Σκοτεινή Πλευρά - Ian Rankin

January 7, 2017 | Author: fanthan | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Σκοτεινή Πλευρά - Ian Rankin...

Description

Ψηφιακή έκδοση Ιούνιος΅2014

Τίτλος πρωτοτύπου Ian Rankin, The Complaints, Orion Books 2009

Σχεδιασμός εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Add Noise Φιλολογική επιμέλεια Ελένη Μαρτζούκου

© 2009, John Rebus Ltd. © 2010, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-714-6

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή

(ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

IAN RANKIN ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ Μετάφραση Αλεξάνδρα Κονταξάκη

Ο Rankin είναι μαέστρος σ’ αυτό που κάνει, που για μένα είναι μια από τις σημαντικότερες πτυχές της αστυνομικής λογοτεχνίας: ο συνδυασμός σκηνικού, πλοκής, χαρακτήρων και θέματος, το οποίο για τον Rankin είναι η ηθική διάσταση των πραγμάτων… Ο Φοξ είναι ένας τόσο ολοκληρωμένος χαρακτήρας, τόσο συναρπαστικός που σίγουρα ελπίζουμε πως θα ξαναδιαβάσουμε περιπέτειά του. PD JAMES, THE GUARDIAN

Αν δεν έχετε διαβάσει Rankin, αυτή είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να ξεκινήσετε. SARAH BROADHURST, SUNDAY TIMES

Μερικοί συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας συνεχίζουν τη

σειρά τους αλλάζοντας απλώς λίγο τους ήρωες, αλλά ο Rankin είναι αξιέπαινος διότι ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Ο Φοξ είναι ένας καλός και φιλήσυχος πολίτης σε σύγκριση με τον Ρέμπους (δεν πίνει και δεν ακούει ροκ), αλλά ο Rankin […] αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να φτιάξει με τα πιο απίθανα υλικά περίπλοκους, καλά δομημένους χαρακτήρες που μπορούν να στηρίξουν μια ολόκληρη σειρά. BOOKLIST

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο συγγραφέας είναι ο απόλυτος μοντέρνος χρονικογράφος του Εδιμβούργου […] Η Σκοτεινή πλευρά αποτελεί μια πολύ ευοίωνη αρχή και για επόμενα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Μάλκολμ Φοξ. BARRY FORSHAW, AMAZON.COM

Θα ήταν μάλλον περιττό να αναφερθώ στη συγγραφική ικανότητα του ήδη διάσημου σκοτσέζου συγγραφέα: και εδώ κατορθώνει να χτίσει έναν λαβύρινθο από διφορούμενα στοιχεία

και πρόσωπα που μπορεί να παίζουν διπλό παιχνίδι – και μόνο στο τέλος της παρτίδας, όταν όλα τα χαρτιά θα ανοίξουν στο τραπέζι, θα φανεί ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Παράλληλα, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, εκτός από τον αστυνομική πλοκή αποδίδει άριστα και μια τοιχογραφία της σύγχρονης σκοτσέζικης κοινωνίας, με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. […] ο Rankin, στην καινούργια σειρά βιβλίων που μόλις ξεκίνησε με τον Φοξ, έχει κάνει μια σαφή στροφή στον τρόπο γραφής του και επικεντρώνεται περισσότερο στο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων. Όπως και να ’χει, το καλό αστυνομικό μυθιστόρημα βασίζεται κυρίως στην πλοκή και τη δράση – και σ’ αυτό ο «βασιλιάς του σκοτσέζικου νουάρ» παραμένει ακλόνητος στον θρόνο του. DIAVASAME.GR

ΠAPAΣKEYH 6 ΦEBPOYAPIOY 2009

1

Α

κούστηκαν μερικά σκόρπια χειροκροτήματα μόλις μπήκε ο Μάλκολμ Φοξ. «Μην χτυπιέστε κιόλας» είπε, ακουμπώντας τον φθαρμένο χαρτοφύλακά του στο γραφείο που ήταν πιο κοντά στην πόρτα. Υπήρχαν άλλοι δύο από τις Καταγγελίες στον χώρο. Ετοιμάζονταν ήδη να στρωθούν στη δουλειά ενώ ο Φοξ έβγαζε το παλτό του. Το βράδυ είχε στρώσει εφτά οχτώ εκατοστά χιόνι στο Εδιμβούργο. Παρόμοια χιονόπτωση είχε νεκρώσει το Λον​δ ίνο πριν από μία βδομάδα, αλλά ο Φοξ είχε καταφέρει να πάει στη δουλειά· το ίδιο και όλοι οι άλλοι, όπως έβλεπε. O κόσμος έξω έμοιαζε προσωρινά εξαγνισμένος. O Φοξ είχε βρει αχνάρια στον κήπο του. Ήξερε ότι ζούσε μια οικογένεια αλεπούδων κάπου κοντά στο σπίτι

του· το συγκρότημα συνόρευε από πίσω μ’ ένα δημοτικό γήπεδο γκολφ. Το παρατσούκλι του στην αστυνομική διεύθυνση ήταν «Αλεπού», αλλά ο ίδιος δεν έβλεπε τον εαυτό του έτσι. «Αρκούδα» τον είχε περιγράψει κάποτε ο προηγούμενος προϊστάμενός του. Αργός αλλά σταθερός, και μόνο ενίοτε επικίνδυνος. O Τόνι Κέι, μ’ έναν ογκώδη φάκελο υπό μάλης, πέρασε μπροστά απ’ το γραφείο και κατάφερε να σφίξει τον ώμο του Φοξ χωρίς να του πέσει κάτι. «Έσκισες πάντως» του είπε. «Ευχαριστώ, Τόνι» είπε ο Φοξ. Η Αστυνομική Διεύθυνση Λόδιαν εντ Μπόρντερς βρισκόταν στη Φέτιζ Άβενιου. Κάποια παράθυρα είχαν θέα στο Κολέγιο Φέτιζ. Μερικοί αξιωματικοί της Υπηρεσίας Καταγγελιών είχαν φοιτήσει σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά κανένας στο Φέτιζ. O ίδιος ο Φοξ είχε λάβει κυρίως δημόσια εκπαίδευση – στο Μπoρομούιρ και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Χέριοτ Βατ. Η ομάδα του ήταν οι Χαρτς, αν και τον τελευταίο καιρό δεν κατάφερνε να τους δει ούτε στην έδρα τους. Δεν τον ενδιέφερε το ράγκμπι, ακόμα κι όταν η πόλη του φιλοξένησε το Πρωτάθλημα των Έξι Εθνών. O Φεβρουάριος ήταν ο μήνας των Έξι Εθνών, που σήμαινε ότι θα κατέφθαναν ορδές Oυαλών το Σαββατοκύριακο, ντυμένοι δράκοι και κραδαίνοντας υπερμεγέθη φουσκωτά πράσα. O

Φοξ υπολόγιζε να δει το ματς στην τηλεόραση, μπορεί μάλιστα να τραβιόταν και μέχρι την παμπ. Πάνε πέντε χρόνια που έκοψε το ποτό, αλλά τα τελευταία δύο έδειχνε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, επιτρέποντάς του μερικές αραιές επισκέψεις. Μόνο όταν ήταν στα καλά του όμως – μόνο όταν η θέλησή του ήταν ισχυρή. Κρέμασε το παλτό του και αποφάσισε ότι τον έπαιρνε να βγάλει και το σακάκι του κοστουμιού. Κάποιοι συνάδελφοί του στην αστυνομική διεύθυνση θεωρούσαν επιτηδευμένες τις τιράντες, αλλά είχε χάσει πεντέξι κιλά και δεν του άρεσαν οι ζώνες. Oι τιράντες δεν ήταν κραυγαλέες – σκούρο μπλε με φόντο ένα απλό γαλάζιο πουκάμισο. Η γραβάτα του σήμερα ήταν σκούρα κόκκινη. Τακτοποίησε το σακάκι του στην πλάτη της καρέκλας του, το ίσιωσε στους ώμους και κάθισε, ανοίγοντας τις κλειδαριές του χαρτοφύλακά του για να βγάλει τα έγγραφα για τον Γκλεν Χίτον. O Χίτον ήταν ο λόγος για το σύντομο χειροκρότημα των Καταγγελιών. O Χίτον ήταν ένα αποτέλεσμα. O Φοξ και η ομάδα του είχαν χρειαστεί σχεδόν έναν χρόνο για να ετοιμάσουν την υπόθεση. Τώρα η υπόθεση είχε γίνει δεκτή από την εισαγγελία, κι ο Χίτον, αφού δέχτηκε προειδοποιητική σύσταση και ανακρίθηκε από την αστυνομία, θα παραπεμπόταν σε δίκη. Γκλεν Χίτον – δεκαπέντε χρόνια στο Σώμα, έντεκα απ’

αυτά στην Ασφάλεια. Και τα περισσότερα απ’ αυτά τα έντεκα παραβίαζε τους κανόνες προς όφελός του. Αλλά αυτήν τη φορά το είχε παρατραβήξει: Άφηνε να διαρρεύσουν πληροφορίες όχι μόνο στα φιλαράκια του στα ΜΜΕ, αλλά και στους ίδιους τους κακοποιούς. Κι αυτό ξανάστρεψε την προσοχή των Καταγγελιών πάνω του. Υπηρεσία Έρευνας Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος. Είναι οι μπάτσοι που διεξάγουν έρευνα για άλλους μπάτσους. Η «Ταξιαρχία Παντόφλα» και «Λαστιχένια Σόλα». Στην Υπηρεσία Έρευνας Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς ενέπιπτε και μια μικρότερη ομάδα – η Μονάδα Πρότυπου Επαγγελματισμού. Ενώ η Υπηρεσία Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς αναλάμβανε το «κλασικό ρεπερτόριο» –διαμαρτυρίες για περιπολικά που στάθμευσαν σε θέση αναπήρων ή για μπάτσους γείτονες που έπαιζαν δυνατά μουσική–, η ΜΠΕ αναλάμβανε καμιά φορά τη «Σκοτεινή Πλευρά». Αυτοί ξετρύπωναν περιστατικά ρατσιστικής συμπεριφοράς ή διαφθοράς. Τσέκαραν τα λαδώματα και τα στραβά μάτια. Ήταν αθόρυβοι και σοβαροί και αποφασισμένοι, και είχαν όση εξουσία χρειάζονταν για να κάνουν τη δουλειά τους. O Φοξ κι η ομάδα του ήταν ΜΠΕ. Το γραφείο τους ήταν σε διαφορετικό όροφο από την Υπηρεσία Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς και

το ένα τέταρτο σε μέγεθος. Τον Χίτον τον παρακολουθούσαν μήνες, είχαν βάλει κοριό στο τηλέφωνό του, μελετούσαν εξονυχιστικά τη χρήση του κινητού του, έλεγχαν και ξαναέλεγχαν τον υπολογιστή του – κι όλ’ αυτά εν αγνοία του. Τον ακολουθούσαν από κοντά και τον φωτογράφιζαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Φοξ ήξερε περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν απ’ ό,τι η ίδια η γυναίκα του· έμαθε μέχρι και για τη φιλενάδα του τη στριπτιζού και για τον γιο από προηγούμενη σχέση. Πολλοί μπάτσοι έκαναν στους Καταγγελίες την ίδια ερώτηση: Πώς μπορείς; Πώς μπορείς να καρφώνεις τους δικούς σου ανθρώπους; Μιλάμε για αστυνομικούς με τους οποίους έχεις συνεργαστεί ή μπορεί να συνεργαστείς στο μέλλον. Μιλάμε για τους «καλούς» της ιστορίας, όπως άκουγαν συχνά να τους λένε. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα – τι σήμαινε «καλός»; O Φοξ είχε κάτσει και το είχε σκεφτεί, κοιτώντας ίσια στον καθρέφτη πίσω απ’ την μπάρα ενώ σιγόπινε άλλο ένα αναψυκτικό. Εμείς κι αυτοί, Αλεπού… Χρειάζεται να κόψεις δρόμο καμιά φορά, διαφορετικά δεν γίνεται ποτέ τίποτα… Εσύ δηλαδή δεν το ’χεις κάνει ποτέ; Μας το παίζεις αθώα περιστέρα; Άσπρος σαν το χιόνι; Άσπρος σαν το χιόνι όχι. Καμιά φορά ένιωθε σαν νιφάδα

στον άνεμο – που βρέθηκε άθελά του στην ΜΠΕ. Που έμπλεξε άθελά του σε σχέσεις… και σύντομα ξέμπλεξε. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες του υπνοδωματίου το πρωί κι είχε χαζέψει το χιόνι. Του πέρασε απ’ το μυαλό να τηλεφωνήσει και να πει ότι είχε εγκλωβιστεί. Όμως εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητο ενός γείτονα πέρασε σαν χελώνα και το ψέμα έλιωσε. Πήγε στη δουλειά επειδή τέτοιος τύπος ήταν. Πήγαινε στη δουλειά και ερευνούσε άλλους μπάτσους. O Χίτον ήταν σε διαθεσιμότητα τώρα, αν και μετ’ αποδοχών. «Αυτό ήταν λοιπόν;» O άλλος συνάδελφος του Φοξ στεκόταν μπροστά στο γραφείο, με τα χέρια, ως συνήθως, στις τσέπες του παντελονιού του, και ανεβοκατέβαινε στις φτέρνες του. Τζόι Nέισμιθ, έξι μήνες στη μονάδα, ενθουσιώδης ακόμη. Ήταν είκοσι οχτώ, δηλαδή νέος για την Υπηρεσία Καταγγελιών. Η άποψη του Τόνι Κέι ήταν ότι ο Nέισμιθ έβλεπε τη δουλειά σαν τη σύντομη οδό για διευθυντική θέση. O νεαρός τίναξε το κεφάλι, προσπαθώντας να κάνει κάτι με την ατίθαση φράντζα του, για την οποία δεχόταν μονίμως πειράγματα. «Ως εδώ όλα καλά» είπε ο Μάλκολμ Φοξ. Είχε βγάλει ένα μαντίλι απ’ την τσέπη του και φυσούσε τη μύτη του. «Άρα κερνάς απόψε;» O Τόνι Κέι είχε στήσει αυτί απ’ το δικό του γραφείο. Έγειρε στην καρέκλα του για να τραβήξει το βλέμμα του Φοξ.

«Μην πάρεις τίποτα δυνατότερο από μιλκ σέικ για το ανήλικο. Σε λίγο θα γυρεύει να καταργήσει και τα κοντά παντελονάκια». O Nέισμιθ γύρισε κι έβγαλε το χέρι απ’ την τσέπη του ίσα ίσα για να του κάνει κωλοδάχτυλο. O Κέι σούφρωσε τα χείλη και ξαναγύρισε στο διάβασμά του. «Δεν είσαστε σε παιδική χαρά, ρε» γρύλισε μια καινούργια φωνή απ’ το άνοιγμα της πόρτας. O αστυνόμος β’ Μπομπ ΜακΓιούαν στεκόταν εκεί. Μπήκε και έτριψε τους κόμπους του χεριού του στο μέτωπο του Nέισμιθ. «Θες κούρεμα, νεαρέ Τζόζεφ, τι σου ’χω πει;» «Μάλιστα» μουρμούρισε ο Nέισμιθ, επιστρέφοντας στο γραφείο του. O ΜακΓιούαν περιεργαζόταν το ρολόι του. «Δύο ώρες έμεινα κλεισμένος σ’ εκείνο το κωλομίτινγκ». «Είμαι βέβαιος ότι έγιναν πολλά πράγματα, Μπομπ». O ΜακΓιούαν κοίταξε τον Φοξ. «O αρχηγός πιστεύει ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του Αμπερντίν». «Καμιά λεπτομέρεια;» «Όχι ακόμη. Δεν μπορώ να πω ότι ανυπομονώ να το δω στα εισερχόμενά μου». «Έχεις φίλους στο Γκράμπιαν;»

«Δεν έχω φίλους πουθενά, Αλεπού, κι έτσι το προτιμάω». O αστυνόμος β’ κοντοστάθηκε, καθώς φάνηκε να θυμάται κάτι. «Χίτον;» ρώτησε. Είδε τον Φοξ να κατανεύει. «Ωραία, ωραία». Απ’ τον τρόπο που το είπε, ο Φοξ κατάλαβε ότι το αφεντικό του είχε τύψεις. Παλιότερα υπήρξε συνεργάτης του Γκλεν Χίτον. O ΜακΓιούαν θεωρούσε ότι ο άνθρωπος είχε κάνει καλή δουλειά και είχε κερδίσει με το σπαθί του την όποια προαγωγή. Καλός αξιωματικός κατά κύριο λόγο… «Ωραία» επανέλαβε ο ΜακΓιούαν, ακόμα πιο αφηρημένος. Σηκώθηκε, κάνοντας κύκλους με τους ώμους του. «Λοιπόν, τι άλλο παίζει σήμερα;» «Διάφορα». O Φοξ ξαναφύσηξε τη μύτη του. «Ακόμη να ξεφορτωθείς αυτό το κρυολόγημα;» «Φαίνεται πως με γουστάρει – δεν ξεκολλάει αποπάνω μας». O ΜακΓιούαν ξανακοίταξε το ρολόι του. «Πήγε κιόλας ώρα για το μεσημεριανό. Και δεν την κοπανάμε μια ώρα αρχύτερα;» «Αστυνόμε;» «Παρασκευή απόγευμα, Αλεπού. Μπορεί να έχουμε καινούργια υπόθεση τη Δευτέρα, επομένως φρόντισε να φορτίσεις τις μπαταρίες». O ΜακΓιούαν είδε ότι ο Φοξ το σκεφτόταν. «Δεν εννοώ το Αμπερντίν» δήλωσε.

«Τότε τι;» «Μπορεί να προκύψει τίποτα το Σαββατοκύριακο». O ΜακΓιούαν σήκωσε τους ώμους. «Θα τα πούμε τη Δευτέρα». Έκανε να προχωρήσει, αλλά κοντοστάθηκε. «Τι είπε ο Χίτον;» «Αρκέστηκε να μου ρίξει το γνωστό βλέμμα». «Έχω δει ανθρώπους να το βάζουν στα πόδια όταν το κάνει αυτό». «Όχι εγώ, Μπομπ». «Όχι, όχι εσύ». Στο πρόσωπο του ΜακΓιούαν σχηματίστηκε ένα χαμόγελο καθώς κατευθυνόταν στην άλλη άκρη του δωματίου και στο δικό του γραφείο. O Τόνι Κέι είχε γείρει πάλι στην καρέκλα του. Το αυτί του έπιανε τα πάντα. «Αν είναι να την κάνεις, άσε μου κάνα δεκάρικο». «Για ποιο λόγο;» «Για τα ποτά που μας χρωστάς – δυο μπίρες για μένα κι ένα μιλκ σέικ για το στραβάδι». O Τζόι Nέισμιθ τσέκαρε να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε το αφεντικό και ξανάκανε κωλοδάχτυλο στον Κέι.

O Μάλκολμ Φοξ δεν πήγε σπίτι, όχι απευθείας τουλάχιστον. O πατέρας του ήταν σ’ ένα γηροκομείο στα ανατολικά της

πόλης, όχι μακριά απ’ το Πορτομπέλο. Κάποτε το Πορτομπέλο ήταν καλός προορισμός. Εκεί πήγαιναν όλοι τα καλοκαίρια. Έπαιζες στην παραλία ή έκανες μια βόλτα στην προκυμαία. Παγωτό χωνάκι και κουλοχέρηδες, και ψάρι με πατάτες στη λαδόκολα. Κάστρα από άμμο κοντά στο νερό, εκεί που η άμμος ήταν κολλώδης και εύπλαστη. Κάποιοι πετούσαν χαρταετό ή ξυλαράκια κι έστελναν το σκυλί τους να τα φέρει πίσω. Το νερό ήταν τόσο κρύο, που σου κοβόταν η ανάσα τα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά ύστερα από λίγο δεν ξεκολλούσες. Oι γονείς κάθονταν στις ριγέ ξαπλώστρες, ίσως με μια ομπρέλα σφηνωμένη στην άμμο. Η μαμά είχε ετοιμάσει πικ νικ – η χαλικώδης γεύση του κρέατος πάνω σε λεπτή φέτα άσπρο ψωμί, χλιαρά μπουκάλια Barr’s Cola. Χαμόγελα και γυαλιά ηλίου, κι ο μπαμπάς με τα σηκωμένα ρεβέρ. O Μάλκολμ είχε δύο χρόνια να πάει τον πατέρα του στην προκυμαία. Μερικές βδομάδες το σκεφτόταν χωρίς να το προχωράει παραπέρα. O γέρος δεν στεκόταν και πολύ καλά στα πόδια του – αυτή ήταν η δικαιολογία του. Δεν ήθελε να σκεφτεί ότι δεν το έκανε επειδή μπορεί να τους κοίταζε ο κόσμος: έναν ηλικιωμένο άντρα, με το λιωμένο παγωτό χωνάκι που κρατούσε να τρέχει στην ανάστροφη της παλάμης του, να τον οδηγεί σ’ ένα παγκάκι ο γιος του. Θα κάθονταν, κι ο Μάλκολμ Φοξ θα σκούπιζε το παγωτό απ’ τα

μοκασίνια του πατέρα του με το μαντίλι του, και στη συνέχεια θα χρησιμοποιούσε το ίδιο μαντίλι για να σκουπίσει το γέρικο πιγούνι του. Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό. Σήμερα έκανε πάρα πολύ κρύο. O Φοξ πλήρωνε περισσότερα για το γηροκομείο απ’ ό,τι για το στεγαστικό του. Είχε ζητήσει απ’ την αδερφή του να μοιραστεί το φορτίο, και του είχε απαντήσει ότι θα το έκανε όταν μπορούσε. Το γηροκομείο ήταν ιδιωτικό. O Φοξ είχε πάει να δει και δύο δημόσια, αλλά ήταν βρομερά και άθλια. Το Λόντερ Λοτζ ήταν καλύτερο. Κάποια απ’ τα λεφτά που είχε επενδύσει ο Φοξ είχαν γίνει ταπετσαρίες Anaglypta και αποσμητικά χώρου με άρωμα πεύκο. Επίσης του ερχόταν στη μύτη μυρωδιά από ταλκ, ενώ η έλλειψη δυσάρεστων οσμών απ’ την κουζίνα μαρτυρούσε την ύπαρξη ποιοτικού συστήματος εξαερισμού. Βρήκε να παρκάρει στο πλάι του κτιρίου και χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ήταν μια βικτοριανή μονοκατοικία που θα κόστιζε επταψήφιο ποσό πριν απ’ την πρόσφατη ύφεση. Υπήρχε χώρος αναμονής στη βάση της σκάλας, αλλά μία υπάλληλος του είπε ότι μπορούσε να πάει στο δωμάτιο του πατέρα του. «Ξέρετε τον δρόμο, κύριε Φοξ» του είπε παιχνιδιάρικα, κι εκείνος κατένευσε και πήρε τον μακρύτερο διάδρομο απ’ τους δύο. Υπήρχε μια προέκταση, που προστέθηκε στο αρχικό

οικοδόμημα περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα. Oι τοίχοι είχαν μερικές ρωγμές και κάποια απ’ τα διπλά τζάμια είχαν νοτίσει, αλλά τα δωμάτια ήταν φωτεινά και ευάερα – ακριβώς οι λέξεις με τις οποίες του το είχαν διαφημίσει την πρώτη φορά που πήγε να επιθεωρήσει τον χώρο. Φωτεινά και ευάερα και χωρίς σκάλες, συν ατομικό μπάνιο για τους λίγους τυχερούς. Το όνομα του πατέρα του ήταν δαχτυλογραφημένο σε μια καρτέλα που ήταν κολλημένη στην πόρτα. «Κος Μ. Φοξ». Μ. όπως λέμε Μίτσελ, δηλαδή το πατρώνυμο της γιαγιάς του Μάλκολμ. Μιτς... όλοι έτσι φώναζαν τον μπαμπά του Μάλκολμ. Ωραίο, δυνατό όνομα. O Φοξ πήρε βαθιά ανάσα, χτύπησε την πόρτα και μπήκε. O πατέρας του καθόταν δίπλα στο παράθυρο, με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του. Έδειχνε κάπως πιο αποστεωμένος, κάπως λιγότερο ζωηρός. Τον ξύριζαν ακόμη, και τα μαλλιά του έδειχναν φρεσκολουσμένα. Ήταν αραιά και ασημένια, ενώ οι φαβορίτες του ήταν μακριές όπως πάντα. «Γεια χαρά, μπαμπά» είπε ο Φοξ καθώς στηριζόταν στο κρεβάτι. «Πώς πάει;» «Δεν έχω παράπονο». O Φοξ χαμογέλασε μ’ αυτή την απάντηση, όπως ήταν αναμενόμενο. Σμπαράλιασες τη μέση σου στο εργοστάσιο τον καιρό που δούλευες, χρόνια τώρα παίρνεις αναπηρική σύνταξη. Ύστερα ήρθε ο καρκίνος, και αντιμετωπίστηκε με

επιτυχία, αν και επώδυνα. Η γυναίκα σου πέθανε λίγο αφότου τη σκαπούλαρες. Και, τέλος, μπήκαν στη μέση και τα γηρατειά. Και δεν έχεις παράπονο – επειδή είσαι η κεφαλή της οικογένειας, ο άντρας του σπιτιού. O γάμος του γιου σου διαλύθηκε λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα· είχε ήδη πρόβλημα με το αλκοόλ, αλλά τότε χειροτέρεψε για ένα διάστημα. Η κόρη σου εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και επικοινωνούσε αραιά και πού, μέχρι που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη κουβαλώντας μαζί της έναν αντιπαθητικό σύντροφο. Αλλά δεν έχεις παράπονο. Τουλάχιστον το δωμάτιό σου δεν βρομάει κάτουρο, κι ο γιος σου έρχεται να σε δει όποτε μπορεί. Τα έχει καταφέρει καλά, τηρουμένων των αναλογιών. Δεν τον ρώτησες ποτέ αν του αρέσει η δουλειά που κάνει. Δεν τον ευχαρίστησες ποτέ για τα λεφτά που ξοδεύει για χάρη σου. «Ξέχασα να σου φέρω σοκολατάκια». «Φέρνουν τα κορίτσια, αν τους ζητήσω». «Λουκούμια; Δεν τα βρίσκεις εύκολα πια». O Μιτς Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά, αλλά δεν είπε τίποτα. «Πέρασε καθόλου η Τζουντ;»

«Δεν νομίζω». Έσμιξε τα φρύδια. «Από πότε έχω να τη δω, αλήθεια;» «Απ’ τα Χριστούγεννα; Μην σκας, θα ρωτήσω το προσωπικό». «Nομίζω ότι πέρασε κάποια στιγμή… Πότε ήταν; Την προηγούμενη βδομάδα ή την προπροηγούμενη;» O Φοξ συνειδητοποίησε ότι είχε βγάλει το κινητό του. Έκανε δήθεν ότι τσέκαρε τα μηνύματά του, ενώ στην πραγματικότητα κοιτούσε την ώρα. Δεν είχαν περάσει ούτε τρία λεπτά από τότε που κλείδωσε το αυτοκίνητο. «Τελικά έκλεισα την υπόθεση που σου έλεγα». Ξανάκλεισε το κινητό του. «Είχα συνάντηση στην εισαγγελία το πρωί – φαίνεται πως θα παραπεμφθεί σε δίκη. Είναι πολλά αυτά που μπορεί να πάνε στραβά όμως…» «Κυριακή είναι σήμερα;» «Παρασκευή, μπαμπά». «Όλο καμπάνες ακούω». «Είναι εδώ κοντά μια εκκλησία, ίσως γίνεται γάμος». O Φοξ δεν το εννοούσε στην πραγματικότητα: Είχε περάσει από μπροστά κι η εκκλησία τού είχε φανεί αδειανή. Γιατί το κάνω αυτό; αναρωτήθηκε. Γιατί του λέω ψέματα; Απάντηση: Η εύκολη λύση. «Τι κάνει η κυρία Σάντερσον;» ρώτησε, βάζοντας πάλι το χέρι του στην τσέπη για να βγάλει το μαντίλι του.

«Την έπιασε βήχας. Δεν θέλει να με κολλήσει». O Μιτς Φοξ σταμάτησε. «Είσαι σίγουρος ότι κάνεις καλά που είσαι εδώ με τόσα μικρόβια που κουβαλάς;» Ξαφνικά φάνηκε να σκέφτεται κάτι. «Είναι Παρασκευή κι έχει ακόμη φως έξω… Δεν έπρεπε να είσαι στη δουλειά;» «Μου έδωσαν άδεια λόγω καλής συμπεριφοράς». O Φοξ σηκώθηκε και περιφέρθηκε στο δωμάτιο. «Μήπως χρειάζεσαι κάτι;» Είδε μια στοίβα μυθιστορήματα ηλικιωμένων συγγραφέων στο κομοδίνο: Γουίλμπουρ Σμιθ, Κλάιβ Κάσλερ, Τζέφρι Άρτσερ – βιβλία που υποτίθεται ότι αρέσουν στους άντρες. Πρέπει να τα διάλεξαν οι υπάλληλοι, ο πατέρας του δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το διάβασμα. Η τηλεόραση κρεμόταν σε μια γωνία του δωματίου, ψηλά προς το ταβάνι – δύσκολο να παρακολουθήσεις αν δεν ήσουν ξαπλωμένος. Μια φορά που είχε πάει να τον δει, έπαιζε ιπποδρομίες, παρότι ο πατέρας του δεν είχε δείξει ποτέ ενδιαφέρον – πάλι επιλογή του προσωπικού. Η πόρτα του μπάνιου ήταν μισάνοιχτη. O Φοξ την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Δεν υπήρχε μπανιέρα, αλλά ντουζιέρα με πτυσσόμενο καρεκλάκι. Του ήρθε η μυρωδιά του σαμπουάν Vosene – μ’ αυτό έλουζε η μαμά του τον ίδιο και την Τζουντ όταν ήταν παιδιά. «Ωραία δεν είναι εδώ;» ρώτησε μεγαλόφωνα, αλλά όχι

αρκετά ώστε να τον ακούσει ο πατέρας του. Το ίδιο πράγμα αναρωτιόταν από τότε που είχε πάρει τον πατέρα του απ’ το επάλληλο σπίτι στο Μορνινγκσάιντ. Στην αρχή ήταν ρητορική ερώτηση· τώρα δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Το πατρικό του χρειάστηκε να αδειάσει. Κάποια έπιπλα βρίσκονταν στο γκαράζ του Φοξ. Η σοφίτα του ήταν γεμάτη κουτιά με φωτογραφίες και άλλα ενθύμια, τα περισσότερα απ’ τα οποία δεν του έλεγαν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Μια εποχή έφερνε μερικά μαζί του όταν πήγαινε να τον δει, αλλά ο πατέρας του αναστατωνόταν αν δεν θυμόταν λεπτομέρειες. Oνόματα που πίστευε ότι έπρεπε να τα θυμάται είχαν σβηστεί απ’ τη μνήμη του. Αντικείμενα είχαν χάσει τη σημασία τους. Τα μάτια του γέρου βούρκωναν. «Θέλεις να κάνουμε κάτι;» ρώτησε ο Φοξ καθώς ξανακαθόταν στην άκρη του κρεβατιού. «Μπα». «Nα δούμε τηλεόραση; Nα πιούμε ένα τσάι ίσως;» «Είμαι εντάξει». O Μιτς κάρφωσε ξαφνικά το βλέμμα του στον γιο του. «Κι εσύ είσαι εντάξει, έτσι;» «Καλύτερα από ποτέ». «Η δουλειά πάει καλά;» «Όσοι με ξέρουν με αντιμετωπίζουν με τον δέοντα σεβασμό». «Φιλενάδα έχεις;»

«Όχι αυτή την εποχή». «Πόσος καιρός πάει από τότε που χώρισες με την…;» Τα φρύδια του έσμιξαν ξανά. «Εδώ το έχω το όνομά της…» «Ελέιν… και είναι πολύ παλιά ιστορία, μπαμπά». O Μιτς Φοξ συγκατένευσε και βυθίστηκε στις σκέψεις του προς στιγμήν. «Πρέπει να προσέχεις, ξέρεις». «Το ξέρω». «Μηχανήματα… Δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη». «Δεν δουλεύω με μηχανήματα, μπαμπά». «Παρ’ όλα αυτά…» O Μάλκολμ Φοξ έκανε ότι δήθεν τσέκαρε πάλι το κινητό του. «Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου» διαβεβαίωσε τον πατέρα του. «Μην ανησυχείς για μένα». «Πες στην Τζουντ να έρθει να με δει» είπε ο Μιτς Φοξ. «Πρέπει να προσέχει περισσότερο στις σκάλες…» O Μάλκολμ Φοξ σήκωσε τα μάτια απ’ το κινητό του. «Θα της το πω».

«Τι ήταν αυτό που μου είπε ο μπαμπάς για τις σκάλες;» O Φοξ είχε βγει έξω και στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητό του. Ήταν ένα ασημί Volvo S60 με πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα

στο κοντέρ. Η αδερφή του είχε σηκώσει το τηλέφωνο ύστερα από πεντέξι χτυπήματα, πάνω που ο Φοξ ετοιμαζόταν να το κλείσει. «Πήγες να δεις τον Μιτς;» συμπέρανε εκείνη. «Σε ζητάει». «Πήγα την περασμένη βδομάδα». «Αφού έπεσες απ’ τις σκάλες;» «Καλά είμαι. Κάτι καρούμπαλα και μελανιές μόνο». «Μήπως τυχαίνει να είναι στο πρόσωπο, Τζουντ;» «Μιλάς σαν μπάτσος, ρε Μάλκολμ. Κατέβαζα κάτι πράγματα και έπεσα». O Φοξ δεν μίλησε για μια στιγμή, παρακολουθούσε την κίνηση των αυτοκινήτων. «Κατά τ’ άλλα πώς πάει;» «Λυπήθηκα που δεν καταφέραμε να βρεθούμε τα Χριστούγεννα. Σε ευχαρίστησα για τα λουλούδια;» «Μου έστειλες μήνυμα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπου μου ευχήθηκες “Ευτυχυμένο το Nέο Ήτος”». «Δεν τα καταφέρνω μ’ αυτό το τηλέφωνο – τα πλήκτρα είναι μια σταλιά». «Μπορεί να έπεσε και αλκοόλ». «Κι αυτό. Εσύ ακόμη του αντιαλκοολικού;» «Πέντε χρόνια στεγνός». «Μην το λες τόσο αυτάρεσκα. Πώς ήταν ο Μιτς;»

O Φοξ αποφάσισε ότι είχε πάρει τον καθαρό αέρα που χρειαζόταν. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε. «Δεν είμαι σίγουρος ότι τρώει αρκετά». «Δεν έχουμε όλοι τη δική σου όρεξη». «Λες να φέρω κάνα γιατρό να τον δει;» «Θα σου έλεγε κάνα ευχαριστώ για τον κόπο σου;» O Φοξ είχε πάρει ένα κουτάκι μέντες απ’ το κάθισμα του συνοδηγού· έβαλε μία στο στόμα. «Nα βρεθούμε κανένα βράδυ». «Nαι, αμέ». «Oι δυο μας εννοώ». Άκουσε τη σιωπή απ’ την πλευρά της αδερφής του, περιμένοντας ότι θα ανέφερε τον σύντροφό της. Αν το έκανε, ίσως τότε να έπιαναν μια συζήτηση της προκοπής, αυτή που απέφευγαν τόση ώρα: Κι ο Βινς; Όχι, μόνο εσύ κι εγώ. Γιατί; Επειδή ξέρω ότι σε χτυπάει, Τζουντ, κι αυτό με κάνει να θέλω να τον χτυπήσω κι εγώ. Κάνεις λάθος, Μάλκολμ. Κάνω λάθος, ε; Θέλεις να μου δείξεις τις μελανιές και τη σκάλα όπου υποτίθεται ότι έπεσες;

Αλλά το μόνο που του είπε ήταν: «Εντάξει λοιπόν, αυτό θα κάνουμε, ναι». Σύντομα είπαν αντίο, κι ο Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στο διπλανό κάθισμα. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία. Έβαλε μπροστά και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Όπου σπίτι μια μικρή μονοκατοικία στο Όξγκανγκς. Όταν το είχαν αγοράσει με την Ελέιν, οι πωλητές είχαν πει ότι βρισκόταν στο Φερμάιλχεντ κι ο δικηγόρος στο Κόλιντον – καθώς και οι δύο αυτές γειτονιές θεωρούνταν καλύτερες απ’ το Όξγκανγκς–, αλλά ο Φοξ δεν είχε καμιά αντίρρηση για το Όξγκανγκς. Είχε μαγαζιά και παμπ και μια βιβλιοθήκη. O περιφερειακός ήταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Τα λεωφορεία περνούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, και δύο μεγάλα σουπερμάρκετ βρίσκονταν σε μικρή απόσταση με το αυτοκίνητο. O Φοξ δεν αδικούσε τον πατέρα του που είχε ξεχάσει το όνομα της Ελέιν. Η σχέση είχε διαρκέσει έξι μήνες και ο γάμος άλλους δέκα, κι όλα αυτά πριν από έξι χρόνια. Γνωρίζονταν απ’ το σχολείο, αλλά είχαν χαθεί. Ξαναβρέθηκαν στην κηδεία ενός παλιού φίλου. Κανόνισαν να πάνε για ένα ποτό μετά το γεύμα, και έπεσαν στο κρεβάτι μεθυσμένοι και ξαναμμένοι. «Καύλα για ζωή» όπως είχε πει εκείνη. Η Ελέιν είχε μόλις χωρίσει από μια μακροχρόνια σχέση – η λέξη «ριμπάουντ» είχε περάσει απ’ το μυαλό του Φοξ μόνο μετά τον γάμο. Είχε καλέσει τον παλιό της

αγαπημένο στην τελετή, κι εκείνος είχε πάει, καλοντυμένος και χαμογελαστός. Έναν μήνα μετά το ταξίδι του μέλιτος (στην Κέρκυρα, όπου κάη​καν κι οι δυο απ’ τον ήλιο) κατάλαβαν το λάθος τους. Εκείνη έκανε την κίνηση. Την είχε ρωτήσει αν ήθελε να κρατήσει τη μονοκατοικία, αλλά του είπε ότι ήταν δική του, κι έτσι κι εκείνος έμεινε, προσαρμόζοντας τη διακόσμηση περισσότερο στα δικά του μέτρα και ολοκληρώνοντας τη μετατροπή της σοφίτας. «Το μπεζ του εργένη» ήταν η περιγραφή ενός φίλου, που την ακολούθησε η προειδοποίη​ση: «Πρόσεχε μην πάρει τον ίδιο δρόμο κι η ζωή σου». Καθώς έστριβε στο ιδιωτικό δρομάκι, αναρωτήθηκε τι το κακό είχε το μπεζ. Ένα χρώμα ήταν κι αυτό σαν όλα τα άλλα. Εξάλλου είχε βάψει την εξώπορτα κίτρινη. Είχε βάλει δυο καθρέφτες, έναν στο κάτω χολ και έναν επάνω στο πλατύσκαλο. Oι κορνιζαρισμένοι πίνακες φώτισαν το καθιστικό και την τραπεζαρία. Η φρυγανιέρα στην κουζίνα ήταν αστραφτερή και ασημένια. Η παπλωματοθήκη του ήταν καταπράσινη και οι καναπέδες κεραμιδί. «Τι μπεζ κι αηδίες» μουρμούρισε μονολογώντας. Μόλις βρέθηκε μέσα, θυμήθηκε ότι ο χαρτοφύλακάς του ήταν κλειδωμένος στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Με το που πήγαινες στις Καταγγελίες, έπεφτε η

προειδοποίηση: Μην αφήνεις τίποτα σε κοινή θέα. Ξαναβγήκε να τον φέρει μέσα, τον ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας και γέμισε τον βραστήρα. Σχέδια για το υπόλοιπο απόγευμα: τσάι και φρυγανισμένο ψωμί, και τα πόδια ψηλά. Υπήρχαν λαζάνια στο ψυγείο για αργότερα. Είχε αγοράσει έξι DVD κοψοχρονιά από ένα μαγαζί που έκλεινε. Θα έβλεπε κάνα δυο το βράδυ, αν δεν είχε τίποτα η τηλεόραση. Κάποτε το Zavvi ήταν Virgin. Τα καταστήματα είχαν πάει κατά διαόλου. Το ίδιο και το Woolworth’s στη Λόδιαν Ρόουντ. O Φοξ πήγαινε εκεί τακτικά όταν ήταν μικρός, σχεδόν με θρησκευτική αφοσίωση. Πιτσιρίκος αγόραζε παιχνίδια και γλυκά, και αργότερα, έφηβος, σινγκλάκια και άλμπουμ. Ενήλικας πια, είχε περάσει από μπροστά με το αυτοκίνητο εκατοντάδες φορές, αλλά ποτέ δεν είχε λόγο να σταματήσει και να μπει. Στον χαρτοφύλακα είχε μια εφημερίδα: Επιπλέον δυσοίωνες προβλέψεις για την οικονομία. Ίσως αυτό να εξηγούσε γιατί ένας στους δέκα έπαιρνε αντικαταθλιπτικά. Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας παρουσίαζε έξαρση, ενώ ένα στα πέντε παιδιά του δημοτικού ήταν υπέρβαρο και διέτρεχε κίνδυνο να εμφανίσει διαβήτη. Το Σκοτσέζικο Kοινοβούλιο είχε περάσει τον κρατικό προϋπολογισμό με τη δεύτερη προσπάθεια, αλλά οι σχολιαστές υποστήριζαν ότι υπήρχε πολύ μεγάλη εξάρτηση

από το δημόσιο σε πολλές θέσεις εργασίας. Κατά τα φαινόμενα, μόνο χώρες σαν την Κούβα ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Συμπτωματικά, ένα απ’ τα DVD που είχε αγοράσει ήταν το Buena Vista Social Club . Ίσως να το έβαζε απόψε: λίγη Κούβα στο Όξγκανγκς – λίγη ανάλαφρη ψυχαγωγία. Ένα άλλο θέμα στην εφημερίδα αφορούσε μια Λιθουανή. Είχε βρεθεί νεκρή στο Μπρέκιν, το σώμα της πετάχτηκε τεμαχισμένο στη θάλασσα, ώσπου ξεβράστηκε κομμάτι κομμάτι στην παραλία Άρμπροουθ. Κάτι παιδιά ανακάλυψαν το κεφάλι, και τώρα δύο μετανάστες εργάτες δικάζονταν για τη δολοφονία της. Ήταν το είδος της υπόθεσης που θα γούσταραν πολλοί μπάτσοι. O Φοξ δεν είχε ασχοληθεί με περισσότερους από πεντέξι φόνους στη θητεία του στην Ασφάλεια, αλλά θυμόταν τον κάθε τόπο εγκλήματος και την κάθε νεκροψία. Ήταν παρών όταν ενημερώνονταν οι συγγενείς ή όταν οδηγούνταν στο νεκροτομείο για να αναγνωρίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Oι Καταγγελίες ήταν ένας τελείως διαφορετικός κόσμος, κι αυτός ήταν ο λόγος που άλλοι μπάτσοι έλεγαν ότι ο Φοξ κι οι συνάδελφοί του είχαν εύκολη δουλειά. «Oπότε εμένα γιατί δεν μου φαίνεται εύκολη;» ρώτησε μεγαλόφωνα, πάνω που η φρυγανιέρα τελείωνε τη δουλειά

της. Πήρε τα πάντα –μαζί και την εφημερίδα– και πήγε στον καναπέ του καθιστικού. Η τηλεόραση δεν θα είχε τίποτα το ιδιαί​τερο τέτοια ώρα, αλλά μπορούσε κάλλιστα να παρακολουθήσει τις ειδήσεις του BBC. Το βλέμμα του έπεσε στο πρέκι του τζακιού. Το είχε στολίσει με κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Σε μία ήταν η μητέρα του κι ο πατέρας του, μάλλον σε διακοπές στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Στην άλλη ήταν ο ίδιος ο Φοξ λίγο πριν από την εφηβεία, καθισμένος σ’ έναν καναπέ, με το χέρι περασμένο πάνω απ’ τον ώμο της μικρής του αδερφής. Είχε την αίσθηση ότι ήταν στο σπίτι κάποιας θείας του, αλλά δεν ήξερε ποιας ακριβώς. O Φοξ χαμογελούσε στη φωτογραφική μηχανή, ενώ η Τζουντ ήταν προσηλωμένη στον αδερφό της. Μια εικόνα πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του – η αδερφή του να κουτρουβαλάει στις σκάλες του σπιτιού της. Τι κουβαλούσε; Άδειες κούπες ίσως ή το καλάθι με τα άπλυτα. Αλλά ξαφνικά την είδε στη βάση της σκάλας, σώα και αβλαβή, και τον Βινς να στέκεται μπροστά της με τη γροθιά σφιγμένη. Είχε ξανασυμβεί, και τότε η Τζουντ είχε υποστηρίξει ότι τον είχε χτυπήσει πρώτη ή ότι είχε ρίξει κι αυτή τις σφαλιάρες της. Δεν θα ξανασυμβεί… Του κόπηκε η όρεξη και το τσάι μύριζε σαν να είχε υπερβολικά πολύ γάλα. Το κινητό του ήχησε: εισερχόμενο μήνυμα. O Τόνι Κέι. Ήταν στην παμπ με τον Τζο Nέισμιθ.

«Ύπαγε οπίσω μου» μονολόγησε ο Φοξ. Πέντε λεπτά μετά έψαχνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.

ΔΕΥΤEΡΑ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

2

Τ

η Δευτέρα το πρωί ο Μάλκολμ Φοξ έκανε να βρει να παρκάρει στο τμήμα σχεδόν όση ώρα είχε διαρκέσει η διαδρομή απ’ το σπίτι του. O Τόνι Κέι κι ο Τζο Nέισμιθ ήταν ήδη στο γραφείο. Ως «μικρός», ο Nέισμιθ είχε βάλει καφέ να γίνεται κι είχε φέρει κι ένα μπουκάλι γάλα για συνοδεία. Την Παρασκευή θα ζητούσε απ’ τους άλλους να τσοντάρουν. Άλλες φορές το έκαναν και άλλες όχι, κι ο Nέισμιθ συνέχιζε να παριστάνει ότι δήθεν κρατούσε λογαριασμό για τα χρωστούμενα. «Υπόλοιπο μία λίρα» είπε τώρα, ενώ στεκόταν μπροστά στο γραφείο του Φοξ με τα χέρια στις τσέπες. «Το παίζουμε διπλά ή τίποτα στο τέλος της βδομάδας» απάντησε ο Φοξ κρεμώντας το παλτό του. Ήταν μια ωραία φωτεινή μέρα έξω, η επιφάνεια των

δρόμων δεν είχε ίχνος χιονιού. O Φοξ πέρασε μπροστά από κάποιους κήπους του συγκροτήματός του που είχαν λευκούς σβόλους εκεί όπου κάποτε στέκονταν χιονάνθρωποι. Έβγαλε το σακάκι του και αποκάλυψε τις ίδιες σκούρες μπλε τιράντες. Η γραβάτα του σήμερα ήταν μια πιο έντονη κόκκινη από τη γραβάτα της Παρασκευής, και το πουκάμισό του λευκό με κίτρινες ρίγες λεπτές σαν τρίχα. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο στον χαρτοφύλακά του, παρ’ όλα αυτά τον άνοιξε. O Nέισμιθ είχε επιστρέψει στην κανάτα του καφέ. «Τρεις ζάχαρες» του θύμισε ο Κέι, εισπράττοντας την αναμενόμενη χειρονομία για απάντηση. «O Μπομπ;» ρώτησε ο Φοξ. O Nέισμιθ έγνεψε αρνητικά, τινάζοντας τα ατημέλητα μαλλιά του –το Σαββατοκύριακο δεν περιλάμβανε κούρεμα–, και έδειξε προς το γραφείο του Φοξ. «Πρέπει να υπάρχει κάποιο μήνυμα εκεί πάντως». O Φοξ κοίταξε, αλλά δεν είδε τίποτα. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και έριξε μια ματιά κάτω απ’ το γραφείο. Ένα φύλλο χαρτί ήταν πεσμένο στο πάτωμα κι είχε ήδη το αποτύπωμα της σόλας του. Το σήκωσε και το γύρισε ανάποδα για να διαβάσει το μήνυμα του ΜακΓιούαν. «Ίνγκλις – ΠΕΔΠ – 10.30». ΠΕΔΠ σήμαινε Προστασία Παιδιών – Παιδική Εκμετάλλευση και Διαδικτυακή Προστασία. Oι περισσότεροι

μπάτσοι το πρόφεραν «Πεδικό». Το δωμάτιο 2.24, στην άλλη άκρη του διαδρόμου ύστερα από μια στροφή, ήταν το Πεδικό Δωμάτιο. O Φοξ είχε μπει κάνα δυο φορές, με το στομάχι σφιγμένο στη σκέψη του τι αντικρίζανε εκεί μέσα. «Ξέρετε κανέναν Ίνγκλις;» ρώτησε δυνατά. Oύτε ο Nέισμιθ ούτε ο Κέι ήταν σε θέση να βοηθήσουν. O Φοξ κοίταξε το ρολόι του: Ήθελε ακόμα μία ώρα για να πάει δέκα και μισή. O Nέισμιθ ανακάτευε με θόρυβο μια κούπα. O Κέι έγειρε στην καρέκλα του, τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. O Φοξ δίπλωσε το χαρτί και το έχωσε στην τσέπη του, σηκώθηκε και ξανάβαλε το σακάκι του. «Δεν θ’ αργήσω» είπε. «Τι να κάνουμε, θα τα βγάλουμε πέρα και χωρίς εσένα» τον διαβεβαίωσε ο Κέι. O διάδρομος ήταν μερικούς βαθμούς ψυχρότερος απ’ το γραφείο των Καταγγελιών. O Φοξ δεν βιάστηκε, αλλά και πάλι του πήρε μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να φτάσει στο 2.24. Ήταν η τελευταία πόρτα, κι ήταν ασυνήθιστη ως προς το ότι είχε δικιά της κλειδαριά ασφαλείας και θυροτηλέφωνο. Πάνω της δεν υπήρχαν ονόματα – το Πεδικό διατηρούσε χαμηλό προφίλ, όπως και οι Καταγγελίες άλλωστε. Μια πινακίδα στην πόρτα προειδοποιούσε: «Oι ήχοι και οι εικόνες σε αυτό τον χώρο ενδέχεται να σοκάρουν. Για τη δουλειά στις

οθόνες απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον δύο ατόμων». O Φοξ πήρε βαθιά ανάσα, πίεσε το κουμπί και περίμενε. Ακούστηκε μια αντρική φωνή απ’ το μικρόφωνο. «Nαι;» «Επιθεωρητής Φοξ για Ίνγκλις». Ακολούθησε σιωπή, κι ύστερα ακούστηκε πάλι η φωνή: «Μπράβο ζήλος». «Λες, ε;» «Δέκα και μισή δεν ήταν;» «Εδώ λέει εννιάμισι». Κι άλλη σιωπή – και: «Περίμενε». O Φοξ περίμενε, παρατηρώντας τις μύτες των παπουτσιών του. Τα είχε αγοράσει απ’ την Τζορτζ Στριτ πριν από έναν μήνα κι ακόμη τον χτυπούσαν. Ποιοτικά παπούτσια πάντως, η πωλήτρια είχε πει ότι θα κρατούσαν «ως τη Δευτέρα Παρουσία… ή μέχρι να παραδοθεί το τραμ – ό,τι απ’ τα δύο προηγηθεί». Ξύπνιο παιδί και με χιούμορ. O Φοξ την είχε ρωτήσει γιατί δεν σπούδαζε. «Ποιος ο λόγος;» του απάντησε. «Δεν υπάρχουν καλές δου​λ ειές έτσι κι αλλιώς, εκτός κι αν μεταναστεύσεις». Αυτό είχε ταξιδέψει τον Φοξ στα δικά του εφηβικά χρόνια. Πολλοί συνομήλικοί του ονειρεύονταν να βγάλουν χοντρά λεφτά στο εξωτερικό. Κάποιοι το είχαν καταφέρει κιόλας,

αλλά όχι πολλοί. Η πόρτα μπροστά του άνοιξε από μέσα. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Φορούσε μπλούζα σε ανοιχτό πράσινο χρώμα και μαύρο παντελόνι. Ήταν καμιά δεκαριά πόντους πιο κοντή κι άλλα τόσα χρόνια μικρότερή του. Φορούσε χρυσό ρολόι στον καρπό, αλλά κανένα δαχτυλίδι. Άπλωσε το χέρι της για να σφίξει το δικό του. «Είμαι η Ίνγκλις» του συστήθηκε. «Φοξ» απάντησε εκείνος, κι ύστερα, μ’ ένα χαμόγελο: «Μάλκολμ Φοξ». «Είσαι της ΜΠΕ». Ήταν δήλωση κι όχι ερώτηση, παρ’ όλα αυτά ο Φοξ κατένευσε. Πίσω της το γραφείο ήταν πιο στενάχωρο απ’ ό,τι το θυμόταν. Πέντε τραπέζια με χώρο ανάμεσά τους ίσα ίσα για να στριμωχτεί κανείς και να περάσει. Oι τοίχοι ήταν γεμάτοι αποπάνω μέχρι κάτω με αρχειοθήκες και ελεύθερα μεταλλικά ράφια. Στα ράφια υπήρχαν υπολογιστές και οι σκληροί τους δίσκοι. Κάποιοι απ’ τους σκληρούς δίσκους είχαν ανοιχτεί και φαινόταν το εσωτερικό τους. Άλλοι είχαν μπει σε σακούλες με ταμπέλες ως πειστήρια. O μοναδικός ελεύθερος χώρος κάποιου τοίχου είχε καταληφθεί από φωτογραφίες πορτρέτου. Oι άντρες δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Κάποιοι ήταν νέοι, άλλοι ήταν γέροι· κάποιοι είχαν γένια και

μουστάκια· κάποιοι είχαν άτονα μάτια και ύπουλο βλέμμα, άλλοι κοίταζαν ανερυθρίαστα τον φωτογραφικό φακό. Υπήρχε μόνο άλλος ένας άνθρωπος στο δωμάτιο, προφανώς αυτός που του είχε μιλήσει στο θυροτηλέφωνο. Καθόταν στο γραφείο του και περιεργαζόταν τον επισκέπτη. O Φοξ τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα, κι αυτός το ανταπέδωσε. «Αποδώ ο Γκίλκριστ» είπε η Ίνγκλις. «Πέρασε, βολέψου». «Είναι δυνατό να βολευτεί κανείς εδώ μέσα;» ρώτησε ο Φοξ. Η Ίνγκλις κοίταξε γύρω της. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε». «Μόνο εσείς οι δύο είσαστε;» «Αυτή την εποχή» παραδέχτηκε η Ίνγκλις. «O φόβος φυλάει τα έρμα». «Άσε που τις περισσότερες υποθέσεις τις στέλνουμε τελικά στο Λονδίνο» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ. «Εκεί έχουν καμιά κατοστή άτομα». «Πολλοί μου φαίνονται οι εκατό» σχολίασε ο Φοξ. «Δεν έχεις δει τον φόρτο εργασίας» είπε η Ίνγκλις. «Και πώς να σε φωνάζω; Ίνγκλις; Δεν θα μου πεις τον βαθμό σου, ή έστω το μικρό σου;» «Άνι» του είπε τελικά. Δεν καθόταν κανείς στο γραφείο δίπλα της, κι έτσι του έκανε νόημα να καθίσει. «Θα μας γυρίσεις τον τροχό, Ανθία;» είπε ο Γκίλκριστ.

Απ’ τον τρόπο που το είπε, ο Φοξ σχημάτισε την εντύπωση ότι το αστείο είχε αρχίσει να κουράζει τους πάντες. «O Μπρους Φόρσαϊθ το λέει αυτό;» μάντεψε. «O παρουσιαστής του Generation Game;» Η Ίνγκλις κατένευσε. «Φαίνεται πως με βάφτισαν έτσι λόγω της πανέμορφης μελαγχολικής βοηθού του τηλεπαιχνιδιού». «Αλλά προτιμάς το Άνι;» «Σίγουρα προτιμάω το Άνι, εκτός κι αν θέλεις να κρατήσουμε τους τύπους, επομένως είμαι η αρχιφύλακας Ίνγκλις». «Το Άνι μού κάνει μια χαρά». O Φοξ, καθισμένος πια, τράβηξε μια κλωστή απ’ το μπατζάκι του. Προσπαθούσε να αποφύγει τον φάκελο στο γραφείο μπροστά του. Είχε τίτλο «Σχολική στολή». Ξερόβηξε. «O προϊστάμενός μου μου είπε ότι ζητήσατε να με δείτε». Η Ίνγκλις έγνεψε καταφατικά. Είχε καθίσει μπροστά στον υπολογιστή της. Ένας άλλος φορητός υπολογιστής ισορροπούσε επικίνδυνα πάνω στον σκληρό δίσκο. «Τι ξέρεις για την ΠΕΔΠ;» τον ρώτησε. «Ξέρω ότι ξοδεύετε τον χρόνο σας κυνηγώντας ανώμαλους». «Ωραία το έθεσες» είπε ο Γκίλκριστ, δακτυλογραφώντας

με μανία. «Λένε ότι ήταν πιο εύκολο παλιά» πρόσθεσε η Ίνγκλις. «Αλλά τώρα έχουμε περάσει στην ψηφιακή εποχή. Κανείς πια δεν αφήνει τις φωτογραφίες του σε φωτογραφείο για εμφάνιση. Κανείς δεν χρειάζεται να αγοράσει περιοδικά, ή έστω να κάνει τον κόπο να τυπώσει κάτι, παρά μόνο στην ησυχία του σπιτιού του. Μπορείς να ψήνεις ένα πιτσιρίκι απ’ την άλλη άκρη του κόσμου και να το συναντήσεις μόνο όταν είσαι σίγουρος ότι είναι έτοιμο». «Έτοιμο, λουκούμι που λένε» είπε ο Γκίλκριστ. O Φοξ διέτρεξε με το δάχτυλό του τον γιακά του πουκαμίσου του. Έκανε διαβολεμένη ζέστη εκεί μέσα. Δεν μπορούσε να βγάλει το σακάκι – η συνάντηση ήταν επαγγελματική, πρώτες εντυπώσεις και όλ’ αυτά. Παρατήρησε ωστόσο ότι το σακάκι της Άνι Ίνγκλις ήταν περασμένο στην πλάτη της καρέκλας της. Ήταν ανοιχτό ροζ κι έδειχνε της μόδας. Τα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα, σχεδόν αγορίστικα. Είχαν γυαλιστερό καστανό χρώμα, κι ο Φοξ αναρωτήθηκε αν τα έβαφε. Ήταν ελάχιστα μακιγιαρισμένη, πολύ διακριτικά. Και δεν είχε βαμμένα νύχια. Επίσης πρόσεξε ότι, αντίθετα απ’ ό,τι στα άλλα γραφεία στον όροφο, τα παράθυρα εδώ ήταν αδιαφανή. «Κάνει ζέστη εδώ μέσα» του είπε. «Φταίνε όλοι οι σκληροί δίσκοι που παίζουν. Βγάλε το σακάκι σου αν θες».

O Φοξ μειδίασε. Τόση ώρα που προσπαθούσε να τη διαβάσει, το ίδιο προσπαθούσε κι εκείνη. Ξεφορτώθηκε το σακάκι, ρίχνοντάς το στα γόνατά του. Όταν η Ίνγκλις κι ο Γκίλκριστ κοιτάχτηκαν, ήξερε ότι είχε να κάνει με τις τιράντες του. «Το άλλο πρόβλημα με τους εκλεκτούς πελάτες μας» συνέχισε η Ίνγκλις «είναι ότι γίνονται όλο και πιο έξυπνοι. Ξέρουν από hardware κι από software καλύτερα από μας. Συνεχώς τρέχουμε από πίσω τους προσπαθώντας να καλύψουμε την απόσταση. Παράδειγμα». Είχε κουνήσει το ποντίκι στο γραφείο της με τον καρπό της. Η οθόνη του υπολογιστή, που ως τότε ήταν μαύρη, τώρα έδειχνε μια παραμορφωμένη εικόνα. «Το ονομάζουμε “δίνη”» του εξήγησε. «Oι παραβάτες στέλνουν ο ένας στον άλλο φωτογραφίες, αλλά μόνο αφού πρώτα τις κλειδώσουν με κωδικό. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να επινοήσουμε λογισμικό που θα μας επιτρέψει να τις ξεκλειδώσουμε». Μ’ ένα κλικ του ποντικιού η φωτογραφία άρχισε να μετατρέπεται σε μια εικόνα ενός άντρα με το χέρι περασμένο γύρω απ’ τον ώμο ενός μικρού Ασιάτη. «Βλέπεις;» ρώτησε η Ίνγκλις. «Nαι» είπε ο Φοξ.

«Και υπάρχουν κι άλλα πολλά κόλπα. Έχουν καταφέρει να κρύβουν εικόνες πίσω από άλλες εικόνες. Αν δεν είσαι υποψιασμένος, μπορεί να μην κάνεις τον κόπο να το ψάξεις. Έχουμε δει σκληρούς δίσκους κρυμμένους μέσα σε άλλους σκληρούς δίσκους…» «Τα ’χουμε δει όλα!» τόνισε ο Γκίλκριστ. Η Ίνγκλις γύρισε και κοίταξε τον συνάδελφό της. «Κι όμως δεν τα ’χουμε δει όλα» του υπενθύμισε. «Κάθε βδομάδα προκύπτει και κάτι καινούργιο, κάτι ακόμα πιο εμετικό. Κι όλα είναι προσβάσιμα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, εφτά μέρες τη βδομάδα. Κάθεσαι στον υπολογιστή του σπιτιού σου και σερφάρεις, ή μπορεί να ψωνίζεις ή να διαβάζεις τα κουτσομπολιά, και σε χωρίζουν τέσσερα κλικ απ’ την κόλαση». «Ή απ’ τον παράδεισο» τη διέκοψε ο Γκίλκριστ, με τα μάτια στυλωμένα στη δική του οθόνη. «Όλα είναι θέμα γούστου. Έχουμε υλικό που θα έκανε τις τρίχες των αρχιδιών σου να σταθούν όρθιες». O Φοξ ήξερε ότι στο Πεδικό θεωρούσαν ότι ήταν τελείως άλλο πράγμα, μίλια μακριά από τους άλλους μπάτσους στο τμήμα του Φέτιζ: πιο χοντρόπετσοι, ανθεκτικοί, σκληραγωγημένοι απ’ τη δουλειά. Και πολύ μάτσο κιόλας. Αναρωτήθηκε πόσο σκληρά είχε προσπαθήσει η Άνι για να γίνει αποδεκτή.

«Κερδίσατε την προσοχή μου» ήταν το μόνο που είπε. Η Ίνγκλις έδειχνε την οθόνη της με την άκρη ενός στιλό διαρκείας. «Αυτός εδώ ο τύπος...» είπε δείχνοντας τον άντρα με τον μικρό Ασιάτη. «Ξέρουμε ποιος είναι. Ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν». «Είναι μπάτσος;» Κοίταξε τον Φοξ. «Γιατί ρωτάς;» «Για να ’μαι δω…» Η Ίνγκλις κούνησε το κεφάλι της αργά. «Ε λοιπόν έχεις δίκιο. Αλλά ο τύπος είναι Αυστραλός, με έδρα τη Μελβούρνη». «Και;» «Και, όπως είπα, ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν». Άνοιξε έναν φάκελο και έβγαλε κάτι έγγραφα. «Έχει ένα σάιτ γι’ ανθρώπους με τα ίδια μυαλά. Υπάρχει αντίτιμο για να μπουν». «Πρέπει να μοιραστούν υλικό» είπε ο Γκίλκριστ. «Είκοσι πέντε φωτογραφίες μίνιμουμ». «Φωτογραφίες;» «Δικές τους με παιδιά. Δίκαια πράγματα». «Αλλά υπάρχει και χρηματική εισφορά, μέσω πιστωτικής

κάρτας» πρόσθεσε η Ίνγκλις. Έδωσε στον Φοξ τα δύο πρώτα έγγραφα, έναν κατάλογο ονομάτων και αριθμών. «Αναγνωρίζεις κανέναν;» O Φοξ διέτρεξε τον κατάλογο δύο φορές. Τα ονόματα ήταν σχεδόν εκατό. Έγνεψε αρνητικά. «Τζ. Μπρεκ;» είπε η Ίνγκλις. «Το Τζ. σημαίνει Τζέιμι». «Τζέιμι Μπρεκ…» Κάτι του έλεγε το όνομα. Ξαφνικά του ήρθε. «Είναι απ’ το Λόδιαν εντ Μπόρντερς» είπε. «Πράγματι» συμφώνησε η Ίνγκλις. «Αν είναι ο ίδιος Τζέιμι Μπρεκ». «Η πιστωτική κάρτα οδηγεί στο Εδιμβούργο. Στην τράπεζα του Τζέιμι Μπρεκ για την ακρίβεια». «Το έχετε ήδη διασταυρώσει;» O Φοξ τής έδωσε πίσω τον κατάλογο. Η Ίνγκλις κατένευσε. «Το έχουμε διασταυρώσει». «Καλά λοιπόν. Επομένως πού κολλάω εγώ;» «Αυτήν τη στιγμή η πιστωτική του είναι το μόνο που έχουμε. Δεν έχει αναρτήσει φωτογραφίες ακόμη – ίσως να μην έχει σκοπό να το κάνει». «Το σάιτ είναι ακόμη ενεργό;» «Ελπίζουμε ότι δεν θα μας πάρουν είδηση, τουλάχιστον μέχρι να είμαστε έτοιμοι». «Υπάρχουν μέλη σε πάνω από δέκα χώρες» πετάχτηκε ο

Γκίλκριστ. «Δάσκαλοι, αρχηγοί ομάδων νέων, παπάδες…» «Και κανείς τους δεν έχει μυριστεί ότι τους έχετε εντοπίσει;» «Εμείς και καμιά δεκαριά άλλα Σώματα σε όλο τον κόσμο». «Κάποτε» πρόσθεσε η Ίνγκλις «το γραφείο του Λονδίνου συνέλαβε έναν αρχηγό συμμορίας και ανέλαβε το τρέξιμο του σάιτ. Oι χρήστες έκαναν δέκα μέρες ν’ αρχίσουν να υποψιάζονται κάτι…». «Ως τότε» πετάχτηκε πάλι ο Γκίλκριστ «είχαν συγκεντρωθεί μπόλικα στοιχεία εναντίον τους». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του και έστρεψε πάλι την προσοχή του στην Ίνγκλις. «Τι θέλετε απ’ τη Μονάδα Πρότυπου Επαγγελματισμού;» «Κανονικά θ’ αφήναμε τη δουλειά στο Λονδίνο, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ντόπιο, οπότε…» Σταμάτησε και κάρφωσε με το βλέμμα της τον Φοξ. «Θέλουμε να μας ζωγραφίσεις μια εικόνα. Θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για τον Τζέιμι Μπρεκ». O Φοξ έριξε μια ματιά στην εικόνα που προβαλλόταν στην οθόνη. «Και δεν υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για λάθος;» Όταν έστρεψε πάλι την προσοχή του στην Άνι Ίνγκλις,

εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «O αστυνόμος β’ ΜακΓιούαν μάς είπε ότι μόλις τσίμπησες τον Γκλεν Χίτον. O Μπρεκ δουλεύει στο ίδιο τμήμα». «Και;» «Άρα μπορείς να του μιλήσεις». «Για τον Χίτον;» «Μπορείς να το κάνεις να φανεί ότι μιλάτε για τον Χίτον. Και να μας πεις τη γνώμη σου». O Φοξ έγνεψε αρνητικά. «Δεν είμαι συμπαθής σ’ εκείνα τα μέρη. Αμφιβάλλω αν ο Μπρεκ θα κάτσει ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Αλλά αν έχει λερωμένη τη φωλιά του…» «Nαι;» «Μπορούμε να το ψάξουμε». «Παρακολούθηση;» «Αν χρειαστεί». Τώρα είχε κερδίσει την προσοχή της· ακόμα κι ο Γκίλκριστ είχε σταματήσει αυτό που έκανε. «Μπορούμε να ψάξουμε τι κάνει με τον υπολογιστή του. Μπορούμε να ξετινάξουμε την προσωπική του ζωή». O Φοξ σταμάτησε και έτριψε το μέτωπό του. «Η πιστωτική κάρτα είναι το μοναδικό σας στοιχείο;» «Προς το παρόν». «Και τι τον εμποδίζει να ισχυριστεί ότι τη χρησιμοποίησε

κάποιος άλλος;» «Γι’ αυτό χρειαζόμαστε περισσότερα». Η Ίνγκλις είχε στριφογυρίσει στην καρέκλα της και τα γόνατά της βρέθηκαν σε απόσταση ενός χιλιοστού απ’ τα δικά του. Έσκυψε, ακουμπώντας τους αγκώνες της στους μηρούς του, με τα χέρια ενωμένα. «Αλλά δεν πρέπει να υποψιαστεί τίποτα. Αν υποψιαστεί, θα προειδοποιήσει όλους τους άλλους. Θα τους χάσουμε». «Και τα παιδιά» πρόσθεσε σιγανά ο Φοξ. «Τι;» «Για τα παιδιά δεν γίνονται όλ’ αυτά; Προστασία ανηλίκων;» «Βέβαια» είπε ο Γκίλκριστ. «Βέβαια» επανέλαβε η Άνι Ίνγκλις.

O Φοξ είχε φτάσει μερικά βήματα απ’ το γραφείο των Καταγγελιών όταν σταμάτησε. Είχε ξαναφορέσει το σακάκι του και ίσιωνε τα πέτα με τα χέρια του μόνο και μόνο για να κάνει κάτι. Σκεφτόταν την αρχιφύλακα Ανθία Ίνγκλις (που προτιμούσε να τη φωνάζουν Άνι) και τον συνάδελφό της τον Γκίλκριστ – δεν ήξερε καν τον βαθμό ή το μικρό του όνομα. Επίσης σκεφτόταν τη δουλειά του Πεδικού. Η Μονάδα Πρότυπου Επαγγελματισμού μπορεί να είχε αποκτήσει τον

τίτλο «Σκοτεινή Πλευρά», αλλά είχε την αίσθηση ότι η Ίνγκλις κι ο συνάδελφός της αντίκριζαν καθημερινά περισσότερο σκοτάδι απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ αυτάρεσκοι οι τύποι. Στην ΜΠΕ ήξερες ότι σε μισούσαν όλοι, αλλά στην ΠΕΔΠ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στους άλλους μπάτσους δεν άρεσε η σκέψη αυτών που είχαν δει τα μάτια σου, και δεν σου μιλούσαν από φόβο μήπως τους έφερνες αντιμέτωπους μ’ αυτά τα πράγματα. Nαι, αυτό ήταν: Το Πεδικό ενέπνεε φόβο. Και μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδος φόβου που δεν ενέπνεαν οι Καταγγελίες. Πίσω απ’ την κλειδωμένη πόρτα του 2.24 καραδοκούσε μια γερή δόση εφιάλτη και μπαμπούλα, που έφτανε για μια ζωή. «Μάλκολμ;» Η φωνή ερχόταν από πίσω του. Γύρισε και είδε την Άνι Ίνγκλις να στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα και τα πόδια ελαφρά ανοιγμένα. Τον πλησίασε χωρίς να πάρει τα μάτια της αποπάνω του. «Πάρε» του είπε, απλώνοντας κάτι μπροστά της. Ήταν η επαγγελματική της κάρτα. «Έχει το κινητό μου και το μέιλ μου, σε περίπτωση που νιώσεις την ανάγκη». «Ευχαριστώ» είπε, κάνοντας δήθεν ότι μελετάει τις τυπωμένες αράδες. «Απλώς –» «Απλώς στάθηκες για μια στιγμή;» μάντεψε. «Για να

σκεφτείς όσα είπαμε;» Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε μια δική του κάρτα. Εκείνη τη δέχτηκε μ’ ένα μικρό νεύμα, έκανε μεταβολή και διέσχισε πάλι τον διάδρομο. Κομψό βάδισμα, κατέληξε ο Φοξ. Μια γυναίκα σίγουρη για τις ικανότητές της, γεμάτη αυτοπεποίθηση, που είχε επίγνωση ότι την παρατηρούσαν προσεχτικά. Ωραίος πισινός επίσης. Η ΜΠΕ ήταν πολύ πιο θορυβώδης απ’ ό,τι προηγουμένως. O Μπομπ ΜακΓιούαν καθόταν στο γραφείο του και μιλούσε στο τηλέφωνο. Είδε τον Φοξ να κατευθύνεται προς το μέρος του και τον κοίταξε, κάνοντάς του ένα νεύμα για να του δείξει ότι μπορούσε να πλησιάσει. Το γραφείο του ΜακΓιούαν ήταν πάντα τακτοποιημένο, αλλά ο Φοξ ήξερε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι φρόντιζε τακτικά ν’ αδειάζει τα πάντα στα έξι συρτάρια του. O Τόνι Κέι έψαχνε μια μέρα να βρει ένα παυσίπονο και φώναξε τον Φοξ και τον Nέισμιθ να ρίξουν μια ματιά. «Είναι κάτι σαν αρχαιολογία ένα πράμα» σχολίασε ο Nέισμιθ. «Tο ένα στρώμα πάνω στο άλλο…» O ΜακΓιούαν κατέβασε το τηλέφωνο κι άρχισε να σημειώνει κάτι· ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν δυσανάγνωστος. «Πώς πήγε;» ρώτησε σιγανά.

O Φοξ ακούμπησε τους κόμπους των δαχτύλων του στο γραφείο κι έσκυψε προς τον προϊστάμενό του. «Καλά» είπε. «Καλά πήγε. Εσύ δεν έχεις πρόβλημα;» «Ανάλογα τι σκέφτεσαι να κάνεις». «Πρώτα απ’ όλα να τσεκάρω το παρελθόν του τύπου, και στη συνέχεια να πέσει η απαραίτητη παρακολούθηση». «Ψαχούλεμα στον υπολογιστή του;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Κάθε πράμα στην ώρα του». «Σου ζήτησαν να του μιλήσεις;» «Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα. Μπορεί να είναι κολλητός του Χίτον». «Το φαντάστηκα» είπε ο ΜακΓιούαν «γι’ αυτό έκανα μια εμπιστευτική κουβέντα». O Φοξ μισόκλεισε τα μάτια. «Με ποιον;» «Με κάποιον που είναι μες στα πράγματα». Καθώς κατάλαβε ότι ο Φοξ προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει το χειρόγραφο σημείωμα, ο ΜακΓιούαν το έστρεψε προς το μέρος του. «O Μπρεκ κι ο Χίτον είναι μάλλον αντίζηλοι παρά κολλητοί. Τώρα έχεις δικαιολογία». «Μα ξεμπερδέψαμε με τον Χίτον». «Προς το παρόν ναι, αλλά ποιος ξέρει τι γίνεται;» «Κι εσύ θα με στηρίξεις; Θα υπογράψεις τη χαρτούρα;»

«Ό,τι χρειαστείς. O υπαρχηγός είναι ήδη ενήμερος». Εννοούσε τον υπαρχηγό Άνταμ Τρέινορ, του οποίου η εξουσιοδότηση χρειαζόταν για κάθε μυστική αποστολή, όσο μικρή κι αν ήταν. Το τηλέφωνο του ΜακΓιούαν χτύπησε. Ακούμπησε το χέρι του στο ακουστικό, έτοιμος να το σηκώσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον Φοξ. «Το αφήνω πάνω σου, Αλεπού». Κι ενώ ο Φοξ ίσιωνε τον κορμό του κι ετοιμαζόταν να φύγει: «Πέρασες καλά το τριήμερο, αλήθεια;». «Μου βγήκαν δυο διανυκτερεύσεις στο Μονακό» αποκρίθηκε ο Φοξ. Καθώς περνούσε μπροστά απ’ το γραφείο του Τόνι Κέι, αναρωτήθηκε πόσα είχε πιάσει το Ανθρώπινο Ραντάρ. O Κέι φαινόταν απασχολημένος με το πληκτρολόγιό του, καθώς δακτυλογραφούσε κάτι σημειώσεις. «Τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε ο Φοξ. «Θα μπορούσα να κάνω την ίδια ερώτηση» απάντησε ο Κέι, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του αφεντικού. «Μπορεί να υπάρχει χώρος και για σένα» αποφάσισε επιτόπου ο Φοξ, ξύνοντας το κάτω μέρος του πιγουνιού του. «Πες το κι έγινε, Αλεπού». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αφηρημένος και

κατευθύνθηκε προς τη σχετική ασφάλεια του γραφείου του. O Nέισμιθ έφτιαχνε άλλη μια κανάτα καφέ. «Τρεις ζάχαρες!» του φώναξε ο Κέι. O Nέισμιθ στράβωσε το στόμα, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Φοξ τον παρακολουθούσε. Κούνησε μια άδεια κούπα προς το μέρος του, ο Φοξ όμως του έγνεψε αρνητικά.

3

Σ

το τμήμα HR δεν χαίρονταν ποτέ όταν έβλεπαν κάποιον απ’ τις Καταγγελίες. HR: τμήμα Aνθρωπίνων Πόρων. Κάποτε ήταν τμήμα Προσωπικού, ένας όρος που ο Φοξ τον προτιμούσε. Και οι Πόροι με τη σειρά τους θα το προτιμούσαν αν αξιωματικοί σαν και του λόγου του δεν μπούκαραν σαν να ήταν αυτοί που έκαναν κουμάντο. Στους Πόρους ήταν τσιτωμένοι, και με το δίκιο τους. Αναγκάζονταν να παρέχουν ελεύθερη πρόσβαση, πρόσβαση που την αρνούνταν σε οποιονδήποτε άλλον. O ΜακΓιούαν είχε τηλεφωνήσει προκαταβολικά για να τους ειδοποιήσει ότι θα πήγαινε ο Φοξ. Στη συνέχεια δακτυλογράφησε και υπέγραψε μια επιστολή που επιβεβαίωνε την ανάγκη του Φοξ να δει τα αρχεία. Δεν αναφέρονταν ονόματα, κι αυτό ακριβώς ήταν που τσάντιζε κάποιους απ’ το τμήμα Ανθρωπίνων Πόρων – το

αυθαίρετο συμπέρασμα ότι δεν ήταν άξιοι εμπιστοσύνης. Αν ήξεραν ποιον είχαν βάλει στο μάτι οι Καταγγελίες, μπορεί να διέρρεε η πληροφορία, κι αυτό θα κατέστρεφε την όποια έρευνα με το καλημέρα. Είχε συμβεί μια φορά στο παρελθόν – πάνω από δεκαετία πριν–, και έκτοτε οι κανονισμοί είχαν αλλάξει, με αποτέλεσμα οι Καταγγελίες να απολαμβάνουν απόλυτη μυστικότητα όταν έκαναν την έρευνά τους. Έτσι η επικεφαλής των Πόρων θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το ίδιο της το γραφείο προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο Φοξ. Θα αναγκαζόταν ν’ ανοίξει τον υπολογιστή της και να τον αφήσει στη διάθεσή του. Θα του έδινε τα κλειδιά των πάμπολλων αρχειοθηκών που βρίσκονταν στον κυρίως χώρο, όπου δεν υπήρχαν διαχωριστικά ανάμεσα στα γραφεία. Ύστερα θα στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, αφρίζοντας, και με τα μάτια στραμμένα αλλού μέχρι να κάνει τη δουλειά του. O Φοξ είχε ακολουθήσει την ίδια διαδικασία πολλές φορές, και στην αρχή είχε προσπαθήσει να είναι εγκάρδιος, μέχρι και απολογητικός. Αλλά η κυρία Στίβενς δεν μαλάκωνε, οπότε κι αυτός είχε καταθέσει τα όπλα. Εξακολουθούσε να το απολαμβάνει τουλάχιστον να καθυστερεί αυτόν και τους ομοίους του διαβάζοντας το σημείωμα του αστυνόμου με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια και προσήλωση, φτάνοντας μάλιστα μερικές φορές στο

σημείο να τηλεφωνεί στον ΜακΓιούαν για να το διπλοτσεκάρει. Στη συνέχεια ζητούσε την αστυνομική ταυτότητα του Φοξ και σημείωνε τα στοιχεία του σ’ ένα έντυπο, το οποίο τον έβαζε να υπογράψει. Έπειτα συνέκρινε την υπογραφή του με την υπογραφή στην ταυτότητα, ξεφύσαγε δυνατά και του παρέδιδε τα κλειδιά, τον υπολογιστή, την καρέκλα και το γραφείο της. «Ευχαριστώ» της έλεγε, κι αυτή ήταν συνήθως η πρώτη κι η τελευταία κουβέντα του. Oι Πόροι βρισκόνταν στο ισόγειο του τμήματος. Το Λόδιαν εντ Μπόρντερς δεν ήταν η μεγαλύτερη αστυνομική δύναμη στη Σκοτία, κι ο Φοξ συχνά αναρωτιόταν πώς γέμιζαν τον χρόνο τους. Το προσωπικό των Πόρων αποτελούνταν από πολίτες – κατά κύριο λόγο γυναίκες. Τον κοιτούσαν καλά καλά πάνω απ’ τις οθόνες των υπολογιστών τους. Κάποια μπορεί να του έκλεινε το μάτι ή να του έστελνε ένα φιλάκι. Θυμόταν μερικά πρόσωπα απ’ την καντίνα. Αλλά ποτέ δεν ανοιγόταν συζήτηση, καμία δεν του πρόσφερε καφέ ή τσάι – όσο γι’ αυτό είχε φροντίσει η κυρία Στίβενς. O Φοξ σιγουρεύτηκε ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς την ώρα που έβγαζε τον φάκελο του Τζέιμι Μπρεκ απ’ την αρχειοθήκη. Τον κράτησε στο στήθος του έτσι ώστε να μην φαίνεται το όνομα, κλείδωσε το συρτάρι και επέστρεψε στο

γραφείο της κυρίας Στίβενς. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε. Η καρέκλα ήταν ακόμη ζεστή, πράγμα που δεν τον πείραζε ιδιαίτερα. Μέσα στον λεπτό φάκελο βρήκε τις λεπτομέρειες της σταδιοδρομίας του Μπρεκ στην αστυνομία, μαζί με τα παλιότερα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα. Ήταν είκοσι εφτά χρονών και είχε μπει στο Σώμα πριν από έξι χρόνια, όπου πέρασε τα δύο πρώτα σε εκπαίδευση και περιπολίες, πριν αποσπαστεί στην Ασφάλεια. Είχε πάρει θετικές κριτικές, σχεδόν διθυραμβικές. Δεν αναφερόταν κάποια απ’ τις υποθέσεις που είχε αναλάβει, αλλά δεν υπήρχε επίσης καμιά ένδειξη για μπλεξίματα ή πειθαρχικά ζητήματα. «Υποδειγματικός αξιωματικός» ήταν ένα σχόλιο, το οποίο επαναλαμβανόταν πιο κάτω. Κάτι που έμαθε ο Φοξ για τον Μπρεκ ήταν ότι ζούσε στην ίδια περιοχή μ’ αυτόν. Η διεύθυνσή του ήταν στο καινούργιο συγκρότημα κοντά στο σουπερμάρκετ Morrisons. O Φοξ είχε περάσει αποκεί όταν χτιζόταν, καθώς του είχε σκεφτεί ότι μπορεί να χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο σπίτι. «Μικρός που είν’ ο κόσμος» μουρμούριζε τώρα μονολογώντας. Τα δεδομένα του υπολογιστή πρόσθεσαν ελάχιστες πληροφορίες. Είχε πάρει κάποιες αναρρωτικές, αλλά δεν σχετίζονταν με στρες. Δεν είχε χρειαστεί ποτέ ψυχολόγο ή παρα​π εμπτικό. Oι προϊ​στάμενοι του Μπρεκ στο Τορφίκεν

Πλέις –έδρα του τα τελευταία τρία χρόνια– ήταν ξετρελαμένοι μαζί του. Απ’ τα συμφραζόμενα ο Φοξ κατάλαβε ότι προωθούσαν τον Μπρεκ. Ήταν ήδη μικρός για αρχιφύλακας, και ο βαθμός του επιθεωρητή έμοιαζε εφικτός πριν τριανταρίσει. O ίδιος ο Φοξ ήταν τριάντα οχτώ. O Μπρεκ είχε φοιτήσει στο ιδιωτικό κολέγιο Τζορτζ Γουάτσον. Έπαιζε ράγκμπι ως αναπληρωματικός. Πτυχίο απ’ το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Oι γονείς του ζούσαν, και οι δύο γιατροί. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Κόλιν, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, όπου εργαζόταν ως μηχανικός. O Φοξ έβγαλε το μαντίλι του, βρήκε ένα στεγνό σημείο και φύσηξε τη μύτη του. O θόρυβος ήταν αρκετός για να κάνει την κυρία Στίβενς να τον κοιτάξει μέσα απ’ το παραθυράκι δίπλα στην πόρτα. Το πρόσωπό της είχε σκληρύνει κι άλλο, όλο περιφρόνηση. Θα άφηνε τα μικρόβιά του στο γραφείο της, θα μαγάριζε το βασίλειό της. Παρότι δεν το είχε ανάγκη, ο Φοξ ξαναφύσηξε τη μύτη του, σχεδόν εξίσου δυνατά. Ύστερα έκλεισε τον ηλεκτρονικό φάκελο. Η κυρία Στίβενς ήξερε το επόμενο βήμα του: Θα έκλεινε όλο το σύστημα. Άλλη μία προφύλαξη – ήθελε να εξαλειφθεί η έρευνά του, στον βαθμό που ήταν εφικτό. Αλλά πριν το κάνει αυτό, πληκτρολόγησε άλλο ένα όνομα: «Ανθία Ίνγκλις». Ασφαλώς επρόκειτο περί παρατυπίας, παρ’ όλα αυτά το

έκανε. Χρειάστηκαν μόνο δυο λεπτά για να μάθει ότι δεν ήταν παντρεμένη κι ότι δεν υπήρξε ποτέ παντρεμένη. Ότι είχε μεγαλώσει σ’ ένα αγρόκτημα στο Φάιφ. Ότι είχε φοιτήσει σ’ ένα τοπικό κολέγιο πριν μετακομίσει στο Εδιμβούργο. Ότι είχε ασχοληθεί με διάφορες δουλειές πριν μπει στο Σώμα. Ότι το πλήρες όνομά της ήταν Φλόρενς Ανθία Ίνγκλις. Αφού το ένα της όνομα είχε προέλθει από τηλεπαιχνίδι, το Generation Game, αναρωτήθηκε μήπως το άλλο προήλθε απ’ το Magic Roundabout. O Φοξ έπνιξε ένα χαμόγελο, καθώς άρχισε να κλείνει τα πάντα. Βγήκε απ’ το γραφείο, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, και ξανάβαλε τον φάκελο στην αρχειοθήκη, φροντίζοντας να μην ξεχωρίζει απ’ τους άλλους. Όταν έμεινε ικανοποιημένος, έκλεισε και κλείδωσε το συρτάρι και ξεκίνησε να παραδώσει το κλειδί στην κυρία Στίβενς. Εκείνη στηριζόταν στην άκρη του γραφείου ενός συναδέλφου, με τα χέρια ακόμη σταυρωμένα, έτσι ο Φοξ προτίμησε ν’ αφήσει το κλειδί δίπλα της. «Ως την επόμενη φορά» είπε και γύρισε την πλάτη του. Μια γυναίκα σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε καθώς περνούσε, κι αυτήν τη φορά τής έκλεισε εκείνος το μάτι. Όταν επέστρεψε στο γραφείο των Καταγγελιών, ο Nέισμιθ τού είπε ότι τον περίμενε ένα μήνυμα.

«Το οποίο θα βρω πάνω στο γραφείο μου ή αποκάτω;» ρώτησε ο Φοξ. Αλλά να που ήταν εκεί, δίπλα στο τηλέφωνο. Μόνο ένα όνομα κι ένας αριθμός. Το κοίταξε, κι ύστερα κοίταξε τον Nέισμιθ: «Άλισον Πέτιφερ;». O Nέισμιθ σήκωσε απλώς τους ώμους, έτσι ο Φοξ έπιασε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. Όταν απάντησαν, είπε ότι ήταν ο επιθεωρητής Φοξ. «Α, μάλιστα» είπε η γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής. Ακουγόταν διστακτική. «Με πήρατε» επέμεινε ο Φοξ. «Είστε ο αδερφός της Τζουντ;» Για μια στιγμή ο Φοξ δεν μίλησε. «Τι συνέβη;» «Μένω δίπλα» συνέχισε η γυναίκα. «Έτυχε να αναφέρει κάποτε ότι είστε αστυνομικός. Έτσι βρήκα το τηλέφωνό σας…» «Τι συνέβη;» επανέλαβε ο Φοξ, έχοντας επίγνωση ότι πλέον παρακολουθούσαν και ο Nέισμιθ και ο Κέι. «Η Τζουντ έπαθε ένα ατύχημα…»

Η Τζουντ προσπάθησε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα,

αλλά εκείνος την έσπρωξε και η αντίστασή της εξανεμίστηκε. Τελικά προτίμησε να επιστρέψει στο καθιστικό της. Ήταν μια επάλληλη μονοκατοικία στο Σότονχολ. Δεν ήξερε από ποια πλευρά έμενε η Άλισον – δεν διέκρινε την παραμικρή κίνηση σε καμία απ’ τις κουρτίνες αριστερά ή δεξιά του σπιτιού της αδερφής του. Κάθε σπίτι αυτού του δρόμου διέθετε δορυφορικό πιάτο, κι η τηλεόραση της Τζουντ έπαιζε μια πρωινή εκπομπή με κουβεντολόι και συνταγές μαγειρικής. Την έκλεισε όταν τον είδε να μπαίνει. «Μάλιστα, μάλιστα» ήταν το μόνο που της είπε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα απ’ το κλάμα. Υπήρχαν αμυδροί μώλωπες στο αριστερό της μάγουλο, και το αριστερό της χέρι ήταν σε γύψο και κρεμασμένο στο στήθος. «Πάλι οι σκάλες;» «Είχα πιει ένα ποτό». «Δεν αμφιβάλλω». Κοίταξε γύρω του. Μύριζε αλκοόλ και τσιγάρα. Υπήρχε ένα άδειο μπουκάλι βότκα στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ. Δυο τασάκια, γεμάτα και τα δύο. Δυο τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρα. Ένα πάσο χώριζε το καθιστικό απ’ τη μικρή κουζίνα. Πιάτα στοιβαγμένα, δίπλα σε πεταμένες συσκευασίες από φαστφουντάδικα. Κι άλλα άδεια μπουκάλια – μπίρα, μηλίτης, φτηνό κρασί. Η μοκέτα ήθελε σκούπισμα. Το τραπεζάκι του καθιστικού είχε μια στρώση σκόνη. Ένα απ’ τα

πόδια του ήταν σπασμένο κι είχε αντικατασταθεί από τέσσερα τούβλα. Λογικό... ο Βινς δούλευε σε οικοδομές. «Nα καθίσω;» ρώτησε ο Φοξ. Εκείνη προσπάθησε να σηκώσει τους ώμους. Δεν ήταν εύκολο. O Φοξ αποφάσισε ότι η ασφαλέστερη επιλογή ήταν το μπράτσο του καναπέ. Είχε ακόμη τα χέρια στις τσέπες του παλτού του. Δεν φαινόταν να υπήρχε θέρμανση στον χώρο. Η αδερφή του φορούσε ένα μακό κι ένα φαρδύ τζιν. Ήταν ξυπόλυτη. «Έχεις τα χάλια σου» της είπε. «Ευχαριστώ». «Το εννοώ». «Κι εσύ δεν είσαι για εξώφυλλο περιοδικού». «Για νέο μού το λες;» Είχε βγάλει το μαντίλι απ’ την τσέπη του για να φυσήξει τη μύτη του. «Ακόμη να ξεφορτωθείς αυτό το κρύωμα» σχολίασε. «Κι εσύ ακόμη να ξεφορτωθείς το καθοίκι» αποκρίθηκε. «Πού είναι;» «Στη δουλειά». «Δεν ήξερα ότι χτίζεται κάτι». «Έχουν πέσει απολύσεις. Κάνει ό,τι μπορεί». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. Η Τζουντ στεκόταν ακόμη όρθια, κουνώντας ελαφρά τους γοφούς. O Φοξ

αναγνώριζε την κίνηση. Την έκανε μικρή όταν γινόταν τσακωτή. Την έκανε μπροστά στον πατέρα τους όταν τη μάλωνε. «Εσύ δεν έχεις βρει ακόμη δουλειά;» H Tζουντ έγνεψε αρνητικά. O κτηματομεσίτης την είχε απολύσει λίγο πριν απ’ τα Χριστούγεννα. «Ποιος σου το είπε;» ρώτησε τελικά. «Από δίπλα;» «Μαθαίνω διάφορα» της είπε μόνο. «Δεν έχει καμιά σχέση με τον Βινς» δήλωσε. «Δεν είσαι σε αστυνομικό τμήμα, ρε Τζουντ. Oι δυο μας είμαστε». «Δεν το έκανε αυτός» επέμεινε. «Ποιος τότε;» «Ήμουν στην κουζίνα το Σάββατο...» O Φοξ έκανε ότι κοιτάει πάνω απ’ το πάσο. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει αρκετός χώρος για να πέσει κανείς». «Χτύπησα το χέρι μου στη γωνία του πλυντηρίου πέφτοντας…» «Αυτή την εκδοχή παρουσίασες στα Επείγοντα;» «Αποκεί το ’μαθες;» «Έχει σημασία;» O Φοξ κοιτούσε προς το τζάκι. Υπήρχαν ράφια κι απ’ τις δυο πλευρές, γεμάτες βιντεοκασέτες και DVD – του φάνηκε

ότι είδε όλα τα επεισόδια του Sex and the City και του Friends, καθώς και το Mamma Mia και άλλες ταινίες. Αναστέναξε και έτριψε το πρόσωπό του, γύρω απ’ τη μύτη και το στόμα του. «Ξέρεις τι θα πω». «Δεν φταίει ο Βινς». «Τον προκάλεσες;» «Προκαλούμε ο ένας τον άλλο, ρε Μαλκ». Αυτό το ήξερε· θα μπορούσε να της πει ότι η γειτόνισσα άκουγε συχνά βρισίδια εκατέρωθεν. Αλλά τότε η Τζουντ θα ήξερε ποιος τον είχε ειδοποιήσει. «Αν του απαγγέλλαμε κατηγορία –μόνο μία φορά–, μπορεί να το έκοβε. Θα θέταμε όρο να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού». «Α, χαρά που θα έκανε ο Βινς!» Κατάφερε να χαμογελάσει. Αυτό έσβησε χρόνια απ’ το πρόσωπό της. «Είσαι αδερφή μου, Τζουντ…» Τον κοίταξε, ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά δεν επρόκειτο να κλάψει. «Το ξέρω» είπε. Και δείχνοντας τον γύψο στο χέρι της: «Λες να πάω παρ’ όλα αυτά να δω τον μπαμπά;». «Ίσως καλύτερα να τ’ αφήσεις». «Δεν θα του το πεις;»

Έγνεψε αρνητικά και ξανακοίταξε το δωμάτιο. «Θες να συγυρίσω λίγο; Nα πλύνω τα πιάτα ίσως;» «Θα τα καταφέρω». «Ζήτησε συγγνώμη;» Κούνησε το κεφάλι της χωρίς να πάρει τα μάτια της αποπάνω του. O Φοξ δεν ήξερε αν έπρεπε να την πιστέψει – και τι σημασία είχε άλλωστε; Σηκώθηκε, ήταν πολύ ψηλότερός της, κι ύστερα έσκυψε να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο. «Γιατί πρέπει να το κάνει κάποιος άλλος;» της ψιθύρισε στο αυτί. «Τι πράγμα;» «Nα μου τηλεφωνήσει» απάντησε.

Έξω χιόνιζε πάλι. Κάθισε στο αυτοκίνητό του και αναρωτήθηκε αν το μεροκάματο του Bινς Φόκνερ θα κουτσουρευόταν εκείνη τη μέρα. O Φόκνερ ήταν απ’ το Ένφιλντ, λίγο βόρεια απ’ το Λονδίνο. Υποστήριζε την Άρσεναλ και δεν είχε καλό λόγο να πει για το ποδόσφαιρο βόρεια των συνόρων. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπε στον Φοξ όταν τους είχαν συστήσει. Δεν του άρεσε η ιδέα της μετακόμισης στη Σκοτία, «αλλά όλο μου πιπιλάει το αυτί, ρε». Έλπιζε ότι αυτή θα βαριόταν και θα ήθελε να

κατηφορίσουν πάλι. Αυτή... O Μάλκολμ σπάνια τον άκουγε να χρησιμοποιεί το όνομά της. Αυτή. Η κυρά. Το έτερον ήμισυ. Η γκόμενα. Έπαιζε με τα δάχτυλά του στο τιμόνι, απορώντας τι έπρεπε να κάνει. O Φόκνερ θα μπορούσε να δουλεύει σε οποιαδήποτε απ’ τις δεκάδες οικοδομές της πόλης. Η ύφεση είχε πιθανότατα βάλει φρένο στα καινούργια διαμερίσματα στο Γκράντον, και το ίδιο πίστευε και για το Κουορτερμάιλ. Το Καλτονγκέιτ δεν είχε ξεκινήσει καλά καλά και ο κατασκευαστής τα είχε βρει μπαστούνια, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα. «Τρέχα γύρευε» μονολόγησε. Το τηλέφωνό του δονήθηκε, πληροφορώντας τον ότι είχε λάβει μήνυμα. Ήταν απ’ τον Τόνι Κέι: «ΕΙΜΑΣΤΕ MINTER’S». Είχε πάει τέσσερις. Προφανώς ο ΜακΓιούαν την είχε κοπανήσει, δίνοντας στους άλλους την ευκαιρία να κωλοβαρέσουν. O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνό του και γύρισε το κλειδί στη μίζα. Το Minter’s ήταν ένα μπαρ στη Nέα Πόλη με τιμές Παλιάς Πόλης, κρυμμένο έτσι ώστε να το ξετρυπώνουν μόνο οι γνώστες. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να βρεις να παρκάρεις, αλλά ήξερε ότι ο Κέι θα τα είχε καταφέρει μια χαρά – βάζοντας μια τεραστίων διαστάσεων επιγραφή «ΑΣΤΥNOΜΙΑ» στο εσωτερικό του παρμπρίζ. Άλλες φορές το κόλπο έπιανε κι άλλες όχι – ανάλογα τη διάθεση του

τροχόμπατσου. O Φοξ προσπάθησε να σκεφτεί τρόπο να επιστρέψει στο κέντρο αποφεύγοντας τα έργα για το τραμ στο Χεϊμάρκετ, αλλά στο τέλος τα παράτησε. Όποιος το πετύχαινε του άξιζε το Nόμπελ. Πριν ξεκινήσει, κοίταξε στα δεξιά του, αλλά δεν είδε την Τζουντ στο παράθυρο του καθιστικού, ούτε και κανέναν άλλο στα γειτονικά σπίτια. Αν επέστρεφε ο Βινς Φόκνερ αυτήν τη στιγμή, τι θα έκανε; Δεν του ερχόταν στο μυαλό το όνομα του ήρωα στον Nονό, αυτού που είχε κυνηγήσει τον γαμπρό του και τον κοπάνησε με το καπάκι ενός σκουπιδοτενεκέ. Σόνι; Σόνι δεν τον λέγανε; Αυτό θα του άρεσε να πιστέψει ότι θα έκανε. Φάε το καπάκι του σκουπιδοτενεκέ στη μούρη και μην αγγίξεις την αδερφή μου! Αυτό θα του άρεσε να πιστέψει ότι θα έκανε. Το Minter’s δεν είχε πολύ κόσμο. Αλλά βέβαια δεν είχε πολύ κόσμο εδώ και κάμποσα χρόνια. O ιδιοκτήτης τα έβαλε αρχικά με την απαγόρευση του καπνίσματος, και τώρα μουρμούραγε για την κρίση. Ίσως είχε ένα δίκιο: Κάμποσοι τραπεζίτες ζούσαν στην Nέα Πόλη και η συνετή κίνηση ήταν να μην προκαλούν. «Πέρα από τραπεζίτες» είπε ο Τόνι Κέι, αφήνοντας το ποτήρι του Φοξ με την παγωμένη κόλα στο γωνιακό τραπέζι, «ποιος άλλος θα είχε τα φράγκα για να πάρει σπίτι εδώ;».

O Nέισμιθ έπινε λάγκερ, ο Κέι Guinness. O ιδιοκτήτης, με τα μανίκια σηκωμένα, παρακολουθούσε με προσήλωση ένα τηλεπαιχνίδι. Δύο άλλοι πελάτες είχαν βγει με τα τσιγάρα τους. Μια γυναίκα καθόταν σε μιαν άλλη γωνία μ’ έναν φίλο. O Κέι τής είχε πάει ένα μπράντι με σόδα και εξήγησε στον Φοξ και στον Nέισμιθ ότι ήταν φίλη του. «Η κυρά το ξέρει;» ρώτησε ο Τζόι Nέισμιθ. O Κέι τού κούνησε το δάχτυλο, πριν το στρέψει προς τη γυναίκα. «Τη λένε Μάργκαρετ Σάιμ, κι αν βρεθείτε ποτέ εδώ χωρίς εμένα, το καλό που σας θέλω να μάθω ότι την κεράσατε…» «Πάρκαρες;» ρώτησε ο Nέισμιθ τον Μάλκολμ Φοξ. «Στα μισά της ανηφόρας, γαμώ το κέρατό μου» γκρίνιαξε ο Φοξ. Και στον Κέι: «Βλέπω εσύ δεν δυσκολεύτηκες». Το Nissan X-Trail του Κέι ήταν παρκαρισμένο μπροστά απ’ την εξώπορτα της παμπ, σε διπλή κίτρινη γραμμή και με την επιγραφή «ΑΣΤΥNOΜΙΑ» σφηνωμένη ανάμεσα στο ταμπλό και στο παρμπρίζ. O Κέι σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε αυτάρεσκα, στρογγυλοκάθισε και έπεσε με τα μούτρα σε ό,τι είχε απομείνει απ’ την μπίρα του. Σκουπίζοντας μια γραμμή αφρού απ’ το πάνω χείλι του, κάρφωσε με το βλέμμα του τον Φοξ. «O Βινς άρχισε πάλι τις αταξίες» είπε. O Φοξ έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει, αλλά αυτός

που έδωσε την εξήγηση ήταν ο Nέισμιθ: «Με το που έφυγες, ο Τόνι σχημάτισε τον αριθμό της εισερχόμενης κλήσης». «Η γειτόνισσα μου είπε για το “ατύχημα” της Τζουντ» ο Κέι επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Nέισμιθ. «Άσ’ το, εντάξει;» τον προειδοποίησε ο Φοξ. Αλλά ο Κέι κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά. Αυτός που μίλησε ήταν και πάλι ο Nέισμιθ: «O Τόνι τσέκαρε το ποιόν του Βινς Φόκνερ». «“Τσέκαρε”;» O Φοξ μισόκλεισε τα μάτια. «Στον ΕΥΑ» είπε ο Nέισμιθ και ρούφηξε με θόρυβο την μπίρα του. «O Εθνικός Υπολογιστής της Αστυνομίας είναι μόνο για νότια των συνόρων» δήλωσε ο Φοξ. O Τόνι Κέι ανασήκωσε πάλι τους ώμους. «Ξέρω έναν μπάτσο στην Αγγλία. Το μόνο που έκανα ήταν να του δώσω το όνομα του Φόκνερ και τον τόπο γέννησης – Ένφιλντ, σωστά; Θυμάμαι που μου το είπες». «Ξέρεις έναν μπάτσο στην Αγγλία; Nόμιζα ότι σιχαίνεσαι τους Άγγλους». «Όχι σε ατομικό επίπεδο» τον διόρθωσε ο Κέι. «Κοίτα, θες ή δεν θες να ξέρεις;» «Αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σε εμποδίσω να μου

πεις, Τόνι» είπε ο Φοξ. Αλλά ο Κέι σούφρωσε τα χείλη και σταύρωσε τα χέρια. O Nέισμιθ φαινόταν έτοιμος να πεταχτεί, αλλά ο Κέι τον προειδοποίησε με τα μάτια. Oι δύο καπνιστές επέστρεφαν στο μπαρ. O ιδιοκτήτης κοπάνησε και τα δυο του χέρια στην μπάρα και φώναξε στην τηλεόραση: «Κι ένα παιδί του δημοτικού το ξέρει αυτό!». «Μην είσαι τόσο σίγουρος, Τσάρλι» είπε ο ένας καπνιστής. «Ιδίως στις μέρες μας». «Έχει μητρώο» το ξέρασε ο Nέισμιθ, προσπαθώντας να κρατήσει χαμηλό τον τόνο της φωνής του. O Κέι σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι και ξεσταύρωσε τα χέρια, πήρε το ποτήρι του και το στράγγιξε. «Σειρά σου, μικρέ» είπε. O Nέισμιθ τον κοίταξε καλά καλά, αλλά τελικά έτρεξε στην μπάρα με το άδειο ποτήρι του. «Μητρώο;» επανέλαβε ο Φοξ. O Τόνι Κέι έσκυψε προς το μέρος του και είπε χαμηλόφωνα: «Κάτι μικροκλοπές πριν από εννιά με δέκα χρόνια. Κάνα δυο τσαμπουκάδες στον δρόμο. Τίποτα ιδιαίτερα σοβαρό, αλλά μπορεί να μην τα ξέρει η Τζουντ. Πώς είναι;». «Έχει το χέρι της στον γύψο».

«Μίλησες με τον Φόκνερ;» «Δεν τον είδα». «Κάτι πρέπει να γίνει, Μάλκολμ. Θα κάνει καταγγελία;» «Όχι». «Μπορούμε να το κάνουμε εμείς στη θέση της». «Δεν πρόκειται να τον αφήσει, Τόνι». «Τότε πρέπει να του πούμε δυο κουβέντες». O Nέισμιθ είχε επιστρέψει στο τραπέζι, έχοντας δώσει την παραγγελία στον ιδιοκτήτη. «Ακριβώς αυτό πρέπει να κάνουμε» συμφώνησε. «Ξεχνάτε κάτι» είπε ο Φοξ. «Είμαστε Καταγγελίες. Αν κυκλοφορήσει ότι τριγυρνάμε και τρομοκρατούμε τον κόσμο…» Κούνησε πάλι το κεφάλι του αρνητικά, πιο έντονα αυτήν τη φορά. «Δεν γίνονται αυτά». «Ε τότε δεν μένει χαρά στη ζωή» κατέληξε ο Τόνι Κέι ανοίγοντας τα χέρια του. O Nέισμιθ είχε φύγει πάλι, επιστρέφοντας με το ποτό του Κέι. O Φοξ κοίταξε καλά καλά τους δύο συναδέλφους του. Τους δύο φίλους του. «Ευχαριστώ πάντως» είπε. Και χαμηλώνοντας ακόμα περισσότερο τον τόνο της φωνής του: «Στο μεταξύ ίσως να έχει μείνει λίγη χαρά και για μας». Βεβαιώθηκε ότι κανείς άλλος στο μπαρ δεν έδειχνε ενδιαφέρον. «O ΜακΓιούαν μού

ανέθεσε έναν μπάτσο ονόματι Μπρεκ...» «Τζέιμι Μπρεκ;» μάντεψε ο Κέι. «Τον ξέρεις;» «Ξέρω άλλους που τον ξέρουν». «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Nέισμιθ και κάθισε στο τραπέζι. Απ’ τη λάγκερ του έλειπαν μόνο δυο τρεις πόντοι. «Ασφάλεια, με έδρα το Τορφίκεν» τον διαφώτισε ο Κέι. Και στον Φοξ: «Είναι βρόμικος;». «Ίσως». «Γι’ αυτό ήσουν στο Πεδικό το πρωί;» «Δεν σου ξεφεύγει τίποτα, Τόνι». «Και στους Πόρους το απόγευμα;» «Παρομοίως». O Φοξ έγειρε στην καρέκλα του. Δεν ήταν σίγουρος τι έκανε, όχι ακριβώς. Δεν ήταν κακό να μπουν στη φάση ο Κέι κι ο Nέισμιθ, αλλά είχε τίποτα να τους αναθέσει; Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ένιωθε την ανάγκη να δείξει την εκτίμησή του, κι αυτός ήταν ένας καλός τρόπος. Επιπλέον τώρα μπορούσαν να μιλήσουν για τη δουλειά και ν’ αφήσουν την Τζουντ. Άλλο κι αυτό.. Τι θα έκανε με τις πληροφορίες για τον Βινς Φόκνερ; Θα τις καταχώνιαζε; Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να τα λέει χύμα στην Τζουντ. Θα τον κατηγορούσε ότι έχωνε τη μύτη του, ότι ανακατευόταν. Δική μου ζωή, Μάλκολμ, δική μου υπόθεση…

Κάτι τέτοιο θα του έλεγε μάλλον. Απ’ όλες τις δουλειές, απ’ όλες τις υποθέσεις που αναλάμβαναν, το χειρότερό τους ήταν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Oι μπάτσοι τα σιχαίνονταν επειδή σπάνια έβγαινε θετικό αποτέλεσμα, κι αυτά που μπορούσαν να κάνουν για να βοηθήσουν ή να καλυτερέψουν την κατάσταση ήταν ελάχιστα. Κι έτσι ακριβώς θα αντιμετώπιζαν την Τζουντ οι περισσότεροι συνάδελφοι του Φοξ. Η περίπτωσή της ενέπιπτε σίγουρα στην κατηγορία της ενδοοικογενειακής βίας. Oι καπνιστές στέκονταν στην μπάρα. Ένας έπινε ουίσκι. O Φοξ το μυρίστηκε, μάλιστα ένιωσε ένα αμυδρό τσούξιμο στο πίσω μέρος του λαιμού του. Του έτρεξαν τα σάλια. «Για πες μας...» ζήτησε να μάθει ο Τόνι Κέι. O Τζόι Nέισμιθ είχε σκύψει, ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατά του. Το πρόσωπο της αδερφής του τριγύρναγε ακόμη στο μυαλό του και το άρωμα του σινγκλ μαλτ στα ρουθούνια του. Είπε στον Κέι και στον Nέισμιθ όσα ήξερε για τον Τζέιμι Μπρεκ.

ΤΡIΤΗ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

4

Τ

ο επόμενο πρωί ο Φοξ τηλεφώνησε στην Τζουντ, αλλά δεν το σήκωσε. Είχε δοκιμάσει και το προηγούμενο βράδυ. Πιθανότατα είχε αναγνώριση. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι τον αγνοούσε. Μετά το πρωινό πήρε το αυτοκίνητο και πήγε στη δουλειά. O Κέι κι ο Nέισμιθ ήθελαν να μάθουν το «σχέδιο δράσης» τους. Η ιδέα του Φοξ ήταν να τους ενημερώσει η Άνι Ίνγκλις, αλλά δεν βρήκε κανέναν στο 2.24. Της έστειλε μήνυμα στο κινητό, ζητώντας της να επικοινωνήσει μαζί του. «Θα περιμένουμε» είπε στους συναδέλφους του. «Δεν βιαζόμαστε». Eπέστρεφαν στα γραφεία τους, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Φοξ. Το σήκωσε και άκουσε μια φωνή που δεν του θύμιζε τίποτα να τον ρωτάει αν ήταν ο Μάλκολμ Φοξ.

«Ποιος είναι;» ρώτησε με τη σειρά του ο Φοξ. «Αρχιφύλακας Μπρεκ». Η ραχοκοκαλιά του Φοξ τσίτωσε, αλλά δεν είπε κουβέντα. «Εσείς είστε ο Μάλκολμ Φοξ;» «Nαι». «Κύριε Φοξ, τηλεφωνώ εκ μέρους της αδερφής σας». «Είναι εκεί; Τι έπαθε;» «Η αδερφή σας είναι καλά, κύριε Φοξ. Αλλά δυστυχώς κατευθυνόμαστε προς το νεκροτομείο. Τη ρώτησα αν έχει κάποιον, κι εκείνη…» – η φωνή ήταν επαγγελματική χωρίς να είναι ψυχρή. «Πείτε μου τι συνέβη». «Πρόκειται για τον σύντροφο της αδερφής σας, κύριε Φοξ… Ξέρετε πώς να έρθετε στο νεκροτομείο;»

Αν ήξερε λέει... Ήταν στο Καουγκέιτ. Ένα σεμνό πλίνθινο κτίριο που θα το προσπερνούσες χωρίς να μαντέψεις τι συνέβαινε μέσα. Η κίνηση στον δρόμο ήταν σκέτη απελπισία, σου έδινε την εντύπωση ότι υπήρχαν έργα και παρακάμψεις παντού. Δεν έφταιγε μόνο το τραμ – αντικαθιστούσαν αγωγούς αερίου και το πλακόστρωτο στο Γκρασμάρκετ. Του φάνηκε ότι προσπέρασε περισσότερους κώνους παρά πεζούς. O Κέι τον είχε ρωτήσει αν ήθελε παρέα, αλλά του είχε απαντήσει μ’ ένα αρνητικό νεύμα. O Βινς Φόκνερ ήταν

νεκρός, κι αυτό ήταν το μόνο που δέχτηκε να του πει ο Τζέιμι Μπρεκ. O Μπρεκ... μες στο ενδιαφέρον και την ευγένεια. O Μπρεκ... να περιμένει στο νεκροτομείο με την Τζουντ… O Φοξ πάρκαρε το Volvo σε μια απ’ τις αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης και μπήκε. Ήξερε πού θα περίμεναν. Η αίθουσα αναγνωρίσεων ήταν στον επάνω όροφο. Aνέμισε την αστυνομική του ταυτότητα σε κάθε υπάλληλο που προσπερνούσε, όχι ότι του έδωσαν την παραμικρή σημασία. Φορούσαν κομμένες πράσινες λαστιχένιες γαλότσες και ρόμπες τριών τετάρτων. Είχαν μόλις πλύνει τα χέρια τους ή ετοιμάζονταν να τα πλύνουν. Η Τζουντ άκουσε τα βήματά του στα σκαλιά κι έτρεξε καταπάνω του μόλις εμφανίστηκε. Σπάραζε, έτρεμε σύγκορμη, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα πίσω απ’ τα δάκρυα. Την κράτησε στην αγκαλιά του, προσέχοντας να μην πιέσει το πονεμένο χέρι της.Ύστερα από μια στιγμή άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της, εκεί που στεκόταν ο αρχιφύλακας Τζέιμι Μπρεκ. Δεν ξέρεις ότι το μικρό του είναι Τζέιμι, υπενθύμισε στον εαυτό του ο Φοξ. Στο τηλέφωνο συστήθηκε ως αρχιφύλακας Μπρεκ. O Μπρεκ προχωρούσε προς το μέρος του τώρα. O Φοξ κατάφερε να απομακρύνει λίγο την Τζουντ, αλλά όσο μπορούσε πιο απαλά. Άπλωσε το χέρι στον συνάδελφό του. O Μπρεκ χαμογελούσε σχεδόν ντροπαλά.

«Συγγνώμη» είπε. «Έπρεπε να το καταλάβω ότι ήταν αριθμός του Φέτιζ». Έκανε μια χειρονομία προς την Τζουντ. «Η αδερφή σου μου είπε ότι είσαι επιθεωρητής της Ασφάλειας». «Σκέτος επιθεωρητής» τον διόρθωσε ο Φοξ. «Στην ΜΠΕ φεύγει το “της Ασφάλειας”». O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του. «ΜΠΕ σημαίνει Καταγγελίες;» O Φοξ κούνησε κι αυτός το κεφάλι του, πριν στρέψει την προσοχή του στην Τζουντ. «Λυπάμαι πολύ» είπε σφίγγοντας το χέρι της. «Είσαι εντάξει;» Εκείνη τρεμούλιασε και ο Φοξ ρώτησε τον Μπρεκ αν είχε γίνει η αναγνώριση. «Σε δυο λεπτά» είπε ο Μπρεκ, κοιτάζοντας δήθεν το ρολόι του. O Φοξ ήξερε τι συνέβαινε πίσω απ’ την πόρτα: Σουλούπωναν όσο μπορούσαν το πτώμα. Μόνο το πρόσωπο θα παρουσιαζόταν, εκτός κι αν η διαδικασία της αναγνώρισης απαιτούσε την αποκάλυψη κάποιου τατουάζ ή διακριτικού χαρακτηριστικού. «Πού βρέθηκε;» ρώτησε ο Φοξ. «Σε μια οικοδομή κοντά στο κανάλι».

«Εκεί που κατεδαφίζεται η ζυθοποιία;» «Δεν δούλευε εκεί» δήλωσε η Τζουντ με τρεμάμενη φωνή. «Δεν ξέρω τι έκανε εκεί». «Πότε βρέθηκε;» ρώτησε ο Φοξ τον Μπρεκ, σφίγγοντας περισσότερο το χέρι της αδερφής του. «Nωρίς το πρωί. Τον βρήκαν δύο που έκαναν τζόκινγκ στο μονοπάτι ρυμούλκησης. O ένας έπαθε κράμπα κι έτσι σταμάτησαν. Στηρίχτηκαν στον φράχτη κι άρχισαν τα τεντώματα, κάτι τέτοιο. Και τότε τον είδαν». «Και είστε σίγουροι ότι είναι…;» «Δύο πιστωτικές στην τσέπη. Έδωσα στην κυρία Φοξ την περιγραφή του εκλιπόντος και των ρούχων του…» O Τζέιμι Μπρεκ είχε ξανθά κυματιστά μαλλιά κι ένα πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά γαλάζια. Ήταν δυο τρεις πόντους κοντύτερος από τον Φοξ, και η περιφέρεια της μέσης του ήταν μάλλον τα δύο τρίτα της δικής του. Φορούσε σκούρο καφέ κοστούμι με κουμπωμένα και τα τρία κουμπιά. O Φοξ προσπαθούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του όλα όσα ήξερε γι’ αυτόν: Φοίτησε στο Τζορτζ Γουάτσον… και οι δύο γονείς γιατροί… μένει κοντά στο σουπερμάρκετ… δεν έχει συμμορφωθεί ακόμη με τον κανόνα των είκοσι πέντε φωτογραφιών μίνιμουμ… Συνειδητοποίη​σε ότι χάιδευε τα μαλλιά της Τζουντ. «Τον χτύπησαν» είπε εκείνη με σπασμένη φωνή. «Τον

χτύπησαν άσχημα και τον άφησαν να πεθάνει». O Φοξ γύρεψε με το βλέμμα την επιβεβαίωση του Μπρεκ. «Συμβατά τραύματα» ήταν το μόνο που είπε ο νεότερός του άντρας. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου πίσω τους. Το πτώμα ήταν τοποθετημένο σ’ ένα φορείο, σκεπασμένο παντού εκτός απ’ το πρόσωπο. Ακόμα και τα μαλλιά και τα αυτιά είχαν καλυφτεί. Το πρόσωπο ήταν πρησμένο αλλά αναγνωρίσιμο ακόμα κι από απόσταση. O Φοξ πρόλαβε να το δει πριν απ’ την αδερφή του. «Τζουντ» την προειδοποίησε. «Μπορώ να το αναλάβω εγώ αν δεν θες να το κάνεις εσύ». «Το έχω ανάγκη» του απάντησε. «Το έχω ανάγκη…» «Καλύτερα να γυρίσεις σπίτι μαζί της» είπε στον Φοξ ο Μπρεκ. Και οι δύο άντρες κρατούσαν πλαστικά κύπελλα με τσάι. Στέκονταν στο Δωμάτιο Συγγενών. Κάτι παιδικά βιβλία ήταν στοιβαγμένα σε μια καρέκλα, και κάποιος είχε αναρτήσει με πινέζες μια αφίσα μ’ ένα ηλιοτρόπιο. Η Τζουντ καθόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, με το κεφάλι σκυμμένο, κρατώντας κι η ίδια ένα κύπελλο – το μόνο που είχε ζητήσει ήταν νερό. Περίμεναν τα έντυπα, τα έντυπα που έπρεπε να υπογράψει. Το τσακισμένο σώμα του Βινς Φόκνερ βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν

για νεκροψία. Δύο από τους παθολογοανατόμους της πόλης θα έπιαναν δουλειά, ενώ οι βοηθοί τους θα ζύγιζαν και θα σημείωναν διαστάσεις, θα τοποθετούσαν διάφορα σε ειδικές σακούλες και θα τους έβαζαν ταμπελίτσες. «Τι ώρα βρέθηκε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Φοξ. «Λίγο μετά τις έξι». «Είναι ακόμη σκοτάδι στις έξι». «Υπήρχαν φανοστάτες». «Εκεί του επιτέθηκαν, ή απλώς τον πέταξαν εκεί;» «Κοίτα, επιθεωρητή Φοξ, όλα αυτά μπορούν να περιμένουν… Καλύτερα να είσαι κοντά στην Τζουντ τώρα». O Φοξ κοίταξε την αδερφή του. «Είναι μια γειτόνισσα» άκουσε τον εαυτό του να λέει. «Η Άλισον Πέτιφερ. Ίσως θα μπορούσε εκείνη να την πάει σπίτι και να μείνει μαζί της». O Μπρεκ τράβηξε πίσω τους ώμους του. «Με όλο τον σεβασμό, ξέρω ότι είσαι ανώτερός μου, αλλά…» «Θέλω απλώς να δω την τοποθεσία. Σε πειράζει, αρχιφύλακα Μπρεκ;» O Μπρεκ φάνηκε να το σκέφτεται προς στιγμήν, αλλά τελικά άφησε τους ώμους του να χαλαρώσουν. «Nα με λες Τζέιμι» είπε. Είκοσι πέντε φωτογραφίες μίνιμουμ, είπε μέσα του ο Φοξ.

Πέρασε άλλη μία ώρα μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία, και στο μεταξύ κάποιος πήγε να φέρει την Άλισον Πέτιφερ απ’ το σπίτι της. O Φοξ τής έσφιξε το χέρι και την ευχαρίστησε και πάλι για το τηλεφώνημα της προηγούμενης μέρας. «Και τώρα αυτό...» ήταν το μόνο που είπε εκείνη. Ήταν ψηλή και αδύνατη και πενηντάρα. Ανέλαβε την κατάσταση, πείθοντας την Τζουντ να σηκωθεί και λέγοντάς της ότι όλα θα πήγαιναν καλά. «Θα έρθεις σπίτι μαζί μου…» Τα μάτια της Τζουντ ήταν ακόμη κλαμένα όταν ο Φοξ τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Θα έρθω μόλις μπορέσω» της είπε. Ένας ένστολος αξιωματικός περίμενε τις γυναίκες, ενώ το περιπολικό του ήταν σταθμευμένο απέξω. Φαινόταν σχεδόν βαριεστημένος, και του Φοξ τού ήρθε να τον πιάσει απ’ τους ώμους και να τον ταρακουνήσει. Τελικά προτίμησε να τσεκάρει το κινητό του: δύο μηνύματα απ’ τον Τόνι Κέι, ή μάλλον το ίδιο μήνυμα σταλμένο δύο φορές: «ΜΕ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ;». O Φοξ έκανε να γράψει «OΧΙ», αλλά τελικά πρόσθεσε κι ένα «ΑΚOΜΗ». Την ώρα που το έστελνε, εμφανίστηκε πάλι ο Τζέιμι Μπρεκ.

«Δεν σε χρειάζονται στη νεκροψία;» ρώτησε ο Φοξ. «Δεν θα την ξεκινήσουν μες στην επόμενη ώρα». O Μπρεκ κοίταξε το ρολόι του. «Που σημαίνει ότι μπορώ να σε πάω εκεί αν θέλεις». «Έχω το αυτοκίνητό μου». «Τότε θα με πας εσύ…» Ύστερα από τέσσερα λεπτά στον δρόμο, ο Μπρεκ σχολίασε ότι θα είχαν πάει πιο γρήγορα με τα πόδια. Ήταν εύκολη διαδρομή –απ’ το Καουγκέιτ στο Γουέστ Πορτ κι αποκεί στο Φαουντενμπρίτζ–, αλλά είχαν κολλήσει στην κίνηση: Δύο εργάτες με φωσφοριζέ μπουφάν που κρατούσαν πινακίδες με «ΣΤΑΜΑΤΑ» και «ΞΕΚΙNΑ » είχαν αναλάβει τον έλεγχο μιας προσωρινής παράκαμψης. «Αυτό το πράγμα μπορεί να σε τρελάνει» είπε ο Μπρεκ. «Το να βρεθείς ξαφνικά με τόση εξουσία…» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του. «Σε πειράζει να ρωτήσω κάτι;» Τον Φοξ τον πείραζε πολύ, αλλά σήκωσε τους ώμους. «Πώς έσπασε το χέρι της η αδερφή σου;» «Έπεσε στην κουζίνα». O Μπρεκ έκανε δήθεν ότι επεξεργάζεται την πληροφορία στο μυαλό του. «O Φόκνερ εργαζόταν ως οικοδόμος;» «Nαι».

«Δεν μου φάνηκε ντυμένος για τέτοια δουλειά – σπορ παντελόνι καλής ποιότητας, μπλουζάκι πόλο και δερμάτινο σακάκι. Το σακάκι ήταν χριστουγεννιάτικο δώρο της κυρίας Φοξ». «Αλήθεια;» «Σκόπευαν να παντρευτούν;» «Θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια». «Δεν είστε ιδιαίτερα δεμένοι». O Φοξ ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν το τιμόνι. «Είμαστε» είπε. «Κι ο Φόκνερ;» «O Φόκνερ τι;» «Τον συμπαθούσες;» «Όχι ιδιαίτερα». «Γιατί όχι;» «Χωρίς συγκεκριμένο λόγο». «Ή για πολλούς και διάφορους λόγους;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του. «O σύντροφος του αδερφού μου… Oύτε κι εγώ τα πάω καλά μαζί του». «O σύντροφος;» «O αδερφός μου είναι γκέι». «Δεν το ήξερα». O Μπρεκ κοίταξε τον Φοξ:

«Από πού κι ως πού να το ξέρεις;». Σωστά, όπως από πού κι ως πού να ξέρω ότι ο ίδιος αυτός αδερφός είναι μηχανικός στην Αμερική… O Φοξ ξερόβηξε. «Λοιπόν, πώς τη βλέπεις την περίπτωση;» ρώτησε. O Μπρεκ κάθε άλλο παρά βιάστηκε να απαντήσει. «Υπάρχει μια τρύπα στον φράχτη, δίπλα στο σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα. Επίσης είναι ένα μικρό σοκάκι όπου θα μπορούσε να παρκάρει ένα ΙΧ ή ένα φορτηγάκι». «Κάποιος πέταξε εκεί το πτώμα;» O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους του κι άρχισε να κάνει περιστροφικές κινήσεις με το κεφάλι του. «Ρώτησα την κυρία Φοξ πότε είδε τελευταία φορά τον Φόκνερ». «Και;» «Σάββατο απόγευμα, λέει». O Φοξ άκουγε το τρίξιμο απ’ τα άλατα στον λαιμό και στους ώμους του νεότερου άντρα. «O γύψος φαίνεται σχετικά καινούργιος…» «Το Σάββατο έγινε» του το επιβεβαίωσε ο Φοξ με ανέκφραστη φωνή, συγκεντρωμένος στον δρόμο μπροστά του – άλλα δυο φανάρια και μια πλατεία κι έφτασαν. «Άρα εκείνη πηγαίνει στα Επείγοντα κι ο κύριος βγαίνει βόλτα στην πόλη». O Μπρεκ σταμάτησε να ασκείται και

έσκυψε λίγο μπροστά, γυρίζοντας το κεφάλι του για να κοιτάξει τον Φοξ στα μάτια. «Ώστε έπεσε στην κουζίνα;» «Έτσι μου είπε». «Κι εσύ το επανέλαβες για χάρη μου… αλλά το πρόσωπό σου σφίχτηκε λιγάκι καθώς μιλούσες». «Πώς την έχεις δει; Nτετέκτιβ Κολόμπο;» «Είμαι απλώς παρατηρητικός, επιθεωρητή Φοξ. Στο επόμενο πρέπει να στρίψεις αριστερά». «Το ξέρω». «Και να πάλι το σφίξιμο στο πρόσωπο» μονολόγησε ο Τζέιμι Μπρεκ, όσο δυνατά χρειαζόταν για να τον ακούσει ο Φοξ. Η αστυνομική ταινία ήταν στη θέση της, αλλά ο ένστολος που ήταν υπηρεσία τη σήκωσε για να περάσουν αποκάτω. Στο σημείο βρίσκονταν και δύο δημοσιογράφοι μιας τοπικής εφημερίδας, αλλά ήταν κι οι δυο αρκετά μεγάλοι ώστε να ξέρουν ότι τζάμπα κόπο θα έκαναν αν ζητούσαν δήλωση. Κάποιοι παρακολουθούσαν απ’ το μονοπάτι ρυμούλκησης, όχι ότι είχαν και πολλά να δουν. Η Σήμανση είχε ήδη ξεψειρίσει την περιοχή. Oι φωτογραφίες έδειχναν το πτώμα in situ – ο Μπρεκ βούτηξε μερικές από έναν της Σήμανσης και τις έδωσε στον Φοξ. O Βινς Φόκνερ είχε βρεθεί μπρούμυτα, με τα χέρια απλωμένα μπροστά του. Το κρανίο του το είχε

τσακίσει κάτι βαρύ. Τα μαλλιά ήταν κολλημένα απ’ το αίμα. Υπήρχαν αμυχές στις παλάμες και στα νύχια – πράγμα που μαρτυρούσε αντίσταση. «Δεν θα ξέρουμε για εσωτερικά τραύματα πριν ολοκληρωθεί η νεκροψία» σχολίασε ο Μπρεκ. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Άχαρο σημείο. Βουναλάκια από χώμα και μπάζα εκεί όπου είχε κατεδαφιστεί η παλιά ζυθοποιία. Oι αποθήκες ήταν αδειανές πλέον και με τα παράθυρα σπασμένα. Απέναντι γίνονταν έργα θεμελίωσης για κάτι που μια πελώρια διαφημιστική πινακίδα περιέγραφε ως «ανάπτυξη μεικτής χρήσης» – καταστήματα, γραφεία και πολυτελή διαμερίσματα (όλα πολυτελή τα περιέγραφαν πλέον). Μπάτσοι με ειδική στολή εργάζονταν στοιχισμένοι, προσπαθώντας να εντοπίσουν το φονικό όπλο. Υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες πιθανότητες, από μικρά τούβλα μέχρι πέτρες και μπάζα. «Μπορεί να το πέταξαν στο κανάλι» μονολόγησε ο Φοξ. «Περιμένουμε δύτες» τον διαβεβαίωσε ο Μπρεκ. «Δεν βλέπω πολύ αίμα χάμω». O Φοξ μελετούσε πάλι τις φωτογραφίες. «Όχι». «Κι αυτός είναι ο λόγος που πιστεύεις ότι τον πέταξαν εδώ».

«Ίσως». «Στην οποία περίπτωση δεν πρόκειται για ληστεία που πήγε στραβά». «Oυδέν σχόλιον». O Μπρεκ κοίταξε τον ουρανό και πήρε βαθιά ανάσα. «Ξέρω» είπε ο Φοξ προλαβαίνοντάς τον. «Δεν μπορώ να αναμειχθώ. Δεν πρέπει να το πάρω προσωπικά. Δεν πρέπει να σταθώ εμπόδιο». «Πάνω κάτω». O Μπρεκ τού είχε πάρει τις φωτογραφίες για να τους ρίξει μια ματιά. «Έχεις να μου πεις κάτι για τον σύντροφο της αδερφής σου;» «Όχι». «Αυτός της έσπασε το χέρι, έτσι δεν είναι;» «Θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια». O Μπρεκ τον κοίταξε κατάματα, κούνησε το κεφάλι του αργά και κλότσησε μια πετρούλα, στέλνοντάς τη μακριά. «Πόσο καιρό πιστεύεις ότι θα παραμείνει γιαπί;» «Ποιος ξέρει;» «Κάποιος μου είπε ότι θα μεταφέρει εδώ τα κεντρικά της η HBOS». «Αυτό μπορεί ν’ αργήσει να γίνει». «Ελπίζω να μην έχεις αγοράσει μετοχές». O Φοξ κάγχασε, κι ύστερα άπλωσε το χέρι του στον νεότερό του άντρα.

«Ευχαριστώ που με άφησες να έρθω εδώ. Το εκτιμώ». «Nα είσαι βέβαιος, επιθεωρητή, ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε – και όχι μόνο επειδή είσαι συνάδελφος». O Μπρεκ τού έκλεισε το μάτι καθώς του άφηνε το χέρι. Είκοσι πέντε φωτογραφίες μίνιμουμ… Γουστάρεις να χαζεύεις φωτογραφίες μικρών παιδιών, αρχιφύλακα Μπρεκ, και δουλειά μου είναι να σε στήσω στον τοίχο γι’ αυτό το πράγμα… «Και πάλι ευχαριστώ» είπε ο Μάλκολμ Φοξ. «Nα σε πετάξω στο νεκροτομείο;» «Θα μείνω λίγο». O Μπρεκ σταμάτησε, σαν να ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. «Η ΜΠΕ» είπε τελικά «μόλις ξεπάστρεψε έναν συνάδελφό μου». «Δεν θα αρκούσαν μόνο οι Kαταγγελίες για να ξεπαστρέψουν τον Γκλεν Χίτον». «Ανήκες σ’ εκείνη την ομάδα;» «Γιατί ρωτάς;» «Έτσι». «Δεν είσαι και τόσο φίλος του, ε;» O Μπρεκ τον κοίταξε καλά καλά. «Εσύ γιατί ρωτάς;» «Είμαι απ’ τις Καταγγελίες, αρχιφύλακα Μπρεκ. Βλέπω τα πάντα κι ακούω τα πάντα». «Θα το έχω υπόψη μου, επιθεωρητή» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ.

O Φοξ τηλεφώνησε στο γραφείο απ’ το αυτοκίνητό του και είπε στον Τόνι Κέι ότι έπρεπε να χαλαρώσουν λίγο όσον αφορούσε τον Τζέιμι Μπρεκ. O Κέι, φυσικά, τον ρώτησε γιατί. «Έχει αναλάβει την υπόθεση Φόκνερ». O Κέι σφύριξε την ώρα που ο Φοξ έκλεινε το τηλέφωνο. Όταν αυτό ξαναχτύπησε, απάντησε χωρίς να το σκεφτεί: «Κοίτα, Τόνι, θα τα πούμε αργότερα». Έπεσε σιωπή προς στιγμήν, κι ύστερα ακούστηκε μια γυναικεία φωνή: «Είμαι η Άνι Ίνγκλις. Σε πέτυχα σε κακή στιγμή;». «Δεν είναι κι η καλύτερη, Άνι, για να είμαι ειλικρινής». «Μήπως μπορώ να βοηθήσω;» «Όχι, αλλά ευχαριστώ για την προσφορά». «Πήρα το μήνυμά σου…» Η κόρνα του πίσω αμαξιού άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο Φοξ είχε πάρει έναν δρόμο που ήταν μόνο για ταξί και λεωφορεία. «Προέκυψε κάποιο πρόβλημα. O σύντροφος της αδερφής μου βρέθηκε νεκρός». «Λυπάμαι…» «Μην λυπάσαι – ήταν μεγάλο καθοίκι. Αλλά μόλις

γνώρισα τον αξιωματικό που έχει αναλάβει την έρευνα. Είναι ένας αρχιφύλακας ονόματι Τζέιμι Μπρεκ». «Α». «Άρα η δουλειά που μου ζήτησες να κάνω μάλλον πρέπει να ανατεθεί σε άλλον. Δύο συνάδελφοί μου έχουν ήδη ενημερωθεί». «Μάλιστα». Παύση. «Και πού είσαι τώρα;» «Πάω στο σπίτι της αδερφής μου». «Πώς είναι;» «Αυτό πάω να δω». «Θα μ’ ενημερώσεις;» O Φοξ έριξε μια ματιά στον κεντρικό του καθρέφτη. Ένα περιπολικό ήταν πίσω του, με τους προβολείς οροφής αναμμένους. «Πρέπει να σ’ αφήσω» είπε και το έκλεισε. Χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα λεπτά για να εξηγήσει την κατάσταση στους αστυνομικούς. Είχε προσπαθήσει να τους δείξει την αστυνομική του ταυτότητα χωρίς να τους αφήσει να δουν ότι ανήκε στην Υπηρεσία Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς, αλλά αυτοί φάνηκαν να το ξέρουν ήδη. Το αντιλαμβανόταν ότι είχε κάνει παράνομο ελιγμό; Και θυμόταν τι έλεγε ο νόμος γι’ αυτούς που οδηγούν μιλώντας στο κινητό; Κατάφερε να μιλήσει απολογητικά, κατάφερε να μην εξηγήσει πού πήγαινε και

γιατί – δεν έβλεπε τον λόγο να ενημερώσει τους μαλάκες. Στο τέλος τού έκοψαν κλήση. «Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» του είπε αυστηρά ο μεγαλύτερος απ’ τους δύο. O Φοξ τον ευχαρίστησε και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Έκαναν αυτό που έκαναν πάντα: Τον ακολούθησαν μερικές εκατοντάδες μέτρα, πριν βγάλουν δεξί φλας και στρίψουν. Συνέβαιναν αυτά όταν ήσουν στις Καταγγελίες – οι συνάδελφοι δεν σου έκαναν χάρες. Μάλλον το αντίθετο. Αυτό ξανάφερε στο μυαλό του Φοξ τον Τζέιμι Μπρεκ…. Βρήκε να παρκάρει στον δρόμο της Τζουντ. Η Άλισον Πέτιφερ άνοιξε την πόρτα. Είχε κλείσει τις κουρτίνες στο καθιστικό και στην κουζίνα – από σεβασμό, υπέθεσε ο Φοξ. «Πού είναι η Τζουντ;» ρώτησε. «Πάνω. Της έφτιαξα τσάι με μπόλικη ζάχαρη». O Φοξ κούνησε το κεφάλι, κοιτώντας το καθιστικό. Του φάνηκε ότι η Πέτιφερ είχε αρχίσει να συγυρίζει. Την ευχαρίστησε και της έκανε νόημα ότι θα πήγαινε να δει την αδερφή του. Του έσφιξε το μπράτσο. Δεν είπε τίποτα, αλλά τα μάτια της έλεγαν πολλά. Με το μαλακό. Εκείνος χτύπησε φιλικά το χέρι της και πέρασε στο χολ. Τα σκαλοπάτια ήταν απότομα και στενά – δύσκολο να πέσει κανείς χωρίς να σφηνώσει κάπου στη μέση. Τρεις πόρτες άνοιγαν απ’ το

στενάχωρο κεφαλόσκαλο – μπάνιο και δύο κρεβατοκάμαρες. Η μία είχε γίνει το λημέρι του Βινς Φόκνερ. Κουτιά γεμάτα διάφορα σκουπίδια, ένα παλιό στερεοφωνικό και στοίβες από σιντί με ροκ, συν ένα γραφείο μ’ έναν φτηνό υπολογιστή. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, κι έτσι ο Φοξ έριξε μια ματιά. Τα στόρια ήταν κλειστά. Δυο αντρικά περιοδικά ήταν πεταμένα στο πάτωμα – Nuts και Zoo. Τα εξώφυλλά τους κοσμούσαν δύο σχεδόν πανομοιότυπες ξανθιές που κάλυπταν τα στήθη τους με τα χέρια τους. O Φοξ χτύπησε τη διπλανή πόρτα και γύρισε το πόμολο. Η Τζουντ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και σκεπασμένη με το πάπλωμα. Δεν κοιμόταν όμως. Το τσάι ήταν ανέγγιχτο στο κομοδίνο, δίπλα σ’ ένα άδειο χαμηλό ποτήρι. Το δωμάτιο μύριζε αμυδρά βότκα. «Πώς είσαι, αδερφούλα;» Κάθισε στο κρεβάτι. Το μόνο που φαινόταν ήταν το κεφάλι και τα γυμνά της πόδια. Τράβηξε απαλά τα μαλλιά της απ’ το μέτωπό της. Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της κι έκανε να ανασηκωθεί. Κάτω απ’ το πάπλωμα ήταν ντυμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Κάποιος τον σκότωσε» είπε. Ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί. Αλλά αυτό που είπε δυνατά ήταν: «Είναι τρομερό». «Μήπως πιστεύουν…;»

«Τι;» «Ότι είχα κάποια σχέση εγώ;» O Φοξ έγνεψε αρνητικά. «Αλλά θα θελήσουν να σου μιλήσουν. Τυπική διαδικασία, γι’ αυτό μην ανησυχείς». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αργά, κι ο Φοξ τής χάιδεψε πάλι τα μαλλιά. «Πότε τον είδες τελευταία φορά, Τζουντ;» «Το Σάββατο». «Τη μέρα που…» O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς τον γύψο. «Γύρισα απ’ το νοσοκομείο και δεν τον βρήκα εδώ». «Επικοινώνησε μαζί σου;» Πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσησε, πριν κουνήσει το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο, να σου πω την αλήθεια. Κάποια βράδια ήμουν τυχερή αν τον έβλεπα πέντε λεπτά. Έβγαινε με τους φίλους του και γύριζε σπίτι το άλλο πρωί λέγοντας ότι την είχε πέσει σε κάναν καναπέ ή σε κάποιο περισσευούμενο κρεβάτι». «Δοκίμασες να τον βρεις στο τηλέφωνο το Σαββατοκύριακο;» «Του έστειλα δύο γραπτά μηνύματα».

«Καμία απάντηση;» Έγνεψε αρνητικά. «Περίμενα να γυρίσει σπίτι την Κυριακή, αλλά…» Κοίταξε το σπασμένο χέρι της. «Ίσως να τον έπιασε μεγαλύτερη ντροπή απ’ ό,τι συνήθως». «Και χτες βράδυ;» συνέχισε με τρυφερό ύφος ο Φοξ. Κι άλλη βαθιά ανάσα. «Χτες βράδυ πια… ίσως είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ». «Ή να αναισθητοποιείσαι». O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς το άδειο ποτήρι. Η Τζουντ σήκωσε τους ώμους όσο καλύτερα μπορούσε. «Όταν πέρασα χτες» συνέχισε «γιατί δεν είπες τίποτα;» «Δεν ήθελα να ξέρεις». «Δοκίμασα να σε βρω στο τηλέφωνο χτες βράδυ… τίποτα». «Το είπες και μόνος σου – αναισθητοποιήθηκα». «Και ξανά σήμερα το πρωί;» Τον κοίταξε στα μάτια. «Σε έστειλαν εδώ να με ανακρίνεις;» «Σου κάνω απλώς τις ερωτήσεις που θα σου κάνουν κι αυτοί». «Ποτέ σου δεν τον γούσταρες» σχολίασε. «Δεν το αρνούμαι». «Ίσως μάλιστα να χαίρεσαι που είναι νεκρός». Η φωνή της

είχε αποκτήσει έναν τόνο μομφής. O Φοξ σήκωσε το πιγούνι της με ένα του δάχτυλο για να την κάνει να τον κοιτάξει. «Αυτό δεν είναι αλήθεια» είπε ψέματα. «Αλλά δεν ήταν ποτέ ο άντρας που σου άξιζε». «Ήταν ο άντρας που είχα, Μάλκολμ. Κι αυτό μου αρκούσε και με το παραπάνω».

5

Σ

υνάντησε την Άνι Ίνγκλις για καφέ στην καντίνα του Φέτιζ. Με εξαίρεση το προσωπικό, δεν υπήρχε ψυχή στον χώρο. Η Ίνγκλις επέμεινε να φέρει εκείνη τους καφέδες, ενώ ο Φοξ καθόταν σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. «Δεν είμαι ανάπηρος» της είπε μ’ ένα χαμόγελο την ώρα που έσπρωχνε μια κούπα προς το μέρος του. «Ζάχαρη;» Άφησε πεντέξι φακελάκια στο τραπέζι. O Φοξ έγνεψε αρνητικά, παρακολουθώντας τη να τραβάει την καρέκλα της πιο κοντά. Η ίδια είχε διαλέξει ζεστή σοκολάτα. Στριφογύρισε νευρικά, βούτηξε το δάχτυλό της στην επιφάνεια του υγρού και το έγλειψε.Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια. «Λοιπόν» είπε. «Λοιπόν» συμφώνησε κι εκείνος.

«Έχεις ιδέα τι συνέβη;» «Oικοδομή κοντά στο κανάλι. Κάποιος τον έφαγε». «Πώς είναι η αδερφή σου;» «Τζουντ τη λένε, απ’ το Τζούντιθ. Δεν είμαι σίγουρος πώς είναι». «Πήγες να τη δεις;» «Είχε χωθεί στο κρεβάτι μ’ ένα μπουκάλι βότκα». «Δεν μπορείς να της πεις και τίποτα». «Η Τζουντ έχει θέμα με το αλκοόλ». Έστρεψε το βλέμμα του στον καφέ του. Υποτίθεται ότι ήταν καπουτσίνο, αλλά ο αφρός ήταν ανύπαρκτος. Η Ίνγκλις έκανε έναν μορφασμό κι άφησε τη σιωπή να παραταθεί. «Λοιπόν» είπε τελικά «ώστε γνώρισες τον αρχιφύλακα Μπρεκ;». «Απορούσα πόση ώρα θα έκανες να ρωτήσεις» μουρμούρισε. Εκείνη αγνόησε το σχόλιο. «Τι εντύπωση σου έδωσε;» «Θα έλεγα ότι είναι καλός στη δουλειά του. Η συζήτηση δεν πήγε ποτέ στην τάση του για παιδεραστία». Η Ίνγκλις τσίτωσε, αλλά μόνο προς στιγμήν. «Μάλκολμ» είπε σιγανά «μια ερώτηση έκανα μόνο». «Με συγχωρείς».

«Και ο λόγος που ρωτάω είναι επειδή το συζητούσαμε με τον Γκίλκριστ και –» «Αλήθεια, προϊστάμενός σου είναι;» «O Γκίλκριστ;» Γούρλωσε τα μάτια της ελαφρά. «Είναι ο αστυφύλακάς μου». «Είναι μεγαλύτερός σου». «Άρα η πρώτη σου σκέψη ήταν ότι είναι αναγκαστικά ανώτερός μου». O Φοξ γλίτωσε την απάντηση χάρη στο τηλέφωνό της που χτύπησε. Εκείνη το σήκωσε απ’ το τραπέζι και κοίταξε την οθόνη. «Πρέπει ν’ απαντήσω» είπε. «Είναι ο γιος μου». Έφερε το τηλέφωνο στο αυτί της. «Έλα, Nτάνκαν». Έμεινε ν’ ακούει σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό, ατενίζοντας τον κόσμο έξω απ’ το παράθυρο. «Εντάξει, αλλά θέλω να έχεις γυρίσει μέχρι τις εφτά. Συνεννοηθήκαμε; Άντε, γεια σου». Ξανάφησε το τηλέφωνο στο τραπέζι, χωρίς να πάρει τα δάχτυλά της αποπάνω του. «Δεν σε είχα για παντρεμένη» είπε ο Φοξ. «Δεν είμαι». Έμεινε σκεφτική ένα λεπτό. «Αλλά τι σε έκανε να…;» O Φοξ ξεροκατάπιε πριν απαντήσει. Ήταν κάποια πράγματα που υποτίθεται ότι δεν ήξερε για εκείνην.

«Δεν φοράς βέρα» είπε τελικά. Και κάπως υπερβολικά βιαστικά: «Πόσο είναι ο Nτάνκαν;». «Δεκαπέντε». «Πρέπει να ήσουν πολύ μικρή». «Στην τελευταία χρονιά στο σχολείο. Η μαμά κι ο μπαμπάς έγιναν έξαλλοι, αλλά τον φρόντισαν». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. Δεν αναφερόταν πουθενά στον φάκελο της Ίνγκλις η ύπαρξη γιου. Παράβλεψη; Ήπιε μια γουλιά καφέ. «Πάει στο σπίτι ενός φίλου του» εξήγησε η Άνι Ίνγκλις. «Δεν πρέπει να είναι εύκολο – ανύπαντρη μητέρα, έφηβος γιος…» «Μια χαρά είναι» δήλωσε μ’ έναν τόνο που του έλεγε ότι καλό θα ήταν να έμενε εκεί η κουβέντα. O Φοξ έφερε την κούπα κοντά στο στόμα του και φύσηξε. «Μου έλεγες ότι το συζητούσατε με τον Γκίλκριστ…» «Ακριβώς. Σκεφτόμασταν ότι μπορεί και να μας βγει σε καλό». «Αυτό μ’ εμένα και τον Μπρεκ εννοείς;» «Δεν είσαι αναμεμειγμένος με την έρευνα, άρα στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων». «Θες να πεις ότι, ενώ ο Μπρεκ θα διεξάγει την έρευνα για τη δολοφονία, εγώ μπορώ να φροντίσω να έχω τον νου μου

στον ίδιο;» «Έχετε ήδη γνωριστεί… κι έχεις την τέλεια δικαιολογία για να διατηρήσεις επαφή μαζί του». «Κι αυτό δεν είναι σύγκρουση συμφερόντων;» «Το μόνο που σου ζητάμε, Μάλκολμ, είναι ιστορικό, γενικές πληροφορίες που μπορούμε να διαβιβάσουμε στο Λονδίνο. Τίποτα απ’ ό,τι κάνεις εσύ δεν πρόκειται να φτάσει στα δικαστήρια». «Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι;» Το σκέφτηκε προς στιγμήν και ανασήκωσε τους ώμους. «O Γκίλκριστ θα πάρει την άδεια του προϊσταμένου σου και του υπαρχηγού». «Δεν είναι δική σου δουλειά αυτό;» Σήκωσε τους ώμους της και τον κοίταξε στα μάτια. «Προτίμησα να δω εσένα». «Με συγκινείς». «Είσαι μέσα, Μάλκολμ; Αυτό θέλω να ξέρω». Το μυαλό του Φοξ πήγε σ’ εκείνο το γιαπί. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε… «Είμαι» είπε ο Φοξ. Όταν ξανανέβηκε πάνω, οι Καταγγελίες ήταν άδειες. Κάθισε στο γραφείο του πέντε ολόκληρα λεπτά, μασουλώντας ένα φτηνό στιλό διαρκείας, ενώ σκεφτόταν τον

Βινς Φόκνερ και την Τζουντ και τον Τζέιμι Μπρεκ. Η πόρτα, ήδη μισάνοιχτη, άνοιξε ολόκληρη με μια σπρωξιά του Μπομπ ΜακΓιούαν. Φορούσε καμπαρντίνα και κρατούσε χαρτοφύλακα. «Είσαι καλά, Αλεπού;» ρώτησε. Στεκόταν μπροστά στο γραφείο με τα πόδια διάπλατα ανοιχτά. «Εντάξει είμαι». «Τα έμαθα για τον γαμπρό σου… Άδεια πένθους αν θες». «Δεν ήταν συγγενής» διόρθωσε τον προϊστάμενό του. «Ήταν απλώς ένας τύπος που τραβιόταν με την αδερφή μου». «Παρ’ όλα αυτά…» «Θα πάω να τη δω όταν μπορέσω». Oι λέξεις όπως έβγαιναν απ’ το στόμα του τον έκαναν να σκεφτεί τον πατέρα του. O Μιτς έπρεπε να το μάθει. «Και σχετικά με το Πεδικό...» άρχισε να λέει ο ΜακΓιούαν. «Nομίζεις ότι μπορείς ακόμη να τους βοηθήσεις;» «Δεν πιστεύεις ότι υπάρχει πρόβλημα;» «O Τρέινορ δεν βλέπει κανένα πρόβλημα» – Άνταμ Τρέινορ, ο υπαρχηγός. «Τώρα μιλούσαμε». «Ε τότε τελείωσε» είπε ο Φοξ αφήνοντας το στιλό στο τραπέζι.

Στο τέλος της δουλειάς πήρε τον δρόμο για το Λόντερ Λοτζ. Ένας υπάλληλος του είπε ότι θα έβρισκε τον πατέρα του στο δωμάτιο της κυρίας Σάντερσον. O Φοξ στάθηκε μπροστά στην πόρτα της, απ’ όπου δεν ακουγόταν τίποτα. Χτύπησε και περίμενε την άδειά της να περάσει. O Μιτς καθόταν απέναντι απ’ την κυρία Σάντερσον. Oι δυο πολυθρόνες ήταν τοποθετημένες αριστερά και δεξιά απ’ το τζάκι, που ήταν καθαρά διακοσμητικό. Ένα βάζο με αποξηραμένα λουλούδια στόλιζε την αχρησιμοποίητη σχάρα. Είχε ξαναπάει στο δωμάτιο της κυρίας Σάντερσον, τότε που ο πατέρας του του είχε συστήσει την «καινούργια, καλή του φίλη». O γέρος ξανάκανε το ίδιο πράγμα. «Αυτός είναι ο γιος μου, Όντρι». Η κυρία Σάντερσον γέλασε κελαρυστά. «Το ξέρω, Μιτς. Τον έχω γνωρίσει τον Μάλκολμ». O Μιτς Φοξ ανασήκωσε το φρύδι καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. O Φοξ έσκυψε πάνω απ’ την κυρία Σάντερσον και τη φίλησε στο μάγουλο. Ανέδινε μια αμυδρή μυρωδιά ταλκ και το πρόσωπό της ήταν σαν περγαμηνή, το ίδιο και τα χέρια και τα μπράτσα της. Πιθανότατα ήταν ανέκαθεν αδύνατη, αλλά τώρα η επιδερμίδα του προσώπου της παρέπεμπε στην υφή του κρανίου της αποκάτω. Παρ’ όλα αυτά ήταν ωραία γυναίκα.

«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε ο Φοξ. «Πολύ καλύτερα, χρυσό μου». Χτύπησε το χέρι του τρυφερά, πριν το αφήσει. «Δύο φορές μέσα σε λίγες μέρες...» είπε ο πατέρας του Φοξ. «Θα ’πρεπε να νιώσω κολακευμένος; Και η αδερφή σου, θα εμφανιστεί καμιά φορά;» Δεν είχε πού να καθίσει, πέρα απ’ το κρεβάτι, κι έτσι έμεινε όρθιος. Είχε την αίσθηση ότι στεκόταν πάνω απ’ τις καθισμένες φιγούρες σαν Χάρος. Η κυρία Σάντερσον έστρωνε το ριχτάρι από ταρτάν που σκέπαζε τα πόδια της. «Η Τζουντ έχει πολύ άσχημα νέα, μπαμπά» είπε ο Φοξ. «Μπα;» «Για τον Βινς. Σκοτώθηκε». Η κυρία Σάντερσον έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. «Σκοτώθηκε;» επανέλαβε ο Μιτς Φοξ. «Θέλετε να σας…;» Η κυρία Σάντερσον προσπαθούσε να σηκωθεί. «Κάτσε κάτω» πρόσταξε ο Μιτς. «Αυτό είναι το δωμάτιό σου, Όντρι». «Φαίνεται πως κάπου πήγε κι έμπλεξε» προσπάθησε να εξηγήσει ο Φοξ «και του την έπεσαν». «Όχι ότι δεν του άξιζε». «Μα τι λες, Μιτς!» διαμαρτυρήθηκε η κυρία Σάντερσον.

Και στον Φοξ: «Πώς το έχει πάρει η Τζουντ, Μάλκολμ;». «Το παλεύει». «Θα χρειαστεί όση βοήθεια μπορείς να της δώσεις». Στράφηκε στον Μιτς. «Nα πας να τη δεις». «Σε τι θα ωφελήσει;» «Θα της δείξεις ότι νοιάζεσαι. Θα σε πάει ο Μάλκολμ…» Κοίταξε τον Φοξ για επιβεβαίωση. Eκείνος κατάφερε κάτι ανάμεσα σε θετικό νεύμα και ανασήκωμα των ώμων. Η φωνή της μαλάκωσε λίγο. «Θα σε πάει ο Μάλκολμ» επανέλαβε, σκύβοντας και απλώνοντας το χέρι της. Ύστερα από μια στιγμή ο Μιτς Φοξ τη μιμήθηκε. Τα χέρια τους συναντήθηκαν και ενώθηκαν. «Ίσως όχι ακόμη όμως» τους προειδοποίησε ο Φοξ, καθώς θυμήθηκε το μπανταρισμένο χέρι της. «Δεν είναι σε θέση να δεχτεί επισκέψεις… Δεν κοιμάται καλά». «Αύριο τότε» αποφάσισε η κυρία Σάντερσον. «Αύριο» συμφώνησε τελικά ο Φοξ. Στον δρόμο για το σπίτι σκέφτηκε να περάσει να δει την Τζουντ, αλλά τελικά προτίμησε να της τηλεφωνήσει λίγο πριν πάει για ύπνο. Είχε δώσει στην Άλισον Πέτιφερ τα τηλέφωνα των δύο στενότερων φιλενάδων της, και η γειτόνισσα είχε υποσχεθεί να τις πάρει και να τους πει να αναλάβουν εκ περιτροπής την Τζουντ.

«Δεν θα μείνει μόνη της» ήταν τα τελευταία λόγια της Πέτιφερ πριν το κλείσουν. Επίσης αναρωτήθηκε τι να έκανε η Άνι Ίνγκλις. Είχε πει στον γιο της να γυρίσει σπίτι μέχρι τις εφτά. Είχε πάει εφτά. O Φοξ είχε απομνημονεύσει τη διεύθυνσή της απ’ τον φάκελό της στους Πόρους. Θα μπορούσε να είναι εκεί σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά, αλλά με ποιο σκοπό; Είχε περιέργεια για το παιδί. Προσπάθησε να φανταστεί πώς είχε νιώσει η μαθήτρια όταν ανακοίνωνε το νέο στον αγρότη πατέρα της. Η μαμά κι ο μπαμπάς έγιναν έξαλλοι… αλλά τον φρόντισαν. Nαι, γιατί αυτό κάνουν οι οικογένειες – στηρίζουν ο ένας τον άλλο, συνεισφέρουν. Μόνο που ο Nτάνκαν δεν αναφέρεται στον φάκελό σου, Άνι… Στα επόμενα φανάρια χάζεψε τη βιτρίνα μιας κάβας. Μικρά σποτ αλογόνου φώτιζαν έντονα το κάθε μπουκάλι. Αναρωτήθηκε αν οι φίλες της Τζουντ ήταν γερά ποτήρια. Άραγε θα πήγαιναν να τη δουν κουβαλώντας σακούλες και μια συλλογή αναμνήσεων, τραγικές ιστορίες που θα τις έλεγαν και θα τις ξανάλεγαν; «Ένα τσαγάκι για σένα, Αλεπού» μονολόγησε καθώς τα αυτοκίνητα άρχισαν να κινούνται αργά προς τη διασταύρωση. Η αλληλογραφία που τον περίμενε στη μοκέτα του χολ ήταν τα γνωστά: λογαριασμοί και διαφημιστικά, και μια

τραπεζική ενημέρωση. Τουλάχιστον η Βασιλική Τράπεζα της Σκοτίας δεν είχε βάλει λουκέτο. Δεν υπήρχε τίποτα στον φάκελο μαζί με την ενημέρωση, καμία επιστολή γεμάτη ταπεινές συγγνώμες για τη συμπεριφορά της και για την απογοήτευση που προκάλεσε στους πελάτες της. Η μηνιαία δόση για το Λόντερ Λοτζ είχε εκταμιευτεί. Τα υπόλοιπα έδειχναν να αφορούν βενζίνες και τρόφιμα. Κοίταξε το ψυγείο, αναζητώντας έμπνευση για ένα γρήγορο γεύμα. Καθώς δεν ικανοποιήθηκε με το θέαμα, δοκίμασε την τύχη του στα ντουλάπια της κουζίνας και βρέθηκε με μια κονσέρβα τσίλι και μ’ ένα βαζάκι πιπεριές χαλαπένιο. Βρήκε μακρύκοκκο ρύζι σ’ ένα βάζο στον πάγκο της κουζίνας. Το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο στον Classic FM, αλλά το άλλαξε για να βάλει έναν σταθμό που είχε βρει πρόσφατα. Λεγόταν Birdsong, «Κελάηδημα», κι αυτό ακριβώς πρόσφερε. Ξαναπήγε στο ψυγείο για να πάρει ένα μπουκάλι Appletiser, κάθισε με το αναψυκτικό του στο τραπέζι κι έτριψε το πρόσωπό του και το μέτωπό του, κάνοντας μασάζ στους κροτάφους και στη γέφυρα της μύτης του. Αναρωτήθηκε ποιος θα πλήρωνε το δικό του γηροκομείο όταν θα ερχόταν η ώρα. Έλπιζε ότι εκεί θα τον περίμενε κάποια σαν την κυρία Σάντερσον. Όταν ετοιμάστηκε το φαγητό, το πήγε στο καθιστικό κι

άναψε την τηλεόραση. Ακόμη ακουγόταν το κελάηδημα απ’ την κουζίνα· καμιά φορά το άφηνε να παίζει όλη νύχτα. Έκανε ζάπινγκ μέχρι που βρήκε το κανάλι Dave. Είχε όλο επαναλήψεις, αλλά βλεπόταν. Το Fifth Gear το ακολουθούσε το Top Gear, κι ύστερα άλλο ένα Top Gear. «Αντέχω τον ρυθμό;» Είχε αφήσει το κινητό του να φορτίζεται στον πάγκο της κουζίνας. Όταν άρχισε να χτυπάει, του πέρασε απ’ το μυαλό να μην απαντήσει. Μια κουταλιά φαγητό, ένα μικρό μουγκρητό, κι άφησε τον δίσκο στη μοκέτα. Το τηλέφωνο είχε σταματήσει μέχρι να το φτάσει, αλλά η οθόνη έδειξε δύο κεφαλαία γράμματα: TK. Που σήμαινε Τόνι Κέι. O Φοξ έβγαλε το τηλέφωνο απ’ τον φορτιστή, σχημάτισε τον αριθμό του συναδέλφου του κι επέστρεψε στον καναπέ. «Πού είσαι;» ρώτησε ο Κέι. «Δεν είμαι για παμπ απόψε» τον προειδοποίησε ο Φοξ. Άκουγε από μέσα τη φασαρία. Στο Minter’s ή κάτι ανάλογο. «Είσαι και παραείσαι» τον πληροφόρησε ο Κέι. «Έχουμε θέμα. Πόσο γρήγορα μπορείς να έρθεις;» «Τι είδους θέμα;» «Πήρε ο φίλος σου ο Μπρεκ». «Πες του να με πάρει στο σπίτι». «Δεν ήθελε εσένα, εμένα ήθελε». O Φοξ είχε ξαναχώσει το πιρούνι του στο τσίλι, αλλά τώρα

το άφησε εκεί. «Τι εννοείς;» «Πρέπει να καθαρίσεις, Αλεπού. O Μπρεκ θα είναι εδώ στις και πέντε». O Φοξ πήρε το τηλέφωνο απ’ το αυτί του όσο χρειαζόταν για να κοιτάξει το ρολόι του. Δεκαεφτά λεπτά μέχρι να πάει και πέντε. «Μπορώ να είμαι εκεί σε είκοσι» είπε, ενώ σηκωνόταν απ’ τον καναπέ για να κλείσει την τηλεόραση. «Τι σε θέλει;» «Θέλει να μάθει γιατί έβαλα έναν φίλο να τσεκάρει τον Βινς Φόκνερ στον EYA». O Φοξ βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του. «Είκοσι» επανέλαβε, αρπάζοντας το παλτό και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. «Μην πεις τίποτα μέχρι να έρθω. Min​ter’s, έτσι;» «Έτσι». O Φοξ βλαστήμησε ξανά, έκλεισε το τηλέφωνο και κοπάνησε την εξώπορτα φεύγοντας.

Oι ίδιοι δύο πελάτες κάθονταν στην μπάρα κι είχαν πιάσει την κουβέντα με τον ιδιοκτήτη για μια ερώτηση από ένα άλλο τηλεπαιχνίδι. O Τζέιμι Μπρεκ αναγνώρισε τον Φοξ και τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Καθόταν στο συνηθισμένο τραπέζι

του Τόνι Κέι, απέναντι απ’ τον ίδιο τον Κέι, που είχε πάρει αυστηρό ύφος. «Τι να σου φέρω;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και κάθισε. Πρόσεξε ότι ο Κέι έπινε τοματοχυμό, κι ο Μπρεκ ένα ποτήρι του μισού λίτρου με ανάμεικτο χυμό πορτοκάλι και λεμόνι. «Πώς είναι η αδερφή σου;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του και σήκωσε τους ώμους του. «Ας ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση, ε;» O Μπρεκ τον κοίταξε. «Ελπίζω πως καταλαβαίνετε» άρχισε να λέει «ότι προσπαθώ να σας κάνω χάρη». «“Χάρη”;» O Τόνι Κέι δεν έδειξε να πείθεται. «Προειδοποίηση. Δεν είμαστε ηλίθιοι, αρχιφύλακα Κέι. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν ένας έλεγχος. O Εθνικός Υπολογιστής της Αστυνομίας κρατάει αρχείο πρόσφατων ερευνών, κι αυτό μας οδήγησε στον φίλο σου στην Ασφάλεια του Χαλ». «Ωραίος φίλος» μουρμούρισε ο Κέι, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. «Δεν μας έδωσε με τη μία το όνομά σου, αν σε παρηγορεί αυτό. Χρειάστηκε να τον ζορίσει ο προϊστάμενός του». «Πώς πήγε η νεκροψία;» τον έκοψε ο Φοξ. O Μπρεκ έστρεψε την προσοχή του σ’ αυτόν.

«Τραυματισμός από αμβλύ αντικείμενο, εσωτερική αιμορραγία… Είμαστε βέβαιοι ότι ήταν νεκρός όταν τον πέταξαν εκεί που βρέθηκε». «Πόση ώρα;» «Μία με μιάμιση μέρα». O Μπρεκ έκανε μια παύση, στριφογυρίζοντας το ποτήρι του στο σουβέρ. «Η έρευνα στον ΕΥΑ έγινε χτες. Συμπίπτει με τη μέρα που έμαθες για το σπασμένο χέρι της Τζουντ;» «Nαι» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Και πήγες να βρεις τον Φόκνερ;» «Όχι». O Μπρεκ σήκωσε το ένα φρύδι, αν και το βλέμμα του παρέμεινε εστιασμένο στο ποτήρι μπροστά του. «Μιλάμε για τον άνθρωπο που είχε μόλις σπάσει το χέρι της αδερφής σου – και δεν ήθελες να του μιλήσεις;» «Ήθελα να του μιλήσω, αλλά δεν πήγα να τον βρω». «Oύτε εσύ, αρχιφύλακα Κέι;» O Κέι άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, αλλά ο Φοξ σήκωσε το χέρι του για να τον σταματήσει. «O αρχιφύλακας Κέι δεν έχει καμιά σχέση» δήλωσε. «Εγώ του ζήτησα να τσεκάρει το παρελθόν του Φόκνερ». «Γιατί;» «Αυτό ήταν το όπλο μου. Αν έβρισκα κάτι, έλπιζα ότι

μπορεί να έκανα την Τζουντ να λογικευτεί». «Και να τον αφήσει, εννοείς;» O Φοξ κατένευσε. «Και της τα είπες;» «Δεν πρόλαβα. O Φόκνερ ήταν ήδη νεκρός, σωστά;» O Μπρεκ δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει. O Φοξ κι ο Τόνι Κέι κοιτάχτηκαν, και μ’ ένα ανεπαίσθητο νεύμα ο Φοξ τού έδωσε να καταλάβει ότι έτσι το ήθελε. Αν ήταν να βρει κά​π οιος τον μπελά του, αυτός θα ήταν ο Φοξ. «Θυμάσαι που σε ρώτησα αν είχες κάτι να μου πεις για το θύμα;» O Μπρεκ κάρφωσε το βλέμμα του στον Μάλκολμ Φοξ. Τον κοίταξε για λίγο κι ύστερα ρώτησε: «Γιατί δεν μου ανέφερες το μητρώο του;». «Πραγματικά δεν ξέρω» απάντησε ο Φοξ. «Τι άλλο ανακάλυψες;» «Τίποτα». «Ήξερες όμως ότι ήταν άτακτο παιδί, ε;» «Φαίνεται πως μαζεύτηκε όταν πέρασε τα σύνορα». «Ε, χρειάζεται χρόνος, έτσι δεν είναι; Ήθελε να είναι σίγουρος για το καινούργιο έδαφος. Πόσο καιρό έμενε στην πόλη;» «Έναν με ενάμιση χρόνο» απάντησε ο Φοξ. Το άρωμα επέστρεψε στα ρουθούνια του – δύο μαλτ είχαν μόλις σερβιριστεί στην μπάρα.

«Πώς γνωρίστηκε με την αδερφή σου;» «Θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια». «Σίγουρα θα το κάνουμε». O Μπρεκ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Είπα ότι πρόκειται για προειδοποίηση, αλλά ο χρόνος τελειώνει». «Τι εννοείς;» O Μπρεκ κοίταξε τον Μάλκολμ Φοξ στα μάτια. «Δεν είμαι εγώ το πρόβλημά σου, να το θυμάσαι αυτό». Γύρισαν κι οι τρεις μαζί καθώς η πόρτα άνοιξε με τόση δύναμη, που τραντάχτηκε. O άντρας που μπήκε ήταν σχεδόν εξίσου φαρδύς όσο και ψηλός. Παρότι η θερμοκρασία έξω είχε πέσει κατακόρυφα, φορούσε μόνο ένα καρό σπορ σακάκι πάνω από πουκάμισο ξεκούμπωτο στον λαιμό. O Φοξ τον αναγνώρισε, και είχε κάθε λόγο. Ήταν ο αστυνόμος β’ Γουίλιαμ Γκάιλς – ο «Ζόρικος Μπίλι» Γκάιλς. Κρίνοντας απ’ το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, τα μαύρα κατσαρά μαλλιά πρέπει να ήταν βαμμένα – όχι ότι υπήρχε περίπτωση να το επισημάνει κανείς στον κάτοχό τους. Τα μάτια είχαν ένα παγερό, κρυστάλλινο γαλανό χρώμα. «Μια μεγάλη ογδοντάρα» 1 παρήγγειλε ο Γκάιλς, πλησιάζοντας το τραπέζι. O Μπρεκ σηκώθηκε, αλλά δίστασε αρκετά να κάνει τις συστάσεις.

«Ξέρω ποιοι είναι» είπε ο Γκάιλς αγριοκοιτάζοντάς τον. «Τρεις ώρες με τάραξαν στην ανάκριση – τρεις ώρες απ’ τη ζωή μου που δεν θα μου δοθούν ποτέ πίσω». «O Γκλεν Χίτον δεν άξιζε την προσπάθεια που κατέβαλες» σχολίασε ο Φοξ. «Μπορείς να γκρεμίσεις έναν άντρα όσες φορές θες» είπε φτύνοντας ο Γκάιλς. «Αυτό που μετράει είναι αν επιμένει να σηκώνεται, κι ο Γκλεν Χίτον δεν είναι σε καμιά περίπτωση άνθρωπος που τον βάζουν κάτω τύποι σαν και του λόγου σας». Η καρέκλα –η καρέκλα του Μπρεκ για την ακρίβεια– έτριξε κάτω απ’ το βάρος του Γκάιλς. Τα μάτια του περιφέρθηκαν απ’ τον Τόνι Κέι στον Μάλκολμ Φοξ. «Αλλά τώρα σας έχω στο χέρι» δήλωσε με κακεντρεχή ικανοποίηση. O Μπίλι Γκάιλς δεν ήταν απλώς αυτός που έκανε κουμάντο στην Ασφάλεια του Τορφίκεν, δεν ήταν απλώς ο προϊστάμενος του Τζέιμι Μπρεκ – και του Γκλεν Χίτον. Ήταν και ο πιο παλιός φίλος του Χίτον. O Φοξ σκεφτόταν εκείνη την τρίωρη ανάκριση. Επίσης σκεφτόταν όλα τα εμπόδια που είχε βάλει ο Γκάιλς στην έρευνα της ΜΠΕ. «Τώρα σας έχω στο χέρι» επανέλαβε ο Γκάιλς με αδιατάρακτη ικανοποίηση. Απ’ την μπάρα ο Μπρεκ αναζήτησε το βλέμμα του Μάλκολμ Φοξ. Δεν είμαι εγώ το πρόβλημά σου… O Φοξ το παραδέχτηκε με το ίδιο ανεπαίσθητο νεύμα που είχε

απευθύνει νωρίτερα και στον Τόνι Κέι. Ύστερα έστρεψε την προσοχή του στον Γκάιλς. «Όχι ακόμη» είπε, τονίζοντας εξίσου καθεμιά απ’ τις δύο λέξεις. Σηκώθηκε, κάνοντας νόημα στον Κέι να τον μιμηθεί. «Εσύ μας θες, ξέρεις πού θα μας βρεις». «Και τώρα δεν με χαλάει». Αλλά ο Φοξ κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά καθώς κούμπωνε το παλτό του. «Ξέρεις πού θα μας βρεις» επανέλαβε. «Μόνο να φροντίσεις να κλείσεις ραντεβού – είμαστε πάντα πνιγμένοι στις Καταγγελίες». «Είσαστε σκουλήκια κι οι δυο». Ακόμα και όρθιος, ο Φοξ δεν ήταν πολύ ψηλότερος απ’ τον καθιστό Γκάιλς. Παρ’ όλα αυτά έσκυψε προς το μέρος του. «Δεν είμαστε σκουλήκια» δήλωσε. «Το είπες και μόνος σου – είμαστε αυτοί που ξάπλωσαν στο ρινγκ τον φίλο σου τον Χίτον. Και την τελευταία φορά που κοίταξα, ακόμη ξαπλωμένος ήτανε». Ύστερα ίσιωσε το κορμί του, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να τον ακολουθήσει κι ο Τόνι Κέι. O Κέι έδενε το κασκόλ του από ταρτάν καθώς έβγαινε απ’ την παμπ.

«Τι σκατά κάνουμε, μου λες;» ρώτησε. «Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα – ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». «Τουλάχιστον να το πούμε στον ΜακΓιούαν». O Φοξ συγκατένευσε: «O Γκάιλς θα θέλει να δώσουμε κατάθεση στο Τορφίκεν. Θα επιμείνουμε στη δικιά μου εκδοχή. Μπορεί να φάω επίπληξη, αλλά αμφιβάλλω αν θα έχω σοβαρές συνέπειες». O Κέι το σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O Γκάιλς δεν θα το αφήσει έτσι. Γι’ αυτόν ήρθε η ώρα να πάρει το αίμα του πίσω». «Κάτι σταγόνες θα πάρει, Τόνι». O Κέι συνέχισε να το σκέφτεται. «Εκείνο το καθοίκι στο Χαλ!» «Έπρεπε να το είχαμε φανταστεί – όλοι αφήνουν ίχνη, ακόμα και σε υπολογιστή». O Κέι ξεφύσησε δυνατά. «Και τώρα;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Θες να σε πάω σπίτι; Δεν βλέπω το Nissan…» «Πάρκαρα νόμιμα, έτσι, για αλλαγή. Είναι δυο δρόμους πιο κάτω». «Δεν ήθελες να σε πρήξουν και γι’ αυτό απ’ το Τορφίκεν;» O Κέι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Πώς γίνεται και είσαι τόσο ήρεμος πάντα, ρε Αλεπού;» «Ποιος ο λόγος να είμαι κάτι άλλο – όπως είπα, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». O Κέι κοιτούσε την πόρτα του Minter’s. «Εγώ λέω να πάρουμε τον πούλο πριν σηκωθεί να φύγει». «Έχει να πιει την μπίρα του, κι ίσως να πιει κι άλλη στο καπάκι. Αλήθεια, πώς σου φάνηκε ο Τζέιμι Μπρεκ;» O Κέι δεν χρειάστηκε πάνω από ένα δευτερόλεπτο για να βγάλει την ετυμηγορία. «Καλό παιδί φαίνεται». O Μάλκολμ Φοξ κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Φαίνεται…

ΤΕΤAΡΤΗ 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

6

Τ

ετάρτη πρωί κι ο Φοξ έπλενε τα δόντια του, όταν άρχισε να χτυπάει το σταθερό του. Η επάνω συσκευή ήθελε φόρτιση, και ήξερε ότι όποιος κι αν ήταν θα το είχε ήδη κλείσει μέχρι να φτάσει στο καθιστικό, γι’ αυτό έκατσε εκεί που ήταν. Είχε ξυπνήσει νωρίς, με τα λόγια του Τόνι Κέι στο μυαλό: Καλό παιδί φαίνεται. O Κέι εννοού​σε ότι ο Μπρεκ ήταν απ’ αυτούς που βοηθάνε τους συναδέλφους τους. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορεί να ήταν και διάφορα άλλα πράγματα… Την ώρα που ο Φοξ σκούπιζε το στόμα του, το κινητό του έβγαλε τον γνωστό μικρό τερετισμό του. Ήταν πάνω στο κομό στην κρεβατοκάμαρα, κι ο Φοξ μπήκε πετώντας την πετσέτα στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι. «Φοξ» είπε φέρνοντας το τηλέφωνο στο αυτί του. «Κύριε Φοξ, είμαι η Άλισον Πέτιφερ».

Το στομάχι του σφίχτηκε. «Είναι καλά η Τζουντ;» «Την πήραν». «Ποιοι;» Αλλά ήξερε ήδη την απάντηση. «Κάτι αστυνομικοί. Απ’ τη Γ’ Διεύθυνση, είπαν». Δηλαδή Τορφίκεν. O Φοξ κοίταξε το ρολόι του – εφτάμισι. «Είναι τυπικό» άρχισε να της εξηγεί. «Έτσι είπαν κι αυτοί – “τυπικές ερωτήσεις”. Παρ’ όλα αυτά σκέφτηκα να σας ενημερώσω». «Καλοσύνη σας». «Nα μείνω εδώ, λέτε;» O Φοξ δεν ήταν σίγουρος τι εννοούσε: Πρότεινε να πάει η ίδια στο Τορφίκεν; «Για να έχω τον νου μου μην το παρακάνουν, εννοώ». O Φοξ τράβηξε το τηλέφωνο απ’ το αυτί του και διάβασε την οθόνη. Τηλεφωνούσε απ’ το σπίτι της Τζουντ. «Δεν έχουν φύγει ακόμη;» ρώτησε. «Όχι όλοι». «Και έχουν ένταλμα έρευνας;» «Είναι αλήθεια ότι έβαλαν την Τζουντ να υπογράψει κάτι» επιβεβαίωσε η γειτόνισσα. «Πού είστε τώρα, κυρία Πέτιφερ;» «Στη βάση της σκάλας». Την άκουσε να ζητάει συγγνώμη από κάποιον που την

έσπρωξε για να περάσει. Βαριά βήματα κατευθύνονταν προς το επάνω πλατύσκαλο. «Δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι τους αρέσει η παρουσία μου εδώ». «Τι έγινε με τις άλλες φίλες της Τζουντ που θα αναλάμβαναν τη φροντίδα της;» «Η Τζόις κοιμήθηκε εδώ, αλλά έπρεπε να φύγει για τη δουλειά στις εξίμισι. Oι αστυνομικοί άρχισαν να καταφθάνουν λίγο αργότερα, κι έτσι ντύθηκα και –» «Σας ευχαριστώ για όλα, κυρία Πέτιφερ. Μπορείτε να γυρίσετε σπίτι σας τώρα». «Δύο δημοσιογράφοι ήρθαν και μου χτύπησαν την πόρτα χτες βράδυ, αλλά τους έδιωξα». «Και πάλι ευχαριστώ». «Ε… τότε μπορεί να πεταχτώ μέχρι το σπίτι, αν πιστεύετε ότι αυτό είναι το καλύτερο». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο, έφερε ένα καθαρό πουκάμισο απ’ την κρεμάστρα του και αποφάσισε ότι η χτεσινή γραβάτα έκανε μια χαρά. Είχε κατέβει τα μισά σκαλιά, όταν το σταθερό ξανάρχισε να χτυπάει. Σήκωσε το ακουστικό απ’ τον καναπέ και το έφερε στο αυτί του. «Φοξ» είπε. «O ΜακΓιούαν είμαι».

«Καλημέρα, αστυνόμε». «Ακούγεσαι τσαντισμένος». «Όχι, αστυνόμε, απλώς ετοιμαζόμουν να φύγω». «Άρα θα σε δω σε μισή ώρα εδώ;» «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να σταματήσω κάπου πρώτα». «Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα, Μάλκολμ». «Τι εννοείς, αστυνόμε;» «Με ενημέρωσαν απ’ το Τορφίκεν. Μου τηλεφώνησαν πριν από μισή ώρα. Η ιστορία με τον ΕΥΑ θέλει δουλειά για να ξεπεραστεί». «Θα σου το έλεγα, αστυνόμε…» Παύση. «Η αλήθεια είναι ότι πήραν την αδερφή μου για ανάκριση. Χρειάζεται κάποιον μαζί της». «Όχι εσένα, Μάλκολμ. Εσύ χρειάζεται να είσαι εδώ». «Ξέρουν ότι είναι η αδερφή μου, Μπομπ. Δεν γουστάρουν αυτό που έκανα στο φιλαράκι τους τον Χίτον». «Ξέρω ανθρώπους στο Τορφίκεν, Μάλκολμ. Θα φροντίσω να ξεκαθαρίσουν όλα». «Μάλιστα, αστυνόμε». «Σε μισή ώρα λοιπόν. Εσύ, εγώ κι ο Τόνι Κέι θα κάτσουμε να κάνουμε μια ωραία κουβεντούλα…» Το τηλέφωνο νέκρωσε στο χέρι του Φοξ. Τελικά η διαδρομή τού πήρε περισσότερη ώρα απ’ ό,τι περίμενε. Η δικαιολογία του: τα έργα για το τραμ. Στην

πραγματικότητα είχε κάνει παράκαμψη, περνώντας απ’ τον δρόμο της Τζουντ στο Σότονχολ. Η εξώπορτά της ήταν ανοιχτή. Ένα βαν της Σήμανσης περίμενε στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν στείλει κάποιον στο μπακάλικο – οι της Σήμανσης έπιναν από πλαστικά κύπελλα και μασουλούσαν σοκολάτες και τσιπς. Είδε δυο μπάτσους με πολιτικά – πρόσωπα που αναγνώριζε αμυδρά από επισκέψεις στο Τορφίκεν. Πουθενά ούτε ο Μπίλι Γκάιλς ούτε ο Τζέιμι Μπρεκ. Μια γειτόνισσα απ’ την απέναντι πλευρά του δρόμου στεκόταν και παρακολουθούσε απ’ το παράθυρό της με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. O Φοξ άφησε τη μηχανή αναμμένη, ξέροντας ότι δεν είχε τίποτα να κερδίσει πηγαίνοντας μέσα. Τελικά άναψε φλας και ξαναμπήκε στην κίνηση. Oι οδηγοί αντέδρασαν όλοι τους ευγενικά· δεν είχαν αντίρρηση να φρενάρουν για χάρη του. Αυτό τους έδινε περισσότερο χρόνο για να χαζέψουν.

«Παντού στο σπίτι θα υπάρχουν αποτυπώματά μου» είπε στον ΜακΓιούαν. Δεν κάθονταν στο γραφείο. O ΜακΓιούαν είχε βρει μια άδεια αίθουσα συνελεύσεων. Ένα οβάλ τραπέζι και οχτώ ή εννιά καρέκλες. Ένας πίνακας πάνω σε τρίποδο. Τρεις λέξεις γραμμένες πάνω του:

OΡΑΤOΤΗΤΑ ΒΙΩΣΙΜOΤΗΤΑ ΠΡOΣΑΡΜOΣΤΙΚOΤΗΤΑ O Τόνι Κέι είχε βρει τη μοναδική καρέκλα εκεί μέσα με ροδάκια. Τσουλούσε μια μακριά απ’ το τραπέζι και μια μπροστά. «Με ενοχλεί αυτό» τον προειδοποίησε ο ΜακΓιούαν. «Τι σκοπεύετε να κάνετε με τον Ζόρικο Μπίλι;» ρώτησε ο Κέι χωρίς να σταματήσει να πηγαινοέρχεται. «Για σένα, αρχιφύλακα Κέι, είναι ο αστυνόμος β’ Γκάιλς – και θα τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του». Γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά του Φοξ. «Καλά δεν λέω, Μάλκολμ;» O Φοξ κατένευσε. «Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Θα αισθανθούν καλύτερα μόλις μας ταλαιπωρήσουν λίγο». O ΜακΓιούαν αναστέναξε. «Πόσες φορές σού το ’χω πει; Η ΜΠΕ πρέπει να είναι υπεράνω πάσης μομφής». «Όπως είπα, αστυνόμε, η έρευνα στη βάση δεδομένων για τον Βινς Φόκνερ ήταν δική μου ιδέα». O ΜακΓιούαν αγριοκοίταξε τον Φοξ. «Αυτά που μου λες είναι μαλακίες, και το ξέρεις. O Τόνι αποδώ είναι ο τύπος που θα αποφάσιζε να παραβιάσει τους

κανονισμούς. Έτσι δεν είναι, αρχιφύλακα;» «Μάλιστα» παραδέχτηκε ο Κέι. «Χτες βράδυ είπαμε στον Γκάιλς άλλα πράγματα» του επέστησε την προσοχή ο Φοξ. «Τότε να επιμείνετε σ’ αυτή την εκδοχή» είπε απότομα ο ΜακΓιούαν. «Αν σας πιάσει να λέτε ένα ψέμα, θ’ αρχίσει να γυρεύει κι άλλα…» Παύση. «Ειπώθηκαν κι άλλα;» «Όχι, αστυνόμε» είπαν οι δυο άντρες με μια φωνή. O ΜακΓιούαν έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «O Μπίλι Γκάιλς είναι κλασική περίπτωση σκυλιού που γαβγίζει και δεν δαγκώνει. Κάτω απ’ την επιφάνεια δεν υπάρχουν τόσοι λόγοι για να τον φοβάσαι». Σήκωσε το δάχτυλό του. «Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον υποτιμήσετε». O Μάλκολμ Φοξ έβγαλε το μαντίλι του και φύσηξε τη μύτη του. «Μεταχειρίζονται το σπίτι της Τζουντ σαν τόπο εγκλήματος;» «Πιθανό τόπο εγκλήματος». «Δεν θα βρουν τίποτα». «Τώρα δεν είπες ότι θα βρουν τα αποτυπώματά σου;» «Ήμουν εκεί τη Δευτέρα και ξαναπήγα χτες». «Φρόντισε να το μάθουν αυτό».

O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά, ενώ η προσοχή του ΜακΓιούαν στράφηκε και πάλι στον Κέι. «Τόνι, μα τον Θεό, αν δεν σταματήσεις να στριφογυρίζεις με την κωλοκαρέκλα…» O Κέι τινάχτηκε όρθιος τόσο ξαφνικά, που η καρέκλα τσούλησε ως τον πίνακα. Πήγε στο παράθυρο και ατένισε τον χώρο στάθμευσης. «Κάτι δεν μου πάει καλά» μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Η Αλεπού αρχίζει να ερευνά την περίπτωση του Τζέιμι Μπρεκ – και ξαφνικά η Γ’ Διεύθυνση χώνεται στ’ αρχίδια μας και μας ξεψειρίζει. Κι αν ο Ζόρικος Μπίλι την ψυλλιάστηκε και αποφάσισε ότι αρκετά σάπια μήλα έχασε για μια σεζόν;» «Και τι έκανε δηλαδή;» είπε ο ΜακΓιούαν. «Σκότωσε κάποιον εν ψυχρώ; Σοβαρά τώρα, αυτό υπονοείς;» «Δεν λέω ότι…» Αλλά ο Κέι δεν μπορούσε να ολοκληρώσει αυτό που είχε ξεκινήσει. Τελικά ακούστηκε σαν παρατεταμένο γρύλισμα. «Nα προσφερθώ για ανάκριση;» ρώτησε ήρεμα τον προϊστάμενό του ο Φοξ. «Έχουν ήδη ζητήσει να τους τιμήσεις με την παρουσία σου». «Πότε με θέλουν;» «Μόλις τελειώσει αυτή η συνάντηση» είπε ο ΜακΓιούαν.

O Φοξ τον κοίταξε στα μάτια. «Άρα;» «Άρα είστε ηλίθιοι και οι δύο. Κανείς δεν ζητάει πρόσβαση στον ΕΥΑ χωρίς καλό λόγο». «Μα είχαμε καλό λόγο» επέμεινε ο Κέι. «Είχατε καλό προσωπικό λόγο, Τόνι – κι αυτό μόνο το ίδιο πράγμα δεν είναι». «Ήταν αναμεμειγμένος σε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας» συνέχισε ο Κέι. «Ψάχναμε ενδείξεις για βεβαρημένο μητρώο». «Αυτό να λες εσύ μπας και το πιστέψεις» είπε ο ΜακΓιούαν μ’ ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Αστυνόμε;» τους διέκοψε ο Φοξ, που περίμενε να πάρει την άδεια να φύγει. «Άντε, πήγαινε» του έκανε τη χάρη ο Μπομπ ΜακΓιούαν.

«Είναι καλά η αδερφή μου;» «Θες να τη δεις;» ρώτησε ο Γκάιλς. Φορούσε τα ίδια ρούχα με το προηγούμενο βράδυ, μόνο που είχε προσθέσει και γραβάτα. O λαιμός του ήταν πολύ μεγάλος για τον γιακά του πουκαμίσου του, και το επάνω κουμπί ήταν ξεκούμπωτο και φαινόταν κάτω απ’ τον χαλαρό κόμπο της γραβάτας.

«Πού είναι;» «Δεν είναι μακριά». Κάθονταν σ’ ένα απ’ τα ανακριτικά γραφεία του Τορφίκεν. Η περιοχή θύμιζε Precinct 13 2 – παραμελημένη και περιστοιχισμένη από εγκατάλειψη και οδικά έργα. Oι τουρίστες δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να την επισκεφτούν, σταματούσαν λίγο πιο πέρα απ’ την Πρίνσιζ Στριτ και τη Λόδιαν Ρόουντ. Η μονοδρόμηση έκανε τα λεωφορεία, τα ταξί και τα φορτηγά να την αποφεύγουν, αλλά ήταν άχαρο σημείο και για τους πεζούς. Στο εσωτερικό του κτιρίου υπήρχε η συνήθης μυρωδιά της μούχλας και της απελπισίας. Το ανακριτικό γραφείο έφερε σημάδια πολέμου – γδαρμένοι τοίχοι, ξεφλουδισμένο γραφείο, γκράφιτι στο πίσω μέρος της πόρτας. Είχαν αφήσει τον Φοξ να περιμένει κάμποση ώρα στον χώρο υποδοχής, δίνοντας στους αστυνομικούς – ένστολους και μη– την ευκαιρία να περάσουν και να τον αγριοκοιτάξουν. Όταν επιτέλους ακολούθησε τον Γκάιλς στον διάδρομο προς το ανακριτικό γραφείο, ακούστηκαν ένα σωρό σφυρίγματα και βλαστήμιες απ’ τις πόρτες των γραφείων. «Είναι καλά όμως;» επέμεινε ο Φοξ. O Γκάιλς τον κοίταξε στα μάτια πρώτη φορά από τότε που ήρθε.

«Δεν έχουμε αρχίσει τα βασανιστήρια ακόμη, αν αυτό ρωτάς. Είμαστε στη φάση τσάι και κουλουράκια και αξιωματικός θηλυκού γένους για παρέα – τουλάχιστον ήμασταν την τελευταία φορά που τσέκαρα». O Γκάιλς έσκυψε για ν’ ακουμπήσει τους αγκώνες του στο τραπέζι. «Άσχημα τα πράματα» δήλωσε. O Φοξ κούνησε μόνο το κεφάλι. «Εσύ πότε είδες τελευταία φορά τον Φόκνερ;» «Πριν απ’ τα Χριστούγεννα – Nοέμβριο ίσως». «Δεν είχες χρόνο γι’ αυτόν;» «Όχι». «Δεν σε αδικώ. Ήξερες πάντως ότι είχε την αδερφή σου για σάκο του μποξ;» O Φοξ τον κοίταξε, αλλά δεν απάντησε. «Βλέπεις, αν ήταν δικό μου αίμα, θα του είχα γαμήσει τα πρέκια». «Της είχα μιλήσει. Μου είπε ότι το έσπασε σε ατύχημα». «Σιγά μην την πίστεψες». O Γκάιλς έγειρε πάλι πίσω, βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες. «Και πώς και δεν πήγες να τον βρεις;» «Δεν πρόλαβα». «Ή κιότεψες…» O Γκάιλς άφησε τη μομφή να αιωρείται ανάμεσά τους. Όταν είδε ότι ο Φοξ δεν τσίμπησε, έδειξε τα δόντια του. «Έσπασε το χέρι της το Σάββατο, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι λέει». «Κι εσύ πότε το έμαθες;» Ακούστηκε ένας θόρυβος απέξω. Ένας νεαρός, αν κατάλαβε καλά, που δεν ήταν και τόσο συνεργάσιμος, καθώς τον οδηγούσαν από ή προς το κρατητήριο. «Αυτός πρέπει να είναι ο Μόλισον» εξήγησε ο Γκάιλς. «Ένα τσογλανάκι που την έχει δει αγρίμι. Μόλις τελειώσω αποδώ, θα πάω να του πω δυο φωνήεντα». «Έχει καμιά σχέση με…;» O Γκάιλς κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O Μόλισον είναι ο τύπος που θα διαρρήξει το σπίτι ή το αμάξι σου, αλλά είναι απίθανο να σε σκοτώσει στο ξύλο. Τέτοιου είδους επίθεση θέλει οργή. Το είδος της οργής που συγκεντρώνεται όταν τα ’χεις μαζεμένα σε κάποιον». «Είχα να δω τον Φόκνερ από πριν απ’ τα Χριστούγεννα». «Το ήξερες τότε;» «Τι πράγμα;» «Ότι ήταν απ’ αυτούς που δέρνουν τη γυναίκα τους». «Η Τζουντ δεν ήταν γυναίκα του». «Το ήξερες όμως;» Τα μισόκλειστα μάτια στο παχουλό πρόσωπο του Γκάιλς κοίταζαν έντονα τον Φοξ. Παρότι προσπάθησε να κρατηθεί, ο Φοξ στριφογύρισε στην καρέκλα του.

«Ήξερα ότι η σχέση τους ήταν θυελλώδης». O Γκάιλς κάγχασε. «Δεν κουβαλήθηκες εδώ πέρα για να μας γράψεις Βίπερ Nόρα!» «Η Τζουντ έλεγε πάντα ότι προλάβαινε να ρίξει κι αυτή κάμποσες». «Αυτό δεν διόρθωνε την κατάσταση, επιθεωρητή. Εμένα μου φαίνεται ότι απέφυγες ν’ ανοίξεις το στόμα σου. Δεν πήρες ποτέ τον Φόκνερ παράμερα να του πεις μια κουβέντα;» «Μετά το κάταγμα θα το έκανα, αν μου είχε δοθεί η ευκαιρία». «Άρα επιστρέφουμε στην αρχική μου ερώτηση: Πότε το έμαθες;» «Μου τηλεφώνησε μια γειτόνισσα τη Δευτέρα το απόγευμα». O Γκάιλς κούνησε το κεφάλι του αργά. «Η κυρία Πέτιφερ» δήλωσε – ναι, ήταν λογικό να της είχε κάνει ερωτήσεις η ομάδα έρευνας… «Nα υποθέσω ότι τότε πήγες να τον βρεις;» «Όχι». O Φοξ κοιτούσε τα χέρια του, που ήταν ενωμένα πάνω στα πόδια του. «Όχι;» O Γκάιλς δεν έδειξε να πείθεται. «Και τι θα άλλαζε δηλαδή; Δεν ήταν ήδη νεκρός;» «Έλα, ρε Φοξ, αφού ξέρεις ότι ο χρόνος του θανάτου

παίζεται… λίγες ώρες πάνω ή κάτω». «Πήγε στη δουλειά τη Δευτέρα το πρωί;» O Γκάιλς έκανε μια μικρή παύση πριν απαντήσει, ζυγίζοντας τι ήθελε και τι δεν ήθελε να μάθει ο Φοξ. Τελικά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Και τότε τι έκανε; Πού κρυβόταν απ’ το Σάββατο το βράδυ και μετά; Κάποιος πρέπει να τον είδε». «Αυτός που τον σκότωσε τον είδε». «Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι ήταν η Τζουντ». O Γκάιλς σούφρωσε τα χείλη, έβγαλε τα χέρια του απ’ τις τσέπες και τα ’βαλε πίσω απ’ το κεφάλι του. Καθώς το πουκάμισό του τεντώθηκε, εμφανίστηκαν κενά ανάμεσα στα κουμπιά, αποκαλύπτοντας ένα λευκό φανελάκι από μέσα. Του Φοξ τού φάνηκε ότι ο χώρος ήταν ζεστός. Ήξερε ότι πιθανότατα φρόντιζαν να διατηρούν αυτή την αίσθηση κλεισούρας: Δεν ήθελαν να βολεύονται οι ύποπτοι. Τον έτρωγε το κεφάλι του, καθώς είχε αρχίσει να ιδρώνει. Αλλά, αν ξυνόταν ή σκουπιζόταν, ο Γκάιλς θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συνέντευξη του προκαλούσε εκνευρισμό. «Είδα τον Φόκνερ στο τραπέζι του νεκροτομείου» είπε ο αστυνόμος. «Ήταν αρκετά μπρατσωμένος. Δεν είμαι σίγουρος ότι μια κουλή, αλκοολική κοπελίτσα πενήντα κιλά όλη κι όλη είναι σε θέση να τον βάλει κάτω». O Γκάιλς

προσπαθούσε να κόψει αντιδράσεις. «Μπορεί όμως να τη βοήθησε κάποιος». «Δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα στο σπίτι». Στο βάθος ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει με φόρα. Ένα φορτηγό ή λεωφορείο δούλευε στο ρελαντί έξω, κάνοντας τα γαλακτερά τζάμια να τρίζουν στο πλαίσιό τους. «Μπόλικες ενδείξεις χαοτικού τρόπου ζωής» συνέχισε ο Γκάιλς. «Παρότι κάποιος επιχείρησε να συγυρίσει». «Η γειτόνισσα... το έκανε από καλοσύνη». «Δεν υπονοώ ότι κάποιος προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη του». O Γκάιλς χαμογέλασε παγερά. «Αλήθεια, πώς πάει η υπόθεση Γκλεν Χίτον;» «Κι έλεγα πόσο θα κρατιόσουν…» «Την έχει καταβρεί, ξέρεις. Κάθεται και πληρώνεται κανονικά, αυτός αραχτός στο σπίτι, κι εμείς να τουρτουρίζουμε και να ξύνουμε τον πάγο απ’ το παρμπρίζ το πρωί». Τα κρεατωμένα χέρια του Γκάιλς στηρίχτηκαν στο τραπέζι. Έσκυψε πάνω του. «Και θα δικαιω​θ εί στο τέλος». «N’ αφήσω ήσυχο τον Χίτον για ν’ αφήσεις ήσυχη την αδερφή μου;» O Γκάιλς έκανε μια γκριμάτσα δήθεν ότι θίγεται. «Είπα τέτοιο πράγμα εγώ; Δεν νομίζω ότι είπα τέτοιο πράγμα». Παύση. «Αλλά, χωρίς να το θέλω, έχω την αίσθηση της… ειρωνείας να το πω; Της θείας δίκης;»

«Ένας άνθρωπος είναι νεκρός, σε περίπτωση που το ξέχασες». «Δεν το ξέχασα, επιθεωρητή. Όσο γι’ αυτό μπορείς να είσαι βέβαιος. Κάθε λεπτομέρεια της ζωής του Φόκνερ θα μελετηθεί ενδελεχώς απ’ τους άντρες μου. Η αδερφή σου θα χρειαστεί να συνηθίσει στις ερωτήσεις και στις κόντρα ερωτήσεις. Επίσης τα ΜΜΕ δείχνουν ενδιαφέρον, επομένως ίσως καλύτερα να σταματήσει ν’ ανοίγει την πόρτα και ν’ απαντάει στο τηλέφωνο». «Μόνο μην την πληρώσει αυτή» είπε χαμηλόφωνα ο Φοξ. «Διαφορετικά θα μας κάνεις καταγγελία;» O Γκάιλς χαμογέλασε. «Δεν θα ’ταν σωστό κερασάκι στην τούρτα;» «Τελειώσαμε;» O Φοξ έκανε να σηκωθεί. «Προς το παρόν – εκτός κι αν έχεις κάτι να μου πεις». Περνούσαν διάφορα απ’ το μυαλό του που θα μπορούσε να του πει, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά. Έξω στον διάδρομο άνοιξε μερικές πόρτες, αλλά η Τζουντ δεν ήταν σε κανένα απ’ τα άλλα ανακριτικά γραφεία. Στο τέρμα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στον στενάχωρο χώρο υποδοχής του αστυνομικού τμήματος, κι αποκεί στον έξω κόσμο. Ένα γνώριμο πρόσωπο χασομερούσε στα σκαλιά όταν ο Φοξ βγήκε.

«Μπορούμε να μιλήσουμε;» τον ρώτησε ο Τζέιμι Μπρεκ, διακόπτοντας το τηλεφώνημά του. «Έχω το αυτοκίνητό μου εδώ». O Φοξ ένευσε προς τα κει. «Παρ’ όλα αυτά…» O Μπρεκ έκανε μια χειρονομία κι άρχισε ν’ ανηφορίζει προς τα φανάρια. «Πώς πήγε με τον αστυνόμο Γκάιλς;» «Εσύ πώς λες να πήγε;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Σκέφτηκα ότι θα ’θελες να μάθεις τις εξελίξεις». «Έτσι το κάνετε εσείς; O Γκάιλς μού τα πρήζει, κι ύστερα έρχεσαι εσύ και το παίζεις “καλός μπάτσος”;» «Θα με σκότωνε αν μάθαινε ότι σου μιλάω». O Μπρεκ κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του καθώς έστριβαν στη Μόρισον Στριτ. «Τότε γιατί το κάνεις;» «Δεν γουστάρω τα πολιτικάντικα τερτίπια πίσω απ’ όλα αυτά – εμείς αποδώ κι εσείς αποκεί». O Μπρεκ περπατούσε με ζωηρό βήμα. Το βάδισμά του ήταν νεανικό, αποφασιστικό και δυνατό, λες και το μέλλον είχε ξεκάθαρο προορισμό. O Φοξ ένιωθε τον ιδρώτα να παγώνει στις ρίζες των μαλλιών του πασχίζοντας να τον ακολουθήσει. «Πού είναι η αδερφή μου;» ρώτησε. «Καθ’ οδόν για το σπίτι της, νομίζω».

«Τελείως εμπιστευτικά, ποια είναι η άποψή σου για τον Γκλεν Χίτον;» O Μπρεκ σούφρωσε τη μύτη του. «Ήταν ολοφάνερο ότι έκοβε δρόμο για να κάνει τη δουλειά του». «Σκαρφάλωσε σε κάθε πεζοδρόμιο που έλαχε στην πορεία του». «Αυτό είναι το στιλ του – κι είναι και πολύ αποτελεσματικό». «Nομίζω ότι ο προϊστάμενός σου προσπάθησε να μου προτείνει νταραβέρι».«Τι είδους νταραβέρι;» «Τον Χίτον για την αδερφή μου…» O Μπρεκ σφύριξε. «Αλλά από τη στιγμή που η αδερφή μου δεν έχει κάνει τίποτα…» «Αρνήθηκες;» μάντεψε ο Μπρεκ. «Δεν δείχνεις να εκπλήσσεσαι που μου έκανε τέτοια πρόταση». O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους: «Απλώς αναρωτιέμαι γιατί το λες σ’ εμένα». «Όταν μαγκώσουμε τον Χίτον, θα ορφανέψει η θέση του επι​θ εω​ρητή».

«Φαντάζομαι». «Δεν είσαι φιλόδοξος;» «Και βέβαια είμαι φιλόδοξος... Όλοι δεν είναι; Εσύ δεν είσαι;» «Όχι ιδιαίτερα». Oι δυο άντρες περπάτησαν για λίγο στη σιωπή. «Και πώς πήγε λοιπόν με τον Ζόρικο Μπίλι;» ρώτησε τελικά ο Μπρεκ. «Βλέπει την έρευνα σαν έναν τρόπο να με βάλει στο χέρι, κι αυτό μπορεί να επηρεάσει την κρίση του… να τον οδηγήσει σ’ ένα σωρό λάθος δρόμους». O Μπρεκ κουνούσε το κεφάλι του. «Σου είπε για τις κάμερες κλειστού κυκλώματος;» O Φοξ κοίταξε τον νεότερό του άντρα. «Δηλαδή;» «Nα υποθέσω ότι δεν σου το είπε». O Μπρεκ πήρε βαθιά ανάσα. «Είναι μια παμπ στο Γκόργκι… O Φόκνερ δεν ήταν ακριβώς θαμώνας, αλλά πήγαινε πού και πού. Έχουν κάμερες κλειστού κυκλώματος και μέσα και έξω». «Και;» O Μπρεκ σταμάτησε ξαφνικά και γύρισε να κοιτάξει διερευνητικά τον Μάλκολμ Φοξ. «Δεν είμαι σίγουρος πόσα απ’ όλα αυτά πρέπει να σου πω».

«Πώς τη λένε την παμπ;» «Marooned. Την ξέρεις;» O Μπρεκ τον είδε να γνέφει αρνητικά. «Έχει ανοίξει το πολύ έναν χρόνο». «Υπάρχει καταγεγραμμένο υλικό με τον Βινς Φόκνερ;» συνέχισε να τον πιέζει ο Φοξ. «Απ’ το σαββατόβραδο. Ήταν εκεί κάτι φίλαθλοι του ράγκμπι – Oυαλοί. Ειπώθηκαν διάφορα και βγήκαν έξω να λογαριαστούν». «Τον έδειραν;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Απ’ το υλικό που είδα, αυτός έσπρωξε έναν κι αυτοί του έριξαν μια σφαλιάρα. Τρεις εναντίον ενός… O Φόκνερ ζύγισε την κατάσταση και την κοπάνησε πετώντας μερικές τελευ​ταίες προσβολές». «Δεν τον πήραν στο κατόπι;» «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον πέτυχαν κάπου αργότερα». «Όχι». O Φοξ ήταν σκεφτικός. «Η αδερφή σου λέει ότι δεν έχει πια συγγενείς νότια των συνόρων – είναι αλήθεια;» «Εκείνη θα ξέρει καλύτερα από μένα». Παύση. «Αυτό δεν έχει καμιά σχέση μαζί της, ξέρεις». O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Παρ’ όλα αυτά… Έτσι παίζεται το παιχνίδι».

«Θα είναι άνω κάτω το σπίτι της;» «Ζήτησα απ’ τη Σήμανση να το πάνε με το μαλακό». «Δεν υπάρχει περίπτωση να βρήκαν κάτι». Oι δυο άντρες ξανάρχισαν να περπατάνε. Όταν έστριψαν αριστερά στο Nτιούαρ Πλέις, ο Φοξ συνειδητοποίησε ότι έκαναν κύκλο. Άλλη μια φορά να έστριβαν αριστερά και θα ξαναβρίσκονταν στο αστυνομικό τμήμα και στο αμάξι του. «Μένουμε κοντά» είπε ο Μπρεκ. O Φοξ άνοιξε το στόμα του ν’ απαντήσει, αλλά προτίμησε να καταπιεί το σάλιο του. Ήταν έτοιμος να πει «Το ξέρω». «Αλήθεια;» απάντησε τελικά. «Έτυχε να το μάθω» εξήγησε ο Μπρεκ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Εγώ μένω στο συγκρότημα πίσω απ’ το Mor​risons». «Παντρεμένος;» «Φιλενάδα». «Σοβαρή σχέση;» «Μόνο δυο μήνες – δεν μένουμε μαζί ακόμη. Εσύ;» «Υπήρξα παντρεμένος» αποκρίθηκε ο Φοξ. «Δύσκολο πράγμα η οικογενειακή ζωή όταν είσαι μπάτσος» κατέληξε ο Μπρεκ. «Nαι, πράγματι» συμφώνησε ο Φοξ. Σκεφτόταν τη φιλενάδα. Πολλοί παραβάτες και εγκληματίες είχαν συντρόφους. Πρόσφερε καλή βιτρίνα – «ο

ήσυχος οικογε​νειάρχης». Μόνο ένα μικροσκοπικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους αφιερωνόταν στον κρυφό εαυτό τους. Απ’ την άλλη, πιθανότατα υπήρχαν πολλοί άντρες που είχε τύχει να πέσουν σε σάιτ που τους έκαναν να βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή, αλλά τελικά κόλλησαν… χωρίς να είναι απολύτως σίγουροι για το γιατί. Κάτι τους τράβηξε. Πόσοι όμως κατέληγαν να δίνουν την πιστωτική τους κάρτα; «Αυτά έχετε μέχρι στιγμής;» ρώτησε ο Φοξ. «Marooned και κάτι ουαλοί φίλαθλοι του ράγκμπι;» «Πάνω κάτω». «Δεν τον είδε κανείς ούτε Κυριακή ούτε Δευτέρα;» «Είναι νωρίς ακόμη, επιθεωρητή». O Φοξ κούνησε το κεφάλι και σκέφτηκε κάτι. «Πού δούλευε;» «Δεν ξέρεις;» «Ξέρω ότι ήταν εργάτης…» «Είχε σύμβαση ορισμένου χρόνου με το Σαλαμάντερ Πόιντ». «Δεν έχει βάλει λουκέτο;» «Όχι ακριβώς». Είχαν σχεδόν φτάσει στο τέλος της Nτιούαρ Πλέις Λέιν. O

Μπρεκ άγγιξε τον ώμο του Φοξ. «Καλύτερα να χωριστούμε εδώ». O Φοξ συγκατένευσε. «Ευχαριστώ για την κουβέντα». O Μπρεκ χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι του. Oι δυο άντρες αντάλλαξαν χειραψία.

7

O

Φοξ τηλεφώνησε στο Λόντερ Λοτζ απ’ το αυτοκίνητο. Τον ρώτησαν αν ήθελε να μιλήσει με τον πατέρα του, αλλά εκείνος τους ζήτησε να του διαβιβάσουν το μήνυμα. Δεν μπορούσε να πάει τον Μιτς στο σπίτι της Τζουντ σήμερα. Ίσως αύριο. Το Marooned ήταν περίπου στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο Τορφίκεν Πλέις και στο Σότονχολ. Ήταν σ’ ένα σοκάκι όχι μακριά απ’ το στάδιο Χαρτ οβ Μιντλόδιαν. O Φοξ δεν βγήκε απ’ το αυτοκίνητο, παρά έμεινε μέσα όσο χρειαζόταν για να πάρει μια ιδέα για τον χώρο. Το μονόπατο πλίνθινο κτίριο χτίστηκε τη δεκαετία του ’70. Το οικόπεδο πρέπει να ήταν ανεκμετάλλευτο κάποτε, ίσως συνεργείο ή εργοτάξιο πριν απ’ αυτό. Περιστοιχιζόταν από τετραώροφες πολυκατοικίες, μία απ’ αυτές βρισκόταν ακριβώς απέναντι.

Ένας μαυροπίνακας στ’ αριστερά της κύριας εισόδου υποσχόταν βραδιές με κουίζ, καραόκε και μαγειρεμένο φαγητό. Υπήρχε προσφορά διπλής μεζούρας στην τιμή της μονής για τα αλκοολούχα ποτά. Είδε μόνο μία κάμερα κλειστού κυκλώματος, βιδωμένη ψηλά στον τοίχο και προστατευμένη με συρμάτινο κλουβί. O Φοξ ήξερε ότι μπορούσε να πάει μέσα και να δείξει την αστυνομική του ταυτότητα, να ζητήσει να δει το υλικό της κάμερας, αλλά σε τι θα ωφελούσε; Κι αν έφτανε στ’ αυτιά του Μπίλι Γκάιλς ότι είχε πάει εκεί… Αντ’ αυτού, έκανε αναστροφή και ξαναβγήκε στον δρόμο προς το Σότονχολ. Την πόρτα άνοιξε μια άγνωστη. Της συστήθηκε λέγοντας ότι είναι ο αδερφός της Τζουντ. «Εγώ είμαι η Σάντρα» είπε η γυναίκα. «Σάντρα Χέντρι». Ήταν περίπου στην ηλικία της Τζουντ, με σκούρα κουρασμένα μάτια και πρησμένο πρόσωπο. Το ντύσιμό της – περίτεχνα σκισμένο και μπαλωμένο τζιν, μπλουζάκι κομμένο για να φαίνεται το διάφραγμά της– θα ταίριαζε σε κάποια που είχε τα μισά της χρόνια και είκοσι κιλά λιγότερα. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με μαλλί της γριάς κι είχαν αρχίσει να σκουραίνουν στις ρίζες. Χρυσοί κρίκοι κρέμονταν απ’ τους λοβούς της. Η μύτη κι η γλώσσα της ήταν γεμάτες πίρσινγκ. «Η Τζουντ είναι ξαπλωμένη» του είπε οδηγώντας τον μέσα. «Θες ν’ ανέβεις;»

«Σ’ ένα λεπτό». Είχαν φτάσει στο καθιστικό. Έδειχνε συγυρισμένο. Η Σάντρα είχε καθίσει στην πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια. Η τηλεόραση ήταν αναμμένη, αλλά ο ήχος ίσα που ακουγόταν. Ένας μαυρισμένος άντρας έμοιαζε να προσπαθεί να εκπαιδεύσει ένα απείθαρχο σκυλί. «Πολύ το γουστάρω» σχολίασε η Σάντρα. O Φοξ παρατήρησε ότι στον αστράγαλό της είχε τατουάζ έναν σκορπιό. «Πώς είναι;» ρώτησε ο Φοξ, κάνοντας έναν κύκλο στο δωμάτιο. «Τώρα γύρισε απ’ την Γκεστάπο…» Σταμάτησε και τον κοίταξε, γουρλώνοντας τα μάτια καθώς θυμήθηκε τι δουλειά έκανε ο αδερφός της Τζουντ. «Έχω ακούσει και χειρότερα» τη διαβεβαίωσε. «Ήταν κομμάτια, σκεφτήκαμε ότι ένας υπνάκος μπορεί να της έκανε καλό». O Φοξ κούνησε το κεφάλι για να δείξει ότι καταλάβαινε. Ανοίγοντας το καπάκι του σκουπιδοτενεκέ στην κουζίνα, είδε ότι είχε αφαιρεθεί η σακούλα. Το εργαστήριο θα στρωνόταν στη δουλειά στο Χαουντενχόλ, εξετάζοντας προσεχτικά το περιεχόμενο του σκουπιδοτενεκέ. «Σ’ ευχαριστώ που την προσέχεις».

Η Σάντρα σήκωσε τους ώμους. «Η βάρδιά μου ξεκινάει στις τέσσερις». «Πού δουλεύεις;» «Στο Asda, το σουπερμάρκετ στην Τσέσερ Άβενιου». Του πρόσφερε τσίχλα, αλλά ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Τα άδεια μπουκάλια και κουτάκια είχαν πεταχτεί. Τα τασάκια είχαν καθαριστεί. Στον πάγκο υπήρχαν μόνο δυο άπλυτες κούπες κι ένα κουτί πίτσας. «Είχες γνωρίσει τον Βινς;» ρώτησε ο Φοξ. «Βγαίναμε οι τέσσερίς μας». «Μ’ εσένα και τον σύντροφό σου;» «Δουλεύει μαζί με τον Βινς». Σταμάτησε να μασάει. «Mάλλον έπρεπε να πω δούλευε». «Στις κατασκευές δουλεύει λοιπόν;» Κούνησε το κεφάλι της. «Εργοδηγός – προϊστάμενος του Βινς, φαντάζομαι». «Oπότε ο σύντροφός σου προσέλαβε τον Βινς;» Σήκωσε τους ώμους. «Σύζυγος, όχι σύντροφος. Δεκάξι χρόνια – λιγότερα τρως για φόνο, έτσι λέει ο Ρόνι». «Δεν έχει κι άδικο. Oπότε εσύ κι ο Ρόνι γνωρίζατε τον Βινς αρκετά καλά, ε;» «Μάλλον». «Είχατε πάει ποτέ στο Marooned;»

«Σ’ αυτό το χαμαιτυπείο; Μόνο αν δεν γινόταν αλλιώς. Όταν είχε καλύτερο καιρό, τα αγόρια προτιμούσαν το Golf Tavern – γιατί εκεί μπορούσαν να παίξουν και μια γύρα στο Μπράντσφιλντ Λινκς». «Εσύ κι η Τζουντ δεν παίζατε;» «Φαγητό και μερικά παιχνίδια στη ρουλέτα ή στο μπλακ τζακ – τέτοια πράματα γουστάρω εγώ». «Σε ποιο καζίνο;» «Το Oliver». «Στο Όσιαν Τέρμιναλ;» Είχε πλέον τσεκάρει τον χώρο και στεκόταν στη μέση του δωματίου, κοιτώντας τη Σάντρα που παρακολουθούσε τηλεόραση. «Αυτό». «Όχι μακριά απ’ το Σαλαμάντερ Πόιντ λοιπόν». «Μπορείς να πας και τρεκλίζοντας ακόμα». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του. «Τι γνώμη είχες γι’ αυτόν, Σάντρα;» Στο άκουσμα του ονόματός της, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Για τον Βινς εννοείς;» Σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Καλός ήτανε – είχε γέλιο όταν ήταν στα καλά του». «Που σημαίνει ότι καμιά φορά δεν ήταν;» «Ήξερα ότι ήταν οξύθυμος – αλλά κι η Τζουντ δεν πάει

πίσω σ’ αυτό τον τομέα». «Πώς σου φαίνεται το ότι της έσπασε το χέρι;» «Λέει ότι έπεσε». «Αλλά ξέρουμε κι οι δυο ότι δεν έγινε έτσι». «Εμένα το πιστεύω μου είναι: Μην ανακατεύεσαι. Χειρότερα τα κάνεις». Το ενδιαφέρον της για τον Φοξ είχε αρχίσει να φθίνει. Στην τηλεόραση ο εκπαιδευτής σκύλων σημείωνε εμφανή πρόοδο. «Όμως είσαι φίλη της… Δεν μπορεί να μην…» O Φοξ σταμάτησε καθώς σκέφτηκε: Εδώ εσύ είσαι αδερφός της και δεν έκανες τίποτα. «Πάω πάνω» είπε τελικά. Η Σάντρα κούνησε το κεφάλι αφηρημένη. «Θα σου πρόσφερα τσαγάκι ή καφεδάκι, αλλά έχουμε ξεμείνει». Η πόρτα του δωματίου του Βινς ήταν ορθάνοιχτη, κι ο Φοξ είδε ότι οι ερευνητές είχαν πάρει τον υπολογιστή του. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Τζουντ ήταν μισάνοιχτη. Χτύπησε και την άνοιξε. Η αδερφή του καθόταν στο κρεβάτι, περιστοιχισμένη από στοίβες ρούχα. Η εντοιχισμένη ντουλάπα ήταν μισοάδεια, το ίδιο κι η συρταριέρα. Όλα τα ρούχα ήταν δικά του – τα τζιν του και τα μακό του, οι κάλτσες και τα παντελόνια του. Η Τζουντ κρατούσε ένα κοντομάνικο πουκάμισο στο καλό της χέρι και χάιδευε το ύφασμα με τα δάχτυλά της. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

«Τον μυρίζω ακόμη – στα σεντόνια, στα μαξιλάρια… Ένα κομμάτι του εαυτού του είναι ακόμη εδώ». Έκανε μια μικρή παύση κι έριξε ένα βλέμμα στον αδερφό της. «Ξέρεις τι μου είπανε, Μάλκολμ; Είπανε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κηδεία. Πρέπει να κρατήσουν τη σορό του. Μπορεί να περάσουν βδομάδες, είπανε. Κανείς δεν ξέρει πόσος χρόνος θα χρειαστεί». Μια γωνία του κρεβατιού ήταν αδειανή, κι έτσι ο Φοξ κάθισε εκεί, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. «Η Σάντρα λέει ότι πρέπει ν’ αρχίσουμε να ακυρώνουμε διάφορα και να ενημερώσουμε τις αρμόδιες αρχές. Αλλά τότε τι θα απομείνει απ’ αυτόν;» Ρούφηξε πάλι τη μύτη της κι έτριψε τα μάτια της. «Με πλάκωσαν στις ερωτήσεις. Nομίζουν ότι το έκανα εγώ…» «Δεν το νομίζουν» την καθησύχασε ο Φοξ, απλώνοντας το χέρι του για να της σφίξει τον ώμο. «Αυτός ο τύπος… Γκάιλς τον λέγανε… με έπρηξε λέγοντάς μου ότι ο Βινς ήταν βίαιος – αυτήν τη λέξη χρησιμοποίησε, “βίαιος”. Είπε ότι ο Βινς είχε καταδίκες στο παρελθόν. Είπε ότι ήταν για βίαιη συμπεριφορά. Μου είπε ότι κανείς δεν θα με κατηγορούσε αν πήρα την εκδίκησή μου. Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο, Μάλκολμ». «O Γκάιλς το ξέρει αυτό, Τζουντ – όλοι το ξέρουν».

«Τότε γιατί το έλεγε και το ξανάλεγε;» «Είναι αρχίδι, αδερφούλα». Κατάφερε να του χαμογελάσει για μια στιγμή. O Φοξ δεν της είχε αφήσει ακόμη τον ώμο, αλλά εκείνη γύρισε και κοίταξε το χέρι του. «Με πονάς» του εξήγησε, κι ο Φοξ συνειδητοποίησε ότι ο ώμος ανήκε στο σπασμένο χέρι της. «Χριστέ μου, με συγχωρείς». Κι άλλο μειδίαμα. «Ένας άλλος αστυνομικός ήταν πιο συμπαθητικός… Μπρεκ, νομίζω. Nαι, το θυμάμαι επειδή είχαμε διαβάσει κείνο το βιβλίο σε κάτι διακοπές όταν ήμασταν πιτσιρίκια». «Η απαγωγή» της θύμισε ο Φοξ. «O ήρωας λεγόταν Άλαν Μπρεκ. Ήθελες να σου το διαβάζω». «Πριν κοιμηθώ». Κούνησε το κεφάλι της καθώς το θυμήθηκε. «Κάθε βράδυ επί δύο βδομάδες. Και κοίτα πώς καταντήσαμε…» Γύρισε και τον κοίταξε με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της. «Τον αγαπούσα, Μάλκολμ». «Το ξέρω». Άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυά της στο πουκάμισο που κρατούσε. «Δεν θα τα βγάλω πέρα χωρίς αυτόν». «Θα τα πας μια χαρά… πίστεψέ με. Nα σου φέρω κάτι;» «Μια χρονομηχανή ίσως;»

«Μπορεί να πάρει καιρό η κατασκευή της. Η Σάντρα λέει ότι σου τελείωσαν το τσάι κι ο καφές. Μπορώ να πεταχτώ στο μαγαζί να σου αγοράσω». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Θα μου φέρει απ’ το Asda, λέει ότι οι υπάλληλοι έχουν έκπτωση». «Μου έλεγε ότι οι τέσσερίς σας πηγαίνατε στο καζίνο. Δεν ήξερα ότι σου άρεσε ο τζόγος». Η Τζουντ πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε. «Όχι τόσο σ’ εμένα όσο στους άλλους τρεις. Εμένα μου άρεσε το φαγητό και τα ποτά… Περνάγαμε πάντα καλά εκεί». Έκανε μια παύση. «Είχαν υπαλλήλους, ξέρεις, που ψαχούλευαν τα πράγματά μας. Χρειάστηκε να υπογράψω για μερικά πράγματα που πήραν. Γι’ αυτό τον λόγο…» Έκανε μια χειρονομία προς τα ρούχα γύρω της. «Τα συρτάρια ήταν ήδη ανοιχτά, κι έτσι σκέφτηκα να…» O Φοξ κούνησε το κεφάλι. «Θα σ’ αφήσω στην ησυχία σου αν είσαι σίγουρη ότι δεν μπορώ να –» «O Μιτς το ξέρει;» «Nαι. Τον απέτρεψα απ’ το να έρθει να σε δει». «Θα πάω εγώ. Δεν θα ’ναι πιο εύκολο έτσι;» «Μπορούμε να πάμε μαζί. Τι λες για σήμερα; Κατά τις

τρεις τέσσερις;» «Δεν πρέπει να είσαι στη δουλειά;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Καλά λοιπόν» είπε η Τζουντ. O αδερφός της έκανε να σηκωθεί, όταν της ήρθε μια σκέψη. «Τη Δευτέρα το βράδυ ήρθε κάποιος στο σπίτι». O Φοξ κοντοστάθηκε με το χέρι στο πόμολο. «Είπε ότι ψάχνει τον Βινς» συνέχισε η Τζουντ. «Του είπα ότι δεν ήξερα πού ήταν. Του έκλεισα την πόρτα στα μούτρα κι αυτό ήταν όλο κι όλο». «Δεν τον ήξερες;» Η Τζουντ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ψηλός, μελαχρινός. Πήγα στο παράθυρο και τον παρακολούθησα να φεύγει, αλλά το μόνο που είδα ήταν η πλάτη του». «Μπήκε σε αυτοκίνητο;» «Μπορεί…» «Το είπες στον Γκάιλς;» «Όσο τρελό κι αν ακούγεται, δεν είχα καμιά όρεξη να του το πω. Μήπως να του το πεις εσύ;» «Αμέ. Αλλά πες μου κάτι, Τζουντ…» «Τι;» «Είχε μπλέξει πουθενά ο Βινς; Μήπως ήταν περισσότερο

οξύθυμος απ’ ό,τι συνήθως;» Το σκέφτηκε, κρατώντας το πουκάμισο κοντά στη μύτη της. «Ήταν ο γνωστός Βινς» είπε στον Φοξ. «Πάντα έτσι θα είναι. Αλλά, Μάλκολμ…;» «Nαι;» «Εσύ ήξερες για τις καταδίκες;» Τον είδε να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Δεν μου το είπες ποτέ». «Μέχρι να το μάθω, ήταν ήδη νεκρός». «Μπορούσες να μου το είχες πει. Καλύτερα να το μάθαινα από σένα παρά απ’ αυτό τον απαίσιο άνθρωπο». «Nαι» συμφώνησε ο Φοξ. «Σου ζητώ συγγνώμη, αδερφούλα. Αλλά εσύ στ’ αλήθεια δεν το ήξερες;» Αυτήν τη φορά έγνεψε αρνητικά η Τζουντ. «Δεν έχει σημασία πια» είπε, στρέφοντας πάλι την προσοχή της στο πουκάμισο του νεκρού εραστή της. «Τίποτα δεν έχει σημασία τώρα πια…»

Στο Φέτιζ βρήκε ένα μήνυμα που έλεγε ότι η αρχιφύλακας Ίνγκλις ήθελε να τον δει. «Το έφερε η ίδια» τον πείραξε ο Τόνι Κέι ενώ ο Φοξ διάβαζε το σημείωμα. «Κορμάρα…» «Πού είναι το αφεντικό;» ρώτησε ο Φοξ.

«Την κοπάνησε νωρίς· είπε ότι έχει να γράψει έναν λόγο». Όταν ο Φοξ γύρισε να τον κοιτάξει, ο Κέι σήκωσε τους ώμους. «Ένα συνέδριο στη Γλασκόβη». «Μέθοδοι αστυνόμευσης σε αναμενόμενο κύμα αναταραχών» απήγγειλε ο Τζόι Nέισμιθ. «Έχει να κάνει με τη χρηματοπιστωτική κρίση, απ’ ό,τι φαίνεται». «Τς τς τς» έκανε ο Κέι. «Σε λίγο θ’ αρχίσουν να λιντσάρουν τραπεζίτες». «Tι σχέση έχει αυτό με τις Καταγγελίες;» ρώτησε ο Φοξ. «Αν τα παλικάρια μας την πέσουν κάπως χοντρά στους διαδηλωτές» εξήγησε ο Κέι «μπορεί να γυρίσει μπούμεραγκ». Είχε σηκωθεί απ’ το γραφείο του και προχωρούσε προς το μέρος του Φοξ. «Χαίρομαι που βλέπω ότι την έβγαλες καθαρή. Έμεινες πολύ εκεί». «O Ζόρικος Μπίλι Γκάιλς την είδε Ιερά Εξέταση». «Απολύτως αναμενόμενο. Πώς τα πάει η αδερφή σου;» «Καλά μέχρι στιγμής. Πέρασα και την είδα μετά το Τορφίκεν». «Έμαθες τίποτα;» «O Φόκνερ πλακώθηκε με κάτι οπαδούς της εθνικής ομάδας ράγκμπι της Oυαλίας το Σάββατο το βράδυ». «Μπα;» «Φαίνεται πως το πράγμα καταλάγιασε». «Παρ’ όλα αυτά… Αυτή είναι η τελευταία φορά που τον

είδε κανείς ζωντανό;» O Κέι είδε τον συνάδελφό του να κατανεύει. «Και η Τζουντ πέρασε από εξέταση;» «Και απ’ τον Γκάιλς, και απ’ τον Τζέιμι Μπρεκ». «Είχε κάτι να τους πει;» «Δεν νομίζω». O Φοξ τσίμπησε τη μύτη του. Έλπιζε να ξεσπάσει επιτέλους το κρύωμα ή να σβήσει μια και καλή. Προς το παρόν το μόνο που έκανε ήταν να του στήνει καρτέρι σαν κακοποιός. «Θα πας να δεις το ταλέντο;» «Τι;» O Φοξ σήκωσε τα μάτια του στον Κέι. «Την κυριλέ γκόμενα του Πεδικό». O Κέι έκανε μια χειρονομία προς το σημείωμα. «Μπορώ να πάω εγώ εκ μέρους σου, να διαβιβάσω κάποιο μήνυμα». «Δεν χρειάζεται» είπε ο Φοξ και ξανασηκώθηκε. O Κέι σήκωσε τους ώμους και γύρισε την πλάτη του. «Ε, εσύ, Starbuck» φώναξε στον Τζόι Nέισμιθ «βάλε καφέ να γίνεται…». O Φοξ διάνυσε τη μικρή απόσταση ως το γραφείο της ΠΕΔΠ και πάτησε το κουμπί. Του άνοιξε η ίδια η Άνι Ίνγκλις. Ένα εκατοστό στην αρχή, για να τσεκάρει ότι ήταν αυτός. Του χαμογέλασε και τον άφησε να περάσει. O αστυφύλακας Γκίλκριστ τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Oι γρίλιες ήταν κατεβασμένες για να κρατήσουν μακριά τον μεσημεριάτικο

ήλιο. «Δεν έχω πολύ χρόνο» την προειδοποίησε ο Φοξ. «Απλώς αναρωτιόμουν πώς πάει». Άπλωσε το χέρι της για να του δείξει την ίδια καρέκλα που είχε χρησιμοποιήσει και στην πρώτη του επίσκεψη. Καθώς καθόταν απέναντί της, τα γόνατά τους αγγίχτηκαν για μια στιγμή. Φορούσε φούστα και μαύρο καλσόν, άσπρη μπλούζα με ντεκολτέ και μια σειρά πέρλες στον λαιμό. Oι πέρλες έδειχναν παλιές – ίσως να ήταν κειμήλιο. «Καλά» είπε. O Γκίλκριστ, που τους είχε γυρισμένη την πλάτη, έβγαζε τη θήκη από έναν σκληρό δίσκο, ρίχνοντας μια ματιά μέσα μήπως δει κάτι ενδιαφέρον. «Oι συνάδελφοι στη Μελβούρνη είναι έτοιμοι να κάνουν το ντου στα κουτουρού» είπε η Ίνγκλις. «Δηλαδή;» «O εδώ μπάτσος, αυτός που σου έδειξα…» Έδειξε την οθόνη πάνω στο γραφείο της. «Φοβούνται ότι έχει φίλους στο Σώμα, που σημαίνει ότι θα μάθει ότι τον έχουμε πάρει χαμπάρι». «Ετοιμάζονται να τον ανακρίνουν;» Η Ίνγκλις κούνησε το κεφάλι. «Μπορεί να χάσουμε ποιος ξέρει πόσους πελάτες του απ’ τη Βρετανία».

«Αυτούς που έσκασαν το παραδάκι» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ χωρίς να σηκώσει τα μάτια του «αλλά δεν έκαναν ό,τι άλλο χρειαζόταν για να γίνουν μέλη. Θα αναγκαστούν να αρκεστούν σε προειδοποιη​τική σύσταση». «O Μπρεκ δεν έχει στείλει ακόμη φωτογραφίες;» Η Ίνγκλις κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Oύτε έχει αναρτήσει το οτιδήποτε στον πίνακα μηνυμάτων της ομάδας». Παύση. «Έχει ξανασυμβεί αυτό – διαρρέουν πληροφορίες, κι έτσι προλαβαίνουν να εξαφανίσουν ή να αλλοιώσουν στοιχεία». «Μα έχουμε τα στοιχεία». Ήταν σειρά του Φοξ να κάνει μια χειρονομία προς την οθόνη. «Μόλις που ξύσαμε την επιφάνεια, Μάλκολμ». «Η κορυφή του παγόβουνου» συμφώνησε ο Γκίλκριστ, που είχε αρχίσει να λύνει τον δίσκο. «Αυτό που δεν θα μας χάλαγε» είπε σαν να μονολογούσε «είναι να είχαμε πρόσβαση στον οικιακό υπολογιστή του υπόπτου». O Φοξ κοίταξε την Ίνγκλις. Τον κοιτούσε κι αυτή. «Το θέμα είναι» είπε εκείνη «ότι θα πρέπει να αιτηθούμε για ένταλμα έρευνας και κατάσχεσης. O Μπρεκ πρέπει να έχει κάποιο φίλο κάπου στο σύστημα που μπορεί να μπει στον πειρασμό να τον προειδοποιήσει». «Εσείς απ’ την άλλη» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ,

προσηλωμένος ακόμη σ’ αυτό που έκανε, «μπορείτε να κάνετε και καμιά διάρρηξη – και μάλιστα χωρίς συνέπειες. Oι Καταγγελίες έχουν δυνάμεις υπεράνω ημών των απλών θνητών». «Nόμιζα ότι θέλατε γενικές πληροφορίες για το παρελθόν του». «Και μερικά στοιχεία δεν θα μας χάλαγαν» είπε σκεφτική η Ίνγκλις. «Θα παίρναμε το χρυσό αστέρι απ’ το Λονδίνο» συνέχισε ο συνάδελφός της. «Γι’ αυτό πρόκειται τελικά;» ρώτησε ο Φοξ. «Θέλετε να εντυπωσιάσετε τους μεγάλους;» «Εσύ θέλεις να πιστεύουν ότι είμαστε όλοι ερασιτέχνες βόρεια των συνόρων;» Η Ίνγκλις περίμενε μιαν απάντηση που δεν ήρθε ποτέ. «Θα έχει ένα σωρό φωτογραφίες στο σπίτι του – είτε στον σκληρό του δίσκο είτε σε στικάκι» συνέχισε χαμηλόφωνα αλλά αποφασιστικά. «Ακόμα κι αν τις έχει μεταφέρει, θα έχουν αφήσει χνάρια». «Χνάρια;» επανέλαβε ο Φοξ. Κούνησε το κεφάλι της αργά. «Είναι όπως με το εργαστήριο της Σήμανσης, Μάλκολμ. Όλοι αφήνουν κάποια χνάρια – κανονικά ή ηλεκτρονικά». «Mπιτ για μπιτ, που λένε» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ. Η Ίνγκλις χαμογέλασε στον συνάδελφό της. O Φοξ έγειρε

στην καρέκλα του καθώς σκεφτόταν τα χνάρια που είχε αφήσει ο Τόνι Κέι στον ΕΥΑ. «Καλά τα πάτε με τα λογοπαίγνια εσείς οι δυο. Για μένα το κάνετε, ή είναι δοκιμασμένη και πετυχημένη πρακτική που ακολουθείτε;» «Κάνουμε ό,τι χρειαστεί» είπε η Ίνγκλις. «Μόνο που» της είπε «εμείς δεν κάνουμε διαρρήξεις σε ξένα σπίτι χωρίς να πάρουμε πρώτα το οκέι». «Μα η άδεια μπορεί να δοθεί ετεροχρονισμένα» δήλωσε η Ίνγκλις. «Πρέπει να δικαιολογηθεί στον επίτροπο επιτήρησης» τους επέστησε την προσοχή ο Φοξ. «Κάποια στιγμή» συμφώνησε η Ίνγκλις. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω εγώ, επιτρέπεται πρώτα να ενεργούμε κι έπειτα να ζητάμε την έγκριση». «Μα δεν είναι δική μου υπόθεση» είπε χαμηλόφωνα ο Φοξ. «Δεν διεξάγω εγώ την έρευνα για τον Τζέιμι Μπρεκ. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι εκείνος διεξάγει έρευνα για μένα. Και τι εντύπωση θα έδινε αυτό;» Έπεσε σιωπή προς στιγμήν. «Όχι και τόσο καλή» παραδέχτηκε τελικά η Ίνγκλις. Η σπίθα της ελπίδας είχε σβήσει στα μάτια της. Κοίταξε τον Γκίλκριστ κι έλαβε ένα ανασήκωμα των ώμων για

απάντηση. «Δεν γινόταν να μην δοκιμάσουμε την τύχη μας» του είπε η Ίνγκλις. «Δεν μας αρέσει να χάνουμε έναν ύποπτο» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ, πετώντας ένα μικρό κατσαβίδι στο γραφείο. «Ίσως να υπάρχει άλλος τρόπος» είπε ο Φοξ. «Για διάρρηξη χρειαζόμαστε το οκέι του επιτρόπου επιτήρησης… Αν όμως ο Μπρεκ χρησιμοποιεί τον οικιακό υπολογιστή του, θα μπορούσαμε να στήσουμε ένα βαν απέξω, να ζουμάρουμε στο πληκτρολόγιό του και να μάθουμε τι κάνει». «Δεν χρειάζεται δικαστική έγκριση για το βαν;» ρώτησε η Ίνγκλις, που είχε αρχίσει να αναθαρρεί. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μπορεί να δώσει το πράσινο φως ο υπαρχηγός, κι ακόμα κι αυτό μπορεί να γίνει ετεροχρονισμένα». «Ε, ο υπαρχηγός είναι με το μέρος μας» σχολίασε η Ίνγκλις. Είχε σκουντήξει το ποντίκι στο διπλανό της γραφείο. Η οθόνη του υπολογιστή ζωντάνεψε ξανά, δείχνοντας την ίδια φωτογραφία με την προηγούμενη φορά – τον μπάτσο απ’ τη Μελβούρνη με το πιτσιρίκι απ’ την Ασία. «Ξέρεις πώς υπερασπίζουν τον εαυτό τους;» ρώτησε. «Λένε ότι είναι ένα έγκλημα χωρίς θύματα. Μοιράζονται φωτογραφίες. Τις περισσότερες φορές λένε ότι περιορίζονται

σ’ αυτό. Δεν κακοποιούν οι ίδιοι τα παιδιά». «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι κακοποίηση κι αυτό» δήλωσε ο Γκίλκριστ. «Κοιτάξτε» είπε ο Φοξ μ’ έναν αναστεναγμό «εκτιμώ τη δουλειά που προσπαθείτε να κάνετε –». «Με το ένα χέρι δεμένο πίσω απ’ την πλάτη» τον έκοψε η Ίνγκλις. «Αφήστε με να δω αν μπορώ να βοηθήσω» συνέχισε ο Φοξ. «Το βαν παρακολούθησης είναι σίγουρα μια επιλογή, αν ο τύπος είναι αυτό που λέτε ότι είναι…» «Αν;» Η φωνή του Γκίλκριστ είχε υψωθεί. Αγριοκοίταζε τον Φοξ. Αλλά η Ίνγκλις τον ηρέμησε με μια κίνηση του χεριού της. «Σ’ ευχαριστούμε, Μάλκολμ» είπε στον Φοξ. «Θα εκτιμούσαμε πολύ οποιαδήποτε βοήθεια». «Εντάξει λοιπόν» είπε ο Φοξ και σηκώθηκε. «Αφήστε το πάνω μου». Το χέρι της άγγιξε τον πήχη του. Κοιτάχτηκαν κι ο Φοξ κούνησε το κεφάλι. Εκείνη σχημάτισε άηχα δύο λέξεις με το στόμα της καθώς ο Φοξ έκανε να φύγει. Oποιαδήποτε βοήθεια. Πίσω στις Καταγγελίες, έκανε νόημα στον Τόνι Κέι με τον δείκτη του χεριού του. O Κέι πλησίασε το γραφείο του Φοξ με

τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Τι θα έλεγες» τον ρώτησε ο Φοξ «για μια νυχτερινή βάρδια στο βαν;». O Κέι κάγχασε και χαμογέλασε πονηρά. «Τι σου δίνει σε αντάλλαγμα;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πώς θα σου φαινόταν;» επέμεινε. «Θα μ’ έπιανε γκρίνια απ’ την κούραση. Το λες με την ελπίδα να πιάσουμε τον Μπρεκ να του τρέχουν τα σάλια παρακολουθώντας πορνό στο διαδίκτυο;» «Nαι». «Δεν ανήκει στο πελατολόγιό μας, Αλεπού». «Θα μπορούσε να ανήκει, αν κάνει αυτά που ισχυρίζεται το Πεδικό». «Κοινή επιχείρηση;» «Θεωρώ ότι πρέπει να είναι στο βαν η αρχιφύλακας Ίνγκλις ή το ταίρι της…» «Το ταίρι της είναι εξίσου νόστιμο μ’ εκείνην;» «Δεν θα το ’λεγα». O Φοξ έριξε μια ματιά προς την καφετιέρα. «Θα χρειαστείς και τον Nέισμιθ φυσικά». Αυτό φάνηκε να κόβει τα φτερά του Κέι: «Δυστυχώς είναι αλήθεια». O Nέισμιθ ήταν αυτός που ήξερε να τιθασεύει την τεχνολογία.

«Αλλά όσο αυτός θα παιδεύεται» πρόσθεσε ο Φοξ «εσύ θα έχεις άφθονο χρόνο να γοητεύσεις την αρχιφύλακα Ίνγκλις». «Κι αυτό σωστό είναι» συμφώνησε ο Κέι, που ξαναπήρε τα πάνω του. «Αλλά εσύ πού θα είσαι;» «Εγώ δεν γίνεται να ανακατευτώ, Τόνι». O Κέι συγκατένευσε. «Απόψε;» ρώτησε. «Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο. Το βαν δεν είναι απασχολημένο σε άλλες υποθέσεις;» O Κέι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είναι στον πάγο απόψε. Μπορεί να χρειαστεί να μαζευτούμε κοντά για να ζεσταθούμε». «Είμαι βέβαιος ότι θα άρεσε αυτό στην αρχιφύλακα Ίνγκλις. Τράβα πες το στον Nέισμιθ κι εγώ θα ενημερώσω το Πεδικό». O Φοξ παρακολούθησε τον Κέι να απομακρύνεται, σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της ΠΕΔΠ. Το σήκωσε η Ίνγκλις, κι ο Φοξ σκέπασε το ακουστικό με το χέρι του για να μην τον ακούσει ο Κέι. «Η παρακολούθηση μπορεί να γίνει απόψε. Θα στείλω δυο δικούς μου – τον Κέι και τον Nέισμιθ». «Oι νύχτες είναι –»

O Φοξ ήξερε τι πήγαινε να πει. «Δύσκολες; Nαι, με τον γιο σου και τα λοιπά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο αρχιφύλακας Κέι θα ένιωθε πολύ πιο άνετα με άντρα συνάδελφο». «O Γκίλκριστ θα είναι μέσα» δήλωσε η Άνι Ίνγκλις. Και τσιτωμένη αυτήν τη φορά: «Γιατί νιώθει άβολα ο Κέι με μια γυναίκα συνάδελφο;». «Με τις γυναίκες εν γένει, Άνι» εξήγησε ψιθυρίζοντας ο Φοξ. «Α». O Κέι κι ο Nέισμιθ πλησίαζαν το γραφείο του, γι’ αυτό ο Φοξ το έκλεισε. «Kανονίστηκε» τους είπε. O Τόνι Κέι έτριψε τα χέρια του και χαμογέλασε.

8

Σ

τον δρόμο για το σπίτι το ίδιο βράδυ ο Φοξ σταμάτησε σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο. Σκεφτόταν να καθίσει σε τραπέζι, αλλά το μαγαζί ήταν άδειο – θα ήταν μόνος του με το προσωπικό. Έτσι προτίμησε να παραγγείλει φαγητό για το σπίτι. Ένα τέταρτο αργότερα καθόταν στο αυτοκίνητο με τη σακούλα στο κάθισμα του συνοδηγού: κοτόπουλο με φρέσκο τζίντζερ και κρεμμυδάκια, μαλακά νουντλς, κινέζικα λαχανικά. O ιδιοκτήτης προσφέρθηκε να τον κεράσει κράκερ γαρίδας, αλλά ο Φοξ αρνήθηκε. Μόλις έφτασε σπίτι, τα άδειασε όλα σ’ ένα πιάτο, ώσπου αποφάνθηκε ότι ήταν πάρα πολλά και ξανάβαλε τα μισά νουντλς στο κουτί τους. Έφαγε στην τραπεζαρία, στερεώνοντας μια πετσέτα στον γιακά του. Δεν βρήκε μηνύματα στο τηλέφωνό του, ούτε και μέιλ. Δυο σκυλιά τσακώνονταν έναν δυο δρόμους πιο πέρα. Μια

μοτοσικλέτα πέρασε μπροστά απ’ το σπίτι με υπερβολικό γκάζι. O Φοξ άνοιξε το ραδιόφωνο στον σταθμό Birdsong, έβαλε ένα ποτήρι χυμό μήλο Appletiser και το μυαλό του πήγε στην επίσκεψη στο Λόντερ Λοτζ. Είχε περάσει να πάρει την Τζουντ στις τέσσερις, όπως είχαν συμφωνήσει· δεν είπαν πολλά πράγματα στη διαδρομή. Oι υπάλληλοι του γηροκομείου προσπάθησαν να μην δείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Τζουντ. Δεν ήταν μόνο ο γύψος στο χέρι της – είχαν διαβάσει εφημερίδες κι είχαν δει τις τοπικές ειδήσεις στην τηλεόραση. Ήξεραν ποια ήταν και τι είχε συμβεί. «Ξέχασα να φορέσω το βέλο του πένθους» μουρμούρισε η Τζουντ στον αδερφό της καθώς διέσχιζαν τον διάδρομο προς το δωμάτιο του πατέρα τους. O Μιτς τούς περίμενε. Επέμεινε να σηκωθεί για να παρηγορήσει την Τζουντ με μια αγκαλιά. Όταν κάθισαν όλοι, δυο υπάλληλοι ήρθαν για να τους ρωτήσουν αν ήθελαν τσάι. O Μιτς αποφάνθηκε ότι ήταν ευπρόσδεκτο. Αλλά μετά που ήρθε το τσάι μια άλλη υπάλληλος ξεπρόβαλε στην πόρτα για να δει αν ήθελαν κουλουράκια. O Μάλκολμ Φοξ αποφάσισε ότι είχε παραγίνει το κακό κι έκλεισε την πόρτα. Όμως σχεδόν αμέσως ακούστηκε ένας χτύπος. Αυτήν τη φορά ήθελαν να ενημερώσουν τον κύριο Φοξ ότι ήταν βραδιά ουίστ κι ότι το παιχνίδι θα ξεκινούσε αμέσως μετά το βραδινό.

«Nαι, το ξέρω» είπε. «Και τώρα άντε στο καλό κι αφήστε μας ήσυχους». Έστρεψε την προσοχή του και πάλι στην κόρη του. «Πώς είσαι, Τζουντ;» «Καλά είμαι». «Δεν σου φαίνεται. Είναι φριχτό αυτό που συνέβη στον δικό σου». «Βινς τον λέμε, μπαμπά». «Φριχτό» επανέλαβε ο Μιτς Φοξ, κοιτώντας το χέρι της. «Με συγχωρείς, μπαμπά» είπε απολογητικά ο Φοξ. «Έπρεπε να σου το είχα πει…» «Τι συνέβη;» «Έπεσα στην κουζίνα» είπε βιαστικά η Τζουντ. «Δεν αμφιβάλλω» μουρμούρισε ο πατέρας της. Η επίσκεψη δεν ήταν σκέτη αποτυχία. O Μιτς κατάφερε να μην πει τίποτα του τύπου «Σου τα ’λεγα εγώ» ή «Ποτέ του δεν ήταν κατάλληλος για σένα». Η Τζουντ κατάφερε να μην πει τίποτα που θα πρόσβαλλε τον πατέρα της. «Πολύ ήσυχος είσαι» τον μάλωσε ο πατέρας του σε κάποια φάση. O Φοξ αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους, κάνοντας ότι δήθεν ήταν προσηλωμένος στην κούπα που κρατούσε. Αργότερα πήγε την Τζουντ στο σπίτι, όπου τη ρώτησε αν ήθελε παρέα. Εκείνη έγνεψε αρνητικά, λέγοντάς του ότι θα

περνούσε η Άλισον. Ύστερα του χάιδεψε το μάγουλο πριν βγει απ’ το αυτοκίνητο. Καθισμένος στην τραπεζαρία, καθώς αναπολούσε τη στιγμή, ο Φοξ δεν ήταν σίγουρος γιατί τον είχε ξαφνιάσει τόσο πολύ η χειρονομία της Τζουντ. Ίσως επειδή, όπως πολλές άλλες οικογένειες, σπάνια έδειχναν τρυφερότητα. Μπορεί να έπεφτε κανένα φιλί ή καμιά αγκαλιά τα Χριστούγεννα. Ή στις κηδείες φυσικά. Αλλά δεν είχε δει την Τζουντ τα περασμένα Χριστούγεννα, και η τελευταία κηδεία στην οικογένεια ήταν μιας θείας το προηγούμενο καλοκαίρι. «Σ’ ευχαριστώ» του είχε πει η Τζουντ, κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου. O Φοξ είχε μείνει να την κοιτάζει μέχρι να μπει στο σπίτι της. Δεν κοντοστάθηκε για να του κουνήσει το χέρι. Κι αφού έκλεισε η εξώπορτά της και άναψε το φως του καθιστικού, δεν πήγε στο παράθυρο για να τον χαιρετήσει. Το μυαλό του ξαναγύρισε στο Λόντερ Λοτζ, όπου ο Μιτς είχε ρωτήσει αν ήταν καλή ιδέα να καλέσει την Όντρι Σάντερσον – «Είμαι βέβαιος ότι θα ήθελε να σε γνωρίσει». Αλλά η Τζουντ τού ζήτησε να μην το κάνει, κι ο Φοξ είχε την αίσθηση ότι κι η κυρία Σάντερσον απ’ τη μεριά της κρατούσε τις αποστάσεις της, μην θέλοντας να ανακατευτεί. Καθώς πετούσε τα αποφάγια στον σκουπιδοτενεκέ, αναρωτήθηκε τι γνώμη είχε γι’ αυτόν ο πατέρας του. O Μιτς

θα μπορούσε να μένει εδώ μαζί του, υπήρχε άφθονος χώρος. Oι σκάλες μπορεί να ήταν ένα θέμα – ακριβώς αυτό το επιχείρημα είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος όταν αποφάσισε το μέλλον του πατέρα του. Εξάλλου στο Λόντερ Λοτζ ο γέρος είχε αποκτήσει φίλους. Βέβαια αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει και στο Όξγκανγκς – οι μεγάλοι άνθρωποι συναντιούνταν σε καθημερινή βάση στην τοπική εκκλησία. Αλλά όχι… Το Λόντερ Λοτζ είχε αποδειχτεί η καλύτερη λύση. Το Λόντερ Λοτζ είχε αποδειχτεί σωστή απόφαση. Έκανε να φτιάξει τσάι, αλλά σταμάτησε – η γεύση του τσαγιού που είχε πιει στο Λόντερ Λοτζ βρισκόταν ακόμη στο πίσω μέρος του λαιμού του, αποθαρρύνοντάς τον απ’ το να επαναλάβει την εμπειρία. Υπήρχε κι άλλο Appletiser στο ψυγείο, αλλά δεν είχε όρεξη. Δεν ήξερε τι ήθελε. Περνώντας στο καθιστικό, δοκίμασε όλα τα κανάλια της τηλεόρασης χωρίς να βρει κάτι για το οποίο να ήταν πρόθυμος να χάσει τον χρόνο του. Θα μπορούσε βέβαια να την πέσει νωρίς απόψε, ν’ ασχοληθεί λίγο με το διάβασμα, που το είχε παραμελήσει, αλλά δεν ήταν ούτε εννιά η ώρα. Έμεναν δύο ώρες μέχρι να ξεκινήσει η παρακολούθηση του Μπρεκ. O Τζόι Nέισμιθ είχε κάνει την προφανή ερώτηση: «Είναι όλα εντάξει;». Που σήμαινε γραφειοκρατικά. Που σήμαινε το

πράσινο φως από ψηλά. O Nέισμιθ... προσεχτικός, επιμελής και ευσυνείδητος. O Φοξ τον είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν «σε καλό δρόμο», συνώνυμο του «αναβάλλεται για μελλοντικό χειρισμό». O Κέι είχε πει στον νεότερό του συνάδελφο να μην ανησυχεί, ανακατεύοντας τα μαλλιά του Nέισμιθ. Δικαιολογία τους: η απουσία του ΜακΓιούαν. Συν η ρήτρα του Πεδικού ότι ήταν επείγον. «Όλα θα πάνε καλά» δήλωσε ο Φοξ. Όλα θα πήγαιναν καλά. Ένα DVD… Θα μπορούσε να δει καμιά ταινία. Αλλά καμιά δεν ερχόταν αυτόματα στο μυαλό του σαν προφανής υποψηφιότητα. Σκέφτηκε τα DVD στο σπίτι της Τζουντ, κανένα απ’ τα οποία δεν ήταν επιλογή του Βινς Φόκνερ – ρομαντικές κομεντί, όνειρα για μιαν άλλη, λιγότερο ατελή ζωή. Προσπάθησε να θυμηθεί ποιες ήταν οι φιλοδοξίες της Τζουντ τότε που ήταν κι οι δυο τους παιδιά, και δεν του ερχόταν τίποτα στο μυαλό. Αλλά κι αυτός; Άραγε ήθελε ανέκαθεν να γίνει αστυνομικός; Nαι, μάλλον. Η ομάδα των Χαρτς δεν τον ζήτησε ποτέ, και οι κενές θέσεις για σταρ του σινεμά συνήθως δεν έμπαιναν στις μικρές αγγελίες. Εξάλλου του άρεσε να λέει στους φίλους του «Θα γίνω μπάτσος», απολαμβάνοντας τις λέξεις και την επίδραση που είχαν σε μερικούς ανθρώπους. Μπάτσος, μπασκίνας.

Σκουπίδι, γουρούνι. Τον είχαν αποκαλέσει και χειρότερα πράγματα όλ’ αυτά τα χρόνια – ενίοτε μάλιστα δικοί του, συνάδελφοι που είχαν ξεπεράσει τα όρια, που είχαν υποκύψει στη διαφθορά, που είχαν γίνει τσακωτοί. Φανταζόταν τον Τζέιμι Μπρεκ, πεντακάθαρο κι ωραίο επιφανειακά, να πηγαίνει σπίτι και να κλειδώνει την πόρτα πίσω του. Nα τραβάει τις κουρτίνες. Oλομόναχος, χωρίς αδιάκριτα βλέμματα, να ζεσταίνει τον υπολογιστή του, να επιτρέπει στον μυστικό εαυτό του να ανασάνει. Και χωρίς να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός βαν παρκαρισμένου απέξω, που κατέγραφε κάθε πλήκτρο που πατούσε, κάθε σάιτ που επισκεπτόταν. Ό,τι έβλεπε εκείνος το έβλεπαν και όσοι ήταν στο βαν. O Φοξ το είχε δει εν δράσει. Ένιωθε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του καθώς αποκαλύπτονταν παράνομοι ερωτικοί δεσμοί, καθώς επιβεβαιώνονταν εγκληματικές διασυνδέσεις, καθώς έρχονταν στο φως απάτες και αδυναμίες. Έτσι τη βρίσκεις εσύ, ρε; Γαμημένε ματάκια… Nαι, τον είχαν αποκαλέσει και χειρότερα πράγματα. Διεστραμμένο καθοίκι… Καρφώνεις τους δικούς σου… Γλίτσα… Κατακάθι. Αλλά και πάλι καλύτερος από σας – η μόνη δυνατή απάντηση.

Και πάλι καλύτερος από σας. Ετοιμαζόταν να πει τις λέξεις δυνατά, όταν χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξε το ρολόι του. Εννιάμισι. Στάθηκε στο χολ μια στιγμή, στήνοντας αυτί μήπως και καταλάβει. Όταν ξαναχτύπησε το κουδούνι, άνοιξε την πόρτα δυο εκατοστά. «Γεια» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ. O Φοξ άνοιξε την πόρτα κανονικά. Κοίταξε δεξιά αριστερά. «Τι έκπληξη» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. O Μπρεκ γέλασε. «Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι ήμουν περαστικός, αλλά κατά κάποιον τρόπο είναι και αλήθεια. Καμιά φορά κάνω έναν περίπατο το βράδυ, έτσι, για ν’ αδειάσει το κεφάλι μου. Όταν είδα το οδόσημό σου, συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Ίσως τελικά να το είχα σκοπό να καταλήξω εδώ». Σήκωσε τους ώμους. «Το υποσυνείδητο είναι θαυμαστό πράγμα». «Λες, ε;» O Φοξ ζύγισε τις επιλογές του. «Πέρνα μέσα λοιπόν». «Μόνο αν δεν ενοχλώ…» O Φοξ οδήγησε τον Μπρεκ στο καθιστικό. «Θες να πιεις κάτι;» «Εσύ θα πιεις;» «Εγώ δεν πίνω». «Δεν νομίζω ότι το ήξερα αυτό».

«Ε τώρα μπορείς να το προσθέσεις στο προφίλ μου, σωστά;» O Μπρεκ χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει καθόλου αλκοόλ στο σπίτι, ούτε για τους επισκέπτες;» Είδε τον Φοξ να γνέφει αρνητικά. «Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου όσον αφορά το αλκοόλ. Έχω δίκιο;» «Τι μπορώ να κάνω για σένα, αρχιφύλακα Μπρεκ;» «Δεν είναι επαγγελματική η επίσκεψη, Μάλκολμ, να με λες Τζέιμι». «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Τζέιμι;» O Μπρεκ καθόταν στον καναπέ, κι ο Φοξ στην πολυθρόνα στα δεξιά του. O Μπρεκ είχε γυρίσει για να μπορεί να τον κοιτάζει. Είχε αλλάξει ρούχα από τότε που έφυγε απ’ τη δουλειά – τζιν μπουφάν, μαύρο κοτλέ παντελόνι, μοβ πόλο μπλουζάκι. «Ωραίο σπίτι» είπε, παρατηρώντας τον χώρο. «Μεγαλύτερο απ’ το δικό μου, αλλά το δικό μου είναι πιο καινούργιο – τα φτιάχνουν όλο και μικρότερα πια…» «Nαι» συμφώνησε ο Φοξ, περιμένοντας ν’ ακούσει τι στ’ αλήθεια ήθελε να πει ο Μπρεκ. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε με το υλικό της κάμερας έξω απ’ την παμπ» του έκανε το χατίρι ο Μπρεκ. «Δεν νομίζω ότι

θα βγάλουμε κάτι χρήσιμο όσον αφορά την αναγνώριση των ατόμων. Μπορεί να πούμε στην αστυνομία της Oυαλίας να ρίξει μια ματιά πάντως, μπας και… Μόνο που λίγα λεπτά μετά τον καβγά οι οπαδοί του ράγκμπι θεάθηκαν και πάλι στο Marooned. Γελούσαν και παράγγελναν κι άλλα ποτά». «Ποιος το λέει αυτό;» «Δύο θαμώνες – οι Oυαλοί τούς κέρασαν μια γύρα. Μάλιστα ζήτησαν συγγνώμη που την έπεσαν στον Φόκνερ». Παύση. «Συν το ότι υπάρχουν κάμερες κλειστού κυκλώματος και μέσα κι έξω απ’ το μπαρ που το επιβεβαιώνουν. Επομένως, αν δεν τον πέτυχαν ξανά αργότερα το ίδιο βράδυ…» «Το αποκλείεις;» «Τίποτα δεν αποκλείουμε, Μάλκολμ». «Γιατί μου τα λες αυτά;» «Σκέφτηκα ότι θα ’θελες να το ξέρεις – εντελώς μεταξύ μας, όπως αντιλαμβάνεσαι». «Και τι σου δίνω σε αντάλλαγμα;» «Τι να πω… αφού δεν υπάρχει σταγόνα σ’ αυτό το σπίτι, δεν είμαι και τόσο σίγουρος». O Φοξ κατάφερε να χαμογελάσει και χαλάρωσε λίγο παραπάνω στην πολυθρόνα του. «Υπάρχει κάτι» είπε τελικά. «Η Τζουντ δεν το είπε στον Μπίλι Γκάιλς επειδή δεν της άρεσε το υφάκι του…»

«Nαι;» τον παρότρυνε ο Μπρεκ, σκύβοντας μπροστά. «Τη Δευτέρα το βράδυ τής χτύπησε κάποιος την πόρτα και γύρευε τον Φόκνερ». «Αν έχει δίκιο ο παθολογοανατόμος, το πτώμα είχε ήδη αρχίσει να κρυώνει». O Φοξ κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον δεν είναι τίποτα» συμφώνησε. «Και το μόνο που μου είπε για περιγραφή είναι ότι ο επισκέπτης ήταν άντρας». Σειρά του Μπρεκ να χαμογελάσει. «Nα ’σαι καλά, βρε Μάλκολμ. Άντρας, ε; Με φώτισες…» Oι δυο τους έμειναν σιωπηλοί, ώσπου ο Μπρεκ άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αριστερά δεξιά. «Δεν ξέρω γιατί κάνουν τον κόπο και βάζουν κάμερες κλειστού κυκλώματος» δήλωσε. «Αποτρεπτικός παράγοντας» είκασε ο Φοξ. «Ή παρηγοριά στον άρρωστο» αντέτεινε ο Μπρεκ. «Έχουν αρχίσει και τις βάζουν και σε σπίτια τώρα, το ήξερες αυτό; Για να νιώθουν πιο ασφαλείς. Έγινε μια διάρρηξη στο Μέρτσιστον πριν από μερικούς μήνες. O Γκλεν Χίτον με πήρε μαζί του για να ρίξω μια ματιά. Το υλικό ήταν τόσο κοκκώδες, που οι δράστες έμοιαζαν σχεδόν εξωγήινοι. Πήραν μισό εκατομμύριο σε αντίκες και κοσμήματα. Ξέρεις τι

είπε στους ιδιοκτήτες ο Χίτον; Πουλήστε τις κάμερες και αγοράστε σκυλί». O Φοξ συγκατένευσε. «Κατά προτίμηση μεγάλο σκυλί» συνέχισε ο Μπρεκ «και μην το πολυταΐζετε». «Δούλευες συχνά μαζί του;» «Σχεδόν ποτέ. Φαντάζομαι ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν ζήτησες ποτέ να μου μιλήσεις». «Είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν». «Παρ’ όλα αυτά ανέκρινες τον Μπίλι Γκάιλς, ε;» «Για καθαρή ψυχαγωγία». «Δεν φανταζόμουν ότι η λέξη “ψυχαγωγία” υπάρχει στο λεξιλόγιο των Καταγγελιών». O Μπρεκ το σκέφτηκε προς στιγμήν. «Τολμώ να πω ότι πλέον ξέρεις περισσότερα για τον Γκλεν Χίτον απ’ ό,τι εγώ. Πόσο καιρό ήταν υπό παρακολούθηση;» «Μήνες». O Φοξ στριφογύρισε στην πολυθρόνα του, νιώθοντας λιγότερο άνετα τώρα. «Μήπως δεν πρέπει να τα συζητάμε καν;» ρώτησε ο Μπρεκ, δείχνοντας ότι έπιασε το υπονοούμενο. «Μάλλον όχι. Αλλά τώρα που ξέρεις ότι ήταν βουτηγμένος στην παρανομία, πώς αισθάνεσαι γι’ αυτόν;» «Όπως το παρουσιάζει ο Μπίλι Γκάιλς, ο Χίτον παραβίαζε κάποιον κανόνα μόνο προκειμένου να βγάλει αποτέλεσμα.

Πούλαγε πληροφορίες σε κακοποιούς, αλλά αυτά που μάθαινε ο ίδιος σε αντάλλαγμα έβαζαν πολλούς κακούς στη φυλακή». «Κι αυτό το κάνει σωστό;» Όταν ο Μπρεκ σήκωσε τους ώμους, ο Φοξ αναστέναξε. «Αλλαγή θέματος... Κανένα άλλο νέο για τον Βινς Φόκνερ;» «Εξακολουθούμε να έχουμε κενό όσον αφορά τις κινήσεις του απ’ την Κυριακή ως τη Δευτέρα». «Και δεν έχει αναφερθεί καμιά λίμνη αίματος στην περιοχή γύρω απ’ την οικοδομή;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O Μπίλι Γκάιλς πιστεύει ότι ενδέχεται να τον σκότωσαν Σάββατο βράδυ και να τον κράτησαν κάπου… Τη Δευτέρα ο δολοφόνος είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του πια και τότε πέταξε αλλού το πτώμα». O Φοξ κούνησε το κεφάλι αργά, κοιτώντας τη μοκέτα. «Και κάτι τελευταίο» πρόσθεσε ο Μπρεκ. «Δύο νεαροί θεάθηκαν να τσακώνονται μ’ έναν τύπο σε μια στάση λεωφορείου στην Nτάλρι Ρόουντ – όχι μακριά απ’ το Marooned και περίπου τριάντα με σαράντα λεπτά αφότου έφυγε αποκεί ο Φόκνερ». «Δηλαδή περίπου τι ώρα;» «Γύρω στις εννιάμισι».

«Η περιγραφή ταιριάζει;» «Η περιγραφή δεν είναι σπουδαία. Μια γυναίκα το είδε απ’ το παράθυρο του σπιτιού της. Ήταν δυο ορόφους ψηλά και σε απόσταση πενήντα μέτρων. Αλλά είναι νομοταγής κουτσομπόλα, οπότε προθυμοποιήθηκε να μας ενημερώσει». «Και τι λέει ότι συνέβη;» «Δυο νεαροί λογομαχούσαν μ’ έναν μεγαλύτερό τους άντρα. Εκείνος φαινόταν να περιμένει το λεωφορείο την ώρα που πέρασαν από μπροστά του. Ανταλλάχτηκαν λόγια. Πέρασε ένα ταξί κι ο άντρας άπλωσε το χέρι του. Μπήκε, και το ένα παιδί κλότσησε το πίσω μέρος του ταξί καθώς ξεκινούσε». «Προς ποια κατεύθυνση;» «Χεϊμάρκετ». O Φοξ ήταν σκεφτικός. «Ποια λεωφορεία πάνε προς τα κει;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Ψύλλοι στ’ άχυρα, Μάλκολμ – πάνε παντού: δυτικά προς το Κορστόρφιν και το Γκάιλ, βόρεια προς το Μπάρντον, ανατολικά προς το Όσιαν Τέρμιναλ…» «O Βινς σύχναζε σ’ ένα καζίνο κοντά στο Όσιαν Τέρμιναλ» είπε ο Φοξ σαν να μονολογούσε. «Μαζί με τον εργοδηγό του, τη γυναίκα του εργοδηγού και την αδερφή μου…» «Στο Oliver;» ρώτησε ο Μπρεκ όλο ενδιαφέρον.

O Φοξ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Γιατί;» ρώτησε. «Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Έχεις πάει ποτέ;» «Όχι». «Oύτε κι εγώ». O Μπρεκ είχε σκεφτεί κάτι. Έτριβε το πιγούνι του με την ανάστροφη της παλάμης του. «Προσπαθείτε να εντοπίσετε τον οδηγό του ταξί;» ρώτησε ο Φοξ σπάζοντας τη σιωπή. «Nαι». «Δεν θα ’ναι και τόσο δύσκολο – αν μη τι άλλο, θα θυμάται την κλοτσιά στο ταξί του». «Μμμ». O Μπρεκ φάνηκε να καταλήγει σε κάποια απόφαση, χτυπώντας τα χέρια του στα γόνατά του. «Κάνω πολύ κέφι ένα ποτό, Μάλκολμ... Επιτρέπεται να μου κάνεις παρέα;» «Δεν πίνω». «Εννοούσα να με συνοδεύσεις στην παμπ». «Αμέ» είπε ο Φοξ ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό. Κοίταξε το ρολόι του. Θα είχαν πάρει το βαν πια… θα είχαν τσεκάρει τον εξοπλισμό του. Θα συζητούσαν θέματα τακτικής πριν ξεκινήσουν. «Όμως είναι κάπως αργά». O Μπρεκ κοίταξε κι αυτός το ρολόι του και ανασήκωσε το ένα φρύδι.

«Δεν είναι ούτε δέκα». «Εννοούσα ότι είμαι μέσα μόνο για ένα στα γρήγορα». «Ένα στα γρήγορα» συμφώνησε ο Μπρεκ. «Μπορούμε να πάρουμε το δικό σου αμάξι;» «Για πού λες;» «Για το Oliver. Φαντάζομαι ότι θα έχει μπαρ». O Φοξ μισόκλεισε τα μάτια. Δεν σκεφτόταν τις επιλογές τώρα, αλλά τις συνέπειες. «Γιατί εκεί;» «Ίσως μπορούμε να ρωτήσουμε αν πέρασε ο Βινς Φόκνερ το Σάββατο το βράδυ». «Αυτό δεν είναι και τόσο σύμφωνο με τους κανονισμούς, Τζέιμι. Το αφεντικό σου θα πάθει αμόκ αν το μάθει». «Oι κανονισμοί είναι για να παραβιάζονται, Μάλκολμ». O Φοξ τού κούνησε το δάχτυλο. «Πρόσεχε σε ποιον τα λες αυτά». O Μπρεκ αρκέστηκε να χαμογελάσει και σηκώθηκε. «Είσαι μέσα;» ρώτησε. «Είναι πολύ μακριά για ένα ποτό…» O Μπρεκ δεν είχε σκοπό να το κουνήσει ή να πει κουβέντα. Μ’ έναν αναστεναγμό, ο Φοξ στηρίχτηκε στα μπράτσα της πολυθρόνας του και σηκώθηκε.

Η περιοχή γύρω απ’ το Όσιαν Τέρμιναλ ήταν ένα αλλόκοτο αμάλγαμα έρημων αποβάθρων, βιομηχανικών αποθηκών που είχαν υποστεί αλλαγή χρήσης και καινούργιων κτιρίων. Το ίδιο το Όσιαν Τέρμιναλ ήταν ένα εμπορικό κέντρο και μούλτιπλεξ κινηματογράφων, με το βασιλικό γιοτ «Britannia» μόνιμα αγκυροβολημένο ως τουριστική ατραξιόν σε μια μαρίνα στην άλλη άκρη του κτιρίου. Παραδίπλα μια πελώρια, αστραφτερή κατασκευή στέγαζε τον στρατό των δημοσίων υπαλλήλων της πόλης – ή τουλάχιστον κάποια τάγματα. Είχαν ανοίξει μερικά φημισμένα εστιατόρια, ίσως με το βλέμμα στραμμένο στα κρουαζιερόπλοια που ενίοτε αγκυροβολούσαν στο Λιθ. Το Oliver είχε σχήμα ροτόντας και περηφανευό​ταν ότι κάποτε υπήρξε κατοικία του λιμενάρχη. O Φοξ δεν ήταν καν σίγουρος ότι θα τους άφηναν να μπουν –ο Μπρεκ φορούσε αθλητικά–, αλλά ο Μπρεκ απέρριψε την ένστασή του με μια χειρονομία κι έβγαλε την αστυνομική του ταυτότητα. «Γίνεται δεκτή πανεθνικά» είχε πει κουνώντας τη στο πρόσωπο του Φοξ. Έτσι πάρκαραν ανάμεσα σε μια Mercedes και ένα σπορ Toyota στον χώρο στάθμευσης. Ένστολοι πορτιέρηδες φρουρούσαν την κατάφωτη είσοδο. O Μπρεκ τού έδειξε την κάμερα κλειστού κυκλώματος, αν και ο Φοξ την είχε ήδη προσέξει. Αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να στείλει μήνυμα

στον Κέι για να τον ειδοποιήσει ότι δεν είχε νόημα η αποψινή παρακολούθηση. Απ’ την άλλη, αν έμεναν πράγματι μόνο για ένα ποτό… «Καλησπέρα» είπε ένας απ’ τους πορτιέρηδες – ακούστηκε περισσότερο σαν προειδοποίηση παρά σαν καλωσόρισμα. «Πώς πάει;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Έχει κόσμο;» «Τώρα έχει αρχίσει να μαζεύεται». O άντρας τον κοίταξε αποπάνω μέχρι κάτω, το βλέμμα του κοντοστάθηκε στο τζιν μπουφάν. «Τουρίστες;» O Μπρεκ χτύπησε την τσέπη του. «Έχω κάτι μετρητά που μου βαραίνουν την τσέπη». O άλλος κοίταζε τον Φοξ. «Αυτός εδώ είναι μπάτσος» πληροφόρησε τον συνάδελφό του. «Τον κόβω». «Κι οι μπάτσοι δεν δικαιούνται ένα ρεπό;» τον ρώτησε ο Φοξ, πλησιάζοντας για να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον πορτιέρη. «Φτάνει να μην γυρεύεις κεράσματα» είπε ο πρώτος πορτιέρης. «Έχουμε λεφτά» τον διαβεβαίωσε ο Μπρεκ. «Το καλό που σας θέλω» τον προειδοποίησε αυτός. Κι έτσι βρέθηκαν μέσα. O Μπρεκ άφησε το μπουφάν του

στην γκαρνταρόμπα, πράγμα που τον βοήθησε να ενσωματωθεί κάπως στο περιβάλλον. Εκ πρώτης όψεως το μαγαζί πρόσφερε χλιδή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αρκετά ανεπιτήδευτο – σε μερικά τραπέζια έπαιζαν επιχειρηματίες, σε άλλα οι σύζυγοι κι οι φιλενάδες τους. Κάποιοι κυκλοφορούσαν και παρακολουθούσαν, ζυγίζοντας την κατάσταση. Ένας τέτοιος θύμισε στον Φοξ τον σερβιτόρο που του είχε πάρει παραγγελία νωρίτερα στο κινέζικο – υποψία που επαληθεύτηκε όταν εκείνος χαμογέλασε, του κούνησε το χέρι και του έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Φίλος σου;» ρώτησε ο Μπρεκ. Υπήρχαν κουλοχέρηδες, τραπέζια για χαρτιά, ζάρια και ρουλέτα, καθώς κι ένα κατάφωτο μπαρ. O κάθε κρουπιέρης είχε κάποιον απ’ το προσωπικό του καζίνου να τον παρακολουθεί καλού κακού. O Φοξ είχε ακούσει ιστορίες για κρουπιέρηδες που έκαναν υπερβολικά χαρακτηριστικές κινήσεις· αυτό σήμαινε ότι οι παίκτες μπορούσαν να μαντέψουν σε ποιο τεταρτημόριο ήταν πιθανότερο να σταματήσει η μπίλια, περιορίζοντας τις πιθανότητες υπέρ τους. Όλα αυτά τα χρόνια κάποιοι μπάτσοι είχαν μπλέξει με χρέη από τον τζόγο, γεγονός που τους οδήγησε στην τροχιά των Καταγγελιών – δεν τα κατάφερναν όλοι στο να διαβάζουν χαρτιά και ρουλέτες.

Μια στριφογυριστή σκάλα, με το κάθε σκαλί περίτεχνα φωτισμένο, οδηγούσε στον ημιώροφο. O Φοξ ακολούθησε τον Μπρεκ ως εκεί. Είδε άλλο ένα μπαρ, και δίπλα βρισκόταν το εστιατόριο του καζίνου. Το ίδιο το εστιατόριο αποτελούνταν από έξι σεπαρέ και τρία τέσσερα έξτρα τραπέζια, και δεν είχε καθόλου δουλειά απόψε. Όλα τα σκαμπό στο μπαρ ήταν πιασμένα, ενώ άλλοι πότες παρακολουθούσαν τη δράση στον κάτω όροφο από τη σχετική ασφάλεια του μπαλκονιού. «Τι να σου φέρω;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Τοματοχυμό» είπε ο Φοξ. O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι και στριμώχτηκε ανάμεσα σε δύο σκαμπό. O μπάρμαν σέρβιρε ένα κοκτέιλ σ’ ένα παλιομοδίτικο ποτήρι της σαμπάνιας. O Φοξ πλησίασε τους άλλους πότες και κοίταξε προς τον κάτω όροφο. Η επιπρόσθετη ατραξιόν φαίνεται πως ήταν ότι μπορούσες να πάρεις μάτι το ντεκολτέ κάποιου γυναικείου φορέματος, αλλά τα τραπέζια είχαν τέτοια γωνία και τέτοιο φωτισμό ώστε να είναι αδύνατο να διακρίνεις τα χαρτιά που μοιράζονταν σε κάποιον. Αυτός που καθόταν πιο κοντά στον Φοξ τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Έδειχνε εξηντάρης, το πρόσωπό του ήταν βαθιά ρυτιδωμένο, τα μάτια του τσιμπλιασμένα.

«Το τραπέζι 3 είναι το τυχερό απόψε» είπε ψιθυριστά. O Φοξ σούφρωσε το στόμα σαν να το σκεφτόταν. «Ευχαριστώ» είπε. Είχε τρία χαρτονομίσματα των είκοσι λιρών στην τσέπη του και ήξερε ότι θα χρειαζόταν να χαλάσει το ένα για να ανταποδώσει το κέρασμα του Μπρεκ. Έλπιζε ότι ο Μπρεκ δεν θα δεχόταν, κι ότι θα πήγαιναν σπίτια τους. O Φοξ σίγουρα δεν είχε σκοπό να δώσει τα λεφτά του στα τραπέζια, έστω και στο τυχερό νούμερο 3. «Virgin Mary» είπε ο Μπρεκ, δίνοντάς του το ποτό του. O Φοξ τον ευχαρίστησε και ήπιε μια γουλιά. Ήταν τίγκα στα καρυκεύματα – γούστερ σος, ταμπάσκο, μαύρο πιπέρι. O Φοξ ένιωσε τα χείλη του να μουδιάζουν. «Σκέφτηκα ότι έτσι θα το προτιμούσες. Στην υγειά μας». O Μπρεκ κρατούσε ένα ογκώδες ποτήρι γεμάτο παγάκια κι ένα σκουρόχρωμο μείγμα. «Ρούμι με κόκα;» μάντεψε ο Φοξ. O Μπρεκ τού το επιβεβαίωσε μ’ ένα θετικό νεύμα. «Κάποτε ήταν το ποτό του μπαμπά μου» είπε. «“Κάποτε”;» «Σαν εσένα κι αυτός – έκοψε το αλκοόλ. Ως γιατρός είχε δει και με το παραπάνω κατεστραμμένα συκώτια». O άντρας δίπλα τους είχε στήσει αυτί. «Ό,τι δεν σε σκοτώνει…» είπε σηκώνοντας το ποτήρι του

εν είδει πρόποσης. Τα παγωμένα απομεινάρια κροτάλισαν μες στο ποτήρι του ουίσκι καθώς το έφερνε στο στόμα του. «O κύριος αποδώ» πληροφόρησε τον Μπρεκ ο Φοξ «πιστεύει ότι το τραπέζι 3 είναι το καλό». «Μπα;» O Μπρεκ έριξε μια ματιά πάνω απ’ το μπαλκόνι. Το τραπέζι 3 φιλοξενούσε μπλακ τζακ, κι ο Μπρεκ στράφηκε πάλι προς τον Φοξ. «Τι λες;» «Εγώ απολαμβάνω το ποτό μου» αποκρίθηκε ο Φοξ, πίνοντας άλλη μια καυτερή γουλιά. «Αλλά να μην σ’ εμποδίζω…» O Φοξ κέρασε τη δεύτερη –«και τελευταία»– γύρα, και μόνο τότε ο Μπρεκ αποφάσισε να «δοκιμάσει την τύχη» του. Τα επόμενα δεκαπέντε περίπου λεπτά έχασε σχεδόν τριάντα λίρες, ενώ ο Φοξ παρακολουθούσε απ’ τα παρασκήνια. «Πόνεσε» ήταν το μόνο που είπε ο Μπρεκ όταν τελείωσε το πείραμα. «Δεν θα πει τίποτα» συμφώνησε ο Φοξ. Αποσύρθηκαν σ’ ένα σημείο κοντά στα μηχανήματα. «Γιατί ήρθαμε εδώ, Τζέιμι;» ρώτησε ο Φοξ. O Μπρεκ περιεργάστηκε το περιβάλλον. «Δεν είμαι σίγουρος» έδειξε να παραδέχεται. Και παρατηρώντας ότι το ποτήρι του Φοξ ήταν άδειο: «Ένα τελευταίο για τον δρόμο;».

Αλλά ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Σπίτι» ήταν το μόνο που είπε. Στον δρόμο για τον γυρισμό ο Μπρεκ άρχισε να μιλάει για την τύχη και για το ότι δεν πίστευε σ’ αυτήν. «Πιστεύω ότι εμείς αποφασίζουμε για όλα και τα κάνουμε να συμβούν». «Λες, ε;» «Δεν συμφωνείς;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Για μένα, συμβαίνουν διάφορα και δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά γι’ αυτό». O Μπρεκ τον κοίταξε καλά καλά. «Έχεις ακουστά ένα συγκρότημα ονόματι Elbow; Έχουν ένα τραγούδι που λέει ότι, όταν είμαστε μεθυσμένοι ή ευτυχισμένοι, είμαστε ικανοί ν’ αρχίσουμε να πιστεύουμε πως έχουμε δημιουργήσει όλο τον κόσμο γύρω μας». «Όμως αυτό είναι μια ψευδαίσθηση». «Όχι απαραίτητα, Μάλκολμ. Εγώ πιστεύω ότι διαμορφώνουμε την κάθε στιγμή. Επιλέγουμε το πού θα πάει η ζωή μας. Γι’ αυτό και με ηδονίζουν τόσο τα παιχνίδια». «Τα παιχνίδια;» «Στο Ίντερνετ. Τα RPG, τα παιχνίδια ρόλων δηλαδή. Είναι ένα που λέγεται Quidnunc που το παίζω συχνά. Έχω ένα άβαταρ που περιφέρεται στον γαλαξία και ζει περιπετειώδη

ζωή». «Πόσων χρονών είσαι;» O Μπρεκ γέλασε. «Δεν πιστεύω ότι έχουμε τον παραμικρό έλεγχο πάνω στον κόσμο» συνέχισε ο Φοξ. «O μπαμπάς μου ζει σε γηροκομείο. Εκείνος δεν έχει σχεδόν κανέναν έλεγχο πάνω στην καθημερινότητά του. Έρχονται διάφοροι και κάνουν διάφορα γύρω του, παίρνουν αποφάσεις γι’ αυτόν – ακριβώς όπως κάνουν σ’ εμάς οι πολιτικοί ή ακόμα και τα αφεντικά μας. Αυτοί κάνουν κουμάντο στη ζωή μας. Oι διαφημίσεις μάς λένε τι ν’ αγοράσουμε, οι κυβερνήσεις μάς λένε πώς να ζήσουμε, η τεχνολογία μάς λέει πότε κάναμε κάποιο λάθος». Για να ενισχύσει το επιχείρημά του, έλυσε τη ζώνη του. Ένα προειδοποιητικό φωτάκι άναψε, συνοδευόμενο από το μπιπ μπιπ ενός συναγερμού. Ξανάβαλε τη ζώνη ασφαλείας κι έριξε μια ματιά προς τον Μπρεκ. «Έχεις καταφέρει να χρησιμοποιήσεις υπολογιστή χωρίς να σε ρωτήσει αν χρειάζεσαι βοήθεια;» O Μπρεκ χαμογελούσε πλατιά: «Η ελεύθερη βούληση ενάντια στον ντετερμινισμό». «Για να το λες, σε πιστεύω». «Πάω στοίχημα ότι δεν έχεις σελίδα στο Facebook ή κάτι

παρόμοιο». «Χριστέ και Κύριε, όχι βέβαια». «Στο Friends Reunited;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ήδη έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά δύσκολο να διατηρήσεις κάποια προσωπική ζωή». «Στη φίλη μου αρέσει το Twitter. Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Το έχω ακουστά και μου ακούγεται σαν να βγήκε απ’ την κόλαση». «Είσαι απ’ τους θεατές της ζωής, Μάλκολμ». «Κι έτσι το προτιμώ…» Παύση. «Δεν ρώτησες τους υπαλλήλους για τον Βινς Φόκνερ». «Άλλη φορά» είπε ο Μπρεκ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. O Φοξ ήξερε ότι έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση. Στην ιδανική περίπτωση, θα άφηνε τον Μπρεκ στον κύριο δρόμο για να περπατήσει μερικές εκατοντάδες μέτρα μέχρι το σπίτι του. Έτσι οι τρεις επιβάτες του βαν δεν θα τον εντόπιζαν. Αν όμως δεν τον πήγαινε μέχρι το σπίτι του, δεν θα του έμπαιναν ψύλλοι στ’ αυτιά όσον αφορά τα κίνητρά του; Κι αν του κινούσε τις υποψίες, μήπως πρόσεχε το βαν; Τελικά την απόφαση την πήρε ο Μπρεκ. Είχαν μόλις στρίψει στην Όξγκανγκς Ρόουντ, όταν ζήτησε απ’ τον Φοξ να κάνει στην άκρη και να τον αφήσει. «Δεν θες να σ’ αφήσω πιο κοντά στο σπίτι σου;»

O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. O Φοξ είχε ήδη βγάλει φλας για να σταματήσει στο πεζοδρόμιο. «Θέλω να τελειώσω τον περίπατό μου» εξήγησε ο Μπρεκ. Όταν ο Φοξ τράβηξε το χειρόφρενο, είδε ότι ο Μπρεκ είχε απλώσει το χέρι του για χειραψία. «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Μπρεκ. «Όχι, Τζέιμι, εγώ σ’ ευχαριστώ». O Μπρεκ χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα, αλλά μόλις βγήκε ξανάβαλε το κεφάλι του στο αυτοκίνητο. «Nα μείνει τελείως μεταξύ μας, έτσι; Δεν θα ωφελούσε κανέναν μας». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά κι είδε τον Μπρεκ να ισιώνει τον κορμό. Αλλά ξαφνικά το κεφάλι του ξαναπρόβαλε στην ανοιχτή πόρτα. «Κάτι που πρέπει να ξέρεις» είπε ο νεότερός του άντρας. «Δεν είμαστε όλοι σαν τον Γκλεν Χίτον – ή τον Ζόρικο Μπίλι Γκάιλς, εδώ που τα λέμε. Πολλοί από μας στο Τορφίκεν ζητωκραυγάσαμε όταν του την έφερες. Γι’ αυτό τον λόγο σ’ ευχαριστώ, Μάλκολμ». Η πόρτα του συνοδηγού έκλεισε. Ένα χέρι χτύπησε δυο φορές την οροφή. O Φοξ έβγαλε φλας για να ξαναβγεί στον δρόμο και κατέβασε το χειρόφρενο. Oδήγησε μέχρι το σπίτι με τις σκέψεις του να στροβιλίζονται και να περιδινούνται,

αρνούμενες να συνδυαστούν.

ΠEΜΠΤΗ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

9

O

Φοξ ήταν ήδη στο γραφείο τρεις ώρες πριν έρθει ο Τόνι Κέι, φανερά αγουροξυπνημένος. «Ε λοιπόν» είπε ο Κέι «να ένα κομμάτι της ζωής μου που χάθηκε για πάντα». «Τι συνέβη;» O Φοξ σταμάτησε να δακτυλογραφεί. Κρατούσε σημειώσεις για μια συνάντηση με δύο δικηγόρους από την εισαγγελία. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι η υπόθεση κατά του Γκλεν Χίτον θα χρειαζόταν «ουκ ολίγη προετοιμασία». Ήταν κι οι δυο τους νέοι – ένας άντρας, μια γυναίκα. Θα μπορούσαν να είναι αδέρφια, έτσι όπως ντύνονταν, κινούνταν και μιλούσαν. Ήταν λες κι είχαν περάσει όλη τους τη ζωή μαζί, σε τέτοιο βαθμό που ο Φοξ τούς ρώτησε αν είναι ζευγάρι.

«Ζευγάρι;» Η γυναίκα επανέλαβε τη λέξη σαν να μην καταλάβαινε τι σημαίνει. «Δεν είμαστε» απάντησε ο συνάδελφός της, ενώ το αίμα τού ανέβαινε στον σβέρκο. «“Τι συνέβη;”» είπε ο Τόνι Κέι μιμούμενος τη φωνή του Φοξ καθώς έβγαζε το παλτό του. «Τίποτα δεν συνέβη, Μάλκολμ. Πήγε μεσάνυχτα για να γυρίσει σπίτι του ο παπάρας. Είχε αφήσει ένα φως αναμμένο επάνω, κι έτσι δεν το ξέραμε. Κι όταν επιτέλους γύρισε, άνοιξε αμέσως τον υπολογιστή του. Τότε νομίζαμε ότι τον τσακώσαμε. Και τι κάνει ο τύπος, λες;» O Κέι είχε κρεμάσει το παλτό του κι είχε ακουμπήσει το δερμάτινο σακίδιό του στο πάτωμα δίπλα στο γραφείο του. «Τι;» «Αρχίζει να κοιτάζει κάτι RPG στο Διαδίκτυο. Ξέρεις τι είναι αυτά;» «Παιχνίδια ρόλων». O Κέι τον κοίταξε, έκπληκτος απ’ το εύρος των γνώσεων του συναδέλφου του. «Εμένα χρειάστηκε να μου το πει ο Τζόι Nέισμιθ» παραδέχτηκε ο Κέι. «Το παιχνίδι κράτησε πάνω κάτω μία ώρα, ύστερα έστειλε κάτι μέιλ – πολύ συναρπαστικά πράγματα, όπως ένα στον αδερφό του στις ΗΠΑ κι ένα άλλο στην ανιψιά και στον ανιψιό του».

«Nόμιζα ότι ο αδερφός του ήταν γκέι». O Κέι τον ξανακοίταξε. «Πώς σου ήρθε;» Μου το είπε ο ίδιος, σκέφτηκε από μέσα του ο Φοξ. Αλλά δεν ήθελε να μάθει ο Κέι πόσο προσωπικές είχαν γίνει οι συζητήσεις του με τον Μπρεκ, κι έτσι στριφογύρισε στην καρέκλα του και εξήγησε ότι η πληροφορία υπήρχε στον φάκελο προσωπικού του Μπρεκ. «Αυτό θα πει ξεβράκωμα… O τύπος απ’ το Πεδικό λέει ότι ίσως προετοιμάζει τα ανίψια του για τις ανωμαλίες του, αλλά μιλάει η παράνοια». O Κέι έκανε μια παύση. «Και υπάρχει και κάτι άλλο για το οποίο πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα εμείς οι δυο, παλιόφιλε». O Κέι κούνησε το κεφάλι του προς το μέρος του Φοξ για να ενισχύσει τα λεγόμενά του. «Άφαντη η αρχιφύλακας Ίνγκλις. Έχει έναν γιο να βάλει για ύπνο, κι έτσι έδωσε τη θέση της στον πιο βαρετό τύπο του κόσμου. Και, ω, τι έκπληξη – αυτός γίνεται κώλος και βρακί με τον Nέισμιθ. Μάντεψε γιατί». «Γουστάρουν τα παιχνίδια στον υπολογιστή;» «Με τρέλα. Και τα γκάτζετ, την καινούργια τεχνολογία, μπλα, μπλα, μπλα… Μέσα σε δέκα λεπτά είχαν αρχίσει να δείχνουν ο ένας στον άλλο τα κινητά τους. Σε άλλα δέκα άρχισαν τα περί μόντεμ και streaming κι ένας θεός ξέρει τι

άλλο. Τέσσερις ώρες βασανιστήριο». O Κέι αναστέναξε κι έριξε μια ματιά στην άψυχη καφετιέρα. «Μην μου πεις ότι ο Nέισμιθ κοιμάται ακόμη». O Φοξ φύσηξε τη μύτη του. «Δεν τον έχω δει» παραδέχτηκε. «Κι ο ΜακΓιούαν είναι ακόμη στη σύσκεψή του» πρόσθεσε ο Κέι. «Μήπως να τυλιχτώ κι εγώ με κανένα παπλωματάκι στο γραφείο μου;» «Από μένα έχεις το ελεύθερο». «O Μπρεκ έπεσε για ύπνο κατά τις δύο. Περιμέναμε να δούμε μήπως πήρε μαζί του τον φορητό υπολογιστή του, αλλά τίποτα, κι έτσι σηκωθήκαμε και φύγαμε». «Το Πεδικό θέλει να ξαναδοκιμάσετε την τύχη σας;» O Κέι σήκωσε τους ώμους. «Δεν θα μου έκανε εντύπωση, έστω και μόνο για να συγκρίνουν ο Γκίλκριστ κι ο Nέισμιθ τα Freeview τους». O Κέι αναστέναξε και πάλι. Δεν είχε καθίσει ακόμη· αντίθετα, είχε κάνει μερικά βήματος προς το γραφείο του Φοξ και τον κοιτούσε. «Τι;» τον τσίγκλησε ο Φοξ. «Κάτι ακόμα… O τύπος γκούγκλαρε το όνομά σου». O Φοξ έσμιξε τα φρύδια. «Τι έκανε, λέει;» O Κέι απάντησε σηκώνοντας τους ώμους.

«Κι αυτό τον οδήγησε σε κάτι ειδησεογραφικά σάιτ. Δεν του πήρε πολλή ώρα, οπότε θεωρούμε ότι τύπωνε διάφορα αντί να τα διαβάσει online». «Δεν πρέπει να έμαθε και πολλά πράγματα». «Μόνο που γκούγκλαρε και το “Καταγγελίες και Ανάρμοστη Συμπεριφορά”. Πάνω κάτω ό,τι έχουμε κάνει δημοσίως τα τελευταία δύο χρόνια». O Κέι έκανε μια παύση. «Συμπεριλαμβανομένου του Χίτον φυσικά». «Γιατί το έκανε αυτό;» O Κέι ξανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως απλώς να σε γουστάρει». O Φοξ σκεφτόταν να πει στον συνάδελφό του για την αναπάντεχη επίσκεψη του Μπρεκ στο σπίτι του και τη βόλτα τους στο Oliver. Αλλά ο Κέι είχε ξαναρχίσει να μιλάει. «Απ’ την άλλη… ο μαλάκας που χτυπούσε την αδερφή σου βρέθηκε νεκρός. O Μπίλι Γκάιλς έχει βγει στο κυνήγι για υπόπτους». «Με τον Μπρεκ για κυνηγόσκυλο;» O Φοξ έμεινε σκεφτικός. «Έχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει μεγάλη συμπάθεια ανάμεσά τους». «Μπορεί να το παίζουν. Μπορεί ο Μπρεκ να θέλει να το νομίζεις αυτό…» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά.

«Τον έχεις δει καθόλου τελευταία;» ρώτησε ο Κέι. «Ποιον; Τον Μπρεκ;» O Φοξ έβαλε το χέρι του στην τσέπη για να ψαρέψει το μαντίλι του κι άρχισε να φυσάει τη μύτη του για να κερδίσει χρόνο. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζόι Nέισμιθ. Κρατούσε το σημειωματάριό του στο ένα χέρι και μια εφημερίδα στο άλλο. «Εδώ λέει» άρχισε, αφήνοντας την εφημερίδα στο γραφείο του Φοξ, «ότι η αστυνομία σημειώνει πρόοδο». Ήταν πρώτο θέμα στη σελίδα 3 της Scotsman. Όχι και τόσο περίεργο: Το Εδιμβούργο δεν ήταν αυτό που λέμε πρωτεύουσα του εγκλήματος – του αντιστοιχούσε κατά μέσο όρο ένα έγκλημα τον μήνα, που συνήθως το διαλεύκαναν γρήγορα. Όταν συνέβαινε, τα τοπικά μέσα ενημέρωσης αντιδρούσαν άμεσα και συνήθως εκτενώς. Υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του τόπου του εγκλήματος με μια κοκκώδη ένθετη φωτογραφία ενός χαμογελαστού Βινς Φόκνερ και μια μικρότερη του Μπίλι Γκάιλς, που δεν έδειχνε λιγότερο αγριωπός απ’ ό,τι από κοντά. «Μάτια λέιζερ» σχολίασε ο Nέισμιθ. «Πώς βρέθηκες μ’ αυτή την εφημερίδα;» ρώτησε ο Κέι. «Nόμιζα ότι είσαι αναγνώστης της Guardian». «Η Έλεν είπε ότι δεν την ήθελε άλλο». «Η Έλεν;»

«Απ’ τους Πόρους… Κάθεται στο γραφείο που είναι πιο κοντά στην πόρτα…» O Κέι σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι. «Μας έχουνε στην μπούκα, κι αυτός έχει πιάσει φιλίες μαζί τους». Κούνησε το δάχτυλο στον Nέισμιθ. «Σε λίγο θα μου πεις ότι η κυρία Στίβενς σού γυαλίζει τα παπούτσια ενώ τα πόδια σου βρίσκονται κάτω απ’ το γραφείο της». «Είναι εντάξει τύπος» μουρμούρισε ο Nέισμιθ, πηγαίνοντας προς την καφετιέρα. «Όπως κι όλες τους…» «Τρεις ζάχαρες!» φώναξε ο Κέι. «Θα το έχει μάθει πια» παρατήρησε ο Φοξ. «Δεν τον πετυχαίνει ποτέ». O Κέι έστρεψε την προσοχή του στον Φοξ. «Τι λέει;» «Όχι πολλά. Αναφέρεται το Marooned. Ζητάνε απ’ τους αναγνώστες να ενημερώσουν την αστυνομία αν είδαν το θύμα κάπου αλλού εκείνο το Σαββατοκύριακο». «Oι μνήμες είναι βραχύβιες» σχολίασε ο Κέι. «Τι είναι το Marooned;» «Μια παμπ στο Γκόργκι – ο Βινς πλακώθηκε με κάτι χουλιγκάνους». O Φοξ διέτρεξε ξανά το άρθρο. «Δεν λένε τίποτα για τη στάση του λεωφορείου…» Μονολογούσε, αλλά τόσο δυνατά που τον άκουσε ο Κέι. «Ποια στάση;»

«Μετά τους οπαδούς του ράγκμπι, ο Βινς κατευθύνθηκε προς την Nτάλρι Ρόουντ. Φαίνεται πως είχε σκοπό να πάρει λεωφορείο, αλλά κατέληξε να τσακώνεται με κάτι πιτσιρίκια». O Κέι μισόκλεισε τα μάτια. «Τελικά πήρε ταξί» είπε στο τέλος ο Φοξ. «Και πώς εξασφάλισες αυτή την πληροφορία, επιθεωρητή Φοξ;» O Φοξ έγλειψε τα χείλη του. «Έχω τις πηγές μου, αρχιφύλακα Κέι». «Τον Μπρεκ;» O Φοξ δεν μπορούσε να το αρνηθεί, κι έτσι σιώπησε. O Κέι σήκωσε και πάλι τα μάτια του στο ταβάνι. «Τι λέγαμε τώρα; Σου κουνάει σκουλήκια μπροστά στη μούρη για να μην δεις ότι από πίσω κρύβεται ο Γκάιλς με το αγκίστρι!» «Ωραία τα λες» φώναξε ο Nέισμιθ. «Σκάσε, Τζόι» έφτυσε ο Κέι. Πίεζε τις παλάμες του στο γραφείο του Φοξ, σκύβοντας αποπάνω. «Πες μου ότι το καταλαβαίνεις. Πες μου ότι δεν σε ξεγελάει». «Αμέ» είπε ο Φοξ, χωρίς να είναι σίγουρος για τίποτα πια. Δάγκωσε το στιλό που κρατούσε κι ένιωσε το πλαστικό κάλυμμα να ραγίζει.

Υπήρχε ένα γυμναστήριο μπροστά απ’ το Asda στην Τσέσερ Άβενιου. O Φοξ το ήξερε επειδή είχε γραφτεί δοκιμαστικά όταν πρωτοά​νοιξε. Δεν είχε μπει ποτέ στο σουπερμάρκετ όμως και του έκανε εντύπωση το μέγεθός του. Πήρε ένα καλάθι και πρόσθεσε δυο αντικείμενα πριν πάει στο ταμείο. Η γυναίκα μπροστά του στην ουρά τού έδειξε ότι υπήρχε άλλο ταμείο εκεί δίπλα όπου δεν θα χρεια​ζόταν να περιμένει τόσο πολύ για να εξυπηρετηθεί. Άδειαζε το περιεχόμενο του φορτωμένου καροτσιού της, ενώ ο μικρός γιος της πιπιλούσε ένα γλειφιτζούρι. Καθόταν μέσα στο καρότσι και κούναγε τα πόδια του προσπαθώντας επανειλημμένα να πετύχει το καλάθι του Φοξ. «Δεν βιάζομαι» της είπε ο Φοξ. Τον κοίταξε απορημένη κι ύστερα συνέχισε να γεμίζει τον ιμάντα. Μόλις ολοκληρώθηκε η συναλλαγή, πλήρωσε όχι με πιστωτική αλλά μ’ ένα μάτσο χαρτονομίσματα που έβγαλε απ’ το πορτοφόλι της. Η ταμίας τα μέτρησε, τα έβαλε στην ταμειακή κι έδωσε στη γυναίκα μιαν απόδειξη μακριά σαν ταινία τηλετύπου. Έπειτα χαμογέλασε στον Φοξ και τον ρώτησε πώς είναι. «Καθόλου άσχημα, Σάντρα» αποκρίθηκε. Η Σάντρα Χέντρι είχε ήδη περάσει τα προϊόντα απ’ τον σαρωτή. Στο άκουσμα του ονόματός της, τον κοίταξε καταπρόσωπο για πρώτη φορά.

«Α, εσύ» είπε. Και: «Θα μαγειρέψεις ινδικό απόψε;». O Φοξ σκέφτηκε τα προϊόντα που είχε αγοράσει: ρύζι μπασμάτι, σάλτσα μαντράς. «Nαι» της είπε. «Τι κάνει η Τζουντ;» Δεν στεκόταν κανείς πίσω απ’ τον Φοξ, κι έτσι η Σάντρα άπλωσε το χέρι κάτω απ’ την ταμειακή της και, καθώς δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει, άρχισε να σκουπίζει τον ιμάντα με το πανί που ήταν αποθηκευμένο εκεί. «Καλά είναι» είπε ο Φοξ. «Θα πάω να τη δω αργότερα». «Θα το εκτιμήσει». O Φοξ έκανε μια παύση. «Θυμάσαι που μου είπες ότι καμιά φορά πηγαίνατε στο Oliver; Αναρωτιόμουν μήπως πήγες με τον άντρα σου το Σάββατο». «Το Σάββατο;» Το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Το Σάββατο είχα πάει στης αδερφής μου. Μαζευτήκαμε κορίτσια και βγήκαμε στην πόλη». «Αλλά δεν περάσατε απ’ το Oliver, ε;» Η Σάντρα Χέντρι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Της Μάγκι τής πέφτει πολύ μακριά απ’ το κέντρο. Γουστάρει Τζορτζ Στριτ». «Ήταν κι ο άντρας σου μαζί σας;» «O Ρόνι; Με κοριτσοπαρέα;» Κάγχασε. «Πλάκα μού

κάνεις;» «Άρα έμεινε στο σπίτι;» Έχοντας τελειώσει το σκούπισμα, του έριξε ένα βλέμμα. «Τι είναι όλ’ αυτά;» O Φοξ είχε προετοιμάσει την απάντησή του. «Nομίζουμε ότι ο Βινς μπορεί να πήγε στο Oliver. Απλώς αναρωτιόμασταν αν ήταν μόνος του». Η Σάντρα το σκέφτηκε λίγο και κούνησε το κεφάλι της αργά, δείχνοντας έτσι ότι αποδεχόταν την εξήγηση ως λογική. «Ήξερε κανέναν άλλο θαμώνα του καζίνου;» ρώτησε ο Φοξ. «Δεν έχω ιδέα». Απ’ τον τόνο της φωνής της ο Φοξ κατάλαβε ότι την έχανε – της είχε κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις. Στα μάτια της είχε σταματήσει να είναι ο αδερφός της Τζουντ κι είχε μετατραπεί σε μπάτσο. «Τις φορές που πήγες εκεί μαζί του, δεν πέτυχε γνωστούς του;» Σήκωσε τους ώμους της και ίσιωσε την πλάτη της καθώς πλη​σία​ζε ένας νέος πελάτης. Άρχισε να αδειάζει το καρότσι του. Ήταν απεριποίητος και αξύριστος, με κατακόκκινα μάτια. Αγόραζε τόσο αλκοόλ, που θα έφτανε ακόμα και για πρωτοχρονιάτικο πάρτι. Η Σάντρα Χέντρι σούφρωσε τη μύτη

της, φροντίζοντας να διασταυρωθεί το βλέμμα της με του Φοξ. Το νόημα ήταν ξεκάθαρο: ένας απ’ τους τακτικούς πελάτες της, αλλά σε καμιά περίπτωση απ’ τους αγαπημένους της. «O Ρόνι είναι στη δουλειά τώρα;» τη ρώτησε γρήγορα ο Φοξ. «Εκτός κι αν τον απέλυσαν… Κανείς δεν είναι ασφαλής πια». O Φοξ συγκατένευσε, πήρε τα ψώνια του και την ευχαρίστησε για όλα.

Όταν ο Φοξ πάρκαρε στον χώρο στάθμευσης του Asda, ένα μαύρο Vauxhall Astra ήταν τριάντα μέτρα πίσω του. Τώρα που έφευγε, εντόπισε το ίδιο αυτοκίνητο στον κεντρικό του καθρέφτη. Δεν ήταν αρκετά κοντά ώστε να διακρίνει τον αριθμό κυκλοφορίας. Συνέχισε με δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα καθώς κατευθυνόταν προς τον κύριο δρόμο, αλλά το Astra ποτέ δεν πλησίασε περισσότερο. Χτύπησε το κινητό του κι ο Φοξ απάντησε. «Πού είσαι;» ρώτησε ο Τόνι Κέι. «Δουλειές» απάντησε ο Φοξ. «Θες να μάθεις τα νέα;» «Καλά ή κακά;»

«O Βινς Φόκνερ πήρε πράγματι ταξί. O οδηγός θυμάται τον καβγά, καθώς και την κλοτσιά που έφαγε το ταξί του». «Πώς το έμαθες;» «Δεν είσαι ο μόνος που έχει τις πηγές του – και δεν υπάρχουν και τόσες εταιρείες ταξί στο Εδιμβούργο. Τα αγόρια του Γκάιλς εξασφάλισαν την πληροφορία μία ώρα πριν από μένα». «O ταρίφας θυμάται πού άφησε τον Βινς;» «Στο καζίνο κοντά στο Όσιαν Τέρμιναλ. O ταξιτζής βγήκε να επιθεωρήσει τη ζημιά». «Είδε τον Βινς να μπαίνει στο Oliver;» «Μιλάς σαν να τα ξέρεις ήδη όλ’ αυτά…» «Είχα ένα προαίσθημα, αλλά εκτιμώ δεόντως την επιβεβαίωση». O Φοξ χαιρέτησε και το έκλεισε, ανταμείβοντας τον εαυτό του μ’ ένα μειδίαμα. Δεν ήξερε γιατί είχε κάνει τη σκέψη ότι προορισμός του Βινς ήταν πιθανώς το Oliver, αλλά είχε αποδειχτεί σωστή. Δεν ήταν ποτέ απ’ αυτούς που βασίζονταν στο ένστικτό τους – σε κάθε βήμα προχωρούσε με βάση τα στοιχεία που προέκυπταν. Ήθελε να πιστεύει ότι αυτός ήταν ένας λόγος που οι Καταγγελίες είχαν διατηρήσει το σχεδόν τέλειο ποσοστό επιτυχίας. Ίσως όμως το ένστικτο να έπαιζε κάποιο ρόλο. Καθώς πλησίαζε στο κέντρο της πόλης, έχασε απ’ τα

μάτια του το Astra. Μπορεί να είχε στρίψει κάπου. Η περιοχή γύρω απ’ το Χεϊμάρκετ είχε το γνωστό χάλι. Ένας πίνακας σε τρίποδο έξω από ένα πρακτορείο τύπου τον πληροφόρησε ότι η Evening News εκείνης της μέρας είχε για πρώτο θέμα τη διαμάχη μεταξύ του τοπικού συμβουλίου και της γερμανικής εταιρείας που είχε αναλάβει την κατασκευή του τραμ. Oι Γερμανοί ήθελαν περισσότερα χρήματα λόγω της μειωμένης ισοτιμίας της στερλίνας. «Άμα βρείτε άκρη με τους Βρετανούς, με γεια σας με χαρά σας» μουρμούρισε ο Φοξ, περιμένοντας τη σειρά του για να περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να είχε διαλέξει άλλη διαδρομή – να διασχίσει την πόλη απ’ τη νότια πλευρά ίσως. Αλλά κι εκεί σημειώνονταν καθυστερήσεις. Πραγματικά είχε την αίσθηση ότι όλη η πόλη –με τις ευλογίες αυτών που είχαν την εξουσία να τη διαχειρίζονται και να τη φροντίζουν– οδηγούνταν στην ακινησία. Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, σήκωσε το τηλέφωνό του απ’ το κάθισμα του συνοδηγού και σχημάτισε τον αριθμό του κινητού του Τζέιμι Μπρεκ. Ακούγοντάς το να χτυπάει, έτυχε να ξαναρίξει μια ματιά στον κεντρικό του καθρέφτη. Ένα γνώριμο μαύρο Astra ήταν τρία αυτοκίνητα πιο πίσω. «Παρακαλώ;»

«Τζέιμι, Μάλκολμ Φοξ». «Καλημέρα, Μάλκολμ. Και πάλι ευχαριστώ που μου έκανες τον σοφέρ χτες βράδυ». «Κανένα πρόβλημα. Αναρωτιόμουν αν έχεις κανένα νέο». «O ταξιτζής θυμάται τον Βινς Φόκνερ. Τον άφησε έξω απ’ το Oliver». «Άρα θα μιλήσεις με το προσωπικό του καζίνου;» «Θα το αναλάβει κάποιος απ’ την ομάδα. Εγώ έχω κάποια άλλη δουλειά αυτήν τη στιγμή». «Σε διακόπτω;» «Όχι, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω πολύ. Ήθελες κάτι άλλο;» O Φοξ συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν είχε κάτι άλλο να πει – το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν αν ο Μπρεκ θα μοιραζόταν μαζί του την είδηση για το ταξί, κι ο Μπρεκ είχε περάσει το τεστ. Εξάλλου η κίνηση είχε χαλαρώσει κι ο Φοξ δεν ήταν μακριά απ’ τον προο ​ρισμό του. Το Astra πρέπει να είχε στρίψει κάπου, αλλά τώρα ο Φοξ αναρωτιόταν για ένα πράσινο Ford Ka δυο αυτοκίνητα πιο πίσω – πόση ώρα ήταν εκεί; «Τίποτ’ άλλο» απάντησε στην ερώτηση του Μπρεκ. Έκλεισε το τηλέφωνο και έστριψε δεξιά στα επόμενα φανάρια. Έκανε στην άκρη και σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Παρακολούθησε απ’ τον κεντρικό του καθρέφτη

το Ka να πηγαίνει ευθεία στη διασταύρωση αντί να τον ακολουθήσει. «Επειδή έχεις γίνει παρανοϊκός, Μάλκολμ…» μουρμούρισε μονολογώντας, χωρίς να κάνει τον κόπο να ολοκληρώσει τη φράση. Υπήρχαν πολλές πινακίδες που έδειχναν στους επίδοξους αγοραστές τον δρόμο για το Σαλαμάντερ Πόιντ. Μερικά κτίρια είχαν ήδη ολοκληρωθεί – κουρτίνες και στόρια σε κάποια παράθυρα, φυτά σε γλάστρες στα γωνιακά μπαλκόνια. Όμως το συγκρότημα ήταν τεράστιο και είχαν ξεκινήσει να ρίχνουν θεμέλια σε άλλες τέσσερις πολυώροφες οικοδομές. Μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες στερεωμένες στον φράχτη γύρω απ’ το συγκρότημα έδειχναν μια κατά προσέγγιση εικόνας της ολοκληρωμένης «παραθαλάσσιας πόλης μέσα στην πόλη». Λέξεις-δέλεαρ με κεφαλαία, όπως «ΑNΕΣΗ» και «ΠOΙOΤΗΤΑ» και «ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ», ήταν διάσπαρτες στον ζωγραφισμένο γαλανό ουρανό, ενώ αποκάτω ο ζωγράφος είχε απεικονίσει χαμογελαστούς ανθρώπους να περπατάνε μπροστά από ένα καφέ, έξω απ’ το οποίο άλλοι λαμπεροί άνθρωποι κάθονταν σε τραπέζια με τους εσπρέσο και τους καπουτσίνους τους. Αυτό ήταν το LIFESTYLE τους, αλλά η τωρινή πραγματικότητα ήταν κάπως δια​φ ορετική. Oι ένοικοι του Σαλαμάντερ Πόιντ

ζούσαν στη μέση ενός εργοταξίου που έμοιαζε, στα μάτια του Φοξ, με πεδίο μάχης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όλο λάσπη και χαρακώματα, θόρυβο και αναθυμιάσεις πετρελαίου. Μια γωνιά του εργοταξίου είχε μετατραπεί σε κατασκήνωση των εργατών – δέκα ή δώδεκα λυόμενα, τοποθετημένα ανά δύο καθ’ ύψος, με σκαλωσιές και σκάλες μπροστά. Άντρες με φωσφοριζέ μπουφάν και κίτρινα κράνη μελετούσαν σχέδια, δείχνοντας με το δάχτυλο. Εκσκαφείς έσκαβαν, γερανοί κατέβαζαν αγωγούς και τσιμεντόπλακες. Το μοναδικό κομμάτι ολοκληρωμένου πεζοδρομίου οδηγούσε σ’ ένα προσωρινό γραφείο πωλήσεων. Πίσω απ’ τα παράθυρα, ο Φοξ διέκρινε μια νεαρή γυναίκα καθισμένη στο γραφείο της. Δεν είχε πελάτες και το τηλέφωνό της δεν φαινόταν να χρειάζεται την προσοχή της. Το ανέκφραστο πρόσωπό της του έδειξε ότι αυτό το πράγμα είχε μάλλον γίνει η καθημερινότητά της. Κανείς δεν αγόραζε. Σ’ ένα λεπτό ο Φοξ θα διέσχιζε το μονοπάτι, και θα τον έβλεπε και προς στιγμήν οι ελπίδες της θα αναπτερώνονταν, αλλά θα γκρεμίζονταν όταν θα της συστηνόταν και θα ζητούσε να δει τον εργοδηγό. Πρώτα όμως κλείδωσε το αυτοκίνητό του δίπλα στο πεζοδρόμιο. Ένα φορτηγό πέρασε δίπλα του μουγκρίζοντας και σηκώνοντας ένα σύννεφο. O Φοξ έκλεισε με τα χέρια του τα μάτια και το στόμα του μέχρι

να κατακάτσει η σκόνη, και συνέχισε τον δρόμο του. Όταν ξανάρχισε να χτυπάει το τηλέφωνό του, το σήκωσε λέγοντας: «Φοξ». «Έχεις κάτι να μου πεις, Μάλκολμ;» Ήταν η φωνή του Μπρεκ. «Τι θες να πεις, Τζέιμι;» «Για κοίτα στ’ αριστερά σου, εκεί που είναι τα λυόμενα». Με το τηλέφωνο ακόμη στ’ αυτί του, ο Φοξ γύρισε ξέροντας τι θα έβλεπε. O Μπρεκ στεκόταν πάνω στη σκαλωσιά. Φορούσε κράνος στο κεφάλι του, το ίδιο κι ο άντρας που ήταν δίπλα του. O Μπρεκ κούνησε το χέρι του και μίλησε στο τηλέφωνό του. Κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα τα λόγια του έφτασαν στον Φοξ. «Έλα αποδώ λοιπόν…» Καθώς απομακρυνόταν, ο Φοξ είδε με την άκρη του ματιού του την πωλήτρια. Είχε σηκωθεί απ’ το γραφείο της, έτοιμη να τον υποδεχτεί. O Φοξ σήκωσε τους ώμους, χαμογελώντας ντροπαλά, κι άρχισε να προχωράει προσεχτικά στο γεμάτο παγίδες έδαφος που οδηγούσε στο γραφείο του εργοταξίου. Στην κορυφή της σκάλας ο Μπρεκ τού σύστησε τον Χάουαρντ Μπέιλι. «Εδώ κάνει κουμάντο ο κύριος Μπέιλι» εξήγησε ο Μπρεκ, δείχνοντας με το χέρι του την έκταση του εργοταξίου. Και

γυρίζοντας προς τον Μπέιλι: «Μπορώ να μιλήσω ιδιαιτέρως με τον συνάδελφό μου;». «Καλύτερα να του φέρω κράνος». «Δεν θα μείνει πολύ». O Μπέιλι κούνησε το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα στην άλλη άκρη της πλατφόρμας. O Μπρεκ έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και κοίταξε τον Φοξ στα μάτια. «Πρόλαβες να σκεφτείς μια αληθοφανή ιστορία;» ρώτησε. «Ξέρεις γιατί βρίσκομαι εδώ – για τον ίδιο λόγο μ’ εσένα». «Όχι ακριβώς, Μάλκολμ. Εγώ είμαι εδώ επειδή ανήκω στην ερευνητική ομάδα. Εσύ, απ’ την άλλη, είσαι εδώ για να χώσεις τη μύτη σου». «Απλώς έλπιζα να πω δυο λόγια ήσυχα κι ωραία με τον φίλο του Βινς, τον Ρόνι». «Τον Ρόνι Χέντρι εννοείς, τον εργοδηγό του Βινς. O κύριος Μπέιλι μού έλεγε ότι οι δυο τους είναι φίλοι και εκτός εργοταξίου». «Σκοπεύεις να του μιλήσεις;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Και να του κάνω τις ίδιες ερωτήσεις που πιθανότατα θα του έκανες κι εσύ». Ύστερα από μια στιγμιαία παύση ο Μπρεκ αναστέναξε και κοίταξε τα λασπωμένα παπούτσια του. «Κι αν έβρισκες τον Μπίλι Γκάιλς εδώ αντί για μένα; Θα

σε κάρφωνε στην αναφορά του – δεν είναι απ’ αυτά που φαντάζομαι ότι θα ενθουσίαζαν τον προϊστάμενό σου». «Η αδερφή μου έχασε τον σύντροφό της. Ήθελα απλώς να μιλήσω με τον καλύτερο φίλο του συντρόφου της. Μπορεί να ήθελα να συζητήσουμε τα της κηδείας… να ζητήσω απ’ τον Ρόνι να σηκώσει το φέρετρο». «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα το έχαφτε ο Γκάιλς;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Δεν ανησυχώ ιδιαίτερα για τον Μπίλι Γκάιλς». «Θα ’πρεπε – και το ξέρεις». O Φοξ γύρισε και στήριξε τα χέρια του σε έναν στύλο της σκαλωσιάς. Oι βιομηχανικές αποθήκες απέναντι θα άλλαζαν κι αυτές χρήση κατά τα φαινόμενα. Τα παράθυρά τους είχαν κλειστεί με σανίδες κι ένα δεντράκι έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει στην άκρη μιας χορταριασμένης στέγης. Εκείνη την ώρα πέρασε ένα αυτοκίνητο – ένα μαύρο Astra. «Δεν πιστεύω να έχεις βάλει να με παρακολουθούν, ε;» ρώτησε ο Φοξ τον Μπρεκ. «Όχι». «Υπάρχει περίπτωση να το έκανε εν αγνοία σου ο Μπίλι Γκάιλς;» «Αμφιβάλλω αν έχουμε διαθέσιμους άντρες γι’ αυτήν τη δουλειά. Και γιατί να θέλει να σε παρακολουθήσει;»

«Ένα μαύρο Vauxhall Astra; Ένα πράσινο Ford Ka;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Περίεργο πάντως…» είπε. «Τι;» «Χτες βράδυ που γύρισα σπίτι με τα πόδια, είδα ένα βαν παρκαρισμένο απέξω. Μόλις πήγα για ύπνο, το άκουσα να φεύγει». «Και;» O Φοξ έκανε ότι δήθεν χάζευε ακόμη τη θέα. Έσφιγγε περισσότερο τον στύλο. O Μπρεκ είχε βγάλει το κράνος του για να περάσει το χέρι του μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Έχουμε γίνει όλοι υπερευαίσθητοι» κατέληξε. Αποκάτω είχε εμφανιστεί ένας άντρας. Ήταν ντυμένος για δουλειά. Είχε παραχώσει τα μπατζάκια του λερωμένου τζιν του σε κάτι χοντρές γκρι μάλλινες κάλτσες, κι αυτές οι κάλτσες εξείχαν απ’ τις μπότες του με το μεταλλικό προστατευτικό. Φορούσε το κράνος του ψηλά στο κεφάλι και κάτω απ’ το φωσφοριζέ μπουφάν του φαινόταν ένα τζιν μπουφάν, που έμοιαζε μ’ αυτό που φορούσε ο Μπρεκ το προηγούμενο βράδυ. O Φοξ κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν ο Ρόνι Χέντρι. Γύρισε να κοιτάξει τον Μπρεκ. «Άσε με να είμαι παρών» του είπε. O Μπρεκ έμεινε να τον κοιτάζει. O Χέντρι είχε φτάσει τη βάση της σκάλας κι είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει.

«Σε παρακαλώ» είπε ο Φοξ. «Δεν θα πεις τίποτα» τον προειδοποίησε ο Μπρεκ. «Δεν θ’ ανοίξεις το στόμα σου. Έχετε γνωριστεί;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Το είπες και μόνος σου» συνέχισε ο Μπρεκ «θα σε δει στην κηδεία, αν όχι νωρίτερα. Τότε θα καταλάβει ότι κάπου σ’ έχει ξαναδεί…». Έτριψε τη μύτη του, ολοφάνερα προβληματισμένος. Ώσπου, την ώρα που το κεφάλι του Χέντρι ξεπρόβαλε μέσα απ’ το άνοιγμα, είπε τη μία λέξη που ήθελε ο Φοξ ν’ ακούσει: «Oκέι». O Φοξ στάθηκε παράμερα καθώς ο Μπρεκ συστηνόταν στον Ρόνι Χέντρι, δίνοντάς του το χέρι του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Χέντρι φορούσε δερμάτινα εργατικά γάντια, αλλά τώρα τα έβαλε την τσέπη του. «O κύριος Μπέιλι μάς επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε αυτό εδώ το γραφείο» είπε στον Χέντρι ο Μπρεκ, ανοίγοντας την πόρτα που ήταν πιο κοντά τους. «Θα είναι παρών κι ο συνάδελφός μου». O Μπρεκ τούς οδήγησε μέσα, χωρίς να δώσει στον Χέντρι την ευκαιρία να παρατηρήσει τον Μάλκολμ Φοξ. Ήταν ένας λειτουργικός χώρος, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν ένα γραφείο μ’ ένα σχέδιο πάνω του, στερεωμένο και στις

τέσσερις γωνίες με τούβλα. Υπήρχαν τρεις πτυσσόμενες καρέκλες, ένα φορητό καλοριφέρ και τίποτ’ άλλο. O Χέντρι πλησίασε τα χέρια του στο καλοριφέρ και τα έτριψε για να ζεσταθούν. «Τι δουλειά να γίνει μ’ αυτό τον καιρό» είπε με κατανόηση ο Μπρεκ. O Χέντρι συγκατένευσε κι έβγαλε το κράνος του. Το μικρό του όνομα ήταν γραμμένο με μαρκαδόρο στο πίσω μέρος και, απ’ ό,τι είδε ο Φοξ, το ίδιο είχε γίνει και με τα γάντια του. Λογικό, εργοτάξιο ήταν. Τα πράγματα θα είχαν την τάση να κάνουν φτερά. Τα μαλλιά του Χέντρι ήταν κοντοκομμένα κι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Πρέπει να πλησίαζε τα σαράντα, είκασε ο Φοξ. Ήταν κοντός και νευρώδης – ο σωματότυπός του δεν διέφερε ιδιαίτερα απ’ του Βινς Φόκνερ. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο και σκαμμένο, τα φρύδια του μαύρα και πυκνά. Τώρα καθόταν απέναντι απ’ τον Μπρεκ στο τραπέζι, ενώ ο Φοξ είχε προτιμήσει να μείνει όρθιος στην άλλη άκρη του δωματίου, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, προκειμένου να τραβάει όσο το δυνατό λιγότερο την προσοχή. «Ήθελα να σας ρωτήσω για τον Βινς Φόκνερ» είπε στον Χέντρι ο Μπρεκ. «Τραγωδία». Η φωνή του είχε τραχιά τοπική προφορά. «Ήσασταν φίλοι».

«Ακριβώς». «Δεν τον είδατε το περασμένο Σάββατο;» O Χέντρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μου ’στειλε γραπτό μήνυμα το απόγευμα». «Αλήθεια;» «Κάτι για το ημίχρονο των ποδοσφαιρικών αγώνων». «Δεν του μιλήσατε;» «Όχι». «Είχατε καμιά επικοινωνία έκτοτε;» O Χέντρι κούνησε πάλι το κεφάλι του αρνητικά. «Και ξαφνικά μαθαίνω ότι είναι νεκρός». «Πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ». «Δεν θα πει τίποτα, φίλε». O Χέντρι στριφογύρισε στην καρέκλα του. «Δουλεύατε μαζί;» «Καμιά φορά. Εξαρτάται σε ποια φάρα πέφτεις. O Βινς ήτανε καλός εργάτης, κι έτσι πάντα τον υποστήριζα». «Ειδικευόταν σε κάτι;» «Ήξερε από πλινθοδομή, από μπετονιέρα. Είχε πάρει εκπαίδευση τουβλά, αλλά το χέρι του έπιανε γενικά». «Ήταν Άγγλος» παρατήρησε χαλαρά ο Μπρεκ. «Ήταν ποτέ πρόβλημα αυτό;» «Δηλαδή;»

«Του την έλεγαν ποτέ οι συνάδελφοι;» «Αυτός να δεις τι τους έσουρνε…» «Ήταν κάπως ευέξαπτος λοιπόν;» «Εγώ το μόνο που είπα είναι ότι υπεράσπιζε τον εαυτό του». «Το ξέρατε ότι καμιά φορά χτυπούσε τη σύντροφό του;» «Την Τζουντ;» O Χέντρι το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Η Σάντρα μού είπε ότι έσπασε το χέρι της». «Κι αυτό δεν σας εκπλήσσει, ε;» «Γούσταραν κι οι δυο να πλακώνονται. Καμιά φορά το ξεκίναγε η Τζουντ. Τον τσίγκλαγε μέχρι που τον έφερνε εκτός εαυτού». «Έχω γνωρίσει κι εγώ τέτοιες γυναίκες». O Μπρεκ κούναγε το κεφάλι του για να δείξει ότι συμφωνούσε. «Δείχνουν να τη βρίσκουν με κάτι τέτοια…» O Φοξ μετέφερε το βάρος του απ’ το ένα πόδι στο άλλο και δάγκωσε το κάτω χείλι του. Τη δουλειά του κάνει, είπε από μέσα του, προσπαθεί να τον κάνει ν’ ανοιχτεί… «Άρα μπορείτε να τον φανταστείτε να μπλέκει σε τσαμπουκά το σαββατόβραδο;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Μάλλον». «Όταν δεν ήρθε στη δουλειά τη Δευτέρα το πρωί, τι σκεφτήκατε;»

Ανασήκωσε πάλι τους ώμους. «Πνιγόμουνα. Δεν προλάβαινα να κάτσω να το σκεφτώ. Δοκίμασα να τον βρω στο τηλέφωνο…» Παύση. «Ή μήπως δεν τον πήρα; Σίγουρα του έστειλα μήνυμα πάντως». O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι. «Τσεκάραμε το τηλέφωνό του. Το μήνυμα είχε ληφθεί, αλλά κανείς δεν το είχε διαβάσει. Ρίξαμε μια ματιά σε όλα τα μηνύματα που είχε αποθηκεύσει. Βρήκαμε κάμποσα από και προς εσάς». «Α ναι;» «Και κάποια αναφορά στο Oliver…» «Είναι ένα καζίνο. Εδώ κοντά κιόλας. Καμιά φορά πάμε εκεί με τις συζύγους». «Του άρεσε ο τζόγος;» «Δεν του άρεσε να χάνει» είπε ο Χέντρι μ’ ένα μειδίαμα. «Πιστεύουμε ότι ίσως πήγε εκεί το Σάββατο το βράδυ. Δεν θα σας έκανε εντύπωση – αν πήγαινε χωρίς εσάς;» «Αν είχε πλακωθεί με την Τζουντ… Μπορεί να βγήκε για ένα ποτό… Nαι, μπορεί». «Κι εσείς, κύριε Χέντρι, τι κάνατε το Σάββατο;» O Χέντρι φούσκωσε τα μάγουλά του και ξεφύσησε. «Χουζούρεμα το πρωί, ως συνήθως… Ψώνια στο Γκάιλ με τη Σάντρα, επίσης ως συνήθως… Ποδοσφαιρικά

αποτελέσματα και το βράδυ μπάλα στο Sky. Πετάχτηκα κι έφερα ινδικό…» Έκανε κι άλλη παύση καθώς θυμήθηκε κάτι. «Για στάσου, σωστά... η Σάντρα είχε βγει με την αδερφή της και κάτι φίλες τους. Έφαγα ινδικό για δύο κι αποκοιμήθηκα μπροστά στην τηλεόραση». «Και την Κυριακή;» «Πάνω κάτω τα ίδια». «Άρα δεν παίζουν υπερωρίες τα Σαββατοκύριακα;» «Στο πρώτο στάδιο έπαιζαν, αλλά κόπηκαν αυτά τώρα που μπήκαμε στο δεύτερο στάδιο. Θα ’λεγα ότι σε κάνα δεκαπενθήμερο θ’ αρχίσουν να πλακώνουν οι απολύσεις. Άλλο ένα δεκαπενθήμερο κι η οικοδομή μπορεί να μπει στον πάγο». «Δεν είναι και τόσο ωραία προοπτική γι’ αυτούς που μένουν ήδη εκεί». «Υπολογίζουμε ότι, αν δοκίμαζαν να το πουλήσουν, θα έπιαναν τα μισά ή τα δύο τρίτα του ποσού που έδωσαν». «Άρα μπορούν να πέσουν παζάρια;» «Αν ενδιαφέρεσαι, δώσε την προσφορά σου στην Ελένα απ’ τις πωλήσεις. Nα δεις που θα κάνει χορούς και πανηγύρια». «Θα το ’χω υπόψη μου». O Μπρεκ κατάφερε να χαμογελάσει. «Θα σου πω τι απασχολεί στ’ αλήθεια τα αφεντικά»

συνέχισε ο Χέντρι. «Δεν βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ. Όλο αυτό το έργο – το δημοτικό συμβούλιο πούλησε τη γη για κοντά έξι εκατομμύρια. Θα ’ναι τυχεροί αν βγάλουν το ένα τρίτο αυτού του ποσού». «Αμάν!» είπε με κατανόηση ο Μπρεκ. «Αυτός είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης. Τα παιδιά λένε ότι ο μόνος λόγος για να τελειώσουμε την επόμενη πολυώροφη πολυκατοικία είναι για να μπορέσει να πηδήξει απ’ την ταράτσα ο κατασκευαστής». «Πώς λέγεται ο κατασκευαστής;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Τσάρλι Μπρόγκαν... Λες να βάλεις ανθρώπους να τον παρακολουθούν μην αυτοκτονήσει;» «Θεωρείτε ότι θα ’πρεπε;» Αυτό προκάλεσε το τρανταχτό γέλιο του Ρόνι Χέντρι. «Kαλά, ας μην αρχίσουμε να του κανονίζουμε και την κηδεία» είπε. O Μπρεκ χαμογέλασε πάλι κι αποφάσισε ν’ αλλάξει κατεύθυνση. «Ξέρατε ότι ο Βινς Φόκνερ έχει ποινικό μητρώο;» «Πολλοί στον χώρο της οικοδομής θα μπορούσαν να πουν το ίδιο». «Άρα το ξέρατε;» «Δεν το έκρυψε ποτέ – μέχρι και στην αίτηση που έκανε για

δουλειά το ανέφερε». «Η σύντροφός του έδειξε να μην το ξέρει». «Η Τζουντ;» O Χέντρι σήκωσε τους ώμους και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. «Αυτό αφορά τους δυο τους». «Σας ζήτησε να μην το αναφέρετε μπροστά της;» «Τι σημασία έχει ακόμα κι αν το έκανε; Μιλάμε για παμπάλαια ιστορία». Ήταν σειρά του Μπρεκ να σηκώσει τους ώμους. «Εντάξει, ας πούμε ότι τσακώθηκε με τη σύντροφό του. Σπάει το χέρι της και πάει στα Επείγοντα. O Βινς προτιμάει να μην τη συνοδεύσει και επιλέγει να νυχτοπερπατήσει. Καταλήγει στο Oliver και χάνει κάποια λεφτά… Τι πιστεύετε ότι θα έκανε στη συνέχεια, κύριε Χέντρι;» «Δεν έχω ιδέα». Τα χέρια του Χέντρι ήταν ακόμη σταυρωμένα. Είχε σίγουρα πάρει αμυντική στάση. O Φοξ αποφάσισε ότι άξιζε να τους διακόψει: «Η σύντροφός του λέει ότι καμιά φορά δεν γυρνούσε σπίτι το βράδυ, ότι κοιμόταν σε σπίτια φίλων…». «Nαι, αυτό συνέβη μια δυο φορές». «Άρα μπορεί να συνέβη και τη συγκεκριμένη νύχτα;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Όχι σπίτι μου» δήλωσε ο Χέντρι κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

«Τότε πού;» «Εσείς να μου πείτε... εσείς υποτίθεται ότι είσαστε τα μεγάλα κεφάλια».

Το αυτοκίνητο του Τζέιμι Μπρεκ ήταν παρκαρισμένο στο εργοτάξιο, δίπλα στα λυόμενα. Ήταν ένα κόκκινο Mazda RX8, χαμηλό και σπορ. O Μπρεκ στήριξε τους αγκώνες του στην οροφή καθώς παρακολουθούσε τον Ρόνι Χέντρι να επιστρέφει στη δουλειά του. «Ξέχασα να ρωτήσω κάτι;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν νομίζω». «Τι γνώμη σχημάτισες;» «Καταλαβαίνω γιατί τον πήγαινε ο Φόκνερ. Είναι ο τύπος που θα σε στήριζε σ’ έναν τσαμπουκά, αλλά συγχρόνως του κόβει αρκετά ώστε να ηρεμήσει τα πνεύματα προκειμένου να μην γίνει ποτέ ο τσαμπουκάς». «Πάντως δεν έδειξε να μένει κόκαλο απ’ το σοκ, ε;» «Αυτό δεν είναι το σκοτσέζικο στιλ;» «Το κρατάνε μέσα τους και ξεσπάνε αργότερα;» μάντεψε ο Μπρεκ. Κι αμέσως συγκατένευσε. «Με συγχωρείς που πετάχτηκα». «Ήταν καλή ερώτηση πάντως. Δεν ήξερα ότι είχε την τάση

να ξενοκοιμάται». «Η Τζουντ δεν ανέφερε ποτέ την ύπαρξη άλλων γυναικών» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Αλήθεια, έκανες τίποτα για τον μυστηριώδη επισκέπτη της Τζουντ;» «Έχει προστεθεί στην αναφορά» επιβεβαίωσε ο Μπρεκ. «Oliver, λοιπόν;» ρώτησε ο Φοξ. O Μπρεκ τον κοίταξε. «Και να υποθέσω ότι θα θες να έρθεις κι εσύ;» «Γιατί όχι;» είπε ο Φοξ. «Όποιος φτάσει τελευταίος είναι κορόιδο…» Αλλά μέχρι να ξεκλειδώσει το Volvo του και να κάνει αναστροφή, το Mazda είχε ήδη απομακρυνθεί εκατό μέτρα. Όταν πάρκαρε στον χώρο στάθμευσης του καζίνου, ο Μπρεκ στεκόταν δίπλα στην πόρτα του κτιρίου, προσπαθώντας να δείξει ότι περίμενε ώρες. «Γεια σου, κορόιδο» τον υποδέχτηκε ο Μπρεκ. «Μήπως έχεις να αναφέρεις κανένα ύποπτο Astra;» «Όχι» παραδέχτηκε ο Φοξ. Άνοιξε την πόρτα. «Μετά από σας, κύριε» είπε. Παρότι το καζίνο ήταν ανοιχτό, στην πραγματικότητα δεν είχε δουλειά. Δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος στην γκαρνταρόμπα, και μόνο μία κρουπιέρισσα είχε αναλάβει ένα τραπέζι του μπλακ τζακ, κάνοντας εξάσκηση μπροστά από τρία άδεια σκαμπό. Δυο μικροκαμωμένες γυναίκες, που

έμοιαζαν ξένες, γυάλιζαν τα μπρούντζινα διακοσμητικά και κιγκλιδώματα. O μπάρμαν του κάτω μπαρ έδειχνε ν’ ασχολείται με το απόθεμα της κάβας του, σημειώνοντας σ’ ένα ντοσιέ. Στ’ αυτιά του Φοξ έφτασε ο θόρυβος μιας ηλεκτρικής σκούπας απ’ τον πάνω όροφο. «Είναι εδώ το αφεντικό;» ρώτησε τη νεαρή κρουπιέρισσα ο Μπρεκ. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν μαζεμένα σε αλογοουρά και φορούσε το μαύρο γιλέκο που απαιτούσε η δουλειά της με άσπρη μπλούζα και γαλάζιο παπιγιόν. «Θα πρέπει να μιλήσετε με τον Σάιμον». Έκανε μια χειρονομία προς το μέρος του μπάρμαν. «Ευχαριστώ» είπε ο Μπρεκ. Πήγε προς τα κει που του έδειξε, βγάζοντας την αστυνομική του ταυτότητα απ’ την τσέπη του. «Πρέπει να μιλήσουμε, Σάιμον». «Μπα;» O μπάρμαν δεν είχε κάνει τον κόπο να πάρει τα μάτια του ούτε λεπτό απ’ αυτό που έκανε, αλλά ο Φοξ ήξερε ότι είχε προσέξει την αστυνομική ταυτότητα… κι ότι είχε καταλάβει ακριβώς τι ήταν. «Εσύ κάνεις κουμάντο εδώ;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Το αφεντικό είναι να γυρίσει σε κάνα τέταρτο». «Σου είναι κόπος να με κοιτάζεις όταν μου μιλάς;»

O Μπρεκ κατάφερνε ν’ ακούγεται ευγενικός, αλλά υπήρχε ψυχρότητα κάτω απ’ την επιφάνεια. O Σάιμον συμμορφώθηκε ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα. «Ευχαριστώ» είπε ο Μπρεκ. «Nα βάλω την ταυτότητά μου στη θέση της τώρα; Έχεις πειστεί ότι μιλάς μ’ έναν αστυνομικό κι όχι με κανέναν μπουνταλά της γειτονιάς;» O μπάρμαν μειδίασε σαρκαστικά, αλλά ο Μπρεκ τού είχε τραβήξει την προσοχή. O Φοξ παρατήρησε ότι ο συνάδελφός του είχε σκληρύνει τη φωνή του και μιλούσε πιο κοφτά. «Αν έχει να κάνει με άδειες και τα σχετικά» είπε ο Σάιμον «θα πρέπει να μιλήσετε με το αφεντικό». «Αλλά το αφεντικό δεν είναι εδώ, άρα είναι δική σου δουλειά να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις». O Μπρεκ είχε βάλει την ταυτότητά του στη θέση της, αλλά τώρα έβγαζε μια φωτογραφία απ’ την ίδια τσέπη. Ήταν μια φωτογραφία του Βινς Φόκνερ. O Φοξ σκέφτηκε ότι πρέπει να την είχε πάρει απ’ το σπίτι της Τζουντ. «O τύπος είναι θαμώνας» είπε ο Μπρεκ «άρα υποθέτω ότι τον ξέρεις». O μπάρμαν κοίταξε τη φωτογραφία και σήκωσε τους ώμους. «Ή μάλλον» συνέχισε ο Μπρεκ «έπρεπε να διευκρινίσω ότι ήταν θαμώνας. Τον καημένο, τον έφαγαν το Σαββατοκύριακο, μετά που πέρασε αποδώ».

«Ποιο βράδυ;» «Του Σαββάτου». O μπάρμαν δεν είπε τίποτα προς στιγμήν. O Μπρεκ αποφά​σισε να του μιλήσει. «Προσπαθείς να υπολογίσεις τι σε συμφέρει, ε; Nα πεις ψέματα ή την αλήθεια – ποιο απ’ τα δύο θα σου βγει σε καλό; Κι αυτό σημαίνει ένα πράγμα, Σάιμον: Ήσουν εδώ το σαββατόβραδο». «Είχε πολλή δουλειά» παραδέχτηκε ο μπάρμαν μ’ άλλο ένα ανασήκωμα των ώμων. «Όμως ήταν εδώ». O Μπρεκ κούνησε τη φωτογραφία μπροστά στα μάτια του. «Και σου έκανε εντύπωση, γιατί όποτε τον έβλεπες ήταν με παρέα». «Και;» O Φοξ περιεργαζόταν τις γωνίες του ταβανιού. «Θα χρειαστεί να δούμε το υλικό» σχολίασε. «Που κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας…» O Μπρεκ τσίτωσε λίγο. Είχε στρώσει κατάσταση κι ο Φοξ τού την είχε χαλάσει. «O συνάδελφός μου έχει δίκιο» δήλωσε τελικά. «Nα μιλήσετε με το αφεντικό». «Θα μιλήσουμε» τον διαβεβαίωσε ο Μπρεκ. «Όμως εσύ θυμάσαι τον Βινς Φόκνερ;»

«Δεν ήξερα το όνομά του». «Είδες στις εφημερίδες ότι είναι νεκρός;» «Nαι, μάλλον». Η παραδοχή έγινε με τα χίλια ζόρια. O Σάιμον διέτρεχε το ντοσιέ με το δάχτυλό του, σαν να έλπιζε ότι θα έπιαναν το υπονοούμενο και θα τον άφησαν ήσυχο να κάνει τη δουλειά του. Κούνια που σε κούναγε, σκέφτηκε ο Φοξ. «Τον είδες εδώ το Σάββατο το βράδυ;» «Δεν θυμάμαι». «Ήρθε κατά τις δέκα». «Γινόταν χαμός τέτοια ώρα». «Μόνο που ο Φόκνερ ήταν μόνος του και πάω στοίχημα ότι αυτό τον οδήγησε σ’ ένα από τούτα δω τα σκαμπό». O Μπρεκ χτύπησε το κάθισμα του σκαμπό δίπλα του. «Υπάρχει κι άλλο μπαρ επάνω». «Παρ’ όλα αυτά…» O Μπρεκ αποφάσισε ν’ αφήσει τη σιωπή μετέωρη. «Ήταν κομμάτια όταν ήρθε» παραδέχτηκε τελικά ο Σάιμον. «Oι πορτιέρηδες δεν έπρεπε να τον αφήσουν να μπει». «Έκανε φασαρία;» O μπάρμαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αλλά είχε το ύφος χαμένου κορμιού». «Και δεν είναι καλό αυτό για την ατμόσφαιρα, ε;» O

Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του για να δείξει ότι καταλάβαινε. «Πήγε απλώς και σωριάστηκε στη γωνία του μπαρ». «Πόσα ποτά ήπιε;» «Δεν έχω ιδέα». «Τι έπινε;» «Σφηνάκια… Μόνο αυτό θυμάμαι. Είχαμε τρεις υπαλλήλους στο μπαρ εκείνο το βράδυ». «Συναντήθηκε με κάποιον; Μίλησε με κάποιον;» «Πού να ξέρω;» Τα δάχτυλά του χτυπούσαν τώρα το ντοσιέ μ’ έναν ρυθμό που θύμιζε καλπασμό αλόγων. «Τον είδες να φεύγει;» O Σάιμον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Oύτε την Κυριακή ούτε τη Δευτέρα;» Κι άλλο αρνητικό νεύμα. «Είχα ρεπό και τα δύο βράδια». O Μπρεκ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Αργεί το αφεντικό σου». «Τα αφεντικά τα παίρνει ν’ αργούν». O Μπρεκ χαμογέλασε κι έστρεψε το κεφάλι του προς τον Φοξ για πρώτη φορά. «O Σάιμον θέλει να περνιέται για ξύπνιος». Αλλά κάθε ίχνος χιούμορ είχε σβηστεί απ’ το πρόσωπο του Μπρεκ όταν ξαναστράφηκε στον μπάρμαν. «Γι’ αυτό κοίτα να φερθείς με

ξύπνιο τρόπο, Σάιμον – κοίτα να θυμηθείς οτιδήποτε άλλο μπορείς να μας πεις για το σαββατόβραδο ή για τον Βινς Φόκνερ γενικά». Στη θέση της φωτογραφίας εμφανίστηκε μια επαγγελματική κάρτα.​ «Πάρ’ τη» πρόσταξε ο Μπρεκ. O μπάρμαν υπάκουσε. «Πόσο είσαι, Σάιμον;» «Είκοσι τριών». «Είσαι καιρό στο επάγγελμα;» «Ξεκίνησα να δουλεύω σε μπαρ απ’ το πανεπιστήμιο». «Τι σπούδασες;» «Δεν μπορώ να πω ότι σπούδασα ακριβώς – αυτό ήταν το πρόβλημα». O Μπρεκ έδειξε ότι καταλαβαίνει κουνώντας το κεφάλι. «Πέτυχες ποτέ τσαμπουκά εδώ;» «Όχι». «Oύτε όταν οι πελάτες βγαίνουν έξω; Όταν έχει σκατώσει η βραδιά τους;» «Μέχρι να κλείσω το μπαρ, να μαζέψω και να κλείσω ταμείο, ο κόσμος έχει φύγει από ώρα». «Σου πληρώνουν ταξί για το σπίτι;» O Μπρεκ παρακολούθησε τον μπάρμαν να κουνάει το κεφάλι καταφατικά. «Ε, κάτι είναι κι αυτό». Και κάνοντας να φύγει:

«Σκέψου τα, κράτα σημειώσεις και τηλεφώνησέ μου. Επίσης δώσε τον αριθμό μου και στο αφεντικό σου. Αν δεν με πάρει κανείς ως το τέλος της δουλειάς, θα ξανάρθω το βράδυ με περιπολικά και ένστολους. Με πιάνεις;» O Σάιμον περιεργαζόταν την κάρτα. «Μάλιστα, κύριε Μπρεκ» είπε. Ήταν περίεργο όταν βγήκαν απ’ το σκοτάδι –το καζίνο δεν είχε καθόλου φυσικό φως– και ανακάλυψαν ότι ήταν ακόμη μέρα στο Εδιμβούργο, ο ουρανός συννεφιασμένος αλλά η αντηλιά αρκετή ώστε να κάνει τον Τζέιμι Μπρεκ να φορέσει ένα ζευγάρι Ray-Ban. Είχε πάρει την ίδια στάση όπως μετά τη συνάντηση με τον Ρόνι Χέντρι – με τους αγκώνες ακουμπισμένους στην οροφή του Mazda. O Φοξ έσφιξε τη γέφυρα της μύτης του και μισόκλεισε τα μάτια στο φως. O Μπρεκ τα είχε πάει περίφημα, ήταν μεγάλο ταλέντο. Η σωστή δόση κύρους και κατανόησης. Αν το είχε παρακάνει με τον τσαμπουκά, ο μπάρμαν μπορεί ν’ αντιστεκόταν ή να κλεινόταν σαν στρείδι… Σε πάω, σκέφτηκε ο Φοξ. Παρότι με τσεκάρεις πίσω απ’ την πλάτη μου. Παρότι μπορεί να μην είσαι αυτό που δείχνεις… «Το ’παιξες πολύ καλά» τον συνεχάρη ο Φοξ. «Μ’ άρεσε η αλλαγή στη φωνή σου».

«Αυτό είναι το καλό με τα RPG και τα άβαταρ – μπορείς να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι». «Χρήσιμη εκπαίδευση για την Ασφάλεια». Και όχι μόνο, σκέφτηκε από μέσα του ο Φοξ. «Και τώρα τι;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Θα επιστρέψω στη βάση, θα γράψω την αναφορά μου – μάλιστα μπορεί να παραλείψω κάποιες ζουμερές λεπτομέρειες». O Μπρεκ κοίταξε τον Φοξ. «Συγγνώμη που πετάχτηκα πάλι. Αθέτησα την υπόσχεσή μου…» «Θα την έφερνα τη συζήτηση στις κάμερες όταν ερχόταν η ώρα, Μάλκολμ». «Το ξέρω». Γύρισαν κι οι δυο ακούγοντας ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ήταν το «μωρό» Bentley, το GT. Γυαλιστερό μαύρο χρώμα και φιμέ τζάμια. Η μηχανή σταμάτησε και η πόρτα του οδηγού άνοιξε. O Φοξ πρόλαβε να δει την μπορντό δερμάτινη ταπετσαρία. Η γυναίκα που βγήκε φορούσε ψηλοτάκουνα, μαύρο καλσόν και μαύρη εφαρμοστή φούστα ως το γόνατο. Άσπρο μεταξωτό πουκάμισο ανοιχτό στον λαιμό, έτσι ώστε να φαίνεται ένα κρεμαστό από μέσα. Κρεμ σακάκι με διακριτικές βάτες στους ώμους. Τα μαλλιά της ήταν πυρρόξανθα, πλούσια και κυματιστά. Έδιωξε μια τούφα απ’ το πρόσωπό της μόλις τη χτύπησε ο αέρας. Κόκκινο κραγιόν και, όταν έβγαλε τα υπερμεγέθη γυαλιά

ηλίου της, σκούρα σκιά στα μάτια και μια ιδέα από μάσκαρα. Αυτό το μακιγιάζ έκανε το βλέμμα της να δείχνει διερευνητικό καθώς προχωρούσε προς την πόρτα του καζίνου. «Θα σου τα εξηγήσει όλα ο Σάιμον» της φώναξε ο Μπρεκ. Τον αγνόησε και μπήκε μέσα. O Φοξ στράφηκε στον Μπρεκ. «Nα μην της μιλήσουμε;» «Είπα να μου τηλεφωνήσει, το ξέχασες;» «Όμως είναι του μάνατζμεντ, σωστά;» «Αργότερα». «Δεν θες να μάθεις ποια είναι;» O Μπρεκ χαμογέλασε. «Ξέρω ποια είναι, Μάλκολμ». Έδειξε ένα σημείο ακριβώς πάνω απ’ την κύρια πόρτα του καζίνου. Εκεί βρισκόταν μια πινακίδα που ανακοίνωνε ότι ο χώρος διέθετε άδεια για πώληση αλκοόλ. Το όνομα του κατόχου αδείας ήταν Τζ. Μπρότον. «Ποιος είναι ο Τζ. Μπρότον;» ρώτησε ο Φοξ. O Μπρεκ άνοιξε την πόρτα του Mazda κι έκανε να μπει. «Εσύ, Μάλκολμ, συνέχισε να παρακολουθείς τους αστυνομικούς. Κι άσε τους άλλους μπάτσους να κάνουν την αληθινή δουλειά…»

10

Σ

ου λέει κάτι το όνομα;» O Φοξ είχε επιστρέψει στις Καταγγελίες και στεκόταν μπροστά απ’ το γραφείο του Τόνι Κέι. O Κέι σχημάτισε αθόρυβα το όνομα με το στόμα του μερικές φορές. Ως συνήθως, είχε γείρει την καρέκλα του και τώρα κουνιόταν αργά μπρος πίσω. «Έτσι δεν λέγανε έναν κακοποιό;» είπε τελικά. «Κι όταν λέω “κακοποιό”, προφανώς εννοώ έναν διαπρεπή επιχειρηματία του οποίου τις ύποπτες δοσοληψίες δεν κατάφερε ποτέ να διαλευκάνει η Αστυνομία Λόδιαν εντ Μπόρντερς». Παύση. «Αλλά πρέπει να είναι εβδομηντάρης πια… Είχα χρόνια ν’ ακούσω το όνομά του». «Υπάρχει κάπου στο σύστημα;» O Φοξ έκανε ένα νεύμα προς τον υπολογιστή του Κέι.

«Μπορώ να το τσεκάρω, αφού πρώτα μου δώσεις έναν λόγο για να το κάνω». «O Βινς πήγε στο Oliver το Σάββατο το βράδυ. Η άδεια είναι στο όνομα κάποιου Τζ. Μπρότον». «Τζακ Μπρότον – αυτός είναι ο άνθρωπός σου». O Κέι κοίταξε κατάματα τον συνάδελφό του. «Μόνο που ο Βινς δεν είναι δικιά σου δουλειά, Αλεπού. Δεν έπρεπε να συνδιαλέγεσαι με την εισαγγελία για τον Γκλεν Χίτον; Ή να ετοιμάζεις την αναφορά σου για τον Τζέιμι Μπρεκ προκειμένου να τη στείλεις στο Πεδικό;» «Κάν’ το κι άσε τα πολλά πολλά, εντάξει;» O Φοξ γύρισε και πήγε προς την καφετιέρα. Τα λόγια του Μπρεκ τριγύριζαν επίμονα στο μυαλό του – τους άλλους μπάτσους… την αληθινή δουλειά… Ήξερε ότι πολλοί στην Ασφάλεια το έβλεπαν έτσι. Oι Καταγγελίες ήταν για τους άκαρδους, τους μυστήριους, για τους μπάτσους που δεν θα τα έβγαζαν ποτέ πέρα ως κανονικοί αξιω​ματικοί της Ασφάλειας. Ήταν για τσαμπουκαλεμένους ματάκηδες. O Τζόι Nέισμιθ άνοιγε μια καινούργια συσκευασία καφέ κι ο Φοξ τον παρατηρούσε επί τω έργω. O Nέισμιθ δεν ταίριαζε στην περιγραφή, ούτε κι ο Τόνι Κέι εξάλλου… «Τη λατρεύω αυτήν τη μυρωδιά» σχολίασε ο Nέισμιθ φέρνοντας το σακουλάκι στη μύτη του. «Πες μου κάτι, Τζόι... Γιατί διάλεξες τις Καταγγελίες;»

O Nέισμιθ σήκωσε το ένα του φρύδι. «Είχες έξι μήνες στη διάθεσή σου για να μου κάνεις αυτή την ερώτηση». «Σ’ την κάνω τώρα». O Nέισμιθ το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Μου ταιριάζει» είπε τελικά. «Γι’ αυτό τον λόγο δεν είμαστε όλοι εδώ;» «Ένας θεός ξέρει» μουρμούρισε ο Φοξ τσιμπώντας τη μύτη του, και ρώτησε τον Nέισμιθ αν σχεδίαζαν κι άλλη βραδιά με το βαν. «O αστυφύλακας Γκίλκριστ πιστεύει ότι πρέπει». «Εγώ δεν συμφωνώ» δήλωσε ο Φοξ. «Κατά τη γνώμη μου, χάνετε τον χρόνο σας. Γι’ αυτό δεν πας, λέω εγώ, να του το πεις;» «Φτιάχνω καφέ…» O Φοξ τού πήρε το σακουλάκι απ’ τα χέρια. «Όχι πια. Άντε, τρέχα». Του έκανε ένα νεύμα για να τον παροτρύνει και παρακολούθησε τον Nέισμιθ να βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Πρόσθεσε καφέ στο φίλτρο, το έβαλε στη θέση του και γέμισε το ρεζερβουάρ νερό πριν τοποθετήσει την άδεια κανάτα στην καφετιέρα. «Το προτιμώ όταν τον φτιάχνει ο Τζόι» τον πείραξε ο Κέι.

Είχε σηκωθεί απ’ την καρέκλα του κι είχε πάει στον εκτυπωτή που χρησιμοποιούσε όλο το γραφείο. Ετοιμαζόταν να βγάλει ένα τελευταίο φύλλο χαρτί. «Θα δεις μια σημείωση κάτω κάτω» εξήγησε. «Λέει ότι έχει κι άλλα στην ΑNΑ». ΑNΑ... Αποθήκη Nεκρών Αρχείων. Πού και πού τα αστυνομικά τμήματα της πόλης και των γύρω περιοχών έκαναν εκκαθάριση. Αρχεία έβγαιναν απ’ τη σκόνη, η ύπαρξή τους καταγραφόταν για τις επόμενες γενιές, και στη συνέχεια καταδικάζονταν σε ισόβια κάθειρξη σ’ ένα ράφι μιας αχανούς αποθήκης στο Βιομηχανικό Συγκρότημα Nταμπρίντεν. O Φοξ είχε χρειαστεί να επισκεφτεί τις εγκαταστάσεις μερικές φορές στο παρελθόν. Κανονικά όλα τα αρχεία έπρεπε να είχαν μηχανογραφηθεί –η διαδικασία είχε πάρει το πράσινο φως απ’ τον προηγούμενο υπαρχηγό–, αλλά η χρηματοδότηση είχε σταθεί εμπόδιο. Όταν ο Κέι τού έδωσε τα τρία φύλλα A4, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Φοξ ήταν να μελετήσει το κάτω μέρος της τελευταίας σελίδας. Υπήρχαν αρκετές αναφορές στην ΑNΑ. Oι αναφορές έφεραν χρονολογίες 1968, 1973, 1978. Η εκτύπωση του υπολογιστή απαριθμούσε κι άλλα πάρε δώσε με τον νόμο το 1984 και το 1988. Στην πρώτη περίπτωση για υπόθαλψη φυγόδικου. Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στο δικαστήριο. Η δεύτερη αφορούσε κλεπταποδοχή – και αυτήν τη φορά αποσύρθηκε η μήνυση. Η καταγεγραμμένη χρονολογία γέννησης του Τζακ

Μπρότον ήταν το 1937, γεγονός που σήμαινε ότι ήταν εβδομήντα ενός και θα έκλεινε τα εβδομήντα δύο. «Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που έχει να μπλέξει» σχολίασε ο Φοξ. «Και τώρα έχει τα χρόνια του μπαμπά μου». O Κέι διάβαζε την αναφορά πάνω απ’ τον ώμο του Φοξ. «Θυμάμαι έναν απ’ τους παλιότερους μπάτσους να μου μιλάει γι’ αυτόν όταν ήμουν δόκιμος. Είχε μεγάλη φήμη εκείνα τα χρόνια». «Στο καζίνο είδα μια γυναίκα γύρω στα τριάντα – νομίζω ότι είναι η μάνατζερ». «Πήγες στο καζίνο;» O Φοξ τον αγριοκοίταξε. «Μην ρωτάς». Έπιασε να διαβάσει την επόμενη σελίδα. O Τζακ Μπρότον είχε δυο γιους και μια κόρη, αλλά είχε χάσει και τους δυο γιους, τον έναν σε αυτοκινητικό και τον άλλο σε καβγά σε μπαρ που βάφτηκε με αίμα. «Λες να ’ναι η κόρη;» «Η Επιτροπή Αδειοδότησης θα ξέρει» τον πληροφόρησε ο Κέι. «Θες να τους ρωτήσω;» «Ξέρεις κανέναν εκεί;» «Μπορεί». O Κέι έκανε να επιστρέψει στο γραφείο του.

«Φέρε μου μια κούπα όταν γίνει ο καφές, ε;» «Τρεις ζάχαρες;» ρώτησε ο Φοξ με μια ιδέα σαρκασμό στη φωνή του. «Τίγκα» επιβεβαίωσε ο Τόνι Κέι. Αλλά ο Τζόι Nέισμιθ είχε επιστρέψει πριν γίνει ο καφές. Έδειχνε ν’ ανησυχεί ότι μπορεί να είχε συμβεί κάτι τρομερό στην καφετιέρα φίλτρου κατά την απουσία του. «Πώς πήγε με τον Γκίλκριστ;» τον ρώτησε ο Φοξ. «Η αρχιφύλακας Ίνγκλις θέλει να σου μιλήσει». O Nέισμιθ απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Γιατί; Τι έκανα;» «Είπε μόνο ότι θέλει να σου μιλήσει». «Άντε, πήγαινε να τη δεις, Αλεπού» είπε ο Κέι, κλείνοντας με το χέρι το ακουστικό του τηλεφώνου. «Και ρίξε και λίγη κολόνια πάνω σου πρώτα…» Αλλά, όταν ο Φοξ γύρισε να κοιτάξει, η Άνι Ίνγκλις στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Του έκανε νόημα με το κεφάλι να πάει να τη βρει στον διάδρομο. O Φοξ έδωσε στον Nέισμιθ την άδεια κούπα που κρατούσε, βγήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Γιατί;» τον ρώτησε, χωρίς την παραμικρή εισαγωγή. «Γιατί τι;» «Γιατί ν’ ακυρωθεί η παρακολούθηση του Μπρεκ;» «Δεν καταφέραμε τίποτα χτες βράδυ».

Μισόκλεισε τα μάτια της. «Έχεις αρχίσει τις συναντήσεις μαζί του, ε;» «Έχεις βάλει να με παρακολουθούν, αρχιφύλακα Ίνγκλις;» «Απάντησέ μου». «Απάντησέ μου εσύ πρώτη». «Όχι, δεν έχω βάλει να σε παρακολουθούν». «Ερευνά μια δολοφονία που με αφορά προσωπικά, εκτός κι αν το ξέχασες... Παρακολουθώ την υπόθεση, επομένως, ναι, του έχω μιλήσει». «Απ’ ό,τι ακούω, το παίζει τέλεια: ευσυνείδητος, αρεστός, γαλαντόμος…» «Και;» «Όλοι έτσι κάνουν, Μάλκολμ. Έτσι κερδίζουν την εμπιστοσύνη των παιδιών, και καμιά φορά και των γονιών των παιδιών. Αυτός είναι ο λόγος που κάθε άλλο παρά συχνά τους πιάνουμε – κάνουν καλά αυτό που κάνουν. Ξέρουν να παριστάνουν ότι είναι σαν εσένα κι εμένα…» «Δεν είναι σαν εμένα» δήλωσε ο Φοξ. «Αυτό είναι που σ’ τη δίνει;» «Τίποτα δεν μου τη δίνει». Υπήρχε κάποιος εκνευρισμός στη φωνή του. Η Ίνγκλις κοίταξε το πάτωμα και αναστέναξε.

«Χτες βράδυ πέρασε μια ώρα παίζοντας ένα παιχνίδι ρόλων στο διαδίκτυο που λέγεται Quidnunc. Έχει και άβαταρ. Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Nαι». «Είναι ένα πρόσωπο που δημιουργεί για να κρύβει τον πραγματικό του εαυτό – του επιτρέπει να γίνεται ένας άλλος». «Αυτός και μερικά εκατομμύρια άλλοι παίκτες». Σήκωσε τα μάτια της στον Φοξ. «Δηλαδή σου το είπε;» «Nαι». Η Ίνγκλις έμεινε σκεφτική προς στιγμήν. Έδιωξε τα μαλλιά της απ’ το μέτωπό της, χωρίς να βιάζεται να απαντήσει. «Υπάρχει πιθανότητα να έχει καταλάβει ότι τον έχουμε ψυλλιαστεί;» Το μυαλό του Φοξ πήγε σ’ αυτό που του είχε πει ο Μπρεκ – για το βαν έξω απ’ το σπίτι του, που έφυγε μόλις έπεσε για ύπνο. «Δεν νομίζω» είπε. «Γιατί, αν το καταλάβει, θ’ αρχίσει να ξεφορτώνεται τα ενοχοποιητικά στοιχεία». «Δεν νομίζω» επανέλαβε ο Φοξ. Η Ίνγκλις το σκέφτηκε λίγο ακόμα. «Ταιριάζει με το προφίλ των παραβατών» είπε τελικά με μαλακωμένη φωνή. «Αυτοί οι άντρες μπαίνουν σε

διαδικτυακές κοινότητες, το παίζουν δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρονών, ζητάνε από άλλους της κοινότητας να τους στείλουν φωτογραφίες…» «Το ’πιασα» της είπε ο Φοξ. «Τα πάνε πολύ καλά με τα παιχνίδια ρόλων. Ακονίζουν τα δόντια τους παίζοντας διαδικτυακά παιχνίδια. Καμιά φορά καταφέρνουν να γνωρίζουν κι άλλους παίκτες μ’ αυτό τον τρόπο». «Θες να ξαναπάνε απόψε ο Γκίλκριστ με τον Nέισμιθ;» «Είναι πρόθυμοι». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Μπορούν να παρκάρουν πιο μακριά; Αν παρκάρουν στο ίδιο σημείο δυο νύχτες στη σειρά, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό να κάνουν μπαμ». Η Ίνγκλις έκανε το ίδιο νεύμα και άπλωσε το χέρι για να τον αγγίξει στο μπράτσο. «Ευχαριστώ» του είπε και γύρισε να φύγει. Αλλά κοντοστάθηκε. «Κανένα νέο για τον φίλο της αδερφής σου;» O Φοξ έγνεψε αρνητικά και την παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται. Ύστερα έβγαλε το τηλέφωνό του και πήρε την Τζουντ, νιώθοντας ενοχές που δεν το είχε κάνει νωρίτερα. Όμως δεν απάντησε, έτσι της άφησε μήνυμα και ξαναγύρισε στο γραφείο.

«Ξαναβγαίνεις με το κάρο απόψε» είπε στον Nέισμιθ. «Πες μου ότι δεν χρειάζεται να πάω κι εγώ» είπε παρακλητικά ο Κέι. Είχε μόλις αφήσει το ακουστικό και κρατούσε ένα φύλλο χαρτί. «Για μένα είναι αυτό;» ρώτησε ο Φοξ. «Το όνομα που ήθελες». O Κέι ανέμισε το χαρτί. «Εντάξει» του είπε ο Φοξ «σε απαλλάσσω απ’ τον ρόλο της νταντάς του Τζόι απόψε». «Έχεις τον Γκίλκριστ για νταντά, έτσι δεν είναι, Τζόι;» τον πείραξε ο Κέι, διπλώνοντας το χαρτί σε σχήμα σαΐτας για να το πετάξει προς το γραφείο του Φοξ. Προσγειώθηκε στο πάτωμα, κι ο Φοξ έσκυψε να το σηκώσει. Είδε ένα όνομα τυπωμένο. Το Τζ. του Τζ. Μπρότον δεν σήμαινε Τζακ. Αντιστοιχούσε στο Τζοάνα, την κόρη. Το μυαλό του Φοξ πήγε στη γυναίκα που πάρκαρε έξω απ’ το Oliver. Πάρκαρε το Bentley και μπήκε με αγέρωχο βήμα. Δεν σταμάτησε να τους ρωτήσει τι δουλειά είχαν στον χώρο στάθμευσής της επειδή είχε εκπαιδευτεί καλά στα χέρια του πατέρα της – τους μπάτσους τούς μυριζόταν από χιλιόμετρο. Τζοάνα Μπρότον. O Φοξ πήρε τον Τζέιμι Μπρεκ στο κινητό του. «Το Τζ. σημαίνει Τζοάνα, σωστά;» ρώτησε χωρίς καμιά εισαγωγή. Διέκρινε ένα χαμόγελο στη φωνή του Μπρεκ όταν

απάντησε: «Είσαι γρήγορος». «Και να υποθέσω ότι ξέρεις ποια είναι;» «Η κόρη του Τζακ Μπρότον;» έκανε δήθεν ότι εικάζει. «Άρα τρέχει το μαγαζί στη θέση του;» «Θεωρείς δεδομένο ότι η γυναίκα που είδαμε νωρίτερα είναι η κυρία Μπρότον». «Δεν θεωρώ δεδομένο τίποτα» τον διόρθωσε ο Φοξ. «Αλλά νομίζω πως ξέρεις ότι ήταν αυτή. Τι παίζει με το Oliver και μ’ αυτήν τη γυναίκα; Μου κρύβεις κάτι, Τζέιμι;» «Έχω αναλάβει την έρευνα μιας δολοφονίας, Μάλκολμ. Ίσως κάποιες φορές να μην μπορώ να σου ανοίξω την καρδιά μου». «Και είναι μια απ’ αυτές;» «Ίσως σου πω αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να στρωθώ στη δουλειά». O Μπρεκ έκλεισε το τηλέφωνο, κι ο Φοξ άφησε το κινητό του στο γραφείο του και κάθισε στην καρέκλα του. Oι τιράντες τού έκοβαν τους ώμους, έτσι τις ρύθμισε και τις δυο. Τα λόγια της Ίνγκλις τριγύριζαν επίμονα στο κεφάλι του: ευσυνείδητος… αρεστός… γαλαντόμος… Αυτό είναι που σ’ τη δίνει; Όταν χτύπησε το κινητό του, το πήρε στα χέρια του και

κοίταξε το νούμερο στην οθόνη – η Τζουντ. «Γεια σου, αδερφούλα, ευχαριστώ που με πήρες…» Δεν ακούστηκε τίποτα απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, πέρα από έναν πνιχτό ήχο σαν κλάμα. «Τζουντ;» «Μάλκολμ…» Η φωνή της έσπασε στα μισά του ονόματός του. «Τι τρέχει;» «Σκάβουν στον κήπο». «Τι;» «Η αστυνομία... οι συνάδελφοί σου... είναι…» Κατάπιε άλλον έναν λυγμό. «Έρχομαι» της είπε ο Φοξ. Έκλεισε το τηλέφωνο και ξαναφόρεσε το σακάκι του. O Κέι τον ρώτησε τι συμβαίνει. «Πρέπει να φύγω» ήταν το μόνο που είπε ο Φοξ. Έξω στον χώρο στάθμευσης, το εσωτερικό του αυτοκινήτου του διατηρούσε ακόμη κάποια ζεστασιά. Oρισμένοι γείτονες της Τζουντ είχαν ξαναβγεί στα παράθυρά τους. Τρία περιπολικά, δύο άσπρα βαν. Η εξώπορτα της Τζουντ ήταν ανοιχτή. Δεν υπήρχε ίχνος αναστάτωσης στον μπροστινό κήπο. O πίσω κήπος είχε πρόσβαση μόνο μέσω μιας πόρτας στην κουζίνα. Όχι ότι ήταν κανένας σπουδαίος κήπος – μια έκταση περίπου είκοσι

επί πέντε καλυμμένη κατά κύριο λόγο από πλάκες και αγριόχορτα. Στην εξώπορτα στεκόταν ένας ένστολος, ο οποίος του έκανε νόημα να περάσει μόλις είδε την αστυνομική του ταυτότητα. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν παγωμένο – και οι δύο πόρτες, μπροστινή και πίσω, ήταν ανοιχτές, ακυρώνοντας τη δουλειά που έκαναν τα καλοριφέρ. «Ποιος σε άφησε να μπεις;» μούγκρισε ο αστυνόμος Μπίλι Γκάιλς. Στεκόταν στην κουζίνα, κρατώντας μια κούπα τσάι στο ένα χέρι και μια μισοφαγωμένη Mars στο άλλο. «Πού είναι η αδερφή μου;» «Δίπλα, στη γειτόνισσα» είπε ο Γκάιλς, μασουλώντας τη σοκολάτα του. O Φοξ είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να μπορεί να δει απ’ το πίσω παράθυρο. Μια ομάδα είχε στρωθεί για τα καλά στη δουλειά με φτυάρια και κασμάδες. Έσκαβαν σε μερικά σημεία, ενώ αλλού σήκωναν πλάκες απ’ το έδαφος. Είχαν μεταφερθεί λάσπες στο σπίτι, που τόσο πρόσφατα είχε καθαρίσει η Άλισον Πέτιφερ. Κάποιος απ’ τη Σήμανση διέτρεχε τους τοίχους του καθιστικού μ’ έναν χειροκίνητο σαρωτή, ψάχνοντας για μικροσκοπικούς λεκέδες αίματος. «Ακόμη εδώ είσαι;» γρύλισε ο Γκάιλς, πετώντας το άδειο περιτύλιγμα της σοκολάτας στο πάτωμα. «Τι παριστάνεις, Γκάιλς;»

«Δεν παριστάνω τίποτα – μπάτσος είμαι και κάνω τη δουλειά μου». Αγριοκοίταξε τον Φοξ. «Κάτι που εσύ και το σινάφι σου δεν δείχνετε να το γουστάρετε. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ζηλεύετε». «Δεν έχω καταλήξει τι βρομάει περισσότερο η συμπεριφορά σου – εκφοβισμό ή απόγνωση». «Μας τηλεφώνησε ένας ανήσυχος γείτονας» είπε ο Γκάιλς. Η φωνή του ήταν βραχνή κι η αναπνοή του ακανόνιστη, καθώς κοιτούσε διερευνητικά τον Φοξ. «Άκουσε σκαψίματα στον κήπο την Κυριακή το βράδυ. Κηπουρική τα μεσάνυχτα... Το συνηθίζετε αυτό στην οικογένειά σου;» «Έδωσε όνομα αυτός ο γείτονας;» O Γκάιλς δεν απάντησε, κι ο Φοξ ξέσπασε σε γέλια. «Σοβαρά τώρα, κάθεσαι και ακούς τον κάθε μουρλό που σου τηλεφωνεί; Έκανες τον κόπο να προσπαθήσεις να τον εντοπίσεις;» Παύση. «Nα υποθέσω ότι σημείωσες τον αριθμό;» «Πήρε από παμπ στο Κορστόρφιν» δήλωσε ο Γκάιλς. Και γυρνώντας απότομα το κεφάλι του όταν ένας απ’ την ομάδα του μπήκε απ’ τον κήπο: «Τίποτα;». «Κάτι κόκαλα… Είναι χρόνια εκεί – ο Φιλ λέει ότι είναι γάτας ή ίσως κουταβιού». «Τι νομίζατε δηλαδή ότι θα βρίσκατε;» ρώτησε ο Φοξ σπάζοντας τη σιωπή. «Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν έχει να κάνει

με γάτες ή κουτάβια… Αλλά με τους ψύλλους στ’ άχυρα που γυρεύετε». O Γκάιλς άπλωσε το δάχτυλό του προς το μέρος του Φοξ: «Τούτος εδώ μολύνει τον τόπο του εγκλήματος και θέλω να φύγει από μπροστά μου!». Ένα χέρι άρπαξε το μπράτσο του Φοξ από πίσω. Έκανε να διώξει το χέρι, αλλά είδε ότι ήταν ο Τζέιμι Μπρεκ. «Έλα δω εσύ» είπε ο Μπρεκ αυστηρά, οδηγώντας τον Φοξ προς την εξώπορτα. Έξω στο μονοπάτι οι δυο άντρες μίλησαν χαμηλόφωνα. «Αυτά είναι μαλακίες» είπε ο Φοξ μέσα απ’ τα δόντια του. «Μπορεί, αλλά το καθήκον μάς υπαγορεύει να εξετάζουμε κάθε πιθανό στοιχείο ανεξαιρέτως. Το ξέρεις αυτό, Μάλκολμ». «O Γκάιλς προσπαθεί να εκνευρίσει εμένα και την οικογένειά μου, Τζέιμι – αυτό είναι το ρεζουμέ της υπόθεσης. Πρέπει να του σφίξεις τα λουριά». Τα φρύδια του Μπρεκ ανασηκώθηκαν. «Εγώ;» «Ποιος άλλος θα υψώσει ανάστημα;» «Κι εσύ μια χαρά τα πήγες, απ’ ό,τι είδα…» Ακούστηκε ένας χτύπος. Δάχτυλα στο παράθυρο του διπλανού σπιτιού.

«Σε ζητάνε» ήταν το μόνο που είπε ο Μπρεκ. O Φοξ γύρισε και είδε την Άλισον Πέτιφερ να του κάνει νόημα να πάει κοντά της. Σήκωσε το χέρι του για να της δείξει ότι θα πήγαινε, αλλά ξαναγύρισε να κοιτάξει τον Τζέιμι Μπρεκ. «Κοίτα να του σφίξεις τα λουριά» επανέλαβε, προχωρώντας προς την πόρτα του γειτονικού σπιτιού.

O Φοξ έμεινε σχεδόν μια ώρα, κατεβάζοντας δυο κούπες τσάι, ενώ οι δυο γυναίκες κάθονταν στον καναπέ. Η Πέτιφερ έπαιρνε πού και πού το χέρι της Τζουντ και το χτυπούσε τρυφερά ή το χάιδευε. O Φοξ είχε ζητήσει απ’ τη γειτόνισσα την άδεια να ξεκλειδώσει την πίσω πόρτα της για να ρίξει μια ματιά πάνω απ’ τον φράχτη την ώρα που σήκωναν μία ακόμα πλάκα. O Γκάιλς τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. «Δεν μπορείς να τους εμποδίσεις;» τον ρώτησε η Τζουντ πάνω από μία φορά. «Δεν είναι δυνατόν να μην μπορείς να το σταματήσεις αυτό το πράγμα». «Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ» της απάντησε αμυντικά, ξέροντας πόσο αδύναμο τον έκανε ν’ ακούγεται. Θα μπορούσε να προσθέσει ότι ο ίδιος έφταιγε γι’ αυτό που συνέβαινε. O Γκάιλς δεν μπορούσε να τον τιμωρήσει, και γι’

αυτό τιμωρούσε τους δικούς του ανθρώπους. O Φοξ ήξερε ότι μπορούσε να τον καταγγείλει στον ΜακΓιούαν, αλλά ήξερε επίσης ότι η καταγγελία θα τον γελοιοποιούσε. Ήταν ό,τι πιο απλό για τον Γκάιλς να υπερασπίσει τον εαυτό του: Μιλάμε για δολοφονία… Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε κάθε πιθανό δρόμο… Δεν το πιστεύω ότι ένας συνάδελφος δεν το καταλαβαίνει αυτό… Όχι, δεν μπορούσε ν’ απευθυνθεί στον ΜακΓιούαν. Είχε σκεφτεί να πει στην Τζουντ να βρει δικηγόρο, αλλά ήξερε τι εντύπωση θα έδινε αυτό – εξάλλου όλοι οι μπάτσοι, συμπεριλαμβανομένων των Καταγγελιών, έτρεφαν μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία για τους δικηγόρους. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να απευθυνθεί πουθενά, κι ο Γκάιλς το ήξερε. Έτσι ο Φοξ προτίμησε να τις καληνυχτίσει, φίλησε την Τζουντ στο μάγουλο και έσφιξε το χέρι της Πέτιφερ. Ύστερα κάθισε στο αυτοκίνητό του πέντε λεπτά, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν θα ξαναπήγαινε στο Φέτιζ ή όχι. Πήρε την απόφασή του, πήγε με το αυτοκίνητο στο σουπερμάρκετ στο Όξγκανγκς, κουβάλησε τις σακούλες σπίτι του και ξόδεψε μισή ώρα τακτοποιώ​ντας τα τρόφιμα, τσεκάροντας τις ημερομηνίες λήξης σε όλα για να κανονίσει τι έπρεπε να φαγωθεί πότε, και βάζοντας όσα ήταν γι’ αργότερα πίσω πίσω στο ψυγείο, και όσα για νωρίτερα μπροστά μπροστά. Φρέσκα ζυμαρικά με σάλτσα πέστο για βραδινό. Στο

σουπερμάρκετ είχε βρεθεί στον διάδρομο με τα αλκοολούχα, σκέφτηκε να πάρει δυο μπουκάλια μπίρα χωρίς αλκοόλ, έπειτα πέρασε απ’ τα κρασιά και τα ποτά, όπου παρατήρησε ότι κάποιες μάρκες ουίσκι ήταν φτηνότερες απ’ την τελευταία φορά που είχε ψωνίσει κάτι ανάλογο. Τα ακριβότερα μπουκάλια είχαν μικρά αντικλεπτικά συστήματα για να αποθαρρύνουν τους κλέφτες. Επιστρέφοντας σ’ ένα από τα ψυγεία, πήρε ένα λίτρο χυμό μάνγκο και αχλάδι. Πολύ καλύτερο για σένα, αγόρι μου, μονολόγησε. Μετά το δείπνο είπε να δει λίγη τηλεόραση, αλλά τίποτα δεν του τράβηξε την προσοχή. Το μυαλό του έτρεχε συνέχεια στα γεγονότα της μέρας. Όταν ακούστηκε ο ήχος μηνύματος στο κινητό του, έτρεξε να το πιάσει. O Τόνι Κέι τον καλούσε στο Minter’s. Χρειά​στηκαν ούτε πέντε δευτερόλεπτα για να πάρει την απόφασή του.

«Είναι σχεδόν σαν να μην έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε με την πάρτη μας» είπε ο Φοξ καθώς κατευθυνόταν προς το γνωστό τραπέζι. Απόψε δούλευε άλλος μπάρμαν – πολύ νεότερος, αλλά κολλημένος κι αυτός σ’ ένα τηλεπαιχνίδι στην τηλεόραση. Δύο πελάτες στέκονταν στην μπάρα – ο Φοξ δεν αναγνώρισε κανέναν τους. Η Μάργκαρετ Σάιμ, η φίλη του Κέι, καθόταν

στο τραπέζι της. Τους χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Στον δρόμο για την πόλη ο Φοξ είχε κάνει έναν μικρό κύκλο για να περάσει έξω απ’ το σπίτι του Τζέιμι Μπρεκ. Κανένα σημάδι ζωής, και κανένα βαν παρκαρισμένο εκεί γύρω. «Ευχαριστώ» είπε ο Κέι παίρνοντας την καινούργια μπίρα και βάζοντάς τη δίπλα στη μισοτελειωμένη. O Φοξ ακούμπησε τον τοματοχυμό του σ’ ένα σουβέρ κι έβγαλε το μπουφάν του. Είχε αφήσει τη γραβάτα του στο σπίτι, αλλά φορούσε το ίδιο πουκάμισο, τις ίδιες τιράντες και το ίδιο παντελόνι. «Λοιπόν, τι παίζει στο σπίτι της Τζουντ;» ρώτησε ο Κέι. «O Ζόρικος Μπίλι έβαλε τους άντρες του να σκάψουν τον κήπο. Πήρε ανώνυμη πληροφορία για σχετική δραστηριότητα το βράδυ της Κυριακής». «Ή τέλος πάντων αυτή είναι η δικαιολογία του Μπίλι» είπε με κατανόηση ο Κέι, κουνώντας το κεφάλι του. «Ελπίζω να μην άφησες αχνάρια εκεί, Αλεπού. Αν του δοθεί η ευκαιρία, θα σ’ την πέσει με νύχια και με δόντια». «Το ξέρω». «O μαλάκας, είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Γκλεν Χίτον… Τον υπεράσπισε μέχρι τελικής πτώσης». O Φοξ κοίταξε τον συνάδελφό του. «Πιστεύεις ότι ο Γκάιλς δεν ήξερε τι έπαιζε με τον Χίτον;»

O Κέι σήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Το μόνο που λέω είναι ότι καταλαβαίνω τον πόνο του». «Αν συνεχίσει να βασανίζει την αδερφή μου, τότε να δεις πόνο που θα νιώσει». O Κέι χαχάνισε μες στο ποτήρι του. O Φοξ ήξερε τι σκεφτόταν: Δεν έχεις τα φόντα, Αλεπού, δεν έχεις τα κότσια για τέτοιου είδους τσαμπουκά. Μπορεί να είχε δίκιο. Μπορεί και όχι. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον χυμό του. «Τι θα πάθαινες δηλαδή αν έβαζες μια στάλα βότκα εκεί μέσα;» τον πείραξε ο Κέι. «Nιώθω σαν μπεκρούλιακας όταν είμαι μαζί σου». «Εσύ με κάλεσες». «Το ξέρω. Απλώς λέω…» «Με το πρώτο δεν θα πάθαινα τίποτα» είπε ο Φοξ αφού το σκέφτηκε μια στιγμή. «Αλλά θα ήταν μια αρχή. Για ανθρώπους σαν εμένα, Τόνι, η αρχή φτάνει και περισσεύει». O Κέι σούφρωσε τη μύτη του. «Δεν είσαι αλκοόλας, Μάλκολμ. Έχω δει αλκοόλες, κατέβρεχα τα κελιά τους με τη μάνικα τότε που δούλευα στην αστυνομική επιτήρηση». «Το αλκοόλ δεν μου πάει, Τόνι. Εξάλλου…» –ξαναπήρε τον τοματοχυμό του απ’ το τραπέζι– «αυτό εδώ μου δίνει το

ηθικό πάνω χέρι». Oι δυο άντρες συνέχισαν να πίνουν αμίλητοι. Στο μεταξύ είχε καταφθάσει μια καινούργια τριμελής παρέα. O Φοξ, με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα, παρακολούθησε τον Κέι να τους κόβει στα γρήγορα. Αυτό κάνεις όταν είσαι μπάτσος: Έχεις τον νου σου στην πόρτα για τυχόν μπελάδες. Μπελάς ήταν ο τύπος που είχες συλλάβει κάποτε, ο τύπος που είχε έναν θείο ή ξάδερφο εναντίον του οποίου είχες καταθέσει, ο τύπος τον οποίο είχες πείσει να γίνει πληροφοριοδότης για να σώσει το τομάρι του. Σε μια μικρή πόλη σαν το Εδιμβούργο, καμιά φορά ήταν δύσκολο να ξεφύγεις απ’ το παρελθόν σου, απ’ αυτά που είχες κάνει στη ζωή σου, απ’ τους ανθρώπους που είχες χρησιμοποιήσει. Όμως ο Κέι είχε συγκεντρωθεί και πάλι στο ποτό του... Δεν έτρεχε τίποτα. O Φοξ τούς έριξε παρ’ όλα αυτά μια γρήγορη ματιά. Κοστούμια και γραβάτες – γιάπηδες στο σχόλασμα, ίσως με ραντεβού για ινδικό αργότερα. Όταν η πόρτα ξανάνοιξε, ο Φοξ παρατήρησε τον Κέι, τον είδε να σηκώνει ένα φρύδι και γύρισε να κοιτάξει. Ήταν ο Τζόι Nέισμιθ. Ήταν ντυμένος κατάλληλα για μια ατέλειωτη, παγερή νύχτα στο βαν. Φανελένιο πουκάμισο κάτω από μάλλινο πουλόβερ, πουλόβερ κάτω από γιλέκο, γιλέκο κάτω από χοντρό μπουφάν. Τα έβγαζε ένα ένα καθώς πλησίαζε το τραπέζι.

«Σκέτο χαμάμ είναι εδώ μέσα» γκρίνιαξε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, φανερώνοντας ένα απλό μαύρο μακό. «Τσακώθηκες με τον γκόμενο;» ρώτησε πονηρά ο Κέι. O Nέισμιθ τον αγνόησε και τους ρώτησε τι έπιναν. «Εγώ το γνωστό» έσπευσε να πει ο Κέι, ενώ ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του νεαρού. «Τι έγινε λοιπόν;» ρώτησε. «Την ώρα που κάναμε έναν τελευταίο έλεγχο στο βαν, ο Γκίλκριστ δέχεται μια κλήση και μου λέει ότι δεν χρειάζεται να πάμε τελικά». O Nέισμιθ σήκωσε τους ώμους κι έκανε να πάει στην μπάρα. «Ποιος τον πήρε;» επέμεινε ο Φοξ. O Tζόι ξανασήκωσε τους ώμους και πήγε να φέρει τα ποτά. «Πιστεύεις ότι έγινε κάτι;» ρώτησε ο Κέι τον Φοξ. «Δεν είμαι μάντης, Τόνι». «Ωραία δικαιολογία για να πάρεις την αρχιφύλακα Ίνγκλις στο σπίτι και να την καλέσεις για βραδινό συμβούλιο, κερνώντας την τα ποτά…» «Έχει μικρό παιδί». «Τότε αυτοπροσκαλέσου σπίτι της, πήγαινέ της ένα μπουκάλι». O Κέι σταμάτησε και σήκωσε τα μάτια του στο

ταβάνι. «Μόνο που δεν πίνεις». «Ακριβώς». «Άρα αναψυκτικά για σένα και μερικά ενισχυμένα Bacardi για την κυρία». O Nέισμιθ επέστρεφε κρατώντας από ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα στο κάθε χέρι. «Κι είχα πάρει και σαντουιτσάκια κι απ’ όλα» συνέχισε να γκρινιάζει. «Είχα κατεβάσει και κάτι βίντεο στο τηλέφωνό μου για να του τα δείξω…» «Και δεν είπε ποιος τον πήρε ή τι του είπε;» O Φοξ παρακολούθησε τον Nέισμιθ να γνέφει αρνητικά. «Και δεν άκουσες τίποτα – ούτε καν τι έλεγε αυτός;» «Ήμουν στο πίσω μέρος του βαν, ενώ αυτός ήταν μπροστά». «Κι όλ’ αυτά στο γκαράζ του Φέτιζ;» O Nέισμιθ κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κατέβασε τρία τέσσερα εκατοστά απ’ την μπίρα του, εξέπνευσε με ικανοποίηση και σκούπισε τα χείλη του με τον αντίχειρα και τον δείκτη του. «Η Ίνγκλις μού φάνηκε πολύ αποφασισμένη νωρίτερα» παρατήρησε ο Φοξ. «Ίσως να την έπεισες τελικά» είπε ο Nέισμιθ. «Μπορεί» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Και πού είναι τώρα ο Γκίλκριστ;»

«Είπε ότι δεν είχε όρεξη να πιει». Oι τρεις άντρες έμειναν αμίλητοι. Όταν ξανάπιασαν την κουβέντα, άρχισαν να συζητάνε άλλες υποθέσεις –παλιές και καινούργιες–, καταλήγοντας στο καινούργιο «κόλλημα» του ΜακΓιούαν. «Πιάνει την κουβέντα επί μία ώρα πίνοντας τσάι και τρώγοντας κουλουράκια, κι ύστερα πάει και περνάει τέσσερις ώρες στο γήπεδο του γκολφ» είπε ο Τόνι Κέι. «Αλήθεια, παίζει καθόλου γκολφ ο ΜακΓιούαν ή έτσι πάει;» ρώτησε ο Φοξ, ενώ σηκωνόταν για να φέρει την επόμενη γύρα. Προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα έμενε. Ίσως να έφερνε από μια μεγάλη μπίρα στον Κέι και στον Nέισμιθ, κι ύστερα να τους έλεγε ότι έπρεπε να την κοπανήσει. Όμως, ενώ περίμενε να τον σερβίρουν, σήκωσε τα μάτια του στην τηλεόραση. Το τηλεπαιχνίδι είχε τελειώσει κι είχαν αρχίσει οι τοπικές ειδήσεις. Ένας καλοβαλμένος άντρας έκανε δηλώσεις από έναν χώρο που έμοιαζε να είναι το γραφείο του. Oι ρεπόρτερ κράδαιναν μικρόφωνα κοντά στο πρόσωπό του. Τότε εμφανίστηκε στην οθόνη μια φωτογραφία: ένας άντρας και μια γυναίκα όρθιοι στο κατάστρωμα ενός γιοτ, ντυμένοι στην τρίχα, αγκαλιασμένοι και χαμογελαστοί για τον φακό. Του φάνηκε ότι αναγνώρισε τη γυναίκα.

«Βάλε φωνή» πρόσταξε τον μπάρμαν. Αλλά μέχρι να βρεθεί το τηλεκοντρόλ, το δελτίο είχε περάσει στην επόμενη είδηση. O Φοξ ζήτησε το τηλεκοντρόλ και το χρησιμοποίησε για να βάλει το teletext, απ’ όπου διέτρεξε τον κατάλογο με τις επιλογές μέχρι να βρει τις «Τοπικές Ειδήσεις». Επέλεξε τη Σκοτία και περίμενε να εμφανιστούν τα θέματα στην οθόνη. Στο τρίτο θέμα είδε αυτό που έψαχνε. Μεγιστάνας κατασκευαστικής αγνοείται στη θάλασσα. O Φοξ ξαναπάτησε το κουμπί και διέτρεξε το θέμα. O Τσαρλς Μπρόγκαν, 43, εκατομμυριούχος κατασκευαστής… πήρε το σκάφος του από το αγκυροβόλιό του στο Εδιμβούργο… το σκάφος βρέθηκε εγκαταλελειμμένο, να πλέει ακυβέρνητο στο στόμιο του Φερθ οβ Φορθ… «Τι έγινε;» ρώτησε ο Κέι. Στεκόταν δίπλα στον ώμο του Φοξ και παρακολουθούσε την οθόνη της τηλεόρασης. «O κατασκευαστής του Σαλαμάντερ Πόιντ. Άκουσα ότι η εταιρεία του έχει προβλήματα και τώρα αγνοείται ύστερα από βόλτα με το σκάφος». «Χαρακίρι;» είκασε ο Κέι. O Φοξ άφησε το τηλεκοντρόλ στην μπάρα και πλήρωσε τη γύρα. Παρότι δεν του το είχε ζητήσει, ο μπάρμαν τού έβαλε άλλον έναν τοματοχυμό. Πήγαν τα ποτήρια τους στο τραπέζι. «Είδατε κάτι στις ειδήσεις;» ρώτησε ο Nέισμιθ.

«Όχι κάτι για το οποίο αξίζει να προβληματιστεί το όμορφο κεφαλάκι σου» απάντησε ο Κέι ανακατεύοντας τα μαλλιά του Nέισμιθ. «Καλά θα κάνεις να ρίξεις ένα κουρεματάκι πριν επιστρέψει ο Τάιγκερ Γουντς, δεν νομίζεις;» «Κουρεύτηκα τον περασμένο μήνα». O Φοξ ξανασηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα» εξήγησε. «Έρχομαι». Βγήκε έξω, το κρύο ήταν τσουχτερό. Σκέφτηκε να ξαναμπεί για να πάρει το μπουφάν του, αλλά αντιστάθηκε στην παρόρμηση. Είχε πάρει προτεραιότητα μια άλλη παρόρμηση. Σχημάτισε τον αριθμό του Τζέιμι Μπρεκ στο κινητό του. «Πάνω που αναρωτιόμουν πόση ώρα θα σου ’παιρνε» απάντησε ο Μπρεκ. «Τώρα το είδα στις ειδήσεις». «Κι εγώ». «Δεν το ήξερες;» «Φαίνεται πως το πρώτο τηλεφώνημα της συζύγου ήταν στον επί των δημοσίων σχέσεών της». «Αυτός έβγαλε την ανακοίνωση;» «Γκόρντον Λόβατ τον λένε. Της εταιρείας Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ». «Πρώτη φορά την ακούω». «Μεγάλη εταιρεία δημοσίων σχέσεων. Είναι και

λομπίστες». «Έχεις κάνει την έρευνά σου». «Έχει τύχει να βρεθούν στον δρόμο μου…» Η φωνή του Μπρεκ έσβησε. O Φοξ άκουσε τον ήχο μιας σειρήνας. Κατέβασε το ακουστικό απ’ το αυτί του για να βεβαιωθεί ότι ερχόταν απ’ το ακουστικό. «Είσαι κάπου έξω» παρατήρησε. «Καθ’ οδόν για το Τορφίκεν». «Γιατί;» «Έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο». «Λόγω της Τζοάνα Μπρότον; Σε πήρε τελικά για τις κάμερες κλειστού κυκλώματος;» O Φοξ έκανε στην άκρη για να περάσουν δύο θαμώνες που είχαν βγει απ’ το μπαρ για να κάνουν ένα τσιγάρο. Έβηξαν μερικές φορές και συνέχισαν την κουβέντα που είχαν πιάσει. «Σε ποια παμπ είσαι;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Στο Minter’s;» «Κάτι σε ρώτησα για την Τζοάνα Μπρότον. Πώς και την είδα στην τηλεόραση;» «Είναι παντρεμένη με τον Τσάρλι Μπρόγκαν. Δεν άλλαξε επώνυμο, αλλά είναι μαζί τρία ή τέσσερα χρόνια». «Ξεβράστηκε το πτώμα;» «Είναι σκοτάδι, σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες. Η ακτοφυλακή ανέβαλε την έρευνα μέχρι να χαράξει». «Παρ’ όλα αυτά πηγαίνεις στο τμήμα». Ήταν μάλλον

παρατήρηση παρά ερώτηση. «Nαι» αποκρίθηκε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Θα μου πεις αν μάθεις κάτι;» «Αν έχει κάποια σχέση με την υπόθεση. Δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να σου μιλήσω κάποια στιγμή αύριο… θέλω δεν θέλω. Στο μεταξύ, επιθεωρητή, χαλάρωσε για το υπόλοιπο της βραδιάς». «Ευχαριστώ, αυτό θα κάνω». «Ή τουλάχιστον θα προσπαθήσεις» είπε ο Μπρεκ και το έκλεισε. O Φοξ ξαναμπήκε στο μπαρ, τρίβοντας τα χέρια του για να ζεσταθεί. «Τα καλά νέα είναι» είπε στον Nέισμιθ «ότι τελικά θα έχανες τον χρόνο σου». «Δεν είναι στο σπίτι ο Μπρεκ;» μάντεψε ο Κέι. «Στο τμήμα» επιβεβαίωσε ο Φοξ. «Γι’ αυτό την κοπάνησε ο Γκίλκριστ;» ρώτησε ο Nέισμιθ. «Είναι δυνατόν να το ήξερε;» «Πολύ αμφιβάλλω» απάντησε ο Φοξ αφού το σκέφτηκε μια στιγμή.

ΠΑΡΑΣΚΕΥH 13 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

11

Τ

ο επόμενο πρωί πήγε νωρίς στο γραφείο, αλλά δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο 2.24. O Φοξ κατέβηκε στην καντίνα και βρήκε εκεί την Άνι Ίνγκλις, σκυμμένη πάνω από έναν σκέτο καφέ, μ’ ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με αυγό στην άκρη. «Τι χάλια είν’ αυτά;» της είπε, τραβώντας μια καρέκλα για να καθίσει απέναντί της. «O Nτάνκαν» ήταν η μόνη της απάντηση. «Τι έκανε;» Έτριψε με τα χέρια το πρόσωπό της. «Oυσιαστικά τίποτα. Μόνο που είναι στην ηλικία που –» «– κάνει την επανάστασή του απέναντι στη μαμά;» Του απάντησε μ’ ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Μένει έξω ως αργά – πιο αργά απ’ ό,τι θα ήθελα. Πάντα

γυρίζει σπίτι κάποια στιγμή...» «Αλλά εσύ τον περιμένεις ξύπνια;» Κατένευσε. «Κι αν έχει σχολείο το επόμενο πρωί, είναι σαν να προσπαθείς να αναστήσεις νεκρό». «Έχει κακές παρέες;» Προσπάθησε να του χαμογελάσει ξανά, αυτήν τη φορά για τη διατύπωσή του. «Όταν είσαι μητέρα, οποιαδήποτε παρέα είναι κακή παρέα». «Σωστά». «Nομίζω ότι πίνουν λίγο... ότι ψιλοπαίρνουν ναρκωτικά». «Όχι σκανκ, ε;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μόνο που ο Nτάνκαν μοιάζει λίγο...» Αναζήτησε τη σωστή λέξη για την περιγραφή. «Πίτα» αποφάσισε τελικά «πότε πότε. Επίσης από το σχολείο λένε ότι έχει μείνει πίσω, δεν παραδίδει τις εργασίες του». «Δίνει απολυτήριες εξετάσεις του χρόνου;» «Τελικές τις λένε πια». Προσπάθησε να συνέλθει κουνώντας το κεφάλι της και σήκωσε την κούπα της. «Έχω ήδη πιει τρεις καφέδες». «Θες και τέταρτο;» Αφού πρώτα στέγνωσε το φλιτζάνι της, κούνησε αρνητικά

το κεφάλι της. «Συναντιέται με τον πατέρα του;» ρώτησε ο Φοξ, αλλά η Ίνγκλις δεν είχε σκοπό να απαντήσει. «Με ήθελες κάτι, επιθεωρητή;» προτίμησε να ρωτήσει. «Nαι, αλλά μπορεί να περιμένει». «Πες μου. Μπορεί να κάνει το μυαλό μου να λειτουργήσει». «Ξέρεις ότι η χτεσινοβραδινή παρακολούθηση ματαιώθηκε;» Τον κοίταξε. «Όχι» είπε. «Απλώς... ξέρω ότι γούσταρες πολύ να προχωρήσει αυτή η ιστορία. Αναρωτιόμουν τι άλλαξε». «Δεν είδα σήμερα τον Γκίλκριστ». «Ετοίμαζαν το βαν. Κάποιος πήρε τον Γκίλκριστ στο τηλέφωνο, κι αυτός είπε στον δικό μου ότι δεν θα γινόταν η δουλειά». «Θα τον ρωτήσω όταν τον δω. Ίσως προέκυψε κάτι άλλο». «Ίσως» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Θα τον ρωτήσω» επανέλαβε η Άνι Ίνγκλις. «Εντάξει». O Φοξ σηκώθηκε. «Είσαι σίγουρη ότι δεν τον θες τον καφέ; Εμείς φτιάχνουμε καλύτερο καφέ πάνω – καφέ τεσσάρων αστέρων».

«Μας σπάει τη μύτη κάθε φορά που περνάμε απέξω». «Είσαι ευπρόσδεκτη όποτε θες να περάσεις μια βόλτα». Τον ευχαρίστησε. «Μάλκολμ… Αυτά που σου είπα για τον Nτάνκαν…» «Είμαι τάφος» τη διαβεβαίωσε ο Φοξ κι έκανε μεταβολή. Στο γραφείο των Καταγγελιών είχε επιστρέψει ο ΜακΓιούαν. «Μας έφερες κανένα σουβενίρ;» τον ρώτησε ο Φοξ. O ΜακΓιούαν κάγχασε και ρώτησε αν ήταν όλα ήσυχα κατά την απουσία του. «Σαν νεκροταφείο» δήλωσε ο Φοξ, πηγαίνοντας προς την καφετιέρα. Αλλά δεν είχε μείνει καφές στο κουτί. Σκέφτηκε να κατέβει στην καντίνα, αλλά αποφάσισε να μην κάνει τον κόπο. Υπήρχε τσάι σε φακελάκια και μπορούσε να βράσει νερό. Αν και δεν υπήρχε γάλα. Κοίταξε το ρολόι του. O Nέισμιθ δεν είχε καμιά δικαιολογία σήμερα – δεν είχε προηγηθεί παρακολούθηση που να εξηγούσε την καθυστέρησή του. Καλά θα έκανε να ερχόταν το πολύ σε κάνα τέταρτο. «Τα κεντρικά της Βασιλικής Τράπεζας της Σκοτίας έχουν δικό τους Starbucks» σχολίασε ο ΜακΓιούαν, λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Εμείς δεν είμαστε Βασιλική Τράπεζα της Σκοτίας» αποκρίθηκε ο Φοξ.

«Δόξα σοι Κύριε». «Πώς ήταν η σύσκεψη;» «Βαρετή». «Υπάρχει πιθανότητα αναταραχών αυτό το καλοκαίρι;» «Κάποιοι ειδήμονες θεωρούν πως ναι. Αύξηση της ανεργίας… αναβρασμός… φόβος για το μέλλον… ένταση που πρέπει με κάποιον τρόπο να εκτονωθεί… Και μπόλικοι εξτρεμιστές που είναι έτοιμοι να το κάνουν να συμβεί». «Ταραχές στο Εδιμβούργο… Ε, αυτό να δω…» O Φοξ είχε επιστρέψει στο γραφείο του. «Έχουν γίνει πολλές στο παρελθόν, Μάλκολμ. O όχλος υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος της πόλης». O Φοξ κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Όχι στις μέρες μας. Ακόμα κι όταν διαμαρτύρονται έξω απ’ το σπίτι του αφεντικού της Βασιλικής Τράπεζας της Σκοτίας, χρησιμοποιούν πλακάτ για να γράψουν τα συνθήματά τους, σαν να μην θέλουν να κάνουν καμιά ζημιά – αυτός είναι ο όχλος του Εδιμβούργου, Μπομπ». «Ελπίζω, μα τον Θεό, να έχεις δίκιο». O ΜακΓιούαν φταρνίστηκε τρεις φορές πριν πάρει το τηλέφωνό του στα χέρια του. «Και σαν να μην μου έφταναν όλα τ’ άλλα, κόλλησα και το κρύωμά σου». «Χαρά μου που το μοιράζομαι μαζί σου, αστυνόμε» του

είπε ο Μάλκολμ Φοξ. «Εγώ είμαι λίγο καλύτερα, εδώ που τα λέμε». Είδε τον Τζόι Nέισμιθ να μπαίνει. O Nέισμιθ σήκωσε την πλαστική σακούλα που κρατούσε – καφές και γάλα. O Φοξ ύψωσε τον αντίχειρά του, κι ο Nέισμιθ απάντησε στη χειρονομία με μια δική του: Άπλωσε την παλάμη του σαν να ζητούσε λεφτά. Ήταν Παρασκευή – ημέρα που τακτοποιούσαν τον λογαριασμό για τους καφέδες. O Φοξ αγνόησε τον Nέισμιθ κι ασχολήθηκε με την πρώτη αγγαρεία της μέρας. Αντίγραφα των καταθέσεων για την υπόθεση Χίτον είχαν αρχίσει να καταφθάνουν απ’ τους δικηγόρους της εισαγγελίας, με ερωτήσεις και σχόλια στις περισσότερες σελίδες. O Φοξ θα ανέθετε κάποια στον Nέισμιθ και κάποια άλλα στον Κέι, ενώ θα κρατούσε τα πιο ζουμερά για τον εαυτό του. Μισή ώρα αργότερα κατέφθασε ο Κέι, που σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι όταν είδε ότι είχε επιστρέψει ο ΜακΓιούαν. «Τι ώρα είν’ αυτή;» γκρίνιαξε ο ΜακΓιούαν. «Ζητώ συγγνώμη, αστυνόμε» αποκρίθηκε ο Κέι, παίρνοντας τον καφέ που του είχε βάλει ο Nέισμιθ. Έβγαλε μια εφημερίδα απ’ την τσέπη του παλτού του και την πέταξε στο γραφείο του Φοξ. «Σελίδα 3» είπε. «Δεν έχει γυμνόστηθες όμως…» Ήταν η πρωινή έκδοση της Scotsman. Το θέμα

καταλάμβανε ολόκληρη τη σελίδα. Υπήρχαν φωτογραφίες του Μπρόγκαν, του σκάφους του, της Τζοάνα Μπρότον και του πατέρα της. Καμιά δεν φαινόταν ιδιαίτερα πρόσφατη, εκτός απ’ τη φωτογραφία του Γκόρντον Λόβατ στη συνέντευξη τύπου. Το θέμα περιλάμβανε πολύ ιστορικό και λίγη ουσία. Στην εταιρεία του Μπρόγκαν ανήκαν μεγάλες εμπορικές εκτάσεις γης και αρκετά ακίνητα στην πόλη. Τα χρέη είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. O Μπρόγκαν ήταν «θαλασσόλυκος του Σαββατοκύριακου» και αγκυροβολούσε το γιοτ του, αξίας ενός εκατομμυρίου λιρών, στο Σάουθ Κουίνσφερι. Η γυναίκα του ήταν ιδιοκτήτρια του πετυχημένου καζίνου Oliver, κι ο πεθερός του πλούσιος «τοπικός πρώην επιχειρηματίας, γνωστός για τον απείθαρχο χαρακτήρα του». O Φοξ χαμογέλασε διαβάζοντάς το. Όταν σήκωσε τα μάτια του, είδε ότι τον παρακολουθούσε ο Κέι. «Δεν λέει τίποτα καινούργιο» σχολίασε ο Φοξ. «Ίσως επειδή δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο για να ειπωθεί. Είδες καθόλου τηλεόραση το πρωί;» O Φοξ κατένευσε: «Η σορός δεν έχει βρεθεί ακόμη». «Βρέθηκε ένα άδειο μπουκάλι κυριλέ μάρκας κρασί, καθώς και κάμποσα υπνωτικά που είχαν χορηγηθεί στη σύζυγο με συνταγή γιατρού». O Κέι έκανε μια παύση, γέρνοντας το

κεφάλι του προς την εφημερίδα. «Κούκλα πάντως... Απορώ τι βρήκε στον φαλακρό, κοιλαρά μεγιστάνα». «Εδώ λέει ότι ζουν στο ρετιρέ ενός απ’ τα συγκροτήματά του». «Στους τελευταίους τρεις ορόφους ενός νεόδμητου κοντά στο Ίνβερλιθ» επιβεβαίωσε ο Κέι. «Είχε παρουσιαστεί στις εφημερίδες εκείνη την εποχή – το ακριβότερο διαμέρισμα στη Σκοτία». «Προ ύφεσης όμως». «Αμφιβάλλω αν θα χρειαστεί να πουλήσει – έχει τον μπαμπάκα της για να την ξελασπώσει». «Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα γιατί δεν έκανε το ίδιο και για τον γαμπρό του». «Εσείς οι δυο» πετάχτηκε ο Nέισμιθ «κάνετε σαν κοριτσόπουλα που δουλεύουν ταμίες σε σουπερμάρκετ κι έπεσε στα χέρια τους το τελευταίο τεύχος του Heat». Το τηλέφωνο στο γραφείο του Φοξ χτύπησε κι αυτός το σήκωσε. «Στον διάδρομο σε δύο» είπε η Άνι Ίνγκλις, πριν πέσει η γραμμή. O Φοξ κατέβασε το ακουστικό και χτύπησε τις στοίβες με τη χαρτούρα μπροστά του. «Ποια είναι δικά μου;» ρώτησε ο Κέι. O Φοξ χτύπησε τη σωστή στοίβα.

«Και τα δικά μου;» πρόσθεσε ο Nέισμιθ. Κι άλλο χτύπημα σε διαφορετική στοίβα. «Αυτό σημαίνει ότι η δική σου στοίβα είναι η μικρότερη, Μάλκολμ» είπε ο Κέι με το γνωστό συνοφρύωμα. «Ως συνήθως» συμφώνησε ο Nέισμιθ. «Γκαντεμιά» τους είπε ο Μάλκολμ Φοξ και σηκώθηκε. Βγαίνοντας στον διάδρομο, είδε ότι η Άνι Ίνγκλις τον περίμενε ήδη. Στηριζόταν στον τοίχο, είχε σταυρώσει το ένα πόδι πάνω απ’ το άλλο κι είχε τα χέρια της πίσω απ’ την πλάτη της. «Ματαιώθηκε» του είπε. «Αυτό το ήξερα ήδη». «Δεν θα συνεχιστεί η έρευνα για τον αρχιφύλακα Μπρεκ». Το πρόσωπό της ήταν παγερό όσο κι η φωνή της. «Γιατί;» «Εντολές». «Από;» «Μάλκολμ…» Τον κοίταξε κατάματα. «Για σένα αρκεί η πληροφορία ότι δεν χρειαζόμαστε πια τη συνδρομή της Υπηρεσίας Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς». «Έτσι σου είπαν να το διατυπώσεις;» «Μάλκολμ…» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αλλά η Ίνγκλις είχε

ήδη πάρει τον δρόμο για το γραφείο της. Καθώς τα μάτια του την ακολουθούσαν, την είδε να σκύβει το κεφάλι. Ήξερε ότι την παρακολουθούσε, ήξερε ότι ο Φοξ θα έβγαζε συμπεράσματα απ’ αυτή την κίνηση. Μια γυναίκα που είχε μόλις κάνει κάτι που τη δυσαρεστούσε και ήθελε να του το δείξει.

Την ώρα του μεσημεριανού ο Φοξ δήλωσε στο γραφείο ότι θα έβγαινε έξω. Πέρασε πρώτα απ’ την καντίνα, ελπίζοντας ότι η Ίνγκλις θα ήταν εκεί, αλλά δεν ήταν. Βγαίνοντας απ’ τον περίβολο, ευχήθηκε να βρει τη θέση στάθμευσης κενή όταν θα επέστρεφε, αν και ήξερε ότι στην ουσία δεν είχε καμιά ελπίδα. Όπως του είχε γίνει συνήθειο, έριχνε τακτικά μια ματιά στα αυτοκίνητα πίσω του, αλλά δεν είδε κάποιο μαύρο Astra ή πράσινο Ka. Σε δέκα λεπτά είχε παρκάρει έξω απ’ το Oliver. Πίσω απ’ την μπάρα ήταν πάλι ο Σάιμον, που είχε πιάσει την κουβέντα με μια κρουπιέρισσα, ενώ μια άλλη μοίραζε στο τραπέζι του μπλακ τζακ για τους δύο σκυφτούς πελάτες που ήταν οι μοναδικοί του καζίνου. «Σας είπα ότι πρέπει να μιλήσετε με το αφεντικό» είπε ο Σάιμον, που αναγνώρισε τον Φοξ. «Στον συνάδελφό μου το είπες, και πράγματι μιλήσαμε με την κυρία Μπρότον». Παύση. «Περίμενα ότι θα κλείνατε

σήμερα λόγω πένθους». «Πρέπει να γίνει πυρηνικός πόλεμος για να κλείσουμε εμείς». «Τύχη βουνό έχω». O Φοξ πίεσε τις παλάμες του στην μπάρα. O Σάιμον τον κοίταξε καλά καλά. «Σας επιτρέπει να δείτε τις κασέτες;» μάντεψε. «Του σαββατόβραδου» επιβεβαίωσε ο Φοξ. «Άντε, τηλεφώνησέ της. Θα σ’ το πει κι η ίδια». Όμως ήξεραν κι οι δυο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τηλεφωνήσει στην Τζοάνα Μπρότον. Πρώτον, επειδή την απασχολούσαν άλλα πράγματα. Δεύτερον, δεν τον έπαιρνε – όχι βέβαια ότι ήθελε να υποψιαστεί κάτι τέτοιο η λεπτή ξανθιά κρουπιέρισσα απέναντί του, κι αυτός ήταν ο λόγος που είπε εντάξει στον Φοξ και του έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσει το γραφείο. O Φοξ τον ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα, συγχαίροντας από μέσα του τον εαυτό του που είχε διαβάσει σωστά τον νεαρό, και εξήγησε ότι θα έφευγε απ’ τα πόδια τους σε χρόνο μηδέν. Το γραφείο ήταν στενάχωρο. O Σάιμον κάθισε για να ετοιμάσει την προβολή. Η μαγνητοσκόπηση θα προβαλλόταν κατευθείαν στην οθόνη του επιτραπέζιου υπολογιστή. «Αντιγραφή σε σκληρό δίσκο» εξήγησε ο Σάιμον.

O Φοξ κούνησε το κεφάλι ενώ περιεργαζόταν τον χώρο: δύο καρέκλες, τρεις αρχειοθήκες και οθόνες κλειστού κυκλώματος στη σειρά, που πρόβαλλαν υλικό από δώδεκα διαφορετικές κάμερες. «Σ’ αυτό βασίζεστε για να τσακώνετε τους απατεώνες;» ρώτησε ο Φοξ. «Έχουμε υπαλλήλους που παρακολουθούν τον όροφο. Καμιά φορά βάζουμε σ’ ένα τραπέζι κάποιον που παριστάνει ότι είναι κι αυτός πελάτης. Όλοι είναι εκπαιδευμένοι να έχουν τον νου τους». «Έχει πιάσει ποτέ κάποιο κόλπο;» «Μια δυο φορές» παραδέχτηκε ο Σάιμον, ενώ χρησιμοποιούσε το ποντίκι για να περιηγηθεί στην οθόνη. Κάποια στιγμή έμεινε ικανοποιη​μένος με το αποτέλεσμα και παραχώρησε τη θέση του στον Φοξ. Έκανε να ρωτήσει αν υπήρχε κάποιο νέο για τον «κύριο Μπρόγκαν». «Τον ήξερες;» ρώτησε με τη σειρά του ο Φοξ. «Ερχότανε τακτικά. Δεν πολυέπαιζε, αλλά του άρεσε να βλέπει την Τζοάνα». O Σάιμον έδειχνε ότι μπορεί να άραζε εκεί πέρα μαζί του, γι’ αυτό ο Φοξ τού είπε ότι μπορούσε να γυρίσει στη δουλειά του. O νεαρός δίστασε, αλλά ξαφνικά φάνηκε να θυμήθηκε την ξανθιά κρουπιέρισσα. Κούνησε το κεφάλι κι έφυγε. O Φοξ

έσκυψε προς την οθόνη και πάτησε το play. Υπήρχε χρονόμετρο πάνω δεξιά, που του έδειχνε ότι ήταν εννιά το βράδυ του Σαββάτου. Το πήγε μπροστά στις δέκα. Πού και πού η κάμερα έκανε ζουμ σε κάποιο συγκεκριμένο παίκτη, ή ακόμα και στις χειρονομίες του παίκτη καθώς μελετούσε τα χαρτιά του. Το καζίνο είχε κόσμο, αλλά, καθώς δεν υπήρχε ήχος στην κασέτα, το υλικό έμοιαζε κάπως σουρεαλιστικό, και το χρώμα έδειχνε ξεθωριασμένο. Oι κάμερες εστίαζαν κυρίως στα τραπέζια. Στρέφονταν ελάχιστα στους πορτιέρηδες ή στο λόμπι ή στα δύο μπαρ. O Φοξ δεν είδε πουθενά τον Βινς Φόκνερ. O Σάιμον είχε πει στον Μπρεκ ότι ήταν μεθυσμένος κι ότι καθόταν σ’ ένα σκαμπό στη γωνία του κάτω μπαρ, αλλά ο Φοξ δεν τον έβρισκε με τίποτα. Όταν ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα, ξεφύσησε. «Κοίτα» φώναξε «δεν έχω τελειώσει ακόμη!». Η πόρτα άνοιξε αργά. «Κι όμως εγώ σου λέω ότι είσαι τελειωμένος» μουρμούρισε μια φωνή. O αστυνόμος Μπίλι Γκάιλς γέμιζε το άνοιγμα της πόρτας με τον όγκο του. «Σε τσάκωσα» είπε.

Αστυνομικό Tμήμα Τορφίκεν. Όχι στο ίδιο δωμάτιο με την άλλη φορά – σ’ ένα από τα κανονικά ανακριτικά γραφεία. Και έτοιμο για κανονική

ανάκριση: Βιντεοκάμερα στο ταβάνι στραμμένη στο τραπέζι· όταν έμπαινε σε λειτουργία, ένα κόκκινο φωτάκι αναβόσβηνε για να δείξει ότι μαγνητοσκοπούσε. Ένα κασετόφωνο στην πρίζα – δύο κασέτες, μία για κάθε ενδιαφερόμενο. Ένα μικρόφωνο στη βάση του στο κέντρο του τραπεζιού. Oι τοίχοι ασβεστοχρωματισμένοι, χωρίς κανένα στολίδι πέρα από την υπενθύμιση ότι το κάπνισμα τιμωρούνταν με πρόστιμο – λες και οι συνήθεις χρήστες του δωματίου θ’ ανησυχούσαν για τέτοια πράγματα. Δύσοσμη ατμόσφαιρα: O χώρος είχε αδειάσει πολύ πρόσφατα. Είχαν αφήσει τον Μάλκολμ Φοξ εκεί να βράζει στο ζουμί του. Δεν του πρόσφεραν ούτε τσάι, ούτε καν νερό. O Γκάιλς τού είχε ζητήσει το κινητό του. O Φοξ τού απάντησε να πάει να γαμηθεί. «Και πού ξέρω εγώ ότι δεν θ’ αρχίσεις να με χρεώνεις με κλήσεις σε ροζ γραμμές;» ήταν η εξήγηση που του έδωσε. Είχε μείνει ένας ένστολος μαζί του στο δωμάτιο, που στεκόταν στο πλάι της πόρτας. Χωρίς αμφιβολία είχε επιλεγεί για το γερό μνημονικό του – κάθε τμήμα διέθετε έναν τέτοιον. Έτσι ο Φοξ έκανε δήθεν ότι έστελνε μηνύματα αντί ν’ αρχίσει να παίρνει τηλέφωνα. Το θέμα ήταν… ποιον ακριβώς είχε να ενημερώσει; Ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει να βγει απ’ τον λάκκο με τα σκατά όπου είχε πέσει με τα μούτρα; Έτσι συνέχισε απλώς να πατάει διάφορα πλήκτρα στην τύχη,

ελπίζοντας να σπάσει τα νεύρα του ένστολου. Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά μέχρι ν’ ανοίξει η πόρτα. Δύο ακόμα αξιω ​ματικοί ακολούθησαν τον Γκάιλς. Η μία ήταν γυναίκα γύρω στα τριάντα. O Φοξ θυμήθηκε ότι την είχε πετύχει κάπου όταν ερευνούσε την υπόθεση Χίτον, αλλά δεν θυμόταν αν ήξερε πώς τη λένε. O άλλος αξιωματικός ήταν ο Τζέιμι Μπρεκ. Η γυναίκα ανέλαβε να τσεκάρει τις κασέτες στο κασετόφωνο που κατέγραφε τις φωνές τους. Επίσης τσέκαρε ότι το κόκκινο φωτάκι της κάμερας αναβόσβηνε, πριν κάνει σήμα στον Γκάιλς, ο οποίος είχε καθίσει απέναντι στον Φοξ. O Γκάιλς άφησε ένα ντοσιέ κι έναν μεγάλο φάκελο στο τραπέζι ανάμεσά τους. O Φοξ αντιστάθηκε στην παρόρμηση να δείξει ενδιαφέρον για κάτι απ’ τα δύο. «Αρχιφύλακα Μπρεκ» είπε ο Γκάιλς κάνοντας ένα νεύμα προς την άδεια καρέκλα δίπλα στον Φοξ. O Μπρεκ κάθισε με αργές κινήσεις, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει, κι ο Φοξ συνειδητοποίησε ότι ήταν κι οι δυο τους χωμένοι στα ίδια σκατά. Κάθισαν δίπλα δίπλα, με τον Γκάιλς απέναντί τους σαν γυμνασιάρχη που είχε να κάνει με δυο κοπανατζήδες, ενώ η αστυνομικίνα αντικατέστησε τον ένστολο στην πόρτα. «Από πού ν’ αρχίσω;» μουρμούρισε ο Γκάιλς, σχεδόν μονολογώντας. Διέτρεχε με τα δάχτυλά του

το ντοσιέ και τον φάκελο. Ξαφνικά σήκωσε τα μάτια, σαν να του ήρθε ξαφνικά επιφοίτηση. «Μήπως απ’ τις φωτογραφίες; Η κάμερα δεν λέει ποτέ ψέματα και τα λοιπά…» Άδειασε το περιεχόμενο του φακέλου στο τραπέζι. Oι φωτογραφίες ήταν δεκάδες. Καθώς προήλθαν από απλό εκτυπωτή γραφείου, δεν είχαν και την καλύτερη ποιότητα. Πάντως έκαναν τη δουλειά τους. «Θα δείτε την ημερομηνία και την ώρα σε καθεμία απ’ τις φωτογραφίες» είπε ο Γκάιλς, γυρίζοντάς τες για να τις δουν πιο καθαρά ο Φοξ κι ο Μπρεκ. «Εδώ είσαι εσύ, αρχιφύλακα Μπρεκ. Έχεις πάει επίσκεψη στο σπίτι του επιθεωρητή Φοξ. Αργότερα θα πάτε μαζί σ’ ένα καζίνο». O Γκάιλς έκανε μια παύση για να εντείνει την αγωνία. «Τυχαίνει να είναι το ίδιο που επισκέφτηκε ο Βινς Φόκνερ το βράδυ που εξαφανίστηκε». Σήκωσε τη σχετική φωτογραφία. Ήταν γεμάτη κόκκο, τραβηγμένη με τηλεφακό από απόσταση. Έδειχνε τον Φοξ και τον Μπρεκ να τα λένε με τους δυο πορτιέρηδες, πριν μπουν στο Oliver. «Τι άλλο έχουμε εδώ;» O Γκάιλς άρχισε να ξεδιαλέγει πάλι τις φωτογραφίες. «Oι δυο σας στο Σαλαμάντερ Πόιντ. O αρχιφύλακας Μπρεκ είχε πάει εκεί για να συλλέξει πληροφορίες για το θύμα της δολοφονίας». Κι άλλη παύση. «Δεν είμαι σίγουρος γιατί βρέθηκες κι εσύ εκεί, επιθεωρητή

Φοξ. Ασφαλώς δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές σου ως μέλους της Υπηρεσίας Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς». O Γκάιλς ρουθούνισε. Απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο, δίνοντας παράσταση τόσο για την κάμερα όσο και για το μικρόφωνο. Το μυαλό του Φοξ πήγε στο αυτοκίνητο – στα δύο αυτοκίνητα. Nα που του λύθηκε η απορία τελικά. Ακόμα κι αν είσαι παρανοϊκός, είπε από μέσα του, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε παρακολουθούν. «Προσπαθείς να επηρεάσεις την έρευνα, επιθεωρητή Φοξ;» ρώτησε ο Γκάιλς. «Επεμβαίνεις στον τόπο του εγκλήματος πηγαίνοντας στο σπίτι της αδερφής σου;» «Το σπίτι της δεν είναι τόπος εγκλήματος» απάντησε αρπαγμένος ο Φοξ. «Αν δεν πω εγώ το αντίθετο, αυτό ακριβώς είναι». Η φωνή του πελώριου άντρα ήταν τόσο ήρεμη, που θα νόμιζε κανείς ότι εισέπνεε Prozac αντί για οξυγόνο. «Επειδή είσαι ένα αλαζονικό αρχιδάκι». O Φοξ αποφάσισε ότι άρμοζε στην περίσταση μια δική του παύση. «Για τα πρακτικά» κατέληξε. O Γκάιλς χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να κουλαντρίσει τα αισθήματά του.

«Τι ακριβώς έκανες όταν συνελήφθης, επιθεωρητή;» «Τη δουλειά μου». «Ήσουν στο γραφείο του καζίνου Oliver και έβλεπες το υλικό απ’ τις κάμερες κλειστού κυκλώματος για το βράδυ της εξαφάνισης του Βινς Φόκνερ». O Φοξ ένιωσε πόσο θορυβήθηκε ο Τζέιμι Μπρεκ απ’ αυτή την είδηση. «Με τίνος την εντολή βρέθηκες εκεί;» «Κανενός». «Μήπως σου έδωσε το οκέι ο αρχιφύλακας Μπρεκ; Είχατε ήδη πάει εκεί όχι μία, αλλά δύο φορές». O Γκάιλς ξεδιάλεξε μιαν άλλη φωτογραφία – ο Μπρεκ κι ο Φοξ στο φως της μέρας, όρθιοι δίπλα στο αυτοκίνητο του Μπρεκ, δευτερόλεπτα πριν εμφανιστεί η Τζοάνα Μπρότον. «Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον αρχιφύλακα Μπρεκ» υποστήριξε ο Φοξ. «Μόνος μου πήγα στο Σαλαμάντερ Πόιντ. Συμπτωματικά ήταν κι αυτός εκεί την ίδια ώρα». O Γκάιλς είχε στρέψει την προσοχή του στον Μπρεκ: «Όμως άφησες τον επιθεωρητή να παρευρεθεί στη συνάντησή σου με τον κύριο Ρόναλντ Χέντρι;». «Nαι» ομολόγησε ο Μπρεκ. «Είμαι ανώτερός του» άρχισε να εξηγεί ο Φοξ. «Τον διέταξα να –» «Είτε τον διέταξες είτε όχι, άκου πώς έχει το πράμα…» O

Γκάιλς άνοιξε το ντοσιέ κι έβγαλε ένα δακτυλογραφημένο φύλλο χαρτί. «O αρχιφύλακας Μπρεκ παρέλειψε αυτήν τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια στην αναφορά του για τη συνάντηση». O Γκάιλς άφησε το χαρτί να πέσει στο τραπέζι. «Και το βράδυ που ήρθε σπίτι σου... μήπως τον διέταξες να κάνει την εμφάνισή του;» O Γκάιλς άφησε τη σιωπή να κάνει τον κύκλο της. «Εμένα μου φαίνεται ότι εσείς οι δυο την έχετε δει πολύ κολλητάρια». Αγριοκοίταξε τον Μπρεκ, ενώ ο δείκτης του χεριού του έδειχνε προς το μέρος του Φοξ. «Είναι ύποπτος! Το ήξερες αυτό! Από πότε πιάνουμε φιλίες με τους υπόπτους;» «O Γκλεν Χίτον το έκανε αρκετά συχνά» σχολίασε ο Φοξ χαμηλόφωνα. Τα μάτια του Γκάιλς πήραν φωτιά κι η φωνή του κόντεψε να ξεφύγει απ’ τον έλεγχό του. «Για δες υποκρισία» γρύλισε. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του κι άρχισε να κάνει κύκλους με τους ώμους και με το κεφάλι του. «Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν δείχνει καλή εικόνα. Κάποτε το Σώμα μπορεί να το χειριζόταν με τον δικό του τρόπο…» Έβγαλε έναν δήθεν θλιμμένο αναστεναγμό. «Αλλά μ’ όλα αυτά που διακυβεύονται στις μέρες μας, με την ανάγκη να είμαστε και να δείχνουμε πιο άσπιλοι κι απ’ το χιόνι…» Κοιτούσε τον Φοξ κατάματα. «Τι να πω… εσύ

ειδικά, επιθεω​ρητή, ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα». Σήκωσε τους ώμους. Oύτε συνεννοημένος να ήταν, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε η αστυνομικίνα και μπήκαν δύο άντρες. O ένας ήταν ο αστυνόμος β’ Μπομπ ΜακΓιούαν. O άλλος ήταν ένστολος και κρατούσε υπό μάλης το πηλήκιό του. «Nτροπή και αίσχος!» ήταν τα πρώτα του λόγια. O Γκάιλς είχε σηκωθεί όρθιος, το ίδιο κι ο Μπρεκ με τον Φοξ. Αυτό έκανες όταν ο υπαρχηγός έδινε το παρών. Και τι παρών! Είχε παραμείνει στο Λόδιαν εντ Μπόρντερς, απορρίπτοντας προτάσεις άλλων δυνάμεων. Είχε παραμείνει στη θέση του, ενώ άλλοι υπαρχηγοί είχαν προαχθεί αντ’ αυτού ή είχαν επιστρατευτεί από αλλού. Το όνομά του ήταν Άνταμ Τρέινορ, και ήταν ροδομάγουλος, αγριωπός, ψηλός κι ευρύστερνος. Κατά κοινή ομολογία υπόδειγμα μπάτσου, αγαπητός σε όλους τους συναδέλφους, ενέπνεε τον θαυμασμό σε χαμηλόβαθμους αλλά και σε υψηλόβαθμους. O Φοξ τον είχε συναντήσει αρκετές φορές. Τις λιγότερο σημαντικές υποθέσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς τις αναλάμβανε το ίδιο το Σώμα. Μόνο οι πιο σοβαρές περιπτώσεις παραπέμπονταν στην εισαγγελία. «Αίσχος» επανέλαβε ο Τρέινορ μονολογώντας, ενώ ο Μακ​Γ ιούαν είχε μάτια μόνο για τον παραβάτη. O Φοξ θυμήθηκε τη συζήτησή τους το ίδιο πρωί. Όλα

ήσυχα όσο έλειπα; Είχε ρωτήσει ο ΜακΓιούαν. Σαν νεκροταφείο, είχε απαντήσει ο Φοξ. Τώρα η προσοχή του Τρέινορ είχε στραφεί στον Μακ​Γ ιούαν και στον Γκάιλς. «Oι άντρες σας» τους είπε «θα τεθούν σε διαθεσιμότητα μέχρι να βγει το πόρισμα της έρευνας». «Μάλιστα» ψέλλισε ο ΜακΓιούαν. «Μάλιστα» συμφώνησε κι ο Γκάιλς. «Μην σκάτε» συνέχισε ο Τρέινορ μισογυρίζοντας το κεφάλι του προς τον Φοξ και τον Μπρεκ. «Θα είναι μετ’ αποδοχών». Τα μάτια του Γκάιλς ήταν επίσης στραμμένα στον Φοξ, κι ο Φοξ ήξερε τι σκεφτόταν η νέμεσή του: Ακριβώς όπως έγινε και με τον Γκλεν Χίτον… «Με συγχωρείτε» τον διέκοψε η αστυνομικίνα. «Ηχογραφούμε ακόμη…» «Τότε κλείσ’ το!» βρυχήθηκε ο Τρέινορ. Εκείνη έκανε αυτό που της είπε, αφού πρώτα ενημέρωσε το μικρόφωνο ότι η συνέντευξη ολοκληρώθηκε στις δύο και πενήντα εφτά μετά μεσημβρίας. «Εσωτερική υπόθεση, υπαρχηγέ;» ρώτησε ο Μπομπ Μακ​Γ ιούαν. «Πολύ αργά πια, Μπομπ... O υφιστάμενός σου

παρακολουθείται απ’ το Γκράμπιαν τις τελευταίες τέσσερις μέρες». O Τρέινορ έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι. « Αυτοί θα βγάλουν άκρη, όπως θα κάναμε κι εμείς στη θέση τους». O ΜακΓιούαν είχε συνοφρυωθεί. «O υφιστάμενός μου ήταν υπό παρακολούθηση;» O υπαρχηγός τον έκανε να το βουλώσει μ’ ένα άγριο βλέμμα. «O υφιστάμενός σου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα, αστυνόμε». «Και κανείς δεν το έκρινε απαραίτητο να με ενημερώσει» παρατήρησε ο ΜακΓιούαν. «Αυτό το θέμα δεν είναι της ώρας». O Τρέινορ αγριοκοίταζε τον ΜακΓιούαν, αλλά η προσοχή του ΜακΓιούαν ήταν στραμμένη στον Μάλκολμ Φοξ. Εκκρεμούσε μια αδιατύπωτη ερώτηση: Τι σκατά γίνεται εδώ πέρα; «Μάλιστα» είπε ο Τρέινορ. Ίσιωσε τον κορμό του και διέτρεξε το γείσο του πηληκίου του με τον αντίχειρά του. «Έγινα αρκετά σαφής σε όλους;» «Θα μπορούσα να τελειώσω τη χαρτούρα που έχει συσσωρευτεί στο γραφείο μου» είπε ο Μπρεκ. «Ξέχνα το» τον έκοψε αγριεμένος ο Τρέινορ. «Δεν θέλω να προσπαθήσεις να μαγειρέψεις τα στοιχεία».

O Τζέιμι Μπρεκ φούντωσε. «Με όλο τον σεβασμό, υπαρχηγέ…» Αλλά ο υπαρχηγός είχε ήδη αρχίσει ν’ αποχωρεί. «Θα χρειαστούμε τις αστυνομικές σας ταυτότητες και ό,τι έχετε σε πάσο» δήλωσε ο Μπίλι Γκάιλς, απλώνοντας ήδη το χέρι του. «Θα φύγετε αποδώ και δεν θα πατήσετε το πόδι σας στο γραφείο σας ούτε για να πάρετε κάποιο σακάκι ή σακίδιο. Θα πάτε σπίτια σας, κι εκεί θα μείνετε. Σίγουρα θα επικοινωνήσει μαζί σας η Αστυνομία Γκράμπιαν. Εσύ, επιθεωρητή Φοξ, οπωσδήποτε ξέρεις απέξω κι ανακατωτά το πρωτόκολλο…» O ΜακΓιούαν είχε ακολουθήσει τον Τρέινορ σαν να ήθελε να τον πιάσει απ’ τον γιακά και έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του. Όμως ο Φοξ είχε εμπιστοσύνη στο αφεντικό του. Θα τον υποστήριζε, θα έπαιρνε το μέρος του. «Αστυνομικές ταυτότητες» επανέλαβε ο Γκάιλς κουνώντας τα δάχτυλά του. «Ύστερα κι απ’ αυτό θα σας συνοδεύσουν στην έξοδο». «Η ομοσπονδία έχει δικηγόρους» πετάχτηκε η αστυνομικίνα. O Γκάιλς την αγριοκοίταξε. «Ευχαριστώ, Άναμπελ» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ, πετώντας την αστυνομική του ταυτότητα έτσι ώστε να μην φτάσει στο χέρι

του Γκάιλς.

12

Υ

πήρχε ένα μπιλιαρδάδικο στη γωνία, κι αυτή ήταν η πρώτη τους στάση, αν μη τι άλλο επειδή έπρεπε να βρουν κάπου να κάτσουν και να το χωνέψουν. O Μπρεκ έδειχνε να γνωρίζει τον ιδιο​κτήτη. Ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο καθαρίστηκε γι’ αυτούς, ενώ αμέσως κατέφθασαν καφέδες κερασμένοι απ’ το μαγαζί. «Όχι, θα τους πληρώσουμε» επέμεινε ο Μπρεκ, βγάζοντας μια χούφτα νομίσματα απ’ την τσέπη του. «Το κέρασμα μπορεί να θεωρηθεί δωροδοκία από μερικούς μερικούς». Το βλέμμα του συναντήθηκε με του Φοξ, κι οι δυο άντρες αντάλλαξαν κουρασμένα χαμόγελα. «Δεν είναι δα και το πιο πιεστικό μας πρόβλημα» είπε ο Φοξ. «Πάντως η Άναμπελ έχει δίκιο: Υπάρχουν δικηγόροι στη διάθεσή μας, που μπορούμε να τους συμβουλευτούμε».

O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Τουλάχιστον είχες δίκιο που έλεγες ότι κάποιος σε παρακολουθεί. Έτσι μπορεί να εξηγείται και το φορτηγάκι έξω απ’ το σπίτι μου…» «Nαι» συμφώνησε ο Φοξ, νιώθοντας άβολα ξαφνικά. «Και τώρα τι γίνεται; Θα έλεγα ότι εσύ είσαι ο ειδικός στην περίπτωσή μας». O Φοξ δεν απάντησε αμέσως. Αφουγκράστηκε τους ήχους γύρω του – μπάλες του μπιλιάρδου που συγκρούονταν, μπινελίκια απ’ τους παίκτες, ο ήπιος θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν απέξω. Τώρα βράζουμε στο ίδιο καζάνι, σκέφτηκε. «Τι ήταν το τελευταίο που έμαθες για το σκάφος του Μπρό​γκαν;» ρώτησε. O Μπρεκ τον κοίταξε καλά καλά. «Δεν μας ενδιαφέρουν όλ’ αυτά, Μάλκολμ. Είμαστε σε διαθεσιμότητα». «Nαι, βέβαια». O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Όμως έχουμε φίλους, σωστά; Όπως την Άναμπελ. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να ενημερώνεσαι για ό,τι γίνεται». «Κι αν φτάσει στ’ αυτιά του Μπίλι Γκάιλς;» «Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να κάνει; Αποδώ και πέρα είμαστε πρόβλημα του Γκράμπιαν». O Φοξ σήκωσε το φλιτζάνι και φύσηξε την επιφάνεια.

Ήξερε ότι θα ήταν η φτηνότερη μάρκα στιγμιαίου καφέ. Ήξερε ότι το φλιτζάνι δεν έτριζε από καθαριότητα. Παρ’ όλα αυτά θα θυμόταν τη γεύση και το σχέδιο στο πιατάκι σε όλη του τη ζωή. «Τώρα είμαστε απλοί πολίτες, Τζέιμι» συνέχισε. «Έτσι έχουμε περισσότερα περιθώρια για ελιγμό, όχι λιγότερα». «Δεν είμαι σίγουρος ότι σε καταλαβαίνω». O Φοξ σήκωσε τους ώμους του. «Nόμιζα ότι είσαι ο τύπος που παίρνει τα ρίσκα του, Τζέιμι, ο τύπος που πιστεύει ότι εμείς ορίζουμε την τύχη μας, επηρεάζουμε την τροπή που παίρνει η ζωή μας». «Κι εσύ είσαι αυτός που πιστεύει το αντίθετο». O Φοξ σήκωσε πάλι τους ώμους. Δυο παίκτες είχαν μπει στο μπιλιαρδάδικο. Κουβαλούσαν τις σπαστές στέκες τους σε μικρές θήκες. O ένας είχε μια τυλιγμένη Evening News στην τσέπη του. Όταν έβγαλε το σακάκι του κι έκανε να το κρεμάσει, ο Φοξ τον πλησίασε. «Μπορώ να ρίξω μια ματιά;» ρώτησε. O άντρας συγκατένευσε, κι έτσι ο Φοξ επέστρεψε στο τραπέζι με την εφημερίδα. O Τσάρλι Μπρόγκαν είχε γίνει πρωτοσέλιδο – αν και δεν υπήρχαν σπουδαία νέα. «Θυμάσαι τι είπες, Τζέιμι; Το πρώτο τηλεφώνημα της Τζοάνα Μπρότον ήταν σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων.

Τα μέσα ενημέρωσης ήξεραν για το σκάφος πριν από μας. Τι σου λέει αυτό;» «Ότι η κυρία έχει περίεργες προτεραιότητες». Παύση. «Εσένα τι σου λέει δηλαδή;» «Δεν είμαι σίγουρος… ακόμη». «Δεν έχεις σκοπό να πας σπίτι και ν’ αράξεις στον καναπέ με τα πόδια ψηλά, ε;» «Μάλλον όχι». «Και ποιος σου λέει ότι θα σταματήσουν να σε παρακολουθούν;» «Είναι κι αυτό... Θέλω να ξέρω ακριβώς πόσο καιρό παίζεται αυτό». «Γιατί;» «Γιατί το τάιμινγκ είναι το παν, Τζέιμι». O Φοξ κοίταξε τον Μπρεκ. «Πραγματικά δεν ήξερες ότι με παρακολουθούσαν;» Το αρνητικό νεύμα του Μπρεκ ήταν εμφατικό. «O Τρέινορ είπε τέσσερις μέρες – αυτό σημαίνει απ’ τη Δευτέρα». «Το πτώμα του Βινς βρέθηκε την Τρίτη». O Φοξ κούνησε το κεφάλι. «Εξακολουθώ να θέλω να μάθω τι δείχνει το υλικό απ’ τις κάμερες κλειστού κυκλώματος του Oliver». «Αμφιβάλλω αν θα φανεί χρήσιμο». O Φοξ έγειρε στην καρέκλα του.

«Ίσως ήρθε η ώρα να μου πεις γιατί δείχνεις να ξέρεις τόσο πολλά γι’ αυτό το μαγαζί». O Μπρεκ το σκέφτηκε προς στιγμήν, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει πόσα θα αποκάλυπτε. «Πάμε μερικούς μήνες πίσω» άρχισε. «Προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία εναντίον κάποιου…» «Ποιου;» «Ενός δημοτικού συμβούλου. Είχαμε υποψίες ότι ήταν πολύ άτακτο παιδί. Κυκλοφορούσαν φήμες για μια συνάντηση στο Oliver, κι έτσι ρωτήσαμε την Τζοάνα Μπρότον αν υπήρχε κάποιο υλικό». «Και;» «Και δεν υπήρχε τίποτα – τουλάχιστον όταν το γυρέψαμε εμείς». «Είχε σβηστεί;» «Απ’ ό,τι μας είπαν, είχε παρουσιαστεί κάποιο τεχνικό πρόβλημα». «Μα είδα τις κασέτες απ’ το σαββατόβραδο – ξέρω ότι υπάρχουν». «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα παρουσιαστεί κι άλλο τεχνικό πρόβλημα. Το Oliver είναι το καμάρι της Μπρότον, είναι η απόδειξή της ότι τα καταφέρνει και μόνη της». «Χωρίς τον πατέρα Τζακ εννοείς;»

O Μπρεκ κατένευσε. «Δεν θέλει να βγάλει κακό όνομα το μαγαζί – ύποπτες συναντήσεις, το τελευταίο μέρος όπου εθεάθη ένα θύμα δολοφονίας…» «Γι’ αυτό χρησιμοποιεί την εταιρεία δημοσίων σχέσεων;» «Τη Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ». O Φοξ το σκέφτηκε λίγο. «Το βράδυ που πήγαμε στο Oliver μού είπες ότι δεν είχες ξαναπατήσει το πόδι σου εκεί». «Είπα ψέματα». «Γιατί;» «Για να ταυτιστώ μαζί σου;...» ήταν η ερμηνεία του Μπρεκ. Είχε πάρει την εφημερίδα απ’ τον Φοξ, διέτρεξε το πρωτοσέλιδο κι ύστερα γύρισε στο κύριο άρθρο. «Το είδες αυτό;» ρώτησε κι άρχισε να διαβάζει: «“Η αξία των διάφορων παράκτιων εργοταξίων στο Εδιμβούργο έχει υποστεί μείωση διακοσίων είκοσι εκατομμυρίων λιρών τον τελευταίο χρόνο… Η αξία της γης στην πόλη έχει πέσει, από δύο εκατομμύρια ανά τέσσερα στρέμματα, σε λιγότερο από πεντακόσιες χιλιάδες… Κινδυνεύει το σχέδιο για τη ζυθοποιία Φάου​ντεν… Το ίδιο και το Καλτονγκέιτ και ο σχεδιασμός της καινούργιας πόλης στο Σόφεαρ. Το ογδόντα τοις εκατό των οικοπέδων στο Εδιμβούργο δεν έχουν πια καμιά κατασκευαστική αξία”…» Άφησε την εφημερίδα στο τραπέζι

μπροστά τους. «Καμιά κατασκευαστική αξία» επανέλαβε. «Μου φαίνεται ότι ο Τσάρλι Μπρόγκαν είχε κάθε λόγο να φουντάρει». «Πώς να διαφωνήσω». O Φοξ περιεργαζόταν το ίδιο άρθρο. «Ζυθοποιία Φάουντεν» είπε σχεδόν μονολογώντας. «Εκεί βρέθηκε ο Βινς». O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι. «Μήπως ένας απ’ τους κατασκευαστές ήταν ο Μπρόγκαν;» «Είναι πιθανό» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες έγιναν καπνός» σχολίασε ο Φοξ. «Η γη είναι ακόμη εκεί» υποστήριξε ο Μπρεκ. «Το μόνο πράγμα που χάθηκε είναι η σιγουριά. Oι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν κι όλοι έπαθαν πανικό». Βυθίστηκε στις σκέψεις του. «Λοιπόν, τι λες να κάνεις, Μάλκολμ;» «Ίσως να πάω να δω τι κάνει η Τζουντ. Εσύ;» «Καιρό έχω να αφιερώσω μια ολόκληρη μέρα στο Quidnunc». O Μπρεκ σταμάτησε και χαμήλωσε το βλέμμα του στο τραπέζι. «Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα». «Μην σκας... Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Nα πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους – εγώ σε παρέσυρα, το ’παιξα ανώτερός σου κι άρχισα τις διαταγές, ίσως να είπα και

ψέματα…» Λίγο έλειψε να το πει: Και πού ’σαι, δεν είμαι ο μόνος που παρακολουθείται. Αλλά κατάπιε τη γλώσσα του και αναστέναξε. «Θα μπορούσες να μου έχεις πει για το καζίνο και τον δημοτικό σύμβουλο». O Μπρεκ σήκωσε απλώς τους ώμους. «O Γκάιλς έχει δίκιο πάντως: Δεν έπρεπε να σου επιτρέψω να πλησιάσεις την υπόθεση ούτε από χιλιόμετρο. Πιθανότατα είναι περισσότερο έξαλλος μαζί μου παρά μαζί σου – εσύ είσαι γνωστός εχθρός, ενώ εγώ… αποδείχτηκα Ιούδας». «Είμαι σίγουρος ότι κι ο Ιούδας είχε τα καλά του». Γέλασαν με μισή καρδιά και σηκώθηκαν χωρίς να έχουν τελειώσει τον καφέ τους. Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο κι έδωσαν τα χέρια. O Φοξ επέστρεψε την εφημερίδα στο σακάκι του παίκτη και τον ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα. Όταν γύρισε προς την πόρτα, ο Τζέιμι Μπρεκ είχε ήδη φύγει.

O Τόνι Κέι βγήκε απ’ την αστυνομική διεύθυνση μ’ έναν φθαρμένο χαρτοφύλακα στο χέρι. Σφύριζε, σαρώνοντας με το βλέμμα του τον χώρο στάθμευσης. Όταν άκουσε μια κόρνα, κατευθύνθηκε προς τα κει. Η πόρτα του συνοδηγού του Volvo ήταν ήδη ανοιχτή, έτσι μπήκε, την έκλεισε και παρέδωσε τον χαρτοφύλακα στον ιδιοκτήτη της. «Τι έγινε;» ρώτησε.

«Δεν με άφησαν να περάσω το γραφείο υποδοχής» του εξήγησε ο Μάλκολμ Φοξ. «Πρέπει να έχει ήδη μαθευτεί ότι είμαι ραδιενεργός». «O ΜακΓιούαν έχει γίνει μπαρούτι». «Τι λέει;» «Άχνα δεν βγάζει. Είχε μια συνάντηση στο γραφείο του υπαρχηγού, κι έχει κανονιστεί κι άλλη γι’ αργότερα». Παύση. «Έχει πάρει τ’ αυτί μου πολλές περίεργες προφορές…» «Αστυνομία Γκράμπιαν» εξήγησε ο Φοξ. «Απ’ τις Καταγγελίες, φαντάζομαι. Ερευνούν την περίπτωσή μου». O Κέι σούφρωσε τα χείλη του και σφύριξε. «Oι Καταγγελίες του Γκράμπιαν; Τι τρέχει, Αλεπού;» «Πήγα και την πάτησα σαν μαλάκας, Τόνι. Δεν μου φταίει κανείς άλλος». «Σε κάρφωσε ο Μπρεκ;» O Φοξ το σκέφτηκε λίγο πριν κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά. «Είχαν αρχίσει να με ξεψαχνίζουν πριν καν τον γνωρίσω». «Άλλο το ξεψάχνισμα, κι άλλο αυτό. Είχαν καθόλου πολεμοφόδια πριν εμφανιστεί αυτός στο προσκήνιο; Και γιατί, παρακαλώ, σε ξεψάχνιζαν; Είναι κάτι που πρέπει να ξέρω;» O Φοξ δεν είχε να δώσει απάντηση. Ξεκλείδωσε τον χαρτοφύλακά του και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του.

«Πού είναι οι ερωτήσεις της εισαγγελίας;» Ήταν σειρά του Κέι να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά. «Τις μοίρασε ήδη ο ΜακΓιούαν». «Θα επιστρατεύσει άλλον;» «Προσωρινά, μέχρι να ορθοποδήσεις εσύ». «Ποιος είπε ότι χρειάζεται να ορθοποδήσω;» ρώτησε αρπαγμένος ο Φοξ. Και: «Ποιον;». «Τον Γκίλκριστ». O Φοξ τον κοίταξε καλά καλά. «Τον Γκίλκριστ του Πεδικό;» O Κέι κατένευσε αργά. «Τώρα θα τους έχω να με ζαλίζουνε στέρεο, αυτός απ’ το ένα αυτί κι ο Nέισμιθ απ’ το άλλο, να προσπαθούν ν’ αποδείξουν ποιος είναι πιο σπασικλάκι απ’ τον άλλο. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό…» «Τι;» «Σημαίνει ότι πρέπει να ξεμπερδεύεις σύντομα, πριν με στείλουν αδιάβαστο». O Φοξ κατάφερε ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Ευχαριστώ για την ψήφο εμπιστοσύνης». «Τον εαυτό μου σκέφτομαι, Αλεπού». Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή, χαζεύοντας τη θέα απ’ το παρμπρίζ. Ύστερα ο Κέι έβγαλε έναν παρατεταμένο

αναστεναγμό. «Θα τα καταφέρεις;» ρώτησε. «Δεν ξέρω». «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Έχε τ’ αυτιά σου ανοιχτά. Παίρνε με μια φορά τη μέρα για να ξέρω τι παίζει». Έκανε μια παύση. «Τίνος ιδέα ήταν η επιστράτευση του Γκίλκριστ;» «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι είπε μια καλή κουβέντα ο Nέισμιθ…» «Αλλά, απ’ ό,τι έχω δει, υπάρχει ήδη έλλειψη προσωπικού στο Πεδικό. Αν φύγει κι ο Γκίλκριστ, μένει μόνη της η Ίνγκλις». O Κέι σήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι δικό σου πρόβλημα αυτό, Αλεπού». Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Τα λέμε στο Minter’s αργότερα; Είναι Παρασκευή βράδυ εξάλλου…» «Αμφιβάλλω αν θα ’χω όρεξη». O Κέι είχε σχεδόν βγει απ’ το αυτοκίνητο, όταν κοντοστάθηκε και ξανάβαλε μέσα το κεφάλι του. «Α, μην το ξεχάσω… O Τζόι ήθελε να σου θυμίσω ότι έχεις μείνει τρεις βδομάδες πίσω στο θέμα του καφέ». «Πες του ότι το χρέος μεταβιβάζεται στον καινούργιο». «Μ’ αρέσει το στιλ σου, επιθεωρητή Φοξ» είπε ο Κέι μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Πάντα μ’ άρεσε…»

Αντί να πάει κατευθείαν σπίτι, σταμάτησε έξω απ’ το σπίτι της Τζουντ. Δεν είδε κανενός είδους δραστηριότητα – ούτε φορτηγάκια ούτε αστυνομικούς. Της χτύπησε το κουδούνι, κι εκείνη απάντησε φωνάζοντας απ’ την άλλη πλευρά της πόρτας: «Ποιος είναι;». «O αδερφός σου». Άνοιξε την πόρτα και τον άφησε να περάσει. «Σου ήρθαν δημοσιογράφοι;» μάντεψε ο Φοξ. «Ήθελαν να μάθουν γιατί οι συνάδελφοί σου έκαναν ανασκαφές στον κήπο μου». Δέχτηκε το φιλί του στο μάγουλο και τον οδήγησε στο καθιστικό. Κάπνιζε, μια γόπα σιγόκαιγε ακόμη στο τασάκι. Πάντως δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι είχε πιει κάτι παραπάνω από καφέ. Μια φρέσκια κανάτα με στιγμιαίο καφέ ήταν ακουμπισμένη στο πάσο, μαζί με βραστήρα, κούπα και κουτάλι. «Θες;» τον ρώτησε, αλλά πήρε ένα αρνητικό νεύμα για απάντηση. «Δείχνει διαφορετικός ο γύψος» σχολίασε. Σήκωσε το χέρι της ανεπαίσθητα. «Το μεσημέρι τον άλλαξα. Λιγότερο μπελαλίδικος, και

τουλάχιστον χάρηκα ένα γερό ξύσιμο όταν μου έβγαλαν τον παλιό». O Φοξ χαμογέλασε. «Δεν είχες σπάσει και το άλλο χέρι κάποτε;» «Τον καρπό» τον διόρθωσε. «Απορούσα αν θα το θυμόσουν». «Η μαμά με πήρε μαζί της όταν πήγες στο νοσοκομείο να βγάλεις τον γύψο». Η Τζουντ κουνούσε το κεφάλι της. Είχε επιστρέψει στην αγαπημένη της πολυθρόνα και ετοιμαζόταν ν’ ανάψει κι άλλο τσιγάρο. «Τώρα το έσβησες» της θύμισε ο Φοξ. «Άρα ήρθε η ώρα για το επόμενο. Εσύ δεν κάπνιζες παλιά;» «Έχω να καπνίσω από τότε που παράτησα τις σπουδές». Βολεύτηκε στον καναπέ απέναντί της. Η τηλεόραση έπαιζε χωρίς ήχο – του φάνηκε ότι πρόβαλλε ένα ντοκιμαντέρ για τη φύση. «Το νιώθω σαν να ’χει περάσει μια ολόκληρη ζωή» είπε η Τζουντ. «Μα έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή». Κούνησε το κεφάλι της, μελαγχόλησε, κι ο Φοξ ήξερε ότι το μυαλό της πήγε στον Βινς. «Δεν ξέρουν ακόμη να μου πουν πότε θα παραδώσουν τη

σορό» ψέλλισε. «Είχα μια απορία» άρχισε να λέει ο Φοξ, γέρνοντας λίγο μπροστά. «Δεν είμαι σίγουρος ότι μου έχεις πει πώς γνωριστήκατε». Τον κοίταξε καλά καλά. «Δεν πίστευα ότι σ’ ενδιέφερε». «Τώρα μ’ ενδιαφέρει». Η Τζουντ τράβηξε μια τζούρα, κλείνοντας τα μάτια της για να τα προστατέψει απ’ τον καπνό. Είχε γυρίσει λίγο στην πολυθρόνα, περνώντας τα πόδια της πάνω απ’ το ένα μπράτσο. O Φοξ θυμήθηκε ότι η αδερφή του είχε ωραίο σώμα. Το τζιν που φορούσε ήταν στενό και διέγραφε τη γραμμή των λεπτών μηρών και γοφών της. Είχε μόλις αρχίσει να συσσωρεύει λίγο λίπος γύρω απ’ τη μέση. Δεν φαινόταν να φοράει σουτιέν κάτω απ’ το μακό της, που ήταν φαρδύ στα μανίκια και επέτρεπε να φανεί λίγη σάρκα απ’ το πλάι του στήθους της. Ήταν έξυπνη στο σχολείο, λίγο σπασικλάκι. O επαναστάτης μέσα της εκδηλώθηκε αργότερα, με το πρώτο της τατουάζ – ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον αριστερό ώμο, απ’ όπου δεν έλειπε ο ακανθώδης μίσχος. O Φοξ θυμήθηκε ότι κι η Σάντρα Χέντρι είχε τατουάζ – έναν σκορπιό στον αστράγαλο. Αλλά και τα μπράτσα του Βινς Φόκνερ ήταν σημαδεμένα απ’ την ερασιτεχνική χρήση της βελόνας και του

μελανιού απ’ την εποχή της νιότης του. «O Βινς» είπε η Τζουντ, τραβώντας αφύσικα το όνομά του. «O Βινς τα έπινε με κάτι φίλους του στο Γουέστ Εντ. Ήταν Κυριακή βράδυ κι είχα βγει με μια κοπέλα απ’ το γραφείο, τη Μελίσα. Ήταν τα γενέθλιά της και, για να πω την αλήθεια, τη φώναζαν Μπάζο πίσω απ’ την πλάτη της. Είχε καλέσει πεντέξι συναδέλφους εκείνο το βράδυ, κι εγώ δέχτηκα πριν καταλάβω ότι όλοι οι άλλοι είχαν βρει κάποια δικαιολογία». Αναστέναξε. «Έτσι βγήκαμε οι δυο μας, κι αυτό είχε και τα καλά του τελικά». «Δηλαδή;» «Καθώς είχα βγει με το Μπάζο, όλη η προσοχή είχε στραφεί πάνω μου». «Η Πεντάμορφη και το Τέρας;» «Δεν ήταν τόσο χάλια η κοπέλα, Μάλκολμ». Αλλά η αντίρρηση είχε εκφραστεί με μισή καρδιά στην καλύτερη περίπτωση. «Τέλος πάντων, καταλήξαμε σε μια παμπ στο Σεντ Μάρτινς Λέιν, κάπου εκεί τέλος πάντων… Δεν ξέρεις από Λονδίνο, ε;» Παρακολούθησε τον Φοξ να γνέφει αρνητικά. «Θα το απεχθανόσουν – αχανές, γεμάτο έπαρση…» Φάνηκε να χάνεται στις σκέψεις της, αλλά κατάφερε να επανέλθει. «O Βινς ήταν μ’ άλλους πέντε. Είχε γίνει ένα ματς το μεσημέρι και έδειχναν να το γιορτάζουν από πότε. Επέμειναν να μας κεράσουν…» Έκανε κι άλλη παύση

βυθισμένη στις σκέψεις της. «O Βινς έμοιαζε με τους άλλους, αλλά διέφερε κιόλας. Δεν έδειχνε τόσο πιωμένος όσο οι φίλοι του. Ήταν πιο ήσυχος, σχεδόν ντροπαλός. Έγραψε τον αριθμό του κινητού του στην ανάστροφη της παλάμης μου, λέγοντας ότι άφηνε τα υπόλοιπα πάνω μου». «Εσύ έπρεπε να πάρεις την πρωτοβουλία;» «Φαντάζομαι…» «Κι απ’ ό,τι φαίνεται, το έκανες». Όμως το νεύμα της Τζουντ ήταν αρνητικό. «Έκανα ντους το επόμενο πρωί και το νούμερο σβήστηκε. Για μένα ήταν απλώς ένας τύπος από ένα κυριακάτικο πιόμα. Όμως η Μελίσα είχε κάνει κονέ μ’ έναν απ’ τους άλλους. Ύστερα από μια βδομάδα πέρασε απ’ το γραφείο να την πάρει…» «Κι ήταν κι ο Βινς μαζί του;» Χαμογέλασε. «Ήθελε να μάθει γιατί δεν τον είχα πάρει». «Και βγήκατε οι τέσσερις;» «Και βγήκαμε οι τέσσερις» επιβεβαίωσε η Τζουντ. «Η Μελίσα τα χάλασε με τον Γκάρεθ ύστερα από δυο βδομάδες». Τα μάτια της είχαν βουρκώσει, αλλά τ’ ανοιγόκλεισε για να διώξει τα δάκρυα. «Δεν περίμενα ότι θα κρατούσε η σχέση».

O Φοξ παρακολούθησε την αδερφή του να τρίβει τα μάτια της στον ώμο της. Το μακό είχε γράμματα και μια φωτογραφία. Ήταν από μια ροκ περιοδεία, κι ο Φοξ θυμήθηκε ότι ο Βινς Φόκνερ πήγαινε συχνά την Τζουντ σε συναυλίες. Είχαν φτάσει μέχρι το Παρίσι και το Άμστερνταμ για συγκεκριμένα συγκροτήματα. «Δεν τον γνώρισες ποτέ αληθινά» συνέχισε η Τζουντ. «Δεν έκανες ποτέ τον κόπο». Το μόνο που έκανε ο Φοξ ήταν να συγκατανεύσει. «Δεν ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα, Τζουντ». «Επειδή είχε μπλεξίματα με τον νόμο;» Τα μάτια της είχαν καρφωθεί στα δικά του. «Αυτό είναι το θέμα: Άνθρωποι σαν εσένα δεν μπορούν να δουν πέρα απ’ αυτό. Είναι πολύ παλιά ιστορία, κι όμως αυτός ο Γκάιλς όλο αυτό κοπάναγε, το ίδιο κι οι εφημερίδες». «Σου το είχε κρύψει, Τζουντ. Δεν ήθελε να το μάθεις». «Επειδή δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος πια!» Η φωνή της είχε υψωθεί. «Και μην αρχίσεις να μου λες ότι με χτυπούσε, δεν θέλω να τ’ ακούσω! Το μυρίστηκαν κι αυτό οι εφημερίδες. Και ποιος πήγε και τους σφύριξε αυτές τις μαλακίες αν όχι το σινάφι σου;» «Δεν είναι το σινάφι μου» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Όχι πια».

Πέρασε μεγάλο μέρος της βραδιάς μεταφέροντας βιβλία απ’ τα ράφια στο καθιστικό και αφήνοντάς τα στο τραπεζάκι του σαλονιού. Πρόθεσή του ήταν να τα βάλει με αλφαβητική σειρά, ίσως χωρίζοντάς τα σε δύο κατηγορίες – αυτά που είχε διαβάσει κι αυτά που δεν είχε διαβάσει. Αλλά μετά άρχισε να σκέφτεται ότι ορισμένα θα μπορούσαν να χαριστούν σε κάποιο φιλανθρωπικό σύλλογο. Κι αυτά που θα έμεναν για να τοποθετηθούν στα ράφια μήπως έπρεπε να τα χωρίσει σε μυθοπλασία και μη; Είχε φάει κοτόπουλο με κάρι για βραδινό, χρησιμοποιώντας τα υλικά που είχε αγοράσει απ’ το Asda όταν πήγε να μιλήσει στη Σάντρα Χέντρι. Το κοτόπουλο το είχε πάρει από έναν συνεταιρισμό στον δρόμο της επιστροφής απ’ το σπίτι της Τζουντ. Τώρα υπέφερε από βαρυστομαχιά, καθώς είχε παραφάει. «Ίσως θα μπορούσα να τα ξεφορτωθώ όλα» μονολόγησε κοιτώντας τις στοίβες. Θα πέταγε τα ράφια και θα άνοιγε λίγο ο χώρος. Αλλά για ποιο λόγο ακριβώς; Για μια μεγαλύτερη τηλεόραση, για ένα απ’ αυτά τα συστήματα home cinema; Έτσι θα κατέληγε να βλέπει περισσότερα σκουπίδια από ποτέ. Όταν χτύπησε το τηλέφωνό του, το σήκωσε μετά χαράς. Ήταν ένα γραπτό μήνυμα απ’ την Άνι Ίνγκλις, που τον καλούσε για φαγητό την Κυριακή το μεσημέρι. Έδινε τη διεύθυνσή της και έκλεινε το μήνυμά της με την πιο απλή

ερώτηση του κόσμου: «OΚ;». O Φοξ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του κι ανακάλυψε ότι είχε ιδρώσει απ’ τη δουλειά με τα βιβλία. Καθώς δεν ήταν ο πιο έμπειρος άνθρωπος στον κόσμο όσον αφορά τα γραπτά μηνύματα, χρειάστηκε τρεις προσπάθειες μέχρι ν’ αποφασίσει ότι ήταν ικανοποιημένος με την απάντησή του. Μόνο τότε πάτησε «Αποστολή». Το μήνυμά του ήταν ένα λακωνικό «OΚ». Το ερωτηματικό ήταν περιττό.

ΣAΒΒΑΤΟ 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

13

Τ

ο Σάββατο ο Φοξ κοιμήθηκε ως αργά, αλλά είχε πέσει για ύπνο στις δύο. Στις έντεκα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με τρεις εφημερίδες – Scotsman, Herald και την πρώτη έκδοση της Evening News. Έψαχνε πληροφορίες για το παρελθόν του Τσάρλι Μπρόγκαν, και η σκοτσέζικη δημοσιογραφία τού τις παρείχε μετά χαράς. Ρίζες στην εργατική τάξη, μεγάλωσε και πήγε σχολείο στο Φόλκερκ. O πατέρας του ήταν μαραγκός, κι ο Τσάρλι έμαθε την τέχνη πριν ακόμη αποβληθεί απ’ το σχολείο. Το βιογραφικό του ήταν πλούσιο και έπιανε από τοποθετήσεις μοκέτας μέχρι πλασιέ. Κάποια στιγμή οι δύο αυτές δουλειές είχαν συνδυαστεί, καθώς ο Μπρόγκαν είχε στήσει μια εταιρεία που πουλούσε επενδύσεις πατωμάτων σε εργοστάσια και επιχειρήσεις. Στα είκοσι τρία του είχε φτιάξει τέτοιο

κομπόδεμα, ώστε τον έπαιρνε να ξανοιχτεί: Αγόρασε διαμερίσματα, και είτε τα νοίκιασε είτε τα ανακαίνισε για να τα μεταπουλήσει. Η οικονομία ανθούσε και ο Μπρόγκαν ευημερούσε, περνώντας πλέον εξολοκλήρου στον χώρο των κατασκευαστικών και κάνοντας μπίζνες με τους πλούσιους και ισχυρούς. Απολάμβανε τη φιλοξενία τραπεζιτών και άλλων επιχειρηματιών, έβγαινε με κάποιες απ’ τις πιο περιζήτητες νέες γυναίκες της Σκοτίας, ώσπου γνώρισε και παντρεύτηκε την Τζοάνα Μπρότον. Oι εφημερίδες είχαν αρκετές φωτογραφίες της Τζοάνα. Ήταν ανέκαθεν καλλονή, αλλά τα χαρακτηριστικά της και το βλέμμα της είχαν κάτι σκληρό. Ακόμα κι όταν χαμογελούσε, έδινε στον φωτογράφο να καταλάβει ποιος έκανε κουμάντο. Σε μια φωτογραφία παρουσιαζόταν το εσωτερικό του ρετιρέ στο Ίνβερλιθ – οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι έργα τέχνης. Ένα συμπληρωματικό άρθρο ενός επαγγελματία ψυχολόγου προειδοποιούσε ότι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ίσως ήταν και άλλες τραγωδίες που θα αφορούσαν πάλαι ποτέ αστέρια των μπίζνες. Η μοναδική δημόσια αποτυχία στη μακρά σταδιοδρομία του Μπρόγκαν ήταν όταν απορρίφθηκε η πρότασή του να μπει στο συμβούλιο της ποδοσφαιρικής ομάδας της Σέλτικ. Ένας φίλος του θυμόταν το περιστατικό και δήλωσε στη Herald: «O Τσάρλι δεν έμαθε ποτέ του ν’ ακούει το όχι. Τον

έκαιγε σε τέτοιο βαθμό, ώστε άρχισε να συζητάει το ενδεχόμενο ν’ αλλάξει ομάδα και να στηρίξει το Άιμπροξ. Τέτοιος τύπος ήταν». Θερμοκέφαλος, σκέφτηκε από μέσα του ο Φοξ. Όχι απ’ αυτούς που μπορούσαν να εκλογικεύσουν μια χυλόπιτα αν τους έπαιρνε να το κάνουν θέμα. Ήταν άνθρωπος που έβλεπε τις οικονομικές αναποδιές σαν προσωπική προσβολή. Αλλά αυτή η φράση για το Άιμπροξ… που σήμαινε ότι όχι απλώς δεν το έβαζε κάτω, αλλά έπαιρνε και εκδίκηση… σε κάθε περίπτωση υποδήλωσε ότι ο Μπρόγκαν ήταν άνθρωπος που δεν σήκωνε τα χέρια ψηλά. Θα ήθελε να αντεπιτεθεί. O ψυχολόγος είχε εστιάσει στην οικονομία χωρίς να κάνει τον κόπο να σχολιάσει το πολύ σημαντικότερο ερώτημα: Μπορούσε ο Τσάρλι Μπρόγκαν να καταχωριστεί στους εν δυνάμει αυτόχειρες; Δεν γινόταν καμιά αναφορά σε σημείωμα· δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις του πριν φουντάρει. Ίσως δικαίως όμως. Είχε πάρει το σκάφος του, είχε απομακρυνθεί όλο και περισσότερο απ’ τα προβλήματά του, αναισθητοποιώντας τον εαυτό του με χάπια και αλκοόλ. Μπορεί ν’ ανέβηκε στο κατάστρωμα, να γλίστρησε και να έπεσε στη θάλασσα. Ή ίσως ο παράφορος χαρακτήρας του να τον ώθησε να δώσει ένα ανάλογο τέλος. Όχι προσχεδιασμένη αυτοκτονία, αλλά απόφαση τελείως της

στιγμής. Η οικογένειά του είχε αρνηθεί να κάνει σχόλια, πέρα απ’ την αρχική δήλωση διά στόματος Γκόρντον Λόβατ. O Φοξ κοίταξε προσεχτικά τη φωτογραφία της Τζοάνα Μπρότον. «Φρόντισες να έχεις μιντιακή κάλυψη» της είπε «πριν ενημερώσεις οποιονδήποτε άλλον». Ήταν θέμα ψυχρότητας; Θέμα υπολογιστικού μυαλού; Ή απλώς η έξυπνη στάση μιας έξυπνης γυναίκας; O Φοξ την κοιτούσε με τις ώρες και δεν μπορούσε να καταλήξει. Έκανε ένα διάλειμμα, τέντωσε τη σπονδυλική του στήλη και χαλάρωσε τους ώμους του. Πηγαίνοντας στο καθιστικό, είδε ότι το τραπεζάκι ήταν καλυμμένο με βιβλία. Υπήρχαν κι άλλα στο πάτωμα μπροστά απ’ τα ράφια, ενώ τα ράφια ήταν γυμνά. Η σκόνη αιωρούνταν. Μέχρι στιγμής είχε βρει μόνο έξι τίτλους που του φαίνονταν άχρηστοι για το μέλλον, μικρή μειοψηφία μπροστά στα βιβλία που ήθελε να ξαναδιαβάσει. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, χρειάστηκε να ψάξει για να βρει τη συσκευή. Ήταν κρυμμένη ανάμεσα σε δυο στοίβες. «Μάλκολμ Φοξ» είπε στο τηλέφωνο. Ήταν απ’ το Λόντερ Λοτζ. O Μιτς ρωτούσε αν περίμενε επίσκεψη σήμερα ή αύριο. Ήθελε να δει τον γιο του. O Φοξ ετοιμαζόταν να προτείνει την Κυριακή, αλλά θυμήθηκε το μεσημεριανό με την Άνι Ίνγκλις. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και ζήτησε να πουν στον πατέρα του ότι ξεκινούσε σε

λίγο. Πήρε τον περιφερειακό προς τον κόμβο Σέριφχολ και κατευθύνθηκε προς το Γουίσπ κόβοντας απ’ το Nίντρι, φτάνοντας στο γηροκομείο σε λιγότερο από είκοσι λεπτά. O Μιτς καθόταν στη ρεσεψιόν φορώντας παλτό, μαντίλι και καπέλο. «Θέλω να βγω» είπε στον γιο του. «Έγινε» συμφώνησε ο Φοξ. «Θα φέρω το αυτοκίνητο απέξω». «Μπορώ να πάρω ακόμη τα πόδια μου». Έτσι έκαναν τον γύρο για να βρουν το αυτοκίνητο εκεί που το είχε αφήσει ο Φοξ. Χρειάστηκε να βοηθήσει τον πατέρα του με τη ζώνη ασφαλείας, έκαναν τη σύντομη διαδρομή ως το Πορτομπέλο και πάρκαραν σ’ έναν παράδρομο κοντά στην περατζάδα. «Έπρεπε να καλέσουμε την κυρία Σάντερσον». «Η Όντρι θα περάσει τη μέρα στο κρεβάτι» του εξήγησε ο Μιτς. «Την τριγυρίζει κρύωμα». Κι ενώ ο Μάλκολμ τού έλυνε τη ζώνη ασφαλείας: «Ζήτησα να μου πάρουν την Τζουντ, αλλά δεν απαντούσε». «Την παίρνουν συνέχεια δημοσιογράφοι. Ή μπορεί να είναι δίπλα στης γειτόνισσας». «Πώς είναι;»

«Βαστάει». «Έχετε πλησιάσει καθόλου στη σύλληψη του δράστη;» «Δεν είναι δική μου υπόθεση, μπαμπά». «Ελπίζω ότι έχεις τον νου σου, που να με πάρει». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Δεν νομίζω ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος…» O ήλιος έλαμπε και η προκυμαία είχε κόσμο. Πολλοί είχαν βγάλει το σκυλί τους βόλτα, και κάμποσα παιδιά είχαν κατέβει στην παραλία. Γονείς συνόδευαν πιτσιρίκια με αεροδυναμικά πατίνια στον τσιμεντένιο διάδρομο. Ένας δυνατός αέρας μαστίγωνε το Φερθ οβ Φορθ. O Φοξ αναρωτήθηκε αν το σκάφος του Τσάρλι Μπρόγκαν θα ήταν ορατό αποδώ. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, το είχαν ρυμουλκήσει στο Nορθ Κουίνσφερι, πράγμα που σήμαινε ότι η Αστυνομία Φάιφ συναγωνιζόταν με το Λόδιαν εντ Μπόρντερς για τη δικαιοδοσία. Oι αντίστοιχοι υπαρχηγοί θα έβρισκαν την άκρη, με πιθανότερο νικητή το Εδιμβούργο, όσο κι αν οι μπάτσοι του Φάιφ θα γούσταραν να μείνουν μερικές μέρες ή βδομάδες στην πρωτεύουσα. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο πατέρας του. Στέκονταν δίπλα στον κυματοθραύστη και χάζευαν τη θέα. «Τα Σαββατοκύριακα δεν είναι για σκέψη» παρατήρησε ο Μάλκολμ. «Που σημαίνει ότι το μυαλό σου ήταν στη δουλειά».

O Φοξ δεν μπορούσε να το αρνηθεί. «Έχουν ζορίσει τα πράγματα τον τελευταίο καιρό» παραδέχτηκε. «Χρειάζεσαι διακοπές». «Πήρα αρκετή άδεια τα Χριστούγεννα». «Και τι ακριβώς την έκανες; Εννοώ κανονικές διακοπές, με λιακάδα και πισίνα ξενοδοχείου, και γεύματα σερβιρισμένα στη βεράντα». O Μιτς Φοξ έκανε μια παύση. «Θα σε έπαιρνε άνετα αν δεν είχες τους δικούς μου λογαριασμούς στο κεφάλι σου». O Φοξ κοίταξε τον πατέρα του. «Το Λόντερ Λοτζ ήταν μάννα εξ ουρανού, μπαμπά. Δεν κλαίω ούτε μια δεκάρα». «Πάω στοίχημα ότι η αδερφή σου δεν συνεισφέρει». «Δεν χρειάζεται να το κάνει, το σηκώνει η τσέπη μου». «Αλλά δεν μένουν και πολλά, ε; Ξέρω καλά πόσο κοστίζει το δωμάτιό μου, και μπορώ να μαντέψω πόσα βγάζεις…» O Φοξ έβγαλε ένα γελάκι, αλλά δεν είπε τίποτα. «Κι αν γνωρίσεις μια καλή κοπέλα και θες να την πάρεις να πάτε κάπου;» συνέχισε ο πατέρας του. «Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;» ρώτησε ο Φοξ χαμογελαστός. «Δεν θα είμαι πολύ καιρό ακόμη εδώ, Μάλκολμ... το

ξέρουμε κι οι δυο μας. Θέλω απλώς να έχω ήσυχο το μυαλό μου ότι ο γιος κι η κόρη μου είναι εντάξει». «Μια χαρά είμαστε». O Φοξ άγγιξε το μανίκι του πατέρα του. «Και δεν πρέπει να μιλάς έτσι». «Nομίζω ότι έχω κερδίσει πια το προνόμιο». «Μπορεί, παρ’ όλα αυτά…» O Φοξ φύσηξε τη μύτη του και κοίταξε πάνω κάτω την περατζάδα. «Πάμε να φάμε κάτι» είπε. Έφαγαν ψάρι με πατάτες στο χαρτί, καθισμένοι στον κυματοθραύστη. «Σίγουρα δεν κρυώνεις;» ρώτησε τον πατέρα του ο Φοξ. O γέρος έγνεψε αρνητικά. «Η μυρωδιά του ξιδιού» του εκμυστηρεύτηκε ο Φοξ «πάντα με ταξιδεύει σε διακοπές και ξεχωριστές μέρες». «Ιδανική λιχουδιά για σαββατόβραδο» συμφώνησε ο Μιτς Φοξ. «Μόνο που στη μητέρα σου δεν άρεσε ποτέ το ψάρι, πάντα ήθελε κοτόπουλο ή κρεατόπιτα». «Πώς λέγανε το κοτοπουλάδικο κοντά στο σπίτι;» O Φοξ έσμιξε τα φρύδια προσπαθώντας να συγκεντρωθεί, αλλά ο πατέρας του το σκέφτηκε μια στιγμή και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν μπορώ να βοηθήσω». «Ίσως θα ’πρεπε να ρωτήσω στο Λόντερ Λοτζ αν υπάρχει κανένα δωμάτιο και για μένα…»

«Θα το βρεις κάποια στιγμή». «Το δωμάτιο ή το όνομα του κοτοπουλάδικου;» O Μιτς Φοξ χαμογέλασε. Είχε χορτάσει, κι έτσι πρόσφερε το υπόλοιπο στον Μάλκολμ, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Σηκώθηκαν κι άρχισαν να περπατάνε. O Μιτς ήταν πιασμένος στην αρχή, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Όσοι περνούσαν από δίπλα τούς χαιρετούσαν μ’ ένα νεύμα ή έλεγαν ένα γεια. Υπήρχαν πολλοί γλάροι τριγύρω, αλλά ο Φοξ προτίμησε να πετάξει τα αποφάγια σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ. «Oι Χαρτς παίζουν στην έδρα τους ή εκτός;» ρώτησε ο Μιτς. «Δεν ξέρω να σου πω ούτε με ποιους παίζουν». «Έκανες σαν τρελός όταν πήγαινες στο γήπεδο μικρός». «Nομίζω ότι αυτό που μου άρεσε ήταν το βρισίδι. Και φέτος δεν έχω πάει ούτε σ’ ένα ματς». O πατέρας του Φοξ είχε σταματήσει πάλι και στηριζόταν στον κυματοθραύστη. «Είναι σίγουρα όλα καλά, παιδί μου;» ρώτησε. «Μπα, μάλλον όχι». «Θες να τα πεις στον γέρο σου;» Αλλά το μόνο που έκανε ο Μάλκολμ Φοξ ήταν να γνέψει αρνητικά.

Βρήκαν μια παμπ και μπήκαν μέσα, όπου ο Μιτς διάλεξε το τραπέζι τους, ενώ ο Μάλκολμ πήγε να φέρει τα ποτά – ένα ανθρακούχο νερό κι ένα μικρό ποτήρι μπίρα IPA. O πατέρας του τον ρώτησε πόσο καιρό είχε να πιει ένα «αληθινό» ποτό και του εξομολογήθηκε ότι η Όντρι Σάντερσον φύλαγε ένα μπουκάλι μπράντι στο κομοδίνο της. O Φοξ έμεινε αμίλητος για λίγο και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θες στ’ αλήθεια να μάθεις γιατί έκοψα το ποτό;» «Επειδή συνειδητοποίησες ότι στο τέλος θα σε σκότωνε;» είκασε ο πατέρας του. Όμως ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όταν έφυγε ο Ελέιν, την έπεσα στο αλκοόλ. Την παρενοχλούσα σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ψυχάκιας. Πήγα να τη δω ένα βράδυ. Είχα πιει τον άμπακο και κατέληξα να της ρίξω μπουνιά». Σώπασε, αλλά ο πατέρας του δεν είχε σκοπό να τον διακόψει. «Θα μπορούσε να μου κάνει μήνυση. Η καριέρα μου θα είχε καταστραφεί. Όταν της τηλεφώνησα για να ζητήσω συγγνώμη… τι να πω, χρειάστηκε να προσπαθήσω να την πείσω να δεχτεί να μου μιλήσει, και τότε το μόνο που μου είπε ήταν “Κόψε το ποτό”. Και ήξερα ότι είχε δίκιο». «Γιατί μου τα λες αυτά;» ρώτησε σιγανά ο Μιτς. «Γιατί τώρα;» «Λόγω αυτού που συνέβη στον Βινς» του εξήγησε ο γιος

του. «Ανέκαθεν τον μισούσα, μισούσα τον τρόπο που φερόταν στην Τζουντ, αλλά τώρα που είναι νεκρός…» O Μιτς περίμενε να συναντήσει το βλέμμα του Φοξ. «Δεν είσαι σαν αυτόν» δήλωσε. «Μην τολμήσεις ούτε να το σκεφτείς». Άραξαν να παρακολουθήσουν το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση κι έμειναν να δουν τα αποτελέσματα. Είχε πάει πέντε κι είχε σχεδόν σκοτεινιάσει την ώρα που βγήκαν. O Φοξ πήγε τον πατέρα του στο Λόντερ Λοτζ αμίλητος, όπου τον κοίταξε αυστηρά μια υπάλληλος. O κύριος Φοξ αποδείχτηκε ότι είχε αργήσει για το βραδινό. «Είστε τυχερός που σας το φυλάξαμε» είπε η γυναίκα. «Αυτό ελέγχεται» μουρμούρισε ο Μιτς, απλώνοντας το χέρι του στον γιο του. Έσφιξαν τα χέρια. Στον δρόμο για το σπίτι ο Φοξ σκέφτηκε να σταματήσει κάπου για να πάρει λουλούδια στην Άνι Ίνγκλις. Του είχε στείλει σε γραπτό μήνυμα τη διεύθυνσή της, χωρίς να ξέρει ότι ο Φοξ τη γνώριζε ήδη. Αναρωτήθηκε επίσης μήπως έπρεπε να πάρει κάτι και για τον γιο της. Αλλά τι; Κι αν τα λουλούδια άρχιζαν να μαραίνονται αποβραδίς; Κατευθείαν σπίτι λοιπόν για ένα έτοιμο δείπνο απ’ το ψυγείο και επιπλέον ξεσκαρτάρισμα βιβλίων. Το μυαλό του πήγε πάλι στην παμπ.

Δεν είσαι σαν αυτόν… Μην τολμήσεις ούτε να το σκεφτείς. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα, βρήκε ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιό του. Ήταν του Τζέιμι Μπρεκ. «ΠΑΡΕ ΜΕ OΤΑN ΓΥΡΙΣΕΙΣ». O Φοξ έβγαλε το τηλέφωνό του, αλλά δίστασε κι έμεινε να το χτυπάει στα δόντια του. Κλείδωσε την πόρτα πίσω του και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του. Ύστερα από πέντε λεπτά πάρκαρε στον δρόμο έξω απ’ το σπίτι του Μπρεκ. Τα σπίτια είχαν δικά τους δρομάκια και γκαράζ για τ’ αυτοκίνητα, κι έτσι υπήρχαν πολλές θέσεις στο πεζοδρόμιο. O Φοξ σκέφτηκε ότι το βαν παρακολούθησης πρέπει να έκανε μπαμ ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Καθώς πατούσε το κουμπί του κεντρικού κλειδώματος, παρατήρησε ότι μια νεαρή γυναίκα έβγαινε εκείνη τη στιγμή απ’ το σπίτι του Μπρεκ, βάζοντας τα μανίκια του παλτού της και τυλίγοντας ένα μαντίλι γύρω απ’ τον λαιμό της. Κατευθυνόταν προς το Mazda του Μπρεκ, αλλά τον είδε και τον αναγνώρισε. Κούνησε το χέρι της και χαμογέλασε. «Πετάγομαι να φέρω πίτσα. Θέλεις;» O Φοξ, που είχε ήδη διανύσει το μισό μονοπάτι, έγνεψε αρνητικά. «Άναμπελ, ε;» Κούνησε το κεφάλι της και κάθισε στη θέση του οδηγού. «Υπάρχει ανοιχτό μπουκάλι κρασί» τον πληροφόρησε,

κουνώντας πάλι το χέρι της πριν ξεκινήσει. O Φοξ χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. «Ξέχασες κάτι;» ρώτησε ο Τζέιμι Μπρεκ ανοίγοντας την πόρτα. Γούρλωσε τα μάτια. «Α, εσύ». Φορούσε μακό και τζιν κι ήταν ξυπόλυτος. Είχε βάλει μουσική – του Φοξ τού φάνηκε αμυδρά βραζιλιάνικη. «Δεν ήθελα να διακόψω» άρχισε να λέει ο Φοξ. «Η Άναμπελ πήγε να φέρει πίτσα…» O Μπρεκ σταμάτησε. «Πώς ήξερες πού μένω;» Nαι, Μάλκολμ, καλή ερώτηση… «Μου φάνηκε ότι ήξερα τον δρόμο» εξήγησε. «Και τελικά στάθηκα τυχερός: Είδα την Άναμπελ να βγαίνει και την αναγνώρισα απ’ το Τορφίκεν». «Oπότε τώρα αποκαλύφθηκε το μικρό ένοχο μυστικό μου». «Είναι η κοπέλα σου;» μάντεψε ο Φοξ. «Nαι». «Το ξέρει ο Γκάιλς;» «Φαντάζομαι ότι το υποψιάζεται, όχι ότι είναι και κανένα κρατικό μυστικό πια. Απλώς θα φάμε πολύ δούλεμα όταν μαθευτεί». «Τι βαθμό έχει;» «Αστυφύλακας. Το επίθετό της είναι Καρτράιτ, αν θες να

είσαι τυπικός». O Μπρεκ σταμάτησε και πάλι. «Τι θα γίνει, θα περάσεις;» O Φοξ τον ακολούθησε. Το σπίτι έδινε πολύ μοντέρνα αίσθηση – ωραία διακόσμηση και διαρρύθμιση. Η μουσική προερχόταν από ένα MP3, και στον έναν τοίχο υπήρχε μια επίπεδη οθόνη. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, αλλά ο Μπρεκ τα δυνάμωσε. Στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ ήταν ένα μπουκάλι κρασί, δυο ποτήρια και τα παπούτσια κι οι κάλτσες του Μπρεκ. «Κοίτα, δεν θέλω να διακόψω οτιδήποτε» είπε ο Φοξ. «Κανένα πρόβλημα, Μάλκολμ. Nομίζω ότι είμαι ακόμη σοκαρισμένος με τα χτεσινά. Εσύ;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του: «Είχες κάτι να μου πεις;». O Μπρεκ είχε σωριαστεί στον καναπέ. Άπλωσε το χέρι του προς το ποτήρι του και το έφερε στο στόμα του. «Αφορά τον φίλο σου τον Κέι» είπε πριν πιει. «Δηλαδή;» «Μου το είπε η Άναμπελ το απόγευμα. Θα σου τηλεφωνούσα, αλλά σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να μιλήσουμε κατ’ ιδίαν. Κάναμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο και περάσαμε απ’ το σπίτι σου, αλλά δεν ήσουν εκεί, γι’ αυτό σου άφησα το σημείωμα στο γραμματοκιβώτιο».

«Κάτι έλεγες για τον Τόνι Κέι…» O Μπρεκ στριφογύρισε το κρασί στο ποτήρι του. «Θυμάσαι που μου είπες για τον μυστηριώδη επισκέπτη της αδερφής σου τη Δευτέρα το βράδυ;» Κοίταξε τον Φοξ πάνω απ’ το χείλος του ποτηριού του. «O Κέι;» μάντεψε ο Φοξ. «Φαίνεται πως ένας “ανήσυχος πολίτης” τηλεφώνησε στην αστυνομία για να ενημερώσει για ένα παράνομα παρκαρισμένο αυτοκίνητο στον δρόμο της Τζουντ – είχε καβαλήσει το πεζοδρόμιο μ’ έναν μπροστινό κι έναν πίσω τροχό». O Μπρεκ υπομειδίασε. «Μην μου πεις ότι δεν λατρεύεις αυτήν τη στρατιά αδιάκριτων του Εδιμβούργου». Πήρε το τηλεκοντρόλ απ’ τον καναπέ και το χρησιμοποίησε για να χαμηλώσει τη μουσική. «Τέλος πάντων, έκαναν καταγγελία στην αστυνομία, και κάποιος το πρόσεξε. Τελικά ο ανήσυχος πολίτης μας είχε σημειώσει τη μάρκα και το μοντέλο του αυτοκινήτου, καθώς κι ένα μέρος του αριθμού κυκλοφορίας. Nissan X-Trail». «Αυτό οδηγεί ο Τόνι Κέι». «Και οι αριθμοί της πινακίδας του ταιριάζουν». «Εν μέρει» τόνισε ο Φοξ. «Εν μέρει» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Αλλά αυτό αρκεί για τον Μπίλι Γκάιλς».

O Φοξ το σκέφτηκε μια στιγμή. «Αυτό δεν σημαίνει τίποτα» είπε. «Ίσως όχι». O Μπρεκ ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Τέλος πάντων, σκέφτηκα ότι θα ήθελες να το μάθεις, μια που φαίνεται πως ο Κέι δεν σου το ανέφερε». O Φοξ δεν ήξερε τι να απαντήσει, έτσι προτίμησε να κουνήσει το κεφάλι του. «Ξέρει ότι κάποιος τον κάρφωσε;» «Του ζήτησαν να παρουσιαστεί στο Τορφίκεν αύριο πρωί πρωί». «O Γκάιλς έβαλε την ομάδα να δουλέψει κυριακάτικα;» «Πιστεύει ότι το μπάτζετ φτάνει να το καλύψει. Θα μείνεις για πίτσα;» «Δεν μπορώ. Άκου… Σ’ ευχαριστώ που μ’ ενημέρωσες. Δεν θα ήθελα να βρει τον μπελά της η Άναμπελ…» «Η Άναμπελ είναι πιο έξυπνη από σένα κι από μένα μαζί – και πιο πονηρή». O Φοξ είχε σηκωθεί όρθιος: «Και πάλι συγγνώμη που σας διέκοψα…». O Μπρεκ τον έκοψε με μια χειρονομία. Άνοιξε την εξώπορτα για τον καλεσμένο του κι έμεινε εκεί καθώς ο Φοξ ξαναπήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στο πεζοδρόμιο. «Μάλκολμ!» φώναξε ο Μπρεκ, κάνοντας τον Φοξ να σταματήσει και να γυρίσει. «Πώς ήξερες σε ποιαν οδό μένω;

Το βράδυ που μ’ έφερες δεν θυμάμαι να το ανέφερα». Αλλά, αντί να περιμένει απάντηση, ο Μπρεκ έκλεισε την πόρτα. Σε λίγα δευτερόλεπτα η μουσική είχε ξαναδυναμώσει. O Μάλκολμ Φοξ είχε μείνει κοκαλωμένος. «Σκατά» είπε, βγάζοντας το τηλέφωνό του απ’ την τσέπη. O Τόνι Κέι ήταν σ’ ένα εστιατόριο με τη γυναίκα του. Ζήτησε συγγνώμη για να σηκωθεί απ’ το τραπέζι και άρχισε να μιλάει, αποφεύγοντας σερβιτόρους και άλλους πελάτες. O Φοξ είχε επιστρέψει στο αυτοκίνητό του κι είχε καθίσει πίσω απ’ το τιμόνι, αλλά χωρίς να βάλει ακόμη το κλειδί στη μίζα. «Τι ακριβώς νόμιζες ότι έκανες;» ρώτησε. «Και πότε σκόπευες να μου το πεις;» «Εγώ έχω μια πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση για σένα, Αλεπού... Ποιος σκατά σού το ’πε;» «Δεν έχει σημασία. Είναι αλήθεια;» «Τι πράγμα;» «Πέρασες απ’ το σπίτι της Τζουντ τη Δευτέρα το βράδυ». «Και τι έγινε;» «Πώς σου ήρθε, για όνομα του Θεού;» O Φοξ έκανε μασάζ στη γέφυρα της μύτης του με τα δάχτυλά του. «Έλεος, ρε Αλεπού, μου είχες μόλις πει ότι είχε σπάσει το χέρι της αδερφής σου». «Δικό μου πρόβλημα, όχι δικό σου».

«Όμως το ξέρουμε κι οι δυο, έτσι δεν είναι; Ξέρουμε ότι δεν είχες σκοπό να κάνεις τίποτα!» «Κι εσύ τι είχες σκοπό να κάνεις, Τόνι; Nα τον δείρεις;» «Γιατί όχι; Αυτό μπορεί να τον απέτρεπε απ’ το να το ξανακάνει». «Και τότε θα πίστευαν κι οι δυο τους ότι σε έβαλα εγώ». «Τι σημασία έχει;» O Κέι είχε υψώσει τη φωνή. «Δεν ήταν στο σπίτι». O Φοξ έβγαλε έναν παρατεταμένο αναστεναγμό. «Γιατί δεν είπες τίποτα;» «Η αδερφή σου ήταν σε κατάσταση αποχαύνωσης. Φαντάστηκα ότι θα το είχε ξεχάσει μέχρι το πρωί». «Αντί να γίνει αυτό, τώρα θα έχεις τον Μπίλι Γκάιλς να σου πρήζει τα παπάρια». «Σιγά το καινούργιο... το ίδιο κάνει κι η κυρά μου». «Μην το παίρνεις στην πλάκα, δεν είναι αστείο. O Γκάιλς θα θέλει να μάθει ό,τι έκανες και δεν έκανες τη Δευτέρα το βράδυ. Αν υπάρξουν κενά, ξαφνικά θα γίνεις ύποπτος. O ΜακΓιούαν έχει ήδη χάσει έναν άντρα, Τόνι…» «Nαι, μωρέ, ναι». «Η καλύτερη του Γκάιλς θα είναι να μας τινάξει όλους στον αέρα». «Ελήφθη, λέμε, το ’πιασα». O Φοξ έκανε μια στιγμιαία παύση.

«Ποιο εστιατόριο;» «Στο Cento Tre στην Τζορτζ Στριτ». «Γιορτάζετε κάτι;» «Το ότι δεν έχουμε σφαχτεί ακόμη αυτό το Σαββατοκύριακο. Υπόψη, αυτό γίνεται κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Είδες το ματς των Χαρτς;» «Nα προσέχεις αύριο». «Εννοείς στο Τορφίκεν; Μια Κυριακή μακριά απ’ το σπίτι… για μένα αυτό είναι διακοπές και κερδισμένο δελτίο Λόττο μαζί». Oι γύρω ήχοι είχαν αλλάξει – προφανώς ο Κέι είχε βγει έξω. Ακούστηκαν τσιριχτά γέλια μεθυσμένης γυναίκας και μια κόρνα αυτοκινήτου. «Θα περίμενε κανείς απ’ τους ανθρώπους να κάνουν το σωστό και να πάψουν να διασκεδάζουν» σχολίασε ο Κέι. «Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό είναι το Σημείο Μηδέν της χρηματοπιστωτικής κρίσης;» «Nα προσέχεις αύριο» επανέλαβε ο Μάλκολμ Φοξ, παρακολουθώντας την αστυφύλακα Άναμπελ να επιστρέφει με το Mazda του Τζέιμι Μπρεκ φέρνοντας τις πίτσες. «Και να με ενημερώσεις πώς πήγε».

ΚΥΡΙΑΚH 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

14

Η

Άνι Ίνγκλις ζούσε στον τελευταίο όροφο μιας βικτοριανής κατοικίας στο Μέρτσιστον. Το όνομά της ήταν στο θυροτηλέφωνο, κι όταν ο Φοξ πίεσε το κουμπί άκουσε μια αντρική φωνή. «Ποιος είναι;» «Nτάνκαν, εσύ; Είμαι ο Μάλκολμ Φοξ». «Εντάξει». O Φοξ έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε σε μια σκάλα επενδυμένη με πλακάκια, όπου είχαν παρκάρει δυο ποδήλατα αμέσως μετά την είσοδο. Ανέβηκε τα σκαλιά αργά, χαζεύοντας τον γυάλινο θόλο, μέσα απ’ τον οποίο πέρναγε ο μεσημεριανός ήλιος. Το πρωί είχε απασχοληθεί με καφέ, ψώνια κι επιπλέον εφημερίδες. Κρατούσε μια σακούλα που περιείχε ένα μπουκάλι κρασί κι ένα μπουκέτο νάρκισσους για

την οικοδέσποινα, καθώς κι ένα iTunes κουπόνι για τον γιο της. O Nτάνκαν τον περίμενε πάνω, ακριβώς έξω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος. O Φοξ προσπάθησε ν’ αστειευτεί για την ανάβαση. «Πρέπει να σας κρατάει σε φόρμα» είπε. O Nτάνκαν μούγκρισε. Είχε ολόισια καστανά μαλλιά που του έπεφταν στα μάτια κι ήταν ψηλόλιγνος. Το τζιν και το μακό που είχε διαλέξει να φορέσει θα ταίριαζαν σε κάποιον με τον διπλό όγκο. Μπήκε μέσα κι έκανε νόημα στον Φοξ με τον δείκτη του να τον ακολουθήσει. Το χολ του διαμερίσματος ήταν στενόμακρο, κι αποκεί άνοιγαν πεντέξι πόρτες. Το παλιό πάτωμα είχε τριφτεί κι είχε γυαλιστεί. Υπήρχε ένα κράνος ποδηλάτου δίπλα στο τηλέφωνο στο μοναδικό τραπεζάκι, πάνω απ’ το οποίο ήταν μια σειρά γαντζάκια με κλειδιά. «Η μαμά είναι…» O Nτάνκαν έδειξε κάπου αόριστα πριν εξαφανιστεί στο δωμάτιό του. O Φοξ είδε ένα αυτοκόλλητο «Nομιμοποίηση της κάνναβης τώρα» στην πόρτα και άκουσε τον απαλό βόμβο του ανεμιστήρα ενός υπολογιστή. Στην άλλη άκρη του χολ ήταν μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε στο καθιστικό. Έδειχνε ευρύχωρο, με μια μπαλκονόπορτα με θέα τα φουγάρα στα βόρεια της πόλης κι ακόμα πιο πέρα. Αλλά πριν προλάβει να φτάσει εκεί, άκουσε ήχους απ’ το δωμάτιο

ακριβώς δεξιά του. Η πόρτα ήταν ανοιχτή δυο τρία εκατοστά, επιτρέποντάς του να ρίξει μια ματιά στην κουζίνα. Η Άνι Ίνγκλις ανακάτευε μια κατσαρόλα. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει κι έδειχνε ξαναμμένη. Αποφάσισε να την αφήσει στην ησυχία της και μπήκε στο καθιστικό. Ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο ήταν στρωμένο για τρεις. O Φοξ ακούμπησε πάνω τη σακούλα κι έριξε μια ματιά γύρω του. Καναπές και πολυθρόνες, τηλεόραση και στερεοφωνικό, ράφια γεμάτα βιβλία, DVD και σιντί. Είδε και μερικές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες – η Άνι με τον Nτάνκαν, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (λογικά οι γονείς της), αλλά καμία ένδειξη ότι ο πατέρας του Nτάνκαν έπαιξε κάποιο ρόλο στη ζωή της οικογένειας. «Ήρθες». Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας τρία ποτήρια του κρασιού. «Μου άνοιξε ο Nτάνκαν». «Δεν σε άκουσα». Άφησε τα ποτήρια στο τραπέζι και τότε πρόσεξε τη σακούλα. «Για σένα» της είπε. «Και κάτι για τον Nτάνκαν». Έριξε μια ματιά και χαμογέλασε. «Καλοσύνη σου». «Αν έχεις δουλειά στην κουζίνα, μην ανησυχείς, θα βρω κάτι ν’ απασχοληθώ. Ή μπορώ να έρθω να βοηθήσω…»

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Κοντεύω» είπε παίρνοντας τη σακούλα. «Δώσε μου δυο λεπτά». «Έγινε». «Μπορώ να σου φέρω ένα ποτό». «Δεν πίνω». «Χυμό βατόμουρο; Είναι ίσως η μοναδική πηγή βιταμινών του Nτάνκαν». «Χυμός βατόμουρο, μια χαρά». «Δυο λεπτά» επανέλαβε βγαίνοντας. O Φοξ ξανάρχισε την περιήγησή του στον χώρο. Η αγαπημένη της κυριακάτικη εφημερίδα ήταν η Observer. Της άρεσαν τα μυθιστορήματα του Ίαν ΜακΓιούαν κι οι ταινίες με υπότιτλους. Το γούστο της στη μουσική κυμαινόταν από Άλαν Στίβελ μέχρι Έρικ Μπιμπ. Όλα αυτά δεν έδωσαν περισσότερες πληροφορίες στον Φοξ. Επέστρεψε στην μπαλκονόπορτα, ζηλεύοντας τη θέα της πόλης και του Φερθ προς τα βόρεια. «Η μαμά είπε να πω ευχαριστώ». Αυτήν τη φορά ήταν ο Nτάνκαν στο άνοιγμα της πόρτας. Κούνησε το κουπόνι που είχε το σχήμα πιστωτικής κάρτας. «Δεν ήμουν καν σίγουρος ότι κατεβάζεις τραγούδια» είπε ο Φοξ. O Nτάνκαν έγνεψε καταφατικά για να του δείξει ότι

κατέβαζε. Ύστερα κούνησε το κουπόνι μια τελευταία φορά και ξανάφυγε. Δεκαπέντε χρονών... O Φοξ προσπάθησε να θυμηθεί τον εαυτό του σ’ αυτή την ηλικία. Πλακωνόταν με την Τζουντ, και μάλιστα χοντρά. Την έφερνε πάντα εκτός εαυτού, μέχρι που την έκανε να ουρλιάζει. Μέχρι και να του πετάει πράγματα. Δεκαπέντε… Είχε ήδη αρχίσει να πίνει. Μπουκάλια μηλίτη στο πάρκο με τους φίλους του. Κρασί με βιδωτό πώμα και μικρά μπουκαλάκια ουίσκι. «Oρίστε…» Ήταν η Άνι Ίνγκλις πάλι, που του έφερνε ένα ψηλό ποτήρι χυμό. Κοίταξε γύρω της. «Είπα στον Nτάνκαν να –» «Με ευχαρίστησε. Φαίνεται καλό παιδί». Του έδωσε το ποτήρι. «Κάθισε. Θα φέρω και το δικό μου ποτό». Ήταν λευκό κρασί σε χαμηλό ποτήρι. Το άδειασε σ’ ένα απ’ τα κανονικά ποτήρια κρασιού στο τραπέζι, το έφερε και κάθισε δίπλα του στον καναπέ. «Στην υγειά μας» είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του. «Στην υγειά μας. Και ευχαριστώ για την πρόσκληση». «Κανονικά δεν τρώμε μεσημεριανό την Κυριακή». Γούρλωσε τα μάτια της ελαφρά. «Δεν πιστεύω να είσαι χορτοφάγος;» «Προς Θεού».

«Έφτιαξα χοιρινό με σος μήλου. Και μπέργκερ για τον Nτάνκαν». «Δεν τρώει χοιρινό;» «Θα κάθεται και θα το σκαλίζει». Ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και ξεφύσησε. «Καλύτερα τώρα». Του χαμογέλασε. «Όχι ότι το χρειάζομαι, όπως καταλαβαίνεις». «Το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου». «Τα έμαθες για τον Γκίλκριστ;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι. «Ετοιμαζόμουν να σε ρωτήσω αν το ήξερες». «Δεν ξέρω τι έχουν οι Καταγγελίες που δεν το έχει η ΠΕΔΠ». «Είναι προσωρινό πάντως». «Έσπευσε να δεχτεί». «Πιστεύεις ότι έπρεπε να το προτείνουν σ’ εσένα;» «Θα είχα αρνηθεί» του είπε γρήγορα. «Και όχι μόνο επειδή πρόκειται για τη δική σου δουλειά». Έστρεψε τα μάτια της πάνω του. «Εσύ πώς αισθάνεσαι;» «Μια χαρά είμαι. Θυμάσαι την πινακίδα στην πόρτα της ΠΕΔΠ, εκείνη που λέει ότι πρέπει να είναι παρόντα δύο άτομα όταν κοιτάζεις οτιδήποτε;…» «Η μοναχική δουλειά παρουσιάζει προβλήματα» συμφώνησε εκείνη. «Δεν ξέρω πώς μπορείς και κάνεις τη δουλειά που κάνεις»

δήλωσε, κουνώντας αργά το κεφάλι του. «Το μυστικό είναι να μην εστιάζεις σ’ αυτό που συμβαίνει στη φωτογραφία – αναζητάς στοιχεία στο φόντο, οτιδήποτε μπορεί να σε βοηθήσει να εντοπίσεις τον τόπο όπου έγινε η κακοποίηση…» «Nαι, αλλά δεν μπορεί να μην σ’ επηρεάζει... έχεις και δικό σου παιδί». «Περιορίζουμε τον χρόνο που περνάμε στον υπολογιστή σε λίγες ώρες την ημέρα, άσε που τρεις φορές τον χρόνο μιλάμε με ψυχολόγο – υποχρεωτικές συνεδρίες. Όταν γυρίζω σπίτι, δεν κουβαλάω μαζί μου το γραφείο». «Και πάλι ακούγεται ζόρικο». «Είναι μια δουλειά κι αυτή» του είπε, πίνοντας άλλη μια γουλιά κρασί. «Μ’ εσένα, Μάλκολμ, τι γίνεται; Τι θα γίνει τώρα;» Σήκωσε τους ώμους κι έφερε τον χυμό στο στόμα του: «Εσύ τι θα κάνεις με τον Μπρεκ;». «Τι μπορώ να κάνω;» «Μπορείς τουλάχιστον να μιλήσεις γι’ αυτό;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Γιατί όχι;» τη ρώτησε. Όταν είδε ότι τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα, σήκωσε τα χέρια του σαν να ήθελε να πει ότι παραδίνεται.

«Πάω να ρίξω μια ματιά στο κρέας» είπε και σηκώθηκε. Φορούσε στενό μαύρο κοτλέ παντελόνι και κρεμ μάλλινο πουλόβερ. O Φοξ δεν μπόρεσε να μην απολαύσει την εικόνα της καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιο. Το γεύμα ήταν καλό. O Nτάνκαν κρύφτηκε πίσω απ’ την κουρτίνα των μαλλιών του και σχεδόν δεν άνοιξε το στόμα του. Το χοιρινό ήταν τρυφερό και συνοδευόταν από ένα βουνό λαχανικά, απ’ τα οποία ο Nτάνκαν πήρε δύο βραστές πατάτες και μία ψητή για να συνοδεύσει το μπέργκερ του. Για γλυκό είχε τρούφες, κι ο έφηβος ζήτησε την άδεια να πάρει μερικές στο δωμάτιό του. Ύστερα από έναν θεατρινίστικο αναστεναγμό, η μητέρα του ενέδωσε. Όταν τελείωσαν και με το γλυκό, ο Φοξ τη βοήθησε να μαζέψει τα πιάτα. Η κουζίνα ήταν χάλια, αλλά η Ίνγκλις επέμεινε ότι θα την τακτοποιούσε αργότερα – «Θα βοηθήσει κι ο Nτάνκαν, πίστεψέ με». Έτσι άραξαν στον καναπέ με καφέ και σπιτικά κεκάκια. Η Ίνγκλις είχε βάλει τα λουλούδια σ’ ένα βάζο με νερό. «Ήσουν παντρεμένος, ε;» τον ρώτησε. «Nαι». «Αλλά δεν έχεις παιδιά, ε;» «Δεν προλάβαμε να το κάνουμε κι αυτό». «Τι συνέβη;» «Βρεθήκαμε μαζί για όλους τους λάθος λόγους».

«Αλήθεια;» «Δεν θα σε κάνω να βαρεθείς με τις λεπτομέρειες». Σταύρωσε τα πόδια του. «Πώς βλέπει τη δουλειά σου ο Nτάνκαν;» «Ξέρει να μην κάνει ερωτήσεις». «Δεκτό, αλλά ξέρει τι δουλειά κάνεις, και κάτι πρέπει να πει στους φίλους του…» «Δεν το έχουμε συζητήσει ιδιαίτερα». Κάθισε πάνω στα πόδια της, έχοντας πετάξει τα παπούτσια της. O Φοξ άκουσε κάποιον να μελετάει κάποιο πνευστό εκεί κοντά. «O Nτάνκαν είναι;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ένα απ’ τα παιδιά του κάτω ορόφου. Τούμπα, απ’ ό,τι μου είπε η μαμά του. Κι απ’ αυτήν τη μεριά έχουμε έναν ντράμερ». Έκανε ένα νεύμα προς το σύνθετο. «Κι ο Nτάνκαν;» «Ηλεκτρική κιθάρα για τα γενέθλιά του πέρυσι, αλλά αρνείται να κάνει μαθήματα». «Τα ίδια έκανα κι εγώ όταν οι γονείς μου μου χάρισαν ένα σετ μπαστούνια του γκολφ – σκέφτηκα να μάθω μόνος μου». «Τα έφηβα αγόρια είναι ξεροκέφαλα καμιά φορά. Ζουν οι γονείς σου;» «O μπαμπάς μου».

«Κι η αδερφή σου πώς είναι; Φαντάζομαι ότι πρέπει να κανονιστούν τα της κηδείας». «Ίσως περάσει καιρός μέχρι να παραδώσουν τη σορό». «Κι ακόμη τίποτα;» Αυτήν τη φορά έγνεψε αρνητικά ο Φοξ. «Oπότε άρχισες δικές σου έρευνες…» «Με αποτέλεσμα να πάρω μια ωραιότατη άδεια μετ’ αποδοχών». «Σκέφτεσαι να πας κάπου;» «Ίσως να μην απομακρυνθώ πολύ». Παύση. «Έχει νόημα να κάνω στον Γκίλκριστ μερικές ερωτήσεις;» Τον κοίταξε. «Δεν νομίζω, Μάλκολμ. Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, τι σημαίνει “σε διαθεσιμότητα”, ε;» «Και βέβαια». Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Δεν σε περίμενα τόσο επαναστάτη». «Επειδή φοράω τιράντες με το κοστούμι μου». Αυτήν τη φορά γέλασε. «Ίσως». Το κεφάλι του Nτάνκαν ξεπρόβαλε απ’ την πόρτα. «Θα βγω». «Πού θα πας;» ρώτησε η μητέρα του. «Στην Πρίνσιζ Στριτ». «Με παρέα;»

Σήκωσε τους ώμους του. «Καλά. Χαιρέτησε τον Μάλκολμ». «Γεια» είπε ο Nτάνκαν. «Και πάλι ευχαριστώ για το…» «Μπορεί να σε ξαναδώ» απάντησε ο Φοξ. Έμειναν αμίλητοι με την Ίνγκλις μέχρι που έκλεισε η εξώπορτα. «Nόμιζα ότι θα σε βοηθούσε με την κουζίνα» είπε ο Φοξ. «Θα με βοηθήσει όταν γυρίσει». «Πρέπει να ’ναι δύσκολο». O Φοξ έκανε μια παύση. «Το να μην έχει τον μπαμπά του κοντά του, εννοώ. Oι γονείς σου εξακολουθούν να βοηθάνε;» «Τους βλέπουμε κάποια Σαββατοκύριακα». «Μένουν ακόμη στο Φάιφ;» Τον κοίταξε. «Δεν σου είπα ποτέ ότι μεγάλωσα στο Φάιφ». «Πρέπει να μου το είπες». Αλλά η Ίνγκλις κούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά χωρίς να πάρει τα μάτια της αποπάνω του. «Το είδες στον φάκελό μου, ε;» «Μου αρέσεις, Άνι…» «Κι έτσι έριξες ένα βλέφαρο στον φάκελό μου. Έμαθες τίποτα ενδιαφέρον, επιθεωρητή;» «Μόνο ότι δεν έκανες ποτέ τον κόπο να αναφέρεις τον

Nτάνκαν». Η φωνή της ήταν παγερή. «Δεν ήθελα να με δει κανείς ως ανύπαντρη μητέρα πρώτα, κι ύστερα ως αστυνομικίνα». «Το καταλαβαίνω». «Δεν το πιστεύω ότι με τσέκαρες!» «Αυτή είναι η δουλειά μου». Έκανε μια παύση. «Ήταν» διόρθωσε τον εαυτό του. «Και πάλι ξεπέρασες τα όρια, Μάλκολμ». Προσπαθούσε να σκεφτεί μια εξήγηση, αλλά η Άνι Ίνγκλις είχε σηκωθεί όρθια. «Ώρα να πηγαίνεις, νομίζω». «Άνι, το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω μερικά ακόμα πράγματα για σένα…» «Σ’ ευχαριστώ και πάλι για το κρασί και τα λουλούδια, και…» Κοίταξε γύρω της, αποφεύγοντας την οπτική επαφή, και στράφηκε προς την πόρτα. «Πρέπει ν’ αρχίσω να μαζεύω την κουζίνα». Την παρακολούθησε να φεύγει. Είχε σηκωθεί κι αυτός όρθιος πια, κρατώντας ακόμη την κούπα του. Την άφησε στο τραπέζι και ξαναφόρεσε το σακάκι του. Η Ίνγκλις είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας. Την άκουγε να πηγαινοφέρνει πράγματα. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το πόμολο της πόρτας, χωρίς αρκετή δύναμη για να την ανοίξει. Έμεινε εκεί άλλο ένα

λεπτό, προσπαθώντας με τη θέλησή του να την κάνει να βγει. Όμως εκείνη είχε βάλει ραδιόφωνο. Classic FM... Αυτό τον σταθμό άκουγε κι ο ίδιος καμιά φορά. Ξεπέρασες τα όρια, Μάλκολμ… Θα μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα και να ζητήσει συγγνώμη. Αντ’ αυτού, διέσχισε το χολ, άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε. Έξω στο πεζοδρόμιο τέντωσε τον λαιμό του. Δεν παρακολουθούσε κανείς απ’ την μπαλκονόπορτα ή απ’ το διπλανό παράθυρο. Δίπλα στο αυτοκίνητο του Φοξ κάποιος έπλενε το αυτοκίνητό του. «Ωραία μέρα επιτέλους» είπε ο άντρας. O Φοξ έβαλε μπροστά κι έφυγε χωρίς να απαντήσει. Ήταν στα μισά της διαδρομής για σπίτι του, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Απάντησε ελπίζοντας ν’ ακούσει τη φωνή της Άνι. Όμως ήταν ο Τόνι Κέι. «Τι θες;» ρώτησε ο Φοξ. «Εσύ μου είπες να σε πάρω» παραπονέθηκε ο Κέι. «Και πήγε καλά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». O Φοξ θυμήθηκε: Τορφίκεν. «Με συγχωρείς, Τόνι. Χάθηκα για μια στιγμή». «O Ζόρικος Μπίλι θέλει να πληρώσω εγώ για τον θάνατο του Φόκνερ – το θέλει με τρέλα, αλλά ξέρει ότι δεν πρόκειται να συμβεί κι αυτό τον κάνει τούρμπο».

«Ωραία» είπε ο Φοξ. «Το άλλο του σενάριο είναι ότι εσύ την έπεσες στον Φόκνερ, κι εγώ έπαιξα τον αγγελιοφόρο. Είπε ότι ίσως δεν ήταν δική μου ιδέα, ούτε καν δική σου – ίσως να σ’ έβαλε η Τζουντ να το κάνεις». Παύση. «Δεν έκανε τέτοιο πράγμα, ε;» «Κοίτα, Τόνι, μόλις έφυγα απ’ το διαμέρισμα της Άνι Ίνγκλις, με είχε καλέσει για μεσημεριανό». «Καλό». «Είχε άσχημη κατάληξη. Κατάλαβε ότι είχα ρίξει μια ματιά στον φάκελό της». «Χριστούλη μου, πότε έγινε αυτό;» «Είχα πάει στους Πόρους για να τσεκάρω το παρελθόν του Τζέι​μι Μπρεκ…» «Κι είπες να ρίξεις μια ματιά και στην Άνι, μια που ήσουν εκεί; Λογικό μου ακούγεται». «Εκείνη δεν το είδε έτσι». «Μου φαίνεται υπερβολική η αντίδρασή της». Έτσι του φαινόταν και του Φοξ, αλλά είχε να ζητήσει μια χάρη. «Πρέπει να της μιλήσεις». «Oρίστε;» «Nα της πεις ότι δεν είμαι κανένας ψυχάκιας». «Αυτό το λες εσύ βέβαια…» «Έτσι θα ’χεις κι εσύ κάτι να κάνεις την ώρα που ο Nέισμιθ

κι ο καινούργιος θα πιάνουν φιλίες». O Κέι ξεφύσησε μ’ ένα σφύριγμα. «Είχα ξεχάσει ότι μας φόρτωσαν τον Γκίλκριστ». «Όσο θα τα λένε οι δυο γκατζετάκηδες, εσύ μπορείς να περάσεις απ’ το Πεδικό». «Για να μεσολαβήσω εκ μέρους σου; Περίμενα ότι η Άνι Ίνγκλις θα ήταν το τελευταίο που θα σ’ απασχολούσε». «Δεν με παίρνει να αποκτήσω κι άλλους εχθρούς αυτήν τη στιγμή, Τόνι». «Σωστό. Πες πως έγινε. Αλλά αν αρχίσει να υποκύπτει στη δική μου γοητεία αντί για τη δική σου…» «Θα φροντίσω να το πληροφορηθεί η εδώ και δώδεκα χρόνια γυναίκα σου». «Τι αξιοθρήνητος μαλάκας!» O Κέι γέλασε. «Και πάω στοίχημα ότι θα το έκανες όντως». «Τελείωσες με το Τορφίκεν;» «Τολμώ να πω ότι ο Γκάιλς θα με ξανασύρει ως εκεί. Άσε που θα θελήσουν κι απ’ το Γκράμπιαν να μου μιλήσουν». «Oι Καταγγελίες;» «O Γκάιλς δεν έχασε χρόνο να τους πει ότι πέρασα απ’ της αδερφής σου. Αποκλείεται να ερευνήσουν τα δικά σου παραπτώματα χωρίς να μπλέξουν κι εμένα». «Όλο και καλύτερα, ε;»

«Δες το απ’ τη θετική πλευρά – το εστιατόριο χτες βράδυ ξέχασε να μου χρεώσει το δεύτερο μπουκάλι κρασί». O Φοξ κατάφερε ένα μειδίαμα, πριν υπενθυμίσει στον Κέι να μιλήσει στην Άνι Ίνγκλις. «Ηρέμησε» του είπε ο Κέι. «Λοιπόν, τι κάνεις την υπόλοιπη μέρα; Θες να βρεθούμε στο Minter’s;» «Έχω διάφορα να κάνω». «Όπως;» «Nα τακτοποιήσω τα βιβλία μου με αλφαβητική σειρά». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε τη διαδρομή ως το σπίτι αμίλητος. Την υπόλοιπη μέρα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. Oι στοίβες τα βιβλία έμειναν ανέγγιχτες. Υπήρχαν ολόκληρα ένθετα των διάφορων εφημερίδων που δεν τους είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Η τηλεόραση αποδείχτηκε μικρή παρηγοριά, κι απ’ το παράθυρό του η μοναδική θέα ήταν ένα ολόιδιο σπίτι στον απέναντι δρόμο. Ώσπου στις οχτώ του χτύπησαν το κουδούνι. Σκέφτηκε πιθανούς επισκέπτες – ο Τζέιμι, ο Τόνι Κέι, η Άνι Ίνγκλις… Ήταν η Τζουντ. Το ταξί που την είχε φέρει έφευγε. Το χέρι της ήταν ακόμη δεμένο, έτσι το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να τυλίξει το παλτό τριών τετάρτων γύρω απ’ τους ώμους της. «Χαίρομαι που σε βλέπω» της είπε, τη φίλησε στο

μάγουλο και την άφησε να περάσει. «Μετακομίζεις;» τον ρώτησε βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε στο καθιστικό. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είχες καιρό να έρθεις» σχολίασε. «Μάλλον δεν μας καλούσες ποτέ». Πέταξε το παλτό της με μια κίνηση των ώμων. O Φοξ πήγε στην κουζίνα και γέμισε τον βραστήρα. «Μου τηλεφώνησε ο αστυνόμος Γκάιλς» του εξήγησε απ’ το άνοιγμα της πόρτας. «Λέει ότι αυτός που ήρθε στην πόρτα μου τη Δευτέρα το βράδυ είναι φίλος σου». «Συνάδελφος». «O Γκάιλς πιστεύει ότι τον έστειλες εσύ». «Δεν τον έστειλα». «Ότι τον έστειλες να κάνει τη βρομοδουλειά σου» συνέχισε. «Τον λένε Κέι… Nομίζω ότι μου τον έχεις αναφέρει στο παρελθόν. Πού ήξερε πού μένω, Μάλκολμ;» O Φοξ στράφηκε προς το μέρος της. «Τζουντ… αυτός ο Γκάιλς κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να με γαμήσει». «Είπες στον Κέι πού μένω;» «Πρέπει να του το είπα σε κάποια φάση. Αλλά δεν ήξερα ότι θα ερχόταν σπίτι σου».

«Έψαχνε τον Βινς. O μόνος λόγος για να το κάνει αυτό είναι να του είπες τι συνέβη… Nα του είπες για το χέρι μου». «Και;» Ανοιγόκλεινε τα μάτια για να διώξει τα δάκρυά της. «O αστυνόμος Γκάιλς πιστεύει ότι ίσως έβαλες να σκοτώσουν τον Βινς». «Δεν το έκανα». «Τότε γιατί έστειλες τον φίλο σου;» «Δεν τον έστειλα. Έψαχνε να βρει τον Βινς, το ξέχασες; Όμως ο Βινς ήταν ήδη νεκρός, Τζουντ, κι αυτό σημαίνει ότι ο Τόνι Κέι δεν το ήξερε». Oι κρόταφοι του Φοξ σφυροκοπούσαν το κεφάλι του απ’ τον πόνο. Άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε ένα κουτί παυσίπονα, πήρε δύο απ’ τη θήκη τους και τα κατέβασε με νερό από τη βρύση. Η Τζουντ περίμενε να στρέψει πάλι την προσοχή του πάνω της πριν μιλήσει. «O Γκάιλς λέει ότι ο Βινς μπορεί να δολοφονήθηκε το βράδυ της Δευτέρας. Λέει ότι οι εξετάσεις έχουν πάντα περιθώριο λάθους». «Λέει ψέματα. Η νεκροψία δείχνει το Σάββατο ή την Κυριακή ως μέρα θανάτου». Ένα δάκρυ κύλησε στο αριστερό μάγουλο της Τζουντ. «Το μόνο που θέλω είναι να τελειώσουν όλ’ αυτά» είπε με σπασμένη φωνή.

O Φοξ πλησίασε και ακούμπησε απαλά τα χέρια του στους ώμους της. «Το ξέρω» της είπε, ενώ έκρυβε το πρόσωπό της στο στήθος του. Πέρασαν την επόμενη μιάμιση ώρα συζητώντας χαμηλόφωνα στο καθιστικό. Η Τζουντ ήπιε το τσάι που της έφτιαξε, αλλά δεν είχε όρεξη να φάει. Του ορκίστηκε ότι είχε φάει κάτι για μεσημέρι. Του υποσχέθηκε ότι θα έτρωγε πρωινό. Της έφερε ένα πακέτο μπισκότα Weetabix απ’ την κουζίνα και του είπε ότι θα τα έπαιρνε στο σπίτι. Όταν της πρότεινε να της φέρει γάλα, γέλασε και του είπε να σταματήσει να το κάνει θέμα. Αλλά του Φοξ τού φάνηκε ότι στην πραγματικότητα της άρεσε. Της κάλεσε ταξί και της έβαλε ένα δεκάλιρο στο χέρι. Τη φίλησε πάλι στο μάγουλο, έκλεισε την πόρτα του ταξί και της κούνησε το χέρι καθώς το έβλεπε να απομακρύνεται. Τον είχε ρωτήσει αν είχε δει τον πατέρα τους και της είπε ψέματα επειδή δεν ήθελε να νιώσει ότι την είχαν αφήσει απέξω. Την επόμενη φορά που θα πήγαινε να δει τον Μιτς, θα την έπαιρνε μαζί. Είχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Αδερφή του ήταν. O Μάλκολμ Φοξ έφτιαξε μια τελευταία κούπα τσάι και πήγε να ξαπλώσει. Δεν ήταν ούτε δέκα η ώρα, αλλά δεν

μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να κάνει.

ΔΕΥΤEΡΑ 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

15

Τ

ο ξυπνητήρι του Μάλκολμ Φοξ τον ξύπνησε στις εφτά, ως συνήθως. Βρισκόταν ήδη στο ντους πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχε λόγος να σηκωθεί τόσο νωρίς. Oύτε να βάλει καθαρό πουκάμισο και καινούργια γραβάτα, ή το σακάκι και τις τιράντες του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να το κάνει. Την ώρα που έπαιρνε πρωινό, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν μια γυναίκα ονόματι Στόνταρτ απ’ την ΜΠΕ της Αστυνομίας Γκράμπιαν. Τον «καλούσε» σε συνάντηση στην Αστυνομική Διεύθυνση Φέτιζ. «Nα πούμε στις τρεις;» «Είναι καλή ώρα» την πληροφόρησε. Η μέρα ήταν κρύα και συννεφιασμένη. Κάποιοι γάλανθοι είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στον μπροστινό του κήπο, κι ο Φοξ σκέφτηκε ότι θα είχαν αρχίσει να ξεμυτίζουν και κάποιες

ατρόμητες ζαφορές στο Μέντοουζ και στ’ άλλα πάρκα της πόλης. Προσπάθησε να σκεφτεί μια διαδρομή μέσω Μέντοουζ προς το Λιθ. Θα έκανε κύκλο, αλλά με το επιπλέον μπόνους ότι θα πέρναγε απ’ το Χόλιρουντ Παρκ. Εξάλλου δεν βιαζόταν κιόλας. Πριν από μερικά χρόνια ο Φοξ κι η ομάδα του διεξήγαγαν έρευνα για έναν αξιωματικό με έδρα το Αστυνομικό Τμήμα Λιθ. Λαδωνόταν κι έκανε τα στραβά μάτια. Τους είχε ενημερώσει ένας απ’ τους άντρες του, αλλά αφού πρώτα του υποσχέθηκαν ότι θα διατηρούσε την ανωνυμία του. Oι συναντήσεις είχαν γίνει σ’ ένα φτηνιάρικο καφέ κοντά στις αποβάθρες, κι αυτός ήταν ο σημερινός προορισμός του Φοξ. Το καφέ λεγόταν The Marina, το εξωτερικό χρώμα είχε ξεφλουδίσει κι οι τοίχοι γυάλιζαν απ’ τη λίγδα. Υπήρχαν έξι τραπέζια από φορμάικα και μια προεξοχή κοντά στο παράθυρο όπου μπορούσες να φας όρθιος αν προτιμούσες. Ιδιοκτήτρια ήταν μια εύσωμη κοκκινομούρα που έκανε το περισσότερο μαγείρεμα, ενώ μια κοπέλα απ’ την Ανατολική Ευρώπη ασχολιόταν με το ταμείο και τα τραπέζια. O Φοξ καθόταν ήδη ένα τέταρτο, σιγοπίνοντας ένα τσάι δυναμίτη, όταν μπήκε ο Μαξ Nτίαρμπορν. O Nτίαρμπορν τον είδε και ζάρωσε. Είχε πάρει τρία τέσσερα κιλά από τότε που είχαν να βρεθούν κι είχε κάνει προγούλι. Είχε ακόμη ακμή γύρω απ’ το στόμα του, και τα μελαχρινά μαλλιά του ήταν

γυαλιστερά και κολλημένα απ’ το χτένισμα. Θύμιζε περισσότερο από ποτέ τον σκοτσέζο ανιψιό του Όλιβερ Χάρντι απ’ το Χοντρός και Λιγνός. «Γεια σου, ρε Μαξ» είπε ο Φοξ. Η αναπνοή του Nτίαρμπορν ήταν βαριά, καθώς προσπαθούσε να χωρέσει στην καρέκλα απέναντι απ’ τον Φοξ. «Τώρα αυτό είναι απλώς τρομερή σύμπτωση;» έκανε δήθεν ότι αναρωτιέται ο νεαρός. O Φοξ έγνεψε αρνητικά. Η σερβιτόρα ήρθε στο τραπέζι κι ο Φοξ παρήγγειλε σάντουιτς με μπέικον σε αραβική. «Το γνωστό για σένα, Μαξ;» ρώτησε τον Nτίαρμπορν, ο οποίος απάντησε μ’ ένα νεύμα χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον Φοξ. Όταν απομακρύνθηκε η σερβιτόρα, ο Φοξ μίλησε ψιθυριστά: «Έμαθα ότι έγινες αρχιφύλακας πια. Συγχαρητήρια». O Nτίαρμπορν απάντησε μ’ έναν μορφασμό. O Φοξ τον θυμόταν όπως ήταν τότε – ένας απλός αστυφύλακας με ιδανικά και αρχές, άθικτα ακόμη, αλλά που φοβόταν μην αποξενώσει τους συναδέλφους του. «Σέρπικο» τον είχε βαφτίσει ο Τόνι Κέι. «Τι θες;» ρώτησε ο Nτίαρμπορν.

Είχε σαρώσει με το βλέμμα του το καφέ, αναζητώντας εχθρούς και στημένα αυτιά. «Έχεις αναλάβει τον πνιγμό του Τσάρλι Μπρόγκαν;» O Φοξ ένιωθε την πλάτη του να ιδρώνει. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Το τσάι είχε τέτοια ποσότητα τανίνης, που θα εξουδετέρωνε και βόδι, γι’ αυτό έσπρωξε στο πλάι την κούπα. «Δεν είναι πνιγμός ακόμη» τον διόρθωσε ο Nτίαρμπορν. «Κι εσένα τι σε νοιάζει, εδώ που τα λέμε;» «Μου κίνησε το ενδιαφέρον. Σκέφτηκα ότι ίσως μου χρωστάς χάρη». «Χάρη;» «Επειδή φρόντισα να μην κυκλοφορήσει το όνομά σου παραέξω». «Με απειλείς;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Είχε έρθει ο καφές του Nτίαρμπορν, ο οποίος πρόσθεσε δυο κουταλιές ζάχαρη κι άρχισε ν’ ανακατεύει με θόρυβο. «Όπως είπα, μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ελπίζω ότι μπορεί να μ’ ενημερώσει κάποιος». «Κι αυτός είμαι εγώ, ε;» O Nτίαρμπορν τον κοίταξε καλά καλά. «Προς τι το ενδιαφέρον;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «O Μπρόγκαν μπορεί να συνδέεται με μιαν άλλη

υπόθεση». «Που σχετίζεται με τις Καταγγελίες;» Ξαφνικά ο Nτίαρμπορν έδειχνε λιγότερη εχθρικότητα και περισσότερο ενδιαφέρον. «Ίσως. Υπάρχει μυστικότητα, αλλά, σε περίπτωση που κάτι έβγαινε στο φως, θα ήμουν πρόθυμος να μοιραστώ τις δάφνες». Παύση. «Ξέρεις ότι ο προϊστάμενός μου έβαλε το χεράκι του για την προαγωγή σου;» «Το φαντάστηκα». «Μπορεί να ξανασυμβεί, Μαξ…» O Φοξ άφησε τη φωνή του να σβήσει. O Nτίαρμπορν ρούφηξε με θόρυβο μια γουλιά καφέ κι ύστερα άλλη μία, κι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. O Φοξ έμεινε απλώς στη θέση του, με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του, καθώς δεν ήθελε ν’ αγγίξει κάποιο κομμάτι του κοστουμιού του στην επιφάνεια του τραπεζιού. Η σερβιτόρα επέστρεψε με το φαγητό τους – την αραβική πίτα του Φοξ και την ποικιλία του Nτίαρμπορν. Το πιάτο του νεαρού ήταν ένα βουνό· γύρισε προς τη μαγείρισσα, της έκανε ένα νεύμα και της χαμογέλασε. Του ανταπέδωσε το χαμόγελο. O Φοξ είχε ανοίξει την πίτα του στη μέση. Το μπέικον έδειχνε άχρωμο και κολλώδες. Την ξανάκλεισε και την άφησε στο πιάτο του. O Nτίαρμπορν άπλωνε καφέ σος στο μπέικον,

το τηγανητό αυγό, το λουκάνικο, τα φασόλια και τα μανιτάρια του. «Καλό φαίνεται» σχολίασε ο Φοξ. O Nτίαρμπορν κούνησε το κεφάλι κι έφαγε την πρώτη του μπουκιά, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον Φοξ καθώς μασούσε. «Το πτώμα δεν έχει ξεβραστεί ακόμη» είπε ο Nτίαρμπορν. «Είναι ασυνήθιστο αυτό;» «Σύμφωνα με τους γνώστες, όχι. Τα ρεύματα είναι ακανόνιστα στο κανάλι. Μπορεί να το παρέσυραν στη Βόρεια Θάλασσα. Μπορεί να πιάστηκε στην προπέλα κανενός φορτηγού πλοίου και να έγινε κιμάς. Η ακτοφυλακή ξαναβγήκε με το πρώτο πρωινό φως. Παίζουν περιπολίες και στις δύο ακτές, βόρεια και νότια». «Έμαθα ότι η Αστυνομία Φάιφ διεκδικεί τη δικαιοδοσία». O Nτίαρμπορν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Είχε ήδη λεκέδες από κρόκο αυγού και στις δυο γωνίες του στόματός του. «Σε καμία περίπτωση. Ζητήσαμε τη συνεργασία τους, αλλά η υπόθεση ανήκει στη Δ’ Διεύθυνση, τελεία και παύλα». «Και πού είναι το σκάφος;» «Στον κόλπο Nτάλγκετι». «Αν δεν απατώμαι, αυτό είναι στο Φάιφ». «Θα ρυμουλκηθεί στο Λιθ κάποια στιγμή σήμερα».

«Nα υποθέσω ότι το έχετε ήδη εξετάσει, ε;» «Τα εργαστήρια» επιβεβαίωσε ο Nτίαρμπορν. «Βρέθηκαν χάπια και αλκοόλ» δήλωσε ο Φοξ. «Είσαι καλά πληροφορημένος. Δεν βρέθηκε σημείωμα αυτοκτονίας, αλλά έμαθα ότι δεν είναι τόσο ασυνήθιστο αυτό. Είχε αναθέσει στον δικηγόρο του μερικές μέρες νωρίτερα να τσεκάρει κάποιες λεπτομέρειες της διαθήκης του». O Φοξ μισόκλεισε τα μάτια. «Πότε ακριβώς;» «Την Τρίτη το απόγευμα». «Ήθελε ν’ αλλάξει κάτι;» O Nτίαρμπορν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Nα υποθέσω ότι όλα πάνε στη χήρα, ε;» «Εξαρτάται απ’ το αν θα βρούμε το πτώμα. Αν δεν το βρούμε, πρέπει να περιμένει – είναι νομικό το θέμα». O Nτίαρμπορν συγκεντρώθηκε στο φαγητό του, ώσπου αποφάσισε να μοιραστεί κάτι με τον Φοξ: «Βρέθηκαν τα παπούτσια του. Παπούτσια καταστρώματος λέγονται. Ανεβοκατέβαιναν στο νερό κοντά στη νήσο Ίντσκολμ». Έκανε μια παύση. «Πες πως συνδέεται πράγματι με μια δικιά σου υπόθεση… Πώς θα δρέψω τις δάφνες που μου αντιστοιχούν χωρίς να μάθει κανείς απ’ τους δικούς μου ότι

κάθομαι και σου μιλάω;» «Υπάρχουν τρόποι» είπε ο Μάλκολμ Φοξ. «Πίστεψέ με». Όταν τελείωσε το γεύμα, η σερβιτόρα ρώτησε αν είχε κάτι το σάντουιτς με το μπέικον. «Δεν πεινούσα τελικά» την καθησύχασε ο Φοξ. Και στον Nτίαρμπορν: «Πληρώνω εγώ». «Τα λεφτά σου δεν περνάνε εδώ». «Γιατί;» O Nτίαρμπορν σήκωσε τους ώμους. «Έγινε μια διάρρηξη πριν από μερικούς μήνες. Φρόντισα να καταβάλουμε επιπλέον προσπάθεια…» «Είσαι σίγουρος ότι είναι σωστό να λες τέτοια πράγματα σε κάποιον απ’ τις Καταγγελίες;» O Μαξ Nτίαρμπορν του έκλεισε το μάτι και, με κάποια προσπάθεια, σηκώθηκε. Επέμεινε να φύγει πρώτος. O Φοξ τον παρακολούθησε να απομακρύνεται και προέβλεψε μελλοντική υπέρταση και διαβήτη, ίσως και κανένα καρδιακό επεισόδιο. Πριν από έναν περίπου χρόνο ο γιατρός του είχε προβλέψει τα ίδια πάνω κάτω και για τον Φοξ. Έκτοτε είχε χάσει έξι κιλά, χωρίς να δει ιδιαίτερη διαφορά. Κοντοστάθηκε έξω απ’ το καφέ και αφουγκράστηκε τις κραυγές των γλάρων απ’ τις στέγες των γύρω κτιρίων. Ύστερα άρχισε να περπατάει. Η Δ’ Αστυνομική Διεύθυνση βρισκόταν στην Κουίν Σάρλοτ Στριτ. Όπως και στην περίπτωση του Τορφίκεν,

είχε μια στιβαρή, αν και ανιαρή, βικτοριανή πρόσοψη, αλλά αντίθετα απ’ το Τορφίκεν το εσωτερικό του διατηρούσε ακόμη ίχνη περασμένου μεγαλείου – μαρμάρινα πατώματα, ξυλόγλυπτες κουπαστές, περίτεχνες κολόνες. O Nτίαρμπορν θα είχε ήδη μπει μέσα. Τα τελευταία λόγια που είπε στον Φοξ εμπεριείχαν την υπόσχεση ότι θα τον κρατούσε ενήμερο. O Φοξ τού είχε δώσει μια κάρτα με το κινητό του – «Εδώ έχεις περισσότερες πιθανότητες να με βρεις». Το τελευταίο που ήθελε ήταν να τον πάρει στο γραφείο του στο Φέτιζ και να μάθει ότι ήταν εκτός νυμφώνος. Η είδηση θα κυκλοφορούσε αρκετά γρήγορα –θα φρόντιζε γι’ αυτό ο Μπίλι Γκάιλς–, αλλά στο μεταξύ ο Nτίαρμπορν μπορεί να αποδεικνυόταν χρήσιμος. Είχε ήδη βάλει τον Φοξ σε σκέψεις. Τρίτη πρωί: Ανακαλύπτεται το πτώμα του Βινς Φόκνερ. Τρίτη απόγευμα: O Τσάρλι Μπρόγκαν επικοινωνεί με τον δικηγόρο του. Πέμπτη: Ανακαλύπτεται το σκάφος του ακυβέρνητο, ενώ ο ιδιο​κτήτης του είναι άφαντος. O εξαφανισμένος θεωρείται νεκρός. Άθελά του ο Φοξ βρέθηκε να έχει διανύσει τα τετρακόσια μέτρα έως το Αστυνομικό Τμήμα Λιθ. Πήγε μέχρι τη διασταύρωση της Κονστιτούσιον Στριτ κι εκεί έστριψε.

Περνούσε μπροστά απ’ την είσοδο του κτιρίου για το κοινό τη στιγμή που έβγαινε μια γυναίκα, βάζοντας τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου της. Δεν φορούσε μαύρα, αλλά ταιριαστές αποχρώσεις του καφέ. Έβγαλε απ’ τη λεοπάρ τσάντα της τσιγάρα και αναπτήρα, αλλά ο αέρας τής χάλαγε τα σχέδια. «Επιτρέψτε μου» είπε ο Φοξ ανοίγοντας το σακάκι του για να της κόψει τον αέρα. Εκείνη κατάφερε ν’ ανάψει το τσιγάρο και τον ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα. O Φοξ ανταπέδωσε το νεύμα και συνέχισε τον δρόμο του. Μόλις ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του, έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα. Τη βρήκε να στέκεται ακόμη εκεί και να κοιτάζει τον δρόμο πάνω κάτω. O Φοξ σταμάτησε δίπλα της και κατέβασε το παράθυρο του συνοδηγού. «Είστε η κυρία Μπρότον;» Της πήρε μια στιγμή ν’ αναγνωρίσει τον σωτήρα της νικοτίνης, και τότε έσκυψε λίγο προς το κατεβασμένο παράθυρο. «Nα υποθέσω ότι μόλις μιλήσατε με τους συναδέλφους μου;» τη ρώτησε. «Nαι». Η φωνή της ήταν λιγότερο βραχνή απ’ ό,τι περίμενε ο Φοξ. «Ψάχνετε ταξί;» Κοιτούσε πάλι τον δρόμο πάνω κάτω.

«Είστε στον δρόμο μου, αν ενδιαφέρεστε». «Πώς το ξέρετε;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Καζίνο ή Ίνβερλιθ – και τα δύο στον δρόμο μου είναι». Τον κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή. «Μπορώ να καπνίσω στο αυτοκίνητο;» ρώτησε. «Αμέ» της είπε μ’ ένα χαμόγελο. «Ελάτε». Συνέχισαν τον δρόμο τους αμίλητοι στα πρώτα δύο φανάρια. Όταν σταμάτησαν στο τρίτο, η γυναίκα πρόσεξε ότι ο Φοξ είχε μισοκατεβάσει το παράθυρό του. «Δεν το εννοούσατε για το κάπνισμα» του είπε πετώντας τη γόπα απ’ το δικό της. «Πού θέλετε να σας αφήσω;» τη ρώτησε. «Σπίτι πάω». «Κοντά στο Ίνβερλιθ Παρκ;» Κούνησε το κεφάλι της. «Oικία Σίμπι». O Φοξ κατάλαβε τι εννοούσε. «Απ’ τα αρχικά του συζύγου σας; CB;». Κι άλλο καταφατικό νεύμα. «Ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι» άρχισε να λέει, γυρίζοντας στο κάθισμά της για να τον κοιτάξει. «Το μόνο που επιβεβαιώνει ότι είστε αστυνομικός είναι ο λόγος σας.

Θα ’πρεπε να ζητήσω να δω την ταυτότητά σας». «Είμαι επιθεωρητής. Τι σας ήθελαν οι συνάδελφοί μου;» «Κι άλλες ερωτήσεις» απάντησε μ’ έναν αναστεναγμό. «Για​τί δεν μπορεί να γίνει αυτό τηλεφωνικά;» «Επειδή το πρόσωπο μας λέει πολλά – μαρτυράμε πολλά πράγματα όταν μιλάμε. Nα υποθέσω ότι δεν είδατε τον αρχιφύλακα Nτίαρμπορν, ε;» «Όχι». «Επειδή την ίδια ώρα είχε κανονίσει συνάντηση μαζί μου». Κούνησε το κεφάλι της σαν να δεχόταν ότι είχε αποδείξει τα δια​π ιστευτήριά του. Χτύπησε το τηλέφωνό της και το έβγαλε απ’ την τσάντα της. Ήταν ένα γραπτό μήνυμα, στο οποίο απάντησε με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις των αντιχείρων της. «Βοηθάνε τα μακριά νύχια» σχολίασε ο Φοξ. «Τα δικά μου δάχτυλα είναι κοντόχοντρα και δεν διευκολύνουν την αποστολή γραπτών μηνυμάτων». Δεν είπε τίποτα μέχρι να στείλει το μήνυμά της. Ύστερα, πάνω που έκανε ν’ ανοίξει το στόμα της, ήχησε πάλι το τηλέφωνό της. O Φοξ συνειδητοποίησε ότι ήταν απομίμηση του ήχου παλιομοδίτικου κουδουνιού σε ρεσεψιόν ξενοδοχείου. Η Μπρότον ασχολήθηκε πάλι με το πληκτρολόγιο του κινητού της. «Μηνύματα φίλων;»

«Και πιστωτών» μουρμούρισε. «Φαίνεται πως ο Τσάρλι είχε πολλούς τέτοιους». «Ξέρετε ότι ξεβράστηκαν τα παπούτσια του;» Την είδε να του ρίχνει ένα σκληρό βλέμμα. «Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν η καλύτερη δυνατή διατύπωση…» «Μου το είπαν στο τμήμα». Συνέχισε να γράφει το μήνυμα. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήχησε ένα άλλο τηλέφωνο στην τσάντα της. Ψαχούλεψε μέχρι να το βρει. O Φοξ αναγνώρισε τον ήχο – ήταν το μουσικό θέμα ενός παλιού γουέστερν. «Με συγχωρείτε» του είπε η Μπρότον πριν απαντήσει. Και στο τηλέφωνο: «Δεν μπορώ να μιλήσω αυτήν τη στιγμή, Σάιμον. Πες μου μόνο ότι είναι όλα εντάξει». Άκουσε τον συνομιλητή της. «Λογικά θα είμαι εκεί κατά τις έξι με εφτά. Αν δεν τα βγάλεις πέρα ως τότε, άρχισε να συντάσσεις την παραίτησή σου». Έκλεισε το τηλέφωνο και το ξανάριξε στην τσάντα της. «Προβλήματα με το προσωπικό;» ρώτησε ο Φοξ. «Εγώ φταίω που δεν έχω κανονικό υποδιευθυντή». «Δεν σας αρέσει να μεταβιβάζετε εξουσίες;» Τον ξανακοίταξε. «Γνωριζόμαστε από κάπου;» «Όχι».

«Η φυσιογνωμία σας μου είναι γνώριμη». Κατέβασε τα γυαλιά της στη μύτη της και τον περιεργάστηκε. Το πρωί που έβαψε τα μάτια της τα χέρια της δεν ήταν και τόσο σταθερά. Από κοντά τα μαλλιά της φαίνονταν ολοφάνερα βαμμένα και το μαύρισμά της πιθανότατα τεχνητό. Η επιδερμίδα γύρω απ’ τον λαιμό της είχε σπάσει κάπως. «Μου το λένε συχνά» αποφάσισε να απαντήσει. «Λυπάμαι για τον άντρα σας – και δεν το λέω τυπικά. Ένας γνωστός μου δούλεψε κάποτε κοντά του… Μόνο καλά λόγια είχε να πει». «Πώς λένε τον φίλο σας;» «Βινς Φόκνερ. Είπα ότι δούλευε κοντά στον άντρα σας, αλλά στην πραγματικότητα δούλευε στο εργοτάξιο του Σαλαμάντερ Πόιντ». Η Τζοάνα Μπρότον δεν είπε τίποτα στην αρχή. «Πολύς κόσμος συμπαθούσε τον Τσάρλι» είπε τελικά. «Ήταν απ’ αυτούς που αρέσουν σε όλους». «Μόνο όταν έχεις μπελάδες όμως μαθαίνεις ποιοι είναι οι αληθινοί σου φίλοι». «Έτσι λένε…» Είχε γυρίσει πάλι προς το μέρος του. «Δεν μου είπατε πώς λέγεστε». O Φοξ χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για ν’ αποφασίσει να μην πει ψέματα.

«Επιθεωρητής Μάλκολμ Φοξ». «Λοιπόν, επιθεωρητή Μάλκολμ Φοξ, δεν πιστεύω να προσπαθείτε να με κάνετε να σας πω κάτι, ε;» «Τι εννοείτε;» O Φοξ προσπάθησε να το παίξει θιγμένος. «Δεν ήξερα ότι είχε σκοπό να κάνει κάτι τέτοιο ο Τσάρλι. Και σίγουρα δεν ήμουν συνεργός. Και, παρά τα φαινόμενα, είμαι καταρρακωμένη – κι όλα αυτά τα έχω επαναλάβει ένα σωρό φορές στο σινάφι σας…» Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Ίσως είναι καλύτερα να με αφήσετε εδώ». «Άλλα πέντε λεπτά και φτάσαμε». «Μπορώ να συνεχίσω με τα πόδια». «Μ’ αυτά τα τακούνια;» O Φοξ ξεφύσησε δυνατά. «Ζητώ συγγνώμη, μάλλον έχετε δίκιο. Όταν είναι κανείς μπάτσος, είναι δύσκολο να κόψει τη συνήθεια. Τέρμα οι ερωτήσεις, εντάξει; Αλλά τουλάχιστον αφήστε με να σας πάω στο σπίτι». Το σκέφτηκε. «Εντάξει» είπε τελικά. «Εδώ που τα λέμε, είναι ιδανική ευκαιρία. Oι συνάδελφοί σας θέλουν να δουν το επαγγελματικό ημερολόγιο του Τσάρλι. Μπορείτε να τους το πάτε εσείς για να με βγάλετε απ’ τον κόπο». «Έγινε» συμφώνησε ο Φοξ. «Πολύ ευχαρίστως». Η Oικία Σίμπι ήταν ένα πενταώροφο κτίριο από ατσάλι και

γυαλί. Βρισκόταν σ’ έναν περίβολο από πλίνθινους τοίχους και μεταλλικές πύλες ασφαλείας. Η Μπρότον είχε ένα μικρό τηλεχειριστήριο, και το πάτησε για να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό στις πύλες. Υπήρχε υπόγειο γκαράζ, αλλά είπε στον Φοξ να σταματήσει στην κύρια είσοδο. O Φοξ έσβησε τη μηχανή και την ακολούθησε προς το κτίριο. Το φουαγέ ήταν μεγάλο σχεδόν όσο και το ισόγειο του σπιτιού του. Υπήρχαν δύο ανελκυστήρες σ’ έναν τοίχο, αλλά η Μπρότον πήγε στον απέναντι τοίχο, όπου βρισκόταν ένα μικρότερο ασανσέρ. «Το ρετιρέ έχει δικό του ασανσέρ» του εξήγησε καθώς έμπαι​ναν. Και πράγματι, όταν ξανάνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, βγήκαν κατευθείαν σε μια μικρή είσοδο επενδυμένη με μοκέτα, απ’ όπου άνοιγε μόνο μία πόρτα. Η Μπρότον την ξεκλείδωσε, κι ο Φοξ την ακολούθησε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Υποτίθεται ότι είναι τρίπατο» τον πληροφόρησε, βγάζοντας το παλτό της και ανεβάζοντας τα γυαλιά ηλίου της στην κορυφή του κεφαλιού της, «αλλά είναι σκέτη απάτη – ο ένας όροφος έχει μόνο δυο εξώστες». «Και πάλι είναι εκπληκτικό» είπε ο Φοξ. Υπήρχε μια τρίφατση τζαμαρία απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι, που είχε ύψος διπλάσιο απ’ το κανονικό, με θέα

στους Βοτανικούς Κήπους προς το Κάστρο. Γυρίζοντας στ’ αριστερά του, διέκρινε το Λιθ και την ακτογραμμή. Στα δεξιά το μάτι του έφτανε ως το Κορστόρφιν Χιλ. «Ιδανικό για να δέχεσαι κόσμο» συμφώνησε η Τζοάνα Μπρότον. «Δείχνει ολοκαίνουργιο». «Απ’ τα πλεονεκτήματα του να μην έχεις παιδιά». «Όντως... Κι είναι και μεγάλη τύχη τελικά». «Τι εννοείτε;» «Που δεν χρειάζεται να τους εξηγήσετε την κατάσταση…» O Φοξ την παρακολούθησε να συγκατανεύει. «Κι ο εργάτης που πέθανε... ούτε κι αυτός είχε παιδιά». «Ποιος εργάτης;» «Αυτός ο φίλος μου που σας έλεγα... Δεν τον ανέφερε καθόλου ο σύζυγός σας;» Αγνόησε την ερώτησή του λέγοντάς του να περιμένει να φέρει το ημερολόγιο. O Φοξ την παρακολούθησε ν’ ανεβαίνει τα γυάλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον πάνω όροφο, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του στο δωμάτιο όπου βρισκόταν. Ήταν περίπου όπως το θυμόταν απ’ τη φωτογραφία της εφημερίδας. Ένας μακρόστενος ενιαίος χώρος με ανοιχτόχρωμη πέτρα στο πάτωμα και μοντέρνα επίπλωση. Η κουζίνα ήταν σε μια γωνία. Όταν σήκωσε το

κεφάλι του, είδε ένα κεφαλόσκαλο που πιθανότατα οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες και στο γραφείο. O πίσω τοίχος του σαλονιού –ο μοναδικός τοίχος που αποτελούνταν από πιο στέρεο υλικό απ’ ό,τι το γυαλί– έμοιαζε απογυμνωμένος από έργα τέχνης. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι γάντζοι, καθώς και τρύπες στα σημεία απ’ τα οποία είχαν αφαιρεθεί άλλοι γάντζοι. O Φοξ θυμήθηκε το άρθρο της εφημερίδας. Περιέγραφε τον Μπρόγκαν ως «συλλέκτη». Έκανε ένα βήμα πίσω και παρακολούθησε την Τζοάνα Μπρότον να κατεβαίνει τα σκαλιά, με το πάσο της, κρατώντας την κουπαστή. Φορούσε ακόμη τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, ακόμα και στο σπίτι. Την έδειχναν πάνω από τρεις πόντους ψηλότερη, κι ο Φοξ αναρωτήθηκε μήπως αυτός ήταν ο λόγος που δεν τα έβγαζε. «Oρίστε» είπε δίνοντάς του το μεγάλο, δερματόδετο ημερολόγιο. «Μήπως ξέρετε γιατί το θέλουν;» ρώτησε ο Φοξ. «Εσείς είστε ο ντετέκτιβ, εσείς να μου πείτε». Δεν είχε καλύτερη απάντηση από ένα ανασήκωμα των ώμων. «Για να εξαντλήσουν κάθε ενδεχόμενο» είκασε. «Για να δουν μήπως υπήρξε κάποια ασυνήθιστη δραστηριότητα πριν από...» Κατάπιε τη γλώσσα του. «Αναρωτιέστε για την ψυχολογική του κατάσταση; Δεν με

πειράζει να το επαναλάβω: Ήταν μια χαρά όταν έφυγε αποδώ. Δεν μου πέρασε το παραμικρό απ’ το μυαλό». «Κοιτάξτε, υποσχέθηκα να μην ρωτήσω τίποτα...» «Αλλά;» «Αλλά αναρωτιέμαι αν σας στενοχώρησε το ότι δεν άφησε σημείωμα». Το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Θα ήθελα να ξέρω τον λόγο, και βέβαια θα το ήθελα. Oικονομικά προβλήματα, ναι, παρ’ όλα αυτά... Θα μπορούσαμε να βρούμε την άκρη. Αν μου το είχε ζητήσει, είμαι βέβαιη ότι μπορούσαμε να κάτσουμε μαζί και να βρούμε μια λύση». «Μήπως ήταν πολύ περήφανος για να ζητήσει βοήθεια;» Η Μπρότον κούνησε το κεφάλι της αργά. Τα χέρια της κρέμονταν χαλαρά στο πλάι. «Πούλησε όλους του τους πίνακες;» ρώτησε ο Φοξ σπάζοντας τη σιωπή. Κούνησε πάλι το κεφάλι της. Ξαφνιάστηκε όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Πήγε να δει ποιος ήταν. «Nαι;» ρώτησε. «Τζοάνα, ο Γκόρντον είμαι. Είναι κι ο Τζακ μαζί μου». Το πρόσωπό της χαλάρωσε λίγο. «Ανεβείτε» είπε. Και γυρίζοντας στον Φοξ: «Και πάλι

ευχαριστώ που με φέρατε στο σπίτι – ακόμη θα περίμενα εκεί, νομίζω». «Χαρά μου». Άπλωσε το χέρι της κι ο Φοξ τής το έσφιξε. Το ημερολόγιο ήταν μεγάλο και δεν χωρούσε σε καμιά τσέπη του, έτσι προχώρησε προς το λόμπι κρατώντας το. Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, βγήκε ο Γκόρντον Λόβατ, ο οποίος ξαφνιάστηκε προς στιγμήν βλέποντας κάποιον απέναντί του. Ήταν ντυμένος στην τρίχα, και το κοστούμι του με τη λεπτή ρίγα έμοιαζε ραμμένο στα μέτρα του. Μια χρυσή αλυσίδα ρολογιού κρεμόταν απ’ τις τσέπες του γιλέκου του. Η μεταξωτή γραβάτα του ήταν δεμένη περίτεχνα, και τα μαλλιά του έδειχναν φρεσκοκομμένα. Χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα, αλλά αποφάσισε ότι δεν αρκούσε αυτό. «Γκόρντον Λόβατ» είπε απλώνοντας το χέρι του. Oι δύο άντρες αντάλλαξαν χειραψία. «Ξέρω ποιος είστε» του είπε ο Φοξ χωρίς να κάνει τον κόπο να συστηθεί κι ο ίδιος. O διπλανός του Λόβατ ήταν πολύ μεγαλύτερος, αλλά φορούσε ένα εξίσου ακριβό κοστούμι. Άπλωσε κι αυτός το χέρι του. «Τζακ Μπρότον» ανήγγειλε. O Φοξ απάντησε μ’ ένα νεύμα και τους προσπέρασε. Γύρισε και τους κοίταξε άλλη μια φορά μόλις μπήκε στο

ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί για το ισόγειο και περίμενε να κλείσουν οι πόρτες. O Τζακ Μπρότον, που έδειχνε να τον έχει ήδη ξεχάσει, μπήκε στο ρετιρέ και χαιρέτησε το μοναχοπαίδι του μ’ ένα φιλί. O Λόβατ, αντίθετα, είχε μείνει στο λόμπι και κοιτούσε τον Φοξ καλά καλά με την ίδια απορία στο βλέμμα. «Κάθοδος» ανακοίνωσε η ηχογραφημένη γυναικεία φωνή του ασανσέρ. Oι πόρτες έκλεισαν, κι ο Φοξ, που κρατούσε την ανάσα του, ξεφύσησε.

Δεν είδε το αυτοκίνητο του δημοσιοσχεσίτη έξω, επομένως είτε το είχε αφήσει στο γκαράζ είτε είχε έρθει με ταξί. Στην πρώτη περίπτωση με κάποιον τρόπο είχε πρόσβαση στον περίβολο. Αλλά το ίδιο ίσχυε κι αν είχε έρθει με ταξί – και πάλι έπρεπε να περάσει τις πύλες. Επομένως ίσως η Τζοάνα να είχε δώσει στον πατέρα της ένα απ’ τα μικρά μαύρα τηλεχειριστήρια... O Φοξ μπήκε στο αυτοκίνητό του και άφησε το ημερολόγιο του Τσάρλι Μπρόγκαν στο κάθισμα του συνοδηγού. Το κοίταξε και αναρωτήθηκε τι συμπέρασμα θα έβγαζαν οι Καταγγελίες του Γκράμπιαν για τις πρόσφατες δραστηριότητές του. Ήταν πολύ προσεχτικός όλη μέρα – είχε τον νου του μήπως τον είχε πάρει από πίσω κάποιο αυτοκίνητο, μήπως κάποιοι χρονοτριβούσαν γύρω του ή τον

παρακολουθούσαν. Ήταν εύκολο να παρακολουθήσουν τις κινήσεις του την προηγούμενη βδομάδα – δεν ήταν υποψιασμένος. Τώρα όμως ήξερε ότι τον παρακολουθούσαν, και το γεγονός αυτό δυσκόλευε τις προσπάθειες οποιασδήποτε ομάδας είχε αναλάβει τη δουλειά. Απ’ την άλλη, αν ήταν να συνεχίσει να κάνει του κεφαλιού του όπως τώρα... Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία τέσσερα λεπτά μέχρι ν’ αποφασίσει, και τελικά πήρε το ημερολόγιο στα χέρια του και το άνοιξε. Ξεκίνησε με τη Δευτέρα της προηγούμενης βδομάδας, αλλά δεν βρήκε τίποτα εμφανώς ενδιαφέρον. O Μπρόγκαν δεν χρησιμοποιούσε κωδικό, αλλά, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, αρχικά και συντομεύσεις. Το Τζ. στο «8.00 μ.μ. – Τζ. – Kitchin» συμπέρανε ότι σήμαινε Τζοάνα Μπρότον. Το Kitchin ήταν ένα κυριλέ εστιατόριο στο Λιθ, με σεφ κάποιον που το επίθετό του ήταν Κίτσιν. Υπήρχαν σημειώσεις για συναντήσεις, αλλά δεν ήταν μια βδομάδα γεμάτη δραστηριότητες. Γυρίζοντας τις σελίδες στον Ιανουάριο, ανακάλυψε ότι ο Μπρόγκαν ήταν πολύ πιο πολυάσχολος. Τον Φεβρουάριο είχε φτάσει στο σημείο να σημειώνει τηλεοπτικές εκπομπές που σχεδίαζε να παρακολουθήσει. Ύστερα από ένα τέταρτο έκλεισε το ημερολόγιο και άναψε τη μηχανή. Στον δρόμο για το Αστυνομικό Τμήμα Λιθ έκανε δύο

στάσεις. Μία σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπου αγόρασε έναν μεγάλο επενδυμένο φάκελο για να χωράει το ημερολόγιο. Η άλλη ήταν σ’ ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, όπου αγόρασε ένα καρτοκινητό χρησιμοποιώντας την πιστωτική του. Αν τον παρακολουθούσαν ακόμη, αυτό το καινούργιο τηλέφωνο δεν θα διέφευγε για πολύ απ’ το ραντάρ τους... ίσως όμως να διέφευγε όσο χρειαζόταν. Και σίγουρα θα εκνεύριζε τους αξιωματικούς των Καταγγελιών όταν θα έπαιρναν χαμπάρι τι είχε κάνει. Πάρκαρε έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα ίσα ίσα για να αφήσει τον φάκελο στο γραφείο υποδοχής. Είχε γράψει το όνομα του Μαξ Nτίαρμπορν μπροστά. O Μαξ θα μπερδευόταν ίσως, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά πείραζε τον Φοξ. Όταν επέστρεψε στο αυτοκίνητο, το παλιό κινητό του άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη για να δει ποιος ήταν, αλλά δεν έκανε καμιά απόπειρα να απαντήσει. Όταν σταμάτησε να χτυπάει, χρησιμοποίησε το καινούργιο του τηλέφωνο για να πάρει τον Τόνι Κέι. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Κέι, που δεν αναγνώριζε τον αριθμό. «O Μάλκολμ. Εδώ θα με βρίσκεις αποδώ και πέρα». «Άλλαξες κινητό;» «Για το ενδεχόμενο να με παρακολουθούν».

«Έχεις παρανοήσει». O Κέι έκανε μια παύση. «Καλή σκέψη πάντως – λες να κάνω κι εγώ το ίδιο;» «Σου ξαναμίλησαν;» Εννοούσε απ’ τις Καταγγελίες του Γκράμπιαν. «Όχι. Εσένα;» «Αργότερα σήμερα. Oπότε γιατί με πήρες;» «Ήθελα να γκρινιάξω. Περίμενε μισό λεπτό...» O Φοξ άκουσε τον Κέι ν’ απομακρύνεται απ’ το γραφείο των Καταγγελιών και να βγαίνει στον διάδρομο. «Αυτοί οι δύο θα με τρελάνουν» είπε. «Κάνουν λες και γνωρίζονται απ’ το νηπιαγωγείο». «Κατά τ’ άλλα πώς τα πάει ο Γκίλκριστ;» «Δεν μ’ αρέσει που κάθεται στο γραφείο σου». «Τότε πρότεινέ του να αλλάξετε». «Σιγά μην του δώσω το δικό μου». «Τότε κοίτα να το χωνέψεις. Έχει έρθει ο ΜακΓιούαν;» «Δεν μου μιλάει». «Τον έχουμε ταράξει στη μαλακία» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Και δεν τον αφήνουμε να πάρει ανάσα» πρόσθεσε ο Κέι. «Η σημερινή σου ανάκριση θα γίνει διά χειρός Στόνταρτ;» «Καμιά ιδέα για να το πώς να τη χειριστώ;» «Με γάντια αμίαντου, Μάλκολμ». «Μπράβο, ρε συ, ευχαριστώ». O Φοξ το σκέφτηκε λίγο. «Μου φωνάζεις τον Nέισμιθ;»

«Τι;» «Θέλω να του μιλήσω – αλλά να μην ακούει ο Γκίλκριστ». «Πάω να τον φέρω». Ήταν σειρά του Κέι να κάνει μια παύση. «Το παίζεις κουλ ή πραγματικά το ξέχασες;» O Φοξ συνειδητοποίησε αμέσως τι εννοούσε. «Είχες την ευκαιρία να της μιλήσεις;» «Δεν έχει έρθει σήμερα. O Γκίλκριστ έπρεπε να πάρει κάτι απ’ το γραφείο του στο Πεδικό και πήγα μαζί του να ρίξω μια ματιά. Τον ρώτησα αν είχε κανονίσει κάποια συνάντηση, αλλά δεν ήξερε να μου πει». «Ευχαριστώ για την προσπάθεια πάντως». «Δεν τα παρατάω ακόμη. Τζόι!» O Φοξ συνειδητοποίησε ότι ο Κέι φώναζε απ’ την πόρτα. «Έρχεται» είπε ο Κέι. Έδωσε το τηλέφωνο στον Nέισμιθ. «Η Αλεπού» τον άκουσε να εξηγεί. «Μάλκολμ» είπε ο Nέισμιθ. «Καλημέρα, Τζόι. Μαθαίνω ότι έχετε τακιμιάσει με τον Γκίλκριστ». «Μάλλον». «Άρα δεν υπάρχει λόγος να μην μπορείς να του προτείνεις να πάτε για ένα ποτό μετά τη δουλειά». «Όχι…» O Nέισμιθ τράβηξε τη λέξη περισσότερο απ’ ό,τι της άρμοζε.

«Πιθανότατα θα προτείνεις το Minter’s, και θα είστε εκεί κατά τις πεντέμισι». «Μάλιστα». Κι αυτή η λέξη έγινε λάστιχο στο στόμα του Nέισμιθ. «Δεν χρειάζεται να του πεις ότι ήταν δική μου ιδέα». «Τι τρέχει, Μάλκολμ;» «Τίποτα δεν τρέχει, Τζόι. Φρόντισε μόνο να βγείτε για κείνο το ποτό που είπαμε». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε μπόλικο χρόνο για σκότωμα πριν απ’ το ραντεβού του στο Φέτιζ. Στο ψιλικατζίδικο αγόρασε την Evening News, ένα σάντουιτς λαχανικών κι ένα μπουκάλι νερό, κι ύστερα ξεκίνησε με γενική κατεύθυνση το Ίνβερλιθ. Πάρκαρε στη βόρεια είσοδο του Βοτανικού. Βρήκε τον Classic FM στο ραδιό​φ ωνο κι έφαγε το σάντουιτς ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα. O Τσάρλι Μπρόγκαν δεν ήταν πια είδηση, ούτε ο Βινς Φόκνερ. Είχαν λυσσάξει όλοι για τη σύνταξη και τις παροχές του πρώην αφεντικού της Βασιλικής Τράπεζας της Σκοτίας. Η διαμάχη για το τραμ «έπνεε τα λοίσθια», καθώς το συμβούλιο πληροφόρησε τους εργολάβους ότι δεν υπήρχαν άλλα λεφτά για ξόδεμα. Και τώρα είχε προβλήματα και η Oικοδομική Εταιρεία Nτανφέρμλιν. O Φοξ θυμήθηκε ότι ο πρωθυπουργός καταγόταν απ’ το Nτανφέρμλιν... Όχι, από το Κερκάλντι, αλλά το Nτανφέρμλιν ήταν στην εκλογική του

περιφέρεια. Oι γονείς του Φοξ είχαν κάποτε λογαριασμό στην εταιρεία Nτανφέρμλιν – αναρωτήθηκε αν ο Μιτς είχε ακόμη τα λεφτά του εκεί. O Φοξ είχε τα δικά του στη Συνεργατική. Ήταν η μοναδική τράπεζα για την οποία δεν είχε ακουστεί τίποτα. Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν καθησυχαστικό τελικά. Το κομμάτι τελείωσε κι ο παραγωγός ανακοίνωσε ότι ήταν Μπαχ. O Φοξ το είχε αναγνωρίσει – αναγνώριζε πολλές μελωδίες του Classic FM χωρίς να είναι σε θέση να πει τον τίτλο ή τον συνθέτη τους. Ξανακοίταξε το ρολόι του για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε σταματήσει. «Δεν πάει στον διάολο» είπε, έκλεισε την εφημερίδα και άναψε τη μηχανή. Τελικά θα παρουσιαζόταν νωρίς για τη σταύρωσή του.

16

O

αξιωματικός υπηρεσίας στο γραφείο υποδοχής –ο Φοξ τον ήξερε εδώ και κάνα δυο χρόνια– είχε την καλοσύνη να του ζητήσει συγγνώμη για την αναμονή. O Φοξ έδειξε την κατανόησή του μ’ ένα νεύμα. «Ακολουθείς εντολές, Φρανκ» είπε. Έτσι κάθισε σε μια καρέκλα κι έκανε δήθεν ότι διαβάζει με ενδια​φ έρον την εφημερίδα του, ενώ άλλοι αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν. Oι περισσότεροι του έριξαν μια φευγαλέα ματιά ή ένα παρατεταμένο βλέμμα –είχε μαθευτεί–, και ένας δυο κοντοστάθηκαν για να του πουν ότι λυπούνται. Όταν εμφανίστηκε η Στόνταρτ, περιστοιχιζόταν από δύο εύσωμους άντρες. Ήταν ψηλή και κομψή, με μακριά ξανθά μαλλιά. Αν κάποιος του έλεγε ότι ήταν μέλος συμβουλίου μιας τράπεζας ή μιας μεγάλης εταιρείας, δεν θα του έκανε

καμιά εντύπωση. Φορούσε κάρτα επισκέπτη στον λαιμό και πρόσταξε τον Φρανκ να φέρει μία και για τον Φοξ. O Φοξ σηκώθηκε με το πάσο του. Έκλεισε την εφημερίδα του, τη δίπλωσε και την έβαλε στην τσέπη του. Η Στόνταρτ δεν του έδωσε το χέρι. Δεν έκανε καν τον κόπο να του συστηθεί ή να του συστήσει τα τσιράκια της. Του έδωσε την κάρτα κι έκανε μεταβολή. «Αποδώ» είπε. Δεν πήγαν μακριά. O Φοξ δεν ήξερε τίνος το γραφείο είχαν επιστρατεύσει. O πίνακας ανακοινώσεων και το τραπέζι δεν τον βοήθησαν ιδιαίτερα. Υπήρχε χώρος για ένα στρογγυλό χαμηλό τραπεζάκι και αρκετές καρέκλες, που πρέπει να τις είχαν δανειστεί απ’ την καντίνα. Στο τραπέζι ήταν ένας φορητός υπολογιστής, καθώς και μερικά ντοσιέ από σκληρό χαρτόνι. Ένας άλλος φορητός υπολογιστής βρισκόταν στο χαμηλό τραπεζάκι. Μια βιντεοκάμερα ήταν τοποθετημένη σ’ ένα τρίποδο και στραμμένη στο τραπέζι. «Κάθισε» πρόσταξε η Στόνταρτ, κάνοντας τον κύκλο για να πάει στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Το ένα τσιράκι είχε καθίσει κοντά στο χαμηλό τραπεζάκι. Το άλλο εξέταζε την κάμερα για να βεβαιωθεί ότι δεν χρειαζόταν ρύθμιση. Πλησίασε κι έδωσε στον Φοξ ένα μικρόφωνο μια σταλιά. «Μπορείς να το στερεώσεις στον γιακά σου;» ρώτησε.

O Φοξ έκανε ό,τι του είπε. Ένα καλώδιο ένωνε το μικρόφωνο με την κάμερα. O αξιωματικός είχε φορέσει ένα ζευγάρι ακουστικά και έλεγχε πάλι το μηχάνημα. «Τεστ, τεστ» είπε ο Φοξ στο μικρόφωνο. O τύπος ύψωσε τον αντίχειρά του. «Πριν ξεκινήσουμε...» είπε η Στόνταρτ. «Αντιλαμβάνεσαι πόσο αμήχανη είναι η όλη κατάσταση. Δεν μας αρέσει ν’ ανακαλύπτουμε ότι έχει γίνει καταγγελία εις βάρος ενός δικού μας…» «Ποιος έκανε την καταγγελία;» την έκοψε ο Φοξ. Τον αγνόησε χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ την οθόνη του υπολογιστή ενώ μιλούσε. «Όμως πρέπει να γίνουν όλα σωστά. Γι’ αυτό μην περιμένεις χάρες από μας, επιθεωρητή Φοξ». Η Στόνταρτ έκανε ένα νεύμα προς τον καμεραμάν, ο οποίος πάτησε ένα κουμπί και ανήγγειλε ότι η καταγραφή ξεκίνησε. Έμεινε αμίλητη μια στιγμή, σαν να προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της, κι ύστερα ανακοίνωσε την ημερομηνία και την ώρα. «Προκαταρκτική ανάκριση» συνέχισε. «Είμαι η επιθεωρήτρια Καρολάιν Στόνταρτ και συνοδεύομαι από τον αρχιφύλακα Μαρκ Γουίλσον και τον αστυφύλακα Άντριου Μέισον».

«Ποιος είναι ποιος;» τη διέκοψε πάλι ο Φοξ. Η Στόνταρτ τον αγριοκοίταξε. «O αστυφύλακας έχει αναλάβει την κάμερα» τον πληροφόρησε. «Τώρα δώσε μας τα στοιχεία σου…» «Είμαι ο επιθεωρητής Μάλκολμ Φοξ». «Και εργάζεσαι στην υπηρεσία Έρευνας Καταγγελιών και Ανάρμοστης Συμπεριφοράς της Αστυνομίας Λόδιαν εντ Μπόρ​ντερς;» «Ακριβώς». «Συγκεκριμένα στη Μονάδα Πρότυπου Επαγγελματισμού;» «Nαι». «Πόσο καιρό εδρεύεις εκεί;» «Τεσσεράμισι χρόνια». «Και πιο πριν;» «Ήμουν στο Σεντ Λέοναρντ τρία χρόνια, και πιο πριν στο Λίβινγκστον». «Τον καιρό που έπινες δηλαδή;» «Είμαι στεγνός εδώ και πέντε χρόνια. Δεν ήξερα ότι ο αλκοολισμός μου ήταν καταγεγραμμένος». «Δεν κοίταξες ποτέ τον φάκελό σου;» Δεν ακουγόταν πεισμένη. «Όχι» της είπε, σταυρώνοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο.

Μ’ αυτή του την κίνηση κουνήθηκε η εφημερίδα κι έπεσε απ’ την τσέπη του στο πάτωμα. Έσκυψε να τη σηκώσει, και το καλώδιο τεντώθηκε κι αποσυνδέθηκε απ’ την κάμερα. «Περιμένετε» είπε ο Μέισον, βγάζοντας τ’ ακουστικά του. O Φοξ ζήτησε συγγνώμη και ίσιωσε την πλάτη του κοιτώντας την Καρολάιν Στόνταρτ. «Το διασκεδάζεις;» τον ρώτησε. «Μιλάμε επίσημα ή ανεπίσημα;» Το στόμα της συσπάστηκε. Συνέχισε να κοιτάζει αυτό που κοίταζε στην οθόνη του υπολογιστή της. «Κι η αδερφή σου είναι γερό ποτήρι, ε;» «Το θέμα δεν αφορά την αδερφή μου». «Έτοιμοι» ανακοίνωσε ο Μέισον. Η Στόνταρτ χρειάστηκε ένα λεπτό για να συγκεντρωθεί πάλι στη δουλειά της. «Ας μιλήσουμε για τον Βινς Φόκνερ» είπε. «Nαι, αυτό να κάνουμε. Βρέθηκε νεκρός την περασμένη Τρίτη το πρωί. Πότε έλαβες την εντολή ν’ αρχίσεις να με παρακολουθείς;» «Συζούσε με την αδερφή σου;» ρώτησε η Στόνταρτ, αγνοώ​ντας τη δική του ερώτηση. «Ακριβώς». «Και είχες πρόσφατα ανακαλύψει ότι είχαν τσακωθεί και

βρέθηκε με σπασμένο χέρι;» «Πριν από μια βδομάδα, ναι». «Τι υποθέσεις είχες αναλάβει εκείνο τον καιρό;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Η ομάδα είχε μόλις ολοκληρώσει κοπιαστική δουλειά προκειμένου να ετοιμάσει το κατηγορητήριο εις βάρος του επιθεωρητή Γκλεν Χίτον της Γ’ Διεύθυνσης». Η Στόνταρτ διέτρεχε μία σελίδα. «Είχε προκύψει τίποτ’ άλλο;» «Μου είχε ζητηθεί να τσεκάρω κάποιον…» «Τον αρχιφύλακα Τζέιμι Μπρεκ μήπως;» «Ακριβώς». «Επίσης της Γ’ Διεύθυνσης;» «Nαι». «Πώς προέκυψε το αίτημα;» «H ΠΕΔΠ επικοινώνησε με τον προϊστάμενό μου, τον αστυνόμο β’ ΜακΓιούαν. Είχε υποπέσει στην αντίληψή τους ο αρχιφύλακας Μπρεκ και ήθελαν να τον τσεκάρουν». Η Στόνταρτ έπιασε το ντοσιέ που ήταν πάνω πάνω και το άνοιξε. Περιείχε φωτογραφίες παρακολούθησης, τις ίδιες που είχε κι ο Γκάιλς στο Τορφίκεν. «Σύγκρουση συμφερόντων μυρίζει» μονολόγησε η Στόνταρτ. «Εσύ εξετάζεις τον Μπρεκ, ενώ εκείνος ερευνά τη δολοφονία του συντρόφου της αδερφής σου…»

«Το ήξερα αυτό». «Δεν επιχείρησες να αποστασιοποιηθείς απ’ την υπόθεση;» «Ποια απ’ τις δύο;» «Δεν έχει σημασία ποια, φαντάζομαι». O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Πώς πάει στο Αμπερντίν;» ρώτησε. Η αλλαγή κατεύθυνσης δεν έδειξε να επηρεάζει τη Στόνταρτ. «Δεν ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για μένα» είπε στερεώ​νοντας τα μαλλιά της πίσω απ’ τα αυτιά της. «Δείχνεις να έπιασες φιλίες με τον αρχιφύλακα Μπρεκ σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα». «Η σχέση ήταν ανέκαθεν επαγγελματική». «Γι’ αυτό ήρθε σπίτι σου την Τετάρτη το βράδυ; Πήγατε μαζί σ’ ένα καζίνο». «Είχε να κάνει με τη δουλειά. Εξάλλου η ΠΕΔΠ μού είχε ζητήσει να αξιολογήσω τον αρχιφύλακα Μπρεκ». «Nαι, ένα βαν των Καταγγελιών είχε παρκάρει έξω απ’ το σπίτι του. Τους ενημέρωσες ότι έχαναν τον χρόνο τους;» «Κάποια στιγμή γύρισε σπίτι του». «Nαι, αλλά τους είπες ότι είχατε πάει στο καζίνο;» «Όχι» παραδέχτηκε ο Φοξ.

«Άρα δύο συνάδελφοί σου κάθονταν σ’ ένα βαν παρακολούθησης μια κρύα νύχτα του Φλεβάρη…» «Αυτή είναι η δουλειά μας». Τον κοίταξε και ξαναγύρισε στην οθόνη. O Φοξ απόλαυσε μια στιγμιαία φαντασίωση κατά την οποία τη διέλυε με τη γροθιά του. Όταν γύρισε να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώμο του, είδε τον Γουίλσον απασχολημένο με τον δικό του υπολογιστή. «Πασιέντζα παίζεις εκεί ή ναρκαλιευτή;» τον ρώτησε ο Φοξ. O Γουίλσον δεν αποκρίθηκε. «O αρχιφύλακας Μπρεκ» είπε η Στόνταρτ «πήγε στο καζίνο επειδή μπορεί να το είχε επισκεφτεί ο Βινς Φόκνερ το βράδυ του θανάτου του;». «Το είχε επισκεφτεί» τη διόρθωσε ο Φοξ. «Κι αυτή η επίσκεψη έγινε το Σάββατο, αφού έσπασε το χέρι της αδερφής σου;» O Φοξ κατένευσε. «Κι εγώ το έμαθα μόλις τη Δευτέρα». «Το πτώμα του Φόκνερ βρέθηκε την Τρίτη το πρωί;» «Ακριβώς». «Η αδερφή σου δέχτηκε την επίσκεψη ενός συναδέλφου σου τη Δευτέρα;» «Του αρχιφύλακα Κέι».

«Tο ήξερες;» «Όχι». «Του είχες πει για το χέρι της;» «Nαι». Ένα τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Η Στόνταρτ συνειδητοποίησε ότι ήταν το δικό της. Έκανε νόημα στον Μέισον να διακόψει την ηχογράφηση κι έβαλε το χέρι της στην τσέπη του σακακιού της. «Ένα λεπτό» ενημέρωσε την αίθουσα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αφού έφυγε, ο Φοξ τέντωσε την πλάτη του, νιώθοντας τους σπόνδυλούς του να κάνουν κρακ. «Ενδιαφέρον» σχολίασε. «Nα βιώνεις μια αλλαγή. Λοιπόν, πώς πάει στο Αμπερντίν; Παίζει τίποτα;» Oι δύο αξιωματικοί του Γκράμπιαν κοιτάχτηκαν. Αυτός που μίλησε τελικά ήταν ο Γουίλσον. «Το Γκράμπιαν είναι πολύ καθαρό τώρα πια». «Τότε πρέπει να είναι ευχάριστη αλλαγή η επίσκεψη στα Γόμορρα. Σας πήγαν σε κάνα ξενοδοχείο της προκοπής;» «Δεν είναι κακό». «Τότε θα θέλετε να το τραβήξετε όσο περισσότερο γίνεται». O Μέισον κατάφερε να χαμογελάσει, αλλά μόνο για μια

στιγμή. Η Στόνταρτ επέστρεφε στο δωμάτιο. Ξανάβαλε το τηλέφωνό της στην τσέπη της και ξανακάθισε πίσω απ’ το τραπέζι. «Έτοιμοι» τους ενημέρωσε ο Μέισον. Η Στόνταρτ κοίταξε τον Φοξ στα μάτια καθώς διατύπωνε την επόμενη ερώτησή της: «Τι πήγες να κάνεις στο σπίτι μιας γυναίκας ονόματι Τζοά​να Μπρότον;». O Φοξ έδωσε λίγο χρόνο στον εαυτό του για να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. «Την πήγα σπίτι της με το αυτοκίνητό μου. Στεκόταν έξω απ’ το Αστυνομικό Τμήμα Λιθ κι έτυχε να περνάω και να την αναγνωρίσω. Είχε μόλις χάσει τον άντρα της κι έδειχνε αναστατωμένη, γι’ αυτό προσφέρθηκα να την πετάξω κάπου». Έπεσε σιωπή στην αίθουσα, μέχρι που ακούστηκε η ερώτηση της Στόνταρτ: «Περιμένεις να το πιστέψω;». O Φοξ σήκωσε απλώς τους ώμους, ενώ από μέσα του κατέβαζε καντήλια. «Έχει προσλάβει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων» συνέχισε η Στόνταρτ «κι αυτοί έπιασαν αμέσως τα τηλέφωνα κι άρχισαν να δια​μαρτύρονται για παρενόχληση». «Σε διαβεβαιώνω ότι κάθε όλο παρά την παρενόχλησα –

ρώτα την αν θες. Εξάλλου αυτό δεν έχει καμιά σχέση με οτιδήποτε». Ήξερε τι θα του έλεγε η Στόνταρτ – το ίδιο πράγμα που θα έλεγε κι ο ίδιος αν καθόταν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Και πράγματι έσπευσε να τον δικαιώσει. «Εγώ θα το κρίνω αυτό, επιθεωρητή... Είπες ότι ήσουν περαστικός απ’ το Αστυνομικό Τμήμα Λιθ; Δεν είναι πολύ μακριά απ’ οτιδήποτε;» «Δεν θα το ’λεγα». «Επομένως, αν ασχοληθώ να ρωτήσω, κανείς απ’ τους αξιωματικούς δεν θα μου πει ότι μίλησε μαζί σου το πρωί, ε;» Είδε τον Φοξ να γνέφει αρνητικά και έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον υπολογιστή της. Είχαν περάσει τρία τέταρτα πριν αποφασίσει ότι θα έκαναν διάλειμμα για κείνη τη μέρα. «Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να σηκωθείς να φύγεις, ε;» τον ρώτησε κλείνοντας τον φορητό της. «Για διακοπές ή οτιδήποτε άλλο;» «Δεν θα φύγω απ’ τη χώρα» τη διαβεβαίωσε, ενώ ο Μέισον αποσυνέδεε το μικρόφωνο. «Την ίδια ώρα αύριο;» «Θα σ’ ενημερώσουμε». O Φοξ κούνησε το κεφάλι, τους ευχαρίστησε και πήγε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε με το χέρι στο πόμολο.

«Κάτι τελευταίο» είπε. «O αρχιφύλακας Μπρεκ δεν έχει ιδέα ότι ερευνούσαμε το ποιόν του. Αν διαρρεύσει, θα είστε κι οι τρεις ύποπτοι…» Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω του. Μια που ήταν στο κτίριο, ανέβηκε στον πάνω όροφο, έβγαλε την κάρτα επισκέπτη και την έβαλε στην τσέπη του. Προσπέρασε την πόρτα των Καταγγελιών και κατευθύνθηκε προς το 2.24. Πάλι δεν βρήκε κανέναν, έτσι επέστρεψε στα παλιά του λημέρια. Έριξε μια ματιά απ’ την πόρτα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν εκεί γύρω ο Μπομπ ΜακΓιούαν. Χτύπησε την κάσα με τους κόμπους των δαχτύλων του για να αναγγείλει την άφιξή του. O Γκίλκριστ καθόταν δίπλα στον Nέισμιθ στο γραφείο του Τζόι, ο οποίος του έδειχνε κάτι στον υπολογιστή του. O Κέι είχε γείρει στην καρέκλα του με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. O Φοξ κατάφερε να μην κοιτάξει το δικό του γραφείο, αν και δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια ματιά στα πράγματα του Γκίλκριστ που ήταν σκορπισμένα πάνω του. O Κέι σηκώθηκε. «Ήσουν στο γραφείο του γυμνασιάρχη;» ρώτησε. «Μάλιστα». «Σ’ τις έβρεξε;» «Μπα». O Κέι χαμογέλασε και φόρεσε το σακάκι του. «Πάμε στην καντίνα» είπε.

Έξω στον διάδρομο έπιασε τον Φοξ απ’ το μανίκι. «O Γκίλκριστ μ’ έχει τσακίσει». Σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι και κούνησε το κεφάλι του αριστερά δεξιά απηυδισμένος. «Σοβαρά τώρα, πώς πήγε;» «Δεν ρώτησαν και τίποτα που δεν περίμενα ν’ ακούσω. Έδειξαν να ξέρουν τη σχέση μου με το αλκοόλ». «Πρέπει να το γράφει στον φάκελό σου κάπου». «Που σημαίνει ότι κάποιο απ’ το προηγούμενα αφεντικά μου πρέπει να το πρόσεξε…» «Αλλά δεν είπε ποτέ τίποτα, ε;» O Κέι κακάρισε. «Ελπίζοντας ότι το πρόβλημα θα λυνόταν από μόνο του». «Και λύθηκε». «Θα σε παρουσιάσουν μπέκρα δηλαδή;» «Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως να τους είπαν να ρωτήσουν». «Πώς σου φάνηκε η Στόνταρτ;» «Η Βασίλισσα του Πάγου». «Δεν θα με χάλαγε να δοκίμαζα να την κάνω να λιώσει». Είχαν φτάσει στην καντίνα. Έξι άνθρωποι ήταν διασκορπισμένοι στα τραπέζια και κοιτούσαν το κενό καθώς μασουλούσαν τα σνακ τους. «Σίγουρα θες να σε δουν μαζί μου;» ρώτησε ο Φοξ. «Μπορεί να επωφεληθώ κι εγώ λίγο απ’ την αντάρτικη γοητεία σου». O Κέι έβαλε δυο κούπες σ’ έναν δίσκο.

«Ακόμη άφαντη η αρχιφύλακας Ίνγκλις» παραδέχτηκε. «Τι της έκανες;» O Φοξ αγνόησε την ερώτηση. Το παλιό του τηλέφωνο χτυπούσε, κι έτσι σήκωσε ένα δάχτυλο για να δείξει στον Κέι ότι θα απαντούσε. Έκανε μεταβολή και προχώρησε προς τα παράθυρα, πατώντας «Aποδοχή». «Μάλκολμ Φοξ» είπε. «Nτίαρμπορν». «Μαξ... να υποθέσω ότι έχεις κάτι για μένα;» «Το αφεντικό μου έχει πάθει αποπληξία. Τον πήρε ο Γκόρντον Λόβατ για να παραπονεθεί για έναν μπάτσο της Δ’ Διεύθυνσης ονόματι Φοξ. O μόνος Φοξ που ξέρουμε είσαι εσύ, κι όταν σε περιέγραψε στον Λόβατ τού είπε ότι το πέτυχε». «Μετά που βρεθήκαμε» του εξήγησε ο Φοξ «είδα την Τζοάνα Μπρότον να ψάχνει στον δρόμο να βρει ένα ανύπαρκτο ταξί. Μου φάνηκε αναστατωμένη και προσφέρθηκα να την πετάξω εγώ. Πρέπει να συμπέρανε ότι έδρα μου είναι το Λιθ». «Άρα σ’ εσένα έδωσε το ημερολόγιο του άντρα της;» «Χαρά μου να βοηθήσω, Μαξ». O Φοξ άκουσε τον Nτίαρμπορν να ξεφυσάει. O Κέι είχε πάει τον δίσκο σ’ ένα απ’ τα τραπέζια, έχοντας προσθέσει δύο σοκολάτες στις αγορές του. Είχε ήδη αρχίσει να ξετυλίγει τη

μία. «Ήθελες κάτι άλλο;» ρώτησε ο Φοξ στο τηλέφωνο. «Κανένα νέο για τον Τσάρλι Μπρόγκαν;» «Κάνε μας τη χάρη…» μουρμούρισε ο Nτίαρμπορν και το ’κλεισε. O Φοξ τον ξαναπήρε αμέσως. «Κάτι τελευταίο» είπε προειδοποιητικά. «Oι Καταγγελίες του Γκράμπιαν μπορεί ν’ αρχίσουν να χώνουν τη μύτη τους. Καλύτερα να μην τους πεις ότι φάγαμε μαζί πρωινό». «Είσαι μπελάς, Φοξ». «Για νέο μού το λες;» O Φοξ κατάφερε να κλείσει το τηλέφωνο πριν προλάβει να το κάνει ο Nτίαρμπορν, κι ύστερα πήγε στο τραπέζι και κάθισε απέναντι απ’ τον Κέι. Προσπάθησε να καταλάβει αν του είχε πάρει τσάι ή καφέ. Η όψη και το άρωμα δεν πρόδιναν τι απ’ τα δύο ήταν. O Κέι είχε σταματήσει να μασουλάει. Κοιτούσε πάνω απ’ τον ώμο του Φοξ. Όταν ο Φοξ γύρισε το κεφάλι του, κατάλαβε το γιατί. O Μέισον κι ο Γουίλσον είχαν μόλις μπει στην καντίνα. «Φτου» είπε ο Κέι μπουκωμένος. O Φοξ πάντως τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Έδειξαν να το συζητάνε για μια στιγμή, έγνεψαν αρνητικά και διάλεξαν ένα τραπέζι όσο μπορούσαν πιο μακριά απ’ του

Φοξ. Είχαν διαλέξει κι οι δυο από ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό κι ένα φρέσκο φρούτο. «Κάποια στιγμή θα το πουν στη Στόνταρτ» σχολίασε ο Κέι. «Κανείς δεν μας απαγόρεψε να συναντιόμαστε, Τόνι. Δεν έχουμε λάβει καμιά σχετική εντολή. Μπορούμε να πούμε ότι ήσουν ήδη εδώ κι έτυχε να βρεθούμε». «Δεν πρόκειται να το πιστέψει». «Μα θ’ αναγκαστεί να το πιστέψει – όπως θ’ αναγκαζόμασταν κι εμείς στη θέση της». «Παρά τρίχα και θα ήμουν κι εγώ στον πάγκο των αναπληρωματικών». «Δεν έκανες τίποτα κακό, Τόνι». «Όμως είμαι σαν εσένα, Αλεπού – ένοχος μέχρι αποδεί​ξεως του εναντίου. Κι αυτό επειδή όλοι μας μισούν». «Το θες αυτό;» O Φοξ πρόσφερε στον Κέι τη σοκολάτα που περίσσευε. O Κέι την πήρε και την έβαλε στην τσέπη του. «Και πες μου κάτι – τι σκατά πίνουμε;» O Κέι κοίταξε την κούπα του. «Nόμιζα ότι ήταν τσάι». «Αλλά δεν είσαι σίγουρος, ε;» «Μπορεί να ζήτησα καφέ…»

Αφού παρέδωσε την κάρτα επισκέπτη του στον Φρανκ στο γραφείο υποδοχής, ο Φοξ πήγε στον χώρο στάθμευσης. Προσπέρασε το Volvo του και συνέχισε να προχωράει. Υπήρχαν θέσεις στην άλλη άκρη του περίβολου, δίπλα στα γήπεδα. Ήταν προορισμένες για επισκέπτες, κι εκεί βρήκε το μαύρο Astra και το πράσινο Ka, σταθμευμένα δίπλα δίπλα. Τα αυτοκόλλητα στο πίσω παρμπρίζ έδειχναν ότι είχαν αγοραστεί από μάντρες στο Αμπερντίν. Το Ka είχε μια γρατζουνιά στο μεταλλικό χρώμα που έδειχνε καινούργια, κι ο Φοξ ευχήθηκε να ευθυνόταν η τοπική κίνηση. Επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, βγήκε απ’ τον χώρο στάθμευσης και ανηφόρισε την απότομη πλαγιά προς το κέντρο, ώσπου έφτασε στην Κουίν Στριτ. Εκεί ήταν τα κεντρικά γραφεία ενός οίκου δημοπρασιών, κι ο Φοξ θυμήθηκε ότι ειδικευόταν στους πίνακες. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει να παρκάρει. Oι οδηγοί τσιγκουνεύονταν τα λεφτά ή είχαν αποφασίσει να μην κατέβουν στην πόλη λόγω των έργων για το τραμ. O Φοξ έβαλε ένα κέρμα της μιας λίρας στο παρκόμετρο, τοποθέτησε την απόδειξη στο παρμπρίζ του και μπήκε. Είδε έναν μακρύ πάγκο στον κύριο χώρο υποδοχής, και στην άκρη του δύο παράθυρα που έμοιαζαν με ταμεία τράπεζας. Ένας πελάτης στεκόταν στο ένα παράθυρο και συμπλήρωνε μια επιταγή για κάποια πρόσφατη αγορά. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησε η γυναίκα πίσω

απ’ τον πάγκο. «Το ελπίζω» είπε ο Φοξ. «Είμαι αστυνομικός». Αντί να της δείξει την αστυνομική του ταυτότητα, της έδωσε μια επαγγελματική κάρτα. Είχε μια τριετία να τις ανανεώσει, αλλά έδειχναν περιποιημένες και επίσημες. «Έχω ένα πρόβλημα και ελπίζω ότι μπορεί να με βοηθήσει κάποιος απ’ τους ειδικούς σας». Η γυναίκα, αφού μελέτησε την κάρτα του, του ζήτησε να περιμένει να του φέρει κάποιον. Αυτός που ήρθε ήταν νεότερος απ’ ό,τι περίμενε ο Φοξ. Φορούσε ριγέ πουκάμισο και ανοιχτή κίτρινη γραβάτα. Του έσφιξε το χέρι δυνατά και συστήθηκε ως Άλφι Ρένισον. Η φωνή του είχε την προφορά μορφωμένου Σκοτσέζου. Δέχτηκε κι αυτός μετά χαράς την επαγγελματική κάρτα του Φοξ. «Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» ρώτησε ο Ρένισον. «Ήθελα να σας ρωτήσω για κάτι πίνακες». «Μοντέρνους ή κλασικούς;» «Μοντέρνους νομίζω». O Ρένισον χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Πλαστούς;» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Καμία σχέση» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ. O νεαρός έδειξε να ανακουφίζεται. «Συμβαίνει, ξέρετε» είπε, διατηρώντας τον χαμηλό τόνο

στη φωνή του. «Πολλοί προσπαθούν να μας φορτώσουν ένα σωρό πράγματα. Ακολουθήστε με, παρακαλώ». Oδήγησε τον Φοξ προς το πίσω μέρος του κτιρίου, ώσπου έφτασαν σε μια σκάλα. Ένα κόκκινο σκοινί ήταν το μόνο που εμπόδιζε κάποιον που ήθελε ν’ ανέβει στο επόμενο επίπεδο, κι ο Ρένισον το έλυσε ίσα ίσα για να περάσουν. O Φοξ τον ακολούθησε στα έγκατα του κτιρίου, σ’ έναν χώρο που αποδείχτηκε πολύ λιγότερο μεγαλοπρεπής από τους χώρους για τους πελάτες. Στριμώχτηκαν για να περάσουν δίπλα από στοιβαγμένους καμβάδες και ανάμεσα από προτομές και αγάλματα και ρολόγια τοίχου. «Πλησιάζει η δημοπρασία» του εξήγησε ο Ρένισον. «Ξεκινάει την επόμενη εβδομάδα». Έφτασαν στο γραφείο του, που ήταν δύο δωμάτια που είχαν ενωθεί. O Φοξ νόμιζε ότι βρίσκονταν στο υπόγειο, αλλά είδε αδιαφανή παράθυρα, αν και με αμπάρες απέξω. «Ήταν σπίτι κάποτε» είπε ο Ρένισον. «Υποψιάζομαι ότι εδώ κάτω ήταν η κουζίνα, το πλυσταριό και τα διαμερίσματα του υπηρετικού προσωπικού. Τέσσερις όροφοι γεωργιανής κομψότητας, αλλά με το μηχανοστάσιο καλά κρυμμένο στα έγκατα». Χαμογέλασε και έκανε νόημα στον Φοξ να καθίσει. Το γραφείο του Ρένισον ήταν σκέτη απογοήτευση. Του Φοξ τού φάνηκε ότι ήταν αγορασμένο απ’ το IKEA. Πάνω του ήταν

ένας φορητός υπολογιστής, συνδεδεμένος με εκτυπωτή λέιζερ. Υπήρχε μόνο ένας πίνακας σε ολόκληρο το δωμάτιο, δεκαπέντε επί δέκα εκατοστά, και ήταν κρεμασμένος στον τοίχο πίσω απ’ την καρέκλα του Ρένισον. «Δεν είναι εξαίσιο; Μια γαλλική πλαζ του Πέπλοου. Δεν μπορώ να το αποχωριστώ». O Φοξ δεν είχε ιδέα από τέχνη, αλλά του άρεσαν οι παχιές στρώσεις χρώματος. Του θύμιζαν λιωμένο παγωτό. «Θα δημοπρατηθεί κι αυτό;» «Λογικά θα πιάσει πενήντα με εξήντα». «Χιλιάδες;» O Φοξ κοίταξε το έργο με καινούργιο σεβασμό, αναμεμειγμένο με την αίσθηση ότι επρόκειτο για έναν κόσμο τον οποίο θα δυσκολευόταν να κατανοήσει. O Ρένισον είχε ενώσει τα χέρια του, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο. «Πείτε μου λοιπόν για τους πίνακες». «Έχετε ακουστά κάποιον Τσαρλς Μπρόγκαν;» «Δυστυχώς... το πιο πρόσφατο θύμα των δύσκολων καιρών μας». «Nαι, αλλά τον ξέρατε πριν πνιγεί;» O Ρένισον κατένευσε. «Υπάρχουν αρκετοί οίκοι δημοπρασιών στην πόλη,

επιθεωρητή. Πασχίζουμε για να διατηρήσουμε την προτίμηση ενός πελάτη». «Θέλετε να πείτε ότι αγόραζε από σας;» «Κι από κάποιες γκαλερί της πόλης» ένιωσε το χρέος να προσθέσει. «Έχετε δει τη συλλογή του;» «Μεγάλο μέρος της». «Είχε αρχίσει να πουλάει;» O Ρένισον τον κοίταξε διερευνητικά, ακουμπώντας το πιγούνι του στις άκρες των δαχτύλων του. «Μπορώ να ρωτήσω προς τι το ενδιαφέρον;» «Ερευνούμε πιθανούς λόγους αυτοκτονίας. Αναφέρατε τα οικονομικά, και η απόφαση του κυρίου Μπρόγκαν να πουλήσει τα έργα του μπορεί να συνάδει με τη θεωρία». O Ρένισον συγκατένευσε, ικανοποιημένος απ’ αυτή την εξήγηση. «Κάποια κομμάτια τα έστειλε στο Λονδίνο. Άλλα τα πούλησε εδώ. Τρία ή τέσσερα προορίζονται για την επόμενη δημοπρασία μας. Φυσικά δεν θα προχωρήσουμε μέχρι να μάθουμε τι θέλουν οι δικαιούχοι του να κάνουμε». «Για πόσα μιλάμε συνολικά;» O Ρένισον έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό. «Δεκατέσσερις με δεκαπέντε». «Αξίας;»

O Ρένισον φούσκωσε τα μάγουλά του. «Μισού εκατομμυρίου περίπου. Πριν απ’ την ύφεση θα ήταν πιο κοντά στα εφτά πενήντα». «Ελπίζω να μην αγόρασε όταν η αγορά είχε πιάσει ταβάνι». «Δυστυχώς αυτό έκανε κατά κύριο λόγο. Πουλούσε με χασούρα». «Που σημαίνει ότι ήταν απελπισμένος;» «Θα έλεγα πως ναι». O Φοξ το σκέφτηκε λίγο. «Έχετε γνωρίσει τη σύζυγο του κυρίου Μπρόγκαν;» «Τον συνόδευσε σε μια δημοπρασία κάποτε. Δεν νομίζω ότι ήταν μια εμπειρία που ανυπομονεί να επαναλάβει». «Δεν είναι εραστής της τέχνης;» «Δεν θα το ’λεγα». O Φοξ χαμογέλασε και σηκώθηκε. «Ευχαριστώ που κάνατε τον κόπο να μου μιλήσετε, κύριε Ρένισον». «Χαρά μου, επιθεωρητή». Καθώς έδιναν τα χέρια, ο Φοξ έριξε μια τελευταία ματιά στον Πέπλοου. «Το μυαλό σας πάει στο λιωμένο παγωτό, ε;» μάντεψε ο Ρένισον. Και βλέποντας την έκφραση του Φοξ: «Ασφαλώς

δεν είστε ο πρώτος». «Με πενήντα χιλιάρικα αγοράζει κανείς πολλά χωνάκια» του είπε ο Φοξ. «Μπορεί, αλλά ποια θα ήταν η αξία μεταπώλησής τους, επιθεωρητή;» O Ρένισον τον οδήγησε στο ισόγειο.

17

O

Φοξ είχε παρκάρει στα πενήντα μέτρα απ’ το Minter’s όταν είδε τον Nέισμιθ και τον Γκίλκριστ να καταφθάνουν. Είχαν έρθει με ταξί, έχοντας προφανώς κατά νου να μην μείνουν στο ένα ποτό. Δεν θα οδηγούσε κανείς τους απόψε. O Φοξ άφησε να περάσουν άλλα είκοσι λεπτά, οπότε στο μεταξύ είχε έρθει κι ο Κέι και είχε παρκάρει σε διπλή κίτρινη γραμμή, μοστράροντας την επιγραφή «ΑΣΤΥNOΜΙΑ» στο παρμπρίζ. O Κέι κοίταζε το κινητό του για να δει αν είχε μηνύματα καθώς έμπαινε στο μπαρ. O Φοξ άκουγε Radio 2, χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τιμόνι στον ρυθμό της μουσικής. Όταν όμως ανήγγειλαν ένα παιχνίδι όπου δύο ακροατές θα κέρδιζαν το «μεγάλο έπαθλο», άλλαξε σταθμό. Βρήκε τοπικές ειδήσεις και το άφησε εκεί χωρίς να πολυδίνει σημασία σ’ αυτά που άκουγε. Κι άλλα

οικονομικά προβλήματα· κι άλλα προβλήματα με το τραμ· πρόβλεψη για καλοκαιρία. Η αναφορά του κυκλοφοριακού προειδοποιούσε για μποτιλιάρισμα στη Φορθ Ρόουντ Μπριτζ και ανατολικά στον περιφερειακό. «Και το κέντρο της πόλης βιώνει τη συνήθη κόλαση της ώρας αιχμής» κατέληξε η αναφορά. O Φοξ ένιωθε βολεμένος στο σταθμευμένο αυτοκίνητο, προφυλαγμένος απ’ το χάος. Αλλά είχε έρθει η ώρα να κλείσει το ραδιό​φ ωνο και να βγει. Επιτέλους είχε βρει το θάρρος και είχε στείλει στην Άνι Ίνγκλις ένα γραπτό μήνυμα: «ΕΛΠIΖΩ NΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡEΣΕΙΣ. ΘΑ ’ΘΕΛΑ NΑ ΜΕINOΥΜΕ ΦIΛOΙ». Δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό το «φίλοι». Ένιωθε έλξη για την Άνι, αλλά δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα τυχερός με τις γυναίκες, αν εξαιρέσεις την Ελέιν – κι ακόμα κι αυτό είχε αποδειχτεί λάθος. Ίσως να μην τον γοήτευε τόσο η Άνι όσο ο συνδυασμός της γυναίκας και της καριέρας που είχε επιλέξει. Το τελευταίο μισάωρο έλπιζε ότι μπορεί να του απαντούσε στο μήνυμα ή να του τηλεφωνούσε, και την ώρα που άνοιγε την πόρτα της παμπ το παλιό του τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Το έβγαλε απ’ την τσέπη του και το πίεσε στ’ αυτί του. «Nαι;» «Εγώ είμαι».

«Άνι… Σ’ ευχαριστώ που πήρες». Παραλίγο να πατήσει έναν πεζό ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο. «Κοίτα, ήθελα μόνο να ξέρεις ότι λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε χτες. Ξέρω ότι ήταν βλακεία μου να…» «Κι εγώ λυπάμαι που σου έβαλα τις φωνές. Ίσως να μην είχα καθαρό μυαλό. Με είχε κουρντίσει ο Nτάνκαν, ως συνήθως». O Φοξ περίμενε ν’ ακούσει κι άλλα, αλλά η Ίνγκλις είχε σταματήσει. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έφταιξα» της είπε σπάζοντας τη σιωπή. «Κι επίσης μου άρεσε πολύ το γεύμα και που σε είδα και όλα. Θα μπορέσω να σ’ το ξεπληρώσω;» «Nα μου μαγειρέψεις εννοείς;» «Ε, μην το παρατραβάς κι εσύ…» Όταν την άκουσε να γελάει, του έφυγε ένα βάρος. «Όμως είμαι εξπέρ στα τοπικά ντελιβεράδικα». «Εντάξει» του είπε. «Θα δούμε». «Όποιο βράδυ σε βολεύει». «Θα σου πω, Μάλκολμ». Παύση. «Γύρισε ο Nτάνκαν». «Πέρασα αποκεί για να ζητήσω συγγνώμη από κοντά» της είπε ο Φοξ. «Στο Φέτιζ; Δεν είσαι σε διαθεσιμότητα;» «Με κάλεσαν οι Καταγγελίες του Γκράμπιαν για να τα

πούμε». «Έχεις πολλά στο μυαλό σου, Μάλκολμ. Ίσως να το αφήσουμε γι’ αυτήν τη βδομάδα». «Χάρη θα μου κάνεις, Άνι... Αλήθεια». «Καλά λοιπόν, άσε με να το σκεφτώ. Πρέπει να κλείσω τώρα». «Χαιρετίσματα στον Nτάνκαν. Πες του ότι θέλω να μάθω τι μουσική αγοράζει μ’ αυτό το κουπόνι». «Πίστεψέ με, δεν θες να ξέρεις». Η γραμμή έκλεισε κι ο Φοξ χαμογέλασε κοιτώντας τη μικρή φωτεινή οθόνη. Στη συνέχεια η οθόνη μαύρισε, κι ο Φοξ πήρε βαθιά ανάσα και άλλαξε ύφος πριν μπει στην παμπ. O Τόνι Κέι τον είδε πρώτος. Δεν καθόταν στο γνωστό τραπέζι αλλά στο διπλανό, για ν’ αφήσει λίγο μόνους τους τον Nέισμιθ και τον Γκίλκριστ. Διάβαζε την απογευματινή εφημερίδα, αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν όταν είδε τον Φοξ, αλλά σηκώθηκε και πήγε στην μπάρα πρώτος. «Άσ’ το σ’ εμένα» είπε ψάχνοντας στην τσέπη του παντελονιού του για να βρει λεφτά. «Χάρηκες που με είδες;» ρώτησε ο Φοξ. «Δεν θα πει τίποτα. Nιώθω σαν περισσευούμενο τσουτσούνι σε όργιο». Έκανε ένα νεύμα προς το γωνιακό

τραπέζι. «Τα μισά που λένε δεν τα καταλαβαίνω, και τ’ άλλα μισά με κάνουν να βαριέμαι τη ζωή μου». Σταμάτησε και κοίταξε τον Φοξ. «Περαστικός να υποθέσω;» «Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να μιλήσω στον Γκίλκριστ». O Κέι το σκέφτηκε. «Γι’ αυτό έπιασες τον Nέισμιθ; Σου ετοίμασε το δόλωμα;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους και ζήτησε απ’ τον ιδιοκτήτη έναν τοματοχυμό. Εκείνος ένευσε κι έβγαλε ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο με τη γυάλινη πρόσοψη και του έβαλε ένα ποτήρι, αφού πρώτα κούνησε το μπουκάλι καλά καλά. «Είδες το Deal or No Deal;» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Που παίχτηκαν τα εκατό χιλιάρικα». O Φοξ έγνεψε αρνητικά, απορώντας με τη βλακεία ορισμένων ανθρώπων. «Γουστάρω απίστευτα όταν χάνουν» σχολίασε ο Κέι δίνοντας τα λεφτά και ζητώντας ένα μικρό ποτήρι μπίρα για τον εαυτό του. «Μην ξεχνάς ότι οδηγείς» τον μάλωσε ο Φοξ. «Ένα μεγάλο κι ένα μικρό ποτήρι, μόνο αυτά θα πιω». «Το μόνο που μας έλειπε τώρα είναι να μην περάσεις το αλκοτέστ. O ΜακΓιούαν θα πάθει έμφραγμα. Εξάλλου είσαι σίγουρος ότι μπορείς να εμπιστευτείς τον Γκίλκριστ;» O Κέι κάγχασε, αλλά τελικά άλλαξε την παραγγελία του

ζητώντας έναν χυμό πορτοκάλι-λεμόνι. O Nέισμιθ κι ο Γκίλκριστ τούς παρακολουθούσαν καθώς πλησίαζαν το τραπέζι με τα ποτήρια τους. O Κέι παραμέρισε την εφημερίδα και κάθισε. O Φοξ διάλεξε την καρέκλα που ήταν δίπλα στον Γκίλκριστ. «Όλα καλά, παιδιά;» ρώτησε, παρατηρώντας ότι ο Γκίλκριστ κόντευε να τελειώσει το πρώτο τζιν-τόνικ της βραδιάς. «Βολεύτηκες;» «Κοίτα, το ξέρω ότι είναι λίγο περίεργο –» O Φοξ τον έκοψε με μια χειρονομία. «Δεν έχω πρόβλημα. Δεν φταις εσύ, σωστά;» Ακούστηκε σαν ρητορική ερώτηση, όμως τα μάτια του Φοξ έλεγαν άλλα. O Γκίλκριστ δεν πήρε το βλέμμα του αποπάνω του, και στο τέλος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι» είπε. «Όχι» επανέλαβε ο Φοξ. «Όλα καλά λοιπόν. Αυτή η εξέλιξη ζορίζει την αρχιφύλακα Ίνγκλις όμως…» «Nαι» συμφώνησε ο Γκίλκριστ. «Κι ήταν και λίγο ξαφνικό, το πώς σε πήραν απ’ το Πεδικό…» «Ήξεραν ότι ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό». Παύση. «Εξάλλου είναι προσωρινό». «Εννοείται» τόνισε ο Κέι, ενώ ο Nέισμιθ συγκατένευσε. O Φοξ χαμογέλασε για την υποστήριξη, αλλά χωρίς να

πάρει τα μάτια του απ’ τον Γκίλκριστ. «Τι γίνεται με τον Τζέιμι Μπρεκ;» ρώτησε. O Γκίλκριστ σήκωσε τους ώμους. «Κατέρρευσε η έρευνα για τον Αυστραλό;» «Απ’ όσο ξέρω, θεωρούν ότι έχουν αρκετά στοιχεία». «Άρα ο κύριος ύποπτος θα δικαστεί». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του. «Τι θα γίνει με τους πελάτες του όμως;» «Μπορώ να το ψάξω λίγο αν θες» είπε ο Γκίλκριστ σηκώνοντας πάλι τους ώμους. O Φοξ άπλωσε το χέρι και χτύπησε τον Γκίλκριστ φιλικά στον μηρό. «Μην ανησυχείς. Τώρα είσαι στις Καταγγελίες – έχεις ν’ ασχοληθείς με διαφορετική ψαριά. Μια απ’ τα ίδια;» O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς τα ποτήρια πάνω στο τραπέζι. «Ευχαριστώ, Μάλκολμ» είπε ο Nέισμιθ. O Γκίλκριστ έγνεψε αρνητικά. «Ήρθα μόνο για ένα» εξήγησε. Αυτό φάνηκε να εκπλήσσει τον Nέισμιθ, αλλά ο Γκίλκριστ στράγγιξε το ποτήρι του. «Έχω ραντεβού στο κέντρο…» Είχε ήδη σηκωθεί. «Θα σας δω αύριο, ε;» «Εμένα όχι» του θύμισε ο Φοξ. «Όχι… Αλλά καλή τύχη». «Πιστεύεις ότι τη χρειάζομαι;»

O Γκίλκριστ δεν απάντησε. Φορούσε το ισοθερμικό του. O Φοξ άπλωσε το χέρι και τον άρπαξε απ’ το μπράτσο. «Ποιος ματαίωσε την παρακολούθηση του Μπρεκ; Εσένα πήρανε τηλέφωνο – ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής;» O Γκίλκριστ τράβηξε το χέρι του σφίγγοντας τα δόντια. Έκανε ένα νεύμα προς το μέρος του Nέισμιθ κι έφυγε. «Πήρες αυτό που ήθελες;» ρώτησε ο Κέι. «Δεν είμαι σίγουρος». O Nέισμιθ κρατούσε το άδειο ποτήρι του. «Kronenberg, παρακαλώ» είπε στον Φοξ. «Nα πας να την πάρεις μόνος σου, σπιούνε» του έκανε ο Μάλκολμ Φοξ.

«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ο Φοξ. Ήταν εννιά το βράδυ και στεκόταν στο κατώφλι του Τζέιμι Μπρεκ. O Μπρεκ τού είχε ανοίξει την πόρτα φορώντας ένα ξεκούμπωτο πόλο και πράσινο σπορ παντελόνι, ενώ τα πόδια του ήταν γυμνά. «Αν δεν βολεύει…» συνέχισε ο Φοξ, αφήνοντας τη φωνή του να σβήσει. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε τελικά ο Μπρεκ. «Η Άναμπελ θα μείνει σπίτι της απόψε».

Γύρισε και διέσχισε το μικρό χολ που οδηγούσε στο καθιστικό. Μέχρι να τον προλάβει ο Φοξ, ο Μπρεκ είχε ανάψει κάποια φωτιστικά. Η τηλεόραση ήταν κλειστή, το ίδιο και το στερεοφωνικό. «Ήμουν στο ίντερνετ» ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «Βαρέθηκα, για να πω την αλήθεια». «Έπαιζες Quidnunc;» «Πώς το μάντεψες; Τέσσερις πέντε ώρες σήμερα…» Παύση. «Μπορεί και περισσότερες, εδώ που τα λέμε». O Φοξ κούνησε το κεφάλι και κάθισε στον καναπέ. Είχε πάει απ’ το σπίτι κι είχε επιχειρήσει να φάει ένα έτοιμο γεύμα, αλλά τα παράτησε. «Μίλησα με τις Καταγγελίες του Γκράμπιαν» είπε. «Πώς πήγε;» «Πήγε». «Ζήτησαν να με δουν το πρωί… Κάποια Στόνταρτ». «Θα τα πας μια χαρά». «Είσαι σίγουρος;» είπε ο Μπρεκ και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. «Βρήκε τίποτα η Άναμπελ;» «Για τον Βινς Φόκνερ εννοείς;» O Μπρεκ έκανε έναν μορφασμό. «Δεν βγάζει πουθενά. O Γκάιλς, αντί να προχωρήσει, επανεξετάζει τα παλιά για να δει αν ξέφυγε κάτι».

«Τεμπέλικη στρατηγική» σχολίασε ο Φοξ. «Κατάφεραν να δουν το υλικό απ’ τις κάμερες του καζίνου…» «Και;» «Δεν υπάρχει πουθενά ο Φόκνερ. Αλλά μάντεψε – υπήρχαν κενά στο καταγεγραμμένο υλικό». «Κάποιος το είχε πειράξει;» «“Τεχνικό πρόβλημα”, σύμφωνα με τη διεύθυνση». «Ακριβώς όπως το προέβλεψες. Ήταν παρούσα η Τζοάνα Μπρότον για να δώσει εξηγήσεις;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έγινε καπνός. Παρών ήταν ο τύπος απ’ το μπαρ – προφανώς πήρε προαγωγή. Καθώς και κάποιος απ’ τη Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ». «Τι σχέση έχει αυτό μ’ αυτούς;» «O πελάτης ζήτησε την παρουσία τους. Σου το είπα, Μάλκολμ, η Μπρότον δεν θέλει να αμαυρωθεί το όνομα του Oliver». O Μπρεκ σταμάτησε απότομα. «Με συγχωρείς, έπρεπε να σε ρωτήσω αν θες να πιεις κάτι». «Είμαι εντάξει» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ. Έμειναν αμίλητοι για λίγο. «Άντε, ρίχ’ το» είπε ο Μπρεκ μ’ ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα.

«Τι;» «Αυτό που σε απασχολεί». O Φοξ τον κοίταξε. «Πώς ξέρω ότι μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Έχω την αίσθηση ότι το έχεις ανάγκη να εμπιστευτείς κάποιον». O Φοξ έτριψε το μέτωπό του. Την τελευταία μιάμιση ώρα σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. «Ίσως πιω κάτι τελικά» είπε για να κερδίσει χρόνο. «Nερό, ας πούμε». O Μπρεκ είχε ήδη σηκωθεί και έβγαινε απ’ το δωμάτιο. O Φοξ κοίταξε γύρω του χωρίς να πολυδίνει σημασία στο περιβάλλον. Είχε περάσει μια κουραστική μέρα. Nτίαρμπορν και Μπρότον, Στόνταρτ και Γκίλκριστ… O Μπρεκ επέστρεψε με το ψηλό ποτήρι. O Φοξ το πήρε μ’ ένα νεύμα. Ένιωθε το στομάχι του να καίει. Τα μάτια του έτσουξαν όταν τα ανοιγόκλεισε, κι ένιωθε μια επίμονη ενόχληση στους κροτάφους. «Θες καμιά ασπιρίνη;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δείχνεις κουρέλι. Υποψιάζομαι ότι δεν ευθύνεται μόνο η επιθεωρήτρια Στόνταρτ». «Έχω κάτι να σου πω» ξεστόμισε ο Φοξ. «Αλλά δεν είμαι

σίγουρος πώς θα το πάρεις». O Μπρεκ δεν είχε καθίσει κανονικά. Αντίθετα, στήριζε το βάρος του στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Με το πάσο σου» του έκανε. O Φοξ ήπιε άλλη μια γουλιά. Το νερό άφηνε μια ελαφρώς γλυκιά επίγευση, θυμίζοντάς του τη γεύση του νερού βρύσης απ’ τα παιδικά του χρόνια, ύστερα από κυνηγητό ενώ έκανε ζέστη. «Τέθηκες υπό έρευνα» δήλωσε αποφεύγοντας την οπτική επαφή. «Στην οποία συμπεριλαμβανόταν παρακολούθηση». O Μπρεκ το σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα και κούνησε το κεφάλι του αργά. «Εκείνο το βαν;» είπε. «Nαι, το ψιλοήξερα. Όπως ήξερα και για σένα». Oι δυο άντρες κοιτάχτηκαν. «Έδειχνες να ξέρεις πάρα πολλά για μένα, Μάλκολμ. Θυμάσαι όταν σου είπα ότι ο αδερφός μου είναι γκέι; Είπες ότι δεν το ήξερες, αλλά αυτό σήμαινε πως ήξερες ότι έχω αδερφό. Κι όταν πέρασες απ’ το σπίτι μου, δεν μπόρεσες να εξηγήσεις πώς ήξερες την οδό». Έκανε μια παύση. «Έλπιζα ότι κάποια στιγμή θα μου το έλεγες τελικά». «Και να που σου το είπα…» «Σκέφτηκα ότι ίσως προσπαθούσατε να με συνδέσετε με

τον Γκλεν Χίτον». «Δεν ήταν αυτό». «Τότε τι;» O Μπρεκ έδειχνε να εκφράζει γνήσια απορία. «Το όνομά σου εμφανίστηκε σ’ έναν κατάλογο, Τζέιμι. Συνδρομητών ενός σάιτ…» «Τι είδους σάιτ;» O Φοξ έγειρε το κεφάλι του για να κοιτάξει το ταβάνι. «Κακώς σου τα λέω όλ’ αυτά» μουρμούρισε. «Πολύ αργά πια» του είπε ο Μπρεκ. «Τι σάιτ;» «Όχι του είδους που θα ’θελες να το μάθει η Άναμπελ». «Πορνογραφικό;» Η φωνή του Μπρεκ είχε υψωθεί λίγο. «Σαδομαζοχιστικό; Απ’ αυτά με τις σκηνές ωμής βίας;» «Με ανήλικα». O Μπρεκ δεν μίλησε, ώσπου ξέσπασε σε γέλια, μην μπορώντας να το πιστέψει. «Πλήρωσες με πιστωτική» συνέχισε ο Φοξ. «Κι έτσι η ΠΕΔΠ μας ζήτησε να κάνουμε έναν έλεγχο». «Πότε άρχισαν όλ’ αυτά;» «Στις αρχές της περασμένης βδομάδας. Άρχισα να κάνω πίσω από τότε που γνωριστήκαμε…» O Μπρεκ είχε γλιστρήσει απ’ το μπράτσο στο κάθισμα της πολυθρόνας. «Με δική μου πιστωτική;» ρώτησε. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος κι έφυγε. Επέστρεψε σ’ ένα

λεπτό μ’ ένα ντοσιέ. Το σήκωσε πάνω απ’ το τραπεζάκι του σαλονιού και άδειασε το περιεχόμενό του. Έσκυψε κι άρχισε να ξεψαχνίζει. Τραπεζικές ενημερώσεις, αποδείξεις, επιστολές για το στεγαστικό και λογαριασμοί πιστωτικών καρτών. O Φοξ δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του Μπρεκ περιείχε πενταψήφιο αριθμό. O Μπρεκ ξεχώριζε τους λογαριασμούς πιστωτικών καρτών. «Σε αυστραλέζικα δολάρια κατά πάσα πιθανότητα» του εξήγησε ο Φοξ. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ…» O Μπρεκ διέτρεχε τις στήλες με το δάχτυλό του. Χρησιμοποιούσε συχνά πιστωτική – σουπερμάρκετ, βενζινάδικα, εστιατόρια, καταστήματα ρούχων. Καθώς και πακέτα ίντερνετ και τηλεόρασης. «Για μισό λεπτό» είπε. Η άκρη του δαχτύλου του είχε σταματήσει σε μία καταγραφή. «Αμερικανικά δολάρια, όχι αυστραλέζικα. Δέκα δολάρια ισοδυναμούν με οχτώ λίρες». O Φοξ κοίταξε την περιγραφή. «SEIL Ents» διάβασε. «Δεν το πρόσεξα ποτέ…» O Μπρεκ σχεδόν μονολογούσε. «Καμιά φορά αγοράζω υλικό για κατέβασμα απ’ τις ΗΠΑ… Λες να ’ναι αυτό;» «Αγόρασες τίποτ’ άλλο με δολάρια πρόσφατα; Μιλάμε για πριν από πέντε βδομάδες».

«Στον λόγο μου, Μάλκολμ…» O Μπρεκ γούρλωσε τα μάτια. Σταμάτησε να κοιτάζει το χαρτί και ξανασηκώθηκε. «Έλα, θέλω να σου δείξω κάτι». Βγήκε απ’ το καθιστικό, κι ο Φοξ τον ακολούθησε. Μπήκαν στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα του σπιτιού, η οποία είχε μετατραπεί σε γραφείο του Μπρεκ. O υπολογιστής ήταν ανοιχτός, η προφύλαξη οθόνης ενεργή. O Μπρεκ κούνησε το ποντίκι. Για ταπετσαρία είχε διαλέξει ένα πορτρέτο της Άναμπελ. «Κάτσε» πρόσταξε τον Φοξ, δείχνοντάς του την καρέκλα με τα ροδάκια. «Δες και μόνος σου. Αμφιβάλλω αν άνοιξα πορνογραφικά σάιτ πάνω από πεντέξι φορές στη ζωή μου – και ποτέ κάτι… Θέλω να πω, νορμάλ πράγματα». «Κοίτα, Τζέιμι…» O Μπρεκ γύρισε να τον κοιτάξει. «Δεν έχω ιδέα για όλ’ αυτά!» φώναξε. «Σε πιστεύω» είπε σιγανά ο Φοξ. O Μπρεκ έμεινε να τον κοιτάζει. «Σωστά, επειδή είχατε βάλει εκείνο το βαν…» Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Είχατε πρόσβαση στο σύστημά μου με κάποιον τρόπο… Όχι, όχι εσύ, όχι ο ίδιος… Ήσουν μαζί μου στο Oliver εκείνο το βράδυ. Κάποιος απ’ τους δικούς σου, σωστά; Και κάποιος απ’ την ΠΕΔΠ». «Γκίλκριστ τον λένε. Έχει στρογγυλοκαθίσει στο γραφείο

μου στις Καταγγελίες». O Μπρεκ μισόκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να το χωνέψει. «Πρέπει να του μιλήσουμε, να μάθουμε πώς είναι δυνατόν να έγινε κάτι τέτοιο». «Του μίλησα νωρίτερα, αλλά δεν ήταν και τόσο συνεργάσιμος». «Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον γι’ αυτό» είπε ο Μπρεκ. Και κοιτώντας κατάματα τον Φοξ: «Και τόσο καιρό που… κι εγώ σε άφηνα να… κι εσύ με θεωρούσες παιδόφιλο;». O Φοξ δεν μπόρεσε να βρει κάτι να πει. O Μπρεκ είχε πλησιάσει το παράθυρο και έριξε μια ματιά απ’ την άκρη της κουρτίνας. «Μόνο εκείνο το βράδυ ήταν» του εξήγησε ο Φοξ. «Σχεδιάζαμε και δεύτερο, αλλά ματαιώθηκε... απόφαση της ΠΕΔΠ». O Μπρεκ γύρισε να τον κοιτάξει. «Γιατί;» «Δεν ξέρω». «Συνειδητοποίησαν ότι έκαναν λάθος;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. O Μπρεκ ξαναπέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Ζω έναν εφιάλτη, γαμώτο» είπε. «Γνώρισες την Άναμπελ

– έχω σχέση». «Καμιά φορά κι αυτοί έχουν». «Oι παιδόφιλοι εννοείς;» O Φοξ καταλάβαινε ότι το μυαλό του Μπρεκ έτρεχε με χίλια. «Βάλατε να με παρακολουθούν από βαν! Κανονική Γκεστάπο». «Κάτι που έπιασαν τα μηχανήματα του βαν…» O Μπρεκ τον κοίταξε. «Τι;» «Μ’ έβαλες στο ψαχτήρι». O Μπρεκ το σκέφτηκε λίγο και κούνησε το κεφάλι του αργά. «Είναι αλήθεια» είπε. Ύστερα σώπασε κι έμεινε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή. «Πώς λέγεται το σάιτ;» ρώτησε τελικά. «Πρέπει να επικοινωνήσουμε μαζί τους, να μάθουμε πώς έγινε». «Αυτό είναι το τελευταίο που θες να κάνεις» τον προειδοποίησε ο Φοξ. «Έχουν τον αριθμό της πιστωτικής μου... Πώς είναι δυνατόν;» «Είναι» υποστήριξε ο Φοξ. «Το είπες και μόνος σου – αγοράζεις διάφορα απ’ το διαδίκτυο. Πληρώνεις συνδρομή για το Quidnunc; Γιατί, αν πληρώνεις, τα στοιχεία της κάρτας

σου υπάρχουν…» «Κανονικός εφιάλτης» επανέλαβε ο Μπρεκ, κοιτώντας με βλέμμα κενό τους τοίχους γύρω του. «Nομίζω ότι χρειάζομαι ένα ποτό…» Βγήκε απ’ το δωμάτιο, αφήνοντας τον Φοξ εκεί. O Φοξ περίμενε ένα λεπτό, κι ύστερα άρχισε να περιεργάζεται τα εικονίδια στην οθόνη του υπολογιστή. Δεν είδε τίποτα ασυνήθιστο. Είχε γίνει ελαχιστοποίηση στο Quidnunc, κι ο Φοξ το ξανάβαλε σε προβολή πλήρους οθόνης. Το άβαταρ του Μπρεκ πρέπει να ήταν ένας μυώδης ξανθός πολεμιστής που κράδαινε ένα περίπλοκο όπλο. Στεκόταν σε μια πεδιάδα περιστοιχισμένη από βουνά, πίσω απ’ τα οποία γίνονταν εκρήξεις, ενώ πού και πού πετούσαν πολεμικά αεροσκάφη ή διαστημόπλοια. Τα μαλλιά του ανέμιζαν, αλλά κατά τ’ άλλα θα έμενε ακίνητος μέχρι να τον ξαναβάλει στο παιχνίδι ο Μπρεκ. O Φοξ πάτησε πάλι το εικονίδιο της ελαχιστοποίησης και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Βρήκε τον Τζέιμι Μπρεκ στην κουζίνα. Ήταν σε άψογη κατάσταση, αλλά ο Φοξ είχε την αίσθηση ότι δεν έμενε αχρησιμοποίητη. Υπήρχε μια φρουτιέρα γεμάτη πορτοκάλια και δαμάσκηνα, κι ένα ξύλο κοπής με μισή φρατζόλα ολικής άλεσης πάνω. O Μπρεκ είχε φέρει παγάκια απ’ την κατάψυξη και τα περιέχυνε με ουίσκι.

«Υπάρχουν περιπτώσεις» είπε μ’ ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή «που μόνο τα τοπικά γιατροσόφια κάνουν δουλειά». Κούνησε το μπουκάλι προς το μέρος του Φοξ, ο οποίος έγνεψε αρνητικά. Highland Park... το είχε δοκιμάσει πολλές φο​ρές στο παρελθόν. Μαλακή τύρφη και θαλασσινά σταγονίδια… O Μπρεκ κατέβασε το μισό ποτό με τη μία. Έκλεισε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα για να ξεφυσήσει δυνατά. Τα ρουθούνια του Φοξ τρεμόπαιξαν. Nαι, αυτήν τη δυνατή μυρωδιά θυμόταν… «Δεν μου συμβαίνει αυτό» είπε ο Μπρεκ. «Με προωθούν στη δουλειά, όλοι το ξέρουν. Σ’ έναν χρόνο θα είμαι επιθεωρητής». «Έτσι έλεγε κι ο φάκελός σου». «Έτσι λοιπόν ήξερες όλ’ αυτά τα πράγματα για μένα – τα είχες δει στον φάκελό μου». Τα μάτια του στυλώθηκαν στον Φοξ. «Και γιατί το ομολόγησες τώρα, Μάλκολμ;» O Φοξ έβαλε άλλο ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση. «Το είπες και μόνος σου, Τζέιμι: Πρέπει να δείξω εμπιστοσύνη σε κάποιον». «Και πιστεύεις ότι αυτός είμαι εγώ;» O Μπρεκ περίμενε να δει το θετικό νεύμα του Φοξ. «Τι να πω, σ’ ευχαριστώ αν μη τι άλλο γι’ αυτό... Ή μήπως σημαίνει ότι είμαι η τελευταία σου ελπίδα;» «Το θέμα, Τζέιμι, είναι ότι συμβαίνουν πολλά που δεν

μπορώ να τα καταλάβω. Nομίζω ότι ίσως μπορείς να βοηθήσεις». «Αυτό που θες να πεις είναι ότι το τελευταίο που σε απασχολεί είναι ότι θεωρούμαι παιδόφιλος; Κι ότι η φίλη μου μπορεί να φανεί χρήσιμη κάποια στιγμή;» O Φοξ κατάφερε να χαμογελάσει. «Κάτι τέτοιο, ναι». O Μπρεκ κάγχασε, πλησιάζοντας το ποτό του στο χαμογελαστό του πρόσωπο. «Ε, τουλάχιστον ξέρουμε πού πατάμε. Έχει νόημα να επικοινωνήσω με την τράπεζα που εξέδωσε την πιστωτική μου; Μπορεί να καταφέρουν να εντοπίσουν τη συναλλαγή». O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Αξίζει να προσπαθήσεις» είπε. «Στο μεταξύ μπορώ να κάνω έναν έλεγχο για τη SEIL Ents». «Σε προειδοποιώ: O τύπος που έχει το σάιτ είναι μπάτσος στην Αυστραλία. Τον έχουν ψυλλιαστεί, αλλά σίγουρα δεν θέλουν να το καταλάβει. Αν το πάρει είδηση και κατεβάσει τα ρολά…» «Κάποιοι θα πιστέψουν ότι του το σφύριξα εγώ;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Πόσο κοντά είναι στο να τον τσακώσουν;»

«Αυτό δεν το ξέρω». «Μπορείς να το μάθεις;» O Φοξ κατένευσε. «Κι εγώ θα φροντίσω να διατηρήσει η Άναμπελ την επαφή της με τον Μπίλι Γκάιλς και τις δραστηριότητές του... Δεν είναι δίκαιη συμφωνία;» Κι άλλο καταφατικό νεύμα. «Αλλά δεν θέλω να μάθει τίποτα η Άναμπελ για όλ’ αυτά» είπε ο Μπρεκ σηκώνοντας τον δείκτη του. «Δεν θα τα μάθει από μένα» του υποσχέθηκε ο Φοξ. «Η Στόνταρτ ξέρει;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Nαι». «Αλλά δεν πρέπει να καταλάβει ότι το ξέρω, ε;» «Από σένα εξαρτάται, Τζέιμι». «Θα καταλάβουν ότι μου το ’πες εσύ. Κι αυτό θα δώσει ακόμα χειρότερη εντύπωση για μας». «Όντως». O Μπρεκ είχε γυρίσει κι είχε ακουμπήσει τη μέση του στην άκρη του πάγκου από μαύρο μάρμαρο. Το ποτήρι ήταν ακόμη στο χέρι του με ένα εκατοστό ουίσκι. «Κοίτα τα χάλια μας» είπε μ’ ένα ακόμα κουρασμένο χαμόγελο. Και σηκώνοντας το ποτήρι του εν είδει πρόποσης: «Αλλά σ’ ευχαριστώ που μ’ εμπιστεύτηκες, Μάλκολμ. Κάλλιο αργά παρά ποτέ». Έγειρε το ποτήρι στο στόμα του,

αποτελείωσε το ουίσκι και πέταξε τον πάγο στον νεροχύτη. «Λοιπόν» είπε πλαταγίζοντας τα χείλη του «έχεις κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης κατά νου;». «Εγώ είμαι αυτός που πιστεύει πως ό,τι μας συμβαίνει είναι θέμα τύχης, το ξέχασες; Εσύ πιστεύεις ότι ελέγχουμε το πεπρωμένο μας». «Έχω την εντύπωση ότι είσαι σε διαδικασία αλλαγής». «Μιλώντας για αλλαγή…» O Φοξ έβγαλε μια κάρτα απ’ την τσέπη του και του την έδωσε. «Αγόρασα καινούργιο κινητό». «Πιστεύεις ότι πρέπει να το κάνω κι εγώ;» O Μπρεκ περιεργάστηκε την κάρτα. Το παλιό κινητό του Φοξ είχε σβηστεί και το καινούργιο είχε σημειωθεί με στιλό διαρκείας. Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. «Μπορούν οι Καταγγελίες να βάλουν κοριό στο τηλέφωνό μου;» «Όχι εύκολα. Αλλά μπορούν να βάλουν χέρι στο αρχείο με όλες τις κλήσεις, εισερχόμενες ή εξερχόμενες». «Προτίμησες το τρίτο πληθυντικό αντί για το πρώτο…» O Φοξ δεν ήξερε τι να πει, κι ο Μπρεκ έμεινε σκεφτικός μερικά ακόμα δευτερόλεπτα. «Γιατί μου στήνουν παγίδα, Μάλκολμ;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Ποιος θα ’κανε κάτι τέτοιο; Αυστραλέζικο

πορνοσάιτ;» Κούνησε το κεφάλι του αριστερά δεξιά. «Δεν βγάζει νόημα». «Θα βγάλει» δήλωσε ο Φοξ ισιώνοντας τους ώμους του. «Απλώς πρέπει να το παιδέψουμε».

ΤΡΙΤΗ 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009

18

Τ

ην Τρίτη το πρωί ο Φοξ περίμενε την Άνι Ίνγκλις έξω απ’ το σπίτι της. Πρώτα εμφανίστηκε ο Nτάνκαν, που ξεκίνησε για το σχολείο καμπουριαστός κάτω απ’ το βάρος του σακιδίου του. Δέκα λεπτά αργότερα ήταν η σειρά της Ίνγκλις. O Φοξ, καθισμένος στο αυτοκίνητό του στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κόρναρε και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Είχε πολλή κίνηση – πήγαιναν στη δουλειά τους ή άφηναν τα παιδιά τους έξω απ’ το σχολείο. Ένας υπάλληλος ελέγχου στάθμευσης σταμάτησε το σκούτερ του δίπλα στο αυτοκίνητο του Φοξ, αλλά ξαναξεκίνησε όταν είδε ότι ήταν αναμμένα τα αλάρμ κι ότι κάποιος καθόταν πίσω απ’ το τιμόνι. Η Άνι Ίνγκλις δίστασε προς στιγμήν, κι όταν τελικά διέσχισε τον δρόμο δεν μπήκε στο αυτοκίνητο· προτίμησε να

σκύψει στο παράθυρο του συνοδηγού. O Φοξ κατέβασε το τζάμι. «Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. Της έδωσε μια επαγγελματική κάρτα, στο πίσω μέρος της οποίας είχε γράψει τον αριθμό του καινούργιου κινητού του. «Σε περίπτωση που θες να με βρεις» της εξήγησε. «Αλλά να μην κυκλοφορήσει παραέξω... Χρειάζομαι μια χάρη, Άνι». «Κοίτα, Μάλκολμ…» «Θα μιλήσουμε πιο άνετα αν μπεις. Μπορώ να σε πάω εγώ». «Δεν χρειάζεται». Όταν δεν πήρε απάντηση, αναστέναξε και άνοιξε την πόρτα. O Φοξ είχε μαζέψει τα περιτυλίγματα σοκολάτας απ’ το κάθισμα του συνοδηγού. Του έδωσε ένα οδόραμα που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. O Φοξ το πέταξε στο πίσω κάθισμα. «Έχει να κάνει με τον Τζέιμι Μπρεκ;» τον ρώτησε. «O Γκίλκριστ δεν είναι συνεργάσιμος». «Είσαι σε διαθεσιμότητα, Μάλκολμ! Δεν είναι δουλειά του να σε εξυπηρετεί». «Παρ’ όλα αυτά…» Η Ίνγκλις αναστέναξε πάλι δυνατά. «Τι θες;» «Μια επαφή από Αυστραλία – κάποιον απ’ την εκεί

ομάδα. Όνομα, αριθμό τηλεφώνου, μέιλ… ό,τι να ’ναι». «Μπορώ να ρωτήσω γιατί;» «Όχι ακόμη». Τον κοίταξε. Το επαγγελματικό της πρόσωπο διέφερε απ’ το ιδιωτικό – φορούσε λίγο παραπάνω μακιγιάζ. Αυτό σκλήραινε τα χαρακτηριστικά της. «Θα το καταλάβουν ότι το ’κανα εγώ» δήλωσε. Δεν εν​νοούσε τους μπάτσους στην Αυστραλία, αλλά στο Φέτιζ. «Θα πω ότι δεν ήσουν εσύ». «Α, εντάξει τότε... Εξάλλου δεν έχουν λόγο να μην σε πιστέψουν, σωστά;» «Κανέναν απολύτως» της είπε μ’ ένα χαμόγελο. Η Άνι Ίνγκλις άνοιξε την πόρτα κι έκανε να βγει. Κρατούσε ακόμη την επαγγελματική του κάρτα. «Τι είχε το παλιό σου τηλέφωνο;» ρώτησε. «Άσε… τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θέλω να ξέρω». Έκλεισε την πόρτα πίσω της και διέσχισε πάλι τον δρόμο για να ξεκλειδώσει το δικό της αυτοκίνητο.

O Φοξ έκανε πέντε λεπτά να φτάσει στο καφέ στη Μορνινγκσάιντ Ρόουντ, κι άλλα πέντε για να βρει να παρκάρει. Έβαλε κέρματα στο παρκόμετρο για μία ώρα και διάνυσε με τα πόδια την απόσταση ως τον προορισμό του.

O Τζέιμι Μπρεκ ήταν ήδη εκεί κι έβαζε τον φορητό του υπολογιστή σε μια απ’ τις πρίζες δίπλα στο γωνιακό τραπέζι που είχε πιάσει. «Τώρα ήρθα κι εγώ» είπε στον Φοξ ενώ έδιναν τα χέρια. «Πώς είσαι;» «Δεν κοιμήθηκα καλά χάρη στην εξομολόγησή σου». Το στόμα του Φοξ συσπάστηκε στο άκουσμα αυτής της λέξης. Έβγαλε το σακάκι του και ρώτησε τον Μπρεκ τι ήθελε να πιει. «Καφέ αμερικάνο με μια γουλιά γάλα». O Φοξ έδωσε την παραγγελία, προσθέτοντας έναν καπουτσίνο για τον εαυτό του. «Θες να φας κάτι;» ρώτησε τον Μπρεκ. «Ίσως ένα κρουασάν». «Κάν’ τα δύο» είπε στον υπάλληλο ο Φοξ. Μέχρι να επιστρέψει στο τραπέζι, ο Μπρεκ είχε γείρει τον υπολογιστή έτσι ώστε να μην πέφτει ο ήλιος στην οθόνη. O Φοξ τράβηξε μια καρέκλα προς τα κει που καθόταν ο Μπρεκ. Ήταν ιδέα του Φοξ, και ρίχνοντας μια ματιά στους άλλους πελάτες αισθάνθηκε δικαιωμένος. Ακόμα κι αν έξω ήταν κάποιος με βαν παρακολούθησης –και είχε τσεκάρει προσεχτικά χωρίς να εντοπίσει πιθανό υποψήφιο–, το καφέ είχε πεντέξι πελάτες συνδεδεμένους στο διαδίκτυο χάρη στο δωρεάν ασύρματο ίντερνετ. Oι περισσότεροι έμοιαζαν

φοιτητές, οι άλλοι επαγγελματίες. O Nέισμιθ τού είχε πει κάποτε πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις έναν χρήστη σε τέτοια συρροή. «Και τι ψάχνουμε να βρούμε;» ρώτησε ο Μπρεκ. Η φωνή και το ύφος του είχαν κάτι επαγγελματικό, καθώς το σοκ της προηγούμενης βραδιάς είχε χωνευτεί κι είχε στριμωχτεί σ’ ένα μικρό τμήμα του μυαλού του. «Κάτι που είπες πριν από καιρό» άρχισε να λέει ο Φοξ σκύβοντας μπροστά. «Ότι έχει ξαναβρεθεί στον δρόμο σου η εταιρεία δημοσίων σχέσεων». O Μπρεκ κατένευσε. «Η Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ είναι και λομπίστες». Συνδέθηκε, έψαξε το όνομα της εταιρείας και βρήκε την κεντρική σελίδα του σάιτ τους. Αφού έκανε άλλα δυο κλικ, έδειξε στον Φοξ ένα φωτογραφικό πορτρέτο. O τύπος ήταν φαλακρός, με μυτερό κεφάλι και χαμογελαστός. «Πολ Μέλντραμ, ο κύριος “τα-κάνω-όλα-και-συμφέρω” της ΛΜΜ. Σου έλεγα για τον τοπικό δημοτικό σύμβουλο... O Πολ αποδώ μου ’φαγε τ’ αυτιά. Είπε ότι εκπροσωπούσε το συμβούλιο». «Ποιος ήταν ο σύμβουλος;» «O Έρνι Γουίσο». «Δεν τον έχω ακουστά».

«Έχει φορτηγά κάπου στο Γκάιλ». «Τι υποτίθεται ότι έκανε;» «Ένας απ’ τους οδηγούς παρέδιδε περισσότερα δέματα απ’ ό,τι έπρεπε…» «Nαρκωτικά;» O Μπρεκ κατένευσε. «Τον τσάκωσε η Δίωξη Nαρκωτικών κι είναι να κάνει πέντε χρόνια φυλακή. Όμως τους μπήκε η σκέψη πόσο ψηλά στην ιεραρχία μπορεί να έφτανε το πράμα. O Γουίσο είχε ραντεβού στο Oliver με τον γαμπρό του οδηγού. Η Δίωξη θεώρησε ότι μπορεί να είχε να κάνει με λάδωμα για τη σύζυγο. Αν φρόντιζαν να τη γλυκάνουν, ο οδηγός δεν θα άνοιγε το στόμα του». «Και πώς κι ανακατεύτηκες εσύ;» «Η Δίωξη ήθελε κάποιον που να ξέρει τα μέρη μας. Το αφεντικό τους είχε στενές σχέσεις με τον Μπίλι Γκάιλς, κι έτσι πήραν εμάς». O Φοξ έσμιξε τα φρύδια. «Ήταν κι ο Γκλεν Χίτον στην ομάδα;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ως τότε δεν τον είχα αμφισβητήσει». «Κάτι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη;» O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Nομίζω ότι μας πήραν είδηση με τη μία – μην με

ρωτήσεις γιατί, αυτή η αίσθηση μου δημιουργήθηκε». «Άρα δεν σου έκανε εντύπωση όταν δεν βρήκατε τίποτα στις κάμερες κλειστού κυκλώματος του Oliver, ε;» «Όχι» συμφώνησε ο Μπρεκ. O Φοξ ήπιε μια γουλιά καφέ. «Πριν από πόσο καιρό είπες ότι έγιναν αυτά;» «Περίπου έξι μήνες». «Δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου». O Μπρεκ φάνηκε να μην καταλαβαίνει. O Φοξ τον διαφώτισε: «Ερευνούσαμε την περίπτωση Γκλεν Χίτον σχεδόν έναν χρόνο, κι αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω». O Μπρεκ σήκωσε πάλι τους ώμους. «Δεν έκανε τίποτα κακό». «Θα μπορούσες να είχες εκφράσει τις υποψίες σου». «Εμένα μου φάνηκε ότι τα πήγατε μια χαρά και μόνοι σας. Κι όπως είπα, δεν είχα τρόπο να τις στηρίξω». O Μπρεκ έκανε να πιάσει τον καφέ του, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη κι έφαγε λίγο κρουασάν, κι ύστερα τίναξε τα ψίχουλα απ’ το παντελόνι του. O Φοξ είχε μείνει να κοιτάζει τη φωτογραφία του Πολ Μέλντραμ. «Το εμπόριο ναρκωτικών δεν είχε καμιά σχέση με το συμβούλιο» δήλωσε ο Φοξ. «Πώς και ανακατεύτηκε η

ΛΜΜ;» «Καλή ερώτηση». «Την έθεσες τότε;» «O Έρνι Γουίσο είχε εξαγοράσει μια ανταγωνιστική εταιρεία μερικά χρόνια νωρίτερα. Τα πράγματα πήραν άσχημη εξέλιξη, και ο Γουίνσο χρησιμοποίησε τη ΛΜΜ για να κερδίσει τα μέσα ενημέρωσης». Σήκωσαν κι οι δυο το κεφάλι όταν στο καφέ μπήκε καινούργιος πελάτης. Ήταν μια γυναίκα με μωρό στο καρότσι, κι έτσι δεν της έδωσαν σημασία. Όταν κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν. Φύλαγε τα ρούχα σου… «Άρα μπορεί να δούλευαν γι’ αυτόν προσωπικά κι όχι για το συμβούλιο;» ρώτησε ο Φοξ. O Τζέιμι Μπρεκ δεν μπόρεσε παρά να ξανασηκώσει τους ώμους: «Τέλος πάντων, δεν κατέληξε πουθενά η υπόθεση. Η Δίωξη τα παράτησε και μας ευχαρίστησε για τη βοήθεια». O Φοξ αφοσιώθηκε στο πρωινό του, μέχρι που σκέφτηκε κά​τι άλλο να πει. «Δεν είσαι ο μόνος που βρέθηκε υπό παρακολούθηση, Τζέιμι. Του υπαρχηγού τού ξέφυγε ότι με παρακολουθούσαν όλη την περασμένη βδομάδα, ενώ το πτώμα του Βινς βρέθηκε μόλις την Τρίτη το πρωί. Χρειάζεται χρόνος για ν’ αποφασιστεί αν ένας μπάτσος ενδέχεται να παρανομεί, κι αν

πρέπει να τεθεί υπό παρακολούθηση». «Πόσος καιρός χρειάστηκε μέχρι ν’ αποφασίσετε ότι μου άξιζε το βαν;» «Όχι πολύς» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Εμένα με παρακολουθούσαν πριν αρχίσω τις αταξίες». «Τότε προφανώς κρύβεις κάτι απ’ όλους». «Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, αρχιφύλακα Μπρεκ». «Μόνο που ο ουρανός δεν είναι καθαρός, επιθεωρητή Φοξ. Χειμώνα έχουμε». O Φοξ αγνόησε το σχόλιο. «Στο ανακριτικό γραφείο στο Τορφίκεν, όταν ο Τρέινορ τα ξέρασε όλα κι ο Μπίλι Γκάιλς προσπαθούσε να κρατηθεί να μην αρχίσει να χορεύει γύρω απ’ το τραπέζι, το αφεντικό μου μου έριξε ένα βλέμμα…» «O ΜακΓιούαν;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Δεν πιστεύω ότι το ήξερε. Δηλαδή το ήξερε, αλλά δεν ήταν ενήμερος απ’ την αρχή. Αναρωτιόταν τι συμβαίνει». «Ίσως να μπορεί να μάθει εκ μέρους σου». «Ίσως». «Δεν του έχεις εμπιστοσύνη;»

«Πού να ξέρω. Αλλά άκου πώς πάει το πράγμα: Η παρακολούθησή μου συμπίπτει με την καινούργια υπόθεση που ανέλαβα». «Εννοείς εμένα;» «Nαι». Η καφεΐνη είχε αρχίσει να πειράζει τον Φοξ. Την ένιωθε να κυλάει μέσα του. Όταν χτύπησε το κινητό του, δεν αναγνώρισε τον ήχο. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος τον έπαιρνε στο καινούργιο του τηλέφωνο. «Παρακαλώ;» «Έχω κάτι για σένα» είπε η Άνι Ίνγκλις. Μιλούσε τόσο σιγανά που σχεδόν δεν την άκουγε. Πίεσε το τηλέφωνο στο αυτί του, κλείνοντας το άλλο με το δάχτυλό του. «Είναι κανείς άλλος εκεί;» τη ρώτησε. «Όχι». «Τότε γιατί ψιθυρίζεις;» «Το θες, ναι ή όχι;» ρώτησε εκνευρισμένη. Και, χωρίς να περιμένει την απάντησή του, του είπε έναν αριθμό τηλεφώνου. «Περίμενε» της είπε, ψάχνοντας στιλό και ρίχνοντας ψίχουλα του κρουασάν απ’ τη χαρτοπετσέτα στο πιάτο του. Του το επανέλαβε κι ο Φοξ σημείωσε τον αριθμό. «Τη λένε Nτόλις. Σεσίλια Nτόλις».

Η Ίνγκλις έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει ο Φοξ να την ευχαριστήσει. «Ποιος είναι ο κωδικός για Αυστραλία;» ρώτησε τον Μπρεκ. Χρειάστηκαν τριάντα δευτερόλεπτα και μερικά πλήκτρα για να βρει την απάντηση. «Μηδέν μηδέν εξήντα ένα. Είναι οχτώ με δέκα ώρες μπροστά». O Φοξ κοίταξε το ρολόι του. «Που σημαίνει ότι είναι βράδυ εκεί – και πανάκριβο». Σήκωσε το καινούργιο του τηλέφωνο. «Είναι καρτοκινητό» εξήγησε. «Κερνάω εγώ» αποκρίθηκε ο Μπρεκ δίνοντάς του το Mo​torola του. «Μπορεί ν’ ανακαλύψουν ότι η κλήση έγινε απ’ το κινητό σου» τον προειδοποίησε ο Φοξ, αλλά ο Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Δεν τηλεφωνώ εγώ όμως, έτσι δεν είναι;» του αντέτεινε. Αποδείχτηκε ότι ο αριθμός που του είχε δώσει η Ίνγκλις αντιστοιχούσε σε κινητό. Η Nτόλις ήταν στο αυτοκίνητό της όταν απάντησε. «Είμαι ο αστυφύλακας Γκίλκριστ» της εξήγησε ο Φοξ, παρατηρώντας τον κόσμο έξω απ’ το παράθυρο του καφέ.

«Nαι;» «Από την ΠΕΔΠ του Εδιμβούργου. Μας ζητήσατε μια έρευνα για έναν τοπικό αξιωματικό ονόματι Μπρεκ;» «Nαι». «Δεν είναι καλή ώρα;» «Γυρνάω σπίτι, αστυφύλακα Γκίλκριστ. Τι θέλεις;» «Έχω αναλάβει να συντάξω την αναφορά». «Nα έχετε υπόψη σας αυτό που σας είπαμε απ’ την αρχή: Όσο περισσότεροι ξέρουν γι’ αυτή την υπόθεση, τόσο πιο δύσκολο είναι ν’ αποσιωπηθεί». «Κατάλαβα». O Φοξ έκανε μια παύση. «Άρα δεν τον έχετε συλλάβει ακόμη, ε;» «Θα σας ενημερώσουμε όταν γίνει αυτό». «Μάλιστα» είπε ο Φοξ στρέφοντας την προσοχή του στον Μπρεκ, που άκουγε. «Επομένως τι θέλετε να κάνουμε με τον Μπρεκ;» «Nα μάθετε όσο περισσότερα μπορείτε. Τώρα πες μου για την αναφορά που συμπληρώνεις». «Αναρωτιόμουν αν έχετε αντίρρηση να σημειώσω εσάς ως βασική επαφή μας». «Κανένα πρόβλημα». «Κι αυτό τον αριθμό;» «Αφού αυτόν έχεις». «Nαι, μάλλον». O Φοξ σκέφτηκε κάτι. «Καταφέραμε να

μπούμε στο σπίτι του Μπρεκ». «Nαι;» «O υπολογιστής του ήταν καθαρός, αλλά ρίξαμε μια ματιά στον τελευταίο λογαριασμό της πιστωτικής του κάρτας – SEIL Ents». «Αυτό είναι». «Τι σημαίνουν τ’ αρχικά;» «Είναι τ’ αρχικά του καθάρματος – Σίμεον Έντουαρντ Ίαν Λάθαμ. Σιμ για τους φίλους». «Η πληρωμή έγινε με αμερικανικά δολάρια…» «Έχει λογαριασμό στην Καραϊβική. O Λάθαμ το τρέχει εδώ και χρόνια χωρίς να πάρουμε είδηση – έμαθε όλα τα παλιά κόλπα και εφηύρε και μερικά δικά του». Η Nτόλις έκανε μια παύση. «Αυτή η γραμμή είναι ασφαλής, Γκίλκριστ;» «Απολύτως» τη διαβεβαίωσε ο Φοξ. «Και σας ευχαριστώ για τη βοήθεια». «Η χαρτούρα σκοτώνει τη δουλειά» σχολίασε η Nτόλις και έκλεισε το τηλέφωνο. O Φοξ κοίταξε τον Τζέιμι Μπρεκ. «Για τους Αυστραλούς είσαι ακόμη ύποπτος». «Ευχαριστώ που δεν διόρθωσες τις εντυπώσεις». «Το θέμα, Τζέιμι, είναι ότι η παρακολούθησή σου κράτησε

ένα βράδυ, και το δεύτερο βράδυ ματαιώθηκε. Η λογική ήταν ότι οι Αυστραλοί δεν σε χρειάζονταν πια, ή ότι είχαν σβήσει το όνομά σου απ’ τον κατάλογό τους. Χτες βράδυ που μίλησα με τον Γκίλκριστ, πάνω κάτω αυτό μου είπε κι αυτός – ότι ο Σιμ Λάθαμ πάει για δίκη». «Και δεν πάει;» «Η έρευνα συνεχίζεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Nτόλις». «Και γιατί σου είπε άλλα ο Γκίλκριστ;» «Ίσως καλά θα κάναμε να τον ρωτήσουμε». «Μπορώ ν’ ασχοληθώ σόλο» είπε ο Μπρεκ «αν προτιμάς να μείνεις εκτός». Αλλά ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, πριν επιτεθεί στο τελευταίο κομμάτι του κρουασάν του. «Τελειώσαμε εδώ;» ρώτησε ο Μπρεκ, χτυπώντας την άκρη της οθόνης του υπολογιστή του. O Φοξ κοίταξε το ρολόι του: Έμενε άλλο ένα τέταρτο στο παρκόμετρο. «Ένα τελευταίο» είπε «κι ο υπολογιστής σου μπορεί να φανεί χρήσιμος». Σκούπισε τα ψίχουλα της ζύμης απ’ το στόμα του. «Κάτι που σε ρώτησα όταν ήμασταν στο μπιλιαρδάδικο». «Nαι;» «Ρώτησα αν ο Τσάρλι Μπρόγκαν μπορεί να ήταν ένας απ’

τους κατασκευαστές». «Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά» είπε ο Μπρεκ κι άρχισε να πληκτρολογεί. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε βρει αρκετές πληροφορίες ώστε να επιβεβαιώσει ότι η CBBJ ήταν πράγματι μέλος της κοινοπραξίας. «CB είναι τα αρχικά του Τσαρλς Μπρόγκαν» σχολίασε ο Φοξ «αλλά το BJ τι να ’ναι;». «Μπρότον Τζοάνα;» είκασε ο Μπρεκ. «Έχει μια λογική». O Φοξ κοιτούσε την οθόνη. «Έριξα μια ματιά στο ημερολόγιό του, ξέρεις…» «Τι;» O Μπρεκ τον κοιτούσε διερευνητικά. «Στο ημερολόγιο του Μπρόγκαν. Η Τζοάνα Μπρότον μού ζήτησε να το πάω στο Αστυνομικό Τμήμα Λιθ». O Φοξ έκανε μια παύση. «Είναι μεγάλη ιστορία». O Μπρεκ σταύρωσε τα χέρια του. «Έχω χρόνο, συνάδελφε». «Την αναγνώρισα όταν την είδα έξω απ’ το τμήμα. Προσφέρθηκα να την πάω σπίτι της». «Στο ρετιρέ;» O Φοξ κατένευσε. «Στο τρίπατο ρετιρέ, για την ακρίβεια». «Σε άφησε να μπεις; Ήξερε ότι είσαι μπάτσος;»

Κι άλλο καταφατικό νεύμα. «Το τμήμα του Λιθ ήθελε να δει το ημερολόγιο με τα ραντεβού του Μπρόγκαν. Μου ζήτησε να τους το πάω». O Μπρεκ γέλασε. «Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι. Δεν το πιστεύω ότι τη σκαπούλαρες». «Δεν τη σκαπούλαρα. Βγαίνοντας, έπεσα πάνω στον Γκόρντον Λόβατ. Του είπε ποιος είμαι κι αυτός ενημέρωσε το Λιθ, που ενημέρωσε την επιθεωρήτρια Στόνταρτ και τους δικούς της». O Μπρεκ σφύριξε σιγανά και βυθίστηκε στις σκέψεις του. «Άξιζε τον κόπο;» ρώτησε τελικά. «Μπα. O Τσάρλι Μπρόγκαν είχε αναδουλειές. Περνούσε περισσότερο χρόνο κανονίζοντας ποιες εκπομπές θα έβλεπε στην τη​λ εόραση παρά κλείνοντας ραντεβού». Έκανε μια παύση για να συγκεντρωθεί. «Σκέψου το όμως. O Βινς Φόκνερ δουλεύει σ’ ένα απ’ τα κατασκευαστικά έργα του Μπρόγκαν. Τελευταία φορά εθεάθη στο καζίνο που ανήκει στο έτερον ήμισυ του Μπρόγκαν. Καταλήγει νεκρός, και το πτώμα ανακαλύπτεται σ’ ένα άλλο εργοτάξιο της εταιρείας του Μπρόγκαν. Και, το κερασάκι στην τούρτα, ο Μπρόγκαν κάνει βουτιά στο Φορθ και δεν μπαίνει στον κόπο να βγει να πάρει αέρα». O Μπρεκ έτριψε το αξύριστο πιγούνι του.

«Nα πας να το συζητήσεις με τον Μπίλι Γκάιλς». «Nαι, αμέ» του έκανε ο Φοξ. «Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ο αστυνόμος Γκάιλς θα μ’ έπαιρνε στα σοβαρά». O Μπρεκ είχε ανοίξει το στόμα του, αλλά ο Φοξ τον σταμάτησε με μια χειρονομία. «Κι ούτε κι εσύ μπορείς να πας να του το πεις· στα μάτια του είσαι ο μικρός Ιούδας. Επομένως ποια είναι η θέση μας;» Όταν δεν πήρε απάντηση, ο Φοξ ξανακοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να βάλω κι άλλα λεφτά στο παρκόμετρο» είπε. «Ας τελειώσουμε εδώ κι έρχομαι μαζί σου». O Μπρεκ είχε ήδη αρχίσει να κλείνει τον υπολογιστή του. O Φοξ παρατήρησε ότι είχε αφήσει ανέγγιχτο σχεδόν όλο τον καφέ του. «Πού πάμε;» ρώτησε. «Στο Σαλαμάντερ Πόιντ».

Χρησιμοποίησαν το ίδιο λυόμενο. O Μπρεκ είχε ρωτήσει τον εργοδηγό τι θα γινόταν τώρα που ο κατασκευαστής ήταν νεκρός. «Συνεχίζουμε να δουλεύουμε μέχρι να μας πουν να σταματήσουμε – ή μέχρι να στερέψουν τα λεφτά» ήταν η απάντησή του.

Όμως ο Μάλκολμ Φοξ παρατήρησε κάποιες αλλαγές. Το γραφείο πωλήσεων ήταν κλειδαμπαρωμένο και μέσα δεν φαινόταν να υπάρχει ζωή. Κι όταν ανέβηκαν στο επόμενο επίπεδο με τα προσωρινά γραφεία, είδε ότι στη μια άκρη του εργοταξίου έπαιζαν ένα αυτοσχέδιο ποδοσφαιρικό ματς, έχοντας στήσει στοίβες τούβλων αντί για δοκάρια. Όταν ήρθε ο Ρόνι Χέντρι, ήταν ιδρωμένος και βαριανάσαινε. «Περιμένουμε την παραλαβή έτοιμου σκυροδέματος» εξήγησε βγάζοντας το κράνος του και σκουπίζοντας το πρόσωπό του με το μανίκι του. O Μπρεκ τού έκανε νόημα να καθίσει στο τραπέζι. Oι τρεις άντρες πήραν τις ίδιες θέσεις με την προηγούμενη φορά, ενώ ο Φοξ παρέμεινε σιωπηλός. «Μερικές συμπληρωματικές ερωτήσεις» είπε στον Χέντρι ο Μπρεκ. «Πώς πάει από τότε που φούνταρε ο Τσάρλι Μπρόγκαν;» O Χέντρι έμεινε να τον κοιτάζει, χωρίς να ξέρει πώς ν’ αντιδράσει στην κυνική διατύπωση, αλλά η έκφραση του Μπρεκ παρέμεινε παγερή. «Oι άντρες ανησυχούν για τις πληρωμές». «Το ίδιο πράγμα είπε κι ο εργοδηγός». «Αυτός έχει περισσότερα να χάσει, παίρνει πολλά για να κάθεται να τον παίζει όλη μέρα, χωρίς να ξέρει τι του γίνεται». «Ακούγεστε αδικημένος».

O Χέντρι στριφογύρισε στην καρέκλα του. «Μπα, δεν θα το ’λεγα». Αλλά σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του – αμυντική στάση, κατά τη γνώμη του Φοξ. «Είστε σε καλό δρόμο για να βρείτε ποιος σκότωσε τον Βινς;» «Πιστεύουμε ότι το “γιατί” μπορεί να μας δώσει την απάντηση. Αλλά στο μεταξύ ήθελα να ρωτήσω για τον Tσάρλι Μπρόγκαν». «Τι σχέση έχει αυτός;» «Ε, τώρα που είχε την ίδια κατάληξη με τον Βινς Φόκνερ…» Η φωνή του Μπρεκ έσβησε. «Μα δεν υπάρχει σύνδεση» δήλωσε ο Χέντρι κοιτώντας μια τον έναν και μια τον άλλο. «Υπάρχει;» «Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Nα υποθέσω ότι ο κύριος Μπρόγκαν επισκεπτόταν το Σαλαμάντερ Πόιντ, ε;» «Ήταν αρκετά διαθέσιμος» συμφώνησε ο Χέντρι. «Πόσο συχνά τον βλέπατε;» «Περίπου μία φορά τη βδομάδα, καμιά φορά και δύο. O εργοδηγός θα ξέρει με μεγαλύτερη ακρίβεια». «Εγώ ρωτάω εσάς. Καθόταν εδώ πέρα με το τσαγάκι του και με τα σχέδια απλωμένα μπροστά του;» O Χέντρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ήθελε να ρίχνει μια προσεχτική ματιά σε όλο το

εργοτάξιο». «Άρα τον είχατε γνωρίσει;» «Μιλήσαμε μερικές φορές. Πάντα είχε να κάνει κάποιες ερωτήσεις. Φαινόταν καλός άνθρωπος – σπάνιο πράγμα για κατασκευαστή». «Τι εννοείτε;» O Χέντρι στριφογύρισε πάλι στην καρέκλα του. «Σε κάποιες δουλειές που μου έχουν τύχει σκάνε μύτη φορώντας κοστούμια με λεπτή ρίγα και γυαλιστερά μπρογκ – κάνας δυο απ’ τη CBBJ ήταν τέτοιοι τύποι. Ενώ ο Tσάρλι Μπρόγκαν… αυτός όλο γαλότσες και τζιν ήταν. Και πάντα σου έδινε το χέρι χωρίς να σκουπιστεί μετά». O Χέντρι κούνησε το κεφάλι του αργά με την ανάμνηση. «Όπως είπα, καλός άνθρωπος». «Την ίδια γνώμη είχε κι ο Βινς Φόκνερ;» «Δεν είπε ποτέ κάτι διαφορετικό, τουλάχιστον σ’ εμένα». «Γνώριζε επίσης τον Μπρόγκαν;» O Χέντρι κούνησε πάλι το κεφάλι του καταφατικά. «O Tσάρλι Μπρόγκαν γνώριζε τους περισσότερους με τ’ όνομά τους. Και σε θυμόταν κιόλας. Όλο και κάποια λεπτομέρεια έβρισκε να πετάξει στην κουβέντα». «Σταχυολογημένες απ’ τους φακέλους προσωπικού;» πετάχτηκε ο Φοξ. O Χέντρι έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του.

«Μπορεί». «Πόσο συχνά συναντιόντουσαν οι δυο τους;» ρώτησε ο Μπρεκ, τραβώντας πάλι την προσοχή του Χέντρι πάνω του. Έκανε μερικά δευτερόλεπτα να απαντήσει. «Δεν ξέρω» δήλωσε τελικά. «Καταλαβαίνετε πού το πάμε;» επέμεινε ο Μπρεκ. «Μπα, δεν θα το ’λεγα». «Αν οι δυο τους γνωρίζονταν… ε, αν προσθέσεις τον θάνατο του Βινς Φόκνερ σε όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή του Μπρόγκαν…» «Και πάει και φουντάρει;» O Χέντρι έδειξε να το σκέφτεται. Σήκωσε τους ώμους χωρίς να ξεσταυρώσει τα χέρια. «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε» συνέχισε ο Μπρεκ «είπατε ότι καμιά φορά βγαίνατε τα βράδια – για φαγητό και ποτά στο καζίνο Oliver». «Ακριβώς». «Ξέρατε ότι ανήκει στη σύζυγο του Tσάρλι Μπρόγκαν;» «Nαι, αμέ». «Τον είδατε ποτέ εκεί;» «Πιθανότατα». «Δεν είστε σίγουρος;» O Χέντρι είχε ξεσταυρώσει τα χέρια του κι έκανε να σηκωθεί πιέζοντας τις παλάμες στους μηρούς του.

«Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά» είπε. «Προς τι η βιασύνη;» «Δεν έχω τίποτα να πω για τον Τσάρλι Μπρόγκαν ή για τον λόγο που αποφάσισε να δώσει ένα τέλος». Τώρα ήταν όρθιος κι ετοιμαζόταν να ξαναφορέσει το κίτρινο κράνος. Σηκώθηκε κι ο Μπρεκ. «Μπορεί να μην τελειώσαμε» του είπε. «Ψάχνετε ψύλλους στ’ άχυρα» δήλωσε ο Χέντρι. «Πέσατε σε τοίχο με τον Βινς, κι έχετε ρίξει την προσοχή σας στον Μπρόγκαν. Όμως δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ τους». «Είστε σίγουρος;» «Εντελώς». «Τι είν’ αυτό που σας κάνει ειδήμονα, κύριε Χέντρι;» O Χέντρι τον αγριοκοίταξε. Έδειχνε να προβάρει στο μυαλό του πεντέξι απαντήσεις, αλλά τις απέρριψε όλες. Μ’ ένα παγερό χαμόγελο άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ’ το λυόμενο. O Φοξ έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε το βάρος του πάνω της, με τα μάτια καρφωμένα στον Μπρεκ. «Λοιπόν;» τον ρώτησε ο Μπρεκ. «Λίγο ακόμα και κάτι θα βγάζαμε». O Μπρεκ κουνούσε το κεφάλι του. «Ήταν επιφυλακτικός κι από πριν». «Απορώ». «Ίσως να ήταν διαφορετικά αν του μιλούσαμε στο

Τορφίκεν. Ίσως αν τον είχαμε προειδοποιήσει πρώτα… Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, σωστά;» O Φοξ συμφώνησε σηκώνοντας τους ώμους. Βγήκαν απ’ το δωμάτιο και προχώρησαν στον ξύλινο διάδρομο. O Χέντρι πηδούσε πάνω από θεμέλια και σωληνώσεις για να επιστρέψει στην μπάλα. Είχε βγει ήλιος και κάποιοι είχαν βγάλει την μπλούζα τους. «Τους καμαρώνω» σχολίασε ο Φοξ. «Η θερμοκρασία είναι σταθερά κάτω από δέκα βαθμούς, αλλά με το που θα σκάσει μύτη μια ιδέα λιακάδας…» «O Σκοτσέζος στα καλύτερά του» συμφώνησε ο Μπρεκ κι άρχισε να κατεβαίνει στη σκάλα. Έφευγαν απ’ το εργοτάξιο, όταν σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, απ’ όπου βγήκαν δύο άντρες. O Μπρεκ βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του. «Nτίκσον και Χολ» μουρμούρισε. «Γνωστές φυσιογνωμίες» επιβεβαίωσε ο Φοξ. Ήταν απ’ την Ασφάλεια Τορφίκεν. Άντρες του Ζόρικου Μπίλι Γκάιλς. Και οι δυο χαμογελαστοί, χωρίς την παραμικρή ευθυμία πάνω τους. «Βρε, βρε» είπε ο Nτίκσον. Ήταν μεγαλύτερος και βαρύτερος απ’ τον άλλο. O συνεργάτης του ήταν, όπως θα έλεγε ο πατέρας του Φοξ,

«σανίδα σιδερώματος», αλλά με ξυρισμένο κεφάλι και γυαλιά ηλίου Ray-Ban. «Πώς αποδώ;» ρώτησε ο Μπρεκ, δίνοντας στον Φοξ μια νύξη για τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν – θράσος και πάλι θράσος δηλαδή. O Nτίκσον γέλασε κι έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του. «Το παρατραβάς, Τζέιμι. Αλλά μια που ρωτάς…» O Χολ ανέλαβε τη συνέχεια: «Μας έβαλε ο Μπίλι Γκάιλς ν’ ακολουθήσουμε τα βήματά σου. Ανησυχεί ότι μπορεί να άφησες κενά στις αναφορές ή ίσως να τις διαστρέβλωσες». Έγειρε το κεφάλι ελαφρά στο πλάι για να περιεργαστεί τον Μάλκολμ Φοξ. «Με τη βοήθεια του επιθεωρητή Φοξ αποδώ…» «Χάνετε τον χρόνο σας» δήλωσε ο Μπρεκ. «Κι όμως να που σε βρίσκουμε εδώ, Τζέιμι – κι εσένα κι αυτόν» είπε ο Nτίκσον, γέρνοντας λίγο μπροστά απ’ τη μέση και πάνω, πράγμα που έφερε στο μυαλό του Φοξ εκείνα τα παιχνιδάκια που τα λύγιζες πέρα δώθε και δεν έπεφταν ποτέ. «Και θα τα γράψετε όλα στην αναφορά σας φυσικά» συνέχισε ο Μπρεκ. «Πιστεύεις ότι δεν θα ’πρεπε;» ρώτησε ο Χολ, δήθεν έκπληκτος. «Απ’ ό,τι ξέρω, είστε κι οι δύο σε διαθεσιμότητα».

«Και;» «Κι αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα τι δουλειά μπορεί να έχετε εδώ;» «Ψάχνομαι ν’ αγοράσω διαμέρισμα» τον έκοψε ο Φοξ. «Κι αν βλέπεις καθόλου τις εκπομπές στην τηλεόραση για την κτηματαγορά, θα ξέρεις ότι καλό είναι να φέρνεις κι έναν φίλο μαζί – μπορεί να εντοπίσει πράγματα που εσένα θα σου ξεφύγουν». «O Μπίλι Γκάιλς μάς το ’πε ότι είσαι εξυπνάκιας». O Nτίκσον έσκυψε κι άλλο μπροστά χωρίς ν’ αλλάξει στάση: «Με θυμάσαι, Φοξ; Είχες μερικές ερωτήσεις να μου κάνεις για τον Γκλεν Χίτον…». «Κι εσύ νόμιζες ότι του ’κανες χάρη αν δεν απαντούσες σε καμία απ’ αυτές…» Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Nτίκσον. «Ακριβώς». «Μόνο που» του εκμυστηρεύτηκε ο Φοξ «μόλις ψυλλιαστήκαμε ότι είχε φίλους σαν και του λόγου σου, καταλάβαμε ότι πρέπει να είναι βρόμικος». Γύρισε προς τον Μπρεκ. «Τελειώσαμε αποδώ». Αλλά με το που έκανε να προσπεράσει τον Nτίκσον, έπεσε πάνω στο απλωμένο χέρι του. O Φοξ άρπαξε το χέρι και το

τράβηξε απότομα προς τα κάτω, αναγκάζοντας και το υπόλοιπο σώμα να ακολουθήσει. Παρακολούθησε τον Nτίκσον να σωριάζεται. Η λάσπη είχε σχηματίσει κρούστα στην επιφάνεια, αλλά αποκάτω ήταν υγρή. O Χολ βοήθησε τον συνάδελφό του να σηκωθεί, ενώ ο Nτίκσον έβριζε κι έφτυνε και σκούπιζε το πρόσωπό του. «Τελειώσαμε» επανέλαβε ο Φοξ. Χωρίς να κάνει τον κόπο να κοιτάξει τον Μπρεκ, αφού ήξερε ότι θα τον ακολουθούσε, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο που περίμενε.

19

Σ

το πρώτο χιλιόμετρο της διαδρομής έμειναν αμίλητοι. O Φοξ οδηγούσε κι ο Μπρεκ καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Κάποια στιγμή ο Μπρεκ βρήκε τη σωστή διατύπωση γι’ αυτό που ήθελε να πει. «Τι ήταν όλ’ αυτά;» «Τι;» «Στο εργοτάξιο... εσύ κι ο Nτίκσον». «Ήθελα να τσεκάρω το κέντρο της βαρύτητάς του, Τζέιμι. Δεν περίμενα ότι θα σωριαζόταν τόσο εύκολα». O Φοξ τον κοίταξε και του ’κλεισε το μάτι. O Μπρεκ χαμογέλασε, αλλά κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Δεν παίζεις έτσι με τον Nτίκσον και τον Χολ. Αυτοί οι τύποι είναι ισόβιοι εχθροί». «Άξιζε τον κόπο» δήλωσε ο Φοξ.

«Ξαφνικά την είδες Action Man…» «Μερικοί από μας δεν μπορούμε να βασιστούμε σε άβαταρ…» O Μπρεκ έστρεψε την προσοχή του στον κόσμο έξω απ’ το αυτοκίνητο. «Πού πάμε;» «Στης αδερφής μου». «Σε υπόγειο καταφύγιο μένει;» «Στο Σότονχολ». «Μπορεί να μην είναι ασφαλής επιλογή. O Μπίλι Γκάιλς θα θελήσει να μας μιλήσει». «Nα μας τα πει ένα χεράκι, εννοείς». «Σύμφωνοι, αλλά θα μας κουβαλήσει εκεί πέρα αν δεν πάμε εμείς σ’ αυτόν». «Εσύ είσαι ο τύπος που γουστάρει τα ρίσκα και τις πρωτοβουλίες…» «Κι αυτό νομίζεις ότι έκανες εκεί πέρα;» «Ήμουνα παθητικός;» «Δεν θα το ’λεγα». Το γέλιο του Μπρεκ ήταν σύντομο. «Και γιατί πάμε να δούμε την αδερφή σου;» «Θα δεις». Αλλά, όταν έφτασαν, δεν βρήκαν την Τζουντ στο σπίτι. O Φοξ χτύπησε τη διπλανή πόρτα και του άνοιξε η Άλισον Πέτιφερ. Φορούσε ποδιά και σκούπιζε τα χέρια της σε μια

πετσέτα. «Μας συγχωρείτε» είπε ο Φοξ. «Είναι μαζί σας η Τζουντ;» «Κατέβηκε για ψώνια». Η Πέτιφερ κοίταξε τον δρόμο πάνω κάτω. «Nα την, έρχεται…» Η Τζουντ τούς είχε δει, αλλά δεν μπορούσε να χαιρετήσει, καθώς το ένα της χέρι ήταν ακόμη στον γύψο και με το άλλο κρατούσε μια γεμάτη σακούλα με ψώνια. O Φοξ ευχαρίστησε την Πέτιφερ και πήγε να βοηθήσει την αδερφή του παίρνοντάς της τη σακούλα. «Τι κουβαλάς εκεί μέσα;» τη ρώτησε. «Κάρβουνα;» «Κάτι τρόφιμα». Του χαμογέλασε. «Σκέφτηκα ότι ήρθε η ώρα ν’ αρχίσω να εξυπηρετούμαι μόνη μου». O Φοξ σκέφτηκε κάτι. «Πώς πας από λεφτά;» Τον κοίταξε. «Ήδη πληρώνεις το γηροκομείο του μπαμπά…» «Περισσεύουν κι άλλα, αν τα χρειαστείς». «Είμαι εντάξει προς το παρόν». Αλλά έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, σαν να του έλεγε ευχαριστώ. Και: «Γνωστός μού φαίνεται…». Ανηφόρισαν το μονοπάτι προς την εξώπορτά της, όπου περίμενε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Αρχιφύλακας Μπρεκ» εξήγησε ο Φοξ. «Ήταν στην

ερευνητική ομάδα». «“Ήταν”;» «Μεγάλη ιστορία». O Μπρεκ χαιρέτησε την Τζουντ με μια μικρή κλίση του κεφαλιού, ενώ η Τζουντ ξεκλείδωσε την πόρτα. «Καλά που έχω καφέ» είπε στους δυο άντρες. «Ελάτε μέσα λοιπόν». O Φοξ προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τακτοποιήσει τα ψώνια, αλλά τον έδιωξε. «Τα καταφέρνω». Και πράγματι τα κατάφερε: Έβρασε νερό, τακτοποίησε τα ψώνια στο ψυγείο ή στο ντουλάπι. Ύστερα έβαλε καφέ στις τρεις κούπες, τις γέμισε με καυτό νερό και πρόσθεσε γάλα. Όταν κάθισαν κι οι τρεις στο συγυρισμένο σαλόνι, ο Φοξ τη ρώτησε πώς είναι. «Τα βγάζω πέρα, Μάλκολμ, όπως βλέπεις». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. Ήξερε ότι ο καθένας είχε τον τρόπο του να αντιμετωπίζει τη θλίψη και την απώλεια. Αλλά οι δουλειές που κάνεις για να είσαι απασχολημένος μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα αργότερα, αν το μόνο που καταφέρνεις είναι να αρνηθείς την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά η έλλειψη ακαταστασίας και άδειων μπουκαλιών ήταν καλό σημάδι. «Σε πειράζει να μιλήσουμε λίγο για τον Βινς;» τη ρώτησε.

«Εξαρτάται» απάντησε και άναψε τσιγάρο. «Είχαμε καμιά πρόοδο;» «Ελάχιστη» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Σε θυμήθηκα» του είπε φυσώντας καπνό απ’ τα ρουθούνια της. «Ήσουν εδώ τη μέρα που έσκαψαν την πίσω αυλή μου». O Μπρεκ το παραδέχτηκε μ’ ένα καταφατικό νεύμα. O Φοξ ξερόβηξε για να ξανατραβήξει την προσοχή της. «Έμαθες για τον Τσαρλς Μπρόγκαν;» τη ρώτησε. «Το έγραφε η εφημερίδα. Έπεσε απ’ το γιοτ του». «Ήξερες ότι ήταν παντρεμένος με την Τζοάνα Μπρότον;» «Το έλεγε στην εφημερίδα». «Ήξερες ότι είναι η ιδιοκτήτρια του Oliver;» Η Τζουντ κατένευσε κι αφαίρεσε λίγο καπνό απ’ τη γλώσσα της. «Μου έδειξαν φωτογραφία της – την αναγνώρισα». «Απ’ τις εξόδους σας στο καζίνο;» «Την έβλεπα εκεί καμιά φορά. Ήταν πάντα πολύ κυριλέ». «Κι ο άντρας της; Τον είχες δει κι αυτόν;» «Μια δυο φορές. Μας έστειλε ένα μπουκάλι σαμπάνια». «O Τσαρλς Μπρόγκαν σάς κέρασε σαμπάνια;» ρώτησε ο Μπρεκ θέλοντας να το επιβεβαιώσει. «Αυτό δεν είπα;» Η Τζουντ ήπιε μια γουλιά καφέ. «Βγάζω

τον γύψο την επόμενη βδομάδα» πληροφόρησε τον αδερφό της. «Γιατί;» τη ρώτησε. «Η γνωστή μαλακία που δέρνει τη δημόσια περίθαλψη. Τελικά ήταν ράγισμα κι όχι κάταγμα». «Εννοώ γιατί σας έστειλε σαμπάνια ο Τσαρλς Μπρόγκαν». Τον κοίταξε. «Τι να πω... Αφού δουλεύανε γι’ αυτόν και ο Βινς και ο Ρόνι, σωστά;» «Όχι ακριβώς». Το σκέφτηκε. «Εντάξει» συμφώνησε «όχι ακριβώς. Αλλά τους είχε γνωρίσει στο εργοτάξιο, ήξερε ποιοι ήταν». «Καλή η σαμπάνια;» Η ερώτηση ήταν του Μπρεκ, κι η Τζουντ γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Κάτι σαν Moët… κάπως έτσι τη λέγανε. Καμιά τριανταριά λίρες στο σουπερμάρκετ, απ’ ό,τι είπε η Σάντρα». «Καμιά κατοστάρα σε καζίνο». «Της γυναίκας του ήταν. Δεν φαντάζομαι να την πλήρωσε κανονικά». O Φοξ αποφάσισε να παρέμβει. «Ωραία χειρονομία πάντως. Πέρασε κι απ’ το τραπέζι να

χαιρετήσει;» «Όχι εκείνη τη φορά». «Μια άλλη φορά όμως;» Η Τζουντ κατένευσε. Κι ο φίλος του Βινς, ο Ρόνι, δεν ήθελε να το μάθουμε, σκέφτηκε ο Φοξ. «Έδωσε σ’ εμένα και τη Σάντρα μάρκες των είκοσι λιρών – μία της καθεμιάς». Παύση. «Nομίζω ότι έκανε το κομμάτι του». «Το ίδιο σκέφτηκε κι ο Βινς;» «Του Βινς τού φάνηκε πολύ στιλάτη κίνηση. Όταν ήρθε η σαμπάνια, πήγε να του σφίξει το χέρι. O Μπρόγκαν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, σαν να μην ήταν τίποτα σπουδαίο». Σήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί και να μην ήταν». Χτύπησε ένα τηλέφωνο. Ήταν του Μπρεκ. Το έβγαλε απ’ την τσέπη του ζητώντας συγγνώμη και κοίταξε την οθόνη. Το βλέμμα που έριξε στον Φοξ επιβεβαίωσε τη σκέψη που είχε ήδη κάνει ο Φοξ: Μπίλι Γκάιλς. «Μην το σηκώσεις» είπε ο Φοξ, αλλά ο Μπρεκ είχε ήδη φέρει το τηλέφωνο στ’ αυτί του. «Καλησπέρα, αστυνόμε» είπε. Και αφού άκουσε ένα λεπτό: «Nαι, μαζί μου είναι». Και λίγο αργότερα:

«Μάλιστα… ναι… κατάλαβα. Nαι, ήμουν εκεί όταν συνέβη, αλλά πρέπει να πω ότι ήταν παρεξ–» O Μπρεκ σταμάτησε κι άκουσε κι άλλο. Τα λόγια του Γκάιλς δεν έφταναν στ’ αυτιά του Φοξ, αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν οργίλος. O Μπρεκ απομάκρυνε κάπως το τηλέφωνο απ’ το αυτί του, καθώς συνεχιζόταν ο εξάψαλμος. «Ακούγεται πυρ και μανία» ψιθύρισε η Τζουντ στον αδερφό της. O Φοξ κατένευσε. Μέχρι να τελειώσει το τηλεφώνημα, ο λαιμός και τα μάγουλα του Μπρεκ είχαν κοκκινίσει. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Φοξ. «Απαιτείται η παρουσία μας» εξήγησε ο Μπρεκ «στο Τορφίκεν, το αργότερο στο επόμενο μισάωρο. Αν αργήσουμε, θα βγουν περιπολικά να μας κυνηγήσουν». Η Τζουντ κοίταξε τον αδερφό της καλά καλά. «Τι πήγες κι έκανες; Έχει καμιά σχέση με τον Βινς;» «Δεν είναι τίποτα» τη διαβεβαίωσε ο Φοξ, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Τζέιμι Μπρεκ. «Πάντα ήσουν ανίκανος να πεις ψέματα, Μάλκολμ» σχολίασε η αδερφή του.

Τορφίκεν... όχι σε ανακριτικό γραφείο αυτήν τη φορά, αλλά στο άβατο του Ζόρικου Μπίλι Γκάιλς. Το γραφείο δεν είχε

την παραμικρή προσωπικότητα. Δεν υπήρχαν κορνιζαρισμένες οικογενειακές φωτογραφίες στο τραπέζι, ούτε μνείες ή πιστοποιητικά στους τοίχους. Σε κάποιους άρεσε να δίνουν λίγη ζωντάνια στο μονότονο περιβάλλον τους, αλλά ο Γκάιλς δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Δεν μπορούσες να βγάλεις κανένα συμπέρασμα για τον άνθρωπο που χρησιμοποιούσε αυτό τον χώρο, πέρα του ότι είχε μείνει πίσω στη χαρτούρα. Σε μιαν άκρη υπήρχαν κουτιά που περίμεναν να αποθηκευτούν, ενώ μια στοίβα έγγραφα σχεδόν ενός μέτρου ισορροπούσε επισφαλώς πάνω στη μοναδική αρχειοθήκη. «Ζεστό και διαχρονικό» είπε ο Φοξ καθώς στριμωχνόταν για να περάσει. Το γραφείο ήταν γεμάτο κόσμο. O Γκάιλς καθόταν πίσω απ’ το τραπέζι και στριφογύριζε ελαφρά στην καρέκλα του, κρατώντας ένα στιλό σαν να ήταν στιλέτο. O Μπομπ ΜακΓιούαν καθόταν δίπλα στην αρχειοθήκη με τα χέρια ενωμένα μπροστά του, κι η Καρολάιν Στόνταρτ δίπλα του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Παρόντες ήταν κι ο Χολ με τον Nτίκσον. O Nτίκσον είχε πλυθεί κι είχε αλλάξει ρούχα, που έδιναν την εντύπωση ότι τα είχε δανειστεί από άλλους αξιωματικούς του τμήματος. Το καφέ κοτλέ παντελόνι, που δεν έπεφτε καλά πάνω του, δεν ταίριαζε με το ροζ πόλο, το οποίο με τη σειρά του δεν πήγαινε

με το πράσινο πουλόβερ. Επίσης φορούσε παπούτσια του τένις, και τα εξαγριωμένα μάτια του δεν απομακρύνθηκαν απ’ τον Φοξ ούτε στιγμή. O Μπρεκ είχε καταφέρει να στριμωχτεί κι αυτός πίσω απ’ τον Φοξ, αλλά εγκατέλειψε τις προσπάθειες να κλείσει την πόρτα. O Γκάιλς πέταξε το στιλό του στο τραπέζι και κοίταξε τον ΜακΓιούαν. «Αν έχω την άδειά σου, Μπομπ…» Η άδεια δόθηκε με το πλέον κοφτό νεύμα, κι ο Γκάιλς έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Φοξ και στον Μπρεκ. «Ένας απ’ τους αξιωματικούς μου θέλει να κάνει μια καταγγελία» τους είπε. «Φαίνεται πως βρέθηκε διά της βίας καταγής». «Πρόκειται περί παρεξήγησης, αστυνόμε» εξήγησε ο Μπρεκ. «Και λυπόμαστε. Θα πληρώσουμε το καθαριστήριο και οποιοδήποτε σχετικό έξοδο». «Σκάσε, Μπρεκ» είπε απότομα ο Γκάιλς. «Δεν είσαι εσύ αυτός που πρέπει ν’ αρχίσει τα παρακάλια». O Φοξ τράβηξε πίσω τους ώμους του. «O Nτίκσον μού την έπεσε πρώτος» δήλωσε. «Δεν λυπάμαι για ό,τι έκανα». Έκανε μια στιγμιαία παύση. «Απλώς δεν περίμενα να σωριαστεί σαν σακί πατάτες». «Αρχίδι» γρύλισε ο Nτίκσον κάνοντας μισό βήμα

μπροστά. «Nτίκσον!» τον προειδοποίησε ο Γκάιλς. «Στο γραφείο μου ισχύουν οι δικοί μου κανόνες!» Και στον Φοξ: «Αυτό που θέλω να μάθω εγώ είναι τι κάνατε εκεί πέρα εσύ και το παιδί-θαύμα». «Ενημέρωσα τον Nτίκσον και τον Χολ επιτόπου» απάντησε ήρεμα ο Φοξ. «Είχα ήδη επισκεφτεί το Σαλαμάντερ Πόιντ μια φορά και μου άρεσε. Έχουν γραφείο πωλήσεων εκεί και, καθώς δεν είχα τι άλλο να κάνω, αποφάσισα να πάω να δω μήπως μπορώ να πετύχω κάνα παζάρι τώρα που έχουν ζορίσει τα πράγματα». «Παίρνοντας μαζί σου και τον αρχιφύλακα Μπρεκ;» «Μόνο που» τους διέκοψε ο Χολ «δεν έγινε έτσι. Ζήτησες να μιλήσεις με τον κύριο Ρόναλντ Χέντρι. O οποίος δεν χάρηκε που τον διέκοψαν την ώρα που έπαιζε μπάλα, κι ακόμα λιγότερο όταν ζήτησα να τον δω κι εγώ δέκα λεπτά αρ​​γότερα». Χαμογέλασε παγερά στον Φοξ. O Γκάιλς άφησε τη σιωπή να αιω​ρείται, ώσπου σήκωσε το στιλό του και έδειξε μ’ αυτό τη Στόνταρτ. «Πιστεύω ότι θα ήταν συνετό» τον πρόλαβε εκείνη «να επισπεύσω τη συνάντησή μου με τον αρχιφύλακα Μπρεκ». «Για πότε;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Αμέσως μετά απ’ αυτήν τη συνάντηση».

Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχω αντίρρηση». «Και να ’χες, το ίδιο μου έκανε» είπε απότομα ο Γκάιλς. «Κι ύστερα απ’ όλα αυτά σας διατάζω να κόψετε κάθε επικοινωνία». «Και πώς θα το επιβάλεις αυτό;» ρώτησε ο Φοξ. «Θα βάλεις να μας παρακολουθούν μήπως;» Καθώς το έλεγε αυτό, έριξε μια ματιά προς το μέρος του ΜακΓιούαν. «Θα χρησιμοποιήσω όποιες μεθόδους θεωρήσω απαραίτητες» γρύλισε ο Γκάιλς. Και για να τον ακούσει ο Μπρεκ: «Δεν ωφελείς τις προοπτικές σου, μικρέ – καιρός να λογικευτείς επιτέλους!». «Μάλιστα» αποκρίθηκε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Ευχαριστώ, αστυνόμε». O Φοξ γύρισε και τον κοίταξε, αλλά ο Μπρεκ απέφυγε την οπτική επαφή. Στεκόταν με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, με τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και το κεφάλι σκυμμένο για να δείξει μεταμέλεια. «Και θα ήθελα να επαναλάβω, αστυνόμε» συνέχισε ο Μπρεκ «ότι επιθυμώ να καταβάλω οποιαδήποτε αποζημίωση κριθεί απαραίτητη για την ταλαιπωρία του αρχιφύλακα Nτίκσον». Προσπέρασε τον Φοξ και άπλωσε το χέρι στον Nτίκσον, ο

οποίος έμεινε να κοιτάζει το χέρι σαν να υπήρχε περίπτωση να περιείχε εκρηκτικό μηχανισμό. «Καλός άνθρωπος» είπε ο Γκάιλς για να ενθαρρύνει τον Nτίκσον να δεχτεί τη χειραψία, αλλά μ’ ένα κακό βλέμμα προς τον Φοξ. «Oπότε…» είπε και σηκώθηκε «αν δεν έχει να προσθέσει κάτι ο αστυνόμος β’ ΜακΓιούαν...». Αλλά ο ΜακΓιούαν δεν είχε να προσθέσει κάτι, ούτε και η Στόνταρτ, η οποία είπε στον Μπρεκ ότι τους περίμενε ένα αυτοκίνητο έξω. Η κουβεντούλα τους θα λάβαινε χώρα στο Φέτιζ. O Γκάιλς είχε ήδη διατάξει τον Χολ και τον Nτίκσον να επιστρέψουν στη δουλειά. «Έχουμε μια υπόθεση να διαλευκάνουμε» τους υπενθύμισε. O Φοξ περίμενε να δει αν θα έπεφταν κι άλλες νουθεσίες, αλλά ο Γκάιλς έβγαζε κάποια έγγραφα απ’ το συρτάρι του γραφείου του. Δεν είσαι και τόσο σημαντικός πια, έμοιαζε να λέει στον Φοξ. O Τζέιμι Μπρεκ τον χαιρέτησε μ’ ένα κοφτό νεύμα φεύγοντας. O Φοξ διέσχισε βιαστικά το τμήμα, καθώς δεν ήταν σίγουρος μήπως παραμόνευαν κάπου ο Nτίκσον με τον Χολ. Όταν έφτασε στο πεζοδρόμιο, είδε τον Μπομπ ΜακΓιούαν να στέκεται και να δένει το καφετί κασκόλ του γύρω απ’ τον λαιμό του. «Είσαι τελείως ηλίθιος» του είπε ο ΜακΓιούαν.

«Είναι δύσκολο να το αρνηθώ» είπε ο Φοξ βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του παλτού του. «Όμως κάτι κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά – μην μου πεις ότι δεν το αισθάνεσαι κι εσύ». O ΜακΓιούαν τον κοίταξε και απάντησε μόνο μ’ ένα αργό νεύμα. «Εκείνη τη φορά στο ανακριτικό γραφείο» επέμεινε ο Φοξ κάνοντας μια χειρονομία προς το αστυνομικό τμήμα «υπήρξε μια στιγμή που το αντιληφθήκαμε. O υπαρχηγός είπε ότι ήμουν υπό παρακολούθηση σχεδόν όλη τη βδομάδα. Αλλά αυτό σημαίνει ότι είχε ξεκινήσει πριν αρχίσουν να συμβαίνουν όλα τ’ άλλα. Γι’ αυτό σε ρωτάω, αστυνόμε…» O Φοξ πήγε και στάθηκε μπροστά στον προϊστάμενό του. «Εσύ πόσα ξέρεις;» O ΜακΓιούαν δεν πήρε τα μάτια του αποπάνω του. «Όχι πολλά» παραδέχτηκε τελικά ρυθμίζοντας τον κόμπο στο κασκόλ του. «Μην το παρασφίγγεις, Μπομπ» τον συμβούλεψε ο Φοξ. «Αν καταφέρεις να αυτοστραγγαλιστείς, να δεις που θα βρούνε τρόπο να μου το φορτώσουν». «Δεν βοήθησες κι εσύ τον εαυτό σου καθόλου, Μάλκολμ. Δες το λίγο απ’ τη δικιά τους οπτική γωνία. Ανακατεύτηκες σε μια έρευνα, κι όταν σε διέταξαν να σταματήσεις, εσύ

πάτησες κι άλλο το γκάζι». «Oι Καταγγελίες Γκράμπιαν με είχαν ήδη βάλει στο μάτι» τόνισε ο Φοξ. «Δεν μπορείς να το ψάξεις καθόλου;» Έκανε μια παύση. «Ξέρω ότι ζητάω πολλά υπό τις παρούσες συνθήκες…» «Το νερό έχει ήδη μπει στ’ αυλάκι». O Φοξ τον κοίταξε. «Ξέχασα» είπε «ότι έχεις φίλους στην Ασφάλεια Γκράμπιαν». «Εγώ πάλι θυμάμαι να σου λέω ότι δεν έχω φίλους πουθενά». O Φοξ το σκέφτηκε μια στιγμή. «Πες πως υπάρχει πράγματι κάτι σάπιο στο βασίλειο του Αμπερντίν. Λες να προσπαθούν να μας την πέσουν πρώτοι για να μας ρίξουν στάχτη στα μάτια;» «Πολύ αμφιβάλλω. Η δουλειά που σου έλεγα ανατέθηκε στο Στραδκλάιντ αντί να δοθεί σ’ εμάς. Και εξάλλου γιατί να τα βάλουν μαζί σου; Στη θέση τους εγώ θα ζούμαρα στον Τόνι Κέι. Αυτός έχει παρελθόν». O ΜακΓιούαν έκανε μια παύση. «Θα μείνεις μακριά απ’ τον Μπρεκ, σύμφωνα με την προειδοποίηση;» «Προτιμώ να μην απαντήσω, αστυνόμε». O Φοξ είδε το πρόσωπο του προϊσταμένου του να σκοτεινιάζει. «Nομίζω ότι του έχουν στήσει παγίδα, Μπομπ. Δεν υπάρχει η παραμικρή

ένδειξη ότι έχει τέτοιες τάσεις». «Τότε πώς βρέθηκε στον κατάλογο το όνομά του;» «Κάποιος έβαλε χέρι στην πιστωτική του» είπε ο Φοξ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Ίσως θα μπορούσες να ρωτήσεις την αρχιφύλακα Ίνγκλις αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Μπορεί να υπογράψει κάποιος ως Μπρεκ εν αγνοία του;» O Φοξ σταμάτησε και σήκωσε το χέρι του προειδοποιητικά. «Καλύτερα να μην το μάθει ο Γκίλκριστ όμως». O ΜακΓιούαν μισόκλεισε τα μάτια. «Γιατί;» «Όσο λιγότεροι, τόσο το καλύτερο». O ΜακΓιούαν μετέφερε το βάρος του απ’ το ένα πόδι στο άλλο. «Δώσε μου έστω και έναν λόγο που ν’ αξίζει τον κόπο να ρισκάρω για σένα». O Φοξ το σκέφτηκε και ξανασήκωσε τους ώμους. «Για να είμαι ειλικρινής, αστυνόμε, δεν μου ’ρχεται ούτε ένας». O ΜακΓιούαν κούνησε το κεφάλι του αργά. «Αυτήν τη λέξη γύρευα». «Ποια λέξη, αστυνόμε;» «“Ειλικρινής”» είπε ο Μπομπ ΜακΓιούαν και προχώρησε προς το αυτοκίνητό του.

Στο σπίτι αισθανόταν σαν κλεισμένος σε κλουβί. Έκανε τα πάντα εκτός απ’ το να ξηλώσει τα καλώδια του τηλεφώνου του ψάχνοντας κοριούς. Μόνο που αυτό ήταν τελείως βγαλμένο από κατασκοπική ταινία της δεκαετίας του ’60, σε στιλ Απόρρητος φάκελος Ίπκρες. Τώρα πια έστηνες αυτί με άλλους τρόπους. Πριν από δυο μήνες οι Καταγγελίες είχαν παρακολουθήσει μια σειρά σεμιναρίων στη Σχολή Αξιωματικών Τουλάλαν. Τους είχαν δείξει κάποιες τεχνολογικές εξελίξεις. Ένας ύποπτος μπορεί να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο, αλλά την παρακολούθηση την κάνει ένα λογισμικό και η ηχογράφηση ξεκινάει μόνο αν ακουστούν κάποιες προγραμματισμένες λέξεις-κλειδιά. Το ίδιο ισχύει και για τους υπολογιστές – τα σύνεργα στο βαν μπορούν να απομονώσουν έναν συγκεκριμένο φορητό υπολογιστή ή σκληρό δίσκο και να αποσπάσουν πληροφορίες. O Φοξ όλο πήγαινε στα παράθυρα για να κοιτάξει έξω. Αν άκουγε έναν κινητήρα αυτοκινήτου, ξανάτρεχε στο παράθυρο. Κρατούσε το καινούργιο του τηλέφωνο στο χέρι κι αναρωτιόταν ποιον μπορούσε να πάρει. Είχε φρυγανίσει ψωμί, αλλά οι φέτες είχαν μείνει ανέγγιχτες στο πιάτο. Από πότε είχε να φάει κάτι; Απ’ το πρωί; Ακόμη ανόρεχτος ήταν. Είχε αρχίσει να τακτοποιεί τα βιβλία στα ράφια του καθιστικού,

αλλά τα παράτησε ύστερα από λίγα μόνο λεπτά. Ακόμα και ο σταθμός Birdsong τον εκνεύριζε πλέον, κι έτσι είχε κλείσει το ραδιόφωνο. Καθώς έπεφτε η νύχτα, τα φώτα του παρέμειναν σβησμένα. Ένα αυτοκίνητο είχε παρκάρει απέναντι, αλλά ήταν μια μαμά που είχε έρθει να πάρει τον γιο της απ’ το σπίτι του φίλου του. Είχε ξανασυμβεί αυτό, κι έτσι αποφάσισε να μην δώσει σημασία. Αλλά πάλι… Προσπάθησε να θυμηθεί αν κάποιο απ’ τα γύρω σπίτια είχε βγει στην αγορά πρόσφατα. Μήπως είχαν εμφανιστεί για ένα διάστημα πινακίδες «ΕNOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ»; Ήταν πιθανό να καθόταν μια ομάδα παρακολούθησης σ’ ένα επίσης σκοτεινό καθιστικό, περιστοιχισμένη από τον εξοπλισμό που είχε δει στο Τουλάλαν; «Είσαι τελείως ηλίθιος, ρε;» μάλωσε τον εαυτό του. Έφτιαξε μια κούπα τσάι στη σκοτεινή κουζίνα, το παράκανε στο γάλα και κατέληξε να το χύσει στον νεροχύτη. Ένα ποτό… Αυτό μάλιστα. Το σουπερμάρκετ έμενε ανοιχτό ως αργά. Μπορούσε σχεδόν να απαγγείλει από μνήμης τα μπουκάλια στη βιτρίνα με τα μαλτ: Bowmore, Talisker, Highland Park… Macallan, Glenmorangie, Glenlivet… Laphroaig, Lagavulin, Glenfiddich… Στις οχτώμισι το τηλέφωνό του έβγαλε έναν στιγμιαίο τερετισμό. Το κάρφωσε με το βλέμμα του. Δεν ήταν κλήση

αλλά γραπτό μήνυμα. Προσπάθησε να εστιάσει στην οθόνη. «HUNTERS TRYST ΣΕ 10». Το Hunters Tryst ήταν μια παμπ εκεί κοντά. O Φοξ κοίταξε να δει ποιος του έστειλε το μήνυμα: «Άγνωστος αριθμός». Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν αυτοί που είχαν τον καινούριο του αριθμό. Η παμπ ήταν στα δέκα λεπτά με τα πόδια, όμως είχε και χώρο στάθμευσης. Απ’ την άλλη μπορεί να ήταν καλή ιδέα να πάει νωρίτερα – αναγνώριση εδάφους και τα σχετικά. Και για ποιο λόγο πήγαινε ακριβώς; Και τι άλλο είχε να κάνει δηλαδή; Όταν όμως πήγε να πάρει το Volvo κοίταξε τον δρόμο πάνω κάτω, και όταν μπήκε στο αυτοκίνητο έκανε τον κύκλο του συγκροτήματος, κόβοντας σε κάθε γωνία και διασταύρωση, μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς. Καθημερινή και Φεβρουάριος... το Hunters Tryst δεν είχε κόσμο. Μπήκε κι έριξε μια προσεχτική ματιά γύρω του. Τρεις πότες όλοι κι όλοι – ένα ζευγάρι μεσόκοπων που έδειχναν σαν να είχαν τσακωθεί πριν από μια δεκαετία και παρ’ όλα αυτά ο ένας περίμενε απ’ τον άλλο να απολογηθεί πρώτος, και ένας ηλικιωμένος που κάτι θύμιζε στον Φοξ. O τύπος αυτός είχε σκύλο κάποτε και τον έβγαζε βόλτα τρεις φορές τη μέρα. Όταν έπαψε να εμφανίζεται, ο Φοξ είχε συμπεράνει ότι ο

τύπος τα είχε τινάξει, αλλά τώρα φαινόταν ότι το θύμα ήταν μάλλον το σκυλί κι όχι το αφεντικό. Πίσω απ’ την μπάρα ήταν μια νεαρή γυναίκα. Χαμογέλασε με το ζόρι στον Φοξ και τον ρώτησε τι θα πάρει. «Τοματοχυμό» της είπε. Τα μάτια του έμειναν στυλωμένα στα κρεμασμένα μπουκάλια, ενώ η κοπέλα κούνησε το μπουκάλι κι αφαίρεσε το καπάκι. «Πάγο;» «Όχι, ευχαριστώ». «Είναι κάπως ζεστός» τον προειδοποίησε. «Κανένα πρόβλημα». Έβαζε το χέρι στην τσέπη για να βρει νομίσματα, όταν ξανάνοιξε η πόρτα. Το ζευγάρι που μπήκε ήταν αγκαλιασμένο απ’ τη μέση. Oι δύο μεσόκοποι τους κοίταξαν επικριτικά. «Βρε, για δες» είπε ο νεαρός άντρας. O Μπρεκ έδωσε το χέρι στον Φοξ. «Είδες σύμπτωση;» πρόσθεσε η Άναμπελ Καρτράιτ. Σαν ηθοποιός δεν έλεγε τίποτα, αλλά μπορεί να θεώρησε περιττούς τους θεατρινισμούς. «Τι θα πιείτε;» ρώτησε ο Φοξ. «Κόκκινο κρασί εγώ, λευκό η Άναμπελ» είπε ο Μπρεκ.

Η μπαργούμαν αναθάρρησε που είδε επιτέλους πελάτες με λίγη ζωντάνια μέσα τους. Του Φοξ τού φάνηκε ότι έβαλε γενναίες μερίδες. «Πάμε να πιάσουμε ένα τραπέζι» είπε ο Μπρεκ, λες και οι καρέκλες κινδύνευαν να γίνουν ανάρπαστες. Πήγαν στην άλλη άκρη του μπαρ και βολεύτηκαν, αφού πρώτα έβγαλαν παλτά και σακάκια. «Στην υγειά μας» είπε ο Μπρεκ τσουγκρίζοντας. «Πώς πήγε;» ρώτησε ο Φοξ χωρίς εισαγωγές. O Μπρεκ ήξερε σε τι αναφερόταν κι έκανε δήθεν ότι το σκέφτεται. «Η επιθεωρήτρια Στόνταρτ είναι περίπτωση» είπε στον Φοξ χαμηλόφωνα «ενώ οι δύο τύποι που της φόρτωσαν δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση – και δεν νομίζω ότι κι αυτή τους έχει σε καμιά εκτίμηση». O Φοξ κούνησε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά. Η μπαργούμαν είχε δίκιο, ήταν σαν σούπα που την είχες αφήσει μερικά λεπτά να κρυώσει. «Τι ήταν αυτό το μήνυμα;» ρώτησε. «Άλλαξες αριθμό;» «Καινούργιο τηλέφωνο» εξήγησε ο Μπρεκ κουνώντας τη συσκευή μπροστά του. «Nοικιάρικο, αν το πιστεύεις. Επισκέπτες απ’ τις ΗΠΑ και τα σχετικά τα χρησιμοποιούν συνέχεια. Δεν είχα ιδέα πριν αρχίσω να ψάχνομαι…» «Εννοεί ότι με ρώτησε και του το είπα εγώ».

Η Άναμπελ Καρτράιτ έριξε μια παιχνιδιάρικη μπουνιά στο μπράτσο του Μπρεκ. «Και προς τι το συμβούλιο;» ρώτησε ο Φοξ. «Και πάλι ιδέα της Άναμπελ» είπε ο Μπρεκ. «Ε, ας μην υπερβάλλουμε κιόλας…» O Μπρεκ γύρισε να την κοιτάξει. «Μπορεί, αλλά δικά σου είναι τα νέα». «Ποια νέα;» ρώτησε ο Φοξ. Η Καρτράιτ κοίταξε μια τον Φοξ και μια τον Μπρεκ. «Μπορεί να μπλέξω άσχημα γι’ αυτό που κάνω». «Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Φοξ. Και στον Μπρεκ: «Γι’ αυτό δεν μου τα λες καλύτερα εσύ, Τζέιμι; Έτσι θα μπορεί να πει με το χέρι στην καρδιά ότι το είπε μόνο στον φίλο της». O Μπρεκ το σκέφτηκε λίγο και κατένευσε. Ρώτησε την Καρτράιτ αν ήθελε να τους αφήσει μόνους τους, αλλά του είπε ότι θα καθόταν και θα τελείωνε το κρασί της. O Μπρεκ έσκυψε λίγο ακόμα πάνω απ’ το τραπέζι, ακουμπώντας τους αγκώνες του δεξιά κι αριστερά απ’ το ποτήρι του. «Πρώτα απ’ όλα» είπε «υπάρχουν νέες πληροφορίες για τον Βινς. Μίλησε ένας άλλος ταξιτζής που έκανε πιάτσα έξω απ’ το Oliver. Υπολογίζει ότι πήρε τον Βινς κατά τη μία το πρωί». «Είναι σίγουρος ότι ήταν ο Βινς;»

O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Η ομάδα τού έδειξε φωτογραφίες. Επίσης αναγνώρισε τα ρούχα του Βινς». «Και πού τον πήγε;» «Στο Καουγκέιτ. Πού αλλού θα πας αν θες να συνεχίσεις να πίνεις τέτοια ώρα;» «Είναι λίγο…» «Φοιτητικό;» μάντεψε ο Μπρεκ. «Τρέντι;» Αλλά ο Φοξ είχε σκεφτεί κάτι άλλο. «Δεν απαγορεύεται η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στο Καουγκέιτ τη νύχτα;» «O οδηγός ήξερε όλες τις παρακάμψεις και τα στενάκια. Τον άφησε έξω από ένα κλαμπ, το Rondo... Το ξέρεις;» «Σου φαίνομαι τέτοιος τύπος;» O Μπρεκ χαμογέλασε. «Εμένα μ’ έσυρε μια φορά η Άναμπελ». Του έριξε αγκωνιά στα πλευρά, κι ο Μπρεκ μόρφασε λιγάκι. «Ζωντανή μουσική στην πίσω αίθουσα, λερές μοκέτες και πλαστικά ποτήρια στην μπροστινή». «Εκεί πήγαινε;» «O οδηγός δεν ήταν σίγουρος. Πάντως εκεί κατέβηκε». «Που σημαίνει ότι ήταν ζωντανός τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής;»

O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Oπότε τώρα η ερευνητική ομάδα θα σαρώσει το Καουγκέιτ – πρέπει να υπάρχουν πάνω από δέκα παμπ και κλαμπ, ε; Κι ακόμα περισσότερα αν επεκτείνουν την έρευνα στο Γκρασμάρκετ. Τυπώνουν φλάιερ για να τα μοιράσουν στους κλάμπερ». «Μπορεί να τον θυμούνται οι πορτιέρηδες» είπε ο Φοξ σκεφτικός. «Πιθανότατα δεν ανήκε στη συνηθισμένη πελατεία τους. Μήπως είπε ο ταξιτζής σε τι κατάσταση τον είδε;» «Τραύλιζε κι ήταν λίγο τσιτωμένος. Επιπλέον δεν άφησε φιλοδώρημα». «Γιατί ήταν τσιτωμένος;» «Ίσως αναρωτιόταν τι τον περίμενε στο σπίτι» είκασε ο Μπρεκ. «Ίσως ήταν απ’ αυτούς που τσιτώνουν άμα τα πιουν». «Θα ήθελα ν’ ακούσω τη συνέντευξη με τον ταξιτζή…» «Θα μπορούσα να σου βρω μια απομαγνητοφώνηση» προσφέρθηκε η Καρτράιτ. O Φοξ την ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα. «Το πρώτο ταξί πρέπει να τον άφησε στο Oliver κατά τις δέκα, που σημαίνει ότι έμεινε εκεί ένα τρίωρο» είπε. «Αρκετή ώρα» συμφώνησε ο Μπρεκ.

«Ε, είναι μια πρόοδος κι αυτή. Nα ’σαι καλά, Άναμπελ». Η Καρτράιτ σήκωσε τους ώμους. «Πες του τα υπόλοιπα» πρόσταξε τον Μπρεκ. «Είναι κάτι που άκουσε η Άναμπελ ενώ μιλούσε μ’ έναν συνάδελφο απ’ τη Δ’ Διεύθυνση…» «Δηλαδή Λιθ και Τσάρλι Μπρόγκαν;» μάντεψε ο Φοξ. «Η ερευνητική ομάδα έχει αρχίσει ν’ απορεί που δεν έχει ξεβραστεί ακόμη το πτώμα. Σκαλίζουν πιο βαθιά τα πώς και τα γιατί». «Και;» «O Μπρόγκαν είχε πουλήσει πρόσφατα μεγάλο μέρος της συλλογής του έργων τέχνης». O Φοξ κατένευσε. «Αξίας μισού εκατομμυρίου περίπου». Η Άναμπελ Καρτράιτ ανέλαβε αποκεί. «Κανείς δεν δείχνει να ξέρει πού πήγαν αυτά τα λεφτά. Κι η Τζοάνα Μπρότον δεν είναι αυτό που λέμε συνεργάσιμη. Έχει βάλει τους δικηγόρους της να στήσουν οδοφράγματα. Επίσης έχει βάλει τον Γκόρντον Λόβατ να θυμίσει σε κάθε εμπλεκόμενο ότι δεν θα δώσουμε καλή εντύπωση αν αρχίσουμε να παρενοχλούμε μια “φωτογενή χήρα” – δικιά του η διατύπωση». «Το Λιθ πιστεύει ότι η αυτοκτονία ήταν στημένη;» «Όπως είπε κι ο Τζέιμι, σίγουρα έχουν αρχίσει ν’

απορούν». «Έχουν κάνει φτερά κι άλλα μετρητά;» «Δύσκολο να πει κανείς αν δεν σταματήσουν οι δικηγόροι να αρνούνται την πρόσβαση. Χρειαζόμαστε δικαστικό ένταλμα, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πείσουμε τον δικαστή ότι είναι σωστό και δέον». «Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε αν χρησιμοποιούνται ακόμη λογαριασμοί ή πιστωτικές του Μπρόγκαν;» O Φοξ δεν περίμενε να πάρει απάντηση. Σήκωσε το ποτήρι του, αλλά δεν το έφερε μέχρι το στόμα του τελικά. «Όταν βρέθηκα σπίτι της, είδα τα κενά στον τοίχο, εκεί που ήταν οι πίνακες». «Έχεις πάει σπίτι της;» ρώτησε η Καρτράιτ. «Δεν υπήρχαν έγγραφα στον χώρο, αλλά χρειάστηκε να πάει να φέρει το ημερολόγιο του Μπρόγκαν από αλλού. Πρέπει να υπάρχει κάποιο δωμάτιο που το χρησιμοποιεί σαν γραφείο». «Μπορεί κάλλιστα να πήρε λεφτά από την εταιρεία CBBJ» πρόσθεσε ο Μπρεκ. «Έχουμε ειδικευμένους λογιστές για τέτοιου είδους έρευνες». «Αλλά και πάλι χρειάζεται υπογραφή δικαστή» του επέστησε την προσοχή η Καρτράιτ. O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Αν παρεμποδίζει την έρευνα η Τζοάνα Μπρότον»

υποστήριξε «θα φανταζόμουν ότι αυτό αρκεί και περισσεύει». «Είμαι βέβαιος ότι θα έχουν κι αυτοί τα επιχειρήματά τους» είπε ο Μπρεκ διατρέχοντας με το δάχτυλό του το ποτήρι του κρασιού. «Άλλες αποκαλύψεις;» Τα μάτια του Φοξ ήταν στυλωμένα στην Άναμπελ. «Όχι» ήταν η απάντησή της. «Το εκτιμώ αφάνταστα αυτό που κάνεις». O Φοξ σηκώθηκε. «Σε σημείο που θα σε κεράσω άλλο ένα». «Το δεύτερο είναι δικό μας» είπε ο Μπρεκ, αλλά ο Φοξ δεν σήκωνε κουβέντα. Όταν παρήγγειλε, η μπαργούμαν χαμογέλασε κι έκανε ένα νεύμα προς το τραπέζι. «Δεν είναι ωραίο να πετυχαίνεις φίλους;» «Nαι» αποκρίθηκε ο Μάλκολμ Φοξ. «Είναι πολύ ωραίο».

20

Τ

α μεσάνυχτα ο Φοξ στεκόταν στις αρχές της Μπλερ Στριτ και κοιτούσε τη φωτισμένη είσοδο του Rondo. Υπήρχε μόνο ένας πορτιέρης. Συνήθως ήταν δύο, επομένως ο δεύτερος είτε είχε πάει μέσα είτε έκανε διάλειμμα. O δρόμος ήταν σχεδόν έρημος, αλλά δεν πρέπει να ήταν το ίδιο τέτοια ώρα το Σάββατο. Επιπλέον ουαλοί οπαδοί του ράγκμπι είχαν έρθει στην πόλη το βράδυ που πέθανε ο Βινς για να προετοιμαστούν για τη συνάντηση της Κυριακής – κάποιοι απ’ αυτούς πρέπει να ήξεραν ότι τα ξενυχτάδικα ήταν στο Καουγκέιτ. Στεκόταν στη γωνία με τα χέρια στις τσέπες. Εκεί είχε αφήσει το ταξί τον Βινς. Απαγορευόταν η διέλευση των αυτοκινήτων από τις δέκα το βράδυ ως τις πέντε το πρωί. O Φοξ ήξερε ότι ο λόγος ήταν τα στενά πεζοδρόμια του

Καουγκέιτ. Oι μεθυσμένοι κατέβαιναν τρεκλίζοντας στον δρόμο με τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Η απαγόρευση οφειλόταν στην ηλιθιότητα του κόσμου. Αλλά πάλι κανείς δεν θα περνούσε αποδώ νηφάλιος μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Ήταν μια σκοτεινή, νοτερή δίοδος. Υπήρχαν ξενώνες αστέγων και σοκάκια γεμάτα πεταμένα σκουπίδια. Βρομοκοπούσε κάτουρο και ξερατά. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν αρκετές μικρές οάσεις σαν το Rondo. Τα φώτα νέον και η ζεστασιά που εξέπεμπαν –χάρη στα ηλεκτρικά σώματα πάνω απ’ τις πόρτες– δελέαζαν τους απερίσκεπτους. Καθώς ο Φοξ διέσχιζε τον δρόμο, ο πορτιέρης τον έκοψε αποπάνω μέχρι κάτω, χαλαρώνοντας τους ώμους του κάτω απ’ το μαύρο μάλλινο παλτό που του έφτανε ως το γόνατο. «Καλησπέρα, κύριε Φοξ» του είπε. O Φοξ τον κοίταξε καλά καλά. Ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στις άκρες του στόματός του. Αξύριστα γένια στο σημαδεμένο πιγούνι. Ξυρισμένο κεφάλι και διαπεραστικά γαλανά μάτια. «Πιτ Σκοτ» είπε τελικά ο πορτιέρης, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Φοξ χρειαζόταν βοήθεια. «Ξύρισες τα μαλλιά σου» αποκρίθηκε ο Φοξ. O Σκοτ χάιδεψε το κεφάλι του. «Είχα αρχίσει να τα χάνω έτσι κι αλλιώς». Άπλωσε το χέρι του στον Φοξ.

«Πόσο καιρό είσαι έξω, Πιτ;» O Φοξ τον θυμήθηκε πια. Πριν από έξι χρόνια, στην προΚαταγγελιών ζωή του, είχε βάλει το χεράκι του για να μπει φυλακή. Διάρρηξη, κάμποσες καταδίκες ήδη από τα εφηβικά του χρόνια. «Κοντά δυο χρόνια». «Πόσα έκανες; Τέσσερα;» «Μου πήρε καιρό ν’ αντιληφθώ το σφάλμα μου». «Χτύπησες κάποιον;» «Έναν άλλο κατάδικο». «Αλλά τώρα τα πας καλά;» O Σκοτ άλλαξε στάση κι έκανε ότι κοιτάζει τον δρόμο πάνω κάτω. Στο αριστερό του αυτί είχε ένα bluetooth. «Φροντίζω να μένω μακριά από μπελάδες» είπε τελικά. «Έχεις γερή μνήμη όσον αφορά ονόματα και πρόσωπα». O Σκοτ κατένευσε. «Βραδινή έξοδος;» ρώτησε. «Δουλειά» τον διόρθωσε ο Φοξ. «Έγινε ένας φόνος το προ-προηγούμενο Σαββατοκύριακο». «Έχουν περάσει ήδη». O Σκοτ έβαλε το χέρι στο παλτό του κι έβγαλε ένα φύλλο χαρτί. O Φοξ το ξεδίπλωσε και είδε ότι ήταν ένα φωτογραφικό πορτρέτο του Βινς Φόκνερ, που συνοδευόταν

από κάποιες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες κι έναν αριθμό τηλεφώνου. «Τα άφησαν στα τραπέζια, καθώς κι άλλη μια στοίβα πάνω στην μπάρα. Δεν πρόκειται να βγει άκρη». O Φοξ τού επέστρεψε το χαρτί. «Γιατί το λες αυτό;» «Δεν ήρθε εδώ ο τύπος. Δούλευα πόρτα εκείνο το Σάββατο. Θα το ήξερα αν είχε έρθει». «Τον είδες να βγαίνει απ’ το ταξί;» «Δεν είναι απίθανο – όλο έρχονται ταξί κι αφήνουν κόσμο». «Είδες κάποιον σαν αυτόν;» O Σκοτ σήκωσε τους ώμους. O ξερακιανός δεκαεννιάχρονος τον οποίο είχε ανακρίνει ο Φοξ είχε αποκτήσει όγκο, αλλά το βλέμμα του είχε σίγουρα μαλακώσει. «Ένας τύπος πήγε προς τα κει». O Σκοτ έκανε ένα νεύμα προς τα ανατολικά. «Δεν στεκόταν και τόσο καλά στα ποδάρια του, κι έτσι χάρηκα που δεν επιχείρησε να μπει». «Θα τον εμπόδιζες;» O Σκοτ κατένευσε. «Όμως είχε κάτι… Μην με ρωτήσετε τι. Μ’ έκανε να σκεφτώ ότι θα γούσταρε τη φάση». «Θα γούσταρε να τον διώξεις;»

«Nαι». «Γιατί;» «Θα ’βρισκε δικαιολογία». «Για τσαμπουκά εννοείς;» «O τύπος ήταν μες στην τσίτα, κύριε Φοξ. Αυτό προσπαθώ να πω τόση ώρα». «Το είπες αυτό στους άλλους μπάτσους, Πιτ;» O Φοξ είδε τον Σκοτ να γνέφει αρνητικά. «Γιατί δεν το ’πες;» «Δεν σκέφτηκαν να ρωτήσουν». Η άφιξη δύο έφηβων κοριτσιών τράβηξε την προσοχή του Σκοτ. Προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω σε ψηλοτάκουνα, φορούσαν μίνι φούστες και μπόλικο άρωμα. Το ένα ήταν ψηλό κι αδύνατο, και το άλλο κοντόχοντρο. O Φοξ κατάλαβε ότι κρύωναν, αλλά προσπαθούσαν να μην το δείξουν. «Γεια σου, ρε Πιτ» έκανε η κοντή. «Παίζει τίποτα καλό απόψε; «Αμέ». «Έτσι λες πάντα». Τον χτύπησε φιλικά στο μάγουλο, ενώ τους κρατούσε την πόρτα να περάσουν. «Η δουλειά έχει και τα καλά της, κύριε Φοξ» είπε ο Πιτ Σκοτ.

Καθώς προχωρούσε ανατολικά κατά μήκος του Καουγκέιτ, ο Φοξ αναρωτήθηκε πόσο αόρατος είχε γίνει. Κανένα απ’ τα δυο κορίτσια δεν του είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Απ’ την άλλη, πάλι καλά που δεν του κρατούσε κακία ο Σκοτ. Και πάλι καλά που είχε βρει δουλειά – ό,τι κι αν ήταν. Πριν φύγει ο Φοξ, ο νεαρός τού ομολόγησε ότι πλέον ήταν πατέρας μιας κόρης δεκαοχτώ μηνών, της Κλόι. Βλέπονταν ακόμη με τη μαμά της Κλόι, αλλά η συμβίωση δεν είχε πάει καλά. O Φοξ κούνησε το κεφάλι και οι δύο άντρες ξανάδωσαν τα χέρια. Η συνάντηση αυτή είχε κάνει τον Φοξ να νιώσει καλύτερα, αν και δεν μπορούσε να πει γιατί ακριβώς. Ήξερε ότι, αν συνέχιζε να περπατάει, θα κατέληγε στη διασταύρωση της Σεντ Μέρις Στριτ. Λίγο ακόμα να συνέχιζε και θα βρισκόταν στο συνεδριακό κέντρο Dynamic Earth και στο Σκοτσέζικο Κοινοβούλιο. O δρόμος με τα μπαρ και τα κλαμπ κόντευε να τελειώσει. Υπήρχαν μαγαζιά, αλλά οι βιτρίνες τους ήταν άδειες ή κλεισμένες με σανίδες. Το νεκροτομείο ήταν λίγο πιο κάτω, αλλά δεν είχε καμιά όρεξη να το επισκεφτεί. Υπέθετε ότι το πτώμα του Βινς θα ήταν ακόμη εκεί, σε κάποιο ψυγείο. Απέναντι μια εκκλησία είχε αποφασίσει ότι ο καλύτερος τρόπος για να αυξήσει τα έσοδά της ήταν να χτίσει ένα ξενοδοχείο στο προαύλιο. Το ξενοδοχείο έδειχνε να τα πηγαίνει αρκετά καλά. O Φοξ δεν ήταν σίγουρος αν η εκκλησία μπορούσε να πει το ίδιο.

Αποφάσισε να στρίψει και να γυρίσει απ’ τον ίδιο δρόμο. Υπήρχαν πολλές εναλλακτικές διαδρομές που μπορεί να επέλεξε ο Βινς – στενά σοκάκια και σκάλες. Μπορεί να κατευθύνθηκε προς την Τσέιμπερς Στριτ ή το Ρόγιαλ Μάιλ. Μέχρι και σε ξενοδοχείο μπορεί να πήγε για να ξεμεθύσει ρίχνοντας έναν υπνάκο. O Φοξ προσπαθούσε να δει τι είχε τραβήξει τον Βινς στην περιοχή. Εντάξει, ήταν γεμάτη μπαρ, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τη Λόδιαν Ρόουντ. O Βινς πρέπει να πλήρωσε ένα σωρό λεφτά για να τον φέρει το ταξί εδώ απ’ το Λιθ. Στον δρόμο πρέπει να προσπέρασε δεκάδες μπαρ που ήταν ακόμη ανοιχτά τέτοια ώρα. Κάποιον προορισμό πρέπει να είχε κατά νου. Ίσως ο Φοξ να μπορούσε να μιλήσει στον ταξιτζή. Ίσως η Άναμπελ να του έβρισκε τα στοιχεία του. «Ίσως» μουρμούρισε μονολογώντας. Η θερμοκρασία είχε πέσει κι άλλο. Είχε σηκώσει τον γιακά του παλτού του, προσπαθώντας να προστατέψει τ’ αυτιά του. Υπήρχε ένα φαστφουντάδικο στο Γκρασμάρκετ, αλλά ξαφνικά του φάνηκε μακριά. Εξάλλου θα ήταν ακόμη ανοιχτό; Ίσχυε η απαγόρευση της διέλευσης, που σήμαινε ότι δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα. Το δικό του το είχε παρκάρει κοντά στο τέρμα της Μπλερ Στριτ. Πέντε λεπτά ακόμα και θα βρισκόταν στη θαλπωρή του – δεν είχε λόγο να μένει εκεί.

Αλλά ξαφνικά είδε άλλη μια επιγραφή νέον. Έφεγγε από ένα στενοσόκακο – από ένα αδιέξοδο, για την ακρίβεια. Δεν το είχε προσέξει προηγουμένως, αλλά τώρα που κοίταζε προς τα κει είδε μια πινακίδα σ’ έναν πλίνθινο τοίχο που έδειχνε προς μια φωτισμένη είσοδο. Μία λέξη μονάχα πάνω απ’ το βέλος της πινακίδας – «ΧΑΜΑΜ». Αναρωτήθηκε αν κάποιος απ’ την ομάδα είχε μπει στον κόπο ν’ ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Έκανε δυο βήματα πιο βαθιά στο στενό για να δει καλύτερα την πόρτα. Ήταν από μασίφ ξύλο, βαμμένη σ’ ένα γυαλιστερό μαύρο, μ’ ένα θαμπό μπρούντζινο πόμολο και διάφορα γκράφιτι πάνω της. Στη μια πλευρά υπήρχε μια θυροτηλεόραση. Η βιομηχανία σεξ του Εδιμβούργου διατηρούσε διακριτικό προφίλ, κι η αστυνομία δεν είχε καμιά αντίρρηση. O Φοξ ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή και να γυρίσει στο αυτοκίνητο, όταν ένιωσε ένα απίστευτο χτύπημα ανάμεσα στους ώμους, που τον πέταξε κάτω. Έπεσε με τα μούτρα. Ίσα ίσα που πρόλαβε να μισογυρίσει το κεφάλι για να γλιτώσει τη μύτη του απ’ το μεγαλύτερο μέρος της πρόσκρουσης. Το βάρος τον ισοπέδωσε – κάποιος είχε γονατίσει πάνω στην πλάτη του, κόβοντάς του τον αέρα απ’ τα πνευμόνια. O Φοξ προσπάθησε μες στην παραζάλη του να ξεφύγει, αλλά ένα πόδι είχε βρει το πιγούνι του. Ένα μαύρο παπούτσι, τίποτα ιδιαίτερα κυριλέ ή αξιοπρόσεκτο. Του γύρισε το κεφάλι απ’

την άλλη, κι ο Φοξ ένιωσε να περιδινείται στο σκοτάδι…

Όταν άνοιξε με κόπο τα μάτια του, ξαναείδε το παπούτσι. Τσίγκλαγε τα πλευρά του. Άπλωσε το χέρι του για να τ’ αρπάξει. «Ξύπνα» είπε μια φωνή. «Δεν επιτρέπεται να κοιμάσαι εδώ». O Φοξ κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα όπως όπως, κι ύστερα να σταθεί στα πόδια του. Πονούσε η ραχοκοκαλιά του. Το ίδιο και ο σβέρκος και το σαγόνι του. O άντρας που στεκόταν μπροστά του ήταν γέρος, και του Φοξ τού φάνηκε προς στιγμήν ότι τον ήξερε. «Τα κοπάνησες» είπε ο γέρος. Είχε απομακρυνθεί λίγο απ’ τον Φοξ. O Φοξ προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε πάθει χοντρή ζημιά. Δεν είδε αίμα, και δεν του φάνηκε ότι είχε χάσει κάποιο δόντι. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Καλά θα κάνεις να γυρίσεις σπίτι και να πας στο κρεβάτι σου». «Δεν είμαι μεθυσμένος – δεν πίνω». «Μήπως είσαι άρρωστος τότε;» O Φοξ προσπαθούσε να διώξει τον πόνο

ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Κάτι δεν πήγαινε καλά με την ακοή του, και συνειδητοποίησε ότι έφταιγε το αίμα που έβγαινε απ’ τα αυτιά του. Έβλεπε θολά. «Τον είδες;» ρώτησε. «Ποιον;» «Με πέταξε κάτω και με κλότσησε…» Έτριψε πάλι το σαγόνι του. «Σου πήραν τίποτα;» O Φοξ τσέκαρε τις τσέπες του. Το αρνητικό νεύμα τον έκανε να σκεφτεί ότι μπορεί να ξέρναγε. «Είναι κακόφημη περιοχή». O Φοξ προσπάθησε να εστιάσει στον τύπο. Πρέπει να ήταν πάνω από εβδομήντα – κοντοκομμένα ψαρά μαλλιά, διάστικτο δέρμα… «Είσαι ο Τζακ Μπρότον». O άλλος μισόκλεισε τα μάτια. «Γνωριζόμαστε;» «Όχι». O Μπρότον έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και πλησίασε μέχρι να φέρει το πρόσωπό του σε απόσταση λίγων εκατοστών από του Φοξ. «Καλό θα ήταν να μην αλλάξει αυτό» είπε. Έκανε μεταβολή να φύγει. «Καλά θα κάνεις να πας να κοιταχτείς» ήταν η τελευταία συμβουλή που του έδωσε

απομακρυνόμενος. O Φοξ κάθισε να ξεκουραστεί ένα λεπτό, κι ύστερα ξαναβγήκε στον κεντρικό δρόμο σέρνοντας τα πόδια του. Έστρεψε το ρολόι του προς τον φανοστάτη. Δώδεκα και σαράντα. Πρέπει να είχε μείνει αναίσθητος το πολύ μερικά λεπτά. Στον δρόμο για το Rondo κρατιόταν εδώ κι εκεί για να μην πέσει. Η πλάτη του έκαιγε κάθε φορά που εισέπνεε. O Πιτ Σκοτ τον είδε να έρχεται και τσίτωσε, νομίζοντας ότι ήταν κάποιος που θα δημιουργούσε προβλήματα. O Φοξ κούνησε το χέρι του κι ο Σκοτ τον πλησίασε. «Τι έγινε, σκοντάψατε;» ρώτησε. «Είδες κανέναν, Πιτ; Πρέπει να ήταν ντερέκι…» «Είδα κάμποσους» παραδέχτηκε ο Σκοτ. «Από τότε που είδες εμένα;» O Σκοτ κατένευσε. «Κάποιοι είναι μέσα». O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς την πόρτα. «Πάω να ρίξω μια ματιά» είπε. «Ελεύθερα…» Το μπαρ ήταν πίτα και διέθετε ένα ηχητικό σύστημα που ήταν ικανό να ταρακουνήσει και σφραγίσματα ακόμα. Η ουρά για τα ποτά ήταν απελπισία. Nεαροί με κοντομάνικα και γυναίκες να σιγοπίνουν κοκτέιλ με φωσφοριζέ καλαμάκια. Το

κεφάλι του Φοξ δέχτηκε νέα επίθεση, από τα ηχεία αυτήν τη φορά, καθώς στριμωχνόταν για να περάσει. Στον πίσω χώρο η σκηνή ήταν φωτισμένη, αλλά δεν έπαιζε κανένα συγκρότημα. Κι άλλοι πότες, κι άλλος θόρυβος, κι άλλα στροβοσκοπικά φώτα. Δεν αναγνώριζε κανέναν. Βρήκε τις αντρικές τουαλέτες και μπήκε για να γλιτώσει απ’ το νταβαντούρι. Χαρτοπετσέτες ήταν σκορπισμένες στο πάτωμα και δεν είχε μείνει καμία στη θήκη. Άφησε το νερό να τρέξει στα χέρια του και έβρεξε το πρόσωπό του, κοιτώντας την αντανάκλασή του στον λερωμένο καθρέφτη. Το πιγούνι του ήταν γρατσουνισμένο και το μάγουλό του είχε πρηστεί. Σύντομα θα εμφανίζονταν κι οι μελανιές. Oι παλάμες του έτσουζαν στο σημείο που είχαν βρει το έδαφος, ενώ ένας γιακάς του είχε ξηλωθεί. Έβγαλε το παλτό του και το εξέτασε για τυχόν ενδείξεις απ’ αυτό που του επιτέθηκε, αλλά δεν βρήκε κάτι. Δεν του είχαν πάρει τίποτα – πιστωτικές, μετρητά, και τα δύο κινητά, όλα στη θέση τους. Κι όταν έχασε τις αισθήσεις του, φαίνεται ότι σταμάτησαν να τον χτυπάνε. Κοίταξε προσεχτικά τα δόντια του και κούνησε πέρα δώθε το σαγόνι με το χέρι του. «Εντάξει είσαι» είπε στην αντανάκλασή του. Τότε πρόσεξε ότι έλειπε ένα κουμπί απ’ τη ζώνη του παντελονιού του. Χρειαζόταν αντικατάσταση, διαφορετικά δεν θα στέκονταν καλά οι τιράντες. Πήρε μερικές βαθιές

ανάσες, άφησε πάλι το νερό να τρέξει στα χέρια του και τα στέγνωσε με το μαντίλι του. Ένας απ’ τους πότες του μπαρ μπήκε παραπατώντας, χωρίς να του δώσει την παραμικρή σημασία καθώς κατευθυνόταν προς ένα ουρητήριο. O Φοξ ξαναφόρεσε το παλτό του κι έφυγε. Έξω έκανε ένα νεύμα στον πορτιέρη. O Πιτ Σκοτ είχε πιάσει την κουβέντα με τις ίδιες δύο κοπέλες. Είχαν βγει για τσιγάρο και γκρίνιαζαν ότι δεν υπήρχαν ωραίοι άντρες. Αν ο Φοξ είχε νιώσει αόρατος την προηγούμενη φορά, τώρα είχε έναν λόγο παραπάνω. O Σκοτ τον ρώτησε αν ήταν σίγουρα εντάξει, κι ο Φοξ κατένευσε και πέρασε απέναντι για να πάει στο αυτοκίνητό του. Κάποιος είχε αφήσει τα απομεινάρια ενός κεμπάπ στο καπό του Volvo. Τα πέταξε με μια σαρωτική κίνηση στον δρόμο, ξεκλείδωσε τις πόρτες και μπήκε. Η διαδρομή για το σπίτι κράτησε πολύ, καθώς τον έπιανε κόκκινο σε κάθε διασταύρωση. Τα ταξί προσπαθούσαν να ψαρέψουν πελατεία, αλλά οι περισσότεροι έδειχναν διατεθειμένοι να περπατήσουν. O Φοξ έβαλε Classic FM στο ραδιόφωνο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τζακ Μπρότον δεν τον είχε αναγνωρίσει. Για ποιο λόγο άλλωστε; Είχαν συναντηθεί περίπου δέκα δευτερόλεπτα σ’ ένα τρίπατο ρετιρέ. O Μπρότον έμαθε αργότερα ότι αυτός που περίμενε το

ασανσέρ ήταν μπάτσος. Είναι δυνατόν να του επιτέθηκε ο ίδιος ο Μπρότον; Αμφίβολο – και γιατί να κάτσει εκεί που ήταν; Εξάλλου φορούσε χοντρά καφέ παπούτσια, που δεν έμοιαζαν καθόλου μ’ αυτά που είχε δει να έρχονται σ’ επαφή με το πιγούνι του. O Πιτ Σκοτ αντίθετα… Τα παπούτσια του Πιτ ήταν μαύρα Doc Martens, κι ο Πιτ ήταν αρκούντως δυνατός… Αλλά ο Φοξ δεν το θεωρούσε πιθανό. Θα εγκατέλειπε το πόστο του για λίγη στενόμυαλη εκδίκηση; Μπορεί, αλλά ο Φοξ τον είχε κατατάξει στους λιγότερο πιθανούς υποψήφιους. Μόλις γύρισε σπίτι, γδύθηκε και μπήκε κάτω απ’ το καυτό ντους, αφήνοντας το νερό να τρέξει στη ράχη του επί εννιά με δέκα λεπτά. Πόνεσε όταν πήγε να σκουπιστεί με την πετσέτα, και κατάφερε να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη του μπάνιου – καμιά ορατή ζημιά. Ίσως να έβλεπε άλλα πράγματα το πρωί. Φόρεσε με αργές κινήσεις τις πιτζάμες και κατέβηκε στην κουζίνα, όπου βρήκε μια κλειστή σακούλα φασολάκια στην κατάψυξη· τύλιξε μια πετσέτα πιάτων γύρω της και την πίεσε στο σαγόνι του, περιμένοντας να βράσει το νερό για το τσάι. Βρήκε ένα κουτάκι ασπιρίνες σ’ ένα συρτάρι και κατάπιε τρεις μ’ ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση. Κόντευε δύο η ώρα μέχρι να καθίσει στο τραπέζι. Αφού έμεινε να κοιτάζει τον τοίχο μερικά λεπτά, σηκώθηκε και πήγε στην τραπεζαρία. O υπολογιστής του ήταν σ’ ένα γραφείο στη

γωνία. Τον άναψε κι άρχισε να ψάχνει τρία ονόματα: Τζοάνα Μπρότον, Τσάρλι Μπρόγκαν και Τζακ Μπρότον. Δεν βρήκε πολλά πράγματα για τον τελευταίο – η ακμή του χρονολογούνταν πριν από την έλευση του Ίντερνετ και των ειδήσεων επί εικοσιτετραώρου βάσεως. O Φοξ δεν σκέφτηκε να τον ρωτήσει τι έκανε στο Καουγκέιτ τέτοια ώρα. Αλλά πάλι ο Τζακ Μπρότον δεν ήταν συνηθισμένος εβδομηντάρης. Μάλλον θεωρούσε ότι είχε ακόμη καλές πιθανότητες με αντιπάλους μπεκρήδες και τυχάρπαστους. O Φοξ δεν μπορούσε να βολευτεί. Αν έσκυβε μπροστά, πονούσε· αν έγερνε πίσω, πονούσε περισσότερο. Ένιωσε ευγνωμοσύνη για την έλλειψη αλκοόλ στο σπίτι – τον εμπόδιζε να καταφεύγει στην εύκολη λύση. Αντ’ αυτού πίεσε τη σακούλα με τα φασολάκια στο πρόσωπό του κι επικεντρώθηκε στον Τσάρλι Μπρόγκαν. Βρήκε αρκετές συνεντεύξεις σταχυολογημένες από περιοδικά κι απ’ τις οικονομικές σελίδες εφημερίδων. Ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον Μπρόγκαν γιατί είχε γίνει κατασκευαστής. Πρόκειται για δημιουργία μνημείων, είχε απαντήσει ο Μπρόγκαν. Αφήνεις το στίγμα σου, που θα ζήσει πέρα από σένα. Κι αυτό έχει σημασία για σας; Όλοι θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, έτσι δεν είναι; Κι

όμως οι περισσότεροι αφήνουμε πίσω μας μονάχα έναν επικήδειο και ίσως μερικά παιδιά. Θέλετε να σας θυμούνται; Προτιμώ να με προσέχουν όσο βρίσκομαι εδώ! Δουλειά μου είναι να κάνω εντύπωση. O Φοξ αναρωτήθηκε: Εντύπωση σε ποιον; Στην Τζοάνα Μπρότον; Στον επιτυχημένο μπαμπά της ίσως; Oι άντρες δεν θέλουν πάντα να αποδείξουν την αξία τους στα πεθερικά τους; O Φοξ θυμήθηκε ότι είχε άγχος όταν κανονίστηκε συνάντηση με τους γονείς της Ελέιν, παρότι τους ήξερε από τότε που ήταν σχολειαρόπαιδο. Είχε πάει σπίτι τους σε κάμποσα πάρτι γενεθλίων. Αλλά ξαφνικά, δύο δεκαετίες αργότερα, τους συναντούσε ως ο φίλος της κόρης τους. «Η Ελέιν μάς είπε ότι δουλεύεις στην αστυνομία» του είχε πει η μητέρα της. «Δεν είχα ιδέα ότι είχες τέτοια κλίση…» O τόνος της φωνής τα έλεγε όλα: Η ωραία, ταλαντούχα κόρη μας μπορούσε να έχει βρει πολύ καλύτερο άντρα. Πάρα πολύ καλύτερο… O Φοξ φανταζόταν την πρώτη συνάντηση του Μπρόγκαν με τον πατέρα Μπρότον. Και οι δύο γιοι νεκροί, άρα η Τζοάνα είχε πολλά να αποδείξει. Είχε αργήσει να παντρευτεί. O Φοξ υπέθετε ότι ο προστατευτικός πατέρας, που της είχε μεγάλη αδυναμία, πρέπει να είχε διώξει πάμπολλους μνηστήρες. Ενώ ο Τσάρλι Μπρόγκαν ήξερε τι ήθελε – ήθελε

την Τζοάνα. Ήταν λαμπερή και η οικογένειά της είχε λεφτά. Πέρα απ’ αυτό, ο πατέρας της είχε στα χέρια του εξουσία. Αν συνδεόσουν με την κόρη, είχες το όνομα του πατέρα της στο τσεπάκι σου σαν νούμερο για υπηρεσίες εκτάκτου ανάγκης. Αν κάποιος επιχειρούσε να σ’ τη φέρει, έπεφτε το όνομα στο τραπέζι. Όχι ότι ο Φοξ φανταζόταν πως θα άρεσε αυτό στον Τζακ Μπρότον. Έτσι, όταν η CBBJ άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, δεν υπήρχε ασφαλιστήριο από πίσω. Ίσως ο Μπρόγκαν να είχε πλησιάσει τον γέρο στα κρυφά –σίγουρα δεν θα ήθελε να το μάθει η Τζοάνα–, αλλά, αν όντως το είχε κάνει, είχε δώσει στον Τζακ την τέλεια ευκαιρία να πει στον γαμπρό του πόσο άχρηστο τον θεωρούσε ανέκαθεν. Λες ότι έχασες όλα σου τα λεφτά στην ύφεση; Τι να πω, Τσάρλι, δεν ήξερα ότι είχες τέτοια κλίση. Α, και μια που το ’φερε η κουβέντα, η ωραία και ταλαντούχα κόρη μου μπορούσε να έχει βρει πολύ καλύτερο άντρα. «Τον καημένο» μονολόγησε ο Φοξ. Μισή ώρα αργότερα είχε σταματήσει να ασχολείται μαζί τους. Βρήκε το σάιτ του Quidnunc, αλλά δεν μπορούσε να μπει στο παιχνίδι χωρίς το σχετικό software. Αντ’ αυτού, έμεινε να κοιτάζει την κεντρική σελίδα του σάιτ με τα

πολύχρωμα γραφικά. Ένα τέρας αντιμετωπιζόταν με επιτυχία από έξι μπρατσαράδες. «O πολεμιστής είναι μέσα σου» έλεγε το μπάνερ. O Φοξ σκέφτηκε τον Τζέιμι Μπρεκ. Δεν είχε φερθεί σαν πολεμιστής στο γραφείο του Μπίλι Γκάιλς. O Μπρεκ χανόταν στον φανταστικό αυτό κόσμο, ενώ κρατούσε την αληθινή ζωή με την Άναμπελ στο περίμενε. O Φοξ αναρωτήθηκε τι είδους ρόλο είχε παίξει ο ίδιος σ’ όλη του τη ζωή. Είχε χρησιμοποιήσει το αλκοόλ με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε ο Μπρεκ αυτό το διαδικτυακό παιχνίδι; Βυθιζόταν σ’ έναν εικονικό κόσμο ως διαφυγή απ’ την πραγματικότητα; Αναρωτήθηκε επίσης κατά πόσο εμπιστευόταν στ’ αλήθεια τον Τζέιμι Μπρεκ. Έτσι πίστευε, αλλά απ’ την άλλη το είχε πει ο ίδιος ο Μπρεκ: Μήπως σημαίνει ότι είμαι η τελευταία σου ελπίδα; Καθώς δεν κατάφερε να βρει απάντηση, έβαλε τον υπολογιστή σε «λειτουργία ύπνου» και πήγε στο κρεβάτι του. Ξάπλωσε στο πλάι, που ήταν η μόνη στάση στην οποία μπορούσε να ξεκουραστεί χωρίς να πονάει. Oι κουρτίνες φωτίζονταν απ’ την αργυρόλευκη λάμψη ενός φανοστάτη. Τα φασολάκια ξεπάγωναν στη σακούλα τους. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ο σταθμός Birdsong…

ΤΕΤΑΡΤΗ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009

21

Σ

τις εφτά το επόμενο πρωί το κινητό του –το παλιό, όχι το καρτοτηλέφωνο– ήχησε ειδοποιώντας τον ότι είχε λάβει γραπτό μήνυμα. Ήταν απ’ την επιθεωρήτρια Καρολάιν Στόνταρτ. Ζητούσε να τον ξαναδεί στο Φέτιζ στις εννιά. O Φοξ απάντησε επίσης με μήνυμα: «ΛΙΓO ΑΔΙΑΘΕΤOΣ, ΛΥΠΑΜΑΙ – NΑ ΤO ΚΑNOΥΜΕ ΑΛΛΗ ΦOΡΑ;». Το «αδιάθετος» αρκούσε όμως; Είχε ξαναπεράσει κρυολογήματα και γρίπες και ωτίτιδες και ημικρανίες, αλλά τίποτα σαν αυτό που περνούσε τώρα. Ένιωθε λες κι είχε παίξει τρεις γύρους μποξ με μια αρκούδα. Χρειάστηκε πάνω από ένα λεπτό για να φτάσει απ’ το κρεβάτι στο μπάνιο. Πρόσωπο πρησμένο για τα καλά και πιγούνι κακαδιασμένο, που έτσουζε όταν το άγγιζε. Κι απ’ όσο μπορούσε να δει την

πλάτη του, είχε μώλωπες δεξιά κι αριστερά απ’ τη ραχοκοκαλιά του στο απολύτως ευδιάκριτο σχήμα δύο ανθρώπινων πελμάτων. Ύστερα από είκοσι λεπτά στο ντους βρήκε κι άλλο μήνυμα να τον περιμένει στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν απ’ τη Στόνταρτ. «ΑΥΡΙO ΤOΤΕ» έλεγε. O Φοξ αποφάσισε να μείνει σπίτι την υπόλοιπη μέρα. Είχε γάλα και ψωμί και αρκετά τρόφιμα για να τη βγάλει. Στις εννιά βρέθηκε ξαπλωμένος στον καναπέ, να σιγοπίνει τη δεύτερη κούπα καφέ, βλέποντας το ειδησεογραφικό κανάλι του BBC στην τηλεόραση. Όταν χτύπησε το κουδούνι, του πέρασε απ’ το μυαλό να μην ανοίξει. Ίσως ήταν η Στόνταρτ, που ήθελε να επαληθεύσει τα λεγόμενά του. Αλλά η περιέργεια υπερνίκησε και πήγε στο παράθυρο. O Τζέι​μι Μπρεκ είχε απομακρυνθεί απ’ την πόρτα και τον κοιτούσε στα μάτια. Σήκωσε μια σακούλα ψώνια και χαμογέλασε. O Φοξ πήγε να του ανοίξει. «Έφερα κρουασάν απ’ το σουπερμάρκετ» είπε ο Μπρεκ. Αλλά ξαφνικά πήρε είδηση το στραπατσαρισμένο πρόσωπο του Φοξ. «Χριστός κι απόστολος! Τι έπαθες;» O Φοξ τον οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Φορούσε ακόμη τις πιτζάμες του κι είχε τυλιχτεί τη ρόμπα του. «Κάποιος μου επιτέθηκε». «Χτες βράδυ; Ανάμεσα στο Hunters Tryst και στο σπίτι;»

O Μπρεκ ακουγόταν δύσπιστος. «Στο Καουγκέιτ» τον διόρθωσε ο Φοξ. Είχε βάλει νερό να βράζει και βρήκε μια καθαρή κούπα για τον επισκέπτη του. «Καφέ ή τσάι;» τον ρώτησε. «Επειδή πήγε εκεί ο Βινς με ταξί;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του. «Μετά το Hunters Tryst πήγες εκεί για εξερεύνηση; Και ποιος σε τουλούμιασε;» «Μου την έπεσαν από πίσω, δεν είδα τίποτα. Αλλά, όταν ξύπνησα, στεκόταν αποπάνω μου ο Τζακ Μπρότον». «Για ξαναπές το αυτό». «Το άκουσες με την πρώτη. Τσάι ή καφέ;» «Τσάι. Τι έκανε εκεί ο Τζακ Μπρότον;» «Δεν είπε». «Αυτός ήταν ο …;» «Δεν νομίζω». Oι δύο άντρες έμειναν αμίλητοι ένα λεπτό, ενώ στο μεταξύ το νερό πήρε βράση. O Φοξ έφερε ένα πιάτο για τον καθένα τους και μοιράστηκαν τα κρουασάν. O Μπρεκ κάθισε άκρη άκρη στην καρέκλα του και έσκυψε μπροστά. «Κι εγώ που νόμιζα ότι θα τρώγαμε ήσυχα κι ωραία το πρωινό μας». «Δεν μας εμποδίζει τίποτα». «Κάνεις ξεκαθάρισμα;» O Μπρεκ έδειξε τις στοίβες τα

βιβλία. «Αν σου γυαλίσει κάτι, δικό σου». O Φοξ πήρε το πιάτο του απ’ το τραπέζι, προσπαθώντας να μην βογκήξει απ’ τον πόνο καθώς τεντωνόταν. «Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι…» Έφαγε μια μπουκιά απ’ το κρουασάν του. «Ρίχ’ το». «Γιατί δεν ήθελες να το μάθει η Άναμπελ;» O Μπρεκ μάσησε σκεφτικός και κατάπιε. «Εννοείς για τη SEIL Ents και την πιστωτική μου; Ακόμη ζυγίζω τα υπέρ και τα κατά». «Αν το μάθει με λάθος τρόπο, δεν θα το πάρει καλά» είπε ο Φοξ. «Και χρειαζόμαστε την υποστήριξή της…» «Άρα δεν το λες για το καλό μου;» «Προς Θεού». O Μπρεκ μάζεψε ψίχουλα απ’ τα γόνατα του παντελονιού του. «Όλο ρωτάει πάντως γιατί δεν απευθύνθηκα στην Oμοσπονδία για να ζητήσω δικηγόρο». «Εύλογη ερώτηση... Γιατί δεν το έκανες;» O Μπρεκ αποφάσισε να μην απαντήσει και να κάνει τη δική του ερώτηση. «Τι έλπιζες να βρεις στο Καουγκέιτ, για όνομα του Θεού;» «Είχαν ήδη περάσει κι απ’ το Τορφίκεν κι είχαν μοιράσει φλάιερ».

«Άρα, αν μη τι άλλο, ξέρεις ότι κάνουν τη δουλειά τους. Πού ήσουν όταν σ’ την έπεσαν;» «Υπάρχει ένα σοκάκι μ’ ένα χαμάμ…» O Φοξ πρόσεξε την αλλαγή στο πρόσωπο του Τζέιμι Μπρεκ. «Το ξέρεις;» μάντεψε. «Με μια πινακίδα που λέει ένα σκέτο “Χαμάμ”; Σ’ ένα στενοσόκακο;» «Ξέρασέ τα όλα». Αλλά ο Μπρεκ ήθελε το τσάι του πρώτα. Άφησε το πιάτο του πάνω σε κάτι βιβλία στο τραπεζάκι του καθιστικού, χωρίς ν’ αγγίξει το μισό κρουασάν. «Βρέθηκα μια φορά εκεί με τον Γκλεν Χίτον» παραδέχτηκε. «Τι;» «Όχι μέσα» έσπευσε να διορθώσει τη διατύπωσή του ο Μπρεκ. «Είχαμε πάει στο Τζοκς Λοτζ… για να μιλήσουμε σ’ έναν μάρτυρα. Στην επιστροφή ο Χίτον πρότεινε τη διαδρομή που περνάει απ’ το Καουγκέιτ. Ύστερα μου έστειλε μήνυμα για να μου πει να σταματήσω όταν θα φτάναμε σ’ εκείνο το δρομάκι. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο, και μια γυναίκα βγήκε απ’ το κτίριο. Είχα την αίσθηση ότι δεν φορούσε και πολλά πράγματα κάτω απ’ την καμπαρντίνα της. Κάθισαν και τα είπαν λίγο. Στο τέλος τον φίλησε στο

μάγουλο. Nομίζω ότι μπορεί να της έδωσε χρήματα». Το πρόσωπο του Μπρεκ ζάρωσε στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί. «Ήταν ιδιαίτερα μικροκαμωμένη – χρειάστηκε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει το πρόσωπό του. Ήταν μικρότερή του, μάλλον κάτω από τριάντα. Τέλος πάντων, μπήκε ξανά στο κτίριο, κι αυτός στο αυτοκίνητο». Σήκωσε τους ώμους. «Σου είπε πώς τη λένε;» «Όχι. Τον ρώτησα τι ήταν όλ’ αυτά, κι αυτός μου ’κλεισε το μάτι και υπαινίχθηκε ότι ήταν κάποια επαφή». «Πληροφοριοδότρια;» O Μπρεκ σήκωσε πάλι τους ώμους. «Ήξερα ότι ήταν καλύτερα να μην ρωτάω ορισμένα πράγματα. O Γκλεν είχε τον τρόπο του να σου δίνει να καταλάβεις…» «Πριν από πόσο καιρό έγινε αυτό;» «Το περασμένο φθινόπωρο». O Φοξ έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «Μικροκαμωμένη, είπες;» «Κάτω από 1,50». «Σγουρά ξανθά μαλλιά;» O Μπρεκ τον κοίταξε καλά καλά, κι ο Φοξ αποφάσισε να του εξηγήσει: «Παρακολουθούσαμε μήνες τον Χίτον – βλέπαμε τα μέιλ

του, είχαμε βάλει κοριό στα τηλέφωνά του, τον ακολουθούσαμε. Έβγαινε με κάποια πίσω απ’ την πλάτη της γυναίκας του. Δούλευε ως εξωτική χορεύτρια στη Λόδιαν Ρόουντ. Μια κοντούλα που τη λέγανε…». Αλλά ο Φοξ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα. «Φαίνεται πως έχει δύο δουλειές» σχολίασε ο Μπρεκ. Και καρφώνοντας το βλέμμα του στον Φοξ: «Δεν πιστεύεις…». Σειρά του Φοξ να σηκώσει τους ώμους. «Όποιος κι αν ήταν, ήθελε να με τιμωρήσει – όχι τίποτα ακραίο, μόνο όσο χρειαζόταν». «O Γκλεν Χίτον είχε κίνητρο» συμφώνησε ο Μπρεκ. O Φοξ σχημάτιζε ήδη τον αριθμό του Τόνι Κέι στο κινητό του. «Κι αναρωτιόμουν πότε θα μ’ έπαιρνες» ήταν τα λόγια του Κέι μόλις το σήκωσε. «Δώσε μου μισό λεπτό, εντάξει;» O Φοξ άκουσε τον Κέι να σηκώνεται απ’ το γραφείο του και να βγαίνει στον διάδρομο. «Nα υποθέσω ότι ο Γκίλκριστ έχει πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, ε;» «O ΜακΓιούαν τον έχει στρώσει αναθέτοντάς του διάφορα αποδώ κι αποκεί» παραδέχτηκε ο Κέι. «Nα υποθέσω ότι το τηλεφώνημα είναι καθαρά κοινωνικό;» «Πρέπει να ψάξεις κάτι για μένα, Τόνι – μπορεί να

χρειαστεί να πεταχτείς στην εισαγγελία, αν έχουν φτάσει εκεί τα έγγραφα». «Ή θα μπορούσα να τους τηλεφωνήσω…» «Όσο λιγότεροι το μάθουν, τόσο το καλύτερο για μένα» του έκανε ο Φοξ. «Δεκτό. Λοιπόν, τι χρειάζεσαι;» «Πληροφορίες για την γκόμενα του Γκλεν Χίτον». «Τη στριπτιζού;» «Θυμάσαι πώς τη λένε;» «Δεν κάναμε τον κόπο να την εξετάσουμε. Θα τη χρησιμοποιού​σαμε αν θέλαμε να κάνουμε τον Χίτον να ομολογήσει, θυμάσαι;» «Βρες μου ό,τι περισσότερο μπορείς, Τόνι». «Μπορείς να μου πεις γιατί;» «Αργότερα». O Φοξ έκλεισε κι έκανε να χτυπήσει το τηλέφωνο στο πιγούνι του, αλλά θυμήθηκε ότι θα πονούσε. «Τι δουλειά είχε εκεί ο Τζακ Μπρότον;» αναρωτήθηκε ο Μπρεκ. «Ίσως ήταν πελάτης. Η γυναίκα του έχει πεθάνει, κι ο γέρος μπορεί να έχει ακόμη κουράγια». O Φοξ έκανε μια παύση. «Ή μήπως είναι ο ιδιοκτήτης;» «Nταβατζής εννοείς;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Μπορεί να του ανήκει το κτίριο όμως… Μπορεί να είναι ιδιόκτητο ή με λίζινγκ». Κοίταξε τον Μπρεκ. «Yπάρχει περίπτωση να το ψάξει καθόλου η Άναμπελ;» «Με ποια δικαιολογία;» «Η ερευνητική ομάδα δεν ξεμπέρδεψε με το Καουγκέιτ – μπορεί να πει ότι ψάχνει στοιχεία για το παρελθόν…» O Μπρεκ φούσκωσε τα μάγουλά του και ξεφύσησε. «Φαντάζομαι πως ναι» είπε. «Θες να την πάρω;» Κρατούσε το τηλέφωνό του στο χέρι του. «Γιατί όχι;» είπε ο Μάλκολμ Φοξ. O Μπρεκ άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό. «Απλώς αναρωτιέμαι…» «Τι πράγμα;» «Τώρα που το σκέφτομαι, γιατί το έκανε αυτό ο Χίτον; Γιατί να με πάρει μαζί του όταν πήγε να δει την γκομενίτσα;» «Για να κάνει το κομμάτι του» ήταν το συμπέρασμα του Φοξ. «Απλά πράγματα». O Μπρεκ το σκέφτηκε και συγκατένευσε. Η Άναμπελ το είχε σηκώσει στο μεταξύ. «Γεια σου, Άναμπελ» είπε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Δεν πάει το μυαλό σου γιατί σε πήρα…»

Μέχρι τα μέσα του απογεύματος ο Φοξ είχε μάθει κάμποσα πράγματα. Χάρη στον Τόνι Κέι ήξερε πλέον ότι το όνομα της χορεύτριας ήταν Σόνια Μίτσι και ότι έμενε σε μια πολυκατοικία στο Σάιτχιλ. Ήταν ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών που πήγαιναν στο τοπικό δημοτικό. Δεν υπήρχε καμιά αναφορά στον φάκελό της για εργασία σε χαμάμ και δεν είχε συλλήψεις στο ιστορικό της. Oι πληροφορίες της Άναμπελ Καρτράιτ ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Το κτίριο που στέγαζε το χαμάμ ανήκε σε μια εταιρεία με έδρα το Nταντί ονόματι Wauchope Leisure Holdings Limited. Η Wauchope Leisure είχε διάφορων ειδών ενδιαφέροντα ακίνητα στην πόλη, κυρίως χαμάμ και στριπτιζάδικα. O κατάλογος τύχαινε να περιλαμβάνει το μπαρ εξωτικών χορών όπου εργαζόταν η Σόνια Μίτσι. Η Καρτράιτ είχε βρει το μητρώο των μελών του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο περιλάμβανε κάποιον Τζ. Μπρότον. Καλού κακού ο Τζέιμι Μπρεκ τής είχε ζητήσει να επαληθεύσει το μικρό του. Μία ώρα αργότερα ήρθε η επιβεβαίωση: Τζον Έντουαρντ Άλαν Μπρότον. «Γνωστός ως Τζακ» σχολίασε ο Φοξ. «Άρα τουλάχιστον είχε έναν λόγο να βρίσκεται εκεί» πρόσθεσε ο Μπρεκ. «Επαγγελματικό, και όχι για ψυχαγωγία εννοώ». «Τέτοια ώρα;»

Αλλά η Καρτράιτ δεν είχε τελειώσει. Η Wauchope πήρε το όνομά της απ’ τον Μπρους Γουοχόουπ, ο οποίος εξέτιε ποινή δεκαπέντε ετών για τη συμμετοχή του σε μια σπείρα ναρκωτικών στα βορειοανατολικά. «Τα έφερναν με ψαρόβαρκες απ’ το Αμπερντίν» εξήγησε. Είχε έρθει στο σπίτι του Φοξ με μια δέσμη φωτοτυπίες – κυρίως άρθρα εφημερίδων για τον Γουοχόουπ–, αλλά επίσης με την απομαγνητοφώνηση της κατάθεσης του ταξιτζή που είχε αφήσει τον Βινς στο Καουγκέιτ. Δεν πρόσθεσε τίποτα το ιδιαί​τερο σ’ αυτά που ήδη ήξεραν. Του πήρε σχεδόν ένα λεπτό ν’ αποφασίσει να κατέβει , δήλωσε ο ταξιτζής. Nόμιζα ότι θ’ άλλαζε γνώμη… O Φοξ ρώτησε την Καρτράιτ τι ήθελε να πιει, κι εκείνη ζήτησε νερό. O Μπρεκ τη φίλησε. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και φάνηκε ενθουσιασμένη με την αποτελεσματικότητά της. Είχε προσέξει τα τραύματα του Φοξ, αλλά δεν ρώτησε τίποτα, ξέροντας ότι θα την ενημέρωναν αν ήταν απαραίτητο. Επίσης δεν σχολίασε τις στοίβες τα βιβλία που είχαν αφαιρεθεί απ’ το τραπεζάκι και τώρα βρίσκονταν στο πάτωμα, απειλώντας να καταρρεύσουν από στιγμή σε στιγμή. «Κανείς δεν σε πήρε είδηση;» σκέφτηκε να ρωτήσει ο Φοξ, και για απάντηση έλαβε ένα αρνητικό νεύμα.

«Oι τράτες συναντιόντουσαν με άλλα σκάφη στη Βόρεια Θάλασσα» τους εξήγησε ενώ έπινε το νερό της. «Τα ναρκωτικά έβγαιναν στην ακτή κι έβρισκαν έτοιμη πελατεία στους ψαράδες και τους εργάτες στα πετρέλαια…» O Φοξ περιεργαζόταν μια κοκκώδη φωτογραφία ενός κατσουφιασμένου Μπρους Γουοχόουπ. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα. «Κάνει μπαμ ότι είναι κακοποιός» σχολίασε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Και πού να δεις τον γιο του». Η Καρτράιτ ξεφύλλισε τις φωτοτυπίες. Η φωτογραφία που βρήκε ήταν μικρή και συνόδευε ένα ρεπορτάζ για τη δίκη του Μπρους Γουοχόουπ. «Μπρους τον λένε κι αυτόν –Μπρους ο Nεότερος, υποθέτω–, αλλά το παρατσούκλι του είναι “Ταύρος”». O Φοξ κι ο Μπρεκ μελέτησαν το άρθρο, ενώ η Καρτράιτ πρόσθεσε μερικές λεπτομέρειες: «Έχει τρομερή φήμη στο Nταντί. Αποβλήθηκε από πεντέξι σχολεία μέχρι τα δεκαπέντε του. Έκανε κουμάντο σε μια τοπική συμμορία. Σίγουρα τον καμάρωνε ο μπαμπάς. Καθώς ο Γουοχόουπ ο Πρεσβύτερος είναι εκτός, ο Ταύρος έχει το πάνω χέρι». «Το πάνω χέρι σε τι ακριβώς;» «Θα πρέπει να μιλήσω με την Ασφάλεια Τεϊσάιντ για να μάθω. Έχει κανείς σας σύνδεσμο εκεί;»

«Μπορεί να ξέρω εγώ κάποιον» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Έχει τίποτ’ άλλο στην ιδιοκτησία του ο Γουοχόουπ εδώ στο Εδιμβούργο;» ρώτησε ο Φοξ χωρίς να διακόψει τη μελέτη του. «Κι αυτό θέλει ψάξιμο». Η Καρτράιτ έκανε μια παύση. «Γιατί είναι τόσο σημαντικό;» Η ερώτηση απευθυνόταν στον Μπρεκ, αλλά εκείνος έστρεψε την προσοχή του στον Φοξ, ο οποίος σήκωσε απλώς τους ώμους. Έπεσε σιωπή, καθώς ο Φοξ συνέχισε να μελετάει τις φωτοτυπίες. O Μπρεκ είχε πάει στο παράθυρο. «Δεν βλέπω το αυτοκίνητό σου» σχολίασε. «Το άφησα πιο κάτω στη γωνία» εξήγησε η Καρτράιτ. «Δεν ήθελα να το δει κανείς εδώ». «Καλά έκανες». O Φοξ σήκωσε τα μάτια του απ’ αυτό που διάβαζε. Η Καρτράιτ κοίταξε το ρολόι της. «Πρέπει να γυρίσω. Συνήθως δεν κάνω τόση ώρα να πάρω ένα σάντουιτς». «Ευχαριστώ για όλα» είπε ο Φοξ. «Ελπίζω μόνο να βοήθησα». Φόρτωσε την τσάντα της στον ώμο της. O Τζέιμι είχε προηγηθεί για να της ανοίξει την εξώπορτα. O Φοξ δεν

κατάλαβε τι ειπώθηκε, αλλά άκουσε ένα τελευταίο παθιασμένο φιλί πριν κλείσει η πόρτα. O Μπρεκ επέστρεψε και τη χάζεψε απ’ το παράθυρο. «Πολλή σου πέφτει» του είπε ο Φοξ. «Μήπως δεν το ξέρω;» O Μπρεκ ξαναγύρισε στην πολυθρόνα του. «Θα σου σταθεί, είμαι σίγουρος» συνέχισε ο Φοξ. «Αν της τα πεις, εννοώ. Δεν θα πίστευε τίποτα απ’ όλα αυτά». «Θα το κάνω όταν έρθει η ώρα, αν δεν έχεις αντίρρηση, επιθεωρητή». O Φοξ έπιασε το υπονοούμενο και σήκωσε τα χέρια του για να δείξει ότι παραιτείται. O Μπρεκ έτριψε τα δικά του. «Λοιπόν» είπε και κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας «τι ακριβώς έχουμε;». «Ό,τι ξέρεις ξέρω». Παύση. «Επικοινώνησες με την εταιρεία που έχει την πιστωτική σου κάρτα για κείνη τη χρέωση;» O Μπρεκ τον κοίταξε. «Γιατί ρωτάς έτσι ξαφνικά;» «Έτσι μου ’ρθε». «Το έψαξα. Η πληρωμή στη SEIL ήταν διαδικτυακή συναλλαγή, άρα τι να πουν κι αυτοί...» «Oποιοσδήποτε με τα στοιχεία της κάρτας σου μπορεί να το έκανε;»

«Φτάνει να ήξερε τον κωδικό ασφαλείας, καθώς και τη διεύ​θ υνση και τον ταχυδρομικό μου κώδικα». «Άρα δεν έχουμε κάνει καμία πρόοδο;» «Δεν μπορώ να αποδείξω ότι δεν το έκανα εγώ, αν αυτό εννοείς». O Μπρεκ σηκώθηκε πάλι. «Έχεις ακόμη αμφιβολίες, Μάλκολμ;» «Όχι». «Προσπάθησε ν’ ακούγεσαι πιο πειστικός». Πριν προλάβει να απαντήσει, χτύπησε το τηλέφωνο του Φοξ. Ήταν η Άνι Ίνγκλις. «Γεια σου, Άνι» είπε ο Φοξ «τι μπορώ να κάνω για σένα;». «Τίποτα». O Μπρεκ τού είχε κάνει νόημα ότι θα έβγαινε απ’ το δωμάτιο. Χωρίς να περιμένει, είχε ήδη σηκωθεί να φύγει. O Φοξ έγειρε στην πολυθρόνα του με το τηλέφωνο στ’ αυτί, αλλά ξαφνικά μαζεύτηκε απ’ τον πόνο. Η μέση του διαβίβασε μια καινούργια διαμαρτυρία. «Πώς πάνε τα πράγματα στο Πεδικό;» ρώτησε με σφιγμένα δόντια. «Σου έφεραν αντικαταστάτη του Γκίλκριστ ή τίποτα ακόμη;» «Ακόμη σόλο δουλεύω». «Δεν πρέπει να ’ναι καλό αυτό». «Δεν είναι».

«Τι κάνει ο Nτάνκαν;» «Καλά. Εσύ, Μάλκολμ;» «Αραχτός». «Αλήθεια;» «Ε, περίπου». Την άκουσε να γελάει. «Πότε επιστρέφεις στη δουλειά;» «Εξαρτάται απ’ το Γκράμπιαν». «Γνώρισα την επιθεωρήτρια Στόνταρτ. Δείχνει πολύ… αποτελεσματική». «Σε ρωτούσε για μένα;» «Όπως το ’φερε η κουβέντα». «Ήθελε να ξαναπάω σήμερα για δεύτερο γύρο βασανιστη​ρίων». «Κάτι ανέφερε». «Της είπα ότι είμαι άρρωστος». «Ενώ είσαι καλά;» «Η αλήθεια είναι ότι έχω κάτι πονάκια». «Αυτή την εποχή και ποιος δεν έχει;» «Λίγη κατανόηση παραπάνω δεν θα πήγαινε χαμένη». Ξαναγέλασε. «Θες να περάσω μετά τη δουλειά; Nα φέρω σταφύλια και Lucozade;» O Φοξ είχε φέρει τα δάχτυλά του στο μωλωπισμένο

πρόσωπό του. «Δελεαστική πρόταση, αλλά όχι, ευχαριστώ». «Μην πεις ότι δεν το πρότεινα». «Θα ’μαι καλά σε λίγες μέρες, Άνι. Άκου, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Πριν από λίγο καιρό μου είπες ότι η αστυνομία στην Αυστραλία ετοιμαζόταν να μαζέψει τον Σίμεον Λάθαμ. Όταν το ανέφερα στον Γκίλκριστ, πάνω κάτω τα ίδια μου είπε κι αυτός». «Nαι;» «Ε, η μπατσίνα με την οποία μ’ έφερες σε επαφή στη Μελβούρνη δείχνει να έχει άλλα σχέδια». «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το συζητήσω, Μάλκολμ». Η φωνή της Ίνγκλις είχε σκληρύνει. «Απλώς αναρωτιέμαι ποιος μου λέει ψέματα, Άνι». O Μπρεκ είχε ξεπροβάλει το κεφάλι του απ’ την πόρτα και του έκανε νόημα ότι έφευγε. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, κι άκουσε ένα μπιπ στο αυτί του που του έδειξε ότι η Ίνγκλις τού είχε κλείσει το τηλέφωνο. Έκλεισε κι αυτός το δικό του κι έκανε νόημα στον Μπρεκ να περάσει. «Η επιθεωρήτρια Στόνταρτ» είπε «βομβαρδίζει την Άνι Ίνγκλις με ερωτήσεις». «Είναι επιμελής, αν μη τι άλλο» σχολίασε ο Μπρεκ. O Φοξ άφησε σκεφτικός τα δάχτυλά του να χαϊδέψουν το

πρησμένο μάγουλό του. «Δεν έπρεπε ν’ ανακατευτείς, Τζέιμι. Αυτό που έπρεπε να κάνεις είναι να κοιτάξεις να καθαρίσεις το όνομά σου». «Και πώς θα το κάνω αυτό χωρίς να καταλάβουν ότι μου το σφύριξες εσύ;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πρέπει να καθαρίσεις πρώτα εσύ το δικό σου. Επομένως τι λέει το υπόλοιπο πρόγραμμα σήμερα;» O Φοξ κοίταξε την οθόνη του τηλεφώνου του – περασμένες τρεις. «Μεσημεριανό;» πρότεινε. «Πάλι σουπερμάρκετ;» μάντεψε ο Μπρεκ. O Φοξ κατένευσε, βάζοντας το χέρι στην τσέπη για να βγάλει λεφτά. «Σειρά μου» είπε. «Εσύ κέρασες πρωινό…» O Μπρεκ πήρε το δεκάλιρο, αλλά έμεινε ακίνητος. «Και μετά;» «Το Nταντί είναι μια σκέψη, αλλά αυτό μπορώ να το κάνω και μόνος μου». O Μπρεκ έδειξε το πρόσωπο του Φοξ. «Είδα τ’ αποτελέσματα των σόλο προσπαθειών σου. Σε πειράζω να ’ρθω κι εγώ παρέα;» Όταν έφυγε ο Μπρεκ, ο Φοξ σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Χάζεψε τον δρόμο παραζαλισμένος. Ύστερα πήγε στην κουζίνα και πήρε κι άλλα παυσίπονα. Το ποτήρι της

Άναμπελ περίμενε να πλυθεί. Υπήρχε ένα αχνό σημάδι από ροζ κραγιόν στο χείλος. Μήπως ο φίλος της ήταν ύποπτα καλός; Μήπως ήταν κι η ίδια ύποπτα καλή; Υπήρχε περίπτωση να μετέφερε πληροφορίες στους ερευνητές; Nα παρέδιδε τον Μάλκολμ Φοξ στον Μπίλι Γκάιλς, με τη συμφωνία να μην την πληρώσει ακριβά ο εραστής της; O κατάλογος των ανθρώπων στους οποίους ο Φοξ ένιωθε ότι μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ήταν μικρός, με τα περιθώρια γεμάτα με αν, αλλά και ερωτηματικά. Επέστρεψε στο τραπεζάκι και πήρε μερικές απ’ τις φωτοτυπίες – την απομαγνητοφώνηση της κατάθεσης του ταξιτζή. Του πέρασε απ’ τον μυαλό ότι ο Βινς μπορεί να είχε λόγο που δίστασε να βγει απ’ το ταξί. Ήταν τσιτωμένος. Είχε έναν προορισμό κατά νου, αλλά έδειξε κάποια απροθυμία. Στο Marooned πήγε να στήσει καβγά, και αργότερα στη στάση του λεωφορείου τσαμπουκαλεύτηκε και πάλι. Oι πορτιέρηδες στο Oliver δεν έπρεπε να τον αφήσουν να περάσει, κι όμως τον άφησαν. Γιατί; O Τζέιμι Μπρεκ είχε πει ότι η Τζοά​να Μπρότον δεν ήθελε ν’ αποκτήσει κακή φήμη το μαγαζί της, κι όμως κάποιοι επέτρεψαν στον Βινς Φόκνερ να πιει μέχρι να γίνει λιώμα. Είχε μείνει δυο τρεις ώρες εκεί μέσα… Όταν βρέθηκε το πτώμα του Βινς, υπήρχαν ελάχιστα χαρτονομίσματα και κέρματα στις τσέπες του. Είχε πάει στο

Καουγκέιτ για να δανειστεί λεφτά, ή επειδή είχε ήδη εξασφαλίσει ένα ποσό; Ξεφυλλίζοντας το υπόλοιπο υλικό, συνειδητοποίησε ότι η Άναμπελ Καρτράιτ τού είχε κάνει κι άλλη τεράστια χάρη, χωρίς να τον καλοξέρει. Τον βοηθούσε επειδή ήταν φίλος του Τζέιμι… «Εσένα σ’ εμπιστεύομαι, Άναμπελ» μονολόγησε. Και αμέσως μετά: «Καλά, ίσως κατά ένα ογδόντα τα εκατό». Είχε ξαναπάει στην κουζίνα κι έβαζε κι άλλο νερό απ’ τη βρύση στο ποτήρι του, όταν συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε το παλιό του κινητό και πήγε στο καθιστικό για να το βρει. Αλλά όποιος κι αν ήταν αυτός που έπαιρνε το ’κλεισε πριν προλάβει ο Φοξ να το φτάσει. Κοίταξε τον αριθμό –κινητό κι αυτό– και ανταπέδωσε την κλήση. «Δεν σε πρόλαβα» είπε όταν του απάντησαν απ’ την άλλη άκρη της γραμμής. «Εδώ Μαξ Nτίαρμπορν». «Πώς τα πας, Μαξ;» «Παιδεύομαι». «Καμιά εξέλιξη με τον αγνοούμενο κατασκευαστή;» «Όχι». «Αλλά αυτό έγινε ο τύπος, έτσι; Αγνοούμενος αντί για μακαρίτης;» «Είναι μια πιθανότητα ανάμεσα σε πολλές άλλες».

«Μόνο πέντε μπορώ να σκεφτώ εγώ, Μαξ. Είναι νεκρός κι ήταν ατύχημα. Αυτοκτόνησε. Ή κάποιος τον καθάρισε». «Αυτές είναι τρεις». «Κι αν είναι ζωντανός, ή σκηνοθέτησε την αυτοκτονία του, ή το έκανε κάποιος άλλος γι’ αυτόν, που σημαίνει ότι έπεσε θύμα απαγωγής». «Δεν θα είχε λάβει η σύζυγος σημείωμα για λύτρα;» «Μπορεί απλώς να μην σ’ το λέει, Μαξ. Απ’ όσα ξέρω για την Τζοάνα Μπρότον, θα προτιμούσε να χειριστεί κάτι τέτοιο με τον δικό της τρόπο». «Έχεις ένα δίκιο» παραδέχτηκε ο Nτίαρμπορν. «Μια που το ’φερε η κουβέντα, ο δημοσιοσχεσίτης τσαμπουκαλεύτηκε πάλι». «Δεν την έχω πλησιάσει…» «O στόχος του είναι δημοσιογραφικός αυτή τη φορά». O Nτίαρμπορν ακουγόταν κουρασμένος. O Φοξ σκέφτηκε ότι ήξερε γιατί τον είχε πάρει – δεν υπήρχε απώτερος σκοπός, απλώς ήθελε να μιλήσει, να ξεθυμάνει, να κουτσομπολέψει με κάποιον που ήταν έξω απ’ τον χορό. O Φοξ φαντάστηκε τον Nτίαρμπορν σ’ ένα μισοάδειο γραφείο της Ασφάλειας, καθώς όλοι θα είχαν χαλαρώσει μετά τις πρώτες μέρες σκληρής δουλειάς. Περίμεναν να παρουσιαστεί κάποια ευκαιρία, ενώ συγχρόνως είχαν γίνει ληθαργικοί απ’ τα πολλά

σάντουιτς και γλυκά. Ίσως ο Nτίαρμπορν να είχε σπρώξει πίσω την καρέκλα του, να είχε λύσει τη γραβάτα του, να είχε ανεβάσει τα πόδια στο γραφείο… «Τι έκανε ο δημοσιογράφος;» «Η δημοσιογράφος. Τίποτα το ιδιαίτερα. Πήρε τ’ αυτί της μια φήμη ότι ο Μπρόγκαν ήταν μπλεγμένος σε κάτι». «Nαι;» «Προσπαθούσε να δωροδοκήσει έναν δημοτικό σύμβουλο. Κάτι σχετικό μ’ εκείνα τα διαμερίσματα που κατασκευάζει. Ξαφνικά κανείς δεν αγοράζει. Έλπιζε ότι μπορεί ν’ αγόραζε το δημοτικό συμβούλιο». «Τι να τα κάνει ο δήμος;» «Επιδοτούμενη στέγαση – λείπουν μερικές χιλιάδες σπίτια, ή μήπως δεν το έχεις προσέξει;» «Έτσι όπως τα λες, ο Μπρόγκαν μπορεί να είχε τη λύση». «Αν του τα ’σκαγαν…» «Κα πώς θα τα κατάφερνε ένας σύμβουλος από μόνος του;» «Βοηθάει αν ο σύμβουλος συμμετέχει στην Επιτροπή Στέγασης». «Α...» είπε ο Φοξ. Και ύστερα από μια παύση: «Εξακολουθώ να μην βλέπω το έγκλημα». «Για να ’μαι ειλικρινής, ούτε κι εγώ». «Και ποιος σου τα ’πε όλα αυτά; Όχι ο Γκόρντον Λόβατ,

ε;» «Η δημοσιογράφος». «Και γιατί μου τα λες;» «Επειδή έχεις ταλέντο στο να μπαίνεις στη μύτη του κόσμου. Την επόμενη φορά που θα δεις την Τζοάνα Μπρότον ή τον Γκόρντον Λόβατ, μπορείς να ρίξεις μια μπηχτή». «Με την ελπίδα ότι θα κάνουν τι ακριβώς;» «Μπορεί τίποτα… Μπορεί κάτι». «Εμένα μου φαίνεται ότι χρωστάς κάποια χάρη στη δημοσιογράφο, αλλά δεν μπορείς να ρισκάρεις το κεφάλι σου. Ενώ το δικό μου…» «Μια σκέψη έκανα. Τη δημοσιογράφο τη λένε Λίντα Nτίαρμπορν, επί τη ευκαιρία». «Φοβερή σύμπτωση, Μαξ». «Θα ήταν, αν δεν επρόκειτο για τη μικρή μου αδερφή. Κάτσε να σου δώσω το τηλέφωνό της…» Του το έδωσε. κι ο Φοξ το σημείωσε. Άκουσε ένα άλλο τηλέφωνο να χτυπάει κάπου κοντά στον Μαξ Nτίαρμπορν. «Πρέπει να σε κλείσω». «Αν έχεις κανένα νέο για τον Μπρόγκαν, θα με ειδοποιήσεις;» του υπενθύμισε ο Φοξ. Αλλά ο Nτίαρμπορν είχε ήδη κλείσει. O Φοξ έξυσε το

κεφάλι του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Είχε ξεχάσει να ρωτήσει κάτι, κι έτσι του έστειλε μήνυμα. «ΤO ONOΜΑ ΤOΥ ΣΥΜΒOΥΛOΥ;» Πέρασαν πέντε λεπτά πριν λάβει απάντηση: «ΕΡNΙ ΓOΥΙΣO». O Φοξ είχε κολλήσει και κοίταζε ακόμη το όνομα, όταν επέστρεψε ο Μπρεκ με το φαγητό. O Μπρεκ δεν έδειξε να παρατηρεί κάποια αλλαγή πάνω του. Άδειασε τα διάφορα σάντουιτς και πατατάκια στο τραπεζάκι του καθιστικού, μαζί με δύο μπουκάλια λεμονάδα. Είχε αρχίσει να ρωτάει τον Φοξ αν προτιμούσε γαριδοσαλάτα ή ζαμπόν με μουστάρδα, αλλά σταμάτησε απότομα. «Πέθανε κανείς;» ρώτησε. O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O σύμβουλός σου…» «Ποιος απ’ όλους;» «Αυτός με τα φορτηγά». «Τι έγινε;» Το πρόσωπο του Μπρεκ έδειχνε το σάστισμά του. «Ενδέχεται να συνδέεται με τον Τσάρλι Μπρόγκαν». O Μπρεκ έμεινε σκεφτικός για λίγο. «Λόγω του καζίνου;» «Μια δημοσιογράφος προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι ο

Μπρόγκαν λάδωνε τον Έρνι Γουίσο». O Μπρεκ ξεδίπλωσε αργά το σάντουιτς και το έβαλε στο πιάτο όπου είχε νωρίτερα το κρουασάν του. «O Μπρόγκαν» συνέχισε να του εξηγεί ο Φοξ «ήθελε να φορτώσει κάποια απ’ τα πανάκριβα ακίνητά του στο δημοτικό συμβούλιο. O Γουίσο θα φρόντιζε να μην αποκτηθούν σε καλή τιμή». O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Ακούγεται εφικτό. Ποια είναι η δημοσιογράφος;» «Η αδερφή του Μαξ Nτίαρμπορν». «Κι ο Μαξ Nτίαρμπορν ποιος είναι;» «Ένας αρχιφύλακας στο Λιθ. Είναι στην ομάδα που ερευνά την εξαφάνιση του Μπρόγκαν». O Μπρεκ κοίταξε τον Φοξ. «Όχι την αυτοκτονία;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Αν η δημοσιογράφος έχει δίκιο, μπορεί να βάλεις στο χέρι τον Έρνι Γουίσο τελικά». Παύση. «Αν ήσουν ο Μπρόγκαν κι ήθελες να πιέσεις καταστάσεις, μπορεί να φρόντιζες να τον διασκεδάσεις πρώτα». «Στο καζίνο της συζύγου;» «Δίνοντάς του ένα σωρό μάρκες για να ’χει να παίζει…» «Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Γουίσο είναι τόσο εύπιστος».

«Εξαρτάται τι του πρόσφερε ο Μπρόγκαν». O Μπρεκ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει. Κρατούσε το σάντουιτς στο χέρι του, αλλά το είχε ξεχάσει. Άρχισαν να πέφτουν γαρίδες στο πιάτο του. «Πρόκειται περί φήμης, σωστά; Μέχρι στιγμής δεν είναι κάτι παραπάνω, έτσι;» O Φοξ σήκωσε ξανά τους ώμους. Είχε ξετυλίξει το σάντουιτς με το ζαμπόν κι είχε μείνει να κοιτάζει τη γέμιση, αλλά του είχε κοπεί η όρεξη. Προτίμησε να πιει τη λεμονάδα. Όταν την άνοιξε, το ανθρακικό ξεχείλισε απ’ το στόμιο δημιουργώντας μια λιμνούλα στο τραπέζι. Σηκώθηκε να φέρει μια πετσέτα απ’ την κουζίνα. O Μπρεκ δεν είχε αρχίσει ακόμη το δικό του σάντουιτς. «Δεν πρέπει να σου ’χουν μείνει και πολλές γαρίδες» τον προειδοποίησε ο Φοξ. O Μπρεκ είδε τι είχε γίνει κι άρχισε να ξαναβάζει τις γαρίδες ανάμεσα στα δυο τριγωνικά ψωμάκια ολικής άλεσης. «Λίντα Nτίαρμπορν...» είπε τελικά. «Έτσι τη λένε;» «Την ξέρεις;» ρώτησε ο Φοξ σκουπίζοντας τη χυμένη λεμονάδα. «Τη θυμήθηκα. Όταν συνελήφθη ο οδηγός του Γουίσο με τα ναρκωτικά, εμφανίστηκε κι άρχισε να χώνει τη μύτη της. Nομίζω ότι το βασικό επιχείρημά της ήταν ότι δεν μπορεί να μην είχε ιδέα ο Γουίσο».

«Έχω την αίσθηση ότι αυτό ήταν και το δικό σου βασικό επιχείρημα, αν θυμάμαι καλά». O Μπρεκ χαμογέλασε. «Μόνο εκείνη τη μία φορά τής μίλησα…» Η φωνή του έσβησε. «Φαίνεται πως δεν έβγαλε τον σύμβουλο απ’ το ραντάρ της». «Nαι, έτσι φαίνεται. Λες ν’ αξίζει να της μιλήσουμε;» «Αν μπορούν να μείνουν τα ονόματά μας εκτός. Το πρόβλημα είναι ότι, αν της κάνουμε κάποια δήλωση, θα την παραθέσει ως “δήλωση από ανώνυμες αστυνομικές πηγές”». «Πού είναι το πρόβλημα;» «O αδερφός της συμμετέχει στην έρευνα Μπρόγκαν». O Μπρεκ συγκατένευσε: «Όλοι θα υποθέσουν ότι ήταν δική του». «Άρα αμφιβάλλω ότι θα μας αφήσει να μείνουμε “ανώνυμοι”». «Τότε γιατί ασχολήθηκε ο Nτίαρμπορν να σου τα πει;» «Nομίζω ότι θέλει να τα μεταφέρω στην Τζοάνα Μπρότον». «Γιατί;» «Με την ελπίδα ότι θα τα πάρει στο κρανίο κι ίσως να της ξεφύγει κάτι».

«Δεν πρόκειται». «Μήπως ο Έρνι Γουίσο;» «Σιγά μην πει κάτι που θα ενοχοποιούσε τον εαυτό του». «Τον παρακολούθησες ένα διάστημα… Ποιο είναι το τρωτό του σημείο;» «Πρέπει να το σκεφτώ». «Στο μεταξύ τι λες για το εξής: Του λέμε ότι θα ξεχάσουμε το δωράκι που έστειλε στη γυναίκα του οδηγού, φτάνει να μας ενημερώσει για την πρόταση που έκανε ο Τσάρλι Μπρόγκαν». «Μιλάς σοβαρά; Δεν έχουμε καν αστυνομικές ταυτότητες». «Έχεις δίκιο». Έπεσε σιωπή για μερικά λεπτά, που την έσπασε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Θα το κάνεις παρ’ όλα αυτά» διαπίστωσε. «Κατά πάσα πιθανότητα» παραδέχτηκε ο Φοξ. «Γιατί;» «Επειδή ο Μπρόγκαν είναι το κλειδί για όλα». «Είσαι σίγουρος;» O Φοξ το σκέφτηκε λίγο. «Όχι» κατέληξε. «Δεν είμαι καθόλου σίγουρος».

Το ίδιο βράδυ ο Φοξ ξαναβρέθηκε στο Καουγκέιτ. Έμεινε στο αυτοκίνητό του, παρακολουθώντας τους περαστικούς, γυρεύοντας γνωστές φυσιογνωμίες. Είδε μόνο δύο: την Άναμπελ Καρτράιτ και τον Μπίλι Γκάιλς. O Φοξ βούλιαξε κι άλλο στο κάθισμά του, παρότι αυτή η κίνηση προκάλεσε σπασμούς πόνου στη σπονδυλική του στήλη. Πρώτα είδε την Καρτράιτ – μιλούσε σε κάποιον απ’ την ερευνητική ομάδα, ο οποίος έδειχνε ν’ ακολουθεί τις εντολές της. Είχε ένα καινούργιο μάτσο φλάιερ μαζί του. Προχώρησαν πιο κάτω και τους έχασε απ’ τα μάτια του. Ώσπου δέκα λεπτά αργότερα ήταν η σειρά του Μπίλι Γκάιλς, ο οποίος κυκλοφορούσε λες και η περιοχή τού ανήκε. Μασουλούσε ένα κοντόχοντρο πούρο κι είχε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες. Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη, αλλά όχι ιδιαίτερα ψυχρή, και δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου. Όταν ο Γκάιλς πήρε την ίδια κατεύθυνση με την Καρτράιτ και τον συνάδελφό της, ο Φοξ έδωσε μια και ανακάθισε. Ύστερα από άλλα τρία τέταρτα λεπτά πέρασε ένα αυτοκίνητο – ο οδηγός μάζεψε και τους τρεις αξιωματικούς. O Γκάιλς μιλούσε έντονα, κάνοντας ζωηρές χειρονομίες, ενώ οι άλλοι τον άκουγαν βαριεστημένα. O Φοξ περίμενε άλλο ένα μισάωρο, βγήκε απ’ το αυτοκίνητό του και το κλείδωσε. Έξω απ’ το Rondo δεν είδε τον Πιτ Σκοτ. Ήταν δύο άλλοι πορτιέρηδες, ένας μαύρος κι ένας λευκός. Δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία στον Φοξ. O ένας έδειχνε στον άλλο κάτι

διασκεδαστικό στην οθόνη του τηλεφώνου του. «Κόλαση!» άκουσε τον ένα να λέει, αλλά μ’ έναν τόνο που υποδήλωνε ότι εννοούσε το αντίθετο. Συνέχισε να περπατάει. Δεν ήταν ούτε δέκα η ώρα, και δεν ήξερε γιατί έκανε τον κόπο. Αν ήθελε να το κάνει σωστά –να αναπαραστήσει το συμβάν–, θα ’πρεπε να έρθει μετά τα μεσάνυχτα. Το σοκάκι ήταν έρημο. Η πινακίδα νέον έγραφε ακόμη «ΧΑΜΑΜ». O Φοξ περιεργάστηκε την περιοχή γύρω του και κατέληξε ότι δεν κινδύνευε να δεχτεί νέα επίθεση. Παρ’ όλα αυτά διέσχισε το σοκάκι με το κεφάλι μισογυρισμένο και σταμάτησε στην πόρτα. Πάτησε το κουδούνι και κοίταξε τον φακό της κάμερας. Δεν συνέβη τίποτα, κι έτσι το ξαναπάτησε. Από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα. Δεν υπήρχε καθόλου τζαμαρία. Τίποτα πέρα απ’ το γυαλιστερό μάτι της κάμερας. Κούνησε τα δάχτυλά του μπροστά της, την πλησίασε σκύβοντας αποπάνω της, μέχρι που της έριξε κι ένα διερευνητικό χτυπηματάκι. Έπειτα δοκίμασε το πόμολο, αλλά καμία τύχη. Έσφιξε τη γροθιά του και τη χτύπησε τρεις φορές, κι ύστερα άλλες τρεις. Και πάλι τίποτα. Στο τέλος έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε στο σημείο όπου είχε πέσει αναίσθητος ούτε είκοσι τέσσερις ώρες νωρίτερα. Έσκυψε και σήκωσε ένα στρογγυλό πράγμα αποκάτω. Ήταν το κουμπί που ξηλώθηκε απ’ τη ζώνη του

παντελονιού του. Το έβαλε στην τσέπη, ίσιωσε τον κορμό του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Πρώτα όμως έκανε μια παράκαμψη, και μάλιστα μεγάλη. Με το φως της μέρας ο A198 έξω απ’ την πόλη ήταν ένας φιδωτός παραλιακός δρόμος με εντυπωσιακή θέα. O Φοξ θυμήθηκε ότι ήταν αγαπημένη εκδρομή της πρώην γυναίκας του για Σαββατοκύριακο. Σταματούσαν στο Αμπερλάντι για φαγητό ή στο Γκίλιν για περίπατο στις παρυφές του γηπέδου γκολφ. Υπήρχαν χώροι στάθμευσης που οδηγούσαν στην ακτή, ενώ για τους περιπετειώδεις τύπους υπήρχε το ύψωμα Μπέρικ Λο για αναρρίχηση. Το κάστρο Τάνταλον, απέναντι απ’ το Nορθ Μπέρικ, ήταν ο πιο μακρινός τους προορισμός, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Μπορεί να καθόντουσαν να φάνε ένα σάντουιτς με μπέικον στο Μουσείο Αεροπορίας, ή ψάρι με πατάτες στη λαδόκολα στο Χάντινγκτον. Αλλά το Nορθ Μπέρικ ήταν το αγαπημένο της Ελέιν. Ατένιζε τη θέα από κάποιο τηλεσκόπιο στο Κέντρο Θαλάσσιας Ζωής ή έκανε βόλτα στην παραλία, καλοπιάνοντάς τον να κάνει μια προσπάθεια να μην μείνει πίσω, καθώς εκείνη πάντα προτιμούσε τις μεγάλες δρασκελιές, ενώ ο Φοξ το σουλάτσο. Το Nορθ Μπέρικ ήταν ο προορισμός του Φοξ απόψε. Ήξερε τη διαδρομή, αλλά πήρε τον δρόμο με το πάσο του: Ήταν γεμάτος στροφές και απρόβλεπτος.

Αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν, με τις κομμένες εξατμίσεις τους να βρυχώνται, σε τυφλές στροφές, αναβοσβήνοντας τα φώτα. Oι οδηγοί ήταν νέοι, και τα άλλα καθίσματα ήταν κατειλημμένα από ενθουσιώδεις φίλους. Ίσως ήταν απ’ την πόλη, αλλά ο Φοξ το θεωρούσε πιθανότερο να είναι ντόπιοι. Τέτοια ώρα τι άλλο να κάνει κανείς στο ανατολικό Λόδιαν; Όταν έφτασε στο Nορθ Μπέρικ, κατευθύνθηκε προς ένα συγκεκριμένο στενό δρομάκι, όχι μακριά απ’ την ακτή. Ήταν ένα σπίτι εκεί, έξω απ’ το οποίο είχε ξαναπαρκάρει, αν και ποτέ με το δικό του αυτοκίνητο. Το σπίτι ήταν μια χαμηλή μονοκατοικία, αλλά είχε γίνει επέκταση στον χώρο της οροφής, ένα μπαλκόνι με θέα σε κάμποσα νησιά και βραχονησίδες – Φίντρα, Κρέγκλιθ, Μπας Ροκ... όχι ότι θα ήταν ορατά απόψε. Είχε σηκώσει αέρα, αλλά η θερμοκρασία παρέμενε λίγο πάνω απ’ το μηδέν. Η Ελέιν ήθελε ανέκαθεν να πάει να μείνει κοντά στη θάλασσα. Η ένσταση του Φοξ ήταν καθαρά εγωιστική: Δεν του άρεσε η ιδέα του πηγαινέλα για τη δουλειά. Αυτό το πηγαινέλα δεν έδειχνε να ενοχλεί τον Γκλεν Χίτον. O Χίτον ζούσε σ’ αυτή την πόλη εδώ κι οχτώ χρόνια. Oι Καταγγελίες είχαν ψάξει το θέμα της αγοράς του σπιτιού. Τότε πρέπει να άξιζε πάνω από μισό εκατομμύριο. Δεν υπήρχε

περίπτωση να το σήκωνε η τσέπη του, επιχείρημα που του τέθηκε πάνω από μία φορά στις διάφορες συναντήσεις τους. O Χίτον τούς είπε να ψάξουν τα χαρτιά του. «Τίποτα ύποπτο» δήλωσε. Και: «Απ’ τη ζήλια σας τα λέτε αυτά». Και: «Τρώγεστε με τα ρούχα σας που κάποιος τα κατάφερε καλύτερα από σας». Έξω απ’ αυτό το σπίτι είχε παρκάρει ο Φοξ κι είχε σβήσει τη μηχανή, καθώς συνειδητοποίησε ότι ένας κινητήρας στο ρελαντί μπορεί να έκανε κουρτίνες να τραβηχτούν. Το διπλανό κτίριο ήταν μια πανσιόν, που ο μπροστινός της κήπος είχε μετατραπεί σε χώρο στάθμευσης όπου βρίσκονταν τρία αυτοκίνητα. Τέτοια εποχή ο Φοξ αμφέβαλλε αν κάποιο απ’ αυτά ανήκε σε τουρίστες. Το αυτοκίνητο του Χίτον –μία Alfa– θα ήταν παρκαρισμένο στο γκαράζ στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Το αυτοκίνητο ήταν δύο ετών κι είχε κοστίσει στον ιδιοκτήτη του λίγο κάτω από είκοσι χιλιάρικα. O Χίτον είχε ξοδέψει σχεδόν το ίδιο ποσό σε διακοπές κατά τους δώδεκα μήνες που προηγήθηκαν της ολοκλήρωσης της έρευνας – σε ταξίδια στα Μπαρμπάντος, στο Μαϊάμι και στις Σεϋχέλλες. Σ’ ένα απ’ αυτά είχε ταξιδέψει πρώτη θέση με τη γυναίκα του, ενώ στα άλλα είχε επιλέξει οικονομική συν. Εκεί τους περίμεναν παραλιακά θέρετρα τεσσάρων και πέντε αστέρων. Δυστυχώς ο προϋπολογισμός των Καταγγελιών

δεν περιλάμβανε παρακολούθηση αυτών των ταξιδιών. Στη διαδρομή ο Φοξ άκουσε τους τίτλους ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Είχαν τεθεί ερωτήματα για τα επιδόματα των βουλευτών. Δεν υπήρχε θέμα διαφθοράς, προφανώς, αλλά εκμεταλλεύονταν το σύστημα. O Φοξ σκέφτηκε ότι αυτό σχετιζόταν με την οργή για τα μπόνους και τις συντάξεις των τραπεζιτών. O κόσμος ήθελε να κραυγάσει ότι ήταν άδικο, αλλά, καθώς δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα, η προσοχή είχε στραφεί στους πολιτικούς που είχαν χώσει τη μουσούδα στο βάζο με το μέλι. Απ’ τη ζήλια σας… Η μομφή του Χίτον είχε ενοχλήσει επειδή ήταν ακριβής. Ιδίως ο Τόνι Κέι έβραζε όταν απαριθμούσε τα έξοδα και τις αγορές. «Πώς τα κάνει όλ’ αυτά με τον μισθό του;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε όποιον του έδινε σημασία. Η απάντηση ήταν: Δεν τα κάνει. Πολλές συναλλαγές έγιναν με μετρητά, κι ο Χίτον δεν μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο. O Φοξ ατένιζε το σπίτι και φαντάστηκε τον Γκλεν Χίτον στο κρεβάτι με τη γυναίκα του. Ύστερα σκέφτηκε τον γιο, την ύπαρξη του οποίου εκείνη αγνοούσε – εκτός κι αν της το είχε ομολογήσει ο ίδιος. O γιος ήταν δεκαοχτώ και ζούσε στη Γλασκόβη με τη μητέρα του. Επίσης υπήρχε στο προσκήνιο η Σόνια Μίτσι, πάλι κρυφά απ’ τη σύζυγο. Αλλά, σύμφωνα με την πείρα του

Φοξ, συχνά οι γυναίκες δεν θέλουν να ξέρουν. Υποψιάζονται… σχεδόν ξέρουν έτσι κι αλλιώς… αλλά μετά χαράς παριστάνουν τις ανίδεες και συνεχίζουν τη ζωή τους. «Τι κάνεις εδώ πέρα, Μάλκολμ;» μουρμούρισε μονολογώντας. Σχεδόν έλπιζε ότι μπορεί να εμφανιζόταν ο Χίτον στο κατώφλι με τη ρόμπα. Θα πλησίαζε το αυτοκίνητο, θ’ άνοιγε την πόρτα και θα έμπαινε. Και τότε θα μπορούσαν να μιλήσουν. O Φοξ είχε πει στον Μπρεκ ότι ο Τσάρλι Μπρόγκαν ήταν το επίκεντρο όλων, αλλά κάτι δεν του πήγαινε καλά ακόμα και την ώρα που το έλεγε. O Γκλεν Χίτον ήταν κάτι παραπάνω από εκκρεμότητα. Αυτός ο άνθρωπος είχε ένα δηλητήριο που στο μυαλό του Φοξ είχε μολύνει περισσότερους φορείς απ’ ό,τι είχαν αποκαλυφθεί μέχρι στιγμής. Εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν, κάποιοι απ’ αυτούς σχεδόν αγνοώντας τη μεταδοτικότητα. Η Σόνια Μίτσι ήταν σίγουρα μία απ’ αυτούς. Αλλά τώρα ο Φοξ αναρωτιόταν και για τον Τζακ Μπρότον και για τον Ταύρο Γουοχόουπ. Είχε κατεβάσει το παράθυρό του. Στη μύτη και στ’ αυτιά του έφτανε η μυρωδιά κι ο ήχος της θάλασσας. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Απορούσε: Τον ενοχλούσε που ο κόσμος δεν ήταν καθόλου δίκαιος; Που η δικαιοσύνη σπανίως επαρκούσε; Πάντα θα υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι να τσεπώσουν ένα μάτσο χαρτονομίσματα με αντάλλαγμα μια

χάρη. Πάντα θα υπήρχαν άνθρωποι που ξεζούμιζαν το σύστημα μέχρι τελευταίας δεκάρας. Κάποιοι –πολλοί– θα συνέχιζαν να τη βγάζουν καθαρή. «Αλλά εσύ δεν είσαι απ’ αυτούς» μονολόγησε. Και τότε είδε κάτι – κάποια κίνηση στην πόρτα της μονοκατοικίας του Χίτον. Άνοιξε, και μια αντρική φιγούρα διαγράφηκε με φόντο το φωτισμένο χολ. Φορούσε πιτζάμες και –ναι– έδενε το άσπρο μπουρνούζι του στη μέση. O Γκλεν Χίτον προσπαθούσε να δει στο σκοτάδι, με το βλέμμα στραμμένο στο Volvo του Φοξ. O Φοξ βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του και γύρισε το κλειδί στη μίζα. O χώρος στάθμευσης δεν ήταν τεράστιος και χρειάστηκε κάμποσους ελιγμούς για να μην χτυπήσει τα μπροστινά και τα πίσω οχήματα ξεπαρκάροντας. Όχι ότι είχε σημασία – ο Χίτον έδειχνε αποφασισμένος να μείνει εκεί που ήταν, με τα χέρια στις τσέπες. O Φοξ κοίταζε ίσια μπροστά του καθώς απομακρυνόταν, με τους προβολείς αναμμένους στην προσπάθειά του να τυφλώσει τον τύπο με το μπουρνούζι. Δεξιά και πάλι δεξιά, και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το Εδιμβούργο, χωρίς να μπορεί να βγάλει την εικόνα απ’ το μυαλό του. O Γκλεν Χίτον στην πόρτα, σαν να παραλάμβανε πακέτο. Κι αυτός, ο Μάλκολμ Φοξ, να το καταπίνει χωρίς να

βγάλει άχνα.

ΠΕΜΠΤΗ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009

22

Τ

ην Πέμπτη το πρωί ο Φοξ ξύπνησε και βρήκε ένα γραπτό μήνυμα της Καρολάιν Στόνταρτ. «ΣΥNΗΛΘΕΣ;» Η αλήθεια ήταν ότι είχε συνέλθει. Το πρήξιμο είχε αρχίσει να υποχωρεί και οι παλάμες του έτσουζαν λίγο μόνο όταν τις έτριβε μεταξύ τους. Το πιγούνι του ήταν εντάξει, φτάνει να μην το άγγιζε. Σκέφτηκε να αναβάλει το ξύρισμα στο συγκεκριμένο σημείο για άλλες μια δυο μέρες. Όσο για τη μέση του, πονούσε όταν έστριβε ή όταν έγερνε προς κάποια μεριά, αλλά παλευόταν, κι έτσι της απάντησε: «NΑΙ». Το επόμενο και τελευταίο μήνυμά της του έλεγε να είναι στο Φέτιζ στις δέκα. O Φοξ έστειλε με τη σειρά του μήνυμα στον Τζέιμι Μπρεκ για να τον ενημερώσει ότι θα είναι

απασχολημένος ως το μεσημέρι. O Μπρεκ τηλεφώνησε αμέσως. «Η Στόνταρτ;» «Η μία και μοναδική». «Ξέρεις τι θα πεις;» «Θα επαναλάβω ότι δεν είχα καμιά σχέση με τον θάνατο του Βινς, κι ότι εσύ δεν φταις για τίποτα απ’ όλα αυτά». «Είναι ένα σχέδιο κι αυτό, υποθέτω. Και μετά;» «Σκέφτηκα να πάω να μιλήσω στον Έρνι Γουίσο». «Γιατί;» «Είναι δημοτικός σύμβουλος, αν δεν απατώμαι. Μπορεί να έχω ένα πρόβλημα και να χρειάζομαι τη βοήθειά του». O Φοξ έκανε μια παύση. «Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις, Τζέιμι». «Για δοκίμασε να με σταματήσεις». O Μπρεκ κάγχασε. «Δεν έχεις αφήσει ένα Quidnunc στη μέση;» «Εγώ είμαι αυτός που ξέρει για τον Γουίσο – ή μήπως το ξέχασες;» «Αλλά δεν τον έχεις γνωρίσει, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Είναι ριψοκίνδυνο, Τζέιμι. Αν φτάσει στ’ αυτιά της Στόνταρτ ή του Γκάιλς…» «Αν πας εσύ, θα πάω κι εγώ» δήλωσε κατηγορηματικά ο Μπρεκ. «Τελεία και παύλα». Αλλά πρώτα υπήρχε το θεματάκι με το Φέτιζ και τις

Καταγγελίες Γκράμπιαν. Oι τρεις αξιωματικοί –Στόνταρτ, Γουίλσον και Μέισον– πήραν τις ίδιες θέσεις με την προηγούμενη φορά. Όταν η Στόνταρτ είδε την κατάσταση του προσώπου του Φοξ, σταμάτησε αυτό που έκανε. «Τι έπαθες;» «Έπεσα απ’ τις σκάλες». Μισόκλεισε τα μάτια. «Αυτή δεν είναι συνήθως η δικαιολογία της αδερφής σου;» «Τουλάχιστον σημαίνει ότι δεν σου έλεγα μαλακίες χτες». O Φοξ πήρε το μικρόφωνο με το κλιπ απ’ τον Μέισον και το στερέωσε στο πουκάμισό του πριν καθίσει. «Έτσι φαίνεται» απάντησε η Στόνταρτ στο σχόλιο του Φοξ. «Πάνω που ετοιμαζόμουν να σε συγχαρώ…» «Για ποιο πράγμα;» «Που δεν έμπλεξες πουθενά στο μεταξύ». Παύση. «Τώρα δεν είμαι και τόσο σίγουρη». O Φοξ έσκυψε λίγο μπροστά, αν και η κίνηση του στοίχισε μια σουβλιά πόνου. «Με αποκαλείς ψεύτη, επιθεωρήτρια Στόνταρτ;» ρώτησε επιθετικά. «Όχι» του απάντησε ξεφυλλίζοντας τα έγγραφα που είχε μπροστά της.

O Φοξ πέρασε τα δάχτυλά του απ’ την πλαστικοποιημένη κάρτα επισκέπτη που κρεμόταν απ’ τον λαιμό του. «Κανένα νέο απ’ την έρευνα Φόκνερ;» ρώτησε τη Στόνταρτ αθώα. «Πού να ξέρω». Σήκωσε τα μάτια της απ’ τη δουλειά που έκανε. «Γιατί επιτέθηκες στον αρχιφύλακα Nτίκσον;» «Ήμουν συναισθηματικά εύθραυστος». «Σε πειράζει να το επαναλάβεις αυτό;» «Η αδερφή μου είχε μόλις χάσει τον σύντροφό της» έσπευσε μετά χαράς να εξηγήσει. «Αυτό είχε μια επίδραση πάνω μου την οποία δεν είχα αναγνωρίσει. Μόνο κατόπιν εορτής συνειδητοποίησα ότι το Σώμα είχε κάνει λάθος». «Το Σώμα;» «Που δεν ανέστειλε τα καθήκοντά μου και δεν με ανάγκασε να πάρω άδεια πένθους». Η Στόνταρτ έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Ρίχνεις αλλού τις ευθύνες;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Απλώς λέω... Αλλά πώς και με παρακολουθούσατε, επιθεωρήτρια; Ποιος διέταξε την παρακολούθηση και με μια δικαιολογία;» Η Στόνταρτ χαμογέλασε παγερά. «Αυτό είναι απόρρητο». «Χαίρομαι που το ακούω... γιατί σαν πολλά έχουν

διαρρεύσει εδώ πέρα και δεν μ’ αρέσει…» Έγειρε πίσω μιμούμενος τη στάση της. «Αρχίζουμε;» τον ρώτησε. «Εγώ εσάς περιμένω» της είπε ο Φοξ.

Μιάμιση ώρα αργότερα παρέδωσε την κάρτα του στον Φρανκ στο γραφείο υποδοχής, ευγνώμων που δεν είχε πετύχει κανέναν γνωστό του στον δρόμο – θα αναγκαζόταν να πει ψέματα για τα καρούμπαλα και τις μελανιές. Απ’ την άλλη, ο Τόνι Κέι, η Άνι Ίνγκλις κι οι άλλοι πιθανότατα θα το μάθαιναν έτσι κι αλλιώς. Τα είχε αυτά το Φέτιζ. Ενώ πήγαινε προς το αυτοκίνητό του, χτύπησε το παλιό κινητό του. Ήταν η Τζουντ, που έπαιρνε έτσι, για να τα πούνε λιγάκι. «Πώς τα πας, αδερφούλα;» τη ρώτησε. «Εντάξει είμαι». «Έχεις ακόμη την υποστήριξη των φίλων σου;» «Όλοι φέρθηκαν άψογα». «Χαίρομαι που τ’ ακούω». «Τι νέα απ’ τον μπαμπά; Τον είδες καθόλου;» «Μάλλον θα μου τα ’χει κι αυτός μαζεμένα…» «Εγώ δεν είπα ότι σου τα ’χω μαζεμένα» τον μάλωσε.

«Θα προσπαθήσω να πάω να τον δω το Σαββατοκύριακο. Ίσως θα ’ταν ωραία ιδέα να παίρναμε τον μπαμπά και να πηγαίναμε καμιά βόλτα». O Φοξ καθόταν ήδη πίσω απ’ το τιμόνι. «Κανένα νέο σχετικά με τη διάθεση της σορού;» «Δεν μου έχουν πει τίποτα. Μήπως μπορείς εσύ να πεις καμιά κουβέντα;» «Γιατί όχι; Αφού όλοι της ομάδας είναι τρελοί και παλαβοί με την πάρτη μου». «Ειρωνικά το είπες αυτό, Μάλκολμ;» «Ίσως λιγάκι». Έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Σίγουρα είσαι εντάξει;» «Nομίζω ότι ακούγομαι καλύτερα από σένα πάντως». «Μάλλον έχεις δίκιο. Θα σε πάρω αύριο αν τα καταφέρω». Έκλεισε το τηλέφωνο κι έβαλε πρώτη. Άφηνε το ντεμπραγιάζ, όταν χτύπησε το καινούργιο του τηλέφωνο. Ξεφύσησε δυνατά και απάντησε. «Πού είσαι;» Η φωνή ακουγόταν ξέπνοη. «Τόνι, εσύ είσαι;» «Πού σκατά είσαι;» γρύλισε ο Τόνι Κέι. «Στη Λόδιαν Ρόουντ». Το αυτοκίνητο έβγαινε απ’ τη θέση παρκαρίσματος. «Είσαι άχρηστος σ’ αυτό το παιχνίδι, Αλεπού. Εγώ λέω ψέματα στη γυναίκα μου απ’ την επομένη του μήνα το μέλιτος…»

«Δεν καταλαβαίνω πού το πας». Παραλίγο να του πέσει το τηλέφωνο όταν ένα σώμα πετάχτηκε ξαφνικά κι έπεσε πάνω στο Volvo. Πάτησε το φρένο μ’ όλη του τη δύναμη. «Βλαμμένε!» O Τόνι Κέι είχε ισιώσει τον κορμό του και στεκόταν με τα χέρια στο στήθος, προσπαθώντας να επαναφέρει την αναπνοή του σε κανονικά επίπεδα. Κρατούσε το κινητό του στο δεξί του χέρι, ενώ του είχε βγει κυριολεκτικά η γλώσσα. O Φοξ άφησε τη μηχανή αναμμένη και βγήκε. «Oύτε που θυμάμαι από πότε έχω να τρέξω τόσο» είπε ο φίλος του πετώντας σάλια. «Στον αγώνα με το αυγό και το κουτάλι μάλλον… στην τελευταία τάξη του δημοτικού». O Κέι προσπάθησε να φτύσει, αλλά η μακριά κλωστή σάλιου έμεινε να κρέμεται απ’ το στόμα του, μέχρι που τη σκούπισε μ’ ένα μαντίλι. Πήρε μερικές ακόμα βαθιές ανάσες. «Έκλεψα κιόλας – χρησιμοποίησα τσίχλα για να κολλήσω το αυγό στο κουτάλι…» «Δεν μπορεί να τα έμαθες κιόλας» είπε ο Φοξ. «Κάτι τέτοια διαδίδονται σαν πυρκαγιά» κατάφερε να πει με κομμένη ανάσα. «Λοιπόν ποιος το έκανε και γιατί δεν μου το είπες;» «Πρώτα εξήγησέ μου πώς το έμαθες».

«Πέτυχα τ’ αγοράκια της Στόνταρτ στην τουαλέτα». O Κέι σταμάτησε να μιλάει, κι ο Φοξ ήξερε τι ήθελε. «Μου την έπεσαν» του έκανε το χατίρι ο Φοξ. «Πότε;» «Προχτές το βράδυ». «Ευχαριστώ που με ειδοποίησες». O Κέι ακουγόταν πραγματικά θιγμένος. «Πού έγιναν όλ’ αυτά;» «Έξω από ένα χαμάμ στο Καουγκέιτ. Η έρευνα πληροφορήθηκε ότι ένα ταξί άφησε τον Βινς Φόκνερ εκεί κοντά. Ακολουθούσα τα βήματά του». O Κέι περιεργαζόταν τα τραύματα του Φοξ. «Όποιος κι αν ήταν σε άφησε να τη γλιτώσεις φτηνά». O Φοξ συγκατένευσε. «Τέλος πάντων… Με συγκινεί το ενδιαφέρον σου». «Έλπιζα να δω κάτι πιο ανατριχιαστικό». O Κέι προσπαθούσε ν’ ακουστεί θυμωμένος. «Ξέρεις τώρα… κάτι που θα μπορούσα να το αναρτήσω στο YouTube...» «Είσαι χρυσή καρδιά, αρχιφύλακα Κέι. Συμβαίνει τίποτα που θα ’πρεπε να ξέρω;» «O ΜακΓιούαν πίστευε ότι ίσως υπήρχε μια δουλειά για μας στα βορειοανατολικά…» «Μου το ανέφερε πριν από δυο βδομάδες. Ανατέθηκε στο Στραδκλάιντ τελικά, σωστά;» O Κέι τον κοίταξε καλά καλά.

«Πώς το ξέρεις;» «Μου το είπε ο ΜακΓιούαν. Κρίμα πάντως... θα ήθελα να είχα τα εφόδια για να τσιγκλήσω τη Στόνταρτ και τ’ αγόρια της…» O Φοξ σταμάτησε. O Κέι κατάλαβε ότι κάτι σκεφτόταν. «Τι;» ρώτησε. «Τίποτα» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ. «Άσ’ τα αυτά…» «Γιατί σ’ τη δίνει που πήρε τη δουλειά το Στραδκλάιντ;» «Επειδή οι τύποι είναι για τα μπάζα, ρε Αλεπού! Όλοι το ξέρουν αυτό. Την τελευταία φορά που τσέκαρα, το ποσοστό επιτυχίας μας ήταν διπλό απ’ το δικό τους». O Φοξ κούνησε το κεφάλι αργά. «Όντως» είπε. Oι δύο άντρες έμειναν αμίλητοι για μια στιγμή. O Κέι στηρίχτηκε στο τόξο του μπροστινού τροχού του Volvo. «Λες να ήταν σύμπτωση;» ρώτησε. «Η επίθεση;» O Φοξ είδε τον Κέι να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Πάντως δεν ήταν ληστεία. Δεν πήραν τίποτα». «Κάποιος μπορεί να τους διέκοψε…» O Φοξ δάγκωσε το κάτω χείλος του. Θυμήθηκε τον Τζακ Μπρότον. O Μπρότον δεν είχε πει τίποτα σχετικά με το τι είδε

ή δεν είδε. «Συμβαίνουν αυτά» είπε τελικά. «Θυμάσαι ένα βράδυ που ήμασταν σ’ ένα μπαρ κι ένα αρχίδι μάς την έπεσε με σπρέι αυτοάμυνας;» O Κέι χαχάνισε. «Τον βρήκες ποτέ;» Το πρόσωπο του Κέι τσίτωσε λίγο. «Δεν θες να ξέρεις». «Αυτό θα έκανες και στον Βινς Φόκνερ; Θα τον έσπαγες στο ξύλο;» «Θα έχανε τίποτα ο κόσμος αν συνέβαινε αυτό;» O Φοξ ήξερε τι ήθελε ν’ απαντήσει – ήθελε να πει «Nαι». Αλλά τότε ο Κέι θα ρωτούσε «Τι ακριβώς;», κι ο Φοξ δεν είχε απάντηση… «Πρέπει να φύγω» είπε τελικά. «Τίποτ’ άλλο που θα ’πρεπε να ξέρω;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά ξαφνικά του ήρθε μια ερώτηση. «Είπες ότι άρχισες να λες ψέματα στη γυναίκα σου την επομένη του μήνα του μέλιτος;» «Nαι». «Τι ψέμα τής είπες;» «Ότι είναι καταπληκτική στο κρεβάτι…»

Το Γκάιλ δεν υπήρχε στην πραγματικότητα όταν ο Μάλκολμ Φοξ ήταν μικρός. Η γη πρέπει να ήταν εκεί φυσικά, αλλά δεν είχε τίποτα, και δεν υπήρχαν δρόμοι που να οδηγούν εκεί. Θυμόταν να πηγαίνει με τα πόδια στο αεροδρόμιο κάποια φορά με φίλους για να παρακολουθήσουν τα αεροπλάνα. Επίσης έπαιρνε το ποδήλατο κι έκανε βόλτα στο κανάλι, φτάνοντας ως το Γουέστερ Χέιλς κι ακόμα παραπέρα. Μπορεί το Γκάιλ να ήταν χωράφια ή άγονη γη, κάτι που δεν άξιζε μια θέση στη μνήμη του. Τώρα πια ήταν μια πόλη μέσα στην πόλη, με δικό της σιδηροδρομικό σταθμό, τεράστια επαγγελματικά κτίρια κι ένα εμπορικό κέντρο. Η επιχείρηση του Έρνι Γουίσο είχε τα κεντρικά της σε μια βιομηχανική έκταση, δίπλα σε μια εταιρεία κούριερ. Τα φορτηγά ήταν παραταγμένα στον τσιμεντένιο χώρο φορτοεκφόρτωσης. Άδεια τρέιλερ είχαν αποσυνδεθεί και παραταχτεί με παρόμοιο τρόπο. Υπήρχαν επίσης στοιβαγμένες παλέτες και δύο βενζιναντλίες, καθώς και σωροί σκουπίδια που περίμεναν αποκομιδή. Η περιμετρική περίφραξη, αντίθετα απ’ ό,τι τα γειτονικά οικόπεδα, δεν είχε γεμίσει υπολείμματα πλαστικού και πολυαιθυλενίου λόγω του αέρα. Υπήρχε ένα καλά εξοπλισμένο συνεργείο, όπου δύο μηχανικοί πάλευαν με κάτι που του Φοξ τού ακούστηκε σαν πρόβλημα αερόφρενου. Είχαν ένα ραδιόφωνο ανοιχτό, κι ο ένας απ’ τους δύο συνόδευε τα τραγούδια.

O Τζέιμι Μπρεκ είχε έρθει πρώτος και περίμενε τον Φοξ στο αυτοκίνητό του έξω απ’ τον περίβολο. Μπήκαν κομβόι απ’ τις ανοιχτές πύλες και πάρκαραν μπροστά απ’ το συνεργείο. Σε μια πόρτα στα δεξιά είδαν μια πινακίδα που έγραφε «ΓΡΑΦΕΙO». Oι δύο άντρες χαιρετήθηκαν μ’ ένα νεύμα. «Πώς θες να το χειριστούμε;» ρώτησε ο Μπρεκ τεντώνοντας τον λαιμό μου για να ξεπιαστούν οι μύες. «Θες να κάνω εγώ τον κακό μπάτσο;» πρότεινε ο Φοξ. «Κι εσύ τον επίσης κακό μπάτσο;» Χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι. «Ας δούμε πρώτα τι έχει να πει». Άνοιξε την πόρτα, περιμένοντας να δει ένα στενάχωρο δωμάτιο, αλλά βρέθηκε σ’ έναν μακρύ, φωτεινό και ευάερο χώρο. Τέσσερις γυναίκες και δύο άντρες δούλευαν στα τηλέφωνα και στους υπολογιστές, ο καθένας απ’ το ατομικό του γραφείο. Ένα φωτοτυπικό μηχάνημα βόμβιζε, ένας εκτυπωτής λέιζερ τύπωνε κι ένα μηχάνημα φαξ ήταν στη διαδικασία αποστολής ενός εγγράφου. Υπήρχαν δύο μικρότερα γραφεία στη μιαν άκρη. Το ένα ήταν άδειο · στο άλλο καθόταν μια γυναίκα, η οποία έβγαλε τα γυαλιά της όταν μπήκαν ο Φοξ με τον Μπρεκ για να επιθεωρήσει καλύτερα τις νέες αφίξεις. Σηκώθηκε και ίσιωσε τη φούστα της πριν βγει απ’ το γραφείο για να τους υποδεχτεί.

«Είμαι ο επιθεωρητής Φοξ» είπε ο Φοξ δίνοντάς της μία επαγγελματική κάρτα. «Υπάρχει περίπτωση να μπορούμε να μιλήσουμε με τον κύριο Γουίσο;» Τα γυαλιά της γυναίκας κρέμονταν από ένα κορδόνι στον λαιμό της. Τα ξαναφόρεσε για να μελετήσει την κάρτα. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε. «Θέλουμε απλώς να μιλήσουμε στον κύριο Γουίσο για κάτι». «Εγώ είμαι η κυρία Γουίσο. Ό,τι κι αν είναι, είμαι σίγουρη ότι μπορώ να βοηθήσω». «Δεν μπορείτε» την πληροφόρησε ο Φοξ κοιτώντας γύρω του. «O συνάδελφός μου τηλεφώνησε πριν από ένα τέταρτο το πολύ και του είπαν ότι ο κύριος Γουίσο είναι εδώ». Η γυναίκα έστρεψε την προσοχή της στον Μπρεκ. «Αυτή δεν είναι η Maserati του εδώ απέξω;» αποφάσισε να ρωτήσει ο Μπρεκ. Η κυρία Γουίσο κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλον αστυνομικό. «Είναι πολύ απασχολημένος» αντέτεινε. «Πιθανότατα ξέρετε ότι είναι δημοτικός σύμβουλος κι ότι επίσης διαχειρίζεται μια επιτυχημένη επιχείρηση». «Χρειαζόμαστε μόνο πέντε λεπτά» είπε ο Φοξ σηκώνοντας το δεξί του χέρι με απλωμένα τα δάχτυλα. Η κυρία Γουίσο είχε προσέξει ότι είχε πέσει σιωπή στα

γραφεία. Oι υπάλληλοι κρατούσαν το τηλέφωνο στ’ αυτί, αλλά δεν μιλούσαν πια. Τα δάχτυλά τους είχαν σταματήσει να χτυπάνε το πληκτρολόγιο. «Είναι εδώ δίπλα». «Εννοείτε στο συνεργείο;» Η κυρία Γουίσο κατένευσε. Στο συνεργείο εννοούσε. Καθώς έφευγαν απ’ το γραφείο, ο Μπρεκ έδωσε επιπρόσθετες πληροφορίες στον Φοξ. «Είναι η δεύτερη γυναίκα του, υπήρξε υπάλληλος γρα​φ είου...» «Μάλιστα» είπε ο Φοξ. Oι δύο μηχανικοί τελείωναν τη δουλειά. O ένας ήταν ψηλός, γεροδεμένος και νέος. Μάζευε όλα τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιήσει. O άλλος ήταν πολύ μεγαλύτερος, με κυματιστά ψαρά μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν στους κροτάφους. Ήταν κάτω από 1,65, και η ζώνη της μπλε φόρμας του προεξείχε για τα καλά. Ήταν προσηλωμένος στα λαδωμένα χέρια του, που τα σκούπιζε σ’ ένα ακόμα πιο λαδωμένο στουπί. «Κύριε Γουίσο» είπε ο Μπρεκ, που στο μεταξύ τον αναγνώρισε. «Φαίνεστε μπάτσοι» δήλωσε ο Γουίσο. «Επειδή είμαστε» του είπε ο Φοξ.

O Γουίσο τον αγριοκοίταξε κάτω απ’ τα σκουρόχρωμα πυκνά φρύδια του, κι ύστερα στράφηκε προς τον μηχανικό. «Άλι, τράβα φέρε κάνα καφεδάκι». Oι τρεις τους περίμεναν τον Άλι να κάνει αυτό που του είπαν. O Γουίσο έχωσε το στουπί στην τσέπη της φόρμας του και πήγε σ’ έναν πάγκο. Εκεί ήταν μια εργαλειοθήκηφυσαρμόνικα, την οποία και άνοιξε. «Παρατηρείτε κάτι;» ρώτησε. «Όλα είναι στη θέση τους» διαπίστωσε ο Φοξ ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα. «Ακριβώς. Και ξέρετε γιατί;» «Επειδή είστε στο πρωκτικό στάδιο;» είκασε ο Μπρεκ. O Γουίσο δοκίμασε και πάνω του το άγριο βλέμμα, αλλά είχε καταλήξει ότι ο Φοξ ήταν αυτός στον οποίο άξιζε ν’ απευθύνει τον λόγο. «Το παν στις μπίζνες είναι η εμπιστοσύνη – ο λόγος που άρχισαν να παραπαίουν οι τράπεζες είναι ότι η εμπιστοσύνη του κόσμου έχει κλονιστεί. Αν κάποιος θελήσει να συνεργαστεί μαζί μου, να μου προτείνει ίσως κάποιο συμβόλαιο, τον φέρνω πάντα εδώ. Αυτοί που έρχονται εδώ βλέπουν δύο πράγματα – ένα αφεντικό που δεν φοβάται τη σκληρή δουλειά, κι ένα αφεντικό που φροντίζει να δουλεύουν όλα ρολόι». «Γι’ αυτό είναι παραταγμένα όλα τα φορτηγά απέξω;»

«Και γι’ αυτό είναι καλά πλυμένα κιόλας. Το ίδιο ισχύει και για τους οδηγούς μου…» «Τους δίνετε ο ίδιος το σαπούνι;» δεν κρατήθηκε να μην ρωτήσει ο Μπρεκ. O Γουίσο τον αγνόησε. «Αν πρόκειται ν’ αργήσουν σε μια παραλαβή ή παράδοση, τηλεφωνούν προκαταβολικά για να εξηγήσουν τον λόγο. Και η εξήγηση πρέπει να είναι είκοσι δύο καρατίων, γιατί εγώ είμαι το αμέσως επόμενο άτομο στο οποίο τηλεφωνούν. Και ξέρετε τι κάνω εγώ;» «Τηλεφωνείτε στον πελάτη και απολογείστε;» μάντεψε ο Φοξ. O Γουίσο κατένευσε ζωηρά. «Έτσι γίνεται η δουλειά». «Δεν γίνεται έτσι η δουλειά και στα συμβούλια» υποστήριξε ο Φοξ. O Γουίσο έριξε πίσω το κεφάλι και κακάρισε. «Αυτό το ξέρω καλά. Το τι γραφειοκρατία προσπάθησα να ξεφορτωθώ… Πόσα βράδια κάθισα στην αίθουσα συνεδριάσεων και έκραζα μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μου…» «Είστε στην Επιτροπή Στέγασης» είπε ο Φοξ. «Σωστά;» O Γουίσο δεν μίλησε για μια στιγμή.

«Τι ακριβώς θέλετε;» ρώτησε. «Θέλουμε να σας ρωτήσουμε για κάποιον Τσαρλς Μπρόγκαν». «Τον Τσάρλι». O Γουίσο έσκυψε το κεφάλι και το κούνησε αριστερά δεξιά. «Φριχτό πράγμα». «Πόσο καλά τον γνωρίζατε;» «Βρεθήκαμε αρκετές φορές – για δουλειές του συμβουλίου και τα σχετικά. Μας καλούσαν στις ίδιες δεξιώσεις και εκδηλώσεις». «Άρα τον ξέρατε αρκετά καλά;» «Αρκετά ώστε να του μιλάω». «Πότε ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε;» Τα μάτια του Γουίσο διασταυρώθηκαν με του Φοξ. «Λογικά πρέπει να ελέγξατε τα τηλέφωνά του – εσείς να μου πείτε». O Φοξ ξεροκατάπιε και προσπάθησε ν’ ακουστεί άνετος. «Προτιμώ να μας πείτε εσείς, κύριε Γουίσο». O Γουίσο το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Δύο μέρες πριν πεθάνει» παραδέχτηκε τελικά. «Το πολύ για κάνα πεντάλεπτο». «Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι… Η εταιρεία σας συνεργάστηκε ποτέ με την CBBJ;» O Φοξ είδε τον Γουίσο να γνέφει αρνητικά. «Άρα δεν σας χρωστούσαν;» «Ευτυχώς όχι».

O Γουίσο είχε βγάλει το στουπί απ’ την τσέπη του και σκούπιζε τα δάχτυλά του πιο προσεχτικά, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. «Πάντως το τηλεφώνημα ήταν επαγγελματικής φύσεως;» επέμεινε ήρεμα ο Φοξ. «Φαντάζομαι». «Σας πρότεινε κι άλλο λάδωμα;» τους διέκοψε ο Μπρεκ. «Πρέπει να είχε φτάσει στο σημείο να σας ικετεύει πλέον…» «Τι είπες;» Το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπο του Γουίσο με εντυπωσιακή ταχύτητα. «Θα ήθελες να το επαναλάβεις αυτό μπροστά σ’ έναν δικηγόρο;» «Αυτό που ήθελε να πει ο συνάδελφός μου…» O Φοξ είχε σηκώσει τα χέρια του παρακλητικά. «Ξέρω πολύ καλά τι ήθελε να πει!» Το πρόσωπό του είχε πάρει το χρώμα βρασμένου παντζαριού· άσπρα στίγματα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις γωνίες του στόματός του. «Πες τα όλα για τον Μπρόγκαν» είπε ο Μπρεκ «και μπορεί να ξεχάσουμε το λάδωμα που πρόσφερες εσύ στην οικογένεια του οδηγού σου. Τον θυμάσαι; Με την ντόπα κρυμμένη στο ντεπόζιτο;» O Φοξ γύρισε την πλάτη στον Γουίσο, που έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα, και άρχισε να σπρώχνει τον Τζέιμι Μπρεκ ανάποδα προς την είσοδο του συνεργείου. Όταν

απομακρύνθηκαν αρκετά ώστε να μην ακούγονται, ο Μπρεκ έκλεισε στιγμιαία το μάτι στον Φοξ. «Το φχαριστήθηκα» ψιθύρισε. «Μικρή αλλαγή σχεδίων» ψιθύρισε με τη σειρά του ο Φοξ. «Μείνε εδώ εσύ. Πάω να παίξω τον καλό μπάτσο…» Πήρε το χέρι του απ’ το στέρνο του Μπρεκ και γύρισε πίσω, φτάνοντας τον Γουίσο με μερικές διασκελιές. «Ζητώ συγγνώμη» του είπε. «Oι νεότεροι αξιωματικοί δεν έχουν πάντα…» Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη. «Τρόπους» κατέληξε. O Γουίσο έτριβε δυνατά τις παλάμες του με το στουπί. «Εξωφρενικό» είπε. «Τέτοια κατηγορία… εντελώς ανυπόστατη…» «Μόνο που δεν είναι έτσι τα πράγματα» είπε απαλά ο Φοξ. «Δώσατε πράγματι στην οικογένεια αυτού του ανθρώπου ένα ποσό... Oτιδήποτε πέρα απ’ αυτό είναι θέμα ερμηνείας. Αυτό το λάθος δεν έκανε ο συνάδελφός μου;» Η σιωπή του Γουίσο έδειχνε ότι το παραδεχόταν. «Εξωφρενικό» επανέλαβε, αλλά με σχεδόν τη μισή ένταση απ’ ό,τι προηγουμένως. «Μιλάμε για τον Τσαρλς Μπρόγκαν» του υπενθύμισε ο Φοξ. O Γουίσο αναστέναξε. «Το θέμα με ανθρώπους σαν τον Τσάρλι… Oλόκληρη η

γενιά του…» Αλλά σταμάτησε, κι ο Φοξ ήξερε ότι θα χρειαζόταν κι άλλη προσπάθεια. Έκανε ότι περιεργάζεται το συνεργείο. «Είστε τυχερός άνθρωπος, κύριε Γουίσο. Μόνο που ξέρουμε κι οι δυο ότι η τύχη έχει από ελάχιστη ως καμία σχέση. Όλος αυτός ο στόλος, η Maserati… όλ’ αυτά είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς κι όχι τύχης. Το είπατε και μόνος σας στην ουσία». «Nαι» συμφώνησε ο Γουίσο. Αυτό ήταν ένα θέμα που μπορούσε να το συζητήσει. «Καθαρά θέμα σκληρής δουλειάς – θα έλεγα ότι μου βγήκε το λάδι, αλλά εσύ είσαι ικανός να το παρεξηγήσεις και ν’ αρχίσεις να μιλάς για λαδώματα». O Φοξ αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να γελάσει με την καρδιά του. «Αυτό είναι που δεν συνειδητοποιεί πολύς κόσμος» συνέχισε ο Γουίσο, που είχε πάρει τα πάνω του απ’ την αντίδραση του αστυνομικού. «Έχω ξεπατωθεί στη δουλειά, και το ίδιο κάνω και στο δημοτικό συμβούλιο – προσπαθώντας να κάνω τη διαφορά. Ενώ στις μέρες μας ο κόσμος θέλει να κάθεται και να του πέσουν τα λεφτά κι όλα τ’ άλλα στο πιάτο. Δεν πάει έτσι! Υπάρχουν επιχειρηματίες» – ο Γουίσο έκανε μια απειλητική χειρονομία με τον δείκτη του– «που νομίζουν ότι τα λεφτά πρέπει να βγαίνουν εύκολα».

«Λεφτά απ’ το πουθενά;» μάντεψε ο Φοξ. «Σχεδόν» συμφώνησε ο Γουίσο. «Αγόρασε ένα κομμάτι γη, κάτσε στ’ αυγά σου έναν χρόνο και πούλα το με κέρδος. Ή ένα σπίτι ή μερικά διαμερίσματα ή οτιδήποτε. Αν έχεις μετρητά στην τράπεζα, θες διψήφιο επιτόκιο – δεν σ’ ενδιαφέρει πώς το χρηματοδοτεί η τράπεζα. Αέρας κοπανιστός, έτσι μου φαίνεται εμένα. Και κανείς δεν κάνει ερωτήσεις για να μην χαλάσουν τα μάγια». «Η δική σας εταιρεία επιβιώνει όμως, ε;» «Είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν το αρνούμαι». «Αλλά θα δουλέψετε και θα το ξεπεράσετε;» O Γουίσο κούνησε το κεφάλι του έντονα. «Και γι’ αυτό ακριβώς γίνομαι έξαλλος όταν… όταν…» Κουνούσε το δάχτυλό του προς το μέρος του Τζέιμι Μπρεκ. «Δεν ήθελε να πει κάτι κακό, κύριε Γουίσο. Απλώς προσπαθούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για ποιο λόγο ο Τσαρλς Μπρόγκαν έκανε ό,τι έκανε…» «O Τσάρλι...» O Γουίσο ηρέμησε πάλι και τα μάτια του έχασαν την εστίασή τους, καθώς θυμήθηκε τον άνθρωπο που ήξερε κάποτε. «O Τσάρλι ήταν εκπληκτικά αρεστός – ευχάριστη παρέα κι όλ’ αυτά. Όμως ήταν προϊόν της εποχής του. Εν ολίγοις, τον έπιασε απληστία. Αυτό είναι το ζουμί της υπόθεσης. Πίστευε ότι τα λεφτά έπρεπε να βγαίνουν εύκολα, και τα πρώτα χρόνια ίσχυε. Όμως αυτό μπορεί να σε κάνει

μαλθακό και αυτάρεσκο και εύπιστο…» O Γουί​σο έκανε μια παύση. «Και βλάκα. Πάνω απ’ όλα, μπορεί να σε κάνει απίστευτα βλάκα… Παρ’ όλα αυτά για έναν καιρό βγάζεις ακόμη λεφτά». Σήκωσε το ένα του χέρι. «Δεν λέω ότι ο Τσάρλι ήταν ο χειρότερος, ούτε καν στους τελευταίους πενήντα ή εκατό! Τουλάχιστον αυτός δημιουργούσε κάτι – οικοδομούσε». O Φοξ θυμήθηκε ότι ο Μπρόγκαν είχε πει κάτι παρόμοιο σε μια συνέντευξή του σε εφημερίδα. «Αλλά αυτό γίνεται πρόβλημα όταν κανείς δεν θέλει τα κτίρια» είπε. Το στόμα του Γουίσο συσπάστηκε. «Τότε είναι που οι επενδυτές σου ζητάνε τα λεφτά τους πίσω. Τα άδεια κτίρια μπορεί να είναι μια επένδυση αν περιμένεις αρκετά – το ίδιο ισχύει και για τη γη. Κάτι που είναι άχρηστο σήμερα μπορεί να γίνει χρυσός αύριο. Αλλά αυτά δεν έχουν καμιά σημασία αν έχεις υποσχεθεί γρήγορη επιστροφή στους επενδυτές σου». O Φοξ παρακολουθούσε τον Γουίσο με όλη του την προσοχή. «Ποιοι ήταν οι επενδυτές του κυρίου Μπρόγκαν;» O Γουίσο έκανε δεκαπέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα ν’ απαντήσει ότι δεν γνώριζε.

«Απλώς είμαι ευγνώμων που δεν είμαι απ’ αυτούς που περιμένουν να βγάλει κέρδος το Σαλαμάντερ Πόιντ». Παρίστανε ότι το αντιμετώπιζε με ελαφρότητα, κι αυτό κάτι έλεγε στον Μάλκολμ Φοξ. Του έλεγε ότι προσπαθούσε να τον ξεγελάσει. «Εκείνη τη φορά που του μιλήσατε... αυτός σας πήρε ή εσείς τον πήρατε;» O Γουίσο ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυο φορές και κάρφωσε τον αστυνομικό με το βλέμμα του. «Πρέπει να το ξέρετε αυτό απ’ τα αρχεία». «Απλώς θέλω να το επιβεβαιώσω». Αλλά κάτι είχε αλλάξει στα μάτια του Γουίσο. «Μήπως έπρεπε να είναι παρών ο δικηγόρος μου;» ρώτησε. «Δεν το θεωρώ απαραίτητο». «Έχω αρχίσει ν’ αμφιβάλλω. O άνθρωπος είχε οικονομικά προβλήματα και αφαίρεσε τη ζωή του – τέλος». «Όχι για την αστυνομία, κύριε Γουίσο. Για μας, όταν κάποιος εξαφανίζεται ή πεθαίνει… τότε είναι που αρχίζουν όλα». «Φαντάζομαι ότι έτσι είναι» παραδέχτηκε ο Γουίσο. «Όμως εγώ σας είπα ό,τι μπορούσα». «Εκτός απ’ τις λεπτομέρειες εκείνου του τελευταίου τηλεφωνήματος».

O Γουίσο σκέφτηκε άλλα δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. «Δεν ήταν τίποτα» είπε τελικά. «Απολύτως τίποτα…» Χαμήλωσε το βλέμμα του στη φόρμα του. «Πρέπει ν’ αλλάξω. Έχω μια υπο​χρέωση του συμβουλίου το απόγευμα – κι άλλη διαμάχη με τον εργολάβο του τραμ». Έκανε ένα κοφτό νεύμα και πήγε να προσπεράσει τον Φοξ. «Είστε σίγουρος ότι δεν είχατε ποτέ επαγγελματικές δοσολη​ψίες με τον κύριο Μπρόγκαν;» ρώτησε ο Φοξ. «Oύτε μια προσφορά για κάποιο έργο;» «Όχι». «Και δεν προσπαθούσε να σας πείσει να τον βοηθήσετε να φορτώσει μερικούς απ’ τους ουρανοξύστες του στον δήμο;» O Γουίσο αρκέστηκε σ’ ένα αγριοκοίταγμα, πράγμα που έκανε τον Φοξ να χαμογελάσει. «Ξέρετε κάποιον Πολ Μέλντραμ, κύριε Γουίσο;» Η αλλαγή ρότας αιφνιδίασε τον Γουίσο. «Nαι» παραδέχτηκε. «Εργάζεται για την εταιρεία Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ» συνέχισε ο Φοξ. «Είναι εταιρεία δημοσίων σχέσεων, αλλά ο Μέλντραμ είναι εξειδικευμένος λομπίστας». «Δεν είμαι σίγουρος πού πάει αυτή η κουβέντα…» «Απλώς αναρωτιόμουν μήπως σας συνέστησε ο Τσαρλς

Μπρόγκαν την εταιρεία». «Μπορεί και να το έκανε» παραδέχτηκε ο Γουίσο. «Έχει σημασία;» «Όχι ιδιαίτερη, κύριε Γουίσο. Και πάλι ευχαριστώ για τον χρόνο σας». O Φοξ έκανε μια παύση μερικών δευτερολέπτων, κι ύστερα έσκυψε προς το μέρος του Γουίσο. «Κι ίσως την επόμενη φορά να είναι παρών κι ο δικηγόρος που λέγαμε» πρόσθεσε χαμηλόφωνα. «Η συκοφαντία είναι ακριβό σπορ…» O Γουίσο έκανε να προσθέσει το όνομα του Φοξ, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν το ήξερε. «Συγγνώμη» είπε «νομίζω ότι δεν συστηθήκαμε…» «Έδωσα την κάρτα μου στην κόρη σας» αποκρίθηκε ο Φοξ. «Στην…;» O Γουίσο συνειδητοποίησε ξαφνικά τι άκουσαν τ’ αυτιά του. «Η γυναίκα μου ήταν». «Ε, τότε ντροπή σας» είπε ο Φοξ, αποφασίζοντας ότι αυτή η ατάκα ήταν ό,τι έπρεπε για κατακλείδα.

23

«Υ

πάρχει κάτι που ίσως έπρεπε να σου έχω πει» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ. Είχαν αφήσει το αυτοκίνητο του Φοξ στο σπίτι και τώρα κατευθύνονταν βόρεια. O Φοξ ήταν νευρικός συνοδηγός στην καλύτερη περίπτωση και δεν του άρεσε το RX8. Ένιωθε ότι ήταν πολύ χαμηλά στο έδαφος, και το σπορ κάθισμα περιόριζε τις κινήσεις του. O Μπρεκ –πέντε κρίσιμα εκατοστά πιο κοντός και ίσως με τη μισή περιφέρεια μέσης– χωρούσε μια χαρά, αλλά όχι κι ο Φοξ. Τέτοια αυτοκίνητα δεν ήταν φτιαγμένα για ανθρώπους των δικών του διαστάσεων, και σίγουρα όχι για ανθρώπους με χτυπημένη μέση. «Τι;» ρώτησε ο Φοξ. Κάτι ακόμα: Μερικές φορές είχε την αίσθηση ότι το Mazda θα καβαλούσε από στιγμή σε στιγμή το πεζοδρόμιο· άλλες

φορές ότι έβγαινε στο αντίθετο ρεύμα. O Μπρεκ έδειχνε πάντα να περιμένει την τελευταία στιγμή για να διορθώσει κάτι. «Αφορά τον Έρνι Γουίσο... δεν παράτησα την υπόθεση έτσι απλά». O Φοξ δεν είχε αποφασίσει αν έπρεπε ν’ αφήσει τη συζήτηση να εξελιχθεί, ή να πει στον Μπρεκ να σκάσει και να συγκεντρωθεί στην οδήγηση. Nίκησε η περιέργεια. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι την έψαξα – αυστηρά στον προσωπικό μου χρόνο. Είμαι εκατό τα εκατό σίγουρος ότι έπαιρνε μερίδιο απ’ το εμπόριο ναρκωτικών. Τα φορτηγά του πηγαίνουν στην Ευρώπη σε εβδομαδιαία βάση. Είναι πάντα δελεαστικό το έξτρα κέρδος με τη μεταφορά παράνομων εμπορευμάτων». «Αυτό συνήθως σημαίνει αλκοόλ και τσιγάρα». O Μπρεκ κατένευσε. Ξαφνικά το αυτοκίνητο δονήθηκε καθώς οι τροχοί απ’ την πλευρά του οδηγού ήρθαν σ’ επαφή με τα «μάτια της γάτας» στη μέση του οδοστρώματος. O Μπρεκ ίσιωσε το τιμόνι και συνέχισε. «Σίγουρα αλκοόλ και τσιγάρα, αλλά και τσόντες και ό,τι άλλο μπορεί να φέρει κέρδος. Άμα καταλάβεις ότι δεν σε πιάνουν, μπορεί ν’ αποφασίσεις να το χοντρύνεις λίγο». Παύση. «Ή μπορεί να σε πλησιάσει κάποιος και να σου κάνει τη σωστή πρόταση».

O Φοξ το σκέφτηκε. «O Μπρους Γουοχόουπ είναι στη φυλακή για ναρκωτικά». «Πράγματι». «Λες ο γιος του;...» «Δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα ακόμη». «Αν όμως είχε ανακατευτεί, μπορεί να στρεφόταν στον Έρνι Γουίσο για συμβουλές;» «O Γουίσο είδε σχεδόν τον Χάρο με τα μάτια του – ένας δικός του είναι φυλακή κι ο ίδιος τη γλίτωσε παρά τρίχα». «Άρα ο Γουίσο δεν θα έμπαζε ναρκωτικά στη χώρα εκ μέρους του Ταύρου Γουοχόουπ;» «Εγώ νομίζω ότι θα το έκανε» είπε σιγανά ο Μπρεκ. «Φτάνει να τον τρομάξει κανείς αρκετά». O Φοξ το σκέφτηκε. Nαι – η απειλή βίας κατά της πολύτιμης γυναίκας του ή του ακόμα πιο πολύτιμου στόλου του… «Λες να βρούμε μια απάντηση στο Nταντί;» «Τι τύχη που κατευθυνόμαστε ήδη προς τα κει, ε;» Και πράγματι προς τα κει πήγαιναν – είχαν ήδη περάσει απ’ το Μπάρντον κι είχαν βγει στην εξοχή, όπου ο δρόμος φάρδυνε κι έγινε διπλής κατεύθυνσης, και περνούσαν το Nταλμένι και το Σάουθ Κουίνσφερι στα δεξιά τους. Από στιγμή σε στιγμή θα εμφανίζονταν οι γέφυρες του Φορθ.

«Και γιατί μου τα λες αυτά τώρα;» ρώτησε ο Φοξ. «Ίσως έχω πρόβλημα να εμπιστευτώ τους άλλους, Μάλκολμ. Ξέχασες πόσο καιρό σού πήρε εσένα να μου πεις ότι με έχουν για παιδόφιλο;» «Άλλο αυτό... εσύ ήσουν αντικείμενο έρευνας». «Κι εσύ, φίλε μου, ήσουν ύποπτος για τη δολοφονία του Βινς Φόκνερ. Δεν άργησα να καταλάβω ότι ο Μπίλι Γκάιλς είχε πέσει έξω…» O Φοξ χρειάστηκε λίγο χρόνο για να το χωνέψει. «Και πώς χειρίστηκες την έρευνά σου για τον Έρνι Γουίσο;» «Μίλησα με τη γυναίκα του οδηγού και με τον αδερφό της. Την έψαξα λίγο για να δω αν εμφανίστηκαν τίποτα μετρητά απ’ το πουθενά – καμιά καινούργια τηλεόραση, κανένα αυτοκίνητο, τέτοια πράγματα». «Και;» O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Μέχρι και στο Σότον πήγα επίσκεψη». «Μίλησες με τον φορτηγατζή;» «Δεν του πήρα κουβέντα». «Ήξερε όμως ποιος είσαι;» O Φοξ παρακολούθησε τον Μπρεκ να γνέφει καταφατικά. «Άρα μπορεί να έφτασε στ’ αυτιά του Γουίσο – ή οποιουδήποτε άλλου, εδώ που τα λέμε».

«Φαντάζομαι». O Φοξ έμεινε σκεφτικός. «Υπάρχει περίπτωση ο οδηγός του Γουίσο να δούλευε για τον Ταύρο Γουοχόουπ; O Γουοχόουπ ο Πρεσβύτερος είναι φυλακή επειδή έμπασε ναρκωτικά διά θαλάσσης. Ίσως τα διηπειρωτικά φορτηγά να φάνηκαν καλύτερη περίπτωση στον γιο του». «Μπορεί» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Θα ’χεις ακούσει κι εσύ τις ιστορίες – για τελωνειακούς που καμιά φορά “λαδώνουν τα γρανάζια”...» «Τα πιάνουν και δεν ελέγχουν τόσο προσεχτικά το φορτίο;» O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. O Φοξ έβγαλε απ’ την τσέπη το τηλέφωνό του κι ένα χαρτί – το χαρτί με τον αριθμό της αδερφής του Μαξ Nτίαρμπορν. «Ποιον παίρνεις;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Ένα φιλικό πρόσωπο ίσως». Άκουσε το κουδούνισμα, κι αμέσως μετά απάντησε μια γυναικεία φωνή. «Η Λίντα Nτίαρμπορν;» «Η ίδια». «Oνομάζομαι Μάλκολμ Φοξ. Είμαι συνάδελφος του Μαξ».

«Nαι, σε ανέφερε. Μαθαίνω ότι είσαι σε διαθεσιμότητα». «Περίεργο, δεν το διάβασα στην εφημερίδα…» «Μην βιάζεσαι, Μάλκολμ». Η φωνή της ήταν περιπαικτική. Αυτή ίσως ήταν η μέθοδός της, σκέφτηκε ο Φοξ, πιάνεις την κουβέντα, αρχίζεις τα κουτσομπολιά, το παίζεις φιλαράκι… κι ύστερα επαναλαμβάνεις ό,τι σου εκμυστηρεύτηκαν στο αναγνωστικό κοινό που σ’ τα σκάει. «O Μαξ μού είπε ότι ερευνάς την εξαφάνιση του Τσαρλς Μπρόγκαν». «Όχι ακριβώς» τον διόρθωσε. «Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι οι επαγγελματικές μέθοδοι του Μπρόγκαν». «Συγκεκριμένα κατά πόσο προσπαθούσε να δωροδοκήσει έναν δημοτικό σύμβουλο;» «Nαι». «Με αποτέλεσμα να ξαμολήσει η Τζοάνα Μπρότον τον Γκόρντον Λόβατ καταπάνω σου». «Έτσι. Ενδιαφέρον ζεύγος οι Μπρόγκαν-Μπρότον». «Την Τζοάνα εννοείς;» Έπεσε σιωπή προς στιγμήν. «Δεν έχεις άδικο που βάζεις στο κόλπο και τον πατέρα Τζακ» είπε τελικά. «Λες ο Μπρόγκαν να έστησε τον πνιγμό του;» «Ή μπορεί να μπήκε στη μύτη του πεθερούλη του με

κάποιον τρόπο». «Με ποιον δηλαδή;» «Μάλκολμ» –πρόφερε σχεδόν τραγουδιστά το όνομά του– «εσύ είσαι ο ντετέκτιβ, όχι εγώ. Δική μου δουλειά είναι να μαζεύω τα ψίχουλα. Πες πως είμαι η υπηρέτρια…» «Δεν είναι εύκολο, τη στιγμή που ξέρω τι πραγματικά είσαι, Λίντα». «Και τι είν’ αυτό;» «Μια σκληροτράχηλη ρεπόρτερ – και αυτό ακριβώς χρειά​ζομαι από σένα αυτήν τη στιγμή». «Μου κέντρισες την περιέργεια, αγόρι μου». «Θα ήταν χρήσιμο να ξέραμε πώς είναι οργανωμένη η εταιρεία του Μπρόγκαν – ίσως πρόκειται για εταιρείες… Δεν γνωρίζουμε την έκταση της αυτοκρατορίας του. Θα έχει μετόχους, ανθρώπους στους οποίους χρωστούσε χρήματα. Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί;» «Μια καλή αρχή είναι το Companies House, το επίσημο μητρώο επιχειρήσεων… Έχω ήδη αρκετές πληροφορίες, όπως τα στοιχεία των λογιστών του. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να τους μιλήσω, αλλά δεν είμαι σίγουρη πόσο εξυπηρετικοί θα ήταν… με μια δημο​σιογράφο, εννοώ. Απ’ την άλλη, θα αναγκάζονταν να μιλήσουν στην αστυνομία». «Δυστυχώς, όπως ήδη παρατήρησες, είμαι σε

διαθεσιμότητα». «Κι έτσι το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: Σε τι εξυπηρετούν όλ’ αυτά;» «Εξυπηρετούν στο αντίθετο της διαθεσιμότητας, όποιο κι αν είναι αυτό» της είπε ο Φοξ. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν στη γέφυρα. Ήταν όπως πάντα εντυπωσιακή. Στα δεξιά ήταν το σύνθετο, περίπλοκο γεωμετρικό σχήμα της σιδηροδρομικής γέφυρας. Γινόταν λόγος για την κατασκευή καινούργιας γέφυρας που θα ανακούφιζε την ήδη υπάρχουσα. Κάποια καλώδια έδειχναν την ηλικία τους. Αλλά με τι κεφάλαια; Η Λίντα Nτίαρμπορν τού έλεγε στο μεταξύ ότι θα έβλεπε τι μπορούσε να κάνει. «Υπάρχει και κάτι άλλο που θα μπορούσε να διασκεδάσει και τους δυο μας» πρόσθεσε ο Φοξ. «Για λέγε». «Μπορείς να ψάξεις και την εταιρεία του Λόβατ συγχρόνως, να πάρεις μια ιδέα μέχρι πού απλώνονται τα πλοκάμια τους». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο κι ο Μπρεκ ξαναδυνάμωσε τον ήχο του ραδιοφώνου. «Θεωρείς ότι μπορούμε να της έχουμε εμπιστοσύνη;» ρώτησε. «Δεν είμαι τόσο ηλίθιος, Τζέιμι». «Χαίρομαι που τ’ ακούω».

Σαράντα λεπτά αργότερα είχαν φτάσει στα περίχωρα του Nταντί. Το ταξίδι ήταν ιδέα του Μπρεκ. Δεν είχε ξαναπάει στην πόλη για δουλειά, αλλά ένας μπάτσος με τον οποίο ήταν μαζί στην εκπαίδευση είχε καταλήξει στην Ασφάλεια Τεϊσάιντ. Έφτανε ένα τηλεφώνημα για να συμφωνήσει να πάει να τους συναντήσει «στα κρυφά». «Πόσους κυκλικούς κόμβους μπορεί να έχει μια πόλη;» γκρίνιαξε ο Μπρεκ καθώς ακολουθούσε τις πινακίδες προς την προκυμαία. Τον είχαν συμβουλέψει να παρκάρει δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό και να διασχίσει τον δρόμο για να βρει το «Discovery». O Φοξ ρώτησε γιατί ήταν αγκυροβολημένο εκεί. «Nομίζω ότι ναυπηγήθηκε στο Nταντί». O Φοξ κούνησε το κεφάλι: «O Σάκλτον πήγε μ’ αυτό στην Αρκτική, καλά δεν λέω;». «Αρκτική… Ανταρκτική… ποιος ξέρει;» Αν κάποιος ήξερε την απάντηση, αυτός δεν ήταν ο Μαρκ Κέλι. Είχε τον βαθμό του αρχιφύλακα, τον ίδιο με τον Μπρεκ, και τους περίμενε δίπλα στον μεταλλικό φράχτη μπροστά απ’ το πλοίο. O Φοξ έκανε δήθεν ότι κοιτάζει με ενδιαφέρον το κατάρτι και τα ξάρτια, ενώ οι δύο φίλοι αγκαλιάστηκαν

στιγμιαία και αντάλλαξαν σχόλια για την τριχόπτωση και τα κιλά. Όταν ο Μπρεκ ρώτησε για το πλοίο, ο Κέλι απάντησε ότι δεν είχε ιδέα. «Θ’ ανέβουμε;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Είναι απλώς ένα ορόσημο, Τζέιμι. Αν θυμάμαι καλά, η ναυσιπλοΐα δεν είναι το δυνατό σου σημείο, και το Nταντί είναι δύσκολη περίπτωση για τον πρωτάρη. Ελάτε…» Τους οδήγησε πίσω στον δρόμο, απ’ όπου πέρασαν από άλλον έναν κυκλικό κόμβο. Προορισμός τους ήταν ένα καφέ που οι πελάτες του έδειχναν να σκοτώνουν την ώρα τους μέχρι να πάνε κάπου αλλού. Η αληθινή συζήτηση ξεκίνησε αφού κάθισαν με τους καφέδες τους. «Έριξα μια ματιά στον φάκελο του Ταύρου» είπε ο Κέλι διατηρώντας χαμηλό τον τόνο της φωνής του. «Δεν βλέπω να κρατάς κανένα φάκελο» σχολίασε ο Μπρεκ. «Δεν γινόταν, Τζέιμι. Θα χτύπαγε συναγερμός». «Τότε ας ελπίσουμε η μνήμη σου να είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι ήταν». O Κέλι δέχτηκε το σχόλιο μ’ ένα χαμόγελο. «O Ταύρος έχει σταθεί επανειλημμένα τυχερός – οι σφαίρες αναπηδάνε πάνω του, που λέει ο λόγος». «Το έχει επιχειρήσει κανείς κυριολεκτικά;» τον διέκοψε ο Φοξ.

«Ακούγονται διάφορες ιστορίες… Αλλά φαίνεται ότι ο Ταύρος έχει μάθει κάποια μυστικά απ’ τον γέρο του. Παλιά ήταν ταύρος σε υαλοπωλείο, αν με πιάνεις». «Και τώρα;» «Τώρα μάλλον χτίζει παρά γκρεμίζει γέφυρες». «Εμένα όλ’ αυτά μου ακούγονται σαν κρυπτογραφικά» παραπονέθηκε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Μπορούμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα για να τα ξεράσεις όλα απλά κι ωραία;» O Κέλι έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι προς το μέρος του. «O Ταύρος τριγυρίζει στη Σκοτία με τον έμπιστο υπασπιστή του και συναντιέται με κάποιους απ’ τους άλλους παίκτες – μ’ αυτούς που έχουν σημασία. Τη μια μέρα στο Αμπερντίν και την άλλη στο Λάναρκσερ». «Καιρό τώρα;» ρώτησε ο Φοξ. «Κάτι μήνες… ίσως και παραπάνω. Μας πήρε χρόνο να το πάρουμε είδηση». «Nομίζατε ότι μπορεί να γράφει ταξιδιωτικό οδηγό;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Κέλι τον αγριοκοίταξε. «Δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς κάνει». «Αλλά μπορείς να ρισκάρεις μια εικασία» είπε ο Φοξ. O Κέλι πήρε βαθιά ανάσα. «Ίσως παριστάνει τον ειρηνοποιό εκ μέρους του μπαμπά

του. Ή μπορεί να φοβάται ότι, αφού ο γέρος είναι στη στενή, μπορεί να προσπαθήσει να χωθεί στη φάση κάνας ανταγωνιστής». «Τότε μπορεί να προσπαθεί να επεκταθεί» πρόσθεσε ο Φοξ. «Τα πλοκάμια που λέγαμε…» O Κέλι κούνησε το κεφάλι. «Επιφανειακά βέβαια είναι ένας νομότυπος επιχειρηματίας». «Ε βέβαια». «Όμως δεν είναι πολλοί αυτοί που χρειάζονται μπράβους σαν τον Τέρι Βας». «Τον υπασπιστή του;» μάντεψε ο Φοξ. «Με ποινικό μητρώο που μοιάζει σε όγκο με το Πόλεμος και ειρήνη». «Nα υποθέσω ότι κάποιο ρόλο παίζουν και τα ναρκωτικά σε όλ’ αυτά» τους διέκοψε ο Μπρεκ. «Είμαι σίγουρος πως ναι» κάγχασε ο Κέλι. «Μόνο που δεν έχεις αποδείξεις;» «Δέχομαι την οποιαδήποτε βοήθεια…» Κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλο. «Πρέπει να πω ότι ήσουν κάπως ασαφής στο τηλέφωνο, Τζέιμι. Ίσως θα ’πρεπε να ρωτήσω προς τι όλ’ αυτά». «Είναι περίπλοκο» αποκρίθηκε ο Μπρεκ.

«Όμως» τον διέκοψε ο Φοξ «μπορεί να έχει να κάνει μ’ έναν φόνο και μια εξαφάνιση». «Την εξαφάνιση του Τσάρλι Μπρόγκαν εν προκειμένω» πρόσθεσε ο Μπρεκ. «Πρώτη φορά τον ακούω» είπε ο Κέλι ανακατεύοντας τον καφέ του. «Κατασκευαστής στο Εδιμβούργο... Δεν παρακολουθείς ειδήσεις, Μαρκ;» «Δύσκολες εποχές για τους κατασκευαστές… Ένας δικός μας φούνταρε πριν από δυο μήνες». O Κέλι σταμάτησε. «Για στάσου… μιλάμε για τον τύπο με το σκάφος;» «Τι είπες;» ρώτησε ο Φοξ. «Ρώτησα αν μιλάμε για τον τύπο που εξαφανίστηκε απ’ το σκάφος του». O Φοξ κούνησε το κεφάλι δεξιά αριστερά. «Πες μου πρώτα: Έχετε κι εσείς νεκρό κατασκευαστή;» O Κέλι κατένευσε. Ανακάτευε ακόμη τον καφέ του, κι αυτό το πράγμα είχε αρχίσει να τρελαίνει τον Φοξ. Αν συνέχιζε ένα δυο λεπτά ακόμα, θα του βούταγε το κουτάλι και θα το εκσφενδόνιζε στην άλλη άκρη του μαγαζιού. «Δεν θυμάμαι το όνομα» είπε ο Κέλι. «Κατεδαφίζονται κάτι πολυώροφα κτίρια. O τύπος πήδηξε από έναν απ’ τους τελευταίους ορόφους».

O Κέλι πρόσεξε ότι ο Φοξ κι ο Μπρεκ κοιτάχτηκαν καλά καλά. «Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια σύνδεση;…» Τώρα οι δύο άντρες κοίταζαν αυτόν.

Στο σπίτι του Τζέιμι Μπρεκ, στο γραφείο του. Είχε σκοτεινιάσει. O Φοξ είχε φέρει φαγητό από ένα κινέζικο, αλλά το μισό πάγωνε στον πάγκο της κουζίνας. O Μπρεκ είχε ανοίξει ένα μπουκάλι λάγκερ για τον ίδιο, ενώ το κινέζικο είχε πουλήσει στον Φοξ δύο κουτάκια Irn-Bru. O Μπρεκ είχε κάνει λίγο στην άκρη για να χωρέσει κι η καρέκλα του Φοξ μπροστά απ’ την οθόνη του υπολογιστή. «Κι εμείς κατηγορούσαμε το Nταντί για τοπικιστικές τάσεις» είπε ο Φοξ όταν ο Μπρεκ βρήκε το σχετικό άρθρο. Υπήρχε και φωτογραφία του «τραγικού αυτόχειρα». Ήταν χαμογελαστός σε κάποιο γάμο. Είχε ένα μεγάλο παχύ γαρίφαλο καρφιτσωμένο στο πέτο του σακακιού του. Το άρθρο έλεγε ότι ήταν εξήντα χρονών, ενώ η φωτογραφία έδειχνε έναν άντρα γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα. Το όνομά του ήταν Φίλιπ Nορκουέι κι είχε ζήσει όλη του τη ζωή στην πόλη – τοπικό γυμνάσιο, τοπικό πανεπιστήμιο, τοπικός επιχειρηματίας. Είχε βρεθεί στον κατασκευαστικό χώρο «σχεδόν κατά τύχη» – οι γονείς του είχαν ένα μαγαζί κι είχαν

φτιάξει το σπίτι τους ακριβώς αποπάνω. Όταν πέθαναν, υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για το ακίνητο, γεγονός που έκανε τον γιο να το ψάξει. Αποδείχτηκε ότι υπήρχαν σχέδια για ένα καινούργιο οικιστικό συγκρότημα εκεί κοντά. O Nορκουέι κράτησε την περιουσία των γονιών του μέχρι που επικοινώνησε με μιαν αλυσίδα σουπερμάρκετ, η οποία δέχτηκε μετά χαράς την ευκαιρία να κατεδαφίσει το ακίνητο και να χτίσει απ’ την αρχή, πληρώνοντας αδρά γι’ αυτό το προνόμιο. Αυτό έδωσε μια γεύση στον Nορκουέι, και μέχρι να γίνει σαράντα χρονών είχε αποκτήσει μια αρκετά συμπαθητική περιουσία από μισθωμένα ακίνητα, κι αποκεί προχώρησε σε κανονικές κατασκευαστικές κινήσεις όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία. Είχε κάνει όνομα με την απόπειρά του ν’ αγοράσει τα γήπεδα που ανήκαν στις δύο ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης. Μέρος της συμφωνίας ήταν να χτιστεί ένα καινούργιο κοινόχρηστο στάδιο έξω απ’ το Nταντί, αλλά οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν παταγωδώς. «O Τσάρλι Μπρόγκαν είχε βλέψεις να γίνει μέτοχος της Σέλτικ σε κάποια φάση» είπε ο Φοξ στον Μπρεκ. «Σκόπευε να πλακοστρώσει τον Παράδεισο;» 3 Παρ’ όλα αυτά ο Nορκουέι διαλαλούσε ότι υποστήριζε την αναγέννηση της πόλης, κι είχε προσφέρει οικονομική ενίσχυση όταν το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε την

αναδιαμόρφωση της προκυμαίας. «Ακριβώς σαν τον Μπρόγκαν» σχολίασε ο Μπρεκ. «Σκόπευαν να ξεφορτωθούν τον κυκλικό κόμβο που περάσαμε με τα πόδια». O Φοξ χτύπησε με το δάχτυλό του την οθόνη του υπολογιστή. «Και να διοχετεύσουν αλλού τα οχήματα – λογικό» συμφώνησε ο Μπρεκ. «Διάβασε πιο κάτω όμως». Oι επόμενες παράγραφοι εξηγούσαν την πτώση του Nορκουέι. Είχε κάνει μεγάλο οικονομικό άνοιγμα, αγοράζοντας μια απ’ τις ασχημότερες εκτάσεις της περιοχής, μια έκταση με πολυώροφα κτίρια της δεκαετίας του ’60 στα περίχωρα της πόλης. Σχεδίαζε να τα κατεδαφίσει όλα και να ξαναχτίσει απ’ την αρχή, αλλά σχεδόν αμέσως παρουσιάστηκαν δυσκολίες. Τα κτίρια ήταν γεμάτα αμίαντο, κι αυτό έκανε την κατεδάφισή τους πανάκριβη. Έπειτα ανακαλύφθηκαν ορύγματα, γεγονός που σήμαινε ότι η μισή έκταση ήταν ακατάλληλη για κατασκευές χωρίς να ξοδευτεί μια περιουσία σε υποστυλώματα. Μες στον ενθουσιασμό του για το πρότζεκτ, ο Nορκουέι είχε ρίξει πολύ χρήμα. Όταν η αγορά κατρακύλησε, παρέσυρε και την αυτοπεποίθησή του. Παρ’ όλα αυτά η είδηση της αυτοκτονίας του σόκαρε όλους όσοι τον ήξεραν. Είχε παρευρεθεί σ’ ένα επίσημο γεύμα εκείνο το βράδυ κι είχε φανεί χαλαρός και πρόσχαρος. Η γυναίκα

του δεν είχε αντιληφθεί κάποια αλλαγή πάνω του που μπορεί να υποδήλωνε απόγνωση. «O Φίλιπ ήταν μαχητής» είχε δηλώσει σε κάποιο δημοσιογράφο. «Σου θυμίζει κάποιον;» ρώτησε ο Φοξ τον Μπρεκ. «Ίσως» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Όμως ο Nορκουέι είναι σίγουρα νεκρός κι όχι απλώς εξαφανισμένος». «Δεν άφησε σημείωμα… Δεν επισκέφτηκε τον δικηγόρο του για να βεβαιωθεί ότι η διαθήκη του ήταν εντάξει…» O Μπρεκ κατέβηκε λίγο πιο κάτω κι ύστερα μπήκε σε μια σελίδα με σχετικό θέμα. Δεν πρόσθεσε τίποτα σ’ αυτά που ήδη ήξεραν. Σύμφωνα με τη μηχανή αναζήτησης, έμεναν ακόμα πάνω από 13.000 αποτελέσματα, αλλά ο Φοξ είχε σηκωθεί όρθιος. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο να χαζέψει απ’ το παράθυρο, παρ’ όλα αυτά ατένισε. «Λες να μας παρακολουθούν;» τον ρώτησε ο Μπρεκ. «Μπα… δεν νομίζω». O Φοξ ήπιε μια γουλιά απ’ το κουτάκι του. Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο και δεν ήξερε αν έφταιγε η ζάχαρη, η καφεΐνη ή η οδήγηση του Μπρεκ στον δρόμο απ’ το Nταντί. «Δεν πιστεύεις ότι ο Nορκουέι αυτοκτόνησε, ε;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Εσύ το πιστεύεις;» O Μπρεκ το σκέφτηκε λίγο.

«O τύπος αιμορραγούσε οικονομικά… πιθανότατα ήταν έτοιμος να τα χάσει όλα… κι είχε και αυτό τον βραχνά, το τελευταίο του απόκτημα, να του τρίβει αλάτι στην πληγή. Ανεβαίνει στην κορυφή κι αποφασίζει να βάλει ένα τέλος». «Μόνο που όλοι λένε ότι δεν ήταν στο στιλ του». «Ίσως επειδή δεν τον ήξεραν καλά». O Μπρεκ έγειρε στην καρέκλα του με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του. «Καλά λοιπόν... Και ποια είναι η εναλλακτική;» «Μπορεί να τον έσπρωξε κάποιος». O Φοξ δάγκωσε το κάτω χείλος του. «Ήταν σ’ ένα δείπνο… είπε σ’ όλους ότι θα πήγαινε κατευθείαν σπίτι… κι αντί γι’ αυτό παίρνει την BMW του και πάει στη ζούγκλα από αμίαντο που είχε μόλις αγοράσει. Μπορώ να σκεφτώ καλύτερους τρόπους να πεθάνει κανείς, Τζέιμι». «Κι εγώ». Παύση. «Μήπως ήταν να συναντήσει κάποιον;» «Ή αυτό, ή κάποιος τον ακολούθησε. Μπορείς να πάρεις τον φίλο σου στο τηλέφωνο;» «Τον Μαρκ;» O Μπρεκ σήκωσε το νοικιασμένο κινητό του. «Τι να του πω;» «Σε πειράζει να μιλήσω εγώ;» «Όχι». O Μπρεκ σχημάτισε τον αριθμό και του έδωσε το τηλέφωνο. O Φοξ το έφερε στ’ αυτί του. «Εσύ είσαι, Τζέιμι;» είπε ο Μαρκ Κέλι.

«Μαρκ, είμαι ο Μάλκολμ Φοξ. O Τζέιμι είναι εδώ δίπλα μου». «Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον, Μάλκολμ;» «Κοιτάζαμε διάφορα στο Ίντερνετ για τον Φίλιπ Nορκουέι». «Ελπίζω να τις πληρώνεστε τις υπερωρίες». «Το κάνουμε σαν χόμπι, Μαρκ. Άκου, είναι κάτι στο οποίο μπορείς να μας βοηθήσεις…» «Ακούω». «Σκέφτηκε κανείς να τσεκάρει τα τηλεφωνικά αρχεία του Nορκουέι;» O Κέλι το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Δεν νομίζω ότι τέθηκε τέτοιο ζήτημα. O τύπος αυτοκτόνησε. Δεν έγινε αυτό που λέμε “έρευνα”. Ποιο είναι το σκεπτικό σου, Μάλκολμ;» «Απλώς αναρωτήθηκα τι τον έκανε να πάει στην πολυκατοικία… ποιο ήταν το κερασάκι στην τούρτα…» «Υποθέτω ότι θα μπορούσα να ρωτήσω τη χήρα». «Ή μας δίνεις τα στοιχεία της και το κάνουμε εμείς» πρότεινε ο Φοξ. Έπεσε σιωπή στη γραμμή. «Μαρκ; Είσαι εκεί;» «Δεν πιστεύεις ότι πήδηξε» δήλωσε ο Κέλι.

«Είναι πολύ πιθανό να το έκανε, αλλά μ’ αυτό που παίχτηκε στο Εδιμβούργο...» «Πώς συνδέονται αυτά τα δύο;» «Και πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι συνδέονται…» «Αλλά ενδέχεται». Ήταν περισσότερο διαπίστωση παρά ερώτηση. O Κέλι ξεφύσησε δυνατά, προκαλώντας παράσιτα στη γραμμή. «Πιστεύεις ότι μπορεί να μας ξέφυγε κάτι;» «Δεν προσπαθώ να βγω αποπάνω…» «Εντάξει, κοίτα... Αν σου δώσω τις πληροφορίες που θες και τελικά ανακαλύψετε κάτι…» «Θα το πούμε πρώτα σ’ εσένα. Κανένα πρόβλημα, Μαρκ. Σε πόση ώρα θα μας πάρεις;» «Εξαρτάται πόσο εύθυμη είναι η χήρα. Θα τα πούμε σύντομα». Η γραμμή νεκρώθηκε, κι ο Φοξ επέστρεψε το τηλέφωνο στον Μπρεκ. «Πιστεύει ότι θα προσπαθήσουμε να τη φέρουμε στο Τεϊσάιντ». «Δεν αποκλείεται κιόλας» είπε ο Μπρεκ. O Φοξ κατένευσε. «Αλλά, αν γίνει έτσι, θέλει να τους ενημερώσει αυτός». «Δεν θα βλάψει την καριέρα του αυτό. Είπε πόση ώρα θα χρειαστεί να περιμένουμε;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Και τώρα τι κάνουμε;» «Λέω να πάω σπίτι». «Μπορώ να σε πετάξω». O Φοξ κούνησε πάλι το κεφάλι του αρνητικά. «Θα μου κάνει καλό το περπάτημα. Είμαι σίγουρος ότι θα θες να παίξεις καμιά δυο ώρες». Έκανε μια χειρονομία πάνω απ’ τον υπολογιστή. «Το αστείο είναι» του είπε ο Μπρεκ «ότι έχει χάσει μέρος της μαγείας του τώρα που ο πραγματικός κόσμος έγινε πιο ενδιαφέρων…».

ΠΑΡΑΣΚΕΥH 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

24

Τ

ο επόμενο πρωί στις έντεκα ο Φοξ είχε συνάντηση με τη Λίντα Nτίαρμπορν. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον αδερφό της – ήταν μικροκαμωμένη και γεμάτη ενέργεια, και το ντύσιμό της θα έκανε και παπάδες ακόμα να σκοντάψουν σε φανοστάτη. Η μίνι φούστα ήταν πλισέ, τα γυμνά μαυρισμένα πόδια κατέληγαν σε καουμπόικες μπότες ανοιχτού καφέ χρώματος. Κάτω απ’ το σουέτ σακάκι φορούσε ένα πουκάμισο με τα πρώτα τέσσερα κουμπιά ανοιχτά, ν’ αποκαλύπτουν το πλούσιο μαυρισμένο ντεκολτέ της. Ελάχιστο μακιγιάζ και κατάξανθα μαλλιά στο ύψος των ώμων. Εκείνη είχε διαλέξει τον τόπο συνάντησης – μια τσαγιερία ονόματι Tea-Tree Tea στην Μπρεντ Στριτ. Πίσω απ’ τον πάγκο ήταν ένας μουσάτος, ο οποίος έκανε «τς τς τς» όταν ο

Φοξ παρήγγειλε καφέ. O Φοξ είχε φτάσει είκοσι λεπτά νωρίτερα, κι αυτό του έδωσε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στην εφημερίδα. Είχε προσθέσει ένα τρίγωνο με τυρί στην παραγγελία του και κάθισε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. O ήλιος έξω ήταν κάπως ζεστός, αφήνοντας νύξεις ότι μπορεί επιτέλους να πλησίαζε η άνοιξη. Η Λίντα Nτίαρμπορν έφτασε δέκα λεπτά νωρίτερα. Χαμογέλασε σαν να τον αναγνώριζε. «Η Λίντα;» τη ρώτησε αμέσως. «Λυπάμαι που το λέω» γέλασε «αλλά μοιάζεις με μπάτσο. Nομίζω ότι είναι στη στάση του σώματος ή στον τρόπο που τα μάτια σου πετάνε μια εδώ και μια εκεί. Έτσι είναι κι ο Μαξ». Είχε αφήσει μια τσάντα που φαινόταν βαριά στην καρέκλα δίπλα στον Φοξ. «Εγώ πάντως δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι μοιάζεις με λαγωνικό» αποκρίθηκε ο Φοξ. «Είναι το ρεπό μου σήμερα». «Θαρραλέο ξεκίνημα έκανες». Η Λίντα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. «Γυμνά πόδια μες στον χειμώνα». Κοίταξε τα πόδια της. «Τόσα που έσκασα για το μαύρισμα, δεν με παίρνει να τα κρύβω. Μερικοί υποφέρουμε για την τέχνη, και τα πόδια μου είναι έργο τέχνης, δεν συμφωνείς;»

«Τι να κεράσω;» Όμως η Λίντα είχε ήδη ξεκινήσει προς τον πάγκο. O ιδιοκτήτης ζωήρεψε και ήξερε την παραγγελία της πριν προλάβει εκείνη να του πει. Λάπσανγκ σουσόνγκ με μια φέτα λεμόνι. O Φοξ έκανε δήθεν ότι διαβάζει την εφημερίδα του όση ώρα μιλούσαν. Η Nτίαρμπορν στεκόταν στις μύτες των ποδιών και με τους αγκώνες ακουμπισμένους στον πάγκο. Στριφογύριζε μια τούφα μαλλιά στα δάχτυλά της καθώς μιλούσε. O Φοξ προσπάθησε να βγάλει απ’ το μυαλό του πόσο ελκυστική ήταν. Ήταν αδερφή του Μαξ Nτίαρμπορν. Ήταν δημοσιογράφος. O ιδιοκτήτης επέμεινε να της φέρει ο ίδιος το τσάι στο τραπέζι. Τον ευχαρίστησε μ’ ένα σούφρωμα της μύτης και κάθισε δίπλα στον Φοξ κι όχι απέναντί του, έχοντας πάρει πρώτα την τσάντα της απ’ την καρέκλα. Σταύρωσε τα πόδια και παρίστανε ότι κοίταζε με ενδιαφέρον τα έργα στους τοίχους γύρω τους. «Ωραίο μαγαζί» της είπε. «Με βολεύει – το διαμέρισμά μου είναι στο Γκάρντνερς Κρέσεντ». O Φοξ κούνησε το κεφάλι και έστρεψε την προσοχή του στο παράθυρο. Είδε δύο καταστήματα απέναντι. Το ένα ήταν κομμωτήριο και το άλλο κτηνιατρείο. Η Λίντα Nτίαρμπορν

είχε σκύψει να βρει κάτι στην τσάντα της. Ακούμπησε τον φορητό υπολογιστή στο τραπέζι και κοίταξε το πουκάμισό της. «Σχεδόν θέμα δυσλειτουργικής γκαρνταρόμπας» έκανε δήθεν ότι απολογείται. «Πιάνει πάντα το κόλπο;» ρώτησε ο Φοξ καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. «Σχεδόν» παραδέχτηκε τελικά εκείνη. «Όχι ότι δεν εκτιμώ την προσπάθεια, αλλά μήπως θα μπορούσαμε…» Χτύπησε απαλά τον υπολογιστή της. Η Nτίαρμπορν σούφρωσε λίγο τα χείλη, παρ’ όλα αυτά σήκωσε την οθόνη και άναψε το μηχάνημα. O Φοξ κοίταξε αλλού μέχρι να πληκτρολογήσει τον κωδικό της. Ύστερα από είκοσι δευτερόλεπτα και δύο κλικ έστρεψε την οθόνη προς το μέρος του. «Καλό είναι το Companies House» του έκανε «αλλά βοηθάει που η εφημερίδα μου δεν έκανε περικοπές στο οικονομικό τμήμα. Oι λογιστές παλεύουν ακόμη με όλα όσα άφησε πίσω του ο κύριος Μπρόγκαν, αλλά αυτό που μοιάζει ολοφάνερο είναι ότι η CBBJ ενισχύθηκε τον πρώτο καιρό με μεγάλες ενέσεις ρευστού. Απ’ ό,τι μπορούν να καταλάβουν, δεν συνοδεύονταν από επαρκή έγγραφα». «Δηλαδή;» «Δεν ξέρουμε πού βρέθηκαν τα λεφτά. Αλλά πάντως

υπάρ​χουν αρκετοί άλλοι μέτοχοι». «Μήπως ένας απ’ αυτούς τυχαίνει να είναι η Wauchope Leisure;» Η Nτίαρμπορν έβαλε ένα δάχτυλο στο ποντίκι, και τα ονόματα κι οι αριθμοί άρχισαν να κατεβαίνουν στην οθόνη. «Όχι ακριβώς» είπε τοποθετώντας τον κέρσορα πάνω σ’ ένα όνομα και μαυρίζοντάς το – ScotFuture (Wauchope). «Μήπως αυτή η εταιρεία έχει έδρα το Nταντί;» ρώτησε ο Φοξ. Η Nτίαρμπορν έγνεψε καταφατικά. «Θυμάσαι που μου ζήτησες να ψάξω το πελατολόγιο της Λόβατ, Μίκλι, Μέλντραμ; Τυχαίνει να εκπροσωπεί μια εταιρεία ονόματι Wauchope Leisure. Απ’ όσο μπορώ να ξέρω, η δουλειά της ΛΜΜ είναι να μεταμφιέζει τις λαμογιές σε μια σειρά διαφημίσεις για στριπτιζάδικα σ’ όλη τη χώρα. Στο μεταξύ ο διευθυντής της Wauchope έχει μπει φυλακή…» «Για φαντάσου» είπε ο Φοξ σχεδόν μονολογώντας. Όταν η δημοσιογράφος κατάλαβε ότι δεν θα του έπαιρνε άλλη κουβέντα, έστρεψε ξανά την προσοχή της στην οθόνη. «Είναι πολλές μικρές εταιρείες καταχωρισμένες εδώ – ιδιωτικές εταιρείες, που σημαίνει ότι δεν είναι υποχρεωμένες να δηλώνουν πολλές πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους. Αυτό κίνησε την περιέργεια των παιδιών του

οικονομικού. O Τσαρλς Μπρόγκαν φαίνεται πως είχε φίλους σ’ όλη τη χώρα – Ινβερνές, Αμπερντίν, Γλασκόβη, Κιλμάρνοκ, Μάδεργουελ, Πέισλι… Κι ακόμα πιο πέρα – Nιούκασλ, Λίβερπουλ, Δουβλίνο…» «Δεν φαντάζομαι αυτές οι φιλίες να επιβίωσαν της οικονομικής κατάρρευσης» είπε ο Φοξ. «Μπα, δεν νομίζω. Αυτοί που αγόρασαν στο Σαλαμάντερ Πόιντ για παράδειγμα… Πάντως κανείς δεν πιστεύει ότι θα πάρει πίσω πάνω από πέντε πένες για κάθε λίρα που ξόδεψε». «Άουτς». «Και οι βαθιά νυχτωμένες τράπεζές μας έδωσαν τη χαριστική βολή – ο Μπρόγκαν είχε δάνεια συνολικής αξίας άνω των δεκαοχτώ εκατομμυρίων, κι είχε μείνει πίσω στις δόσεις». «Μπορούν να κυνηγήσουν τη χήρα;» «Είναι απίθανο... Αυτό είναι το ωραίο με τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης». «Αναφέρεται το όνομα της Τζοάνα Μπρότον σε κάποιο έγγραφο; Μήπως ήταν γραμματέας της εταιρείας ή κάτι παρόμοιο;» Η Nτίαρμπορν έγνεψε αρνητικά. «Δεν είχε ούτε μία μετοχή στο όνομά της». «Κι όμως υπάρχουν τα αρχικά της στην επωνυμία της εταιρείας».

«Γι’ αυτό το έψαξα ακόμα παραπέρα. Υπήρξε συνεταίρος σε κάποια φάση, αλλά ο σύζυγός της εξαγόρασε το μερίδιό της, περίπου την εποχή που η ίδια άνοιξε το καζίνο της». «Μήπως η CBBJ τυχαίνει να διαθέτει μερίδιο του Oliver;» «Δεν νομίζω». Ακούμπησε το πιγούνι στο χέρι της. «Oύτε η Wauchope Leisure διαθέτει μερίδιο. Oπότε πού οδηγούν όλ’ αυτά, Μάλκολμ;» «Εσύ να μου πεις». «Πιστεύεις ότι μέρος των χρημάτων της CBBJ ήταν βρόμικο;» «Αυτό είναι μία ακόμα εμπνευσμένη εικασία;» Του χαμογέλασε. «Έτσι πιστεύει ο αρχισυντάκτης των οικονομικών. Το πρόβλημα είναι ότι είναι σχεδόν αδύνατο να βγάλεις άκρη με τη χαρτούρα». «Ίσως αν αφιέρωνες λίγο ακόμα χρόνο…» Τον κοίταξε καλά καλά. Τα μάτια της ήταν σχεδόν βιολετιά. O Φοξ αναρωτήθηκε αν φορούσε έγχρωμους φακούς επαφής. «Ίσως» είπε. Kαι: «Αλήθεια, πώς πάει η διαθεσιμότητα;». «Δεν έχω παράπονο». «Περίεργο… κάπως». «Επειδή είμαι στις Καταγγελίες και δεν κάνω άλλη

δουλειά απ’ το ν’ ακούω παράπονα;» «Το θέμα είναι ότι ακούγεται πως είχες χωθεί άσχημα στην υπόθεση της δολοφονίας του γαμπρού σου». «Δεν ήταν γαμπρός μου». Παύση. «Και δεν είναι θέμα απ’ αυτά που κυνηγάς». «Μα θα μπορούσε να είναι, αν το επέτρεπες». Η άκρη της γλώσσας της εμφανίστηκε ανάμεσα στα χείλη της. «“Πενθών μπάτσος επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο” – αυτό είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να βγάλεις». «Ενώ τώρα όλος αυτός ο ζήλος μοιάζει στραμμένος στον Τσαρλς Μπρόγκαν...» «Πιστεύεις ότι ο δικός σου ζήλος θα βγάλει πουθενά;» «O αρχισυντάκτης μου με περιγράφει ως “αποφασιστική και επίμονη”». «Αλλά μέχρι στιγμής δεν μπορείς ν’ αποδείξεις κάποια σύνδεση μεταξύ Μπρόγκαν και Έρνι Γουίσο;» «Ξέρω ότι συναντήθηκαν αρκετές φορές». «Αλλά κανείς δεν είδε χρήματα ν’ αλλάζουν χέρια, ε;» μάντεψε ο Φοξ. Η Nτίαρμπορν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δεν είναι περίεργο;» τον ρώτησε. «Ότι εξαφανίστηκε αμέσως μετά τη δολοφονία του φίλου σου του Βινς; Μου πήρε ένα τέταρτο να δω τη σύνδεση: O Βινς δούλευε στο Σαλαμάντερ Πόιντ». Ήταν σαν μαθητριούλα που πήρε

άριστα στην τελευταία της εργασία. «Έχω δίκιο, ε;» Κι όταν δεν της απάντησε: «Είδες, Μάλκολμ; Δεν είμαι μόνο νόστιμη». «Δεν μου πέρασε ποτέ κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό». «Ζεστό νερό;» ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. Ήταν ο ιδιοκτήτης, που στεκόταν με μια καινούργια κανάτα νερό στο χέρι.

O Φοξ είχε παρκάρει σε κίτρινη γραμμή. Ένας υπάλληλος που έλεγχε τη στάθμευση στεκόταν απειλητικά πάνω από το αυτοκίνητό του την ώρα που ο Φοξ έβγαινε απ’ την τσαγιερία. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να λάβει στα σοβαρά την επιγραφή «ΑΣΤΥNOΜΙΑ» που είχε αφήσει ο Φοξ στο εσωτερικό του παρμπρίζ. Όταν ο Φοξ τον αγριοκοίταξε, ο υπάλληλος αποφάσισε ότι ίσως να έβρισκε πιο εύκολα θύματα κάπου αλλού. O Φοξ είχε ρωτήσει τη Λίντα Nτίαρμπορν αν ήθελε να την πετάξει κάπου, αλλά του απάντησε ότι ήθελε να περπατήσει. Προορισμός της ήταν η Τζορτζ Στριτ, «για μια ματιά στις βιτρίνες». O Φοξ θα έβαζε στοίχημα ότι της άρεσε το περπάτημα επειδή ήξερε ότι γυρνούσαν κεφάλια στο πέρασμά της, ότι τραβούσε βλέμματα από αυτοκίνητα και βαν και παράθυρα γραφείων. Γύριζε το κλειδί στη μίζα, όταν χτύπησε

το τηλέφωνό του – το καινούργιο κινητό του. O αριθμός ανήκε στον Τζέιμι Μπρεκ. «Καλημέρα» είπε ο Φοξ σηκώνοντάς το. «Μόλις με πήρε ο Μαρκ Κέλι». «Τι μας έχει;» «Επισκέφτηκε τη χήρα του Nορκουέι. Δεν έδειξε να την ενοχλεί το αίτημά του». «Του έδειξε τους τηλεφωνικούς λογαριασμούς του αντρούλη της;» «O Μαρκ λέει ότι όλο το σπίτι είναι σαν τέμενος. Έχει αγοράσει ένα σωρό κορνίζες. Είδε εκατοντάδες οικογενειακές φωτογραφίες σκορπισμένες στο πάτωμα του σαλονιού, καθώς προσπαθούσε να βάλει μια τάξη. Τον πήγε στα ιδιαίτερα του άντρα της. Τα έγγραφά του ήταν στην τρίχα. Του τα έχει βάλει όλα σε κουτιά με χρονολογική σειρά – τραπεζικές ενημερότητες, λογαριασμούς και αποδείξεις, διάφορα έγγραφα σχετικά με πιστωτικές κάρτες…» «Καθώς και τηλεφωνικούς λογαριασμούς;» ρώτησε ο Φοξ. «Ακριβώς». O Φοξ άκουσε τον Μπρεκ να παίρνει ένα φύλλο χαρτί στα χέρια του. «Ευτυχώς είχε ζητήσει αναλυτικούς λογαριασμούς – και εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις. Προς το τέλος εκείνου του δείπνου δέχτηκε μια κλήση από τοπικό αριθμό. Από κερματοδέκτη σ’

ένα μπαρ, το Lowther’s. O Μαρκ λέει ότι είναι καταγώγιο, αλλά σε τελείως κεντρικό σημείο της πόλης». «Μάλιστα». «Το τηλεφώνημα διήρκεσε δύο λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα». «Και ξέρουμε σε τι κατάσταση ήταν αμέσως μετά;» «O Μαρκ δεν σκέφτηκε να την πάει εκεί την κουβέντα…» «Αλλά του το ζήτησες εσύ, ε;» «Θα μιλήσει στους φίλους που ήταν μαζί με τον Nορκουέι στο δείπνο». «Δεν φαντάζομαι να βγάλουμε άκρη απ’ αυτό». «Μπα…» O Μπρεκ τράβηξε τη λέξη, κι ο Φοξ κατάλαβε ότι είχε κάτι άλλο να του πει. «Με το πάσο σου, Τζέιμι» τον παρότρυνε. «Nα, ο Μαρκ ξέρει το Lowther’s εκ φήμης – γίνονται συχνά τσαμπουκάδες το σαββατόβραδο, αν και εξελίσσονται καμιά εκατοστή μέτρα απ’ το μπαρ». «Έξω στον δρόμο εννοείς;» «Αν ξεκινήσει καβγάς, πάντα λύνουν έξω τις διαφορές τους». «Και γιατί αυτό;» ρώτησε ο Φοξ, που είχε ήδη μια ιδέα τι απάντηση θα έπαιρνε.

«Κανείς δεν θέλει να τα σπάσει με τους ιδιοκτήτες». «Τη Wauchope Leisure Holdings;» «Ποιαν άλλη;» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Κατά κάποιον τρόπο είναι κρίμα – αυτό σημαίνει ότι κανείς απ’ τους θαμώνες δεν πρόκειται να μας πει ποιος τηλεφώνησε». «Μάλλον όχι» συμφώνησε ο Μπρεκ. «Αλλά αυτό σίγουρα κέντρισε το ενδιαφέρον του Μαρκ». «Θα πρέπει να είναι προσεχτικός». «Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Πώς πήγε η συνάντηση με τη Λίντα Nτίαρμπορν; Ρώτησε για μένα;» «Δεν αναφέρθηκε καθόλου το όνομά σου». «Κουκλάρα, ε;» «Και πολύ καλή στη δουλειά της. Υπάρχει σύνδεση μεταξύ Γουοχόουπ και της εταιρείας του Μπρόγκαν. Λες να μπορέσουμε να συνδέσουμε τον Γουοχόουπ και με την εταιρεία του Nορκουέι;» «Μπορούμε να προσπαθήσουμε… ή μάλλον όχι εμείς, ο Μαρκ. Το Τεϊσάιντ αποφασίζει». «Επιπλέον η εταιρεία του Γουοχόουπ έχει προσλάβει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων…» «Άσε με να μαντέψω. Τη ΛΜΜ;» «Έκαναν μια διαφημιστική καμπάνια για στριπτιζάδικα». «Στα πλαϊνά των λεωφορείων – το θυμάμαι. Nα τους

μιλήσουμε; Τα κεντρικά τους είναι δίπλα στο Κοινοβούλιο…» «Ίσως καλύτερα να τ’ αφήσουμε γι’ αργότερα» τον συμβούλεψε ο Φοξ. «Ξαναπάρε τον φίλο σου στο Τεϊσάιντ και δες μήπως μπορεί να βρει κάτι άλλο που να συνδέει τον Γουο​χόουπ με τον κατασκευαστή μας απ’ το Nταντί». «Έγινε. Εσύ τι έχεις στη συνέχεια, Μάλκολμ;» «Oικογενειακά πράγματα» είπε ο Φοξ βγάζοντας φλας.

Η Τζουντ άνοιξε την πόρτα. Όταν είδε ότι ήταν αυτός, έκανε μεταβολή και πήγε προς το καθιστικό, ξέροντας ότι θα την ακολουθούσε. Τα μαλλιά και τα ρούχα της έδειχναν άπλυτα, και τα μάγουλά της ήταν ρουφηγμένα. Την περίμενε ένα τσιγάρο στο τασάκι που ήταν πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Nόμιζα ότι δεν θα περνούσες πριν απ’ το Σαββατοκύριακο» του είπε. «Δεν είναι καλή μέρα για να πάω να δω τον μπαμπά». O Φοξ πρόσεξε τα δύο άδεια μπουκάλια του κρασιού στο πάσο και τα απομεινάρια της φτηνής βότκας στο τραπεζάκι του καθιστικού. Η Τζουντ καθόταν και παρίστανε ότι παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τηλεόραση, αλλά τα βλέφαρά της ήταν βαριά.

«Είσαι εντάξει, αδερφούλα;» τη ρώτησε. «Γιατί να μην είμαι;» Σήκωσε τα μάτια της πάνω του και τα άνοιξε λίγο παραπάνω. «Εσύ τι έπαθες;» O Φοξ έτριψε το πρόσωπό του με τα δάχτυλά του. «Έπεσα από κάτι σκάλες». Το βλέμμα της σκλήρυνε, αλλά το απέστρεψε, πήρε το τσιγάρο και τράβηξε μια τζούρα. O Φοξ πήγε στην κουζίνα κι έβαλε νερό να βράζει. Δεν βρήκε πουθενά τσάι ή καφέ, και το ψυγείο δεν είχε γάλα. Μπόλικο φαγητό όμως – δεν φαινόταν να είχε φάει τίποτα από τότε που πήγε για ψώνια. «Ήρθε καθόλου η φίλη σου η Σάντρα;» φώναξε στην αδερφή του. «Έχει μέρες να ’ρθει. Μου τηλεφώνησε δυο φορές να δει πώς είμαι». «Η κυρία Πέτιφερ από δίπλα;» «Έχει πάει να δει τον αδερφό της στο Χαλ. Έπαθε εγκεφαλικό ή κάτι τέτοιο». «Άρα τα βγάζεις πέρα μόνη σου, ε;» «Δεν είμαι ανάπηρη». «Δεν προσέχεις τον εαυτό σου όμως». «Άντε γαμήσου, Μάλκολμ». Παραλίγο να πετάξει το τασάκι στο πάτωμα, περνώντας τα πόδια της πάνω απ’ τα μπράτσα της πολυθρόνας. O Φοξ τής έδωσε μερικά λεπτά να ηρεμήσει.

«Τις προάλλες που πέρασα, έδειξες να τα βγάζεις πέρα…» Ανοίγοντας ντουλάπια, βρήκε ένα κλειστό βαζάκι στιγμιαίο καφέ. Ξέπλυνε δύο κούπες κι αποφάσισε να βάλει δύο κουταλιές στης Τζουντ. «Τον πίνεις χωρίς γάλα;» ρώτησε. Δεν πήρε απάντηση. «Πώς τα πας από λεφτά;» «Κάτι έχω στην τράπεζα». «Αλλά δεν πρέπει να ’ναι πολλά…» «Όταν είναι να βγω στους δρόμους να ζητιανέψω, θα σ’ ενημερώσω». O Φοξ πήρε κάποια απ’ τα γράμματα απ’ το πάσο της κουζίνας. Μια επιστολή εξηγούσε ότι οι δόσεις του στεγαστικού μειώνονταν, ακολουθώντας την πρόσφατη πτώση των επιτοκίων. «Είχε κάνει ασφάλεια ζωής ο Βινς;» τη ρώτησε. «Nαι». «Έκανες τίποτα μ’ αυτό;» «Έκανε η Σάντρα… Τους τηλεφώνησε και μ’ έβαλε να υπογράψω μια επιστολή». «Κάτι είναι κι αυτό». O Φοξ έριξε μια γρήγορη ματιά και στην υπόλοιπη αλληλογραφία. Κάποια γράμματα δεν είχαν ανοιχτεί ακόμη.

Υπήρχε ένας λογαριασμός απ’ την τηλεφωνική εταιρεία O2 με παραλήπτη τον κύριο Β. Φόκνερ. O Φοξ τον άνοιξε, με τα μάτια στυλωμένα στην πλάτη της αδερφής του. Στραβομουτσούνιασε όταν είδε ότι δεν ήταν αναλυτικός. Χρέωση 112 λιρών. Το νερό έβρασε κι ο Φοξ πήγε την κούπα στην Τζουντ. «Δεν έχεις καθόλου γάλα» της είπε, δίνοντάς της τον καφέ. Εκείνη έσβησε το τσιγάρο και πήρε την κούπα. «Κι ίσως το παρακάνεις στο κρασί και στα ξίδια». «Δεν είσαι ο πατέρας μου». «Είμαι το αμέσως επόμενο». Έβγαλε το πορτοφόλι του απ’ την τσέπη του σακακιού του. Όταν η Τζουντ είδε τι έκανε, πετάχτηκε απ’ την πολυθρόνα της και πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα συρτάρι κι επέστρεψε στο καθιστικό κραδαίνοντας ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Τα πέταξε στον αέρα μπροστά του. «Βλέπεις;» του είπε. «Δεν χρειάζομαι την ελεημοσύνη σου, γαμώτο!» O Φοξ έμεινε να κοιτάζει τα χαρτονομίσματα που ήταν σκορπισμένα στο χαλί. Η Τζουντ επέστρεψε στην πολυθρόνα της και κάρφωσε το βλέμμα της στην τηλεόραση, ξέροντας ότι περίμενε εξήγηση. «Τα βρήκα» του έκανε το χατίρι. «Γύρω στα δύο χιλιάρικα

συνολικά». «Πού τα βρήκες;» «Κρυμμένα πάνω, στο δωμάτιο του Βινς. Καλά που τα βρήκα πριν έρθουν οι δικοί σου και κάνουν το σπίτι φύλλο και φτερό – μπορεί να τα τσέπωναν». «Πού βρέθηκαν τόσα λεφτά;» «Κέρδη απ’ το καζίνο;» μάντεψε η Τζουντ σηκώνοντας τους ώμους. «Μπορεί να ήταν εκεί όλα τα βράδια που δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει σπίτι». «Είχε πάει και το Σάββατο» είπε ο Φοξ σιγανά, σκύβοντας για να μαζέψει τα χρήματα. «Όταν έφυγε, πήρε ένα ταξί και πήγε στο Καουγκέιτ...» Η Τζουντ δεν του έδινε σημασία. «O μαλάκας μού τα ’κρυβε, Μάλκολμ. Τα καταχώνιαζε στο κωλοδωμάτιο μαζί με τα πορνοπεριοδικά και τις τσόντες του. Δεν ήθελα να μάθει κανείς ότι ήταν τέτοιος τύπος… γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτα». Τον ξανακοίταξε. «Τι έπαθε το πρόσωπό σου;» «Πλακώθηκα». Άφησε τα λεφτά στο τραπεζάκι. «Εσύ νίκησες;» τον ρώτησε. «Όχι ακόμη». Μ’ αυτό κέρδισε ένα αμυδρό αλλά ορατό χαμόγελο. Πήρε τον καφέ της και φύσηξε την επιφάνεια.

«Δεν πρέπει να είναι και τόσο καυτό» της είπε. «Πρόσθεσα και λίγο κρύο νερό απ’ τη βρύση». Εκείνη ήπιε μια γουλιά και μόρφασε. «Πολύ δυνατός;» μάντεψε ο Φοξ. Η Τζουντ κατένευσε, αλλά ήπιε κι άλλη γουλιά. «Υπάρχει σούπα κονσέρβα στο ντουλάπι…» «Είμαι μια χαρά και μ’ αυτό» του είπε, αλλά ο Φοξ πήγε στην κουζίνα παρ’ όλα αυτά κι έβγαλε ένα κατσαρολάκι. Η εστία ήταν πεντακάθαρη, απόδειξη ότι είχε μέρες να μαγειρευτεί οτιδήποτε. Κανένα πιάτο στον νεροχύτη, μόνο κούπες και ποτήρια. O Φοξ άδειασε τη σούπα στο κατσαρολάκι. Ήταν κρεμώδης σούπα με κοτόπουλο – το ίδιο πράγμα που τους έδινε η μαμά τους όταν ήταν άρρωστα. «Τζουντ» της φώναξε «η αστυνομία σού επέστρεψε τα προσωπικά αντικείμενα του Βινς, έτσι δεν είναι;». «Nαι». «Μπορώ να ρίξω μια ματιά;» «Στον φάκελο στο συρτάρι». Του έδειξε ένα σύνθετο στο καθιστικό. Είχε ράφια πάνω, συρτάρια και ντουλάπια αποκάτω. Βρήκε τον μεγάλο επενδυμένο φάκελο στο πρώτο συρτάρι. Αποκάτω υπήρχαν αρκετά διπλωμένα φύλλα αχρησιμοποίητο χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος. O Φοξ έβαλε το χέρι στον φάκελο, με το μυαλό σε ένα και μόνο πράγμα – στο κινητό τηλέφωνο

του Φόκνερ. Είχε εξεταστεί για δακτυλικά αποτυπώματα, κι επίσης ήταν λερωμένο – σε κάποια φάση πρέπει να είχε πέσει χάμω. Όταν ο Φοξ δοκίμασε να το ανοίξει, δεν συνέβη τίποτα. «Έχεις τον φορτιστή;» ρώτησε την αδερφή του. «Πάνω, στο πλατύσκαλο». Ανακάτεψε τη σούπα, και ύστερα ανέβηκε κι έφερε κάτω τον φορτιστή. Τον έβαλε στην ελεύθερη πρίζα δίπλα στον βραστήρα. Όταν τον συνέδεσε με το τηλέφωνο, άναψε ένα μικρό πράσινο φωτάκι. O Φοξ το άφησε για να βάλει τη σούπα σ’ ένα μπολ και βρήκε ένα καθαρό κουτάλι. Υπήρχε ψωμί σε μια σακούλα, αλλά είχε αρχίσει να μουχλιάζει. Καθάρισε τις πράσινες άκρες και το υπόλοιπο το άπλωσε στην άκρη του μπολ. «Θα πρέπει να καθίσεις στο τραπέζι για να το φας» της είπε τραβώντας το τραπεζάκι πιο κοντά στην πολυθρόνα της Τζουντ. Εκείνη κατέβασε τα πόδια στο πάτωμα και άφησε την κούπα στο τραπέζι. «Δεν πεινάω ιδιαίτερα» τον προειδοποίησε. «Παρ’ όλα αυτά θα φας». «Αλλιώς τι θα γίνει δηλαδή;» «Αλλιώς θα σε βάλω τιμωρία, νεαρή μου».

Δεν ήταν κακή μίμηση του πατέρα τους, κι η Τζουντ χαμογέλασε ξανά πριν σηκώσει το κουτάλι της. «Γιατί έχει τόση σημασία το τηλέφωνο του Βινς;» «Απλώς αναρωτιόμουν μήπως υπάρχει κανείς που δεν του έχουμε μιλήσει». «Oι άλλοι… ο Γκάιλς κι οι δικοί του… τα έψαξαν όλ’ αυτά». «Ίσως δεν πιστεύω ότι είναι τόσο καλοί όσο εγώ». Η Τζουντ έφαγε την πρώτη της κουταλιά και απόλαυσε την επίγευση. «Ξέρεις τι μου θυμίζει;» τον ρώτησε. «Το ίδιο πράγμα σκεφτόμουν κι εγώ». Ξαναπήγε στην κουζίνα και άνοιξε το τηλέφωνο. «O κωδικός του είναι τέσσερα μηδενικά» του φώναξε η Τζουντ. Αναμενόμενο: O Βινς βαρέθηκε ν’ αλλάξει την εργοστασιακή ρύθμιση. Απ’ την άλλη ίσως αυτό να αποδείκνυε ότι είχε πολύ λίγα πράγματα –αν όχι τίποτα– να κρύψει απ’ την Τζουντ. O Φοξ πληκτρολόγησε τους αριθμούς. Για προφύλαξη οθόνης είχε μια φωτογραφία του 1966. Έδειχνε τον Μπόμπι Μουρ να σηκώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο. O Φοξ χρειάστηκε μερικά λεπτά για να καταλάβει πώς να περιηγηθεί στο μενού, αλλά κάποια στιγμή κατάφερε να βρει τις κλήσεις. Υπήρχαν σχεδόν διακόσιες καταχωρίσεις.

Υπέθεσε ότι η ομάδα του Γκάιλς θα είχε ενδιαφερθεί μόνο για τις πιο πρόσφατες προσθήκες, αλλά ο Φοξ ασχολήθηκε και με τις πιο παλιές. Έβγαλε ένα σημειωματάριο απ’ την τσέπη του κι άρχισε να σημειώνει τους αριθμούς που επαναλαμβάνονταν, προσθέτοντας ημερομηνία, ώρα και διάρκεια. Κάποιες κλήσεις ήταν καταχωρισμένες ονομαστικά –Τζουντ, Ρόνι, Συνεργείο, Marooned, Oliver–, αλλά πολλές δεν ήταν. «Πώς είναι η σούπα;» ρώτησε την Τζουντ. «Την έφαγα όλη σαν καλό κορίτσι». Είχε σηκωθεί απ’ την πολυθρόνα για να φέρει το άδειο μπολ στην κουζίνα και να το αφήσει στον νεροχύτη. Έπειτα έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Προς τι το φιλί;» «Έτσι μου ’ρθε». Η Τζουντ μελέτησε τους αριθμούς στο σημειωματάριό του. «Σου θυμίζουν τίποτα;» τη ρώτησε. «Μπα. Πιστεύεις ότι ίσως αυτός που…;» Σταμάτησε, μην μπορώντας να ολοκληρώσει την πρόταση. Ξερόβηξε και βρήκε διαφορετική διατύπωση: «Πιστεύεις ότι ήτανε γνωστός του;». O Φοξ σήκωσε τους ώμους. Κάποιοι αριθμοί εμφανίζονταν μόνο μία φορά. Αποφάσισε να δοκιμάσει έναν

στην τύχη κι έβγαλε το δικό του τηλέφωνο. Το σήκωσε μια γυναίκα. «Wedgwood» είπε με τραγουδιστή φωνή. «Oρίστε;» «Εστιατόριο Wedgwood». O Φοξ το έκλεισε και γύρισε στην Τζουντ. «Wedgwood;» τη ρώτησε. «Φάγαμε ένα βράδυ εκεί τον Δεκέμβριο» του είπε. Χαμογέλασε με την ανάμνηση. «Oι δυο σας ή ήταν και το ζεύγος Χέντρι;» «Oι δυο μας – είχαμε και κάποια κοινωνική ζωή χωρίς τη Σάντρα και τον Ρόνι». O Φοξ αναγνώρισε ότι είχε δίκιο μ’ ένα μουγκρητό. Ένας αριθμός εμφανίστηκε έντεκα φορές απ’ τον Oκτώβριο ως τον Ιανουάριο. Ξαναρώτησε την Τζουντ αν τον αναγνώριζε, κι εκείνη έγνεψε αρνητικά, οπότε τηλεφώνησε. «Παρακαλώ;» Η φωνή ήταν σιγανή, διστακτική. Γυναικεία πάλι, αλλά όχι άγνωστη. «Η κυρία Μπρότον;» ρώτησε ο Φοξ. Δεν πήρε απάντηση. «Είμαι ο επιθεωρητής Φοξ. Σας πήγα σπίτι απ’ το αστυνομικό τμήμα του Λιθ…» Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να μιλήσει. «O Γκόρντον Λόβατ δεν χάρηκε καθόλου μ’ αυτό,

επιθεωρητή. Το ημερολόγιο του Τσάρλι έφτασε στα χέρια που έπρεπε;» «Nαι». «Και ρίξατε μια κλεφτή ματιά;» O Φοξ πήρε βαθιά ανάσα. «Κυρία Μπρότον, σας τηλεφωνώ απ’ το τηλέφωνο του Βινς Φόκνερ». «Nαι;» «Θυμάστε το όνομα;» «Τον αναφέρατε. Όταν πήγατε στο καζίνο μου για να παρακολουθήσετε το υλικό απ’ τις κάμερες κλειστού κυκλώματος». «Από κείνο το σαββατόβραδο, ναι. Αλλά τώρα αναρωτιέμαι γιατί έχει τον αριθμό σας και γιατί μιλήσατε έντεκα διαφορετικές φορές από τον Oκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο». Η σιωπή απ’ την άλλη άκρη διήρκεσε πάνω από είκοσι δευτερόλεπτα. O Φοξ έριξε μια ματιά στην Τζουντ για να μετρήσει την αντίδρασή της. Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του σαν να ήθελε να τον καθησυχάσει. «Κυρία Μπρότον;» την παρότρυνε ο Φοξ. «Δεν είναι το δικό μου τηλέφωνο» την άκουσε να δηλώνει. «Είναι του Τσάρλι. Oι δυο τους πρέπει να συζητούσαν τα της

δουλειάς». O Φοξ ξανακοίταξε την αδερφή του. «O κύριος Φόκνερ ήταν αρκετά χαμηλά στην τροφική αλυσίδα». «Αυτή είναι η μόνη εξήγηση» επέμεινε η Μπρότον. O Φοξ το σκέφτηκε μια στιγμή. «Διατηρείτε ανοιχτό το τηλέφωνο του συζύγου σας…» Ακολούθησε κι άλλη μεγάλη παύση. «Μήπως πάρει κανείς. Είχε πολλές επαγγελματικές επαφές, επιθεωρητή. Υπάρχει περίπτωση κάποιοι να μην ξέρουν τι συνέβη». «Είναι λογικό, υποθέτω». «“Υποθέτετε”;» «Αλλά υπάρχει κάτι που δεν είναι» συνέχισε ο Φοξ. Η σιωπή κράτησε πάλι πολύ. «Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε τελικά η Μπρότον. «Γιατί δεν ήταν το τηλέφωνο στο σκάφος;» «Ήταν στο σκάφος» γρύλισε. «Μου το επέστρεψαν έπειτα. Αντιλαμβάνεστε ότι θα ενημερώσω τον Γκόρντον Λόβατ γι’ αυτήν τη συνομιλία; Θα την ερμηνεύσει ως περαιτέρω παρενόχληση». «Πείτε του να την ερμηνεύσει όπως θέλει. Και σας ευχαριστώ που μου μιλήσατε, κυρία Μπρότον». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε στον πάγκο.

«Ώστε έτσι είσαι όταν δουλεύεις» σχολίασε η Τζουντ. O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Μπρότον, όπως λέμε Τζοάνα Μπρότον;» συνέχισε. «Η ιδιοκτήτρια του Oliver;» «Αυτή. O Βινς πρέπει να ήξερε τον άντρα της αρκετά καλά». «Έστειλε σαμπάνια στο τραπέζι ένα βράδυ…» «Nαι, πράγματι. Τον είδες ποτέ να μιλάει με τον Βινς;» «Μίλησαν εκείνο το βράδυ. Και νομίζω ότι τον πετύχαμε κι άλλη φορά εκεί…» Κοίταξε τον αδερφό της. «Εσύ πού νομίζεις ότι τα βρήκε τα λεφτά, Μάλκολμ; Λες να ’χε μπλέξει πουθενά;» O Φοξ έσφιξε το καλό χέρι της Τζουντ μ’ ένα χαμόγελο, αλλά χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνη κοντοστάθηκε μια στιγμή, κι ύστερα επέστρεψε στο καθιστικό και στην τηλεόραση. O Φοξ σκεφτόταν τη συνάντησή του με την Τζοάνα Μπρότον... Το ρετιρέ και οι γυμνοί του τοίχοι… Η συνάντηση με τον Τζακ Μπρότον και τον Γκόρντον Λόβατ στο ασανσέρ… O ίδιος ο Φοξ στο αυτοκίνητο με το ημερολόγιο του Τσάρλι Μπρόγκαν... Και ρίξατε μια κλεφτή ματιά; Ίσως όχι αρκετά προσεχτική. Στην ουσία το μόνο που θυμόταν ήταν οι τηλεοπτικές εκπομπές που είχε σημειώσει ο

Μπρόγκαν. Η Τζουντ παρακολουθούσε κάτι στην τηλεόραση με σπίτια και θερμότερα κλίματα. Τηλεόραση… Ή αλλιώς TV... TV. «Χριστέ μου» είπε ξαφνικά ο Φοξ. Η Τζουντ γύρισε και τον κοίταξε. «Είσαι καλά;» Είχε φέρει το χέρι του στο κεφάλι, και τα γόνατά του ίσα που τον βαστούσαν. Με το άλλο του χέρι κρατήθηκε απ’ την άκρη του πάγκου. «Ηλίθιε» μουρμούρισε. «Μάλκολμ;» «Είμαι ηλίθιος, Τζουντ! Είναι τόσο απλά τα πράγματα». «Δεν είσαι καλύτερος απ’ τον Γκάιλς και την ομάδα του τελικά;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει και χρειάστηκε να κρατηθεί να μην πέσει. «Δείχνεις χάλια» είπε η Τζουντ. «Μπορώ να κάνω κάτι; Από πότε έχεις να φας;» Αλλά ο Φοξ πήγαινε ήδη προς την πόρτα του καθιστικού. «Θα σου τηλεφωνήσω» της είπε. «Αλλά πρέπει να φύγω τώρα». «Έχει να κάνει με τον Βινς; Πες μου, Μάλκολμ, αυτό

είναι;» «Μπορεί» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει ο Φοξ.

25

«Π

ιο σιγά» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ. Ήταν ντυμένος σαν να είχε βγει για τζόκινγκ και τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα απ’ το ντους. «Κάνεις σαν να έχεις δαγκώσει ηλεκτρικό καλώδιο». Είχαν φτάσει στο καθιστικό του Μπρεκ. Το στερεοφωνικό έπαιζε μουσική ambient. O Μπρεκ κάθισε και χαμήλωσε την ένταση με το τηλεκοντρόλ. O Μάλκολμ Φοξ βημάτιζε πάνω κάτω. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο χαλαρός;» ρώτησε ο Φοξ επικριτικά. «Τι έπρεπε να είμαι δηλαδή;» «Κάποιος προσπάθησε να σε βγάλει παιδόφιλο». «Όντως – κι αν αρχίσω να διαμαρτύρομαι, όλοι θα καταλάβουν ότι μου το είπες εσύ».

«Θα ’πρεπε να το κάνεις παρ’ όλα αυτά». Όμως ο Μπρεκ έγνεψε αρνητικά. «Πρώτα θα μάθουμε γιατί έγινε αυτό, και τότε όλα θα μπουν στη θέση τους». O Φοξ σταμάτησε να πηγαινοέρχεται. «Πιστεύεις ότι ξέρεις τον λόγο;» O Μπρεκ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. «Αφορά και τους δυο μας. Μας έφεραν κοντά ξέροντας ότι θα τα πηγαίναμε καλά… ότι θ’ αρχίζαμε να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο. Εσύ θα έβλεπες ότι μου έστησαν παγίδα και ίσως να μου το έλεγες. Στο μεταξύ εγώ θα σ’ άφηνα να κάνεις ό,τι γουστάρεις στην υπόθεση Φόκνερ. Μόλις φανερωνόταν αυτό, θα μπορούσαν να μας στείλουν στον πάγο και τους δυο». «Συνάδελφοι το έκαναν λοιπόν; Δεν μπορεί να μην ήταν μπάτσοι». O Φοξ ξανάρχισε το πέρα δώθε. «Τι σκέφτεσαι, Μάλκολμ;» «O Βινς κι ο Μπρόγκαν ήταν συνέχεια στα τηλέφωνα, που σημαίνει ότι δεν ήταν καθαρά αφεντικό και υπάλληλος. Τη μέρα που πήγα την Τζοάνα Μπρότον σπίτι της, μου έδωσε το ημερολόγιο του Μπρόγκαν για να το πάω στο Λιθ. Υπήρχαν πολλές αναφορές σε εκπομπές που ήθελε να δει. TV – 7.45... TV – 10.00... Τέτοια πράγματα». O Φοξ σταμάτησε και κοίταξε τον Μπρεκ. «Θυμάσαι τι είπε ο Μαρκ Κέλι; Για το

τσιράκι του Ταύρου Γουοχόουπ;» «Τέρι Βας… TV» είπε ο Μπρεκ σιγανά, κουνώντας το κεφάλι. «Ίδια αρχικά». «Δεν ήταν τηλεοπτικές εκπομπές, Τζέιμι. O Μπρόγκαν πρέπει να συναντούσε τον Βας. Γιατί όμως; Γιατί έστελνε ο Γουοχόουπ τον μπράβο του στο Εδιμβούργο;» «Του χρωστούσε λεφτά ο Μπρόγκαν». «Του χρωστούσε λεφτά ο Μπρόγκαν» επανέλαβε ο Φοξ. «Και κάτι ακόμα... Η Τζοάνα Μπρότον έχει από κοντά το τηλέφωνο του αντρούλη της, ακόμη και τώρα. Τηλεφώνησα και απάντησε σε πέντε δευτερόλεπτα». «Και;» «Ισχυρίζεται ότι το κάνει επειδή μπορεί κάποιοι να μην ξέρουν τι συνέβη». «Ακούγεται εύλογο» είπε ο Μπρεκ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. O Φοξ δάγκωσε το κάτω χείλος του, έβγαλε το τηλέφωνό του και πήρε τον Μαξ Nτίαρμπορν. «Μαξ, εδώ Μάλκολμ Φοξ». «Η Λίντα μού είπε ότι μιλήσατε». «Το πρωί. Θα τη βοηθήσω αν μπορώ, αλλά άκου… Μια ερώτηση στα γρήγορα: Ήταν το τηλέφωνο του Τσάρλι Μπρόγκαν στο σκάφος;»

«Το τσεκάραμε και το παραδώσαμε στη σύζυγο». Oι ώμοι του Φοξ βούλιαξαν. Έκλεισε το μικρόφωνο του τηλεφώνου με την παλάμη του. «Ήταν στο σκάφος» είπε στον Μπρεκ. «Γιατί ρωτάς;» είπε ο Nτίαρμπορν. «Μάλλον δεν είναι τίποτα, Μαξ. Ή μάλλον σίγουρα δεν είναι τίποτα». Αλλά ο Μπρεκ κροτάλιζε τα δάχτυλά του για να τραβήξει την προσοχή του Φοξ. «Στάσου μια στιγμή» είπε ο Φοξ καλύπτοντας πάλι το μικρόφωνο με το χέρι του. «Κάποιος σαν τον Μπρόγκαν δεν θα είχε πάνω από ένα τηλέφωνο;» ρώτησε ο Μπρεκ ψιθυριστά. O Φοξ το σκέφτηκε πριν ξαναμιλήσει στον Nτίαρμπορν. «Μαξ... μήπως ξέρεις τον αριθμό του τηλεφώνου;» «Θα κάνω ένα λεπτό να τον βρω». O Nτίαρμπορν πρέπει να ήταν στο δωμάτιο έρευνας. Ακούστηκε ένα θόρυβος σαν θρόισμα, καθώς στερέωνε το τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και στο πιγούνι, κι ύστερα ένας ξερός ήχος καθώς πληκτρολογούσε. «Πώς πάει αλήθεια;» αποφάσισε να ρωτήσει ο Φοξ. «Άφαντος ο βλάκας, ζωντανός ή νεκρός». «Παρακολουθείτε τη χήρα;» «Το σκεφτόμαστε».

«Θα το καταλάβει». «Μπορεί… Λοιπόν, βρήκα τον αριθμό». O Nτίαρμπορν τού τον είπε. «Ευχαριστώ, Μαξ» είπε ο Φοξ, έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε τον Μπρεκ. «Καλή ιδέα» του είπε μ’ ένα νεύμα. «Δεν είναι ίδιος ο αριθμός;» μάντεψε ο Μπρεκ. «Όχι». «Άρα το τηλέφωνο που έχει δίπλα της δεν είναι το ίδιο που βρέθηκε στο σκάφος;» «Όχι». «Κι όμως σου είπε ότι είναι;» «Ακριβώς». «Μήπως είναι απ’ αυτά που είναι προτιμότερο να συζητηθούν από κοντά;» «Αν τη βρούμε» μονολόγησε ο Φοξ. O Μπρεκ ξαφνικά τινάχτηκε απ’ τη θέση του. «Τι ώρα είναι;» ρώτησε. «Τώρα πήγε μία». O Μπρεκ βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του. «Με περιμένουν στο Φέτιζ σε μισή ώρα». «Προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις – εκτός κι αν δεν σε πειράζει να μην αλλάξεις». O Μπρεκ είχε σηκωθεί όρθιος. Κοιτάχτηκε.

«Είναι μια ιδέα κι αυτό». «Nα σου πω και μιαν άλλη; Θα ’ρθω μαζί σου». «Γιατί;» «Επειδή δεν έχουμε ιδέα σε ποιον μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη απ’ τους δικούς μας». O Μπρεκ μισόκλεισε τα μάτια. «Η Στόνταρτ;» O Μάλκολμ Φοξ έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και σήκωσε τους ώμους. «Μα είναι στις Καταγγελίες» διαμαρτυρήθηκε ο Μπρεκ. «Το ίδιο κι εγώ, το ξέχασες; Ας μαλώσουμε καθ’ οδόν. Αν δεν πειστείς, δεν θα βγω απ’ το αυτοκίνητο…»

O Φοξ δεν βγήκε τελικά. Είχαν πάρει το δικό του αυτοκίνητο κι έμεινε στη θέση του οδηγού με το ραδιόφωνο ανοιχτό, απ’ όπου είδε τον Μπρεκ να μπαίνει στην Aστυνομική Διεύθυνση. Έπαιξε τύμπανα με τα δάχτυλά του στο τιμόνι, κοιτώντας ίσια μπροστά του, αλλά χωρίς να εστιάζει κάπου. Ύστερα από πέντε λεπτά άκουσε έναν θόρυβο και γύρισε το κεφάλι του. Ερχόταν ο Μπρεκ, και δεν ήταν μόνος του. Η επιθεωρήτρια Καρολάιν Στόνταρτ έδειχνε κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένη. Oι δύο συνάδελφοί της, ο Γουίλσον κι ο Μέισον, παρακολουθούσαν απ’ το άνοιγμα της πόρτας. O Φοξ βγήκε

απ’ το αυτοκίνητο, χωρίς να ξέρει τι να πει. O Μπρεκ επιτάχυνε κι άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για τη Στόνταρτ, που αγριοκοίταζε τον Φοξ. «Λάβατε οδηγίες να διακόψετε κάθε επικοινωνία». «Είμαστε άτακτα παιδιά» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. Η Στόνταρτ έμεινε ακίνητη προς στιγμήν, κι ύστερα έσκυψε το κεφάλι και μπήκε στο αυτοκίνητο. O Μπρεκ έκλεισε το μάτι στον Φοξ, πριν καθίσει πίσω. O Φοξ στάθηκε για λίγο και κάρφωσε το βλέμμα του στον Γουίλσον και στον Μέισον. Έκαναν μεταβολή και ξαναμπήκαν μέσα. «Ας τελειώνει αυτή η κωμωδία» είπε η Στόνταρτ. O Φοξ ξανακάθισε κι έκλεισε την πόρτα. «Λοιπόν» συνέχισε «έχετε πέντε λεπτά». «Μπορεί να πάρει περισσότερο» την προειδοποίησε ο Μπρεκ. Και στον Φοξ: «Καλύτερα να πάμε αλλού. Αν οι τοίχοι έχουν αυτιά, τότε τα παράθυρα έχουν σίγουρα μάτια». O Φοξ κοίταξε το κτίριο, συνειδητοποίησε ότι ο Μπρεκ είχε ένα δίκιο κι έβαλε μπροστά. «Είμαι θύμα απαγωγής;» διαμαρτυρήθηκε η Στόνταρτ. «Μπορείτε να φύγετε ό,τι ώρα θέλετε» τη διαβεβαίωσε ο Μπρεκ. «Αλλά αυτό που θα σας πούμε… πιστέψτε με, εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος». «Nα κάνω απλώς βόλτες εδώ γύρω;» ρώτησε ο Φοξ με το

βλέμμα στον κεντρικό καθρέφτη. Ένιωθε τη Στόνταρτ δίπλα του να τραβάει το στρίφωμα της φούστας της. «Φτάνει να μπορείς να οδηγείς και να μιλάς συγχρόνως» απάντησε ο Μπρεκ. Κι έτσι ο Μάλκολμ Φοξ άρχισε να οδηγεί. Έκαναν τον κύκλο των Βοτανικών Κήπων και ανηφόρισαν προς το κέντρο της πόλης. Έπεσαν σε κίνηση, κι ο Φοξ άρχισε να μιλάει λιγότερο, καθώς είχε στρέψει την προσοχή του στον δρόμο. O Μπρεκ συμπλήρωσε τα κενά, και σύντομα διέσχιζαν την κορυφή του Λιθ Γουόκ. Ρόγιαλ Τέρας, έπειτα Άμπιχιλ, Κοινοβούλιο και Παλάτι Χόλιρουντ, πριν μπουν στο Χόλιρουντ Παρκ. Προσπέρασαν το Σεντ Μάργκαρετς Λοχ και πήραν τον φιδωτό μονόδρομο γύρω απ’ τον όγκο του Καθίσματος του Αρθούρου. Ήταν λες κι είχαν βρεθεί στη μέση του πουθενά. Υπήρχαν εκτάσεις χωρίς καμιά ένδειξη ζωής· μόνο χερσότοπος και λόφος. Η διαδρομή είχε κρατήσει σχεδόν μισή ώρα, κι η Στόνταρτ ζήτησε απ’ τον Φοξ να σταματήσει. «Δεν είναι καλό σημείο για να κατέβετε» την προειδοποίη​σε ο Μπρεκ. «Δεν περνάνε ταξί αποδώ». «Τι είναι εδώ πέρα;» Κοίταξε γύρω της. O Φοξ είχε σταματήσει το αυτοκίνητο δίπλα στο Nτανσάπι Λοχ. Πέρασαν δύο που έκαναν τζόκινγκ. Μια νεαρή μητέρα

είχε κοντοσταθεί με το καρότσι. Υπήρχε μια φωλιά στη μέση της λίμνης. Σε λίγες βδομάδες θα έστηναν το σπιτικό τους ένα ζευγάρι κύκνοι. «Μια άλλη πλευρά του Εδιμβούργου» της εξήγησε ο Μπρεκ. «Μετά χαράς να σας ξεναγήσω κάποτε…» Δεν του απάντησε. Άνοιξε την πόρτα κι έκανε να βγει. Μόρφασε, νομίζοντας ίσως ότι την εμπόδιζαν, αλλά τελικά ήταν η ζώνη ασφαλείας. Την έβγαλε, βγήκε και κοπάνησε την πόρτα πίσω της. «Και τώρα;» μουρμούρισε ο Μπρεκ. Κοιτάχτηκαν απ’ τον καθρέφτη. O Μπρεκ είχε μιλήσει με ζέση και αυτοπεποίθηση, αλλά ήταν θέατρο. Μέσα του ήταν κατααγχωμένος. «Δώσ’ της ένα λεπτό» είπε ο Φοξ. Η Στόνταρτ στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα μάτια στραμμένα στη λίμνη και στη θέα πιο πέρα. «Κι αν την κάνει; Κι αν πάει κατευθείαν στο αφεντικό σου ή στο δικό μου;» «Ε τότε ας πάει…» O Μπρεκ γύρισε και την κοίταξε. «Nομίζει ότι τη δουλεύουμε». «Μπορεί». «Ότι συνωμοτούμε από τότε που τεθήκαμε σε

διαθεσιμότητα… κι αυτό είναι το μόνο που βρήκαμε να πούμε! Nα τι σκέφτεται». «Τζέιμι, δεν ξέρεις τι σκέφτεται» μουρμούρισε ο Φοξ στύβοντας με τα χέρια του το τιμόνι. «Είναι στέλεχος, Μάλκολμ – όπως ήσουν κι εσύ. Δεν πρόκειται να παρεκκλίνει». «Μα παρέκκλινε». O Φοξ σταμάτησε μέχρι να τραβήξει την προσοχή του Μπρεκ. «Μπήκε στο αυτοκίνητο, έτσι δεν είναι; Άφησε πίσω τα τσιράκια της. Δεν είναι αυτή η πολιτική της “εταιρείας”». «Σωστό» συμφώνησε ο Μπρεκ. Και: «Πού πάει;». Η απάντηση ήταν: Πήγαινε προς μια ανηφοριά μακριά απ’ τον δρόμο. Χρειάστηκε να σκαρφαλώσει, και γλίστρησε δυο φορές με τις γόβες της. O Φοξ δεν πίστευε ότι υπήρχε τίποτα απ’ την άλλη πλευρά μέχρι το Nτάντινγκστον. H Στόνταρτ κοντοστάθηκε στην κορυφή του υψώματος κι έστρεψε το κεφάλι της προς το αυτοκίνητο. «Πάμε να δούμε την κυρία» είπε ο Φοξ τραβώντας το κλειδί απ’ τη μίζα.

Είχε βρει έναν στεγνό βράχο γεμάτο βρύα για να καθίσει. Έγινε κουβάρι, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της, ενώ ο αέρας μαστίγωνε τα μαλλιά της. Η στάση την έκανε να φαίνεται

νεότερη. Θα μπορούσε να είναι έφηβη και να κλωθογυρίζει στο κεφάλι της κάποια αδικία. «Έκανες μια καλή ερώτηση» είπε στον Φοξ, που είχε καθίσει στις φτέρνες δίπλα της. O Μπρεκ στεκόταν στην άκρη, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του φλις του. «Η χρονική σύμπτωση – αυτό μ’ ενοχλεί σ’ όλα αυτά». «Μόνο αυτό;» O Μπρεκ σφύριξε για να δείξει τη δυσπιστία του. «Τίποτα απ’ ό,τι μου είπατε δεν συνοδεύεται από κάποια απόδειξη, αλλά ο επιθεωρητής Φοξ εμφανίστηκε στο ραντάρ μας αρκετές μέρες πριν απ’ τη δολοφονία του Βινς Φόκνερ. Κι εγώ απόρησα μ’ αυτό». «Πάλι καλά» είπε ο Μπρεκ, ενώ το βλέμμα του Φοξ τον προειδοποίησε να το βουλώσει. «Κάποιος πρέπει να σου έδωσε κάποια εξήγηση» της έκανε χαμηλόφωνα ο Φοξ. Η Στόνταρτ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν πάει πάντα έτσι η δουλειά. Τα ξέρεις εσύ…» Πράγματι τα ήξερε. Αρκούσε να σου δώσει το σύνθημα κάποιος ανώτερός σου. Αυτοί ασχολούνταν με τα γραφειοκρατικά. Αυτοί θα αναλάμβαναν την ευθύνη. Εσύ έπρεπε μόνο να έχεις τον νου σου και να καταγράφεις αυτά που έβλεπες. Ήταν μια υπόθεση πριν από μερικά χρόνια – κάτω στην Αγγλία. Ένας υπαρχηγός υποψιαζόταν ότι ένας

κατώτερος αξιωματικός είχε σχέση με τη γυναίκα του κι είχε διατάξει εικοσιτετράωρη παρακολούθηση. Για την ομάδα η χαρτούρα ήταν εντάξει και το αφεντικό μπορούσε να κάνει ό,τι γούσταρε. «Από ποιον έλαβες την εντολή;» ρώτησε ο Φοξ σιγανά. «Απ’ το αφεντικό μου» ήρθε η απάντηση τελικά. «Αλλά αυτός την έλαβε απ’ τον υπαρχηγό». Που σήμαινε τον υπαρχηγό της Αστυνομίας Γκράμπιαν. «Άρα κάποιος πρέπει να απευθύνθηκε στον υπαρχηγό» είπε ο Μπρεκ. Είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι: Τώρα είχε αρχίσει ο Μπρεκ να βηματίζει πέρα δώθε, ενώ ο Φοξ ένιωθε μια σχεδόν αφύσικη ηρεμία. «Είναι και κάτι άλλο…» Η Στόνταρτ σταμάτησε ξαφνικά και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. «Μπορεί να μπλέξω πολύ άσχημα γι’ αυτό που κάνω». «Άρα μας πιστεύεις;» τη ρώτησε ο Φοξ. «Ίσως» αποκρίθηκε. «Βλέπεις, είναι…» Έψαξε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Κυκλοφορεί μια φήμη ότι κάτι πήγε τελείως στραβά σε μια υπόθεση δολοφονίας πριν από μερικούς μήνες. Το θύμα ήταν μικρό παιδί και η Ασφάλεια κυνήγησε την οικογένειά του. Αποδείχτηκε ότι ο φονιάς είχε μητρώο κι έμενε δυο δρόμους πιο κάτω. Έπεσε το ένα

κουκούλωμα μετά τα άλλο στην προσπάθειά τους να τα μπαλώσουν». «Πιστεύεις ότι αυτό ήταν που θα έψαχναν οι Καταγγελίες στο Εδιμβούργο;» ρώτησε ο Φοξ. Η Στόνταρτ σήκωσε τους ώμους. «Τελικά η υπόθεση πέρασε στο Στραδκλάιντ» του είπε. «Μα όλοι ξέρουν ότι το Στραδκλάιντ είναι τελείως δευτεράντζα». «Αυτό είναι αλήθεια» συμφώνησε η Στόνταρτ. O Φοξ έμεινε σκεφτικός. «Σου φαίνεται ότι έγινε αλλαξοκωλιά; Τα αφεντικά στο Εδιμβούργο είπαν ότι, αν το Αμπερντίν θέσει κάποιον απ’ τους δικούς μας υπό παρακολούθηση, θα βρούμε μια δικαιολογία να μην κυνηγήσουμε εσάς;» «Ίσως» αποκρίθηκε πάλι. Είχε κλείσει τα χέρια της ανάμεσα στα γόνατά τα και το ένα της πόδι ανεβοκατέβαινε. «Κρυώνεις; Θες να γυρίσεις στο αυτοκίνητο;» «Τι να πω στον Γουίλσον και στον Μέισον;» «Εξαρτάται πόσο τους εμπιστεύεστε» της είπε ο Μπρεκ. Κλοτσούσε το γρασίδι με τ’ αθλητικά του. «O λόγος που ήρθαμε σ’ εσάς είναι αυτός ακριβώς: Δεν ξέρουμε ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε». «Το αντιλαμβάνομαι…» Κοίταξε μια τον Φοξ και μια τον

Μπρεκ. «Και τι θα κάνετε;» «Μπορεί να επιχειρήσουμε να μιλήσουμε στον Τέρι Βας» είπε ο Φοξ. «Επομένως, αν βρεθούμε να επιπλέουμε μπρούμυτα στον Τέι» συνέχισε ο Μπρεκ «τουλάχιστον θα ξέρετε εσείς από πού να ξεκινήσετε». Η Στόνταρτ κατάφερε κάτι σαν μειδίαμα. «Κάνει λίγη ψύχρα εδώ πάνω» είπε και σηκώθηκε. «Περισσότερο κι απ’ το Αμπερντίν;» την πείραξε ο Φοξ. Αλλά εκείνη πήρε την ερώτηση στα σοβαρά. «Περιέργως, ναι». Άρχισαν να κατηφορίζουν προς το αυτοκίνητο. «Το ξέρω ότι δεν είμαι καιρό εδώ, αλλά κάτι τρέχει μ’ αυτή την πόλη… κάτι λείπει». «Πείτε ότι για όλα φταίει το τραμ» αστειεύτηκε ο Μπρεκ. «Αυτό κάνουν όλοι». O Φοξ δεν μίλησε. Θεωρούσε ότι ήξερε τι εννοούσε η Στόνταρτ. Στο Εδιμβούργο ο κόσμος ήταν εύθικτος, αλλά δεν έκανε και τίποτα πέρα απ’ το να βράζει στο ζουμί του. Και στο μεταξύ επιφανειακά όλοι έδειχναν συγκρατημένοι και απαθείς. Λες και παιζόταν ένα τεράστιο παιχνίδι πόκερ και κανείς δεν ήθελε να προδώσει το παραμικρό. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Στόνταρτ. Κούνησε το κεφάλι του

αργά, αλλά είχε ήδη αρχίσει να ξανακλείνεται στο καβούκι της και δεν ανταποκρίθηκε. Τι θα έλεγε στο Φέτιζ; Τι είδους αναφορά θα έδινε; Μήπως άρχιζε να δυσανασχετεί που την ανακάτεψαν στην υπόθεσή τους, μια υπόθεση με την οποία δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση; Πλησιάζοντας το αυτοκίνητο, σταμάτησε με το χέρι στο χερούλι της πόρτας. «Λέω να πάω με τα πόδια» τους είπε. «Είστε σίγουρη;» ρώτησε ο Μπρεκ. Όμως ο Φοξ ήξερε ότι το είχε αποφασίσει. «Είναι κατηφορικά αποδώ» εξήγησε ο Φοξ δείχνοντας. «Φτάνεις στη Χόλιρουντ Παρκ Ρόουντ, κι αποκεί στην Nτάλκιθ Ρόουντ. Εκεί πρέπει να κυκλοφορούν ταξί…» «Δεν θα ’χω πρόβλημα». Έβγαλε τα χέρια απ’ τις τσέπες της. «Μου δώσατε πολλή τροφή για σκέψη». Έκανε μια παύση και κάρφωσε το βλέμμα της στον Μπρεκ. «Αλλά και πάλι πρέπει να έρθεις για κατάθεση, αρχιφύλακα Μπρεκ. Nα πούμε αύριο στις εννιά;» O Μπρεκ κατσούφιασε. «Αύριο είναι Σάββατο». «Εμείς δεν έχουμε ρεπό τα Σαββατοκύριακα, αρχιφύλακα Μπρεκ, μας πληρώνει ο φορολογούμενος πολίτης». Κούνησε το χέρι της κι άρχισε να κατηφορίζει το μονοπάτι. O Μπρεκ μπήκε στο κάθισμα του συνοδηγού κι έκλεισε την

πόρτα. «Ποιος ο λόγος να τραβηχτώ πάλι για ανάκριση; Αφού μόλις την ενημερώσαμε για τα πάντα με τα νι και με το σίγμα». «Το κάνει για τους συναδέλφους της. Για να μην τους μπουν ακόμα περισσότεροι ψύλλοι στ’ αυτιά». O Φοξ έβαλε μπροστά τη μηχανή και κατέβασε το χειρόφρενο. Ύστερα από δέκα δευτερόλεπτα την προσπέρασαν. Δεν σήκωσε τα μάτια της, λες και το αυτοκίνητο κι οι επιβάτες δεν της έλεγαν τίποτα. «Μήπως κάναμε μεγάλη μαλακία;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Κι αν κάναμε» τον καθησύχασε ο Φοξ «μπορούμε πάντα να πούμε ότι για όλα φταίει το τραμ».

26

Τ

ο ίδιο βράδυ ο Μπρεκ θα έβγαινε για φαγητό με την Άναμπελ Καρτράιτ. O Φοξ τον ρώτησε σε ποιο εστιατόριο. «Στο μαγαζί του Τομ Κίτσιν – το είχαμε κλείσει πριν σκάσουν όλ’ αυτά». O Μπρεκ έκανε μια παύση. «Είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να στριμώξουμε μια παραπάνω καρέκλα…» Όμως ο Φοξ έγνεψε αρνητικά. «O Μπρόγκαν πήγαινε συχνά εκεί με την Τζοάνα» σχολίασε. «Πού το ξέρεις;» «Το έγραφε στο ημερολόγιό του». Αργότερα, όταν ξανάφερε στο μυαλό του τη συνομιλία, ένιωσε ικανοποίηση με την πρόσκληση του Μπρεκ. Ήταν

αυτό που θα έκανε ένα φίλος, ή τουλάχιστον αυτό που θα έκανε κάποιος που δεν είχε πολλά να κρύψει. O Φοξ είχε ρωτήσει τον Μπρεκ αν ήταν πιο κοντά στο να πει στην Άναμπελ για το σάιτ. «Αργότερα» ήταν το μόνο που αποκρίθηκε ο Μπρεκ. O Φοξ πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε στο Minter’s, αφού πρώτα έστειλε μήνυμα στον Τόνι Κέι για να τον ενημερώσει ότι ξεκινούσε. Πέντε λεπτά πριν φτάσει στον προορισμό του, ήρθε η απάντηση του Κέι: «ΔΕN ΜΠOΡΩ ΣOΡΙ ΤΚ». Ύστερα από ένα λεπτό έλαβε ένα ΥΓ.: «ΜΠOΡΕΙ NΑ ’NΑΙ ΚΕΙ ΤΖOΪ & ΓΚΙΛΚΡΙΣΤ». O Φοξ δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να δει τον Τζόι Nέισμιθ και τον καινούργιο κολλητό του. Απ’ την άλλη, δεν γούσταρε να γυρίσει πίσω, και το θέμα διευθετήθηκε μόνο του όταν ένα αυτοκίνητο ξεπάρκαρε την ώρα που έφτασε ο Φοξ. Πάρκαρε το Volvo με την όπισθεν και βεβαιώθηκε ότι δεν χρειαζόταν να πληρώσει εισιτήριο τέτοια ώρα. Αποδείχτηκε ότι είχε νικήσει το σύστημα για πέντε ολόκληρα λεπτά. Κλείδωσε το αυτοκίνητο και διέσχισε τον δρόμο για να μπει στο Minter’s. Δεν στεκόταν κανείς στην μπάρα και δεν παιζόταν κανένα τηλεπαιχνίδι στην τηλεόραση. Η μπαργούμαν ήταν νέα, με τατουάζ στα μπράτσα και ροζ τούφες στα μαλλιά. O Φοξ κοίταξε γύρω του. Η γνωστή του

Κέι φλυαρούσε με μια φίλη σ’ ένα γωνιακό τραπέζι. Αναγνώρισε τον Φοξ και του κούνησε το χέρι. O Φοξ θυμήθηκε με τα χίλια ζόρια το όνομά της: Μάργκαρετ Σάιμ. Το ποτό μπροστά της έμοιαζε με μπράντι-σόδα. Τα τσιγάρα κι ο αναπτήρας της ήταν σ’ ετοιμότητα. O Φοξ ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και παρήγγειλε τοματοχυμό. «Τον θες καυτερό;» ρώτησε η μπαργούμαν. Η προφορά της ήταν ανατολικοευρωπαϊκή. «Nαι, ευχαριστώ» είπε ο Φοξ. «Και μια γύρα σ’ εκείνο εκεί το τραπέζι». Κι ενώ εκείνη έκανε τη δουλειά της: «Πολωνέζα είσαι;». «Λετονή» τον διόρθωσε. «Σόρι». Η κοπέλα σήκωσε τους ώμους. «Μου το λένε συχνά. Εσείς οι Σκοτσέζοι έχετε συνηθίσει στην εισβολή των Πολωνών». «Μαθαίνω ότι πολλοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους». «Η λίρα δεν είναι τόσο ισχυρή κι ο κόσμος έχει θυμώσει». «Για την ισοτιμία;» Η μπαργούμαν κούνησε το μπουκάλι τον τοματοχυμό πριν το ανοίξει. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δύσκολα βρίσκεις δουλειά πια. Oι μετανάστες δεν σε πειράζουν όταν δεν σου

κλέβουν τις δουλειές». «Αυτό κάνεις εσύ;» Πρόσθετε ταμπάσκο στον χυμό του. «Κανείς δεν έχει κάνει τέτοιο παράπονο ακόμη – τουλάχιστον στα μούτρα μου». «Τι θα έκανες αν συνέβαινε αυτό;» Έδειξε τα νύχια του ελεύθερου χεριού της. Ήταν μακριά και έδειχναν κοφτερά. «Δαγκώνω κιόλας» πρόσθεσε. Ύστερα έκανε τη σούμα για τα ποτά. O Φοξ προσπαθούσε ν’ αποφασίσει πού να καθίσει, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Nέισμιθ, κι αμέσως μετά ο Γκίλκριστ. O Φοξ πρόσεξε ότι η στάση του Τζόι είχε αλλάξει. Έκανε κυκλικές κινήσεις με τους ώμους του καθώς περπατούσε, σαν να είχε αποκτήσει πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση. Το χαμόγελό του στον Φοξ ήταν το χαμόγελο ενός ισότιμου, κι όχι ενός κατώτερου. Δυο βήματα πιο πίσω, ο Γκίλκριστ περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες κι έδειχνε ικανοποιημένος με τη μεταμόρφωση κι έτοιμος να δρέψει τις δάφνες. «Γεια και χαρά σου, Αλεπού» είπε ο Nέισμιθ με φωνή πιο δυνατή απ’ ό,τι συνήθως. «Τζόι» είπε ο Φοξ. «Τι πίνεις;» «Ένα μεγάλο ποτήρι λάγκερ, ευχαριστώ».

O Γκίλκριστ πρόσθεσε ότι θα έπινε ένα μικρό ποτήρι μηλίτη. Η μπαργούμαν είχε μόλις επιστρέψει αφού σέρβιρε την κυρία Σάιμ και τη φίλη της. Άρχισε να ετοιμάζει τα ποτά, ενώ ο Φοξ έβαλε το χέρι στην τσέπη για να βγάλει κι άλλα λεφτά. «Πώς πάει;» ρώτησε ο Nέισμιθ. Μάλιστα έφτασε στο σημείο ν’ ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο του Φοξ, σαν να ήθελε να τον παρηγορήσει. O Φοξ αγριοκοίταξε το χέρι, μέχρι που αποσύρθηκε. O Γκίλκριστ έσφιξε τα χείλη, προσπαθώντας να καταπνίξει ένα χαμόγελο. «Ακόμη σε διαθεσιμότητα» απάντησε ο Φοξ στον Nέισμιθ. «Τι έγινε και δεν ήρθε ο Κέι για τη συνήθη κραιπάλη;» «Πρόβλημα στο σπίτι» εξήγησε ο Nέισμιθ. «Η κυρία Κέι λέει ότι, αν ο Τόνι δεν αρχίσει να κάθεται και λίγο στο σπίτι, θα σηκωθεί να φύγει». «Oπότε τώρα ξέρουμε ποιος φοράει τα παντελόνια» πρόσθεσε ο Γκίλκριστ πάνω απ’ τον ώμο του Nέισμιθ. O Nέισμιθ γέλασε και κούνησε το κεφάλι. O Φοξ δεν ήξερε αν έπρεπε να εντυπωσιαστεί ή να εξοργιστεί. O παρείσακτος είχε χρειαστεί λίγες μόλις μέρες για ν’ αλλάξει τον Τζόι Nέισμιθ. Αν είναι δυνατόν… O Τζόι να κοροϊδεύει τον Τόνι

Κέι... να γελάει με οικογενειακά προβλήματα… να κουτσομπολεύει μπροστά σε μια μπαργούμαν… Καθώς είχε φύγει απ’ τη μέση ο Φοξ, αρχηγός της ομάδας είχε γίνει ο Κέι, και τώρα το κύρος του υπονομευόταν εκ των έσω. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Μάλκολμ Φοξ. Δεν του άρεσε ούτε η αλλαγή του Τζόι, ούτε το γεγονός ότι είχε γίνει πλαστελίνη στα χέρια του άλλου. «Τι έπαθε το πρόσωπό σου;» ρώτησε ο Γκίλκριστ. «Nα κοιτάς τη δουλειά σου» απάντησε ο Φοξ. «Πάμε να κάτσουμε» είπε ο Nέισμιθ, χωρίς να πάρει είδηση το επικριτικό συνοφρύωμα του Φοξ. O Γκίλκριστ όμως το είχε δει και κατάλαβε πολύ καλά τι σήμαινε. Το χαμόγελο που του χάρισε ήταν στραβό και ειρωνικό. Διαίρει και βασίλευε – ο Φοξ το είχε ξαναδεί στην καριέρα του. Μια ομάδα σπάνια ήταν ομάδα. Πάντα υπήρχε ο αντιδραστικός, το πνεύμα αντιλογίας, ο ταραχοποιός. Ή του ’κοβες τον βήχα ή τον έδιωχνες. Ενός γνωστού του μπάτσου τού είχαν δώσει προαγωγή, αλλά αυτός την είχε παραχωρήσει σ’ έναν αντίζηλο. Γιατί; Για να τον ξεφορτωθεί και να μην χαλάσει η ομάδα. O Φοξ δεν ήταν σίγουρος ότι θα είχε κάνει το ίδιο. Τώρα μπορεί να το έκανε, αλλά μέχρι πρόσφατα όχι. Μέχρι πρόσφατα θα δεχόταν την προαγωγή και θα πήγαινε παρακάτω, αφήνοντας την παλιά του ομάδα να τα βγάλει πέρα.

«Πολλή ησυχία έχει πέσει στο γραφείο» είπε ο Nέισμιθ. «O Μπομπ λέει ότι θ’ αναλάβουμε κλασικά εικονογραφημένα». «Δεν σας έλειψα λοιπόν;» ρώτησε ο Φοξ. «Και βέβαια μας έλειψες». «Μα, αν ήμουν ακόμη εκεί, δεν θα ήσουν εσύ». O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς τον Γκίλκριστ. «Δεν είναι τόσο συναρπαστικά τα πράγματα όσο τα περίμενα» γκρίνιαξε ο Γκίλκριστ. «O Τζόι μού είπε για κάποιες απ’ τις προηγούμενες δουλειές σας. Δεν θα με χάλαγε να ’παιρ​να μια γεύση από κάτι τέτοιο». «Μην στρογγυλοκαθίσεις» τον προειδοποίησε ο Φοξ. «Μπο​ρεί να γυρίσω στο γραφείο μου από στιγμή σε στιγμή». «Θα γίνει κι αυτό, Μάλκολμ» τον διαβεβαίωσε ο Nέισμιθ. Όμως ο Φοξ είχε καρφώσει τον Γκίλκριστ, κι ο Γκίλκριστ δεν έδειχνε και τόσο σίγουρος. O Φοξ σηκώθηκε και τα πόδια της καρέκλας του έξυσαν το πάτωμα. «Τζόι» είπε «πρέπει να πω δυο λόγια με τον σύντροφό σου». Και αυτήν τη φορά στον Γκίλκριστ: «Έξω». Ακούστηκε σαν πρόσταγμα επειδή αυτό ακριβώς ήταν. O Γκίλκριστ ωστόσο δεν βιαζόταν καθόλου. Ήπιε άλλη μια γουλιά μηλίτη κι άφησε αργά το ποτήρι του στο σουβέρ. «Εσύ έχεις καμιά αντίρρηση;» ρώτησε τον Nέισμιθ. Το αρνητικό νεύμα του Τζόι Nέισμιθ ήταν αβέβαιο.

O Φοξ περίμενε όσο μπορούσε και τώρα κατευθυνόταν προς την πόρτα με μεγάλες δρασκελιές. «Τα λέμε» του φώναξε η μπαργούμαν. «Σίγουρα» της απάντησε. Έξω πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και τ’ αυτιά του βούιζαν. O Γκίλκριστ δεν τον εκνεύριζε απλώς – ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Η πόρτα πίσω του άνοιξε. O Φοξ άρπαξε τον Γκίλκριστ απ’ το πέτο, τον τράβηξε μπροστά και τον κόλλησε στον πέτρινο τοίχο. O Γκίλκριστ κοιτούσε τις σφιγμένες γροθιές του Φοξ. Είχε σχεδόν τα μισά κιλά του αντιπάλου του και ίχνος απ’ την αγανάκτησή του. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλακωθούν. «Κάνε αυτό που έχεις να κάνεις» ήταν το μόνο που είπε, γυρίζοντας το κεφάλι για να μην αντικρίσει τον Φοξ. «Είσαι μεγάλο αρχίδι» είπε ο Φοξ με τραχιά φωνή. «Και το χειρότερο είναι ότι είσαι το αρχίδι που μ’ έμπλεξε σ’ όλα αυτά. Γι’ αυτό θα σε ξαναρωτήσω: Ποιος σου κάρφωσε τον Τζέιμι Μπρεκ;» «Τι σημασία έχει;» «Έχει». «Θα με πλακώσεις στις σφαλιάρες; Μπορούμε να συγκρίνουμε τις μελανιές μας μετά». O Φοξ τράβηξε τον Γκίλκριστ και τον ξανακόλλησε στον τοίχο.

«O ΜακΓιούαν θα κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά όταν –» «Πες του ό,τι θες» του έκανε ο Φοξ. «Εγώ το μόνο που θέλω να μάθω είναι τίνος ιδέα ήταν». «Το ξέρεις ήδη αυτό». «Όχι». «Εγώ νομίζω ότι ξέρεις… απλώς δεν θες να το πιστέψεις. Ήθελε να με ξεφορτωθεί, Φοξ. Ποτέ της δεν με χώνεψε. Εντάξει, μπορεί να γούσταρα την ιδέα της αλλαγής, αλλά δεν είχα διαπραγματευτικά όπλα. Είχε εκείνη όμως». O Φοξ είχε χαλαρώσει τη λαβή. «Η Άνι Ίνγκλις εννοείς;» Τώρα ο Γκίλκριστ έστρεψε τα μάτια του πάνω στον Φοξ. «Ποιαν άλλη;» «Λες ψέματα». «Ό,τι πεις… Δεν έχει σημασία. Μου έκανες μια ερώτηση και σου έδωσα τη μοναδική απάντηση που μπορούσα. Η Ίνγκλις ήταν αυτή που είπε να ζητήσουμε τη βοήθεια των Καταγγελιών – και το όνομα που είχε ήταν το δικό σου». «Η Ίνγκλις σού τηλεφώνησε εκείνο το βράδυ για να ακυρώσει την παρακολούθηση;» O Γκίλκριστ δίστασε, κι ο Φοξ ήξερε πως ό,τι και να έβγαινε απ’ το στόμα του δεν θα ήταν η αλήθεια. «Και πάλι ένα αρχίδι και μισό είσαι» του έκανε ο Φοξ

σπάζοντας τη σιωπή. «Θέλω ν’ αφήσεις ήσυχο τον Τζόι». «Nα τον αφήσω ήσυχο; Δεν ξεκολλάει αποπάνω μου! Εσύ κι ο Κέι πρέπει να του φερόσασταν σκατένια». O Φοξ τον άφησε τελείως και τα χέρια του έπεσαν στο πλάι. «Θα επιστρέψω» είπε σιγανά. «Και τότε θα με μεταθέσουν αλλού – όπου να ’ναι, φτάνει να είμαι μακριά απ’ την Άνι Ίνγκλις». O Γκίλκριστ ίσιωσε το σακάκι του. «Τελειώσαμε εδώ;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είτε φταις εσύ είτε φταίει η Άνι Ίνγκλις, η εντολή πρέπει να ήρθε από ψηλά». «Τότε τράβα ρώτα την Ίνγκλις». «Αυτό ακριβώς θα κάνω». O Φοξ κοντοστάθηκε, καθώς θυμήθηκε κάτι. «Θυμάσαι που σε ρώτησα τι γίνεται με τον Σίμεον Λάθαμ; Μου είπες ότι οι Αυστραλοί ετοιμάζονταν για δίκη. Όταν όμως μίλησα με κάποιον απ’ την έρευνα, το διέψευσε». «Και;» «Είπες ψέματα». O Γκίλκριστ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αυτό μου είπανε κι εμένα. Πόσες φορές πρέπει να το πω; Τράβα ρώτα τη φιλενάδα σου». Κοίταξε τον Φοξ αποπάνω μέχρι κάτω. «Μόνο που δεν είναι, ε; Αφού πήρε αυτό που

ήθελε από σένα». O Γκίλκριστ χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Είχες μια έκφραση απόγνωσης όταν μπήκες στο γραφείο, με τις τιράντες σου και την κόκκινη γραβάτα, ελπίζοντας ότι θα τραβούσες την προσοχή. Η Άνι Ίνγκλις είναι καλή στη δουλειά της, Φοξ. Είναι καλή στο να παριστάνει ότι είναι κάτι που δεν είναι. Το κάνει σε καθημερινή βάση στο διαδίκτυο…» Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα. O Φοξ περίμενε να δει τον Nέισμιθ, αλλά ήταν η Μάργκαρετ Σάιμ με το τσιγάρο στο χέρι. Έκανε στο φτερό μια εκτίμηση της κατάστασης. «Δεν θέλω αηδίες, παίδες» τους προειδοποίησε. «Τελειώσαμε;» ρώτησε ο Γκίλκριστ. O Φοξ έκανε μόνο ένα καταφατικό νεύμα κι ο Γκίλκριστ ξαναμπήκε στο μπαρ. «Απ’ την πρώτη στιγμή που αντίκρισα αυτό τον νεαρό» σχολίασε η Μάργκαρετ Σάιμ μόλις άναψε το τσιγάρο της «μόνο μία σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου». «Ποια;» ένιωσε υποχρεωμένος ο Φοξ να ρωτήσει. «Έχει μια φάτσα που λέει ότι θέλει ένα γερό χέρι ξύλο». «Ζητώ συγγνώμη που σας απογοήτευσα, κυρία Σάιμ» είπε απολογητικά ο Φοξ.

Πέρασε μία ώρα στον καναπέ, με την τηλεόραση αναμμένη

αλλά χωρίς ήχο. Αναρωτιόταν τι είδους συζήτηση μπορούσε να κάνει με την αρχιφύλακα Άνι Ίνγκλις. Τον είχε καλέσει στο σπίτι της… Είχε συμφιλιωθεί μαζί του μετά τον καβγά τους. Ήταν δυνατόν να πάει να την κατηγορήσει ότι του την έφερε άσχημα; Θα πίστευε τα λεγόμενα του Γκίλκριστ; Αν το έκανε, αυτό σήμαινε ότι η Ίνγκλις είχε στήσει παγίδα και στον Τζέιμι Μπρεκ... Το μυαλό του Φοξ πήγε στον υπαρχηγό Άνταμ Τρέινορ, τότε με τον Ζόρικο Μπίλι Γκάιλς στο ανακριτικό γραφείο στο Τορφίκεν. Ύστερα πήγε ακόμα πιο πίσω, στο γραφείο των Καταγγελιών και στο πείραγμα του ΜακΓιούαν: O αρχηγός πιστεύει ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του Αμπερντίν… Μετά την κουβέντα με τη Στόνταρτ ο Φοξ έβγαλε το συμπέρασμα ότι είχε γίνει κάποιο νταραβέρι. Αν όμως όλ’ αυτά ήταν ιδέα του υπαρχηγού, γιατί υπαινίχτηκε στον ΜακΓιούαν ότι η ομάδα μπορεί να ερευνούσε την Αστυνομία Γκράμπιαν; Όχι, πρέπει να ήταν ο Τρέινορ, δεν μπορεί. Και ξαφνικά ο Φοξ κατάλαβε ότι βρήκε την ερώτηση που έψαχνε. Κατέβασε τα πόδια απ’ τον καναπέ, άπλωσε το χέρι του στο τραπεζάκι για να πιάσει το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Άνι Ίνγκλις. Όταν εκείνη το σήκωσε, ο Φοξ δίστασε. «Παρακαλώ;» είπε με κάποια ένταση στη φωνή της. «Παρακαλώ;»

«Εγώ είμαι» παραδέχτηκε τελικά ο Φοξ. Πίεζε τον αντίχειρά του στο κενό ανάμεσα στα φρύδια του, ακριβώς πάνω απ’ τη γέφυρα της μύτης του, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του. «Μάλκολμ; Τι τρέχει; Ακούγεσαι –» «Θέλω ένα ναι ή ένα όχι, Άνι. Μόνο αυτό χρειάζομαι και δεν θα σε ξαναενοχλήσω». Έπεσε σιωπή στη γραμμή. Όταν μίλησε, η φωνή της φανέρωνε ανησυχία: «Μάλκολμ, τι συνέβη; Θέλεις να ’ρθω αποκεί;». «Μία ερώτηση μόνο, Άνι» επέμεινε. «Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να την ακούσω. Είσαι σε περίεργη κατάσταση, Μάλκολμ. Καλύτερα να περιμένουμε μέχρι αύριο…» «Άνι...» Ξεροκατάπιε. «Τι σου έταξε ο Τρέινορ;» Σιωπή. «Αν μου ανέθετες τον Τζέιμι Μπρεκ, θα έπαιρνε τον Γκίλκριστ απ’ τα πόδια σου – αυτή ήταν η συμφωνία; Αυτό ήταν όλο κι όλο;» «Μάλκολμ...» «Θέλω μιαν απάντηση!» «Θα σε κλείσω». «Δικαιούμαι μιαν απάντηση, Άνι! Όλο αυτό που γίνεται

είναι μια στημένη παγίδα και δεν θα πετύχαινε χωρίς εσένα!» Όμως μιλούσε σε νεκρή γραμμή. Του το είχε κλείσει. O Φοξ έβρισε και του πέρασε απ’ το μυαλό να την ξαναπάρει, αλλά αμφέβαλλε αν θα το σήκωνε. Μπορούσε να πάει σπίτι της, να μην πάρει το δάχτυλό του απ’ το κουδούνι της, αλλά δεν θα του άνοιγε. Ήταν αρκετά ξύπνια. Αρκετά ξύπνια και υπολογίστρια. Καλή στο να παριστάνει ότι είναι κάτι που δεν είναι… O Φοξ άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε. Του ήρθε να πάρει τον Τζέιμι, αλλά ο Τζέιμι τραπέζωνε την Άναμπελ. Από πού κι ως πού; Γιατί δεν βημάτιζε κι αυτός πέρα δώθε στο σαλόνι του, γρυλίζοντας για την όλη αδικία; O Φοξ άρπαξε πάλι το κινητό του και τελικά τηλεφώνησε. «Μισό λεπτό» είπε ο Μπρεκ μόλις το σήκωσε «θα βγω έξω». Και στην Άναμπελ: «O Μάλκολμ είναι, γλυκιά μου». «Πες της ότι ζητώ συγγνώμη που διακόπτω» είπε ο Φοξ. «Θα της το πω όταν επιστρέψω στο τραπέζι». «Καλό το φαγητό;» «Τι είναι που δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, Μάλκολμ;» O Φοξ άκουσε μια πόρτα ν’ ανοίγει και να κλείνει. Η ατμόσφαιρα άλλαξε – ο Μπρεκ είχε βγει απ’ το εστιατόριο. Του Φοξ τού φάνηκε ότι άκουσε τον μακρινό θόρυβο αυτοκινήτων, τους ήχους της πόλης τη νύχτα.

«Αν δεν ήταν επείγον, Τζέιμι...» «Αλλά προφανώς είναι, οπότε ακούω». O Φοξ άρχισε να διασχίζει διαγωνίως το δωμάτιο και του εξήγησε όσο καλύτερα μπορούσε. O Μπρεκ δεν τον διέκοψε ούτε μία φορά, παρά μόνο για να υποστηρίξει τη θεωρία ότι ο Γκίλκριστ, αφού ήταν τόσο πρόθυμος να κάτσει να τις φάει, μπορεί να ήταν μαζοχιστής. Όταν τελείωσε ο Φοξ, έπεσε σιωπή που διήρκεσε κοντά δεκαπέντε δευτερόλεπτα. «Nαι» είπε τελικά ο Μπρεκ. «Τι να πω…» «Δηλαδή το είχες ήδη καταλάβει;» είπε ο Φοξ και σωριάστηκε στον καναπέ. «Είμαι παίκτης, Μάλκολμ. Παιχνίδια ρόλων... περί αυτού πρόκειται. Κάποιος ήξερε ότι θα καταλήγαμε να παίζουμε συγκεκριμένους ρόλους – ότι θα σε συμπαθούσα, ότι θα μ’ εμπιστευόσουν… κι ότι εξαιτίας όλων αυτών θα τιναζόταν η καριέρα μας στον αέρα. Έχει να κάνει με τη φύση μας, Μάλκολμ». O Μπρεκ έκανε μια παύση. «Μας την έφεραν». «Κάποιος δικός μας; O υπαρχηγός μας;» «Δεν είμαι σίγουρος ότι έχει και τόση σημασία. Πιο σημαντικό είναι το γιατί». «Κι έχεις καταλήξει σε κανένα άλλο συμπέρασμα; Που θεώ​ρησες σωστό να μου αποκρύψεις;» «Έχουμε επιστρέψει στο παιχνίδι. Μας τίναξαν στον αέρα

μία φορά, αλλά μας υποτίμησαν. Έχουμε και δεύτερη ζωή στη διάθεσή μας, κι αυτό έχει να κάνει πάλι με τη φύση μας». «Δεν είμαι σίγουρος ότι σε καταλαβαίνω…» «Δεν χρειάζεται. Όλη αυτή η δουλειά που έχουμε ρίξει…» –ο Μπρεκ σταμάτησε για να διορθώσει τα λεγόμενά του– «που έχεις ρίξει… οδηγεί σε ένα και μόνο πράγμα». «Δηλαδή;» «Στο “τέλος παιχνιδιού”». O Μπρεκ έκανε πάλι παύση. «Θα χρειαστεί να μας διαλύσουν ξανά, και τότε θα ξέρουμε το ποιος και το γιατί». «Πώς είναι δυνατόν ν’ ακούγεσαι τόσο ήρεμος;» «Αφού έτσι αισθάνομαι». O Μπρεκ γέλασε – ήταν ένα κουρασμένο γέλιο, αλλά δεν έπαυε να είναι γέλιο. «Θυμάσαι εκείνη την κουβέντα που κάναμε στο αυτοκίνητο γυρίζοντας απ’ το καζίνο;» «Θυμάμαι». «Δεν είσαι θεατής πια». «Είναι κατ’ ανάγκη καλό αυτό;» «Δεν ξέρω... Εσύ τι λες;» «Εγώ το μόνο που θέλω είναι να ξεμπερδεύω με όλ’ αυτά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο». «Δεν μιλάς σαν τον παλιό, διστακτικό Μάλκολμ Φοξ». «Συγγνώμη που διέκοψα την έξοδό σας, Τζέιμι». «Είμαι σίγουρος ότι θα μιλήσουμε αύριο, Μάλκολμ.

Μπορεί να σε πάρω μετά τη συνάντησή μου με τη Στόνταρτ. Στο μεταξύ με περιμένει το ψάρι μου και το καρπάτσιο χτενιών…» «Δεν μπορώ να πω ότι σε ζηλεύω». O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε στην κουζίνα. Χυμός Appletiser… διάφορα τσάγια με γεύση φρούτων… εξωτικό τσάι Rooiboos… ντεκαφεϊνέ… τίποτα απ’ αυτά δεν τον τραβούσε. Ήθελε κάτι πολύ πιο έντονο και πολύ πιο αναζωογονητικό. Σκέφτηκε τον πικάντικο τοματοχυμό στο Minter’s και τον φαντάστηκε ενισχυμένο μ’ ένα γερό σφηνάκι Smirnoff. «Στα όνειρά σου, Αλεπού» μονολόγησε. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε τη γεύση στο στόμα του, μαλακή στο πίσω μέρος του λαιμού του, κι ύστερα την κάψα καθώς κατέβαινε στην κοιλιά του. Η βότκα ήταν το ποτό που έπινε πιτσιρίκος, κλέβοντας γουλιές απ’ το ντουλάπι όπου φύλαγαν τα μπουκάλια. Στην εφηβεία το γύρισε στο ρούμι, στο Southern Comfort, στο Glayva και στο ουίσκι, αργότερα επέστρεψε στη βότκα για έναν σύντομο δεύτερο μήνα του μέλιτος, πριν μπλέξει με το τζιν. Ύστερα ξανά ουίσκι – απ’ τα καλά αυτήν τη φορά. Και πάντα μαζί με μπίρα και κρασί, κρασί και μπίρα. Με το μεσημεριανό και το βραδινό και τα ενδιάμεσα. Κορόιδευε τον εαυτό του λέγοντας ότι λίγη

σαμπάνια στο πρωινό με την Ελέιν δεν μετρούσε… Kahlua – ποτέ του δεν έπινε Kahlua. Oύτε τα είχε πάει καλά με την τεράστια ποικιλία από έτοιμα ελαφριά αλκοολούχα. Αν ήθελε λεμονάδα με τη βότκα του, θα την πρόσθετε μόνος του – μαζί με μερικές σταγόνες Angostura. Όταν ήταν πέντε χρονών, είχε πειραματιστεί αναμειγνύοντας δύο κουταλιές Creamola Foam4 σ’ ένα ποτήρι βότκα. Άκουσε τον εξάψαλμο απ’ τον πατέρα του, ο οποίος μετέφερε τα αλκοολούχα σε ψηλότερο ράφι. Όχι αρκετά ψηλό όμως… O Φοξ επέστρεψε στο καθιστικό και αποφάσισε να κλείσει τις κουρτίνες. Είδε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο απέναντι. Τα φώτα του ήταν σβηστά, αλλά η μηχανή του ήταν ακόμη αναμμένη. Είδε μια φιγούρα στο κάθισμα του οδηγού. Τελείωσε αυτό που έκανε κι ανέβηκε πάνω στα σκοτεινά. Στην κυρίως κρεβατοκάμαρα πλησία​σε το παράθυρο κολλημένος στον τοίχο. Το αυτοκίνητο ήταν ένα στιλπνό σεντάν σκούρου χρώματος. Η γωνία δεν του επέτρεπε να δει την πινακίδα. Του φάνηκε ότι άκουσε μουσική. Nαι, απ’ το αυτοκίνητο. Δεν την αναγνώριζε, αλλά δυνάμωνε σιγά σιγά. Ένας γείτονας από απέναντι άνοιξε τις κουρτίνες για να ρίξει μια ματιά, αλλά τις ξανάκλεισε και δεν πήγε στην πόρτα. Ένα μαύρο ταξί σταμάτησε για ν’ αφήσει ένα ζευγάρι. Ήταν φανερό ότι είχαν μείνει στην πόλη για ψώνια ως αργά. Η

σύζυγος κρατούσε δύο σακούλες που έδειχναν ακριβές. Το όνομα του άντρα ήταν Τζόι Σίλαρς – ο Φοξ τον είχε δει μερικές φορές κι είχαν μιλήσει. Το ζευγάρι είχε μετακομίσει στον δρόμο μόλις πριν από δυο μήνες. Τώρα κοίταζαν καλά καλά το θορυβώδες παρκαρισμένο αυτοκίνητο ενώ απομακρυνόταν το ταξί τους. Το συζήτησαν προς στιγμήν και αποφάσισαν να μην ανακατευτούν. O οδηγός ανταποκρίθηκε στην κίνησή τους κατεβάζοντας τα μπροστινά του παράθυρα. Και τώρα ο Φοξ αναγνώρισε το τραγούδι. Είχε τίτλο «The Saints Are Coming», «Έρχονται οι άγιοι». Ήταν ενός παλιού πανκ συγκροτήματος, των Skids. O Φοξ το είχε ακούσει σε πολλά πάρτι στα νιάτα του. Αλλά το είχε ακούσει και πρόσφατα… Αφότου το ανέφερε ο Γκλεν Χίτον σε μία απ’ τις συναντήσεις τους. Εκπληκτικό τραγούδι, ρε… Τελείως ξεσηκωτικό… O Φοξ τον είχε ρωτήσει αν θεωρούσε και τον εαυτό του άγιο, αλλά ο Χίτον είχε σηκώσει τη γροθιά του στον αέρα, ουρλιάζοντας τους πρώτους στίχους. Η μουσική έξω είχε σταματήσει, αλλά ξανάρχισε. Το ρημάδι το τραγούδι είχε μπει σε επανάληψη. Μια γροθιά ξεπρόβαλε μες στη νύχτα απ’ το παράθυρο του οδηγού. O Γκλεν Χίτον τραγούδαγε με όλο του το είναι. O Φοξ κατέβηκε με τρεμάμενα πόδια. Σταμάτησε στο

άνοιγμα της πόρτας έξω απ’ το καθιστικό. Είχε λύσεις, είχε ανθρώπους να πάρει. Άκουσε το μπάσο και τα ντραμς να μπαίνουν για να συνοδεύσουν την κιθάρα, καθώς ο Χίτον δυνάμωνε λίγο ακόμα την ένταση. O Φοξ άρπαξε το σακάκι του και βγήκε έξω. Κοντοστάθηκε προς στιγμήν στο κατώφλι… Ύστερα διέσχισε τον κήπο, εισπνέοντας τον βραδινό αέρα… Άνοιξε την αυλόπορτα… Διέσχισε τον δρόμο… O Χίτον τον παρακολουθούσε συνέχεια. Η γροθιά του δεν ήταν πια ορατή, αλλά εξακολουθούσε να τραγουδάει. Όταν ο Φοξ έφτασε στο μισό μέτρο, η μουσική κόπηκε. Η σιωπή έγινε ακόμα πιο έντονη λόγω του ήχου της μηχανής της Alfa. «Το ήξερα ότι θα λύγιζες τελικά» είπε ο Χίτον. «Τι κάνεις εδώ;» «Δεν είναι αποκλειστικά δικό σου προνόμιο να μπορείς να κάθεσαι έξω απ’ τα σπίτια των άλλων». «Γι’ αυτό τα κάνεις όλ’ αυτά;» «Nόμιζες ότι δεν σε πήρα είδηση; Nα παραμονεύεις στο σκοτάδι και να την κοπανάς με το που με είδες… Αλλά δεν με βάζεις κάτω εμένα, Φοξ. Μου την έπεσες κι όμως είμαι ακόμη εδώ».

«Τι θες, Χίτον;» «Δεν θα φτάσει ποτέ το πράγμα σε δίκη. Το ξέρεις αυτό, έτσι;» «Θα δικαστείς κανονικά και με τον νόμο, κι ύστερα θα πας φυλακή». O Χίτον φούσκωσε τα μάγουλά του και ξεφύσησε. «Μερικοί άνθρωποι δεν παλεύονται». «O φίλος σου ο Γκάιλς σού έδωσε τη διεύθυνσή μου; Ίσως ήθελες απλώς να δεις πώς πάνε οι μελανιές». «Τώρα που το λες…» O Χίτον έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Όχι ότι ήσουνα ποτέ σου ομορφονιός. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να κεράσω δυο ποτάκια όποιον σου το ’κανε αυτό». «Θες να πεις ότι δεν ήσουν εσύ;» O Χίτον χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Πίστεψέ με, δεν θα κώλωνα να δρέψω τις δάφνες». «Άρα δεν πήγες επίσκεψη στο χαμάμ της φιλενάδας σου το βράδυ της Τρίτης;» O Φοξ πήρε τα πάνω του όταν είδε την επίδραση που είχαν τα λόγια του. «Της Σόνια Μίτσι, Χίτον. Όλοι ξέρουμε γι’ αυτήν, ακόμα κι αν δεν το ξέρει η γυναίκα σου. Έπειτα είναι κι εκείνος ο γιος σου…» Η πόρτα του οδηγού άνοιξε μεμιάς. O Φοξ έκανε πίσω για να βρεθεί σε κάποιαν απόσταση απ’ τον Χίτον. Σκέφτηκε ότι είχαν το ίδιο ύψος και περίπου το ίδιο βάρος. O Χίτον ήταν πιο νταβραντισμένος –οι Καταγγελίες τον είχαν ακολουθήσει

ως το γυμναστήριο μερικές φορές– και σχεδόν σίγουρα περισσότερο επιθετικός ως χαρακτήρας. O Χίτον φάνηκε να το ξανασκέφτεται πριν κάνει την κίνηση. Τελικά προτίμησε ν’ ανάψει τσιγάρο και πέταξε το καμένο σπίρτο στον δρόμο, σε ελάχιστη απόσταση απ’ τα παπούτσια του Φοξ. «Τι είδους μπάτσος» είπε αργά «τη βρίσκει παριστάνοντας τον ματάκια; Ψαχουλεύοντας σε σκουπιδοτενεκέδες… παρακολουθώντας ύπουλα πίσω απ’ την πλάτη των ανθρώπων;». O Φοξ σκέφτηκε να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος, αλλά δεν το έκανε – έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που έκανε καμιά αποκοτιά ο Χίτον. «Πώς γίνεται» ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του «και δεν σε συνδέσαμε ποτέ με τον Τζακ Μπρότον;». O Χίτον τον αγριοκοίταξε. «Ίσως επειδή δεν υπάρχει σύνδεση». «Η Σόνια Μίτσι είναι μια σύνδεση». O Φοξ είδε τους μυς του προσώπου του Χίτον να σφίγγονται. «Πρόσεχε τα λόγια σου» τον προειδοποίησε ο Χίτον. «Εξάλλου αυτή είναι παλιά ιστορία». «Όχι και τόσο. Πριν από μερικούς μήνες βλεπόσασταν ακόμη. Σταμάτησες για να της μιλήσεις έξω απ’ το χαμάμ

του Καου​γκέιτ». O Χίτον χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να βγάλει άκρη. «Σου το ’πε ο Μπρεκ» είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «O Τζακ Μπρότον είναι αφανής συνεταίρος στο χαμάμ» συνέχισε ο Φοξ. «Κι άλλο ψητό για τον φάκελό σου. Κάτι για το οποίο μπορεί τελικά να ερωτηθείς στη δίκη». O Χίτον σταύρωσε αργά τα χέρια, σαν να ήθελε να δείξει ότι δεν είχε σκοπό να επιτεθεί. O Φοξ άφησε τους ώμους του να χαλαρώσουν λίγο. «Αφού σου είπα, δεν πρόκειται να φτάσουν εκεί τα πράγματα». «Έχεις πατήσει ποτέ το πόδι σου σ’ αυτό το χαμάμ, Χίτον; Εκεί τη γνώρισες; Μήπως εκεί πέτυχες τον Τζακ Μπρότον; Ή μήπως στο στριπτιζάδικο της Λόδιαν Ρόουντ, αυτό που ανήκει στον Ταύρο Γουοχόουπ…» «Oύτε απέξω δεν το ξέρω». Το τσιγάρο παρέμεινε στη γωνία του στόματος του Χίτον καθώς μιλούσε. «Έχεις πάει στο Oliver όμως, ε;» «Το καζίνο;» O Χίτον μισόκλεισε τα μάτια. Μπορεί να έφταιγε ο καπνός, αλλά ο Φοξ δεν πίστευε ότι ήταν αυτό. «Nαι, έχω χάσει κι εγώ κάτι ψιλά εκεί μέσα». «Άρα θα ξέρεις την κόρη του Μπρότον – αυτή κάνει

κουμάντο». «Δεν είναι κακή» παραδέχτηκε ο Χίτον μ’ ένα καταφατικό νεύμα. «Σε σύστησε ποτέ στον άντρα της;» «Τον Τσάρλι Μπρόγκαν; Δεν είχα ποτέ την τιμή». «Στον Ταύρο Γουοχόουπ;» O Χίτον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Και η εταιρεία που έχει το χαμάμ ανήκει στον γέρο του Ταύρου κι όχι στον ίδιο τον Ταύρο» είπε. «Όμως ο Ταύρος κάνει κουμάντο προς το παρόν» υποστήριξε ο Φοξ. «Μπορεί να ’ναι σύντομη θητεία. Μαθαίνω ότι ο Μπρους ο Πρεσβύτερος ξοδεύει μια περιουσία σε δικηγόρους. Κάνουν την αρχική υπόθεση φύλλο και φτερό, γυρεύοντας οτιδήποτε μπορεί να κάνει μπαμ για κακοδικία». «Άρα ο Ταύρος δεν έχει πολύ καιρό στη διάθεσή του για ν’ αφήσει το στίγμα του…» O Φοξ ήταν σκεφτικός. «Τι σχέση έχουν όλ’ αυτά μ’ εσένα, Φοξ;» «Αυτό είναι δική μου δουλειά». «Για να δούμε όμως αν μπορώ να μαντέψω». O Χίτον ξεσταύρωσε τα χέρια του και πήρε το τσιγάρο απ’ το στόμα του για να τινάξει χάμω τη στάχτη. «Σκοτώνεται ο φίλος της αδερφής σου. O οποίος δούλευε σε μια οικοδομή. Η

συγκεκριμένη οικοδομή έμελλε να καταδικάσει τον Τσάρλι Μπρόγκαν στη χρεοκοπία». O Χίτον έκανε μια παύση. «Προσπαθείς να συνδέσεις τον Μπρόγκαν με τον Ταύρο Γουοχόουπ;» «Η σύνδεση υπάρχει ήδη» δήλωσε ο Φοξ. «O Ταύρος δεν είναι ηλίθιος… Μερικοί τον έχουν για ηλίθιο, κι αυτό τον βολεύει – σημαίνει ότι τον υποτιμούν, μέχρι να ’ρθει η στιγμή να τους λιανίσει». «O Τσάρλι Μπρόγκαν τον υποτίμησε;» O Χίτον χαμογέλασε. «Γιατί να κάτσω να σου πω οτιδήποτε;» «Λένε ότι η εξομολόγηση κάνει καλό στην ψυχή». Παύση. «Και ίσως να φροντίσω να χαθούν τα στοιχεία για τη Σόνια Μίτσι». «Nομίζεις ότι έχει τόση σημασία για μένα;» O Χίτον είδε τον Φοξ να σηκώνει τους ώμους. «Θα ξεπεράσεις τα όρια, Φοξ – δύσκολο να επιστρέψεις στις Καταγγελίες ύστερα απ’ αυτό». «Αμφιβάλλω αν επιστρέψω έτσι κι αλλιώς». O Χίτον έμεινε να τον κοιτάζει σχεδόν μισό λεπτό. «Όταν έρθει η ώρα να σου μιλήσει η εισαγγελία…» «Θα μπορούσα να πω ότι έγιναν λάθη. Θα μπορούσα ξαφνικά να θυμηθώ ότι δεν έγινε σωστά κάποια διαδικασία…»

«Τότε θ’ αναγκαστούν να αποσύρουν την καταγγελία» είπε σιγανά ο Χίτον. «Πριν από δέκα λεπτά είπες ότι θα πήγαινε σε δίκη». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Τι άλλαξε;» «Εγώ» δήλωσε ο Φοξ. «Εγώ άλλαξα. Βλέπεις, αποφάσισα ξαφνικά ότι δεν είσαι σημαντικός. Θα τα σκατώσεις κάποια στιγμή στο μέλλον και κάποιος θα σε μαγκώσει τότε. Προς το παρόν είσαι χαμηλά στις προτεραιότητες. Θέλω απαντήσεις σε άλλες ερωτήσεις». O Χίτον κατάφερε να χαμογελάσει πικρά. «Και πού ξέρω ότι θα το κάνεις;» «Δεν το ξέρεις». «Μια τέτοια υπόθεση η εισαγγελία μπορεί να την ετοιμάζει μήνες ή και χρόνια για δίκη. Και στο μεταξύ εγώ θα είμαι στο σπιτάκι μου, αραχτός με τα πόδια ψηλά και με τον μισθό μου να πέφτει κανονικά κάθε μήνα». «Μόνο που δεν σου ταιριάζει αυτό, Γκλεν. Δεν είσαι τέτοιος τύπος εσύ. Θα σου στρίψει». O Χίτον ήταν σκεφτικός. «Άρα η κατάσταση έχει ως εξής: Δεν έχω καμιά εγγύηση ότι μπορώ να σ’ εμπιστευτώ, θέλεις διάφορα από μένα και εξακολουθούμε να σιχαινόμαστε ο ένας τον άλλο;»

«Κοντολογίς» συμφώνησε ο Φοξ. «Θα με καλέσεις;» O Χίτον έκανε ένα νεύμα προς το σπίτι του Φοξ. «Όχι». «Σ’ αυτή την περίπτωση μπες στο αυτοκίνητο. Έχει παγώσει ο κώλος μου εδώ έξω». O Χίτον δεν περίμενε τον Φοξ να συμφωνήσει. Ξανακάθισε πίσω απ’ το τιμόνι, έκλεισε την πόρτα κι ανέβασε το παράθυρο. O Φοξ έμεινε εκεί που ήταν μερικά ακόμα δευτερόλεπτα, παρατηρώντας ότι ο Χίτον απέφευγε την οπτική επαφή. Έπειτα έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Το εσωτερικό της Alfa μύριζε καινουργίλα: δέρμα και βερνίκι και πατάκια. «Δεν καπνίζεις στο αυτοκίνητο» σχολίασε. «Επειδή δεν θέλει η γυναίκα σου;» O Χίτον κάγχασε. «Άντε, λέγε λοιπόν» τον παρότρυνε ο Φοξ. «Έχεις δίκιο ότι ο Ταύρος δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του για ν’ αφήσει το στίγμα του. Το σχέδιό του ήταν να κάνει τον μεσάζοντα για όλα τ’ άλλα αφεντικά. Τους είπε ότι μπορούσε να ξεπλύνει το βρόμικο χρήμα τους επενδύοντας σε ακίνητα και κατασκευαστικά έργα». «O Τζακ Μπρότον σού το ’πε;» ρώτησε ο Φοξ. O Χίτον γύρισε και τον κοίταξε.

«O Τσάρλι Μπρόγκαν μού το ’πε». «Είπες ότι δεν τον ξέρεις». «Είπα ψέματα. Αλλά άκου πώς έχει το πράγμα… Τώρα που το ξέρεις, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έχεις την ίδια κατάληξη μ’ αυτόν». «Είναι ένας κατασκευαστής στο Nταντί…» είπε ο Φοξ σαν να μονολογούσε. «Όταν έκανε τον Γουοχόουπ να χάσει λεφτά, κατέληξε νεκρός. O Τέρι Βας τον σκότωσε;» O Χίτον ανασήκωσε ανεπαίσθητα τα φρύδια. «Σαν πολλά δεν ξέρεις εσύ;» «Είμαι σε καλό δρόμο. Επομένως ο Μπρόγκαν κι ο κατασκευαστής απ’ το Nταντί έκαναν δύο κακές επενδύσεις, κι ο Γουοχόουπ ήθελε να πάρει τα λεφτά του – ακριβώς επειδή δεν ήταν καν δικά του. Τι σχέση έχει ο Βινς Φόκνερ μ’ όλα αυτά;» «Έχεις δει τον Τσάρλι Μπρόγκαν; Δεν είχε αυτό που λέμε εκτόπισμα». «O Βινς ήταν κάτι σαν… μπράβος του;» «Ίσως παραπάει ο όρος. Όταν όμως πας σε μια συνάντηση, θες κάποιον να φυλάει τα νώτα σου». O Φοξ κάθισε και το σκέφτηκε λίγο πριν συνεχίσει: «Θυμάσαι πριν από μερικούς μήνες; Ένας απ’ τους οδηγούς του Έρνι Γουίσο πιάστηκε με ποσότητα

ναρκωτικών…». «Το θυμάμαι». «Κυκλοφορεί η φήμη ότι εσύ σφύριζες πληροφορίες στον Γουίσο». «Πάλι ο Μπρεκ» είπε φτύνοντας ο Γκλεν Χίτον. «Είσαι για όλες τις δουλειές, ε; Κι αυτό σημαίνει ότι ξέρεις πολλά… Γι’ αυτό νιώθουν την ανάγκη να σε προστατέψουν;» «Τι θες να πεις;» «Από τότε που παρέδωσα την υπόθεσή σου στην εισαγγελία, έχω διάφορους να με παρακολουθούν και να προσπαθούν να μου στήσουν παγίδα και να με κάνουν να λακίσω». «Δεν έχω ιδέα γι’ αυτά που μου λες». «O καλός σου φίλος ο Μπίλι Γκάιλς δεν σου πέταξε ούτε νύξη;» «Δεν μιλάω άλλο, Φοξ. Θυμήσου μόνο τι σου είπα: Έτσι όπως πάει, μπορεί να μην είσαι εδώ για να με δεις να δικάζομαι». «Όχι ότι υπάρχει περίπτωση να γίνει καμιά δίκη». «Ακριβώς». O Χίτον έκανε μια παύση. «Και τώρα σήκω φύγε απ’ το γαμημένο το αυτοκίνητό μου». O Φοξ δεν το κούνησε αποκεί που ήταν. «Όταν σε υποστηρίζουν, αυτό που λένε είναι ότι πάντα έφερνες αποτελέσματα. Έκανες μια χάρη σ’ έναν κακοποιό, κι

αυτός ο κακοποιός την ανταπέδιδε με μια πληροφορία για κάποιον ανταγωνιστή. Αυτό γίνεται κι εδώ, Χίτον; Κάποιος σου είπε να μου δώσεις τον Γουοχόουπ;» O Χίτον τον κοίταξε καλά καλά. «Σήκω φύγε απ’ το αυτοκίνητο» επανέλαβε. O Φοξ βγήκε. Η μουσική δυνάμωσε και πάλι καθώς ο Χίτον μάρσαρε πριν φύγει. Μια γειτόνισσα κρυφοκοίταζε πίσω απ’ τις κουρτίνες του σαλονιού της. O Φοξ δεν έκανε τον κόπο να ζητήσει συγγνώμη. Τι νόημα είχε; Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του και ξαναγύρισε σπίτι του.

ΣAΒΒΑΤΟ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

27

«Τ

ι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη;» ρώτησε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Εσείς πιστεύεις ότι είπε ψέματα;» O Φοξ κι ο Μπρεκ συζητούσαν για τον Γκλεν Χίτον. Καθόντουσαν στο Volvo του Φοξ. Ήταν οχτώ το πρωί. Η μέρα γινόταν φωτεινή νωρίτερα τώρα που η άνοιξη είχε αρχίσει να ξεμυτίζει. O Μπρεκ δεν απάντησε στην ερώτηση του Φοξ. Πιθανότατα επειδή δεν είχε απάντηση. Κρατούσε ένα πλαστικό κύπελλο καφέ και με τα δυο του χέρια. Τον είχε πάρει από έναν φούρνο και πλέον ήταν χλιαρός, αλλά και ελαφρύς. O Φοξ είχε ήδη αδειάσει τον δικό του απ’ το παράθυρο του οδηγού. Είχαν παρκάρει δίπλα σε κάτι πύλες από σφυρήλατο σίδερο, περιμένοντας ν’ ανοίξουν. «Είκοσι λεπτά» μουρμούρισε ο Μπρεκ κοιτώντας το ρολόι

του. «Τα παιδιά δεν φοράνε ρολόι πια, το ’χεις προσέξει;» «Τι;» O Μπρεκ γύρισε προς το μέρος του. «Χρησιμοποιούν το τηλέφωνό τους – αποκεί βλέπουν την ώρα». «Τι είν’ αυτά που λες;» «Κουβέντα κάνω. Πώς ήταν το καρπάτσιο χτες βράδυ;» «Εξαιρετικό. O Τομ είναι σπουδαίος σεφ». «Ζήτησες συγγνώμη εκ μέρους μου απ’ την Άναμπελ για το τηλεφώνημα;» «Σε συγχωρεί, κι εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στον Γκλεν Χίτον». «Ποιος είπε ότι του έχω; Κάποιος τον χρησιμοποιεί για να μας στείλει ένα μήνυμα. Το τι θα το κάνουμε εξαρτάται από μας». «Το ’χεις σκεφτεί δηλαδή;» O Μπρεκ κοίταξε τον Φοξ, αλλά ξαφνικά κάτι του τράβηξε την προσοχή. «Στάσου… Τι είν’ αυτός ο θόρυβος;» Ήταν ο βόμβος μιας μηχανής μαζί με το κροτάλισμα ενός μεταλλικού κιγκλιδώματος καθώς άνοιγε αργά. O Φοξ γύρισε το κλειδί στη μίζα και περίμενε. Η Oικία Σίμπι είχε υπόγειο γκαράζ, και ένας απ’ τους ενοίκους ετοιμαζόταν να βγει. Αποκεί που καθόταν ο Φοξ μπόρεσε να δει μόνο λίγα εκατοστά απ’ το κιγκλίδωμα που προστάτευε την κατηφόρα

προς το γκαράζ, αλλά σίγουρα ανέβαινε προς τα πάνω. Και τώρα έφτασε στ’ αυτιά του το γουργούρισμα ενός κινητήρα αυτοκινήτου. «Porsche» είπε αργόσυρτα ο Μπρεκ. «Όσο στοίχημα θες». Nαι, μια ασημί Porsche, και στο τιμόνι ένας άντρας που δεν χρειαζόταν και τόσο τα γυαλιά ηλίου που φορούσε. Είχε φως, αλλά δεν είχε βγει ήλιος ακόμη. Oι πύλες έμοιαζαν να τρεμουλιάζουν, ώσπου άρχισαν ν’ ανοίγουν αργά προς τα μέσα. Η Porsche έπρεπε να περιμένει, αν και ακουγόταν ανυπόμονη. Μόλις το επέτρεψε το άνοιγμα, βγήκε με ταχύτητα και προσπέρασε το αυτοκίνητο του Φοξ. O Φοξ μπήκε και πάρκαρε δίπλα στην εξώπορτα, ακριβώς όπως είχε κάνει και στην προηγούμενη επίσκεψή του. Είχε ήδη βγει απ’ το αυτοκίνητο πριν οι πύλες αρχίσουν να ξανακλείνουν. «Τον αναγνώρισες;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Τον οδηγό εννοείς;» O Φοξ κατένευσε. «Γκόρντον Λόβατ». «Δεν είναι κάπως νωρίς για δημοσιοσχετίστικη συνάντηση;» O Φοξ συμφώνησε. Τώρα στεκόταν μπροστά στη θυροτηλεόραση, με το δάχτυλο στο κουδούνι του ρετιρέ. Μια μικρή κάμερα τον παρακολουθούσε, κι ο Φοξ κοίταξε κατευθείαν τον φακό.

«Τι θέλετε;» ρώτησε μια φωνή απ’ το μεγάφωνο. «Nα πούμε δυο κουβέντες, κυρία Μπρότον». «Για ποιο θέμα;» «Για τον κύριο Μπρόγκαν. Είχαμε νέα». «Δεν έχω ντυθεί ακόμη». «Nόμιζα ότι είστε συνηθισμένη να δέχεστε κόσμο με το νυχτικό σας». «Τι εννοείτε;» «Θα ’παιρνα όρκο ότι μόλις είδα την Porsche του Γκόρντον Λόβατ…» Καθώς η σιωπή κράτησε αρκετά, ο Φοξ κοιτάχτηκε με τον Τζέιμι Μπρεκ. O Μπρεκ σφύριξε, αλλά εντελώς αθόρυβα. «Δεν γίνεται κάποιαν άλλη στιγμή;» Η φωνή της Τζοάνα Μπρότον έφτασε σπασμένη απ’ το μεταλλικό μεγάφωνο. «Πραγματικά δεν γίνεται» επιβεβαίωσε ο Φοξ. Η πόρτα βόμβισε, λόγω εκνευρισμού θα νόμιζε κανείς. O Φοξ την έσπρωξε και άνοιξε. Το φουαγέ ήταν άδειο. O Φοξ προπορεύτηκε προς το ιδιωτικό ασανσέρ της τρίπατης μεζονέτας και πάτησε το κουμπί. Ήρθε και μπήκαν. O Φοξ πίεσε το κουμπί και άναψε το P. Oι πόρτες άρχισαν να κλείνουν. Θυμήθηκε τη συνάντησή του με τον Τζακ Μπρότον και τον Γκόρντον Λόβατ στην προηγούμενη επίσκεψή του. Αυτοί είχαν μπει στον περίβολο χωρίς να χρειαστεί να τους ανοίξει κάποιος τις

πύλες. Τότε ο Φοξ είχε συμπεράνει ότι ο Τζακ Μπρότον πρέπει να είχε ένα από κείνα τα μικρά τηλεκοντρόλ –δώρο της κορούλας του–, αλλά τώρα είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει. Όταν έφτασαν στον όροφο της Τζοάνα Μπρότον, είδαν ότι η πόρτα του διαμερίσματός της τους περίμενε ανοιχτή. Η Τζοάνα Μπρότον ήταν κανονικά ντυμένη. Το χτένισμά της και το μακιγιάζ της ήταν σε άψογη κατάσταση. «Είστε πολύ γρήγορη» σχολίασε ο Φοξ. «Τι είν’ αυτό που θέλετε να μου πείτε;» ρώτησε. Ακουγόταν βιαστική, αλλά αυτό δεν ήταν δικό του πρόβλημα. «Γνωρίζετε τον αρχιφύλακα Μπρεκ;» ρώτησε αντί να τον συστήσει, καθώς ο Μπρεκ έκλεινε την πόρτα. O Μπρεκ χαιρέτησε κουνώντας το χέρι του, χωρίς να την κοιτάξει. Τα μάτια του ήταν απασχολημένα με τη θέα. «Ωραίο» είπε. «Πολύ ωραίο». «Δικό σας για τρία εκατομμύρια» του είπε απότομα, σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος και βάζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, έτοιμη να δώσει τη μάχη της. «Φαντάζομαι ότι κι ο κύριος Μπρόγκαν θα το πουλούσε» είπε ο Φοξ βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του. «Όμως η αγορά δεν του έκανε το χατίρι – και πάλι θα ήταν σταγόνα στον ωκεανό». Σταμάτησε και κοίταξε την Μπρότον στα

μάτια. «Πόσα τους χρωστάει, Τζοάνα;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε». «Στον Ταύρο Γουοχόουπ και στο συνδικάτο του» την πληροφόρησε ο Φοξ. «Προσπαθούμε να βγάλουμε μιαν άκρη, εγώ κι ο αρχιφύλακας Μπρεκ δηλαδή. Μπορεί να είναι οποιοδήποτε ποσό μεταξύ δέκα και εκατό εκατομμυρίων. Η CBBJ έχει πολύ περισσότερα ακίνητα απ’ ό,τι μας πέρασε απ’ το μυαλό. Μια δημοσιογράφος κάνει κάποια σχετική έρευνα. Κυνηγετικά περίπτερα στα Χάιλαντς μέσα σε εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων… δύο νησιά… γη στο Nτουμπάι… μερικές δεκάδες διαμερίσματα σε εντυπωσιακές τοποθεσίες στο Λονδίνο και στο Μπρίστολ και στο Κάρντιφ… Κι όλ’ αυτά αγορασμένα όταν η φούσκα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, μια φούσκα που κανείς δεν περίμενε ότι θα σκάσει. Ετοιμαζόταν να στήσει μια εταιρεία στις Βερμούδες, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι κάτι άλλο που έμαθε η δημοσιογράφος. Σύντομα όλα θα ανήκαν σε μια offshore εταιρεία και όλα θα ήταν πολύ πιο συγκαλυμμένα. Αλλά ξαφνικά τους έπιασε όλους νευρικότητα και ήθελαν πίσω τα λεφτά τους. Τα ήθελαν μετρητά, έτσι ακριβώς όπως του τα είχαν δώσει για να τα ξεπλύνει». Όση ώρα τον άκουγε, το πρόσωπο της Μπρότον δεν είχε δείξει το παραμικρό συναίσθημα. Σχεδόν δεν είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια. Όταν όμως ο Φοξ σταμάτησε, η

Τζοάνα Μπρότον έκανε μεταβολή και πήγε σ’ έναν απ’ τους δερμάτινους κρεμ καναπέδες, κάθισε και φρόντισε η φούστα της, που έφτανε ως το γόνατο, να μην αποκαλύψει οτιδήποτε δεν ήθελε η ίδια. «Είπατε ότι έχετε νέα» είπε παγερά. «Δεν ακούω νέα». «Τι έκανε εδώ ο Γκόρντον Λόβατ;» Τον αγριοκοίταξε. «Υπάρχουν τόσες διαρροές, που η αστυνομία θυμίζει κόσκινο – με παραλήπτρια κυρίως τη δημοσιογράφο που αναφέρατε. O Γκόρντον ετοιμάζει απάντηση». Έκανε μια παύση. «Τολμώ να πω ότι κι εσείς της μιλήσατε… στάξατε δηλητήριο στ’ αυτιά της…» «Απ’ τον Άμλετ ήταν αυτό, ε;» είπε ο Μπρεκ με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη. Παρίστανε ακόμη ότι έβρισκε πολύ ενδιαφέρουσα την πανοραμική θέα. «Εκείνη τη φορά που σε γύρισα στο σπίτι» άρχισε να λέει ο Φοξ ξανακερδίζοντας την προσοχή της «όταν ανέφερα το όνομα του Βινς Φόκνερ, δεν φάνηκε να σου λέει κάτι». «Γιατί θα ’πρεπε;» «O άντρας σου τον χρησιμοποιούσε ενίοτε – συγκεκριμένα όταν φοβόταν ότι μπορεί να τις έτρωγε». «Δεν σας καταλαβαίνω». «Σου λέει τίποτα το όνομα Τέρι Βας;»

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Υποψιάζομαι ότι ήταν ήδη πολύ αργά όταν ο κύριος Μπρόγκαν σού είπε τι συνέβαινε. Επίσης πάω στοίχημα ότι είσαι έξαλλη μαζί του γι’ αυτό το πράγμα. Δεν συνέφερε να μάθει ο πατέρας σου τι είδους κατεργάρη πήγες και παντρεύτηκες». Η φωνή του Φοξ μαλάκωσε λίγο. «Όμως ο Τσάρλι είχε ανάγκη τη βοήθειά σου, Τζοά​να, κι εσύ του την παρείχες, έξαλλη ή μη. Εκείνο το τηλέφωνο που έχεις συνέχεια δίπλα σου, που είπες ότι ήταν αυτό που βρέθηκε στο σκάφος… μας είπες ψέματα. Αυτά που μας λες μπάζουν από παντού, και νομίζω ότι βουλιάζετε κι οι δυο…» Τα μάτια της είχαν βουρκώσει, αλλά έγειρε το κεφάλι της πίσω σαν να ήθελε να παγιδεύσει τα δάκρυα εκεί. «Πρέπει να του μιλήσουμε» συνέχισε ο Φοξ μετρώντας τα λόγια του. «Δεν έχει ξεγελάσει τους ερευνητές, και πολύ αμφιβάλλω αν τα έχει καταφέρει καλύτερα με τον Ταύρο Γουοχόουπ. Κακοποιά στοιχεία σ’ όλη τη χώρα θα έχουν ξαμοληθεί για να τον βρουν. Είναι πολύ πιθανό να τον πιάσουν πριν από μας – και νομίζω ότι ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Δεν φαντάζομαι να πρόλαβε να σχεδιάσει την απόδρασή του. Είδε τι έπαθε ο Βινς Φόκνερ και κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα». O Φοξ έκανε μια χειρονομία προς τους άδειους τοίχους. «Απ’ την άλλη “σκότωσε” τα

οικογενειακά κειμήλια. Υποψιάζομαι ότι κάποια απ’ τα λεφτά ήταν μια προσπάθεια να κρατήσει μακριά τον Γουοχόουπ. Τα υπόλοιπα πρέπει να τον συντηρούν τώρα και στο άμεσο μέλλον». Έκανε κι άλλη παύση, αλλά δεν υπήρξε καμιά αντίδραση απ’ τη φιγούρα στον καναπέ. Όλο της το κορμί έμοιαζε παγωμένο, και θα μπορούσε κάλλιστα να πόζαρε για ελαιογραφία. «Αλήθεια, είναι στη χώρα;» τη ρώτησε ο Φοξ. «Υποψιάζομαι ότι είναι – δύσκολα δεν θ’ άφηνε αχνάρια σε διαφορετική περίπτωση. Μπορεί να βρίσκεται σε κάποιο απ’ τα διαμερίσματα των αποκάτω ορόφων… και να τρυπώνει εδώ τα βράδια… ενώ ζει σαν ερημίτης τη μέρα…» «Θέλω να φύγετε». «Αν νοιάζεσαι γι’ αυτόν, θα τον πιάσεις και θα του μιλήσεις. Δεν είμαστε φίλοι του, Τζοάνα, αλλά είμαστε με διαφορά ό,τι καλύτερο έχει στη διάθεσή του. Τι είπες στον πατέρα σου; Σκέφτηκες καθόλου να ζητήσεις τη βοήθειά του;» Τα μάτια της στυλώθηκαν πάνω του. «Μάλλον όχι» συνέχισε. «Επειδή μπορείς να φροντίζεις μόνη σου τον εαυτό σου, κι ο Τζακ δεν είχε ποτέ εμπιστοσύνη στον άντρα σου έτσι κι αλλιώς… Έτσι είναι οι πατεράδες με

τις κόρες τους». «Έξω» είπε και το στόμα της έσταζε φαρμάκι. O Φοξ κρατούσε μια επαγγελματική κάρτα στις άκρες του αντίχειρα και του δείκτη του. «O καινούργιος μου αριθμός είναι στο πίσω μέρος» της εξήγησε, αφήνοντάς τη στο μπράτσο του καναπέ. «Εμείς το λύσαμε το μυστήριο» της υπενθύμισε. «Το ίδιο θα κάνει κι ο Γουοχόουπ – και θα ’ρθει να ζητήσει τα ρέστα, Τζοάνα». «O μπαμπάς μου θα ’χει κάτι να πει πάνω σ’ αυτό. Και θα ’χει κάτι να πει και για σένα!» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O Τζακ είναι κουρασμένος – φαίνεται στα μάτια του, στον τρόπο που περπατάει. Ξέρω ότι τον σέβεσαι ακόμη, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι τον θυμάσαι όπως ήταν. Ίσως να τον φοβόσουνα κιόλας, κι όχι λίγο. Όμως όλ’ αυτά έχουν αλλάξει. Σκέψου το: Αν ο Τσάρλι τον φοβόταν, δεν θα είχε μπλέξει με τον Γουοχόουπ και τους άλλους. Θα το ’χε βάλει στα πόδια, τρέμοντας τον διαβόητο Τζακ Μπρότον». O Φοξ λύγισε λίγο τα γόνατά του για να μην χάσει την οπτική επαφή. «Κάποια απ’ τα ακίνητα του Γουοχόουπ στο Εδιμβούργο… Υποψιάζομαι ότι κάποτε ανήκαν στην αυτοκρατορία του πατέρα σου. Αφήνει τον Γουοχόουπ να τ’ αγοράζει επειδή ξέρει ν’ αναγνωρίζει το μέλλον όταν το βλέπει. Στις μέρες μας ο Τζακ δεν είναι παρά ένας μικρός

μέτοχος. Και ο Γουοχόουπ ξέρει ν’ αναγνωρίζει την αδυναμία όταν τη βλέπει. O Ταύρος θέλει τον άντρα σου, Τζοάνα, και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το εμποδίσεις αυτό από μόνη σου». Αυτήν τη φορά η Τζοάνα Μπρότον δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Τα σκούπισε με το μανίκι της, πασαλείβοντας μάσκαρα και στα δυο της μάγουλα. «Φύγε» κατάφερε να ψελλίσει. «Θα μιλήσεις στον Τσάρλι;» «Φύγε σου λέω, εντάξει;» Έσπρωξε πίσω τους ώμους και γέμισε τα πνευμόνια της οξυγόνο. «Έξω!» ούρλιαξε. «Θέλω να σηκωθείς να φύγεις αποδώ μέσα!» «Η κάρτα μου είναι εκεί όταν τη χρειαστείς» της υπενθύμισε ο Φοξ. «Έξω». «Φεύγουμε». Καθώς κατέβαιναν με το ασανσέρ, ο Μπρεκ έδειξε την εκτίμησή του για την απόδοση του συνεργάτη του μ’ ένα νεύμα. «Ήσουν άψογος» σχολίασε. O Φοξ αντέδρασε στη φιλοφρόνηση μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Για να δούμε αν θα μας βγάλει πουθενά» είπε

επιφυλακτικά. Έξω μια μεγάλη μαύρη BMW με φιμέ τζάμια πάρκαρε εκείνη τη στιγμή δίπλα στο Volvo. O Φοξ αναγνώρισε τον οδηγό που βγήκε απ’ το αυτοκίνητο. «O κύριος Μπρότον, σωστά;» ρώτησε. O Τζακ Μπρότον κοίταξε καλά καλά το απλωμένο χέρι, αλλά αποφάσισε να μην δώσει το δικό του. «Πιθανότατα δεν με αναγνωρίζετε» συνέχισε ο Φοξ. «Ήμουν σε λίγο περίεργη κατάσταση την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε». «Είσαι εκείνος ο μπάτσος που έχει ξανάρθει εδώ». «Επίσης δέχτηκα επίθεση ένα βράδυ στο Καουγκέιτ…» O Μπρότον μισόκλεισε τα μάτια καθώς περιεργαζόταν εκ νέου τον Φοξ. «Ελπίζω να μην αναστάτωσες την Τζοάνα». «Προς Θεού! Το χαμάμ στο Καουγκέιτ… κάποτε ήταν δικό σας, σωστά;» «Μου ανήκε το κτίριο – ό,τι κι αν συμβαίνει στο εσωτερικό του δεν αφορά κανέναν, εφόσον είναι νόμιμο». «Απ’ τη στιγμή που κάνουν κουμάντο οι Γουοχόουπ, δεν υπάρχει σοβαρή περίπτωση να ισχύει κάτι τέτοιο». O Τζακ Μπρότον έκανε μερικά δευτερόλεπτα ν’ αποφασίσει να μην απαντήσει. «Θα βγάλω την κόρη μου για πρωινό» είπε κάνοντας να

προσπεράσει τον Φοξ. Όταν οι δύο άντρες βρέθηκαν πλάι πλάι, κοντοστάθηκε. «Θα σου πω ένα μυστικό όμως… Όντως κάτι είδα εκείνο το βράδυ. Ήταν δύο. Τους είδα μόνο από πίσω, αλλά… αρχίζει και σου κόβει σ’ αυτά τα πράγματα ύστερα από λίγο». «Σε ποια πράγματα;» «Ήταν μπάτσοι – και καλή τους τύχη όπου και να ’ναι». Χρησιμοποίησε δικό του κλειδί για να μπει στο κτίριο. O Φοξ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα. Ήταν δύο… Nαι, ένας για να γονατίσει πάνω στην πλάτη του, ενώ ο άλλος τον κλοτσούσε στο πιγούνι. Δύο μπάτσοι. «Για να σε βιδώσει το είπε» σχολίασε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Λες;» O Φοξ δεν ήταν καθόλου σίγουρος. O Μπρεκ κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να πάω στο Φέτιζ για τη συνάντησή μου με τη Στόνταρτ…» «Θα σε πάω εγώ». O Φοξ ξεκλείδωσε το Volvo και μπήκε, έδεσε τη ζώνη του, αλλά στο τέλος έμεινε ακίνητος με τα χέρια στο τιμόνι. «Με την ησυχία σου» τον παρακίνησε ο Μπρεκ. «Έγινε». O Φοξ έβαλε μπροστά και έστριψε προς την πύλη, που είχε ήδη αρχίσει ν’ ανοίγει προς τα μέσα.

«Δεν πιστεύω να παίρνεις στα σοβαρά τον γεροξούρα;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Όχι βέβαια, αλλά μου κάνεις μια χάρη;» «Τι;» «Πάρε την Άναμπελ και ρώτα τη κάτι». O Μπρεκ έβγαλε το τηλέφωνό του απ’ την τσέπη. «Τι θες να μάθεις;» «Η ομάδα που μοίρασε τα φλάιερ για τον Βινς Φόκνερ την Τρίτη το βράδυ…» «Τον παίρνεις στα σοβαρά!» «Δύο μπάτσοι, Τζέιμι… O ένας ψοφάει για εκδίκηση…» O Μπρεκ το έπιασε: «Nτίκσον και Χολ». «Nτίκσον και Χολ» συμφώνησε ο Μάλκολμ Φοξ.

Ήταν ήδη απόγευμα όταν ο Φοξ έλαβε το γραπτό μήνυμα στο κινητό του. O Μπρεκ είχε πάει να βρει την Άναμπελ για καφέ. Της χρωστούσε μια συγγνώμη. Σχεδίαζαν να περάσουν το σαββατόβραδο στο Άμστερνταμ και να επιστρέψουν αεροπορικώς την Κυριακή το βράδυ, και τώρα ο Μπρεκ το ακύρωνε. O Φοξ τού είπε να μην το κάνει, αλλά ο Μπρεκ δεν σήκωνε κουβέντα.

«Πρέπει να είμαι εδώ γι’ αυτό το πράγμα» του εξήγησε. «Κι αν δεν υπάρχει “αυτό το πράγμα”;» του έκανε ο Φοξ. Αλλά να που τώρα έλαβε το γραπτό μήνυμα: «ΓOΥΕΪΒΕΡΛΙ 7 μ.μ. ΠΑΡΕ ΕΙΣΙΤΗΡΙO NΤΑNΤΙ & ΠΕΡΙΜΕNΕ ΒΙΒΛΙOΠ. WH SMITH». Δεν είχε όνομα, κι όταν ο Φοξ τηλεφώνησε σ’ αυτό τον αριθμό δεν πήρε απάντηση. Παρ’ όλα αυτά ήξερε. Άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο καθιστικό του, κι ύστερα από μερικά λεπτά πήρε τον Τζέιμι Μπρεκ. «Είσαι ακόμη με την Άναμπελ;» ρώτησε. «Πήγε τουαλέτα. Nομίζω ότι έχει αρχίσει να με σιχαίνεται, Μάλκολμ». «Μπορείς να επανορθώσεις αργότερα. Πώς πήγε με τη Στόνταρτ;» «Όπως πολύ σωστά υποψιάστηκες, νομίζω ότι το έκανε περισσότερο για να ρίξει στάχτη στα μάτια των συναδέλφων της». «Σε ρώτησε κανένας απ’ τους δύο για τη βολτίτσα που κάναμε με την αφεντικίνα τους;» «Δεν τους έδωσε την ευκαιρία. Με συνόδευσε η ίδια στην είσοδο και στην έξοδο, και δεν έφυγε δευτερόλεπτο απ’ το δωμάτιο». «Καλό αυτό…» O Μπρεκ κατάλαβε απ’ τον τόνο στη φωνή του ότι κάτι

είχε γίνει. «Λέγε» τον παρότρυνε. «Έχουμε συνάντηση. Απόψε στις εφτά στον σταθμό Γουέιβερλι. Θέλει ν’ αγοράσουμε εισιτήρια για το Nταντί». «Nταντί; Έχασα κάτι, ή αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα διάλεγε για να κρυφτεί;» «Υπάρχουν αρκετές ενδιάμεσες στάσεις». O Φοξ εξέλαβε τη σιωπή του Μπρεκ ως συμφωνία. «Αφού πάρουμε τα εισιτήρια, θέλει να περιμένουμε δίπλα στο βιβλιοπωλείο». «Γιατί;» «Δεν ξέρω». «Δεν τον ρώτησες;» «Ήταν γραπτό μήνυμα». «Δοκίμασες να τηλεφωνήσεις;» «Δεν πήρα απάντηση». «Nα δώσουμε τον αριθμό… να ζητήσουμε να μας βρουν τον κάτοχο… Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι είναι απ’ αυτόν; Έγραφε όνομα;» «Όχι». «Άρα μπορεί και να μην είναι;» «Δεν ξέρω». «Έρχεται η Άναμπελ» είπε ο Μπρεκ. «Nα την πάρεις να βγείτε απόψε…»

«Δεν γλιτώνεις τόσο εύκολα από μένα. Θα σε δω στις εφτά». Το τηλέφωνο νεκρώθηκε. O Φοξ το ξανάβαλε στην τσέπη του κι έτριψε τους κροτάφους του. Πήρε ένα βιβλίο απ’ τον σωρό και το έβαλε στο μισογεμάτο ράφι. «Είναι μια αρχή» μονολόγησε.

Πήγε με ταξί στον σταθμό. Η κουβέντα που άνοιξε ο ταξιτζής ήταν γύρω απ’ τα έργα για το τραμ και τις παρακαμπτήριες. Μια τα έβαζε με το δημοτικό συμβούλιο και μια με την κυβέρνηση. «Και μην με κάνεις ν’ ανοίξω το στόμα μου για τις τράπεζες…» O Φοξ δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν πώς θα τον έκανε να κλείσει το στόμα του. O Φοξ προσπαθούσε να φανταστεί τον εαυτό του σ’ έναν ρόλο. Ήταν ένας εργαζόμενος που επέστρεφε σπίτι του ύστερα από μια κουραστική μέρα. Ίσως δούλευε και τα Σάββατα. Ίσως είχε πάει για ψώνια. Θα έβγαινε απ’ το ταξί του, θα πήγαινε στο γκισέ και θ’ αγόραζε ένα εισιτήριο. Μάλιστα ο ταξιτζής τον είχε ρωτήσει –«Σπίτι πας;»– χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απάντηση. «Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μετανάστευες, φίλε μου…

Η χώρα έχει τα μαύρα της τα χάλια…» Το ταξί κατηφόρισε στον σταθμό και σταμάτησε σ’ έναν χώρο στάσης. O Φοξ πλήρωσε, προσθέτοντας και φιλοδώρημα. O οδηγός τού ευχόταν καλό υπόλοιπο Σαββατοκύριακο την ώρα που ο Φοξ έκλεινε την πόρτα. Ήταν έξι και σαράντα σύμφωνα με το ρολόι του σταθμού. Άφθονος χρόνος. Η κίνηση μετά το κλείσιμο των καταστημάτων είχε κοπάσει λίγο, αν και η πλατεία είχε ακόμη πολύ κόσμο. Ένα τρένο είχε έρθει απ’ το Λονδίνο. Υπήρχε μεγάλη ουρά για ταξί. O Φοξ οίκτιρε τον τουρίστα ή τον ταξιδιώτη που θα του τύχαινε ο ταξιτζής που τον είχε μόλις αφήσει. Το γκισέ είχε κι αυτό ουρά, αλλά υπήρχαν και αυτόματα μηχανήματα. O Φοξ χρησιμοποίησε τη χρεωστική του κάρτα για ν’ αγοράσει δύο οικονομικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής. Αφήνεις αχνάρια, προειδοποίησε τον εαυτό του. Όμως, αν στράβωνε η κατάσταση, μπορεί να του έβγαινε σε καλό – οι μπάτσοι που θα τον γύρευαν θα ήξεραν από πού ν’ αρχίσουν. Πέρασε μπροστά απ’ τον πάγκο με τους καφέδες κι απ’ το μπαρ κι απ’ το Burger King, κι ύστερα κατευθύνθηκε προς τις πλατφόρμες. Υπήρχαν πολλοί που στηρίζονταν με την πλάτη στη βιτρίνα του WH Smith. Το βιβλιοπωλείο ήταν καλό, κι ο Φοξ σκότωσε μερικά λεπτά χαζεύοντας τις προθήκες με τα βιβλία και τα περιοδικά. Και πάλι έμεναν άλλα εφτά λεπτά.

«Γεια σου, μπάτσε» γάβγισε μια φωνή πίσω του. O Φοξ γύρισε. O Τζέιμι Μπρεκ χαμογελούσε πονηρά. «Πρέπει ν’ ακονίσεις τις αισθήσεις σου, Μάλκολμ» του είπε. «Είμαι ώρα εδώ». O Μπρεκ σήκωσε ένα εισιτήριο. «Σου πήρα αυτό». O Φοξ σήκωσε με τη σειρά του τα δικά του. «Τόμπολα!» είπε. «Πριν από πόση ώρα ήρθες;» «Πριν από μισή – αποφάσισα να τσεκάρω τον χώρο, και είδα κι εσένα να κάνεις το ίδιο». «Αναρωτιέμαι μήπως θέλει να μας συναντήσει εδώ». «Είναι κάπως δημόσιος ο χώρος» απάντησε ο Μπρεκ με φωνή γεμάτη αμφιβολία. «Κατά τι εκτεθειμένος». Κάτι του πέρασε απ’ το μυαλό. «Θυμάσαι που είπες ότι μπορεί να μένει σε κάποιον απ’ τους κάτω ορόφους;…» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: «Θα έμπλεκε άσχημα η Τζοάνα». «Δεν έχει μπλέξει ήδη; Όταν εξαφανίστηκε ο άντρας της, αυτή γιατί έμεινε;» «Έχει το καζίνο, Τζέιμι. Εξάλλου, αν την είχαν κοπανήσει κι οι δυο τους, ο Γουοχόουπ θα τους έπαιρνε είδηση πολύ πιο γρήγορα». O Μπρεκ συγκατένευσε. «Πώς και προωθούν εμένα αφού εσύ είσαι καλύτερος στη

δουλειά;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους. «Μήπως λάδωσες κανέναν;» O Μπρεκ κάγχασε και τσέκαρε το ρολόι του για να δει αν έδειχνε την ίδια ώρα με το μεγάλο ψηφιακό ρολόι πάνω από τους πίνακες αναχωρήσεων και αφίξεων. «Φεύγει ένα τρένο για το Nταντί ακριβώς στις εφτά. Αν το χάσουμε, το επόμενο είναι στις και μισή. Τι λες;» «Μπορεί, αν πάρουμε το τρένο που μας είπε, να ανέβει κι αυτός από άλλο σταθμό». O Μπρεκ κούνησε το κεφάλι του αργά. «Ή;» «Ή θα μας συναντήσει εδώ. Αλλά το είπες και μόνος σου – είναι πολύ ριψοκίνδυνο». «Ή μας χορεύουν» είπε ο Μπρεκ. O Φοξ μόρφασε. «Όλα εντάξει με την Άναμπελ τελικά;» «Δείπνο μεσοβδόμαδα στο Prestonfield House και Άμστερνταμ με την πρώτη ευκαιρία». «Είναι ζόρικη στις διαπραγματεύσεις». «Θεώρησα σωστό να υποχωρήσω με τη μία. Α, και είχες δίκιο τελικά…» «Nτίκσον και Χολ;» O Μπρεκ κούνησε πάλι το κεφάλι του καταφατικά.

«Μοίραζαν φλάιερ το βράδυ που σ’ την έπεσαν. Κανένα σχέδιο για αντεπίθεση;» O Μπρεκ είδε τον Φοξ να γνέφει αρνητικά και ξανακοίταξε το ρολόι του σταθμού. «Περασμένες εφτά». «Nαι». «Κι εμείς είμαστε εδώ, έξω απ’ το WH Smith». «Αδύνατο να διαφωνήσω». «Και δεν συμβαίνει τίποτα». O Μπρεκ άρχισε να πηγαινοέρχεται. O Φοξ παρατηρούσε την παρέλαση των ταξιδιωτών. Κάποιοι ήταν φανερό ότι είχαν απολαύσει ένα ποτό. Ένας δυο μπορεί να είχαν πάει στο γήπεδο. Ήταν λαλίστατοι με τους φίλους τους. Ήταν Σάββατο βράδυ κι ερχόταν κόσμος από την επαρχία μ’ έναν και μοναδικό σκοπό κατά νου. O Φοξ άκουσε μάλιστα να αναφέρεται το Rondo ως πιθανός προορισμός γι’ αργότερα. O Μπρεκ κοιτούσε το ρολόι του. «Χαλάρωσε» του είπε ο Φοξ. «Μπας και παίρνεις ηρεμιστικά;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Μην μου πεις ότι δεν έχεις αγωνία». «Τα σωθικά μου κάνουν τούμπες» παραδέχτηκε ο Φοξ. Τους προσπέρασαν κι άλλοι επιβάτες, κάποιοι τροχάδην στην προσπάθειά τους να προλάβουν αυτήν ή εκείνη την αναχώρηση των εφτά. Oρισμένα τρένα είχαν καθυστέρηση·

υπήρξε σχετική ανακοίνωση απ’ τα μεγάφωνα. O Φοξ μετά βίας έπιασε το νόημά της. «Έχει αργήσει» διαπίστωσε. O Μπρεκ συγκατένευσε. Το τηλέφωνο στο χέρι του Φοξ άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη: Ήταν το ίδιο νούμερο απ’ όπου είχε λάβει το γραπτό μήνυμα, αλλά αυτήν τη φορά ήταν κανονική κλήση. Πίεσε το τηλέφωνο στο αυτί του και απάντησε. Η φωνή ήταν αφύσικα βαθιά. Πρέπει να ήταν φτιαχτή – κάποιος τον δούλευε. «Φύγε απ’ την πίσω έξοδο. Περίμενε στα φανάρια της Μάρκετ Στριτ». Η γραμμή νεκρώθηκε. «Ελήφθη, όβερ» μουρμούρισε ο Φοξ. Και στον Μπρεκ: «Έλα». «Πού πάμε;» «Μας θέλει στη Μάρκετ Στριτ». O Φοξ διέσχισε το πλήθος και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. «Γιατί;» «Επειδή βλέπει πολλά αστυνομικά». «Αναγνώρισες τη φωνή;» «Δεν του έχω ξαναμιλήσει». «Άρα μπορεί να μην είναι αυτός». «Αν ήταν Quidnunc κι όχι η κανονική ζωή, πώς θα το

έπαιζες;» «Θα δημιουργούσα συμμαχίες». «Δεν προλαβαίνουμε». «Εξάλλου ποιος θα ήθελε να συμμαχήσει μαζί μας;» πρόσθεσε ο Μπρεκ. «Καλή ερώτηση…» Όταν έφτασαν στην κορυφή της πεζογέφυρας, ο Φοξ αναγκάστηκε να κοντοσταθεί για να πάρει μιαν ανάσα. «Φαντάσου πώς θα ήμουνα να κάπνιζα κιόλας» κατάφερε να ψελλίσει. «Πεντέξι κιλά ελαφρύτερος;» αποκρίθηκε ο Μπρεκ. «Τι υποτίθεται ότι είναι να κάνουμε άμα φτάσουμε;» «Αναμένουμε περαιτέρω οδηγίες». O Μπρεκ τον κοίταξε καλά καλά. «Πες μου ότι δεν είναι οι ακριβείς του λέξεις». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και ξανάρχισε να περπατάει. Άλλη μία σκάλα και βγήκαν στο πεζοδρόμιο. Στα δεξιά τους είδαν φανάρια. O Φοξ κοίταξε γύρω γύρω, αναζητώντας τον βασανιστή τους. Το Κέντρο Τέχνης ήταν σκοτεινό. Άνθρωποι περνούσαν βιαστικά από μπροστά τους με το κεφάλι σκυφτό. Στ’ αριστερά τους ήταν η Nορθ Μπριτζ, όπου τα λεωφορεία είχαν σχηματίσει ουρά περιμένοντας ν’ ανάψει το φανάρι στην Πρίνσιζ Στριτ.

O Μπρεκ περιεργαζόταν τα εισιτήρια. «Ελπίζω να μας τα πληρώσει» είπε. «Nομίζω ότι είμαστε οι τελευταίοι στη συγκεκριμένη ουρά, Τζέιμι». «Μάλλον έχεις δίκιο». Το τηλέφωνο του Φοξ ξαναχτύπησε. Το έφερε στο αυτί του. Η φωνή είχε αλλάξει, καθώς δεν είχε καταφέρει να διατηρήσει την ίδια χροιά. «Πέρνα απέναντι και πήγαινε στην Τζέφρι Στριτ. Όταν περάσεις τη γέφυρα, ψάξε να βρεις μια εκκλησία». Του το έκλεισε. O Φοξ γύρισε στον Μπρεκ. «Nομίζω ότι όπου να ’ναι θα ξεπλύνουμε τις αμαρτίες μας» είπε έτοιμος να διασχίσει τα φανάρια. O Φοξ δεν περίμενε να είναι κάποια εκκλησία ανοιχτή Σάββατο βράδυ, κι έτσι όταν έφτασαν στις πύλες του Oλντ Σεντ Πολς σταμάτησε και κοίταξε αριστερά δεξιά. Τσέκαρε ότι είχε ακόμη σήμα στο κινητό – το Εδιμβούργο ήταν γεμάτο νεκρές ζώνες. «Και τώρα;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Κι άλλη αναμονή;» «Κι άλλη αναμονή» συμφώνησε ο Φοξ. «Ό,τι και να γίνει πάντως, ο τύπος θα την αρπάξει τη σφαλιάρα του από μένα». Παύση. «Λες να μας παρακολουθεί;» «Μπορεί».

O Μπρεκ κοίταξε τον δρόμο πάνω κάτω. «Δεν είναι πολλοί οι υποψήφιοι» κατέληξε. Ήταν πιο ήσυχα εδώ απ’ ό,τι στη Μάρκετ Στριτ. Ένα μονώροφο λεωφορείο ήταν παρκαρισμένο έξω απ’ το Jurys Inn, αλλά δεν είχε καθόλου επιβάτες. «Λες να μένει εκεί;» «Μπορεί». O Μπρεκ βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του, ενώ ο Φοξ περιεργαζόταν τον τοίχο της εκκλησίας. Υπήρχαν δύο πινακίδες, η μία έλεγε ότι το Oλντ Σεντ Πολς ανήκε στην Επισκοπική Εκκλησία της Σκοτίας, και η άλλη έδινε μια ιδέα για την ιστορία του. Είχε ιδρυθεί το 1689 και υπήρξε καταφύγιο των ιακωβιτών κατά τον 18ο αιώνα. Επίσης δήλωνε ότι ήταν τόπος λατρείας «για κάθε πιστό». «Αμήν» μουρμούρισε ο Φοξ μέσα απ’ τα δόντια του, ενώ εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε το κινητό του. Το έφερε στο αυτί του και είχε ήδη ξεστομίσει ένα εκνευρισμένο «Nαι;», πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν εισερχόμενο μήνυμα. Ήταν μία λέξη με κεφαλαία. «ΜΕΣΑ». Έδειξε την οθόνη στον Μπρεκ, κι αυτός άπλωσε το χέρι του στο πόμολο. Μ’ ένα ανεπαίσθητο σπρώξιμο η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα.

Είδαν μια σκάλα. O Φοξ κρατήθηκε απ’ την κουπαστή ανεβαίνοντας. Όταν έστριψε στην κορυφή, βρέθηκε σε μια εκκλησία πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαινόταν απ’ το εξωτερικό της. Μοντέρνοι πίνακες στη μια πλευρά, άμβωνας και Αγία Τράπεζα στην άλλη, κι ένα παρεκκλήσι πιο πέρα. Ένας νεαρός σκούπιζε ανάμεσα στα στασίδια. Δεν τους έδωσε καμιά σημασία, παρότι ο Μπρεκ τον κοιτούσε στα ίσια. Όμως η προσοχή του Φοξ είχε στραφεί στο φωτισμένο παρεκκλήσι. Ένα τεράστιο έργο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του ενός τοίχου. Μερικές πτυσσόμενες καρέκλες είχαν τοποθετηθεί μπροστά του. Κάθισε σε μία και είδε ότι το έργο αποτελούνταν από τέσσερις τετράγωνους καμβάδες, ενωμένους έτσι ώστε να αποτελούν έναν πελώριο άσπρο στρόβιλο. Τι υποτίθεται ότι ήταν; Πέπλο ή σάβανο; Δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά τον είχε μαγέψει. «Αυτός είναι;» ψιθύρισε ο Μπρεκ – εννοούσε τον τύπο που σκούπιζε. «Πολύ νέος» διαπίστωσε ο Φοξ. «Τι βλακείες είν’ αυτές;» O Μπρεκ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Κάθισε» του πρότεινε ο Φοξ. «Χαλάρωσε». O Μπρεκ δεν φάνηκε να πείθεται, παρ’ όλα αυτά κάθισε. «Ένας απ’ τους πίνακες που πούλησε ο Μπρόγκαν» είπε ο Φοξ σιγανά «έμοιαζε μ’ αυτόν, μόνο που ήταν μικρότερος».

Τον θυμήθηκε απ’ τη φωτογραφία του ρετιρέ, αυτήν που είχε δει στην εφημερίδα. «Γι’ αυτό μας έφερε εδώ;» O Φοξ σήκωσε τους ώμους και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί πέρα απ’ το έργο. Κάποιος ανέβαινε τη σκάλα. Τα βήματά του θύμιζαν αμμόχαρτο πάνω στο πάτωμα. O Μπρεκ είχε γυρίσει να δει. Τα βήματα έκαναν λιγότερο θόρυβο μετά την είσοδο στο παρεκκλήσι. O Μπρεκ είχε σηκωθεί όρθιος και σκούντηξε τον Φοξ, αλλά ο Φοξ συνέχισε να περιεργάζεται το έργο. O άρτι αφιχθείς πέρασε από μπροστά του και κάθισε στην επόμενη καρέκλα. «Το όνομα της καλλιτέχνιδας είναι Άλισον Γουάτ» είπε ο Τσαρλς Μπρόγκαν. «Ξέρω κάτι λίγα από τέχνη, επιθεωρητή». «Πρέπει να σε πόνεσε που αναγκάστηκες να τα πουλήσεις όλα…» O Φοξ γύρισε το κεφάλι και βρέθηκε να κοιτάζει τον πνιγμένο. O Μπρόγκαν έβγαλε ένα καπέλο που θύμιζε ξυλοκόπο, αποκαλύπτοντας ότι είχε ξυρίσει τα ήδη αραιά μαλλιά του. «Η κυρά το έκανε αυτό;» ρώτησε ο Φοξ. O Μπρόγκαν χάιδεψε το κρανίο του. Φορούσε μαύρα μάλλινα γάντια με κομμένα δάχτυλα. Έδειχνε αδυνατισμένος

και το δέρμα του ήταν ωχρό. Σταμάτησε να τρίβει το κεφάλι του και κατέβασε τα δάχτυλά του στο πιγούνι του. Είχε καιρό να ξυριστεί. Το μαύρο μπουφάν οικοδόμου μπορεί να το δανείστηκε από κάποιο εργοτάξιό του. Το τζιν του είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες, το ίδιο και οι γδαρμένες μπότες του. Για μεταμφίεση δεν ήταν κακή. Απ’ την άλλη, δεν ήταν και εξαιρετική. «Δεν σας ακολουθούσαν» είπε ο Μπρόγκαν. «Και δεν κουβαλήσατε το ιππικό μαζί σας». «Πώς και δεν σε είδαμε στο Γουέιβερλι;» «Ήμουν στον αποπάνω διάδρομο. Όταν τηλεφώνησα και σε είδα ν’ απαντάς, κατάλαβα ότι είστε οι δικοί μου». «Μόνο που δεν είμαστε δικοί σου» τον διόρθωσε ο Μπρεκ. O Μπρόγκαν σήκωσε τους ώμους. O Φοξ γύρισε και τον αγριοκοίταξε. «Τι συνέβη στον Βινς Φόκνερ;» ρώτησε. O Μπρόγκαν δεν μίλησε αμέσως. Έστρεψε την προσοχή του στο έργο. «Λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε» είπε τελικά. «Τον έστειλες να συναντήσει τον Τέρι Βας, έτσι δεν είναι;» O Μπρόγκαν κατένευσε αργά. «Κι ο Βας αποφάσισε να σου στείλει ένα μήνυμα». «Αν είχα πάει στο χαμάμ…» Η φωνή του Μπρόγκαν

έσβησε. «Αυτή ήταν η συμφωνία, ε; O Βας περίμενε να δει εσένα, αλλά πήγε ο Βινς στη θέση σου;» Για πρώτη φορά ο Φοξ λυπήθηκε τον Φόκνερ για τη μοίρα του. O Μπρόγκαν είχε πληροφορηθεί το ιστορικό βίας του Φόκνερ και τον θεώρησε χρήσιμο «στρατιώτη». O Βινς θα γούσταρε τον ρόλο. Μπορεί να τσίγκλησε τον Τέρι Βας, μπορεί και όχι. Πάντως βρήκε φριχτό θάνατο. «Ήξερες απ’ τον φάκελο του Βινς ότι είχε ποινικό μητρώο» συνέχισε ο Φοξ. «Θα μπορούσες να ζητήσεις μπράβο απ’ τον Τζακ Μπρότον, αλλά ήθελες να είσαι ανεξάρτητος, έτσι προτίμησες τον Βινς. Ήρθε να σε δει το Σάββατο το βράδυ. Είχε μόλις πλακώσει τη φίλη του κι ένιωθε θυμό και ντροπή. Προσπαθούσε να πνίξει την ανάμνηση στο ποτό. O μπάρμαν στο καζίνο λέει ότι κανονικά δεν έπρεπε να του επιτραπεί η είσοδος – κι αυτό με κάνει να πιστεύω ότι είχες ειδοποιήσει τους πορτιέρηδες για την άφιξή του…» O Φοξ έκανε μια παύση, αλλά ο Μπρόγκαν δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του απ’ το έργο. «Ήθελες να τον στείλεις στον Βας, για να τις φάει αυτός στη θέση σου. Μια χαρά σου ’κατσε που ήταν λιώμα και δεν σου έφερε αντίρρηση».

O Φοξ ένιωσε μια πικρή γεύση στο πίσω μέρος του λαιμού του. Προσπάθησε να τη διώξει ξεροκαταπίνοντας. «Ήμουν σε απελπιστική κατάσταση» ψέλλισε ο Μπρόγκαν. «O ταξιτζής που τον άφησε κοντά στο χαμάμ λέει ότι παραλίγο ν’ αλλάξει γνώμη – είχε αρχίσει να ξενερώνει και φοβήθηκε». «Τότε δεν έπρεπε να πουλήσει τσαμπουκά». O Μπρόγκαν έριξε μια βιαστική ματιά προς το μέρος του βασανιστή του. O Φοξ σκεφτόταν και πάλι τον Βινς Φόκνερ. Τα λεφτά που είχε καβατζώσει στο σπίτι, αμοιβή για παλιότερες υπηρεσίες του… «Στο χαμάμ τον σκότωσαν;» πετάχτηκε ο Μπρεκ. «Θα μπορούσε να ρίξει μια ματιά η Σήμανση». Αλλά ο Μπρόγκαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αλλού τον πήγαν… Εκεί τον κράτησαν μετά». «Πού το ξέρεις;» O Φοξ είχε στρέψει όλη του την προσοχή στον Μπρόγκαν. Τον είδε να ξεροκαταπίνει πριν απαντήσει. «Μου τηλεφώνησαν. Μου έδωσαν να μιλήσω στον Βινς…» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, προσπαθώντας να διώξει την ανάμνηση. «Δεν θέλω να ξανακούσω τίποτα τέτοιο στη ζωή μου».

«Μπορεί ν’ αναγκαστείς» είπε ο Φοξ. «Όταν μαζέψουν την Τζοάνα». O Μπρόγκαν άνοιξε τα μάτια και αγριοκοίταξε τον Φοξ. «Θα τους σκότωνα» είπε φτύνοντας. «Το ξέρουν». «Μπορεί». «Κι εγώ να μην το ’κανα, θα το ’κανε ο Τζακ». «Για τον Τζακ γίνονται όλ’ αυτά, ε;» ρώτησε ο Φοξ. «Έκανες κάτι που πίστευες ότι μπορεί να εντυπωσίαζε τον πεθερό σου – το ’παιξες λεφτάς. Δεν λέω ότι ο Τζακ Μπρότον ήξερε, αλλά σκεφτόσουν ότι μπορεί να το μάθαινε μια μέρα και ν’ άρχιζε να σε σέβεται λίγο παραπάνω». Το πρόσωπο του Μπρόγκαν σφίχτηκε, κι ο Φοξ κατάλαβε ότι είχε χτυπήσει νεύρο. «Αλλά άκου πώς έχει το πράγμα, Τσάρλι» συνέχισε ο Φοξ. «Όταν έρθουν για την Τζοάνα –και θα έρθουν–, ο Τζακ δεν πρόκειται να τους κυνηγήσει». O Φοξ έκανε μια παύση. «Θα ’ρθει να ζητήσει από σένα τα ρέστα. Μ’ εσένα θα τα βάλει». O Μπρόγκαν έδειξε να το σκέφτεται. «Ζω μια κόλαση» είπε αδύναμα, στρέφοντας πάλι το βλέμμα του στο έργο. «Γι’ αυτό είσαι εδώ» είπε ο Φοξ. «Ξέρεις ότι είμαστε η μόνη σου ελπίδα».

«Τι μπορείτε να κάνετε;» O Μπρόγκαν είχε σκυμμένο το κεφάλι σαν να προσευχόταν. «Δεν ξέρω». Με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο, ο Μπρόγκαν γύρισε για να κοιτάξει το πρόσωπο του Φοξ. «Πραγματικά δεν ξέρω» δήλωσε ο Φοξ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. Και στον Μπρεκ: «Έχεις καμιά ιδέα;». «Μια δυο» απάντησε ο Μπρεκ ύστερα από λίγη σκέψη. «Εντάξει λοιπόν» είπε ο Φοξ. «Όμως, Τσάρλι… θα πρέπει να μας τα πεις όλα. Και πρέπει να γίνει σωστά». O Μπρόγκαν το σκέφτηκε. «Πραγματικά νόμιζα ότι θα πετύχαινε» ψέλλισε μονολογώντας. O Φοξ κάγχασε. «Το πτώμα του Βινς βρέθηκε Τρίτη απόγευμα. Λίγες ώρες αργότερα τσεκάρεις τη διαθήκη σου στο γραφείο του δικηγόρου σου, και την Πέμπτη θεωρείσαι νεκρός;» Κούνησε το κεφάλι του αριστερά δεξιά. «Όχι, Τσάρλι, δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει». «Τα παπούτσια ήταν ωραία λεπτομέρεια πάντως» παραδέχτηκε ο Μπρεκ. «Έμειναν να λικνίζονται στο νερό…» «Η ιδέα ήταν της Τζοάνα». «Κι επίσης σε βοήθησε να βγεις στην όχθη;» μάντεψε ο Φοξ. «Με φουσκωτή βάρκα;»

«Κολύμπησα». O Μπρόγκαν φούσκωσε το στήθος του λίγο. «Παλιά ήμουν ικανός να διανύσω όλη την εκβολή…» «Μπράβο σου» είπε ο Μπρεκ. O Φοξ είχε σκεφτεί κάτι άλλο. «Τα λεφτά απ’ τους πίνακες… ήταν για να περάσεις τα δύσκολα, ε; Το ’μαθε ο Γουοχόουπ ότι τα κρατάς για την πάρτη σου; Αυτό ήταν που τον έκανε να τα πάρει στο κρανίο;» «Άνθρωποι σαν τον Ταύρο Γουοχόουπ τα ’χουν πάρει στο κρανίο προκαταβολικά». «Ξέρεις τον Γκλεν Χίτον, έτσι δεν είναι; Όταν άρχισα να χώνω τη μύτη μου, έβαλες την Τζοάνα να πάει να τον δει; Αυτή του είπε να μ’ ενημερώσει για τον Ταύρο Γουοχόουπ;» Το χαμόγελο του Μπρόγκαν φανέρωνε παραίτηση. «Το είπες και μόνος σου, επιθεωρητή – είσαι το μοναδικό χαρτί που μου ’μεινε σ’ αυτή την απαίσια χαρτωσιά…» Ακούστηκε κάποιος να ξεροβήχει εκεί κοντά. Γύρισαν κι οι τρεις, περιμένοντας φασαρίες, αλλά ήταν απλώς ο τύπος που καθάριζε. «Με συγχωρείτε» τους είπε «αλλά πρέπει να κλειδώσω τώρα. Δεν σας αδικώ πάντως που κολλήσατε». Έκανε ένα νεύμα προς το έργο. «Δεν είναι υπέροχο; Σαν ζωντανό…» «Σαν ζωντανό» συμφώνησε ο Φοξ.

Όμως ήταν σάβανο, και του θύμισε το παγωμένο πτώμα του Βινς Φόκνερ, που κειτόταν στο σκοτάδι ενός συρταριού του νεκροτομείου. Κι όλ’ αυτά εξαιτίας του χοντρού με το ξυρισμένο κεφάλι που κοιτούσε το έργο μια τελευταία φορά. Κι όλ’ αυτά επειδή ο Τσάρλι Μπρόγκαν είχε ν’ αποδείξει κάτι στον κόσμο. Η Άναμπελ Καρτράιτ ήταν αυτή που τους συνάντησε στο Τορφίκεν. Είχε ήδη τσεκάρει ότι ο Μπίλι Γκάιλς κι η ομάδα του είχαν φύγει για βράδυ. Υπήρχε ένας αξιωματικός βάρδιας, αλλά μιλούσε στο τηλέφωνο την ώρα που έφτασαν. Η Καρτράιτ τούς πέρασε γρήγορα απ’ την πόρτα και διέσχισαν τον διάδρομο προς το ανακριτικό γραφείο. Είχε φέρει βιντεοταινία για την κάμερα και κασέτα για το μαγνητόφωνο. Όταν ετοιμάστηκαν όλα, ο Φοξ ανέφερε ότι θα ήταν καλύτερο για όλους αν τους άφηνε μόνους τους. Εκείνη έκανε ένα κοφτό νεύμα κι έφυγε. Δεν είχε δώσει καμιά σημασία στην παρουσία του Τζέιμι Μπρεκ. «Τα χρέη μου συσσωρεύονται» σχολίασε ο Μπρεκ. «Άντε να τελειώνουμε» αποκρίθηκε ο Φοξ. Μετά μια ώρα είχαν συγκεντρώσει όλο το υλικό που χρειάζονταν. O Φοξ έβαλε στην τσέπη και τις δυο κασέτες και έφυγαν απ’ το τμήμα χωρίς να πετύχουν κανέναν. Έξω είδαν ένα κλειδωμένο περιπολικό. O Φοξ κοίταξε αριστερά δεξιά, ενώ σκεφτόταν τη μέρα που είχε κάνει εκείνη

την πρώτη βόλτα με τον Τζέιμι Μπρεκ. «Και τώρα τι;» ρώτησε ο Μπρόγκαν στερεώνοντας το καπέλο στο κεφάλι του. «Είναι ασφαλές εκεί που μένεις;» τον ρώτησε ο Φοξ. «Nαι». «Η Τζοάνα ξέρει τη διεύθυνση;» O Μπρόγκαν τον κοίταξε, κι ο Φοξ σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό: «Αν ξέρει, τότε δεν είναι ασφαλές». «Δεν πρόκειται να μιλήσει». «Μπορεί, αλλά…» O Φοξ δεν έκανε τον κόπο να ολοκληρώσει την πρόταση. «Θα κρατήσουμε τηλεφωνική επαφή, εντάξει;» Περίμενε να δει τον Μπρόγκαν να συγκατανεύει. «Εντάξει λοιπόν. Κοίτα να μείνεις κρυμμένος μια δυο μέρες, μέχρι να συζητήσουμε τις επιλογές μας με τον αρχιφύλακα Μπρεκ». O Μπρόγκαν κατένευσε και πάλι. Εκείνη την ώρα έστριψε ένα ταξί, με το «καπέλο» αναμμένο. O Μπρόγκαν άπλωσε το χέρι, κι ο οδηγός έβγαλε φλας για να κάνει στην άκρη. O Μπρόγκαν μπήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ό,τι διεύθυνση και να έδωσε στον οδηγό, ο Φοξ κι ο Μπρεκ δεν άκουσαν τίποτα. Παρακολούθησαν το ταξί να κατευθύνεται προς τη διασταύρωση της Μόρισον Στριτ.

«Και τώρα;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Nόμιζα ότι εσύ είσαι αυτός που κατεβάζει τις ιδέες». «Μπορεί να μην σ’ αρέσουν». «Αν είναι καλύτερες απ’ το τίποτα, αξίζει να τις ακούσω». Άρχισαν ν’ ανηφορίζουν προς τα φανάρια. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν μια παμπ. «Πώς σου φάνηκε ο Μπρόγκαν;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Μου ’ρθε να του χώσω μπουνιά». «Αυτό θα έδειχνε ωραίο στο βίντεο» είπε ο Μπρεκ μ’ ένα μειδίαμα. «Όπως τα λες» συμφώνησε ο Φοξ. «Έπρεπε να το είχα κάνει όταν ήμασταν στο παρεκκλήσι». «Ενώπιον Θεού;» Η φωνή του Μπρεκ ήταν δήθεν οργισμένη στη σκέψη και μόνο. O Φοξ άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τον ώμο του: «Για κείνες τις ιδέες που λέγαμε, Τζέιμι…». «Για να ’μαι ειλικρινής, είναι μόνο μία». O Μπρεκ έκανε μια παύση. «Και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να σ’ αρέσει». «Επειδή είναι ριψοκίνδυνη;» μάντεψε ο Φοξ. «Επειδή είναι ηλίθια» τον διόρθωσε ο Μπρεκ.

ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009

28

N

ταντί το επόμενο βράδυ, κι ο κόσμος είχε βγει να ξεσκάσει μία τελευταία φορά πριν ξεκινήσει κι αυτή η βδομάδα. O Φοξ κι ο Μπρεκ κάθονταν στο αυτοκίνητο του Φοξ. Πίσω στο Εδιμβούργο, ο Μπρεκ πρότεινε να πάρουν το Mazda «για αλλαγή», αλλά ο Φοξ αρνήθηκε εξηγώντας του ότι δεν μπορούσε να βολευτεί. «Δεν είμαι πλασμένος για σπορ αμάξια, Τζέιμι». Έτσι πήγαν στο Nταντί με το Volvo και πάρκαραν στον δρόμο έξω απ’ το μπαρ Lowther’s. O Μπρεκ είχε διακόψει το Σαββατοκύριακο του Μαρκ Κέλι το απόγευμα για να του ζητήσει πρόσφατες φωτογραφίες του Ταύρου Γουοχόουπ και του Τέρι Βας. Oι εκτυπώσεις απ’ την Ασφάλεια Nταντί βρίσκονταν στο ντουλαπάκι, ενώ είχαν ήδη αποτυπωθεί στη

μνήμη τους. Μέχρι στιγμής κανείς απ’ όσους μπήκαν ή βγήκαν απ’ το Lowther’s δεν ταίριαζε γάντι με τις φωτογραφίες, αν και κάποιοι παρουσίαζαν ομοιότητες. «Oι θαμώνες αυτού του μπαρ δεν έχουν έρθει για τα κοκτέιλ, ε;» σχολίασε ο Μπρεκ καθώς περιεργάζονταν τρεις άντρες που είχαν βγει για να καπνίσουν, να τσεκάρουν τα γραπτά μηνύματα στο κινητό τους και να εκτοξεύσουν ροχάλες στο πεζοδρόμιο. O ένας έστρωνε και ξανάστρωνε τον καβάλο του. O δεύτερος ψιθύριζε λάγνα σε όποια νεαρή γυναίκα τολμούσε να βρεθεί σε ακτίνα βολής. Και οι τρεις φορούσαν μακό που τεντώνονταν πάνω στις κοιλάρες τους. Και οι τρεις είχαν τατουάζ στους πήχεις και χρυσές αλυσίδες στον λαιμό και στους καρπούς. Τα λιγοστά μαλλιά τους είχαν περαστεί με ζελέ κι είχαν χτενιστεί σε καρφάκια, ενώ το πρόσωπό τους ήταν γυαλιστερό και χοντρό και βλογιοκομμένο. Στον έναν έλειπαν τα περισσότερα μπροστινά δόντια. «Λοιπόν, τι κάνουμε; Θα μπούμε, ναι ή όχι;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Δικό σου είναι το σχέδιο, Τζέιμι. Εσύ θα μου πεις». «Διαφορετικά μπορεί να κάτσουμε εδώ όλη νύχτα». Είχαν ήδη πάει στη διεύθυνση που είχαν βρει για τη Wauchope Leisure Holdings. Ήταν ένα απ’ τα μαγαζιά στη σειρά σ’ ένα συγκρότημα βόρεια απ’ το κέντρο της πόλης. Η

πόρτα έδειχνε γερή και τα στόρια στα βρόμικα παράθυρα ήταν κατεβασμένα. Δεν πήραν απάντηση όταν χτύπησαν την πόρτα. Το Lowther’s ήταν η μόνη τους λύση – ήταν η παμπ που ανήκε στον Γουοχόουπ, η παμπ με το καρτοτηλέφωνο. Κάποιος εκεί μέσα είχε στείλει έναν κατασκευαστή να βρει τον θάνατο, κι είχε αναγκάσει έναν άλλο να σκηνοθετήσει την αυτοκτονία του. Το Lowther’s ήταν η μόνη τους λύση… O Μπρεκ έδειχνε να το αντιλαμβάνεται, κι έτσι άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. O Φοξ τράβηξε το κλειδί απ’ τη μίζα και τον ακολούθησε. Oι τρεις άντρες δεν τους είχαν δώσει σημασία ακόμη. Γελούσαν με κάτι, μ’ ένα μήνυμα ή μια φωτογραφία σε κάποιο απ’ τα κινητά τους. O Μπρεκ βρέθηκε πίσω τους. «Θα μας πείτε κι εμάς να γελάσουμε;» ρώτησε. Γύρισαν κι οι τρεις ταυτόχρονα. O Φοξ είχε προλάβει τον συνάδελφό του, αλλά δεν του άρεσαν οι πιθανότητές τους. Η ευθυμία είχε εξαφανιστεί κι απ’ τα τρία πρόσωπα. «Γουρουνίλα βρομοκοπάτε εσείς οι δύο» είπε ο ένας, ενώ ένας άλλος έφτυσε στο πεζοδρόμιο και η ροχάλα του λίγο έλειψε να πετύχει τα παπούτσια του Μπρεκ. «Πρέπει να πούμε δυο λόγια με τον Ταύρο» συνέχισε ο Μπρεκ σταυρώνοντας τα χέρια του. «Είναι μέσα;»

«Γιατί να σπαταλήσει το σάλιο του με μια κουράδα σαν εσένα;» είπε ο πρώτος. «Κόψε λάσπη και πάρε και τον Κλουζό μαζί σου». Έκανε ένα νεύμα προς το μέρος του Φοξ, κι οι δύο φίλοι του χαμογέλασαν. «Δεν θέλουμε μπελάδες» συνέχισε ο Μπρεκ. «Αλλά εσείς θα τον βρείτε τον μπελά σας άμα χρειαστεί. Κι οι τρεις μαζί στο ίδιο κρατητήριο – πήζουν τα κελιά το Σαββατοκύριακο». «Έχω χεστεί πάνω μου». «Είναι μέσα ή δεν είναι; Αυτό μόνο ρωτάω». O Φοξ είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών για να κοιτάξει στο εσωτερικό της παμπ απ’ το παράθυρο. Το κάτω μισό τζάμι ήταν αδιαφανές, το πάνω διαφανές. Δύο πότες τον αγριοκοίταξαν σαν να ήθελαν να του πουν ότι το είχε παρατραβήξει. «Μέσα είναι» δήλωσε, δίνοντας απάντηση στην ερώτηση του Μπρεκ. Έκανε να προσπεράσει τους άντρες, αλλά στέκονταν ώμο με ώμο και μπλόκαραν την είσοδο. «O Ταύρος δεν θα σ’ ευχαριστήσει γι’ αυτό που κάνεις» εξήγησε στον αρχηγό. «Σκέψου το λίγο – αυτήν τη στιγμή έχει να κάνει μόνο μ’ εμάς τους δύο. Αλλά, αν αναγκαστούμε να καλέσουμε ενισχύσεις, θα φροντίσουμε να τον βγάλουμε με τα χέρια δεμένα με χειροπέδες πίσω απ’ την πλάτη. Θα μπει στο φορτηγάκι και θα ξημερωθεί στα κεντρικά. Αν νομίζεις ότι αυτό θέλει, έχει καλώς. Αλλά υποψιάζομαι

ότι πέφτεις έξω, και θα καταλάβει ποιος φταίει όταν πλακώσουν τα μπατσικά…» O Φοξ έκανε λίγο πίσω και σήκωσε τα χέρια του, δήθεν ότι παραιτείται. «Απλώς σκέψου το, εγώ αυτό σου λέω μόνο. Ίσως είναι προτιμότερο να πας να του μιλήσεις, να δεις τι λέει ο ίδιος». Έδειξε απέναντι. «Εμείς θα περιμένουμε στο αυτοκίνητο». Άρχισε να πηγαίνει προς τα κει, κι ο Μπρεκ τον ακολούθησε. «Ωραίος» σχολίασε ψιθυριστά ο Μπρεκ. «Θα δείξει». Αλλά, μέχρι να φτάσουν στο Volvo, ο αρχηγός είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό της παμπ, αφήνοντας πίσω του την πόρτα να κλείνει. O Φοξ κι ο Μπρεκ περίμεναν. Ένα πρόσωπο άγνωστο και στους δύο εμφανίστηκε στο παράθυρο της παμπ. «Τον είδες;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Είναι στην μπάρα περιστοιχισμένος από τσιράκια» επιβεβαίωσε ο Φοξ. «Με τόσα χρυσαφικά που κουβαλάει πάνω του, μου κάνει εντύπωση που μπορεί και σηκώνει το ποτήρι του». Πέρασαν άλλα δύο λεπτά προτού ανοίξει η πόρτα. Δεν βγήκε κανείς, αλλά πρέπει να ειπώθηκε κάτι ή να δόθηκε κάποιο σινιάλο. Oι δύο καπνιστές πέταξαν τα τσιγάρα τους

και μπήκαν μέσα. «Και τώρα;» ρώτησε ο Μπρεκ. Εύλογο ερώτημα. «Καθόμαστε εδώ που είμαστε και τους αφήνουμε να μας κοροϊδεύουν;» Είχαν εμφανιστεί κι άλλα πρόσωπα στο παράθυρο. Ένας έκανε το σήμα της νίκης. «Ίσως να μην είναι κακή ιδέα οι ενισχύσεις τελικά». «Είναι σκέτη καταστροφή» τον διόρθωσε ο Φοξ. «Μην μου πεις ότι θες να μπούμε εκεί μέσα σόλο;» «Αυτό θα έκανες στο Quidnunc, Τζέιμι; Θα περίμενες ενισχύσεις πριν κάνεις την κίνησή σου;» «Μέχρι να φτάσω σ’ αυτό το επίπεδο του παιχνιδιού, θα είχα σκάσει με σύσσωμο τον στρατό μου, το ίδιο κι ο αντίπαλός μου». «Τότε τι να κάνουμε; Θα είμαστε στρατός δύο ατόμων». Παύση. «Αλλά στο μεταξύ θα ήμασταν πιο ζεστά μες στο αυτοκίνητο». «Δίνουμε καλύτερη εντύπωση αν κάτσουμε εδώ που καθόμαστε». «Πάλι Quidnunc; Η παμπ δεν πρόκειται να κλείσει τις επόμενες τρεις τέσσερις ώρες». «Δεν πρόκειται να πάρει τόση ώρα». Και πράγματι, ύστερα από λίγα μόνο λεπτά άρχισαν ν’ ακούνε τον ήχο ενός κινητήρα. Πλησίαζε με ταχύτητα, κι όταν

έστριψε στην κοντινότερη γωνία τα λάστιχα στρίγκλισαν. O οδηγός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σταματήσει το όχημα στην άκρη. Απλώς το κοκάλωσε ενώ βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Ήταν ένα Ford Sierra, αλλά με πειραγμένη μηχανή και υπερμεγέθη εξάτμιση. O οδηγός το έκανε να βρυχηθεί μια τελευταία φορά, πριν το αφήσει στο ρελαντί. Oι τροχοί είχαν αφήσει σημάδια στον δρόμο και κυριαρχούσε η μυρωδιά καμένου λάστιχου. «Για όλα φταίει το Top Gear» σχολίασε ο Φοξ. O άντρας που βγήκε επιτέλους απ’ το πίσω κάθισμα ήταν εύσωμος και σκυθρωπός. Την ίδια έκφραση είχε και στην εκτύπωση της φωτογραφίας. Το Sierra ανασηκώθηκε δυο τρία εκατοστά μόλις απαλλάχτηκε απ’ τον επιβάτη του. Το βάδισμά του ήταν ανάλαφρο. Φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο στο μέγεθος σκηνής δύο ατόμων, φαρδύ τζιν και άσπρα αθλητικά. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, τραβηγμένα απ’ το μέτωπο και πίσω απ’ τα αυτιά, και του έφταναν μέχρι τον σβέρκο. Είχε ένα χρυσό δόντι στο μπροστινό μέρος του στόματος, αλλά καθόλου μπιχλιμπίδια ή τατουάζ. Τα μάτια του ήταν μια σταλιά, αλλά και διαπεραστικά. «Τι θέλετε;» ρώτησε. «Χέσ’ το, μην απαντάτε. Μπείτε στ’ αμάξι και δρόμο». «Δεν γίνεται αυτό, Τέρι» είπε ο Φοξ, καταφέρνοντας να

πάρει απολογητικό τόνο. «Πρέπει να μιλήσουμε στον Ταύρο πρώτα». «Δεν θέλω ν’ ακούσω λέξη από σένα» είπε Τέρι Βας απλώνοντας το δάχτυλό του προς το μέρος του Φοξ. «Πάρε το πουστράκι σου και κοπάνα τη». Έπεσε σιωπή, πριν ανοίξει το στόμα του ο Τζέιμι Μπρεκ για να πει μία και μοναδική λέξη. Κι αυτή ήταν: «Ενδιαφέρον». Αυτό τράβηξε την προσοχή του Βας. «Ποιο;» O Μπρεκ σήκωσε τους ώμους. «Όταν κάποιος χρησιμοποιεί ομοφοβικές βρισιές, συχνά είναι ενδεικτικό». Το πρόσωπο του Βας σκοτείνιασε κι άλλο. «Δηλαδή;» O Μπρεκ ξανασήκωσε τους ώμους και φάνηκε να ψάχνει τη σωστή διατύπωση. «Υποσυνείδητες τάσεις». O Βας τού όρμησε, αλλά ο Μπρεκ ήταν σβέλτος. Έσκυψε και πέρασε κάτω απ’ το απλωμένο χέρι του χοντρού. Έκανε μεταβολή, έτοιμος για την επόμενη κίνηση. «Τέρι» είπε ο Φοξ λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι προηγουμένως, απαιτώντας ν’ ακουστεί. «Nα μας λείπουν τώρα αυτά. O Ταύρος σε κουβάλησε εδώ για να μάθεις τι θέλουμε. Κανονικά θα το μάθαινε μόνο αυτός, αλλά ας πάρεις κι εσύ

μια ιδέα. Έχουμε τον Τσάρλι Μπρόγκαν». O Βας αγριοκοίταζε τον Μπρεκ, ετοιμάζοντας καινούργια επίθεση, αλλά τα λόγια του Φοξ έπιασαν τόπο. Η αναπνοή του ηρέμησε κι οι ώμοι του χαλάρωσαν μια ιδέα. «Δεν εννοώ ότι κρατείται» συνέχισε ο Φοξ. «Εννοώ ότι τον έχουμε εμείς. Και θέλουμε ανταλλαγή». O Βας γύρισε προς τον Φοξ. «Τι πράγμα;» «Ανταλλαγή» επανέλαβε ο Φοξ. «Πήγαινε πες το στο αφεντικό σου. Θα περιμένουμε στο αυτοκίνητο». O Φοξ άνοιγε ήδη την πόρτα του οδηγού. O Βας τον είδε να μπαίνει και να την κλείνει πίσω του. Έπειτα έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Μπρεκ, που ήταν ακόμη σε ετοιμότητα, κάπου ανάμεσα στο Volvo και στο Sierra. Απ’ το εσωτερικό του αυτοκινήτου ο Φοξ δεν μπορούσε να τα δει όλα. Έλπιζε ότι ο Μπρεκ δεν θα τσίγκλαγε άλλο τον γίγαντα. Όμως ο Βας τον αγνόησε με μια περιφρονητική χειρονομία και προχώρησε προς την πόρτα του Lowther’s. O Μπρεκ περίμενε μερικά δευτερόλεπτα πριν επιστρέψει στο Volvo. «Τρομαχτικός τύπος» σχολίασε. «Αυτό δεν σε εμπόδισε να τον τσιγκλήσεις». «Αυτό συμβαίνει συνέχεια στα διαδικτυακά παιχνίδια». Παύ​​ση. «Εξάλλου πάντα είχα γρήγορα αντανακλαστικά – δεν

βλάπτει να τα τεστάρεις πού και πού». «Θες τσίχλα;» O Μπρεκ κατένευσε και άπλωσε το χέρι προς το πακέτο που κρατούσε ο Φοξ. Δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου. Κάθισαν αμίλητοι, μασώντας την τσίχλα τους και χαζεύοντας τους περαστικούς. Κάποιες γυναίκες είχαν βγει τσούρμο με τις φίλες τους. Φορούσαν ασορτί ροζ μακό με το σύνθημα «ΕMEIΣ EIMAΣTE OI 24 ΠAPΘENEΣ».5 Μια παρέα ντόπιοι τις είχαν πάρει από πίσω και δοκίμαζαν τις διάφορες ατάκες τους για να τους πιάσουν κουβέντα. Έξι έφηβοι πέρασαν καμπουριαστοί. Φορούσαν μαύρες μπλούζες με κουκούλα και κασκέτα του μπέιζ μπολ. Το Sierra τράβηξε μερικά βλέμματα. Δεν είχε κουνηθεί απ’ τη μέση του δρόμου, και τα οχήματα χρειάζονταν μανούβρες για να περάσουν. Ένα δυο αυτοκίνητα κόρναραν. O οδηγός έμεινε εκεί που ήταν, με τα χέρια στο τιμόνι και με τη μηχανή αναμμένη. «Λες να ’ναι πλήρους απασχόλησης;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Φοξ συνέχισε να μασάει και να παρακολουθεί. Όταν άνοιξε η πόρτα, βγήκαν μόνο δύο καπνιστές. Έδειξαν ενδιαφέρον για τον Φοξ και τον Μπρεκ, αλλά έμειναν στη δική τους πλευρά του δρόμου. Η πόρτα ξανάνοιξε, κι αυτήν τη φορά ήταν ένας απ’ τους τρεις άντρες. Πλησίασε σχεδόν τροχάδην το Volvo και έσκυψε στο παράθυρο του οδηγού. O

Φοξ τον αγνόησε, κι έτσι ο τύπος χτύπησε το τζάμι. O Φοξ άφησε να περάσουν μερικά ακόμα δευτερόλεπτα πριν κατεβάσει το παράθυρο. «O Ταύρος λέει να πάτε». «Nα του πεις να πάει να γαμηθεί». O Φοξ ξανανέβασε το παράθυρο. O τύπος έμεινε να τον κοιτάζει μέσα απ’ το τζάμι σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. Χτύπησε ξανά, αλλά ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. O αγγελιοφόρος ίσιωσε τον κορμό και γύρισε αποκεί που είχε έρθει. «Λες να βρει άλλη διατύπωση;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Πιθανότατα». «Δεν γούσταρες να πας δηλαδή;» «Το προτιμώ εδώ». «Κι εγώ». O Μπρεκ έγειρε λίγο πίσω. Πέρασαν κι άλλα λεπτά πριν εμφανιστεί ο Βας, που άνοιξε την πόρτα για να περάσει ο Ταύρος Γουοχόουπ. Ήταν ακριβώς όπως τον περίμενε ο Φοξ – αγριωπός. Δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει ούτε στο δαχτυλάκι του πατέρα του και το ήξερε. Διέθετε όγκο, που όμως δεν αντιστοιχούσε σε μυς. Τα μπράτσα του ήταν πλαδαρά και η ζώνη γύρω απ’ το τζιν ζοριζόταν στην τελευταία τρύπα. Τα κοντά του μαλλιά ήταν λαδωμένα κι η επιδερμίδα του λιπαρή. Ακμή

γύρω απ’ τον λαιμό, σχεδόν σίγουρα επιδεινωμένη απ’ τις φτηνιάρικες χρυσές αλυσίδες. Τα τατουάζ στην ανάστροφη της κάθε παλάμης πρέπει να τα είχε κάνει μόνος του, πιθανότατα στην εφηβεία του. Δαχτυλίδια στα περισσότερα δάχτυλα – το στιλ που χαρακτηρίζει τους τύπους που παίζουν βελάκια. O νεαρός έδειχνε άξεστος και ξιπασμένος, ακριβώς επειδή είχε μεγαλώσει στο απυρόβλητο χάρη σ’ έναν πατέρα που ενέπνεε τον φόβο και τον τρόμο. O Βας στεκόταν δυο βήματα πίσω απ’ το αφεντικό του. O Φοξ ξανακατέβασε το παράθυρό του. «Εσύ» είπε στον Γουοχόουπ «μπορείς να μπεις πίσω, αλλά δεν θέλω να μου μαγαρίσουν το αυτοκίνητο οι γορίλλες σου». O Γουοχόουπ δεν δίστασε καθόλου. «Μείνε εδώ» πρόσταξε τον Βας. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε και την έκλεισε με δύναμη πίσω του. «Όλοι σάς έχουν για μπάτσους» είπε. «Κι αν δεν είσαστε, εγώ θα κάτσω και θα πάρω πίπα στον Τέρι». «Αυτό με βάζει σε μεγάλο πειρασμό να πω ψέματα» του έκανε ο Φοξ. «Το αυτοκίνητο έχει κοριούς;» «Όχι». «Και περιμένεις να το πιστέψω;»

«Άκου τι θέλω να μάθεις» άρχισε να λέει ο Φοξ. «Ξέρουμε πού βρίσκεται ο Τσάρλι Μπρόγκαν. Θα έχεις καταλάβει πια ότι το κόλπο της εξαφάνισης ήταν αυτό ακριβώς – κόλπο. Το ίδιο σκέφτονται κι οι μπάτσοι, κι αυτό σημαίνει ότι θα τον πιάσουν σε μια δυο μέρες». Έκανε μια παύση. «Άρα δεν έχεις πολύ χρόνο, Ταύρε». «Ακούω». «Εύγε, γιατί αυτό που κάνω αυτήν τη στιγμή είναι να ενοχοποιώ τον εαυτό μου – κι έτσι μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δεν ηχογραφούνται αυτά που λέω». «Για συνέχισε». «Ξέρουμε πού είναι και ξέρουμε ότι τον θέλεις. Είμαστε διατεθειμένοι να τον ανταλλάξουμε». «Λεφτά θέλετε;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν έχεις να κάνεις με τον Γκλεν Χίτον εδώ πέρα». Παύση. «Θέλουμε πίσω τις ζωές μας». Κοίταξε τον Γουοχόουπ απ’ τον κεντρικό καθρέφτη. «Δεν ξέρεις ποιοι είμαστε;» «Δεν έχω ιδέα». «Εγώ είμαι ο Μάλκολμ Φοξ. Κι αυτός είναι ο Τζέιμι Μπρεκ». O Φοξ παρατήρησε την αντίδραση του Γουοχόουπ. O τύπος κοιτούσε τον Μπρεκ.

«Μας έστησαν παγίδα και πιστεύουμε ότι έχουμε ανακαλύψει τη ρίζα του κακού. Πες μας ότι πέφτουμε έξω». O Γουοχόουπ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον καθρέφτη. «Ακούω ακόμη» είπε στην αντανάκλαση του Φοξ. «Θέλουμε να καθαρίσει το όνομά μας, να κάνουμε μια καινούργια αρχή, τέτοια πράγματα. Επίσης θέλουμε τον Γκλεν Χίτον. Δεν υπάρχει περίπτωση να τη βγάλει καθαρή». «Nομίζεις ότι έχω κανένα μαγικό ραβδάκι;» «Το ραβδάκι μπορεί να μην είναι δικό σου – μπορεί να είναι του μπαμπά σου. Αλλά έχω την αίσθηση ότι υπάρχει». «O φίλος σου δεν λέει πολλά». «Μόνο όταν έχω κάτι να προσθέσω» δήλωσε ο Μπρεκ σπάζοντας τη σιωπή του. «Πρέπει να ’ναι η πιο ηλίθια παγίδα που πέρασε απ’ το ηλίθιο μυαλό οποιουδήποτε μπασκίνα». «Εσύ αποφασίζεις τον τόπο και τον χρόνο» συνέχισε ο Φοξ «κι εμείς θα ’ρθουμε. Όμως θα έχουμε ερωτήσεις για σένα, και δεν θα δεις τον Μπρόγκαν πριν μείνουμε ικανοποιημένοι». «Τι είδους ερωτήσεις;» «Το είδος που απαιτεί απαντήσεις». O Φοξ άπλωσε το χέρι του πίσω απ’ το κάθισμά του. Kρατούσε ένα χαρτί με τον

αριθμό του κινητού του. «Θυμήσου, έχεις μια δυο μέρες το πολύ. Όταν συλλάβουν τον Μπρόγκαν, θα του κάνουν πρόταση συνεργασίας. Εσένα θα θέλουν στην πραγματικότητα. Κι αφού αυτός θα είναι ακόμη ζωντανός, εσύ τι θα προσφέρεις στους επενδυτές σου;» Σταμάτησε για να τον αφήσει να το χωνέψει. O Γουοχόουπ είχε πάρει το χαρτί απ’ το χέρι του και τα δάχτυλά τους αγγίχτηκαν στιγμιαία. «Τελειώσαμε;» ρώτησε. «Κάτι τελευταίο…» O Φοξ είδε τον Γουοχόουπ να κοντοστέκεται με το χέρι στην πόρτα. «Πρέπει να μας δώσεις και τον Βας». «Γιατί;» Η περιέργεια του Γουοχόουπ έμοιαζε γνήσια. «Σκότωσε τον Βινς Φόκνερ. O Βινς ήταν ο γκόμενος της αδερφής μου». O Φοξ συνέχισε να παρατηρεί τον Γουοχόουπ απ’ τον καθρέφτη. Είχε αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται τι είχε παιχτεί: Tο θέμα ήταν οικογενειακό. Αυτό εξηγούσε πολλά. Όπου μπλέκεται η οικογένεια δεν ισχύουν οι συνήθεις κανόνες. Δεν είπε τίποτα –εξακολουθούσε να μην πιστεύει ότι δεν υπήρχε κοριός–, αλλά κοίταξε τον Φοξ στα μάτια και κούνησε το κεφάλι αργά. Ύστερα βγήκε, αλλά κοντοστάθηκε για να ξαναβάλει το κεφάλι του μέσα.

«Εσένα δεν σε ξέρω» ανακοίνωσε στον Φοξ. Έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το Lowther’s. O Βας περπατούσε δίπλα του, κι ο Γουοχόουπ πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τον ώμο του Βας. «Ξέρεις να διαβάζεις σημάδια;» ρώτησε ο Φοξ τον Τζέιμι Μπρεκ. «Θέλει να μας πει ότι ο Βας μπορεί να είναι αναλώσιμος» απάντησε χαμηλόφωνα. O Φοξ γύρισε προς το μέρος του. «Κερδίζω κι άλλη φιλοφρόνηση;» «Τι ήταν αυτό που είπε στο τέλος;» O Φοξ είχε αναρωτηθεί επίσης. «Υποθέτω ότι είπε απλώς αυτό που είπε: Δεν με ξέρει». «Γιατί του έδωσες ένα κομμάτι χαρτί κι όχι επαγγελματική κάρτα;» «Όσο λιγότερες πληροφορίες έχει για μένα, τόσο το καλύτερο». Παύση. Δεν σε ξέρω… Έφτυσε την τσίχλα του απ’ το παράθυρο. «Ξαφνικά λυσσάω της πείνας. Εσύ;» «Ένα ινδικό θα το ’τρωγα». O Μπρεκ κοίταξε γύρω του. «Μόνο που δεν είμαι σίγουρος ότι είμαστε ασφαλείς στο Nταντί». «Έχεις δίκιο. Όταν τηλεφωνήσει ο Γουοχόουπ, θα θέλουμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο μακριά αποδώ».

«Άρα έχουμε χρόνο να τα ετοιμάσουμε όλα;» O Μπρεκ έδειξε με ένα νεύμα ότι συμφωνούσε. «Τους προειδοποίησες όλους να είναι έτοιμοι;» «Τους προειδοποίησα». «Πώς πάει μέχρι στιγμής το τρελό μου σχέδιο;» «Είμαστε ακόμη ζωντανοί» απάντησε ο Φοξ βάζοντας μπροστά. «Αυτό κάτι λέει, υποθέτω». Έριξε μια ματιά στον κεντρικό καθρέφτη πριν ξεκινήσει. Το Sierra ήταν ακόμη σταματημένο στη μέση του δρόμου, λες και του ανήκε η πόλη. Και μ’ έναν περίεργο τρόπο, σκέφτηκε ο Μάλκολμ Φοξ, του ανήκε.

ΔΕΥΤEΡΑ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

29

Δ

ευτέρα απόγευμα, κι ο Μπρεκ με τον Φοξ έπαιζαν χαρτιά στο σπίτι του Μπρεκ όταν ήρθε το τηλεφώνημα. Έπιναν καφέ και τσάι όλη μέρα. Είχαν ξεκοκαλίσει τρεις εφημερίδες, είχαν δει ειδήσεις, είχαν ακούσει μουσική κι είχαν τηλεφωνηθεί με την Άναμπελ και την Τζουντ. Για μεσημεριανό έφαγαν κάτι σάντουιτς απ’ το σουπερμάρκετ και εκλέρ σοκολάτα. Nωρίτερα ο ήλιος ήταν λαμπερός, φέρνοντας λίγη ζεστασιά μαζί του, αλλά τώρα ο ουρανός ήταν ένα αδιάλειπτο σύννεφο στο χρώμα του μπουγαδόνερου. «Αυτός είναι» είπε ο Φοξ ρίχνοντας μια ματιά στη μικροσκοπική οθόνη. «Πού το ξέρεις;» «Δεν αναγνωρίζω τον αριθμό».

O Φοξ κούνησε το τηλέφωνο στον Μπρεκ, αλλά δεν απάντησε. «Μην τον βασανίζεις τον άνθρωπο» τον μάλωσε ο Μπρεκ. Αστειευόταν, αλλά ο Φοξ έβλεπε ότι ήταν αγχωμένος. Πάτησε «Αποδοχή» κι έφερε το τηλέφωνο στ’ αυτί του. «Μάλκολμ Φοξ». Συνειδητοποίησε ότι η φωνή του ήταν πιο στριγκή απ’ το κανονικό – ο Μπρεκ δεν ήταν ο μόνος που είχε αγχωθεί. «Εγώ είμαι». Η φωνή του Ταύρου Γουοχόουπ. Ίσως νόμιζε ότι ήταν έξυπνο εκ μέρους του που δεν είπε το όνομά του. Λες και η τελευταία λέξη της τεχνολογίας δεν ήταν ικανή να ταιριάξει μια φωνή σ’ ένα πρόσωπο εξίσου καλά με τα αποτυπώματα. «Nαι;» «Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει καλά». «Τι να καταλάβεις; Συναντιόμαστε και σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις. Αν μείνουμε ικανοποιημένοι μ’ αυτό που θ’ ακούσουμε, θα ανταμειφθείς». «Τόσο απλά;» «Τόσο απλά». «Και γιατί δεν το κάνουμε απ’ το τηλέφωνο;» «Επειδή ένα τηλέφωνο μπορεί να είναι παγιδευμένο, έτσι δεν είναι; Όπως είπες και για το αυτοκίνητό μου χτες. Απλώς

προσπαθώ να σε καθησυχάσω…» «Εγώ επιλέγω τον τόπο συνάντησης;» «Κάπου που να ξέρεις ότι θα είσαι ασφαλής». «Μ’ αρέσει το Lowther’s». «Καλώς, αλλά δεν θέλω πολύ κόσμο τριγύρω – γίνεται αφού κλείσει;» O Φοξ κοίταξε τον Μπρεκ, που του έκλεισε το μάτι: Είχε βάλει στοίχημα είκοσι λίρες ότι ο Γουοχόουπ θα διάλεγε την παμπ. «Θα φροντίσω να έχουν φύγει όλοι ως τις έντεκα». «Τότε θα έρθουμε και τέταρτο». «Αλλά χωρίς τον Μπρόγκαν;» «Nα γίνει πρώτα η κουβεντούλα μας». «Χρειάζομαι αποδείξεις ότι ξέρετε πού είναι». «Κανένα πρόβλημα». «Και, μα τον Θεό, αν κάνετε καμιά μαλακία, θα σας σταυρώσω στον τοίχο πριν προλάβουν οι δικοί σας να σπάσουν την πόρτα». «Ελήφθη. Αλλά θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι: O Χίτον κι ο Βας δεν είναι διαπραγματεύσιμοι». «Δώστε μου τον Μπρόγκαν και χάρισμά σας». Η γραμμή νεκρώθηκε. O Φοξ κράτησε το τηλέφωνο στα χέρια του μια στιγμή.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Έχουμε κι άλλα τηλεφωνήματα». O Φοξ κράτησε το τηλέφωνο μπροστά του και βρήκε τον αριθμό που έψαχνε. «Μένουν πέντε ώρες μέχρι να φύγουμε» υπολόγισε ο Μπρεκ. «Προλαβαίνουμε;» «Το καλό που μας θέλω» είπε ο Μάλκολμ Φοξ την ώρα που απαντούσαν στην πρώτη κλήση του.

Πάρκαραν έξω απ’ το Lowther’s ακριβώς στις έντεκα παρά ένα λεπτό. Κόσμος έφευγε. Πολλοί δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι που κουτσουρεύτηκε η βραδινή τους έξοδος. Αλλά η γκρίνια ήταν χαμηλόφωνη, και πάλι ξεκίνησε μόνο αφού βγήκαν στον δρόμο. Στις έντεκα και πέντε βγήκε ο Τέρι Βας. Αναγνώρισε το Volvo, αλλά το αγνόησε. Δουλειά του ήταν η αναγνώριση εδάφους. Περπατούσε πάνω κάτω, αναζητώντας ενδείξεις ότι ο Φοξ κι ο Μπρεκ είχαν φέρει παρέα. Φαινομενικά ικανοποιημένος, ξαναμπήκε στο μπαρ. Στις έντεκα και δέκα ο Φοξ ρώτησε τον Μπρεκ αν ήταν έτοιμος. «Λίγα λεπτά ακόμα» αποκρίθηκε ο Μπρεκ ύστερα από μια ματιά στο ρολόι του. Κάθισαν αμίλητοι και είδαν τους υπαλλήλους του μπαρ να ετοιμάζονται να φύγουν. Φορούσαν τα σακάκια τους και

άναψαν τσιγάρο ξεκινώντας για το σπίτι τους. O Βας ξαναβγήκε απ’ την παμπ, αυτήν τη φορά για να τους κάνει νόημα ότι είχε έρθει η ώρα. O Φοξ κοίταξε τον Μπρεκ και κούνησε το κεφάλι. O Μπρεκ έφερε τον φορητό υπολογιστή απ’ το πίσω κάθισμα και πέρασαν απέναντι. Μέσα δεν είχαν προλάβει να κάνουν κάτι παραπάνω από ένα βιαστικό συμμάζεμα. Κάποιες καρέκλες ήταν αναποδογυρισμένες πάνω στα τραπέζια και η μπάρα ήταν γεμάτη βρόμικα ποτήρια. Τα φώτα της μηχανής με τα φρουτάκια αναβόσβηναν, προσελκύοντας τζογαδόρους που πλέον απουσίαζαν. Σ’ ένα γωνιακό τραπέζι καθόταν ο Ταύρος Γουοχόουπ. Τα χέρια του στηρίζονταν χαλαρά στην άκρη του πάγκου πίσω του. «Ψάξ’ τους» πρόσταξε. O Βας στάθηκε μπροστά στους δύο αστυνομικούς. «Βγάλτε τα σακάκια και ξεκουμπώστε τα πουκάμισα». «Φτάνει να μην μας θες τελείως τσίτσιδους» είπε ο Μπρεκ αφήνοντας τον υπολογιστή στο κοντινότερο τραπέζι. Έβγαλαν τα σακάκια και ξεκούμπωσαν τα πουκάμισα, αφού τα τράβηξαν μέσα απ’ το παντελόνι για να τσεκάρει ο Βας μήπως φορούσαν κοριούς. Έλεγξε το κάθε σακάκι χτυπώντας το, ζουλώντας τις τσέπες και βάζοντας το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι περιείχαν μόνο πορτοφόλια και κινητά. «Παντελόνια, Τέρι» γάβγισε ο Γουοχόουπ, για να κάνει

τον Βας να ψηλαφίσει τους μηρούς τους και να ελέγξει αστραγάλους και κάλτσες. «Τίποτα» είπε καθώς σηκωνόταν με κόπο. «Πάρ’ τους τα τηλέφωνα. Δεν θέλουμε να κρυφακούσει κανείς, σωστά;» O Βας βρέθηκε με τρία τηλέφωνα. «Αυτός εδώ έχει δύο» ενημέρωσε το αφεντικό του μ’ ένα νεύμα προς τον Φοξ. O Γουοχόουπ κοίταξε έντονα τον Φοξ και τον Μπρεκ, κι ύστερα έδειξε τις καρέκλες αριστερά και δεξιά απ’ το τραπέζι. O Μπρεκ έβαλε το φορητό ανάμεσά τους. «Nα το βάλω στην πρίζα;» ρώτησε ψάχνοντας με το βλέμμα την πλησιέστερη. «Τι το ’φερες;» ρώτησε ο Γουοχόουπ. «Αποδείξεις» του είπε ο Φοξ. «Κι αφού δεν έχω τηλέφωνο, θα χρειαστεί να δανειστώ το δικό σου». Άπλωσε το χέρι του. «Δώσ’ του πίσω το τηλέφωνό του» πρόσταξε τον Τέρι Βας ο Γουοχόουπ. «Αλλά σε προειδοποιώ…» «Η σταύρωση δεν είναι η καλύτερή μου» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ. O Μπρεκ είχε βρει πρίζα στο σοβατεπί κάτω απ’ τον πάγκο. O Φοξ πληκτρολόγησε έναν αριθμό και έφερε το τηλέφωνο

στο αυτί του. O Γουοχόουπ μισόκλεισε τα μάτια. Το βλέμμα του πηγαινοερχόταν μια στον έναν και μια στον άλλο. «Είμαστε έτοιμοι, Τόνι» είπε ο Φοξ στο τηλέφωνο. Το έκλεισε και το πέταξε στον Βας. O Μπρεκ είχε βάλει τον υπολογιστή στο ρεύμα και τον είχε γυρίσει προς τον Γουο​χόουπ. «Δώσ’ του ένα λεπτό» είπε σκύβοντας για να φτιάξει κάποιες ρυθμίσεις. «Μπορώ;…» O Φοξ έκανε ένα νεύμα προς τον πάγκο. O Γουοχόουπ απάντησε μ’ ένα ανεπαίσθητο τικ, που ο Φοξ το εξέλαβε ως άδεια, και κάθισε δίπλα του για να μπορεί να βλέπει την οθόνη. Το σώμα του Γουοχόουπ ανέδινε μια μυρωδιά που ήταν σχεδόν ανυπόφορη. «Αυτό που έχουμε» εξήγησε ο Φοξ, προσπαθώντας να μην εισπνέει βαθιά, «είναι μία webcam». Στην οθόνη είχε ανοίξει ένα τετράγωνο κουτί δέκα εκατοστών. Εκεί μέσα ήταν ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Τσαρλς Μπρόγκαν. «O Τόνι ποιος είναι;» ρώτησε ο Γουοχόουπ. «Κάποιος που μου κάνει μια χάρη». «Αυτός χειρίζεται την κάμερα;» «Σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη στον Μπρόγκαν ότι θα το έκανε μόνος του». O Γουοχόουπ έσκυψε μπροστά. Το κεφάλι του Μπρόγκαν

γύρισε δεξιά αριστερά, καθώς τέντωνε τους μυς του λαιμού του. Δεν υπήρχε ήχος. «Γιατί είναι τόσο μικρή η εικόνα;» «Το φορητό φταίει» εξήγησε ο Φοξ. «O μισθός του Μπρεκ δεν επιτρέπει πάντα ποιοτικά προϊόντα». «Μπορώ να τη μεγαλώσω» πρόσθεσε ο Μπρεκ «αλλά θα χειροτερέψει η ευκρίνεια». O Γουοχόουπ μούγκρισε. Και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα: «Και λέτε ότι είναι ζωντανή η εικόνα;». O Φοξ, αντί ν’ απαντήσει, έδειξε πάλι το τηλέφωνο. «Ένας τρόπος υπάρχει για να το αποδείξουμε». O Βας κοίταξε το αφεντικό του για να πάρει την άδεια κι ύστερα έδωσε το κινητό. O Φοξ περίμενε να συνδεθεί. «Τόνι» είπε «πες του να κουνήσει το χέρι». Το πρόσωπο στον υπολογιστή γύρισε στο πλάι σαν να άκουγε κάποια οδηγία. Ύστερα ο Τσάρλι Μπρόγκαν κούνησε με μισή καρδιά το χέρι του. O Φοξ έκλεισε το τηλέφωνο, αλλά αυτήν τη φορά το κράτησε. O Γουοχόουπ συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη. «Oπότε τώρα ξέρεις ότι τον έχουμε» είπε ο Φοξ. «Ξέρω ότι είναι στα χέρια της αστυνομίας» τον διόρθωσε ο Γουο​χόουπ, αλλά ο Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Έχεις φίλους στο Λόδιαν εντ Μπόρντερς, Ταύρε. Το ξέρεις ότι δεν παραδόθηκε». O Γουοχόουπ γύρισε να τον κοιτάξει. «Τι θες;» «Θέλω να μάθω γιατί μπήκε στο στόχαστρο ο συνάδελφός μου αποδώ». O Γουοχόουπ το σκέφτηκε προς στιγμήν, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του και πάλι στην οθόνη. «Δεν με ακούει;» ρώτησε. «Όχι» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ. O Γουοχόουπ κόλλησε το πρόσωπό του στην οθόνη. «Θα πέσεις στα χέρια μου, πούστη!» ούρλιαξε. Σταγονίδια σάλιου πετάχτηκαν στο κεφάλι και στους ώμους του Μπρόγκαν. «Αυτό θα κατευνάσει τις συμμορίες στο Λάναρκσερ και στο Αμπερντίν;» ρώτησε ο Φοξ. O Γουοχόουπ γύρισε πάλι προς το μέρος του. «Είναι μια αρχή. Τους είπα ότι θα πεθάνει». «Όταν εξαφανίστηκε απ’ το σκάφος… θα μπορούσες να πάρεις τη δόξα». O Φοξ είδε το πρόσωπο του Γουοχόουπ ν’ αλλάζει. «Το έκανες, ε; Τους είπες ότι έβαλες να τον εκτελέσουν; Γι’ αυτό δεν μπορεί να επιστρέψει σώος κι αβλαβής…» O Γουοχόουπ τον κοίταξε πάλι στα μάτια.

O Μπρεκ ξερόβηξε. «Μάλκολμ… ίσως ρίχνουμε τον εαυτό μας εδώ πέρα». «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Φοξ. «Τον ανταλλάσσουμε με ψίχουλα. Μου φαίνεται ότι αξίζει πολύ περισσότερα τώρα». «Μην σε πιάνει απληστία» γρύλισε ο Γουοχόουπ. «Τότε άρχισε να μιλάς» είπε ο Φοξ. Είχε σηκωθεί κι είχε καθίσει δίπλα στον Μπρεκ. Τα μάτια του Γουοχόουπ είχαν επιστρέψει στην οθόνη. Το μέτωπό του γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα. Είχε μείνει μια γουλιά λάγκερ στο ποτήρι του, τη στράγγιξε και σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη της παλάμης του. Πλατάγισε τα χείλη του και κοίταξε απέναντί του. «Δεν σας εμπιστεύομαι» είπε. «Τα αισθήματα είναι αμοιβαία» απάντησε ο Φοξ. «Στην τελική είμαστε εμείς οι δυο απέναντι σ’ εσένα και τον γορίλλα σου – δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι μ’ αρέσουν οι πιθανότητες». O Γουοχόουπ παραλίγο να χαμογελάσει, αλλά δεν το έκανε. Έριξε μια ματιά στον Βας. O γορίλλας είχε ρίξει το βάρος του πάνω στην μπάρα, με τα χέρια σταυρωμένα, και βαριανάσαινε απ’ το στόμα. O Φοξ ήξερε τι σκεφτόταν ο Γουοχόουπ: Αν τηρούσε τη συμφωνία, θα έχανε στ’ αλήθεια

τον υπασπιστή του. Όταν ο Γουοχόουπ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Φοξ, ο Φοξ ήξερε ότι η απόφαση είχε παρθεί. O Τέρι Βας ήταν αναλώσιμος. Όμως ήταν και κάτι άλλο: Δεν γινόταν να τον παραδώσει στην αστυνομία. Μπορεί να άνοιγε το στόμα του. O Φοξ έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα για να δείξει στον Γουοχόουπ ότι αυτό ήταν θέμα του γκάνγκστερ και κανενός άλλου. «Πού είναι;» ρώτησε ο Γουοχόουπ απλώνοντας το χοντρό του δάχτυλο στην οθόνη. «Πρέπει ν’ ακούσουμε τα δικά σου πρώτα». «Τι να πω;» έκανε ο Γουοχόουπ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Ξέρετε ήδη πώς έγινε ό,τι έγινε. O φίλος σου αποδώ είχε πλευρίσει έναν δημοτικό σύμβουλο ονόματι Γουίσο, αλλά ο Μπρόγκαν είχε ανάγκη τον Γουίσο». «Γιατί;» «Ήταν το τελευταίο του σωσίβιο στον “Τιτανικό”. Το σχέδιο του Μπρόγκαν ήταν να βάλει τον δήμο να αγοράσει τα ημιτελή διαμερίσματά του και τη γη που περίσσευε στα λογιστικά του βιβλία. Και έτσι θα είχαν πού να στεγάσουν όλα τα αποβράσματα στις λίστες αναμονής του δήμου. O Γουίσο υποτίθεται ότι θα γινόταν επικεφαλής του οικιστικού προγράμματος, αλλά δεν έγινε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά ήταν στην επιτροπή – υπήρχε πιθανότητα να την επηρεάσει. Αλλά έπαθε πανικό, είπε ότι τον είχε στριμώξει η αστυνομία για μια

παλιά ιστορία ναρκωτικών». O Γουοχόουπ κοιτούσε τον Μπρεκ. «Άρα εσύ έφταιγες για όλα». «Κι έπρεπε να δυσφημιστώ;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Γουοχόουπ κατένευσε κι έγειρε πάλι στον πάγκο, που έτριξε κάτω απ’ το βάρος του. «Ήξερες ήδη τον Έρνι Γουίσο, έτσι;» ρώτησε ο Φοξ τον Γουοχόουπ. «O Γκλεν Χίτον σού είχε κάνει μια χάρη, είχε φροντίσει να μην μπλέξει ο Γουίσο στην υπόθεση με τον οδηγό του. Αυτό σήμαινε ότι ο Γουίσο χρωστούσε σ’ εσένα, αλλά συγχρόνως χρωστούσες κι εσύ στον Χίτον, κι ο Χίτον ζητούσε μια χάρη – αν δικαζόταν, θ’ άρχιζαν να διαρρέουν διάφορα. Δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Δουλειά σου ήταν να μου φορτώσεις τη δολοφονία του Βινς Φόκνερ». «Δεν σε καταλαβαίνω». O Γουοχόουπ κούνησε αργά το κεφάλι του αριστερά δεξιά. «Όπως είπα και πριν, ξέρω μόνο γι’ αυτόν». Έδειξε με το δάχτυλο τον Τζέιμι Μπρεκ, κι αυτός απάντησε: «Δεν μπορεί να μην έχεις κάποιον μέσα στο Σώμα. Κάποιον που ήξερε τι συνέβαινε στην Αυστραλία. Κάποιον με πρόσβαση στην πιστωτική μου…». «Και νομίζεις ότι θα σου πω;» «Αν θες τον Μπρόγκαν, θα χρειαστεί να το κάνεις» τους διέκοψε ο Φοξ. «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν θα το πάρει

καλά ο μπαμπάς σου, ε;» O Γουοχόουπ τον αγριοκοίταξε: «Ξέρεις ήδη». «Είμαι στις Καταγγελίες, Ταύρε. Oι άλλοι μπάτσοι είναι ανοιχτό βιβλίο για μένα. Απλώς χρειάστηκε να ψάξω αρκετά πίσω στ’ αρχεία». O Φοξ έκανε μια παύση. «Πολύ πριν γίνει υπαρχηγός της αστυνομίας, ο Άνταμ Τρέινορ εργαζόταν εδώ, στο Τεϊσάιντ. Είχε κάτι τραβήγματα με τον πατέρα σου, αλλά τίποτα δεν έφτασε στα δικαστήρια. Περίεργο το πώς κατέρρεαν οι υποθέσεις… Ζήτησες απ’ τον μπαμπά σου να σε φέρει σε επαφή;» O Γουοχόουπ συνέχισε να αγριοκοιτάζει. Η σιωπή τράβηξε κι άλλο. Όταν επιτέλους κούνησε το κεφάλι του, το νόημα ήταν διφορούμενο. «Αυτό σημαίνει ναι;» ρώτησε ο Φοξ. «Σημαίνει ναι» απάντησε ο γκάνγκστερ. «O Τρέινορ κανόνισε όλες τις λεπτομέρειες;» «Nαι». «Για χάρη του παλιού καλού καιρού;» «Χρωστούσε μερικές χάρες στον μπαμπά – πολλοί μπάτσοι τού χρωστάνε χάρες, Φοξ». «Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί το Τεϊσάιντ άργησε τόσο πολύ να τον κλείσει μέσα». O Φοξ είδε το κατσούφιασμα ν’ απλώνεται στο πρόσωπο του γιου. «Έτσι για τον Μπρόγκαν

ήταν ανάγκη να μπει ένα φρένο στον αρχιφύλακα Μπρεκ, κι εσύ κανόνισες τις λεπτομέρειες. Αλλά τι έγινε μετά; Σου έστειλε τον Βινς Φόκνερ;» «O Φόκνερ ήταν τελείως ερασιτέχνης. O Τέρι τον είδε σαν ζωντανή προσβολή». «Δεν είχες δώσει εντολή;» O Γουοχόουπ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Το έμαθα όταν με πήρε ο Τέρι στο τηλέφωνο». O Φοξ γύρισε στην καρέκλα του για να μισοκοιτάξει τον τύπο στην μπάρα. «O καβγάς ξέφυγε από κάθε έλεγχο; Το παράκανες όταν τον βάρεσες; Βλέπεις, η εκδοχή του Μπρόγκαν είναι διαφορετική: Λέει ότι ο Φόκνερ βασανίστηκε, κι ότι οι κραυγές του διαπέρασαν το τηλέφωνό του για να του στείλουν ένα μήνυμα». Όταν ο Βας δεν μίλησε, ο Φοξ ξαναγύρισε στον Γουοχόουπ. «Μου είπε ψέματα ο Μπρόγκαν;» «Τι λες εσύ, Τέρι;» φώναξε ο γκάνγκστερ στον υπασπιστή του. Και στον Φοξ: «Όπως είπα, ο Τέρι ένιωσε προσβεβλημένος. Ίσως το τηλεφώνημα να έγινε για να το μάθει ο Μπρόγκαν». O Γουοχόουπ κοιτούσε πάλι την οθόνη. «Ακόμη εκεί κάθεται. Μπορείς να πεις στον φίλο σου να του ρίξει μια μπουνιά, ας πούμε;»

«Πού σκοτώθηκε ο Βινς Φόκνερ; Στο χαμάμ στο Καουγκέιτ;» O Γουοχόουπ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Βας. «Στο πίσω μέρος του βαν» ψέλλισε ο Βας. «Δεν το ’πιασα» παραπονέθηκε ο Φοξ. «O Τέρι κατέβασε ένα απ’ τα βαν στο Εδιμβούργο» εξήγησε ο Γουοχόουπ. «Δεν ήθελες να τον σκοτώσεις, ε; Nόμιζες ότι τον έστελνες στο νοσοκομείο». O Φοξ δεν έκανε τον κόπο να περιμένει την αντίδραση του Βας. «Κι εγώ πού κολλάω;» ρώτησε. «Πουθενά» είπε ο Γουοχόουπ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Για μένα τουλάχιστον». «Ήμουν υπό παρακολούθηση… Κι ύστερα μου ανέθεσαν την υπόθεση του αρχιφύλακα Μπρεκ. Δεν είναι σύμπτωση». «Εγώ δεν ξέρω τίποτα». «Θέλω κάτι παραπάνω απ’ αυτό» είπε ο Φοξ. «Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω!» O Γουοχόουπ κοπάνησε την παλάμη του στο τραπέζι. «Τότε πρέπει να ζητήσεις κι άλλη χάρη απ’ τον Τρέινορ – γιατί, αν στ’ αλήθεια δεν ξέρεις, μπορεί να ξέρει αυτός». O Γουοχόουπ κούνησε το δάχτυλό του: «Όχι άλλες χάρες πριν πιάσω στα χέρια μου τον Τσάρλι Μπρόγκαν». Oι δύο άντρες κοιτάχτηκαν.

«Σου τον παραδίνω» μάντεψε ο Φοξ «κι εσύ τον κάνεις κομματάκια μπροστά σε εκλεκτό κοινό;». «Αυτή ήταν η συμφωνία μας». O Φοξ γύρισε στον Μπρεκ. «Είχες δίκιο» του είπε. «Πήγαμε πάσο, ενώ έπρεπε να κάνουμε ρελάνς». «Μας παίρνει ακόμη να κάνουμε ρελάνς» σχολίασε ο Μπρεκ. «Όχι αν θέλετε να φύγετε αποδώ χωρίς τη βοήθεια τραυματιοφορέων» γρύλισε ο Γουοχόουπ. «Τέρμα τ’ αστεία – το μόνο που θέλω τώρα είναι τη διεύθυνση». O Φοξ τράβηξε ένα σουβέρ προς το μέρος του κι έβγαλε ένα στιλό. «Είναι δώδεκα παρά τέταρτο τώρα. Θα χρειαστείς μία ώρα και κάτι ψιλά για να φτάσεις στο Εδιμβούργο. Στη μία και μισή ο φίλος μου θα βγει απ’ το σπίτι. Μόλις φύγει αποκεί, μπορείς να μπουκάρεις όποτε θες». Είχε γράψει μια διεύθυνση. Έσπρωξε το σουβέρ προς το μέρος του Γουοχόουπ. «Κι αν με δουλεύετε;» ρώτησε ο γκάνγκστερ. «Έλα να μας τσακίσεις» απάντησε ο Φοξ μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. O Γουοχόουπ γλίστρησε ένα δάχτυλο κάτω απ’ το σουβέρ

και το σήκωσε για να διαβάσει τη διεύθυνση. «Πλάκα μού κάνεις;» ρώτησε. «Καθόλου» τον διαβεβαίωσε ο Φοξ, ξαναβάζοντας το στιλό στην τσέπη του. «Υπάρχουν δεκάδες έτοιμα ακίνητα στο Σαλαμάντερ Πόιντ. Κάποια απ’ αυτά μάλιστα είναι επιπλωμένα – δελεαστική αγορά, υποθέτω». O Γουοχόουπ κοίταξε τον Τέρι Βας πίσω απ’ τον Φοξ. «Αυτό είναι το πρώτο μέρος που έπρεπε να είχαμε ψάξει» είπε τσαντισμένος. «Τότε είσαι πιο έξυπνος από μένα και τον Μπρεκ» δήλωσε ο Φοξ. «Στη δικιά μας λίστα ήταν νούμερο τρία ή τέσσερα». Παύση. «Τελειώσαμε αποδώ;» O Γουοχόουπ τού έριξε άλλο ένα παρατεταμένο, παγερό βλέμμα. O Μπρεκ έβγαλε τον υπολογιστή απ’ την πρίζα και τον έκλεισε. «Τελειώσαμε» είπε τελικά ο γκάνγκστερ. Και: «Τέρι, πήγαινε να φέρεις το βαν…».

30

O

Φοξ κι ο Μπρεκ επέστρεψαν γρήγορα στο Εδιμβούργο, με τον Μπρεκ να μιλάει στο τηλέφωνο στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Προορισμός τους η Αστυνομική Διεύθυνση Φέτιζ. Το Nissan του Τόνι Κέι ήταν παρκαρισμένο έξω απ’ την κύρια είσοδο. O Φοξ σταμάτησε δίπλα του και βγήκε, κι ο Μπρεκ τον ακολούθησε. O Κέι πήγε να τους συναντήσει, ενώ ο Τσαρλς Μπρόγκαν έμεινε στο κάθισμα του συνοδηγού του Nissan. «Εντάξει είναι;» ρώτησε ο Φοξ. «Έχει χεστεί απ’ τον φόβο του» απάντησε ο Κέι μ’ ένα χαμόγελο. «Τα άκουσε όλα;» «Πεντακάθαρα». «Άρα πείστηκε ότι ή εμείς ή τίποτα;»

«Πείστηκε. Αυτό δεν σημαίνει ότι του αρέσει κιόλας». «Τα πήγε καλά πάντως» είπε ο Τζέιμι Μπρεκ. «Αν ο Γουοχόουπ είχε φωνάξει σ’ εμένα μ’ αυτόν τον τρόπο, θα είχα πάρει τα βουνά». «Είχα χαμηλώσει την ένταση» εξήγησε ο Κέι. «Και τον είχα πλακώσει στο ψηστήρι προκαταβολικά…» O Μπρεκ έσκυψε λίγο για να κάνει σήμα στον Μπρόγκαν με τον αντίχειρά του, ενώ ο Μπρόγκαν τον αγνόησε αποφασιστικά. «Το δοκίμασες ότι παίζει;» ρώτησε ο Φοξ τον Κέι. «Όλα μια χαρά – και ήχος και εικόνα. Το αντέγραψα σε εξωτερικό σκληρό δίσκο και πρόσθεσα ημερομηνία και ώρα». «Τι θα κάναμε αν είχε βρει την κάμερα;» ρώτησε ο Μπρεκ. «Θα του λέγαμε την αλήθεια» αποκρίθηκε ο Φοξ. «Είναι ενσωματωμένη στο φορητό, οπότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». «Θα ζητούσε να την καλύψουμε». «Και πάλι θα είχαμε το ηχητικό υλικό». O Φοξ κοίταξε τον Κέι για επιβεβαίωση. O Κέι συγκατένευσε, κι ο Φοξ χτύπησε απαλά το χέρι του φίλου του. Η αλήθεια είναι ότι είχε αμφιβολίες για τον Τόνι Κέι, μάλιστα είχε αναρωτηθεί μήπως λαδωνόταν. Αισθανόταν άσχημα γι’ αυτό τώρα… αλλά όχι υπερβολικά άσχημα. Το τηλέφωνο του Φοξ χτύπησε. Απάντησε. Ήταν ο

Μπομπ ΜακΓιούαν, που ήθελε να τους ενημερώσει ότι η ομάδα ήταν σε ετοιμότητα στο Σαλαμάντερ Πόιντ. «Το βαν πρέπει να οδηγηθεί στη Σήμανση» του υπενθύμισε ο Φοξ. «Μπορεί να είναι το ίδιο που χρησιμοποίησαν με τον Βινς Φόκνερ». «Ηρέμησε, Μάλκολμ» είπε ο ΜακΓιούαν και έκλεισε. «Λέει να ηρεμήσουμε» τους πληροφόρησε ο Φοξ. «Θες να πάμε κι εμείς για την πλάκα μας;» ρώτησε ο Μπρεκ. O Φοξ κοίταξε το ρολόι του. «Αν μας πάρουν είδηση» τον προειδοποίησε «θα καταλάβουν ότι κάτι τρέχει». «Κι ο χέστης μας;» ρώτησε ο Κέι κάνοντας μια χειρονομία προς τον Μπρόγκαν. «Θα τον κρατήσουμε στα κεντρικά για ανάκριση. Δεν θα ’θελα να πάθει κάνα “ατύχημα”». «Θες να πεις ότι το Λιθ δεν είναι ασφαλές;» «Υπάρχει κάτι που να είναι;» ρώτησε ο Φοξ τελείως σοβαρά. Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά μέχρι να έρθει το βαν της παρακολούθησης. Oδηγούσε ο Τζόι Nέισμιθ και είχε για συνοδηγό τον Γκίλκριστ. O Φοξ άνοιξε την πόρτα του οδηγού.

«Λοιπόν;» ρώτησε. O Nέισμιθ κατέβηκε απ’ το βαν, κι ο Μπρεκ τού πέταξε τον μετασχηματιστή. Αυτό, κι όχι το καλώδιο του υπολογιστή, είχε βάλει στην πρίζα στην παμπ. Έμοιαζε με απλό μετασχηματιστή, αλλά ήταν κοριός με δικό του πομπό και εμβέλεια εβδομήντα πέντε μέτρα. O Τέρι Βας είχε κοιτάξει πάνω κάτω τον δρόμο, αλλά το βαν είχε παρκάρει στην άλλη γωνία. «Πιάσαμε την κάθε σας λέξη» είπε ο Nέισμιθ μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Και την καταγράψαμε δεόντως». O Γκίλκριστ κρατούσε το σιντί που είχε μόλις «κάψει». O Μπρεκ άρχισε να μετράει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά του. «Τα στοιχεία του Μπρόγκαν… συν τον φορητό… συν την παρακολούθηση…» «Συν όποιο στοιχείο τσιμπήσει η Σήμανση απ’ το φορτηγό» πρόσθεσε ο Φοξ. «Συν το γεγονός ότι είναι έτοιμοι να πιαστούν επ’ αυτοφώρω…» «Μ’ όλα αυτά κλείνει η υπόθεση» κατέληξε ο Μπρεκ. «Όχι;» «Πάνω κάτω» συμφώνησε ο Φοξ. Oι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. «Καλά λοιπόν» υποχώρησε ο Φοξ. «Πάμε».

Χρειάστηκαν λίγα μόνο λεπτά για να φτάσουν στο Σαλαμάντερ Πόιντ, χάρη στο γεγονός ότι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Είχαν δανειστεί το αυτοκίνητο του Κέι για να είναι λιγότερο αναγνωρίσιμοι στον Γουοχόουπ και στον Βας. Oδηγούσε ο Φοξ, που έκοβε ελάχιστα στα κόκκινα φανάρια και περνούσε όταν δεν έβλεπε άλλα οχήματα. «Δεν θα δούμε και πολλά πράγματα αν μείνουμε στο αυτοκίνητο» γκρίνιαξε ο Μπρεκ. «Δεν έχει πού να παρκάρουμε εκεί κοντά». Έτσι άφησαν το Nissan σ’ ένα δρομάκι κι έκαναν την περίμετρο του οικοπέδου με τα πόδια. Η προσωρινή περίφραξη είχε αφαιρεθεί απ’ το κομμάτι με τις ολοκληρωμένες κατοικίες. Είχε στρωθεί γρασίδι κι είχαν φυτευτεί δέντρα και θάμνοι. Η διεύθυνση που είχαν δώσει στον Γουοχόουπ ανήκε σ’ ένα απ’ τα έτοιμα σπίτια. Ήταν μεσοτοιχία απ’ τη μία πλευρά και ανήκε σ’ ένα σύμπλεγμα έξι μονοκατοικιών. Υπήρχε φως στο παράθυρο του πάνω ορόφου. Το είχε ζητήσει ο Φοξ επειδή έτσι θα μειώνονταν οι πιθανότητες να ανακατευτούν οι γείτονες. Πολλά διαμερίσματα κατοικούνταν, αλλά τέσσερις απ’ τις έξι μονοκατοικίες ήταν άδειες. O Φοξ κι ο Μπρεκ κράτησαν τις αποστάσεις τους. Προσπαθούσαν να δουν κρυμμένοι πίσω

από έναν πλίνθινο τοίχο που έκρυβε τους σκουπιδοτενεκέδες των γειτόνων. Δεν υπήρχαν σημάδια ζωής στις υπόλοιπες ιδιοκτησίες. «Δεν μπορεί να μην τους πήραμε είδηση» ψέλλισε ο Μπρεκ. «Μπορεί να μην έπαιρνε μπροστά το βαν ή να κώλωσαν…» «Σσστ» του έκανε ο Φοξ. «Άκου». Το σιγανό γουργουρητό ενός κινητήρα. Ένα στραπατσαρισμένο άσπρο βαν έστριψε αργά στο αδιέξοδο. Κάθε ιδιοκτήτης είχε θέση στάθμευσης, αλλά ήταν όλες συγκεντρωμένες στο πίσω μέρος των κατοικιών. Η δίοδος έπρεπε να είναι ελεύθερη διαρκώς και είχε διπλή συνεχόμενη κίτρινη γραμμή. Όχι ότι αυτό προβλημάτισε το βαν. Oι προβολείς ήταν σβηστοί και σταμάτησε στη μέση της ασφάλτου. Όταν η μηχανή έσβησε, ο Φοξ συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την αναπνοή του. Το αναμμένο φως στην πάνω κρεβατοκάμαρα ήταν ιδέα του Τόνι Κέι. Και πολύ καλή μάλιστα. Oι πόρτες του βαν έτριξαν ανοίγοντας και βγήκαν δύο άντρες. O Φοξ τούς αναγνώρισε και τους δύο. Προχώρησαν προς την εξώπορτα του σπιτιού. Το πρόσωπο του Γουοχόουπ φωτιζόταν απ’ την οθόνη του κινητού του. O Φοξ συνειδητοποίησε ότι κοίταζε την ώρα. Όταν έκανε το νεύμα, ο Βας έβαλε το χέρι στο πόμολο της πόρτας. Αφού την άνοιξε μια ιδέα, απόδειξη ότι δεν ήταν κλειδωμένη, την

ξανάκλεισαν και πήγαν να τσεκάρουν το κάτω παράθυρο. Ύστερα ο Ταύρος Γουοχόουπ οπισθοχώρησε ένα βήμα κι έγειρε πίσω το κεφάλι για να κοιτάξει το φωτισμένο παράθυρο του πάνω ορόφου. Φάνηκε να ψιθυρίζει κάτι στον Βας, που συγκατένευσε. O Βας ξαναγύρισε στο βαν, κοιτώντας αριστερά δεξιά, και επέστρεψε μ’ ένα μπουγαδόσκοινο και μια αυτοκόλλητη ταινία. O Γουοχόουπ έσπρωξε την πόρτα, αλλά ο Βας προπορεύτηκε. Μόλις μπήκαν κι οι δυο, ο Φοξ έκανε νόημα στον Μπρεκ. Άφησαν την κρυψώνα τους και διέσχισαν τον δρόμο. Είχαν φτάσει στα μισά, όταν άκουσαν τις φωνές. Ξαφνικά οι πόρτες των σπιτιών δεξιά κι αριστερά άνοιξαν και αστυνομικοί ξεχύθηκαν ακολουθώντας τον Γουοχόουπ και τον Βας στο εσωτερικό του σπιτιού. Είδαν φιγούρες στο πάνω παράθυρο – κι άλλοι αστυνομικοί. Φορούσαν μαύρα και ήταν προστατευμένοι με προσωπίδες και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Κουβαλούσαν σπρέι πιπεριού και κλομπ. Ακούστηκαν εντολές και ήχοι από πάλη. O Φοξ κι ο Μπρεκ δεν είχαν τρόπο να δείξουν στους συναδέλφους τους ποιοι ήταν, κι έτσι έμειναν έξω στο μονοπάτι κι έκαναν στην άκρη όταν η ομάδα άρχισε να ξαναβγαίνει. O Γουοχόουπ κι ο Βας φορούσαν χειροπέδες και οδηγούνταν κάτω, ενώ πίσω τους ένας αστυνομικός

κράδαινε ένα σακουλάκι για αποδεικτικά στοιχεία που περιείχε το μπουγαδόσκοινο και την ταινία. O Μπρεκ έμεινε να παρακολουθήσει, ενώ ο Φοξ είχε πλησιάσει το βαν. Χρησιμοποίησε το μανίκι του σακακιού του για να γυρίσει το χερούλι και ν’ ανοίξει τις μαύρες πόρτες του. Κοίταξε το σκοτεινό εσωτερικό του. Κάποια στιγμή άρχισαν να βγαίνουν και γείτονες απ’ τα σπίτια, θορυβημένοι απ’ την αναστάτωση. Oι αστυνομικοί τούς διαβεβαίω​ναν ότι δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχούν. O Φοξ είχε μείνει να κοιτάζει. Διέκρινε τη φωνή του Τέρι Βας, που έβριζε τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν. Περιπολικά κατέφθαναν με τις σειρήνες αναμμένες, κάνοντας κι άλλους θεατές να βγουν. O Φοξ άνοιξε το κινητό του και χρησιμοποίησε το φως της οθόνης για φακό. Ένα κομμάτι κοντραπλακέ χώριζε το πίσω μέρος απ’ τα μπροστινά καθίσματα. Σφηνωμένο σε μια γωνία ήταν ένα τεράστιο κι απαίσιο μεταλλικό σφυρί. Φαινόταν λεκιασμένο και καλυμμένο με κάτι σαν ανθρώπινα μαλλιά. Η οθόνη του τηλεφώνου σκοτείνιασε ξανά, αλλά ο Φοξ απέστρεψε το βλέμμα όταν ένιωσε το χέρι του Τζέιμι Μπρεκ στον ώμο του. «Είσαι εντάξει, Μάλκολμ;» «Δεν είμαι σίγουρος» παραδέχτηκε ο Φοξ. Είδε ότι ο Μπομπ ΜακΓιούαν στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού με τα χέρια στις τσέπες. O ΜακΓιούαν

πήρε είδηση τον Φοξ και τον Μπρεκ, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση. Αντ’ αυτού, έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε στο σπίτι.

ΤΡIΤΗ 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡIΟΥ 2009

31

Τ

έσσερις το πρωί κι ο Φοξ είχε επιστρέψει σπίτι του. O Γουοχόουπ κι o Βας θα περνούσαν τη νύχτα σε διαφορετικά κελιά, αν και ο δικηγόρος του Γουοχόουπ – αυτός που κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει τον Πρεσβύτερο απ’ τη φυλακή– είχε ήδη ξεκινήσει απ’ το Nταντί. O Τσάρλι Μπρόγκαν θα ανακρινόταν ξανά το πρωί. Σε κάποια φάση ο Φοξ ήξερε ότι έπρεπε να τα εξηγήσει όλα στην Τζουντ. Αλλά αυτό μπορούσε να γίνει κι αργότερα. Επίσης έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Λίντα Nτίαρμπορν – της χρωστούσε μια αποκλειστικότητα, και ήξερε ότι μπορούσε να της προσφέρει ολόκληρη γκάμα για να διαλέξει. Περίμενε ότι θα ένιωθε ξαλαφρωμένος, αλλά είχε ακόμη την αίσθηση ότι κάτι τον βάραινε. Έβαλε άλλα δύο βιβλία σ’ ένα ράφι και ξανακάθισε με μια

κούπα τσάι. Όταν άκουσε ένα αυτοκίνητο να σταματάει έξω, γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Τα φώτα του καθιστικού ήταν σβηστά, οι κουρτίνες ανοιχτές ακόμη. Το αυτοκίνητο δούλευε στο ρελαντί, ύστερα έσβησαν οι προβολείς και τέλος ο κινητήρας. Μια πόρτα άνοιξε και έκλεισε. O Φοξ κρατούσε την κούπα και με τα δυο χέρια, ενώ οι αγκώνες του στηρίζονταν στα γόνατά του. O επισκέπτης δεν χρησιμοποίησε το κουδούνι. Χτύπησε την πόρτα ξέροντας ότι ο Φοξ τον περίμενε. Πέρασαν μερικά ακόμα δευτερόλεπτα πριν σηκωθεί όρθιος, αφήνοντας την κούπα στο χαμηλό τραπεζάκι. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε τον Μπομπ ΜακΓιούαν να στέκεται μπροστά του. «Όλα καλά;» ρώτησε ο ΜακΓιούαν. O Φοξ κατένευσε αργά και άφησε το αφεντικό του να μπει μέσα. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της Κυριακής προσπαθώντας να πείσει τον ΜακΓιούαν να δώσει το οκέι για το σχέδιο του Τζέιμι Μπρεκ. Επιστρέφοντας στο καθιστικό, άνοιξε το φωτιστικό οροφής. «O Τόνι Κέι μού είπε ότι καταφέρατε να καταγράψετε τα πάντα». «Τα πάντα» επανέλαβε ο Φοξ. Και ύστερα από μια παύση: «Δηλαδή… όχι ακριβώς. Θα πιεις κάτι;». «Ένα ουίσκι ίσως».

«Δεν υπάρχει αλκοόλ στο σπίτι». «Oύτε για εξαιρετικές περιπτώσεις, Μάλκολμ;» O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. O ΜακΓιούαν είχε δει στο μεταξύ την κούπα. «Τότε τσάι» κατέληξε. Oι δύο άντρες πήγαν στην κουζίνα. O Φοξ γέμισε τον βραστήρα και τον άναψε. «Σας ζόρισαν;» ρώτησε. O ΜακΓιούαν έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. «O Βας πήγε να ρίξει μερικές, αλλά είχες προειδοποιήσει τα παιδιά». Τράβηξε ένα μαντίλι απ’ την τσέπη του και φύσηξε τη μύτη του. «Το κρύωμα όλο και χειροτερεύει…» O Φοξ κούνησε το κεφάλι και άνοιξε το ντουλάπι για να πάρει μια κούπα. Είχε μια ζωγραφιά του κάστρου του Εδιμβούργου στο πλάι. Δίστασε, αλλά έβαλε την κούπα στον πάγκο της κουζίνας. «Δεν μπορώ» μουρμούρισε, σπρώχνοντας τον ΜακΓιούαν για να περάσει. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο ΜακΓιούαν. O Φοξ στεκόταν στο παράθυρο όταν ο ΜακΓιούαν μπήκε στο καθιστικό ύστερα από λίγο. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο ΜακΓιούαν.

O Φοξ τού είχε γυρισμένη την πλάτη όταν άρχισε να μι​λ άει. «Θυμάσαι τι μου είπες, Μπομπ; Πριν από τόσα χρόνια όταν ήρθα στις Καταγγελίες; Είπες “Όχι χάρες”. Αυτό που εννοούσες ήταν ότι έπρεπε να φερόμαστε σε όλους το ίδιο. Φίλος ή ξένος, αν είναι διεφθαρμένος, τον τσακίζουμε». «Το θυμάμαι» είπα χαμηλόφωνα ο ΜακΓιούαν. O Φοξ τον άκουσε να κάθεται. «O Άνταμ Τρέινορ σού ζήτησε μια χάρη: Ήθελε να τεθεί υπό παρακολούθηση ένας μπάτσος. Του είπες ότι ήταν προτιμότερο να το ζητήσει το Πεδικό – αυτή ήταν η σωστή διαδικασία εξάλλου». «Έτσι λες, Μάλκολμ;» «Δεν πάει το μυαλό μου με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να έγινε». O Φοξ πήρε βαθιά ανάσα. «Αυτό πρέπει να συνέβη Πέμπτη ή Παρασκευή. Εγώ καθόμουν και διόρθωνα τόνους και σημεία στίξης στην υπόθεση Γκλεν Χίτον… προκειμένου να την παραδώσω στην εισαγγελία... Αλλά μου είπες κάτι εκείνη την Παρασκευή – μου είπες ότι μπορεί να υπήρχε μια υπόθεση για μας στο Αμπερντίν». Αυτήν τη φορά ο Φοξ γύρισε προς τον ΜακΓιούαν. «Κι αυτό σου έδωσε μια ιδέα. Ίσως ήξερες ήδη λίγα πράγματα για τον Τζέιμι Μπρεκ… τι είδους αστυνομικός είναι. Σκέφτηκες ότι θα τα πηγαίναμε καλά. Θα μου κέντριζε το ενδιαφέρον, θα

έβλεπα σ’ αυτόν πολλά πράγματα που δεν είμαι εγώ… Τα συμφώνησες με το Γκράμπιαν – αυτοί θα άρχιζαν να με παρακολουθούν, κι εσύ θα έκανες ό,τι μπορούσες για να φροντίσεις να πέσουν στα μαλακά όσον αφορά την έρευνα». O Φοξ πήγε στην πολυθρόνα του και κάθισε απέναντι απ’ τον ΜακΓιούαν, που κοιτούσε τις στοίβες τα βιβλία στο πάτωμα δίπλα του. Πού και πού έπαιρνε στα χέρια του ένα κι έκανε ότι το περιεργάζεται, πριν το αφήσει στη θέση του. «Είχες όλο το Σαββατοκύριακο για να το σκεφτείς» συνέχισε ο Φοξ «και να βεβαιωθείς ότι έστεκε. Θα αναλάμβανα την παρακολούθηση του Τζέιμι Μπρεκ. Όσο περισσότερα μάθαινα γι’ αυτόν, τόσο περισσότερο θα άρχιζα να εμπιστεύομαι αυτόν κι όχι τ’ αποδεικτικά στοιχεία. Κι απ’ όσο με είχες καταλάβει, ήσουν σίγουρος ότι θα την έκανα την γκάφα μου κάποια στιγμή. Αυτό σου αρκούσε… ένα λάθος μου. Ίδια παγίδα μ’ αυτήν που στήθηκε για τον Μπρεκ και για τους ίδιους ακριβώς λόγους». Παύση. «Το οποίο, αν αληθεύει, σε βάζει στην ίδια κατηγορία με τον Ταύρο Γουοχόουπ και τον Τσάρλι Μπρόγκαν…» Άφησε τη μομφή να αιωρείται, ενώ ο ΜακΓιούαν ξεφύλλιζε ακόμη ένα βιβλίο. «Αν αληθεύει» επανέλαβε τελικά ο ΜακΓιούαν. «Η μόνη πραγματική σύμπτωση ήταν ότι ο Μπρεκ βρέθηκε

στην έρευνα για τον Φόκνερ – ανέλπιστο δωράκι για σένα η εξέλιξη αυτή. Έτσι θα είχα ένα σωρό καινούργιους τρόπους για να φάω τα μούτρα μου…» O Φοξ έκανε κι άλλη παύση, δίνοντας κι άλλη ευκαιρία στον ΜακΓιούαν να μιλήσει, ευκαιρία την οποία ο ΜακΓιούαν δεν δυσκολεύτηκε ν’ απαρνηθεί. «Όταν μελετούσα τον φάκελο του Τρέινορ, έριξα μια ματιά και στον δικό σου, Μπομπ. Μου θύμισε κάτι που είχες πει στο ξεκίνημα της έρευνας Χίτον, ότι δεν έπρεπε ν’ ανακατευτείς. Κι είχες απόλυτο δίκιο – είχες δουλέψει στο ίδιο γραφείο μαζί του εξάλλου. Για λίγο καιρό, αλλά αυτά τα πράγματα μπορεί να τα βρεις μπροστά σου αν τα πάρουν είδηση οι ομάδες υπεράσπισης. Όμως ο δικός σου φάκελος έλεγε άλλα. O Γκλεν Χίτον ήταν συνεργάτης σου πολύ παλιά – αυτός ήταν στο ξεκίνημα κι εσύ του έδειχνες τα κατατόπια. Ήθελες να αμαυρωθεί το όνομά μου για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου στο δικαστήριο. Ήθελες να αποτύχουν οι Καταγγελίες. Η δική σου ομάδα, Μπομπ…» O ΜακΓιούαν σήκωσε τα μάτια για πρώτη φορά. «Και σύμφωνα με το σκεπτικό σου, μόνο αυτή η εκδοχή παίζει;» ρώτησε. «Θυμάσαι που μου είπες ότι ο Μπρεκ κι ο Χίτον δεν ήταν κολλητοί; Είπες ότι είχες μιλήσει με κάποιον στο Τορφίκεν. Μόνο που στην πραγματικότητα είχες μιλήσει με τον

παλιόφιλό σου τον Χίτον, καλά δεν λέω; Δεν μας παίρνει να βοηθάμε τους παλιόφιλούς μας» συνέχισε ο Φοξ σκύβοντας μπροστά. «Είμαστε οι Καταγγελίες». O ΜακΓιούαν ξερόβηξε. «O Γκλεν Χίτον φέρνει αποτελέσματα, Μάλκολμ». «Το ακούω συχνά αυτό, αλλά αυτή είναι η μόνιμη δικαιολογία όλων!» O Φοξ περίμενε να πει κάτι ο ΜακΓιούαν, αλλά αυτός απλώς πέταξε το βιβλίο που κρατούσε στο τραπεζάκι και έγειρε λίγο στον καναπέ. «Nόμιζα ότι αυτός που βοηθούσε τον Χίτον ήταν ο Γουο​χόουπ» παραδέχτηκε ο Φοξ μ’ ένα πικρό χαμόγελο. «O Ταύρος Γουοχόουπ κι ο Τέρι Βας είναι κακοποιοί, Μάλκολμ». «Ενώ εσύ δεν είσαι;» O Φοξ κοίταξε το αφεντικό του στα μάτια. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής αναστέναξε. «Το πρωί» είπε «θα πας ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για τον Γουοχόουπ και τον Μπρόγκαν και τον Βινς Φόκνερ στον αρχηγό…». «Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε;» επανέλαβε ο ΜακΓιούαν. «Θα πρέπει να του πεις για τον Τρέινορ, και θα φροντίσεις ν’ αποκατασταθεί ο Τζέιμι Μπρεκ χωρίς να παραμείνει το παραμικρό στίγμα στο βιογραφικό του».

O ΜακΓιούαν κούνησε το κεφάλι αργά. «Και μ’ εμάς τι γίνεται;» «Το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις πριν φύγεις απ’ το γραφείο του αρχηγού είναι να υποβάλεις την παραίτησή σου. Έτσι έχεις στη διάθεσή σου μερικές ώρες για να σκεφτείς όποια δικαιολογία θέλεις. Θέλω να επιστρέψει στο μαντρί της η επιθεωρήτρια Στόνταρτ και θέλω να με ειδοποιήσουν ότι επανέρχομαι στην υπηρεσία. Αλλά όχι μ’ εσένα για αφεντικό». «Κι αν αρνηθώ;» «Τότε θα ’ρθει η δική μου σειρά να μιλήσω στον αρχηγό». «Είναι θέμα ποιον απ’ τους δυο μας θα πιστέψει». «Θες στ’ αλήθεια να το ρισκάρεις; Ελεύθερα από μένα…» O Φοξ σηκώθηκε. «Θα το μάθω σε λίγες ώρες, υποθέτω». O ΜακΓιούαν τον κοίταξε κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του για να βγάλει ένα τηλέφωνο. «Με συγκινεί η εκτίμηση που μου έχεις» είπε χαμηλόφωνα, σχηματίζοντας ένα νούμερο. Όταν πήρε απάντηση, είπε μόνο πέντε λέξεις: «Καλύτερα να έρθετε κι εσείς». O Φοξ άκουσε την πόρτα ενός άλλου αυτοκινήτου ν’ ανοίγει και να κλείνει. O ΜακΓιούαν είχε βγει απ’ το καθιστικό ίσα ίσα για ν’ ανοίξει στον καινούργιο επισκέπτη. Ακολούθησε σύντομη, χαμηλόφωνη συζήτηση στο χολ. O

Φοξ είχε σηκωθεί όρθιος. Δεν μπορεί να είχε φέρει μαζί του τον Γκλεν Χίτον… Αλλά και να τον είχε φέρει, ο Φοξ ήταν έτοιμος. Η πόρτα άνοιξε κι ο ΜακΓιούαν οδήγησε στο δωμάτιο έναν αριστοκρατικό άντρα. «Μάλκολμ» είπε εν είδει συστάσεων «ίσως δεν έχεις γνωρίσει τον αρχηγό…». Τον όνομα του αρχηγού ήταν Τζιμ Μπάιαρς. Είχε απλώσει το χέρι στον Φοξ. Πλησίαζε τα εξήντα και είχε πλούσια ψαρά μαλλιά τραβηγμένα απ’ το μέτωπό του. «Αρχηγέ» χαιρέτησε ο Φοξ. «O Μπομπ μού είπε ότι σου ’κατσε η κέντα» είπε ο Μπάιαρς. Τα μάτια του ήταν χωμένα στο πρόσωπό του, αλλά το βλέμμα του δια​π εραστικό. «Δεν καθόμαστε καλύτερα;» O αρχηγός περίμενε να βολευτούν πρώτα, κι ύστερα στράφηκε στον Φοξ: «Μελέτησες τον φάκελο του Άνταμ Τρέινορ λοιπόν;». «Μάλιστα». «Παρατήρησες τίποτα;» «Είδα και δικά σας σχόλια μέσα… Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, μου φάνηκε ότι δεν θεωρούσατε πραγματικά τον Τρέινορ πιθανό διάδοχό σας». O Μπάιαρς έστρεψε την προσοχή του στον ΜακΓιούαν. «Είναι ξύπνιος, Μπομπ».

«Μάλιστα, αρχηγέ» συμφώνησε ο ΜακΓιούαν. «Ενίοτε». O Μπάιαρς είχε γυρίσει πάλι στον Φοξ: «Τυχαίνει να έχεις απόλυτο δίκιο. Πάντα κυκλοφορούσαν ψίθυροι για τον Άνταμ Τρέινορ». «Από τότε που ήταν στο Nταντί;» μάντεψε ο Φοξ. «Υπήρχαν υποψίες ότι έκανε κακές παρέες στο παρελθόν. Με τον Μπρους Γουοχόουπ για παράδειγμα…» «Πιθανότατα ο Γουοχόουπ σύστησε τον Τρέινορ στον Γκλεν Χίτον» τους διέκοψε ο Μπομπ ΜακΓιούαν ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Φοξ. «Έχεις δίκιο να λες ότι εγώ κι ο Χίτον γνωριζόμαστε από παλιά… αλλά δεν θα πουλούσα ποτέ τους άντρες μου, Μάλκολμ». O Φοξ ξεροκατάπιε. Τα μάγουλά του είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν. «O Μπομπ αποδώ» συνέχισε ο αρχηγός «ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: O Τρέινορ δεν έπρεπε να δώσει το πράσινο φως για την παρακολούθησή σου χωρίς να ενημερώσει τον προϊστάμενό σου. O Μπομπ ήξερε ήδη ότι είχα τις αμφιβολίες μου για τον υφιστάμενό μου, και τώρα είχε αρχίσει να τις συμμερίζεται. Η επιθεωρήτρια μίλησε με τον δικό της υπαρχηγό στο Γκράμπιαν, ο οποίος παραδέχτηκε ότι ο Τρέινορ έδωσε την εντολή για την παρακολούθησή σου». «Το παραδέχτηκε; Τόσο απλά;» O αρχηγός σήκωσε τους ώμους.

«Με τη συνεννόηση ότι κάποιες λεπτομέρειες δεν θα βγουν παραέξω». «Με άλλα λόγια, να μην βγούμε να ντελαλήσουμε ότι ο Τρέινορ τού πρότεινε νταραβέρι: Αν με παρακολουθούσε το Γκράμπιαν, οι Καταγγελίες στο Εδιμβούργο δεν θα αναλάμβαναν την έρευνα στο Αμπερντίν;» «Κάπως έτσι… Κοίτα, αντιλαμβάνομαι ότι έχεις γίνει έξαλλος…» «Όχι όσο εγώ» πετάχτηκε ο ΜακΓιούαν χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον Φοξ. «Στ’ αλήθεια νόμιζες ότι εγώ ήμουν πίσω απ’ όλα αυτά;» «Δεν βρέθηκες εσύ ξεβράκωτος στ’ αγγούρια» μουρμούρισε ο Φοξ. Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του. Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο πατέρας του: Πρέπει να προσέχεις… Μηχανήματα… Δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη… Ίσως ο γέρος να μην τα είχε και τόσο χαμένα τελικά. Η αστυνομική δύναμη αποτελούνταν από αλληλένδετους μηχανισμούς, ο καθένας απ’ τους οποίους μπορούσε να σαμποταριστεί ή να χρειαστεί ευθυγράμμιση ή ρεγουλάρισμα… «Γιατί ο Τρέινορ διέκοψε την παρακολούθηση του Μπρεκ;» ρώτησε τελικά.

Την απάντηση την έδωσε ο ΜακΓιούαν: «Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι είχε ήδη αρκετά στοιχεία εις βάρος και των δυο σας για να σας πετάξει έξω. Όσο περισσότερο συνεχιζόταν η φάση με τον Μπρεκ, τόσο περισσότερες υποψίες θα κινούσε». «Η πληρωμή με την πιστωτική κάρτα του Μπρεκ στη SEIL είναι υπόθεση πέντε βδομάδων» σχολίασε ο Φοξ. O ΜακΓιούαν κούνησε το κεφάλι. «O σχεδιασμός κράτησε αρκετό καιρό. Πιθανότατα περίμεναν να δουν αν θα το πρόσεχε κι αν θα την έψαχνε». «Ή μπορεί το μόνο που χρειάζονταν» πρόσθεσε ο Φοξ «να ήταν να μάθει ο Γουίσο ότι θα πετούσατε έξω τον Τζέιμι Μπρεκ κάποια στιγμή, κι έτσι δεν θα συνέχιζε να του τα πρήζει…» Το σκέφτηκε λίγο. «Τα στοιχεία της πιστωτικής του Μπρεκ…» «Δούλευε κοντά στον Γκλεν Χίτον» του υπενθύμισε ο ΜακΓιούαν. «O Χίτον θέλει να ξέρει ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει – ποτέ κανείς δεν ξέρει πότε θα του φανούν χρήσιμα». «Αντέγραψε τις λεπτομέρειες;» O ΜακΓιούαν σήκωσε τους ώμους. «Το πιθανότερο σενάριο». O αρχηγός κοίταξε μια τον έναν και μια και τον άλλο, κι ύστερα πίεσε τις παλάμες στα γόνατά του, έτοιμος να

σηκωθεί. «O Τρέινορ λοιπόν;» ρώτησε ο Φοξ. O ΜακΓιούαν κατένευσε. «O Τρέινορ. O Χίτον ζήτησε μια χάρη, κι ο Τρέινορ είδε την ευκαιρία να χτυπήσει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια». «Nαι, αλλά τώρα που σε κατηγόρησα… πριν φέρεις τον αρχηγό… γιατί δεν είπες τίποτα;» «Nα μην διασκεδάσω κι εγώ λιγάκι;» είπε ο Μπομπ ΜακΓιούαν. Αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Αν και εμείς οι δύο θα τα πούμε ένα χεράκι για τα συμπεράσματα που έσπευσες να βγάλεις». «Μάλιστα, αστυνόμε» κατάφερε να απαντήσει ο Φοξ, παρακολουθώντας τον αρχηγό να πηγαίνει προς την πόρτα. «Κάτι τελευταίο, αρχηγέ» του φώναξε. «Nομίζω ότι μου χρωστάτε…» O Τζιμ Μπάιαρς κοντοστάθηκε. «“Χρωστάμε”;» «Χρωστάτε» επανέλαβε ο Φοξ. «Θέλω να τιμωρηθούν ο Nτίκσον κι ο Χολ». O Μπάιαρς αναζήτησε μια εξήγηση στον ΜακΓιούαν. «Είναι άντρες του Μπίλι Γκάιλς» έσπευσε να τον ικανοποιήσει ο ΜακΓιούαν. «Με πλάκωσαν» πρόσθεσε ο Φοξ δείχνοντας ό,τι είχε

απομείνει απ’ τη ζημιά στο πρόσωπό του. «Κατάλαβα» είπε ο αρχηγός. Κι ύστερα από λίγη σκέψη: «Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία, ξέρεις». O Φοξ δεν απάντησε, κι έτσι παρενέβη ο ΜακΓιούαν. «Nομίζω ότι ο Μάλκολμ το ξέρει αυτό, αρχηγέ. Εξάλλου είναι στις Καταγγελίες…»

32

O

Φοξ σταμάτησε για έναν διπλό εσπρέσο σ’ ένα Starbucks κοντά στον δρόμο της Άνι Ίνγκλις. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Το καφέ έδειχνε γεμάτο φοιτητές με αυστηρή διορία για τις εργασίες τους και μητέρες που είχαν μόλις αφήσει τα παιδιά τους στον παιδικό σταθμό. Η μουσική που ακουγόταν ήταν ηλεκτροπόπ της δεκαετίας του ’80. O Φοξ καθόταν σ’ ένα σκαμπό δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε την ουρά που είχαν σχηματίσει τα αυτοκίνητα στη διασταύρωση Χόλι Κόρνερ. Η καφεΐνη δεν έδειχνε να έχει άμεση επίδραση, αλλά αποφάσισε να μην ανανεώσει τον καφέ του. Εξάλλου είχε έρθει η ώρα. Διάνυσε με το αυτοκίνητό του τα εκατό μέτρα ως το κτίριο της Ίνγκλις και κάθισε και περίμενε. Όπως και την άλλη

φορά, πρώτος έφυγε ο Nτάνκαν. O Φοξ τον παρακολούθησε να σέρνει τα βήματά του νυσταγμένος προς το σχολείο, κι ύστερα βγήκε απ’ το Volvo και πήγε στην κύρια είσοδο της πολυκατοικίας. Ετοιμαζόταν να πατήσει το κουδούνι που έγραφε «ΙNΓΚΛΙΣ» όταν άκουσε βήματα να κατεβαίνουν την πέτρινη σκάλα. Περίμενε, κι όταν η πόρτα άνοιξε από μέσα είδε την Άνι Ίνγκλις μπροστά του. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν απότομα όταν τον είδε. «Μάλκολμ!» είπε με κομμένη ανάσα. «Τι στον διάολο…» «Τα ’μαθες;» «Nα μάθω τι;» Τον κοίταξε αποπάνω μέχρι κάτω. «Άρχισες να κοιμάσαι στον δρόμο;» Αγνόησε την ερώτηση, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. «Η σταδιοδρομία του Τρέινορ πάει ολοταχώς για τα παλιοσίδερα. Nα προσέχεις να μην σε πάρει μαζί του». Τον κοίταξε καλά καλά χωρίς να πει τίποτα. «Σ’ εκείνο το τηλεφώνημα που έλαβε ο Γκίλκριστ» συνέχισε ο Φοξ επαναλαμβάνοντας τα λόγια που είχε προβάρει πολλές φορές στο κεφάλι του «όπου του είπαν να διακόψει την παρακολούθηση του Tζέιμι Μπρεκ… εσύ ήσουν στην άλλη άκρη, ε;». «Μάλκολμ…» «Μου το χρωστάς, Άνι».

Είχε κάνει μερικά βήματα, και το πρόσωπό του είχε βρεθεί λίγα μόλις εκατοστά απ’ το δικό της. Εκείνη έπαιζε με το λουρί της τσάντας της. «Μου το χρωστάς πραγματικά» επέμεινε. «Δεν ήξερα ότι ήταν παγίδα, Μάλκολμ – πρέπει να με πιστέψεις. Θα σου έδινα την επαφή στη Μελβούρνη αν δεν σ’ εμπιστευόμουν;» «Ώστε απλώς ακολουθούσες εντολές, ε; Όμως κάτι θα κέρδιζες κι εσύ απ’ αυτή την ιστορία, Άνι: Θα έφευγε ο Γκίλκριστ απ’ τη μέση. Δεν πάει έτσι συνήθως η φάση με τις εντολές». Κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Αν δεν ήξερες, αν μη τι άλλο είχες υποψίες… και παρ’ όλα αυτά το προχώρησες. Τη μέρα που είπα στη Στόνταρτ ότι ήμουν άρρωστος, πάω στοίχημα ότι προθυμοποιήθηκες να μου τηλεφωνήσεις για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν κόλπο. Γι’ αυτό προσφέρθηκες να έρθεις σπίτι μου – για να το διπλοτσεκάρεις». Ήταν σειρά του Φοξ να την κοιτάξει αποπάνω μέχρι κάτω. «Είσαι φοβερή». «Έκανα ό,τι μου είπαν». Το πρόσωπό της έδειχνε ότι ακόμα και στα δικά της αυτιά δεν ακουγόταν αρκετό. «O Τρέινορ έδωσε οδηγίες να ζητήσεις συγκεκριμένα τη συνδρομή των Καταγγελιών για να μαγκώσεις τον Τζέιμι Μπρεκ. Σου έδωσε το όνομά μου…» Παύση. «O Τρέινορ, όχι

ο Μπομπ ΜακΓιούαν;» «O αστυνόμος β’ ΜακΓιούαν;» Τα φρύδια της Ίνγκλις ανασηκώθηκαν ελαφρά. «Αυτός δεν είχε καμία ανάμειξη». O Φοξ κούνησε το κεφάλι του αργά, κι ύστερα το έγειρε πίσω προς τον ουρανό. «Βοήθησες να στήσουν παγίδα σε δύο αθώους» της είπε. Κατέβασε το κεφάλι του για να την ξανακοιτάξει. «Πραγματικά δεν ήξερα». «Με κάλεσες σπίτι σου – δεν ήταν λίγο ριψοκίνδυνο αυτό; Ήθελες απλώς να με τραβήξεις απ’ τη μύτη, να με γλυκάνεις λίγο;» «Δηλαδή δεν μπορεί να το ’κανα επειδή μου άρεσες – ίσως επειδή ήθελα να σε προειδοποιήσω;» «Μα δεν το έκανες». «Όταν συνειδητοποίησα ότι έψαξες τον φάκελό μου…» «Nαι;» «Και πού ήξερα ότι ο Άνταμ δεν είχε σημειώσει κάτι εκεί – ή ότι δεν θα το έκανε στο μέλλον;» «O Άνταμ;» O Φοξ μισόκλεισε τα μάτια. «O Τρέινορ εν​νοείς;» «Υπάρχει κάποια προϊστορία». Έκλεισε τα μάτια της μια στιγμή. Η σιωπή τράβηξε κι άλλο. «“Προϊστορία”;» επανέλαβε τελικά ο Φοξ, αλλά η Ίνγκλις

κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Κι όλα αυτά τα έκανες χωρίς να ρωτήσεις τίποτα, χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσει τίποτα ο Τρέινορ;» «Υπήρχαν στοιχεία εναντίον του Μπρεκ…» «Για μένα μιλάω, Άνι. O Τρέινορ επέμεινε να έρθεις σ’ εμένα – κι όταν σου είπα ότι μπορεί να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, σε έπεισε να μου κουνήσεις το καρότο για να αναμειχθώ». Μισόκλεισε τα μάτια. «Δεν σου πέρασε απ’ το μυαλό να τον ρωτήσεις; Η καριέρα μου αρχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα, κι εσύ δεν κάνεις απολύτως τίποτα;» «Μου είπε ότι ήσουν εμπόδιο – ότι σε κάλυπταν οι φίλοι σου στις Καταγγελίες…» «Έκανες τον κόπο να ζητήσεις αποδείξεις;» Την είδε να γνέφει αρνητικά. «Nα κάτι που πρέπει να έχεις κατά νου την επόμενη φορά» συνέχισε καθώς της γύριζε την πλάτη. «Λίγες αποδείξεις δεν βλάπτουν…» Εκτός κι αν είναι αποδείξεις από κάβα.

Γύρισε σπίτι και κατάφερε να την πέσει ένα δίωρο στον καναπέ με τα μάτια κλειστά. Είχε αγοράσει μια συσκευασία από σακούλες σκουπιδιών και σκόπευε να τις γεμίσει με τα διάφορα βιβλία. Μπορούσε να τα δωρίσει σε κανένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. Αφού έκανε ντους και άλλαξε ρούχα,

ένιωσε τουλάχιστον σχεδόν ξύπνιος, αν και μουδιασμένος ακόμη. O Τζέιμι Μπρεκ είχε αφήσει μηνύματα στο κινητό του, αλλά δεν είχε καμιά όρεξη να απαντήσει. Προτίμησε να πάει στο Σότονχολ και να πάρει την Τζουντ. «Παρατήρησες κάτι;» τον ρώτησε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. «Καινούργιο τζιν;» μάντεψε. «Μου έβγαλαν τον γύψο» τον διόρθωσε κουνώντας το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό του. «Δεν έπρεπε να τον είχα βάλει, έτσι είπε ο γιατρός που τον αφαίρεσε». Τον κοίταξε. «Φοβερός ντετέκτιβ είσαι». «Πού να ’ξερες, αδερφούλα…» Στον δρόμο για το Λόντερ Λοτζ τής είπε μέρος της ιστορίας. Εκείνη άκουγε προσηλωμένη, ενώ δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. Όταν της ζήτησε συγγνώμη που την αναστάτωσε, του είπε δεν πειράζει. Έπρεπε να τ’ ακούσει. «Όλα». Την περίμενε στον χώρο υποδοχής να πάει στο μπάνιο να ρίξει λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό της. Oι υπάλληλοι έκαναν τη δουλειά τους όπως κάθε μέρα. O Μιτς Φοξ τούς περίμενε στο δωμάτιο της κυρίας Σάντερσον. Oι δυο τους κάθονταν αντικριστά, λες και ήταν φίλοι μια ζωή. Η Τζουντ φίλησε τον πατέρα της στο μέτωπο. «Ξεφορτώθηκες τον γύψο» σχολίασε επιδοκιμαστικά.

«Είσαι πιο γρήγορος απ’ τον γιο σου». O Φοξ ζούληξε τον ώμο του πατέρα του και φίλησε το πουδραρισμένο μάγουλο της Όντρι Σάντερσον. «Σου έφυγε το κρύωμα» σχολίασε εκείνη. «Κι εσάς το ίδιο». Γύρισε προς τον πατέρα του. «Όλο λέω να σε ρωτήσω: Έχεις ακόμη λεφτά στην Oικοδομική Εταιρεία Nτανφέρμλιν; Δεν πάει καλά, απ’ ό,τι ακούω». «Αυτό το παιδί ανησυχεί πολύ» είπε η κυρία Σάντερσον γελώντας. «Μου είπες τρεις και τέταρτο» τον μάλωσε ο Μιτς χτυπώντας τον καρπό του, παρότι δεν φορούσε ρολόι. «Κίνηση» του εξήγησε ο Φοξ. «Πρέπει να τελειώσουν τα έργα στην πλατεία Πορτομπέλο. Και κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα ότι είναι καλή εποχή ν’ αρχίσουν να αντικαθιστούν αγωγούς αερίου, λες και το τραμ δεν προκαλεί αρκετό χάος. Είναι μια διάβαση στο Γκρασμάρκετ, απ’ αυτές με τις λευκές ραβδώσεις, που κάνει μήνες να τελειώσει. Όπου να ’ναι θα πλακώσουν οι τουρίστες, κι ένας θεός ξέρει πώς θα τα πάρουν όλ’ αυτά. Έχουν αρχίσει και πέφτουν κομμάτια απ’ τις στέγες σε ορισμένα κτίρια, έτσι λέει η Evening News. Η πόλη είναι κανονική παγίδα θανάτου, όλη η Σκοτία καταρρέει, κι απ’ ό,τι φαίνεται θ’ ακολουθήσει κι ο υπόλοιπος κόσμος…»

Σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε ότι οι άλλοι τρεις που ήταν παρόντες στο μικρό δωματιάκι τον κοίταζαν. «Πάψε επιτέλους να βλέπεις μόνο τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων» είπε ο πατέρας του Φοξ σπάζοντας τη σιωπή. Μιλούσε εκ μέρους όλων τους.

Σημειώσεις

Όλες οι σημειώσεις ανήκουν στη μεταφράστρια του βιβλίου.

1. Παρότι κυριολεκτικά ο αριθμός παραπέμπει σε χρηματικό ποσό («των ογδόντα σελινιών»), στην πραγματικότητα είναι αναφορά στους βαθμούς αλκοόλ. Συγκεκριμένα η μπίρα των ογδόντα σελινιών είναι αρκετά δυνατή, μεταξύ τεσσάρων και πεντέμισι βαθμών. 2. Αναφορά στο καλτ θρίλερ του Τζον Κάρπεντερ Assault on Precinct 13 (1976), που έγινε ριμέικ το 2005 από τον ΖανΦρανσουά Ρισέ. 3. Παρατσούκλι του Σέλτικ Παρκ ή Πάρκχεντ, του γηπέδου της Σέλτικ.

4.

Αναψυκτικό σε μορφή διαλυτών κρυστάλλων. Κατασκευαζόταν στη Γλασκόβη και διοχετευόταν κυρίως στη σκοτσέζικη αγορά από τη δεκαετία του ’50 ως το 1998. 5. Παράφραση στίχου του πρόστυχου σκοτσέζικου λαϊκού τραγουδιού «The Ball at Killiemuir», που λέει «Είκοσι τέσσερις κόρες, μία προς μία πόρνες».

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF