February 26, 2017 | Author: ALBA ROSSA | Category: N/A
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Τίτλος πρωτοτύπου: Victor Serge
Memoires d ’un Revolutionnaire
Copyright © La Fondation Victor Serge, 1967 Copyright © Επίμετρο: Richard Creeman, 2007
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ_________________________________________ BIKTOP ΣΕΡΖ: Αναμνήσεις ενός επαναστάτη © Γ ι α την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις SCRIPTA Ασκληπιού 10, Αθήνα 10680, τηλ.: 210.3616528, fax: 210.3616529 http :// www.scripta.gr - e-mail:
[email protected] ISBN 978-960-7909-85-5
ΒΙΚΤΟΡ ΣΕΡΖ Επίμετρο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΚΡΗΜΑΝ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ( 1905 - 1941 )
Μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ Π ΕΣΣΑ Χ
Επιμέλεια ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ S C R IP T A ΑΘΗΝΑ 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ. (1906-1912).................................................................................................
17
2. ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919) .....................................
79
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920) .............
114
4. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921).............
177
5. Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926) .............
233
6. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ (1926-1928).....................
284
7. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (1928-1933)........................
352
8. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ (1933-1936).....................
409
9. Η ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ (1936-1941) ...........................................
467
10. ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΜΟΝΗ..............................................................
537
Παράρτημα Η ΡΗΞΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ Τ Ρ Ο Τ Σ Κ Ι................................................
552
ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΤΟΥ Μ Α ΡΞΙΣΜ Ο Υ...........................................
557
ΓΙΑ ΜΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ................................
575
ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ -----
587
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ ΜΟΥΝΙΕ ..............................
619
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ Λ ΕΝ ΙΝ ........................................................
641
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΚΤΟΡ Α Λ Μ Π Α ......................................
653
Επίμετρο RICHARD GREEMAN: Ο ΒΙΚΤΟΡ ΣΕΡΖ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
..............................
661
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓ ΓΡ Α Φ Ε Α ...................................................
693
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
.................................................................
789
ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ ΚΑΙ Σ Υ Ν ΤΜ Η ΣΕ ΙΣ ..............................................
801
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.........................................................
803
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
805
.........................................................................................
Η επεξεργασία και η σύνταξη των Αναμνήσεων πέρασε από πολλές φάσεις: Από τα τέλη τον 1938 μέχρι τον Φεβρουάριο τον 1940 ο Σερζ επεξεργάζεται μια πρώτη μορφή. Σ ε μια επιστολή τον στις 24 Νοεμβρίου 1938 εμπιστεύεται στον στενό του φίλο Μαρσέλ Μαρτίνε ( με τον οποίον είχε, χω ρίς αμφιβολία, την πλέον εκλεκτική συγγένεια): «Ξεκινώ να γράφω τις Αναμνήσεις των δέκα μαύρων χρόνων αναζητώντας έναν τρόπο, ένα ύφος για να τις αφηγηθώ με έναν επαρκώς προσωπικό και συνάμα απολύτως απρόσωτιο τόνο. Απευθυνό μενος προς τον ίδιο στις 13 Ιουλίου 1939 κάνει λόγο για «τις αναμνήσεις» (πολύ προχωρημένη μαρτυρία) αναφερόμενος στην πορεία των εργασιών και τέλος στις 16 Φεβρουάριον 1940 τον δηλώνει: «Και ολοκληρώνω μια ογκώδη μαρτυρία». Σ ε αρμονία μ ε τον τίτλο του Τα Μαύρα Χρόνια, ένα αχρο νολόγητο χειρόγραφο από εκατόν εξήντα μία σελίδες είναι ό λο σχεδόν γραμμένο με μαύρο μελάνι, μ ε χωρία δακτυλογρα φημένα βέβαια, με προσθήκες μ ε κόκκινο μολύβι και σβησί ματα με μπλε. Αποτελούμενο από οκτώ κεφάλαια, πραγμα τεύεται μόνο το χρονικό διάστημα από το 1923 μέχρι το 1928. Το κεφάλαιο IV με τον τίτλο «Εσένιν», γραμμένο τον Αύγου στο του 1931 και δημοσιευμένο από τον Βέλγο ποιητή Albert Ayguesparse στην επιθεώρηση που εξέδιδε, την Esprit du temps (Βρυξέλλες, Φεβρουάριος 1933, No 1, σ. 26-34), μας παρέχει μια σαφώς πιο ολοκληρωμένη περιγραφή από αυτήν των Ανα μνήσεων. Με τον τίτλο Η σκοτεινή στροφή αυτό το σχεδίασμα θα δημοσιευθεί το 1951 (Παρίσι, Les lies d'or) και στη συνέχεια το 1972 (εκδ. D ' Histoire et de Γ art και εκδ. Albatros), αλλά οι υποδείξεις του για την έκδοση δεν έγιναν αποδεκτές...
10
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Αρχικά λοιπόν και, κατά πάσα πιθανότητα, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1941 -πάντα σύμφωνα με τις διαφορετι κές περιλήψεις που είχαν διατηρηθεί και προταθεί στη συνέ χεια στους Αμερικανούς, Καναδούς και Άγγλους εκδότες-, ο Σερζ άρχιζε με την περιγραφή της Πετρούπολης το 1919, ή μάλλον από τη γερμανική κρίση του 1923, αφήνοντας κατά μέρος ή απορρίπτοντας τα τρία πρώτα κεφάλαια της παρού σας εκδοχής. Θα πρέπει να πούμε ότι ο Σερζ ως συγγραφέας δεν είχε την πρόθεση να «ωραιοποιήσει» τον εαυτό του. Στην πραγμα τικότητα σε αντίθεση με τους τυχοδιώκτες και τους εστέτ οι οποίοι πριμοδοτώντας το εγώ τους φθάνουν στο σημείο να μ ε ταμορφώνουν την ίδια τους τη ζωή οικοδομώντας έναν μύθο ad usum populi [προς λαϊκή χρήση}, καταλήγοντας έτσι, πο λύ συχνά, σ' έναν μεγαλειώδη και γενικευμένο φενακισμό, ο Σερζ πιστός στη σύλληψη και την εφαρμογή της μαρτυρίας εί χε επιλέξει μια για πάντα, εδώ και καιρό το εμείς που εμπε ριέχει τον μαχητή ( επαναστάτη ή προλετάριο) και όχι το ε γώ του ατομικιστικού παιχνιδιού! Με μια, ίσως, εξαίρεση, είναι προφανές ότι οι τίτλοι και οι περιλήψεις προβάλλουν τα γεγονότα και όχι τον συγγραφέα. Επιπλέον οι Αναμνήσεις δεν είναι Εξομολογήσεις, έχουν σκοτεινές όπως και άρρητες πλευρές. Τούτο δεν είναι αναμφι σβήτητο. Κυρίως στα δύο ή τρία πρώτα κεφάλαια. Παρόλο που μέσα στους φακέλους που είναι αφιερωμένοι στις Αναμνήσεις υπάρχει μια δακτυλογραφημένη περίληψη έ ξι σελίδων -δυστυχώς αχρονολόγητη- που προβλέπει είκοσι κεφάλαια με τίτλο: ΒΙΚΤΟΡ Σ Ε ΡΖ Αυτοβιογραφία (Σχεδίασμα) και συνοδεύεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις: «1. Αρκετά από τα κεφάλαια που έχουν προσχεδιασθεί π ι θανόν να χωρισθούν σε περισσότερα. Υπολογίστε 20 με 25 κε φάλαια. 2. Το βιβλίο θα είναι η αφήγηση μιας κοινωνικής και πνευ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
11
ματικής εμπειρίας που βιώθηκε και μελετήθηκε. Μια κριτική μαρτυρία για τους ανθρώπους, τα γεγονότα, τις ιδέες. 3. Τίτλοι και περιλήψεις είναι προσωρινά. 4. Κατά κανόνα η μαρτυρία είναι άμβση.», φαίνεται ότι δεν πρόκειται παρά ακριβώς για ένα «σχεδίασμα» (που δεν πραγματώθηκε ποτέ καθώς το σχετικό χειρόγραφο λείπει) και ότι ο Σερζ εδώ και καιρό είχε εξετάσει και προτίθετο -τουλάχιστον μέχρι το τέλους τον 1941- να περιοριστεί σε μια «συντομευμένη» εκδοχή ξεκινώντας από το 1919, ή α κόμη και από το 1923... Επιβεβαιώνεται: -από μια περίληψη δυο σελίδων, αχρονολόγητη, που πε ριέχει οκτώ κεφάλαια με τίτλο: ΒΙΚΤΟΡ ΣΕ ΡΖ Αναμνήσεις: Η Ρωσική Επανάσταση και η Κομιντέρν. Επισημαίνεται μ ε τη σημείωση: «θ α προσέθετα ευχαρί στως ένα αρκετά ενδιαφέρον κεφάλαιο σχετικά με τη μετανά στευση στο Μεξικό. Τέλος υπάρχουν καμιά δεκαριά σελίδες με γενικά συμπεράσματα: VIII. ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΜΟΝΗ». Αυτό το κεφάλαιο με ημερομηνία «Μεξικό, τέλος Σεπτεμβρίου 41» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντή η περίληψη έγινε στα τέλη 1941 με αρχές τον 1942. Παρονσιάζεται ως εξής: -Μ ια σημείωση-παρονσίααη μιας σελίδας, αχρονολόγητη (1944-1945;), γραμμένη αγγλικά για έναν εκδότη πον δεν γνωρίζουμε, όπου η επιθυμία να «περιορίσει» το βιβλίο διαφαίνεται από τη σύμπτυξη των τριών πρώτων κεφαλαίων (που έχουν αντικατασταθεί από πέντε ή έξι σελίδες εισαγω γής και ένα σύντομο κεφάλαιο δεκαπέντε έως είκοσι σελίδων πον αναφέρεται στην «Πλήρη αναμονή», και ένα χειρόγραφο διακοσίων ογδόντα τεσσάρων σελίδων, στη σννέχεια τριαχοσίων δέκα ή τριακοσίο/ν είκοσι σελίδων ολοκληρωμένων, έτσι ώστε στο σύνολο εκτιμάται ότι θα αποτελεσουν ένα τνπωμένο βιβλίο περίπου τετρακοσίων έως τετρακοσίων πενήντα σελί δων, με τον προσωρινό τίτλο: From Revolution to Totalitarism [Από την Επανάσταση στον Ολοκληρωτισμό].
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
12
Σ ’ αυτούς τους δυο απρόσωπους τίτλους θα πρέπει να προ σθέσουμε δύο ακόμη, αχρονολόγητους, αλλά πιθανόν του 19411942: «Βικτόρ Σερζ Αναμνήσεις Προτεινόμενοι τίτλοι: Η Ρωσική Επανάσταση και η Κομιντέρν. Μαρτυρία.
Ψ Από την Επανάσταση στον Ολοκληρωτισμό. Μαρτυρία για τη Ρωσική Επανάσταση και την Κομιντέρν» και δύο χρονολογημένους: -Αναμνήσεις από κόσμους που χάθηκαν ( επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 1943 στον συγγραφέα Ζαν Μαλακαί) -Αναμνήσεις από κόσμους που χάθηκαν (επιστολή της 7ης Ιανουαρίου 1946 στον συγγραφέα Ντανιέλ Γκερέν. Αναφέρεται μια ακόμη πηγή από τον Ιούλιο του 1946, Αρχεία V. S .: Αναμνήσεις από κόσμους που χάθηκαν/ Το βλέπουμε, τίποτε εδώ δεν αφήνει την εντύπωση ενός υ περτροφικού εγώ.
Υπάρχει, ωστόσο μια περίληψη ( αχρονολόγητη) περισσότερο «προσωποποιημένη» μ ε τον εξής τίτλο: Βικτόρ Σερζ: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ (Προσωρινός τίτλος) για ένα βιβλίο «περίπου τετρακοσίων σελίδων με αναμνήσεις, πορτρέτα, μαρτυρίες γεγονότων, στοχασμούς σχετικά με τους κοινωνικούς αγώνες στο Βέλγιο, στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Αυστρία από το 1905 μέχρι το 1940». Ε κ εί αναφέρεται συγκεκριμένα: «Το βιβλίο πλήρως βιωμένο, και εδραιωμένο, είναι γραμμένο μ ’ ένα σοσιαλιστικό και αναρχικό, διόλου αποθαρρυμένο πνεύμα. Δεν είναι πάντως καθόλου ένα βιβλίο που υποστηρίζει μια θεωρία. Εκθέτει και συνοψίζει μια εκτενή εμπειρία και έναν διαρκώς ενεργό στοχασμό.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
13
Στο μεταξύ -άραγε κατόπιν συμβουλών προερχόμενων από εκδότες ή φίλους;- ο Σερζ είχε επιλέξει μια πιο «πλούσια» σύ νταξη αποτελούμενη από δέκα κεφάλαια, της οποίας υπάρχουν δύο εκδοχές, και οι δύο γνωστές με τον τίτλο Αναμνήσεις ε νός επαναστάτη 1901-1941 ( που δεν ανήκει στον Σερζ αλλά στον εκδότη, ενώ η πιο σύμφωνη με την πραγματικότητα και τη λογική θα ήταν η χρονολογία 1905-1941): - η «πρώτη εκδοχή», χρονολογημένη «Μεξικό, 1942-Φεβρουάριος 1943», αντιστοιχεί σ’ αυτή πον εκδόθηκε το 1951 α πό τις εκδόσεις Le Seuil - η «δεύτερη», αχρονολόγητη, αλλά κατά συμπέρασμα του 1945-1946, είναι αυτή που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Le Seuil το 1978 και επαναλαμβάνεται στον ανά χείρας τόμο. Το παρόν κείμενο διαφέρει αισθητά από το κείμενο της πρώ της έκδοσης (1951). Πρόκειται για μια δακτυλόγραφη εκδο χή τριακοσίων σαράντα οκτώ σελίδων διορθωμένη και επιμε λημένη από τον ίδιο τον Σερζ. Χωρίς να είναι το τελικό κ εί μενο -καθώς πρόθεση τον συγγραφέα ήταν να ξαναγράψει ο ρισμένα κεφάλαια και να προσθέσει άλλα- είναι το πιο επε ξεργασμένο, διότι ο Σερζ προσπάθησε μέσα από απαλείψεις και προσθήκες να το καταστήσει πιο ακριβές. Διαγραφές και προσθήκες αφορούν κυρίως το ύφος και τα χωρία που ακυρώθηκαν από καινούργιες πληροφορίες ή από τις εξελίξεις των γεγονότων. Εκτός ειδικών περιπτώσεων, δεν χρειάζεται να επιστήσονμε πάνω σ’ αυτό την προσοχή του α ναγνώστη. Οι διαγραφές, συχνότερα με μαύρο μελάνι, έχουν γίνει μ ε ρικές φορές με (μπλε, κόκκινο ή και μαύρο) μολύβι. Σ ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, αν υπάρχει και η ελάχιστη αμφιβο λία όσον αφορά τη «νομιμότητα» της διαγραφής, δεν διστά ζουμε να διατηρήσουμε αυτό το χωρίο μέσα σε αγκύλες τις ο ποίες όμως ο Σερζ δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Οι προσθήκες που εμφανίζονται στο περιθώριο του χειρο γράφου χωρίς ακριβείς ενδείξεις ακολουθούν μια λογική συνέ
14
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πεια, πράγμα που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Δεν ήταν πάντως δννατόν, στο πλαίσιο αντής της έκδοσης, να παραθέ σουμε όλες τις παραλλαγές, πράγμα που μας λυπεί ιδιαίτερα. Αποσπάσματα των Αναμνήσεων (πρώτη εκδοχή) εμφανί στηκαν: -μεταφρασμένα από την Ethel Libson στην επιθεώρηση Politics, Νέα Υόρχη, Ιούνιος 1944, No. 5, σ. 147-151. Μάρτιος -Απρίλιος- Ιούνιος 1945, No. 3, σ. 74-78. No. 4, σ. 107-111. No. 6, σ. 176-180. -σ τη ν εφημερίδα Combat, Παρίσι, No. 1660 στις 4 Νοεμ βρίου 1949, στο No. 1716 στις 10 Ιανουαρίου 1950. Σ τις 4 Νο εμβρίου αναγράφεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας: «ΑΝΑ Μ ΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟ Σ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ του ΒΙΚΤΟ Ρ Σ Ε Ρ Ζ ». Την προηγούμενη είχε γίνει διπλή αναγγελία με μεγάλα γράμ ματα και στην τιρώτη σελίδα: «Β ΙΚ Τ Ο Ρ Σ Ε Ρ Ζ . Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ» από την Μαντλαίν Παζ, η οποία περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση «ένα παγωμένο βράδυ του Νοεμβρίου του 1922 στο Λένινγχραντ...» (αλληλογραφούσε ωστόσο μαζί του εδώ χαι περισσότερο από ένα χρόνο, μετά την κοινή τους συνεργασία στην επιθεώρηση Clarte / Μπορούμε να θεωρήσουμε σημαντική παραλλαγή τη «Μ ε λέτη για την αναρχία» πον εμφανίσθηκε στην επιθεώρηση Esprit, Παρίσι No. 55, Απρίλιος 1937, σ. 29-43. Η παρούσα εκδοχή -που ανακαλύψαμε, το 1975, την ώρα της απογραφής και της ταξινόμησης των καταλοίπων από τα Αρχεία του Σερζ στο Μεξικό- συνοδευόταν από τέσσερις χοντρούς φακέλους: Αναμνήσεις, Υλικό I, II, III, IV, πον θα αποδείκνυαν —αν υπήρ χε ανάγκη*- τη σοβαρότητα της επεξεργασίας και της σύντα * Το 1997 επανακυκλοφόρησε μια εκδοχή και μάλιστα «σε μεγάλο τι ράζ», διαμορφωμένη από τον Ε. Αρμάν (επιθεώρηση L’Unique, No. 45, Ια νουάριος 1950): Ο Σερζ δεν θα ήταν ο συγγραφέας των Αναμνήσεων, διό τι δεν συμπεριφέρθηκε στον Αρμάν όπως του είχε συμπεριφερθεί στο CrapouiUot που ήταν αφιερωμένο στην Αναρχία (Παρίσι, Ιανουάριος 1938)... Θα υπήρχε λοιπόν κάποιος ή κάποια που το συνέθεσε... Υπόθεση απολύτως αστήρικτη. Ο Αρμάν και η επιθεώρησή του έχουν ξεχασθεί, το ίδιο θα
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
15
ξης - η οποία δεν αποκλείει πάντως τα λάθη στις ημερομηνίες ή στα γεγονότα* Στο τέλος τον IX κεφαλαίου οι σημειώσεις διασαφηνίζουν τις προθέσεις του Σερζ, ο οποίος προέβλεπε μια «τρίτη» εκ δοχή. Αυτό το βιβλίο λοιπόν είναι συγχρόνως περατωμένο και μη περατωμένο. Μόνο το γεγονός του τιρόωρου θανάτου τον συγγραφέα -στις 17 Νοεμβρίου τον 1947 στο Μεξικό- μετα μορφώνει τ ψ παρούσα εκδοχή σε «οριστική έκδοση» αναφο ράς. Jean Riere
έπρεπε να γίνει και για τα λόγια του. Ο M. Ragon, όμως, στον τόμο 1 των αναμνήσεων του (D’une Berge ά l’autre, Παρίσι, A. Michel, 1997, σ. 111-112) επαναλαμβάνει αυτή την κατηγορία - χαρακτηρίζοντάς την ο ίδιος «σοβα ρή» - χωρίς όμως να προσπαθήσει να την εξακριβώσει... Το πρόσωπο στο οποίο θα έπρεπε ενδεχομένως να απευθυνθεί για να το κάνει -στη Ριρέτ Μαιτρεζάν- δεν θα μπορούσε ωστόσο να τον πληροφορήσει καθώς δεν συμ μετείχε ούτε καν από μακριά στη σύνταξη διότι το «ενοχοποιημένο» χωρίο είχε συνταχθεί στο Μεξικό. (Μια διευκρίνηση: Στα Αρχεία του Σερζ δεν υπήρχε καμιά επιστολή της Ρ. Μαιτρεζάν. Όσο για τις «εκατοντάδες» επιστολές τις οποίες θα εί χε λάβει από τον Σερζ από το 1913 μέχρι το 1947, δεν δημοσίευσε ποτέ ούτε μια γραμμή, πράγμα που είναι πολύ παράξενο.) Το ίδιο το χειρόγραφο, λοιπόν, των Αναμνήσεων αποτελεί από μόνο του μια κατηγορηματική και οριστική διάψευση των ισχυρισμών αυτών. * Βλέπε την παρατήρηση του Γκ. Λούκατς στο θέμα των χρονολογή σεων, παρακάτω, κεφ. 5, σ. 711., σημ 81.
I Ε Ν Α Σ Κ Ο ΣΜ Ο Σ Χ Ω Ρ ΙΣ Δ Υ Ν Α ΤΟ ΤΗ ΤΑ Δ Ι Α Φ Υ Γ Η Σ ... ( 1 9 0 6 - 1 9 1 2 )
Από την εποχή ακόμη που ήμουν παιδί, μου φαίνεται ότι είχα, πολύ ξεκάθαρα, ένα αίσθημα που έμελλε να κυριαρχήσει μέσα μου διά βίου: αισθανόμουν ότι ζούσα σε έναν κόσμο χωρίς δυνα τότητα διαφυγής, μέσα στον οποίο το μόνο που απόμενε να κά νω ήταν να παλεύω προσπαθώντας μάταια να ξεφύγω. Ένιωθα μια απέχθεια, ανακατεμένη με οργή και αγανάκτηση για τους ανθρώπους που τους έβλεπα να βολεύονται τόσο εύκολα. Πώς μπορούσαν να αγνοούν την αιχμαλωσία τους, πώς μπορούσαν να αγνοούν την αδικία που τους γινότανε; Αυτό προερχόταν, σήμε ρα το βλέπω, από το γεγονός ότι διαμορφώθηκα ως γιος εμιγκρέδων επαναστατών οι οποίοι είχαν βρεθεί στις μεγάλες πό λεις της Δύσης μετά τις πρώτες θύελλες στη Ρωσία. Την 1η Μαρτίου 1881, εννέα χρόνια μετά τη γέννησή μου, μια μέρα με πολύ χιόνι στην Αγία Πετρούπολη, μια νέα ξανθιά γυναίκα1 με αποφασιστικό ύφος, που περίμενε στην άκρη του μαζεμένου χιονιού το πέρασμα ενός έλκηθρου που το συνόδευαν κοζάκοι, κούνησε ξαφνικά ένα μαντίλι. Υπόκωφες μικρές εκρή ξεις αντήχησαν, το έλκηθρο φρενάρησε πάνω στο χιόνι και ένας άνδρας με γκρίζες φαβορίτες βρέθηκε πεσμένος στο παραπέτο του χαραγμένου στο χιόνι διαδρόμου με τις γάμπες και το υπο γάστριο σμπαράλια. Το κόμμα της Λαϊκής Θέλησης (Ναρόντναγια Βόλια)2 είχε δολοφονήσει τον τσάρο Αλέξανδρο Β'. Ο πατέ ρας μου, Λέων Ιβάνοβιτς Κίμπαλτσιτς, υπαξιωματικός στο ιπ πι κό της αυτοκρατορικής φρουράς υπηρετούσε τότε στην πρωτεύ ουσα και ήταν οπαδός αυτού του παράνομου κόμματος που α παιτούσε «γη και ελευθερία για τον ρωσικό λαό» και δεν είχε πα-
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ρά μόνο καμιά εξηνταριά μέλη και διακόσιους ή τριακόσιους ο παδούς. Συνέλαβαν ανάμεσα στους δράστες της απόπειρας τον χημικό Νικόλαο Κιμπάλτσιτς·1 μακρινό συγγενή του πατέρα μου4 (αγνοούσα σε ποιο βαθμό) και τον κρέμασαν μαζί με τον Ζελιάμποφ, τον Ρυσάκοφ, τον Μιχαήλοφ5 και την κόρη του παλαιού κυβερνήτη της Αγίας Πετρούπολης, την Σοφία Περόφσκαγια. Μπροστά στους δικαστές, όλοι, εκτός του Ρυσάκοφ, υπερασπί στηκαν σθεναρά τη διεκδίκησή τους για ελευθερία. Στο ικρίω μα αγκαλιάστηκαν και πέθαναν ήρεμοι. Ο πατέρας μου πήρε μέρος στη μάχη μαζί με μια στρατιωτική οργάνωση του νότου της Ρωσίας που αφανίστηκε σε σύντομο διάστημα- κρύφτηκε στους κήπους της Αγίας Λαύρας του Κιέβου, το πιο παλιό από τα μοναστήρια της Ρωσίας· μετά διέσχισε τα αυστριακά σύνορα κολυμπώντας κάτω από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και ξα νάρχισε τη ζωή του καταφεύγοντας στη Γενεύη. Ήθελε να γίνει γιατρός αλλά του άρεσαν πολύ και η γεωλο γία, η χημεία και η κοινωνιολογία. Από τότε που τον γνώρισα τον θυμάμαι πάντα με μια άσβεστη δίψα να γνωρίσει και να κα ταλάβει ποιος όφειλε να τον βλάπτει στην καθημερινή του πρα κτική. Μαζί με την επαναστατημένη γενιά του που είχε δασκά λους της τον Αλεξάντρ Χέρτσεν, τον Μπιελίνσκι, τον Τσερνιτσέφσκι6 -είχε εξαναγκαστεί να πάει στη Γιακουτία-, και αντιδρώντας στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση γίνεται αγνω στικιστής, όπως ο Χέρμπερτ Σπένσερ,7 τις διαλέξεις του οποίου άκουγε στο Λονδίνο. Ο παππούς μου από τη μεριά του πατέρα μου, με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, ήταν ιερέας σε μια μικρή πόλη που διοι κούσε ο Τσερνίγκοφ. Το μόνο που γνώρισα απ’ αυτόν ήταν μια κιτρινισμένη δαγκεροτυπία που έδειχνε έναν αδύνατο, γενειοφόρο παπά, με μεγάλο μέτωπο, καλοσυνάτο πρόσωπο, σε έναν κή πο, περιτριγυρισμένο από ξυπόλυτα παιδάκια. Η μητέρα μου,8 α πό πολωνέζικη οικογένεια ευγενών, εγκατέλειψε την αστική ζωή της Πετρούπολης για να έρθει, και αυτή, να σπουδάσει στη Γε νεύη. Γεννήθηκα, κατά τύχη, στις Βρυξέλλες,9 καθώς οι γονείς μου, αναζητώντας τον άρτο τον επιούσιο και τις καλές βιβλιοθή
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
19
κες, ταξίδευαν στους δρόμους του κόσμου ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία και το Βέλγιο. Υπήρχαν πάντα στα πρόχειρα καταλύματα που μέναμε, πορτρέτα κρεμασμένα στους τοίχους. Οι συζητήσεις των μεγάλων αναφέρονταν πάντα σε δί κες, σε εκτελέσεις, σε αποδράσεις, στη Σιβηρία, στα μεγάλα ο ράματα που περνούσαν πάντα από την κουβέντα χωρίς σταματημό, στα πρόσφατα βιβλία και σε ιδέες. Συσσωρεύονταν στην παιδική μου μνήμη εικόνες του κόσμου, ο Καθεδρικός του Καντέρμπιουρυ, η πλατεία του παλιού κάστρου του Ντουβρ, οι μελαγχολικοί δρόμοι από κόκκινα τούβλα του Ουάιτσαπελ, τα λοφάκια της Λ ιέγης... 'Εμαθα να διαβάζω από τις εκδόσεις σε τ ι μές ευκαιρίας τα βιβλία του Σαίξπηρ και του Τσέχωφ, και σαν παιδί που ήμουνα ονειρευόμουν με τις ώρες τον βασιλιά Ληρ, τυ φλό, να στηρίζεται στην απάνθρωπη γη μέσα από την τρυφερό τητα της Κορδέλιας. Είχα αποκτήσει, επίσης, τη σκληρή γνώ ση αυτού του άγραφου νόμου: θα πεινάσεις. Μου φαίνεται πως, αν στα δώδεκά μου χρόνια με ρωτούσαν: τι είναι ζωή; (και ανα ρωτιόμουν συχνά) θα απαντούσα: δεν ξέρω, αλλά βλέπω τι πάει να πει: θα στοχαστείς, θα αγωνιστείς, θα πεινάσεις. [Χωρίς αμφιβολία στην ηλικία των έξι μέχρι οκτώ χρονών έγινα το ενοχλητικό παλιόπαιδο - και αυτό το γεγονός επέβαλε έναν άλλο νόμο: να αντιστέκεσαι. Ήμουν ένα παιδί που το αγα πούσαν πολύ, ο πρωτότοκος, και μεταμορφώθηκα σε έναν αλή τη για πολλά χρόνια. Με μια διαβολική επιτηδειότητα, το παιδί-αλήτης έκανε το κακό λες και ήθελε να εκδικηθεί όλο τον κό σμο και πριν απ’ όλους και με τη μεγαλύτερη σκληρότητα αυ τούς που το αγαπούσαν. Βρίσκανε σκισμένες τις πολύτιμες σε λίδες από τις επιστημονικές σημειώσεις του πατέρα μου. Το γά λα, που το είχαν βγάλει στη δροσιά, στο πρεβάζι του παράθυ ρου, το βρίσκανε αλατισμένο. Τα φορέματα της μητέρας μου βρίσκονταν μυστηριωδώς καμένα με σπίρτα ή ψαλιδισμένα. Το μελάνι είχε ύπουλα χυθεί πάνω στα φρεσκοσιδερωμένα ασπρό ρουχα. Αντικείμενα εξαφανίζονταν, ή καταστρέφονταν. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει το παιδί-αλήτη, εμένα δηλαδή! Μου έκαναν παρατηρήσεις, με επέπλητταν, έβλεπα τη μητέρα
20
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα, μου ρίχναν και ένα χέρι ξύ λο επίσης, με τιμωρούσαν με χίλιους τρόπους καθώς αυτές οι μικροαταξίες ήταν τρελές, εξοργιστικές, ακατανόητες. 'Επινα το αλατισμένο γάλα, με ηλίθιες γκριμάτσες -φυσικά- ξεσπούσα σε υποσχέσεις γεμάτος δάκρυα, μέσα σε μια ατελείωτη κατάθλιψη, φανταζόμενος τον βασιλιά Ληρ να στηρίζεται στην Κορδέλια. Γινόμουν όλο και πιο σιωπηλός και κλεινόμουν στον εαυτό μου. Για ένα διάστημα, οι αταξίες σταματούσαν, η ζωή ξαναφωτιζόταν ώσπου έφτανε κάποια σκυθρωπή μέρα που είχα μάθει να την περιμένω μέσα σε μια έντονη εσωτερική βεβαιότητα. Κάποια στιγμή, με τον καιρό, αποκτώ μια βέβαιη πρόβλεψη του κακού. Ήξερα, αισθανόμουν ότι η μπλούζα της μαμάς μου θα λεκιαζόταν ή θα κοβόταν με το ψαλίδι, περίμενα την τιμωρία, ζούσα μέσα στην αποδοκιμασία - έπαιζα, ωστόσο, σκαρφάλωνα στα δέντρα, έκανα σαν να μην υπήρχε το κακό. Είχα κατανοή σει το ακατανόητο, είχα γίνει οξυδερκής, κουβαλούσα μέσα μου ένα πρόβλημα και μέσα μου θα ωρίμαζε η λύση του. Το τέλος αυτού του επεισοδίου, το οποίο πιστεύω ότι σημάδεψε τον χα ρακτήρα μου για πάντα, μου άφησε την πιο θερμή ανάμνηση τρυφερότητας. Θα μάθαινα ότι δύο πλάσματα μπορούν, μέσα α πό ένα βαθύ βλέμμα και ένα αγκάλιασμα, να καταλάβουν ο έ νας τον άλλον βαθιά και να εξαλείψουν και το χειρότερο κακό. Μέναμε στα περίχωρα του Βερβιέ, στο Βέλγιο, σε ένα εξοχικό σπίτι με έναν μεγάλο κήπο. Κάποια σοβαρή αταξία, δεν θυμά μαι καθόλου ποια, είχε συμβεί πάλι προχθές στο σπιτικό μας. Εγώ, ωστόσο εκείνη τη μέρα την πέρασα με τον μικρό μου α δελφό Ραούλ10 στον κήπο. Το σούρουπο η μητέρα μου μας φώ ναξε να μπούμε στη μεγάλη κουζίνα όπου ήταν διάχυτη η υπέροχη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού. Ασχολήθηκε πρώτα με τον αδελφό μου, τον έπλυνε, τον τάισε, τον έβαλε να κοιμη θεί. Μετά έβαλε το διεστραμμένο παιδί να κάτσει σε μια καρέ κλα, γονάτισε μπροστά του και του έπλυνε τα πόδια... Ήμασταν μώνοι, υπήρχε γύρω μας μια αξέχαστη γλυκύτητα. Η μητέρα μου σήκωσε τα μάτια επάνω μου και ρώτησε ξαφνικά με ένα ύ φος γεμάτο επίπληξη: «Μα γιατί τα κάνεις όλα αυτά, καημένο
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
21
μου αγόρι;» Τότε η αλήθεια έλαμψε μπροστά μας διότι ένα είδος δύναμης ξέσπασε από μέσα μου: «Μα δεν είμαι εγώ », είπα, « ε ί ναι η Συλβί! Τα ξέρω όλα, όλα!». Η Συλβί ήταν μια μεγαλύτερή μου έφηβη εξαδέλφη, υιοθετη μένη από τους γονείς μου, που ζούσε μαζί μας, χαριτωμένη ξανθιά, με παγωμένα μάτια. Είχα συγκεντρώσει όλη μου την πα ρατηρητικότητα, τόσες αποδείξεις και μια τέτοια ικανότητα α νάλυσης ώστε οι γεμάτες αναφιλητά αδυσώπητες αποδείξεις μου να είναι αδιάσειστες, και αφού όλα ειπώθηκαν τέλειωσε αμετάκλητα αυτή η ιστορία μέσα σε μια πλήρη αποκατεστημένη εμπιστοσύνη. Αντιστάθηκα με μεγάλη επιμονή στο κακό και λυτρώθηκα.]* Θυμάμαι, μια μέρα στην Αγγλία, που φάγαμε σπόρους σιτα ριού που τους μάζεψε ο ίδιος ο πατέρας μου από ένα χωράφι... Είχαμε περάσει ένα δύσκολο χειμώνα στη Λιέγη, σ’ ένα φτω χικό προάστιο. Κάτω από το διαμέρισμά μας λειτουργούσε ένα μικρό εστιατόριο «Μύδια και πατάτες» με ευχάριστες ζεστές μυρωδιές... Ο ιδιοκτήτης του έκανε πίστωση, όχι αρκετή, κα θώς ποτέ δεν χορταίναμε ο αδελφός μου Ραούλ και εγώ. Ο μ ι κρός του μαγαζιού σούφρωνε τη ζάχαρη για να την ανταλλάξει και εμείς τον ξεγελούσαμε δίνοντάς του γραμματόσημα από τη Ρωσία και διάφορα μικροπράγματα χωρίς αξία. Είχα συνηθίσει και έβρισκα εξαιρετικό το ψωμί βουτηγμένο σε βαρύ καφέ αλλά με πολύ ζάχαρη, και χάρη σ’ αυτό το πάρε-δώσε μπορούσα βέ βαια να χορταίνω. Ο αδελφός μου, δύο χρόνια μικρότερος, απεχθανόταν αυτή την τροφή και αδυνάτιζε, χλώμιαζε και είχε γ ί νει μελαγχολικός, τον έβλεπα να σβήνει. «Αν δεν τρως», του έ λεγα, «θα πεθάνεις»· αλλά δεν ήξερα τι σήμαινε το να πεθάνεις, ούτε εκείνος εξ άλλου, και έτσι δεν φοβόμασταν. Τα οικονομικά του πατέρα μου, ο οποίος προσελήφθη στο Ινστιτούτο Ανατομίας
* Όλο αυτό το χωρίο [...] είναι διαγραμμένο με μαύρο μολύβι πάνω στο χειρόγραφο, στο περιθώριο μαζί με τη σημείωση: Με επιφύλαξη. Το διατη ρούμε ως έχει, δεδομένης της ψυχολογικής του σημασίας.
22
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, βελτιώθηκαν τελικά, μας κάλεσε κοντά του και απολαύσαμε καταπληκτικά γεύματα. Πο λύ αργά για τον Ραούλ που κρεβατώθηκε εξασθενημένος και πά λεψε για κάποιες εβδομάδες. Του έβαζα πάγο στο μέτωπο, του διηγόμουν ιστορίες, προσπαθούσα να τον πείσω ότι θα γινόταν καλά, προσπαθούσα να πείσω και τον εαυτό μου, και έβλεπα κάτι απίστευτο να γίνεται πάνω του, το πρόσωπό του ξαναγι νόταν πρόσωπο μικρού παιδιού, τα μάτια του έλαμπαν και συγ χρόνως έσβηναν, ενώ οι γιατροί και ο πατέρας μου έμπαιναν α κροπατώντας στο σκοτεινό δωμάτιο. Τον οδηγήσαμε μόνοι, ο πατέρας μου και εγώ, στο κοιμητήριο του Uccle μια καλοκαιρι νή μέρα. Ανακάλυψα πόσο μόνοι ήμασταν σ’ αυτή την πόλη που φαινόταν τόσο χαρούμενη - και πόσο μόνος ήμουν εγώ. Ο πατέ ρας μου, μη πιστεύοντας παρά στην επιστήμη, δεν μου είχε δώ σει καμιά θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Από τα βιβλία γνώρι ζα τη λέξη ψυχή- μου έγινε μια αποκάλυψη. Δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτ’ άλλο περ’ απ’ αυτό το αδρανές σώμα που το με τέφεραν μέσα σε ένα φέρετρο. Οι στίχοι του Σουλλύ Πρυντόμ11 που τους αποστήθισα μου έδωσαν ένα είδος βεβαιότητας που δεν τολμούσα να εμπιστευθώ σε κανέναν:
Γαλάζια ή μαύρα, όλα αγαπημένα, όλα ωραία, Ανοιχτά σε κάποια απέραντη ανγή, Από την άλλη πλευρά των τάφων, Τα μάτια που κλείνουν βλέπουν ακόμη. Υπήρχε απέναντι από το σπίτι μας στην οδό Σαρλερουά ένα σπίτι με ένα περίτεχνο αέτωμα στη στέγη του, ένα σπίτι που μου φαινόταν υπέροχο καθώς χρυσαφένια σύννεφα ακουμπούσαν κάθε σούρουπο πάνω του. Το ονόμαζα «το σπίτι του Ραούλ» και συχνά αργοπορούσα χαζεύοντάς το να διαγράφεται στον ουρανό. Απεχθανόμουν την καθημερινή πείνα των φτωχών παιδιών. Μέ σα στα μάτια των παιδιών αυτών πίστευα ότι αναγνώριζα τις εκφράσεις του Ραούλ. Μου ήταν τόσο κοντινά πρόσωπα όσο κα νένα άλλο και όμως τα αισθανόμουν καταδικασμένα. Είναι αι σθήματα βαθιά που με έχουν σημαδέψει. Μετά σαράντα χρόνια
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
23
ξαναγύρισα στις Βρυξέλλες, και πήγα να ξαναδώ το αέτωμα ψηλά στον ουρανό' και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου μού τύχαινε να συναντώ υποσιτισμένα παιδιά στις πλατείες του Παρι σιού, του Βερολίνου και της Μόσχας, τα ίδια βασανισμένα πρό σωπα. Μου προξενούσε ωστόσο έκπληξη το ότι η θλίψη μπορούσε να περάσει και κατόπιν να εξακολουθεί κανείς να ζει. Το να επ ι βιώνεις είναι το πιο συνταρακτικό πράγμα απ’ όλα, το σκέφτο μαι ακόμη - για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Για ποιο λόγο να επιβιώνει κανείς αν δεν είναι να επιβιώνει για αυτούς οι οποίοι δεν έχουν επιβιώσει; Αυτή η συγκεχυμένη ιδέα δικαιολογεί την τύχη μου και την επιμονή μου αποδίδοντάς τους μια σημασία και βέβαια για πολλούς άλλους λόγους, σήμερα ακόμη, αισθάνο μαι προσκολλημένος σε πολλούς ανθρώπους για τους οποίους ε πιβιώνω και δικαιώνομαι απ’ αυτούς. Οι νεκροί είναι για μένα πολύ κοντά με τους ζωντανούς, δεν διακρίνω καλά τα σύνορα που τους χωρίζουν. Θα έπρεπε να σκεφτώ αυτά τα πράγματα αργότερα, πολύ αργότερα, μέσα στις φυλακές, στη διάρκεια των πολέμων, ζώντας περιτριγυρισμένος από σκιές εκτελεσμένων, χωρίς στο βάθος οι ακαθόριστες εσωτερικές βεβαιότητες του παιδιού, οι οποίες σχεδόν δεν μπορούν να εκφρασθούν με μια διαυγή γλώσσα, να αναθεωρηθούν αισθητά μέσα μου. Από την επόμενη χρονιά χρονολογείται η πρώτη μου φιλία. Φορώντας μια ρωσική μπλούζα με άσπρα και μοβ καρό, ανέβαι να ένα δρόμο στην περιοχή των Ιξελλών κουβαλώντας ένα κόκ κινο λάχανο. Ικανοποιημένος με την μπλούζα μου αισθανόμουν όμως και κάπως γελοίος κουβαλώντας αυτό το λάχανο. Ένα α γόρι, στην ηλικία μου, κοντόχοντρο με γυαλιά, με λοξοκοίταζε με ένα ειρωνικό βλέμμα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ακούμπησα το λάχανο δίπλα σε μια πόρτα και κατευθύνθηκα προς το αγόρι με λυμένο το ζωνάρι για καβγά, αποκαλώντας τον γυαλάκια και φωνάζοντας «θες να σου σπάσω τα μούτρα;». Αναμετρηθήκαμε σαν νεαρά κοκόρια που ήμασταν, επιτεθήκαμε ελαφρά ο ένας στον άλλο σπρώχνοντας με τον ώμο - φωνάξαμε ο ένας στον άλ λον: «για τόλμησε! για ξεκίνα!», χωρίς να παλεύουμε ωστόσο,
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
αλλά αρχίζοντας να κτίζουμε στην πραγματικότητα μια φιλία η οποία επρόκειτο μέσα από ενθουσιασμούς και τραγωδίες να δυ ναμώνει με κάθε αναμέτρηση. Και ήμασταν ακόμη, όταν πέθανε στα είκοσί του χρόνια στο ικρίωμα, και φίλοι και αντίπαλοι. Είναι αυτός που ήρθε μετά τη λογομαχία να με ρωτήσει: «Θες να παίξεις μαζί μου;» και έτσι ξεκίνησε μια φιλική εξάρτηση ε νάντια στην οποία, παρά την τρυφερότητα που αισθανόμασταν ο ένας για τον άλλον, επαναστατούσε συχνά. Ο Ραιμόν Καλμέν12 μεγάλωνε τον περισσότερο καιρό στους δρόμους, για να δραπε τεύσει από την αποπνικτική πίσω κάμαρα όπου έμπαινες περ νώντας μέσα από την παράγκα του τσαγκάρη, εκεί που ο πατέ ρας του από το πρωί ως το βράδυ επιδιόρθωνε τα παπούτσια της γειτονιάς. Ο πατέρας του ήταν ένας αγαθός καρτερικός μπεκρής, παλιός σοσιαλιστής και απογοητευμένος από τον σοσιαλισμό. Από τα δεκατρία μου χρόνια μεγάλωνα μόνος σε επιπλωμένα δωμάτια εξαιτίας των ταξιδιών και της ασυμφωνίας των γονιών μου και ο Ραιμόν ερχόταν συχνά να βρει καταφύγιο στον χώρο μου. Μαζί μάθαμε να αγαπάμε περισσότερο από τα μυθιστορή ματα του Φένιμορ Κούπερ τη μεγάλη Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης του Λουί Μπλανκ της οποίος οι εικονογραφήσεις μάς έδειχναν τους δρόμους ολόιδιους μ ’ αυτούς στους οποίους συ χνάζαμε, γεμάτους με Αβράκωτους οπλισμένους με λόγχες... Η ευτυχία μας ήταν να μοιραζόμαστε στα δύο μια σοκολάτα δια βάζοντας ξεσηκωτικές αφηγήσεις. Με συγκινούσαν κυρίως διότι πραγματώνονταν οι θρύλοι του παρελθόντος που εμπεριείχαν την προσδοκία των ανθρώπων τους οποίους είχα γνωρίσει στα πρώτα ξυπνήματα της σκέψης μου. Μαζί θα ανακαλύπταμε, αργότερα, τα εξουθενωτικό Παρίσι του Ζολά, και θέλοντας να ξαναζήσουμε την απελπισία και την οργή του Σαλβά,11όταν καταδιωκόταν στο Δάσος της Βουλώνης, περιπλανιόμασταν με τις ώρες κάτω απ’ τη βροχή του φθινοπώρου στο Δάσος της Καμπρ. Οι στέγες του δικαστικού μεγάρου στις Βρυξέλλες έγιναν ο τόπος της προτίμησής μας. Γλιστρούσαμε από τις σκιερές σκά λες αφήνοντας πίσω μας, με μια περιφρόνηση γεμάτη χαρά, τις αίθουσες των δικαστηρίων, τους σκονισμένους άδειους δαιδάλους
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
25
των ορόφων και φθάναμε στον καθαρό αέρα, στο φως, σε ένα χώρο φτιαγμένο από σίδερο, από τσίγκο και πέτρες, γεωμετρι κά πολύπλοκο, με επικίνδυνη κλίση, απ’ όπου μπορούσαμε να βλέπουμε όλη την πόλη και όλον τον ουρανό. Από κάτω, στην πλατεία με το μικροσκοπικό τετράγωνο καλντερίμι, κάποια λιλιπούτεια άμαξα μετέφερε έναν μικροσκοπικό δικηγόρο σίγουρο για τη σπουδαιότητά του ο οποίος κρατούσε ένα χαρτοφύλακα γεμάτο χαρτιά σχετικά με νόμους και εγκλήματα. Ξεσπούσαμε σε δυνατά χάχανα: «Α! τι μιζέρια, τ ι μιζέρια η ζωή που κάνει! Για φαντάσου! Θα περνάει από εδώ κάθε μέρα της ζωής του και ποτέ, μα ποτέ, δεν θα του έρθει η ιδέα να σκαρφαλώσει πάνω στις στέγες, να αναπνεύσει ελεύθερα. Ξέρει απέξω κι ανακατω τά όλους τους νόμους, καμαρώνει γ ι’ αυτή τη γνώση και βγάζει λεφτά απ’ αυτήν». Εκείνο όμως που μας συνάρπαζε περισσότε ρο, εκείνο που ήταν ένα αναμφισβήτητο μάθημα ήταν η ίδια η αρχιτεκτονική της πόλης. Το τεράστιο δικαστικό μέγαρο που το συγκρίναμε με τις κατασκευές των Ασσυρίων έχει οικοδομηθεί ακριβώς επάνω από τις φτωχογειτονιές του κέντρου στο οποίο κυριαρχεί με όλον αυτόν τον όγκο του από λαξευμένες πέτρες. Μια πόλη που αποτελείται από δύο τομείς, η επάνω πόλη στο ί διο επίπεδο με το μέγαρο, άνετη, ευάερη, με ωραία ξενοδοχεία στη λεωφόρο Λουίζ, και από κάτω η Μαρόλ, αυτή η ακαταστα σία των δύσοσμων σοκακιών, σημαιοστολισμένων με απλωμένες μπουγάδες και ένα βρόμικο παιδομάνι να παίζει, τις φωνές από τα καφενεία και τις πολυάνθρωπες οδούς Μπλες και Οτ. Από τον Μεσαίωνα ο ίδιος κόσμος κολλημένος εκεί, στάσιμος μέσα στην ίδια αδικία, στα ίδια κτίσματα, χωρίς πιθανότητα διαφυ γής. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, οι γυναικείες φυλακές, μια μοναστηριακή φυλακή του παλιού καιρού, παρεμβάλλεται, στην αρχή της κατωφέρειας, ανάμεσα στην κάτω πόλη και στο μέ γαρο. Τα τσόκαρα των κρατουμένων καθώς βάδιζαν ρυθμικά στο λιθόστρωτο των αυλών κροτάλιζαν ελαφρά- απ’ αυτό το ύψος βέβαια, ο θόρυβος του μαρτυρίου περιοριζόταν πραγματικά σε κάτι ελάχιστο. Ο πατέρας μου, φτωχός πανεπιστημιακός, ζούσε τη δύσκολη
26
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ζωή του μετανάστη. Το ήξερα από τις φιλονικίες του με τους τοκογλύφους. Η δεύτερη γυναίκα του, ταλαιπωρημένη από τις εγκυμοσύνες και την ανέχεια, περνούσε άσχημες κρίσεις υστε ρίας. Στο σπίτι -που σπανίως επισκεπτόμουν- τρώγαμε αρκετά καλά - από την 1η ως τις 10 κάθε μήνα, λιγότερο από τις 10 ως τις 20 και σχεδόν καθόλου από τις 20 ως τις 30. Παλιές ανα μνήσεις είχαν μείνει μέσα μου σαν καρφιά μέσα στη σάρκα. Φερ’ ειπείν, όταν μέναμε κάπου στις καινούργιες συνοικίες πίσω από το πάρκο του Σενκαντεναίρ, ένα πρωινό ο πατέρας μου προχω ρώντας στον δρόμο με ένα μικρό φτηνό κίτρινο τσουκάλι κάτω από το μπράτσο, και το πρόσωπο σκληρό μού είπε: «Πήγαινε και προσπάθησε να πάρεις ψωμί με πίστωση...» Επιστρέφοντας κλείστηκε ολομόναχος με τους ανατομικούς και γεωλογι κούς του άτλαντες. Δεν είχα πάει στο δημοτικό γιατί ο πατέρας μου περιφρονούσε «αυτή τη βλακώδη αστική διδασκαλία για τους φτωχούς» και δεν μπορούσε να πληρώσει το κολέγιο. Με διάβαζε ο ίδιος, λίγο και άσχημα. Το πάθος όμως για γνώση και η ακτινοβολία μιας ευφυΐας η οποία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την απραξία, δεν οπισθοχωρούσε ποτέ μπροστά σε μια ανα ζήτηση ή σε ένα πόρισμα, αναδύονταν από μέσα του σε τέτοιο βαθμό που με μαγνήτιζαν και έτρεχα στα μουσεία, στις βιβλιο θήκες, στις εκκλησίες, γέμιζα τετράδια με σημειώσεις σκαλίζο ντας τις εγκυκλοπαίδειες. Έμαθα να γράφω χωρίς να ξέρω γραμ ματική· έπρεπε στη συνέχεια να μάθω τη γαλλική γραμματική διδάσκοντάς τη σε Ρώσους μαθητές. Η γνώση, για μένα, δεν διαχωριζόταν από τη ζωή, ήταν η ίδια η ζωή. Οι μυστηριώδεις σχέσεις της ζωής και του θανάτου φωτίζονταν από την καθόλου μυστηριώδη γήινη διαβίωση. Οι λέξεις ψωμί, πείνα, χρήμα, έλ λειψη χρήματος, εργασία, πίστωση, ενοίκιο, ιδιοκτήτης, είχαν στο μυαλό μου μια πολύ συγκεκριμένη σημασία η οποία όφειλε, σκεπτόμουν, να με προδιαθέσει απέναντι στον ιστορικό υλισμό... Ο πατέρας μου ήθελε παρ’ όλα αυτά να μου προσφέρει ανώτε ρες σπουδές παρά την περιφρόνηση που έδειχνε για τα διπλώ ματα. Μου μιλούσε συχνά προσπαθώντας να με προσανατολίσει. Η μπροσούρα του Πιοτρ Κροπότκιν14 εκείνη την εποχή έκανε να
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ Δ1ΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
27
ηχήσει μέσα μου μια γλώσσα ανήκουστης διαύγειας. Δεν την ξανάκουσα έκτοτε, κι από τότε έχουν περάσει τουλάχιστον τριανταπέντε χρόνια και στη σκέψη μου παραμένει ζωντανή η ίδια αίσθηση. «Τ ι θέλετε να γίνετε;», ρωτά ο αναρχικός τα νέα παι διά που σπουδάζουν. «Μήπως δικηγόροι για να επικαλείσθε τον νόμο των πλουσίων που είναι εξ ορισμού ο μοναδικός; Γιατροί, για να θεραπεύετε τους πλούσιους και να συμβουλεύετε τους φτωχούς να διατρέφονται καλά, να ζουν σε καθαρή ατμόσφαιρα, και τους φυματικούς να ξεκουράζονται στις φτωχογειτονιές τους; Αρχιτέκτονες, για να εγκαθίστανται σε ωραία σπίτια οι ιδιο κτήτες; Κοιτάξτε λοιπόν γύρω σας και θέσετε το ερώτημα στη συνείδησή σας. Δεν καταλαβαίνετε ότι το χρέος σας είναι τε λείως διαφορετικό, ότι πρέπει να σταθείτε στο πλευρό των κα ταπιεσμένων και να εργασθείτε για την καταστροφή ενός απα ράδεκτου καθεστώτος;» Εάν ήμουν γιος ενός αστού πανεπιστη μιακού, αυτοί οι συλλογισμοί θα μου είχαν φανεί κάπως βάναυ σοι και πολύ αυστηροί για ένα καθεστώς το οποίο παρ’ όλα αυ τά... Η θεωρία της προόδου που πραγματώνεται αβίαστα από αιώνα σε αιώνα με είχε πιθανόν γοητεύσει... Έβρισκα τόσο ξε κάθαρους αυτούς τους συλλογισμούς ώστε όσοι δεν τους έκαναν μου φαίνονταν ένοχοι. Ανακοίνωσα στον πατέρα μου την απόφα ση μου να μη σπουδάσω. Έπεσα στην κατάλληλη στιγμή- ήταν οι δύσκολες μέρες προς το τέλος του μήνα. «Τ ι θέλεις λοιπόν να κάνεις; -Να εργαστώ. Θα μαθαίνω χωρίς να κάνω σπουδές». Στην πραγματικότητα δεν τολμούσα, φοβούμενος την ένταση και τη μεγάλη ιδεολογική αναμέτρηση, να του απαντήσω: «Θ έ λω να αγωνιστώ, όπως αγωνίστηκες και εσύ, όπως πρέπει να αγωνίζεται κανείς όλη του τη ζωή. Είσαι ηττημένος το βλέπω. Θα προσπαθήσω να έχω περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύ χη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνει κανείς». Αυτά περίπου σκεπτόμουν. Ήμουν κάτι παραπάνω από δεκαπέντε χρονών. Έγινα μαθητευόμενος φωτογράφος (μετά παιδί του γραφείου, σχεδιαστής, για λίγο τεχνικός κεντρικής θέρμανσης...). Το ωράριο εργασίας διαρκούσε δέκα ώρες. Συνυπολογίζοντας τη μισή ώρα της δια
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κοπής για φαγητό και τη μια ώρα του πηγαινέλα μάς κάνει τε λικά ένα ωράριο δωδεκάμισι ωρών. Και η εργασία των νέων α μειβόταν γελοία, όταν αμειβόταν. Αρκετοί από τα αφεντικά πρότειναν δύο χρόνια μαθητείας χωρίς μισθό για να μας μάθουν ένα επάγγελμα. Ο καλύτερός μου μισθός όταν ξεκίνησα ήταν σαράντα φράγκα, δηλαδή οκτώ δολάρια τον μήνα, στο γραφείο ενός ηλικιωμένου επιχειρηματία που ήταν ιδιοκτήτης ορυχείων στη Νορβηγία και στην Αλγερία... Αν δεν υπήρχε η φιλία σ’ αυ τές τις στιγμές της εφηβείας, τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει; Ήμασταν ορισμένοι έφηβοι δεμένοι μεταξύ μας περισσότερο και από αδέλφια. Ο Ραιμόν Καλμέν, ο μικρός χειροδύναμος μύω πας με το καυστικό πνεύμα, που έβρισκε κάθε βράδυ τον αλκο ολικό πατέρα του λιώμα στο μεθύσι. Η αδελφή του, μια όμορ φη, νεαρή που αγαπούσε το διάβασμα, ζούσε κοιτώντας δειλά α πό ένα παράθυρο φορτωμένο με γεράνια. Ο Jean De Boe,1' ορ φανός, τυπικός εποχιακός εργάτης, ζούσε στη γειτονιά του Αντερλέχτ, έχοντας περάσει από τα μολυσμένα νερά του Σεν, μαζί με μια γιαγιά η οποία έπλενε ασταμάτητα εδώ και μισό αιώνα. Ο τρίτος από τους τέσσερις μας, ο Luce,16 ένα μεγαλό σωμο αγόρι χλωμό και δειλό έχοντας βρει μια «καλή θέση» στα μαγαζιά της Innovation ήταν εξουδετερωμένος. Πειθαρχία, αι σχροκέρδεια και βλακεία, βλακεία, βλακεία, βλακεία. Του φαι νόταν ότι όλος ο κόσμος γύρω του σ’ αυτό το τεράστιο, θαυμα στά οργανωμένο, παζάρι, ήταν ηλίθιος, και ίσως να είχε και δί κιο από μια ορισμένη οπτική γωνία. Μόλις θα συμπλήρωνε δε καετία θα μπορούσε να γίνει πρώτος πωλητής και να τελειώσει τη ζωή του ως διευθυντής τομέα έχοντας διαπράξει εκατό χι λιάδες μικροαπατεωνιές όπως στην ιστορία με τη μικρή ομορφουλα πωλήτρια που την έδιωξαν για κακή συμπεριφορά διόίτι δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι με έναν επιθεωρητή. Τελικά ή μασταν εγκλωβισμένοι μέσα σε μια επικίνδυνη αιχμαλωσία. Οι Κυριακές ήταν μια ευεργετική απόδραση αλλά έρχονταν μία μό νο φορά την εβδομάδα και μάλιστα χωρίς χρήματα. Περπατού σαμε καμιά φορά στους γεμάτους κίνηση δρόμους του κέντρου, χαρούμενοι, σαρκαστικοί, με το μυαλό μας γεμάτο ιδέες και με
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
29
τις επιθυμίες μας να έχουν μεταμορφωθεί σε περιφρόνηση. Και υπήρχε πολύ περιφρόνηση. Ήμασταν νεαρά αδύνατα λυκόπουλα γεμάτα έπαρση και στοχασμό. Φοβόμασταν λίγο μήπως γίνουμε αριβίστες όπως θεωρούσαμε ότι είχαν καταντήσει οι περισσότε ροι από τους μεγαλύτερούς μας που κάνανε τον επαναστάτη και τώρα... «Τ ι θα έχουμε γίνει άραγε σε είκοσι χρόνια από τώρα;», αναρωτηθήκαμε ένα βράδυ. Τριάντα χρόνια έχουν περάσει. Ο Ραιμόν καρατομήθηκε στην γκιλοτίνα: («»»αρχικός αλήτης» (ε φημερίδες). Είναι αυτός που βάδισε μέχρι την απαίσια κατα σκευή του καλού κυρίου Γκιγιοτέν απευθύνοντας στους δημοσιο γράφους τον τελευταίο του σαρκασμό: «Είναι ωραίο ε! να βλέ πεις να πεθαίνει ένας άνθρωπος!» Ξαναείδα τον Jean στις Βρυ ξέλλες, εργάτη, συνδικαλιστή, πιστό αναρχικό μετά από δέκα χρόνια κάτεργο. Ο Luce πέθανε, από φυματίωση βέβαια. Όσο για μένα για περισσότερο από δέκα χρόνια βρέθηκα κάτω από διαφορετικές αιχμαλωσίες, στρατευμένος σε επτά χώρες και έχοντας γράψει επτά βιβλία. Δεν έχω τίποτε στην κατοχή μου. [Πολλές φορές έχει λασπολογήσει εις βάρος μου μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας17 διότι λέω την αλήθεια.]* Πίσω μας: μια νικηφόρα επανάσταση που εξελίχθηκε άσχημα, πολλές χαμένες επαναστάσεις, και ένας μεγάλος αριθμός από σφαγές σε σημείο να σου έρχεται ίλιγγος. Και δεν έχει ακόμη τελειώ σει... Ας κλείσουμε αυτή την παρένθεση. Αυτοί ήταν οι μόνοι δρόμοι που μας δόθηκαν. Έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και στο μέλλον απ’ όση είχα τότε. Ήμασταν σοσιαλιστές: Νέοι Φρουροί. Μας είχαν σώσει οι ι δέες μας. Δεν υπήρχε λόγος να αποδείξουμε κάτι, ούτε χρειάζο νταν υποστηρικτικά κείμενα για να υπάρξουν κοινωνικοί αγώνες. Ο σοσιαλισμός έδινε ένα νόημα στη ζωή: τον αγώνα. Οι διαδη λώσεις ήταν μεθυστικές, κάτω από τις βαριές κόκκινες σημαίες, που είναι τόσο δύσκολο να τις κρατήσεις όταν έχεις κακοκοιμη
* Φράση που έχει απαλειφθεί από τον Σερζ παρόλο που τα πράγματα εί χαν συμβεί όπως ακριβώς τα περιέγραφε...
30
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
θεί και δεν τρέφεσαι καλά. Κ ι ύστερα να βλέπεις να ανεβαίνει στο μπαλκόνι του Σπιτιού του Λαού με μια αναίδεια ελαφρά σα τανική, κυρτό μέτωπο και σουφρωμένα χείλη ο Καμίλ Υσμάν.18 Υπήρχαν οι φιλοπόλεμοι τίτλοι του L a giwrre sociale.'9 Ο Γκυστάβ Ερβέ αρχηγός της επαναστατικής τάσης του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, οργάνωσε ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στους αναγνώστες του: «Πρέπει μήπως να τον σκοτώσουμε;» (Ήμασταν στην περίοδο της υπουργίας του Κλεμανσώ και το εργατικό αίμα είχε αρχίσει να ρέει άφθονο.) Γάλλοι λιποτάκτες μάς έφερναν την επομένη τα νέα των μεγάλων δικών των αντι μιλιταριστών, την πνοή του επιθετικού συνδικαλισμού των Πα τώ, Πουζέ, Μπρουτσού, Υβετό, Γκριφουέλ, Λαγκαρντέλ.*1(Απ’ αυτούς οι περισσότεροι είναι νεκροί' Ο Λαγκαρντέλ έγινε σύμ βουλος του Μουσολίνι και του Πεταίν... Διασωθέντες από τη Ρωσία μάς αφηγούνταν την ανταρσία του Σβέμποργκ, την ανατίναξη της φυλακής στην Οδησσό, τις εκτελέσεις, τη γενική α περγία του Οκτωβρίου του 1905, τις ημέρες της ελευθερίας. Έκανα την πρώτη μου διάλεξη πάνω σ’ αυτά τα θέματα στους σοσιαλιστές Νέους Φρουρούς των Ιξελλών. Οι νεαροί της ηλικίας μας μιλούσαν για αυτοκίνητα και για γυναίκες χρησιμοποιώντας απαίσιες εκφράσεις. Ήμασταν αγνοί θέλοντας να είμαστε καλύτεροι από εμάς τους ίδιους αλλά και α πό το ανθρώπινο είδος. Χωρίς θεωρίες, η εφηβεία όρθωνε μια νέα οπτική του προβλήματος... Σ ’ ένα σκοτεινό δρομάκι, στο βάθος ενός υγρού διαδρόμου όπου κρέμονταν πολύχρωμες μπουγάδες, ζούσε μια οικογένεια που γνωρίζαμε. Η μητέρα, πελώρια και καχύποπτη διατηρούσε ίχνη ομορφιάς, η κόρη ψηλή, ξεδιά ντροπη, με άσχημα δόντια, και η μικρότερη εντυπωσιακή, μια πραγματική Ισπανίδα καλλονή, χαριτωμένη, με όμορφα μάτια και χείλια. Προσπερνώντας, μόλις κατάφερνε να ξεφύγει από το αυστηρό βλέμμα της μητέρας της, μας καλημέριζε χαμογελώ ντας. Φως φανάρι, έλεγε ο Ραιμόν, της μαθαίνουμε να χορεύει και την προσέχουμε μέχρι να τη βρει κάποιος πλούσιος παλιόγε ρος... Κουβεντιάζαμε αυτά τα προβλήματα. Έπρεπε να διαβά σουμε το βιβλίο του Μπέμπελ,21 Η Γυναίκα και ο σοσιαλισμός.
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΛΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
31
Σιγά σιγά άρχισε η διαμάχη μας όχι με τον σοσιαλισμό αλλά με όλα αυτά τα συμφέροντα τα καθόλου σοσιαλιστικά που υ πήρχαν γύρω από το εργατικό κίνημα. Εισβάλλουν στον χώρο του, τον διαπερνούν, τον κατακτούν και τον βρομίζουν. Σταμα τήσαμε το πήγαινέλα στις τοπικές παρατάξεις με τέτοιον τρό πο ώστε να ικανοποιήσουμε αυτά τα αφεντικά που στα καφενεδάκια τους καλοδέχονταν τα εργατικά σωματεία. Και βέβαια δεν υπάρχει τρόπος να τους ευχαριστήσεις όλους! Η εκλογική πολι τική μάς εξόργιζε περισσότερο απ’ όλα. Ήμασταν συγχρόνως, μου φαίνεται, πολύ δίκαιοι και πολύ άδικοι μέσα από την άγνοια της ζωής η οποία είναι πάντα γεμάτη περιπλοκές και συμβιβα σμούς. Η έκπτωση του 2% που κατέβαλλαν οι συνεταιρισμοί στα μέλη τους μας έκανε να γελάμε με πικρία διότι μας ήταν α δύνατο να εκτιμήσουμε αυτό που εκπροσωπούσε ως κατάκτηση. Ας πούμε ότι επρόκειτο για νεανική αυθάδεια. Ή μάλλον ήμα σταν άπληστοι για το απόλυτο. Η κομπίνα υπάρχει πάντα και παντού διότι δεν ξεφεύγει κανείς από την κοινωνία, και ζούμε στην εποχή του χρήματος. Την ξαναβρήκα να ανθίζει, κάποιες φορές να σώζει στην ηλικία που ανταλλάσσεις πράγματα, στις επαναστάσεις. Είχαμε επιθυμήσει ένα σοσιαλισμό φλογερό και αγνό. Και είχαμε αρκεστεί σ’ έναν εριστικό σοσιαλισμό. Και ή ταν η σπουδαία εποχή των μεταρρυθμίσεων. Σ ε ένα ασυνήθιστο συνέδριο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος,22 ο Βαντερβέλντε,23 ακόμη νέος, αδύνατος, μελαμψός, γεμάτος ορμή, εκθείαζε την προσάρτηση του Κονγκό. Σηκωθήκαμε διαμαρτυρόμενοι και εγκαταλείψαμε την αίθουσα χειρονομώντας με ύφος γεμάτο μομ φή. Πού να πας, τ ι να κάνεις μ ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη για το απόλυτο, αυτή την επιθυμία να μπεις στη μάχη, αυτόν τον κρυφό πόθο να ξεφύγεις παρ’ όλα τα εμπόδια της πόλης και της ζωής, χωρίς πιθανότητα διαφυγής; Μας χρειάζεται ένας κανόνας. Να εκπληρώνεις κάτι και να προσφέρεις: να είσαι. Καταλαβαίνω κάτω από το φως αυτής της ενδοσκόπησης την εύκολη επιτυχία των τσαρλατάνων που προσφέρουν στους νέους τούς ευτελείς κανόνες τους: «Βαδίστε στη σειρά ανά τετράδες και πιστέψτε σε Μένα». Ελλείψει κα
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
λύτερου... Η ανεπάρκεια των άλλων είναι αυτό που δημιουργεί τη δύναμη των δικτατόρων. Ελλείψει μιας ακηλίδωτης σημαίας ακολουθούμε ρυπαρές σημαίες. Ελλείψει πολύτιμου μετάλλου ζούμε με ευτελή υποκατάστατα. Οι διευθυντές των συνεταιρι σμών μάς συμπεριφέρονταν βάρβαρα. Κάποιος μάς συμπεριφέρ θηκε, μέσα στον θυμό του, σαν να ήμασταν «αλήτες» επειδή μοιράζαμε προκηρύξεις στο κατώφλι του κτιρίου του. Θυμάμαι ακόμη τα γέλια που κάναμε (πικρά γέλια). Ωραίος σοσιαλιστής και τούτος, για τον οποίο η λέξη «αλήτης» σήμαινε κάτι προ σβλητικό! Θα ’πρεπε να κυνηγήσει τον Μαξίμ ΓκόρκιΡ' Δεν ξέ ρω πραγματικά για ποιο λόγο ένας κάποιος Μ.Β., δημοτικός σύμβουλος, μου είχε φανεί ότι είναι «κάποιος». Φρόντισα να τον γνωρίσω. Επρόκειτο για έναν μεγαλόσωμο κύριο που είχε βρει έναν προνομιούχο χώρο όπου έκτιζε ένα χαριτωμένο σπίτι, του ο ποίου τα αρχιτεκτονικά σχέδια μου έδειξε με πολλή χαρά. Προ σπάθησα, μάταια, να τον οδηγήσω στο πεδίο των ιδεών: παντε λώς αδύνατον. Και εδώ που τα λέμε, από εκεί έπρεπε να περάσει στο πεδίο της δράσης. Αυτό μας έκανε πολλά πεδία και ο συγκεκριμένος κύριος είχε ήδη το δικό του δεόντως καταχωρημένο στα κιτάπια της ιδιοκτησίας. Και πλούτιζε χωρίς βιασύνη. Κι όμως μπορεί και να ήμουν άδικος στην κριτική μου. Αν είχε συμβάλει στην εξυγίανση μιας εργατικής συνοικίας, το πέρασμά του από τη ζωή δεν θα ήταν ολωσδιόλου μάταιο. Αυτό όμως δεν μπορούσε ο ίδιος να μου το εξηγήσει, και εγώ δεν θα μπορούσα ακόμη να το καταλάβω. Ο σοσιαλισμός ήταν μεταρρυθμιστικός, κοινοβουλευτικός, ά καμπτα δογματικός. Η αδιαλλαξία του ενσαρκωνόταν στον Ζυλ Γκεντ ο οποίος σε έκανε να σκέφτεσαι μια μελλοντική πόλη ό που όλες οι κατοικίες θα έμοιαζαν μεταξύ τους, μέσα σε ένα πα ντοδύναμο κράτος, άτεγκτο απέναντι στους αιρετικούς. Αυτό που μετριαζε κάπως αυτόν τον αφυδατωμένο δογματισμό ήταν το ότι δεν τον πιστεύαμε. Χρειαζόμασταν ένα απόλυτο, αλλά έ να απόλυτο ελευθερίας (χωρίς περιττή μεταφυσική)- έναν κανό να ζωής ανιδιοτελή, εύρωστο. Έναν κανόνα δράσης όχι για να βολευτούμε σ αυτόν τον αποπνικτικό κόσμο, πράγμα που συμ
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
33
βαίνει δυστυχώς πάντα, αλλά για να προσπαθήσουμε, έστω και ανέλπιδα, να ξεφύγουμε μιας και δεν μπορούμε να τον καταργή σουμε. Ο ταξικός αγώνας θα μας είχε συνεπάρει, εάν τον είχα με καταλάβει, εάν επρόκειτο για έναν αληθινό αγώνα. Στην πραγματικότητα η επανάσταση δεν φαινόταν πιθανή σε κανένα μέσα σ’ αυτή την πληθωρική ακινησία που υπήρχε πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί που κάτι προσπαθούσαν να πουν, μιλούσαν τόσο μίζερα ώστε όλα καταντούσαν ένα πάρεδώσε με μπροσούρες. Ο Μ. Μπερζερέ ανέπτυσσε το θέμα του με ακαμψία. Τον κανόνα μάς τον προσέφερε ο αναρχικός. Αυτός τον οποίον έχω στο μυαλό μου έχει πεθάνει εδώ και κάμποσα χρόνια. Η σκιά του είναι εδώ πιο μεγάλη και από τον ίδιον. Λιγότερο ση μαντικός μπροστά του ο Εμίλ Σαπελιέ που είχε πρόσφατα απο φυλακιστεί, ίδρυσε μια κομμουνιστική παροικία25 -για να το πω σωστότερα μια κοινοτική παροικία- μέσα στο δάσος του Σουάνιε, στο Στόκελ. Στο Αιγκλεμόντ, στις Αρδέννες, ο Fortune Henry, αδελφός του καρατομημένου fimile Henry, διήυθυνε μιαν άλλη Αρκαδία... Να ζεις ελεύθερα και να εργάζεσαι μέσα στην κοινότηταΙ Φθάσαμε μέσα από ηλιόλουστα μονοπάτια μπροστά σε ένα φράχτη και μετά σε μια πορτούλα... Το ζουζούνισμα από τις μέλισσες; ένας χρυσαφένιος οργασμός, τα δεκαοχτώ μας χρόνια, το κατώ φλι της αναρχίας! Ένα τραπέζι βρισκόταν εκεί έξω γεμάτο προ παγανδιστικά φυλλάδια και μπροσούρες. Το εγχειρίδιο τον στρατιώτη της CGT, Η ανηθικότητα τον γάμον, Η καινούργια κοινωνία, Σννειδητή τεκνογονία, Το έγκλημα της νπακοής, Ομιλία τον πολίτη Αριστείδη Μπριάν για τ ψ γενική απεργία. Αυτές οι φωνές ζούσαν... Ένα πιατάκι με κάτι ψιλά μέσα, ένα χαρτί δίπλα που έγραφε: «Πάρτε αυτό που θέλετε και πληρώ στε αυτό που μπορείτε». Συναρπαστικό εύρημα! Ολόκληρη η πόλη μετρούσε τα ψιλά της, μας πρόσφεραν σε εξαιρετικές πε ριπτώσεις κουμπαράδες, η πίστωση έχει πεθάνει, φυλαχθείτε, κλείστε καλά την πόρτα, αυτό που μου ανήκει, μου ανήκει, έ τσι; Ο Κ. Th. το αφεντικό μου, ιδιοκτήτης ορυχείων μάς έδινε ο
34
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ίδιος γραμματόσημα, δεν υπήρχε περίπτωση να του αποσπάσεις έστω και δέκα σεντίμ, αυτού του εκατομμυριούχου! Όλα αυτά α φημένα έξω, κάτω από τον ουρανό, μας μάγεψαν. Ακολουθήσα με το δρομάκι και φθάσαμε μπροστά σε ένα λευκό μικρό σπίτι κάτω από τα φυλλώματα. «Να κάνεις ό,τι θέλεις», έγραφε πά νω από την πόρτα που ήταν ορθάνοιχτη σε όποιον ερχόταν. Στην αυλή του κτήματος ένας μεγαλόσωμος μαύρος διάβολος με κουρ σάρικο πρόσωπο έβγαζε λόγο μπροστά σε ένα προσεκτικό ακρο ατήριο. Με μεγάλη άνεση, πράγματι, με ύφος χλευαστικό και α πίστευτα ετοιμόλογος. Θέμα: Ελευθερία στον έρωτα. Μπορεί ό μως ο έρωτας να μην είναι ελεύθερος; Διάφοροι τύποι, κηπουροί, ένας τσαγκάρης, ένας ζωγράφος, εργάζονταν εδώ με συναδελφικότητα με τους συντρόφους τους... Θα ήταν κάτι ειδυλλιακό εάν... Είχαν ξεκινήσει από το τίποτα, μεταξύ αδελφών, έσφιγγαν ακόμη τη ζώνη. Αυτές οι παροικίες παρήκμαζαν συνήθως πολύ σύντομα ελλείψει πόρων. Παρά το γεγονός ότι η ζήλια είχε τυπικά απαγορευθεί στην περίπτωση των γυναικών, που με γενναιόδωρες προσπάθειες το είχαν απο δεχθεί, παρέμενε πάντα ένα μαρτύριο. Η αναρχική παροικία του Στόκελ μετακόμισε στο Μπουαφόρ και φυτοζωώντας διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια. Εδώ μάθαμε να συντάσσουμε, να συν θέτουμε, να κάνουμε τις διορθώσεις και να τυπώνουμε εμείς οι ίδιοι τον Κομμουνιστή * μας που είχε τέσσερις μικρές σελίδες. Διάφοροι τυχοδιώκτες, ένας νεαρός γυψαδόρος από τη γαλλό φωνη Ελβετία, ιδιαίτερα ευφυής, ένας Ρώσος αξιωματικός, ένας αναρχικός οπαδός του Τολστόι με ευγενικό χλωμό πρόσωπο που είχε γλιτώσει από μια ηττημένη εξέγερση και που επρόκειτο τον επόμενο χρόνο να πεθάνει από την πείνα στο δάσος του Φοντενεμπλώ -ο Λέων Γκερασίμοφ27- , μετά ένας επικίνδυνος χη μικός που είχε έρθει από την Οδησσό διαμέσου Μπουένος Αύ ρες, μας βοήθησαν να αναζητήσουμε τη λύση στα μεγάλα προ βλήματα. Ο τύπος του ατομιστή: «Φ ίλε μου, δεν είσαι παρά ε σύ στον κόσμο, προσπάθησε να μη γίνεις ούτε παλιοτόμαρο ού τε τεμπελόσκυλο»... Ο οπαδός του Τολστόι: «Ας γίνουμε και νούργιοι άνθρωποι, η σωτηρία είναι μέσα μας». Ο γυψαδόρος α
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ «906-1912)
35
πό την Ελβετία, μαθητής του Λουίτζι Μπερτόνι28: «Σύμφωνοι, αλλά χωρίς να ξεχνάμε και τα παπούτσια με καρφιά όταν είμα στε στο για π ί...» Ο χημικός, αφού άκουγε με προσοχή για αρ κετή ώρα, έλεγε με την ρωσόισπανική του προφορά: «Όλα αυ τά είναι παραμύθια, σύντροφοι- στον κοινωνικό πόλεμο χρειάζο νται καλά εργαστήρια». Ο Σοκόλοφ ήταν ένας άνθρωπος με ή ρεμη θέληση, διαμορφωμένος μέσα από απάνθρωπους αγώνες στη Ρωσία, χωρίς τους οποίους δεν μπορούσε πια να ζήσει. Ε ί χε φύγει από την καταιγίδα, αλλά η καταιγίδα ήταν μέσα του. Είχε αγωνιστεί, είχε σκοτώσει, και πέθανε στη φυλακή. Η ιδέα των καλών εργαστηρίων ήταν ρωσική. Από τη Ρω σία ξεχύθηκαν στον κόσμο άνδρες και γυναίκες σφυρηλατημένοι από τους ανελέητους αγώνες, που δεν είχαν παρά ένα σκοπό στη ζωή τους, που ζούσαν με τον κίνδυνο και ένιωθαν αηδία και α γανάκτηση για τις ανέσεις, την ειρήνη, και την αγαθότητα της Δύσης... Η Τατιάνα Λεόντιεβνα® σκότωσε στην Ελβετία κά ποιον που τον πέρασε για υπουργό του Τσάρου* ο Ριπς® είχε ε πιτεθεί στην προεδρική φρουρά από τη στέγη της αμαξοστοιχίας στην πλατεία Δημοκρατίας· ένας επαναστάτης, έμπιστος της α στυνομίας εκτέλεσε σε ένα δωμάτιο ενός ξενοδοχείου της Μπελβίλ τον αρχηγό της μυστικής υπηρεσίας Οχράνα της Πετρούπο λης. Σ ε μια κακόφημη γειτονιά του Λονδίνου31 με το όνομα Houndsditch, ο λάκκος των σκύλων - τ ι ταιριαστό όνομα για ά θλια δράματα- Ρώσοι αναρχικοί δούλευαν για μια οργάνωση μέ σα στην αποθήκη ενός κοσμηματοπωλείου και οι φωτογράφοι ε τοίμαζαν τις πλάκες για εκτύπωση του Ουίνστον Τσώρτσιλ, νε αρού υπουργού, που διηύθυνε την οργάνωση. Στο Παρίσι, στο Δάσος της Βουλώνης, γίνεται κομμάτια ο Σβόμποντα,32 δοκιμά ζοντας τις βόμβες του. Ο «Αλεξάντρ Σοκόλοφ»,33 στην πραγμα τικότητα Βλαντίμιρ Χαρτενστάιν, ανήκε στην ίδια ομάδα με τον Σβόμποντα. Σ τ η μικρή του κάμαρη, πάνω από μια μπουτίκ στην οδό Μουσείου, στις Βρυξέλλες, είχε εγκαταστήσει ένα ά ψογο εργαστήριο, δύο βήματα από τη Βασιλική Βιβλιοθήκη, ό που και περνούσε ένα μεγάλο μέρος της μέρας του γράφοντας στους φίλους του στη Ρωσία και στην Αργεντινή, στα ισπανικά
36
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες. Ήταν μια ευτυχισμένη ειρηνι κή εποχή, αλλά παράξενα ηλεκτρισμένη, την παραμονή της θύελλας του 1914... Ο πρωθυπουργός Κλεμανσώ είχε τότε αφή σει να κυλήσει το αίμα των εργατών στο Ντραβέιλ, όπου οι χω ροφύλακες είχαν χωθεί σε μια συγκέντρωση απεργών, είχαν τρα βήξει τα πιστόλια τους και είχαν σκοτώσει αρκετούς αθώους κα θώς και κατόπιν, κατά τη διαδήλωση που έγινε τη μέρα της κη δείας των θυμάτων, στο Βινιέ, όπου οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ... (Αυτή η διαδήλωση είχε οργανωθεί από τον γραμματέα της Ομοσπονδίας για την Τροφοδότηση, τον Μ ετιβιέ,'1στρατευμένο στην άκρα αριστερά και προβοκάτορα, ο οποίος την προηγουμένη είχε πάρει προσωπικά οδηγίες από τον υπουργό των Εσωτερικών Ζωρζ Κλεμανσώ.) Θυμάμαι πόσο εξοργιστήκαμε όταν μάθαμε για τους πυροβολισμούς. Το ίδιο βράδυ καμιά εκα τοστή νεαροί, ξεδιπλώσαμε μια κόκκινη σημαία στην περιοχή των κυβερνητικών κτιρίων, έτοιμοι να συγκρουστούμε με την α στυνομία. Αισθανόμαστε ότι ήμασταν δίπλα σε όλα τα θύματα, σε όλους τους εξεγερμένους του κόσμου, θα πολεμούσαμε με χα ρά για τους βασανισμένους των φυλακών του Μοντζουίς και του Αλκαλά ντες Βάλιε,35 των οποίων τα βάσανα σκεπτόμαστε κά θε μέρα. Αισθανόμασταν να γιγαντώνεται μέσα μας μια υπέρο χη και αδιαμφισβήτητη συλλογική ευαισθησία. Ο Σοκόλοφ μάς κορόιδευε για τη διαδήλωσή μας, για αυτό που θεωρούσε παι χνίδι για παιδιά. Αυτός προετοίμαζε, σιωπηλά, την πραγματική απάντηση στους στρατιώτες που πυροβόλησαν τους εργάτες. Μετά από κάποια θλιβερά επεισόδια το εργαστήριο ανακαλύ φθηκε και αυτός έζησε καταδιωκόμενος χωρίς καμιά διέξοδο. Το πρόσωπό του με τα έντονα μάτια, αναγνωρίσιμο από όλους κα θώς το επάνω μέρος της μύτης είχε συνθλίβει σαν να είχε κτυϊτηθεί με σιδερένιο λοστό, του έκανε δύσκολη τη φυγή. Κ λεί στηκε σε ένα δωμάτιο μιας πανσιόν στη Γάνδη, όπλισε τα π ι στόλια του και περίμενε. Οταν ήρθε η αστυνομία, τράβηξε το πιστόλι του όπως είχε κάνει και με τους πράκτορες του Τσάρου. Οι ειρηνιστές πολιτοφύλακες της Γάνδης πλήρωναν για τους κοζάκους, τους συνεργούς των πογκρόμ - και ο Σοκόλοφ έδινε τη
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΓΝΑΤΟΤΙΙΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
37
ζωή του, «εδώ ή εκεί, λίγη σημασία έχει, αρκεί να βοηθήσει για τη μεγάλη μέρα που θα ξεσηκώσουμε τους καταπιεσμένους!». Αφού δεν υπήρχε ούτε ένας μέσα σ’ αυτό το ακμάζον Βέλγιο, ό που η εργατική τάξη εξελισσόταν σε εξουσία με τους συνεταιρι σμούς της, τα πλούσια συνδικάτα της, με τους γεμάτους ευφρά δεια εκπροσώπους της, ο οποίος να μπορεί να καταλάβει τον λό γο και τις πράξεις των εξοργισμένων ιδεαλιστών που είχαν δια μορφωθεί μέσα από τον ρωσικό δεσποτισμό, πώς θα μπορούσε να κατανοηθεί ένας Σοκόλοφ; Η δική μιας ομάδα κάτι υποψιαζό ταν, αλλά όχι πάντως τόσο όσο θα ’πρεπε. Αποφασίσαμε να αναλάβουμε την υπεράσπισή του μπροστά στους ενόρκους και ε γώ παρουσιάστηκα στη δίκη της Γάνδης ως μάρτυρας υπερά σπισης. Αυτός ο αγώνας και πολλά άλλα επεισόδια έκαναν τη ζωή μας δύσκολη, καθώς η ομάδα μας* ήταν ιδιαίτερα επιθετι κή στην υπερασπιστική της γραμμή και η επιθυμία μας να προκαλούμε παραήταν έντονη. Είχε γίνει αδύνατον να βρω οποιαδήποτε δουλεία ακόμη και ως βοηθός τυπογράφου. Δεν ήμουν βέ βαια ο μόνος. Αισθανόμασταν όλοι ότι ζούσαμε στο κενό. Δεν ξέραμε σε ποιον να μιλήσουμε. Αρνιόμασταν να καταλάβουμε αυτή την πόλη, όπου δεν καταφέραμε τίποτε να αλλάξουμε, ού τε θα καταφέρναμε ακόμη και αν τους σκοτώναμε όλους στις πλατείες... Σ ε ένα μικρό μαγαζάκι και συνάμα βιβλιοπωλείο στην οδό Ruysbroek, που υποψιαζόμουν τον ιδιοκτήτη του για καταδότη, συνάντησα τον Εντουάρ Καρουί,* έναν τορναδόρο, κοντόχοντρο, γεροδεμένο, με φαρδύ πρόσωπο εξαιρετικά μυώδες που φωτιζό ταν από δύο μικρά δειλά και πονηρά μάτια. Ερχόταν από τα ερ γοστάσια της Λιέγης, διάβαζε Χαίκελ, Τα αινίγματα του Σύμπαντος, και έλεγε για τον εαυτό του: «Ξεκίνησα για να ζήσω μιαν απλή ζωή! δεν είχα το μυαλό να καταλάβω!» Και διηγόταν την πρωτόγονη ζωή που έζησε μέσα στις μαούνες του ποταμού * Ο Σερζ είχε στην αρχή γράψει: η Επαναστατική μας Ομάδα, στη συ νέχεια διέγραψε το επίθετο όπως και το κεφαλαίο του ουσιαστικού. Αυτη ή ταν ωστόσο η ονομασία της.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Μεζ, «σαν τους άλλους, αλλά πολύ πιο πρωτόγονα βέβαια», τρο μάζοντας λίγο τα θηλυκά, δουλεύοντας σκληρά, τσεπώνοντας κάτι λίγα δεξιά και αριστερά, «χωρίς να γνωρίζω τι είναι ο άν θρωπος, τι είναι η ζωή». Μια νέα ξεθωριασμένη γυναίκα με τα μαλλιά γεμάτα ψείρες, που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της, και ο ηλικιωμένος καταδότης με την γκρίζα γενειάδα άκουγαν τον Εντουάρ να μου εξομολογείται πως από ασυνειδητοποίητος «απέκτησε συνείδηση». Ζήτησε να τον δεχθούμε στην ομάδα μας. Και ρώτησε: «Τ ι νομίζεις αλήθεια ότι θα ’πρεπε να διαβάσω; -Ελιζέ Ρεκλύς17», απάντησα. «Δεν είναι πολύ δύσκο λος; - Όχι», απάντησα, αλλά την ίδια στιγμή άρχισα να κατα λαβαίνω ότι θα ήταν αφάνταστα δύσκολος... Τον δεχτήκαμε, και υπήρξε ένας καλός σύντροφος. Τίποτε δεν προμήνυε τη σκο τεινιά που θα ερχόταν. Θα πέθαινε, αργότερα -μ ε εκούσιο θάνα το- σχεδόν δίπλα μου... Το Παρίσι μάς καλούσε, το Παρίσι του Ζολά, της Κομμού νας, της CGT, με τις μικρές εφημερίδες που τις τύπωναν με τρό μο ψυχής, το Παρίσι των συγγραφέων που αγαπούσαμε, το Πα ρίσι του Ανατόλ Φρανς και του Jehan Rictus,38 το Παρίσι όπου ο Λένιν κάποιες φορές,® ετοίμαζε την Ίσκρα και μιλούσε στις συ γκεντρώσεις των εμιγκρέδων, σε γειτονιές, το Παρίσι όπου είχε την έδρα της η Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος,40 το Παρίσι όπου ζούσε ο Μπούρτσεφ που είχε, τότε, αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο του μηχανικού 'Εβνο Άζεφ,41 στην τρομοκρατική οργάνωση αυτού του κόμμα τος. Διέκοψα τις σχέσεις μου με τον Ραιμόν με πικρή ειρωνεία. Χωρίς δουλειά περπατούσα στους δρόμους όταν τον είδα σε μια γωνία να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια για έναν έμπορο κοστουμιών. «Γεια χαρά, ελεύθερε άνθρωπε! Πώς και δεν έχεις πε ρασμένο κάποιο πλακάτ στον λαιμό σου; -Θα γίνει και αυτό ί σως», απάντησε γελώντας, αλλά τέλος με τις πόλεις, για μένα. Σ ε διαλύουν. Θα ταλαιπωρούμαι και θα σκοτώνομαι μέσα στους δρόμους, θα έχω όμως τουλάχιστον αέρα να αναπνέω και τοπίο να βλέπω. Βαρέθηκα όλες αυτές τις φάτσες. Αυτό που επιθυμώ είναι να μπορέσω να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια...» Έφυ
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΛΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
39
γε για τις Αρδέννες με ένα φιλαράκο, για την Ελβετία, για το πουθενά, κάνοντας τον θεριστή την εποχή της συγκομιδής, δου λεύοντας τον ασβέστη για τους χτίστες, κόβοντας ξύλα με τους ξυλοκόπους, με ένα παλιό τσόχινο καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια, και ένα βιβλίο του Βεράρεν'- στην τσέπη του:
Φέρνουμε, για να μεθύσει ο κόσμος κι εμείς οι ίδιοι, Καρδιές νέων ανθρώπων στο γερασμένο σνμπαν... Έχω συχνά σκεφτεί, από τότε, ότι η ποίηση αντικαθιστού σε σε μας την προσευχή, τόσο μας συνάρπαζε, τόσο ανταποκρινόταν σ’ αυτή τη διαρκή ανάγκη για ανάταση. Ο Βεράρεν έ γραφε για μας, για τη μοντέρνα πόλη, τους σταθμούς της και τη δίνη του πλήθους, είχε τη λάμψη ενός οδυνηρού και γενναιόδω ρου στοχασμού. Και είχε και κραυγές βίας που ήταν ακριβώς οι δικές μας: «Να ανοίξεις ή να πληγώσεις τις γροθιές χτυπώντας την πόρτα!» Να πληγώσεις τις γροθιές, γιατί όχι; Είναι καλύ τερα από το να λιμνάζεις... ο Jehan Rictus θρηνολογούσε για τη μιζέρια του αδέκαρου διανοούμενου που έσερνε τις νύχτες του στις λεωφόρους, και καμιά ρίμα δεν ήταν πλουσιότερη από τη δική του: όνειρο-ψέμα, ελπίδα-απελπισία.* Την άνοιξη, «μυρί ζουν τα σκατά και οι πασχαλιές...».43 Έφυγα μια μέρα, γεμάτος διάθεση για περιπέτεια, έχοντας μαζί μου δέκα φράγκα, ένα πουκάμισο για αλλαξιά, μερικά τε τράδια, μερικές φωτογραφίες. Μπροστά στον σταθμό, κατά τύ χη, συνάντησα τον πατέρα μου και μιλήσαμε για τις πρόσφατες ανακαλύψεις πάνω στη δομή της ύλης και τον τρόπο που το ε ί χε εκλαϊκεύσει ο Γκυστάβ Λε Μπον.44 «Φεύγεις; -Ναι, στη Λίλλη, για καμιά δεκαπενταριά μέρες...» Έτσι πίστευα, αλλά δεν επρόκειτο πια να επιστρέψω, δεν επρόκειτο να ξαναδώ τον πατέρα μου, ωστόσο, τα τελευταία του γράμματα από τη Βρα ζιλία που τα έλαβα στη Ρωσία, τριάντα χρόνια αργότερα, μιλού σαν ακόμη για τη δομή της αμερικανικής ηπείρου και την ιστο
* Songe-Mensoge. Kspoir-Desespoir. (Σ.τ.Μ.)
40
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ρία των πολιτισμών... Η Ευρώπη αγνοούσε τα διοφατήρια, σύ νορα δεν υπήρχαν καθόλου. Νοίκιασα σε μια φτωχογειτονιά ανθρακορύχων στη Φιβ της Αίλλης, μια καθαρή σοφίτα, για δυό μισι φράγκα την εβδομάδα, προπληρωμένα. Επιθυμούσα να κατέβω στο ορυχείο. Κάποιοι εγκάρδιοι παλιοί ανθρακωρύχοι γέλασαν μαζί μου: «Φ ίλε μου σε δύο ώρες θα έχεις σκάσει ε κεί μέσα...» Την Τρίτη μέρα μου είχαν μείνει μόνο τέσσερα φράγκα, και αναζητούσα δουλειά υπολογίζοντας ότι χρειαζό μουν: μια λίβρα ψωμί, ένα κιλό αχλάδια, ένα ποτήρι γάλα (το γάλα με πίστωση από την καλή σπιτονοικοκυρά), άρα εικοσιπέντε σεντίμ τουλάχιστον την ημέρα. Το δυσάρεστο ήταν ότι οι σόλες των παπουτσιών μου ήταν έτοιμες να με εγκαταλείψουν και την όγδοη μέρα αυτού του διαιτολογίου οι ζαλάδες με ανάγκαζαν να σέρνομαι στα παγκάκια των πάρκων, με το ό νειρο μιας σούπας γεμάτης λαρδί. Οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν, δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτε, ούτε να σκεφτώ. Η σιδερένια κουπαστή πάνω από τις ράγες του σταθ μού άρχισε βλακωδώς, να με ελκύει, όταν η ουρανοκατέβατη συνάντηση με ένα σύντροφο, που επόπτευε τις εργασίες για τους αγωγούς στον δρόμο, με έσωσε. Σχεδόν αμέσως βρήκα δουλειά σε ένα φωτογράφο του Αρμαντιέρ, για τέσσερα φρά γκα την ημέρα - σωστή περιουσία. Δεν θέλησα ν’ αφήσω τη σοφίτα και έφευγα κάθε αυγή μαζί με τους προλετάριους με τις δερμάτινες κάσκες, στο θλιβερό ομιχλώδες πρωινό, ταξίδευα δίπλα σε εγκαταλειμμένα ορυχεία για να κλειστώ στη συνέ χεια όλη την ημέρα σε ένα στενό εργαστήριο όπου δουλεύαμε διαδοχικά με πράσινο και κόκκινο φως. Το βράδυ, αν δεν ήμουν εξοντωμένος από την κούραση, διάβαζα για λίγο την Humanite 45 του Ζωρές - με θαυμασμό και συγκίνηση. Πίσω α πό το χώρισμα ζούσε ένα ζευγάρι: λάτρευε ο ένας τον άλλον και ο άνδρας χτυπούσε δυνατά τη γυναίκα πριν την πάρει. Την άκουγα να μουρμουρίζει ανάμεσα στους λυγμούς της: «Χτύπα με κι άλλο, κι άλλο». Έβρισκα ανεπαρκείς τις μελέτες που ε ί χα διαβάσει σχετικά με τη γυναίκα-προλετάριο. Χρειάζονταν, λοιπόν, αιώνες για να διαμορφωθεί αυτός ο κόσμος, αυτοί οι
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
41
άνθρωποι; Ο καθένας μας, ωστόσο, δεν έχει παρά μια ζωή να ζήσει. Τ ι πρέπει να γίνει; Ο αναρχισμός μάς ενδιέφερε απ’ όλες τις πλευρές, διότι μας τα ζητούσε όλα, και μας τα πρόσφερε όλα. Δεν υπήρχε ούτε μια πτυχή της ζωής που να μην τη φώτιζε, τουλάχιστον έτσι μας φαινόταν. Μπορούσε να είναι κανείς καθολικός, προτεστάντης, φιλελεύθερος, ριζοσπάστης, σοσιαλιστής, ακόμα και συνδικαλι στής χωρίς να αλλάζει τίποτα στη ζωή του, επομένως στη ζωή. Ήταν αρκετό γ ι’ αυτό να διαβάσει, στο κάτω κάτω την αντί στοιχη εφημερίδα- στην ανάγκη,, μπορούσε να συχνάζει στα κα φέ των μεν ή των δε. Διαμορφωμένος από αντιφάσεις, διαχωρι σμένος σε τάσεις υπόγειες και μη, ο αναρχισμός απαιτούσε πά νω απ’ όλα τη συμφωνία ανάμεσα σε λόγο και πράξη (κάτι που αποτελεί στην πραγματικότητα απαίτηση όλων των ιδεαλι σμών, αλλά που όλοι -και ιδίως ο αναρχισμός!- ξεχνούν πέφτο ντας σε λήθαργο). Γ ι’ αυτό και εμείς φθάσαμε (εκείνη την επο χή) στην ακραία θέση όπου, μέσα από μια άτεγκτη διαλεκτική, κατέληγε κανείς, διαμέσου της επαναστατικότητας, να μην έχει πλέον ανάγκη την επανάσταση. Δεχόμασταν επίσης κάποια πίε ση μέσα από την αηδία για ένα καθησυχαστικό ακαδημαϊκό δόγμα του οποίου αυθεντία ήταν ο Ζαν Γκραβ46 στο Temps Nouveaux. Ο ατομικισμός εκφραζόταν από τον Albert Libertad,47 τον οποίο θαυμάζαμε. Δεν γνωρίζαμε το αληθινό του όνομα, και δεν ξέραμε τίποτε για αυτόν πριν ακούσουμε το κήρυγμά του. Ανάπηρος από τα δυο του πόδια, περπατά με δεκανίκια τα ο ποία και χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα στις συμπλοκές, μεγάλος καβγατζής εξ άλλου, και πάνω στο δυνατό αυτό σώμα στέκεται ένα κεφάλι με γενειάδα και αρμονικό πρόσωπο. Πάμφτωχος ήρ θε σαν κλοσάρ του Νότου, και άρχισε το κήρυγμά του στη Μονμάρτρη, στις ουρές που σχημάτιζαν φτωχοί φουκαράδες και τους μοίραζαν σούπα, όχι μακριά από τα δρομάκια της Sacre-Coeur. Βίαιος και ελκυστικός έγινε η ψυχή ενός κινήματος που είχε ε ξαιρετικό δυναμισμό. Ο ίδιος αγαπούσε τον δρόμο, το πλήθος, τον σαματά, τις ιδέες, τις γυναίκες. 'Εζησε δύο φορές κάτω από
42
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
την ίδια στέγη με δύο αδελφές. Τις αδελφές Mahe και Morand. Απέκτησε παιδιά τα οποία αρνήθηκε να τα γράψει στο Ληξιαρ χείο. «Το Ληξιαρχείο; Δεν το γνωρίζω. Το όνομα τους; Σκασί λα μου, θα πάρουν όποιο όνομα τους αρέσει. Ο νόμος; Να πάει στον διάβολο». Πέθανε το 1908, μετά από μια συμπλοκή, στο νοσοκομείο, χωρίς να παραλείψει να κληροδοτήσει το σώμα του -«το ψοφίμι μου», όπως το έλεγε- στους ερευνητές για την ε πιστήμη. Το δόγμα του, που έγινε σχεδόν δικό μας, ήταν: «Μην περιμένετε την επανάσταση. Αυτοί που υπόσχονται επανάστα ση είναι φαρσέρ όπως και οι άλλοι. Κάνε την επανάστασή σου εσύ ο ίδιος. Να είστε άνθρωποι ελεύθεροι, και να ζείτε σε συ ντροφικότητα». Απλοποιώ, προφανώς, ήταν ωστόσο ένας λόγος με όμορφη απλότητα. Ξεκάθαρη εντολή, κανόνας, «και ας πάει να πνιγεί ο παλιόκοσμος». Από εκεί φυσικά άρχισαν και οι πα ρεκκλίσεις. Κάποιοι κατέληγαν στο συμπέρασμα: «Να ζει κανείς σύμφωνα με τη λογική και την επιστήμη», και ο φτωχός τους επιστημονισμός, ο οποίος επικαλείται συχνά τη μηχανιστική βιο λογία του Φελίξ Λε Νταντέκ,48τους οδηγούσε σε κάθε είδους γε λοιότητα, όπως η χορτοφαγική διατροφή χωρίς αλάτι και η από λυτη φρουτοφαγία, πράγμα που συχνά είχε τραγικές συνέπειες. Πήγαμε να δούμε νεαρούς χορτοφάγους στρατευμένους σε αδιέ ξοδους αγώνες ενάντια σε ολόκληρη την κοινωνία. Άλλοι έβγα ζαν το συμπέρασμα: «Είμαστε οι απέξω, δεν υπάρχει θέση για μας παρά στο περιθώριο της κοινωνίας», χωρίς να υποψιάζονται ότι η κοινωνία δεν έχει περιθώριο, ότι είμαστε όλοι εδώ, στο βά θος των κελιών, και ότι ο «συνειδητός εγωισμός» τους ερχόταν να συναντήσει εκ των κάτω, ανάμεσα στους ηττημένους, τον πιο θηριώδη στυγνό αστικό ατομικισμό. Και άλλοι στο τέλος, α νάμεσα στους οποίους ανήκω και εγώ, προσπαθούσαν, εξίσου, να πραγματώσουν την ατομική διαμόρφωση και την επαναστατική πράξη, σύμφωνα με τη φράση του Ελιζέ Ρεκλύς: «Όσο θα διαρκεί η κοινωνική ανισότητα, θα παραμείνουμε στην κατάσταση διαρκούς επανάστασης...» Ο αναρχικός ατομικισμός ήταν η α φορμή για την πιο οδυνηρή πραγματικότητα για εμάς τους ίδιους. Να είσαι ο εαυτός σου. Μόνο που αναπτυσσόταν πάλι σε μια πό
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΜΤΑ ΑΙΑΦΤΤΗΣ (1906-1912)
43
λη -χωρίς πιθανότητα διαφυγής-, στο Παρίσι, σε μια απέραντη ζούγκλα όπου ένας πρωταρχικός ατομικισμός, διαφορετικά επ ι κίνδυνος από τον δικό μας, ο πιο δαρβινικός ατομικισμός της πά λης για επιβίωση, ρύθμιζε όλες τις σχέσεις. Φεύγοντας από τους καταναγκασμούς της φτώχειας, τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Να είσαι ο εαυτός σου θ ’ αποτελούσε μια πολύτιμη εντολή και ίσως μια υψηλή εκπλήρωση, εάν ήταν κάτι το εφικτό* αυτό δεν αρχίζει να γίνεται δυνατόν παρά τότε μόνον όταν ικανοποιη θούν οι πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που τον κάνουν να μοιάζει με τα ζώα περισσότερο παρά με τους ομοίους του. Η τροφή, το κατάλυμα, το ντύσιμο, ήταν πράγματα που τα κατακτούσες με πολύ αγώνα και κατόπιν ερχόταν η στιγμή που μπορούσες να διαβάσεις και να σκεφτείς. Το πρόβλημα των νέ ων που τους καταπνίγουν μιαν ακαταμάχητη επιθυμία, που «την ξεριζώνουν» όπως λέμε, τίθεται χωρίς να μπορεί να βρει λύση. Πολυάριθμοι σύντροφοι θα βρίσκονταν, σύντομα, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε παρανομία, σε μια ζωή που δεν κινείται πλέον στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά στο περιθώριο του νόμου. «Δεν θέλουμε ούτε να εκμεταλλευόμαστε κανέναν ούτε να μας εκμεταλλεύονται», δήλωναν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι γίνο νταν καταδιωκόμενοι είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Όταν αισθάνθηκαν χαμένοι, αποφάσισαν ότι προτιμούσαν να σκοτωθούν παρά να μπουν στη φυλακή. «Η ζωή δεν αξίζει έ τσ ι», μου έλεγε ένας ο οποίος δεν έβγαινε πια χωρίς το πιστόλι του. «Έ ξι σφαίρες για τα σκυλιά των φρουρών και η έβδομη για μένα. Ξέρεις έχω καθαρή συνείδηση...» Είναι βαρύ πράγμα η καθαρή συνείδηση. Το σωτηριολογικό δόγμα που υπάρχει μέσα μας κατέληγε, μέσα στη ζούγκλα της κοινωνίας, στη μάχη του Ενός ενάντια σε όλους. Μια πραγματική έκρηξη απελπισίας ω ρίμαζε μέσα μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Υπάρχουν οι ιδέες· και πίσω από τις ιδέες, στα μύχια της συ νείδησης όπου αυτές καλλιεργούνται μέσα από σκοτεινές διαδι κασίες απώθησης, λογοκρισίας, μετουσίωσης, ενόρασης, και αρ κετών φαινομένων που δεν έχουν κανένα όνομα, βρίσκεται άμορ φη, εκτεταμένη, βαριά, συχνά δυσβάστακτη, η βαθύτερη μας αί
44
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σθηση του είναι. Οι ρίζες της σκέψης μας βυθίζονταν στην α πελπισία. Τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Ο κόσμος αυτός καθεαυτόν είναι απαράδεκτος- απαράδεκτη και η μοίρα μας μ έ σα σ’ αυτόν. Ο άνθρωπος είναι ηττημένος, χαμένος. Είμαστε ε ξαρχής εξουδετερωμένοι ό,τι και να κάνουμε. Μια νεαρή αναρχι κή μαία εγκατέλειψε τη δουλειά της «διότι είναι έγκλημα να ε πιβάλλεις τη ζωή σε ένα ανθρώπινο υποκείμενο. Χρόνια αργό τερα, τη στιγμή που μόλις άρχιζα να ελπίζω εξαιτίας της Ρωσι κής επανάστασης,® δέχθηκα προκειμένου να πάω στην πυρπολημένη Πετρούπολη, να περάσω από κάποιον τομέα του μετώ που της Καμπανίας, κινδυνεύοντας να ταφώ σε έναν κοινό τάφο, ή να σκοτώσω στο απέναντι χαράκωμα ανθρώπους σπουδαιότε ρους από μένα, και έγραψα: «Η ζωή δεν είναι ένα τόσο σπου δαίο αγαθό που θα ’ταν τρομερό να το χάσεις ή έγκλημα να την αφαιρέσεις από κάποιον...» Ο Ανατόλ Φρανς διατύπωσε στο έρ γο του κάποιες συλλήψεις από τις πιο χαρακτηριστικές εκείνης της εποχής και τελείωσε τη μεγάλη του σάτιρα της ιστορίας της Γαλλίας, Το Νησί των Πιγκουΐνων, εκτιμώντας ότι το κα λύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, αν ήταν δυνατόν, θα ή ταν να κατασκευάζαμε μια καταχθόνια τρομερή μηχανή που θα τίναζε τον πλανήτη στον αέρα «ώστε να ικανοποιηθεί η παγκό σμια συνείδηση η οποία, άλλωστε, δεν υπάρχει». Ο σκεπτικι στής λογοτέχνης έκλεινε έτσι, οριστικά, τον κύκλο μέσα στον ο ποίον βρισκόμασταν, και το έκανε από γενναιοδωρία! Ο Ρενέ Βαλέ,50 ο φίλος μου, ήταν ένας γενναίος περιπλανώμενος. Γνω ριστήκαμε στο Καρτιέ Λατέν, μιλούσαμε μαζί για όλα, πιο συ χνά τις νύχτες, στα περίχωρα της Σαιντ Ζενεβιέβ, στα μικρά γειτονικά μπαράκια του μπουλβάρ Σαιν Μισέλ. Μιλούσαμε για τους Μπαρρές, Φρανς, Απολλιναίρ, Λουί Νάτσι51 ... Μουρμουρί ζαμε αποσπάσματα από το Λευκό πουλί του Βιλντράκ, απ’ την Ωδή στον Όχλο του Ζυλ Ρομαίν, κοα από το Revenant του Jehan Rictus. Ο Ρενέ ήταν ένας μικροαστός, είχε μάλιστα όχι μακριά από το Ντενφέρ-Ροσρώ το μικρό του μαγαζί που έφτιαχνε κλει διά. Τον βλέπω μπροστά μου να τεντώνεται, σαν νεαρός Σίγκφριντ, για να σχολιάσει το τέλος της γήινης σφαίρας, σύμφωνα
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
45
με τον Φρανς. Μετά ο Ρενέ ξαναγύρισε αργά στην άσφαλτο των μπουλβάρ, με ένα λοξό χαμόγελο. «Το σίγουρο είναι ότι είμαστε μούτρα... Ε! μούτρο». Θυμάμαι το όμορφο τετράγωνο κοκκινόμαλλο κεφάλι του, το δυναμικό του πιγούνι, τα πράσινα μάτια του, τα ρωμαλέα χέρια του, το αθλητικό του περπάτημα - εννο είται χειραφετημένου αθλητή. (Φορούμε με ευχαρίστηση το φαρδύ βελούδινο παντελόνι των σκαφτιάδων με τη γαλάζια φανελένια ζώνη.) Περιπλανιόμασταν μαζί γύρω από τη λαιμητόμο ένα βράδυ που ήμασταν εξοργισμένοι, αφανισμένοι από θλίψη, αηδιασμένοι από τη μετριότητα, σε έξαλλη κατάσταση. «Β ρ ι σκόμαστε μπροστά σε έναν τοίχο», λέγαμε, «χαι τι τοίχο! Α! τα καθάρματα!», μουρμούριζε υπόκωφα ο κοκκινοτρίχης και μου εξομολογήθηκε την επομένη ότι όλη τη νύχτα το χέρι του έσφιγ γε γερά το μαύρο του πιστόλι. Να παλέψεις, να παλέψεις, τ ι άλ λο να κάνεις; Και ας χαθείς, λίγη σημασία έχει. Ο Ρενέ ρίχτη κε σε μια θανάσιμη περιπέτεια μέσα από πνεύμα αλληλεγγύης για να βοηθήσει τα χαμένα φιλαράκια, από ανάγκη για αγώνα, στο βάθος από απελπισία. Αυτοί οι «συνειδητοί εγωιστές» θα πήγαιναν να σφαγιασθούν για τη φιλία. Το εύπορο Παρίσι των Ηλυσίων πεδίων, του Πασσύ, ακόμη και των μεγάλων εμπορικών βουλεβάρτων ήταν για μας μια ξέ νη ή ακόμη και εχθρική πόλη. Το δικό μας Παρίσι είχε τρεις πε ριοχές που ήταν το στέκι μας: το εκτεταμένο κομμάτι της πό λης της εργατιάς που ξεκινούσε από κάποιο σημείο στη μελαγ χολική περιοχή που βρίσκονταν τα νεκροταφεία, μεγάλες εκτά σεις με εργοστάσια, προς το Σαρόν, το Παντέν, τη γέφυρα της Φλάνδρας, περνούσε από τα υψώματα της Μπελ και του Μενιλμοντάν, και κατέληγε να είναι μια έντονα λαϊκή πρωτεύουσα μίζερη και ισοπεδωμένη σαν μυρμηγκοφωλιά, μετά τα σύνορα με την πόλη των μεγάλων σταθμών και των διασκεδάσεων, στρίβοντας κάτω από τις σιδερένιες γέφυρες του μετρό στις φτωχικές γειτονιές. Μικρά ξενοδοχεία, «εμπορικά ύπνου» μέσα στα οποία για είκοσι δεκάρες μπορούσες να ξαναπάρεις δυνάμεις σε ένα πατάρι χωρίς εξαερισμό, μπιστρό στοιχειωμένα από τους ιδιοκτήτες τους, ένα σμάρι κορίτσια με μικρούς κότσους και πο
46
ΑΝΑΜΝΜΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
διές με βούλες στα πεζοδρόμια... Οι θορυβώδεις συρμοί του μετρό βυθίζονταν ξαφνικά στο τούνελ κάτω από την πόλη και εγώ στεκόμουν ενώ γύρω μου διάβαιναν περαστικοί για να ακούσω και να δω τον Ερκούλ και τον Ντεζοσέ, τους καταπληκτικούς μικροπωλητές, καραγκιόζηδες και ευγενικά πειραχτήρια, που πά ντα τους έλειπαν δεκαπέντε δεκάρες προκειμένου να κάνουν τις πιο ωραίες τους στροφές πάνω σ’ ένα παλιό χαλάκι που είχαν α πλωμένο στο δάπεδο. Σ τη μέση ενός άλλου κύκλου, κατά το σούρουπο, την ώρα που σχολάνε τα εργαστήρια, ο τυφλός, η χο ντρή κουτσομπόλα και η ευαίσθητη ορφανή τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής: «οι ιππότες της σελήνης...)) με αναφορές στη σκοτεινή νύχτα και στον περιπαθή έρωτα... Η δική μας Μονμάρτρη γειτόνευε χωρίς να μπερδεύεται με τη Μονμάρτρη του Μονλεν Ρουζ, των καμπαρέ, των καλλιτε χνών και των μπαρ όπου σύχναζαν γυναίκες με καπέλα και φτε ρά που φορούσαν φουστάνια περδικλωμένα στα τακούνια τους, κ.λπ. Δεν παραδεχόμασταν παρά το Λε Λαπέν Αζίλ του γερο Φρεντέ, όπου τραγουδούσαμε παλιά τραγούδια, μερικά απ’ αυτά ίσως από τον καιρό του Φρανσουά Βιγιόν, που υπήρξε αλήτης, ένα θλιμμένο και χαρούμενο αγόρι, ποιητής, εξεγερμένος όπως εμείς -you. απαγχονίστηκε. Η παλιά οδός Ροζιέρ εκεί όπου του φέκι - σαν την εποχή της Κομμούνας τους στρατηγούς Λεκόντ και Κλεμάν Τομά,52 έγινε η οδός Σεβαλιέ Ντε Λα Μπαρ,Μχω ρίς να έχει αλλάξει από τον καιρό που έστηναν τα οδοφράγμα τα, παρά μόνο σε ένα κομμάτι της. Σ ’ αυτό το μέρος, στην κο ρυφή του λοφίσκου είχαν αποπερατώσει τότε τη βασιλική της Saore-Ccrur de Jesus σε ένα ψευδοίνδουιστικό στυλ, μνημειώδες και αστικό. Σ τη βάση του οικοδομήματος οι ριζοσπάστες ελεύ θεροι στοχαστές φρόντισαν να αναγερθεί το μνημείο του νεαρού ιππότη Ντε Λα Μπαρ που απεβίωσε στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως. Η βασιλική και ο μαρμάρινος ιππότης κοιτάνε τις στέ γες του Παρισιού, έναν ωκεανό από γκρίζες στέγες όπου πάνω απ’ αυτές δεν ορθώνεται η νύχτα παρά κάποια αδύναμα «ρώτα και τεράστια φωτοστέφανα από κοκκινωπές ανταύγειες από τις γεμάτες ζωή πλατείες. Εκεί καθόμασταν για να γεννήσουμε ι
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
47
δέες. Στην άλλη άκρη του δρόμου, τα σπίτια του περασμένου αι ώνα ήταν όλα γερά, ένα ασύμμετρο σταυροδρόμι κλιμάκωνε το λιθόστρωτό του στην κορυφή μιας διασταύρωσης δρόμων που ο ένας τους κατηφόριζε απότομα και ο άλλος είχε γκρίζα σκαλιά. Απέναντι από ένα παλιό και ψηλό σπίτι με πράσινα παντζούρια τα έντυπα Causeriespopulaires και /’ anarrhie, που ιδρύθηκαν α πό τον Libertad, στεγάζονταν σε ένα χαμηλό σπίτι γεμάτο θο ρύβους πιεστηρίου, τραγουδιών και παθιασμένων συζητήσεων. Μ Εκεί συνάντησα τη Ριρέτ,“ μικρή, λεπτή, επιθετική, στρατευμένη, με γοτθικό προφίλ, τον Εμίλ Αρμάν* καχεκτικό ιδεολόγο με γενάκι και γυαλιά φορεμένα στραβά, πρώην αξιωματικό του Στρατού της Σωτηρίας, μονίμως άυπνο πεισματάρη συζητητή, καμιά φορά οξυδερκή, ο οποίος δεν μιλούσε πάρα με το Εγώ: «Εγώ προτείνω, εγώ δεν αντιτίθεμαι»· σχεδόν ψέλλιζε, αλλά α πό το ψέλλισμά του ξέφευγε συγχρόνως προς μια τολμηρή σύλ ληψη της υπεράσπισης του ατόμου ενάντια στην κοινωνία, προς την πλέον ολέθρια θεωρία, τη θεωρία του ιλεγκαλισμού,* η ο ποία μεταμόρφωνε τους ιδεαλιστές της συντροφικής ζωής σε σπεσιαλίστες σκοτεινών παρανόμων επαγγελμάτων. Το πιο σπουδαίο θέμα συζήτησης για το οποίο πολλές φορές βγήκαν πιστόλια και χύθηκε αίμα συντρόφων, ήταν η «αξία της επι στήμης». Μήπως θα έπρεπε άραγε ο νόμος της επιστήμης ν« διέπει τη ζωή των «καινούργιων ανθρώπων» αποκλείοντας το αίσθημα του παραλόγου, αποκλείοντας κάθε ιδεαλισμό (που τον έχουμε κληρονομήσει από την πίστη των προγόνων μας); Ο εμμονικός επιστημονισμός των Ταιν και Λε Νταντέκ** ξεπέφτει εδώ διαμέσου φανατικών βαρβαρισμών σε οιονεί αλγεβρικούς τύ πους, καταλήγοντας σε μια κατήχηση για την ατομικιστική ε ξέγερση: Εγώ μόνος εναντίον όλων και «δεν θέτω το πρόβλημά
* Illegalismc. Αναπόδοτος, απ’ όσο γνωρίζουμε, όρος που σημαίνει το α κριβώς αντίθετο του legalisme (νομιμότητα νομιμοφροσύνη) εξ ου και illegalisle, ο θιασώτης της θεωρίας της μη νομιμότητας, ο οπαδός της μη νομι μότητας. (Σ.τ.Μ.) * * Αρχική εκδοχή: των Ταιν και Ρενάν
48
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μου επί ματαίω», όπως διακήρυσσε κάποτε ο οπαδός του Χ έγκελ Μαξ Στίρνερ.57 Το δόγμα της «συντροφικής ζωής» απάλυ νε κάπως την ασυγχώρητη απομόνωση των εξεγερμένων καθώς διαμορφωνόταν ένας στενός κύκλος προικισμένος με τη δική του γλώσσα, πράγμα που απαιτούσε μακρόχρονη μύηση. Αυτός ο κύκλος μού ήταν ελκυστικός και συγχρόνως έντονα αντιπαθητι κός. Ήμουν αρκετά μακριά από τις βασικές του οπτικές, υπήρ χαν άλλες επιρροές που ασκούνταν επάνω μου, υπήρχαν άλλες α ξίες τις οποίες δεν μπορούσα και δεν ήθελα να απαρνηθώ και αυτές ήταν κυρίως ο επαναστατικός ιδεαλισμός των Ρώσων. Είχα, κατά τύχη, βρει εύκολα δουλειά στην Μπελβίλ ως σχε διαστής σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε μηχανές. Το βρά δυ ο οδοντωτός και το μετρό με οδηγούσαν μέχρι την Αριστερή Όχθη, στο Καρτιέ Λατέν, το δικό μας τρίτο Παρίσι, αυτό που για να πω την αλήθεια προτιμούσα. Μου έμενε μιάμιση ώρα για να διαβάσω στη βιβλιοθήκη Σαιντ Ζενεβιέβ με ένα κεφάλι τό σο κουρασμένο που λειτουργούσε μόνο κατά το ήμισυ. Ήπια αλ κοόλ για να διαβάσω, αλλά τα είχα ξεχάσει όλα την επομένη. Άφησα την αποβλακωτική όμορφη πλατεία, τη χλωμή μαγεία των Μπυτ Σωμόν, αυτή τη βραδινή μαγεία όταν οι δρόμοι πλημ μυρίζουν φώτα και μάτια κοριτσιών, για να εγκατασταθώ σε μια σοφίτα ξενοδοχείου, στην πλατεία του Πανθέου, και θα προσπα θούσα να ζήσω διδάσκοντας γαλλικά σε Ρώσους φοιτητές και κάνοντας διάφορες μικροδουλειές αυτού του είδους.5'* Καλύτερα χίλιες φορές να πεινάσω διαβάζοντας στους κήπους του Λουξεμ βούργου πάρα να χορταίνω την πείνα μου και να σχεδιάζω μη χανές μέχρι να μην μπορώ πια να σκεφτώ τίποτε. Από το πα ράθυρό μου ατένιζα τα κάγκελα του Πανθέου, τον Στοχαστή του Ροντέν ήθελα να γνωρίσω το ακριβές σημείο όπου είχαν το 1871 εκτελέσει εδώ τον γιατρό Tony Moilin,59 επειδή είχε περιθάλψει τους πληγωμένους της Κομμούνας. Ο μπρούτζινος Στοχαστής μού φαινόταν ότι στοχαζόταν αυτό το έγκλημα περιμένοντας να τουφεκίσουν και τον ίδιο. Τ ι μοναξιά, πράγματι, να μην κάνεις τίποτε άλλο παρά να στοχάζεσαι, και πόσο επικίνδυνο μπορεί να καταλήξει να είναι!
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΤΙΊΙΣ (1906-1912)
49
Ένας Ρώσος σοσιαλεπαναστάτης με εισήγαγε στους κύκλους που είχαν σχέση με το κόμμα του. Ήταν ένας ψηλός άτριχος τζέντλεμαν, με εξαμερικανισμένους τρόπους, μορφωμένος, μελε τηρός, συχνά επιφορτισμένος με αποστολές στις Ηνωμένες Πο λιτείες. Το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα περνούσε μια ισχυρή η θική κρίση, καθώς αρκετοί προβοκάτορες είχαν αποκαλυφθεί μέ σα στις αγωνιστικές του οργανώσεις. Το ενεργό μέλος που με υ ποδέχθηκε όταν έφθασα στο Παρίσι και με το οποίο μιλούσαμε ένα ολόκληρο βράδυ για τον Μαίτερλινκ και για το νόημα της ζωής, ονομαζόταν Πατρίκ, ζούσε μια υποδειγματική ζωή, κρα τούσε γερά μέσα στη γενική αποθάρρυνση, διατηρώντας μια υ γιή αισιοδοξία. Όταν το 1917 άνοιξαν τα αρχεία της μυστικής υ πηρεσίας της Οχράνα στο Παρίσι, μάθαμε ότι και ο Πατρίκ ή ταν επίσης προβοκάτορας, πράγμα που ουσιαστικά δεν είχε πλέ ον καμιά σημασία. Ζούσα μια ζωή διχασμένη: από τη μια, γοη τευμένος από την άτακτη ζωή του Παρισιού, απ’ αυτό το υπο προλεταριάτο των ξεπεσμένων, και των «χειραφετημένων» που ονειρεύονταν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, παίζοντας συ νεχώς κρυφτούλι με τη φυλακή· και από την άλλη, ανέπνεα έ ναν πολύ πιο καθαρό αέρα ανάμεσα στους Ρώσους, έναν αέρα που έχει διαυγασθεί από τη θυσία, το κουράγιο και την κουλ τούρα. Δίδασκα γαλλικά σε μια εκθαμβωτική νεαρή γυναίκα με κόκκινα φουστάνια, μπολσεβίκα, μια από τις ελάχιστες που επέζησαν της εγκληματικής απόπειρας στο νησί Απτεκάρσκι στην Πετρούπολη. Τρεις μαξιμαλιστές με στολή εμφανίστηκαν εκεί στη διάρκεια μιας δεξίωσης στη βίλα του προέδρου του Συμβουλίου, του Στολύπιν® και αυτοανατινάχτηκαν μέσα στην αίθουσα με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολότελα η βίλα. Μιλούσαν γύρω μου σαν να είχαν μόλις βγει από το δωμάτιο, για τον Σάλομον Ρυς,61 για τον «Μ εντβιέντ», την Αρκούδα, που μπήκε στην Οχράνα για να την εξαπατήσει, που απέτυχε και είχε μόλις τότε κρεμαστεί, για τον Πετρόφ που είχε κάνει το ί διο πράγμα στην Πετρούπολη και είχε σκοτώσει τον αρχηγό της μυστικής αστυνομίας, για τον Γκερτσούνι62 ο οποίος αρνήθηκε να πάρει χάρη από περιφρόνηση προς τον Τσάρο, που δεν τολμού
50
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σαν ωστόσο ούτε να τον κρεμάσουν, και ο οποίος δραπέτευσε και σιγοπέθαινε εδώ, στο Παρίσι, φυματικός, για τον Εγκόρ Σαζόνοφ63 που πρόσφερε δύο φορές τη ζωή του, την πρώτη ρίχνοντας μια βόμβα κάτω από την άμαξα του φον Πλέχβε, και τη δεύτε ρη αυτοκτονώντας στο κάτεργο μερικούς μήνες πριν από την α πελευθέρωσή του, διαμαρτυρόμενος για την κακομεταχείρηση που υφίσταντο οι σύντροφοί του. Η καινούργια θεωρία της ενέρ γειας, του Μαχ και του Αβενάριους,Μπου επαναπροσδιόριζε την έννοια της ύλης, ήταν για μας ένα κεφαλαιώδες γεγονός... Φεύγοντας απ’ αυτές τις συζητήσεις συνάντησα τον γέρο Εντουάρ Φερράλ0 που πουλούσε στη γωνία του μπουλβάρ Σαιν Μισέλ και της οδού Σουφλό τα φύλλα του L’intran, L ’intran .“ Διαφήμιζε την εφημερίδα με μια γλυκιά τρεμουλιαστή φωνή. Φορούσε κάτι απίθανα λιωμένα παπούτσια και ένα κοστούμι αυ θεντικού κλοσάρ- ένα αξιοθρήνητο κίτρινο ψαθάκι τού στεφάνω νε το μέτωπο. Με μια γενειάδα σαν του Σωκράτη, μια πνευμα τώδη φλογίτσα στα μικρά του μάτια που είχαν το χρώμα του Σηκουάνα, ζούσε χωρίς να έχει ανάγκη για τίποτε, εκεί που ζούσε ο υπόκοσμος του Παρισιού. Δεν έμαθα ποτέ ποια χτυπήμα τα της ζωής τον έφερε σ’ αυτό το σημείο, καθώς ήταν σίγουρα μια σπουδαία διάνοια του αναρχικού κινήματος, αιρετικός φυσι κά, πολύ αγαπητός και αντικείμενο θαυμασμού των νέων. Βα θιά καλλιεργημένος, απάγγελλε και μετέφραζε Βιργίλιο με λυ ρισμό στα πανάθλια καπηλειά της πλατείας Μωμπέρ, μαθητής του Ζωρζ Σορέλ,67 θεωρητικός ο ίδιος του συνδικαλισμού, συμ φωνούσε εδώ με τις ιδέες του Mccislas Golberg,^ ο οποίος πέθανε σχεδόν από πείνα στο Καρτιέ Λατέν δηλώνοντας ότι η ύψιστη επαναστατική αποστολή ανήκει στον υπόκοσμο. Ο Φερράλ με έμπασε σε έναν τρομακτικό κόσμο, τον κόσμο της πιο μεγάλης φτώχειας, της στέρησης που έχει γίνει αποδε κτή, του τέλους του ανθρώπου κάτω από το λιθόστρωτο της με γάλης πόλης. Τπήρχε εδώ -και υπάρχει ακόμα- μια παράδοση πλήρους συντριβής των ηττημένων εδώ και δέκα τουλάχιστον αιώνες. Αυτοί οι εξαθλιωμένοι κατάγονταν απευθείας από τους πρώτους τρωγλοδύτες του Παρισιού, ίσως από τα κατώτερα λαϊ
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
51
κά στρώματα της Λουτέσιας. Βρίσκονταν εδώ πιο παλιά και α πό τη Νοτρ Νταμ και δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν κάτι γ ι’ αυ τούς, ούτε η αγία Ζενεβιέβ ούτε η αγαθή Παρθένος! Απόδειξη ότι κανείς δεν μπορεί να τους σώσει... Τους έβλεπα στα μπι στρό της Μωμπ,® να πίνουν, τρώγοντας τα υπολείμματα των αλλαντικών, επιδένοντας ξανά τους επιδέσμους (μερικοί εντυ πωσιακοί και ψεύτικοι) των πληγών τους· τους άκουγα να συζη τούν τα προβλήματα του σιναφιού, τη διεκδίκηση ενός καλού πό στου ζητιανιάς που χήρεψε, διότι αυτός που το είχε βρέθηκε νε κρός κάτω από τη γέφυρα. Άλλοι τακτοποιούσαν τους φορητούς πάγκους πριν τους στήσουν για να πουλήσουν σπίρτα και κορδό νια παπουτσιών, και κάποιοι ακόμα ξεψειρίζονταν διακριτικά. Δεν έμπαινες στον κύκλο τους παρά μόνο αν σε έβαζε κάποιος, και τότε σε κοιτούσαν με βλέμμα συνωμοτικό, κλαψιάρικο, και ειρωνικό. Μια δυσοσμία σαν από κλουβί θηρίων ήταν διάχυτη σ’ αυτούς τους χώρους, όπου συχνά οι κλοσάρ κοιμόντουσαν στηρί ζοντας τους αγκώνες τους σε ένα τεντωμένο σχοινί όταν το κρύο και η βροχή έκαναν αφιλόξενους τους υπαίθριους χώρους και τις αψίδες κάτω από τις γέφυρες. Δεν «μιλούσαμε» βέβαια παρά στη γλώσσα «armuche», μια ιδιαίτερη διάλεκτο που δεν ανήκε αποκλειστικά στους νεαρούς άνδρες με το κασκέτο που έπαιζαν χαρτιά πίσω από τις βιτρίνες των γειτονικών μπιστρό έχοντας συνεχώς τον νου τους στις γυναίκες τους που ήταν κρυμμένες στη σκιά κάτω από τις μεγάλες αυλόπορτες. Αυτοί οι νέοι άν δρες και αυτές οι γυναίκες της δεκάρας αποτελούσαν μιαν αρι στοκρατία. Έβλεπα με τρόμο τι μπορεί να κάνει η πόλη στον άνθρωπο, να τον περιορίσει στα ζωώδη ένστικτα του ψωριάρη, πεινασμένου, κυνηγημένου σκύλου, και αυτό με βοηθούσε να κα ταλάβω τις Ιστορικές Επιστολές του Πιοτρ Λαβρόφ,70 σχετικά με το κοινωνικό καθήκον... Ο κλοσάρ είναι ένα τελειωμένο, με θρυμματισμένες εσωτερικές αντιστάσεις πλάσμα που έχει μάθει να απολαμβάνει ασθενικά, αλλά και πεισματικά την ελάχιστη φυτική ζωή που του απομένει. Οι ρακοσυλλέκτες αποτελούσαν έναν ξεχωριστό κόσμο, γειτονικό αλλά διαφορετικό, του οποίου τα κεντρικά στέκια βρίσκονταν στο Σαιν-Κεν όχι και τόσο ά
52
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
χρηστοί, μερικοί έκαναν μάλιστα και κομπόδεμα καθώς εκμε ταλλεύονταν ένα υλικό που υπήρχε σε αφθονία: τα σκουπίδια της πόλης. Οι πραγματικοί απόβλητοι δεν είχαν ούτε την ευκαιρία ούτε αρκετές δυνάμεις, αλλά μεγάλη ραθυμία για τη συστημα τική προσπάθεια που χρειαζόταν στο ανασκάλεμα των σκουπιδιών. Μου έτυχε, σε μια κακή στιγμή, να ζήσω μερικές μέρες μέσα σ’ έναν άλλο συναφή κόσμο, τον κόσμο της αγοράς των ε ι δικών εκδόσεων των μεγάλων εφημερίδων. Άθλιοι φουκαράδες αγόραζαν στην ουρά των προνομιούχων, κάτω από την πλαϊνή είσοδο της Matin, δέκα εφημερίδες τις οποίες θα πήγαιναν να διαλαλήσουν στον μπουλβάρ Σαιν-Ντενί, με κίνδυνο να τις φάνε από τον εφημεριδοπώλη που είχε εκεί το στέκι του, και όλα αυ τά για να κερδίσουν είκοσι δεκάρες. Μπάτσοι και μόνιμοι πωλητές τούς γράπωναν από τον σβέρκο και τους πετούσαν στον δρό μο σαν ανθρώπινα κουρέλια, που όντως ήταν ωστόσο. Τράβα α πό ’δω βρομοαλήτη! Μετέφραζα ρωσικά μυθιστορήματα και ποιήματα -Αρτσιμπάσεφ, Μπαλμόντ, Μερεζκόφσκι71...- για έναν αξιαγάπητο Ρώσο διαφημιστή που υπέγραφε αυτές τις μεταφράσεις: χάρη σ’ αυτές, κάθε μεσονύχτι, μπορούσα κοντά σ’ ένα μαγκάλι στην Κεντρική Αγορά, κάτω από τη συμπαγή κοντόχοντρη σιλουέτα του Αγίου Ευσταθίου, να προσφέρω μια κρεμμυδόσουπα στον Φερράλ. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργατικού Παρισιού εκείνης της εποχής είναι ότι γειτνίαζε σε πολλά ση μεία του με τον υπόκοσμο, δηλαδή με τον ευρύτερο κόσμο των παρανόμων, των ξεπεσμένων, των εξαθλιωμένων, των υπόπτων. Ελάχιστες βασικές διαφορές υπήρχαν ανάμεσα στον νεαρό εργάτη ή χειροτέχνη από τις παλιές γειτονιές του κέντρου και στον νταβατζή από τα σοκάκια που γειτόνευαν με την Κεντρική Αγο ρά. Ο οδηγός και ο καταφερτζής μηχανικός έπαιρναν τζάμπα, κατά κανόνα, ό,τι μπορούσαν από το αφεντικό, μέσα στο πνεύ μα «εκμεταλλεύσου το αφεντικό σου αφού ούτως ή άλλως σε εκμεταλλεύεται», και διότι είχαν «απαλλαγεί» από προκαταλή ψ εις... Είχαν μια νοοτροπία μαχητική και αναρχική, η οποία εκ φραζόταν μέσα από δύο αντίπαλα κινήματα, το κίνημα του επα
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
53
ναστατικού συνδικαλισμού της CGT που οδηγούσε το προλετα ριάτο στον αγώνα για θετικές διεκδικήσεις με έναν μεγάλο και νέο ιδεαλισμό, και το άμορφο κίνημα των αναρχικών ομάδων. Ανάμεσα στα δύο και κάτω απ’ αυτά αναδεύονταν περιφερόμε νες ασταθείς και αδύναμες μάζες. Δύο εξαιρετικές διαδηλώσεις αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για μένα όπως και για ολόκληρο το Παρίσι εκείνη των εποχή και πιστεύω ότι ο ιστορικός δεν θα μπορέσει να αγνοήσει τη σημασία τους. Η πρώτη υπήρξε η διαδήλωση της 13ης Οκτωβρίου 1909. Εκείνη την ημέρα μάθαμε το απίστευτο γεγονός: την εκτέλεση του Φρανθίσκο Φερρέρ72 η οποία διετάχθη από τον Μάουρα με τη συγκατάθεση του Αλφόνσου ΙΓ'. Ο ιδρυτής της μοντέρνας Σχο λής της Βαρκελώνης θεωρήθηκε, παράλογα, υπεύθυνος μιας λαϊ κής εξέγερσης μερικών ημερών, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε- πριν πέσει στο χαντάκι του Μοντζουίς, φώναξε στους στρατιώτες του αποσπάσματος: «Σας συγχωρώ παιδιά μου! Σημαδέψτε καλά!» (Σ τη συνέχεια αποκαταστάθηκε από την ισπανική δικαιοσύνη.) Είχα γράψει, πριν ακόμη τον συλλάβουν, το πρώτο άρθρο της εκτεταμένης καμπάνιας του Τύπου που έγινε για την υποστήριξή του. Η ολοφάνερη αθωότητά του, ο ρόλος του ως παιδαγωγού, το θάρρος του ως ελεύθερου στοχα στή και ακόμη η οικεία του όψη, τον είχαν καταστήσει αφάντα στα αγαπητό σε μια γενναιόδωρη Ευρώπη που βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό. Μια πραγματικά διεθνής ευαισθητοποίηση γεννιόταν απ’ τον ένα χρόνο στον άλλο που αντιστοιχούσε στην πρόοδο του καπιταλιστικού πολιτισμού" περνούσαμε τα σύνορα χωρίς διαδικασίες, μερικά συνδικάτα διευκόλυναν τα ταξίδια των μελών τους, το εμπόριο και οι πνευματικές σχέσεις (ραίνονταν να προσπαθούν να ενοποιήσουν τον κόσμο. Ήδη το 1904 τα αντισημιτικά πογκρόμ της Ρωσίας είχαν ξεσηκώσει παντού ένα κύμα αποδοκιμασίας. Από τη μια άκρη της ηπείρου στην άλλη -εκτός της Ρωσίας και εκτός της Τουρκίας- η μέσω της δικαιοσύνης δολοφονία του Φερρέρ ξεσήκωσε μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες πληθυσμούς ολόκληρους σε οργισμένες διαμαρτυρίες. Στο Παρί σι το κίνημα ήταν αυθόρμητο. Από όλες τις λεωφόρους συνέρρε-
54
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
αν προς το κέντρο αμέτρητες εκατοντάδες ανθρώπων, εργάτες και απλοί άνθρωποι γεμάτοι τρομερή αγανάκτηση. Οι επανα στατικές ομάδες ακολουθούσαν όταν δεν ηγούνταν αυτών των μαζών. Οι συντάκτες των επαναστατικών εφημερίδων, έκπλη κτοι από την αιφνίδια επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν, ε γκαινίασαν το σύνθημα της ημέρας: «Στην πρεσβεία της Ισπα νίας» Είχαν αρχίσει να λεηλατούν την πρεσβεία, όταν ο διευθυ ντής της αστυνομία Λεπίν73 έβαλε οδοφράγματα στην πρόσβα ση του μπουλβάρ Μαλεσέρμπ και οι συμπλοκές διεξήχθησαν στις οδικές αρτηρίες που βρίσκονταν οι τράπεζες και οι αριστο κρατικές κατοικίες. Η αναταραχή του πλήθους με έφερε ανάμε σα στα κιόσκια με τις εφημερίδες που είχαν λαμπαδιάσει πάνω στο πεζοδρόμιο και στις αναποδογυρισμένες άμαξες που τα ξε ζεμένα, με πολύ προσοχή, άλογα κοίταζαν με βλακώδες βλέμμα. Οι αστυνομικοί μοτοσυκλετιστές συμπλέκονταν κι αυτοί έχοντας τις μηχανές τους αναμμένες στο φουλ. Ο Λεπίν σάρωσε πυρο βολώντας από δέκα μέτρα με το ρεβόλβερ του ένα μέρος της ο μάδας των δημοσιογράφων της L a Guerre Sociale, της Libertaire και της l ’ anarchie. Η κούραση και η νύχτα κατεύνασαν την εξέγερση η οποία άφησε στους Παριζιάνους μια συναρπαστική αίσθηση δύναμης. Η κυβέρνηση επέτρεψε για τη μεθεπομένη μια νόμιμη διαδήλωση, με επικεφαλής τον Ζωρές, όπου παρελάσαμε περί τις πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι πλαισιωμένοι από τους έφιππους δημοκρατικούς φρουρούς, κατευνασμένοι, υπολο γίζοντας στην άνοδο μιας καινούργιας εξουσίας... Απ’ αυτή τη διαδήλωση στην επόμενη, η πτώση υπήρξε κατακόρυφη. Ο Μιγέλ Αλμερέυδα7'1είχε πάρει μέρος στην οργάνω ση της πρώτης και υπήρξε ο υπεύθυνος της επόμενης. Τον ε ί χα βοηθήσει να κρυφτεί στις Βρυξέλλες όπου και είχε χλευάσει σκληρά τις στιγμιαίες τολστόϊκές αβουλίες μου. Ήμασταν όμως στην ουσία φίλοι. Του έλεγα: ((Δεν θα γίνεις παρά ένας αριβί στας, έχει πάρει πολύ πολύ στραβό δρόμο». Μου απαντούσε: ((Δεν καταλαβαίνεις τίποτε στο Παρίσι, φιλαράκο μου. Ξεκόλ λησε επιτέλους από τα ρωσικά μυθιστορήματα. Εδώ η επανά σταση έχει ανάγκη από χρήματα». Εκπροσωπούσε την επιτυχία
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
55
με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Είχε τη φυσική ομορφιά ε νός Καταλανού από καλή γενιά, μεγάλο μέτωπο, λαμπερά μά τια, ήταν πολύ κομψός, εξαιρετικός δημοσιογράφος, γοητευτικός ομιλητής, καλός αναρχικός πολιτικός, επιδέξιος στον χειρισμό υ ποθέσεων, ήξερε να χειρίζεται το πλήθος, να τα βολέψει σε μια δίκη, να αντιμετωπίσει τους ξυλοδαρμούς των μπάτσων, το π ι στόλι ορισμένων συντρόφων, τη δυσμενή μεταχείριση από τις αρχές και να ενορχηστρώσει μια μεγάλη ίντριγκα' έχοντας τις ε παφές του στα υπουργεία και αφοσιωμένους φίλους στον υπόκο σμο, μπορούσε να βγάλει στο φως μιαν απόδειξη πεντακοσίων φράγκων μέσα από τα συρτάρια του Κλεμανσώ υπογεγραμμένη από κάποιον προβοκάτορα συνδικαλιστή, να παρουσιασθεί στο Κακουργιοδικείο, να εξασφαλίσει μια αθώωση καθώς και τα συγχαρητήρια των ενόρκων, να αυξήσει την κυκλοφορία της La Guerre Sociale , της οποίος ήταν η ψυχή μαζί με τον Γκυστάβ Ερβέ, «τον Στρατηγό», και τον Εζέν Μερλ71 που επρόκειτο να γίνει ο πιο δυναμικός και ο πιο μπαλζακικός από τους Παρισι νούς δημοσιογράφους. Ο Αλμερέυδα είχε περάσει θλιβερή παιδι κή ηλικία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίος σε ένα αναμορφω τήριο εξαιτίας μιας μικροκλοπής. Είναι αυτός που, μετά τον Φερρέρ, υποστήριξε την υπόθεση Λιαμπέφ.76 Αυτή υπήρξε μια κοινωνική μάχη, περίεργη και βίαιη, καθώς και ο προάγγελος για κάποια άλλα δράματα. Μάχη του υπόκοσμου. Ο Λιαμπέφ, είκοσι ετών, εργάτης, μεγαλωμένος στο Σεβαστό, ερωτεύτηκε παθιασμένα μια νεαρή γυναίκα του πεζοδρομίου. Η αστυνομία ηθών η οποία εκμεταλ λευόταν οικονομικά τα κορίτσια, βλέποντάς τους μαζί, τον κα τηγόρησε για προστάτη. Αυτός βέβαια δεν ήταν, και αντίθετα ονειρευόταν να τραβήξει αυτό το κορίτσι μακριά απ’ τη λάσπη. Ο αυτεπάγγελτα διορισμένος δικηγόρος δεν παρέστη στην α κρόαση, οι διαμαρτυρίες του κατηγορούμενου δεν ωφέλησαν φυ σικά σε τίποτε, ο πλημμελειοδίκης διεκπεραίωνε αυτές τις υπο θέσεις σε πέντε δευτερόλεπτα και ήταν και ορκωτός, βέβαια... Ο Λιαμπέφ ένιωσε ατιμασμένος. Όταν βγήκε πια από τη φυλα κή οπλίστηκε με ένα ρεβόλβερ φόρεσε περιβραχιόνια με καρφιά
56
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κάτω από μια φαρδιά μπέρτα και πήγε να εκδικηθεί. Τον συνέλαβαν, και τον στρίμωξαν στον τοίχο χτυπώντας τον με ένα σπαθί. Είχε πληγώσει τέσσερις αστυνομικούς. Καταδίκη σε θά νατο. Ο αριστερός τύπος κατάγγελλε την αστυνομία ηθών και απαιτούσε να του δοθεί χάρη. Ο διευθυντής της αστυνομίας Λεπίν ένας ανθρωπάκος ψυχρά υστερικός που προϊστατο με το γενάκι του κάθε Πρωτομαγιά έτοιμος να αντιμετωπίσει τους διαδη λωτές, απαιτούσε να εκτελεσθεί. Ο Αλμερέυδα έγραψε ότι αν τολμούσαν να στήσουν την γκιλοτίνα, το αίμα που θα έρεε γύ ρω απ’ αυτήν θα ήταν περισσότερο απ’ ό,τι πάνω στην γκιλο τίνα, και κάλεσε τον κόσμο στο Παρίσι να εμποδίσει έστω και με τη βία την εκτέλεση. Το σοσιαλιστικό κόμμα υποστήριζε το κίνημα. Τη νύχτα της εκτέλεσης ανομοιογενή πλήθη εισέρρεαν απ’ ό λες τις λεωφόρους, ξεπερνώντας όλα τα οδοφράγματα τα στοιχειωμένα από το έγκλημα και τη μιζέρια, συγκλίνοντας σ’ αυ τό το μοναδικό σημείο της πόλης που είναι πάντα χλωμό το πρωί, και θλιβερό τη νύχτα: το βουλεβάρτο Αραγκό με τα αστι κά του σπίτια από τη μια πλευρά -που δεν τους καίγεται καρ φί για κανένα, με τις κατεβασμένες τους κουρτίνες-, ο καθένας για τον εαυτό του -και ο Θεός για όλους, αν θέλετε!- και δυο σειρές χοντρές καστανιές από την άλλη πλευρά, κάτω από το τείχος, ένα τείχος φτιαγμένο από χοντρές, γερές πέτρες με ένα απαθές γκρι-καφέ χρώμα, το πιο μουγκό, το πιο αδυσώπητο α πό τα τείχη των φυλακών, με έξι μέτρα ύψος. Πώς μπορούσαν οι ερωτευμένοι και έρχονταν να κάνουν βόλτα εκεί στη σκιά του τα καλοκαιρινά βράδια; δεν αισθάνονταν, άραγε, την υποβόσκουσα απανθρωπιά που αναδυόταν απ’ αυτόν τον τοίχο; αναρωτήθηκα αμέτρητες φορές περνώντας απ’ αυτό το κοινότοπα τραγι κό βουλεβάρτο - που με φυλάκιζε κι εμένα τον ίδιο από την άλ λη πλευρά του τοίχου. ,Ξ,αναμμένα ζευγάρια που έβγαιναν από τους λαϊκούς χορούς με το ακορντεόν, το κορίτσι και ο «καλός της», λίγο αριστεροί και αυτοί, το κορίτσι υπερβολικά χαρούμε νο, τα μάτια του τεράστια από το φτιασίδι, ο άνδρας με το κα σκέτο να αστιεύεται κάνοντας ότι κόβει το λαιμό του με την α
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΛ Λ1ΛΦΤΓΗΣ (1906-1912)
57
νάποδη του χεριού, κατέφθαναν. Ερχόντουσαν με ταξί από τα μαγαζιά της νύχτας, ντυμένοι βραδινά, και οι κοκότες πολυτε λείας φορούσαν μπαρέτες με φτερά στα μαλλιά: όλοι αυτοί που ήταν συνηθισμένοι στις εκτελέσεις ξεσπούσαν σε ουρλιαχτά και απειλές. Είχα πάει με τη Ριρέτ, με τον οργισμένο Ρενέ,77 με τον γέρο Φερράλ με διάχυτη κατάθλιψη που έμοιαζε να πλέει, απί στευτα εξασθενημένος μέσα στο σχεδόν κουρελιασμένο κοστού μι. Οι οπαδοί όλων των ομάδων ήταν εκεί, να απωθούνται από τα φράγματα των μυστικών αστυνομικών που έκαναν περίεργες μανούβρες. Φωνές και κραυγές ξέσπασαν με την άφιξη του φορ τηγού με την γκιλοτίνα που συνοδευόταν από ένα απόσπασμα ιππικού. Για ώρες δόθηκε μάχη, οι έφοδοι της αστυνομίας μάς απωθούσαν στα σκοτάδια προς τις πλαϊνές οδούς απ’ όπου το κύμα του πλήθους ξεπηδούσε πάλι την επόμενη στιγμή. Ο Ζωρές, στην κορυφή μιας κολόνας ήταν μισοπεθαμένος. Ο Αλμερέυδα προσπαθούσε μάταια να παραβιάσει τα οδοφράγματα. Έπεσε αρκετό ξύλο και χύθηκε και λίγο αίμα. Σκοτώθηκε ένας αστυνομικός. Προς το ξημέρωμα η κούραση έκανε το πλήθος να συσπειρωθεί. Τη στιγμή που η λεπίδα της λαιμητόμου έπεφτε στο οργισμένο κεφάλι που φώναζε συνεχώς την αθωότητά του, ένα ανίσχυρο παραλήρημα κυρίευσε τους είκοσι ή κα τριάντα χ ι λιάδες διαδηλωτές και μια δυνατή κραυγή ξεχύθηκε: «Δολοφό νοι!» Τα οδοφράγματα των αστυνομικών δεν κινούνταν πια πα ρά με μεγάλη κούραση. «Τον βλέπεις τον τοίχο;», μου φώναξε ο Ρενέ. Όταν ξανάρθα το πρωί σ’ αυτό το σημείο του βουλε βάρτου, ένας μεγαλόσωμος πολιτοφύλακας, όρθιος πάνω στο τετράγωνο που σχημάτιζε το φρέσκο χώμα που σκέπαζε το χυ μένο αίμα, ποδοπατούσε με ζήλο ένα τριαντάφυλλο. Λίγο πιο πέρα ακουμπισμένος στον τοίχο ο Φερράλ έσφιγγε τα χέρια του δυνατά. «Τ ι απαίσια κοινωνία!». Από εκείνη τη μέρα χρονολογείται η αποστροφή που μου προξενεί η θλίψη του θανάτου που δεν προέρχεται από το πρω τόγονο έγκλημα του υποβαθμισμένου, του παραπλανημένου, του μισότρελου, του απελπισμένου, αλλά προκαλείται από ένα συλ λογικό έγκλημα το οποίο έχει διαπραχθεί με ψυχραιμία από αν
58
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
θρώπους που έχουν περιβληθεί την εξουσία και οι οποίοι πιστεύ ουν ότι γ ι’ αυτό είναι και αθώοι του θλιβερού αίματος που κά νουν να χύνεται. Δεν βλέπω τίποτε πιο φρικτά απάνθρωπο από το άσκοπο μαρτύριο των αιώνιων θλίψεων και των πολύ μεγά λων πόνων. Μετά τη μάχη για τον ιδεολόγο Φερρέρ, τον νυχτερινό αγώ να για τον απελπισμένο Λιαμπέφ, φάνηκε -αλλά χωρίς εμείς να το βλέπουμε- μέσα σε ποιο αδιέξοδο βρισκόταν στο Παρίσι το επαναστατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων... Τρομερή και ισχυρή στα 1906-1907 η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών [CGT] είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται καθώς αρκετές κατηγορίες εργατών ήταν πλέον ικανοποιητικά αμειβόμενες. Η «επαναστατικότητα» των Γκυστάβ Ερβέ και Μιγέλ Αλμερέυδα δεν είχε αντικείμενο, καθώς δεν εξέφραζε, ουσιαστικά, παρά την ανάγκη για λεκτική και φυσική αντίσταση μιας μικρής μειονό τητας. Η πληθωρική Ευρώπη της οποίος ο πλούτος και η άνε ση είχαν αυξηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, από το 1880 και μετά, παίρνοντας άνευ προηγουμένου διαστάσεις, θεμελίωνε το κοινωνικό της καθεστώς πάνω στις παλιές ανισότητες, διαμορ φώνοντας έτσι μέσα στις μεγάλες πόλεις ένα περιορισμένο κοι νωνικό στρώμα, αρκετά πολυπληθές όμως, στο οποίο η βιομη χανική πρόοδος δεν γεννούσε καμία πραγματική ελπίδα και δεν παρείχε παρά το ελάχιστο της συνειδητότητας, τόσης όσης ή ταν ακριβώς απαραίτητη για να μπορεί να αντιληφθεί την ατυ χία του. Από την ίδια την κατάχρηση της δύναμης, όσο και α πό την ιστορική της δομή που ήταν ασύμβατη με τις καινούρ γιες ανάγκες της κοινωνίας, αυτή η Ευρώπη στην ολότητά της είχε παρασυρθεί προς λύσεις που περιείχαν βία. Αναπνέαμε τον ασφυκτικό αέρα που προηγείται του πολέμου. Τα γεγονότα ανήγγελλαν ξεκάθαρα την καταστροφή. Τα επεισόδια στο Αγκαδίρ, η μοιρασιά του Μαρόκου, η σφαγή της Καζαμπλάνκας· η Ιταλία, με την επίθεσή της κατά της Τριπολίτιδας, ξεκίνησε τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ο «φουτουριστής» ποιητής Μαρινέττι78 περιέγραφε το μεγαλείο των σπλά χνων που άχνιζαν στον ήλιο σε ένα πεδίο μάχης... Η Αυστρία-
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΙΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
59
κή Αυτοκρατορία προσάρτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο Τσάρος συνέχιζε να δανείζεται χρήματα από τη Γαλλική Δημοκρατία, να διατάζει τον απαγχονισμό ή την εξορία των σπουδαιότερων ανθρώπων στη Ρωσία. Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Κίνα, όπως και στο Μεξικό, ξεκινούσαν νέες επαναστάσεις, πράγμα που μας γέμιζε με ενθουσιασμό. Είχα δημιουργήσει στην Αριστερή όχθη, δίπλα στο Καρτιέ Λατέν, έναν κύκλο σπουδών, την Ελεύθερη 'Ερευνα,7'1 τα μέλη της οποίας συναντιόνταν, στην οδό Γκρεγκουάρ ντε Τουρ, στον ό ροφο μιας σοσιαλιστικής κοπερατίβας, στο βάθος ενός σκοτει νού διαδρόμου γεμάτου βαρέλια. Τα γειτονικά σπίτια ήταν οίκοι ανοχής με κόκκινα φανάρια, μεγάλα νούμερα στις πόρτες, φω τισμένα με ταμπέλες του 17ου αιώνα: Το ανθισμένο πανέρι. Το πολυάνθρωπο σταυροδρόμι της οδού Ντε Μποσί, γεμάτο πά γκους μικροπωλητών στα πεζοδρόμια, μικρά ύποπτα μπαρ, και πλανόδιους εμποράκους, μου έδινε, νόμιζα, την αίσθηση του Παρισιού της εποχής του Λουδοβίκου ΙΣΤ'. Γνώριζα όλες τις παλιές εξώθυρες και διάβαζα στις ξεφλουδισμένες προσόψεις, πάνω από τις ρεκλάμες αυτών που δάνειζαν φανταχτερά ρούχα για το βράδυ, το σημάδι -για τους άλλους αόρατο- του Τρόμου. Λογομαχούσα στις λαϊκές συγκεντρώσεις με τους χριστιανοδη μοκράτες του Σιγιόν, που ήταν άγριοι καβγατζήδες, και τους βασιλικούς που τους ξεσήκωνε με φανατισμό ο Λεόν Ντωντέ.80 Όταν εμφανιζόταν στο βήμα ο τεράστιος Λεόν με τη σαρκώδη όψη του παρακμασμένου Βουρβώνου ή του Ισραηλίτη χρηματι στή -πρόκειται ακριβώς για την ίδια όψη- σχηματίζαμε σε μια γωνία της αίθουσας που είχαμε από πριν επιλέξει μιαν αγωνι στική ομάδα και μόλις άρχιζε να μιλά με τη βροντώδη φωνή του για την «παραδοσιακή, ομοσπονδιακή, αντικοινοβουλευτική μοναρχία», κ.λπ., ξεσπούσαμε με σαρκαστικές κραυγές: ((Αργήσατε έναν αιώνα! Στην γκιλοτίνα!» και ζητούσα τον λό γο, με την υποστήριξη και την προστασία σταθερών συντρό φων. Οι βασιλόφρονες περιμένανε αυτή τη στιγμή για να ρι χτούν στην ομάδα μας, δεν ήμασταν όμως πάντα χαμένοι. Ο
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ζωρζ Βαλουά,81 πρώην αναρχικός ο ίδιος, και πρόσφατα προση λυτισμένος βασιλικός, δεχόταν, αντιθέτως με προθυμία να συ ζητήσει μαζί μας το βασιλικό-συνδικαλιστικό του δόγμα και ε πικαλούνταν τον Νίτσε, τον Ζωρζ Σορέλ, τον «κοινωνικό μύθο», τις συντεχνίες των κοινοτήτων του Μεσαίωνα, το εθνικό αί σθημα. .. Οι σύντροφοι μου πρότειναν εκείνη την εποχή να ξαναπάρω τη διεύθυνση82 της / ’ anarchie, που είχε μεταφερθεί α πό τη Μονμάρτρη στους κήπους της Ρομαινβίλ και κινδύνευε α πό διασπαστικές τάσεις. 'Εθεσα ως όρο να φύγει η προηγούμε νη ομάδα συντακτών και τυπογράφων, που είχε διαμορφωθεί α πό «ανεξάρτητους επιστημονιστές» και των οποίων η ψυχή ή ταν ο Ραιμόν Καλμέν, και να με αφήσουν να στρατολογήσω τους δικούς μου συνεργάτες. Για ένα μήνα ωστόσο οι δύο ομάδες, η παλιά και η δική μου, συγκατοίκησαν. Ξαναβρήκα εκεί, κάποια στιγμή, τον Ραιμόν και τον Εντουάρ,® εντελώς μαγεμένους από τα «επιστημονικά» τους αλαμπουρνέζικα, καταπιεσμένους από διατροφικές συμπε ριφορές (δηλαδή απόλυτη χορτοφαγία, ούτε κρασί, ούτε καφέ, χωρίς τσάι, χωρίς μέντα - όσο για μας που διατρεφόμαστε αλ λιώς, θεωρούμαστε άνθρωποι που δεν «εξελίσσονται» εκθέτο ντας ακατάπαυστα τις καταστροφικές πλευρές τους «συναισθή ματος» και επικαλούμενους μόνον τον «επιστημονικό λόγο» και τον «συνειδητό εγωισμό». Έβλεπα βέβαια ξεκάθαρα ότι μέσα σ’ αυτή τη μέθη υπήρχε ένα μεγάλο παιδιάρισμα, άπειρη ά γνοια περισσότερο παρά γνώση και συνάμα ένας πόθος «να ζήσονν διαφορετικά» με κάθε τίμημα. Ένα πολύ σοβαρότερο θέ μα μάς έφερνε σε αντιπαράθεση, το θέμα της παρανομίας. Ήταν ήδη ή γινόντουσαν παράνομοι, κυρίως κάτω από την ε πιρροή του Οκτάβ Γκαρνιέ,*1 ενός όμορφου μελαμψού αγοριού, σιωπηλού με μεγάλα σκληρά και άγρια μάτια. Μικροπρολετάριος που είχε φάει γερό ξύλο σε μια αποθήκη του κτιρίου στη διάρκεια μιας απεργίας, απέφευγε τη συζήτηση με τους «δια νοούμενους». «Λόγια! λόγια!», έλεγε σιγανά και αποχωρούσε στηριζόμενος στο μπράτσο μιας ξανθιάς Φλαμανδής,® που έμοι αζε να έχει βγει από πίνακα του Ρούμπενς, για να οργανώσει
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΙΑΦΠΊ1Σ (1906-1912)
61
κάποια επικίνδυνη νυκτερινή εργασία. Σ ’ ολόκληρη τη ζωή μου δεν συνάντησα ποτέ κανέναν άλλον άνθρωπο που να με κάνει να καταλάβω τόσο καλά την αδυναμία, ακόμη και το πόσο ά χρηστη ήταν η σκέψη απέναντι σε κάποιες ισχυρές πρωτόγονες φύσεις που αφυπνίζονται βάρβαρα με μια καθαρά πρακτική ε ξυπνάδα απέναντι στον αγώνα για επιβίωση. Θα μπορούσε να είναι ένας καταπληκτικός ναυτικός για τις εξερευνήσεις στους Πόλους, ένας καλός στρατιώτης που θα πολεμούσε για την κατάκτηση αποικιών στους Τροπικούς, και σε άλλους καιρούς έ νας εξεγερμένος ήρωας, ένας αρχηγός των ναζιστικών Strosstruppe, ένας υπαξιωματικός του Ρόμμελ... Δεν ήταν ό μως τίποτε απ’ αυτά, ήταν απλά ένας παράνομος. Μια περιπλανώμενη δύναμη, εγκαταλελειμμένη, που αναζητούσε, χωρίς και ο ίδιος να το γνωρίζει κάποια καινούργια αξιοπρέπεια, όσο αδύνατη και να ήταν. Οι μικρές διαμάχες πολλαπλασιάζονταν, ο Ραιμόν, ο Εντουάρ, ο Οκτάβ έφυγαν αρκετά σύντομα μαζί με τους φίλους τους και εγώ μετέφερα το τυπογραφείο μας εκεί ό που ζούσαμε συντροφικά, στην κορυφή της Μπελβίλ, πίσω από τα Μπυτ-Σωμόν, σε μια βιοτεχνία στην οδό Φεσσάρ. Είχα βά λει τα δυνατά μου να δώσω έναν νέο παλμό στην εφημερίδα, με το σκεπτικό μιας επιστροφής από τον ατομικισμό στην κοινω νική δράση. Ξεκίνησα μια πολεμική ενάντια στον Ελί Φωρ,*' ι στορικό της τέχνης, που είχε υποστηρίξει, με ντοκουμέντα, ότι ο Νίτσε ήταν ο εκπολιτιστής του πολέμου. Είχα σχολιάσει με κάποιο ενθουσιασμό την αυτοκτονία του Πωλ και της Λώρας Λαφάργκ, του γαμπρού και της κόρης του Καρλ Μαρξ: ο Λαφάργκ φθάνοντας τα εξήντα εκτιμά ότι σ’ αυτή την ηλικία η δραστήρια και παραγωγική ζωή έχει τελειώσει και αυτοκτονεί με δηλητήριο μαζί με τη σύντροφο του. Αναζητούσα να επιβε βαιώσω ένα «δόγμα αλληλεγγύης και εξέγερσης μέσα στο πα ρόν» επικαλούμενος τον Ελιζέ Ρεκλύς: «Ο άνθρωπος και η φύ ση αποκτούν αυτοσυνειδησία». Για τον Μαρξ δεν ήξερα σχεδόν τίποτε. Στον συνδικαλισμό καταδικάζαμε έναν μελλοντικό κρατισμό εξίσου αμφίβολο με οτιδήποτε άλλο. Ο «εργατισμός» ως αντίδραση ενάντια στους πολιτικούς -οι οποίοι ήταν κυρίως δι
62
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κηγόροι απασχολημένοι με τις κοινοβουλευτικές τους καριέρεςμας φαινόταν κάτι πολύ περιορισμένο καθώς κουβαλούσε μέσα του το μικρόβιο ενός άλλου είδους αριβισμού... Τα δράματα ξέσπασαν στα τέλη του 1911. Ο Ζοζέφ ο Ιτα λός,87 ένας μικρόσωμος ξανθός αγωνιστής με σγουρά μαλλιά, που ονειρευόταν μια ζωή ελεύθερη κάπου στην Αργεντινή, όσο γίνε ται πιο μακριά από τις πόλεις, σε μια πάμπα, βρέθηκε σκοτω μένος σε ένα δρόμο της Μελέν. Από στόμα σε στόμα λεγόταν ό τ ι ένας ατομικιστής από τη Λυών, ο Μποννό,'95 (που δεν τον γνώριζα), τον είχε αποτελειώσει ταξιδεύοντας μαζί του με αυ τοκίνητο, και ότι ο Ιταλός είχε στην αρχή αυτοτραυματιστεί κα θώς περιεργαζόταν ένα περίστροφο. Ό,τι και να είχε συμβεί, έ νας σύντροφος είχε σκοτώσει ή είχε «αποτελειώσει» έναν άλλον. Κάποια έρευνα που έγινε δεν ξεκαθάρισε καθόλου τα πράγματα, εξόργισε όμως τους παράνομους «επιστημονιστές», και καθώς είχα εκφράσει σκληρές κριτικές για’ αυτούς, δέχθηκα μια ανα πάντεχη επίσκεψη του Ραιμόν: «Αν δεν θες να εξαφανιστείς, σταμάτα τις κρίσεις σου για μας». Και πρόσθεσε γελώντας: «Τ ι το ψάχνεις! Με ενοχλείς, σε εξαφανίζω! -Ε ίστε τελείως τρελοί», απάντησα, «και ολοκληρωτικά χαμένοι». Αρπαχτήκαμε ακρι βώς σαν δυο παιδιά γύρω από ένα κόκκινο λάχανο. Εκείνος πα ρέμενε κοντόχοντρος, γεροδεμένος με παιδικό πρόσωπο, γελα στός. «Αυτό ίσως να είναι αλήθεια», είπε, «αλλά είναι ο φυσι κός νόμος». Ένα αληθινό κύμα οργής και απελπισίας με πλημ μύρισε. Οι εκτός νόμου αναρχικοί πυροβολούσαν τους αστυνομι κούς και τίναζαν τα μυαλά τους στον αέρα. Άλλοι, πιο συγκρο τημένοι αντί να ρίξουνε την τελευταία τους σφαίρα στο κεφάλι, πηγαίνανε στη γκιλοτίνα σαρκάζοντας. «Ένας εναντίον όλων! Τόσο το χειρότερο για τα αφεντικά, για τους σκλάβους, τόσο το χειρότερο για μένα!» Αναγνώριζα στα διάφορα γεγονότα των ε φημερίδων πρόσωπα που είχα συναντήσει ή γνώριζα, έβλεπα ό λο το κίνημα που είχε ιδρυθεί από τον Libertad να παρασύρεται από μια δίνη και κανείς να μην μπορεί να κάνει τίποτε, κι εγώ ο ίδιος να μην μπορώ να κάνω τίποτε. Οι θεωρητικοί φοβισμέ νοι λακίσανε. Αυτό αποτελούσε μια συλλογική αυτοκτονία. Μια
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΛ Δ1ΑΦΓΓΗΣ (1906-1912)
63
ειδική έκδοση των εφημερίδων βγήκε αναγγέλλοντας ότι ληστές μ ’ ένα αυτοκίνητο έκαναν μια εξαιρετικά τολμηρή απόπειρα, στην οδό Ορντενέρ,89 εναντίον ενός ταμία τραπέζης ο οποίος μ ε τέφερε πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα. Διαβάζοντας τις περιγρα φές αναγνώρισα τον Ραιμόν Καλμέν και τον Οκτάβ Γκαρνιέ, το παλικάρι με τα έντονα μαύρα μάτια που περιφρονούσε τους δια νοούμενους. .. Μάντευα τη λογική της πράξης τους: για να σώ σουν τον Μποννό, που ήταν καταζητούμενος, χρειάζονταν χρή ματα, χρήματα για να ξεμπερδεύουν, ή να σκοτωθούν όπως ό πως, παλεύοντας ενάντια σε ολόκληρη την κοινωνία! Από αλλη λεγγύη ρίχτηκαν με τα λιγοστά πιστόλια τους και τη λιγοστή λογική τους που βρισκόταν σε ύπνωση, σ’ αυτή την αδιέξοδη μάχη. Και τώρα, ήταν πέντε χαμένοι, και ξανά χωρίς χρήματα ούτε για να επιχειρήσουν τη φυγή τους, και το χρήμα ορθωνό ταν εναντίον τους καθώς είχαν επικηρυχθεί για εκατό χιλιάδες φράγκα. Περιπλανιόνταν στην πόλη χωρίς δυνατότητα διαφυ γής, έτοιμοι να σκοτωθούν χωρίς να έχει σημασία πού, μέσα σε ένα τραμ, ή σε ένα καφέ, ευχαριστημένοι που αισθάνονταν στριμωγμένοι στον τοίχο, ανήμποροι, να αντιμετωπίζουν μόνοι τους έναν αποτρόπαιο κόσμο. Από αλληλεγγύη, για να μοιραστούν αυτή την πικρή χαρά να σκοτωθούν, χωρίς καμιά ψευδαίσθηση (οι περισσότεροι, απ’ αυτούς που συνάντησα αργότερα στις φυ λακές, αυτό μου είπαν), βρέθηκαν κι άλλοι που ενώθηκαν με τους πρώτους, ο κοκκινομάλης Ρενέ,90 και αυτός γενναίος περιπλανώμενος, και ο καημένος ο μικρός Αντρέ Σουντύ.1" Τον Σουντύ τον συναντούσα συχνά σε συγκεντρώσεις στο Καρτιέ Λατέν. Ενσάρκωνε στην εντέλεια το παιδικό πείσμα μπροστά στο αδιέξοδο. Έχοντας μεγαλώσει στο πεζοδρόμιο, φυματικός στα δεκατρία του, συφιλιδικός στα δεκαοχτώ του, καταδικάστηκε στα είκοσι (για την κλοπή ενός ποδηλάτου), του πήγαινα βιβλία και πορτοκάλια στο Νοσοκομείο Tenon. Χλωμός, με τριγωνικό πρόσωπο, με λαϊκή προφορά, και μάτια γκρίζα και γλυκά, έλε γε: «Δεν είμαι τυχερός, τ ι να κάνω», και κέρδιζε το ψωμί του στα μπακάλικα της οδού Μουφετάρ, όπου οι παραγιοί σηκώνο νταν στις έξι το πρωί, έστηναν τους πάγκους στις επτά, και πή
&i
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
γαιναν να κοιμηθούν σε μια σοφίτα μετά τις εννιά το βράδυ, ε ξαντλημένοι από την κούραση, έχοντας δει στη διάρκεια της ημέρας το αφεντικό να κλέβει τις νοικοκυρές στο ζύγι, να νε ρώνει το γάλα, το κρασί, το πετρέλαιο, να αλλάζει τις ετικέ τες... Αισθηματικός, συγκινούνταν μέχρι δακρύων από τα μοιρολόγια των τραγουδιστών του δρόμου, δεν ήξερε πώς να πλησιάσει μια γυναίκα και φοβόταν μη γίνει γελοίος, και μισή μέρα στην κοντινή εξοχή τον μεθούσε για καιρό. Αισθάνθηκε να ξαναγεννιέται όταν άκουσε να τον αποκαλούν «σύντροφο», και να του εξηγούν ότι μπορούσε, ότι έπρεπε, «να γίνει ένας καινούργιος άνθρωπος». Και βάλθηκε να διπλασιάζει στο μπα κάλικο την ποσότητα του αρακά που έβαζε για τις νοικοκυρές, κι αυτές τον θωρούσαν λίγο τρελούτσικο. Και τα πιο πικρόχο λα αστεία τον βοηθούσαν να ζει, καθώς ήταν πεπεισμένος, «βλέποντας τις τιμές των φαρμάκων», ότι δεν επρόκειτο να ζήσει για πολύ. Με το δάκτυλο στη σκανδάλη, εισέβαλαν ένα πρωινό στη γειτονιά μας, κάτι χοντροκομμένοι επιθεωρητές. Ένα κοριτσάκι επτά χρονών,92 ξυπόλυτο, είχε ανοίξει την πόρτα όταν χτύπησε το κουδούνι, και ήταν τρομοκρατημένο στη θέα αυτών των αρ ματωμένων κολοσσών. Ο υποδιευθυντής Ασφαλείας, Jouin, ένας κύριος αδύνατος με μακρουλό θλιμμένο πρόσωπο, ευγενικός, σχεδόν συμπαθητικός, ήρθε στη συνέχεια, ερεύνησε, μου μίλησε ευγενικά για τις ιδέες του Σεμπαστιέν Φωρ, τον οποίον θαύμα ζε, για τον ελεεινό τρόπο με τον οποίο δυσφημιζόταν ένα ιδεώ δες από τους εκτός νόμου. «Ο κόσμος δεν θα αλλάξει τόσο γρή γορα, πιστέψτε μ ε», αναστέναξε. Δεν μου (ραινόταν ούτε κακό βουλος ούτε υποκριτής, αλλά ένας βαθιά θλιμμένος άνθρωπος που έκανε με συνέπεια και φροντίδα τη δουλειά του. Το από γευμα με κάλεσε, με οδήγησε στο γραφείο του, ακούμπησε τους αγκώνες του κάτω από το πράσινο πορτατίφ του γραφείου του, και μου είπε περίπου τα παρακάτω λόγια: «Σας γνωρίζω αρκετά καλά, θα στενοχωριόμουν πολύ αν σας δημιουργούσα προβλήματα... τα οποία θα μπορούσαν να ήταν πολύ σοβαρά... Γνωρίζετε αυτές τις παρέες, αυτούς τους ανθρώ
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΙΑΦΠΊΙΣ (1906-1912)
65
πους, οι οποίοι απέχουν από σας, οι οποίοι σας τη φέρνουν πισώπλατα, οι οποίοι, τελικά, σας βεβαιώνω, είναι απαλύτως χα μένοι... Μείνετε εδώ, για μια ώρα, θα μιλήσουμε γ ι’ αυτούς, κανείς δεν θα μάθει ποτέ τίποτε και σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα ενοχληθείτε για τίποτε...» Αισθανόμουν ντροπή, απίστευτη ντροπή, για εκείνον, για μ έ να, για όλους, τόση ντροπή που δεν αναπήδησα από αγανάκτη ση ούτε αισθάνθηκα φόβο... «Είμα ι βέβαιος», είπα, «ότι και σεις θα αισθάνεστε αμήχανα που μου μιλήσατε μ ’ αυτόν τον τρό πο. -Μα, όχι καθόλου!» Εξετέλεσε ωστόσο την αγγαρεία του με κάποια κατήφεια. «Ε , καλά», είπα, «αν νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα, τότε να με συλλάβετε. Δεν σας ζητώ παρά ένα πράγμα: να μου δώσετε να δειπνήσω, διότι πεινάω πάρα πολύ». Ο υποδιευθυντής Ασφαλείας φάνηκε ανακουφισμένος, σηκώθηκε: «Να δειπνήσε τε; Είναι λίγο αργά, αλλά θα δω τ ι μπορεί να γίνει. Έχετε κα θόλου τσιγάρα;» Και έτσι είναι που μπήκα στη φυλακή - για αρκετό καιρό. Οι νόμοι του 1893 που ψηφίστηκαν την επομένη της ανεπιτυχούς απόπειρας του Βαγιάν93 ενάντια στο Κοινοβού λιο, και ονομάσθηκαν από τον Κλεμανσώ «οι ανόσιοι νόμοι», ε πέτρεπαν να απαγγελθεί κατηγορία στον οποιονδήποτε, και μια υπουργική απόφαση διέταζε την εφαρμογή της. Σ ε ένα κελί της Σαντέ,94 πίσω από τον Τοίχο, στο τμήμα υψηλής επιτήρησης ό που βρίσκονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο, άρχισα σοβαρές μελέτες. Το χειρότερο ήταν ότι βρισκόμουν συνεχώς σε κατά σταση πείνας. Από νομικής πλευράς μπορούσα να απαλλαγώ α πό την κατηγορία καθώς η διαχείριση και η σύνταξη της εφη μερίδας ήταν στο όνομα της Ριρέτ Μαιτρεζάν* αλλά ήθελα να πάρω πάνω μου την ευθύνη. Οι απόπειρες, η συλλογική αυτοκτονία, συνεχίζονταν. Δεν έρχονταν σε μένα παρά μακρινοί απόηχοι. Στο δάσος του Σενάρ, πέντε νεαροί άνδρες,% καταδιωκόμενοι, με την ομίχλη να τους διαπερνά, επιτέθηκαν σε κάποιους για να αρπάξουν ένα αυτοκί νητο. Την ίδια μέρα επιτέθηκαν στο Σαντιγύ97 στο υποκατά στημα της Societe Generale. Και πάλι αίμα. Στο κέντρο του
66
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Παρισιού, στην πλατεία της Χάβρης, την ώρα της κίνησης, ο α στυνομικός Γκαρνιέ, τη στιγμή που επέδιδε κλήση στον οδηγό ενός γκρίζου αυτοκινήτου, έπεσε κάτω με μια σφαίρα στην καρ διά από έναν άλλον Γκαρνιέ, τον Οκτάβ. Η αμοιβή των εκατό χιλιάδων φράγκων ωστόσο βρήκε τον δρόμο της στις συνειδήσεις των «συνειδητών εγωιστών» και οι συλλήψεις άρχισαν. Ο Μποννό αιφνιδιάστηκε στον χώρο ενός μικρεμπόρου® στο Ιβρύ όπου ζούσε σε μια σκοτεινή κάμαρα, πάλεψε σώμα με σώμα με τον υποδιευθυντή της Ασφαλείας Jouin, τον πυροβόλησε εξ ε παφής με αρκετές σφαίρες, έκανε για λίγο τον πεθαμένο πάνω στο ίδιο πάτωμα που είχε πέσει και ο Jouin και μετά πήδηξε α πό ένα παράθυρο και εξαφανίστηκε." Τον ξαναβρίσκουμε στο Σουαζύ Λε Ρουά, όπου για μια ολόκληρη μέρα υπερασπίζεται τον εαυτό του πυροβολώντας με το πιστόλι, και γράφει σ’ ένα διάλειμμα της μάχης, ένα γράμμα απενοχοποιώντας τους συ ντρόφους του, ξαπλώνει ανάμεσα σε δύο στρώματα για να α μυνθεί ενάντια στην τελική επίθεση, και σκοτώνεται ή τον σκο τώνουν, κανείς δεν έμαθε, τελικά. Τους Οκτάβ Γκαρνιέ και Ρε νέ Βαλέ τους ξανασυνατούμε στο Νοζέντ-Συρ-Μαρν σε μια β ί λα όπου φυτοζωούσαν με την παρέα τους και αντέξανε περισ σότερο στη μάχη τους με την αστυνομία, τη χωροφυλακή, και τους ζουάβους, επιτιθέμενοι και πυροβολώντας με εκατοντάδες σφαίρες ενάντια στους δολοφόνους -καθώς οι ίδιοι ένιωθαν σαν θύματα σ’ αυτή την ιστορία- και όταν βομβαρδίστηκε το σπί τι, τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα. Η εξέγερση είναι και αυ τή ένα αδιέξοδο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Λοιπόν ας ξαναγεμί σουμε γρήγορα τους γεμιστήρες... Όμοιοι μέσα στην ψυχή τους με τους δυναμιτιστές της Ισπανίας οι οποίοι όρθωναν το ανά στημά τους μπροστά στα επιτιθέμενα άρματα μάχης φωνάζοντας Viva la /-X/!100 Άρνηση υποταγής στον κόσμο. Ο Ραιμόν,101 προδόθηκε από μια γυναίκα που πήρε αρκετά λεφτά για αυτό, και τον συνέλαβαν αιφνιδιαστικά στον δρόμο κοντά στην πλα τεία Κλισύ: πίστευε ότι τον αγαπούσε και ότι αγαπήθηκε για πρώτη φορά... Ο Αντρέ Σουντύ,102 και αυτός προδόθηκε, πιθα νώς από κάποιον αναρχικό δημοσιογράφο, και συνελήφθη στην
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΙΑΦΊΓΓΗΣ (1906-1912)
67
Μπερκ-Πλαζ όπου έκανε θεραπεία για τη φυματίωσή του. Ο Εντουάρ (Καρουί) δεν είχε σχέση με αυτά τα δράματα, αυτός προδόθηκε από την οικογένεια που τον έκρυβε, τον συνέλαβαν, ήταν οπλισμένος, δεν θέλησε να προβάλει αντίσταση· αυτός ο αθλητής -κα τ’ εξαίρεση- ήταν τελείως ανίκανος να σκοτώσει, αλλά απολύτως αποφασισμένος να σκοτωθεί.103 Υπάρχουν κι άλλοι ακόμη που τους πρόδωσαν. Κάποιοι αναρχικοί πυροβολού σαν ενάντια στους καταδότες· ένας απ’ αυτούς σκοτώθηκε. [Ο χειρότερος ωστόσο ανάμεσά τους συνέχιζε να εκδίδει μια μικρή ανεξάρτητη επιθεώρηση στο εξώφυλλο της οποίας σε φόντο μπλε εμφανιζόταν ο καινούργιος άνθρωπος να ξεπροβάλλει μ έ σα απ’ τα σκοτάδια...]* Η ανακριτική διαδικασία εναντίον μου υπήρξε σύντομη και ασήμαντη, καθώς στην πραγματικότητα δεν είχα κατηγορηθεί για τίποτε. Ο δικαστής που με ανέκρινε για τους τύπους, ένας μεσόκοπος καλοβαλμένος άντρας, σχεδόν παραφέρθηκε σκεπτόμενος το μέλλον μου: «Επαναστάτης στα είκοσι) Μάλιστα! και πλουτοκράτης στα σαράντα! Δεν το βλέπω», είπε με σοβαρό τητα, κι εγώ παραμένω ευγνώμων για αυτή την κίνηση, το ξέ σπασμα του θυμού. Έζησα τη μακρά επωφελή εμπειρία του κε λιού, χωρίς επισκέψεις, χωρίς εφημερίδα, με την απαίσια καθη μερινή τροφή της φυλακής, ξαφρισμένη από τους κλέφτες της διοίκησης, και με καλά βιβλία. Κατάλαβα, και έχω μετανιώσει από τότε, την παλιά χριστιανική συνήθεια των αναχωρητών που αποσύρονταν στα μοναστήρια για να διαλογιστούν ενώπιοι ενωπίω με τον Θεό, δηλαδή με την απέραντη έμψυχη μοναξιά του σύμπαντος. Θα έπρεπε να ξανάρχεται εδώ ο άνθρωπος για να μπορεί επιτέλους να σκεφτεί τον εαυτό του. Η μοναξιά μου ήταν οδυνηρή, περισσότερο οδυνηρή κάποιες φορές, πνιγηρή, συνοδευόταν από αξιοθρήνητο πόνο, και δεν προσπαθούσα να ξεφύγω, δεν ξέφευγα από τα δεινά που μπορούσε να μου προ * Φράση που απαλείφθηκε από τον Σερζ, διατηρήθηκε όμως ως πληρο φορία... Υπαινιγμός για τον Αντρέ Λορυλό και την επιθεώρησή του L’Idee libre.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ Eli ΑΝΑΣΤΑΤΗ
ξενήσει (εκτός από τη φυματίωση που τη φοβόμουν λίγο), ήθε λα ίσως να τα εξαντλήσω, απαιτούσα από τον ίδιο τον εαυτό μου να καταβάλλει τις μεγαλύτερες δυνατές προσπάθειες. Πιστεύω ακόμη ότι οφείλουμε, όσο δυσάρεστες και αν είναι οι συνθήκες, να πηγαίνουμε στο βάθος των πραγμάτων -και για τους άλλους και για τον εαυτό μας-, έτσι ώστε να αντλήσουμε όση περισσό τερη γνώση μπορούμε. Πιστεύω ακόμη ότι κάποιοι πολύ απλοί κανόνες είναι αρκετοί, όπως φυσική και διανοητική πειθαρχία, γυμναστική που είναι απολύτως απαραίτητη όταν είσαι έγκλει στος, περίπατος και στοχασμός -έκανα τα δικά μου χιλιόμετρα κάθε μέρα στο κελί-, πνευματική εργασία, μια προσφυγή στην ανύψωση ή στην ελαφρά εκείνη μέθη που προκαλούν τα μεγάλα λυρικά έργα. Πέρασα συνολικά μέσα από διαφορετικές καταστά σεις από τις οποίες κάποιες υπήρξαν ιδιαίτερα σκληρές, γύρω στους δεκαπέντε μήνες που έζησα στη φυλακή. Η δίκη'Μτου 1913 συγκέντρωσε στους πάγκους του Κακουργιοδικείου καμιά εικοσαριά κατηγορούμενους1® από τους οποίους οι έξι τουλάχιστον ήταν αθώοι. Τριακόσιες αντιφατικές μεταξύ τους μαρτυρίες ακούστηκαν στη διάρκεια ενός μήνα. Η ασημαντότητα της ανθρώπινης μαρτυρίας είναι κάτι που συνήθως προξενεί έκπληξη. Ένας μάρτυρας στους δέκα, χωρίς να υπερ βάλλω, μπορεί να δει κάπως προσεκτικά κάτι, να το παρατη ρήσει, να το συγκρατήσει -και στη συνέχεια να είναι σε θέση να το αφηγηθεί, να μπορεί να αντισταθεί στις απόψεις που υ ποβάλλει ο Τύπος, στις τάσεις της ίδιας του της φαντασίας. Οι άλλοι μάρτυρες βλέπουν συνήθως αυτό που ήθελαν να δουν, αυτό που ο Τύπος ή η ανάκριση τους υποβάλλει. Ενάντια στους έξι μεγάλους ενόχους, δεν υπήρχαν κανενός είδους αξιό πιστες μαρτυρίες και εκείνοι τα αρνήθηκαν όλα. Οι πιο επιβαρημένοι, με έξι μάρτυρες στους σαράντα, το παραδέχονταν αντιφάσκοντας, καταλήγοντας όμως ότι, μέσα σ’ αυτόν τον κυ κεώνα των αβέβαιων παρατηρήσεων, μια λέξη μπορεί να αποτελέσει πειστικό στοιχείο. Κάποιος είχε συγκρατήσει μια λέξη που είχε προφερθεί με έναν ιδιαίτερο τόνο, μια κραυγή («Ά ντε, στρίβετε!») του Σουντύ, «του άνδρα με την καραμπίνα», στη
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ Δ1ΑΦΤΓΗΣ (1906-1912)
69
διάρκεια μιας σύντομης οδομαχίας, και πλέον δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία εξαιτίας του ύφους, της προφοράς, της λαϊ κότητας της γλώσσας. Δεν ήταν διόλου η αληθινή απόδειξη αλλά ήταν μια απόδειξη ανθρώπινη. Κάποιες μέρες στη δίκη κυριαρχούσαν τα μαγειρέματα της αστυνομίας με κεντρικό μάρτυρα μια ηλικιωμένη χωριάτισσα, σχεδόν κουφή και μισότυφλη, που την είχαν φέρει να αναγνωρίσει κάποιες φωτογρα φίες. Ο αρχηγός της Ασφάλειας, ο Ξαβιέ Γκισάρ,106 ομολόγη σε ότι είχε χτυπήσει μια γυναίκα φωνάζοντάς της: «Είσαι νέα, μπορείς να κάνεις την πουτάνα! Και τα μούλικά σου θα τα πετάξουμε στη Δημόσιο Νοσοκομείο!» ή τέλος πάντων είπε πράγματα που ήταν σχεδόν σαν αυτά... Ο δρ. Πωλ,107 ιατροδι καστής, πουδραρισμένος, κομψός, μέτρια παχουλός, συζητούσε με άνεση για τα πτώματα με εμφανή την απόλαυση στο πρό σωπό του. Έκανε για περίπου τριάντα χρόνια αυτοψία σε όλους του δολοφονημένους του Παρισιού και κάθε φορά πήγαινε μετά να γευματίσει, να διαλέξει τη γραβάτα του για το απογευμα τινό τσάι και να αφηγηθεί στα σαλόνια, ακουμπισμένος στο τζάκι, τα δέκα χιλιάδες ανέκδοτα που ήξερε σχετικά με φό νους. Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο κ. Μπερτιγιόν δημιουρ γός της ανθρωπομετρίας, παραδέχτηκε, με σεμνότητα, ότι υ πήρχε περίπτωση λάθους στα δακτυλικά αποτυπώματα, δηλα δή περίπου μία στα δύο εκατομμύρια. Ο δικηγόρος ο οποίος νό μιζε ότι τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ακούγοντας αυτή την απάντηση, έμεινε κόκαλο. Οι κυρίως κατηγορούμενοι, οι Ραι μόν Καλμέν, Αντρέ Σουντύ, ο κηπουρός Μονιέ, και ο μαραγκός Εζέν Ντιεντονέ,1® αρνήθηκαν τα πάντα, και είχαν από καθαρά θεωρητική άποψη, το πάνω χέρι. Στην πραγματικότητα οι α διάσειστες υποψίες τους καταδίκαζαν όλους εκτός από τον Ν τιε ντονέ που ήταν πραγματικά αθώος, όχι για όλα, αλλά γ ι’ αυτό για το οποίο τον κατηγορούσαν στηριζόμενοι σε μια ομοιότητα των μαύρων ματιών του με κάποια άλλα μαύρα μάτια που ανή καν σε κάποιον ο οποίος βρισκόταν πια στον τάφο. Ο ίδιος κραύ γαζε για την αθωότητά του ακούραστα, σαν τρελός, και αυτό αποτελούσε μια συγκλονιστική αντίθεση με τους προκλητικούς
70
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
και σαρκαστικούς ενόχους οι οποίοι απλώς λέγανε με ήσυχη φωνή, τηρώντας παντού την ίδια στάση: «Σας προκαλούμε να το αποδείξετε!» Καθώς όλος ο κόσμος ήξερε την αλήθεια, η α πόδειξη ήταν περιττή, το καταλάβαιναν, και συνέχιζαν να συμπεριφέρονται σαν ντεσπεράντος. Χαμογελαστός, επιθετικός, κρατώντας σημειώσεις, ο Ραιμόν «αρνιόταν στους δικαστές το δικαίωμα να τον κρίνουν» αλλά υποκλινόταν μπροστά στην εξουσία και έστελνε στον πρόεδρο αστειάκια αντάξια μαθητή σχολείου. Ο Σουντύ στην ανάκριση ερωτήθηκε αν είχε στην κατοχή του μια καραμπίνα και απάντησε: «Ό χι, δεν είχα, αλλά ξέρετε ο Προυντόν είχε πει ότι η ιδιοκτησία αποτελεί κλοπή». Η πολιτική αγωγή θέλοντας να αποκαλύψει στην κοινή γνώ μη ένα σενάριο συνωμοσίας, μου ανέθεσε τον ρόλο του ιδεολόγου, αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί από το σχέδιό της από τη δεύτερη κιόλας ακρόαση. Νόμιζα ότι πήγαινα για απαλλαγή,1® αλλά κατάλαβα ότι μέσα εκεί η απαλλαγή δεν ήταν και πολύ πιθανή, παρά την τόσο ξεκάθαρη κατάσταση, αφού δεν είχα κα μιά ευθύνη, ούτε άμεση ούτε έμμεση, που να με εμπλέκει σ’ αυ τά τα δράματα. Δεν ήμουν εκεί παρά μόνο επειδή αρνήθηκα κα τηγορηματικά να μιλήσω, δηλαδή να γίνω καταδότης. Ανέτρε πα την πολιτική αγωγή στα λεπτομερειακά σημεία και αυτό ή ταν εύκολο- υπερασπιζόμουν το δόγμα -ελεύθερη σκέψη, αλλη λεγγύη, εξέγερση- και εδώ ήταν πολύ πιο δύσκολο και δυσαρεστούσα τους «αθώους» ενόχους υποδεικνύοντας ότι η κοινωνία παράγει το έγκλημα και τους εγκληματίες, τις απελπισμένες ι δέες, τις αυτοκτονίες και το δηλητηριώδες χρήμα... Υπήρξαν δύο εντυπωσιακές μαρτυρίες: ο κατάδικος Hue, με ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένος με καφετιά φόρμα, με χειροπέδες, πλησίασε την έδρα και είπε: «Συγκατατέθηκα να τα φορτώσω στους φι λαράκους επειδή μου έχουν υποσχεθεί χάρη· ανακαλώ, κύριε Πρόεδρε, γιατί υπήρξα δειλός και δεν θέλω να καταντήσω ένα παλιοτόμαρο». Και κατέβηκε ξανά στην κόλασή του. Μια όμορφη μικρή εργάτρια110 με ένα λουλουδάτο καπελάκι ήρθε να υπε ρασπιστεί τον αρραβωνιαστικό της που προοριζόταν για την γκι-
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
71
λοτίνα, τον Μονιέ, που δεν τον είχε φιλήσει παρά δύο φορές· έ λεγε με παιδιάστικη αμηχανία: ((Σας ορκίζομαι ότι είναι αθώος». Ήταν πράγματι, αλλά μόνον για εκείνη. Αληθινές συμπάθειες αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους κατηγο ρούμενους και στους δικηγόρους τους, εκτός από τον δικηγόρο Πωλ Ρεϋνώ ο οποίος υπερασπιζόταν με επιδεξιότητα, κάποιον από τους κατηγορούμενους, παρέμενε όμως απόμακρος. Ο Μόρο-Τζιαφφέρι με λεόντιο βοναπαρτική κατατομή, άστραφτε και βροντούσε υπέρ του Ντιεντονέ. Η μεγάλη ευγλωττία του, τα μανίκια της τηβέννου του που ανέμιζαν καθώς επικαλούνταν τον Εσταυρωμένο, τη Γαλλική επανάσταση, τον πόνο της μάνας, τον εφιάλτη της παιδικής αμφιβολίας, με έκαναν εξαρχής να ανατριχιάσω. Στα είκοσι λεπτά της ομιλίας του ήμουν σαν υπνω τισμένος, όπως και οι ένορκοι, το πλήθος, όλοι, ήμασταν κάτω από την εξουσία της εκπληκτικής του διαλεκτικής. Συνδεόμουν σχεδόν φιλικά με τον Αντάντ1" (ο οποίος αυτακτόνησε εδώ και κάποια χρόνια, στο Παρίσι -και θα μπορούσε να είναι κάτι κα λύτερο από ένας απένταρος ηλικιωμένος δικηγόρος) και τον Σεζάρ Καμπίντσι,112 που διαπραγματευόταν με ψυχραιμία, ήταν σπινθηροβόλος, και μιλούσε πάντα ειρωνικά. Θα ξανάβλεπα αρ γότερα τον Καμπίντσι, τραυματία του Πρώτου Παγκοσμίου Πο λέμου, υπουργό Ναυτιλίας στη διάρκεια του Δευτέρου. (Ήταν με το μέρος της Αντίστασης μέχρι το τέλος, και πέθανε σε κατ’ οί κον περιορισμό στη Μασσαλία τον καιρό που έφευγα για την Αμερική, το 1941.) Σκεφτόμουν ότι αν οι Ντεσπεράντος είχαν την ευκαιρία πριν ξεκινήσουν τον αγώνα τους να γνωρίσουν τέ τοιους ανθρώπους, με κατανόηση, καλλιεργημένους, γενναιόδω ρους από τη φύση τους και εξαιτίας του επαγγέλματός τους, πε ρισσότερο φαινομενικά ίσως παρά πραγματικά (αλλά μπορεί κι αυτό να ήταν αρκετό), δεν θα είχαν ακολουθήσει αυτά τα θλιβε ρά μονοπάτια. Η πιο φανερή αιτία του αγώνα τους και της πτώ σης τους μου φαίνεται ότι ήταν η έλλειψη ανθρώπινης επαφής. Δεν ζούσαν παρά μεταξύ τους. Απομονωμένοι από τον κόσμο, σε έναν κόσμο από απομεινάρια όπου σχεδόν πάντα είσαι αιχμάλω τος ενός περίγυρου ο οποίος αποτελείται συνήθως από μετριό
72
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τητες και είναι περιορισμένος. Αυτό που με προφύλαξε από την επίπεδη σκέψη τους, από την ψυχρή οργή τους, από την ανελέ ητη ματιά τους στην κοινωνία, υπήρξε, από τα παιδικά μου χρό νια, η επαφή με έναν κόσμο που ήταν διαποτισμένος με μια ε πίμονη ελπίδα και ήταν πλούσιος σε ανθρώπινες αξίες, ο κόσμος των Ρώσων. Ήμασταν, στη διάρκεια της δίκης* κλεισμένοι μέσα στα μικροσκοπικά κελιά της Conciergerie, κάτι σκοτεινές εσοχές δια μορφωμένες μέσα σε μια παλιά οικοδομή, στα ίδια κτίρια όπου ακόμα έρχονται επισκέπτες να δουν τη φυλακή των Γιρονδίνων, και το κελί της Μαρίας Αντουανέττας. Για να μας πάνε στην αίθουσα του δικαστηρίου συγκεντρωθήκαμε μαζί με τους φρου ρούς του δικαστικού μεγάρου κάτω από τους παλιούς κυρτούς θόλους που σου έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι κάτω από τη γη. Ανεβήκαμε μια ελικοειδή σκάλα που βρισκόταν στον έ ναν από τους δύο οξυκόρυφους πυργίσκους που βλέπουν στον Σηκουάνα και από μια μικρή πλαϊνή πόρτα μπήκαμε στη μ ε γάλη θορυβώδη αίθουσα του Κακουργιοδικείου που ήταν γεμά τη κόσμο. Υπήρχαν κυρίες που έρχονταν εδώ σαν να πήγαιναν σε κάποιο θέαμα. Ένας χοντρός κλητήρας με γουρουνίσια φά τσα κυκλοφορούσε με σοβαρό ύφος ανάμεσα στους ενόρκους, στους δικαστές και στο κοινό. Οι ένορκοι ήταν δώδεκα καθη
* Ατελής δήλωση του Σερζ· παραθέτουμε εδώ την πρόταση που εμφανί ζεται στο χειρόγραφο στο ύψος της παραγράφου που αρχίζει ως εξής: «Η πολιτική αγωγή θέλοντας να αποκαλύψει...» «Στη διάρκεια της δίκης, ένας καθώς πρέπει κύριος γύρω στα πενήντα με έντονα χαρακτηριστικά ήρθε πολλές φορές να με δει στο κελί μου και στο Κακουργιοδικείο. Μου ευχόταν να αθωωθώ. Νομίζω ότι προσπαθούσε να αυ ξήσει τις πιθανότητες. Από την πρώτη του επίσκεψη ένα θέμα πρωτοκόλ λου αποτέλεσε για μένα ένα μικρό πρόβλημα συνειδήσεως... Ο ηλικιωμένος καλλιτέχνης που τον συνόδευε τον αποκαλούσε: “ Εκλαμπρότατο” , διότι ή ταν ο Δον Χαίμ των Βουρβώνων, ο μνηστήρας του θρόνου της Ισπανίας. Μπορούσα εγώ να αποκαλέσω κάποιον, όποιος κι αν ήταν αυτός “ Εκλα μπρότατο” ; Δεν τον προσφώνησα ούτε “ Κύριο” ούτε “ Εκλαμπρότατο” . Μι λούσαμε για ιδέες και για τη Ρωσία που την γνώριζε».
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΛΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑ Φ ΐΤΗ Σ (1906-1912)
73
μερινοί άνθρωποι, που είχαν την προσοχή τους τεταμένη προ σπαθώντας να καταλάβουν. Το δικαστήριο απαρτιζόταν από η λικιωμένους χοντρούς ή μικρόσωμους, νυσταλέους ή μύωπες, ντυμένους στα κόκκινα. Οι εισαγγελείς ήταν δύο,113 ο Γενικός εισαγγελέας και ο αντιεισαγγελέας. Ο πρώτος ήταν ήρεμος και με αρκετά σπουδαίο ύφος, ο δεύτερος μια κραυγαλέα μετριότη τα, συχνά ανέντιμος στην επιχειρηματολογία. Η Severine, ο Σεμπαστιέν Φωρ, και ο Πιερ Μαρτέν114 (ο σύντροφος του Κροπότκιν στη δίκη της Λυών το 1883) ήρθαν να υπερασπιστούν ε μένα καθώς και (εν ονόματι του δικαιώματος ασύλου) έναν έ μπορο που είχε φιλοξενήσει τον Μποννό. Η τελευταία ακροα ματική διαδικασία διήρκεσε περίπου είκοσι ώρες και η ετυμη γορία βγήκε την αυγή.115 Την περιμέναμε όλοι σε δύο μικρά δω μάτια, μέσα σε μια παράξενη συντροφική ατμόσφαιρα, όπως παλιά στη Μονμάρτρη. Ξαναρχίσαμε τις συνηθισμένες συζητή σεις. Μας υποδέχτηκαν χλωμοί, οι δικηγόροι. Η αίθουσα υπερθερμασμένη, σιωπηλή, οι είκοσι κατηγορούμενοι, ευθυτενείς, ά καμπτοι, νευρικοί. Τέσσερις καταδίκες εις θάνατον, και αρκετές σε ισόβια καταναγκαστικά έργα. Οι μόνοι αθώοι, οι γυναίκες, σχεδόν αθώες για όλα, γενικά όμως το δικαστήριο στο Παρίσι δεν συνήθιζε να καταδικάζει γυναίκες. Ο Ντιεντοννέ καταδικά στηκε εις θάνατον παρόλο που κανείς δεν αμφέβαλλε για την αθωότητά του, εξαιτίας ενός κακού άλλοθι. Φώναξε για άλλη μια φορά ότι είναι αθώος και φάνηκε να καταρρέει. Ο Ραιμόν ο ο ποίος είχε ζητήσει απαλλαγή, σηκώθηκε κακακόκκινος, και φώναξε με οργή: «Ο Ντιεντονέ είναι αθώος, εγώ είμαι, εγώ ε ί μαι αυτός που πυροβόλησε...» Ο πρόεδρος τον παρακάλεσε να ξανακαθίσει καθώς οι εισηγήσεις είχαν ολοκληρωθεί και η ομο λογία δεν είχε πλέον καμιά νομική υπόσταση. Εγώ καταδικά στηκα σε πέντε ετών φυλάκιση, είχα όμως επιτύχει την αθώωση της Ριρέτ. Τα δύο περίστροφα που βρέθηκαν στους χώρους της .εφημερίδας ήταν αρκετά για να στηρίξουν την καταδίκη μου. Την είχε προκαλέσει χωρίς αμφιβολία η ατάραχη επιθετικότητά μου στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Μου ήταν μισητή αυτή η δικαιοσύνη, ήταν πιο ένοχη, με την ευρεία
74
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
έννοια του όρου, και από τους χειρότερους ενόχους. Αυτό μπο ρούσε κανείς αναμφίβολα να το δει. Ήμουν ένας εχθρός διαφο ρετικός από τους υπόλοιπους ενόχους, αυτό ήταν όλο. Όπως το φανταζόμουν, η υπερβολή της καταδίκης δεν με εξέπληξε, ανα ρωτιόμουν, όμως, αν θα κατόρθωνα να επιβιώσω, διότι ήμουν πολύ εξασθενημένος. Πήρα την απόφαση να επιβιώσω εδώ, και ντράπηκα στη σκέψη ότι ανησύχησα τόσο για μένα, όταν δίπλα μου τόσοι άλλοι βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη θέση. Χωριστή καμε οι μεν από τους δε κάτω από τους υψηλούς θόλους του Τρόμου. Από μια φοβερή απροσεξία χρησιμοποίησα μιλώντας με τον Ραιμόν μια φράση για την οποία ποτέ δεν συγχώρησα τον εαυτό μου: «Αυτός που θα ζήσει θα δει τ ι θα γίνει» είπα, και δεν ξέρω με ποια αφορμή, πιθανόν διότι μόλις είχα πάρει την απόφαση να ζήσω. Ξέσπασε σε γέλια, χοροπηδώντας: «α κριβώς για αυτό πρόκειται! -Συγχώρα μ ε ...» Σήκωσε τους ώ μους του: «Ε μ ! τ ι νόμισες! Για μένα είναι σίγουρο!» Μια ώρα αργότερα, στο χλωμό πρωινό, περπατούσα ακόμη μέσα στο πνιγηρό κελί μου. Κάποιος έκλαιγε με αναφιλητά στο διπλανό κελί,116 χωρίς σταματημό και μου είχε δώσει στα νεύρα. Ένας μικρόσωμος γέρος φύλακας μπήκε με ταραγμένο πρόσω πο: «Ο Καρουί (Εντουάρ) κοντεύει να πεθάνει. Τον ακούτε; (Άκουγα πράγματι μια παράξενη λαχανιασμένη αναπνοή, εκτός από τα γειτονικά αναφιλητά.) Είναι αυτός που ψυχορραγεί... Πήρε δηλητήριο που το είχε κρύψει στους πάτους των παπουτσιών του... Α! πα πα, τ ι ζωή! «Ο Εντουάρ δεν είχε καταδικα στεί εις θάνατον μπορούσε να αποδράσει, αλλά ήταν αηδιασμέ νος με τον ίδιο του τον εαυτό και με όλα, πληγωμένος στη συ νέχεια από καταστάσεις για τις οποίες προτίμησε να σιωπήσει: πλήρωνε για κάποιον άλλον.117 Ο Ντιεντονέ, ο αθώος, αναγνωρίστηκε αθώος, του δόθηκε χάρη, δηλαδή ισόβια καταναγκαστικά έργα. Αλλόκοτη δικαιοσύ νη. Αυτός που τον είχα δει τρομοκρατημένο στην ιδέα του θα νάτου, γερασμένο μέσα σε λίγους μήνες τουλάχιστον είκοσι χρό νια, αντέχει επί δεκαοχτώ χρόνια κάνοντας έναν απίστευτο α γώνα για να απαλλαγεί, δραπετεύει κάμποσες φορές, τον πιά
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΊΤΗΣ (1906-1912)
75
νουν πάλι στο δάσος, τον φυλακίζουν για χρόνια και τελικά δρα πετεύει από ένα λιμάνι για τις τροπικές θάλασσες, όπου παρα ληρώντας από δίψα και πυρετό, άραξε σε έναν έρημο τόπο και κατάφερε να φτάσει στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρ Λοντρ"8 τον έ κανε να γυρίσει στη Γαλλία. Δεν ήταν ένας απελπισμένος, α ντίθετα ένας αγωνιστής της ζωής που δεν το ’ βαζε κάτω. Ο Ραιμόν επέδειξε τόσο σταθερή στάση στο κελί του μελλοθάνα του, που δεν του έκρυψαν την ημερομηνία της εκτέλεσης. Την περίμενε διαβάζοντας. Μπροστά στην γκιλοτίνα βλέποντας την ομάδα των δημοσιογράφων, γύρισε και τους φώναξε: «Είναι ω ραίο το θ^αμα, ε;» Ο Σουντύ ζήτησε ως τελευταία επιθυμία, έ ναν καφέ με κρέμα και κρουασάν, σαν αυτό που τρώει κανείς μ ’ ευχαρίστηση ένα γκρίζο πρωινό σε ένα μικρό μπαρ. Ήταν πο λύ νωρίς βέβαια και δεν βρήκαν παρά έναν καφέ σκέτο. «Κακοτυχία μέχρι το τέλος», είπε. Κατέρρεβ από νευρικότητα και φόβο και έπρεπε να τον υποβαστάξουν στα σκαλιά, αυτοσυγκρατήθηκε όμως και τραγούδησε βλέποντας τη λευκότητα του ουρανού πάνω από τις καστανιές μια στροφή από ένα ρομαντι κό ποίημα: «Χαίρε, ω, τελευταίο μου πρωινό...» Ο λιγομίλητος Μονιέ, τρελός από αγωνία, μπόρεσε να βρει την αυτοκυριαρχία του και γαλήνεψε. Αυτές τις λεπτομέρειες τις έμαθα πολύ αρ γότερα.119 Δεν ανέφερα κάποιους άλλους τους οποίους δεν τους είδα πα ρά αμυδρά, μέσα στο πλήθος, όπως τον ανήλικο Λακόμπ που «εξετέλεσε» στη στοά Κλισύ έναν βιβλιοπώλη,120 καταδότη της α στυνομίας, αφέθηκε να τον συλλάβουν χωρίς αντίσταση σ’ ένα ψωμάδικο και κατάφερε να αυτοκτονήσει στη φυλακή της Σαντέ σκαρφαλώνοντας στη διάρκεια του περιπάτου σε μια στέγη. Σκοτώθηκε στις δώδεκα ακριβώς το μεσημέρι αφού είχε μιλή σει πρώτα με τον δικηγόρο του και τον διευθυντή. Αποφασι σμένος να πεθάνει, πήδηξε με το κεφάλι μπροστά, πάνω στο λι θόστρωτο και κατέληξε με πολτοποιημένο το κρανίο και τους αυχενικούς σπονδύλους... Έτσι τέλειωσε στη Γαλλία η δεύτερη έκρηξη του αναρχισμού, μετά την πρώτη που δεν ήταν λιγότερο απεγνωσμένη στα χρόνια 1891-1894, σημαδεμένα από τις από-
76
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πείρες των Ραβασόλ, Εμίλ Ανρύ, Βαγιάν, και Καζέριο.121 Τα ίδια ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τα ίδια κοινωνικά δεδομένα υ πάρχουν και στις δύο περιπτώσεις. 0 ίδιος απαιτητικός ιδεαλι σμός στους ανθρώπους με στοιχειώδη μόρφωση των οποίων η ε νεργητικότητα δεν μπορεί να βρει διέξοδο στην απόκτηση α ξιοπρέπειας και μιας πιο υψηλής συνείδησης, διότι στην πραγ ματικότητα δεν υπάρχει διέξοδος για το επίπεδό τους, και νιώ θουν να βρίσκονται σε αδιέξοδο, αγωνίζονται και υποκύπτουν... Ο κόσμος εκείνης της εποχής είχε μια ολοκληρωμένη δομή, πο λύ σταθερή φαινομενικά έτσι ώστε να μη βλέπει κανείς την π ι θανότητα μιας πραγματικής αλλαγής. Σ ε καθαρά ανοδική πο ρεία, σε πλήρη πρόοδο, συνέθλιβε ωστόσο τις μάζες στο πέρα σμα της. Οι δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσε η εργατική τάξη βελτιώνονταν με πολύ αργό ρυθμό, ενώ υπήρχε πάντα το αδιέξοδο για την τεράστια πλειοψηφία των προλετάριων. Στο περιθώριο της εργατικής τάξης, οι υποβαθμισμένοι έβρισκαν ό λες τις πόρτες κλειστές, εκτός από εκείνες που ήταν τελείως ε ξευτελιστικές. Προκλητικός πλούτος συσσωρευόταν με αλαζο νεία εις βάρος αυτού του πλήθους. Από αυτή την κατάσταση γεννήθηκαν οι αμείλικτοι ταξικοί αγώνες και τα επακόλουθά τους, δηλαδή αιματοβαμμένες απεργίες, εγκληματικότητα, α περίσκεπτοι αγώνες του Ενός ενάντια σε όλους... που μαρτυ ρούν επίσης τη χρεοκοπία μιας ιδεολογίας. Ανάμεσα στα εκτε ταμένα συνθέματα του Πιοτρ Κροπότκιν και του Ελιζέ Ρεκλύς και στον παροξυσμό του Albert Libertad, η έκπτωση του αναρ χισμού μέσα στην καπιταλιστική ζούγκλα γινόταν προφανής. Ο Κροπότκιν είχε διαμορφωθεί μέσα σε μια τελείως διαφορετική Ευρώπη, λιγότερο σταθερή, όπου το ιδεώδες της ελευθερίας φαινόταν να έχει ένα μέλλον, όπου πίστευαν στην αναπόφευκτη εξέλιξη και στην επανάσταση. Ο Ρεκλύς αγωνίστηκε για την Κομμούνα- μια ηττημένη γενναιόδωρη δύναμη τον διαπότισε με εμπιστοσύνη για το υπόλοιπο της ζωής του- πίστευε στην ανα νεωτική εξουσία της επιστήμης. Τις παραμονές του Πρώτου Ευρωπαϊκού Πολέμου, η επιστήμη δεν λειτουργούσε παρά για να αυξήσει τις πιθανότητες της ανάπτυξης μιας παραδοσιακά βάρ
1. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΤΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (1906-1912)
77
βαρης τάξης. Αισθάνεται κανείς τον ερχομό μιας εποχής βίας: κανείς δεν θα ξεφύγει. Σ ε άλλες χώρες, στην Πολωνία, στη Ρωσία, το επαναστα τικό κίνημα αντιμετωπίζοντας τα υβριδικά ημιαπολυταρχικά, ημικαπιταλιστικά συστήματα κατηύθυνε τη χαμένη ενεργητικότητά του στο να τα παρασύρει μέσα από τις οδούς της θυ σίας προς τις πιθανές μεγάλες νίκες που εύχονταν οι λαοί τους. Οι άνθρωποι, τα γεγονότα, οι αγώνες ήταν σχεδόν οι ίδιοι, κά τω από έναν άλλο ιστορικό φωτισμό απ’ ό,τι στη Γαλλία, στους κόλπους του «Κράτους εισοδηματία» σύμφωνα με τον ο ρισμό του Τ β Γκυγιό.122 Στην Πολωνία το Σοσιαλιστικό Κόμ μα του Γιόζεφ Πιλσούντσκι πολιορκεί τις σκευοφόρους του Θησαυροφυλακίου, τις εισπράξεις της εφορίας, χτυπάει κυβερ νήτες και αστυνομικούς. Σ τ η Ρωσία, το Σοσιαλιεπαναστατικό Κόμμα111 έκανε τα ίδια και οι οργανώσεις του αγώνα των σο σιαλδημοκρατών μπολσεβίκων, με τον φοβερό τρομοκράτη Καμό,ΙΜ τον διανοούμενο Κράσιν,125 τον δημιουργό των εργαστη ρίων, τον άνθρωπο της δράση τον Τσιντσαντζέ,1* τον ταχυδρο μικό Λιτβίνοφ,127 τον επιδέξιο και σκοτεινό Κόμπα138 (που πολύ σύντομα θα ονομαζόταν Στάλιν), στήριζαν στους μεγάλους δρό μους, στις δημόσιες πλατείες της Τιφλίδας, στα καράβια του Μπακού, κραδαίνοντας βόμβες και τουφέκια τον αγώνα για τη χρηματοδότηση του κόμματος... Στην Ιταλία, στο Pagine Libere (1η Ιανουαρίου 1911), ένας νεαρός αγκιτάτορας σοσιαλι στής, ο Μπενίτο Μουσολίνι,129 έπλεκε το εγκώμιο των αναρχι κών ντεσπεράντος. [Απ’ αυτή τη δύσκολη παιδική ηλικία, απ’ αυτή την ανή συχη εφηβεία, απ’ αυτά τα τρομερά χρόνια, όσον αφορά εμ έ να, δεν μετάνιωσα για τίποτε. Λυπάμαι αυτούς που μεγάλω σαν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς να γνωρίσουν την άλλη ό ψη της απανθρωπιάς, χωρίς να συνειδητοποιήσουν το αδιέξο δο και το χρέος να αγωνιστούν -έστω και τυφλά- για τον άν θρωπο. Δεν αισθάνομαι παρά λύπη για τις δυνάμεις που σπαταλήθηκαν σε αγώνες που δεν μπορούσαν παρά να είναι σ τεί ροι. Αυτοί μου έμαθαν ότι το καλύτερο και το χειρότερο συ
78________________________________ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νυπάρχουν στον άνθρωπο, κάποιες φορές συγκρούεται το ένα με το άλλο - και ότι η διαφθορά του καλύτερου υπάρχει, διό τι υπάρχει το χειρότερο.]*
* Χωρίο διαγραμμένο με κόκκινο μολύβι, χωρίς καμιά ένδειξη.
Ζ Ε Ι Σ Γ ΙΑ ΝΑ Ν ΙΚ Η Σ Ε ΙΣ (1 9 1 2 -1 9 1 9 )
[Οι απέξω βρίσκονταν στο πιο ακραίο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο οδυνηρό σημείο της ήττας. Ίσως ήμουν ο μόνος που το ήξερα μέσα στη φυλακή, καθώς δεν συνάντησα κανέναν που να το αισθάνθηκε ξεκάθαρα. Ήταν αλήθεια ωστόσο, και αυτός ο οποίος, μόνος, αποκτά συνείδηση μιας τέτοιος αλήθειας, αποκτά συνεί δηση και για τις άλλες. Το «πρώτο πρόσωπο» που χρησιμοποιώ μου προξενεί απέχθεια ως μάταιη αυτεπιβεβαίωση, καθώς ε μπεριέχει ένα μεγάλο μέρος ψευδαίσθησης και ματαιοδοξίας ή αλαζονικής αδικίας. Κάθε φορά που είναι αυτό δυνατόν, δηλαδή που μπορώ να μην αισθάνομαι απομονωμένος, που η εμπειρία μου φωτίζει από κάποια πλευρά την εμπειρία των ανθρώπων με τους οποίους αισθάνομαι συνδεδεμένος, προτιμώ να χρησιμοποιώ το «πρώτο πληθυντικό», που είναι περισσότερο γενικό και πιο αληθινό. Δεν ζει κανείς ποτέ μόνο με τον εαυτό του, δεν ζει κα νείς ποτέ μόνο για τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει ότι και η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, συνδέεται με χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου. Και αυτός που μιλάει, αυτός που γρά φει είναι στην ουσία ο άνθρωπος που μιλάει για όλους αυτούς που δεν έχουν φωνή. Μόνον, που ο καθένας από μας οφείλει να τακτοποιήσει το δικό του πρόβλημα. Έβλεπα αρκετά καθαρά το πρόβλημα της ήττας του αναρχισμού, καθαρά στο βάθος το πρόβλημα των ατομικιστικών εκτροπών, δεν έβλεπα όμως τη διέξοδο.]*
* Παράγραφος διαγραμμένη με μπλε μολύβι, χωρίς καμιά ένδειξη.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Η φυλακή με επιβάρυνε με μια τόσο δυσάρεστη και τόσο δυσβάσταχτη εμπειρία, ώστε πολύ καιρό μετά, όταν ξανάρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο -ένα μυθιστόρημα-, χρειάστηκε με γάλη προσπάθεια για να απελευθερωθώ απ’ αυτόν τον εσωτερι κό εφιάλτη και να εκπληρώσω ένα καθήκον απέναντι σ’ όλους αυτούς που δεν θα απελευθερωθούν ποτέ (Οι άνθρωποι στη φυ λακή). Είναι αρκετά γνωστό στη Γαλλία και στις ισπανόφωνες χώρες. Ήμασταν στη φυλακή, όπου πέρασα το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα,2 τριακόσιοι έως τετρακόσιοι βασανισμένοι, οι περισσότεροι εκτίοντας μεγάλες ποινές, από οκτώ χρόνια έως και ισόβια. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους συνάντησα, ό πως και παντού αλλού, τόσο αδύναμα κα ανήθικα καθάρματα, ανθρωπάκια, όσο και αξιοπρόσεκτους ανθρώπους που έφεραν μέσα τους μια θεϊκή σπίθα. Γενικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις), οι δεσμοφύλακες, βαθμοφόροι ή όχι ήταν σε χαμηλότερο επίπε δο, εντελώς εγκληματικοί με τον τρόπο τους, με εξασφαλισμέ νη ατιμωρησία και σύνταξη στο τέλος μιας ακατονόμαστης ζω ής. Υπήρχαν εκεί μέσα σαδιστές, υποκριτικά άτεγκτοι, ηλίθιοι, κομπιναδόροι, κλεφτρόνια και κλέφτες. Υπήρχαν ακόμη κάποι οι που ήταν καλοί και ακόμη και έξυπνοι, πράγμα απίστευτο. Η ίδια η γαλλική φυλακή που λειτουργούσε με παμπάλαιους κανονισμούς, δεν ήταν παρά μια παράλογη μηχανή που συνέθλιβε ανθρώπους. Ζούσαμε μέσα σε ένα είδος μηχανιστικής τρέ λας. Όλα φαίνονταν σαν να τα είχε σκεφτεί ένα άθλιο μυαλό με σκοπό να αποβλακώσει, να εξασθενίσει, να δηλητηριάσει με μια ακατονόμαστη μνησικακία τον καταδικασμένο, τον οποίον η μηχανή τον κάνει φανερά ανίκανο να επιστρέφει σε μια φυσιο λογική ζωή. Σ ’ αυτό προστέθηκε ένα σύστημα που διείσδυσε στις ποινικές παραδόσεις του Παλαιού Καθεστώτος, της θρη σκευτικής ιδέας της τιμωρίας (μια ιδέα που αν της αφαιρέσεις τη βάση της πίστης δεν είναι παρά η ψυχολογική δικαιολογία του κοινωνικού σαδισμού) και της σχολαστικότητας των μεγά λων νέων διοικητικών μηχανισμών. Συγχρωτισμός των κακο ποιών, μισότρελοι και θύματα όλων των ειδών ελάχιστη τροφή· νόμος της σιωπής που επιβάλλεται στην κοινή ζωή κάθε στιγ
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
81
μή· αυθαιρεσία στις εξουθενωτικές, ταπεινωτικές και βασανι στικές ποινές, απαγόρευση να γνωρίζεις οτιδήποτε σε σχέση με τη ζωή απέξω, ακόμη και αν γίνεται πόλεμος, εισβολή στη χώ ρα, εθνικός κίνδυνος· όσο γίνεται μεγαλύτερη στέρηση πνευμα τικής εξάσκησης, απαγόρευση να διαβάζεις οτιδήποτε παρά μόνο ένα βιβλίο την εβδομάδα επιλεγμένο ανάμεσα στα ηλίθια μυθιστορήματα της σωφρονιστικής βιβλιοθήκης (ευτυχώς συμπεριλάμβανε και τον Μπαλζάκ). Με τον καιρό αυτή η Μυλό πετρα δημιουργεί ομοφυλόφιλους, διαταραγμένους, διεστραμμέ νους και άρρωστους, ανίκανους για οποιαδήποτε επαναπροσαρμογή, προορισμένους στο σύνολό τους να γίνουν οι κλοσάρ της Μωμπέρ- και ακόμη υπήρχαν «σκληροί», διεστραμμένοι από τις ταλαιπωρίες. Κυνικοί και υποταγμένοι αυτοί εδώ διαφυλάσσουν την αξιοπρέπειά τους ως «απελευθερωμένοι» χωρίς να διατη ρούν ψευδαισθήσεις για την κοινωνία ή για τον εαυτό τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς στρατολογούνται οι επαγγελματίες εγκλη ματίες. Το ότι κανείς για έναν αιώνα δεν σκέφτηκε το πρόβλη μα της εγκληματικότητας και των φυλακών, το ότι από τον Βικτόρ Ουγκό και μετά, κανείς πραγματικά δεν το έχει θέσει, αποκαλύπτει τη δύναμη της αδράνειας μιας κοινωνίας. Αυτή η μηχανή που παράγει κακοποιούς και απόβλητους κοστίζει ακρι βά χωρίς να αποζημειώνει με την παραμικρή χρήσιμη λειτουρ γία. Στο είδος της όμως, και ακριβέστερα στη δομή της, είναι σχεδόν τέλεια. Αξιοθαύμαστος, πραγματικά, ο αγώνας που δίνουν εδώ ορι σμένοι άνθρωποι για να διατηρήσουν την ικανότητά τους, την ό ρεξή τους για ζωή. Χρειάζεται πολλή θέληση μιας ορισμένης ποιότητας, παθητική φαινομενικά, ουσιαστικά όμως καμουφλαρισμένη και επίμονη. Ξέρανε όταν βλέπανε τους «καινούργιους» να καταφθάνουν, ποιοι, νέοι ή γέροι, δεν θα επιβίωναν: ποιοι ε ί χαν σπάσει εσωτερικά. Δεν γελιούνται ποτέ στα προγνωστικά τους, αλλά όσον αφορά το πρόσωπό μου είχαν γελαστεί: φαινό μουν προορισμένος να μην αντέξω για πολύ. Ένας παλιός δικη γόρος που ασκούσε τη δικηγορία στο Παρίσι, θύμα ενός απί στευτου οικογενειακού δράματος και εκτίοντας ισόβια κάθειρξη,
82
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
είχε καταφέρει, επωφελούμενος από το κλίμα της διαφθοράς, να οργανώσει μια παράνομη βιβλιοθήκη καλά καμουφλαρισμένη, με καλές επιστημονικές και φιλοσοφικές εργασίες. Χάρη στη φιλία του, χάρη σ’ αυτή την πολύτιμη πνευματική τροφή, αισθάνομαι ότι σώθηκα. Δεν θα λησμονήσω ποτέ το πόσο θαμπώθηκα όταν αντίκρισα στη διάρκεια μιας μεταγωγής, το νυκτερινό στερέω μα, ούτε την απερίγραπτη χαρά που μου έδιναν τα βιβλία και ι δίως κάποιες σελίδες του Ταιν και του Μπερξόν.3 Μέσα στο στε νό ατομικό κελί όπου κοιμόμαστε και το παράθυρο του οποίου έ βλεπε στον ουρανό, μπορούσα να διαβάσω κάποιες στιγμές το πρωί και κάποιες στιγμές το βράδυ. Στο τυπογραφείο, στη διάρκεια της καταναγκαστικής εργασίας, έγραφα σημειώσεις και σχόλια για κάποιους συντρόφους. Από τη στιγμή που μπο ρούσαμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, μπορούσαμε να ζήσουμε, και αυτό έκανε να αξίζει τον κόπο να ζειςΐ Το αργό μαρτύ ριο εξανεμιζόταν μπροστά μας, μπροστά μου. Ήμουν σίγουρος ό τι θα νικούσα τη Μυλόπετρα. Ο πόλεμος ξέσπασε ξαφνικά σαν άγρια θύελλα απότομη σε καθαρό ουρανό. Δεν γνωρίσαμε τα προμηνύματα, το αντιληφθήκαμε από τον παράξενο πανικό που είχε κυριεύσει τους φύλακες (πολλοί απ’ αυτούς ανησυχούσαν μήπως στρατολογηθούν). Και αυτή η θύελλα μου εξηγούσε τον κόσμο. Για μένα ήταν η αναγ γελία μιας άλλης εξαγνιστικής καταιγίδας, από δω και πέρα σί γουρης: της Ρωσικής επανάστασης. Οι επαναστάτες γνώριζαν πλέον καλά ότι η απολυταρχική αυτοκρατορία με τους απαγχονισμένους, τα πογκρόμ, τα εξουσιαστικά πλουμίδια της, τους λι μούς, της Σιβηρίας, την παλιά ανισότητα, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση, να επιβιώσει του πολέμου. Μια ελπίδα φαι νόταν λοιπόν: η επανάσταση θα ήταν η αρχή για όλα, μια κατα πληκτική πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Δεν θα υπήρχαν πλέον αδιέξοδα! Αυτή η τεράστια πόρτα θα ανοιγόταν προς το μέλλον. Μέσα σ’ αυτή την αναμονή, η ξαφνική μεταστροφή των Γερ μανών σοσιαλδημοκρατών, των συνδικαλιστών, των Γάλλων σο σιαλιστών και αναρχικών στον πατριωτισμό, μέσω της αδελφοκτονίας, μας φαινόταν ακατανόητη. Δεν πίστευαν λοιπόν σε τ ί
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
83
ποτε απ’ όσα έλεγαν την προηγουμένη; Είχαμε σε τέτοιο βαθμό δίκιο να μην τους έχουμε καμιά εμπιστοσύνη; Τα πλήθη συνό δευαν στα τρένα αυτούς που έφευγαν, τραγουδώντας τη Μασσα λιώτιδα, και οι δυνατές φωνές τους έφθαναν μέχρι τη φυλακή. Ακούγαμε ακόμη: «Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο!» Αυτό το πα ραλήρημα, για μας ανεξήγητο, συνόψιζε το αποκορύφωμα μιας κοινωνικής καταστροφής που έμελλε να κρατήσει πολύ χρόνο α κόμα. Με τον κίνδυνο να φάμε καμιά απομόνωση στο μπου ντρούμι από εξήντα έως και ενενήντα μέρες, δηλαδή με σχεδόν σίγουρη τη φυματίωση, οι έξι από τους διασκορπισμένους συ ντρόφους που ήμασταν στα καταναγκαστικά έργα του Μελέν, παρακολουθούμε πυρετωδώς τις αλλαγές θέσεων. Ο Γκυστάβ Ερβέ που είχε πρωτύτερα ανακοινώσει την εξέγερσή του ενάντια στον πόλεμο, ζητούσε να στρατευθεί- ο Κοινωνικός Πόλεμος εί χε αλλάξει τίτλο και γινόταν η Νίκη. Καραγκιοζιλίκια, τίποτε άλλο από καραγκιοζιλίκια και «δεν είναι που γυρνά η ανεμοδούρα, είναι ο άνεμος». [Στην πραγματικότητα, μια απίστευτη ασυνειδησία για τον επερχόμενο πόλεμο είχε καταλάβει τα πλή θη, καθώς είχε ξεχασθεί ο πόλεμος του 1870. Οι φαντάροι πή γαιναν στον πόλεμο με κόκκινα παντελόνια και οι ευέλπιδες της στρατιωτικής σχολής Σαιν Συρ με άσπρα γάντια, και λοφίο στο πηλίκιο όπως στην παρέλαση. Σ ε ολόκληρη την Ευρώπη οι μά ζες ξεχείλιζαν από συμπυκνωμένη ενεργητικότητα. Η Γαλλία ξεχνώντας τη δυσαναλογία δυνάμενων που αποτελούσε με τα τριάντα οκτώ της εκατομμύρια κατοίκους και τον χαμηλό δείκτη γεννητικότητας, εμπλεκόταν σε έναν θανάσιμο αγώνα ενάντια σε μια γόνιμη Γερμανία των εξήντα εκατομμυρίων.]* Ήμασταν ενάντια στον πόλεμο ουσιαστικά από ανθρωπιά. Και στους δύο συνασπισμούς, το κοινωνικό καθεστώς ήταν το ίδιο σχεδόν: οι κονομικές δημοκρατίες, λίγο ή πολύ βασιλευόμενες, διοικούμενες από τα αστικά κοινοβούλια, και μόνο η αυταρχική Ρωσία απο τελούσε εξαίρεση. Εδώ και εκεί οι ίδιες ελευθερίες στραγγαλι
* Χωρίο που έχει διορθωθεί με μελάνι, και στη συνέχεια με μολύβι μπλε.
84
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σμένες εξίσου από την εκμετάλλευση, η ίδια αποτελμάτωση που συνθλίβει τους ανθρώπους. Ο γερμανικός μιλιταρισμός αποτελούσε έναν τερατώδη κίνδυνο, εμείς όμως προβλέπαμε ότι η νί κη των Συμμάχων θα εγκαθιστούσε στην Ευρώπη έναν γαλλι κό μιλιταρισμό, τον οποίο η υπόθεση Ντρέυφους είχε αποκαλύψει σ’ όλο το εύρος του με τις ανόητες αντιδράσεις του (για να μη μιλήσουμε για τον στρατηγό μαρκήσιο Ντε Γκαλλιφέ,* και την αιμοσταγή ανάμνησή του). Η εισβολή στο Βέλγιο ήταν ένα απαίσιο γεγονός, η ανάμνηση όμως της συντριβής από τις βρε τανικές δυνάμεις των δύο μικρών Νοτιοαφρικανικών Δημοκρα τιών5 παρέμενε ζωντανή στη μνήμη (1902). Οι πρόσφατες συ γκρούσεις στην Τριπολίτιδα και στο Μαρόκο σ’ άφηναν να δεις ότι ετοιμαζόταν μακελειό στην Ευρώπη, για το ξαναμοίρασμα των αποικιών. Οι νίκες των μεν ή των δε μας συντάραζαν. Πώς γινόταν και δεν βρίσκονταν ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα θύματα, ά ντρες αρκετά γενναίοι ώστε να ριχτούν, ενώ είναι «εχθροί» με ταξύ τους, σ’ έναν κοινό αγώνα, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον αδελφό; Αναρωτιόμασταν γ ι’ αυτό μέσα σε μια καινούργια α πελπισία. Χωρίς να μάθουμε τίποτε, οι εισβολείς προχωρούσαν προς το Παρίσι. Αν ήμασταν έξω από τη φυλακή, σκέφτομαι ότι ακο λουθώντας το ρεύμα θα καταλαβαίναμε αμέσως, και σε πείσμα όλων των θεωρητικών υποθέσεων, ότι μια χώρα που πολιορκεί ται, αν δεν βρίσκεται σε πλήρη κοινωνική κρίση, δεν μπορεί πα ρά να υπερασπίσει τον εαυτό της- εδώ λειτουργούν τα πρωτόγο να αντανακλαστικά που είναι πολύ ανώτερα από τις πεποιθή σεις' το αίσθημα του απειλούμενου έθνους υπερισχύει. Η φυλακή βρίσκεται σε ένα νησί του Σηκουάνα, καμιά σα ρανταριά χιλιόμετρα από τον Μάρνη. Σ τη διάρκεια της μάχης του Μάρνη, ο πληθυσμός της Μελέν άρχισε να φεύγει. Κανείς πια δεν προέβλεπε τη νίκη και το Παρίσι φαινόταν ότι θα χα θεί. Μάθαμε ότι δεν θα εκκένωναν τη φυλακή και ότι πιθανό τατα θα πολεμούσαμε στις όχθες του Σηκουάνα. Βρισκόμαστε έ τσι κλεισμένοι μέσα σ’ αυτό το κλουβί, σε ένα πεδίο μάχης. Φύ λακες και φυλακισμένοι είχαν αρρωστήσει από τον φόβο τους.
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
Εγώ δεν αισθανόμουν έτσι. Ένιωθα αντίθετα μια χαρούμενη διέ γερση στη σκέψη ότι τα κανόνια θα κατέστρεφαν την παράλογη Μυλόπετρα και εμείς θα θαβόμασταν κάτω από τα ερείπιά της. Η μάχη απομακρύνθηκε: και τίποτε δεν άλλαξε. Πέθαιναν πολλοί στη φυλακή. Είδα νέους ανθρώπους να τους πιάνει ένα είδος πυρετού, τρεις μήνες πριν την απελευθέρωση, να χάνουν την νευρική τους ισορροπία από τον εγκλεισμό, να ξυ πνούν κατά κάποιον τρόπο στρεφόμενοι προς τη ζωή με μάτια που λάμπουν και ξαφνικά να πεθαίνουν μέσα σε τρεις μέρες σαν από μια εσωτερική κρίση. Εγώ ήμουν εξαντλημένος από τον υ ποσιτισμό έξι ή οκτώ μηνών, δεν στεκόμουν πια στα πόδια μου, με πήγαιναν στο Νοσηλευτήριο όπου η σούπα και το γάλα με ξαναστύλωναν στα πόδια μου, και πάλι από την αρχή. Την πρώ τη φορά πίστεψα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω για το μικρό κοι μητήριο της φυλακής που ήταν εκεί κοντά, προσφέροντας στον κρατούμενο-νεκροθάφτη τη βόλτα του στον καθαρό αέρα και έ να καρτούτσο κρασί για τη δουλειά του (ζηλεύαμε τη θέση του). Μετά, συνήθισα, πεπεισμένος ότι θα επιβιώσω. Πέρα από τη συνειδητή βούληση, μια άλλη βούληση, πιο βαθιά και πιο ισχυ ρή, αναπτυσσόταν μέσα μου, το αισθανόμουν. Θα πρέπει να ο νομάσω εδώ έναν σπουδαίο γιατρό του δημοσίου, του οποίου η συμπάθεια μου χάρισε αρκετά διαλείμματα ανάπαυσης: τον δρα Μωρίς ντε Φλερύ. Ήταν μια χειμωνιάτικη αυγή κάτω από τις ψηλές λεύκες στις όχθες του θλιμμένου Σηκουάνα, που μου άρε σαν πολύ, δίπλα στη μικρή κοιμισμένη πόλη που τη διέσχιζαν μόνο κάτι ταπεινές και ταλαιπωρημένες φιγούρες ανθρώπων με το κασκέτο τους μέχρι τ ’ αυτιά. Εγώ περπατούσα μόνος κατα πληκτικά ελαφρύς πάνω στη γη, χωρίς να κρατώ τίποτε, χωρίς πραγματική χαρά, βασανισμένος από την ιδέα ότι η Μυλόπετρα θα εξακολουθεί ασταμάτητα να γυρνά και μετά από μένα και να συνθλίβει τους ανθρώπους. Πήρα έναν καφέ από την καντίνα του σταθμού, στο γκρίζο πρωινό. Το αφεντικό με πλησίασε με συ μπάθεια: «Αποφυλακισμένος; -Ν αι» Κούνησε το κεφάλι. Ενδιαφερόταν άραγε για «το έγκλημά μου», για τη μοίρα μου; Έσκυ ψε πάνω μου: «Βιάζεστε; Αν όχι, έχει εδώ κοντά ένα καταπλη
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κτικό μπορντέλο...» Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα, σε μια σκουρωπή γέφυρα, μέσα στην ομίχλη, ήταν ένας στρατιώ της με κουρασμένο πρόσωπο, ο δεύτερος ήταν αυτός ο χοντρός προαγωγός. Πάντα ένας κόσμος χωρίς δυνατότητα διαφυγής; Σε τι χρησίμευσε ο πόλεμος; Ο μακάβριος χορός δεν έγινες λοιπόν μάθημα σε κανέναν; Το Παρίσι ζούσε διπλή ζωή. Στεκόμουν καθώς περπατούσα διασχίζοντας μια πραγματική μαγεία μπροστά στις φτωχικές βιτρίνες των μαγαζιών της Μπελβίλ: τα χρώματα από τις κλω στές για μαντάρισμα είχαν έναν τέτοιο πλούτο! Οι σουγιάδες με το φιλντισένιο καπάκι με μάγευαν, οι καρτ-ποστάλ που απεικό νιζαν τους στρατιώτες με τις αρραβωνιαστικές τους να τους στέλνουν φιλιά που ένα περιστέρι κουβαλούσε κρατώντας με το ράμφος του ένα φάκελο, όλα αυτά στεκόμουν και τα καμάρωνα για αρκετή ώρα! Τους περαστικούς, άνδρες και γυναίκες, τη θαυμαστή πραγματικότητα! Ένα γάτο αναπαυτικά καθισμένο στο περβάζι του παραθύρου ενός αρτοποιείου - του χαμογέλασα μεθυσμένος. Η Μπελβίλ δεν ήταν πιο θλιμμένη από πριν, ούτε πιο φτωχή από ποτέ. «Τελετές μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, καλές τιμές, πληρωμή επί πιστώ σει...» Ένας μαρμαράς είχε α πλώσει σμαλτωμένες φωτογραφίες πάνω στο μάρμαρο: και όλες απεικόνιζαν νεαρούς στρατιώτες. Νοικοκυρές τυλιγμένες με το σάλι τους κουβαλούσαν από τον Δήμο μια τσάντα με πατάτες, έναν κάδο για το κάρβουνο. Οι γκρίζες προσόψεις της οδού Ζυλιέν Λακρουά όπου ξαναείδα τη Ριρέτ απέπνεαν μέσα στην πα γωνιά την παλιά τους μιζέρια. Μου ερμήνευαν τη ζωή: «Κατα λαβαίνεις, είναι σχεδόν μια καλή ζωή. Σ ε κάθε σπίτι πενθούν και κάποιον, αλλά οι άνδρες λείπουν τόσον καιρό ώστε όλες οι γυ ναίκες ξανάφτιαξαν τη ζωή τους με άλλους. Δεν υπάρχει ανερ γία, οι ξένοι εργάτες είναι περιζήτητοι, οι μισθοί έχουν ανέβει [...]. Υπάρχει ένα πλήθος στρατιωτών απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, υπάρχουν αυτοί που έχουν λεφτά, οι Άγγλοι, οι Κανα δοί, που ποτέ δεν έκαναν τόσο έρωτα σ’ όλες τις γωνιές και τις γειτονιές. Στην Πιγκάλ, στο Κλισύ, στη λεωφόρο της Μονμάρτρης, στις μεγάλες λεωφόρους, όλα αυτά πλημμυρίζουν από κό
2. ΖΕ1Σ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗ ΣΕΙΣ (1912-1919
87
σμο που διασκεδάζει, μετά από μας η καταστροφή! Ο πόλεμος είναι μια επιχείρηση, φιλαράκο μου, θα το δεις, βολευτήκαμε σ’ αυτόν και δεν ευχόμαστε πια να τελειώσει. Οι φαντάροι, βέβαια, είναι δυσαρεστημένοι και οι αδειούχοι κάνουν μούτρα. “ Δεν βα ριέσαι, μην προσπαθείς να καταλάβεις” , μου έλεγαν». Ο Αλμερέυδα διευθύνει μια καθημερινή εφημερίδα6 εκεί στις μεγάλες λεωφόρους, έχει δύο αυτοκίνητα, μια βίλα... «Μιλάει στον ενικό με υπουργούς [...]. Ο Ζυλ Γκεντ και ο Μαρσέλ Σεμπά7 είναι υ πουργοί- ένας σοσιαλιστής υπερασπίζεται τον δολοφόνο του Ζωρές, ο κ. Zevaes,8 τον ξέρεις [...]. Η παρανομία και με στρατιω τικό παράσημο [...]. Ο Κροπότκιν υπέγραψε με τον Ζαν Γκραβ ένα μανιφέστο9 για τον πόλεμο [...]. Ο Μασέν κάνει δουλειές με τα πολεμοφόδια [...]. Μα τι λες; Η Ρωσική επανάσταση; Είσαι εκτός θέματος, φιλαράκο μου. Οι Ρώσοι είναι ισχυροί στα Καρ πάθια, και μπορείς να με πιστέψεις ότι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο εγγύς μέλλον. Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα πράγμα να κάνεις: να τα βγάλεις πέρα. Τώρα έχει γίνει πολύ πιο εύκο λο από παλιά». Άκουγα τέτοιες κουβέντες, έβλεπα νεαρούς αδύ νατους Αλγερίνους να σκουπίζουν ήσυχα τις βρομιές στους δρό μους όπου πάντα κάτι έμενε και η δυσωδία αύξαινε. Ανναμίτες που τουρτούριζαν παρά τις κάσκες τους και τις προβιές τους φύ λαγαν τη Διοίκηση και τις φυλακές της Σαντέ- το μετρό κου βαλούσε το πυκνό πλήθος με τα βαγόνια του το ένα πίσω απ’ τ ’ άλλο, αυτοί που ανάρρωναν στα λοιμοκαθαρτήρια χάζευαν βαριεστημένοι στα παράθυρα, ένας παραμορφωμένος στρατιώτης α γκάλιαζε τη μέση μιας μοδιστρούλας κάτω από τα γυμνωμένα δέντρα του Κήπου του Λουξεμβούργου, και τα καφέ ήταν φίσκα. Οι λεωφόροι βυθίζονταν μέσα στη σκοτεινιά, αλλά το κέντρο της πόλης κάτω από έναν διακριτικό φωτισμό, βούιζε μέχρι αρ γά τη νύχτα. «Δεν υπάρχουν πλέον παρά δύο δρόμοι, βλέπεις, ο έρωτας και το χρήμα, και πρώτα πρώτα, βέβαια, το χρήμα!» Ήθελα να μάθω για τους Ρώσους. Ο τρομοκράτης Σαβίνκαφ10 στρατολογούσε για τη Λεγεώνα των Ξένων. Αρκετοί από τους μπολσεβίκους είχαν σκοτωθεί, εθελοντές, στο μέτωπο. Ο Πλεχάνωφ11 εκθείαζε την άμυνα της αυτοκρατορίας. Ο Τρότσκι οδη-
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
γήθηκε στα ισπανικά σύνορα12 από δύο επιθεωρητές της αστυ νομίας, για να καταλήξει έγκλειστος κάπου στην Αμερική. Ο Αλμερέυδα στο γραφείο της σύνταξης, στο κομψό αριστοκρατορικό στυλ των μεγάλων βουλεβάρτων, πιο Ραστινιάκ* από ποτέ, μου έλεγε ότι είχε παραιτηθεί από την πρόθεση να καταγγείλει την αστυνομική προβοκάτσια μέσα στο εργατικό κίνημα προκειμένου να μην κάνει περισσότερο κακό παρά καλό: «Είναι πολ λοί! Ο πόλεμος δεν οδηγούσε πουθενά, εργαζόταν για την ειρή νη, το κόμμα της ειρήνης αναπτυσσόταν, το μέλλον ήταν δικό του». Ο Πουανκαρέ και ο Ζοφρ είναι τελειωμένοι [...]. Όλα θα αλλάξουν όπου να ’ναι». Μερικοί ήταν αυστηροί στην κρίση τους γ ι’ αυτόν: «Έ χει ξεπουληθεί σε μια κλίκα οικονομολόγων και έ χει τον Διευθυντή της Αστυνομίας στο τσεπάκι του». Ο Σεζάρ Καμπίντσι μου εξηγούσε ότι η Γαλλία είχε τελείως ξεζουμιστεί, αλλά θα νικούσε, μέσα σε ένα ή δύο χρόνια, μαζί με τους Α με ρικανούς. Ο δρ. Μωρίς ντε Φλερύ με ρωτούσε αν οι πεποιθήσεις μου είχαν αλλάξει και οι απαντήσεις μου τον έκαναν να κουνά το κεφάλι του με αποδοκιμασία, αυτό το ωραίο στοχαστικό κεφάλι του παλιού αξιωματικού. Πήγα να δω στο θέατρο το Γαλάζιο Πουλί, ζευγάρια, ζευγάρια, και στολές... Όλα αυτά μου έδιναν την τρελή αίσθηση μιας πτώσης στην άβυσσο. «Ο Πεγκύ13 είχε σκοτωθεί. Ο Ριτσιόττο Κανούντο14 (ένας νε αρός συγγραφέας που τον αγαπούσαμε) είχε σκοτωθεί. Ο φίλος του ποιητής Γκαμπριέλ-Τριστάν ΦρανκονΡ είχε αποκεφαλιστεί από μια οβίδα. Ο Ζαν-Μαρκ Μπερνάρ"’ είχε σκοτωθεί. Οι αδελ φοί Μποννέφ,17 που είχαν γράψει την Τραγική ζωή των εργα τών είχαν σκοτωθεί...» Αντίο Παρίσι. Πήρα το εξπρές για τη Βαρκελώνη.18 Τα τρέ να, οι σταθμοί απεκάλυπταν ένα άλλο πρόσωπο του πολέμου, τα πρόσωπα των στρατιωτών. Ήταν η ίδια η σκληρότητα. Σμιλεμένα μέσα στον αγώνα, αγχωμένα, και απλά σαν βράχοι. Ρη μαγμένα. Από την άλλη μεριά των Πυρηναίων απλώνονταν χώ
* Αριβίστας ήρωας του Μπαλζάκ. (Σ.τ.Μ.)
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗ ΣΕΙΣ (1912-1919
ρες μέσα στη γαλήνη και την αφθονία, χωρίς πληγωμένους που αναρρώνουν, χωρίς αδειούχους που μετρούν ακόμη και τα λεπτά της ώρας, χωρίς πένθος, χωρίς βιασύνη για ζωή την παραμονή του θανάτου. Οι πλατείες με τα μεγάλα δέντρα στις μικρές πό λεις της Καταλωνίας, και τα μικρά καφέ κάτω από τις καμά ρες, απέπνεαν ανεμελιά. Η Βαρκελώνη γιόρταζε, οι λεωφόροι φωτισμένες, υπέροχα ηλιόλουστες τα πρωινά, γεμάτες πουλιά και γυναίκες. Και εδώ κυλούσε ο πακτωλός του πολέμου. Για τους Συμμάχους, για τις κεντρικές αυτοκρατορίες, τα εργοστά σια δούλευαν σε πλήρη ανάπτυξη και οι εταιρείες γέμιζαν χρυ σάφι. Η χαρά της ζωής βρισκόταν σε όλα τα πρόσωπα, σε όλες τις βιτρίνες, στις τράπεζες, παντού. Σ ε έπιανε τρέλα. Περνούσα μια άσχημη κρίση. Η Μυλόπετρα που συνέθλιβε τους ανθρώπους εξακολουθούσε να με περιβάλλει. Δεν είχα κα μιά όρεξη να ξαναζήσω, ελεύθερος, προνομιούχος απέναντι στη στρατευμένη γενιά μου, σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη. Ένιωθα συγκεχυμένες τύψεις. Γιατί άραγε βρισκόμουν εκεί, μέσα στα καφέ, στις χρυσαφένιες παραλίες, ενώ τόσοι και τόσοι άλλοι αιμορραγούσαν μέσα στα χαρακώματα μιας ολόκληρης ηπείρου; Σ ε τι άξιζα εγώ περισσότερο; Σ ε τ ι ήμουν καλύτερος απ’ αυτούς; Για ποιο λόγο εξαιρέθηκα από το σύνολο; Συναντούσα λιποτά κτες χαρούμενους που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, να σωθούν. Τους αναγνώριζα το δικαίωμα αυτό και συγχρόνως ε ξαγριωνόμουν στην ιδέα ότι μπορούσαν, με τέτοια επιμονή, να διεκδικούν την ίδια τους τη ζωή, καθώς επρόκειτο για τη ζωή ό λων, για μια οδύνη χωρίς όρια που την κουβαλούσαμε όλοι, την μοιραζόμασταν και θα την γευόμαστε μέχρι τέλους. Αυτή η αί σθηση ήταν ξεκάθαρα αντίθετη με την ορθολογισμένη σκέψη μου, ήταν όμως πιο δυνατή απ’ αυτήν. Αυτή την ανάγκη να με τέχω στο κοινό πεπρωμένο, βλέπω σήμερα ότι την αισθανόμουν πάντα και ότι αυτή η ανάγκη υπήρξε ένα από τα πιο βαθιά μου κίνητρα. Εργαζόμουν στα τυπογραφεία, πήγαινα στις ταυρομα χίες, προσπαθούσα να διαβάσω, σκαρφάλωνα στο βουνό, χασο μερούσα στα καφέ κοιτάζοντας τις Καστιλιάνες, τις Σεβιλιάνες, τις Ανδαλουσιάνες και τις Καταλανές να χορεύουν και αισθανό
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μουν ότι θα μου ήταν αδύνατον να ζήσω έτσι καθώς σκεφτόμουν συνεχώς τους άνδρες που πολεμούσαν, ήταν σαν να με καλούσαν. Χωρίς αμφιβολία θα κατέληγα να ενταχθώ σε κάποιο στράτευ μα αν τα γεγονότα που κατά κάποιον τρόπο περιμέναμε δεν ξεσπούσαν όλα μαζί. Έγραψα στο Tierra γ Libertad 19 το πρώτο μου άρθρο με την υπογραφή «Victor Serge» για να υπερασπιστώ τον Φρήντριχ Άντλερ20 που θα τον καταδικάζανε σε θάνατο στη Βιέννη: είχε σκοτώσει λίγους μήνες πριν, το 1916, τον κόμητα Sturgkh, έναν απ’ αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για τον πόλεμο. Το επόμενο άρθρο μου21 σχολίαζε την πτώση της ρωσικής απο λυταρχίας. Ήταν σε τέτοιο βαθμό αναμενόμενη που καταλήγαμε να αμφιβάλλουμε και να μην μπορούμε να το πιστέψουμε ακόμη ότι η Ρωσική επανάσταση, το απίθανο, γινόταν πραγματικότη τα. Διαβάζαμε τα τηλεγραφήματα από τη Ρωσία και μεταμορ φωνόμαστε, οι εικόνες έπαιρναν μορφή, γίνονταν απλές και συ γκεκριμένες. Ένα ξεκάθαρο φως έπεφτε πάνω στα πράγματα και ο κόσμος δεν στροβιλιζόταν από μιαν ανεπανόρθωτη τρέλα. Οι ατομικιστές με κορόιδευαν επικαλούμενοι τα γελοία τους κλι σέ: «Ο ι επαναστάσεις δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. Δεν πρόκειται να αλλάξουν την ανθρώπινη φύση. Μετά έρχεται η αντίδραση και όλα ξαναρχίζουν. Εγώ δεν έχω παρά μια ζωή, δεν είμαι υ πέρ του πολέμου όπως δεν είμαι και υπέρ των επαναστάσεων, ευχαριστώ πολύ. -Δ εν είστε στην πραγματικότητα υπέρ κανενός και δεν αξίζετε τίποτε», τους απαντούσα, «είστε τελειωμένοι, δεν θα πολεμήσετε ποτέ για τίποτε, διότι για σας δεν αξί ζει τίποτε στ’ αλήθεια [...]. Είστε το προϊόν του εκφυλισμού των πάντων: του εκφυλισμού της μπουρζουαζίας, των αστικών ι δεών, του εργατικού κινήματος, του αναρχισμού...» Η ρήξη μου με τους «συντρόφους» αυτούς που δεν ήταν πια παρά η σκιά των συντρόφων, συνοψιζόταν στο ότι ήταν άχρηστο να συνομιλείς μαζί τους, και δύσκολο να τους ανεχτείς. Οι Ισπανοί, μέχρι και οι εργάτες στο εργαστήριό μου, που δεν ήταν στρατευμένοι, κα ταλάβαιναν από ένστικτο τα γεγονότα της Πετρούπολης διότι νοερά τα μετέθεταν στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη. Η μο ναρχία του Αλφόνσου ΙΓ' δεν ήταν περισσότερο δημοφιλής ούτε
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
περισσότερο στέρεη από τη μοναρχία του Νικολάου Β '.22 Η επα ναστατική παράδοση της Ισπανίας αναγόταν στα χρόνια του Μπακούνιν-23 παρόμοια κοινωνικά προβλήματα υπήρχαν και εδώ και εκεί, αγροτικό πρόβλημα, καθυστερημένη εκβιομηχάνιση, και καθυστερημένη πολιτική κατάσταση κατά έναν τουλάχιστον αιώνα σε σχέση με την ευρωπαϊκή Δύση. Η βιομηχανική και ε μπορική έκρηξη των χρόνων του πολέμου ενδυνάμωσε την, κυ ρίως καταλανική, μπουρζουαζία, εχθρική προς την παλιά αρι στοκρατία των γαιοκτημόνων και τη βασιλική διοίκηση που ή ταν εντελώς συντηρητική· η έκρηξη μεγάλωσε τη δύναμη και τις απαιτήσεις ενός νεαρού προλεταριάτου το οποίο δεν είχε τον χρόνο να διαμορφώσει μια εργατική αριστοκρατία, δηλαδή να α στικοποιηθεί· το θέαμα του πολέμου ξυπνούσε το πνεύμα της βίας· οι χαμηλοί μισθοί (εγώ κέρδιζα τέσσερις πεσέτες την ημέ ρα, δηλαδή περίπου ογδόντα αμερικάνικα σεντς) μας παρότρυναν σε άμεσες διεκδικήσεις. Ο ορίζοντας φωτιζόταν πραγματικά από εβδομάδα σε εβδομά δα. Μέσα σε τρεις μήνες είχε αλλάξει η διάθεση της εργατικής τάξης της Βαρκελώνης. Η αγωνιστικότητα ανέβαινε. Η CNT24 δεχόταν μια εισροή δυνάμεων. Ανήκα σε ένα μικροσκοπικό συν δικάτο τυπογράφων: χωρίς αύξηση δυναμικού -θα πρέπει να ή μασταν καμιά τριανταριά-, και η επιρροή που δέχτηκε ήταν τό σο έντονη ώστε φάνηκε να αφυπνίζεται ολόκληρο το σωματείο. Τρεις μήνες μετά την αναγγελία της Ρωσικής επανάστασης η Επιτροπή Obrere ξεκίνησε την προετοιμασία μιας επαναστατι κής γενικής απεργίας, διαπραγματευόταν με τη φιλελεύθερη καταλάνικη μπουρζουαζία μια πολιτική συμμαχία, και αντιμετώπι ζε με ψυχραιμία την ανατροπή της μοναρχίας. Το πρόγραμμα των διεκδικήσεων της Επιτροπής Obrere, που καταρτίσθηκε τον Ιούνιο του 1917 και δημοσιεύθηκε στο Solidaridad O brem * προεξοφλούσε τις επιτυχίες των Ρώσων Σοβιετικών. Θα μάθαι να, σύντομα, ότι και στη Γαλλία το ίδιο ρεύμα υψηλής ηλεκτρι κής τάσης διαπερνούσε τον κόσμο, από τα χαρακώματα μέχρι τα εργοστάσια, η ίδια σφοδρά ελπίδα γεννιόταν. Συνάντησα στο καφέ Espagnol, στο Παραλέλο, σ’ αυτό το
92
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
δημοφιλές βουλεβάρτο με τα λαμπερά φώτα τις νύχτες, τόσο κοντά στο τρομερό Μπάριο Τσίνο του οποίου τα μουχλιασμένα δρομάκια ήταν γεμάτα με μισόγυμνα κορίτσια χωμένα στις κα μάρες από τις πόρτες που έχασκαν στις γωνιές της κολάσεως συνάντησα και καταπληκτικούς αγωνιστές που ετοιμάζονταν για την επόμενη μάχη. Μιλούσαν με έξαψη γ ι’ αυτούς που θα σκο τώνονταν, μοιράζονταν τα μπράουνινγκ, χλευάζανε τον κίνδυνο, ενώ στο διπλανό τραπέζι κάθονταν ανήσυχοι οι χαφιέδες. Σ ’ έ να δρομάκι που τη μια πλευρά του έπιανε το μεγάλο κτίριο της Cuardia Civil, και την άλλη φτωχικές κατοικίες, συνάντησα τον καταπληκτικό άνθρωπο εκείνων των χρόνων της Βαρκελώνης, τον διασκεδαστή, τον αρχηγό χωρίς τίτλο, τον τολμηρό πολιτικό που περιφρονούσε τους πολιτικούς, τον Σαλβαδόρ Σ εγ ί, που τον αποκαλούσαν τρυφερά Noy de Sucre.* Τρώγαμε κάτω από το τρεμάμενο φως μιας λάμπας πετρελαίου. Πάνω στο τραπέζι α πό ξύλο ραμποτέ το γεύμα αποτελούνταν από ντομάτες, κρεμ μύδια, κατακόκκινο κρασί, και χωριάτικη σούπα. Τα ασπρόρου χα του παιδιού, που τον νανούριζε η Τερεσίτα, ήταν απλωμένα σε ένα σκοινί. Το μπαλκόνι, μέσα στην απειλητική νύχτα, έβλε πε το απέναντι κτίριο γεμάτο από τουφεκιοφόρους σε ετοιμότη τα και πίσω τους ο κόκκινος δίσκος της έναστρης Ράμπλα. Συ ζητούσαμε εκεί τα προβλήματα της Ρωσικής επανάστασης, της προσεχούς γενικής απεργίας, της συμμαχίας με τους φιλελεύθε ρους Καταλανούς, του συνδικαλισμού της αναρχικής τάσης που είναι αντίθετη στην ανανέωση της μορφής της οργάνωσης. Σχε τικά με τη Ρωσική επανάσταση, δεν ήμουν σίγουρος παρά για ένα πράγμα: ότι δεν θα σταματούσε στη μέση του δρόμου. Η χιονοστιβάδα θα κυλούσε μέχρι το τέλος. Πιο τέλος; «Ο ι αγρό τες θα πάρουν τη γη, οι εργάτες τα εργοστάσια. Σ τη συνέχεια, δεν ξέρω». «Σ τ η συνέχεια» -έγραφα- «οι άχαροι αγώνες θα ξα ναρχίσουν, αλλά αυτό θα γίνει σε ένα ανανεωμένο έδαφος. Η αν θρωπότητα θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά». Η Επιτροπή Obrere δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα στο βάθος τους. 'Εμπαινε στη μάχη χωρίς να γνωρίζει ως που μπο ρούσε να πάει, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες -και αναμφί
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
93
βολα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Εκδήλωνε μιαν ανερχόμενη δύναμη, η οποία δεν μπορούσε να παραμένει αδρανής και δεν μπορούσε επίσης, ακόμα και αν αγωνιζόταν με λάθος τρόπο, να είναι εντελώς ηττημένη. Η ιδέα να πάρουμε τη Βαρκελώνη ήταν ξεκάθαρη, το μελετούσαμε λεπτομερώς. Αλλά η Μαδρίτη; οι άλλες περιοχές; Οι δεσμοί ήταν αδύναμοι με το υπόλοιπο της Ισπανίας. Θα πετύχαινε η ανατροπή της μοναρχίας; Ορισμένοι δημοκράτες, με τον Λερρού ακόμα δημοφιλή παρά τη δυσφήμηση που του είχε κάνει η αριστερά, ήλπιζαν και έβρισκαν σωστό να προωθήσουν στην αρχή την αναρχική Βαρκελώνη, έστω και οπισθοχωρώντας οι ίδιοι, αν τελικά η Βαρκελώνη αποτύγχανε. Οι Καταλανοί δημοκράτες, εμπνευσμένοι από τον Μαρθελίνο Ντομίνγκο, υπολόγιζαν στην εργατική ισχύ προκειμένου να α ποσπάσουν από τη μοναρχία κάποια αυτονομία, και φόρτωναν το καθεστώς με την απειλή πολλών προβλημάτων. Με τον Σ εγί παρακολουθούσα τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην καταλανική ριζοσπαστική μπουρζουαζία και την Επιτροπή Obrero. Μια ύποπτη συμμαχία όπου οι σύμμαχοι φοβούνταν και υπέβλεπαν ο ένας τον άλλον και, με το δίκιο τους, προσπαθούσε ο καθένας να φανεί πιο έξυπνος. Ο Σ εγ ί έλεγε, ότι στην ουσία: «Θέλουν να μας χρησιμοποιήσουν και να μας τη φέρουν. Εξυπηρετούμε, προς το παρόν, τον πολιτικό τους εκβιασμό. Χωρίς εμάς δεν μπορούν να κάνουν τίποτε- εμείς είμαστε ο δρόμος, οι δυνάμεις εμπρο σθοφυλακής, εμείς είμαστε δημοφιλείς. Το ξέρουμε, αλλά τους έχουμε ανάγκη. Είναι αυτοί που έχουν τα χρήματα, το εμπόριο, την όποια νομιμότητα -στην αρχή, βέβαια, έτσι δεν είναι;-, τον Τύπο, την κοινή γνώμη, κ.λπ.» «Ναι», απαντούσα, «αλλά αν ε ξαιρέσουμε την περίπτωση μιας εκθαμβωτικής νίκης, στην ο ποία δεν πολυπιστεύω, είναι έτοιμοι να μας ξεφορτωθούν μόλις παρουσιαστεί η πρώτη δυσκολία. Είμαστε προδομένοι εκ των προτέρων». Ο Σ εγ ί έβλεπε τους κινδύνους, παρέμενε όμως αισιόδοξος. «Αν ηττηθούμε, θα ηττηθούν μαζί μας- θα είναι πολύ αργά για να μας προδώσουν. Αν πάλι νικήσουμε, θα είμαστε εμείς αυτοί που θα έχουν τον έλεγχο της κατάστασης, και όχι εκείνοι».
94
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ Eil ΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ο Σαλβαδόρ Σεγ£ μου ενέπνευσε την προσωπικότητα του Νταριό σε ένα μυθιστόρημα πολύ αυτοβιογραφικό, το Η γέννη ση της δύναμής μας. Εργάτης, και σχεδόν πάντα ντυμένος σαν εργάτης και μετά τη δουλειά, το κασκέτο να εφαρμόζει στο κρανίο σφιχτά, ο γιακάς του πουκάμισου ξεκούμπωτος κάτω α πό μια φτηνή γραβάτα- ψηλός, καλοφτιαγμένος, με ολοστρόγ γυλο κεφάλι, ασύμμετρα χαρακτηριστικά, μεγάλα στρογγυλά πανούργα και σκανταλιάρικα μάτια κάτω από βαριά βλέφαρα, ένα είδος μέτριας ασχήμιας, γεμάτος γοητεία όμως μόλις τον προσέγγιζες, ανέδιδε μια ήπια ενεργητικότητα, σταθερότητα, πρακτικότητα και εξυπνάδα χωρίς ίχνος επιτήδευσης. 'Εδωσε έναν καινούργιο χαρακτήρα στο ισπανικό εργατικό κίνημα σαν σπουδαίος οργανωτής που ήταν. Δεν ήταν ούτε αναρχικός άλλα ούτε και φιλελεύθερος και κορόιδευε με ευχαρίστηση φράσεις ό πως «μια αρμονική ζωή κάτω από τον ήλιο της ελευθερίας», «η ανάπτυξη του εγώ », «η κοινωνία του μέλλοντος», θέτοντας το άμεσο πρόβλημα των μισθών, της οργάνωσης, των ενοικίων, της επαναστατικής εξουσίας. Και εκεί ήταν και το δράμα του: το κυρίαρχο πρόβλημα, το πρόβλημα της εξουσίας, που δεν μπο ρούσε να το θέσει ξεκάθαρα- νομίζω ότι τελικά ήμασταν οι μό νοι που το αγγίζαμε αυτό το θέμα, εκείνος και εγώ, όταν βρι σκόμαστε οι δυο μας. Όταν δήλωνε ότι «θα μπορούσαμε να πά ρουμε την πόλη», εγώ ρωτούσα: «Και πώς θα τη διοικήσουμε;» Δεν είχαμε ακόμη άλλο παράδειγμα μπροστά στα μάτια μας παρά το παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού, και αν το παρατηρούσαμε προσεκτικότερα δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντι κό: αναποφασιστικότητα, διάσπαση, αερολογίες, ανταγωνισμοί χωρίς νόημα... Η Κομμούνα, όπως αργότερα και η Ισπανική επανάσταση, γέννησε χιλιάδες ήρωες, εκατοντάδες αξιοθαύμα στους μάρτυρες, αλλά δεν απέκτησε αρχηγό. Με απασχολούσε πολύ διότι μου φαινόταν πως με τη Βαρκελώνη βαδίζαμε προς μια δεύτερη Κομμούνα, πλήθη ανθρώπων που ξεχείλιζαν από ε νέργεια, παρασυρμένοι από έναν μεγάλο και συγκεχυμένο ιδε αλισμό, πολλοί πρόθυμοι αλλά μέτριοι στρατευμένοι - και κα νείς επικεφαλής, «εκτός από σένα Σαλβαδόρ και είναι αρκετά
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
επικίνδυνο να είσαι μόνος»· εκείνος εξ άλλου δεν ήταν και τό σο σίγουρος για τον εαυτό του και για το κατά πόσο θα τον α κολουθούσαν. Οι αναρχικοί δεν ήθελαν να ακούσουν να μιλάμε για κατοχή της εξουσίας, αρνούνταν να δουν ότι η Επιτροπή Obrero, νικηφόρα, θα ήταν την επομένη η κυβέρνηση στην Καταλωνία. Ο Σ εγ ί το έβλεπε, αλλά για να μην ξεκινήσει μια διαμάχη ιδεών που θα οδηγούσε στην απομόνωση, δεν τολμού σε να μιλήσει. Πηγαίναμε έτσι στη μάχη μέσα σε ένα είδος θολούρας. Ο ενθουσιασμός και η δύναμη αύξαιναν, άρχισαν οι προετοι μασίες για τη μεγάλη μέρα. Γύρω στα μέσα Ιουλίου, ομάδες στρατολαγημένων περιπολούσαν στην πόλη φορώντας μπλε στο λές και κρατώντας από ένα μπράουνινγκ. Ήμουνα και εγώ στις περιπολίες, διασταυρωνόμασταν με την έφιππη Guardia Civil με τα μαύρα της τρίκωχα, και τις γενιάδες, που ήξεραν ότι ήμα σταν οι εξεγερμένοι της επόμενης μέρας, είχαν όμως διαταγές να μην εμπλακούν σε αγώνα μαζί μας. Οι αρχές τα είχαν χάσει και προσπαθούσαν να υπολογίσουν αυτό που επρόκειτο να συμβεί: την εξασθένηση των Καταλανών κοινοβουλευτικών. Το σπί τι της οδού de las Egipciacas, όπου βρισκόμουν μια μέρα με τον Σ εγ ί, περικυκλώθηκε από τους άνδρες με τα μαύρα τρίκωχα. Βοηθήσαμε τον Σ εγ ί να ξεφύγει από τις ταράτσες και από τις στέγες. Εμένα με συνέλαβαν και πέρασα τρεις δύσκολες ώρες σε ένα μικροσκοπικό κελί της αστυνομίας που ήταν βαμμένο με κόκκινη ώχρα. Άκουγα την εξέγερση να βράζει στη γειτονική Ράμπλα, και ήταν τόσος ο θόρυβος και η φασαρία που ένας συ μπαθητικός γέρος αξιωματικός με άφησε ελεύθερο ζητώντας μου και συγγνώμη. Ντυμένοι αδέξια με «πολιτικά», οι αξιωματικοί, που μας παρακολουθούσαν, μας διαβεβαίωναν για τη συμπάθειά τους, απολογούμενοι που για χάρη των παιδιών τους έκαναν ένα τόσο άσχημο επάγγελμα. Είχα αμφιβολίες για την νίκη αλλά ήμουν ευχαριστημένος που θα αγωνιζόμουν για το μέλλον. Έγραψα αργότερα στο «Meditation sur la conquete»27:
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Είναι πολύ πιθανόν, Νταριό, να μας τουφεκίσουν στο τέλος ό λης αυτής της ιστορίας. Έχω αμφιβολίες και για το σήμερα και για μας. Εσύ κουβαλούσες, χτες τα φορτία κάτω στο λι μάνι. Έχοντας λυγίσει κάτω από το βάρος, ακολουθούσες με ε λαστικό βήμα τις σανίδες που αναπηδούσαν ανάμεσα στο λι μάνι και στο κατάστρωμα της φορτηγίδας. Εγώ, φορούσα α λυσίδες. Μεταφορική έκφραση, Νταριό, διότι δεν κουβαλάμε πια παρά έναν αριθμό μητρώου, που είναι όμως εξίσου βαρύς. Ο γέρο-Ρίμπας της επιτροπής πουλούσε ψεύτικα κολάρα στη Βαλέντσια. Λένε ότι ξόδευε τις μέρες του να σπάει πέτρες σε μια μηχανή λιθοτριψίας, ή να ανοίγει τρύπες σε ατσάλινους διακοσμητικούς σωλήνες. Τι έκανε ο Μιρό με την ευλυγισία του και το μυϊκό του σύστημα που ήταν σαν του αιλουροειδούς; Γρασάριζε μηχανές σε μια κάβα στην Γκράσια. Στην πραγμα τικότητα, είμαστε σκλάβοι. Θα την πάρουμε εμείς άραγε αυ τή την πόλη, αλλά κοίταξέ την, αυτή την υπέροχη πόλη, δες τα φώτα της, τα τζάκια της, άκου τους μαγευτικούς θορύβους -αυτοκίνητα, τραμ, μουσικές, φωνές, τραγούδι των πουλιών, και βήματα, βήματα και το δυσδιάκριτο μουρμούρισμα των με ταξωτών στα μεταξουργεία-, θα πάρουμε εμείς αυτή την πόλη με αυτά τα χέρια εδώ, με τα δικά μας χέρια, είναι δυνατόν; Θα γελούσες βέβαια Νταριό, αν σου μιλούσα έτσι, αν στα έλεγα αυτά [...]. Θα έλεγες, ανοίγοντας τα μεγάλα τριχωτά, αδελφι κά, σταθερά χέρια σου: ((Αισθάνομαι ικανός, εγώ, να τα πάρω όλα. Όλα». Έτσι αισθανόμασταν αθάνατοι μέχρι τη στιγμή ό που δεν αισθανόμασταν πια τίποτε. Και η ζωή συνεχιζόταν ό ταν η σταγόνα μας επέστρεψε ξανά στον ωκεανό. Η πίστη μου εδώ συναντά τη δική σου. Το αύριο είναι σπουδαίο. Δεν φρο ντίσαμε μάταια για αυτή την κατάκτηση. Αυτή η πόλη θα πορθεί, αν όχι από τα χέρια μας, τουλάχιστον από χέρια παρό μοια με τα δικά μας, αλλά πολύ πιο ισχυρά. Πιο ισχυρά, ίσως διότι σκλήρυναν περισσότερο χάρη στη δική μας αδυναμία. Αν εμείς ηττηθουμε, άλλοι άνθρωποι, τελείως διαφορετικοί από μας, τελείως ίδιοι με μας, θα κατέβουν ένα όμοιο βράδυ, σε δέ κα χρόνια, σε είκοσι χρόνια, αυτό δεν έχει αλήθεια καμιά ση
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
97
μασία, και θα βαδίσουν σ’ αυτή τη Ράμπλα και θα ονειρεύο νται την ίδια κατάσταση και ίσως να σκέφτονται το δικό [ΐ αίμα. Ήδη, νομίζω ότι τους βλέπω και σκέφτομαι το δικό τους αίμα που θα κυλήσει κι αυτό. Αλλά θα την πάρουν την πόλη. Είχα δίκιο. Αυτοί οι άλλοι πήραν την πόλη στις 19 Ιουλίου του 1936. Ονομάζονταν Ασκάσο, Ντουρρούτι, Χερμινάλ Βιδάλ, CNT, FAl, POUM* ... Αλλά στις 19 Ιουλίου 1917 ηττηθήκαμε σχεδόν χωρίς να αγωνισθούμε, καθώς οι Καταλανοί κοινοβουλευ τικοί φοβήθηκαν την τελευταία στιγμή. Η μέρα ήταν γεμάτη ή λιο, κραυγές, πλήθη που κινούνταν συνεχώς, τρέξιμο στους δρό μους, ενώ οι άνδρες με τα μαύρα τρίκωχα όπλιζαν χωρίς βιασύ νη και μας ακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερο ζήλο. Φοβόντουσαν. Η Επιτροπή Obrero σήμανε υποχώρηση. Μέσα στην στενή αίθου σα Conte del Asalto βρισκόμουν γύρω στο μεσημέρι στη μέση ε νός πλήθους προλετάριων. Περιμέναμε οδηγίες. Η Guardia Civil, με σταυρωτά φυσεκλίκια, ξεπρόβαλε ξαφνικά από τη λεωφόρο και άρχισε να μας απωθεί. Ένας κατακίτρινος μικρόσωμος α ξιωματικός άρχισε να κραυγάζει ότι θα διέταζε πυρ αν δεν δια λυόμαστε. Διαλυθήκαμε, δεν είχαμε καμιά όρεξη και εξ άλλου υ πήρχε ένα άλλο πλήθος πίσω μας. Ένα κενό δημιουργήθηκε α νάμεσα σε μας και σ’ αυτό το τείχος από τους μαυροφορεμένους άνδρες που μας σημάδευαν με τις καραμπίνες τους. Σ ’ αυτό το κενό ρίχτηκε ξαφνικά ένας νέος άνδρας ντυμένος στα γκρίζα που κράδαινε στο χέρι του μια βόμβα, τυλιγμένη σε μια εφημερίδα. Φώναζε: «Ε ίμα ι ελεύθερος άνθρωπος! Πουτάνας γιοι!» Έτρεξα κοντά του, του άρπαξα το χέρι από τον καρπό.: «Είσαι τρελός; Θα σκοτωθεί άδικα τόσος κόσμος». Παλέψαμε για μια σύντομη στιγμή. Οι στρατιώτες είχαν μείνει ακίνητοι, διατακτικοί, οι σύ ντροφοι μας περικύκλωσαν, μας παρέσυραν... Κάποιοι άτακτοι πυροβολισμοί ακούστηκαν. Στην εσοχή μιας πόρτας ένας νεαρός άνδρας, τρέμοντας ακόμη από αγωνία, σκούπισε το μέτωπό του με το μανίκι του. «Εσύ είσαι ο Ρώσος, έτσι δεν είναι; Ευτυχώς σε αναγνώρισα εγκαίρως...» Ο Σ εγ ί επέστρεψε το βράδυ εξο ντωμένος από την κούραση. «Τ ι άνανδροι, τι άνανδροι!», μουρ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μούριζε. Δεν έμελλε να τον ξαναδώ, καθώς έμεινε κρυμμένος προκειμένου να οργανώσει την εξέγερση του Αυγούστου. Το 1921 ενώ ήμουν στην Πετρούπολη έλαβα μια επιστολή του με την οποία μου ανήγγελλε ότι θα ερχόταν στη Ρωσία. Είχε γίνει ο αληθινός ρήτορας της Βαρκελώνης και επέστρεψε από τη Μ ι νόρκα όπου τον είχαν εξορίσει. Στις αρχές του 1922, σκοτώθηκε στον δρόμο, 29 από τους οπλοφόρους του «ελεύθερου συνδικάτου» των εργοδοτών. Η εξέγερση της Βαρκελώνης του 1917 γέμισε με εκατοντά δες πτώματα και τη μια πλευρά και την άλλη και έσβησε χω ρίς να σταματήσει τη φόρα που είχε πάρει η εργατική τάξη... Ήμουν στον δρόμο για τη Ρωσία. Η αποτυχία της 19ης Ιουλίου με έκανε να αποφασίσω, δεν ήλπιζα πια εδώ για τη νίκη, είχα βαρεθεί τις συζητήσεις με τους στρατευμένους οι οποίοι μου φαί νονταν συχνά σαν μεγάλα παιδιά. Ο γενικός πρόξενος της Ρω σίας στη Βαρκελώνη, ο πρίγκιπας Κ., στην αναγγελία του ονόματός μου, με δέχτηκε αμέσως: « Σ ε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Αυτός ο κύριος είχε δηλώσει πίστη στην προσωρινή κυβέρνηση της Πετρούπολης. Πριν να τον γνωρίσω τον είχα φο βηθεί διότι μεσολαβούσε στην κυβερνήτη για να συλληφθούν οι Ρώσοι εξόριστοι, όταν πληροφορούνταν την παρουσία τους στην πόλη. Τώρα ήταν όλο γλύκες. Δεν του ζήτησα παρά ένα φύλλο πορείας για να πάω να ολοκληρώσω το στρατιωτικό μου στην ε λεύθερη Ρωσία. «Μα βέβαια, ευχαρίστως! Αμέσως. Μήπως έ χετε ανάγκη από χρήματα;» Και βέβαια είχα ανάγκη από χρή ματα, αλλά να τα δεχτώ από αυτά εδώ τα χέρια; «Ό χι». Χωρίς να πούμε πολλά είχαμε καταλάβει ο ένας τον άλλον. Παρίσι. Το επίσημο Ρωσικό Κέντρο της λεωφόρου Ραπ ήταν γεμάτο κομψούς αξιωματικούς που είχαν γίνει δημοκράτες αμέ σως μετά την πτώση της αυτοκρατορίας. Με υπερβολική ευγέ νεια συγκέντρωναν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε όσοι ε ί χαμε αποφασίσει να μετακινηθούμε. Η επικοινωνία με τη Ρω σία ήταν δύσκολη, γιατί δεν προσφέραμε τις υπηρεσίες μας στην πατρίδα που εκπροσωπούνταν εδώ από τις ρωσικές στρατιές που πολεμούσαν στη Γαλλία; Θα είναι εύκολο να το τακτοποιήσου
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
μ ε... Απάντησα στον αξιωματικό: «Μα δεν σκέφτεστε κύριε ό τι ίσως τα ρωσικά στρατεύματα της Γαλλίας, που είχαν οργα νωθεί υπό το κράτος του δεσποτισμού, θα έπρεπε να επαναπατρισθούν προκειμένου να αναπνεύσουν λίγο τον αέρα της και νούργιας Ρωσίας;» Με διαβεβαίωσε ότι οι στρατιώτες μας του στρατοπέδου του Μαγύ και του μετώπου της Κομπανίας είχαν πλήρως ενημερωθεί από τους ανωτέρους τους για τις μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν στη Ρωσία. Μας κορόιδευαν κανονικά, δεν άξιζε τον κόπο να επιμείνει κανείς. Δεν μπορούσες να βγά λεις τίποτε απ’ όλους αυτούς τους κομψούς στρατιωτικούς. Συ νέχισα, ωστόσο, τις προσπάθειές μου για να μάθω τελικά ότι -καθώς φαίνεται- το Βρετανικό Ναυτικό αρνιόταν την άδεια ε ι σόδου στους επαναπατριζόμενους επαναστάτες στους οποίους α νήκα και εγώ. Τηλεγραφήσαμε στο Σοβιέτ της Πετρούπολης30 στον Κερένσκι, πράγμα που έκανε ελεεινή εντύπωση, και δεν μας έκρυψαν ότι, δεδομένης της λογοκρισίας, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι τα τηλεγραφήματά μας θα έφταναν στον αποδέκτη τους. Στο μεταξύ, μια ρωσική μεραρχία, απαιτώντας τον επα ναπατρισμό της, στασίασε στο στρατόπεδο της Λα Κουρτίν την κατέστειλαν με τα κανόνια. Σύντροφοι που έρχονταν από το μέ τωπο στο Παρίσι με συμβούλευαν να ενταχθώ σε μια άλλη με ραρχία, στην οποία είχα ελπίδες επαναπατρισμού, και έτσι συνέ ταξα την ανάλογη αίτηση. Ο στρατηγός που την παρέλαβε ήταν όμως ενάντια στη στρατολόγηση των εθελοντών και με απέρριψε μετά λύπης. Σκέφτηκα να περάσω από τη Λεγεώνα των Ξ έ νων, που υποσχόταν στους Ρώσους εθελοντές να τους ενσωμα τώσει στα ρωσικά στρατεύματα, όταν έμαθα ότι οι περισσότε ροι από τους συντρόφους που είχαν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο είχαν πεθάνει στη φωτιά, σαν ήρωες, ενώ οι εκπρόσωποί τους τουφεκίστηκαν στα μετόπισθεν. Συνάντησα στον προθάλαμο του Ρωσικού Κέντρου έναν στρατιώτη καμιά τριανταριά χρονών, που είχε μόλις έρθει από την Υπεριορδανία όπου είχε πολεμήσει φορώντας τη στολή της Μεγάλης Βρετανίας. Όπως κι εγώ, έψαχνε τρόπο να επιστρέψει, για διαφορετικούς λόγους, και το κατόρθωσε πριν από μένα. Από
100
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
την πρώτη μας συνάντηση, προσδιόρισε τον εαυτό του: «Είμαι παραδοσιακός, μοναρχικός, ιμπεριαλιστής και πανσλαβιστής. Έχω την αληθινή ρώσικη φύση αυτή την οποία διαμόρφωσε ο ορθόδοξος χριστιανισμός. Και εσείς επίσης έχετε την αληθινή ρώσικη φύση, αλλά στην εντελώς αντίθετη πλευρά της, στην πλευρά της αυθόρμητης αναρχίας, του στοιχειώδους ξεσπάσμα τος, της άτακτης πίστης [...] Αγαπώ τα πάντα στη Ρωσία, α κόμα και αυτά που θέλω να πολεμήσω, αυτό που εκπροσωπείτε εσ είς...» Κάναμε πολύ ωραίες συζητήσεις πάνω σ’ αυτά τα θέ ματα, περπατώντας στην esplanade des Invalides [πλατεία Απο μάχων]. Τουλάχιστον ήταν ξεκάθαρος, θαρραλέος στη σκέψη, α φάνταστα παθιασμένος για περιπέτεια και αγώνα -και κάποιες στιγμές απήγγελλε μαγευτικούς στίχους. Μάλλον αδύνατος, με μια ιδιότυπη ασχήμια, ένα πολύ μακρουλό πρόσωπο, έντονα χεί λη και μύτη, κωνικό μέτωπο, αλλόκοτα μάτια, πρασινογάλαζα, πολύ μεγάλα σαν ειδώλου της Ανατολής· και ακριβώς, του άρε σαν οι ιερατικές μορφές των Ασσυρίων με τις οποίες καταλήγα με να του βρίσκουμε μια ομοιότητα. Ήταν ένας από τους πιο με γάλους Ρώσους ποιητές της γενιάς μας, ήδη διάσημος, ο Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμίλεφ.31 Θα βρισκόμασταν πολλές φορές στο μέλλον στη Ρωσία, αντίπαλοι αλλά φίλοι. Θα χρειαζόταν, το 1921, να αγωνιστώ για πολλές μέρες, μάταια, να εμποδίσω την Τσεκά να τον τουφεκίσει. Αλλά, για αυτό το τόσο κοντινό μέλ λον, δεν είχαμε ακόμη καμιά προαίσθηση. Οι περισσότεροι από τους Ρώσους αξιωματικούς αποκαλούνταν «σοσιαλεπαναστάτες» και το γεγονός ότι το Κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών είχε μεγαλώσει τόσο γρήγορα, όπως ο βά τραχος στον μύθο, δεν έκανε κανέναν να αμφιβάλλει ότι θα είχε την πλειοψηφία στην επόμενη Συντακτική Συνέλευση. Δεν ήξε ρα παρά ελάχιστα πράγματα σχετικά με τον μπολσεβικισμό, του οποίου και μόνον το όνομα ερέθιζε τους τύπους με τα γαλόνια. Οι εξεγέρσεις του Ιουλίου στην Πετρούπολη αποτελούν απόδει ξη για την δύναμη του. Η ερώτηση κρίσεως που έθεταν -που μου έθεσαν- σε κάθε περίπτωση ήταν η εξής: Είστε υπέρ ή κα τά των μπολσεβίκων; Είστε υπέρ ή κατά της Συντακτικής;
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
101
Εδώ απαντούσα, κατά τη συνήθειά μου, με μια απερίσκεπτη σαφήνεια: Η Ρωσική επανάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί α πό μιαν αλλαγή πολιτικού καθεστώτος· η επανάσταση είναι, πρέπει να είναι κοινωνική. Αυτό πάει να πει ότι οι αγρότες θα επιβάλουν την εθνικοποίηση ή τουλάχιστον τον έλεγχο στις με γάλες βιομηχανίες και στις τράπεζες. Δεν έριξαν τους Ρομανώφ για να ξαναγυρίσουν στη δουλειά τόσο ανίσχυροι όσο ήταν πριν και για να εξακολουθήσουν να παρακολουθούν πώς πλουτίζουν αυτοί που φτιάχνουν κανόνια... Για μένα ήταν απλά προφανές, αλλά είδα πολύ σύντομα ότι με το να περιορίζομαι να μιλώ για αυτά σε ορισμένες συνομιλίες διακινδύνευα να έχω πολλά προ βλήματα ακόμη και με τις γαλλικές αρχές Τα προβλήματα έρχο νταν με σίγουρο βήμα. Ήμουν, χωρίς να το ξέρω «στη γραμμή» του Λένιν. Το πιο περίεργο σε όλα αυτά ήταν η διαμαρτυρία των καινούργιων «σοσιαλεπαναστατών» όταν τους θύμιζαν ότι το κύριο άρθρο του κομματικού τους προγράμματος απαιτούσε την εθνικοποίηση της γης, την άμεση και χωρίς αποζημίωση απαλ λοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών, τη ρευστοποίηση της αρι στοκρατίας των γαιοκτημόνων. «Αλλά έχουμε πόλεμο! Να νική σουμε πρώτα!», κραύγαζαν. Ήταν εύκολο να τους απαντήσει κανείς ότι η απολυταρχία είχε οδηγήσει την αυτοκρατορία να υποστεί την ήττα και την εισβολή· και ότι από τότε μια συντη ρητική δημοκρατία, παραγνωρίζοντας τις ανάγκες του λαού, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να συσσωρεύει και άλλες συμφορές, μέ χρι κάποια τρομερή κοινωνική κρίση να την κάνει να βουλιάξει απρόβλεπτα. Εργαζόμουν σε ένα τυπογραφείο32 του μπουλβάρ Πορ-Ρουαγιάλ, και είχα πολλές επαφές με Παρισινούς εργάτες. Έδειχναν και εκείνοι εξοργισμένοι από την απρόσμενη στροφή που έπαιρ νε η Ρωσική επανάσταση. Στην αρχή την είχαν χαιρετήσει με χαρά' Μετά, τους είχε κυριεύσει η ιδέα ότι οι ταραχές και οι «μαξιμαλιστικές» διεκδικήσεις, όπως έλεγαν, θα εξασθενούσαν τον ρωσικό στρατό. Άκουγα να λένε με μεγάλη ευκολία, καθώς το έλεγαν για μένα, ότι: «Ο ι μπολσεβίκοι είναι παλιοτόμαρα, πουλημένοι στους Γερμανούς» και «οι Ρώσοι είναι όλοι άναν-
102
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΙ1ΑΝΑΣΤΑΤΗ
Spot». Κόντεψα να σκάσω μια μέρα σε ένα μπιστρό, έχοντας ξε διπλώσει μια ρωσική εφημερίδα. Αναρωτιόμουν αν σ’ αυτόν τον λαό που έχει ήδη δώσει το αίμα του, μπορείς να ζητήσεις να σκεφτεί με ηρεμία και κυρίως να καταλάβει με αδελφικό τρόπο τις επιθυμίες ενός άλλου μακρινού λαού που κι αυτός επίσης έ χει δώσει το αίμα του και έχει ταλαιπωρηθεί. Αυτή η ατμό σφαιρα δεν ήταν κάτι ασύνηθες όταν ανέβηκε στην εξουσία ο γέ ρο Κλεμανσώ, ο οποίος στη συνέχεια δεν είχε καθόλου τη μορ φή του αντιδραστικού. Ο θρύλος της νιότης του, του ρόλου του στην υπόθεση Ντρέυφους, του ορμητικού κατεδαφιστή υπουρ γών, του ανθρώπου που οργάνωνε εκστρατείες ενάντια στους α ποικιακούς πολέμους, που εκδήλωσε τη συμπάθεια του στους α ναρχικούς την εποχή των επιθέσεων του Ραβασόλ και του Enile Henry, του είχε δώσει τέτοια αίγλη, ώστε να σβήσει η ανάμνη ση του αίματος των εργατών που είχε χυθεί τότε, στην πρώτη του πρωθυπουργία. Είχε περισσότερο τη μορφή ενός Ιακωβίνου παρά ενός αστού. Και αυτό υπήρξε και η μεγάλη τύχη της γαλ λικής μπουρζουαζίας, να κατορθώσει να βρει την ώρα της κρί σης αυτόν τον ηλικιωμένο, ενεργητικό και πεισματάρη άνδρα. Τον απεχθανόμαστε τόσο, όσο και τον θαυμάζουμε. Συνειδητοποίησα ότι, μέσα από έναν ξεκάθαρο συγχρονισμό γεγονότων, η Γαλλία είχε μόλις βγει από μια επαναστατική κρί ση που είχε καταπνιγεί. Μάρτιος του 1917, κατάρρευση της ρω σικής απολυταρχίας. Απρίλιος του 1917, οι εξεγέρσεις της Καμπανίας. Πιστεύω ότι αυτές οι εξεγέρσεις υπήρξαν στην πραγ ματικότητα περισσότερο σοβαρές απ’ όσο είχε ποτέ ανακοινω θεί. Ένας ολόκληρος στρατός παρ’ ολίγο να διαλυθεί- λέγεται ό τι κόντεψαν να μπουν στο Παρίσι. Ο αρχιστράτηγος Νιβέλ, διά δοχος του Ζοφρ, είχε προσπαθήσει να διεισδύσει στο γερμανικό μέτωπο (Απρίλιος), στο Κραόν της Ρενς και προκειμίνου να σταματήσει τους επιτιθέμενους, πλήρωσε το τίμημα μιας ελαφράς επέλασης. Οι εξεγέρσεις ξέσπασαν εκείνη τη στιγμή. Τις κατέστειλαν χωρίς υπερβολική προσπάθεια, πράγμα που προϋ πέθετε μεγάλη επιδεξιότητα. Ένας άλλος ψυχολογικός παράγων κεφαλαιώδους σημασίας έπαιξε ρόλο εκείνη ακριβώς τη στιγμή
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗ ΣΕΙΣ (1912-1919
103
για να τονώσει το ηθικό του στρατού: η είσοδος στον πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών (6 Απριλίου- η επίθεση του Νιβέλ ξε κίνησε στις 9 Απριλίου). Η εμπιστοσύνη επανέρχεται- από δω και εμπρός θα μπορέσουμε να νικήσουμε- η Ρωσική επανάστα ση, που περιέπλεκε την κατάσταση, δεν ήταν πια δημοφιλής. Ο Κλεμανσώ ανέβηκε στην εξουσία την πιο κρίσιμη στιγμή, στην πραγματικότητα, η πιο δύσκολη φάση της κρίσης είχε πια περάσει, από κάθε άποψη. Η ψυχολογική μεταστροφή είχε επ ι τευχθεί, οι αμερικανικές στρατιές αποβιβάζονταν, η μάχη του Ατλαντικού άρχισε να ευνοεί τους Συμμάχους. Ξεκίνησε με τη διάλυση, στο εσωτερικό του κόμματος της λευκής ειρήνης, του οποίου σχεδόν επίσημος αρχηγός ήταν ο Ζοζέφ Καγιώ,33 βου λευτής της Σαρτρ, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου, οικονομολό γος ικανός και αντιδραστικός. Αυτό το κόμμα ποντάριζε στην κόπωση των μαζών, στον φόβο μιας ευρωπαϊκής επανάστασης, στις ανησυχίες των Αψβούργων, στην κοινωνική κρίση που μά στιζε τη Γερμανία, και υποκινούνταν με διάφορους τρόπους από Γερμανούς πράκτορες. Ο Μιγέλ Αλμερέυδα διευθυντής του Bonnet Rouge,Ά είχε γίνει αρχηγός των μισθοφόρων σε περί πτωση επιτυχίας θα γινόταν ένας δημοφιλής υπουργός ικανός να εκμεταλλευθεί πραγματικά και δόλια τα αισθήματα των μαζών. Σχεδόν όπως και όλοι οι στρατευμένοι είχα βαρεθεί να τον βλέ πω από τότε που έκανε αυτό που αποκαλούμε ειρωνικά «(υψηλή πολιτική» στους πίσω διαδρόμους των κυβερνητικών κύκλων. Κατέστρεφε τη ζωή του, είχε γίνει μορφινομανής, περιτριγυριζό ταν από θεατρίνους, τυχοδιώκτες, ωραίες γυναίκες και προαγω γούς της πολιτικής όλων των αποχρώσεων. Είχε κυριευθεί από το μεθύσι του χρήματος και του κινδύνου. Η πορεία του πε πρωμένου του, ξεκινώντας από τον υπόκοσμο του Παρισιού, α νέβηκε στο ζενίθ της επαναστατικής αγωνιστικότητας και κα τέληξε μέσα στη σαπίλα κάτω από τα χρηματοκιβώτια. Όταν ο Κλεμανσώ* διέταξε να τον συλλάβουν μαζί με τους συνεργάτες του, σκέφτηκα αμέσως ότι η δίκη του θα ήταν αδύνατη: ήταν ε ξαιρετικά εύκολο στον Μιγέλ Αλμερέυδα να έχει στο χέρι αυτούς που βρίσκονταν πίσω του. Το πιθανότερο είναι ότι τον σκότω
104
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΙ1ΑΝΑΣΤΑΤΗ
σαν, αλλά μαζί με πολύ καλή συντροφιά. Μερικές μέρες αργότε ρα, τον βρήκαν στο κρεβάτι του της φυλακής, στραγγαλισμένο με ένα κορδόνι παπουτσιών. Η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε ποτέ. Το Παρίσι, εκείνο το καλοκαίρι, ζούσε χαρούμενα, τόσο με α ποφασιστική πίστη, όσο και με απερισκεψία. Οι Αμερικανοί στρατιώτες έφεραν πολύ χρήμα. Οι Γερμανοί βρίσκονταν στο Νογιόν -σε καμιά εκατοστή χιλιόμετρα- εδώ και τόσον καιρό που το είχαμε πια συνηθίσει, χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία. Τη νύ χτα με τον ερχομό των Γερμανών ακούγονταν σειρήνες να αντη χούν, άνθρωποι κατέβαιναν στα καταφύγια, και έπεφταν κάποιες βόμβες. Από μια καμαρούλα στη στέγη, κοντά στην Ποντ-Νεφ, παρακολουθούσα τις αερομαχίες -από τις οποίες, στην πραγμα τικότητα, δεν (ραίνονταν παρά οι διασταυρούμενες φωτεινές δέ σμες των προβολέων. Καθόμασταν στο παράθυρο, δύο φίλοι, και μιλούσαμε με χαμηλή φωνή για τον ανόητο θάνατο που βλέπα με. «Αν καταστρέφονταν τα βιβλία μου», έλεγε ο φίλος μου, «δεν θα ήθελα να επιβιώσω εγώ [...]. Εσύ έχεις την ελπίδα της επανάστασης, εγώ δεν έχω ούτε καν αυτό». Ήταν ένας εργάτης μορφωμένος επιστρατευμένος για ανόητες αγγαρείες. Η καχυ ποψία, η κατάδοση, ο φόβος είχαν εγκατασταθεί παντού- διάφο ροι φουκαράδες συλλαμβάνονταν για μια λέξη που είπαν, περπα τώντας στον δρόμο. Αντλούσα χαρά από μια αβέβαιη και αστα θή ελευθερία διαβάζοντας μια ιστορία της τέχνης, και τι καλύ τερο έχεις να κάνεις στη διάρκεια αυτής της εκεχειρίας; Με συνέλαβαν ® επιτέλους στον δρόμο δύο τρομοκρατημένοι επιθεωρη τές, οι οποίοι περίμεναν, δεν ξέρω για ποιο λόγο, αντίσταση μέ χρι θανάτου από την πλευρά μου και φάνηκαν ενθουσιασμένοι ό ταν τους είπα ότι δεν ήμουν οπλισμένος και δεν είχα καμιά πρό θεση να αντισταθώ. Καθώς δεν είχαν απολύτως τίποτε για το οποίο να με κατηγορήσουν, εκτός ίσως για «επικίνδυνες ιδέες», σύμφωνα με την αξιοθαύμαστη έκφραση του Ιάπωνα νομοθέτη, με έστειλαν, με διοικητικές διαδικασίες σε ένα στρατόπεδο συ γκέντρωσης, στο Πρεσινιέ, στη Σαρτ. Εκεί βρήκα μια ολόκληρη ομάδα επαναστατών, Ρώσων και Ρωσοεβραίων στην πλειονότητα, που θεωρούνταν «μπολσεβί
2. ΖΕ1Σ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗ ΣΕΙΣ (1912-1919
105
κοι», όπως και εγώ εξ άλλου, χωρίς να είμαστε, φυσικά. Η κα ταπίεση, αμiσως μόλις εκπίπτουν οι εγγυήσεις της ατομικής ελευθερίοις του σύγχρονου πολιτισμού, δεν λειτουργεί πια παρά σχεδόν στα τυφλά, και μπερδεύεται μέσα στη σύγχυση. Το σύ στημα, σε παρόμοιες εποχές, προσπαθεί να καλουπώνει όλον τον κόσμο σε ορισμένες θέσεις-κουτιά: Ο Θεός θα αναγνωρίζει τα του Θεού! Δεν αγανακτούσα και πολύ, αισθανόμενος τόσο ξένος σ’ αυτόν τον κόσμο, τόσο αποφασισμένος να ζήσω για άλλους λόγους από τους δικούς του, που η ίδια μου η ύπαρξη καταντού σε μια παράβαση του άγραφου κομφορμιστικού νόμου. Στο Πρεσινιέ έφτιαξα αμέσως μια ρωσική ομάδα από καμιά δεκαπεντα ριά στρατευμένους και καμιά εικοσαριά οπαδούς. Δεν συμπεριλάβαμε παρά έναν μπολσεβίκο, τον χημικό-μηχανικό Κράουτερκραφτ,37 με τον οποίο διαφωνούσα πάντα, καθώς εκθείαζε μια δικτατορία χωρίς έλεος, την καταστολή της ελευθερίας του Τύ που, την απολυταρχική επανάσταση, την μαρξιστική διδασκα λία. Εμείς θέλαμε μια αναρχική επανάσταση, δημοκρατική -χω ρίς την υποκρισία και την ατολμία των αστικών δημοκρατιών-, εξισωτική, ανεκτική ως προς τις ιδέες και τους ανθρώπους, που θα χρησιμοποιούσε τον εκφοβισμό αν χρειαζόταν, αλλά θα κα ταργούσε τον πόνο του θανάτου. Από θεωρητική πλευρά, θέτα με πολύ άσχημα αυτά τα προβλήματα, ο μπολσεβίκος τα έθετε σίγουρα καλύτερα από μας· Από ανθρώπινη πλευρά, ήμασταν μέσα στην αλήθεια πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εκείνος. Η ασυμ φωνία μας εδραιωνόταν σε μια βαθιά παρεξήγηση και σε μια γ ε νική αναγκαιότητα. Μας φύλαγαν κάποιοι κουρασμένοι ντόπιοι, που δεν σκέφτονταν τίποτε, εκτός από το να μας πουλήσουν με κάποιο κέρδος μερικές μπουκάλες με κρασί και τότε κάναμε στη μεγάλη αυλή αυτού του πρώην μοναστηριού, σοβιετικές συγκε ντρώσεις. Ο Πάουλ Φουκς,38 παλιός παθιασμένος αναρχικός, που με αφέλεια πίστευε ότι έμοιαζε στον Λαφάργκ, έπαιρνε τον λό γο μαζί με μένα. Βέλγοι, Μακεδόνες, Αλσατοί, διάφοροι «ύπο πτοι», μερικοί απ’ αυτούς υπερβολικά, τραγικά ύποπτοι στην πραγματικότητα, μας άκουγαν σιωπηλοί, με σεβασμό, αλλά αποδοκιμάζοντάς μας γιατί καθώς οι αρχές «μάς είχαν στο μάτι»
106
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
δεν είχαμε ελπίδα να ελευθερωθούμε τελικά: «Ό ,τι έγινε θα ξαναγίνει, πάντα υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, ο πόλεμος είναι μέσα στο αίμα του ανθρώπου, δεν θα μπορέσετε να αλλάξετε τ ί ποτε, θα κάνετε καλύτερα να φροντίσετε να ξεμπλέξετε ε σείς...» Οι Βέλγοι και οι Αλσατοί ήταν στην πλειονότητά τους γερμανόφιλοι, οι Μακεδόνες, αξιοπρεπείς, αξιολύπητοι, σιωπη λοί, δεν ήταν παρά Μακεδόνες, διατεθειμένοι να παλέψουν ενά ντια στο σύμπαν για την πρωτόγονη βουνήσια ελευθερία τους. Ζούσαν σαν κοινότητα, όλοι μέσα στην ίδια μιζέρια, όλοι ψειριά ρηδες, όλοι πεινασμένοι, όλοι αδελφωμένοι. Οι Βέλγοι και οι Αλσατοί χωρίζονταν σε πλούσιους, φτωχούς και ύποπτους εμπό ρους. Οι πλούσιοι πλήρωναν για να έχουν μικρά, άνετα δωμάτια, στολισμένα με εικόνες που παρίσταναν μισόγυμνες χαμογελα στές γυναίκες, και περνούσαν τον καιρό τους μαγειρεύοντας κα μιά νοστιμιά και παίζοντας χαρτιά. Οι φτωχοί έπλεναν τα ρού χα των πλούσιων. Οι πιο φτωχοί πουλούσαν τη μερίδα τους του ψωμιού στους πλούσιους για να μπορούν να αγοράσουν καμιά γό πα από τον λαθρέμπορο, και μάζευαν ό,τι περίσσευε από τα σκουπίδια για τροφή και πέθαιναν ταλαιπωρημένοι από την ψώ ρα. Οργανώναμε για αυτούς ένα συσσίτιο με σούπα, αλλά δεν εί χαμε σχεδόν καθόλου χρήματα, και δεν μπορούσαμε να τους σώ σουμε όλους. Πεθαίνανε παρά τη σούπα που τους δίναμε. Οι λα θρέμποροι είχαν οργανώσει μικρά καφενεία στις γωνιές από τα δωμάτια, δάνειζαν με ενέχυρα και παίζανε χαρτιά με το φως των κεριών όπου τσακώνονταν άγρια, τις νύχτες. Τπήρχαν ακό μη ομοφυλόφιλοι στη διάθεση των πελατών και κρυφές κομπίνες για να προμηθεύσουν τους πλούσιους, με την πληρωμένη συνενο χή των φυλάκων, την απίστευτη ευτυχία ενός τετάρτου της ώ ρας, σε μια σκοτεινή γωνιά με μια υπηρέτρια του κτήματος. Μια κοινωνία σε μικρογραφία, ολοκληρωμένη και απολύτως ε χθρική. Εμείς την περιφρονούσαμε κι αυτή μας φοβόταν κάπως. Το καθεστώς στο στρατόπεδο ήταν αρκετά καλό, και αρκε τά ελεύθερο. Μόνο που πεινούσαμε. Οταν ήρθε η ισπανική γρί πη είχαμε συνέχεια τον θάνατο δίπλα μας. Ένας από το λοιμο καθαρτήριο σε ένα δωμάτιο του ισογείου παρελάμβανε τους νε
2. ΖΕ1Σ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
107
κρούς, που τους άφηνε στην πόρτα κάποιος από τους εθελοντές νοσοκόμους. Τους αφήναμε να ψυχορραγούν, να γεμίζουν με κηλίδες στο δέρμα σαν πάνθηρες, να παγώνουν... Αλλά τ ι να κά ναμε; Όταν ήρθε η σειρά μου, πέρασα τη νύχτα κάτω από τα α στέρια, κοντά στην πόρτα αυτού του νεκροθαλάμου, και πήγαι να κάποια φορά μέσα για να δώσω ένα ποτήρι νερό σε κάποιον που υπέφερε. Η ομάδα μας δεν είχε ούτε έναν νεκρό και σχεδόν όλοι τη βγάλαμε πέρα σχετικά καλά. Η αλληλεγγύη μας μάς ε πέτρεπε να τρώμε καλύτερα από τους άλλους φτωχούς. Το ένα τέταρτο του στρατοπέδου εξοντώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ωστόσο, ούτε ένας πλούσιος δεν πέθανε. Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον και αρνιόμασταν να αφήσουμε τους αρρώστους μας να τους κατεβάσουν στον νεκροθάλαμο. Και αυτοί που φαίνονταν έ τοιμοι να πεθάνουν, γρήγορα γίνονταν καλά. Είχα αποκτήσει έ να είδος προαίσθησης στην ιατρική. Η βασική Θεραπευτική α κόμα και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις είναι καλή τροφή και παρηγοριά. Να προσφέρεις σιγουριά: δεν Θα σε αφήσουμε ποτέ φιλαράκο μου, βάστα γερά! Κατά την περίοδο της επιδημίας οι συγκεντρώσεις μας συνεχίζονταν. Σ τη διάρκεια μιας ομιλίας που έκανα επίτηδες, εκείνο το βράδυ, με σκοπό να αποσπάσω την προσοχή του φύλακα, ένας από μας,39 προσπάθησε να διαφύγει με την ευκαιρία μιας καταιγίδας. Έπεσε στον δρόμο της περι πόλου κάτω από το θαμπό φως των προβολέων: «Έ ξι σφαίρες για ένα κορμί είκοσι χρόνων...» Την επομένη ξεσηκώσαμε το στρατόπεδο σε εξέγερση. Ο γηραιότερος των Μακεδόνων ήρθε να μας πει ότι θα μας στηρίξουν. Οι Βέλγοι και οι Αλσατοί μας απάντησαν ότι αυτή η ιστορία δεν τους αφορά, ότι θα καταλή ξουν άσχημα τα πράγματα, και ότι δεν είναι «συνοδοιπόροι». Ο διοικητής της Σαρτ ήρθε για να μας υποσχεθεί μια διερεύνηση της υπόθεσης. Ο διευθυντής του στρατοπέδου μου ζήτησε μια εμπιστευτική συνομιλία για να μου αποκαλύψει ότι γνώριζε για το θέμα της απόδρασης από έναν λαθρέμπορο- ότι επρόκειτο να φύγουν πολλοί εσώκλειστοι -και ήταν αλήθεια- ότι οι χωροφύ λακες είχαν αποφασίσει να σκοτώσουν έναν άλλον, ένα κάθαρμα, έναν Ρουμάνο που ήταν ύποπτος για κατασκοπεία και επί πλέον
108
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
καταδότης· και ότι «λόγω τιμής, τον σύντροφό σας είχαμε την πρόθεση να τον αφήσουμε να τρέξει, και μου σκίζεται η καρδιά, αυτό που συνέβη, αυτό το λάθος, σας βεβαιώνω...». Όλα ήταν αλήθεια, η εξέγερση ακυρώθηκε. Νιώθαμε για τους κατασκό πους μια φυσική απώθηση. Ο Ρουμάνος εξακολουθούσε να βολ τάρει στην αυλή καπνίζοντας τσιγάρα με ξανθό καπνό... Ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε στη Ρωσία.40 Μετά την αντεπαναστατική εξέγερση του Γιαροσλάβ41 και την απόπειρα της Ντόρα Καπλάν42 εναντίον του Λένιν, η Τσεκά43 έθεσε υπό κράτησιν τον πρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας στη Μόσχα, τον κ. Lockhart και τη Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή του στρατη γού Lavergne.44 Άρχισαν διαπραγματεύσεις με την καθοδήγηση του Δανέζικου Ερυθρού Σταυρού για την ανταλλαγή ομήρων. Ο Τσιτσέριν που είχε μόλις φύγει από ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Αγγλία, απαίτησε την απελευθέρωση των «μπολσε βίκων» που ήταν φυλακισμένοι στη Γαλλία: δηλαδή τη δική μας. Οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφόρησαν παρά μετά την έ κρηξη χαράς για την ανακωχή. Οι αρχές μάς έδιναν το δικαίω μα της επιλογής ανάμεσα σε μια προσεχή απελευθέρωση και σ’ αυτή την αναχώρηση για τη Ρωσία, με την ιδιότητα των ομή ρων, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα και ελπίζοντας στη σωτηρία των Γάλλων αξιωματικών. Από τους δεκαπέντε, πέντε μέλη της ομάδας μας επέμειναν όπως κι εγώ να φύγουμε. Ανάμεσά μας, ένας συνδικαλιστής ναύτης, φυματικός, ο Ντιμίτρι Μπαράκοφ, που ήθελε πριν πεθάνει να δει τη Ρωσία κόκκινη (τον στη ρίξαμε βοηθώντας τον με ενέσεις σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδι ού και πέθανε αμέσως μόλις φτάσαμε)· ένας άλλος ναύτης, ένας Λεττονός, ο Αντρέ Μπροντ που σκοτώθηκε πολύ γρήγορα υπερα σπιζόμενος το λιμάνι της Ρίγας· ένας νεαρός σοσιαλιστής Εβραί ος, ο Μαξ Φάινμπεργκ, που αργότερα πέθανε από τύφο στο μέ τωπο της Πολωνίας - ένα είδος δόλιου, ασήμαντου ανθρώπου. Φύγαμε με το σακίδιο στην πλάτη, μέσα στην κρύα νύχτα, περι τριγυρισμένοι από όλο το στρατόπεδο που μας χαιρετούσε με ε γκάρδιες κραυγές. Μερικοί από τους χειρότερους συντρόφους στη διάρκεια του εγκλεισμού ήρθαν για τον αποχαιρετιστήριο ενα
2. ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
γκαλισμό, και δεν είχαμε καρδιά να τους απωθήσουμε. Το πα γωμένο έδαφος έτριζε κάτω από τα πόδια μας, και τα αστέρια ταξίδευαν μπροστά μας. Μεγάλη νύχτα, νύχτα απαλή. Διασχίσαμε βομβαρδισμένες πόλεις, ταξιδεύαμε στην ύπαι θρο που ήταν γεμάτη ξύλινους σταυρούς, είχαμε μπει στην πε ριοχή του πολέμου. Μια νύχτα, σε ένα λιμάνι με σπίτια καταστραμμένα από τις βόμβες, μπήκα μαζί με τον άρρωστό μας και τους επιθεωρητές της αστυνομίας σε ένα καμπαρέ γεμάτο Βρε τανούς στρατιώτες. Πρόσεξαν αμέσως τα ασυνήθιστα πρόσωπα. «Ποιοι είστε; Πού πηγαίνετε; -Είμαστε επαναστάτες και πάμε στη Ρωσία». Τριάντα ηλιοκαμένα πρόσωπα μας περιτριγύρισαν αμέσως και μας έσφιγγαν τα χέρια. Μετά την ανακωχή, το λαϊ κό αίσθημα άλλαξε και πάλι, και η Ρωσική επανάσταση ξανα γινόταν ένας μακρινός φωτεινός πυρσός. Σ τη Δουνκέρκη, στη φυλακή που δεν λειτουργούσε πια, μια άλλη ομάδα από ομήρους μάς περίμενε, που είχε έρθει από ένα άλλο στρατόπεδο με τον δρα Νικολάενκο. 46 Η ανταλλαγή γινόταν ένας προς έναν και ό σον αφορά τους Ρώσους πήγαν να μας ρίξουν. Στους σαράντα ο μήρους μόλις και μετά βίας να υπήρχαν δέκα αυθεντικοί αγωνι στές· και σχεδόν είκοσι παιδιά. Μήπως θα ’πρεπε άραγε, να διαμαρτυρηθούμε για αυτή την απάτη; Ο δρ. Νικολάενκο, με γαλόσωμος με άσπρα μαλλιά, και σχιστά μάτια, υποστήριζε ό τι «ένα μωρό που βυζαίνει αξίζει περισσότερο από έναν στρατη γό». Συνδεδεμένος με το συνδικάτο των Ρώσων ναυτών, είχε οργανώσει, στη Μασσαλία, μια απεργία στα πλοία που ήταν φορτωμένα με πυρομαχικά προορισμένα για τους Λευκούς. Εκείνος και εγώ υπήρξαμε οι εκπρόσωποι της ομάδας των ομή ρων. «Όμηροι αλήθεια και τα πιτσιρίκια που δεν είναι ούτε δέκα χρονών;», ρώτησα τους αξιωματικούς, «σας φαίνεται αυτό να ταιριάζει με τη στρατιωτική τιμή;». Σήκωσαν τους ώμους, α μήχανοι: «Δ εν μπορούμε να κάνουμε τίποτε πάνω σ’ αυτό». Ήταν μάλλον συμπαθητικοί, και διάβαζαν στις καμπίνες τους Ρομαίν Ρολλάν:47 Λu dessus de la melee. Αυτός ο διάλογος έγινε στη θάλοισσα -στα ανοιχτά των επίπεδων ακτών της Δανίας, σε μια ήρεμη θάλασσα απ’ όπου βλέπαμε κάποιες φορές να διαφαί-
110
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΙΙΑΝΑΣΤΑΤΗ
νεται το κατάρτι κάποιων πλοίων που ταξίδευαν μακριά. Είχε διαρρεύσει η φήμη ότι οι Γάλλοι αξιωματικοί είχαν χαθεί στη Ρωσία, και μας πληροφόρησαν ότι ήμασταν εκτεθειμένοι σε α ντίποινα. Πέρα απ’ αυτά όμως το ταξίδι ήταν ωραίο, στην πρώ τη θέση. Ένα αντιτορπιλικό συνόδευε το ατμόπλοιο και κάποιες φορές κανονιοβολούσε από μακριά τις επιπλέουσες νάρκες. Ένας μαύρος θερμοπίδακας φούσκωνε τα κύματα και τα παιδιά-όμηροι χειροκροτούσαν. Ομίχλη και θάλασσα ολόγυρά μας, γραμμές αδρές, γκρίζες πέτρες, στέγες στο θαμπό χρώμα του σμαραγδι ού, το κάστρο του Έλσινορ. Αδύναμε πρίγκιπα Άμλετ, τρεμούλιαζες μέσα σ’ έναν κυκεώνα εγκλημάτων, έθετες όμως σωστά το ερώτημα. Το δίλημμα ανάμεσα στο «να ζει κανείς ή να μη ζει», είναι για τους ανθρώπους της εποχής μας, το δίλημμα α νάμεσα στη βούληση ή τον καταναγκασμό, δεν έχεις παρά να διαλέξεις. Βγαίνουμε από το τίποτα, και μπαίνουμε στο βασί λειο της βούλησης. Εδώ βρίσκονται ίσως τα ιδεώδη σύνορα. Μας περιμένει μια χώρα όπου η ζωή ξαναρχίζει από την αρχή, καινούργια, με βούληση, διαύγεια, και ακαταμάχητη αγάπη των ανθρώπων. Πίσω μας, ολόκληρη η Ευρώπη φλέγονταν λίγο λίγο αφού κόντεψε να πνιγεί μέσα στις αναθυμιάσεις των σφαγών. Ήρθαμε στη ζωή με το ζόρι- όχι μόνο εσύ και εγώ, που είμαστε σίγουρα υποδεέστεροι, αλλά όλοι αυτοί στους οποίους ανήκουμε χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν, μέχρι και αυτός ο κρανοφόρος Σενεγαλέζος που παγώνει μέσα στη γούνα του και ξαγρυπνά μελαγχολικά κάτω από τη γέφυρα των αξιωματικών. Τέτοιου τύπου παθιασμένα συμπεράσματα ανακατεύονταν στις συζητή σεις μας σχετικά με δογματικά θέματα. Σ τη συνέχεια ένα εκ πληκτικό κορίτσι είκοσι χρονών,“ με μεγάλα γελαστά μάτια και ένα είδος καταλαγιασμένου φόβου, ερχόταν να μας βρει στη γέ φυρα, για να μας πει ότι το τσάι ήταν έτοιμο στη γεμάτη παι διά καμπίνα ενός γέρου εργάτη αναρχικού που βρισκόταν σε με γαλύτερη έξαρση από μας. Αυτό το νεαρό κορίτσι το ονόμαζα το Γαλάζιο πουλί —και είναι αυτή που μου ανακοίνωσε τραυλίζοντας την είδηση για τη δολοφονία του Καρλ Λήμπνεχτ και της Ρό ζος Λούξεμπουργκ.49
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
111
Από τα νησιά του Άαλαντ και πέρα η Βαλτική ήταν παγω μένη, διάσπαρτη με κατάλευκα νησιά. Ένα αντιτορπιλικό διέ σχιζε το παγωμένο τοπίο εκατό μέτρα μπροστά μας, και το υ περωκεάνιο προχωρούσε αργά μέσα από έναν σκούρο υδάτινο αύ λακα. Εντυπωσιακοί όγκοι από πάγο ορθώνονταν μπροστά. Τα παρατηρούσαμε μέχρι που μας ερχόταν ίλιγγος. Αυτό το θέαμα, κάποιες στιγμές, μου φαινόταν γεμάτο νόημα. Πιο όμορφο και από τη μαγεία των τοπίων.50 Η Φιλανδία μάς υποδέχτηκε εχθρικά, καθώς η λευκή τρομο κρατία είχε μόλις εγκατασταθεί εδώ. Το εγκαταλειμμένο λιμά νι του Χάνκο ήταν σκεπασμένο με χιόνι. Σκυθρωποί υπάλληλοι μου απαντούσαν στη ρωσική γλώσσα λέγοντας ότι δεν μιλούν ρωσικά! «Τότε μήπως μιλάτε ισπανικά, τούρκικα, ή κινέζικα; Είμαστε διεθνιστές. Η μόνη γλώσσα που δεν μιλάμε είναι η δι κή σας!» Οι Γάλλοι αξιωματικοί παρενέβησαν και μας περιόρι σαν μέσα σε βαγόνια που τα φύλαγαν στις εξόδους κάτι ξανθοί γίγαντες, με πέτρινο βλέμμα, κουκουλωμένοι στα λευκά, με γ ε μάτες καραμπίνες, που είχαν εντολή να πυροβολήσουν, όπως μας προειδοποίησαν, στην παραμικρή προσπάθεια να κατεβούμε από τα βαγόνια. Επέμεινα: «Ρωτείστε παρακαλώ τον κύριο Φιλανδό αξιωματικό αν αυτή η διαταγή περιλαμβάνει και τα παιδιά-ομήρους» Ο κύριος αξιωματικός θύμωσε: «Όλον τον κόσμο! -Π α ρακαλώ να ευχαριστήσετε τον κύριο αξιωματικό». Ο παγωμένος αέρας είχε γεμίσει με παγωμένη επιθετικότητα. Χωρίς να κα τεβούμε διόλου από τα βαγόνια, διασχίσαμε αυτόν τον αχανή τό πο με τα κοιμισμένα δάση, τις παγωμένες λίμνες, τις κατάλευκες εκτάσεις, τα πανέμορφα ζωγραφισμένα ξύλινα σπίτια χαμέ να μέσα στη μοναξιά. Διασχίσαμε πόλεις τόσο καθαρές, τόσο σιωπηλές, που σε έκαναν να σκεφτείς παιδικά παιχνίδια. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε κατάσταση πανικού όταν ενώ είχε πέσει πια η νύχτα, το τρένο σταμάτησε σε ένα ξέφωτο, φαντά ροι παρατάσσονται στο μήκος των γραμμών και μας καλούν να κατεβούμε. Οι γυναίκες ψιθύριζαν: «Θα μας τουφεκίσουν». Ευ τυχώς ήταν μόνο για να πάρουμε αέρα ενώ τακτοποιούσαν τα βαγόνια και επανεφοδίαζαν με ξύλα την ατμομηχανή. Οι φρου
112
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ροί, παρά τις εντολές που είχαν, ήταν παραπάνω από ευγενικοί με τα παιδιά. Διασχίσαμε τα σοβιετικά σύνορα στη διάρκεια της νύχτας, μέσα στο δάσος. Περπατούσαμε με κόπο καθώς βουλιάζαμε μέ σα στο χιόνι. Ένα τσουχτερό κρύο διαπερνούσε τα λεπτά μας ρούχα. Τα δόντια μας χτυπούσαν. Τυλιγμένα μέσα στις κουβέρ τες τα παιδιά έκλαιγαν. Σ ε ένα μικρό άσπρο γεφύρι κάτω από μια θαμπή φωτεινή σελήνη κάποιοι άνθρωποι με φανάρια με τρούσαν πόσοι περνούσαμε. Ο κόκκινος φρουρός στον οποίον α πευθυνθήκαμε ουρλιάζοντας από χαρά «Γεια σου σύντροφε!», μας ρώτησε αν είχαμε ψωμί. Είχαμε. Να, πάρε. Η επανάσταση πεινάει. Συγκεντρωμένοι γύρω από μια φωτιά που φτιάξαμε α πό κορμούς και που μας φώτιζε μαγικά, στο γραφείο διοίκησης αυτού του νεκρού τομέα των πρώτων γραμμών, μια παράγκα α πό κορμούς δέντρων, χωρίς έπιπλα, εξοπλισμένη με τηλέφωνα, ζυγίζαμε την παράξενη πρώτη μας επαφή με τον τόπο μας, και την επανάστασή μας. Δύο ή τρεις κόκκινοι στρατιώτες με φθαρ μένες κάπες ασχολούνταν με τα τηλέφωνα χωρίς να φαίνεται ό τι ενδιαφέρονταν για μας. Πρόσωπα ταλαιπωρημένα. Έκαναν αυτό που είχαν να κάνουν υπερνικώντας μιαν αφάνταστη κούρα ση. Έλαμψε το πρόσωπό τους όταν τους προσφέραμε κονσέρβες. «Λοιπόν, δεν υπάρχει πείνα στη Γαλλία; Έχουν ακόμη και ά σπρο ψωμί εκεί;» Τους ζητήσαμε εφημερίδες, δεν παίρνανε εφη μερίδες. Δεν σκεφτήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στο βαγόνι με τα εμπορεύματα που το ζέσταινε μια μαντεμένια σόμπα και το τραβούσε απαλά μια ατμομηχανή, η οποία διασχίζοντας την υ πόλοιπη απόσταση μέσα από μια κατάλευκη αυγή, μας έφερνε προς την Πετρούπολη. Τοπίο βορινό. Κανένα ίχνος ανθρώπου. Φαντασμαγορία του χιονιού, τα σύνορα του τίποτα. Σ ε ένα δεύ τερο μικρό χαμένο στην ερημιά, γραφείο διοίκησης, ένας άλλος στρατιώτης, αδιάφορος σε ό,τι δεν είχε σχέση με πείνα και τρο φή, μας βρήκε ένα φύλλο της Σεβέρναγια Κομμούνα [Η Κομ μούνα του Βορρά], όργανο του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Αυτό το μεγάλο γκρίζο φύλλο τυπωμένο με ένα ανοιχτόχρωμο μελάνι μας προβλημάτισε. Δεν είχαμε ποτέ διαχωρίσει την ιδέα της ε
2. Ζ ΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Ν ΙΚΗΣΕΙΣ (1912-1919
113
πανάστασης από την ιδέα της ελευθερίας. Όλα όσα ξέραμε για τη Γαλλική επανάσταση, για την Κομμούνα του Παρισιού, για το ρωσικό 1905, μας έδειχναν τη λαϊκή αναταραχή, τον αναβρα σμό των ιδεών, τον ανταγωνισμό των ομάδων, των κομμάτων, των εφημερίδων -εκτός μόνον από την εποχή της Τρομοκρατίας, κάτω από τη βασιλεία του Υπέρτατου Όντος' η Τρομοκρατία ό μως του 1793 ήταν συγχρόνως το απόγειο και η αρχή του τέ λους, η πορεία προς το Θερμιδώρ. Περιμέναμε να αναπνεύσουμε τον αέρα της ελευθερίας στην Πετρούπολη, χωρίς αμφιβολία μιας ελευθερίας σκληρής ακόμη και βάναυσης απέναντι στους εχθρούς της, μιας ελευθερίας, ωστόσο, πλατιάς και ενθαρρυντικής. Και βρήκαμε σ’ αυτή την πρώτη εφημερίδα ένα ανούσιο άρθρο με την υπογραφή Γ . Ζινόβιεφ σχετικά με «το μονοπώλιο της εξου σίας». «Το Κόμμα μας κυβερνά μόνο του [...] δεν θα επιτρέψει σε κανέναν [...]. Είμαστε η δικτατορία του προλεταριάτου [...] οι απατηλές δημοκρατικές ελευθερίες που απαίτησε η αντεπα νάσταση. ..» Τα παραθέτω από μνήμης, αυτό ήταν όμως το νόη μα του κειμένου. Προσπαθήσαμε να το δικαιολογήσουμε σκεπτόμενοι την κατάσταση πολιορκίας, τον θανάσιμο κίνδυνο, αλ λά και το ένα και το άλλο μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα γ ε γονότα, τα γεγονότα που άσκησαν βία στους ανθρώπους και στις ιδέες, όχι μια θεωρία καταστολής κάθε ελευθερίας. Σημειώνω την ημερομηνία αυτού του άρθρου: Ιανουάριος 1919. Η θαυμαστή ερημιά εξακολουθούσε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Προσεγγίζαμε την Πετρούπολη.
3
Η Δ ΙΑ Λ Υ Σ Η Κ Α Ι Ο Ε Ν Θ Ο Υ Σ ΙΑ Σ Μ Ο Σ (1919-1920)
Μπήκαμε σε έναν κόσμο θανάσιμα παγωμένο. Ο σταθμός της Φιλανδίας που λαμπύριζε από το χιόνι, ήταν έρημος. Η πλατεία όπου ο Λένιν είχε μιλήσει στο πλήθος ανεβασμένος πάνω σ’ ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, δεν ήταν πια παρά μια λευκή ερημιά περιτριγυρισμένη από πεθαμένα σπίτια. Οι πλατιές οδικές αρ τηρίες, οι γέφυρες πάνω στον Νέβα, το παγωμένο ποτάμι σκε πασμένο με χιόνι, όλα έμοιαζαν να ανήκουν σε μια εγκαταλειμ μένη πόλη- πού και πού ένας αδύνατος στρατιώτης με γκρίζα κάπα, μια γυναίκα που τουρτούριζε κάτω από τις μπέρτες της πέρναγαν σαν τα φαντάσματα μέσα σε μια σιωπή λησμονιάς. Προς το κέντρο άρχιζε να φαίνεται μια κάποια ζωντάνια. Έλκη θρα χωρίς κάλυμμα που τα έσερναν σκελετωμένα άλογα κυλού σαν χωρίς βιασύνη μέσα στη λευκότητα. Σχεδόν καθόλου αυτο κίνητα. Ελάχιστοι περαστικοί καταβεβλημένοι από το κρύο και την πείνα, με πελιδνό πρόσωπο. Ρακένδυτοι στρατιώτες με το τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο από ένα κορδόνι περπατούσαν κάτω από κόκκινα σημαιάκια. Νυσταλέα παλάτια απλώνονταν κατά μήκος των παγωμένων καναλιών άλλα, μεγαλύτερα, βα σίλευαν στις αλλοτινές πλατείες των παρελάσεων. Οι κομψές μπαρόκ προσόψεις των ανακτόρων της αυτοκρατορικής οικογέ νειας ήταν χρωματισμένες κόκκινες, με ένα κόκκινο σαν το αί μα του βοδιού. Τα θέατρα, τα ανώτερα διοικητικά κτίρια, τα πρώην υπουργεία, αυτοκρατορικού ρυθμού, δημιουργούσαν ένα φόντο από λευκά περιστύλια στην αχανή μοναξιά. Ο υψηλός χρυσαφένιος τρούλος του Αγίου Ισαάκ, που στηριζόταν σε γερές κόκκινες γρανιτένιες κολόνες, δέσποζε πάνω σ’ αυτή την έρημη πόλη σαν ένα σύμβολο περασμένων μεγαλείων. Πήγαμε να θαυ-
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΤΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
115
μάσουμε, στην αποβάθρα του Νέβα, τις τάφρους και το χρυσαφί βέλος του Φρουρίου Πετροπαυλόφσκ, σκεπτόμενοι πόσοι επανα στάτες, από την εποχή του Μπακούνιν και του Νετσάγιεφ,1 εί χαν αγωνισθεί και είχαν πεθάνει κάτω απ’ αυτές τις πέτρες για να μας προσφέρουν τον κόσμο. Ήταν η πρωτεύουσα του Κρύου, της Πείνας, του Μίσους και του Πείσματος. Από τα περίπου τρία εκατομμύρια κατοίκους, ο πληθυσμός της Πετρούπολης μ ει ώθηκε μέσα σε ένα χρόνο σε περίπου επτακόσιες χιλιάδες ψυχές που δυστυχούσαν. Μας πρόσφεραν σε ένα κέντρο υποδοχής ελάχιστες μερίδες μαύρου ψωμιού και παστό ψάρι. Ποτέ μέχρι τώρα κανείς από μας δεν είχε γευτεί τέτοια άθλια τροφή. Νεαρές γυναίκες με κόκκινες κορδέλες και νεαροί αγκιτάτορες με γυαλιά μάς συνό ψιζαν την κατάσταση: «Πείνα, τύφος, αντεπανάσταση παντού. Η παγκόσμια επανάσταση, όμως, θα μας σώσει». Δεν ξέρανε τίποτε παραπάνω από μας, και οι αμφιβολίες μας τους έκαναν καχύποπτους κάποιες φορές. Το μόνο που μας ρωτούσαν ήταν αν η Ευρώπη, θα ξεσηκωνόταν σύντομα. « Τ ι περιμένει το γαλλικό προλεταριάτο για να πάρει την εξουσία;» Οι μπολσεβίκοι της διοίκησης που τους συνάντησα σχεδόν α μέσως μου μίλησαν με τα ίδια λόγια. Η γυναίκα του Ζινόβιεφ, η Λιλίνα, λαϊκός επίτροπος στην κοινωνική Πρόνοια της Κομ μούνας του Βορρά, ντυμένη με έναν επενδύτη στολής, μικρόσω μη, με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα, το βλέμμα γκρίζο, ζωηρό και σκληρό,* μου λέει: «Φέρατε μαζί σας και οικογένειες; Μπορώ να τις εγκαταστήσω στα παλάτια, ξέρω ότι πολλές φορές τους α ρέσει, αλλά τα μπάνια δεν έχουν καμιά θέρμανση. Καλύτερα να στείλουμε τις οικογένειες στη Μόσχα. Εδώ βρισκόμαστε σε μια πολιορκημένη πόλη.2 Μπορεί να ξεσηκωθούν εξαιτίας της πεί νας, μπορεί να εισβάλουν οι Φιλανδοί, μπορεί να επιτεθούν οι Άγγλοι. Ο τύφος σκοτώνει τόσους που δεν καταφέρνουμε να * Από αβλεψία, ο Σερζ είχε αφήσει στο χειρόγραφο: «το βλέμμα ζωηρό» (σ. 66), «γκρίζο, ζωηρό και σκληρό» (σ. 67)· Δεν ακολουθούμε την 1η εκδο χή και υιοθετούμε: «το βλέμμα γκρίζο, ζωηρό και σκληρό».
116
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τους θάψουμε. Ευτυχώς καταψύχονται. Αν θέλετε δουλειά, υ πάρχει». Και μου μίλησε με πάθος για το σοβιετικό έργο: δημι ουργία σχολείων, στέγη για τα παιδιά, βοήθεια για τους ανάπη ρους, δωρεάν ιατρική περίθαλψη, θέατρο για όλους... «Εργαζό μαστε, και θα εργαζόμαστε μέχρι την τελευταία στιγμή!» Θα τη γνώριζα αργότερα: η κούραση ήταν άγνωστη λέξη για αυτήν. Ο Σκλόβσκι, λαϊκός επίτροπος για τις εξωτερικές υποθέσεις (της κυβέρνησης του Βορρά), ένας διανοούμενος με μαύρο γενάκι, χλωμό δέρμα, με δέχτηκε σε ένα σαλόνι του μεγάλου διοικητι κού μεγάρου του παρελθόντος: — Τ ι λένε για μας στο εξωτερικό; — Λένε ότι ο μπολσεβικισμός δεν είναι παρά γκανγκστερι σμός. .. — Τπάρχει κι αυτό, μου απάντησε ήσυχα. Θα δείτε, έχουμε ξεφύγει. Οι επαναστάτες δεν αποτελούν μέσα στην επανάσταση παρά ένα εντελώς ασήμαντο ποσοστό. Μου ανέλυσε την κατάσταση με ακαταμάχητα επιχειρήματα. Μια ετοιμοθάνατη επανάσταση στραγγαλισμένη από τον απο κλεισμό, έτοιμη να μεταμορφωθεί στο εσωτερικό σε μια χαοτι κή αντεπανάσταση. Ήταν ένας άνθρωπος με πικρή διαύγεια. (Αυτοκτόνησε γύρω στο 1930.) Ο Ζινόβιεφ,3 αντίθετα, πρόεδρος του Σοβιέτ, διέθετε μιαν α συνήθιστη βεβαιότητα. Καλοξυρισμένος, χλωμός, με πρόσωπο ελαφρά πρησμένο, άφθονα κατσαρά μαλλιά, βλέμμα γκριζογάλανο, αισθανόταν απλώς άνετα στη θέση του στην κορυφή της εξουσίας, όντας ο αρχαιότερος των συνεργατών του Λένιν στην Κεντρική Επιτροπή- από το σύνολο όμως της προσωπικότητάς του αναδυόταν και μια αίσθηση μαλθακότητας καθώς και κάτι που έμοιαζε με κρυμμένη αντιφατικότητα. Στο εξωτερικό υπήρ χε γύρω από το πρόσωπό του μια περιδεής φήμη τρόμου και του το είπα. «Και βέβαια», μου απάντησε χαμογελώντας, «ο τρόπος που πολεμάμε ως πληβείοι δεν αρέσει καθόλου». Και έκανε έναν υπαινιγμό για τους εκπροσώπους του προξενικού σώματος που τον είχαν επισκεφτεί τελευταία κάνοντας διαβήματα υπέρ των ομήρων και που τους έστειλε τελικά περίπατο: «Αν ήμασταν ε
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
117
μείς οι εκτελεσμένοι, αυτοί οι κύριοι θα ήταν σαφώς ικανοποιη μένοι, δεν είναι έτσι;» Η συζήτησε κύλησε κυρίως πάνω στο θέ μα της πνευματικής κατάστασης των μαζών στις χώρες της Δύσης. Έλεγα ότι πολύ σημαντικά γεγονότα ωρίμαζαν με αργό όμως ρυθμό μέσα στην ανικανότητα και την έλλειψη συνείδη σης, και ότι στη Γαλλία, ακριβέστερα, δεν θα έπρεπε κανείς να περιμένει παρά μετά από πολύ χρόνο, κάποια επαναστατική άν θηση. Ο Ζινόβιεφ χαμογελούσε με ένα ύφος καλοπροαίρετης α νωτερότητας. «Βλέπουμε καθαρά ότι δεν είστε μαρξιστής. Η ι στορία δεν μπορεί πια να στέκεται στα μισά του δρόμου». Ο Μαξίμ Γκόρκι4 με δέχτηκε με ζεστασιά. Τον καιρό της νιότης του, που τον έζησε μέσα στην πείνα, είχε συνδεθεί, στο Νίζνι-Νόβγκοροντ με την οικογένεια της μητέρας μου. Το δια μέρισμά του στην Κρονβέρσκι Προσπέκτ, γεμάτο με βιβλία και κινέζικα αντικείμενα τέχνης, μου φάνηκε ζεστό σαν ένα θερμο κήπιο. Ο ίδιος, κρυουλιάρης μέσα στο χοντρό του πουλόβερ, έβηχε πολύ, και αγωνιζόταν εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια ενά ντια στη φυματίωση. Ψηλός, αδύνατος, κοκαλιάρης, με φαρδείς ώμους και βαθουλωμένο στέρνο, κύρτωνε λίγο περπατώντας. Το σώμα του, γερό σκαρί, αλλά αναιμικό, φαινόταν να υπήρχε μό νο για να στηρίζει, στην ουσία, το κεφάλι, ένα συνηθισμένο κε φάλι λαϊκού ανθρώπου, κοκαλιάρικο και κουρασμένο, σχεδόν ά σχημο σαν σύνολο, με τα εξογκωμένα μήλα του προσώπου και το μεγάλο στόμα με τα λεπτά χείλη, και μια μύτη που οσφραί νεται το θήραμα, μεγάλη και σουβλερή. Το δέρμα πελιδνό, και κάτω από το κοντό σαν βούρτσα μουστάκι του αναμασούσε μια θλίψη και ακόμη περισσότερο μια δυστυχία ανακατεμένη με ορ γή. Τα πυκνά φρύδια του σούφρωναν με ευκολία, και τα μεγάλα γκρίζα μάτια του είχαν μια εξαιρετικά έντονη εκφραστικότητα. Θα έπρεπε να είχε απίστευτη δίψα να γνωρίσει και να καταλά βει ανθρώπινα, να θέλει να φθάσει μέχρι το βάθος των απάν θρωπων συναισθημάτων και ποτέ να μη στέκεται στα προφανή, να μην ανέχεται διόλου το ψέμα και να μην ψεύδεται ποτέ ο ί διος. Είδα αμέσως σ’ αυτόν τον κατεξοχήν μάρτυρα, τον σωστό μάρτυρα, τον αναντικατάστατο μάρτυρα της επανάστασης, και
118
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
εκείνος μου μίλησε σαν μάρτυρας. Ήταν πολύ σκληρός με τους μπολσεβίκους, «τους μεθυσμένους από την εξουσία», που «επα ναλάμβαναν έναν αιματηρό δεσποτισμό», αλλά βρίσκονταν «μό νοι μέσα στο χάος» μαζί με κάποιους αδιάφθορους ανθρώπους πάνω από το κεφάλι τους. Ο λόγος του ξεκινούσε πάντα με α φορμή κάποια γεγονότα, συγκλονιστικά ανέκδοτα πάνω στα ο ποία στηρίζονταν γενικότεροι, σταθεροί στοχασμοί. Οι πόρνες τού έστειλαν μια αντιπροσωπεία: ζητούσαν να ιδρύσουν ένα συν δικάτο. Ολόκληρο το έργο ενός σοφού που είχε θυσιάσει τη ζωή του στη μελέτη θρησκευτικών σεκτών, βλακωδώς αρπάχτηκε από την Τσεκά, βλακωδώς μεταφέρθηκε από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, μέσα στα χιόνια (ένα ολόκληρο αμάξι με ντο κουμέντα και χειρόγραφα), και χάθηκε σε μια έρημη αποβάθρα γιατί το πεινασμένο άλογο ψόφησε στον δρόμο. Φοιτητές ξανάδωσαν, κατά τύχη, στον Αλεξέι Μαξίμοβις δέσμες από τα πο λύτιμα χειρόγραφα. Αυτό που συνέβαινε με τους ομήρους στις φυλακές ήταν τερατώδες- η πείνα αποδεκάτιζε τις μάζες, η πεί να πλήγωνε την εγκεφαλική λειτουργία στη ζωή ολόκληρης της χώρας. Αυτή η σοσιαλιστική επανάσταση είχε φέρει στην επ ι φάνεια τη βαρβαρότητα της πιο παλιάς Ρωσίας. Η ύπαιθρος λε ηλατούσε συστηματικά την πόλη, απαιτώντας ένα αντικείμενο -ακόμα και άχρηστο- για κάθε φούχτα αλεύρι που ερχόταν πα ράνομα στην πόλη από τους μουζίκους. «Κουβαλούσαν μέχρι και στο τελευταίο χωριό επίχρυσες καρέκλες, καντηλέρια, ακόμη και πιάνα. Τους είχα δει να κουβαλούν μέχρι και φανοστάτες...» Θα έπρεπε τώρα να αντέξουμε το επαναστατικό καθεστώς, καθώς φοβόμασταν μιαν αγροτική αντεπανάσταση που θα ήταν ένα ξέ σπασμα αγριότητας. Ο Μαξίμ Γκόρκι, τον οποίο στη προσωπι κή επαφή αποκαλούσαμε Αλεξέι Μαξίμοβιτς, μου αφηγήθηκε παράξενα επανεφευρημένα βασανιστήρια για τους «κομισάριους» στην απομακρυσμένη ύπαιθρο, όπως αυτό όπου μέσα από μια τομή που έκαναν στην κοιλιά του βασανιζόμενου έβγαζαν το λε πτό έντερο με το οποίο τον έδεναν αργά αργά γύρω από ένα δέ ντρο. Σκεπτόμουν ότι η παράδοση των μαρτυριών διατηρούνταν μέσα από την ανάγνωση του La Legende doree,5
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΤΣ1ΑΣΜΟΣ (1919-1920)
119
Οι διανοούμενοι αντιμπολσεβίκοι που ήταν και οι περισσότε ροι μου έδιναν σχεδόν την ίδια εικόνα του συνόλου. Θεωρούσαν τον μπολσεβικισμό τελειωμένο, εξαντλημένο από την πείνα και την τρομοκρατία, έχοντας όλον τον αγροτικό πληθυσμό, όλη τη διανόηση και το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης εναντίον του. Οι άνθρωποι που μιλούσαν μ ’ αυτόν τον τρόπο ήταν οι άν θρωποι που είχαν οργανώσει με ζήλο την επανάσταση του Μαρ τίου του 1917. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι Εβραίοι που ζούσαν με το άγχος ενός προσεχούς πογκρόμ. Όλα βρίσκονταν σε α ναμονή μέσα σε ένα χάος γεμάτο από σφαγές. «Ο ι δογματικές τρέλες του Λένιν και του Τρότσκι θα πληρώνονταν ακριβά. Ο μπολσεβικισμός», μου έλεγε ένας μηχανικός που είχε σπουδάσει στη Λιέγη, «δεν είναι πια παρά ένα πτώμα. Το πρόβλημα είναι να μάθουμε ποιοι θα είναι οι νεκροθάφτες του». Η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και ορισμένα εγκλήματα στο ξεκίνη μα της επανάστασης, όπως η εκτέλεση-δολοφονία των αδελφών Ιγκλεϊτζέ και η δολοφονία, μέσα σε ένα νοσοκομείο, των φιλε λεύθερων βουλευτών Τσινγκάρεφ και Κοκόσκιν,6 άφησαν έντονες μνησικακίες. Οι αγριότητες οχλοκρατών όπως εκείνες των ναυ τών της Κροστάνδης, πλήγωναν το ανθρώπινο αίσθημα των α τόμων καλών προθέσεων στον βαθμό να τα κάνουν να χάνουν κά θε κριτική ικανότητα. Σ ε πόσες κρεμάλες, πόσες ταπεινώσεις, πόσες ανελέητες καταπιέσεις, και απειλές οδήγησαν αυτές οι υ περβολές; Εάν τις έκανε ο αντιμπολσεβικισμός, θα είχαν άραγε ηπιότερο χαρακτήρα; Τ ι έκαναν λοιπόν οι Λευκοί (μοναρχικοί), όταν κέρδιζαν νίκες; Αντιμετώπιζα ανθρώπους που θρηνούσαν για το όνειρο μιας φωτισμένης δημοκρατίας, που θα κυβερνούσε με ένα σοφό κοινοβούλιο, θα αντλούσε έμπνευση από έναν ιδεαλιστικό Τύπο (τον δικό τους)... Τους έβλεπα παροπλισμένους, ε γκλωβισμένους ανάμεσα σε δύο πυρά, δηλαδή ανάμεσα σε δύο συνωμοσίες, στο τέλος του καλοκαιριού του 1917, και μου φαι'νόταν ολοφάνερο ότι αν αυτή τη στιγμή η επανάσταση των μπολσεβίκων δεν είχε πάρει την εξουσία, θα την είχε πάρει σί γουρα η συνωμοσία των παλιών στρατηγών με τη στήριξη της οργάνωσης των αξιωματικών. Η Ρωσία δεν θα μπορούσε να α
120
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ποφύγει την κόκκινη τρομοκρατία παρά μόνο αν είχε υποστεί τη λευκή· δεν θα μπορούσε να αποφύγει «τη δικτατορία του προλε ταριάτου» παρά μόνον αν είχε υποστεί μια δικτατορία της αντί δρασης... Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωναν την αγανάκτησή τους οι πιο οργισμένοι από τους διανοούμενους αντιμπολσεβίκους για να γίνουν πειστικοί, δυσανασχετώντας ως προς την αντεπα νάσταση, μου αποκάλυπτε την αναγκαιότητα του μπολσεβικισμού. Η Μόσχα με την παλιά της αρχιτεκτονική, την ιταλική και βυζαντινή, τις αναρίθμητες εκκλησίες της, τα χιόνια της, την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά, τα μεγάλα διοικητικά της κτίρια, τις μεγάλες μισοπαράνομες αγορές της που στεγάζονταν σε τε ράστιες πλατείες, μου (ραίνονταν ότι ζούσε λίγο καλύτερα από την Πετρούπολη, συγκροτώντας επιτροπές συμβουλίων, και δι ευθύνσεις προμηθειών. Μ’ αυτόν τον τρόπο που μου φαινόταν να λειτουργεί στο μεγαλύτερο μέρος της εν κενώ, σπαταλώντας τα τρία τέταρτα του χρόνου της σε συσκέψεις για ανέφικτα προ γράμματα, μου προξένησε τη χειρότερη εντύπωση. Ήδη έτρεφε, μέσα στη γενική μιζέρια, μια πλειάδα υπαλλήλων που ήταν μάλλον πολυάσχολα, παρά απασχολημένοι με κάποιο συγκεκρι μένο αντικείμενο. Έβρισκες μέσα στα γραφεία των υπηρεσιών κομψούς κυρίους, ωραίες δακτυλογράφους άψογα μακιγιαρισμένες, κομψές στολές φορτωμένες με χιλιάδες διακριτικά, και όλος αυτός ο ωραίος κόσμος, σε αντίθεση με τον πεινασμένο όχλο στους δρόμους, σε έστελνε από γραφείο σε γραφείο για το ελά χιστο αίτημα, χωρίς το ελάχιστο αποτέλεσμα. Είδα ανθρώπους που ανήκαν στον κύκλο των διοικούντων να καταντούν να τηλε φωνούν στον Λένιν για να αποκτήσουν ένα εισιτήριο για το τρέ νο, ή ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο, δηλαδή στο Σ π ίτι των Σο βιέτ. Ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής μού έδωσε ένα κουπόνι στέγασης, αλλά δεν εξασφάλισα στέγη διότι χρειαζόταν επί πλέον να είσαι μπασμένος στην κομπίνα. Συναντούσα τους μενσεβίκους αρχηγούς και κάποιους αναρχικούς. Και οι μεν και οι δε απορρίπτουν δικαίως την έλλειψη ανεκτικότητας του κα θεστώτος, σθεναρά αποφασισμένοι να αρνηθούν στους αποστά
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
121
τες της επανάστασης το δικαίωμα να υπάρχουν, και τις ακρό τητες της τρομοκρατίας. Ούτε οι μεν, ωστόσο, ούτε οι δε είχαν να προτείνουν κάτι πειστικό. Οι μενσεβίκοι εξέδιδαν ένα καθη μερινό φύλλο' που είχε μεγάλη απήχηση- Είχαν πρόσφατα δώ σει τη συγκατάθεσή τους στο καθεστώς και είχαν επανακτήσει νομιμότητα.8 Απαιτούσαν την κατάργηση της Τσεκά,9 και εκθείαζαν την επιστροφή στην Σοβιετική δημοκρατία. Μια αναρ χική10 ένωση υποστήριζε την Ομοσπονδία των ελεύθερων κοινο τήτων- άλλες πάλι δεν έβλεπαν διέξοδο παρά σε νέες εξεγέρ σεις, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι ο λιμός καθιστούσε αδύνατη την πρόοδο της επανάστασης. Έμαθα ότι, γύρω στο φθινόπω ρο του 1918, οι αναρχικοί Μαύροι Φρουροί αισθάνθηκαν τόσο δυνατοί ώστε οι αρχηγοί τους σκέφτηκαν να κυριεύσουν τη Μό σχα. Ο Νοβομίρσκι" και ο Βορονόυ στάθηκαν αντίθετοι σ’ αυ τή την περιπέτεια. «Δ εν θα βρούμε λύση για τον λιμό», είπαν, «που θα οδηγήσει στον τάφο την δικτατορία των κομισάριων. Μετά απ’ αυτό θα έρθει και η δική μας ώρα». Οι μενσεβίκοι μού φάνηκαν εντυπωσιακά έξυπνοι, έντιμοι, αφοσιωμένοι στον σοσιαλισμό, αλλά είχαν ολοκληρωτικά ξεπερασθεί από τα γεγο νότα. Εκπροσωπούσαν μια δίκαιη αρχή, την αρχή της εργατι κής δημοκρατίας, αλλά μέσα σε ένα κλίμα τόσο γεμάτο από θανάσιμους κινδύνους, ώστε η κατάσταση πολιορκίας δεν επέ τρεπε τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Και η πίκρα τους για τη βίαιη ήττα του κόμματος παραμόρφωνε κάποιες φορές τη σκέψη τους. Αναμένοντας μια επικείμενη καταστρο φή, αρκετοί απ’ αυτούς προσχωρούσαν με μισή καρδιά. Επ ί πλέον είχαν συμβιβασθεί προσφέροντας την υποστήριξή τους το 1917 στις κυβερνήσεις, οι οποίες ούτε γνώριζαν ούτε πραγμα τοποίησαν την αγροτική μεταρρύθμιση ούτε αναχαίτισαν την στρατιωτική αντεπανάσταση. Από τους ιθύνοντες μπολσεβίκους, δεν είδα αυτή τη φορά στη Μόσχα παρά τον Αβέλι Ενουκίτζε,12 γραμματέα της Εκτε λεστικής Επιτροπής των Ενωμένων Σοβιέτ. Ήταν ένας Γεωρ γιανός με ξανθοκόκκινα μαλλιά, τετράγωνο πρόσωπο που φωτι ζόταν από δύο γαλάζια μάτια- σωματώδης με ευγενική συμπε
122
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ριφορά όπως οι βουνήσιοι από καλή ράτσα Ήταν προσηνής, γε λαστός, ρεαλιστής όσο και οι μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη. ((Διάσημη, η γραφειοκρατία μας, πράγματι! Βρίσκω ότι η Πε τρούπολη είναι πιο υγιής. Σας συμβουλεύω, μάλιστα, να εγκα τασταθείτε εδώ, αν οι κίνδυνοι της Πετρούπολης δεν σας τρομά ζουν ιδιαίτερα [...]. Εδώ συνδυάζουμε όλα τα ελαττώματα της παλιάς Ρωσίας με τα ελαττώματα της καινούργιας. Η Πετρού πολη είναι ένα προπύργιο, είναι το μέτω πο...» Και ενώ μιλού σαμε για συντήρηση και για ψωμί, τον ρώτησα: ((Πιστεύετε ό τ ι θα αντέξουμε; Αισθάνομαι σαν να ήρθα από έναν άλλον πλα νήτη και έχω κάποιες στιγμές την αίσθηση μιας επανάστασης που ψυχορραγεί». Ξέσπασε σε γέλια. «Είναι διότι δεν μας γνω ρίζετε. Είμαστε απίστευτα πιο δυνατοί απ’ ό,τι φαινόμαστε». Στην Πετρούπολη, ο Γκόρκι μού πρότεινε να εργαστώ μαζί του στις εκδόσεις της «Παγκόσμιας Λογοτεχνίας»,13 αλλά δεν συνάντησα εκεί παρά ανθρώπους των γραμμάτων γερασμένους ή πικραμένους που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από το παρόν μεταφράζοντας Βοκκάκιο, Κνουτ Χάμσουν και Μπαλζάκ. Η θέ ση μου ήταν δεδομένη, δεν θα ήμουν ούτε ενάντια στους μπολ σεβίκους ούτε ουδέτερος, θα ήμουν μαζί τους, αλλά εκούσια, ε λεύθερα, χωρίς να παραιτούμαι από τις σκέψεις μου ούτε από την κριτική μου στάση. Μια κυβερνητική σταδιοδρομία δεν θα ή ταν κάτι δύσκολο για μένα, αλλά αποφάσισα να την αποφύγω, όπως και να αποφύγω, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, τις λειτουργίες που προϋπέθεταν άσκηση εξουσίας: υπήρχαν άλλοι που αρέσκονταν τόσο πολύ σ’ αυτήν, ώστε πίστεψα ότι μου ε πιτρεπόταν αυτή η στάση, προφανώς λανθασμένα. Θα ήμουν με τους μπολσεβίκους διότι εκπλήρωναν πεισματικά, χωρίς να απο θαρρύνονται, με θαυμαστό ζήλο, με συνετό πάθος, την ίδια την αναγκαιότητα- διότι ήταν μόνοι τους σ’ αυτή την εκπλήρωση, παίρνοντας επάνω τους όλες τις ευθύνες και όλες τις πρωτοβου λίες, αποδεικνύοντας έτσι μιαν εντυπωσιακή δύναμη ψυχής. Έσφαλλαν βέβαια σε αρκετά ουσιώδη σημεία: με την αδιαλλα ξία τους, με την πίστη τους στην κρατικοποίηση, και με την τάση τους για συγκεντρωτισμό και διοικητικά μέτρα. Αν χρει
3. Η ΔΙΛΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
123
αζόταν όμως να καταπολεμήσουν τα λάθη τους με ελευθερία πνεύματος και με πνεύμα ελευθερίας, θα το έκαναν. Ενδεχομέ νως, εντούτοις, αυτά τα δεινά, τον αποκλεισμό, τον λιμό, να μας τα είχε επιβάλει ο εμφύλιος πόλεμος και, αν κατορθώναμε να ε πιβιώσουμε, η ανάρρωση θα ερχόταν από μόνη της. Θυμάμοιι ό τι είχα γράψει σε μια από τις πρώτες μου επιστολές από τη Ρω σία14 ότι ήμουν «απόλυτα αποφασισμένος να μην κάνω καμιά καριέρα στην επανάσταση, και όταν ο θανάσιμος κίνδυνος περάσει να ξαναβρεθώ μαζί με αυτούς που θα πολεμήσουν τα εσωτε ρικά δεινά του νέου καθεστώτος...» Υπήρξα συνεργάτης της Σεβέρναγια Κομμούνα [Κομμούνας του Βορρά], όργανο του Σοβιέτ της Πετρούπολης, καθοδηγητής των ομάδων δημόσιας καθοδήγησης, επιθεωρητής-οργανωτής των σχολών του 1ου τμήματος, υπεύθυνος για την πολιτοφυλα κή της Πετρούπολης, κ.λπ. Οι άνθρωποι δεν ήταν αρκετοί, και εγώ φορτωνόμουν υπερβολικά με εργασίες. Όλα αυτά μου επέ τρεπαν μόλις να φυτοζωώ από τη μια μέρα στην άλλη μέσα σε ένα, κατά πολύ παράξενο τρόπο, οργανωμένο χάος· δεν ζητούσα και τίποτε παραπάνω. Οι πολιτοφύλακες, στους οποίους δίδασκα το βράδυ ιστορία και βασικά στοιχεία των «πολιτικών επιστη μών» -θα ’λεγε κανείς δηλαδή «γραμματική της πολιτικής»-, μου πρόσφεραν, όταν το μάθημα είχε γίνει αρκετά ζωηρό, ένα κομμάτι μαύρου ψωμιού και μια ρέγκα. Τους άρεσε να μου θέ τουν ατελείωτες ερωτήσεις, και στη συνέχεια να με συνοδεύουν μέχρι το σπίτι που έμενα, μέσα από τη σκοτεινή πόλη, ώστε να μη μου κλέψει κανείς το πολύτιμο μικρό μου δέμα- και σκοντά β α μ ε μαζί, μπροστά στην Όπερα, πάνω στο κουφάρι κάποιου ψόφιου αλόγου μέσα στο χιόνι. Η Τρίτη Διεθνής μόλις είχε ιδρυ θεί στη Μόσχα (Μάρτιος 1919) και είχε ορίσει τον Ζινόβιεφ πρό εδρο της Εκτελεστικής (μετά από πρόταση του Λένιν). Η νέα Εκτελεστική δεν είχε ακόμη ούτε προσωπικό ούτε γραφεία. Ο Ζινόβιεφ μου πρότεινε, παρόλο που δεν ήμουν μέσα το κόμμα, να οργανώσω τις υπηρεσίες της. Ελάχιστα ενημερωμένος σχετικά με τη ζωή στη Ρωσία, δεν θέλησα να ριψοκινδυνεύσω αναλαμ βάνοντας αυτού του είδους την υποχρέωση. Ο Ζινόβιεφ μού εί
124
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πε μετά από μερικές μέρες: «Βρήκα έναν καταπληκτικό άνθρω πο με τον οποίο θα συννενοηθείτε απολύτως...» και ήταν αλή θεια. Έτσι γνώρισα τον Βλαντίμιρ Οσίποβιτς Μάζιν,15 ο οποίος είχε έρθει, ωθούμενος από τα ίδια κίνητρα με μένα, να προσφέ ρει τη βοήθεια του στο κόμμα. Με τον χρησιμοθηρικό συγκεντρωτισμό της εξουσίας της, την περιφρόνησή της προς τον ατομικισμό και τη φήμη, η Ρω σική επανάσταση είχε αφήσει στην αφάνεια τόσους ανθρώπους του προσκηνίου, όσους -τουλάχιστον- είχε αναγνωρίσει. Ο Μάζιν μού φάνηκε, ανάμεσα σ’ αυτές τις μεγάλες μορφές που θα παρέμεναν για πάντα αφανείς, μια από τις σπουδαιότερες. Βρε θήκαμε μια μέρα σε μια μεγάλη αίθουσα του Ινστιτούτου Σμόλνυ, επιπλωμένη με ένα μόνο τραπέζι και δύο καρέκλες, ο ένας απέναντι στον άλλον, αποτελώντας μια σχεδόν κωμική εικόνα. (Εξακολουθούσα να φορώ ένα κοζάκικο καπέλο από λευκό αρνί σιο δέρμα, δώρο ενός κοζάκου, και άθλια κοντή καμπαρτίνα, σαν αυτές που φορούν οι άνεργοι στη Δύση...) Ο Μάζιν ήταν ντυμέ νος με μια παλιά μπλε στολή τριμμένη στους αγκώνες, αξύρι στος τουλάχιστον εδώ κα τρεις μέρες, φορώντας κάτι παλιά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό, μακρύ πρόσωπο, μεγάλο μέτω πο, και με το χλωμό χρώμα των πεινασμένων... «Τελικά, εμείς είμαστε», μου είπε, «η Εκτελεστική της νέας Διεθνούς! Είναι αστείο, αλήθεια!» Και πάνω σ’ αυτό το γυμνό τραπέζι, βαλθήκαμε να φτιάχνουμε τα προσχέδια -καθώς χρειαζόταν στην προεδρία ένας μεγάλος νόμος- του μεγάλου νόμου της παγκό σμιας επανάστασης, ούτε λίγο ούτε πολύ! Είχαμε εδώ για σύμ βολό μας τον πλανήτη. Γίναμε φίλοι μέσα στην ανησυχία, την αμφιβολία και την εμπιστοσύνη, περνώντας μαζί όλες τις στιγ μές που μια τέτοια πιεστική εργασία μάς άφηνε για να εξετά σουμε τα προβλήματα της εξουσίας, της τρομοκρατίας, του συ γκεντρωτισμού, του μαρξισμού και των αιρέσεων. Είχαμε και οι δύο μια έντονη τάση προς την αίρεση- άρχισα να μυούμαι στον μαρξισμό- ο Μάζιν είχε φτάσει εδώ μέσα από προσωπικούς δρό μους, μέσα από τα κάτεργα. Είχε συνδυάσει ένα παλιό αναρχικό παρελθόν με μιαν ασκητική ιδιοσυγκρασία. Έφηβος το 1905, την
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
125
κόκκινη μέρα στις 22 Ιανουαρίου, είχε δει στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης εργάτες που διαμαρτύρονταν πλημμυρισμέ νους στο αίμα, και αποφάσισε αμέσως, την ώρα που τα κοντά μαστίγια των κοζάκων χτυπούσαν και διασκόρπιζαν το πλήθος, να μελετήσει τη χημεία των εκρηκτικών. Ο Βλαντίμιρ Οσίποβιτς Λίχτενσταντ, γιος μιας καλής αστικής φιλελεύθερης οικο γένειας, έγινε πολύ γρήγορα ένας από τους χημικούς της μαξι μαλιστικής ομάδας που επιθυμούσε μια «συνολική» σοσιαλιστι κή επανάσταση, και έφτιαξε τις βόμβες με τις οποίες τρεις από τους συντρόφους του, ντυμένοι σαν αξιωματικοί, παρουσιάστη καν στις 12 Αυγούστου 1906, σε μια δεξίωση του προέδρου του Συμβουλίου Στολύπιν, και ανατινάχτηκαν, καταστρέφοντας ό,τι υπήρχε γύρω τους. Λίγο καιρό αργότερα οι μαξιμαλιστές επιτέ θηκαν, στο κέντρο της Πετρούπολης, σε μια άμαξα του Θησαυ ροφυλακίου. Ο Λίχτενσταντ, καταδικασμένος σε θάνατο, πήρε μετά χάρη, και έκανε δέκα χρόνια φυλακή στο Σλύσσελμπουργκ, μένοντας για αρκετό διάστημα στο ίδιο κελί με τον Γεωρ γιανό μπολσεβίκο Σέργκο Ορτζονίκιτζε,16 ο οποίος θα γινόταν αργότερα ένας από τους οργανωτές της σοβιετικής εκβιομηχά νισης. Στο κελί, ο Λίχτενσταντ έγραψε ένα έργο επιστημονικού στοχασμού που εκδόθηκε στη συνέχεια: Ο Γκαίτε και η φιλο σοφία της φύσης - και μελέτησε Μαρξ. Ένα πρωινό του Μαρ τίου του 1917, οι κατάδικοι του Σλύσσελμπουργκ συγκεντρωμέ νοι από τους οπλισμένους φύλακες στην αυλή της φυλακής, νό μιζαν ότι θα τους πήγαιναν να τους εκτελέσουν, καθώς οι κραυ γές του εξοργισμένου πλήθους αντηχούσαν χωρίς σταματημό έ ξω από τα τείχη της φυλακής- αυτό το πλήθος όμως, στην πραγματικότητα παραληρώντας από χαρά, παραβίασε τις πόρ τες, και μπροστά μπροστά τρέχανε σιδεράδες με τα σύνεργά τους για να σπάσουν τις αλυσίδες. Οι κατάδικοι πάσχιζαν να προστατέψουν τους φύλακές τους. Ο Λίχτενσταντ βγήκε από τη φυλακή, για να αναλάβει, την ίδια κιόλας μέρα, μαζί με τον α ναρχικό Ζυστέν Ζουκ,17 τη διοίκηση της πόλης του Σλύσσελ μπουργκ. Ένας άλλος κατάδικος, φίλος του, τον οποίο θαύμαζε, σκοτώθηκε μαχόμενος, και ο Λίχτενσταντ πήρε το όνομα του
126
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νεκρού και στο εξής ονομαζόταν Μάζιν, μένοντας πιστός σε αυ τόν που υπήρξε ένα παράδειγμα για εκείνον. Μαρξιστής, υπήρ ξε αρχικά μενσεβίκος, προσχώρησε στη δημοκρατία, και στη συνέχεια στο κόμμα των μπολσεβίκων για να είναι με τους πιο δραστήριους, τους πιο δημιουργικούς, και τους πιο απειλητι κούς. Το κεφάλι του ήταν γεμάτο με σπουδαία βιβλία, είχε ψυ χή σοφού, αθωότητα μικρού παιδιού μπροστά στο κακό, και ε λάχιστες ανάγκες. Εδώ και έντεκα χρόνια περίμενε να ξαναβρεί τη σύντροφό του που την αποχωρίστηκε εξαιτίας του νοτίου μ ε τώπου. «Τις ελλείψεις που δημιουργεί η επανάσταση», μου ε παναλάμβανε, «πρέπει να τις καταπολεμάς με τη δράση». Ζούσαμε συνεχώς ανάμεσα σε τηλεφωνήματα, τριγυρίζοντας μέσα στη μεγάλη πεθαμένη πόλη με λαχανιασμένα αυτοκίνητα, επ ι τάσσοντας τυπογραφεία, επιλέγοντας προσωπικό, διορθώνοντας δοκίμια ακόμα και μέσα στα τραμ, διαπραγματευόμενοι με το Συμβούλιο οικονομικών για ασήμαντα πράγματα, με το τυπο γραφείο της Κρατικής Τράπεζας για χαρτί, τρέχαμε στην Τσεκά ή σε πιο απομακρυσμένες φυλακές της περιφέρειας μόλις μας ανέφεραν κάτι δυσάρεστο -και αυτό συνέβαινε κάθε μέρακαι συσκεπτόμασταν το βράδυ με τον Ζινόβιεφ. Ως υψηλόβαθ μοι υπάλληλοι είχαμε εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Αστόρια, πρώτη συνοικία των Σοβιέτ, όπου διέμεναν οι υπεύθυνοι των υ ψηλών κλιμακίων του κόμματος, στην ασφάλεια του ισογείου. Σ τη μαύρη αγορά απέκτησα ένα χιτώνιο με επένδυση που ανή κε παλιά σε έναν ιππέα- αφού καθαρίστηκε από τις ψείρες, με έκανε να αισθάνομαι κομψός. Στην παλιά πρεσβεία της Αυ στροουγγαρίας βρήκαμε ωραία ρούχα Αψβούργων αξιωματικών, σε καλό ύφασμα, για ορισμένους συντρόφους από το καινούργιο προσωπικό. Ήμασταν ιδιαίτερα προνομιούχοι αν και η μπουρ ζουαζία έχοντας χάσει την κυριαρχία της, επιδιδόταν τώρα σε κάθε είδους κερδοσκοπία με αποτέλεσμα να ζει πολύ καλύτερα από μας. Στο τραπέζι του Εκτελεστικού οργάνου της Κομμού νας του Βορρά , βρίσκαμε κάθε μέρα μια λιπαρή σούπα και συ χνά μια μερίδα από ελαφρά χαλασμένο, αλλά εύγευστο κρέας αλόγου. Οι θαμώνες ήταν ο Ζινόβιεβ, ο Εβντοκίμοφ, ο Ζορίν
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
127
της Επιτροπής της Πετρούπολης, ο Μπακάεβ,18 πρόεδρος της Τσεκά, καμιά φορά η Γελένε Στάσοβα,19 γραμματέας της Κ ε ντρικής Επιτροπής, και μερικές φορές ο Στάλιν, άγνωστος σχε δόν εκείνη την εποχή. Ο Ζινόβιεβ κρατούσε ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο της Αστόριας· ανήκουστο προνόμιο, αυτό το ξενοδοχείο των δικτατόρων είχε μια υποφερτή θέρμανση, και φωτιζόταν καλά τη νύχτα, καθώς η εργασία δεν σταματούσε ποτέ, και αποτελούσε μια εντυπωσιακή πηγή φωτός πάνω α πό τις σκοτεινές πλατείες. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ζούσαμε πολυτελώς και μας σχολίαζαν, φυσικά για δήθεν όργια με τις αρτίστες του μπαλέτου της Οπερας. Ο Μπακάεβ της Τσεκά, φορούσε ωστόσο τρύπιες μπότες· παρά τις εξαιρετικές μερίδες που έπαιρνα ως κυβερνητικός υπάλληλος, θα είχα πεθάνει της πείνας αν δεν αντάλλασα στη μαύρη αγορά τα μικροπράγματα που είχα φέρει από τη Γαλλία. Ο πρωτότοκος γιος του φίλου μου Γιόνοφ, κουνιάδος του Ζινόβιεφ, μέλος της Εκτελεστικής του Σοβιέτ, διευθυντής-ιδρυτής της Κρατικής Βιβλιοθήκης, πέθανε από την πείνα μπροστά στα μάτια μας. Φυλάγαμε, ω στόσο, προμήθειες και ακόμη υπολογίσιμες ποσότητες, αλλά για το Κράτος, με πολύ αυστηρούς ελέγχους, τους οποίους το κατώτερο προσωπικό συχνά καταπατούσε. Ο μισθός μας ήταν περιορισμένος στο «κομμουνιστικό μάξιμουμ» που αντιστοιχούσε στον μέτριο μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη. Ήταν η εποχή ό που ο παλαιός Λεττονός μπολσεβίκος Πιοτρ Στούτσκα,® σπου δαία προσωπικότητα, λησμονημένη, εκσοβιετίζοντας τη Λεττονία, θέσπιζε ένα καθεστώς αυστηρά εξισωτικό, στο οποίο η Επιτροπή του κόμματος ήταν επίσης και κυβέρνηση, και τα μέ λη της δεν έπρεπε να απολαμβάνουν κανένα υλικό προνόμιο. Η βότκα ήταν απαγορευμένη, οι σύντροφοι την προμηθεύονταν πα ράνομα από τους χωρικούς οι οποίοι έφτιαχναν ένα τρομερό α πόσταγμα αλκοόλ που είχε 80°. Το μόνο όργιο που θυμάμαι, το έζησα μια επικίνδυνη νύχτα στην Αστόρια όπου φίλοι, που ήταν όλοι διευθυντές, έπιναν σιωπηλά αυτή τη ρευστή φωτιά. Τπήρχε πάνω στο τραπέζι ένα μεγάλο κουτί με τόνο, που το είχαν πάρει από τους Άγγλους, κάπου στα δάση του Σενκούρσκ και
128
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
το είχαν φέρει κάποιοι στρατιώτες. Αυτό το γλυκό και λιπαρό ψάρι μάς φάνηκε μια παραδεισένια απόλαυση. Ήμασταν θλιμ μένοι εξαιτίας του χυμένου αίματος. Το τηλέφωνο έγινε ο προσωπικός μου εχθρός, και ίσως γ ι’ αυτό αισθάνομαι ακόμη και τώρα μια διαρκή απέχθεια γ ι’ αυτό. Άκουγα συνεχώς γυναικείες φωνές ταραγμένες που μιλούσαν για συλλήψεις, για επικείμενες εκτελέσεις, για αδικίες και παρακαλούσαν για άμεση παρέμβαση - για όνομα του Θεού! Μετά τις πρώτες σφαγές των Κόκκινων φυλακισμένων από τους Λευ κούς, τις δολοφονίες των Βολοντάρσκι και Ουρίτσκι21 και την α πόπειρα εναντίον του Λένιν (το καλοκαίρι του 1918), η συνήθεια της σύλληψης και συχνά της εκτέλεσης των ομήρων γενικεύθηκε και νομιμοποιήθηκε. Ήδη η Τσεκά -φοβερή Επιτροπή κατα στολής της αντεπανάστασης, της κερδοσκοπίας, και της λιπο ταξίας-, συλλαμβάνοντας μαζικά τους υπόπτους, είχε την τάση να τακτοποιεί η ίδια την τύχη τους,22 κάτω από τον τυπικό έ λεγχο του κόμματος, στην πραγματικότητα εν αγνοία του οποιουδήποτε. Είχε καταντήσει κράτος εν κράτει, με την κάλυψη του πολεμικού απόρρητου και των μυστικών διαδικασιών. Το κόμμα πάσχισε να θέσει επικεφαλής της Επιτροπής αδιάφθο ρους ανθρώπους, όπως τον παλιό κατάδικο και έντιμο ιδεαλιστή Ντζερζίνσκι, άτεγκτο και ιπποτικό, με την ισχνή μορφή του ιε ροεξεταστή.23 Το κόμμα όμως είχε λιγοστούς ανθρώπους αυτής της πάστας και πολλούς της Τσεκά- αυτοί εδώ επέλεγαν σιγά σιγά το προσωπικό τους με βάση την ιδιότητα της ψυχολογικής απόκλισης. Σ ’ αυτή την υπόθεση της «εσωτερικής άμυνας» δεν αφιερώνονται με επιμονή και ευχαρίστηση παρά χαρακτήρες καχύποπτοι, μνησίκακοι, σκληροί, και σαδιστικοί. Παλιά συ μπλέγματα κοινωνικής κατωτερότητας, μνήμες από ταπεινώ σεις και βασανιστήρια στις φυλακές του Τσάρου, τους είχαν κα ταστήσει άκαμπτους και με δραστήρια ενεργοποίηση της επαγ γελματικής παραμόρφωσης οι άνθρωποι της Τσεκά διαμόρφω ναν, αναπόφευκτα, διεφθαρμένους, επιρρεπείς στο να βλέπουν συνωμοσίες σε όλα τα πράγματα και να ζουν οι ίδιοι στους κόλ πους μιας διαρκούς συνωμοσίας. Θεωρώ τη δημιουργία της Τσε-
3. Η Δ1ΑΑΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
129
κά ως ένα από τα πλέον σημαντικά σφάλματα, τα πιο αδιανόη τα που διέπραξαν το 1918 οι μπολσεβίκοι που κυβερνούσαν, κα θώς οι συνωμοσίες, ο αποκλεισμός και οι ξένες παρεμβάσεις τούς έκαναν να χάσουν κάθε λογικό έλεγχο. Προφανώς, τα επα ναστατικά δικαστήρια που λειτουργούσαν ορθάνοιχτα, χωρίς να αποκλείονται οι κεκλεισμένες θύρες σε ορισμένες περιπτώσεις, με την αποδοχή της υπεράσπισης, είχαν την ίδια αποτελεσματικότητα με πολύ λιγότερη κατάχρηση και διαφθορά. Ήταν άρα γε επιβεβλημένο να επιστρέφουν σε διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης; Στις αρχές τους 1919 η Τσεκά δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και τη διαφθορά. Ο Τζερζίνσκι -το ξέρωθωρούσε τους ανθρώπους της Τσεκά «σαπίλα» και δεν έβλεπε άλλη λύση από το να τουφεκιστούν οι χειρότεροι απ’ αυτούς και να καταργηθεί όσο είναι δυνατόν η ποινή του θανάτου... Ο τρό μος εξακολουθούσε, ωστόσο, διότι σε ολόκληρο το κόμμα ήταν διάχυτη η βεβαιότητα ότι θα σφαγιαζόταν σε περίπτωση ήττας· και η ήττα ήταν πιθανή από τη μια εβδομάδα στην άλλη. Υπήρχαν σε όλες τις φυλακές, στις γειτονιές που διατηρού σαν τον έλεγχο οι άνθρωποι της Τσεκά, δικαστές, διάφοροι πρά κτορες, πληροφοριοδότες, εκτελεστές... Οι εκτελεστές κατέλη γαν συνήθως να εκτελεστούν από μόνοι τους. Το έριχναν στο πο τό, παραλογίζονταν, και άρχιζαν να πυροβολούν ο ένας τον άλ λον. Ξέρω πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Ήξερα επίσης από πο λύ κοντά τη θλιβερή υπόθεση Τσουντίν. Ακόμη νέος, επαναστά της του 1905, ο Τσουντίν, ένα ψηλό αγόρι με σγουρά μαλλιά και κατεργάρικο βλέμμα που το μετρίαζαν τα ματογυάλια του, είχε γοητευτεί από μια νεαρή γυναίκα την οποία είχε συναντήσει στη διάρκεια της πολιτικής καθοδήγησης. Εκείνη έγινε ερωμέ νη του. Κάποιοι απατεώνες εκμεταλλευόμενοι την καλή της π ί στη την έβαλαν να μεσολαβήσει για πραγματικούς κερδοσκόπους καθώς και για ύποπτους τους οποίους μ ’ αυτόν τον τρόπο θα απελευθέρωναν. Ο Τζερζίνσκι διέταξε τον τουφεκισμό του Τσουντίν και της νεαρής γυναίκας, καθώς και των απατεώνων. Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι ο Τσουντίν υπήρξε έντιμος. Αυτή ή ταν μια θλιβερή ιστορία. Πολλά χρόνια αργότερα, οι σύντροφοι
130
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μου έλεγαν ακόμη: «Εκείνη τη μέρα τουφεκίσαμε τον καλύτερο ανάμεσά μας». Και δεν το συγχωρούσαν στον εαυτό τους. Ευτυχώς, τα δημοκρατικά ήθη του κόμματος ήταν τέτοια ώ στε να μπορούν τα ενεργά μέλη, χωρίς μεγάλη δυσκολία, να με σολαβούν στην Τσεκά προκειμένου να αποφευχθούν ορισμένα σφάλματα, και να βρεθούν λύσεις για κάποιες καταχρήσεις. Όσο για μένα, αυτό μού ήταν εξίσου εύκολο τόσο στην περίπτωση που οι διευθύνοντες της Τσεκά έμεναν στην Αστόρια όσο και ό ταν ο Ιβάν Μπακάεβ, πρόεδρος της φοβερής Επιτροπής, όμορ φος νεαρός γύρω στα τριάντα, με ανέμελο παρουσιαστικό, σαν οργανοπαίχτης ακορντεόν σε ρωσικό χωριό (του άρεσε να φοράει μια μπλούζα με κλειστό κεντημένο λαιμό, και μια χρωματιστή ζώνη από κορδόνι), πρότεινε για την πραγματοποίηση του απί στευτου έργου του αδιάφορες λύσεις με σχολαστική προσοχή. Έσωσα πολλούς ανθρώπους, και απέτυχα μια φορά μέσα σε συνθήκες πραγματικά γελοίες. Η περίπτωση αφορούσε έναν α ξιωματικό που ονομαζόταν, νομίζω, Νεστερένκο, παντρεμένο με μια Γαλλίδα, που είχε συλληφθεί στη Κροστάνδη κατά τη συ νωμοσία του Lindquist. Ο Μπακάεφ μού υποσχέθηκε να εξετά σει ο ίδιος τον φάκελο της υπόθεσης. Τον ξαναείδα και χαμογε λούσε: «Δ εν είναι σοβαρό, θα τον αφήσω ελεύθερο όπου να ’ναι». Ανακοίνωσα, με χαρά, τα καλά νέα στη γυναίκα και στην κόρη του υπόπτου. Μερικές μέρες μετά, συνάντησα τον Μπακάεφ στο Σμόλνυ, σε ένα διάδρομο, και χαμογελούσε, κατά τη συνή θεια του. Με το που με είδε, άλλαξε χρώμα: «Πολύ αργά, Βικτόρ Λβόβιτς. Τώρα που έλειπα, τον τουφέκισαν τον δύστυχο». Πηγαίνοντας για τις δουλειές του έκανε μια χειρονομία σαν να έ λεγε «δυστυχώς δεν μπορώ πια να κάνω τίποτε». Η τρομοκρα τία κατέκλυζε τα πάντα. Εξασφάλισα την απελευθέρωση ενός μακρινού συγγενή, κατώτερου αξιωματικού που ήταν έγκλει στος ως όμηρος στο φρούριο Πετροπαυλόφσκ. Ήρθε να μου πει ότι είχαν ξεχάσει απελευθερώνοντάς τον να του επιστρέφουν τα χαρτιά του. «Πήγαινε να τα ζητήσεις», του είπα. Πήγε εκεί και επέστρεψε κατατρομαγμένος. «Ένας υπάλληλος μου απάντησε με σιγανή φωνή: μην επιμένετε, αναφέρεστε ως εκτελεσμένος ε
3. Η Δ1ΑΛΤΣΗ KAI Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
131
δώ και δέκα μέρες». Και έπαψε πια να ανησυχεί. Συναντούσα συχνά στην Τσεκά αυτόν που ενδομύχως αποκαλούσα Μεγάλο Μεσολαβητή, τον Μαξίμ Γκόρκι. Τα διαβήματά του ενοχλούσαν τον Ζινόβιεφ και τον Λένιν, αλλά σχεδόν πάντα έβρισκε το δί κιο του. Σ τις δύσκολες περιπτώσεις απευθυνόμουν σ’ αυτόν και ποτέ δεν αρνήθηκε να παρέμβει. Καθώς συνεργαζόταν στην Κομμουνιστική Διεθνή,u όχι χωρίς σκληρές αντιπαραθέσεις με τον Ζινόβιεφ για κάποια φράση σε κάθε άρθρο, με δέχτηκε μια φορά έχοντας ένα οργισμένο ύφος. Ερχόμουν, εκείνη τη μέρα, α πό τον Ζινόβιεφ: «Μη μου μιλάτε γ ι’ αυτόν τον αλήτηΙ», φώνα ζε ο Γκόρκι, και πείτε του ότι οι βασανιστές του ατιμάζουν το ανθρώπινο είδος!» Ο τσακωμός τους κράτησε μέχρι τον επόμε νο θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεξε η Πετρούπολη. Η άνοιξη του 1919 μπήκε αναμενόμενα όσο και με αναπά ντεχα γεγονότα. Σ τις αρχές Απριλίου, γίνεται απόπειρα να εγκαθιδρυθεί στο Μόναχο ένα σοβιετικό καθεστώς.25 Σ τις 22 Μαρτίου, η Ουγγαρία γίνεται χωρίς ταραχές, Σοβιετική [συμβουλιακή] Δημοκρατία,26 με την παραίτηση της κυβέρνησης του κόμητα Κάρολυ. Ο Μπέλα Κουν, σταλμένος στη Βουδαπέστη α πό τον Λένιν και τον Ζινόβιεφ, έβγαινε από τη φυλακή για να πάρει την εξουσία. Τα άσχημα νέα των μετώπων του εμφυλίου έχαναν τη σημασία τους. Η ίδια η πτώση του Μονάχου, που το κατέλαβε την 1η Μαΐου ο στρατηγός Χόφμαν,27 φάνηκε να μην έχει μεγάλη σημασία σε σύγκριση με τις επαναστατικές νίκες που αναμένονταν στην κεντρική Ευρώπη, στη Βοημία, στην Ιταλία και στη Βουλγαρία. (Οι σκοτωμοί όμως του Μονάχου εν δυνάμωσαν το πνεύμα τρομοκρατίας' οι αθλιότητες που διεπράχθησαν στην Ούφα,28 από τους στρατιώτες του ναυάρχου Κολτσάκ, οι οποίοι είχαν κάψει ζωντανούς τους κόκκινους φυλακι σμένους, ενίσχυσαν τους ανθρώπους της Τσεκά έναντι όλων ε κείνων οι οποίοι μέσα στο κόμμα επιθυμούσαν περισσότερη αν θρωπιά.) Η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς29 είχε την έδρα της στη Μόσχα και η Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα30 ήταν επικεφαλής της γραμματείας· η πολιτική της όμως στην πραγματικότητα
132
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κατευθυνόταν στην Πετρούπολη από τον Ζινόβιεφ, με τον οποίο συσκέπτονταν ο Καρλ Ράντεκ31 και ο Μπουχάριν.32 Η γραμμα τέας της Εκτελεστικής Επιτροπής συναντήθηκε ακόμη στην Πετρούπολη με τους Φιλανδούς (Σιρόλα), τους Βουλγάρους, τον πρεσβευτή των Σοβιέτ της Ουγγαρίας Ρουντνιάσκι, τον Γερμα νό Κλίνγκερ. Παραβρέθηκα σ’ αυτές τις συναντήσεις, παρόλο που δεν ήμουν ακόμη μέλος του κόμματος.33 Θυμάμαι ότι ο α ναρχικός Ουίλλιαμ Σάτοφ,34 για λίγο στρατιωτικός κυβερνήτης της παλιάς πρωτεύουσας, και στη συνέχεια ο αληθινός αρχηγός της δέκατης στρατιάς, ήταν επίσης καλεσμένος. Η ανωτερότη τα των Ρώσων έναντι των ξένων επαναστατών με εντυπώσιαζεέβγαζε μάτι. Αντίθετα, η αισιοδοξία του Ζινόβιεφ με τρόμαζε. Φαινόταν να μην αμφέβαλλε για τίποτε! Η ευρωπαϊκή επανά σταση είχε ξεκινήσει, τίποτε δεν μπορούσε να τη σταματήσει! Τον ξαναβλέπω, στο τέλος κάθε συγκέντρωσης, να παίζει με τις άκρες των δακτύλων του με τα μεταξωτά κορδόνια που φορούσε αντί για γραβάτα, όλος χαμόγελα, και να λέει επ’ ευκαιρία κά ποιων αποφάσεων: «Μακάρι να μην ξεκινήσουν νέες επαναστά σεις και μας ανατρέψουν όλα μας τα σχέδια για τις προσεχείς ε βδομάδες!» 'Εδινε τον τόνο.35 Και ήμασταν ξαφνικά τόσο κοντά στην καταστροφή. Ένα σύνταγμα προδόθηκε στο μέτωπο της Εσθονίας:* με άλλα λόγια, οι αξιωματικοί του πέρασαν στις ομάδες του εχθρού, ξανάβαλαν τις επωμίδες, και κρέμασαν τους κομμουνιστές. Άλλοι αξιωματικοί περνώντας και αυτοί στον εχθρό, κατέλαβαν συγ χρόνως ένα από τα φρούρια που ήταν σημαντικά στη δύση για την άμυνα της Πετρούπολης, την Κρασνάγια Γκόρκα. Έφτασε ένα μήνυμα αναγγέλλοντας την πτώση της Κροστάνδης (λάθος πληροφορία). Στο Σμόλνυ, στην Αστάρια, μέσα στις επιτροπές, είχαμε το στιγμιαίο αίσθημα της καταστροφής: η υποχώρηση δεν ήταν δυνατή παρά μόνο πεζή, από τους δρόμους, καθώς ο σι δηρόδρομος δεν είχε καθόλου καύσιμα. Μια στιγμή πανικού και η Πετρούπολη κατέρρευσε - και υπήρχε βέβαια πανικός αλλά ό χι όπως τον φανταζόμαστε συνήθως: με μια τάση να βαστήξουμε πάση θυσία ή να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας. Μας έ
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
133
λειπαν κυριολεκτικά τα πάντα, και η κατάσταση του ηθικού της πόλης ήταν αξιοθρήνητη. Μια επιτροπή του κόμματος με έστει λε μια μέρα να μιλήσω στους ναύτες στον ναύσταθμο. «Γ ια τί», ρώτησα, «με επιφορτίζετε με μια τέτοια αποστολή που οποιοσ δήποτε ανάμεσά σας θα εκπλήρωνε καλύτερα από μένα; -Δ ιότι είσαι ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι και κάτω απ’ αυτές τις συνθή κες δεν θα σε πειράξουν και έπειτα θα τους ενδιαφέρει η γαλλι κή σου προφορά...» Οι ναύτες και οι εργάτες έκαναν συχνά κα ζούρα στους ομιλητές του κόμματος και είχαν επινοήσει γ ι’ αυ τούς ένα κωμικό τελετουργικό: 'Εδιναν στον ομιλητή ένα χειράμαξο και τον ανάγκαζαν να κάνει τον γύρο της αυλής, κάτω α πό τα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματά τους. Τίποτε δεν μου συνέβη απ’ αυτά καθώς ήμουν πολύ αδύνατος για να οδηγήσω το χειράμαξο- οι ναύτες με άκουσαν με αρκετή προσοχή. Στους εσωτερικούς τοίχους του κτιρίου τα γκράφιτι γελοιογραφούσαν τον Λένιν και τον Τρότσκι: «Παστό ψάρι και Σκατόψωμο». Σαν να υπήρχε ανάγκη για περισσότερη τρομοκρατία, η Κεντρική Επιτροπή μας έστειλε τον Πέτερς37 ο οποίος υπήρξε για μια πε ρίοδο ο ηγέτης του χώρου, και τον Στάλιν ο οποίος έκανε μια διερεύνηση στο μέτωπο. Μια φήμη αριστερού ακολουθούσε τον Πέτερς, νεαρό Λεττονό με ένα ξανθό κεφάλι σαν μπουλντόγκ, ανήλεο πυροβολητή μεγαλωμένο μέσα στην καταπιεστική ατμό σφαιρα των Βαλτικών χωρών. Είχε περίπου το ύφος του επαγγέλματός του, σιωπηλός, κατσούφης, δύσκολα προσεγγίσιμος, αλλά δεν τον άκουσα να αφηγείται παρά ένα μόνο περιστατικό που να έρχεται σε αντίθεση με τη φήμη του ως νομιμόφρονα. Σ τη διάρκεια μιας από τις δύσκολες νύχτες που προμηνύουν α κόμα πιο δύσκολα ξυπνήματα, είχε τηλεφωνήσει στο κάστρο Πετροπαυλόφσκ και βγήκε στο τηλέφωνο ο αξιωματικός βάρ διας μεθυσμένος. Ο Πέτερς εξοργίστηκε: «Αυτός ο Γκρίσα38 με έκανε έξαλλο, θα ’πρεπε να τον τουφεκίσω επί τόπου. Τύφλα στη βάρδια του, μια τέτοια στιγμή! Του έβαλα τις φωνές και μου πήρε ώρα για να συνέλθω!» Στο τραπέζι της Εκτελεστικής, έβλεπα τον Στάλιν,39 αδύνατο υπαξιωματικό του ιππικού, με κόκκινα κάπως κινέζικα μάτια, και μουστάκι ξυρισμένο πάνω
134
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
από τα χείλη, να κολακεύει τον Ζινόβιεφ. Ύπουλος και μπανάλ σαν καυκασιανό στιλέτο. Οι νύχτες ήταν λευκές, και ο καιρός θαυμάσιος. Γύρω στη μία το πρωί ένα απαλό λυκόφως πλανιόταν πάνω από τα κανά λια, τον Νέβα, τις χρυσαφένιες κορυφές των παλατιών, τις έρη μες πλατείες με τους έφιππους ανδριάντες των νεκρών αυτοκρατόρων. Κοιμόμουν στον χώρο της σωματοφυλακής, και έκανα με τη σειρά μου βάρδια στους σταθμούς των περιχώρων διαβάζο ντας Αλεξάντρ Χέρτσεν. Δεν τα περνούσαμε και άσχημα κάνο ντας σκοπιά με τα βιβλία. Επισκεπτόμαστε σπίτια, ψάχναμε διαμερίσματα αναζητώντας όπλα και απεσταλμένους των Λευ κών. Μου ήταν εύκολο να αποφύγω αυτή τη θλιβερή αγγαρεία, πήγαινα όμως με καλή διάθεση, βέβαιος ότι εκεί όπου θα πή γαινα δεν θα συνέβαιναν βαρβαρότητες, ούτε κλοπές, ούτε ανόη τες φυλακίσεις. Θυμάμαι μια παράξενη ανταλλαγή πυρών πάνω στις στέγες κάποιων ψηλών κτιρίων που δέσποζαν σε ένα κατα γάλανο κανάλι. Κάποιοι έτρεχαν πυροβολώντας μας με τα π ι στόλια τους πίσω από τις καμινάδες. Γλιστρούσα πάνω στις λα μαρίνες από τις στέγες και το τουφέκι μου βαρύ καθώς ήταν με εμπόδιζε αφάνταστα. Οι άνδρες που κυνηγούσαμε διέφυγαν, μου έμεινε όμως η απίστευτη θέα της πόλης μέσα στη μαγική λευ κότητα που είχε στις τρεις η ώρα το πρωί, ένα θέαμα πραγμα τικά αξέχαστο. Η πόλη σώθηκε κυρίως από τον Γκριγκόρι Εβντοκίμοφ, έναν παλιό ναύτη, που είχε πια γκριζάρει αλλά ήταν ε νεργητικός, με έντονα τα σημάδια ταλαιπωρίας στο πρόσωπό του, σαν μουζίκος. Πότης, με βροντερή φωνή, φαινόταν να έχει ζήσει απελπιστικές καταστάσεις. Καθώς η γραμμή Μόσχα-Πε τρούπολη δεν φαινόταν να μπορεί να λειτουργήσει, διότι δεν εί χε μείνει πλέον ούτε ξερό ξύλο για παραπάνω από δύο μέρες, τον άκουσα να αναφωνεί: «Ε , καλά θα κόψουμε ξύλα στον δρόμο! Το ταξίδι θα κρατήσει είκοσι ώρες, αυτό είναι όλο!» Ήταν αυτός που οργάνωσε τις δεύτερες γραμμές πυρός όπου οι νεαροί αγω νιστές του κόμματος θα πήγαιναν να ελέγξουν τον οπλισμό του πυροβολικού. Και οι επιχειρήσεις που οδήγησαν στην κατάληψη του κάστρου της Κρασνάγια Γκόρκα από τους ναύτες έγιναν υ
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
135
πό την καθοδήγηση του αναρχικού Μπιλ Σάτοφ. Ήμουν παρών, στο δωμάτιό του στην Αστόρια, σε ένα μυστικοσυμβούλιο που συζητούσε για τον τρόπο με τον οποίον θα χρησιμοποιούσαν το πλήρωμα του στόλου. Ο Σάτοφ εξηγούσε ότι όλα τα χαρούμενα αγόρια, τα μόνα στο στράτευμα, που τρέφονταν και που κοιμούνταν καλά, και τα μόνα που είχαν την εκτίμηση των ωραίων κοριτσιών καθώς τους έδιναν πού και πού και καμιά κονσέρβα, δεν θα συμφωνούσαν να πολεμήσουν παρά για κάποιες ώρες, για να ξαναβρεθούν μετά πίσω στις αναπαυτικές κουκέτες τους στα πλοία. Κάποιος πρότεινε να τους ξεμπαρκάρουν και να απομακρύνουν στη συνέχεια τα πλοία με μια καλή πρόφαση. Θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το μέτωπο για εικοσιτέσσερις ώρες μη έ χοντας πια περιθώρια υποχώρησης. Τ ι έκανε άραγε ο Μπιλ Σάτοφ για να κρατά τα κιλά του και την καλή του διάθεση; Ήταν ο μόνος παχύς ανάμεσά μας, με έ να μεγάλο ξυρισμένο και σαρκώδες κεφάλι Αμερικανού επιχει ρηματία. Εργάτης, διαμορφωμένος μέσα από τη μετανάστευση στον Καναδά, οργανωτής γεμάτος κέφι και αποφάσεις, ήταν ο πραγματικός αρχηγός της Δέκατης Κόκκινης Στρατιάς. Σ ε κά θε επιστροφή από το μέτωπο μας έλεγε ανέκδοτα, όπως την ι στορία αυτού του δημάρχου μιας μικρής πόλης, ο οποίος νομίζο ντας ότι αυτοί ήταν οι Λευκοί και όχι οι Κόκκινοι, και ότι ο ί διος ο Σάτοφ ήταν λοχαγός, του απηύθυνε εν μέσω πυροβολι σμών ένα κομπλιμέντο ανάλογο της περίστασης· ο Μπιλ τον σκότωσε επί τόπου. «Αυτός ο ηλίθιος, είχε κρεμάσει στον λαι μό του, να σκεφτείτε, το μεγάλο μετάλλιό του από το παλιό κα θεστώς!» (Ο Σάτοφ υπήρξε, αργότερα, γύρω στα 1929, ένας α πό τους κατασκευαστές της σιδηροδρομικής γραμμής Τουρκεστάν-Σιβηρία.) Δύο επεισόδια εκείνης της εποχής μού έρχονται στη μνήμη. Οι μεγάλες αίθουσες του Σμόλνυ έρημες. Οι υπηρεσίες της Δ ιε θνούς συνεχίζουν όπως όπως τις εργασίες τους. Ήμουν στο γρα φείο μου όταν μπήκε μέσα ο Ζινόβιεφ ξύνοντας το κεφάλι του μέσα από τα μαλλιά: ήταν η κίνηση που έκανε όταν ήταν απα σχολημένος έντονα με κάτι. « Τ ι συμβαίνει, Γκριγκόρι Εφσέγιε-
136
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
βιτς; -Ο ι Άγγλοι πρόκειται να αποβιβασθούν κοντά στα σύνορα της Εσθονίας. Δεν έχουμε τίποτε για να αντιπαραταχθούμε. Συντάξτε μου αμέσως προκηρύξεις για τους μαχητές μας - ξεσηκωτικές, άμεσες, σύντομες, έτσι; Ο στρατός μας είναι ο καλύ τερος...» Συνέταξα τις προκηρύξεις, τις έδωσα για εκτύπωση την ίδια κιόλας μέρα σε τρεις γλώσσες, και ο στρατός μας, ο κα λύτερος στρατός ήταν έτοιμος! Ευτυχώς η είδηση δεν επαλη θεύτηκε. Πρέπει όμως να πούμε ότι γενικά η προπαγάνδα αποδεικνυόταν αποτελεσματική. Μιλούσαμε μια γλώσσα απλή και αξιόπιστη που απευθυνόταν σε ανθρώπους οι οποίοι, δεν κατα λάβαιναν καλά καλά για ποιο λόγο τους υποχρέωναν ακόμη να πολεμούν, δεν επιθυμούσαν παρά να γυρίσουν σπίτια τους, και στους οποίους κανείς, ποτέ, δεν είχε πει τέτοιες στοιχειώδεις α λήθειες. Ο Μεγάλος Πόλεμος χτίστηκε πάνω σε μια ανόητη προπαγάνδα την οποία η πραγματικότητα διέψευδε καθημερινά. Μάθαμε μια συμφορά: τρία κόκκινα αντιτορπιλικά είχαν μόλις βυθιστεί στον κόλπο της Φιλανδίας, είτε από τους Άγγλους ε ί τε από νάρκες. Τα πληρώματα του στόλου τίμησαν τη θυσία των συντρόφων τους που χάθηκαν στη θάλασσα, και πέθαναν για την επανάσταση. Σ τη συνέχεια, μάθαμε, εμπιστευτικά, ότι χάθηκαν οδεύοντας προς την προδοσία- τα τρία αντιτορπιλικά πήγαιναν να παραδοθούν στον εχθρό όταν ένα λάθος στην κατεύθυνση τα έκανε να μπουν στη ναρκοθετημένη περιοχή. Αποφασίστηκε να μην πούμε τίποτε. Είχαμε ηρεμία για αρκετούς μήνες. Το καλοκαίρι έφερε μια απερίγραπτη ανακούφιση. Ακόμη και η πείνα ελαττώθηκε κά πως. Έκανα συχνά ταξίδια στη Μόσχα. Οι περιφερειακές δε ντροστοιχίες, με τα φυλλώματά τους, ήταν γεμάτες το βράδυ α πό ένα πλήθος που σιγομιλούσε ερωτικά, ντυμένο με φωτεινά χρώματα. Και καθώς νύχτωνε και το φως λιγόστευε, αυτό το πλήθος μουρμούριζε μέσα στο ημίφως και στη συνέχεια μέσα στη σκοτεινιά. Οι στρατιώτες του εμφυλίου, οι νεαρές γυναίκες της τοπικής μπουρζουαζίας που κάλυπταν την ημέρα τις διοικη τικές θέσεις των Σοβιέτ, οι διασωθέντες από το μακελειό της Ουκρανίας, όπου οι εθνικιστικές συμμορίες σφαγίαζαν σύστημα-
3. Η ΔΙΛΛΓΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
137
τικά τον εβροά'κό πληθυσμό, άνθρωποι που είχαν καταδιωχθεί α πό την Τσεκά, οι οποίοι συνωμοτούσαν απροκάλυπτα, δύο βή ματα από τα υπόγεια των βασανιστηρίων, δήθεν ποιητές και φουτουριστές ζωγράφοι που βιάζονταν να ζήσουν. Υπήρχαν πολ λά καφέ ποιητών στην οδό Τβερσκάγια' ήταν η εποχή που ο Σεργκέι Εσένιν40 άρχισε να γίνεται γνωστός γράφοντας μερικές φορές με κιμωλία υπέροχους στίχους πάνω στους τοίχους του μο ναστηριού του Αγίου Πάθους, που δεν λειτουργούσε πια. Τον συ νάντησα σε ένα μελαγχολικό καφέ. Γυναίκες έντονα πουδραρισμένες, πολύ βαμμένες, ακουμπούσαν στο μαρμάρινο τραπεζάκι με τους αγκώνες τους, το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, έπ ι ναν καφέ από ψημένη βρώμη· και άνδρες ντυμένοι με μαύρα δερ μάτινα ρούχα, με το βαρύ περίστροφο στη ζώνη, με σουφρωμέ να φρύδια, σφιχτοκλεισμένα χείλη, που τους ζύγιζαν όλους με το βλέμμα. Γνώριζαν αυτοί το τίμημα της σκληρής ζωής, τη γεύ ση του αίματος, την -περίεργη αίσθηση αγωνίας που προκαλεί μια σφαίρα μέσα στη σάρκα, και αυτό τους έκανε να εκτιμούν τα μαγικά λόγια των στίχων που ήταν σχεδόν τραγουδιστοί και μέσα στους οποίους φλογερές εικόνες διαδέχονταν βιαστικά η μια την άλλη όπως σε μια μάχη. Οταν πρωτοαντίκρισα τον Εσένιν μού προξένησε θλίψη. Ήταν εικοσιτεσσάρων χρονών, τριγυρνούσε με κορίτσια, με κλέφτες, με αλήτες στις χειρότερες γειτονιές της Μόσχας· έπινε, είχε φωνή βραχνιασμένη, βλέφαρα βαριά, πρόσωπο πρησμένο και μακιγιαρισμένο, και μαλλιά ξανθά χρυ σαφένια που κατσάρωναν στους κροτάφους. Μια αληθινή αίγλη τον περιέβαλλε, οι παλιοί συμβολιστές ποιητές τον ανεγνώριζαν ως ισότιμο, οι διανοούμενοι έσπευδαν να αγοράσουν τις συλλογές ποιημάτων του, και στον δρόμο τραγουδούσαν τα ποιήματά του! Τα άξιζε όλ’ αυτά. Φορώντας μια μπλούζα από λευκό μετάξι, α νέβαινε στο βάθρο και απήγγελλε. Η πόζα, η ηθελημένη κομ ψότητα, η φωνή αλκοολικού, το πρήξιμο του προσώπου με έκα ναν να είμαι προκατειλημμένος εναντίον του- και το κλίμα γύρω από έναν μποέμ σε αποσύνθεση, ο οποίος ανακάτευε τους ομο φυλόφιλους και τους ωραιοπαθείς οπαδούς του με τους αγωνι στές μας, μου έφερνε σχεδόν αηδία. Αλλά, όπως και οι άλλοι, υ
138
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πέκυπτα στιγμιαία στην πραγματική μαγεία αυτής της κατε στραμμένης φωνής και αυτής της ποίησης που έβγαινε από το βάθος του είναι και από το βάθος της εποχής. Βγαίνοντας από ε κεί, στεκόμουν μπροστά στις βιτρίνες, μερικές απ’ αυτές ραγι σμένες από τις σφαίρες της περασμένης χρονιάς, όταν ο Μαγιακόφσκι41 τοιχοκολλούσε τις προπαγανδιστικές αφίσες του ενάντια στην Αντάντ, στους λευκούς στρατηγούς, στον Λόυντ Τζωρτζ, στον Κλεμανσώ, στον καπιταλισμό που ενσαρκώνεται σε έναν κοιλαρά που φοράει για καπέλο έναν κύλινδρο και καπνίζει ένα τε ράστιο πούρο. Κυκλοφορούσε ένα βιβλιαράκι του Έρενμπουργκ42 ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό: ήταν μια Προσευχή για τη Ρωσία που είχε βιασθεί και σταυρωθεί από την επανάστα ση. .. Ο Λουνατσάρσκι,43 λαϊκός κομισάριος στη Δημόσια Εκπαί δευση, είχε δώσει την άδεια στους φουτουριστές ζωγράφους να διακοσμήσουν τη Μόσχα, και αυτοί μεταμόρφωσαν τα μαγαζάκια μιας αγοράς σε γιγαντιαία λουλούδια. Ο μεγάλος λυρισμός μέχρι να περιορισθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους, αναζητούσε τους καινούργιους δρόμους του στις δημόσιες πλατείες. Οι ποιη τές συνήθιζαν να απαγγέλλουν ή να τραγουδούν τους στίχους τους μπροστά στα μεγάλα ακροατήρια που έρχονταν από τους γύρω δρόμους- η εκφορά είχε ανανεωθεί, η επιτήδευση έδωσε τη θέση της στην ισχύ και στο πάθος. Με το πλησίασμα του φθινοπώρου,44 αισθανθήκαμε στην Πε τρούπολη, πόλη του μετώπου, ότι ο κίνδυνος ξαναγεννιόταν, ί σως θανάσιμος αυτή τη φορά. Είναι αλήθεια ότι είχαμε πια συ νηθίσει. Ένας Βρετανός στρατηγός,45 σχημάτισε στο Ταλίν (Ρεβάλ), στην Εσθονία, μια προσωρινή κυβέρνηση της Ρωσίας, ε πικεφαλής της οποίος τοποθέτησε κάποιον κ. Λιανόζοφ, μεγάλο καπιταλιστή, πετρελαιά. Δεν ήταν βέβαια κάτι σοβαρό. Στο Ελσίνκι, οι εμιγκρέδες διατηρούσαν ένα λευκό Χρηματιστήριο ό που εισήγαγαν χαρτονομίσματα με την εικόνα του Τσάρου (και έκαναν καλή δουλειά, καθώς εμείς τυπώναμε ειδικά γ ι’ αυτούς τους ηλίθιους) και πουλούσαν τα κτίρια των σοβιετικών πόλεων και τις μετοχές των κοινωνικοποιημένων εταιρειών ένας χιμαι ρικός καπιταλισμός αγωνιζόταν να ζήσει εκεί. Ούτε κι αυτό ό
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
μως ήταν κάτι σοβαρό. Το σοβαρό ήταν ο τύφος και η πείνα. Οι κόκκινες μεραρχίες του μετώπου της Εσθονίας, παραδομένες στις ψείρες και στην πείνα είχαν αποθαρρυνθεί. Είδα μέσα στα γκρεμισμένα χαρακώματα, πελιδνούς και θλιμμένους αγωνιστές που πραγματικά δεν άντεχαν άλλο. 'Εφτασαν οι κρύες βροχές του φθινοπώρου και ο πόλεμος συνεχιζόταν μελαγχολικά για τους ταλαίπωρους ανθρώπους, χωρίς ελπίδα, χωρίς νίκη, χωρίς μπότες, χωρίς ανεφοδιασμό, και έκαναν την επανάσταση για να φέρουν την ειρήνη! Αισθάνονταν κλεισμένοι σ’ έναν κύκλο της κόλασης. Το αλφαβητάρι τον Κομμουνισμού* τους εξηγούσε μάταια ότι σύντομα, όταν γινόταν η παγκόσμια επανάσταση, θα είχαν τη γη, θα είχαν δικαιοσύνη, ειρήνη, ισότητα. Σιγά σιγά οι μεραρχίες μας βυθίζονταν στον γκρίζο ήλιο της μιζέριας. Ένα κίνημα εξαιρετικά επιζήμιο είχε γεννηθεί στους κόλπους των στρατών του εμφυλίου, των λευκών, των κόκκινων και άλλων: το κίνημα των Πρασίνων. Είχαν δανεισθεί το όνομά τους από τα δάση στα οποία είχαν καταφύγει και συγκεντρώνονταν όλοι οι λιποτάκτες όλων των στρατών οι οποίοι δεν ήθελαν πλέον να πο λεμήσουν για κανέναν, ούτε για τους στρατηγούς, ούτε για τους κομισάριους, δεν ήθελαν πια να πολεμήσουν παρά για τον ίδιον τους τον εαυτό, για να μην ξαναπολεμήσουν πια! Υπήρχαν σε ο λόκληρη τη Ρωσία. Ξέραμε ότι μέσα στα δάση της περιοχής του Πσκοφ η δύναμη των Πρασίνων μεγάλωνε (υπήρχαν πολλές δε κάδες χιλιάδες άνδρες). Ήταν καλά οργανωμένοι, σε καλή κατά σταση, υποστηρίζονταν από τους χωρικούς, και αφάνιζαν τον κόκκινο στρατό. Οι περιπτώσεις λιποταξίας στον εχθρό πολλαπλασιάζονταν έτσι από τη στιγμή που μάθαιναν ότι οι στρατη γοί μοίραζαν άσπρο ψωμί στον στρατό τους. Το πνεύμα της κάστας των αξιωματικών του παλαιού καθεστώτος εξουδετέρωνε ευτυχώς το κακό, καθώς επέμεναν να φορούν επωμίδες, απαι τούσαν τον στρατιωτικό χαιρετισμό, ήθελαν να τους αποκαλούν «Η Εντιμότητά σας» σκορπίζοντας έτσι γύρω τους μια τέτοια αποφορά του παρελθόντος ώστε οι λιποτάκτες μας, από τη στιγμή που έτρωγαν, λιποτακτούσαν ξανά και επέστρεφαν για να τους συγχωρέσουμε, ή προσχωρούσαν στους Πράσινους. Και
140
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
στις δύο πλευρές του μετώπου, ο αριθμός των ανθρώπων αυξομειωνόταν συνεχώς. Στις 11 Οκτωβρίου του 1919, η Λευκή Στρατιά του στρατη γού Γιουντένιτς47 κατέλαβε το Γιάμπουργκ, στα σύνορα της Εσθονίας. Για να πούμε την αλήθεια, δεν συνάντησε καμιά α ντίσταση. Τα σκελετωμένα μας στρατεύματα -ό ,τι απόμεινε απ’ αυτά, για την ακρίβεια- το έβαλαν στα πόδια. Δυσάρεστη στιγμή. Ο εθνικός στρατός του στρατηγού Ντενίκιν48 κατείχε ό λη την Ουκρανία και πήρε και το Ουράλ. Ο ναύαρχος Κολτσάκ, «Ανώτατος αρχηγός» της αντεπανάστασης, κρατούσε όλη τη Σιβηρία και απειλούσε το Ουράλ. Οι Βρετανοί κατείχαν τον Αρχάγγελο όπου ένας από τους πιο παλιούς Ρώσους επαναστά τες, ο Τσαϊκόφσκι,49 παλιός φίλος του πατέρα μου, προήδρευε σε μια «δημοκρατική» κυβέρνηση η οποία τουφέκιζε τους Κόκκι νους. Οι Γαλλο-Ρουμάνοι είχαν κυνηγηθεί από την Οδησσό από μια Μαύρη Στρατιά (αναρχική) αλλά βρισκόταν στη Μαύρη Θά λασσα ένας γαλλικός στόλος. Η σοβιετική Ουγγαρία είχε καταρρεύσει. Τελικό συμπέρασμα όταν κάναμε τον απολογισμό, ή ταν ότι το πιθανότερο για την επανάσταση που βρισκόταν σε α γωνία, ήταν, να της επιβληθεί πολύ σύντομα, μια «λευκή» στρατιωτική δικτατορία, και εμείς να βρεθούμε κρεμασμένοι ή τουφεκισμένοι. Αυτή η ξεκάθαρη πεποίθηση, αντί να σκορπίσει την αποθάρρυνση, καλλιέργησε το πνεύμα της αντίστασης. Ο φίλος μου ο Μάζιν (Λίχτενσταντ) έφυγε για το μέτωπο, μετά από μια συνομιλία που είχαμε οι δύο μας με τον Ζινόβιεφ. «Το μέτωπο είναι παντού», του λέγαμε εμείς. «Μέσα στις θα μνώδεις εκτάσεις, και τα έλη, θα χαθείτε γρήγορα και μάταια. Εκεί χρειάζονται άνδρες που να είναι περισσότερο εξοικειωμένοι από σας στον πόλεμο και δεν νομίζω ότι μας λείπουν». Επέμεινε. Μου είπε στη συνέχεια ότι ήμασταν απολύτως κατεστραμ μένοι, πιθανότατα χαμένοι, και δεν έβλεπε να υπάρχει νόημα στο να κερδίσει κάποιων μηνών παράταση για τη δική του ύ παρξη και επί πλέον να συνεχίζει τις εργασίες της οργάνωσης, και των εκδόσεων, κ.λπ. που από δω και πέρα ήταν μάταιες· α πό τη στιγμή που τόσοι άνθρωποι πέθαιναν άδικα σ’ αυτή την
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
141
απομόνωση, τον έπιανε φρίκη με τα γραφεία του Σμόλνυ, τις ε πιτροπές, τα τυπωμένα χαρτιά, το ξενοδοχείο Αστόρια. Του αντέτεινα ότι πρέπει να αγωνισθούμε με πείσμα, να αντέξουμε, να ζήσουμε- να μην εκτεθούμε παρά μόνο σε απόλυτη ανάγκη· και υπάρχει πάντα καιρός να σκοτωθούμε χρησιμοποιώντας και τις τελευταίες σφαίρες. (Εγώ ο ίδιος επέστρεψα από μιαν απο στολή σίγουρα, σχεδόν, θανατηφόρα, την οποία διέκοψε ο Μπουχάριν. Δεν μου προξενούσε τρόμο ή φόβο η ιδέα ότι φαινόμουν φοβισμένος· έβλεπα εξ άλλου τόσους λόγους για να ζήσω και να συνεχίσω τον αγώνα ώστε και ο πιο ιερός δονκιχωτισμός μού φαινόταν παράλογος· και αυτός ο μύωπας διανοούμενος που τον απορροφούσαν τα πιο ασήμαντα πράγματα, δεν μου φαινόταν πως επρόκειτο να συμμετάσχει στην εκστρατεία πάνω από δε καπέντε μέρες.) Ο Μάζιν-Λίχτενσταντ έφυγε και πήγε εκστρα τεία για λίγο περισσότερο. Επιθυμώντας, χωρίς αμφιβολία, να τον σώσει, ο Ζινόβιεφ του απένειμε τον τίτλο του πολιτικού κο μισάριου αποσπώντας τον στην 6η μεραρχία η οποία έφραζε τον δρόμο στον Γιουντένιτς. Η 6η μεραρχία δέχτηκε καταιγισμό πυ ρών, και κατέρρευσε. Ό,τι απόμεινε τράπηκε σε άτακτη φυγή α πό τους γύρω δρόμους. Ο Μπιλ Σάτοφ, έξαλλος μου έδειξε μια επιστολή του Μάζιν, που έλεγε τα εξής: «Δεν υπάρχει πια 6η μεραρχία, δεν υπάρχει παρά ένας συνωστισμός αυτών που τρά πηκαν σε άτακτη φυγή και πάνω στους οποίους δεν έχω καμιά επιρροή. Δεν υπάρχει πια διοίκηση. Ζητώ να με απαλλάξετε α πό τις πολιτικές λειτουργίες, και να πάρω το τουφέκι του φα ντάρου». «Είναι τρελός», φώναξε ο Σάτοφ. «Αν όλοι οι κομισάριοί μας είχαν αυτόν τον ρομαντισμό, σωθήκαμε! Του στέλνω έ να τηλεγράφημα και τον κατσαδιάζω, κανονικά!» Αυτό που εί δα όμως με την καταστροφή με έκανε να καταλάβω τις αντι δράσεις του Μάζιν. Δεν υπάρχει προφανώς τίποτε που να μπο ρεί να συγκριθεί με το θέαμα ενός νικημένου στρατού, που είναι γεμάτος πανικό, που αισθάνεται την προδοσία γύρω του, δεν υ πακούει πλέον, και μεταμορφώνεται σε ένα κοπάδι ξετρελαμέ νων ανθρώπων, που είναι έτοιμοι να λυντσάρουν οποιονδήποτε δοκιμάσει να μπει στον δρόμο τους και τρέχουν να φύγουν πε-
142
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τώντας τα τουφέκια τους στα χαντάκια... Αναπτύσσεται τέτοια αίσθηση του ανεπανόρθωτου, ο νευρικός πανικός εξαπλώνεται τόσο βαθιά και βίαια ώστε οι θαρραλέοι δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά να εκδηλώσουν μια έντονη αυτοκτονική διάθεση. Ο Βλαντίμιρ Οσίποβιτς Μάζιν έκανε όπως το έγραψε, παραιτήθηκε α πό τη διοίκηση, πήρε ένα τουφέκι, σχημάτισε μια μικρή ομάδα κομμουνιστών και προσπάθησε να σταματήσει ταυτόχρονα την καταστροφή και τον εχθρό. Στις παρυφές ενός δάσους βρίσκο νταν τέσσερις εξοργισμένοι και ο ένας απ’ αυτούς ήταν η ορντινάτσα του που αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει. Αυτοί οι τέσσε ρις αγωνίστηκαν μόνοι ενάντια στο λευκό ιππικό και τελικά σκοτώθηκαν. Χωρικοί μάς υπέδειξαν αργότερα το σημείο όπου ο κομισάριος είχε ρίξει τις τελευταίες του σφαίρες πριν πέσει νε κρός. Τον είχαν θάψει. Μεταφέραμε τέσσερα πτώματα στην Πε τρούπολη, αλλοιωμένα από τον ενταφιασμό τους, ανάμεσα στους οποίους το πτώμα ενός μικρόσωμου φαντάρου χτυπημένου με το κοντάκι ενός τουφεκιού (με διαλυμένο κρανίο), που είχε ανασηκώσει το μπράτσο του για να προστατεύσει το πρόσωπο. Ανα γνώρισα τον Μάζιν από τα λεπτά δάχτυλά του- έναν παλιό κατάδικο του Σύσσελμπουργκ τον αναγνώρισα από τα δόντια του. Τους θάψαμε στο Πεδίο του Άρεως. (Αυτό έγινε μετά τη νίκη, τη νίκη στην οποία μου «ραίνεται ότι κανείς ανάμεσά μας δεν π ί στευε πλέον.) Κάλυπτα, φυσικά, όπως όλοι οι σύντροφοι, μια πλειάδα λει τουργιών. Διηύθυνα την υπηρεσία των λατινογενών γλωσσών της Διεθνούς και τις εκδόσεις της, υποδεχόμουν τους ξένους εκ προσώπους που έφταναν μέσα από περιπετειώδεις οδούς, περ νώντας μέσα από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα των μπλό κων, συμπλήρωνα τις λειτουργίες του κομισάριου στα αρχεία του πρώην υπουργείου Εσωτερικών, δηλαδή της πρώην Οχράνα-5®ή μουν ταυτόχρονα στρατιώτης του κομμουνιστικού τάγματος του 11“ τμήματος και ακόλουθος στο υπουργείο Αμυνας- εκεί ασχολήθηκα με το λαθρεμπόριο με τη Φιλανδία. Αγοράζαμε από έ ντιμους εμπόρους του Ελσίνκι εξαιρετικά όπλα, πιστόλια Μάουζερ με ξύλινες θήκες, τα οποία μας παραδίδονταν σε έναν «ήσυ
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
143
χο τομέα» του μετώπου, που είχε γίνει ήσυχος μέσα από αυτό το μικρό εμπόριο, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από το Λένινγκραντ. Προκειμένου να πληρώσουμε αυτές τις χρήσιμες αγο ρές, τυπώναμε κάσες ολόκληρες από ωραία χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ρουβλίων, όλα υδατογραφημένα με την απεικόνιση της Μεγάλης Αικατερίνης και υπογεγραμμένα από έναν διευθυ ντή Τράπεζας τόσο πεθαμένο όσο και η τράπεζά του, το καθε στώς και η αυτοκράτειρα Αικατερίνη... Η συναλλαγή γινόταν χωρίς ταμεία και τράπεζες μέσα σε ένα σκοτεινό πευκόδασος, μυστικά - και ήταν κατά βάθος η πιο παράλογη εμπορική πρά ξη που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Προφανώς οι αγοραστές των αυτοκρατορικών χαρτονομισμάτων έβαζαν μια υποθήκη πά νω στον θάνατό μας, ενώ συγχρόνως μας προμήθευαν τα μέσα για να αμυνθούμε. Τα αρχεία της Οχράνα, προηγουμένως πολιτική αστυνομία της απολυταρχίας αποτελούσαν ένα σοβαρό πρόβλημα. Σ ε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να ξαναπέσουν στα χέρια της αντίδρα σης. Περιείχαν λεπτομερείς βιογραφίες, φωτογραφίες, μέχρι και σημαντικές ιστορικές συμφωνίες των επαναστατικών κομμάτων το σύνολον αν τελικά συνέβαινε να υποστούμε μια ήττα ακολου θούμενη από τη λευκή τρομοκρατία και την αντίσταση μέσα σε αντίξοες συνθήκες- για την οποία προετοιμαζόμαστε- θα προ μήθευε σ’ αυτούς που, αύριο, θα μας κρεμούσαν και θα μας τουφέκιζαν, ένα πολύτιμο όπλο. Το ότι οι σοφοί και συμπαθητικοί αρχειοθέτες οι οποίοι επίσης προεξοφλούσαν το προσεχές μας τέ λος, προωθούσαν ύπουλα αυτό το απίστευτο χαρτομάνι στη λε ηλασία, ενώ συγχρόνως θυσιάζονταν για τη διατήρησή του, αυ τό δεν ήταν παρά ένα πολύ δευτερεύον κακό. Βαγόνια δεν υ πήρχαν για να τα στείλουμε στη Μόσχα, ούτε χρόνος, και η πό λη κινδύνευε να πέσει από τη μια μέρα στην άλλη. Στο διάστη μα που στήνονταν τα οδοφράγματα στις γωνίες των δρόμων, έ βαλα να συσκευάσουν τα κιβώτια που κρίθηκαν πιο σημαντικά ώστε να προσπαθήσω να τα φυγαδεύσω την τελευταία στιγμήκαι εξασφάλισα, με διαταγή, να γίνουν όλα μέσα στο κτίριο της Γερουσίας ή ακόμη και στον σταθμό, να καούν και να ανατινα
144
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
χτούν από μια ομάδα συντρόφων που τους είχαμε εμπιστοσύνη, τη στιγμή που δεν θα υπήρχε πια καμιά άλλη λύση. Οι αρχειοθέτες -από τους οποίους έκρυψα αυτό το σχέδιο- είχαν κάποιες αμφιβολίες και ήταν βυθισμένοι στη στενοχώρια και την αγωνία. Ο Λεονίντ Μπορίσοβιτς Κράσιν51 ήρθε εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής να πληροφορηθεί σχετικά με τα μέτρα που πάρθηκαν για να σωθούν ή να καταστραφούν τα αρχεία της αστυνομίας, μέσα στα οποία κρατούσε κεντρικό ρόλο. Αυτός ο άψογος τζέ ντλεμαν, ντυμένος αστικά με εμφανή φροντίδα και κομψότητα διέσχιζε τα γραφεία μας που ήταν γεμάτα με εργάτες που φο ρούσαν τα κασκέτα τους και είχαν δεμένες τις καμπαρτίνες τους με μια σειρά φυσεκλίκια. Ωραίος άνδρας, με το μούσι του προ σεκτικά κομμένο και μυτερό στην άκρη, όπως αρμόζει σε έναν διανοούμενο, με αεράτο ύφος, ήταν τόσο κουρασμένος, την ώρα της συνομιλίας μέσα στην ανακατωσούρα, που κάποιες στιγμές μού φαινόταν ότι κοιμόταν όρθιος. Ο Γιουντένιτς κατέλαβε την Γκάτσινα περίπου σαρανταπέντε χιλιόμετρα από την Πετρούπολη στις 17 Οκτωβρίου. Δύο μέρες αργότερα η εμπροσθοφυλακή του έμπαινε στο Λίγκοβο, στις παρυφές της πόλης, στα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Ο Μπιλ Σάτοφ μουρμούρισε «Όλοι οι κανόνες στρατιωτικής τέχνης που μου τσαμπουνάνε συνέχεια οι τεχνικοί μου, θέλουν το Γενικό Ε πιτελείο της μεραρχίας να είναι χιλιόμετρα μακριά από τη γραμ μή πυρός [...] Και εμείς είμαστε στα χίλια διακόσια μέτρα! Τους το έχω πει: “ Σκασίλα μου για τους κανόνες της τέχνης!...” » Τπήρχε πράγματι αγωνία. Δεν υπήρχαν ούτε τρένα ούτε καύσι μα για την εκκένωση της πόλης εκτός από μερικές δεκάδες αυ τοκίνητα. Είχαμε στείλει τα παιδιά των γνωστών στρατιωτικών προς το Ουράλ, και ταξίδευαν εκεί μέσα στα πρώτα χιόνια από το ένα πεινασμένο χωριουδάκι στο άλλο, χωρίς να ξέρουν που να σταθούν. Ετοιμάζαμε καινούργιες ταυτότητες σκεφτόμενοι να «αλλάξουμε πρόσωπο». Ήταν σχετικά εύκολο για τους γενειοφόρους, που δεν είχαν παρά να ξυρίσουν το πρόσωπο τους. Οι άλλοι όμως! Μια δραστήρια σύντροφος, πρόσχαρη και χαριτωμέ νη σαν ένα παιδί, κατάρτιζε τα αποθέματα των μυστικών ό
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
145
πλων. Δεν κοιμόμουν πια στην Αστόρια, που το ισόγειό της ή ταν γεμάτο με σακιά άμμου και οπλοπολυβόλα για να υποστη ρίξουμε αυτή τη θέση. Πέρναγα τις νύχτες στις εμπροσθοφυλα κές της άμυνας μαζί με τα τάγματα των κομμουνιστών. Η γυ ναίκα μου, έγκυος,52 πήγαινε να κοιμηθεί στα μετόπισθεν μέσα σε ένα ασθενοφόρο, κουβαλώντας μια τσάντα που περιείχε λίγα εσώρουχα και τα πιο πολύτιμα αντικείμενά μας, για να τα κα ταφέρουμε να συναντηθούμε στη διάρκεια της μάχης και να βρε θούμε μαζί στην υποχώρηση ακολουθώντας τον ποταμό Νέβα. Το σχέδιο της εσωτερικής άμυνας προέβλεπε μάχη κατά μήκος των καναλιών που διέσχιζαν την πόλη, σθεναρή άμυνα στις γέ φυρες, μια διόλου πραγματοποιήσιμη τελική υποχώρηση. Οι ε κτεταμένες τοποθεσίες και το μεγαλείο της Πετρούπολης, κάτω από το μελαγχολικό θαμπό φθινόπωρο, ταίριαζαν σ’ αυτό το κλίμα της ήττας χωρίς διέξοδο. Ήταν τόσο έρημη η πόλη ώστε οι ιππείς κινούνται σε όλο το πλάτος των κεντρικών λεωφόρων. Το ινστιτούτο Σμόλνυ -παλαιότερα σχολείο για δεσποινίδες της αριστοκρατίας-, έδρα του εκτελεστικού τους Σοβιέτ και της Επιτροπής του κόμματος, γεμάτο κανόνια στην είσοδο, πρόσφερε μια ενδιαφέρουσα εικόνα. Αποτελούνταν από δύο συγκροτή ματα κτιρίων περιστοιχιζόμενα από κήπους, ανάμεσα σε πλα τείες, οδούς και στον τρικυμισμένο πλατύτατο Νέβα που ενώνε ται λίγο παρακάτω με την απέναντι όχθη με ένα σιδερένιο γε φυράκι. Ένα παλιό μοναστήρι σε ρυθμό μπαρόκ, ήπιας και διακοσμητικής αρχιτεκτονικής, με μια αρκετά ψηλή εκκλησία με δύο μικρά καλοδουλεμένα καμπαναριά και βαμμένη σε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα- το τετράπλευρο με το αέτωμα και τις κολόνες του ινστιτούτου, για να το πούμε σωστά, ήταν σαν ένας στρα τώνας με δύο ορόφους χτισμένος από αρχιτέκτονες που δεν γνώ ριζαν παρά την ευθεία γραμμή, ορθογώνια πάνω σε ορθογώνια και αυτοκρατορικό περιστύλιο στην πρόσοψη. Το μοναστήρι στέγαζε τους φύλακες-εργάτες. Τα μεγάλα τετράγωνα γραφεία, που τα παράθυρά τους έβλεπαν στην πεθαμένη πόλη και στην μοναξιά της, ήταν σχεδόν έρημα. Ένας Ζινόβιεφ με πεσμένους ώμους και σβησμένη φωνή, ζούσε εδώ ανάμεσα στα τηλέφωνα
146
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σε διαρκή επικοινωνία με τον Λένιν. Συνηγορούσε, χωρίς πεποί θηση για την αντίσταση και για την εκκένωση της πόλης. Οι πλέον αρμόδιοι ειδικοί, μηχανικοί, και παλιοί μαθητές της Σχο λής Πολέμου, μάλιστα, εκτιμούσαν ότι ήταν αδύνατον να προ βληθεί αντίσταση και έκαναν υπαινιγμούς για πιθανές σφαγές σ’ αυτή την περίπτωση, ωσάν η συνθηκολόγηση ή η εγκατάλειψη της πόλης να ήταν κάτι που θα απέτρεπε τις σφαγές! Τα νέα α πό τα άλλα μέτωπα ήταν τόσο κακά ώστε ο Λένιν δίσταζε να θυσιάσει τις τελευταίες δυνάμεις που του απέμεναν για την ά μυνα μιας πόλης που θεωρούνταν χαμένη. Ο Τρότσκι είχε άλλη άποψη και το Πολιτικό Γραφείο τον εμπιστεύτηκε για την ύ στατη προσπάθεια. Η παρουσία του Τρότσκι, προέδρου του ε παναστατικού Συμβουλίου πολέμου, άλλαξε αμέσως το κλίμα στο Σμόλνυ, όπως και στο φρούριο Πετροπαυλόφσκ, όπου πά λευε ο Αβρόφ,Μο διοικητής της περιοχής. Ο Αβρόφ έπρεπε να είναι ένας υπαξιωματικό πολέμου, παλιός εργάτης· τον έβλεπα κάθε μέρα, ο γιακάς της μπλούζας ξεκούμπωτος, το τετράγωνο πρόσωπό του χαραγμένο όλο με ρυτίδες, τα βλέφαρα βαριά- άκουγε με χαζό ύφος αυτό που του έλεγαν, μετά μια μικρή λάμ ψη εμφανιζόταν στα μάτια του που είχαν το χρώμα της στά χτης, και απαντούσε με ενεργητικότητα: «Θα δώσω τις εντο λές», και πρόσθετε το επόμενο λεπτό, με σκυθρωπό ύφος: «Δεν ξέρω όμως αν είναι εφαρμόσιμες!» Ο Τρότσκι έφτασε με το τρέ νο του, αυτό το διάσημο τρένο που διέσχιζε τα μέτωπα.Μ Από την έναρξη του εμφυλίου, έφερε ωραία αυτοκίνητα, υπηρεσίες ε πικοινωνίας, ένα δικαστήριο, ένα τυπογραφείο για την προπα γάνδα, υγειονομικές υπηρεσίες, ειδικούς -διανοούμενους, εφόδια για τις οδομαχίες, πυροβολικό-, όλους επιλεγμένους μέσα στον αγώνα, με αυτοπεποίθηση, δεμένους μεταξύ τους με φιλία και με εμπιστοσύνη, ντυμένους με μαύρο δέρμα με κόκκινο αστέρι στο πηλίκιο, γεμάτους σφρίγος. Αυτός ο πυρήνας των αποφασι στικών και καλά εφοδιασμένων οργανωτών ριχνόταν όπου το α παιτούσε ο κίνδυνος. Τα ανέλαβαν όλα. Ήταν κάτι μαγικό. Ο Τρότσκι έβαλε να τοιχοκολλήσουν ότι η πόλη «θα αμυνθεί εκ των έσω», που απε-
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
147
τέλεσε στο εξής την καλύτερη στρατηγική λύση, διότι η λευκή στρατιά θα χανόταν μέσα στον δαίδαλο των οχυρωμένων δρόμων και εκεί θα ήταν και ο τάφος τη ς ... Σ ε αντίθεση με αυτή τη λύ ση για νίκη, ένας κομμουνιστής Γάλλος (ο Ρενέ Μαρσάν), που είχε πάει να δει τον Λένιν, μου μετέφερε τα λόγια του Βλαντίμιρ 'Ιλιτς, σαφή και πονηρό ως συνήθως: «Ε , καλά, θα ξαναπιάσουμε τον παράνομο αγώνα!» Αποτελεί όμως άραγε αυτό μιαν αντίθεση; Τον Τρότσκι τον ξανάδα στον δρόμο, και μετά σε μια μεγάλη συγκέντρωση του Σοβιέτ, όπου ανήγγειλε την άφι ξη μιας μεραρχίας ιππικού την οποία θα εξαπολύαμε χωρίς οίκτο στη Φιλανδία αν η Φιλανδία έβγαζε άχνα. (Γιατί, πράγματι, α πό τη Φιλανδία περιμέναμε τη χαριστική βολή.) Ήταν μια εξαι ρετικά εύστοχη απειλή που έστειλε ένα μήνυμα τρόμου στο Ελσίνκι. Η συγκέντρωση του Σοβιέτ γινόταν κάτω από τις ψη λές λευκές κολόνες του ανακτόρου της Ταυρίδας, στο ημικύκλιο της παλιάς Δούμας της Αυτοκρατορίας. Ο Τρότσκι ήταν ήρεμος· εξαιρετικός ρήτορας και επί πλέον είχε μια μεταλλική φωνή που ακουγόταν παντού και χρησιμοποιούσε μικρές φράσεις, συχνά ε ι ρωνικές, και πάντα διανθισμένες με ένα ουσιαστικά ελεγχόμενο πάθος.” Η απόφαση να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, και ολόκληρο το ημικύκλιο τραγούδησε ένα επ ι κό τραγούδι. Σκέφτηκα ότι οι ψαλμοί του Κρόμγουελ, τραγουδισμένοι πριν από τις μάχες, θα πρέπει να είχαν τον ίδιο τόνο. Αρκετά συντάγματα πεζικού κλήθηκαν από το μέτωπο της Πολωνίας και διέσχιζαν την πόλη για να πάρουν θέση στις πα ρυφές της. Το ιππικό με τα μικρά μακρύτριχα άλογα της στέ πας, παρήλαυναν στους δρόμους- αυτοί οι ιππείς βγαλμένοι μέ σα από ένα απόμακρο παρελθόν, μελαμψοί, φορώντας ένα είδος σκούφιας από δέρμα μαύρου πρόβατου, τραγουδούσαν και αυτοί λαρυγγόφωνα συνοδευόμενοι από διαπεραστικούς ήχους σφυρί χτρας. Κάποιες φορές πήγαινε καβάλα μπροστά ένας νεαρός λε πτός διανοούμενος, με γυαλιά, που αργότερα θα γινόταν ο συγ γραφέας Κονσταντίν Φέντιν.56 Πολεμούσαν λίγο και κατά αξιο θρήνητο τρόπο, αλλά δεν είχε και τόση σημασία αυτό. Έφταναν επίσης εφοδιοπομπές που αποσπάστηκαν, ένας Θεός ξέρει από
148
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πού, και πώς. Το γεγονός αυτό όμως ήταν το πιο αποτελεσμα τικό! Σταμάτησε έτσι ο θόρυβος γύρω από το ότι οι Λευκοί ε ί χαν τα τανκς. Ο Τρότσκι διέδωσε ότι το πεζικό μπορούσε και ήξερε να νικήσει τα τανκς. Δεν ξέρω ποιοι έξυπνοι αγκιτάτορες μετέφεραν αυτή τη φήμη, ίσως και να ήταν αλήθεια στο τέλος τέλος, ότι τα τανκς του Γιουντένιτς ήταν από βαμμένο ξύλο. Η πόλη καλύφθηκε με αληθινά οχυρώματα: τα κανόνια παρατά χθηκαν στον δρόμο σε συστοιχίες. Για την κατασκευή αυτών των οχυρωμάτων χρησιμοποιήθηκαν τα υλικά των υπόγειων α γωγών, δηλαδή μεγάλοι σωλήνες των υπονόμων. Οι αναρχικοί κινητοποιήθηκαν για την άμυνα. Το κόμμα τούς έδωσε όπλα. Το επιτελείο τους είχε την έδρα του μέσα στο ά δειο διαμέρισμα ενός οδοντογιατρού που είχε τραπεί σε φυγή. Εκεί βασίλευαν η αταξία και η συντροφικότητα. Εκεί βασίλευε το χαμόγελο μιας ξανθιάς νεαρής γυναίκας, απίστευτα χαριτω μένης με τα κοντοκουρεμένα της μαλλιά και το δερμάτινο α μπέχονο η οποία ερχόταν από την Ουκρανία, μιλούσε για φρικτές σφαγές και έφερνε νέα από τον Μάχνο. Η Μαρούσια Τσβέτκοβα έφερνε πραγματικά τον ήλιο ανάμεσα σ’ αυτούς τους γεμά τους έξαρση άνδρες. Και ήταν αυτοί που μέσα στη νύχτα του μεγαλύτερου κινδύνου, κατέλαβαν το τυπογραφείο της Πράβντα, της εφημερίδας των μπολσεβίκων τους οποίους απεχθάνονταν, για να το υπερασπίσουν, και τελικά να σκοτωθούν! Εντόπισαν ένα βράδυ, ανάμεσά τους, δύο Λευκούς οπλισμένους με χειρο βομβίδες. Τ ι να κάνουν; Τους κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο και κοιτάχτηκαν αναστατωμένοι; Να και εμείς δεσμοφύλακες, σαν τους ανθρώπους της Τσεκά! Περιφρονούσαν την Τσεκά με όλη τους την ψυχή. Η πρόταση να τουφεκιστούν αυτοί οι εχθροί, αυ τοί οι κατάσκοποι, απορρίφθηκε με τρόμο. Εμείς, εκτελεστές; Τελικά, ο φίλος μου Κολαμπούσκιν, από το Σλύσσελμπουργκ, παλιός κατάδικος, και ένας από τους οργανωτές του ανεφοδια σμού της Δημοκρατίας με καύσιμα, ανέλαβε να τους οδηγήσει51 στο φρούριο Πετροπαυλόφσκ, κάτι που δεν ήταν παρά ένας κα κός συμβιβασμός, αφού η Τσεκά τούς πήρε πίσω πολύ γρήγορα. Μέσα στο αυτοκίνητο της Μαύρης Φρουράς, ο Κολαμπούτσκιν,
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
149
που είχε κάνει κι ο ίδιος αυτή τη διαδρομή παλιότερα ανάμεσα στους χωροφύλακες του Τσάρου, είδε μπροστά του τα δύο πρό σωπα των ταλαιπωρημένων ανδρών και θυμήθηκε τη νιότη του. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και τους λέει ξαφνικά: «Ά ντε, πάρτε δρόμο, τομάρια!» Μετά επέστρεψε, ξαλαφρωμένος και λυπη μένος να μου αφηγηθεί αυτές τις αφόρητες στιγμές. «Δ εν ήμουν άραγε ηλίθιος;», με ρώτησε. «-Σχεδόν... -Ξέρεις, είμαι παρ’ ό λα αυτά ευχαριστημένος. -Το καταλαβαίνω αυτό, αν κα ι...» Η Πετρούπολη σώθηκε στις 21 Οκτωβρίου [1919] στη μάχη που έγινε στα υψώματα του Πούλκοβο, καμιά δεκαπενταριά χι λιόμετρα στα νότια της πόλης που ήταν σχεδόν περικυκλωμένη. Η ήττα μετατράπηκε σε μια τέτοια νίκη ώστε τα στρατεύματα του Γιουντένιτς παρασύρθηκαν μέσα στην πανωλεθρία προς τα σύνορα της Εσθονίας. Κάπου τριακόσιοι εργάτες που έσπευσαν από το Σλύσσελμπουργκ τα αναχαίτισαν και πάλι, σε μια κρί σιμη στιγμή, και σκοτώθηκαν από ένα σώμα αξιωματικών που πήγαιναν στη μάχη σαν σε παρέλαση. Το τελευταίο μήνυμα του Μάζιν-Λίχτενσταντ μου το έδωσαν μετά τη μάχη. Ήταν μια ε πιστολή που με παρακαλούσε να τη δώσω στη γυναίκα του. «Ό ταν στέλνει κάποιος τους άνδρες στον θάνατο», έγραφε, «πρέπει να πεθαίνει και ο ίδιος». Φοβερά πράγματα που δείχνουν πόσο βαθιές ήταν οι κοινω νικές και ψυχολογικές αιτίες --που είναι ένα-, η δύναμη της ε πανάστασης- το ίδιο θαύμα φαινομενικά πραγματοποιείται, ταυ τόχρονα, σε όλα τα μέτωπα του εμφυλίου. Όπως και παντού, στο τέλος Οκτωβρίου / αρχές Νοεμβρίου, η κατάσταση φαινόταν το ίδιο απελπιστική. Σ τη διάρκεια που εμείς πολεμούσαμε στα περίχωρα του Πούλκοβο, ο στρατός του στρατηγού Ντενίκιν ηττήθηκε, όχι μακριά από το Βορονέζ, από το κόκκινο ιππικό. Στις 14 Νοεμβρίου [1919] ο ναύαρχος Κολτσάκ, «ανώτατος αρ χηγός» έχανε την πρωτεύουσά του, το Ομσκ, στη δυτική Σιβη ρία. Ήταν η σωτηρία. Οι Λευκοί πλήρωναν με μια καταστροφή το βασικό τους σφάλμα να έχουν παντού στην εξουσία την πα λιά τριάδα των στρατηγών, από τον ανώτατο κλήρο και τους ση μαντικότερους ιδιοκτήτες. Μια τεράστια εμπιστοσύνη ξαναγεν-
150
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νιέται. Θυμόμουν τα λόγια του Μάζιν, στις μέρες της χειρότερης πείνας μας, όταν βλέπαμε ηλικιωμένους ανθρώπους να καταρρέ ουν στους δρόμους, κρατώντας ανάμεσα στα χέρια τους μια μ ι κρή μεταλλική κατσαρόλα. «Είμαστε, ωστόσο», μου έλεγε, «η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Μόνον εμείς φέρνουμε στον κό σμο μια καινούργια αρχή δικαιοσύνης και ορθολογιστικής οργά νωσης της εργασίας. Μόνον εμείς, σ’ αυτή την Ευρώπη την μπουχτισμένη από τον πόλεμο, όπου κανείς δεν θέλει πια να πο λεμήσει, μπορούμε να διαμορφώσουμε καινούργιους στρατούς, και θα μπορέσουμε αύριο να κάνουμε πραγματικά δίκαιους πο λέμους. Ο χάρτινος πύργος τους πρέπει να καταρρεύσει- όσο πιο πολύ διαρκεί, τόσο περισσότερο θα κοστίσει σε δυστυχία και αί μα». Ονομάζαμε «χάρτινο πύργο τους» τη Συνθήκη των Βερ σαλλιών που είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1919. Δημιουργήσαμε μαζί με τον Μαξίμ Γκόρκι, τον ιστορικό Ρ. Ε. Τσεγκόλεφ, τον βετεράνο της Θέλησης του Λαού Νοβορούσκι, το πρώτο μουσείο της Επανάστασης.58 Ο Ζινόβιεφ μάς πα ραχώρησε ένα μεγάλο μέρος των Χειμερινών Ανακτόρων. Περίμενε, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνώντων του κόμ ματος, να δημιουργηθεί, για να πούμε την αλήθεια, ένα μουσείο της Προπαγάνδας του μπολσεβικισμού, αλλά μη θέλοντας να συμφωνήσει με τους διανοούμενους επαναστάτες και να μη φα νεί ότι του λείπει το επιστημονικό πνεύμα, μας άφησε να κά νουμε μιαν αξιοπρεπή αρχή. Συνέχιζα να μελετώ τα αρχεία της Οχράνα.59 Τα τρομερά αποδεικτικά στοιχεία που έβρισκα εδώ παρουσίαζαν μοναδικό ψυχολογικό ενδιαφέρον- το πρακτικό όμως ενδιαφέρον αυτής της μελέτης ήταν ίσως πολύ μεγαλύτερο ακό μη. Για πρώτη φορά όλος ο μηχανισμός της αστυνομικής κατα πίεσης μιας απολυταρχικής αυτοκρατορίας είχε πέσει στα χέρια επαναστατών. Η γνώση αυτή μπορούσε να προμηθεύσει στους στρατιωτικούς άλλων χωρών χρήσιμες πληροφορίες- παρά τον ενθουσιασμό μας και την πεποίθηση ότι έχουμε δίκιο, δεν ήμα σταν σίγουροι ότι δεν θα μας απέλαυναν κάποια μέρα εξαιτίας της αντίδρασης. Ήμασταν μάλιστα σχεδόν πεπεισμένοι για το αντίθετο: ήταν μια θέση γενικά αποδεκτή, ότι ο Λένιν είχε πολ
3. Η Δ1ΑΛΤΣΗ KAI Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
151
λές φορές επαναλάβει, ότι η αγροτική και καθυστερημένη (από την άποψη της εκβιομηχάνησης) Ρωσία δεν μπορούσε να οικο δομήσει με τα δικά της μέσα ένα σοσιαλιστικό καθεστώς που να μπορεί να διαρκέσει- και ότι, κατά συνέπεια, αργά ή γρήγορα, αν η ευρωπαϊκή επανάσταση, δηλαδή τουλάχιστον η σοσιαλιστι κή επανάσταση στην κεντρική Ευρώπη, δεν διασφάλιζε για τον σοσιαλισμό μια βάση πολύ ευρύτερη και πολύ περισσότερο βιώ σιμη, θα καταλήγαμε στην ήττα. Τελικά, γνωρίζαμε ότι παλαιοί προβοκάτορες εργάζονταν ανάμεσά μας, έτοιμοι οι περισσότεροι να αναλάβουν δράση, και κάτι πολύ επικίνδυνο για μας, στο πλευρό της αντεπανάστασης. Το δικαστικό μέγαρο της Πετρούπολης είχε πυρποληθεί τις πρώτες μέρες της επανάστασης του Μαρτίου του 1917. Γνωρί ζαμε ότι η καταστροφή των αρχείων του, των δελτίων ανθρωπο μετρίας και του μυστικού γραφείου ήταν έργο ταυτόχρονα τόσο του υποκόσμου, που ενδιαφερόταν να εξαφανίσει αυτά τα ντο κουμέντα, όσο και των προβοκατόρων. Στην Κροστάνδη, ένας «επαναστάτης» που ήταν επίσης προβοκάτορας είχε κλέψει τα αρχεία της Ασφαλείας και τα είχε κάψει. Το μυστικό γραφείο της Οχράνα περιείχε τριάντα με σαράντα χιλιάδες φακέλους δραστήριων προβοκατόρων στη διάρκεια των είκοσι τελευταίων ετών. Κάνοντας έναν πρόχειρο υπολογισμό των πιθανοτήτων σχετικά με τους θανάτους και κάθε μορφής εκκαθάριση και λαμβάνοντας υπόψη τις περίπου τρεις χιλιάδες ανθρώπων που τους βγάλαμε τη μάσκα, χάρη στην υπομονετική εργασία των αρχειοθετών, εκτιμούμε ότι αρκετές χιλιάδες πρώην μυστικοί πράκτο ρες παραμένουν ενεργοί μέσα στην επανάσταση: τουλάχιστον πέντε χιλιάδες, δήλωνε ο ιστορικός Τσεγκόλεφ, ο οποίος μου αφηγήθηκε το εξής περιστατικό, που συνέβη σε μια μικρή πόλη στον Βόλγα. Μια επιτροπή που είχε συσταθεί από γνωστά μέ λη διαφορετικών κομμάτων της άκρας αριστεράς και ανέκρινε τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους της αυτοκρατορικής αστυνομίας ζήτησε συγνώμη που δεν μπορεί να κατονομάσει δύο από τους πρώην πράκτορες, διότι αυτοί αποτελούν μέρος της ίδιας της ε πιτροπής. Προτιμούσε αυτοί οι κύριοι, υπακούοντας στη φωνή
152
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
της συνείδησής τους, να αποκαλυφθούν μόνοι τους! Και δύο από τους «επαναστάτες» σηκώθηκαν αμήχανοι. Οι παλιοί μυστικοί πράκτορες, όλοι μυημένοι στην πολιτική ζωή, δίνοντας την εικό να του έμπειρου επαναστάτη, μη έχοντας κανέναν ηθικό ενδοια σμό, ενδιαφέρονταν να προσχωρήσουν στο κυβερνών κόμμα, και τους ήταν εύκολο πλέον να βρουν καλές δουλειές. Έπαιζαν λοι πόν κάποιο ρόλο στο καθεστώς- μαντεύαμε ότι μερικοί απ’ αυ τούς θα έπρεπε να έχουν ασκήσει πολύ κακή πολιτική, να έχουν τραβήξει τα πράγματα στα άκρα, να έχουν σπείρει την ανυπο ληψία. Οι περιπτώσεις που είχαν αποκαλυφθεί παρουσίαζαν ε ξαιρετική δυσκολία στον χειρισμό τους. Κατά κανόνα, οι φάκε λοι αναφέρονταν σε ένα ψευδώνυμο και χρειάζονταν πολύ προσε κτικές επαληθεύσεις για να επιτύχει κανείς την ταυτοποίηση. Το 1912, για παράδειγμα, υπήρχαν μέσα στις επαναστατικές ορ γανώσεις της Μόσχας -που δεν ήταν καθόλου μαζικές οργανώ σεις- πενήντα πέντε προβοκάτορες, εκ των οποίων δεκαεπτά σοσιαλεπαναστάτες, είκοσι σοσιαλδημοκτράτες, μενσεβίκοι και μπολσεβίκοι, τρεις αναρχικοί, έντεκα φοιτητές, και αρκετοί φι λελεύθεροι. Την ίδια εποχή, ο αρχηγός του μπολσεβίκικου τμή ματος στη Δούμα, και εκπρόσωπος του Λένιν, ήταν ένας προ βοκάτορας, ο Μαλινόφσκι-60 ο αρχηγός της τρομοκρατικής οργά νωσης του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος, μέλος της Κεντρι κής Επιτροπής αυτού του κόμματος, ήταν ένας πράκτορας της Οχράνα, ο Έβνο Άζεφ61 (από το 1913 μέχρι το 1908), τον καιρό που γίνονταν οι πιο σοβαρές απόπειρες. Γύρω στο 1930 -για να τα πούμε όλα με μια λέξη-, αρκετοί πρώην πράκτορες-προβοκάτορες ξεσκεπάστηκαν ανάμεσα στους Ιθύνοντες, στην Πετρού πολη! Βρήκα έναν εκπληκτικό φάκελο όλον αποκρυπτογραφημένο, τον φάκελο 378, της Τζ. Ορέστοβνα Σέροβα, της γυναίκας ενός μπολσεβίκου βουλευτή της Δεύτερης Δούμας της Αυτοκρα τορίας, σπουδαίου στρατιωτικού, που τουφεκίστηκε το 1918 στη Τσίτα. Οι ενέργειες της Σέροβα, απαριθμιζόμενες μέσα σε μια αναφορά προς το Υπουργείο, αποκάλυπταν ότι είχε παραδώσει αποθήκες όπλων και πυρομαχικών (εξαιτίας της είχε συλληφθεί ο Ρύκοφ, ο Κάμενεφ και πολλοί άλλοι), και ότι κατασκόπευε ε
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
153
πί μακρόν τις επιτροπές του κόμματος. Την υποψιάστηκαν τε λικά και την κρατούσαν σε απόσταση, ενώ εκείνη έγραφε στον αρχηγό της μυστικής αστυνομίας, τον Φεβρουάριο του 1917, με ρικές εβδομάδες πριν την πτώση της απολυταρχίας, ότι «μπρο στά στα μεγάλα γεγονότα που πλησιάζουν» ζητούσε και πάλι να της αναθέσουν υπηρεσία- ξαναπαντρεύεται έναν μπολσεβίκο ερ γάτη, και ξανάρχισε πάλι να εργάζεται! Οι επιστολές έδειχναν μια γυναίκα πρακτικά έξυπνη, αφοσιωμένη, άπληστη για χρή ματα, ίσως υστερική. Μιλούσαμε ένα βράδυ, μεταξύ φίλων π ί νοντας το τσάι μας, για αυτή την περίπτωση, από ψυχολογικής πλευράς. Μια ηλικιωμένη συντρόφισσα σηκώθηκε εκνευρισμένη: «η Σέροβα; Μα τη συνάντησα πρόσφατα στην πόλη! Έχει ξα ναπαντρευτεί με έναν σύντροφο του τμήματος του Βύμποργκ!» Η Σέροβα τελικά συνελήφθη και τουφεκίστηκε. Οι προβοκάτορες έχουν πολλές φορές διπλή ψυχολογία. Ο Γκόρκι μού έδειξε μια επιστολή που του έγραψε ένας απ’ αυ τούς, που δεν είχε αποκαλυφθεί, λέγοντας στην ουσία: «Περιφρονούσα τον εαυτό μου, ήξερα όμως ότι οι άθλιες μικρές προ δοσίες μου δεν θα εμπόδιζαν την επανάσταση να τραβήξει τον δρόμο της». Οι οδηγίες της Οχράνα συνέστησαν στην υπηρεσία να απευθύνεται σε επαναστάτες με αδύναμο χαρακτήρα, πικρα μένους και απογοητευμένους- να εκμεταλλεύεται τυχόν ερωτικές αντιζηλίες- να διευκολύνει την πολιτική ανέλιξη των καλών πρα κτόρων, παραμερίζοντας τους πιο χαρακτηρισμένους στρατολογημένους. Ο παλιός δικηγόρος Κοζλόφσκι, που ήταν ο πρώτος λαϊκός κομισάριος στις δίκες, μοιράστηκε μαζί μου τις εντυπώ σεις που είχε από τον Μαλινόφσκι. Ο παλιός μπολσεβίκος αρχη γός της Δούμας, ενώ έχει ήδη αποκαλυφθεί, επιστρέφει από τη Γερμανία στη Ρωσία, το 1918, παρουσιάζεται στο Σμόλνυ, και ζητά να τον συλλάβους. «Μαλινόφσκι;» Δεν σας γνωρίζουμε, του απάντησε ο διοικητής υπηρεσίας της φρουράς. Πηγαίνετε να τα εξηγήσετε στην Επιτροπή του κόμματος!» Ο Κοζλόφσκι ανέκρινε τον Μαλινόφσκι. Αυτός έλεγε ότι δεν μπορούσε να ζήσει έξω από την επανάσταση. «Ήμουν διπλός χωρίς να το θέλω, συμφωνώ ότι πρέπει να τουφεκιστώ!» Διατήρησε αυτή τη στά
154
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ση μπροστά στο επαναστατικό Δικαστήριο. Ο Κρυλένκο62 ξι φούλκησε αλύπητα εναντίον του -«ο τυχοδιώκτης παίζει το τε λευταίο του χαρτί!» - και ο Μαλινόφσκι τουφεκίστηκε στους κήπους του Κρεμλίνου. Τπάρχουν αρκετοί λόγοι που με οδηγούν στη σκέψη ότι έλεγε απλά την αλήθεια και αν τον είχαν αφήσει να ζήσει, θα είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του όπως και οι άλ λοι. Αλλά, πόση εμπιστοσύνη μπορούν να έχουν οι άλλοι στο πρόσωπό του; Ο Γκόρκι υπερασπιζόταν τη ζωή των προβοκατόρων, που εκ προσωπούσαν στα μάτια του μια μοναδική κοινωνική και ψυχο λογική εμπειρία. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι είδη τεράτων που πρέπει κανείς να τα διατηρήσει προκειμένου να τα μελετήσει». Υπερασπιζόταν με τα ίδια επιχειρήματα τη ζωή των υψηλόβαθ μων υπαλλήλων της πολιτικής αστυνομίας του Τσάρου. (Θυμά μαι μια συζήτηση σχετικά με αυτά τα θέματα η οποία εκτράπηκε προς τη συζήτηση για το εάν είναι αναγκαίο να εφαρμοσθεί ή όχι η ποινή του θανάτου στα παιδιά. Η παιδική εγκλη ματικότητα απασχολούσε τους διοικούντες του Σοβιέτ. Παιδιά εγκαταλελειμμένα μαζεύονταν και οργανώνονταν σε αληθινές συμμορίες* τα βάζαμε σε αναμορφωτήρια ανηλίκων όπου συνέχι ζαν να πεθαίνουν από την πείνα, δραπέτευαν και ξανάρχιζαν α πό την αρχή. Μια όμορφη μικρή που την έλεγαν Όλγα και ήταν δεκατεσσάρων χρονών είχε στο ενεργητικό της αρκετές δολοφο νίες παιδιών και αρκετές αποδράσεις- οργάνωνε την κλοπή δια μερισμάτων απ’ όπου έλειπαν οι γονείς έχοντας αφήσει μόνο του κάποιο παιδί. Εκείνη του μιλούσε πίσω από την πόρτα, το έκα νε να αισθάνεται σιγουριά και στην συνέχεια το έπειθε να ανοί ξει την πόρτα... Τ ι να κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση; Ο Γκόρκι υποστήριζε τη δημιουργία αποικιών για μικρούς εγκληματίες στον Βορρά, όπου η ζωή είναι σκληρή και η περιπέτεια πάντα παρούσα. Δεν ξέρω τελικά τι έκαναν.) Υπάρχουν επίσης άφθονα γραπτά ντοκουμέντα σχετικά με τις μυστικές υπηρεσίες της Οχράνα στο εξωτερικό. Είχε πρά κτορες όπου υπήρχε μετανάστευση και βέβαια στους κύκλους των δημοσιογράφων και των πολιτικών από διάφορες χώρες.
3. Η Δ1ΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
155
Απασχολούνταν με τη διαφθορά του Τύπου. Ξέρουμε τι είπε ο υψηλόβαθμος υπάλληλος Ρατσκόφσκι, σε αποστολή στο Παρίσι την εποχή της γαλλορωσσικής συμμαχίας, σχετικά με «την α πίστευτη δωροδοκία του γαλλικού Τύπου». Βρήκαμε τελικά μέ σα στα αρχεία και ευσυνείδητες ιστορικές εργασίες για τα επα ναστατικά κόμματα, γραμμένες από τους αρχηγούς της αστυνο μίας. Σ τη συνέχεια δημοσιεύθηκαν. Και είναι τα μόνα κείμενα που υπάρχουν! Εκτεθειμένα στην αίθουσα με τους μαλαχίτες των Χειμερινών Ανακτόρων, της οποίος τα παράθυρα βλέπουν το κάστρο Πετροπαυλόφσκ που είναι η δική μας Βαστίλλη, αυ τά τα κείμενα της φοβερής μηχανουργίας της αστυνομίας προσφέρονταν για γαλήνιους στοχασμούς. Έδιναν την αίσθηση της τελικής αδυναμίας της καταπίεσης, όταν αυτή προσπάθησε να εμποδίσει μια ιστορική εξέλιξη που είχε καταστεί αναγκαία, να υπερασπισθεί ένα καθεστώς που ήταν αντίθετο με τις ανάγκες της κοινωνίας. Όσο έντονα κι αν χρησιμοποιείται σ’ αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί πλέον η καταπίεση να κάνει τίποτ’ άλ λο παρά να πολλαπλασιάζει τις δυστυχίες και απλώς να κερδί ζει χρόνο. Ο εμφύλιος έμοιαζε να τελειώνει. Ο εθνικός στρατός του στρατηγού Ντενίκιν είχε τραπεί σε φυγή διαμέσου της Ουκρα νίας. Ο στρατός του ναυάρχου Κολτσάκ, καταδιωκόμενος από τους κόκκινους παρτιζάνους, οπισθοχώρησε στη Σιβηρία. Μέσα στο κόμμα άρχισε να διαφαίνεται όλο και περισσότερο, η ιδέα μιας εξομάλυνσης. Ο Ριαζάνοφ63 ζητούσε ακατάπαυτα την κα τάργηση της ποινής του θανάτου. Η Τσεκά δεν ήταν δημοφιλής. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1920, ο Τζερζίνσκι, σε συμφωνία με τον Λένιν και τον Τρότσκι, πρότεινε την κατάργηση της ποινής του θανάτου μέσα στη χώρα, με την εξαίρεση των περιοχών ό που γίνονταν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το διάταγμα έγινε δε κτό από την κυβέρνηση και υπεγράφη από τον Λένιν, πρόεδρο του Συμβουλίου των λαϊκών κομισάριων του λαού, στις 17 Ιανουαρίου. Εδώ και κάποιες μέρες, οι φυλακές, ξέχειλες από υ πόπτους, ζούσαν μέσα σε μια τεταμένη αναμονή. Έμαθαν αμέ σως το καταπληκτικό νέο, το τέλος της τρομοκρατίας! Το διά
156
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ταγμα δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Στις 18 ή στις 19, στο Σμόλνυ, οι σύντροφοι μου ανακοίνωσαν με μισή φω νή την τραγωδία της νύχτας - για την οποία δεν θα μιλούσαν ποτέ πια με δυνατή φωνή. Σ τη διάρκεια που οι εφημερίδες τύ πωναν το διάταγμα, η Τσεκά της Πετρούπολης και της Μόσχας «ρευστοποιούσε το στοκ της». Οι ύποπτοι μεταφέρθηκαν νύχτα με κάρα, έξω από την πόλη, και εκτελέστηκαν επί τόπου. Πό σοι, άραγε; Στην Πετρούπολη, ανάμεσα σε εκατόν πενήντα και διακόσιους, στη Μόσχα, λένε, ανάμεσα σε διακόσιους και τριακόσιους. Τις επόμενες μέρες, την αυγή, οι οικογένειες των σκο τωμένων, πήγαν διασχίζοντας ένα αριστερό στρατόπεδο, πρό σφατα δραστηριοποιημένο, για να μαζέψουν τα λείψανα, τα κου μπιά, κομμάτια από κάλτσες. Η Τσεκά είχε θέσει την κυβέρνη ση μπροστά σε ένα τετελεσμένο γεγονός. Πολύ αργότερα, γνώ ρισα προσωπικά έναν από τους υπεύθυνους της τραγωδίας της Πετρούπολης, τον οποίο θα ονομάσω Λεονίντοφ. «Σκεφτήκαμ ε», μου είπε, «ότι αν οι λαϊκοί κομισάριοι θέλανε να κάνουν τους ουμανιστές, ήταν δική τους υπόθεση. Η δική μας υπόθεση ήταν να διαλύσουμε για πάντα την αντεπανάσταση και ας μας τουφέκιζαν στη συνέχεια, αν ήθελαν!». Αυτή υπήρξε στην πραγ ματικότητα μια αποτρόπαια τραγωδία, αποτέλεσμα της επαγ γελματικής ψύχωσης. Ο Λεονίντοφ, εξ άλλου, όταν τον γνώρι σα, ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν μισότρελος. Ανάμεσα στα θύματα, οι αμετανόητοι αντεπαναστάτες δεν αποτελούσαν κατά πάσα πιθανότητα, παρά ένα ελάχιστο ποσοστό. Μερικούς μήνες αργό τερα, στο διάστημα που η γυναίκα μου ήταν ετοιμόγεννη, έπιασα κουβέντα με μιαν ασθενή που είχε φέρει στον κόσμο ένα πε θαμένο μωρό. Ο άντρας της, ο μηχανικός Τρότσκι ή Τρόντσκι, είχε τουφεκιστεί στη διάρκεια εκείνης της τρομερής νύχτας. Ήταν ένας πρώην σοσιαλεπαναστάτης της επανάστασης του 1905, που φυλακίστηκε για κερδοσκοπία, δηλαδή επειδή αγόρα σε ζάχαρη στη μαύρη αγορά! Κατόρθωσα να επαληθεύσω αυτές τις πληροφορίες. Ακόμη και στο Σμόλνυ, κάλυπταν το δράμα αυτό μ ’ έναν πέπλο μυστηρίου. Επιβάρυνε, ωστόσο το καθε στώς με μια βαθιά ανυποληψία. Ήταν προφανές -τόσο για μένα
3. Η ΔΙΑΛΓΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
157
όσο και για τους άλλους- ότι η κατάργηση των σωμάτων της Τσεκά, η αναβίωση των τακτικών δικαστηρίων και των δικαιω μάτων της υπεράσπισης ήταν από δω και πέρα οι όροι της ε σωτερικής σωτηρίας της επανάστασης. Δεν μπορούσαμε όμως να κάνουμε τίποτε. Το Πολιτικό Γραφείο, που απαρτιζόταν από τους Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Ρύκοφ και Μπουχάριν, έθετε το πρόβλημα χωρίς να τολμά να το επιλύσει, αμφι βάλλοντας και οι ίδιοι, είμαι σχεδόν βέβαιος, μέσα σε μια ψύχω ση φόβου και άτεγκτης εξουσίας. Οι αναρχικοί είχαν δίκιο ενά ντια στην εξουσία όταν έγραφαν στις μαύρες τους σημαίες ότι «δεν υπάρχει χειρότερο δηλητήριο από την εξουσία», την απόλυ τη εξουσία, βεβαίως. Από εκείνη τη στιγμή, η ψύχωση της α πόλυτης εξουσίας κυριαρχούσε στη μεγάλη πλειοψηφία των διοικούντων, κυρίως στη βάση. Θα μπορούσα να αναφέρω αναρίθ μητα παραδείγματα. Προέκυπτε από το σύμπλεγμα κατωτερό τητας των καταπιεσμένων, των υποδουλωμένων, των ταπεινω μένων του παρελθόντος* από την παράδοση της απολυταρχίας, που ακούσια επανεμφανιζόταν σε κάθε βήμα’ από την ασυνείδη τη μνησικακία των παλιών κρατουμένων και των διασωθέντων από την κρεμάλα και τις αυτοκρατορικές φυλακές· από την κα ταστροφή του ανθρώπινου συναισθήματος μέσα στον πόλεμο και τον εμφύλιο- από τον φόβο και την απόφαση για αγώνα μέχρι θανάτου. Αυτά τα συναισθήματα είχαν αναζωπυρωθεί από τις φρικαλεότητες της λευκής τρομοκρατίας. Στο Περμ, ο ναύαρχος Κολτσάκ είχε διατάξει να σκοτώσουν κάπου τέσσερις χιλιάδες εργάτες από τους πενήντα πέντε χιλιάδες κατοίκους. Σ τη Φ ι λανδία, είχαν σφαγιασθεί κάπου δεκαπέντε με δεκαεπτά χιλιά δες Κόκκινοι. Μόνο στη μικρή πόλη του Προσκούροφ, είχαν σφαγιασθεί αρκετές χιλιάδες Εβραίων. Ακούγαμε αυτά τα νέα, αυ τές τις αφηγήσεις, αυτές τις απίστευτες στατιστικές. Τον Όττο Κορβίν,« μόλις τον είχαν απαγχονίσει στη Βουδαπέστη, μαζί με τους φίλους του, μπροστά στα μάτια ενός ξεσηκωμένου πλήθους. Παραμένω πεπεισμένος ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ή ταν ωστόσο πολύ πιο δυνατή και πιο ξεκάθαρη αν οι άνθρωποι που κατείχαν την ανώτατη εξουσία, αγωνίζονταν να υπερασπί
158
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σουν και να εγκαθιδρύσουν, με όση ενέργεια απέδειξαν για να νι κήσουν, τις αρχές του ουμανισμού απέναντι στον νικημένο εχθρό. Ξέρω ότι είχαν την πρόθεση· δεν είχαν όμως τη βούληση. Ξέρω ότι αυτοί οι άνδρες ήταν σπουδαίοι’ σ’ αυτό το σημείο, όμως, αυτοί που ανήκαν τελικά στο μέλλον, βρέθηκαν να είναι δέσμιοι του παρελθόντος. Η άνοιξη του 1920 ξεκίνησε με μια νίκη (την κατάκτηση του Αρχαγγέλου, που είχε εκκενωθεί από τους Βρετανούς) - και ξαφνικά άλλαξε το τοπίο. Εμφανίστηκε πάλι ο θανάσιμος κίν δυνος: η επιθετικότητα της Πολωνίας. Υπήρχαν μέσα στους φακέλους της Οχράνα τα πορτρέτα του Πιλσούντσκι που είχε καταδικαστεί παλιά για συνωμοσία ενάντια στη ζωή του Τσά ρου. Συνάντησα ένα γιατρό που είχε φροντίσει τον Πιλσούντσκι σε ένα νοσοκομείο της Πετρούπολης, όπου προκειμένου να δρα πετεύσει υποκρίθηκε -μ ε μια μοναδική τελειότητα- τον τρελό. Επαναστάτης και τρομοκράτης ο ίδιος, έστελνε τώρα τις λεγε ώνες του εναντίον μας. Ένα κίνημα εξαγριωμένο και ενθουσιώ δες του απάντησε. Παλιοί στρατηγοί του Τσάρου, που είχαν γλι τώσει, κατά τύχη, από τις σφαγές, ο Μπρουσίλοφ και ο Παλιβάνοφ, προσφέρθηκαν να αγωνισθούν ανταποκρινόμενοι σε πρό σκληση του Τρότσκι. Έβλεπα τον Γκόρκι να ξεσπά σε λυγμούς, προσφωνώντας από το ύψος ενός μπαλκονιού στο Νιέφσκι, ένα τάγμα που έφευγε για το μέτωπο. «Πότε θα σταματήσουμε, ά ραγε, να σκοτωνόμαστε και να σφαζόμαστε;», μουρμούριζε κά τω από το φουντωτό του μουστάκι. Η ποινή του θανάτου άρχι σε να ισχύει ξανά, η Τσεκά επανήλθε μέσα στο κλίμα της ή τ τας, με αυξημένες εξουσίες. Οι Πολωνοί έμπαιναν στο Κίεβο. Ο Ζινόβιεφ έλεγε: «Η σωτηρία μας βρίσκεται στη Διεθνή». Αυτή ήταν και η άποψη του Λένιν. Μέσα στη δίνη του πολέμου, βια στικά, συνέρχονταν το Δεύτερο Συνέδριο“ της Κομμουνιστικής Διεθνούς. [Εργαζόμουν, κυριολεκτικά, μέρα και νύχτα για την προετοιμασία τους, σχεδόν μόνος μου, χάρη στις γλώσσες66 που γνώριζα και χάρη στη σχέση μου με τη Δύση, προσπαθώντας να εκπληρώνω ένα πλήθος στόχων.]* Υποδέχτηκα τον Λάνσμπερυ,67 τον Άγγλο ειρηνιστή, και τον Τζων Ρηντ,68 όταν έφτασαν έκρυ
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
159
βα έναν εκπρόσωπο των κομμουνιστών της ουγγρικής αριστεράς, που ήταν αντίπαλοι του Μπέλα Κουν και κατά κάποιον τρό πο προσκείμενοι στον Ρακόφσκι. Τυπώναμε την επιθεώρηση της Διεθνούς σε τέσσερις γλώσσες.® Στέλναμε κρυφά μηνύματα και πάλι μηνύματα στο εξωτερικό μέσα από διαφορετικούς πε ριπετειώδεις δρόμους. Μετέφραζα τα μηνύματα του Λένιν. Με τέφραζα70 επίσης το βιβλίο που είχε γράψει ο Τρότσκι στο τρέ νο με το οποίο πήγαινε στα μέτωπα, Τρομοκρατία και Κομ μουνισμός™ με το οποίο υποστήριζε την αναγκαιότητα μιας μακράς δικτατορίας, στη διάρκεια της «περιόδου μετάβασης στον σοσιαλισμό»: για αρκετές δεκαετίες χωρίς αμφιβολία. Αυτή η α καμψία της σκέψης με τρόμαζε κάπως για τον σχηματικό και βολονταριστικό της χαρακτήρα. Τπήρχε έλλειψη των πάντων: έλλειψη συνεργατών, χαρτιού, μελάνης, ακόμη και του ψωμιού, και των μέσων επικοινωνίας. Πίναμε το τσάι μας σε μια μικρή αίθουσα δεξιώσεων του Σμόλνυ- ήμουν μαζί με τον Γκριγκόρι Εβντοκίμοφ και τον εκ πρόσωπο του CNT της Ισπανίας, τον Άνχελ Πεστάνια,72 όταν μπήκε ο Λένιν. 'Ελαμπε χαιρετώντας και σφίγγοντας τα τεντω μένα χέρια και αγκαλιάζοντας δεξιά και αριστερά. Με τον Εβντοκίμοφ αγκαλιάστηκαν με ενθουσιασμό, κοιτώντας ο ένας τον άλλον με χαρά στα μάτια, ευτυχισμένοι σαν μεγάλα παιδιά. Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς φορούσε ένα από τα παλιά του σακάκια του εμιγκρέ, που τα είχε ίσως φέρει από τη Ζυρίχη, και με τα οποία τον έβλεπα όλες τις εποχές. Σχεδόν φαλακρός, με κρανίο ψηλό και καμπύλο, σταθερό μέτωπο και με τα συνηθισμένα χαρακτη ριστικά του Ρώσου, ένα πρόσωπο ροδαλό, εντυπωσιακά φρέσκο, ένα μικρό κοκκινωπό γενάκι, προεξέχοντα ζυγωματικά, μάτια που και η υποψία ενός χαμόγελου τα έκανε να φαίνονται λοξά, βλέμμα γκριζοπράσινο, και έναν αέρα καλοσύνης και χαρούμενης πονηριάς. Η ίδια η απλότητα. Ζούσε ακόμη στο Κρεμλίνο σε έ να μικρό διαμέρισμα όπου έμενε το προσωπικό των ανακτόρων. * Φράση που έχει απαλειφθεί από τον Σερζ, από μετριοφροσύνη. Ωστό σο είναι απολύτως ακριβής.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Τον περασμένο χειμώνα δεν είχε, ούτε και εκείνος, θέρμανση. Οταν πήγαινε στον κουρέα, περίμενε τη σειρά του καθώς έβρι σκε ότι ήταν υπερβολικά αγενές να προηγηθεί των υπολοίπων. Μια ηλικιωμένη υπηρέτρια του φρόντιζε το σπίτι και του σιδέ ρωνε τα ρούχα του. Ήταν γνωστός ως ο εγκέφαλος του κόμμα τος και πρόσφατα, σε σημαντικές περιπτώσεις, δεν υπήρξε με γαλύτερη απειλή από το να παραιτηθεί από την Κεντρική Ε π ι τροπή για να απευθυνθεί στους αγωνιστές! Επιθυμούσε τη δη μοτικότητα του μπαλκονιού, την επιβεβαίωση από τις μάζες, χωρίς επισημότητες ούτε εθιμοτυπίες. Στους τρόπους του και στη συμπεριφορά του δεν υπήρχε η ελάχιστη ένδειξη εξουσια στικού ύφους. Είχε τις σοβαρές απαιτήσεις που έχει ένας τεχνοκράτης που θέλει να γίνει η δουλειά σωστά και καλά και βέβαια στην ώρα της, και τη δεδηλωμένη επιθυμία να υπάρχει σεβα σμός στους καινούργιους θεσμούς και να μην εξασθενούν σε ση μείο ώστε να καταντούν απλώς συμβολικοί. Την ίδια μέρα ή την επομένη μίλησε για αρκετές ώρες στην πρώτη επίσημη συγκέ ντρωση του συνεδρίου, στα ανάκτορα της Ταυρίδας, κάτω από το λευκό περιστύλιο. Ο λόγος του ήταν μια πραγματεία σχετικά με την ιστορική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη συνθή κη των Βερσαλλιών. Αναφέρθηκε πολλές φορές στον Μέυναρντ Κέυνς73 θέλοντας να δείξει τη μη βιωσιμότητα αυτής της Ευρώ πης που αυθαίρετα τεμαχίστηκε από τους νικηφόρους ιμπεριαλι σμούς, την αδυναμία της Γερμανίας να αντέξει επί μακρόν τα μέτρα που της επιβλήθηκαν, και συνόψισε μιλώντας για το ανέ φικτο μιας προσεχούς ευρωπαϊκής επανάστασης προορισμένης να υποκινήσει και τους αποικιακούς λαούς της Ασίας. Δεν ήταν ούτε σπουδαίος ρήτορας ούτε σπουδαίος ομιλητής. Δεν χρησιμο ποιούσε καμιά ρητορική, δεν αναζητούσε τίποτε για να εντυπω σιάσει το κοινό. Το λεξιλόγιό του ήταν το λεξιλόγιο που χρησι μοποιεί κανείς σε μια συζήτηση, και έκανε πολλές και διαφορε τικές επαναλήψεις έτσι ώστε να στεριωθεί η ιδέα ακριβώς όπως στεριώνει ένα καρφί. Δεν ήταν ποτέ πληκτικό κυρίως εξαιτίας της πειστικής μιμικής του και της δικαιολογημένης πεποίθησης που αισθανόταν, για αυτά που υποστήριζε. Χρησιμοποιούσε οι
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
161
κείες χειρονομίες όπως το να ανασηκώνει το χέρι για να υπο γραμμίσει τη σπουδαιότητα αυτού που είχε λεχθεί, στη συνέχεια να σκύβει προς το ακροατήριο, χαμογελαστός και σοβαρός, με τις παλάμες να κοιτούν προς τα πάνω σε μια κίνηση σαν να έ λεγε: δεν είναι προφανές; Ένας άνδρας, ουσιαστικά, απλός που σου μιλούσε έντιμα και δεν επικαλούνταν παρά το δικό σου λο γικό, τα γεγονότα και την αναγκαιότητα. «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα», του άρεσε να επαναλαμβάνει. Ήταν η ίδια η απλή λογική, σε βαθμό που απογοήτευε τους Γάλλους εκπροσώπους που ήταν συνηθισμένοι στις υψηλές κοινοβουλευτικές ρητορείες. «Ο Λένιν χάνει πολύ από το κύρος του όταν τον γνωρίζεις από κοντά», μου έλεγε ένας απ’ αυτούς. (Ο Ζινόβιεφ είχε παραγγείλει στον ζωγράφο Ισαάκ Μπρόντσκι έναν μεγάλο πίνακα να αναπαριστά αυτή την ιστορική συ νάντηση. Ο Μπρόντσκι έκανε τα προσχέδια. Χρόνια αργότερα, ο ζωγράφος εξακολουθούσε να τροποποιεί τον πίνακα αντικαθι στώντας κάποιους βοηθούς με άλλους στα μέτρα ακριβώς που οι κρίσεις και ο αντιθέσεις τροποποιούσαν τη σύνθεση της Εκ τε λεστικής εκείνη τη στιγμή...) Το Δεύτερο Συνέδριο της Κ .Δ . συνέχιζε τις εργασίες του στη Μόσχα.74 Συνεργάτες και ξένοι εκπρόσωποι έμεναν σε ένα ξενο δοχείο του κέντρου, το Ντιελοβόι Ντβορ, στο τέλος μιας φαρδιάς λεωφόρου που η μία της πλευρά καλυπτόταν από το λευκό τοί χος του Κιτάι-Γκορντ. Μεσαιωνικές πύλες, κάτω από έναν πα λιό πυργίσκο οδηγούσαν, όχι μακριά από εκεί, στην Βαρβάρκα, όπου βρισκόταν το θρυλικό σπίτι του πρώτου Ρομανώφ.75 Από ε κεί πηγαίναμε στο Κρεμλίνο, που βρισκόταν στο κέντρο αυτού του χώρου, και του οποίου όλες οι είσοδοι φυλάσσονταν από σκο πούς που εξακρίβωναν ποιος επιτρεπόταν να μπει και ποιος όχι. Η διπλή εξουσία της επανάστασης, η σοβιετική κυβέρνηση και η Διεθνής, είχαν εδώ την έδρα τους μέσα στα ανάκτορα της α πολυταρχίας, ανάμεσα στις παλιές βυζαντινές εκκλησίες. Η μό νη πόλη που δεν γνώριζαν οι ξένοι εκπρόσωποι -και η έλλειψη περιέργειάς τους με παραξένευε- ήταν η ζωντανή Μόσχα με τις μερίδες πείνας, τις συλλήψεις, τις βρόμικες ιστορίες των φυλα
162
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κών, και τα παρασκήνια της κερδοσκοπίας. Σιτίζονταν πολυτελώς, μέσα στη γενική μιζέρια (παρόλο που τους πρόσφεραν αρ κετά χαλασμένα αυγά...), τριγύριζαν στα μουσεία και στα ε στιατόρια και οι εκπρόσωποι του παγκόσμιου σοσιαλισμού είχαν ένα ύφος σαν να βρίσκονταν σε διακοπές ή σαν να έκαναν τουρι σμό στη βομβαρδισμένη, την αιματοβαμμένη δημοκρατία μας με τις ανοιχτές πληγές. Ανακάλυψα μια ακόμη μορφή ασυνειδησίας, μαρξιστικής ασυνειδησίας. Ένας αρχηγός του γερμανικού κόμ ματος, ο Πάουλ Λέβι,76 αθλητικός και γεμάτος σιγουριά, μου έ λεγε με φυσικό ύφος ότι «για έναν μαρξιστή, οι εσωτερικές α ντιφάσεις της Ρωσικής επανάστασης δεν ήταν τίποτε το εκ πληκτικό», και αναμφίβολα έλεγε την αλήθεια, αλλά μια τόσο γενική αλήθεια που χρησίμευε σαν μια οθόνη για να παρακάμψει τη θέα της άμεσης πραγματικότητας, η οποία έχει, ωστό σο, τη σημασία της. Η πλειοψηφία των μαρξιστών της αριστεράς, που είχαν προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό, υιοθετούσαν αυτή την αλαζονική στάση. Οι λέξεις «δικτατορία του προλετα ριάτου» τούς τα ερμήνευε όλα, μαγικά, χωρίς να τους περνάει α πό το μυαλό η ιδέα να αναρωτηθούν πού βρισκόταν, τι σκεφτό ταν, τι αισθανόταν, τ ι έκανε ο προλετάριος δικτάτορας. Οι σο σιαλδημοκράτες, αντίθετα, είχαν κριτικό πνεύμα και έλλειψη κατανόησης. Και στους καλύτερους απ’ αυτούς -σκέφτομαι τους Γερμανούς, Ντάουμιγκ, Κρίσπιεν, Ντίτμαν77- ένας σοσιαλιστι κός ουμανισμός που είχε ήσυχα αστικοποιηθεί υπέφερε από το τραχύ κλίμα της επανάστασης σε σημείο να αντιστέκεται σε κάθε άτεγκτη σκέψη. Οι αναρχικοί εκπρόσωποι με τους οποίους συζητούσα συχνά αισθάνονταν έναν υγιή τρόμο για τις «επίση μες αλήθειες», τις ματαιότητες της εξουσίας, και μια παθιασμέ νη ανάγκη για πραγματική ζωή· αλλά φορείς καθώς ήταν ενός δόγματος κυρίως συναισθηματικού, μη γνωρίζοντας πολιτική οι κονομία και μη έχοντας ποτέ θέσει το πρόβλημα της εξουσίας, τους ήταν σχεδόν αδύνατο να φθάσουν με μια θεωρητική κατα νόηση αυτού που συνέβαινε. Ήταν αξιοθαύμαστα καλά παιδιά που είχαν παραμείνει στο σύνολό τους στις ρομαντικές θέσεις της «παγκόσμιας επανάστασης», όπως μπόρεσαν να την εκπρο
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
σωπήσουν οι ελευθεριακοί τεχνίτες στα 1848 μέχρι 1860, πριν α πό τη διαμόρφωση της μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας και του προλεταριάτου: ο Άνχελ Πεστάνια, από τη Βαρκελώνη, εργάτης ωρολογοποιός, ρήτορας της CNT, δύσπιστος και αδύνατος, με κατάμαυρα μάτια και κατάμαυρο μικρό μουστάκι- ο Αρμάντο Μπόργκι,78 της ιταλικής Unione Syndicate, με το γενάκι του- ο Aug. Souchy,'9 με κοκκινόμαλο κεφάλι πολέμαρχου, εκπρόσωπος των Γερμανών και Σουηδών συνδικαλιστών ο Λεπετί,® εύρω στος σκαφτιάς της γαλλικής CGT και του Libertaire,81 ο οποίος ορκίστηκε αμέσως ότι στη Γαλλία «η επανάσταση θα γίνει τε λείως διαφορετικά». Ο Λένιν είχε την τάση να συμμαχεί με τους «καλύτερους των αναρχικών». Εκτός της Ρωσίας και ίσως και της Βουλγαρίας, δεν υπήρ χαν ακόμη κομμουνιστές στον κόσμο. Οι παλιές επαναστατικές σχολές και η νέα γενεά που είχε βγει από τον πόλεμο βρίσκο νταν απείρως μακριά από την μπολσεβίκικη νοοτροπία. Το σύ νολο αυτών των ανθρώπων φανέρωνε κινήματα που είχαν ξεπεραστεί από τα γεγονότα, πολλή καλή θέληση και ελάχιστες ι κανότητες. Το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα εκπροσωπούνταν α πό τον Μαρσέλ Κασέν και τον Λ.Ο. Φροσσάρ.® Ο Κασέν οσμι ζόταν τον αέρα κατά τη συνήθειά του και, πιστός στη δημοτικότητά του, ελισσόταν προς την αριστερά, αφού είχε συνεργασθεί για τη γαλλική κυβέρνηση με τις πολεμοχαρείς εκστρατεί ες του Μουσολίνι στην Ιταλία (1916). Πηγαίνοντας στη Ρωσία, ο Κασέν και ο Φροσσάρ σταμάτησαν στη Βαρσοβία για να συ ζητήσουν με τους Πολωνούς σοσιαλιστές οι οποίοι ενέκριναν την επίθεση του Πιλσούντσκι ενάντια στην επανάσταση. Από τη στιγμή που το πράγμα έγινε γνωστό, ο Τρότσκι επέμεινε να πιεστούν να φύγουν χωρίς καμιά καθυστέρηση - και δεν τους ξαναείδαμε έκτοτε. Η διαγραφή «αυτών των πολιτικών» προξέ νησε μια σχεδόν γενική ικανοποίηση.® Η Επιτροπή της Τρίτης Διεθνούς του Παρισιού είχε στείλει έναν παλιό φίλο του Τρότσκι, τον συνδικαλιστή Αλφρέντ Ροσμέρ,“ ένθερμο διεθνιστή. Ο Ροσμέρ ενσάρκωνε την εγρήγορση, τη διακριτικότητα, την αφο σίωση, κάτω από ένα αδιόρατο χαμόγελο. Ο σύντροφός του στην
164
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ίδια Επιτροπή, ο Ραιμόν Λεφέβρ,® ένας δυνατός άνδρας με γω νιώδες πρόσωπο, τραυματιοφορέας του Βερντέν, ποιητής και μυθιστορισγράφος, είχε γράψει με πλούσιο λυρικό ύφος μια ομο λογία πίστεως του ανθρώπου που ήρθε από τα χαρακώματα, με τον τίτλο: Επανάσταση ή Θάνατος! Υπήρξε η φωνή των επιζώντων μιας γενεάς που εγκαταλείφθηκε και θάφτηκε σε κοινούς τάφους. Γίναμε γρήγορα φίλοι. Ανάμεσα στους Ιταλούς θυμάμαι τον βετεράνο Λατσάρι, κα λοστεκούμενο γέρο με παθιασμένη φωνή, τον γενειοφόρο και μύωπα πανεπιστημιακό Σερράτι- τον Τερρατσίνι, νεαρό θεωρη τικό με αυστηρή και στεγνή όψη· τον πληθωρικό Μπορντίγκα,* να δονείται κάτω από το βάρος των ιδεών, των γνωριμιών και των σοβαρών προβλέψεων. Λεπτοκαμωμένη, με το φίνο, ήδη μητρικό, πρόσωπό της στεφανωμένο με μαύρα μαλλιά, η Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα σκόρπιζε γύρω της μιαν απίστευτη ευγέ νεια και ήλπιζε ακόμη σε μιαν ασαφή, γενναιόδωρη και κάπως ρομαντική Διεθνή. [Η δικηγόρος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, και του Πάουλ Λέβι, εκπροσωπούσε τους Γερμανούς κομμουνιστές τον Ντάουμιγκ, τον Κρίσπιεν, τον Ντίτμαν και έναν τέταρτο, τέσσερις συμπαθητικούς εύσωμους και κάπως φευγάτους, σίγου ρα γερούς πότες μπύρας και ευσυνείδητους υπαλλήλους εργατι κών οργανώσεων, φτιαγμένων από αστούς, που εκπροσωπούσαν την ανεξάρτητη σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας και (ραινόταν αμέσως ότι δεν είχαν ψυχές εξεγερμένων. ]* Από τους Άγγλους δεν διέκρινα παρά τον Γκάλλαχερ,87 που είχε την όψη κοντόχο ντρου μποξέρ. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν έρθει ο Φράινα,1* τον οποίο βάραινε μια σοβαρή υποψία, και ο Τζων Ρηντ [μάρτυρας της εξέγερσης των Μπολσεβίκων το 1917, του οποίου το βιβλίο για την επανάσταση89 έχαιρε γενικής εκτίμησης. Τον Ρηντ τον είχα υποδεχτεί στην Πετρούπολη, απ’ όπου οργανώ σαμε την παράνομη αναχώρησή του από τη Φιλανδία- οι Φιλαν δοί προσπάθησαν να του δυσκολέψουν την αναχώρηση, και τον
* Χωρίο διαγραμμένο με μαύρο μολύβι, χωρίς ένδειξη.
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΤΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
165
κράτησαν για ένα διάστημα σε μια επικίνδυνη φυλακή. Είχε μό λις επισκεφτεί μικρές πόλεις γύρω από τη Μόσχα και έγραφε για το θέαμα μιας χώρας φάντασμα όπου μόνον η πείνα ήταν πραγματική, κατάπληκτος που το σοβιετικό έργο συνεχιζόταν παρ’ όλα αυτά. Ήταν ψηλός, εύρωστος, θετικός, ενθουσιώδης χωρίς υπερβολές, με ζωηρή ευφυΐα, χρωματισμένη με χιούμορ].* Φέρνω στη μνήμη μου τον Ρακόφσκι, επικεφαλής της σοβιετι κής κυβέρνησης μιας Ουκρανίας που βασανιζόταν από εκατο ντάδες σπείρες λευκών, εθνικιστών, μαύρων (αναρχικών), πράσι νων, κόκκινων με τη γενειάδα του, ντυμένος με μια τσαλακω μένη στολή στρατιωτική να μιλά στο βήμα με τέλεια γαλλικά. Ο Κολάροφ90 που ήρθε από τη Βουλγαρία, ογκώδης, με κοιλίτσα, ενδιαφέρων αμέσως υποσχέθηκε στο Συμβούλιο να πάρει την ε ξουσία στη χώρα του από τη στιγμή που η Διεθνής το επιθυ μούσε! Από την Ολλανδία ήρθε, ανάμεσα σε άλλους, και ο Βίζνκοοπ,91 μελαχρινός και προγναθικός, φαινομενικά επιθετικός, στην πραγματικότητα με μια αδιέξοδη δουλοπρεπή συμπεριφο ρά. Από τις Ινδίες, και περνώντας από το Μεξικό, ήρθε ο Μαναβέντα Ναθ Ρόυ,92 αδύνατος, πολύ ψηλός, πολύ σκούρος, με πο λύ κατσαρά μαλλιά, παρέα με μια καλοφτιαγμένη γυναίκα αγ γλοσαξονικής καταγωγής η οποία φαινόταν σχεδόν γυμνή κάτω από τα ελαφρά φορέματά της. Αγνοούσε τις δυσάρεστες υποψίες που βάραιναν επάνω του στο Μεξικό- θα γινόταν ο δημιουργός του μικρού ινδικού κομμουνιστικού κόμματος, θα πέρναγε αρκε τά χρόνια στη φυλακή, θα ξεπερνούσε τις παράλογες προσβολές, θα εξοριζόταν και θα επέστρεφε αφού έπαιρνε χάρη. Όλα αυτά όμως θα γίνονταν στο μακρινό μέλλον. Οι Ρώσοι διηύθυναν το παιχνίδι και είχαν μια τόσο φανερή υ περοχή ώστε αυτό ήταν δικαιολογημένο- το μόνο πρόσωπο του δυτικού σοσιαλισμού που μπορούσε να σταθεί στο ύψος τους και ίσως να τους υπερέβαινε σε γνώση και σε πνεύμα ελευθερίας, ή ταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, και αυτή εξουδετερώθηκε με ένα πε-
* Χωρίο διαγραμμένο με μαύρο μολύβι, χωρίς ένδειξη.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ρίστροφο τον Ιανουάριο του 1919 από Γερμανούς αξιωματικούς. Εκτός από τους Λένιν, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ρακόφσκι (Ρου μάνος που ρωσοποιήθηκε κι αυτός), Ρώσος ήταν και ο Καρλ Ράντεκ που πρόσφατα είχε βγει από μια φυλακή στο Βερολίνο ό που παρά τρίχα είχε γλιτώσει τη δολοφονία και ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με τον Λέο Γιόγκισες.® Ο Τρότσκι δεν έκανε πα ρά σπάνιες εμφανίσεις στο Συνέδριο, καθώς τον απασχολούσαν συνεχώς τα μέτωπα του πολέμου, και το μέτωπο στην Πολω νία φλεγόταν. Οι εργασίες περιστρέφονταν γύρω από τρία προβλήματα και από ένα τέταρτο, ακόμη πιο σοβαρό, που δεν αναφέρθηκε στη συνεδρία. Ο Λένιν πάσχιζε να πείσει τους «κομμουνιστές της αριστεράς» Ολλανδούς, Γερμανούς και Ιταλούς (Μπορντίγκα) για την αναγκαιότητα των συμβιβασμών, της συμμετοχής στις κοι νοβουλευτικές και εκλογικές διαδικασίες, για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν επαναστατικές σέκτες. Ο Λένιν έθετε το «εθνικό και αποικιακό πρόβλημα» υποστηρίζοντας την πιθανότητα και την αναγκαιότητα να προκληθούν σοβιετικές επαναστάσεις στις αποικιακές χώρες της Ασίας. Η εμπειρία από το Ρωσικό Τουρ κεστάν φαινόταν να του δίνει δίκιο. Στόχευε κυρίως στην Ινδία και την Κίνα, σκεπτόμενος ότι έπρεπε να χτυπήσει εκεί για να εξασθενήσει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό που φαινόταν να είναι ο ακατάβλητος εχθρός της Δημοκρατίας των Σοβιέτ. Μη ελπίζο ντας τίποτε πλέον από τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά σοσιαλιστι κά κόμματα, οι Ρώσοι εκτιμούσαν ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο από το να προκαλέσουν σχίσματα με σκοπό να διαρρήξουν τις σχέσεις με τους παλιούς διοικούντες ρεφορμιστές και να διαμορ φώσουν καινούργια κόμματα, πειθαρχημένα και διοικούμενα από την Εκτελεστική της Μόσχας, ικανά να προχωρήσουν προς την κατάκτηση της εξουσίας. Ο Σερράτι προέβαλε σοβαρές αντιρρήσεις ως προς την τα κτική της υποστήριξης των εθνικών αποικιακών κινημάτων, υ ποδεικνύοντας ότι αυτά τα κινήματα θα ήταν αντιδραστικά και επικίνδυνα στο μέλλον. Ο Μπορντίγκα έθεσε απέναντι στον Λέ νιν τα προβλήματα οργάνωσης και γενικού προσανατολισμού-
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
167
φοβόταν την επιρροή του σοβιετικού κράτους πάνω στα κομμου νιστικά κόμματα, την τάση για συμβιβασμούς, τη δημαγωγία, τη διαφθορά - και κυρίως δεν πίστευε ότι η αγροτική Ρωσία θα μπορούσε να κατευθύνει το διεθνές εργατικό κίνημα- ο Αμαντέο Μπορντίγκα υπήρξε σίγουρα ένας από τους πιο ευφυείς και πιο οξυδερκείς συνέδρους. Το Συνέδριο προετοίμασε τη διάσπαση του γαλλικού και του ιταλικού κόμματος*1 (στην Τουρ και στο Λιβόρνο, αντίστοιχα), επιβάλλοντας στα μέλη της Διεθνούς είκοσι έναν αυστηρούς ό ρους95 και για την ακρίβεια είκοσι δύο: ο εικοστός δεύτερος όρος, ελάχιστα γνωστός, απέκλειε τους ελεύθερους τέκτονες. Για το τέταρτο πρόβλημα, δεν θα βρει κανείς ούτε ίχνος στα πρακτικάτο είδα όμως να το συζητά με θέρμη ο Λένιν, τριγυρισμένος α πό ξένους, σε μια μικρή αίθουσα που γειτόνευε με τη μεγάλη λα μπρή αίθουσα από χρυσάφι των αυτοκρατορικών ανακτόρων- εί χαμε στιβάξει εκεί ένα θρόνο στραμμένο προς τον τοίχο, και δί πλα σ’ αυτό το άχρηστο έπιπλο υπήρχε ένας χάρτης του μετώ που της Πολωνίας. Γραφομηχανές κροτάλιζαν. Ο Λένιν σχολία ζε την πορεία της στρατιάς Τουχατσέφσκι προς τη Βαρσοβία. Ο Καρλ Ράντεκ, πονηρός σαν μαϊμού, σαρκαστικός και ευχάριστος, πρόσθεσε στον σχολιασμό ανασηκώνοντας το φαρδύ του παντε λόνι που του έπεφτε συνεχώς στους γοφούς: «Θα σκίσουμε τη συνθήκη των Βερσαλλιών με τις ξιφολόγχες!» (Μάθαμε λίγο αρ γότερα ότι ο Τουχατσέφσκι παραπονιόταν για την εξάντληση του στρατού του καθώς και για την επιμήκυνση των οδών επ ι κοινωνίας- ότι ο Τρότσκι έβρισκε επικίνδυνη αυτή την εκστρα τεία- ότι ο Λένιν την είχε, κατά κάποιο τρόπο επιβάλει, στέλ νοντας τους Ρακόφσκι και Σμίλγκα με την ιδιότητα των πολι τικών κομισάριων στο πλευρό του Τουχατσέφσκι- και θα πετύ χαινε, πιθανότατα, παρ’ όλα αυτά η εκστρατεία, αν οι Βοροσίλοφ, Στάλιν και Μπουντιένυ, αντί να τη στηρίξουν, δεν προ σπαθούσαν να εξασφαλίσουν μια νίκη για τους ίδιους, εκστρα τεύοντας εναντίον του Λβοβ.) Και ξαφνικά, στη Βαρσοβία πια, της οποίος την πτώση είχαν ήδη αναγγείλει, ήρθε η ήττα. Με την εξαίρεση κάποιων φοιτητών και μερικών εργατών, οι αγρό
168
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τες και οι προλετάριοι της Πολωνίας δεν είχαν συνεργαστεί με τον Κόκκινο Στρατό. Εξακολουθώ ακόμη να πιστεύω ότι οι Ρώ σοι διέπραξαν τεράστιο, κυριολεκτικά, σφάλμα, από ψυχολογικής πλευράς, αναθέτοντας τη διακυβέρνηση της Πολωνίας σε μια Επαναστατική Πολωνική Επιτροπή στην οποία συμμετείχε, μα ζί με τον Μαρχλεύσκι, και ο άνθρωπος της κόκκινης Τρομοκρα τίας, ο Τζερζίνσκι. Υποστηρίζω ότι αντί να ξεσηκώνει τον εν θουσιασμό του πληθυσμού, το όνομα αυτό τους πάγωνε. Αυτό και συνέβη. Για μια φορά ακόμη, μετά την ήττα των Γερμανών σπαρτακιστών το 1918-1919, η επέκταση της επανάστασης προς τη βιομηχανική Δύση, αποτύγχανε. Δεν έμενε πλέον στον μποσλεβικισμό παρά να στραφεί προς την Ανατολή. Το Συνέδριο των καταπιεσμένων εθνοτήτων της Ανατολής,96 οργανωνόταν βιαστικά. Αμέσως μόλις έκλεισε το Συνέδριο της Διεθνούς, οι Ζινόβιεφ, Καρλ Ράντεκ, Ροσμέρ, Τζων Ρηντ, και Μπέλα Κουν, έφυγαν για το Μπακού με ένα ειδικό τρένο του ο ποίου την υπεράσπιση -καθώς θα διέσχιζαν επικίνδυνες περιο χές- και την αρχηγία είχαν εμπιστευθεί στον φίλο τους Γιάκοβ Μπλούμκιν. Στο Μπακού, ο Εμβέρ Πασά97 έκανε μια καταπλη κτική εμφάνιση. Μια αίθουσα ξέχειλη από Ανατολίτες ξέσπασε σε κραυγές, κραδαίνοντας γιαταγάνια και σηκώνοντας τις γρο θιές: «Θάνατος στον ιμπεριαλισμό». Η πραγματική συνεννόηση με τον μουσουλμανικό κόσμο, που λειτουργούσε μέσα από τις δι κές του εθνικές και θρησκευτικές προσδοκίες, παρέμενε εντού τοις δύσκολη. Ο Εμβέρ Πασά, προσωπικότητα των σαλονιών και άνθρωπος της ενέδρας, οραματιζόταν το Σύνταγμα ενός μουσουλμανικού κράτους της κεντρικής Ασίας- σκοτώθηκε δύο χρόνια αργότερα, σε μια μάχη ενάντια στο κόκκινο ιππικό. Επιστρέφοντας απ’ αυτό το υπέροχο ταξίδι, ο Τζων Ρηντ έφαγε με πολύ κέφι ένα καρπούζι που είχε αγοράσει σε μια μικρή γραφι κή αγορά στο Νταγκεστάν θα πέθαινε λίγο αργότερα από τύφο. Το Συνέδριο της Μόσχας μού ανέθεσε την πένθιμη διαδικα σία. Αλλά πριν σας μιλήσω γ ι’ αυτό θα ήθελα να ξαναθυμηθώ το κλίμα εκείνων των ημερών. Εκείνον τον καιρό ζούσα με ε λευθερία πνεύματος, σε καθημερινή επαφή τόσο με τους κύκλους
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
των διευθυνόντων όσο και με τον κόσμο των δρόμων και με τους καταδιωγμένους αποστάτες της επανάστασης. Σ τ η διάρκεια των πανηγυρισμών της Πετρούπολης με απασχολούσαν άνθρω ποι όπως ο Βολίν.* Ο Βολίν (Βσέβολοντ Αϊχενμπάουμ), διανο ούμενος εργάτης, ένας από τους ιδρυτές του Σοβιέτ της Πε τρούπολης το 1905, επέστρεψε από την Αμερική το 1917 για να γίνει ο εμψυχωτής του ρωσικού αναρχικού κινήματος- είχε, μαζί με τον «στρατό των εξεγερμένων αγροτών της Ουκρανίας», που είχε δημιουργήσει ο Μάχνο, πολεμήσει τους Λευκούς, είχε αντισταθεί στους Κόκκινους, και είχε προσπαθήσει να ιδρύσει γύρω από το Τζουλιάκ-Πολιέ μια συνομοσπονδία ελεύθερων αγροτών. Προσβλήθηκε από τύφο, φυλακίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό στη διάρκεια μιας υποχώρησης των Μαύρων, και είχαμε ελπίσει ότι δεν τουφεκίστηκε αμέσως. Καταφέραμε να τον γλιτώσουμε από ένα τέτοιο τέλος στέλνοντας επί τόπου έναν σύντροφο από την Πετρούπολη, ο οποίος κατόρθωσε να επιτύχει τη μεταγωγή του φυλακισμένου στη Μόσχα. Δεν είχα νέα του και ένα μαγικό καλοκαιρινό βράδυ πάνω στον Νέβα παρακολουθούσα μαζί και με άλλους συνέδρους που είχαν λάβει μέρος στη Διεθνή την παρου σίαση ενός πραγματικού σοβιετικού μυστηρίου, στο περιστύλιο του Χρηματιστηρίου: βλέπαμε την Κομμούνα του Παρισιού να υψώνει τις κόκκινες σημαίες της και μετά να πεθαίνει- βλέπα με τον Ζωρές δολοφονημένο και το πλήθος να κραυγάζει με α πελπισία- βλέπαμε τελικά την επανάσταση ευτυχισμένη και νι κηφόρα να θριαμβεύει στον κόσμο. Η αόρατη παρουσία των κυ νηγημένων όμως με τάραζε μέσα σ’ αυτή την αποθέωση. Σ τη Μόσχα έμαθα ότι ο Λένιν και ο Κάμενεφ είχαν υποσχεθεί να σώσουν τη ζωή του Βολίν. Συζητούσαμε μέσα στις πολυτελείς αίθουσες του Κρεμλίνου και αυτός ο εξεγερμένος περίμενε μέσα σε ένα κελί το σκοτεινό του μέλλον. Βγήκα από το Κρεμλίνο και πήγα να δω έναν άλλο αντικαθεστωτικό, τον έντιμο και προπά ντων διορατικό Γιούρι Οσίποβιτς Μάρτοφ," έναν από τους ιδρυ τές μαζί με τον Πλεχάνωφ και τον Λένιν της ρωσικής σοσιαλ δημοκρατίας, αρχηγό του διεθνούς μενσεβικισμού. Είχε καταγ γείλει τις καταχρήσεις της Τσεκά, τη «μανία της εξουσίας» του
170
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Λένιν και του Τρότσκι, «ως εάν να μπορούσαν», επαναλάμβανε, «να εγκαταστήσουν τον σοσιαλισμό με νομοθετικά διατάγματα, τουφεκίζοντας τους ανθρώπους μέσα στα υπόγεια». Ο Λένιν τον προστάτευε ενάντια στην Τσεκά, άκουγε τη δηκτική κριτική του, και φοβόταν την επιρροή του. Είδα τον Μάρτοφ στην κα μαρούλα του να φτάνει στην ένδεια- με την πρώτη ματιά μού φάνηκε να καταλαβαίνω την απόλυτη ασυμφωνία του με τους μπολσεβίκους, παρόλο που υπήρξε όπως και αυτοί ένας μαρξι στής υψηλής κουλτούρας, αδιάλλακτος και με μεγάλη γενναιό τητα. Φιλάσθενος, λίγο κουτσός, είχε ένα πρόσωπο ελαφρά α σύμμετρο, μεγάλο μέτωπο, ήπιο βλέμμα κάτω από τα γυαλιά του. Το στόμα λεπτό, μικρό γενάκι και μια έκφραση γεμάτη ευ φυΐα και γλυκύτητα. Θα έπρεπε να ήταν ο άνθρωπος της σχο λαστικότητας και της σοφίας και δεν ήταν παρά ο άνθρωπος της επαναστατικής βούλησης, της σκληρής θέλησης που ξεπερ νά τα εμπόδια. Η κριτική του ήταν σωστή, οι προτάσεις του άγ γιζαν την ουτοπία. «Χωρίς επιστροφή στη δημοκρατία, η επα νάσταση είναι χαμένη», αλλά πώς να επιστρέψει κανείς στη δη μοκρατία; Θεωρούσα ωστόσο ασυγχώρητο ότι ένας άνθρωπος αυτής της αξίας δεν έδινε τη δυνατότητα στην επανάσταση να εμπλουτιστεί από τους στοχασμούς του. «Θα δείτε, θα δείτε», μου έλεγε, «η ελεύθερη συνεργασία με τους μπολσεβίκους είναι πάντα αδύνατη». Κατά τη στιγμή ακριβώς της άφιξής μου στην Πετρούπολη με τους Ραιμόν Λεφέβρ, Λεπετί, Βερζεά (Γάλλο συνδικαλιστή) και τον Σάσα Τουμπίν, ένα δράμα εξελισσόταν στο σκοτάδι, ε πιβεβαιώνοντας τους χειρότερους φόβους του Μάρτοφ. Το φι λανδικό κομμουνιστικό κόμμα, που είχε πρόσφατα ιδρυθεί, έ βγαινε διασπασμένο από την αιματηρή ήττα του 1918. Ανάμεσα στους αρχηγούς του γνώριζα τους Σιρόλα και Κουσίνεν100 οι ο ποίοι δεν φαίνονταν αρκετά ικανοί και αναγνώριζαν ότι είχαν διαπράξει μια σειρά από λάθη. Είχα εκδώσει σχετικά με το θέ μα αυτό ένα μικρό βιβλίο του Κουσίνεν, ενός μικρόσωμου χλω μού άνδρα, δειλού και εργατικού. Μέσα στο κόμμα είχε δημιουργηθεί μια αντιπολίτευση η οποία αντιμαχόταν τους παλιούς αρ
3. Η ΔΙΑΛΓΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΤΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
171
χηγούς της ήττας που τώρα είχαν προσχωρήσει στην Κομμουνι στική Διεθνή. Ένα συνέδριο του κόμματος, που έγινε στην Πε τρούπολη, παραχώρησε την πλειοψηφία στην αντιπολίτευση, ε νάντια στην Κεντρική Επιτροπή που στηριζόταν από τον Ζινόβιεφ, και διέκοψε τις συσκέψεις. Λίγο μετά απ’ αυτό οι Φιλαν δοί μαθητές μιας στρατιωτικής σχολής συγκεντρώθηκαν ένα βράδυ σε μια σύναξη της Κεντρικής Επιτροπής και τουφέκισαν επί τόπου τον Ιβάν Ραουχία* και επτά άλλους διοικούντες από το ίδιο τους το κόμμα. Οι εφημερίδες μας, χωρίς ίχνος ντροπής, είπαν ψέματα αποδίδοντας αυτές τις δολοφονίες στους Λευκούς! Οι ένοχοι δικαιολόγησαν στους ανωτέρους τους την πράξη τους. Κατηγόρησαν την Κεντρική Επιτροπή για προδοσία. Μια επι τροπή που αποτελούνταν από τρία πρόσωπα συγκροτήθηκε από τη Διεθνή για να μελετήσει αυτό το δράμα- η επιτροπή περιελάμβανε τον Ροσμέρ και τον Βούλγαρο Σαμπλίν, και αμφιβάλ λω αν τελικά συνεδρίασε ποτέ. Η υπόθεση, δικάστηκε αργότε ρα από το επαναστατικό δικαστήριο της Μόσχας (κεκλεισμένων των θυρών) με ενάγοντα τον Κρυλένκο, και κατέληξε σε μια λύ ση από μια πλευρά λογική από μια άλλη τερατώδη. Οι ένοχοι, καταδικάστηκαν για τους τύπους, στη συνέχεια διετάχθησαν να φύγουν για το μέτωπο (στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα τι απέγιναν), ο αρχηγός όμως της αντιπολίτευσης, ο Voyto Eloranta, θεωρούμενος ως ο «πολιτικά υπεύθυνος» καταδικά στηκε στην αρχή σε φυλάκιση και στη συνέχεια τουφεκίστηκε. Σκάφτηκαν, λοιπόν οχτώ λάκκοι στο Πεδίο του Άρεως και από τα Χειμερινά Ανάκτορα όπου βρίσκονταν τα οχτώ κόκκινα φέρε τρα σκεπασμένα με κλαδιά από πεύκο, τους συντροφέψαμε μέ χρι σ’ αυτούς τους τάφους των ηρώων της επανάστασης. Ο Ραι μόν Λεφέβρ έπρεπε να πάρει τον λόγο. Τ ι να πει; Δεν σταμα τούσε να αναφωνεί- «Γ ια όνομα του Θεού!» ... Στο βήμα είχε καταγγείλει τον ιμπεριαλισμό και την αντεπανάσταση, βέβαια. * Όνομα που δεν ήταν ευδιάκριτο στο χειρόγραφο: στην πραγματικότη τα ήταν ο Ιβάν Αμπράμοβιτς Ραχία (1887-1920). Βλέπε J.-J. Marie, Les Paroles qui ebranlerenl le monde, Παρίσι, Le Scuil, 1967, σ. 354.
172
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Στρατιώτες και προλετάριοι τον άκουγαν σιωπηλοί και συνο φρυωμένοι. Με τον Ραιμόν Λεφέβρ, τον Λεπετί, και τον Βερζεά, ταξί δευε ένας φίλος μου από τα παλιά, ο Σάσα Τουμπίν101 ο οποίος στη διάρκεια της φυλάκισής μου στη Γαλλία, με είχε βοηθήσει να διατηρήσω μια αλληλογραφία με το εξωτερικό. Τον έβλεπα καθώς διασχίζαμε την Πετρούπολη, άκεφο και γεμάτο σκοτεινά προαισθήματα. Αυτοί οι τέσσερις φεύγανε από το Μουρμάνσκ, ένα δύσκολο ταξίδι, για να περάσουν τις γραμμές του αποκλει σμού, διαμέσου του Αρκτικού ωκεανού. Επιβιβάστηκαν σε ένα ψαροκάικο, πέρασαν ανοιχτά από τις φιλανδικές ακτές, και απο βιβάστηκαν στο Βαρντόε, στη Νορβηγία που ήταν ελεύθερη πε ριοχή. Πιεσμένοι να πάρουν μέρος σε ένα συνέδριο της CCT, οι τέσσερις επιβιβάστηκαν μια μέρα που είχε πολύ άσχημο καιρό. Εξαφανίστηκαν στη θάλασσα. Ίσως τους κατάπιε η θύελλα. Ή, ίσως τους συνάντησε και τους πυροβόλησε κάποια φιλανδική ά κατος. Έμαθα ότι μας είχαν ακολουθήσει κατάσκοποι στην Πε τρούπολη. Για δύο εβδομάδες ο Ζινόβιεφ, όλο και πιο ανήσυχος, με ρωτούσε κάθε μέρα: «Είχατε καθόλου νέα από τους Γάλ λους;» Απ’ αυτή την καταστροφή δημιουργήθηκαν αργότερα φο βεροί θρύλοι.102 Ενώ χάνονταν με αυτόν τον τρόπο οι τέσσερις, ένας ασήμα ντος τυχοδιώκτης διέσχιζε τις γραμμές του αποκλεισμού και ε πέστρεφε στο Παρίσι φέρνοντας πολύτιμους λίθους σε ευτελή τ ι μή από τη μαύρη αγορά της Οδησσού. Το επεισόδιο αξίζει να α ναφερθεί καθώς επιβεβαιώνει, σε καιρούς απάνθρωπους, τη σχο λαστικότητα της ίδιας της Τσεκά. Γευμάτιζα στο τραπέζι των στρατιωτικών της Διεθνούς, μαζί με έναν μικρόσωμο άνδρα, ε ξαιρετικά αδύνατο και κακοντυμένο ο οποίος είχε την όψη άρ ρωστου αρπακτικού πουλιού και ζαρωμένο λαιμό. Ήταν ο Σκρύπνικ, παλιός μπολσεβίκος, μέλος της κυβέρνησης της Ουκρανίας - αυτός που θα αυτοκτονούσε το 1934, εξαιτίας της, ψεύτικης φυσικά, κατηγορίας για εθνικισμό (στην πραγματικότητα διότι προστάτευε μερικούς Ουκρανούς διανοούμενους). Είδαμε να μας πλησιάζει ένας τύπος με γυαλιά και παχύ κοκκινωπό μουστάκι
3. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
173
σε ένα επίσης κοκκινωπό πρόσωπο που αναγνώρισα με κατά πληξη: Mauricius,103 πρώην προπαγανδιστής ανεξάρτητος στο Παρίσι, πρώην ειρηνιστής προπαγανδιστής στη διάρκεια του πο λέμου, και ποιος ξέρει τι άλλο πρώην. Στο Ανώτατο Ειδικό Δ ι καστήριο, στη διάρκεια της δίκης των κ.κ. Καγιώ και Μαλβύ, ένας από τους αρχηγούς της παρισινής αστυνομίας είχε αιφνίδια αναφερθεί σ’ αυτόν τον αγκιτάτορα «χαρακτηρίζοντάς τον ως έ ναν από τους καλύτερούς μας πράκτορες». «Τ ι ήρθες να κάνεις εδώ;», τον ρώτησα. -«Εκπροσωπώ την ομάδα μου, και ήρθα να δω τον Λένιν... -Μήπως είπαν στο Ανώτατο Δικαστήριο τι α κριβώς κάνεις;- Μια φτηνή προσπάθεια της αστυνομίας για να με δυσφημήσει!» Φυσικά τον συνέλαβαν. Τον υπερασπίστηκα ε νάντια στην Τσεκά που προσπάθησε, για ορισμένο διάστημα, να του μάθει την αγροτική εργασία στη Σιβηρία, ώστε να μην μπο ρεί να μεταφέρει χρήσιμες πληροφορίες στις υπηρεσίες επικοι νωνίας της Διεθνούς. Τον άφησαν να φύγει εν γνώσει των κιν δύνων και τελικά τα έβγαλε πέρα. Ολοκληρώνω αυτό το κεφάλαιο την επομένη του Δευτέρου Συνεδρίου της Διεθνούς, τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1920, έ χοντας το αίσθημα ότι αγγίξαμε εκείνη τη στιγμή τα όρια ενός πρώτου κύκλου. Καινούργιοι κίνδυνοι γεννιόνταν στο εσωτερικό. Οδεύαμε προς την καταστροφή που εμείς μόλις προαισθανόμα στε (όταν λέω εμείς, εννοώ οι πιο διορατικοί από μας· η πλειοψηφία του κόμματος είχε αρχίσει να ζει στηριζόμενη τυφλά σε μια επίσημη και πολύ σχηματική σκέψη). Από τον Οκτώβριο, αρχίζουν σιγά σιγά να συσσωρεύονται σαν χιονοστιβάδα σημα διακά γεγονότα, που η χώρα τα αγνοεί. Αυτό το αίσθημα του ε σωτερικού κινδύνου, του κινδύνου που βρισκόταν μέσα μας, μέ σα στον χαρακτήρα και στο πνεύμα του νικηφόρου μπολσεβικισμού, οφείλω να πω ότι το είχα σε υψηλό βαθμό. Βρισκόμουν συνεχώς διχασμένος από την αντίθεση ανάμεσα στην υποτιθέ μενη θεωρία και στην πραγματικότητα, μέσα από την αυξανό μενη αδιαλλαξία, απ’ την αυξανόμενη δουλοπρέπεια πολλών υ παλλήλων, από την αγωνία τους για προνόμια. Θυμάμαι μια συ ζήτηση που είχαμε με τον λαϊκό κομισάριο στον Ανεφοδιασμό,
174
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τον Τσιουριούπα, με τη θαυμάσια λευκή γενειάδα και το αγνό βλέμμα. Του είχα φέρει Ισπανούς και Γάλλους συντρόφους για να τους εξηγήσει το σοβιετικό σύστημα παροχών με το δελτίο καθώς και το σύστημα ανεφοδιασμού. Μας έδειξε διαγράμματα έξοχα σχεδιασμένα μέσα στα οποία η φρικτή πείνα και η τερά στια μαύρη αγορά είχαν εξαφανιστεί χωρίς να αφήσουν ούτε ί χνος. «Και η μαύρη αγορά;», τον ρώτησα. «Δεν έχει καμιά ση μασία», μου απάντησε ήσυχα αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας, σί γουρα έντιμος, αλλά αιχμάλωτος του συστήματός του και των γραφείων όπου χωρίς αμφιβολία όλος ο κόσμος που δούλευε εκεί του έλεγε συνεχώς ψέματα. Αισθάνθηκα συντετριμμένος. 'Ετσι πίστευε ο Ζινόβιεφ πως θα ήταν η επικείμενη προλεταριακή ε πανάσταση στη δυτική Ευρώπη. Μήπως και ο Λένιν δεν π ί στευε στη δυνατότητα να ξεσηκώσει τους λαούς της Ανατολής; Στην εντυπωσιακή διαύγεια αυτών των μεγάλων μαρξιστών, εί χε αρχίσει να διεισδύει μια θεωρητική θολούρα, που άγγιζε την τυφλότητα. Και η δουλοπρέπεια είχε αρχίσει να τους περιτριγυ ρίζει με βλακείες και ποταπότητες. Είχα δει στις συγκεντρώσεις του μετώπου της Πετρούπολης, νέους αριβίστες στρατιωτικούς με καλογυαλισμένα καινούργια δερμάτινα σακάκια να κάνουν τον Ζινόβιεφ να κοκκινίζει και να σκύβει το κεφάλι γεμάτος αμηχα νία, ενώ του απηύθυναν τις πιο ηλίθιες κολακείες: «Θα νικήσου με», φώναζε ο ένας, «διότι μας διέταξε ο ένδοξος αρχηγός μας, ο σύντροφος Ζινόβιεφ!» Ένας σύντροφος, παλιός κρατούμενος, έ κανε για μια μικρή μπροσούρα του Ζινόβιεφ ένα πολυτελές εξώ φυλλο, χρωματιστό, σχεδιασμένο από έναν από τους πιο σπου δαίους Ρώσους καλλιτέχνες. Ο καλλιτέχνης και ο παλιός κρατού μενος έδωσαν ένα εξαίσιο δείγμα ποταπότητας. Η ρωμαϊκή κα τατομή του Ζινόβιεφ εμφανιζόταν ως μορφή ανθύπατου περιτρι γυρισμένη από εμβλήματα. Το έφεραν λοιπόν αυτό στον πρόεδρο της Διεθνούς ο οποίος τους ευχαρίστησε θερμά και με φώναξε μόλις έφυγαν: «Είναι η τελευταία λέξη του κακού γούστου», μου είπε ο Ζινόβιεφ, με αμηχανία, «αλλά δεν θέλησα να τους πλη γώσω. Μην αφήσετε να τυπωθεί παρά μόνο ένας πολύ μικρός α ριθμός κομματιών και φτιάξτε ένα εξώφυλλο απολύτως απλό...»
3. Η ΔΙΑΛΤΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΘΟΤΣΙΑΣΜΟΣ (1919-1920)
175
Μου έδειξε μια άλλη μέρα μια επιστολή του Λένιν ο οποίος μ ι λώντας για την καινούργια γραφειοκρατία, έλεγε: «Όλα αυτά τα σοβιετικά καθάρματα...» Σ ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η παραμονή της τρομοκρατίας πρόσθετε συχνά ένα στοιχείο ανυπόφορης α πανθρωπιάς. Αν οι μπολσεβίκοι αγωνιστές δεν ήταν τόσο αξιοθαύμαστα α πλοί, απρόσωποι, ανιδιοτελείς, αποφασισμένοι να υπερβούν κάθε εμπόδιο για να πραγματοποιήσουν το έργο τους, θα ’πρεπε να είμαστε απελπισμένοι. Το ηθικό μεγαλείο τους, όμως, και η πνευματική τους αξία ενέπνεαν μιαν απεριόριστη εμπιστοσύνη. Η ιδέα του διπλού καθήκοντος104 μου φάνηκε τότε ως ουσιώδης και βασική και δεν θα την ξεχνούσα ποτέ από τότε. Ο σοσιαλι σμός δεν είναι μόνο για να αμυνθείς ενάντια στους εχθρούς σου, ενάντια στον παλιό κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται, είναι ε πίσης για να εξαλείψεις μέσα σου τα δικά σου σπέρματα αντί δρασης. Μια επανάσταση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα συ μπαγές σύνολο παρά από μακριά- με τον καιρό μπορεί να συγκριθεί με ένα χείμαρρο που συμπαρασύρει ορμητικά το καλύ τερο και το χειρότερο και αναχαιτίζει τα αληθινά ρεύματα της αντεπανάστασης. Έρχεται να περιμαζέψει τα παλιά όπλα του προηγούμενου καθεστώτος, και αυτά τα όπλα είναι δίκοπο μα χαίρι. Για να κάνει έντιμη διαχείριση θα πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή απέναντι στις ίδιες της τις καταχρήσεις, τις ίδιες της τις υπερβολές, στα ίδια της τα εγκλήματα, στα ί δια της τα αντιδραστικά στοιχεία. Έχει λοιπόν ζωτική ανάγκη για κριτική, για αντιπολίτευση, για πολιτικό σθένος των ανθρώ πων που την υπηρετούν. Και με αυτούς τους όρους, ήμασταν ή δη, το 1920, πολύ μακριά από τον στόχο. Η διάσημη φράση του Λένιν: «Αποτελεί πράγματι μεγάλη ατυχία το γεγονός ότι η τιμή για την έναρξη της πρώτης σο σιαλιστικής επανάστασης, έλαχε στον πιο καθυστερημένο λαό της Ευρώπης»1* (την παραθέτω από μνήμης- ο Λένιν την επανέλαβε αρκετές φορές) μου ερχόταν ασταμάτητα στη μνήμη. Μέσα σε μια αιματοκυλισμένη Ευρώπη, αφανισμένη και απο βλακωμένη εκείνη την εποχή, ήταν προφανές για μένα, ότι ο
176
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μπολσεβικισμός είχε αναμφισβήτητο δίκιο. Σημασιοδοτούσε ένα καινούργιο ξεκίνημα της ιστορίας. Ο τι ο καπιταλιστικός κόσμος, μετά από έναν πρώτο αυτοκτονικό πόλεμο, φάνηκε ανίκανος να οργανώσει μια αληθινή ειρήνη, ήταν προφανές· δεν ήταν λιγότερο προφανές ωστόσο ότι θα ήταν ανίκανος μέσα από όλη αυτή την καταπληκτική τεχνολογική πρόοδο να προσφέρει στους αν θρώπους πέρα από την καλοπέραση, περισσότερη ελευθερία, πε ρισσότερη ασφάλεια, και περισσότερη αξιοπρέπεια. Η επανά σταση είχε λοιπόν δίκιο να είναι εναντίον του- και βλέπαμε το φάσμα των μελλοντικών πολέμων να θέτει υπό αμφισβήτηση τον πολιτισμό, αν το κοινωνικό καθεστώς δεν άλλαξε σύντομα στην Ευρώπη. Όσο για τον φοβερό γιακωβινισμό της Ρωσικής επανάστασης, μου φαινόταν απλά αναπόφευκτος. Έβλεπα μέσα στη διαμόρφωση του νέου επαναστατικού κράτους, το οποίο ε ί χε αρχίσει να αθετεί όλες τις αρχικές του υποσχέσεις, εξίσου α ναπόφευκτο, έναν τεράστιο κίνδυνο. Το κράτος μού φαινόταν σαν ένα τεράστιο εργαλείο πολέμου και όχι οργάνωσης της παραγω γής. Όλα εκπληρώνονταν υπό την απειλή της ποινής θανάτου, καθώς η ήττα υπήρξε για μας, για τις προσδοκίες μας, για την καινούργια δικαιοσύνη που είχαν αναγγείλει, για την νέα συλλο γική οικονομία που γεννιόταν, θάνατος χωρίς σχόλια - και στη συνέχεια τι; Αντιλαμβανόμουν την επανάσταση σαν μια μεγάλη απαραίτητη θυσία για το μέλλον και τίποτε δεν μου φαινόταν πιο ουσιαστικό από το να διατηρηθεί ή να ξαναβρεθεί το πνεύ μα της ελευθερίας. Δεν κάνω τίποτε άλλο από το να συνοψίζω γράφοντας μ ’ αυ τόν τον τρόπο, τα κείμενά μου εκείνης της εποχής.
4 Ο Κ ΙΝ Δ Υ Ν Ο Σ Β Ρ Ι Σ Κ Ε Τ Α Ι Μ Ε Σ Α Μ Α Σ 1 (1920-1921)
Το καθεστώς εκείνης της εποχής ονομάστηκε κατόπιν «πολεμι κός κομμουνισμός». Τον αποκαλούσαμε λοιπόν «κομμουνισμό» για συντομία, και εκείνος ο οποίος, όπως και εγώ εξ άλλου, τολ μούσε να τον θεωρήσει προσωρινό, προκαλούσε βλέμματα απο δοκιμασίας. Ο Μπουχάριν στην πραγματεία του για την Οικο νομία στην μεταβατική περίοδο,2 μια μαρξιστική προσέγγιση που εξόργιζε τον Λένιν, προσχωρούσε στην ιδέα ενός καθεστώ τος που έχει οριστικά εγκαθιδρυθεί. Ωστόσο είχε καταστεί ε ντελώς αδύνατον να ζήσει κανείς εδώ. Αδύνατον, εννοείται, όχι για τους διοικούντες, αλλά για την πλειονότητα του πληθυσμού. Το καταπληκτικό σύστημα ανεφοδιασμού που είχε δημιουρ γήσει ο Τσιουριούπα3 στη Μόσχα και ο Μπαντάεφ στην Πε τρούπολη λειτουργούσε στο κενό. Ο ίδιος ο χοντρός Μπαντάεφ ξεσπούσε σε συνεδρίες του Σοβιέτ: «Το εργαλείο είναι εξαιρετι κό, αλλά η σούπα είναι χάλια!» Μπροστά στα ωραία σχέδια ε ι κονογραφημένα με πράσινους κύκλους και κόκκινα και μπλε τρί γωνα, ο Άνχελ Πεστάνια άφηνε ένα σαρδόνειο χαμόγελο να σχη ματίζεται στο πρόσωπο μουρμουρίζοντας: «Έχω την έντονη ε ντύπωση ότι με έχουν γραμμένο...» Στην πραγματικότητα για να φάει κανείς, έπρεπε να σπεκουλάρει καθημερινά, και οι κομ μουνιστές έκαναν όπως και όλοι οι άλλοι. Τα χαρτονομίσματα δεν άξιζαν πια τίποτε, και οι ευφυείς θεωρητικοί μιλούσαν για προσεχή κατάργηση του χρήματος. 'Ελειπαν χρώματα και χαρ τί για να τυπωθούν τα γραμματόσημα, και ένα διάταγμα επέ βαλλε δωρεάν αλληλογραφία: καινούργια σοσιαλιστική επίτευξη. Η δωρεάν χρησιμοποίηση των τραμ υπήρξε καταστροφική. Το εξαντλημένο υλικό καταστρεφόταν μέρα τη μέρα.
178
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Οι μερίδες που έστελναν οι κρατικοποιημένοι συνεταιρισμοί ήταν ελάχιστες: μαύρο ψωμί (που μερικές φορές το αντικαθι στούσαν με ποτήρια γεμάτα βρώμη), μερικές ρέγγες τον μήνα, ελάχιστη ποσότητα ζάχαρης για την πρώτη κατηγορία (χειρώνακτες εργάτες και στρατιώτες), σχεδόν καθόλου για την τρίτη (μη εργάτες). Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου παντού αφισσοκολημένος; «Όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει!», καταντούσε ει ρωνικός, διότι ακριβώς για να τραφείς έπρεπε να τα ξεκαθαρί σεις πρώτα με τη μαύρη αγορά αντί να εργάζεσαι. Οι εργάτες περνούσαν τον χρόνο τους μέσα στα νεκρά εργοστάσια μετατρέποντας σε σουγιάδες κομμάτια από τις μηχανές και σε σόλες τους ιμάντες μεταβίβασης με σκοπό να ανταλλάξουν αυτά τα α ντικείμενα με άλλα στην παράνομη αγορά. Η βιομηχανική πα ραγωγή είχε πέσει τουλάχιστον κατά 30% σε σχέση με την πα ραγωγή του 1913.4 Για να προμηθευτεί κανείς φαρίνα, βούτυρο ή κρέας, θα έπρεπε να μπορεί να δώσει στον χωρικό που τα έ φερνε παράνομα, υφάσματα ή αντικείμενα. Ευτυχώς, τα διαμε ρίσματα της μπουρζουαζίας μέσα στις πόλεις δεν είχαν διόλου ά σχημα χαλιά, ταπετσαρίες, ρουχισμό και οικιακό εξοπλισμό. Με το δέρμα από τους καναπέδες έφτιαχναν αρκετά καλά παπού τσια- με τις ταπετσαρίες έφτιαχναν ρούχα. Καθώς το σπεκουλάρισμα είχε αποδιοργανώσει τους σιδηροδρόμους, οι αρχές απα γόρευσαν τη μεταφορά τροφίμων από τους πολίτες, τοποθέτησαν στους σταθμούς ειδικά αποσπάσματα τα οποία μπορούσαν, χω ρίς έλεος, να κατασχέσουν τον σάκο με τη (ροφίνα της νοικοκυ ράς να περικυκλώσουν τις αγορές με την αστυνομία που τραβώ ντας τουφεκιές στον αέρα, προέβαινε σε κατασχέσεις εν μέσω κραυγών και θρήνων. Τα ειδικά αποσπάσματα και η πολιτοφυ λακή κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω τους το μίσος. Άρχι σε να κυκλοφορεί η λέξη «κομισαριοκρατία». Οι παλαιοημερολο γίτες5 ανήγγελλαν το τέλος του κόσμου και τη βασιλεία του Αντίχριστου. Ο χειμώνας επέβαλε ένα ακόμη μαρτύριο στον πληθυσμό των πόλεων. Δεν υπήρχε θέρμανση, ούτε ηλεκτρικό και η πείνα εξα κολουθούσε να βασιλεύει. Παιδιά και ασθενικοί γέροι πέθαιναν
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
179
κατά χιλιάδες. Ο τύφος που ερχόταν με τις ψείρες συμπλήρωνε το σκηνικό. Όλα αυτά τα έζησα για καιρό. Στα μεγάλα ερειπω μένα διαμερίσματα της Πετρούπολης, οι άνθρωποι συγκεντρώ νονταν όλοι μαζί σε ένα μόνο δωμάτιο, ζώντας ο ένας πάνω στον άλλον, γύρω από μια μικρή μαντεμένια σόμπα, ή μια σόμπα α πό τούβλα στερεωμένη στο ξύλινο πάτωμα με το μπουρί να βγαίνει από μια γωνιά του παραθύρου. Την τροφοδοτούσαν με το ξύλινο πάτωμα από τα γειτονικά διαμερίσματα, με κάποια έπι πλα ή και με βιβλία. Ολόκληρες βιβλιοθήκες εξαφανίστηκαν μ ’ αυτόν τον τρόπο. Εγώ ο ίδιος φροντίζοντας για τη θέρμανση της οικογένειάς μου που την υπεραγαπούσα, έκαψα τις συλλογές των Νόμων της Αυτοκρατορίας με πραγματική απόλαυση. Τρεφό μαστε με λίγη βρώμη και με μισοσαπισμένο κρέας αλόγου, και μοιραζόμασταν μεταξύ μας στην οικογένεια, ένα κομματάκι ζά χαρη σε πολύ μικρά κομματάκια και αν κάποιος έπαιρνε καμιά μπουκίτσα εκτός σειράς μπορούσε να προκαλέσει ολόκληρο δρά μα. Η Κομμούνα έκανε ό,τι μπορούσε για να θρέψει τα παιδιά, και αυτό όμως ήταν σχεδόν εξευτελιστικό. Για να διατηρηθεί ο ανεφοδιασμός των συνεταιρισμών, που ε ξυπηρετούσε, κατ’ αρχάς ένα πικραμένο και θλιμμένο προλετα ριάτο, τον στρατό, τον στόλο, και τα στελέχη του κόμματος, έ στελναν στα απομακρυσμένα χωριά της υπαίθρου, αποσπάσματα για επίταξη, τα οποία οι μουζίκοι κυνηγούσαν, συχνά, με τα δίκρανά τους. Οι χωρικοί άνοιγαν την κοιλιά του κομισάριου, την γέμιζαν με στάρι και τον άφηναν στην άκρη του δρόμου, ώστε να πάρουν όλοι το μήνυμα. Αυτό ήταν και το τέλος ενός δικού μου συντρόφου, που ήταν εργάτης-εκτυπωτής, στα περίχωρα του Ντνο, όπου στη συνέχεια θα πήγαινα για να εξηγήσω στους α πελπισμένους χωρικούς ποιο ήταν το λάθος στον ιμπεριαλιστικό αποκλεισμό. Ήταν αλήθεια, οι χωρικοί απαιτούσαν ωστόσο, και με το δίκιο τους, το τέλος των επιτάξεων και τη νομιμότητα στις ανταλλαγές. Ο «πολεμικός κομμουνισμός»6 θα μπορούσε να ορισθεί έτσι: 1. επιτάξεις στα χωριά, 2. δίκαιη διανομή μερίδων στον αστικό πληθυσμό, χωρισμένο σε κατηγορίες, 3. πλήρης «κοινωνικοποίη
180
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ση» της παραγωγής και της εργασίας, 4. εξειδικευμένη τακτο ποίηση του χαώδους, χαρτοβασιλείου σε σχέση με τα τελευταία αποθέματα αγαθών, 5. μονοπώλιο της εξουσίας με ενίσχυση της τάσης προς ένα μοναδικό κόμμα με σκοπό την καταστολή κάθε ανταρσίας, 6. κατάσταση πολιορκίας, και Τσεκά. Αυτό το σύ στημα, το Ένατο Συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος το εί χε επικυρώσει τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1920. Κανείς δε, δεν τολμούσε να το θεωρήσει μη βιώσιμο. Το κόμμα αγνοούσε ότι ο Τρότσκι είχε προτείνει την κατάργηση των επιτάξεων7στην Κε ντρική Επιτροπή τον περασμένο Φεβρουάριο (1920). Ο μαρξιστής-ιστορικός Ροζκόφ έγραψε στον Λένιν ότι οδεύουμε προς την καταστροφή και ότι χρειαζόταν μια άμεση αλλαγή όσον α φορά τις οικονομικές σχέσεις με την ύπαιθρο. Η Κεντρική Επι τροπή τού όρισε το Πσκοφ ως τόπο υποχρεωτικής διαμονής, και ο Λένιν τού απάντησε ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να μπει σε μια διαδικασία συνθηκολογήσεων με την αγροτική αντεπανά σταση. Ο χειμώνας του 1920-1921 υπήρξε τρομακτικός. Αναζητώ ντας σπίτια που να είναι κατοικίσιμα για τους συνεργάτες μας, επισκέφτηκα στην καρδιά της Πετρούπολης διάφορα κτίρια. Σε ένα παλιό ξενοδοχείο της κομψής Μορσκάγια, όχι μακριά από το Γενικό Επιτελείο και την πύλη του θριάμβου που βρίσκεται στην πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων, βρήκα ολόκληρα διαμερί σματα που ήταν γεμάτα με ακαθαρσίες και πάγο. Οι υπόνομοι δεν λειτουργούσαν πια, και οι στρατιώτες που είχαν εγκαταστα θεί εκεί έσκαβαν λάκκους στο παρκέ για να τους χρησιμοποιή σουν ως αποχωρητήριο. Και αυτό συνέβαινε σε πολλά σπίτια. Οταν θα ερχόταν η άνοιξη και οι ακαθαρσίες θα άρχιζαν να κυ λούν ανάμεσα στους ορόφους, τι θα γινόταν στην πόλη; Οργανώ σαμε επειγόντως ομάδες αγγαρείας για εκχωμάτωση. Αναζητώ ντας κάποια μέρα έναν ασθενή, άνοιξα την πόρτα ενός λοιμοκα θαρτηρίου γ ι’ αυτούς που είχαν τύφο, στο Βασίλι-Οστρόφ. Ή ταν ένα μικρό χαμηλό σπίτι με περιφραγμένα παράθυρα που έ βλεπε σε έναν ήσυχο ηλιόλουστο δρόμο κάτασπρο από το χιόνι. Το εσωτερικό ήταν παράξενα σκοτεινό και παγωμένο. Κατόρ
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
181
θωσα να ξεχωρίσω κάποιες μακρουλές ανθρώπινες φιγούρες αδύ νατες σαν κλαδιά δέντρου. Το λοιμοκαθαρτήριο είχε μετακομίσει, εγκαταλείποντας τους νεκρούς του που δεν μπορούσε να τους θάψει, καθώς δεν είχε άλογα για να τους μεταφέρει. Θυμάμαι ότι περπατώντας μια μέρα στο χιόνι μαζί με έναν από τους στρατιωτικούς αρχηγούς της περιοχής, τον Μιχαήλ Λάσεβιτς,8 παλιό επαναστάτη στα τριάντα πέντε του και επιδέ ξιο διεκδικητή της εξουσίας, του μίλησα για τις απαραίτητες αλλαγές. Ο Λάσεβιτς ήταν κοντόχοντρος και τετράγωνος, με σαρκώδες πρόσωπο χαραγμένο από ρυτίδες· για όλα τα προβλή ματα έβρισκε πάντα βίαιες λύσεις. Την κερδοσκοπία θα την καταστείλουμε! «Θα βάλω να καταστρέψουν τις σκεπαστές αγορές και θα διαλύσω τις υπαίθριες! Ορίστε». Και το έκανε. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Η πολιτική ζωή ακολουθούσε την ίδια εξελικτική καμπύλη και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η τάση να ξεπεραστούν οι οικονομικές δυσκολίες μέσα από τον εξαναγκασμό και τη βία αύξαινε τη γενική δυσαρέσκεια, κάνοντας κάθε ελεύθερη σκέψη, δηλαδή κάθε κριτική σκέψη, επικίνδυνη και αναγκάζο ντας από εδώ και πέρα τις αρχές να την αντιμετωπίσουν ως ε χθρό. Ειδικά εγώ ο ίδιος παρακολούθησα από κοντά την πρόοδο του κακού’ ανήκα στον κύκλο αυτών που διοικούσαν την Πε τρούπολη και είχα σχέσεις εμπιστοσύνης με διάφορα άτομα της αντιπολίτευσης, αναρχικούς, μενσεβίκους, σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, ακόμα και με κομμουνιστές της «Εργατικής Αντιπολίτευσης»9 οι οποίοι ήδη κατάγγελλαν τη γραφειοκρατία του καθεστώτος και τις συνθήκες εργασίας: άθλιες όχι μόνο στην πράξη, αλλά -και το πιο σοβαρό- από νομικής πλευράς, καθώς τα γραφεία τούς αρνούνταν τον λόγο. Εκτός από την Εργατική Αντιπολίτευση του κόμματος, αυτοί οι αποστάτες, απόλυτα δια χωρισμένοι μεταξύ τους, είχαν διάφορες αποτυχίες. Οι πιο ση μαντικοί μενσεβίκοι, ο Νταν και ο Τσερετέλλι, ήταν απλώς αντί θετοι στην ανάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ, δηλαδή προτι μούσαν τη συνέχιση μιας αβίωτης αστικής δημοκρατίας (και ο ρισμένοι από τους αρχηγούς τους τη δραστική πάταξη του μπολ-
182
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σεβικισμού)· οι σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, κάτω από την ηγεσία της Μαρίας Σπυριντόνοβα και του Καμκόφ10 είχαν συμμετάσχει στην εξουσία, στη συνέχεια είχαν υποθάλψει μια ε ξέγερση στη Μόσχα, ανακοινώνοντας την επιθυμία τους να κυ βερνήσουν μόνοι τους (Ιούλιος 1918)· οι αναρχικοί είχαν με έναν χαοτικό τρόπο διαιρεθεί σε αυτούς που ήταν υπέρ των σοβιέτ, σ’ αυτούς που ήταν υπέρ μιας ενδιάμεσης λύσης, και σ’ αυτούς που ήταν εναντίον των σοβιέτ. Το 1919, αυτοί οι τελευταίοι είχαν ρί ξει μια βόμβα την ώρα που συνεδρίαζε η κομμουνιστική Επι τροπή της Μόσχας, και σαν αποτέλεσμα είχαμε δεκαπέντε θύ ματα." Νικημένοι και κυνηγημένοι όμως αυτοί οι αποστάτες οι παθιασμένοι με την επανάσταση δεν είχαν και άδικο σε πολλές περιπτώσεις, και ιδίως όταν απαιτούσαν για τον εαυτό τους και για τον ρωσικό λαό την ελευθερία της γνώμης και την επιστρο φή στη σοβιετική ελευθερία. Τα Σοβιέτ, στην πραγματικότητα, τόσο ζωντανά το 1918, δεν ήταν πλέον παρά δευτερεύοντες μη χανισμοί του κόμματος, απαλλαγμένοι από τα ουσιώδη, μη α σκώντας κανέναν έλεγχο, μη εκπροσωπώντας στην πραγματι κότητα, παρά την τοπική επιτροπή του κόμματος. Όσο το οικο νομικό καθεστώς παρέμενε ανυπόφορο για τα περίπου εννέα δέ κατα του πληθυσμού, δεν υπήρχε θέμα να αναγνωρισθεί η ελευ θερία του λόγου σε όποιον και να το ζητούσε, στον χώρο του Σο βιέτ ή αλλού. Η κατάσταση πολιορκίας εγκαταστάθηκε ακόμη και μέσα στο κόμμα, το οποίο κυβερνιόταν όλο και περισσότερο, από τα υψηλά ως τα χαμηλά, από τους γραμματείς· και δυσκο λευόμαστε πραγματικά να βρούμε μια λύση εδώ, γνωρίζοντας ό τι το κόμμα το είχαν κατακλύσει οι αριβίστες που έρχονταν κα τά πλήθη να βολευτούν στο πλευρό της εξουσίας. Μέσα στο κόμμα το μόνο αντίδοτο θα έπρεπε να είναι και ήταν η ακήρυ κτη δικτατορία των παλιών, των σοβαρών, των έντιμων, της Παλιάς Φρουράς με λίγα λόγια. Παρακολουθούσα από κοντά το δράμα του αναρχισμού που θα αποκτούσε, με την εξέγερση της Κροστάνδης, μια σημασία ι στορική. Στη διάρκεια του Δεύτερου Συνεδρίου της Διεθνούς 12 παρακολούθησα τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τον Λέ-
4. Ο Κ1ΝΔΓΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
183
νιν και τον Βενιαμίν Μάρκοβιτς Αλεϋννίκοφ, παλιό εμιγκρέ, μα θηματικό, σοβιετικό επιχειρηματία στην Ολλανδία και ευφυή α ναρχικό, σχετικά με τη συνεργασία με τους αναρχικούς. Ο Λέ νιν φαινόταν ευνοϊκά διατεθειμένος· είχε κάποτε δεχτεί πολύ φι λικά τον Νέστορα Μάχνο-13 ο Τρότσκι θα εξιστορούσε πολύ αρ γότερα, πολύ πολύ αργότερα (νομίζω το 1938...), ότι ο Λένιν και ο ίδιος σκέπτονταν να παραχωρήσουν στους αναρχικούς αγρότες της Ουκρανίας, που ηγέτης τους ήταν ο Μάχνο, μιαν αυτόνομη περιοχή. Αυτό ήταν δίκαιο και έξυπνο και ίσως αυτή η ευρεία αντίληψη των πραγμάτων να είχε απαλλάξει την επανάσταση α πό την τραγωδία στην οποία οδηγούμασταν. Δύο αναρχικοί, υποστηρικτές των σοβιέτ δραστήριοι και ικανοί εργάζονταν με τον Τσιτσέριν στην υπηρεσία εξωτερικών υποθέσεων: ο Έρμαν Σαντομίρσκι, παλιός κατάδικος, καταδικασμένος σε θάνατο στη Βαρσοβία, νεαρός λόγιος, και ο Αλεξάντρ Σαπίρο,14 μετριοπα θής, με κριτικό πνεύμα. Ο Κάμενεφ,15πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας, τους πρόσφερε πλήρη νομιμοποίηση του κινήματός τους με τον δικό τους Τύπο, τις οργανώσεις του, τις βιβλιοθήκες τους, κ.λπ. υπό τον όρο οι αναρχικοί να αυτοελέγχονται, να κάνουν εκ καθάριση του χώρου τους όπου υπήρχαν πάμπολλοι απελπισμέ νοι, εκτός ελέγχου, μισότρελοι καθώς και κάποιοι πραγματικοί, ελάχιστα καλυπτόμενοι, αντεπαναστάτες. Η πλειονότητα των αναρχικών απόδιωχνε με τρόμο αυτή την ιδέα της οργάνωσης και του ελέγχου: «Τι, θα φτιάξουμε και μεις, ένα είδος κόμμα τος;» Προτιμούσαν να εξαφανιστούν, να χάσουν τον Τύπο τους και όλα τα σχετικά. Από τους αρχηγούς τους της θυελλώδους χρονιάς του 1918, ο ένας ο Γκορντίν,16 επινόησε μια καινούργια διεθνή γλώσσα, μονοσύλλαβη, την Αο, ένας άλλος ο Γιαρτσούκ, διάσημος ανάμεσα στους ναύτες της Κροστάνδης, βρέθηκε στη φυλακή του Μπουτίρκυ όπου τον κατέτρωγε το σκορβούτο- ένας τρίτος, ο Νικολάι Ρογκτάεφ, διηύθυνε στο Τουρκεστάν τη σο βιετική προπαγάνδα- ένας τέταρτος, ο Νοβομίρσκι, παλιός τρο μοκράτης, παλιός κρατούμενος, είχε μπει στο κόμμα και εργα ζόταν μαζί μου δείχνοντας, στο πλευρό του Ζινόβιεφ, έναν πα ράξενο ζήλο νεοφώτιστου- ένας πέμπτος, ο θεωρητικός κάποτε
184
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
(1906) της «τρομοκρατίας χωρίς κίνητρο», ο οποίος θεωρούσε ό τι όφειλε να πολεμήσει το παλιό καθεστώς, όπου μπορούσε και όποτε ήταν δυνατόν, ο Γκρόσμαν Ρόστσιν, 17 έγινε συνδικαλι στής, φίλος του Λένιν και του Λουνατσάρσκι, και επεξεργαζό ταν ένα δόγμα ελευθεριακής δικτατορίας του προλεταριάτου- τέ λος ο φίλος μου ο Απόλλων Καρέλιν, ένας αξιοθαύμαστος γέρο ντας τον οποίο γνώρισα στο Παρίσι, σε μια καμαρούλα της ο δού Ουλμ, να μελετά τα προβλήματα των συνεταιρισμών, τώρα μέλος της Πανρωσικής Εκτελεστικής των Σοβιέτ, ζούσε με τη σύντροφό του με κάτασπρα μαλλιά σε ένα δωματιάκι του ξενο δοχείου National (Σπίτι των Σοβιέτ), ταλαιπωρημένος από τα χρόνια, με ελαττωμένη όραση, φαρδιά λευκή γενειάδα, γράφο ντας με το ένα δάκτυλο σε μια εντελώς αρχαία γραφομηχανή έ να μεγάλο βιβλίο Ενάντια στην ποινή τον θανάτου και εκθειά ζοντας την ομοσπονδία των ελεύθερων κοινοτήτων. Η ομάδα σχεδόν προσκολλημένη στον κομμουνισμό επινόησε τον «διεθνι κό αναρχισμό» (Ασκάροφ18)- ένας άλλος οπαδός του Κροπότκιν, δεν έβλεπε καμιά λύση παρά μόνο μέσα στον ελεύθερο συνεται ρισμό (Αταμπεκιάν19). Ο Βσέβολοντ Βολίν παρέμενε στη φυλα κή. Όταν συναντιούνταν αυτοί οι άνδρες ήταν απλώς και μόνο για να διακηρύξουν: «Αγωνιζόμαστε για την εξάλειψη των συ νόρων και των ορίων του κράτους. Διακηρύσσουμε: Ολόκληρη η γη σε όλους τους λαούς!» (Συνέδριο της Ένωσης αναρχικών της Μόσχας, Δεκέμβριος 1919). Οι μπολσεβίκοι τούς θεωρούσαν ως «μικροαστούς ουτοπιστές» μη συμβατούς με την εξέλιξη του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Για τους ανθρώπους της Τσεκά που κατατρύχονταν από τις ψυχώσεις της εξουσίας, αυτοί οι «μικροαστοί» κατέληγαν να είναι εν αγνοία τους όχλος αντεπαναστατών. Ο Γκόρκι το επαναλάμβανε συχνά: ο χαρακτήρας του ρωσι κού λαού, διαμορφωμένος από την αντίσταση και την υποταγή στον δεσποτισμό, εμπεριέχει μιαν αντιεξουσιαστική τάση, δηλα δή ένα στοιχείο αυθόρμητου αναρχισμού. Στους Ουκρανούς αγρό τες, το πνεύμα της εξέγερσης, η ικανότητα οργάνωσης, η αγά πη για την τοπική ελευθερία, η ανάγκη να μην υπολογίζουν πα
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
185
ρά στον εαυτό τους για να αμυνθούν, έδωσε πνοή σε ένα εξαιρε τικά ζωντανό και ισχυρό κίνημα, το κίνημα των «Ένοπλων α γροτών» που σχηματίστηκε γύρω από το Γκουλιάι-Πόλιε. Εμπνευσμένη από τον Βσέβολοντ Βολίν20 και τον Ααρών Μπαρόν, η αναρχική Συνομοσπονδία του Τοκσίν (Ναμπάτ) προσέφερε μια ιδεολογία21 σ’ αυτό το κίνημα: την ιδεολογία της τρίτης ελευθεριακής επανάστασης. Ο Νέστωρ Μάχνο, δάσκαλος που ε πέστρεψε από το κάτεργο, πότης, ακαλλιέργητος, ιδεαλιστής, αποδείχτηκε ένας γεννημένος στρατηγός. Τπήρξαν φορές που ή ταν επικεφαλής δεκάδων χιλιάδων αγωνιστών. Ξεσηκώθηκε ε νάντια στον εχθρό. Οι εξεγερμένοι του ξεκινούσαν για τη μάχη, μερικές φορές, έχοντας ένα τουφέκι για δύο ή και τρεις άνδρες· και το τουφέκι περνούσε από το χέρι του νεκρού στο χέρι αυτού που είχε επιζήσει. Ο Μάχνο είχε επινοήσει ένα πεζικό με κάρα που μετακινούνταν πολύ γρήγορα. Είχε σκεφτεί να θάψει τον ο πλισμό και να εξαπολύσει προσωρινά τους άνδρες του οι οποίοι θα υπερφαλάγγιζαν, άοπλοι, τις γραμμές του πυρός και ξεθάβο ντας αλλού, άλλα πολυβόλα, θα ξεπρόβαλαν εκεί όπου κανείς δεν τους περίμενε. Τον Σεπτέμβριο του 1919, στο Ούμαν ο στρατη γός Ντενίκιν είχε υποστεί μια ήττα από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ πια να συνέλθει. Ήταν ένας «Μπάτκο», «πατερούλης», Αρχηγός. Στους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους του Γιεκατερίνοσλαβ (Ντνιεπροπετρόφσκ) που του ζητούσαν να τους πληρώσει τους μισθούς, απαντούσε: «Οργανωθείτε εσείς, εσείς οι ίδιοι για να εκμεταλλευθείτε τους σιδηροδρόμους. Εγώ δεν τους χρειάζο μαι». Το κύρος του στον λαό, σ’ ολόκληρη τη Ρωσία ήταν με γάλο, και έτσι παρέμεινε. Τον Οκτώβριο του 1920 ο βαρώνος Βράνγκελ κατείχε ακόμη την Κριμαία, όταν υπογράφτηκε ένα σύμφωνο συμμαχίας ανάμεσα στη Μαύρη Στρατιά του Μάχνο και στην Κόκκινη Στρατιά που ήταν κάτω από τις διαταγές των Μπέλα Κουν, Φρούνζε και Γκούσεφ. Η συνθήκη προέβλεπε την αμνήστευση και τη νομιμοποίηση των αναρχικών.22 Το μαύρο ιππικό παραβίασε τις γραμμές των Λευκών και εισέβαλε στην Κριμαία- αυτή η νίκη, ταυτόχρονα με τη νίκη που πέτυχαν ο Φρούνζε και ο Μπλύχερ στο Περεκόπ, ήταν αποφασιστική για
186
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τη μοίρα της λευκής Κριμαίας που είχε πρόσφατα αναγνωριστεί από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Στην Πετρούπολη και στη Μόσχα, οι αναρχικοί προετοίμα ζαν το Συνέδριό τους. Μόλις όμως επετεύχθη η κοινή νίκη συνελήφθηκαν αμέσως μαζικά από την Τσεκά (Νοέμβριος 1920). Οι νικητές της Κριμαίας, Καρέτνικ, Γκαβριλένκο και άλλοι τουφεκίστηκαν,® ο Μάχνο, αποκλεισμένος στο Γκουλιάι-Πόλιε, αμύνθηκε σαν θηρίο, κατόρθωσε να ανοίξει μια δίοδο, και συνέ χισε την αντίσταση μέχρι τον Αύγουστο του 1921. (Κρατούμε νος στη Ρουμανία, στην Πολωνία, και στο Ντάντσιχ, θα τελεί ωνε τη ζωή του σαν εργάτης σε εργοστάσιο στο Παρίσι.) Αυτή η αδιανόητη στάση της μπολσεβίκικης εξουσίας που καταπάτη σε τις ίδιες της τις δεσμεύσεις απέναντι σε μια αγροτική μειο νότητα, απίστευτα θαρραλέα, είχε ένα εξαιρετικά αποθαρρυντικό αποτέλεσμα- εδώ διακρίνω μια από τις βαθύτερες αιτίες της εξέγερσης της Κροστάνδης. Ο εμφύλιος τερματιζόταν και οι α γρότες, εξοργισμένοι από τις κατασχέσεις, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε δυνατότητα καμιάς πιθανής συνεν νόησης με τους «κομισάριους». Ένα άλλο σοβαρό γεγονός ήταν ότι πολλοί εργάτες, και με ταξύ αυτών αρκετοί κομμουνιστές εργάτες είχαν αρχίσει να σκέφτονται το ίδιο πράγμα. Η «εργατική Αντιπολίτευση», διοικούμενη από τον Χλιάπνικοφ,24 την Αλεξάντρα Κολλοντάι,25 και τον Μεντβιέντεφ, εκτιμούσε ότι αν το κόμμα δεν έκανε ρι ζικές αλλαγές στην οργάνωση εργασίας, αν δεν έδινε ελευθερία και αληθινή εξουσία στα συνδικάτα, αν δεν προσανατολιζόταν αμέσως προς μια πραγματική σοβιετική δημοκρατία, η επανά σταση θα χανόταν. Κάναμε ατελείωτες συζητήσεις πάνω σ’ αυτό το θέμα με τον Χλιάπνικοφ. Πρώην μεταλλουργός, ένας από τους λίγους μπολσεβίκους που πήραν μέρος στην επανά σταση του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1917 στην Πετρούπολη, δια τήρησε στην εξουσία την ίδια νοοτροπία, τα ίδια ρούχα, και τις ίδιες ασχολίες που είχε ως εργάτης. Περιφρονούσε τους κρατι κούς υπαλλήλους, «αυτόν τον απίθανο όχλο», είχε τις αμφιβο λίες του για την Κομιντέρν, βλέποντας εδώ τόσα πολλά παρά
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
187
σιτα που διψούσαν για χρήμα. Σωματώδης και βαρύς, με ένα μεγάλο στρογγυλό κεφάλι και μουστάκια, τον θυμάμαι πάντα πολύ πικραμένο. Η συζήτηση για τα συνδικάτα, στην οποία είχε λάβει μέρος και τον απασχολούσε έντονα, δεν έφερε κανέ να αποτέλεσμα. Ο Τρότσκι πρότεινε τη συγχώνευση των συν δικάτων και του κράτους. Ο Λένιν επέμενε στην αρχή της συν δικαλιστικής αυτονομίας και στο δικαίωμα της απεργίας, με την ολοκληρωτική υποταγή όμως των συνδικάτων στο κόμμα. Βρισκόμασταν σε στασιμότητα. Πήρα μέρος στη συζήτηση σε ένα από τα τμήματα της Πετρούπολης και τρόμαξα βλέποντας την «πλειοψηφία» του Λένιν και του Ζινόβιεφ να νοθεύουν τις ψήφους. Αυτό δεν θα άλλαζε τίποτε (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1920). Δεν περνούσε μέρα στο Σμόλνυ που να μην έχουμε ε πεισόδια στα εργοστάσια, απεργίες, και αγκιτάτορες να κραυ γάζουν. Τον Φεβρουάριο, πεθαίνει ο γέρο Κροπότκιν στο Ντιμίτροβο, κοντά στη Μόσχα.® Δεν είχα θελήσει να τον δω, από φόβο για μια πιθανή δυσάρεστη συζήτηση1πίστευε πάντα ότι οι μπολσε βίκοι είχαν πάρει χρήματα από τους Γερμανούς,27 κ.τ.λ. Ξέρο ντας ότι ζούσε μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι, δουλεύοντας την Ηθική και ότι ξεκουραζόταν παίζοντας λίγο πιάνο, του είχαμε στείλει, οι φίλοι μου και εγώ, ένα πολυτελές κουτί με κεριά. Γνώριζα το κείμενο των επιστολών του στον Λένιν που αναφέρονταν στην κρατικοποίηση της βιβλιοθήκης και την πολιτική α διαλλαξία. Θα φανεί, αν κάποια μέρα δημοσιευθούν, με πόση δι αύγεια ο Κροπότκιν κατάγγελνε τους κινδύνους της κατευθυνόμενης σκέψης. Πήγα στη Μόσχα για να παραστώ στην κηδεία του και έζησα κάποιες πολύ συγκινητικές στιγμές εκείνες τις μέρες μέσα στο τρομερό κρύο και την εποχή της μεγάλης πεί νας. Ήμουνα το μόνο μέλος του κόμματος που ήταν αποδεκτό α πό τους αναρχικούς ως ένας από τους συντρόφους τους. Γύρω α πό τη σορό του σπουδαίου γέροντα που είχε εκτεθεί στο Σπίτι των συνδικάτων, στην αίθουσα με τους κίονες, τα επεισόδια πολλαπλασιάζονταν παρά τη διακριτική επαγρύπνηση του Κάμενεφ. Η σκιά της Τσεκά βρισκόταν παντού, ένα συμπαγές ό
188
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μως και παθιασμένο πλήθος ξεχυνόταν, και αυτή η κηδεία έ παιρνε τη μορφή μιας διαδήλωσης γεμάτης σημασία. 0 Κάμενεφ είχε υποσχεθεί την απελευθέρωση για μια μέρα όλων των φυλα κισμένων αναρχικών: Έτσι ο Ααρών Μπαρόν και ο Γιαρτσούκ ήρθαν να σταθούν φρουροί γύρω από τη σορό. Με το πρόσωπο παγωμένο, με το λείο ψηλό μέτωπο, την αρχοντική κατατομή, και την κάτασπρη γενειάδα του ο Κροπότκιν έμοιαζε με κοιμι σμένο μάγο, ενώ οι οργισμένες φωνές γύρω του μουρμούριζαν ό τι η Τσεκά παραβίαζε την υπόσχεση του Κάμενεφ, ότι η απερ γία πείνας άρχιζε τελικά στις φυλακές, ότι τόσοι και τόσοι εί χαν συλληφθεί, και ότι οι εκτελέσεις στην Ουκρανία συνεχίζο νταν... Για μια μαύρη σημαία, για έναν επικήδειο λόγο, επίπο νες διαπραγματεύσεις σκόρπιζαν ένα είδος πάθους σ’ αυτό το πλήθος. Η μακριά πομπή, περικυκλωμένη από φοιτητές που έ φτιαχναν μια αλυσίδα βαστώντας ο ένας το χέρι του άλλου, ξε κίνησε την πορεία της προς το κοιμητήριο του Νοβο-Ντιεβίτσιι, με την πένθιμη χορωδία και πίσω από τις μαύρες σημαίες των οποίων οι επιγραφές κατάγγελναν την τυραννία. Στο κοιμητή ριο, μέσα στο θαμπό φως του χειμωνιάτικου ήλιου, ένας λάκκος είχε σκαφτεί κάτω από μια σημύδα που λαμπύριζε ασημένια. Ο εκπρόσωπος της μπολσεβίκικης Κεντρικής Επιτροπής, Μοστοβένκο, και ο Αλφρέντ Ροσμέρ, εκπρόσωπος της Εκτελεστικής της Διεθνούς, χρησιμοποίησαν μια διαλλακτική γλώσσα. Ο Αα ρών Μπαρόν, που είχε συλληφθεί στην Ουκρανία και ο οποίος θα επέστρεφε το βράδυ στη φυλακή -για να μην ξαναβγεί ποτέ πια- τέντωσε το κοκαλιάρικο κορμί του, με τα γένια του, και τα χρυσά γυαλιά του, και εκτόξευσε ανελέητες διαμαρτυρίες ενά ντια στον καινούργιο δεσποτισμό, στους δήμιους που εργάζονταν μέσα στα υπόγεια, στην ατίμωση που υπέστη ο σοσιαλισμός, στην κυβερνητική βία που καταπατά τις αρχές της επανάστα σης. Τολμηρός και ορμητικός, φαινόταν να σπείρει καινούργιες θύελλες. Η κυβέρνηση ίδρυσε ένα μουσείο Κροπότκιν, έδωσε το όνομα του Κροπότκιν σε σχολεία και υποσχέθηκε να εκδώσει τα έργα του ...(10 Φεβρουαρίου 1921). Δέκα οκτώ μέρες πέρασαν. Μέσα στη νύχτα της 28ης προς
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
την 29η Φεβρουάριου, με ξύπνησε ένα τηλεφώνημα που δέχτη κα από ένα γειτονικό δωμάτιο της Αστόριας. Μια ταραγμένη φωνή μου είπε: «Η Κροστάνδη πέρασε στην εξουσία των Λευ κών.28 Έχουμε όλοι κινητοποιηθεί». Αυτός που μου ανακοίνωσε το τρομερό νέο -τρομερό, διότι σήμαινε την επικείμενη πτώση της Πετρούπολης- ήταν ο γαμπρός του Ζινόβιεφ, ο Ιλιά Γιόνοφ. — Ποιοι Λευκοί; Από πού ήρθαν; Είναι απίστευτο! — Κάποιος στρατηγός Κοζλόφσκι... — Και οι ναύτες μας; το Σοβιέτ; η Τσεκά; Οι εργάτες του Ναυστάθμου; — Δεν ξέρω τίποτε παραπάνω. Ο Ζινόβιεφ βρισκόταν σε σύσκεψη με το επαναστατικό Συμ βούλιο του Στρατού. Έτρεξα στην Επιτροπή του δεύτερου τμή ματος. Δεν είδα παρά συννεφιασμένες φυσιογνωμίες. «Είναι α κατανόητο, αλλά είναι έτσι... -Ε, λοιπόν», είπα «θα πρέπει να κινητοποιήσουμε όλον τον κόσμο εγκαίρως!» Μου απάντησαν υπεκφεύγοντας ότι αυτό θα γίνει, αλλά ότι περίμεναν τις οδηγίες της Επιτροπής της Πετρούπολης. Πέρασα το υπόλοιπο της νύ χτας μαζί με κάποιους συντρόφους μελετώντας τον χάρτη του κόλπου της Φιλανδίας. Μάθαμε ότι ένα πλήθος μικρών απεργιών άρχισε να γενικεύεται εν τω μεταξύ σ’ όλες τις συνοικίες. Οι Λευκοί βρίσκονταν μπροστά μας και η πείνα και η απεργία πί σω μας! Βγαίνοντας, την αυγή, είδα μια ηλικιωμένη καμαριέρα από το προσωπικό του ξενοδοχείου η οποία έφευγε με διακριτικότη τα κουβαλώντας κάποια πακέτα. — Πού πας έτσι, τόσο πρωί, γιαγιά; — Μυρίζομαι το κακό στην πόλη. Θα μας σκοτώσουν όλους φτωχοί μου άνθρωποι, θα μας λεηλατήσουν για άλλη μια φορά. Γ ι’ αυτό παίρνω τα πράγματά μου. Μικρές τοιχοκολλημένες αφίσες στους έρημους δρόμους ειδο ποιούσαν ότι μετά από συνωμοσία και προδοσία, ο αντεπαναστάτης στρατηγός Κοζλόφσκι εκμεταλλεύτηκε τα γεγονότα της Κροστάνδης και κάλεσε το προλεταριάτο να πάρει τα όπλα. Πριν όμως προλάβω να πάω στην Επιτροπή του τμήματος, συ
190
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νάντησα συντρόφους που έτρεχαν αγκαλιά με τα μάουζερ και μου είπαν ότι αυτό ήταν ένα φρικτό ψέμα και ότι οι ναύτες στασίασαν και ότι επρόκειτο για μια εξέγερση του στόλου κατευθυνόμενη από το Σοβιέτ. Αυτό ίσως να ήταν και πιο σοβαρό, τε λικά. Το χειρότερο ήταν ότι το επίσημο ψέμα μάς παρέλυε. Το να ψεύδεται απέναντί μας έτσι το κόμμα ήταν κάτι που δεν εί χε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. «Αυτό έπρεπε να κάνει το κόμ μα», έλεγαν ορισμένοι, συνταραγμένοι ωστόσο, «για τον πληθυ σμό. ..» Η απεργία είχε σχεδόν γενικευθεί. Δεν ξέραμε αν θα κυ κλοφορούσαν τα τραμ. Την ίδια μέρα με τους φίλους μου της γαλλόφωνης κομμουνιστικής ομάδας (θυμάμαι ότι ήταν παρόντες ο Μαρσέλ Μποντύ® και ο Georges Helfer®) αποφασίσαμε να μην πάρουμε τα όπλα και να μην πολεμήσουμε ούτε ενάντια στους πεινασμένους απεργούς ούτε ενάντια στους ναύτες, και να περιμένουμε υπομονετικά. Στο Βασίλι-Οστρόφ είδα ένα πλήθος που αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες που στέκονταν στον κά τασπρο από το χιόνι δρόμο να ανακατεύεται με τους δόκιμους των στρατιωτικών σχολών που είχαν σταλεί για να ανοίξουν χώ ρο πρόσβασης στα εργοστάσια. Ένα πλήθος γαλήνιο και θλιμμέ νο που μιλούσε στους στρατιώτες για τη δυστυχία του, που τους αποκαλούσε αδελφούς, και ζητούσε βοήθεια. Οι δόκιμοι έβγαζαν ψωμί από τις τσέπες τους και το μοίραζαν. Απέδιδαν την οργά νωση της γενικής απεργίας στους μενσεβίκους και στους σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς. Οι προκηρύξεις που ήταν διεσπαρμένες στις λεωφόρους έκα ναν γνωστές τις διεκδικήσεις του Σοβιέτ της Κροστάνδης. Ή ταν ένα πρόγραμμα ανανέωσης της επανάστασης. Συνοψίζω: ε πανεκλογή των Σοβιέτ μετά από μυστική ψήφο- ελευθερία του λαού και του Τύπου για όλα τα κόμματα και τις επαναστατικές ομάδες συνδικαλιστική ελευθερία- απελευθέρωση των επανα στατών πολιτικών κρατουμένων- κατάργηση της επίσημης προ παγάνδας- κατάργηση των κατασχέσεων στην ύπαιθρο- ελευθε ρία στη βιοτεχνία- άμεση κατάργηση των οδοφραγμάτων που ε μπόδιζαν τον πληθυσμό να ανεφοδιαστεί με το στάρι του. Το Σοβιέτ, η φρουρά της Κροστάνδης και τα πληρώματα της 1ης
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
191
και της 2ης μοίρας σηκώθηκαν και ζητωκραύγαζαν υπέρ του προγράμματος.31 Η αλήθεια άρχισε να διαφαίνεται λίγο λίγο, από τη μια ώρα στην άλλη, μέσα από το ομιχλώδες τείχος του Τύπου που ήταν κυριολεκτικά βυθισμένος μέσα στο ψέμα. Και ήταν ο δικός μας Τύπος, ο Τύπος της επανάστασής μας, ο πρώτος σοσιαλιστικός, δηλαδή αδιάφθορος και ανιδιοτελής Τύπος. Ωστόσο προηγουμέ νως αυτός ο Τύπος, ιδιαίτερα ειλικρινής κατά τα άλλα, είχε στα θεί δημαγωγικός και βίαιος απέναντι στους αντιπάλους. Θα μπορούσε να ήταν ένας έντιμος πόλεμος, σε κάθε περίπτωση κα τανοητός. Τώρα ψευδόταν συστηματικά. Η Πράβντα τον Λένινγκραντ δημοσίευσε ότι ο κομισάριος του στόλου και του στρα τού, ο Κουζμίν, που είχε κάνει φυλακισμένος® στην Κροστάνδη, είχε υποστεί κακομεταχείριση και μετά βίας γλίτωσε μια εκτέ λεση με συνοπτικές διαδικασίες, που είχε δοθεί με γραπτή δια ταγή από τους αντεπαναστάτες. Γνώριζα τον Κουζμίν, δάσκαλο στο επάγγελμα, στρατιώτη δραστήριο και ενεργητικό, με χρώ μα γκρίζο από το κεφάλι ως τα πόδια, από την στολή ως το ρυ τιδιασμένο του πρόσωπο. «Γλίτωσε» από την Κροστάνδη και ξαναγύρισε στο Σμόλνυ. «Δευσκολεύομαι να πιστέψω», του εί πα, «ότι θέλησαν να σας τουφεκίσουν. Είδατε πραγματικά, τη διαταγή;» Δίστασε ταραγμένος. «Ω! υπερβάλλουν λίγο πάντα, υπήρχε κάποιο μικρό εκφοβιστικό χαρτί...» Τελικά υπήρξε κάποια κρίση, τίποτε παραπάνω. Και ενώ στην εξεγερμένη Κρο στάνδη δεν χύθηκε ούτε μια σταγόνα αίμα, και δεν συλληφθήκανε παρά μερικοί κομμουνιστές αξιωματούχοι, στους οποίους συμπεριφέρθηκαν με προσοχή (η μεγάλη πλειοψηφία των κομ μουνιστών, αρκετές εκατοντάδες, είχε προσχωρήσει στο κίνημα, πράγμα που έδειχνε την έλλειψη σταθερότητας στη βάση του κόμματος), ωστόσο είχε δημιουργηθεί ένας θρύλος για ανύπαρ κτες εκτελέσεις. Οι φήμες σε τούτο το δράμα θα έπαιζαν έναν μοιραίο ρόλο. Ο επίσημος Τύπος κρύβοντας καθετί που δεν αποτελούσε επιτυχία και έπαινο για το καθεστώς, και η Τσέκα ενεργώντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, άφηναν τις φήμες να γεννιούνται κάθε στιγμή.
192
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ο θόρυβος από τις απεργίες στην Πετρούπολη, έφτασε στην Κροστάνδη με τη φήμη ότι συνελάμβαναν μαζικά τους απεργούς και ότι ο στρατός επενέβαινε στα εργοστάσια. Με λίγα λόγια, ή ταν λάθος, γιατί βέβαια η Τσεκά θα είχε, κατά τη συνήθειά της, επώοθεί σε ανόητες συλλήψεις οι οποίες γενικά είχαν μικρή χρο νική διάρκεια. Έβλεπα, σχεδόν κάθε μέρα τον γραμματέα της Επιτροπή της Πετρούπολης, τον Σεργκέι Ζορίν, και ήξερα πό σο τον απασχολούσαν αυτά τα προβλήματα, πόσο ήταν αποφα σισμένος να μην ασκήσει καταπίεση στους εργατικούς κύκλους, και ότι η κινητοποίηση του φαινόταν το μόνο αποτελεσματικό ό πλο σ’ αυτή την περίσταση: για να την ενισχύσει εφοδιάστηκε με βαγόνια για τρόφιμα. Μου αφηγήθηκε γελώντας ότι έτυχε να βρεθεί ο ίδιος σε μια γειτονιά όπου οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς είχαν καταλήξει να φωνάζουν: «Ζήτω η Συντακτική!» (καθαρή μετάφραση του «Κάτω ο μπολσεβικισμός!»). «Είχα α ναγγείλει», μου είπε, «την άφιξη αρκετών βαγονιών με τρόφιμα και σε ένα δευτερόλεπτο είχα αλλάξει την κατάσταση». Σε κά θε περίπτωση, η απειθαρχία της Κροστάνδης ξεκίνησε από ένα κίνημα αλληλεγγύης προς τους απεργούς της Πετρούπολης και εξαιτίας των φημών για καταπίεση, ψεύτικες στο σύνολό τους. Οι κύριοι ένοχοι, των οποίων η βάρβαρη αδεξιότητα προκάλεσε την εξέγερση, ήταν ο Καλίνιν και ο Κουζμίν.33 Ο Καλίνιν, πρόεδρος της Εκτελεστικής της Δημοκρατίας, ενώ γίνεται δε κτός από τη φρουρά της Κροστάνδης με μουσικές και επίσημη υποδοχή, έχοντας τις πληροφορίες για τις διεκδικήσεις των ναυ τών, τους μεταχειρίστηκε σαν σκουπίδια, σαν εγωιστές, σαν προδότες και τους απείλησε με σοβαρές τιμωρίες. Ο Κουζμίν φώναζε ότι η απειθαρχία και η προδοσία θα διαλυθούν κάτω α πό τη σιδερένια πυγμή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τους κυνήγησαν με γιουχαίσματα" η ρήξη είχε συντελεστεί. Είναι πι θανόν ο Καλίνιν, κατά την επιστροφή του στην Πετρούπολη, να επινόησε τον «λευκό στρατηγό Κοζλόφσκι». Έτσι, από την πρώτη στιγμή, ενώ ήταν εύκολο να κατευνάσουν την κρίση, οι μπολσεβίκοι αρχηγοί δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν παρά την οδό της βίας. Και μάθαμε στη συνέχεια, ότι όλη η αντιπροσω
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
193
πεία που είχε σταλεί από την Κροστάνδη στο Σοβιέτ και στον πληθυσμό της Πετρούπολης, για να τους ενημερώσουν για το α ντίθετο, βρισκόταν στις φυλακές της Τσεκά. Η ιδέα για μια μεσολάβηση γεννήθηκε στη διάρκεια των συ νομιλιών που είχα κάθε απόγευμα με τους Αμερικανούς αναρχι κούς που είχαν πρόσφατα φτάσει: την Έμμα Γκόλντμαν, τον Αλεξάντρ Μπέρκμαν,34 και τον νεαρό γραμματέα της Ένωσης των Ρώσων εργατών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Perkus. Μίλησα σχετικά με ορισμένους συντρόφους του κόμματος. Μου απάντησαν: «Αυτό δεν θα χρησιμεύσει σε τίποτε. Και είμαστε, καθώς και εσύ, δεσμευμένοι από την πειθαρχία του κόμματος». Θύμωσα: «Μπορεί κανείς να φύγει από ένα κόμμα». Μου απά ντησαν ψυχρά και θλιμμένα: «Ένας μπολσεβίκος δεν εγκατα λείπει το κόμμα του. Και εσύ, πού θα πας; Είμαστε, εξ άλλου οι μόνοι». Η ομάδα της αναρχικής διαμεσολάβησης συγκεντρω νόταν στο σπίτι του πεθερού μου, Αλεξάντρ Ρουσακόφ.^ Δεν παρευρισκόμουν σ’ αυτή τη συγκέντρωση, αφού είχε αποφασισθεί ότι μόνο οι αναρχικοί θα έπαιρναν αυτή την πρωτοβουλία, εξαιτίας της επιρροής που ασκούσαν στους κόλπους του Σοβιέτ της Κροστάνδης και διότι μόνο οι Αμερικανοί αναρχικοί θα έ παιρναν την ευθύνη απέναντι στη σοβιετική κυβέρνηση. Έχο ντας την πολύ ζεστή αποδοχή του Ζινόβιεφ, η Έμμα Γκόλντμαν και ο Αλεξάντρ Μπέρκμαν μπορούσαν να μιλήσουν με κύρος στο όνομα μιας αρκετά σημαντικής μερίδας του διεθνούς προλετα ριάτου. Η μεσολάβησή τους απέτυχε ολοκληρωτικά. Ο Ζινόβιεφ παρ’ όλα αυτά τους πρόσφερε όλες τις ευκολίες για να επισκεφτούν με ειδικό βαγόνι ολόκληρη τη Ρωσία. «Θα δείτε και θα καταλάβετε...» Από τους Ρώσους «μεσολαβητές», οι περισσό τεροι πιάστηκαν, εκτός από μένα. Όφειλα αυτή την επιείκεια στη συμπάθεια που μου έτρεφε ο Ζινόβιεφ, ο Ζορίν και ορισμέ νοι άλλοι- και επίσης στην ιδιότητά μου ως μαχητή του γαλλι κού εργατικού κινήματος. Με πολλούς δισταγμούς και με απερίγραπτο άγχος, οι κομ μουνιστές φίλοι μου και εγώ, προσχωρήσαμε τελικά στην άπο ψη του κόμματος.36 Και να γιατί. Η Κροστάνδη είχε δίκιο. Η
194
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Κροστάνδη ξεκινούσε μια καινούργια απελευθερωτική επανά σταση, την επανάσταση της λαϊκής δημοκρατίας. «Η Τρίτη ε πανάσταση!», έλεγαν ορισμένοι αναρχικοί γεμάτοι παιδικές ψευ δαισθήσεις. Όμως η χώρα ήταν τελείως εξαντλημένη, η παρα γωγή είχε σχεδόν σταματήσει, δεν υπήρχαν πλέον κανενός εί δους αποθέματα, ούτε καν ψυχικά, μέσα στις ψυχές των μαζών. Η αφρόκρεμα του προλεταριάτου, διαμορφωμένο καθώς ήταν μέσα από τους αγώνες του παλιού καθεστώτος, ήταν κυριολε κτικά αποδεκατισμένη. Το κόμμα που διευρύνθηκε από τις εισ ροές των προσκείμενων στην εξουσία, δεν ενέπνεε και πολλή ε μπιστοσύνη. Τα άλλα κόμματα δεν διασώζονταν παρά σαν α σθενή πλαίσια, με αμφίβολο δυναμικό. Θα μπορούσαν προφανώς να ανασυγκροτηθούν σε κάποιες εβδομάδες, ενσωματώνοντας ό μως χιλιάδες πικραμένους, δυσαρεστημένους, και απελπισμένους - και όχι όπως το 1917 ανθρώπους γεμάτους ενθουσιασμό για τη νέα επανάσταση. Η σοβιετική δημοκρατία είχε έλλειψη ορμής, προσώπων, οργανισμών και δεν είχε πίσω της παρά πεινασμένες και απελπισμένες μάζες. Η λαϊκή αντεπανάσταση ερμήνευε τη διεκδίκηση των ελεύ θερα εκλεγμένων σοβιέτ μέσα από τη διεκδίκηση των ((σοβιέτ χωρίς κομμουνιστές». Αν έπεφτε η μπολσεβίκικη δικτατορία, θα ερχόταν σε ελάχιστο χρόνο το χάος, και μαζί με το χάος η πίε ση από τους αγρότες, η σφαγή των κομμουνιστών, η επιστροφή των εμιγκρέδων και τελικά μια άλλη αντιπρολεταριακή δικτα τορία μέσα από την πίεση των συνθηκών. Τα τηλεγραφήματα από τη Στοκχόλμη και το Ταλίν επιβεβαίωναν ότι και οι εμιγκρέδες έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο την κατάσταση. Παρεμπι πτόντως, αυτά τα τηλεγραφήματα επιβεβαίωναν την επιθυμία των διοικούντων να ελέγξουν το γρηγορότερο την Κροστάνδη, ό ποιο κι αν ήταν το κόστος. Δεν σκεφτόμασταν έτσι θεωρητικά. Ξέραμε ότι υπήρχαν, μέσα στη μοναδική Ρωσία της Ευρώπης, καμιά πενηνταριά εστίες αγροτικών εξεγέρσεων. Νότια της Μό σχας, ο σοσιαλεπαναστάτης της δεξιάς, ο δάσκαλος Αντόνοφ, ο οποίος διακήρυσσε την κατάργηση του σοβιετικού καθεστώτος και την αποκατάσταση της Συντακτικής, διέθετε στην περιοχή
4. Ο Κ1ΝΔΊΓΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
195
του Ταμπόφ έναν άρτια οργανωμένο στρατό από πολλές δεκάδες χιλιάδες αγρότες. Είχε διαπραγματευθεί με τους Λευκούς. Κά τω απ’ αυτές τις συνθήκες, το κόμμα όφειλε να υποχωρήσει, να αναγνωρίσει ότι το οικονομικό καθεστώς ήταν ανυπόφορο, αλλά να μην εγκαταλείψει την εξουσία. «Παρά τα λάθη του και τις καταχρήσεις του», έγραφα, «το μπολσεβίκικο κόμμα είναι αυτή τη στιγμή η μεγάλη οργανωμένη και ευφυής δύναμη και σίγου ρα σ’ αυτήν, παρ’ όλα αυτά, πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη. Η επανάσταση δεν έχει άλλον οπλισμό και δεν είναι πλέον εφικτό να ανανεωθεί εκ βάθρων».37 Το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να διαπραγματευθεί με την Κροστάνδη, στη συνέχεια να της απευθύνει ένα τελεσίγραφο,38 και ως τελευταία λύση να επιτεθεί στο φρούριο και στα θωρηκτά του ακινητοποιημένου από τον πάγο στόλου. Στην πραγματικό τητα δεν υπήρξαν διαπραγματεύσεις. Ένα τελεσίγραφο υπογε γραμμένο από τον Λένιν και τον Τρότσκι τοιχοκολλήθηκε συντε ταγμένο με επαναστατικούς όρους: «Παραδοθείτε, ειδάλλως θα πολυβολυθείτε σαν τα κουνέλια». Ο Τρότσκι δεν ήρθε στην Πε τρούπολη® και δεν παρενέβη παρά στο Πολιτικό Γραφείο. Ταυτόχρονα με το που έθεσαν τους αναρχικούς εκτός νόμου την επομένη της κοινής νίκης, η Τσεκά είχε, προς το τέλος του φθινοπώρου ή στις αρχές του χειμώνα, θέσει εκτός νόμου τους σοσιαλδημοκράτες μενσεβίκους40 -κατηγορώντας τους με ένα ε πίσημο και απειλητικό κείμενο ότι «συνωμότησαν με τον εχθρό, και οργάνωσαν το σαμποτάζ των σιδηροδρομικών γραμμών», και άλλες τέτοιες φοβερές κατηγορίες αυτού του φρικτού είδους. Οι διοικούντες κοκκινίζοντας και οι ίδιοι σήκωναν τους ώμους: «Υ περβολές της Τσεκά!», αλλά δεν διόρθωναν τίποτε και περιορί ζονταν να υπόσχονται στους μενσεβίκους ότι δεν θα υπάρξουν συλλήψεις και ότι όλα θα διορθωθούν. Οι αρχηγοί των μενσεβί κων, Φεντόρ Νταν και Αμπράμοβιτς, συνελήφθησαν στην Πε τρούπολη. Η Τσεκά, διοικούνταν τότε, αν δεν με απατά η μνή μη μου, από τον Σεμιόνοφ, έναν μικρόσωμο κοκκινομάλλη εργά τη, σκληρό και ακαλλιέργητο, ο οποίος ήθελε να τους τουφεκίσει, θεωρώντας τους ως οργανωτές της σχεδόν γενικής απερ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
γίας· ήταν πολύ πιθανόν λάθος, η απεργία ήταν κατά τα τρία τέ ταρτα εντελώς αυθόρμητη. Είχα κάποια στιγμή μια διαμάχη με τον Σεμιόνοφ σχετικά με το θέμα των δύο φοιτητών που κακοποιήθηκαν και κλείσθηκαν σε παγωμένα κελιά. 'Εκανα επίκλη ση στον Γκόρκι- μεσολαβούσε τότε δίπλα στον Λένιν για να σώ σει τους μενσεβίκους αρχηγούς. Ο Λένιν ενημερώθηκε και βε βαίως τους σώσαμε. Αλλά για πολλές νύχτες είχαμε πραγματι κά ανησυχήσει πολύ για αυτούς. Στις αρχές Μαρτίου, ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυσε μέσα στους πάγους μια επίθεση ενάντια στην Κροστάνδη. Το πυρο βολικό των πλοίων και των φρουρίων άνοιξε πυρ στους επιτιθέ μενους που ήταν ντυμένοι στα λευκά. Τεράστιοι πάγοι στριφο γύριζαν κουβαλώντας στα μαύρα κύματα το ανθρώπινο φορτίο τους. Ήταν η αρχή της χειρότερης αδελφοκτονίας. Το Δέκατο Συνέδριο του κόμματος που οργανώθηκε εν τω με ταξύ στη Μόσχα κατάργησε, μετά από πρόταση του Λένιν, το καθεστώς των επιτάξεων δηλαδή τον «πολεμικό κομμουνισμό», και ανακοίνωσε τη Νέα Οικονομική Πολιτική· όλες οι οικονομικές διεκδικήσεις της Κροστάνδης ικανοποιήθηκαν! Το Συνέδριο βρέ θηκε σε δύσκολη θέση κάνοντας αντιπολίτευση. Η εργατική αντι πολίτευση χαρακτηρίστηκε από «την ασυμβατότητα της αναρχοσυνδικαλιστικής παρέκκλισης από το κόμμα», παρόλο που δεν εί χε τίποτε απολύτως να κάνει με τον αναρχισμό. Το Συνέδριο κι νητοποίησε τα μέλη του -και ανάμεσα σ’ αυτούς πολλούς της α ντιπολίτευσης- για τη μάχη ενάντια στην Κροστάνδη! Ο πρώην ναύτης της Κροστάνδης Ντυμπένκο41 της άκρας αριστεράς και ο αρχηγός της ομάδας του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» Μπουμπνόφ,12συγγραφέας και στρατιώτης, ήρθαν να πολεμήσουν πάνω στον πάγο ενάντια στους εξεγερμένους στους οποίους όμως κατά βάθος έδιναν δίκιο. Ο Τουχατσέφσκι ετοίμαζε την τελική έ φοδο. Ο Λένιν, στις μαύρες του, λέει κατά λέξη, σε έναν από τους φίλους μου: «Είναι ο θερμιδώρ. Δεν θα αφήσουμε όμως να μας καρατομήσουν. Θα κάνουμε το Θερμιδώρ εμείς οι ίδιοι!». ^ Το επεισόδιο του Οριανενμπάουμ, για το οποίο κανείς δεν μι λά όσο ξέρω τουλάχιστον εγώ, έφερε την Κροστάνδη δύο βήμα
Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
197
τα πριν από την νίκη την οποία οι επαναστάτες ναύτες δεν εύ χονταν καθόλου. Ήμουν ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες. Ο γραμματέας της Επιτροπής της Πετρούπολης Σεργκέι Ζορίν, έ νας μεγαλόσωμος ξανθός Βίκινγκ, παρατήρησε ότι μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων που είχε πάρει ένας από τους αρχηγούς του πεζικού, οι ανασυντάξεις των στρατευμάτων γίνονταν χωρίς ξεκάθαρη δικαιολογία. Δεν πέρασαν ούτε δύο μέρες και βεβαιω θήκαμε ότι υπήρχε κάποια συνωμοσία. Ένα ολόκληρο σύνταγμα έτοιμο να σταθεί αλληλέγγυο με την Κροστάνδη, θα άλλαζε στάση και θα καλούσε τον στρατό σε εξέγερση. Ο Ζορίν το ενίσχυσε τη σωστή στιγμή με έμπιστους άνδρες, διπλασίασε τους σκοπούς και τις φρουρές, και συνέλαβε τον διοικητή του συ ντάγματος. Ο διοικητής, ένας παλιός αξιωματικός του αυτοκρατορικού στρατού, ξέσπασε με βάρβαρη ειλικρίνεια: «Περίμενα αυτή τη στιγμή εδώ και χρόνια. Σας μισώ εσάς τους δολοφόνους της Ρωσίας. Έχασα την πατρίδα, η ζωή δεν μετράει πια για μέ να». Τον πέρασαν από το απόσπασμα με αρκετούς ακόμη. Το σύνταγμα αυτό είχε ανακληθεί από το μέτωπο της Πολωνίας. Έπρεπε να τελειώνουμε πριν αρχίσουν να λιώνουν οι πάγοι. Η τελική έφοδος εξαπολύθηκε από τον Τουχατσέφσκι στις 17 Μαρτίου, και έληξε με μια τολμηρή νίκη πάνω στον πάγο. Μη διαθέτοντας καλούς αξιωματικούς, οι ναύτες της Κροστάνδης δεν γνώριζαν πώς να χρησιμοποιήσουν το πυροβολικό τους43 (υ πήρχε βέβαια ανάμεσά τους ένας πρώην αξιωματικός που λεγό ταν Κοζλόφσκι αλλά δεν έκανε και σπουδαία πράγματα και δεν είχε ιδιαίτερη εξουσία). Ένα μέρος των εξεγερμένων διέφυγε στη Φιλανδία. Οι άλλοι αμύνθηκαν λυσσαλέα από φρούριο σε φρού ριο και από τον έναν δρόμο στον άλλον. Έπεφταν κάτω από τα πυρά φωνάζοντας «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!» «Ζήτω η κομμουνιστική Διεθνής!» Εκατοντάδες φυλακισμένων μεταφέρ θηκαν στην Πετρούπολη και παραδόθηκαν στην Τσεκά, η οποία μερικούς μήνες αργότερα τους τουφέκισε, λίγους-λίγους, ανόητα και εγκληματικά. Αυτοί οι ηττημένοι ανήκαν με το σώμα και την ψυχή τους στην επανάσταση, είχαν εκφράσει τον πόνο και τη βούληση του ρωσικού λαού, η ΝΕΡ (Νέα Οικονομική Πολιτι
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κή) θα τους δικαίωνε. Ο Τζερζίνσκι άφησε να γίνει όλο αυτό το μακελειό. Οι αρχηγοί της εξεγερμένης Κροστάνδης44 ήταν οι άγνωστοι της προηγούμενης μέρας, που τώρα βγήκαν στην επιφάνεια. Ένας μεταξύ αυτών ο Πετριτσένκο, διέφυγε στη Φιλανδία.45 Ένας άλ λος, ο Περεπέλκιν, βρέθηκε στη φυλακή μοιζί με φίλους τους ο ποίους θα πήγαινα να επισκεφτώ στο παλιό κρατητήριο της οδού Σπαλέρναγια, απ’ όπου είχαν περάσει τόσοι και τόσοι επαναστά τες άλλοτε, και ανάμεσά τους ο Λένιν και ο Τρότσκι. Πριν χαθεί για πάντα ο Περεπέλκιν μάς αφηγήθηκε τα γεγονότα. Σκυθρωπή 18η Μαρτίου! Οι πρωινές εφημερίδες βγήκαν με πρωτοσέλιδα που υμνούσαν την προλεταριακή επέτειο της Κομ μούνας του Παρισιού.46 Και το κανόνι βροντώντας πάνω από την Κροστάνδη έκανε να τρίζουν τα τζάμια. Μια κακή διάθεση βα σίλευε μέσα στα γραφεία του Σμόλνυ. Αποφεύγαμε να μιλάμε, εκτός αν ήμασταν πολύ οικείοι, και πάλι ό,τι λεγόταν ήταν πι κρό. Ποτέ το εκτεταμένο τοπίο του Νέβα δεν μου είχε φανεί τό σο θαμπό και τόσο ερημωμένο. Μέσα από μια αξιοσημείωτη, ι στορική σύμπτωση, αυτή την 18η Μαρτίου,47 μια κομμουνιστική εξέγερση αποτύγχανε στο Βερολίνο. Η Κροστάνδη ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει μια περίοδος κατάθλιψης και αμφιβολίας μέσα στο κόμμα. Στη Μόσχα, ένας μπολσεβίκος που ξεχώρισε στη διάρκεια του εμφυλίου, ο Πανιούσκιν,48έφυγε επιδεικτικά από το κόμμα και προσπάθησε να ι δρύσει ένα «Σοβιετικό Κόμμα». Άνοιξε μια λέσχη σ’ έναν εργα τικό δρόμο, τον ανέχτηκαν για λίγο και μετά τον συνέλαβαν. Ήρθαν κάποιοι σύντροφοι να μου ζητήσουν να μεσολαβήσω για τη γυναίκα του και το παιδί του, που τους έδιωξαν από την κα τοικία στην οποία διέμεναν και τώρα είχαν κουρνιάσει σε έναν διάδρομο. Δεν μπόρεσα να κάνω κάτι χρήσιμο. Ένας άλλος πα λιός μπολσεβίκος ο Μιάσνικοφ,49 εργάτης, επαναστάτης του Άνω Βόλγα το 1905, προσωπικά συνδεδεμένος με τον Λένιν, α παιτούσε την ελευθερία του Τύπου «για όλον τον κόσμο, από τους αναρχικούς ως και τους μοναρχικούς». Σύντομα θα τον ε ξόριζαν στο Εριβάν της Αρμενίας απ’ όπου και θα διέφευγε για
Ιι. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
199
την Τουρκία. Τον συνάντησα στο Παρίσι καμιά εικοσαριά χρό νια αργότερα. Η λέξη «ολοκληρωτισμός» δεν υπήρχε ακόμη. Το κλίμα όμως βάραινε σκληρά επάνω μας χωρίς εμείς να έχουμε συνείδηση. Βρισκόμουν στην ανίσχυρη μειοψηφία που είχε συνείδηση της κατάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος των διοικούντων και των στρατιωτικών του κόμματος, αναθεωρώντας τις ιδέες του σχετι κά με τον πολεμικό κομμουνισμό, κατέληγε να τον θεωρεί ως έ να οικονομικό τέχνασμα ανάλογο με τα συγκεντρωτικά καθε στώτα που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, και τα οποία τα αποκαλούσαν «καπιταλισμούς του πολέμου». Ήλπιζαν ότι με την α ποκατάσταση της ειρήνης, θα επέστρεφαν σε μια ορισμένη σο βιετική δημοκρατία για την οποία κανείς, όμως, δεν είχε πια ξε κάθαρες ιδέες. Οι μεγάλες ιδέες του 1917 οι οποίες είχαν επι τρέψει στο κόμμα των μπολσεβίκων να παρασύρει τις μάζες των αγροτών, τον στρατό, την εργατική τάξη και τη μαρξιστική δια νόηση, είχαν προφανώς πεθάνει. Ο Λένιν δεν είναι, άραγε, αυ τός που πρότεινε μια ελευθερία του Τύπου,50 τέτοια ώστε κάθε μικρή ομάδα που θα στηριζόταν από δέκα χιλιάδες φωνές να μπορεί να τυπώνει το όργανό της με έξοδα της κοινότητας (1917); Είχε γράψει ότι στους κόλπους των Σοβιέτ οι μετατοπί σεις της εξουσίας από κόμμα σε κόμμα θα μπορούσαν να πραγ ματοποιούνται χωρίς διασπάσεις. Η διδασκαλία του υποσχόταν έ να κράτος τελείως διαφορετικό από τα παλιά αστικά κράτη, «χωρίς κρατικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς απέναντι στον λαό»,51 ένα κράτος μέσα στο οποίο οι εργαζόμενοι θα ασκούσαν απευθείας την εξουσία με τα δικά τους εκλεγμένα Συμβούλια και θα τηρούσαν οι ίδιοι την τάξη χάρη σε ένα σύστημα πολιτο φυλακής. Το μονοπώλιο της εξουσίας, η Τσεκά, ο Κόκκινος Στρατός δεν επέτρεπαν πλέον την επιβίωση του ονείρου για το «Κράτος-Κοινότητα» παρά σαν έναν θεωρητικό μύθο. Ο πόλε μος, η εσωτερική άμυνα ενάντια στην αντεπανάσταση, η πείνα, δημιούργημα ενός γραφειοκρατικού οργάνου διανομής με δελτίο, είχαν σκοτώσει τη σοβιετική δημοκρατία. Πώς θα ξαναγεννιό-
200
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ταν; Πότε; Το κόμμα πίστευε, και όχι άδικα, ότι και η ελάχι στη απώλεια εξουσίας θα έδινε πλεονεκτήματα στην αντίδραση. Σ ’ αυτούς τους ιστορικούς παράγοντες θα έπρεπε να προσθέ σει κανείς και τους σημαντικούς ψυχολογικούς παράγοντες. Ο μαρξισμός είχε πολλές φορές αλλάξει πρόσωπο ανάλογα με τις εποχές. Είχε προκύψει από την επιστήμη, από την αστική φι λοσοφία και τις επαναστατικές ιδέες του προλεταριάτου, τη στιγμή που η καπιταλιστική κοινωνία άγγιζε το απόγειό της. Παρουσιάζεται ως ο φυσικός κληρονόμος αυτής της κοινωνίας της οποία είναι το προϊόν. Οπως ακριβώς η βιομηχανική καπι ταλιστική κοινωνία τείνει να αγκαλιάσει ολόκληρο τον κόσμο, διαμορφώνοντας εδώ κατά το γούστο της όλες τις πλευρές της ζωής, έτσι και ο μαρξισμός των αρχών του 20ού αιώνα αποβλέ πει να τα επανακτήσει όλα, να τα διαμορφώσει52 όλα, μετά το καθεστώς της ιδιοκτησίας, την οργάνωση της εργασίας και τον χάρτη των ηπείρων (με την κατάργηση των συνόρων), μέχρι την εσωτερική ζωή των ανθρώπων (μέσα από την επιστημονική και αντιθρησκευτική εκπαίδευση). Απαιτώντας ολοκληρωτική μετα μόρφωση, ήταν, με την ετυμολογική έννοια του όρου, ολοκληρω τικός. Το πιο μεγάλο μαρξιστικό κόμμα, ανάμεσα στα 1880 και 1920, το σοσιαλδημοκρατικό γερμανικό κόμμα, είναι γραφειο κρατικά οργανωμένο πάω στο μοντέλο ενός κράτους και εργάζε ται για να κατακτήσει την εξουσία στους κόλπους του αστικού κράτους, στοχεύοντας στην κοινωνικοποίηση του κράτους. Η μπολσεβίκικη σκέψη εμπνέεται από το αίσθημα της κατοχής της αλήθειας. Στα μάτια του Λένιν, του Μπουχάριν, του Τρότσκι και του Πρεομπραζένσκι, η υλιστική διαλεκτική είναι συγ χρόνως η πίστη στην ανθρώπινη σκέψη και η πίστη στην εξέ λιξη της φύσης και των κοινωνιών. Το κόμμα κατέχει την αλή θεια' κάθε σκέψη διαφορετική από τη δική του είναι ένα ολέθριο ή οπισθοδρομικό σφάλμα. Η απόλυτη πεποίθηση της υψηλής του αποστολής του εξασφάλιζε μια εντυπωσιακή ηθική ενεργη τικότητα - αλλά συγχρόνως μια νοοτροπία αδιαλλαξίας. Ο «προλεταριακός γιακωβινισμός» με την ανιδιοτέλειά του, την πειθαρχία του στη σκέψη και στην πράξη, μπολιάζεται στην ψυ-
4. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
201
χολαγία των πλαισίων που είχαν διαμορφωθεί από το παλιό κα θεστώς, δηλαδή από τον αγώνα ενάντια στον δεσποτισμό- επι λέγει τις αυταρχικές προσωπικότητες. Η νίκη της επανάστα σης, τέλος, θεραπεύει το σύμπλεγμα κατωτερότητας των μαζών που ακατάπαυστα ηττώνται και ταπεινώνονται, δημιουργώντας μέσα τους ένα αίσθημα κοινωνικής αντεκδίκησης το οποίο με τη σειρά του γεννάει τους καινούργιους δεσποτικούς θεσμούς. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο είδα τους ναύτες και τους εργάτες της προπαραμονής να ασκούν τα διοικητικά τους καθήκοντα, με έκανε να καταλάβω ότι αρέσκονταν να αισθάνονται ότι από δω και στο εξής αποτελούσαν την εξουσία! Οι ίδιοι οι μεγάλοι ρήτορες παλεύουν γ ι’ αυτούς τους λόγους μέσα σε αδιέξοδες αντιφάσεις τις οποίες η διαλεκτική τούς επι τρέπει να υπερβαίνουν φραστικά, δηλαδή μερικές φορές δημα γωγικά. Εκατό φορές ο Λένιν έπλεξε το εγκώμιο της δημοκρα τίας και υπογράμμισε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια δικτατορία «ενάντια στους πρώην ιδιοκτήτες που τους αφαιρέθηκε η κατοχή», και αυτομάτως αποτελεί «την πιο πλατιά δημοκρατία των εργαζομένων». Το πιστεύει, το θέλει. Θα δώσει λογαριασμό στους στρατώνες, θα ζητήσει να αντιμετωπίσει την ανελέητη κριτική των εργατών. Ανήσυχος από την έλλειψη αν θρώπων, γράφει επίσης στα 1918 ότι η δικτατορία του προλετα ριάτου δεν είναι διόλου ασυμβίβαστη με την προσωπική εξουσία. Διατάζει τη φυλάκιση του παλιού του φίλου και συντρόφου ΜπογντάνοφΜδιότι προβάλλει ενοχλητικές αντιρρήσεις- θέτει το κόμμα των μενσεβίκων1* εκτός νόμου διότι οι «μικροαστοί» σο σιαλιστές του κάνουν δυστυχώς λάθη. Υποδέχεται θερμά τον παρτιζάνο αναρχικό Μάχνο και προσπαθεί να του αποδείξει ότι ο μαρξισμός έχει δίκιο, διατηρώντας όμως τον αναρχισμό εκτός νόμου. Υπόσχεται την ειρήνη στους θρησκευόμενους και συνιστά να προστατευθούν οι εκκλησίες ενώ συνεχίζει να επαναλαμβάνει ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Πηγαίνουμε προς μιαν αταξική κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων: το κόμμα όμως τοιχοκολλάει αφίσες σχεδόν παντού που γράφουν ότι «η βασιλεία των εργαζομένων δεν θα τελειώσει ποτέ». Πάνω σε ποιους θα βασι-
202
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
λεύουν, λοιπόν; Και τι σημαίνει η λέξη βασιλεύουν, Ο ολοκλη ρωτισμός βρίσκεται μέσα μας. Στο τέλος της άνοιξης του 1921, σε ένα μεγάλο άρθρο του ο Λένιν καθορίζει τι ακριβώς θα είναι η ΝΕΡ:“ κατάργηση των κατασχέσεων, φόροι σε είδος (για τους αγρότες)· ελευθερία του εμπορίου, ελευθερία της βιοτεχνική παραγωγής’ παραχωρήσεις στους ξένους καπιταλιστές- ελευθερία -περιορισμένη, στην πραγ ματικότητα- των επιχειρήσεων για τους σοβιετικούς πολίτες. Είναι μια μετριοπαθής παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αρνείται ταυτόχρονα κάθε πολιτική ελευθερία στη χώρα: «Οι μενσε βίκοι θα παραμείνουν στη φυλακή», και αναγγέλλει μια εκκα θάριση του κόμματος που κατευθύνεται ενάντια στους επανα στάτες που ήρθαν από άλλα κόμματα, δηλαδή, χωρίς την αλαζονική μπολσεβίκικη νοοτροπία. [Καθώς η πίστη των παλιών μπολσεβίκων στη δικτατορία επικρατεί στους κόλπους του κόμ ματος, προσανατολίζει την πειθαρχημένη καταπίεση όχι ενάντια στους, χωρίς πεποίθηση αριβίστες και στους νεοπροσαρμοσμένους, άλλά ενάντια στα στοιχεία εκείνα που είναι προικισμένα με κριτική σκέψη.]* Μετείχα λίγο αργότερα, στη διάρκεια του Τρίτου Συνεδρίου της Διεθνούς, σε μια διάλεξη του Μπουχάριν που έδωσε στους ξένους εκπροσώπους. Ο Μπουχάριν δικαιολόγησε την ΝΕΡ για «το γεγονός ότι δεν μπορεί να τιθασευτεί, με το τίμημα μιας αι ματοχυσίας, η μικρή αγροτική μπουρζουαζία (οι αγρότες που πα ραμένουν προσκολλημένοι στη μικρή τους ιδιοκτησία), αυτή η έλλειψη δυνατότητας που προκύπτει από την απομόνωση της Ρωσικής επανάστασης». Αν η γερμανική επανάσταση ερχόταν αρωγός μας, με τις βιομηχανικές δυνατότητές της, θα είχαμε επιμείνει στον δρόμο προς την ολοκλήρωση του κομμουνισμού, α κόμα και με το τίμημα του αίματος. Δεν έχω αυτό το κείμενο μπροστά στα μάτια μου, αλλά είμαι σίγουρος ότι το συνοψίζω α κριβώς. Μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση διότι έτρεφα για τον Μπουχάριν πραγματικό θαυμασμό.56 * Χωρίο που έχει διαγραμμιστεί με μελάνι, χωρίς ένδειξη.
4. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
203
Ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Καρλ Ράντεκ, και ο Μπουχάριν αποτελούσαν πράγματι τον εγκέφαλο της επανάστασης. Χάρη στον κοινό μαρξιστικό τους λόγο και στην κοινή τους εμπειρία του ευ ρωπαϊκού και αμερικανικού σοσιαλισμού, καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον χωρίς να λένε πολλά, σε σημείο που φαινόταν ότι σκέ φτονταν το ίδιο πράγμα. (Και είναι γεγονός ότι η συλλογική σκέψη αποτελούσε την ισχύ του κόμματος.) Στο πλευρό τους ο Λουνατσάρσκι, λαϊκός κομισάριος στη δημόσια Εκπαίδευση, δραματουργός, ποιητής, μεταφραστής του Χαίλντερλιν, προστά της των φουτουριστών καλλιτεχνών, καλός ρήτορας, έδινε την ε ντύπωση ερασιτέχνη· ο Ζινόβιεφ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εκχυδοώζει τις ιδέες του Λένιν ο Τσιτσέριν ειδικευμένος στην εξωτερική πολιτική, ήταν συνεχώς βουτηγμένος στα αρχεία τουο Καλίνιν δεν ήταν παρά μια χαρακτηριστική πολυμήχανη προ σωπικότητα που είχε επιλεγεί για την πονηρή χωριάτικη σκέψη του και το ένστικτό του απέναντι στο λαϊκό πνεύμα. Υπήρχαν και άλλες σπουδαίες μορφές57 κάποιος αξίας, αλλά σε δεύτερο πλάνο, αφιερωμένες σε πρακτικά καθήκοντα: Οι Κράσιν, Πιατάκοφ, Σοκόλνικοφ, Σμίλγκα, Ρακόφσκι, Πρεομπραζένσκι, Γιόφφε, Ορτζονίκιτζε, Ντζερζίνσκι*... Το Τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1921 μέσα σε μιαν α τμόσφαιρα αρκετά παρόμοια με την ατμόσφαιρα του προηγούμε νου Συνεδρίου, όμως με περισσότερο κόσμο. Η «Νέα Οικονομι κή Πολιτική» καταπράυνε την πείνα γεννώντας το αίσθημα της αποκατάστασης της ειρήνης. Οι ξένοι εκπρόσωποι δεν ενδιαφέρονταν για το δράμα της Κροστάνδης. Καταδίκαζαν κατά πα ραγγελία, χωρίς να ακούνε, από ενθουσιασμό, την Εργατική Αντιπολίτευση. Αυτό που έβλεπαν στην ΝΕΡ ήταν «μια ιδιο φυής απότομη στροφή στα δεξιά» η οποία θα έσωζε την επανά σταση. Το να υποχωρήσουμε στην πείνα και στην εξέγερση μέ σα σε μια ανυπόφορη κατάσταση δεν ήταν, ωστόσο, και ιδιαίτε * Μεταφορά του χωρίου του υπογραμμισμένου με κόκκινο μολύβι' βλ. παρακάτω σ. 210-12.
204
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
ρα έξυπνη κίνηση. Το μεγαλείο όμως της Ρωσικής επανάστα σης αφόπλιζε τους οπαδούς της από το κριτικό τους πνεύμα’ φαίνονταν να καταλαβαίνουν την ένταξη σαν μια παραίτηση από το δικαίωμα του σκέπτεσθαι. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου των αυτοκρατορικών ανακτόρων του Κρεμλίνου κάτω α πό τους υψηλούς κίονες με τις χρυσαφένιες διακοσμήσεις και κά τω από έναν πορφυρένιο βελούδινο ουρανό με τα σοβιετικά εμ βλήματα, ο Λένιν, πάντα καλοσυνάτος, δικαιολογούσε την αλλα γή κατεύθυνσης- ως προς τη διεθνή στρατηγική, συνιστούσε προσωρινή ανακωχή και προσπάθεια για να κατακτηθούν οι μά ζες. Ήταν οικείος, εγκάρδιος, όσο το δυνατόν απλός, σαν να έ πρεπε να υπογραμμίσει με κάθε του κίνηση ότι ο αρχηγός της σοβιετικής κυβέρνησης και του ρωσικού κομμουνιστικού κόμμα τος παραμένει ένας σύντροφος και δεν θα γίνει ποτέ ένας τυπι κός αρχηγός κράτους όπως οι άλλοι ούτε ένας δικτάτορας του γνωστού είδους. Εννοούσε ότι θα κυβερνούσε τη Διεθνή με την πειθώ. Κατέβαινε από το βήμα για να καθίσει δίπλα στους στε νογράφους, πάνω στα σκαλιά, με ένα σημειωματάριο στα γόνα τα, και από εκεί προέβαινε σε μικρές διακοπές με καυστικές παρατηρήσεις που έκαναν τον κόσμο να γελά. Και τότε το πρό σωπό του φωτιζόταν με ένα πονηρό χαμόγελο. Σταματούσε τους ξένους εκπροσώπους στις γωνιές της αίθουσας, και πολλοί απ’ αυτούς ήταν ασήμαντοι, για να τους δείξει από κοντά ότι πρέ πει να βρεθούν δίπλα στις μάζες! στις μάζες! και να μην φτιά ξουν μια σέκτα, και ότι η ΝΕΡ θα είναι λιγότερο επικίνδυνη απ’ ό,τι φαντάζονται αφού το κόμμα εξακολουθούσε να έχει όλη την εξουσία. Οι ξένοι καπιταλιστές αντιπρόσωποι θα έπρεπε να παί ξουν πολύ δύσκολο παιχνίδι! Όσο για τους νεοκαπιταλιστές του εσωτερικού, θα τους αφήσουμε να παχύνουν σαν τα μικρά κοτό πουλα και τη μέρα που θα γίνουν ενοχλητικοί δεν θα είναι δύ σκολο να τους στρίψουμε, ευγενικά, το λαρύγγι. Τον έβλεπα, με το κασκέτο του και το σακάκι του, να πηγαίνει μόνος του, με αργά βήματα, ανάμεσα στους παλιούς καθεδρικούς του Κρεμλί νου. Τον είδα με το πρόσωπό του να λάμπει από υγεία και κα λή διάθεση, να κατσαδιάζει τον Μπέλα Κουν με έναν ανελέητο
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
205
φιλιππικό. Αυτό έγινε σε μια συγκέντρωση της Εκτελεστικής, που έγινε στην αίθουσα εορτών ενός ξενοδοχείου που βρισκόταν στην πλατεία Θεάτρου, πιο χαμηλά από το Κρεμλίνο, το Continental, νομίζω και επρόκειτο για μια πραγματική στροφή στην πολιτική του διεθνούς κομμουνισμού. Γνώριζα λίγο τον Μπέλα Κουν, που μου ήταν μάλλον αντιπαθητικός. Διατηρώ α κόμη μια παράδοξη ανάμνηση από την άφιξή του στην Πετρού πολη. Το αυτοκίνητό μου, διασχίζοντας τη λεωφόρο Νιέφσκι βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα παράξενο κύμα πλήθους από το ο ποίο ακουγόταν κάτι σαν τραγούδι ή μάλλον σαν ψίθυρος. Το πλήθος πλημμύριζε ως εκεί που έφτανε το βλέμμα τη μακρά αρ τηρία, πύκνωνε μπροστά στον καθεδρικό της Παναγίας του Καζάν - ένα πλήθος φτωχών ανθρώπων, κακόμοιρες γυναίκες με μαύρα μαντιλοδεμένα κεφάλια, ταλαιπωρημένοι μουζίκοι με γέ νια και ντυμένοι με βαριά δέρματα προβάτων, κάτι μικροέμποροι και κάποιοι παλιοί αντισημίτες. Πάνω από το πλήθος κυμά τιζαν τα λάβαρα των εκκλησιών, κρατούσαν μέσα σε μια επί χρυση λειψανοθήκη τα λείψανα ενός αγίου, οι τιάρες των επι σκόπων λαμπύριζαν θαμπά κάτω από τον υφασμάτινο ουρανό. Η προσευχή υψωνόταν μαζί με ξαναμμένα και οργισμένα βλέμμα τα - οργισμένα ενάντια στο αυτοκίνητό μου που αποτελούσε αυ τό καθαυτό ένα σημάδι εξουσίας. Ήταν μία από τις μεγάλες λι τανείες των εορτών του Πάσχα και ο ανώτερος κλήρος του Πα τριάρχη Τύχωνος που ήταν φανερά εναντίον μας, την έκανε να καταλήγει σε μια μεγάλη αντεπαναστατική διαμαρτυρία, σχεδόν μια προετοιμασία για πογκρόμ. Μια αξιοθρήνητη άμαξα που τραμπαλιζόταν δώθε-κείθε και φαινόταν να έρχεται από τον σταθμό με δύο ανθρώπους που μόλις είχαν φτάσει, προχώρησε με κόπο ανάμεσα στο πλήθος. Τον έναν από τους δύο τον αναγνώ ρισα από την ασημένια του γενειάδα και τη σκελετωμένη του φιγούρα σαν του νεκρού: ήταν ο βετεράνος Πολωνός Φέλιξ Κον, παλιός κρατούμενος στα κάτεργα του Κάρα. Ο άλλος ήταν πάνω-κάτω τριανταπέντε χρονών και το μόνο που παρατηρούσα ε πάνω του ήταν ένα μεγάλο στρογγυλό κεφάλι και ένα μουστάκι σαν της γάτας κοντό κουρεμένο. Την ίδια μέρα, ο Ζινόβιεφ μού
206
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σύστησε αυτόν τον άλλον: «Από εδώ ο Μπέλα Κουν! Μόλις έφτασε!» Είχαμε φοβηθεί για αυτόν μετά την πτώση του Σοβιέτ της Ουγγαρίας, που είχε εγκλειστεί στη Βιέννη - σε ένα άσυλο για ψυχικά αρρώστους, όπου οι σοσιαλδημοκράτες Αυστριακοί του έδειξαν, για τελευταία φορά, σεβασμό... Σοσιαλιστής στρα τιώτης, αιχμάλωτος πολέμου στη Ρωσία, είχε ξεκινήσει την ε παναστατική του καριέρα στη Σιβηρία μαζί με τους μπολσεβί κους του Τομσκ. Τον καιρό της εξέγερσης των σοσιαλεπαναστατών της αριστεράς πτέρυγας, στη Μόσχα, το 1918, διαχώρησε κατά έναν τρόπο τη θέση του, παρασύροντας τη διεθνή κοι νή γνώμη προκειμένου να στηρίξει το κόμμα του Λένιν και του Τρότσκι. Πρόεδρος του Συμβουλίου των λαϊκών κομισάριων στην Ουγγαρία, είχε κάνει σωρεία λαθών και είχε επιδείξει δισταγμό, ασκώντας υπογείως καταπίεση στους κόλπους του ίδιου του κόμματός του και αφήνοντας τη στρατιωτική συνωμοσία να ε ξαπλωθεί σχεδόν παντού. Ο προσωπικός του ρόλος στην ήττα των Σοβιέτ της Ουγγαρίας ήταν ελεεινός (αλλά δεν ακούστηκε τίποτε σχετικό, ώστε να γίνει δυνατόν να αναπτυχθεί γύρω α πό το όνομά του ένας λαϊκός θρύλος). Μετά τις αναποδιές, οι μι κρές κόκκινες ουγγρικές στρατιές, άρχισαν να παίρνουν την πά νω βόλτα* νίκησαν τους Ρουμάνους, και προχώρησαν μέσα στην Τσεχοσλοβακία όπου το λαϊκό κίνημα τους υποδέχτηκε με συ μπάθεια. Ο Κλεμανσώ, θορυβημένος απ’ αυτή την ανάκαμψη, τηλεγράφησε στον Μπέλα Κουν ζητώντας του να διακόψει την επίθεση· το τηλεγράφημα άφηνε να εννοηθεί ότι σ’ αυτή την περίπτωση η Αντάντ θα συνθηκολογούσε με την κόκκινη Ουγ γαρία. Ο Μπέλα Κουν πείστηκε από το πονηρό τηλεγράφημα και σταμάτησε την επίθεση· οι Ρουμάνοι ανακατέλαβαν τα εδά φη και εφόρμησαν με τη σειρά τους. Αυτό ήταν και το τέλος. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέπτομαι ότι ο Μπέλα Κουν θα παραμείνει όλη του τη ζωή κυριευμένος από το αίσθημα της α ποτυχίας του και θα αναζητά ασταμάτητα να την αντισταθμί σει.58 Οταν στάλθηκε στη Γερμανία στις 18 του περασμένου Μαρτίου (1921), δημιούργησε στο Βερολίνο μια αιματηρή επα ναστατική δράση με σίγουρη ήττα, δεδομένης της αναμφισβή
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
207
τητης αδυναμίας του κομμουνιστικού κόμματος. Το κόμμα βγή κε εξασθενημένο και διαιρεμένο μετά την αποπομπή του Πάουλ Λέβι ο οποίος είχε αντιταχθεί στις «επαναστατικές περιπέτει ες». Επιστρέφοντας από τη Γερμανία βεβαρημένος με τη μομ φή και την ήττα, ο Μπέλα Κουν πήγε να διακριθεί στην Κρι μαία, και θα σας πω με ποιον τρόπο... Εμπρός στην Εκτελε στική της Διεθνούς, ο Λένιν εξέτασε επί μακρόν την υπόθεση του Βερολίνου, αυτό το «πραξικόπημα» που έγινε χωρίς την στήριξη των μαζών, χωρίς κάποιον σοβαρό πολιτικό υπολογισμό, χωρίς κανένα άλλο πιθανό αποτέλεσμα παρά μια ανατροπή. Το ακροατήριο ήταν μικρό αριθμητικά εξαιτίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα της συζήτησης. Ο Μπέλα Κουν σκυμμένος με κατεβασμένους τους ώμους και το χοντρό πρησμένο του κεφάλι δια τηρούσε ένα χλωμό χαμόγελο πού και πού. Ο Λένιν μιλούσε γαλλικά με ειρωνική σκληρότητα- επανέλαβε καμιά δεκαριά φο ρές αυτές τις μικρές λέξεις που ηχούσαν σαν βλήματα: «οι Μπέλα-Κουνερίες*». Η γυναίκα μου στενογραφούσε αυτόν τον λόγο τον οποίον θα έπρεπε στη συνέχεια να απαλύνουμε. Δεν μπο ρούσαμε όπως και να ’χει, να αφήσουμε στο γραπτό κείμενο να φαίνεται ότι αποκλήθηκε, τουλάχιστον δέκα φορές, ηλίθιος αυ τός που ήταν το σύμβολο της Ουγγρικής επανάστασης! Στην πραγματικότητα ο φιλιππικός του Λένιν έβαζε ένα τέλος στην επιθετική τακτική της Διεθνούς. Έπρεπε από τη μια μεριά να διαπιστωθούν οι λόγοι την αποτυχίας και, από την άλλη, η Ρω σία να περάσει σε μια περίοδο ειρήνης. Απ’ αυτούς τους δύο λό γους που ο καθένας είχε το δικό του βάρος δεν ξέρω ποιος βά ραινε περισσότερο. Το Συνέδριο, στην επίσημη απόφασή του, ενέκρινε ωστόσο την αγωνιστικότητα του Γερμανικού Κομμουνι στικού Κόμματος, και ο Μπέλα Κουν δεν απομακρύνθηκε από την Εκτελεστική. Αν δεν ήταν τόσο χάλια η επανάσταση από εκείνη τη στιγ μή, ο Μπέλα Κουν θα αντιλαμβανόταν ότι διέπραξε και δύο
* Λογοπαίγνιο στα γαλλικά, connerie σημαίνει ανοησία. (Σ.τ.Μ.)
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
άλλα εγκλήματα. Αν και υπέγραψε τη συνθήκη συμμαχίας με τον μαύρο στρατό του Μάχνο, ήταν απ’ αυτούς που είχαν σκί σει αυτή τη συνθήκη την επόμενη κιόλας της κοινής νίκης. Μέλος του επαναστατικού Συμβουλίου του Κόκκινου Στρατού, που τον περασμένο Νοέμβριο (1920) είχε συντρίψει τον βαρόνο Βράνγκες στην Κριμαία, είχε συμφωνήσει με τους τελευταίους μαχητές των λευκών στρατών για μια συνθηκολόγηση υποσχό μενος αμνηστία και επιστροφή στην εργασία... Στη συνέχεια διέταξε τη σφαγή. Χιλιάδες ηττημένοι εξοντώθηκαν έτσι προ δομένοι για να ((καθαρίσει η χώρα». 'Ελεγαν για δεκατρείς χι λιάδες αλλά δεν υπάρχουν στατιστικές, και αυτός ο αριθμός ί σως είναι υπερβολικός. Ας είναι, συνάντησα πολλούς τρομο κρατημένους μάρτυρες αυτών των σκοτωμών με τους οποίους ένας επαναστάτης με αδύνατο χαρακτήρα και αμφίβολη ευφυΐα είχε ανοήτως προσπαθήσει να παραστήσει τον «άνδρα με πυγ μή». Ακριβώς εκείνες τις μέρες, στη διάρκεια του Συνεδρίου, μια στρατευμένη από την Κριμαία, νοσοκόμα του Κόκκινου Στρατού, ήρθε να με δει ταραγμένη από τα φρικτά νέα ζητώ ντας εκ μέρους των στρατευμένων την άδεια να τα κοινοποιή σει στους αρχηγούς της επανάστασης. Την οδήγησα στην Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα η οποία άκουσε τις αφηγήσεις με θλίψη και τρόμο. Ο Τρότσκι έρχεται συχνά στο Συνέδριο. Κανείς δεν κουβα λούσε όπως αυτός ένα τόσο βαρύ πεπρωμένο. Βρισκόταν στην κορυφή της εξουσίας και ήταν πολύ δημοφιλής, γεμάτος δόξα στα σαράντα ένα του, ρήτορας και στις δύο επαναστάσεις, δη μιουργός του Κόκκινου Στρατού ο οποίος είχε κυριολεκτικά «συ γκροτηθεί από το μηδέν», σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, νι κητής ο ίδιος σε πολλές αποφασιστικές αναμετρήσεις, στο Σβιαζκ, στο Καζάν, στο Πούλκοβο, αναγνωρισμένος οργανωτής της νίκης στον εμφύλιο —«ο δικός μας Καρνό».59 όπως έλεγε ο Ράντεκ-, επισκίαζε τον Λένιν με το ταλέντο του στη ρητορεία, με τις ικανότητές του να οργανώνει εναλλάξ τον στρατό και τους σιδηροδρόμους, και με τις σπάνιες ποιότητες που διέθετε ως ιδεολόγος. Ο Λένιν δεν είχε απέναντί του παρά την υπεροχή,
ί . Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
τεράστια είναι η αλήθεια, που του χάριζε το γεγονός ότι ήταν α πό την αρχή της επανάστασης ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός του μικρού μπολσεβίκικου κόμματος το οποίο διαμόρφωνε τα πραγ ματικά πλαίσια του κράτους, ενός κόμματος του οποίου το συ ντεχνιακό πνεύμα περιφρονούσε τον ιδιαίτερα πλούσιο στοχασμό και την ευστροφία πνεύματος που διέκρινε τον πρόεδρο του α νώτατου επαναστατικού Συμβουλίου Πολέμου. Κάποια στιγμή, σε μικρές ομάδες, συζητήθηκε να φέρουμε τον Τρότσκι στην προεδρία της Διεθνούς. Ο Ζινόβιεφ θα πληγωνόταν απ’ αυτά τα μυστικοσυμβούλια και ο Λένιν σίγουρα θα προτιμούσε να διατη ρήσει στη διεύθυνση του «παγκόσμιου κόμματος» τον ρόλο του εκπροσώπου του κόμματος. Ο Τρότσκι άλλωστε ονειρευόταν να ασχοληθεί με τη σοβιετική οικονομία. Εμφανιζόταν ντυμένος με ένα είδος λευκής στολής χωρίς διακριτικά και φορώντας στο κε φάλι ένα πλακουτσωτό πηλίκιο, λευκό και αυτό' είχε επιβλητι κό παρουσιαστικό, με το ευρύ του στέρνο, το γενάκι και τα μαλ λιά του σκούρα, τα λαμπερά του ματογυάλια, λιγότερο οικείος α πό τον Λένιν, με κάποιο είδος αυταρχισμού στη συμπεριφορά του. Ίσως εμείς να τον βλέπαμε έτσι, οι φίλοι μου και εγώ, ως κομμουνιστές με κριτικό πνεύμα οι οποίοι τον θαυμάζαμε πολύ χωρίς να τον αγαπάμε. Η αυστηρότητά του, οι απαιτήσεις του για ακριβή τήρηση των κανόνων στην εργασία και στον αγώνα, η απόλυτη ορθότητα της συμπεριφοράς του σε μια εποχή λαϊκής αφροντισιάς προσφέρονταν για ύπουλες επιθέσεις μιας ορισμένης κακόβουλης δημαγωγίας. Αυτό λίγο με επηρέαζε, αλλά οι πολι τικές του λύσεις στις παρούσες δυσκολίες μού φαίνονταν σαν να ήταν οι λύσεις που θα έδινε ένας πραγματικά δικτατορικός χα ρακτήρας. Μήπως δεν ήταν αυτός που είχε δημιουργήσει τους Στρατούς της εργασίας; που είχε προτείνει τη στρατιωτικοποίηση® της βιομηχανίας για να βρει λύση στην απίστευτη ερείπωσή της; Δεν ξέραμε ότι είχε προηγουμένως προτείνει, μά ταια, στην Κεντρική Επιτροπή το τέλος του καθεστώτος των κατασχέσεων. Οι στρατοί της εργασίας διευκόλυναν την απο στράτευση. Στην πραγματικότητα, εμπλεκόταν εις βάθος σε ό λα τα πράγματα με μια ενεργητικότητα σίγουρη για τον εαυτό
210
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
της και αναζητούσε εναλλάξ λύσεις σε εντελώς αντιφατικές κα τευθύνσεις. Σε μια από τις συνεδριάσεις κατέβηκε ξαφνικά από το βήμα και ήρθε και στάθηκε στο μέσον της γαλλικής ομάδας για να μεταφράσει ο ίδιος την ομιλία του. Μιλούσε με πάθος γαλλικά όχι και πολύ σωστά, όμως κατά τρόπο ρέοντα και γλαφυρό. Απαντούσε ζωηρά στις παρεμβάσεις -σχετικά με την τρομοκρα τία, με τη βία, και με την πειθαρχία στο κόμμα. Η δική μας μι κρή ομάδα τον βομβάρδιζε με ερωτήσεις. Την αποτελούσαν οι Πωλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Αντρέ Μοριζέ, Σαρλ-Αντρέ Ζυλιέν, Φερνάν Λοριό, Ζακ και Κλάρα Μεσνίλ, και Μπόρις Σουβάριν.61 Ο Τρότσκι ήταν προσηνής και εγκάρδιος, αλλά κοφτός στην ε πιχειρηματολογία του. Σε μια άλλη περίπτωση, θύμωσε με τον Ισπανό εκπρόσωπο Arlandis,“ ο οποίος επέκρινε τον διωγμό των αναρχικών, τον άρπαξε βίαια από την άκρη του σακακιού του, κραυγάζοντας σχεδόν: «Θα ήθελα πολύ να σας δω στη θέση μας, έτσι μικροαστός που είστε!» Σ ’ αυτό το Συνέδριο γνώρισα επί σης δύο άλλους από τους ιθύνοντες μπολσεβίκους, τον Μπουχά ριν και τον Ράντεκ. [Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Μπουχάριν ήταν τριάντα τριών χρονών και ήταν πολιτικά στρατευμένος από τα δεκαπέντε του. Είχε κάνει εξορία στην Ονέγκα, είχε ζήσει με τον Λένιν στην Κρα κοβία, είχε αγωνιστεί στη Βιέννη, στην Ελβετία, στη Νέα Υόρκη, με μιαν ακατάβλητη κλίση στη μελέτη οικονομικών θεμά των. Πριν από τον Λένιν είχε επεξεργαστεί μια θεωρία για την πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους. Είχε ζωηρό πνεύ μα, αυστηρά όμως πειθαρχημένο. Μεγάλο μέτωπο με αραιωμέ να μαλλιά στους κροτάφους, μύτη ελαφρά ανασηκωμένη, με καστανοκόκκινο μουστάκι και γενάκι που τον έκαναν να μοιάζει με μεγάλο παιδί μιας μέσης ρωσικής οικογένειας, και όλο αυτό υ πογραμμιζόταν από ένα ατημέλητο ντύσιμο. Ντυνόταν πάντα πολύ άσχημα λες και δεν είχε ποτέ τον χρόνο να βρει κάτι που να του έρχεται σωστά επάνω του, και να είναι στα μέτρα του. Συνήθως ήταν πρόσχαρος, ακόμη και όταν ήταν σιωπηλός είχες την αίσθηση τόσο από το ζωηρό βλέμμα όσο και από τη λάμψη
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
211
του χιούμορ που υπήρχε στα μάτια του ότι ήταν έτοιμος να t o i κάτι πειρακτικό. Καταβρόχθιζε βιβλία σε διάφορες γλώσσες, α ντιμετώπιζε δε ακόμη και τα πιο σοβαρά θέματα με μια διάθε ση ευθυμίας και έβλεπε κανείς ότι του έκανε μεγάλη ευχαρί στηση να σκέπτεται και να μιλά ακόμη και για τα πιο σοβαρά πράγματα με έναν εύθυμο τόνο. Ένα νεαρό ακροατήριο τον πε ριτριγύριζε με χαμόγελα και ρουφούσε τον καυστικό του λόγο. Έδειχνε μια σαρκαστική περιφρόνηση για τους πολιτικούς συν δικαλιστές και κοινοβουλευτικούς άνδρες της Δύσης. Ο Καρλ Μπερνάρντοβιτς Ράντεκ (τριάντα πέντε χρονών) μι λούσε, μπορούμε να πούμε, μόνο τη μητρική του γλώσσα κι όλες τις υπόλοιπες με μια απίθανη προφορά. Εβραίος από τη Γαλι κία, μεγαλωμένος μέσα στα σοσιαλιστικά κινήματα της Γαλι κίας, της Πολωνίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, δημοσιογράφος προικισμένος τόσο στη σύνθεση όσο και στον σαρκασμό. Αδύ νατος, μάλλον μικρόσωμος, σπασμωδικός, γεμάτος ανέκδοτα συ χνά βάρβαρα, παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεται ρεαλιστής, είχε α κανόνιστα χαρακτηριστικά, και τα μυωπικά του μάτια τα πλαι σίωνε ένα ζευγάρι γυαλιά από ταρταρούγα, πρόσωπο ροδαλό* με μια γενειάδα που το κύκλωνε σαν ένα κολιέ όπως φορούσαν παλαιότερα τους γούνινους γιακάδες. Είχε κάτι το μαϊμουδίστικο και διασκεδαστικό στον τρόπο που βάδιζε, με τις σπαστικές του κινήσεις και τις γκριμάτσες που έκανε το πρόσωπό του με τα έ ντονα χείλη μιλώντας ασταμάτητα και κινώντας όλο του το κορ μί. Στα 1918 αυτοί οι δύο άνδρες, ο Ράντεκ και ο Μπουχάριν ή ταν οι πρώτοι που απαίτησαν την εθνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών (ο Λένιν ονειρευόταν ένα καθεστώς ανάμεικτο με ε λεγχόμενο καπιταλισμό)' τον ίδιο χρόνο, στη διάρκεια των συ νομιλιών του Μπρεστ-Λιτόφσκ, είχαν κατηγορήσει τον Λένιν, που ήταν μεγαλύτερός τους καμιά δεκαπενταριά χρόνια, για ο πορτουνισμό, και είχαν εκθειάσει τον πόλεμο μέχρι θανάτου, τον ρομαντικό πόλεμο, μέχρι την αυτοκτονία της Σοβιετικής Δημο-
ή ξυρισμένος... Υιοθετούμε τον πρώτο όρο ως πιο λογικό..
212
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κρατίας, ενάντια στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Στα 1919 ο Ράντεκ είχε προσπαθήσει να ηγηθεί, με τόλμη και λογική, του κι νήματος των σπαρτακιστών της Γερμανίας, και γλίτωσε από τύχη ενώ δολοφονήθηκαν οι φίλοι Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Λήμπνεχτ, και Λέο Τύτσκο (Γιόγκισες). Τον είχα δει να αμφι σβητεί με την περιπαικτική διαλεκτική του τους μετριοπαθείς Γερμανούς. Τον ξαναείδα στο βήμα να στερεώνει το παντελόνι του, που ήταν πάντα πολύ φαρδύ, εξαπολύοντας ένα διαπερα στικό «Parteigenossen» πριν επιχειρήσει την επίδειξη της προ σεχούς πτώσης του παλιού ευρωπαϊκού κόσμου. Λόγιος επίσης, διάβαζε όλες τις απίθανες επιθεωρήσεις, ήταν όμως περισσότε ρο αυτοσχεδιαστικός παρά θεωρητικός. Τον αποκαλούσαν τώρα δεξιό καθώς δεν ασχολούνταν πια με το γερμανικό κομμουνιστι κό κόμμα, και θεωρούσε τελειωμένη τουλάχιστον για ένα διά στημα, την περίοδο των επιθετικών εξεγέρσεων.]* Έκανα στη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού του 1921 μερικές φιλίες με κάποιους από τους ξένους συντρόφους, φιλίες που διήρκεσαν και ήταν καθοριστικές. Πλησίαζα αυτούς που έρχονταν στη Μόσχα και νοιαζόμουν περισσότερο για την επανάσταση παρά για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι σχέσεις μας ξεκινούσαν πάντα μέσα από συ νομιλίες απόλυτης ειλικρίνειας στις οποίες θεωρούσα καθήκον μου να αποκαλύπτω τα δυσάρεστα, τους κινδύνους, τις δυσκο λίες, τις σκοτεινές προοπτικές. Σε μια εποχή που βασίλευε ένας ενθουσιαστικός κονφορμισμός, αυτό ήταν, και το πιστεύω ακό μη, κάτι αξιέπαινο για το οποίο χρειαζόταν κουράγιο. Μου άρε σαν τα ελεύθερα πνεύματα που εμψυχώνονταν από την επιθυμία να υπηρετήσουν την επανάσταση χωρίς όμως να έχουν τα μάτια τους κλειστά. Ήδη διαμορφωνόταν μια επίσημη αλήθεια πράγμα που μου φαινόταν ιδιαίτερα βλαβερό. Γνώρισα την Henriette Roland-HoIsC3Ολλανδή μαρξίστρια και μεγάλη ποιήτρια. Λυγε ρή, λεπτή, είχε αρχίσει να γκριζάρει, ο λαιμός της παραμορφω * Στην πρώτη εκδοχή αυτό το χωρίο εμφανιζόταν πιο πάνω, βλ. εδώ σελίς 203.
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
213
μένος από μια βρογχοκήλη, είχε ένα λεπτό καλογραμμένο πρό σωπο που εξέφραζε τη γλυκυτητα και τη σοβαρότητα της σκέ ψης. Μου έκανε τις πιο βαθυστόχαστες ερωτήσεις. Έβλεπε σί γουρα πολύ μακριά και με μεγάλη ακρίβεια- η δικτατορία, στα μάτια της, είχε επιβαρυνθεί με χίλια κακά, σε σημείο που να μην μπορεί πια να υπηρετήσει τα υψηλά της ιδανικά, καθώς δεν ή ταν πλέον ικανή να υποσχεθεί ένα μέλλον με μια καινούργια ε λευθερία. Ο Ζακ και η Κλάρα Μεσνίλ,64 μαθητές του Ελιζέ Ρεκλύς, συνδεδεμένοι με τον Ρομαίν Ρολλάν® (ο οποίος όρθωνε ενάντια στη μπολσεβίκικη βιαιότητα αντιρρήσεις που πήγαζαν τόσο από τη γνώση της Γαλλικής επανάστασης, όσο και από την επιρροή του Γκάντι), ήταν άνθρωποι με ελευθεριακό πνεύμα και βρίσκο νταν στο ίδιο μήκος κύματος. Η Κλάρα είχε την περηφάνια και τη χάρη μιας φιγούρας του Μποττιτσέλλι και ο Ζακ το χαραγ μένο πρόσωπο ενός Φλωρεντινού ουμανιστή. Είχε αρχίσει να γράφει τη Ζωή του Μποττιτσέλλι και χρειάστηκε είκοσι χρόνια για να την ολοκληρώσει. Δεν έγραψε πολλά, όσοι όμως τον πλη σίασαν ωφελήθηκαν από τη λάμψη της πλούσιας και εκλεπτυ σμένης ευφυΐας του. Το τέλος της ζωής του [υπήρξε*] πραγμα τικά τραγικό. Γύρω στα πενήντα η Κλάρα έχασε τα λογικά της και ο Ζακ πέθανε μόνος το 1940,** στη διάρκεια της φυγής του από τη Γαλλία.*** Συχνά ερχόταν στη συντροφιά μας ένας Ιταλός εργάτης της Unione Sindicale, με πρόσωπο σκληρό και ευθύ, ο Φραντσέσκο Γκέτσι,66 για τον οποίον θα χρειαστεί να ξαναμιλήσω. Δύο νεα ροί άνδρες της ισπανικής αντιπροσωπείας ήρθαν με υποσχέσεις * Ο Σερζ είχε στην αρχή γράψει: «του έλαχε κακό τέλος», το οποίο διέ γραψε χωρίς να προσθέσει «είχε». * * Ο Σερζ είχε γράψει: «το 1939». διορθώνουμε σύμφωνα με την επι στολή του στον Εμμανουέλ Μουνιέ στις 11 Ιανουαρίου 1941. * * * Παραλλαγή: «Η φιλία μας και η πνευματική μας επικοινωνία δεν επρόκειτο να τελειώσουν παρά με τον θάνατο, και μετά από πολλούς κοινούς αγώνες. Ο Ζακ Μεσνίλ πέθανε μέσα στη λησμονιά διότι έβλεπε πολύ καθα ρά».
214
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
για το μέλλον τις οποίες ήταν δεσμευμένοι να τηρήσουν ακόμη και με το τίμημα της θυσίας: ήταν ο Μαουρίν και ο Νιν.67Έβλε πες με την πρώτη ματιά την ποιότητα αυτού του δασκάλου από τη Λέριδα, του Γιοαχίμ Μαουρίν, και αυτού του δασκάλου* από τη Βαρκελώνη, του Αντρές Νιν. Ο Μαουρίν είχε τον αέρα νεα ρού ιππότη όπως τον απεικόνιζαν οι προρραφαηλίτες ζωγράφοι. Ο Νιν, με τα χρυσά στρογγυλά γυαλιά του, είχε μια έκφραση συμπυκνωμένης χαράς της ζωής. Και για τους δύο η ζωή υπήρ ξε σκληρή, ο Μαουρίν πέρασε ατελείωτες αιχμαλωσίες και ο Νιν προοριζόταν για έναν φρικτό θάνατο... Το 1921, ήταν όμως γε μάτοι ενθουσιασμό. Ο Αντρέ Μοριζέ,® δήμαρχος της Βουλώνης περιέφερε ανάμεσά μας το τετράγωνο κεφάλι του, ένας άνθρωπος των επιχειρή σεων, του κρασιού και των τραγουδιών της ταβέρνας. Ο ΣαρλΑντρέ Ζυλιέν μάζευε σημειώσεις για ένα έργο με τέτοιες απαι τήσεις πληρότητας που δεν θα κατάφερνε ποτέ να το γράψει. Ο Πωλ Βαγιάν Κουτυριέ,® αξιωματικός στα πολεμικά επιθετικά άρματα στη διάρκεια του πολέμου, ποιητής, δημοφιλής ρήτορας, αρχηγός των παλιών αγωνιστών, ένα μεγαλόσωμο φουσκομά γουλο αγόρι, γεμάτο ταλέντα, χαρούμενος και ευδιάθετος, επρόκειτο να είναι για μένα μια μεγάλη απογοήτευση. Αφέθηκε να διαφθαρεί, να συγχρωτίζεται με ό,τι ρυπαρό υπήρχε και πέθανε διατηρώντας τη δημοτικότητά του μέσα στο παριζιάνικο προλε ταριάτο. Η ανάγκη να είναι κανείς δημοφιλής και ο φόβος να πάει κόντρα στο ρεύμα μπορούν να αποτελέσουν σε κακές επο χές, πολύ σοβαρούς παράγοντες διαφθοράς... Με καταγωγή ρω σική και εβραϊκή, ο Μπόρις Σουβάριν,70 πολιτογραφημένος Γάλ λος, μας ήρθε στα εικοσιπέντε του, από τον Τύπο της αριστεράς, με μια απίστευτη όρεξη να καταλάβει και να δράσει. Αδύ νατος και μικρόσωμος, με το βλέμμα πίσω από χοντρά μυωπι κά γυαλιά, με μια σχεδόν τραυλίζουσα ομιλία, έναν επιθετικό τό νο, συχνά εκνευριστικό, έθετε αμέσως φορτικές ερωτήσεις, και * Στο χειρόγραφο αναφέρεται «υπάλληλος» κατά μια λαθεμένη εγγραφή του Σερζ.
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
215
ασκούσε κριτική χωρίς έλεος πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα της Γαλλίας, διασκεδάζοντας να φέρνει σε δύσκολη θέση προσωπικότητες και να τις κάνει να ξεφουσκώνουν σαν τα μπαλόνια. Στη Διεθνή η δημοτικότητά του ήταν πολύ ισχυρή, και με την άφιξή του τού ζητήθηκε να επισκέπτεται τις φυλα κές. Σε κάθε περίπτωση φαινόταν σ’ αυτόν το χάρισμα του πο λεμιστή να μπορεί να συγκεντρώνει και να ξεσηκώνει τους άλ λους γύρω του. Εκλέχτηκε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και ανέλαβε μαζί με τον Ροσμέρ και τον Πιερ Μονάτ71 τη διεύ θυνση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που δημιουργήθηκε με τη διάσπαση της Τουρ. Παρά το ότι αποκλείστηκε α πό τη Διεθνή από το 1924, ο Σουβάριν θα παρέμενε για καμιά δεκαριά χρόνια μια από τις πιο οξυδερκείς προσωπικότητες του ευρωπαϊκού κομμουνισμού. Συνδέθηκα με δύο ομάδες Γάλλων κομμουνιστών της Ρω σίας, οι οποίοι απεικόνιζαν με συναρπαστικό τρόπο τον κανόνα που επέβαλλαν τα μεγάλα κινήματα των μαζών στα άτομα των απρόβλεπτων επαναστάσεων και την πλημμυρίδα που παρασύ ρει όλους τους ανθρώπους όπως το φουσκωμένο κύμα. Αυτοί οι κομμουνιστές, πραγματικά αφοσιωμένοι, έρχονταν απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα και σύντομα θα ξανάφευγαν προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οι προστριβές, τα μίση, οι καταγγελίες, και οι κόντρα καταγγελίες, δύο προσωπικοτήτων πολύ γνωστών εκείνη την εποχή, του Ανρί Γκιλμπώ72 και του Ζακ Σαντούλ,71 αποκάρδιωναν βαθιά την ομάδα της Μόσχας και κατέληξαν να απασχολούν την Τσεκά. Ο Γκιλμπώ αντιπροσώπευε τέλεια τον τύπο του αποτυχημένου που αγγίζει την επιτυχία εν αγνοία του, χωρίς ποτέ να τη φτάνει. Ο Βεράρεν, ο Ρομαίν Ρολλάν, και ο Λένιν (στην Ελβετία) τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Στη διάρ κεια του πολέμου, είχε εκδώσει στη Γενεύη μια ειρηνιστική επαναστατική επιθεώρηση. Με αφορμή αυτό το γεγονός προκύ πτουν γ ι’ αυτόν μια τιμητική καταδίκη σε θάνατο το 1918 ή το 1919 και μια αστεία αθωωτική απόφαση από ένα Γαλλικό Συμβούλιο Πολέμου, δέκα χρόνια αργότερα. 'Εφτιαχνε κακόφω νους στίχους, είχε χαρτάκια γεμάτα κουτσομπολιά που αφορού
216
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σαν συντρόφους του, βομβάρδιζε την Τσεκά με εμπιστευτικά σημειώματα, φορούσε πράσινα πουκάμισα και λαδιές γραβάτες με πρασινωπά κοστούμια- όλα επάνω του έμοιαζαν να έχουν το χρώμα της μούχλας, μέχρι και το γωνιώδες πρόσωπό του και τα μάτια του. Πέθανε στο Παρίσι γύρω στα 1938, έχοντας γίνει αντισημίτης μετά την έκδοση δύο βιβλίων του που αποδείκνυαν ότι ο Μουσολίνι ήταν ο μόνος αληθινός διάδοχος του Λένιν... Ο λοχαγός Ζακ Σαντούλ, αντίθετα, Παριζιάνος δικηγόρος, πράκτορας πληροφοριών του Αλμπέρ Τομά στη Ρωσία, μέλος της Εκτελεστικής τής Διεθνούς, λάτρης του Λένιν και του Τρότσκι, μεγάλος γόης, ηδονιστής, φιλόδοξος κατά καιρούς, έγραψε εντούτοις ένα βιβλίο με Επιστολές σχετικά με την επανάστα ση που παραμένει (αν δεν έχει τροποποιηθεί στις μετέπειτα εκδόσεις...) ένα ντοκουμέντο που αξίζει να διαβαστεί. Καταδι κασμένος σε θάνατο στη Γαλλία διότι προσχώρησε στον μπολσεβικισμό στη συνέχεια αθωώθηκε, όταν οι καιροί άλλαξαν, είχε στηρίξει με την ιδιότητά του του δικηγόρου τα σοβιετικά συμ φέροντα, τα πεπρωμένα του σταλινισμού, χωρίς να διατηρεί στο βάθος την παραμικρή ψευδαίσθηση, είμαι βέβαιος. Το πικρό ψωμί των αντιφρονούντων δεν τον έβαζε σε πειρασμό. Ο Ρενέ Μαρσάν,74 πρώην ανταποκριτής του καθολικού και αντιδραστι κού Figaro, ήταν ένας νεοφώτιστος γεμάτος ατελείωτες κρίσεις συνειδήσεως. Έφυγε σύντομα για την Τουρκία, αρνήθηκε την επαναστατική του πίστη και έγινε υποστηρικτής του κεμαλισμού με την ίδια σοβαρότητα. Ο άνθρωπος υπόδειγμα της γαλλικής κομμουνιστικής ομά δας της Μόσχας, ήταν ο Πιερ Πασκάλ.7;>Τον γνώρισα το 1919, με ξυρισμένο κεφάλι, ένα παχύ μουστάκι σαν κοζάκος, αγαθό και γελαστό βλέμμα- ντυμένος με την μπλούζα που φορούσαν οι χωριάτες και ξυπόλυτος πήγαινε από την πόλη στην Υπηρε σία Ξένων Υποθέσεων, όπου συνέτασσε ορισμένα μηνύματα του Τσιτσέριν. Σταθερός και προσεκτικός Καθολικός, δικαιολογεί μέσα από τη Summa του Θωμά Ακινάτη, την προσκολλησή του στον μπολσεβικισμό και την αποδοχή του της ίδιας της τρομο κρατίας. (Αυτό υποστηρίζουν τα κείμενα του αγίου διδάκτορος).
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
217
Ο Πασκάλ ζούσε μιαν ασκητική ζωή και συμπαθούσε την εργα τική αντιπολίτευση και τους αναρχικούς. Υπολοχαγός αποσπα σμένος στη γαλλική στρατιωτική αποστολή στη Ρωσία, υπεύ θυνος του γραφείου αποκωδικοποιήσεων, προσχώρησε στην επανάσταση μετά από πολλές αμφιβολίες, για να της αφοσιωθεί τελικά ψυχή τε και σώματι. Συνομιλούσε με τον Μπερντιάγεφ για τη μυστικιστική ερμηνεία και μετέφραζε τα ποιή ματα του Μπλοκ. Αγαπούσε τον ρωσικό λαό, την ιστορία του, τα πιστεύω του, την επανάστασή του. Υπέφερε αφάνταστα με την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Τον ξαναβρήκα στο Παρίσι, το 1936, καθηγητή στη Σορβόννη, συγγραφέα μιας στιβαρής βιο γραφίας του Πρωτόπαππα Αββακούμ, του οποίου τα έργα είχε διαφυλάξει κατά έναν τρόπο. Η Εκτελεστική αποφάσισε να ιδρύσει μια διεθνή συνδικαλι στική οργάνωση- η λογική έλεγε ότι με τη διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος, είχαμε και διάσπαση του συνδικαλι στικού κινήματος... Το πρώτο Συνέδριο της Διεθνούς των κόκ κινων76 συνδικάτων έγινε, παράλληλα με το συνέδριο της ΚΔ, στο Σπίτι των Συνδικάτων. Ο Σολομών Αμπράμοβιτς Λοζόφσκι (Ντρίντζο), μενσεβίκος πρόσφατα στρατευμένος, δυσνόητος ρήτορας, ήταν επικεφαλής της νέας οργάνωσης. Με μια συμπα θητική γενειάδα, κεφάτος, καλός στις αντροπαρέες, με μια κάποια εμπειρία της Δύσης, με γνώση της γαλλικής γλώσσας, με ευλύγιστη μέση όπου χρειαζόταν, εξασφάλιζε μακρά επι βίωση. Έδινε την εντύπωση ενός καλού, λιγάκι πληκτικού σχο λικού δασκάλου. Όχι μακριά απ’ αυτόν, ανάμεσα στους συνδι καλιστές αντιπροσώπους, μόνος και καταθλιπτικός, χτυπώντας ζεστά τους ώμους των παλιόφιλων, ένας μονόφθαλμος κολοσσός, ο Αμερικανός Μπιλ Χέυγουντ,77 παλιός ξυλοκόπος, οργανωτής των IWW, τελείωνε τη ζωή του μέσα σε αποπνικτικά δωμάτια πολυτελών ξενοδοχείων, ανάμεσα στους μαρξιστές απ’ τους οποίους ούτε ένας δεν φρόντισε να τον καταλάβει και ο ίδιος ούτε έναν δεν καταλάβαινε. Αντίθετα, οι κόκκινες σημαίες τού έδιναν πραγματικά ευχαρίστηση. Πόσα ονόματα, πόσες μορφές ενός εξαφανισμένου κόσμου, θα
218
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μπορούσε η ευλάβεια των αναμνήσεων να διατηρήσει εδώ! Τον εξαμερικανισμένο Βούλγαρο Αντρέντσιν, μελαχροινό και παθια σμένο. Τη μικρή ξανθή πράκτορα της Τσεκά από την Οδησσό, που λέγανε ότι ήταν αιμοβόρα. Τον ευτυχισμένο γαμπρό Φριτς Βολφ (που εκτέλεσε ο Στάλιν). Ένας στρατευμένος που είχε κάνει φυλακή στην Αγγλία και επέστρεφε από την Λατινική Αμερική, ο «δόκτωρ» Αλεξαντρόφ: τριανταπέντε χρονών, με πρόσωπο λαϊκό και μελαμψό, μια ιδέα μαύρου μουστακιού, πολύ πληροφορημένος για τα πράγματα σε όλον τον κόσμο, θα γινόταν ο σύντροφος Μποροντίν,78 πολιτικός σύμβουλος του Κούο-Μιν-Τανγκ στην Καντώνα, και στη συνέχεια ένα μηδενικό... Ένας σεμνός Ούγγρος έφυγε ένα βράδυ από το σπίτι του με δυνατή βροχή, για την Εσθονία, και ο αμαξάς τον έριξε στις λάσπες: ήταν ο Ματίας Ράκοσι.79 Μέσα στο γενικό σύνολο, οι ξένοι αντιπρόσωποι αποτελούσαν ένα πλήθος, μάλλον απαγοητευτικό, που απολάμβανε σημαντικά προνόμια μέσα σε μια πεινασμένη χώρα, που απολάμβανε τον θαυμασμό, και που η σκέψη του παρέμενε άνεργη. «Πόσο ευχα ριστημένοι φαίνονται», μου έλεγε ο Ζακ Μεσνίλ, «να βλέπουν επιτέλους επιθεωρήσεις από το θεωρείο των επισήμων!». Όσο μεγάλωνε η δύναμη της Διεθνούς, έχανε σε ποιότητα. Είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε μήπως τελικά αποτελούσε σοβαρό λάθος να δημιουργούνται από τη διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος μικρά νέα κόμματα, που δεν ήταν ικανά για αποτε λεσματική δράση, τροφοδοτημένα με ιδέες και χρήματα από τους απεσταλμένους της Εκτελεστικής, προορισμένα να γίνουν εργαστήρια προπαγάνδας της σοβιετικής κυβέρνησης. Η αστά θεια της Δυτικής Ευρώπης και το κύμα ενθουσιασμού που μας έφερνε, μας διατηρούσε ακόμη σε ασφάλεια. Και στη Διεθνή ακόμη, ο κίνδυνος βρισκόταν μέσα μας. Η Νέα Οικονομική Πολιτική έδινε θαυμάσια αποτελέσματα. Εστιατόρια άνοιγαν ξανά, ήταν ανήκουστο - υπήρχαν πράγμα τα προς πώληση! Γλυκίσματα που μπορούσες να φας με ένα ρούβλι! Ο πληθυσμός είχε αρχίσει να ανασαίνει, οι άνθρωποι
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
219
μιλούσαν για την επιστροφή στον καπιταλισμό, δηλαδή την ευημερία. Η σύγχυση, ωστόσο, στο κόμμα ήταν έντονη. Γιατί άραγε χύσαμε τόσο αίμα, και κάναμε τόσες θυσίες; αναρωτιού νταν οι μαχητές του εμφυλίου, με πίκρα. Δεν είχαν ρούχα να φορέσουν, ένα σπίτι να κατοικήσουν, και όλα είχαν καταντήσει μια ανταλλάξιμη εμπορική αξία. Αισθανόταν κανείς ότι το ηττημένο χρήμα ξαναγινόταν πάλι ο κυρίαρχος. Όσο για μένα, δεν ήμουν τόσο απαισιόδοξος, ήμουν ευχαριστημένος από την αλλαγή, παρά το γεγονός ότι η αντιδραστική της πλευρά -η απόλυτη καταστολή κάθε δημοκρατίας- μου προξενούσε άγχος. Θα μπορούσε να υπάρχει, άραγε, κάποια άλλη λύση στο δράμα του πολεμικού κομμουνισμού; Δεν ήταν πλέον παρά ένα θεωρητικό πρόβλημα, άξιζε ωστόσο κάποιους στοχασμούς. Ανέ πτυξα τις ακόλουθες ιδέες τις οποίες θυμάμαι ότι είχα εκθέσει λεπτομερώς σε μια εμπιστευτική συζήτηση, στο ξενοδοχείο Lux, σε δύο Ισπανούς σοσιαλιστές (ο ένας απ’ αυτούς ήταν ο Φερνάντο ντε λος Ρίος80). Αναλαμβάνοντας το απόλυτο μονο πώλιο της εξουσίας σε όλα τα θέματα, το μπολσεβίκικο καθε στώς παγιδεύτηκε, διαχέοντας σε ολόκληρη τη χώρα ένα είδος γενικής παραλυσίας. Οι παραχωρήσεις στους αγρότες ήταν ανα γκαίες· η μικρή παραγωγή, το μικροεμπόριο, και ορισμένες βιο μηχανίες μπορούσαν να αναβιώσουν με την απλή επίκληση στην πρωτοβουλία των ομάδων των παραγωγών και των καταναλω τών. Απελευθερώνοντας τη συνεργατική διαδικασία που είχε με ολέθρια αποτελέσματα κρατικοποιηθεί, καλώντας τους συνεται ρισμούς να πάρουν στα χέρια τους τη διαχείριση των διαφορε τικών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας, θα μπορούσα με να προκαλέσουμε άμεσα μια εκτεταμένη αναβίωση. Η χώρα είχε έλλειψη από δέρματα και παπούτσια- η ύπαιθρος είχε δέρμα, οι συνεταιρισμοί των υποδηματοποιών θα μπορούσαν εύκολα να εφοδιαστούν, και γρήγορα θα αναπτύσσονταν αφήνοντάς τους να δουλέψουν μόνοι τους. Αν τώρα είχαν σχετικά υψηλές τιμές, το Κράτος μπορούσε, διευκολύνοντας την εργασία τους, να ασκή σει πιέσεις για μείωση των τιμών και σε κάθε περίπτωση αυτές θα ήταν κατώτερες από τις τιμές στη μαύρη αγορά.
220
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Στην Πετρούπολη, τα στοκ των κατασχεμένων βιβλιοπωλείων σάπιζαν μέσα σε αποθήκες. Ευλογούμε τους κλέφτες που έσω σαν τα έργα για να τα ξαναβάλουν λαθραία στην κυκλοφορία. Αν είχε δοθεί η ελευθερία στους συλλόγους των φίλων του βιβλί ου, η σωτηρία των βιβλιοθηκών θα ήταν άμεση. Με μια λέξη, αυτό που προτείνω είναι ένας «κομμουνισμός των συνεταιρι σμών», σε αντίθεση με τον κομμουνισμό του κράτους. Οι αντα γωνισμοί και η φυσική ακαταστασία του ξενικήματος δεν ήταν τίποτε μπροστά στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, τη σπατάλη και την παραλυσία του. Φαντάζομαι το συνολικό σχέ διο, όχι όπως υπαγορεύεται εκ των άνω από το κράτος, αλλά όπως προκύπτει από την αρμονία των πρωτοβουλιών της βάσης, από τα συνέδρια και τις ειδικές διασκέψεις. Μετά την Κροστάνδη, αναρωτιόμαστε μερικοί φίλοι κι εγώ βέβαια, τι θα απογίνουμε. Δεν είχαμε την ελάχιστη διάθεση να ενσωματωθούμε στη διοικούσα γραφειοκρατία. Μου πρόσφεραν μια καριέρα διπλωματικού στην Ανατολή. Η Ανατολή με έβαζε σε πειρασμό, η διπλωματία καθόλου. Νομίσαμε ότι βρήκαμε μια λύση. Να ιδρύσουμε μιαν αγροτική αποικία στη ρωσική ύπαιθρο· και ενώ η ΝΚΡ θα ξαναφέρει στις πόλεις τα αστικά ήθη και θα εφοδιάσει τους νέους διοικούντες με αργομισθίες και εύκολες καριέρες, εμείς θα ζούμε απομονωμένοι στην εξοχή. Οι θλιβερές εκτάσεις της ρωσικής γης είναι απίστευτα γοητευτι κές. Αποκτήσαμε χωρίς κόπο ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο κτήμα, εκατοντάδες εκτάρια δάσους και ακαλλιέργητα χωρά φια, τριάντα μεγάλα ζώα, μια κατοικία γαιοκτήμονα, όχι μακριά από τη λίμνη Λαντόγκα και ιδρύσαμε, μαζί με τους Γάλλους κομμουνιστές, τους Ούγγρους αιχμαλώτους, έναν για τρό οπαδό του Τολστόι, και τον πεθερό μου τον Ρουσακώφ, «τη γαλλική Κοινότητα της Νόβαγια Λαντόγκα». Ξεκινήσαμε με γενναιότητα αυτή τη νέα εμπειρία. Οι χωρικοί απαιτούσαν μερίδιο από το κτήμα. Δύο πρόεδροι των εφήμερων κοινοτήτων είχαν σκοτωθεί εδώ μέσα σε δεκαοκτώ μήνες. Ένας εργάτης τυπογραφείου, που εκπροσωπούσε την Τσεκά στην περιφέρεια αυτή, μας συμβούλεψε να συμβιβαστούμε με οποιοδήποτε
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
221
κόστος με τους μουζίκους ώστε να «μην τραβήξουν τα πιστόλια τους» αμέσως... Ήταν όμορφα δάση του βορρά με απαλό φύλ λωμα, φωτεινές οάσεις στη μέση μιας απόλυτης μοναξιάς, ένα ήσυχο ποτάμι που κυλούσε παράλληλα με τα δέντρα, και ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι όπου βρήκαμε τα μόνα πράγματα που κανείς δεν σκέφτηκε ότι όφειλε να φέρει μαζί του: κρεβάτια από σκαλισμένο μαντέμι όπως άρεσαν στους εμπόρους που είχαν πλουτίσει. Τα αγροτικά εργαλεία όμως είχαν σχεδόν όλα κλαπεί. Από τα τέσσερα άλογα που μας είχαν υποσχεθεί μας παρέδωσαν τρία ταλαιπωρημένα ζώα και μια μονόφθαλμη φοράδα που κούτσαινε ελαφρά και που την ονομάσαμε η Τέλεια. Αναγκαστήκαμε να φέρουμε από την Πετρούπολη, στις πλάτες μας, σχεδόν όλον τον εξοπλισμό μας, και σχοινιά, και εργαλεία, και σπίρτα, και λάμπες, για τις οποίες όμως δεν μπορούσαμε να βρούμε πετρέλαιο. Η επικοινωνία με την πόλη απαιτούσε συχνές και κοπιαστι κές προσπάθειες. Ένας χορταριασμένος δρόμος πλάι στο δάσος συνέδεε τη Νόβαγια Λαντόγκα με την πόλη γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα- σ’ αυτό όμως το απομονωμένο χωριό, δεν είχε απολύτως τίποτε εκτός από την κοιμισμένη και τρομοκρατημένη εξουσία μέσα σε ένα εχθρικό και απειλητικό περιβάλλον. Με το σακίδιο στην πλάτη, έκανα πολλές φορές το ταξίδι για την Πετρούπολη. Πλέαμε στα κύματα του Νέβα που είχαν το σκού ρο πράσινο χρώμα της θάλασσας, και πλαισιωνόταν από γαλή νια δάση, κάτω από έναν ξάστερο ουρανό. Στο Σλύσσελμπουργκ έπρεπε να ξεμπαρκάρουμε και να μπαρκάρουμε σε ένα πραγματικό σαπιοκάραβο, ξέχειλο από ταλαιπωρημένους φτω χούς ανθρώπους φορτωμένους με σάκους, σε τέτοιο βαθμό που νόμιζες ότι το πλοίο θα κολλούσε στην άμμο του καναλιού και δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει. Αποβιβάζαμε τότε οπουδήποτε κάμποσους ταξιδιώτες που ήταν έξαλλοι και απελπισμένοι, και δικαίως, καθώς οι άλλοι τους έσπρωχναν δίχως έλεος. Αυτοί που είχαν βρεθεί πιο κοντά στην κουπαστή διεκπεραίωναν την όλη ιστορία και οι πιο γκρινιάρηδες κατέληγαν συχνά μέσα στο νερό των καναλιών, απ’ όπου τους σώζαμε τελικά σύροντάς
222
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τους έξω με τα καμάκια. Έκανα μια φορά αυτό το ωραίο ταξί δι, όρθιος πάνω σε μια λαμαρίνα που ακουμπούσε στην πλάτη του φουγάρου. Η φθινοπωρινή υγρασία μου πάγωνε το πρόσω πο και το στήθος, και η φωτιά του φουγάρου μου έκαιγε την πλάτη. Η θέα όμως ήταν μεγαλειώδης, το μελαγχολικό οχυρό του Σλύσσελμπουργκ καθρεφτιζόταν στη λίμνη και βυθιζόταν αργά μέσα στο γαλάζιο χρώμα του ορίζοντα. Μόλις αποβιβαζό μουν έπρεπε να κάνω με τα πόδια καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μέσα από τα δρομάκια του δάσους και συζητούσαμε επ’ ευκαι ρία μήπως θα έπρεπε να κουβαλάμε και κανένα περίστροφο επάνω μας. Το όπλο ήταν προφανώς απαραίτητο, ήταν όμως και μια αφορμή να σε σκοτώσουν για να στο πάρουν... Δεν μου συνέβη ποτέ τίποτε σοβαρό εκτός από το να υποφέρω από δίψα. Κατευθύνθηκα μια φορά σε ένα σπιτάκι στην καρδιά του δάσους με παράθυρα φορτωμένα γεράνια και χτύπησα την πόρτα. Ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Η χωριάτισσα καχύποπτη, με ρώτησε αν είχα ένα μαντίλι. «Ναι», απάντησα, «τι το θέλετε; -Εδώ, για σας, ένα ποτήρι νερό κοστίζει ένα μαντίλι -Δεν πάτε στο διάβολο, χριστιανοί της κακιάς ώρας», και έφυγα αφήνοντάς την να σταυροκοπιέται. Το γειτονικό χωριό μάς μποϋκοτάριζε και τα παιδιά έρχονταν να μας χαζέψουν κάθε τόσο σαν να ήμασταν κάτι το αξιοπερίερ γο- συγχρόνως κατασκόπευαν τα πάντα και το ξεχασμένο φτυά ρι εξαφανιζόταν στη στιγμή. Μια νύχτα, τα αποθέματά μας σε στάρι, τροφή και σπόρους εξαφανίστηκαν όλα. Αυτή και αν ή ταν πείνα και κατάσταση πολιορκίας. Ξέραμε ποιος είχε το στάρι μας, δεν πηγαίναμε να το αναζητήσουμε με το πιστόλι στο χέρι όπως και το περίμεναν -και αυτό αύξαινε γύρω από μας την ανησυχία και το μίσος. Κάθε νύχτα ξαγρυπνούσαμε περιμένοντας μήπως βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια εκπληκτική α νακάλυψη μας επέτρεψε να τρώμε ωραίες ξινές σούπες που μας ζέσταιναν τουλάχιστον, γιατί δεν ήταν και πολύ θρεπτικές- σε μια αποθήκη βρέθηκε ένα βαρέλι με αλατισμένα αγγούρια... Ο Γκαστόν Μπουλέ,81 λοχαγός των ομάδων κρούσης στα χαρακώ ματα της Αργκόν κατόπιν στρατιώτης της κομμούνας του Μο
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
223
νάχου, και τώρα ιπποκόμος μας, πρότεινε κάθε φορα να φάμε ε πιτέλους την μονόφθαλμη φοράδα. Το βράδυ σηκωνόμουν με τη σειρά μου, ντυνόμουν μέσα στο σκοτάδι ώστε να μην μπορούν να με δουν μέσα από τις γρίλλιες, προχωρούσα μαλακά προς την πόρτα, άνοιγα αστραπιαία και πηδούσα έξω, οπλισμένος με μια λόγχη και το πιστόλι περασμένο στη μέση. Φυλαγόμασταν από καμιά τσεκουριά πίσω από την πόρτα, κάναμε ατέλειωτους γύ ρους έξω από το σπίτι όλη τη νύχτα. Οι χωριάτες είχαν απ’ όλα, αλλά δεν ήθελαν να πουλήσουν τίποτε στους «Εβραίους» και στους «αντίχριστους», δηλαδή σε μας. Αποφασίσαμε να πολεμή σουμε αυτόν τον αποκλεισμό και πήγα στο χωριό μαζί με τον δρ. Ν.,Κ έναν γέρο θρησκευόμενο και οπαδό του Τολστόι, του οποίου η τραγουδιστή ομιλία και η χαμογελαστή σοβαρότητα θα πρέπει να έκαναν καλή εντύπωση. Μια χωριάτισσα μας αρνήθηκε ξερά και κοφτά ό,τι της ζητήσαμε. Ο γιατρός, τότε, άνοιξε τον γιακά της μπλούζας του και έδειξε τον μικρό χρυσό σταυρό που κρεμό ταν στο στήθος του. «Είμαστε κι εμείς χριστιανοί, αδελφή μου!» Τα πρόσωπα τότε φωτίστηκαν κι έτσι αποκτήσαμε αυγά! Και τα νεαρά κορίτσια αναθάρρησαν μέχρι του σημείου να μας επισκεφτούν το απόγευμα, την ώρα που τραγουδούσαμε χορωδία γαλλικά τραγούδια... Αυτό δεν βάσταξε ωστόσο πολύ- σε τρεις μήνες η πείνα και η κούραση μας έκανε να εγκαταλείψουμε την επιχείρηση. Μετά την Κροστάνδη η Πετρούπολη ζούσε κάτω από το ξαναφούντωμα της τρομοκρατίας. Η Τσεκά είχε μόλις εξουδετερώ σει με καμιά τριανταριά εκτελέσεις τη συνωμοσία του καθηγη τή Ταγκάντσεφ, που ήταν ένα νομικός και ένας από τους πιο παλιούς πανεπιστημιακούς της παλιάς πρωτεύουσας, ένας αδύ νατος μικρόσωμος γέρος με λευκές φαβορίτες. Τουφεκίστηκε έ νας δικηγόρος που τον έλεγαν Μπακ,83 στον οποίον εμπιστευό μουν κάποιες μεταφράσεις και ο οποίος δεν μου έκρυβε τις αντεπαναστατικές του απόψεις. Ένας Θεός ξέρει γιατί τουφεκί στηκε και ο νεαρός γλύπτης Μπλοχ, που κατεύναζε στις πλα τείες τους ξεσηκωμένους εργάτες του Κονσταντίν Μενιέ. «Δεν γνωρίζετε τίποτε;», με ρωτούσε η γυναίκα του... Δεν μπορού
224
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σα να ξέρω τίποτε, η Τσεκά δεν επέτρεπε πια καμιά πρόσβα ση... Τουφεκίστηκε ο ποιητής Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμίλεφ,®4 σύντροφός μου και αντίπαλος στο Παρίσι. Κατοικούσε στο Σπί τι των Τεχνών της Μόικα με τη νεαρή του γυναίκα, μια ψηλή κοπέλα με αδύνατο λαιμό και μάτια τρομαγμένης γαζέλας, σε έναν μεγάλο χώρο με τοίχους ζωγραφισμένους με κύκνους και λωτούς - παλιό λουτρό ενός εμπόρου που είχε γοητευτεί με αυ τή την ποιητική ζωγραφική του τείχου. Η νεαρή γυναίκα με δέχτηκε φοβισμένη. «Μου τον πήραν, είναι τώρα τρεις μέρες», είπε με πολύ χαμηλή φωνή. Οι σύντροφοι της Εκτελεστικής του Σοβιέτ με ανησύχησαν όταν με διαβεβαίωσαν ότι ο Γκου μίλεφ είχε πολύ καλή μεταχείριση στη φυλακή, και κάποιες νύ χτες τις πέρασε απαγγέλλοντας στους άνδρες της Τσεκά τους στίχους του που ήταν γεμάτοι ευγενική δύναμη - παραδέχοταν όμως ότι είχε γράψει ορισμένα πολιτικά ντοκουμέντα της αντεπαναστατικής ομάδας. Ο Γκουμίλεφ δεν έκρυβε τις ιδέες του. Στη διάρκεια της Κροστάνδης οι πανεπιστημιακοί είχαν θεω ρήσει ότι αυτό ήταν το τέλος του καθεστώτος και σκέπτονταν να αναμειχθούν στις εξελίξεις. Η «συνωμοσία» δεν προχώρησε παραπέρα. Η Τσεκά ήταν έτοιμη να τουφεκίσει όλον τον κόσμο. «Δεν είναι η στιγμή για να είμαστε ανεκτικοί!» Ένας φίλος πή γε στη Μόσχα για να θέσει στον Ντζερζίνσκι το ερώτημα: «Μπορούμε, άραγε, να τουφεκίσουμε έναν από τους δύο ή τρεις μεγαλύτερους ποιητές της Ρωσίας;» και ο Ντζερζίνσκι απά ντησε: «Μπορούμε, άραγε, να κάνουμε εξαίρεση, για έναν ποι ητή;» Ο Γκουμίλεφ εκτελέστηκε μιαν αυγή, στην άκρη ενός δάσους, με το καπέλο πάνω στα μάτια, το τσιγάρο στα χείλη, ήρεμος, όπως το είχε γράψει σε ένα ποίημα που είχε φτιάξει στην Αιθιοπία: «Και χωρίς φόβο θα παρουσιαστώ εμπρός στον Κύριο τον Θεό». Τουλάχιστον αυτά μου αφηγήθηκαν. Ξαναδιά βαζα με θαυμασμό ανάμεικτο με τρόμο τους στίχους που τους είχε τιτλοφορήσει «Ο Εργάτης», περιγράφοντας τον φιλήσυχο άνθρωπο με τα γκρίζα μάτια ο οποίος πριν κοιμηθεί, τελείωνε με τη φράση «η σφαίρα που θα με σκοτώσει...» Η ανάμνηση
4. Ο Κ1ΝΔΤΝ0Σ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
του Νικολάι και της Όλγας Γκουμίλεφ θα με βασάνιζε για πολ λά χρόνια. Ένας άλλος, από τους πιο μεγάλους ποιητές μας, πέθανε την ίδια εποχή, από εξάντληση, στα σαράντα ένα του χρόνια, ο Αλεξάντρ Μπλοκ.® Με τον Αντρέι Μπέλυ* και τον Σεργκέι Εσένιν είχε δημιουργήσει το μυστικιστικό όραμα της επανάστασης: την εικόνα του «Χριστού στεφανωμένου με τριαντάφυλλα», ο οποίος «αόρατος και σιωπηλός» οδηγεί μέσα στη θύελλα του χιονιού τους Δώδεκα κόκκινους φρουρούς με τα τουφέκια στραμμένα στα σκοτάδια της πόλης. Τον άκουσα να διαβάζει το τελευταίο μεγάλο του έργο. Μεταφράζαμε σε πολλές γλώσσες τα δυο του ποιήματα που είχαν απομείνει ως πνευματικά μνημεία της επο χής, Οι Δώδεκα και Οι Σκύθες. Το ένα διακήρυσε τον μεσσια νισμό της επανάστασης, το άλλο φανέρωνε το αρχαίο ασιατικό του πρόσωπο. Αντιφατικά όσο και η πραγματικότητα. Ο Μπλοκ ήταν ένας ευγενής της Δύσης, μάλλον αγγλικού τύπου, με μακρουλό πρόσωπο, αυστηρό και ελάχιστα χαμογελαστό, με γαλάζια μάτια, συγκρατημένες χειρονομίες και μια εκλεπτυσμέ νη αξιοπρέπεια. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, από την άνοδο του ρωσικού συμβολισμού, ήταν ένας από τους πρώτους Ρώσους ποι ητές. Οδηγήσαμε τη σορό του στο κοιμητήριο του Βασίλι Οστρόφ στη διάρκεια που η Τσεκά ανέκρινε τον Γκουμίλεφ. Ανήκα στον τελευταίο από τους συλλόγους της ελεύθερης σκέψης, τον Ελεύθερο Φιλοσοφικό Σύλλογο (Βολφίλα)· πιστεύω ότι ήμουν ο μόνος κομμουνιστής, εδώ. Ένας άλλος μεγάλος ποι ητής, ο Μπέλυ, ήταν ο οργανωτής μας. Οργανώναμε μεγάλες δημόσιες συζητήσεις, όπου έπαιρνε συχνά τον λόγο ένας μικρό σωμος καχεκτικός άνδρας με ένα πρόσωπο χαραγμένο με κάθε τες ρυτίδες, αλλήθωρα μάτια, κακοντυμένος, ο οποίος παραμέ νει στην κορυφή της παλιάς επαναστατικής ρωσικής ιντελιγκέντσιας, ο ιστορικός και φιλόσοφος Ιβάνοφ - Ραζούμνικ. Η συζή τηση έφτανε μερικές φορές σε ένα μεγάλο λυρικό παραλήρημα πάνω στα προβλήματα του είναι, του Κόσμον* και της γνώ * Ελληνικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
226
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σης... Όπως και ο Μπλοκ, ο Αντρέι Μπέλυ και ο Ιβάνοφ - Ραζούμνικ αισθάνονταν λόγω του επαναστατικού ρομαντισμού πιο κοντά στο κόμμα των σοσιαλεπαναστατών της αριστεράς που υποκύπτοντας στις πολιτικές διώξεις είχε καταφύγει στη σιωπή. Η Τσεκά για τον λόγο αυτό, και διότι οι φιλοσοφικές πτήσεις των ποιητών τής φαίνονταν ύποπτες, επιτηρούσε τη Βολφίλα. Οι επικεφαλής της Βολφίλα αναρωτιούνταν καθημερινά αν και πότε θα τους συλλάβουν. Στις συναντήσεις μας σε στενό κύκλο στο σπίτι του Αντρέι Μπέλυ, ο οποίος έμενε σε ένα μεγάλο δω μάτιο του παλιού Διοικητηρίου απέναντι από τα Χειμερινά Ανά κτορα, πάνω από τα γραφεία της πολιτοφυλακής κατά του ε γκλήματος, αναρωτιόμαστε με ποιον τρόπο να διατηρήσουμε την αρχή της ελεύθερης σκέψης, και πώς να αποδείξουμε ότι αυτή η αρχή δεν ήταν μια αρχή της αντεπανάστασης. Ο Μπέλυ πρότεινε να οργανώσουμε ένα συνέδριο στη Μόσχα, ένα παγκόσμιο Συνέδριο για την ελεύθερη σκέψη και να καλέσουμε τους Ρομαίν Ρολλάν, Ανρύ Μπαρμπύς και τον Γκάντι. Μια χορωδία φωνών ακούστηκε: «Ποτέ δεν θα το επιτρέψουν!» Υποστήριξα ότι καλώντας τους διανοούμενους του εξωτερικού, που σίγουρα ήταν α νίκανοι να καταλάβουν πραγματικά τη Ρωσική επανάσταση, η ρωσική διανόηση διακινδύνευε να δυσφημιστεί καθώς ήδη είχε συμβεί κατά αχαρακτήριστο τρόπο με τους εμιγκρέδες. Ο Αντρέι Μπέλυ, στυλίστας εφάμιλλος του Τζέημς Τζόυς, ποιητής και πεζογράφος, θεοσοφιστής (ανθρωποσοφιστής σύμ φωνα με τον δικό του όρο), είχε μόλις περάσει τα σαράντα. Δεν μπορούσε να υποφέρει τη φαλάκρα του και φορούσε συνεχώς έ ναν μαύρο σκούφο κάτω από τον οποίο τα μεγάλα μάτια του σαν του μάγου με ένα χρώμα μπλε-πράσινο δεν σταματούσαν να λά μπουν. Είχε μια εξαιρετικά ποικιλόμορφη διανοητική ενεργητι κότητα. Ενσάρκωνε τον πνευματικό ενθουσιασμό και συνάμα τη στάση του οραματιστή και την αθωότητα ενός παιδιού. Διάση μος την επομένη της επανάστασης του 1905 για ένα ψυχολογι κό μυθιστόρημα, διαποτισμένος από τη γερμανική και τη λατι νική κουλτούρα, είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι έσβηνε μέσα του μια μεγάλη δύναμη. «Τι μου μένει να κάνω, τώρα στη ζωή;», με
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
227
ρωτούσε ένα βράδυ απογοητευμένος. «Δεν μπορώ τώρα πια να ζήσω έξω από τη Ρωσία και εδώ δεν μπορώ πλέον να αναπνεύσω!» Του απάντησα ότι η κατάσταση πολιορκίας θα τελείωνε και ο δυτικός σοσιαλισμός θα πρόσφερε στη Ρωσία ευρύτερους ορίζοντες. «Το πιστεύετε;», μου ανταπάντησε σκεφτικά. Ωστό σο με το ξεκίνημα του φθινοπώρου του 1921 ταλαιπωρημένοι α πό το πένθος και την τρομοκρατία, βλέπαμε να υποκύπτει μέ χρι και η Βολφίλα. Ξέρω καλά ότι η τρομοκρατία υπήρξε μέχρι τώρα αναπόφευ κτη στις μεγάλες επαναστάσεις, και ότι αυτές δεν πραγματο ποιούνται με την αποδοχή των ανθρώπων καλής θέλησης, αλλά από μόνες τους, με τη σφοδρότητα μιας θύελλας μέσα στην ο ποία το άτομο δεν μετρά παρά σαν ένα άχυρο στην καταιγίδα. Και ότι το χρέος των επαναστατών είναι να χρησιμοποιήσουν τα μόνα όπλα που διαθέτουν για να μην ηττηθούν βλακωδώς. Η παράταση όμως της τρομοκρατίας, μετά το τέλος του εμφυλίου και την έλευση μιας εποχής οικονομικής ελευθερίας, συνιστούσε ένα τεράστιο και αποκαρδιωτικό λάθος. Πίστευα, και εξακολου θώ να πιστεύω, ότι το καινούργιο καθεστώς θα ήταν εκατό φο ρές πιο ισχυρό αν είχε από εκείνη τη στιγμή διακηρύξει τον σε βασμό του για την ανθρώπινη ζωή και για τα δικαιώματα του ατόμου όποια κι αν ήταν αυτά. Αναρωτιέμαι ακόμη, έχοντας για τα καλά γνωρίσει την εντιμότητα και την ευφυΐα των αρχηγών του, για ποιο λόγο δεν το έκανε. Ποιες άραγε, ψυχώσεις φόβου και εξουσίας το εμπόδισαν; Οι τραγωδίες συνεχίστηκαν. Από την Οδησσό μάς ήρθε ένα τερατώδες νέο: η Τσεκά είχε τουφεκίσει τη γυναίκα του Ααρών Μπαρόν, τη Φαννύ Μπαρόν και τον Λεβ Τσόρνυ,87έναν από τους ιδεολόγους του ρωσικού αναρχισμού. Ήταν μια ιστορία επαρχιώ τικης προβοκάτσιας. Ο Λεβ Τσόρνυ, που τον είχα γνωρίσει κα μιά δωδεκαριά χρόνια πριν στο Παρίσι, όταν, σαν φιγούρα που βγήκε από βυζαντινή εικόνα, με κέρινη επιδερμίδα, κόγχες σκαμμένες και μάτια πυρωμένα, ζούσε στο Καρτιέ Λατέν πλέ νοντας τα τζάμια των εστιατορίων, και στη συνέχεια γράφοντας κάτω από τα δέντρα του Κήπου του Λουξεμβούργου την Κοι
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νωνιομετρία του. Είχε βγει, φυσικά, από μια φυλακή ή από ένα κάτεργο, ένα πνεύμα συστηματικό, μεγάλος πιστός και ασκη τής. Ο θάνατός του έφερε απελπισία στην Έμμα Γκόλντμαν και στον Αλεξάντρ Μπέρκμαν.® Στη διάρκεια του Τρίτου Συνεδρίου της Διεθνούς, η 'Εμμα Γκόλντμαν είχε σκεφτεί να προκαλέσει ένα σκάνδαλο σαν τις Αγγλίδες σουφραζέτες: να αλυσοδεθεί σε έναν δημόσιο χώρο και να φωνάξει τη διαμαρτυρία της στο Συ νέδριο... Οι Ρώσοι αναρχικοί την απέτρεψαν. Στη χώρα των Σκυθών τέτοιες εκδηλώσεις δεν άξιζαν και σπουδαία πράγματακαλύτερα θα ήταν να πιέσει κανείς τον Λένιν και τον Ζινόβιεφ. Η 'Εμμα Γ κόλντμαν και ο Αλεξάντρ Μπέρκμαν παρόλο που ήρ θαν στη Ρωσία ωθούμενοι από ζωηρή συμπάθεια, ένιωθαν τόση αγανάκτηση που κάθε σοβαρή προσπάθεια ψύχραιμης κριτικής ήταν δίχως ελπίδα και δεν έβλεπαν πια στη μεγάλη επανάστα ση παρά τις μικρομιζέριες, μια απάνθρωπη αποχαλίνωση της ε ξουσίας, και το τέλος κάθε ελπίδας. Η σχέση μου μαζί τους γινόνταν όλο και πιο δύσκολη, όπως εξ άλλου και οι σχέσεις μου με τον Ζινόβιεφ, στον οποίον έθεσα πολλές φορές το ερώτημα για τη δίωξη των ελευθεριακών - πράγμα που απέφευγα μετά την Κροστάνδη. Η επίμονη εκστρατεία μας, ωστόσο, για την α πελευθέρωση των καταδιωκόμενων έφερε ένα αποτέλεσμα: κα μιά δεκαριά φυλακισμένοι αναρχικοί,89μεταξύ των οποίων ο συν δικαλιστής Μαξίμοφ και Βσέβολοντ Βολίν διετάχθησαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία. Αλλοι απελευθερώθηκαν. Ο Κάμενεφ υποσχέθηκε την εξορία του Ααρών Μπαρόν,90 αλλά αυτή η υπό σχεση δεν τηρήθηκε ποτέ. Η Τσεκά είχε τις αντιρρήσεις της. Οι μενσεβίκοι, κυρίως ο Μάρτοφ91 πήρανε διαβατήριο για το εξω τερικό. Η Κροστάνδη, όλες αυτές οι τραγωδίες, η επιρροή της 'Εμμας Γκόλντμαν και του Αλεξάντρ Μπέρκμαν στο εργατικό κίνημα των δύο κόσμων θα βάθαιναν το ανυπέρβλητο χάσμα, α πό εδώ και πέρα, ανάμεσα στους μαρξιστές και τους ελευθεριακούς. Και αυτός ο διχασμός θα έπαιζε αργότερα έναν μοιραίο ρό λο στην ιστορία: θα ήταν ένας από τους παράγοντες της πνευ ματικής σύγχυσης και της ήττας της Ισπανικής επανάστασης.
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
229
Απ’ αυτή την άποψη οι χειρότερες προβλέψεις μου επιβεβαιώ θηκαν. Όμως οι περισσότεροι από τους μπολσεβίκους θεωρούσαν το ελευθεριακό κίνημα σαν ένα μικροαστικό κίνημα σε πλήρη κατάπτωση και μάλιστα στον δρόμο για τη φυσική του εξαφά νιση. Η αμερικανική παιδεία της 'Εμμας Γκόλντμαν και του Αλεξάντρ Μπέρκμαν τους απομάκρυνε από τους Ρώσους και τους έκανε εκπροσώπους μιας γενιάς ιδεαλιστών που είχε ολο κληρωτικά εξαφανιστεί στη Ρωσία. (Διότι δεν αμφιβάλλω ότι και αυτοί θα αισθάνονταν αποξενωμένοι και εξοργισμένοι από έ να σωρό πράγματα στους κόλπους του κινήματος του Μάχνο. Η Έμμα Γκόλντμαν, με το οργανωτικό πνεύμα και την πρακτική αντίληψη που θεωρούσε τα κόμματα στενούς και ταυτόχρονα γό νιμους χώρους, με την αφοσίωση μιας Αμερικανίδας στα κοινω νικά έργα, και ο Μπέρκμαν, με την εσωτερική ένταση του πα λιού ιδεαλισμού του, ενσάρκωναν την ουμανιστική εξέγερση του τέλους του περασμένου αιώνα. Τα δεκαοκτώ χρόνια που έκανε φυλακή ο Μπέρκμαν (στις Ηνωμένες Πολιτείες) τον είχαν κάνει να διατηρήσει τη νοοτροπία των χρόνων της νιότης του, όπου για να στηρίξει μια απεργία είχε προσφέρει την ίδια του τη ζωή πυροβολώντας έναν από τους βασιλείς του χάλυβα. Όταν του έ πεφτε η πίεση γινόταν μελαγχολικός, και δεν μπορούσα να α ποφύγω τη σκέψη ότι κάποιες ιδέες αυτοκτονίας λειτουργούσαν ήδη, παρόλο που δεν θα έβαζε τέλος στις μέρες της ζωής του παρά πολύ αργότερα (το 1936, στην Κυανή Ακτή). Και οι δύο θεωρούσαν ότι εγώ είχα ανακοινώσει σε μια βερολινέζικη επιθε ώρηση την ύπαρξη της Εξομολόγησης του Μπακούνιν, απευθυ νόμενη στον τσάρο Νικόλαο Α' από το βάθος ενός οχυρού.92 Αυ τό το ανθρώπινο ντοκουμέντο ^που δεν μειώνει τον Μπακούνιν σε τίποτε- είχε βρεθεί στα αρχεία της Αυτοκρατορίας και είχε αμέσως κλαπεί από τους αρχειοφύλακες. Γνώριζα την ύπαρξη και το περιεχόμενό του ώστε δεν ήταν πλέον δυνατόν να το α ποσιωπήσω. Ανόητοι μαρξιστές (;) ανακοίνωσαν αμέσως την α τίμωση του Μπακούνιν. Αναρχικοί εξίσου ηλίθιοι με κατηγόρη σαν ότι τον συκοφάντησα. Αυτές οι πολεμικές δεν ήταν και σπουδαία υπόθεση.
230
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
... Και η ανάσα μιας απέραντης δυστυχίας έφτασε σε μας α πό τις καμένες πεδιάδες του Βόλγα. Μετά το πέρασμα του εμ φυλίου, η ξηρασία ενέσκηψε στον τόπο. Η πείνα έκανε να φεύ γουν κατά χιλιάδες οι άνθρωποι προς όλες τις κατευθύνσεις. Τους είδα να φτάνουν, με τα πόδια, με κάρα, μέχρι την Πε τρούπολη! Κανένας τους όμως δεν είχε τη δύναμη ούτε τα μέσα για να φύγει, και θα πέθαιναν κατά χιλιάδες στον τόπο τους. Περιοχές με πληθυσμό είκοσι τριών χιλιάδων κατοίκων αφανί στηκαν από τη μάστιγα που χτύπησε την Ουκρανία και την Κριμαία. Το χτύπημα ήταν τόσο βίαιο που η εξουσία κλονίστη κε. Θα νικούσε, άραγε, η μπολσεβίκικη δικτατορία το φάσμα του γκρίζου θανάτου; Είδα τον Μαξίμ Γκόρκι πιο κοκαλιάρη, πιο γκρίζο, με το μέτωπό του πιο συνοφρυωμένο παρά ποτέ,93 και μου είπε ότι μια επιτροπή σπουδαίων διανοουμένων και τεχνο κρατών που δεν ήταν κομμουνιστές, σχηματιζόταν με σκοπό να απευθυνθούν σε κάθε ομάδα της χώρας και ότι αυτό μπορούσε να αποτελέσει το έμβρυο της δημοκρατικής διακυβέρνησης του αύ ριο. (Η κυβέρνηση αναγνώρισε κατ’ αρχάς αυτή την επιτροπή, ε πικεφαλής της οποίος βρισκόταν ο οικονομολόγος αναθεωρητής μαρξιστής Προκόποβιτς και η φιλελεύθερη δημοσιογράφος Γελένε Κούσκοβα- στη συνέχεια τους συνέλαβαν όλους κοκ εξόρισαν τους δύο τελευταίους.) Δεν συμμεριζόμουν αυτή την άποψη. Το επαναστατικό καθεστώς έμοιαζε ήδη στα μάτια μου μια τόσο στέρεη αρματωσιά που το σκελετωμένο χέρι της πείνας δεν θα κατόρθωνε να το ξεκολλήσει από την εξουσία. Και του έδινα, παρ’ όλα αυτά, απόλυτο δίκιο να θέλει να ζήσει, έχοντας πίστη στο μέλλον του και γνωρίζοντας ότι η Ρωσία δεν ήταν ικανή για ένα καινούργιο ρωμαλέο ξεκίνημα εδώ και μερικά χρόνια. Η Κροστάνδη, η ΝΕΡ, η παράταση της τρομοκρατίας και του καθεστώτος της αδιαλλαξίας έσπειραν τέτοια σύγχυση ανάμεσα στα στελέχη του κόμματος ώστε να βρισκόμαστε σε πλήρη ηθι κή κρίση. (Στην Κροστάνδη, η πλειονότητα των κομμουνιστών είχε ακολουθήσει το κίνημα.) Ζούσα με δύο ομάδες φίλων, η μια ήταν γαλλική, η άλλη ρωσική και οι δύο βασανίζονταν από την ίδια ανησυχία. Οι περισσότεροι από τους συντρόφους μου απο
4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ (1920-1921)
231
φάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιτική ή το κόμμα. Ο Νοβομίρσκι, υψηλό στέλεχος της Διεθνούς, τρομοκράτης του 1905, παλιός κατάδικος, ελευθεριακός που προσχώρησε στον μπολσεβικισμό τραβηγμένος από την εγκαρδιότητα του Λένιν, παραιτήθηκε από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, λόγω σοβαρής διαφωνίας. Αφιερώθηκε σε επιστημονικές εργασίες και κανείς δεν σκέφτηκε να του κρατήσει κακία (θα τον θυμόμασταν όμως το 1937, όταν χάθηκε μαζί με τη γυναίκα του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης). Ένας από τους κοινούς μας φίλους πέρασε α πλώς τα σύνορα της Πολωνίας και πήγε να ζήσει στη Γαλλία «σε μια αστική δημοκρατία που βρισκόταν σε μια συμπαθητική παρακμή, πράγμα που σε έκανε τουλάχιστον να στοχάζεσαι μό νο τα υψηλά θέματα». Από τους Γάλλους φίλους μου, ο Helfer με ταπεραμέντο τυχοδιώκτη που αστειευόταν παραμένοντας σο βαρός, μου έλεγε: «Πίστευα ότι θα έβλεπα τον κόσμο να αλλά ζει, διαπιστώνω ότι μένει πάντα ίδιος και απαράλλακτος. Φεύ γω για την Ταϊτή, όπου βρίσκεται ένας φιλαράκος. Δεν θέλω πια να βλέπω παρά κοκκοφοίνικες και μαϊμούδες και όσο γίνε ται λιγότερο πολιτισμένους ανθρώπους». Δεν πήγε τόσο μακριά και έγινε πτηνοτρόφος σε ένα χωριουδάκι χαμένο κάπου στη Γαλλία. Ο Μαρσέλ Μποντύ, σοσιαλιστής εργάτης βολεύτηκε σε μια σοβιετική πρεσβεία στο Όσλο.91 Ένας άλλος έφυγε στην Τουρκία. Και ένας άλλος πήγε να διευθύνει ένα πριονιστήριο στα βάθη της Άπω Ανατολής. Ο Πιερ Πασκάλ παραιτήθηκε α πό το κόμμα αθόρυβα και έζησε κάνοντας μεταφράσεις και γρά φοντας την ιστορία του σχίσματος της Ρωσικής Εκκλησίας. Κατά βάθος ήμουν πιο ανθεκτικός και είχα, νομίζω, ένα όραμα για την επανάσταση περισσότερο ευρύ και με λιγότερο ατομικό συναίσθημα. Δεν αισθανόμουν ούτε απογοητεύμενος ούτε κλονι σμένος. Είχα κουραστεί από μερικά πράγματα, η τρομοκρατία με ενοχλούσε στα νεύρα, τα λάθη που έβλεπα να συσσωρεύονται χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε με συντάραζαν. Κατέληξα ότι η Ρωσική επανάσταση αφημένη στη μοίρα της θα χανόταν πι θανότατα είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο (δεν έβλεπα πώς: μέσα από τον πόλεμο ή μέσα από την αντίδραση από το
232
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
εσωτερικό;). Κατέληξα ότι οι Ρώσοι, έχοντας κάνει υπεράνθρω πες προσπάθειες για να ιδρύσουν μια καινούργια κοινωνία, είχαν φτάσει τελικά στα όριά τους. Ότι ο ξεσηκωμός και η εξέγερση έπρεπε να έρθουν από τη Δύση. Από δω και πέρα θα έπρεπε να εργαστεί κανείς για να δημιουργήσει στη Δύση ένα εργατικό κ ί νημα ικανό να στηρίξει τους Ρώσους και, κάποια μέρα, να τους αντικαταστήσει. Αποφάσισα να φύγω για την κεντρική Ευρώ πη η οποία φαινόταν να είναι η εστία των προσεχών γεγονότων. (Με παρακινούσε επίσης η κατάσταση της υγείας της γυναίκας μου που βρισκόταν σε προφυματικό στάδιο από τις στερήσεις.) Ο Ζινόβιεφ και οι σύντροφοι της Εκτελεστικής μού πρόσφεραν μια θέση στο Βερολίνο, μέσα στην παρανομία. Αν ο κίνδυνος βρισκόταν μέσα μας, μέσα μας έπρεπε να βρίσκεται και η σω τηρία.
5 Η Ε Υ Ρ Ω Π Η Σ Ε Σ Κ Ο Τ Ε ΙΝ Η Σ Τ Ρ Ο Φ Η 1 (1 9 2 2 -1 9 2 6 )
Οι τελευταίες εβδομάδες πριν από την αναχώρησή μου ήταν εν μέρει αφιερωμένες σε μια υπόθεση τραγική και κοινότοπη. Ένας μακρινός μου συγγενής, παλιός αξιωματικός που προσχώρησε στον Κόκκινο Στρατό, ο Σμέρλινγκ παρουσιάστηκε μαζί με τρεις άλλους στρατιωτικούς εμπρός στο στρατιωτικό επαναστα τικό δικαστήριο: Κατασπατάληση των αποθεμάτων: ποινή θα νάτου. Ο Σμέρλινγκ ήταν ένας γέρος έντιμος άνθρωπος· με την ιδιότητα του αξιωματικού της Επιμελητείας, υπαγόταν σε έναν κομμουνιστή κομισάριο ο οποίος του έστελνε τακτικά μικρά ση μειώματα με την εντολή να παραδώσει στον φέροντα την τάδε ποσότητα τροφίμων... Παράνομη διαδικασία- ωστόσο, μπορού σε άραγε ο εν λόγω απόστρατος αξιωματικός να παρακούσει τον κομισάριο, ο οποίος με συνοπτικές διαδικασίες είχε τη δυνατό τητα να διατάξει να τον τουφεκίσουν; Ο Σμέρλινγκ υπάκουε γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι όλο αυτό θα τελειώσει άσχημα κάποια μέρα. Στην πραγματικότητα μια εκστρατεία του Τύπου σχετικά με την ανάγκη να τελειώνουν πια και «χωρίς έλεος» αυτές τις κατασπαταλήσεις των αποθεμάτων του στρατού που είχαν καταντήσει μάστιγα, προκάλεσε τις συλλήψεις. Ο σοβιετι κός νόμος επιτρέπει σε κάθε πολίτη να λειτουργήσει ως συνή γορος κάποιου κατηγορούμενου- έτσι εγώ δήλωσα συνήγορος του Σμέρλινγκ, και ήμουν αποφασισμένος να τον βγάλω από κει χω ρίς να χρησιμοποιήσω νομικές κατασκευές. Η δίκη έλαβε χώρα σε έναν προθάλαμο που ήταν ακόμη χωρισμένος σε γκισέ από γκρίζο μάρμαρο, μιας πρώην μεγάλης τράπεζας της οδού Γκόγκολ, παλιότερα Μόρσκαγια. Σχεδόν αμέσως, έγινε ολοφάνερη η
234
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πρόθεση των τριών στρατιωτικών δικαστών: να βγάλουν μιαν α πόφαση για παραδειγματισμό. Από τα τρία σκυθρωπά πρόσωπα δεν ακούγονταν παρά παγερές και ξύλινες απαντήσεις, ή δευτε ρολογίες. Η άσκηση της δικαιοσύνης δεν είχε τίποτε να κάνει, προφανώς, με την εφαρμογή μιας σκοπιμοθηρικής θανατικής ποινής. Λίγο καιρό πρωτύτερα είχα παρεβρεθεί στη Μόσχα στη δίκη ενός ανώτερου αντεπαναστάτη αξιωματικού, και η ατμό σφαιρα του λαϊκού δικαστηρίου ήταν θερμή και μαχητική κλεί νοντας την υπόθεση με μια καταδίκη για λόγους αρχής. Εδώ, α ντίθετα, οι δικαστές-ρομπότ, άφηναν μόνον να πέσει η λεπίδα της λαιμητόμου τους. Οι άλλοι υπερασπιστές με παρακαλούσαν να μην παρέμβω για να μην εξοργιστούν οι εξίσου επικίνδυνοι πολίτες· οι υποδείξεις έπρεπε να προέλθουν από τους ίδιους τους δικαστές και εγώ εδώ έπρεπε να υποκύψω. Οι τέσσερις κατη γορούμενοι καταδικάστηκαν αυτομάτως στην ποινή του θανά του, ετυμηγορία που όφειλε να εκτελεστεί μέσα στις επόμενες εβδομήντα δύο ώρες - και βρισκόμαστε σήμερα Σάββατο! Την επομένη, δηλαδή Κυριακή, κανένα διάβημα δεν μπορούσε να γί νει για να πάρουμε μια αναβολή. Έπρεπε να τηλεγραφήσουμε έ γκαιρα στην Κεντρική Εκτελεστική των Σοβιέτ στη Μόσχα, αλλά το τηλεγραφείο δεν έστελνε παρά μόνο μηνύματα που εί χαν μια επίσημη σφραγίδα. Εθιμικά, για τις αιτήσεις χάριτος, το δικαστήριο έθετε τη σφραγίδα του στη διάθεση των υπερα σπιστών. Πήγα να τη ζητήσω σε έναν από τους δικαστές, έναν νέο άνδρα, κοκκινομάλλη, με στόμα σφιγμένο, κι ένα μακρουλό δύστροπο πρόσωπο, ο οποίος αρνήθηκε με ένα εκνευριστικό ύ φος. «Θέλετε, λοιπόν, οπωσδήποτε να τουφεκιστεί αυτός ο δυ στυχισμένος;», τον ρώτησα. «Δεν έχω να σας δώσω λογαρια σμό». Αυτός ο νέος δικαστής με το πέτρινο πρόσωπο ονομαζό ταν Ούλριχ2και θα έμενε στην ιστορία. Το 1936, ήταν αυτός που προήδρευσε στη δίκη των Δεκαέξι (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Ιβάν Σμιρνόφ). Πήγα να ζητήσω τη σφραγίδα της Διεθνούς. Στη Μόσχα, ο γραμματέας της Πανρωσικής Εκτελεστικής, Αβέλιι Ενούκιτζε, μου υποσχέθηκε ρητά τη χάρη, ωστόσο όχι πριν το τέλος της σειράς των αδειών που υπάρχουν μέχρι στιγμής__ Ο
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
γέρος αξιωματικός πέρασε πολλούς μήνες μέσα στο κελί των κα ταδικασμένων σε θάνατο, περιμένοντας κάθε νύχτα την ύστατη αναχώρηση. Σ τη συνέχεια του δόθηκε χάρη και επανέκτησε τον βαθμό του. Η οικογένειά του δεν μου συγχώρησε ποτέ αυτά τα μακρόχρονα μαρτύρια που υπέστη... Το τρένο διέσχισε ένα μελαγχολικό έρημο τοπίο κατασκαμ μένο από εγκαταλειμμένα χαρακώματα και ορθωμένα συρματο πλέγματα. Στρατιώτες με γκρίζες κάπες, με το κόκκινο αστέρι στο καπέλο τους μας κοιτούσαν θλιμμένα να περνάμε... Αδύνα τοι και γκριζωποί σαν τη γη. Από την Νάρβα, την πρώτη εσθονική πόλη, με τα παλιά της σπίτια με το αέτωμα στον πα λιό γερμανικό ρυθμό, αναπνέαμε έναν αέρα περισσότερο ελαφρύ και λιγότερο τεταμένο. Βγαίναμε από ένα μεγάλο οχυρωμένο στρατόπεδο υποταγμένο στον σκληρό νόμο ενός παγωμένου εν θουσιασμού, και μπαίναμε σε μια μικρή αστική επαρχία άνετη και καθαρή της οποίος τα σεμνά και ταπεινά μαγαζάκια φάντα ζαν σε μας πολυτελή και οι στολές πλουμιστές. Με το μόλις έ να εκατομμύριο κατοίκους της και το οικονομικό της υπόβαθρο, η Εσθονία προσομοίαζε με ένα μοντέρνο Κράτος, με το κοινο βούλιό της, τους στρατηγούς της, και τη διπλωματία της! Εκρωσισθείσα κατά τα τρία τέταρτα, ξεμάθαινε τη γλώσσα του Τολστόι, απέλυε τους Ρώσους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Ντορπάτ (το οποίο μετονομάστηκε Ταρτού), και οργάνωσε μια εθνική διανόηση χωρίς κοινό ιδίωμα με τον υπόλοιπο πληθυ σμό. Πόσον καιρό θα διαρκούσε όλο αυτό και με ποιο τίμημα, ά ραγε; Στάθηκα, κυριολεκτικά, αναστατωμένος στο Ταλίν (πρώ ην Ρεβάλ), εμπρός στα υπό ανέγερση σπίτια. Είχα δει τόση κα ταστροφή ώστε και η απλή εργασία των κτιστών μού φάνηκε συγκινητική. Ο παλιός πύργος πάνω στο ύψωμα δέσποζε στους έρημους λιθόστρωτους δρόμους, με το μυτερό μεσαιωνικό λιθόστρωμα. Μια οψαξοστοιχία που την έσερναν άλογα πάνω στις ράγες ακολουθούσε ένα δρόμο πλαισιωμένο από μαγαζιά και κα φεζαχαροπλαστεία. Μπροστά σε κάθε μαγαζάκι, παιδιά Ρώσων, δικά μας παιδιά, φώναζαν χαρούμενα. Τα παιδιά των Ρώσων, κατά μυριάδες, στη χώρα του Βόλγα είχαν γίνει ζωντανοί σκε
236
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
λετοί.3 Κατάλαβα χαλά. ότι αυτό που στη θεωρία σημαίνει πο λιτική του «Δίκαιου των εθνικοτήτων» συμπληρωνόταν από την πολιτική του αποκλεισμού της επανάστασης. Ταξίδευα παράνομα μαζί με τη γυναίκα μου τη Λιούμπα και τον γιο μου τον Βλαντίμιρ που δεν ήταν ακόμα ούτε ενός χρό νου.4 Εύκολη παρανομία. Από την Πετρούπολη στο Στεττίν και μερικές άλλες πόλεις της Δύσης ο δρόμος δεν είχε εμπόδια. Ήμασταν καμιά δωδεκαριά εκπρόσωποι και πράκτορες της Διε θνούς. Συνοδευόμενοι διακριτικά (και κάποιες φορές επιδεικτι κά) από έναν διπλωματικό ταχυδρόμο τον Σλίβκιν, ένα μεγαλό σωμο χαρούμενο αγόρι, που ήταν ανακατωμένο με τα πιο απί θανα λαθρεμπόρια και είχε εξαγοράσει όλες τις αστυνομίες, όλα τα τελωνεία, όλους τους ελέγχους που βρίσκονταν στον δρόμο του. Την τελευταία στιγμή, αντιληφθήκαμε ότι το γραφείο του OMS - Otdiel Mejdounarodnoy Sviazy (Υπηρεσία διεθνών σχέ σεων της Εκτελεστικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς)- είχε παραλείψει, όταν έφτιαχνε τα διαβατήριά μας, να αναφέρει το παιδί μας... «Δεν είναι τίποτε», μου είπε ο Σλίβκιν, «στη διάρ κεια των ελέγχων θα προσποιηθώ ότι παίζω μαζί του...» Στο Στεττίν, ασχολήθηκε περισσότερο για να καταφέρει να περάσει ένας «άρρωστος», ένα ψηλό αγόρι με ζωηρά μαύρα μάτια που α ναζητούσαν όλες οι αστυνομίες του Ράιχ ως έναν από τους ορ γανωτές, μχζί με τον Μπέλα Κουν, της εξέγερσης του Μαρτίου του 1921, τον Γκουράλσκι, στην πραγματικότητα Χάιφιτς, έναν παλιό στρατευμένο του Bund,5 Εβραίο, που έγινε ένας από τους δραστήριους πράκτορες της Διεθνούς. Αγόρασα, χωρίς κόπο, από το Polizeipraesidium του Βερολί νου, για δέκα δολάρια και μερικά πούρα, μια αυθεντική άδεια παραμονής ως Πολωνός. Θα έπρεπε γρήγορα να αλλάξω ξανά ε θνικότητα και να γίνω αυτή τη φορά Λιθουανός, καθώς τα κα φέ του Βερολίνου είχαν όλα από μια ταμπέλα που έλεγε: «Δεν σερβίρουμε Πολωνούς». Ήταν η εποχή της προσάρτησης στην Πολωνία πολλών περιοχών με ορυχεία της Άνω Σιλεσίας, μολο νότι ένα δημοψήφισμα έδωσε ένα αποτέλεσμα σχεδόν ευνοϊκό για το Ράιχ. Ένα ψυχρό πάθος απλωνόταν φανερά στη Γέρμα-
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
237
νία. Μέσα σε ένα μπαρ στο Κουρφύρστενταμ, μόλις πρόφερα κάποιες λέξεις στα ρωσικά, ένας κύριος με σημαδεμένο από μια σπαθιά πρόσωπο, έπεσε σχεδόν επάνω μου «Είστε Πολωνός; Όχι», απάντησα διασκεδάζοντας, «Λιθουανός... - Τότε ας π ι ούμε μαζί! Εάν ήσασταν Πολωνός μπορείς και να σας σκότω να...» Αναπνέαμε στη Γερμανία της επομένης των Βερσαλλιών, κάτω από τον σοσιαλδημοκράτη 'Εμπερτ και το πιο δημοκρατι κό από τα δημοκρατικά συντάγματα, τον αέρα ενός κόσμου που χανόταν. Όλα εδώ ήταν σωστά, οι άνθρωποι ήταν σεμνοί, καλο προαίρετοι, δραστήριοι, ξεπεσμένοι, αξιολύπητοι, διεφθαρμένοι, εξοργισμένοι. Κτιζόταν ένας μεγάλος σταθμός στο κέντρο της πόλης πάνω από το μαύρο ποτάμι Σπρέε και την Φρηντριχστράσσε, με τους ανάπηρους πολέμου, τους παρασημοφορεμένους που πουλούσαν σπίρτα στις πόρτες των μπουάτ, όπου νεαρές γυ ναίκες προς πώληση όπως και όλα τα άλλα, χόρευαν γυμνές α νάμεσα στα γεμάτα λουλούδια τραπέζια των ανθρώπων που έ τρωγαν. Ένας ξέφρενος καπιταλισμός του οποίου η ψυχή φαινό ταν να είναι ο Χούγκο Στίννες,6 συσσώρευε κολοσσιαίες περιου σίες μέσα από τις πτωχεύσεις. Πουλώντας τα κορίτσια της μπουρζουαζίας μέσα στα μπαρ, τα κορίτσια του λαού μέσα στους δρόμους! Πουλώντας τους υπαλλήλους, τις άδειες εξαγωγών και εισαγωγών, τα κρατικά έγγραφα! Προς πώληση και οι εταιρείες των οποίων το μέλλον κανείς δεν έβλεπε και δεν πίστευε! Το γερό δολάριο και το αδύναμο αλλά υπερήφανο νόμισμα των νι κητών, με το ύφος του κυρίαρχου, αγόραζαν τα πάντα, πιστεύο ντας ότι μπορούσαν ακόμα και ψυχές να αγοράσουν. Οι άνθρω ποι των συμμαχικών στρατιωτικών αποστολών κυκλοφορούσαν ένστολοι ενώ ο κόσμος τούς κοιτούσε με καλυμμένο αλλά προ φανές μίσος. Άπειρες συνωμοσίες εξυφαίνονταν και απλώνονταν, η συνωμοσία των οπαδών του αποσχισμαύ που πληρώνονταν α πό το εξωτερικό, η συνωμοσία της λίγκας των αντιδραστικών στρατιωτικών και η συνωμοσία των επαναστατών - η δική μας. Ο Όσβαλντ Σπέγκλερ7 έγραψε με όρους φιλοσοφικούς την Πα ρακμή της Δύσης, παροτρύνοντάς μας να δούμε την πεθαμένη
238
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Αίγυπτο και να σκεφτούμε το τέλος της Ρώμης. Οι ποιητές έ γραψαν το Dämmerung der Menschen8 ( Το λυκόφως των ανθρώ πων). Τα πορτρέτα του Όσκαρ Κοκόσκα, γραμμές, χρώματα και όγκοι τρεμούλιαζαν από μια κοσμική νεύρωση, ο Γκέοργκ Γκρος χάραζε με μια μεταλλική γραμμή τις σιλουέτες των γου ρουνίσιων αστών και των αυτοματικών δεσμοφυλάκων κάτω α πό τους οποίους ζούσαν μια υποτυπώδη ζωή οι φυλακισμένοι και οι χλωμοί προλετάριοι. Ο Μπάρλαχ έφτιαχνε γλυπτά με χωριάτες μουδιασμένους μέσα στον φόβο. Και εγώ ο ίδιος έγραφα: Είναι η ζωή σαν μ ια αρρώ στια: Θ εραπεία με πυρωμένο σίδερο, αλλά αντί γ ι’ αυτό καλύτερα τα δηλητήρια.9 Οι μικρές εκκλησίες με τις μυτερές στέγες και τα κόκκινα τούβλα μισοκοιμούνται γύρω από πλατείες που χωρίζονται από μικρούς κήπους. Βαριά ντυμένοι οι επιλεγμένοι ιππείς του Reichswehr φρουρούσαν ένα υπουργείο Πολέμου με ανθισμένα παράθυρα. Η Μαντόνα του Ραφαήλ μέσα στη φωτεινή της αί θουσα στη Δρέσδη, πρόσφερε στους προσερχόμενους το βαθύ σκοτεινό και χρυσαφένιο βλέμμα της. Η οργάνωση ήταν τόσο άψογη ώστε μέσα στα δάση του Σαξ και του Χαρτς έβρισκα σαν σε όνειρο μέσα στα φυλλώματα, καλαθάκια από χαρτί και γραμ μένες τις ενδείξεις: Schönes Blick - αξιοθέατο τοπίο. Οι πόλεις τις νύχτες ήταν πλούσια φωτισμένες. Σε σύγκριση με τη δική μας ρωσική ένδεια, η καλοπέραση ήταν εντυπωσιακή. Κανείς μέσα σ’ αυτή την αφαιμαγμένη Γερμανία δεν πίστευε αληθινά στο μέλλον. Ελάχιστοι άνθρωποι σκέφτονταν το καλό του λαού. Οι καπιταλιστές ζούσαν με τον τρόμο της επανάστα σης. Η πτωχευμένη μεσαία τάξη υπολόγιζε την εξάλειψη των παλαιών εθίμων. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν οι μόνοι που πί στευαν στο μέλλον του καπιταλισμού, στη σταθεροποίηση μιας γερμανικής δημοκρατίας, και στην καλή πρόθεση των νικητών των Βερσαλλιών! Είχαν τη φωτισμένη και αισιόδοξη νοοτροπία της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας του 1848. Η νεολαία ξεχώριζε
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
απ’ αυτούς: εθνικιστική και κομμουνιστικοποιημένη. Η δική μου εντύπωση ήταν ότι επιθυμούσε μια επανάσταση και συμμαχία με τη Ρωσία για τον επαναστατικό πόλεμο. Η ενεργητικότητα αποστερημένη από τη σκέψη έβρισκε καταφύγιο στους στρα τιωτικούς συνδέσμους- ποτισμένη με δογματική σκέψη συγκε ντρωνόταν γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Σαρλ Ραπποπόρ10 μ ’ ένα χαμόγελο-μορφασμό κάτω από τη γενειάδα του -γενειάδα κυνικού- έλεγε: «Δεν θα υπάρξει γερμανική επανά σταση για τον ίδιο λόγο που δεν θα υπάρξει και αντεπανάσταση στη Ρωσία: είμαστε πολύ κουρασμένοι, και πολύ πεινασμένοι». Στο Βερολίνο, η Ρωσική επανάσταση διατηρούσε όλο το φω τοστέφανο της καινούργιας δικαιοσύνης, της νέας οργάνωσης παραγωγής, της άγνωστης δημοκρατίας. Αποτελούσε αλήθεια για μας και για τον πολύ κόσμο, αλήθεια ακόμη και για πολλούς αντιδραστικούς. Μόνο οι σοσιαλδημοκράτες επέμεναν να μη βλέ πουν σ ’ αυτήν παρά το συνολικό κόστος, τον δεσποτικό χαρα κτήρα, την πείνα, τους μακροχρόνιους πολέμους, και δεν απέ κρυπταν ότι κατά τη γνώμη τους «η επανάσταση παραήταν α κριβή». Ήταν αποφασισμένοι να μην ακολουθήσουν οι ίδιοι αυτά τα δύσκολα μονοπάτια. Προσπαθούσαν, μάλλον να προσαρμο στούν με κομμένη την ανάσα σε έναν καπιταλισμό, τροποποιώ ντας τον σιγά σιγά. Εισχώρησαν σε όλους τους πόρους του κρά τους, στη Διοίκηση, στα σχολεία, στους δήμους, στην αστυνο μία, και φαίνονταν πραγματικά αμετακίνητοι, κάποιες φορές. «Τι απίστευτη ανικανότητα!», λέγαμε εμείς. Η σοβιετική μας μιζέρια, και ο στοιχειώδης εξισωτισμός μας (με τα ασήμαντα προνόμια των διοικούντων), η φλογερή δημιουργική μας βούληση, η ανιδιοτέλειά μας σε αντίθεση με την ανελέητη κερδοσκοπία του καθενός για τον εαυτό του, η επιθετική και ηλίθια πολυτέ λεια των πλουσίων, η ένδεια των μαζών που σε έκανε να ντρέ πεσαι, όλα αυτά σε έκαναν να μπορείς εύκολα να συγχωρήσεις στην επανάσταση την άτεγκτη αυστηρότητά της και τα λάθη της. Ήμασταν μέσα σ ’ αυτόν τον αστικό σηπόμενο κόσμο, μια αξιόπιστη θεραπεία. Ανήκα στη σύνταξη του Inprekorr“ [Η Διεθνής Αλληλογρα
240
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
φία], έντυπο της Εκτελεστικής της Κομμ. Διεθνούς, που εκδιδόταν σε τρεις γλώσσες, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, με πλού σιο υλικό προσαρμοσμένο για τον εργατικό Τύπο ολόκληρου του κόσμου. Στο γραφείο μου της Rote Fahne,12 υπήρξα διαδοχικά ο Σίγκφριντ και ο Γκότλιμπ- στην πόλη ήμουν ο δρ. Άλμπερτστα χαρτιά μου ο Βίκτορ Κλάιν όταν πήγα στη Ρωσία ο Αλεξέι Μπερλόφσκι, Ρώσος πρώην αιχμάλωτος πολέμου στη Γερ μανία. Ο Βικτόρ Σερζ χρονολογούσε τα άρθρα του, που ανατυπώνονταν μέχρι την Κίνα, από το Κίεβο, όπου η μοίρα θέλησε να μην έχω πάει ποτέ... Δεν παρουσιαζόμουν, παρά πολύ σπά νια, στη ρωσική διπλωματική αποστολή, Unter den Linden, ό που συνάντησα ωστόσο τον Κρεστίνσκι13και τον Γιακούμποβιτς. Αν τύχαινε να συναντήσω τον Καρλ Ράντεκ14 στο Κουρφούρστενταμ, ανταλλάσαμε ένα βλέμμα αλληλοσυνεννόησης χωρίς να χαιρετηθούμε αφού θα μπορούσε ένας από μας να παρακολουθείται. Πήγαινα συχνά στο Γκρύνεβαλντ στον οικογενειακό φίλο Ζακ Σαντούλ, ο οποίος ζούσε εκεί με ψεύτικο όνομα, φυσικά, και μπορούσαμε να δούμε στον γειτονικό κήπο, έναν σωματώδη κύριο να κάνει βόλτα ανάμεσα στις τριανταφυλλιές: τον λοχαγό Έκκαρτ,15 έναν από τους αρχηγούς της μαύρης Reichswehr, δη λαδή της μυστικής, και της στρατιωτικής συνωμοσίας. Στο Σέχλεντορφ, σε μια ρόδινη και τετράγωνη βίλα, κάτω από ψηλά πεύκα, στου Έντουαρντ Φουκς,16 που ήταν ακόμη ρω μαλέος, μαζευόμαστε καμιά φορά για να μιλήσουμε για σοσια λισμό, ή για να ακούσουμε μουσική. Εκεί έρχονταν ο Ράντεκ, οι αδελφοί Βούλοβιτς,17 ο πρέσβης της Αυστρίας Όττο Πολ, ο Λ.0 . Φροσσάρ18 από τους Ρώσους... ο Φουκς, ιστορικός των ηθών και των εθίμων, έκανε συλλογή των έργων του Ντωμιέ και του Sleevogt,19 κινέζικων και γιαπωνέζικων έργων τέχνης, και ενθυ μημάτων, καθώς και άγνωστων λεπτομερειών από τα παρασκή νια της Γερμανικής επανάστασης. Στο περιθώριο του κομμουνι στικού κινήματος, συνέχιζε να προσφέρει τις υπηρεσίες του που δεν ήταν διόλου απαλλαγμένες από κινδύνους. Για διάφορους λόγους, δεν μου ήταν εύκολο να μένω μαζί με τη μικρή οικογένειά μου, η οποία πολλές φορές μεγάλωνε από την
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
241
παρουσία κάποιου συντρόφου που δεν είχε τα χαρτιά του τακτο ποιημένα σύμφωνα με τον νόμο. Έζησα αρκετό χρόνο σε ένα προ λεταριακό κτίριο γύρω από τον σταθμό του Άνχαλτ, σε ένα χώρο των σπαρτακιστών εργατών. Την πιο κρίσιμη εποχή στη διάρκεια της προετοιμασίας για την εξέγερση του 1923, είχα ένα μικρό δια μέρισμα στο Σόνεμπεργκ, ακριβώς απέναντι από τον στρατώνα του Reichswehr... Και είδα κάποια στιγμή ότι οι αγγελιοφόροι μου, γενναία νεαρά αγόρια, όχι μόνο φορούσαν το βελούδινο κο στούμι των πολιτικά στρατευμένων, αλλά επί πλέον παρέλειπαν να βγάλουν το κόκκινο αστέρι από την μπουτονιέρα τους, όταν έρ χονταν να με δουν! Ήταν φορές που πραγματικά λίγο έλειψε να συλληφθώ βλακωδώς. Μέχρι που μια φορά τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να περάσω το κατώφλι της Rote Fahne, με τραβάει η γυ ναίκα μου από το μπράτσο λέγοντας: «Προχώρα, γρήγορα, προσπέρασε!» Ο προθάλαμος ήταν γεμάτος από τις πράσινες στολές της Schutzpolizei. Καλή ιδέα, ωστόσο, να τους κρατήσουν στον προθάλαμο. Πήρα ένα μικρό γραφείο χωριστά στην πόλη, με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου - δεν έμαθα ποτέ τι αντι προσώπευα. Η σύνταξη του Inprekorr, οργάνου πολιτικής και πνευματικής αναζωογόνησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ήταν ένα μεγάλο μηδενικό. Επικεφαλής ο Τζούλιους Αλπάρι, πρώην στέλε χος των Σοβιέτ της Ουγγαρίας, μονοδιάστατη προσωπικότητα, μορφωμένος και διακριτικός, δεν θεωρούνταν παρά ένας υπάλλη λος προορισμένος να κάνει προσεκτικά, μέσα από την παρανομία, μια ήρεμη καριέρα. Δεν δεσμευόταν ποτέ, ήταν χαλαρός, και οδη γούσε ήρεμα τις καταστάσεις προς τη μεριά ενός μαρξιστικού έ ντιμα αμοιβόμενου κομφορμισμού. «Οταν μια ωραία γυναίκα λέει όχι, αυτό θα μπορεί να σημαίνει ναι», μου εξηγούσε με ένα πλα τύ χαμόγελο, «όταν ένας διπλωμάτης λέει ναι, θα μπορεί να ση μαίνει όχι- όταν εγώ λέω ναι ή λέω όχι, τότε αυτό δεν σημαίνει ούτε von ούτε όχι...». Ο γερμανικός τομέοις διοικούνταν από δύο εκπροσώπους του Landtag [Κοινοβουλίου] της Πρωσίοις, τον Μπαρτζ,20 που ήταν ίδιος με τη γελοιαγροκρία του υπαλλήλου πί σω από το γκισέ του, κοα τον Φροιντς Ντάλεμ, με σκληρά χαρα
242
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κτηριστικά, έντονη μύτη, ανέκφραστο βλέμμα, που εργαζόταν χω ρίς προσωπικότητα, στρατευόταν χωρίς ανησυχία, πληροφορού νταν χωρίς κριτική σκέψη, και ποτέ δεν έθετε κάποιο έντονο ε ρώτημα, αλλά πάντα ακολουθούσε επιμελώς τις οδηγίες. Ούτε βλάκας, ούτε έξυπνος: υπάκουος. Ο Μπαρτζ πέθανε έντιμος ερ γάτης βουλευτής- ο Αλπάρι συνέχισε μέχρι την πτώση του Πα ρισιού την καριέρα του σαν πράκτορας της Διεθνούς· και ο Φραντς Ντάλεμ, έγινε μετά τη σύλληψη του Τέλμαν ο αρχηγός του Γερ μανικού Κομμουνιστικού Κόμματος21 εξυπηρετώντας συνειδητά κάθε ταπεινό έργο του ολοκληρωτικού κομμουνισμού. Σχεδόν κανείς δεν κατάλαβε, μέσα στη Διεθνή, την πορεία στη Ρώμη και την άνοδο του Μουσολίνι. Η γνώμη των διοικούντων ήταν ότι αυτή η μπουφόνικη φιγούρα της αντίδρασης θα φθειρόταν σύντομα. Εγώ, αντίθετα, σκεπτόμουν ότι ακολουθώ ντας τη σχολή της Ρωσικής επανάστασης, που μέσα από την α ναταραχή διατηρούσε την καταπίεση και τη χειραγώγηση των μαζών αυτή η καινούργια μορφή αντεπανάστασης κατορθώνοντας να παρασύρει ένα πλήθος πρώην επαναστατών, απογοητευμένων και πικραμένων, θα επικρατούσε για χρόνια. Η Κομμουνιστική Διεθνής και η σοβιετική κυβέρνηση αναζητούσαν τους δρόμους τους σε δύο παράλληλα σχέδια με δύο ξεχωριστούς στόχους: να δημιουργήσουν διαμέσου των προσεχών γεγονότων πειθαρχημένα κόμματα σ ’ ολόκληρη την Ευρώπη' και με την ανοχή του καπι ταλιστικού κόσμου να εξασφαλίσουν πιστώσεις για την ανοικοδό μηση της Ρωσίας. Αν εξασφαλίζονταν αυτές οι πιστώσεις, το σο βιετικό καθεστώς, πιθανότατα θα εξελισσόταν προς έναν ορισμέ νο φιλελευθερισμό. Την εποχή της διάσκεψης της Γένοβας (Μάιος 1922) ο Λένιν και ο Κάμενεφ μελετούσαν την επιστροφή σε μια ορισμένη ελευθερία του Τύπου και τέθηκε το θέμα να επιτραπεί στη Μόσχα η έκδοση μιας καθημερινής εφημερίδας που θα είναι ακομμάτιστη. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια λογοτεχνική ε πιθεώρηση, πραγματικά ανεξάρτητη από το κόμμα. Προσβλέπαμε και σε κάποια θρησκευτική ανοχή, παρόλο που η εξαθλίωση εί χε κατ’ ανάγκην οδηγήσει στην αρπαγή των πολύτιμων μετάλ λων από τους ναούς, πράγμα που προκάλεσε αμέτρητες συγκρού
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
243
σεις ακόμη και εκτελέσεις. Η Γένοβα απετέλεσε μια ήττα για τη Ρωσία, παρά την ελαστικότητα του Τσιτσέριν και του Ρακόφσκι. Ο Τσιτσέριν το αντιλήφθηκε στο Ραπάλλο και κατέληξε σε μια συνθήκη φιλίας22 με τη Γερμανία η οποία κατέτασσε τη Σοβιετι κή Ένωση στο πλευρό των νικητών των Βερσαλλιών. Η διάσκεψη των Τριών Διεθνών23 έγινε για πρώτη φορά γύρω από ένα και μόνο τραπέζι, σε μια από τις αίθουσες εργασίας του Ράιχσταγκ. Αδελφικοί εχθροί: οι διευθύνοντες της σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι διευθύνοντες της Δευτέρας Διεθνούς μαζί με τους 12, όπως ονομάζουμε τις μικρές ομάδες που συγκεντρώνονται σε μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στις θέσεις των ρεφορμιστών και των μπολσεβίκων, και οι διευθύνοντες της Τρίτης Διεθνούς. Παρακο λούθησα τη διάσκεψη με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν μια συγκλονιστική φυσική αντίθεση. Οι σοσιαλιστές Αμπράμοβιτς, Βαντερβέλντε,24 και Φρήντριχ Άντλερ είχαν ευγενικά, πρόωρα γερασμένα, πρόσωπα δυτικών διανοουμέ νων και τρόπους καλών δικηγόρων όλη τους η συμπεριφορά εξέ φραζε μετριοπαθή στοχαστικότητα' απέναντι στο γερασμένο και γεμάτο ενεργητικότητα τετράγωνο πρόσωπο της Κλάρας Τσέτκιν, το αεικίνητο και σαρκαστικό πρόσωπο του Ράντεκ, και η τραχιά απλοϊκότητα του Μπουχάριν. Οι σοσιαλιστές επέμεναν και δίκαια για την κατάπαυση των πολιτικών εκτελέσεων στη Ρω σία. Προφάσεις, σχολίαζε ο Μπουχάριν. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να μην πολεμήσουν για τον σοσιαλισμό. Και πρόσθετε με ύφος ντιρεκτίβας: «Ο Τύπος μας πρέπει να τους ε πιτεθεί για τα καλά». Η δίκη της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλεπαναστατικού® Ρωσικού Κόμματος κατάφερε να καταστρέψει κάθε πιθανότητα προσέγγισης. Οι Σοσιαλεπαναστάτες είχαν πάρει μέρος στον εμ φύλιο- το 1918 ένας από τους τρομοκράτες τους, ο Σεμιόνοφ, είχε οργανώσει στην Πετρούπολη τη δολοφονία του μπολσεβίκου Βολοντάρσκι- η Ντόρα Καπλάν, είχε πυροβολήσει τον Λένιν. Έχο ντας περάσει και ο ίδιος ο Σεμιόνοφ από τον μπολσεβικισμό έκα νε μοναδικά πλήρεις ομολογίες... (και αργότερα έγινε μυστικός πράκτορας της Γκεπεού.) Μελετήσαμε το παρασκήνιο από τις α-
244
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
πόπεφες που έγιναν ενάντια στον Λένιν (οι δράστες της πρώτης απόπειρας, της απόπειρας της Πετρούπολης,26 είχαν στο μεσοδιά στημα εισχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα), και η δίκη τελείω σε με μια υποτιθέμενη ετυμηγορία εις θάνατον ενάντια στους βα σικούς δώδεκα κατηγορούμενους (Γκοτζ, Τιμοφέεφ, Κέντελμαν, Γκερστάιν...). Έπρεπε, λοιπόν, άραγε, αφού ο εμφύλιος είχε λήξει, να χυθεί αίμα από ένα ηττημένο κόμμα που, κάτω από το παλιό καθε στώς, είχε προσφέρει τόσους ήρωες στην επανάσταση; Το πολι τικό Γραφείο δίσταζε. Άκουσα να λένε: «Θα βρεθούμε σε μια α ναπόφευκτη σύγκρουση με τις μάζες των αγροτών. Αυτό το κόμμα των αγροτών έχει μέλλον. Πρέπει λοιπόν να το εξοντώ σουμε». Συνωμότησα με κάποιους φίλους για να εμποδίσω αυτό το κακό. Η Κλάρα Τσέτκιν,27 ο Ζακ Σαντούλ, ο Σουβάριν ά σκησαν πίεση προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Μαξίμ Γκόρκι έ στειλε μια επιστολή προς τον Λένιν απειλώντας με διακοπή σχέσεων. Τελικά δεν χύθηκε αίμα. Δεκατρία χρόνια αργότερα, εξόριστος ο ίδιος, είδα τον γέρο Γκερστάιν, αλύγιστο και βασα νισμένο ιδεαλιστή, να πεθαίνει εξόριστος στο Όρενμπουργκ, σε πλήρη σχεδόν ένδεια. (Ο Γκοτζ, το 1936, βρισκόταν ακόμη εξό ριστος σε μια βίλα στον Βόλγα. Ανώτερο στέλεχος των Οικονο μικών ασκούσε πραγματική εξουσία. Βασανίστηκε και τον σκό τωσαν στην Άλμα-Άτα το 1937.) Στο τέλος του 1922, έμεινα για ένα διάστημα στο Μόσχα.28 Η Ρωσία ξαναζούσε, η Πετρούπολη έδενε τις πληγές της και έβγαι νε από τα ερείπιά της. Οι νύχτες με τον χλωμό φωτισμό τους εί χαν μια ατελείωτη θλίψη, οι άνθρωποι όμως δεν πεινούσαν πια, και η χαρά της ζωής εκφραζόταν παντού. Η τρομοκρατία, χωρίς να εξαλειφθεί εντελώς, είχε σταματήσει και όλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν τον εφιάλτη. Μια καινούργια λογοτεχνία είχε κάνει την εμφάνισή της με τους Αδελφούς τον Σεραπίω να? και με κά ποιους άγνωστους μέχρι χτες οι οποίοι, με την πρώτη τους προ σπάθεια κατατάχθηκαν αμέσως στους καλούς συγγραφείς: οι Μπόρις Πιλνιάκ, Βσέβολοντ Ιβάνοφ, Κονσταντίν Φέντιν. Έργα πλούσια και τροχιά, γεμάτα αρρενωπό ανθρωπισμό, προκαλούσαν
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
245
τη μομφή ότι δεν ήταν διόλου κομμουνιστικά, κάθε άλλο, ωστόσο εκδίδονταν και γίνονταν αγαπητά.® Η μεγάλη παράδοση της ρω σικής λογοτεχνίας, που είχε διακοπεί τα χρόνια της θύελλας, ξαναγεννιόταν τον δεύτερο χρόνο από την ειρήνευση! Ήταν ένα θαύ μα. Μικρά εμπορικά εμφανίζονταν παντού, πλήθη κόσμου πλημ μύριζαν τις αγορές, τα καμπαρέ ήταν γεμάτα μουσική, και ξυπό λυτα χαμίνια έτρεχαν στους δρόμους την αυγή, ακολουθώντας τις άμαξες για να προσφέρουν λουλούδια στα ζευγάρια... Υπήρχαν πολλοί ζητιάνοι, αλλά δεν πεθαίνανε από την πείνα. Στους κύ κλους των διοικούντων άρχισαν να μιλούν για το σχέδιο ανοικοδό μησης που είχε συστήσει ο Τρότσκι.31 Χώρα σε ανάρρωση, χώρα σε πορεία. Στο Κρεμλίνο η ατμόσφαιρα ήταν οικογενειακή. Μια διευρυμένη σύνοδος της Εκτελεστικής της Διεθνούς μελετούσε, δεν ξέρω και εγώ πλέον τι λογής προβλήματα. Ο Αμαντέο Μπορτίγκα, πιο σκούρος, πιο γεροδεμένος, πιο μαχητικός από ποτέ, έ δινε έναν αγώνα για την επαναστατική ηθική. Ο Ζινόβιεφ τον στήριζε. Ο Ζακ Ντοριό άρχιζε να γίνεται κάποιος... Η διαφθορά, η δουλοπρέπεια, η ίντριγκα, οι μυστικές πληρο φορίες, το επίσημο ύφος είχαν αρχίσει να παίζουν όλο και μεγα λύτερο ρόλο μέσα στις υπηρεσίες της Διεθνούς. Το χειρότερο ή ταν ότι προκειμένου να διατηρήσεις μια επιρροή ή μια πολιτική λειτουργία έπρεπε να προσφέρεις στους Ρώσους και στους απε σταλμένους τους διαρκή επιδοκιμασία. Το χρήμα, εξ άλλου, βρι σκόταν στα χέρια τους, τα άλλα κόμματα ήταν απλώς φτωχοί συγγενείς. Αυτοί οι πολιτικοί άνδρες που ήταν συνηθισμένοι στην αστική ζωή, δεν έδειχναν να ’χουν καμιά ικανότητα για προπα γάνδα ή για δράση. Η Διεθνής για να τους εμφυσήσει λίγη ζωή, χρησιμοποιούσε δύο ή τρία μέσα: τοποθετούσε επικεφαλής μυστικοσυμβούλους, Ρώσους ως επί το πλείστον, δηλαδή ξένους προς τη δυτική νοοτροπία, και αφοσιωμένους στον Ζινόβιεφ· έστελνε υ πολογίσιμα κεφάλαια- απομάκαρυνε τους παλιούς έμπειρους πολι τικούς για να τους αντικαταστήσει με νέους στρατευμένους οι ο ποίοι τις περισσότερες φορές δεν ήταν παρά φιλόδοξοι νεαροί. Τα κόμματα βυθίζονταν από τη μια κρίση στην άλλη. Στο σταυρο δρόμι του Βερολίνου, συνάντησα πολλούς εκπροσώπους και απε
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
σταλμένους. Ανάμεσά τους έναν νεαρό μεταλλουργό από το ΣαινΝτενί, τον Ζακ Ντοριό,32που θεωρούνταν μια «δύναμη». Ο Φροσσάρ με διαβεβαίωνε για τη θέλησή του να υπηρετήσει τη Ρωσι κή επανάσταση και να μην επιστρέφει στις συνήθειες του παλιού κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού της Τρίτης Δημοκρατίας. Ο Πιερ Σεμάρ,33 γραμματέας του συνδικάτου των σιδηροδρομικών υπαλ λήλων, ψηλός, με ασταθές βήμα και το χαρακτηριστικό κεφάλι του πρελετάριου των βουλεβάρτων του Παρισιού, μιλούσε για τον εργατοκρατισμό του κόμματος. Ο Λουί Σελλιέ3* ενθουσιάστηκε με την οικονομική μεταρρύθμιση της ΕΣΣΔ για την οποία αντιλήφθηκα αμέσως ότι δεν κατάλαβε τίποτε... Ο Φροσσάρ διέκοψε τις σχέσεις του με τη Διεθνή μερικούς μήνες αργότερα. Ο Σεμάρ θα ακολουθούσε το κόμμα μέχρι τον θάνατο, παρά τις τόσες τα πεινώσεις, παρά την ατιμωτική κατηγορία ότι ανήκε στην αστυ νομία, που ύπουλα είχε διαρρεύσει εναντίον του όταν είχαν θελήσει να τον απομακρύνουν από τη διεύθυνση. (Οι ναζί τον εκτέλεσαν στο Παρίσι στις 15 Απριλίου 1942.) Ο Μαρσέλ Κασέν διηγόταν πώς είχε παροτρύνει τον Λένιν να μην επιτεθεί στη Βαρσοβία: Α! αν είχε εισακουστεί! Συμπαθητικός, εγκάρδιος, με το γκρίζο κε φάλι ενός γέρου ναυτικού, με τα μουστάκια του, την τρεμάμενη φωνή του, δεν μιλούσε παρά τα τέλεια γαλλικά ενός κοινοβουλευ τικού ρήτορα, δεν σκεπτόταν παρά σαν ρήτορας σε βήμα, λάτρευε το κόμμα, δεν ζούσε παρά για τη δημοτικότητά του και για να τη διατηρήσει αγωνιζόταν να ακολουθεί το ρεύμα της κοινής γνώμης που υπερίσχυε κάθε φορά, καθώς το μυριζόταν πάντα και αμέσως. Αρκετά ευφυής, έβλεπε σχεδόν τα πάντα, υπέφερε σίγουρα πολύ και για πολύ καιρό χωρίς να εξεγερθεί ποτέ. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει άραγε έξω από το κόμμα, από τη Βουλή, από όλα αυ τά; Σε γενικές όμως γραμμές το ανθρώπινο υλικό και οι άνθρω ποι που μόλις ανέφερα ανάμεσα σε πολλούς άλλους, είχαν ως επί το πλείστον μια ποιότητα. Η διαμάχη για τις αποζημιώσεις που επεβλήθηκαν στη Γερ μανία από τη συνθήκη των Βερσαλλιών επιδεινωνόταν από τη μια μέρα στην άλλη. Τη στιγμή που ο Βορόφσκι,35 γέρος ουμανιστής μαρξιστής, πρέσβης των Σοβιέτ στην Ιταλία, έπεφτε χτυπημένος
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
247
από τις σφαίρες ενός νεαρού Λευκορώσου εμιγκρέ στη Λωζάννη, η ατμόσφαιρα ήταν τέτοια στη Γερμανία ώστε έφτασε εντολή α πό τη Μόσχα να γίνει με την ευκαιρία της μετακομιδής του νε κρού μια μεγάλη κομμουνιστική φιλοσοβιετική διαδήλωση. Και αυτό έγινε ένα απόγευμα με ομίχλη στον σταθμό της Σιλεσίας, με την άφιξη της νεκροφόρας. Ένα πυκνό πλήθος είχε έρθει με κόκ κινες σημαίες και περικύκλωσε τον σκοτεινό σταθμό. Ένα καμιό νι ξέχειλο από λουλούδια και σημαίες χρησίμευσε ως βήμα για τον Ράντεκ. Γύρω γύρω ο χώρος φωτιζόταν από δάδες. Η διαπερα στική φωνή του ρήτορα χανόταν μέσα στην ηλεκτρισμένη νύχτα, διακρινόταν όμως καθαρά η λεπτή και σκληρή σιλουέτα του. Ο πρέσβης Κρεστίνσκι ακολουθούσε πεζός την πομπή με μόνη του προστασία τους νεαρούς Γερμανούς κομμουνιστές. Ο Κρεστίνσκι ήταν ένας εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος, φρόνιμος και γενναίος. Δεν ζούσε παρά. για το κόμμα της επανάστασης, ήταν εκεί σε έ να είδος εξορίας, έχοντας εξαιρεθεί από τη γενική γραμματεία ε ξαιτίας των απόψεων υπέρ του εκδημοκρατισμού. Ακόμη νέος, με μια εντυπωσιακή μυωπία που τον ανάγκαζε να φορά γυαλιά πά χους σχεδόν μισού εκατοστού και που έδινε στο βλέμμα του μια ντροπαλή έκφραση, το μεγάλο μέτωπό του και μια ιδέα από γενάκι μαύρο, σ’ έκαναν να τον βλέπεις σαν έναν σοφό, και στην πραγματικότητα ήταν ένας σπουδαίος τεχνοκράτης του σοσιαλι σμού. Ήταν αντίθετος στους ανώφελους κινδύνους, αυτό το έλεγε χωρίς να φοβάται, και ήταν έτοιμος σε πολλές περιπτώσεις να υ περασπιστεί την πρεσβεία με τα όπλα μαζί με τους γραμματείς και το προσωπικό του γραφείου. Εκείνο το βράδυ αρνήθηκε να πάρει προφυλάξεις για τον εαυτό του, λέγοντας ότι ήταν σωστό ο πρεσβευτής της Ε Σ Σ Δ στο Βερολίνο να εκτεθεί και λίγο. Η δια δήλωση με τις σημαίες γύρω από τη σωρό του Βορόνσκι ήταν η αρχή μιας περιόδου επαναστατικής κινητοποίησης. Η κυβέρνηση Κούνο* δήλωσε ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέ ση να πληρώσει τις αποζημειώσεις. Η Schwerindustrie που τον στήριζε άφησε έτσι να επικρέμαται πάνω στην Ευρώπη η απειλή μιας χρεωκοπίας του Ράιχ και ίσως και μιας επανάστασης. Ο Πουανκαρέ είχε καταλάβει την περιοχή του Ρουρ με τα γαλλικά
248
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
στρατεύματα τα οποία τουφέκισαν έναν εθνικιστή αγκιτάτορα, τον Schlageter. Γάλλοι πράκτορες δημιούργησαν ένα αποσχιστικό κίνημα στον Ρήνο. Τα γεγονότα που παρακολουθούσα ώρα την ώ ρα, επιταχύνονταν με ιλιγγιώδη ρυθμό.37 Καταστροφικός πληθω ρισμός, κερδοσκοπία πάνω στο νόμισμα - η συναλλαγή του δολα ρίου άλλαζε μέχρι και δύο φορές την ημέρα και οι κάτοχοι των πο λύτιμων πράσινων χαρτιών που είχαν εκδοθεί από τις ομοσπον διακές νοτιοαμερικανικές τράπεζες, ανάμεσα στα κουδουνίσματα των τηλεφώνων που ανήγγελλαν τη νέα άνοδο του δολαρίου, σά ρωναν τα εμπορεύματα στα μαγαζιά... Δεν βλέπαμε στις κεντρι κές λεωφόρους των μεγάλων πόλεων, παρά ανθρώπους να τρέχουν γεμάτοι πακέτα. Ο ίδιος ο γερμανικός λαός, είχε συγκεντρωθεί στις πόρτες των φούρνων για ψωμί και στα μανάβικα, καθώς δεν υπήρχε καμιά παροχή με δελτίο. Συναθροίσεις ανθρώπων στους δρόμους. Πόσα τρισεκατομμύρια χρειάζονταν για να βάλω γραμ ματόσημα σ ’ αυτό το γράμμα; Έβλεπα στο ταμείο ενός μαγαζιού του Βερτχάιμ μια μικρόσωμη γριούλα που φορούσε ένα γιακά από δαντέλα μαύρη να βγάζει από το πορτοφολάκι της χαρτονομίσμα τα των εκατό μάρκων του περασμένου χρόνου: της εποχής του Βάλτερ Ρατενάου.. ,38 «Μα δεν αξίζουν τίποτε πια, gnädige Frau (Αξιότιμη κυρία...) - Μα τι λέτε; Δεν καταλαβαίνω...» Οι άν θρωποι ξέσπασαν σε γέλια. Ο Βάλτερ Ρατενάου κείτονταν στον τάφο του με το κατακομματιασμένο του σώμα: είχε ονειρευτεί, αυτός ο σπουδαίος Εβραίος, έναν γερμανικό νεοκαπιταλισμό, που θα ήταν έξυπνα οργανωμένος· και το είχαν συζητήσει με τον Ράντεκ. Όχι μακριά από την Αλεξάντερπλατς και απ’ την Folizeipraesidium, λεηλατούσαν ένα μικρό μαγαζί. Ε! κανείς να μην πάρει παραπάνω από τρεις κονσέρβες! Προλεταριακή πειθαρχία. Αλλού, βλέπω να λεηλατούν ένα εμπορικό με παπούτσια. Δύο εθελοντές πρόσεχαν την είσοδο, οι άνθρωποι δοκίμαζαν βιαστικά, το ένα ζευγάρι πίσω από το άλλο, το μέγεθος, και μερικοί που δεν βρή καν παπούτσια στο νούμερό τους έφευγαν σκεφτικοί με άδεια τα χέρια... Το βράδυ, στους ίδιους αυτούς δρόμους της Αλεξάντερ πλατς, ακούω ξαφνικά σφυρίγματα- σαν να υπάκουσαν σε ένα σύν
5. Η ΕΤΡΩΙ1Η ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
249
θημα κάποιες σκιές αναδύθηκαν από παντού και συγκεντρώθηκαν μπροστά από ένα εβραϊκό μαγαζί: φωνές, κλάματα, ο ήχος από σπασμένα τζάμια σκεπάζει τα πάντα- μόλις πλησίασε η περίπο λος των Schupos που ερχόταν τροχάδην, ο θόρυβος καταλαγιάζει, και οι σκιές εξαφανίζονται. Την επομένη το πρωί ο δρόμος προ σφέρει το θέαμα μιας θύελλας που κόπασε. Παπλώματα σκισμέ να και πατημένα φτερά. Δεν υπάρχουν πια πλούσιοι δρόμοι, αν και τα μαγαζιά της νυχτερινής διασκέδασης εξακολουθούσαν να δέχο νται γλεντζέδες: αυτά θα μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος του κό σμου. Οι Schieber (οι κερδοσκόποι) φοράνε γούνες και κάνουν βόλτα με αυτοκρατορικά αυτοκίνητα. Ξέρουν το ακριβές αντίτιμο των πράξεων, των εμπορευμάτων, των πλοίων, των ανθρώπων και των μηχανών, των υπουργών και των οργάνων της αστυνομίας με την πράσινη στο χρώμα της μούχλας στολή τους. Ο λαός δεν ξέ ρει πια την αξία κανενός πράγματος. Πληρώνω με τρία διπλά χο ντρά ψωμιά τη βδομάδα τον γέρο μηχανικό που μου νοικιάζει ένα διαμέρισμα. «Και αν δεν μπορέσω να βρω ψωμί μ’ αυτό το χαρ τί εδώ», με ρωτάει, «τι να κάνω;». Είναι ένας παλιός αυλικός του βασιλιά της Σαξωνίας, και είναι εβδομήντα πέντε ετών. Δεν μπο ρώ να τον συμβουλεύσω να μείνει νηστικός ή να πάει να σπάσει τις βιτρίνες... Οι γυναίκες των εργατών του Wedding, του Neukölln, του Moabit, είχαν μια γκρίζα όψη που την είχα ξαναδεί στους φυλακισμένους των κεντρικών φυλακών, και στη συνέχεια στον πληθυσμό των πεινασμένων πόλεων της Ρωσικής επανά στασης. Λιγοστό φως στα παράθυρα, και σκοτεινές ομάδες στον δρόμο. Κάθε μέρα είχε αλυσιδωτές απεργίες και κάθε βράδυ ακούγονταν πυροβολισμοί από περίστροφα μέσα στην ησυχία. Ο α γκιτάτορας το σχολιάζει μπροστά στον κόσμο που έχει μαζευτεί στον δρόμο. Μετριοπαθείς σοσιαλδημοκράτες, συγκρατημένα ε ξοργισμένοι, φλογεροί κομμουνιστές, πατριώτες που προσχώρησαν στους μυστικούς συνδέσμους, όλοι σχεδόν συμφωνούν: Οι Βερσαλίες είναι θηλειά για το γερμανικό έθνος, κατάρα στη Γαλλία, κατάρα στην Πολωνία, κατάρα στον καπιταλισμό! Οι κομμουνιστές έχουν τον καλύτερο ρόλο: η βιομηχανική Γερμανία και η αγροτική Ρωσία μπορούν να ενωθούν να φέρουν τη σωτηρία στον κόσμο. Ο
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ράντεκ υπερασπίζεται την «τακτική του Schlageter ®», που είναι η προσέγγιση των εθνικικιστών. Είναι σαν να παίζεις με τη φω τιά - ας παίξουμε με τη φωτιά. Από πού να ξεκινήσω; Οι αγκιτατορές μας το λένε με μια λέξη που γεμίζει το στόμα: Loschlagen! Χτυπήστε! Η απόφαση ελήφθη. Χτυπάμε. Δεν έμενε παρά να επιλέξουμε τη στιγμή, μετά από μια καλή και εις βάθος προετοιμασία. Εκδώσαμε σε πολλές γλώσσες τις διαλέξεις που έγιναν στη Σχολή Πολέμου της Μόσχας από τον Τρότσκι, σχετικά με το θέμα: «Μπορούμε άραγε να προσδιορί σουμε από πριν την ημερομηνία μιας επανάστασης;» Η Σαξωνία και η Θουριγγία είναι κόκκινες, κυβερνώνται από κυβερνήσεις ερ γατών (κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών), αποτελούν δύο κόκκινες επικράτειες. Τα όπλα έρχονταν από τη Τσεχοσλοβακία. Τα όπλα τα πουλάει η Reichswehr. Τα δολάρια έρχονται από τη Ρωσία. (Αυτό που συμβαίνει τελικά είναι ότι η Reichswehr έχο ντας παραδώσει το απόγευμα ένα βαγόνι γεμάτο κοντόκαννες καραμπίνες, και έχοντας πάρει τα ολοκαίνουργια δολάρια, κάνει σή μα στη Schutzpolizei που έρχεται την αυγή και κατάσχει το βα γόνι...) Συστείστε στους νέους αγωνιστές να δικτυώνονται με διάνοιες μέσα στην ομάδα- στους σιδηροδρομικούς να φυλάνε κα λύτερα τα βαγόνια, καμουφλάροντάς τα- στους συντρόφους που εί ναι επιφορτισμένοι με τις μεταφορές να ενεργούν με ταχύτητα, για όνομα του Θεού! Το βράδυ στα κάγκελα των στρατοπέδων, νεαρά κορίτσια με κορδέλες, φλερτάρουν με τους νεαρούς άντρες με τις στολές: «Θα βγάλετε τις χειροβομβίδες, φίλε μου;» Liebeslied, τρυφερό ρομάντζο! Οι μάζες θα ακολουθήσουν άραγε; Το κόμμα δεν έπαιρνε κα μιά απόφαση μέχρι τις πρώτες μεγάλες απεργίες στη Ρηνανία και συγκράτησε το κίνημα για να μη σπαταλήσει καθόλου δυνά μεις. Οι δυνάμεις βρίσκονταν άραγε σε κατάσταση συσπείρωσης ή εκνευρισμού; Η πείνα αποπροσανατολίζει. Οταν η Διεθνής τα τακτοποιήσει όλα, τι θα περάσει άραγε από το μυαλό των σο σιαλδημοκρατών -που δυσπιστούν απέναντι στους κομμουνιστέςκαι των ανθρώπων που κατέβηκαν στους δρόμους; Από τη Μόσχα όπου βρίσκεται η έδρα της Εκτελεστικής, ο Μπόρις Σουβάριν μού
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
251
γράφει: «Θα προσπαθήσουμε να παίξουμε τον ρόλο του Λένιν ε μείς οι ίδιοι...» Η Εκτελεστική ορίζει την ημερομηνία της εξέ γερσης στις 25 Οκτωβρίου, ημέρα της επετείου της κατάληψης της εξουσίας στην Πετρούπολη το 1917. Λίγη σημασία είχε αυτή την ώρα η διαφορά μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού ημερολο γίου!40 Απαντώ στον Σουβάριν, γράφω σε μερικούς άλλους στη Μόσχα ότι αν η πρωτοβουλία του κόμματος δεν συνδέεται με το αυθόρμητο κίνημα των μαζών, τότε είναι χαμένη εκ των προτέρων. Κάθε μέρα μαθαίνω την κατάσχεση των αποθεμάτων όπλων. Η τεταμένη αναμονή των λεωφόρων μοιάζει ανεξήγητα να χαλα ρώνει. Ο άνεργος περνά από απότομες κλιμακώσεις, από τον πυ ρετό του εξεγερμένου στην κόπωση του παραιτημένου ανθρώπου. Ο Βόγια Βούγιοβιτς ήρθε στη Μόσχα. Έχει ψηλό και ανώμα λο μέτωπο, και νεανικό πρόσωπο που φωτίζεται από δύο γκρίζα μάτια. Γνωρίζω τη ζωή του ως αγωνιστή που ξεκίνησε στη διάρ κεια της απόσυρσης της Σερβίας. Ο Βόγια γίνεται σοσιαλιστής, καθώς υπήρχαν σ ’ αυτόν τον συνωστισμό των ηττημένων και άν θρωποι που εξακολουθούσαν να σκέφτονται ψύχραιμα. Μετά τη φυλακή στη Γαλλία, ακολούθησαν οι μικρές επιτροπές, η Διεθνής, τα παράνομα ταξίδια, τα μυστικά μηνύματα, και η διασπαστική ίντριγκα μέσα στα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα. Ο Βόγια υπήρ ξε στο συνέδριο του Λιβόρνου ένας από τους μυστικούς συντελε στές της διάσπασης του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας. «Στην περιοχή του Ρουρ, η προπαγάνδα ανάμεσα στις ομάδες κα τοχής έδωσε χειροπιαστά αποτελέσματα... Ένας προβοκάτορας χτυπήθηκε στην Κολωνία...» Ο Βόγια σκέφτεται ότι θα νική σουμε στην καθορισμένη ημερομηνία: «Όλα θα γίνουν πολύ καλύ τερα απ’ ότι στη Ρωσία...» Εύχομαι να έχεις δίκιο Βόγια. Άλλοι σχηματίζουν για την επομένη της εξέγερσης ομάδες «εκκαθαριστών» που θα αποδεκατίσουν το προσωπικό της αντεπανάστα σης. Τα ανώτερα στελέχη έχουν ορμή, αλλά είναι και οι μόνοι που έχουν. Ένας στρατευμένος του στρατιωτικού τομέα του KPÜ [Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας], στον οποίο θέτω άγαρ μπα το ερώτημα μερικές μέρες πριν την εξέγερση, μου απαντά, κοιτώντας με στα μάτια: «Θα πολεμήσουμε πολύ καλά, αλλά θα
252
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
νικηθούμε». Αυτό αισθανόμαστε όλοι, ενώ η Κεντρική Επιτροπή του ΚΡΙ) μοιράζει ανάμεσα στα μέλη της τα χαρτοφυλάκια μιας κυβέρνησης λαϊκών κομισάριων και ο Καίνεν,41 ο οποίος έχει μια κατακόκκινη γενειάδα και γυαλιά καθηγητού, μας αναγγέλλει στο όνομα της υπηρεσίας πληροφοριών του κόμματος, ότι όλα πη γαίνουν προς το καλύτερο. Το δείχνει ακόμη και η επομένη της αρπαγής των κυριότερων αποθεμάτων όπλων του Βερολίνου. Το τυχαίο είναι ο κυριότερος πληροφοριοδότης μου και με εξυπηρετεί θαυμάσια. Μαθαίνω, ότι έχουν συλλάβει την ώρα που έβγαινε α πό το σπίτι του Βίλλι Μύντσενμπεργκ,42 ένα στέλεχος του κόμ ματος που κουβαλούσε μέσα στον χαρτοφύλακά του τα λογιστικά του εξοπλισμού που προοριζόταν για την Εκτελεστική· ότι το κόμμα είναι στο σύνολό του αφοπλισμένο στην πρωτεύουσα- ότι η διάλυσή του είναι αποφασισμένη κανονικά. Καθώς ήταν αδύνατον να τους συναντήσω, προειδοποίησα με ενδιάμεσους τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Μου απάντησαν ότι αυτή η φήμη κυκλο φορεί στους δρόμους, είναι όμως σίγουροι: δεν θα τολμήσουν! «Βέ βαια, αν ηττηθούμε...» Έχουν ήδη ηττηθεί, αλλά ακόμη δεν έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν. Όλα είναι έτοιμα για να πάρουμε την εξουσία στις 25 Οκτω βρίου 1923. Στην αρχή στη Σαξωνία και στη Θουριγγία που είναι κόκκινες. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκτελεστικής, οι Μπράντλερ, Έκκερτ και Μπαίτσερ μπήκαν στην κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί στη Δρέσδη από τον σοσιαλδημοκράτη Τσάιχνερ.43 Είναι, όπως τη βλέπουν οι κομμουνιστές, η κυβέρνηση της επα ναστατικής προετοιμασίας- όπως τη βλέπουν οι σοσιαλδημοκρά τες δεν είναι ίσως παρά μια κυβέρνηση σε κρίση όπως μια άλλη: για μια ακόμα φορά όλα θα στρώσουν. Στις 21, μια σύσκεψη των επιτροπών των εργοστασίων,44 γίνεται στο Σέμνιτς, προμηνύοντας το συνέδριο των εργατικών συμβουλίων τα οποία ανήγγειλαν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το στήριζαν οι εργατικές εκατο νταρχίες. Αυτά τα νεαρά αγόρια, περήφανα να φορούν πάνω στο αθλητικό πουκάμισο το πεντάγωνο αστέρι, αυτοί οι παλιοί σπαρτακιστές που έζησαν τον Νοέμβριο του 1918, την εξέγερση του Ιανουαρίου 1919, τη δολοφονία του Καρλ και της Ρόζας κάτω α
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
253
πό το φως της μέρας, στο κέντρο της πόλης, τη δικτατορία του ματοβαμμένου ανθρώπου, του Γκούσταβ Νόσκε,45έντιμου σοσιαλ δημοκράτη - αυτοί οι άντρες είναι έτοιμοι για ό,τι θα τους ζητή σουν. Ζω ανάμεσά τους, με ρωτούν δειλά για τη Ρωσία, οι πιο μεγάλοι από τους νεαρούς μελετούν την τεχνική των οδομαχιών. Στη διάρκεια της σύσκεψης στο Σέμνιτς και κατά το διάστημα που ο Εμπερλάιν46 συνεχίζει στο Βερολίνο μυστικές προετοιμα σίες, Ρώσοι στρατιωτικοί, ειδικοί, εξετάζουν την κατάσταση από στρατηγική άποψη. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Γιούρι Πιατάκοφ που έχει την εμπειρία του εμφυλίου στην Ουκρανία (και νομίζω και ο Λοζόφσκι). Πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να πολεμήσουν, με έναν τέτοιο εξοπλισμό, στην ύπαιθρο του Κιέβου! Δεν γίνεται -πα ρά να ακυρωθεί η εξέγερση! Τα φιλαράκια επιστρέφουν από το Σέμνιτς έχοντας κατεβασμένα τα μούτρα. Αγγελιοφόροι φεύγουν προς όλα τα Bezirke (περιοχές) της χώρας με νεότερες διαταγές. Θα μας αφήσουν, άραγε, να πάρουμε ανάσα, να ολοκληρώσουμε τον εξοπλισμό; Θα ήταν παράλογο να το πιστέψει κανείς. Είμα στε λίγοι για να μας υπολογίσουν, τις πρώτες στιγμές που αρχί ζει να γίνεται φανερή η ήττα. Η νεότερη διαταγή δεν είχε φτάσει ακόμα στο Αμβούργο και τριακόσιοι κομμουνιστές ξεκίνησαν εδώ την επανάσταση.4' Η πό λη είναι παγωμένη μέσα στη σιωπή και στην εντατική αναμονή· πηγαίνουν γεμάτοι απίστευτο ενθουσιασμό και μεθοδικά οργανω μένοι. Οι θέσεις της αστυνομίας πέφτουν η μία πίσω από την άλ λη, και ακροβολιστές εγκαθίστανται στις σοφίτες που βρίσκονται στα σταυροδρόμια. Το Αμβούργο πάρθηκε, αυτοί οι τριακόσιοι το είχαν πάρει! Η Γερμανία ολόκληρη δεν κουνήθηκε, η ίδια η πόλη δεν κουνήθηκε. Οι νοικοκυρές πάνε για ψώνια ενώ η αστυνομία α νασυγκροτείται και παίρνει κουράγιο πυροβολώντας ενάντια σε α όρατους εξεγερμένους οι οποίοι εξαφανίζονται με την άφιξή της. Η αγωνία είναι διάχυτη στις εργατικές συνοικίες. «Ακόμη ένα πραξικόπημα», λένε οι σοσιαλδημοκράτες, δεν θα διδαχτείτε λοι πόν ποτέ;» Τους απαντούσαμε: «Και σεις τι διδαχτήκατε τελι κά;» Η αριστερά του κόμματος καταγγέλλει τους διοικούντες οι οποίοι είναι της δεξιάς, τον διαλεκτικό Ταλχάιμερ48 και τον κα
254
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μπούρη χτίστη με το σκυμμένο κεφάλι και το πονηρό βλέμμα, τον Μπράντλερ. Η αριστερά αναρωτιέται αν η Εκτελεστική θα κατα λάβει επιτέλους ότι «εμείς είμαστε οι αληθινοί», οι μόνοι επανα στάτες, οι μόνοι που θα μπορούσαμε να διοικήσουμε μια γερμανι κή επανάσταση. Οι Ρουθ Φίσερ, Αρκάντι Μάσλοφ, Χάιντς Νόυμαν, Άρτουρ Ρόζενμπεργκ49αισθάνονται ότι ήρθε η ώρα τους. Συ ναντώ καμιά φορά τον Ρόζενμπεργκ στο Rote Fahne. Αυτός ο διανοούμενος, ο τόσο σημαντικός, με τρομάζει λίγο όταν με ρω τάει: «Πιστεύετε, αλήθεια ότι οι Ρώσοι θέλουν τη γερμανική ε πανάσταση;» Αμφιβάλλει. Ο Χάιντς Νόυμαν, νεαρός, χλωμός ά ντρας, περιπαιχτικός, παίρνει μέρος στη συνωμοσία με το μπρίο ενός παθιασμένου καλλιτέχνη και με μιαν αυθεντική τόλμη. Έχει στις τσέπες του ψεύτικα μουστάκια, έχει μόλις δραπετεύσει από το αστυνομικό τμήμα στη Ρηνανία, ξεφεύγει την τελευταία στιγ μή από ένα περικυκλωμένο σπίτι, κρύβει τα γράμματα στα σπί τια των συντρόφων που τον φιλοξενούν και που έχουν αντίθετη τοποθέτηση, διεκπεραιώνει τρεις ή τέσσερις δραστηριότητες, μια για το κόμμα, την άλλη για την αριστερή πτέρυγα μέσα στο κόμ μα, και άλλες ακόμη, πιο επικίνδυνες, χωρίς να ξεχνάμε τις γυ ναίκες. .. Εικοσιπέντε ετών, προερχόμενος από την αλητεία, με έ ναν κυνισμό στην ομιλία του, μια ικανότητα αφομοίωσης ενός παιδιού-θαύματος, με αίσθηση της ιστορίας, με ανελέητη κριτική στους παλιούς, με τον έρωτα μιας θεωρητικής εργατικής τάξης, σε σύγκριση με την οποία η πραγματική εργατική τάξη δεν είναι πα ρά μια ανθρώπινη κατασκευή με πολλές ατέλειες. «Δεν υπάρχουν ακόμη αληθινοί μπολσεβίκοι στη Γερμανία. Έχουμε εκφυλιστεί α πό τη μετριοπάθεια, τη φρονιμάδα, τους ψεύτικους γιακάδες, τον σεβασμό προς το Polizeipraesident - μη σπάτε τα τζάμια στους φανοστάτες, έτσι δεν είναι; Το προλεταριάτο είναι η τάξη. Χρει άζεται να περάσουμε από τον φασισμό για να θεραπευθούμε απ’ αυτήν εδώ τη σύφιλη». Ο Χάιντς έρχεται καμιά φορά, όταν πέ φτει η νύχτα, για να μιλήσουμε, αυτός που τον κυνηγούν όλες α αστυνομίας, στο σπίτι μου που είναι μια αναφορά και που βρί σκεται απέναντι από το στρατόπεδο του Λιχτερφέλντε. Ο πρόεδρος σοσιαλδημοκράτης Έμπερτ απαντά στις ταραχές
5. Η ΕΤΡΏΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
255
που τέλειωσαν δίνοντας πλήρη εξουσία στον στρατηγό φον Σέε κτ,“ του οποίου το ασκητικό πρόσωπο εμφανίζεται ξαφνικά στις εφημερίδες. Ο στρατηγός Μύλλερ μπαίνει στη Δρέσδη με τον στρατό και παύει την κυβέρνηση Τσάιχνερ: καμιά αντίσταση. Ο φον Σέεκτ, ακολουθούμενος από έναν βοηθητικό του στρατοπέδου, κάνει κάθε πρωί τη βόλτα του με το άλογο στο Τιργκάρτεν. Ο Χάιντς Νόυμαν τοποθετεί στη διαδρομή τους δύο εργάτες, καλούς σκοπευτές, οπλισμένους με μπράουνινγκ. Δύο φορές, αυτοί οι προλετάριοι αστόχησαν, και ο φον Σέεκτ πέρασε... Στις 9 Νοεμ βρίου, ο Αδόλφος Χίτλερ, ένας αδύνατος αγκιτάτορας ενός μικροσκοπικού κόμματος που αναπτύσσεται στη Βαυαρία, επιχειρεί τη γελοία πραξικοπηματική του ενέργεια στο Μόναχο... Απολογι σμός: ένας πυροβολισμός στην οροφή πάνω από τα ποτήρια της μπύρας, δεκατέσσερις νεκροί στον δρόμο, ο μελλοντικός Φύρερ βρίσκεται μπρούμυτα στο λιθόστρωτο και μετά σε μια πολύ άνε τη φυλακή.51 Λοιπόν, ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά είναι ικανές για οτιδήποτε! Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν επιβιώνει από την κρίση του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1923, παρά μόνο λόγω της αδράνειας των μαζών. Στους αντίπαλούς της, επαναστάτες και αντεπαναστάτες, έλειψε το σθένος και γι* αυτό δεν τους ακολού θησαν. Η πλειονότητα του πληθυσμού δεν παίρνει θέση, μη έχο ντας εμπιστοσύνη ούτε στους μεν ούτε στους δε. Χρειάστηκαν χρόνια απογοητεύσεων για να δούμε ανέργους οι μεν να πουλιού νται για ένα κομμάτι ψωμί στο κόμμα των ναζί, οι άλλοι να ακολοθούν χωρίς να πιστεύουν, με μια συγκεχυμένη ελπίδα. Τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς τις μάζες των σοσιαλδημοκρατών και αυτές δεν υποδιαιρούνται σε υπαλλήλους εγκατεστημένους μέσα στο καθεστώς που βουλιάζει και σε εκπαιδευμένους εργάτες που τους έχει κυριεύσει ο φόβος της επανάστασης: η επανάσταση της Ρωσίας, η μόνη που πέτυχε, γνώρισε πολλή πείνα, έσπειρε πολύ τρόμο, και κατέπνιξε αρκετά νωρίς πολλές ελευθερίες. Ο Τρότσκι θα εξηγήσει την ήττα της Γερμανίας με «την κρίση της επανα στατικής ηγεσίας»· αυτή όμως εδώ η κρίση εξηγούσε την κρίση της λαϊκής συνείδησης, απ’ τη μια πλευρά και την κρίση της Διεθνούς, που ήδη έχει γραφειοκρατικοποιηθεί, από την άλλη.
256
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ετέθη θέμα να κληθεί ο Τρότσκι στη Γερμανία εκείνες τις α ποφασιστικές ώρες: Αυτή η υπόδειξη πλήγωσε τον Ζινόβιεφ. Για ποιο λόγο, πράγματι, όχι αυτός; Το Πολιτικό Γραφείο είχε στην αρχή αποφασίσει να φτάσει, αν χρειαζόταν, μέχρι τη στρατιωτι κή επέμβαση για να στηρίξει την εξέγερση στη Γερμανία- και οι μεραρχίες ετοιμάζονταν... Τώρα η Εκτελεστική, κυρίως ανησυ χώντας για το ίδιο της το κύρος, καταδικάζει τον «οπορτουνισμό» και την ανικανότητα των δύο αρχηγών του KPD, του Μπράντλερ και του Ταλχάιμερ, που δεν ήξεραν πώς να κάνουν τη Γερμανική επανάσταση. Δεν είχαν όμως διακινδυνεύσει ούτε μια κίνηση χω ρίς να την αναφέρουν στην Εκτελεστική. Ο Μπράντλερ όμως έ μαθε μέσα στο τρένο ότι τον είχαν κάνει υπουργό στη Σαξωνία! Τι λέτε λοιπόν γι’ αυτό; Προτίθεστε να δυσφημήσετε την Εκτε λεστική; Το κύρος της Κομμουν. Διεθνούς υπερέχει, von ή όχι, σε σχέση με αυτό που αποκαλείτε αλήθεια και ηθική ανάγκη των ανθρώπων; Χρειάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Το ψέμα, το κουκούλωμα, η αποθαρρυντική πειθαρχία που ασκεί βία στις συ νειδήσεις, όλα αυτά γεννιούνται από την ήττα. Για το βαθύτε ρο κακό, όμως κανείς δεν μιλά. Όλο το κόμμα ζούσε πάνω στην ακούσια μπλόφα των στελεχών που ανησυχούσαν μήπως φανεί ότι πήγε κόντρα στους διοικούντες. Η ψεύτικη πληροφορία γεν νιόταν από το συμφέρον κάποιου φουκαρά, ο οποίος για να μη χάσει τη δουλειά του διαβεβαίωνε τον οργανωτή του Bezirk ή της Κεντρικής Επιτροπής ότι είχε βέβαια τους πενήντα άνδρες διαθέσιμους και ότι είχε αγοράσει και πενήντα μάουζερ - ενώ στην πραγματικότητα είχε δέκα άνδρες και αναζητούσε ματαίως να αγοράσει μάουζερ. Η λάθος πληροφορία μεταδιδόταν κλι μακωτά περνώντας όλη την ιεραρχία των γραμματέων ώστε στο τέλος ο εκπρόσωπος της Κεντρικής Επιτροπής του KPD να α νακοινώνει στον πρόεδρο της Διεθνούς: «Είμαστε έτοιμοι», χω ρίς τίποτε να είναι έτοιμο και να το ξέρει όλος ο κόσμος μέσα στο κόμμα, εκτός από εκείνους οι οποίοι έγραφαν τις εμπιστευτικές αναφορές... Τώρα η κρίση της Διεθνούς είναι ανοιχτή. Δι αισθανόμαστε ότι διαμέσου αυτής της κρίσης ξεκίνησε και η κρίση της Ρωσικής επανάστασης. Τι θα γίνει, άραγε, η Δημο
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
257
κρατία των Σοβιέτ, χωρίς αποθέματα χρυσού, χωρίς πιστώσεις, με την ανύπαρκτη βιομηχανία της, μπροστά σ’ αυτή την κατα στροφή; Το ίδιο πρωινό της αναγγελίας της δικτατορίας του φον Σέεκτ,Μέπαιρνα το εξπρές της Πράγας, μαζί με τη γυναίκα μου και τον γιο μου που ήταν τεσσάρων ετών.“ Είχαμε περάσει μέ ρες κρίσιμες, δουλεύοντας σχεδόν χωρίς χρήματα, χωρίς εφεδρι κή ταυτότητα, καθώς η σοβιετική πρεσβεία μάς εγκατέλειψε την τελευταία στιγμή, μη θέλοντας να εκτεθεί βοηθώντας παρά νομους. Μέσα στο κουπέ, οι συνταξιδιώτες ρώτησαν τον γιο μου, που δεν μιλούσε καλά παρά μόνο γερμανικά, τι θα κάνει όταν θα μεγαλώσει, και εκείνος απάντησε: «Krieg gegen die Franzo sen!» «Θα κάνω πόλεμο ενάντια στους Γάλλους». Η Πράγα ήταν μια όαση ευημερίας και ευγένειας. Απολάμβανε με τον συνετό πρόεδρο Μάζαρυκ,Μτα ευεργετήματα της νίκης: οικονομική άνεση και ελευθερία. Δεν είχα παρά να διασχίσω θαυμάζοντας τους παλιούς της δρόμους, τα φωτεινά νερά του Βλτάβα, τα τόσο ζωντανά αγάλματα της γέφυρας του Καρόλου, τα φυλλώματα και τις αρχοντικές κατοικίες του Χραντσίν. Το πόσο αυτά τα απλά σύνορα χαραγμένα σε ένα χάρτη, με τους φιλήσυχους τελωνειακούς να τα φρουρούν, μπορούν να δημιουρ γήσουν τέτοιες διαφορές στις συνθήκες ζωής, ανάμεσα σε δύο κράτη με τόσο κοντινή κουλτούρα και τόσο βαθιά ευρωπαϊκή συ νοχή, αυτό είναι ένα παράξενο και ανησυχητικό θέαμα. Η Βιέν νη ορθωνόταν οδυνηρά μέσα από κρίση του πληθωρισμού. Η Αυ στρία διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσε να ζήσει μέσα στα στε νά της σύνορα, κέρδιζε χρόνο οικοδομώντας εργατικές κατοικίες και παίζοντας καλή μουσική μέσα στα μικρά της καφέ... Έφτασα με ένα διαβατήριο διπλωματικής υπηρεσίας που μου απέδιδε την ταυτότητά μου, φέρνοντάς με όμως σε δύσκολη θέση καθώς δεν εμφανιζόμουν πουθενά στους επίσημους καταλόγους. Ο Αντρές Νιν, γραμματέας της Διεθνούς, κόκκινος συνδικα λιστής μαζί με τον Λοζόφσκι, περνώντας από τη Βιέννη, με πληροφόρησε ότι ο Λένιν ήταν ετοιμοθάνατος. Ο Λένιν φαινόταν
258
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
να έχει ακόμη πλήρη συνείδηση, χωρίς όμως να μπορεί να εκ φραστεί ούτε να εργαστεί. Μόλις κατάφερνε να ψελλίσει κάποιες λέξεις. Του συλλάβιζαν γράμμα με γράμμα τον τίτλο της Π ράβντα. Είχε καμιά φορά ένα βαρύ βλέμμα βαθύτατης και ανείπω της πίκρας. Μόλις αισθάνθηκε κάποια βελτίωση ζήτησε να ξαναδεί το Κρεμλίνο, το τραπέζι που εργαζόταν, τα τηλέφωνά τουτον οδήγησαν... «Τον έβλεπες, να στηρίζεται στη Ναντιέσντα Κονσταντίνοβα (Κρούπσκαγια55) και στον Νικολάι Ιβάνοβιτς (Μπουχάριν), σέρνοντας το ανάπηρο βήμα του μέσα στο γραφείο, να βλέπει, τρομαγμένος καθώς δεν μπορούσε πια να καταλάβει, τον χάρτη στον τοίχο, να παίρνει ανάμεσα στα δάχτυλά του μο λύβια για να δοκιμάσει να χαράξει μια υπογραφή, όλα αυτά σαν ένα φάντασμα, σαν ένας απελπισμένος που επέζησε [...] Ο Μπουχάριν τον επισκέπτεται συχνά στο εξοχικό του στο Γκόρκι, προσπαθεί να τον διασκεδάσει και μετά κρύβεται πίσω από ένα θάμνο και τον παρακολουθεί με τα μάτια γεμάτα δάκρυα [...]. Είναι πραγματικά το τέλος, φίλε μου. - Και μετά; - Με τά θα γίνει ο χαμός. Η ενότητα του κόμματος δεν στηρίζεται παρά σ ’ αυτήν εδώ τη σκιά». Θυμάμαι τα λόγια του Λένιν στον δρ. Γκόλντενμπεργκ, παλιό μπολσεβίκο που ζούσε στο Βερολίνο που τον έφερε ο Λένιν εσπευσμένα για να τον συμβουλεύσει στις αρχές της αρρώστιας του. «Έχουμε καταστρέψει αρκετά! Όσο γι’ αυτό, ναι, υπήρξαμε ικανοί!» Ταξίδευα μια μέρα του Ιανουαρίου του 1924. Το τρένο ανα πηδούσε έξω από τα τούνελ ανάμεσα στα εκτεταμένα ορεινά το πία που λαμπύριζαν από χιόνι όπου κατρακυλούσαν έξαφνα σκουρωπές στρατιές από πεύκα. Κάποιος μέσα στο κουπέ που ήταν γεμάτο με άνδρες σωματώδεις και μεσόκοπους, ξεδίπλωσε μια εφημερίδα και είδα: Ο Θάνατος τον Λ ένιν* Μετά αυτοί οι άνδρες μιλούσαν γι’ αυτόν τον θάνατο με το ίδιο ύφος που μιλάς για κάποιον μοναδικό και πολύ σπουδαίο που έφυγε. Έβλεπα στα πρόσωπα των ανθρώπων ενός άλλου κόσμου, ενός μικροα στικού κόσμου της Αυστρίας, που ήταν κλειστοί απέναντι σε καθετί καινούργιο, σε κάθε ανανέωση, να θρηνούν τον θάνατο του επαναστάτη και έβλεπα επίσης μπροστά μου τον Λένιν με
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
259
τα χέρια ανοιχτά σε μια χειρονομία οικειότητας, σκυμμένον ελα φρά προς το ακροατήριο να διαχειρίζεται την ιστορική στιγμή με το ψηλό στέρεο μέτωπό του, το χαμόγελο του σωστού ανθρώ που, που είναι σίγουρος για την αλήθεια, σίγουρος για τον εαυτό του. Μαζί με μερικούς άλλους, αυτός ο άνθρωπος έφερε σε ένα τεράστιο κίνημα από διατακτικές μάζες την πιο φωτεινή και την πιο καθοριστική πολιτική συνείδηση. Ακόμη κι όταν οι κοι νωνικές συνθήκες είναι δεδομένες, ένα τέτοιο ανθρώπινο επί τευγμα είναι σπάνιο, μοναδικό, αναντικατάστατο τη στιγμή ό που αυτό παράγεται. Χωρίς αυτό, η διαύγεια των ανθρώπων που βρίσκονται σε δράση θα ήταν κατά πολύ λιγότερη, οι πιθανότη τες χαώδεις, οι πιθανότητες ήττας μέσα στο χάος θα ήταν αμέ τρητες φορές περισσότερες - αφού δεν μπορεί να μετρηθεί το μέ γεθος της χαμένης συνείδησης. Τα γεγονότα εξακολουθούσαν να μας κατακλύζουν. Ακόμη κι αν αυτά εξελίσσονταν κάπου μακριά, μου ήταν δύσκολο να τα διαχωρίσω από τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Δεν ζούσαμε παρά για μια δράση που ήταν ενσωματωμένη στην ιστορία. Ήμασταν εναλλάξιμοι, μπορούσαμε να αντιληφθούμε αμέσως τον αντίκτυπο που θα είχαν τα γεγονότα της Ρωσίας πάνω στα πράγματα της Γερμανίας και των Βαλκανίων. Αισθανόμαστε δεμένοι με τους συντρόφους που ακολουθούσαν τους ίδιους στό χους, υπέκυπταν ή υπερίσχυαν στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Κανείς από μας δεν είχε, με την αστική έννοια της λέξης, προ σωπική ζωή* αλλάζαμε όνομα, τόπο, εργασία ανάλογα με τις α νάγκες του κόμματος, είχαμε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να ζούμε χωρίς έννοια για τα υλικά πράγματα και δεν μας ενδιέφερε ούτε να αποκτήσουμε χρήματα, ούτε να φτιάξουμε μια καριέρα, ούτε να δημιουργήσουμε ένα έργο, ούτε να αφήσουμε ένα ό νομα- δεν ενδιαφερόμαστε παρά για τη δύσκολη πορεία του σο σιαλισμού. Λέγοντας εμείς, σκέφτομαι τον μέσο τύπο ανθρώπου των στρατευμένων συντρόφων μου, διεθνών και Ρώσων. Ο Μπουχάριν είχε χαρακτηρίσει το κόμμα ως «σιδηρά λεγεώνα»· ένας από μας το συνέκρινε με την τάξη των Ιησουιτών που ι δρύθηκαν από έναν άγιο ο οποίος υπήρξε στρατιώτης, πολιτικός,
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
οργανωτής, και πάνω απ’ όλα ένας ευφυής άνδρας. Από πίστη, οι Ιησουίτες γνώριζαν να συνδυάζουν μια ευέλικτη υλιστική και βολονταριστική αντίληψη της κοινωνικής ζωής· και ήξεραν να υ πηρετούν την Εκκλησία με μια τέλεια αποχή από ματαιοδοξία και ατομικά συμφέροντα... «Είμαστε οι κόκκινοι Ιησουίτες, με την καλύτερη έννοια της λέξης. - Είναι αρκετά επικίνδυνο για μας, θα απαντούσα, καθώς έχουμε πίσω μας ένα κράτος καθό λου αδιάφθορο. Έτσι όμως όπως είμαστε, είμαστε μια μεγάλη δύναμη διότι πραγματώνουμε έναν καινούργιο τρόπο συνείδησης και ζωής». Την 1η Νοεμβρίου 1924, στις 5.15 το πρωί, διακόσιοι εικοσιεπτά Εσθονοί κομμουνιστές, υπακούοντας στις διαταγές της Εκτελεστικής της Κομμουν. Διεθνούς, πολιόρκησαν τα κυβερνη τικά κτίρια του Ταλίν για να πάρουν την εξουσία. Στις 9 τους είχαν εξωθήσει στις παρυφές της μικρής πρωτεύουσας. Το με σημέρι, δεν είχε απομείνει από την ορμή τους παρά λίγο αίμα στα μικρά λιθόστρωτα δρομάκια. Ο Γιαν Τομπ τουφεκίστηκε.57 Πώς μπόρεσε ο Ζινόβιεφ να εξαπολύσει μια τέτοια ανόητη εκ στρατεία; Ο Ζινόβιεφ μάς κατέπληξε. Αρνιόταν να παραδεχτεί την ήττα της Γερμανίας. Η εξέγερση δεν ήταν για τα δικά του μάτια παρά αργοπορημένη και το KPD συνέχιζε την πορεία του προς την εξουσία. Οι εξεγέρσεις της Κρακοβίας τον έκαναν να αναγγείλει την επανάσταση στην Πολωνία. Σκεφτόμουν ότι το λάθος της εκτίμησης, εξ άλλου σωστής εκτίμησης, που τον ο δήγησε να εκφραστεί το 1917 ενάντια στην προετοιμαζόμενη μπολσεβίκικη εξέγερση, τον βάραινε και τον οδηγούσε τώρα σε μιαν αυταρχική και υπερβολική επαναστατική αισιοδοξία. «Ο Ζινόβιεφ», λέγαμε, «είναι το πιο μεγάλο λάθος του Λένιν...». Τον Σεπτέμβριο (του 1924) μάθαμε ότι γίνονταν ετοιμασίες να κατασταλεί μια εξέγερση στη σοβιετική Γεωργία.58 Οι σύ ντροφοι που έρχονταν από τη Ρωσία δεν μιλούσαν παρά με πί κρα όταν ήμασταν μεταξύ μας. «Χρεωκοπία της αγροτικής πο λιτικής. .. Όλο το γεωργιανό τμήμα του κόμματος έχει περάσει στην αντιπολίτευση ενάντια στην Κεντρική Επιτροπή, ο Μντιβάνι επικεφαλής, και όλη η χώρα στην αντιπολίτευση ενάντια
5. Η ΕΤΡΩΠΗ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΡΟΦΗ (1922-1926)
261
στο κόμμα...». Μετά τη σφαγή έχουμε για πρόεδρο τον Σέργκο Ορτζονίκιτζε, τον παλιό κρατούμενο του Σλύσσελμπουργκ, έναν έντιμο, ευσυνείδητο άνθρωπο που βασανίζεται κατά διαστήμα τα από κρίσεις συνειδήσεως. Έμαθα τι κρυβόταν σ ’ αυτή την τραγωδία: μια χώρα σε αναβρασμό, με το εθνικό της αίσθημα ταπεινωμένο, και η προβοκάτσια οργανωμένη από την Τσεκά για να ανιχνεύσει τις τάσεις για εξέγερση και να τις εξουδετε ρώσει- τα μέλη της Γεωργιανής Κεντρικής Επιτροπής των μεν σεβίκων, πληροφορούνται στη φυλακή για την προετοιμασία της εξέγερσης, ικετεύουν να τους δοθεί η ελευθερία για μερικές μέ ρες προκειμένου να αποφευχθεί το ανεπανόρθωτο, προτείνοντας ακόμη και να πάρουν δηλητήριο πριν βγουν ώστε να μην είναι σε θέση για οτιδήποτε και στη συνέχεια να τουφεκιστούν... Πολι τικό πρόβλημα του Καυκάσου: Η τεράστια κόκκινη Ρωσία θα μπορούσε άραγε να δεχτεί ότι δύο μικρές χώρες, η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν, που ήταν κάτω από την εχθρική επιρροή, προορισμένες να γίνουν λεία άλλων δυνάμεων, θα φυλάξουν μόνο για τις ίδιες τους τις χώρες το πετρέλαιο, το μαγγάνιο, και τις στρατηγικές οδούς; Αναπνέαμε στη Βιέννη τον θυελλώδη άνεμο των Βαλκανίων. Πάνω σ ’ αυτό που διαδραματιζόταν δεν είχαμε παρά μια απο σπασματική όψη, η οποία όμως εκτεινόταν στα άπειρα σχέδια της προπαγάνδας, της ομολογημένης δράσης, της ανομολόγητης και μυστικής δράσης. Η Βουλγαρία παρέμενε δυνατή ύστερα α πό μια επανάσταση που είχε αποτύχει πολλές φορές. Είχα ακούσει στο βήμα του Κρεμλίνου τον Κολάροφ έναν εντυπωσιακό κοινοβουλευτικό, και τον αδύνατο Καμπάκτσιεφ,58 με τη γενειά δα του που ξεκινούσε σχεδόν κάτω από τα μάτια, να μιλούν με περηφάνια για το κόμμα τους, το μόνο πιστό σοσιαλιστικό κόμ μα της Ευρώπης, όπως οι μπολσεβίκοι, για την αδιάλλακτη δογματική του. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους Τιεσνιάκι, «οι Άτεγκτοι» - σε αντίθεση με τους «ανεκτικούς και μαλθακούς» οπορτουνιστές όλων των χωρών. Δήλωναν ότι θα είχαν ήδη πά ρει την εξουσία αν η Εκτελεστική δεν είχε φοβηθεί τις διεθνείς περιπλοκές- θα έπρεπε, περιμένοντας, να αφήσουν το αγροτικό
262
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κόμμα του Σταμπουλίισκι να φθαρεί και να χάσει την αξιοπι στία του στις αγροτικές μάζες οι οποίες θα στραφούν στη συνέ χεια σε μας... Σ ’ αυτή την αναμονή λοιπόν τον Ιούνιο του 1923, ο καθηγητής Τσάνκοφ, στηρίζομενος από έναν στρατιωτικό σύνδεσμο, έκανε το δικό του πραξικόπημα. Ο μεγαλόσωμος Σταμπουλίισκι, ένας γίγας με σγουρά μαλλιά, αιφνιδιάστηκε στο εξοχικό του σπίτι, τον φόρτωσαν σαν να ήταν ζώο σε ένα ά λογο και τον σκότωσαν αυτοί οι βάρβαροι με την αγριότητα που έχει η φαντασία των πρωτόγονων. Το ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα των Κολάροφ, Καμπάκτσιεφ, Δημητρώφ παρατηρούσε με ουδετερότητα που δικαιολογούναν με την πιο στενοκέφαλη δογ ματική αδιαλλαξία: e train de guerre de Trotski». 55. Ο Τρότσκι που ξεσπά: «ο δρόμος δεν είναι μακρύτερος από την Πε τρούπολη στο Χέλσινγκεφορς παρά με την αντίθετη φορά», Vte et Morl de Leon Trotsky, κεφ. XI. 56. Φέντιν (1892-1977), κατ’ αρχάς ποιητής, άλλαξε μετά τη συνάντη σή του με τον Γκόρκι (1920) και τον κύκλο των Αδελφών του Σεραπίωνα και από τότε έγραφε μυθιστορήματα: Οι π όλεις χ αι τ α χρόνια (1924), Τ ρανσβάαλ (1925), μετά Μ ουζίκοι (1927). Βλ. Seige, «Constantin Fedine», l ’Huma, Παρίσι, αρ. 10343, 6 Απριλίου 1927, σ. 4. 57. Ο Σερζ κάνει το ίδιο στο La ville en danger (αποδίδοντάς το στον «καλό σύντροφο Β.»). 58. Βλ. Victor Serge, «Le musee de la Revolution de Petrograd», L a Corr. Intern., αρ. 57, 17 Ιουλίου 1923, σ. 425-426. 59. Βλ. Victor Serge, «I>es Methodes et les Precedes de la Police Russe», Bull. Comm. 60. Μαλινόφσκι, γραμματέας του συνδικάτου των μεταλλουργών της Αγίας Πετρούπολης από το 1906 μέχρι το 1909, υπηρέτησε στην αστυνο μία από το 1910. Δραστήριος μπολσεβίκος το 1911. Ο Λένιν τον έβαλε να εκλεγεί στην Κεντρ. Επιτροπή το 1912, υπερασπίζοντάς τον ως το τέλος ενάντια στις κατηγορίες των μενσεβίκων, ακόμη και μετά την παραίτησή του από βουλευτής τον Μάιο του 1914. 61. Άζεφ, βλ. εδώ σημ. 41 του κεφ. 1. 62. Νικολάι Κρυλένκο (1885-1940;), μπολσεβίκος το 1904, οργανωτής των λαϊκών δικαστηρίων από τον Μάρτιο του 1918, έγινε εισαγγελέας της ΕΣΣΔ και στη συνέχεια λαϊκός κομισάριος στο υπ. Δικαιοσύνης. 63. Ντ. Μπ. Ριαζάνοφ (Γκόλντενμπαχ 1870-1938;), ιδρυτής του ινστι τούτου Μαρξ-Ένγκελς. Διάσημος για τα δοκίμιά του για αυτούς, και για την επιστημονική έκδοση των έργων τους. 64. Ο Κορβίν είχε μέγιστο ρόλο στην εφήμερη δημοκρατία των συμβου λίων της Ουγγαρίας. Βλ. εδώ, σημ. 14 στο Coulisses d ’une Swretegenerale. 65. Στη Μόσχα από τις 21 Ιουλίου μέχρι τις 6 Αυγούστου 1920.
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
719
66. Εκτός από τα γαλλικά και τα ρωσικά, ο Σερζ γνώριζε πολύ καλά γερμανικά, ισπανικά, και την εσπεράντο. Διάβαζε ιταλικά, πορτογαλικά, πολωνικά και αγγλικά (τα οποία τελειοποίησε στο Μεξικό, μέχρι του ση μείου που μπορούσε να γράφει και να διαβάζει). 67. Ο Τ ζ. Λάνσμπερυ (1859-1940) ήρθε να επισκεφτεί τη Ρωσία τον Φεβρουάριο του 1920 όχι όμως για το Δεύτερο Συνέδριο της Διεθνούς: Ce qu e j'a i vu en Russie, Παρίσι, έκδ. της Humanite, 1920. [Σημ. του P. Sedgwick (1934-1983), εξαίρετου μεταφραστή των Memoires και του L'An I στα αγγλικά], 68. Τζων Ρηντ (1887-1920). Εξαιρετικός μάρτυρας και χρονικογράφος, συγγραφέας των: Το εξεγερμένο Μ εξικό, Ο Π όλεμ ος σ τ α Β αλκάνια, Οι δ έκ α μ έρες που συγκλόνισαν τον κόσμ ο. Βλ. R. Rosenstonc, Joh n Reed, le romantisme revolutionnaire, Παρίσι, Maspcro, 1977. Ο Σερζ του αφ ιέρω σε το 1921 ένα ποίημα: «Un Amcricain», που δημοσιεύτηκε στο Pour un brasier dans un desert, ό .π ., σ. 167-168. 69. H Internationale Communiste εμφανίστηκε από το 1919 μέχρι το 1939, συμπληρώθηκε από την L a Correspondance Internationale (Οκτ. 1921 Αύγ. 1939). Ο Σερζ συνεργάστηκε και με τις δύο. 70. Η ακριβής καταγραφή αυτών των μεταφράσεων είναι αδύνατη, διό τι δημοσιεύτηκαν ανώνυμα σε διαφορετικούς χρόνους. Πολλαπλά μηνύματα, ομιλίες, ανακοινώσεις του Λένιν, του Ζινόβιεφ, του Τρότσκι έχουν μετα φραστεί από τον Σερζ που δεν ενδιαφέρθηκε να το αναφέρει... 71. Terrorisme et Communisme, Πετρούπολη, έκδ. της Internationale communiste, Παρίσι, Librairie de YHumanile, 1923, Παρίσι, συλλ. «10/18», αρ. 128-129, 1963, επανέκδ. με τον τίτλο Defense du terrorisme, Παρίσι, NRC, 1936. 72. Α. Πεστάνα Νουνέθ (1886-1938), ένας από τους κυριότερους διευθύνοντες της CNT το 1917-1922, που την εκπροσώπησε στο Δεύτερο Συνέ δριο της Κομμ. Διεθνούς. Στην επιστροφή του εκφράστηκε ενάντια στην προσχώρηση. Ο Αντρές Νιν (1892-1937), εθνικός γραμματέας της CNT το 1921, ήταν οπαδός της προσχώρησης στην Κομμ. Διεθνή. 73. Τζων Μέυναρντ Κέυνς (1883-1946), Αγγλος οικονομολόγος. Ο Λένιν χρησιμοποίησε το βιβλίο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης. Σύμ φωνα με τον Κέυνς οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν το παν για να εξα σφαλίσουν την πλήρη χρήση του εργατικού δυναμικού, χάρη σε μια ανακα τανομή των εισοδημάτων, τέτοια ώστε η αγοραστική ισχύς των καταναλω τών να αυξάνει ανάλογα με την εξέλιξη των μέσων παραγωγής. 74. Το Δεύτερο Συνέδριο έγινε στην Πετρούπολη, λίκνο της Επανά στασης του 1917. 75. Ρωσική δυναστεία που βασίλευσε συνεχώς από το 1613 μέχρι το 1762. Ο οίκος των Χολστάιν-Γκόττορπ, διάδοχός της από τη θηλυκή πλευ ρά, την αντικατέστησε και ανατράπηκε το 1917.
720
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
76. Π. Λέβι (Χαρστάιν, ή Χαρτλάουμπ), ήταν το 1920 πρόεδρος του VKPD. Παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1921. 77. Ε. Ντάουμιγκ (1868-1922), συνιδρυτής του USPI), μετά συν-πρόεδρος του VKPD με τον Λέβι τον Δεκέμβριο του 1920, παραιτήθηκε μαζί του. Άρτουρ Κρίσπιεν (1875-1946), δημοσιογράφος, ένας από τους διευθυντές της USPD από την ίδρυσή της. Μετανάστης στην Ελβετία το 1933, όπου και πέθανε. Βίλχελμ Ντίτμαν (1874-1954), δημοσιογράφος, ένας από τους ι δρυτές της USPD. Επανήλθε στην SPD. Μετανάστευσε την Ελβετία το 1933 και έμεινε μέχρι το 1951. 78. Μπόργκι (1882-1968), διάσημος Ιταλός αναρχοσυνδικαλιστής, μαθη τής του Μπακούνιν και του Μαλατέστα, αποφασιστικός αντιφασίστας. Αντίθετος προς την προσχώρηση στην Κομμ. Διεθνή. Αντισταλινικός. Συγ γραφέας των: Mezzo secolo di anarchia [Μ ισός αιώ νας αναρχίας], Colloqui con Kropotkine su I ’anarchia [Φ ανταστικές συνομιλίες μ ε τον Κ ροπ ότκιν γ ια την αναρχία], Ο Μπόργκι εξεγέρθηκε ενάντια στο κράτος και στη δικτα τορία: Anarchismo e sindicalismo (Απρίλιος 1922), Mussolini in cam icia [O Μ ουσολίνι μ ε πουκάμ ισο], Λίβελος, 1928, κ.λπ. 79. Souchy (1892-1984), αναρχικός αγωνιστής που γεννήθηκε στη Σιλεσία. Από το 1905 βρίσκει τον Λαντάουερ στο Sozialistische Bund. Αντί θετος με τον πόλεμο, διέφυγε στη Σουηδία, στη Νορβηγία, και στη Δανία. Εκεί συνεργάστηκε με την καθημερινή συνδικαλιστική-επαναστατική Solidaritet. Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1919, γίνεται μια εμβληματική μορφή του αναρχοσυνδικαλισμού: στη KAU [Freie Arbeiter Union], συνερ γάζεται με το Der Syndikalist. Βρίσκεται στη Ρωσία τον Απρίλιο του 1920. Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμ. Διεθνούς στη Μόσχα είναι ο επίσημος εκπρόσωπος των επαναστατικών συνδικάτων. Γραμματέας της IAA [Internazionale Arbeiter Assoziation] μαζί με τον Ρ . Ρόκερ και τον Α. Σαπίρο μέ χρι το 1933. Αντιναζιστής, διαφεύγει στη Γαλλία, στην Ισπανία (σύμβου λος εξωτερικού της CNT) και μετά τη νίκη του Φράνκο επιστρέφει στη Γαλλία, φυλακίζεται το 1940 και δραπετεύει το 1941. Εγκαθίσταται στη Λατινική Αμερική από το 1942 ως το 1948 και οργανώνει το αναρχικό κί νημα στο Μεξικό και στην Κούβα. Από το 1960, διεθνές στέλεχος στο BIT. Το 1966: στο Μόναχο. Σ το Vorsicht, Anarchist! Ein Ijeben fiir die Freiheit. Politische Errinerungen [Π ροσοχή , Α ναρχικός! Μ ια ζω ή γ ια την ελευθερία. Π ολιτικές αναμνήσεις], Ντάρμσταντ, Luchterhand, 1977, σ. 139, αναπολεί συζητήσεις με τον Σερζ, τον Ρύλε, τον Πιβέρ, για τη νέα οργάνωση του κόσμου μετά τον πόλεμο. 80. Ζυλ Λεπετί (Λουί Μπερτό), Γάλλος αναρχοσυνδικαλιστής, συνερ γάτης του l'anarchie, μετά του Libertaire. 81. Το εβδομαδιαίο L e Libertaire ιδρύθηκε από τον Σεμπαστιέν Φωρ τον Νοέμβριο του 1895, και υπήρχε μέχρι τον Ιούνιο του 1914. Η επώνυμη ε-
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
721
φημερίδα της Ένωσης Αναρχικών (Παρίσι) εμφανίζεται από τον Ιανουάριο του 1919 μέχρι το 1939. Αυτή η δεύτερη ασκεί πολεμική κατά του Σερζ α πό το 1919-1922, αλλά τον υπερασπίστηκε στα 1933-1936, με την παρώ θηση -μεταξύ άλλων- και της Ίντα Μετ, συντρόφου του Νικολά Λαζάρεβιτς. 82. Μ. Κασέν (1869-1958), στην αρχή σοσιαλιστής, μετά μέλος της δι εύθυνσης του Γαλλικού Κομμ. Κόμματος από το 1921 μέχρι τον θάνατό του, αδιόρθωτος σταλινικός. Το έργο του Carnets (4 τόμ., Παρίσι, CNRS, 19931998) είναι αποκαλυπτικό. Λουί Ολιβιέ Φροσσάρ (Αουντοβίκ-Οσκάρ 18891946), γενικός γραμματέας του γαλλικού Σοσιαλ. Κόμματος το 1918, γενι κός γραμματέας του Γαλλικού Κομμ. Κόμματος μετά το συνέδριο της Τουρς (Δεκ. 1920), παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1923. 83. Παραδρομή του Σερζ που επισημάνθηκε από τον A. Rosmer, Moscou sons Lenine. Les origpnes du communisme, Παρίσι, P. Horay, 1953, σ. 259: ού τε ο Κασέν ούτε ο Φροσσάρ «αποβλήθηκε» από τον Τρότσκι. 84. Α. Ροσμέρ (Αντρέ Α. Γκριό 1877-1964), αναρχικός, μετά επανα στάτης συνδικαλιστής, συνεργάτης του L a Vie Ouvriere (Παρίσι), της La Revolution proletarienne (Παρίσι), της L a Verite (τροτσκιστική, Παρίσι). Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμ. Διεθνούς από τον Ιούνιο του 1920 μέχρι τον Ιούνιο του 1921 και του «μικρού γραφείου» του από τον Δε κέμβριο του 1920. Ιδρυτικό μέλος του ISR, μέλος της Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του PCK και στη διεύθυνση της Humanite από το 1922 μέχρι τον Μάρτιο του 1924. Αποκλείστηκε τον Δεκέμβριο. Μέλος της Αρι στερής Αντιπολίτευσης και της διεθνούς γραμματείας της (μέχρι το 1930). Φίλος και εκτελεστής της διαθήκης του Τρότσκι. Ιστορικός του εργατικού κινήματος. Βλ. Ch. Gras, A lfred Rosmer, et le mouvement revolutionnaire international, Παρίσι, Maspcro, 1971. 85. P. Λεφέβρ (1891-«εξαφανίστηκε» το 1920), στην αρχή στη δεξιά (μαζί με τον Μωρράς), στη συνέχεια με τον Μαρκ Σανγκνιέ (I-e Sillon) έγινε ένας δραστήριος στρατευμένος σοσιαλιστής, υπερασπιστής του Οκτώβρη και του αντιμιλιταριστικού διεθνισμού. Ιστορικός, δημοσιογράφος, συγ γραφέας, ιδρυτής του ARAC (Association Rcpublicaine des Anciens Combatlants) και της Clarte (μαζί με τον Α. Μπαρμπύς και τον Π. Βαγιάν-Κουτυριέ). Γ ι’ αυτόν βλ.: Vie des Revolutionnaires και S. Ginsburg, Raymond Lefebvre et les origines du communisme frangais, Παρίσι, Tete de Feilles, 1975. Im Revolution ou la mort στις εκδόσεις Clarte το 1920. Ο Σερζ του αφιέρωσε αρκετά άρθρα. 86. Τζιακίντο Σερράτι (1872-1926), ένας από τους ηγέτες του Σοσιαλι στικού Κόμματος Ιταλίας, δεν προσχώρησε στους είκοσι και έναν όρους π α ρά μετά από δισταγμό και έγινε κομμουνιστής. Κονσταντίνο Λατσάρι (1857-1927), δίστασε και αυτός επίσης αλλά παρέμεινε στο Σοσ. Κόμμα.
722
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ουμπέρτο Τερρατσίνι (1895-1983), έγινε ένας από τους κομμουνιστές ηγέ τες, φυλακίστηκε από τον Μουσολίνι από το 1926 μέχρι το 1943. Αμαντέο Μπορτίγκα (1889-1970), εξαιτίας της ορμητικότητάς του και της έλλειψης ((ορθοδοξίας» αντικαταστάθηκε από τον Παλμίρο Τολιάττι που ήταν πιο ((εύκαμπτος»... Βλ. «Amadco Bordiga et la passion du communisme», Cahiers Spartacus, Παρίσι, σειρά Β', αρ. 58, Οκτ. 1974. 87. Ουίλλιαμ Γκάλλαχερ (1881-1965), εργάτης. Μέλος της Εκτελεστι κής Επιτροπής το 1922, μέλος του πρεζίντιουμ το 1926. 88. Αούις Φράινα (1894-1953), συντάκτης της επιθεώρησης Revolu tionary Age (όργανο του συλλόγου των Λεττονών εργατών του Ρόξμπερυ, Μασσαχουσέτη), έλαβε από τους μπολσεβίκους τριάντα χιλιάδες δολάρια για να χρηματοδοτήσουν την έκδοση ενός εβδομαδιαίου εντύπου στις Ηνωμέ νες Πολιτείες. Στα τέλη του 1922, με τη σειρά του, δήλωσε ότι του έκλε ψαν τα λεφτά (χωρίς να έχει καμιά απόδειξη) και απομακρύνθηκε από τον κομμουνισμό. Έγινε ένας οικονομολόγος με φήμη και με το όνομα Λιούις Κόρυ. Θύμα του μακκαρθισμού... 89. Ρηντ, Δ έκ α μέρες π ου συγκλόνισαν τον Κ ό σ μ ο, εκδ. από όλους τους εκδοτικούς οίκους: στο Παρίσι αϊτό το Bureau d’ßditions. Η συνέχεια, «Από τον Κορνίλοφ στο Μπρεστ-Λιτόφσκ», ανολοκλήρωτο, δεν εκδόθηκε ποτέ. Επί Στάλιν, το βιβλίο απαγορεύτηκε, καθώς γινόταν συχνή αναφορά στο όνομα του Τρότσκι. 90. Β. Κολάροφ (1877-1950), υπήρξε εκπρόσωπος της Κομιντέρν στα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής (1922-1924). Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας μετά τον θάνατο του Δημητρώφ το 1949. 91. Ντάβιντ Βίζνκοοπ (1876-1941), ένας από τους ιδρυτές το 1907 της εφημερίδας της αριστεράς De Tribune, στη συνέχεια σοσιαλδημοκράτης της αριστεράς και κομμουνιστής. Το 1920 προσπάθησε μάταια να δημιουργήσει στο Αμστερνταμ ένα κομμουνιστικό ημιαυτόνομο κέντρο. Διαμόρφωσε μια αντιπολίτευση έξω από το κόμμα το 1926-1931, και μετά επανήλθε στην ((ορθοδοξία». 92. Μ.Ν. Ρόυ, γενν. ως Ναμπεντρανάθ Μπαταχάρα (1887-1954), πριν α πό το 1914 στρατευμένος εθνικιστής στην Ινδία. Σ τη διάρκεια του πολέμου, ζήτησε από τους Γερμανούς χρυσό και όπλα για να πολεμήσει για την ανε ξαρτησία (εξ ου και οι υποψίες που θυμάται ο Σερζ). Το 1916, βρίσκεται στο Σαν Φρανσίσκο με το όνομα Πατήρ Μάρτιν και μετά στο Μεξικό. Αποπέμφθηκε το 1929 μαζί με τον Χάινριχ Μπράντλερ, και παρέμεινε σταλινικός. 93. Λ. Γιόγκισες (1867-1919), σύντροφος της Ρόζος Αούξεμπουργκ μέ χρι το 1906 και σύντροφός της στον αγώνα μέχρι τον θάνατό του. Συνι δρυτής μαζί της του Πολωνικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και μαζί με τον Καρλ Λήμπκνεχτ της ομάδας Σπάρτακος.
ΣΗ ΜΕΙΏΣΕΙΣ
723
94. Τον Δεκέμβριο του 1920 στην Τουρ το Γαλλικό Σοσ. Κόμμα ψήφι σε την ένταξη στην Τρίτη Διεθνή με μια εντυπωσιακή πλειοψηφία. Το σχί σμα οδήγησε στη δημιουργία δύο κομμάτων: το PCF, προσαρτημένο στην Τρίτη Διεθνή, το SFIO, προσαρτημένο όπως και το PSF πριν από το σχί σμα στη Δευτέρα Διεθνή. Τον Ιανουάριο του 1921 στο Λιβόρνο ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας. 95. Υποδεικνύεται από τον A. Kriegei στο Les Internationales Ouvrieres (1864-1943), Παρίσι, PUF, συλλ. «Que saisje?», αρ. 1129, 4η έκδ. 1975, σ. 77. 96. Έγινε στο Μπακού τον Σεπτέμβριο του 1920, συγκεντρώνοντας 1.895 αντιπρόσωπους από 32 έθνη, από το Μαρόκο μέχρι τη Μαντζουρία εκ των οποίων 44 γυναίκες που μόλις είχαν βγει από τη φυλακή. Τελείωσε με τη διαμόρφωση ενός Συμβουλίου για τη δράση και την προπαγάνδα. Βλ. Le Premier Congres des peoples d e I'Orient, Παρίσι, Maspero, 1971. 97. Εμβέρ Πασά (1881-1922), υπουργός του Τουρκικού Πολέμου το 1913. Αντίθετος με την επανάσταση του Κεμάλ Πασά Ατατούρκ, διέφυγε στη Ρωσία το 1918. Φέρει την ηθική και πολιτική ευθύνη της εξόντωσης των Αρμενίων στην Τουρκία. 98. Β.Μ. Βολίν (Αϊχενμπάουμ, 1882-1945), στην αρχή Σοσιαλεπαναστάτης, μετά αναρχικός ιδιαίτερα δραστήριος στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Ρωσία (ήρθε τον Ιούλιο του 1917). Καταδιώχτηκε ως αναρ χικός από τον Απρίλιο του 1919. Μπήκε τον Αύγουστο του 1919 στον στρα τό του Μάχνο σαν προπαγανδιστής και οργανωτής. Συνελήφθη στις 14 Ιανουαρίου 1920 κοντά στο Κρινόι-Ρογκ, μεταφέρθηκε από τη μία φυλακή στην άλλη, τον πήγαν στη Μόσχα τον Μάρτιο και απελευθερώθηκε την 1η Οκτωβρίου. Βλ. Voline κ.ά., Repression d e l'anarchisme en Russie sovietu/ue, Παρίσι, εκδ. Librairie socialc, 1923, σ. 124-125. Συγγραφέας του Im Revolution inconrute 1917-1921, Παρίσι [ελλην. έκδοση: Η άγνω στη ε π αν ά σταση , μτφρ. Σεραφείμ Ζάκκας, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1976], Les Amis de Voline, 1947, επανέκδ. Παρίσι, P. Beifond, 1969, 1986’ το ίδιο, Vcrticales, 1997. 99. Μάρτοφ, ιδρυτής μαζί με τον Λένιν το 1893 της «Ένωσης για τον αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης», διαχώρισε τη θέση του το 1903 και έγινε ο κυριότερος θεωρητικός μενσεβίκος. Θεωρούσε την επα νάσταση του Οκτωβρίου σαν ένα αντιδημοκρατικό πραξικοπηματικό εγχεί ρημα. Έγραψε μαζί με τον Theodore Dan το Im Dictature du Proletariat, Παρίσι, 1934 και 1947. Βλ. P. AJIbert], «L. Martov», L a Corr. Intern., αρ. 28, 6 Απριλίου 1923, σ. 199. 100. Ύρζο Σιρόλα (1876-1936), μέλος του Φιλανδικού Σοσιαλ. Κόμμα τος. Όττο Κουζίνεν (1881-1964), στην αρχή σοσιαλδημοκράτης, στη συνέ χεια ιδρυτής του Φιλανδικού Σοσ. Κόμματος. Από το 1921 μέχρι το 1939 γραμματέας της Εκτελεστικής της Διεθνούς, βρισκόταν σε υψηλές θέσεις
724
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
μέχρι τον θάνατό του. Ο Σερζ εξέδωσε το βιβλίο του Η Ε π αν άσ τα σ η στη Φ ιλανδία, Πετρούπολη, έκδ. της Διεθνούς, 1920. 101. Για τον Σάσα Μιτκόβιτσερ (Τουμπίν), βλ. M. Body, «lin Compagnon des “Trois”», Sacha Toubine», la VO, Παρίσι, αρ. 138, 23 Δε κεμβρίου 1921, σ. 1-2. 102. Ο Σερζ μαζί με τους Ζ. Μεσνίλ, Α. Ροσμέρ, κ.λπ. αντιτίθεται ε δώ στην εκδοχή ορισμένων αναρχικών (μεταξύ των οποίων οι Βολίν, Μποντύ, Ije Libertaire) η οποία θεωρεί τους μπολσεβίκους υπεύθυνους για την εξαφάνισή τους. Διατηρεί αυτή την άποψη στο «De I^enine ä Staline», ει δική έκδοση του Crapouillot (Παρίσι) γράφοντας: «Γνώριζα πολύ καλά τις συνθήκες αναχώρησής τους. Ήμουν η συντροφιά τους στις τελευταίες μέ ρες τους στη Ρωσία και ξέρω ότι η απώλειά τους δεν οφείλεται παρά σε ένα ατύχημα που προκάλεσε η ίδια τους η ανυπομονησία». Παραδέχεται, αλλού, ότι θα μπορούσε να είχαν σκοτωθεί από τους Λευκούς, ενώ ο Βολίν κατηγορεί τους Κόκκινους... Σύμφωνα με αυτόν οι τέσσερις θα έφευγαν γύ ρω στις 20 Σεπτεμβρίου 1920. 103. Maurice Vandamc (Mauricius) (1886-1974), συνεργάτης της l ’anarchie, συγγραφέας του R ole social des anarchistes (ακολούθησαν το Contre la fount από τον Iλ Retif), Παρίσι, έκδ. της l'anarchie, 1911, και τα Au pays des Soviets. N euf mois d ’aventures, Παρίσι, Eugene Figuiere, 1922. O Σερζ το θυμόταν με πίκρα. Η συνέχεια είναι ανέκδοτη ακόμη. 104. Το αναφέρει ο Σερζ στο Litterature et Revolution (κεφ. 19), Παρί σι, Valois, 1932. Παρίσι, Maspero, έκδ. 1976, νέα έκδ. αναμένεται. 105. Βλέπε το «Lettre d'adieu aux ouvriers suisses» στις 26 Μαρτίου (8 Απριλίου) 1907, μεταφρασμένο από τον Σερζ. Βλ. I>enine 1917.
Κ εφ άλαιο 4. Ο ΚΙΝΔΤΝΟΣ Β Ρ ΙΣ Κ Ε Τ Α Ι Μ ΕΣΑ Μ ΑΣ 1. Μεταφρασμένα από την Ethel Libson, τρία αποσπάσματα από αυτό το κεφάλαιο εμφανίζονται στην αρχή στο Politics (εκδ. στη Νέα Τόρκη α πό τον Dwight Macdonald αϊτό το 1944 μέχρι το 1949): αρ. 3, 4, 6, Μάρ τιος- Απρίλιος-Ιούνιος 1945, με τίτλο The Danger was within. 2. Εκδ. το 1920. 3. Α. Τσιουριούπα (1870-1928), μπολσεβίκος το 1903, κομισάριος στην Εργατική και Αγροτική Επιθεώρηση, στη συνέχεια πρόεδρος του Γκόσπλαν (επιτροπή του κρατικού σχεδιασμού), κομισάριος στο υπ. Εμπορίου. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής αϊτό το 1923 μέχρι τον θάνατό του. Ο « Bakaev» του Σερζ είναι χωρίς αμφιβολία ο Αλεξέι Ε . Μπαντάεφ ή Μπαντάγεφ (1883-1951). Είχε σημαντικές συνδικαλιστικές υπευθυνότητες και υψηλές θέσεις στη βιομηχανία.
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
725
4. Βλ. S.N. Prokopovicz, Histoire econom ique d e I’URSS, Παρίσι, Le Portulan-Flammarion, 1952, μτφρ. από τον Μ. Body. 5. Ρωσική θρησκευτική αίρεση που τον 17ο αιώνα -καθώς και γύρω στο 1930- είχε εξεγερθεί ενάντια στην επίσημη Εκκλησία, έκανε εθελούσιες θυ σίες στην πυρά. Βλ. Serge, Religion et Revolution [1. Questions religieuses en Russie. II. Vie religieuse du peu ple russe), ανέκδοτο. Προς έκδοση. 6. 0 Σερζ του αφιέρωσε το βιβλίο του, το L'An II d e la Revolution russe, που έγραψε το 1933-1935, και που παράνομα κατακρατήθηκε στην «έξοδό» του από την ΕΣΣΔ τον Απρίλιο του 1936. 7. Στο Vie et Mort d e Leon Trotsky (Maspero, τόμ. 1, σ. 121) ο Σερζ γρά φει: «Ο Τρότσκι κάλεσε την Κεντρική Επιτροπή να αντικαταστήσει τις κατασχέσεις των προϊόντων της γεωργίας με έναν φυσικό φόρο που θα λει τουργούσε αφήνοντας στους καλλιεργητές ένα ποσοστό πάνω στο σύνολο της καλλιέργειας με σκοπό να τους κινήσει το ενδιαφέρον και να αναπτύ ξουν την παραγωγή τους. Ο εφοδιασμός των αγροτικών κοινοτήτων με προϊόντα της βιομηχανίας θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στις ποσότητες που αυτοί θα έδιναν στο κράτος... Η Κεντρική Επιτροπή απέρριψε την πρότα ση του Τρότσκι με ένδεκα ψήφους έναντι τεσσάρων». 8. Λάσεβιτς, μπολσεβίκος από το 1903, εργάτης. Μέλος της επαναστα τικής στρατιωτικής επιτροπής το 1917, της Κεντρικής Επιτροπής το 1918, υπεύθυνος της επιτροπής άμυνας της Πετρούπολης το 1921. 9. Ομάδα αριστεριστών συνδικαλιστών (1919-1924), κάτω από την έ μπνευση και την καθοδήγηση των Αλεξάντρ Χλιάπνικοφ, Μεντβέντεφ, Λουτβίνοφ, που διοικούσαν το συνδικάτο των μεταλλουργών, Κισέλεφ, που ήταν πρόεδρος του συνδικάτου των ανηλίκων, και Αλεξάντρας Κολλοντάι, συγγραφέα, αρχές του 1921 από την I ’Opposition Ouvriere (Παρίσι, L a Revue anarchiste, αρ. 21, 22, 23, Νοέμ.-Δεκ. 1923-Ιαν. 1924' Sooccialism e ou Barbarie, Παρίσι, αρ. 35, Iαν.-Μάρτιος 1964) όλοι εχθρικοί απέναντι στην κηδεμονία των «ειδικών» και στην αυξανόμενη κρατικοποίηση της οικονο μίας. 10. Και οι δύο μέλη της Κεντρ. Επιτροπής του Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος της αριστεράς πτέρυγας, στη φυλακή και στην εξορία μετά τον Ιούλιο του 1918. Βλ. Σερζ, L ’A n l... (Maspero, τόμ. II, σ. 61-69) και L. Schapiro, Les Bolcheviks et VOpposition. Origines d e l'absolutisme communiste (II μέρος, κεφ. VII), Παρίσι, Les lies d’or, 1957, σ. 105-118. 11. Η απόπειρα έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου 1919. Βλ. Les Anarchistes et Γ experience de la Revolution russe. 12. Το Συνέδριο γίνεται στη Μόσχα από τις 21 Ιουλίου έως τις 6 Αυγούστου 1921. 13. Μάχνο: Ουκρανός αγρότης, αναρχικός (1889-πέθανε στο Παρίσι το 1935). Συγγραφέας των Αναμνήσεων: Η Ρ ω σ ική Ε π αν άσ τα σ η στην Ου
726
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
κρανία, 3 τόμοι. Βλ. επ ίσ η ς P. Archinoff, L e mouvement makhnoviste, Πα ρίσι, Belibaste, 1969' Voline, L a Revolution inconnue, ό.π. 14. Α. Σαπίρο (1882-1946), αναρχικός διεθνιστής, φίλος της Ε. Γκόλντ μαν, εξορίστηκε στο Βόλογντα τέλος του 1921. Διηύθυνε στο Βερολίνο το Rabotchi Put. Παρέμεινε ενεργός αναρχικός μέχρι τον θάνατό του στη Νέα Τόρκη. 15. Κάμενεφ. Τον απήλλαξαν από τα καθήκοντά του το 1926. 16. Για τα δύο αδέλφια του Γκορντίν, βλ. Serge, «Les tendances nouveles de I’anarchisme russe», Bull. Conun., Παρίσι, αρ.48-49, 3 Νοεμβρίου 1921, σ. 808-814, επαν. στο Les Anarchistes et Vexperience d e la Revolution Russe. 17. Σ .Ε . Γιαρτσούκ, γενν. το 1886, πολύ δραστήριος, μέλος του Σοβιέτ της Κροστάνδης το 1917, υπερασπιστής της Πετρούπολης, ενάντια στους Λευκούς, συνελήφθη πολλές φορές και φυλακίστηκε, εξορίστηκε στα τέλη του 1921. Συνδέθηκε με τον Στάλιν το 1930, και μπήκε στο κόμμα. Νικολάι Ρογκντάεφ, Νοβομίρσκι, Γκρόσμαν-Ροστότσιν, Απόλλων Καρέλιν (βλ. «Un anarchiete russe: Kareline», la VO, αρ. 362, 7 Μαίου 1926, σ. 3). 18. Χέρμαν Ασκάροφ, οργάνωσε στα τέλη του 1920 το «πανρωσικό τμή μα των διεθνιστών αναρχικών» (πολύ μετριοπαθείς). Στα τέλη του 1921 συ νελήφθη, φυλακίστηκε (χωρίς κατηγορία) στη Μόσχα και στη συνέχεια ε ξορίστηκε. 19. Αλεξάντρ Αταμπεκιάν, γιατρός, φίλος του Κροπότκιν, τυπογράφος, δημιούργησε μια αναρχοσυνεταιριστική εφημερίδα: Π οταίν [Π ρω τοβουλία]. Συχνά τον συλλαμβάνανε, φυλακιζόταν, και καταδικάστηκε το 1921 σε ε ξορία στον Καύκασο. 20. Βλ. εδώ, σ. 697, σημ. 98 του κεφ. 3. Ο Βολίν συνελήφθη στις 14 Ιανουαρίου του 1920, άρρωστος από τύφο, απελευθερώθηκε την 1η Οκτω βρίου, συνελήφθη ξανά τον Νοέμβριο και έκανε απεργία πείνας. Εκδιώχτη κε τέλος του 1921. Σ τη συνέχεια πήγε στο Βερολίνο, Παρίσι, Μασσαλία (ό που τον συνάντησε ο Σερζ το 1940). Συνέγραψε και μετάφρασε το Repression d e I’anarchism e en Russie sovietique, πολύτιμη καταγραφή των «θυμάτων της σοβιετικής εξουσίας». Πιο γνωστός από το L a Revolution inconnue που έχουμε ήδη αναφέρει. Οπως και ο Α. Σαπίρο παρέμεινε α ναρχικός μέχρι τον θάνατό του. 21. Αποσπάσματα (που αποδίδονται στην Ένωση αναρχικών της ΜόσΧ*ζ) στο I^es Anarchistes et l ’experience d e la Revolution russe. Έχουν συ γκεντρωθεί και παρουσιαστεί από τον A. Skirda, Παρίσι, Tete de Feilles, 1973, σ. 147. 22. Για το περιεχόμενο των όρων της συμφωνίας (συντάχθηκε ανάμεσα στις 10 και 15 Οκτωβρίου 1920) βλ. Archinoff, ό.π., σ. 253-257. α μπολ σεβίκοι καθυστερούσαν επίτηδες τη δημοσίευσή τη ς... 23. Ο Σίμων Καρέτνικ και ο Πιοτρ Γκαβριλένκο τουφεκίστηκαν στις
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
727
26 Νοεμβρίου 1920 στο Μελιτοπόλ. Βλ. Archinoff, ό .π ., σ. 271, 335 και 337. Voline, L a Revolution inconnue, σ. 864-865. 24. A. Χλιάπνικοφ (1883-1937), βλ. Les syndicats russes, Παρίσι, Bibliotheque du Travail, συλλ. «Les cahiers du travail», 1 σειρά, τετράδιο 11, Αύγουστος 1921 (τα τετράδια 6 και 12 είναι του Σερζ). 25. Αλεξάντρα Κολλοντάι (1872-1952) στην αρχή μπολσεβίκα, μετά μενσεβίκα μέχρι το 1915, και ξανά μπολσεβίκα. Μέλος της Κεντρ. Ε π ι τροπής το 1917. Ανάμεσα στους είκοσι δύο διαδηλωτές της εργατικής Αντι πολίτευσης. Στη συνέχεια προσχώρησε και από τότε έγινε διπλωμάτης (Όσλο, Μεξικό, Όσλο, Στοκχόλμη). Βλ. A. Vaksberg, Alexandra Kollontay, Παρίσι, Fayard, 1993. 26. Πέθανε στις 8 Φεβρουάριου 1921 και θάφ τηκε στις 13. Ο Σερζ του αφιέρωσε τρία άρθρα: «Η Μόσχα έκανε μεγάλη κηδεία στον Κροπότκιν», Παρίσι, la VO, αρ. 97, 11 Μαρτίου 1921, σ. 6 (επαν. στο Les anarchistes et l ’experience de la Revolution russe). «Pierre Kropotkine et Emma Coldmann», l ’Huma., Παρίσι, αρ. 6140, 14 Ιανουαρίου 1921 (ημερ.: Πετρούπολη, 16 Δε κεμβρίου 1920). Την ίδια μέρα στο la VO, Παρίσι, αρ. 89, με τον τίτλο «Kropotkine et Emma Goldamn». 27. Τον Απρίλιο του 1917, για να ξαναφτάσει στη Ρωσία ο Λένιν έπρεπε να περάσει από τη Γερμανία μέσα σε ένα «κλειστό» βαγόνι, καθώς η Αντάντ τού αρνήθηκε οποιοδήποτε άλλο μέσον. Ε ξ ου και η υποτιθέμενη συμπαι γνία Λένιν-Γερμανίας που αποδόθηκε από τον Σερζ στον Γκρεγκουάρ Αλεξίνσκι, παλιό βουλευτή στη Δούμα [ρωσική Βουλή]. Επαναλαμβάνεται από τον Σολτζενίτσιν στο Lenine ά Zürich, Παρίσι, Le Seuil, εξ ου και η ρεπλίκα του Β. Souvarine: Conlroverse avec Sotjeniisyne, Παρίσι, Allia, 1990. 28. Βλ. I. Mett, «La Commune de Cronstadt», Παρίσι, Cahiers Spartacus, 1948‘ P. Avrich, Kronstandt, 1921, Νιού Τζέρσυ, Princeton University Press, 1970 και L a Tragedie d e Cronstandt 1921, Παρίσι, Le Seuil, 1975. A. Skirda, Kronstandt, 1921. Proletariat contre bolchevisme, Παρίσι, Tete des Feuilles, 1971. 29. Ο Μποντύ (1894-1984), μέλος της γαλλικής στρατιωτικής απο στολής στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1917, προσχώρησε στη Ρωσική επα νάσταση στις 31 Ιουλίου μαζί με τους φίλους του Ζ. Σαρντούλ και Π. Πασκάλ. Ιδρυτής της γαλλικής κομμουνιστικής ομάδας της Οδησσού. Πολύ συνδεδεμένος με τον Σερζ από το 1920 μέχρι το 1926 (επιστολή της 6ης Μαίου 1975 στον J. Riere). Έγινε αντικομμουνιστής και αφιερώθηκε στη μετάφραση του Μπακούνιν. Η αφήγησή του Lin p ia n o en bouleau d e Carelie. Mes annees d e Russie 1917-1927 (Ποφίσι, Hachette, 1981) δεν έχει ούτε την ακρίβεια ούτε τον πλούτο του Jou rn al d e Russie, του φίλου του Π. Πασκάλ. 30. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τον G. Guelfer, μέλος της γαλ
728
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
λικής στρατιωτικής αποστολής της Μόσχας που προσχώρησε στη Ρωσική επανάσταση. Αναφ. από τους Π. Πασκάλ, Μ. Μποντύ, Σ .-Α . Ζυλιέν. 31. Η πολιτική χάρτα της Κροστάνδης συντάχθηκε στις 28 Φεβρουάρι ου 1921 πάνω στο θωρηκτό Π ετροπ ανλόφ σχ από τους αντιπροσώπους που ήρθαν αγανακτισμένοι από την Πετρούπολη και αλληλέγγυοι με τους α περγούς: βλ. P. Avrich, ό .π ., σ. 74-76. Για τις διεκδικήσεις βλ. La Commune de Cronstadt (συγκέντρ. ντοκουμέντων μαζί με τη μετάφραση από την Ισ β έσ τ ια της Κροστάνδης), Παρίσι, Belibaste, 1969. 32. Ο Κουζμίν συνελήφθη μετά από μια ατυχή ομιλία στις 2 Μαρτίου (η ομιλία της προηγουμένης δεν ήταν λιγότερο ατυχής). 33. Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Καλίνιν (1875-1946), πρόεδρος της Σοβιετικής Δημοκρατίας από το 1919 μέχρι τον θάνατό του (βλ. G. Haupt και J.-J. Marie, ό.η. σ. 131-134) και Ν.Ν. Κουζμίν, κομισάριος υψηλών πόστων, έ λαβαν μέρος ανεπιτυχώς την 1η Μαρτίου, σε μια γενική σύσκεψη ναυτών, στρατιωτών και εργατών. Βλ. P. Avrich. 34. Ε . Γκόλντμαν (1869-1940) και Α. Μπέρκμαν (1870-1936), αγωνι στές Ρωσοεβραϊκής καταγωγής, ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκδιώχτηκαν το 1919, έφτασαν στη Ρωσία το 1920, και ξανάρχισαν χωρίς καμιά ψευδαίσθηση. Βλ. E. Goldman, My disillusionment in Russia (Λονδίνο, C.W. Daniel Co, 1925)' A. Berkman, The Bolshevik Myth, diary 1920-1922 (Νέα Υόρκη, Boni και Liveright, 1925). 35. A .I. Ρουσακόφ, σπουδαίος οργανωτής, υπήρξε μέχρι τον θάνατό του το 1934 ένας τολμηρός ελευθεριακός. Ήταν επίσης ο πεθερός του Πιερ Πα σκάλ, συζύγου της κόρης του Τζέννυ (Ευγενίας). Ο Π. Πασκάλ το αναφέ ρει στο Jou rnal d e Russie. 36. Βλ. τα άρθρα: «Le tragique d’une revolution», la VO, Παρίσι, αρ. 152, 31 Μαρτίου 1922. «Le probleme de la dictature», αρ. 159, 19 Matou 1922. «Dictature et contre-revolution economique», αρ. 182, 3 Νοεμβρίου 1922. «Les tendances nouvelles de l’anarchismc russe». Για την Κροστάνδη ο Σερζ «αλλάζει»: βλ. τα κείμενά του στη Rev. Prolet., αρ. 254 στις 10 Σ επτ. 1937, αρ. 257 στις 25 Οκτ. 1937, αρ. 277 στις 25 Αυγ. 1938, αρ. 281 στις 25 Οκτ. 1938 και «Trente ans apres la Revolution russe». 37. Κείμενο που δεν είναι ταυτοποιημένο αλλά βρίσκεται κοντά στο πνεύμα του συμπεράσματος του «Les anarchistes en Russie», Bull. Comm., Παρίσι, αρ. 4, Ιανουάριος 1921, σ. 57-58. 38. Σύμφωνα με τον P. Avrich, σ. 141-142, ο Τρότσκι επέστρεψε με με γάλη βιασύνη από τη δυτική Σιβηρία, έφτασε στην Πετρούπολη στις 4 ή 5 Μαρτίου και εξέδωσε ένα τελεσίγραφο με τις υπογραφές του Σ .Σ . Κάμενεφ* αρχιδιοικητή του Κόκκινου Στρατού και του Τουχατσέφσκι, διοικητή της 7ης στρατιάς στην Πετρούπολη. Ο Σερζ μπερδεύεται εδώ με μια προ κήρυξη που εκδόθηκε την ίδια μέρα από την Επιτροπή άμυνας της Πε
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
729
τρούπολης και που ρίχτηκε από αεροπλάνο πάνω στην Κροστάνδη. Η κα τάληξή της ήταν: «...αν αντισταθείτε, θα σας πυροβολήσουμε σαν τις πέρ δικες». Παραμένοντας αλληλέγγυος με τα μέτρα που πάρθηκαν, ο Τρότσκι στο «Encore sur la repression de Cronstadt» του 1938 ((Euvres, τόμ. 18, σ. 133-136, Παρίσι, EDI, 1984) ρίχνει την ευθύνη στον Κάμενεφ. Ο A. Skirda τον κατηγορεί για κακοπιστία («Le “cas” Trotski», Kronstadt 1921. Proletariat contre bolchevisme, Παρίσι, Tete des Feuilles, 1971, σ. 82-91). 39. Αβλεψία του Σερζ ο οποίος, στο Vie et Mort d e Leon Trotsky, γρά φει: «Ο Τρότσκι πήγε στην Πετρούπολη και εκεί έμεινε αρκετές μέρες για να μελετήσει την κατάσταση». 40. Τα αντιμενσεβίκικα μέτρα είχαν πορθεί κυρίως στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 1921. Οι Τ . Νταν, διάδοχος του Μάρτοφ, και Ρ. Αμπράμοβιτς (γενν. το 1880) συνελήφθησαν τον Φεβρουάριο και απελευθε ρώθηκαν ένα χρόνο αργότερα, προτίμησαν την αυτοεξορία παρά τον εκτοπισμό. 41. Πάβελ Ε . Ντυμπένκο (1889-τουφεκίστηκε το 1938;), παλιός ναύτης του Π ετροη ανλόφ σχ έγινε στη συνβχεια διοικητής του φρουρίου και υπεύ θυνος για την «εκκαθάριση» της πόλης. 42. Ο Μπουμπόφ είχε σημαντική συμμετοχή στον στρατό, στην εκπαί δευση, στην οργάνωση του Κομμ. Κόμματος στην Κίνα. Καθαιρέθηκε το 1938, έμεινε εκτός για δεκαοκτώ χρόνια και επανήλθε το 1956. 43. Στην πραγματικότητα δεν λάμβαναν υπόψη τις συμβουλές των α ξιωματικών (συχνά πρώην Λευκοί «επανεντάσσονταν» ως «ειδικοί»). 44. Βλέπε τον κατάλογο P. Avrich, ό.π., σ. 93. 45. Παρέμεινε μέχρι την αποπομπή του το 1945 (εξαιτίας της δραστηριότητάς του υπέρ των μπολσεβίκων). Συνελήφθη αμέσως και πέθανε λίγο αργότερα σε ένα στρατόπεδο. 46. Οι Ε . Γκόλντμαν και Α. Μπέρκμαν, καταβεβλημμένοι, έκαναν πι κρά ειρωνικά σχόλια σχετικά μ ’ αυτό το γεγονός στις αναμνήσεις τους. 47. Εκείνη τη μέρα ο Μπέλα Κουν -στον οποίον αποδίδουν την ευθύνη για τη «δράση του Μαρτίου» 1921- έπεισε τον ηγέτη του Αυστριακού Κομμ. Κόμματος Μπράντλερ να καλέσει στα όπλα τους εργαζόμενους. Αποτυχία: αγωνιστικό πνεύμα και απεργίες δεν έλαβαν γενικότερη έκταση. 48. Ναύτης το 1917, ο Πανιούσκιν δημιούργησε λίγο μετά το Δέκατο Συνέδριο το «σοσιαλιστικό, εργατικό και αγροτικό κόμμα» που τον Σεπτέμ βριο του 1921 πρόβαλε ένα αίτημα στο Σοβιέτ της Μόσχας ζτ^ώντας «όλη την εξουσία για τα Σοβιέτ και όχι για τα κόμματα». Συνελήφθη αμέσως. 49. Γκ.Ι. Μιάσνικοφ, μπολσεβίκος («ατομικιστής» από το 1906, υπεύ θυνος για τη δολοφονία του μεγάλου Δούκα Μιχαήλ, εκθειάζει τη δημιουρ γία αγροτικών συνδικάτων, απαιτεί την ελευθερία του λόγου για όλα τα κόμματα. Αποβάλλεται και φυλακίζεται μετά το 1923 (μαζί με την «εργα
730
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τική ομάδα» του, δραπετεύει και διαφεύγει στο Παρίσι μέχρι το 1945. Ε π ι στρέφει τότε (παρά τη γνώμη των φίλων του, μεταξύ των οποίων και ο Α. Πουλάιγ) στην ΕΣΣΔ και εξαφανίζεται... 50. Ο Λένιν προσδιορίζει στις 28 Σεπτεμβρίου 1917 τη μπολσεβίκικη πολιτική του Τύπου. Βλ. Λ. Σαπίρο, Les B olcheviks et l'Opposition, 1957, σ. 78. Οι ομιλίες του Σερζ δημοσιεύονται στο Λενίνσχιι Α βόρνικ [Αενινιστικη Συλλογή], Μόσχα, Λένινγκραντ, τόμ. XXI, σ. 101-102. 51. Βλ. Λένιν, Κ ρ ά το ς κ α ι Ε π αν άσ τα σ η , και Serge, «Lenine 1917: II. Le probleme de l’fitat», la VO, Παρίσι, αρ. 318, 26 Ιουνίου 1925 και επίσης τα τεύχη 317 και 319 (αρχή και τέλος της μελέτης). 52. Βλ. Σερζ, «Ισχύς και όρια του μαρξισμού», εδώ σ. 557-573, «Για μια ανανέωση του σοσιαλισμού», εδώ σ. 575-586, και «Σοσιαλισμός και ψυ χολογία». 53. A.A . Μαλινόφσκι (Μπογκντάνοφ, 1873-1928), γιατρός, λαμπρός δια νοούμενος, φίλος και γαμπρός του Λουνατσάρσκι, κυριότερος αντίπαλος του Λένιν το 1904-1907 για την η γεσία της μπολσεβίκικης φράξιας. Δέχτηκε την επίθεσή του στο Υλισμός κ αι εμ πειριοκριτιχισμ ός που μεταφράστηκε από τον Σερζ το 1928, εμψύχωσε το 1922-1923 την αντιπολιτευτική ομάδα Εργα τική Αλήθεια, συνελήφθη εξαιτίας αυτού και μετά ελευθερώθηκε. 54. Το διάταγμα στις 14 Ιουνίου 1918 τους αποκλείει, όπως και τους σοσιαλεπαναστάτες. Επανέρχεται στις 30 Νοεμβρίου 1928, τίποτε δεν αλ λάζει ωστόσο: συλλήψεις, δίκες, κ.λπ. 55. Ο Λένιν παρουσίασε τη Νέα Οικονομική Πολιτική στις 15 Μαρτίου 1921 στο Δέκατο Συνέδριο του κόμματος. Την περιέγραψε στο L ’ impot en nature. L a portee de la nouvelle politique et ses conditions, που εκδ. τον Απρί λιο. Επανήλθε στη δέκατο συνεδρίαση του κόμματος (26-28 Μαίου 1921). 56. Βλ. V.S., «Le drame russe. Boukharine», L a Wallonie, op. 329-330, 27-28 Νοεμβρίου 1937, σ. 14. 57. Για αυτές, βλ. G. Haupt και J.-J. Marie. 58. Εξαιτίας των καταστροφικών του πρωτοβουλιών του Μαρτίου 1921 στη Γερμανία. Ο Μπέλα Κουν (1886-1939) ίδρυσε το Ουγγρικό Κομμ. Κόμ μα τον Δεκέμβριο του 1918 και διηύθυνε την εφήμερη Δημοκρατία των ερ γατικών συμβουλίων της Ουγγαρίας (21 Μαρτίου έως 1η Αυγούστου 1919) στη συνέχεια διέφυγε στη Μόσχα και δούλεψε στην Κομιντέρν. Συνελήφθη το 1937 και εκτελέστηκε χωρίς δίκη. Αποκαταστάθηκε το 1956. 59. 'Ετσι αποκαλούνταν ο Εφραίμ Σκλιάνσκι (1892-1925), προσκείμενος στον Τρότσκι, συνιδρυτής του Κόκκινου Στρατού. Βλ. Serge, Vie et Mort de Leon Trotsky, I, σ. 98. 60. To 1920 ο Τρότσκι εξέθεσε τις απόψεις του σχετικά με τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας στο Τ ρομ οκ ρατία κ α ι Κ ομμουνισμός που με ταφράστηκε αμέσως από τον Σερζ: Πετρούπολη 1920, Παρίσι 1923.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
731
61. Π. Βαγιάν-Κουτυριέ (1892-1937), στην αρχή ποιητής, μυθιστοριο γράφος, συγγραφέας απομνημονευμάτων 1914-1918, έγινε κομμουνιστής και δημοσιογράφος, ξέροντας να μένει πάντα εντός γραμμής. Α. Μοριζέ (18761942), μέλος της αντιπροσωπείας του Γαλλικού Κομμ. Κόμματος, έμεινε τον Ιούνιο-Ιούλιο. «Στην επιστροφή στο Παρίσι ο Μοριζέ μού δανείστηκε τα τρία τετράδια σημειώσεων και τις φωτογραφίες μου που χρησιμοποίησε ελεύθερα στο Chez Levine el Trotsky, Μόσχα 1921 [Παρίσι, La Rcnaissancc du Livre, 1922, πρόλογος του Τρότσκι]». Σ .Α . Ζυλιέν (1891-1991), μέλος της αντιπροσωπείας του Γαλλ. Κομμ. Κόμματος, συγκέντρωσε πολύ ση μαντικά στοιχεία και πολύτιμες φωτογραφίες, που οι περισσότερες είναι α δημοσίευτες. Οι Φ. Λοριό (1870-1932) και Σουβάριν ήταν παρόντες, και μέ λη της διευθυντικής Επιτροπής του ΚΚΓ. 62. Για τον Hilario Arlandis (1888-1939) βλ. R. A[lbert], «Arlandis», L a Corr. Intern., op. 11, 17 Νοεμβρίου 1921, σ. 85. Στην αρχή αναρχοσυνδικαλιστής, μέλος του γραφείου της κόκκινης Διεθνούς των συνδικάτων, συνερ γάστηκε με τη Vie Ouvriere. Σ το «Lee Pretendues Persecutions contre les anarchistes russes», op. 264-270, Ιούνιος-Ιούλιος 1924, σημειώνει ότι γνω ρίζει τον Σερζ από το 1909. Το 1924 είναι αντίθετος με τον Βολίν και τον Μάχνο. 63. Hen. Roland-Holst, Ολλανδή ποιήτρια (1869-1952), κομμουνίστρια μέχρι το 1927 και τελικά σοσιαλίστρια κοα εναντίον της αποικιοκρατίας. Φί λη του Άντον Πάννεκεκ, του Χέρμαν Γκόρτερ και της Ρόζος Λούξεμπουργκ. 64. Ζαν-Ζακ Ντελσωβέρ (Ζακ Μεσνίλ, 1872-1940), δημοσιογράφος, ι στορικός τέχνης, πέρασε από τον αναρχισμό στον κομμουνισμό παραμένοντας «αναρχικός». Συνεργάστηκε με τα έντυπα l'Humanite, L a Revue Communiste, L a Vie Ouvriere, la Revolution Proletarienne. Πληγώθηκε πο λύ από τον χαμό της Κλάρας Καίτλιτς, της συντρόφου του. Βλ. Serge, «Mort de Jacques Mcsnil» (στο Pour un brasier dans tin desert, a. 101-103). Πολύ αξιοπρεπής, πολύ σταθερός, η αλληλογραφία του με τον Ρομαίν Ρολλάν παραμένει ανέκδοτη. Μαζί του όπως και με τον Μ. Μαρτινέ ο Σερζ είχε εκλεκτική συγγένεια. 65. Ο Ρομαίν Ρολλάν ήταν για πολλά χρόνια εχθρικός απέναντι στην «επαναστατική» βία των μπολσεβίκων. Ο Σερζ τού έκανε παρατηρήσεις μέσα από πολλά άρθρα του (εμφανίζονται όλα στην καινούργια έκδοση του Litterature et Revolution), που τα θυμάται δέκα χρόνια αργότερα... Η υπε ράσπισή του και η εικόνα που είχε για το σταλινικό καθεστώς τον απομάκρυναν από τους παλιούς του φίλους (μεταξύ των οποίων οι Μαρτινέ και Μεσνίλ) που πήραν τις αποστάσεις τους και έβαλαν ένα τέλος στον μύθο του ανεξάρτητου και ελεύθερου ανθρώπου. 66. Φ. Γκέτσι (1894-1941), αναρχοσυνδικαλιστής, αντιπρόσωπος στο συνέδριο του ISR, παρακολούθησε πρώτα το Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν.
732
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Στην επιστροφή, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Βερολίνο, απειλούμενος ότι θα τον στείλουν στον ΜουσολίνΓ τον υπερασπίστηκαν (μεταξύ άλλων) και από το Die Rote Fahne και το L a Correspondance Internationale (βλ. Serge: αρ. 36, 66, 97) και κατορθώνει να επιστρέφει στη Ρωσία (χειμώνας του 1922-1923). Η διαύγεια της σκέψης του και η ελευθεροστομία του τού προκάλεσαν πολλούς μπελάδες στη ζωή του. 67. X . Μαουρίν και Α. Νιν: όπως και με τον Γκέτσι, ο Σερζ παρενέβη υπέρ αυτών το 1921-1922 (βλ. L a Corr. Inter., αρ. 10, 12, Νοέμ. 1921, σ. 79' αρ. 19, 11 Μαρτίου 1922, σ. 143-144). Από τον Μαουρίν ανέλυσε το Le Syndicalisme ά la lumiere d e la revolution (αρ. 59, 9 Αυγούστου 1922, σ. 455456). Έμεινε πιστός και στους δυο μέχρι τον θάνατό του. 68. Ο Μοριζέ (Chez Lenine et Trotski, ό.π., σ. 11) αναφέρει ότι ο Σερζ τού έκανε τον διερμηνέα με τον Γκόρκι και ότι «οι επισκέψεις που έκανε με τον Σερζ όταν ετοίμαζαν τη σύνταξη των εκδόσεων της Κομιντέρν τού άφησαν την αίσθηση των πιο χρήσιμων “μαθημάτων για τα πράγματα”». Αργότερα το 1927 οι Ζ. Ντυαμέλ και Λ. Ντυρταίν έκαναν τις ίδιες παρα τηρήσεις. 69. Γύρω από τον Βαγιάν-Κουτυριέ, εμβληματική μορφή του Γαλλικού ΚΚ, κινούνται αρκετές σκοτεινές ομάδες... 70. Ο Μπ. Αίφτσιτς (1895-1984) γεννήθηκε στο Κίεβο από τον Κάλμαν Λίφτσιτς, χρυσοχόο, και τη Μίνα Στάινμπεργκ, και ήρθε μαζί τους στο Παρίσι το 1897. Πολιτσγραφήθηκε το 1906. Πολιτικός δημοσιογράφος, στο Populaire (1917) διάλεξε το ψευδώνυμο Σουβάριν (πρόσωπο του μυθιστορή ματος Ζερμινάλ του Ζολά). Βλέπε J.-L. Panne, Boris Souvarine. Le premier desenchante du communisme, Παρίσι, R. Laffont, 1993, πολύ καλά τεκμη ριωμένο, αλλά καθόλου εύγλωττο σχετικά με τις ασταθείς σχέσεις του με τον Σερζ. 71. Ο Α. Ροσμέρ συνάντησε τον Τρότσκι το 1915, εκδιώχτηκε από το Γαλλικό ΚΚ τον Δεκέμβριο του 1924 μαζί με τον Π. Μονάτ (1881-1960), διορθωτή τυπογράφο, αναρχικό που έγινε συνδικαλιστής επαναστάτης, ι δρυτής της la Vie Ouvriere (1909), διεθνιστής το ’14-’ 18, προσχώρησε στο Γαλλικό ΚΚ το 1923, συνεργάτης της la Revolution proletarienne. 72. Ο Α. Γκιλμπώ ήρθε στη Ρωσία τον Μάρτιο του 1919 (έχοντας γνω ρίσει τον Λένιν στην Ελβετία), πέρασε από τον επαναστατικό συνδικαλι σμό στον κομμουνισμό, για να καταλήξει αντισημίτης, μυθομανής και φιλοναζιστής... Οι Μποντύ, Πασκάλ και Σουβάριν, επιβεβαιώνουν όλοι τούς παραπάνω χαρακτηρισμούς. Δημοσίευσε το 1917 στο Demain έναν «Χαιρε τισμό στη Ρωσική επανάσταση» (μαζί με τους Ρομαίν Ρολλάν, Μ. Μαρτινέ, Π .-Ζ . Ζουβ, Φ. Μαζερέλ). Όσο για τον Σαντούλ, οι «μπολσεβίκικες» δραστηριότητές του και η επιστροφή του στη Γαλλία τού κόστισαν μία δί κη (βλ. Les Humbles, Παρίσι, Ιούνιος-Αύγουστος 1924, και Φεβρ.-Μάρτιος
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
733
1933). Έργα: Joseph Solvaster (μυθιστ. 1918), L e Portrait authentique d e V.l. U n ine (1924)· το 1933: Du Kremlin au Cherche-Midi (Παρίσι, Callimard), Οΰ να l'AUemagne, οΰ να l ’Europe, ού να le m onde (Παρίσι, Mignolet και Storz)· το 1937: Im Fm des Soviets (ελεεινό κατά την άποψη του Σερζ) και Lenine n ’etait pas communisle (και τα δύο στο SFELT-E, Mallere, Παρίσι). 73. Οι Μποντύ, Πασκάλ, Ροσμέρ, Σουβάριν επιβεβαιώνουν όλοι το πα ρόν πορτρέτο του Σαντούλ (1881-1956), δικηγόρου, μέλους του Γαλλικού ΚΚ μέχρι τον θάνατό του, ανταποκριτή της Ισ β έσ τια. 74. Για τον Ρ. Μαρσάν (188-1962) ανταποκριτή του Figaro στην Πε τρούπολη, προσκείμενο στους μπολσεβίκους, που έγινε μέλος της γαλλικής κομμουνιστικής ομάδας στη Μόσχα, που εξέδωσε το Un livre noir:19101917. Diplomatie d ’avant-guerre et d e guerre d'apres les documents des archives russes (Παρίσι, Librairie du Travail), βλ. V.S., «Rene Marchand: Pourquoije me suis rallie ä la formule de la revolution spciale», L’Intem ationale Communiste, αρ. I l l , σ. 451. 75. Ο Π. Πασκάλ (1890-1983), απόφοιτος, καθηγητής ρωσικών, έμεινε στη Ρωσία το 1911, ξαναήρθε τον Μάιο του 1916, μεταφραστής για τη γαλ λική αποστολή του στρατηγού Ζανέν και ακόλουθος στο ρωσικό Grand Quartier General. Μέλος της γαλλικής κομμουνιστικής ομάδας στη Μόσχα που δημιουργήθηκε στις 30 Αυγούστου 1918 με την προσωπική συγκατά θεση του Λένιν -Σαντούλ, Μποντύ, Πασκάλ, Ζ. Λαμπούρμπ, Ρ . Μπαρμπερέ, Ρ . Πετί, Ρ. Μαρσάν, Β .Σ . Γκιλμπώ- αναλωνόταν χωρίς να υπολο γίζει τίποτε. Σύγγαμβρος με τον Σερζ από τον γάμο του με την Τζέννυ Ρουσάκοβα, αδελφή της Λιούμπα. Βλέπε το συναρπαστικό του Jou rnal de Russie, ό.π. 76. Βλ. L'Internationale Syndicate Rouge, ομώνυμος τίτλος του βιβλίου του Ντρίζντο Λοζόφσκι, που υπήρξε ο εμψυχωτής του από το 1921 μέχρι το 1937 (Παρίσι, Maspero, 1976). 77. Ουίλλιαμ [Μπίλλ] Ντούντλυ Χέυγουντ (1869-1928), μέλος του Αμε ρικανικού Σοσ. Κόμματος το 1901 και της Εκτελεστικής Επιτροπής το 1911-1912, απεβλήθη το 1913, αντιμιλιταριστής το 1914-1917, υπήρξε το 1918 ένας από τους 165 επικεφαλής του IWW (εργατικό συδικάτο που ιδρύ θηκε απ’ τον ίδιο το 1906) οι οποίοι καταδιώχτηκαν και φυλακίστηκαν για το πρόσκομμα που δημιουργούσαν στην προσπάθεια για την πολεμική προ σπάθεια της Αμερικής. Το 1921 γύρισε στη Ρωσία όπου και πέθανε. Ο συγγραφέας Τζων Ντος Πάσος κάνει ένα ωραίο πορτρέτο του στο μυθι στόρημά του 42ος παράλληλος. 78. Ο Μ.Μ. Μποροντίν ( Γκρούζενμπεργκ, 1884-1951) ήταν για καιρό και σε πολλές χώρες ο απεσταλμένος της Κομμ.. Διεθνούς. 79. Ματίας ή Ματύας Ράκοσι (1892-1971), προσχώρησε μαζί με τον Μπέλα Κουν στον κομμουνισμό, λαϊκός κομισάριος της Δημοκρατίας των ερ
734
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
γατικών συμβουλίων της Ουγγαρίας το 1919, διέφυγε στη Ρωσία μετά την αποτυχία αυτής της προσπάθειας και εργάστηκε για τον μηχανισμό. Μέ λος της γραμματείας της Κομμ. Διεθνούς το 1922. Στην Ουγγαρία από το 1925 μέχρι το 1940, στη Ρωσία από το 1940 μέχρι το 1944, έγινε στη συ νέχεια γενικός γραμματέας του Ουγγρικού ΚΚ. Εξαναγκάστηκε σε παραί τηση τον Ιούλιο του 1956 (απεβλήθη από το Ουγγρικό ΚΚ το 1962) και επέστρεψε στη Ρωσία όπου κοα πέθανε. 80. Φ. ντε Λος Ρίος (1879-1949), καθηγητής πανεπιστημίου, υπουργός Δικαιοσύνης κοα Εκπαίδευσης στην πρώτη ισπανική δημοκρατική κυβέρνη ση, πρέσβης στην Ουάσινγκτον στη διάρκεια του Εμφυλίου. 81. Για τον Ζ. Μπουλέ, πρώην Γάλλο αναρχικό που έγινε μπολσεβίκος, βλέπε V. Serge, Destin d ’une Revolution, 1937. 82. Ο δρ N. είναι άλλος από τον δρα Νικολάενκο, Ουκρανό αναρχικό, στενό φίλο της οικογένειας Ρουσακόφ, αναφ. και από τον Π. Πασκάλ στο Journal, τόμ. 2. 83. Ο Μπακ αναφέρεται έτσι από τον VJictorJ S[erge] στο «Dcux rencontres» (μαζί με τον Μ. Parijanine), Les humbles, Παρίσι, αρ. 8-12, Αύγουστος-Δεκ. 1938, σ. 20: «Ο Μ. Μπακ, πρώην επιχειρηματίας, πρώην δη μοσιογράφος μιας επιτροπής σιδηρουργείων της Αυτοκρατορίας, ένας μικρός κύριος με άτριχο πρόσωπο, εξοαρετικά επιτηδευμένος κοα επιφυλακτικός, συναινούσε στο να μεταφράζει θεωρητικά άρθρα αλλά όχι επαναστατικές εκκλήσεις; “Συγχωρήστε με πολίτη, αλλά η συνείδησή μου...” Σεβόμουν φυσικά τη συνείδησή του...» (αυτή η τελευταία φράση δεν υπάρχει παρά στην εκδοχή που δόθηκε από το Temoins, Γενεύη, 1960, αρ. 23). 84. Ο Γκαυμίλεφ, συνελήφθη στις 3 Αυγούστου 1921, κοα εκτελέστηκε στο τέλος του ίδιου μήνα. Η πρώτη του γυναίκα, η διάσημη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (1888-1966) υπέστη τις ταπεινώσεις της σταλινικής γραφειο κρατίας... Βλ. M. Maline, Nicolas Goumilev, p oete et critique acmeiste, Βρυ ξέλλες, Academic Royale de Belgique, 1964. 85. A. Μπλοκ (1880-1921), ποιητής, δοκιμιογράφος. Βλ. Serge, «Ale xandre Blok», la VO, οφ. 121, 26 Αυγούστου 1921, σ. 2. 86. Ο Σερζ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον συμβολιστή ποιητή Μπέ λυ (1880-1934), του οποίου εξέδωσε μια μερική μετάφραση του «Christ est rcssuscite» (Clarte, οφ. 27, 20 Δεκ. 1922, σ. 75-76) κοα για το μυθιστόρη μά του Petersbourg (Λωζάννη, L’Äge d’Hominc, 1967). 87. Σύμφωνα με τον Βολίν (Repression d e l ’anarchism e en Russie sovietique) η Φαννύ Μπαρόν συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1921 κοα εκτελέ στηκε ως συνένοχος για αντισοβιετικές εγκληματικές πράξεις (για τις ο ποίες ήταν αθώα) κοα ο Πάβελ Τουρτσάνινοφ (Λεβ Τσόρνυ) συνδέθηκε με μια υπόθεση πλαστών χαρτονομισμάτων και εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
735
88. Βλ. V.S., «Kropotkin et Emma Coldman», la VO, αρ. 89, 14 Ιανουαρίου 1921 και «La Revolution russe et les anarchistes», ό .π ., αρ. 97, 11 Μαρ τίου 1921. 89. Πρόκειται για τους Κονσταντίν Φεντόροφ, Αμπραάμ Φέλντμαν, Γκριγκόρι Γκορέλικ, Εφίμ Γιαρτσούκ, Γ . Γιούντιν, Γ .Π . Μαξίμοφ (Γκρ. Λαπότ), Πιοτρ Μιχαήλοφ, Μαρκ Μράτσνυ, Μ. Βοριομπόφ, Βολίν (σύμφω να μ ’ αυτόν σώθηκαν από την παρέμβαση των ξένων αντιπροσώπων στη διάρκεια του Πρώτου Συνεδρίου των κόκκινων συνδικάτων). Βλ. Voline, Repression d e I'anarchisme en Russie sovietique, Παρίσι, 1923. 90. Εξορίστηκε στον Βορρά, μετά τη σύλληψή του στις εκκαθαρίσεις του 1937, και δεν ξανακούστηκε τίποτε για αυτόν... 91. Σοβαρά άρρωστος ο Μάρτοφ έλαβε εντολή να φύγει για να παραστεί στο συνέδριο του γερμανικού ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν ξαναγύρισε, ιδρύοντας στο Βερολίνο την 1η Φεβρουαρίου 1921 το Revue SociaUste d'information [Σ ο τσ ιαλ ισ τιτο έσ χ ν Β έστνιχ], Πέθανε το 1923. 92. Victor Serge, «Bakunins Bekenntnis», Das Forum, Βερολίνο, 5ος χρό νος, Ιούνιος 1921, σ. 373-380. Μτφρ. αϊτό την Hermynia zur Mühlen. To πρωτότυπο με ημερομ. 7 Νοεμβρίου 1919, εκδόθηκε από τον Σουβάριν: «Η εξομολόγηση του Μπακούνιν», BuU. Comm., αρ. 56, 22 Δεκ. 1921, σ. 941943. Ακολούθησε το « Ε π ’ ευκαιρία της εξομολόγησης του Μπακούνιν», ό .π ., αρ. 1, Ιανουάρ. 1922, σ. 7-9. Το 1920-1921 το leU bertaire (Παρίσι) ε πικρίνοντας τον Lc Retif/Βικτόρ Σερζ που έγινε μπολσεβίκος τού επιτέθη κε διαφορετικά: Οι Ριλλόν (Ροζέ Ζιλό), Βίλκενς (ή Ουίλκενς), Μ. Βουλλένς, κ.λπ., Ρενάτο Σουβάριν, Ιταλός αναρχικός, λίγο σχολαστικός, συνδέ θηκαν μέσα αϊτό ένα κείμενο με τον τίτλο «Ανόητη και αισχρή απάτη. Ο Μπακούνιν γονατιστός μπροστά στον Τσάρο» (τίτλος που αποδόθηκε στη μετάφραση!), le libertaire, Παρίσι, αρ. 143, 14-21 Οκτ. 1921, σ. 4 και αρ. 144 της 21-28 Οκτ. 1921, σ. 3. Η Severine, χωρίς τίποτε να επαληθεύσει, στο «L'oiseau de passage», L e Jou rnal du Peuple, Παρίσι, αρ. 299, 27 Οκτ. 1921, σ. 1, τον επικρίνει ότι έχει «γράψει ένα άρθρο ενάντια στον Μπα κούνιν». Ο Σερζ της απάντησε, αλλά αυτή δεν ζήτησε συγγνώμη, ούτε έ κανε κάποια «επανόρθωση»... 93. Μετά αϊτό «συμβουλές» του Λένιν, ο Γκόρκι έφυγε για την Ιταλία στο τέλος του 1921... Το 1928 υποχωρώντας στις παρακλήσεις του Στάλιν επέστρεψε... Από τότε χειραγωγήθηκε «εν αγνοία του, με τη θέλησή του»... 94. Στο πλευρό της Αλεξάντρας Κολλοντάι (βλ. τη φωτογραφία της στο Preuves, Παρίσι, αρ. 14, Απρίλιος 1952, σ. 12-24. Δεν είναι πολύ δί καιη με τον Σερζ). Είναι ωστόσο στα «Les groupes communistes frangais de Russie. 1918-1921», Παρίσι, Allia, 1988.
736
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ Κ εφ άλαιο 5. Η ΕΤΡ Ω Π Η Σ Ε ΣΚΟ ΤΕΙΝ Η ΣΤΡΟΦΗ
1. «Σε σκοτεινή στροφή», έκφραση δανεισμένη από τον Γκέοργκ Λού κατς (1885-1971). 2. Β .Β . Ούλριχ, προήδρευε σε όλες τις μεγάλες δίκες... 3. Ο Σερζ τούς αφιέρωσε όπως και στον λιμό πολλά άρθρα το 19211922 στο L a Corr. Intern. 4. Ο Βλαντίμιρ Κίμπαλτσιτς, έχοντας γεννηθεί στις 15 Ιουνίου 1920 μας βοηθά να προσδιορίσουμε το ταξίδι πριν από το 1922, ανάμεσα στον Απρί λιο και τον Ιούνιο του 1921. Φαίνεται μάλλον να τοποθετείται στο τέλος του 1921 (αυτή η τελευταία ημερομηνία έχει δοθεί από τον ίδιο τον Σερζ σε μια αυτοβιογραφική σημείωση που έγραψε το 1947). 5. Το Bund: γενική ένωση των Εβραίων εργατών της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Ρωσίας, που ιδρύθηκε το 1897. Προσχώρησε στο POSDR τον Μάρτιο 1898, το εγκατέλειψε το 1903, επανήλθε το 1906. Διαλύθηκε τον Μάρτιο 1921. Βλ. H. Minczeles, Histoire gen erale du Bund, Παρίσι, Austral, 1995' Denoel, 1999. 6. Στίννες (1870-1924): Γερμανός βιομήχανος, εθνικιστής, εχθρικός α πέναντι στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Επέσπευσε την πτώση του μάρ κου. Βλ. R. Albert, «Les Riehes centre la culture», Clarte, Παρίσι, αρ. 48, 1η Δεκεμβρίου 1923. 7. Σπένγκλερ (1880-1936), Γερμανός φιλόσοφος με συντηρητικές και πεσιμιστικές απόψεις (ορισμένες προέρχονται από τον εθνικοσοσιαλισμό). 'Εργα: Der Untergang des Abendlandes [ Η π αρ α κμ ή της Δύσης, 1918-1923, ελλην. μτφρ.: Π. Αναγνώστου, Τυπωθήτω - Γ . Δαρδανός, 2003]· Der Mensch und die Technik [Ο Ά νθρωπος χ αι η Τεχνολογία, 1931]. 8. Διόρθωση: πρόκειται στην πραγματικότητα για το Menschheitsdäm merung [Τ ο λυκόφως της ανθρω πότη τας], Βερολίνο, Rowohlt Verlag, 1921, ανθολογία (του Kurt Pinlhus) από νέους συγγραφείς και ποιητές. Βλ. R. Albert, «Les Riehes contre la culture», Clarte, Παρίσι, αρ. 48, 1η Δεκεμβρί ου 1923, σ. 459-462. 9. Στίχος από το ποίημα «Berlin». Βλ. Serge, «Pour un brasierdans un desert», ό .π ., σ. 171. 10. Ραποπόρ (1865-1941), συγγραφέας και στρατευμένος Ρώσος σοσια λιστής πολιτογραφημένος Γάλλος το 1899. Στην αρχή στο Σοσιαλ. Κόμμα, στη συνέχεια στο ΚΚ το οποίο εγκαταλείπει μετά την εκτέλεση του Μπου χάριν (1938) χαρακτηρίζοντας τον Στάλιν «Μποννό-Στάλιν». Απομνημονεύ ματα: Line vie rei-olmionnaire: 1883-1940, Παρίσι, Maison des sciences de Γ homme, 1991. 11. Internationale Presse Korrespondenz [Η Διεθνής Α λληλογραφ ία]. Ο Σερζ συνεργάστηκε εδώ από τον Οκτ. 1921 υπογράφοντας κυρίως: Victor
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
737
Serge (ή V.S.), V. Lvovitch (ή V.L.), R. Albert (ή R.A.), το πιο γνωστό από τα ψευδώνυμα εκείνης της εποχής που χρησιμοποίησε κυρίως στο Clarte και στο Bulletin Communiste (Παρίσι). 12. Die Rote Fahne [Η κόκκινη σ η μαία] ήταν το κεντρικό όργανο της ένωσης Σπάρτακος, κατόπιν του KPD(S), του VKPD και τέλος του KPD, Βε ρολίνο, 1918-1923. 13. Ο Κρεστίνσκι (1883-1938) υπήρξε πρέσβης στη Γερμανία τον Ο κτώ βριο του 1921. 14. Ο Ράντεκ υπήρξε από το 1920 μέχρι το 1923 ο επίσημος σύμβου λος του Γερμανικού ΚΚ. Μετά την προσχώρησή του στην Αριστερή Αντι πολίτευση, του χρέωσαν την ήττα του Οκτώβρη 1923. 15. Θα πρόκειται, στην πραγματικότητα, για τον καπετάνιο του πλοίου 'Ερχαρτ, υπεύθυνου (μαζί με τον συνταγματάρχη Γκέρχαρτ Ρόσμπαχ) για τα γαλλικά σώματα που έγιναν θλιβερά διάσημα... Βλ. P. Broue, ((Revolution en Allemagne», ό.π. Ο E. Wollenberg αναφέρει ((Kapitän Ehrhardt» στη γερ μανική του μετάφραση των Αναμνήσεων, ό.π., σ. 185. 16. Φουκς (1870-1940), Γερμανός δικηγόρος, μέλος της Ένωσης Σπάρ τακος. Συγγραφέας του Ισ το ρ ία της ερω τική ς τέχνης, Ε ικονογραφημένη ι σ τ ορ ία τω ν ηθών: Α π ό τον Μ εσαίω να στις μ έρες μ ας, Η Γ υν αίκ α στη γ ε λοιογραφ ία, Οι Ε βραίοι στη γελοιογραφ ία, Ν τω μ ιέ ο ζω γράφ ος, κ.λπ . α ξιοθ αύ μ α στα τεκμ η ριω μένα κ α ι μ ε πολύ π λούσια εικονογραφ ία. 17. Γκριγκόρ (γενν. το 1901), εξαφανίστηκε το 1937. Ραντομίρ (γενν. το 1895), συνελήφθη το 1938. Βόγια (πατέρας του ηθοποιού Μισέλ Ωκλέρ), εκτελέστηκε το 1938. Για τον Βόγια βλ. R. Albert, «Au Seuil d’une revolution», Clarte, Παρίσι, αρ. 52, 1η Φεβρουαρίου 1924. 18. Ο Φροσσάρ παραιτήθηκε από το Γαλλικό ΚΚ την 1η Ιανουαρίου 1923. 19. Max Slevogt (1886-1973), Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ot ε πιθεωρήσεις Jugend και Simplicissimus δημοσίευσαν τις περισσότερες από τις λιθογραφίες του. 20. Βίλχελμ Μπαρτς (1881-1929), τυπογράφος, δημοσιογράφος, συνερ γάτης του Inprekorr το 1921, συν-πρόεδρος της κοινοβουλευτικής φράξιας στο Γερμ. Κοινοβούλιο το 1922. 21. Ερνστ Τέλμαν (1886-1944), από τους σημαντικούς ηγέτες του Γερ μανικού ΚΚ έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην εξέγερση του Οκτωβρίου στο Αμβούργο, το 1923. Δεν είναι ο Ντάλεμ που γίνεται ο αρχηγός του Γερμα νικού ΚΚ, αλλά ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, προς τον οποίο ήταν πάντα αντίθε τος. 22. Υπογράφτηκε στις 16 Απριλίου 1922 ρυθμίζοντας τις σχέσεις και τα ρωσογερμανικά συμφέροντα: ακύρωση των αμοιβαίων χρεών, επαναφορά των διπλωματικών σχέσεων καθώς η Γερμανία έγινε «το πιο ευνοούμενο έ θνος» στο ρωσικό εξωτερικό εμπόριο.
738
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
23. Στο Βερολίνο από τις 2 μέχρι τις 5 Απριλίου 1922. Βλ. R. Albert, «Les reserves de la III Internationale: impressions de seance», BuIL Comm., αρ. 18, 29 Απριλίου 1922, σ. 342-343, και «Impressions de seance», Im Corr. Intern., op. 26, 6 Απριλίου 1922, σ. 200. Η Δευτέρα Διεθνής εκπροσωπηΘηκε από τους Ε. Βαντερβέλντε, Κ. Υσμάν, Ρ . Μακντόναλντ, Στάουνινγκ, Ο. Γουέλς, και τον μενσεβίκο Τσερετέλλι. Η «Δευτέρα και μισή» Διεθνής (ή Ένωση των σοσιαλιστικών κομμάτων της Βιέννης) από τους Φ. Αντλερ, Α. Κρίσπιεν, Α. Μπράκε-Ντερουσσώ, Ο. Μπάουερ, Ζ. Λονγκέ, Π. Φωρ, και τους μενσεβίκους Μάρτοφ, Τ. Νταν, Ρ. Αμπράμοβιτς. Η Τρίτη Διεθνής από τους Ράντεκ, Μπουχάριν, Σ . Ζέρκιν, Α. Ροσμέρ, Α. Μπορντίγκα, Σμεράλ, Λ.Ο . Φροσσάρ, Β. Βούγιουβιτς. 24. Παρόλο που τον Μάρτιο-Ιοΰνιο του 1922 ο R. Albert ήταν καυστι κός κατά την άποψή του στα άρθρα του του Bull. Comm, και της L a Corr. Intern., ο Βαντερβέλντε δεν είναι αυστηρός με τον Σερζ το 1936. 25. Άνοιξε στη Μόσχα στις 23 Μαίου 1922. Βλ. R. Albert, Bull. Comm., αρ. 35 και 38 και L a Corr. Intern., αρ. 23, 43, 60. Victor Serge, L a Corr. Intern., αρ. 16, 18, 48. 26. Απόπειρα προετοιμασμένη από τους σοσιαλεπαναστάτες τον Μάρ τιο 1918. Βλ. D. Shub, Lenine, Παρίσι, Idees/Callimard, αρ. 269, 1972, σ. 265. 27. Κλάρα Τσέτκιν (1857-1933), εμβληματική μορφή του διεθνούς κινή ματος και της γερμανικής αριστεράς. 28. Αυτοί που άκουσαν ότι ο Σερζ θα παρίστατο στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομμ. Διεθνούς (που είχε προβλεφθεί για τον Ιούλιο, θα έπρεπε, σύμ φωνα με τον Ροσμέρ -ό .π ., σ. 228 κ.ε - να καθυστερήσουν μερικούς μήνες για να συμπέσουν με την 5η επέτειο της Επανάστασης του Οκτωβρίου) και έγινε στη Μόσχα από τις 9 ώς τις 15 Δεκεμβρίου 1922. Πολύ πιθανό. 29. Αδελφοί του Σεραπίωνα: λογοτεχνική ομάδα που δημιουργήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1921 από δώδεκα φίλους: οκτώ συγγραφείς, Λ. Λουντς, Β. Ιβάνοφ, Β. Σκλόβσκι, Κ. Φέντιν, Β. Καβέριν, Ν. Νικίτιν, Μ. Σλονίμσκι, Μ. Ζοστσένκο, τρεις ποιητές, Ε. Πολόνσκαγια, Ν. Τιχόνοφ, Β. Πόζνερ, έναν κριτικό, I. Γκρούζντεφ. Όπως και οι ήρωες του Γερμανού συγγραφέα Χόφφμαν, διακήρυσσαν την απόλυτη ελευθερία της γνώμης και των προτιμήσε ων. Αξίωμα: Καθένας στο μετερίζι του. Ιδιωτικές συγκεντρώσεις (μόνον οι Μάντελσταμ, Αχμάτοβα, Ζαμιάτιν μπορούσαν να τις παρακολουθήσουν). 30. Βλ. Serge, Litterature et Revolution, νέα έκδ. με τη φροντίδα μας, βελτιωμένη (υπό έκδοση) με «όλα» τα άρθρα τα λογοτεχνικά που υπήρχαν στα έντυπα Clarte, I’Humanite, la Vie Ouvriere, Europe, κ.λπ. 31. Πιθανός υπαινιγμός στον λόγο που έκανε ο Τρότσκι στο Δωδέκατο Συνέδριο του Ρωσικού ΚΚ στις 20 Απριλίου 1923. Ένα απόσπασμα στο BuIL Comm., αρ. 19, 10 Μαίου 1923, σ. 221-223.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 32. Ντοριό (1898-1945), γραμματέας το 1923 της Κομμουνιστικής Νεο λαίας. Πέρασε στον σταλινισμό και μετά στον φασισμό ιδρύοντας το 1936 το Ι'ΡΚ [Λαϊκό Κόμμα Γαλλίας], συνεργαζόμενος από το 1940 μέχρι το 1944 με τους ναζί και διευθύνοντας τη «Λεγεώνα των Γάλλων εθελοντών ενά ντια στον μπολσεβικισμό». Βλ. Serge, «Le cas Doriot», Les Temps modernes, Ποφίσι, οφ. 45, Ιούλιος 1949, σ. 70-73. 33. Σεμάρ (1887-1942), γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας των σιδη ροδρομικών το 1921, γενικός γραμματέας του ΚΚΓ το 1924, απομακρύνθη κε το 1929, και αντικαταστάθηκε από τον Μωρίς Τορέζ. 34. Λ. Σελλιέ (1885-1978), σοσνχλιστής, μετά κομμουνιστής. Γενικός γραμματέας του ΚΚΓ το 1923 μετά την ποφs Judas d e Jesus το 1927 (Παρίσι, Flammarion)· το ένα μεταφράστηκε από την Helene Frolova (μεγαλύτερη αδελφή του Σερζ). Σ τη συνέχεια το Void ce t/u'on a fa it d e la Georgie (1929), Russie (1930), Staline (1935), με τη σφραγίδα της αφέλειας και της τυφλότητας, αντιμετωπίστηκαν είτε με φιλοφροσύνη είτε με κακοπιστία. Μόνον ο P. Baudorre στο Barbusse. Le pourfendeur d e la grande guerre (Παρίσι, Flammarion, 1995) εμφανίζεται κριτικός· Η. Vidal (Henri Barbusse. Soldat d e la paix, Παρίσι, EFR, 1953), V. Brett (Henri Barbusse ecrivain combattant, Παρίσι, 1994), διέδωσαν μιαν αγισγραφική ει κόνα καμωμένη από πιστούς οπαδούς.
750
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
45. Monde, «Εβδομαδιαία επιθεώρηση λογοτεχνίας, τέχνης, επιστημών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων», κυκλοφόρησε από τον Ιούνιο του 1928 μέχρι τον Οκτώβριο του 1935. Το όνομα του Σερζ δεν εμφανίστηκε ποτέ α νάμεσα «στα ιδρυτικά μέλη». Αυτός και οι φίλοι του (Μ. Παζ, Α. Πουλάιγ, Λ. Βερτ, Α. Ρόσσι, κ.λπ.) συνεργάστηκαν για ένα διάστημα εκεί). Ο ρόλος της Στάσοβα επιβεβαιώνεται από τους V. Loupan και P. Lorrain, L’argen d e Moscou. L ’histoire la plus secrete du PCF, Παρίσι, Plon, 1994. 46. To Clarte γνώρισε πολλές μεταβολές και διαφορετικές επιτροπές σύ νταξης. Ο Σερζ συνεργάστηκε εδώ από το 1922 μέχρι τον Ιανουάριο του 1926, από τον Ιούλιο του 1926 μέχρι τον Ιανουάριο του 1928. Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1928, η επιθεώρηση γίνεται το Im lulte d e Classes, όργανο της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης. » 47. Serge, «Vers (’industrialisation», Clarte, αρ. 15 και 16 Νοεμβρ. 1927Ιαν. 1928, σ. 436-442 και 485-491. 48. Serge, «La lutte des classes dane la revolution chinoise», Clarte, αρ. 9, 11-14, Μάιος-Οκτ. 1927. 49. «Canton (11-13 Δεκ. 1927)», «υπογρ. Paul Sizoff» (ψευδ. του Μισέλ Κολλινέ), L a lutte des Classes, αρ. 1, Φεβρ.-Μάρτιος 1928, σ. 13-19. 50. Ρύλε, σοσιαλδημοκράτης, στη συνέχεια σπαρτακιστής, ριζοσπαστι κός της αριστεράς, κομμουνιστής της αριστεράς, τελικά σοσιαλδημοκράτης, ένας από τους οργανωτές της Επιτροπής Ντιούη (έρευνα για τις δίκες της Μόσχας). Μετανάστευσε στο Μεξικό το 1936. Βλ. το Karl Marx του, Πα ρίσι, Grasset, 1933. 51. Γύρω στις 15 Ιανουαρίου 1928 (βλ. επιστολές του Σερζ της 1ης Ιου λίου 1928, και στις 4 και 22 Αυγούστου 1928 στον Μπαρμπύς, Les Humbles, Παρίσι, αρ. 8 και 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1937, σ. 6-15). 52. Ο Σερζ έχει μεταφράσει τουλάχιστον τους τόμους 7, 13 και 20 των CEuvres completes, Παρίσι, ESI, 1928. Το όνομά του «παραλείφθηκε» από άλλους τόμους... 53. Συνελήφθη στις 23 Απριλίου 1928, φυλακίστηκε τριάντα έξι μέρες (εκ των οποίων οι είκοσι πέντε σε απόλυτη μυστικότητα). Βλ. Souvarine, Hull. Comm., αρ. 27-28, Απρίλιος-Ιούλιος 1928, σ. 445. L a lutte des Classes, αρ. 4, Ιούνιος 1928.
Κ εφ άλαιο 7. ΤΑ Χ ΡΟ Ν ΙΑ Τ Η Σ Α Ν Τ ΙΣ Τ Α Σ Η Σ 1. Ο Νιν απελάθηκε από την ΕΣΣΔ το 1930. 2. Ν.Ν. Ιμμερ (Σουχάνοφ) εξέδωσε το 1922 τους 7 τόμους των «Memoires» του για την επανάσταση του 1917. Μτφρ. γαλλ. συντμ.: L a Revolution russe, Παρίσι, Stock 1965.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
751
3. Ο Ριαζάνοφ συνελήφθη κοα διεγράφη από το κόμμα το 1931 (αντικαταστάθηκε στο Ινστιτούτο από τον Αντοράτσκι). Συγγραφέας του Marx et Engels, Παρίσι, ESI, 1927. 4. Ι.Ν. Σμιρνόφ, επονομαζόμενος «η συνείδηση του κόμματος» και «ο Λένιν της Σιλεσίας» διεγράφη το 1927, εξορίστηκε στη Σιβηρία, συνδέθη κε με τον Στάλιν στο τέλος του καλοκαιριού του 1929 και επανεντάχθηκε. Το 1931 συνάντησε τον Λέοντα Σέντοφ στο Βερολίνο και έστειλε ένα άρ θρο στο Bulletin d e l'Opposition. Συνελήφθη την 1η Ιανουαρίου 1933, κατα δικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. Την εποχή της δίκης του 1936 κατα δικάστηκε σε θάνατο και αρνούμενος να κάνει αίτηση χάριτος, εκτελέστη κε τον Αύγουστο. 5. Ιβάν Σμίλγκα (1892-1938) ήρθε το 1929 σε συμφωνία με τον Ράντεκ και τον Πρεομπραζένσκι. 6. Εξορισμένος από την ΕΣΣΔ στις 20 Ιανουαρίου 1929, ο Τρότσκι οδηγήθηκε από την Γκεπεού στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Φεβρουαρίου 1929. Από τις 7 Μαρτίου 1929 ως τις 17 Ιουλίου 1933 στο τούρκικο νησί της Πριγκήπου (στη θάλασσα του Μαρμαρά). 7. Νικολάι Μουράλοφ (1877-τουφεκίστηκε το 1937), διεγράφη το 1927, εξορίστηκε, υπέγραψε μαζί με τον Ρακόφσκι τη διακήρυξη της αντιπολί τευσης στο Δέκατο έκτο Συνέδριο (26 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1930). Απελευθε ρώθηκε και αρνήθηκε να επιτεθεί στον Τρότσκι απαρνούμενος κάθε πολιτι κή δραστηριότητα. 8. Σοσνόφσκι (1890-1936), μέλος της αντιπολίτευσης του 1923, μετά την ενωμένη αντιπολίτευση, προσωπικός φίλος του Τρότσκι. Διεγράφη το 1927 και εξορίστηκε: γράφει τότε τα l i t r e s d'exil που του στοιχίζουν έξι χρόνια απόλυτης απομόνωσης. Συνθηκολόγησε το 1934. Εξαφανισμένος... 9. Σαπρόνοφ, μέλος της ενωμένης αντιπολίτευσης, διεγράφη το 1927, κοα ξανά το 1932, πέθανε στη φυλακή. Β.Μ. Σμιρνόφ, μπολσεβίκος το 1906, διηύθυνε την εξέγερση του Οκτώβρη στη Μόσχα. Κομμουνιστής της ocptστεράς, συγγραφέας μαζί με τον Σαπρόνοφ της «πλατφόρμας των δεκαπέ ντε», μέλος της αντιπολίτευσης από το 1923, διεγράφη από το κόμμα τον Δεκ. του 1927. Κατήντησε τυφλός μετά από εγκλεισμούς και απομονώσεις, ακατάβλητος μέχρι τέλους. 10. Γκερασίμ (Παναίτ Ιστράτι, 1884-1935), Ρουμάνος κοα Γάλλος συγ γραφέας, δημοσιογράφος, αφηγητής, έμεινε στην ΕΣΣΔ από τον Οκτώβριο του 1927 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1929. Συνδέθηκε με φιλία με τον Σερζ και τους Ρουσακόφ, και τους υπερασπίστ ηκε (βλ. την τριλογία του, ήδη έ χει αναφερθεί). Βλ. τη συλλογή του Ια·pelerin du capur (Παρίσι, Gallimard, 1984), Le vagabond du mondr (Bassac, Plein chant, 1989). Γ ι’ αυτόν, Cahiers Panail Istrata (κυρίως το τεύχος 11, 1994: 16 μήνες στην ΕΣΣΔ, με στοιχεία από τον S. Feodossiev)- M. Jutrin-Klener, PanaU Istrati. Un chardon deracine.
752
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Παρίσι, Maspero, 1970. Β. Souvarinc, Panail Istraü et le communisme, Παρί σι, Champ libre, 1981 (ξανά στο Souvenirs, Παρίσι, C. Lebovici, 1985). 11. Βλ. Serge, Destin d ’une Revolution, IJAn 1 d e la Revolution Russe, II, σ. 63-64. «L’execution du comle Mirbach, ambassadeur d'Allemagne», la VO, Παρίσι, αρ. 72, 73 και 75, Σ επτ.-Ο κτ. 1920: λεπτομερής αφήγηση της α πόπειρας από τον ίδιο τον Μπλούμκιν. 12. Βλ. Serge, «Mocurs florentines», L a Fleche, Παρίσι, αρ. 39, 14 Noεμβρ. 1936, σ. 3 και « Deux documents» στο De U n in e ä StaJine, Crapouillot, Παρίσι, σ. 55-59. 13. Σύρτσοφ (1893-1937;), τιτλούχο μέλος της Κεντρ. Επιτροπής και α-, ναπληρωματικό του Πολιτικού Γραφείου το 1930. Οργανωτής μαζί με τον Λομινάντζε μιας προσπάθειας για μια εκ των άνω ((επανάσταση». 14. Ριούτιν, δεξί χέρι του Νικολάι Ουλιάνοφ, εξουδετερώθηκε αφού έ κανε την αυτοκριτική του. Εξαφανίστηκε την εποχή των δικών της Μό®χ«ς· 15. Ε μ. Γιαροσλάβσκι (1878-1943), εξελέγη στην κεντρική επιτροπή ε λέγχου και έκανε τις αναφορές ενάντια στην ενωμένη αντιπολίτευση. « Ε π ί σημος ιστορικός» σε δυσμένεια από το 1932. 16. Κυρίαρχο όργανο του εξόριστου Τρότσκι. Μηνιαίο στα ρωσικά, αρ χικά εκδίδονταν στο Βερολίνο και μετά στο Παρίσι (κάτω από τη διεύθυν ση του Λέοντα Σέντοφ) και τέλος στη Νέα Τόρκη από τον Ιούνιο του 1929 μέχρι τον Αύγουστο του 1941. 17. Τέλος Μαίου-αρχές Ιουνίου. 18. Αυτές οι ιδέες σχετικά με το μυθιστόρημα αναπτύσσονται σε μια ε πιστολή τεσσάρων σελίδων που στέλνονται από το Όρενμπουργκ στις 23 Δεκεμβρίου 1933 στον φίλο του μυθιστοριογράφο και ποιητή, τον Βέλγο Πλισνιέ. 19. Γράφτηκε το 1929-1930. 20. Γράφτηκε το 1930-1931. Γ ι’ αυτά τα τρία πρώτα μυθιστορήματα ο Μ. Μαρτινέ υπήρξε ένας γνωστικός και πολύτιμος «αναγνώστης» που επέβλεψε τα πάντα. 21. Ντος Πάσος (1896-1970) για καιρό στρατευμένος στην αριστερά (υ περάσπιση του Σάκκο και του Βαντσέττι) συγγραφέας μυθιστορηματικών τριλογιών: Ο 42ος παράλληλος, 1919, Το χοντρό χρήμα, με σημαντικές τ ε χνολογικές καινοτομίες. Β λ. J.-P. More), J oh n dos Passos, Παρίσι, Beiin, 1998, και Dos Passos-Manhattan transfer, Παρίσι, PUF, 1990. Είναι ο φίλος του A. Πουλάιγ προς τον οποίο απηύθυνε το M anhattan transfer. 22. Μαρτινέ (1887-1944), για ένα διάστημα λογοτεχνικός διευθυντής της IH um a., διευθυντής συλλογής στον Rieder. Ποιητής και δραματουργός: Temps maudits. Im \uit, Παρίσι, συλλ. «10/18», αρ. 1002. Δοκιμιογράφος: Culture proletarienne, Maspero, 1976. Ντυαμέλ (1884-1966), γιατρός, μύθι-
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
753
στοριογράφος: Salavin (1920-1932), Les p asquier (1933-1941). Βερτ, δημο σιογράφος, μυθιστοριογράφος. Όλοι αλληλογραφούσαν με τον Σερζ και τον υπερασπίζονταν (άρθρα, διαβήματα κ.λπ.). 23. Η Europe δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1923 (με τη στήριξη του Ρομαίν Ρολλάν). Κυριότεροι Γάλλοι συνεργάτες: Ντυαμέλ, Μαρτινέ, Βερτ, Λ. Ντυρταίν, Ζ .-Ρ . Μπλοχ, Π. Ιστράτι, Ζ. Γκεεννό, Π. Νιζάν, Λ. Μπαζαλτζέτ, Λ. Γκιγιού, και Βικτόρ Σερζ (του οποίου εξέδωσε το μυθιστόρη μα VUle conquise, αρ. 113-117, Μάιος-Σεπτ. 1932). 24. Έ τσ ι, για παράδειγμα, η πικρόχολη σημείωση του φιλόσοφου-κοινωνιολόγου Ανρύ Λεφέβρ (1901-1991) για την VUle conquise όπου υπάρχουν υπαινιγμοί για τη «συμμορία του Μποννό». 25. Βλ. τη σημ. 8 του κεφ. 6, στο πρώ το μέρος του Destin d ’une revolution [Η μ οίρα μ ιας επανάστασης], 26. Άβερμπαχ, πολύ δογματικός κριτικός που υποστηρίζει μια «κατευθυνόμενη» λογοτεχνία, εμψύχωσε από τον Φεβρουάριο του 1926 μέχρι τον Απρίλιο του 1932 την VAPP (Πανρωσικός σύνδεσμος προλετάριων συγγρα φέων, που έγινε το 1928 RAPP, Ρωσικός σύνδεσμος προλετάριων συγγρα φέων). Βλ. την πρόζα του και την αυτοκριτική του στη γαλλική έκδοση των σοβιετικών επιθεωρήσεων Im litterature de la revolution m ondiale (19311932) και Im litterature internationale (1933 και εξής). Βλ. J.-P. Morel, L · roman insupportable: L’internationale litteraire et la France (1920-1932), ό.π. 27. Εκδόθηκε με τη φροντίδα του Α. Πουλάιγ στη Librairie Valois, συλλ. «Ix?s cahicrs bleus», Παρίσι, Απρίλιος 1932. Από τον τίτλο του φανε ρώνει την αλληλεγγύη του στον Τρότσκι. 28. Γ ι’ αυτούς βλέπε τις μελέτες του Serge στα έντυπα Clarte, l'Humanite, Monde, Europe, κ.λπ. Όλα στην επανέκδοση του Litterature et Revolution με τη φροντίδα μας το 2001-2002. 29. Βλ. iiSur la creation litterairen, «Diffiailtös d’ecrire», « fierivains russes», στα Carnets, Παρίσι, Julliard, 1952' Actes-Sud, 1986. 30. Βλέπε τη σημ. 2 του κεφ. 6, στο πρώτο μέρος του Destin d ’une revolution. 31. Συγγραφείς αξιόλογοι, αυθεντικοί, ανατρεπτικοί, ανεξάρτητοι, θαρ ραλέοι, Ε. Ζαμιάτιν (1884-1937) και Μπόρις Πιλνιάκ (1894-1938) διασύρθηκαν το 1929 διότι είχαν εκδώσει στο εξωτερικό, ο ένας το Ε μ είς (αντιουτοπικό προφητικό μυθιστόρημα με τον ανατρεπτικό του ήρωα τον «Ευερ γέτη»), ο άλλος τη νουβέλα του Το δ άσ ος των νησιών. Το Π αραμ ύθι της άσ β εστη ς σελήνης του Πιλνιάκ το 1926, θεωρήθηκε από τον Α. Βορόνσκι ως «μία σκόπιμη συκοφαντία του κομμουνιστικού μπολσεβίκικου μ ας κόμ ματος» (Ν όβι Μιρ, Ιούνιος 1926). Ο Ζαμιάτιν μπόρεσε να μεταναστεύσει στο Παρίσι, αλλά ο Πιλνιάκ λογοκρινόταν, στη συνέχεια συνελήφθη, κατα δικάστηκε και εκτελέστηκε. Βλ. Autour d e Zamiatine (συνέδριο του Ιουνίου
754
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
1987 στη Λωζάννη), και ακολούθησε το Merits oublies, Λωζάννη, L’Äge d’Homme, 1989' Zamiatine, L e metier litteraire, ό .π ., 1990" Nous autres, Πα ρίσι, Gallimard, 1929, 1971’ M. Boulgakov και E. Zamiatine, Lettresä Statine, Παρίσι, Solin, 1989' V. Chentalinski, L a p a role ressuscitee, Ποφίσι, R. Laffont, 1993, σ. 214-239 (δίκη του Πιλνιάκ, ο δεσμός του με τον Σερζ)· J.Ρ. Morel, ό.π. σημ. 26 εδώ. 32. Εκδομένο από τον A. Rosmer με τον τίτλο «Sur le suicide de Maiakovski», L a verite, organe d e la Ligue Communiste «Opposition», Παρί σι, αρ. 35, 9 Μαίου 1930, σ. 2. Βλ. L. Troteki, Α. και M. Rosmer, Correspondance 1929-1939, με σημειώσεις και παρουσίαση από τον Ρ. Brouc, Ποφίσι, Callimard, συλλ. «Temoins», 1982, σ. 145-147. V.S., «Mayakovsky», Clarte, αρ. 69, 1η Δεκ. 1924, σ. 504-508. 33. Το 1936-1937 παρόλο που είναι πιο νέος από τον Ζιντ και τον Ντιούη, ο Ρομαίν Ρολλάν έγινε «συνοδοιπόρος», προδίδοντας τη θρυλική του «πνευματική οτνεξοφτησία». Βλ. D. Caute, 77ie Fellow-travellers, Νέα Υόρ κη, Macmillan, 1973 (γαλλ. μτφρ. Les Compagnons d e Route 1917-1968, Πα ρίσι, R. Laffont, 1979) κοα L e Comnumisme et les intellectuels frangais 19141966, Ποφίσι, Callimard, 1967. 34. Βλ. N. Gourfinkel, G orki p a r lu im em e, Le Seuil, 1967' C. Alexinsky, Maxime Gorki, Ποφίσι, Arthaud, 1950' A. Vaksberg, L e Mystere Gorki, Πα ρίσι, A. Michel, 1997' V. Chenlaliski, L a p arole ressuscitee, ό.π .' Les surprises d e L a Lioubanka, NouveUes decouvertes, ό.π., 1996. 35. Ποφίσι, εκδ. Du Carrefour, 1931. Για τις σχέσεις Σερζ - Πιλνιάκ, βλέπε V. Chcntaliski, ό.π . V.S., «Boris Pilniak», Clarte, οφ. 36, 20 Μαίου 1923, σ. 272-275. 36. Μυθιστόρημα εκδομ. από τον Callimard, Παρίσι, 1937, μετά σε ολο κληρωμένη εκδοχή από τη Livre Club Diderot (Ποφίσι, 1975). Το εν λόγω ι στορικό μυθιστόρημα είνοα Το Ψ ω μ ί [Χλιεμπ] που εμφανίστηκε το 1937, και χαρακτηρίστηκε από τον C. Nivat ως «εντυπωσιακό προϊόν κολακείας και κυνισμού» (Histoire d e la lilterature russe. L e XX siecle, ό.π., σ. 533). 37. Για τον Μπέλυ βλ. εδώ σ. 954, σημ. 86, κεφ. 4. Φ. Κούζμιτς Τ ετέρνικοφ (Σολογκούμπ) 1863-1927, συμβολιστής ποιητής, μυθιστοριογράφος: Ιλ> demon mesquin (1905), Ποφίσι, Bossard, μετά Callimard, 1922. L’Äge d'llomine, 1977. 38. Για τις ESI (Ποφίσι) ο Σερζ μετέφρασε το 1928 πολλούς τεράστι ους τόμους των (Fuvres completes του Λένιν L e Ciment, του Φ. Γκλάντκοφτο 1929, Precis d'economie politique των I. Λάπιντους κοα Κ. Οστροφιτιάνοφ, το 1933, το Hydrocentrale της Μ. Σαγκινιάν, Terres defrichees [Sbχερσωμένη yq] του Μ. Σολόχοφ. Σύμφωνα με τον J. Meenil (Im Rev. prolet., οφ. 175, 25 Μαίου 1934) αυτή η τελευταία μετάφροιση δεν του πληρώθηκε ποτέ!
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
755
39. Βεσιόλυ (1898-1939;), «προλεταριακός)) μυθιστοριογράφος, κοντινός (στο ύφος) με τους Μπέλυ και Πιλνιάκ: L a Russie baignee d e sang (1932), 1 * Pays natal (1927), Les Fleuves d e fe u (1924). 40. A.N. Αφινογκένοφ (1904-1941), διαμορφώθηκε από το ρεύμα της «προλεταριακής κουλτούρας» [«Προλέτκουλτ»] και έγινε γνωστός από το κομμάτι του Ο Φ όβος [Στραχ, 1931]. Λάθος του Σερζ: To Les aristocrates lAristokraty, 1936] είναι του Νικολάι Πογκόντιν (1900-1962). Βλέπουμε τους καταδικασμένους σε καταναγκαστικά έργα να χτίζουν το κανάλι της Λευ κής θάλασσας «αποκατεστημένους» από την εργασία... 41. Τόλλερ (1893-1939), φυλακίστηκε ως σπαρτακιστής, ποιητής και δραματουργός εξπρεσιονιστής. Γαλλ. μτφρ.: Les poem es d e la prison, Hinkemann, Masse, Παρίσι, Les Humbles. 42. Σ τη I ’Huma. στις 3 Μαρτίου 1937 θα πρέπει να αναπαράχθηκε και να διαδόθηκε αυτή η υποψία... για αντίποινα ενάντια στην καταγγελία για τις δίκες της Μόσχας αϊτό τη μεριά του Σερζ! Και ξανάφεραν στην επιφά νεια επίσης την υπόθεση της «συμμορίας του Μποννό». Το όνομα του Σερζ απαλείφτηκε, ή εξαφανίστηκε άγαρμπα από τα διαφημιστικά φυλλάδια των έργων που είχε ο ίδιος μεταφράσει... 43. Ο Γκόρκι εξαφάνισε τη σελίδα όπου γινόταν αναφορά στον Τρότσκι για να εξαφανίσει και το εγκώμιο που του γινόταν από τον Λένιν. Σύμ φωνα με τον Σουβάριν, τα Ά π αν τα του Γκόρκι «αποκαθάρθηκαν» στην ΕΣΣΔ (και στη Γαλλία από τον εκδότη τους -^τον σταλινικό- Jean Perus στον οποίο οφείλουμε επίσης τη Correspondance Rolland - Gorki 1926-1936, Παρίσι, A. Michel, 1991). 44. Ο Π. Πασκάλ και η γυναίκα του Τζέννυ Ρουσάκοβα (αδελφή της Λιούμπα) έφτασαν στο Παρίσι στις 8 Μαρτίου 1933, ημερομηνία στην ο ποία έγινε η σύλληψη του Σερζ... Προσπάθησε μάταια να δημοσιεύσει στο NRF έναν φάκελο με έγγραφα για τον Σερζ: ο Ζ. Πωλάν ήταν σύμφωνος αλλά δεν έδινε τη συγκατάθεσή του ο Α. Ζιντ. Περιέργως το κείμενο υ πάρχει στα αρχεία της Καγκεμπέ... Ποιος ήταν, άραγε, ο πληροφοριοδότης στους κόλπους της επιθεώρησης; 45. Ο Ρόσσι εγκατέλειψε την ΕΣΣΔ στις αρχές του 1929 και διεγράφη τον Ιούνιο. 46. Πρόκειται για τον Παλμίρο Τολιάττι (1893-1964) που έγινε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν με το ψευδώνυμο Έρκολι. 47. Στην πραγματικότητα εγκαταστάθηκε και έζησε στο Ισραήλ, όπου και εξέδωσε τις αναμνήσεις της: One long night, Λονδίνο, 1978. 48. Χωρίς νέα από τον άνδρα της, Πλάτωνα Βολκόφ, έχοντας φυμα τίωση, αυτοκτόνησε στο Βερολίνο στις 5 Ιανουαρίου 1933. 49. Υπαινιγμός ^προαγγελτικός- για τη δολοφονία του Κίροφ την 1η Δεκεμβρίου 1934.
756
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
50. Βλ. P. Istrati, «L'affaire Roussakov ou l’UKSS d’aujourd’hui», NRF, Παρίσι, αρ. 193, Οκτ. 1929 (επανάλ. στο Vers l ’a u treflam m e, τόμ. 1, Πα ρίσι, Rieder, 1929, σ. 205-280. Βελτιωμένη έκδοση, Παρίσι, 1980, συλλ. «10/18», αρ. 1360, σ. 149-195' Magd. Paz, «1,'affaire Victor Serge», l^ s cahiers des droits d e l'homme, Παρίσι, αρ. 46, 10 Ιουνίου 1933). 51. Πρόκειται για τον δρ Νικολάενκο, αναφ. παραπάνω και από τον Ρ. Pascal στο Jou rnal του, τόμ. 2 και τόμ. 4. 52. Σύμφωνα με τον Wollenberg, ό .π ., σ. 443 υπήρχαν δύο Νικολάγεφ. 53. Ο Ρ. Ρολλάν τον ενεθάρρυνε να γράψει, προλογίζοντας το Kyra Kyralina (Παρίσι, Rieder, 1924), και τον επονόμασε «Ο Βαλκάνιος Γκόρ κι». 54. Σ τη λέξη «χαϊντούκ» περιλαμβάνεται ο ληστής, ο κριτής, ο κοντοτιέρος, ο επαναστάτης, ο ίδιος ο πατριώτης. Για τον Ιστράτι ο όρος χρη σιμοποιείται για κάθε έναν που είναι ανεξάρτητος και εξεγερμένος ενάντια σ ’ αυτό που τον ορίζει. 55. Η τριλογία Vers l ’autreflam m e: apres seize mois en liRSS, Soviets 1929, L a Russie nue. Ο τόμος 2 είναι του Σερζ, και ο 3 είναι του Σουβάριν. Βλ. τα Cahiers Istrati αρ. 11, 16 mois en URSS, Βαλέντσια, 1994 (φάκελος που καταρτίστηκε από τον Φεοντόσιεφ). 56. V. Figner, Memoires d'une revolutionnaire, ό.π. (μέρη I και II' μόνον η γερμανική έκδοση Nacht über Russland, Βερολίνο, Malik Verlag, 1928, εί ναι ολοκληρωμένη. 57. Αίτημα που υποβλήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1932 στο Τμήμα Αλλοδαπών του Σοβιέτ του Λένινγκραντ. Απερρίφθη στις 10 Οκτωβρίου χωρίς καμιά εξήγηση. Ε ξ ου και μια επιστολή στην Κεντρ. Επιτροπή των Σοβιέτ στις 16 Οκτ. 1932. Η ίδια σκοτεινή απόρριψη με ημερομηνία 31 Δε κεμβρίου 1932 αλλά παρελήφθη στις 16 Ιανουαρίου 1933. 58. Παρουσιάστηκε σαν «ομολογία πίστης» του (αποσπ. στο Rev. prolet., αρ. 152, 25 Μαίου 1933 και Masses, αρ. 8, Ιούλιος-Αύγουστος 1933) μετά με τον τίτλο «Tout est mis en question» (ολοκληρ. κείμενο στο 16 fusilles ά Moscou), η επιστολή φεύγει από τη Μόσχα την 1η Φεβρουαρίου 1933. Έ ξι εβδομάδες αργότερα ο Σερζ συλλαμβάνεται, κρατείται μυστικά, κ.λπ. 59. Αρχές Απριλίου 1933, σύμφωνα με τον φίλο του Α. Πουλάιγ. Βλ. «l'affaire Victor Serge», L · Peuple, Παρίσι, 10 Οκτ. 1933.
Κ εφ ά λ α ν 8. ΤΑ Χ Ρ Ο Ν ΙΑ Τ Η Σ Α ΙΧ Μ Α Λ Ω Σ ΙΑ Σ 1. Ο Ρακόφσκι στην αρχή εξορίστηκε στο Αστραχάν, μετά έζησε φυλακι σμένος στο Μπεραούλ του Καζακστάν υπό τρομερές κλιματικές συνθήκες...
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
757
2. Ο Νιν απελάθηκε από την ΕΣΣΔ το 1930 και ξαναγύρισε στην Ισπα νία όπου και φυλακίστηκε άπειρες φορές κυρίως το 1933. 3. Η Ανίτα Ρουσάκοβα (1906-1993), όταν ανακρίθηκε από τον δικαστή Ρουτκόφσκι που την κατηγορούσε για τροτσκιστικές δραστηριότητες και συνενοχή με τον «Κιλμπάτσιτς», δεν έπεσε σε καμιά παγίδα, δεν συναίνεσε σε καμιά συνθηκολόγηση ούτε σε καμιά χειραγώγηση. Καταδικάστηκε στις 13 Μαίου 1933 σε δύο χρόνια φυλακή. Το κλειστό τού χαρακτήρα της και το ιδιαίτερο θάρρος της το 1936 τής στοίχισαν τότε τον εκτόπισμά της στο Γκουλάγκ. Είναι λάθος που παρουσιάζεται σαν ένα τρομαγμένο πρό σωπο: ήταν η πιο αποφασισμένη και η πιο ανθεκτική από τις αδελφές Ρου σάκοβα. Ευθεία και λαμπερή μέχρι τον θάνατό της. 4. Ο Σερζ μεταφέρθηκε στις 8 Ιουνίου 1933 στο Όρενμπουργκ. Η γυ ναίκα του και ο γιος του τον ακολούθησαν στο τέλος Ιουλίου. 5. Αυτόν που ο Σερζ αποκαλεί Π έτκα (υποκορ. του Πιοτρ). 6. To Torgsin φαίνεται, σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, να μη χρησίμευσε παρά στο να εισέρχεται ξένο συνάλλαγμα... 7. Το πρώτο Les hommes perdus (στην αρχή με τίτλο Freres marts) ολο κληρωμένο. Το δεύτερο L’an II de la Revolution russe πάντα παράνομα κα τακρατημένο στη Ρωσία. 8. Ο Βασίλι I. Τσαπάγεφ (1887-1919) υπήρξε στη διάρκεια του εμφυ λίου ένας από τους σημαντικούς αρχηγούς του Κόκκινου Στρατού πολεμώ ντας την Τσεχοσλοβακική λεγεώνα και τον Κολτσάκ. 9. Αν ο Ρομαίν Ρολλάν έπεισε την εύπιστη σύζυγό του Μαρία Κουντάτσιβα ότι το Όρενμπουργκ ήταν ένας «τόπος παραθερισμού» καθαρός και ακίνδυνος, δεν μπόρεσε να πείσει όμως τους παλιούς φίλους του Μ. Μαρτινέ και Ζ. Μεσνίλ. 10. Μυθιστόρημα που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1939. Συμπληρώ θηκε από το «Les deporlcs d’Orcnbourg», Cahiers Leon Trotsky, αρ. 7-8, 1981, σ. 221-228. 11. Για τους Φ. Ουπστάιν, Λ. Σβάλοβα, Β. Πανκράτοφ, Έλτσιν, Πέβτσνερ, Μπυκ, Ααχοβίτσκι, Σαντάλοφ, τροτσκιστές αντιπολιτευόμενους, βλ. Serge, «Les deportee d’Orenbouig», Μάιος 1936, δημοσ. ανολοκλήρωτο στο τεύχος αρ. 51, Ιουλίου-Αυγαύστου 1936, του Bulletin d e l ’Opposition (στα ρωσικά, Παρίσι) και ολοκληρωμένο στα Cahiers U-on Trotsky, Παρίσι, αρ. 7-8, 1981, σ. 221-228. Τα άλλα τεύχη είναι πλούσια σε πληροφορίες και βιογραφικά. 12. Στην πραγματικότητα ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1938. Ο Σερζ εδώ υπαινίσσεται τη συνειδητοποίηση και την αναγκαιότητα μιας Τετάρ της Διεθνούς, πράγμα που ο Τρότσκι εκφράζει επίσης σε ένα τεύχος του Bulletin de l ’Opposiüon: «Το πρόβλημα δεν είναι να “ανακοινώσουμε" αμέ σως νέα κόμματα και μια ανεξάρτητη Διεθνή, αλλά να τα “προετοιμάσου με”», 15 Ιουλίου 1933: πρώτος υπαινιγμός για την Τετάρτη Διεθνή.
758
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
13. Τα πρώτα προβλήματα ξεκίνησαν γύρω στο 1930. Τότε χαρακτηρί στηκαν «σχιζοφρένεια», σήμερα θα ονομαζόταν μάλλον «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση». Οι διοικητικές και αστυνομικές καταδιώξεις που ήταν συνεχείς επιβάρυναν την ψυχική της κατάσταση που ήταν ευαίσθητη. Η Λιούμπα νοσηλεύτηκε από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1934 στο Λένινγκραντ. 14. Τρεις εστίες εξέγερσης ξέσπασαν ενάντια σε μια κυβέρνηση της δε ξιάς στη Βαρκελώνη, στη Μαδρίτη και στις Αστουρίες, και μόνον αυτή η τελευταία που πραγματώθηκε μέσα από την ένωση, επέτρεψε να εγκαθιδρυθεί από τις 6 μέχρι τις 13 Οκτωβρίου μία «Κομμούνα», αλλά όλα κα τέληξαν σε αποτυχία μέσα από μια αιματηρή ήττα. 15. Κίροφ, γραμματέας του ΚΚ το 1934, δολοφσνήθηκε από τον κομ μουνιστή Νικολάγεφ την 1η Δεκεμβρίου. Αυτή η δολοφονία χρησίμευσε ως πρόσχημα στον Στάλιν για μια σειρά εκκαθαρίσεων και δικών. 16. Πρόκειται για το «σταλινικό Σύνταγμα του 1936». 17. Κανένα ίχνος αυτής της «συμφωνίας» στα αρχεία (στο προσβάσιμο κομμάτιI) του Ρ. Ρολλάν «υπό τη διαχείριση» της χήρας του (1895-1985) μέχρι τον θάνατό της. Οταν τη ρωτήσαμε εμείς (ενώπιον μαρτύρων στις 30 Οκτωβρίου 1974), προφασίστηκε ότι δεν είχε παρά μόνον μια κάρτα με ευχαριστίες και ημερομηνία του 1936... Στην πραγματικότητα οι ((δύσκο λες» αλληλογραφίες καθυστερούσαν όσο γίνεται (αυτές με τον Ιστράτι, τον Γκόρκι) ή πάγωναν (αυτές με τους Ζ. Μεσνίλ, Μ. Μαρτινέ). 18. 4, 5, 6 Αυγούστου 1934 στο Μονπελιέ. Ο Ρώσος αντιπρόσωπος Λιτβίν επιβεβαιώνει την «υπερηφάνειά του που είναι σταλινικός», αρνείται να απαντήσει στον Λ. Μπονέ που θέτει μαζί με τον Μ. Ντομανζέ μία πρότα ση υπέρ του Β. Σερζ: 242 υπέρ, 170 κατά και 22 αποχές. 19. Το συνέδριο της Ρεμς έγινε από τις 5 μέχρι τις 7 Αυγούστου 1933 (και όχι 1935). Ρώσοι αντιπρόσωποι: ο παιδαγωγός Σάτσκυ και ο γραμμα τέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τη διδασκαλία Λιτβίν, που ξεσκεπάζε ται. Βλ. Φ. Μπερνάρ, Λ. Μπουέ, Μ. Ντομμανζέ, Ζ. Σερρέ (μέλη της Ομο σπονδίας), L e syndicalisme dans I’enseignement. Histoire d e la Federation de l'enseignement des origines ä l ’unificalion d e 1935, Γκρενόμπλ, συλλ. «Documents» του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών, 3 τόμ., 1938, παρου σίαση και σημειώσεις από τον P. Broue. 20. Βλ. M. Paz, «L’affaire Victor Serge», Les cahiers des droits d e l'homnw, op. 46, 10 Ιουνίου 1933, σ. 363-366. 21. Im Revolution proletarienne. Revue bi-mensuelle syndicaliste revolutionmure, Παρίσι, εμψυχωμένη από τον P. Monatte (βλ. «Liberte pour Victor Serge!», αρ. 188, 10 Δεκ. 1934), δημοσίευσε αποσπάσματα επιστολών, άρ θρα του Ζ. Μεσνίλ, και της Μ. Παζ, κυρίως. To L’ecole em ancipee, κάτω από τη διευθυνση των Λ. και Ζ. Μπουέ, δημοσίευσε κείμενα και επιστο λές του Σερζ και δέχτηκε διαμαρτυρίες και παράπονα. To Le com bat
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
759
marxiste που διευθ. από τους Λ. Λωρά και Σ. Ραποπόρ δημοσίευσε (οφ. 21-22, 1935, σ. 28) μια επιστολή του γιου του Σερζ στη διεθνή ειτιτροη,ή βοήθειας στα παιδιά και προκάλεσε διάφορες ενέργειες. To Les Humbles με τη διεύθυνση του Μ. Βουλλένς (κοα τη συνεργοκτία του Μ. Παφιζανίν) ανοψετάδωσε επ ίση ς τις ενέργειες κοα τις διαμαρτυρίες από το 1933 έως τον Απρίλιο 1936. Σ ’ αυτή την ημερομηνία δημοσίευσε επιστολές και άρθρα. 22. Μέλη της «Επιτροπής Βικτόρ Σερζ» που δημιουργήθηκε από την Μ. Παζ τον Ιούνιο του 1933. Στις 11 Ιουλίου 1933 με πρωτοβουλία της, α νοιχτή επιστολή στον Μπαρμπύς για τη σιωπή της Monde. Μωρίς Ντονζέλ (Μ. Παριζανίν, 1885-1937) κοεθηγητής ρωσικών, Γάλλος κριτικός, μεταφροιστής του Λένιν και του Τρότσκι, συνεργάτης στο Humbles. Βλ. Serge, «Deux rencontres», Les Humbles, Ποφίσι, τετράδια 8 μέχρι 12, ειδι κό τεύχος λ M aurice Parijanine, Αύγουστος-Λεκέμβριος 1938 (ξοινά στο Temoins, Ζυρίχη, οφ. 23, Μάιος 1960). Σουβάριν, εκτός από «Victor Serge condamne», L e travaiUeur, Μπελφόρ, οφ. 57, 17 Ιουνίου 1933, σ. 1, δημοσί ευσε στην επιθεώρησή του L a critique sociale, οφ. 8, Απρίλιος 1933, σ. 103: ένα «Manifeste du Cercle communiste democratique»' σ. 194, μια «Έκκλη ση» υπογεγραμμένη από τους Ζ. Μπατάιγ, Λ. Λωρά, Ζ. Μεσνίλ, Π. Πασκάλ, Μπ. Σουβάριν. Σ το τεύχος 9, Σεπτ. 1933, σ. 144, μια οτνοορορά στο Ville Conquise από την Κ. Αράξ (Κολέτ Πεϊνιό, τότε σύντροφός του) κοα ξανά στο L e travaiUeur, Μπελφόρ, οφ. 83, 13 Δεκ. 1933, σ. 2. Η Europe που είχε δημοσιεύσει το Ville conquise, υπό τη διεύθυνση του Γκεενό κοα υπήρξε σιωπηλή μέχρι τότε, δημοσίευσε επιτέλους κάτω από την πίεση φί λων του Σερζ ένα ύστερο κείμενο του J.-R. Bloch, που μέρος του ήταν α φιερωμένο στον Σερζ (οφ. 131, Νοέμβ. 1933, σ. 422-425). Η αμηχανία του «συνοδοιπόρου» που σύντομα έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας έγινε ορατή. 23. Η Henr. Roland-Holst, που είχε συναντήσει τον Σερζ στη δεκαετία του 1920 στη Μόσχα, τον στηρίζει στον Τύπο της χώρας της. 24. Μπρουμπάχερ (1874-1945), Ελβετός γιατρός, φίλος του Κροπότκιν, της Β. Φίγκνερ, του Π. Μονάτ, στο Ελβετικό Σοσ. Κόμμα κοα μετά στο ΚΚ (αλλά διεγράφη πρώτα το 1914 κοα μετά το 1933 για «ελευθεριακό» αντικομφορμισμό). Συντάχθηκε με πολλούς στη Ρωσία και στην ΕΣΣΔ. Βλέ πε την αυτοβιογραφία του 60 ans d'heresie; Marx et Bakounin; Bakounin ou le demon de la revolte, Παρίσι, Tete des Feuilles, 1971. 25. Πλισνιέ (1896-1952), δικηγόρος, μέλος του Βελγικού ΚΚ από το 1921 και διαγραμμένος το 1928, διότι ήταν προσκείμενος στην Αριστερή Αντιπολίτευση, ποιητής και μυθιστοριογράφος (Faux passeports ou les Memoires d'un agitateur, Ποφίσι, Correa, 1937, βροιβείο Γκονκούρ, αναφέρει τον Σερζ) στηρίζει τον Σερζ με τις επιστολές του κοα τα διαβήματά του στο Βέλγιο για την απόκτηση βίζας κ.λπ. 26. Στο Παρίσι από τις 21 έως τις 25 Ιουνίου 1935, κοα με προέδρους
760
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
τους Α. Ζιντ και Α. Μαλρώ. Βλ. τη συλλογή (τμηματική και μεροληπτι κή) των ομιλιών και των ντοκουμέντων που συγκεντρώθηκαν και σχολιά στηκαν από τον W. Klein, Paris 1935, Βερολίνο, Akademie-Verlag, 1982. Ο Γκαετάνο Σαλβερίνι μίλησε στις 24, μ Μ. Παζ και Σ . Πλισνιέ (υποβιβα σμένοι στη βραδινή παρουσίαση) μόνον στις 25... και οι μόνοι που ανέφε ραν τον Σερζ στις παρεμβάσεις τους. Παρακαλείται ο Μπρετόν να μιλήσει για τον Σερζ, αλλά στην ομιλία του, που διαβάστηκε από τον Ελυάρ, ο Σερζ δεν αναφέρθηκε ποτέ. 27. Ανάμεσα στις δεκάδες των απελαυμένων, Α. Πουλάιγ, Μ. Ασφέλντ, Μαρσέλ Ολΐβιέ, Εντουάρ Πεϊσσόν, Σαρλ Βολφ. ^ 28. Ο ποιητής Μπόρις Πάστερνακ (1890-1960), αξιοπρεπής, παρών κα τά διαταγή του Στάλιν, δεν «ευθυγραμμίστηκε», αντίθετα από τους συνα δέλφους του Ν. Τιχόνοφ, Μ. Κολτσόφ, Κιρχόν, Έρενμπουργκ. Για τις «πα ρεμβάσεις» τους, βλ. Cahiers Henry PoulaiUe, αρ. 4-5, Μάρτιος 1991, που τις δημοσίευσαν. Η κατηγορία που καταλόγιζαν στον Σερζ (εξορισμένο εδώ και δύο χρόνια!) ήταν μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία του Κίροφ, γεγονός που καταγγέλθηκε από τον Πλισνιέ. 29. Ο Σερζ λέει ((σύμφωνα με τον σοβιετικό Τύπο» διότι ο τελευταίος ((τροποποιούσε» κατά την αρέσκειά του λέξεις και επιστολές (ο Ρ . Ραλλάν διαμαρτυρήθηκε πολλές φορές). Αν τον πιστέψουμε, το L e Jou rn al de Moscou (Παρίσι) και την Π ράβ ντα, οι Μπλοχ και Ρ. Ρολλάν θα είχαν συμ φωνήσει. 30. Ο Α. Ζιντ ζήτησε τον πρέσβη στις 28 Αυγούστου, του έγραψε στις 29, και τον δέχτηκε. Βλ. Litterature engage, Παρίσι, Callimard, 1950, σ. 9799. Ωστόσο δεν εξουσιοδότησε τον Ζ. Πωλάν να δημοσιεύσει στο NRF ένα ντοκουμέντο για τον Σερζ που είχε συντάξει ο Π. Πασκάλ. 31. Βλ. R. Rollan, Voyage ά Moscou juin-juillet 1935, και στη συνέχεια Notes complementaires octobre-decembre 1938, Παρίσι, A. Michel, 1992, απο καταστημένο από τον Β. Duchalelet (τον αγιογράφο του). Την ώρα της συ ζήτησής μας η κυρία Ρ . Ρολλάν εκτιμούσε ότι ο γαλλικός και ο ρωσικός λαός δεν ήταν «ώριμοι» για τέτοιου είδους εξεγέρσεις... 32. Ο Πιερ Λαβάλ (1883-1945) υπήρξε υπουργός Εξωτερικών, και με τά πρόεδρος του Συμβουλίου. Πήγε στην ΕΣΣΔ τον Μάιο του 1935 για να υπογράψει μια συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας. Η Ριρέτ Μαιτρεζάν βεβαιώνει ότι τον είδε να εκλιπαρεί πριν να αναχίορήσει... Χωρίς αποδείξεις... 33. Η Γεκατερίνα Παύλοβνα Βολζίν (1878-1965) έγινε Πιέσκοβα με τον γάμο της με τον Γ κόρκι το 1896 και ασχολήθηκε με το Pom Polit μέχρι το 1937. Ο Ρ . Ρολλάν τής έγραψε στις 9 Νοεμβρίου 1933 με αφορμή τα φάρ μακα του Σερζ. 34. Η Ανίτα Ρουσάκοβα συνελήφθη στις 11 Φεβρουαρίου 1936, ανακρί θηκε και καταδικάστηκε στις 10 Απριλίου σε πέντε χρόνια εξορίας στην πε
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
761
ριοχή του Κίροφ (Βιάτκα). Δεν απελευθερώθηκε ποιρά το 1956... Δεν υ πήρξαν ψεύτικες ομολογίες: ήταν ένα νεβρό ζωηρό κορίτσι εντελώς απολι τικό και αντιστάθηκε πληρώνοντας το τίμημα του απίστευτου θάρρους της που το διατήρησε μένοντας στο Γκουλάγκ είκοσι χρόνια. 35. Ο Γκέτσι συνελήφθη πρώτη φορά το 1929 και αφέθηκε μετά από μια εκστρατεία του Τύπου στο εξωτερικό. Συνελήφθη ξανά το 1937 και ε ξορίστηκε στη Βορκούτα. Ένας από τους πιο πιστούς φίλους του Σερζ: ρι ψοκινδυνεύοντας και παρά την αδυναμία του από τη φυματίωση ήρθε να α ποχαιρετίσει τον Σερζ και στη συνέχεια έκανε διαβήματα στις αρχές για το θέμα των χειρογράφων και των προσωπικών υποθέσεων. Πέθανε στο τέ λος του 1941, παραγνωρισμένος. Βλ. D. Cornelii, Le ressuscite d e Tivoli. 24 annees de deportation en IIHSS, Παρίσι, Fayard, 1979. Βλ. επίσης εδώ σ. 699-700, σημ. 66 του κεφαλαίου 4.
Κ εφ άλαιο 9. Η ΗΤΤΑ Τ Η Σ Δ ΤΣ Η Σ 1. Σε ένα μικρό μπλοκ με τον τίτλο «1936», (Αρχεία Σερζ, Μεξικό), ο Σερζ είχε σημειώσει: 12 Απριλίου ’36 αναχώρηση από το Όρενμπουργκ 14 Απριλίου Μόσχα αναχώρηση για Νιεγκορελόγιε, 22.45 Βράδυ 15 Απριλίου 1.30 Νιεγκορελόγιε 2 Στόλπυ 2.30 Βαρσοβία 16 Απριλίου Βαρσοβία 17 Απριλίου-βράδυ άφιξη στις Βρυξέλλες Στο ίδιο μπλοκ για τις 17 Απριλίου έχει σημειώσει «με υποδέχτηκαν οι Λαζάρεβιτς». 2. Ν. Λαζάρεβιτς (1895-1975) και η γυναίκα του Ίντα (γνωστή με το όνομα Ίντα Μετ, 1901-1973), στρατευμένοι αναρχικοί των οποίων οι δρόμοι διασταυρώθηκαν στη Γαλλία γύρω στο 1927, και στη συνέχεια και οι δύο απελάθηκαν το 1928. Ο Νικολάι γεννήθηκε στο Βέλγιο, στην περιοχή της Λιέγης, από γονείς Ρώσους εμιγκρέδες. Εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό το 1919, φυλακίστηκε το 1924 και «προορισμένος» να κερδίσει το εξωτερι κό το 1926. Η Ίντα, γεννημένη στη Ρωσία, συνελήφθη επίσης το 1924, και έφτασε στη Γαλλία το 1925. Το 1936, στο διάστημα μεταξύ δύο φυλακίσε ων..., οι Λαζάρεβιτς ταξίδευαν ανάμεσα στο Βέλγιο και τη Γαλλία. 3. Νεαρή νοσοκόμα Κοζάκα που μοιράστηκε ένα μέρος της παραμονής του Σερζ στο Όρενμπουργκ. Το αναφέρει, διακριτικά στις επιστολές του στους Μ. Μαρτινέ και Μ. Βουλλένς.
762
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
4. Πέτκα, γιος της σπιτονοικοκυράς τού Όρενμπουργκ- βλ. επιστολή του Βλαντύ στον J. Ricre, στις 24 Φεβρουαρίου 1975. 5. Ο Σερζ 8εν εκμεταλλεύτηκε διόλου τον Ε . Βαντερβέλντε στη δεκα ετία του 1920. Το Ινστιτούτο Βαντερβέλντε, στις Βρυξέλλες, έχει φυλάξει δύο σύντομα σημειώματα του Σερζ που υποδεικνύει την περίπτωση αγω νιστών που κινδυνεύουν, για να βοηθηθούν. 6. Ουσιαστικά οι Μαντλαίν και Μωρίς Παζ, Ζ. Μεσνίλ, Μπ. Σουβάριν. 7. Ο Σουβάριν είχε τιτλοφορήσει L a Russie nue τον 3ο τόμο (που είχε συντάξει ο ίδιος) της τριλογίας του Π. Ιστράτι (1929). Αν είχε δίκιο στην εκτίμησή του, φαίνεται ότι δεν είχε καθόλου ή σχεδόν καθόλου υποψιαστεί τους μπελάδες που θα μπορούσε να προξενήσει στον Σερζ... που διευκρίνι ζε στις 6 Μαίου 1936 σε μια επιστολή του στον Μ. Βουλλένς τις δυσκολίες στις οποίες τον υπέβαλλε το βελγικό κράτος: «Δεν μπόρεσα να αποκτήσω στο Βέλγιο το άσυλο που μου αρνήθηκαν στη Γαλλία παρά με όρους αρκε τά αυστηρούς. Καμιά πολιτική δραστηριότητα, πράγμα που είναι αυτονόητο για έναν ξένο [η βελγική νομοθεσία θεωρούσε τον Σερζ σαν έναν “απάτριδα” και όχι έναν “Βέλγο υπήκοο” ], αλλά επιπλέον καμιά δραστηριότητα σχετικά με το ρωσικό ή το σοβιετικό Πλάνο... Δεν θα [ίίτορούσα λοιπόν τί ποτε να πω γ ι’ αυτά που αφορούν όλους τους αδελφούς μας και τους συ ντρόφους μας στις πιο μεγάλες φυλακές του κόσμου, δεν θα μπορούσα να τους υπερασπιστώ τόσο ενεργητικά όσο θα ήθελα. Λάβετε υπόψη σας αυτή την κατάσταση και μη μου εύχεστε να το είχα προτιμήσει από μια ολοκλη ρωτική θυσία. Μου μένει η συγγραφική πένα μου και αυτό είναι ακόμη αρ κετό. Στον λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό τομέα, είμαι σχεδόν ελεύθερος». 8. Πρόκειται κυρίως για την εφημερίδα L a Voix du Peuple (βελγική) που έβγαινε από κοινού με τη l ’Huma. και διαχωρίστηκε τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1937. 9. Λέων Σέντοφ (1906-1937), μεγάλος γιος του Τρότσκι και της Ν.Ι. Σέντοβα. Στην ΕΣΣΔ στην Αριστερή Αντιπολίτευση. Στην εξορία μαζί με τον πατέρα του ασχολούνταν με το Bulletin d e I’Opposition. Άμπραμ Σομπολεβίτσιους (Σενίν) (1903-;), Λιθουανός δραστηριοποιημένος στη Γερμα νία και μετά στη Γαλλία, σταλινικός «πράκτορας». Η περίφημη επιστολή του Μαίου του 1936 που απευθύνονταν στη Μαντλαίν Παζ κατακρατήθηκε διότι ένα ανακριβές αντίγραφο υπάρχει στα αρχεία της Γκεπεού... 10. Πάβελ Μπαστέιτς, Σέρβος αγωνιστής προσηλυτισμένος στον κομ μουνισμό. Επέστρεψε το 1940 στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία συνελήφθη το 1941, και πέθανε δολοφονημένος σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως. 11. Ιγκνάσι Πορέτσκι (Ράις) (1899-δολοφονήθηκε το 1937), Πολωνός κομ μουνιστής, μέλος της υπηρεσίας πληροφοριών του Κόκκινου Στρατού. Σαν τον Κριβίτσκι, «πράκτορας του Στάλιν», πράγμα που ποτέ δεν υπήρξε ο Σερζ!
ΣΗ ΜΕΙΏΣΕΙΣ
763
12. Πρόκειται για την Ανίτα Ρουσάκοβα, την Εσθήρ Ρουσάκοβα, σύ ντροφο του συγγραφέα Δανιήλ Αρμς, τον Μαρσέλ Ρουσακόφ, μουσικοσυν θέτη, τον Ιωσήφ Ρουσακόφ, ναύτη. Όλοι εξορίστηκαν, όπως και η μητέρα τους... 13. Γελένε Φρόλοβα, μέλος του συνδικάτου των μεταφραστών του Λέ νινγκραντ, εξορίστηκε (ένα διάστημα μαζί με τον Ιωσήφ). Είχε μια κόρη, τη Μαρούσια, που αυτοκτόνησε... 14. Εξορίστηκε στην περιοχή του Κίροφ (Βιάτκα). 15. Από τα μέσα Μαίου 1937· μέχρι τον Ιούνιο του 1940 ο Σερζ έζησε στο Πρε-Σαιν-Ζερβοί, 1, Πλας Σεβερίν. 16. Φυλλάδια του υπουργείου Εσωτερικών τον παρουσιάζουν στην πραγ ματικότητα εκείνη την εποχή ως επικίνδυνο και ύποπτο για συμμετοχή σε απόπειρες... 17. Στις 16 Ιουλίου 1936 ο Σερζ έδωσε αυτή την πληροφορία στον φίλο του Βυλλένς αναθέτοντάς του να την κάνει γνωστή. 18. Βλ. Ζ. Σαντούλ, «L'avocat de Trotski», l ’Huma., αρ. 13927 (2 Φε βρουάριου 1937) για να απαντήσει στο «καταπληκτικό ειδικό τεύχος του Crapoiullot» επαναλαμβάνοντας «ενάντια στην ΕΣΣΔ και ενάντια στον Στάλιν τις πιο τρομερές συκοφαντίες του Τρότσκι». Σαν επιχείρημα ενά ντια στον Σερζ, ο Σαντούλ ικανοποιείται να επαναλαμβάνει τη συμμετοχή του -που την χαρακτηρίζει ως «αποδεδειγμένη συνενοχή»- στην υπόθεση Μποννό, και να τον παρουσιάζει ως έναν «επαναστάτη... μόνο με το στυ λό του». Ο Σερζ απάντησε με μια ανοιχτή επιστολή με τον τίτλο «Προ σβολή σε μεγάλο τιράζ» (La Rev. Prolet., αρ. 240, 10 Φεβρουαρίου 1937, σ. 6-7’ Les Humbles, τετράδιο αρ. 1, ημερομ. Ιανουάριος 1937, αλλά εμφανί στηκε μόνο τον Φεβρουάριο). Οι φίλοι του κινητοποιούνται: A. Rosmer (Bulletin της «Επιτροπής για την έρευνα για τις δίκες της Μόσχας», αρ. 2-3, Φεβρ.-Μάρτιος 1937, σ. 18-21), G. Pioch (Ιαι Vague, αρ. 7, 15 Φεβρ. 1937, σ. 1). Πολεμική αντεπίθεση: Το L a F leche (αρ. 52, 6 Φεβρ. 1937, σ. 1-2) δη μοσιεύει την έκκληση του Σερζ στον Ρ. Ρολλάν (επιστολή με ημερομ. 23 Ιανουαρίου 1937). Ο Σαντούλ απαντά στον Μπερζερύ, τον διευθυντή, με μια ανοιχτή επιστολή και ημερομ. 6 Φεβρ. 1937. Ο Μπερζερύ αργοπορώντας να τη βάλει, κάνει τον Σαντούλ να τη δώσει στην I’Humanite (αρ. 13939, 14 Φεβρ. 1937, σ. 4) με έναν τίτλο ακόμη πιο σαφή: «Ο Victor Serge Kilbatchiche [sic] δεν είναι ένας πολιτικός άνδρας: είναι ο κλεπταποδόχος της συμμορίας του Μποννό». Ο Μπερζερύ τη δημοσιεύει (Ι αι Fleche, αρ. 54, 20 Φεβρ. ’37, σ. 2) με την απάντησή του, ημερομ. 14 Φεβρ. 1937. Σ τη συ νέχεια στέλνει έναν «πλήρη φάκελο», με τίτλο «Απάντηση στον πολίτη Σα ντούλ, ανταποκριτή της Ισ β εσ τια. Έντιμη εξήγηση με τους κομμουνιστές» (La Fleche, αρ. 55, 27 Φεβρ. 1937), απάντηση στις ατάκες ενάντια στον
764
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Σερζ και συμπεράσματα που γεννήθηκαν ξανά από νέες δίκες της Μόσχας (τελείωσαν στις 30 Ιανουαρίου 1937). Ot Ζ. Πιος και Ζ. Μαζέ παρεμβαί νουν για την υπόθεση Σερζ. Ο Σαντούλ αναγγέλλει με μια νέα επιστολή στον Μπερζερύ την αποστολή αδημοσίευτων πληροφοριών... που ποτέ δεν παρουσίασε. Η Humanite ξέχασε το κείμενό του (ήδηΙ) ανώνυμο, που εμ φανίστηκε στο αρ. 10099 στις 5 Αυγούστου 1926, σ. 5, ως εξής: «Σημείω ση της σύνταξης: ένα άθλιο βιβλίο, που θυμίζει θλιβερούς θρύλους και βρό μικες συκοφαντίες επ ’ ευκαιρία μιας τραγικής αναρχικής περιπέτειας και ε κείνων που την έζησαν ταυτόχρονα ως πρωταγωνιστές και θύματα, δίνει το ελεύθερο στον αστικό Τύπο, και ιδιαίτερα στον τύπο της επαρχίας, να δυ σφημήσει τον σύντροφό μας Βικτόρ Σερζ. »Είναι ανώφελο να αγανακτήσεις, καθώς αυτές οι αηδιαστικές διαδικα σίες αποτελούσαν καθημερινή πρακτική στους ακατάβλητους εχθρούς του προλεταριάτου. Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ούτ» από κοντά ού τε από μακριά ο Βικτόρ Σερζ δεν είχε πάρει πραγματικά μέρος σ ’ αυτή την ατομικιστικού τύπου αψιμαχία. »Σ ε όλη αυτή την υπόθεση, οι μόνοι “αλήτες” είναι οι ελεεινοί δημο σιογράφοι που ικανοποιούν το μίσος τους για τον κομμουνισμό παράγοντας ή επαναλαμβάνοντας τέτοιες φήμες». Μετά απ’ αυτό το διάλειμμα, ο Σερζ στέλνει μια επιστολή στον Μπερ ζερύ με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 1937 (La Fleche, αρ. 57, 13 Μαρτίου 1937, σ. 2. Μια εκδοχή πιο σύντομη εμφανίστηκε στο L a BataUa, έντυπο του POUM της Βαρκελώνης, με τον τίτλο «Cartas de lejos, en legitima defensa»). Διότι η πολεμική είχε κερδίσει στο Βέλγιο: Το L a lutte ouvriere (αρ. 7, 13 Φεβρ. 1937, σ. 3), η Commune (αρ. 44, 19 Φεβρ. 1937, σ. 4), δημοσιεύουν το π ρώ το κεί μενο του Βικτόρ Σερζ, ενώ το L a Voix du Peuple (αρ. 39, 9 Φεβρ. 1937, σ. 2, αρ. 60, 2 Μαρτίου 1937, σ. 1) ξαναπαίρνει τη «θέση» του Σαντούλ. Στον Σερζ επιτίθενται επίσης από το De Tribune στο Αμστερνταμ, από το Treball στη Βαρκελώνη, στο Μπουένος Άυρες, στη Νέα Τόρκη, στη Μελβούρνη... Ο Τρότσκι απευθύνει μια προσωπική επιστολή (με ημερομηνία 5 Μαρτίου, στο La lutte ouvriere [βελγική], 26 Μαρτίου 1937). Η διαδρομή του Σαντούλ (επονομ, επίσης «ο καπετάν Σαντούλ»), στην αρχή δικηγόρος και σοσιαλιστής, δεν ήταν ωστόσο χωρίς «διακυμάνσεις»! Απεσταλμένος στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1917, συνδεδεμένος με τη γαλλική στρατιωτική αποστολή, προσχω ρεί στην Επανάσταση, γίνεται ε πιθεωρητής του Κόκκινου Στρατού... εξ ου και μια καταδίκη (ερήμην) σε θάνατο στις 2 Νοεμβρίου 1919. Ο Σερζ παρενέβη τότε για να τον υπερα σπιστεί, με ένα άρθρο που έδωσε στον Μπαρμπύς («Une fiere equipe», Clarte, αρ. 70, Ιανουάριος 1925, σ. 8-9). Το 1937 εφαρμόζει κατά γράμμα τις οδηγίες: βασικά κυνηγούμε τους τροτσκιστές ή αυτούς που εικάζουμε ό τι είναι.
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ 19. Η NouveUe Revue Frangaise και η Vendredi δεν ήταν από τα έντυπα που θα φιλοξενούσαν έναν ((αποστάτη» και έναν «αιρετικό» όπως ο Σερζ! 20. Σ το Populaire, ο Σερζ δεν δημοσίευσε παρά ένα άρθρο, «Pouchkine (1799-1837)», αρ. 5103, 31 Ιανουαρίου 1937. 21. Για τον κατάλογο και τα θέματα των 201 άρθρων που υπάρχουν στη Wallonie ανάμεσα στον Ιούνιο 1936 και στον Μάιο 1940, βλ. J. Riere, ((Victor Serge et la presse beige (1936-1940)», στα Actes του συνεδρίου για τον Β ικτόρ Σερζ (ULB, 21-22-23 Μαρτίου 1991), Socialisme, αρ. 226-227, ΙούλιοςΟκτώβριος 1991, σ. 367-379. 22. Πρόκειται για τις επιθεωρήσεις Ια Revolution proletarienne, Les Humbles, με μέσα και τιράζ περιορισμένα. Esprit, L ’Ecole ß m ancipee. 23. Κατά διαστήματα διορθωτής τυπογραφείου... Έ τσι στο τέλος Μαίου του 1937, διορθώνοντας τα δοκίμια του Jou rnal des Debats, τον σύστησαν στον Α. Πιτώ (που είχε την Emancipation paysanne). Καθώς ο Πιτώ εξεπλάγη βλέποντάς τον να συνεργάζεται με μια εφημερίδα ((καπιταλιστική», του απάντησε: «Αγαπητέ σύντροφε Pitaud, οι αληθινοί επαναστάτες δεν μπορούν να ζήσουν παρά μέσα σε καθεστώτα καπιταλιστικά!!!» (Μαρτυρία του Πιτώ στον J. Riere στις 3 Μαΐου 1981, απόσπασμα από ένα ανέκδοτο βιβλίο). Βλ. επίσης Y. ßlondcau, L e Syndicat des correcteurs d e Paris et d e la region parisienne, 1871-1973, Παρίσι, Bourse du Travail, 1973. Ο Σερζ δεν έγινε αποδεκτός παρά τον Ιούλιο του 1937, βρίσκοντας εκεί διάφορους φίλους και συντρόφους: Μ. Μποντύ, Ντ. Γκερέν, Α. Ροσμέρ, Π. Μονάτ, Μπ. Περέ. Σύμφωνα με μια επιστολή στον φίλο του Μαρτινέ (13 Ιουλίου 1939) κα ταλαβαίνουμε ότι ο Σερζ δεν έκανε παρά αντικαταστάσεις των ((φίλων που παραθέριζαν»... 24. Messidor, ((εβδομαδιαία [επιθεώρηση] της συνδικαλιστικής δημο κρατίας» (CGT), κυκλοφόρησε από τον Μάρτιο του 1938 μέχρι τον Σ επτέμ βριο 1939. Ο Λεόν Ζουώ (1879-1954) υπήρξε ένας από τους ηγέτες του γαλ λικού εργατικού συνδικαλισμού. Γραμματέας του CGT και μετά το 1947 του CCT-KO. 25. Δημοσιευμένα με τον τίτλο «Αυτούς που πρέπει να σώσουμε...» εμ φανίστηκαν τέσσερα κεφάλαια στο Les Humbles, τετράδια αρ. 9 και 10, Σ επτ.-Οκτ. 1936, έκτακτη έκδοση με τον τίτλο «Dossier des fusilleurs». Στου Grasset ο Σερζ μπορούσε να υπολογίζει στην αποτελεσματική κοα αμέριστη φιλία του Πουλάιγ που ήταν υπεύθυνος της υπηρεσίας Τύπου. 26. Το Μ εσάνυχτα στον αιώ ν α εμφανίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1939. 27. Βλέπε τις επιστολές της 9ης Ιουνίου και αυτές στις 3 και στις 30 Ιουλίου 1936. 28. Αλεξάντρ Μπροο«-Ντερουσσώ (1861-1956), καθηγητής φιλοσοφώ, γραμματέοος για το εξωτερικό της SFIO, βουλευτής, ήταν το 1936 διευθυ ντής της Populaire.
766
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
29. Υπαινιγμός για τον Μαρσώ Πιβέρ, τον Ντανιέλ Γκερέν, συγγραφέα του Front Populaire, Revolution manquee, Παρίσι, Julliard, 1963’ Maspero, 1970. 30. Μαουρίν (1896-1973), γενικός γραμματέας του POUM το 1935, ήταν το 1936 βουλευτής της Καταλωνίας. Αιφνιδιασμένος στη Γαλικία από την εξέγερση, συνελήφθη, απέκρυψε για ένα διάστημα την ταυτότητά του. Φ υ λακίστηκε, καταδικάστηκε σε τριάντα χρώια φυλακή το 1944, απελευθε ρώθηκε το 1946 και μετανάστευσε στη Νέα ΐόρκη. Γαμπρός του Σουβά ριν. Ο Σερζ έγραψε τον πρόλογο και τις σημειώσεις στο βιβλίο του Revo lution et Contre-Revolution en Espagne, Παρίσι, Rieder, 1938. 31. Βλ. Le Proces du Centre terroriste trotskyste-zinovieviste. Απολογισμός των Δικών (19-24 Αυγούστου 1936), Μόσχα, Υπηρεσία του λαού στη δι καιοσύνη της ΕΣΣΔ, 1936. P. Broue, Les Proces d e Moscotf, ό.π. 32. Στα υπ’ αρ. 229, 230 και 232, Αύγουστος - Οκτώβριος 1936. 33. Στην πραγματικότητα η «Επιτροπή για την έρευνα σχετικά με τις δίκες της Μόσχας και για την υπεράσπιση της ελευθερίας της γνώμης μ έ σα στην Επανάσταση» συγκροτήθηκε αρχές Οκτωβρίου 1936, από τους Μαργκερίτ Ροσμέρ και Μαρσέλ Μαρτινέ, φίλους του Τρότσκι από την ε ποχή της Vie Ouvriere. Ό πως το δείχνει και η κεφαλίδα αυτών των φυλ λαδίων περιείχαν πολυποίκιλα στοιχεία: εκτός από τους Π. Μονάτ και Α. Ροσμέρ, στρατευμένους συνδικαλιστές, ο Αντρέ Μπρετόν (1896-1966) υ πήρξε, μέσα από τα κείμενά του και τη συμμετοχή του στις συναντήσεις, ένας από τους πιο ένθερμους υπερασπιστές του Τρότσκι- επίσης ο Φελισιέν Σαλλαύ (1875-1967), καθηγητής και φιλόσοφος' ο Ζαν Γκαλτιέ-Μπουασσιέρ (1891-1966), διευθυντής του Crapouillof ο Ζωρζ Πιος (1873-1952), δημο σιογράφος, κριτικός ποιητής, ιθύνων διεθνής πασιφιστής' ο Μωρίς Βουλλένς (1894-1945), διευθυντής τη ς επιθεώρησης Ijes Humbles■ ο Λεόν Εμερύ (1898-1981), μέλος της «Επιτροπής των αντιφασιστών διανοουμένων»· ο Ζωρζ Μισόν (1882-1945), ιστορικός, μέλος της SFIO και της Ένωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου' ο Μωρίς Ντομανζέ (1888-1976), ιστορικός και μέλος της ομάδας του L ’ecole emancipee' ο Α. Πουλάιγ (1896-1980) επικε φαλής της σειράς των Γάλλων προλετάριων συγγραφέων, αναρχικός' ο Ζαν Ζιονό, ειρηνιστής, κ.ά. Το 1937 από τον Ιανουάριο η Επιτροπή εξέδωσε έ να μηνιαίο φυλλάδιο και τον Μάιο μια μπροσούρα σε μεγάλη διανομή των 18 σ., Pour la verite sur le proces d e Moscou! 18 questions, 18 reponses, που συ ντάχθηκε από τον Λέοντα Σέντοφ, γιο του Τρότσκι και πραγματικό οργα νωτή της Επιτροπής. 34. Η Επιτροπή δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1937 μετά τη δεύτερη δίκη της Μόσχας και εξέδωσε το The Case o f Iso n Trotsky, Νέα Υόρκη, Harper και Bros Publishers, 1937 (καταθέσεις του Τρότσκι ενώπιον της Επιτροπής έρευνας) και Not Guilty!, Λονδίνο, Seeker και Warburg, 1938 (α ναφορά και συμπεράσματα της Επιτροπής).
ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ
767
35. Τρέσκα (1879-1943), αναρχοσυνδικαλιστής, εκδότης του νεοϋορκέζικου-ιταλικού εντύπου II Martelio, υπερασπιστής των Σάκκο και Βαντσέτι, δολοφονήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1943 για λόγους που δεν διασαφηνί σθηκαν. 36. Πρόκειται για τον Χέρμαν Ρόζενμπαρκ (Ραιμόν, 1885-1950) που δη μοσίευσε τον Νοέμβριο του 1936 ένα αποσπασματικό και μεροληπτικό άρ θρο στο Cahiers της Ένωσης, στο οποίο η Μ. Παζ απάντησε από τις στή λες της Rev. Prolet. Από τον Οκτώβριο 1936 μέχρι τον Ιούνιο 1937, η Ε π ι τροπή έρευνας της Ένωσης δεν συναντήθηκε παρά τέσσερις φορές... εξ ου και παραιτήσεις... Βλ. την μπροσούρα του Φ . Σαλλαύ L a Crise d e la ligue des droits d e l ’homme, Παρίσι, 1937, που εκθέτει τις παρούσες θέσεις. 37. Μπας (1863-δολοφονήθηκε το 1944), φιλόσοφος και πολιτικός, ένας από τους ιδρυτές-διευθυντές της Ένωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αντιφασίστας και αντιναζί. 38. Βλ. τα άρθρα στα έντυπα L a Rev. prolet., L a Vague, L a Fleche, L a Wallonie. 39. Βλ. «Radek», L a Fleche, Παρίσι, αρ. 36, 24 Οκτ. 1936, και «Pas de temoins!», που έχουν ήδη αναφερθεί. 40. [Ρύκοφ], βλ. «Le drame russe», L a Wallonie, Λιέγη, αρ. 30-31, 3031 Ιανουαρίου 1937, και «Complots en URSS?», ό .π ., αρ. 78-79, 19-20 Μαρ τίου 1938. 41. Βλ. «Boukharine execute?», la Rev. ProleL, αρ. 259, 25 Νοεμβρίου 1937. «Le troisieme proces de Moscou, UI», ό.π. αρ. 269, 25 Απριλίου 1938' «Le drame russe: Boukharine», L a Wallonie, αρ. 329-330, 27-28 Νοεμβρ. 1937. 42. Βλ. «Le drame de Krestinski», L a Wallonie, αρ. 92-93, 2-3 Απριλίου 1938' la Rev. Prolet., αρ. 269. 43. [Σμίλγκα] Βλ. «Le troisieme proces de Moscou, I», la Rev. Prolet., 266, 10 Μαρτίου 1938. 44. [Ρακόφσκι] Βλ. « Ιλ crise du regime stalinicn», la Rev. Prolet., αρ. 249, 25 Ιουνίου 1937' «Les ecrits et les faits», ό .π ., 25 Σεπτεμβρίου 1937. 45. [Μπουμπνόφ] Βλ. «Les idees et les faits», la Rev. Prolet., op. 281, 25 Οκτ. 1938' «La fin de Yagoda», ό .π ., αρ. 244, 10 Απριλίου 1937. 46. [Αντόνοφ-Οβσέενκο] Βλ. «Les ecrits et les faits», la Rev. Prolet., αρ. 255 και αρ. 258, 10 Νοεμβρίου 1937. «Nouvelles de Moscou», L a Wallonie, op. 167-168, 18-19 Ιουνίου 1938. 47. Ο Νιν συνελήφθη στις 16 Ιουνίου 1937 και ((εξαφανίστηκε» από τους σταλινικούς. 48. Μπερνέρι (1897-δολοφονήθηκε το 1937), τον συνέλαβαν και τον σκό τωσαν μαζί με τον φίλο του Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι στις 6 Μαίου 1937. 49. Ο Κρυλένκο εξαφανίστηκε το 1938... 50. Βλ. «Suite de cauchemar», la Rev. Prolet., αρ. 232, 10 Οκτ. 1936'
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ «La fin de Yagoda», ό .π ., οφ. 244' «Yagoda», L a Wallonie, αρ. 100-101, ΙΟ Ι 1 Απρίλιος 1937. 51. Βλ. επιστολή της 25ης Μαίου 1929. Αρχικά δημοσιευμένη και σχο λιασμένη από τον Β. Σερζ στο Les Humbles, Παρίσι, αρ. 8 και 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1937, σ. 2-3, μετά στο Correspondance Integrale Panalt Istrati - Romain R olland 1919-1935, Cahiers Panait Istrati αρ. 2-3-4, Βαλέντσια, 1987, σ. 309-310' έκδ. διορθ. Σαιν-Ιμιέ-Βαλένσια, εκδ. Canevae και Fondation Istrati, 1990, σ. 309-310. 52. Επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1937, δημοσιευμένη στο L a Fleche, Παρίσι, αρ. 52, 6 Φεβρ. 1937, και ξανά στο Les Humbles, αρ. 8 και 9, σ. 4-5. r 53. Ο Ντυαμέλ, ο οποίος εκτιμούσε και σεβόταν τον Σερζ από τον και ρό του ταξιδιού του στην ΕΣΣΔ, έγραφε άρθρα και έκανε συνεχώς διαβή ματα για αυτόν, κοα αλληλογραφούσε μαζί του. 54. To Esprit δήμιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1930 από μια ομάδα που αποτελούνταν από τους Ε. Μουνιέ, Ζ. Ιζάρ, Α. Ντελεάζ, Λ .-Ε . Γκαλαί. Βλ. Μ. Winock, Histoire politique de la revue Esprit. 1930-1950, Παρί σι, Le Scuil, 1975. Ο Σερζ ανακάλυψε εδώ τη νουβέλα του «L’Impasse SaintBarnabe» στα τεύχη 43 και 44 Απρίλιος-Μάιος 1936. Θα πρέπει να συνερ γάστηκε από τον Ιούνιο 1936 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939. 55. Ζακ Λεφράνκ (γενν. το 1896), Βέλγος διανοούμενος, στενός φίλος του Μουνιέ, θεωρητικός του περσοναλισμού. Ο Μουνιέ (1905-1950), στρατευμένος φιλόσοφος, θεωρητικός του περσοναλισμού, ζούσε στις Βρυξέλλες (1935-1939) όταν έφτασε εκεί ο Σερζ τον Απρίλιο του 1936. Ακολούθησαν φιλικοί δεσμοί και αλληλογραφία που κράτησαν μέχρι τέλους. 56. Ζιντ (1861-1951), πήγε στην ΕΣΣΔ στις 17 Ιουνίου μέχρι τις 22 Αυ γούστου 1936, συνοδευόμενος από τον Λουί Γκιγιού, τον Πιερ Ερμπάρ, τον εκδότη Ζακ Σιφρέν, τον Τζεφ Λαστ, τον Εζέν Νταμπίτ. Σ τις 20 Ιουνίου εκφώνησε τον επικήδειο λόγο για τον Γκόρκι στην Κόκκινη Πλατεία. Ε ξέ δωσε τον Νοέμβριο το Retour d’URSS και τον Ιούνιο του 1937 το Retouches α mon Retour d’VRSS, Παρίσι, Callimard. Βλ. R. Maurer, Andre G ide et l'URSS, Βέρνη, Tillier, 1983. Ο Σερζ τού απηύθυνε μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1936 στο Esprit (αρ. 45), Ια Rev. Prolet. (αρ. 224), τον υπερασπίστηκε στο Ι α Wallonie, και αλληλογράφησε μαζί του από το 1935 μέχρι το 1944. 57. Συναντήσεις που αναφέρει ο Σερζ στα Carnets του και στο «Pages de journal (1936-1938)», Aes Temps modernes, Ποφίσι, οφ. 44, Ιούνιος 1949. Όσο για τον Ζιντ, βλέπε τα Cahiers Andre Gide οφ. 4, 5, κοα 6, Ποφίσι, Callimard, 1973, 1974 κοα 1976. 58. Ο Ερενμπουργκ χωρίς να οΛλάξει ψυχική κατάσταση πέρασε από το «θετικό» πορτρέτο του Απριλίου 1933 (Vus p a r un ecrivain d'URSS, Πα
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
ρίσι, Gallimard, 1934, σ. 203-219) στις χονδροκομμένες ύβρεις και ψευτιές στην Ιαβίατια. Ούτε η Ewa Bcrard (La Vie tumultueuse dllya Ehrenbourg, juif, Russe et sovietique, Παρίσι, Ramsay, 1991) ούτε η Lily Marcou (/. Ehrenbourg, Παρίσι, Plon, 1992) φώτισαν αυτές τις «σκοτεινές πλευρές». 59. Ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1935 από τη συγχώνευση του εργα τικού και αγροτικού Μπλοκ (δημιουργήθηκε γύρω από τον πυρήνα της Καταλωνο-Βαλεαρικής Ομοσπονδίας του Ισπανικού ΚΚ το 1930, γύρω από τον Μαουρίν) και από το ICE (Κομμουνιστική αριστερά της Ισπανίας, όνομα της ισπανικής Αριστερής Αντιπολίτευσης αϊτό το 1932). 60. F. Adler, Le Proces de Moscou. Un Proces en sorcellerie, Παρίσι, Nouveau Promethee, 1936. 61. Ο Πόλλακ (γενν. το 1893), δημοσιογράφος στην υπηρεσία της Δευ τέρας Διεθνούς, και του Αυστριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής. 62. Γιάκοβ Σούριτς (1882-1952), δραστήριος διπλωμάτης, εκλήθη το 1940 στη Μόσχα, πρέσβης στη Βραζιλία το 1946-1949. 63. Βλέπε την έρευνα του J. Gorkin, El proceso de Moscou en Barcelona (El sacrificio de Andre Nin), Βαρκελώνη, Ayma S.A. Editora, 1973. Γαλλική μτφρ. Les Communistes conlre la revolution espagnole, Παρίσι, Beifond, 1978. 64. Φρανθίσκο Λάργο Καμπαλιέρο (1869-1946), πρωθυπουργός της κυβέρ νησης του λαϊκού μετώπου το 1936, καταργήθηκε από τη Μόσχα, κατέφυγε στη Γαλλία. Παραδόθηκε στους Γερμανούς από τον Πεταίν και εξορίστηκε. Αντικαταστάθηκε αϊτό τον Χουάν Λόιτεθ Νεγρίν, ευνοούμενο του Στάλιν. 65. Μ. Ρέιν, αγωνιστής του Λαϊκού Μετώπου, ανταποκριτής ενός Σου ηδικού σοσιαλδημοκρατικού εντύπου, συνελήφθη στη Βαρκελώνη τον Απρί λιο του 1937, και δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. 66. Συνελήφθη δύο μήνες μετά τον Νιν στις 23 Σεπτεμβρίου 1937 και δολοφονήθηκε από την Γκεπεού. Βλ. Katia landau (η γυναίκα του), ((Le stalinisme en Espagne», Cahiers Spartacus, Παρίσι, 1938. 67. E. Βολφ (1902-1937), γραμματέας του Τρότσκι στη Νορβηγία, έφυ γε για την Ισπανία τέλος Μαίου 1937, συνελήφθη μια πρώτη φορά και ε λευθερώθηκε και συνελήφθη εκ νέου και δολοφονήθηκε γύρω στις 13 Σε πτεμβρίου 1937. Βλ. Victor Serge, «Pour Kurt landau / Pour Erwin Wolf», La Fleche, Παρίσι, αρ. 89, 23 Οκτ. 1937. 68. Μαρθιάλο Μένα, μέλος του POUM δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής του σταλινικού στρατηγού Λίστερ μετά τη σύλληψη της Εκτελεστικής τού POUM (Ιούνιος του 1937). 69. Destin d ’une Revolution (Ix>sy Pewnej Rewoluczi, Βαρσοβία, 1938" El destine de una Revolucion, Σαντιάγο Χιλής, Ercilla, 1937' Russia Twenth Years After, Νέα Τόρκη, Pioneer Publishers, 1937' Destiny of a Revolution, Λονδίνο, Jarrolds, 1937) και Do Isnine ά Staline (De Lenin ό Stalin, Ediciones
770
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Iman, 1938‘ From l^enin to Statin, Pioneer Publishers, Νέα Υόρκη, 1937' Seeker και Warburg, Λονδίνο, 1937). 70. Υπήρχε ανάμεσα στον Νιν και τον Σερζ φιλία και αλληλοσεβασμός που είχαν γεννηθεί από τη δεκαετία του 1920. 71. Ο Φ.Α. Μπροκγαυέη (1888-1988) ήταν επίσης ο γραμματέας του «Διεθνούς γραφείου για την σοσιαλιστική-επαναστατική ενότητα» (στο Λονδίνο). Ο Τζέημς Μάξτον (1885-1946), μέλος του ILP από το 1904 μέχρι τον θάνατό του, και κατ’ επανάληψη πρόεδρός του. Χενκ £νέεβλιετ (1883εκτελέστηκε το 1942 από τους ναζί), στην αρχή κομμουνιστής (ιδρυτής του Ολλανδικού ΚΚ), μέχρι το 1927 ο κύριος διευθύνων του RSAP. 72. Ο Ριβέρ (1895-1958) δημιούργησε το 1935 την επαναστατική Αρι στερά στους κόλπους της SFIO, την εγκατέλειψε το 1938 για να ιδρύσει μα ζί με τους Ντ. Γκερέν, Ρ. Λεφέβρ, Λ. Εράρ, Μ. Κολλινέ (1904-1977), κ.λπ. το PSOP. Διέφυγε στο Μεξικό στη διάρκεια του πολέμου. Επανήλθε στο SFIO από το 1946 μέχρι τον θάνατό του. Paul Schmierer (γενν. το 1905), στρατευμένος σοσιαλιστής από το 1922, γραμματέας της Επιτροπής βοηθείας στην ισπανική Επανάσταση (1936-1939), βοήθησε τον Varian Fry να οργανώσει στη Μασσαλία (1940-1941) το Αμερικανικό Κέντρο Βοηθείας. 73. Άντζελο Τάσκα (Ρόσσι, 1892-1960), σοσιαλιστής και μετά κομμου νιστής, Ιταλός, ένας από τους ιδρυτές μαζί με τον Γκράμσι τού L’Ordine Nuovo (Μάιος 1919). Αντίθετος με τον Στάλιν, εγκατέλειψε την ΕΣΣΔ το 1929. Από τότε έμεινε στη Γαλλία ως δημοσιογράφος και ιστορικός: La naissance du facisme de 1918 ά 1922, Παρίσι, Callimard, 1938* La Physiologe du Parti communistefrangais, Παρίσι, Self, 1949' Deux ans d ’alliance Germar no-sovietique, Παρίσι, Fayard, 1949. 74. Ποτέ δεν υπήρξαν διαψεύσεις από την πλευρά τους. Βλ. R. Paris, Les Origines du facisme, Παρίσι, Flammarion, 1968, σ. 50 και 107-111. Σύμ φωνα με τους Α. Ροσμέρ και Γκ. Σαλβερίνι, ο Μουσολίνι διεγράφη από το Ιταλικό Σοσ. Κόμμα στις 24 Νοεμβρίου 1914, και έβγαλε το (φασιστικό) έ ντυπό του II Popolo d ’ltalia από τις 15 Νοεμβρίου, αν και όχι «προβαλλό μενο» τουλάχιστον υποστηριζόμενο από τη γαλλική κυβέρνηση (Ζυλ Γκεντ, του οποίου απεσταλμένος υπήρξε ο Κασέν...). Βλ. L. Nemeth, «Dolci correspondanze. La Francia e i finanziamenti a 11 Popolo d'Italin 1914-1917», Italia contemporanea, αρ. 212, Σεπτ. 1998, σ. 605-615. 75. Μανουέλ ντε Iρούχο και Χουλιάν Θουγαθαγόιτια (1898-1940), υ πουργοί Δικαιοσύνης και Εσωτερικών στην κυβέρνηση που συγκρότησε ο Νεγρίν στις 17 Μαρτίου 1937. Παραιτήθηκαν στις 16 Αυγούστου 1938. Ο Θουγαθαγόιτια παραδόθηκε από τον Πεταίν στον Φράνκο και εκτελέστηκε. 76. Συνέβη τον Οκτώβριο του 1938. Η Βαρκελώνη έπεσε στις 26 Ιανουαρίου 1939 και αρχές Μαρτίου, οι φρανκιστές μπήκαν στη Μαδρίτη... 77. Πρόκειται για τη δεύτερη δίκη, την καλούμενη «δίκη του αντισο-
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
771
βιετικού τροτσκιστικού Κέντρου (23-30 Ιοτνουοφίου 1937)», Μόσχα, Commis sariat du Peuple ä la justice de 1‘DRSS, 1937. 78. II Popolo d ’ltalia. 79. Για τον M.N. Τουχατσέφσκι (1893-τουφεκίστηκε το 1937), μέλος του κόμματος από το 1918, εξαιρετικό στη στρατηγική του, μαχητή των τεθωρακισμένων και των αλεξιπτωτιστών, βλέπε άρθρα του Serge: «Toukhatchevski», La Wallonie, αρ. 177-178, 26-27 Ιουνίου 1937· «La crise du regime stalinien», Im Rev. Prolet., αρ. 249, 25 Ιουνίου 1937. 80. Βλ. Serge, «L'epuration de l’Armee rouge», La Wallonie, op. 267-268, 24-25 Σεπτ. 1938' «Blücher» και «La disparition du marechal Bluchcr», ό.π., αρ. 232-233 και 295-296, 20-21 Αυγούστου και 22-23 Οκτ. 1938. «I,es idees et les faits», La Rev. Prolet., αρ. 281, 25 Οκτ. 1938. 81. Ο Κάρλο Ροσσέλλι (γενν. το 1899), καθηγητής πολιτικής οικονο μίας, σοσιαλιστής και ο αδελφός του Νέλλο (γενν. το 1901), και οι δύο α ντιφασίστες, μαθητές του Γκ. Σαλβεμίνι, σκοτώθηκαν στις 9 Ιουνίου 1937. Βλ. Serge, «Carlo Rosselli» και «Signcs d’affolement», La Wallonie, αρ. 170171, 19-20 Ιουνίου 1937 και αρ. 43-44, 12-13 Φεβρουαρίου 1938. 82. Τζιάκομο Ματτεότι (γενν. 1885), γενικός γραμματέας του Σοσ. Κόμματος Ιταλίας, αποφασιστικός αντιφασίστας, απήχθη από τους φασί στες πολιτοφύλακες κοα βρέθηκε νεκρός στις 10 Ιουνίου 1924. 83. Βλ. Serge, «Boris Pilniak», La Wallonie, αρ. 212-213, 31 Ιουλίου-1η Αυγούστου 1937' «La fin des ecrivains thermidoriens» και «Bezymeneki», Im Rev. Prolet., op. 246, 10 Moitou 1937 και ap. 253, 25 Αυγούστου 1937 (και La Wallonie, ap. 231-232, 21-22 Αυγούστου 1937). 84. Η Ινδονησιακή Σοσιαλδημοκρατική Ένωση, ιδρύθηκε το 1913, και έγινε αργότερα το Ινδονησιακό ΚΚ. 85. Βλ. V. Serge, L’Assasinat d'lgnace Reiss. L’Assasinat politique et rilRSS, Παρίσι, εκδ. Pierre Tisne, Απρίλιος 1938 και Iss Humbles, Cahier αρ. 4, Απρίλιος 1938 (μαζί με κείμενα του Α. Ροσμέρ και του Μ. Βουλ λένς). 86. Μπερζερύ (1892-1958), ιδρυτής του εντύπου La Fleche (1934-29 Αυ γούστου 1939), επέτρεψε στον Σερζ να εκφραστεί εδώ το 1936-1937. Έτσι δημοσιεύεται εκεί το «Analyse d'un crime» (για τον Πορέτσκι (ή Ράις), αρ. 88, 16 Οκτ. 1937. 87. Ο Ντορμαυά (1888-1941) είχε αντικαταστήσει τον Ρ. Σαλένγκρο τον Νοέμβριο του 1936. Το 1938 ενάντια στο Μόναχο, το 1940 ενάντια στον Πεταίν. Συνελήφθη, και δολοφονήθηκε στις 26 Ιουλίου 1941. 88. Ρόζενταλ, ιδρυτής της σουρεαλιστικής επιθεώρησης L’Oeuf dur (1924-1925), δικηγόρος ειδικευμένος στις πολιτικές δίκες, γραμματέας και «δικηγόρος του Τρότσκι» (τίτλος και των αναμνήσεών του, Ποφίσι, R. Laffont, 1975).
772
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
89. Βάλτερ Γκ. Σάμουελ Γκίνσμπουργκ (Κριβίτσκι, 1899-1941), πρά κτορας σοβιετικών πληροφοριών, πήρε δημόσια θέση σχετικά με τις δίκες της Μόσχας τον Μάρτιο του 1937 και με τον ρόλο του Στάλιν στην Ισπα νία τον Απρίλιο. Εξέδωσε το Agent de Staline, Παρίσι, 1940, πιθανότατα δολοφονήθηκε. Βλ. V. Serge, Carnets. ? 90. Λέων Σέντοφ, με την έκδοση του Bulletin de l'Opposition (ρωσικά) και ενός Livre rouge sur le [ler) proces de Moscou, ενόχλησε τον Στάλιν. Για τις δραστηριότητές του και την εξόντωσή του βλ. Cahiers l^eon Trotsky, αρ. 13 και 14, Παρίσι, 1983. V. Serge, «Leon Scdov», la Rev. Prolet., αρ. 265, 25 Φεβρ. 1938, και «Mort d’un ami», U Wallonie, αρ. 57-58, 26-27 Φεβρ. 1938. 91. Για την κλοπή των αρχείων του Τρότσκι, βλ. V. Serge, «Mceurs Florentines», La Fleche, αρ. 39, 14 Νοεμβρίου 1936. 92. Ο Ρ. Κλεμάν (1910-1938) εξαφανίστηκε ανάμεσα στις 13 και 14 Ιουλίου. Βλ. G. Vereeken, La Guepeou dans le mouvement trotskyste, Παρίσι, I^a Pcnsee universelle, 1975. Πιο δύσπιστος από τον φίλο του Σερζ, τιτλο φορεί ένα κεφάλαιο «Klemcnt. Agent? Certainemcnt un lache» και συσχετί ζει τα γράμματα που επικαλείται ο Σερζ. 93. Αν ο Φρανσέ ντ’ Εσπεροί (1856-1942) στηρίζει οικονομικά την Cagoule (1936-1941), παράνομη οργάνωση της άκρας δεξιάς υπό τη διεύ θυνση του Ε. Ντελόνκλ και του στρατηγού Ντυσενιέρ, ο Πεταίν (18561951) εγκρίνει τις αντικομμουνιστικές προθέσεις, αλλά μη διακινδυνεύοντας την καριέρα του δεν ανακατεύεται. Βλ. M. Ferro, Petain, Παρίσι, Fayard, 1987, σ. 118-120. 94. Στις 28 Μαρτίου 1939 τα εθνικιστικά στρατεύματα του Φράνκο μπαίνουν στη Μαδρίτη... 95. Από τις 13 Μαρτίου έως τις 8 Απριλίου 1938 δεύτερη κυβέρνηση Μπλουμ. Από τις 9 Απριλίου έως τις 20 Μαρτίου 1940, κυβέρνηση Νταλαντιέ. Από τις 21 Μαρτίου έως τις 16 Ιουνίου 1940, κυβέρνηση Πωλ Ρεϋνώ, που άφησε τη θέση του στον στρατηγό Πεταίν. 96. Το Συνέδριο και η συμφωνία του Μονάχου (29 Σεπτεμβρίου 1938) συγκέντρωσαν τους Χίτλερ, Μουσολίνι, Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ. Η Τσεχοσλοβακία «εγκαταλειμμένη» από τους «συμμάχους» της αναγκάστη κε να παραχωρήσει την περιοχή της Σουδητίας στη Γερμανία. 97. Του χρεώνουν μια «ιστορική» λέξη: την ώρα που κατεβαίνει από το αεροπλάνο μπροστά στο πλήθος που παραληρεί (και για το οποίο σκεφτό ταν ότι επρόκειτο να τον λυντσάρει) μουρμουρίζει: «Les cons...». Το επα ναλαμβάνει ο Σαρτρ στο Les chemins de la liberte. ' 98. Στις 8 Ιουνίου 1938, οι Μ. Πιβέρ, Ντ. Γκερέν, Λ. Εράρ κ.λπ., ιδρυουν το 1*S()I>. Βλ. Γ). Guerin, Front Populaire, revolution manquee, Παρί σι, Maspero, 1970 και M. Pivert, Οΰ να la France?, Μεξικό, 1940. 99. Π. Φωρ (1878-1960), σημαντικός ηγέτης της ειρηνιστικής τάσης
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
773
της SF10 από το 1930, υποστηρίζει για αυτό τις συμφωνίες του Μονάχου και ψήφισε υπέρ της πλήρους εξουσίας του Πεταίν τον Ιούλιο του 1940. Διε γράφη από την SFIO το 1944. 100. Η επιθεώρηση Les Humbles δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1913 από έξι καθηγητές του Ντουαί, μεταξύ των οποίων ο Βουλλένς (που τη διη ύθυνε μόνος από τον Μάρτιο του 1916 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1939). Η δη μοσίευση του άρθρου του R. Van den Brak «Antifascisinc, guerre ct revolution» (αρ. 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1938, σ. 39-51) προκάλεσε την αυστηρή α πάντηση του Serge: «Antifascisme, galimatias el depression» (αρ. 1 και 2, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1939, σ. 9-14). Ο Βουλλένς πείσμωσε. Ο Σερζ δεν έ κανε εξαίρεση παρά για τα τεύχη 8-12 (Αύγουστος-Σεπτ. 1939, σ. 19-25) «προς τιμήν του Μωρίς Παριζανίν», μεταφραστή πού δούλεψε μαζί του για τον Τρότσκι. 101. Βλ. κείμενο εδώ, σ. 552-555. 102. Μεταφρασμένο αϊτό τον Σερζ μετά από αίτημα του Τρότσκι, δη μοσιεύεται στις εκδόσεις Grasset τον Οκτώβριο 1936. 103. Στο βιβλίο του 1905 (που γράφτηκε το 1908-1909, κεφάλαιο με τον τίτλο «Nos differends»), ο Τρότσκι έγραφε ήδη: «...αυτό που υπάρχει ως αντεπαναστατικό μέσα στον μπολσεβικισμό δεν μας απειλεί παρά μόνο στην περίπτωση μιας επαναστατικής νίκης». Βλέπε επίσης Nos t&ches poliliques (1904), Παρίσι, ßclfond, 1970, σ. 99-105. 104. Στην αρχή σοσιαλιστής, ο W. Dauge (1907-1944) ανήκε στην τάση «Επαναστατική σοσιαλιστική Δράση» που συγχωνεύθηκε τον Οκτώβριο του 1936 με την ομάδα «Σπάρτακος» του Γκ. Βερέεκεν για να διαμορφώ σουν το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Βελγίου). 105. Για τον Λιτβίνοφ, λαϊκό κομισσάριο στο Εξωτερικών της ΕΣΣΔ α πό το 1930 έως τις 5 Μαίου 1939, βλ. V. Serge, «Ιλ renvoi de Litvinov», La Wallonie, αρ. 133-134, 13-14 Μαίου 1939' «Litvinov», Esprit, αρ. 81, Ιούνιος 1939, σ. 419-427. Και το πορτρέτο του στο Μεσάνυχτα στον αιώνα... (κεφ. IV, Les Directives: «Le gros diplomate ride...». 106. Ζακ Μπενουά-Μεσέν (1901-1983), πολιτικός και δημοσιογράφος της δεξιάς. Το έργο του Histoire de l’armee allemande στις εκδ. A. Michel. 107. Στην πραγματικότητα η συμφωνία της μη επίθεσης και το μυ στικό πρωτόκολλο υπεγράφησαν και είχαν ημερομηνία 23. Βλ. A. Rossi, Deux ans d ’alliance germano-sovietique. 108. Μολότωφ, δεξί χέρι του Στάλιν, κομισάριος και μετά υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ από το 1939 έως το 1949 και από το 1953 έως το 1956. Ο Βοροσίλοφ υπήρξε κομισάριος στον Πόλεμο από το 1925 έως το 1945. 109. Ο κομμουνιστικός τύπος (l’Huma., Ce soir) απαγορεύτηκε στις 25 και 27 Αυγούστου 1939. Στις 26 Σεπτεμβρίου το ΚΚΓ διαλύθηκε (όπως ό
774
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
λες 7ΐοι στη φνλαχή στο έγκυρο New York Review of Books, Αύγουστος 13, 1970, ο οποίος ενώ σχολιάζει με ειρωνική πολυμάθεια την πολιτική καριέρα του Σερζ, με κανένα τρόπο δεν πληροφορεί τον αναγνώστη ότι αυτό το βιβλίο του Σερζ είναι μυθιστόρημα 1 10. Mem., σ. 274. 11. Clarte, αρ. 27 (Νέα σειρά), 20 Δεκεμβρίου 1922. * 12. Serge, «Les Ecrivaine ruese et la revolution», Clarte, 15 Ιουλίου 1922, σσ. 387-390. 13. Serge, 6.π. 14. Mem., σ. 175' Eng, σ. 165. 15. Serge, «Chronique de la vie intelectuelle en Russie des Soviets: Blancs et Rouges», Clarte, αρ. 28, Ιανουάριος 1923, σ. 93. 16. Mem., σ. 208. 17. Serge, La Tragedie des Ecrivains sovietiques, Παρίσι, Les Egaux, Supplement a Masses, Ιανουάριος 1947, τ. 6' στα αγγλικά «The Writer’s Conscience», στο Marxists on Literature: an Antology, επ. David Craig, Penguin 1975. 18. Ποφίσι, Editions sociales internationales, 1928. 19. Ποφίσι, Editions sociales internationales, 1933. 20. Ποφίσι, Editions sociales internationales, 1933. 21. Serge, La Tragedie des Ecrivains sovietiques, σσ. 9-10. 22. Neil Cornwell, Irish Slavonik Studies 4, 1983. 22α. Με μια επιτυχή ειρωνία την οποία ο Σερζ, που το μότο του ήταν «ποτέ τίποτε δεν χάνεται», σίγουρα θα την απολάμβανε, η πρώτη σοβιετι κή έκδοση της ρωσικής μετάφροατης του Τονλάγεφ εμφανίστηκε σε ένα πε ριοδικό με το όνομα του τόπου στον οποίο εξορίστηκε: URAL (τ. 1989, Ιανουάριος-Μάρτιος). 23. Peter Sedgick, «Victor Serge and Socialism», International Socialism, τ. 14, Φθινόπωρο 1963, σ. 18. 24. Βλ. Jean-Pierre Morel, Le Roman insupportable: L’Internationale litteraire et la France 1920-1932, Ποφίσι, NRF, 1985, σ. 31 κ.ε. 25. Clarte, οφ. 72, 1η Μοφτίου 1925' ανατυπώθηκε ως ποφάρτημα στο Serge, Litterature et revolution, Ποφίσι, Maspero 1976, σ. 97 κ.ε. 26. Serge, «Boris Pilniak», Clarte, ap. 36, 20 Μαίου 1923, σ. 72. 27. Menu, σ. 275. 28. Sorge. «Boris Pilniak», Clarte, οφ. 36, 20 Μαίου 1923. 29. Clarte, 1η Δεκεμβρίου 1924. 30. Βλ. Victor Serge to Emmanuel Mounier, 14 Ιανουοφίου 1941, στο Bulletin des Amis d ' E. Mourner, op. 39, Απρίλιος 1972, σ. 9. 31. Memoires, σ. 257.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
32. 33. 34. 35. 36. Trail», 37. 38. 39. 40. 41. 42. 43. 44. 45.
787
VS στον MM, Φεβρουάριος 20, 1931. VS στον MM, Λένινγκραντ, Απρίλιος 19, 1931, ΒΝ Παρίσι. Menu, σ. 275. VS to MM, 14 Αύγουστου 1930, ΒΝ Παρίσι. Βλ. Murry Armstrong, «The Searchers: Literary Decectives on the στο Weekend Guardian, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 22-23, 1990. Crasset 1939 και 1971. Παρίσι, Seuil, 1948. Παρίσι, Seuil, 1951. Μόντρεαλ, £d. de l’Arbrc, 1946' Παρίσι, Grasset, 1951. Παρίσι, Maspcro, 1971 και 1979. Μια κεντρική εικόνα στο Les Annees sans pardon, βλ. σ. 305. Menu, σ. 274. Στο ίύιο. Victor Serge στον Marcel Martinet, 17 Σεπτεμβρίου, 1930.
Β ΙΟΓΡΑΦ ΙΚΑ Σ Τ Ο ΙΧ Ε ΙΑ
1890: Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, στις 30 Δεκεμβρίου 1890, ο Βίκτωρ Ναπολέων Λβόβιτς Κιμπάλτσιτς, από τον Λέοντα Ιβάνοβιτς Κιμπάλτσιτς, γεννημένο στο Κίεβο, και τη Βέρα Μιχαήλοβνα Ροντερέβσκαγια, γεννημέ νη στο Νίζνι-Νάβγκοροντ, πολίτικους εμιγκρέδες. Ο πατέρας συμπαθών της «Ναρόντναγια Βόλια», θετικιστής σπενσερ^νός, παθιασμένος με τη γεω λογία και τις φυσικές επιστήμες. Η μητέρα σοσιαλίστρια. Τα παιδικά χρόνια στο Βέλγιο και στην Αγγλία χαρακτηρίζονταν από τη φτώχεια, την κακή διατροφή, την επαγγελματική αβεβαιότητα των γο νιών - ο αδελφός του Ραούλ πεθαίνει υποσιτισμένος στα 9 του χρόνια το 1901. 1901-1904: Σπουδές (κυρίως φυσικές επιστήμες, ιστορία, γεωγραφία) κάτω από την ακούραστη και αυστηρή καθοδήγηση του πατέρα. Ατελείω τες προσωπικές εργασίες: μουσεία, βιβλιοθήκες, όχι σχολεία (εκτός από το διάστημα 1904-1905: ένας χρόνος στο Ινστιτούτο Laurent έ Scheut κοντά στις Βρυξέλλες). Έλαβε πολύ καλή λογοτεχνική παιδεία από τη μητέρα: Σαίξπηρ, Μολιέρος, Λέρμοντοφ, Τσέχωφ. 1905: Χωρισμός των γονιών του. Ζει μόνος. Μαθητευόμενος φωτογρά φος (δέκα ώρες τη μέρα). Γοητεύεται από τον Γκυστάβ Ερβέ και την ε φημερίδα του La Guerre Sociale. Μέλος της σοσιαλιστικής Νεανικής Φρου ράς στις Ιξέλλες και πολύ σύντομα γραμματέας της. Έντονη αγωνιστική δραστηριότητα. Ζωηρός αντιμιλιταρισμός στους δρόμους. Συνεργάζεται με το Conscrit. 1906: Πρώτο Συνέδριο για τη Ρωσική επανάσταση, μετά την απόπει ρα στη βίλα του Στολύπιν (25 Αυγούστου). Διαμόρφωση μιας ερβεϊστικής αντικοινοβουλευτικής αριστεράς μέσα στην Ομοσπονδία των σοσιαλιστών Νεαρών Φρουρών των Βρυξελλών. Εκπρόσωπος στο συνέδριο του Νιβέλ, και μετά στο έκτακτο συνέδριο του ΡΟΒ (Βελγικό Εργατικό Κόμμα). Αντίθε τος με την προσάρτηση του Κονγκό (που συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο): σύνθημα: «Το Κονγκό στους Κονγκολέζους!» Εγκα ταλείπει το συνέδριο και μετά το κόμμα για να ιδρύσει μαζί με τους α ναρχικούς και τους συνδικαλιστές την GRB (Επαναστατική Ομάδα των Βρυξελλών). Εδώ έρχονται οι Ε. Σαπελιέ, Ζ. Τονάζ, Γκασσύ, Μαρέν. ΙΙυρήνας των νέων, που απαρτίζεται από τους: Jchan de Boe, Ραιμόν Καλμέν, Luce Courbo, Β. Κιμπάλτσιτς.
790
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
1907-1909: Αρχίζει νομικές σπουδές στο Univcrsilc Nouvclle (στις τά ξεις των Εντμόν Πικάρ, Georges Eekhoud, Guillaume De Grccf), που γρή γορα τις εγκαταλείπει κάτω από την επιρροή τού Προς τους Νέους του Κροπότκιν και στρατεύεται. Η ζωή γίνεται πολύ δύσκολη: καταφέρνει να εργαστεί ως σχεδιαστής-τεχνικός (με ελάχιστη ειδίκευση) σε μια εταιρεία κεντρικής θέρμανσης, στη συνέχεια σχεδιαστής σε έναν αρχιτέκτονα, μετά ευκαιριακά φωτογράφος, μαθητευόμενος τυπογράφος στη φιλελεύθερη πα ροικία του Μπουαφόρ. Συνεργάζεται με τα έντυπα Communiste (αναρχικό), Temps Nouveaux, Guerre Sociale, Bulletin de I'lnternationale Anarchiste (δη λώνοντας εδώ το προνόμιο της γραφής: «Είναι το πιο εύκολο όπλο και σί γουρα με το καλύτερο αποτέλεσμα». Στρατεύεται στο GRB και στη ρωσι κή αναρχική ομάδα των Βρυξελλών. Διαδηλώσεις, οδοφράγματα, έρευνες, συλλήψεις, κ.λπ. Συνδέθηκε με τον Ρώσο αναρχικό Σοκόλοφ-Χαρτενστάιν (που γρήγορα συνελήφθη και δικάστηκε). Ιούνιος 1909: εκστρατεία υπεράσπισης στη δίκη του Χάρτενσταϊν (Le Revolte, le libertaire). Μάρτυρας υπεράσπισης στις 16 στο δικαστήριο της Γάνδης. Εγκαταλείπει το Βέλγιο (ή απελαύνεται...) λίγο αργότερα. Παραμονή και εργασία στη Λίλλη, στο Αρμαντιέρ (φωτογράφος), στο Φιβ (ορυχεία). Στο τέλος του καλοκαιριού στο Παρίσι. Συνεργάζεται με την Vanarchie, ανεξάρτητο όργανο (Σεπτέμβριος 1909-Σεπτέμβριος 1912’ ψευδώνυμα: Le Retif, Ralph, Yor, Le Masque). Συμμετέχει στο Causeries popuUwres που έ χει δημιουργηθεί από τον Libertad. Συμμετέχει όλο και περισσότερο στην ανεξάρτητη αναρχική τάση (επιρροή Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Στίρνερ, κ.ά.). Δόγμα: η επανάσταση ήταν προβληματική, γ ι’ αυτό θα έπρεπε να υπάρχει ένας «έξωθεν» παράγων σε κατάσταση διαρκούς επανάστασης, μη έχοντας πίστη παρά στον εαυτό του, στο άτομο που θα μεταμορφώνεται το ίδιο και θα αγωνίζεται ασταμάτητα για την κοινωνική μεταμόρφωση. Δεν συμμε ρίζεται την οπτική Paraf-Javal. 1910: Από τον Ιούνιο του 1910 μέχρι τον Ιανουάριο του 1912, περίπου σαράντα «συνέδρια» / «συζητήσεις». Συνεργάζεται με το L’ere nouvelle του Ε. Αρμάν. Σεπτέμβριος: δημιουργεί το La Libre Recherche, groupe d ’etudes libres ou quartier Latin, ή «Κύκλος κοινωνιολογικών σπουδών του Καρτιέ Λατέν», στη θέση του La Lutece sociale, 16, Rue Cregoire-de-Tours. Εκεί πηγαίνουν οι: Εντουάρ Φερράν (Φερράλ), τελευταίος μαθητής του Mccislas Golberg, Μαριούς Ρικιέρ, Πιερ Ζερμαίν. Σύντροφοι: Γκ. Φρανκονί, Εμίλ Ζανβιόν, Μιγέλ Αλμερέυδα, Mauricius, Ε. Αρμάν, Α. Λορυλό. Διαχωρίζεται ωστόσο από τους δύο τελευταίους δηλώνοντας την αναγκαιότητα της συμμετοχής στο^ κοινωνικό αγώνα. 1911: Ιούλιος 1911-Ιανουάριος 1912: διαδέχεται τον Λορυλό για να δι
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
791
ευθύνει μαζί με την Ριρέτ Μαιτρεζάν τη l'anarchie (εβδομαδιαίο έντυπο και κοινότητα εργασίας -^τυπογραφίας- με πνεύμα συντροφικότητας). Στην αρ χή στη Ρομαινβίλ, μετά στην Μπελβίλ. Αγώνας ενάντια σε διάφορες «επι στημονικές» τάσεις: τον «συνειδητό εγωισμό», τον «οικονομικό ιλεγκαλισμό» (που παρεκκλίνει προς τη ληστεία). Οι Ραιμόν Καλμέν, De Boe, Καρουί, Ρενέ Βαλέ -όλοι λίγο πολύ συνδεδεμένοι με τον Ζυλ Μποννό- είναι αντίθετοι και επέρχεται ρήξη. Εξ ου και στις 21 Σεπτεμβρίου 1911, στο «Ενάντια στην πείνα», η διαπίστωση: «εκτός από την αναζήτηση των αι τίων του κακού, όλα τα άλλα είναι παιδαριώδη». 21 Δεκεμβρίου 1911: Αρχή της υπόθεσης της «συμμορίας του Μπον νό», αιματηρή επανάληψη των αδικημάτων (που ήταν πολύ δημοφιλή) των pieds nickeles του Forton: Rue Ordener, Caby, ταμίας της τράπεζας που χτυπήθηκε με περίστροφο και έπεσε θύμα κλοπής. 1911-1913: μεταφράσεις του Αρτσιμπάσεφ για τον Ζ. Παβολόζκι που τις υπογράφει. 1912: 4, 18, 25 Ιανουαρίου και 1η Φεβρουαρίου: δημοσιεύει στη l’anarchie τρία εμπρηστικά άρθρα (με υπογραφή «Le Retif» και ((Ralph») υποστηρίζοντας τους «ληστές» αλλά όχι την πράξη τους. 31 Ιανουαρίου: έρευνα στην έδρα της l ’anarchie. Εκεί βρίσκουν δύο πε ρίστροφα που υπήρχαν εν αγνοία του Le Retif. Ανακρίθηκε από τον Jouin, υποδιευθυντή Ασφαλείας, και μόνον αυτός συνελήφθη, κατηγορούμενος για κλεπταποδοχή. Εγκλεισμός στη Σαντέ, 14η πτέρυγα κελιών, και μετά 10η πτέρυγα κελιών, κελί 20. 'Εμεινε εκεί δεκατρείς μήνες. 3-27 Φεβρουαρίου: Δίκη. Κατηγορούμενος (μαζί με τη Ριρέτ Μαιτρεζάν) ότι είναι ο ((εγκέφαλος» της συμμορίας. Στην πραγματικότητα, όπως έγραψε στη συνέχεια στον Ε. Αρμάν (στις 12 Φεβρουαρίου 1917) έπρεπε να πληρώσει για το τριπλό έγκλημα ότι ήταν ξένος, ότι ήταν αναρχικός, και ότι δεν ήθελε να γίνει χαφιές. Και επί πλέον ότι ήταν σωστός και αυθά δης στην υπεράσπιση του εαυτού του. Μάρτυρες υπεράσπισης: Πιερ Μαρτέν, Ζακ Ποβολόζκι, Severine. Ετυμηγορία: πέντε χρόνια εγκλεισμός και πέντε χρόνια απαγόρευση παραμονής. Η Ριρέτ αθωώθηκε. 27 Φεβρουαρίου: Ο αστυνομικός Φρανσουά Γκαρνιέ δολοφονείται από τον Οκτάβ Γκαρνιέ στο Παρίσι. Σύλληψη του Jean de Boe και του Εζέν Ν-ηεντονέ. 25 Μαρτίου: Δολοφονία στο Μονζερόν ενός οδηγού και κλοπή του αυ τοκινήτου του, στη συνέχεια επίθεση στη Societe Generale του Σαντιγύ: τρεις νεκροί. 26 Μαρτίου: Σύλληψη του Σουντύ. 29 Μαρτίου: Ο Le Retif αρνείται να «συνεργαστεί»' είναι εξαιτίας αυ τού υπόδικος για συνεργασία με κακοποιούς. 3 Α7ΐριλίου: Σύλληψη του Καρουί.
792
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
7 Απριλίου: Σύλληψη του Καλμέν. 24 Ατιριλίον: Ο Jouin σκοτώνεται από τον Μποννό στο Ιβρύ. 28 Ατιριλίον: Θάνατος του Μποννό και του Ντυμπουά που πολιορκήθηκαν και σκοτώθηκαν με δυναμίτη στο Σουαζύ-λε-Ρουά. 14 Μαΐου: Θάνατος του Οκτάβ Γκαρνιέ και του Ρενέ Βαλέ που πολιορκήθηκαν και σκοτώθηκαν με δυναμίτη στο Νοζάν-συρ-Μαρν. 1912-1916: Στη Σαντέ και μετά στη φυλακή της Μελέν. Σύστημα Auburn: απομόνωση στο κελί τη νύχτα, καταναγκαστικά έργα τη μέρα για δέκα ώρες (τυπογραφείο: στοιχειοθεσία και μετά διόρθωση). Επιτρεπόμενες αναγνώσεις: ζωντανές γλώσσες, θρησκευτικά θέματα" παράνομες αναγνώ σεις: επιστημονικός ντετερμινισμός, Ταιν, Σπένσερ. Συγκρότηση μιας μι κρής αναρχικής ομάδας (Λαέρτ, Ρομπλό, Μισέλ). Παραμονή στο νοσηλευ τήριο κάθε οχτώ ή δέκα μήνες. Προώθηση της αλληλογραφίας «εξασφαλι σμένη» από τον Σάσα Τουμπίν. 1912-1913: Κείμενα στο I^es Refractaires, του Ε. Αρμάν. 4 Αυγούστου 1915: Γάμος με τη Ρ. Μαιτρεζάν (για να αποκτήσει δι καίωμα επισκεπτηρίου). 29 Μαΐου 1916: Έμαθε για την απόφαση απέλασης. 1916-1917: κείμενα στο Pendant la melee και Par-delä la melee, του Ε. Αρμάν. 1917-1918: «Αποφυλακίστηκε» στις 31 Ιανουαρίου 1917 χωρίς καμιά μείωση ποινής. Δέκα μέρες στο Παρίσι. Απελαυμένος φεύγει για τη Βαρ κελώνη. Τυπογράφος. Συνεργάζεται με το Tierra y Libertad (υιοθετεί το ψευδώνυμο «Victor-Serge», και μετά «Victor Serge» και εκδίδει ένα Essai critique sur Nietzsche και με το Solidaridad Obrem). Ιδεολογία: ο αναρχι σμός πρέπει να είναι κοα ατομικός (να είσαι ο ίδιος ένας καινούργιος άν θρωπος) κοα επανο»τατικός (καθήκον κοα αναγκοαότητα να συμμετέχεις στον ταξικό αγώνα). Ιούλιος: Συμμετέχει στην προετοιμασία της εξέγερσης της 19ης. Συ νελήφθη, αφέθηκε. Αποτυχία. Αποκτά από το ρωσικό προξενείο ένα φύλλο πορείας για να φύγει για τη Ρωσία, καθώς ο Κερένσκι καλεί τους εμιγκρέδες και τους γιους τους να υπηρετήσουν στον στρατό. Παράνομη επι στροφή στο Παρίσι. Δεν κατορθώνει να μπει στις ρωσικές ομάδες που μά χονται στη Γαλλία. Εργασία στο τυπογραφείο Rirachovsky. 2 Οκτωβρίου: Συνελήφθη για παράβοκιη της απόφασης απέλασης κοα απαγόρευσης παραμονής. Φυλοοίίστηκε πρώτα στο Φλερύ-αν-Μπιερ (Σοανe-Μαρν) μέχρι το τέλος Μαρτίου του 1918 κοα μετά στο στρατόπεδο του Πρεσινιέ (Σαρτ) από τον Απρίλιο μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1919. Διοικητικός εγκλεισμός: θεωρείται ανεπιθύμητος, ηττοπαθής κοα μπολσεβικίζων. Όροι διαβίωσης: κακή διατροφή, βαρβαρότητα, έλλειψη υγιεινής, υπεράριθμοι, υψηλή θνησιμότητα. Θάνατος ενός φίλου στην προσπάθεια α
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
793
πόδρασης. Μελέτη, αγώνας και αλληλεγγύη. Μέλος της ρωσοεβραϊκής Επαναστατικής Ομάδας (Πάουλ Φουκς, Nachtigal, Αντρέ Μπροντέ, Μπαράκοψ, Robin, Κοβάλσκι) που είχε διαμορφωθεί κυρίως από αναρχικούς και καθαρούς μπολσεβικίζοντες. Κάνει ένα μάθημα για τη Ρωσική επανάστα ση. Αδιάκοπη κινητικότητα και προπαγάνδα. Καταγγέλλει με επιστολές την καταστολή. Κείμενα στο La Melee, του Π. Σαρντόν, το 1918-1919, α ναγγέλλοντας στις «Επιστολές ενός αποκλεισμένου» τις προσδοκίες του για μια νέα Ρωσία. 1919: 26 Ιανοναρίου: Με μια «ανταλλαγή» μέσα από μια συμφωνία γαλλορωσική, μπαρκάρει στη Δουνκέρκη για την Πετρούπολη, διαμέσου της Φι λανδίας. Συναντά πάνω στο πλοίο την οικογένεια Ρουσακόφ (και τη Λιούμπα που πρόκειται να γίνει γυναίκα του). Πετρούπολη. Μόσχα. Πετρούπολη. Ιανουάριος-Απρίλιος: Δημοσίευση στο le libertaire του «L’esprit revolutionnaire russe». Απρίλιος: Δημιουργία των εκδόσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς τις οποίες συνδιευθύνει, και συνεργάζεται με την εφημερίδα. Ο άνθρωπος-ορχήστρα: δημοσιογράφος, μεταφραστής, γραμματέας, τυπογράφος, κ.λπ. Δυ νατή φιλία με τον Β.-Ο. Λίχτενσταντ-Μάζιν, που σκοτώθηκε στις 16 Ο κτωβρίου. Εργάζεται στη γραμματεία του Ζινόβιεφ. Συναντά τότε τη γαλ λική ομάδα: Π. Πασκάλ (σύντομα θα γίνει γαμπρός του), Ζ. Σαντούλ, Μ. Μποντύ, Μ. Παριζανίν, και αργότερα τον Α. Γκιλμπώ. Στη διάρκεια των επιθέσεων του Γιουντένιτς, μετακινείται στο 11ο τμήμα, και μετά στο Ε πι τελείο στρατού, πολιτική υπηρεσία. Αποστολή του Κράσιν και του Ζινόβιεφ. Μάιος: Προσχωρεί στο ΚΚΡ. Η εξέλιξη από τον αναρχισμό στον μαρ ξισμό «μακρά και δύσκολη» (ένας εσωτερικός σπαραγμός που θεωρήθηκε από τους αντιπάλους του ως ένα «διπλό παιχνίδι»). Εξ ου και το 1920-1921 οι πολεμικές με τους πρώην συντρόφους (Ε. Αρμάν, Mauricius, κ.λπ.) και με το le libertaire που δημοσιεύει στις 7 Νοεμβρίου 1920 μία επιστολή της 6ης Οκτωβρίου. Εδώ δηλώνει: «Είμαι αντι-εξουσιαστής και είμαι, όπως και πάντα, απαραμείωτα» αλλά «δεν είναι πια η εποχή που μπορούσε κα νείς να θεωρήσει τον εαυτό του αναρχικό επειδή ήταν χορτοφάγος». 1920: Εργασία στην Υπηρεσία των Εξωτερικών Υποθέσεων. Μεταφρά ζει το Terrorisme et Communisme του Τρότσκι. 15 Ιουνίου: Γέννηση του γιου του Βλαντίμιρ Αλεξάντρ στην Πετρούπολη. 1920-1921: Παρακολουθεί το Δεύτερο και το Τρίτο Συνέδριο της ΚΔ. Εδώ κάνει τη γνωριμία με τους Ζακ και Κλάρα Μεσνίλ, Μαντλαίν Μαρξ (μετέπειτα Παζ), Φραντσέσκο Γκέτσι, Λυσιέν Λωρά, Αλφρέντ Ροσμέρ, Μπόρις Σουβάριν, Μαρσέλ Ολιβιέ (Αρόν Γκόλντμπεργκ) κ.λπ. Ξαναβλέπει τον Mauricius. Άρθρα με την υπογραφή «Victor Serge», «R. Albert» (ή «R.A.»), «V. Lvovitch» (ή «V.L.») στο la Vie Ouvriere (Ιούνιος 1920-Αύγουστος 1926),
794
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
στο l'Humanite (Νοέμβριος 1920-Μάιος 1927), στο Bulletin Communiste (Ια νουάριος 1921-Μάιος 1925), στο Clarte (Φεβρουάριος 1922-Ιανουάριος 1928), στο La Lutte de Classes (Φεβρουάριος-Ιούνιος 1928). 1921-1922: Επικεφαλής του παραρτήματος προπαγάνδας στην κεντρική Ευρώπη, πηγαίνει στο Βερολίνο στο τέλος του χρόνου για να επιστρέφει τέλος του 1922 (συνεργάτης του Λιτβίνοφ στην υπηρεσία δημόσιας Εκπαί δευσης). Εκδίδει το Pendant la guerre civile και Les Anarchistes et la Revolution russe. 1923-1925: Ζει στο Βερολίνο και μετά στη Βιέννη. Πολλές εργασίες για την Κομιντέρν: κυρίως να εξασφαλίσει τη γαλλική έκδοση του La Correspondence Internationale· συνεργάζεται με το Die Rote Fahne [Η κόκ κινη Σημαία]. Δημοσιεύει «εν θερμώ» το Notes d ’AUemagne με υπογραφή «R. Albert». Εκδίδει το La Ville en danger (1924). Ιούλιος 1925: Υπογράφει (μαζί με την ομάδα Clarte) και τον Ανρύ Πουλάιγ την Έκκληση προς τους διανοούμενους εργαζόμενους: αΝαι ή όχι, κα ταδικάζετε τον πόλεμο [στο Μαρόκο];» που είχε προτείνει ο Ανρύ Μπαρμπύς. Εκδίδει το Lenine 1917 και το Les Coulisses d'une Sürete generale. Τέλος τον 1925: «Προσκαλείται» να επιστρέφει στο Λένινγκραντ μετά από μια διένεξη με τον Μπέλα Κουν. Γίνεται Σοβιετικός πολίτης. Συνδέε ται με χώρους αντιφρονούντων. Ξεκινά μαζί με τον Π. Πασκάλ, για το Ινστιτούτο Λένιν, τη μετάφραση των (Euvres completes του Λένιν. 1927: Παρατηρεί, αναλύει «εν θερμώ» το κινεζικό πρόβλημα, καταγ γέλλοντας στην Clarte και μετά στη La lutte de classes τον προσανατολισμό της Κ.Δ. και του ΚΚΚ που έχει προσχωρήσει σ’ αυτή. Θέτει ξανά το θέ μα της θεωρίας του «μπλοκ των τεσσάρων τάξεων» που έχει επεξεργαστεί ο Στάλιν (στερώντας έτσι το ΚΚΚ από κάθε αυτονομία). Συνεργάζεται με το αντιπολιτευτικό όργανο Contre le courant (που διευθύνεται από την Μαντλαίν και τον Μωρίς Παζ). Συναντά τον Μπαρμπύς στις 11 Σεπτεμβρίου. Νοέμβριος: Ο Κ. Ρακόφσκι (τότε πρέσβης στο Παρίσι) τον βοηθά να φέρει στη Μόσχα για τη Δεκάτη επέτειο της Επανάστασης τους Π. Ναβίλ και Ζ. Ρόζενταλ. Τους φέρνει σε επαφή με την Αριστερή Αντιπολίτευ ση: Τρότσκι, Πρεομπράζενσκι, Ζινόβιεφ, Ράντεκ. Συνάντηση και φιλία με τους Παναίτ Ιστράτι και Νίκο Καζαντζάκη. 1928. Μέσα Ιανουαρίου: Διαγράφεται από το Κόμμα για διασπαστικές δραστηριότητες (τροτσκιστικές). 23 Απριλίου: Πρώτη σύλληψη. Μένει για τριάντα έξι μέρες στη φυλακή της Τσπαλέρναγια του Λένινγκραντ, και μετά τον αφήνουν. Πρώτη κινητοποίηση στη Γαλλία για την υπεράσπισή του, κυρίως μία επίμονη έκκληση είκοσι μελών της «Επιτροπής για την υπεράσπιση των θυμάτων του φασισμού και της λευκής τρομοκρατίας».
Β10ΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
795
Από τότε η περίπτωσή του γίνεται όλο και περισσότερο επισφαλής. Παρακολουθείται (του ανοίγουν ή του κρατούν την αλληλογραφία). Υπάρχει ανάγκη για «βιοποριστική» εργασία: μεταφράσεις, εκλαϊκευμένα άρθρα, κ.λπ. 3 Νοεμβρίου: Απάντηση στην Έρευνα της Monde (του Α. Μπαρμπύς) για την προλεταριακή λογοτεχνία. 1929: Γράφει στο Soviets 1929 για τον Παναίτ Ιστράτι. Μεταφράζει το Precis d'economie politique του I. Λάπιντους και Κ. Οστροβιτιάνοφ. 1930: Πρώτα προβλήματα της γυναίκας του Λιούμπα. Μεταφράζει το πρώτο μέρος των Memoires d'une revolutionnaire της Β. Φίγκνερ. 1932: Υπογράφει (με τους Μ. Παζ, Α. Πουλάιγ, Σ. Πλισνιέ, κ.λπ.) το μανιφέστο των ((προλετάριων συγγραφέων» (Bulletin του Μαρτίου 1932 μέ χρι τον Ιανουάριο του 1933). 16 Οκτωβρίου: Απευθύνει μια επιστολή στην Εκτελεστική Κεντρική Επιτροπή των Σοβιέτ προκειμένου να αποκτήσει την άδεια να μετανα στεύσει. Αρνούνται χωρίς καμιά εξήγηση, με επιστολή ημερομηνίας 31 Δε κεμβρίου αλλά που έφτασε στα χέρια του στις 16 Ιανουαρίου 1933. Καινούργια υποστήριξη από περίπου πενήντα προσωπικότητες της Γαλ λίας, ανάμεσα στους οποίους οι Ζ. Ντυαμέλ, Λ. Βερτ, Μ. Μαρτινέ, Σ.Βιλτράκ, Λ. Ντυρταίν, Β. Μαργκερίτ, Φ. Ζεμιέ, Π. Σινιάκ, Φ. Μασρεέλ, Ζ.Ρ. Μπλοχ, κ.λπ. 1933. 8 Μαρτίου: Συλλαμβάνεται ξανά, κρατείται μυστικά, καταδικά ζεται με απλά διοικητικά μέτρα -χωρίς δίκη- σε εξορία τριών χρόνων στο Όρενμπουργκ, στα Ουράλια. Την ίδια μέρα φτάνει στο Παρίσι ο Πιερ Πασκάλ και η γυναίκα του Τζένυ Ρουσάκοβα. «Επιτροπή για τον επαναπατρισμό του Β.Σ.» συγκροτείται με πρωτο βουλία της Μαντλαίν Παζ (με τους Μ. Μαρτινέ, Ζ. Μεσνίλ, Α. Πουλάιγ, Ζ. Ντυαμέλ, Σ. Βιλντράκ, Ζ. Πιος). 8 Απριλίου: Συλλαμβάνεται η Ανίτα, η νύφη του. Ιούνιος: Επιστολή στον πρέσβη της ΕΣΣΔ στο Παρίσι, Ντοβγκαλέφσκι, για την επιστροφή το Β.Σ. στη Γαλλία, με πρωτοβουλία του Α. Πουλάιγ. Εκστρατεία του Τύπου, άρθρα των Μπ. Σουβάριν, Ζ. Ντυαμέλ, Μ. Παζ, Α. Πουλάιγ, Ζ. Μεσνίλ. 11 Ιουλίου: Ανοιχτή επιστολή της «Επιτροπής Β.Σ.» στον Μπαρμπύς για το θέμα της σιωπής της Monde για την «υπόθεση Β.Σ.» που είχε σαν επακόλουθο την αποχώρηση πολλών συνεργατών. Όλη η οικογένεια της γυναίκας του καταδιώχτηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος, της στέρησαν την εργασία, να βρει σπίτι, κ.λπ. Ο Αλεξάντρ Pöoσακόφ πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1934.
796
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
15 Νοεμβρίου: Εκλιπαρούμενος από τους Μ. Μοφτινέ, και Μ. Παζ, Ζ.Ρ. Μπλοχ, πολύ αμήχανος, γράφει επιτέλους για «την υπόθεση» στο Europe. 20 Μαίου: Στέλνει το Hommes perdus στον Ρ. Ρολλάν, ο οποίος όμως δεν λαμβάνει τίποτε. 1934. Μέσα Σεπτεμβρίου: Η Λιούμπα κλείνεται σε ένα ψυχιατρικό νο σοκομείο στο Λένινγκραντ. Κίνηση υπέρ του Σερζ στο Συνέδριο. 17 Αυγούστου- 1η Σεπτεμβρίου: Συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα με τη συμμετοχή των Αραγκόν, Π. Νιζάν, Β. Πόζνερ, Α. Μαλ ρώ, Ζ.-Ρ. Μπλοχ (ο οποίος συναντά την Ανίτα Ρουσάκοβα, της δίνει χρή ματα, αλλά μένει ικανοποιημένος από τις ((επίσημες» απαντήσεις και δεν ζητά να συναντήσει τον Β.Σ.). 27 Αυγούστου: Επιστολή του Ρ. Ρολλάν στον Α. Μπουμπνόφ για να αποκτήσει το Les hommes perdus (που είχε σταλεί σ’ εκείνον αλλά είχε παρακρατηθεί από την Γκλαβλίτ). 1935. 28 Φεβρουάριου: Γέννηση της κόρης του Ζαννίν. Τέλος Μαρτίου: «Διεθνής Επιτροπή ενάντια στην αντιπρολεταριακή καταστολή στη Ρωσία» που συγκροτείτο« στις Βρυξέλλες (ο Α. Πουλάιγ είναι ένας από τους Γάλλους εκπροσώπους). Δημοσιεύει μια «Έκκληση» στις 18 Μαΐου (αναφερόμενος στον Β.Σ.). 21-25 Ιουνίου: Συνέδριο των Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας, οργανωμένο στο Παρίσι από την AEAR (στην πραγματικότητα υπονομευμένο από τους σταλινικούς). Προφορικές παρεμβάσεις από τους Γκ. Σαλβεμίνι, Μαντ. Παζ και Σ. Πλισνιέ «εξουσιοδοτημένοι» από τους Ζιντ και Μαλρώ. Ο Πουλάιγ και οι φίλοι του (Βολφ, Ολιβιέ, Ασφέλντ, Λεϊσόν...), διαμαρτυρόμενοι μέσα στην αίθουσα, αποβλήθηκαν. 22 Ιουνίου-Ιούλιος: Διαμονή του Ρ. Ρολλάν (συνοδευόμενος από τη γυ ναίκα του, την παράδοξη Μαρία Κουντάσεβα, θεωρούμενη από τον Τρότσκι ως πράκτορα της Γκεπεού). Στις 28 Ιουνίου, συζήτηση με τον Στάλιν: Αναφέρθηκε το όνομα του Σερζ και ο Στάλιν συμφώνησε για την αναχώ ρησή του από την ΕΣΣΔ. 18 Ιουλίου: Ο Ρολλάν γράφει στον Γιαγκόντα για να ανακτήσει το χει ρόγραφο των Hommes Perdus. 20 Ιουλίου: Ο Γ ιαγκόντα ((δανείζει» κρυφά το χειρόγραφο των Hommes pertlus στον Ρ. Ρολλάν, που το διαβάζει μέσα στη νύχτα, κρίνει ότι «δεν υπάρχει λόγος να το κρατήσει» αντί να το φυλάξει διαμαρτυρόμενος (κα θώς αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο παραλήπτης που του το υφάρπα ξαν στη Λογοκρισία!) και το επιστρέφει στον Γιαγκόντα... 1η Σεπτεμβρίου: Ο Γκόρκι επιβεβαιώνει στον Ρ. Ρολλάν την απόφαση του Στάλιν. Τέλος Οκτωβρίου: Ο Σ. Πλισνιέ, ωθούμενος από τους Ε. Βαντερβέλ-
ΒΙ0ΓΡΑΦ1ΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
797
ντε και Ζ. Ντυαμέλ, κάνει μια αίτηση για βίζα για το Βέλγιο. Υπάρχουν διοικητικά κωλύματα, αλλά χάρη στον Βαντερβέλντε εγκρίνεται άδεια πα ραμονής (με πολύ αυστηρούς όρους) για ένα διάστημα τριών χρόνων. 1936. 12 Απριλίου: Αναχώρηση του Βικτόρ Σερζ από το Όρενμπουργκ. 16 Απριλίου: Απέλαση από την ΕΣΣΔ. 17 το βράδυ: Αφιξη στις Βρυξέλλες. Τον υποδέχονται οι Λαζάρεβιτς. Μάιος: Δημοσιεύει στο Esprit (του Ε. Μουνιέ που έγινε φίλος του) δύο ανοιχτές επιστολές, η μία για την Μ. Παζ και η άλλη για τον Α. Ζιντ ό που αναφέρει την κατάσταση στην ΕΣΣΔ. Μεγάλες δυσκολίες για να μπορέσει να εργαστεί στον Τύπο. Δεν μπο ρεί να εκφραστεί παρά μόνον στο La Wallonie (Λιέγη, διακόσια ένα άρθρα από τον Ιούνιο του 1936 μέχρι τον Μάιο του 1940), στο La Fleche (Παρί σι), la Revolution Proletarienne (Παρίσι, από τον Ιούνιο του 1936 μέχρι τον Αύγουστο του 1940), στο Les Humbles (Παρίσι). Αναλύει και καταγγέλλει την πρώτη δίκη της Μόσχας. Εκδίδει το Seize Fusilles. 19-24 Αυγούστου: πρώτη δίκη της Μόσχας, καταδίκη και εκτέλεση του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ, του Εβντοκίμοφ. 30 Αυγούστου: Μακρά επιστολή στον φίλο του Α. Νιν (La Batalla) που εγκωμιάζει τη συμμαχία ανάμεσα στους αναρχικούς και τους μαρξιστές. Τέλος του 1936: Γίνεται ανταποκριτής του La Batalla. Δεκέμβριος: Σκέφτεται να ξαναγράψει το Im Tourmente. 1937. Ιανουάριος: Παραβρίσκεται στο σπίτι του φίλου του X. Σνέεβλιετ, βασικού ηγέτη του RSAP (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Ολλανδίας), σε μια συγκέντρωση του κινήματος για την Τετάρτη Διεθνή. Και οι δύο αη διασμένοι από τον τροτσκιστικό σεκταρισμό. 2 και 14 Φεβρουαρίου: Δέχεται την επίθεση και τη δυσφήμηση από τον Ζ. Σαντούλ (l'Humanite) και μετά από τον διεθνή σταλινικό Τύπο διότι α νέλυσε και κατήγγειλε την δεύτερη δίκη της Μόσχας (23-20 Ιανουαρίου). Εκδίδει το Destin d ’une Revolution. Μέσα Μαίου: Του επιτρέπουν να εγκατασταθεί στη Γαλλία (Παρισινά περίχωρα στο Πρε-Σαιν-Ζερβαί, 1, Πλας Σεβερίν). Διευθύνει μαζί με τους Ν. Moline y Fabrega και Β. Costa-Amic μια επι τροπή υπεράσπισης της Ισπανικής Επανάστασης: εδώ συνεργάζονται οι Μ. Παζ, Α. Πουλάιγ, Μ. Πιβέρ, Β. Μαργκερίτ, κ.λπ. Ιούλιος: Γίνεται δεκτός με δυσκολία στο συνδικάτο των διορθωτών (με πολλές επεισοδιακές διαδικασίες). Σεπτέμβριος: Καταγγέλλει τη δολοφονία του φίλου του Νιν και τη σιω πή του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου των αντιφασιστών συγγραφέων γ ι’ αυτό το θέμα. Διαδοχικές πολεμικές με τον Τρότσκι και τους αυλοκόλακές του. Αρνείται τον σεκταρισμό τους.
798
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
1938. 2-13 Μαρτίου: Τρίτη δίκη της Μόσχας. Άρθρα όπου την αναλύει κοα την καταγγέλλει. Γράφει το I ly a toujours (που έγινε S ’il esι minmt dans le siecle [Μεσά νυχτα στον αίώνα]). 1939: Γράφει συγχρόνως ένα μυθιστόρημα για το Λένινγκραντ, Les annees noires κοα μια Histoire de l'anarchisme. Έρχετοα σε ρήξη με τον Βουλλένς κοα τη Les Humbles διότι δέχτηκαν κείμενα ευνοϊκά απέναντι στον ναζισμό. Συνεργάζετοα με την Emancipation paysanne του Ανρύ Πιτώ. Οκτώβριος 1939-Φεβρονάριος 1940: Δεκαέξι άρθρα στην L’Intransigeant (για τη γερμανοσοβιετική συνθήκη). Γι’ αυτό το γεγονός τον καθοδηγεί συμβουλευτικά το Κοα ντ’ Ορσαί. 1940. 10 Ιουνίου: ΕγκατοΛείπει το Ποφίσι εμπιστευόμενος σε Βέλγους κοα Γάλλους φίλους χειρόγροκρα κοα προσωπικά αντικείμενα -που ορισμένα καταστράφηκοιν-, αφήνοντας τη Λιούμπα σε μια κλινική κοα την κόρη του σε φίλους εμπιστοσύνης. Συνοδευόμενος από τους Βλοεντύ, Ν. Fabrega y Molins και την L.S., την καινούργια σύντροφό του που συνάντησε το 1937. Ιούλιος-Αύγουστος: Στους δρόμους για την έξοδο. Τον βοηθούν ο Α. Πιτώ κοα οι στρατευμένοι της Ecole emancipee. Σεπτέμβριος 1940-Μάρτιος 1941: Διαμονή στη Μασσαλία, στην αρχή στα περίχωρα (Βίλα Air Bel) κοα μετά σε ένα μικρό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης, όπου η συγκατοίκηση με τον Μπρετόν δεν ήταν πολύ εύκολη. Εργάζεται πάνω στο μυθιστόρημα Υπόθεση Τουλάγεφ, γράφει ποιήματα, κοα προχωρά σε διοφήματα κοα αλληλογραφία. Ποφοοιολουθείτοα από το FBI. 3 Δεκεμβρίου: Επίσημη επίσκεψη του Πεταίν. Η μικρή κοινότητα του Air Bel συλλαμβάνεται κοα μεταφέρεται στο πλοίο Σινάγια. Ρωτούν τον Σερζ αν είναι Εβραίος: «Όχι, δεν έχω την τιμή!» 1941. 25 Μαρτίου: Χάρη στον Varian Fry (βοηθούμενο από τους Ρ. Schmierer, D. Benedite, J. Cemähling, M.-J. Cold) κοα την «Επιτροπή οιμερικανικής βοήθεας στους διανοούμενους, στα διαβήματα των Ντιούη κοα Νάνσυ ΜακΝτόναλντ και του X. Γκορκίν στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπαρ κάρει με το Capitaine Paul-I.emerle και τον Βλοιντύ (καθώς κοα τους Α. Μπρετόν, Λέβι-Στρως, Α. Μασσόν, V. Brauner, κ.λπ.). Ως πρώην κομμου νιστής δεν γίνεται δεκτός στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά στο Μεξικό χά ρη στον πρόεδρο Καρντένιχς. Περνά από τη Μοφτινίκα, τη Σιουδάδ Τρουχίλιο, τον Άγιο Δομήνικο κοα την Αβάνα. Τφίστατοα εκεί διάφορες γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες. Σχε διάζει το Crise de la civilisation europeenne κοα γράφει το I'Empire Nazi contra le peuple russe. Σεπτέμβριος: Άφιξη και εγκατάσταση στο Μεξικό. 1942: Ολοκληρώνει την Υπόθεση Τουλάγεφ κοα την 1η εκδοχή των Memoires.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Μάρτιος: Η κόρη του Ζαννίν και η L.S. τον συναντούν στο Μεξικό. Ατιρίλιος: Εκδίδει μαζί με τους Γκορκίν, Ρεγκλί και Πιβέρ την μπρο σούρα La Guepeou prepare un nouveau crime. 1942-1944: Θανάσιμες απειλές, καταγγελίες εναντίον του, εναντίον του Γκορκίν, κ.λπ. Απευθύνουν μια «Ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο της Δη μοκρατίας» ο οποίος λαμβάνει επίσης δύο μηνύματα, το ένα υπογεγραμμέ νο από περισσότερες από διακόσιες προσωπικότητες της Αμερικής (διανο ούμενους, πολιτικούς, συνδικαλιστές) το άλλο από μια δωδεκάδα βουλευτών και βρετανών δημοσιογράφων που απαιτούν να τους επιβεβαιωθεί η ασφάλειά τους. 1943: Ασχολείται με τους Ισπανούς και τους Ιταλούς πρόσφυγες («Ανοι χτή Επιστολή» στον Παλμίρο Τολιάττι), καταγγέλλει δημόσια τη δολοφο νία των δύο ιθυνόντων Πολωνών σοσιαλιστών των Β. Άλτερ και X. Έρλιχ στην ΕΣΣΔ. Επίθεση διάκοσίων σταλινικών ενόπλων κομμουνιστών: οι Γκόρκιν και Τζιρονέλα τραυματίζονται. Συνεργάζεται με το Mundo και τη διεθνή σοσιαλιστική Επιτροπή. Γρά φει το Ijes derniers temps και το Le Seisme (San Juan Parangaricutiro). 1944. Οκτώβριος: Ρήξη με τον Μ. Πιβέρ και τον Γαλλοπολωνό συγ γραφέα Ζαν Μαλακοί. 1945-1946: Συνθέτει τα ποιήματα της συλλογής Messages. 1945-1947: Γράφει, στη Λατινική Αμερική, στο Hijo Prodigo (του Οκτάβιο Πας, στον οποίον γνωρίζει τον Ανρύ Μισώ) στο Argentine libre (Μπουένος Αιρες), στο Bohemia (Κούβα), στο Babel (Σαντιάγο Χιλής), στα Ιχι Nacion και Excelsior (Μεξικό), στο lettres franqaises (του Ροζέ Καγιουά, Μπουένος Αιρες). Στη Νέα Υόρκη στα Partisan Revietv, The New International, Politics, The New Leader, Modern World, The Call. Στη Με γάλη Βρετανία στα Now, New Essays, Ixft, Plain Talk, Horizon, κ.ά. Στη Γαλλία στα Masses/Socialisme et liberte και στα Cahiers Spartacus (του Ρε νέ Αεφέβρ). Γράφει το L·s Annees sans pardon. Αλληλογραφεί με τους Z .-Ντ. Μαρτινέ, Ρ. Αεφέβρ, Ε. Μουνιέ, Α. Πουλάιγ, Λ. Ροτ, Α. Μπορί, κ.ά. 1947. 17 Νοεμβρίου: Ο Βικτόρ Σερζ πεθαίνει με βάρβαρο τρόπο μέσα σε ένα ταξί πηγαίνοντας στον Βλαντύ για να του δώσει το τελευταίο του ποίημα, «Mains». Μη μπορώντας να συγκεντρώσει τα χρήματα για την κηδεία ο γιος του, αναλαμβάνει ο Γκορκίν. Ο Σερζ ενταφιάζεται στο γαλλικό κοιμητήριο του Μεξικού σαν Ισπανός υπήκοος (οι αρχές δεν δέχονται τους απάτριδες...). Το 1954, ελλείψει οικογενειακού τάφου, μεταφέρεται σ’ έναν κοινό τόπο ταφής. Ανώνυμα. Δεν είχε μήπως γράψει το (προαγγελτικό) ποίημα «Γιατί να γράψεις ένα όνομα;».
ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ ΚΑΙ ΣΥ Ν ΤΜ Η ΣΕΙΣ
Έντυπα Bull. Comm.: Bulletin Communiste La Corr. Intern.: La Correspondance Internationale L’£cole em.: L'Ecole emancipee l’Huma.: l ’Humanite rintran.: L’lntransigeant NRF. Nouvelle Revue Frangaise la Rev. Prolet. : la Revolution Prolelarienne la VO: la Vie Ouvriere
θεσμοί και κόμματα AEAR: Σύλλογος των επαναστατών συγγραφέων και καλλιτεχνών, που ι δρύθηκε στις 17 Μαρτίου 1932 στο Παρίσι. CGT: Γενική Εργατική Συνομοσπονδία, γαλλικό κεντρικό συνδικάτο, διασπάστηκε το 1921, επανενώθηκε το 1936, διοικήθηκε από τον Λεόν Ζουώ. CGTU: Ενωτική Γενική Εργατική Συνομοσπονδία, γαλλικό κεντρικό συνδι κάτο που διαμορφώθηκε το 1921 μετά τη διαγραφή των επαναστατικών συνδικάτων της CGT- συγχωνεύτηκε το 1936. CNT: Confederacion Nacional del Trabajo, ισπανικό κεντρικό συνδικάτο, αναρχοσυνδικαλιστικής τάσης. ESI: Διεθνείς Σοσιαλιστικές Εκδόσεις. FAI: Fcderacion Anarquista Iberica, ομοσπονδία των αναρχικών ομάδων της Ιβηρικής χερσονήσου. Γκεπεού (ΓΚΕ ΠΕ ΟΥ): Η «Πολιτική Διοίκηση του Κράτους». Σοβιετική πολιτική αστυνομία από το 1922 μέχρι το 1934. Στη συνέχεια προσαρτάται στο NKVD και μετά, το 1943, στο NKCB (Κρατική Ασφάλεια). GRB: Επαναστατική Ομάδα των Βρυξελλών. ILP: Independent Labour Party (Αγγλία). KD: [Καντέ] Νεότερο κόμμα, φιλελεύθερο, συνταγματικό-δημοκρατικό κόμ μα (Ρωσία). KPD: Kommunistische Partei Deutschlands [Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμ μα], όνομα του κόμματος από τον Νοέμβριο ώς τον Δεκέμβριο του 1920 και από τον Αύγουστο του 1921.
ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ ΚΑΙ ΣΤΝΜΗΣΕΙΣ
KPD(S): Kommunistische Partei Deutschlands (Spartacusbund) [Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ομάδα Σπάρτακος)] της δεξιάς, όνομα του κομ μουνιστικού Κόμματος από τον Ιανουάριο του 1919 μέχρι τον Νοέμβριο του 1920. NKVD: Κομισαριάτο του λαού στις εσωτερικές Υποθέσεις. POSDR: Ρωσικό Σοσιαλ-Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. POUM: Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης (της Ισπανίας). PSOP: Σοσιαλιστικό Εργατικό και Αγροτικό Κόμμα (Γαλλία). PS-R: Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα (Ρωσία). SAP (ή SAPD): Sozialistische Arbeiterpartei Deutschlands [Γερμανικό Σο σιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα] της αριστεράς από το 1931. SFIO: Γαλλικός τομέας της Εργατικής Διεθνούς, Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μέλος της Δευτέρας Διεθνούς. SPD: Sozialdemokratische Partei Deutschlands [Γερμανικό Σοσιαλδημοκρα τικό Κόμμα], μ ’ αυτό το όνομα μέχρι το 1922. Τσεκά (μετά Βε-Τσε-Κά): Πανρωσική Επιτροπή του Συμβουλίου των κο μισάριων του λαού για τον αγώνα ενάντια στην αντεπανάσταση, το σα μποτάζ και την κερδοσκοπία. USPD: Unabhängige Sozialdemokratische Partei Deutschlands [Γερμανικό
Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα]. VKPD: Vereinigte Kommunistische Partei Deutschlands, όνομα του Γερμανι κού Κομμουνιστικού Κόμματος από τον Δεκέμβριο του 1920 μέχρι τον Αύγουστο του 1921. VSPD: Vereinigte Sozialdemokratische Partei Deutschlands, όνομα του Γερ μανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος μετά την επανένταξη των «α νεξάρτητων» το 1922.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο αναγνώστης που θα ήθελε να μάθει περισσότερα σχετικά με τους μεγάλους Ρώσους πρωταγωνιστές (πολιτικούς ή συγγραφείς) θα μπορούσε να ανατρέξει στις ακόλουθες εργασίες (οι οποίες, ανάμεσα και σε άλλες, έχουν ήδη αναφερθεί): — Histoire de la litterature russe, με επιμέλεια των Efim Etkind, Georges Nivat, Ilya Serman, Vittorio Strada, Παρίσι, Fayard, σε 7 τό μους (5 εκδόθηκαν από το 1987, εκ των οποίων 3 αφιερωμένοι μόνον στον 20ό αιώνα). — Τις αξιοσημείωτες απ’ όλες τις απόψεις, μελέτες των Georges Nivat και Pierre Pascal (Λωζάνη, L’Äge d’Homme). — Histoire de la litterature polonaise τον Czeslaw Milosz (βραβείο Νόμπελ), Παρίσι, Fayard, 1986.
— Broue Pierre (από την τροτσκιστική πλευρά), Le Parti bolchevique. Histoire du PC de I’URSS, Παρίσι, ed. de Minuit, 1972' Revolution en Allemagne (I9I7-I923), ό.π., 1971' (μαζί με τον £mil Temime) La Revolution et la guerre d'Espagne, ό.π., 1972' Trotsky', Παρίσι, Fayard, 1988’ Staline et la Revolution. Le cas espagnol, ό.π. 1993. R akovsky ou la Revolution dans tous le pays, ό.π., 1996" Histoire de l ’Internationale communiste 1919-1943, ό.π., 1997‘ Les Proces de Moscou, Παρίσι, Julliard, 1964' L'Assassinat de Trotsky, Βρυξέλλες εκδ. Complexe, 1980. Βέβαια οι χρονολογίες (γεννήσεως και θανάτου)
που συνοδεύουν τις πολύτιμες βιογραφικές σημειώσεις θα πρέπει να επαληθευθούν, καθώς διαφέρουν από τον ένα τόμο στον άλλον. Και οι εκδόσεις (παρουσιάσεις και σημειώσεις) του Τρότσκι: Le Mouvement communiste en France (1918-1939), Παρίσι, ed. de Minuit. 1971, και La Revolution espagnole (1930-1940), ό.π., 1975’ CEuvres (1933-1940), 24 τόμοι, Παρίσι, EDI και Institut Leon-Trotsky, 1978-1988 και, με την επιμέλειά του, τα Cahiers Leon Trotsky (κάπου 70 τεύχη από το 1978). — Carr Edward H., A History o f Soviet Russia [Ιστορία τη ς Σ ο
804
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
βιετικής Ρωσίας], Λονδίνο, Macmillan, 1978-1990, 14 τόμοι (από τους οποίους μόνον οι 3 πρώτοι έχουν μεταφραστεί: La Revolution bolchevique, Ποφίσι, ed. de Minuit, 1969 και 1974). — Haupt Georges κοιι Marie Jean-Jacques, Les Bolcheviks par euxmemes, Ποφίσι, Maspero, 1969 (πολύτιμη συλλογή βιογραφιών, προ τιμότερες από αυτήν του P. Broue για τη σωστή κοα ακριβή κατα
γραφή των χρονολογιών). — Lazitch Branko και Drachkovitch Milorad M., Biographical Dictionary o f the Comintern, Στάνφορντ, Hoover Institution PressStanford University, 1986 (θεωρημένη, διορθωμένη κοα διευρυμένη έκ δοση) και του Lazitch: Lenine et Ια ΠΓ Internationale (Νιουσατέλ, La Baconniere, 1950), Les Partis communiste d ’Europe 1919-1955 (Ποφίσι, Lei lies d’or, 1956). — Marie Jean-Jacques (από τροτσκιστικής πλευράς), Les Paroles qui ebrarüerent le monde, Ποφίσι, Le Seuil, 1967 (πολύτιμο για το χρονολόγιό του, σσ. 171-188 που διαφωτίζουν τα γεγονότα που περιγράφονται στο La Ville en danger)· StaUne, Ποφίσι, Le Seuil, 1967* Le Trotskysme, Παρίσι, Flammarion, 1977· Trotsky, Staline, Παρίσι, PUF, συλλ. «Que sais-je», [1980] 1955' La Jeunesse de Trotsky, Ποφί σι, Autrement, 1998' Staline, Ποφίσι, Fayard, 2001. — Wieczuski Joseph L. (επ.), The Modern Encyclopedia o f Russian and Soviet History, Academic International Press, ΗΠΑ, 56 τόμοι 19761994.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Α. Πεστάνα Νουνέθ (1886-1938) 719 Α. Ροσμέρ (Αντρέ Α. Γχρκ51877-1964) 721 Αβενάριους Ρίχαρντ (1843-1896) 50,699 Άβερμπαχ Λεοπόλδος 380,381,392 Αζεφ'Εβνο 152,697 Αιχορν 370 Αλαίν 459 Αλέξανδρος Α' 592 Αλέξανδρος Β Ί7,402 Αλεξάντρα Λβόβνα Μπρονστάιν 304 ΑλεξαντρόφΤοντόρ 265 Αλεννν(χοφ Βενιαμίν Μάρχοβιτς 183 Αλληλούγεβνα Ναντιέζντα 403 Αλμερέυδα Μιγέλ (επον. Εζέν Βιγχό 18831917)55,56,58,87,88,103700 Αλμπα Βιχτόρ 655 ΑλπάριΤζονλιους 241 Αλτερ 626 Αλφόνσος ΙΓ (1866-1941) 53,90,708 Αμπελ Σαφρόνοβιτς Ενονκιτζε (1877) 712 Αμπράμοβιτς 195,243,364,487 ΑνατόλΦρανς 626 Ανρύ ντε Μαν 510 Ανκίντ71 Άνιλερ Αλφρεντ 580 Άνιλερ Βίχτορ (1852-1918) 708 Αντλερ Φρήντριχ (επιλογ. Φριτς) 90,243, 364,485,708 Αντόνοφ 473 Αντόνοφ-Οβσέενχο 311 Αντράντε Χουάν 485 ΑντρεΛσιν 307 Απολλιναίρ (Γκιγιώμ ντε Κοστροβίτσχι) 44, 698 Απφελ 529 Αραγχόν459 Αρχέρ Χορντί 485 ΑρμάνΕμβ. 47
Αρμέλ Μωρίς (A.A. Τομά, 1884-1944) 775 Αρόν Ραιμόν 643 Αρτσιμπάσεφ 52 Arlandis Hilario (1888-1939) 210,731 Ασχάροφ184 ΑσχάσοΦρανθίσχο (1903-1936) 708 Αταμπεχιάν 184 ΑφινογχένοφΑ-Ν. (1904-1941)755 ΑχμέτΖώγου (1895-1961) 742 Βαγιάν 65,76 Βαγιάν Α. 695 Βαγιάν-Κουτυριέ Π. (1892-1937) 731 Βαλέ Ρενέ 44,66,702 ΒαλουάΖωρζόΟ Βάλτερ Γχ. Σάμουελ Γχίνσμπουργχ (Κριβίτσχι, 1899-1941)772 Βαντερβέλντε ΕμΟ. 31, 243, 364, 461, 470, 695 Βασΰα Νιχηφόροβιτς Τσαντάγεφ 303,347 ΒεράρενΕ. 215,697 Βερέεχεν Ζ. (1898-1978) 781 Βερζεά 170,172 Βερτ Λεόν (1877-1955) 379,459,775 Βερχνεσυράλσχ 375 Bertoni L. 696 Βεσιόλυ (1898-1939;) 755 Βεσιόλυ Αρτέμ 392 Βιάτσεσλαβ Σχριάμπιν (Μολότωφ, 18901986)748 Βιγιόν Φρανσουά 46 Βίζνχοοπ Ντάβιντ (1876-1941) 165,722 Βιλντράχ Σαρλ 44,459 ΒιντόλΖ. (1913-1936) 708 Boe Jean De 28 Βοχχάχιος 122 Βολίν Β.Μ. (Αϊχενμπάουμ, 1882-1945) 169, 184,185,723
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ Βόλχοφ397 Βολοντάρσκι (Μίανσής Μάρχοβιτς Γκολντστάιν, 1890-1918) 128,713 Βολφ358,417 Βολφ Ερβ»ν (1902-1937) 487,769 ΒολφΦριτς316 Βορονόυ121 Βορ