Ένα φιλοσοφικό και ταυτόχρονα πολιτικό μυθιστόρημα για τα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος....
NTON NTEAIAAO
ZHMEIO OMErA M Y 8 11T 0 P H M A Msvacppaan EAENH flANNAKAKH
fiifiXionaXeiov rnc,
^HMEIO QMEfA
D K /. NTON NTEAIAAO AitaYopeuexat r] ava8rnj.ooizoor\, YJ availapaycoyT] xa0to7rou: Don DeLillo, Point Omega, published by Picador © Don DeLillo. 2010
BIBAIOnQAKIONTHZ-'EETlAS" I. A. KOAAAPOY & EIAX A.E. EKiOTIKOS
OIKOS
EupmiSoo 84 - A6v]va 105 53 www.hestia.gr •
[email protected]
BIBAIOIIOAEION THE "EETIA2" I. A. KOAAAPOY & 2IAS A.E. A0HNA 2012
2006
TEAOS KAAOKAIPIOY / APXH OOINOnQPOY
Ανωνυμία
3
Σεπτεμβρίου
Ένας άνδρας που μόλις διακρινόταν στεκόταν ακουμπισμέ νος στον βορινό τοίχο. Άνθρωποι έμπαιναν κατά ζεύγη και τριάδες και στέκονταν στα σκοτεινά και κοίταζαν την οθόνη και μετά έφευγαν. Μερικές φορές δεν πήγαιναν καν πιο πέ ρα α π ' την πόρτα, οι μεγαλύτερες ομάδες που έμπαιναν τυ χαία, τουρίστες σαν χαμένοι, και κοίταζαν και αναποφάσι στοι μετατόπιζαν το βάρος τους από πόδι σε πόδι και μετά έφευγαν. Δεν υπήρχαν καθίσματα στην αίθουσα. Η οθόνη στεκόταν μόνη της στο μέσον του δωματίου, τρία επί τέσσε ρα μέτρα περίπου, καθόλου ανυψωμένη. Ήταν ημιδιαφανής και κάποιοι επισκέπτες, λίγοι, ξέμεναν όση ώρα χρειαζόταν για να πάνε κι απ' την άλλη μεριά. Έμεναν μια στιγμή ακό μη και μετά έφευγαν. Η αίθουσα ήταν κρύα και φωτιζόταν μόνο απ' την ανε παίσθητη γκρίζα αναλαμπή στην οθόνη. Πίσω, δίπλα στον βορινό τοίχο, το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο και ο άν δρας που στεκόταν μόνος του έφερε το ένα χέρι προς το πρόσωπο του, επαναλαμβάνοντας, όσο γινόταν πιο αργά, την κίνηση μιας φιγούρας στην οθόνη. Όταν η πόρτα της αίθουσας άνοιξε αθόρυβα και μπήκαν άνθρωποι, μπήκε και ένα έντονο φως απ' το χώρο πίσω
τους, όπου άλλοι ήταν μαζεμένοι, σε κάποια απόσταση χα ζεύοντας τα βιβλία τέχνης και τις κάρτες. Η ταινία παιζόταν χωρίς διάλογο ή μουσική, εντελώς χω ρίς ηχητική επένδυση. 0 φύλακας του μουσείου στεκόταν ακριβώς στην εσωτερική πλευρά της πόρτας και οι άνθρω ποι που έφευγαν κάπου κάπου τον κοίταζαν, επιζητώντας οπτική επαφή, κάποιου είδους πιθανή αλληλοκατανόηση που ίσως να επικύρωνε τη δική τους απογοήτευση. Υπήρχαν κι άλλες αίθουσες, ολόκληροι όροφοι, δεν υπήρχε λόγος να χάνουν το χρόνο τους μέσα σ' ένα ξεκομ μένο δωμάτιο όπου οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, χρειαζόταν αιώνες για να συμβεί. 0 άνδρας στον τοίχο έβλεπε την οθόνη και μετά άρχισε να κινείται κατά μήκος του παρακείμενου τοίχου προς την άλλη πλευρά της οθόνης, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί την ίδια δράση απ' την ανάποδη. Παρακολουθούσε τον Άντονυ Πέρκινς να αγγίζει την πόρτα ενός αυτοκινήτου, χρησιμοποιώντας το δεξί του χέρι. Ήξερε πως ο Άντονυ Πέρκινς χρησιμοποιούσε το δεξί χέρι απ' αυτήν την πλευρά της οθόνης και το αριστερό απ' την άλλη. Το ήξερε αλλά ένιωσε την ανάγκη να το δει και κινήθηκε μέσα στο σκοτάδι κατά μήκος του πλαϊνού τοίχου και μετά απομακρύνθηκε αρκετά εκατοστά για να δει τον Άντονυ Πέρκινς απ' αυτήν την πλευρά της οθόνης, την ανάποδη πλευρά, τον Άντονυ Πέρκινς να χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι, το λάθος χέρι, για να αγγίξει μια πόρτα αυτοκινήτου και μετά να την ανοίξει.
αθόρυβα και έμπαιναν άνθρωποι με ή χωρίς παιδιά, και ο άνδρας επέστρεψε στη θέση του στον τοίχο, όπου στ,εκόταν ακίνητος τώρα. παρατηρώντας τον Άντονυ Πέρκινς να γυ ρίζει το κεφάλι του. Η παραμικρότερη κίνηση της κάμερας αποτελούσε μια εμφανή μετατόπιση στο χώρο και στο χρόνο αλλά η κάμε ρα δεν κινείτο τώρα. Ο Άντονυ Πέρκινς γυρίζει το κεφάλι του. Ήταν όπως οι ακέραιοι αριθμοί. Ο άνδρας μπορούσε να μετρήσει τις διαβαθμίσεις στην κίνηση του κεφαλιού του Άντονυ Πέρκινς. Ο Άντονυ Πέρκινς γυρνάει το κεφάλι με πέντε ανεξάρτητες κινήσεις αντί για μια συνεχή/Ηταν σαν τούβλα σ' έναν τοίχο, σαφώς μετρήσιμα, καμιά σχέση με την πτήση ενός βέλους ή ενός πουλιού. Και εν πάση περι πτώσει δεν έμοιαζε με τίποτα ή δεν διέφερε από τίποτα. Το κεφάλι του Άντονυ Πέρκινς στρέφεται στο χρόνο πάνω στον μακρύ αδύνατο λαιμό του.
Αλλά ήταν πράγματι το αριστερό το λάθος χέρι; Γιατί, τι έκανε αυτήν την πλευρά της οθόνης λιγότερο αληθινή απ' την άλλη; Τον φύλακα πλησίασε ένας άλλος φύλακας και μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα καθώς η αυτόματη πόρτα άνοιγε
Φυσικά, η συγκεκριμένη αντίληψη ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ ενδελεχούς παρατήρησης. Ένιωσε εντελώς ανεπηρέα στος για μερικά λεπτά από τα πηγαινέλα των άλλων και μπόρεσε να κοιτάξει την ταινία με το βαθμό της έντασης που απαιτούσε. Η φύση της ταινίας επέτρεπε ολοκληρωτι κή συγκέντρωση αλλά και εξαρτάτο απ' αυτήν. Ο ανελέη τος ρυθμός της ταινίας δεν θα είχε νόημα χωρίς μια ανάλο γη παρατηρητικότητα, μόνο το άτομο με την απόλυτη εγρήγορση δεν θα πρόδινε τις απαιτήσεις της. Στεκόταν και κοίταζε. Όση ώρα πήρε στον Άντονυ Πέρκινς να γυρίσει το κεφάλι του, ένα φάσμα ιδεών που σχετίζονταν με την επιστήμη και τη φιλοσοφία και άπειρα άλλα πράγματα φά νηκαν να πλημμυρίζουν, αλλά ίσως έβλεπε περισσότερα πράγματα απ' ό,τι υπήρχαν. Αλλά ήταν αδύνατον να δει υπερβολικά πολλά. Όσο λιγότερα πράγματα υπήρχαν για
10
11
να δει, όσο πιο έντονα κοιτούσε, τόσο πιο πολλά έβλεπε. Κι αυτός ήταν ο στόχος. Να δεις τι υπάρχει εδώ, τελικά να κοιτάς και να ξέρεις πως κοιτάς, να νιώθεις το χρόνο να περνάει, να υπάρχεις ζωντανός σε οτιδήποτε συμβαίνει στις απειροελάχιστες αντιληπτικές εντυπώσεις της κίνη σης. Όλοι θυμούνται το όνομα του δολοφόνου, Νόρμαν Μπέιτς, αλλά κανείς δεν θυμάται το όνομα του θύματος. 0 Άντονυ Πέρκινς είναι ο Νόρμαν Μπέιτς, η Τζάνετ Λη είναι η Τζάνετ Λη. Το θύμα πρέπει να έχει το ίδιο όνομα με την ηθοποιό που το υποδύεται. Αυτή που μπαίνει στο απομο νωμένο μοτέλ που ανήκει στον Νόρμαν Μπέιτς είναι η Τζά νετ Λη. Στεκόταν κοιτώντας για πάνω από τρεις ώρες. Αυτή ήταν η πέμπτη μέρα στη σειρά που ερχόταν εδώ και η προ τελευταία πριν η έκθεση κλείσει και πάει σε άλλη πόλη ή την καταχωνιάσουν σε κάποια άγνωστη αποθήκη κάπου. Κανείς απ' αυτούς που έμπαιναν δεν φαινόταν να γνω ρίζει τι να περιμένει και οπωσδήποτε κανείς δεν περίμενε αυτό εδώ. Η αρχική ταινία είχε επιβραδυνθεί έτσι ώστε να έχει διάρκεια εικοσιτεσσάρων ωρών. Αυτό που παρακολουθού σε φαινόταν πως είναι αμιγής ταινία, αμιγής χρόνος. Ο μέ γας τρόμος του παλιού γοτθικού κινηματογράφου εξαϋλω νόταν στο χρόνο. Πόσο καιρό θα έπρεπε να στέκεται εδώ, πόσες βδομάδες ή μήνες μέχρι ο χρονικός ορίζοντας της ταινίας να απορροφήσει τον δικό του, ή μήπως αυτό είχε ήδη αρχίσει να συμβαίνει; Πλησίασε την οθόνη και στάθηκε περίπου τριάντα εκατοστά μακριά, και έβλεπε κομμάτια και θραύσματα στατικού ηλεκτρισμού, νιφάδες φωτός που τρεμόπαιζε. Έκανε το γύρο της οθόνης κάμποσες φορές. Η αίθουσα ήταν άδεια τώρα έτσι ώστε να μπορεί να σταθεί σε
οιαφορετικές γωνίες και σημεία διαχωρισμού. Βάδισε προς τα πίσω, κοιτώντας πάντα την οθόνη. Κατανοούσε απόλυ τα γιατί η ταινία προβαλλόταν βουβή. Έπρεπε να εμπλέκει τον θεατή τόσο βαθιά που δεν συμβαίνει με τις συνήθεις υποθέσεις που κάνει κανείς, τα πράγματα που εικάζει και συμπεραίνει και παίρνει ως δεδομένα. Επέστρεψε στον τοίχο στη βορινή άκρη προσπερνώντας τον φύλακα στην πόρτα. 0 φύλακας ήταν εδώ αλλά δεν μέτραγε ως παρουσία στο δωμάτιο. Ο φύλακας ήταν εδώ για να είναι αόρατος. Αυτή ήταν η δουλειά του. 0 φύλακας εί χε μπροστά του την άκρη της οθόνης αλλά δεν κοίταγε πουθενά, κοίταζε ό,τι ακριβώς κοιτάνε οι φύλακες των μου σείων όταν το δωμάτιο είναι άδειο. 0 άνθρωπος στον τοίχο ήταν εδώ αλλά ίσως ο φύλακας δεν τον μέτραγε σαν πα ρουσία περισσότερο απ' ό,τι για τον ίδιο μέτραγε ο φρου ρός. Ο άνθρωπος ήταν εδώ για μέρες στη σειρά και για με γάλα διαστήματα κάθε μέρα και εν πάση περιπτώσει είχε επιστρέψει στον τοίχο, στο σκοτάδι, ακίνητος. Παρατηρού σε την αργή κίνηση των ματιών του ηθοποιού μέσα στις σστεώδεις κόχες τους. Μήπως φαντάστηκε πως ο ίδιος :-βλέπε με τα μάτια του ηθοποιού;Ή μήπως τα μάτια του ηθοποιού έμοιαζαν να τον ψάχνουν; 11 ξέρε πως θα έμενε μέχρι να κλείσει το μουσείο, δυόμι σι, ώρες από τώρα και μετά θα ξαναγύρναγε το πρωί. Είδε να μπαίνουν δύο άνδρες, ο μεγαλύτερος κράταγε μπα στούνι και φόραγε κοστούμι που έμοιαζε πολυταξιδεμένο, lie τα μακριά άσπρα μαλλιά του πλεγμένα στον αυχένα, ">ως κάποιος συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου, λό;'υς στις κινηματογραφικές σπουδές ίσως, και ο νεότερος Ί>«/.τά ομάδες, κατά λόχους, κάνοντας σημειωτόν και στρι φογυρνώντας για λίγο δίπλα στην πόρτα και μετά έφευι/.ν. Ένας δύο θα γύρναγαν και θα έφευγαν και μετά οι ;
14
15
θηκαν στο μισοσκόταδο κατά μήκος του παρακείμενου τοί χου. Τους παρατήρησε μια στιγμή ακόμη, τους πανεπιστη μιακούς, ειδικοί στον κινηματογράφο, στη θεωρία του κινη ματογράφου, στο συντακτικό του κινηματογράφου, στη σχέση κινηματογράφου και μύθου, στη διαλεκτική του κι νηματογράφου, στη μεταφυσική του κινηματογράφου και ενόσω η Τζάνετ Λη άρχιζε να ξεντύνεται για να κάνει το αι ματοβαμμένο της ντους.
υπόλοιποι, ξεχνώντας τι είχαν δει στα δευτερόλεπτα που τους πήρε μέχρι να στραφούν και να πάνε προς την πόρτα. Τους σκέφθηκε σαν μέλη θεατρικής ομάδας. Ο κινηματο γράφος, σκέφθηκε, είναι μοναχικός. Η Τζάνετ Λη στο μακρύ διάλειμμα της ξεγνοιασιάς της. Την παρατηρούσε καθώς άρχιζε να ρίχνει το μπουρνούζι της. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πως το ασπρόμαυ ρο ήταν το μόνο γνήσιο μέσο για τον κινηματογράφο ως ιδέα, για τον κινηματογράφο στο μυαλό. Σχεδόν ήξερε γιατί αλλά όχι εντελώς. Οι άνδρες που στέκονταν παραδίπλα θα ήξεραν γιατί. Γι' αυτό το έργο, σ' αυτόν τον κρύο, σκοτεινό χώρο, άσπρο και μαύρο ήταν εντελώς απαραίτητα, ήταν ένα ακόμη ουδετεροποιό στοιχείο, ένας τρόπος με τον οποίο η δράση πλησιάζει κάπως τη ζωή σε στοιχειώδες επίπεδο, ένα πράγμα που αποτραβιέται στα ναρκωμένα του μέρη. Η Τζάνετ Λη στην λεπτομερή πορεία της άγνοιας της για το τι θα της συμβεί αμέσως μετά. Μετά έφυγαν, έτσι ακριβώς, απομακρύνονταν προς την πόρτα. Δεν ήξερε πως να το ερμηνεύσει αυτό. Το πήρε προ σωπικά. Η ψηλή πόρτα άνοιξε γλιστρώντας για τον άνθρω πο με το μπαστούνι και μετά για το βοηθό. Βγήκαν. Γιατί, βαρέθηκαν; Προσπέρασαν τον φύλακα και έφυγαν/Επρεπε να σκεφθούν με λέξεις. Αυτό ήταν το πρόβλημα τους. Η δράση προχωρούσε υπερβολικά αργά για να μπορεί να φι λοξενεί το κινηματογραφικό τους λεξιλόγιο. Δεν ήξερε αν αυτό εδώ έβγαζε το παραμικρό νόημα. Δεν μπορούσαν να νιώσουν τον παλμύ της καρδιάς των εικύνων που προβάλλο νταν σ' αυτήν την ταχύτητα. Το κινηματογραφικό τους λεξι λόγιο, σκέφθηκε, δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί σε κουρ τινόξυλα και κρίκους και οπές. Τι στα κομμάτια, αεροπλά νο τρέχουν να προλάβουν; Νόμιζαν πως ήταν σοβαροί αλλά δεν ήταν. Κι αν δεν είσαι σοβαρός, δεν ανήκεις εδώ.
Και μετά σκέφθηκε. Σοβαροί για ποιο πράγμα; Κάποιος βάδισε μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου στο σωμάτιο και η σκιά του έπεσε πάνω στην οθόνη. ϊ'πήρχε κάποιο στοιχείο λήθης μέσα σ' αυτήν την εμπειρία. Ήθελε να ξεχάσει το αρχικό φιλμ ή τουλάχιστον να πε ριορίσει την ανάμνηση σε μια μακρινή αναφορά, που δεν θα παρεμβαλλόταν ενοχλητικά. Τπήρχε επίσης η ανάμνηση αυ τής εδώ της βερσιόν, που την έβλεπε και την ξαναέβλεπε για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο Άντονυ Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέιτς. 0 λαιμός ενός πουλιού που περπατά με δυσκολία στο νερό 1 , η πλάγια κατατομή του προσώπου ενός πουλιού. Η ταινία τον έκανε να νιώθει όπως κάποιος που βλέπει ταινία. Το νόημα όλου αυτού του διέφευγε. Εξακολουθού σε να νιώθει πράγματα των οποίων το νόημα του διέφευγε. Αλλά αυτή εδώ δεν ήταν πραγματικά ταινία, με την αυστη ρή έννοια του όρου, ήταν; Ήταν βιντεοταινία. Αλλά ήταν επίσης και ταινία. Με την ευρύτερη σημασία έβλεπε ένα φιλμ, κινηματογράφο, μέσες άκρες μια κινούμενη εικόνα. Το μπουρνούζι της άραξε τελικά πάνω στο κατεβασμέ νο καπάκι της λεκάνης. Ο νεότερος, με τα τριμμένα παπούτσια του τζόκιν, σκέ φθηκε, ήθελε να μείνει. Αλλά έπρεπε ν' ακολουθήσει τον παραδοσιακό θεωρητικό με τα πλεγμένα μαλλιά ειδάλλως ρίσκαρε να καταστρέψει το μέλλον του ως πανεπιστημια κού. Ή η πτώση από τη σκάλα, ακόμη αρκετά μακριά, ίσως ακόμη ώρες μακριά μέχρι ο ιδιωτικός αστυνομικός, ο Άρμπο-
16
17
Από το wader, τα παράκτια πουλιά με τα μακριά πόδια, όπως ο πελαργός.
γκαστ, πέσει απ' τη σκάλα ανάσκελα με πρόσωπο άσχημα σχισμένο, μάτια ορθάνοιχτα, τα χέρια ανοιχτά σαν ανεμόμυ λος, μια εικόνα που θυμόταν από τις προηγούμενες μέρες, ή ίσως μόνο από χθες, αδύνατο να ταιριάξει στο κεφάλι του τις μέρες με τις εικόνες που είδε την κάθε μια απ' αυτές. Ο Άρμπογκαστ. Το όνομα βαθιά ριζωμένο σε κάποια σκοτεινή περιοχή στο αριστερό ημισφαίριο. 0 Νόρμαν Μπέιτς και ο αστυνομικός Άρμπογκαστ. Αυτά ήταν τα ονόματα που θυ μόταν όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν αφότου πρωτόδε την αρχική ταινία. 0 Άρμπογκαστ στη σκάλα, να πέφτει χω ρίς τελειωμό.
Ι'έρες ορθοστασίας, το βάρος του κορμιού του όπως στεκό;αν. Εικοσιτέσσερις ώρες. Ποιος θα επιβίωνε βιολογικά αλΛά και όχι μόνο; Θα μπορούσε να περπατήσει έξω στο δρό μο μετά από μια μέρα και νύχτα χωρίς διακοπή σ ' αυτό το ριζικά τροποποιημένο χρονικό πεδίο; Μετά από μια ολό κληρη μέρα και νύχτα ορθοστασίας στο σκοτάδι, κοιτάζο ντας την οθόνη, κοιτάζοντας τώρα, με ποιο τρόπο το νερό /υρεύει μπροστά στο πρόσωπο της καθώς εκείνη γλιστράει α τον πλακοστρωμένο τοίχο ενώ το χέρι της απλώνεται ν' αρπαχτεί α π ' την κουρτίνα και να καθυστερήσει την πτώση ι ου κορμιού της προς την τελευταία του αναπνοή.
Εικοσιτέσσερις ώρες. Το μουσείο έκλεινε στις πεντέμισι τις πιο πολλές μέρες. Αυτό που ήθελε ήταν να έκλεινε το μουσείο αλλά όχι η αίθουσα. Ήθελε να δει το φιλμ να προ βάλλεται από την αρχή ως το τέλος γα εικοσιτέσσερις συνε χείς ώρες. Κανείς δεν θα επιτρεπόταν να μπει άπαξ και άρχιζε η προβολή. Από μια άποψη έβλεπε ιστορία, μια ταινία που οι άν θρωποι παντού γνώριζαν/Επαιξε με την ιδέα ότι η αίθουσα ήταν κάτι σαν προστατευόμενη περιοχή, η αγροικία ενός πεθαμένου ποιητή, ή ένας αχυροσκεπής τάφος, ένα μεσαι ωνικό εκκλησάκι. Ορίστε, το μοτέλ των Μπέιτς. Αλλά οι άνθρωποι δεν το βλέπουν. Βλέπουν κατακερματισμένη κίνηση, η ταινία ακι νητοποιείται στα όρια μιας αναισθητοποιημένης ζωής. Κα ταλαβαίνει τι βλέπουν. Βλέπουν ένα εγκεφαλικά νεκρό δω μάτιο ανάμεσα από έξι απαστράπτοντες ορόφους όπου συνωστίζεται η τέχνη. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η αρχική ταινία, η κοινή εμπειρία που μπορεί να ξαναζήσει κανείς στην οθόνη της τηλεόρασης, στο σπίτι, με άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη. Η κούραση που ένιωθε ήταν στα πόδια του, ώρες και
Ένα είδος χορού 2 με τον τρόπο που το νερό πέφτει απ' ιο ντους, μια ψευδαίσθηση πισωγυρίσματος χωρίς ρυθμό ή ιαλάντωση. Θα μπορούσε να βγει στο δρόμο έχοντας ξεχάσει ποιος ήταν και που ζούσε, μετά από 24 συνεχείς ώρες;Ή ακόμη και με τον τρέχοντα αριθμό ωρών, εάν η έκθεση έπαιρνε ιιαράταση κι αυτός συνέχιζε να έρχεται, πέντε, έξι, επτά ώρες τη μέρα, βδομάδα μετά από βδομάδα, θα μπορούσε μετά να ζήσει στον κόσμο; Το ήθελε; Που ήταν αυτός; - ο κόσμος, δηλαδή. Μέτρησε έξι κρίκους. Οι κρίκοι να γυρνάνε στο κουρτι νόξυλο όταν εκείνη κατεβάζει την κουρτίνα πέφτοντας. Το μαχαίρι, η σιωπή, οι κρίκοι που στριφογυρνάνε. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να δεις τι συμβαίνει μκροστά σου. Χρειάζεται δουλειά, ευλαβική προσπάθεια, ι ια να δεις τι κοιτάς. Υπνωτίστηκε μ' αυτό, τα βάθη που
Shimmy: Χορός του ragtime στη δεκαετία του 1920.
19
Δεν ήταν αυτό; Σκεφτόταν πως θα έμπαινε μια γυναίκα που θα έμενε και θα έβλεπε για κάποια ώρα. διανύοντας την απόσταση μέχρι ενός σημείου στον τοίχο, μια ώρα, μι σή ώρα, θα ήταν αρκετή, μισή ώρα, θα επαρκούσε, κάποιο σοβαρό άτομο, που θα μίλαγε απαλά, και θα φόραγε ένα ανοιχτόχρωμο καλοκαιρινό φόρεμα. Τίναγμα. Το αίσθημα ήταν πραγματικό, ο ρυθμός ήταν περιέργως πραγματικός, κορμιά που λικνίζονταν μουσικά, που λικνί ζονταν ανεπαίσθητα, δωδεκάφωνη σύνθεση 3 , πράγματα που μόλις και μετά βίας συνέβαιναν, αιτία και αποτέλεσμα τόσο ριζικά διαχωρισμένα που του φαινόταν πραγματικό, με τον τρόπο που όλα τα πράγματα στον υλικό κόσμο που δεν καταλαβαίνουμε θεωρούνται πως είναι πραγματικά. Η πόρτα άνοιξε γλιστρώντας και φάνηκε μια ήπια κινη τικότητα στην άλλη άκρη του ορόφου, άνθρωποι άρχιζαν να ανεβαίνουν με τις κυλιόμενες, ένας υπάλληλος σκάναρε πι στωτικές κάρτες, ένας υπάλληλος πέταγε αντικείμενα μέ σα σε μια μεγάλη γυαλιστερή σακούλα του μουσείου. Φως και ήχος, απόκοσμη μονοτονία, μια νύξη αυτού που υπάρ χει πέρα απ' τη ζωή, πέρα από τον κόσμο, το παράξενο φωτεινό γεγονός που αναπνέει και κατατρώγει εκεί έξω, το πράγμα που δεν είναι κινηματογράφος.
ανοίγονται με την προσφυγή στην αργή κίνηση, τα πράγ ματα που μπορείς να δεις, το βάθος των πραγμάτων, που μπορεί τόσο εύκολα να σου ξεφύγει μέσα απ' τη ρηχή συ νήθεια του βλέμματος. Κάπου κάπου οι σκιές των ανθρώπων πέφτουν στην οθόνη. Άρχισε να σκέφτεται τη σχέση ενός πράγματος με το άλλο. Η ταινία εδώ είχε την ίδια σχέση με την αρχική ταινία ακριβώς όπως η αρχική ταινία είχε με την πραγματική βιω μένη εμπειρία. Ήταν η αναφορά της αναφοράς. Η αρχική ταινία ήταν μυθοπλασία, αυτή εδώ ήταν πραγ ματική. Δεν είχε νόημα, σκέφθηκε, αλλά μπορεί και να έχει. Η μέρα λιγόστευε, με όλο και λιγότερους επισκέπτες να μπαίνουν και μετά σχεδόν κανείς. Δεν υπήρχε μέρος που θα ήθελε να είναι, παρά μόνο να στέκεται μισοκρυμμένος στον τοίχο. 0 τρόπος που ένα δωμάτιο φαίνεται να γλιστράει στις ράγες πίσω από έναν ήρωα. 0 ήρωας κινείται αλλά αυτό που φαίνεται να κινείται είναι το δωμάτιο. Τον ενδιέφερε περισσότερο μια σκηνή όπου υπήρχε μόνο ένας ήρωας να δει κανείς ή καλύτερα, ίσως και κανένας. Η άδεια σκάλα όπως φαίνεται από πάνω. Πάει να δημι ουργηθεί σασπένς αλλά η σιωπή και η ακινησία υπερισχύ ουν. Άρχισε να καταλαβαίνει, μετά απ' όλην αυτή την ώρα, ότι στεκόταν εδώ περιμένοντας κάτι. Τι ήταν; Μέχρι τώρα δεν το είχε προσδιορίσει συνειδητά. Περίμενε μια γυναίκα να έλθει, μια γυναίκα μόνη της, κάποια στην οποία θα μπο ρούσε να μιλήσει, εδώ στον τοίχο, ψιθυριστά, με φειδώ φυ σικά, ή αργότερα, κάπου, ανταλλάσσοντας ιδέες και εντυ πώσεις, τι είχαν δει και πως ένιωσαν γι' αυτό που είδαν.
Μέθοδος μουσικής σύνθεσης που εφευρέθηκε από τον Arnold Shoenberg το 1921.
21
20
Ι
1
H αληθινή ζωή δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις, γραπτές ή προφορικές, ποτέ και από κανένα. Η αληθινή ζωή συμβαί νει όταν είμαστε μόνοι μας, όταν σκεπτόμαστε, όταν νιώ θουμε, όταν είμαστε χαμένοι στις αναμνήσεις μας, έχουμε επίγνωση του εαυτού μας ονειροπολώντας, στις υπομικροσκοπικές στιγμές. Το είπε περισσότερο από μια φορά, ο Έλστερ το είπε, με περισσότερους από έναν τρόπους. Η ζωή του συνέβη, είπε, όταν έκατσε και κοίταγε έναν άδειο τοίχο, σκεπτόμενος το βραδινό. Μια βιογραφία 800 σελίδων δεν είναι τίποτ' άλλο από νεκρή εικασία, είπε. Σχεδόν τον πίστευα όταν έλεγε τέτοια πράγματα/Ελεγε πως το κάνουμε συνέχεια, όλοι μας, γινόμαστε αυτό που εί μαστε κάτω απ' τη ροή των σκέψεων και των υποφωτισμένων εικόνων, διερωτώμενοι ηλιθίως πότε θα πεθάνουμε. Έτσι ζούμε και σκεπτόμαστε είτε το ξέρουμε είτε όχι. Αυ τές είναι οι τυχαίες σκέψεις που κάνουμε κοιτάζοντας απ' το παράθυρο του τρένου, μικρές, μουντές μουντζούρες πα νικού σε στιγμές αυτοσυγκέντρωσης. Ο ήλιος έκαιγε από ψηλά. Αυτό ήθελε, να νιώθει την έντο νη ζέστη να διαπερνάει το κορμί του, να νιώσει αυτό καθαυτό το κορμί του, να ξαναπάρει πίσω το κορμί του απ' αυτό που αποκαλούσε «ναυτία των Ειδήσεων και της Κυκλοφορίας». 23
Εδώ ήταν έρημος, έξω πέρα απ' τις πόλεις και τις σκόρ πιες κωμοπόλεις. Ήταν εδώ για να φάει, να κοιμηθεί, να ιδρώσει, ήταν εδώ για να μην κάνει τίποτα, να κάθεται και να σκέφτεται. Υπήρχε το σπίτι και μετά τίποτα εκτός από αποστάσεις, ούτε μαγευτικές εικόνες ή συγκλονιστική θέα αλλά μόνο αποστάσεις. Ήταν εδώ, είπε, για να σταματήσει να μιλάει. Δεν υπήρχε κανένας άλλος για να μιλήσει εκτός από μένα. Το έκανε σπάνια στην αρχή και ποτέ το δειλινό. Αυτά όμως δεν ήταν μεγαλοπρεπή δειλινά συνταξιοδότη σης που συνοδεύτηκε από πακέτο μετοχών και ομολόγων. Για τον'Ελστερ το δειλινό ήταν ανθρώπινη εφεύρεση, η αντι ληπτική μας ταξινόμηση του φωτός και του χώρου που τα αναγάγει σε στοιχεία θαυμασμού. Κοιτάγαμε και θαυμάζαμε. Υπήρχε ένα τρέμουλο στον αέρα καθώς τα ανώνυμα χρώματα και οι συσχετισμοί του εδάφους αποκτούσαν σχήμα, καθαρότητα περιγράμματος και έκτασης. Ίσως ήταν η διαφορά ηλικίας ανάμεσα μας που μ' έκανε να νομίζω πως ένιωθε κάτι άλλο με το τελευταίο φως, μια μόνιμη ανησυχία, όχι επινοημένη. Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε τη σιωπή. Το σπίτι ήταν ένα θλιβερό υβρίδιο. Υπήρχε μια μεταλλι κή οροφή με αυλακώσεις πάνω από εξωτερικούς τοίχους με ραμποτέ επένδυση με ένα μισοτελειωμένο δρομάκι μπρο στά στρωμένο με πέτρες και έναν προσαρτημένο εξώστη που ξεπρόβαλλε από τη μια μεριά. Εδώ καθόμασταν όλη αυτήν την σιωπηλή ώρα, κάτω από έναν ουρανό που άναβε σαν πυρσός, με την εγγύτητα των λόφων ελάχιστα ορατή τα φωτεινά μεσημέρια με τον ήλιο ψηλά.
ρός. Αυτοί ήταν οι καυστικοί όροι για ν' αναφερθεί στη ζωή που είχε αφήσει πίσω του, ζώντας πάνω από δυο χρόνια με τα στενά μυαλά που έκαναν τον πόλεμο. Όλα ήταν περιρρέ ων θόρυβος, είπε, κουνώντας το χέρι του. Του άρεσε να κουνάει το χέρι του δείχνοντας απόρριψη. Υπήρχαν οι αξιο λογήσεις του κινδύνου και τα άρθρα στρατηγικής, οι ενδοϋπηρεσιακές επιτροπές. Εκείνος ήταν ο απέξω, ένας λόγιος με εγκεκριμένη κατάταξη αλλά χωρίς κυβερνητική εμπει ρία. Καθόταν σ' ένα τραπέζι σε μια φρουρούμενη αίθουσα διασκέψεων μαζί με σχεδιαστές στρατηγικής και στρατιωτι κούς αναλυτές. Ήταν εκεί για να συλλάβει, δική του η λέξη, μέσα σε εισαγωγικά, για να εφαρμόσει καθολικές ιδέες και αρχές σε ζητήματα τέτοια όπως η ανάπτυξη στρατεύματος και η πάταξη ανταρσίας. Είχε το ελεύθερο να διαβάσει αρ χειοθετημένα μηνύματα και εμπιστευτικά έγγραφα, είπε, και άκουγε τη φλυαρία των μόνιμων εμπειρογνωμόνων, των μεταφυσικών των υπηρεσιών παρακολούθησης, των φαντασιόπληκτων του Πενταγώνου.
Ειδήσεις και Νέα για την Κυκλοφορία. Αθλητικά και ο Και-
« 0 τρίτος όροφος της πτέρυγας Ε στο Πεντάγωνο. Ογκώ δης και αλαζονικός», είπε. Τα είχε ανταλλάξει όλα εκείνα με χώρο και χρόνο. Αυτά ήταν πράγματα που φαινόταν να απορροφά μέσω των πό ρων του δέρματος του. Υπήρχαν οι αποστάσεις που περιτύλιγαν κάθε σχηματι σμό του τοπίου και υπήρχε η δύναμη του γεωλογικού χρό νου, κάπου εκεί έξω, στα δικτυωτά τετράγωνα των ανασκαφέων που έψαχναν για διαβρωμένα οστά. Εξακολουθώ να βλέπω τις λέξεις. Θερμότητα, χώρος, ακινησία, απόσταση. Έχουν γίνει οπτικές καταστάσεις του νου. Δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει αυτό. Εξακολουθώ να βλέπω στοιχεία ξεκομμένα το ένα απ' το άλλο, διακρίνω μια βιολογική διάσταση του παρελθόντος στα συναισθήματα
24
25
που γεννούν αυτές οι λέξεις, συναισθήματα που γίνονται όλο και βαθύτερα με το χρόνο. Αυτή είναι η άλλη λέξη, χρόνος. Οδηγούσα και κοίταζα. Έμεινε στο σπίτι, καθισμένος σ' έναν ετοιμόρροπο ξύλινο εξώστη στη σκιά να διαβάζει. Μπήκα σε ξεροπόταμα με φοίνικες και ανηφόρισα ασημάδευτα μονοπάτια, νερό πάντα, κουβαλώντας νερό παντού, πάντα ένα καπέλο, φορώντας ένα πλατύγυρο καπέλο και ένα φουλάρι και στάθηκα σε ψηλά βραχώδη ακρωτήρια κά τω από έναν αδέκαστο ήλιο, στάθηκα και κοίταζα. Η έρη μος ήταν πέρα απ' ό,τι θα μπορούσα ν' αντέξω, μια ξένη ύπαρξη, ήταν επιστημονική φαντασία, η οποία και σε συνέ παιρνε ασφυκτικά και σε απομάκρυνε, και έπρεπε να πιέ σω τον εαυτό μου να πιστέψει πως ήμουν εδώ. Ήξερε που ήταν, στην καρέκλα του, ευαίσθητος στον πρωτόκοσμο, σκέφθηκα, στις θάλασσες και στις κοραλλιο γενείς νήσους δέκα εκατομμυρίων ετών. Έκλεινε τα μάτια του σιωπηλά οραματιζόμενος τη φύση των μεταγενέστερων εξαφανισμένων ειδών, καταπράσινα λιβάδια σε παιδικά βι βλία από εικόνες, μια περιοχή κατακλυσμένη με ευτυχισμέ νες καμήλες, γιγαντόσωμα ζέμπρα, μαστόδοντα και εξα φανισμένα είδη τίγρεων. 4 Η εξαφάνιση ήταν ένα τρέχον θέμα του. Το τοπίο ενέπνεε θέματα. Άπλα και κλειστοφοβία. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα. 0 ΡίτσαρντΈλστερ ήταν 73, εγώ είχα μικρότερη απ' τη μι σή του ηλικία. Με είχε προσκαλέσει να έλθω εδώ, παλιό
Sabertooth tigers: εξαφανισμένο είδος τίγρης της κατηγορίας των μαχαιρόδοντων που έζησαν ως το τέλος της πλειστόκαινης περιόδου.
26
σπίτι, υποεπιπλωμένο, κάπου νότια του πουθενά στηνΈρημο Σονορέιν ή ίσως ήταν η έρημος Μαγιάρ ή εντελώς μια άλλη έρημος. Όχι για πολύ, είχε πει. Σήμερα ήταν η δέκατη μέρα. Του είχα μιλήσει δυο φορές πριν, στη Νέα Υόρκη, και ήξερε τι είχα στο μυαλό μου, τη συμμετοχή του σε μια ται νία που ήθελα να κάνω για τη θητεία του στην Κυβέρνηση, στην μπούρδα του Ιράκ. Ουσιαστικά θα ήταν ο μόνος που θα συμμετείχε. Το πρόσωπο του, τα λόγια του. Αυτό χρειαζόμουν και τίποτ' άλλο. Στην αρχή είπε όχι. Μετά είπε ποτέ. Στο τέλος τηλεφώ νησε και είπε πως θα μπορούσε να συζητήσει το ζήτημα αλ λά όχι στη Νέα Υόρκη ή στην Ουάσιγκτον. Πάρα πολλοί κα ταραμένοι αντίλαλοι για να συζητήσει κανείς. Πέταξα στο Σαν Ντιέγκο, νοίκιασα αυτοκίνητο και πήγα ανατολικά ανάμεσα από βουνά που φαινόταν να ξεπετάγο νται μόλις στη στροφή του δρόμου, μέσα σε επικείμενες καταιγίδες που σηματοδοτούσαν το τέλος του καλοκαιριού και μετά κατηφόρισα ανάμεσα σε καφετί λόφους, περνώ ντας από σήματα για κατολίσθηση βράχων και τελικά άφη σα τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο για ένα πρωτόγονο μονο πάτι, χαμένος για κάμποσο στο μαρκαρισμένο με μολύβι και θαμπό ρολό του χάρτη του Έλστερ. Έφθασα αφού είχε πέσει το σκοτάδι. «Δεν χρειαζόμαστε βελούδινη πολυθρόνα με ζεστό φω τισμό και βιβλία στο ράφι σαν φόντο. Απλώς ένας άνδρας και ένας τοίχος», του είπα. « 0 άνδρας στέκεται εκεί και αφηγείται την εμπειρία του απ' την αρχή ως το τέλος, οτι δήποτε έρχεται στο μυαλό του, προσωπικότητες, θεωρίες, λεπτομέρειες, αισθήματα. Εσύ είσαι ο άνδρας. Δεν υπάρχει φωνή εκτός κάδρου που να κάνει ερωτήσεις. Δεν θα υπάρ27
χουν παρεμβολές με σκηνές μαχών, σχόλια από άλλους μπροστά στην κάμερα ή μακριά απ' αυτήν». «Τι άλλο». «Μια απλή κινηματογράφιση του κεφαλιού». «Τι άλλο;» είπε. «Οποιεσδήποτε παύσεις, θα είναι δικές σου παύσεις, εγώ θα εξακολουθώ να γυρίζω». «Τι άλλο;» «Κάμερα με σκληρό δίσκο. Μια συνεχής λήψη». «Ποιας διάρκειας;» «Εξαρτάται από σένα. Υπάρχει μια ρώσικη ταινία, μι κρού μήκους, "Η Ρώσικη κιβωτός", του Αλεχάντερ Σοκούροφ. Μια και μοναδική παρατεταμένη σκηνή, περίπου χίλιοι ηθοποιοί και τα έξτρα, τρεις ορχήστρες, ιστορία, φαντασία, σκηνές πλήθους, σκηνές σε αίθουσες χορού και μετά από μια ώρα απ' την αρχή της ταινίας, ένα γκαρσόνι ρίχνει μια χαρτοπετσέτα, κανένα κατ, δεν μπορεί να γίνει κατ, η κάμε ρα υπερίπταται κατεβαίνοντας διαδρόμους και στρίβοντας γωνίες. 99 λεπτά», είπα. «Αλλά αυτός ήταν κάποιος που λέγεται Αλεξάντρ Σοκούροφ. Το όνομα σου είναι Τζιμ Φίνλυ». Θα είχα γελάσει αν δεν είχε πει την πρόταση με ένα επι τηδευμένο χαμόγελο. 0 Έλστερ μιλούσε ρώσικα και πρό φερε το όνομα του σκηνοθέτη με ένα γήινο σκέρτσο. Λυτό έδωσε στο σχόλιο του μια επιπλέον δόση αυτόίκανοπυίησης. Θα μπορούσα να επισημάνω πως δεν θα κινηματογρα φούσα μεγάλο αριθμό ανθρώπων χρησιμοποιώντας πολύ πλοκο μοντέλο απόδοσης της κίνησης. Αλλά άφησα το αστείο να πέσει στο κενό. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε ν' αφήσει χώρο ακόμη και για την πιο ευγενική διόρθωση.
28
Καθόταν στον εξώστη, ένας ψηλός άνδρας με τσαλακωμένο βαμβακερό φανταχτερό πανταλόνι. Κυκλοφορούσε με γυ μνό το πάνω μέρος του κορμιού το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, και τ ' ασημένια του μαλλιά, όπως πάντα, ήταν πλεγ μένα σε μια κοντή αλογοουρά. «Ημέρα δέκα», του είπα. Το πρωί αψηφούσε τον ήλιο. Χρειαζόταν να εμπλουτίσει τα αποθέματα του από βιταμίνη D και σήκωνε τα μπράτσα του προς τη μεριά του ήλιου, σαν επίκληση στους θεούς, εί πε, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε τη λαθραία δημιουργία μη φυσιολογικού ιστού. «Είναι υγιεινότερο να απορρίπτεις κάποιες προφυλά ξεις παρά να τις ακολουθείς κατά γράμμα. Υποθέτω πως το ξέρεις», είπε. Το πρόσωπο του ήταν μακρύ και ροδαλό, με τη σάρκα να κρεμάει ελαφρά στις δυο πλευρές του σαγονιου. Είχε μεγάλη γεμάτη πύρους μύτη, μάτια ίσως γκριζοπράσινα, φουντωτά φρύδια. Τα πλεγμένα μαλλιά θα έπρεπε να φαί νονται αταίριαστα αλλά δεν φαίνονταν. Δεν ήταν χωρισμένα κατά τμήματα, αλλά απλώς πλεγ μένα σε φαρδιές πλεξούδες στο πίσω μέρος του κεφαλιού και του έδιναν ένα είδος πολιτισμικής ταυτότητας, έναν αέ ρα διάκρισης, ο διανοούμενος ως αρχηγός νομάδων. «Είναι εξορία αυτό; Είσαι εξορία εδώ;» « 0 Γούλφοβιτς πήγε στην Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτό κι αν ήταν εξορία», είπε. «Αυτό είναι διαφορετικό, μια πνευ ματική απόδραση. Το σπίτι ανήκε σε κάποιον απ' την οικο γένεια της πρώτης μου γυναίκας. Ερχόμουν εδώ πότε πότε για χρόνια. Ερχόμουν για να γράψω, να σκεφθώ. Αλλού, οπουδήποτε, η μέρα μου αρχίζει με σύγκρουση, κάθε μου βήμα στο δρόμο της πόλης είναι σύγκρουση, οι άλλοι άν θρωποι είναι σύγκρουση. Εδώ είναι αλλιώς». 29
Έκλεισε τα μάτια του ξανά και παρατήρησα τον ιδρώτα και το αντιηλιακό να κυλάνε αργά σαν ρυάκια στο μέτωπο του. Τον περίμενα να ρωτήσει για τις δικές μου ταινίες που έκανα εγώ ο ίδιος, την ερώτηση που ήλπιζα πως δεν θα ακούσω. Αλλά είχε χάσει ενδιαφέρον για την κουβέντα ή απλώς είχε τον τύπο ενός πληθωρικού εγώ που ξεχνάει να δώσει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Θα έλεγε ναι ή όχι, βάσει όχι των τυπικών προσόντων μου αλλά των παιχνιδιών της διάθεσης του, όταν ήταν στα καλά του. Μπήκα μέσα να ελέγξω τον φορητό μου για μηνύματα, έχοντας μεν την ανάγκη για επικοινωνία προς τα έξω αλλά νιώθοντας διε φθαρμένος σαν να αψηφούσα μια άρρητη συνθήκη δημιουρ γικής απόσυρσης.
«Αλλά δεν γράφεις αυτή τη φορά». «Έχω προτάσεις να κάνω ένα βιβλίο. Απεικόνιση της πολεμικής αίθουσας μέσα απ' την προοπτική ενός προνομι ούχου απ' έξω. Αλλά δεν θέλω να κάνω βιβλίο, οποιοδήπο τε είδος βιβλίου». «Θέλεις να κάθεσαι εδώ». « Τ ο σπίτι είναι δικό μου τώρα και σαπίζει μονάχο του αλλά το αφήνω. 0 χρόνος επιβραδύνεται όταν είμαι εδώ. 0 χρόνος τυφλώνεται. Πιο πολύ αισθάνομαι το τοπίο παρά που το βλέπω. Ποτέ δεν ξέρω τι μέρα είναι. Ποτέ δεν ξέρω αν έχει περάσει ένα λεπτό ή μια ώρα. Δεν γερνάω εδώ». «Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο». «Χρειάζεσαι μια απάντηση. Αυτό θέλεις να πεις;» «Χρειάζομαι μια απάντηση». «Η ζωή σου βρίσκεται εκεί πίσω». «Η ζωή μου. Μάλλον πολύ μεγάλη κουβέντα». Κάθισε με το κεφάλι του προς τα πίσω, τα μάτια κλει στά και το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο. «Δεν είσαι παντρεμένος, έτσι;» «Χωρισμένος. Χωρίσαμε», είπα. «Χωρισμένος. Πόσο οικείο ακούγεται. Έχεις δουλειά, κάτι που κάνεις ανάμεσα στα πρότζεκτς;» Ίσως προσπάθησε να μη φορτίσει τη λέξη πρότζεκτς με θανάσιμη ειρωνεία. «Περιστασιακές δουλειές. Δουλειά παραγωγής, κάποιο μοντάζ». Με κοίταζε τώρα. Πιθανόν αναρωτιόταν ποιος ήμουν. «Σε ξαναρώτησα πως είσαι τόσο κοκαλιάρης; Τρως. Καταβροχθίζεις το φαγητό σου όπως κι ε γ ώ » . «Μάλλον τρώγω. Τρώγω. Αλλά όλη την ενέργεια, όλη την τροφή την απομυζεί η ταινία», του είπα. « Τ ο σώμα δεν παίρνει τίποτα».
Είχα κάνει μόνο ένα φιλμ, μια ιδέα για φιλμ, κάποιοι είπαν. Το έκανα το τέλειωσα, θεατές το είδαν αλλά τί είδαν; Μια ιδέα, είπαν, που παραμένει μια ιδέα. Δεν ήθελα να το ονομάσω ντοκυμαντέρ, αν και είχε συμπιληθεί αποκλειστικά με ντοκουμέντα, σκηνές από παλιές ταινίες, βιντεοσκοπήσεις από τηλεοπτικά σόου από τη δε καετία του 1950. Ήταν κοινωνικό και ιστορικό υλικό αλλά μονταρισμένο αρκετά σε βαθμό που μπορεί να έχανε σε πληροφορίες ή αντικειμενικότητα και χωρίς αυτό το ίδιο να αποτελεί ντοκουμέντο. Βρήκα μια θρησκευτικότητα σ' αυ τό, ίσως ήμουν ο μόνος, θρησκευόμενος, αποσπασματικός, ένας άνθρωπος φευγάτος.
30
31
Διάβαζε ποίηση ως επί το πλείστον, ξαναδιαβάζοντας τα νιάτα του, είπε, Ζουκόφσκυ και Πάουντ, μερικές φορές φω ναχτά και επίσης Ρίλκε στο πρωτότυπο, ψιθυρίζοντας μια γραμμή ή δυο μόνο, κάπου κάπου, από τις Ελεγείες. Εξα σκούσε τα γερμανικά του.
Ο άνδρας ήταν το μόνο άτομο στην οθόνη καθ' όλη τη διάρκεια, ο κωμικός Τζέρυ Λούις. Ήταν ο Τζέρυ Λούις των πρώτων τηλεμαραθωνίων. τα τηλεοπτικά σόου που προ βάλλονταν μια φορά το χρόνο για να βοηθηθούν αυτοί που έπασχαν από μυϊκή δυστροφία, ο Τζέρυ Λούις μέρα και νύ χτα και μετά την επόμενη μέρα, ηρωικός, κωμικοτραγικός, υπερρεαλιστικός. Παρακολούθησα βιντεοσκοπήσεις τηλεοπτικών εκπο μπών των πρώτων χρόνων, λεπτό προς λεπτό, ήταν ένας διαφορετικός πολιτισμός, η Αμερική στα μέσα του αιώνα, οι σκηνές έμοιαζαν με κάποια τεχνολογικά αποκλίνουσα μορφή ζωής που πάλευε να προκύψει μέσα από τη ραδιε νεργή σκόνη της ατομικής εποχής. Έκοψα όλες τις εμφανί σεις προσκεκλημένων, τις πράξεις στο σαλόνι, αστέρες του κινηματογράφου, χορευτές, ανάπηρα παιδιά, το ακροατή ριο του στούντιο, την ορχήστρα. Το φιλμ ήταν ολόκληρο Τζέρυ, αυτούσια ηθοποιία, ο Τζέρυ να μιλάει, να τραγου δάει, να κλαίει, ο Τζέρυ με το πλισέ πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό, το παπιγιόν λυμένο, ένα ρακούν καθισμένο στους ώμους του. ο Τζέρυ να ζητάει την αγάπη και το θαυμασμό του έθνους στις τέσσερις το πρωί, σε κλόουζ απ, ένας κο ντοκουρεμένος ιδρωμένος άνδρας σε ημιντελίριο, ένας καλ λιτέχνης της ασθένειας, που μας εκλιπαρεί να στείλουμε χρήματα να θεραπεύσει τα άρρωστα παιδιά του.
του, βάζει το μικρόφωνο στο στόμα του. Πρόσθεσα διαστή ματα σύγχρονης μουσικής για σάουντρακ, σειρές από με λωδίες, κάποιος χαμηλός μονότονος αντίλαλος σε επανάλη ψη. Υπήρχε ένα αυστηρό δραματουργικό στοιχείο στη μου σική, έβγαζε τον Τζέρυ εκτός στιγμής, σε κάποιο ευρύτερο περιβάλλον, ανιστορικό, ένας άνθρωπος σε θεϊκή αποστολή. Παιδεύτηκα με το χρόνο διάρκειας, κατασταλάζοντας τελικά σε μια παράξενη ταινία 57 λεπτών που ανέβηκε σε δυο φεστιβάλ ντοκυμαντέρ. Θα μπορούσε να είναι 157 λε πτά, θα μπορούσε να είναι τέσσερις ώρες, έξι ώρες. Με εξάντλησε, με εξουθένωσε, έγινα ο τρελαμένος σο^σίας του Τζέρυ, με τους βολβούς των ματιών μου πεταγμένους απ' τις κόχες. Μερικές φορές ένα πράγμα είναι δύσκολο γιατί δεν το κάνεις σωστά. Όμως αυτό το έκανα σωστά. Αλλά δεν ήθελα ο Έλστερ να ξέρει γι' αυτά. Γιατί πως θα τον έκανε να νιώσει, το να είναι ο διάδοχος, ο σύννους σύντρο φος ενός αφηνιασμένου κωμικού. Η γυναίκα μου μού είπε μια φορά. «Φιλμ. φιλμ, φίλμ. Αν ήσουν λίγο ακόμη πιο επίμονος, θα ήσουν μια μαύρη τρύ πα. Μοναδικότητα», είπε. «Δεν περνάει ίχνος από φως».
Τον έβαλα να παραμιλάει σε πλάνα χωρίς ακολουθία, με το ένα έτος να σβήνει μαλακά στην αρχή του επόμενου, ή ο Τζέρυ βουβός, σαν κλόουν, με γδαρμένα γόνατα και σπα σμένα δόντια, να χοροπηδάει σε τραμπολίνο σε αργή κίνη ση, τα παλιά πειραγμένα πλάνα, τα διαταραγμένα σήματα λόγω κακής λήψης, τυχαίος θόρυβος στη μουσική επένδυση, γραμμές στην οθόνη. Χώνει τυμπανόξυλα στα ρουθούνια
Είπα: «Έχω τον τοίχο, ξέρω τον τοίχο, είναι σε μια σοφίτα στο Μπρούκλιν, μια μεγάλη ακατάστατη σοφίτα για βιομη χανική χρήση.Έχω πρόσβαση σχεδόν οποιαδήποτε ώρα μέ ρα ή νύχτα. 0 τοίχος είναι κυρίως ανοιχτός γκρι, μερικές ρωγμές, μερικοί λεκέδες, αλλά αυτοί δεν αποσπούν την προσοχή, δεν αποτελούν αυτοαναφορικά στοιχεία του ντιζάιν. Ο τοίχος είναι ο σωστύς, τον σκέπτομαι, τον ονειρεύο μαι, ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω, κλείνω τα μάτια μου και είναι εκεί».
32
33
«Νιώθεις μια βαθιά ανάγκη να κάνεις αυτό το πράγμα. Πες μου γιατί», είπε. «Εσύ είσαι η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση. Οτιδήπο τε πεις, ό,τι θα μας πεις γι' αυτά τα τελευταία χρόνια, οτι δήποτε ξέρεις που κανείς δεν ξέρει». Ήμασταν μέσα, ήταν αργά. φόραγε το παλιό ζαρωμένο πανταλόνι, ένα φανελάκι του κιλού, κομψά δερμάτινα σαν δάλια στα μεγάλα ηλίθια πόδια. «Θα σου πω μόνο αυτό. 0 πόλεμος δημιουργεί έναν κλειστό κόσμο και όχι μόνο για όσους είναι στη μάχη αλλά για τους σχεδιαστές, τους στρατηγιστές. Κι όμως ο πόλε μος τους είναι ακρωνύμια, προβολές στο μέλλον, απρόβλε πτες καταστάσεις, μεθοδολογίες». Έψαλλε τις λέξεις, ανεβοκατέβαζε τη φωνή σαν σε λει τουργία. «Παραλύουν από τα συστήματα που έχουν στη διάθεση τους. 0 δικός τους πόλεμος είναι αφηρημένος. Νομίζουν πως στέλνουν στρατό σ' ένα μέρος στο χάρτη». Δεν ήταν ένας απ' τους στρατηγιστές, είπε χωρίς να χρειά ζεται.Ήξερα τι ήταν, ή τι υποτίθεται πως ήταν, ένας διανοού μενος αμυντικής πολιτικής χωρίς τα συνήθη διαπιστευτήρια, και όταν χρησιμοποίησα τον όρο τον έκανε να τεντώσει το σα γόνι του με μια περήφανη νοσταλγία για τις πρώτες βδομά δες και μήνες πριν αρχίσει να καταλαβαίνει πως η καρέκλα του ήταν άδεια. «Υπήρχαν φορές που δεν υπήρχε χάρτης να συμφωνεί με την πραγματικότητα που προσπαθούσαμε να δημιουργή σουμε». «Ποια πραγματικότητα;» «Αυτό είναι κάτι που κάνουμε με κάθε ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Η ανθρώπινη αντίληψη είναι μια σάγκα επινοη μένης πραγματικότητας. Αλλά εμείς μηχανευόμασταν κα-
Δεν κάπνιζε αλλά η φωνή του είχε μια υφή σαν της άμμου, ίσως απλώς βραχνή με την ηλικία, που γλιστρούσε προς τα μέσα μερικές φορές και μόλις ακουγόταν. Καθίσαμε για κάμποση ώρα. Ήταν απλωμένος χαλαρά στη μέση του κα ναπέ κοιτάζοντας σε κάποιο σημείο, σε μια γωνία ψηλά στο δωμάτιο. Είχε ουίσκυ και νερό σε μια κούπα του καφέ ακουμπι σμένη σε σημείο ώστε να τη φθάνει. Τελικά είπε: «Χάίκού». Έγνεψα με περίσκεψη, ηλίθια, μια αργή σειρά χειρονο μιών που στόχευαν στο να δείξουν ότι κατάλαβα απολύτως. «Χάίκού δεν σημαίνει τίποτ' άλλο απ' αυτό που είναι. Μια λιμνούλα το καλοκαίρι, ένα φύλλο στον άνεμο. Είναι η ανθρώπινη συνείδηση εντοπισμένη στη φύση. Είναι η απά ντηση σε όλα σε συγκεκριμένο αριθμό στίχων, ένα προδια γεγραμμένο αριθμό συλλαβών. Ήθελα έναν πόλεμο χάί κού», είπε. «Ήθελα έναν πόλεμο σε τρεις στίχους. Αυτό δεν ήταν ζήτημα επιπέδου στρατιωτικών δυνάμεων ή λογισμι-
34
35
ταστάσεις πέραν των συμφωνημένων ορίων αναγνώρισης ή ερμηνείας. Το να πεις ψέματα είναι απαραίτητο. Το κρά τος πρέπει να λέει ψέματα. Δεν υπάρχει ψέμα στον πόλεμο ή στην προετοιμασία για πόλεμο που δεν μπορεί να υπο στηριχθεί. Εμείς πήγαμε πέρα απ' αυτό. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε καινούργιες πραγματικότητες μέσα σε μια νύχτα, προσεκτικά διαλεγμένες ομάδες λέξεων που θύ μιζαν διαφημιστικά τσιτάτα όσον αφορά την ευκολία να τα απομνημονεύει κανείς και να τα επαναλαμβάνει. Ήταν λέξεις που θα δημιουργούσαν τελικά εικόνες και μετά θα αποκτούσαν τρεις διαστάσεις. Η πραγματικότητα στέκεται, περπατάει, κάθεται στις φτέρνες. Παρά μόνο όταν δεν τα κάνει αυτά».
κού. Αυτό που ήθελα ήταν ένα φάσμα ιδεών που να συνδέο νται με εφήμερα πράγματα. Αυτή είναι η ψυχή του χάίκού. Ξεγύμνωσε τα πάντα σε κοινή θέα. Δες τι υπάρχει. Τα πράγματα στον πόλεμο είναι εφήμερα. Δες τι υπάρχει και μετά προετοιμάσου να το δεις να εξαφανίζεται». «Χρησιμοποίησες αυτή τη λέξη. Χάίκού», είπα. «Χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη. Γι' αυτό ήμουν εκεί, για να τους δώσω λέξεις και έννοιες. Λέξεις που δεν είχαν χρη σιμοποιήσει, νέους τρόπους σκέψης και θέασης. Όλο και σε κάποια συζήτηση θα χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη. Δεν έπε σαν απ' τις καρέκλες τους». Δεν ήξερα τίποτα για τους ανθρώπους που δεν έπεσαν απ' τις καρέκλες τους. Αλλά άρχιζα να μαθαίνω τον Έλστερ και αναρωτιόμουν για την τακτική, όχι ότι είχε και τόση σημασία σε τελευταία ανάλυση. Δεν μ' ενδιέφερε η εντύπωση που έκανε στους άλλους παρά μόνο τα συναισθήματα του σε σχέση με την εμπειρία. Ας κάνει λάθος, ας είναι απερίσκε πτος, ας θυμώσει, ας βαρεθεί. Στίχοι και συλλαβές. Τα μπα γιάτικα πόδια του γέρου/ευέξαπτη καλοκαιρινή νύχτα. Κλπ. «Ήθελες πόλεμο. Απλώς έναν καλύτερο πόλεμο», είπα. «Ακόμη θέλω πόλεμο. Μια ισχυρή δύναμη πρέπει να δρα. Μας χτύπησαν άσχημα. Χρειάζεται να ξαναπάρουμε στα χέρια μας το μέλλον. Η ισχύς της θέλησης, η απόλυτη ζωτική ανάγκη. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους άλ λους να διαμορφώνουν τον κόσμο μας, το νου μας. Αυτά που έχουν δεν είναι τίποτα άλλο από παλιές νεκρές αυταρ χικές παραδόσεις. Έχουμε μια ζωντανή ιστορία και σκέ φθηκα πως θα μπορούσα να βρεθώ στην καρδιά της. Αλλά σ' αυτές τις αίθουσες, μ' αυτούς τους ανθρώπους, ύλα ήταν ζήτημα προτεραιοτήτων, στατιστικών, αξιολογήσεων, ορ θολογικών προσεγγίσεων». 36
Η εκκλησιαστική δυσθυμία είχε φύγει απ' τη φωνή του. Ήταν κουρασμένος και αποστασιοποιημένος, υπερβολικά αποκομμένος απ' τα γεγονότα για να δείξει το θυμό του. Αποφάσισα να μην προκαλέσω περαιτέρω σχόλια. Θα έρ χονταν την κατάλληλη ώρα, από μόνα τους, μπροστά στην κάμερα. Τελείωσε το ουίσκυ του αλλά συνέχισε να κρατάει την κούπα κουρνιασμένη κοντά στην κοιλιά του. Έπινα βότκα με πορτοκαλάδα και λιωμένο πάγο. Το ποτό ήταν στο στάδιο της ζωής του που τραβάς την τελευ ταία ήπια ρουφηξιά και χάνεσαι σε θλιβερές αναδρομές, κάπου ανάμεσα στην αυτολύπηση και στην αυτοκατηγορία. Καθόμασταν και σκεφτόμασταν. Του έριξα μια ματιά. Ήθελα να πάω για ύπνο αλλά νό μιζα πως δεν έπρεπε να φύγω πριν φύγει αυτός, δεν είμαι σίγουρος γιατί, αφού τον είχα αφήσει εκεί κι είχα φύγει άλ λες νύχτες. Δεν κινείτο τίποτα στο δωμάτιο, στο σπίτι, οπουδήποτε εκεί έξω, τα παράθυρα ανοιχτά, τίποτα πέρα από νύχτα. Τότε άκουσα να ενεργοποιείται μια ποντικοπαγίδα στην κουζίνα, να απελευθερώνεται το σφυρί και να αναπηδά η παγίδα. Ήμασταν τρεις τώρα. Αλλά ο Έλστερ δεν φαινόταν να το έχει αντιληφθεί. Στη Νέα Τόρκη χρησιμοποιούσε μπαστούνι που δεν το χρειαζόταν. Ίσως αισθανόταν τον συνηθισμένο πόνο στο ένα γόνατο αν και το μπαστούνι ήταν συναισθηματικό αξε σουάρ, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, που το υιοθέτησε λίγο με τά την απόλυση του από τα υπουργεία Ειδήσεων και Κυ κλοφορίας. Μιλούσε αόριστα για αρθροπλαστική στο γόνα το, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό του παρά σε μένα, επι37
χειρηματολογώντας για λόγους αυτολύπησης. ΟΈλστερ θα ήταν οπουδήποτε, και στις τέσσερις γωνίες ενός δωματίου, μαζεύοντας εντυπώσεις του εαυτού του. Μου άρεσε το μπαστούνι. Με βοηθούσε να τον δω, τον ανύψωνε πάνω απ' το δημόσιο έντυπο, έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη να ζεί σε ένα προστατευτικό κέλυφος, σαν σε μήτρα στο μέγεθος του κόσμου όλου, ελεύθερος από τις ισοπεδωτικές τάσεις των γεγονότων και των ανθρώπινων διασυνδέσεων. Εκείνες τις μέρες της ερήμου λίγα πράγματα τον έβγα ζαν από μια φανερή ηρεμία. Τα αυτοκίνητα μας ήταν 4x4, αυτό ήταν βασικό, και μετά απ' όλα τα χρόνια του εδώ φαινόταν ακόμη να βρίσκεται στο στάδιο της προσαρμογής στην οδήγηση εκτός κεντρικών δρόμων, ή στην οποιαδήπο τε οδήγηση, οπουδήποτε. Μου ζήτησε να προγραμματίσω τη συσκευή GPS στο αυτοκίνητο του. Ήθελε να χρησιμοποι ηθεί το σύστημα, ήθελε να δει αν το σύστημα δουλεύει. Ικανοποιήθηκε συγκρατημένα όταν του είπε, με χαμηλή αν δρική φωνή, ύ,τι εκείνος ήδη ήξερε, στροφή στα δεξιά σε 1.4 του μιλίου, οδηγώντας τον στο χώρο πάρκιν του σούπερμάρκετ στην πόλη, εικοσιπέντε μίλια να πάμε, άλλα τόσα να γυρίσουμε. Μαγείρευε και για τους δυό μας κάθε βρά δυ, επέμενε να φτιάχνει το βραδινό, χωρίς να δείχνει ίχνος από την κούραση που οι άνθρωποι της ηλικίας του συνήθως νιώθουν για κάποια φαγητά και για το πως επηρεάζουν το σώμα που τα καταναλώνει. Έκανα βόλτες οδηγώντας μόνος μου ψάχνοντας απομο νωμένα μονοπάτια και μετά απλώς καθόμουν στο αυτοκί νητο, σκεπτόμενος την ταινία, γυρίζοντας την ταινία κοιτά ζοντας έξω τις έρημες εκτάσεις από αμμόλιθους. Ή οδη γούσα μπαίνοντας σε αδιέξοδα βαθιά φαράγγια περνώ ντας πάνω από ξερή σκασμένη γη, με το αυτοκίνητο να κο λυμπάει στον καύσωνα, και σκεφτόμουν το διαμέρισμα 38
μου, δυο μικρά δωμάτια, το ενοίκιο, τους λογαριασμούς, τις αναπάντητες κλήσεις, η σύζυγος δεν ήταν πια εκεί, τη χωρισμένη σύζυγο, τον κοκάίνομανή θυρωρύ. την ηλικιωμέ νη γυναίκα που κατέβαινε τα σκαλιά προς τα πίσω, αργά, αιώνια, τέσσερις σκάλες, προς τα πίσω, και που ποτέ δεν τη ρώτησα γιατί. Μίλησα στονΈλστερ για ένα δοκίμιο που είχε γράψει μερι κά χρόνια πριν, που ονομαζόταν rendition.5 Βγήκε σε ένα επιστημονικό περιοδικό και σύντομα άρχισε να εγείρει κρι τική από τα αριστερά. Μπορεί αυτός να ήταν ο σκοπός του αλλά το μόνο που μπόρεσα να βρω σ' εκείνες τις σελίδες ήταν ένα άρρητο στοίχημα να βγάλω άκρη τι ήθελε να πει. Η πρώτη πρόταση ήταν: «Μια κυβέρνηση είναι μια εγκληματική επιχείρηση». Η τελευταία πρόταση ήταν: «Στο μέλλον, φυσικά, οι άν δρες και οι γυναίκες, σε κουβούκλια, φορώντας ακουστικά, θα ακούνε μυστικές ηχογραφήσεις των εγκλημάτων της δι οίκησης ενώ άλλοι θα μελετάνε ηλεκτρονικά αρχεία σε οθό νες υπολογιστών και ακόμη κάποιοι άλλοι θα κοιτάνε βι ντεοταινίες που διασώθηκαν με ανθρώπους σε κλουβιά που υποβάλλονται σε σοβαρό σωματικό πόνο και τέλος άλλοι, κι άλλοι ακόμη, πίσω απο κλειστές πόρτες, θα ρωτάνε αιχ μηρές ερωτήσεις για ανθρώπους με σάρκα και οστά».
Η λέξη rendition σημαίνει παράδοση, καλλιτεχνική απόδοση, επεξεργασία τροφίμων, σοβάντισμα μιας οικοδομής κλπ. Εδώ η λέξη αναφέρεται στο (extraordinary) rendition που σημαίνει την εξωδικαστική μεταφορά ενός κρατουμένου από μια πολιτεία/χώρα σε μια άλλη. 0 όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως τελευταία, μετά την H i Σεπτεμβρίου, για να δηλώσει τη μεταφορά εκ μέρους των ΗΠΑ κρατουμένων σε τρίτες χώρες για βασανιστήρια.
39
Αυτό που μεσολαβούσε ανάμεσα σ' αυτές τις δυο προτά σεις ήταν μια μελέτη της λέξης rendition, με αναφορές στα μεσαιωνικά αγγλικά, στα παλιά γαλλικά, στα πρωτόγονα λατινικά και σε άλλες πηγές και προελεύσεις. Στην αρχή, ο Έλστερ παρέθεσε μια από τις έννοιες του rendering - ένα στρώμα γύψου που απλώνεται στην επιφάνεια μιας οικοδο μής. Ξεκινώντας απ' αυτό, ζητούσε απ' τον αναγνώστη να φαντασθεί έναν εντοιχισμένο χώρο σε μια ανώνυμη χώρα και μια ανακριτική μέθοδο που χρησιμοποιούσε ό,τι ονόμαζε ενι σχυμένες τεχνικές ανάκρισης, που στόχευαν στο να προκα λέσουν παράδοση (μια από τις έννοιες της λέξης rendition εγκατάλειψη ή υπαναχώρηση) του ατόμου που ανακρίνεται.
δεμένους, με δεμένα μάτια, με άλλους ηθοποιούς να κρατά νε αντικείμενα εκφοβισμού, με τους εκτελεστές, ανώνυμους και μασκοφόρους, ντυμένους στα μαύρα και αυτό που ακο λουθεί, έγραφε, είναι ένα θεατρικό έργο εκδίκησης που αντανακλά τη βούληση της μάζας και ερμηνεύει την σκιώδη φυσική ανάγκη ενός ολόκληρου έθνους, του δικού μας.
Συνέκρινε την εξέλιξη μιας λέξης με την εξέλιξη της ορ γανικής ύλης. Τόνιζε πως οι λέξεις δεν ήταν απαραίτητες για να μπο ρέσει να βιώσει κανείς την αληθινή ζωή. Προς το τέλος του σχολίου έγραφε για επίλεκτες τρέχου σες έννοιες της λέξης rendition - ερμηνεία, μετάφραση, καλ λιτεχνική εκτέλεση. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τοίχους, κά που, στην απομόνωση, παίζεται ένα δράμα, παλιό όσο η αν θρώπινη μνήμη, έγραφε, με τους ηθοποιούς γυμνούς, αλυσο-
Στεκόμουν στη γωνία του εξώστη, στη σκιά, και τον ρώτη σα για το δοκίμιο. Το παρέκαμψε με μια κίνηση του χεριού του, ολόκληρο το θέμα. Τον ρώτησα για την πρώτη και την τελευταία πρόταση. Μοιάζουν εκτός τόπου αν πάρουμε υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο, είπα, όπου το έγκλημα και η ενοχή δεν αναφέρονται. Η δυσαρμονία βγάζει μάτι. «Αυτός ήταν ο στόχος». «Αυτός ήταν ο στόχος. Εντάξει. Ο στόχος ήταν να ταρά ξει αυτούς που κριτικάρουν τη διοίκηση», είπα, «όχι αυ τούς που ασκούν πολιτική. Απόλυτα ειρωνικό». Κάθισε σε μια παλιά ξαπλώστρα που είχε βρει στην πα ράγκα πίσω απ' το σπίτι, μια καρέκλα παραλίας σε άσχετο περιβάλλον, και άνοιξε ένα μάτι με τεμπέλικη περιφρόνη ση, μετρώντας από πάνω μέχρι κάτω τον ηλίθιο που λέει τα αυτονόητα. Εντάξει. Αλλά τι θα έλεγε για την κατηγορία ότι είχε προσπαθήσει να βρει μυστήριο και ρομαντισμό σε μια λέξη που χρησιμοποιόταν σαν εργαλείο κρατικής ασφαλείας, μια λέξη που επανασχεδιάστηκε ώστε να γίνει συνθετική, απο κρύπτοντας το επονείδιστο θέμα που συμπεριέλαμβανε. Αλλά δεν έκανα αυτήν την ερώτηση. Αντίθετα, πήγα μέ σα και έβαλα δυο ποτήρια παγωμένο νερό και ξαναβγήκα και κάθισα στην καρέκλα δίπλα του. Αναρωτήθηκα αν είχε δίκιο, ότι η χώρα το χρειαζόταν, το χρειαζόμασταν στην απελπισία μας, στην εξασθένηση μας, χρειαζόμασταν κάτι,
40
41
Το κομμάτι δεν το διάβασα όταν βγήκε, δεν ήξερα τίπο τα γ ι ' αυτό. Αν το γνώριζα πριν γνωρίσω τον Έλστερ τι θα είχα σκεφθεί; Προελεύσεις λέξεων και μυστικές φυλακές. Παλαιά γαλλικά, παρωχημένα γαλλικά και βασανισμοί δι' αντιπροσώπου. Το δοκίμιο επικεντρωνόταν στη λέξη αυτή καθαυτή, στην πρώτη της γνωστή χρήση, μεταβολές στη μορφή και στο νόημα της, μορφές με άφωνο φωνήεν, επαναδιπλασιασμό της ρίζας ή μορφές με πρόσφυμα. Υπήρχαν υποσημειώσεις που έμοιαζαν με φίδια στη φωλιά. Αλλά καμιά ειδική αναφορά σε μαύρες τοποθεσίες, τρίτες χώρες ή διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις.
οτιδήποτε, ό,τι μπορούσαμε να βρούμε, rendition, ναι, και μετά στρατιωτική εισβολή. Κράτησε το κρύο ποτήρι δίπλα στο πρόσωπο του και εί πε ότι δεν είχε εκπλαγεί από την αρνητική ανταπόκριση. Η έκπληξη ήρθε αργότερα, όταν ένας πρώην συνάδελφος του στο πανεπιστήμιο επικοινώνησε μαζί του και τον κάλεσε σε μια ιδιωτική συνάντηση εργασίας σ' ένα ερευνητικό ίδρυμα ακριβώς έξω απ' την Ουάσιγκτον. Κάθισε σ' ένα δωμάτιο με ξύλινη επένδυση μαζί με διάφορους άλλους, συμπεριλαμβα νομένου του υποδιευθυντή μιας ομάδας αξιολόγησης στρα τηγικής, η οποία δεν υπήρχε πουθενά στα επίσημα αρχεία. Δεν ανέφερε το όνομα του ανθρώπου, είτε γιατί ήταν ένα εί δος ευαίσθητης λεπτομέρειας που πρέπει να παραμείνει ανάμεσα στους τοίχους ενός δωματίου με ξύλινη επένδυση είτε επειδή ήξερε πως το όνομα δεν σήμαινε τίποτα για μέ να. Είπαν στονΈλστερ ότι ζητούσαν ένα άτομο με τη δική του διεπιστημονική εμβέλεια, έναν άνθρωπο καταξιωμένο που θα μπορούσε να δώσει μια νότα φρεσκάδας στο διάλο γο, να διευρύνει την προοπτική. Ακολούθησε η θητεία του στην κυβέρνηση, η οποία διέκοψε μια σειρά διαλέξεων που έδινε στη Ζυρίχη πάνω σε αυτό που ονόμαζε το όνειρο της εξαφάνισης, και μετά από δυο χρόνια και κάτι, νάτος, ξανά, στην έρημο. Δεν υπήρχαν πρωινά και απογεύματα. Υπήρχε μιά διαρ κής ημέρα, κάθε μέρα, μέχρι που ο ήλιος άρχιζε να γέρνει και να χλωμιάζει, με τα βουνά ν' αναδύονται απ' το περί γραμμα τους. Ήταν η ώρα που καθόμασταν και παρατη ρούσαμε σιωπηλοί. Στο δείπνο αργότερα η σιωπή συνεχιζόταν. Ήθελα ν' ακού σω τη βροχή να πέφτει χτυπώντας σαν σε ταμπούρλο. Φά γαμε αρνίσια μπριζολάκια που είχε ψήσει στα κάρβουνα 42
στον εξώστη. Έτρωγα με το κεφάλι κάτω. το πρόσωπο στο πιάτο. Ήταν το είδος της σιωπής που ήταν δύσκολο να σπάσει κανείς, που γινόταν πιο πυκνή με την κάθε μπουκιά που βάζαμε στο στόμα μας. Σκεφτόμουν τον νεκρό χρόνο, την αίσθηση της αυτοπαγίδευσης, και άκουγα τις σιαγόνες μας να μασάνε το φαγητό. Θα ήθελα να του πω πόσο εύγευστο ήταν αλλά είχε ψήσει τα μπριζολάκια για υπερβολι κά πολλή ώρα, ώστε όλα τα ίχνη ροζ χυμών είχαν χαθεί στη φλόγα. Ήθελα ν' ακούω αέρα στους λόφους, νυχτερίδες να γρατσουνάνε στη μαρκίζα. Αυτή ήταν η δωδέκατη μέρα. Κοίταξε το ποτήρι της μπύρας στο χέρι του και ανήγ γειλε ότι η κόρη του θα ερχόταν να μας επισκεφθεί. Ήταν σαν να άκουγα ότι ο άξονας της γης είχε μετακινηθεί, γυρ νώντας απότομα τη νύχτα πίσω σε μέρα που ροδίζει. Ση μαντικό νέο, κάποιος άλλος, ένα πρόσωπο και μια φωνή, που την έλεγαν Τζέσι, είπε, ένα εξαιρετικό μυαλό, μυαλό ενός άλλου κόσμου. Ποτέ δεν ρώτησα τη γριά ποιος ήταν ο λόγος. Την έβλεπα να κατεβαίνει τη σκάλα με την όπισθεν, σφίγγοντας το κά γκελο. Σταματούσα και την παρατηρούσα, θα πρόσφερα βοήθεια, αλλά ποτέ δεν ρώτησα, ποτέ δεν έκανα ερώτηση για το πρόβλημα, τραυματισμός, πρόβλημα ισορροπίας, νοη τική κατάσταση. Απλώς στεκόμουν στο πλατύσκαλο και την έβλεπα να κατεβαίνει, σκαλί με σκαλί, από τη Λάτβια, το μόνο που ήξερα, και Πολιτεία της Νέας Υόρκης, κι αυτό επί σης, όπου οι άνθρωποι δεν ρωτάνε.
Μια γερή βροχή ήλθε εξαφανίζοντας τα βουνά, πολύ δυνα τή για να σκεφθούμε, αφήνοντας μας χωρίς να έχουμε να πούμε τίποτα. Στεκόμασταν στην σκεπασμένη είσοδο του εξώστη, εμείς οι τρεις, παρατηρώντας και ακούγοντας, ξε βρασμένοι απ' τον κόσμο. Η Τζέσι στεκόταν σφιγμένη, κα θένα α π ' τα χέρια της έσφιγγε τον αντίθετο ώμο. 0 αέρας ήταν οξύς και φορτισμένος και όταν σταμάτησε η βροχή, σε μερικά λεπτά, γυρίσαμε στο καθιστικό και συνεχίσαμε να μιλάμε για ό,τι μιλάγαμε πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Εκείνες τις πρώτες μέρες την σκεπτόμουν ως την Κόρη. Η κτητικότητα του Έλστερ. ο περιχαρακωμένος του χώρος, με δυσκόλευαν στο να την διαχωρίσω από εκείνον, να βρω σ' αυτήν στοιχεία ενός ανεξάρτητου όντος. Την ήθελε κο ντά του όλη την ώρα. Όταν έλεγε κάτι απευθυνόμενος σε μένα, πάντα την περιελάμβανε, την έβαζε μέσα με μια μα τιά ή μια χειρονομία. Στα μάτια του έλαμπε μια διακαής λάμψη που δεν ήταν τόσο σπάνια, ο πατέρας για το παιδί, που όμως φαινόταν να οδηγεί στο πνίξιμο μιας ανταπόκρι σης, ή ίσως εκείνη δεν ενδιαφερόταν να ανταποκριθεί. Ήταν χλωμή και αδύνατη, γύρω στα εικοσιπέντε, αδέ ξια, με μαλακό πρόσωπο, όχι παχύ αλλά στρογγυλωπό και ήρεμο, και φαινόταν να παρατηρεί με προσοχή κάποια 45
εσωτερική παρουσία. Ο πατέρας της είπε πως άκουγε λέ ξεις από το εσωτερικό τους. Δεν ρώτησα τι εννοούσε μ" αυ τό. Ήταν η δουλειά του να λέει τέτοια πράγματα. Φορούσε τζην και πάνινα παπούτσια, το ίδιο όπως κι εγώ, και ένα φαρδύ πουκάμισο, και ήταν ένα άτομο στο οποίο θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, κι αυτό έκανε τη μέ ρα να περνά. Είπε ότι ζούσε με τη μητέρα της στο Απερ Ιστ Σάιντ, σ' ένα διαμέρισμα που απαξίωσε με ένα ανασήκωμα των ώμων. Πρόσφερε εθελοντική δουλειά σε ηλικιω μένους, τους ψώνιζε τρόφιμα, τους πήγαινε στους για τρούς. 0 καθένας είχε κάπου πέντε γιατρούς, είπε, και δεν την πείραζε να κάθεται στις αίθουσες αναμονής, της άρε σαν οι αίθουσες αναμονής, της άρεσε όταν οι πορτιέρηδες σταμάταγαν τα ταξί, άνδρες με στολές, ήταν το μόνο έν στολο πράγμα που θα μπορούσες να δεις μια οποιαδήποτε μέρα αφού οι μπάτσοι ήταν ως επί το πλείστον στριμωγμέ νοι μέσα σε αυτοκίνητα. Περίμενα να ρωτήσει που έμενα, πως ζούσα, με ποιον, οτιδήποτε. Ίσως το ότι δεν ρώτησε την έκανε ενδιαφέρουσα. Είπα: « Είχα ένα στούντιο κάπου στο Κουίνς. Μπορού σα να πληρώνω, μετά έπαψα να μπορώ. Δουλεύω απ' το διαμέρισμα μου, που είναι πάνω κάτο^ στην Ύσάιναταουν. Αρχίζω πρότζεκτς, μιλάω με ανθρώπους, σκέπτομαι για άλ λα πρότζεκτς. Από που θα έλθουν τα χρήματα; Σκέφτομαι ένα δάνειο διακένου χρηματοδότησης. Δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει αυτό. Σκέπτομαι ίδια κεφάλαια, ξένο συνάλ λαγμα, αμοιβαία κεφάλαια. Κάθε πρότζεκτ γίνεται εμμονή διαφορετικά τι σημασία έχει. Είναι ακριβώς η περίπτωση εδώ με τον πατέρα σου. Ξέρω ότι είναι ο κατάλληλος άν θρωπος γι' αυτό και έχω την αίσθηση ότι το γνωρίζει κι ο ίδιος. Αλλά δεν μπορώ να του εκμαιεύσω μια απάντηση. θ α το κάνουμε, δεν θα το κάνουμε, ίσως ποτέ. κάποια άλλη
φορά. Κοιτάζω τον ουρανό κι αναρωτιέμαι. Γιατί στο διάο λο είμαι εδώ;» «Για συντροφιά», είπε. « 0 άνθρωπος μισεί με όλα του τα κύτταρα το να είναι μόνος». «Μισεί να είναι μόνος και επίσης έρχεται εδώ γιατί δεν υπάρχει τίποτα εδώ, δεν είναι κανείς εδώ. Οι άλλοι άνθρω ποι σημαίνουν σύγκρουση, λέει». «Όχι αυτοί τους οποίους διαλέγει να κάνει παρέα. Κά μποσοι φοιτητές όλα αυτά τα χρόνια, μετά είμαι εγώ η τυχε ρή, μετά η μητέρα μου μια φορά κι έναν καιρό. Έχει δυο γι ους απ' την πρώτη του γυναίκα. Ματρακάδες, τους αποκα λεί. Ούτε να σκεφθείς να ανακινήσεις το θέμα των γιων του». Τις πιο πολλές φορές μιλάγαμε για τα πιο ασήμαντα πράγματα, αυτή κι εγώ. Δεν είχαμε τίποτα κοινό, έτσι φαι νόταν, αλλά θέματα για συζήτηση συνεχώς προέκυπταν. Είπε ότι έπαθε σύγχυση όταν ανέβηκε σε μια κυλιόμενη σκάλα που δεν δούλευε. Αυτό συνέβη στο αεροδρόμιο του Σαν Ντιέγο, όπου ο πατέρας της την περίμενε. Ανέβηκε σε μια σκάλα με κατεύθυνση προς τα πάνω που δεν κουνούσε και δεν μπορούσε να το αποδεχθεί, έπρεπε να ανεβεί τη σκάλα έχοντας επίγνωση των κινήσεων της και ήταν δύσκο λο γιατί συνεχώς περίμενε πως η σκάλα θα κινείτο και κά πως μισοπερπατούσε αλλά δεν είχε την αίσθηση πως πη γαίνει κάπου αφού η σκάλα δεν κουνούσε.
46
47
Δεν οδηγούσε αυτοκίνητο γιατί δεν μπορούσε να εκτε λέσει εντολές ταυτόχρονα με χέρια και πόδια. Ένας απ' τους ανθρώπους που φρόντιζε είχε μόλις πεθάνει από κάτι πολλαπλό, δεν ξέρει ακριβώς. Η μητέρα της μιλούσε ρώσι κα στο τηλέφωνο, χιονοθύελλες από ρώσικα μέρα νύχτα. Της άρεσε ο χειμώνας, οι παγωμένες εκτάσεις στο πάρκο, αλλά δεν πήγαινε πολύ μακριά, οι σκίουροι το χειμώνα θα μπορούσαν να είναι λυσσασμένοι.
Μου άρεσαν αυτές οι συζητήσεις, ήταν ήσυχες, με κάποιο μυστηριώδες βάθος σε κάθε τυχαίο σχόλιο που έκανε. Την κοίταγα μερικές φορές, περιμένοντας κάτι, ένα ανταποδοτι κό βλέμμα, μια ένδειξη ενόχλησης. Είχε συνηθισμένα χαρα κτηριστικά, καστανά μάτια, καστανά μαλλιά που πάντα τα βούρτσιζε προς τα πίσω πάνω από τα αυτιά της. Υπήρχε κά τι το αποφασιστικό στη ματιά της, μια ηρεμία που έμοιαζε ηθελημένη. Ήταν επιλογή της να φαίνεται έτσι ή τουλάχι στον έτσι έλεγα στον εαυτό μου. Ήταν μια διαφορετική ζωή η δική της, καμιά σχέση με τη δική μου. και πρόσφερε μια ανάπαυλα απ' την συνεχή εσωτερική μου αναδίφηση το διά στημα που ήμουν εδώ και επίσης ένα είδος εξισορρόπησης για το γεγονός ότι ο πατέρας της κράταγε στα χέρια του το άμεσο μέλλον μου.
λου του νυχιού, πάντα του δεξιού αντίχειρα, ακόμη το κά νω, κομματάκια νεκρού δέρματος που κρέμονται, να πώς γνωρίζω ποιος είμαι». Είχα κοιτάξει μια φορά στο ντουλαπάκι με τα φάρμακα στο μπάνιο του. Δεν χρειάσθηκε να το ανοίξω, δεν υπήρχε πόρτα. Σειρές από μπουκαλάκια, σωληνάρια, κουτιά με χάπια, σχεδόν τρία ράφια γεμάτα και μερικά άλλα μπου κάλια, ένα ξεσκέπαστο, πάνω στο καπάκι απ' το καζανάκι, και κάμποσα έντυπα χαρτάκια με οδηγίες σκόρπια σ' έναν πάγκο, ξεδίπλωτα. όπου μπορούσε κανείς να δει μικρές χο ντρές γραμματοσειρές με προφυλάξεις. «Ούτε τα βιβλία μου, οι διαλέξεις μου, οι συζητήσεις, τί ποτα α π ' αυτά. Είναι η καταραμένη παρωνυχίδα, το νεκρό δέρμα, να που βρίσκομαι, η ζωή μου, από κει μέχρι εδώ. Μιλάω στον ύπνο μου, πάντα μίλαγα, η μάνα μου μού το έλεγε τότε μα δεν χρειάζομαι κανένα να μου το πει τώρα, το ξέρω, το ακούω, και αυτό είναι πιο σημαντικό, κάποιος θα πρέπει να γράψει μια μελέτη για το τι λένε οι άνθρωποι στον ύπνο τους και ίσως κάποιος το έχει ήδη κάνει, κάποιος παραγλωσσολόγος, γιατί αυτό είναι πιο σημαντικό από χί λια προσωπικά γράμματα που ένας άνθρωπος γράφει στη διάρκεια της ζωής του και είναι επί πλέον και λογοτεχνία».
0 Ελστερ με πυτζάμες βγήκε σερνάμενος απ' την κρε βατοκάμαρα του και ήρθε σε μας στον εξώστη, ξυπόλητος. κούπα καφέ στο χέρι. Κοίταξε την Ύζέσι και μετά χαμογέ λασε, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά μέσα στην παραζάλη του ότι υπήρχε κάτι που ήθελε να κάνει. ΊΙ θελε να χαμογελάσει. Άραξε σε μια καρέκλα, μιλώντας αργά, με φωνή αδύνα μη και τσουρουφλισμένη, άσχημη νύχτα, ξύπνημα πολύ νω ρίς το πρωί. «Πριν με πάρει τελικά ο ύπνος, σκεφτόμουν με ποιο τρόπο όταν ήμουν μικρό παιδί, προσπαθούσα να φαντασί)ώ το τέλος του αιώνα και τι μακρινό θαύμα θα ήταν και υπο λόγιζα πόσων χρονών θα ήμουν όταν τέλειωνε ο αιώνας. χρόνια, μήνες, μέρες, και τώρα να, απίστευτο, εδώ είμαστε - έξι χρόνια έχουν ήδη περάσει και συνειδητοποιώ) πως εί μαι το ίδιο κοκαλιάρικο παιδί, η ζωή μου στη σκιά της πα ρουσίας του, δεν θα πατήσω στους αρμούς το>ν πλακών στο δρομάκι, όχι σαν πρόληψη αλλά σαν τεστ. πειθαρχία, ακύμη το κάνω. Τι άλλο; Τρώει τα πετσάκια στην άκρη του μεγά-
Δεν ήταν όλα συνταγογραφημένα φάρμακα αλλά τα πιο πολλά ήταν και αυτά ήταν όλα του Ελστερ. Οι λοσιόν, τα χάπια, οι κάψουλες, τα υπόθετα, οι παστίλιες και τα ζελέ και τα μπουκάλια και τα σωληνάρια που τα περιείχαν και οι ετικέτες και οι οδηγίες χρήσης και τα αυτοκόλλητα με την τιμή - όλα αυτά ήταν ο Ελστερ, τρωτός, και ίσως υποθετικά να υπήρχε κάτι ηθικά εξευτελιστικό στην παρουσία μου στο δωμάτιο αλλά δεν αισθανόμουν ένοχος, σκόπευα μόνο να τον γνωρίσω σαν άνθρωπο όπως και όλα αυτά τα χρειώδη της ύπαρξης, τους συντελεστές αλλαγής της διάθεσης, τους
48
49
συντελεστές της δημιουργίας συνηθειών που κανείς δεν βλέ πει ή δεν προσπαθεί να φαντασθεί. Όχι ότι αυτά τα πράγ ματα αποτελούσαν σοβαρές όψεις της αληθινής ζωής στην οποία του άρεσε να αναφέρεται, των χαμένων σκέψεων, των αναμνήσεων που καλύπτουν δεκαετίες, του νεκρού δέρμα τος στον αντίχειρα. Και όμως κατά κάποιον τρόπο, ήταν ολόκληρος εδώ μέσα στο ντουλαπάκι με τα φάρμακα, ο ίδιος, σαφώς περιχαρακωμένος σε σταγόνες, κουταλιές της σούπας και χιλιοστόμετρα. «Κοιτάξτε όλο αυτό» είπε, χωρίς να κοιτάζει, το τοπίο και τον ουρανό, που είχε δείξει με μια προς τα πίσω κίνηση του βραχίονα. Ούτε κι εμείς κοιτάξαμε. «Η μέρα γίνεται νύχτα τελικά αλλά είναι θέμα φωτός και σκότους, δεν είναι ο χρόνος που περνάει, ο θνητός χρό νος. Δεν υπάρχει τίποτα απ' τον συνηθισμένο τρόμο. Είναι διαφορετικά εδώ, ο χρόνος είναι τεράστιος, να τι αισθάνο μαι εδώ, χειροπιαστά. 0 χρόνος που προηγείται από μας και θα συνεχίσει να υπάρχει μετά από εμάς». Είχα αρχίσει να το συνηθίζω, την κλίμακα των θεμάτων που έθετε, ολόκληρες δεκαετίες σκέψης και συζήτησης για υπερβατικά ζητήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μι λούσε στην Τζέσι, μίλαγε σ' αυτήν όλο αυτό το διάστημα, γέρνοντας προς τα μπρος όπως καθόταν. Είπε: « 0 συνήθης τρόμος. Ποιος είναι ο συνήθης τρό μος;» «Δεν συμβαίνει εδώ, ο υπολογισμός λεπτοί) προς λεπτό, αυτό το πράγμα που νιώθω στις πόλεις». Είναι όλα ένα, οι ώρες και τα λεπτά, οι λέξεις και οι αριθ μοί παντού, είπε, σταθμοί τρένων, δρομολόγια λεοκρορείων, ταξίμετρα, κάμερες παρακολούθησης. Ολα αφορούν το χρό νο, τον ηλίθιο χρόνο, τον κατώτερο χρόνο, οι άνθρωποι ελέγ50
χουν τα ρολόγια τους και άλλες συσκευές, άλλα μέσα υπεν θύμισης. Αυτό σημαίνει στράγγισμα του χρόνου απ' τις ζω ές μας. Οι πόλεις χτίστηκαν για να μετράνε το χρόνο, για να απομακρύνουν το χρόνο απ' τη φύση. Είναι μια συνεχής αντίστροφη μέτρηση, είπε. Όταν αφαιρέσεις όλα τα εξωτε ρικά, όταν το εξετάσεις βαθύτερα, αυτό που απομένει είναι ο τρόμος. Αυτό το πράγμα υποτίθεται πως θα θεράπευε η λογοτεχνία. Το επικό ποίημα, η ιστορία πριν τον ύπνο. « 0 κινηματογράφος», είπα. Με κοίταξε. « 0 άνθρωπος στον τοίχο». «Ναι», είπα. «Στημένος στον τοίχο». «Όχι, όχι σαν εχθρός αλλά σαν ένα είδος οράματος, ένα φάντασμα απ' τα πολεμικά συμβούλια, κάποιος που είναι ελεύθερος να πει ό,τι θέλει, ανείπωτα πράγματα, εμπιστευ τικά πράγματα, να επαινέσει, να καταδικάσει, να πει ασυ ναρτησίες. Οτιδήποτε πεις, αυτό είναι η ταινία, εσύ είσαι η ταινία, εσύ μιλάς, εγώ γυρίζω. Χωρίς σχέδια, χάρτες, βασι κές πληροφορίες. Πρόσωπο και μάτια, άσπρο και μαύρο, αυτή είναι η ταινία». 6 Είπε: «Στημένος στον τοίχο, γαμώ τη μάνα σ ο υ » και μου έριξε μια άγρια ματιά. «Μόνο που το '60 έχει παρέλθει προ πολλού και δεν υπάρχουν πια οδοφράγματα». «Η ταινία είναι το οδόφραγμα», του είπα. «Το οδόφραγ μα που εμείς στήνουμε, εσύ κι εγώ. Σ' αυτό που κάποιος στέκεται και λέει την αλήθεια».
Motherfucker: Έκφραση που παραπέμπει σε ομάδα αναρχικών στη Ν. Τόρκη τη δεκαετία του '60.
51
«Ποτέ δεν ξέρω τι να πω όταν μιλάει έτσι». «Μιλάει στους φοιτητές όλη του τη ζωή», είπα. «Δεν περιμένει πως κανείς θα του πει το παραμικρό». «Κάθε δευτερόλεπτο αναπνέει για τελευταία φορά». «Κάθεται και σκέφτεται, γι' αυτό είν' εδώ». «Και αυτό το φιλμ που θέλεις να κάνεις». «Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου». «Αλλά δεν υπάρχει κανένα πραγματικό φίλμ που θα ήταν καλύτερα να κάνεις; Γιατί πόσοι avOpomoi θα θελή σουν να περάσουν τόση ώρα βλέποντας κάτι που μοιάζει με ζόμπι;» «Καταλαβαίνω». «Ακόμη κι αν τελικά πει ενδιαφέροντα πράγματα, αυτά τα ίδια θα μπορούσαν να τα διαβάσουν σ' ένα περιοδικό». «Καταλαβαίνω», είπα. «Όχι βέβαια πως πάω και πολύ στο σινεμά. Μου αρέ σουν οι παλιές ταινίες στην τηλεόραση που ένας άνδρας ανάβει το τσιγάρο μιας γυναίκας. Είναι το μόνο που φαίνε ται πως έκαναν σ' αυτές τις παλιές ταινίες, εννοώ οι άνδρες και οι γυναίκες. Συνήθως δεν δίνω καθόλου σημασία. Αλλά κάθε φορά που βλέπω μια παλιά ταινία στην τηλεόραση, πάντα παρατηρώ με προσοχή έναν άνδρα που ανάβει το τσιγάρο μιας γυναίκας». Είπα: «Τα βήματα στις ταινίες». «Τα βήματα». «Τα βήματα στις ταινίες ποτέ δεν ακούγονται σαν αλη θινά». «Είναι βήματα σε ταινίες». « Λ ε ς γιατί θα πρέπει να ακούγονται σαν αληθινά». «Είναι βήματα σε ταινίες», είπε. «Πήρα τον πατέρα σου στο σινεμά μια φορά. Το λέγανε «24 Ώρες Ψυχώ». Δεν ήταν κινηματογράφος παρά ένα έργο
τέχνης αντιληπτικής φύσης. Το παλιό φιλμ του Χίτσκοκ που όμως προβαλλόταν τόσο αργά που χρειαζόταν εικοσιτέσσερις ώρες για να δείξει κανείς το όλο πράγμα».
52
53
«Μου το είπε». «Τι σου είπε;» «Μου είπε πως ήταν σαν να παρακολουθείς το σύμπαν να πεθαίνει σ' ένα διάστημα επτά δισεκατομμυρίων ετών περίπου». «Ήμασταν εκεί δέκα λεπτά». « Ε ί π ε πως ήταν σαν τη συστολή του σύμπαντος». « 0 άνθρωπος σκέφτεται σε συμπαντική κλίμακα. Το ξέ ρουμε». « Ο θάνατος του σύμπαντος από υπερθέρμανση», είπε. «Νόμιζα πως θα τον ενδιέφερε. Με το που πήγαμε, φύ γαμε, δέκα λεπτά, έφυγε βιαστικά κι εγώ τον ακολούθησα. Δεν μου μίλησε όσο κατεβαίναμε έξι σκάλες. Χρησιμοποι ούσε μπαστούνι τότε. Αργό κατέβασμα, κυλιόμενες σκά λες, πλήθη, διάδρομοι, τελικά σκάλες. Κι ούτε μια λέξη». «Τον είδα εκείνο το βράδυ και μου το είπε. Σκέφθηκα πως ίσως θα ήθελα να το δω. Την ιδέα τού να μη συμβαίνει τίποτα τελικά», είπε. «Την ιδέα τού να περιμένεις απλώς για να περιμένεις. Πήγα την επόμενη μέρα». «Έμεινες αρκετά;» «Έμεινα αρκετά. Γιατί ακόμη κι όταν κάτι συμβαίνει, το περιμένεις μέχρι να συμβεί». «Πόσο έμεινες;» «Δεν ξέρω. Μισή ώρα». «Καλό. Μισή ώρα είναι καλά». «Καλό, κακό, τι σημασία έχει;» είπε. Ο Έλστερ είπε: «Όταν ήταν παιδί, κουνούσε τα χείλη της απαλά, επαναλαμβάνοντας μέσα της ό,τι έλεγα ή ό,τι έλεγε
η μητέρα της. Κοιτούσε πολύ προσεκτικά. Μιλούσα, κοι τούσε, προσπαθώντας να προβλέψει τα σχόλια μου λέξη προς λέξη, σχεδόν συλλαβή προς συλλαβή. Τα χείλη της κι νούνταν σχεδόν ταυτόχρονα με τα δικά μου». Η Τζέσι καθόταν απ' την απέναντι μεριά του τραπεζιού ενώ αυτός μιλούσε. Τρώγαμε ομελέτα, τρώγαμε ομελέτα σχεδόν κάθε βράδυ τώρα πια. Ήταν περήφανος για τις ομε λέτες του και προσπαθούσε να την κάνει να τον παρακολου θεί καθώς έσπαγε τα αβγά, τα χτυπούσε με ένα πηρούνι και ούτω καθεξής, μιλώντας διαρκώς ενώ έβαζε το αλάτι και τα καρυκεύματα και το ελαιόλαδο και τα λαχανικά, απαγγέλ λοντας τη λέξη frittata7 αλλά αυτή δεν ενδιαφερόταν. «Ήταν σαν να ήταν ξένη που μάθαινε αγγλικά», είπε. «Ήταν κολλημένη στο πρόσωπο μου, προσπαθοόντας να προσδιορίσει τις λέξεις που πρόφερα, να τις απορροφήσει και να τις επεξεργασθεί. Κοίταζε, σκεπτόταν, επαναλάμ βανε, ερμήνευε. Κοιτώντας το στόμα μου, μελετώντας τα χείλη μου, κουνώντας τα χείλη της. Πρέπει να σου πω πως απογοητεύτηκα όταν σταμάτησε να το κάνει. Ήταν κάποι ος που πραγματικά ακούει με προσοχή». Την κοίταζε, χαμογελώντας. «Μιλούσε στον κόσμο τότε, σε αγνώστους. Ακόμη το κάνει μερικές φορές. Ακόμη το κάνεις μερικές φορές», εί πε. « Σ ε ποιους μιλάς;» Η Τζέσι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Στον κόσμο στην ουρά στο ταχυδρομείο», είπε εκεί νος. « Σ ε νταντάδες με παιδιά».
Λέξη ιταλικής προέλευσης, περίπου συνώνυμο της ομελέτας. Συνήθως δεν διπλώνεται και επίσης περιέχει περισσότερα υλικά από την παραδοσιακή ομελέτα.
54
Μασούσε το φαγητό της, με το κεφάλι κάτω, χρησιμο ποιώντας το πηρούνι να στρίψει την ομελέτα στο πιάτο πριν την κόψει. Μοιραζόμασταν το ίδιο μπάνιο, αυτή κι εγώ, αλλά σπάνια φαινόταν να βρίσκεται εκεί μέσα. Ένα μικρό τσαντάκι αε ροπορικής εταιρίας με τα χρειώδη, το μόνο ίχνος της πα ρουσίας της, ήταν χωμένο στη γωνία στο περβάζι του πα ραθύρου. Φύλαγε σαπούνι και πετσέτες στην κρεβατοκά μαρα της. Ήταν σαν συλφίδα, το στοιχείο της ήταν ο αέρας. Έδινε την εντύπωση πως τίποτα σε σχέση μ ' αυτό το μέρος δεν διέφερε από οποιοδήποτε άλλο, το ότι ήταν νοτιοδυτικά, το ότι βρισκόταν α αυτό το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Κινείτο ανάμεσα στα μέρη γλιστρώντας απαλά, έχοντας παντού την ίδια αίσθηση των πραγμάτων, αυτό ήταν το μό νο που υπήρχε, ο ενδιάμεσος χώρος. Το κρεβάτι της δεν ήταν ποτέ φτιαγμένο. Άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της και κοίταξα κάμποσες φο ρές αλλά δεν μπήκα. Καθόμασταν έξω μέχρι αργά, ουίσκυ και οι δυό μας, το μπουκάλι στον εξώστη και τ ' αστέρια κατά ομάδες. 0 Έλστερ παρατηρούσε τον ουρανό, οτιδήποτε που προϋπήρ ξε, είπε, ήταν εκεί να το δει κανείς και να το χαρτογραφήσει και να σκεφθεί γι' αυτό. Τον ρώτησα αν είχε πάει στο Ιράκ. Χρειάσθηκε να σκε φθεί την ερώτηση. Δεν ήθελα να πιστεύει πως ήξερα την απάντηση και τον ρωτούσα για να τεστάρω το εύρος της εμπειρίας του. Δεν ήξερα την απάντηση. Είπε: «Σιχαίνομαι τη βία. Φοβάμαι τη σκέψη της, δεν βλέπω βίαια φιλμ, γυρνάω απ' την άλλη μεριά στις ειδήσεις 55
στην τηλεόραση που δείχνουν νεκρούς ή τραυματισμένους. Τσακώθηκα, ήμουν παιδί, έκανα σπασμούς,» είπε. «Η βία μου παγώνει το αίμα». Μου είπε πως είχε εν λευκώ το ελεύθερο σε όλες τις πη γές πληροφόρησης ή πρόσβαση και στην παραμικρή ευαί σθητη στρατιωτική πληροφορία. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ήταν στη φωνή του και στο πρόσωπο του, μια πι κρή λαχτάρα, και κατάλαβα φυσικά πως μου έλεγε πράγ ματα, αληθινά ή όχι, απλώς και μόνο γιατί ήμουν εδώ, ήμα σταν κι οι δύο εδώ, στην απομόνωση, πίνοντας. Ήμουν ο έμπιστος του λόγω συνθηκών, ο νεαρός στον οποίο εμπι στεύεται τις λεπτομέρειες της προχειροφτιαγμένης πραγ ματικότητας του. «Τους μίλησα μια μέρα για πόλεμο. Το Ιράκ είναι ένας ψίθυρος, τους είπα. Αυτές οι πυρηνικές ερωτοτροπίες που έχουμε με αυτήν ή με την άλλη κυβέρνηση. Σιγανοί ψίθυ ροι», είπε. «Σας λέω πως αυτό θ' αλλάξει. Κάτι έρχεται. Αλλά δεν είναι αυτό ακριβώς που θέλο> με; Αυτό δεν είναι το βάρος της συνείδησης; Σ' όλους μας έπαιξαν παιχνίδι. Η ύλη θέλει να χάσει την αυτοσυνειδησία της. Είμαστε το μυα λό και η καρδιά στα οποία μετετράπη η ύλη. Καιρός να το σταματήσουμε όλο αυτό. Αυτό μας καθοδηγεί τώρα». Ξαναγέμισε το ποτήρι του και μου έδωσε το μπουκάλι. Περνούσα καλά. Θέλουμε να γίνουμε η νεκρή ύλη που ήμασταν παλιά. Είμαστε το τελευταίο δισεκατομμυριοστό ενός δευτερολέ πτου στην εξέλιξη της ύλης. Όταν ήμουν φοιτητής έψαχνα ριζοσπαστικές ιδέες. Επιστήμονες, θεολόγους, διάβασα το έργο μυστικιστών ανά τους αιώνες, ήμουν ένα πεινασμένο μυαλό, αγνό μυαλό. Γέμιζα τετράδια με δικές μου εκδοχές της φιλοσοφίας του κόσμου. Δες μας σήμερα. Εξακολου θούμε να εφευρίσκουμε λαϊκά παραμύθια για το τέλος. 56
Ασθένειες των ζώων εξαπλώνονται, μεταδοτικοί καρκίνοι. Τι άλλο; « Τ ο κλίμα», είπα. « Τ ο κλίμα». « 0 αστεροειδής», είπα. « 0 αστεροειδής, ο μετεωρίτης. Τί άλλο;» «Η πείνα, παγκοσμίως». «Η πείνα», είπε. «Τι άλλο;» « Ά σ ε με να σκεφθώ». «Δεν έχει σημασία. Γιατί αυτό δεν μ' ενδιαφέρει. Δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Πρέπει να σκεφτόμαστε πέ ρα απ' αυτό». Δεν ήθελα να σταματήσει. Καθόμασταν πίνοντας ήσυχα και προσπάθησα να σκεφθώ κι άλλες πιθανές προοπτικές για το τέλος της ανθρώπινης ζωής στη γη. «Ήμουν φοιτητής. Έτρωγα μεσημεριανό και μελετούσα. Μελετούσα το έργο του Teilhard de Chardin», είπε. «Πήγε στην Κίνα, επικηρυγμένος ιερέας, Κίνα, Μογγολία, έσκαβε να βρει οστά. Έτρωγα μεσημεριανό πάνω από ανοιχτά βι βλία. Δεν χρειαζόμουν δίσκο. Οι δίσκοι ήταν στιβαγμένοι στην αρχή της ουράς στην καφετέρια της σχολής. Έλεγε πως η ανθρώπινη σκέψη είναι ζωντανή, κυκλοφορεί. Και η σφαί ρα της συλλογικής ανθρώπινης σκέψης, αυτή πλησιάζει το τελευταίο της στάδιο, την τελευταία αναλαμπή. Υπήρχε μια βορειοαμερικανική καμήλα. 8 Πού είναι τώρα;» Πήγα να πω, στη Σαουδική Αραβία. Αντί γι' αυτό του ξαναέδωσα το μπουκάλι.
8
0 πρόγονος της καμήλας θεωρείται πως πρωτοέζησε στη Βόρεια Αμερική. 57
«Τους είπες πράγματα. Ήταν συναντήσεις της επιτρο πής για τον σχεδιασμό πολιτικής; Ποιοι ήταν εκεί;» είπα. «Άνθρωποι επιπέδου υπουργικού συμβουλίου; Στρατιωτι κοί;» «Οποιοσδήποτε ήταν εκεί. Να ποιοι ήταν εκεί». Μου άρεσε η απάντηση. Τα έλεγε όλα. Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο πιο ξεκάθαρο φαινόταν. Είπε: «Η ύλη. Όλα τα στάδια, από ένα υποατομικό επί πεδο σε άτομα σε ανόργανα μόρια. Επεκτεινόμαστε, φεύ γουμε προς τα έξω, αυτή είναι η φύση της ζωής πάντα από την εποχή του κυττάρου. Το κύτταρο ήταν μια επανάστα ση. Για σκέψου το. Πρωτόζωα, φυτά, έντομα, τί άλλο;» «Δεν ξέρω». «Σπονδυλωτά». «Σπονδυλωτά», είπα. «Και οι τελικές διαπλάσεις. Το γλίστρημα, το μπουσούλημα, το δίποδο κουβάρι, η ενσυνείδητη ύπαρξη, η αυτοσυνειδητή ύπαρξη. Η κτηνώδης ύλη γίνεται αναλυτική ανθρώ πινη σκέψη. Η όμορφη πολυπλοκότητα του μυαλού μας.» Σώπασε και ήπιε και ξανασώπασε. «Τι είμαστε;» «Δεν ξέρω». «Είμαστε ένας όχλος, ένα σμήνος. Σκεφτόμαστε κατά ομάδες, ταξιδεύουμε κατά στρατιές. Οι στρατιές κουβαλά νε το γονίδιο της αυτοκαταστροφής. Μια βόμβα δεν είναι ποτέ αρκετή. Η θολούρα της τεχνολογίας, εκεί οι μάντεις σχεδιάζουν τους πολέμους τους. Γιατί τώρα έρχεται η ενδοστρέφεια. 0 πατήρ Teilhard το ήξερε, το σημείο ωμέγα. Ένα άλμα έξω απ' τη βιολογία μας. Γιατί δεν αναρωτιέσαι. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι για πάντα; Η συνείδηση έχει εξαντληθεί. Πίσω λοιπόν στην ανόργανη ύλη. Αυτό θέλου με. Θέλουμε να γίνουμε πέτρες σ' ένα χωράφι».
Πήγα μέσα να πάρω πάγο. Όταν γύρισα κατουρούσε απ' τον εξώστη, στεκόμενος στις μύτες των ποδιών του ώστε ο πίδακας να μη βρέξει το κάγκελο. Μετά καθίσαμε κι ακού γαμε τις κραυγές των ζώων κάπου πιο πέρα στους πυκνούς θάμνους και θυμόμασταν που ήμασταν και δεν μιλούσαμε για ώρα ακόμη και όταν οι ήχοι έσβησαν. Είπε πως θα ήθελε να είχε μείνει φοιτητής, να είχε πάει στη Μογγολία, στην πραγματική απομόνωση, να ζούσε και να δούλευε και να σκεφτόταν. Με είπε Τζίμυ. «Θα έχεις κάθε ευκαιρία να μιλήσεις γ ι ' αυτά τα πράγμα τα», είπα. «Μιλάς, σταματάς, σκέφτεσαι, μιλάς. Το πρόσω πο σου», είπα. «Ποιος είσαι, τι πιστεύεις. Άλλοι στοχαστές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, κανείς δεν έχει κάνει ταινία σαν κι αυτήν, χωρίς τίποτα να έχει σχεδιασθεί εκ των προτέρων, χωρίς να έχουν γίνει πρόβες, κανένα σοφιστικέ στήσιμο, ούτε συμπεράσματα στην αρχή, κάτι εντελώς απροκάλυπτο, χω ρίς μοντάζ». Τα είπα αυτά όντας υπό την επίδραση του ουίσκυ, μισογνωρίζοντας πως όλ' αυτά τα είχα ξαναπεί, και άκουσα μια βαθιά αναπνοή και μετά τη φωνή του, ήσυχη και αυτάρκη, ίσως και λυπημένη. « Α υ τ ό που θέλεις, φίλε μου, είτε το ξέρεις είτε όχι, είναι μια δημόσια ομολογία». Αυτό δεν μπορούσε να είναι σωστό. Του είπα κατηγο ρηματικά πως δεν ήταν. Του είπα πως δεν είχα καμιά πρό θεση να κάνω κάτι τέτοιο. «Προσηλυτισμός στην επιθανάτιο κλίνη. Αυτό θέλεις. Η ηλιθιότητα, η ματαιοδοξία του διανοούμενου. Η τυφλή μα ταιοδοξία, η λατρεία της δύναμης. Συγχωρέστε με, απαλλάξτε με της κατηγορίας». Πολέμησα αυτή την ιδέα, μέσα μου, και του είπα πως δεν είχα συγκεκριμένες ιδέες πέρα απ' αυτό που είχα περιγράψει.
58
59
«Θέλεις να κινηματογραφήσεις έναν άνθρωπο που κα ταρρέει», είπε. «Το καταλαβαίνω. Ειδάλλως ποιο θα ήταν το ζητούμενο;» Ένας άνθρωπος που μετατρέπεται σε πόλεμο. Ένας άν θρωπος που εξακολουθεί να πιστεύει στην ορθότητα του πολέμου, του πολέμου του. Πως αυτός θα φαινόταν και πως θα ακουγόταν στην ταινία, στο θέατρο, σε μια οθόνη οπουδήποτε, μιλώντας για έναν πόλεμο χάίκού; Το είχα σκεφθεί; Είχα σκεφθεί τον τοίχο, το χρώμα και την υφή του τοίχου, και είχα σκεφθεί το πρόσωπο του ανδρός, τα χαρα κτηριστικά που ήταν ισχυρά αλλά επίσης σαθρά στην έκθε ση οποιωνδήποτε σκληρών αληθειών τις οποίες θα μπορού σαν να του πετάξουν στα μούτρα, και μετά σκέφθηκα τον Τζέρυ Λούις σε κοντινό πλάνο το 1952, ο Τζέρυ να πετάει τη γραβάτα του καθώς τραγουδούσε κάποια δακρύβρεχτη μπαλάντα του Μπρόντγουεϊ. Πριν πάει μέσα ο Έ λ σ τ ε ρ μου έσφιξε τον ώμο. καθησυ χαστικά, μάλλον, και εγώ παρέμεινα στον εξώστη για κά μποση ώρα, υπερβολικά βολεμένος στην καρέκλα μου, στην ίδια τη νύχτα, ακόμη και για να επιχειρήσω να φτάσω το μπουκάλι με το ουίσκυ. Πίσω μου, το φως του δωματίου του έσβησε, κάνοντας τον ουρανό να φαίνεται καθαρότερα, και πόσο περίεργος φαινόταν, με το μισό στερέωμα να μας πλησιάζει, μ' όλες αυτές τις πυρακτωμένες μάζες που αυ ξάνονται σε αριθμό, τα άστρα και τους αστερισμούς, επει δή κάποιος σβήνει ένα φως σ' ένα σπίτι στην έρημο, και λυ πήθηκα που δεν ήταν εδώ ώστε να τον ακούσω να μιλάει γι' αυτό, το κοντινό και το μακρινό, αυτό που νομίζουμε πως βλέπουμε όταν δεν το βλέπουμε.
αλλά ούτε κι αυτό είναι τόσο παράξενο, ο πατέρας, η κόρη κι εγώ οτιδήποτε κι αν ήμουν.
Υπήρχε κι ένα άλλο πράγμα που εκείνη είπε, η γυναίκα μου, με καλωσύνη, αναφερόμενη στον τρόπο που έβλεπα τη ζωή αφενός και τον κινηματογράφο αφετέρου. «Γιατί είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς σοβαρός, τό σο εύκολο να είναι κανείς υπερβολικά σοβαρός;» Η πόρτα του μπάνιου ήταν ανοιχτή, μεσημέρι, και η Τζέσι ήταν μέσα, ξυπόλητη, φορώντας ένα Τ-σερτ και σορτσάκι, με το κεφάλι σκυμμένο στο νιπτήρα να πλένει το πρόσωπο της. Σταμάτησα στην πόρτα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να με δει εκεί. Δεν μου πέρασε απ' το μυαλό να μπω και να σταθώ πίσω της και να γύρω πάνω της, δεν το είδα καθα ρά, τα χέρια μου να γλιστρήσουν κάτω απ' το Τ-σερτ, τα γόνατα μου να ανοίξουν τα πόδια της ώστε να μπορέσω να πιέσω πιο πολύ, να κινηθώ προς τα πάνω και προς τα μέ σα, αλλά ήταν εκεί σε κάποιο ανεπαίσθητο κλάσμα της στιγμής, η ιδέα όλου αυτού, και όταν έφυγα απ' την πόρτα δεν έκανα καμιά ειδική προσπάθεια να φύγω αθόρυβα.
Αναρωτήθηκα αν σταδιακά γινόμασταν μια οικογένεια, καθόλου πιο παράξενη από τις πιο πολλές οικογένειες μό νο που δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, πουθενά να πάμε,
Το αυτοκίνητο του επιστάτη ανηφόρισε, ένας κοντόχοντρος άνδρας φορώντας τραγιάσκα και καρφάκι στο ένα αυτί. Φρόντιζε το σπίτι όταν οΈλστερ δεν ήταν εκεί, που σήμαινε χονδρικά δέκα μήνες το χρόνο, τα περισσότερα χρόνια. Τον παρατηρούσα που έστριψε στο πλάι όπου βρισκόταν το τεπόζιτο του προπανίου. Όταν ξαναήλθε από δω του έγνεψα καθώς πέρασε από μπροστά μου για να μπει στο σπίτι. Δεν έδειξε πως αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σκέφθηκα ότι
60
61
πιθανόν να ζούσε σε μια από τις έκκεντρες εκτάσεις με κα λύβες, τροχόσπιτα και αυτοκίνητα χωρίς ρόδες στημένα πά νω σε πλίνθους, στους μικρούς ζαρωμένους συνοικισμούς που είναι κάποιες φορές ορατοί από τους ασφαλτοστρωμέ νους δρόμους. 0 Έλστερ τον ακολούθησε στην κουζίνα μιλώντας για ένα πρόβλημα με το φούρνο και εγώ κοίταξα μακριά προς τους λόφους από ασβεστόλιθο και είδα τον εαυτό μου σε καρέ απ' αυτήν την απόσταση, με εργαστηριακή ακρίβεια, άνδρας και τοπίο κατά τη διάρκεια μιας μακράς ημέρας, ο οποίος μόλις διακρίνεται. Το μεσημεριανό ήταν κινητό, ευέλικτο, τρως όταν και όπου θέλεις. Βρέθηκα στο τραπέζι με τον Έλστερ. που εξέταζε το επεξεργασμένο τυρί που η Τζέσι είχε αγοράσει κατά την τε λευταία μας εξόρμηση στην πόλη. Είπε ότι ήταν βαμμένο με μειωμένο ουράνιο και μετά το έφαγε, πασαλειμμένο με μουστάρδα, ανάμεσα σε λεπτές φέτες ψωμί, και το ίδιο κι εγώ. Ήταν το όνειρο του πατέρα της. 0 ίδιος δεν φαινόταν προ βληματισμένος από την μουδιασμένη της ανταπόκριση στην αγάπη του. Ήταν φυσικό να μην το παρατηρεί. Δεν είμαι σί γουρος αν αντιλαμβανόταν το ότι εκείνη δεν ήταν αυτός. Όταν τελείωσε το σάντουιτς μετακινήθηκε προς τα μπρος στην καρέκλα του, με τους αγκώνες στο τραπέζι, φωνή χαμηλότερη τώρα. «Δεν χρειάζεται να δω ένα κριάρι με μεγάλα κέρατα 9 πριν πεθάνω». «Καταλαβαίνω», είπα.
Bighorn: ειδικό είδος κριαριού. Ζεί στα Βραχο'ιδη'Ορη. ποι> εκτείνονται από τον Καναδά μέχρι το Νέο Μεξικό.
62
«Αλλά θα ήθελα να δει ένα και η Τζέσι». «Εντάξει. Θα πάμε με το αυτοκίνητο». «Θα πάμε με το αυτοκίνητο», είπε. « Σ ε κάποιο σημείο ίσως θα χρειασθεί να βγούμε από το αυτοκίνητο και να σκαρφαλώσουμε. Νομίζω ότι συχνάζουνε στις άκρες των βράχων. Θα ήθελα κι εγώ να δω ένα. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί». Έσκυβε πιο κοντά τώρα. «Ξέρεις γιατί είναι εδώ». «Υποθέτω πως ήθελες να τη δεις». «Πάντα θέλω να τη δω. Η μητέρα της, ήταν της μητέρας της ιδέα. Υπάρχει ένας άνδρας που βλέπει η Τζέσι». «Κατάλαβα». «Και η μητέρα της έχει συγκεκριμένες απόψεις για τα σχέδια του ή απλώς τον τρόπο του εν γένει ή την εμφάνιση του ή κάτι τέλος πάντων. Και δήλωσε με τον συνήθη αυ ταρχικό της τρόπο ότι ίσως η Τζέσι θα έπρεπε να δημιουρ γήσει κάποια απόσταση μεταξύ τους, προς το παρόν, προ σωρινά, σαν τεστ της προσκόλλησης της». «Ώστε γ ι ' αυτό είναι εδώ. Και της μίλησες γι' αυτό». «Προσπάθησα. Δεν λέει πολλά. Δεν υπάρχει πρόβλημα, αυτό είναι το μόνο που λέει. Φαίνεται πως της αρέσει ο τύ πος. Βλέπονται. Μιλάνε». «Πόσο κοντά είναι;» «Μιλάνε». «Κάνουν έρωτα;» «Μιλάνε», είπε. Και οι δυο σκύβαμε πάνω απ' το τραπέζι τώρα, ο ένας απέναντι στον άλλο, μιλώντας με αμηχανία ψιθυριστά. «Είχε μέχρι τώρα καμιά ερωτική ιστορία;» «Ομολογώ πως κι εγώ αναρωτιέμαι». «Δεν είχε σοβαρές σχέσεις με αγόρια». 63
«Δεν νομίζω, όχι, στα σίγουρα». «Η μητέρα της την έστειλε. Αυτό πρέπει να σημαίνει κάτι». «Η μητέρα της είναι υπέροχη γυναίκα, ακόμη και σήμε ρα, αλλά η χημεία επιμένει να μη λειτουργεί ανάμεσα μας και όταν στέλνει το κορίτσι προς εμένα, ναι, σημαίνει κάτι. Αλλά είναι και τρελή. Είναι ένα εντελώς μανιακό άτομο που μεγεθύνει τα πάντα». «Ο τύπος δεν είναι κανένα τσιμπούρι. 1 0 Τίποτα τέτοιο». «Θεέ και Κύριε, όχι, όχι τσιμπούρι, μισώ αυτή τη λέξη. Ίσως να είναι επίμονος, αυτό είναι όλο κι όλο. Ή τραυλίζει. Ή έχει ένα καστανό μάτι κι ένα μπλε». «Σύζυγοι. Τι θέμα κι αυτό», είπα. «Σύζυγοι, ναι». «Πόσες;» «Πόσες. Δύο», είπε. «Μόνο δύο. Νόμιζα πως ίσως ήταν περισσότερες». «Μόνο δύο», είπε. «Νιώθω σαν να ήταν περισσότερες». «Κι οι δυο τρελές. Απλώς κάνω μια υπόθεση». «Κι οι δυο τρελές. Με τα χρόνια ωριμάζει». «Τι, η τρέλα;» «Στην αρχή δεν το βλέπεις. Είτε το κρύβουν ή απλώς χρειάζεται να ωριμάσει. Άπαξ και ωριμάσει, αποκλείεται να σου ξεφύγει». «Αλλά η Τζέσι είναι ο θησαυρός, η ευλογία». «Σωστά. Κι εσύ;» «Δεν έχω παιδιά».
Stalker: συνήθως άτομα που παρακολουθούν κάποια άλλα λόγω ψυχαναγκαστικής ερωτικής εμμονής και που μπορεί ακόμη να είναι και επικίνδυνα.
64
«Η σύζυγος σου. Η εν διαστάσει σύζυγος σου. Είναι τρελή;» «Νομίζει πως εγώ είμαι τρελός». «Δεν το πιστεύεις», είπε. «Δεν ξέρω». «Τι πράγμα προστατεύεις; Είναι τρελή. Πες το». Ψιθυρίζαμε ακόμη, ερχόμασταν κοντά ψιθυρίζοντας, αλ λά δεν θα το έλεγα. Τραβήχτηκα προς τα πίσω και έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, βλέποντας το διαμέρισμα μου, ευ διάκριτο και ακίνητο και άδειο, τέσσερις το απόγευμα, το πική ώρα, και σαν να υπήρχαν πιο πολλά απ' τον εαυτό μου εκεί μέσα σ' εκείνο το μουντό φως απ' ό,τι εδώ, μέσα στο σπίτι ή κάτω απ' τον ανοιχτό ουρανό, αλλά αναρωτή θηκα αν πραγματικά ήθελα να ξαναγυρίσω και να ξαναγί νω ο άνδρας που ζει σε δυο δωμάτια που περιβάλλονται από την πόλη που χτίστηκε για να μετράει το χρόνο, σύμ φωνα με τη διατύπωση τουΈλστερ, τον δραπέτη χρόνο των ρολογιών, των ημερολογίων, να μετράει τα λεπτά που μας απομένουν να ζήσουμε. Κατόπιν τον κοίταξα και ρώτησα αν υπήρχαν κιάλια στο σπίτι. Θα χρειασθούμε κιάλια για την εξερεύνηση, είπα. Φάνηκε να μην καταλαβαίνει. Το κριάρι, είπα. Αν δεν μας παρασύρει καμιά ξαφνική πλημμύρα. Αν δεν πεθάνουμε απ' τη ζέστη. Θα χρειασθεί να έχουμε κιάλια πρόχειρα για να δούμε τη λεπτομέρεια. Το αρσενικό είναι αυτό με τα κέ ρατα, μεγάλα και γαμψά. Εκείνη είπε κάτι αστείο στο βραδινό ότι τα μάτια της είναι πιο σμιχτά στη Νέα Υόρκη, που προκαλείται από την αυξα νόμενη κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους. Εδώ έξω τα μάτια απομακρύνονται, τα μάτια προσαρμόζονται στις συνθήκες, όπως οι φτερούγες ή τα ράμφη. 65
Άλλες φορές φαινόταν νεκρωμένη σε οτιδήποτε θα απαι τούσε μια απάντηση. Η ματιά της είχε μια αφαιρετική ιδιό τητα, δεν έφθανε στον τοίχο ή στο παράθυρο. Το έβρισκα ενοχλητικό να την παρατηρώ, γνωρίζοντας πως δεν ένιωθε πως την παρατηρούσα. Πού βρισκόταν; Δεν ήταν χαμένη σε σκέψεις ή αναμνήσεις, δεν υπολόγιζε τη διάρκεια της επόμε νης ώρας ή λεπτού. Απουσίαζε, ασφυκτικά προσηλωμένη στον εσωτερικό της κόσμο. Ο πατέρας της έκανε μεγάλη προσπάθεια να μη δείχνει ότι παρατηρεί αυτές τις φάσεις. Καθόταν στην απέναντι πλευρά του δωματίου με τους ποιητές του, κινώντας τα χεί λη του καθώς διάβαζε. Πλησίασα τον Ρίτσαρντ'Ελστερ μετά από μια διάλεξη που είχε δώσει στη Νέα Σχολή 1 1 και χωρίς να χάσω χρόνο του είπα την ιδέα μου για μια ταινία, απλό και δυνατό, είπα, άνθρωπος και πόλεμος, αλλά ούτε κι αυτός έχασε χρόνο, αφήνοντας με καθηλωμένο σε μια χειρονομία στο μέσον μιας πρότασης αλλά μόνο στιγμιαία. Τον ακολούθησα κα τεβαίνοντας στην αίθουσα, μιλώντας λιγότερο γρήγορα, και μετά στο ασανσέρ, μιλώντας ακόμη και όταν βρεθήκαμε έξω στο δρόμο με κοίταξε και σχολίασε την εμφάνιση μου, λέγοντας πως του μοιάζω όταν ήταν πολύ νεότερος, ένας υποσιτισμένος καταπονημένος απ' τη δουλειά φοιτητής. Το πήρα σαν ενθάρρυνση, του έδωσα την κάρτα μου και τον άκουσα να τη διαβάζει δυνατά, Τζιμ Φίνλι, Παραγωγή Ται-
Πανεπιστήμιο στη Νέα Υόρκη που ονομαζόταν πριν το 1997 «Νέα Σχολή για την Κοινωνική'Ερευνα», ιδιαίτερα γνωστό για την αριστερή προοπτική του εκπαιδευτικού προσωπικού του.
66
12
νιών «Ντέντμπιτ». Αλλά δεν τον ενδιέφερε να παίξει σε ταινία, στη δική μου ή σε οποιουδήποτε άλλου. Η επόμενη συνάντηση ήταν μακρύτερη και πιο παράξενη. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Δεν έχει σημασία πόσες φορές πάω στο μουσείο, βαδίζοντας απ' τα ανατολικά στα δυτικά, το νιώθω πάντα αρκετά πιο κάτω στο δρόμο απ' ό,τι ήταν την τελευταία φορά. Περιπλανιόμουν σε μια έκθεση για τους Νταντά και νά τος οΈλστερ, μόνος του, σκυμμένος πά νω σε μια προθήκη. Ήξερα ότι είχε γράψει για τις σημασίες της παιδικής ομιλίας, οπότε σαφώς θα ενδιαφερόταν για μια σημαντική έκθεση αντικειμένων που δημιουργήθηκαν στο όνομα της καταβαραθρωμένης λογικής. Τον ακολου θούσα για μισή ώρα. Κοίταγα τα πράγματα που κοιτούσε. Κάπου κάπου στηριζόταν στο μπαστούνι του, άλλες φορές απλώς το κουβάλαγε μαζί του, όπως βόλευε, οριζόντια, ανάμεσα σε κύματα ανθρώπων. Είπα στον εαυτό μου να εί ναι ήρεμος, πολιτισμένος, να μιλάει αργά. Όταν κινήθηκε προς την έξοδο τον πλησίασα, του υπενθύμισα την προη γούμενη συνάντηση, μίλησα λίγο με παιδικό λεξιλόγιο και μετά τον προέτρεψα απαλά διασχίζοντας τον έκτο όροφο προς την αίθουσα όπου ήταν εγκαταστημένη η « Ψ υ χ ώ » σε αργή κίνηση. Σταθήκαμε στο σκοτάδι και βλέπαμε. Αισθάνθηκα σχεδόν αμέσως ότι οΈλστερ προέβαλε αντί σταση. Κάτι υπονομευόταν εδώ, η παραδοσιακή του γλώσ σα ανταπόκρισης. Νεκρές εικόνες, χρόνος που καταρρέει, μια ιδέα τόσο προσβάσιμη στη θεωρία και στην επιχειρημα-
Λέξη που σημαίνει άφραγκος ή ρεμάλι.
67
τολογία που δεν του άφηνε σαφές πλαίσιο συμφραζομένων ώστε να νιώσει πως έχει τον έλεγχο, ήταν απλώς κρυστάλλι νη απόρριψη. Έξω στο δρόμο τελικά μίλησε, κυρίως για το γόνατο του που τον πονούσε. Τίποτα για το φιλμ, καμιά πι θανότητα, ποτέ. Μια βδομάδα αργότερα τηλεφώνησε και είπε πως ήταν σ' ένα μέρος που ονομάζεται Άντζα-Μπορέγκο, στην Καλι φόρνια. Δεν το είχα ξανακούσει. Κατόπιν ένας χάρτης σχε διασμένος με το χέρι έφθασε ταχυδρομικώς, δρόμοι και μο νοπάτια για τζιπ, και πήρα μια φθηνή πτήση το επόμενο απόγευμα. Δυο μέρες, νόμιζα. Τρεις το πολύ.
Η ζωή είναι κάθε χαμένη στιγμή. Δεν μπορεί να το ξέρει κα νείς άλλος παρά μόνο εμείς, στον καθένα μας σιωπηλά, σ' αυτόν τον άνδρα, σ' αυτήν τη γυναίκα. Η παιδική ηλικία εί ναι ζωή χαμένη που μπορεί να ανακληθεί στο δευτερόλεπτο, είπε. Δυο βρέφη μόνα σ' ένα δωμάτιο, σε πάρα πολύ χαμηλό φωτισμό, δίδυμα, γελώντας. Τριάντα χρόνια μετά, ένας στο Σικάγο, ο άλλος στο Χονκ Κονγκ, αυτοί είναι το θέμα εκεί νης της στιγμής. Μια στιγμή, μια σκέψη, εδώ και πάει χάθηκε, ο καθένας μας, α ένα δρόμο κάπου, κι αυτό είναι το παν. Αναρωτή θηκα τι εννοούσε με τις λέξεις το παν. Είναι αυτό που ονο μάζουμε εαυτό, η αληθινή ζωή, είπε, η ουσιαστική ύπαρξη. Είναι ο εαυτός στην τρυφηλή απόλαυση αυτού που ξέρει, και αυτό που ξέρει είναι πως δεν θα ζει για πάντα.
Στο παρελθόν, όταν πήγαινα σινεμά, έμενα κι όταν έπεφταν οι τίτλοι, όλοι τους. Ήταν μια πρακτική που πήγαινε κόντρα στη διαίσθηση και την κοινή λογική. Ήμουν λίγο μετά τα εί κοσι, αδέσμευτος από κάθε άποψη, και ποτέ δεν έφυγα απ' τη θέση μου μέχρι να τελειώσει όλη η λίστα των ονομάτων και των τίτλων. Οι τίτλοι χρησιμοποιούσαν λέξεις από κά ποιο αρχαίο πόλεμο. Καμπανοκρούστης, οπλοποιός, χειρι69
στης του λιμενοφράγματος, κοστούμια πλήθους. Ένιωθα υποχρεωμένος να καθίσω και να διαβάσω. Υπήρχε η αίσθη ση ότι συνθηκολογούσα με κάποια ηθική ανεπάρκεια. Η πιο ακραία περίπτωση αυτού συνέβαινε μετά την τελευταία σκηνή μιας μεγάλης χολυγουντιανής παραγωγής όταν οι τίτ λοι άρχιζαν να πέφτουν, μια διαδικασία που κρατούσε πέ ντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά και περιλάμβανε εκατοντάδες ονόματα, χίλια ονόματα/Ηταν η παρακμή και η πτώση, ένα θέαμα υπερβολής σχεδόν ανάλογο με την ταινία αυτή κα θαυτή, αλλά δεν ήθελα να τελειώσει. Ήταν μέρος της εμπειρίας, όλα είχαν σημασία, να τα απορροφήσω, να τα υπομείνω, οδήγηση μετ' εμποδίων, δια κόσμηση των σκηνικών, τα λογιστικά της πληρωμής αμοι βών. Διάβαζα τα ονόματα, όλα τους, τα περισσότερα, πραγ ματικοί άνθρωποι, ποιοι ήσαν, γιατί τόσο πολλοί, ονόματα που με ακολουθούσαν στο σκοτάδι. Μέχρι να τελειώσουν οι τίτλοι είχα απομείνει μόνος μου στην αίθουσα, ίσως μια γριά να καθόταν κάπου, χήρα, τα παιδιά ποτέ δεν την επισκέπτο νται. Σταμάτησα να το κάνω όταν άρχισα να δουλεύω στη βιομηχανία του κινηματογράφου, αν και δεν τη θεωρούσα βιομηχανία/Ηταν ταινία, και τίποτα άλλο, και ήμουν αποφα σισμένος να κάνω μια, να γυρίσω μια. Un film, ein Film. Εδώ, μαζί τους, δεν μου έλειψε το σινεμά. Το τοπίο άρ χιζε να μοιάζει φυσιολογικό, η απόσταση ήταν φυσιολογική, η ζέστη ήταν ο καιρός και ο καιρός ήταν η ζέστη. Άρχιζα να καταλαβαίνω τι εννοούσε οΈλστερ όταν έλεγε πως ο χρό νος είναι τυφλός εδώ. Πέρα απ' τους ντόπιους θάμνους και τους κάκτους, μόνο κύματα χώρου, περιστασιακές μακρι νές βροντές, η αναμονή της βροχής, το κοίταγμα μιας ορο σειράς πέρα απ' τους λόφους που υπήρχε χθες, αλλά χάθη κε σήμερα στον άψυχο ουρανό. «Ζέστη».
«Σωστά», είπε η Τζέσι. «Πες τη λέξη». «Ζέστη». «Νιώσ' την που σε διαπερνά». «Ζέστη», είπε. Καθόταν στον ήλιο, πρώτη φορά που την έβλεπα να το κάνει, φορώντας ό,τι φορούσε πάντα, με το τζην γυρισμένο στις γάμπες τώρα, με τα μανίκια του πουκάμισου ως τους αγκώνες, και εγώ στεκόμουν στη σκιά παρατηρώντας. «Θα πεθάνεις κάνοντας κάτι τέτοιο». «Τι;» «Να κάθεσαι στον ήλιο». «Τί άλλο υπάρχει να κάνω;» «Κάτσε μέσα και προγραμμάτισε τη μέρα σου». «Που είμαστε λοιπόν;» είπε. «Μήπως και ξέρω;» Δεν χρησιμοποιούσα το κινητό μου και σχεδόν ποτέ δεν άγγιζα τον φορητό μου. Άρχισαν να φαίνονται φευγαλέα, οποιαδήποτε κι αν ήταν η ταχύτητα και η εμβέλεια τους, οι συσκευές νικήθηκαν απ' το τοπίο. Η Τζέσι προσπαθούσε να διαβάσει λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας αλλά τίποτα απ' ό,τι διάβασε μέχρι τώρα δεν θα μπορούσε ν' αρχίσει να μοιάζει στην κανονική ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη, είπε, γιατί είναι απολύτως αδιανόητη. Ο πατέρας της βρήκε δυο βαράκια σ' ένα ντουλάπι, τρία ή τέσσερα κιλά το καθένα, κατα σκευασμένα στην Αυστρία. Πόσο καιρό ήταν εδώ; Πώς έφθα σαν εδώ; Ποιος τα χρησιμοποιούσε; Άρχισε να τα χρησιμο ποιεί αυτός τώρα, να τα σηκώνει αναπνέοντας, να τα σηκώνει και να ασθμαίνει, πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο, πάνω και κάτω, και ακουγόταν σαν κάποιος άνδρας εν μέσω ελεγχόμε νου στραγγαλισμού, που ασφυκτιά αυτοερωτικά. Τί έκανα εγώ; Γέμιζα το φορητό ψυγειάκι με σακούλες πάγου και μπουκάλια νερό και οδηγούσα χωρίς συγκεκριμέ-
70
71
νο προορισμό, ακούγοντας κασέτες με τραγουδιστές μπλουζ. Έγραψα ένα γράμμα στη γυναίκα μου και μετά προσπάθησα ν' αποφασίσω αν θα το στείλω ή θα το σχίσω ή αν θα περιμέ νω κάνα δυο μέρες και μετά να το ξαναγράψω και να το στεί λω ή να το σχίσω. Πέταξα τη μπανανόφλουδα απ' τον εξώ στη στα ζώα να τη φάνε και σταμάτησα να μετράω τις μέρες αφότου έφθασα, κάπου είκοσι δύο. Στην κουζίνα εκείνος είπε: « Ξ έ ρ ω για το γάμο σου. Είχες το είδος του γάμου όπου ο καθένας λέει στον άλλο τα πά ντα. Της έλεγες τα πάντα. Σε κοιτάζω και το βλέπω στο πρόσωπο σου. Είναι το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σ' ένα γάμο. Να της λες όλα όσα νιώθεις, όλα όσα κάνεις. Να γιατί νομίζει πως είσαι τρελός». Στο βραδινό, τρώγοντας μια ακόμη ομελέτα, κούνησε το πηρούνι του και είπε: «Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι ζήτημα στρατηγικής. Δεν μιλάω για μυστικά ή απιστίες. Μιλάω για το να είσαι ο εαυτός σου. Αν αποκαλύψεις τα πάντα, αν ξε γυμνώσεις κάθε συναίσθημα, αν ζητάς κατανόηση, χάνεις κάτι πολύ σημαντικό για το πως νιώθεις για τον εαυτό σου. Χρειάζεται να γνωρίζεις πράγματα που οι άλλοι δεν γνωρί ζουν. Αυτό που σου επιτρέπει να γνωρίζεις τον εαυτό σου βρίσκεται σ' αυτό που οι άλλοι αγνοούν για σένα».
στα ράφια. 0 πατέρας της την ενθάρρυνε σ' αυτό. Εκείνος σκούπιζε τα πιάτα και μετά την παρατηρούσε να τα βάζει στα ράφια, το καθένα στην προκαθορισμένη του θέση. Ήταν αποτελεσματική, βοηθούσε στο νοικοκυριό και το έκανε σε υπερβολικό βαθμό, το οποίο ήταν καλό, το οποίο ήταν σπου δαίο, είπε εκείνος, διότι τι νόημα έχει να κάνεις τα πιάτα αν δεν σε παρακινεί κάτι πέρα απ' τη σκέτη αναγκαιότητα. Της είπε: «Πριν φύγεις, θέλω να δεις ένα κριάρι με με γάλα κέρατα». Κρέμασε το σαγόνι κρατώντας το στόμα ανοιχτό και άνοιξε τα χέρια, με τις παλάμες προς τα πάνω, σαν να έλε γε από που ξεφύτρωσε αυτό, τι έχω κάνει για να αξίζω κά τι τέτοιο, τα μάτια ορθάνοιχτα, ένα κεραυνοβολημένο από την έκπληξη παιδί σε ιστορία κόμιξ.
Η Τζέσι μετακινούσε τα ποτήρια και τα πιάτα στο ντουλάπι ώστε να μην χρησιμοποιούμε τα ίδια συνέχεια και παραμε λούμε τα υπόλοιπα. Το έκανε αυτό σαν δαιμονισμένη στα διαλείμματα ενεργητικότητας που την έπιαναν κατά και ρούς, επιτυγχάνοντας βάσει συγκεκριμένου σχεδίου μια συ στηματική ταξινόμηση στο νεροχύτη, στο στεγνωτήρα και
Τη νύχτα εκείνη μίλαγε για αίθουσες τέχνης στο Τσέλσι. Τις γκαλερί τις επισκέπτονταν στο παρελθόν μαζί με μια φίλη που την έλεγαν Αλίσια. Είπε πως η Αλίσια ήταν ρηχή σαν δεκάρα. Είπε πως κατηφόριζαν στο μακρύ δρόμο διαλέ γοντας τυχαία γκαλερί και κοιτάζοντας την τέχνη και μετά κατηφόριζαν το δρόμο ξανά έστριβαν στη γωνία και ανηφό ριζαν στον επόμενο δρόμο, περπατώντας και κοιτάζοντας, και μια μέρα εκείνη σκέφθηκε κάτι ανεξήγητο. Ας κάνουμε το ίδιο πράγμα, ανεβοκατεβαίνοντας τους ίδιους δρόμους αλ λά χωρίς να πηγαίνουμε στις γκαλερί. Η Αλίσια, είπε ναι, στη στιγμή. Το έκαναν και ήταν ήρεμα συναρπαστικό, είπε, έμοι αζε σαν τη σημαντικότερη ιδέα στη ζωή και των δυό τους. Κατηφόριζαν αυτούς τους μακρείς και ως επί το πλείστον άδειους δρόμους απογεύματα καθημερινής και προσπερνού σαν χωρίς κουβέντα την τέχνη και μετά διέσχιζαν τον δρόμο και ανηφόριζαν τον ίδιο δρόμο απ' την άλλη πλευρά και έστριβαν στη γωνία και πήγαιναν στον επόμενο δρόμο και
72
73
κατηφόριζαν τον επόμενο δρόμο και τον διέσχιζαν προς την άλλη πλευρά και ανηφόριζαν τον ίδιο δρόμο. Προς τα κάτω και μετά προς τα πάνω και μετά στον επόμενο δρόμο, ξανά και ξανά, απλώς περπατούσαν και μιλούσαν. Ειλικρινά έκα νε την εμπειρία πιο βαθιά, είπε, δρόμο με δρόμο, την έκανε καλύτερη και εμάς να την εκτιμήσουμε περισσότερο. Τη νύχτα στάθηκε στην άκρη του εξώστη, στραμμένη προς το σκοτάδι, τα χέρια στο κάγκελο. Ήταν μια σχεδόν μελετημένη πόζα, που δεν της ταίριαζε, και εγώ σηκώθηκα, δεν ήμουν σί γουρος γιατί, απλώς σηκώθηκα, και την παρατηρούσα. Το φως στο δωμάτιο τουΈλστερ ήταν ακόμη αναμμένο. Νομίζω πως ήθελα να γυρίσει και να δει πως στεκόμουν εκεί. Αν έλε γα κάτι, εκείνη θα ήξερε πως στεκόμουν. Η εστία της φωνής θα έδειχνε πως στεκόμουν και θα αναρωτιόταν γιατί και με τά θα γύριζε και θα με κοίταζε. Αυτό θα μου έδειχνε τι ήθελε, ο τρόπος που θα γύριζε, το βλέμμα στο πρόσωπο της. ή τι ήθελα εγώ. Γιατί έπρεπε να είμαι διακριτικός, να είμαι προ σεκτικός. Ήμασταν τρεις μόνοι μας εδώ και εγώ ήμουν στη μέση, ο πιθανός ταραχοποιός, ο μαλάκας της οικογένειας. Όταν έσβησε το φως στο δωμάτιο τουΈλστερ συνειδη τοποίησα πόσο η στιγμή αποτελούσε μια αθώα παλινδρό μηση, ο έφηβος νεαρός και η κοπέλα από μια άλλη εποχή που περιμένουν τους γονείς της να πάνε για ύπνο, μόνο που οι γονείς της ήταν χωρισμένοι και τσακωμένοι και η μη τέρα της είχε πάει για ύπνο τρεις ώρες πριν, με την ώρα της ανατολικής ακτής, 1 3 και ίσως όχι μόνη της.
13
Η ώρα που προκύπτει όταν τα ρολόγια σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές μέσα στην ίδια ζώνη χρόνου συγχρονίζονται αγνοώντας τον τοπικό μεσημβρινό.
74
Της ζήτησα να έλθει και να καθίσει μαζί μου. Χρησιμο ποίησα αυτή τη φράση, κάθισε μαζί μου. Διέσχισε τον εξώ στη και καθίσαμε για λίγο. Είπε πως σκεπτόταν ένα ηλικιω μένο ζευγάρι τους οποίους πήγαινε στους γιατρούς και τους βοηθούσε στο σπίτι μερικές φορές. Όλοι τους έβλεπαν τηλε όραση κατά τη διάρκεια της μέρας και η γυναίκα συνεχώς κοιτούσε τον άνδρα της να δει την αντίδραση του σε οτιδή ποτε οι άνθρωποι έλεγαν και έκαναν στην οθόνη. Αλλά αυ τός δεν αντιδρούσε, ποτέ δεν αντέδρασε, κι ούτε ποτέ πα ρατήρησε πως τον κοιτούσε, και-η Τζέσι σκέφθηκε πως αυτό ήταν ολόκληρο το μακρύ σόου ενός γάμου, σταγόνα προς σταγόνα, το ένα κεφάλι να γυρνάει, το άλλο κεφάλι στον κόσμο του. Έχαναν πράγματα συνέχεια και πέρναγαν ώρες προσπαθώντας να τα βρούνε, το μυστήριο των εξαφανιζόμενων αντικειμένων, γυαλιών, στυλών διαρκείας, εγγράφων της εφορίας, κλειδιών φυσικά, παπουτσιών, του ενός πα πουτσιού, και των δύο παπουτσιών, και της Τζέσι της άρεσε να ψάχνει, ήταν καλή ο" αυτό, και οι τρεις τους να πηγαινο έρχονται μέσα στο διαμέρισμα μιλώντας, κοιτώντας, προ σπαθώντας να θυμηθούν. Το ζευγάρι χρησιμοποιούσε πα λιομοδίτικα στυλό που τα γέμιζαν με πραγματικό μελάνι. Ήταν καλοί άνθρωποι, όχι υπερβολικά πλούσιοι, που έχαναν πράγματα, τα τοποθετούσαν σε λάθος μέρος, και τα έρι χναν όλη την ώρα/Εριχναν κουτάλια, έριχναν βιβλία, έχαναν οδοντόβουρτσες. Έχασαν έναν πίνακα ζωγραφικής, από έναν διάσημο εν ζωή Αμερικανό, που η Τζέσι βρήκε στο πί σω μέρος μιας ντουλάπας. Μετά παρατηρούσε τη σύζυγο να κοιτάει το σύζυγο να δει την αντίδραση του και συνειδη τοποιούσε πως κι η ίδια είχε γίνει μέρος του τελετουργικού, η μία να παρατηρεί την άλλη που παρατηρούσε τον άλλο. Ήταν τόσο φυσιολογικοί όσο φυσιολογικοί θα μπορού σαν να είναι οι άνθρωποι, χωρίς όμως να χάνεται το μέτρο, 75
Ή
είπε. Λίγο πιο φυσιολογικοί και ίσως να ήταν επικίνδυνοι. Έγειρα και πήρα το χέρι της. χωρίς να είμαι σίγουρος για τί. Μου άρεσε να την σκέπτομαι μαζί μ' εκείνους τους γέ ρους, τρεις αθώοι να ψάχνουν τα δωμάτια για ώρες. Με άφησε να της το κρατάω, χωρίς καν να δείχνει ότι το παρα τήρησε. Ήταν μέρος της ασυμμετρίας της, το παρατημένο χέρι, το άδειο πρόσωπο, και έτσι δεν σκέφθηκα αναγκαστικά πως η στιγμή θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να περιλάβει κι άλλες χειρονομίες, πιο προσωπικές. Καθόταν δίπλα στον οποιοδήποτε, μιλώντας μέσω εμού στη γυναίκα με το σάρι στο αστικό λεωφορείο, στη ρεσεψιονίστ στο γραφείο του γιατρού.
Πήγα το ουίσκυ του στον εξώστη, βότκα για μένα, ένα παγάκι, απέραντη νύχτα, το φεγγάρι περαστικό. Όταν εκεί νη ήταν παιδί, είπε αυτός και εγώ περίμενα ενώ έπινε μια γουλιά απ' το ποτό του. Έπρεπε η ίδια ν' αγγίξει το μπρά τσο της ή το πρόσωπο της για να καταλάβει ποια ήταν. Συ νέβαινε σπάνια, μα συνέβαινε, είπε/Επρεπε να βάλει το χέ ρι της στο πρόσωπο της. Αυτή είναι η Τζέσικα. Το σώμα της δεν υπήρχε μέχρι που το άγγιζε. Δεν το θυμάται πια εκείνη, ήταν μικρή, γιατροί, εξετάσεις, η μητέρα της την τσιμπούσε, σχεδόν καμιά αντίδραση. Δεν ήταν παιδί που χρειαζόταν φανταστικούς φίλους. Ήταν φανταστική για τον εαυτό της.
Τίποτα απ' αυτά δεν είχε σημασία όταν άναψε το φως του πατέρα της. Δεν ήξερα πως ν' απελευθερώσω το χέρι μου χωρίς να φανώ γελοίος. Η κίνηση έπρεπε να είναι στρατηγική, αλλά όχι θέμα τακτικής, θα έπρεπε να αφορά ολόκληρο το σώμα, και έτσι σηκώθηκα και βάδισα μέχρι το κάγκελο, το χέρι ήταν απλώς μια τυχαία λεπτομέρεια. Βγή κε με σερνάμενα πόδια και με προσπέρασε, με τις πιτζάμες να μυρίζουν γερατειά, σωματικά γερατειά, η κρεβατοκά μαρα, τα σεντόνια, η χαρακτηριστική αποφορά που τον ακολούθησε ως την καρέκλα του. «Θέλεις ένα ποτό;» «Ουίσκυ, σκέτο», είπε. Μέσα άκουσα την πόρτα με τη σίτα να ανοίγει και να κλείνει και την είδα να διασχίζει το καθιστικό και να κατε βαίνει προς το χολ, η νύχτα τελείωσε, μια από τις εκατό τό σες φορές που την πήρε το μάτι μου ή την προσπέρασα ή μπήκα σε μια πόρτα ενώ αυτή έβγαινε, μια σύντομη ζωή από μη συναντήσεις, όπως με την αδελφή σου που μεγαλώ νει, οι οποίες μεταφέρουν μόνο στατικό ηλεκτρισμό τώρα, έναν τυχαίο εκνευρισμό στον αέρα.
Δεν μιλούσαμε για τίποτα συγκεκριμένο τότε, θέματα νοικοκυριού, για μια εξόρμηση στην πόλη, αλλά κάποια θέ ματα έμπαιναν οριακά σαν ψίθυροι. Η αγάπη του πατέρα, αυτό ήταν ένα, και η βαλτωμένη ζωή του άλλου άνδρα, και η νεαρή γυναίκα που δεν ήθελε να είναι εδώ, και άλλες ερωτήσεις επίσης, υπονοούμενες, ο πόλεμος, ο ρόλος του, η ταινία μου. Είπα: «Η κάμερα είναι στο τρίποδο. Κάθομαι δίπλα. Κοιτάς εμένα, όχι την κάμερα. Χρησιμοποιώ ό,τι φως υπάρ χει/Ερχεται θόρυβος απ' το δρόμο; Δεν μας νοιάζει. Αυτό εί ναι πρωτόγονο γύρισμα. Η ανατολή του ανθρώπου». Απαλό χαμόγελο. Ήξερε ότι απλώς μιλούσα. 0 λόγος που ήμουν εδώ είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Ήμουν απλώς εδώ, μόνο για να μιλάω. Ήθελα να χάσω την έννοια του να πάω εκεί πίσω, στην υπευθυνότητα, στις παλιές στενοχώ ριες, στο κάψιμο του να αρχίσεις κάτι που δεν θα οδηγούσε πουθενά. Πόσες αρχές μέχρι να δεις τα ψέματα μέσα στον ενθουσιασμό σου. Κάποια μέρα σύντομα όλη μας η κουβέ ντα, η δική του και η δική μου, θα είναι όπως η δική της, απλώς κουβέντα, αυτάρκης, αμετάβατη. Θα είμαστε εδώ κατά τον ίδιο τρόπο που οι μυίγες και τα ποντίκια είναι
76
77
εδώ, εντοπισμένοι, που δεν βλέπουμε και δεν γνωρίζουμε τίποτα μόνο ότι η πεπερασμένη μας φύση επιτρέπει. Ένα κακοφωτισμένο ειδύλλιο στην καλοκαιριάτικη πεδιάδα. «Ο χρόνος λιγοστεύει. Αυτό νιώθω εδώ», είπε εκείνος. « 0 χρόνος γερνάει αργά. Γερνάει υπερβολικά. Όχι μέρα με τη μέρα. Αυτός είναι βαθύς χρόνος, εποχικός χρόνος. Οι ζωές μας αποτραβιούνται στο μακρύ παρελθόν. Να τι υπάρχει εκεί έξω, η Πλειστόκαινος έρημος, ο νόμος της εξαφάνισης». Σκέφθηκα την Τζέσι που κοιμόταν. Θα έκλεινε τα μάτια της και θα εξαφανιζόταν, ήταν ένα απ' τα ταλέντα της, σκέφθηκα, βυθίζεται αμέσως στον ύπνο. Κάθε νύχτα το ίδιο. Κοιμάται στο πλάι, ένα κουβάρι, εμβρυακή στάση, μόλις που αναπνέει. «Η συνείδηση συσσωρεύεται. Αρχίζει να σκέφτεται τον εαυτό της. Κάτι σ' αυτό μου φαίνεται σχεδόν μαθηματικό ζήτημα. Υπάρχει μάλλον κάποιος κανόνας στα μαθηματικά ή στη φυσική, που δεν τον έχουμε ακόμη αντιληφθεί εντε λώς, σύμφωνα με τον οποίο το μυαλό υπερβαίνει κάθε κα τεύθυνση γυρνώντας προς τα μέσα. Το σημείο ωμέγα», εί πε. «Οτιδήποτε κι αν επιχειρεί να υποδηλώσει αυτός ο όρος, αν έχει καν νόημα, αν δεν είναι μια περίπτωση γλώσ σας που πασχίζει να προσεγγίσει κάποια ιδέα ξένη προς την εμπειρία μας». «Τι ιδέα;» «Τι ιδέα. Τον παροξυσμό. Είτε μια θεϊκή μεταμόρφωση του μυαλού και της ψυχής είτε κάποιος εγκόσμιος σπα σμός. Το θέλουμε να συμβεί». «Νομίζεις πως το θέλουμε να συμβεί». «Το θέλουμε να συμβεί. Κάποιος παροξυσμός». Του άρεσε αυτή η λέξη. Την αφήσαμε να αιωρείται εκεί. «Για σκέψου το. Εξερχόμαστε εντελώς απ' την ύπαρξη. 78
Πέτρες. Εκτός κι αν οι πέτρες έχουν ύπαρξη. Εκτός κι αν υπάρχει κάποια εμφανής μυστικιστική μετατόπιση που βά ζει ύπαρξη σε μια πέτρα». Τα δωμάτια μας είχαν έναν κοινό τοίχο, το δικό της και το δικό μου, και φαντάσθηκα τον εαυτό μου ότι ήμουν ξαπλω μένος, σε οριακή εγρήγορση, μισο-παραισθησιακά, υπάρχει μια λέξη γι' αυτό, και προσπάθησα να σκεφθώ τη λέξη σε δύο επίπεδα, καθισμένος στον εξώστη και ξαπλωμένος στο κρεβάτι, υπναγωγός, αυτό ήταν, και η Τζέσι είναι μόνο ένα μέτρο μακριά μου, ονειρευόμενη γαλήνια. «Αρκετά γι' απόψε», είπε εκείνος. Αρκετά». Φαινόταν να ψάχνει μέρος να βάλει το ποτήρι του. Του το πήρα και τον παρατηρούσα καθώς πήγαινε μέσα και με τά από λίγο το φως του δωματίου του έσβησε. Ή εντελώς ξύπνια, δεν μπορεί να κοιμηθεί, κανείς μας, και είναι ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα πόδια ανοιχτά, και εγώ κάθομαι και καπνίζω αν και δεν έχω καπνίσει τσιγάρο για πέντε χρόνια, και φοράει οτιδήποτε φοράει όταν πηγαί νει για ύπνο, Τ-σερτ μέχρι τους μηρούς. Ακόμη κρατούσα το ποτήρι του'Ελστερ. Το άφησα στον εξώστη και τελείωσα το ποτό μου, αργά, και ακούμπησα το ποτήρι δίπλα στο δικό του. Μπήκα μέσα και έκλεισα ένα δύο φώτα και μετά στάθηκα έξω απ' το δωμάτιο της. Υπήρχε κενό ανάμεσα στην πόρτα και στο πλαίσιο της, και την έσπρωξα με ευκολία και στάθηκα εκεί, περιμένοντας μέχρι να μαλακώσει το σκοτάδι σε σημείο να μπορώ να δω σχήματα. Μετά την είδα εκεί, στο κρεβάτι, αλλά μου πήρε κάμποσο μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι με κοίταζε. Ήταν σκεπασμένη με το σεντόνι και κοίταζε κατ' ευθείαν προς εμένα και μετά γύρισε στο πλάι και κοίταζε τον τοίχο, τρα βώντας το σεντόνι μέχρι το λαιμό της. Ακόμη ένα λεπτό πέρασε πριν ξανατραβήξω την πόρτα 79
στην αρχική της θέση. Ξαναβγήκα έξω και στάθηκα στο κι γκλίδωμα για λίγο. Μετά οριζοντίωσα την ξαπλωτή πολυ θρόνα εντελώς και ξάπλωσα ανάσκελα, με τα μάτια κλει στά, τα χέρια στο στήθος, και προσπάθησα να νιώσω σαν κανένας πουθενά, μια σκιά που είναι μέρος της νύχτας. ΟΈλστερ οδηγούσε βλοσυρός σωπαίνοντας.Έτσι έκανε πά ντα. Ακόμη και χωρίς πολλή κίνηση, υπήρχαν δυνάμεις συ γκεντρωμένες στο αντίπαλο στρατόπεδο, ανάλογα τη μέρα και την ώρα - οδικές συνθήκες, απειλή βροχής, επικείμενος ερχομός της νύχτας, άνθρωποι στο αυτοκίνητο, το αυτοκίνη το το ίδιο. Η συσκευή GPS ήταν εντάξει, τον προειδοποιούσε στις στροφές, επιβεβαίωνε τις λεπτομέρειες απο προηγού μενη εμπειρία. Όταν ήταν μαζί μας και η Τζέσι, ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, εκείνος προσπαθούσε ν' ακούσει οτιδή ποτε θα έλεγε και η προσπάθεια να συγκεντρωθεί τον έκανε να σκύβει στο τιμόνι. Της άρεσε να διαβάζει τα σήματα του δρόμου φωναχτά, Απαγορευμένη περιοχή. Περιοχή ξαφνι κών πλημμύρων, Τηλεφωνικός θάλαμος. Κατολίσθηση βρά χων στα επόμενα 6 μίλια. Αυτή τη φορά ήμασταν μόνοι μας, αυτός κι εγώ, καθ' οδόν προς την πόλη να στοκάρουμε τρό φιμα. Δεν ήθελε να οδηγώ εγώ, δεν εμπιστευόταν άλλους οδηγούς, οι άλλοι οδηγοί δεν ήταν εκείνος. Στο σούπερ μάρκετ πέρναγε μπροστά απ' τα ράφια και διάλεγε πράγματα, πετώντας τα σ' ένα καλάθι. Έκανα το ίδιο, μοιράσαμε το μαγαζί, κινούμενοι γρήγορα και αποτε λεσματικά προσπερνώντας ο ένας τον άλλο κάπου κάπου σε κάποιον από τους διαδρόμους, αποφεύγοντας να κοιτα χτούμε. Στην επιστροφή απορροφήθηκα από την προχειροεπιδιορθωμενη πίσα του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Νύστα ζα, κοίταζα ίσια μπροστά, και σύντομα το πιτσίλισμα στο 80
παρμπρίζ μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον και απ' την πίσα. Όταν βγαίναμε απ τον κύριο δρόμο και μπαίναμε σε δρόμο με χαλίκια, έκοβε ταχύτητα υπερβολικά και το μαλακό χοροπήδημα σχεδόν με αποκοίμιζε. Δεν φόραγα ζώνη. Συνή θως έλεγε « Ζ ώ ν ε ς » όταν έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο. Ανακάθισα σε όρθια θέση και κίνησα του ώμους μου κυκλι κά. Κοίταξα τη βρώμα στα νύχια μου. Ο κανόνας για τη ζώνη ήταν για τη Τζέσι αλλά δεν συμμορφωνόταν πάντα. Περάσαμε την κοίτη ενός ψιλόλιγνου ρυακιού και ήθελα να κοπανίσω την κονσόλα κάμποσες φορές, κάτι σαν τομ, τομ, να κάνω το αίμα να χτυπάει. Αλλά απλώς έκλεισα τα μάτια μου και έκατσα εκεί, στο πουθενά, ακούγοντας. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι εκείνη είχε φύγει. Τη φώναξε με τ 1 όνομα της απ' την κουζίνα. Μετά γύρι σε όλο το σπίτι ψάχνοντας. Ήθελα να του πω πως είχε πάει μια βόλτα. Αλλά θα ακουγόταν ψεύτικο. Δεν το έκανε εδώ πέρα. Δεν το είχε κάνει ποτέ αφότου έφθασε. Άφησα τα ψώνια στον πάγκο της κουζίνας και βγήκα να χτενίσω τη γειτονική περιοχή, κλωτσώντας θάμνους μ' αγκάθια και σκύβοντας κάτω από κούτσουρα μιμόζας. Δεν ήμουν σίγου ρος για το τι έψαχνα. Το νοικιασμένο αυτοκίνητο μου ήταν όπου το είχα αφήσει. Έλεγξα το εσωτερικό του και μετά προσπάθησα να ανιχνεύσω φρέσκα ίχνη από λάστιχα στον αμμώδη δρομάκο προς το σπίτι και αργότερα σταθήκαμε και οι δυο μας στον εξώστη κοιτάζοντας με προσήλωση μέ σα στην ακινησία. Ήταν δύσκολο να σκεφθεί κανείς καθαρά. Η απεραντο σύνη της, ύλη αυτή η άδεια χώρα. Εκείνη εξακολουθούσε να εμφανίζεται σε κάποιο εσωτερικό οπτικό πεδίο, ασαφής, σαν κάτι που είχα ξεχάσει να πω ή να κάνω. Ξαναμπήκαμε στο σπίτι και κοιτάξαμε πιο προσεκτικά, δωμάτιο προς δωμάτιο, ανακαλύψαμε τη βαλίτσα της, σκαλί81
σαμε την ντουλάπα της, ανοίξαμε συρτάρια στο γραφείο. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, δεν κάναμε εικασίες για το τι ή το που. ΟΈλστερ, μιλούσε αλλά όχι σε μένα, κάποια μουρ μουρητά λόγω σύγχυσης για το πόσο απρόβλεπτη ήταν. Διέ σχισα το χωλ και πήγα στο μπάνιο που μοιραζόμασταν αυτή κι εγώ. Το τσαντάκι υγιεινής στο πρεβάζι του παραθύρου. Δεν υπήρχε κανένα σημείωμα κολλημένο στον καθρέπτη. Άνοιξα τραβώντας την κουρτίνα του ντουζ, κάνοντας περισ σότερο θόρυβο απ' ό,τι σκόπευα. Μετά σκέφθηκα το υπόστεγο στον κήπο, πώς είχαμε ξε χάσει το υπόστεγο. Ένιωσα μια περίεργη παράλογη έξαρ ση. Το είπα στονΈλστερ. Το υπόστεγο. Ήταν η πρώτη φορά που είχαμε πάει κάπου χωρίς εκεί νη. Δεν ήθελε να έρθει μαζί μας αλλά θα έπρεπε να είχαμε πει κάτι, και ο πατέρας της είπε, αλλά θα έπρεπε να είχαμε επιμείνει, να ήμασταν ανυποχώρητοι. Εντάξει, δεν ήταν απίθανο, μια μεγάλη βόλτα. Η ζέστη είχε λιγοστέψει τις τελευταίες μέρες, υπήρχε συννεφιά, ακόμη και αεράκι. Ίσως δεν ήθελε να περάσει ούτε λεπτό ακόμη εδώ και περπάτησε μέχρι τον κοντινότερο ασφαλτοστρωμένο δρό μο ελπίζοντας να κάνει ώτο στοπ. Ήταν δύσκολο να το πι στέψει κανείς, ότι θα περίμενε να φθάσει στο Σαν Ντιέγκο και μετά να πάρει κάποια πτήση για τη Νέα Τόρκη, χωρίς να έχει τίποτα μαζί της όπως φαίνεται, ούτε καν πορτοφό λι. Το πορτοφόλι ήταν πάνω στη συρταριέρα μαζί με απο δείξεις και κέρματα σκορπισμένα τριγύρω, με την πιστωτι κή κάρτα στη θέση της. Στάθηκα στην είσοδο του υπόστεγου. Σκουπίδια εκατό ετών, αυτό είδα, γυαλιά, χαλιά, μέταλλα, ξύλα, μόνη εδώ, την είχαμε αφήσει, και η σωματική αίσθηση, η απόλυτη νέ κρωση στα μπράτσα μου και στους ώμους, και να μην ξέρω
τι να του πω, και η πιθανότητα, η αχνή προοπτική εμείς να στεκόμασταν στον εξώστη στο χλωμό φως και εκείνη να ερχόταν βαδίζοντας στο αμμώδες μονοπάτι και εμείς να μην πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε, εκείνος κι εγώ, και θα μας έπαιρνε μόνο μερικές στιγμές να ξεχάσουμε αυτές τις περασμένες ώρες και θα πηγαίναμε μέσα για βραδινό και θα ήμασταν όπως πάντα ήμασταν. Ήταν μέσα στο σπίτι, στον καναπέ, σκύβοντας αρκετά μπροστά και μιλώντας στο πάτωμα. «Προσπάθησα να την κάνω να έλθει μαζί μου. Της μίλη σα. Μ' άκουσες. Είπε πως δεν ένιωθε καλά. Είχε πονοκέ φαλο. Την πιάνουν πονοκέφαλοι μερικές φορές. Ήθελε να μείνει εδώ και να πάρει έναν υπνάκο. Της έδωσα ασπιρίνη. Της έφερα μια ασπιρίνη και ένα ποτήρι νερό. Την είδα να το καταπίνει το καταραμένο πράγμα». Φαινόταν σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι όλο αυτό είχε συμβεί ακριβώς όπως το ανέφερε. «Πρέπει να τηλεφωνήσουμε». «Πρέπει να τηλεφωνήσουμε», είπε. «Αλλά δεν θα πού νε πως είναι πολύ νωρίς; Λείπει μόλις μια ώρα ή δυο». «Πρέπει να δέχονται τηλεφωνήματα όλη την ώρα για περιπατητές που έχουν χαθεί. Οι άνθρωποι χάνονται όλη την ώρα. Εδώ έξω, αυτήν την περίοδο του χρόνου, οποια δήποτε κι αν είναι η κατάσταση, πρέπει να αναλαμβάνουν δράση γρήγορα», είπα. Τα μόνα τηλέφωνα ήταν τα κινητά μας, ο πιο γρήγορος σύνδεσμος με οποιασδήποτε μορφής βοήθεια που είχαμε. ΟΈλστερ είχε ένα χάρτη της περιοχής με αριθμούς που εί χε γράψει ο ίδιος για τον επιστάτη, του γραφείου του σερί φη και των δασοφυλάκων. Πήρα και τα δυό μας τηλέφωνα και άρπαξα τον χάρτη ξεκολλώντας τον απ' τον τοίχο της κουζίνας.
82
83
Μίλησα σ ' έναν άνδρα στο γραφείο του δασοφύλακα. Έδωσα όνομα, περιγραφή, θέση στο περίπου του σπιτιού του Έλστερ. Εξήγησα την κατάσταση της Τζέσι. δεν ήταν περιπατήτρια ή ποδηλάτισσα των βουνών, δεν οδηγούσε αυτοκίνητο, ούτε ήταν προετοιμασμένη ώστε να αντέξει τα στοιχεία της φύσης ακόμη και για περιορισμένο διάστημα. Είπε πως ήταν εθελοντής και θα προσπαθούσε να βρει τον επόπτη, ο οποίος ήταν με μια ομάδα ανίχνευσης τώρα, ψά χνοντας Μεξικανούς που τους είχαν οδηγήσει εντός των συ νόρων και μετά τους εγκατέλειψαν, χωρίς φαγητό ή νερό. Τπήρχαν αεροπλάνα που έψαχναν, σκυλιά που αναζητού σαν ίχνη, συσκευές GPS του χεριού και συχνά έψαχναν τη νύχτα. Θα το είχαν στο νου τους, είπε. Ο Έλστερ ήταν ακόμη στον καναπέ, το τηλέφωνο δίπλα του. Κανείς δεν απαντούσε στο γραφείο του σερίφη, είχε αφήσει μήνυμα. Ήθελε να τηλεφωνήσει στον επιστάτη τώρα, κάποιον που ήξερε την περιοχή, και προσπάθησα να θυμηθώ καθαρά τον άνδρα, πρόσωπο χαραγμένο απ" τον ήλιο και τον αέρα, μάτια στενά. Αν η Τζέσι ήταν το θύμα εγκληματικής ενέργειας, θα ήθελα να ξέρω που ήταν αυτός όταν συνέβη. Τηλεφώνησε ο Έλστερ, το τηλέφωνο χτύπησε καμιά δε καριά φορές. Τέλειωσα με την τακτοποίηση των μπακαλικών. Προ σπάθησα να συγκεντρωθώ σ' αυτό, που πάει το κάθε πράγ μα, αλλά τα αντικείμενα φαίνονταν διαφανή, μπορούσα να δω ανάμεσα τους, να σκεφτώ μέσα απ Ί αυτά. Ήταν και πάλι έξω στον εξώστη. Γύρισα το σπίτι μια ακόμη φορά ψάχνοντας για καμιά ένδειξη, μια αμυδρή αχτίδα που να φώτιζε τις προθέσεις της. Το χτύπημα που συσσωρευόταν απ' την πρώτη στιγμή ήταν δύσκολο να απορροφηθεί. Δεν ήθελα να βγω εκεί έξω και να καιροφυ λαχτώ μαζί του. Ο φόβος βάθαινε μ' αυτόν παρόντα, το 84
προαίσθημα. Αλλά μετά από λίγο έβαλα ουίσκυ με πάγο σ' ένα ψηλό ποτήρι και του το πήγα έξω και σύντομα η νύχτα μας είχε κυκλώσει από παντού.
Άφαντη, φαίνεται πως αυτό σκόπευε να κάνει, γι' αυτό ήταν πλασμένη, δυο ολόκληρες μέρες, καμιά λέξη, κανένα σήμα. Βρίσκονταν πια πέραν κάθε εικασίας, ή μήπως ήμασταν πρόθυμοι να φαντασθούμε τι είχε συμβεί; Προσπάθησα να μην σκέφτομαι πέρα απ' τη γεωγραφία, κάθε λεπτό καθορι ζόταν από τη μοναξιά γύρω μας. Αλλά η φαντασία ήταν από μόνη της μια φυσική δύναμη, αδύνατον να τη διαχειρισθεί κανείς. Τα ζώα, σκέφθηκα, κι αυτό που κάνουν στα κορμιά στην άγρια ερημιά, στο μυαλό, δεν υπάρχει ασφαλές μέρος. Την προηγουμένη, με όλα τα τηλεφωνήματα που έγιναν και την ενεργοποίηση όλων, είχα σταθεί έξω και είχα δει ένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα να επιπλέει αργά εν κινήσει, κομ μένο σε κυματάκια λόγω ζέστης και θολούρας, όπως σε κά ποιο μακρύ πλάνο σε ταινία, μια στιγμή αργής προσδοκίας. Ήταν ο σερίφης της περιοχής, πλατύ κόκκινο πρόσωπο, ψαλιδισμένα γένια/Ενα ελικόπτερο ήταν στον αέρα, είπε, οι ανιχνευτές ήταν στο έδαφος. Το πρώτο πράγμα που ήθελε να ξέρει ήταν αν είχε υπάρξει κάποια πρόσφατη απόκλιση από την φυσιολογική συμπεριφορά της Τζέσι. Η μόνη από κλιση, του είπα, ήταν το γεγονός ότι είχε χαθεί. Τον συνόδεψα σ' όλο το σπίτι. Φαινόταν πως έψαχνε να βρει ίχνη πάλης. Έλεγξε το δωμάτιο της Τζέσι και μίλησε για λίγο με τονΈλστερ, που καθόταν όλο αυτό το διάστημα 87
στον καναπέ, σχεδόν ανήμπορος να μετακινηθεί, είτε λόγω φαρμάκων είτε λόγω αϋπνίας. Δεν είπε σχεδόν τίποτα και εμφάνισε σύγχυση στη θέα ενός ένστολου άνδρα μέσα στο σπίτι, ενός τεράστου άνδρα που γέμιζε το δωμάτιο, κονκάρ δα στο στήθος του, περίστροφο στη ζώνη του. Έξω ο σερίφης μου είπε πως αυτή τη στιγμή δεν υπήρχε ένδει ξη εγκληματικής ενέργειας για διερεύνηση. Η διαδικασία με το χρόνο θα ήταν ο συντονισμός ενός προγράμματος με υπαλ λήλους από άλλες περιοχές ώστε να εξετασθούν αρχεία μο τέλ, τηλεφωνικών κλήσεων, ενοικιάσεων αυτοκινήτων, κρατή σεις αεροπορικών εταιρειών και άλλα ζητήματα. Ανέφερα τον επιστάτη. Είπε πως τον ήξερε τριάντα χρό νια. Ο άνθρωπος ήταν εθελοντής φυσιοδίφης, ειδικός σε φυ τά και απολιθώματα της περιοχής. Ήταν γείτονες, είπε, και μετά με κοίταξε και αράδιασε κάμποσες κατηγορίες ανθρώ πων σε απόγνωση, τελειώνοντας με την κατηγορία αυτών που έρχονται στην έρημο για να αυτοκτονήσουν. 0 Έλστερ συμφώνησε να κάνει το τηλεφώνημα, τελικά, το τηλεφώνημα στη μητέρα της Τζέσι. Τσέκαρα διάφορα μέρη για λογαριασμό του και το καλύτερο σήμα κινητού ήταν έξω, αργά το απόγευμα, με την πλάτη του γυρισμένη στο σπίτι. Μιλούσε ρωσικά, το κορμί του καμπουριασμένο, ήταν δύσκολο γι' αυτόν να υψώσει τη φωνή του πάνω από ψίθυ ρο. Μεσολαβούσαν μεγάλες παύσεις. Άκουγε, μετά μιλούσε ξανά, κάθε λέξη και μια απολογία, η απάντηση ενός κατη γορούμενου, αμελή, ηλίθιου, ένοχου. Στεκόμουν παραδίπλα, καταλαβαίνοντας ότι η μόνη του ολίσθηση σε αδέξια αγγλι κά ήταν μια ανήμπορη διακωμώδηση των δικών της αγγλι κών, μια έκφραση κοινού πόνου και κοινής γονικής ταυτότη τας. Ένα ελικόπτερο εμφανίστηκε στον ξεθωριασμένο ου
ρανό προς τ' ανατολικά και τον είδα να ισιώνει την πλάτη του, αργά, με το κεφάλι ανασηκωμένο, το ελεύθερο χέρι να σκιάζει τον ήλιο. Αργότερα τον ρώτησα αν είχε κάνει αυτό που του είχα πει να κάνει. Κοίταξε πέρα και πήγε προς το δωμάτιο του. Του είχα πει να φέρει για συζήτηση το θέμα του φίλου της Τζέσι, του άνδρα που εκείνη έβλεπε. Γι' αυτό δεν την έστει λε η μητέρα της εδώ; Στεκόμουν στην πόρτα του δωματίου του. Κάθισε στο κρεβάτι, με το ένα χέρι σηκωμένο σε μια χειρονομία που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Τι χρειάζεται ή τι σχέση έχει ή άσε με ήσυχο. Ήθελε απόλυτο μυστήριο. Ίσως ήταν ευκολότερο γι' αυ τόν, κάτι πέρα από τη στενή εμβέλεια του ανθρώπινου κινή τρου. Προσπαθούσα να σκεφθώ όπως σκεφτόταν. Το μυ στήριο είχε τη δική του αλήθεια, όλο και πιο βαθιά επειδή δεν είχε σχήμα, ένα άπιαστο νόημα που θα τον γλίτωνε από οποιεσδήποτε σαφείς λεπτομέρειες θα έρχονταν στο νου διαφορετικά. Αλλά αυτές δεν ήταν οι σκέψεις του. Δεν ήξερα ποιες ήταν οι σκέψεις του. Ούτε καν ήξερα τις δικές μου καλά καλά. Μπορούσα να σκεφθώ περιφερειακά το γεγονός της εξαφά νισης της. Αλλά στην καρδιά, αυτή καθαυτή τη στιγμή, στο βιολογικό κεντρικό σημείο, μόνο μια τρύπα στον αέρα. Είπα: «Θέλεις να τηλεφωνήσω εγώ;» «Δεν έχει νόημα. Κάποιος στη Νέα Υόρκη». «Δεν χρειάζεται να έχει νόημα. Τι έχει νόημα; Οι χαμένοι άνθρωποι ποτέ δεν έχουν νόημα», είπα. «Πως τη λένε, τη μη τέρα της Τζέσι; Εγώ θα της μιλήσω». Μόνο το επόμενο πρωί συμφώνησε να μου δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου της. Βόμβος κατειλημμένου για μισή ώρα, μετά μια θυμωμένη γυναίκα που αρνιόταν να απαντή σει ερωτήσεις από κάποιον που δεν ήξερε. Η συζήτηση δεν 89
οδηγούσε πουθενά για κάμποση ώρα. Είχε συναντήσει τον άνδρα μια φορά, δεν ήξερε που ζούσε, πόσο χρονών ήταν ακριβώς, τι δουλειά έκανε. «Πείτε μου το όνομα του. Μπορείτε να το κάνετε αυτό;» «Έχει τρεις φίλες, κορίτσια, αυτά τα ονόματα ξέρω. Αλλιώς, ποιον βλέπει, που πάει, δεν ακούει ονόματα, δεν μου λέει ονόματα». «Αλλά αυτός ο άνδρας. Βγήκαν έξω μαζί, ναι. Είπατε πως τον συναντήσατε». «Γιατί επέμενα. Δυο λεφτά στέκεται εκεί. Μετά φεύ γουν». «Αλλά σας είπε το όνομα του, ή σας το είπε η Τζέσι». «Ίσως μου το είπε εκείνη, το βαφτιστικό μόνο». Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα κι αυτό την έκανε να θυμώνει ακόμη περισσότερο. Έδωσα στονΈλστερ το τηλέ φωνο κι αυτός είπε κάτι να την ηρεμήσει. Δεν λειτούργησε αλλά δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια. Της θύμισα ότι υπήρχε κάτι σ' αυτόν τον άνδρα που δεν της άρεσε. Πείτε μου, είπα, και απάντησε περιέργως χωρίς θυμό. Επί μια βδομάδα ή και περισσότερο γίνονταν τηλεφωνή ματα. Όταν το σήκωνε εκείνη, αυτός που τηλεφωνούσε το έκλεινε. Ήξερε πως ήταν αυτός που προσπαθούσε να πλη σιάσει την Τζέσι. Η οθόνη του τηλεφώνου έδειχνε Απόκρυ ψη. Αυτός ήταν κάθε φορά, που κατέβαζε απαλά το τηλέφω νο, και τον θυμόταν να στέκεται στην πόρτα όπως κάποιον που βλέπεις τρεις φορές τη βδομάδα, τον τύπο του ντελίβερι τροφίμων, και που παρ' όλ' αυτά δεν ξέρεις πώς φαίνεται. «Την τελευταία φορά που βλέπω Απόκρυψη σηκώνω το τηλέφωνο και δε λέω τίποτα. Κανείς δεν μιλάει. Παίζουμε σαν να είναι ένα ηλίθιο παιχνίδι. Περιμένω, δεν λέει τίποτα. Περιμένει, δεν λέω τίποτα. Ολόκληρο λεπτό. Μετά λέω ξέ ρω ποιος είσαι. Άνδρας κατεβάζει το τηλέφωνο».
Σταμάτησε να ξυρίζεται, έκανα θέμα ότι πρέπει να ξυρίζεται κάθε μέρα, να μην κάνει τίποτα διαφορετικό απ' ό,τι πριν. Περιμέναμε νέα. Ήθελα να βγω έξω, να μπω στο αυτοκίνητο και να πάρω μέρος στην έρευνα. Αλλά φανταζόμουν τον Έλστερ με το στόμα γεμάτο υπνωτικά χάπια, το περιεχόμε νο ενός φιαλιδίου. Φαντάστηκα μια μουλιασμένη μάζα, ένα σβώλο, ένα φτύσμα από τριάντα ή σαράντα χάπια λιωμένα όλα μαζί να στάζουνε σάλιο. Κάθισα και του μίλησα για τα φάρμακα στο ντουλαπάκι του. Μόνο τη συνήθη δόση, είπα. Τσέκαρε δυο φορές τις οδηγίες, διάβασε με προσοχή τις προφυλάξεις. Είπα ακριβώς αυτό, διάβαζε με προσοχή τις προφυλάξεις, και η φράση δεν φαινόταν να πιάνει τόπο. Τον φαντάστηκα να στέκεται στην πόρτα του μπάνιου του, με το στόμα μισάνοιχτο αναγκαστικά λόγω της πυκνής μάζας, μια δοκιμαστική απόπειρα, μια κυριολεκτική γεύση, με τα χέρια ανοιχτά στα δυο ξύλα της κάσας, για να στηριχθεί. Η Τζέσι δεν είχε κινητύ αλλά η αστυνομία έλεγχε αρχεία να δουν μήπως είχε κάνει ή δεχθεί κλήσεις στα δικά μας τη λέφωνα. Έλεγχαν καταλόγους μοτέλ, αναφορές εγκληματι κών ενεργειών στις κοντινές επαρχίες και πολιτείες. «Δεν μπορούμε να φύγουμε». «Όχι, δεν μπορούμε». « Τ ι θα γίνει αν γυρίσει;» «Ένας από μας πρέπει να είναι εδώ», είπα. Τώρα εγώ έφτιαχνα τις ομελέτες. Φαινόταν ν' αναρωτιέ ται τι θα έπρεπε να κάνει με το πηρούνι στο χέρι του. Έφτια χνα καφέ το πρωί, έβαζα ψωμί, δημητριακά, γάλα, βούτυρο
90
91
«Είστε σίγουρη ότι ήταν εκείνος». «Τότε είναι που της λέω φεύγει». «Και άπαξ και έφυγε». «Όχι άλλα τηλέφωνα», η μητέρα είπε.
και μαρμελάδα. Μετά πήγαινα στο δωμάτιο του και του έλε γα να σηκωθεί. Ό,τι συνέβαινε ήταν σημαδεμένο από την απουσία της. Έτρωγε με φειδώ. Μετακινούνταν στο σπίτι όπως κάποιος που σφουγγαρίζει το πάτωμα, κάνοντας βή ματα εξ ανάγκης λόγω επίπονων περιστάσεων. Υποτίθεται πως θα ήταν στο Βερολίνο σε μια βδομάδα, μια διάλεξη, ένα συνέδριο, δεν ήταν σαφής όσον αφορά τις λεπτομέρειες. Άρχισε να βλέπει πράγματα στη γωνία του ματιού του, του δεξιού. Έμπαινε σ' ένα δωμάτιο και έπαιρνε κάτι το μά τι του, ένα χρώμα, μια κίνηση. Όταν γυρνούσε το κεφάλι του, τίποτα. Συνέβαινε μια ή δυο φορές τη μέρα. Του είπα ότι ήταν σωματικό, το ίδιο μάτι κάθε φορά, κάποιο συνηθι σμένο είδος δυσλειτουργίας, ασήμαντης, συμβαίνει σε αν θρώπους κάποιας ηλικίας. Γύρισε και κοίταξε. Κάποιος ήταν εκεί αλλά μετά δεν ήταν. Μετρούσα τις μέρες ξανά όπως έκανα στην αρχή. Τις μέ ρες που έλειπε. Ο ένας από μας ήταν σχεδόν πάντα στον εξώστη, κρατώντας σκοπιά. Το κάναμε ακόμη κι όταν είχε προχωρήσει η νύχτα. Έγινε τελετουργία, θρησκευτική προ σήλωση, και συχνά, όταν και οι δυο μας ήμασταν εκεί έξω, εντελώς σιωπηλή. Είχαμε την πόρτα του δωματίου της κλειστή. Άρχισε να μοιάζει με ερημίτη που μπορεί να ζούσε σε μια καλύβα σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο, ένας άπλυ τος γέρος, έτοιμος να καταρρεύσει, αξύριστος, με φοβισμέ να μάτια, ένας φόβος απ' το ένα βήμα στο επόμενο σαν κά ποιος ή κάτι να τον περίμενε. Τώρα την ανέφερε ως Τζέσικα, το αληθινό της όνομα, αυτό που της έδωσαν όταν γεννήθηκε. Μίλαγε αποσπασμα τικά, ανοιγοκλείνοντας το χέρι του. Μπορούσα να δω πως αποτραβιόταν με επιμονή προς τα μέσα. Η έρημος είχε μα-
ντικές ικανότητες, αυτό πίστευε πάντα, ότι το τοπίο ξεκλει δώνει και αποκαλύπτει, γνωρίζει το μέλλον όσο και το πα ρελθόν. Αλλά τώρα τον έκανε να νιώθει φυλακισμένος και το καταλάβαινα, περιχαρακωμένο, στριμωγμένο. Στεκόμα σταν έξω και νιώθαμε την έρημο να κατευθύνεται προς τα μέσα. Μια άγονη βροντή φαινόταν να επικρέμαται στους λόφους, το φως της καταιγίδας να μας πλησιάζει. Εκατό παιδικές ηλικίες, είπε αινιγματικά. Εννοώντας τι, τη βροντή ίσως. μια μαλακή υποβλητική βοή να έρχεται από τα παλιά.
92
93
Με ρώτησε για πρώτη φορά τι είχε συμβεί. Όχι ό,τι νόμι ζα, υπέθετα ή φανταζόμουν. Τι συνέβη, Τζίμυ; Δεν ήξερα τι να του πω. Τίποτα απ' ό,τι θα μπορούσα να του πω δεν ήταν περισσότερο ή λιγότερο πιθανό από κάτι άλλο. Είχε συμβεί, οτιδήποτε κι αν ήταν, και δεν υπήρχε λόγος να γυρ νάμε πίσω και να το σκεφτόμαστε, αν και το κάναμε φυσι κά, ή έστω το έκανα εγώ. Αυτός είχε το προσωπικό παρελ θόν να θυμάται, το δικό του και το δικό της και της μητέρας της. Αυτό του είχε μείνει όλο κι όλο, χαμένοι καιροί και μέ ρη, η αληθινή ζωή, ξανά και ξανά. Τηλεφώνημα αργά μια νύχτα, η μητέρα. «Νομίζω πως ξέρω το όνομα του». «Νομίζετε πως το ξέρετε». «Κοιμόμουν. Μετά ξυπνάω με τ ' όνομα του. Είναι Ντένις». «Νομίζετε πως είναι Ντένις». «Είναι Ντένις, στα σίγουρα». «Βαφτιστικό Ντένις». «Είναι ό,τι άκουσα, βαφτιστικό. Ξυπνάω, μόλις τώρα, είναι Ντένις», είπε. Τη νύχτα τα δωμάτια γίνονταν χρονόμετρα. Η ακινησία ήταν σχεδόν απόλυτη, γυμνοί τοίχοι, πατώματα από σανί-
δες, ο χρόνος εδώ και εκεί έξω, στα ψηλά μονοπάτια, κάθε λεπτό που περνάει αποτελεί παράγοντα της αναμονής μας. Έπινα, αυτός όχι. Δεν τον άφηνα να πίνει και δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Τα δειλινά τώρα πια δεν ήταν τίποτα περισ σότερο από φως που πεθαίνει, το ξεθώριασμα των πιθανο τήτων. Για βδομάδες δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε από το να μιλάμε. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα να πούμε. Το όνομα ακουγόταν δυσοίωνο, Τζέσικα, ακουγόταν σαν επίσημη παράδοση. Εγώ ήμουν αυτός που στεκόταν στο σκοτάδι κοιτάζοντας την ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η έννοια των συνεπειών κατά τον Έλστερ, η φύση της ενοχής και της αποτυχίας του, τη μοιρα ζόμουν μαζί του. Καθόταν ανοίγοντας και κλείνοντας το χέ ρι του. Όταν άκουγε ελικόπτερα να κατεβαίνουν στη σκιά του ήλιου, κοίταζε ψηλά, έκπληκτος, πάντα, μετά θυμόταν γιατί αυτά ήταν εκεί. Συχνά τεστάραμε θέσεις για λήψη απ' το κινητό, με τον ένα από μας να κοιτάει προς τη μια μεριά, και τον άλλο προς την άλλη, μέσα στο σπίτι, έξω, τηλεφωνώντας και απαντώντας κλήσεις, με το τηλέφωνο στο ένα αυτί, το ελεύ θερο χέρι στο άλλο, εκείνος είναι στον εξώστη, εγώ είμαι κάπου 40 μέτρα κάτω στο μονοπάτι. Προσπάθησα να μη μας παρατηρώ όταν το κάναμε αυτό. Ήθελα να μένω μέσα σ' αυτό. να είμαι μέσα στο χορό και να χορεύω. Ήθελα να ελευθερωθώ από το να βλέπω. Άρχισα να χρησιμοποιώ τα παλιά βαράκια που είχε βρει νωρίτερα. Στεκόμουν στο δωμάτιο μου σηκώνοντας και με τρώντας. Τηλεφώνησα στους δασοφύλακες και στον σερί φη. Δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτό που είχε πει ο σερίφης. Άνθρωποι έρχονται στην έρημο για ν' αυτοκτονήσουν. Γνώ ριζα πως έπρεπε να ρωτήσω τον Έλστερ αν είχε ποτέ δείξει τάσεις. Η Τζέσικα. Την παρακολουθούσε κάποιος γιατρός; 94
Έπαιρνε αντικαταθλιπτικά; Το τσαντάκι απ" την αεροπορι κή εταιρεία ήταν ακόμη στο μπάνιο που μοιραζόμασταν. Δεν βρήκα τίποτα, μίλησα στον πατέρα της, τηλεφώνησα στη μητέρα της, δεν έμαθα τίποτα από τον ένα ή την άλλη που θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ροπής προς αυτήν την κατεύθυνση. Σήκωνα τα βαράκια ένα τη φορά, μετά και τα δύο ταυ τόχρονα, είκοσι επαναλήψεις έτσι, δέκα αλλιώς, να σηκώνω και να μετράω, και ούτω καθ' εξής. Τον έβγαλα έξω στον εξώστη και τον κάθισα σε μια καρέ κλα. Φόραγε πυτζάμες και παλιά παπούτσια του τένις, λυ μένα, τα μάτια του έδειχναν πως κυνηγούσε μια συγκεκρι μένη σκέψη. Να που κάρφωνε το βλέμμα του τώρα, όχι σε αντικείμενα αλλά σε σκέψεις. Στάθηκα από πίσω του με ένα ψαλίδι και μια χτένα και του είπα πως χρειαζόταν κούρεμα. Γύρισε λίγο το κεφάλι του, ερωτηματικά, αλλά το επανέ φερα στη θέση του και άρχισα να παίρνω λίγο τις φαβορί τες. Μιλούσα ενώ δούλευα. Μίλαγα σαν από κασέτα, χτενί ζοντας και κόβοντας διεξοδικά τις μπερδεμένες τούφες στη μια πλευρά του κεφαλιού του. Του είπα ότι αυτό ήταν δια φορετικό από το ξύρισμα. Θα ερχόταν η μέρα που θα ήθελε να ξυρισθεί και θα έπρεπε να το κάνει μόνος του αλλά τα μαλλιά στο κεφάλι του ήταν ζήτημα ηθικού, δικού του και δικού μου. Είπα πολλά άδεια πράγματα εκείνο το πρωί. με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση, που τα μισοπίστευα. Έβγαλα το σκουληκιασμένο λαστιχάκι από την πλεγμένη κοτσίδα στο πίσω μέρος του λαιμού του και προσπάθησα να τη χτενίσω και να την κόψω λίγο. Συνεχώς πεταγόμουν σε άλλες περιοχές του κεφαλιού. Μιλούσε για τη μητέρα της Τζέσι, το πρύσωπό της, τα μάτια της, το θαυμασμό του, με τη φωνή να αδυνατίζει, χαμηλή και βραχνή. Ένιωσα υποχρε95
ωμένος να πάρω λίγο τις τρίχες μέσα στα αυτιά του, μα κριές άσπρες ίνες που έρχονταν στριφογυριστές απ' το σκο τάδι. Προσπάθησα να ξεμπερδέψω κάθε εκατοστό βλάστη σης που έμοιαζε σαν υφασμένη σε χαλί πριν την κόψω. Μι λούσε για τους γιους του. Δεν το ξέρεις αυτό, είπε. Έχω δυο γιους από τον πρώτο γάμο. Η μητέρα τους ήταν παλαιοντο λόγος. Μετά το ξαναείπε. Η μητέρα τους ήταν παλαιοντο λόγος. Τη θυμόταν με το να τη βλέπει μέσα στη λέξη. Τ' αγαπούσε αυτό το μέρος και το ίδιο και τα αγόρια. Εγώ δεν τ ' αγαπούσα, είπε. Αλλά αυτό άλλαξε με τα χρόνια. Άρχισε να περιμένει με ανυπομονησία τη διαμονή του εδώ, είπε, και μετά ο γάμος του χάλασε και τα αγόρια ήταν νεαροί άν δρες και αυτό ήταν όλο που μπορούσε να πει.
από το αντικείμενο και επέκτειναν την έρευνα. 0 δασοφύ λακας ήταν προσεκτικός ώστε να μην χρησιμοποιήσει τη λέ ξη όπλο όταν αναφερόταν στο μαχαίρι. Θα μπορούσε να ανήκει σε πεζοπόρο ή σε κατασκηνωτή, άπειρες χρήσεις. Προσδιόρισε τη θέση κατά προσέγγιση σ' ένα χωματόδρομο που έφθανε ως την περιοχή και όταν σταματήσαμε να μιλά με βρήκα το χάρτη του Έλστερ και γρήγορα εντόπισα την Περιοχή Πρόσκρουσης, μια μεγάλη γεωμετρική περιοχή με τετραγωνισμένα όρια. Υπήρχαν λεπτές κυματοειδείς γραμ μές προς τα δυτικά - χαράδρες, ξεροπόταμοι και δρόμοι ορυχείων.
Το τηλεφώνημα ήρθε νωρίς. Αυτοί που έψαχναν είχαν βρει ένα μαχαίρι σ' ένα βαθύ φαράγγι όχι μακριά από μια έκταση γης που λεγόταν Περιοχή Πρόσκρουσης, όπου η είσοδος απαγορευόταν, ένα πρώην πεδίο βολής γεμάτο από οβίδες που δεν είχαν εκραγεί. Είχαν φτιάξει μια περίμετρο γύρω
0 Έλστερ κοιμόταν στο δωμάτιο του και έσκυψα πάνω απ' το κρεβάτι του και τον άκουσα να ανασαίνει. Δεν ξέρω γιατί έκλεισα τα μάτια μου κάνοντας το. Κατόπιν έλεγξα το ντουλαπάκι του με τα φάρμακα να βεβαιωθώ πως ο αριθ μός των ποικίλων χαπιών στα διάφορα μπουκαλάκια δεν εί χε λιγοστέψει αισθητά. Έφτιαξα καφέ, έβαλα ένα σουβέρ στο τραπέζι γι' αυτόν και άφησα ένα σημείωμα λέγοντας πως είχα πάει στην πόλη. Στη λεπίδα δεν φαινόταν καθόλου αίμα, είχε πει ο δασο φύλακας. Οδήγησα προς την κατεύθυνση της πόλης και μετά έστρι ψα ανατολικά για λίγο και τελικά κατηφόρισα προς την επί μαχη περιοχή. Εγκατέλειψα τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και πήρα ένα δρομάκι με ίχνη τροχών μπαίνοντας μέσα σε ένα μακρύ αμμώδη ξεροπόταμο. Σύντομα το αυτοκίνητο βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε ψηλούς όγκους βράχων και δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι που έφθασα σ' ένα αδιέξο δο για τροχοφόρα. Φόρεσα το καπέλο μου, βγήκα έξω και ένιωσα τη ζέστη, την ορμή της, την ισχύ της. Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ και σήκωσα το σκέπασμα του ψυγείου όπου δυο μπουκάλια νερό κείτονταν μέσα σε λιωμένο πάγο. Δεν ήξερα
96
97
Στάθηκα στο πλάι με το κεφάλι γερτό και εξέτασα το χει ροτέχνημα μου. Είχα ξεχάσει να ρίξω μια πετσέτα στο πάνω μέρος του κορμιού του και υπήρχαν τρίχες παντού, τρίχες στο πρόσωπο του, στο λαιμό, στην κοιλιά και στους ώμους, τρίχες στην πυτζάμα του. Δεν είπα τίποτα για τους γιους. Απλώς συνέχισα να κόβω. Αν έπρεπε να τον κάνω ένα ντους, θα τον έκανα ντους. Θα έχωνα το κεφάλι του στο νεροχύτη της κου ζίνας και θα τον έλουζα. Θα τον έτριβα ώστε να φύγει η ξυνίλα που τον ακολουθούσε. Του είπα πως είχα σχεδόν τελειώ σει αλλά δεν είχα. Μετά συνειδητοποίησα ότι υπήρχε κάτι άλλο που είχα ξεχάσει, κάποιο είδος βούρτσας να τινάξω πέ ρα όλες αυτές τις τρίχες. Αλλά δεν πήγα μέσα να βρώ μία. Απλώς συνέχισα να κόβω, να χτενίζω και να κόβω.
πόσο μακριά ήμουν απ' την περιοχή της έρευνας και προ σπάθησα να τηλεφωνήσω στον δασοφύλακα αλλά δεν είχα σήμα. Περπάτησα γύρω από κοντόχοντρους ογκόλιθους που είχαν ξεκολλήσει από τα ύψη λόγω απότομης πλημμύρας ή σεισμικής δραστηριότητας. Το τραχύ μονοπάτι εδώ έδινε την εντύπωση και στην όψη και στο περπάτημα θρυμματισμένου γρανίτη. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσα και κοίταζα προς τα πάνω και έβλεπα έναν ουρανό που φαινόταν περιορισμέ νος, συμπιεσμένος. Περνούσα κάποια μακρά διαστήματα κοιτώντας. 0 ουρανός εκτεινόταν τεταμένος ανάμεσα στις κορυφές των δύο βράχων, είχε στενέψει και χαμηλώσει, αυτό ήταν το περίεργο, ο ουρανός ακριβώς εκεί, σκαρφάλωσε στους βράχους και μπορείς να τον αγγίξεις. Άρχισα να περ πατάω ξανά και έφθασα στο τέλος του στενού περάσματος και μετά μέσα σ' έναν ανοιχτό χώρο με το έδαφος πνιγμένο στα χαμόκλαδα και στα θραύσματα από πέτρες και μισοσύρθηκα στην κορφή ενός ψηλού αναχώματος από χαλίκια και νάτος ολόκληρος ο τσουρουφλισμένος κόσμος. Κοίταξα κατευθείαν τις εκτυφλωτικές παλίρροιες από φως και ουρανό και μετά κάτω προς τους πτυσσόμενους λό φους από χαλκό που μου φάνηκαν σαν μια βραχώδης έρη μος, μια σειρά από αρχαϊκές κορυφογραμμές που εγείρο νται από το δάπεδο της ερήμου σε συγκεκριμένο σχηματι σμό. Θα μπορούσε κάποιος να είναι νεκρός εκεί; Δεν μπο ρούσα να το φαντασθώ. Ήταν τόσο τεράστιο, δεν ήταν αλη θινό, η συμμετρία των αυλακώσεων και προεξοχών, με συνέτριβε, η συγκλονιστική ομορφιά του, η αδιαφορία του, και όσο πιο πολύ στεκόμουν και κοίταζα, τόσο πιο πολύ βεβαι ωνόμουν πως ποτέ δεν θα παίρναμε απάντηση.
Ξαναπροσπάθησα να τηλεφωνήσω στο δασοφύλακα. Ήθελα να μου πει που βρισκόμουν. Ήθελα να ξέρω που ήταν ο ίδιος, αυτή τη φορά με ακριβείς οδηγίες πως να πάω. Ήθελα να φθάσω στη σκηνή απλώς να δω, να νιώσω οτιδήποτε υπήρχε εκεί. Υπέθετα πως το μαχαίρι βρισκόταν καθ' οδόν προς ένα εγκληματολογικό εργαστήριο σε κάποιο σημείο της επαρχίας. Γπέθετα ότι ο σερίφης είχε δράσει με βάση τις πληροφορίες που του είχα δώσει για τα τηλεφωνήματα που η μητέρα της Τζέσι έπαιρνε από τον τύπο με Απόκρυ ψη. Τον Ντένις. Τον σκεφτόμουν με το όνομα Ντένις Χ. Συ γκροτούσε αποδεικτικό στοιχείο ώστε να επιχειρήσουν να ανιχνεύσουν τα τηλεφωνήματα; Θυμόταν η μητέρα το όνο μα του άνδρα σωστά; 0 πατέρας θα ήταν ακόμη στο κρεβά τι, χαμένος στις αναμνήσεις, ακινητοποιημένος, όταν θα έμπαινα στο σπίτι; Το νερό ήταν χλιαρό και χημικό, διασπα σμένο σε μόρια, και ήπια χάμποσο και έχυσα στο πρόσωπο μου το υπόλοιπο που έτρεξε ώς κάτω στο πουκάμισο μου.
Έπρεπε να φύγω απ' τον ήλιο και ξανακατέβηκα τρεκλί ζοντας σε επίπεδο έδαφος και σ' ένα κομμάτι ίσκιου, όπου έβγαλα το μπουκάλι του νερού από την πίσω μου τσέπη.
Επέστρεψα περπατώντας στον ξεροπόταμο κάτω από τη ρηχή γραμμή του ουρανού και μετά σταμάτησα και ακού μπησα το χέρι μου στο βραχώδες τοίχωμα και ένιωσα τον διαστρωματωμένο βράχο, τις οριζόντιες ρωγμές ή μετακινή σεις που μου έφεραν στο νου τεράστιες ανακατατάξεις. Έκλεισα τα μάτια μου και έστησα αυτί. Η σιωπή ήταν από λυτη. Ποτέ δεν ένιωσα μια τέτοια ακινησία, ποτέ δεν ένιωσα το τίποτα να με περιβάλλει τόσο πολύ. Αλλά ένα τέτοιο τί ποτα το οποίο υττηρχε, που στροβιλιζόταν γύρω μου, ή μάλ λον εκείνη στροβιλιζόταν, η Τζέσι, ζεστή στην αφή. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν εκεί, με κάθε μυ του κορμιού μου να έχει στήσει αυτί. Θα μπορούσα να ξεχάσω τ ' όνομα μου μέ σα σ' αυτήν τη σιωπή;Έβγαλα το χέρι μου απ' το βράχο και άγγιξα το πρόσωπο μου. Ήμουν τρομερά ιδρωμένος και έγλειψα την υγρή μυρωδιά απ' τα δάκτυλα μου. Άνοιξα τα
98
99
ν μάτια μου. Ήμουν ακόμη εδώ, στον έξω κόσμο. Έπειτα κάτι μ' έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου και έπρεπε να πείσω τον έκπληκτο εαυτό μου τι ήταν, μια μυίγα ήταν, που βούιζε εκεί κοντά/Επρεπε να πω τη λέξη στον εαυτό μου, μυίγα. Μ' εί χε ανακαλύψει και είχε έρθει κοντά, σ' όλον αυτόν τον ρέο ντα χώρο, βουίζοντας, και εγώ χτύπησα με το χέρι μου στα τυφλά κάπου εκεί απ' όπου ερχόταν ο ήχος και μετά ξεκίνη σα την επιστροφή μου προς το αδιέξοδο. Προχωρούσα αργά και παρέμεινα κοντά στον βράχο, που δημιουργούσε σκιά κάπου κάπου. Μετά από κάποια ώρα άρχισα να σκέπτομαι πως θα έπρεπε να είχα φθάσει ήδη στο αυτοκίνητο. Ήμουν κουρασμένος, πεινούσα, το νερό είχε τελειώσει. Αναρωτήθη κα αν αυτό το άνοιγμα, το πέρασμα είχε κάποια βόρεια και νότια διακλάδωση και μήπως τυχόν είχα ξεστρατίσει σε λά θος μονοπάτι; Δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί. 0 ουρανός φαινόταν να στε νεύει προς ένα σημείο εκεί όπου οι όγκοι των βράχων συνα ντιόνταν και σκέφθηκα να επιστρέψω. Έβγαλα το μπουκάλι απ' την τσέπη μου και προσπάθησα να στύψω μια δυό στα γόνες νερό στο στόμα μου. Κάθε δυο τρία βήματα έλεγα στον εαυτό μου να γυρίσω πίσω αλλά συνέχιζα να προχωρώ, επιταχύνοντας το ρυθμό. Δεν ήμουν σίγουρος πως αυτό εδώ ήταν το ίδιο μονοπάτι με τον θρυμματισμένο γρανίτη απ' όπου είχα έλθει. Προσπάθησα να θυμηθώ χρώμα και υφή, ακόμη και το θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια μου στους τραχείς κόκκους. Ακριβώς εκεί που πια ήξερα πως είχα χα θεί είδα το μονοπάτι να φαρδαίνει κάπως και μετά νάτο το αυτοκίνητο, ένας σκονισμένος σωρός από μέταλλο και γυαλί, και άνοιξα την πόρτα και έπεσα στο κάθισμα. Έβαλα το κλειδί στην τρύπα και χτύπησα το κουμπί του κλιματιστικού και του ανεμιστήρα και κάνα δυο άλλα κουμπιά. Μετά ακούμπησα πίσω για μια στιγμή και πήρα με το ζόρι μερικές 100
βαθιές ανάσες. Ήταν καιρός να πω στονΈλστερ πως θα γυρ νάγαμε πίσω. Εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έπεφτα από τη μια ονειροφαντασία στην άλλη. Η γυναίκα στο άλλο δωμά τιο, απ' την άλλη μεριά του τοίχου, μερικές φορές η Τζέσι, άλλες φορές όχι καθαρά και όχι μόνη της, και μετά η Τζέσι κι εγώ στο δωμάτιο της, στο κρεβάτι της, περνώντας προ σεκτικά ο ένας μέσα στον άλλο, γυρνώντας και κάνοντας αψίδες κάπως σαν τη θάλασσα, κυματοειδώς, κάποια απί θανη στιγμή ολονύκτιου ξεκάθαρου σεξ. Τα μάτια της είναι κλειστά, το πρόσωπο της απάγωτο, είναι η Τζέσι ενώ ταυ τόχρονα είναι υπερβολικά εκφραστική για να είναι εκείνη. Φαίνεται να παρασύρεται έξω απ' τον εαυτό της ακόμη κι όταν εγώ τη φέρνω μέσα μου. Είμαι εκεί και σε στύση αλλά μόλις που διακρίνω τον εαυτό μου καθώς στέκομαι στην ανοιχτή πόρτα και μας παρατηρώ.
Τον κοίταξα. Το πρόσωπο σταδιακά βυθιζόταν στον συ μπαγή σκελετό του κεφαλιού του. Βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού και είπα ήσυχα τις λέξεις. «Ζώνες». Φαινόταν να ακούει με καθυστέρηση, γνωρίζοντας πως είχα μεν μιλήσει αλλά χωρίς να βγάζει νόημα. Άρχιζε να μοι άζει με ακτινογραφία, μόνο κόχες των ματιών και δόντια. «Ζώνες», είπα ξανά. Ασφάλισα τη ζώνη μου και περίμενα, παρατηρώντας τον. Παίρναμε το νοικιασμένο αυτοκίνητο, το δικό μου. Το είχα πλύνει καλά το αυτοκίνητο με το λάστιχο. Είχα φτιάξει τις βαλίτσες και τις έβαλα στο πορτ μπαγκάζ. Είχα κάνει πάνω από δέκα τηλέφωνα. Κούνησε το κεφάλι του αυτή τη 101
φορά και άρχισε να απλώνει το χέρι του προς τη ζώνη πάνω από τον δεξί του ώμο. Την αφήναμε πίσω. Αυτό ήταν επώδυνο να το σκέφτεται κανείς. Είχαμε συμφωνήσει στην αρχή ότι ένας από μας έπρεπε να είναι εδώ, πάντα. Τώρα ένα άδειο σπίτι στο μπάσιμο του φθινοπώρου και κατά τη διάρκεια του χειμώνα και δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα ότι ποτέ θα ξαναγυρνούσε εκείνος. Έλυσα τη ζώνη μου και έσκυψα να τον βοηθήσω να δεθεί. Μετά οδήγησα ως την πόλη να γεμίσω το τεπόζιτο και σύντομα ήμασταν έξω ξανά κινούμενοι μέσα από τεκτονικά ρήγματα και ανάμεσα σε όγκους από στροβιλισμένο βράχο, η ιστορία που περνάει και χάνεται απ' το παράθυρο του αυ τοκινήτου, ο σχηματισμός των βουνών, η υποχώρηση των θα λασσών, η ιστορία του'Ελστερ. ο χρόνος και ο άνεμος, το δό ντι ενός καρχαρία εντυπωμένο στην πέτρα της ερήμου. Έκανα καλά που τον έβγαλα από 'κεί. Θα έχανε πενήντα κιλά αν μέναμε. Θα τον πήγαινα στην Γκαλίνα, αυτό ήταν τ ' όνομα της, τη μητέρα, και θα τον εμπιστευόμουν στη συμπό νια της. Κοίτα τον, εύθραυστος και νικημένος. Κοίτα τον, απαρηγόρητα ανθρώπινος. Ήταν στην ίδια θέση, είπα στον εαυτό μου. Θα ήθελε εκείνη να μοιρασθεί με κάποιον τη δο κιμασία, είπα στον εαυτό μου. Αλλά δεν την είχα πάρει τη λέφωνο ακόμη να της πω πως κατευθυνόμασταν στο σπίτι. Η Γκαλίνα ήταν το τηλεφώνημα που φοβόμουν να κάνω. Του έριχνα συχνές ματιές. Καθόταν με τη πλάτη ακου μπισμένη πίσω, τα μάτια ανοιχτά και του μιλούσα με τον ίδιο τρόπο όπως όταν του έκοβα τα μαλλιά του, μιλώντας ασυνάρτητα εκείνο το μακρύ πρωινό, προσπαθώντας να του κρατάω συντροφιά, και να αποξεχνιόμαστε κι οι δυο. Αλλά δεν υπήρχε σχεδόν κανένας στον οποίο να μιλήσω τώ ρα. Φαινόταν να βρίσκεται πέρα απ' τη μνήμη κι απ' ό,τι τη χωρίζει απ' τη μετάνοια, ένας άνδρας που έχει απομείνει 102
ένα στοιχειωδέστατο περίγραμμα του εαυτού του, χωρίς βάρος. Οδηγούσα και μιλούσα, λέγοντας του για την πτήση μας, αναφέροντας τον αριθμό της πτήσης μας, τονίζοντας του ότι ήμασταν στη λίστα αναμονής, απαγγέλλοντας την ώρα της αναχώρησης, την ώρα της άφιξης. Άδεια δεδομένα. Ακούγοντας τα λόγια μου νόμισα πως άκουγα μια λεπτή στρατηγική να τον επαναφέρω στον κόσμο. Ο δρόμος άρχισε να ανηφορίζει, με το τοπίο γύρω μας να γίνεται πράσινο, σκόρπια σπίτια, ένα τροχόσπιτο, ένα σιλό, και εκείνος άρχισε να βήχει και να ανασαίνει με δυσκολία, αγωνιζόμενος να βγάλει ένα φλέγμα. Νόμισα πως θα πνιγό ταν. Ο δρόμος ήταν στενός κι απότομος, με προστατευτικό κιγκλίδωμα στην άκρη, και δεν υπήρχε τίποτα που θα μπο ρούσα να κάνω εκτός απ' το να συνεχίσω να οδηγώ. Έβγαλε τη βρομιά τελικά, την ανέσυρε ξεροβήχοντας και την έφτυ σε στην ανοιχτή παλάμη του. Κατόπιν την κοίταξε που τρε μόπαιζε εκεί και το ίδιο κι εγώ, για πολύ λίγο, ένα πυκνό ινώδες παλλόμενο πράγμα, πράσινο με ιριδίζουσες ανταύ γειες. Δεν υπήρχε μέρος να το βάλει. Κατάφερα να βγάλω στα γρήγορα ένα μαντήλι από την τσέπη μου και να του το πετάξω. Δεν ήξερα τι έβλεπε σ' εκείνη τη χούφτα βλέννης αλλά συνέχιζε να κοιτάει. Περάσαμε μια σειρά πράσινες βαλανιδιές. Έπειτα είπε ξεψυχισμένα μερικές λέξεις. «Ένα απ' τα αρχαία υγρά». 1 4
Το λατινικό humor σημαίνει σωματικό υγρό: Σύμφωνα με την αρχαία και μεσαιωνική φυσιολογία, υπήρχαν τέσσερα υγρά τα οποία εισέρχονται σε έναν οργανισμό και καθορίζουν, βάσει των σχετικών αναλογιών τους, την υγεία και την ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου. Το φλέγμα είναι ένα από τα τέσσερα υγρά.
103
»!
«Τι;» «Φλέγμα». «Φλέγμα», είπα. «Ένα από τα αρχαία και μεσαιωνικά υγρά». Το μαντήλι ήταν αφημένο πάνω στο μηρό του. Άπλωσα το χέρι και το άρπαξα, με τα μάτια στο δρόμο, και το άνοι ξα τινάζοντας το και το έβαλα στο χέρι του, πάνω από τη μάζα. Ένα ελικόπτερο πέρασε κάπου πίσω μας και κοίταξα πίσω μέσα απ' τον καθρέπτη και αμέσως μετά τονΈλστερ. Δεν κουνήθηκε, καθόταν με το χέρι τεντωμένο, σκεπασμένο με το ύφασμα. Την αφήναμε πίσω. Ακούγαμε τον ήχο του έλικα να σβήνει μακριά. Καθάρισε τη βρομιά απ' το χέρι του και μετά τσαλάκωσε το μαντήλι και το έριξε στο χαλάκι ανάμεσα στα πόδια του. Ταξιδεύαμε σιωπηλά πίσω από ένα κρις κραφτ που το έσερνε ένας μαύρος γερανός. Σκέφθηκα τα σχόλια του για την ύλη και την ύπαρξη, εκείνες τις μακρές νύχτες στον εξώ στη, μισομεθυσμένοι, αυτός κι εγώ, υπέρβαση, παροξυσμός, το τέλος της ανθρώπινης συνείδησης. Έμοιαζε τόσο πολύ με νεκρό αντίλαλο τώρα. Το σημείο ωμέγα. Σ' ένα εκατομμύ ριο χρόνια. Το σημείο ωμέγα έχει στενέψει, εδώ και τώρα, στη μύτη ενός μαχαιριού καθώς εισέρχεται σ' ένα κορμί. Όλα τα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου, ριγμένα στη χοάνη της εντοπισμένης θλίψης, σ' ένα κορμί, εκεί έξω κάπου, ή πουθενά. Περάσαμε μέσα από πευκοδάση και κατά μήκος μιας λί μνης, μικρά πουλιά κατέβαιναν χαμηλά στο νερό. Τα μάτια του ήταν κλειστά και η αναπνοή του ένας σταθερός ρινικός βόμβος. Προσπάθησα να σκεφθώ το μέλλον, τις άγνωστες βδομάδες και μήνες που μας περιμένουν, και συνειδητοποί ησα τι ήταν αυτό που είχε χαθεί απ' το μυαλό μου μέχρι αυ τή τη στιγμή. Ήταν η ταινία. Θυμήθηκα την ταινία. Νά την
ξανά, άνθρωπος και τοίχος, πρόσωπο και μάτια, αλλά όχι μια άλλη ομιλούσα κεφαλή. Στην ταινία το πρόσωπο είναι η ψυχή. 0 άνθρωπος είναι μια ψυχή δυστυχισμένη, όπως στον Ντράιερ ή στον Μπέργκμαν, ένας κηλιδωμένος χαρακτήρας σε ένα δράμα δωματίου, που δικαιολογεί τον πόλεμο του και καταδικάζει τους ανθρώπους που τον έκαναν. Δεν θα μπορούσε να συμβεί τώρα πια, ούτε καν ένα πλάνο. Δεν θα είχε την σταθερότητα της βούλησης ή το απόλυτο θάρρος γι' αυτό κι ούτε κι εγώ. Η ιστορία ήταν εδώ, όχι στο Ιράκ ή στην Ουάσιγκτον, και εμείς την αφήναμε πίσω μας μα και την παίρναμε μαζί μας, και τα δύο μαζί. 0 δρόμος άρχισε να κατηφορίζει προς τον αυτοκινητό δρομο τώρα. Ήταν δεμένος σαν παιδί, κοιμισμένος. Σκέφθη κα το αεροδρόμιο, τις αποσκευές, να του εξασφαλίσω μια αναπηρική καρέκλα. Σκέφθηκα το μεσαιωνικό υγρό. Συνέ χισα να τον κοιτάζω, να τον εξετάζω. Νά 'μαστέ λοιπόν, ερχόμενοι από 'ναν άδειο ουρανό. 0 ένας άνδρας πέρα απ' τη γνώση. 0 άλλος να γνωρίζει μόνο ότι θα κουβαλάει κάτι μαζί του συνέχεια από δω και στο εξής, μια ακινησία, μια απόσταση, και είδε τον εαυτό του στη γεμάτη σοφίτα κάποιου, να ακουμπάει με το χέρι του την τραχιά επιφάνεια ενός παλιού τοίχου από τούβλα και μετά να κλείνει τα μάτια του και να στήνει αυτί. Σύντομα το ποτάμι της κυκλοφορίας μάς πήρε προς τα δυτικά, αυτοκίνητα και φορτηγά κατά σμήνη, ο θόρυβος της κίνησης, τέσσερις λωρίδες, και το κινητό μου χτύπησε. Δεν έκανα τίποτα για μια στιγμή, μετά το άρπαξα βιαστικά απ' το γοφό μου και είπα ναι. Καμιά απάντηση. Είπα ναι, κοι τάζοντας γρήγορα την οθόνη. Απόκρυψη. Είπα ναι, παρα καλώ, μιλώντας δυνατότερα. Καμιά απάντηση. Κοίταξα τονΈλστερ. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά τώρα, το κεφάλι γυ ρισμένο προς εμένα, πιο ξύπνιο δεν τον είχα δει εδώ και μια
104
105
βδομάδα. Είπα ναι και κοίταξα γρήγορα την οθόνη. Από κρυψη. Χτύπησα το κουμπί να κλείσει και γλίστρησα το τη λέφωνο στη θήκη που ήταν αγκιστρωμένη στη ζώνη μου. Σιχαινόμουν την οδήγηση σε αυτοκινητόδρομο, η κυκλο φορία πυκνότερη τώρα, με τα αυτοκίνητα να αλλάζουν λω ρίδες σαν βολίδες. Είχα τα μάτια μου στο δρόμο. Δεν ήθελα να τον κοιτάξω, δεν ήθελα να ακούσω τυχόν ερωτήσεις ή ει κασίες. Σκεφτόμουν έξι πράγματα ταυτόχρονα. Τη μητέρα. Θυμήθηκε το όνομα του στον ύπνο της. Σκεφτόμουν ότι κά ποιος μ' έπαιρνε μετά από δικό μου τηλεφώνημα. Αυτό ήταν όλο. όλο αυτό που θα μπορούσε να συμβαίνει, κάποιος που ήξερα μ' έπαιρνε μετά από δική μου κλήση το προη γούμενο βράδυ ή νωρίτερα σήμερα το πρωί, φίλος, συνάδελ φος, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μου. αδύναμο σήμα, αποτυχη μένη σύνδεση. Τι σήμαινε; Σήμαινε πως σύντομα η πόλη θα συνέβαινε, κατευθείαν πτήση στη Νέα Υόρκη, πρόσωπα, γλώσσες, σκαλωσιές οικοδομών παντού, το ποτάμι των ταξί στις τέσσερις το απόγευμα, με τη σημαία φωτισμένη. Σκέφθηκα το διαμέρισμα μου, πόσο μακρινό θα φαινό ταν ακόμη κι όταν θα έμπαινα στην πόρτα. Η ζωή μου με μια ματιά, όλα εκεί, η μουσική, οι ταινίες, τα βιβλία, το κρε βάτι και το γραφείο, το καμένο σμάλτο γύρω από τα μάτια της κουζίνας. Σκέφθηκα πως χτυπούσε το τηλέφωνο καθώς έμπαινα.
Ανωνυμία 2
4
Σεπτεμβρίου
0 Νόρμαν Μπέιτς, τρομακτικά πράος, κατεβάζει το τηλέ φωνο. 0 άνδρας στεκόταν στον τοίχο σκεπτόμενος αυτό που θα ακολουθούσε. Είχε αρχίσει να το κάνει, πηδώντας σκη νές, επιταχύνοντας τις σκηνές νοερά, οπτικά, ενώ η ώρα του κλεισίματος του μουσείου δεν ήταν πολύ μακριά. Δεν ήθελε να κοιτάξει το ρολόι του. Προσπάθησε να συγκρατή σει την ανυπομονησία του, να κατευθύνει κάθε ενέργεια προς την οθόνη, να δει τι συμβαίνει τώρα. Η πόρτα χαλαρά και μόνιμα ανοιχτή. Η λωρίδα εσωτερικού φωτός απλώνεται στο πάτωμα καθώς η πόρτα συνεχίζει να κινείται. Η σκιά της πόρτας εξαφανίζεται κάτω απ' την πόρτα. Αυτές οι αφηρημένες στιγμές, κάθε μορφής και κλίμα κας, το σχέδιο του χαλιού, τα νερά του παρκέ, τον έδεναν σε μια ολοκληρωτική εγρήγορση, μάτι και μυαλό, και μετά η από ψηλά προβολή του πλάνου του πλατύσκαλου και της επίθεσης εναντίον του Άρμπογκαστ. Οι επισκέψεις του στην έκθεση ανακατεμένες ομοιόμορ φα στη μνήμη. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια μέρα είχε δει μια συγκεκριμένη σκηνή ή πόσες φορές είχε δει κάποιες 107
σκηνές. Θα μπορούσαν να ονομασθούν σκηνές, ακινητοποι ημένες όπως ήταν, η χονδροειδής κατασκευή μιας χειρονο μίας, η μακρά καμπύλη της κίνησης του χεριού ως το πρό σωπο; Ήταν εκεί, όπως πάντα, στη θέση του, σε σωματική επα φή με τον βορινό τοίχο. Οι άνθρωποι περνούσαν ανήσυχα, μέσα και έξω. Θα έμεναν περισσότερο, σκέφθηκε, αν υπήρ χαν καρέκλες ή πάγκοι εδώ. Αλλά οποιαδήποτε είδους ρύθμιση για ύπαρξη καθισμάτων θα τίναζε στον αέρα την ιδέα. Το γυμνό σκηνικό, και το σκοτάδι, και ο κρύος αέρας, και ο φύλακας ακίνητος στην πόρτα. 0 φύλακας εξάγνιζε την περίσταση, την έκανε λεπτότερη και πιο σπάνια. Αλλά τι φύλαγε; Τη σιωπή ίσως. Ή αυτή καθαυτή την οθόνη. Μπορεί να σκαρφαλώσουν στην οθόνη και να την αρπάξουν με τα νύχια τους. τουρίστες από τα μολς με τους κινηματο γράφους.
ρές. Το παραδεχόταν, η οθόνη χωρίς ήρωες, η οθόνη που αποκαλύπτει ένα βαλσαμωμένο πουλί ή ένα και μόνο αν θρώπινο μάτι. Τρία παιδιά μπήκαν, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, το ίδιο ξανθά, με μια γυναίκα πίσω τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο αστυνομικός, ο Άρμπογκαστ, σαφώς μαχαιρωμένος μια φορά κάτω απ' την καρδιά, κατρακυλάει στη σκάλα με μαχαιριές στο πρόσω πο του. Ίσως ο θεατής θα πρέπει να φαντασθεί μια δεύτερη και τρίτη και τέταρτη μαχαιριά αλλά ο ίδιος δεν ήταν πρό θυμος να το κάνει. Υπήρχε μια σαφής αναντιστοιχία ανάμε σα στη δράση και στο οπτικό αποτέλεσμα. Προσπάθησε να σκεφθεί τις δυσκολίες του μοντάζ. Προ σπάθησε να σκεφθεί με όρους συμβατικής προβολής. Δεν θυμόταν να είχε εντοπίσει το πρόβλημα την τελευταία φο ρά που είδε την ταινία στην τηλεόραση. Ίσως το λάθος δεν διακρίνεται σε προβολή με ρυθμό εικοσιτεσσάρων εικόνων ανά δευτερόλεπτο. Είχε διαβάσει κάπου ότι αυτή είναι η ταχύτητα με την οποία αντιλαμβανόμαστε την πραγματι κότητα, με την οποία ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις εικό νες. Άλλαξε τη συχνότητα και αποκάλυψε τα λάθη. Αυτό ήταν ένα λάθος που κάποιος θα μπορούσε να συγχωρήσει, εκτός κι αν ήταν άνθρωπος χωρίς ισχυρή άποψη. Αν ήταν αυτός, τότε ήταν αυτός.
Το να στέκεσαι ήταν μέρος της τέχνης, ο άνδρας που στέκεται συμμετέχει. Αυτός ο άνδρας ήταν εκείνος, την έκτη μέρα στη σειρά που ήταν εδώ, την τελευταία μέρα της έκθεσης. Θα του έλειπε αυτό το δωμάτιο, το να είναι ελεύ θερος κατά διαστήματα να βαδίσει γύρω απ' την οθόνη και να την κοιτάξει από την πίσω μεριά, να παρατηρήσει την αριστεροχειρία ανθρώπων και αντικειμένων. Αλλά πάντα γύρναγε πίσω στον τοίχο, σε σωματική επαφή μαζί του ή ίσως να συνελάμβανε τον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε, δεν ήταν σίγουρος, να μετενσαρκώνεται, να περνάει απ' αυτό το σώμα σε μια τρεμουλιαστή εικόνα στην οθόνη. Τα βαρετά μέρη της αρχικής ταινίας δεν ήταν βαρετά άλλο. Ήταν όπως και οτιδήποτε άλλο, έξω από κάθε κατη γοριοποίηση, ανοιχτά στην ερμηνεία. Αυτό ήθελε να πι στεύει. Αλλά ενέδιδε στην οθόνη πιο πρόθυμα κάποιες φο
Τα παιδιά απλώς έσκυψαν μέσα απ' την πόρτα, αβέ βαια αν ήθελαν να εξερευνήσουν τι ήταν αυτό στο οποίο εί χαν μπει, και η γυναίκα γλίστρησε κατά μήκος του πλαϊνού τοίχου και σταμάτησε και κοίταξε στην οθόνη και μετά κι νήθηκε προς το σημείο συνάντησης των δυο τοίχων. Εκείνος παρατηρούσε τα παιδιά που σταδιακά απέσυ ραν την προσοχή τους από την ταινία και κοίταζαν τριγύ ρω. Που βρίσκονται, τί είναι αυτό; Ένα απ' αυτά κοίταξε
108
109
προς την πόρτα, όπου στεκόταν ο φύλακας, κοιτάζοντας με προσήλωση στην ολοήμερη στενωπό της αδιαφορίας του. 0 Άρμπογκαστ ακόμη πέφτει απ' τις σκάλες. Ξανασκέφθηκε την κατάσταση. Τα παιδιά τον έκαναν να το κάνει, μια κατάσταση στην οποία η ταινία προβάλλε ται απ' την αρχή μέχρι το τέλος για εικοσιτέσσερις συνεχείς ώρες. Δεν είχε συμβεί αυτό κάπου, κάποτε, σε διαφορετικό μουσείο, σε διαφορετική πόλη; Σκέφθηκε πως αυτός θα έθετε τους όρους για μια τέτοια προβολή. Θα διάλεγε το ακροατήριο. Όχι παιδιά, όχι περιστασιακοί θεατές. Απαγό ρευση εισόδου άπαξ και η προβολή αρχίσει. Τι γίνεται αν κάποιος θέλει να φύγει, πρέπει να φύγει; Εντάξει, μπορείς να φύγεις. Φύγε αν οπωσδήποτε πρέπει να το κάνεις. Αλλά άπαξ και βγεις έξω, δεν ξαναμπαίνεις. Κάνε το ένα προσω πικό τεστ αντοχής και ανοχής, ένα είδος τιμωρίας. Αλλά τιμωρία για τι πράγμα; Τιμωρία επειδή βλέπει; Τιμωρία για το ότι στέκεται εδώ μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, θλιβερά ανώνυμος; Σκέφθηκε τους άλλους. Αυτό ίσως έλεγαν οι άλλοι. Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι άλλοι; Η γυναίκα φαινόταν να γλιστράει κατά μήκος του τοί χου, αόρατη, με μικρές, σταθερές προσαυξήσεις. Σχεδόν δεν μπορούσε να τη δει και ήταν βέβαιος πως ούτε κι αυτή μπορούσε/Ηταν με τα παιδιά ή όχι; Τα παιδιά ήταν τρία φωτεινά αντικείμενα, ηλικίας ίσως οκτώ με δέκα, που φωτίζονταν απ' την οθόνη, στην οποία ο μακάβριος θάνατος ξεφλουδιζόταν σε χιλιοστά του δευτε ρολέπτου. 0 Άντονυ Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέιτς. 0 Νόρμαν Μπέιτς ως Μητέρα, μαζεμένος κουβάρι στη βάση της σκάλας, φο ρώντας την περούκα της χήρας και το μακρύ μέχρι το πά τωμα φόρεμα.
Μαζεύεται σαν αράχνη πάνω απ' τον αστυνομικό που είναι ανάσκελα στο χαλί του χώλ, και ξαναπιάνει το μαχαί ρωμα. Ανώνυμος, αυτός και ο φύλακας του μουσείου. Ο φύλα κας που ήταν εδώ σήμερα ήταν ο ίδιος με τον φύλακα τις προηγούμενες πέντε μέρες; Ο φύλακας των προηγούμενων πέντε ημερών ήταν ο ίδιος όλη μέρα; Πρέπει να αλλάζουν φύλακες σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της μέρας, αλ λά δεν το είχε παρατηρήσει ή το είχε ξεχάσει. Ένας άνδρας και μια γυναίκα μπήκαν, γονείς των παιδιών, ο γενετικός κώδικας φωνάζει. Ήταν παχείς με χακί σορτς, τρομακτικά τριδιάστατοι. με τόουτ τσάντες 1 5 και σακίδια. Έβλεπε την ταινία, κοίταζε τους άλλους, έβλεπε την ται νία. Μέσα απ' όλο αυτό. με το μυαλό να εργάζεται, τον εγκέφαλο να επεξεργάζεται. Δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η μέρα. Μετά κάποιος είπε κάτι. Κάποιος είπε: «Τι βλέπω;» Ήταν η γυναίκα στα αριστερά του, που στεκόταν πιο κοντά τώρα, και του μιλούσε. Σάστισε μ' αυτό. Η ερώτηση τον έκανε να κοιτάζει με μεγαλύτερη προσοχή την οθόνη. Προσπάθησε να απορροφήσει αυτό που είχε πει εκείνη. Προσπάθησε να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι κάποιος στεκόταν δίπλα του. Αυτό δεν είχε συμβεί πριν, όχι εδώ. Και προσπάθησε να προσαρμοσθεί στο άλλο πράγμα που δεν είχε συμβεί, που τρόπον τινά ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί. Να του έχουν μιλήσει. Αυτή η γυναίκα που στεκό ταν κάπως δίπλα του άλλαζε κάθε κανόνα απόστασης.
110
111
Tote bag: τετραγωνισμένη υφασμάτινη τσάντα με δερμάτινα χερούλια.
Έβλεπε την αδελφή και τον εραστή της Τζάνετ Λη να μι λάνε στο σκοτάδι. Δεν λυπόταν για την απουσία διαλόγου. Δεν ήθελε ν' ακούσει, δεν το χρειαζόταν. Δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει την πραγματική ταινία, το αληθινό «Ψυχώ», ποτέ ξανά. Αυτή ήταν η πραγματική ταινία. Έβλεπε το όλο πράγμα εδώ για πρώτη φορά. Τόσο πολλά συνέβαιναν μέσα σ'ένα δεδομένο δευτερόλεπτο, μέσα σε έξι μέρες, δώ δεκα μέρες, εκατόν δώδεκα, που τα έβλεπε για πρώτη φορά. Εκείνη είπε: «Πώς θα ήταν, το να ζούμε σε αργή κίνη ση;»
Κοίταξε την οθόνη, προσπαθώντας να σκεφθεί τι θα μπο ρούσε να πει. Είχε πλούσιο λεξιλόγιο εκτός απ' όταν μιλού σε σε κάποιον. Τελικά ψιθύρισε: «Τον ιδιωτικό αστυνομικό. Τον άνδρα που είναι ξαπλωμένος ανάσκελα». Ήταν ένας μαγκωμένος ψίθυρος και δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη τον είχε ακούσει. Αλλά η αντίδραση ήταν σχεδόν άμεση. «Χρειάζεται να ξέρω ποιος τον μαχαιρώνει;» Ξανά έπρεπε να σκεφθεί μια στιγμή πριν αποφασίσει την απάντηση. Αποφάσισε ν' απαντήσει όχι. Το είπε αυτό το «όχι», κουνώντας το κεφάλι του για να δείξει βεβαιότητα, έστω και μόνο στον εαυτό του. Περίμενε λίγη ώρα, παρακολουθώντας χέρι και μαχαίρι στο μέσον της οθόνης, ξεκομμένα, και ήρθε ξανά. η φωνή που με τίποτα δεν έμοιαζε με ψίθυρο. «Θέλω να πεθάνω μετά από μια μακρά παραδοσιακή αρρώστια. Εσύ;» Το ενδιαφέρον πράγμα σ' αυτήν την εμπειρία, μέχρι τώ ρα, ήταν ότι ήταν όλη δικιά του. Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν εδώ. Ήταν μόνος και άγνωστος. Δεν υπήρχε τίποτα να μοιρασθεί, τίποτα να πάρει από άλλους, τίποτα να δώσει στους άλλους. Τώρα αυτό. Α π ' το πουθενά, μπαίνει στην αίθουσα, στέ κεται δίπλα του στον τοίχο, του μιλάει στο σκοτάδι. Ήταν ψηλότερος απ' αυτήν. Τουλάχιστον υπήρχε αυτό. Δεν την κοίταζε αλλά ήξερε πως ήταν ψηλότερος, κάπως, λιγάκι. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει. Το διαισθάνθηκε, το ένιωσε. Τα ξανθά παιδιά σύρθηκαν πίσω απ' τους γονείς τους και βγήκαν απ' την πόρτα και τα φαντάσθηκε να εγκατα λείπουν το άσπρο-και-μαύρο για πάντα.
Αν ζούσαμε σε αργή κίνηση, η ταινία θα ήταν απλώς μια ακόμη ταινία. Αλλά δεν το είπε. Αντίθετα είπε: «Υποθέτω αυτή είναι η πρώτη σου φο ρά». Αυτή είπε: «Όλα είναι η πρώτη μου φορά». Περίμενε να τον ρωτήσει πόσες φορές είχε πάει εκεί. Ακόμη προσαρμοζόταν στην παρουσία ενός άλλου προσώ που αλλά μήπως δεν είναι αυτό που είχε θελήσει αυτές τις προηγούμενες μέρες, ένα σύντροφο στον κινηματογράφο, μια γυναίκα, κάποια που θα ήταν πρόθυμη να συζητήσει την ταινία, να αξιολογήσει την εμπειρία; Του είπε ότι βρισκόταν ένα εκατομμύριο μίλια έξω από οτιδήποτε συνέβαινε στην οθόνη. Αυτό της άρεσε. Του είπε πως της άρεσε η ιδέα της βραδύτητας γενικά. Τόσο πολλά πράγματα πηγαίνουν τόσο γρήγορα, είπε. Χρειαζόμαστε χρόνο να χάσουμε ενδιαφέρον για τα πράγματα. Είτε οι άλλοι δεν μπορούσαν να τους ακούσουν είτε δεν νοιάζονταν. Κοίταξε κατευθείαν μπροστά. Ήταν σίγουρος πως το μουσείο θα έκλεινε πριν η ταινία φθάσει στο πραγ ματικό της τέλος, το τέλος της ιστορίας της, με τον Αντονυ Πέρκινς τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, τα μάτια του Ν. Μπέιτς, το πρόσωπο του να έρχεται πιο κοντά, το άρρωστο χαμόγε-
112
113
λο, η μακριά ενοχοποιητική ματιά, η συνένοχη ματιά προς το άτομο εκεί έξω στο σκοτάδι, που παρακολουθούσε. Ακόμη περίμενε να τον ρωτήσει πόσες φορές είχε πάει
οι λέξεις εμφανίζονταν στην οθόνη στην αρχή μετά τους αρχικούς τίτλους. Προσπάθησε να θυμηθεί αν το όνομα της ηρωίδας, της Τζάνετ Λη, υπήρχε στους αρχικούς τίτλους. Η Τζάνετ Λη ως - αλλά το όνομα δεν το είχε κρατήσει στη μνήμη του, εφόσον το είχε καν δει δηλαδή. Περίμενε τη γυναίκα να πει κάτι. Θυμόταν στο λύκειο, που το να είναι κοντύτερος απ' το κορίτσι στο οποίο μιλού σε, τον έκανε να θέλει να πέσει στο έδαφος και να τον κλω τσούν οι περαστικοί. «Κάποιες ταινίες είναι υπερβολικά οπτικές.» «Δεν νομίζω ότι αυτή εδώ είναι», είπε αυτός. «Νομίζω πως αυτή εδώ είναι δουλεμένη προσεκτικά, καρέ καρέ.» Το σκέφθηκε αυτό. Σκέφθηκε τη σκηνή του ντους. Σκέ φθηκε να έβλεπε τη σκηνή του ντους μαζί της. Αυτό ίσως ήταν ενδιαφέρον, μαζί. Αλλά επειδή προβλήθηκε την προη γούμενη μέρα, και επειδή η προβολή κάθε μέρα διακοπτό ταν όταν έκλεινε το μουσείο, η σκηνή του ντους δεν θα απο τελούσε τμήμα της σημερινής προβολής. Και τους κρίκους της κουρτίνας. Ήταν εντελώς σίγουρος πως υπάρχουν έξι κρίκοι που στριφογυρνάνε στο κουρτινόξυλο όταν η Τζάνετ Λη παίρνει και την κουρτίνα μαζί της καθώς πέφτει πεθαί νοντας; Ήθελε να ξαναδεί τη σκηνή, να επιβεβαιώσει τους κρίκους της κουρτίνας. Είχε μετρήσει έξι, ήταν σίγουρος για τους έξι, αλλά χρειαζόταν να το επιβεβαιώσει.
εκεί. Κάθε μέρα ανελλιπώς, θα έλεγε. Έχω χάσει το λογαρια σμό. Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή, θα έλεγε. Κάθε σκηνή την παίρνω στιγμή με στιγμή, δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο. Δεν μπορούσε να σκεφθεί τι θα μπορούσε να τον ρωτή σει κατόπιν. Σκέφθηκε πως θα ήθελε να φύγει για ένα λε πτό, να πάει στην τουαλέτα και να κοιταχθεί στον καθρέ φτη. Μαλλιά, πρόσωπο, πουκάμισο, το ίδιο πουκάμισο όλη την βδομάδα, να κοιταχτεί για πολύ λίγο και μετά να πλύνει τα χέρια του και να γυρίσει γρήγορα πίσω. Είδε νοερά τη θέση τους, ανδρικές τουαλέτες, έκτος όροφος, χρειαζόταν να κοιταχθεί για την περίπτωση που εκείνη έμενε μέχρι την ώρα που έκλεινε το μουσείο και έφευγαν μαζί απ' την αί θουσα και στέκονταν στο φως. Τι θα έβλεπε όταν τον κοίτα ζε; Αλλά παρέμεινε στη θέση του, με τα μάτια στην οθόνη. Εκείνη είπε: «Που βρισκόμαστε, γεωγραφικά;» «Η ταινία αρχίζει στο Φένιξ, Αριζόνα». Δεν ήταν σίγουρος γιατί είχε πει το όνομα και της πόλης και της πολιτείας. Ήταν η πολιτεία απαραίτητη; Μιλούσε μήπως σε κάποια που δεν ήξερε απαραίτητα ότι το Φένιξ είναι στην Αριζόνα; «Μετά ο χώρος αλλάζει. Καλιφόρνια, νομίζω. Υπάρχουν σήματα οδικής κυκλοφορίας και πινακίδες αυτοκινήτων», είπε. Μπήκε ένα ζευγάρι Γάλλων. Ήταν Γάλλοι ή Ιταλοί, με διανοουμενίστικο στυλ, που στάθηκαν στο αχνό φως δίπλα στην αυτόματη πόρτα/Ισως είχε πει Φένιξ, Αριζόνα, επειδή
Τέτοιες δεύτερες σκέψεις προκύπτουν συνέχεια και η κατάσταση εντατικοποίησε τη διαδικασία, το να είναι εδώ, παρακολουθώντας και σκεπτόμενος για ώρες, όντας όρθιος και παρακολουθώντας, εμβαθύνοντας στην ταινία, εμβαθύ νοντας στον εαυτό του. Ή μήπως η ταινία εμβάθυνε σ' αυ τόν, χύνοντας μέσα του κάποιου είδους εγκεφαλικό υγρό που προκαλεί τάσεις φυγής; «Κοίταγες άλλα πράγματα στο μουσείο;»
114
115
&1
«Ήρθα κατευθείαν εδώ», είπε εκείνη, και αυτό ήταν το μόνο που είπε, δυστυχώς. Θα μπορούσε να της πει πράγματα για το στόρυ και τους ήρωες αλλά αυτό ίσως θα μπορούσε να περιμένει μέ χρι αργότερα, με κάποια τύχη. Σκέφθηκε να την ρωτήσει τι δουλειά έκανε. Όπως λένε δυο άνθρωποι που μαθαίνουν μια γλώσσα. Με τι ασχολείσθε; Δεν ξέρω, εσείς με τι ασχο λείσθε; Αυτή δεν ήταν το είδος της συζήτησης που χρειαζό ταν να κάνουν εδώ. Ήθελε να τους σκέφτεται ως δυο όμοιες ψυχές. Φαντάσθηκε να κοιτάζονται κάμποσο, εδώ στο σκοτάδι, ειλικρινές και άμεσο βλέμμα, ένα έντιμο βλέμμα, ισχυρό και διερευνητι κό, και μετά παύουν να κοιτάζονται και γυρνάνε και παρακο λουθούν την ταινία, χωρίς ν' ανταλλάξουν λέξη μεταξύ τους. Η αδελφή της Τζάνετ Λη έρχεται προς την κάμερα. Τρέ χει στο σκοτάδι, όμορφο πράγμα να το βλέπει κανείς, επιβραδυμένο, τη γυναίκα να τρέχει, ρίχνοντας φως στο βάθος καθώς έρχεται, με πρόσωπο και ώμους που μόλις διαγρά φονται, με το απόλυτο σκοτάδι να πέφτει γύρω της. Γι' αυ τό θα έπρεπε να συζητήσουν εδώ, αν συζητήσουν, όταν συ ζητήσουν, για το φως και τη σκιά, την εικόνα στην οθόνη, η αίθουσα που βρίσκονται, να συζητήσουν για το που είναι, όχι για το τι επαγγέλλονται. Προσπάθησε να πιστέψει πως η ένταση στο σώμα του την κρατούσε σε εγρήγορση για το δράμα της σκηνής. Θα την έπιανε την ένταση, ήταν δίπλα του. Αυτό σκέφθηκε. Μετά σκέφθηκε να χτένιζε τα μαλλιά του. Δεν είχε μαζί του χτένα. Θα έπρεπε να τα ισιώσει με τα χέρια του άπαξ και βρισκόταν μπροστά σε καθρέφτη, οπουδήποτε και οποτε δήποτε, χωρίς να γίνει αντιληπτό, ή μπροστά σε κάποια γιαλιστερή επιφάνεια σε μια πόρτα ή σε κίονα. Το ζευγάρι των Γάλλων άλλαξε θέση, διασχίζοντας το 116
δωμάτιο προς τον δυτικό τοίχο. Ήταν μια θετική παρουσία, επιμελείς, και ήταν σίγουρος πως θα μίλαγαν για την εμπει ρία για ώρες μετά. Φαντάσθηκε τον κυματισμό τη φωνής τους, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο τονισμού και παύσης, όπως θα συζητούσαν κατά τη διάρκεια του φαγητού σε ένα εστιατόριο που τους το σύστησαν φίλοι, ινδικό εστιατόριο, βιετναμέζικο εστιατόριο, στο Μπρούκλιν, απομονωμένο, όσο πιο δύσκολα πας, τόσο καλύτερο το φαγητό. Βρίσκονταν έξω απ' αυτόν, άνθρωποι με ζωή, ήταν ζήτημα πραγματικής ύπαρξης. Αυτή η γυναίκα, εκείνη δίπλα του, όπως την έκοβε, ήταν μια σκιά που ξεδιπλώνεται απ' τον τοίχο. «Είσαι σίγουρος πως δεν είναι κωμωδία;» είπε εκείνη. «Εννοώ, έτσι όπως το βλέπω». Εκείνη κοίταζε το ψηλό στοιχειωμένο σπίτι, να υψώνεται απειλητικά πάνω στο χαμηλό μοτέλ, το σπίτι με τον πυργί σκο όπου η Μητέρα μερικές φορές κάθεται δίπλα στο παρά θυρο της κρεβατοκάμαρας και απ' όπου ο Νόρμαν Μπέιτς παίρνει την ενδυμασία της παρενδυτικής κόλασης. Τους σκέφθηκε, τον Νόρμαν Μπέιτς και τη Μητέρα. Είπε: «Μπορείς να φαντασθείς πως ζεις μια άλλη ζωή;» «Αυτό είναι πολύ εύκολο. Ρώτησε με τίποτα άλλο». Αλλά δεν μπορούσε να σκεφθεί τίποτα άλλο για να ρω τήσει. Ήθελε να διώξει την ιδέα πως η ταινία θα μπορούσε να είναι κωμωδία. Μήπως εκείνη έβλεπε κάτι που του ίδιου του είχε ξεφύγει; Μήπως ο αργός ρυθμός προβολής αποκά λυπτε κάτι σ' ένα άτομο και το απέκρυπτε από ένα άλλο; Έβλεπαν την αδελφή και τον εραστή να μιλάνε στον σερίφη και στη σύζυγο. Αναρωτήθηκε αν μπορούσε να φέρει την κουβέντα γύρω από το βραδινό φαγητό, αν και δεν γινόταν καμιά συζήτηση αυτή τη στιγμή. Ίσως θα μπορούσαμε να τσιμπήσουμε κάτι εδώ κοντά, θα έλεγε. 117
Δεν ξέρω, θα έλεγε εκείνη. Ίσως θα πρέπει να είμαι κά που σε μισή ώρα. Φαντάσθηκε πως γύρναγε και την στρίμωχνε στον τοίχο με την αίθουσα αδειασμένη εκτός απ' τον φύλακα που κοι τάζει κατ' ευθείαν μπροστά, στο πουθενά, ακίνητος, με την ταινία να συνεχίζει, τη γυναίκα στριμωγμένη, επίσης ακίνη τη, να παρακολουθεί την ταινία πάνω απ' τον ώμο του. Οι φύλακες των μουσείων πρέπει να οπλοφορούν, σκέφθηκε. Υπάρχει τέχνη ανεκτίμητης αξίας να προστατεύσουν και ένας άνδρας με όπλο θα ξεκαθάριζε πως το να βλέπεις εί ναι προς όφελος όλων στην αίθουσα. «Οκέι,» είπε, «πρέπει να πηγαίνω τώρα». Αυτός είπε: «Φεύγεις». Ήταν μια επίπεδη δήλωση, φεύγεις, που την είπε ανακλα στικά, απογυμνωμένη από απογοήτευση. Δεν είχε προλάβει να νιώσει απογοητευμένος. Κοίταξε το ρολόι του χωρίς λόγο. Ήταν για να κάνει κάτι αντί να στέκεται εκεί βουβά. Θεωρη τικά του έδινε χρόνο να σκεφθεί. Εκείνη ήδη πήγαινε προς την πόρτα και την ακολούθησε βιαστικά, αλλά ήσυχα, απο στρέφοντας το βλέμμα από οποιονδήποτε που θα μπορούσε να παρατηρεί. Η πόρτα άνοιξε γλιστρώντας και εκείνος ήταν πίσω της, έξω στο φως και πάνω στην κυλιόμενη σκάλα, από όροφο σε όροφο και μετά διασχίζοντας την αίθουσα υποδο χής και μέσα από την περιστρεφόμενη πόρτα στο δρόμο. Την πρόλαβε, προσέχοντας να μη χαμογελάσει ή να την αγγίξει, και είπε: «Τι θά λεγες να κάναμε το ίδιο κάποια στιγμή σ' έναν πραγματικό κινηματογράφο με θέσεις να καθίσουμε και με ανθρώπους στην οθόνη που γελάνε και κλαίνε και φωνάζουν;» Εκείνη σταμάτησε ν' ακούσει, μισογυρισμένη προς το μέρος του, στη μέση του πεζοδρομίου, ενώ σώματα τους έσπρωχναν περνώντας.
Είπε: «Θα ήταν καλύτερα έτσι;» «Πιθανόν όχι», είπε αυτός, και αυτή τη φορά χαμογέλα σε. Μετά είπε: «Θέλεις να μάθεις κάτι για μένα;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Συνήθιζα να πολλαπλασιάζω αριθμούς στο κεφάλι μου όταν ήμουν παιδί/Εναν εξαψήφιο με έναν πενταψήφιο αριθ μό. Οκτώ ψηφία επί επτά ψηφία, μέρα και νύχτα. Ήμουν ψευτοδιάνοια». Αυτή είπε: «Συνήθιζα να διαβάζω στα χείλη τους αυτό που έλεγαν οι άνθρωποι. Παρατηρούσα τα χείλη τους και ήξερα τι έλεγαν πριν το πουν. Δεν άκουγα, απλώς κοίταζα. Αυτό ήταν το θέμα. Μπορούσα να αφαιρέσω τον ήχο απ' τις φωνές τους καθώς έλεγαν ό,τι έλεγαν». «Ως παιδί». « Ω ς παιδί», είπε εκείνη. Την κοίταξε ευθέως. «Αν μου δώσεις το τηλέφωνο σου, θα μπορούσα να σε πάρω κάποια στιγμή». Συγκατένευσε ανασηκώνοντας τους ώμους. Αυτό ήταν το νόημα της κίνησης, εντάξει, βεβαίως, ίσως. Παρότι αν τον έβλεπε στο δρόμο μετά από μια ώρα πιθανόν να μην ήξερε ποιος ήταν ή που τον είχε συναντήσει. Απήγγειλε τον αριθμό γρήγορα και μετά γύρισε και βάδισε προς τα αρι στερά μέσα στο πλήθος του κέντρου της πόλης. Μπήκε στη γεμάτη κόσμο αίθουσα υποδοχής και βρήκε λίγο χώρο σ ' έναν απ' τους πάγκους. Κατέβασε το κεφάλι του να σκεφθεί, να ξεφύγει απ' όλο αυτό, τη μόνιμη χροιά των φωνών, των γλωσσών, των προφορών, άνθρωποι εν κι νήσει που κουβαλούν το θόρυβο μαζί τους, ολόκληρες ζωές από θόρυβο, μια κλαγγή που αντανακλάται στους τοίχους και την οροφή και ήταν δυνατή και αγκάλιαζε τα πάντα, κάνοντας τον να ζαρώσει από φόβο. Αλλά είχε το τηλέφω-
118
119
νό της, αυτό ήταν που μετρούσε, ο αριθμός ήταν ασφαλής στο μυαλό του. Να την πάρει, πότε, δυο μέρες, τρεις μέρες. Εντωμεταξύ, να καθίσει και να σκεφθεί ό,τι είπαν, πως έμοιαζε, που θα μπορούσε να ζει, πως θα μπορούσε να περνάει το χρόνο της. Τότε ήταν που η ερώτηση ήρθε στο μυαλό του. Ρώτησε το όνομα της; Δεν ρώτησε το όνομα της. Έκανε την εσωτε ρική χειρονομία επίπληξης του εαυτού του, ένας δάσκαλος σε καρτούν που κουνάει απειλητικά το δάχτυλο σ' ένα παι δί. Εντάξει, αυτό είναι ένα ακόμη ζήτημα για το οποίο θα μπορέσει να σκεφθεί. Να σκεφθεί ονόματα. Να γράψει ονόματα. Να δει αν μπορείς να μαντέψεις το όνομα από το πρόσωπο. Το πρόσωπο είχε φωτισθεί ελαφρά όταν μιλούσε για τους αριθμούς που έφτιαχνε στο κεφάλι του σαν παιδί. Όχι φωτισθεί αλλά κάπως χαλαρώσει, με τα μάτια της να δείχνουν ενδιαφέρον. Αλλά η ιστορία δεν ήταν αληθινή. Δεν πολλαπλασίαζε μεγάλους αριθμούς στο κεφάλι του. ποτέ. Ήταν κάτι που έλεγε κάποιες φορές γιατί νόμιζε πως θα βοηθούσε να εξηγήσει τον εαυτό του στους άλλους.
μαίνει αυτό. Τότε κατάλαβε τι σημαίνει. Ήθελε η ταινία να κινείται ακόμη πιο αργά, απαιτώντας βαθύτερη συμμετοχή του ματιού και του μυαλού, πάντα αυτό, το πράγμα που βλέπει να εισχωρεί στο αίμα, βαθιά στις αισθήσεις του, που μοιράζεται συνείδηση μαζί του. Ο Νόρμαν Μπέιτς, τρομακτικά πράος, κατεβάζει το τη λέφωνο. Θα σβήσει το φως στο γραφείο του μοτέλ. Θα προ χωρήσει κατά μήκος του μονοπατιού με τα σκαλοπάτια προς το παλιό σπίτι, κάμποσα δωμάτια φωτισμένα, ο ουρα νός σκοτεινός παραπέρα. Μετά μια σειρά από λήψεις με την κάμερα, ποικίλες γωνίες, εκείνος θυμάται τη σειρά, στέκε ται στον τοίχο και προβλέπει. Ο πραγματικός χρόνος είναι άνευ σημασίας. Η φράση είναι άνευ σημασίας. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Στην οθόνη ο Νόρμαν Μπέιτς κατεβάζει το τηλέφωνο. Τα υπόλοιπα δεν έχουν συμβεί ακόμη. Βλέπει προκαταβολικά, φοβάται ότι το μουσείο θα κλείσει πριν τε λειώσει η σκηνή. Η ανακοίνωση θα ηχήσει σ ' όλο το μουσείο σε όλες τις γλώσσες των μεγαλύτερων εθνών του μουσείου και ο Άντονυ Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέιτς ακόμη θα ανεβαί νει τις σκάλες για την κρεβατοκάμαρα, όπου η Μητέρα κεί τεται πεθαμένη από καιρό.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του και δεν δίστασε, διασχίζοντας την αίθουσα πήγε στο χώρο εισιτηρίων και πλήρωσε την κανονική τιμή. Θα έπρεπε να είναι μισό εισι τήριο ενήλικα, παίρνοντας υπ' όψιν την ώρα, ή τζάμπα, θα έπρεπε να είναι τζάμπα. Κοίταξε το εισιτήριο που κρατού σε αδιάφορα και βιαστικά ξεκίνησε για τον έκτο όροφο, δυο σκαλοπάτια τη φορά στις κυλιόμενες σκάλες, ενώ όλοι πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μπήκε στη σκο τεινή αίθουσα. Ήθελε να μουλιάσει στο τέμπο, στο σχεδόν στατικό ρυθμό της εικόνας. Το ζευγάρι των Γάλλων είχε φύγει. Υπήρχε ένα άτομο και ο φύλακας και μετά αυτός, εδώ για την τελευταία ώρα παρά κάτι. Βρήκε τη θέση του στον τοίχο. Ήθελε πλήρη καταβύθιση, οτιδήποτε κι αν ση-
Το άλλο άτομο βγαίνει απ' την ψηλή πόρτα. Τώρα είναι μόνο αυτός και ο φύλακας. Φαντάζεται την οποιαδήποτε κί νηση να σταματάει στην οθόνη, την εικόνα ν' αρχίζει να τρέ μει και να ξεθωριάζει. Φαντάζεται το φύλακα να βγάζει το πιστόλι από τη θήκη του και να αυτοπυροβολείται στο κε φάλι. Μετά η προβολή τελειώνει, το μουσείο κλείνει, είναι μόνος του στο σκοτεινό δωμάτιο με το σώμα του φύλακα. Δεν φταίει γ ι ' αυτές τις σκέψεις. Αλλά είναι οι σκέψεις του, δεν είναι; Ξαναστρέφει την προσοχή του στην οθόνη, όπου οτιδήποτε συμβαίνει συμβαίνει στον πιο απόλυτο βαθμό. Παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει και θέλει αυτό να
120
121
συμβεί πιο αργά, ναι, αλλά ταυτόχρονα το μυαλό του τρέ χει μπροστά στη στιγμή που ο Νόρμαν Μπέιτς θα κατεβά σει απ' τις σκάλες τη Μητέρα στο άσπρο νυχτικό της. Τον κάνει να σκεφθεί τη δική του μητέρα, πώς θα μπο ρούσε να μην τον κάνει να τη σκεφθεί, πριν πεθάνει, οι δύο τους στριμωγμένοι σ' ένα μικρό διαμέρισμα που το κατέτρωγαν οι ανεγειρόμενοι πύργοι, και να τη η σκιά του Νόρ μαν Μπέιτς καθώς στέκεται έξω από την πόρτα του παλιού σπιτιού, η σκιά όπως φαίνεται από μέσα, και μετά η πόρτα αρχίζει να ανοίγει. Ο άνδρας αποχωρίζεται τον τοίχο και περιμένει να αφο μοιωθεί, ως τον κάθε πόρο του κορμιού του, να διαλυθεί στη μορφή του Νόρμαν Μπέιτς, που θα μπει στο σπίτι και θα ανέβει τις σκάλες σε υποσυνείδητο χρόνο, δυο καρέ ανά δευτερόλεπτο, και μετά θα στραφεί προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Μητέρας. Μερικές φορές κάθεται δίπλα στο κρεβάτι της και λέει κάτι και μετά την κοιτάει και περιμένει μια απάντηση. Μερικές φορές απλώς την κοιτάει. Μερικές φορές ένας αέρας έρχεται πριν τη βροχή και στέλνει πουλιά να ανεμίζουν περνώντας έξω απ' το παρά θυρο, πουλιά-πνεύματα που ιππεύουν τη νύχτα, πιο παρά ξενα κι απ' τα όνειρα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΝΤΟΝ
ΝΤΕΛίΛΛΟ
«ΣΗΜΕΙΟ ΩΜΕΓΑ» ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ. ΟΙ ΤΥΠΟΓΡΑ ΦΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΑΓΤΈ ΛΙΚΗΣ ΡΟΒΑΤΣΟΥ. ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΣΧΕ ΔΙΑΣΕ Ο ΦΩΚΙΩΝ ΚΟΠΑΝΑΡΗΣ. Η ΕΚΊΤ ΠΩΣΗ ΕΠΝΕ ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «CORFU» ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΣΤΗΝ «Α. ΣΑΛΤΟΡΙΑΔΗΣ & ΥΙΟΙ Ο.Ε.» ΤΟΝ ΟΚΤΩ ΒΡΙΟ ΤΟΥ 2012 ΠΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ.
ISBN: 978-960-05-1554-1