληση του 1922, από τις 22 ορθόδοξες εκκλησίες της Σμύρνης, δεν σώθηκαν παρά η Ευαγγελίστρια, του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου που ανατινάχτηκε αργότερα και του Αγ. Βούκλα που έγινε Μουσείο. Αντίθετα, οι καθολικές εκκλησίες γλίτωσαν σχεδόν όλες.

Εμπορικά κτίρια Στην Σμύρνη του 18ου και 19ου αι., η εμπορική δραστηριότητα, έχει μετατοπιστεί από την παραδοσιακή αγορά στις νέες συνοικίες, στην προκυμαία και στην Πούντα. Από τις καταγραφές

του

Αμερικάνικου

Προξενείου

στην

Σμύρνη

(1919



1920),

αναγνωρίζουμε μια περιοχή που έσφυζε από ζωή, λειτουργώντας ως ενιαίος αστικός χώρος. Τα πολυτελή ξενοδοχεία, οι λέσχες, τα θέατρα και οι χώροι αναψυχής, κατακλύζουν την προκυμαία. Το Και παραδόθηκε προς χρήση του κοινού, τον Ιούνιο του 1874. Στο κοσμικό τμήμα της προκυμαίας, διακρίνονται κτίρια εκμετάλλευσης που στεγάζουν καταστήματα στο ισόγειο και κατοικίες ή γραφεία στον όροφο, ξενοδοχεία και χώροι αναψυχής. Όσον αφορά τις ελληνικές ιδιοκτησίες, αναφέρουμε στο Ο.Τ.15, το καφενείο και το θέατρο του Λουκά, στο ισόγειο του «Ξενοδοχείου της Πόλης», που εγκαινιάζεται την 1η Ιουλίου 1877, το ακίνητο Φωτιάδη που στεγάζει το περίφημο ξενοδοχείο Kraemer, και αργότερα την Ελληνική Λέσχη, καθώς και το κτίριο της ιδιοκτησίας Στιβαχόπουλου – Θοδωρίδη, που στεγάζει τον Σύλλογο Ερμή. Ταυτόχρονα, πληθαίνουν οι χώροι αναψυχής, θεαμάτων και κοινωνικών συναθροίσεων. Το θέατρο «Ευτέρπη», το 1840, είναι ένα σημαντικό θέατρο, όπου δίνουν παραστάσεις Γαλλικοί και Ιταλικοί θίασοι. Το 1894 θα προστεθεί η πρώτη μεγάλη θεατρική αίθουσα της Σμύρνης ( η πρώτη θεατρική παράσταση , παίχτηκε το 1657, στο Γαλλικό Προξενείο). Πρόκειται για το θέατρο του Sporting Club που κτίστηκε σε σχέδια Πολύκαρπου Βιτάλη, στην θέση του κατεδαφισμένου θεάτρου «Ολύμπια», και το «Θέατρο Σμύρνης», σε σχέδια Ιγνάτιου Βαφειάδη, που εγκαινιάζεται το 1911. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής για τις δύο αυτές αίθουσες. Το πρώτο, είναι μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, που φωτίζεται με πολυέλαιο 40 φανών αερίου. Τα καθίσματα ήταν τοποθετημένα αμφιθεατρικά, και το μέρος της ορχήστρας ήταν χαμηλότερα. Είχε χωρητικότητα 600 θέσεων, διέθετε καπνιστήριο, κυλικείο, γκαρνταρόμπα, ενώ αργότερα στο κτίριο προστέθηκε εξώστης και φουαγιέ. Το Θέατρο της Σμύρνης, ήρθε να καλύψει την ανάγκη ενός μεγάλου χειμερινού

θεάτρου. Ανταποκρινόταν σε όλα τα οικονομικά στρώματα. Είχε τέλειο φωτισμό, πλατεία με ειδώλια, θεωρεία για τους πλούσιους και υπερώον για τους φτωχότερους. Διέθετε πλούσια σκηνικά καθώς και μηχανήματα κατευθείαν από τη Βιέννη, για την απομίμηση της βροχής, ου ανέμου και του κεραυνού, ειδικό πολύχρωμο φωτισμό κ.α. Το εγκαινίασε ο θίασος Κοτοπούλη – Λεπενιώτη τον Απρίλιο του 1911. Στην διάρκεια των τελευταίων 90 ετών, πριν την καταστροφή (1832 – 1922), η ελληνική εκδοτική δραστηριότητα, γνώρισε μεγάλη ακμή. Τα δύο μικρά τυπογραφικά εργαστήρια, του Κουκλουτζά και της Εμπορικής Λέσχης, που λειτούργησαν προεπαναστατικά, ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων και μπορούσαν να τυπώνουν μικρής έκτασης έργα. Το 1830, αρχίζει να λειτουργεί το τυπογραφείο της Ευαγγελικής Σχολής, με πρωτοβουλία του νέου διευθυντή, Α. Ομηρόλη. Από αυτό το μικρό τυπογραφείο, κυκλοφορεί, η εφημερίδα των Αγγλοαμερικανών Ιεραποστόλων (μισιονάριων) «Ο Φίλος των Νέων». Το 1834, ο Ομηρόλης σε συνεργασία με τον Α. Πατρίκιο, πλούτισαν το τυπογραφείο, από το οποίο εκδόθηκε το πρώτο ελληνικό βιβλίο με σημαντική έκταση. Την ίδια εποχή εμφανίζεται η «Ιωνική Τυπογραφία», ενώ το τυπογραφείο της Ευαγγελικής Σχολής, λειτούργησε υποτονικά με διακοπές, έως το 1839. Το 1840, στην Σμύρνη λειτουργούν 10 τυπογραφίες : 5 ελληνικές, 2 αγγλικές και 3 γαλλικές. Το σημαντικότερο όμως τυπογρφείο της Σμύρνης, έως το 1922, υπήρξε το «Τυπογραφείον της Αμάλθειας». Ιδρύθηκε το 1839 και το 1895, απόκτησε στοιχειοχυτήριο. Από αυτό εκδιδόταν η «Αμάλθεια», η σημαντικότερη ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης.

Ταρσιά και παζάρια στην Σμύρνη Τα «ταρσιά», ήταν αγορές χονδρικού και λιανικού εμπορίου, των αστικών κέντρων, σε δρόμους μέσα στις πόλεις, μόνο με μαγαζιά, μεγάλα κυρίως, αλλά και μικρά. Οι δρόμοι τους ήταν σχεδόν πάντα ίδιοι, σκεπασμένοι με στέγες από ξύλινες δοκούς και κεραμίδια, ή μισοσκεπασμένοι με άλλα υλικά, που άφηναν φωταγωγούς για αερισμό κι φωτισμό. Η ασφάλεια των μαγαζιών αυτών ήταν απόλυτα εξασφαλισμένη, διότι έκλειναν με πόρτες σιδερένιες ή ξύλινες, με «καπάτζες». Αντίθετα, τα παζάρια, ήταν ασκέπαστες, υπαίθριες, αγορές σε ανοιχτούς χώρους, σε «μεϊντάνια» (πλατείες) αλάνια, σταυροδρόμια, φαρδείς δρόμους κλπ., όπου οι

παραγωγοί έφερναν τα εμπορεύματα τους. Και τα δύο είχαν την καταγωγή τους από το Βυζάντιο. Μια πολύ σημαντική μορφή παζαριών, ήταν οι εμποροπανηγύρεις, οι οποίες γινόταν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, αλλά και στις αγροτικές περιοχές, σε καθορισμένες ημερομηνίες. Στην Σμύρνη υπήρχαν ταρσιά και παζάρια, όπου πωλούντο όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Η κίνηση και η φασαρία τους ήταν κάτι το απίστευτο. Το «Αραπιάν Ταρσί», το σπουδαιότερο, ήταν σκεπαστό. Άρχιζε από τις βορινές πορτάρες των μπεζεστενιών και έφτανε ως το Παραλλέλι και το Και. Ήταν το καλύτερο και ευπρεπέστερο από τα ταρσιά της πόλης. Κάηκε στην καταστροφή του ’22. Το «Γεμίς Ταρσί», δεν ήταν σκεπαστό και ήταν αγορά φρούτων. Το «Ιντζίρ Ταρσί», είχε το μεγάλο εμπόριο των ξερών σύκων και εργαστήρια κατεργασίας τους. ΄Οπως είναι γνωστό, τα σύκα της περιοχής, θεωρούνταν τα καλύτερα στον κόσμο. Το «Τσαγκίρ Ταρσί». Το «Σαμάν Ταρσί», αγορά άχυρου και των κτηνοτρόφων, βρισκόταν στο αντίστοιχο τμήμα της προκυμαίας. Το «Ουζούν Ταρσί», το μακρύ δηλ., ταρσί. Το «Ζεϊτούν Ταρσί», για την αγοραπωλησία ελαιολάδου. Το «Χαλιμ Αγά Ταρσί». Ο «Αραστάς», τούρκικο ταρσί, γενικού εμπορίου, ειδικά παπουτσιών και παντόφλων, από βακέτα, που ήταν δέρμα μεγάλης αντοχής. Ανακατωμένα με τα ταρσιά ήταν και τα παζάρια : Το «Ουντούν παζάρι», η αγορά καυσόξυλων. Το «Ιπλικτσικλάρ παζάρι», των νημάτων. Το «Κασαπλάρ παζάρι», η κρεαταγορά. Το «Μπιτ παζάρι», των παλιατζίδικων. Το «Κεστενέ παζάρι», το καστανοπάζαρο. Το «Μπαλούκ παζάρι», η ψαραγορά. Τέλος το «Αλή Πασά Μεϊντάνι», η μεγάλη αγορά ζωντανών ζώων(καμήλες, γαϊδούρια, κλπ), που ταυτόχρονα ήταν γνωστός τόπος εκτελέσεων. Τα Ταρσιά και τα παζάρια είχαν όλα τούρκικα ονόματα. Είχαν μόνιμη κίνηση, αλλά και πολλούς ζητιάνους και φτωχόπαιδα, τα «τουρκάκια», που με μια μικρή σακουλίτσα μαζεύανε,

από

τον

«ντουσεμέ»

(το

οδόστρωμα),

«τσιπούρες»,

και

ξαναχρησιμοποιούσαν τον καπνό. Επίσης μάζευαν, και ένα πλήθος χωρατατζήδων, τους «γκεβζέδες», τους «τσαμπατζήδες» (παλιάτσους) και «πεχλιβάνηδες» (παλαιστές). Όσα

από τα ταρσιά και τα παζάρια της «Γκιαούρ Ιζμίρ», βρέθηκαν έξω από το χριστιανικό τμήμα της πόλης, διεσώθησαν από την φωτιά του ’22.

Μπεζεστένια και Χάνια στην Σμύρνη Ένα ιδιόμορφο, δημόσιο και εντελώς αστικό κτίσμα ήταν το «Μπεζεστένι». Η ονομασία του προέρχεται από τη σύνθεση των αραβικών λέξεων «μπεζ» και «σταν», που σημαίνουν χώρος συναλλαγών. Τα Μπεζεστένια λοιπόν ήταν θολοσκέπαστες, περιφραγμένες αγορές, αρχικά μόνο 2υφασμάτων και αργότερα, πολυτελών, σπάνιων και ακριβών ειδών : μεταξωτά πάσης φύσεως, αντικείμενα από κεχριμπάρι, από χρυσό, κοσμημάτων, γουναρικών κλπ). Ήταν μεγάλα κτίρια, αξιόλογα , με καθορισμένο τύπο, σχέδιο και ρυθμό, με εσωτερικούς διαδρόμους μόνο για πεζούς, με καταστήματα μεγάλα και μικρά και με εξωτερικές πόρτες κτιρίου, που την νύχτα φύλαγαν οι «μπεξήδες». Θεωρούνται ως συνέχεια των δημόσιων στοών και αγορών της αρχαιότητας, και των «εμβόλων» του βυζαντίου. Τα δύο πιο γνωστά μπεζεστένια της Σμύρνης, ήταν κτίσματα, μεγάλα και «μπινιαλίδικα». Ανεγέρθηκαν σε χώρους καταρχήν ανοιχτούς, αλλά κεντρικούς και ήταν ισόγειες, στοές ή γαλαρίες, στενόμακρες, σκεπασμένες με θολωτή οροφή, και με «κουπέδες» (τρούλους), οι οποίοι άφηναν φωταγωγούς ανάμεσά τους. Είχαν δύο πορτάρες, την μια απέναντι από την άλλη, στην αρχή και στο τέλος της διόδου. Στην μέση, υπήρχε κάθετος διάδρομος που οδηγούσε πάλι σε πορτάρες κα σε άλλα κτίσματα. Στις δύο πλευρές της στενόμακρης διόδου και σε όλο το μήκος του, είχε μαγαζιά, στενά και σκοτεινά, μόνο για συναλλαγές ειδών πολυτελείας. Οι ακριβείς διαστάσεις τους δεν μας είναι γνωστές καθώς καταστράφηκαν εκ βάθρων στην φωτιά του ’22. Η ονομασία του πρώτου από αυτά ήταν «Γκιολ Μπεζεστένι» και μάλλον βρισκόταν εκεί που κάποτε ήταν ο όρμος του Λιμανιού των Γαλέρων. Χτίστηκε από τον Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ Πασά. Είχε ορθογώνιο σχήμα 200x15-20μ. Οι πορτάρες του, καθώς και οι μικρότερες πλαϊνές πόρτες, ήταν σιδερένιες και έκλειναν το βράδυ μετά την δύση του ηλίου. Οι τοίχοι του, ήταν μεγάλου πάχους, πέτρινοι και τα παράθυρα, όπου υπήρχαν, ήταν ψηλά και σιδερόφραχτα. Η νότια πύλη του, έβλεπε στο τότε λιμάνι των γαλέρων και η βόρεια, στα «Γυαλάδικα», δρόμος που οδηγούσε στο τρίστρατο της Αγ.Φωτεινής. Προθάλαμος του μπεζεστενιού ήταν το Μεγάλο Βεζύρ Χάνι, που συνδεόταν οδικά με το γεφύρι των Καραβανιών. Στην αρχή είχε 40 μικρούς τρουλίσκους οι οποίοι,

αντικαταστάθηκαν με φωταγωγούς. Οι μετατροπές και προσθήκες, έκαναν το οικοδόμημα σκοτεινό και βαρύ, ενώ εξαφανίστηκε ο αρχικός του ρυθμός. Η εμπορική του σημασία ήταν τεράστια, ακόμη και πριν την μεγάλη ακμή της Σμύρνης. Το δεύτερο, «Μικρό Μπεζεστένι», ή «Τσοχατζίδικο», ανεγέρθηκε περίπου 50 χρόνια μετά το πρώτο, στο ίδιο εμπορικό σημείο, δίπλα στο πρώτο. Σε αυτό, συντέλεσε η ιλιγγιώδης οικονομική άνοδος της πόλης. Ήταν λίγο μικρότερο σε μάκρος και λίγο χαμηλότερο. Σε αυτό, γινόταν το εμπόριο των κασμιριών και των υφασμάτων. Η βόρεια πρόσοψή του, ήταν σε εσοχή 3-4μ. σε σχέση με το Μεγάλο, στα «Τσιγαροχαρτάδικα». Από αρχιτεκτονική άποψη, ήταν μάλλον αδιάφορο, όμως ήταν πιο περιποιημένο και καθαρό από το πρώτο. Η κίνησή του ήταν αρκετά μεγάλη, όχι όμως όσο του Μεγάλου. Υπήρχε και ένα τρίτο, λιγότερο σημαντικό μπεζεστένι, κοντά στα άλλα δύο, στα «Κερετζίδικα», το «Μπακίρ Μπεζεστένι», στο οποίο πωλούνται μεταξωτά. Οι διάφοροι σεισμοί και οι πυρκαϊές που έπληξαν συχνά την πόλη (1778),κατέστρεψαν και τα κτίρια των μπεζεστενιών, που όμως επισκευάστηκαν. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι ενώ τα υπόλοιπα μεζεστένια της Ανατολής, αποτελούσαν κέντρα τούρκικου εμπορίου, τα μπεζεστένια της Σμύρνης, ήταν κατά κύριο λόγο στην ιδιοκτησία Ελλήνων και Αρμενίων εμπόρων. Στις δε αρχές του ’22, δεν υπήρχε σε αυτά, ούτε ένα τούρκικο μαγαζί. Μέσα στα μπεζεστένια, κυκλοφορούσε, ένα πολύχρωμο πλήθος από Ρωμιούς, Τούρκους, «Ατζέμηδες» (Πέρσες), «Σαμαλήδες» (Σύριοι), που πουλούσαν τα παρασκευάσματά τους, και τα διαλαλούσαν, φωναχτά : σμυρναϊκα γιουβρέκια, σαλέπι, λεμονάδα παρασκευασμένη «χαζίρικα», σάμαλι μαστιχάτο, παστελάκια με σουσάμι, «τση γριάς τα μαλλιά», κάστανα, «νταριά» (καλαμπόκια), στραγάλια. Ανάμεσα σε αυτούς, γυρνούσαν καφετζήδες, λουστρατζήδες, Ατζέμηδες, με μαύρο φέσι, που πουλούσαν τσάι και τουμπεκί ψιλοκομμένο. Βγαίνοντας από τις νότιες πύλες των μπεζεστενιών και ακολουθώντας την κατεύθυνση προς τα δεξιά, ήταν ο φημισμένος φούρνος του «Τούντα», «καρσί» στο Καράκολι. Στην συνέχεια, ήταν το Κρομμυδόκαστρο, γνωστό για τα κατημέρια και τις μπουγάτσες του. Πηγαίνοντας προς τα αριστερά, προς τις τούρκικες συνοικίες και προτού φτάσει κανείς στις εβραϊκές, μεσολαβούσε μια σειρά από στενοσόκακα, και «τσικμάδες», γύρω στο Ισάρ Τζαμί, στα οποία, ήταν τα διαάφορα «σινάφια» : «μαρκουτσίδικα»(για ναργιλέδες), «φροκαλατζίδικα» (για σκούπες, σκουπάκια και ταβανόσκουπες), «γεμεξίδικα»

(καταστήμτα

τροφίμων),

«τουφεξιδικα»

(αγορά

όπλων),

«μισιρτζίδικα»(πιάτσα των ξηρών καρπών, οι καλύτεροι από τους οποίους προέρχονταν

από το Μίσίρι της Αιγύπτου) κ.α. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, υπήρχαν άλλου είδους καταστήματα και επιχειρήσεις : «λοκάντες», «μπαρμπέρες», κεπαμπτζίδικα αλλά και «σπετσαρίες» (φαρμακεία και φαρμακαποθήκες). Καθώς η οικονομική δραστηριότητα άνθιζε, και οι μαγαζάτορες πλούτιζαν, τα κτίρια των μπεζεστενιών, δεινοπαθούσαν και ρήμαζαν. Καμία φροντίδα κρατική, δεν υπήρξε και τέλος κάηκαν εξολοκλήρου στη φωτιά του ’22.

Τα Χάνια Άλλο ένα κτίριο, με μεγάλη ιδιομορφία, ήταν το Χάνι. Η λέξη, είναι περσική και σημαίνει, ξενώνα. Επίσης η λέξη «καραβάνσεράϊ», υποδηλώνει μέγαρο που φιλοξενεί καραβάνια, δηλ. συνοδείες ταξιδιωτών και εμπόρων. Το κτίσμα, κοινόχρηστο, απαραίτητο για ταξιδιώτες και περιπλανώμενους, έχει τις ρίζες του, στα βυζαντινά χρόνια. Με την μορφή που το ξέρουμε, το χάνι είναι ανατολίτικο κτίσμα, οικοδόμημα που ανήκει στην μουσουλμανική αρχιτεκτονική και τέχνη. Μπορούμε να δούμε 3 κατηγορίες: Τα «καραβάνσεράγια», μεγάλα, διώροφα, λιθόκτιστα και πολυτελή. Εσωτερικά είχαν, μαρμαροστρώσεις, μωσαϊκα και φαγιετιανά κοσμήματα. Τα τυπικά χάνια, που ήταν διώροφα, αξιόλογα, συνήθως λιθόκτιστα κτίρια, με εξέλιξη εμπορική μελλοντικά. Και τέλος, τα απλά χάνια, μονώροφα, κτίσματα με ευτελή υλικά, που πολλές φορές κατέληγαν λαϊκές κατοικίες. Όλα τα χάνια, είχαν έναν μικρό ευκτήριο οίκο, πολλές φορές μικρό τζαμί με μιναρέ. Επίσης, διέθεταν χαμάμι, και ήταν ευαγή ιδρύματα κοινωνικής προστασίας, τα οποία συντηρούνταν από κληροδοτήματα πλουσίων και παρείχαν ολοκληρωμένη σχεδόν φιλοξενία. Τα τυπικά Χάνια της Σμύρνης, ήταν αρκετά σπουδαία και φημισμένα. Καραβανσεράγια είχε μάλλον λίγα, καθώς με την ίδρυση των μεγάλων ξενοδοχείων, οι πλούσιοι, τα προτιμούσαν από τα χάνια. Παρόλο που τα χάνια ξεκίνησαν σαν ευαγή ιδρύματα, σιγά σιγά έγιναν βακούφικα και κατόπιν ιδιωτικές επιχειρήσεις, και τους δύο τελευταίους αιώνες σε τόπους συναλλαγών. Στη μέση του οικοπέδου, μια μεγάλη, υπαίθρια αυλή, στρωμένη συνήθως με καλντερίμι, διαστάσεων πλατείας, πολλές φορές. Στο κέντρο της υπήρχε κρήνη με νερό, που συχνά πήγαζε από πραγματικό «μπουγάρι» (πηγή), μαρμάρινη, περιποιημένη και διακοσμημένη, με πολλά «πλουμίδια» μουσουλμανικής τέχνης, με αραβουργήματα και ρητά από το Κοράνι. Οι μουσουλμάνοι, θεωρούσαν τις πηγές και τα τρεχούμενα νερά, ιερά και στα προαύλια των τζαμιών, στα

«μεϊντάνια»(πλατείες), στα σταυροδρόμια, στις αυλές των χανιών, υπήρχαν πάντοτε έργα για νερά, «χαβούζες» και στέρνες, και «γούρνες», σημαντικά και με καλλιτεχνικές αξιώσεις, πολλές φορές μνημειακά. Αν δεν υπήρχε κρήνη, στην μέση της αυλής υπήρχε τουλάχιστον, ένας πλάτανος ή ένα «καβάκι»(λεύκα), ή μια συστάδα από κυπαρίσσια. Γύρω από την αυλή εκτεινόταν το λιθόκτιστο κτίριο του χανιού, που ήταν γεωμετρικά κανονικό. Στο μέσον της πλευράς του συγκροτήματος, όπου βρισκόταν πάνω στον δρόμο, κεντρικό πάντα, ήταν η κεντρική πύλη, η «χαν καπουσού», θολωτή, βαθιά και στενόμακρη, σκεπασμένη από τον πάνω όροφο, του συγκροτήματος. Σπάνια, ένας «οντάς», κάποτε σαν μικρό διαμέρισμα, υπήρχε πάνω από την πύλη σε δεύτερο όροφο, με την μορφή πύργου ή πολεμίστρας, η κατοικία του «χατζή». Η είσοδός του γινόταν από ξύλινη σκάλα, που ανέβαινε από το περιστύλιο, στο «χαγιάτι», του χανιού. Έτσι, η «πορτάρα» του, σιδερένια και ξύλινη, με επένδυση λαμαρίνας και με τις γνωστές «καρφάρες», έμοιαζε με αψίδα, κάτω από την οποία, περνούσαν τροχοφόρα, όλων των τύπων και κατηγοριών : καρότσες, αραμπάδες, ταταραμπάδες και νταλίκες, καραβάνια με «ντεβέδες» κυρίως, υποζύγια, βόδια και άλλα ζώα για μεταφορές. Στο ισόγειο, υπήρχαν αποθήκες και «ντάμια», για να σταυλίζονται τα ζώα των καραβανιών που έμεναν, πάνω από μία νύχτα. Στα περιποιημένα χάνια, οι χώροι αυτοί βρισκόταν στο βάθος, και μπροστά τους είχε περιστύλιο που τους προστάτευε από κακοκαιρίες και βροχές. Στον ισόγειο αυτό χώρο, δεν υπήρχαν παράθυρα, ούτε άλλη πόρτα. Η κεντρική πόρτα, την νύχτα έκλεινε από τον χατζή του χανιού, με «κολντεμίρια» (=σιδερένιες αμπάρες), προστατεύοντας το χάνι από κλοπές, φωτιές και «γιουρούσια». Στον πάνω όροφο, μόλις ανέβαινε κανείς από την πέτρινη σκάλα ης αυλής, βρισκόταν σε μια γαλαρία ανοιχτή, σαν ταράτσα, ή σαν σκεπαστή βεράντα, το «χαγιάτι», που έβλεπε ακριβώς πάνω από το περιστύλιο του ισογείου. Ήταν το πιο, ενδιαφέρον και ωραίο τμήμα του χανιού, σχημάτιζε αψίδες ή καμάρες, αραβοτουρκικού ρυθμού, που στήριζαν την κεραμιδένια με τρούλους στέγη του χανιού και χρησίμευε διάδρομος των γύρω οντάδων. Σειρά από «μπαρμπακλήκια» (κιγκλιδώματα), σιδερένια ή ξύλινα, σε όλο το μήκος, του χαγιατιού, χρησίμευαν για προστασία από ατυχήματα. Οι ξενώνες, στην σειρά, με τις πόρτες τους πάνω στο χαγιάτι, ήταν μεγάλα και μικρά δωμάτια, «οντάδες» και «ονταδάκια», για ταξιδιώτες και εμπόρους. Η επίπλωσή τους ήταν υποτυπώδης. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, παρά μόνο «σιλτέδες» (=στρώματα), τις περισσότερες φορές πάνω σε ψάθες ή και σκέτες ψάθες ή «κετσέδες» (χοντρές μάλλινες τσόχες) κατάλληλοι να κρατούν ζεστασιά. Τα τζάκια, που υπήρχαν στους οντάδες,

άναβαν τον χειμώνα και τα μάλλινα «κιλίμια», που ήταν στρωμένα στο πάτωμα, καθώς και οι «σιτζανέδες» που ήταν στα ντιβάνια ή καρφωμένοι στους τοίχους, απέπνεαν ζεστασιά. Στη στέγη του χανιού, πάνω από κάθε οντά υπήρχαν «κουπεδάκια» (μικροί τρούλοι), στερεωμένοι με μολύβι, που έδιναν ιδιαίτερη ομορφιά στις στέγες. Επί αιώνες, τα χάνια αποτέλεσαν το μοναδικό κατάλυμα, όλων των κοινωνικών τάξεων, των κατηγοριών και των εθνοτήτων, «καϊξήδες» και «γεμιτζήδες» (ναυτικοί), «αραμπατζήδες»

και

«κερβατζήδες».

Εκεί

μόνιμα

ήταν

εγκατεστημένοι

«ναλμπατζήδες» (=πεταλωτήδες) και «παϊτάρηδες» (=κτηνίατροι). «Τατάρηδες» και «ποστιέρηδες», εκεί μοίραζαν την «πόστα» και έκαναν τα «αμανάτια» τους. Στα χάνια, κατέλυαν και οι ομάδες, από εργάτες που κατέφθανα από τη Πελοπόννησο, την Ήπειρο κλπ., που δούλεψαν στην ανοικοδόμηση της πόλης. Συχνά, τέτοιες ομάδες «δουλευτάδων», ζούσαν και κοιμόντουσαν σε πολύ άσχημες συνθήκες υγιεινής στα πολυσύχναστα χάνια της Σμύρνης, και μάλιστα όχι στους οντάδες του ορόφου, αλλά, στα ντάμια, κατάχαμα, κάποτε μαζί με τα ζώα. Έτσι, τα χάνια, ιδίως στους τελευταίους αιώνες ήταν εστίες βρώμας και ασθενειών, μια από τις πολλές αιτίες των «θανατικών», που έπλητταν κατά καιρούς την πόλη. Καθώς τα χάνια έμοιαζαν με φρούρια, πολλές φορές χρησίμεψαν για στρατιωτικούς σκοπούς, προ πάντων για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κρήτης (17ος αι.), αλλά και στον πόλεμο με τους Ενετούς. Αργότερα, στον 18ο και 19ο αι., η αλματώδη οικονομική ανάπτυξη της Σμύρνης, είχε σαν αποτέλεσμα, τις επεμβάσεις, προσθήκες και μεταρρυθμίσεις στα κτίρια των χανιών, ενώ πολλά από αυτά, μετατράπηκαν σε φτωχικές κατοικίες. Όσο για τα χάνια της τρίτης κατηγορίας, ήταν εξ αρχής κτίσματα ευτελή, μονώροφα, χωρίς ιδιαίτερα εξωτερικά ή εσωτερικά χαρακτηριστικά. Χρησίμευαν, τόσο σα ξενώνες, όσο και ως λαϊκές κατοικίες οικογενειών με περιορισμένα οικονομικά μέσα, προ πάντων όσα από αυτά βρέθηκαν μέσα στις νέες, ελληνικές λαϊκές γειτονιές. Πολλές φορές, μια σειρά από κτίσματα, με μικρούς οντάδες και κουζινίτσες, σε σχήμα Π, μέσα σε αυλές ή σε μάντρες, που χρησίμευαν σαν λαϊκές πολυκατοικίες, ονομαζόταν χάνια. Σχεδόν

όλα

τα

ελληνικά

χάνια

της

Σμύρνης,

τα

διηύθυνε,

γυναίκα,

η

«ονταμπασήδαινα», αντρογυναίκα, συχνά, φόβος και τρόμος των παιδιών αλλά και των φτωχών «νοικατόρων». Οι «κεράδες» της Σμύρνης, πληρωνόταν «χρονιά», ή και με δόσεις. Τα χάνια έπαιρναν τις ονομασίες τους, συνήθως από τα ονόματα ή από την εθνικότητα των ιδιοκτητών τους (Καραοσμάνογλου Χάνι, Τζόγια Χάνι αλλά και

Χιώτικο Χάνι, Κρητικό Χάνι κλπ.). Ορισμένα από τα πιο ονομαστά χάνια της Σμύρνης, ήταν : Το «Αράπ Χάνι», στα Σερβετάδικα, που κάηκε το ’22. Το «Αβρααάμ Χάνι», στον Απάνω Μαχαλά. Το «Αρμένικο Χάνι», στην συνοικία της Ευαγγελίστριας. Το «Ατζεμ Χάνι», στα Σερβετάδικα, όπου ήταν και το τέμενος των Ατζέμηδων. Στα νεότερα χρόνια, μέσα σε αυτό, λειτουργούσε ο «Κεατχανές», το εργοστάσιο τσιγαρόχαρτου, των αδελφών Αθανασούλα. Ήταν λιθόκτιστο ανατολικά του Γκιολ Μπεζεστενιού. Στον μεγάλο σεισμό του 1688, έπαθε μεγάλες ζημιές, που προκάλεσαν κρίση στέγασης και έλλειψη αποθηκών, ώστε μόνο ο Σουλτάνος μπορούσε να την διευθετήσει. ΟΙ Άγγλοι, αλλά και οι Ολλανδοί προσφέρθηκαν να το ξαναχτίσουν αλλά τελικά περιήλθε σε Ελληνικά χέρια, γεμάτο από Έλληνες εμπόρους και ελληνικές εμπορικές φίρμες. Κάηκε ολόκληρο το ’22. Το «Μικρό Βεζύρ Χάνι», που χτίστηκε δίπλα στο μεγάλο 50 χρόνια αργότερα, που είχε είσοδο στα «Γυαλάδικα». Μεγάλο επίσης εμπορικό κέντρο, κάηκε και αυτό το ’22. Το «Γιαν Ντεβί Χαν», τούρκικο, εμπορικό. Το «Γιοβάνογλου Χάνι», κοντά στην Αγ.Φωτεινή, όπου είχε τα γραφεία του ο Σλάαρς, το 1870. Το «Κιζλάρ Αγά Χαν», ένα από τα μεγαλύτερα, με πάνω από 100 οντάδες, κοντά στο Ιστάρ Τζαμί. Σώζεται μέχρι σήμερα και χτίστηκε στα μέσα του 18ου αι., από τον αρχιευνούχο Χατζή Βεζύρ Αγά. Με το Χάνι αυτό συνδέονται πολλές ιστορίες και θρύλοι ,όπως το μαρτύριο του Μιχάλη Βουρλιώτη, που επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το σώμα του, στη θάλασσα. Οι μπογιατζήδες, το περιμάζεψαν και το έθαψαν ευλαβικά. Κατατάχτηκε στους νεομάρτυρες και στο τροπάριο, αποκαλείται «Μιχαήλ, Λευκόπους κύκνος», ενώ η μνήμη του εορτάζεται, στις 16 Απριλίου. Το «Κρητικό Χάνι», χωρίς όροφο, δίπλα στο Τσοχατζίδικο Μπεζεστένι, με το οποίο, συγκοινωνούσε με δίοδο και πόρτα. Βρισκόταν, πάνω στις προσχώσεις, του λιμανιού των Γαλερών, κοντά στο Κρομμυδόκαστρο. Το «ΜπαρμπαρέζικοΧάνι», μέσα στα όρια του Φραγκομαχαλά, μεταξύ της Santa Maria και της Sacre Coeur. Πολύ παλιό, πριν τον 19ο αι., πάνω στην παλιά παραλία, όπου έμποροι Μπαρμπαρίνοι, έκαναν δουλεμπόριο. 23 Του «Φασουλά το Χάνι», ελληνικό, στην συνοικία του Φασουλά απέναντι από το Καρακόλι.

Το «ΧιώτικοΧάνι», από τα πιο χαρακτηριστικά «φανερώματα της χιοσμυρναίϊκης επικοινωνίας», όπου στα 1876, λειτουργούσε το τυπογραφείο του Χέλμη.

Η Αμάλθεια Ο αριθμός των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών της Σμύρνης, είναι εντυπωσιακός

(135

τίτλους

μνημονεύει

ο

Χ.Σολωμονίδης

).

Σε

αυτούς

περιλαμβάνονται, κάθε είδους φύλλα : πολιτικά, φιλολογικά, εμπορικά, σατιρικά. Τα περισσότερα ήταν βραχύβια, πλούτισαν όμως με την παρουσία τους, την ιστορία του ελληνικού τύπου. Η ιστορία αυτή, πάντως, καταγράφεται με βάση μια σπουδαία εφημερίδα, πραγματική επιτομή της ελληνικής δημοσιογραφίας στην Ανατολή. Πρόκειται για την «Αμάλθεια», η οποία ιδρύθηκε το 1838, από Ελληνοσουηδό λόγιο και μαθηματικό, Κωνσταντίνο Ροδέ. Το γεγονός ότι, χρησιμοποιήθηκε το όνομα της μυθικής κατσίκας που γαλούχησε τον Δία, αποκάλυπτε την φιλοδοξία της εφημερίδας να αναλάβει ρόλο, πνευματικής τροφού του ελληνισμού της Ανατολής. Αρχικά η εφημερίδα, τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Α. Πατρίκιου και κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο απόγευμα σε ημίφυλλο. Το 1839, η εφημερίδα απόκτησε δικό της τυπογραφείο και σύντομα κυκλοφόρησε σε πάνω από 50 αντίτυπα, γεγονός πρωτοφανές για τα δημοσιογραφικά δεδομένα της Σμύρνης. Η αμάλθεια, δημοσίευε, τοπικές και διεθνείς ειδήσεις, αλλά και ποιήματα, πολλά από τα οποία έφεραν την υπογραφή του Ι. Σκυλίτση. Ο Ι. Σαμιωτάκης, συντάκτης της εφημερίδας από το 1840, θα αποκτήσει τον έλεγχό της λίγα χρόνια αργότερα. Ο νέος διευθυντής, χιακής καταγωγής και με λαμπρές σπουδές στην Ευρώπη, αρθρογράφησε σχετικά με την ελεύθερη εκλογή των αντιπροσώπων των κοινοτήτων, πράγμα που επέφερε το προσωρινό κλείσιμο της εφημερίδας το 1841. Η Αμάλθεια, αυξάνει συνεχώς την κυκλοφορία αλλά και το κύρος της, και το 1870, γίνεται δισεβδομαδιαία. Επί 40 χρόνια, Ο Σαμιωτάκης, υπηρέτησε την δημοσιογραφία και λίγο πριν πεθάνει, στα 1882, μεταβίβασε την ιδιοκτησία και το πιεστήριο της εφημερίδας, στον Σ. Σολωμονίδη και Γ. Υπερείδη, αντί του ποσού των 650 χρυσών λιρών. Οι νέοι ιδιοκτήτες, απόφοιτοι της Ευαγγελικής σχολής, ξεκινούν μια ανακαινιστική περίοδο για την εφημερίδα. Στον τίτλο της προστίθεται η ένδειξη «φύλλον ημερήσιον». Στην πραγματικότητα, η εφημερίδα κυκλοφορεί καθημερινά, εκτός Τρίτης και

Κυριακής. Την Κυριακή όμως, εκδιδόταν ειδικό οκτασέλιδο για τους συνδρομητές, με ειδήσεις, συνταγές μαγειρικής και συμβουλές υγιεινής. Η πεντηκονταετία της Αμάλθειας, γιορτάστηκε με επίσημο γεύμα στο ξενοδοχείο Huck, τον Ιούλιο του 1887. Παρακάθησαν εκπρόσωποι των Αρχών και οι διευθυντές όλων των σμυρναϊκών εφημερίδων, ελληνικών και ξένων. Την ημέρα εκείνη η Αμάλθεια τυπώθηκε με χρυσά γράμματα σε μεταξωτό ύφασμα. Από το 1888 και για 6 συνεχή χρόνια, η Αμάλθεια εκδίδει ετήσια εικονογραφημένα και πολυσέλιδα ημερολόγια – οδηγούς της Σμύρνης, με πολυτελή βιβλιοδεσία. Ήταν η πρώτη εφημερίδα που καθιέρωσε την πώλησή της στους δρόμους. Η κυκλοφορία της έφτασε στο εντυπωσιακό αριθμό των 2500 φύλλων, διατηρώντας εκατοντάδες συνδρομητές στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, στα νησιά του Αιγαίου, την Μακεδονία και το εξωτερικό. Από τις αρχές του 20ου αι., στις στήλες της εμφανίζεται το γλωσσικό ζήτημα, οπότε η συντηρητική και λόγια εφημερίδα κηρύσσει πόλεμο, κατά των «μαλλιαρών». Όπως όλες οι εφημερίδες, με ενθουσιασμό χαιρετίζει την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1908. Επί πολλές ημέρες τα άρθρα της εφημερίδας, στην πρώτη σελίδα, περιστρέφονται γύρω από το «μεγάλο γεγονός». Στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ειδησεογραφία είναι δραστικά περιορισμένη, καθώς απαγορεύεται η δημοσίευση πολεμικών ειδήσεων, αλλά και οποιουδήποτε σχολίου που θα έθιγε την Τουρκία και τους Συμμάχους της. Με την εγκατάσταση στην πόλη της ελληνικής διοίκησης, η Αμάλθεια θεωρείται η πιο έγκυρη εφημερίδα της πόλης με την μεγαλύτερη κυκλοφορία. Βγαίνει δισέλιδη, σε μεγάλο σχήμα αλλά επτάστηλη. Τα άρθρα της απηχούν τα πατριωτικά συναισθήματα και τις προσδοκίες των Ελλήνων της Σμύρνης, αλλά και τον φόβο και την αγανάκτησή τους όταν είναι πια φανερό ότι η καταστροφή πλησιάζει. Το 1922, η Αμάλθεια ακολουθώντας την μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού, προσφύγεψε στην Αθήνα .Εκεί , οι ακούραστοι ιδιοκτήτες της δοκιμάζουν να κάνουν για την εφημερίδα, μια νέα αρχή. Μακριά όμως από την Σμύρνη, η Αμάλθεια δεν ζει ούτε ένα χρόνο. Το τελευταίο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 28 Οκτωβρίου 1923.

Η Κοινωνική ζωή στην Σμύρνη

Η έντονη κοινωνική ζωή στο Και, οι μεγάλες επαύλεις στις αριστοκρατικές συνοικίες και στα προάστια της, τα άνετα αστικά σπίτια στο κέντρο της και στην συνοικία της Πούντας και τα λαμπρά καταστήματά της στον Φραγκομαχαλά έδιναν στην ελληνική Σμύρνη, τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα μιας ευρωπαϊκής πόλης που όμοιά της δεν υπήρχε σε όλη την Ανατολή. Ήδη πριν από τα τέλη του 17ου αι., πλούσιοι Έλληνες της Σμύρνης είχαν εγκαταστήσει τις κατοικίες τους στον Φραγκομαχαλά και πολλοί από αυτούς έπαιρναν μέρος στις κοσμικές εκδηλώσεις που οργάνωναν οι ξένοι έμποροι και «κονσόλοι». Οι εμπορικές – επαγγελματικές σχέσεις των Ελλήνων της Σμύρνης με τους Ευρωπαίους επηρέασαν την γλώσσα τους, τις καταναλωτικές τους συνήθειες, τα χόμπι τους. Η παλιά «ρωμέϊκη φορεσιά» εκτοπίστηκε από το ευρωπαϊκό κουστούμι και στο εξής θα αποτελεί το κυρίως ένδυμα των χωρικών και των νησιωτών που έφταναν στην πόλη. Το ντύσιμο των γυναικών, το οποίο μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν επηρεασμένο από την νησιώτικη ενδυμασία, μεταβλήθηκε και οι Ελληνίδες προμηθεύονταν τα φορέματά τους από Παρισινούς οίκους. Η επίδειξη της γυναικείας ενδυμασίας έγινε μάλιστα αντικείμενο σχολιασμού εκ μέρους των ξένων περιηγητών και του σμυρναϊκού τύπου. Η πολυτέλεια και η φιλαρέσκεια των γυναικών δέχθηκαν έντονες επικρίσεις. Μέχρι το 1875 που κατασκευάστηκε το Και, καθημερινός τόπος αναψυχής των Σμυρναίων ήταν η Αγγλική Σκάλα με τα επιθαλάσσια κέντρα της και από το Πάσχα και μετά ο Μέλης ποταμός, η γέφυρα των καραβανιών, η Πούντα, το “Jardin des fleurs”, τα Περιβόλια και άλλες τοποθεσίες. Για τους απογευματινούς περιπάτους οι Σμυρνιοί προτιμούσαν την Καραντίνα και το Μερσινλή, για τις Κυριακάτικες το Κοζαγάκι και το Σεβντίκιοϊ, για τις ανοιξιάτικες παρτίδες τους τα μεσογειακά θέρετρα του Μπουρνόβα και του Μπουτζά και για τον παραθερισμό τους τα προάστια που βρισκόταν στον κόλπο της Σμύρνης (Καρατάσι, Καραντίνα, Γκιοζτεπέ, Κοκάργιαλι, Αγία Τριάδα, Πετρωτά, Κορδελιό). Για τούτες τις μετακινήσεις τους έξω από την πόλη οι πιο εύπορες οικογένειες χρησιμοποιούσαν τις ιδιωτικές τους άμαξες και οι υπόλοιπες τον σιδηρόδρομο ή τα βαποράκια. Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος που συγκέντρωνε ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα ήταν η Προκυμαία της. Ήταν ο αγαπημένος τόπος περιπάτου των Σμυρναίων, μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή. Εδώ υπήρχαν τα περισσότερα θέατρα και οι κινηματογράφοι, οι λέσχες και τα ξενοδοχεία και τα αναρίθμητα κέντρα αναψυχής (καφενεία, ζυθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία), πολλά από τα οποία διέθεταν ορχήστρα με ζωντανή (ιταλική συνήθως) μουσική. Το «Καφέ Φώτη» με τα περίφημα

Πολιτάκια, το «Κραίμερ» με την ορχήστρα του Κρασσά, το «Ποσειδών», το «Γκρατς», η «Βουδαπέστη», το «Κόρσο», το «Λούνα Παρκ», για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα πιο ονομαστά κατακλύζονταν κατά τις απογευματινές και τις βραδινές από τις συντροφιές των Σμυρναίων. Οι λέσχες είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος, ο οποίος επιτρέπει στα άτομα των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, να επικοινωνήσουν και να ψυχαγωγηθούν. Εξυπηρετούσαν όμως και άλλες δραστηριότητες με κοινωνικό-φιλανθρωπικό, πολιτιστικό και αθλητικό χαρακτήρα. Ιδιότυποι σωματειακοί φορείς οι λέσχες της Σμύρνης, μικτές ή ελληνικές, είχαν προσδιορισμένο αριθμό μελών που διακρίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε δύο τάξεις με κριτήρια κοινωνικά – επαγγελματικά. Η παλαιότερη στο είδος είναι η «Ευρωπαϊκή Λέσχη». Ιδρύθηκε το 1791 από τους Ευρωπαίους κατοίκους της Σμύρνης. Από ελληνικής πλευράς, η πρώτη λέσχη το 1898 από Σμυρναίους και Χίους εμπόρους, γι’ αυτό ονομάστηκε «Εμπορική Λέσχη». Το 1842 μετονομάστηκε σε «Γραικική Λέσχη» και το 1898 ως «ελληνική Λέσχη». Με την τελευταία αυτή ονομασία λειτούργησε ως το 1922 και αποτέλεσε το κέντρο της κοινωνικής αλλά και της κοσμικής ζωής της Σμύρνης. Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι., με πρωτοβουλία του Σμυρναίου δημοσιογράφου Μιλτιάδη Σεϊζάνη, ιδρύεται (1890) η «Λέσχη των Κυνηγών» η οποία γρήγορα αρχίζει να δέχεται στους κόλπους της και μέλη που δεν είχαν την ιδιότητα του κυνηγού. Η λέσχη διαθέτει βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, αίθουσα ξιφασκίας, διατηρεί ορχήστρα, οργανώνει συναυλίες και εκδρομές, χορούς και αθλητικούς αγώνες, φιλοξενεί δραστηριότητες άλλων σωματείων, όπως ο γνωστός «Όμιλος Ερετών». Το 1901 μέλη της λέσχης αποχώρησαν και ίδρυσαν την νέα «Χαμηλή Λέσχη των Κυνηγών», σε αντίθεση με την παλαιότερη «Αψηλή Λέσχη των Κυνηγών». Την ίδια περίοδο ιδρύεται το «Σπόρτινγκ Κλαμπ» ή «Γυμναστικός Κύκλος», που ήταν διεθνής λέσχη και συγχρόνως αθλητικός σύλλογος. Διαθέτει αναγνωστήριο, αίθουσες χαρτοπαιξίας, σφαιριστήριο και θεατρική αίθουσα στην οποία δίνονταν συχνά παραστάσεις. Στα χρόνια της ελληνικής διοίκησης (Απρίλιος 1920), κάνει την εμφάνισή της η «Μικρασιατική Λέσχη», σκοπός της οποίας είναι η «μεταξύ των μελών επικοινωνία δι’ ανταλλαγή ιδεών και κοινωφελών και εν γένει ψυχαγωγία αυτών». Η λέσχη συντηρούσε εντευκτήρια, αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη.

Οι περισσότερες λέσχες στεγάζονταν σε εντυπωσιακά κτίρια με λαμπρές αίθουσες, στις οποίες οργανώνονται ιδιωτικοί αλλά και επίσημοι χοροί, οι λεγόμενοι «ευεργετικοί», για την ενίσχυση των σχολείων και των ευαγών ιδρυμάτων της Σμύρνης. Λίγο πιο πέρα από την προκυμαία, το Παραλλέλι και τον Φραγκομαχαλά, στα σοκάκια της Σμύρνης η ζωή κυλούσε με τους δικούς της ρυθμούς και νόμους, διαφορετικούς για την κάθε κοινωνική τάξη. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος δημιουργούσαν στεγανά ανάμεσα στην ανώτερη κοινωνική τάξη και στις δύο άλλες, την μεσοαστική κα την εργατική. Οι διαφορές ήταν εμφανείς σε όλες εκδηλώσεις της ζωής. Η μεγαλοαστική τάξη για παράδειγμα στο σύνολό της, διασκέδαζε στις εσπερίδες, στις δεξιώσεις, στους χορούς, στις βεγγέρες και στα γκάρντεν-πάρτυ που οργανώνονταν στα αρχοντικά, στις λέσχες και στις αίθουσες των ξενοδοχείων. Τα λαϊκά στρώματα είχαν τους δικούς τους τρόπους διασκέδασης και θεάματα. Οι πολυάριθμες ταβέρνες και οι μπυραρίες που υπήρχαν στις συνοικίες της πόλης κα τα προάστια συγκέντρωναν το βράδυ μετά την δουλειά τους άνδρες για να πιούν τσίπουρο, να πάρουν μεζέ, να τραγουδήσουν και να χορέψουν, κάτω από τους ήχους λαϊκών οργάνων, καρσιλαμά , χασαποσέρβικο, ζεϊμπέκικο. Μια πόλη ζωντανή όπως η Σμύρνη, ήταν φυσικό να έχει και τους γραφικούς τύπους της. Οι περισσότεροι ήταν πλανόδιοι βιοπαλαιστές που έφερναν γύρα στις συνοικίες της Σμύρνης για να πουλήσουν την «πραμάτεια» τους. Ο πιο επώνυμος από αυτούς ήταν ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Μιχαήλ που τον ονόμαζαν Ζερβοκουτάλα, γιατί ήταν αριστερόχειρας. Είχε έρθει από την Μυτιλήνη σε ηλικία 18 χρονών και έμενε στην Σμύρνη 15 χρόνια κάνοντας θελήματα, και ζωγραφίζοντας. Άλλος γραφικός τύπος ήταν ο Αργύρης Ματζουράνης – Κράγιοβιτς, ευρύτατα γνωστός στην Σμύρνη με το παρατσούκλι «Τσουρτσούρας» Έκλεβε σκυλιά, τα μεταμόρφωνε κατάλληλα και τα μεταπουλούσε όπου έβρισκε, πολλές φορές και στον πρώτο κύριό τους. Απόλυτα αυτάρκης, συγκροτημένη και ιδιαίτερα ζωντανή πολιτεία, η Σμύρνη δεν υπολειπόταν καμιάς Ευρωπαϊκής μεγαλούπολης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι στο οδοιπορικό του «Νέο ταξίδι στην Ανατολή», ο Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος, την χαρακτηρίζει «Μασσαλία της μικρασιατικής ακτής».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η οικονομική ακμή και η πνευματική παράδοση δύο τουλάχιστον αιώνων, υπήρξαν η βάση για την διαμόρφωση μιας ελληνικής κοινωνίας που σε πολλά υπερτερούσε εντυπωσιακά από άλλες του ελλαδικού χώρου, αλλά και του αποικιακού ελληνισμού. Την ώρα ακριβώς που είχε κορυφωθεί η ανάπτυξη του μικρασιατικού και ιδιαίτερα του σμυρναϊκού ελληνισμού και στην Σμύρνη είχε αποβιβαστεί (Μάιος 1919) τμήμα του ελληνικού στρατού, ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Ειρήνης, άρχιζε το προμήνυμα της τραγωδίας που έληξε με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Μικρά Ασία. Η άφιξη του ελληνικού στρατού και οι βλέψεις των άλλων συμμάχων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσαν άμεσα την τουρκική αντίδραση. Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1920) ο Κεμάλ Ατατούρκ, εκφραστής του τουρκικού εθνικισμού και της αναμόρφωσης του νέου τουρκικού κράτους, άρχισε αμέσως συστηματικό αγώνα κατά των Ελλήνων. Ο μικρασιατικός Πόλεμος, μέσα σε δυσμενείς για την Ελλάδα συνθήκες, έληξε με δραματικές για τον ελληνισμό επιπτώσεις. Ο ελληνικός στρατός που είχε πλησιάσει την Άγκυρα, αναγκάστηκε τον Αύγουστο του 1922, να συμπτυχθεί, διωκόμενος συνεχώς. Στις 27 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Σμύρνη και τέσσερεις μέρες αργότερα η πρωτεύουσα της Ιωνίας πυρπολήθηκε. Ακολούθησε φοβερή λεηλασία και σφαγή αμάχων, ενώ οι Έλληνες κάτοικοί της εγκατέλειπαν αλλόφρονες τον τόπο της συμφοράς με όποιον τρόπο μπορούσαν. Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, βρήκε μαρτυρικό θάνατο καθώς και άλλοι εξέχοντες εκπρόσωποι της σμυρναϊκής κοινωνίας. Το χρονικό της καταστροφής είναι γνωστό και φρικαλέο. Για την τουρκική ηγεσία η «διαγραφή από τον χάρτη» της ελληνικής Σμύρνης, ήταν ζωτικής σημασίας. Υπενθυμίζουμε την υπόδειξη του Γερμανού οργανωτή του τουρκικού στρατού, Λίμαν Φον Σάντερς, που ήδη από το 1914, υπέδειχνε στην τουρκική κυβέρνηση ότι « Ουδέποτε, Τουρκία θα έχει ασφάλεια στην δυτική Μικρά Ασία εφόσον εκεί είναι μια άλλη Ελλάδα». Οι ίδιοι οι Τούρκοι αποκαλούν την Σμύρνη «Γκιαούρ Ιζμίρ» (άπιστη Σμύρνη). Ας θυμηθούμε ότι ο Ελληνικός πληθυσμός της πόλης, που προέκυψε από όλα τα μέρη της Ελλάδας αλλά και από την μικρασιατική ενδοχώρα, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην ευημερία αυτού του τόπου,

που

θαύμαζαν

εκστατικοί

οι

Ευρωπαίοι

επισκέπτες.

Χάρη

στην

αποφασιστικότητα, το οργανωτικό πνεύμα και την εργατικότητά τους οι Έλληνες πήραν γρήγορα στα χέρια τους τον έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου, βάση της πηγής του

πλούτου της πόλης, και επέβαλαν την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα των συναλλαγών, υποχρεώνοντας τους ξένους να μάθουν να την μιλούν. Ταυτόχρονα, φρόντισαν την πνευματική καλλιέργεια των παιδιών τους, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, την διατήρηση της εθνικής συνείδησης και την ενίσχυση των δεσμών με την μητροπολιτική Ελλάδα.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ «ΚΕΝΟ» ΣΤΗΝ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Η Σμύρνη, με την ευημερία της και την κοσμοπολίτικη κουλτούρα της, ήταν ασυζητητί η δεύτερη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την Κωνσταντινούπολη. Η μεγάλη πυρκαϊά του ’22, εξαφάνισε ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, 2.600.000 τετραγωνικά μέτρα κατοικήσιμης ζώνης και 25.000 κτίρια καταστράφηκαν εντελώς. Η Στατιστική Υπηρεσία, τον Μάρτιο του 1923, αναφέρει ότι, από τις 42.945 κατοικίες, οι 14.000 καταστράφηκαν. Όταν διακόπηκε η Διάσκεψη της Λωζάνης η τουρκική κυβέρνηση, οργάνωσε ένα μεγάλο οικονομικό συνέδριο στην Σμύρνη, στις 17 Φεβρουαρίου με 4 Μαρτίου 1923, με σκοπό να δείξει στην Ευρώπη τον φιλελεύθερο προσανατολισμό της τουρκικής οικονομίας. Παρόλες τις προσπάθειες της τουρκικής δημοκρατίας και του κόμματος της Ένωσης και της Προόδου, για την δημιουργία μιας τουρκικής αστικής τάξης, η οποία θα έκλεινε το κενό που δημιουργήθηκε σε όλους τους οικονομικούς και επαγγελματικούς τομείς μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το λιμάνι της Σμύρνης έχασε την δύναμή του ως προς το εξωτερικό εμπόριο, προς όφελος της Κωνσταντινούπολης. Μετά την ανταλλαγή, οι Έλληνες της Σμύρνης που κυριαρχούσαν στην εγχώρια αγορά, συνέχισαν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα. Μαζί τους και προς όφελός τους, έφυγαν προς την Αθήνα και την Τεργέστη και οι διεθνείς εμπορικοί οίκοι, καθώς δεν μπορούσαν να βρουν πια αντιπροσώπους στην Σμύρνη. Με την οικονομική κατάρρευση του 1929, η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και ο οικονομικός προσανατολισμός της Τουρκίας προσανατολίστηκε στον κρατισμό, γεγονός που επηρέασε και την οικονομική ζωή της Σμύρνης. Τα ερείπια από τη άλλη, του ’22 άργησαν πολύ να καθαριστούν λόγω έλλειψης χρημάτων του δήμου και έτσι ο πολεοδομικός της κατεστραμμένης περιοχής, δεν ολοκληρώθηκε παρά

την δεκαετία του ΄40 (Μόνο δύο σχέδια υλοποιήθηκαν στην περιοχή : η λεωφόρος Γκαζί και η ανακαίνιση μεμονωμένων και λιγοστών κτιρίων με βάση την «Πρώτη Εθνική Αρχιτεκτονική αντίληψη»). Οικοδομώντας την «Τουρκική Σμύρνη», το νέο καθεστώς, επιθυμούσε να απαλλάξει την πόλη από την «μη τουρκική κληρονομιά της». Μια από τις πολιτικές αυτές, ήταν η αλλαγή των ονομασιών των τοποθεσιών και των δρόμων. Η προσπάθεια αυτή έγινε σε δύο περιόδους : από το 1925 μέχρι το 1927 και από το 1937 μέχρι το 1938. Η απόφαση του Δήμου της Σμύρνης, το 1937 ανέφερε ότι: Κάθε λεωφόρος που έχει πλάτος μεγαλύτερο από 20 μέτρα, πρέπει να αλλάξει ονομασία. Για κάθε λεωφόρο και οδό που έχουν πλάτος μικρότερο των 20μέτρων, καταργείται η ονομασία της και λαμβάνει αριθμό. Για τις οδούς που έχουν πλάτος μικρότερο από 20 μέτρα, αλλά μεγάλο μήκος, δεν καταργείται η ονομασία αλλά αν αυτή δεν είναι τουρκική, πρέπει να αλλάξει. Οι πινακίδες άρχισαν να αλλάζουν στις 10 Ιανουαρίου 1938. Οι ονομασίες στις 49 από τις 85 γειτονιές της πόλης άλλαξαν, ενώ αυτές που παρέμειναν, ήταν οι ονομασίες οι οποίες δόθηκαν το 1922. Αυτές που άλλαξαν ήταν ελληνικές και εβραϊκές. Το 1950, με τη άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος, άρχισε η γεωργική και οικονομική μεταμόρφωση της Σμύρνης. Επιταχύνθηκε η ενσωμάτωσή της στην υπόλοιπη Τουρκία. Με τη ίδρυση του Εβραϊκού κράτους, τα υπολείμματα του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, μετανάστευσαν στο Ισραήλ. Στις δεκαετίες ’60 και ’70 επί δημαρχίας Οσμάν Κιμπάρ, κατεδαφίστηκαν κτίρια χιώτικης αρχιτεκτονικής και στη θέση τους χτίστηκαν πολυκατοικίες.Με την 27 ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ένωση της πόλης με την Μάνισα, η εσωτερική μετανάστευση δημιούργησε στην πόλη, τεράστιες περιοχές τενεκεδούπολης. Σήμερα έχει την εικόνα μιας τυπικής τριτοκοσμικής πόλης όπου οι κοινωνικές ανισότητες, είναι πολύ μεγάλες. Από τις αρχές του 20ου αι., οι συνοικισμοί της μεγάλωσαν 8 φορές αλλά το λιμάνι της έχασε την σημασία του προς όφελος της Αττάλειας και της Μερσίνης. Τίποτα σχεδόν πια, δεν θυμίζει την κοσμοπολίτικη πόλη του 19ου και των αρχών του 20ου αι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο Αύγουστος του 1922, η καταστροφή της μεγάλης πολιτείας, το τέλος του Μεγαλοϊδεατισμού, θα μείνουν για πάντα χαραγμένος στις ψυχές και τις καρδιές του

Μικρασιατικού λαού. «Η Μικρασία, που πλήρωσε την πολιτική της Αντάντ, δεν ήταν ψεύτικη και κανένα χρυσωμένο ψέμα δεν μπορεί να σκεπάσει την τραγική μοίρα των Ελλήνων που την κατοικούσαν. Ήταν μια χώρα με χώματα καρπερά, ευλογημένα, χορτάτα από την βλάστηση. Σαν άνοιγες την Κυριακή τις πόρτες των σπιτιών, αντάμωνες έναν κόσμο δουλευτάδων με την καθαρή του αλλαξιά, το γιορτινό του τραπέζι, το ρακί του, το μερτικό του στη χαρά και άσβηστο πόθο να λυτρωθεί από την ραγιαδοσύνη. Κι ύστερα πέρασε από αυτήν την χώρα ο «ψωροφύτης» του πολέμου και ύστερα, η ξυριστική μηχανή του ξεριζωμού....» Διδώ Σωτηρίου «Μέσα στις φλόγες»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης : «Σμύρνη : Οι φυσιογνωμίες μιας πόλης», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα : «Σμύρνη», Εκδόσεις Πάπυρος 1993 Αλέκα Καραδήμου – Γερολύμπου : «Αναζητώντας τον χαμένο αιώνα στην χωρική εξέλιξη της Σμύρνης (1822 – 1922 ) Επιστημονικό Συμπόσιο : Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας 30-31 Οκτωβρίου 1998 Ρ. Δ. Αργυροπούλου : «Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης την εποχή του Διαφωτισμού», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Βασίλης Κολώνας : «Έλληνες αρχιτέκτονες στην Οθωμανική αυτοκρατορία (19ος20ος αιώνας)», Ολκός, Αθήνα 2005 σελ.95-98 Φίλιππος Φάλμπος: «Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης. Ιστορική Μελέτη» Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων Αθήνα 1970 Φίλιππος Φάλμπος : «Το αστικό σπίτι στην Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ζ΄, Αθήνα 1957, σελ.161-168 Φίλιππος Φάλμπος: «Ταρσιά και παζάρια στην Σμύρνη», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Ι΄, Αθήνα 1963 ,σελ.355-349 Φίλιππος Φάλμπος: «Μπεζεστένια και Χάνια στην Σμύρνη», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Θ΄, Αθήνα 1961 ,σελ.131-157 Βασίλης Καρδάσης : «Η Σμύρνη μέσα από τα μάτια των περιηγητών», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα

Γιώργος Γιαννακόπουλος : «Στην Σμύρνη πριν την καταστροφή – σημειώσεις από ένα εικονικό ταξίδι», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Αιμιλία Θεμοπούλου : «Ο εξαστισμός μιας Μικρασιατικής Πόλης», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Α. Αθηνογένης : «Το Ομήρειον Παρθεναγωγείον της Σμύρνης», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Α΄, Αθήνα 1938, σελ.154 Ι. Συνέλης : «Ελληνικό Ορφανοτροφείο Σμύρνης», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Γ΄, Αθήνα 1940, σελ.167 Χρ. Σολωμονίδης : «Η παιδεία στην Σμύρνη», Αθήνα 1962, σελ.342 Λάζαρος Ε. Βλαδίμηρος : « Η ιστορία της Ελληνικής Ιατρικής στη Σμύρνη», Έκδοση Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήνα 2008, σελ.100-101 ] Σταύρος Θ. Ανεστίδης : «Η εκκλησία της Σμύρνης », Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα] Σταύρος Θ. Ανεστίδης : «Η Παιδεία και ο πολιτισμός », Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Γιώργος Γιαννακόπουλος: «Η ελληνική Εκδοτική Δραστηριότητα στην Σμύρνη» Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Δ. Αρχιγένης : «Η ζωή στην Σμύρνη», Αθήνα 1981

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝ ΣΤΡΩΜΑΤΩΝ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΣΥΛΛΟΓΟΙ, ΤΥΠΟΣ I. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (σήμερα: Namik Kemal Lisesi) Το εκπαιδευτικό ίδρυμα που έγινε γνωστό ως «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης» ιδρύθηκε το 1733 από προκρίτους της ελληνορθόδοξης κοινότητας και σύντομα τέθηκε υπό την προστασία του αγγλικού προξενείου της Σμύρνης. Τα έσοδά του προέρχονταν κυρίως από δωρεές ευεργετών, ευπόρων μελών της κοινότητας αλλά και των ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα η σχολή είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Κατά τη δεκαετία του 1810, ωστόσο, δίδαξαν εκεί και εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Βενιαμίν Λέσβιος και Θεόφιλος Καΐρης), πιθανότατα λόγω του ανταγωνισμού με το νεωτερικού προσανατολισμού Φιλολογικό Γυμνάσιο. Η διάλυση της σχολής το 1821 οφείλεται στο κλίμα καχυποψίας και στις σποραδικές διώξεις σε βάρος των Ελληνορθόδοξων της πόλης μετά την κήρυξη της Επανάστασης. Η σχολή ανασυστάθηκε το 1824 και λίγα χρόνια μετά υιοθέτησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αποβάλλοντας τον θρησκευτικό της χαρακτήρα. Μετά τη δεύτερη καταστροφή της από πυρκαγιά το 1842 (η πρώτη ήταν το 1778), η σχολή διαιρέθηκε σε δύο τμήματα σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε στην Ελλάδα: το «ελληνικό σχολείο» περιλάμβανε τρεις τάξεις, ενώ το «γυμνάσιο» τέσσερις. Το 1862, η σχολή αναγνωρίστηκε ως πλήρες γυμνάσιο από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι τελειόφοιτοι της μπορούσαν να εγγράφονται στο πανεπιστήμιο χωρίς εξετάσεις. Το 1875 το γυμνάσιο έγινε πεντατάξιο, και από το 1919 τα έτη φοίτησης στα δημοτικά σχολεία, παραρτήματα της Ευαγγελικής Σχολής, αυξήθηκαν από έξι σε επτά, ενώ η εκπαίδευση διαρκούσε 12 χρόνια. Τα μαθήματα δεν προετοίμαζαν τους μαθητές για κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά τους έδιναν συνολικές γνώσεις μαθηματικών, ιστορίας (συμπεριλαμβανομένης και της ιεράς), αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας, λατινικών, φυσικών επιστημών και ηθικής. Πυρήνα της βιβλιοθήκης της σχολής αποτελούσαν τα βιβλία που είχε δωρίσει το 1689 μητροπολίτης Σμύρνης Γρηγόριος Κονταρής στην ελληνική κοινότητα, συλλογή που εμπλουτίστηκε με δωρεές και αγορές βιβλίων. Το 1922 η βιβλιοθήκη αριθμούσε 40.000

τόμους σε διάφορες γλώσσες, εκατοντάδες σπάνια βιβλία και πάνω από 1.200 χειρόγραφα. Ως παράρτημα της βιβλιοθήκης ιδρύθηκε το 1838 το «Μουσείον», που διέθετε αίθουσα διαλέξεων, μια συλλογή αρχαιοτήτων με πολλά ευρήματα, κυρίως από τη Μικρά Ασία, καθώς και μια σημαντική νομισματική συλλογή με 15.000 νομίσματα. Η σχολή στέγαζε επίσης ένα «Φυσιολογικόν Μουσείον» με συλλογή από ταριχευμένα ζώα, ένα «Πειραματικόν Μουσείον» με τα απαραίτητα εργαλεία για τα πειράματα φυσικής και χημείας, καθώς και μια πινακοθήκη με αξιόλογους πίνακες Ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Ευαγγελική Σχολή εξελίχθηκε σε ολοκληρωμένο σύστημα κεντρικών σχολών και περιφερειακών παραρτημάτων σε όλη τη Σμύρνη, με ακτινοβολία που ξεπερνούσε τα όρια της πόλης και εκτεινόταν σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. ΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Το Φιλολογικό Γυμνάσιο, που ιδρύθηκε το 1809, υπήρξε το «αντίπαλον δέος» της Ευαγγελικής Σχολής. Η ιδρυτική επιτροπή του Γυμνασίου βρισκόταν υπό την προστασία του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος πρότεινε για τη θέση τού διευθυντή της σχολής τον Κωνσταντίνο Κούμα, ενώ καθήκοντα σχολάρχη ανέλαβε από το 1814 ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Η επιλογή των προσώπων είναι ενδεικτική για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Γυμνασίου, που αναδείχθηκε σε προπύργιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στο πρόγραμμα μαθημάτων περιλαμβάνονταν ανάλυση φιλοσοφικών κειμένων, νεότερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες, ενώ έγιναν προσπάθειες να εφαρμοστούν εκσυγχρονισμένες παιδαγωγικές αρχές με βάση τις ιδέες του Κοραή. Επίσης, από νωρίς το σχολείο εξοπλίστηκε με όργανα φυσικής και χημείας, γεωγραφικούς πίνακες, συλλογή ορυκτών, ενώ διέθετε και πλούσια βιβλιοθήκη. Το Φιλολογικό Γυμνάσιο, από την αρχή σχεδόν της λειτουργίας του, ξεπέρασε σε γνωσιολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο την Ευαγγελική Σχολή, που παρέμενε προσηλωμένη σε ένα συντηρητικό μοντέλο εκπαίδευσης. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία έντονης διαμάχης ανάμεσα στα δύο εκπαιδευτήρια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες και να κρατήσει τα πράγματα υπό τον έλεγχό του. Ως λύση επιλέχθηκε να τεθεί το Φιλολογικό Γυμνάσιο υπό την προστασία του Πατριάρχη, ώστε να μην έχει καμία εξάρτηση από την τοπική Εκκλησία και την κοινότητα, λύση που ισχυροποιούσε τη θέση του Πατριαρχείου έναντι των

κοινοτικών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών αρχών της Σμύρνης. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των συντεχνιών έσκισαν μέσα στη μητρόπολη τα πατριαρχικά έγγραφα που καθιστούσαν το Γυμνάσιο σταυροπηγιακό ίδρυμα, με αποτέλεσμα το οριστικό κλείσιμο του σχολείου το 1819. ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ Το Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής ή Κεντρικό Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε μεταξύ 1830 και 1834, αρχικά ως αλληλοδιδακτικό σχολείο της ελληνορθόδοξης κοινότητας και στη συνέχεια ως σχολείο θηλέων, και στεγάστηκε στην αρχή στον περίβολο του ναού της Αγίας Φωτεινής. Το 1874 το σχολείο μετατράπηκε σε πλήρες γυμνάσιο και είχε υπό την εποπτεία του τα παρθεναγωγεία της Σμύρνης που ήταν εξαρτημένα από την μητρόπολη. Τα κορίτσια διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, πειραματική φυσική, γεωμετρία,

ηθική,

γενική

ιστορία, γεωγραφία,

καλλιγραφία,

χειροτεχνήματα,

θρησκευτικά και γαλλικά. Αργότερα ιδρύθηκε εμπορικό τμήμα και σχολείο διδασκαλισσών. Η Σχολή στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτήριο και ο αριθμός των μαθητριών αυξήθηκε. ΟΜΗΡΕΙΟ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ (σήμερα: Ismir Ataturk Lisesi) Τα Ελληνικό και κατόπιν Ομήρειο Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε το 1881 από την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η οποία συστάθηκε με πρωτοβουλία του Παύλου Αθηνογένη, με σκοπό τη σύσταση ελληνικού παρθεναγωγείου με οικοτροφείο, ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο τα κορίτσια ελληνορθόδοξων οικογενειών να φοιτούν σε καθολικά και προτεσταντικά οικοτροφεία. Είχε τα εξής τμήματα: νηπιαγωγείο διάρκειας δύο ετών, ελληνικό σχολείο με πέντε τάξεις, γυμνάσιο τεσσάρων τάξεων και αργότερα διδασκαλείο διδασκαλισσών. Το ορθόδοξο τελετουργικό που ακολουθούσε το πρόγραμμα του Ομήρειου δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η διδασκαλία των ξένων γλωσσών αποτελούσε μία από τις βασικές του συνιστώσες. Μεγάλη έμφαση δινόταν στην ηθική και σωματική αγωγή και στην προετοιμασία των κοριτσιών για τα οικογενειακά τους καθήκοντα. Με την μετεγκατάσταση του Ομήρειου σε νέο σύγχρονο κτήριο, το 1887, τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτήρια δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα, καθώς το σχολείο συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό κοριτσιών από τις ελληνορθόδοξες εύπορες οικογένειες της πόλης. II. ΣΥΛΛΟΓΟΙ

Η πληθωριστική χάση στην ίδρυση συλλόγων (η «συλλογομανία», όπως ονομάστηκε περιπαικτικά το φαινόμενο) είναι απολύτως χαρακτηριστική για τους ελληνικούς πληθυσμούς σε αστικά κέντρα εκτός του ελληνικού κράτους κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Οι ελληνικοί σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Οδησσό, στη Βραΐλα, στη Σμύρνη, στην Τραπεζούντα και στην Αίγυπτο υπήρξαν φορείς προώθησης ενός νέου κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος αξιών. Η έμφαση στην εκπαίδευση, τη φιλανθρωπία, τον αθλητισμό και τις τέχνες, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των κοινοτικών θεσμών, έθετε τις βάσεις για τη συγκρότηση μιας τοπικής ταυτότητας ως μέρους ενός εθνικού συνόλου υπό την ηγεσία των νέων αστικών μεσαίων στρωμάτων. Οι σύλλογοι οργάνωσαν εκ νέου τη δημόσια ζωή των πόλεων εξασφαλίζοντας διακριτούς ρόλους στα μέλη τής εγγράμματης ελίτ (λόγιοι, ιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, τραπεζίτες και έμποροι), αλλά και στις γυναίκες, ειδικά στον τομέα της φιλανθρωπίας, και προώθησαν μια νέα μορφή κοινωνικότητας (διαλέξεις, φιλολογικές βραδιές, χοροί, θεατρικές παραστάσεις) που χαρακτηριζόταν από τις αξίες της ευπρέπειας, της ηθικής ακεραιότητας και της εγγραμματοσύνης. Η Σμύρνη αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Αρκεί να διατρέξει κανείς τον κατάλογο των ελληνικών συλλόγων της πόλης κατά το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, για να διαπιστώσει το μεγάλο εύρος των συσσωματώσεων αυτών. Εκτός από τους φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους (όπως ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Όμηρος», που εξέδιδε και το ομώνυμο περιοδικό), τους θρησκευτικούς συλλόγους (ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η «Ευσέβεια», που διέθετε δικό της τυπογραφείο), τους αθλητικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους («Ορφεύς», «Πανιώνιος», «Απόλλων») και τους φιλανθρωπικούς συλλόγους, πολλές είναι οι συλλογικές οργανώσεις των καταγομένων από κάποια περιοχή του ελλαδικού χώρου (σύλλογοι Κυκλαδιτών, Σαμίων, Ηπειρωτών, Κυθηρίων κ.ά.), φαινόμενο που αντικατοπτρίζει την αθρόα προσέλευση μεταναστών στη Σμύρνη. Παράλληλα, επαγγελματικές συσσωματώσεις εμφανίζονται όλο και περισσότερο είτε να παίρνουν τη θέση των συντεχνιών που οι οικονομικές και διοικητικές εξελίξεις έχουν θέσει στο περιθώριο είτε να προεικάζουν συνδικαλιστικές οργανώσεις: σύνδεσμοι σταφιδομεσιτών, εμποροπαντοπωλών, εμποροϋπαλλήλων, καπνεργατών, λεμβούχων κ.λπ. Από την άλλη μεριά, η ανώτερη τάξη της Σμύρνης επιβεβαιώνει την κοινωνική της υπεροχή ιδρύοντας λέσχες («Ελληνική Λέσχη», «Λέσχη των Κυνηγών»,

«Sporting Club»), όπου συχνά το ελληνικό στοιχείο συνυπάρχει με τις άλλες αστικές ελίτ της πόλης.

III. ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ Η παρουσία του ελληνικού Τύπου στη Σμύρνη εκτείνεται σε κάτι λιγότερο από έναν αιώνα. Το 1831, με πρωτοβουλία του Αβράμιου Ομηρόλη, διευθυντή της Ευαγγελικής Σχολής, εκδίδεται ο Φίλος των Νέων. Αμέσως μετά ακολουθεί η Μνημοσύνη και στο τέλος της δεκαετίας η Αμάλθεια, η μακροβιότερη ελληνική εφημερίδα της πόλης. Πολλές βραχύβιες ελληνικές εφημερίδες εκδόθηκαν στη Σμύρνη από το 1838 έως το 1851, γεγονός που οφείλεται στο κλίμα φιλελευθερισμού των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων που είναι γνωστές ως «τανζιμάτ» (1839-1876). Από τη δεκαετία του 1860 θα εμφανιστούν περισσότερο ανθεκτικά φύλλα, όπως η θρησκευτική εφημερίδα Ευσέβεια (1861-1870), η Σμύρνη (1870-1876), διάδοχος της οποίας είναι η μακρόβια Νέα Σμύρνη (1876-1914), η Αϊδίν, επίσημη εφημερίδα του βιλαετίου που γράφεται στα ελληνικά και τα οθωμανικά τουρκικά (1869-1887), η Πρόοδος (1871-1912), η Αρμονία (1880-1922) και η Ημερησία (1899- 1913), που τάσσεται υπέρ του δημοτικισμού. Η επανάσταση των Νεοτούρκων και η επαναφορά του συντάγματος το 1908 δίνουν νέα ώθηση στον σμυρναϊκό Τύπο: κατά το διάστημα 1908-1912 εκδίδονται περισσότερες από δεκαπέντε εφημερίδες, εκ των οποίων λίγες, όπως το Θάρρος και ο Τηλέγραφος, θα επιβιώσουν έως το 1922. Από τις βραχύβιες εκδόσεις της συνταγματικής ευφορίας, που έμελλε γρήγορα να διαψευστεί, ενδεικτικές των νέων τάσεων είναι η Ρεκλάμα, εμπορική και διαφημιστική εφημερίδα, και ο Εργάτης, που είχε σκοπό την «προβολή νέων κοινωνικών κατευθύνσεων διά την εργατικήν τάξιν». Ανάμεσα στις σατιρικές εφημερίδες της Σμύρνης διακρίνεται ο Κόπανος (Σμύρνη 1908Αθήνα 1924), που συχνά αντιμετώπισε προβλήματα με τις οθωμανικές -αλλά και τις ελληνικές αργότερα- αρχές, ενώ από τα περιοδικά ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων η Αποθήκη ωφελίμων γνώσεων (1837-1844), έκδοση αμερικανικών ιεραποστολικών αποστολών, και ο Όμηρος (1873-1878), έκδοση του ομώνυμου φιλεκπαιδευτικού συλλόγου.

ΊΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΜΥΡΝΗ Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σμύρνης βρίσκεται κοντά στην πλατεία Konak και στεγάζει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αρχαιολογικές συλλογές στην Τουρκία. Στις αίθουσες του μουσείου εκτίθενται ευρήματα από την αρχαία Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας. Μεταξύ των εκθεμάτων ξεχωρίζουν: η ζωφόρος της Στοάς του Τιβέριου από την Αγορά της Αφροδισιάδας, καθώς και ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα από την Αγορά της Σμύρνης που αναπαριστά τον ένθρονο Ποσειδώνα πλαισιωμένον από τη Δήμητρα και την Άρτεμη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο γλυπτός διάκοσμος από το μαυσωλείο του Belevi, το τμήμα της ζωφόρου που κοσμούσε το κτήριο της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου της Μιλήτου, και τέλος το ρωμαϊκό άγαλμα ποτάμιου θεού που κοσμούσε τις Θέρμες του Βηδίου στην Έφεσο. Εθνογραφικό Μουσείο Σμύρνης Απέναντι από ίο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σμύρνης, στην πλατεία Konak, βρίσκεται το Εθνογραφικό Μουσείο, που έως το 1987 αποτελούσε τμήμα του Μουσείου Ατατούρκ της πόλης. Το κτήριο που το φιλοξενεί κτίστηκε τον 19ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως Νοσοκομείο του Αγίου Ρόκκου από το 1831, ως γαλλικό πτωχοκομείο μετά την ανακαίνισή του το 1854 και αργότερα ως υγειονομικός σταθμός. Αφού περιήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού (1984) ανακαινίστηκε (1985-1987) και από τότε λειτουργεί ως μουσείο. Στους δύο από τους τρεις ορόφους του μουσείου λειτουργεί έκθεση που εστιάζει κυρίως στον 19ο αιώνα και, ανάμεσα στα άλλα, εκτίθενται το πρώτο φαρμακείο της περιοχής, το διάσημο σερμπετάδικο του Demirhindi, ένα εργαστήριο κεραμοποιίας της Μαινεμένης, τοπικές ενδυμασίες, αντικείμενα καθημερινής ζωής, υφάσματα και το καλύτερα διατηρημένο συζυγικό δωμάτιο στην περιοχή του Αιγαίου. Πάγος (τουρκ. Kadifekale, δηλαδή βελούδινος πύργος) Ο λόφος Πάγος (Καντιφέκαλε/Kadifekale) αποτέλεσε την ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Σμύρνης, όταν επανιδρύθηκε κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το

κάστρο που σώζεται σήμερα στο λόφο, με πέντε πύργους και οχυρωματικό τείχος, γνώρισε αλλεπάλληλες οικοδομικές επεμβάσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η ανοικοδόμησή του από τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη τον 13ο αιώνα Ο λόφος, που ονομάστηκε Kadifekale, δηλαδή βελούδινος πύργος, ξεκίνησε να κατοικείται εκ νέου τον 18ο αιώνα. Στους πρόποδές του βρισκόταν η τούρκικη συνοικία που γλίτωσε από την πυρκαγιά του 1922. Ο λόφος προσφέρει στον επισκέπτη πανοραμική θέα στη σύγχρονη πόλη. Αρχαία Αγορά Η αρχαία Αγορά αποτελεί τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο στο κέντρο της πόλης. Πρόκειται για επίμηκες διώροφο οικοδόμημα στον τύπο της βασιλικής, όπου συγκεντρώνονταν οι διοικητικές υπηρεσίες της πόλης. Χρονολογείται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και αποτελείται από έναν κεντρικό υπαίθριο χώρο που περιβάλλεται περιμετρικά από στοές. Σήμερα, διακρίνεται μόνο τμήμα τού περιστυλίου, ενώ σε καλή κατάσταση διατηρούνται θολωτές κατασκευές κάτω από το κτήριο που χρησίμευαν ως εμπορικοί και αποθηκευτικοί χώροι. Ιερό της Αθηνάς Στην περιοχή της παλαιάς Σμύρνης οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως το ιερό της θεάς Αθηνάς, με τέσσερις οικοδομικές φάσεις του ναού που χρονολογούνται από τις αρχές του 7ου έως περίπου τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Σήμερα σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα του αρχαίου ναού, ενώ οι αναστηλωμένοι κίονες που αντικρίζουν οι επισκέπτες δεν είναι παρά μια σύγχρονη ανακατασκευή. Υδραγωγείο Στην περιοχή Sirinyer, στο δρόμο προς τον Μπουτζά, είναι ορατά τα τμήματα του ρωμαϊκού και του πρωτοβυζαντινού υδραγωγείου που χρησιμοποιήθηκαν και από τους κατοπινούς κυριάρχους της Σμύρνης για τη μεταφορά νερού προς την πόλη. Άγιος Πολύκαρπος Στο κέντρο της πόλης και προς την περιοχή του Alsancak (Πούντα) βρίσκεται ο ναός του Αγίου Πολυκάρπου, έδρα της καθολικής αρχιεπισκοπής και μία από τις παλαιότερες εκκλησίες της πόλης. Η ανέγερση του ανάγεται στο 1620, ενώ ανακαινίστηκε κατά τον 19ο αιώνα και μετά την πυρκαγιά του 1922.

Σιδηροδρομικοί σταθμοί Αξιόλογα αρχιτεκτονικά μνημεία είναι οι δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί της Σμύρνης. Ο σταθμός του Alsancak (Πούντα) κατασκευάστηκε το 1858 για την παλιά γραμμή Σμύρνης- Αϊδινίου και είναι ο παλαιότερος στην Τουρκία. Σήμερα έχει διακόψει τη λειτουργία του. Στη δεκαετία του 1870 χρονολογείται ο σταθμός Basmane στην παλιά γραμμή Σμύρνης - Κασαμπά, που αποτελεί και σήμερα τον σιδηροδρομικό κόμβο της πόλης. Κεντρικό Παρθεναγωγείο - Ευαγγελική Σχολή Το επιβλητικό κτήριο του Κεντρικού Παρθεναγωγείου, που κατασκευάστηκε το 1908 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Π. Καραθανασόπουλου, σήμερα στεγάζει το Λύκειο Ατατούρκ. Βρίσκεται επί της πλατείας Λωζάννης (Lozan Meydanı), στη δυτική πλευρά του χώρου της Διεθνούς Έκθεσης. Το κτήριο του σημερινού Λυκείου Namık Kemal οικοδομήθηκε το 1922 ως το νέο κτήριο της Ευαγγελικής Σχολής, αλλά δεν έμελλε τελικά να στεγάσει το περίφημο σχολείο. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του χώρου της Διεθνούς Έκθεσης της πόλης, σε μικρή απόσταση από το Λύκειο Ατατούρκ. Μπουτζάς Το Πολιτιστικό κέντρο του δήμου του Μπουτζά (Belediye Kültür Sanat Merkezi) αποτελεί την έπαυλη της χριστιανικής συροελληνικής οικογένειας Φαρκούχ που κυριαρχούσε στην ακτοπλοία στις γραμμές από την Τραπεζούντα στην Αλεξάνδρεια. Κτισμένη από τον Ιγνάτιο Βαφειάδη από το 1903 έως το 1905, χρησιμοποιήθηκε από το 1938 έως το 2001 ως δημαρχείο. Το ελληνικής ιδιοκτησίας ξενοδοχείο Μανώλη (Manoli Hotel) στον Μπουτζά, που λειτουργούσε ήδη από το 1838, ήταν ένα από τα κοσμοπολίτικα κέντρα της παλιάς Σμύρνης. Σήμερα έχει ανακαινιστεί και λειτουργεί ως οίκος ευγηρίας. Βρίσκεται στον αριθμό 81, κοντά στη διασταύρωση με τη λεωφόρο Uğur Mumcu. Στον αριθμό 53 της ίδιας λεωφόρου, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπουτζά, βρίσκεται το Μέγαρο Γαβρίλη (Gavrili Konağı), έργο του Μυτιληνιού αρχιτέκτονα Ιγνάτιου Βαφειάδη και παλαιά κατοικία Ελλήνων της Σμύρνης. Σήμερα λειτουργεί ως εστιατόριο.

Στο Τεχνικό Λύκειο του Μπουτζά (Buca Fen lisesi) στη λεωφόρο Kibris ανήκει σήμερα το μέγαρο του Δημοσθένη Μπαλτατζή (Baltaci Malikanesi), μέλους οικογενείας εμπόρων, τραπεζιτών και πολιτικών. Γνωστό ως «βίλα Σπαρταλάκη», από το όνομα των Αρμενίων ιδιοκτητών που ακολούθησαν, θεωρείται πως φιλοξένησε τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ (Abdülaziz) το 1863.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ (I) Στοιχεία για τη μουσική στη Σμύρνη Στη Σμύρνη ο εγκατεστημένος κυρίως στα μεσαία και ανώτερα δώματα της πυραμίδας Ελληνισμός αναπτύσσει ιδιόρρυθμη έντονα κοσμοπολίτικη και πνευματική, αστική συνείδηση όταν ασχολείται με τις εμπορικές επιχειρήσεις και τη ναυτιλία, πράγμα που αισθητά αναβαθμίζει τη μουσική του αγωγή. Πολύ σημαντική είναι η προσφορά της Ιωνικής πρωτεύουσας στον τομέα της έντεχνης δυτικής μουσικής από την οποία θα επωφεληθεί και η Ελλάδα. Πολλοί Σμυρνιοί είναι απόφοιτοι φημισμένων ωδείων, όπως της Βιέννης, του Βερολίνου, της Δρέσδης, του Παρισιού. Ανάμεσα τους βρίσκονται 2 μεγάλοι εκπρόσωποι της Εθνικής μουσικής σχολής, ο Μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης και ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (γνωστός και σαν Κώστας Γιαννίδης στο ελαφρύ τραγούδι). Το έργο τους είναι τεράστιο που περιλαμβάνει όπερες, συμφωνίες, κοντσέρτα, κύκλους τραγουδιών, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο κ.α. Διακρίνονται, επίσης ο Τιμόθεος Ξανθόπουλος συνθέτης διάφορων τραγουδιών και εμβατηρίων και ο Α. Αλμπέρτης δημιουργός της όπερας «Ερωτόκριτος». Στον ίδιο τομέα η δραστηριότητα του Δ. Μιλανάκη είναι πολύπλευρη: πιανίστας, οργανώνει συναυλίες, διευθύνει χορωδίες και συγκροτήματα μουσικής δωματίου όπως γράφει η ερευνήτρια Basma Zerouali. Στη Σμύρνη επίσης το 1889 μια Ελληνίδα η Ελπίδα Λαμπελέτ διευθύνει για πρώτη φορά ορχήστρα μελοδραματικού θιάσου. Επίσης όπως γράφει ο Σταύρος Ανεστίδης η Σμύρνη αποκτά το πρώτο μεγάλο θέατρο στα 1841 την «Ευτέρπη» και αρχίζει να υποδέχεται συχνά γαλλικούς και ιταλικούς θίασους μελοδράματος έτσι το μουσικόφιλο και θεατρόφιλο κοινό έχει την ευκαιρία να απολαύσει μεγάλα ονόματα του Ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου που τότε ήκμαζε στην Ευρώπη. Από το 1850 μέχρι την καταστροφή αυτό το θέατρο ως και το «θέατρο Σμύρνης» θ’ αντικατοπτρίζουν την ευμάρεια της σμυρναϊκής Ελληνικής κοινότητας. Παίζονται τα γνωστά μελοδράματα Τραβιάτα, Φάουστ, Αΐντα… και στη συνέχεια θα παιχθούν και οπερέτες που ανθούν από το 1909. Μεγάλη επιτυχία είχε η παρουσία της όπερας Ριγκολέτο στο θέατρο Σμύρνης το 1917. Το 1890 το Οθωμανικό κράτος δίνει την άδεια να ιδρυθεί ο σύλλογος «Απόλλων» που λειτούργησε με μουσικό και αθλητικό τμήμα. Αργότερα δημιουργείται

και ο «Πανιώνιος» με τους ίδιους στόχους. Οι σύλλογοι αυτοί είχαν έμπειρους μουσικούς δασκάλους για τα όργανα και τα θεωρητικά, υπήρχαν μικρές ορχήστρες μαθητών,

και

χορωδίες.

Με

τους

συλλόγους

συνεργάζονταν

εκλεκτοί

μουσικοδιδάσκαλοι όπως ο Μιλανάκης και ο Καλέγιας. Άλλος αξιόλογος μουσικός σύλλογος ήταν ο «Ορφέας». Στην Ευαγγελική σχολή και στο Ομήρειο ίδρυμα υπήρχε άριστη φροντίδα για την μουσική αγωγή. Στην Εκκλησιαστική μουσική πρωτοστατούν ο Χρύσανθος Προύσης ως Μητροπολίτης Σμύρνης και ο υμνογράφος Νικόλαος Γεωργίου που υπήρξε πρωτοψάλτης για 53 χρόνια στο ναό της Αγίας Φωτεινής. Το 1911 ιδρύεται στην πόλη σχολή εκκλησιαστικής μουσικής η οποία σταματάει να λειτουργεί με την καταστροφή του 22. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου χύνονται στο τεράστιο χωνευτήρι, ζυμώνονται υπό νέες συνθήκες, η ελληνική δημοτική η κοσμικά έντεχνη, η ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Άφοβα ερωτοτροπούν με τραγούδια Αρμενίων, Εβραίων, και Αράβων. Η μεγάλη μουσική μπάντα βρίσκεται σε διαρκή συναγωνισμό τόσο με διάφορα άλλα μουσικά όργανα (τσέλα, κοντραμπάσα, πνευστά…) όσο και με βαλκανικά (ταμπουράδες, ούτια, κανονάκια…) σε απίθανους, κατά περίπτωση, μουσικούς συνδυασμούς. Το εκλεκτό ελληνικό μουσικό κράμα των νησιών του Αιγαίου και των απέναντι μικρασιατικών παραλίων αναζωογονεί με τον γάργαρο και ζωηρό του ρυθμό τις έντονες και κουραστικές δραστηριότητες των εκεί κατοίκων. Τουλάχιστον απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα μουσικές ομάδες εμφανίζονται στη Σμύρνη, την Πόλη και αλλού. Η παλαιότερη σμυρναϊκή κομπανία που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα είναι του βιολιστή Μπενέτα όπως γράφει ο Ηλίας Καπετανάκης. Μικρές ορχήστρες, οι περίφημες εστουντιαδίνες είναι, μέχρι την καταστροφή, δημοφιλέστατες στον μικρασιατικό ελληνισμό. Αρχικά είναι κυρίως μαντολινάτες ιταλικού στυλ που γρήγορα εμπλουτίζονται με άλλα όργανα, 3 μέχρι 8 οργανοπαίχτες, 2-3

τραγουδιστές

και

συχνά

κάποια

ολιγομελή

χορωδία.

Στα

1893

ο

Κωνσταντινουπολίτης μουσικός Βασίλειος Σιδερής ιδρύει στη Σμύρνη με ντόπιους και Αθηναίους την πρώτη μεγάλη εστουντιαντίνα η οποία ονομάζεται μετά τα «Πολιτάκια», κατά τον Λ. Καρακάση η «Σμυρναϊκή εστουντιαντίνα» του Σιδερή

δημιουργήθηκε το 1898. Τόσο μεγάλη διεθνή φήμη αποκτούν τα «Πολιτάκια» ώστε περιοδεύουν (1906) με εθνικές ενδυμασίες στην Βρετανία και τη Γαλλία, παίζουν μάλιστα και στις γιορτές της στέψης του βασιλιά Εδουάρδου στο Λονδίνο. Στα μαγαζιά της παραλίας της Σμύρνης και στην Πόλη το πρόγραμμα αρχίζει καθημερινά στις 6 ή 7 το απόγευμα ξεκινώντας με εμβατήρια από μπάντες για να τραβήξουν το μουσικό αισθητήριο του κόσμου και να μαζευτούν πελάτες, ακολουθούν δυτικίζουσες μελωδίες και συνεχίζουν με διάφορες, κατά περίπτωση, ορχήστρες με τραγουδιστές και τα γλέντια κι οι χοροί κρατούν μέχρι το πρωί. Όταν το 1910 πρωτοβγήκε στο πάλκο η Αγγέλα Παπάζογλου στη Σμύρνη θα ήταν περισσότερα από 15 μαγαζιά που έπαιζαν σμυρνέϊκα τραγούδια σε διάφορους ρυθμούς, παράλληλα υπήρχαν και εκείνα που έπαιζαν ελαφρά τραγούδια, όπως γράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης. Την εποχή αυτή έχουμε φημισμένους λαϊκούς συνθέτες με τις ορχήστρες τους, όπως τον Παναγιώτη Τούντα, τον Σπύρο Περιστέρη, τον Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη και άλλους. Σ’ αυτούς εντάσσεται και ο Βαγγέλης Παπάζογλου με την κομπανία του που ανάμεσα της είναι ο Σταύρος Παντελίδης, ο Μαργαρώνης κ.α. Τα κέντρα στην κοσμική παραλία της Σμύρνης το ονομαστό «ΚΑΙ» που θυμώνταν ο Γ. Κατραμόπουλος ήταν: το «Κράμερ» που διέθετε 2 ορχήστρες (ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μια άλλη πιο ελαφρά) δίπλα το «Καφέ Φώτης» με 2 ορχήστρες (μία κλασική και μια με μαντολίνα) κατόπιν το «Καφέ Παρί» με τα γνωστά «Πολιτάκια» παραδίπλα ένα αντρικό στέκι με λαϊκά όργανα. Στην άλλη μεριά της παραλίας ήταν το «Λούνα πάρκ» και το «Καφέ Κόρσο» με δικές τους ορχήστρες (μικρά σύνολα). Σε άλλες ημικεντρικές γειτονιές υπήρχαν κι άλλα πάντα γεμάτα κόσμο και μουσική, στο «Απόλλων μουσηγέτης» είχε αφήσει όνομα ο βιολάτορας Μπενέτας. Ο Καρακάσης αναφέρει πως το 1843 κάποιος Γάλλος ονόματι Γκιγιώμ ανοίγει στη Σμύρνη το πρώτο «Καφέ – Αμάν» φέρνοντας ξένους καλλιτέχνες στα πρότυπα των «Καφέ – Κονσέρτ» του Παρισιού. Τις μικρές κομπανίες τις ονόμαζαν «παιχνίδια» και η βασική μορφή τους ήταν 4 – 5 άτομα που ονομάζοντο «παιχνιδιατόροι» και ήσαν ο σαντουριέρης, ο βιολονίστας (που μπορεί να υπήρχε και δεύτερο βιολί) ο μαντολινίστας και ο μπασαδόρος με το τσέλο του. Όλοι αυτοί συνόδευαν τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια.

Στην προσφυγιά εδώ στην Ελλάδα και μετά την καταστροφή επέζησε το γλυκό και πονεμένο τραγούδι της Σμύρνης, οι παράγκες, τα μικρά σπιτάκια, οι γειτονιές των συνοικισμών κάθε βράδυ πλημμύριζαν με προσφυγήτικα τραγούδια όπου οι μικρασιάτες έσβηναν τους καημούς τους για την αλησμόνητη πατρίδα. Οι συνθέτες της Ελληνικής ανατολής δημιουργούν ένα ηχητικό γοητευτικό σύνολο ζωντανό και ελκυστικό. Με την ιδιότυπη γλώσσα, με την ιδιορρυθμία και την μελωδικότητα των μουσικών δρόμων και τις χορευτικές κινήσεις η Ιωνική λεπτότητα συγκινεί και συναρπάζει μέχρι σήμερα. Την Κυριακή 21 Μαΐου 1923 μόλις λίγο καιρό μετά τα φοβερά γεγονότα κάνει νέο ξεκίνημα η Αγγέλα Παπάζογλου στην «μπίρα του Θεόφραστου» στις Τζιτζιφιές όπου παρουσιάζεται 3 καλοκαίρια με ποικίλους Σμυρνιούς μουσικούς, ανάμεσα τους ο Παπάζογλου, ο Παντελίδης, ο Αρμάος και άλλοι. Σμυρναίικο πάλκο στήνεται τον Αύγουστο του 1923 πάλι, στο κέντρο «Αραράτ» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το απαρτίζουν ο Σωφρονίου, ο Μπαρούσης (βιολί) ο Τούντας (μαντολίνο). Την ίδια περίοδο πάλι ο Γιάννης Καραβάς που είχε καφενέ στη Σμύρνη, ανοίγει ένα παρόμοιο καφενείο στην οδό Αθηνάς 33 με το όνομα «Μικρά Ασία» που γρήγορα έγινε στέκι και χώρος συνάντησης των Σμυρνιών μουσικών. Με το άνοιγμα των δισκογραφικών εταιρειών οι Σμυρνιοί και οι Πολίτες (1928 – 30) κατά την επερχόμενη κυρίως δεκαετία του 30 γίνονται κυρίαρχοι στα τότε μουσικά δισκογραφικά δρώμενα είτε σαν υπεύθυνοι καλλιτεχνικοί διευθυντές είτε σαν συνθέτες είτε σαν εκτελεστές είτε ακόμη και σαν δάσκαλοι με μαθητές αρκετά πολλούς ντόπιους μουσικούς, επώνυμους και μη. Έτσι με όλα αυτά δημιουργείται η «Σμυρναίικη Σχολή» του αστικού ρεμπέτικου τραγουδιού. (ΙΙ) Απ’ τη μουσική Ζωή της Σμύρνης Από περιγραφές Ευρωπαίων επισκεπτών στη Σμύρνη, έχουμε στοιχεία πως υπήρχαν ταβέρνες τουλάχιστον πριν απ’ το 1700, όπου μαζί με τα πλούσια εδέσματα διέθεταν και όργανα για να παίζουν και να τραγουδούν οι παρέες των θαμώνων, αργότερα αυτές οι ταβέρνες πήραν τη μορφή του προαναφερθέντος «καφέ – αμάν», χώρου παραγωγής αστικών τραγουδιών. Μεγάλη η συμβολή αυτού του χώρου στη διαμόρφωση και κυρίως προφορική διάδοση της αστικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Μόνο σε πόλεις με προηγμένες αστικές κοινωνίες υπήρξαν καφέ – αμάν που

κυριάρχησαν από το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα μέχρι το 1930, χαρακτηριστικά τους ήταν το πάλκο, τα όργανα, η ζεστή ατμόσφαιρα, η τραγουδίστρια, οι χοροί. Ξακουστά καφέ – αμάν εκτός απ’ τη Σμύρνη είχαν και ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη. Οι τραγουδίστριες ήσαν κατά κανόνα Σμυρνιές ή Πολίτισσες. Στα καφέ –αμάν της Σμύρνης Ρουμάνοι μουσικοί έπαιζαν σαντούρι ή άρπα. Οι Σμυρνιοί αγαπούσαν τσι αμανέδες γι’ αυτό συχνά στα «παιχνίδια» τους υπήρχε και «αρμόνικα» για μεσοφωνία. Τα γλεντζέδικα τραγούδια τα εκτελούσαν μια γυναίκα ή ένας άντρας με ψαλτική, έρρινη φωνή συνοδεία μικρής ορχήστρας. Τα Σμυρναίικα και τα Πολίτικα τραγούδια αστυγραφούν με το να περιγράφουν το περιβάλλον της πόλης με τις τοποθεσίες και τους μαχαλάδες, εθνογραφούν τους κατοίκους (Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους…) ιστοριογραφούν ιστορικά γεγονότα, κοινωνιολογούν για τις κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα (το χασαπάκι, η μοδιστρούλα…), ψυχογραφούν με την ανθρώπινη ψυχή (έρωτας, πόνος, χαρά…), δημογραφούν με την καταγραφή των πληθυσμών (μετακινήσεις, μετανάστευση, προσφυγιά…). Αυτά τα αστικά τραγούδια μέσα απ’ τη δραστηριότητα τους διάρκειας τριών και πλέον αιώνων έχουν συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο και πλούσιο υλικό που η μελέτη του χρειάζεται την συνδρομή πολλών επιστημών όπως μουσικολογία, φιλολογία, λαογραφία, ιστορία, κοινωνιολογία… Οι παιχνιδιατόροι στις αρχές του 1900 στη Σμύρνη παίζουν μόνο για το κέφι τους και την παρέα τους. Αυτός που φτιάχνει το τραγούδι είναι ένας απ’ τη παρέα μεσ’ το κλίμα του καφέ – αμάν ή της ταβέρνας και η διάδοση του γίνεται προφορικά που με τον καιρό παραμένει συχνά ως παραδοσιακό. Αρκετοί μικρασιάτες που επέζησαν μετά το 22 συνέχισαν να νοιώθουν έτσι παρεΐστικα, όμως η ίδρυση δισκογραφικών εταιρειών για γραμμοφώνηση τέτοιων άριστων τραγουδιών φέρνει διεκδικήσεις και αντιδικίες για την πατρότητα και τα ποσοστά. Ο βαθμός συμμετοχής του πραγματικού συνθέτη είναι δύσκολο να καθορισθεί. Πρέπει να αναφερθεί ότι στα 1873 ένας επιχειρηματίας εξοχικού κέντρου της τότε Αθήνας των 60 χιλιάδων κατοίκων μετακάλεσε κομπανία απ’ τη Σμύρνη όπου οι παιχνιδιατόροι με τα σαντουροβιόλια τους φέρνουν διαφορετική πνοή στη νυχτερινή ζωή της πόλης και έτσι αρχίζει κάποια αντιπαράθεση στη διασκέδαση των Ελλήνων ανάμεσα στο ανατολίτικο σμυρναίικο στυλ και στο δυτικό Ευρωπαΐζον.

Τα κέντρα που ’χαν «παιχνίδια» ήσαν καφενέδες, καφέ – μπυραρίες, ταβέρνες, μπακαλοταβέρνες, ενώ στη φημισμένη προκυμαία το «ΚΑΙ» τα πιο κοσμικά κέντρα είχαν μικρά σύνολα δυτικής μουσικής που αγαπούσαν κι’ αυτή πολλοί Σμυρνιοί. Οι παιχνιδιατόροι και οι τραγουδιστάδες είχαν οι πιότεροι ένα παρατσούκλι που το έβαζαν σαν καλλιτεχνικό όνομα. Ο Σμυρνιός γλεντζές, απλός άνθρωπος, όταν βράδιαζε ύστερα από βαρειά δουλειά του άρεσε να πηγαίνει στα κέντρα που είχαν παιχνίδια και τραγούδι για να κάτσει να πιει, όχι να μεθύσει, για να έλθει στο τσακίρ – κέφι. Να ακούσει μερακλήδικα Σμυρναίικα τραγούδια και τσι αμανέδες. Και άμα ερχόντανε στο κέφι να σηκωθεί να χορέψει καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο, κιόρογλου, χασαποσέρβικο, πολίτικο – χασάπικο, μοναχός ή κανα – δυο απ’ τη παρέα ανάλογα με τον χορό. Γυναίκα δεν έβρισκες εκεί μέσα για να χορέψεις μαζί της. Κι’ αν ο γλεντζές επιθυμούσε να του παίξουν τα παιχνίδια κανένα ιδιαίτερο τραγούδι ή χορό για να χορέψει τότε έπρεπε να σηκωθεί απ’ το τραπέζι του και να πάει να ρίξει πρώτα ασημένιους παράδες πάνω στις χορδές του σαντουριού για να βροντήξουν και ν’ ακουστούν. Και μετά να κολλήσει γερά στο κούτελο του τραγουδιστή ένα μεγάλο παρά και τότε πια να παραγγείλει εκείνο που ήθελε και του κάνει κέφι του. (1) «αχ που ναι κεινος ο καιρός τα χρόνια τα ωραία με λίγα γρόσια γλένταγα μ’ όλη μου την παρέα…» Οι καφενέδες που ήσαν κοντά σε εκκλησίες ήταν χώρος υποδοχής και στέκια των παιχνιδιατόρων που συνήθως παίζανε μόνο στις σχολές και στα πανηγύρια. Στους καφενέδες πήγαιναν οι ενδιαφερόμενοι να βρουν και ν’ αγκαζάρουν τους παιχνιδιατόρους. Πήγαινε εκείνος που’ χε ταβέρνα ή καφενέ ή καφέ – μπυραρία για να τους έχει κάθε βράδυ. Επίσης πήγαινε ο νοικοκύρης που τυχόν είχε αρραβώνα, γάμο, βαφτίσια, ονομαστική εορτή ή και γλέντι στο σπίτι του. Όμως πήγαινε και ο ερωτευμένος, της μεσαίας τάξης, που ήθελε να κάνει νύχτα – ξημερώματα πατινάδα (ματινάδα) έξω απ’ το σπίτι του κοριτσιού που αγαπούσε. Και τότε έπρεπε να βάλει τα παιχνίδια τον τραγουδιστή και τον εαυτό του σε καρότσα. Και η καρότσα να πάει να σταθεί έξω απ’ την πόρτα του κοριτσιού, αν όμως υπήρχαν πατέρας και αδέλφια αυστηροί η καρότσα σταματούσε πιο πέρα. Και έλεγε στους παιχνιδατόρους να παίζουν αργά και σιγανά και ο τραγουδιστής γλυκά και χαμηλά να πει κανένα μερακλήδικο αμανέ ή κανένα τραγούδι της εποχής που μιλάει για έρωτα.

«αμάν, όρκοι δεν παραδέχεσαι δάκρυα δεν πιστεύεις…» Ο ερωτευμένος αριστοκράτης πάλι δεν έκανε πατινάδα με τέτοια παιχνίδια και αμανέδες αλλά αγκαζάριζε μουσικούς απ’ το θέατρο ή κοσμικό κέντρο της κοσμοπολίτικης προκυμαίας. Οι μουσικοί ήταν βιολιστής, τσελίστας, κιθαρίστας και όχι συχνά αρπίστας, βέβαια και τραγουδιστής εκτός αν ο ίδιος είχε ωραία φωνή. Θα μπαίνανε κι αυτοί στη καρότσα. Το κορίτσι πάλι δεν έπρεπε ν’ ανοίξει το παραθύρι και να δει παρά μόνο ν’ ανοίξει σιγά – σιγά τα μπατζούρια και να δει απ’ την χαραμάδα. Η πατινάδα ήταν ένα τολμηρό πράγμα γιατί εκείνος που την έκανε έπρεπε να’ ναι αποφασισμένος να παντρευτεί το κορίτσι (2). Συχνό γεγονός ήταν «οι βεγγέρες» με γλέντι και χορό. Γίνονταν κυρίως στα πλουσιόσπιτα ή στα καλά κέντρα της προκυμαίας, εκεί προσκαλούντο για να παίξουν μόνο μουσικοί του θεάτρου. «Σμύρνη με τα περίχωρα ευλογημένη χώρα τα πλούτη σου και τα καλά τα ρήμαξε η μπόρα…» Μετά την καταστροφή του 22 οι προσφυγικοί συνοικισμοί γεμίζουν από απλά και λιτά κέντρα διασκέδασης που γίνονται νέοι μαζικοί χώροι σμυρναϊκών τραγουδιών όπου σιγά – σιγά φτιάχνεται το σμυρνάιϊκο-ρεμπέτικο και μετά το πειραιώτικορεμπέτικο τραγούδι. Μια σειρά από λαϊκούς δημιουργούς που γεννήθηκαν στα χώματα της Ελληνικής ανατολής μεταλαμπάδευσαν την δύναμη και την φινέτσα της Ιωνικής μουσικής στο Ελληνικό τραγούδι και έβαλαν τις βάσεις σ’ αυτό. Αυτοί είναι οι Παπάζογλου,

Τούντας,

Ογδοντάκης,

Παντελίδης,

Σκαρβέλης,

Παπαϊωάννου,

Περιστέρης, Χατζηχρίστος, Γιοβάν Τσαούς, Σουγιούλ, Καρίπης, Δελιάς, Ασίκης, Κοσμαδόπουλος,

Μπαρούσης,

Κανούλας,

Χρυσαφάκης,

Ατραΐδης,

Νταλκάς,

Κασιμάτης κ.α. Βασίλης Ν. Πετρόχειλος Καθηγητής Μουσικής,Μουσικός, Ερευνητής/ 11η Μαρτίου 2011 ΣΗΜ.: (1) και (2) Από κείμενα στα «Μικρασιατικά χρονικά» σε σμυρναίικη διάλεκτο.

90 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ, ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ (ΑΜΕΣΑ Ή ΕΜΜΕΣΑ) ΜΕ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ 1.ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΚΟΥΠΕΣ Εστουντιαντίνα Σμύρνης 2. ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ Χορωδία 3. ΑΧ, ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΜΟΥ Λευτ. Μενεμενλής 4. ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΛΙΑ Ελληνική Εστουντιαντίνα 5. ΣΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΒΑΡΚΑ ΜΠΗΚΑ Μαρ. Παπαγκίκα 6. ΤΟΥ ΚΑΗΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΜΠΟΧΩΡΗ Γ. Βιδάλης 7. ΤΙΚΙ-ΤΙΚΙ-ΤΑΚ Γιάγκος Ψαμαθιανός 8. ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ, ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ Αντ. Νταλγκάς 9. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΟΥ Μαρ. Παπαγκίκα 10. ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΚΑΜΩΜΑΤΟΥ Εστουντιαντίνα 11. ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ Γ. -Σαβαρής 12. ΑΡΑΜΠΑΣ ΠΕΡΝΑΕΙ Τάκης Νικολάου 13. ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ Ελληνική Εστουντιαντίνα 14. ΜΑΓΚΙΚΟ ΜΟΥ. ΝΟΣΤΙΜΟ ΜΟΥ Αντ. Νταλγκάς 15. ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΕΛΛΗ Γ. Σοβαρής 16. ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ Γ. Ψαμαθιανός 17. ΤΖΙΒΑΕΡΙ ΜΟΥ Γιώργος Τσανάκας 18. ΚΑΡΟΤΣΙΕΡΗΣ Αντ. Νταλγκάς 19. ΕΥΜΟΡΦΗ ΜΟΥ ΣΜΥΡΝΙΟΠΟΥΛΑ Γ. Βιδάλης 20. ΜΠΑΛΟΣ ΣΜΥΡΝΕΪΚΟΣ Μαρ. Παπαγκίκα 21. ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Μπάντα 22. ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Ιω. Αγγελόπουλος 1 . ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ Αντ. Νταλγκάς 2. ΓΚΕΛ ΓΚΕΛ ΑΜΑΝ Μαρ.Παπαγκίκα 3. ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Μιχ. Μάγκος 4. ΕΛΕΝΑΚΙ, ΕΛΕΝΑΚΙ Λ. Μενεμενλής 5. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ Αντ. Νταλγκάς 6. ΠΑΠΟΡΑΚΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑ Μαρ. Παπαγκίκα 7. ΤΟ ΧΑΣΙΣΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Λ. Μενεμενλής 8· ΑΓΑΠΗΣΑ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ Γ. Τσανάκας 9. ΚΥΡΑ-ΝΤΟΥΝΤΟΥ Μαρ. Παπαγκίκα 10. ΕΣΠΑΣΕΣ ΤΑ ΠΙΑΤΑ Αντ. Νταλγκάς 11. ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΛΕΙ ΕΣΕΝΑΝΕ Γιώργος Βιδάλης 2. ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΟΥ Μαρ. Παπαγκίκα 13. Μ’ ΕΚΑΝΕΣ ΚΙ ΑΡΡΩΣΤΗΣΑ Εστουντιαντίνα 14. Η ΣΜΥΡΝΙΑ Μαρ. Παπαγκίκα 15. ΓΙΑΡΟΥΜΠΙ ΓΙΑΡΟΥΜΠΙ Σωτ. Στασινόπουλος 16. ΣΑΛΑ ΣΑΛΑ Αντ. Νταλγκάς 17. ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙ ΗΜΟΥΝΑ Μαρ. Παπαγκίκα 18.Ο ΜΕΜΕΤΗΣ Δημ. Αραπάκης 19. ΣΜΥΡΝΑΪΚΟΣ ΜΠΑΛΟΣ Βαγγ. Σωφρονίου 20. ΑΜΑΝ ΜΕΜΟ ΣΕΒΝΤΑΛΗ Κ. Νούρος 21. ΜΑΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΙΑΣ Αντ. Νταλγκάς 22. ΤΑΤΑΥΛΙΑΝΟ ΧΑΣΑΠΙΚΟ Ορχηστρικό 1. ΜΑΝΤΑΛΙΩ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΛΕΝΑ Μαρ. Παπαγκίκα 2. ΣΤΟΥΣ ΑΠΑΝΩ ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ Γ. Βιδάλης 3. ΕΜΑΘΑ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΜΑΓΚΑΣ Αντ. Νταλγκάς 4. ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΚΟΥΠΕΣ Γεώργιος Τσανάκας 5.Ο ΜΠΟΧΩΡΗΣ Μαρ. Παπαγκίκα 6. ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ Εστουντιαντίνα 7. ΚΡΑΣΙ ΧΑΣΙΣΙ ΚΑΙ ΣΕΒΝΤΑΣ Τ. Δημητριάδης 8. ΑΠΟ ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ Γ. Βιδάλης 9. Η ΤΡΑΤΑ ΜΑΣ Η ΚΟΥΡΕΛΟΥ Σωτ. Στασινόπουλος 10. ΘΑΛΑΣΣΑ ΛΕΒΕΝΤΟΠΝΙΧΤΡΑ Λ. Μενεμενλής 11. ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΕΛΛΗ Γ. Βιδάλης 12. Η ΔΟΛΙΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ Γ. Σαβαρής 13. ΑΪΔΙΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ Μαρ. Παπαγκίκα 14. ΜΕΝΕΜΕΝΙΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ Αντ. Νταλγκάς 15. ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ, ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ Γ. Βιδάλης 16. ΕΥΜΟΡΦΗ ΜΟΥ ΣΜΥΡΝΙΟΠΟΥΛΑ Γ. Χελμής 17. ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΑΛΑΤΣΙΑΝΗ Αντ. Νταλγκάς 18. ΜΑΓΚΙΚΟ ΜΟΥ, ΝΟΣΤΙΜΟ ΜΟΥ Κ Καρίπης 19. ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ Γ. Βιδάλης 20. ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Ορέστης Μακρής 21. ΜΙΝΟΡΕ ΜΑΝΕΣ Γεώργιος Τσανάκας 22. ΑΠΤΑΛΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ Οργανικό 23. USKA – DARA Eartha Kitt 1. Η ΣΜΥΡΝΙΑ Μαρίκα Νέζερ - Π. Κυριακός (Γ. Βιτάλη) 2. ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Τίτος Ξηρέλλης (Τιμ. Ξανθόπουλου) 3. ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΛΕΙ ΕΣΕΝΑΝΕ Αντ. Νταλγκάς 4. ΤΟ ΣΑΛΒΑΡΙ ΤΟΥ ΚΙΟΡΟΓΛΟΥ Μαρ. Πολίτισσα (Στ. Παντελίδη) 5. ΚΑΡΟΤΣΕΡΗ ΤΡΑΒΑ Απ. Χατζηχρήστου (Απ. Χατζηχρήστος) 6. ΝΥΧΤΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛ Ιω. Γεωργακοπούλου Γ. Μητσάκη) 7. ΜΟΡΤΙΣΣΑ ΣΜΥΡΝΙΑ Κώστας Ρούκουνας (Κ. Καρίπη) 8. ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ Στράτος Παγιουμτζής (Β. Τσιτσάνη) 9. ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΛΕΜΟΝΑΔΙΚΑ Το πολιτάκια (Ευ. Παπάζογλου) 10. ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΝΑΣ ΜΟΡΤΗΣ Αντ. Νταλγκάς 11. Η ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ Βιδάλης - Ξηρέλλης (Πάνου Τούντα) 12. ΣΜΥΡΝΗ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ Γ. Μητσάκη (Στ. Παντελίδη) 13. Η ΜΑΡΙΤΣΑ Η ΣΜΥΡΝΙΑ Αντ. Νταλγκάς (Δ.. Σέμση) 14. ΟΜΟΡΦΗ ΣΜΥΡΝΙΑ ΜΟΥ

Στράτος Παγιουμτζής (Δημ. Γκόγκου) 15. ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΩΤΙΣΣΑ Μ. Φραντσεσκοπούλου (Πάνου Τούντα) 16. ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΙΑ Μ. Βαμβακάρης (Μ. Βαμβακάρη) 17. ΞΑΝΘΙΑ ΣΜΥΡΝΙΩΤΟΠΟΥΛΑ Απ. Χατζηχρήστου (Απ. Χατζηχρήστος) 18. ΤΑΜΠΑΧΑΝΙΩΤΙΚΟΣ ΜΑΝΕΣ Ρόζα Εσκενάζυ 19. ΑΠΟ ΞΕΝΟ ΤΟΠΟ Καίτη Γκρέυ Διασκ. Μ. Βαμβακάρη) 20. HAMSI KOŸDOUM TANAYA Στ. Καζαντζίδης (Διασκ. Στ. Καζαντζίδη) 21. Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΝΑ ’ΧΩ ΖΩΗ Γιώτα Λύδια (Μ. Βαμβακάρη) 22. ΣΜΥΡΝΑΪΚΟΣ ΜΠΑΛΟΣ Δόμνα Σαμίου (Διασκ. Δόμνα Σαμίου) 23. ΑΪΔΙΝΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ Ορχήστρα (Δ. Σέμση)

ΕΘΙΜΑ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Σμύρνη, ετοιμαζόταν το γιορτινό τραπέζι για όλη την οικογένεια και τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονίες και έλεγαν τα κάλαντα. Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος… Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει… Στη Σμύρνη, την παραμονή της πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Άγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι. Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε «Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου». Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν’ αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας "Καλημέρα, έτη πολλά". Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο κάτι κακό θα τύχαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει. Εκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου. Ο νοικοκοίρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρείς φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αη Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού. Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί, αυτός θα ήταν ο τυχερός κι ευνοούμενος της νέας χρονιάς.

Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς. Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες, με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν » τα αγαθά στα σπίτια τους. Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι , για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος. Συνεντεύξεις - Πώς ονομάζεστε παρακαλώ; Κυριακή Εμμανουηλίδου - Κατάγεστε από τη Μικρά Ασία; Ναι, οι γονείς μου γεννήθηκαν εκεί, και έφυγαν όταν έγινε ο ξεκληρισμός το 1922. - Αν επιτρέπετε πόσο χρονών είστε; Είμαι εξήντα χρονών. - Μπορείτε να μας διηγηθείτε γεγονότα από εκείνο τον καιρό, βέβαια όσα και εσάς σας έχουν αναφέρει οι γονείς σας; Όταν έγινε ο ξεκληρισμός στη Μικρά Ασία και στο Πόντο, ήρθαν το έτος 1922 άνθρωποι απελπισμένοι και δυστυχισμένοι , στην Ελλάδα. Μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στον τόπο τους, τους έδιωξαν, έκαψαν τα σπίτια τους, πολλούς τους αποκεφάλισαν, τους σκότωσαν και άλλους τους πήραν μαζί τους. Τους έπαιρναν τα πολύτιμα πράγματά τους( χρήματα, κοσμήματα) το βιος τους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα πολλοί είχαν κολλητικές αρρώστιες και για να μην κολλήσουν και οι υπόλοιποι τους πέταγαν στη θάλασσα, όπως χολέρα, πανούκλα, φυματίωση. - Όταν έφτασαν αυτοί οι άνθρωποι πού πήγαν; Άλλοι πήγαν Νάξο, άλλοι Πάτρα, άλλοι Γιάννενα. Αυτοί που έμειναν Αττική τους πήγαν στο νησί του Αγίου Γεωργίου για καραντίνα για τη χολέρα. Αφού κάθισαν εκεί 40 ημέρες για ανάρρωση με τη βοήθεια των γιατρών, έφυγαν πήγαν Δραπετσώνα, Νίκαια, Κερατσίνι και αλλού όπου και διαμένουν μέχρι και σήμερα. Αυτοί που εγκαταστάθηκαν στη

Δραπετσώνα διατήρησαν τα ήθη και έθιμά τους από τη ζωή που έκαναν στον Πόντο. Όπως παραδόσεις, χοροί, φαγητά, συνάξεις. Όλα αυτά τους έδιναν κάποια δύναμη στην προσφυγιά τους, στον πόνο τους, στην ανέχειά τους, γιατί ήταν παντελώς δυστυχισμένοι, δεν είχαν τίποτα δικό τους. - Τι τους ένωνε τότε για να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν; Ένα από αυτά που τους ένωναν ήταν το τραγούδι και ο χορός τους, ο οποίος ήταν εμπόλεμος. Οι παραδοσιακοί αυτοί χοροί έχουν την ιδιότητα να είναι ενωμένοι οι άνθρωποι με τα χέρια το οποίο δείχνει την ενότητα τη δύναμη που πρέπει να έχουν οι Έλληνες για την πατρίδα τους. - Όταν ήρθαν πού έμειναν, εφόσον δεν είχαν καμία περιουσία και με τι λεφτά ζούσαν; Έκαναν πλίνθρες με χώμα για να κατασκευάσουν τους τοίχους των σπιτιών τους και έβαζαν για σκεπή λαμαρίνες. Σιγά σιγά άρχισαν να δουλεύουν σε ότ,ι ιδιότητα ήξερε ο καθένας όπως γανωντζής( γάνωνε τα ταψιά και τα τσουκάλια), παπλωματάς, τσαγκάρης κ.α. Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε το γκάζι για να μαγειρέψουν και άνοιγαν γκαζοντενεκέδες, τους έχτιζαν και έκαναν το λεγόμενο «μαγκάλι» (φουφού) για να φτιάξουν φαγητό. - Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε παραδοσιακά φαγητά του Πόντου; Φασόλια

με

μαύρα

λάχανα,

χαβίτσι

με

καλαμποκάλευρο,

το

τρίμμα,

το

σούρβα( αποφλοιωμένο όσπριο σπασμένο σαν πλιγούρι), το πασκιτάν, το βερένικα, το μπορτς( ρώσικη σούπα, χορτόσουπα), μακαρίνα, βριστό( ανοίγουν φύλλο και το ψήνουν πάνω σε καυτές λαμαρίνες, τα στοιβάζανε και τα κόβανε σαν χυλόπιτες), ντολμάδες με μαύρα λάχανα, πουρμάς( κρεατόπιτα) κ.α - Πώς κυλούσε η ζωή, όταν μπόρεσαν σιγά σιγά να επιβιώσουν; Η ζωή κυλούσε ωραία, μπόρεσαν να επιβιώσουν στον ξένο γι΄ αυτούς τόπο. Βέβαια τους βοήθησε και η πολιτεία δίνοντάς τους σπίτια, τα λεγόμενα προσφυγικά. Οι απόγονοι των προσφύγων έγιναν η καινούρια ελληνική γενιά μας. Ο πρώτος Έλληνας πρόσφυγας είναι ο Κ. Παρασκευαϊδης, ο αρχιεπίσκοπός μας, ο Κ. Στεφανόπουλος κ.α

- Πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Σεβαστή Ιωαννίδου και κατάγομαι από τη Μικρά Ασία με πατέρα γεννημένο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και μητέρα γεννημένη στα Άδανα. - Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα για τους γονείς σας; Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1912 ο οποίος στην ηλικία των 12 χρόνων ήρθε στην Ελλάδα. Η μητέρα μου γεννήθηκε το 1916 και ήρθε 6 χρονών εδώ. - Πώς ήρθαν οι γονείς στην Ελλάδα; Ο πατέρας μου Νικόλαος το 1922 μαζί με τη μητέρα τους Σεβαστή, τον πατέρα του Πρόδρομο και τα αδέλφια του( Ιωάννης και Μαρία) φύγανε από τη Μικρά Ασία παίρνοντας μαζί τους μόνο μια βαλίτσα που είχε διπλό πάτο για να κρύβουν εκεί μέσα τις λίρες. Επίσης η γιαγιά μου έβαλε όλα της τα χρυσά βραχιόλια στα χέρια της τα οποία έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Για να μην της τα πάρουν τα είχε κρύψει καλά κάτω από τα μανίκια της μπλούζας της. Αφήσαμε πίσω λίρες τις οποίες είχαμε κρύψει κάτω από το έδαφος και στους τενεκέδες. Αργότερα γυρίσαμε να τα πάρουμε αλλά τα είχαν πάρει όλα οι Τούρκοι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η γιαγιά μου έπαθε χολέρα και την πέταξαν μέσα σε ένα κιβώτιο στο Βόλο. Όταν ο γιος της έφτασε στον Πειραιά, πήρε την απόφαση να φύγει να πάει στο Βόλο να ψάξει για τη μητέρα του. Έψαξε σε όλα τα νοσοκομεία αλλά δυστυχώς η μητέρα του είχε πεθάνει. - Θυμάστε κανένα άλλο γεγονός το οποίο σας έκανε εντύπωση, όταν το ακούσατε; Θυμάμαι ότι η γιαγιά μου η Σοφία η οποία καταγόταν από τις Παλαιές Φώκαιες της Σμύρνης, όταν πήγε να αποβιβαστεί στο καΐκι μαζί με τα παιδιά της την σταμάτησε ένας Τούρκος και της ζήτησε το δακτυλίδι το οποίο κρεμόταν κάτω από το φουστάνι της με αντάλλαγμα να τη βάλει στο καΐκι. Τότε του το πέταξε στα μούτρα και εκείνος την έσπρωξε απότομα για να μπει στο καΐκι με αποτέλεσμα να πιαστεί το δάχτυλό της και να λιώσει. Και από τότε το δάχτυλο αυτό η γιαγιά το ονόμασε το δάχτυλο του Τούρκου. - Έχετε κάποιο αντικείμενο που σας έδωσαν οι συγγενείς σας από τη Μικρά Ασία;

Έχω ένα σταυρό ο οποίος είναι φτιαγμένος από 2 λίρες του 1919. - Γνωρίζετε γεγονότα από τη Μικρά Ασία ή μήπως κατάγεστε από εκεί; Ξέρω γεγονότα, γιατί η γιαγιά μου ήταν από τη Μικρά Ασία - Πριν φύγετε από τη Μικρά Ασία και πριν έρθουν οι Τούρκοι, πώς ζούσαν οι Έλληνες εκεί; Στην αρχή οι Έλληνες ζούσαν φτιάχνοντας διάφορα χειροποίητα έργα, π.χ δαντελωτά υφάσματα, κουβέρτες ακόμα και ολόκληρα χαλιά αλλά ασχολούνταν και με αγροτικές δουλειές… - Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Μικρά Ασία τι κατάσταση επικράτησε; Αργότερα με τον ερχομό των Τούρκων, η κατάσταση που επικράτησε ήταν τραγική. Οι Τούρκοι έκαναν μεγάλες καταστροφές και επίσης έπαιρναν όλα τα ρούχα, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα μεγάλης αξίας. Μερικά κοσμήματα οι Έλληνες τα είχαν θάψει μέσα στο χώμα και έτσι δεν έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. - Μιλήστε μας για τη στιγμή που οι Έλληνες αποφάσισαν να φύγουν από τη Μικρά Ασία σαν πρόσφυγες. Οι περισσότεροι Έλληνες δεν μπορούσαν να ζήσουν με αυτό τον τρόπο και γι αυτό θέλησαν να φύγουν, πήραν μαζί τους εικόνες, που μπόρεσαν να τις κρύψουν από τους Τούρκους, προσπάθησαν να φύγουν με οποιοδήποτε τρόπο, οι Τούρκοι προσπάθησαν να τους εμποδίσουν και κατάφεραν να πάρουν κάποιους Έλληνες( άντρες), γιατί τους ήθελαν να δουλεύουν γι αυτούς. Κάποιοι Έλληνες έμειναν όμως στη Μικρά Ασία. - Οι Έλληνες που έφυγαν πώς ξαναέφτιαξαν τη ζωή τους, πώς κατάφεραν να βρούν χρήματα; Πολλοί προσπάθησαν να βρουν εργασία και άλλους τους βοήθησε το κράτος… - Μπορείτε να μας πείτε καμιά Μικρασιατική ιστορία; Ναι, ξέρω μία που μου την έλεγε η γιαγιά μου…Ήταν στη Μικρά Ασία ένας Έλληνας, ο οποίος ήταν παντρεμένος με ένα παιδί και είχε ένα καφενείο. Μια μέρα είδε τη γυναίκα

του Έλληνα ένας Τούρκος και του άρεσε. Ντύθηκε λοιπόν χανούμισσα( ο Τούρκος), μπήκε στο καφενείο και λέει στον Έλληνα: « Είναι κρίμα να έχεις τη γυναίκα και το παιδί σου μέσα στο καφενείο και καλύτερα θα ήταν να πάω τη γυναίκα σου και το παιδί σου στο σπίτι σας» Ο Έλληνας δέχτηκε… Αφού φτάσανε στο σπίτι η γυναίκα πήγε σε ένα δωμάτιο για να αφήσει το παιδί της και γυρνώντας το κεφάλι της είδε τον Τούρκο που του έπεσε ο φερετζές και κατάλαβε( η γυναίκα) ότι ήταν άντρας η χανούμισσα. Εκείνη τρομαγμένη χωρίς να προλάβει να πάρει το μωρό της κρύφτηκε σε ένα μυστικό υπόγειο που είχαν στο σπίτι. Ο Τούρκος δεν κατάλαβε που πήγε η γυναίκα. Την έψαχνε σε όλο το σπίτι και της φώναζε ότι άμα δεν εμφανιστεί θα σκοτώσει το παιδί της! Εκείνη δε βγήκε και προτίμησε να σκοτωθεί το παιδί της παρά να τουρκέψει…» Όνομα: Μαρία Προδρόμου( Χαϊδευτικό Μιμία) Παππούς της Μιμίας από τη μεριά της μητέρας της ήταν ο Σαλτέλης, δάσκαλος στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ζούσε ο Σαλτέλης με τη γυναίκα και την κόρη του. Η κόρη του έμαθε στη Σχολή γαλλικά, πιάνο και ζωγραφική. ‘Όταν παντρεύτηκε τον πατέρα της Μιμίας που ήταν γιατρός έμειναν στο Αϊβαλί. Εκεί είχαν όλα τα καλά. Ο πατέρας της Μιμίας ήταν αγαπητός σε όλους και στους Τούρκους. Μήνες πριν την καταστροφή της Μικράς Ασίας κάποιοι από τις υψηλές τάξεις ειδοποιήθηκαν, έφυγαν νωρίς και πήραν τα πράγματά τους. Η οικογένεια της Μιμίας μαζί με πολλούς άλλους έφυγαν τη μέρα της Μικρασιατικής καταστροφής. Μαζί με τον πατέρα της έθαψαν τα υπάρχοντά τους και πήραν μαζί τους μόνο λίγες λίρες και μια εικόνα της Παναγίας που η Μιμία έκρυψε επάνω της. Όταν κατέβηκαν στο λιμάνι, τα πλοία ήταν γεμάτα. Όποιος τα πλησίαζε του έκοβαν τα χέρια και ο πατέρας της Μιμίας λάδωσε έναν Τούρκο για να μπουν στο πλοίο και να έχουν μαζί αυτά που πήραν. Έφτασαν στη Μυτιλήνη, στην αρχή δε δέχονταν τους πρόσφυγες εκεί, τελικά έμειναν λίγες μέρες, και ενώ η Μιμία γύρναγε στο σπίτι είδε ένα φέρετρο έξω από το σπίτι τους, ο πατέρας της είχε πεθάνει. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της ζωγράφιζε και πούλαγε πίνακες για να ζήσουν. Μεγαλώνοντας η Μιμία ήρθε στην Αθήνα και έπιασε δουλειά σε ένα δικηγορικό γραφείο. Εκεί γνώρισε και τον άντρα της που ήταν λογοτέχνης, δημοσιογράφος. Λεγόταν Θαλής

Πρόδρομος, ή Κώστας Θρακιώτης ο οποίος είχε κάνει εξορία στη Μακρόνησο παρέα με το Γιάννη Ρίτσο. Η Μιμία δεν απόκτησε ποτέ δικά της παιδιά. Ο Μάιος εκτός από μήνας φορτισμένος με μαγική επήρεια, ήταν μήνας χαράς και λατρείας της βλάστησης με δοξασίες και έθιμα που οι Σμυρνιοί τηρούσαν ευλαβικά. Από την παραμονή της Πρωτομαγιάς, οι κάτοικοι ήταν στο πόδι. Άλλοι στα περιβόλια, άλλοι στα σπίτια τους παρέες παρέες, ενώ γεμάτα ήταν και τα καφενεία και οι ταβέρνες της Προκυμαίας. Την Πρωτομαγιά κάθε σπίτι έπρεπε απαραίτητα να κρεμάσει το «Μάη» Για το «Μάη» χρησιμοποιούσαν ένα συνδυασμό πολλών διαφορετικών λουλουδιών γιατί το κάθε λουλούδι είχε ξεχωριστή σημασία. Κάθε λουλούδι ήταν και μια ευχή, για να έρθουν τα καλά του Μάη στο σπίτι αλλά και στην προσωπική ζωή των ανθρώπων. Το αγιόκλημα ήταν για την ευτυχία του σπιτιού, οι μαργαρίτες και οι παπαρούνες συμβόλιζαν τα αγαθά, ενώ η λυγαριά ήταν για την αγάπη των κοριτσιών. Όποιος λυγαριά δεν πιάσει την αγάπη του θα χάσει. Το στεφάνι πολλές φορές είχε και ρίζες φυτών, για να διώχνουν τη γλωσσοφαγιά καθώς και σκόρδο για να μην τους πιάνει μάτι. Τα περιβόλια της Σμύρνης καταπράσινα εκείνη την εποχή προσέφεραν «απλόχερα» την πρώτη ύλη για την κατασκευή των στεφανιών. Τα κουκιά, τα αμπελοφάσουλα, οι διάφοροι βλαστοί, το αφράτο και ζυμωμένο με προζύμι ψωμί, τα παξιμάδια αλλά και οι μεζέδες για το βραδινό γλέντι ήταν το μέλημα της νοικοκυράς από την προηγούμενη μέρα. Την Πρωτομαγιά η Σμύρνη και τα γύρω προάστια έμοιαζαν σαν ένα τεράστιο μπουκέτο. Το λιμάνι είχε μια σπάνια λάμψη, τα πουλιά χαίρονταν τον ερωτικό τους θρίαμβο, οι Σμυρνιοί τη ζωή και την οριστική νίκη της φύσης στον αγώνα της για νέα καρποφορία…

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Πριν τη καταστροφή της Σμύρνης. Η πλούσια πληθυσμιακή σύνθεση αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της Σμύρνης του 19ου αιώνα, της ομορφότερης, κατά το Φιλόστρατο, από όλες της πόλης που φωτίζει ο ήλιος. Κατά τις αρχές του αιώνα, αριθμούσε, εκτός από τον τουρκικό πληθυσμό, γύρω στις 120.000 ανθρώπους εκ των οποίων οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο. Άγγλοι, Αρμένιοι, Αυστριακοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Εβραίοι, Ελβετοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Πέρσες και Σουηδοί αποτελούσαν τις σημαντικότερες εθνότητες που συμπλήρωναν το πληθυσμιακό μωσαϊκό της πόλης. Λογικά λοιπόν η ελληνική αποτελούσε τη καθιερωμένη γλώσσα συνεννοήσεως, μετά τα ελληνικά, ακολουθούσαν τα τούρκικα και τα ιταλικά, σε τρίτη γραμμή τα αρμένικα και τα σπανιόλικα - η διάλεκτος των Εβραίων - και τελευταία τα αγγλικά και τα γαλλικά. Το ευάριθμο του πληθυσμού και η πολύμορφη σύνθεσή του ήταν συνάρτηση της σπουδαιότητας της Σμύρνης ως λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Η Λίζα Μιχελή αναφέρει χαρακτηριστικά: Η Σμύρνη, δημιούργημα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στον τομέα του εμπορίου, είναι ένα λιμάνι διεθνές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Είναι μια πόλη με πολλά πρόσωπα, με κυρίαρχο όμως το ελληνικό χρώμα – ιδιαίτερα μετά το 1832, όταν η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ισχυροποιεί, ακόμα και συναισθηματικά, το ήδη ακμάζον ελληνικό στοιχείο. Οι ευρωπαίοι, αν και λιγότεροι σε αριθμό μεταξύ των μονίμων κατοίκων της πόλης, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της. Η προσέλευσή

τους

στη

Σμύρνη

αιτιολογείται

από

το

περιεχόμενο

των

διομολογήσεων, διμερών συμφωνιών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που παρείχαν ευρύτατα προνόμια στους Δυτικούς με αντάλλαγμα τη συλλογή φόρων από τους Τούρκους. Με μέριμνα του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούνταν στους ξένους κεντρικές περιοχές στα παράλια της Σμύρνης για τη δημιουργία κατοικιών και αποθηκών. Έτσι δημιουργήθηκαν οι βερχανέδες (σπίτια των Φράγκων), η Ευρωπαϊκή Οδός ή Rue Franque, Φραγκομαχαλάς



συνοικία

των

Φράγκων)

και,

στη

νότια

άκρη

ο του

Φραγκομαχαλά, το Ευρωπαϊκό Τελωνείο. Από τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης οι παλαιότεροι ήταν νησιώτες από τη Χίο, την Τήνο, τη Νάξο και άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις αρχές του 18ου αιώνα πολλοί νησιώτες κηπουροί εργάζονται στη Σμύρνη, για λογαριασμό των Ευρωπαίων κυρίως. Πρόκειται για Ορθόδοξους και

Καθολικούς από τη Χίο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, την Τήνο, την Πάρο. Την ίδια περίοδο έρχονται εδώ και πολλές γυναίκες από τα νησιά, για να δουλέψουν στα σπίτια ως υπηρέτριες, γράφει η Λίζα Μιχελή. Αργότερα ακολούθησαν οι τεχνίτες, κυρίως τσαγκαράδες, χτίστες και μαρμαράδες όπου άρχισαν να δημιουργούν εργαστήρια στην πόλη ενώ πολύ αργότερα δημιουργήθηκαν στο Φραγκομαχαλά μεγάλα μαγαζιά κάθε είδους με φραγκοτηνιακούς ιδιοκτήτες. Από τους πρώτους Έλληνες της Σμύρνης ήταν οι Χιώτες αυτοί, που, παίρνοντας στα ηνία τους το εμπόριο της πόλης κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ανθούσα παροικία στη Σμύρνη καθώς και σημαντικές περιουσίες. Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, ιδιαίτερα μετά την μετατόπιση των δρόμων του ανατολικού εμπορίου από τις νοτιότερες περιοχές προς τη Μικρά Ασία στα μέσα του 18ου αιώνα , ακολούθησε τη νέα εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Η οικονομική άνθηση των εμπόρων αστών οδηγεί στη θέληση για συμμετοχή στις δομές της κοινοτικής εξουσίας (δικαιοσύνη, φορολογία – δημόσιες δαπάνες, εκπροσώπηση της κοινότητας στις οθωμανικές αρχές) όπου μέχρι τότε πρωτοστατούσε η εκκλησία. Η προσπάθεια περιορισμού των αρμοδιοτήτων της με σκοπό τον έλεγχο της κοινότητας είχε προχωρήσει αρκετά ως το 1785 με τη υπογραφή του «Συνυποσχετικού» από τον τότε μητροπολίτη και μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Από το 1785 ως το 1819, γράφει ο Φίλιππος Ηλιού, στη διοίκηση της κοινότητας εναλλάσσονται αδιάκοπα οι αντιπρόσωποι των εμπόρων και οι εκπρόσωποι της μητρόπολης – και οι αλλαγές αυτές δεν πραγματοποιούνται, σε όλες τις περιπτώσεις,

χωρίς

συγκρούσεις.

Παράλληλα

παρουσιάζεται

η

προσπάθεια

συμμετοχής στον «αστικό» σχηματισμό της πόλης από την πλευρά των συντεχνιών λόγω της άνθησης του εμπορίου μέσα στα πλαίσια της πόλης και της δημογραφικής ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα τρία αυτά κοινωνικά στρώματα (εκκλησία – έμποροι – συντεχνίες), σημαδεύουν την ιστορία της Σμύρνης με μια μακρά σειρά από εντάσεις, αντιπαραθέσεις και εξεγέρσεις. Έτσι η Σμύρνη, τόπος συγκέντρωσης αγαθών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, της Περσίας και των νησιών του Αιγαίου μεταλλάχτηκε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σε ένα από τα πιο ζωντανά λιμάνια της Μεσογείου μαζί με τη Μασσαλία και το Λιβόρνο ενώ μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Τρίπολη της Συρίας, μία από τις μεγαλύτερες πύλες εξόδου των αγαθών της Ανατολής. Στην αγορά της μπορούσες να βρεις σχεδόν τα πάντα. Σταφίδα, σουλτανίνα, αμύγδαλα, κερί, λάδι, σαπούνι, μέλι, σύκα, αχλάδια, βερίκοκα, μαστίχα, σφουγγάρια, βαμβάκι, μετάξι, ερυθρόδανο,

βελανίδι, μαλλί, σιτάρι, αλεύρι, κουκιά, αλάτι, καπνό, σκαμμώνιο, κεράσια, κόλλα, κηπευτικά

και λουλούδια, όπιο, κάνναβη, ράκη, κρασί, τυριά, καπνιστά ψάρια,

κρέατα, ζάχαρη, καφέ, ρύζι, μήλα, καρπούζια, πεπόνια, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Jakob Levi Salomon Bartholdy, Γερμανός περιηγητής, γράφει για τη Σμύρνη: Απαλή σιλουέτα, γαλάζια θάλασσα, καθαρός ουρανός, χαϊδευτικό αεράκι. Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία. Τα σύκα, τα σταφύλια και οι σταφίδες της Σμύρνης είναι φημισμένες και στη Γερμανία όπου εξάγονται κατά μεγάλες ποσότητες. Περίφημα επίσης είναι τα ρόδια και τα κεράσια του Νυμφαίου, ενώ τα πεπόνια του Κασαμπά θεωρούνται τα καλύτερα της Μικρασίας, και τα πορτοκάλια της δεν πάνε πίσω από κείνα της Χίου…Εδώ στη Σμύρνη η φύση σπαταλά την πολυτέλειά της. Οι Εκκλησίες Πριν Η Σμύρνη, (ο Κάτω Μαχαλάς), πριν της καταστροφής της το 1922, είχε 16 ορθόδοξους ναούς με σημαντικότερο το μεγάλο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής με το μεγαλοπρεπές και εξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, που κτίσθηκε τον 17ο αιώνα, καταστράφηκε από σεισμό το 1688, ανοικοδομήθηκε το 1690 και επανοικοδομήθηκε το 1692 μετά από πυρκαγιά που σημειώθηκε. Αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν σμυρναίικο ναό, όπου τελούνταν στη μικρή περίοδο της απελευθέρωσης όλες οι επίσημες λειτουργίες και εθνικές τελετές. Τόσο ο ναός όσο και το κωδωνοστάσιο ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή. Οι άλλοι ναοί ήταν του Αγ. Γεωργίου, κοντά στη μητρόπολη, της Κοίμησης της Θεοτόκου, στη συνοικία Φασουλά, ο ναός του ορφανοτροφείου Σμύρνης, που εκκλησιαζόταν η αριστοκρατία, ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, στα Σχοινάδικα, οι ναοί Αγ. Αικατερίνης, Αγ. Τρύφωνα, Αγ. Δημητρίου, Αγ. Χαραλάμπους και Ευαγγελιστρίας, (στην ελληνική συνοικία), ο ναός του Αγ. Νικολάου στην αρμενοσυνοικία, του Αγ. Βουκόλου, στο σταθμό Κασαμπά, του Αγ. Κωνσταντίνου, του Αγ. Ιωάννη θεολόγου και της Μεταμόρφωσης στη συνοικία Μορτάκια, του Τιμίου Προδρόμου στη Λυγαριά, και των Ταξιαρχών στο περίβολο του νεκροταφείου. Απ’ όλους τους παραπάνω ναούς οι μόνοι που υφίστανται σήμερα είναι ο Άγιος Βουκόλος (Αϊ Βούκλας) πλήρως ανακαινισμένος αλλά χωρίς τον τρούλο του και ο Τίμιος Πρόδρομος της Λυγαριάς, χωρίς στέγη. Άλλοι κάηκαν, άλλοι γκρεμίστηκαν και στη θέση τους ανοίχθηκαν λεωφόροι και δημιουργήθηκαν πάρκα. Κάποιοι άλλοι που διασώθηκαν μετατράπηκαν σε τεμένη, σχολεία και αρχικά αποθήκες.

Τα Εκπαιδευτήρια Πριν Από τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα σημαντικότερη ήταν η "Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης" (αρρένων), που ιδρύθηκε το 1717 με πλήρες γυμνάσιο με διάφορα παραρτήματα,

όπως

οι

δημοτικές

σχολές

του

Τιμίου

Προδρόμου

και

το

Κιουπετσόγλειο. Η σχολή αυτή περιελάμβανε επίσης βιβλιοθήκη με 35.000 τόμους και 180 ιστορικά χειρόγραφα, μικρό μουσείο με αρχαία εκθέματα και μεγάλη νομισματική συλλογή. Αντίστοιχη σχολή θηλέων ήταν το "Κεντρικόν Παρθεναγωγείον", που είχε εγκατασταθεί αρχικά (1837) στον περίβολο της Μητρόπολης και από το 1883 σε μελαλοπρεπές οικοδόμημα που είχε δωρήσει ο Δ. Κιουπετζόγλου. Και τα δύο αυτά μαρμάρινα οικοδομήματα σώζονται μέχρι σήμερα και στεγάζουν τουρκικά γυμνάσια. Τα Νοσοκομεία Πριν Σημαντικότερα από τα ευαγή ιδρύματα ήταν το "Γραικικό Νοσοκομείο" ή "Νοσοκομείο του Αγ. Χαραλάμπους", που είχε ιδρυθεί από τον Π. Σεβαστόπουλο, (που περιλάμβανε 2 τμήματα χειρουργικής, 2 παθολογίας, 1 οφθαλμιατρικής, 1 μαιευτικής, 1 ψυχιατρικής, και γηροκομείο), το "Βρεφοκομείον Σμύρνης" που είχε ιδρυθεί το 1902, και το "Ορφανοτροφείον Σμύρνης" που λειτουργούσε από το 1870. Ανάλογα τέτοια νοσοκομεία είχαν ιδρύσει και οι Καθολικοί και οι Αρμένιοι, που όμως όλα καταστράφηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά. Η Πνευματική κίνηση Πριν Η πνευματική κίνηση των Ελλήνων στη Σμύρνη άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρώτος που φέρεται να ίδρυσε κοινωνικό πνευματικό κέντρο ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, που ίδρυσε την "Ιωνική Λέσχη" που διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Ακολούθησαν και άλλα, όπως το "Μουσείο" το 1838, το "Φιλολογικό Μουσείο" το 1854, ο "Σύλλογος προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων" και ο σύλλογος "Όμηρος", που εξέδιδε και ομώνυμο περιοδικό. Οι Εφημερίδες και τα Περιοδικά Πριν Ιδιαίτερη επίσης ανάπτυξη είχε σημειώσει και η ελληνική δημοσιογραφία με την αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα την "Αμάλθεια", που εκδιδόταν από το 1838 μέχρι το 1922 με τελευταίους διευθυντές έκδοσης τους Σ. Σολομωνίδη και Θ. Υπερείδη. Άλλες ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης ήταν η "Αρμονία" του Μ. Σεϊζάνη, η "Ιωνία", η

"Νέα Ιωνία", η "Πρόοδος", καθώς και διάφορα περιοδικά, όπως το φιλολογικό ο "Κόσμος" και το σατυρικό ο "Κόπανος" του Γ. Αναστασιάδη. Σημειώνεται ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1840, όπως μαρτυρείται από τον Χρήστο Σολομωνίδη, στη Σμύρνη λειτουργούσαν 10 τυπογραφεία, όπου στα 5 εξ αυτών τυπώνονταν οι εβδομαδιαίες ελληνικές εφημερίδες "Αμάλθεια", "Ιωνικός Παρατηρητής", "Άργος" και η "Ιωνική Μέλισσα" καθώς και το περιοδικό "Αποθήκη των Ωφελίμων Γνώσεων". Στη δε στατιστική που είχε προβεί ο Κάρολος ντε Σερζέ (Charles de Scherzer) το 1870 στη Σμύρνη λειτουργούσαν 17 τυπογραφεία, εκ των οποίων 10 ήταν ελληνικά, 3 αρμενικά, 2 γαλλικά, 1 τουρκικό και 1 εβραϊκό. Συνολικά κυκλοφορούσαν 134 εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρησιακά έντυπα. Καταστροφή Της Σμύρνης Με τον όρο καταστροφή της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, καθώς και της πυρπόλησης της πόλης, που συνέβησαν το Σεπτέμβρη του 1922. Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από την Μικρά Ασία και την είσοδο των ατάκτων του Κεμάλ Ατατούρκ στην πόλη. Η φωτιά που εκδηλώθηκε κατέκαψε όλη την πόλη εκτός από την μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 Προηγήθηκε της πυρπόλησης η κατάρρευση του μετώπου. Με την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη Μικρασιατική ακτή που κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφτανε τις 250.000. Επίσης στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας. Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες (υπολογίστηκε ότι έφταναν με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα) στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για την μετέπειτα εξέλιξη. Έναντι της έντρομης εκείνης κατάστασης που εξελισσόταν, χαρακτηριστική

υπήρξε η απάντηση του

Έλληνα Υπάτου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη στον πρώην Νομάρχη Λέσβου και Διοικητή Χίου Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει

άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει, φέρεται να του δήλωσε: "Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ’ ανατρέψουν τα πάντα" Μετά Την Καταστροφή Της Σμύρνης Συνθήκη Λωζάνης 1923 Καλοκαίρι 1923: Υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και παράλληλη διευθέτηση των πληθυσμών. Ανταλλαγή υποχρεωτική όλων των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (1.650.000 άτομα!) με τους Τουρκόφωνους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας (670.000 άτομα! (ανισορροπία κατά 55% εις βάρος της Ελλάδας). Εξαίρεση η Ελληνική Μειονότητα της Κων/πολης (125.000 κάτοικοι / μόνιμοι κάτοικοι Κων/πολης, Πριγκηπονήσων και περιχώρων προ του 1919) καθώς και οι κάτοικοι της Ίμβρου και Τενέδου (6.000 κάτοικοι). Στον αντίποδα στην Ελληνική πια (Δυτική) Θράκη οι 110.000 Μουσουλμάνοι που χαρακτηρίστηκαν επίσημα σαν ''Μουσουλμανική'' μειονότητα. Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν

με

ευνοϊκούς

όρους

για

τους

Έλληνες.

Ο Οικουμενικός

Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για της παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας

και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου. Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή . Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της

Δυτικής

Θράκης

να

παραμείνουν.

Στα

Βαλκάνια

χρησιμοποιείται

ο

όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα. Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας . Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

ΒΙΒΛΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ (Ξενάγηση στη σημερινή πόλη) Η Σμύρνη είναι απαραίτητος προορισμός για κάθε Έλληνα που ταξιδεύει στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου. Τα γυάλινα κτήρια γραφείων, τα εμπορικά κέντρα και οι μεγάλες λεωφόροι με τα πολυτελή καταστήματα μαρτυρούν τον αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, χωρίς όμως να λείπουν και οι συνηθισμένες αντιφάσεις της σύγχρονης Τουρκίας. Η Σμύρνη παραμένει γοητευτική και ελκυστική, παρά την πολύπαθη ιστορία της. Αξίζει να μείνει κανείς στην πόλη για να αποκτήσει εμπειρίες της πιο λαμπρής από τις «αλησμόνητες» πατρίδες, αλλά και την αίσθηση μιας σύγχρονης τουρκικής μεγαλούπολης. Την πόλη διασχίζουν μεγάλες λεωφόροι, αλλά και καταπράσινοι πεζόδρομοι. Λεωφορεία, φέριμποτ και το μετρό διευκολύνουν τις μετακινήσεις, ενώ υπάρχουν και τα τουριστικά ιππήλατα αμαξάκια. Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης Στεγάζεται σε ένα μοντέρνο κτήριο στην πλαγιά του λόφου, πάνω από την πλατεία του Κονάκ και είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ενδιαφέροντα μουσεία της Τουρκίας. Στεγάζει ανασκαφικά ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη είναι και η συλλογή των Χετταίων. Εντυπωσιακή είναι ακόμη και η ορειχάλκινη προτομή βασίλισσας του 4ου αιώνα π.Χ., η οποία βρέθηκε στη θαλάσσια περιοχή της Αλικαρνασσού. Θα τη θαυμάσετε στη λεγόμενη Αίθουσα του Θησαυρού, όπου φυλάσσονται όλα τα αρχαία χρυσά αντικείμενα. Στο υπόγειο βρίσκεται η περίφημη Ζωφόρος του Belevi, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιζωγραφισμένες κεραμικές κλαζομενιακές σαρκοφάγοι (τηλ. 0090 0232 445 7390). Αγορά Ιερό της Αθηνάς Ρολόι του Κονάκ Ανάμεσα σε λεωφόρους μεγάλης κυκλοφορίας ανοίγεται η ωραιότερη πλατεία της Σμύρνης, η πλατεία Κονάκ (πλατεία του Ρολογιού), που από παλιά ήταν σημαντικό κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης. Στο κέντρο της βρίσκεται, από το 1901, το Saat Kulesi, ή ο Πύργος του Ρολογιού, που αποτελεί το σύμβολο της Σμύρνης. Έχει ύψος 25

μ. και είναι δώρο του κάιζερ Γουλιέλμου Β΄. Είναι ένα από τα 58 ρολόγια που χτίστηκαν εκείνη την περίοδο στην Τουρκία, με στόχο να προτρέψουν τους κατοίκους να υιοθετήσουν το δυτικό τρόπο μέτρησης του χρόνου. Παζάρι Το Παζάρι Κεμέρ αλτί, το βασικό παζάρι της Σμύρνης, ανοίγει κάθε πρωί (εκτός Κυριακής) στις 8.30, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη ώρα κλεισίματος. Πρόκειται για μια ολόκληρη συνοικία με στενά δρομάκια, που σκιάζονται από καφασωτά και κληματαριές. Ωστόσο, δεν διαθέτει τη γραφικότητα άλλων παζαριών της Τουρκίας, αφού το παλαιό παζάρι καταστράφηκε το 1922. Τα μαγαζιά είναι καινούργια, οργανωμένα σε ομάδες ομοειδών προϊόντων, όπως συνηθίζεται παντού στην Ανατολή. Κατά τόπους, υπάρχουν μικρά ανοίγματα σαν μικρές πλατείες, με κρήνη στη μέση. Στο παζάρι βρίσκονται και μερικά παλιά τζαμιά (17ος αι.). Χάνι Κιζλάραγασι Πρόκειται για ένα από τα τρία καραβανσεράγια του παζαριού, που έχει ανακαινιστεί σχετικά πρόσφατα. Είναι ένα τετράγωνο διώροφο κτήριο με μεγάλη αυλή στο κέντρο. Είναι κατασκευασμένο από πέτρα και τούβλο και διακοσμημένο με μάρμαρα. Εσωτερικά έχει πολύ όμορφους τοξωτούς διαδρόμους, στους οποίους βρίσκονται κυρίως πολυτελή καταστήματα που πωλούν αντίκες, χαλιά, κοσμήματα και δερμάτινα είδη. Ναός Αγίου Πολυκάρπου Ο πολιούχος άγιος της Σμύρνης, ο οποίος είναι ο πρώτος επίσκοπος Σμύρνης και από τους πρώτους μάρτυρες του Χριστιανισμού Ο ναός είναι από τους παλαιότερους της πόλης και έδρα σήμερα του καθολικού επισκόπου. Το 1620 δόθηκε από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή άδεια ανέγερσης παρεκκλησίου στο ναό. Καντιφέκαλε Γνωστό και ως Βελούδινο Κάστρο, το παλιό φρούριο της Σμύρνης δεσπόζει στο όρος Πάγος. Χτίστηκε σε θεμέλια της Ελληνιστικής περιόδου και αρχικά αποτελούνταν από 40 πύργους, ενώ πολυάριθμες προσθήκες έγιναν από Ρωμαίους, Γενοβέζους και Οθωμανούς ανά τους αιώνες. Το κάστρο προσφέρει υπέροχη θέα στον όρμο της Σμύρνης.

Ασανσέρ Νότια από το κέντρο, μετά το Κονάκ, βρίσκεται το Ασανσέρ, ένας περίεργος ανελκυστήρας που κατασκευάστηκε το 1907, με χρήματα ενός Εβραίου επιχειρηματία, για να γίνει πιο εύκολη η ανάβαση στην κορυφή του λόφου. Το Ασανσέρ βρίσκεται στην καρδιά της παλιάς εβραϊκής συνοικίας και είναι ένας πύργος από τούβλα, ύψους 50 μ. Στην κορυφή του υπάρχει καφεστιατόριο, από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει τη θέα προς τον Ερμαϊκό Κόλπο. Παραλία Στην παραλιακή οδό, σχεδόν μπροστά από την πλατεία Τζουμχουριέτ, με το μνημείο του έφιππου Κεμάλ, υπάρχουν πολλά μπαρ και καφέ. Εδώ δένουν επίσης καραβάκια που στεγάζουν εστιατόρια. Η βραδινή βόλτα των κατοίκων της πόλης ξεκινάει συνήθως από βορειότερα, με φαγητό στη συνοικία Αλσαντσάκ, και συνεχίζεται στην παραλία ως την Πασαπόρτ Ισκελέσι για ποτό. Η παραλία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τη θρυλική προκυμαία του 1900. Από τη φωτιά δεν σώθηκε σχεδόν τίποτε, και σήμερα ψηλές πολυκατοικίες συγκροτούν την «πρόσοψη» της πόλης. Εδώ βρίσκεται και το ελληνικό προξενείο, καθώς και το Μουσείο Ατατούρκ. ΔΙΑΜΟΝΗ Στην πόλη της Σμύρνης και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτήν υπάρχουν ξενοδοχεία και καταλύματα όλων των ειδών και των κατηγοριών. Στην Τουρκία λειτουργεί το σύστημα αξιολόγησης με αστέρια, και έτσι μπορείτε να κάνετε τις επιλογές σας με σχετική ασφάλεια. Άνετη, αξιοπρεπή διαμονή γενικά εξασφαλίζουν τα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων, αν και παρατηρούνται μεγάλες ποιοτικές διακυμάνσεις, που άλλοτε απογοητεύουν και άλλοτε ενθουσιάζουν τον ταξιδιώτη. Σε κάθε περίπτωση, ζητήστε να δείτε το δωμάτιο πριν το κλείσετε. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, τα ξενοδοχεία εκείνα που στην Τουρκία αναφέρονται ως boutique hotels. Πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στο σύστημα αξιολόγησης του Υπουργείου Τουρισμού, και τις περισσότερες φορές λειτουργούν σε παραδοσιακά κτήρια, προσφέροντας συνήθως εξαιρετικής ποιότητας υπηρεσίες σε καλαίσθητο περιβάλλον Κατά την περίοδο αιχμής, καλό είναι να κάνετε κράτηση μερικές μέρες πριν. Όλα τα μεγάλα ξενοδοχεία διαθέτουν ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, ενώ τα περισσότερα είναι καταχωρισμένα σε ειδικούς διαδικτυακούς τόπους, όπου μπορείτε να κάνετε κράτηση

online. Οι τιμές είναι, ακόμα και κατά την περίοδο αιχμής, συγκρινόμενες με την αντίστοιχη ποιότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Στις κατώτερες κατηγορίες οι τιμές είναι εντυπωσιακά χαμηλές. Στα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων οι πιστωτικές κάρτες γίνονται δεκτές. ΦΑΓΗΤΟ Τα εστιατόρια στην περιοχή της Σμύρνης κυμαίνονται από τις απλές λοκάντα και τα κεμπάπ, που θα τα βρείτε σχεδόν σε κάθε δρόμο, μέχρι τα γκουρμέ των μεγάλων ξενοδοχείων πολυτελείας. Επίσης στην πόλη θα βρείτε και εστιατόρια με καλά θαλασσινά και ψάρια, αλλά και διεθνή κουζίνα. Ακόμη στους κεντρικούς δρόμους θα βρείτε φαστ φουντ, καφενεία και εστιατόρια με φτηνό φαγητό, όπου συνήθως τρώνε οι ντόπιοι. Η Σμύρνη, όμως, όπως ολόκληρη η Τουρκία, φημίζεται για τα ζαχαροπλαστεία της, που αξίζει να επισκεφθείτε για να δοκιμάσετε κάποιο από τα διάσημα γλυκά. ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ Η Σμύρνη απολάμβανε για χρόνια τη φήμη της κοσμοπολίτικης πολιτισμικής πρωτεύουσας της Μικράς Ασίας. Σήμερα, το Πολιτιστικό Κέντρο Σμύρνης φιλοξενεί παραστάσεις όπερας και μπαλέτου, καθώς και συναυλίες. Η πόλη είναι επίσης έδρα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας Αιγαίου, αλλά και μιας δραστήριας θεατρικής κοινότητας. Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο γίνεται το Διεθνές Φεστιβάλ Σμύρνης, όπου συμμετέχουν Τούρκοι και ξένοι καλλιτέχνες σε διάφορα καλλιτεχνικά γεγονότα. Αν επιθυμείτε κάτι πιο χαλαρό, η ζωντανή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα μπαρ και τα καφέ στο Κορντόν, στην παραλία και στο Καρσιγιακά (Κορδελιό) θα σας ικανοποιήσει πλήρως.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΣΧΕΔΙΟ Αφίσα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Μανές της αυγής (παίζει 1.30΄) Παρουσιαστής = Εισαγωγή

Video:The destruction of Smyrna

διαβάζουμε: Σμύρνη, διαχρονικό κύτταρο του

(2.48΄)

ελληνισμού (Χριστίνα)

Παρουσιαστής «Θεατρικό» (Ειρήνη – Χρήστος) Power point

«Χρονικό» (Νίκη)

Power point

Γνωριμία με την περιοχή και την πόλη (χάρτες / συνοικίες + πολιτισμός / καθημερινότητα + μαρτυρία Μπρούσαλη)

Παρουσιαστής Power point

Μαρτυρία κ. Κυριάκου

Παρουσιαστής = Επίλογος (-2 βιβλία / - αναφορά στο CD)

Ευχαριστίες

ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ Πριν από το θεατρικό: Σε ένα υποθετικό ρίξιμο χαρτιών ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης -μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κατά την κρίσιμη περίοδο 1920-22- ζητάει από μια χαρτορίχτρα να μάθει τα μελλούμενα. Ένας φορέας εξουσίας, απόμακρος όπως πάντα, κι ένας απλός άνθρωπος, τραγικά πρόσωπα και οι δύο στο έλεος των καιρών. Μαρτυρία του κυρίου Κυριάκου Θα παρακολουθήσουμε την μαρτυρία του κυρίου Κυριάκου, ενός απλού μικρασιάτη, που δείχνει την μοίρα του ελληνισμού που καθορίστηκε εκείνες τις ταραγμένες δεκαετίες, αλλά και τον αγώνα του πρόσφυγα -ανεξάρτητα από καταγωγή και θρήσκευμα- να επιβιώσει και να στεριώσει σε μια νέα πατρίδα. Ακολουθούν οι ερωτήσεις: 1. ποια χρονιά ήλθατε; 2. όταν ήλθατε εδώ, ποιες ήταν οι σχέσεις σας με τους ντόπιους; 3. ποιες οι σχέσεις σας με τους Τούρκους εκεί; 4. θα θέλατε να γυρίσετε στον τόπο που γεννηθήκατε; 5. τι δουλειές κάνατε εδώ; 6. η άποψή σας για τα γεγονότα. 7. ο παππούς μας λέει ένα τραγούδι. Επίλογος Ο Αύγουστος του 1922, η καταστροφή της μεγάλης πολιτείας, το τέλος του Μεγαλοϊδεατισμού, δημιουργούν ένα βαθύ τραύμα με διάρκεια στη συλλογική μας μνήμη. Η Σμύρνη όμως χρειάζεται να υπάρχει όχι μόνο στη μνήμη, αλλά και στη συνείδησή μας, όπως λέμε στην αφίσα μας, γιατί μπορεί να γεννήσει πολλές γόνιμες σκέψεις και χρήσιμους για το σήμερα προβληματισμούς. Αντί για άλλα σχόλια θα θέλαμε να συστήσουμε δύο βιβλία: Το βιβλίο του Μάϊκλ Λιουέλιν Σμίθ : «Το όραμα της Ιωνίας». Είναι πολύ καλογραμμένο, χρησιμοποιεί πρόσφατη και εξαντλητική τεκμηρίωση και μιλά για την εμπλοκή της Ελλάδας στην Μικρά Ασία από το 1919 έως το 1922. Το δεύτερο είναι «Ο Χαμένος Παράδεισος», του Τζάϊλς Μίλτον και μιλά κυρίως για την Σμύρνη. Έχει πολύ καλή αφήγηση, βασίζεται σε ανέκδοτο μεχρι σήμερα υλικό και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Σας ευχαριστούμε.

Παίρνουμε μια γεύση από τον ζωντανό και γνήσια κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Σμύρνης από συνέντευξη του Πέτρου Μπρούσαλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σμύρνη, και από άλλες μαρτυρίες: «Λοιπόν, σε ποια γλώσσα θα θέλατε να συνομιλήσουμε;» ρωτάει ο Πέτρος Μπρούσαλης, ενενήντα τριών ετών, όταν τον επισκέπτομαι στο σπίτι του στην Αθήνα. «Ελληνικά, γαλλικά ή αγγλικά;». Η προφορά του είναι η προφορά της αγγλίδας γκουβερνάντας του, τα αισθήματά του αυτά ενός ανθρώπου που δε συνήλθε ποτέ από την απώλεια της παιδικής του ηλικίας. «Ξεχάστε την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό» λέει. «Η Σμύρνη πριν από την καταστροφή ήταν το πιο κοσμοπολίτικο μέρος του κόσμου». Η πόλη όπου γεννήθηκε ο Πέτρος ήταν ένας τόπος όπου καμήλες φορτωμένες με σύκα περνούσαν δίπλα από το τελευταίο μοντέλο της αυτοκινητοβιομηχανίας Νιούτον Μπέννετ, όπου η παράξενη καινούρια μόδα του κινηματογράφου είχε γίνει δεκτή ήδη από το 1908. Στη Σμύρνη έδρευαν δεκαεπτά εταιρείες που εμπορεύονταν αποκλειστικά είδη πολυτελείας, τα οποία εισάγονταν απευθείας από το Παρίσι. Και όταν κάποιος ήθελε να διαβάσει μια καθημερινή εφημερίδα, μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα σε έντεκα ελληνικές, επτά τουρκικές, επτά αρμενικές, τέσσερις γαλλικές και πέντε εβραϊκές, για να μην αναφέρουμε όσες εισάγονταν από σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η οικογένεια Μπρούσαλη ήταν έμποροι που είχαν τα γραφεία τους στην καρδιά της Σμύρνης. Αργά το απόγευμα, όταν ο ιμπάτ (μπάτης) ή δυτικός άνεμος φυσούσε από τη θάλασσα, οι γονείς του Πέτρου φορούσαν τα καλά τους ρούχα και έβγαιναν για την απογευματινή περαντζάδα κατά μήκος της προκυμαίας του Αιγαίου (το περίφημο “Και”). Οι επιβλητικές τράπεζες και οι λέσχες της προκυμαίας ήταν σύμβολα της ακμής της Σμύρνης. Το Σπόρτινγκ Κλαμπ, το Γκραντ Οτέλ Κράϊμερ Παλάς και το Θέατρο της Σμύρνης ήταν μεγαλόπρεπα κτίρια, που ο λευκός όγκος τους αστραποβολούσε κάτω από το φως του ήλιου και τα καθιστούσε ορατά από απόσταση χιλιομέτρων. Ανάμεσα στο μεγαλείο υπήρχε έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Γυρολόγοι και μικροπωλητές πουλούσαν την πραμάτεια τους πάνω στην προκυμαία, που είχε μήκος κοντά ενάμισι χιλιόμετρο. Νερουλάδες κουβαλούσαν τα κουδουνιστά μπρούντζινα δοχεία τους, ενώ χότζες -ιεροδιδάσκαλοι του Ισλάμ- μουρμούριζαν προσευχές, ελπίζοντας να κερδίσουν κάνα δυο δεκάρες. Και φτωχοί δικολάβοι, συνήθως Ιταλοί, παρέδιδαν μαθήματα ξένων γλωσσών σε τιμή ευκαιρίας.

«Έβλεπες όλες τις φυλές...» θυμάται. «Ελβετούς ξενοδόχους, Γερμανούς εμπόρους, Αυστριακούς ράφτες, Άγγλους μυλωνάδες. Ολλανδούς εμπόρους σύκων, Ιταλούς χρηματιστές,

Ούγγρους

γραφειοκράτες,

Αρμένιους

πράκτορες

και

Έλληνες

τραπεζίτες». Στην πόλη όμως κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Ο πληθυσμός των Ελλήνων άγγιζε τις τριακόσιες είκοσι χιλιάδες ψυχές και είχαν το μονοπώλιο των ξερών σύκων, της σουλτανίνας και των βερίκοκων - προϊόντα για τα οποία η Σμύρνη ήταν ξακουστή. Επιπλέον, ήταν ιδιοκτήτες πολλών από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της πόλης, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν τα δύο μεγαλύτερα πολυκαταστήματα, του Ξενόπουλου και το Ορισντιμπάκ, που εμπορεύονταν αγαθά εισαγόμενα απ’ όλον τον κόσμο. Η προκυμαία ήταν γεμάτη εύθυμα μπαρ, ζυθοπωλεία και σκιερά υπαίθρια καφενεία, που οι μυρωδιές των εδεσμάτων τους γαργαλούσαν τον ουρανίσκο. Η μυρωδιά της ψημένης κανέλας κυριαρχούσε σε ένα αρμένικο ζαχαροπλαστείο, καπνός με άρωμα μήλου αναδινόταν από τους ναργιλέδες στα τουρκικά καφενεία. Καφές και ελιές, τριμμένη μέντα και αρμανιάκ - κάθε μυρωδιά ήταν ξεχωριστή και όλες μαζί μαρτυρούσαν την παρουσία δεκάδων γαστριμαργικών παραδόσεων. Στα εστιατόρια του λιμανιού της Σμύρνης έβρισκες τα πάντα: γλυκά του Καυκάσου, boeuf a la mode, ελληνικές πίτες και πουτίγκες του Γιορκσάιρ. Ορχήστρες στις υπαίθριες σκηνές έπαιζαν ανάλαφρες ιταλικές οπερέτες, ενώ στα πιο «μοντέρνα» κέντρα διασκέδασης το σκανταλιάρικο πιάνο του ράγκτάιμ(=πρώιμη τζαζ) σκόρπιζε ένα πνεύμα ανεμελιάς. Ο αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον -συνομήλικος των γονιών του Πέτρου- θυμόταν ότι κάθε καφενείο «είχε τα δικά του πολιτάκια, δηλαδή ορχήστρες με κιθάρα, μαντολίνο και τσίτερ. Οι οργανοπαίκτες πρόσθεταν μεγάλο μπρίο στο ρεπερτόριό τους με την εκτέλεση τοπικών τραγουδιών και αυτοσχεδιασμών... Το κέφι των Σμυρνιών ήταν ασυγκράτητο». Ο αμερικανός Πρόξενος Χόρτον είχε ζήσει σε πολλά μέρη του κόσμου, αλλά κανένα δεν κέντρισε τη φαντασία του όπως η Σμύρνη. Διέθετε το εξαιρετικό κλίμα της Νότιας Καλιφόρνιας, την αρχιτεκτονική της Κυανής Ακτής και ομορφιές που δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. «Σε καμία πόλη στον κόσμο η Ανατολή και η Δύση δε συνυπάρχουν με τόσο θεαματικό τρόπο όπως στη Σμύρνη, διατηρώντας ταυτόχρονα τις, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, χαρακτηριστικές τους ιδιότητες» γράφει.

1922

Μοιραίο έτος στη σύγχρονη ιστορία του ελληνισμού: ελληνισμού: οράματα γενεών, γενεών, που μόλις δύο χρόνια πριν έμοιαζαν να εκπληρώνονται, εκπληρώνονται, γκρεμίζονταν τώρα με κρότο. κρότο. Η Μικρασιατική καταστροφή σάρωσε σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά της. της. Τραγικό σύμβολό της, της, η πόλη της Σμύρνης. Σμύρνης.

Χρονικό 1893: Πτώχευση του Ελληνικού κράτους. κράτους.  1897: Ελληνοτουρκικός Πόλεμος. Πόλεμος.  Αποτέλεσμα: Αποτέλεσμα: Η Ελλάδα ηττήθηκε μέσα σε 30 ημέρες και παρ’ παρ’ ολίγον να χάσει τη Θεσσαλία, Θεσσαλία, η οποία μόλις το 1881 είχε προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος. κράτος.  1898: Το Σεπτέμβριο, Σεπτέμβριο, σφαγές Ελλήνων και Άγγλων από τους Τούρκους στο Ηράκλειο Κρήτης (Οθωμανική επικράτεια). επικράτεια). 

 

Μακεδονικός Αγώνας (1904(1904-1908) Κατά το διάστημα αυτό, αυτό, ο Μακεδονικός Αγώνας μπήκε σε νέα φάση, φάση, με ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών ομάδων, ομάδων, χωρίς όμως την επίσημη συμμετοχή του Ελληνικού κράτους, κράτους, λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε. αντιμετώπιζε.

1908: Το κίνημα των Νεότουρκων 

Το σύνθημα των Νεότουρκων για συναδελφοσύνη των εθνοτήτων, εθνοτήτων, σεβασμό των θρησκευτικών τους δοξασιών, δοξασιών, για ισονομία και ισοπολιτεία, ισοπολιτεία, βρήκε μεγάλη απήχηση σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτοκρατορίας.



Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό πως οι εξαγγελίες των Νεότουρκων για αδελφοσύνη, αδελφοσύνη, ισονομία και ισοπολιτεία των εθνοτήτων ήταν “προπέτασμα καπνού” καπνού” αφού κύριος στόχος τους ήταν ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των μειονοτήτων που είχαν διατηρήσει την εθνική τους συνείδηση, συνείδηση, τη γλώσσα τους και το θρήσκευμά τους. τους.



Η Γερμανία έχει διεισδύσει στη Μικρά Ασία και παίζει ενεργό ρόλο στις εθνοκαθάρσεις (Αρμένιοι, Αρμένιοι, Πόντιοι κτλ.) κτλ.) που κάνουν οι Νεότουρκοι. . Νεότουρκοι

1912-1913 

Με την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας, Ελλάδας, η μέχρι τότε μικρή χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε εξελιχθεί σε υπολογίσιμο παράγοντα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, Ευρώπη, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα δύο τελευταία χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολέμου.

Επαλήθευση και επιχειρήματα 



Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ως προς την τελική έκβαση του πολέμου επαληθεύτηκε και ο αγώνας του εναντίον της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου δικαιώθηκε απόλυτα. απόλυτα. Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα, Ελλάδα, στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ – Μεγάλης Βρετανίας, Βρετανίας, Γαλλίας, Γαλλίας, Ιταλίας – και των Η.Π.Α. Ένα από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, Βενιζέλου, για την ενσωμάτωση στην ελληνική επικράτεια της περιοχής αυτής της Μικράς Ασίας , ήταν οι εκτοπισμοί από το 1911, και από το 1914 η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων, Νεότουρκων, που ονειρεύονταν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Τουρκίας.

Στήθηκε το σκηνικό για την Μικρασιατική τραγωδία 

Σε υπόμνημά του στο Συμβούλιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσδιόρισε τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Μικρά Ασία, Ασία, τις οποίες στήριξε σε δύο κύριους λόγους: λόγους:

◊ Στο γεγονός ότι από το πρόγραμμα βίαιου εκτοπισμού που είχαν

αρχίσει οι Νεότουρκοι το 1911 με την ενθάρρυνση και ενεργή βοήθεια της Γερμανίας, Γερμανίας, αλλά και στο ότι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914(1914-1918) γύρω στους 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας, Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν εξοντωθεί με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, εκτοπισμούς, ενώ κοντά στο μισό εκατομμύριο διώχθηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ελλάδα.

◊ Στο γεγονός ότι η Ιωνία (τμήμα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, Ασίας, με κέντρο τη Σμύρνη), Σμύρνη), διατηρούσε αναλλοίωτο τον ελληνικό της χαρακτήρα από τα πανάρχαια χρόνια, χρόνια, και ως εκ τούτου επιβαλλόταν η ενσωμάτωσή της με την Ελλάδα. Ελλάδα.

Νοέμβριος1920-Αύγουστος 1922 





Τον Νοέμβριο του 1920 ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές. εκλογές. Οι αντίπαλοί του αθετούν την προεκλογική τους υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου. πολέμου. Συνεχίζουν μια εκστρατεία σαν ανεπιθύμητη αγγαρεία, αγγαρεία, που νομοτελειακά οδηγεί στην καταστροφή. καταστροφή.

Η καταστροφή. 

Στα τέλη Αυγούστου του 1922 ο Κεμάλ εξαπέλυσε την αναμενόμενη αντεπίθεση και τα Ελληνικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν είτε σε ομαδική παράδοση και αιχμαλωσία, αιχμαλωσία, είτε σε άτακτη υποχώρηση προς τη θάλασσα και τη σωτηρία. σωτηρία. Ο Κεμάλ εισήλθε στη Σμύρνη στις αρχές Σεπτεμβρίου και εγκαταστάθηκε ως απελευθερωτής στην πόλη. πόλη. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Ασίας. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) εξαιρέσεων) βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας (όπως είχαν διαταχθεί) διαταχθεί) μπροστά στη σφαγή, σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν. σωθούν.

Το τέλος. 

Πέρα από τον ίδιο τον τραγικό ξεριζωμό, ξεριζωμό, η Μικρασιατική καταστροφή άλλαξε ριζικά και σε πολλά επίπεδα την Ελλάδα. Ελλάδα. Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η Ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας» Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. αυτοσυνειδησίας.



Αμέτρητες χιλιάδες πρόσφυγες βρέθηκαν μέσα σε λίγες ώρες να αναζητούν τα ελάχιστα της επιβίωσης σε έναν νέο τόπο όπου δεν είχαν τίποτε και έπρεπε, έπρεπε, αφού πρώτα κατάφερναν να επιβιώσουν, επιβιώσουν, να ξεκινήσουν από το μηδέν. μηδέν. Η ελληνική κοινωνία έπρεπε να επιτύχει μια τεράστια ενσωμάτωση για την οποία δεν ήταν ούτε κατ’ κατ’ ελάχιστον έτοιμη. έτοιμη. Έτσι, Έτσι, το προσφυγικό ζήτημα εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον μακρά, μακρά, πολύπλοκα, πολύπλοκα, αλλά και γεμάτα πόνο προβλήματα, προβλήματα, το οποίο δέσποσε στη χώρα, χώρα, με τη μία ή την άλλη μορφή, μορφή, περίπου επί τέσσερις δεκαετίες. δεκαετίες. Παρά τα όσα ανείπωτα βίωσαν οι πρόσφυγες τόσο κατά την ώρα του φοβερού ξεριζωμού όσο και στα πολύ δύσκολα χρόνια της ενσωμάτωσης, ενσωμάτωσης, ο πνευματικός και ηθικός πλούτος τους προσέφερε πάρα πολλά στην ελληνική κοινωνία. κοινωνία. Και ασφαλώς, ασφαλώς, ακόμη και όταν η ενσωμάτωση αυτή ολοκληρώθηκε με το πέρασμα των δεκαετιών, δεκαετιών, η μνήμη της χαμένης πατρίδας δεν έσβησε ούτε θα σβήσει ποτέ. ποτέ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ Τζάϊλς Μίλτον, «Χαμένος παράδεισος», Εκδόσεις Μίνωας, Μάιος 2012 Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης : «Σμύρνη : Οι φυσιογνωμίες μιας πόλης», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα : «Σμύρνη», Εκδόσεις Πάπυρος 1993 Αλέκα Καραδήμου – Γερολύμπου : «Αναζητώντας τον χαμένο αιώνα στην χωρική εξέλιξη της Σμύρνης (1822 – 1922 ) Επιστημονικό Συμπόσιο : Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας 30-31 Οκτωβρίου 1998 Ρ. Δ. Αργυροπούλου : «Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης την εποχή του Διαφωτισμού», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Βασίλης Κολώνας : «Έλληνες αρχιτέκτονες στην Οθωμανική αυτοκρατορία (19ος20ος αιώνας)», Ολκός, Αθήνα 2005 σελ.95-98 Φίλιππος Φάλμπος: «Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης. Ιστορική Μελέτη» Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων Αθήνα 1970 Φίλιππος Φάλμπος : «Το αστικό σπίτι στην Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ζ΄, Αθήνα 1957, σελ.161-168 Φίλιππος Φάλμπος: «Ταρσιά και παζάρια στην Σμύρνη», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Ι΄, Αθήνα 1963 ,σελ.355-349 Φίλιππος Φάλμπος: «Μπεζεστένια και Χάνια στην Σμύρνη», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Θ΄, Αθήνα 1961 ,σελ.131-157 Βασίλης Καρδάσης : «Η Σμύρνη μέσα από τα μάτια των περιηγητών», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Γιώργος Γιαννακόπουλος : «Στην Σμύρνη πριν την καταστροφή – σημειώσεις από ένα εικονικό ταξίδι», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Αιμιλία Θεμοπούλου : «Ο εξαστισμός μιας Μικρασιατικής Πόλης», Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Α. Αθηνογένης : «Το Ομήρειον Παρθεναγωγείον της Σμύρνης», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Α΄, Αθήνα 1938, σελ.154 Ι. Συνέλης : «Ελληνικό Ορφανοτροφείο Σμύρνης», Μικρασιατικά χρονικά, τόμος Γ΄, Αθήνα 1940, σελ.167

Χρ. Σολωμονίδης : «Η παιδεία στην Σμύρνη», Αθήνα 1962, σελ.342 Λάζαρος Ε. Βλαδίμηρος : « Η ιστορία της Ελληνικής Ιατρικής στη Σμύρνη», Έκδοση Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήνα 2008, σελ.100-101 Σταύρος Θ. Ανεστίδης : «Η εκκλησία της Σμύρνης », Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Σταύρος Θ. Ανεστίδης : «Η Παιδεία και ο πολιτισμός », Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Γιώργος Γιαννακόπουλος: «Η ελληνική Εκδοτική Δραστηριότητα στην Σμύρνη» Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Έφεσος, Αθήνα Δ. Αρχιγένης : «Η ζωή στην Σμύρνη», Αθήνα 1981 Ν. Σβορώνος: Επισκόπηση ΝΕ Ιστορίας, Ε. Θεμέλιο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, οι σχετικοί τόμοι, Εκδοτική Αθηνών M. L. Smith: «Το όραμα της Ιωνίας», Ε. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας Βερέμης – Κολιόπουλος, Ελλάς Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Ε. Καστανιώτης Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900 – 1945, Ε. Εστία Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830 – 1920, Ε Εστία Κολιόπουλος, Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, 1789 – 1945, Ε. Βάνιας Ντ. Ντέικιν, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770 – 1923, Ε. ΜΙΕΤ I. Asimov, Το χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης R. Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770 – 1990, Ε Ιστορητής Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία, «Η ιστορία της Μικράς Ασίας, επτά τόμοι Έντυπα του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών Θεματικά αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών Ιστότοποι: www.culture.gr www.ime.gr www.ert-archives.gr www.youtube.com

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF