Philip Kerr - Μοιραια Πραγα

December 24, 2017 | Author: Voula | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Philip Kerr - Μοιραια Πραγα...

Description

0

Philip Kerr

γεννήθηκε στο Εδιμ­

βούργο το 1956. Σπούδασε νομικά και συνεργάστηκε ωε αρθρογράφοε στιε σελίδεε των Sunday Times, τπε Evening Standard και του New Statesman. Ωε συγγραφέαε έγινε παγκόσμια γνωστόε χάρη στη σειρά βιβλίων του με ήρωα τον ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ, που θεωρείται από τιε σημαντικότερεε σειρέε στο χώρο τπε σύγχρονηε νουάρ αστυνομικήε λογοτεχνίαε. Οι ιστορίεε του Μπέρνι Γκούντερ διαδραματίζονται ωε επί το πλείστον στη Γερμανία των χρόνων τπε ναζιστικήε κυριαρχίαε και του Δεύτε­ ρου Παγκόσμιου πολέμου. Τα βιβλία τπε σειράε εκδίδονται στα ελληνικά από τιε εκδόσειε Κέδροε. Εκτόε από τη Μοιραία Πράγα, κυκλοφορεί ήδη ο τόμοε Η τρι­ λογία του Βερολίνου (που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα Οι Βιολέτεε του Μ άρ­ τη, Ο χλομόε εγκληματίαε και Γ ερμανικό ρέκβιεμ), ενώ ετοιμάζεται και το A M an Without Breath. 0 Philip Kerr έχει γράψει και αρκετά άλλα μυθιστόρημα για μεγάλουε και παιδιά, κάποια από τα οποία κυκλοφορούν στα ελληνικά.

PHILIP KERR

ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΡΑΓΑ

PHILIP KERR

ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΡΑΓΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΙ

ISBN 978-960-04-4400-1

Τ ίτλ ο ς πρω τότυπόν:

Philip Kerr: «Prague fatale» Μετάφραση: ΔΗΜ ΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ Υπεύθυνη διορθώσεων: ΜΑΡΙΑ ΣΠΑΝΑΚΗ Επιμύλεια-Διόρθωση: ΑΛΕΚΑ ΠΛΑΚΟΝΟΥΡΗ Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

C opyright © 2011 by P h ilip K err

©

Γ ια τη ν έκδοση στα ελληνικά , Ε κδόσεις Κ έδρος Α .Ε ., 2013

www.kedros.gr e-m a il: [email protected]

Και πάλι στην Τζέιν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δευτέρα- Τρίτη, 8-9 Ιουνίου 1942 Ήταν μια ωραία, ζεστή μέρα όταν μαζί με τον Ράινχαρντ Τρίσταν Ό ιγκεν Χάιντριχ, το στρατηγό των Ες Ες, τον Προστάτη του Ράιχ στη Βοημία και στη Μοραβία, επέστρεψα από την Πράγα στο σταθμό Ανχάλτερ του Βερολίνου. Φορούσαμε κι οι δυο μας τη στολή της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες Ες, αλλά εγώ, σε αντίθε­ ση με το στρατηγό, ήμουν ένας άνθρωπος με χοροπηδηχτό βήμα, με ένα σκοπό στο κεφάλι μου και χαμόγελο στην καρδιά μου. Χαι­ ρόμουν που βρισκόμουν στην πόλη όπου γεννήθηκα. Αποζητούσα ένα ήσυχο βράδυ με ένα καλό μπουκάλι Μακενστέντερ και μερικά πούρα Κεμάλ, που είχα απαλλοτριώσει από τις προσωπικές προ­ μήθειες του Χάιντριχ, από το γραφείο του στο Κάστρο Χράντσανι. Δεν ανησυχούσα πάντως καθόλου για το αν θα έπαιρνε χαμπάρι την αμελητέα κλοπή. Για τίποτα δεν ανησυχούσα πολύ. Ήμουν ό,τι δεν ήταν ο Χάιντριχ. Ήμουν ζωντανός. Ο ι εφημερίδες στο Βερολίνο άφησαν να διαρρεύσει ότι ο άτυ­ χος Προστάτης του Ράιχ είχε δολοφονηθεί από μια ομάδα Εγγλέ­ ζων αλεξιπτωτιστών τρομοκρατών, που είχαν προσγειωθεί στη Βοημία. Ήταν λίγο πιο περίπλοκο απ’ αυτό, μόνο που δεν σκό­ πευα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Ό χι ακόμη. Ό χι για πολύ. "Ισως ποτέ.

P H I L I P K E RR

M

Είναι δύσκολο να πει κανείς τι συνέβη στην ψυχή του Χάιντριχ, δεδομένου βέβαια ότι είχε ψυχή. Μάλλον ο Δάντης θα μπορούσε να μου δώσει τα φώτα του, αν ποτέ σκόπευα να πάω να τον ψάξω κάπου στον Κάτω Κόσμο. Από την άλλη έχω πολύ καλή εικόνα για το τι συνέβη στο σώμα του. Ο καθένας απολαμβάνει μια καλή κηδεία και οι ναζί δεν απο­ τελούσαν εξαίρεση, χαρίζοντας στον Χάιντριχ το καλύτερο κα­ τευόδιο που κάθε ψυχωτικός, αιμοσταγής δολοφόνος θα είχε ελ­ πίσει. Ό λο το σκηνικό ήταν τόσο υψηλού επιπέδου, που νόμιζες ότι κάποιος σατράπης της Περσικής Αυτοκρατορίας είχε χάσει τη ζωή του σε μια λαμπρή, νικηφόρα μάχη - και φαινόταν ότι παρείχαν τα πάντα, εκτός από την τελετουργική θυσία μερικών εκατοντάδων σκλάβων - παρότι, αν σκεφτείς το πώς κατέληξε ένα τσεχικό χωριουδάκι μεταλλωρύχων ονόματι Λίντιτσε, έκανα λάθος. Από το σταθμό ο Χάιντριχ μεταφέρθηκε στο Συνεδριακό Κέ­ ντρο του Αρχηγείου της Γκεστάπο, όπου έξι άντρες της τιμητικής φρουράς, φορώντας τις μαύρες στολές τους, φυλούσαν τη σορό για λαϊκό προσκύνημα. Ήταν ευκαιρία για πολλούς Βερολινέζους να τραγουδήσουν το «Ντινγκ-Ντονγκ! Η μάγισσα πέθανε!»,* ενώ έριχναν κλεφτές ματιές, όρθιοι στις μύτες των ποδιών τους, στο Παλάτι του Πρίγκιπα Αλμπρεχτ. Μαζί με άλλες σχεδόν επικίνδυ­ νες δραστηριότητες, όπως το σκαρφάλωμα στην κορυφή του πα­ λιού πύργου της ραδιοφωνίας στο Σαρλότεμπουργκ ή την οδήγη­ ση στην όχθη στη λεωφόρο Άβους, ήταν ωραία να ’χεις να κοκο­ ρεύεσαι ότι τα έκανες αυτά. Στο ραδιόφωνο εκείνη τη νύχτα ο Φύρερ εκφωνούσε τον επι­ κήδειο του νεκρού Χάιντριχ και τον περιέγραφε ως «τον άντρα με τη σιδηρά καρδιά», πράγμα που υποθέτω το έλεγε για καλό. Αλλά * Τραγούδια από τον Μάγο τον Οζ με τα οποία οι ήρωες γιόρτασαν το θάνατο της Κακιάς Μάγισσας της Ανατολής. (Σ.τ.Μ .)

Μ και πάλι ίσως ο δικός μας μοχθηρός Μάγος του Οζ να είχε απλώς μπερδέψει τον Τενεκεδένιο με το Δειλό Λιοντάρι. Τ ην επομένη, με πολιτικά ρούχα και νιώθοντας πέρα για π έ­ ρα άνθρωπος, βρέθηκα με χιλιάδες άλλους Βερολινέζους έξω από την Καγκελαρία του Νέου Ράιχ, προσπαθώντας να φανώ εξίσου συντετριμμένος με τη μυρμηγκοφωλιά των τυφλών οργά­ νων του Χίτλερ, που ξεχύθηκαν από το μέγαρο της Καγκελαρίας για να ακολουθήσουν τον αστραποβόλο κιλλίβαντα που μετέφε­ ρε το σημαιοστολισμένο φέρετρο του Χάιντριχ ανατολικά, κατά μήκος της Φος Στράσε, και μετά βόρεια, στη Βίλχελμ Στράσε, προς την τελευταία κατοικία του στρατηγού στο Κοιμητήριο Ινβαλίντεν, δίπλα σε μερικούς πραγματικούς Γερμανούς ήρωες, όπως ο Φον Σάνχοστ, ο Ερνστ Ούντετ και ο Μάνφρεντ φον Ριχτόφεν.* Κανείς δεν αμφισβητούσε την ανδρεία του Χάιντριχ: η παρορ­ μητική, μισοτελειωμένη προσφορά του στη Λουφτβάφε, την ώρα που οι περισσότεροι μεγαλογαλονάδες έμεναν στην ασφάλεια των μετόπισθεν και στα ζεστά καταφύγιά τους, ήταν το πιο εμφανές παράδειγμα της γενναιότητάς του. Υποθέτω ότι ο Χέγκελ θα ανα­ γνώριζε τον ηρωισμό του Χάιντριχ ως την ενσάρκωση του πνεύ­ ματος των αυταρχικών ημερών μας. Κατά τη γνώμη μου όμως οι ήρωες πρέπει να έχουν πάρε δώσε με τους θεούς και όχι με τις σκοτεινές και διαταραγμένες δυνάμεις των Τιτάνων. Ειδικά στη Γερμανία. Οπότε δεν μου καιγότανε καρφάκι που τον έβλεπα νε­ κρό. Εξαιτίας του Χάιντριχ ήμουν αξιωματικός στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Και σύρθηκα να κερδίσω το σπιλωμένο, ασημένιο πα­ ράσημο, το επάρατο σύμβολο της μακράς θητείας μου πλάι στον Χάιντριχ, σφραγίδα του μίσους, του φόβου και, μετά την επιστρο­ φή μου από το Μινσκ, και της ενοχής. Αυτά εννέα μήνες πριν. Συνήθως προσπαθώ να μην τα σκέΓερμανοί ήρωες του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. (Σ.τ.Μ .)

φτομαι, αλλά, όπως παρατήρησε ένας άλλος διάσημος Γερμανός παράφρων, είναι δύσκολο να κοιτάς πάνω από την άκρη της αβύσσου χωρίς και η ίδια η άβυσσος να σε κοιτά.*

Αναφορά στο γνωστό απόφθεγμα του Νίτσε. (Σ .τ.Ε .)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1

Σεπτέμβριος 1941 Η σκέψη της αυτοκτονίας πραγματικά με γαληνεύει: μερικές φο­ ρές είναι ο μόνος τρόπος για να περάσω μια νύχτα αϋπνίας. Μια τέτοια νύχτα - και είχα πολλές τέτοιες - έλυνα το αυτό­ ματο πιστόλι μου, ένα Walther, και λάδωνα σχολαστικά κάθε κομμάτι του. Είχα δει τόσες περιπτώσεις αφλογιστίας επειδή κά­ ποιος δεν είχε ένα καλολαδωμένο όπλο και τόσες αυτοκτονίες εί­ χαν πάει στράφι εξαιτίας μιας σφαίρας που πέρασε το κρανίο κά­ ποιου σε οξεία γωνία. Μέχρι που άδειαζα τη μικροσκοπική θαλά­ μη, η οποία ήταν ένας μονός γεμιστήρας, και γυάλιζα κάθε σφαί­ ρα βάζοντάς τες στη σειρά, σαν κομψά, μολυβένια στρατιωτάκια, προτού διαλέξω το καθαρότερο, το φωτεινότερο και το εντονότε­ ρο, για να του δώσω τη χαρά να είναι επικεφαλής των υπολοί­ πων. Ήθελα απλώς τις καλύτερες για να ανοίξω πρώτα μια τρύ­ πα στον τοίχο του κελιού, δηλαδή του χοντρού κρανίου μου, και μετά ένα τούνελ μέσα στις μεγάλες σπείρες της μελαγχολίας, δη­ λαδή του μυαλού μου. Ό λα αυτά ίσως εξηγούν γιατί τόσες αυτοκτονίες αναφέρονται λανθασμένα στους μπάτσους. «“Απλώς καθάριζε το όπλο του κι αυτό εκπυρσοκρότησε”, είπε η σύζυγος του θύματος.» Φυσικά τα όπλα εκπυρσοκροτούν συνεχώς και μερικές φορές

P H I L I P K E RR

M

μέχρι που σκοτώνουν αυτόν που τα κρατά - πρώτα όμως πρέπει να βάλεις την κρύα κάννη στο κεφάλι σου —στο πίσω μέρος είναι καλύτερα - και να τραβήξεις την αναθεματισμένη τη σκανδάλη. Μ ια δυο φορές έφτασα να βάλω μια δυο διπλωμένες πετσέτες κάτω από το μαξιλάρι μου και ξάπλωσα με τον διακαή πόθο να τελειώνω μ’ αυτό το αστείο. Ακόμα και με την παραμικρή τρύπα το αίμα κυλά ποτάμι από ένα κεφάλι. Θα ξάπλωνα και θα κάρφω­ να το βλέμμα μου στο σημείωμα αυτοκτονίας, που θα είχα γράψει στο καλό μου χαρτί - που είχα αγοράσει στο Παρίσι - και θα εί­ χα φροντίσει να βάλω στο πλαίσιο του τζακιού, γραμμένο για τον κανένα. Μ ε κανένα δεν είχα έτσι κι αλλιώς στενή σχέση τώρα που τε­ λείωνε το καλοκαίρι του 1941. Λίγο καιρό μετά με έπαιρνε που και που ο ύπνος. Τα όνειρα όμως που έβλεπα ήταν ακατάλληλα για κάποιον κάτω απ’ τα εί­ κοσι ένα. Μάλλον ήταν ακατάλληλα και για τον Κόνραντ Βάιτ* ή τον Μαξ Σρ εκ.** Μια φορά πετάχτηκα από ένα τέτοιο τρομαχτι­ κό, ζωντανό όνειρο, που μου έκοψε τη χολή, ώστε πυροβόλησα με το πιστόλι μου καθώς ανακάθισα αλαφιασμένος στο κρεβάτι. Το ρολόι στην κάμαρά μου - το επιτοίχιο, βιεννέζικο ρολόι της μαμάς μου - δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο. Αλλες νύχτες απλώς ξάπλωνα περιμένοντας το γκρίζο φως να δυναμώσει στις άκρες της σκονισμένης κουρτίνας, περιμένοντας το απόλυτο κενό μίας ακόμα μέρας. Η αντοχή ήταν άχρηστη πια. Δεν ήταν καν μια στάση γενναιό­ τητας. Η ατέρμονη ανάκριση του αξιολύπητου εαυτού μου δεν έφερνε μεταμέλεια, μόνο αυτοοικτιρμό. Στα μάτια όλων ήμουν αυτός που υπήρξα πάντοτε: ο Μπέρνι Γκούντερ, διευθυντής "Γερμανός ηθοποιός, πρωταγωνιστής στην ταινία Το εργαστήριο τον δόκτορα Καλιγκάρι. (Σ.τ.Μ .) ** Γερμανός ηθοποιός, πρωταγωνιστής στην ταινία Νοσφεράτον του Φρίντριχ Μορνάου. {Σ.τ.Μ )

Εγκληματολογικού στο Άλεξ.* Κι έτσι δεν ήμουν παρά μόνο η θο­ λή εικόνα αυτού που υπήρξα κάποτε. Ένα ψέμα. Ένα συνονθύ­ λευμα αισθημάτων, που τα ένιωθα σφίγγοντας τα δόντια, με έναν κόμπο στο λαιμό και με ένα απαίσιο, μοναχικό κενό που αντηχού­ σε στο βάθος της κοιλιάς μου. Γυρίζοντας όμως από την Ουκρανία, δεν ήμουν μόνο εγώ που ένιωθα αλλιώς, ήταν και το Βερολίνο. Ήμασταν σχεδόν δύο χι­ λιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, αλλά ο πόλεμος ήταν παντού. Αυτό δεν είχε καθόλου να κάνει με τη RAF, τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία, η οποία, παρά τις υποσχέσεις του ΧοντροΧέρμαν** ότι δεν θα έπεφτε ούτε για δείγμα βόμβα στη γερμανι­ κή πρωτεύουσα, είχε καταφέρει να δείχνει σποραδικά το ολέθριο μπόι της στον βραδινό ουρανό μας. Ωστόσο το καλοκαίρι του 1941 δεν έκανε την εμφάνισή της. Ό χι, τώρα μας επηρέαζε η Ρωσία, κάθε πλευρά της ζωής μας, από το τι διέθεταν τα κατα­ στήματα έως το πώς γεμίζαμε τον ελεύθερο χρόνο μας - για λίγο καιρό απαγορευόταν ο χορός - και το πώς τριγυρνούσαμε στην πόλη. «Ο ι Εβραίοι είναι η συμφορά μας», διακήρυσσαν οι ναζιστικές εφημερίδες, αλλά κανένας στην πραγματικότητα δεν έπαιρνε στα σοβαρά το σύνθημα του Φον Τράιτσκε*** το φθινόπωρο του 1941 - και οπωσδήποτε όχι όταν εμφανίστηκε η πιο προφανής και προσωπική καταστροφή, που μόνο με τη Ρωσία μπορούσες να τη συγκρίνεις. Ήδη η εκστρατεία στα ανατολικά δεν ήταν τό­ σο ορμητική - και εζαιτίας της Ρωσίας και των τεράστιων ανα­

* Συντομογραφία της Αλεξάντερπλατς στο Βερολίνο, όπου βρίσκονταν τα κε­ ντρικά γραφεία της αστυνομίας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας των ναζί. (Σ.τ.Μ ) * * Προσωνυμιο του αρχιστράτηγου Χέρμαν Γκέρινγκ, του υπ’ αριθμόν δυο αξιωματούχου του ναζιστικου καθεστώτος του Χίτλερ. (Σ.τ.Μ ) * * * Χάινριχ φον Τράιτσκε (1834-1896): Εθνικιστής ιστορικός και συγγραφέας κατά την περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. {Σ.τ.Μ )

P H I L I P K E RR

M

γκών του στρατού μας το Βερολίνο έμοιαζε περισσότερο με πρω­ τεύουσα μπανανίας που της είχαν τελειώσει οι μπανάνες, αλλά και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου. Είχαμε λίγη μπίρα και συχνά δεν είχαμε καθόλου. Ο ι ταβέρνες και τα μπαρ ήταν κλειστά μία μέρα τη βδομάδα, μετά δυο, μερι­ κές φορές όλα μαζί, και υστέρα από λίγο καιρό είχαμε μόνο τέσ­ σερα μπαρ στην πόλη όπου μπορούσες να πιεις ένα ποτήρι μπίρα σαν άνθρωπος. Ό χι δηλαδή πως όταν τύχαινε να πιεις καμία, έμοιαζε με μπίρα. Το ξινό, καφετί, γλυφό νερό που μας σέρβιραν με πίκρα στο ποτήρι μας μου θύμιζε τις γεμάτες υγρά και τρύπες από κοχύλια λίμνες της Χώρας του Κανένα,* στις οποίες μερικές φορές ήμασταν υποχρεωμένοι να ταμπουρωθούμε. Για έναν Βερολινέζο αυτό ήταν πραγματικά συμφορά. Ήταν αδύνατον να βρεις αλκοόλ, κι αυτό σήμαινε ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να με­ θύσεις και να ξεχαστείς, πράγμα που αργά τη νύχτα με έσπρωχνε να καθαρίζω το πιστόλι μου. Ο ι μερίδες του κρέατος ήταν το ίδιο απογοητευτικές για ένα λαό για τον οποίο το λουκάνικο, κάθε λογής λουκάνικο, ήταν τρό­ πος ζωής. Υποτίθεται ότι στον καθένα μας αναλογούσαν πεντα­ κόσια γραμμάρια τη βδομάδα, αλλά όταν τύχαινε να υπάρχει κρέ­ ας, το πολύ πολύ να έπαιρνες μόνο πενήντα γραμμάρια με το κουπόνι των εκατό γραμμαρίων. Στη συνέχεια, λόγω κακής σοδειάς, οι πατάτες εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Το ίδιο και τα άλογα που έσερναν τις καρότσες με το γάλα - όχι ότι είχε και πολλή σημασία, μια και δεν υπήρχε καθόλου γάλα στις καρδάρες. Μόνο γάλα σκόνη είχαμε, αυγά σκόνη επίσης, και τα δύο είχαν τη γεύση του σοβά που έπε­ φτε απ’ τα ταβάνια μας ύστερα από τους βομβαρδισμούς της * No man’s land ή Terra nemo ονομαζόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο η έκταση ανάμεσα στα χαρακώματα των δυο αντιμαχόμενων στρατευμάτων, όπου καμία πλευρά δεν ήθελε να κινηθεί ανοιχτά, φοβούμενη την επίθεση του αντιπάλου. (Σ.τ.Ε)

Μ RAF. Το ψωμί έμοιαζε με πριονίδι και πολλοί έκοβαν το κεφάλι

τους ότι ήταν κιόλας. Τα κουπόνια για τα ρούχα ισοδυναμούσαν με τα καινούργια ρούχα του βασιλιά και τίποτα παραπάνω. Ήταν αδύνατον να αγοράσεις ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια και ήταν σχεδόν απίθανο να βρεις τσαγκάρη να σου επιδιορθώσει τα παλιά. Όπως όλοι οι επαγγελματίες, οι περισσότεροι τσαγκάρη­ δες του Βερολίνου ήταν στο στρατό. Έβρισκες παντού απομιμήσεις ή προϊόντα δεύτερης διαλογής. Τα κορδόνια έσπαζαν όταν προσπαθούσες να τα δέσεις σφιχτά. Τα καινούργια κουμπιά διαλύονταν στα δάχτυλά σου ακόμα κι όταν προσπαθούσες να τα ράψεις. Η οδοντόκρεμα ήταν απλώς κιμωλία και το νερό είχε μια γεύση μέντας, και υπήρχε περισσό­ τερο αφρός από ιδρώτα στην ουρά που περίμενες για να βρεις σαπούνι απ’ ό,τι στα καταρρέοντα, μικροσκοπικά κλουβιά, όπου έπρεπε δήθεν να μείνεις καθαρός. Για έναν ολόκληρο μήνα. Ακό­ μα κι εμείς, που δεν ήμασταν μέλη του Κόμματος, αρχίζαμε να μυρίζουμε κάπως. Αφού όλοι οι επαγγελματίες ήταν στο στρατό, κανείς δεν υπήρχε για να συντηρεί τα τραμ και τα λεωφορεία, κι έτσι ολό­ κληρες διαδρομές - όπως το νούμερο Ένα, που κατέβαινε την Ούντερ ντεν Λίντεν - απλώς καταργήθηκαν, την ώρα που τα μισά τρένα του Βερολίνου εντελώς φυσικά αποσύρθηκαν για να βοηθή­ σουν τον ανεφοδιασμό της ρωσικής εκστρατείας με όλο το κρέας, τις πατάτες, την μπίρα, το σαπούνι και την οδοντόκρεμα που δεν έβρισκες στην πόλη. Και δεν ήταν μόνο οι μηχανές που εγκαταλείφθηκαν. Όπου κι αν κοιτούσες, η μπογιά ξεφλούδιζε στους τοίχους και στις ξύλινες κατασκευές. Τα πόμολα σου έμεναν στο χέρι. Τα υδραυλικά και τα συστήματα θέρμανσης χαλούσαν. Ο ι σκαλωσιές στα βομβαρδι­ σμένα κτίρια λίγο πολύ έγιναν μόνιμες, αφού δεν υπήρχε κανείς να κάνει τις επισκευές. Ο ι σφαίρες δούλευαν φυσικά μια χαρά, όπως πάντα εξάλλου. Τα γερμανικά πυρομαχικά ήταν πάντοτε

P H I L I P K E RR

M

καλά - θα μπορούσα να υπερθεματίσω για τη διαρκή τελειότητα των πυρομαχικών και των όπλων που τα χρησιμοποιούσαν. Όλα τα άλλα όμως είτε ήταν χαλασμένα, είτε δεύτερης διαλογής, είτε υποκατάστατα, είτε κλειστά, είτε μη διαθέσιμα ή δυσεύρετα. Και η διάθεση, όπως και οι μερίδες, ήταν η πιο δυσεύρετη απ’ όλα. Η μαύρη αρκούδα που κοιτούσε στραβά από το θυρεό της περήφα­ νης πόλης μας άρχιζε να μοιάζει με έναν κλασικό Βερολινέζο που γρύλιζε σε κάποιον περαστικό στον σιδηροδρομικό σταθμό, που μούγκριζε στον αδιάφορο χασάπη, ο οποίος του έδινε τη μισή πο­ σότητα μπέικον απ’ αυτή που έλεγε η κάρτα του ότι δικαιούται, ή που απειλούσε ένα γείτονα στο κτίριο που έμενε με κάποιον με­ γαλόσχημο από το Κόμμα, ο οποίος θα ερχόταν και θα τον κανό­ νιζε. Προφανώς τη μεγαλύτερη τσαντίλα την έβρισκες στις τερά­ στιες ουρές για καπνό. Η μερίδα ήταν τρία τσιγάρα την ημέρα, αλλά αν ήσουν σπάταλος ώστε να καπνίσεις έστω και ένα, ήταν πολύ εύκολο να καταλάβεις γιατί ο Χίτλερ δεν κάπνιζε: είχαν τη γεύση καμένου τοστ. Μερικές φορές ο κόσμος κάπνιζε τσάι, όταν βέβαια υπήρχε τσάι, αλλά, αν έβρισκες, ήταν σαφώς προτιμότερο να ρίξεις λίγο βραστό νερό και να το πιεις. Στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στην Αλεξάντερπλατς - αυτή η περιοχή, όλως τυχαίως, ήταν το κέντρο της μαύρης αγοράς του Βερολίνου, η οποία, παρά τα σοβαρά πρόστιμα που επιβάλλο­ νταν σε όσους συλλαμβάνονταν, ήταν μάλλον το μόνο πράγμα στην πόλη που θα έλεγε κανείς ότι ανθεί - , η ανεπάρκεια βενζί­ νης μάς έπληττε σχεδόν τόσο πολύ όσο και η έλλειψη καπνού και αλκοόλ. Παίρναμε τρένα και λεωφορεία για να πάμε στους τό­ πους του εγκλήματος, και όταν αυτά δεν λειτουργούσαν, το κόβα­ με με τα πόδια, συχνά μέσα στη συσκότιση, πράγμα που έκρυβε κινδύνους. Σχεδόν το ένα τρίτο των θανάτων στο Βερολίνο ήταν εξαιτίας της συσκότισης. Ό χι ότι νοιαζόταν κανείς από τους συ­ ναδέλφους μου στο Εγκληματολογικό να βρεθεί στον τόπο του

Μ εγκλήματος ή να λύσει οτιδήποτε άλλο εκτός από το διαρκές πρόβλημα του πού να βρει να πάρει λουκάνικο, μπίρα και τσιγά­ ρα. Μερικές φορές αστειευόμασταν ότι υπήρχε μείωση της εγκληματικότητας: κανείς δεν έκλεβε λεφτά για τον απλούστατο λόγο ότι τα μαγαζιά δεν είχαν τίποτα ώστε να τα ξοδέψεις. Όπως και τα περισσότερα αστεία στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 1941, αυτό ήταν το πιο αστείο γιατί ήταν συγχρόνως η αλή­ θεια. Βέβαια υπήρχαν και πάλι ένα σωρό πράγματα να κλέψεις: κου­ πόνια, μπουγάδες, βενζίνη, έπιπλα - οι κλέφτες τα χρησιμοποιού­ σαν για προσάναμμα —, κουρτίνες (ο κόσμος τις χρησιμοποιούσε για να φτιάξει ρούχα), κουνέλια και ινδικά χοιρίδια που είχαν οι άνθρωποι στο μπαλκόνι για να τρώνε φρέσκο κρέας - είχαμε τα πάντα ώστε να μπορούν να κλέβουν οι Βερολινέζοι. Και με τη συ­ σκότιση είχαμε αληθινό, βίαιο έγκλημα για όποιον ενδιαφερόταν. Η συσκότιση ήταν ό,τι πρέπει αν ήσουν βιαστής. Για ένα φεγγάρι επέστρεψα στις Ανθρωποκτονίες. Ο ι Βερολινέζοι ακόμη σκότωναν ο ένας τον άλλο, παρότι δεν περνούσε δευτερόλεπτο που να μη μου φαίνεται αστείο το ότι έπρεπε να εξακολουθήσω να πιστεύω πως είχε μεγάλη σημασία, εφόσον ήξερα όλα αυτά πια για την κατάσταση στα ανατολικά. Δεν περ­ νούσε μέρα που να μην έρθει στο νου μου η εικόνα γέρων Εβραί­ ων, αντρών και γυναικών, που προχωρούσαν κατά ομάδες για εκτέλεση και τους ξεπάστρευαν μεθυσμένα και γελαστά εκτελε­ στικά αποσπάσματα των Ες Ες. Και πάλι ένιωθα ότι πρέπει να εί­ σαι σωστός στη δουλειά σου ως επιθεωρητής, παρ’ όλο που συ­ χνά αισθανόμουν σαν να προσπαθούσα να σβήσω μια φωτιά μέσα σε ένα τασάκι, όταν στο κάτω κάτω της γραφής ολόκληρη η πόλη ήταν το σκηνικό μιας τεράστιας πυρκαγιάς. Τότε ερευνούσα διάφορες ανθρωποκτονίες, οι οποίες έφτασαν στα χέρια μου στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1941, οπότε ανακάλυ­ ψα νέα κίνητρα δολοφονίας, που δεν αναγράφονταν στα νομικά

P H I L I P K E RR

M

βιβλία. Κίνητρα που ξεπρόβαλλαν από τη νέα, αλλόκοτη πραγμα­ τικότητα της ζωής στο Βερολίνο. Ο μικρέμπορος στο Βαϊζενζί που τρελάθηκε από την κακής ποιότητας σπιτική βότκα και μετά σκότωσε τη γυναίκα ταχυδρόμο με ένα τσεκούρι. Ένας χασάπης στο Βίλμερσντορφ που μαχαιρώθηκε με το ίδιο του το μαχαίρι από τον τοπικό επόπτη αεράμυνας σε μια φιλονικία για μια μικρή μερίδα μπέικον. Η νεαρή νοσοκόμα απ’ το νοσοκομείο Ρούντολφ Βέρχιου που εξαιτίας του μεγάλου στεγαστικού προβλήματος στην πόλη δηλητηρίασε μια εξηνταπεντάχρονη γεροντοκόρη στο Πλότσενζεε για να πάρει το δωμάτιο του θύματος, το οποίο βρι­ σκόταν σε καλύτερο σημείο. Ένας λοχίας των Ες Ες, επιστρέφοντας από τη Ρίγα, όπου είχε εξοικειωθεί με τις μαζικές δολοφο­ νίες που συνέβαιναν στη Λετονία, πυροβόλησε τους γονείς του απλώς γιατί δεν είχε λόγο να μην το κάνει. Ο ι περισσότεροι όμως από τους στρατιώτες που επέστρεψαν από το ανατολικό μέτωπο και ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν οποιονδήποτε αυτοκτόνησαν. Θα το είχα κάνει κι εγώ, αλλά μόνο αν ήμουν βέβαιος ότι σε κάθε περίπτωση θα πετύχαινα — και μόνο αν ήταν σίγουρο ότι υπήρχαν πολλοί ακόμα, κυρίως Εβραίοι, που προχωρούσαν απτόητοι με πολύ λιγότερα πράγματα απ’ όσα είχα εγώ. Μάλι­ στα. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1941 οι Εβραίοι και όλα αυτά που περνούσαν με βοήθησαν να μην αυτοκτονήσω. Βέβαια οι παλιομοδίτικες δολοφονίες στο Βερολίνο - αυτές που έκαναν τις φυλλάδες να πουλάνε - εξακολουθούσαν να γίνο­ νται. Σύζυγοι σκότωναν τις συζύγους τους όπως και πριν. Πού και πού επίσης γυναίκες δολοφονούσαν τους άντρες τους. Π ι­ στεύω ότι οι περισσότεροι άντρες που δολοφονήθηκαν - τύραννοι που σήκωναν χέρι και έλεγαν πολλά - τα ’θελαν και τα ’παθαν. Ποτέ δεν σήκωσα χέρι σε γυναίκα, εκτός κι αν το είχαμε συμφω­ νήσει. Έβλεπες πόρνες με κομμένους λαιμούς ή δαρμένες μέχρι θανάτου, όπως και πριν. Και όχι μόνο πόρνες. Το καλοκαίρι πριν επιστρέφω από την Ουκρανία ένας εγκληματίας ονόματι Πάουλ

Όγκορτσοου ομολόγησε πως ήταν ένοχος για το βιασμό και τη δολοφονία οχτώ γυναικών και την απόπειρα δολοφονίας τουλάχι­ στον άλλων τόσων. Ο λαϊκός Τύπος τον ονόμασε Δολοφόνο του Σταθμού, γιατί τις περισσότερες επιθέσεις τις έκανε σε τρένα ή κοντά σε σταθμούς. Αυτός είναι ο λόγος που θυμήθηκα τον Πάουλ Όγκορτσοου όταν, αργά μια νύχτα τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτεμβρίου του 1941, με κάλεσαν να ρίξω μια ματιά σε ένα πτώμα που βρέθηκε κοντά στη γραμμή στον σιδηροδρομικό σταθμό ανάμεσα στη γέ­ φυρα Γιάνοβιτς και στη γέφυρα Σλέζισερ. Μ ε τη συσκότιση κα­ νείς δεν ήταν και πολύ σίγουρος αν το πτώμα ανήκε σε άντρα ή γυναίκα, πράγμα που ήταν πιο κατανοητό αν έπαιρνες υπόψη σου ότι χτυπήθηκε από το τρένο και το κεφάλι έλειπε. Ο ξαφνι­ κός θάνατος σπανίως είναι νοικοκυρεμένος. Αν ήταν, δεν θα χρει­ άζονταν οι επιθεωρητές. Αυτό το πτώμα όμως ήταν πολύ χάλια, δεν είχα δει κάτι τέτοιο ως τον Μεγάλο Πόλεμο, όπου μια νάρκη ή ένα οπλοπολυβόλο μπορούσε σε ένα δευτερόλεπτο να κάνει έναν άνθρωπο ένα σωρό από ματωμένα ρούχα και σπασμένα κό­ καλα. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που μπορούσα να κοιτάξω το πτώμα με τόση αποστασιοποίηση. Ελπίζω. Η εναλλακτική —που η πρόσφατη εμπειρία μου από τα δολοφονικά γκέτο του Μινσκ με είχε κάνει να μη συγκινούμαι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο ήταν πολύ άσχημη για να τη σκεφτώ. Ο ι άλλοι επιθεωρητές ήταν ο Βίλχελμ Βουρτ, ένας λοχίας που ήταν πολλή μούρη στα αθλήματα της αστυνομίας, και ο Γκότφριντ Λίνχοφ, ένας επιθεωρητής που επέστρεψε στο Αλεξ μετά τη συνταξιοδότησή του. Ο Βουρτ ήταν στην ομάδα ξιφασκίας και τον προηγούμενο χειμώνα είχε πάρει μέρος στους αγώνες σκι του Χάιντριχ εκ μέ­ ρους της Γερμανικής Αστυνομίας και είχε κερδίσει μετάλλιο. Ο Βουρτ θα είχε καταταγεί στο στρατό, αλλά ήταν ένα δυο χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσο έπρεπε. Ήταν όμως χρήσιμος για παρέα

P H I L I P K E RR

M

στην έρευνα μιας δολοφονίας όταν το θύμα είχε προσγειωθεί στη μύτη ενός ξίφους. Ήταν ένας λεπτός, ήσυχος τύπος, με αυτιά σαν σκοινιά καμπάνας και το πάνω χείλος του ήταν τόσο χοντρό, που έμοιαζε με μουστάκι θαλάσσιου ίππου. Ήταν καλή φάτσα για επιθεωρητής της μοντέρνας αστυνομίας του Βερολίνου, αλλά δεν ήταν τόσο ηλίθιος όσο φαινόταν. Φορούσε ένα μονόχρωμο γκρίζο, σταυρωτό κοστούμι, κρατούσε ένα χοντρό μπαστούνι και μασούσε την άκρη μιας πίπας από ξύλο κερασιάς, που ήταν σχε­ δόν πάντοτε άδεια, αλλά με κάποιο τρόπο κατάφερνε πάντα να μυρίζει καπνό. Ο Λίνχοφ είχε λαιμό και κεφάλι σαν αχλάδι, αλλά δεν ήταν πράσινος. Όπως και πολλοί άλλοι μπάτσοι σχεδίαζε πότε θα βγει στη σύνταξη, αλλά με τόσους νεαρούς αξιωματικούς που υπηρε­ τούσαν πια στα αστυνομικά τάγματα στο ανατολικό μέτωπο, επέ­ στρεψε στην υπηρεσία για να φτιάξει μια όμορφη, ήσυχη γωνιά στο Άλεξ. Η μικρή κομματική κονκάρδα που φορούσε στο πέτο του φτηνιάρικου κοστουμιού του τον βοηθούσε να είναι όσο το δυνατόν γινόταν εκτός υπηρεσίας. Περπατούσαμε νότια την Ντίρκζεν Στράσε, προς τη γέφυρα Γιάνοβιτς, και μετά κατά μήκος της γραμμής του τρένου, έχοντας το ποτάμι κάτω από τα πόδια μας. Είχε φεγγάρι και την περισσό­ τερη ώρα δεν χρειαζόμασταν τους φακούς που είχαμε μαζί μας, νιώθαμε όμως πιο ασφαλείς να τους έχουμε όταν η γραμμή παρεξέκλινε πάνω από το εργοστάσιο φωταερίου στη Χόλτμαρκτ Στράσε και το παλιό εργοστάσιο φωτισμού Γιούλιους Πιντς —δεν υπήρχε κανένας φράχτης της προκοπής, οπότε ήταν εύκολο να μπερδευτείς στη γραμμή και να πέσεις άσχημα. Πάνω από το εργοστάσιο φωταερίου συναντήσαμε μια ομάδα ένστολων αστυνομικών και σιδηροδρομικών. Πιο κάτω ήταν οι ράγες, όπου μπορούσα να διακρίνω ένα τρένο στο σταθμό Σλέζισερ. «Είμαι ο κομισάριος Γκούντερ από το Άλεξ», είπα.

Μ Δεν υπήρχε λόγος να του δείξω το σήμα μου. «Από δω ο επιθεωρητής Λίνχοφ και ο αρχιφύλακας Βουρτ. Ποιος μας κάλεσε;» «Εγώ, κύριε», ένας από τους μπάτσους ήρθε προς το μέρος μου και χαιρέτησε. «Αρχιφύλακας Στουμ». «Καμία συγγένεια ελπίζω», είπε ο Λίνχοφ. Υπήρχε ένας Γιοχάνες Στουμ τον οποίο είχε αναγκάσει ο Χονιρο-Χέρμαν να παρατήσει την πολιτοφυλακή γιατί δεν ήταν ναζί. «Ό χι, κύριε», ο αρχιφύλακας Στουμ γέλασε καρτερικά. «Πες μου, αρχιφύλακα», είπα. «Τ ι σ’ έκανε να σκεφτείς ότι ίσως να είναι φόνος και όχι αυτοκτονία ή ατύχημα;» «Ναι, η αλήθεια είναι ότι το να πέσεις στις ρόγες είναι ο πιο δημοφιλής τρόπος αυτοκτονίας στις μέρες μας», είπε ο αρχιφύ­ λακας Στουμ. «Ειδικά για τις γυναίκες. Προσωπικά θα χρησιμο­ ποιούσα όπλο αν ήταν να αυτοκτονήσω. Ο ι γυναίκες όμως δεν iu πάνε καλά με τα όπλα σε σύγκριση με τους άντρες. Τώρα σ’ αυτό εδώ το θύμα έχουμε όλες τις τσέπες βγαλμένες έξω, κύριε. Λυτό δεν είναι κάτι που θα έκανε κάποιος που σχεδίαζε να αυτοκιονήσει. Και σίγουρα δεν είναι κάτι που θα έμπαινε στον κόπο να κάνει ένα τρένο. Οπότε αυτό αποκλείει το ατύχημα, καταλα­ βαίνετε;» « Ισως κάποιος τον βρήκε πριν από σένα», είπα. «Και απλώς ιον έκλεψε». «Κάποιος μπάτσος ίσως», είπε ο Βουρτ. Ο αρχιφύλακας Στουμ, πολύ σοφά, αγνόησε το υπονοούμενο. «Δεν νομίζω, κύριε. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι είμαι ο πρώτος ιιου έφτασε στον τόπο του εγκλήματος. Ο μηχανοδηγός είδε κάποι­ ον πάνω στις ράγες την ώρα που ανέπτυσσε ταχύτητα μετά τη Γιάνοβιτς. Πάτησε φρένο, αλλά ήταν αργά όταν σταμάτησε το τρένο». «Εντάξει. Ας του ρίξουμε μια ματιά». «Δεν είναι και πολύ όμορφο θέαμα, κύριε. Ακόμα και στο σκοιοδι».

P H I L I P K E RR

N

«Έχω δει και χειρότερα, πίστεψε με». «Σας πιστεύω, κύριε». Ο ένστολος αρχιφυλακας προχώρησε μπροστά πάνω στις ρό­ γες και σταμάτησε μια στιγμή για να ανάψει το φακό του και να φωτίσει ένα κομμένο χέρι στο έδαφος. Το κοίταξα για ένα λεπτό περίπου πριν προχωρήσουμε προς έναν άλλο αστυνομικό, που περίμενε υπομονετικά δίπλα σε μια στοίβα από κουρέλια και δια­ μελισμένα απομεινάρια τα οποία κάποτε αποτελούσαν έναν άν­ θρωπο. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως κοιτούσα τον εαυτό μου. «Κράτα το φακό πάνω του ενώ τον εξετάζουμε». Το πτώμα έμοιαζε λες και το είχε κατασπαράξει και το είχε φτύσει ένα προϊστορικό τέρας. Τα αυλακωμένα πόδια κρατιού­ νταν με το ζόρι από μια απίστευτα επίπεδη λεκάνη. Ο άντρας φορούσε ένα μπλε εργατικό πανωφόρι με μικρές τσέπες, που ήταν πράγματι βγολμένες έξω, όπως είχε περιγράψει ο αρχιφυλακας —το ίδιο και οι τσέπες στο λαδωμένο κουρέλι που είχε γίνει το στριμμένο, φανελένιο σακάκι του. Στο σημείο που ήταν το κε­ φάλι τώρα υπήρχε ένα γυαλιστερό και πριονωτό καμάκι από μα­ τωμένα κόκαλα και τένοντες. Υπήρχε και μια δυνατή μυρωδιά από σκατά, αφού τα έντερα είχαν διαλυθεί και είχαν χυθεί υπό την τεράστια πίεση των τροχών του τρένου. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι χειρότερο έχετε δει απ’ αυτό τον κακομοίρη το φιλαράκο», είπε ο αρχιφυλακας Στουμ. «Ούτε εγώ», παρατήρησε ο Βουρτ και κοίταξε άλλου αηδια­ σμένος. «Τολμώ να πω ότι όλοι θα δούμε μερικά ενδιαφέροντα θεάμα­ τα μέχρι να τελειώσει αυτός ο πόλεμος», είπα. «Έψαξε κανείς για το κεφάλι;» «Έχω βάλει δυο συναδέλφους να ψάξουν στην περιοχή τώρα», είπε ο αρχιφυλακας. «Έναν πάνω στις ρόγες και έναν εκεί κάτω, σε περίπτωση που έπεσε στο εργοστάσιο φωταερίου ή στην αυλή του».

Μ «Νομίζω πως μάλλον έχεις δίκιο», είπα. «Μοιάζει κανονικότα­ τος φόνος. Πέρα από τις τσέπες που είναι τραβηγμένες έξω, εί­ ναι και το χέρι που μόλις είδαμε». «Το χέρι;» ο Λίνχοφ ήταν αυτός. «Τ ι παίζει μ’ αυτό;» Γυρίσαμε πίσω ακολουθώντας τις ράγες, για να ξαναδούμε το κομμένο χέρι, που το πήρα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα σαν να ήταν ιστορικό κειμήλιο ή ίσως κάποιο ενθύμιο που κάποτε ανήκε στον προφήτη Δανιήλ.* «Αυτά τα κοψίματα στα δάχτυλα μου φαίνεται ότι είναι τραύ­ ματα άμυνας», είπα. «Ας πούμε σαν να άρπαξε το μαχαίρι από κάποιον που προσπαθούσε να τον μαχαιρώσει». «Δεν ξέρω πώς μπορείς και το λες αυτό έπειτα απ’ το τρένο που πέρασε από πάνω του», είπε ο Λίνχοφ. «Αυτά τα κοψίματα είναι πολύ λεπτά για να είναι από το τρέ­ νο. Και δες πού βρίσκονται. Στη σάρκα στο εσωτερικό των δαχτύλων και στην παλάμη, ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη. Κλασικά τραύματα άμυνας, και πραγματικά έχω δει πολλά, Γκότφριντ». «Μάλιστα», είπε ο Λίνχοφ, μάλλον με μισή καρδιά. «Εσύ είσαι υποθέτω ο ειδικός στους φόνους». «Ίσως. Μόνο που τελευταία έπεσε μεγάλος ανταγωνισμός. Εί­ ναι πολλοί μπάτσοι στα ανατολικά, νεαροί μπάτσοι, που ξέρουν πολύ περισσότερα για τους φόνους απ’ ό,τι εγώ». «Δεν θα το ’λεγα», είπε ο Λίνχοφ. «Στο λόγο μου. Έ χει βγει μια ολόκληρη γενιά εξπέρ αστυνομι­ κών». * Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ, ενώ η πόλη πολιορκείται από τους Περσες και τους Μήδους, έχοντας απόλυτη εμπι­ στοσύνη στα απόρθητα τείχη της πόλης, διοργανώνει μεγάλο συμπόσιο. Τότε εμφανίζεται ένα χέρι και γράφει στον τοίχο μια μυστηριώδη επιγραφή, την οποία καταφέρνει να ερμηνεύσει ο Προφήτης Δανιήλ και προμηνύει το τέλος του βασιλείου του. Την ίδια νύχτα οι Πέρσες εισβάλλουν στη Βαβυλώνα, την κα­ ταλαμβάνουν σχεδόν αμαχητί και ο Βαλτάσαρ δολοφονείται. (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

M

Έκανα μια παύση για να δημιουργήσει αίσθηση αυτό που εί­ πα, πριν συμπληρώσω πολύ προσεχτικά για χάρη των παρόντων: «Μερικές φορές με καθησυχάζει αρκετά το ότι υπάρχουν πολ­ λοί καλοί άντρες για να με αντικαταστήσουν. Έτσι, αρχιφύλακα Στουμ;» «Μάλιστα, κύριε». Κατάλαβα όμως ότι υπήρχε αμφιβολία στη φωνή του ένστολου αρχιφυλακα. «Έλα να περπατήσουμε», είπα πιο μαλακά. Σ ε μια χώρα όπου η οργή και η παραφορά ήταν στην ημερή­ σια διάταξη - ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς μια ζωή έβγαζαν οργισμέ­ να διαγγέλματα για κάθε τι - , η απάθεια του αρχιφυλακα ήταν συγκινητική. «Πάμε πίσω στη γέφυρα. Μια ματιά ακόμα θα ήταν χρήσιμη». «Μάλιστα, κύριε». «Τ ι ψάχνουμε τώρα;» Ο Λίνχοφ αναστέναξε κουρασμένος, λες και δεν καταλάβαινε τι νόημα είχε όποια περαιτέρω έρευνα σ’ αυτή την υπόθεση. «Έναν ελέφαντα». «Παρακαλώ;» «Κάτι, οτιδήποτε. Μια ένδειξη. Μόλις τη βρεις, θα την ανα­ γνωρίσεις», είπα. Ακολουθώντας προς τα πίσω στις ράγες, βρήκαμε κάτι σημά­ δια από αίμα σε μια κλινάμαξα στο σταθμό και μετά κι άλλα στην άκρη της αποβάθρας, έξω από ένα θερμοκήπιο που αντηχούσε, δηλαδή το σταθμό της γέφυρας Γιάνοβιτς. Κάποιος από μια βάρκα που κυλούσε ήσυχα στον ποταμό από κάτω, περνώντας τις πολλές αψίδες με τα κόκκινα τούβλα της γέ­ φυρας, φώναξε προς το μέρος μας να σβήσουμε τα φώτα. Αυτό ήταν το έναυσμα για τον Λίνχοφ ν’ αρχίσει να παριστάνει τον καμπόσο. Ήταν σαν να περίμενε να ξεσπάσει σε κάποιον, δεν είχε σημασία σε ποιον.

Μ «Αστυνομία», φώναξε προς τη βάρκα - ο Λίνχοφ ήταν ένας ακόμα οργισμένος Γερμανός. «Και κάνουμε έρευνα για φόνο εδωιιέρα. Οπότε κοίτα τη δουλειά σου, αλλιώς θα ’ρθω εκειπέρα και Οα ψάξω εσένα απλώς για έτσι μου αρέσει». «Είναι δουλειά όλων μας αν κάποιος Εγγλέζος που βομβαρδίζει δει τα φώτα σου», είπε η φωνή, και όχι άδικα. Ο Βουρτ ξεφυσησε από τη μύτη δείχνοντας δυσπιστία. «Δεν νομίζω ότι είναι και πολύ πιθανό. Τ ι λέτε, κύριε; Πάει καιρός που η RAF έφτασε τόσο ανατολικά». «Ίσως δεν έχουν βενζίνη», είπα. Φώτισα με το φακό μου το έδαφος και ακολούθησα τα ίχνη αί­ ματος κατά μήκος της αποβάθρας μέχρι το μέρος που φαινόταν ότι άρχιζαν. «Κρίνοντας από την ποσότητα αίματος, μάλλον εδώ μαχαιρώ­ θηκε. Μετά τρέκλισε ως την αποβάθρα, μέχρι που έπεσε στις ρό­ γες. Σηκώθηκε. Περπάτησε λίγο ακόμα και μετά τον χτύπησε το τρένο που πήγαινε στο Φριντριχσάγκε.» «Ήταν το τελευταίο», είπε ο αρχιφυλακας Στουμ. «Στη μία». «Ήταν τυχερός που δεν το έχασε», είπε ο Λίνχοφ. Τον αγνόησα και έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Ήταν τρεις το πρωί. «Ωραία, αυτό μας δίνει κατά προσέγγιση την ώρα θανάτου». Άρχισα να περπατώ πλάι στις ράγες μπροστά στην αποβάθρα και υστέρα από λίγο βρήκα ένα πρασινόγκριζο βιβλιάριο στο έδα­ φος. Ή ταν Κάρτα Εργασίας, ίδια σχεδόν με τη δική μου, με τη διαφορά ότι αυτή ήταν για ξένους. Μέσα υπήρχαν όλες οι πληρο­ φορίες που χρειαζόμουν για τον νεκρό: το όνομά του, η εθνικότη­ τά του, η διεύθυνσή του, η φωτογραφία του και ο εργοδότης του. «Έγγραφο ξένου εργάτη είναι;» είπε ο Λίνχοφ κοιτάζοντας πά­ νω από τον ώμο μου, καθώς εγώ μελετούσα τις λεπτομέρειες για το θύμα φωτίζοντας με το φακό μου. Έγνεψα καταφατικά. Ο νεκρός ήταν ο Γκέερτ Φράνκεν, τριά-

P H I L I P KERR

M

ντα εννέα ετών, γεννηθείς στο Ντόρντρεχτ της Ολλανδίας, εθε­ λοντής σιδηροδρομικός υπάλληλος — ζούσε σε έναν ξενώνα στο Βουλχάιντε. Το πρόσωπο στη φωτογραφία φαινόταν επιφυλακτι­ κό, είχε ένα λακκάκι στο πιγούνι και ήταν ελαφρώς αξύριστο. Τα φρύδια του ήταν μικρά και τα μαλλιά του αραιά από τη μια πλευ­ ρά. Φορούσε το ίδιο σακάκι που φορούσε το πτώμα και ένα που­ κάμισο χωρίς γιακά, κουμπωμένο μέχρι πάνω. Όσο διαβάζαμε τις στοιχειώδεις λεπτομέρειες της σύντομης ζωής του Γκέερτ Φράνκεν, ένας άλλος αστυνομικός ανέβαινε τα σκαλιά του σταθμού στη γέφυρα Γιάνοβιτς, κρατώντας κάτι που έμοιαζε στο σκοτάδι με μικρή, στρογγυλή τσάντα. «Βρήκα το κεφάλι, κύριε», ανέφερε ο αστυνομικός. «Ήταν στη στέγη του εργοστασίου Πιντς». Κρατούσε το κεφάλι από το αυτί και φαινόταν, επειδή δεν υπήρχαν πολλά μαλλιά, ο καλύτερος τρόπος που μπορούσες να σκεφτείς για να περιφέρεις ένα κομμένο κεφάλι. «Δεν ήταν καλό να το αφήσω εκεί πάνω, κύριε». «Ό χι, πολύ καλά έκανες και μας το έφερες, συνάδελφε», είπε ο αρχιφύλακας Στουμ και πιάνοντάς το από το άλλο αυτί, άφησε το κεφάλι του νεκρού άντρα προσεχτικά πάνω στην αποβάθρα, έτσι που μας κοιτούσε κατάματα. «Δεν είναι κάτι που βλέπεις κάθε μέρα», είπε ο Βουρτ αποστρέφοντας το βλέμμα του. «Θες να μετακινηθείς στο Πλότσενζεε», παρατήρησα. «Ακόυ­ σα ότι υπάρχει πολλή δουλειά εκεί αυτές τις μέρες».* «Αυτός είναι λοιπόν», είπε ο Λίνχοφ. «Ο άντρας της Κάρτας Εργασίας, έτσι δεν είναι;» «Συμφωνώ», είπα. «Και υποθέτω ότι μάλλον κάποιος προσπά* Αναφορά στις εκτελέσεις που γίνονταν αυτή την περίοδο στη συγκεκριμένη περιοχή. Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο 1933-1945 περίπου 3.000 άνθρω­ ποι καταδικάστηκαν άδικα από τα δικαστήρια των εθνικοσοσιαλιστών και εκτελέστηκαν εκεί. (Σ.τ.Ε .)

Μ Οησε να τον κλέψει. Αλλιώς γιατί να είναι έτσι οι τσέπες του;» «Επιμένετε στη θεωρία ότι είναι δολοφονία και όχι ατύχημα, έτσι;» ρώτησε ο Λίνχοφ. «Ναι, έτσι είναι. Γι’ αυτό το λόγο». Ο αρχιφυλακας Στουμ ξεφύσηξε δυνατά και μετά έτριψε το αξύρισΐο πιγούνι του, κάτι που έκανε σχεδόν τον ίδιο ήχο. «Για κακή του τύχη. Για κακή τύχη και του δολοφόνου όμως». «Τ ι θες να πεις;» ρώτησα. «Λοιπόν αν ήταν ξένος εργάτης, δεν μπορώ να φανταστώ τι άλλο εκτός από ξέφτια θα είχε στις τσέπες του. Είναι τρομερά απογοητευτικό να σκοτώνεις κάποιον για να τον ληστέψεις και μετά να καταλαβαίνεις ότι δεν είχε τίποτα για να κλέψεις. Εννοώ ότι αυτοί οι φουκαράδες δεν πληρώνονται και τόσο καλά, έτσι δεν είναι;» «Είναι μια δουλειά κι αυτό», αντέδρασε ο Λίνχοφ. «Καλύτερα να δουλεύεις στη Γερμανία παρά στην Ολλανδία». «Και ποιανού λάθος είναι αυτό;» είπε ο αρχιφυλακας Στουμ. «Δεν νομίζω ότι μου αρέσει το υπονοούμενο σου, αρχιφύλακα», είπε ο Λίνχοφ. «Ξέχνα το, Λίνχοφ», είπα. «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ή το κατάλληλο μέρος για πολιτικές διαφωνίες. Έχουμε ένα νεκρό στο κάτω κάτω». Ο Λίνχοφ κάτι μουρμούρισε σιγανά και άγγιξε το κεφάλι με τη μύτη του παπουτσιού του, πράγμα που μου αρκούσε για να τον κλοτσήσω για να πέσει από την αποβάθρα. «Οπότε αν κάποιος όντως τον σκότωσε, όπως λες, κομισάριε, μάλλον θα το έκανε κάποιος απ’ αυτούς τους ξένους εργάτες. Πες μου αν κάνω λάθος. Τρώγονται σαν τα σκυλιά σ’ αυτούς τους ξενώνες που μένουν». «Μην το δένεις κόμπο», είπα. «Τα σκυλιά αναγνωρίζουν την αξία ενός γεύματος της προκοπής πότε πότε. Και όσο με αφορά, αν το δίλημμα ήταν μεταξύ πενήντα γραμμαρίων σκύλου και εκα­

P H I L IP KERR

|_30J

τό γραμμαρίων αέρα κοπανιστού, τότε θα έτρωγα το σκύλο χωρίς δεύτερη σκέψη». «Εγώ όχι», είπε ο Λίνχοφ. «Έχω βάλει σαν όριο τα ινδικά χοι­ ρίδια. Οπότε δεν θα έτρωγα ποτέ σκύλο». «Αυτό είναι μια άποψη, κύριε», είπε ο αρχιφύλακας Στουμ. «Είναι όμως εντελώς άλλο πράγμα να προσπαθήσεις να βρεις τη διαφορά. Ίσως δεν το έχει πάρει τ’ αυτί σας, αλλά οι μπάτσοι στο σταθμό του Ζωολογικού Κήπου πρέπει να βάζουν νυχτερινές πε­ ριπόλους. Υπάρχουν λαθροκυνηγοί που μπουκάρουν και κλέβουν ζώα. Απ’ ό,τι φαίνεται, μόλις τους άρπαξαν τον τάπιρο». «Τ ι είναι ο τάπιρος;» ρώτησε ο Βουρτ. «Μοιάζει κάπως με γουρούνι», είπα εγώ. «Έτσι μάλλον θα το αποκάλεσε κάποιος αδίστακτος χασάπης». «Ποιος τη χάρη του», είπε ο αρχιφύλακας Στουμ. «Πλάκα κάνεις», είπε ο Λίνχοφ. «Ο ι άνθρωποι χρειάζονται κάτι περισσότερο από ένα διεγερτι­ κό λόγο του Μαχάτμα Προπαγκάντι για να γεμίσουν το στομάχι τους», είπα. «Αμήν», είπε ο αρχιφύλακας Στουμ. «Οπότε θα το αρνιόσουν αν ήξερες τι είναι;» «Δεν ξέρω», είπα προσέχοντας πάλι τα λόγια μου. Μπορεί να ήμουν αυτοκτονικός, αλλά δεν ήμουν ηλίθιος: ο Λίχνοφ ήταν ο τύπος που θα σε έδινε στην Γκεστάπο επειδή φορού­ σες εγγλέζικα παπούτσια - και δεν είχα καμιά όρεξη να περάσω μία βδομάδα στην ψειρού, μακριά από τη βραδινή παρηγοριά του ζεστού πιστολιού μου. «Είμαστε όμως στο Βερολίνο, Γκότφριντ. Είμαστε μανούλες στο να κάνουμε την πάπια». Έδειξα το κομμένο κεφάλι στα πόδια μας. «Και βλέπεις πως δεν έχω άδικο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Υλ πολλά πράγματα πέφτω έξω. Για τους ναζί όμως όχι πολύ συχνά. Ο Γκέερτ Φράνκεν ήταν εθελοντής εργάτης και είχε έρθει στο θι ρολίνο για να βρει καλύτερη δουλειά από εκείνη που είχε στην ( )λλανδία. Ο σιδηρόδρομος του Βερολίνου, ο οποίος αντιμετώπι­ ζε την αυτοεπιβαλλόμενη κρίση στην πρόσληψη συντηρητών, ήτ αν χαρούμενος που είχε στη διάθεσή του έναν έμπειρο μηχανι­ κά - η αστυνομία του Βερολίνου δεν είχε όμως την ίδια χαρά να ερευνήσει το φόνο του. Εδώ που τα λέμε, δεν είχε καμιά διάθεση να ερευνήσει γενικά την υπόθεση. Ωστόσο δεν υπήρχε αμφιβολία άτι ο Ολλανδός είχε δολοφονηθεί. Ό ταν τελικά το πτώμα του εξετάστηκε απρόθυμα και αβασάνιστα από τον παλαίμαχο γιατρό ιιου επέστρεψε από τη σύνταξη για να ασχοληθεί με τα ιατροδι­ καστικά για λογαριασμό της αστυνομίας του Βερολίνου, σε ό,τι α ιιέμεινε απ’ το σώμα του βρέθηκαν έξι μαχαιριές. Ο διοικητής Φρίντριχ Βίλχελμ Λίντκε, που ήταν πια ο επικε­ φαλής του Εγκληματολογικού στο Βερολίνο, δεν ήταν κακός επι­ θεωρητής. Ήταν ο επικεφαλής της έρευνας για τους φόνους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς που οδήγησε στη σύλληψη και στην εκτέλεση του Πολ Όγκορτσοου. Εντούτοις, όπως μου εξήγησε ο ίδιος στο γραφείο του με το καινούργιο χαλί, στο ρετιρέ του Άλεξ, έ νας καινούργιος νόμος ήταν στα σκαριά από τη Βίλχελμ Στράσε

P H I L I P K E RR

M

και το αφεντικό του Λίντκε, ο Βίλχελμ Φρικ, ο υπουργός Εσωτε­ ρικών, τον είχε διατάξει να θέσει ως προτεραιότητα την επιβολή του, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις υπό έρευνα υποθέσεις. Ο Λί­ ντκε, που είχε σπουδάσει νομικά, σχεδόν με ντροπή μου είπε τι ήταν αυτός ο νόμος. «Από τις 19 Σεπτεμβρίου», είπε, «όλοι οι Εβραίοι στη Γερμα­ νία και στο Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας είναι υπο­ χρεωμένοι να φορουν ένα κίτρινο αστέρι με τη λέξη “Εβραίος” πάνω στα ρούχα τους». «Όπως στον Μεσαίωνα δηλαδή;» «Ναι, όπως στον Μεσαίωνα». «Μάλιστα - με αυτό θα εντοπίζονται ευκολότερα. Καταπλη­ κτική ιδέα. Μέχρι τώρα ήταν κάπως δύσκολο για μένα να ανα­ γνωρίσω ποιος είναι Εβραίος και ποιος όχι. Τελευταία μοιάζουν πιο λεπτοί και πιο πεινασμένοι από μας τους υπόλοιπους. Όμως εδώ είναι η ουσία. Βασικά μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάποιον να μοιάζει με εκείνα τα ανόητα σκίτσα στην Der Strvmer».* Κούνησα το κεφάλι μου τάχα ενθουσιασμένος. «Μάλιστα - αυτό σίγουρα θα τους εμποδίσει να μοιάζουν ακρι­ βώς όπως εμείς οι υπόλοιποι». Ο Λίντκε, που φαινόταν να νιώθει άβολα, ίσιωσε το άψογα κολλαρισμένο πουκάμισό του. Ήταν μεγαλόσωμος, με πλούσια σκούρα μαλλιά, προσεχτικά χτενισμένα πάνω απ’ το φαρδύ, μαυρισμένο μέτωπό του. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κοστούμι και μια σκούρα γραβάτα με έναν κόμπο που ήταν μικρός όσο το διακριτι­ κό του Κόμματος στο πέτο του - μάλλον την ένιωθε πολύ σφιχτή στο λαιμό του όταν έφτανε η στιγμή να πει την αλήθεια. Ένα ασορτί σκληρό καπέλο ήταν τοποθετημένο στην άκρη του τερά-

* Εβδομαδιαία εφημερίδα που εξέδιδε στη Νυρεμβέργη ο Γιοΰλιους Στράιχερ, προσωπικός φίλος του Χίτλερ, και αποτελούσε όργανο της αντισημιτικής προ­ παγάνδας των ναζιστών, απευθυνόμενη κυρίως στα λαϊκά στρώματα. (Σ.τ.Ε.)

Μ στιου γραφείου του, λες και κάτι έκρυβε από κάτω. Ίσως το γεύ­ μα του. Ή τη συνείδησή του. Αναρωτήθηκα πώς θα ήταν το κα­ πέλο με ένα κίτρινο αστέρι στο κέντρο του. Σαν τα καπέλα των Εγγλέζων μπάτσων, σκέφτηκα. Κάτι ηλίθιο τέλος πάντων. «Δεν μου αρέσει περισσότερο απ’ ό,τι σ’ εσένα», είπε ξύνοντας νευρικά την ανάστροφη της παλάμης του. Θα έλεγες ότι πέθαινε για ένα τσιγάρο. Κι εγώ μαζί του. Χωρίς τσιγάρα το Άλεξ έμοιαζε με τασάκι σε χώρο για μη καπνίζοντες. «Και νομίζω πως δεν θα μου άρεσε καθόλου αν ήμουν Εβραί­ ος», είπα. «Ναι, αλλά ξέρει τι κάνει αυτό το νόμο σχεδόν ασυγχώρητο;» Άνοιξε ένα κουτί με σπίρτα και έβαλε ένα στο στόμα του. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει τρομερή έλλειψη υλικου». «Κίτρινου υλικου». Ο Λίντκε κούνησε το κεφάλι του. «Έτσι θα ’λεγα. Μπορώ να πάρω ένα;» «Παρακαλώ». Πετουσε τα σπίρτα από τη μια άκρη του γραφείου στην άλλη και με έβλεπε που τα ψάρευα και τα ’βαζα στο στόμα μου. «Μου έχουν πει ότι κάνουν καλό στο λαιμό». «Ανησυχείς για την υγεία σου, Βίλχελμ;» «Ποιος δεν ανησυχεί; Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι μας λένε. Για να μην πέσουμε στα χέρια της Γκεστάπο». «Σαν να λέμε ότι πρέπει να βεβαιωθούμε πως οι Εβραίοι θα φοράνε τα κίτρινα αστέρια;» «Ακριβώς». «Α, ναι, βέβαια. Και ενώ μπορώ να αντιληφθώ τη σημασία ενός νόμου σαν κι αυτόν, έχουμε ακόμη ανοιχτό το ζήτημα του νεκρού Ολλανδού. Σ ε περίπτωση που το ξέχασες, δέχτηκε έξι μα­ χαιριές». Ο Λίντκε σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Αν ήταν Γερμανός, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα, Μπέρνι. Η

P H I L I P K E RR

M

υπόθεση Όγκορτσοου όμως ήταν πολύ ακριβή έρευνα γι’ αυτό το τμήμα. Ξεπεράσαμε κατά πολύ τον προϋπολογισμό. Δεν έχεις ιδέα πόσο κόστισε μέχρι να πιάσουμε τον μπάσταρδο. Μυστική αστυνομία, οι μισοί εργάτες των σιδηροδρόμων ανακρίθηκαν, αυ­ ξημένη αστυνομική παρουσία στους σταθμούς - οι υπερωρίες που έπρεπε να πληρώσουμε ήταν τεράστιες. Πραγματικά δύσκολες στιγμές για το Εγκληματολογικό. Για να μην αναφέρω την πίεση που δεχτήκαμε από το Υπουργείο Προπαγάνδας. Είναι δύσκολο να συλλάβεις κάποιον όταν ακόμα και οι εφημερίδες δεν επιτρέ­ πεται να γράψουν για μια υπόθεση». «Ο Γκέερτ Φράνκεν ήταν εργάτης του σιδηρόδρομου», είπα. «Και νομίζεις ότι το υπουργείο θα χαρεί ιδιαιτέρως αν μάθει ότι υπάρχει κι άλλος δολοφόνος στους σιδηρόδρομους;» «Αυτός είναι αλλιώς. Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, κανείς δεν τον βίασε. Και, εκτός από το τρένο που πέρασε από πάνω του, κανείς επίσης δεν προσπάθησε να τον ακρωτηριάσει». «Ο φόνος όμως είναι φόνος, και βασικά ξέρω ακριβώς τι πρό­ κειται να πουν. Ό τι δεν φτάνουν σ’ εμάς και πολύ άσχημα νέα αυτή τη στιγμή. Σ ε περίπτωση, Μπάρνι, που δεν το έχεις προσέ­ ξει, το ηθικό της πόλης είναι πολύ πεσμένο κιόλας. Και εκτός αυ­ τού χρειαζόμαστε τους ξένους εργάτες. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να νομίζουν οι Γερμανοί ότι έχουμε θέμα με τους εργάτες που έρχονται απ’ έξω. Αρκεί η υπόθεση Όγκορτσοου. Ό λοι στο Βερολίνο πείστηκαν ότι ένας Γερμανός μάλλον δεν θα μπορούσε να δολοφονήσει όλες αυτές τις γυναίκες. Πολλοί ξένοι εργάτες κυνηγήθηκαν και χτυπήθηκαν από εξαγριωμένους Βερολινέζους, που νόμιζαν ότι το είχε κάνει κάποιος απ’ αυτούς. Δεν θέλεις κι άλλα τέτοια, έτσι δεν είναι; Θ εέ μου, έχουμε αρκετά προβλήματα με τα τρένα και με τον υπόγειο ακόμα κι έτσι όπως είναι τα πράγ­ ματα. Μου πήρε σχεδόν μία ώρα για να έρθω στη δουλειά το πρωί». «Δεν καταλαβαίνω γιατί μπαίνουμε στον κόπο να ’ρθουμε στη

Μ δουλειά μας εφόσον το Υπουργείο Προπαγάνδας αποφασίζει τι μπορούμε να ερευνήσουμε και τι όχι. Δηλαδή πραγματικά πρέπει να βρίσκουμε άτομα που μοιάζουν Εβραίοι και να ελέγχουμε αν φορούν το σωστό κεντίδι; Είναι για γέλια». «Πολύ φοβάμαι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Μπορεί, αν γί­ νουν κι άλλα μαχαιρώματα σαν κι αυτό, να καταφέρουμε να αφιε­ ρώσουμε κάποιους άντρες για καμιά έρευνα, αλλά για την ώρα καλύτερα ν’ αφήσεις τον Ολλανδό στην ησυχία του». «Εντάξει, Βίλχελμ, αφού έτσι θες». Δάγκωσα δυνατά το σπίρτο μου. «Πάντως αρχίζω να καταλαβαίνω τη συνήθειά σου με τα είκοσι σπίρτα. Φαντάζομαι είναι ευκολότερο να μην ουρλιάζεις όταν τα καταπίνεις». Καθώς σηκώθηκα να φύγω, έπεσε το μάτι μου στη φωτογρα­ φία στον τοίχο. Ο Φύρερ με κοιτούσε θριαμβευτικά, αλλά, έτσι για αλλαγή, δεν έλεγε και πολλά. Αν κάποιος χρειαζόταν ένα κί­ τρινο αστέρι ήταν αυτός —και μάλιστα ραμμένο στην καρδιά του, αν είχε καρδιά - στόχος για πυροβολαρχία. Ο χάρτης του Βερολίνου στον τοίχο του Λίντκε επίσης δεν μου είπε τίποτα: Ό ταν ο Μπέρνχαρντ Βάις, ένας από τους προκατόχους του Λίντκε, ήταν επικεφαλής του Εγκληματολογικού του Βε­ ρολίνου, ο χάρτης είχε καλυφθεί από σημαιάκια που έδειχναν τα εγκλήματα στην πόλη. Τώρα ήταν άδειος. Δεν υπήρχε, απ’ ό,τι φαίνεται, κανένα έγκλημα για να ασχοληθείς. Μια ακόμα σπου­ δαία νίκη του εθνικοσοσιαλισμού. «Α, παρεμπιπτόντως. Δεν θα ’πρεπε να ενημερώσει κάποιος την οικογένεια του Φράνκεν στην Ολλανδία ότι η κολόνα του σπιτιού της σταμάτησε ένα ολόκληρο τρένο με τη μούρη του;» «Θα μιλήσω με την Υπηρεσία Εθνικής Εργασίας», είπε ο Λί­ ντκε. «Μπορείς άνετα να τους αναθέσεις κάτι τέτοιο». Ξεφύσηξα και στριφογύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος — το ένιωθα χοντρό και βαρύ, σαν παλιό τόπι.

P H I L I P K E RR

M

«Είμαι ήδη ήσυχος». «Δεν σου φαίνεται», είπε εκείνος. «Τ ι συμβαίνει μ’ εσένα τον τελευταίο καιρό, Μπέρνι; Μας πρήζεις πολύ, το ξέρεις; Κάθε φο­ ρά που μπαίνεις εδώ μέσα, είναι λες και μπαίνει βροχή απ’ το τα­ βάνι. Σαν να τα ’χεις παρατήσει». «Μπορεί και να ’ναι έτσι». «Ε, μην το κάνεις λοιπόν. Σ ε διατάζω να συμμαζευτείς». Κούνησα αδιάφορα τους ώμους μου. «Βίλχελμ; Αν ήξερα κολύμπι, πρώτα θα έλυνα το βαρίδι που εί­ ναι δεμένο στα πόδια μου».

Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 3

Η Πρωσία ήταν πάντοτε ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος για να ζεις, ειδικά αν ήσουν Εβραίος. Ακόμα και πριν τους ναζί, οι Εβραίοι εί­ χαν ειδική μεταχείριση από τους γείτονές τους. Παλιά, το 1881 και το 1900, οι συναγωγές στο Νοϊστετίν και στο Κόνιτς - ίσως και σε διάφορες άλλες πρωσικές πόλεις επίσης —κάηκαν ολοσχερώς. Αργότερα, το 1923, που έγιναν εξεγέρσεις για τα τρόφιμα κι εγώ ήμουν νεαρός μπάτσος, αρκετά εβραϊκά μαγαζιά της Σοϊνενφίρτελ - που είναι μια από τις σκληρότερες γειτονιές του Βερολί­ νου - επιλέχθηκαν για ειδική μεταχείριση, γιατί οι Εβραίοι ήταν ύποπτοι για υπερτιμολογήσεις ή για αποταμιεύσεις —ή και για τα δύο, δεν είχε σημασία: οι Εβραίοι ήταν Εβραίοι και δεν έπρεπε να τους έχεις εμπιστοσύνη. Ο ι περισσότερες συναγωγές της πόλης καταστράφηκαν βέ­ βαια τον Νοέμβριο του 1938.* Στην κορυφή της Φαζάνεν Στράσε, όπου είχα ένα μικρό διαμέρισμα, μια αχανής και κατεστραμ­ μένη συναγωγή έστεκε και επόπτευε όλο τον κόσμο, λες και ο μέλλων Ρωμαίος αυτοκράτωρ Τίτος μόλις είχε πάψει να δίνει ένα μαθηματάκι στην Ιερουσαλήμ. Φαίνεται ότι δεν έχουν αλλάξει και ’ Αναφορά στη Νύχτα των Κρυστάλλων (9 Νοεβρίου 1938), που αποτέλεσε το πρώτο μαζικό πογκρόμ κατά των Εβραίων. Οι ναζί ξέσπασαν στις ιδιοκτησίες ιων Εβραίων, σπάζοντας βιτρίνες καταστημάτων και καταστρέφοντάς τα.

(Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

M

πολλά από το 70 π.Χ. - σίγουρα όχι στο Βερολίνο, και ίσως ήταν ζήτημα χρόνου να αρχίσουμε να θυσιάζουμε Εβραίους στους δρό­ μους. Ποτέ δεν πέρασα δίπλα απ’ αυτό το ερείπιο δίχως ένα μικρό αίσθημα ντροπής. Ωστόσο μόλις πριν λίγο καιρό συνειδητοποίη­ σα ότι ζουσαν Εβραίοι στην πολυκατοικία μου. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν είχα ιδέα ότι ζουσαν τόσο κοντά σ’ εμένα. Ωστόσο τελευταία αυτοί οι Εβραίοι έγιναν εύκολα αναγνωρίσιμοι σε όλους όσοι είχαν μάτια να βλέπουν. Παρ’ όλα όσα είπα στον διοικητή Λίντκε, δεν χρειαζόταν κίτρινο αστέρι ή παχύμετρο ώστε να με­ τρήσεις το μήκος της μύτης κάποιου για να καταλάβεις αν είναι Εβραίος. Στερημένοι από κάθε άνεση, υποχρεωμένοι να μην κυ­ κλοφορούν μετά τις εννέα, με απαγορευμένες «πολυτέλειες», ό­ πως τα φρούτα, ο καπνός και το αλκοόλ, και έχοντας την άδεια να ψωνίζουν μόνο για μία ώρα στο τέλος της μέρας, όταν τα μα­ γαζιά ήταν συνήθως άδεια, οι Εβραίοι ζούσαν πιο θλιβερά απ’ όλους και το έβλεπες αυτό στα πρόσωπά τους. Κάθε φορά που έβλεπα έναν Εβραίο, έφερνα στο μυαλό μου έναν μπάτσο, μόνο που ο μπάτσος είχε ένα ψωροαναγνωριστικό του Εγκληματολογικού στην τσέπη του παλτού του με το όνομά μου και τον αριθμό μου χαραγμένο. Θαύμαζα το πώς προσαρμόζονταν. Το ίδιο και πολλοί άλλοι Βερολινέζοι, ακόμα και μερικοί ναζί. Μισούσα λιγότερο τον εαυτό μου ή μου έφευγαν οι αυτοκτονικές ιδέες κάθε φορά που συνειδητοποιούσα τι τραβούσε ένας Ε­ βραίος. Για να επιζήσεις ως Εβραίος στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 1941, έπρεπε να έχεις κουράγιο και δύναμη. Παρ’ όλα αυτά ήταν σκληρό να βλέπεις τις δύο αδελφές Φρίντμαν, που είχαν πιάσει το διαμέρισμα κάτω απ’ το δικό μου, να επιβιώνουν για πολύ περισσότερο. Μία απ’ αυτές, η Ραΐσα, ήταν παντρεμένη, εί­ χε και ένα γιο, τον Εφίμ, αλλά κι αυτός και ο σύζυγός της, ο Μ ι­ χαήλ, που συνελήφθησαν το 1938, ήταν ακόμη στη φυλακή. Η κόρη της η Σάρα το έσκασε στη Γαλλία το 1934 και κανείς δεν

Μ άκουσε ξανά γι’ αυτήν από τότε. Ο ι δύο αδελφές - η μεγαλύτερη ήταν η Τσίλια - ήξεραν ότι είμαι αστυνομικός και, πολύ σωστά, με είχαν πάρει από φόβο. Σπάνια ανταλλάσσαμε κάτι περισσότε­ ρο από ένα νεύμα ή μια καλημέρα. Εκτός αυτού απαγορευόταν αυστηρά κάθε επαφή ανάμεσα σε Εβραίους και αρίους κι από τη στιγμή που ο θυρωρός μπορούσε να μας καρφώσει στην Γκεστά­ πο, μου φάνηκε καλύτερο για κείνες να κρατήσω αποστάσεις. Μ ετά το Μινσκ δεν έπρεπε να νιώθω φρίκη βλέποντας το κί­ τρινο αστέρι, και όμως ένιωθα. Ισω ς αυτός ο νόμος μού φαινό­ ταν χειρότερος επειδή ήξερα τι περίμενε τους Εβραίους που εξορίστηκαν στα ανατολικά, αλλά ύστερα από την κουβέντα που κάναμε με τον διοικητή Λίντκε αποφάσισα να πάρω τα μέτρα μου, παρότι βέβαια πέρασαν μια δυο μέρες μέχρι να βρω πώς και τι. Η σύζυγός μου είχε πεθάνει πριν από είκοσι χρόνια, είχα όμως ακόμη μερικά φορέματά της και κάποιες φορές, όταν κατάφερνα να ξεπεράσω τις ελλείψεις και να πιω ένα ποτηράκι παραπάνω και ένιωθα λύπη για τον εαυτό μου και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, για κείνη, έβγαζα κάποιο από τα παλιά ρούχα της απ’ την ντου­ λάπα και πίεζα το ύφασμα στη μύτη και στο στόμα μου εισπνέοντας την ανάμνησή της. Για πολύ καιρό μετά το χαμό της αυτό το ονόμαζα σπιτική ζωή. Ό ταν ζούσε, είχαμε σαπούνι κι έτσι όλες μου οι αναμνήσεις ήταν ευχάριστες —αυτή την εποχή τα πράγμα­ τα ήταν μάλλον λιγότερο μυρωδάτα, κι αν ήσουν συνετός, έμπαι­ νες στο τρένο κρατώντας ένα πορτοκάλι με γαρίφαλα καρφωμένα πάνω του, όπως ο Πάπας τον Μεσαίωνα, όταν προχωρούσε ανά­ μεσα στους κοινούς θνητούς. Ειδικά το καλοκαίρι. Ακόμα και το ομορφότερο κορίτσι μύριζε σαν λιμενεργάτης τις σκυλίσιες μέρες ιου 1941. Αρχικά σκέφτηκα να δώσω στις αδελφές Φρίντμαν το κίτρινο φόρεμα, να το χρησιμοποιήσουν για να φτιάξουν κίτρινα αστέρια, αλλά υπήρχε κάτι που δεν μου άρεσε σ’ αυτό. Μάλλον έτσι ένιω­

P H I L I P K E RR

N

θα συνεργός σε αυτή την απαίσια διαταγή της αστυνομίας. Ειδικά εφόσον ήμουν αστυνομικός. Οπότε στα μισό της σκάλας, με το φόρεμα ριγμένο στον ώμο μου, γύρισα στο διαμέρισμά μου και άρπαξα όλα τα φορέματα που είχα στην ντουλάπα μου. Ακόμα κι αυτό όμως έμοιαζε λίγο και καθώς έδινα την γκαρνταρόμπα της συζύγου μου στις άκακες γυναίκες, αποφάσισα σιωπηρά να κάνω και κάτι παραπάνω. Δεν είναι βέβαια καμιά ηρωική σκηνή, σαν αυτές που περιγρά­ φει ο Βίνκελμαν ή ο Χέλντερλιν, αλλά να πώς άρχισε όλη η ιστο­ ρία: Αν δεν είχα αποφασίσει να βοηθήσω τις αδελφές Φρίντμαν, ποτέ δεν θα γνώριζα την Αριάνε Τάουμπερ και ό,τι συνέβη δεν θα συνέβαινε ποτέ. Γυρνώντας στο διαμέρισμά μου, κάπνισα το τελευταίο τσιγάρο μου και σχέδιασα να χώσω τη μύτη μου σε μερικά αρχεία στο Άλεξ, απλώς για να δω αν ο Μιχαήλ και ο Εφίμ Φρίντμαν ήταν ακόμη ζωντανοί. Εντάξει, αυτό ήταν ένα απ’ όσα μπορούσα να κάνω, αλλά οποιοσδήποτε είχε ένα «Ε» με μελάνι στο δελτίο τρο­ φίμων του δεν επρόκειτο να χορτάσει. Δύο γυναίκες τόσο αδύνα­ τες όσο οι αδελφές Φρίντμαν χρειάζονταν κάτι πιο απτό από μια πληροφορία για τους αγαπημένους τους. Ύστερα από λίγο μου ήρθε μια καλή ιδέα κατά τη γνώμη μου και άρπαξα το γυλιό του γερμανικού στρατού απ’ την ντουλάπα μου. Εκεί μέσα υπήρχε ένα κιλό αλγερινός καφές που είχα βουτήξει στο Παρίσι και σχέδιαζα να τον ανταλλάξω με μερικά τσιγά­ ρα. Έφυγα απ’ το διαμέρισμά μου και πήρα το τραμ για ανατολι­ κά, μέχρι το σταθμό Ποτσντάμερ. Ήταν ένα ζεστό απόγευμα και δεν είχε νυχτώσει ακόμη. Ζευ­ γάρια σουλατσάριζαν αγκαζέ στον Τιεργκάρτεν και φαινόταν απίθανο το ότι δύο χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικά ο γερμανικός στρατός περικύκλωνε το Κίεβο και σιγά σιγά στένευε τον κλοιό στο Λένινγκραντ. Ανέβηκα την πλατεία Παρίζερ. Πήγαινα στο ξενοδοχείο Άντλον να τον δω τον μετρ, σκοπεύοντας να ανταλ­

Μ λάξω τον καφέ με λίγο φαγητό, που θα έδινα στις αδελφές. Ο μετρ στο Άντλον εκείνη τη χρονιά ήταν ο Βίλι Τούμελ, ένας χοντρός Σουδίτης Γερμανός, που ήταν πάντοτε απασχολημένος και τόσο αλαφροπάτητος, ώστε με έκανε να αναρωτιέμαι πώς στο καλό πάχαινε. Μ ε τα κοκκινωπά του μάγουλα, το καλοκάγαθο χαμόγελό του και το άψογο πάντα ντύσιμό του μου θύμιζε τον Χέρμαν Γκέρινγκ. Σίγουρα και οι δυο απολάμβαναν το φαγητό, παρότι ο στρατάρχης του Ράιχ ανέκαθεν μου έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να με κάνει μια χαψιά, αν πεινούσε τόσο. Και του Βίλι του άρεσε το φαγητό - όμως εκείνος συμπαθούσε περισσότε­ ρο τους ανθρώπους. Δεν ήταν κανένας πελάτης στο εστιατόριο - ακόμη - και ο Βί­ λι έλεγχε τις κουρτίνες συσκότισης όταν έσκασα μύτη εκεί. Όπως κάθε μετρ που σέβεται τον εαυτό του, με πήρε αμέσως είδηση και ήρθε γρήγορα κοντά μου, θαρρείς και κυλούσε πάνω σε αόρατα καρούλια. «Μπέρνι. Φαίνεσαι προβληματισμένος. Είσαι καλά;» «Γιατί αυτή η γκρίνια, Βίλι;» «Δεν έχω ιδέα - όποια ρόδα τσιρίξει δυνατότερα σήμερα στη Γερμανία συνήθως λαδώνεται περισσότερο. Ποιος άνεμος σε φέρ­ νει ως εδώ;» «Πάμε να τα πούμε ιδιαιτέρως, Βίλι». Κατεβήκαμε μερικά σκαλιά και βρεθήκαμε σε ένα γραφείο. Ο Βίλι έκλεισε την πόρτα και έβαλε σε δύο ποτηράκια τσέρι. Ή ξε­ ρα ότι σπάνια έλειπε απ’ το εστιατόριο περισσότερο απ’ όσο να ρίξει μια ματιά στις τουαλέτες αντρών, οπότε μπήκα αμέσως στο ψητό. «Όταν ήμουν στο Παρίσι, απαλλοτρίωσα λίγο καφέ», είπα. «Αληθινό καφέ, όχι την αηδία που παίρνουμε στη Γερμανία. Κα­ φές σε κόκκους. Από την Αλγερία. Ένα ολόκληρο κιλό». Έβαλα το γυλιό στο γραφείο του Βίλι και τον άφησα να ελέγ­ ξει το περιεχόμενό του.

P H I L I P K E RR

[42]

Για μια στιγμή απλώς έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε το άρω­ μα - μετά έβγαλε ένα βογκητό που σπάνια ακους έξω από μια κρεβατοκάμαρα. «Οπωσδήποτε το κέρδισες αυτό το πράγμα. Είχα ξεχάσει πώς μυρίζει ο αληθινός καφές». Έριξα λίγο τσέρι στον οισοφάγο μου. «Ένα κιλό είπες; Εκατό μάρκα στη μαύρη την τελευταία φορά που προσπάθησα να βρω. Κι απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει κα­ θόλου καφές, μπορεί να κάνει και περισσότερο. Καθόλου παράξε­ νο που εισβάλαμε στη Γαλλία. Για καφέ σαν αυτόν θα σερνόμουν ως το Λένινγκραντ». «Ούτε εκεί έχουν πάντως». Τον άφησα να γεμίσει πάλι το ποτήρι μου. Το τσέρι απείχε μακράν απ’ τα καλά, αλλά τότε τίποτα δεν ήταν έτσι, ούτε καν στο Άντλον. Ό χι πια. «Σκεφτόμουν ότι θα ήθελες να περιποιηθείς μερικούς ξεχωρι­ στούς πελάτες σου». «Ναι, βέβαια», κατσούφιασε. «Αλλά δεν γίνεται να θες λεφτά. Ό χι για κάτι τόσο πολύτιμο όσο αυτό, Μπέρνι. Μέχρι κι ο διάβο­ λος είναι αναγκασμένος να πίνει λάσπη με γάλα σκόνη αυτή την εποχή». Εισέπνευσε άλλη μια φορά βαθιά το άρωμα και κούνησε το κε­ φάλι του. «Τι θέλεις λοιπόν; Το Άντλον είναι στη διάθεσή σου». «Δεν θέλω και πολλά. Μονάχα λίγο φαγητό». «Με απογοητεύεις. Δεν έχουμε τίποτα στις κουζίνες μας που να αξίζει έναν καφέ σαν αυτόν. Και μην παραμυθιάζεσαι με το μενού». Μάζεψε έναν κατάλογο απ’ το γραφείο και μου τον έδωσε. «Είναι δύο πιάτα με κρέας στο μενού, ενώ η κουζίνα μπορεί να σερβίρει μόνο ένα. Βάζουμε όμως δύο για μόστρα. Τ ι να κάνεις; Έχουμε και μια φήμη να συντηρήσουμε».

Μ «Κι αν υποθέσουμε ότι κάποιος ζητά το πιάτο που δεν έχετε;» ρώτησα. «Αδύνατον», ο Βίλι κούνησε το κεφάλι του. «Μόλις ο πελάτης 'περάσει το κατώφλι μας, του πασάρουμε το δεύτερο πιάτο. Είναι επιλογή του Χίτλερ. Που πάει να πει καμία επιλογή». Σταμάτησε. «Θέλεις φαγητό για τον καφέ; Τ ι φαγητό;» «Κονσέρβες». «Α!» «Η ποιότητα δεν έχει σημασία απ’ τη στιγμή που τρώγονται. Κονσέρβες με κρέας, φρούτα, γάλα, λαχανικά. Ό ,τι μπορείς να βρεις. Φτάνει να κρατάει λίγο καιρό». «Το ξέρεις βέβαια ότι οι κονσέρβες έχουν απαγορευτεί αυστη­ ρά, έτσι δεν είναι; Νόμος. Ό λες οι κονσέρβες είναι για το μέτωπο. Αν σε σταματήσουν στο δρόμο με τις κονσέρβες, θα βρεις πολύ άσχημα τον μπελά σου. Μ ’ όλο αυτό το πανάκριβο μέταλλο. Θα νομίσουν ότι πας να το πουλήσεις στην εγγλέζικη αεροπορία». «Το ξέρω. Χρειάζομαι όμως φαγητό που να διαρκεί, κι αυτό εδώ είναι το μόνο μέρος για να το βρω». «Δεν μου φαίνεσαι άνθρωπος που δεν μπορείς να βρεις στα μα­ γαζιά, Μπέρνι». «Δεν είναι για μένα, Βίλι». «Ήμουν σίγουρος. Σ ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι δουλειά μου για ποιον το θες. Θα σου πω όμως, κομισάριε, ότι για καφέ σαν αυτόν θα έκανα έγκλημα κατά της πολιτείας. Αρκεί βέβαια να μην το πεις πουθενά. Άντε, έλα μαζί μου. Νομίζω έχουμε λίγες κονσέρβες από την εποχή πριν τον πόλεμο». Προχωρήσαμε προς την αποθήκη του ξενοδοχείου. Αυτός ο χώρος ήταν μεγάλος όσο το κρατητήριο κάτω από το Άλεξ, αλλά ωραιότερος για τ ’ αυτιά και τη μύτη. Η πόρτα ήταν ασφαλισμένη με περισσότερα λουκέτα απ’ ό,τι η Γερμανική Τράπεζα. Εκεί μέ­ σα γέμισε το γυλιό μου με όσες κονσέρβες χωρούσε.

P H I L I P K E RR

[44 J

«Όταν σου τελειώσουν, έλα να πάρεις κι άλλες, αν είσαι ακόμη έξω. Και αν δεν είσαι, σε παρακαλώ να ξεχάσεις ότι με ξέρεις». «Σ ’ ευχαριστώ, Βίλι». «Θέλω όμως να σου ζητήσω μια μικρή χάρη, Μπέρνι. Που μπορεί να σου βγει και σε καλό. Έχουμε έναν Αμερικανό δημο­ σιογράφο στο ξενοδοχείο. Έναν απ’ τους πολλούς, όπως συμβαί­ νει συνήθως. Τον λένε Πολ Ντίκσον και δουλεύει για το Αμοιβαίο Σύστημα Ραδιοφωνικής Αναμετάδοσης.* Μ ε πολλή χαρά θα πή­ γαινε στο μέτωπο, αλλά κάτι τέτοια απαγορεύονται. Ό λα απαγο­ ρεύονται πια. Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε τι επιτρέπεται εί­ ναι να κάνουμε κάτι και να καταφέρουμε να μην μπούμε φυλακή. »Ξέρω λοιπόν ότι πρόσφατα γύρισες απ’ το μέτωπο. Και βλέ­ πεις ότι δεν ρωτάω πώς είναι εκειπέρα, στα ανατολικά. Και μόνο το να δω μια πυξίδα με αρρωσταίνει. Δεν ρωτάω γιατί δεν θέλω να ξέρω. Μπορείς να πεις ότι αυτό συμβαίνει γιατί τα έχω βρει με το ξενοδοχείο: επειδή ο έξω κόσμος δεν με νοιάζει καθόλου. Οι πελάτες του ξενοδοχείου είναι ο κόσμος μου και μόνο αυτό τον κόσμο θέλω να ξέρω. Η ευτυχία και η ικανοποίησή τους με ενδια­ φέρει περισσότερο από κάθε τι. «Οπότε για την ευτυχία και την ικανοποίηση του κυρίου Ν τίκ­ σον σου ζητώ να τον συναντήσεις. Όμως όχι εδώ στο ξενοδοχείο. Ό χι, με τίποτα. Δεν είναι και πολύ ασφαλείς οι συζητήσεις στο Άντλον. Αρκετές σουίτες του τελευταίου ορόφου είναι πιασμένες από ανθρώπους του Υπουργείου Εξωτερικών. Κι αυτούς τους φυ­ λάνε Γερμανοί στρατιώτες με ατσάλινα κράνη. Το φαντάζεσαι; Στρατιώτες εδώ, στο Άντλον. Απαράδεκτο. Είναι σαν το 1919 πά­ λι, αλλά χωρίς οδοφράγματα».** * Αμερικανό ραδιοφωνικό δίκτυο που λειτούργησε κατά το διάστημα 19341999. (Σ.τ.Ε) * * Αναφορά στη συντριβή των σπαρτακιστών στο Βερολίνο από τα κυβερνητικά στρατεύματα τον Ιανουάριο του 1919, μετά την κήρυξη γενικής απεργίας και την κινητοποίηση 500.000 εργατών. (Σ.τ.Ε.)

Μ «Τι κάνουν οι εργάτες του Εξωτερικών εδωπέρα που δεν μπο­ ρούν να το κάνουν στο υπουργείο;» «Κάποιοι απ’ αυτούς προορίζονται μόνο για το καινούργιο I ραφείο Εξωτερικών Μετακινήσεων, όταν ολοκληρωθεί. Ο ι υπό­ λοιποι απλώς δακτυλογραφούν. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ δακτυλο­ γραφούν. Λες και γράφουν την ομιλία του Μαχάτμα». «Και τι δακτυλογραφούν;» «Δελτία Τύπου για τον αμερικανικό Τύπο, τα περισσότερα από τα οποία μένουν εδώ. Που σημαίνει ότι υπάρχουν γκεσταπίιες στο μπαρ. Πιθανόν να έχουν βάλει ακόμα και μικρόφωνα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά κάτι τέτοιο άκουσα. Δλλη μια πηγή δυστυ­ χίας για μας». «Ο φίλος μας ο Ντίκσον είναι στο ξενοδοχείο τώρα;» Ο Βίλι σκέφτηκε μια στιγμή. «Έτσι νομίζω». «Μην αναφέρεις το όνομά μου. Πες του απλώς ότι αν ενδιαφέρεται για λίγη “Ζωή, ποίηση και αλήθεια”,* θα είμαι πίσω από το άγαλμα του Γκαίτε στον Τιεργκάρτεν». «Ξέρω πού είναι. Κοντά στη Χέρμαν Γκέρινγκ Στράσε». «Θα τον περιμένω για ένα τέταρτο. Κι αν έρθει, να είναι μό­ νος. Κανένας φίλος. Μόνο εκείνος, εγώ και ο Γκαίτε. Δεν θέλω μάρτυρες όταν θα του μιλάω. Στις μέρες μας πολλά αμερικανάκια δουλεύουν για την Γκεστάπο. Ούτε καν για τον Γκαίτε δεν είμαι σίγουρος». Ζαλώθηκα το γυλιό στην πλάτη και βγήκα απ’ τον Άντλον πη­ γαίνοντας προς την πλατεία Παρίζερ - είχε ήδη αρχίσει να νυ­ χτώνει. Ένα από τα ελάχιστα καλά με τη συσκότιση ήταν ότι δεν μπορούσες να δεις τις ναζιστικές σημαίες, αλλά τα βαριά περι­ γράμματα του ημιτελούς Γραφείου Εξωτερικών Μετακινήσεων, έργο του Σπιρ, ήταν ακόμη ορατά πέρα μακριά, σε αντίθεση με Αναφορά στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του Γκαίτε (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

N

τον νυχτερινό ουρανό που μόβιζε κυριαρχώντας στο τοπίο δυτικό της Πύλης του Βραδεμβούργου. Ο ι φήμες έλεγαν ότι ο αγαπημέ­ νος αρχιτέκτονας του Χίτλερ, ο Άλμπερτ Σπιρ, χρησιμοποιούσε Ρώσους αιχμαλώτους για να βοηθήσουν να ολοκληρωθεί το κτί­ ριο, το οποίο κανείς άλλος εκτός από τον Χίτλερ δεν έμοιαζε να θέλει. Ο ι φήμες επίσης έλεγαν ότι ένα καινούργιο δίκτυο τούνελ ήταν υπό κατασκευή, που θα ένωνε τα κυβερνητικά κτίρια της Βίλχελμ Στράσε με μυστικά καταφύγια τα οποία εκτείνονταν κά­ τω από τη Χέρμαν Γκέρινγκ Στράσε, ως τον Τιεργκάρτεν. Ποτέ δεν ήταν καλό να δίνεις τόση σημασία στις φήμες στο Βερολίνο για τον απλούστατο λόγο ότι συνήθως ήταν αληθινές. Στάθηκα δίπλα στο άγαλμα του Γκαίτε και περίμενα. Ύστερα από λίγο άκουσα ένα 109 πολύ χαμηλά στον ουρανό, ενώ κατευθυνόταν νοτιοανατολικά, προς την εναέρια ζώνη του Τέμπελχοφ - και ύστερα ακόμα ένα. Για όποιον έχει πάει στη Ρωσία, είναι ένας εύκολα αναγνωρίσιμος και καθησυχαστικός ήχος, σαν ένα τεράστιο αλλά φιλικό λιοντάρι που μουγκρίζει σε μια άδεια σπη­ λιά, και διαφέρει αρκετά από το θόρυβο των πολύ πιο αργοκίνη­ των Ουίτλι της Βρετανικής Αεροπορίας, τα οποία πού και πού όργωναν τους ουρανούς του Βερολίνου σαν τρακτέρ θανάτου και καταστροφής. «Καλησπέρα», είπε ο άντρας που ερχόταν προς το μέρος μου. «Είμαι ο Πολ Ντίκσον. Ο Αμερικανός από το Άντλον». Σχεδόν δεν χρειαζόταν συστάσεις. Το αποσμητικό Ολντ Σπάις και ο καπνός Βιρτζίνια προπορεύονταν σαν μια μοτοσικλέτα με ένα σημαιάκι στο φτερό. Τα βαριά βήματα φανέρωναν τα ανθε­ κτικά, μυτερά παπούτσια του, που θα μπορούσαν να τον μεταφέ­ ρουν στον ποταμό Ντάλαγουερ. Το χέρι που έσφιξε το δικό μου ανήκε σε ένα σώμα που κατανάλωνε ακόμη θρεπτικό φαγητό. Η γλυκιά του ανάσα, με μυρωδιά μέντας, μύριζε αληθινή οδοντόκρε­ μα και αποδείκνυε την επίσκεψή του σε οδοντογιατρό που είχε δόντια στο στόμα του και δεν είχε βγει εδώ και μια δεκαετία στη

Μ σύνταξη. Και παρότι ήταν σκοτεινά, μπορούσα σχεδόν να νιώσω ιο μαύρισμά του. Ενώ ανταλλάσσαμε τσιγάρα και τυπικές κουβένιες, αναρωτιόμουν αν ο πραγματικός λόγος που οι Βερολινέζοι αντιπαθούσαν τους Αμερικανούς είχε λιγότερο να κάνει με τον Ι’ούσβελτ και την αντιγερμανική ρητορική του και περισσότερο με την καλύτερη υγεία τους, τα καλύτερα μαλλιά τους, τα καλύτε­ ρα ρούχα τους και συνολικά την καλύτερη ζωή τους. «Ο Βίλι μου είπε ότι μόλις επιστρέψατε από το μέτωπο», είπε • >τu γερμανικά, που ήταν μάλιστα καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. «Ναι, σωστά». «Θέλετε να συζητήσουμε γι’ αυτό;» «Το να συζητήσουμε γι’ αυτό ισοδυναμεί με τον μοναδικό τρόιιο να αυτοκτονήσω, κάτι για το οποίο έχω την τόλμη», εξομολο­ γήθηκα. «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, κύριε, ότι δεν έχω καμία σχέση μι την Γκεστάπο. Αν αυτό εννοείτε. Τολμώ να πω ότι αυτό ακρι­ βώς θα σας έλεγε κι ένας πληροφοριοδότης της Γκεστάπο. Όμως, για να είμαι απολύτως σαφής, δεν έχουν τίποτα που χρειάζομαι. I .κτός ίσως από μια καλή ιστορία. Θα σκότωνα για μια καλή ιστο­ ρία». «Έχετε σκοτώσει πολλούς;» «Βασικά δεν θα μπορούσα. Από τη στιγμή που ξέρουν ότι είμαι Αμερικανός, οι περισσότεροι Βερολινέζοι είναι σαν να θέλουν να με χτυπήσουν. Είναι σαν να βλέπουν στο πρόσωπό μου ότι είμαι υπεύθυνος για όλα τα πλοία που δώσαμε στους Βρετανούς». «Μην ανησυχείτε — οι Βερολινέζοι ποτέ δεν κόπτονταν να αποκτήσουν ναυτικό», είπα. «Αυτά τα ζητήματα απασχολούν πε­ ρισσότερο το Αμβούργο και τη Βρέμη. Στο Βερολίνο μπορείτε να θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό που ο Ρούσβελτ δεν έδωσε ποτέ στους Εγγλέζους μπίρα ή λουκάνικα, γιατί αλλιώς τώρα θα ήσα­ σταν νεκρός». Έδειξα προς την πλατεία Ποτσντάμερ.

P H I L I P K E RR

M

«Ελάτε, ας περπατήσουμε». «Μάλιστα», είπε και με ακολούθησε νότια, έξω από το πάρκο. «Πάμε κάπου συγκεκριμένα;» «Ό χι. Χρειάζομαι όμως λίγα λεπτά για να στήσω το μπαλάκι, ας πούμε». «Είστε του γκολφ, ε;» «Έπαιζα παλιά λίγο. Πριν από τους ναζί. Όμως ποτέ δεν μπή­ κα στο νόημα από την εποχή του Χίτλερ κι έπειτα. Είναι πολύ εύ­ κολο να είσαι κακός στο γκολφ, κάτι που οι ναζί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν». «Εκτιμώ πολύ που μου μιλάτε έτσι». «Ακόμη δεν σας έχω πει τίποτα. Αυτή τη στιγμή αναρωτιέμαι πόσα μπορώ να σας πω δίχως να νιώσω σαν τον... Πώς τον λέγαν τον προδότη; Μπένεντικτ;...» «Μπένεντικτ Άρνολντ;»* «Ακριβώς». Περάσαμε την Ποτσντάμερ πηγαίνοντας προς την πλατεία Λαϊπτσίγκερ. «Ελπίζω ότι δεν πάμε στη Λέσχη Τύπου», είπε ο Ντίκσον. «Θα ένιωθα λιγάκι ανόητος αν με πηγαίνατε εκεί για να μου πείτε την ιστορία σας». Έδειξε μια πόρτα όπου διάφορα κάπως επίσημα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα. «Ακούω κάθε είδους μαλακία εκεί μέσα». «Και λίγα λέτε». «Ο δόκτωρ Φρέλιχ, ο σύνδεσμος του Υπουργείου Προπαγάν­ δας με τα αμερικανικά μέσα, μας μαζεύει πάντοτε εκεί για ειδικές συνεντεύξεις Τύπου, να ανακοινώσει μια ακόμα αποφασιστική νί* Μπένεντικτ Αρνολντ (1741-1801): Αμερικανός στρατηγός κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης. Θεωρήθηκε προδότης επειδή ως διοικητής του Ουέστ Πόιντ της Νέας Υόρκης, το παρέδωσε στους Βρετανούς. Αργότερα έγινε ταξίαρχος του βρετανικού στρατού. {Σ.τ.Μ.)

Μ κιι ίων γερμανικών δυνάμεων εναντίον του Κόκκινου Στρατού, l·',κείνος ή κάποιος άλλος απ’ τους δόκτορες. Ο Μπραουβάιλερ ή η Ντίτριχ. Ο ι δόκτορες της απάτης, έτσι τους λέμε». «Χωρίς να ξεχνάμε τον μεγαλύτερο απατεώνα απ’ όλους», είιιιι. «Τον δόκτορα Γκέμπελς». Ο Ντίκσον γέλασε πικρά. «Έχουν γίνει τόσο άσχημα τα πράγματα, που όταν ο γιατρός μου λέει ότι όλα είναι μια χαρά μ’ εμένα, απλώς δεν τον πιστεύω». «Να τον πιστεύετε. Είστε Αμερικανός. Εφόσον δεν κάνετε κάτι ανόητο, όπως το να κηρύξετε πόλεμο στη Ρωσία, οι περισσότεροι (πιό σας θα έπρεπε να ζήσετε για πάντα». Ο Ντίκσον με ακολούθησε προς το πολυκατάστημα Βέρτχαϊμ. Στο φεγγαρόφως έβλεπες τον τεράστιο χάρτη της Σοβιετικής Γνώσης, που έπιανε την κεντρική βιτρίνα, έτσι που κάθε Γερμα­ νός πατριώτης μπορούσε να τον δει και να ακολουθήσει την ηρω­ ική προέλαση των γενναίων στρατιωτικών δυνάμεών μας. Ήταν οαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στο κατάστημα για να βάλουν οιη βιτρίνα. Ό ταν ήταν στην ιδιοκτησία και στη διεύθυνση Ι',βραίων, ήταν το καλύτερο κατάστημα στη Γερμανία. Τώρα ήταν λίγο καλύτερο από αποθήκη, και μάλιστα άδεια. Ο ι υπάλληλοι in ρνούσαν την περισσότερη ώρα κουβεντιάζοντας και αδιαφορώ­ ν ι ας για τους θεατές - με δυσκολία θα τους έλεγες πελάτες - , οι οποίοι τριγυρνούσαν στο κατάστημα αναζητώντας προϊόντα που απλώς δεν υπήρχαν. Ακόμα και τα ασανσέρ δεν δούλευαν. Δεν υπήρχε ψυχή στο πεζοδρόμιο μπροστά από τη βιτρίνα και έμοιαζε το ιδανικό μέρος για να πω στον Αμερικανό δημοσιογρά­ φο την αλήθεια για τον πατριωτικό μας πόλεμο εναντίον των Ρώ­

σων και των Εβραίων. «Δώστε μου ένα τσιγάρο ακόμα. Αν πρόκειται να ξεράσω όλη ι »|ν ιστορία, χρειάζομαι κάτι να με βοηθήσει». Μου έδωσε σχεδόν ένα πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα και μου είπε να το κρατήσω. Άναψα ένα στα γρήγορα και άφησα τη νικο­

P H I L I P K E RR

M

τίνη να εισβάλει και να παίξει στο μυαλό μου. Για μια στιγμή ένιωσα ίλιγγο και μια αίσθηση λιποθυμίας, σαν να ήταν η πρώτη φορά που κάπνιζα στη ζωή μου. Όμως κάπως έτσι θα έπρεπε να είμαι. Δεν θα ήταν σωστό να πω στον Ντίκσον για τα αστυνομικά τάγματα, τη μετεγκατάσταση, τις ειδικές δράσεις, το γκέτο του Μινσκ και τους λάκκους που ήταν γεμάτοι νεκρούς Εβραίους δί­ χως να νιώσω να ανακατεύομαι. Αυτά ακριβώς του είπα. «Και όλα αυτά τα είδατε;» Τώρα ήταν η σειρά του Ντίκσον να νιώσει να ανακατεύεται. «Είμαι λοχαγός της Υπηρεσίας Ασφαλείας»,* είπα. «Όλα αυτά τα είδα». «Θ εέ μου. Πώς να το πιστέψει κανείς;» «Θέλατε να μάθετε. Κι εγώ σας είπα. Έτσι έχουν τα πράγματα. Ίσως χειρότερα απ’ ό,τι φανταζόσασταν. Όταν δεν σας επιτρέ­ πουν να πάτε σε ένα μέρος, είναι γιατί δεν μπορούν να καυχηθούν για όσα κάνουν. Θα το βλέπατε και μόνος σας. Θα ήμουν εκεί τώ­ ρα, γιατί έχω κατά νου ένα συγκεκριμένο για τον οποίο θα τραβού­ σα τη σκανδάλη. Μ ε έστειλαν σπίτι μου όμως, δυσμενής μετάθεση. Πάλι καλά που δεν με έστειλαν σε κανένα τάγμα σωφρονισμού». «Ήσασταν στην Υπηρεσία Ασφαλείας;» Ο Ντίκσον ακούστηκε λιγάκι νευρικός. «Μάλιστα». «Κάτι σαν την Γκεστάπο, έτσι δεν είναι;» «Ό χι ακριβώς. Είναι το έξυπνο παρακλάδι των Ες Ες. Η άσχη­ μη και μικρότερη αδελφή της Ά μπβερ.** Όπως και πολλοί άλλοι

* Sicherheitsdienst: Υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας και κατασκοπείας των Ες Ες. {Σ.τ.Ε) ** Άμπβερ: Γερμανική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών από το 1866 μέχρι το 1944, η οποία διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στους δυο Παγκόσμιους πολέμους και ιδιαίτερα στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όπου αναδείχθηκε ως αυτόνομη υπηρεσία. (Σ.τ.Μ .)

Μ οιην Ασφάλεια, βρέθηκα εκεί από ένα παραθυράκι που έλεγε Λεν Έχεις Αλλη Επιλογή”. Ήμουν αστυνομικός στο Άλεξ προιού πάω εκεί. Ένας καλός αστυνομικός. Από εκείνους που ξεκί­ νησαν βοηθώντας ηλικιωμένες κυρίες να περάσουν το δρόμο. Δεν βάζουμε όλοι τους Εβραίους να καθαρίσουν το δρόμο με οδοντό­ βουρτσα. Θέλω να το γνωρίζετε αυτό. Προσωπικά είμαι σαν ιον Φρανκενστάιν με το κοριτσάκι στη λίμνη. Έχω ένα κομμάτι μέσα μου που στ’ αλήθεια αποζητά να κάνει φίλους και να είναι καλός». Ο Ντίκσον έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Κανείς στη χώρα μου δεν πρόκειται να το πιστέψει αυτό», είιιε τελικά. «Ό χι ότι θα περάσει από την τοπική λογοκρισία. Αυτό είναι το θέμα με το ραδιόφωνο. Πρέπει να καθαρίσεις το κείμενό οου από την αρχή». «Οπότε φύγετε απ’ τη χώρα. Πηγαίνετε πίσω και αγοράστε μια γραφομηχανή. Γράψτε το στις εφημερίδες και πείτε την αλή­ θεια στον κόσμο». «Αναρωτιέμαι αν θα με πίστευε κανείς». «Είναι κι αυτό. Μ ε δυσκολία μπορώ να το πιστέψω κι εγώ που ήμουν εκεί. Το είδα. Κάθε βράδυ πηγαίνω για ύπνο ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσω και ότι θα τα έχω φανταστεί όλα». «Ίσως αν τα λέγατε σε έναν ακόμα Αμερικανό εκτός από μένα. Αυτό θα έκανε την ιστορία πιο πιστευτή». «Ό χι. Αυτό είναι δικό σας πρόβλημα, όχι δικό μου». «Κοιτάξτε», είπε ο Ντίκσον, «ο άνθρωπος που πρέπει οπωσδή­ ποτε να γνωρίσετε είναι ο Γκουίντο Έντερις. Είναι ο διευθυντής του γραφείου των New York Times στο Βερολίνο. Νομίζω πως πρέ­ πει να του πείτε ό,τι είπατε σ’ εμένα μόλις τώρα». «Νομίζω πως έχω μιλήσει αρκετά μέσα σε ένα βράδυ. Παράξε­ νο, αλλά με κάνει να νιώθω τύψεις με έναν τρόπο που δεν είχα φα­ νταστεί. Πριν ένιωθα σαν δολοφόνος. Τώρα νιώθω και σαν προ­ δότης».

P H I L I P K E RR

M

«Μην το κάνετε». «Υπάρχει ένα όριο στο πόσες τύψεις μπορώ να αντέξω προτού ξεράσω ή πηδήξω μπροστά σε ένα τρένο». «Μην το κάνετε αυτό, λοχαγέ... όπως κι αν σας λένε. Ό λος ο κόσμος πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει στο ανατολικό μέτωπο. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι άνθρωποι σαν κι εσάς, που θέ­ λουν να μιλήσουν». «Και μετά τι; Μήπως νομίζετε ότι θ’ αλλάξει κάτι; Αν η Αμερι­ κή δεν είναι έτοιμη να εμπλακεί στον πόλεμο για χάρη των Βρε­ τανών, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα το κάνουν για χάρη των Εβραίων της Ρωσίας». «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αλλά καμιά φορά το ένα οδηγεί στο άλλο». «Αλήθεια; Κοιτάξτε τι συνέβη στο Μόναχο το 1938.* Κάτι που δεν οδήγησε πουθενά. Κι εσείς δεν ήσασταν καν στις διαπραγμα­ τεύσεις. Ήσασταν στο σπιτάκι σας, προσποιούμενοι ότι δεν είχε καμιά σχέση όλο αυτό με τις ΗΠΑ». Ο Ντίκσον δεν μπορούσε να διαφωνήσει μ’ αυτό. «Πώς μπορώ να έρθω σ’ επαφή μαζί σας, λοχαγέ;» «Δεν μπορείτε. Θα μιλήσω στον Βίλι και θα του αφήσω μήνυμα αν αποφασίσω να ξεράσω κι άλλα». «Αν είναι χρηματικό το ζήτημα...» «Δεν είναι». Ασυναίσθητα γυρίσαμε και οι δυο τα κεφάλια μας για να δούμε ένα ακόμα 109 που έσκιζε τους αιθέρες από τα νοτιοδυτικά, και είδα το φεγγάρι να φωτίζει το αγχωμένο, ήπιο πρόσωπο του Ντίκσον. Όταν ο ήχος χάθηκε πια στον ορίζοντα, τον άκουσα να ξεφυσά. «Δεν μπορώ να το συνηθίσω με τίποτα», παραδέχτηκε. «Εννοώ * Αναφορά στη Συμφωνία του Μονάχου (29 Σεπτεμβρίου του 1938), η οποία υπογράφτηκε για να αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Τσεχοσ­ λοβακίας, αλλά στη συνέχεια δεν απέτρεψε τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβα­ κίας. (Σ.τ.Ε.)

Ν ότι αυτά τα μαχητικά πετάνε τόσο χαμηλά. Φοβάμαι συνεχώς ότι κάτι θα εκραγεί μπροστά μου από στιγμή σε στιγμή». «Μερικές φορές το εύχομαι αυτό. Αλλά πιστέψτε με: ένα μα­ χητικό έχει το συνήθειο να βουίζει λιγάκι δυνατότερα όταν απο­ φασίζει να χτυπήσει». «Και μια που λέμε για εκρήξεις», είπε. «Έχετε ακούσει τίποτα για τους Τρεις Μάγους;* Ο ι δόκτορες της απάτης μάς λένε μόνο τα γύρω γύρω. Τον περασμένο Μάιο είπαν ότι είχαν τσακώσει δύο από τους επικεφαλής και ότι από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε στα χέρια τους και ο τρίτος. Από τότε δεν μάθαμε τίποτα. Ρωτά­ με συνεχώς, αλλά κανείς δεν λέει κουβέντα, οπότε εικάζουμε ότι ο τρίτος είναι ακόμη ελεύθερος. Πιστεύετε ότι έχει βάση αυτό;» «Δεν μπορώ να σας πω τίποτα». «Δεν μπορείτε ή δεν θέλετε;» Ένα σύννεφο πέρασε μπροστά απ’ το φεγγάρι, σαν κάτι σκο­ τεινό πάνω απ’ την ψυχή μου. «Ελάτε τώρα, λοχαγέ. Κάτι θα ξέρετε». «Μόλις επέστρεψα από την Ουκρανία, οπότε έχω μείνει λίγο πίσω σχετικά με το τι συμβαίνει στο Βερολίνο. Αν όμως έπιαναν τον Μελχιόρ, είμαι σίγουρος ότι θα τα είχατε μάθει όλα, έτσι; Απ’ τα μεγάφωνα». «Τον Μελχιόρ;» «Και νόμιζα ότι μόνο οι Γερμανοί ήταν άθεο έθνος». Απομακρύνθηκα. «Να σας πω», είπε ο Ντίκσον. «Την έχω δει αυτή την ταινία, τον Φρανκενστάιν. Και τώρα θυμήθηκα τη σκηνή. Το τέρας ρίχνει το κοριτσάκι στη λίμνη, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Δεν είναι λυπηρό;» * Ονομασία τριών πρώην αξιωματικών του τσεχικού στρατού που δραστηριο­ ποιήθηκαν εναντίον της γερμανικής κατοχής της χώρα τους (1939-1942) οργα­ νώνοντας δολιοφθορές και βομβιστικές επιθέσεις. Η κωδική ονομασία «Τρεις Μάγοι» τους είχε δοθεί από τους ναζί. (Σ.τ.Ε)

P H I L I P K E RR

M

Έκανα μια βόλτα κατηφορίζοντας την Μπίλοου Στράσε, απ’ όπου κινήθηκα δυτικά. Θα πήγαινα με τα πόδια ως το σπίτι, αλλά πρόσεξα μια τρύπα στο παπούτσι μου και στο Νόλι αποφάσισα να πάρω το τρένο. Κανονικά θα έπαιρνα το τραμ, αλλά το 33 είχε αποσυρθεί - κι αφού η ώρα ήταν περασμένες εννιά, τα μοναδικά ταξί που κυκλοφορούσαν προορίζονταν για τις κλήσεις από την αστυνομία, για να μεταφέρουν τους άρρωστους, τους κουτσούς, τους ηλικιωμένους ή τους ταξιδιώτες με βαριές αποσκευές στους σταθμούς. Και τα μεγαλοστελέχη του Κόμματος βεβαίως. Ποτέ δεν είχαν πρόβλημα να βρουν ταξί μετά τις εννιά για να τους πάει σπίτι. Το Νόλι ήταν σχεδόν έρημο, πράγμα όχι και τόσο παράξενο για τη συσκότιση. Το μόνο που μπορούσε κανείς να δει ήταν καύτρες τσιγάρων, που κινούνταν στο σκοτάδι σαν πυγολαμπί­ δες, ή μερικές φορές τις φωσφοριζέ κονκάρδες στο πέτο κάποι­ ου που ήθελε να μην πέσει πάνω σε κανέναν περαστικό - το μό­ νο που μπορούσες να ακούσεις ήταν τα τρένα που προχωρού­ σαν αόρατα μέσα κι έξω απ’ τον αρ νουβό γυάλινο θόλο του σταθμού ή ασώματες φωνές, ψήγματα από διάφορες κουβέντες, λες και το Βερολίνο ήταν μια μεγάλη υπαίθρια σύναξη - ένα απόκοσμο εφέ που το έκαναν εντονότερο οι σποραδικές λάμ­ ψεις ηλεκτρικού φωτός από τις ράγες. Ή ταν θαρρείς και κάποι­ ος σύγχρονος Μωυσής - και ποιος να τον κατηγορήσει; - να ε ί­ χε απλώσει το δυνατό του χέρι προς τον ουρανό διαχέοντας βα­ θύ σκοτάδι πάνω από τη Γερμανία. Σίγουρα ήταν καιρός να ελευθερωθούν οι Ισραηλίτες ή τουλάχιστον να ανακουφιστούν απ’ τα δεσμά τους. Είχα φτάσει σχεδόν στη σκάλα, όταν κάτω από τις αψίδες άκουσα ένα ουρλιαχτό. Σταμάτησα για μια στιγμή, κοίταξα γύρω μου και, καθώς ένα σύννεφο πέρασε νωχελικά μπροστά από το

Μ φεγγάρι, είδα για μια στιγμή, son et lumibre * έναν άντρα να επιτί­ θεται σε μια γυναίκα. Ήταν πεσμένη στο έδαφος προσπαθώντας να τον διώξει από πάνω της, ενώ εκείνος, έχοντας το ένα χέρι οτο στόμα της, την πασπάτευε κάτω από τη φούστα της. Ακόυσα μια βρισιά, μια πνιγμένη κραυγή και μετά τα βήματά μου καθώς κατέβαινα τη σκάλα. «Έι, πάρ’ τα χέρια σου από πάνω της», φώναξα. Αυτός φάνηκε να της έριξε μια μπουνιά και καθώς σηκώθηκε για να με δει, άκουσα ένα κλικ και πρόλαβα να δω τη λάμψη του σουγιά που είχε τώρα στα χέρια του. Αν ήμουν σε ώρα υπηρεσίας, Οα είχα το όπλο μου, αλλά δεν ήμουν και ενώ εκείνος ερχόταν προς το μέρος μου, ξεκρέμασα το γυλιό με τις κονσέρβες από τον ώμο μου και τον στριφογύρισα δυνατά, λες και ήταν σφυρά, όταν έφτασε σε ακτίνα βολής. Η τσάντα τον χτύπησε στο χέρι που εί­ χε απλωμένο, έπεσε ο σουγιάς από τα χέρια του, κι εκείνος γύρι­ σε και έφυγε τρέχοντας, ενώ εγώ άρχισα να τον κυνηγώ απρόθυ­ μα. Το φως του φεγγαριού χάθηκε για μια στιγμή, κι εγώ τον έχα­ σα μια και καλή. Λίγο αργότερα άκουσα λάστιχα να στριγκλίζουν στη γωνία της Μοτς Στράσε και φτάνοντας μπροστά στην Αμερι­ κανική Εκκλησία, βρήκα ένα ταξί με την πόρτα ανοιχτή και τον οδηγό να κοιτάζει το μπροστινό φτερό. «Μόλις πέρασε τρέχοντας από μπροστά μου», είπε ο οδηγός. «Τον χτύπησες;» «Δεν πρόλαβα». «Τέλος πάντων, τον χάσαμε». «Πρέπει να το ’σκάσε». «Προς τα πού πήγε;» «Προς το σινεμά». «Μ είνε εδώ που είσαι - είμαι αστυνομικός», είπα στον οδηγό

Γαλλικά στο κείμενο: ήχος και φως, που σημαίνει εδώ για μια στιγμή. (Σ.τ.Μ.)

P H I L I P K E RR

M

και διέσχισα το δρόμο, αλλά θα ήταν το ίδιο αν έβλεπα το καπέλο ενός μάγου. Δεν φαινόταν πουθενά. Έτσι επέστρεψα στο ταξί. «Τον βρήκατε;» «Ό χι. Τον χτύπησες πολύ;» «Δεν πήγαινα γρήγορα, αν αυτό εννοείτε. Μ ε δέκα δεκαπέντε χιλιόμετρα πήγαινα, όπως πρέπει, σωστά; Αλλά ακόμα κι έτσι, νομίζω ότι του έδωσα μια γερή. Χτύπησε πάνω στο καπό και έπε­ σε με το κεφάλι σαν να έπεσε από κάνα παλιάλογο στο πάρκο». «Πάρκαρε στην άκρη του δρόμου και μείνε εδώ», είπα στον οδηγό. «Εδώ», είπε. «Και πώς ξέρω ότι είστε αστυνομικός; Που είναι το σήμα σας;» «Είναι στο γραφείο μου στο Άλεξ. Μπορούμε να πάμε αμέσως εκεί και να περάσεις μια δυο ωρίτσες δίνοντας αναφορά. Αλλιώς μπορείς να κάνεις ό,τι σου λέω. Ο τύπος που χτύπησες επιτέθηκε σε μια γυναίκα. Γι’ αυτό έτρεχε να το σκάσει. Γιατί τον κυνηγού­ σα. Έλεγα μήπως πήγαινες την κυρία στο σπίτι». «Εντάξει, εντάξει». Επέστρεψα στο σταθμό στην πλατεία Νόλεντορφ. Η κοπέλα που δέχτηκε την επίθεση είχε σηκωθεί, έτριβε το σα­ γόνι της, ενώ ίσιωνε τα ρούχα της και έψαχνε για την τσάντα της. «Είστε καλά;» «Έτσι φαίνεται. Η τσάντα μου. Κάπου την πέταξε». Κοίταξα τριγύρω. «Ξέφυγε. Αλλά τον χτύπησε ένα ταξί, αν αυτό το κάνει λίγο καλύτερο». Συνέχισα να ψάχνω για την τσάντα της, αλλά δεν τη βρήκα. Αντιθέτως βρήκα το σουγιά. «Να τη», είπε εκείνη. «Τη βρήκα». «Είστε καλά;» «Νιώθω λιγάκι χάλια», είπε κρατώντας το σαγόνι της.

Μ Ούτε κι εγώ ένιωθα πολύ καλά. Δεν είχα το σήμα μου μαζί και εί­ χα κι ένα γυλιό γεμάτο κονσέρβες, έτσι που ένας περιορισμένης αρ­ μοδιότητας ένστολος ταύρος θα με χαρακτήριζε μαυραγορίτη, και οι μαυραγορίτες τιμωρούνταν παραδειγματικά. Δεν είναι σπάνιο οι

Schmarotzers, οι μαυραγορίτες, να καταδικάζονται σε θάνατο, ειδικά ον τύχαινε να είναι άτομα που θα έπρεπε να αποτελούν παράδειγ­ μα, όπως οι αστυνομικοί. Έτσι είχα το άγχος να το αποφύγω - και ούτε ήθελα να τη συνοδεύσω στο τοπικό τμήμα και να αναφέρω το ουμβάν. Ό χι εφόσον είχα μαζί μου το γυλιό. «Κοιτάξτε, άφησα το ταξί να περιμένει. Πού μένετε; Θα σας ιιάω στο σπίτι». «Λίγο μετά το Κούρφιρστνταμ. Δίπλα στο Κέντρο Θεάτρου». «Ωραία. Μένουμε κοντά». Τη βοήθησα να πάει ως το ταξί, που ήταν εκεί που το είχα αφήσει, στη γωνία της Μοτς Στράσε, και είπε στον οδηγό πού να πάει. Μετά διασχίσαμε δυτικά την Κλάιστ Στράσε, ενώ ο οδηγός μού έλεγε με εξαντλητικές λεπτομέρειες τι ακριβώς συνέβη και ότι δεν ήταν δικό του λάθος και ότι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο τύπος που είχε τρακάρει δεν χτύπησε περισσότερο. «Και πώς ξέρεις ότι δεν χτύπησε;» «Το έσκασε, σωστά; Δεν μπορείς να τρέξεις με σπασμένο πόδι. Π ιστέψτε με, το ξέρω. Ήμουν στον προηγούμενο πόλεμο και εί­ χα προσπαθήσει να το κάνω». Ό ταν φτάσαμε στο Κούρφιστνταμ, βοήθησα την κοπέλα να βγει από το αυτοκίνητο, ενώ εκείνη άρχισε αμέσως να ξερνάει. «Είναι η τυχερή μου νύχτα μάλλον», είπε ο οδηγός του ταξί. «Ωραία άποψη για την τύχη έχεις, φιλαράκο». «Μόνο αυτή έχουμε τούτη την εποχή». Ο οδηγός έσκυψε απ’ το παράθυρο και έδωσε μια στην πόρτα. «Εννοώ ότι θα μπορούσε να ξεράσει στο ταξί. Και ο τυπάκος που χτύπησα —θα μπορούσα να τον είχα σκοτώσει, σωστά;» «Πόσα;»

P H I L I P K E RR

M

«Εξαρτάται απ’ το αν πρόκειται να κάνετε αναφορά ή όχι». «Δεν ξέρω τι θέλει να κάνει η κυρία», είπα. «Στη θέση σου όμως θα την κοπανούσα προτού αλλάξει γνώμη». «Βλέπετε;» έβαλε μπροστά το ταξί. «Είχα δίκιο. Είναι η τυχερή μου νύχτα».

Μπήκαμε στο κτίριο όταν είδα πως η κοπέλα ήταν καλύτερα και τη βοήθησα να ανεβεί πάνω. Φορούσε ένα σκούρο μπλε, λινό ταγέρ με μια βαμβακερή, δα­ ντελωτή μπλούζα από κάτω. Η μπλούζα ήταν φθαρμένη και η μια κάλτσα κρεμόταν στο παπούτσι της. Τα παπούτσια της ήταν μα­ βιά, όπως και η τσάντα της και το σημάδι κάτω από τα μάτια της απ’ την μπουνιά. Τα ρούχα της είχαν ένα δυνατό άρωμα —ανα­ γνώρισα το Shalimar του Guerlain. Μόλις φτάσαμε στην πόρτα, κατάλαβα ότι ήταν γύρω στα τριάντα. Είχα μαλλιά ως τους ώμους, πλατύ μέτωπο, πλατιά μύτη, ψηλά μήλα και ζάρωνε το στόμα της. Αλλά και πάλι είχε λόγους να ζαρώνει το στόμα της. Ήταν γύρω στο ένα και εβδομήντα πέντε και όπως την κρατού­ σα, την ένιωθα δυνατή και μυώδη: αρκετά δυνατή για να παλέψει όταν της επιτέθηκαν, αλλά όχι τόσο ώστε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ήμουν ικανοποιημένος γι’ αυτό. Είχε μια γατίσια ομορφιά, με στενά μάτια και μια ουρά που έμοιαζε να έχει τη δική της, ανε­ ξάρτητη ζωή και μ’ έκανε να θέλω να την πάρω για λίγο στην αγκαλιά μου και να τη χαϊδέψω. Βρήκε το κλειδί και αναζήτησε την κλειδαριά, μέχρι που έπιασα το χέρι της και γύρισα το κλειδί. «Ευχαριστώ», είπε. «Θα είμαι εντάξει από δω και ύστερα πι­ στεύω». Και αν δεν είχε αρχίσει να πέφτει, θα την είχα αφήσει εκεί. Όμως την πήρα στα χέρια μου και την έβαλα μέσα σαν εξουθε­ νωμένη νύφη.

Μ I Ι|)οχωρώντας στο λιτό χολ, έπεσα πάνω σε έναν κέρβερο: μια μισυντυμένη κυρία γύρω στα πενήντα, με κατάξανθα μαλλιά και πολύ μεϊκάπ, που έμοιαζε απολύτως αναγκαία για την είσοδο στο ιοίρκο. Σχεδόν αμέσως, και με φωνή αλά Βαρόνος Οχς,* άρχισε νς ξέρω ότι ο καλλιτέχνης - ένας άλλος Αυστριακός ονόματι I κούσταβ Κλιμτ - πέθανε στις αρχές της επιδημίας γρίπης του Iό 18 ο καημένος. Νομίζω όμως ότι ήταν τακτικός επισκέπτης εδώ. I I Αντέλε είχε αδυναμία στον γερο-Κλιμτ, καταπώς λένε. "Ισως λίγο υπέρ το δέον. Είναι αστείο που τους ανακαλούμε όλους αυιούς εδώ, έτσι δεν είναι; Ειδικά τώρα που το σπίτι ανήκει στον ο'ΐρατηγό Χάιντριχ. Ο quam cito transit gloria mundi» * Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, αλλά δεν είπα τίποτα. Ενώ ο εκκεντρικός νέος υπασπιστής έμοιαζε να ξεπερνά το μέσο ρομποιάκι της αστυνομίας, δεν είχα τη διάθεση να αναφέρω το χαμό ι ης δικής μου συζύγου από την επιδημία γρίπης: Αν ο Κλιμτ ήταν από τα πρώτα θύματα, η σύζυγός μου ήταν η τελευταία που πέθανε από γρίπη, τον Δεκέμβριο του 1920. Επιπλέον υπήρχε κάτι απρόβλεπτο με τον λοχαγό Κούτνερ, που με έκανε να αναρωτιέ­ μαι πώς κάποιος σαν τον Χάιντριχ τον ανεχόταν. Αλλά και πάλι ο στρατηγός κατάφερνε επίσης με κάποιο τρόπο να ανέχεται εμέ­ να, κι αυτό μαρτυρούσε είτε τη μεγάλη ανεκτικότητά του - πράγ­ μα απίθανο —είτε τον απεριόριστο κυνισμό του. Ο Κούτνερ προσπάθησε, αλλά απέτυχε να συγκροτήσει ένα χασμουρητό. «Ο στρατηγός σάς κρατά ως αργά τη νύχτα, έτσι;» «Συγγνώμη. Ό χι, βασικά απλώς δεν κοιμάμαι πολύ καλά. Σχε­ δόν καθόλου για να είμαι ειλικρινής». «Την ίδια επιρροή έχει και σ’ εμένα. Σχεδόν δεν έχω κλείσει μάτι από τότε που έλαβα την ευγενική πρόσκλησή του στην Πρά­ γα. Και δεν είναι από διέγερση». «Αλήθεια;» Ο Κούτνερ ακούστηκε έκπληκτος. «Αλήθεια». * Ετσι περνάει η [μάταιη] δόξα σ’ αυτό τον κόσμο. (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

[168]

«Μ ε εκπλήσσετε. Βασικά καταλαβαίνει πολύ την κατάστασή μου. Πολύ. Μέχρι που με παρέπεμψε στο γιατρό του. Μου έδωσε κάτι που λέγεται Βερονάλ, το οποίο είναι πολύ αποτελεσματικό. Για τον ύπνο. Παρ’ όλο που πρέπει να είναι κανείς προσεχτικός με την κατανάλωση αλκοόλ». «Οπότε πρέπει να είμαι σίγουρος ότι δεν θα πάρω ούτε ένα», χαμογέλασα σαρκαστικά. «Συνήθως είμαι πολύ προσεχτικός ώστε να μην αφήσω τίποτα να μπει ανάμεσα σ’ εμένα και στο ποτό. Αυτό που εννοούσα όμως ήταν ότι η φήμη του στρατηγού προη­ γείται. Δεν είναι ακριβώς ο Μοχαντάς Γκάντι, σωστά; Και θα κοι­ μόμουν λιγάκι καλύτερα αν γνώριζα ακριβώς γιατί στο διάολο έχω έρθει εδώ. Φαντάζομαι ότι δεν μπορείς να με διαφωτίσεις με τον ίδιο στοχαστικό και εμπεριστατωμένο τρόπο που με διαφώτισες για τον πίνακα, έτσι δεν είναι;» Ο Κούτνερ έξυσε την ουλή στο μάγουλό του. Μάλλον το έκανε όταν ήταν νευρικός, και ήταν συχνά. «Υπέθεσα ότι εσείς και ο στρατηγός ήσασταν φίλοι». «Αν εννοείς όπως λέμε “μακριά κι αγαπημένοι”, τότε ναι, είμα­ στε φίλοι. Νομίζω όμως ότι ο καθένας έχει τους φίλους που του αξίζουν». «Μ ε εκπλήσσετε, κομισάριε Γκούντερ». «Ίσως ρισκάρατε αρκετά, λοχαγέ. Ίσως είμαι απ’ αυτούς που μπορούν να κάνουν αστειάκια εδωπέρα, φέρνοντας τους πάντες, εκτός από το στρατηγό, σε αμηχανία. Ό ταν γνωρίζει κανείς τον Χάιντριχ όπως εγώ, εύκολα καταλαβαίνεις πόσο θα τον διασκέδα­ ζε αυτό». «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό που λέτε αποκλείεται να ισχύει. Ο ι περισσότεροι που ήρθαν εδώ αυτό το Σαββατοκύριακο είναι οι πιο κοντινοί φίλοι του στρατηγού. Και έχει κάνει τα πάντα για να περάσουν όλοι καλά. Καλό φαγητό, υπέροχο κρασί, καλά μπράντι, τα καλύτερα πούρα. Ίσως εσείς τελικά νιώθετε αμήχανα, κομισάριε».

[169] «Υπάρχει πάντοτε αυτό το ενδεχόμενο. Στο στρατηγό πάντοτε άρεσε αυτό που οι Εγγλέζοι λένε ρωμαϊκές διακοπές. Ό ταν κάποιος υποφέρει για τη χαρά των άλλων». Ο Κουτνερ κούνησε το κεφάλι του. «Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω, Γκουντερ. Αστειευόμουν τώρα. Ο ι φόβοι σας είναι εντελώς αβάσιμοι. Ο στρατηγός είχε άγχος για το αν θα περάσετε καλά. Ο ίδιος διάλε­ ξε το δωμάτιό σας. Όπως όλων. Ακόμα και το δικό μου. Γνωρίζω εδώ και αρκετό καιρό το στρατηγό, με διαλείμματα, και μπορώ να επιβεβαιώσω τη γενναιοδωρία και τη στοχαστικότητά του. Δεν εί­ ναι καθόλου ο τύπος του σκληρού ανθρώπου με τα καπρίτσια που εσείς φαίνεται ότι έχετε στο νου σας. Ειλικρινά». «Ναι, είμαι σίγουρος ότι έτσι είναι, λοχαγέ», κούνησα το κεφά­ λι μου δείχνοντας τη χρυσή femme fatale. «Παρ’ όλα αυτά αναρω­ τιέμαι αν η άτυχη σύζυγος του εμπόρου ζάχαρης θα συμφωνούσε μαζί σου».

Ήταν ένα από κείνα τα οκτωβριάτικα απογεύματα που σε κά­ νουν να σκεφτείς ότι ο χειμώνας ήταν απλώς μια λέξη και ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ο ήλιος να σταματήσει να λά­ μπει. Τα λουλούδια στα περιποιημένα παρτέρια του Κάτω Κά­ στρου ήταν κυρίως ροζ ντάλιες, λευκές μαργαρίτες και κόκκινοι κατιφέδες, που χάριζαν ένα ξέσπασμα φθινοπωρινών χρωμάτων — έτσι κι αλλιώς το μόνο ξέσπασμα που θα ανέχονταν τα Ες Ες. Το γρασίδι ήταν τόσο πράσινο και απαλό όσο η κόρη του ματιού ενός πύθωνα. Τα κρυστάλλινα ποτήρια τσούγκρισαν, τα τακούνια χτύπησαν και κάποιος κάπου έπαιζε πιάνο. Ένα απαλό αεράκι στα δέντρα ακουγόταν σαν ένα τεράστιο μεταξωτό φόρεμα. Είχαν κλείσει τα ποτιστικά, υπήρχε όμως ένα μπολ με αληθινές φράου­ λες και υπέροχος αφρώδης οίνος, οπότε κατάφερα μια χαρά να γίνω μούσκεμα κι έτσι.

P H I L I P K E RR

[ΐ7θ]

Καθίσαμε για μεσημεριανό περίπου δεκαοχτώ άτομα. Μ ε άλ­ λους τέσσερις θα μπορούσαμε να παίξουμε κορόνα γράμματα για να ξεκινήσουμε έναν αγώνα φουτμπόλ. Το λευκό τραπεζομάντιλο ήταν τόσο αλύγιστο όσο το πανί μιας ακινητοποιημένης σκούνας με πολύ ασήμι, που αρκουσε για ένα τσούρμο κονκισταδόρες. Κα­ τά τα άλλα όλα ήταν ανεπίσημα, όπως είχε υποσχεθεί ο λοχαγός Κούτνερ, και ήμουν ικανοποιημένος που είχαμε ξεφορτωθεί τις ζώνες, μια και το φαγητό ήταν εντυπωσιακό και άφθονο: μπιζελόσουπα με αληθινά μπιζέλια και μπέικον, συκωτάκια από αληθινό συκώτι και αληθινά κρεμμύδια, σνίτσελ Χόλσταϊν από αληθινό μοσχάρι, αληθινό αυγό και αληθινές αντσούγιες, σερβιρισμένες με αληθινά απ’ όλα. Δεν είχε απομείνει χώρος στο στομάχι μου για τα αληθινά στρούντελ και το αληθινό τυρί που ακολούθησε. Το ίδιο εντυπωσιακά ήταν και τα κρασιά. Υπήρχε στο τραπέζι ένα κουτί για τα κουπόνια του φαγητού, κανείς όμως δεν του έδωσε σημασία, κι εγώ σκέφτηκα πως ήταν εκεί απλώς για μόστρα. Το κοίταξα και έφερα στο μυαλό μου τις αδελφές Φρίντμαν στο δια­ μέρισμα κάτω από το δικό μου στο Βερολίνο κι αναρωτήθηκα αν άραγε τα είχαν βγάλει πέρα με τις κονσέρβες που τους είχα δώ­ σει, κυρίως όμως συνέχισα να γεμίζω την τρύπα στη μούρη μου με φαγητό, κρασί και καπνό. Δεν μιλούσα πολύ. Και δεν υπήρχε ιδι­ αίτερος λόγος εξάλλου. Ό λοι είχαμε κολλήσει με όσα έλεγε ο Χάιντριχ, τις κλασικές αρλούμπες των ναζί, και μόνον όταν άρχι­ σε να λέει πόσο ανόητη ήταν η προσπάθεια να κάνουμε τους Τσέχους Γερμανούς, ξεκούρασα τα σαγόνια μου και άνοιξα τ ’ αυ­ τιά μου: «Ένας λαός που είναι καλή φυλή και έχει καλές προθέσεις θα γερμανοποιηθεί. Αυτούς που δεν μπορούμε να γερμανοποιήσουμε και να εκπαιδεύσουμε να σκέφτονται διαφορετικά απ’ ό,τι τώρα πρέπει να τους στήσουμε στον τοίχο. Ο ι υπόλοιποι —κι αυτοί εί­ ναι περίπου ο μισός πληθυσμός της Βοημίας και της Μοραβίας πρέπει να φύγουν από δω και να εγκατασταθούν στα ανατολικά,

Μ όπου μπορούν να ζήσουν τις υπόλοιπες δύσκολες μέρες τους στα στρατόπεδα εργασίας της Αρκτικής. Ωστόσο, όποτε μπορούμε, πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Ό ταν όλα θα έχουν τελειώσει, οι Τσέχοι πρέπει να κατανοήσουν τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας απέναντι στην αντίσταση. Και όταν η επείγουσα κατάσταση τερ­ ματιστεί, θα αυξήσω τις μερίδες και θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να κλείσω μέσα όλους τους μαυραγορίτες». Ακούστηκαν κι άλλες τέτοιες μπουρδες, κι εγώ κοίταξα τα χο­ ντρά πρόσωπα των συναδέλφων αξιωματικών για να δω αν κάποι­ ος αισθανόταν όπως εγώ, αλλά αντίκρισα μόνο συναίνεση και συμφωνία. 'Ισως κοιτούσαν κι αυτοί εμένα και σκέφτονταν το ίδιο πράγμα. Ανάμεσα σ’ αυτές τις μούρες υπήρχε μόνο μία, εκτός από το μακρύ, λεπτό σαν μάγισσας προσωπείο του Χάιντριχ, που ανα­ γνώρισα, κι αυτή ήταν του πρώην υπουργού Εξωτερικών και πρώ­ ην Προστάτη του Ράιχ Κονσταντίν φον Νόιρατ. Σχεδόν στα εβδομήντα του, ήταν ο μεγαλύτερος της ομήγυρης και φυσικά ο πιο αξιοσέβαστος. Ό χι ότι ο φιλόδοξος διάδοχός του, ο Χάιντριχ, τον είχε και σε μεγάλη υπόληψη. Που και που χτυπούσε απαλά το χέρι του ηλικιωμένου σαν να ήταν σκύλος και του μιλούσε δυ­ νατά, λες και ο βαρόνος ήταν κουφός, παρότι ήταν σαφές σε όποιον του μιλούσε ότι τίποτα δεν πήγαινε στραβά με την ακοή του. Υποψιάστηκα ότι ο Φον Νόιρατ ήταν παρών μόνο και μόνο για να ολοκληρώσει το θρίαμβο του νέου Προστάτη του Ράιχ. Ο Χάιντριχ απέφυγε να μου απευθύνει το λόγο, μέχρι που ση­ κωθήκαμε από το τραπέζι και βγήκαμε στη βεράντα ξανά για μπράντι και πούρα - ή, στην περίπτωσή μου, για καφέ και τσιγά­ ρα. Εκεί λοιπόν με έπιασε το μάτι του και, έχοντας κατηφορίσει προς τον πίσω κήπο του Άνω Κάστρου, τελικά μου εξήγησε γιατί βρισκόμουν εκεί. «Θυμάσαι την κουβέντα μας στο γραφείο μου στο Βερολίνο τη μέρα που νικήσαμε τους Γάλλους. Ιούνιος του 1940».

P H I L I P K E RR

[l7 2 j

«Τη θυμάμαι πολύ καλά. Πώς να ξεχάσω τη μέρα που η Γερ­ μανία νίκησε τη Γαλλία; Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος». «Ναι. Πάλι κάποιος προσπαθεί να με βγάλει απ’ τη μέση». Σήκωσα τους ώμους μου. «Πολλοί Τσέχοι θα πρέπει να σας θέλουν νεκρό, κύριε. Μάλ­ λον δεν μιλάμε μόνο για έναν». «Προφανώς». «Έχει γίνει κάποια απόπειρα εναντίον σας πρόσφατα;» «Θες να πεις ότι τα φαντάζομαι όλα αυτά;» «Εντάξει λοιπόν. Τα φαντάζεστε;» «Ό χι. Έ γινε μια απόπειρα δολοφονίας λίγες μέρες πριν. Σο­ βαρή απόπειρα». «Πότε, πού και πώς;» «Στη Φωλιά του Λύκου. Στο αρχηγείο του ίδιου του Χίτλερ, στην ανατολική Πρωσία. Μάλιστα ήμουν σίγουρος ότι θα σε εξέπληττε. Στην πραγματικότητα κι εγώ εξεπλάγην. Ήταν 24 Σ ε ­ πτεμβρίου. Διατάχτηκα να παρουσιαστώ στο Ράντενμπουργκ για να μου ανακοινώσει ο Χίτλερ ότι με διόριζε διάδοχο του Φον Νόιρατ εδώ στη Βοημία. Ορίστε λοιπόν το πότε και το πού. Το πώς: Κάποιος προσπάθησε να με δηλητηριάσει. Ο ι τοξικολόγοι στα ερ­ γαστήρια της αστυνομίας ακόμη προσπαθούν να απομονώσουν τη συγκεκριμένη ουσία που χρησιμοποιήθηκε. Ωστόσο τείνουν να πι­ στέψουν ότι ήταν μια τοξίνη με βάση την πρωτεΐνη ονόματι αλλαντοτοξίνη. Από το λατινικό botulus, που σημαίνει σαλάμι». «Ακούγεται πολύ θανατηφόρο για ένα Γερμανό». «Είναι ένα βακτήριο που συχνά προκαλεί δηλητηρίαση και εμ­ φανίζεται σε κακοσυντηρημένο κρέας. Θα είχα καταλήξει ότι επρόκειτο για μια κλασική τροφική δηλητηρίαση, αλλά δεν ήταν, επειδή οι γιατροί μας των Ες Ες προσπαθούσαν να συνθέσουν αυ­ τό με άλλες αντιβιοτικές ουσίες, όπως η σουλφανιλαμίδη. Σαν μέ­ σο θεραπείας των πληγών. Αλλά και ως ένωση νευροτοξίνης. Ή, για να πω αλλιώς, δηλητήριο».

Μ « Ισως ήταν μια απλή περίπτωση τροφικής δηλητηρίασης», είιια. «Έχετε σκεφτεί αυτή την πιθανότητα;» «Την έχω σκεφτεί. Και την έχω απορρίψει. Βλέπεις το δικό μου φαγητό ήταν το μοναδικό που είχε μολυνθεί. Ευτυχώς δεν πεινούσα και δεν έφαγα. Αντίθετα έδωσα το φαγητό μου στο σκύλο του ταγ­ ματάρχη Πλετς, ο οποίος πέθανε. Προφανώς δεν ήταν ο Φύρερ ο στόχος, γιατί είναι χορτοφάγος. Φυσικά έχουν γίνει όλες οι έρευνες που δεν θα θορυβούσαν το Φύρερ —και όλοι οι ξένοι εργάτες στη Φωλιά του Λύκου αντικαταστάθηκαν για προληπτικούς λόγους. Ως τώρα όμως δεν βρέθηκε τίποτα που να φωτίσει ποιος ήταν υπεύθυ­ νος για το γεγονός. Κι εδώ είναι που νιώθω ότι πρέπει να το ξεχάοουμε. Τουλάχιστον όσον αφορά την εμπλοκή του Ράστενμπουργκ. Και όπως σου λέω, δεν προτίθεμαι να θορυβήσω ή να φέρω σε δύ­ σκολη θέση τον Φύρερ. Εδώ όμως, στην Πράγα, μπορώ να λάβω κά­ ποια προληπτικά μέτρα. Εσύ, Γκούντερ, είσαι ένα, αν συμφωνείς». «Οπότε τι θέλετε να κάνω; Να δοκιμάζω τα φαγητά σας;» σή­ κωσα τους ώμους μου. «Θα έπρεπε να το είχατε αναφέρει πριν το φαγητό. Θα είχα καθίσει δίπλα σας». Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Να έχω το νου μου μήπως κάποιος προσπαθήσει να σας σκο­ τώσει; Αυτό θέλετε;» «Ναι. Στην ουσία θέλω να γίνεις ο προσωπικός μου σωματο­ φύλακας», είπε ο Χάιντριχ. «Μου λέτε ότι έχετε τέσσερις υπασπιστές και κανένα σωματο­ φύλακα;» «Ο Κλάιν, ο οδηγός μου, μπορεί να τραβήξει όπλο και να πυρο­ βολήσει τίποτα ανόητους Τσέχους. Όπως κι εγώ. Θέλω όμως κά­ ποιον κοντά μου που μπορεί να αντιλαμβάνεται το φόνο και τους δολοφόνους και να ξέρει πώς να αντιδράσει, για να είμαι ήσυχος. Έναν ικανό επιθεωρητή, που έχει μάθει να είναι υποψιασμένος». «Η εμπειρία μου μου λέει ότι η Γκεστάπο δεν φημίζεται για την αφέλειά της».

P H I L I P K E RR

|_174 j

«Θέλω κάποιον που να είναι περισσότερο χρήσιμος και υπο­ ψιασμένος παρά αφοσιωμένος». «Ναι, καταλαβαίνω τη διαφορά». «Κι από τη στιγμή που δεν μπορώ να προσφέρω τη θέση στον Ηρακλή Πουαρό, όπως ήταν λογικό, σκέφτηκα εσένα». «Στον Ηρακλή Πουαρό;» Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Ντετέκτιβ, μυθιστορηματικός ήρωας μιας Εγγλέζας συγγραφέως. Δεν έχει σημασία. Προφανώς δεν διαβάζεις. Είναι πολύ διάσημος. Όπως κι εκείνη». Κούνησα το κεφάλι μου. «Γνωρίζετε ότι οι περισσότεροι σωματοφύλακες ασχολούνται με το τι συμβαίνει στους εργοδότες τους, έτσι δεν είναι;» Ο Χάιντριχ γέλασε ειρωνικά. Αυτό δεν συνέβαινε συχνά και όταν συνέβαινε, έκανε το νεανικό, μακρύ πρόσωπό του να μοιάζει με κακού σχολιαρόπαιδου. «Θες να πεις ότι δεν έχεις την ικανότητα;» «Κάπως έτσι». «Μπορώ να βρω όσους γλείφτες θέλω απ’ την αστυνομία», εί­ πε ο Χάιντριχ. «Το θέμα είναι αν θα είναι σωστοί απέναντι μου. Θα μου λένε τις δυσάρεστες αλήθειες; Ό ,τι χρειάζεται δηλαδή να ξέρω. Και θα μπορώ να τους εμπιστεύομαι;» «Αυτό είναι αλήθεια, κύριε. Χωρίς όπλο δεν είναι εύκολο να σας φέρει κανείς αντίρρηση». «Εσένα σε ξέρω πέντε χρόνια. Ξέρω ότι δεν είσαι άνθρωπος του Χίμλερ. Ξέρω ότι δεν είσαι καν ναζί. Ξέρω ότι μπορεί να με σιχαίνεσαι. Όμως ενώ σχεδόν σίγουρα με αντιπαθείς, δεν πι­ στεύω ότι θα με δολοφονούσες. Μ ε άλλα λόγια μπορώ να σε εμπιστευτώ, Γκούντερ —να σε εμπιστευτώ θεωρώντας ότι δεν θα με σκοτώσεις - και να σε εμπιστευτώ πιστεύοντας ότι θα μου πεις τις δυσάρεστες αλήθειες που οι άλλοι θα μου έκρυβαν. Αυτό μου φαίνεται στοιχειώδες για το τι θέλω από ένα σωματοφύλακα.

Μ «Φυσικά από πολλές απόψεις είσαι τρελός. Μόνο ένας τρελός θα έμενε στην αστυνομία χωρίς να μπει στο Κόμμα. Μόνο ένας τρελός θα έμενε πιστός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Μόνο ένας τρελός δεν θα μπορούσε να δει ότι η νέα Γερμανία δεν πέ­ φτει. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι είσαι ένας έξυπνος και πο­ λυμήχανος τρελός. Αυτό μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Και, το πιο σημαντικό, είσαι εξαιρετικός αστυνομικός. Αν γίνεις ο ντετέκτιβ μου, θα έχεις το δικό σου δωμάτιο εδώ, στο Κάτω Κάστρο το δικό σου αυτοκίνητο - και γραφείο στον πύργο Χράντσανι στην πόλη. Που και πού θα μπορείς ακόμα και να βλέπεις το γοη­ τευτικό θηλυκό που έφερες μαζί σου από το Βερολίνο. Πώς τη λένε; Αριάνε, έτσι δεν είναι;» Αυτό με εξέπληξε, παρότι μάλλον δεν θα έπρεπε —δεν υπήρ­ χαν και πολλά πράγματα στην Πράγα που δεν γνώριζε ο Χάιντριχ. «Βασικά δεν μπορώ να καταλάβω τι σου βρίσκει. Ο ι γυναίκες που πάνε στο Τζόκεϊ Μπαρ συνήθως γυρεύουν άντρες με περισ­ σότερη βιταμίνη Β από σένα, Γκούντερ. Φυσικά αυτό το συγκε­ κριμένο μειονέκτημα θα χαθεί αν δεχτείς να πάρεις τη θέση. Ξαφνικά το στάτους σου θα ανεβεί. Να με συμπαθάς που σ’ το λέω, αλλά αυτή η δουλειά είναι σημαντική». Ό ση ώρα κουβεντιάζαμε, τα μακριά, λεπτά σαν πιανίστα χέ­ ρια του Χάιντριχ ήταν χωμένα βαθιά στις τσέπες του παντελονιού ιππασίας, κι αυτό έκανε τα στραβά του πόδια να φαίνονται πιο ανοιχτά απ’ ό,τι κανονικά. Τώρα τα έβγαλε και τράβηξε απ’ το τσεπάκι του χιτωνίου της στολής του —που ήταν καλυμμένο με τόσα χρυσά και ασημένια παράσημα, ώστε έμοιαζε περισσότερο με λειψανοθήκη ιερωμένου - , μια ασημένια ταμπακιέρα και μου πρόσφερε ένα τσιγάρο. «Τσιγάρο;» «Σας ευχαριστώ, κύριε». Βρήκα ένα σπίρτο και άναψα και για τους δυο μας.

P H I L I P K E RR

[176]

«Οπότε, πώς σου φαίνεται;» «Πόσο ειλικρινής θέλετε να είμαι, στρατηγέ; Απερίσκεπτα ειλι­ κρινής; Απτόητα ειλικρινής; Ή απλώς κυνικά ειλικρινής; Και τι υπάρχει σ’ αυτή τη θέση πέρα από μερικές ακόμα βιταμίνες στην έτσι κι αλλιώς άθλια διατροφή μου; Μια ακόμα ένδειξη σοβαρής άποψης, σαν αυτές στο τσεπάκι στο στήθος σας, αν καταφέρω να σας κρατήσω ζωντανό; Ή ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το εξπρές των παρτιζάνων αν δεν τα καταφέρω;» «Όταν είσαι μόνος σου, μπορείς να λες ό,τι διάολο θες. Του­ λάχιστον όσον αφορά την προσωπική μου ασφάλεια. Εδώ που τα λέμε, σ’ αυτό ποντάρω. Για οτιδήποτε άλλο - πολιτική, κυβέρνη­ ση, φυλετική πολιτική - οι ηλίθιες δημοκρατικές απόψεις σου δεν με ενδιαφέρουν καθόλου και καλά θα κάνεις να κρατάς στο στόμα σου κλειστό. Και όσον αφορά το τι θα κερδίσεις, θα έλεγα ότι εί­ ναι προφανές. Θα έχεις δωρεάν μετακίνηση και δωρεάν μεταφο­ ρά πραγμάτων φυσικά. Κοίτα γύρω σου. Εμείς οι Γερμανοί ζουμε καλά στη Βοημία. Καλύτερα απ’ ό,τι στο Βερολίνο. Καλό φαγη­ τό, καλό κρασί, άφθονα τσιγάρα και γυναίκες - ακόμα κι αν τα γούστα σου είναι για περισσότερες από μία κάθε φορά. Για μένα έτσι είναι. Ό λα τα έχουμε εδώ στην Πράγα. Κι αν έχω την ατυ­ χία να δολοφονηθώ από δικούς μας, το μόνο που ζητώ είναι να δώσεις τα στοιχεία στον Άρτουρ Νέμπε ή στον Βάλτερ Σέλενμπεργκ. Κάποιος απ’ αυτούς θα βρει τον τρόπο να τα παρουσιά­ σει στον Μάρτιν Μπόρμαν». «Σύμφωνοι, στρατηγέ. Να τι ζητώ όμως: Πρέπει να ακούσετε τώρα μερικές απ’ αυτές τις ηλίθιες δημοκρατικές απόψεις που αναφέρατε. Αυτές που αφορούν την πολιτική, την κυβέρνηση και τη φυλετική πολιτική, που λέτε πως δεν σας ενδιαφέρουν καθό­ λου. Θα πω ό,τι έχω να πω και θα μ’ ακούσετε. Και όταν τελειώ­ σω, θα κάνω ό,τι μου πείτε. Θα γίνω ο ντετέκτιβ σας». Ο Χάιντριχ μισόκλεισε τα μάτια του. Προτιμούσα το προφίλ του. Ό ταν αντίκριζες το προφίλ του, σήμαινε ότι δεν σε κοιτού-

Μ οε. Ό ταν σε κοιτούσε, ήταν τρομερά εύκολο να νιώσεις αβοήθη­ τος, βορά κάποιου θανάσιμα απειλητικού ζώου. Πρόσωπο ανέκ­ φραστο, πίσω απ’ το οποίο εξελισσόταν κάποιος ανηλεής υπολο­ γισμός. Πέταξε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο του και κοίταξε το Ι’όλεξ στον καρπό του. «Σύμφωνοι. Έ χεις πέντε λεπτά. Όμως δεν θα σου κάνει καλό, ιο ξέρεις. Ό ταν τα τεθωρακισμένα τελειώσουν τη δουλειά τους στη Ρωσία, ό,τι πεις τώρα θα ακούγεται πολύ άσχετο. Ακόμα και για σένα τον ίδιο, Γκούντερ. Ακόμα και για σένα. Μέχρι που τελι­ κά θα βγάλουμε τον ναζί από μέσα σου».

Μετά το φαγητό ο Χάιντριχ και οι στρατηγοί Φρανκ, Χένλάίν, Χίλντεμπραντ και Φον Εμπερστάιν, κάνας δυο συνταγματάρχες και τρεις υπασπιστές συγκεντρώθηκαν στη βιβλιοθήκη του Κάο ιρου, αφήνοντας εμένα και μερικούς άλλους να διασκεδάσουμε. I Ιου ήταν μάλλον υπερβολή σε σχέση μ’ αυτό που θα έκανα. Αισθανόμουν κουρασμένος, λόγω του συνδυασμού καλού κρα­ σιού και αδρεναλίνης, που υπήρχε ακόμη στο αίμα μου αφού είχα εκθέσει στον Χάιντριχ τις πραγματικές απόψεις μου για το στόχο ιου να γερμανοποιήσει τους Τσέχους και είχα πει και μερικά ιιράγματα για το τι συνέβαινε στην Ουκρανία. Συνεπής με ό,τι μου είχε πει, ο Χάιντριχ με άκουσε για πέντε λεπτά ακριβώς και κατόπιν επιστρέψαμε σιωπηλοί στο σπίτι, αφήνοντάς με την αί­ σθηση ενός δόκιμου ταυρομάχου που μόλις χλεύασε τον πρώτο ιου ταύρο. Ίσως ήμουν κάπως αυτοκαταστροφικός ακόμη. Έτσι μάλλον εξηγείται αυτό που έκανα. Για λίγο μπήκα στον πειρασμό να επιστρέψω στο δωμάτιό μου και να πάρω έναν υπνάκο - επίσης σκέφτηκα να επιστρέψω ο ιο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ, για να περάσω όση ζωή μού απέμενε μι την Αριάνε, δεν μπόρεσα όμως να βρω τον Κλάιν ή κάποιον άλλον που θα ήταν σε θέση να μου βρει ένα αυτοκίνητο, κι έτσι,

αντί για όλα αυτά, έχοντας το μυαλό μου στο ζεστό φως του ήλιου, ξεκίνησα για έναν περίπατο γύρω από το Κάστρο. Φυσικά είχα ηρεμήσει σχετικά με το πόσα φαινόταν να ξέρει ο Χάιντριχ για την Αριάνε. Αλλά, το σημαντικότερο, ήδη μετάνιωνα για την ανυποκρισία μου απέναντι του, που την απέδωσα στο αλ­ κοόλ που είχα κατεβάσει τρώγοντας. Και αναρωτήθηκα πόσο απείχα από το να έρθουν και να με στήσουν στα τρία μέτρα ένας δυο Ες Ες, σε κάποιο σημείο όπου ήδη έσκαβαν ένα λάκκο στο κοντινό δάσος. Αυτό ήταν ασφαλώς ένα από τα πλεονεκτήματα του να ζεις στην εξοχή: υπήρχε πάντοτε άφθονος χώρος για να θάψεις ένα πτώμα. Σχεδόν πεπεισμένος ότι αυτή ήταν η μοίρα μου, κατευθύνθηκα στις μπροστινές πύλες χαμογελώντας νευρικά στον πετρωμένο φύλακα και μετά προχώρησα στον παραμυθένιο δρόμο για το Άνω Κάστρο. Δεν ήταν ακριβώς απόδραση, αλλά είχα ανάγκη να μείνω μακριά απ’ τους λεγάμενους συναδέλφους μου. Έχοντας στο μυαλό μου την απόδραση, άρχισα να σκέφτομαι τον Φέρντιναντ Μπλοχ-Μπάουερ, τον Εβραίο έμπορο ζάχαρης, στον οποίο κάποτε ανήκε το κτήμα. Τα αγάλματα στις πύλες εί­ χαν τοποθετηθεί από εκείνον ή από τον αριστοκράτη που είχε το σπίτι πριν απ’ αυτόν; Και πού βρισκόταν τώρα; Στην Αγγλία; Στην Αμερική; Στην Ελβετία; Ή μήπως ήταν ανάμεσα στους άτυ­ χους Τσέχους Εβραίους που το έσκασαν για τη Γαλλία νομίζοντας ότι ήταν ασφαλείς, μόνο και μόνο για να τη δουν να κυριεύεται από τους ναζί το 1940; Ο χρόνος θα έδειχνε ποιος ήταν πιο τυχε­ ρός - ο Φέρντιναντ ή η σύζυγός του η Αντέλε. Λίγο πιο κάτω στον ήσυχο δρόμο αντίκρισα το ορθόδοξο εκ­ κλησάκι και, καθώς πήρα τη στροφή, είδα την ασορτί ροζ έξοδο του Άνω Κάστρου και έναν αξιωματικό των Ες Ες να προχωράει προς το μέρος μου - έναν αντιστράτηγο που ήταν στο γεύμα, αλ­ λά μου διέφευγε το όνομά του. Δεν φορούσα πηλήκιο ή ζώνη, ού­ τε κι εκείνος, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσα να γλιτώσω το

[179] χαιρετισμό. Ωστόσο στάθηκα προσοχή όταν πλησίασε. Είχα ήδη ι κνευρίσει πολλούς στρατηγούς σε μια μέρα. Ακόμα και με στολή αυτός ο αντιστράτηγος ήταν ένα φτωχό παράδειγμα της κυρίαρχης φυλής. Ένα διοπτροφόρος τύπος σαν ιον Χίμλερ, με λεπτά μαλλιά, μεγάλο στόμα και διπλοσάγονο, ήιιιν κι αυτός ένας χλομός, αναιμικός ναζί, που μου θύμιζε παγω­ μένο ψάρι σε ένα κάτασπρο πιάτο. Ωστόσο χαμογέλασε και στά­ θηκε να μιλήσουμε κουνώντας τα δάχτυλά του στον αέρα, λες και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος είμαι. «Α, ναι, είστε ο...» «Λοχαγός Γκούντερ, κύριε». «Ναι. Μόλις μου ήρθε. Είστε ο αστυνομικός από το Βερολίνο, ι' ι οι δεν είναι; Ο επιθεωρητής του Εγκληματολογικού». «Μάλιστα, κύριε». «Λέγομαι Γιούρι, δόκτωρ Ούγκο Γιούρι. Καθόλου παράξενο να μη με θυμάστε ούτε εσείς, ειδικά ύστερα από ένα τέτοιο γεύμα, ε; Ι'.να θα πω για τον νέο μας Προστάτη του Ράιχ: Ξέρει πώς να διασκεδάζει. Το καλύτερο γεύμα ένας Θεός ξέρει σε πόσο μεγάλο διάστημα». Ο Γιούρι ήταν Αυστριακός, η προφορά του ή μάλλον το λεξι­ λόγιό του ήταν ολοφάνερα βιεννέζικο. «Περπατήστε μαζί μου για λίγο αν θέλετε, λοχαγέ. Θα ήθελα ν’ ακούσω περισσότερα για την πολύ ενδιαφέρουσα ζωή ενός ιιραγματικού Βερολινέζου επιθεωρητή». «Όπως θέλετε, κύριε. Δεν έχω όμως πολλά να σας πω. Είμαι σαράντα τριών χρόνων. Τελείωσα το σχολείο, αλλά δεν πήγα στο ιιανεπιστήμιο. Ο πόλεμος με πρόλαβε και αργότερα δεν υπήρχε ανάγκη για πτυχίο, αλλά αντίθετα υπήρχε ανάγκη να βγάζω τα ιιρος το ζην. Έτσι κατατάχθηκα στην αστυνομία και παντρεύτη­ κα μια γυναίκα που πέθανε σχεδόν αμέσως. Γρίπη την ονόμασαν, αλλά δεν είμαι πλέον σίγουρος. Πολλές ασθένειες βγήκαν στη

P H I L I P K E RR

[180]

φόρα από διάφορους δουλευταράδες γιατρούς κι από μερικούς ακόμα που δεν ήταν ίσως και τόσο δουλευταράδες αλλά άπειροι, ή ίσως και ανεπαρκείς». «Και έχεις απόλυτο δίκιο να αμφιβάλλεις. Το γνωρίζω. Βλέπεις δεν ανήκω σ’ αυτούς τους νόμιμους γιατρούς που μοιάζουν να κα­ τακλύζουν τα πάντα στις μέρες μας. Είμαι κανονικός γιατρός. Πή­ ρα το πτυχίο μου το 1911 και όλα συντείνουν ότι ανήκω στους δου­ λευταράδες, άπειρους και πιθανότατα ανεπαρκείς γιατρούς που αναφέρατε. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας γρίπης θυμάμαι ότι κοιμόμουν λιγότερο από τέσσερις ώρες κάθε βράδυ. Δύσκολο να έχεις ύστερα μια συνταγή καλής περίθαλψης, σωστά; Κατά τη δε­ καετία του είκοσι ήμουν ειδικός στη φυματίωση. Η φυματίωση συμπεριλαμβάνεται στις μεταδοτικές ασθένειες που παρουσιάζουν πολλά κοινά συμπτώματα με τη γρίπη. Πράγματι μερικές φορές σκεφτόμουν ότι αυτό που θεωρούσαμε ιό της γρίπης ήταν στην πραγματικότητα πνευμονία, που προκλήθηκε από το μαζικό ξέ­ σπασμα της φυματίωσης. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία». «Θα ήθελα να την ακούσω κάποτε». «Αν επιτρέπεται, πόσων ετών ήταν η σύζυγός σας;» «Είκοσι δύο». «Λυπάμαι. Νέα. Πολύ νέα. Και δεν ξαναπαντρευτήκατε;» «Ως τώρα όχι, κύριε. Ο ι περισσότερες γυναίκες δεν βρίσκουν το ότι είμαι επιθεωρητής στο Βερολίνο τόσο συναρπαστικό όσο εσείς». «Είμαι παντρεμένος σχεδόν τριάντα χρόνια και δεν μπορώ να φανταστώ τι θα είχα κάνει χωρίς την Καρολίνε, τη σύζυγό μου». «Συγχωρήστε μου αυτό που θα πω, κύριε, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι είστε στρατηγός των Ες Ες επειδή είστε γιατρός, κύριε». «Όχι. Είμαι έπαρχος της Μοραβίας. Και επικεφαλής του γρα­ φείου του Συνδέσμου του Κόμματος στην Πράγα. Πριν τον πόλε­ μο ήμουν υπαρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Αυ-

[l8l] οχρία. Και αν όλα αυτά ακούγονται σημαντικά, τέλος πάντων, δεν είναι. Ό χι πια. Ό χι από τότε που ο στρατηγός Χάιντριχ ανέλαβε τη διοίκηση. Ήλπιζα να πείσω τον Φυρερ να χωρίσει στα δύο το Προτεκτοράτο, προκειμένου η Μοραβία να γίνει ξεχωριστό κρά­ τος. Κάτι που έτσι κι αλλιώς ήταν πάντα. Δεν πρόκειται όμως να ουμβεί αυτό. Ή τουλάχιστον έτσι μου έχουν πει. Ήλπιζα επίσης να βρω την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα με τον Χάιντριχ, αλλά ένας υποτακτικός του μου είπε ότι είναι αδύνατον. Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί μπήκα στον κόπο να έρθω εδώ για το Σαββατοκύριακο. Υπό αυτές τις συνθήκες μού κάνει εντύπωση που μου ζητήθηκε κιόλας να έρθω». «Είμαστε δύο, κύριε. Ο στρατηγός Χάιντριχ κι εγώ δεν ήμα­ σταν ποτέ αυτό που θα έλεγε κανείς κοντά. Αλλά και πάλι διστά­ ζει κανείς να αρνηθεί μια τέτοια πρόσκληση». «Έτσι ακριβώς». Εκείνη τη στιγμή είχαμε διανύσει τη μισή διαδρομή προς το Κάτω Κάστρο και κατά τη διάρκεια του περιπάτου μας δεν είχε εμφανιστεί κανένα αυτοκίνητο, ούτε καν κάποιος ποδηλάτης ή καβαλάρης. Κάπου στο βάθος ακούγονταν πυροβολισμοί - μάλ­ λον κάποιος απ’ τους προσκεκλημένους του Χάιντριχ προσπα­ θούσε να φέρει φαΐ στο τραπέζι. Σίγουρα υπήρχαν ένα σωρό φα­ σιανοί στην περιοχή. Ίσια μπροστά είδαμε τον λοχαγό Κούτνερ να στέκεται στην πύλη του Κάτω Κάστρου —βλέποντάς μας πέταξε το τσιγάρο του και έτρεξε προς το μέρος μας. Περπατούσε ανάλαφρα - και επίσης υπήρχε κάτι το κοριτσί­ στικο στους αγκώνες του ενώ έτρεχε. «Το σιχαίνομαι αυτό το τσογλάνι», μουρμούρισε ο δόκτωρ Γιούρι. «Αυτό είναι το αρχίδι που μου είπε ότι δεν υπήρχε καμία περί­ πτωση να συζητήσω με τον στρατηγό Χάιντριχ», ο Γιούρι αναστέ­ ναξε. «Κοίτα τον τον καριόλη». «Χμμ». «Όπως όλα τα τσιράκια του στρατηγού είναι κι αυτός γκόλεμ.

P H I L I P K E RR

M

Μόνο που είναι Γερμανός βέβαια. Το αυθεντικό Γκόλεμ της Πρά­ γας ήταν...» «Εβραίος. Ναι, το ξέρω». «Όπως και το αφεντικό του», ο δόκτωρ Γιούρι χαμογέλασε. «Ο ραβί Λουφ. Ό χι ο στρατηγός Χάιντριχ». Ο Κούτνερ στάθηκε προσοχή και υποκλίθηκε λιγάκι. «Στρατηγέ», είπε. «Λοχαγέ. Λυπάμαι που λησμόνησα να σας ενημερώσω και τους δύο ότι για λόγους ασφαλείας αν βγείτε από το χώρο του Κάτω Κάστρου, θα χρειαστείτε συνθηματικό για να μπείτε ξανά». «Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε ο δόκτωρ Γιουρι. «Λόενγκριν». «Ό ,τι πρέπει». «Παρακαλώ;» «Ο νέος βασιλιάς είχε συγκεντρώσει όλες τις γερμανικές φυλές για να διώξουν τους Ούγγρους από τις επαρχίες του», είπε ο δό­ κτωρ Γιούρι. «Αυτή είναι η υπόθεση της όπερας του Βάγκνερ. Ή τέλος πάντων έτσι ξεκινάει». «Ω! Δεν τον ήξερα. Σ ε αντίθεση μ’ εσάς, κύριε, δεν πηγαίνω στην όπερα πολύ συχνά. Στην πραγματικότητα σχεδόν ποτέ». «Χμμ. Μια ζωή χαράμι». «Παρακαλώ;» «Μοιάζεις να είσαι τόσο άσχετος όσο και ηλίθιος», είπε ο Γιούρι. Μετά μου χαμογέλασε, υποκλίθηκε ανεπαίσθητα και είπε: «Χάρηκα που τα είπαμε, λοχαγέ Γκούντερ». Προχώρησε βιαστικά προς το φυλάκιο και τότε, αφού είπε το συνθηματικό, πέρασε την πύλη αφήνοντάς με μόνο με τον λοχαγό Κούτνερ. «Μπάσταρδε», είπε ο Κούτνερ. «Ακούσατε τι είπε; Απίστευτα αγενής». «Στη θέση σου δεν θα έδινα σημασία, λοχαγέ. Ούτε κι εμένα μ’

[m] αρέσει η όπερα. Ειδικά ο Βάγκνερ. Έ χει κάτι τρομερά κωλογερμιινικό ο Βάγκνερ, αδιανόητα κωλοβαβαρικό για κάποιον από την 11ρωσία όπως εγώ. Θέλω η μουσική που ακούω να είναι καθ’ όλα χυδαία, όσο κι εγώ. Μου αρέσουν τα υπονοούμενα και οι ζαρτιέ­ ρες όταν βλέπω μια γυναίκα να τραγουδά». Ο Κουτνερ χαμογέλασε. «Σας ευχαριστώ», είπε. «Ο πραγματικός λόγος όμως που αρέ­ σει τόσο πολύ η όπερα στον δόκτορα Γιούρι είναι καθ’ όλα χυδαί­ ος, όπως το περιγράφετε. Ο ι φήμες λένε ότι έχει μπλέξει με μια νεαρή τραγουδίστρια της Γερμανικής Όπερας του Βερολίνου. Εί­ ναι ένα μάλλον ελκυστικό πλάσμα που ονομάζεται Ελιζαμπέτ Σβάρτσκοπφ. Κι αυτό θα ήταν αρκετά χυδαίο, αν αυτή δεν τρα­ γουδούσε μαζί με τον δόκτορα Γκέμπελς. Τουλάχιστον έτσι λέει ο στρατηγός Χάιντριχ». «Τότε θα ισχύει». «Ναι, αυτό σκέφτηκα κι εγώ». «Ο στρατηγός Χάιντριχ πάντοτε γνωρίζει τα πιο βρώμικα μυ­ στικά μας». «Θεέ μου, ελπίζω να μην είναι έτσι». «Τουλάχιστον τα δικά μου σίγουρα τα ξέρει», είπα. «Βλέπεις μετά το φαγητό κάναμε ένα μικρό περίπατο γύρω από το Κάστρο και έκανα το λάθος να του υπενθυμίσω ποια ακριβώς είναι, σε πε­ ρίπτωση που τα είχε λησμονήσει». «Δεν πιστεύω ότι αυτό ισχύει. Ό χι απ’ τη στιγμή που σας διό­ ρισε προσωπικό του σωματοφύλακα» - ο Κούτνερ άναψε τσιγά­ ρο. «Είναι αλήθεια ότι θα γίνετε ο προσωπικός του σωματοφύλα­ κας;» «Σκεφτόμουν ότι αλλιώς θα είχα συλληφθεί ήδη. Οπότε έτσι (μαίνεται». «Συγχαρητή ρια». «Δεν είμαι και πολύ σίγουρος». «Έχετε δίκιο, δεν θα είναι εύκολο. Είναι όμως δίκαιος. Και ο

P H I L I P K E RR

M

πλέον κατάλληλος να έχεις πλάι σου. Δεν έχω ιδέα τι θα είχε συμ­ βεί στην καριέρα μου στα Ες Ες αν δεν με είχε πάρει μαζί του. Παρεμπιπτόντως, αντέχει το στομάχι σας τις πτήσεις;» «Ό χι και πολύ». «Τ ι κρίμα. Ο στρατηγός συνεχώς πιλοτάρει ο ίδιος για το Βε­ ρολίνο και το Ράστενμπουργκ. Βασικά κι εγώ τρομοκρατούμαι πάντα. Θεωρεί ότι είναι καλύτερος πιλότος απ’ όσο στην πραγ­ ματικότητα είναι. Είχε αρκετές προσκρούσεις». «Μ ε ανακουφίζει αυτή η σκέψη», σήκωσα τους ώμους μου. «Μπορεί να είμαστε τυχεροί και να καταλήζουμε στη Σκοτία, όπως ο Ες». «Ναι. Πολύ πιθανόν», ο Κούτνερ γέλασε. «Φυσικά είναι πολύ δυσάρεστο να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν μπαίναμε σε πραγματι­ κούς μπελάδες πετώντας». «Να σου πω την αλήθεια, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν μόλις τώ­ ρα. Ψάχνουμε για μπελάδες. Νόμιζα ότι θα έβγαινα από το σπίτι και θα χτένιζα την περιοχή». Ο Κούτνερ μόρφασε έντονα. «Τα κατατόπια ας πούμε», είπε. «Ναι. Γενικά οι μπελάδες κατά κάποιο τρόπο πέφτουν πάνω μου, οπότε δεν χρειάζεται να ψάξω και πολύ μακριά. Πάντοτε εί­ χα την τύχη με το μέρος μου σ’ αυτό το θέμα». «Αρκετοί από μας στα Ες Ες είχαμε την τύχη με το μέρος μας σ’ αυτό το θέμα, δεν νομίζετε;» —ο Κούτνερ ξεφύσηξε δείχνοντας αδιόρατα μετανιωμένος. «Στο θέμα των μπελάδων. Βασικά πέρα­ σα ένα μάλλον δύσκολο καλοκαίρι». «Ήσουν ανατολικά κι εσύ, ε;» Ο Κούτνερ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Πώς το ξέρετε;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Σε κοιτάζω και μάλλον βλέπω κάτι από μένα». «Ναι. Μάλλον αυτό συμβαίνει».

Μ «Που είχες τοποθετηθεί;» «Στη Ρίγα». «Εγώ στο Μινσκ». «Και πώς ήταν;» «Φριχτά. Η Ρίγα;» «Τα ίδια. Και πραγματικά τσάμπα κόπος τις περισσότερες φο­ ρές. Πας στον πόλεμο περιμένοντας να σκοτώσεις. Σχεδόν δεν έβλεπα την ώρα να αναλάβω δράση. Ό ταν είσαι νέος, σκέφτεσαι ιέτοια ρομαντικά για τον πόλεμο. Φυσικά όμως δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα». «Ναι. Ποτέ δεν έχει». Ο Κουτνερ προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το εσωτερικό ιου κομμάτι, εκείνο που έκανε το χαμόγελο κανονικό, είχε χαλά­ σει. Το ήξερε. Το ήξερα κι εγώ. «Παράξενη κατάσταση, δεν νομίζετε, όταν ένας άνθρωπος νιώθει ένοχος που κάνει το καθήκον του και υπακούει σε διατα­ γές;» τράβηξε βαθιά μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του λες και ήλπιζε να τον σκοτώσει μία κι έξω. «Ό χι βέβαια ότι οι τύψεις αρχίζουν να καλύπτουν ό,τι αισθάνομαι». «Π ίστεψέ με, λοχαγέ, ξέρω πώς ακριβώς αισθάνεσαι». «Το εννοείτε; Ναι. Το βλέπω ότι το εννοείτε. Το βλέπω στα μάτια σας». «Και γι’ αυτό δεν κοιμάσαι;» «Εσείς μπορείτε;» — ο Κούτνερ κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω ότι δεν θα ξανακοιμηθώ κανονικά ποτέ. Ποτέ ξανά. Ό χι σ’ αυτή τη ζωή». «Μίλα τώρα αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα». «Μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα το να μιλήσεις γι’ αυτό;» «Ό χι ιδιαίτερα. Το έκανα μια φορά πολύ πρόσφατα, μίλησα σ’ έναν Αμερικανό δημοσιογράφο. Και ένιωσα καλύτερα. Ένιωσα τουλάχιστον ότι ήταν μια αρχή».

P H I L I P K E RR

L186J

Ο Κούτνερ κούνησε το κεφάλι κι αμέσως έσκαψε βαθιά στη μνήμη του. Δεν χρειαζόταν να περιμένω για πολύ. «Όταν αναφέρατε ότι θα χτενίζατε την περιοχή, μου ήρθε κάτι στο μυαλό. Κάτι απαίσιο. Προελαύναμε στην Πολωνία. Αυτό προτού μας στείλουν στη Ρίγα. Σταματήσαμε σε μια πόλη ονόματι Τσέχλο. Ένα κατεστραμμένο, εντελώς σκατένιο μέρος στο πουθενά, με πολλούς βρωμοχωριάτες που είχαν πολύ μεγάλη γλώσσα. Δεν νομίζω να τα ξεχάσω όλα αυτά τώρα - τουλάχιστον όσο ζω. Κατακαίγαμε τα πολωνικά χωριά για λόγους που δεν μπορούσα να καταλάβω. Οπωσδήποτε δεν υπήρχε καμία στρα­ τιωτική αναγκαιότητα. Απλώς πουλούσαμε νταηλίκι από δω και από κει παριστάνοντας τους μάγκες. Κάποιοι από τους άντρες μου ήταν μεθυσμένοι και σχεδόν όλοι τους ήταν κτήνη. Τέλος πά­ ντων, συναντήσαμε μια δύναμη Πολωνών ανιχνευτών. Ο μεγαλύ­ τερος απ’ αυτούς δεν θα ’ταν πάνω από δεκάξι και ο μικρότερος ήταν πάνω κάτω δώδεκα. Και ο ανώτερος μου με διέταξε να τους στήσουμε στα πέντε μέτρα. Όλους. Φορούσαν στολή, είπε, και είχαμε διαταγή να εκτελούμε όλους τους ένστολους που δεν πα­ ραδίδονταν. Είπα ότι ήταν σχολιαρόπαιδα, απλώς σχολιαρόπαιδα, και δεν μιλούσαν καν γερμανικά, αλλά ούτε που τον ένοιαζε. Ο ι διαταγές είναι διαταγές, είπε, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου. Θυμάμαι τις μανάδες τους που ούρλιαζαν να σταματήσω. Ναι, αυτό θα το θυμάμαι πάντα. Πετάγομαι μερικές φορές στον ύπνο μου και τις ακούω να με ικετεύουν να μην το κάνω. Αλλά το έκα­ να. Είχα διαταγές. Τ ις οποίες εφάρμοσα βλέπετε. Κι αυτό ήταν. Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό βέβαια. Δεν ήταν».

Έπειτα από μερικά βαριά ποτά μπορώ να μιλήσω σε οποιονδήποτε, ακόμα και σ’ εμένα. Κυρίως όμως έπινα για να μπορέσω να μιλήσω με τους υπόλοιπους προσκεκλημένους του Χάιντριχ. Μ ’ αρέσει να κουβεντιάζω. Η συζήτηση είναι αναγκαία αν πρόκειται

[187]

vu ενθαρρύνεις κάποιον να σου ανοιχτεί. Και χρειάζεσαι κάποιον να σου μιλήσει λίγο αν πρόκειται να πει κάτι ενδιαφέρον. Ο ι άν­ θρωποι δεν εμπιστεύονται τους ανθρώπους που δεν λένε πολλά, και για τον ίδιο λόγο δεν εμπιστεύονται εκείνους που δεν πίνουν. Χρειάζεται ένα ποτό για να πεις το λάθος πράγμα, και μερικές φορές το να πεις το λάθος πράγμα είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνεις. Δεν ξέρω αν περίμενα ν’ ακούσω κάτι τόσο ρομαντικό οοο μια εξομολόγηση μιας απόπειρας δολοφονίας ή αν επιθυμού­ σα να δω τον Χάιντριχ νεκρό. Στο τέλος τέλος έτσι ένιωθα γι’ αυιόν. Ήταν απλώς μια κουβέντα, ένα μικρό δόλωμα για να πλη­ σιάσει το ψάρι. Και το αλκοόλ έκανε τη δουλειά του. Μ ε βοήθησε να μιλήσω και να αναισθητοποιηθώ απέναντι στην επαναστατική μου λογοδιάρροια, που έκανε την εμφάνισή της. Κάποιοι όμως συνάδελφοί μου επαναστατούσαν. Κοιτάζοντας ολόγυρα στη βι­ βλιοθήκη, ήταν σαν να αντίκριζες ένα θηριοτροφείο με αντιπαθηακά ζώα - αρουραίους, τσακάλια, όρνεα, ύαινες - , που είχαν στηθεί για κάποια αλλόκοτη ομαδική φωτογράφιση. Θα δυσκολευόσουν να πεις ποιος ήταν ο χειρότερος της ομή­ γυρης, αλλά δεν χρειάστηκε πολλή ώρα κουβέντας με τον αντισυν ιαγματάρχη Βάλτερ Γιακούμπι για να με πιάσει φαγούρα και να ιιαίζω με τα δάχτυλά μου. Ο επικεφαλής της αστυνομίας της 1Ιράγας ήταν μια βαθιά ζοφερή μορφή, ο οποίος ενδιαφερόταν όπως μου είπε —για τη μαγεία και τον εσωτερισμό. Θέματα για τα οποία δεν γνώριζα πολλά, αφού είχα απλώς ερευνήσει μια υπό­ θεση με ένα δήθεν μέντιουμ πριν από λίγα χρόνια. Κουβεντιάσαμε γι’ αυτό, αλλά και για το Μόναχο, απ’ όπου καταγόταν —κουβενιιάσαμε για τις σπουδές Νομικής που έκανε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Τίμπιγκεν και του Χάλε - πολλή νομική, φίλε μου , μέχρι και για τον πατέρα του μιλήσαμε, ο οποίος ήταν βιβλιο­ πώλης. Όμως όλη την ώρα που κουβεντιάζαμε, προσπαθούσα να ξεπεράσω το γεγονός ότι με το αλά Τσάρλι Τσάπλιν μουστάκι του, τα συρμάτινα γυαλιά του και τη φλώρικη προσωπικότητά

P H I L I P KERR

[188]

του, ο Γιακούμπι μου θύμιζε με αισχρό τρόπο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν ο Χίτλερ και ο Χίμλερ έμεναν μόνοι στο ίδιο δω­ μάτιο: ο Γιακουμπι ήταν υβρίδιο του Χίτλερ και του Χίμλερ. Το ίδιο δυσάρεστος στην κουβέντα ήταν ο Χέρμαν Φρανκ, ο ψηλόλιγνος αντιστράτηγος των Ες Ες από τη Σουδητία, τον οποίο είχαν προσπεράσει στη διαδοχή του Φον Νόιρατ στη θέση του Προστάτη του Ράιχ. Ο Φρανκ είχε ένα γυάλινο μάτι, αφού είχε χάσει το αληθινό σε μια πάλη στο σχολείο στο Κάρλσμπαντ, πράγμα που αποδείκνυε μια πρώιμη τάση προς τη βία. Το δεζί μάτι του ήταν το ψεύτικο νομίζω, αλλά με τον Φρανκ είχες την εντύπωση ότι του άλλαζε θέση για να σε κρατά σε εγρήγορση. Ο Φρανκ σιχαινόταν τους Τσέχους, παρότι, απ’ ό,τι φάνηκε στο τέ­ λος, εκείνοι τον σιχαίνονταν ακόμα περισσότερο: πέντε χιλιάδες άνθρωποι γέμισαν το προαύλιο της φυλακής Πάνκρακ για να τον δουν στην κρεμάλα, όπως συνήθιζαν στην παλιά Αυστριακή Αυτο­ κρατορία, μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1946. «Άπληστος, βάρβαρος λαός», μου είπε ντρόμπρα. «Δεν νιώθω ούτε στο ελάχιστο Τσέχος. Το καλύτερο που μου συνέβη ήταν να γεννηθώ στη γερμανόφωνη περιοχή της χώρας, γιατί αλλιώς τώρα θα μιλούσα την απαίσια σλαβική γλώσσα τους, που δεν είναι πα­ ρά μια μπασταρδεμένη μορφή των ρώσικων. Γλώσσα για ζώα, σ’ το λέω. Το ξέρεις ότι μπορείς να πεις μια ολόκληρη φράση στα τσέχικα χωρίς κανένα φωνήεν;» Έκπληκτος από την αιφνίδια έκφραση μίσους που είχε, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και είπα: «Αλήθεια; Σαν τι ας πούμε;» Ο Φρανκ το σκέφτηκε για λίγο και είπε αμέσως μερικές λέξεις στα τσέχικα, που θα μπορούσαν να έχουν κάποια φωνήεντα, μπο­ ρεί και όχι, μόνο που δεν είχα τη διάθεση να κοιτάξω αν είχε κρύ­ ψει μερικά μέσα στο στόμα του. «Θα πει “Βάλε το δάχτυλο στο λαιμό σου”», είπε. «Και κάθε φο­ ρά που ακούω Τσέχο να μιλάει, αυτό ακριβώς θέλω να του κάνω».

[189]

«Μάλιστα. Τους μισείτε. Το καταλαβαίνω. Και το να χάσετε το μάτι σας στο σχολείο μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να ήταν πολύ σκλη­ ρό. Εξηγεί πολλά υποθέτω. Κι εγώ πήγαινα σε ένα πολύ δύσκολο σχολείο και υπάρχουν κάποια αγόρια που θα ήθελα να πατσίσουμε μια μέρα. Όμως μπορεί και όχι. Η ζωή είναι μικρή νομίζω. Και εί­ στε τώρα σε τόσο σημαντική θέση, κύριε - επικεφαλής της αστυνο­ μίας στη Βοημία, συνεπώς ο δεύτερος πιο δυνατός άντρας στη χώ­ ρα - και λοιπόν αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνω καθόλου, κύριε. Γιατί μισείτε τόσο πολύ τους Τσέχους, στρατηγέ;» Ο Φρανκ ίσιωσε βλακωδώς το σώμα του. Ήταν σχεδόν σαν να βαρούσε προσοχή πριν απαντήσει —κάτι που το ενίσχυε το ότι εί­ χε σπιρούνια στις μπότες του, πράγμα που μου φαινόταν παράξε­ νη επιτήδευση ακόμα και στη χώρα καταγωγής του Χάιντριχ, με τους στάβλους και τα άλογα. Είπε με στόμφο: «Ως Γερμανοί έχουμε καθήκον να τους μισούμε. Η αποτυχία των τσέχικων τραπεζών επιτάχυνε την οικονομική κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα τη Μεγάλη Ύφεση. Μάλιστα —πρέπει να ευχαρι­ στήσουμε τους Τσέχους τραπεζίτες γι’ αυτή την καταστροφή». Αντιστάθηκα στην πρώτη μου ενστικτώδη αντίδραση, που ήταν να ανατριχιάσω από αηδία, λες και ο Φρανκ ξέρασε στις μπότες μου, και κούνησα ευγενικά το κεφάλι. «Πάντοτε νόμιζα ότι αυτό συνέβη γιατί η οικονομία μας ήταν χτισμένη με αμερικάνικα δάνεια», είπα. «Και όταν ήρθε η ώρα της αποπληρωμής, οι γερμανικές τράπεζές μας κατέρρευσαν». Ο Φρανκ κουνούσε το κεφάλι του, που ήταν γεμάτο γκρίζα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, έτσι που η κορυφή του κεφαλι­ ού του έμοιαζε να είναι στην ίδια ευθεία με τη μακρουλή μύτη του. Δεν ήταν η μεγαλύτερη μύτη στο χώρο, αφού ήταν μαζί μας ο Χάιντριχ, την ίδια στιγμή όμως δεν θα σου έκανε εντύπωση αν την έβλεπες να δείχνει προς το σταυροδρόμι. «Άκου με που σου λέω, Γκούντερ», είπε. «Ξέρω τι λέω. Ξέρω αυτή την κωλοχώρα καλύτερα απ’ οποιονδήποτε εδώ μέσα».

P H I L I P K E RR

M

Ο Φρανκ μιλούσε με κάποιο δυναμισμό και κοιτούσε τον Χάιντριχ ενώ το έκανε αυτό, κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως ένιωθε κάποια μνησικακία για το καινούργιο αφεντικό του. Χάρηκα όταν ο Φρανκ αποχώρησε για να πάρει ένα ακόμα ποτό, αφήνοντάς με με την εντύπωση ότι το να περνάς την αιωνιότητα με ανθρώπους σαν τον Χάιντριχ, τον Γιακούμπι και τον Φρανκ ήταν ό,τι πιο κοντινό στην κόλαση μπορούσε να χωρέσει ο νους μου. Ωστόσο ο Σταυρός του Ιππότη με τα Φύλλα Δρυός και τους Καρπούς - εν προκειμένω όλο το δέντρο τέλος πάντων - για τη μεγαλύτερη κουράδα της βραδιάς πήγε στον συνταγματάρχη δόκτορα Χανς Γκέσκε, έναν τριαντατετράχρονο δικηγόρο από τη Φρανκφούρτη στον Ό ντερ, που ήταν ο επικεφαλής της Γκεστά­ πο στην Πράγα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Βερολί­ νο είχε δει το όνομά μου στις εφημερίδες και παρά τη διαφορά μας στην ιεραρχία, ήταν ικανός λόγος γι’ αυτόν να αποπειραθεί να ανοίξει κουβέντα μαζί μου. Πράγμα που είναι ένας άλλος τρό­ πος για να πούμε ότι χρειαζόταν να πατρονάρει κάποιον. «Στο κάτω κάτω», εξήγησε, «είμαστε και οι δυο αστυνομικοί, εσείς κι εγώ, που κάνουμε μια δύσκολη δουλειά σε πολύ δύσκολες συνθήκες». «Έτσι φαίνεται, κύριε». «Και θα ήθελα να αντιμετωπίσω κατά μέτωπο το κοινό έγκλη­ μα», είπε. «Εδώ στην Πράγα έχουμε να κάνουμε με σοβαρότερα ζητήματα από τυπάκους που κομματιάζουν τις γυναίκες τους με σπασμένα μπουκάλια μπίρας». «Δεν έχουμε πολλά τέτοια κρούσματα, κύριε. Τα μπουκάλια μπίρας είναι μάλλον υπό εξαφάνιση στο Βερολίνο». Δεν άκουγε. «Πρέπει να έρθετε να μας επισκεφθείτε σύντομα στο Παλάτι Πέτσεκ. Βρίσκεται στην πόλη, στη συνοικία Μπρέντοφκα». «Παλάτι, ε; Ακούγεται πολύ πιο αριστοκρατικό από το Άλεξ, κύριε».

[l9l] «Α, όχι. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, είναι δύσκολο να πι­ στέψει κανείς ότι υπήρξε ποτέ παλάτι, με εξαίρεση μερικές σκοιεινές γωνιές του Άδη. Ακόμα και τα δωμάτια για τα ανώτερα στελέχη δεν είναι και πολύ γοητευτικά». Η μούρη του Γκέσκε ήταν κέρινη και ανέκφραστη. Ο λοχαγός Κούτνερ είχε πει ότι ο Γκέσκε στο Παλάτι Πέτσεκ ήταν γνωστός ως «Μωρό», αλλά αυτό θα ίσχυε μόνο για όσους είχαν γνωρίσει πολύ τρομαχτικά μωρά, με ουλές από μάχες στο αριστερό τους μάγουλο. Ο Γκέσκε είναι από εκείνους τους εργοστασιακούς ναζί ιι ου κατέληξαν σαν άβαφες πορσελάνες: χλομός, παγωμένος, σκληρός και «μεταχειριστείτε με μεγάλη προσοχή». «Δεν έχω δει και πολύ την πόλη ακόμη», είπα. «Μοιάζει πά­ ντως αρκετά διαβολική». Ο Γκέσκε χαμογέλασε σαρκαστικά. «Εντάξει, υπό αυτή την έννοια κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορού­ με. Όσο μας φοβούνται, κάνουν ό,τι τους λέμε. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους Τσέχους να μας κοροϊδέψουν βλέπεις. Πρέ­ πει να κάνουμε κουμάντο στο ίδιο μας το σπίτι, κι έτσι δεν γίνε­ ται να παραβλέπουμε τα λάθη. Σ ε καμιά περίπτωση. Αν τους δώ­ σεις αέρα σε κάποιο ζήτημα, άντε να τους μαζέψεις μετά. Π είτε μου όμως, Γκούντερ. Στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όταν είχατε έναν ύποπτο στο Άλεξ που αρνιόταν να συνεργαστεί, τι κάνατε; Πώς στο καλό τα καταφέρνατε;» «Ποτέ δεν χτυπούσαμε κανέναν, αν αυτό με ρωτάτε, κύριε. Δεν επιτρεπόταν. Ο ι Κανονισμοί της Πρωσικής Αστυνομίας το απαγόρευαν. Εντάξει, κάποιοι συνάδελφοι κοπανούσαν κάποιον ύποπτο πότε πότε, αλλά αυτό δεν άρεσε στους από πάνω. Φτά­ ναμε σε κάποια λύση γιατί είχαμε στοιχεία. Απ’ τη στιγμή που διαθέτεις στοιχεία, είναι δύσκολο για κάποιον να μην υπογρά­ ψει ομολογία. Αν βρεις τα στοιχεία, όλα τα άλλα ακολουθούν. 'Ημασταν καλοί στο να ανακαλύπτουμε στοιχεία. Την Υπηρεσία Επιθεωρητών του Βερολίνου για ένα μικρό διάστημα τη ζήλευε

P H I L I P K E RR

[192]

όλος ο κόσμος και στυλοβάτες της ήταν οι κομισάριοι». «Μα δεν ήσασταν καθόλου απογοητευμένοι με τις ηλιθιότητες της πρωσικής δικαιοσύνης; Μερικές φορές έμοιαζε βλακώδες ότι τα ισόβια καταναγκαστικά έργα σπανίως κρατούσαν παραπάνω από δώδεκα χρόνια. Και ότι τόσοι εγκληματίες, που άξιζαν τη θα­ νατική ποινή τους, τελικά έπαιρναν αναστολή από την πρωσική κυβέρνηση. Για παράδειγμα οι δύο Εβραίοι, ο Σαφράν και ο Κίπνικ. Τους θυμάστε;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Να σας πω ειλικρινά; Μπορώ να σκεφτώ πολλούς άλλους που θα ήθελα να τους δω στην γκιλοτίνα πριν απ’ αυτούς τους δύο. Ο λόγος; Πριν από μερικούς μόλις μήνες είχαμε μια υπόθεση δολοφο­ νίας στις γραμμές του τρένου. Ένας τύπος ονόματι Πάουλ Όγκορτσοου, που σκότωσε έξι εφτά γυναίκες και αποπειράθηκε να σκο­ τώσει άλλες τόσες. Λοιπόν αυτός ήταν άξιος της μοίρας του». «Είναι αλήθεια ότι ήταν μέλος του Κόμματος;» «Μάλιστα». «Απίστευτο». «Πολλοί το σκέφτηκαν αυτό επίσης. Και μάλλον ήταν ο λόγος που χρειάστηκε τόσος καιρός για να τον συλλάβουμε. Αυτό όμως που λέγατε είναι απολύτως σωστό. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα λάθη. Ειδικά τα λάθη που κάνουμε εμείς, δεν νομίζετε;» «Α, να, τώρα μιλά ένας αληθινός αστυνομικός». «Ελπίζω, κύριε». «Λοιπόν, αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να σας βοη­ θήσω, Γκούντερ, στη νέα σας απασχόληση ως προσωπικού επιθε­ ωρητή του στρατηγού, παρακαλώ να μου το πείτε», ο Γκέσκε σή­ κωσε το ποτήρι του και υποκλίθηκε. «Οτιδήποτε για να βοηθή­ σουμε το στρατηγό ώστε να είναι ασφαλής για τη νέα Γερμανία». «Σας ευχαριστώ, κύριε». Κοίταξα ολόγυρα στο χώρο και προσπάθησα να καταλάβω ποιος, αν υπήρχε έστω και ένας, από τους προσκεκλημένους του

[193]

οιρατηγού θα έκανε απόπειρα να τον δηλητηριάσει και κατέληξα mi στη νέα Γερμανία αυτό δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο. Σ ε ένα χώρο γεμάτο δολοφόνους όλα ήταν πιθανά.

Χια μέσα περίπου της αξέχαστης αυτής βραδιάς ο ταγματάρχης ίιόκτωρ Πλετς, ο πρώτος υπασπιστής του Χάιντριχ και το υπ’ αριθμόν ένα εκτελεστικό του όργανο, άνοιξε το ραδιόφωνο της βιβλιοθήκης για να ακούσουμε το λόγο του Χίτλερ από το Αθλητι­ κό Μέγαρο του Βερολίνου. «Κύριοι, παρακαλώ», είπε, ενώ το ραδιόφωνο ζεσταινόταν. «Θα οιις παρακαλούσα να μη μιλάτε». «Σ ’ ευχαριστώ, Χανς-Άχιμ», είπε ο Χάιντριχ, λες και ήταν αυιός και όχι ο Φύρερ στο μικρόφωνο. Κι αμέσως μετά με επισημότητα, καθώς ο ήχος από το Αθλητι­ κό Μέγαρο διαχύθηκε στο χώρο, ανήγγειλε: «Ο Φύρερ». Ήταν κλασικά προνοητικό εκ μέρους του Χάιντριχ. Υποθέτω ιι ως νόμιζε ότι θα ήταν καλό για όσους από μας ένιωθαν να τους λείπει η πατρίδα. Και ήταν πράγματι: Έμοιαζε κάπως σαν να ακούω τη μητέρα μου να μου διαβάζει μια παλιά ιστορία για το πώς ένα κακό παιδί, ο Φρίντριχ, βασάνιζε πολλά ζώα κι ανθρώιιους. Έμενε να δούμε αν τη στομφώδη απάντηση του Τρίτου Ράιχ στον κακό Φρίντριχ θα την έδινε ο ίδιος σκύλος που είχε φά­ ει τα λουκάνικα του άτακτου παιδιού - εγώ όμως έτσι κι αλλιώς ιιάντοτε ήλπιζα ότι αυτό θα πάθαινε. Ήταν δύσκολο να σκεφτώ μια απάντηση έστω και κατά το ήμισυ τόσο απολαυστική όσο το να δαγκώσει το ίδιο το άπληστο σκυλί τον Φύρερ. Το δικό του το σκυλί ίσως. Στο διάδρομο έξω από τη βιβλιοθήκη κάποιος μιλούσε στο τη­ λέφωνο, κι εγώ έβγαλα το κεφάλι μου από την πόρτα για να δω ποιος από τους προσκεκλημένους του Χάιντριχ είχε τολμήσει να

P H I L I P K E RR

[194]

κάνει ή να δεχτεί τηλεφώνημα ενώ έβγαζε λόγο ο Χίτλερ. Όποιος κι αν ήταν, δεν τον αδικούσα. Ακόμα και στα καλύτερό του ο Φύρερ ήταν πάντοτε πολύ φωνακλάς για τα γούστα μου. Πιθανόν εί­ χε ακονίσει τη ρητορική του δεινότητα στα χαρακώματα, κατά τους βομβαρδισμούς. Ό χι βέβαια ότι δεν ακουγόταν κάθε τραχιά λέξη που πρόφερε στο διάδρομο. Το ραδιόφωνο ήταν μάρκας AEG Super Orchestra, μεγάλο σαν αχυρώνας Πολωνού χωρικού, και με την ομιλία να παίζει στη διαπασών δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούγεται παντού στο σπίτι. "Ισως να ακουγόταν μέχρι το κέντρο της γης. «Ό χι, πολύ καλά έκανες που μου τηλεφώνησες εδώ, λοχία Σόπα». Ήταν ο Όσκαρ Φλάισερ, επικεφαλής του τμήματος Αντίστα­ σης της Γκεστάπο στην Πράγα - εκείνος που τον είχε τόσο κο­ ροϊδέψει ένας από τους Τρεις Μάγους. «Εντάξει, θα είμαι εκεί σε μισή ώρα. Μόνο μην αφήσεις τον μπάσταρδο να ψοφήσει προτού φτάσω. Ψόφησε; Ώστε αυτός ήταν τελικά». Ο Φλάισερ με αντιλήφθηκε και μου γύρισε την πλάτη. «Ό χι, όχι, είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα θέλει να το μάθει. Ναι, φυσικά θα του το πω. Τώρα αμέσως μάλιστα. Ναι. Αντίο». Ο Φλάισερ έβαλε το ακουστικό στη θέση του και χαμογελώ­ ντας ύπουλα, ενώ ήταν σε έξαψη, έγραψε βιαστικά κάτι σε ένα χαρτί, το έδωσε στον λοχαγό Πόμε κι αμέσως ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά τρεχάτος. Άναψα τσιγάρο και γλίστρησα στο διάδρομο ως τον λοχαγό Πόμε. «Καλά νέα;» ρώτησα. «"Ετσι φαίνεται», είπε ο υπασπιστής και επέστρεψε στη βι­ βλιοθήκη χωρίς καθυστέρηση. "Ημουν έτοιμος να τον ακολουθήσω, όταν κοίταξα έξω από το παράθυρο πάνω απ’ το τηλέφωνο και είδα καθαρά τους άλλους

[195]

υπασπιστές του Χάιντριχ - τον Κούτνερ και τον Κλούκχολν - , που στέκονταν κάτω από τη σημαία στον μπροστινό κήπο. Παρότι το παράθυρο ήταν ανοιχτό, δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι έλε­ γαν - ήταν και το ραδιόφωνο στη βιβλιοθήκη πολύ δυνατά - , (ραινόταν όμως καθαρά ότι μια έντονη διαφωνία ήταν σε εξέλιξη, αφού οι δύο άντρες ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Ήμουν κι εγώ έτοιμος να βγω έξω και να το παίξω μπάτσος, αλλά ο Κούτνερ, θυμωμένος, έφυγε γρήγορα και πήγε προς την πύλη. Σχεδόν αμέσως ο Φλάισερ, με πλήρη εξάρτυση, κατέβηκε χορο­ πηδώντας τα σκαλιά και πήγε γρήγορα προς την έξοδο, ενώ ένα αυτοκίνητο έφτασε και τον πήρε σπινιάροντας ξέφρενα. Κάπως απογοητευμένος που δεν θα διέκοπτα τον τσακωμό δύο αξιωματικών των Ες Ες, έστρεψα και πάλι την προσοχή μου στην ομιλία στη βιβλιοθήκη. Ο λόγος του Χίτλερ ήταν η παραδοσιακή έναρξη της Καμπάνιας για την Αρωγή κατά το Χειμώνα. Ήταν η ετήσια φιλανθρω­ πική εκστρατεία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ώστε να έχουν φαγητό και καταφύγιο οι αναξιοπαθούντες κατά τους μή­ νες του χειμώνα που έρχονταν, και ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε ποτέ σχέση με το σοσιαλισμό. Ήταν αδύνατον να μην προ­ σφέρεις. Ό σοι ξεχνούσαν να συμβάλουν ήταν πολύ πιθανόν να έβλεπαν τα ονόματά τους στην τοπική εφημερίδα. Ή μερικές φο­ ρές να συνέβαιναν και πολύ χειρότερα. Το ρητορικό στιλ του Χίτλερ σ’ αυτό το λόγο του ήταν κανονι­ σμένο για να εντυπωσιάσει περισσότερο από το πραγματικό περιε­ χόμενό του και συνήθως δεν είχε τόση σημασία τι έλεγε, αλλά ο τρόπος που το έλεγε. Ωστόσο η συνηθισμένη αντίδρασή μου ήταν ότι έμοιαζε κάπως σαν να ακούω τον Έ μιλ Γιάνινγκς* να απαγγέλ­ λει κωμικούς στίχους, τον Καρούζο να τραγουδά ένα κομμάτι από * Γερμανός ηθοποιός, γνωστός για τη συμμετοχή του στην ταινία Γαλάζιος άγγε­ λος. Στο τέλος της καριέρας του συμμετείχε σε προπαγανδιστικές ταινίες υπέρ των ναζί. (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

[196]

την Ανόητη Συμφωνία* ή τον Μάρκο Αντώνιο να εγκωμιάζει μια νε­ κρή γάτα. Αυτή τη χρονιά ωστόσο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού γρήγορα έγινε σαφές ότι κινδύνευαν να πεινάσουν περισσό­ τεροι από μερικούς χοντρούς Γερμανούς τον Ιανουάριο. Και επίσης τα πιο προβλέψιμα κλισέ για τη δόξα της προσφοράς και της γεν­ ναιοδωρίας - κάτι που αποτελούσε δεύτερη φύση για μας τους Γερ­ μανούς βεβαίως - τα χρησιμοποίησε ο Φύρερ για να ανακοινώσει την έναρξη της «σπουδαίας αποφασιστικής μάχης του ερχόμενου έτους», πράγμα που θα ήταν καταστροφικό για τον εχθρό. Πολλοί από μας τώρα στη βιβλιοθήκη, και γενικά στη χώρα, είχαν την εντύπωση ότι «η σπουδαία αποφασιστική μάχη» ήταν ήδη νικηφόρα. Οπωσδήποτε το είχαμε ακούσει για πολύ καιρό από τον δόκτορα Γκέμπελς σε διάφορες περιστάσεις. Εδώ όμως ο Χίτλερ ομολογούσε μέσες άκρες ότι θα στοιχημάτιζε τα πάντα σε ό,τι έμελλε να συμβεί, ότι θα έπαιζε το μέλλον μας σε κάτι που δεν ήταν ακλόνητα βέβαιο —και η κατάληξη ήταν ότι όποιος τον άκουγε έμενε με την αναπότρεπτα σαφή εντύπωση ότι τα πράγ­ ματα στο ανατολικό μέτωπο δεν επρόκειτο να πάνε καλά για τις ως τώρα αήττητες ένοπλες δυνάμεις μας. Ό ταν η ομιλία και οι καταιγιστικές αποδοκιμασίες στο Αθλη­ τικό Μέγαρο είχαν πια τελειώσει και ο ταγματάρχης δόκτωρ Πλετς έκλεισε επιτέλους το AEG, έγινε αμέσως σαφές ότι υπήρ­ χαν κι άλλοι στη βιβλιοθήκη που έκαναν την ίδια σκέψη μ’ εμένα: κάποιος στην κυβέρνηση - ίσως και ο ίδιος ο Χίτλερ —επανήλθε στην επώδυνη πραγματικότητα σχετικά με το τι είχε αναλάβει η Γερμανία να κάνει στη Ρωσία. Και όντας στο Τρίτο Ράιχ βέβαια, που ήταν χτισμένο με ψέματα, σήμαινε ότι τα πράγματα ήταν πο­ λύ χειρότερα απ’ ό,τι μας έλεγαν. Τα βλοσυρά μας πρόσωπα είχαν την ίδια αγριωπή έκφραση. * Silly Symphonies Σειρά ταινιών κινούμενων σχεδίων της Walt Disney, που γυ­ ρίστηκαν μεταξύ 1929 και 1939. (Σ.τ.Ε.)

Η I Ιράγματι ο στρατηγός Φον Εμπερστάιν, που ήταν μεγάλη μούρη στο Επιτελείο των Ες Ες, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μουρ­ μουρίσει κάποια απελπισμένη κατάρα σε ένα Θεό που ήταν σί­ γουρα κάπου άλλου, αν βρισκόταν τέλος πάντων κάπου. Ο στραιηγός Χίλντεμπραντ, που ήταν ισόβαθμος με τον Χάιντριχ στο Ντάντσιχ, απλώς πέταξε το τσιγάρο του στο τζάκι, σαν να είχε αηδιάσει μ’ αυτό, όπως και με οτιδήποτε άλλο. Αυτό μάλλον έσπρωξε τον Χάιντριχ να πει μερικά λόγια για να επαναφέρει την εμφανή έλλειψη ενθουσιασμού. Το πιθανότερο ήταν ιι ως έφταιγε το χειρόγραφο σημείωμα του Φλάισερ, που του έδωσε ο λοχαγός Πόμε λίγα λεπτά νωρίτερα. Ο Χάιντριχ πάντως χαμογε­ λούσε σαρκαστικά, σαν να είχε φάει το τελευταίο κομμάτι κέικ. «Κύριοι», είπε. «Μπορώ να έχω την προσοχή σας για λίγο ακό­ μη; Μου δόθηκε ένα σημείωμα από τον κομισάριο Εγκληματολογικου της Γκεστάπο Φλάισερ, που έχει κάποια εξαιρετικά νέα. Οπως γνωρίζετε οι περισσότεροι, από τον περασμένο Μάιο έχουμε τους δυο από Τρεις Μάγους - τον Γιόζεφ Μπάλαμπαν και τον Γιόζεφ Μάσιν —στη φυλακή Πάνκρακ, εδώ στην Πράγα. Αυτοί βεβαίως είναι δυο από τους τρεις ηγέτες της τσέχικης τρο­ μοκρατίας εδώ στη Βοημία. Ωστόσο ο τρίτος, ο Μελχιόρ, όπως συνηθίζουμε να τον αποκαλουμε, μας διέφευγε. Μέχρι τώρα. Φαίνεται ότι ένας απ’ τους κρατουμένους μας - δεν ξέρω ποιος, αλλά κάτι μου λέει ότι ήταν ένας από τους Γιόζεφ - δέχτηκε να συνεργαστεί στις έρευνές μας και τελικά μας αποκάλυψε ότι το αληθινό όνομα του Μελχιόρ είναι Βάσλαβ Μόραβεκ, πρώην λο­ χαγός του τσέχικου στρατού. Έχουμε ήδη ξεκινήσει τις έρευνες εδώ στην Πράγα και στην πατρίδα του, το Κόλιν, κοντά στη Λοζάνη, και περιμένουμε να συλληφθεί σύντομα». Παραδόξως ένιωσα ναυτία. Φαίνεται ότι ενόσω εμείς χλαπακιάζαμε και κατεβάζαμε ποτά, ένας γενναίος άντρας βασανιζόταν για να αποκαλύψει το όνομα του μεγαλύτερου καταζητούμενου στο Τρίτο Ράιχ.

«Μπράβο», είπε ένας συνάδελφός μου, ένας ταγματάρχης της Υπηρεσίας Πληροφοριών ονόματι Τούμελ. Κι άλλοι φάνηκαν να επιδοκιμάζουν τα νέα, πράγμα που ευχα­ ρίστησε βαθύτατα τον Χάιντριχ, κι έτσι θα μπορούσε, και ίσως θα έπρεπε, να σταματήσει εκεί. Γεμάτος αυτοπεποίθηση ο Χάιντριχ συνέχισε να μιλά για λίγο ακόμα. Δεν ήταν όμως καλός στους λό­ γους. Αν και είχε αυτογνωσία και καλή γνώση της κατάστασης, δεν είχε τη δεξιοτεχνία και τη ρητορική δεινότητα του Χίτλερ. Η φωνή του ανέβαινε πολύ ψηλά και δεν μπορούσε να εμπνεύσει το χειρότερο ήταν ότι χρησιμοποιούσε τεράστιες λέξεις, ενώ μια δυο μικρότερες θα είχαν καλύτερο αποτέλεσμα. Βέβαια αυτό ήταν συνηθισμένο για τους ναζί, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιού­ σαν τη γλώσσα για να καλύψουν την άγνοια και τη βλακεία τους - τις οποίες διέθεταν σε ανεξάντλητα αποθέματα - , όπως και για να προσδώσουν στα λόγια τους την ψευδαίσθηση της αυθεντίας σαν κάποιο γιατρό που έχει μια εντυπωσιακή λατινική ονομασία για το τι σου συμβαίνει, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει θεραπεία γι’ αυτό. Ευτυχώς για τους παρόντες ο λοχαγός Κούτνερ και ο Κρίτσινγκερ> ο μπάτλερ, εμφανίστηκαν με σαμπάνια και ένα δίσκο με κρυστάλλινα ποτήρια και πολύ σύντομα δημιουργήθηκε ατμό­ σφαιρα πάρτι στη βιβλιοθήκη. Ήπια ένα ποτήρι δίχως πολλή ευ­ χαρίστηση και όταν πίστεψα ότι δεν με έβλεπε κανείς, ξεγλίστρη­ σα στη βεράντα και κάπνισα ένα τσιγάρο στο σκοτάδι. Ένιωθα ότι ανήκω εδώ —σε έναν κόσμο πλασμάτων του λυκόφωτος, που κραύγαζαν και αλυχτούσαν και όπου θα έπρεπε να κρυφτεί κανείς για να αποφύγει τα μεγαλύτερα αρπακτικά. Ύστερα από λίγο έριξα μια ματιά από το παράθυρο της βι­ βλιοθήκης και, μη βλέποντας τον Χάιντριχ, αποφάσισα να πάω στο δωμάτιό μου. Δεν είχα όμως υπολογίσει το γραφείο του Χάιντριχ, που ήταν αμέσως μετά το πρώτο κεφαλόσκαλο - οι πόρτες ήταν ανοιχτές κι εκείνος καθόταν στο γραφείο του υπογράφοντας

[199] διάφορα χαρτιά κάτω από το παγερό, πίσω από τα γυαλιά, βλέμ­ μα του αντισυνταγματάρχη Γιακούμπι. Αμέριμνος κατευθύνθηκα ιιρος τον βόρειο διάδρομο, στο δωμάτιό μου - ελπίζοντας πως θα απέφευγα το βλέμμα του στρατηγού, γρήγορα όμως διαψεύστηκα. «Γκούντερ», είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του απ’ τα χαριιά του. «Έλα μέσα». «Μάλιστα, κύριε». Μπαίνοντας στο γραφείο του Χάιντριχ στο Κάτω Κάστρο στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν, ένιωθα σαφώς ότι ήμουν σε μια μικρότε­ ρη και πιο φιλική εκδοχή του γραφείου του Φυρερ στην Καγκελα­ ρία, κι αυτό ήταν συνηθισμένο για τον Χάιντριχ. Ό χι ότι αυτό το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό ή φιλικό. Το ταβάνι ήταν περίπου στα τέσσερα μέτρα, υπήρχαν μαρμάρινες κολόνες στους τοίχους, ένα τζάκι μεγάλο όσο μια Μερσεντές και ένα πράσινο χαλί αρκετά άνετο για ένα αξιοπρεπές παιχνίδι γκολφ. Το μοναστηριακού τό­ που γραφείο είχε περισσότερο γυαλί, για να προφυλάσσει τη λεία, δρύινη επιφάνειά του, από μια μεγάλη βιτρίνα. Πάνω στο γρα­ φείο ένα πορτατίφ με μαρμάρινη βάση, δύο τηλέφωνα, ένα δερ­ μάτινο σουμέν, ένα μελανοδοχείο και ένα μπρούντζινο αεροπλα­ νάκι - πιθανότατα ένα Siebel Fh 104, αυτό που πιλοτάριζε ο ίδιος για να πηγαινοέρχεται στο Βερολίνο. Στο αψιδωτό παράθυρο υπήρχε μια μπρούντζινη προτομή του Φύρερ και πίσω από μια πολυθρόνα, στο μέγεθος θρόνου, υπήρχε μια γυαλιστερή πράσινη κορνίζα με ένα χρυσό γερμανικό αετό που κρατούσε σφιχτά ένα δάφνινο στεφάνι το οποίο περιέκλειε μια σβάστικα, λες και ήταν κάτι που άξιζε να κλέψει κανείς. Ο Χάιντριχ άφησε την πένα του και άραξε στην πολυθρόνα. «Την κοπέλα στο ξενοδοχείο σου», είπε, «την Αριάνε Τάουμπερ, την ειδοποίησες ότι δεν θα πας στο ξενοδοχείο απόψε;» «Ό χι ακόμη, κύριε». «Μην το κάνεις. Πες στον Κλάιν να σε πάει στην πόλη. Νομί­ ζω ότι θα είμαι ασφαλής απόψε, τι λες κι εσύ;»

P H I L I P K E RR

[200]

«Αν έτσι κρίνετε, κύριε». «Α, όχι. Από δω και πέρα εσύ θα κρίνεις. Αυτό το νόημα έχει η πρόσληψή σου. Είμαι βέβαιος όμως ότι θα τα πας καλά. Έλα να με βρεις στο παλάτι Πέτσεκ αύριο το πρωί στις δέκα. Έχω μια συνάντηση εκεί, για να οργανώσουμε τη σύλληψη αυτού του Μόραβεκ». «Πολύ καλά, κύριε. Σας ευχαριστώ». Μέχρι που θα βαρουσα προσοχή και θα έκανα υπόκλιση. Το να δουλεύεις για τον Χάιντριχ ήταν σαν να προσπαθείς να είσαι φιλικός με έναν ύπουλο γάτο, ενώ την ίδια στιγμή ψάχνεις τριγύ­ ρω για την κοντινότερη ποντικότρυπα.

ΚΕ ΦΑ ΛΑΙ Ο 13

Η Αριάνε χάρηκε που με είδε βέβαια, παρότι όχι όσο εγώ, στο κρεβάτι μας, μόνη, γυμνή και διαθέσιμη να χρησιμοποιήσει το κορμί της για να με βοηθήσει να μη σκέφτομαι τον Χάιντριχ, το Γιοΰνγκφερν-Μπρεσάν, τους Τρεις Μάγους και το παλάτι Πέτσεκ. Δεν της είπα τίποτα απ’ όσα με απασχολούσαν. Απ’ τη στιγμή που αφορούσαν τον Χάιντριχ, καλύτερα να ήξερε όσο το δυνατόν λιγότερα, καθώς εγώ άρχιζα να ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Τ ι της είπα όταν, εξαντλημένοι από τον έρωτα, ξαπλώσαμε μπλεγμένοι σαν δύο πρωτόγονες μορφές, σμιλεμένες στο ίδιο κομμάτι από κέρας ελαφιού; Μόνον ότι τα καθήκοντά μου με κράτησαν μακριά από την Πράγα, στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν, γιατί αλλιώς σίγουρα θα είχα επιστρέψει νωρίτερα στο ξενοδοχείο. «Δεν πειράζει», είπε. «Αλήθεια το απολαμβάνω εδώ μονάχη μου. Ούτε φαντάζεσαι πόσο ωραίο είναι να κάθομαι εδώ με ένα βιβλίο ή να τριγυρίζω στην πόλη μόνη». «Το φαντάζομαι», μουρμούρισα. «Μπορώ να το φανταστώ τέ­ λος πάντων». «Άφησα ένα μήνυμα για τον αδελφό μου. Υπάρχουν ήδη πολλοί Γερμανοί στην Πράγα που μπορώ να μιλήσω. Εδώ που τα λέμε, το ξενοδοχείο είναι γεμάτο Γερμανούς. Είναι κι ένα όμορφο κορίτσι σε μια σουίτα σ’ αυτό τον όροφο, που τα έχει με ένα στρατηγό

PHIL IP KERR

[202]

των Ες Ες. Και είναι Εβραία. Δεν ακούγεται πολΰ ρομαντικό;» «Ρομαντικό; Μάλλον επικίνδυνο». Η Αριάνε το άφησε να πέσει κάτω. «Τη λένε Μ πέτι Κίπσντορφ και είναι πολύ γλυκιά». «Αυτόν πώς τον λένε;» «Το στρατηγό; Κόνραντ κάτι. Έ χει τα διπλάσια χρόνια απ’ αυ­ τή και παραπάνω, εκείνη όμως λέει ότι δεν του φαίνεται με τίπο­ τα», γέλασε. «Εφόσον ήταν καθηγητής γυμναστικής». Της είπα ότι δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι. Και δεν ήξερα. Δεν το είχα και πολύ με τα μικρά ονόματα των στρατηγών των Ες Ες, ακόμα κι αυτών που γνώριζα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πολύ καλοστεκούμενος. Για στρατη­ γός. Εγώ ανέκαθεν έλεγα ότι αν θες να γίνει μια δουλειά και να γίνει όπως πρέπει, χρειάζεσαι ένα λοχαγό. Ό χι κάναν ξεπεσμένο φλαμίγκο που βαράει προσοχές». Φλαμίγκο λέγανε οι στρατιώτες τους αξιωματικούς του Επιτε­ λείου, αναφερόμενοι στις κόκκινες ρίγες που έχουν στα μπατζάκια τους. «Και τι ξέρεις εσύ για τα φλαμίγκο;» «Θα έπεφτες απ’ τα σύννεφα αν ήξερες ποιους γνωρίζουμε στο Τζόκεϊ Μπαρ». «Μπα. Όμως και πάλι εκπλήσσομαι που προτιμάς ένα λοχαγό απ’ αυτούς». «Μάλλον είσαι λίγο καχύποπτος». «Δεν φταις εσύ γι’ αυτό». «Φωτιά στα μπατζάκια μας αν δεν ήσουν μπάτσος, έτσι δεν εί­ ναι, Πάρσιφαλ;» «Φοβάμαι ότι έτσι είναι στην εποχή μας. Τα πάντα με κάνουν καχύποπτο, ομορφούλα. Δύο άσοι στη σειρά. Εξάρες. Το δέκα το καλό. Μια καλή κουβέντα ή ένα κομπλιμέντο. Η Αφροδίτη που αναδύεται. Είμαι από αυτούς που έχουν την τάση να ψάχνουν ποιος λέει τι».

[203]

«Θα είχα προσβληθεί αν δεν ήξερα κάτι απ’ όλα αυτά. Στο τέ­ λος τέλος κάτι από σένα υπάρχει ήδη μέσα μου». «Σειρά μου να προσβληθώ». «Μην το κάνεις, Γκούντερ. Το καταευχαριστήθηκα. Νομίζω ότι μάλλον υποτιμάς τον εαυτό σου». «Μπορεί. Μέχρι που θα το έλεγα κίνδυνο του επαγγέλματος, μόνο που ως τώρα αυτό με κράτησε ζωντανό». «Είναι τόσο σημαντικό για σένα να μείνεις ζωντανός;» «Ό χι. Και πάλι όμως έχω δει τις εναλλακτικές, και από πολύ κοντά μάλιστα. Στη Ρωσία. Ή είκοσι χρόνια πριν, στα χαρακώ­ ματα». Μου έριξε μια μικρή αγκαλιά, που έμοιαζε με ταχυδακτυλουργι­ κό κόλπο για το οποίο δεν χρειάζονται χέρια. Κάθε φορά που μια γυναίκα με αγκαλιάζει έτσι σφιχτά, αυτό αποτελεί το καλύτερο επιχείρημα ενάντια στη σολιψιστική άποψη ότι μπορούμε να είμα­ στε βέβαιοι μόνο για την ύπαρξη του μυαλού μας. «Πόσο πιο καχύποπτος θα γινόσουν αν σου έλεγα ότι σ’ έχω ερωτευτεί, Γκούντερ;» «Θα έπρεπε να μου το πεις πολλές φορές για να πιστέψω ότι είναι αλήθεια». «Μπορεί και να το κάνω». «Ναι. Μπορεί. Ό ταν μου το πεις για πρώτη φορά, θα δούμε ξανά την κατάσταση. Τώρα όμως είναι απλώς μια υπόθεση». «Εντάξει, εγώ...» Σταμάτησε για μια στιγμή αφήνοντας ένα στεναγμό που ήταν ασταθής σαν το πίσω πόδι ενός σκύλου, ενώ εγώ πίεζα βαθιά την άκρη της τελευταίας σκέψης της. «Προχώρα. Ακούω». «Αλήθεια, Γκούντερ. Σ ε ερωτεύομαι». «Είσαι πολύ καιρό στον αέρα, ομορφούλα. Τώρα οποιοσδήπο­ τε θα το πάθαινε», την πίεσα ξανά. «Μ ε μανία». «Στο διάολο, Γκούντερ».

P H I L I P K E RR

|204j

Η ανάσα της ήταν καυτή στο αυτί μου, μόνο που ακούστηκε κρύα και σπασμωδική, σαν κάποιος να γελούσε σιωπηλά. Την παρότρυνα λίγο περισσότερο λέγοντας: «Έλα. Ας δούμε πώς ακούγεται». «Εντάξει. Σ ’ αγαπώ. Ικανοποιημένος;» «Ό χι και τόσο. Όμως θα είμαι αν συνεχίσεις». Μ ε χτύπησε στον ώμο, αλλά δεν είχε χαρά στο πρόσωπό της. «Μπάσταρδε σαδιστή». «Είμαι ναζί. Εσύ το είπες. Θυμάσαι;» «Ό χι, αλλά είσαι και όμορφος, Γκούντερ. Κυρίως γιατί δεν το ξέρεις. Μετά τον Καρλ, το σύζυγό μου, είχα κι άλλους. Είσαι όμως ο πρώτος για τον οποίο νοιάζομαι από τότε που πέθανε». «Σταμάτα». «Κάνε με να το βουλώσω». Δεν είπα τίποτα. Δεν χρειαζόταν να κουβεντιάζουμε. Δεν χρει­ αζόμασταν λόγια για να πούμε μια ιστορία που πολλοί άλλοι εί­ χαν πει πριν από μας. Δεν ήταν αυθεντική, αλλά έμοιαζε να είναι — μια σχεδόν βουβή ταινία, που έμοιαζε οικεία και καινούργια. Ό ταν το τηλέφωνο στο κομοδίνο χτύπησε, εμείς ακόμη αποτίαμε φόρο τιμής στον υψηλής αισθητικής γερμανικό εξπρεσιονισμό. «Άσ’ το», είπα. «Είσαι σωστό αυτό;» «Μου μυρίζει μπελάς». Έ παψε να χτυπά. Ό ταν τελείωσε η ταινία μας, σηκώθηκε για να πάρει τα τσιγά­ ρα μου. Ανασηκώθηκα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο τον κωνικό θόλο του απέναντι κτιρίου. Το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπά. «Σ ’ το είπα», είπα. «Πάντα χτυπάει πάλι όταν είναι για μπελά­ δες. Ειδικά το πρωί, πριν το πρωινό». Σήκωσα το ακουστικό. Ήταν ο ταγματάρχης Πλετς, ο πρώτος

[205]

υπασπιστής του Χάιντριχ. Η φωνή του ακουγόταν τρεμάμενη και μιαν θυμωμένος. «Έρχεται αυτοκίνητο να σε πάρει και να σε φέρει πάλι αμέσως ι όώ». «Εντάξει. Τ ι συμβαίνει;» «Ανθρωποκτονία», είπε. «Εδώ, στο Κάτω Κάστρο». «Ανθρωποκτονία; Τ ι ανθρωποκτονία δηλαδή;» «Δεν έχω ιδέα. Πρέπει όμως να είσαι έξω απ’ το ξενοδοχείο σε δεκαπέντε λεπτά», είπε και μου το έκλεισε. Για μια ένδοξη στιγμή επέτρεψα στον εαυτό μου να ελπίσει ότι ο νεκρός ήταν ο Χάιντριχ. Ό τι ένας από κείνους τους αξιωματι­ κούς και τους κυρίους των Ες Ες και της αστυνομίας, από φθόνο για την επιτυχία του Χάιντριχ, του την είχε ανάψει. Ή ίσως έγινε επίθεση με πολυβόλα από Τσέχους τρομοκράτες την ώρα που ο Χάιντριχ έκανε την πρωινή του βόλτα με άλογο στην εξοχή στα περίχωρα του Γιούνγκφερν-Μπρεσάν. "Ισως ακόμη και τώρα το άλογο να κείτονταν πάνω στο άψυχο κορμί του. Αλλά και πάλι, όπως και να είχε, αν ήταν ο Χάιντριχ ο νεκρός, ο Πλετς θα μου το είχε πει. Ο Πλετς ποτέ δεν θα χρησιμοποιούοε τη λέξη «ανθρωποκτονία» για κάποιον τόσο σημαντικό όσο ο στρατηγός του. Το θύμα πρέπει να ήταν κάποιος που δεν είχε τό­ ση σημασία, γιατί αλλιώς ο Πλετς θα έλεγε «Ο Χάιντριχ δολοφο­ νήθηκε» ή «Ο στρατηγός δολοφονήθηκε» ή «Καταστροφή, ο στρατηγός Χάιντριχ έπεσε θύμα δολοφονίας». Η ανθρωποκτονία δεν κάλυπτε το εύρος του λεξιλογίου που θα χρησιμοποιούσαν όι ναζί αν ο Χάιντριχ ήταν τόσο άτυχος ώστε να συναντήσει τον δί­ καιο ή πρόωρο θάνατό του. «Είναι τελικά;» «Τ ι να ’ναι;» της αποκρίθηκα αφηρημένος. «Μπελάδες», είπε η Αριάνε. «Πρέπει να επιστρέψω στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν αμέσως. Έχουμε ένα θάνατο».

P H I L I P K E RR

[206]

«Πώς; Ποιος πέθανε;» «Δεν ξέρω. Είμαι σίγουρος όμως ότι δεν είναι ο Χάιντριχ». «Ωραίος επιθεωρητής είσαι», σήκωσε τους ώμους της. «Εντά­ ξει, όπως και να ’χει, δεν θα είναι ο κηπουρός νεκρός για να σε θέλουν εκεί αμέσως. Θα είναι κάποιος μεγαλόσχημος». «Μάλλον κάτι τέτοιο».

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα πλύθηκα, ντύθηκα και στεκόμουν έξω από το ξενοδοχείο Ιμπίριαλ όταν έφτασε ένα μαύρο σεντάν. Ο οδηγός με στολή των Ες Ες - δεν ήταν ο Κλάιν - βγήκε κομψά από το αυτοκίνητο, χαιρέτησε, άνοιξε την πόρτα και κατέβασε το μεσαίο μπράτσο στις μπροστινές θέσεις, γιατί δυο άντρες με πο­ λιτικά κάθονταν ήδη πίσω. Ήταν καλοθρεμμένοι, ογκώδεις τύποι, πιθανόν από εκείνους που δεν μπορούν να τρέξουν γρήγορα, αλλά είναι σε θέση να σε κάνουν τόπι στο ξύλο χωρίς να σπάσουν ούτε νύχι. «Ο κομισάριος Γκούντερ;» Αυτός που μίλησε είχε ένα κεφάλι μεγάλο σαν φαγάνα, αλλά η μούρη που είχε σμιλευτεί πάνω του ήταν μικρή σαν παιδιού. Τα μάτια ήταν κρύα και αυστηρά, ίσως και λίγο θλιμμένα, το στόμα όμως ήταν μια ύπουλη τρύπα. «Μάλιστα». Ένα σιδερένιο χέρι αρπακτικού ξετρύπωσε από την πίσω θέ­ ση. «Κουρτ Κάλο», είπε ο άντρας. «Βοηθός του επιθεωρητή Βίλι Άμπεντσεν, από το Εγκληματολογικό της Πράγας». Κοίταξε τον άλλο άντρα και χαμογέλασε σαρκαστικά, με αγένεια. «Και από δω ο επιθεωρητής Τσενάτι από την τσέχικη αστυνο­ μία. Είναι μαζί μας μόνο για τυπικούς λόγους, έτσι δεν είναι, κύ­ ριε; Στο κάτω κάτω, μιλώντας τυπικά πάντα, αυτό είναι υπόθεση των Τσέχων, σωστά;»

[207]

Ο Τσενάτι έσφιξε to χέρι μου, δεν είπε τίποτα όμως. Ήταν ψηλός και έμοιαζε με γεράκι, είχε σκοτεινό βλέμμα και ένα χτένι­ σμα που έμοιαζε σαν συνέχεια της κοντής και κουτσουρεμένης γενειάδας του. «Φοβάμαι ότι ο Τσέχος φίλος μας δεν μιλάει καλά γερμανικά, έτσι δεν είναι, Ιβάν;» «Ό χι και τόσο καλά», είπε ο Τσενάτι. «Μ ε συγχωρείτε». «Όμως είναι εντάξει, είναι ο Ιβάν μας», ο Κάλο χτύπησε ελα­ φρά το χέρι του Τσενάτι. «Είσαι, δεν είσαι, Ιβάν;» «Πολύ». «Θα ερχόταν αυτοπροσώπως ο κύριος Άμπεντσεν», είπε ο Κά­ λο, «αλλά σχεδόν όλοι στην Πράγα αναζητούν πια αυτό τον Μόραβεκ. Ο στρατηγός Χάιντριχ έκανε τους φόβους του πρώτη προ­ τεραιότητα της αστυνομίας σε όλο το προτεκτοράτο». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Λοιπόν, ποιος είναι ο νεκρός; Δεν μου είπαν». «Ένας από τους υπασπιστές του στρατηγού Χάιντριχ. Ένας λοχαγός ονόματι Κούτνερ, Αλμπερτ Κούτνερ. Τον γνωρίζατε, κύ­ ριε;» «Τον συνάντησα πρώτη φορά χθες», είπα. «Εσείς;» «Τον έχω συναντήσει μια δυο φορές μονάχα. Εμένα όλοι οι υπασπιστές μου φαίνονται ίδιοι». «Θα ’λεγα ότι ένας μπορεί να είναι λίγο διαφορετικός, τι λέτε κι εσείς;» «Σωστό κι αυτό». Τα φρύδια του Κάλο ήταν σχεδόν μονίμως σηκωμένα, σαν θλιμ­ μένου κλόουν, αλλά με κάποιο τρόπο κατάφερνε να τα ανεβάσει ακόμα περισσότερο στο μέτωπό του. «Εσείς;» ρώτησα τον Τσενάτι ευγενικά. «Τον γνωρίζατε τον λοχαγό Κούτνερ;» «Ό χι πολύ καλά», είπε ο Τσενάτι. Ο Κάλο γέλασε σαρκαστικά μ’ αυτό, πράγμα που έκανε τον

Τσενάτι να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο. Ήταν καλύτερη η θέα από την περιφρονητική, άσχημη φάτσα του Κάλο. Προχωρήσαμε ανατολικά για λίγο, στα κεντρικά του Εγκληματολογικού, στην Καρλ Μαρία φον Βέμπερ Στράσε, όπου ο Τσε­ νάτι άφησε το αυτοκίνητο για λίγο και ο Κάλε με πληροφόρησε ότι πήγε να πάρει ένα κουτί για τα αποδεικτικά στοιχεία. Εκείνος και ο Τσενάτι βρίσκονταν στο ποτάμι, στο Υπουργείο Δικαιοσύ­ νης, όταν ο Άμπεντσεν, το αφεντικό του Κάλο, του τηλεφώνησε για να του πει να με πάρει και να πάμε στο Γιουνγκφερν-Μπρεσάν. Λίγα λεπτά αργότερα ο Τσενάτι επέστρεψε και κατευθυνθήκαμε ξανά βόρεια. Το να αντικρίζεις την Πράγα το φθινόπωρο του 1941 ήταν σαν να αντικρίζεις ένα ακάνθινο στεφάνι, λίγο ψηλότερο όμως, όπως θα το ζωγράφιζε ο Λουκάς Κράναχ. Ήταν οπωσδήποτε μια πόλη με κωνικές στέγες εκκλησιών. Και οι κωνικές στέγες είχαν μικρότερες κωνικές στέγες, όπως στα μεγάλα καρότα βγαίνουν μερικές φορές μικρότερα καρότα. Αυτό έδινε στην εξαιρετικά ψ η­ λή βοημική πρωτεύουσα μια απροσδόκητα οξεία, αιχμηρή αίσθη­ ση. Όπου κι αν κοίταζες, ήταν σαν να έβλεπες έναν ελβετικό πέλεκυ κάτω από μια ομπρέλα. Αυτή την αίσθηση μεσαιωνικής δυ­ σφορίας ενίσχυαν τα γλυπτά της πόλης, που υπήρχαν παντού. Ολόγυρα στην Πράγα υπήρχαν αγάλματα Ιησουιτών επισκόπων που λόγχιζαν παγανιστές, υπερβολικά μυώδεις Τιτάνες, οι οποίοι αλληλοκαρφώνονταν με ξίφη, αγωνιώδεις χριστιανοί άγιοι που έβρισκαν φρικτό μαρτυρικό θάνατο ή θηριώδη άγρια ζώα που αλληλοσπαράσσονταν. Υπό αυτή την έννοια η Πράγα έμοιαζε να ταιριάζει με τη σκληρότητα και τη βιαιότητα του ναζισμού με έναν τρόπο που το Βερολίνο ποτέ δεν υιοθέτησε. Ο ι ναζί φαινό­ ταν να ταιριάζουν εδώ —ειδικά η ψηλόλιγνη μορφή του Χάιντριχ, που το αυστηρό, χλομό πρόσωπό του μου θύμιζε έναν άγιο που γδάρθηκε ζωντανός. Ο ι κόκκινες ναζιστικές σημαίες, που υπήρ-

[209]

/uv παντού, έμοιαζαν περισσότερο με αίμα που έσταζε στα κτίρια ο ια οποία κυμάτιζαν —οι γυαλισμένες ξιφολόγχες στα γερμανικά ιουφέκια στα σημεία ελέγχου κατά μήκος της πόλης γυάλιζαν με μια επιπλέον ατσάλινη αιχμή - και οι μπότες, με το περπάτημα ι ης χήνας, στο λιθόστρωτο της γέφυρας του Καρόλου έμοιαζε να χτυπούν δυνατότερα, σβήνοντας τις ελπίδες των Τσέχων. Ηταν ντροπιαστικό να είσαι Γερμανός, αλλά ήταν χειρότερο να είσαι Τσέχος, όπως ο ανήμπορος επιθεωρητής Τσενάτι. Το χειρότερο ήταν να είσαι Εβραίος στην Πράγα. Η Πράγα φιλοξε­ νούσε μια από τις μεγαλύτερες κοινότητες Εβραίων στην Ευρώ­ πη, κι ακόμα και τότε είχαν απομείνει πολλοί εκεί για να τους τσακίσουν οι ναζί. Τους τσάκιζαν κανονικά - και έμενε να φανεί αν το θρυλικό Γκόλεμ, που οι φήμες έλεγαν ότι τριγύριζε στην I Ιαλαιά Νέα Συναγωγή της πόλης, θα εμφανιζόταν από τη σοφί­ τα, όπως έλεγε ο μύθος, μια νύχτα και θα κατέβαινε τον εξωτερι­ κό τοίχο με σκοπό να πάρει εκδίκηση για τη δίωξη των Εβραίων της Πράγας. Ένα μέρος του εαυτού μου ήλπιζε ότι είχε ήδη εμ­ φανιστεί στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν και ότι ο ανεξήγητος θάνα­ τος του λοχαγού Κούτνερ ήταν μονάχα η αρχή. Αν τα πράγματα ήταν όπως στη βουβή ταινία Το Γκόλεμ,* που είχα δει λίγο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, τότε εμείς οι Γερμανοί έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για διασκέδαση.

Είκοσι λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από την εί­ σοδο του Κάτω Κάστρου και μπήκαμε μέσα. Ο Κρίτσινγκερ, ο μπάτλερ, συνόδεψε τον Κάλο, τον Τσενάτι κι εμένα στο γραφείο του Χάιντριχ, όπου μας περίμενε ανυπομο* Το Γκόλεμ (1920) είναι κινηματογραφική ταινία του γερμανικού εξπρεσιονι­ σμού, σε σκηνοθεσία Πάουλ Βέγκενερ και Καρλ Μπέζε. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του βωβού, καθώς και του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κι­ νηματογράφου. (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

[210]

νώντας μαζί με τον ταγματάρχη Πλετς και τον λοχαγό Πόμε. Ο Χάιντριχ και ο Πόμε φορούσαν τα ειδικά σακάκια για ξιφασκία και ήταν ξεκάθαρο από τα κόκκινα και ιδρωμένα πρόσωπά τους ότι δεν είχαν τελειώσει πολλή ώρα πριν το παράλογο άθλημά τους. Επειδή ήμουν ο μόνος που φορούσε στολή, χαιρέτησα και αμέ­ σως σύστησα τον Κάλο και τον Τσενάτι. Ο Χάιντριχ κοίταξε παγερά τον Τσενάτι. «Μπορείς να μας περιμένεις κάτω», είπε στον Τσέχο αστυνο­ μικό. Ο Τσενάτι έκανε μια κοφτή κίνηση με το κεφάλι του και βγήκε απ’ το δωμάτιο. «Ήρθατε με την άνεσή σας εδώ», είπε πικρά ο Χάιντριχ. Η παρατήρηση μάλλον απευθυνόταν σ’ εμένα, γι’ αυτό κοίτα­ ξα το ρολόι μου και είπα: «Ο ταγματάρχη Πλετς με κάλεσε μόλις πριν από σαράντα πέ­ ντε λεπτά. Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, κύριε». «Καλά, καλά». Ο τόνος του Χάιντριχ ήταν πικρόχολος. Κρατούσε τσιγάρο. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, αχτένιστα. «Λοιπόν, τώρα είσαι εδώ, αυτό έχει σημασία. Είσαι εδώ κι έχεις υπηρεσία, ακούς; Εσύ είσαι ο έμπειρος εν προκειμένω. Και παρεμπιπτόντως δεν θέλω αυτός ο Τσέχος να μπλεχτεί στα πόδια μας. Ακούς; Αυτό είναι ζήτημα των Γερμανών. Θέλω να ερευνηθεί γρήγορα και διακριτικά η υπόθεση και να λυθεί προτού φτάσει στ’ αυτιά του Φύρερ. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Γκούντερ. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να διαλευκάνει την υπόθεση, αυτός είσαι εσύ. Έχω πει σε όλους ότι σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη». «Σας ευχαριστώ, κύριε», είπα, παρότι δεν ένιωθα καθόλου έτσι ή, στην πραγματικότητα, δεν ήταν αυτό που εννοούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση ο Χάιντριχ να μου έχει απόλυτη εμπι­ στοσύνη για περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν για να το πει.

Μ «Και περιμένω απ’ όλους να συνεργαστούν πλήρως όσο ερευ­ νάς. Δεν με νοιάζει τι θα ρωτήσεις και ποιον θα θυμώσεις. Ακους; Όσον αφορά εμένα, όλοι σ’ αυτό το σπίτι είναι ύποπτοι». «Αυτό συμπεριλαμβάνει κι εσάς, κύριε;» Τα γαλάζια μάτια του Χάιντριχ μίκρυναν και για μια στιγμή οκέφτηκα ότι το είχα παρακάνει και ότι επρόκειτο να μου βάλει ιις φωνές. Ανακουφίστηκα που δεν κρατούσε ξίφος. Το είχα πα­ ρακάνει βέβαια, και ήταν φανερό ότι οι δυο υπασπιστές σκέφτο­ νταν το ίδιο, αλλά για την ώρα κανείς τους δεν ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί για το θράσος μου. Απρόβλεπτος όπως πάντα, ο Χάιντριχ πήρε βαθιά ανάσα και κούνησε αργά το κεφάλι. «Δεν βλέπω το λόγο για το αντίθετο», είπε. «Αν βοηθά. Οτιδή­ ποτε λύσει συντομότερα το ζήτημα, προτού η θητεία μου σ’ αυτή τη θέση καταλήξει φάρσα κι εγώ γίνω ο περίγελος του κόσμου στο Βερολίνο». Κούνησε το κεφάλι του και έσβησε με μανία το τσιγάρο του. «Κι αυτό πρέπει να γίνει ενώ είμαστε ένα βήμα πριν δώσουμε τέλος στην UVOD». «UVOD;» κούνησα το κεφάλι μου. «Τ ι σημαίνει αυτό;» «UVOD; Είναι η Κεντρική Ηγεσία Εσωτερικής Αντίστασης», είπε ο Χάιντριχ. «Ένα δίκτυο Τσέχων τρομοκρατών». Έσκυψε πάνω στο γραφείο του, στηρίχτηκε στις δυο γροθιές του και μετά κοπάνησε τη γυάλινη επιφάνεια πολύ δυνατά, έτσι που το αεροπλανάκι μετακινήθηκε και βρέθηκε πιο κοντά στο πορτατίφ. «Στο διάολο όλα». Αναψα τσιγάρο, τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά και φυσηξα αμέ­ σως δυνατά τον καπνό, ελπίζοντας ότι θα τον αποσπούσε λιγάκι απ’ αυτό που ετοιμαζόμουν να του πω και υπό την έννοια που ήθελα να το πω. «Γιατί δεν χαλαρώνετε, στρατηγέ; Αυτό δεν με βοηθά και σί­ γουρα δεν βοηθά κι εσάς. Αντί να κοπανάτε τα έπιπλα και να μου

P H I L I P K E RR

M

ζαλίζετε το κεφάλι, γιατί εσείς, ή όποιος γνωρίζει καλά την ιστο­ ρία, δεν μου λέτε τι ακριβώς συνέβη εδώ; Ό λοι λέτε “μια φορά κι έναν καιρό”. Και τότε θα μπορέσω να κάνω τη δουλειά μου». Ο Χάιντριχ με κοίταξε κι εγώ αισθάνθηκα ότι κατάλαβε πως πήγαινα να τον καπελώσω. Και όλοι οι υπόλοιποι με κοιτούσαν μάλλον έκπληκτοι που τόλμησα να μιλήσω στο στρατηγό μ’ αυτό τον τρόπο —αλλά και έκπληκτοι που εκείνος θα συνέχιζε να μου φωνάζει σαν τρελός για να μαζευτώ στη γωνίτσα μου. Κι εγώ εξε­ πλάγην κάπως με τον εαυτό μου, αλλά μερικές φορές έχει ενδια­ φέρον το πόσο μπορείς ν’ ανοίξεις μια πόρτα. Για μια στιγμή έφαγε τα νύχια του. «Ναι. Έχεις απόλυτο δίκιο, Γκούντερ. Αυτό δεν θα μας βγάλει πουθενά. Νομίζω λοιπόν ότι είναι μεγάλο κρίμα. Ο Κοΰτνερ ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός αξιωματικός». «Ναι, ήταν», είπε ο Πόμε. Ο Χάιντριχ τον κοίταξε παράξενα και είπε αμέσως: «Γιατί δεν λες μερικές λεπτομέρειες στον κομισάριο;» «Μάλιστα, κύριε. Όπως επιθυμείτε». «Σας πειράζει να καθίσω;» είπα. «Ως τυπικός ασφαλίτης, ακούω καλύτερα όταν δεν σκέφτομαι τα πόδια μου». «Ναι, παρακαλώ, κύριοι, καθίστε», είπε ο Χάιντριχ. Πήρα μια καρέκλα και κάθισα μπροστά από την προτομή του Φύρερ και σχεδόν αμέσως το μετάνιωσα. Δεν ήθελα ο Χίτλερ να με κοιτάει πίσω από την πλάτη μου. Αν ποτέ μάθαινε τι είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, την είχα άσχημα. Έψαξα στην κωλότσεπη και έβγαλα το σημειωματάριό μου. Είναι περίπου το ίδιο μ’ αυτό που είχε βρει η Γκεστάπο στο πτώμα του Φραντς Κότσι στο Πάρκο Κλάιστ. «Αν μου επιτρέπετε», είπα στον Πόμε. «Θα κρατήσω μερικές σημειώσεις». Ο Πόμε κούνησε το κεφάλι του. «Γιατί να μη σας το επιτρέπω;»

Μ Ξεφύσηξα. «Δεν ξέρω γιατί», σταμάτησα. «Ό ποτε είστε έτοιμος, λοχαγέ Πάμε, πείτε μου». «Λοιπόν, ο Άλμπερτ, δηλαδή ο λοχαγός Κοΰτνερ, έπρεπε να με ξυπνήσει στις έξι το πρωί. Μ ε ξυπνά αυτός ή ο ταγματάρχης Πλετς ή ο λοχαγός Κλούκολν, γιατί έχουμε την υποχρέωση να ξυ­ πνάμε το στρατηγό στις έξι και μισή. Υποθέτω πως αυτή είναι η ιεραρχία. Επειδή εκείνος ήταν ο τέταρτος υπασπιστής, καταλα­ βαίνετε. Παρ’ όλα αυτά η συγκεκριμένη διευθέτηση δεν ήταν πια ικανοποιητική. Ο Κούτνερ είχε προβλήματα με τον ύπνο και τε­ λευταία έπαιρνε υπνωτικά, πράγμα που σημαίνει ότι αργούσε να ξυπνήσει το πρωί. Αυτό έκανε κι εμένα να αργώ, όπως και το στρατηγό. Σήμερα το πρωί ήταν πολύ συνηθισμένα τα πράγματα. Προβλέποντας πως θα υπήρχε πρόβλημα, κατάφερα να ξυπνήσω μόνος μου στις έξι και αμέσως πήγα να δω αν ο Κουτνερ ήταν ξύ­ πνιος. Δεν ήταν - ή έτσι τέλος πάντων μου φάνηκε. Χτύπησα αρ­ κετές φορές την πόρτα, αλλά μάταια. Αλλά κι αυτό δεν ήταν τόσο σπάνιο. Ό ταν πίνει αυτό το χάπι, χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να σηκωθεί. Ύστερα όμως από δέκα λεπτά που εξακολουθούσα να του χτυπώ χωρίς να παίρνω απόκριση, είχα αρχίσει τέλος πά­ ντων να ανησυχώ κάπως». «Δεν θα μπορούσατε να μπείτε στο δωμάτιο και να τον ξυπνή­ σετε κουνώντας τον;» ρώτησα. «Συγγνώμη, Γκούντερ, δεν έγινα σαφής. Πάντοτε κλείδωνε την πόρτα του. Ήταν πολύ νευρικός νομίζω. Είχε να κάνει με κάτι που του συνέβη στη Λετονία, είπε. Δεν ξέρω. Τέλος πάντων, η πόρτα ήταν κλειδωμένη και όταν έσκυψα να δω από την κλειδα­ ρότρυπα, είδα ότι το κλειδί ήταν ακόμη στην κλειδαριά». Ο Πόμε ήταν ένας όμορφος, μικροκαμωμένος κέρβερος, όχι πολύ πάνω απ’ τα τριάντα, θλιμμένος, με μεγάλο στόμα αλλά με μικρά χείλη. Μ ε το λευκό σακάκι ξιφασκίας έμοιαζε σαν νευρικός οδοντίατρος.

P H I L I P K E RR

[214]

«Αφού δεν μπορούσα να ξυπνήσω τον Κούτνερ, ξύπνησα αμέ­ σως το στρατηγό και πήγα κατευθείαν να βρω τον χερ Κρίτσινγκερ για να δούμε αν υπήρχαν άλλοι τρόποι να καταφέρουμε να μπούμε στο δωμάτιο του Κούτνερ». «Τ ι ώρα συνέβη αυτό;» ρώτησα. «Π ρέπει να ήταν γύρω στις έξι και σαράντα πέντε», είπε ο Πόμε. Κοίταξε προς το μέρος του μπάτλερ, για να το επιβεβαιώσει, που ήταν ο μοναδικός εκεί μέσα που παρέμεινε όρθιος. Ο μπάτλερ με κοίταξε. «Έτσι έγινε, κύριε», είπε. «Πήγα να βρω το δεύτερο κλειδί. Φυλάω τα δεύτερα κλειδιά για όλες τις πόρτες στο χρηματοκιβώ­ τιό μου. Είδα την ώρα στο ρολόι πάνω στο τζάκι καθώς άνοιγα το χρηματοκιβώτιο. Επέστρεψα στον πάνω όροφο με τα κλειδιά, αλ­ λά δεν κατάφερα χρησιμοποιώντας το να ρίξω το κλειδί από την κλειδαριά, ώστε να μπορέσω ν’ ανοίξω απ’ έξω την πόρτα του λο­ χαγού Κούτνερ». Σκέφτηκα να του πω γι’ αυτά που χρησιμοποιούσαμε στο ξε­ νοδοχείο Άντλον, ώστε να γυρίζουμε τα κλειδιά σε τέτοιες περι­ πτώσεις, αλλά δεν μου φάνηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Αμέσως έδωσα εντολή σε έναν υπηρέτη να πάει να φωνάξει τον κηπουρό», είπε ο Κρίτσινγκερ, «και να του πει να φέρει μια σκάλα για να κοιτάξουμε απ’ το παράθυρο και ίσως να το ανοί­ ξουμε απ’ έξω». «Εν τω μεταξύ εγώ χτυπούσα την πόρτα», εξήγησε ο Πόμε. «Και τον φώναζα. Και ως εκείνη τη στιγμή είχα ήδη καθυστερή­ σει για την ξιφομαχία μου με το στρατηγό». Ο Χάιντριχ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Κάθε πρωί ξιφομαχώ με κάποιον υπασπιστή μου πριν το πρω­ ινό. Ο Κούτνερ ήταν ο καλύτερος - ήταν εξαιρετικός με το ξίφος - , αλλά τελευταία είχε πολλά στο κεφάλι του και δεν τα κατάφερνε. Σήμερα το πρωί, όταν έφτασα στο γυμναστήριο, δεν υπήρχε

[215]

ίχνος του Πόμε, οπότε πήγα να τον αναζητήσω και συνάντησα ιον υπηρέτη που είχαν στείλει να φωνάξει τον κηπουρό. Ό ταν ιον ρώτησα αν είχε δει τον λοχαγό Πόμε, μου εξήγησε πώς είχε η κατάσταση. Αυτό πρέπει να έγινε γΰρω στις έξι και πενήντα πέ­ ντε. Έ τσι πήγα να δω αν μπορούσα να βοηθήσω και βρήκα τον Πόμε να χτυπά την πόρτα του Κούτνερ. Ήταν εφτά πια. Την (δια στιγμή μάλλον άρχισα να ανησυχώ για την ακεραιότητα του Κουτνερ. Είναι γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό ήταν μάλλον πε­ ομένος. Τότε διέταξα τον Πόμε και τον Κρίτσινγκερ να σπάσουν ιην πόρτα. Κι έτσι έκαναν». «Αυτό δεν θα ’ταν και πολύ εύκολο», είπα. «Ο ι πόρτες εδώ εί­ ναι βαριές». Ενστικτωδώς ο Πόμε έτριψε τον ώμο του. «Δεν ήταν εύκολο. Μας πήρε πέντε με δέκα λεπτά». «Κι όταν ανοίξατε την πόρτα, τι είδατε;» «Λίγα πράγματα», είπε ο Πόμε. «Ο ι κουρτίνες ήταν τραβηγμέ­ νες και το δωμάτιο πολύ σκοτεινό». «Το παράθυρο ήταν ανοιχτό ή κλειστό;» «Κλειστό, κύριε», είπε ο Κρίτσινγκερ. «Ο στρατηγός με διέταξε να τραβήξω τις κουρτίνες, για να μπορούμε να δούμε, και τότε πρόσεξα ότι το παράθυρο ήταν κλειστό και μανταλωμένο». «Τότε φώναξα τον Κουτνερ», είπε ο Χάιντριχ. «Δεν πήρα απά­ ντηση και πλησίασα το κρεβάτι. Αμέσως έγινε σαφές σε όλους ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ήταν ακόμη με τη στολή και ο ύπνος του μου φάνηκε εξαιρετικά βαθύς και αδιατάρακτος. Κάτι ο θόρυβος που ερχόταν από πάνω, κάτι οι φωνές μας, δεν ήταν και πολύ λογικό να μην έχει κουνηθεί καθόλου. Οπότε πίεσα τα δά­ χτυλά μου στο λαιμό του για να βρω σφυγμό κι αμέσως συνειδητο­ ποίησα ότι το σώμα του ήταν κρύο. Πιο κρύο απ’ όσο θα έπρεπε να είναι κανονικά. Και είδα ότι δεν είχε σφυγμό. Καθόλου». «Έχετε εκπαιδευτεί στο να παίρνετε το σφυγμό μ’ αυτό τον τρόπο;» ρώτησα.

P H I L I P K E RR

[216]

Ο Χάιντριχ συνοφρυώθηκε. «Γιατί ρωτάς;» «Απλώς ρωτάω, κύριε. Θα παραξανευόσασταν αν ξέρατε πό­ σοι άνθρωποι κατέληξαν τελικά σώοι και αβλαβείς αφού κάποιος ήδη είχε ήδη πάρει το σφυγμό τους και τους είχε ανακηρύξει αμέ­ σως νεκρούς». «Πολύ καλά, ναι, έχω εκπαιδευτεί. Κατά τη διάρκεια της εκ­ παίδευσής μου στη Λουφτβάφε στο αεροδρόμιο Βερνόιχεν το 1939, έλαβα τη βασική εκπαίδευση στις πρώτες βοήθειες. Και με­ τά ξανά τον Μάιο του 1940. Αυτή τη φορά στο Στάβανγκερ», κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, Γκούντερ. Ο άνθρωπος ήταν νεκρός. Κι αυτό πρέπει να έγινε γύρω στις εφτά και δέκα». Ο Κρίτσινγκερ κούνησε το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας. «Τ ι συνέβη κατόπιν;» τον ρώτησα. «Ο στρατηγός με διέταξε να καλέσω ασθενοφόρο». «Και πού τηλεφώνησες;» «Το κοντινότερο νοσοκομείο είναι το Μπούλοβκα», απάντησε. «Είναι στα βορειοανατολικά προάστια της Πράγας, κάπου δέκα χιλιόμετρα από δω». «Περνάω από κει με το αυτοκίνητο κάθε πρωί», είπε ο Χάιντριχ. «Έφτασε ένας Τσέχος γιατρός που ονομάζεται Χόνεκ», είπε ο Κρίτσινγκερ. «Βασικά είναι ακόμη κάτω». «Κι εσύ τι έκανες;» ρώτησα τον Πόμε. «Ο στρατηγός Χάιντριχ μου είπε να πάω αμέσως να φωνάξω τον στρατηγό Γιούρι». «Για ποιο λόγο;» «Γιατί είναι γιατρός κι εκείνος», είπε ο Πόμε. «Α, ναι, τώρα το θυμήθηκα. Ήταν ειδικός στη φυματίωση νο­ μίζω. Προτού καταταγεί στα Ες Ες», κούνησα το κεφάλι. «Οπότε πήγες να τον φωνάξεις. Και τι έγινε ύστερα;»

Μ «Ένιωθε μάλλον σε κακό χάλι μετά τα χθεσινά. Πρέπει να πέ­ ρασαν άλλα δεκαπέντε λεπτά μέχρι να ετοιμαστεί και να εμφανι­ στεί». Κοίταξα τον Χάιντριχ. «Στο μεταξύ, κύριε, εσείς ήσασταν στο δωμάτιο με τον Κούτνερ, σωστά;» «Ναι». «Τ ι κάνατε καθώς περιμένατε τον δόκτορα Γιούρι;» «Για να δούμε. Άνοιξα το παράθυρο για να πάρω λίγο αέρα. Για κάποιο λόγο ένιωθα κάτι σαν ναυτία. Ό χι, δεν ήταν δίκαιο. Ήταν φίλος μου. Άναψα τσιγάρο για να καλμάρω τα νεύρα μου. Πέταξα όμως τη γόπα απ’ το παράθυρο όταν τελείωσα. Ο τόπος του εγκλήματος είναι ουσιαστικά ανέπαφος». Κούνησε το κεφάλι του και πέρασε το λεπτό του χέρι απ’ τα κοντά του μαλλιά. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Ύστερα από λίγο κατέφθασε ο δόκτωρ Γιούρι με τον Πόμε. Ο γιατρός, όπως λέει ο Πόμε, ήταν χάλια από τα ποτά. Όμως όχι τόσο πολύ ώστε να μην είναι σε θέση να διαπιστώσει το θάνατο του καημένου του Κούτνερ. Αμέσως έβαλα τον Πλετς να τηλεφωνήσει σ’ εσένα και στην το­ πική αστυνομία. Γύρω στις εφτάμισι». «Πού είναι ο δόκτωρ Γιούρι τώρα;» ρώτησα. «Στη βιβλιοθήκη, κύριε», είπε ο Κρίτσινγκερ. «Μ ε τον δόκτορα Χόνεκ. Ζήτησε να του πάμε ένα βαρύ καφέ». «Ο δόκτωρ Χόνεκ εξέτασε τον πτώμα;» «Ό χι», είπε αυστηρά ο Χάιντριχ. «Αποφάσισα ότι δεν ήταν επείγον να γίνει. Θεώρησα ότι θα ήταν προτιμότερο να περιμένει μέχρι να εξετάσεις εσύ ο ίδιος το πτώμα». Κούνησα το κεφάλι. «Θα το κάνω τώρα, αν μου επιτρέπετε». «Βεβαίως», είπε ο Χάιντριχ. «Κύριε Κρίτσινγκερ», είπα. «Μπορείτε να ζητήσετε από τον

P H I L I P K E RR

|_218 j

δόκτορα Γιούρι να έρθει μαζί μας στο δωμάτιο του λοχαγού Κούτνερ;» «Μάλιστα, κύριε». «Λοχαγέ Πάμε, θα θέλατε να μας πάτε εκεί;» Σηκώθηκα και κοίταξα τον Κάλο, τον βοηθό από το Εγκλημα­ το λο γία της Πράγας. «Θα ήταν καλύτερα να φέρετε το εξοπλισμό για τα στοιχεία που πήρε μαζί του ο Τσενάτι», είπα. «Έχετε δίκιο, κύριε». «Στρατηγέ; Θα θέλατε να έρθετε μαζί μας;» Ο Χάιντριχ συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Ταγματάρχη Πλετς; Θα πρέπει μάλλον να ενημερώσετε τους υπόλοιπους προσκεκλημένους μας για το τι συνέβη. Και να τους πείτε πως θα πρέπει να απαντήσουν στις ερωτήσεις του κομισά­ ριου προτού πάρουν την άδεια να φύγουν. Κι αυτό ισχύει για όλους στον Άνω Κάστρο». «Μάλιστα, κύριε».

Το δωμάτιο του Κούτνερ ήταν στον ίδιο όροφο με το δικό μου, βρισκόταν όμως στη νότια πτέρυγα και έβλεπε προς μια μικρή σέ­ ρα. Στους τοίχους με τη ροζ ταπετσαρία υπήρχαν εικόνες από εγ­ γλέζικες σκηνές κυνηγιού, μια ευπρόσδεκτη αλλαγή από τις τσέχι­ κες, με τις οποίες ήμουν περισσότερο εξοικειωμένος. Η αλεπού, που έμοιαζε να χαμογελά, πρέπει να νόμισε ότι της δόθηκε μια πολύ καλή ευκαιρία να ξεφύγει από τους κυνηγούς, κι αυτό μου άρεσε. Τελευταία ανήκω σ’ αυτούς τους ακοινώνητους τύπους που χαίρονται όταν η αλεπού βρίσκει τρόπο να το σκάσει. Προτού κοιτάξω το πτώμα, έκανα ένα γύρο στο δωμάτιο πα­ ρατηρώντας μια μεγάλη στοίβα βιβλία δίπλα στο κρεβάτι και ένα μπουκάλι με βαρβιτουρικά δίπλα σε μια καράφα που είχε νερό στο γραφείο. Το καπάκι δεν ήταν στο μπουκάλι. Υπήρχαν διάφο­

[219] ρα χάπια στο πάτωμα, αλλά παραδόξως το μπουκάλι ήταν όρθιο. Ο ι ζώνες του Κούτνερ και η θήκη όπου είχε το αυτόματό του κρέ­ μονταν στην πλάτη της καρέκλας του. Ο Χάιντριχ με είδε που πήρα το ανοιχτό μπουκάλι με τα βαρβιτουρικά. «Μέχρι να αντιληφθώ τις αληθινές πληγές του, υπέθετα ότι το μπουκάλι ήταν ο ένοχος», είπε. «Μόνο όταν ο δόκτωρ Γιούρι άνοιξε το χιτώνιο της στολής του για να εξετάσει τον λοχαγό Κουτνερ, συνειδητοποίησα ότι είχε θανατηφόρο τραύμα στην κοι­ λιακή χώρα». «Μμμ... Χμμ...» Ο Κουτνερ ήταν λίγο πλάγια κατά μήκος του κρεβατιού, λες και είχε λιποθυμήσει εκεί. Το ένα του χέρι ήταν προσεχτικά βαλ­ μένο παράλληλα στο κορμί του —το άλλο βρισκόταν σε ορθή γω­ νία με το υπόλοιπο σώμα του, σαν νεκρός Χριστός. Καλά, τέλος πάντων, σαν μισός νεκρός Χριστός. Και τα δυο του χέρια όμως ήταν άθικτα και άδεια. Από τα τέσσερα κουμπιά του χιτωνίου της στολής του τα τρία πρώτα ήταν ξεκούμπωτα. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, ανοιχτό στο λαιμό, δίχως γραβάτα. Ήταν εύκολο να αντιληφθείς γιατί κανείς δεν μπόρεσε να κατα­ λάβει ότι πυροβολήθηκε. Μόνο αν σήκωνες το πέτο του χιτωνίου, έβλεπες το αίμα που κάλυπτε το πουκάμισο. Φορούσε ακόμη το παντελόνι ιππασίας και μία μπότα. Το σιρίτι - ένα διακριτικό από πλεγμένο σκοινί που έδειχνε ότι ήταν υπασπιστής —δεν ήταν στο πάνω κουμπί, αλλά ήταν ακόμη δεμένο στη δεξιά επωμίδα. Έμοιαζε σαν να πυροβολήθηκε ενώ ξεντυνόταν. «Έχει κανείς ελέγξει το πάτωμα ως τώρα;» ρώτησα τον Χάιντριχ. «Για αποδεικτικά στοιχεία». «Όχι», είπε ο Χάιντριχ. Έκανα νόημα στον Κάλο, που, χωρίς να δυσανασχετήσει, έπε­ σε στα τέσσερα και άρχισε να ψάχνει για τον κάλυκα ή ίσως για κάτι που δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μας.

P H I L I P K E RR

[220]

Πήρα το P38 από τη θήκη του Κούτνερ, μύρισα την κάννη και μετά έλεγξα το γεμιστήρα. Το όπλο ήταν βρώμικο και όχι καλοσυντηρημένο, αλλά σίγουρα δεν είχε χρησιμοποιηθεί πρό­ σφατα. «Τ ι συμπεραίνεις;» ρώτησε ο Χάιντριχ. «Πέρα από το γεγονός ότι πυροβολήθηκε στο σώμα και ότι δύ­ σκολα μοιάζει με αυτοκτονία, δεν βγάζω κάποιο άλλο συμπέρα­ σμα», αποκρίθηκα. «Γιατί λετε ότι δύσκολα μοιάζει με αυτοκτονία;» ρώτησε ο Πόμε. «Δεν είναι συνηθισμένο να αυτοπυροβολείσαι και μετά όμορφα και ωραία να βάζεις το όπλο στη θήκη», είπα. «Ειδικά αν δεν εί­ σαι και τόσο της τάξης με όλα τα άλλα. Αν επρόκειτο να αυτοπυροβοληθείς, θα έβγαζες και τις δύο μπότες ή δεν θα έβγαζες κα­ μία. Και πέρα απ’ αυτό ο γεμιστήρας στο πιστόλι του είναι γεμά­ τος και δεν έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα». Σήκωσα τους ώμους. «Από την άλλη δεν υπάρχει δεύτερο όπλο στο δωμάτιο. Ωστό­ σο δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι πυροβολήθηκε, επέστρεψε στο δωμάτιό του, κλείδωσε την πόρτα, ξάπλωσε στο κρεβάτι, έβγαλε τη μία μπότα και πέθανε ήσυχα. Ακόμα κι αν έτσι δείχνουν τα πράγματα». «Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω», είπε ο Χάιντριχ, «είναι γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν άκουσε τον πυροβολισμό». «Βασικά δεν θα το μάθουμε μέχρι να τους ρωτήσουμε όλους», είπα. «Μπορώ να ρωτήσω εγώ αν θέλετε», πρότεινε ο Πόμε. «Αυτό που θέλω να πω», είπε αυστηρά ο Χάιντριχ, «είναι ότι ο ήχος ενός πυροβολισμού θα είχε οπωσδήποτε σημάνει συναγερ­ μό. Ειδικά εδώ, σε ένα σπίτι γεμάτο αστυνομικούς». Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας. «Οπότε οι πιθανότητες λένε ότι ο πυροβολισμός καταπνίγηκε με κάποιο τρόπο. Ή κάποιος άκουσε όντως τον πυροβολισμό και

Ν ή αποφάσισε να τον αγνοήσει ή νόμισε ότι ήταν κάτι άλλο». Πήγα και άνοιξα το παράθυρο και έβγαλα το κεφάλι μου έξω. «Σήμερα δεν ακούω τίποτα», είπα. «Χθες όμως, φτάνοντας εδώ την ίδια περίπου ώρα, κάποιος ήταν έξω και έριχνε στα που­ λιά. Μάλλον σε πολλά πουλιά». «Θα ήταν ο στρατηγός Φον Εμπερστάιν», είπε ο λοχαγός Πά­ με. «Του αρέσει να πυροβολεί». «Ό χι όμως σήμερα το πρωί», παρατήρησα. «Σήμερα το πρωί έχει πονοκέφαλο από το αλκοόλ», είπε ο Πόμε. «Όπως και ο στρατηγός Γιούρι». Ο Κάλο σηκώθηκε. «Εκτός απ’ όλα αυτά τα χάπια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο πάτωμα, κύριε», είπε. «Κανένα ίχνος αίματος». «Τι τίποτα δηλαδή;» συνοφρυώθηκα. «Δε βρήκα κάτι, κύριε. Θα οργανώσω λεπτομερέστερη έρευνα αφού απομακρυνθεί το πτώμα. Το πάτωμα όμως είναι καθαρό, κύριε», κούνησε το κεφάλι του. «Μυστήριο. Μπορεί να αυτοπυροβολήθηκε, να πέταξε το όπλο απ’ το παράθυρο, να το ξανάκλεισε και μετά να σωριάστηκε στο κρεβάτι και να πέθανε». «Καλή σκέψη», είπε ο Χάιντριχ σαρκαστικά. «Ή ίσως ο λοχα­ γός Κούτνερ απλώς πυροβολήθηκε από κάποιον που μπορεί να πέρασε μέσα απ’ τους χοντρούς τοίχους». «Καλύτερα να κοιτάξεις κι έξω», είπα στον Κάλο. Συμφώνησε με μια κίνηση και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτός ο τύπος είναι ηλίθιος». «Πόσο καλά γνωρίζετε το σπίτι, στρατηγέ;» «Θες να πεις αν υπάρχουν ψεύτικοι τοίχοι και μυστικά περά­ σματα;» «Ισως». «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Δεν είμαι εδώ πολύ καιρό. Ο Φον Νόιρατ ήταν πριν από μένα στο σπίτι. Γνωρίζει αυτό το μέ-

ρος πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ, οπότε μάλλον να ρωτήσεις εκεί­ νον». Άνοιξα αφηρημένος τα συρτάρια του Κούτνερ και βρήκα αρκε­ τά πουκάμισα, ένα νεσεσέρ, λίγα εσώρουχα, ένα σετ καθαρισμού παπουτσιών, λίγα τεύχη του Φνρερ, μια πίπα, ένα βιβλίο με ποιή­ ματα και μια κορνίζα με τη φωτογραφία κάποιας γυναίκας. «Μπορώ να ρωτήσω τέτοια πράγματα τον Φον Νόιρατ;» «Όπως ήδη σου έχω πει, Γκούντερ, περιμένω απ’ όλους να συ­ νεργαστούν. Ανεξαρτήτως από το ποιοι ή τι είναι». «Σας ευχαριστώ, κύριε» —χαμογέλασα. «Πρέπει να είμαι ευγε­ νικός; Ή μπορώ απλώς να είμαι ο εαυτός μου;» «Γιατί ν’ αλλάξεις τις συνήθειες μιας ζωής; Είσαι ο πιο απεί­ θαρχος τύπος που ξέρω, Γκούντερ, αλλά μερικές φορές αυτό έχει αποτελέσματα. Ωστόσο ίσως ήταν καλή ιδέα αν, ενώ διεξάγεις την έρευνά σου και εφαρμόζεις τη συνηθισμένη πραγματογνωμο­ σύνη σου, φοράς πολιτικά. Έτσι δεν θα μπορέσει να σε κατηγο­ ρήσει κανείς για κάτι που θα σε έστελνε στο στρατοδικείο, όπως αν φορούσες στολή. Μάλιστα. Αυτό μου φαίνεται το καλύτερο. Έ χεις πολιτικά μαζί σου;» «Μάλιστα, κύριε. Είναι στο δωμάτιό μου». «Ωραία. Κι αυτό, Γκούντερ, μου υπενθυμίζει ότι θα χρειαστείς ένα κατάλληλο μέρος για να οργανώσεις τις έρευνές σου. Μπο­ ρείς να χρησιμοποιήσεις το σαλόνι. Θα το φροντίσεις αυτό, έτσι, λοχαγέ Πόμε;» «Μάλιστα, στρατηγέ». «Ο Πόμε θα είναι ο βοηθός σου στην έρευνα. Για θέματα της αστυνομίας, των Ες Ες και της Γκεστάπο μίλα μ’ αυτόν. Για οτι­ δήποτε άλλο μίλα με τον Κρίτσινγκερ. Και τώρα που το λέμε, εκείνος είναι ο ειδικός στο Κάτω Κάστρο, όχι ο Φον Νόιρατ». Ο Κρίτσινγκερ υποκλίθηκε προς το μέρος του Χάιντριχ. Ο αντιστράτηγος Γιούρι εμφανίστηκε στην πόρτα βαριανασαίνοντας. Ήταν λαχανιασμένος και φαινόταν χλομός, λες και όντως

Ν είχε πολύ πονοκέφαλο από το αλκοόλ. Έκλεισε τα μάτια του μια στιγμή και ξεφύσηξε. «Α, εδώ είσαι, Γιούρι». Ο Χάιντριχ προσπαθούσε να κρύψει τον χαιρέκακο τόνο στη φωνή του, αλλά μάταια - ήταν ολοφάνερο ότι απολάμβανε τον πονοκέφαλο του αντιστράτηγου όπως θα ευχαριστιόταν να δει κανείς κάποιον να πατάει μια μπανανόφλουδα. «Τι άλλο θα ήθελες να μάθεις για το λοχαγό;» ρώτησε ο Γιουρι έντονα. «Πέρα από το γεγονός ότι είναι νεκρός και ότι φαίνεται πως είχαμε τραύμα από πυροβολισμό στην κοιλιακή χώρα, λίγα πράγματα μπορώ να σου πω δίχως να εξετάσω το σώμα του στο νεκροτομείο. Και πάνε πολλά χρονιά από την τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο». «Τ ι σας έκανε να σκεφτείτε ότι ήταν τραύμα από πυροβολι­ σμό;» ρώτησα. «Αντί για μαχαιριά;» «Στο πουκάμισό του η τρύπα φαίνεται καθαρά ότι είναι από σφαίρα», εξήγησε ο Γιούρι. «Για να μην πω για την τρύπα στο σώ­ μα του. Και πάλι υπάρχει πολύ λίγο αίμα στο σώμα του λοχαγού. Ή , εν προκειμένω, και οπουδήποτε αλλού. Η εμπειρία μου λέει ότι σπανίως κάποιος που μαχαιρώνεται δεν αιμορραγεί περισσό­ τερο. Δεν είδα καθόλου αίμα στο πάτωμα ή στο κρεβάτι. Είναι όμως θεωρητική η άποψή μου. Και σίγουρα μπορεί να αποδειχτεί λανθασμένη». «Ό χι, νομίζω ότι έχετε δίκιο», είπα. «Σίγουρα πυροβολήθηκε». «Τότε λοιπόν, κομισάριε», είπε τυπικά, «δεν μπορώ να καταλά­ βω γιατί με ρωτάτε. Πραγματικά τείνω να χαρακτηρίσω την ερώ­ τησή σας αναιδή. Είμαι γιατρός στο κάτω κάτω». Αποφάσισα να αφήσω τον Γιούρι να συνεχίσει έτσι, ενώ τα μάτια του ήταν σαν στρείδια. Προς το παρόν, λόγω της επήρει­ ας του αλκοόλ —και εφόσον δεν προσποιούνταν —ήταν αδύνα­ μος και ευάλωτος και ίσως δεν θα είχα την ευκαιρία να τον πετύχω ξανά σ’ αυτή την κατάσταση. Επίσης μου φάνηκε σημαντι­

P H I L I P K E RR

[224]

κό να τεστάρω τώρα τη δήλωση του Χάιντριχ, ότι μου έχει από­ λυτη εμπιστοσύνη και ότι δεν τον ένοιαζε τι θα ρωτούσα ή ποι­ ος θα θύμωνε, αρκεί να διεκπεραίωνα την υπόθεση. Αν ο Χάιντριχ δεν έμπαινε στη μέση και με άφηνε να στριμώξω τον αντι­ στράτηγο Γιούρι, τότε σίγουρα θα έστελνε ήδη ένα μήνυμα στους άλλους ανώτερους αξιωματικούς στο Κάτω Κάστρο ότι έπρεπε να με πάρουν στα σοβαρά. «Εντάξει», είπα. «Είστε γιατρός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τον δολοφονήσατε. Τον δολοφονήσατε;» «Παρακαλώ;» «Μ ε ακούσατε, δόκτορα Γιούρι. Εσείς πυροβολήσατε τον λο­ χαγό Κούτνερ;» «Αν νομίζετε ότι είναι ώρα για αστεία, κομισάριε Γκουντερ, τό­ τε παρακαλώ να σημειώσετε ότι κανείς εδώ μέσα δεν γελάει. Ού­ τε εγώ». Αυτό δεν ήταν εντελώς αλήθεια. Ο Χάιντριχ χαμογελούσε, σχεδόν σαν να με επιδοκίμαζε που έβαζα στο στόχαστρο τον Γιούρι μ’ αυτό τον τρόπο, πράγμα που μου έδειχνε τουλάχιστον ότι έπαιρνε στα σοβαρά την έρευνα που έκανα για το φόνο. «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι αστείο, κύριε. Χθες το απόγευμα, όταν ανηφορίζαμε προς το Άνω Κάστρο, μου είπα­ τε ότι σιχαινόσαστε τον λοχαγό Κούτνερ». «Ανοησίες», ψέλλισε ο Γιούρι. «Μου είπατε ότι πιστεύετε πως είναι κόπανος. Και ότι τον απεχθάνεστε. Αυτό συνέβη προτού περιγράψετε τον λοχαγό Κούτνερ ως το γκόλεμ του στρατηγού Χάιντριχ». Ο Γιούρι κοκκίνισε από ντροπή. «Γκόλεμ», είπε ο Χάιντριχ. «Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης. Θύμισέ μου, Γκούντερ - τι ακριβώς είναι το γκόλεμ;» «Ένα πλάσμα που δημιουργήθηκε εδώ χρόνια πριν από έναν Εβραίο μυστικιστή ονόματι ραβί Λουβ, κύριε. Για να εκτελεί τις διαταγές του εκ μέρους των Εβραίων της Πράγας».

Ν Ο Γιούρι διαμαρτυρόταν ότι ήταν αθώος, αλλά για μια στιγμή ο Χάιντριχ τον αγνόησε. «Αν ο λοχαγός Κούτνερ ήταν το γκόλεμ, τότε υποθέτω ότι αυιό με φέρνει στη θέση του Εβραίου μυστικιστή. Του ραβί Λουβ». «Αυτή ακριβώς ήταν η εντύπωσή μου, κύριε». «Στρατηγέ Χάιντριχ, κύριε», είπε ο Γιούρι. «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι σε καμία περίπτωση δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Ο κομισάριος Γκούντερ δεν έχει καθόλου δίκιο. Σ ε καμία περί­ πτωση δεν επρόκειτο να σας συγκρίνω με... αυτό τον άνθρωπο». «Ας το ξεχάσουμε για λίγο αυτό», είπα αυστηρά. «Για ποιο λό­ γο απεχθανόσαστε τον λοχαγό Κούτνερ;» Ο Γιούρι προχώρησε προς το μέρος του Χάιντριχ. Παρότι εγώ έκανα τις ερωτήσεις, όλες οι απαντήσεις του απευθύνονταν στον Προστάτη του Ράιχ, και φαινόταν λιγάκι απελπισμένος. «Ήταν ένα εντελώς προσωπικό θέμα», επέμεινε. «Και δεν έχει καμία σχέση με το θάνατο του λοχαγού. Είναι αλήθεια ότι τον αντιπαθούσα. Ωστόσο αν ο κομισάριος υπονοεί ότι αυτός ήταν λόγος να τον σκοτώσω, πρέπει όντως να διαμαρτυρηθώ». «Ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε», είπα. «Αξιωματικός των Ες Ες, υπό συνθήκες που απαιτούν έρευνα, πέρα από τα προσωπικά αισθήματα καθενός. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό οε μια τέτοια κατάσταση, στρατηγέ Γιούρι. Αυτό το ξέρετε, όπως όλοι, πολύ καλά. Τώρα γίνεται έρευνα για ένα έγκλημα κι εγώ θα αποφασίσω εάν ο λόγος ήταν ικανός για τη δολοφονία του». «Και ποιος σε έκανε δικαστή και ένορκο, λοχαγέ;» ρώτησε ο γιατρός. «Εγώ», είπε ο Χάιντριχ. «Ο κομισάριος Γκούντερ είναι ένας απ’ τους σπουδαιότερους επιθεωρητές του Εγκληματολογικού, με αξιοθαύμαστη προϋπηρεσία στη διαλεύκανση υποθέσεων. Απλώς κάνει τη δουλειά που του ζήτησα να κάνει. Και την κάνει μάλλον με γενναιότητα, απ’ ό,τι βλέπω». «Μπορώ να δω το όπλο σας, δόκτωρ Γιούρι;»

P H I L I P KERR

[ 226 ]

«Πώς;» «Το πιστόλι σας, κύριε. Παρατήρησα ότι το έχετε πάνω σας σήμερα το πρωί. Μπορώ να το εξετάσω, κύριε;» Ο Γιούρι κοίταξε τον Χάιντριχ, ο οποίος κούνησε αυστηρά το κεφάλι. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς και φόρεσα τη ζώνη σήμερα», μουρμούρισε. «Υποθέτω επειδή πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου όταν με φώναξε ο λοχαγός Πόμε. Θέλω να πω, κανονικά δεν θα...» Ξεκούμπωσε τη θήκη του και μου έδωσε το όπλο του, ένα Wakther Ρ38, κλασικό για τους περισσότερους αξιωματικούς των Ες Ες, εκτός κι αν, όπως εγώ, δεν είχε καμία σχέση με το Εγκληματολογικό, οπότε έφεραν ένα ΡΡΚ. Έλεγξε την ασφάλεια, έβγα­ λε το γεμιστήρα γρήγορα και τα έβαλε και τα δύο στα χέρια μου. Πολύ εντυπωσιακή κίνηση για κάποιον που ήταν γιατρός και γραφειοκράτης των Ες Ες. Έλεγξα το κλείστρο, που ήταν άδειο, μύρισα την κάννη κι αμέ­ σως έριξα μια ματιά στο γεμιστήρα που ήταν στην παλάμη μου. «Μόνο τρεις σφαίρες», είπα. «Και έχει χρησιμοποιηθεί. Πρό­ σφατα». «Ναι. Έκανα μερικές βολές χθες το απόγευμα για εξάσκηση. Στο δάσος κοντά στο Άνω Κάστρο. Απλώς για να ξεσκουριάσω. Πιστεύω ότι πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός με τόσους Τσέχους τρομοκράτες εδώ γύρω». «Και έχετε καλό σημάδι, κύριε;» «Ό χι. Ό χι πολύ καλό. Αξιοπρεπές ίσως». Έδειξα με μια κίνηση το πτώμα του Κούτνερ. «Προφανώς δεν θα μάθουμε τον τύπο του όπλου που χρησιμο­ ποιήθηκε για να σκοτώσει το λοχαγό ώσπου να γίνει η ιατροδικα­ στική εξέταση. Ωστόσο φοβάμαι ότι πρέπει να κρατήσω το όπλο σας για την ώρα, κύριε». «Είναι πράγματι αναγκαίο;» «Μάλιστα. Μπορεί να χρειαστεί να συγκρίνω τη σφαίρα που

Ν σκότωσε τον λοχαγό Κούτνερ με τη σφαίρα που ρίξατε με το όπλο σας. Τ ι χρησιμοποιούσατε για στόχο χθες;» «Πτηνά. Περιστέρια». «Χτυπήσατε κανένα;» «Όχι». «Σας είδε κανείς; Ο βαρόνος Νόιρατ μήπως;» «Δεν έχω ιδέα. Θα πρέπει να τον ρωτήσετε φαντάζομαι». «Θα το κάνω». «Δεν σκότωσα τον λοχαγό Κουτνερ», επανέλαβε. Δεν είπα τίποτα. «Νομίζω όμως ότι θα μπορούσα να εξηγήσω τη γνώμη μου γι’ αυτόν σ’ εσένα και στο στρατηγό ιδιαιτέρως». «Νομίζω ότι είναι εξαιρετική ιδέα, Ούγκο», είπε ο Χάιντριχ. Κοίταξε τον Κρίτσινγκερ και τον Πόμε. «Κύριοι. Μπορείτε να μας επιτρέψετε για λίγο παρακαλώ;» Ο μπάτλερ και ο λοχαγός μάς άφησαν μόνους. Έκλεισα την πόρτα όσο καλύτερα μπορούσα, εφόσον την είχαν σπάσει. Στά­ θηκα εκεί για λίγο ψαχουλευοντας με τα δάχτυλά μου το σπασμέ­ νο ξύλο και την κατεστραμμένη κλειδαριά, ενώ ο Γιουρι προσπα­ θούσε να εξηγήσει το λόγο που αντιπαθούσε τον νεκρό. «Το ζήτημα είναι λεπτό και αφορά μια κυρία που γνωρίζω. Εί­ ναι μια έντιμη κυρία, με καλό όνομα, καταλαβαίνετε. Ωστόσο τις προάλλες άκουσα τυχαία τον λοχαγό Κουτνερ να μιλάει γι’ αυτή με έναν τρόπο που θεώρησα εξαιρετικά απεχθή. Είμαι σίγουρος ότι θα κατανοήσετε γιατί δεν αναφέρω το όνομά της ή τις ιδιαίτε­ ρες λεπτομέρειες των αισχρολογιών που ακούστηκαν». Ο Γιούρι καθάρισε νευρικά το λαιμό του, έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε να σκουπίζει τους φακούς με ένα μαντίλι. «Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι δεν ήταν κάτι που θα περίμενε ν’ ακούσει κάποιος από το στόμα ενός αξιωματικού και κυρίου». «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Χάιντριχ. «Ο Κούτνερ

P H I L I P K E RR

|_228 j

είχε το ελάττωμα να είναι αδιάκριτος. Ακόμα και ελευθερόστο­ μος. Κάποτε του είχα μιλήσει γι’ αυτό το θέμα». Κούνησα το κεφάλι. «Για την ακρίβεια σε ποιον είπε ο Κούτνερ για τη σχέση σας μ’ αυτή τη μικρούλα της όπερας;» τον ρώτησα ωμά. «Λοιπόν τώρα διαμαρτύρομαι». Ο Γιουρι μου έριξε ένα βλέμμα λες και ευχόταν να ήμουν εγώ στο κρεβάτι με μια σφαίρα στο κορμί μου. «Και πώς είπαμε ότι τη λένε; Ελιζαμπέτ κάτι; Ελιζαμπέτ Σβάρτσκοπφ, σωστά;» «Πιστεύω ότι πρέπει να την αφήσουμε έξω απ’ την υπόθεση», είπε ο Γιουρι. «Εντάξει. Κι εγώ το πιστεύω. Μόνο που αυτό θα δυσκολέψει λίγο τα πράγματα για να καθαρίσετε τη θέση σας, στρατηγέ. Βλέ­ πετε θα χρειαστεί να μιλήσω με τον άλλο αξιωματικό με τον οποίο συζητούσε ο Κούτνερ. Για τη φίλη σας. Ποιος ήταν αυτός;» Ο Γιούρι δάγκωσε τα χείλη του. Αυτό χρειάστηκε λίγο κόπο, επειδή ήταν πολύ λεπτά. «Ο ταγματάρχης Τούμελ», αποκρίθηκε. «Και παρεμπιπτόντως είχατε δίκιο», είπα. «Ο λοχαγός Κούτ­ νερ ήταν κουτσομπόλης. Μου είπε το ίδιο πράγμα. Για σας, για τη δεσποινίδα Σβάρτσκοπφ και τον δόκτορα Γκέμπελς. Ο Κούτ­ νερ μάλλον πίστευε ότι ίσως υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που την προστάτευε, εκτός απ’ το τραγούδι της». «Είστε αγενής, λοχαγέ Γκούντερ». «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό, κύριε. Το ερώτημα εί­ ναι τι άλλο ειπώθηκε. Και αν κάτι από όλα αυτά είναι ικανός λό­ γος ώστε να αποτελέσει κίνητρο για φόνο». «Πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι μιλάτε σε ένα στρατηγό;» «Μπορείτε να καθίσετε στο ψηλότερο κλαδί, κύριε, αν θέλετε. Αυτό όμως δεν θα με εμποδίσει να κουνήσω το δέντρο. Και θα το κουνήσω δυνατά αν χρειαστεί. Αρκετά ώστε να πέσετε».

[229]

«Φοβάμαι ότι ο Γκούντερ έχει δίκιο, Ούγκο», είπε ο Χάιντριχ. «Δεν έχουμε χρόνο για ευαισθησίες. Πρέπει να ξεδιαλύνω την υπόθεση το συντομότερο δυνατόν, για να μην εκτεθώ. Και θα εκτεθώ εγώ και το γραφείο μου, καταλαβαίνεις, όχι εσύ, Ούγκο. Λεν μπορώ να επιτρέψω να υπάρξει οποιοδήποτε εμπόδιο στην ιαχεία διαλεύκανση αυτού του ατυχούς συμβάντος. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα τσαλαπατήσουμε τα αισθήματά σου και πο­ λύ πιθανόν επίσης και το μέλλον σου, αν αρνηθείς να συνεργα­ στείς στην έρευνα του κομισάριου». Ο Χάιντριχ στράφηκε τώρα προς το μέρος μου. «Γεγονός είναι, Γκούντερ, ότι ο λοχαγός Κούτνερ άκουσε αυτή την ιστορία από μένα. Εγώ του είπα για τη σχέση του στρατηγού Γιούρι με τη δεσποινίδα Σβάρτσκοπφ. Λυπάμαι, Ούγκο, αλλά οι πάντες στο Βερολίνο γνωρίζουν τι συμβαίνει. Εκτός ίσως από τον Φύρερ και τη σύζυγό σου, την Καρολίνε. Ας ελπίσουμε ότι εκείνη, εκτός απ’ όλους τους άλλους, θα εξακολουθήσει να μην τα ξέρει όλα αυτά. »Ωστόσο, κομισάριε, πιστεύω ότι το κομμάτι της ιστορίας στο οποίο ο καημένος ο στρατηγός Γιούρι θα προσβαλλόταν περισσό­ τερο δεν σχετίζεται με το ταλέντο της στο κρεβάτι, που υποθέτω ότι είναι αξιοσημείωτο, αλλά με το ταλέντο της στο τραγούδι. Φο­ βάμαι ότι είναι αλήθεια, Ούγκο. Αν η δεσποινίς ήταν καλή ως σο­ πράνο, θα τραγουδούσε με την Κρατική Ορχήστρα του Βερολίνου και όχι στη Γερμανική Όπερα. Και ίσως δεν το ξέρεις, αλλά ο κο­ μισάριος έχει δίκιο ότι εκείνη μοιράζεται τις σεξουαλικές χάρες της με τον υπουργό Προπαγάνδας. Έχω αδιάσειστα στοιχεία γι’ αυτό και θα χαρώ να σ’ τα δείξω στο μέλλον. Οπότε δεν χρειάζεται να τσαντίζεσαι με όλα αυτά. Κι οι δυο σας την πηδούσατε, αυτό ήταν όλο. Θέλω να πω πώς αλλιώς νομίζεις ότι έγινε αρχισοπράνο τόσο σύντομα αφότου μπήκε στη χορωδία; Ο Γκέμπελς το κανόνισε. Σαν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του χάριζε οριζοντίως». Τα μάγουλα του Γιούρι είχαν πια κοκκινίσει και έσφιγγε τα χέ­ ρια του. Αναρωτήθηκα αν αυτό έδειχνε έναν άνθρωπο που μπορεί

να θυμώσει τόσο πολύ, ώστε να σκοτώσει κάποιο συνάδελφό του εν ψυχρώ. «Δεκάρα δεν δίνω για τους τρόπους σας, στρατηγέ», είπε ο Γιουρι. «Δεν με νοιάζει καθόλου γι’ αυτό, Ουγκο», ο Χάιντριχ σταμά­ τησε. «Λοιπόν, τι λες γι’ αυτό; Τον σκότωσες τον λοχαγό Κούτνερ;» - σταμάτησε. «Αν ναι, τότε υπόσχομαι ότι μπορούμε να τα κανονίσουμε έτσι ώστε να αποφύγουμε το μεγάλο σκάνδαλο. Μπορείς να αποστρατευτείς ήσυχα και να επιστρέψεις στη νόμι­ μη σύζυγό σου, την Καρολίνε. Ίσως συνεχίσεις την καριέρα σου ως γιατρός. Σου υπόσχομαι όμως ότι αν το αρνηθείς και τελικά αποδειχτεί ότι εσύ σκότωσες το λοχαγό, τότε θα τιμωρηθείς αυ­ στηρά. Έχουμε πολλά απαίσια κελιά στο Κάστρο Τερεζίν, όπου ακόμα κι ένας σημαντικός άντρας όπως εσύ μπορεί να μείνει ξε­ χασμένος εκεί για χρόνια, μέχρι τη στιγμή που θα υπογράψω τη θανατική του καταδίκη και θα τον κρεμάσω κατά τον παλιό, αυστροουγγρικό τρόπο. Στραγγαλισμός σε κοντάρι». «Δεν τον σκότωσα εγώ», επέμεινε ο Γιούρι και αμέσως μετά στάθηκε προσοχή, υποκλίθηκε και βγήκε απότομα απ’ το δωμάτιο. «Υποθέτω ότι απόλαυσες αυτή την απρόβλεπτη επίδειξη της νέας σου δύναμης», είπε ο Χάιντριχ. «Το ξέρω». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Κουρτ Κάλο. «Έψαξα κάτω απ’ το παράθυρο, κύριε», μου είπε. «Τίποτα. Βρήκα όμως αυτό στο πάτωμα, λίγο πιο πέρα στο διάδρομο. Σ η ­ μάδεψα το σημείο, οπότε είμαστε εντάξει». Μου έδωσε ένα μικρό, μεταλλικό αντικείμενο. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Χάιντριχ. Κράτησα το αντικείμενο στα δάχτυλά μου. Έμοιαζε με μεταλ­ λική πίπα τσιγάρου. «Αν δεν πέφτω εντελώς έξω, κύριε, είναι κάλυκας από Walther Ρ38».

Ν () Χάιντριχ μου έδωσε πάλι τον κάλυκα. «Λοιπόν, Γκούντερ. Πολύ θα ήθελα να μείνω και να σε παραιηρώ να καταστρέφεις την τιμή ενός ακόμα προσκεκλημένου μου, αλλά έχω επείγουσες δουλειές να φέρω εις πέρας. Και πρώτα απ’ όλα να βρω τον Βάσλαβ Μόραβεκ». «Ναι, βέβαια, κύριε». «Έχω πει στον ταγματάρχη Πλετς ότι κανείς δεν επιτρέπεται να φύγει μέχρι να βρεις το χρόνο να τον ανακρίνεις. Κανείς εκτός από εκείνον, εμένα και τον Κλάιν, τον οδηγό μου». «Σας ευχαριστώ, κύριε». «Θα σε δω το απόγευμα, οπότε και θα μου πεις τι προόδους έχεις σημειώσει». «Μάλιστα, κύριε». Όταν έφυγε, άνοιξα το χιτώνιο του λοχαγού Κούτνερ και τρά­ βηξα το ματωμένο πουκάμισό του για να εξετάσω το τραύμα από ιη σφαίρα· ένιωσα έκπληξη όταν ανακάλυψα όχι μία αλλά δύο ιρύπες, και οι δύο στο κέντρο του στήθους του, καθεμιά όσο το νύχι του μικρού δαχτύλου ενός ανθρώπου. Ο Κάλο έψαχνε πάλι πάτωμα. Δεν είπα τίποτα για τα δύο τραύματα. Ύστερα από ένα δυο λεπτά γύρισα στο πλάι τον άντρα, ώστε να μπορέσω να

ίο

εξετάσω την πλάτη του. «Δεν υπάρχει έξοδος της σφαίρας», είπα χρησιμοποιώντας προ­ σεχτικά τον ενικό. Πέρασα το χέρι μου πάνω κάτω στην πλάτη του. «Μερικές φορές όμως μπορεί να βρεις τη σφαίρα ακριβώς κάκι) από το δέρμα. Έχω δει σφαίρες που πετάχτηκαν από κάποιον ιι ου μόλις πυροβολήθηκε και αργότερα κατέληξαν όπου μπορείς να φανταστείς. Πιστεύω όμως ότι αυτός ο κακομοίρης ακόμη έχει ιιάνω του το μέταλλο». Γύρισα πάλι ανάσκελα τον Κούτνερ και σηκώθηκα.

P H I L I P KERR

[2,2]

«Δείξε μου πού βρήκες τον κάλυκα». Ο Κάλο προχώρησε πρώτος έξω απ’ το δωμάτιο του Κούτνερ και στο διάδρομο έδειξε ένα κουτί σπίρτα στο πάτωμα, που το εί­ χε χρησιμοποιήσει για να σημαδέψει το σημείο όπου ανακάλυψε τον κάλυκα. «Εντάξει», είπα. «Πήγαινε αμέσως στο σαλόνι και κάνε το να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με γραφείο ανακρίσεων. Τώρα που το σκέφτομαι, όχι. Άσ’ το όπως είναι. Θα χρειαστούμε όμως μολύβια και χαρτιά, μια κανάτα νερό, λίγο αλκοόλ, μερικά ποτή­ ρια, φρέσκο καφέ κάθε ώρα, ένα τηλέφωνο, μερικά τσιγάρα και μια γραφομηχανή». «Εντάξει, αφεντικό». «Και πες στον δόκτορα Χόνεκ ότι οι τραυματιοφορείς μπορούν να μεταφέρουν το πτώμα στο νοσοκομείο. Και βάλ’ τον να κάνει νεκροψία, εντάξει; "Ισως και σήμερα αν είναι δυνατόν». «Εντάξει, αφεντικό». "Εριξα πάλι μια ματιά στην πόρτα του Κούτνερ, ήταν γύρω στα είκοσι μέτρα από κει, και όταν ο Κάλο έφυγε, έπεσα στα τέσσερα και προχώρησα κατά μήκος του διαδρόμου. Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε μια πόρτα και από ένα δωμάτιο βγήκε ο μοναδικός αξιω­ ματικός στο Κάτω Κάστρο που δεν ήταν των Ες Ες ή της αστυνο­ μίας. Φορούσε στολή ταγματάρχη του γερμανικού στρατού. «Βλέπεις πώς νιώθω», παρατήρησε. «Χμμ;» «Χθες το βράδυ παραήπια. Κυρίως όμως έφταιγε η σαμπάνια, που ποτέ δεν είναι κατάλληλη για μένα. Αλλά κι έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήθελα να την παρατήσω. Το γιορτάζαμε στο κάτω κάτω, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλα αυτά τώρα το μετανιώνω. Σηκώθηκα με πονοκέφαλο σήμερα. "Ενιωθα ότι ήθελα να κουλουριαστώ και να πεθάνω». «Πρέπει να είναι κανείς ζωντανός για να νιώθει έτσι νομίζω». «Τ ι εννοείς; Α, ναι. Ακόυσα ότι ένας υπασπιστής φόρεσε τη

Ν χλαίνη του Στάλιν. Απαίσια φάση» - Η χλαίνη του Στάλιν ήταν ιο φέρετρο. «Ποιος ήταν; Ο ι υπασπιστές μου φαίνονται όλοι το ίδιο». Βρήκα αυτό που έψαχνα: τον δεύτερο κάλυκα. Σηκώθηκα και βρέθηκα να κοιτάζω κατάματα τον τύπο, που είχε περίπου την ίδια ηλικία μ’ εμένα. «Ο λοχαγός Κούτνερ». Κούνησε το κεφάλι του λες και δεν μπορούσε να τον θυμηθεί. «Κι εσύ είσαι ο επιθεωρητής από το Βερολίνο, σωστά; Ο Γκούντερ, έτσι;» «Σωστά, κύριε». «Αυτό υποθέτω εξηγεί γιατί σέρνεσαι στα τέσσερα ολόγυρα». «Το κάνω συχνά αυτό, κύριε. Ακόμα και όταν δεν ψάχνω για στοιχεία. Μ ’ αρέσει να πίνω βλέπετε, κύριε. Δηλαδή όταν μπορώ να βρω κάτι να πιω». «Δεν υπάρχει έλλειψη εδώ, Γκούντερ. Αν συνεχιστεί αυτή η κα­ τάσταση, θα χρειαστώ καινούργιο συκώτι. Ταγματάρχης Πάουλ Γούμελ, στις υπηρεσίες σου. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω, απλώς ενημέρωσέ με. Ο ταγματάρχης Πλετς λέ­ ει ότι θες να ανακρίνεις όλους όσους έμειναν εδώ χθες. Κανένα πρόβλημα. Πάντοτε βοηθώ με χαρά την αστυνομία». Φύλαξα τον μικρό κάλυκα. «Σας ευχαριστώ, κύριε. Τσως μπορούμε να τα πούμε αργότερα. Θα πω στον λοχαγό Πόμε να σας βρει για να το κανονίσουμε». «Όσο συντομότερα τόσο το καλύτερο. Ο Πλετς λέει ότι δεν επιτρέπεται να φύγει κανείς μας από δω ώσπου να μας δοθεί η εντολή. Βασικά όλα μου φαίνονται κάπως υπερβολικά. Στο κάτω κάτω δεν φαντάζομαι ότι κάποιος από μας θα το σκάσει, έτσι δεν είναι;» «Νομίζω ότι αυτό έχει περισσότερο να κάνει με την υπενθύμιση λεπτομερειών που οπουδήποτε αλλού θα έμοιαζαν ασήμαντες. Η εμπειρία μου λέει ότι πάντοτε είναι καλύτερο να ανακρίνεις

P H I L I P K E RR

[234]

τους μάρτυρες όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τόπο του εγκλήμα­ τος». «Εντάξει, την ξέρεις τη δουλειά σου πιστεύω. Απλώς μην ανα­ κρίνεις τον κόσμο με αλφαβητική σειρά. Γιατί έτσι νομίζω πως θα είμαι ο τελευταίος». «Σίγουρα θα το λάβω υπόψη μου, κύριε».

Η έρευνα για τη δολοφονία ενός νεαρού αξιωματικού της Υπηρε­ σίας Ασφαλείας, που είχε σχεδόν σίγουρα λάβει μέρος στη δολο­ φονία εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων, Λετονών Εβραίων, Τσιγ­ γάνων και άλλων «ανεπιθύμητων», μου φαινόταν παράλογη βέ­ βαια. Ένας κατά συρροήν δολοφόνος που δολοφονήθηκε. Τ ι πή­ γαινε στραβά εδώ; Εξάλλου πόσους είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος; Ήταν καμιά σαρανταριά ή πενηνταριά Ρώσοι που είχα υπόψη μου - σχεδόν όλοι μέλη των αποσπασμάτων θανάτου. Είχα υπό τις διαταγές μου το εκτελεστικό απόσπασμα και έδωσα το coup de grdce, τη χαριστική βολή, σε τουλάχιστον δέκα απ’ αυτούς, καθώς κείτονταν βογκώντας στο χώμα. Το αίμα και τα μυαλά τους είχαν χυθεί στις μπότες μου. Στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου είχα χώσει τη λόγχη μου σε ένα αγόρι από τον Καναδά, απ’ αυτό κρινόταν ποιος θα ζήσει, μόνο που εκείνος πέθανε γενναία, με το κε­ φάλι του στον ώμο μου. Κύριος οίδε πόσους άλλους έχω σκοτώσει όταν, μια άλλη φορά, άρπαξα ένα πολυβόλο και τράβηξα τη σκανδάλη επειδή είχα δει μερικές καφετιές φιγούρες να προχω­ ρούν στη Χώρα του Κανένα. Φαινόταν πάντως ότι η δολοφονία του Αλμπερτ Κούτνερ είχε σημασία, γιατί ήταν Γερμανός αξιωματικός και στενός συνεργά­ της του στρατηγού Χάιντριχ. Αυτό υποτίθεται έκανε τη διαφορά, μόνο που δεν ήταν τελικά αυτό. Τουλάχιστον όχι για μένα. Η έρευνα ενός φόνου το φθινόπωρο του 1941 ήταν σαν να συλλαμ­ βάνεις κάποιον για αλητεία την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης.

Ν Έκανα όμως ό,τι με διέταξαν και άρχισα να προχωρώ στις ανα­ γκαίες κινήσεις που θα έκανε ένας σωστός αστυνομικός. Τ ι επι­ λογή είχα εξάλλου; Εκτός των άλλων έτσι κρατούσα το μυαλό μου μακριά απ’ όσα γίνονταν άλλου, στα ανατολικά. Πάνω απ’ όλα κρατούσα το μυαλό μου απασχολημένο και δεν είχα την αίσθηση, που μεγάλωνε συνεχώς, ότι βρίσκομαι στο χειρότερο μέρος του πλανήτη μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω τελικά ότι το χειρότερο μέρος του πλανήτη βρίσκεται μέσα μου.

■ ■ Έχω ετοιμάσει μια λίστα με όσους έμειναν στο Κάτω Κάστρο χθες βράδυ και επομένως όσους θα θελήσετε να ανακρίνετε», είπε ο ταγματάρχης Πλετς. Μου έδωσε ένα χαρτί όπου είχαν δακτυλογραφηθεί καθαρά τα ονόματα. «Σας ευχαριστώ, ταγματάρχα». Ήμασταν στο σαλόνι. Μ ε την πρασινωπή, κινεζική ταπετσα­ ρία ο χώρος έμοιαζε σαν επέκταση του κήπου και λίγο πιο φυσι­ κός απ’ ό,τι το υπόλοιπο σπίτι. Υπήρχαν δυο μεγάλοι καναπέδες, ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν δυο πολύ χοντροί που έπαιζαν σκάκι από τις δυο πλευρές ενός γυαλισμένου, ξύλινου τραπεζιού. Κοντά στο παράθυρο υπήρχε ένα πιάνο με ουρά και στο τζάκι η φωτιά έδινε ζωντάνια στο χώρο. Και στις δύο πλευρές του μαρμά­ ρινου τζακιού υπήρχε ένα μωσαϊκό από κορνίζες που απεικόνιζαν τον Χάιντριχ και την οικογένειά του. Ο Κάλο τις έλεγξε μία μία, θαρρείς και έψαχνε να βρει την καλύτερη. Τώρα, φορώντας τα πολιτικά μου, καθόμουν στον έναν καναπέ και κάπνιζα. «Ορίστε η αλληλογραφία σας, κομισάριε, σας τη στέλνουν από το Άλεξ στο Βερολίνο. Και εδώ ένα αντίγραφο από τον αστυνομι­ κό φάκελο του Άλμπερτ Κούτνερ. Ο στρατηγός θεώρησε ότι ίσως βοηθούσε να καταλάβετε καλύτερα αυτόν και τη συμπεριφορά του, καθώς και - ποτέ δεν ξέρεις - το λόγο που δολοφονήθηκε.

P H I L I P K E RR

[236]

Ο ι φάκελοι όσων έμειναν εδώ το Σαββατοκύριακο βρίσκονται καθ’ οδόν από το Κάστρο Χράντσανι, έφυγαν σήμερα το πρωί». «Πολύ καλή ενέργεια εκ μέρους σας, ταγματάρχα». Ήταν εύκολο να καταλάβεις γιατί ο Πλετς ήταν ο πρώτος υπασπιστής του Χάιντριχ. Δεν υπήρχε αμφιβολία για την επάρκειά του. Μ ε τις λίστες, τα υπομνήματα, τα γεγονότα και τα σχεδιαγράμματά του, ο Άχιμ Πλετς ήταν πραγματικά ένας ναζί-ρομπότ. Πριν τον πόλεμο βρισκόμουν σε μια πόλη που ονομαζόταν Άχιμ. Ήταν κοντά στη Βρέμη, σε ένα ωραίο μέρος της χώρας, όπου στη φυσική του κατάσταση είναι κυρίως άγονο. Βέβαια δεν υπήρχε τίποτα το φυσικό στον Άχιμ Πλετς και υπό αυτή την έν­ νοια τουλάχιστον ο δόκτωρ Γιούρι είχε δίκιο: Ό λοι οι υπασπιστές του Χάιντριχ έμοιαζαν λιγάκι με το γκόλεμ της Πράγας. Έξω απ’ το παράθυρο του σαλονιού είδα να καταφθάνει μια Μερσεντές και ο οδηγός του Χάιντριχ βγήκε και άνοιξε την πόρ­ τα με ανυπομονησία. Ο Πλετς τον είδε με την άκρη του ματιού του. «Άοιπόν, καλύτερα να πάω να πω στο στρατηγό ότι το αυτοκί­ νητό μας ήρθε», είπε. «Αν χρειαστείτε οτιδήποτε, μπορείτε να μι­ λήσετε με τον Πόμε». «Εντάξει, αυτό θα κάνω». Έφυγε αμέσως κι εγώ με τον Κάλο στεκόμασταν δίπλα στο παράθυρο κρυφοκοιτάζοντας από τις βαριές κουρτίνες, σαν δύο κωμικοί που ετοιμάζονται να βγουν στη σκηνή. Η οροφή του αυ­ τοκινήτου ήταν κατεβασμένη και η μηχανή γόγγυζε ελαφρά, σαν πράσινος, μεταλλικός δράκος. Ο Πλετς μπήκε στο αυτοκίνητο πρώτος και κάθισε πίσω. Ο Χάιντριχ κάθισε μπροστά, λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να ελέγξει το αυτοκίνητο παρά το γεγονός ότι άλλος κρατούσε το τιμόνι. Αυτό ήταν μάλλον. Καθώς τον βλέπα­ με να απομακρύνεται, δεν υπήρχε ίχνος ένοπλου συνοδού. «Άοιπόν, πώς σας φαίνεται αυτό, κύριε;» «Παρανοϊκός», μουρμούρισα.

Ν «Τι εννοείτε, κύριε;» «Ο Χάιντριχ. Ο τρόπος που μετακινείται στην πόλη, λες και είναι άτρωτος. Σαν τον Αχιλλέα. Σαν να προκαλεί τους μπάσταρ­ δους να πλησιάσουν για να δοκιμάσουν την τύχη τους». «Ο ι Τσέχοι είναι αρκετά τρελοί για να το κάνουν». «Έτσι λες;» Ο Κάλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Πόσο καιρό είσαι στην Πράγα;» «Αρκετό για να γνωρίζω ότι οι Τσέχοι έχουν τσαγανό. Περισ­ σότερο απ’ όσο νομίζουμε». «Κουρτ, έτσι;» Ο Κάλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Από πού είσαι, Κουρτ;» «Από το Μάνχάίμ, κύριε». «Και πώς έγινες μπάτσος;» «Δεν είμαι και πολύ σίγουρος. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης στην Ντέμλερ-Μπενζ. Δεν ήθελα όμως να κολλήσω κι εγώ στο εργοστάσιο. Ή θελε να γίνω δικηγόρος, μόνο που δεν ήταν και τόσο έξυπνο, οπότε το να γίνω μπάτσος ήταν η επόμενη καλύτε­ ρη επιλογή». «Οπότε εσένα πώς σου φαίνεται;» «Γρίφος, κύριε. Ένας άντρας βρέθηκε πυροβολημένος στο δω­ μάτιο του πρώτου ορόφου, που είναι κλειδωμένο από μέσα. Τα παράθυρα είναι μανταλωμένα και δεν βρέθηκε το όπλο της δολο­ φονίας. Στο τέλος του διαδρόμου υπάρχει ένας χρησιμοποιημέ­ νος κάλυκας εννέα χιλιοστών, οπότε οπωσδήποτε ένα όπλο πυρο­ βόλησε κάποια στιγμή ανάμεσα στα μεσάνυχτα και, ας πούμε, στις πέντε το πρωί. Μα ακόμα κι έτσι θα περίμενε κανείς να το παρατηρήσει κάποιος, μια και το Ρ38 δεν είναι όπλο του στρα­ τού, γιατί είναι εντελώς αθόρυβο. Δεν μπορεί όλοι να ήταν τόσο χάλια ώστε να μην άκουσαν τίποτα. Το προσωπικό δεν ήταν χά­ λια. Ειδικά με τον Κρίτσινγκερ πάνω απ’ το κεφάλι τους. Γιατί

P H I L I P K E RR

[238]

δεν ακόυσαν τίποτα; Και όχι μόνο έναν πυροβολισμό. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Κούτνερ να στέκεται στις σκάλες και να μη λέει τίποτα σε κάποιον που είναι έτοιμος να τον πυροβολήσει. Εγώ θα φώναζα “Βοήθεια” ή “Μην πυροβολήσεις”, κάτι τέτοιο». «Συμφωνώ». «Ο Κουτνερ ήταν υπό την επήρεια υπνωτικού», είπε. «Ίσως δεν συνειδητοποίησε ότι κινδύνευε. Ίσως ήταν σκοτεινά και δεν είδε το όπλο. Ίσως πυροβολήθηκε έξω και ήταν τόσο επηρεασμέ­ νος από το χάπι, που δεν συνειδητοποίησε πόσο σοβαρά είχε τραυματιστεί. Έ τσι επιστρέφει στο σπίτι, πάει στο δωμάτιό του, κλειδώνει την πόρτα, ξαπλώνει και πεθαίνει. Ίσως». Κούνησα το κεφάλι μου. «Έχεις πιο πολλά “ίσως” κι από τον Φριτς Λανγκ».* «Το ξέρω», είπε. «Βασικά δεν θα ήξερα από πού να το πιάσω σ’ αυτή την περίπτωση, κύριε. Παρ’ όλα αυτά έχω έφεση να μα­ θαίνω από κάποιον που ξέρει, όπως εσείς. Δεδομένου ότι ο στρα­ τηγός Χάιντριχ έχει δίκιο. Τέλος πάντων, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας βοηθήσω, κύριε. Π είτε μου τι να κάνω και θα το κάνω χω­ ρίς ερωτήσεις». «Ο ι ερωτήσεις έχουν σημασία, Κουρτ. Μ ε την τυφλή υπακοή έχω πρόβλημα. Κυρίως με τη δική μου». Ο Κάλο χαμογέλασε σαρκαστικά. «Μου φαίνεται λοιπόν ότι η καριέρα σας έχει πολύ ενδιαφέ­ ρον, κύριε». Άνοιξα το φάκελο του Κούτνερ και διέτρεξα κάθε λεπτομέρεια της σύντομης ζωής του νεκρού. «Ο Άλμπερτ Κούτνερ ήταν από το Χάλε στον Ζάλε. Ενδιαφέ­ ρον». «Αλήθεια; Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω το μέρος». * Αυστριακός σκηνοθέτης (1890-1976), βασικός εκπρόσωπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού μαζί με τον Φρίντριχ Μορνάου. {Σ.τ.Ε)

Ν «Αυτό που θέλω να πω είναι από το Χόλε είναι και ο Χάινιριχ». «Οπότε θα μπορούσε να πάρει το ζήτημα προσωπικά». «Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Ο Κουτνερ γεννήθηκε το 1911. Αυιό σημαίνει ότι είναι εφτά χρόνια νεότερος από τον Χάιντριχ. Ο πατέρας του ήταν προτεστάντης ιερέας στην τοπική εκκλησία. Αντί όμως να ακολουθήσει εκκλησιαστική καριέρα ή καριέρα στο ναυτικό - όπως το αφεντικό...» «Ο Χάιντριχ ήταν στο ναυτικό; Δεν το ήξερα». «Λένε ότι τον έδιωξαν για ανάρμοστη συμπεριφορά όταν χτύ­ πησε την κόρη ενός ναυάρχου. Αλλά μην πεις σε κανέναν ότι σ’ ιο είπα». «Κόρη ναυάρχου. Η νυν κυρία Χάιντριχ;» «Ό χι, δεν είναι αυτή». «Οπότε κι αυτός άνθρωπος είναι τελικά». «Στη θέση σου θα το έκοβα εδώ». «Ο Κουτνερ σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Μαρτίνος Λούθηρος του Χάλε-Βιτεμβέργης και στο πανεπιστήμιο Χάμπολτ του Βερολίνου, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν λαμπρός φοιτητής. Έλαβε το διδακτορικό του στα νομικά το 1935 και εργάστηκε στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εσωτερικών προτού καταταγεί στην Υπηρεσία Ασφαλείας». «Όλα λογικά ως εδώ». «Χμμ... Σχεδόν πρώτος στην τάξη του στη σχολή αξιωματικών. Μ ετ’ επαίνων οι βαθμολογίες του - προοριζόταν για μια από τις υψηλότερες θέσεις στο Βερολίνο. Τον περασμένο Μάιο μετατάχθη­ κε στις τακτικές δυνάμεις και τοποθετήθηκε στο Πρετς, τοποθετή­ θηκε στην Ομάδα Α και στάλθηκε στα ανατολικά. Μορφωμένοι άντρες και μερικοί δικηγόροι. Στις 23 Ιουνίου εκείνος και η ομάδα του έλαβαν διαταγή να προχωρήσουν προς τη Ρίγα, στη Λετονία, για να βοηθήσουν “την εγκατάσταση των γηγενών Εβραίων”». «Εγκατάσταση. Μάλιστα, ξέρω τι σημαίνει αυτό».

«Ωραία. Θα με απαλλάξεις από το να εξηγώ τη διαφορά μετα­ ξύ “εγκατάστασης” και “μαζικής δολοφονίας”». «Να υποθέσω ότι η αξιολόγηση αυτής της διαφοράς βασίζεται στην προσωπική εμπειρία σας, κύριε;» «Να υποθέσεις. Σ ε παρακαλώ όμως να μην υποθέσεις ότι έκα­ να καλά τη δουλειά μου. Δεν υπάρχει καλή δουλειά στα ανατολι­ κά. Ο Άλμπερτ Κούτνερ δεν γούσταρε τη δουλειά του περισσότε­ ρο από μένα. Αυτός είναι και ο λόγος που ένιωθε τύψεις. Σαν εμένα. Και ο λόγος που δεν κοιμόταν». «Γι’ αυτό είχε και τα βαρβιτουρικά στο δωμάτιό του». Γύρισα σελίδα στο φάκελο του Κούτνερ και συνέχισα να δια­ βάζω προτού μιλήσω πάλι: «Ο ι τύψεις φαίνεται να εμφανίστηκαν πρώτη φορά μόλις τρεις βδομάδες πριν, στην περιοδεία στη Λετονία, όταν ζητά μετάταξη στο στρατό. Η αίτησή του όμως απορρίφθηκε από το διοικητή του, τον ταγματάρχη Ρούντολφ Λάνγκε. Καλά, δεν με εκπλήσσει αυτό. Ξέρω τον Ρούντολφ Λάνγκε από τότε που ήταν στην αστυ­ νομία του Βερολίνου. Η γάτα ποτέ δεν σταματά να κυνηγά ποντί­ κια. Κόπανος τότε, κόπανος και τώρα. Ο λόγος που απορρίφθηκε η μετάταξη: έλλειψη προσωπικού. Ύστερα από μία βδομάδα όμως ζητά νέα μετάταξη. Αυτή τη φορά δέχτηκε επίσημη επίπλη­ ξη. Για συμπεριφορά που έθετε σε κίνδυνο το ηθικό». «Βρώμικη δουλειά που κάποιος πρέπει να την κάνει, σωστά;» «Κάπως έτσι φαντάζομαι». Γύρισα κι άλλη σελίδα στο φάκελο του Κούτνερ. «Τον Αύγουστο ωστόσο ο Άλμπερτ επιστρέφει στο Βερολίνο και αντιμετωπίζει πειθαρχική έρευνα. Απ’ ό,τι λέει, απείλησε ανώτερο με πιστόλι —δεν λέει ποιον, ελπίζω όμως να ήταν ο Λάνγκε. Συχνά ήθελα να την ανάψω σ’ αυτό τον χοντρό καριόλη. Ο Κούτνερ τίθεται υπό αυστηρή επιτήρηση, όχι τόσο αυστηρή όμως, γιατί αμέσως κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Δεν έχουμε λε­ πτομέρειες ούτε εδώ. Στάλθηκε όμως πίσω στο Βερολίνο γι’ αυτή

Η n|v πειθαρχική έρευνα. Ένα, ας πούμε, στρατιωτικό δικαστήριο ιων Ες Ες. Μόνο που η πειθαρχική έρευνα απορρίπτεται. Δεν δί­ νονται εξηγήσεις». «Λέτε ότι ο Χάιντριχ έβαλε το χεράκι του;» «Έτσι φαίνεται, γιατί αμέσως μετά ο Αλμπερτ βρίσκεται στην ομάδα του στρατηγού στο Βερολίνο. Ανάβει τα τσιγάρα του, του κλείνει θέσεις στην όπερα και του φέρνει καφέ». «Μια χαρά δουλειά πλέον», είπε ο Κάλο. «Δεν θα μ’ έλεγες Και λάτρη της όπερας». «Δεν λέω για την όπερα. Για τα τσιγάρα», τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο τσιγάρο μου. «Μ ε δεδομένες τις μερίδες καπνού». «Συγγνώμη», άνοιξα την ταμπακιέρα μου. «Παρακαλώ». Ο Κάλο πήρε ένα τσιγάρο, το άναψε και μετά φύσηξε τον κα­ ι ινό με φανερή ικανοποίηση. Κρατώντας το τσιγάρο μπροστά στα μάτια του, σαν να ήταν κάποιο σπάνιο διαμάντι, χαμογέλασε μες οτην καλή χαρά. «Είχα ξεχάσει πόσο ωραία γεύση μπορεί να έχει το τσιγάρο», είπε. «Λείπει μια σελίδα από το φάκελο», είπα. «Στον δικό μου φά­ κελο υπάρχει μια σελίδα με τον τίτλο “Προσωπικές Παρατηρή­ σεις”. Την έχω δει μόνο απ’ την ανάποδη και είναι γεμάτη με διά­ φορα που έχουν πει οι ανώτεροί μου για μένα, όπως “απείθαρ­ χος” και “πολιτικά αναξιόπιστος”». «Διαβάζετε καλά και ανάποδα», ο Κάλο χαμογέλασε σαρκαστι­ κά. «Είμαι λίγο παράξενος ναζί κι εγώ, κύριε. Καλοψημένος απ’ έξω, αλλά άψητος από μέσα. Παρότι δεν είμαι ακριβώς ισορροπη­ μένος, όπως ο γέρος μου. Ως εργάτης ήταν άψητος σε όλα του». «Μμμ... Χμμ...» Έδωσα το φάκελο στον Κάλο. «Δεν έχει και πολλά πράγματα που θα μας βοηθήσουν», είπε ξεφυλλίζοντάς τον. «Για να δούμε τι μπορούμε να βρούμε μόνοι μας».

P H I L I P K E RR

[242]

Σήκωσα το ακουστικό και ζήτησα από το τηλεφωνείο του Κά­ τω Κάστρου να με συνδέσει με το Άλεξ στο Βερολίνο. Λίγα λεπτά αργότερα κατάφερα να μιλήσω με το Τμήμα Αρχείου. Τους ρώτη­ σα αν είχαν φάκελο του Αλμπερτ Κούτνερ. Δεν είχαν. Οπότε τους ζήτησα να βρουν τη διεύθυνσή του, πράγμα που μπορούσες να κάνεις στο Βερολίνο, γιατί δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που παρήγαν αρχεία στην Πρωσία, ήταν επίσης και τα μέρη. Η κρατική αστυνομία της Πρωσίας ήταν πάνω απ’ όλα λάτρης της λεπτομέ­ ρειας. Μέσα σε λίγα λεπτά το Αρχείο μού τηλεφώνησε για να μου πει ότι το διαμέρισμα 3 στην Πεσταλότσι Στράσε 4, στο Σαρλότεμπουργκ, δεν ήταν το σπίτι μόνο του Αλμπερτ Κούτνερ. Και όταν έβαλα το Αρχείο να μάθει περισσότερα, άρχισα να πιστεύω ότι κάτι είχα στα χέρια μου. «Λόταρ Οτ», είπα διαβάζοντας φωναχτά τις σημειώσεις μου ύστερα από τις πολλές τηλεφωνικές συνομιλίες. «Γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1901. Δύο καταδίκες για αντρική πορνεία, η μία το 1930, η άλλη το 1932. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η προηγούμενη διεύθυνσή του ήταν ο αριθμός 1 της Φρίντριχσγκραχτ, κοντά στη Σπίτελμαρκτ του Βερολίνου. Αυτό δεν λέει και πολλά για έναν μπάτσο απ’ το Μάνχάίμ, αλλά για έναν από το Βερολίνο λέει πολλά. Ως το 1932 στο 1 της Φρίντριχσγκραχτ υπήρχε ένα φημισμένο κλαμπ ομοφυλοφίλων με την ονομασία Μπέργκερ Καζίνο. Είτε ο μακαρίτης λοχαγός Κούτνερ ήταν ανε­ κτικός με τους ομοφυλόφιλους είτε...» «Είτε ήταν λίγο χαριτωμένος κι ο ίδιος», είπε ο Κάλο και κού­ νησε το κεφάλι του. «Θέλω να πω κανείς δεν θα συζούσε με κά­ ποιον σαν αυτόν, εκτός κι αν ήταν κι ο ίδιος, σωστά;» «Εσύ τι λες; Τον γνώριζες». «Μ ε ρωτάτε αν μου την έπεσε ο Κούτνερ; Δεν ξέρω. Πολλοί αξιωματικοί μού την πέφτουν, αν είναι έτσι. Είναι πιθανόν νομίζω. Θα μπορούσε να είναι τέτοιος. Ξέρετε, λίγο εκλεκτικός. Κάπως πιο προσεχτικός με την εμφάνισή του. Λίγο περισσότερο τζελ

[243] στα μαλλιά του. Ο τρόπος που περπατούσε. Τώρα που *ο σκέφτομαι, ναι, έτσι μου φαίνεται. Ό ταν σήκωνε τ*ι ήταν ίδιος με την κόρη του αδελφού μου». «Συμφωνώ». «Κάποιος πρέπει να πάει μια βόλτα απ’ τον φιλαράκο μας χσν Οτ και να δει πώς θα πάρει τα νέα για το θάνατο του Κούτνερ». «Καλή ιδέα». Έτσι τηλεφώνησα ξανά στο Άλεξ και εξήγησα την ιδέα του Κάλο σε έναν παλιόφιλο στο Εγκληματολογικό ονόματι Τροτ, ο οποίος μου υποσχέθηκε να πάει να δει τον Λόταρ Ο τ και να του μεταφέρει κατ’ ιδίαν τα κακά νέα και αργότερα να μου δώσει αναφορά για το τι έγινε. Μόλις κατέβασα το ακουστικό, το τηλέφωνο χτύπησε. Απά­ ντησε ο Κάλο. «Είναι ο δόκτωρ Χόνεκ», είπε και μου έδωσε το ακουστικό. «Τηλεφωνεί για τη νεκροψία». Πήρα το τηλέφωνο. «Γκούντερ». «Κατάφερα να βρω κάποιον να κάνει νεκροψία στον λοχαγό Κούτνερ», είπε ο Χόνεκ. «Σήμερα. Όπως μου ζητήσατε, κομισά­ ριε. Δεδομένων των συνθηκών, ο καθηγητής Χάμπερλ, από το Παθολογικό Ινστιτούτο του Γερμανικού Πανεπιστημίου του Κα­ ρόλου στην Πράγα, δέχτηκε να φέρει εις πέρας τη διαδικασία στις τέσσερις το απόγευμα. Είναι εξέχων γιατρός». «Πού;» «Στο νοσοκομείο Μπούλοβκα». «Εντάξει. Θα είμαστε εκεί στις τέσσερις». Ό ταν έκλεισα το τηλέφωνο, ο Κάλο είπε: «Θα είμαστε; Τ ι πά’ να πει “θα είμαστε”; Δεν θέλετε να έρθω εκεί, καταλαβαίνετε;» «Είπες ότι έχεις έφεση στη μάθηση, έτσι δεν είπες;» «Ναι, αλλά εντάξει, δεν έχω πάει ξανά σε νεκροψία».

| 244 j

P H I L I P K E RR

«Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Εξάλλου θα έχουμε έναν εξέχοντα καθηγητή που θα την κάνει». «Δεν ξέρω», είπε νευρικά. «Να, οι νεκροί. Δεν ξέρω. Μοιάζουν νεκροί, σωστά;» «Καλύτερα έτσι. Ό ταν μοιάζουν ζωντανοί, αποσπούν την προ­ σοχή απ’ το νυστέρι του γιατρού», σήκωσα τους ώμους μου. «Εσύ επιλέγεις. Τώρα ας ρίξουμε μια ματιά στη λίστα με τα ονόματα που μας έδωσε ο ταγματάρχης Πλετς. Νομίζω ότι μερικοί απ’ αυ­ τούς μοιάζουν άνθρωποι». Ο ι παρόντες στο Κάτω Κάστρο τη νύχτα της 2ας/3ης Οκτωβρίου 1941 ήταν οι εξής:

Στρατηγός των Ες Ες, Ράινχαρντ Χάιντριχ Στρατηγός των Ες Ες, Ρίχαρντ Χίλντεμπραντ Στρατηγός των Ες Ες, Καρλ φον Εμπερστάιν Αντιστράτηγος των Ες Ες, Κόνραντ Χένλαϊν Αντιστράτηγος των Ες Ες, δρ Ονγκο Γιονρι Αντιστράτηγος των Ες Ες, Καρλ Χέρμαν Φρανκ Ταξίαρχος των Ες Ες, Μπέρναρντ Φος Συνταγματάρχης των Ες Ες, δρ Χανς Ούλριχ Γκέσκε Συνταγματάρχης των Ες Ες, Χορστ Μπόμε Αντισυνταγματάρχης των Ες Ες, Βάλτερ Γιακούμπι Ταγματάρχης των Ες Ες, δρ Αχιμ Πλετς Ταγματάρχης της Βέρμαχτ, Πάουλ Τούμελ Λοχαγός των Ες Ες, Κουρτ Πάμε Λοχαγός των Ες Ες, Χέρμαν Κλούκολν Λοχαγός των Ες Ες, Αλμπερτ Κούτνερ Δεκανέας των Ες Ες, Αουγκουστ Μπεκ

[245]

Προσωπικό

Λνθυπασπιστής των Ες Ες, Γκερτ Κρίτσινγκερ Μπάτλερ Ι'.πιλοχίας των Ες Ες, Γιοχάνες Κλάιν Σοφέρ Λεκανέας των Ες Ες, Χέρμαν Κούμπε Σεφ Υποδεκανέας των Ες Ες, Βίλχελμ Σάονπελ Βοηθός Σεφ Υποδεκανέας των Ες Ες, Βάλτερ Άρτνερ Τραπεζοκόμος Υποδεκανέας των Ες Ες, Αντολφ Γιάκοντ Τραπεζοκόμος Υποδεκανέας των Ες Ες, Κονρτ Μπάονερ Βοηθός Τραπεζοκόμου Υποδεκανέας των Ες Ες, Όσκαρ Φέντλερ Βοηθός Τραπεζοκόμου Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Χέλφεριν Ελιζαμπέτ Σρεκ Γραμματέας του Χάιντριχ Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Σ ιβ Ελσλερ Βοηθός Γραμματέα του Χάιντριχ Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Σαρλότε Τάιτσε Καμαριέρα Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Ρόζα Στέφελ Καμαριέρα Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Λιβ Λέμκε Καμαριέρα Κηπουρός Μπρούνο Κόπκοφ Οτο Φάουλαμπερ Βοηθός Κηπουρού Ειοχάνες Μπάνγκερτ Βοηθός Κηπουρού

Προσωπικό του Άνω Κάστρου

Αντιστράτηγος των Ες Ες, Κόνσταντιν φον Νόιρατ Βαρόνη Φον Νόιρατ, Μαρί Αουγκούστε Μόζερ φον Φίλσεκ Λοχαγός των Ες Ες, Εντουαρντ Γιαν

[246]

P H I L I P K E RR

Επιλοχίας των Ες Ες, Ρίχαρντ Κόλμπε Υποδεκανέας των Ες Ες, Ρίχαρντ Μίκζεκ Υποδεκανέας των Ες Ες, Ρολφ Μπράονν Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Άνα Κούρτσιντιμ Επικουρικό Προσωπικό των Ες Ες, Βικτόρια Κούκενμπεργκ

Μπάτλερ Σεφ Τραπεζοκόμος Καμαριέρα Καμαριέρα

Για προφανείς λόγους σάς προτείνουμε να διεξαγάγετε τις ανα­ κρίσεις σας στο Κάτω Κάστρο κατά σειρά αρχαιότητος. Για λό­ γους ασφαλείας και απορρήτου, παρακαλώ να κάνετε όλες τις ανακρίσεις στο σαλόνι. Οι ανακρίσεις στο Άνω Κάστρο θα πρέ­ πει να διεζαχθούν κατόπιν συνεννοήσεως με τον υπασπιστή του βαρόνου λοχαγό των Ες Ες Εντουαρντ Γιαν. Θα σας παρασχεθεί χρηματοκιβώτιο για να το χρησιμοποιήσετε στο σαλόνι. 'Ολα τα έγγραφα που αφορούν αυτή την έρευνα θα πρέπει να τοποθετού­ νται σε αυτό όταν δεν χρησιμοποιούνται, για λόγους διασφάλι­ σης του απορρήτου. Ο υπογράφων Ταγματάρχης των Ες Ες δρ Άχιμ Πλετς Υπασπιστής του Στρατηγού των Ες Ες Χάιντριχ Τα μάτια μου γλίστρησαν από τη σελίδα και κατέληξαν στο πάτωμα, ενώ άφηνα ένα βαθύ αναστεναγμό. «Αν υποθέσουμε ότι όλοι στο Κάτω Κάστρο μπορεί να είχαν την ευκαιρία και το κίνητρο να σκοτώσουν τον λοχαγό Κούτνερ», είπα, «αυτό σημαίνει τριάντα έναν υπόπτους». «Θ εέ μου», μουρμούρισε ο Κάλο. «Αυτό σημαίνει ένας για κάθε μέρα του μήνα». «Τριάντα εννιά, αν βάλουμε και το προσωπικό του Άνω Κά­ στρου μαζί με τον Φον Νόιρατ. Μια σύντομη βόλτα είναι από δω ως το Άνω Κάστρο, γιατί να τους αφήσουμε απ’ έξω;»

[247] «Και Κύριος οίδε πόσους έχουμε αν συμπεριλάβουμε όλους τους άντρες των Ες Ες στο φυλάκιο». Βόγκηξα. «Λες να τους βάλουμε κι αυτούς;» «Πόσοι είναι στη φρουρά;» «Τουλάχιστον διακόσιοι». «Λέω να μην τους βάλουμε, μπα. Ό χι. Μου φαίνεται δύσκολο όμως να τους αφήσουμε απ’ έξω, εφόσον υπάρχει η πιθανότητα ο Αλμπερτ Κουτνερ να ήταν λίγο χαριτωμένος. Μια μικρή δοσολη­ ψία με κάποιο φαντάρο στο δάσος μπορεί να ήταν εύκολο γι’ αυιόν. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε...» «Θες να πεις, πέρα απ’ το να ανακρίνουμε τους αξιωματικούς». Σταμάτησα. «Ως τώρα κανείς δεν γκρίνιαξε επειδή σας περιμένει», είπε ο Κάλο. «Όμως δεν θα κρατήσει για πολύ αυτό». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Εντάξει. Ενώ εγώ θα αρχίσω τις επίσημες ανακρίσεις, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να μιλήσεις ανεπίσημα με όλους και να έχεις μια εικόνα από τις χθεσινοβρα­ δινές κινήσεις του Κουτνερ. Ποιος τον είδε τελευταίος και τι (όρα. Τέτοια. Τώρα, εγώ τον είδα κατά τις εννιά, ενώ είχε μια έντονη συζήτηση στον κήπο με έναν άλλον υπασπιστή - τον λο­ χαγό Κλουκολν νομίζω. Έπειτα, κάνα μισάωρο αργότερα, μετά το λόγο του Χάιντριχ, εμφανίστηκε στη βιβλιοθήκη με λίγη σαμπά­ νια. Οπότε μπορείς να αρχίσεις έχοντας αυτά κατά νου. Θέλω ώρες και μέρη. Και δες αν μπορείς να έχεις ένα σχέδιο του σπι­ τιού. Μ ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να αποτυπώσουμε πού ακριβώς βρισκόταν κάθε φορά». «Ναι, νομίζω ότι αυτό θα βοηθήσει». «Οποιαδήποτε πρότασή σου θα τη λάβω μετά χαράς υπόψη μου». «Από την άλλη ένα μέντιουμ με κρυστάλλινη σφαίρα δεν θα

P H I L I P KERR

[248]

μας έκανε κακό. Μου φαίνεται ο μόνος τρόπος να βρούμε το δο­ λοφόνο που περνάει μέσα από κλειδωμένες πόρτες και πυροβολεί ανθρώπους χωρίς ήχο». «Μ ε κάνεις ν’ αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω εδώ, Κουρτ». «Παρεμπιπτόντως, κύριε, αν μου επιτρέπετε να ρωτήσω. Τι κάνουμε εδώ; Τ ι θέλω να πω: Τ ι είναι αυτοί οι ανόητοι γαλονά­ δες; Το σπίτι έχει γίνει σαν ανθισμένος κήπος απ’ τα διακριτικά». Αναφερόταν στα διακριτικά με τα φύλλα βελανιδιάς στους για­ κάδες, τα οποία ξεχώριζαν του στρατηγούς, τους ταξίαρχους και τους συνταγματάρχες των Ες Ες απ’ τους κοινούς θνητούς. «Τ ι ρόλο βαράνε; Ποια είναι η αξία τους;» «Κάνεις ωραίες ερωτήσεις για κάποιον που υποσχέθηκε να δουλέψει για μένα χωρίς ερωτήσεις». «Και ποια είναι λοιπόν η απάντηση;» «Πιστεύω ότι ο στρατηγός Χάιντριχ επιθυμούσε ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο με φίλους, για να γιορτάσει το διορισμό του ως νέος Προστάτης του Ράιχ της Βοημίας». «Μάλιστα». «Ακούγεσαι έκπληκτος. Ό χι όμως όσο ήμουν εγώ όταν μου ζήτησαν να κάνω αυτή την εκδρομούλα. Ο στρατηγός κι εγώ έχουμε μεγαλώσει διαφορετικά, καταλαβαίνεις. Κάποτε ο Σίλερ είχε γράψει ένα καλό ποίημα για τους φίλους του. Στο σχολείο ήμασταν υποχρεωμένοι να μάθουμε και τις πέντε στροφές. Σκε­ φτόμουν συχνά ότι είπε τα πάντα για το νόημα της φιλίας στη Γερμανία. Μόνο που δεν θυμάμαι καμία στροφή να καλύπτει το είδος της φιλίας μου με τον στρατηγό Χάιντριχ. Ο Γκαίτε τα εί­ πε καλύτερα νομίζω. Θα ξέρεις τι συμβαίνει όταν ο Μεφιστοφελής σε καλεί στο σπίτι του για αληθινό καφέ και αμερικάνικα τσιγάρα». Μ ε το που το είπα αυτό, ήρθε στο νου μου η Αριάνε - εκείνη έκανε τη σύγκριση μεταξύ του Χάιντριχ και του Μεφιστοφελή στο τρένο από το Βερολίνο, κι από τότε αναρωτιόμουν πόσος

[249]

καιρός, προτού ξανακυλήσω, είχε περάσει που δεν είχα δουλέψει για τον Χάιντριχ. «Α, βέβαια», είπε ο Κάλο. «Πειρασμός. Και ένας πειρασμός οαν τον αληθινό καφέ και τα αμερικάνικα τσιγάρα. Εντάξει, αυτό είναι μεγάλος πειρασμός». «Υποψιάζομαι ότι η εναλλακτική είναι χειρότερη. Δεν μπορώ να σου πω το λόγο που όλοι οι γαλονάδες είναι εδώ, αλλά αυτός είναι ο δικός μου λόγος: επειδή ο στρατηγός μου ζήτησε να μπω στο χορό. Γιατί δεν του αρέσει να του λένε “όχι”». «Εντάξει. Το πιστεύω». «Ωραία. Τώρα ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να πιάσουμε τον αόρατο άνθρωπο».

Ο στρατηγός των Ες Ες Ρίχαρντ Χίλντεμπραντ ήταν ο Υψηλός Αρχηγός της Αστυνομίας στο Ντάντσιχ και διοικητής μιας μεγά­ λης μονάδας των Ες Ες που είχε ως βάση τη δυτική Πρωσία. Όταν εξεγέρθηκαν οι Βερολινέζοι εναντίον του Χίτλερ, εκείνος ανέλαβε να καταπνίξει την επανάσταση. Γεννήθηκε στο Βορμς το 1897 και ήταν φίλος από παλιά με τον Χάιντριχ. Χαμηλών τόνων, καθαρός, θρασύς και μέτριου ανα­ στήματος, είχε την όψη και τους τρόπους ευκατάστατου επιχει­ ρηματία. Οπωσδήποτε είχε την καλύτερη ενδυμασία από τους αξιωματικούς που έμεναν στο Κάτω Κάστρο. Στο αριστερό τσεπάκι στο στήθος του φορούσε το Σταυρό του Ιππότη της Αρετής Πολέμου με τα Ξίφη - ένα ασημένιο μετάλλιο των ναζί, που δεν είχε καμία σχέση με τον κανονικό Σταυρό του Ιππότη, και όσοι έχουν ζήσει πραγματική μάχη σκέφτονταν ότι αυτό το στολίδι ήταν υποκατάστατο του Σιδηρού Σταυρού —, υποθέτω όμως ότι ένας στρατηγός πρέπει να φέρει βαρύ εξοπλισμό στο χιτώνιό του αν θέλει να τον ακούσουν κάποτε οι άλλοι. Βέβαια η χρυσή κον­ κάρδα του Κόμματος που φορούσε δίπλα στην απομίμηση Σταυ­

P H I L I P K E RR

[250]

ρού του Ιππότη ήταν στην πραγματικότητα η σφραγίδα της υψη­ λής του θέσης ανάμεσα στους ναζί και του ότι βρισκόταν στο απυρόβλητο. Αυτό το μικρό μπιχλιμπίδι καταλάμβανε περίοπτη θέση στη στολή του και αποτελούσε τον πόλο έλξης για όποιον γνώριζε πρόσωπα και πράγματα στη ναζιστική Γερμανία. Κάθισε στον καναπέ απέναντι μου, άναψε τσιγάρο και ανέβα­ σε το ένα του πόδι πάνω στ’ άλλο. «Θα μας πάρει πολλή ώρα, κομισάριε;» «Ό χι πολλή, κύριε». «Ωραία. Γιατί με περιμένει σημαντική γραφική εργασία που πρέπει να φέρω εις πέρας». «Πόσο καλά γνωρίζατε τον λοχαγό Κούτνερ;» «Δεν τον γνώριζα καθόλου. Μέχρι που ήρθα εδώ προχθές, ίσως να του είχα μιλήσει δύο φορές, και μόνο στο τηλέφωνο». «Πώς σας φάνηκε;» «Μου φάνηκε ικανός. Μορφωμένος. Επιμελής. Όπως θα περίμενε κανείς από έναν αξιωματικό που εργάζεται για κάποιον σαν τον στρατηγό Χάιντριχ». «Τον συμπαθούσατε;» «Τ ι ανόητη ερώτηση είναι αυτή;» «Μια πολύ εύκολη ερώτηση, θα έλεγα. Τον συμπαθούσατε;» Ο Χίλντεμπραντ σήκωσε τους ώμους του. «Δεν τον αντιπαθούσα». «Μπορείτε να σκεφτείτε ένα λόγο που κάποιος θα ήθελε να τον σκοτώσει;» «Ό χι και κατά τη γνώμη μου κάποιος Τσέχος πρέπει να έκανε το έγκλημα. Υπάρχουν Τσέχοι εργαζόμενοι εδώ, και στο σπίτι και έξω. Η συμβουλή μου, κομισάριε, είναι να ξεκινήσεις να ανακρί­ νεις αυτούς, όχι τους στρατηγούς των Ες Ες». «Συγχωρήστε με, στρατηγέ. Ο ταγματάρχης Πλετς με έπεισε να κάνω αυτές τις ανακρίσεις κατά σειράν αρχαιότητος, ώστε να μη βρεθεί κάποιος - όπως εσείς - να τριγυρνάει από δω και από κει».

Ν Ο Χίλντεμπραντ σήκωσε τους ώμους του. «Καταλαβαίνω. Συγχωρήστε με, κομισάριε». Έκανα κι εγώ την ίδια κίνηση. «Ωστόσο και πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί οι ανώτεροι αξιωμαι ικοί πρέπει να ανακριθουν έτσι κι αλλιώς. Κατά τη γνώμη μου ο λόγος μου θα έπρεπε να είναι αρκετός». «Και ποιος είναι αυτός, κύριε;» «Ό τι δεν έχω καμία σχέση με το θάνατο αυτού του άντρα βέ­ βαια». «Δεν αμφιβάλλω, κύριε. Παρ’ όλα αυτά το νόημα αυτής της ανάκρισης δεν είναι να βρούμε αν δολοφονήσατε τον λοχαγό Κουτνερ. Ο πρωταρχικός λόγος αυτής της έρευνας είναι να απο­ κτήσουμε μια λεπτομερή εικόνα των τελευταίων ωρών του. Και όταν θα το έχουμε κάνει αυτό, θα μπορούμε να αναγνωρίσουμε μερικούς βασικούς υπόπτους. Καταλαβαίνετε τη διαφορά». «Φυσικά. Για ηλίθιο με περνάς;» Δεν απάντησα. «Ήσασταν μαζί μας στη βιβλιοθήκη για να ακούσετε το λόγο του Φύρερ, σωστά;» «Φυσικά». «Και μετά το λόγο του Χάιντριχ». Ο Χίλντεμπραντ κούνησε ανυπόμονα το κεφάλι. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και μετά το έσβησε σε ένα βαρύ, γυάλινο σταχτοδοχείο που βρισκόταν ανάμεσά μας στο τρα­ πέζι. «Θυμάστε τον λοχαγό Κούτνερ να φέρνει στη βιβλιοθήκη σα­ μπάνια ύστερα απ’ αυτό;» «Ναι». «Μείνατε στη γιορτή ως αργά;» «Ναι. Ομολογώ ότι παραήπια νομίζω. Όπως και όλοι, έχω λί­ γο πονοκέφαλο σήμερα». «Μάλιστα, κύριε. Μόνο που εγώ έχω μεγαλύτερο πονοκέφαλο.

P H I L I P K E RR

N

Πρέπει να διαλευκάνω αυτό το φόνο. Και δεν θα είναι εύκολο. Το καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι; Σ ε κάποιο επόμενο στάδιο πι­ θανόν να αναγκαστώ να κατηγορήσω κάποιο συνάδελφο για το φόνο του Κουτνερ. Ίσως και κάποιον ανώτερο αξιωματικό. Νομί­ ζω ότι πρέπει να προσπαθήσετε να δείξετε λίγο περισσότερη κα­ τανόηση για τη θέση μου, κύριε». «Μη μου λες τι πρέπει να κάνω, κομισάριε Γκούντερ». «Μ ’ αυτή την τρομακτική κονκάρδα στο πέτο σας; Ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό, κύριε». Ο Χίλντεμπραντ κοίταξε τη χρυσή κονκάρδα του Κόμματος και χαμογέλασε. «Λες γι’ αυτό, έτσι; Έχω ακούσει να το αποκαλούν έτσι. Ωστό­ σο δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα το φοβόταν κάποιος». «Σημαίνει ότι μπήκατε στο Κόμμα πολύ νωρίς, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Μπήκα το 1922. Την επόμενη χρονιά έλαβα μέρος στο ανεπιτυχές πραξικόπημα του Μονάχου.* Ήμουν ακριβώς πίσω από τον Φύρερ καθώς βγαίναμε από τη δεξίωση». «Πρέπει να ήσασταν πολύ νέος, κύριε». «Ήμουν είκοσι έξι χρόνων». «Αν μου επιτρέπετε, κύριε, τι σας συνέβη μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος;» Τα μάτια του βούρκωσαν για μια στιγμή προτού απαντήσει. «Τα πράγματα ήταν δύσκολα για κάποιο διάστημα. Πολύ δύ­ σκολα. Δεν με πειράζει να σας πω. Πέρα απ’ την ταλαιπωρία που υπέστην από την αστυνομία, δεν είχα λεφτά και καμία άλλη επι­ λογή από το να πάω να δουλέψω στο εξωτερικό». Φαινόταν ανακουφισμένος που μιλούσε για κάτι που δεν είχε

* Kaap Putsch (γνωστό και ως Πουτς του Χίτλερ): Προσπάθεια πραξικοπήμα­ τος από τον Χίτλερ στο Μόναχο στις 8 Νοεμβρίου του 1923, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία. Το πραξικόπημα δεν στέφθηκε με επιτυχία και ο Αδόλφος Χίτλερ φυλακίστηκε. (Σ.τ.Μ.)

Ν καμία σχέση με τον Κούτνερ - μέχρι και χαλαρός φαινόταν, πράγ­ μα που, για μια στιγμή, ήταν η πρόθεσή μου. «Που πήγατε;» «Στην Αμερική. Δοκίμασα την τύχη μου σε μια φάρμα για λίγο. Αφού όμως απέτυχα, έγινα βιβλιοπώλης στη Νέα Υόρκη». «Μεγάλη αλλαγή, κύριε. Και αποτύχατε και σ’ αυτό;» Ο Χίλντεμπραντ ξεφύσηξε. «Ή επιστρέψατε στη Γερμανία για άλλο λόγο, κύριε;» «Επέστρεψα εξαιτίας των υπέροχων πραγμάτων που συνέβαιναν στη Γερμανία. Εξαιτίας του Φύρερ. Αυτό έγινε το 1930». «Και πότε καταταχθήκατε στα Ες Ες, αν επιτρέπεται;» «Το 1931. Τότε πρωτογνώρισα τον Χάιντριχ. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θάνατο του λοχαγού Κούτνερ». «Θα έρθω και σ’ αυτό αν κάνετε λίγη υπομονή. Φαντάζομαι τρέφετε μεγάλο σεβασμό για τις αρχές των Ες Ες εφόσον καταταγήκατε τόσο νωρίς, το 1931». «Ναι, τρέφω. Φυσικά και τρέφω σεβασμό. Τ ι ερώτηση είναι αυτή;» «Νομίζετε ότι ο λοχαγός Κούτνερ ζούσε σύμφωνα με αυτές τις αρχές;» «Είμαι βέβαιος». «Είστε βέβαιος ή το νομίζετε;» «Πού το πας, Γκούντερ;» «Αν σας έλεγα ότι ο λοχαγός Κούτνερ ήταν ομοφυλόφιλος, ποια θα ήταν η αντίδρασή σας, κύριε;» «Βλακείες. Ο στρατηγός Χάιντριχ ποτέ δεν θα ανεχόταν κάτι τέτοιο. Τον ξέρω πολύ καιρό, ώστε αυτό το λέω με σιγουριά». «Και αν ο στρατηγός Χάιντριχ δεν το γνώριζε;» «Δεν υπάρχουν μυστικά απ’ τον Χάιντριχ», είπε ο Χίλντεμπραντ. «Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό. Κι αν δεν το ξέρεις, σύντομα θα το μάθεις. Ό ,τι δεν ξέρει πιθανόν δεν χρειάζεται να το ξέρει».

P H I L I P K E RR

L254J

«Θα σας εξέπληττε αν σας έλεγα ότι υπάρχουν μερικά πράγ­ ματα που ακόμα και ο Χάιντριχ δεν τα γνωρίζει;» «Βλακείες», επανέλαβε. «Αυτές οι ερωτήσεις είναι βλακείες, κομισάριε. Ο Κούτνερ ήταν κουλτουριάρης, στη χειρότερη περί­ πτωση. Δεν καταδικάζουμε όμως κάποιον επειδή του αρέσει η κα­ λή μουσική και εκτιμά την καλή ζωγραφική». «Μ ε όλο το σεβασμό, δεν νομίζω ότι είναι βλακείες, κύριε. Ο Κουτνερ συζουσε με έναν άντρα στο Βερολίνο. Έναν άντρα που έχει καταδικαστεί για αντρική πορνεία. Έναν άντρα που σύχναζε σε ένα φημισμένο ανάλογο μπαρ με την ονομασία Μπέργκερ Κα­ ζίνο φορώντας σχολική ναυτική στολή, και ο οποίος έπαιρνε πε­ λάτες και πήγαινε σε μια προβλήτα του ποταμού εκεί κοντά για να κάνουν σεξ». «Ανοησίες. Δεν πιστεύω λέξη. Και μου φαίνεται πολύ αναξιο­ πρεπές εκ μέρους σου να κατηγορείς ένα συνάδελφο που δεν εί­ ναι πλέον σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μια τέτοια συκοφαντία». «Ας υποθέσουμε για λίγο ότι έχω δίκιο». «Για ποιο λόγο;» «Σας παρακαλώ, κύριε. Κάντε μου για λίγο αυτή τη χάρη». «Πολύ καλά». «Ποια θα ήταν η γνώμη σας για έναν άνθρωπο σαν αυτόν;» «Η γνώμη μου;» «Μάλιστα, κύριε. Τ ι θα πιστεύατε για κάποιον που μοιράζεται το κρεβάτι του με έναν άντρα που εκδίδεται;» Το ήρεμο πρόσωπο του Χίλντεμπραντ σκοτείνιασε. Τα χείλη του σφίχτηκαν και το πιγούνι του άρχισε να τρέμει από θυμό. «Εννοώ, κύριε, πως, απ’ ό,τι λέγεται, η ομοφυλοφιλία του Ερνστ Ρομ ήταν ένας από τους λόγους που το Κόμμα θύμωσε μαζί του και ήταν ο λόγος που εκτελέστηκε». «Αυτό μάλλον ισχύει», παραδέχτηκε ο Χίλντεμπραντ. «Ο Ρομ ήταν έκφυλος. Όπως και μερικοί άλλοι. Ο Έντμουντ Χάινες. Ο

Μ Κλαουζένερ. Ο Σναϊντούμπερ. Ο Σράγκμιλερ. Ήταν έκφυλα όντα και απολύτως άξια της μοίρας τους». «Και βέβαια». Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν άξια της μοίρας τους, τουλάχι(Vτον όλοι τους. Ο Έ ριχ Κλαουζένερ ήταν αρχηγός του αστυνομι­ κού τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών της Πρωσίας στο Βε­ ρολίνο και καθόλου κακός συνάδελφος. Όμως δεν ήμουν εκεί για να διαφωνήσω με τον Χίλντεμπραντ. «Πιστεύετε ότι τέτοια πράγματα πρέπει να γίνονται δεκτά στα Ες Ες;» «Ό χι βέβαια. Και δεν γίνονται δεκτά. Ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο». «Νομίζετε ότι ατιμάζουν τα Ες Ες; Γι’ αυτό το λόγο;» «Οπωσδήποτε ατιμάζουν τα Ες Ες, κομισάριε Γκούντερ. Τ ι ηλίθια ερώτηση. Είναι ολοφάνερο. Αν ήταν, όπως λέτε, ομοφυλό­ φιλος - παρότι ακόμη δεν πιστεύω ότι ο Κούτνερ ήταν - , τότε θα πάω ακόμα παραπέρα. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα έπρεπε να στηθεί στα τρία μέτρα. Όπως ο Ρομ και οι υπόλοιποι περίεργοι. Οι αδερφές και οι Εβραίοι σχεδόν κατέστρεψαν τη Γερμανία κα­ τά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». «Α, ναι, βέβαια», είπα εγώ. «Και να που εξακολουθούν να απειλούν τον ηθικό χαρακτήρα της πατρίδας μας. Καλλιεργούμε συστηματικά το υγιές αίμα για τη Γερμανία και πρέπει να διατηρηθεί καθαρό. Ως πατέρας τριών παιδιών, δύο απ’ αυτά είναι αγόρια, αυτό το λέω πολύ εμφατικά. Αν είχα κάποιον σαν αυτόν υπό τις διαταγές μου, δεν θα δίσταζα να τον παραδώσω στην Γκεστάπο. Ούτε λεπτό. Χωρίς να λογα­ ριάζω τις συνέπειες». «Ναι, βέβαια», είπα, «γνωρίζω ότι είναι παράνομο, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 175 του Ποινικού Κώδικα. Νόμιζα όμως ότι οι ομοφυλόφιλοι φυλακίζονταν μέχρι δέκα χρόνια. Οπότε ας το θέσω ξεκάθαρα. Υπάρχουν μεγαλύτερες τιμωρίες που εφαρμόζο-

νται σ’ αυτοΰς τους ανθρώπους στα Ες Ες, σωστά; Όπως η εκτέ­ λεση, απ’ ό,τι είπατε. Υποθέτω ότι το ξέρετε, κύριε». Άναψε ένα τσιγάρο ακόμα. «Λοιπόν το ξέρω. Και πολύ εμπιστευτικά θα σας πω τι συμ­ βαίνει. Στα Ες Ες έχουμε περίπου μία περίπτωση ομοφυλοφιλίας το μήνα. Ό ταν αποκαλύπτονται, με διαταγή του ίδιου του Φύρερ ταπεινώνονται, αποπέμπονται και οδηγούνται στα δικαστή­ ρια - και εφόσον ολοκληρωθεί η κρατική τιμωρία, την οποία αναφέρατε, στέλνονται αμέσως σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου πολύ συχνά εκτελούνται ενώ αποπειρώνται να δραπετεύ­ σουν». «Μάλιστα». «Προσωπικά δεν καταλαβαίνω την ανάγκη του στρατοπέδου. Αν ήταν στο χέρι μου, ο διοικητής θα εκτελούσε έναν τέτοιον άντρα. Μ ε συνοπτικές διαδικασίες». «Οπότε ας το θέσω ξεκάθαρα. Αν είχατε αδιάσειστες αποδεί­ ξεις ότι ο λοχαγός Κούτνερ ήταν ομοφυλόφιλος και ήταν υπό τις διαταγές σας, θα τον είχατε εκτελέσει ο ίδιος. Σωστά;» «Απολύτως». «Σας ευχαριστώ, στρατηγέ. Τελειώσαμε, κύριε. Εκτιμώ ιδιαιτέ­ ρως την ευθύτητά σας σ’ αυτό το ζήτημα». Ο Χίλντεμπραντ σταμάτησε. «Παίζεις παιχνίδια μαζί μου, κομισάριε;» «Απλώς εξέταζα μια θεωρία, κύριε». «Και τι θεωρία είναι αυτή;» «Απλώς ότι είναι πολύ απίθανο να τον σκότωσε τελικά κά­ ποιος Τσέχος, όπως επιμείνατε νωρίτερα. Αλλά κάποιος Γερμα­ νός. Τολμώ να πω ότι δεν είστε ο μοναδικός που πιστεύει ότι ο Κούτνερ δολοφονήθηκε από Τσέχο. Είναι μια κοινή προκατάλη­ ψη που έχουμε εμείς οι Γερμανοί: υποπτευόμαστε τις κατώτερες φυλές. Πάρτε για παράδειγμα το φόνο στους σταθμούς του τρέ­ νου φέτος το καλοκαίρι. Πάουλ Όγκορτσοου. Τον θυμάστε;»

[257] «Ναι». «Προτού χον συλλάβουν, όλοι νόμιζαν ότι ο δολοφόνος ήταν κάποιος ξένος εργάτης. Ο Πάουλ Όγκορτσοου όμως ήταν Γερ­ μανός. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και μέλος του Κόμματος. ( >χι από τόσο νωρίς, όπως εσείς, κύριε, αλλά νομίζω ότι γράφτη­ κε λίγο προτού ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος του Ράιχ». Σήκωσα τους ώμους μου. «Όταν έχω στα χέρια μου ένα φόνο, προτιμώ να έχω τις κεραί­ ες μου τεντωμένες». Ο Χίλντεμπραντ σηκώθηκε να φύγει. Ίσιωσε το άψογο παντε­ λόνι ιππασίας του, που ήταν από τα ακριβά —με σουέτ εσωτερι­ κό, σαν να πήγαινε όντως για ιππασία - , και προχώρησε προς ι ην πόρτα. «Παρεμπιπτόντως, κύριε. Πώς σας φάνηκε η ζωή στην Αμερι­ κή;» «Παρακαλώ;» «Σας άρεσε η ζωή στην Αμερική, κύριε;» «Ναι. Μου άρεσε». «Θα ήθελα πολύ να δουλέψω στο εξωτερικό. Ως τώρα έχω δουλέψει στη Γαλλία, στη Βοημία και στην Ουκρανία. Και δεν μου πολυάρεσε η Ουκρανία. Και σίγουρα δεν μου άρεσε καθόλου η δουλειά». Ο Χίλντεμπραντ παρέμεινε σιωπηλός. «Ούτε και του λοχαγού Κούτνερ», είπα. «Το ξέρατε αυτό;» «Όχι». «Μάλιστα. Μου το είπε ο ίδιος. Τον ενοχλούσε. Πολύ. Τον αήδιαζε». «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι δύσκολη δουλειά», είπε ο Χίλντεμπραντ. «Δεν είναι όλοι κατάλληλοι να αναλάβουν τέτοια καθήκοντα. Ωστόσο δεν είναι για να ντρέπεσαι νομίζω. Ό χι εσύ, κομισάριε». «Σας ευχαριστώ, κύριε. Θα φροντίσω να το θυμάμαι αυτό».

P H I L I P K E RR

[258]

Είχα περίπου μισή ώρα ως το επόμενο ραντεβού μου και έτσι πή­ γα πάνω να ερευνήσω το δωμάτιο του Κούτνερ. Ήθελα να το κά­ νω αυτό δίχως να είναι κάποιος πάνω απ’ το κεφάλι μου, σε περί­ πτωση που έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, το οποίο έπρεπε να δείξω στον Πλετς, στον Χάιντριχ ή σε όποιον άλλο το έβαζε σκοπό να ξετινάξει τη δουλειά μου. Το κρεβάτι όμως του Κουτνερ είχε ήδη στρωθεί. Τα σεντόνια και οι κουβέρτες ήταν στοιβαγμένα στο πάτωμα. Το παράθυρο ήταν πιο ανοιχτό από πριν και το δωμάτιο κατέκλυζε η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου γρασιδιού. Ο κηπουρός στο ΓιούνγκφερνΜπρεσάν φρόντιζε διαρκώς το γρασίδι. Έξω απ’ το παράθυρο οι μηχανές κουρέματος είχαν ήδη λάβει θέσεις. Στην άκρη του κρεβατιού του Κουτνερ καθόταν μια κοπέλα γύ­ ρω στα είκοσι πέντε. Ήταν ξανθιά, κρατούσε ένα μαντίλι στο χέρι και φορούσε μια γκρι ποδιά χωρίς μανίκια και ένα μαύρο φόρεμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς των Ες Ες - αυτό με τον μεγάλο, μαλακό γιακά, στολισμένο με λευκά κορδόνια. Ήταν βοηθητικό προσωπικό των Ες Ες: επικουρική και εν προκειμένω καμαριέρα. Την παρατηρούσα σιωπηλός από την πόρτα για μερικά λεπτά. Δεν με είχε πάρει είδηση και δεν έκανε καμία κίνηση, μόνο πού και πού πίεζε το μαντίλι στη μύτη της σαν να ήταν κρυωμένη. Τ ε­ λικά δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο την περιέργειά μου και, κα­ θαρίζοντας το λαιμό μου, μπήκα στο δωμάτιο του νεκρού. Η καμαριέρα σηκώθηκε αφηρημένη και κοίταξε από την άλλη —τουλάχιστον αυτό έκανε ώσπου την έπιασα από το χέρι. «Μ ε συγχωρείτε, κύριε», είπε. «Δεν ήθελα να κάνω καμιά ζημιά με τον ερχομό μου εδώ. Ο κύριος Κρίτσινγκερ με έστειλε να στρώσω το κρεβάτι και απλώς για μια στιγμή τα έχασα με τη σκέ­ ψη της δολοφονίας αυτού του καημένου». Ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο μου είχε φανεί αρχικά και δεν ήταν

[259] ακριβώς όμορφη - πολύ λεπτή και πολύ νευρική για τα γούστα μου. Η επιδερμίδα της ήταν καθαρή σαν χαρτομάντιλο και οι μπλε φλεβίτσες ήταν ευδιάκριτες στους κροτάφους της, σαν τη σφραγίδα κατασκευής της πορσελάνης. Το στόμα της ήταν μεγα­ λύτερο και πιο θλιμμένο απ’ όσο χρειαζόταν, αλλά αυτό που με ι νδιέφερε στην πραγματικότητα ήταν τα μεγάλα μάτια της, γιατί ήταν κόκκινα και γεμάτα δάκρυα. «Είμαι ο κομισάριος Γκούντερ». «Μάλιστα, κύριε. Σας γνωρίζω. Σας είδα όταν φτάσατε χθες». Έκανε μια ελαφρά υπόκλιση. «Ερευνώ το φόνο του λοχαγού Κούτνερ». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Κι αυτό το ήξερε. «Τον γνωρίζατε;» «Ό χι πολύ, κύριε. Είχαμε μιλήσει μερικές φορές. Ήταν ευγενι­ κός μαζί μου». «Για τι είχατε μιλήσει;» «Για τίποτα σπουδαίο, κύριε. Τίποτα σημαντικό. Π ερί ανέμων και υδάτων, θα έλεγε κανείς. Ασήμαντες κουβέντες περί ανέμων και υδάτων». «Μάλιστα. Δεν πρόκειται να πω τίποτα σε κανέναν. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω τι άνθρωπος ήταν. Ό ταν ολοκληρώσω, ίσως έχω καλύτερη εικόνα για το λόγο που κάποιος τον έβγαλε απ’ τη μέση». Έδειξα προς το κρεβάτι που καθόταν. «Να καθίσουμε να τα πούμε; Ένα λεπτό μονάχα». «Μάλιστα». Κάθισε και κάθισα κι εγώ δίπλα της. «Ο Άλμπερτ ήταν πολύ γλυκός και ευγενικός άνθρωπος. Βασι­ κά ήταν περισσότερο παιδί, εδώ που τα λέμε. Τόσο όμορφο παι­ δί. Δεν το χωράει ο νους μου ότι κάποιος θέλησε να του κάνει κα­ κό. Για να μην πω να τον σκοτώσει. Ήταν στοργικός και αξιόλο­ γος, και πολύ ευαίσθητος».

P H I L I P KERR

Μ

«Σου άρεσε λοιπόν». «Α, ναι. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι διάφοροι αξιωματικοί. Ήταν διαφορετικός». «Ήταν όντως». Σκέφτηκα ότι μπορεί να μην ακούστηκα ειλικρινής και γι’ αυτό πρόσθεσα: «Κι εμένα μου άρεσε». Μόλις το είπα αυτό, συνειδητοποίησα, για πρώτη φορά από τότε που έμαθα για το θάνατο του Κουτνερ, ότι όντως τον συ­ μπαθούσα. Μάλλον είχε κυρίως να κάνει με το ότι είχαμε την ίδια απαίσια εμπειρία από τα ανατολικά - πολύ περισσότερο όμως μου άρεσε η ευφυΐα και ευθυτητά του, που ήταν στα όρια της δια­ κριτικότητας. Υπό αυτή την έννοια τουλάχιστον, ο Κουτνερ μου θύμιζε εμέ­ να, και αναρωτιόμουν αν είχα αρχίσει να παίρνω λίγο πιο προσω­ πικά το φόνο του απ’ όσο έπρεπε. «Συνέχισε». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θέλω να βρω τον μπελά μου». «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα βρεις κανέναν μπελά. Αν όμως ξέ­ ρεις κάτι που μπορεί να ρίξει φως στο τι συνέβη εδώ χθες, τότε νομίζω ότι πρέπει να το ξέρω, τι λες κι εσυ; Ο στρατηγός Χάιντριχ είναι αποφασισμένος να βρω ποιος σκότωσε το λοχαγό. Και ο μό­ νος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να πείσω ανθρώπους σαν κι εσένα να με εμπιστευτούν τόσο ώστε να μου πουν την αλήθεια». «Μάλιστα, κύριε». «Ωραία. Πώς λέγεσαι;» «Στέφελ. Ρόζα Στέφελ». «Λοιπόν, Ρόζα, γιατί δεν μου λες τι συνέβη;» «Χθες βράδυ», είπε, «όταν όλοι οι αξιωματικοί πήγαιναν σιγά σιγά για ύπνο, ο Αλμπερτ επέμεινε να με βοηθήσει να μαζέψω τα ποτήρια, παρ’ όλο που ολοφάνερα ήταν πτώμα».

[261] «Πολύ ευγενικό εκ μέρους του», είπα. «Τ ι ώρα έγινε αυτό;» «Πρέπει να ήταν μετά τη μία. Ακόυσα το καμπανάκι του ρο­ λογιού στο χολ. Κάποιοι απ’ τους γαλονάδες ήταν ακόμη στο ιιόδι βέβαια, έπιναν μπράντι στη βιβλιοθήκη. Ένας δυο ήταν μεθυσμένοι. Ένας για την ακρίβεια. Δεν θα ’θελα να πω ποιος, γιατί έγινε λίγο πιο τρυφερός μαζί μου, καταλαβαίνετε. Βλέπε­ ι ε κάτι συμβαίνει μ’ αυτή τη στολή. Ό ταν κάποιος γαλονάς γί­ νεται λιώμα, νομίζει ότι εμείς είμαστε λίγο καλύτεροι απ’ αυιούς που είναι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οπότε κάνει ό,τι του καπνίσει μ’ εμάς. Ο συγκεκριμένος αξιωματικός άγγιξε ιο στήθος μου και προσπάθησε να βάλει το χέρι του μέσα στο φόρεμά μου. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο και του το είπα - είναι όμως ανώτερος μου και δεν είναι εύκολο να βάλεις έναν άντρα στη θέση του όταν είναι στρατηγός. Ο λοχαγός Κούτνερ ήρθε να με βοηθήσει. Να με διασώσει αν θέλετε. Τα είπε ένα χεράκι στο στρατηγό. Ο στρατηγός ήταν τσαντισμένος και έβρισε το λοχαγό πολύ άσχημα, του είπε να κοιτάει τη δουλειά του. Ο λοχαγός Κούτνερ όμως ήταν υπέροχος, κύριε. Τον αγνόησε και με συνοδέυσε κάτω, προτού μπορέσει να μ’ αγγίξει πάλι ο στρατηγός». Κούνησα το κεφάλι μου. «Μερικοί στρατηγοί των Ες Ες είναι χυδαίοι», είπα. «Μόλις επιστρέφω από μια μάλλον δύσκολη συνάντηση με τον στρατηγό Χίλντεμπραντ. Και όντως με έκανε να μαζευτώ στο καβούκι μου. Αυτός σου την έπεσε;» «Όχι». Ξεφύσηξα. «Ρόζα, σε παρακαλώ. Τα έχω βρει σκούρα εδώ. Κάποιος απ’ όλους αυτούς —ναι, μπορεί και κάποιος απ’ τους γαλονάδες —δο­ λοφόνησε εν ψυχρώ τον άνθρωπο. Εδώ που καθόμαστε. Το δω­ μάτιο ήταν κλειδωμένο από μέσα και το παράθυρο μανταλωμένο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η έρευνα είναι εξαρχής δύσκολη.

Μ ην την κάνεις δυσκολότερη. Πρέπει να μου πεις ποιος ήταν αυ­ τός που σου την έπεσε χθες βράδυ». «Ο αντιστράτηγος Χένλαϊν». «Σ ’ ευχαριστώ. Τ ι συνέβη όταν ο λοχαγός Κουτνερ σε συνο­ δέυσε κάτω, Ρόζα;» «Μιλήσαμε για λίγο. Όπως πάντα. Π ερί ανέμων και υδάτων, ειλικρινά». «Για πες κάτι απ’ όλα αυτά που λέγατε, Ρόζα». Σήκωσε τους ώμους της. «Για την Πράγα. Μιλούσαμε για την Πράγα. Συμφωνούσαμε και οι δυο ότι είναι πανέμορφη. Μιλούσαμε για την πατρίδα μας». «Είσαι κι εσυ απ’ το Χάλε στον Ζάλε;» «Περίπου. Είμαι από το Ράϊντεσμπουργκ, που είναι έξω ακρι­ βώς από το Χάλε». «Απ’ ό,τι φαίνεται, είστε όλοι από κει εκτός από μένα. Το ήξε­ ρες ότι και ο στρατηγός Χάιντριχ είναι από το Χάλε;» «Φυσικά. Ό λοι γνωρίζουν την οικογένεια Χάιντριχ στο Χάλε. Και κάποιος άλλος εδωπέρα είναι από κει - ή τουλάχιστον έτσι μου είπε ο Άλμπερτ, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος». «Τ ι άλλο σου είπε;» «Ό τι πήγε στο ίδιο σχολείο με το στρατηγό. Στο Πειραματικό. Και ο αδελφός μου ο Ρολφ πήγε εκεί. Το καλύτερο σχολείο της πόλης». «Φαίνεται να είχαν πολλά κοινά ο Αλμπερτ και ο στρατηγός». «Ναι. Έλεγε ότι τα βρήκε πολύ σκούρα τελευταία. Ο στρατη­ γός όμως ήταν πολύ καλός μαζί του». Η ευγένεια του Χάιντριχ δεν ήταν κάτι που ήθελα να το πολυσκεφτώ. Ήταν σαν να ακους ότι ο Χίτλερ αγαπά τα παιδιά ή ότι ο Ιβάν ο Τρομερός είχε ένα σκυλάκι. «Ανέφερε λεπτομέρειες για τις δυσκολίες που περνούσε; Για τον τρόπο που ήταν ευγενικός μαζί του ο στρατηγός;»

Μ Η Ρόζα κοίταξε το μαντίλι της, θαρρείς και η απάντηση ήταν ιριμωγμένη στο μουσκεμένο εσωτερικό του. «Ο Άλμπερτ με έβαλε να υποσχεθώ ότι δεν θα μιλήσω σε κανό­ ναν γι’ αυτό. Έλεγε ότι τα Ες Ες δεν έπρεπε να συζητάνε τέτοια ιιράγματα. Και ότι μπορεί να έβρισκα τον μπελά μου». «Οπότε γιατί σ’ τα έλεγε όλα αυτά;» «Γιατί, απ’ ό,τι έλεγε, ήθελε να τα πει σε κάποιον. Να βγουν από μέσα του». «Λοιπόν τώρα είναι νεκρός, όπως και η υπόσχεσή σου νομίζω». «Έτσι φαίνεται. Μου υπόσχεστε όμως κι εσείς να μην πείτε σε κανόναν ότι σας τα είπα;» «Ναι. Το υπόσχομαι». Η Ρόζα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Και διατακτικά έδωσε ιμωνή σε ό,τι της είχε πει ο Κουτνερ. «Είπε ότι βρισκόταν στα λετονικά μας εδάφη το καλοκαίρι και ότι η Γερμανία έκανε απαίσια πράγματα εκεί. Ό τ ι πολλοί άνθρω­ ποι, χιλιάδες, είχαν δολοφονηθεί μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι. Γέροι, γυναίκες και παιδιά. Ολόκληρα χωριά με ανυπε­ ράσπιστους ανθρώπους, που δεν είχαν καμιά σχέση με τον πόλε­ μο. Είπε ότι στην αρχή έφερνε εις πέρας τις διαταγές και διοικού­ σε τα εκτελεστικά αποσπάσματα που εξόντωναν τον κόσμο. Ύστερα από λίγο όμως κουράστηκε και αρνιόταν να εμπλακεί σε ό,τι είχε σχέση μ’ αυτές τις δολοφονίες. Μόνο που αυτό του δημι­ ούργησε μπελάδες με τους ανωτέρους του», είπε και κούνησε το κεφάλι της. «Μου φαινόταν απίστευτο, αλλά όταν μιλούσαμε, άρ­ χιζε να κλαίει κι εγώ δεν μπορούσα παρά να τον πιστεύω τότε. Θέλω να πω ένας άντρας - ειδικά ένας αξιωματικός - δεν κλαίει χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι; Τώρα όμως δεν ξέρω. Πιστεύετε ότι μπορεί να είναι αληθινά όσα μου είπε για τις δολοφονίες, κομισά­ ριε Γ κούντερ;» «Φοβάμαι πως ναι, Ρόζα. Όλα. Και όχι μόνο στη Λετονία. Το ίδιο συμβαίνει οπουδήποτε ανατολικά του Βερολίνου. Απ’ ό,τι ξέ-

P H I L I P K E RR

[264]

ρω, το ίδιο συμβαίνει κι εδώ στη Βοημία. Έκανε όμως ένα λάθος. Στα Ες Ες και στην αστυνομία είναι κοινό μυστικό τι συμβαίνει στα ανατολικά εδάφη. Και για να ηρεμήσεις, είμαι σχεδόν βέβαι­ ος ότι ο λόγος που δολοφονήθηκε δεν ήταν όσα σου είπε αλλά κάτι άλλο». Η Ρόζα κούνησε το κεφάλι της με ευγνωμοσύνη. «Σας ευχαριστώ, κομισάριε. Ανησυχούσα». «Πες μου κάτι - όταν ο λοχαγός Κούτνερ παρενέβη για χάρη σου στον αντιστράτηγο Χένλαϊν, είπες ότι εκείνος έβρισε τον Άλμπερτ». «Σωστά». «Τον απείλησε;» «Ναι». «Μπορείς να θυμηθείς τι ακριβώς του είπε;» «Μάλλον όχι ακριβώς. Ανάμεσα σε πολλά άλλα απαίσια πράγ­ ματα, που δεν θέλω να επαναλάβω, ο αντιστράτηγος είπε κάτι σαν “Θα το θυμάμαι, Κούτνερ, τιποτένιε φοβητσιάρη”. Και: “Θα μου το πληρώσεις, περίμενε και θα δεις”». «Τα άκουσε όλα αυτά κανείς εκτός από σένα, Ρόζα;» «Ο κύριος Κρίτσινγκερ. Ο στρατηγός Χάιντριχ. Μάλλον τα άκουσαν. Ίσως και κάποιοι άλλοι, αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Ό λοι μου φαίνονται ίδιοι με τις στολές». «Το ίδιο πρόβλημα έχω κι εγώ. Κι αυτό γιατί, από μια άποψη, επειδή δεν φοράω τη δική μου. Μερικές φορές όταν έχω το ρόλο του επιθεωρητή, πρέπει να είμαι διαφορετικός από τους άλλους. Βασικά όμως ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να φορέσω ποτέ ξανά τη στολή μου». «Τώρα ακούγεστε κάπως σαν τον Αλμπερτ». «Μάλλον γι’ αυτό τον συμπαθούσα». «Είστε κι εσείς παράξενος, κομισάριε, για αστυνομικός». «Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό. Θυμάσαι εκείνο το άγριο παιδί που βρήκαν να τριγυρνά στη Νυρεμβέργη τον προηγούμενο

[265]

αιώνα; Το παιδί που ισχυριζόταν ότι πέρασε τα πρώτα χρόνια ιου μόνο του, σε ένα σκοτεινό κελί;» «Ο Κάσπαρ Χάουζερ. Ναι, το θυμάμαι. Πέρασε τις τελευταίες μέρες του στο Άνσμπαχ, έτσι δεν είναι; Γνωστή ιστορία». «Η μοναδική διαφορά ανάμεσα σ’ εμένα και στον Κάσπαρ εί­ ναι ότι εγώ θα περάσω τις τελευταίες μέρες μου σε ένα σκοτεινό κελί. Οπότε μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο θα ήταν ίσως καλύτε­ ρα να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πεις σε κανέναν ότι κάναμε αυτή ιην κουβέντα». «Το υπόσχομαι». «Εντάξει, μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Εγώ θα ψάξω το δωμά­ τιο του Άλμπερτ». «Νόμιζα ότι το κάνατε ήδη». «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι οι άλλοι δύο υπασπιστές, οι λοχαγοί Κλούκολν και Πόμε, ήταν εδώ όταν ανέβηκα για να στρώσω το κρεβάτι. Αδέια­ σαν τα συρτάρια σε μια κουτά και την πήραν». «Ό χι, δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτό. Ίσως ήθελαν να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα του Αλμπερτ και να τα στείλουν στους δικούς του. Όπως κάνουν οι συνάδελφοί σου όταν είναι η ώρα σου να πάρεις το τελευταίο τρένο». «Ναι, μάλλον». Η Ρόζα όμως δεν φάνηκε να πείστηκε γι’ αυτό περισσότερο από μένα.

Επιστρέφοντας στο σαλόνι, βρήκα τον Κρίτσινγκερ να κουρδίζει το μεγάλο ρολόι. Το κοίταξα και έλεγξα το δικό μου, αλλά ο μπάτλερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ποτέ δεν θα ρύθμιζα το ρολόι μου μ’ αυτό, κύριε», είπε. «Πά­ ει πολύ αργά». «Είναι γνωστό αυτό εδώ;»

P H I L I P K E RR

[ 266 ]

Σκεφτόμουν τις ώρες κατά προσέγγιση που ακόυσα πιο πριν στο γραφείο του Χάιντριχ. «Γενικά ναι. Το ρολόι χρειάζεται επειγόντως επισκευή». «Θα υπάρχουν πολλοί τεχνίτες στην Πράγα. Αυτή η πόλη έχει περισσότερα ρολόγια απ’ όσα έχουν τα έργα του Σαλβαντόρ Νταλί». «Δεν έχετε άδικο, κύριε. Ως τώρα όμως η έρευνά μου αποκάλυ­ ψε ότι είναι όλοι τους Εβραίοι». «Δηλαδή ένας Εβραίος δεν μπορεί να επιδιορθώσει ένα ρολόι;» «Ό χι σ’ αυτό το σπίτι, κύριε». «Ναι, φαντάζομαι πως όχι. Ήταν αφελές εκ μέρους μου, ε; Ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές, έτσι; Ακόμα κι αν είναι λάθος πάντοτε». Κοίταξα το χρυσό ρολόι τσέπης στο χέρι του Κρίτσινγκερ. «Το δικό σου ρολόι, κύριε Κρίτσινγκερ, μπορούμε να το εμπι­ στευτούμε;» «Μάλιστα, κύριε. Είναι Γκλάσετε και ανήκε στον μακαρίτη τον πατέρα μου. Ήταν σταθμάρχης στο Πόσεν. Το καλό ρολόι είναι βασικό εργαλείο για ένα σιδηροδρομικό στην Πρωσία, αν θέλει τα τρένα να φτάνουν στην ώρα τους». «Και έφταναν στην ώρα τους; Τα κατάφερνε;» «Μάλιστα, κύριε». «Προσωπικά ανέκαθεν πίστευα ότι αυτό συνέβαινε εξαιτίας του Φύρερ». Ο Κρίτσινγκερ με άκουγε με περισσή υπομονή. «Υπάρχει κάτι στο οποίο μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε;» «Σύμφωνα με το Γκλάσετέ σου, Κρίτσινγκερ, τι ώρα τελείωσε το πάρτι χθες το βράδυ;» «Ο ι τελευταίοι κύριοι πήγαν για ύπνο λίγο πριν τις δύο, κύριε». «Και ποιοι ήταν αυτοί;» «Νομίζω ήταν ο αντιστράτηγος Χένλαϊν και ο συνταγματάρχης Μπόμε».

[267]

«Μου φαίνεται ότι ο αντιστράτηγος Χένλαϊν έμεινε λίγο περισοότερο με τον λοχαγό Κούτνερ. Σωστά;» «Δεν είμαι βέβαιος ότι σας καταλαβαίνω, κύριε». «Είμαι βέβαιος ότι με καταλαβαίνεις. Ο αντιστράτηγος τα έβα­ λε με το λοχαγό, έτσι δεν είναι;» «Νομίζω ότι ο αντιστράτηγος πρέπει να είπε κάτι στο λοχαγό, μάλιστα, κύριε». «Τον απείλησε;» «Δεν θα ήθελα να απαντήσω, κύριε». Ο Κρίτσινγκερ έκλεισε με δύναμη το καπάκι του ρολογιού του και το έβαλε στην τσέπη του γιλέκου του. Ή ταν μια κίνηση ανυ­ πομονησίας σε πλήρη αντίθεση με τη γενικότερη συμπεριφορά ιου, που δήλωνε ότι πάντοτε είναι διαθέσιμος, ακόμα και όταν αντιμετώπιζε μια πρόκληση σαν τη δική μου, όπως το να του κά­ νω επιπόλαιες και ασήμαντες ερωτήσεις, που άγγιζαν τα όρια της αγένειας ή της έλλειψης πατριωτισμού. «Το καταλαβαίνω. Σ ε κανέναν δεν αρέσουν τα καρφιά. Ειδικά όταν το καρφί είναι ο μπάτλερ. Σ ε σχέση με τους εργοδότες του και ίσως και με τους προσκεκλημένους, ο καλός μπάτλερ πρέπει να συμπεριφέρεται σοφά και συνετά, σωστά;» Ο Κρίτσινγκερ έσκυψε ανεπαίσθητα το κεφάλι. «Αυτό περιγράφει τη θέση μου ενώπιον των ανωτέρων μου ως ένα βαθμό, κύριε. Είμαι υποχρεωμένος να παρατηρώ. Ποτέ όμως δεν κρίνω. Πρέπει να προφυλάσσεται κανείς από τέτοιους αχρεί­ αστους περισπασμούς ενώ εκτελεί την υπηρεσία του». «Ειδικά τώρα, θα έλεγα, που είσαι στην υπηρεσία του στρατη­ γού Χάιντριχ». «Δεν μπορώ να ξέρω, κύριε». «Κύριε Κρίτσινγκερ, σε σέβομαι. Και ποτέ δεν θα προσπαθού­ σα να πιέσω κάποιον που φέρει Σιδηρούν Παράσημο στο πέτο. Αν δεν κάνω λάθος, πιθανόν το κέρδισες με τον ίδιο τρόπο που το κέρδισα κι εγώ: στην κόλαση. Πολεμώντας σε πραγματικό πόλε­

P H I L I P K E RR

[ 268 ]

μο, με πραγματικούς στρατιώτες, που των περισσότερων το έλεγε η ψυχούλα τους. Οπότε θα καταλάβεις ότι δεν είμαι από εκείνους που τους αρέσουν οι μάταιες απειλές. Εδώ όμως έχουμε έρευνα για φόνο, Κρίτσινγκερ, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συμπερι­ φέρομαι αδιάκριτα και να κρυφοκοιτάξω από την κλειδαρότρυπα του καθενός. Δεν μου αρέσει να το κάνω περισσότερο απ’ ό,τι εσένα, αλλά θα το κάνω ακόμα κι αν χρειαστεί να μπω ολόκληρος στην κωλοκλειδαρότρυπά σου. Τώρα λέγε τι είπε ο αντιστράτη­ γος Χένλαϊν». Ο μπάτλερ με κοίταξε έντονα για ένα λεπτό, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του σαν να με αποδοκίμαζε σιωπηλά, όπως μια γάτα σε άδειο ιχθυοπωλείο. «Σας διαβεβαιώ ότι εκτιμώ ειλικρινά τη θέση σας. Παρακαλώ, δεν χρειάζονται βωμολοχίες, κύριε». Ξεφύσηξα και έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα μου. «Νομίζω ότι υπάρχει κάθε λόγος για βρισίδια όταν δολοφονεί­ ται κάποιος. Τα βρισίδια βοηθουν επειδή μας υπενθυμίζουν ότι ο φόνος δεν είναι κάτι που συνέβη ευγενικά και με καλούς τρόπους, Κρίτσινγκερ. Γυάλιζε τ ’ ασημικά σου όσο θες, αλλά ένας άνθρω­ πος σκοτώθηκε χθες βράδυ, και κάθε φορά που βάζω ένα τσιγάρο στο στόμα μου, έχω ακόμη τη γεύση απ’ το αίμα του στα δάχτυλά μου. Στη δουλειά μου βλέπω πολλά πτώματα. Μερικές φορές φαίνεται να το αγνοώ, αλλά βλαστημάω κάθε φορά τον εαυτό μου όταν αντικρίζω έναν κακομοίρη με μια τρύπα ανοιγμένη στο στή­ θος του. Αυτό με βοηθά να εστιάσω στην αληθινή ύβρι για το τι συνέβη. Πρέπει μήπως να βρίσω πιο δυνατά και να τρίψω συγ­ χρόνως το χέρι μου στη μούρη σου ή θα σταματήσεις τα παιχνιδάκια; Τ ι είπε ο αντιστράτηγος Χένλαϊν στον λοχαγό Κούτνερ;» Ο Κρίτσινγκερ κοκκίνισε και κοίταξε νευρικά ολόγυρα. «Ο αντιστράτηγος όντως απείλησε το λοχαγό, κύριε». «Με τι; Μ ε τοπικό καθαρισμό; Μ ε ένα φιλί στο μάγουλο; Έλα τώρα, Κρίτσινγκερ, μην τρελαθούμε».

[269]

«Ο αντιστράτηγος Χένλάίν έδειξε αδυναμία σε μία από τις υπηρέτριες, κύριε. Στη Ρόζα. Τη Ρόζα Στέφελ. Είναι καλή κοπέ­ λα και οπωσδήποτε η ίδια δεν τον ενθάρρυνε. Ο αντιστράτηγος όμως είχε πιει λιγάκι παραπάνω αλκοόλ». «Θες να πεις πως ήταν τυφλά». «Δεν μου επιτρέπεται να πω κάτι τέτοιο, κύριε. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι ήταν κάπως εκτός εαυτού. Έκανε μια τέτοια κίνη­ ση στη Ρόζα, που η κοπέλα ντράπηκε, και θα είχα παρέμβει εγώ αν δεν με είχε προλάβει ο λοχαγός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ιον επιπλήξει ο αντιστράτηγος. Ήταν προσβλητικός. Θυμάμαι όμως ότι δεν ήταν μόνο ο αντιστράτηγος, κύριε, που μίλησε άσχημα. Πράγμα που ίσως αποτελεί έναν ακόμα λόγο που δεν παρενέβην νωρίτερα. Ο συνταγματάρχης Μπόμε είχε επίσης πει κάτι, και οι δυο τους είχαν στριμώξει για τα καλά το λοχαγό». «Για κάν’ το μου λιανά εδώ, Κρίτσινγκερ. Τ ι θα του έκαναν μό­ λις συνέρχονταν;» «Πιστεύω ότι ο αντιστράτηγος αποκάλεσε το λοχαγό φοβη­ τσιάρη και είπε ότι θα τον κάνει πληρώσει για την ανόητη παρέμ­ βασή του. Μετά ο συνταγματάρχης συνέχισε και του έσυρε τα εξ αμάξης. Κατηγόρησε το λοχαγό για απείθεια και συμπάθεια προς τους Εβραίους». «Και τι απάντησε σ’ αυτό ο λοχαγός Κούτνερ;» «Σχεδόν τίποτα, κύριε. Μπορείτε να φανταστείτε ότι απλώς άκουγε, με δεδομένη τη διαφορά που είχαν στην ιεραρχία» - και ύστερα πρόσθεσε με νόημα: «Όπως ακριβώς δέχεται ένας μπάτ­ λερ τις προσβολές από κάποιον άξεστο και αγροίκο προσκεκλη­ μένο του εργοδότη του». Αυτό με έκανε να χαμογελάσω. Ήταν εύκολο να καταλάβω πώς κέρδισε ο Κρίτσινγκερ τον Σιδηρούν Σταυρό. «Ο συνταγματάρχης Μπόμε ανέφερε επίσης κάτι σχετικά με το ότι θα στείλει τον λοχαγό Κούτνερ στο ανατολικό μέτωπο, όπου η μούρη και η απείθειά του θα δέχονταν την περιφρόνηση

P H I L I P K E RR

[270]

των ανωτέρων του. Ο λοχαγός Κούτνερ απάντησε — και νομίζω ότι σας λέω ακριβώς τα λόγια του - ότι “θα ήταν προνόμιο και τι­ μή του να υπηρετήσει με πραγματικούς στρατιώτες σε πραγματι­ κό στρατό, υπό τις διαταγές πραγματικών στρατηγών”». «Είπε τέτοιο πράγμα;» «Μάλιστα, κύριε. Το είπε». «Μπράβο του». «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ, κύριε». «Σ ’ ευχαριστώ, κύριε Κρίτσινγκερ. Συγγνώμη αν υπήρξα αγροί­ κος μαζί σου». «Κανένα πρόβλημα, κύριε. Κάνουμε και οι δυο τη δουλειά μας». Κοίταξα το ρολόι μου ξανά και είδα ότι σε πέντε λεπτά υποτί­ θεται θα συναντούσα τον στρατηγό Φον Εμπερστάιν στο σαλόνι. «Και κάτι ακόμα, Κρίτσινγκερ. Είδες τον λοχαγό Κούτνερ προ­ τού πάει για ύπνο;» «Μάλιστα, κύριε. Ήταν μετά τις δύο. Μ ε το δικό μου ρολόι. Ό χι μ’ αυτό εδώ». «Πώς σου φάνηκε;» «Λίγο στενοχωρημένος. Και κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος». «Α, ναι;» «Του το είπα. Και του ευχήθηκα καληνύχτα». «Και τι σου απάντησε;» «Γέλασε πικρά και είπε πως μάλλον θα είχε μάλλον την τελευ­ ταία καλή νύχτα του για το επόμενο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ομολογώ ότι αυτό δεν μου φάνηκε συνηθισμένο και όταν τον ρώ­ τησα τι εννοεί, μου απάντησε ότι ο μόνος τρόπος για να κοιμηθεί θα ήταν να πάρει μερικά χάπια. Πράγμα που σκόπευε να κάνει». «Οπότε σχημάτισες την εντύπωση ότι δεν τα είχε πάρει ακόμη;» Ο Κρίτσινγκερ στάθηκε και το σκέφτηκε. «Μάλιστα. Αλλά, όπως σας είπα, οπωσδήποτε δεν έδειχνε ότι χρειάζεται υπνωτικά». «Επειδή φαινόταν κουρασμένος ήδη;»

Μ «Ακριβώς, κύριε». «Τον είδες να πίνει πολύ χθες βράδυ;» «Όχι. Δεν ήπιε σχεδόν καθόλου. Κρατούσε ένα ποτήρι μπίρα προτού πάει για ύπνο, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό ήταν ιο μόνο που είδα να πίνει όλο το βράδυ. Αν δεν κάνω λάθος, μου (ραινόταν απολύτως εγκρατής άνθρωπος». «Σ ’ ευχαριστώ. Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να έχω ένα σχέδιο του σπιτιού όπου θα είναι σημειωμένο ποιος κοιμάται πού. Είναι εύκολο;» «Μάλιστα, κύριε. Θα το φροντίσω». «Εντάξει, Κρίτσινγκερ. Τελειώσαμε για την ώρα». «Σας ευχαριστώ, κύριε. Θα είστε στο γεύμα με τους υπόλοι­ πους, κύριε;» «Ούτε που το σκέφτηκα. Έχασα όμως το πρωινό και τώρα νιώ­ θω τρομερή πείνα, οπότε ναι, θα είμαι».

Ο στρατηγός των Ες Ες Καρλ φον Εμπερστάιν είχε πιάσει κουβέ­ ντα με τον Κουρτ Κάλο όταν έφτασα στο σαλόνι. Ως αριστοκρά­ της ήταν πολύ καλοσυνάτος. «Α, κομισάριε Γκούντερ, ήρθες. Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι με ξέχασες». Είχε πάει νωρίτερα και το ήξερε, ήταν όμως συγχρόνως στρα­ τηγός και δεν ήμουν ακόμη έτοιμος ν’ αρχίσω να του φέρνω αντιρ­ ρήσεις. «Ελπίζω να μην περιμένατε πολύ, κύριε». «Ό χι, όχι. Θαύμαζα το πιάνο του στρατηγού Χάιντριχ. Είναι Μπλίτνερ. Πολύ καλό». Στεκόταν ακριβώς μπροστά από το πιάνο - που ήταν μεγάλο και μαύρο σαν βενετσιάνικη γόνδολα - και άγγιζε τα πλήκτρα πειραματικά, σαν περίεργο παιδάκι. «Παίζετε πιάνο, κύριε;»

P H I L I P K E RR

M

«Πολύ άσχημα. Ο Χάιντριχ έχει έφεση. Φυσικά είναι οικογε­ νειακό τους. Ο πατέρας του, ο Μπρούνο, ήταν ας πούμε αστέρας στο Ωδείο του Χάλε. Σπουδαίος άντρας και βέβαια σπουδαίος βαγκνερικός». «Το λέτε σαν να τον γνωρίζατε, κύριε». «Τον Μπρουνο; Α, μα φυσικά. Είμαι κι εγώ από το Χάλε στον Ζάλε». «Ένας ακόμα από το Χάλε. Τ ι σύμπτωση». «Ό χι ακριβώς. Η μητέρα μου ήταν νονά του Χάιντριχ. Εγώ σύ­ στησα το στρατηγό στον Χίμλερ και του άνοιξα το δρόμο». «Οπότε θα πρέπει να νιώθετε πολύ περήφανος γι’ αυτόν, κύ­ ριε». «Ακριβώς, κομισάριε. Πάρα πολύ περήφανος. Είναι προσόν για τη χώρα του και για όλο το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα». «Δεν είχα ιδέα ότι εσείς κι εκείνος ήσασταν τόσο φίλοι». Ο Φον Εμπερστάιν απομακρύνθηκε από το πιάνο και στάθηκε δίπλα μου μπροστά από το τζάκι, ζεσταίνοντας την πλάτη του με φανερή ευχαρίστηση. Ήταν κοντά στα πενήντα. Στο γκρίζο χιτώνιό του είχε τον Σιδηρούν Σταυρό πρώτης και δεύτερης τάξεως, δείχνοντας ότι του είχε απονεμηθεί δύο φορές, καθόλου μικρό κατόρθωμα ακόμα και για έναν αριστοκράτη. Μα ακόμα κι έτσι είχε έναν αέρα ευσέ­ βειας - έμοιαζε κάπως σαν υποκριτής παπάς. «Μου αρέσει να τον έχω στο μυαλό μου ως προστατευόμενό μου. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα τον πείραζε αυτό». Ο τρόπος που το είπε με έκανε να σκεφτώ ότι μπορεί και να πείραζε τον Χάιντριχ. «Και ο λοχαγός Κούτνερ;» ρώτησα. «Κι εκείνος από το Χάλε ήταν. Τον γνωρίζατε καλά;» «Αρκετά καλά. Τον πατέρα του τον γνώριζα καλύτερα. Υπηρε­ τούσαμε μαζί στο στρατό. Στον προηγούμενο πόλεμο. Ο πάστο­ ρας Κούτνερ ήταν ο ιερέας της μονάδας μας. Για κείνον όμως δεν

Μ ι ίμαι σίγουρος ότι ήταν το ίδιο όπως ήταν για μένα. Πρόσφερε ιρομερή ανακούφιση σε όλους μας». «Δεν αμφιβάλλω». Ο Φον Εμπερστάιν κούνησε το κεφάλι του. «Πολύ κρίμα αυτό που έγινε. Πολύ κρίμα». «Ναι. Είναι κρίμα, κύριε». «Και είσαι απολύτως σίγουρος ότι ήταν δολοφονία και όχι αυιοκτονία;» «Φυσικά πρέπει να περιμένουμε τη νεκροψία σήμερα το από­ γευμα για να είμαστε απολύτως σίγουροι. Αλλά είμαι σχεδόν σί­ γουρος, κύριε». «Εντάξει, πιστεύω ότι ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». «Γιατί αναφέρατε την αυτοκτονία;» «Μόνο και μόνο εξαιτίας όσων συνέβησαν στον Αλμπερτ στη Λετονία. Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει εκεί. Ή τουλάχιστον απείλησε ότι θα το κάνει». «Τι ακριβώς συνέβη; Έχω μερικά κενά ακόμη γι’ αυτό το θέμα». «Νομίζω ότι έπαθε νευρικό κλονισμό εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζε στην εκτέλεση των στρατιωτικών του υποχρεώ­ σεων. Εννοώ φυσικά τη μετεγκατάσταση των Εβραίων στα ανα­ τολικά εδάφη. Κανείς δεν είναι άξιος για τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, γιατί πριν απ’ όλα είναι άνθρωπος». «Θα μπορούσατε να γίνετε λίγο πιο σαφής, κύριε; Υπό αυτές τις συνθήκες νομίζω ότι πρέπει να ξέρω τα πάντα». «Ναι, συμφωνώ, κομισάριε. Μάλλον πρέπει». Ο Φον Εμπερστάιν άρχισε να εξηγεί, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις που έκαναν όλη τη βρωμοδουλειά της δολοφονίας χι­ λιάδων ανθρώπων να ακούγεται σαν κάποια μηχανική εργασία ή ίσως σαν μια άσκηση ελέγχου του πλήθους ύστερα από ένα μεγάλο αγώνα ποδοσφαίρου. Ήταν σύνηθες για τους ναζί να αποκαλούν το φτυάρι εργαλείο κηπουρικής —και καθώς άκουγα τη μια υπεκ­ φυγή μετά την άλλη, ένιωσα ότι ήθελα να τον χαστουκίσω.

P H I L I P K E RR

[274]

«Ανταποκρινόμενος στις σημαντικότατες διαταγές που είχαν δοθεί από το Βερολίνο, ο υπολοχαγός Κούτνερ είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της τακτικής συνεργασίας με ένα ειδικό απόσπα­ σμα των Ες Ες, το οποίο είχε δημιουργηθεί από μονάδες της λετονικής επικουρικής αστυνομίας. Μέσα στο καλοκαίρι το συγκε­ κριμένο απόσπασμα έφερε εις πέρας πολλές εκτεταμένες ειδικές δράσεις στη Ρίγα και στα περίχωρά της. Βασικά δουλειά του Κουτνερ ήταν να κάνει τη στοιχειώδη απογραφή με σκοπό τη σύλληψη των κομμουνιστών, όπως και τον εντοπισμό των ντό­ πιων Εβραίων. Μετά την απογραφή οι Εβραίοι διατάσσονταν να συγκεντρωθούν σε ένα καθορισμένο μέρος και από κει γινόταν η μετεγκατάστασή τους. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι κάποιες από αυτές τις μετακινήσεις ολοκληρώθηκαν με βιαιότητα που δεν χρειαζόταν, γεγονός που πρέπει να προκάλεσε αισθήματα ενοχής και θλίψης στον καημένο τον Κούτνερ. Άρχισε να πίνει πολύ και έπειτα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ απείλησε έναν ανώτερο αξιωματικό με το πιστόλι του. 'Υστερα από αυτό αποπειράθηκε να αυτοπυροβοληθεί, αλλά τον εμπόδισαν. Εξαιτίας αυτών των περιστατικών εστάλη πίσω για να οδηγηθεί στο στρατοδικείο». «Μάλιστα, αρκετά ξεκάθαρα όλα αυτά», είπα και παρατήρησα ότι ο Κάλο έκρυβε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του πίσω από το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο του. «Ναι, ήταν ατυχής συγκυρία και θα μπορούσε ίσως να έχει κα­ ταστρέψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα. Ο Άλμπερτ ήταν ένας εξαίρετος νέος δικηγόρος. Ωστόσο ο Ραϊχσφύρερ δεν είναι ασυ­ γκίνητος και αντιλαμβάνεται απολύτως τα προβλήματα που μερι­ κές φορές προκύπτουν από αυτές τις ειδικές δράσεις. Το είχα συ­ ζητήσει μαζί του αρκετά...» «Μ ε ουγχωρείτε, κύριε», τον διέκοψα. «Για να ξεκαθαρίσω αυ­ τό που μόλις είπατε. Εννοείτε ότι συζητήσατε την υπόθεση του υπολοχαγού Κούτνερ ιδιαιτέρως με τον Χίμλερ;» «Ακριβώς. Εκείνος κι εγώ συμφωνήσαμε ότι δεν έπρεπε να επι-

[275]

φορτιστεί ένας άντρας που ήταν τόσο ευαίσθητος με τόσο επίπο­ να από ψυχολογική άποψη καθήκοντα. Λαμβάνοντας υπόψη τα νομικά προσόντα του, ήταν κρίμα για ένα τόσο καλό μυαλό να ιου επιτρέψουμε να αποταχθεί χωρίς να έχει μια δεύτερη ευκαι­ ρία για να επανορθώσει. Συνεπώς ο Χάιντριχ συμφώνησε να πά­ ρει τον Κούτνερ στο επιτελείο του —και αν δεν το έκανε εκείνος, ()α το έκανα εγώ. Ο λοχαγός Κούτνερ ήταν πολύ ικανός αξιωμα­ τικός για να τον αφήσουμε να χαθεί». «Αναφερόσασταν στον υπολοχαγό Κούτνερ, κύριε. Αυτό συνέ­ βη μόλις πριν λίγες βδομάδες και τώρα είναι λοχαγός. Να υποθέ­ σω ότι όχι μόνο δεν πέρασε από στρατοδικείο, αλλά και ότι ο υπολοχαγός Κούτνερ προήχθη σε λοχαγό αμέσως μόλις πήγε στο επιτελείο του στρατηγού Χάιντριχ;» «Για λόγους διοικητικής επάρκειας είναι συνήθως καλύτερο οι υπασπιστές να έχουν όλοι τον ίδιο βαθμό. Αποτρέπει οποιονδήποτε ασήμαντο διαπληκτισμό». «Αν μου επιτρέπετε, κύριε, ο Κούτνερ ήταν τυχερός που είχε αυτή τη βιταμίνη Β. Εννοώ το να έχει δύο προστάτες που θεω­ ρούν τον Ραϊχσφύρερ Χίμλερ φίλο τους». «Ναι. Ίσως». «Από πότε είστε φίλοι με τον Χίμλερ, κύριε;» «Α, για να δούμε. Μπήκα στο Κόμμα το 1922. Και στα Ες Ες το 1925». «Αυτό δικαιολογεί τη χρυσή κονκάρδα του Κόμματος», παρατή­ ρησε ο Κάλο. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είστε μέλος του κινήματος από την πρώτη στιγμή, κύριε. Αν είχα την ίδια προνοητικότητα που είχατε εσείς τότε, ίσως τώρα να ήμουν κάτι περισσότερο από βοη­ θός Εγκληματολογικού. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, κύριε». «Α, δεν ήμουν πάντοτε τόσο σίγουρος για την πίστη μου στο Κόμμα». «Συνεχίστε, κύριε», χαμογέλασε σαρκαστικά ο Κάλο. «Ό χι, ειλικρινά. Υπήρξε μια στιγμή - ύστερα από την αποτυ­

P H I L I P K E RR

[276]

χία των γεγονότων του Μονάχου και την απελπισία για τον ιδεο­ λογικό μας αγώνα - που αποχώρησα από το Κόμμα» - ο Φον Εμπερστάιν σήκωσε το δάχτυλο στον Κάλο. «Οπότε, βλέπετε, όλοι κάνουμε λάθη. Για τρία χρόνια εγώ...» Σταμάτησε και φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή. «Εν πάση περιπτώσει έκανα άλλα πράγματα». «Σαν τι πράγματα, κύριε;» «Δεν έχει σημασία τώρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να βρού­ με αυτόν που δολοφόνησε τον λοχαγό Κούτνερ. Έ τσι δεν είναι, κομισάριε;» «Μάλιστα, κύριε». «Έχεις καμιά ιδέα επί του θέματος;» «Έχω πολλές ιδέες, κύριε. Σ ’ εμάς τους Γερμανούς ποτέ δεν έλειψαν οι ιδέες. Αυτό όμως που κυρίως ξέρω περιορίζεται από τους όρους με τους οποίους λειτουργεί το μυαλό, που σημαίνει ότι είναι μάλλον καλύτερο να μην προσπαθήσω να εξηγήσω ποιες είναι αυτές οι ιδέες. Εν πάση περιπτώσει όχι ακόμη. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν συμπαθούσαν όλοι το λοχαγό όσο εσείς και ο στρατηγός Χάιντριχ. Και δεν αναφέρομαι στους Τσέχους, κύριε. Υποψιάζομαι ότι αν είχαν την παραμικρή ευκαιρία, θα την άναβαν σε οποιονδήποτε φορούσε γερμανική στολή. Ό χι, αναφέρομαι...» «Βέβαια, ξέρω πού αναφέρεσαι», ο Φον Εμπερστάιν ξεφύσηξε. «Είμαι σίγουρος ότι μάθατε για το ατυχές περιστατικό στη βιβλιο­ θήκη χθες το βράδυ, όπου ο αντιστράτηγος Χένλάίν μίλησε πολύ άσχημα στον λοχαγό Κούτνερ». «Δεν λέω ότι αποτελεί κίνητρο για φόνο, αλλά όταν έχει δει κανείς, όπως εγώ, ανθρώπους να δολοφονούνται χωρίς κίνητρο, είναι ένας λόγος να το ξανασκεφτεί. Ο Χένλάίν ήταν μεθυσμένος. Ήταν οπλισμένος. Σαφώς δεν συμπαθούσε τον Κούτνερ. Και σα­ φώς επίσης είχε την ευκαιρία». «Όλοι μας είχαμε την ευκαιρία, κομισάριε. Έχεις δύσκολη δουλειά να κάνεις εδώ και δεν επιτρέπονται λάθη. Γνωρίζω όμως

Μ πιν Κόνραντ Χένλαϊν από τότε που ήμουν επικεφαλής της αστυ­ νομίας του Μονάχου. Και είμαι σε θέση να σου πω αυτό: Δεν εί­ ναι δολοφόνος. Ο λόγος; Ήταν δάσκαλος σε σχολείο». «Τι δάσκαλος;» «Γυμναστικής». «Οπότε αυτός είναι», είπα, έχοντας κατά νου το κορίτσι στη οουίτα του ξενοδοχείου Ιμπίριαλ στο οποίο είχε μιλήσει η Αριάνε. «Παρακαλώ;» «Απλώς σκεφτόμουν. Ο δάσκαλος της γυμναστικής στο δικό μου σχολείο ήταν κανονικός σαδιστής. Και όσο το συλλογίζομαι, δεν μπορώ να φανταστώ καταλληλότερο άτομο για να σκοτώσει κάποιον». Ο Φον Εμπερστάιν χαμογέλασε. «Σε διαβεβαιώ ότι ο Χένλαϊν δεν είναι τέτοιος. Είμαι απολύ­ τως σίγουρος ότι κανένας από τους ανώτερους αξιωματικούς εδώ, στο σπίτι του Χάιντριχ, δεν θα μπορούσε να διαπράξει ένα τέτοιο ειδεχθές έγκλημα». Δεν συμφωνούσα όμως με τη βεβαιότητά του. «Όταν όλα θα έχουν τελειώσει, κομισάριε, όταν θα έχεις - και είμαι σίγουρος γι’ αυτό —εξιχνιάσει το έγκλημα, πιστεύω ότι θα ανακαλύψουμε πως το αποτέλεσμα είναι πολύ λιγότερο σημαντι­ κό απ’ όσο υποθέτουμε τώρα. Έ τσι δεν συμβαίνει συχνά;» «Θα συμφωνούσα μαζί σας αν δεν υπολόγιζα τις ειδικές συνθή­ κες αυτής της υπόθεσης. Ο ι περισσότεροι δολοφόνοι είναι απλές περιπτώσεις, αυτό είναι αλήθεια. Απλώς αποκρουστικά, βίαια εγκλήματα, λόγω πάθους, απληστίας ή, πιθανότατα, αλκοόλ. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο. Δεν φαίνεται να εμπλέκε­ ται το ερωτικό στοιχείο εδώ. Τίποτα δεν κλάπηκε. Και αν ο δολο­ φόνος ήταν μεθυσμένος, τότε ήταν ένας ασυνήθιστα προσεχτικός μεθυσμένος, που φρόντισε ιδιαιτέρως να μην αφήσει κανένα ίχνος στο δωμάτιο του λοχαγού Κούτνερ. Αυτό αποτελεί προς το παρόν εικασία, ωστόσο διαισθάνομαι ότι κάποιος παίζει παιχνιδάκια.

P H I L I P K E RR

[278]

Πιθανόν για να φέρει σε δύσκολη θέση τον στρατηγό Χάιντριχ». «Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κι εκείνοι που ζηλεύουν τον Χάιντριχ», παραδέχτηκε ο Φον Εμπερστάιν. «Πιθανόν για να φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εσάς». «Αναρωτιέμαι πώς μπορείς να αγνοείς τους Τσέχους ως πιθα­ νούς δράστες τόσο γρήγορα, κομισάριε. Ισως σου διαφεύγει η συ­ νήθεια των Τριών Μάγων να ενοχλούν την τοπική Γκεστάπο. Ένας από αυτούς μέχρι που άφησε ένα προκλητικό και εξευτελιστικό μή­ νυμα στην τσέπη του καημένου του Φλάισερ. Και μου φαίνεται ότι αυτό είναι μόνο ένα από τα κόλπα που συνηθίζουν. Ειδικά τώρα που η οργάνωσή τους απειλείται. Στη θέση σου θα προσπαθούσα να ανακρίνω εξονυχιστικά το προσωπικό. Μπορεί να είναι στα Ες Ες, αλλά μερικοί από αυτούς έχουν γερμανοτσέχικη καταγωγή. Δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση αν αυτό φέρει στο φως κάτι που δεν βρέθηκε όταν ανακρίθηκαν για πρώτη φορά». «Ο στρατηγός Φον Εμπερστάιν έχει δίκιο», είπε ο Κάλο. «Θα μπορούσαν να χώνουν τη μύτη τους. Όπως και πριν. Και τίποτα δεν θα τους έδινε περισσότερη χαρά από το να μας βλέπουν να κυνηγάμε την ουρά μας». Χαμογέλασα σαρκαστικά. «Κάπως έτσι μοιάζει, έτσι δεν είναι;»

«Δεν το πιστεύω», είπε ο Κάλο. «Ντολμαδάκια. Νόμιζα ότι πή­ γαιναν μετά την πατατόσουπα. Ό τ ι είχαν κανονικό μπέικον. Και κανονικές πατάτες. Αυτά όμως είναι ακόμα καλύτερα. Έχω να φάω τέτοιο πράγμα από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Αν συνεχι­ στεί έτσι, κύριε, θα πρέπει ίσως να σκοτώσω κι εγώ κάποιον, για να τραβήξει λίγο ακόμα η έρευνα». «Το καλύτερο κίνητρο δολοφονίας που άκουσα σήμερα», είπα. «Μέχρι που θα σε έβαζα στη λίστα υπόπτων ύστερα από αυτή την παρατήρηση».

[279]

Ημασταν στην τραπεζαρία, αλλά χωρίς τον Χάιντριχ, τον I Ιλετς και μερικούς γκεσταπίτες αξιωματικούς, μια και ήταν στο κατόπι του Βάσλαβ Μόραβεκ, ήμασταν πολλοί λιγότεροι στο με­ σημεριανό απ’ ό,τι στο δείπνο στο Κάτω Κάστρο. Από τη μεριά τη δική μου στο τραπέζι, ο Κάλο κι εγώ καθόμασταν απέναντι σε όλους τους άλλους - όχι γιατί δεν μου άρεσε η παρέα τους - που φυσικά δεν μου άρεσε - , αλλά κυρίως γιατί ήθελα να αποφύγω να κουβεντιάσω μαζί τους για την υπόθεση. Επιπλέον είχα την ελπίδα ο ι ι μ’ αυτό τον τρόπο η θέση μας θα έκανε να ξεχωρίζουμε και θα υπενθύμιζε στους γαλονάδες ότι η έρευνα για τη δολοφονία συνε­ χίζεται. Σίγουρα αυτό απευθυνόταν στον δόκτορα Γιούρι και πιθα­ νόν και στον στρατηγό Χίλντεμπραντ, οι οποίοι, εφόσον ανακρίΟηκαν, τώρα με έβλεπαν σαν ένα τεράστιο, λυσσασμένο σκυλί. Ένας άλλος λόγος που ήθελα να καθίσω μακριά από τους γα­ λονάδες των Ες Ες ήταν για να έχω την ευκαιρία να γνωρίσω κα­ λύτερα τον Κουρτ Κάλο, τον οποίο, με μεγάλη μου έκπληξη, συ­ μπαθούσα περισσότερο απ’ όσο περίμενα να συμπαθήσω κάποιον στο σπίτι του Χάιντριχ. «Γιατί αποκαλούν το Μάνχαϊμ σκακιέρα;» «Γιατί είναι η πιο καλοχτισμένη πόλη στη Γερμανία. Το κέντρο της πόλης χωρίζεται σε εκατόν τριάντα έξι τετράγωνα και τα σπίa a διακρίνονται μόνο από γράμματα και αριθμούς. Ο πατέρας μου ζούσε στο Κ4. Ήταν επιστάτης του εργοστασίου στο Ντέμλερ, αλλά έπαιρνε ελάχιστα λόγω της οικονομικής κρίσης. Ο αδελφός μου κι εγώ έπρεπε να δουλεύουμε για να συνεισφέρουμε στο εισόδημα της οικογένειας, αλλά και να συνεχίσουμε το σχο­ λείο, αν κι αυτό ακούγεται μάλλον αντιφατικό». «Είσαι παντρεμένος;» «Πέντε χρόνια, με την Εύα. Δουλεύει σε ένα τοπικό ξενοδοχείο». «Ποιο απ’ όλα;» «Στο Παρκ». «Καλό;»

P H I L I P K E RR

M

«Ακριβό για μένα». «Δούλεψα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις για ένα διάστημα. Ήμουν αρχιφύλακας του Άντλον». «Μια χαρά». «Πώς φαίνονται στην Εύα τα ξενοδοχεία;» «Της αρέσουν. Μπορεί να είναι δύσκολα με τους επισκέπτες καμιά φορά. Ειδικά με τους Άγγλους, τουλάχιστον όταν έρχονταν ακόμη στη Γερμανία. Το παράκαναν κάπως και έπαιρναν πολύ αέρα, αν με καταλαβαίνετε». «Μοιάζει πολύ με ό,τι συμβαίνει εδώ». «Ναι, ναι». Ο Κάλο κοίταξε με την άκρη του ματιού του τους γαλονάδες. «Πώς και γνωρίζετε τον στρατηγό Χάιντριχ;» «Μ ε τον τρόπο που γνωρίζεις ένα επικίνδυνο σκυλί. Τ ις περισ­ σότερες φορές απλώς διασχίζω το δρόμο και πάω από την άλλη όταν τον βλέπω να έρχεται. Μερικές φορές όμως με τσακώνει κι εγώ πρέπει να το ρίξω στην πλάκα, γιατί αλλιώς θα με ξεσκίσει. Είμαι όντως ένα από εκείνα τα τέσσερα ζώα που μπλέκονται στα πόδια του στο δρόμο για τη Βρέμη. Ίσως είμαι ο γάιδαρος.* Και όπως ένας γάιδαρος, θέλω να ζήσω χωρίς αφεντικά και να γίνω μουσικός». «Τ ι όργανο παίζετε;» «Τίποτα βέβαια. Πού άκουσες εσύ γάιδαρο να παίζει μουσική; Φαίνεται ότι είμαι στο σπίτι του κλέφτη εντούτοις - όπως ακρι­ βώς στο παραμύθι». Ο Κάλο γέλασε σαρκαστικά. «Δεν θα το λέγαμε και μέρος για να ξεκουραστεί κανείς, σω­ στά; Μερικοί κόπανοι απ’ αυτούς εδώ θα τρόμαζαν ακόμα και * Αναφέρεται στο γερμανικό παραμύθι Οι μουσικοί της Βρέμης, όπου ένας γάι­ δαρος, κουρασμένος πια και απογοητευμένος, γιατί νόμιζε ότι ήταν άχρηστος για το αφεντικό του, τα παρατάει όλα και πηγαίνει στη Βρέμη να γίνει μουσι­ κός. (Σ.τ.Μ .)

[«I] ι ον Χίμλερ», κούνησε το κεφάλι του. «Σχεδόν λυπάμαι για τον λο­ χαγό Κουτνερ». «Σχεδόν;» «Τον γνώρισα, θυμάστε;» «Και πώς σου φάνηκε;» Ο Κάλο ξεφύσηξε. «Δεν έχει και πολλή σημασία πια, έτσι δεν είναι; Είναι νεκρός». «Αν νομίζεις ότι αυτό θα σε γλιτώσει από το να τα ξεράσεις όλα στον κουρέα σου, κάνεις λάθος». «Εντάξει. Μου φαινόταν ένα αλαζονικό τσογλάνι. Όπως όλοι αυτοί οι κωλοϋπασπιστές, νόμιζε ότι ήταν κάτι παραπάνω από ορντινάντσα του αφεντικού του. Εμφανίστηκε στα κεντρικά του Εγκληματολογικού εδώ στην Πράγα απαιτώντας συνεχώς διάφορα, και μάλιστα να γίνουν πολύ γρήγορα. Το αφεντικό μου, ο Βίλι Αμπεντσχόεν, είχε να κάνει μαζί του, κι αυτό σημαίνει ότι κι εγώ είχα με κάποιο τρόπο να κάνω μαζί του. Ήταν ένας κλασικός κόπανος». «Ήρθε σ’ εσάς πριν λίγες μέρες;» «Τη Δευτέρα. Ο Χάιντριχ ήθελε μια αναφορά για ένα θέμα». «Συγκεκριμένα;» «Μετάδοση υποκλοπών OTA. ΟΤΑ είναι η κωδική ονομασία για όλες τις υποκλοπές». «Εννοείς βρετανικών εκπομπών από τους Τσέχους». «Ό χι, όχι. Αυτό ήταν που το έκανε ενδιαφέρον. Ο ι Τσέχοι λάμβαναν εκπομπές, και μάλιστα από κάπου στην πατρίδα. Έτσι υπέδειξε η Κατασκοπεία. Ο Αμπεντσχόεν θεώρησε ότι οι Τσέχοι στέλνουν τις πληροφορίες στον αντιστασιακό Μ πένες*, στο Λον­

* Έντβαρντ Μπένες (1884-1948): Τσέχος πολιτικός, Πρόεδρος της Δημοκρα­ τίας (1935-1948) και ένας από τους ηγέτες του κινήματος για την ανεξαρτησία της χώρας. Όταν η Γερμανία κατέλαβε τη Βοημία και Μοραβία, πήγε στο Λον­ δίνο και οργάνωσε εξόριστη κυβέρνηση. Το 1941 σε συνεργασία με τον Μόραβεκ σχεδίασαν τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ, η οποία τελικά επιτεύ­ χθηκε το 1942. (Σ .τ.Ε )

P H I L I P K E RR

| 282 j

δίνο, και ότι έτσι θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τη συνεργασία του με τον Τσόρτσιλ και τους κατάσκοπους των Εγγλέζων». «Ένας Τσέχος κατάσκοπος στη Γερμανία». Ο Κάλο κούνησε το κεφάλι του. «Ό χι, ένας Γερμανός κατάσκοπος στη Γερμανία. Όπως είμαι σί­ γουρος ότι γνωρίζετε, υπάρχει και κάτι χειρότερο απ’ αυτό. Δεν τα ξέρω όλα, καταλαβαίνετε, κύριε - ξεπερνάει τα όρια του βαθμού μου. Όμως εδώ στην Πράγα και οι πέτρες το ξέρουν ότι υπάρχει ένας υψηλά ιστάμενος προδότης στο Βερολίνο, που βρίσκεται πίσω από τις υποκλοπές, ο οποίος τροφοδοτούσε τους Τσέχους με απόρ­ ρητες πληροφορίες για την πολιτική του Ράιχ σε διάφορα ζητήματα. Ο Χάιντριχ ήθελε όλα όσα αφορούσαν την ΟΤΑ, για να μπορέσει να αναθέσει την υπόθεση σε μια ειδική ομάδα έρευνας που δημιουργεί μέσα στην αστυνομία. Λέγεται Ομάδα του Προδότη X ή VXG, για συντομία. Η σύλληψη του Μόραβεκ, του τελευταίου από τους Τρεις Μάγους, είναι μόνο η αρχή. Μ ε τη σύλληψή του θα έχουμε περισ­ σότερες πιθανότητες να εντοπίσουμε τον Προδότη X». «Μάλιστα, κατάλαβα. Θα πρέπει να μάθω περισσότερα για τις κινήσεις του Κούτνερ τις μέρες λίγο πριν το θάνατό του». «Πολύ καλά, κύριε. Αυτά που ξέρω προς το παρόν όμως έχουν να κάνουν με τις ώρες λίγο πριν το θάνατό του». «Για να τ ’ ακούσω». Καθίσαμε αναπαυτικά στις καρέκλες μας, ενώ οι σερβιτόροι των Ες Ες αποχώρησαν. Ο Κάλο βρήκε τις σημειώσεις του και τις φυλ­ λομέτρησε, ώσπου με τον υγρό του δείκτη βρήκε τη σωστή σελίδα. Ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει την ανάγνωση, όταν οι σερβιτόροι κατέφθασαν με το επιδόρπιο. Τα μάτια του Κάλο πετάχτηκαν έξω. «Τηγανίτες!» είπε στενάζοντας με ευχαρίστηση γεμάτη προσ­ δοκία. «Μ ε πραγματική σος κερασιού». Δοκίμασα τη σος. «Βασικά είναι κράνο», είπα. «Όχι», πήρε βαθιά ανάσα.

[283]

«Όσο μιλάς, εγώ θα τρώω». Ο Κάλο κοίταξε το κομμάτι του από την πουτίγκα, έγλειψε τα χείλη του και δίστασε. «Δεν θα φάτε όλη τη σος, έτσι δεν είναι, κύριε;» «Ό χι, και βέβαια όχι. Έλα τώρα, λέγε». Ο Κάλο άρχισε να διαβάζει απρόθυμα τις σημειώσεις του. «Για το χθεσινό μεσημεριανό ξέρετε, ήσασταν παρών. Σύμφω­ να με την Ελιζαμπέτ Σρεκ, τη γραμματέα του Χάιντριχ, στις 3 μ.μ. ο Κούτνερ έκανε δυο τηλεφωνήματα. Ένα στην Καρλ Μαρία Στράσε - συγγνώμη, κύριε, εννοώ στα κεντρικά του Εγκληματολογικού - και ένα στο Παλάτι Πέτσεκ: στα κεντρικά της Γκεστάιιο. Γύρω στις τέσσερις τον ξαναείδατε, κύριε, καθ’ οδόν για το Ανω Κάστρο. Στις πέντε πέρασε μία ώρα στο γραφείο του στραιηγού Χάιντριχ. Δεν ξέρω ακόμη περί τίνος πρόκειται. Μετά πή­ γε στο δωμάτιό του: ο Κρίτσινγκερ τον είδε στην πόρτα. Στις οχτώ είχαμε τα ποτά στη βιβλιοθήκη και μετά όλοι σας ακούσατε ιο λόγο του Φύρερ στο ραδιόφωνο. Το τηλεφώνημα του Φλάισερ από τα κεντρικά της Γκεστάπο έγινε αμέσως μετά τις εννιά και τότε είδατε τον Κούτνερ έξω, να τσακώνεται με τον λοχαγό Κλούκολν. Ξέρετε περί τίνος πρόκειται, κύριε;» «Ό χι ακόμη». «Ο Κούτνερ βάζει ένα χεράκι για να έρθει λίγη σαμπάνια στη βιβλιοθήκη μετά το λόγο και όλα τα υπόλοιπα κατόπιν είναι θο­ λά. Αμέσως μετά τη μία το πρωί έχουμε μια λογομαχία ανάμεσα στον Κούτνερ, στον αντιστράτηγο Χένλαϊν και στον συνταγμα­ τάρχη Μπόμε. Δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο». «Ο αντιστράτηγος Χένλαϊν την έπεσε σε μια καμαριέρα ονόματι Ρόζα Στέφελ. Ο Κούτνερ ήταν ο ήρωάς της». «Μάλιστα. Μετά βρίσκεται στο γραφείο του Χάιντριχ για λίγο, μαζί με το στρατηγό και τον συνταγματάρχη Γιακούμπι», ο Κάλο χαμήλωσε τη φωνή του. «Αυτός μου φαίνεται ο πιο μοχθηρός της ομήγυρης».

P H I L I P K E RR

[284]

«Κατόπιν ο Κρίτσινγκερ βλέπει τον Κούτνερ λίγο πριν τις δυο και του εύχεται καληνύχτα. Λέει ότι φαινόταν πτώμα από την κούραση». Ο Κάλο το κατέγραψε και συνέχισε να διαβάζει τις σημειώσεις του. «Στις έξι το πρωί ο Κουτνερ δεν καταφέρνει να ξυπνήσει τον λοχαγό Πόμε, όπως είχαν συμφωνήσει. Δεν ήταν παράξενο. Συ­ χνά τον έπαιρνε ο ύπνος γιατί έπαιρνε υπνωτικά. Στις έξι και μισή ο Πόμε λέει ότι χτυπούσε την πόρτα του Κούτνερ προσπα­ θώντας να τον ξυπνήσει. Στις έξι και σαράντα πέντε ο Πόμε πά­ ει να φέρει τον Κρίτσινγκερ, για να δει αν υπάρχουν άλλοι τρό­ ποι ν’ ανοίξει η πόρτα, που είναι κλειδωμένη από μέσα. Δεν υπάρχουν. Ο Κρίτσινγκερ λέει σε έναν από τους τραπεζοκόμους να πάει να φέρει μια σκάλα και να δει αν μπορεί να μπει απ’ έξω». «Και το έκανε;» «Ναι. Αλλά η σκάλα ήταν φυλαγμένη και ο τραπεζοκόμος έπρε­ πε να πάει να φέρει τον κηπουρό - οπότε ήταν εφτά και τέταρτο όταν την έφερε στο παράθυρο. Λίγο πιο πίσω τώρα: Στις εφτά ο Χάιντριχ είναι επίσης έξω απ’ το δωμάτιο του Κούτνερ και τότε λέει στον Πόμε και στον μπάτλερ να σπάσουν την πόρτα. Μπαί­ νοντας αντικρίζουν τον Κούτνερ νεκρό και ο λοχαγός Πόμε πάει να ειδοποιήσει τον δόκτορα Γιούρι. Ο Γιούρι φτάνει στο δωμάτιο την ώρα που φτάνει και ο τραπεζοκόμος με τη σκάλα». «Πρέπει να μιλήσουμε στον τραπεζοκόμο. Ίσως είδε κάτι». «Λέγεται Φέντλερ, κύριε». «Μετά, στις εφτά και μισή, δέχομαι το τηλεφώνημα από τον Πλετς στο δωμάτιό μου στο Ιμπίριαλ. Στις οχτώ και μισή πήγαμε στον τόπο του εγκλήματος». «Και τι κάνατε στο Ιμπίριαλ; Γιατί δεν ήσασταν στο δωμάτιό σας εδώ, κύριε;» «Κοιμόμουν. Τ ι ξέρεις για τα Βερονάλ;»

[285]

«Είναι βαρβιτουρικά. Υπνωτικά. Λίγη παραπάνω δόση και δεν ()α ξυπνήσεις ποτέ ξανά. Απλά πράγματα». «Τα έχεις πάρει ποτέ;» «Η σύζυγός μου. Δούλευε νύχτα στο Παρκ και δεν μπορούσε να κοιμηθεί τη μέρα. Έτσι ο γιατρός τής έδωσε Βερονάλ. Αλλά δεν τα έπαιρνε. Μετά πάντα ένιωθε λες και την είχαν δείρει». «Δυνατά λοιπόν». «Πολύ δυνατά». «Ο Κούτνερ πάει για ύπνο γύρω στις δύο, αφού έχει πει στον μπάτλερ ότι θα πάρει χάπια. Κανείς δεν τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιό του». «Εγώ δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι θα έπαιρνα υπνωτικά αν ήταν να σηκωθώ στις έξι το πρωί», παρατήρησε ο Κάλο. «Αλλά και πάλι τα συνηθίζεις, οπότε μπορεί και να μην ήταν πρόβλημα γι’ αυτόν». «Πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί δεν άλλαξε για να πέσει για ύπνο. Ήταν με τα ρούχα όταν τον βρήκαμε νεκρό». «Φαίνεται ότι έβγαλε τη μία μπότα και μετά εξαντλήθηκε. Ή πέθανε. Οπότε ίσως πυροβολήθηκε πριν μπει στο δωμάτιό του». «Στο διάδρομο», είπα κουνώντας το κεφάλι μου. «Σίγουρα. Αφού πυροβολείται —και παρεμπιπτόντως κανείς δεν άκουσε τον πυροβολισμό...» «Ίσως ο δολοφόνος χρησιμοποίησε σιγαστήρα». «Για το Ρ38; Δεν έχει εφευρεθεί ακόμη. Έτσι, αφού πυροβολείται στο διάδρομο και κανείς δεν ακούει τίποτα, σέρνεται ως το δωμάτιό του, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν ή χωρίς να ζητήσει βοήθεια, κλειδώνει την πόρτα προσεχτικά, όπως κάνουμε όταν μας έχουν πυροβολήσει, ξαπλώνει στο κρεβάτι για να πάρει μια ανάσα, βγάζει την μπότα και μετά πεθαίνει κάποια στιγμή ανάμε­ σα στις δύο και στις πεντέμισι το πρωί». «Μυστήριο, ε;» «Ό χι, καθόλου. Λύνω τέτοια περιστατικά κάθε μέρα. Συνήθως

P H I L I P KERR

[ 286 ]

στο προτελευταίο κεφάλαιο. Μ ’ αρέσει ν’ αφήνω τις τελευταίες σελίδες για να επαναφέρω κάποια κανονικότητα στον κόσμο». «Ξέρετε ποια είναι η εκτίμησή μου, κύριε; Ό τι αν λύσετε αυτή την υπόθεση, ο Χάιντριχ μάλλον θα σας προαγάγει». «Αυτό είναι που με ανησυχεί». «Και τότε δεν θα πάτε ποτέ στη Βρέμη να ζήσετε χωρίς αφε­ ντικό». «Σκάσε και φάε το γλυκό σου».

Η αναφορά του Κάλο στην Ομάδα του Προδότη X και του υψη­ λόβαθμου κατασκόπου στη Γερμανία που μετέφερε πληροφορίες στους Τσέχους με έκαναν να αναρωτιέμαι για την Αριάνε και το φίλο της τον Γκουσταβ, αυτόν που ισχυριζόταν ότι συνάντησε στο Τζόκεϊ Μπαρ. Χαμηλών τόνων τύπος, με εκλεπτυσμένη, ανόητη προφορά και γκέτες. Ή τέλος πάντων έτσι τον περιέγραψε εκείνη. Δημόσιος υπάλληλος με χρυσή ταμπακιέρα και χρυσό αετό στο πέτο του. Ένας άντρας που επειδή ήταν πολύ νευρικός, δεν μπόρεσε να συ­ ναντήσει τον Φραντς Κότσι, έναν πρώην λοχία της τσεχικής αντίστασης και πιθανόν από τα τελευταία μέλη της ομάδας των Τριών Μάγων στο Βερολίνο - ή, εν πάση περιπτώσει, πρώην μέ­ λος της, ώσπου το ατύχημα με το ταξί κατά τη συσκότιση τερμά­ τισε την καριέρα του ως κατασκόπου. Ήταν πιθανόν ο Γκουσταβ και ο προδότης X του Χάιντριχ να ήταν το ίδιο πρόσωπο; Την Αριάνε δεν την έκοβα για κατάσκοπο. Στο κάτω κάτω δεν είχε ομολογήσει ότι είχε αναλάβει το ρόλο του ανόητου μεταφο­ ρέα του Γκουσταβ προτού της πω ότι ήμουν μπάτσος; Κι αφού της είπα ότι ήμουν κομισάριος από το Αλεξ, τι λογής κατάσκοπος ήταν, που αντί να εξαφανιστεί την επόμενη μέρα, επέλεξε να κά­ νει σχέση με κάποιον που θα έβλεπε ως καθήκον του να ενημερώ-

[287]

οει την Γκεστάπο για το ποιόν της; Τ ι λογής κατάσκοπος ήταν όντας έτοιμη να ρισκάρει τόσο πολλά για τόσο λίγα; Στο τέλος ιέλος δεν κατείχα και πολλές μυστικές πληροφορίες που θα μπο­ ρούσε να μεταφέρει οπουδήποτε. Σ ε κάθε περίπτωση ήταν αυτό ιι ου φαινόταν: ένα καλό κορίτσι, με σύζυγο νεκρό και έναν αδελφό-πιστό σκυλί της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Θα τον τσέκαρα κι αυτόν. Τ ι άλλο ήθελε εκτός από μια ευκαιρία να δει τι έχει η ζωή να της προσφέρει προτού οι ναζί τη μετατρέψουν σε άλλη μια Γερμανίδα νοικοκυρά όλο υποχρεώσεις, που θα γεννοβολάει παι­ διά για το μετάλλιο της καλύτερης κουνέλας —το Σταυρό της Τ ι­ μής για τη Γερμανίδα Μητέρα; Παρ’ όλα αυτά, τώρα που γνωρίζω την κατάσταση της τοπικής αστυνομίας, είναι πολύ σαφές για μένα ότι φέρνοντας την Αριάνε στην Πράγα, για τη δική μου ευχαρίστηση, την εξέθετα σε μεγά­ λους κινδύνους - και ήταν μάλλον αναγκαίο να επιστρέψει το συ­ ντομότερο στο Βερολίνο. Καθώς αποφάσιζα να στείλω την Αριάνε πίσω στο Βερολίνο, θυμήθηκα ότι ο ταγματάρχης Πλετς μου είχε δώσει ένα γράμμα που ήρθε από το Άλεξ. Καθισμένος στο σαλόνι με καφέ και τσι­ γάρο, περιμένοντας τον επόμενο ανώτερο αξιωματικό της λίστας μου, το διάβασα. Το γράμμα ήταν από ένα κορίτσι που είχα γνωρίσει στο Πα­ ρίσι — την έλεγαν Μπετίνα και δούλευε στο ξενοδοχεία Λουτέτσια. Έμενα εκεί όσο υπηρετούσα στη γαλλική πρωτεύουσα. Την είχα βολέψει σε μια καλύτερη δουλειά, στο Άντλον, και μου έγραφε για να με ευχαριστήσει και για να μου πει ότι θα ερχό­ ταν στο Βερολίνο πριν τα Χριστούγεννα. Έλπιζε να με δει τότε. Έγραφε κι άλλα εκτός απ’ αυτά, κι από τη στιγμή που δεν παίρνω πολλά γράμματα, και κυρίως από όμορφα κορίτσια, το ξαναδιάβασα. Μέχρι που το μύρισα μια δυο φορές, αφού έμοια­ ζε να έχει άρωμα - αλλά και πάλι μπορεί και να ήταν της φα­ ντασίας μου.

Διάβαζα το γράμμα για τρίτη φορά, όταν ο Κάλο ανήγγειλε ότι ο αντιστράτηγος Χένλαϊν ήρθε στο σαλόνι. Ο Χένλαϊν φορούσε στρογγυλά, μεταλλικά γυαλιά, που έλα­ μπαν στο φως του τζακιού σαν κέρματα που μόλις κόπηκαν. Τα μαλλιά του ήταν σκούρα και κυματιστά, το κύμα όμως ήταν σε άμπωτη. Το στόμα του ήταν σφιγμένο και φυσιογνωμικά έμοιαζε με τον δόκτορα Γιούρι. Ήταν δύσκολο να συνδέσεις αυτό τον σαραντατριάχρονο απ’ το Μάφεσντορφ και τον ηγέτη του Γερμανι­ κού Κινήματος της Σουδητίας με τον ρωμαλέο δάσκαλο γυμνα­ στικής που περιέγραψε η φίλη της Αριάνε στο Ιμπίριαλ. Ο Κάλο μου έδωσε το σχέδιο του σπιτιού που του είχε δώσει ο Κρίτσινγκερ, και ενώ ο Χένλαϊν βολευόταν, το διέτρεξα για λίγο και ακριβώς εκείνη τη στιγμή παρατήρησα ότι το δωμάτιο του Χένλαϊν ήταν ακριβώς δίπλα σ’ αυτό του λοχαγού Κούτνερ. Ο Κάλο κάθισε στο σκαμπό του πιάνου. Ο Χένλαϊν, καθισμέ­ νος στον καναπέ απέναντι μου, έβγαλε μερικά χνούδια από το παντελόνι ιππασίας που φορούσε, τσέκαρε τα μαχαιροπίρουνα στο πέτο του χιτωνίου του - κι άλλος Πολεμικός Σταυρός της Τ ι­ μής, με σπαθιά κι αυτός - και χαμογέλασε νευρικά μερικές φορές. Είχε ωραία δόντια θα έλεγα - το μόνο που φαινόταν σε καλή κα­ τάσταση πάνω του. «Επιτρέψτε μου να σας πω κάτι προτού προχωρήσουμε», μι­ λούσε σιγανά, λες και ήταν συνηθισμένος να ακούει. «Δεν είναι μυστικό ότι ήμουν εκτός εαυτού χθες βράδυ. Όπως και όλοι μας νομίζω, μετά το λόγο του Φύρερ και τα καλά νέα για τους Τρεις Μάγους». Σταμάτησε για μια στιγμή, λες και περίμενε να συμφωνήσω δεν είπα τίποτα όμως. Άναψα απλώς ένα ακόμα τσιγάρο και τον άφησα να στέκεται. Φάνηκε συγχυσμένος για μια στιγμή, ξεροκατάπιε και συνέχισε: «Προς το τέλος της βραδιάς έκανα κάποιες συγκεκριμένες πα­ ρατηρήσεις στον άτυχο λοχαγό Κούτνερ, για τις οποίες τώρα με-

[289]

κινιώνω. Τ ις ξεστόμισα λόγω της έντασης της στιγμής και υπό ιΐ|ν επήρεια του αλκοόλ. Ποτέ δεν έπινα ιδιαίτερα. Το αλκοόλ ιών ταιριάζει με τη θέση μου. Προσπαθώ να παραμένω υγιής, κα­ ι αλαβαίνετε, όπως θα έπρεπε και όλοι μας στα Ες Ες. ΑποτελούIο ελίτ στο κάτω κάτω και υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες για μας. Συνεπώς μου φαίνεται ότι η συμπεριφορά μου δεν ήταν η αναμε­ νόμενη. Και κάνοντας μια αναδρομή, ο καημένος ο λοχαγός είχε ιιολυ δίκιο που διαμαρτυρήθηκε. Πράγματι είναι υπέρ του που ιιντέδρασε έτσι. «Βέβαια όταν έμαθα τι συνέβη, σοκαρίστηκα και ξαφνιάστηκα. Λυπάμαι πολύ για το θάνατο αυτού του γενναίου, νεαρού αξιωματι­ κού και επίσης για το ότι δεν είχα την ευκαιρία να απολογηθώ επί ιου προσωπικού. Για να υπερασπίσω τον εαυτό μου, θα ήθελα να πιαναλάβω ότι δεν ταιριάζει καθόλου στο χαρακτήρα μου να συ­ μπεριφέρομαι τόσο απρεπώς. Μ ε δεδομένες όμως τις συνθήκες του θανάτου του, αισθάνομαι ότι επιβάλλεται να δηλώσω στο λόγο μου ως Γερμανού αξιωματικού ότι δεν σκότωσα τον λοχαγό Κούτνερ. Και ούτε γνωρίζω τίποτα σχετικά με το θάνατό του. Αφού επέστρε­ ψα στο δωμάτιό μου γύρω στις δύο το πρωί, λίγα πράγματα αντιλήφθηκα εφόσον έπεσα για ύπνο και ξύπνησα με ανυπόφορο πονοκέ­ φαλο. Μετά τις εννιά ο ταγματάρχης Πλετς με ενημέρωσε για το τι συνέβη και μου εξήγησε ότι εσείς αναλάβατε την επίσημη έρευνα, καθ’ υπόδειξιν του στρατηγού Χάιντριχ. Και επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω, κομισάριε Γκούντερ, ότι θα συμβάλω στην έρευνά σας με κάθε τρόπο. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για σας». «Εκτιμώ την ειλικρίνειά σας». Σχεδόν έκπληκτος είδα ότι ο Χένλάϊν σηκώθηκε να φύγει. Τον άφησα να φτάσει ως την πόρτα προτού του πετάξω το μεγάλο αγκί­ στρι. «Παρ’ όλα αυτά έχω μερικές ερωτήσεις που θα ήθελα να σας κάνω».

Ο Χένλαϊν χαμογέλασε και πάλι. Αυτή τη φορά το χαμόγελό του ήταν σαρκαστικό. «Αυτό πώς να το εκλάβω, ότι θέλετε να με ανακρίνετε;» Θα νόμιζε κανείς, με τον τρόπο που πρόφερε την προσωπική αντωνυμία, πως ήταν ο Χίτλερ αυτοπροσώπως. Ξεφύσηξα. «Αν θέλετε, πείτε το κι έτσι. Κοιτάξτε όμως, απλώς κάνω ό,τι μου είπατε. Μόλις προσφερθήκατε να συμβάλετε στην έρευνά μου με κάθε τρόπο. Ή μήπως κάνω λάθος;» «Ξέρω πολύ καλά τι είπα, κομισάριε Γκουντερ», είπε κοφτά, ενώ τα γυαλιά του έλαμπαν καθώς κουνούσε το κεφάλι του θυμω­ μένος, δείχνοντας ηλίθια αγανακτισμένος. «Υπέθεσα ότι ο λόγος μου ως Γερμανού αξιωματικού - και όχι οποιοσδήποτε Γερμανού αξιωματικού - θα ήταν αρκετός». Κορδώθηκε λίγο και έβαλε τις παλάμες του στους γοφούς του, λες και με προκαλούσε να τον πλακώσω. Δεν θα με πείραζε καθό­ λου να του χώσω μια γροθιά στη μύτη, μόνο και μόνο για να δια­ πιστώσω πόσο εύρωστος ήταν. «Έχετε δίκιο, κύριε». Σταμάτησα για να πετύχω την απόλυτη ειρωνεία στην επόμε­ νη παρατήρησή μου. «Φοβάμαι ότι αυτό ήταν μόνο μια υπόθεση. Και είναι λαν­ θασμένη. Όπως είπατε και μόνος σας, ο στρατηγός Χάιντριχ με εξουσιοδότησε να χειριστώ την επίσημη έρευνα, κι αυτό με υποχρεώνει να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες μπορεί μάλιστα να φανούν αδιάκριτες σε έναν άντρα του επιπέδου σας. Πολύ φοβάμαι όμως ότι είναι αναπόφευκτο. Οπότε θα θέλατε να καθίσετε πάλι; Θα προσπαθήσω να μη σας κρατήσω πολύ». Ο Χένλαϊν κάθισε και με κοίταξε με κάποια δυσφορία. «Σύμφωνα με ένα σχέδιο που έχω εδώ και δείχνει τα δωμάτια όλων των αξιωματικών στο Κάτω Κάστρο, το οποίο ετοίμασε ο

[291] κύριος Κρίτσινγκερ, μένετε στο δωμάτιο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το δωμάτιο του λοχαγού Κούτνερ». «Και τι σχέση έχει αυτό;» Χαμογέλασα υπομονετικά. «Κάθε φορά που δολοφονείται κάποιος, συνήθως πηγαίνω και ριλώ με τους γείτονές του, για να τους ρωτήσω αν άκουσαν ή αν ι ίδαν κάτι ύποπτο, αυτή τι σχέση έχει». Ο Χένλαϊν ξεφύσηξε κι αμέσως έγειρε πάνω στο μαξιλάρι, ενώ ένωσε τα δάχτυλά του σχηματίζοντας μια πυραμίδα και χτυπών ι ας τα ανυπόμονα μεταξύ τους, σαν δάσκαλος. «Δεν με άκουσες; Το είπα ήδη. Πήγα για ύπνο μεθυσμένος. Λεν είδα τίποτα και δεν άκουσα τίποτα». «Είστε σίγουρος;» Ο Χένλαϊν αντέδρασε έντονα. «Πράγματι αυτό παραπάει. Υπέθεσα ότι ο Χάιντριχ σε διάλεξε γιατί ήσουν επιθεωρητής. Τώρα βλέπω ότι απλώς είσαι ένας ηλί­ θιος αστυνομικός». Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Είχα κουραστεί με πολλά πράγ­ ματα, αλλά το να με κάνουν να νιώθω ότι ήμουν τυχερός που ανέ­ πνεα τον ίδιο αέρα εδώ με τον κυβερνήτη της Σουδητίας ήταν πολύ κοντά στην αποκορύφωση της εξάντλησης. Αποφάσισα να ακολουθήσω τις υποδείξεις του Χάιντριχ και να συμπεριφερθώ χρησιμοποιώντας τους καλούς μου τρόπους —αυτό ποτέ δεν ήταν δύσκολο για μένα, όταν όμως άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο, με εξέπλησσε πάντα. Σηκώθηκα και πηγαίνοντας πίσω από τον καναπέ όπου καθό­ ταν ο Χένλαϊν, έχωσα το πιγούνι μου στη μούρη του. «Άκου δω, ξιπασμένε γελοίε, ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε σ’ αυτό το σπίτι. Και σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, γιατί είχες στρώσει την κωλάρα σου πίσω από το καλό σου το γραφείο, τα όπλα κάνουν θόρυβο όταν τραβάς τη σκανδάλη». Χτύπησα τα χέρια μου δυνατά μπροστά στη μούρη του.

P H I L I P K E RR

L292J

«Ακοΰγεται ένα μπαμ, μπαμ, μπαμ, και οι άλλοι υποτίθεται ότι κάτι πρέπει να κάνουν όταν ακουν αυτό το θόρυβο». Ο Χένλαϊν κοκκίνισε και τα χείλη του έτρεμαν απ’ το θυμό. «Οπότε μη μου λες “Και τι σχέση έχει αυτό;” και μην κάνεις λες και βρισκόσουν εκατό χιλιόμετρα μακριά έχοντας αδιάσειστο άλλο­ θι. Ήσουν ακριβώς στο διπλανό δωμάτιο ενός ανθρώπου που πριν από λίγο είχες απειλήσει μπροστά σε πολλούς μάρτυρες. Αυτό ση­ μαίνει ότι σας χώριζε μόνο ένας τοίχος, το καταλαβαίνεις; Οπότε μπορεί να είσαι ανώτερος αξιωματικός, μπορεί κάλλιστα να είσαι και ευγενής, αλλά είσαι συγχρόνως και ύποπτος που να πάρει». «Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι, κομισάριε Γκουντερ;» «Ξαναρώτησέ με το ίδιο πράγμα», βρυχήθηκα κι εγώ. «Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;» Σηκώθηκε με το ύφος κάποιου που είναι έτοιμος να με προκαλέσει σε μονομαχία. «Ευχαρίστως θα σ’ την έριχνα στη μούρη», είπε. «Μάλλον αυτό θεωρείται πολύ γενναίο από κάποιον που έχει αυτό το ασημόχαρτο στο στήθος του». Έδειξα τον Πολεμικό Σταυρό της Τιμής. Και του είπα χτυπώ­ ντας την κονκάρδα του Κόμματος με το δείκτη μου: «Να το ξέρεις, δεν φοβάμαι». «Θα κάνω τις απαραίτητες ενέργειες για να διωχθείς, κομισά­ ριε. Θα είναι μεγάλη ευχαρίστηση για μένα να βεβαιωθώ ότι ως το τέλος του Σαββατοκύριακου θα σε στείλουν στην πλατεία Ποτσντάμερ. Ποτέ δεν με προσέβαλαν έτσι σε όλη την καριέρα μου ως Γερμανού αξιωματικού. Πώς τολμάς;» Ο Χένλαϊν πήγε προς την πόρτα του δωματίου. «Αυτό χρειάζεται απάντηση, στρατηγέ. Και θα σου πω πώς. Βλέπεις ξέρω τα πάντα για τη φιλεναδίτσα σου στο ρετιρέ του ξε­ νοδοχείου Ιμπίριαλ. Την Μ πέτι, έτσι δεν τη λένε; Μ πέτι Κίπσντορφ. Απ’ ό,τι φαίνεται, εσύ κι αυτή τα πάτε πολύ καλά. Και γιατί όχι; Απ’ ό,τι ακούγεται, είναι πολύ γλυκό κορίτσι».

[293]

Ο Χένλαϊν σταμάτησε απότομα, λες και πήρε διαταγή από ένα σκληρό εκπαιδευτή, ενώ παρέλαυνε, να το κάνει. «Δεν την έχω συναντήσει, αλλά οι πηγές μου λένε ότι πιστεύει πως είσαι πολύ δυναμικός. Κάτι μου λέει ότι δεν εννοεί ότι εσύ κι εκείνη κάνετε περιπάτους στην εξοχή. Και αναρωτιέμαι πώς θα δεχτεί ο οικοδεσπότης μας το νέο ότι η Μ πέτι είναι Εβραία». Γύρισε αργά και αμέσως κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα, σαν να περίμενε στην αίθουσα αναμονής κάποιου γιατρού. Έβγαλε τα γυαλιά του και άλλαξε διάφορες αποχρώσεις του άσπρου, προτού καταλήξει στο χρώμα του κατσικίσιου τυριού, που έμοιαζε να αντικατοπτρίζει την πράσινη ταπετσαρία. «Μάλιστα. Κάθισες. Πολύ καλή κίνηση, στρατηγέ». «Πού το ανακάλυψες αυτό;» μουρμούρισε. Για μια μεγαλειώδη στιγμή σκέφτηκα ότι θα τον άκουγα να ομολογεί το φόνο. «Για το κορίτσι». «Μπάτσος είμαι, ηλίθιε, όχι τενεκές ξεγάνωτος. Αν θες να κρα­ τήσεις κοπέλα σε ξενοδοχείο, πρέπει να είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται ν’ ανοίξει το στόμα της». Καλή συμβουλή. Ήλπιζα να την ακολουθήσω κι εγώ. Τα γυαλιά στα χέρια του έτρεμαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, κρατούμενος των Αμερικανών στις στρατιωτικές φυλακές του Πίλσεν, ο Κόνραντ Χένλαϊν χρησιμοποίησε τα γυαλιά του για να κόψει τις φλέβες του και να αυτοκτονήσει. Τώρα όμως ήταν απλώς ένα ζευγάρι ακίνδυνα, τρεμάμενα γυαλιά. Έβαλε αμέσως τα κλάματα, πράγμα σκληρό, γιατί τον είχα κάνει να τα υποστεί όλα αυτά χωρίς να έχω την παραμικρή υποψία ότι σκότωσε τον λοχαγό Κούτνερ. Είναι δύσκολα αυτά τα πράγματα: ο Χένλαϊν ήταν πολλά πράγματα μαζί - ξιπασμένος βλάκας, ναζί τρομοκρά­ της, γυναικάς - , αλλά δολοφόνος δεν ήταν. Χρειάζονται κότσια για να την ανάψεις σε κάποιον εν ψυχρώ, κι αυτά τα δάκρυα φα­ νέρωναν πως αυτός δεν τα είχε.

P H I L I P K E RR

[294j

«Ηρέμησε. Δεν πρόκειται να το πούμε σε κανέναν, έτσι δεν εί­ ναι, Κουρτ;» Πήγα προς το πιάνο και πρόσφερα τσιγάρο στον Κάλο. Πήρε ένα, σηκώθηκε και άναψα και στους δυο μας. «Σε κανέναν, κύριε», είπε. «Το μυστικό σας είναι ασφαλές μ’ εμάς, στρατηγέ. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα συνεργα­ στείτε». «Φυσικά. Θα κάνω ό,τι μου πείτε. Τα πάντα. Σας λέω όμως την αλήθεια, κομισάριε. Δεν σκότωσα το λοχαγό. Είναι όπως σας τα είπα. Ήμουν μεθυσμένος. Πήγα για ύπνο γύρω στις δυο. Κι αυτό φοβάμαι ότι μπορεί και να μην είναι σίγουρο. Ξέρω μόνο όσα είπα στον δϋστυχο λοχαγό γιατί ένας από τους δυο συναδέλ­ φους μου μου το ανέφερε σήμερα. Νιώθω απαίσια για ό,τι συνέ­ βη. Ακόυσα όμως για πρώτη φορά ότι ο λοχαγός Κοϋτνερ ήταν νεκρός όταν ο ταγματάρχης Πλετς ήρθε και μου το είπε σήμερα το πρωί. Δεν είμαι από εκείνους που θα σκότωναν. Ειλικρινά. Ξ έ­ ρετε είμαι σχεδόν χορτοφάγος, όπως ο Φϋρερ. Είναι αλήθεια ότι οπλοφορώ. Ωστόσο είμαι βέβαιος ότι ποτέ δεν πυροβόλησα όσο το όπλο ήταν στην κατοχή μου. Μπορώ να σας το φέρω τώρα, αν θέλετε, να το ελέγξετε μόνος σας. Νομίζω έχουμε επιστήμονες στα εργαστήρια της αστυνομίας που μπορούν να επιβεβαιώσουν τέτοια πράγματα». Σ ε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια του μίζερου, παρακλητικού λόγου του Χένλαϊν σταμάτησα ν’ ακούω. Κοίταξα τα πλήκτρα του πιάνου για μια στιγμή και μετά έξω απ’ το παράθυρο απορώντας τι διάολο έκανα στη ζωή μου. Τουλάχιστον το τσιγάρο είχε ωραία γεύση. Είχα επανακτήσει το γούστο μου για τον καλό καπνό και μονολόγησα πως όταν τελείωναν όλα αυτά και ο Χάιντριχ θα είχε στα χέρια του το δολοφόνο του Κούτνερ, έπρεπε να ξανασυνηθίσω τα συσσίτια και τα τρία τσιγάρα τη μέρα. Και όλα αυτά γιατί είχα ένα έντονο προαίσθημα ότι η ανακάλυψη του δολοφόνου του Κούτνερ θα επηρέαζε τελικά το να γίνω σωματοφύλακας του Χάι-

[295]

νιριχ. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς θα γινόταν να κρατήσω μια δουλειά σαν κι αυτή όταν θα τελείωνα με τις προσβολές προς ιούς στενότερους συνεργάτες του — τουλάχιστον αυτός ήταν ο ιι ιο διακαής πόθος μου. Μετά ο Κάλο άρχισε πάλι να μιλά και ο Χένλαϊν του απαντούσε, και πέρασε ένα λεπτό ακόμα προτού συ­ νειδητοποιήσω ότι το θέμα είχε αλλάξει. Δεν μιλούσαμε πια για ιον λοχαγό Κούτνερ, ούτε καν για την Μ πέτι Κίπσντορφ, αλλά για κάτι εντελώς διαφορετικό. «Ο φίλος σας ο Χαντς Ρούτα», είπε ο Κάλο. «Ο σχεδιαστής επίπλων. Κρεμάστηκε στη φυλακή, έτσι δεν είναι; Το 1937 αν δεν κάνω λάθος». «Ναι», είπε ο Χένλαϊν. «Γιατί ήταν εκκεντρικός κι αυτός». «Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω». «Αυτός είναι ο λόγος που αποφασίσατε να εργαστείτε για τον ναύαρχο Κανάρις και την Άμπβερ; Εξαιτίας όσων συνέβησαν στο φίλο σας; Γιατί θεωρήσατε τους ναζί υπεύθυνους γι’ αυτό;» «Δεν σας καταλαβαίνω». «Ίσως όχι μόνο για τον Κανάρις, ε; Ίσως εξαιτίας αυτού του γε­ γονότος πήγατε να δουλέψετε για τους Βρετανούς. Ίσως είστε κα­ τάσκοπος της Βρετανίας. Ίσως ανέκαθεν αυτό ήσασταν, στρατηγέ Χένλαϊν. Βοηθήσατε στο ξήλωμα της τσεχικής Σουδητίας για τον Χίτλερ, ενώ την ίδια στιγμή δουλεύατε για τους Εγγλέζους. Πολύ καλή κάλυψη θα έλεγα. Δηλαδή καλύτερη δεν γίνεται, έτσι δεν εί­ ναι; Βασικά δεν μπορώ να πω ότι σας κατηγορώ. Ο τρόπος που σας προσπέρασαν πρώτα ο Φρανκ και μετά ο Χάιντριχ σας δίνει κάθε λόγο να νιώθετε προσβεβλημένος, έτσι δεν είναι, στρατηγέ; Οπότε, τι λέτε; Είστε κατάσκοπος των Εγγλέζων;» «Σας παρακαλώ», ο Χένλαϊν με κοίταξε απελπισμένος. «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα για όσα λέτε». «Ούτε κι εγώ», είπα. «Δεν είμαι κατάσκοπος, όπως δεν είμαι και δολοφόνος».

P H I L I P K E RR

[296]

«Αυτό το λέτε εσείς», είπε ο Κάλο. «Αρκετά», είπα στον Κάλο. «Μάλλον είναι δουλειά της Γκεστάπο να βρει τι συμβαίνει», επέμεινε ο Κάλο. «Υποθέτω πως πρέπει να σας παραδώσουμε στον λοχία Σόπα. Θα τον έχετε ακούσει, έτσι δεν είναι, στρατη­ γέ; Είναι ο ειδικός που προσέλαβαν για να ανακρίνει τους Τρεις Μάγους. Δεν τον έχω δει να δουλεύει, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιεί μια τεχνική που ονομάζει “τραμπάλα”. Σ ε δένουν σε μια ξύλινη δοκό, σαν αυτή που χρησιμοποιούν στην γκιλοτίνα...» «Σας ευχαριστώ, στρατηγέ Χένλαϊν. Έχουμε τελειώσει για την ώρα, κύριε», είπα. Ο Κάλο συνέχισε να μιλάει, μόνο που κι εγώ μιλούσα τώρα σκεπάζοντας τα λόγια του. Εκτός αυτού πήρα τον Χένλαϊν από το χέρι οδηγώντας τον προς την πόρτα. «Αν υπάρχει κάτι άλλο που νομίζετε ότι πρέπει να ξέρουμε, τό­ τε μη διστάσετε να με βρείτε, κύριε. Και όσο για τη φίλη σας στο Ιμπίριαλ, θα σας συμβούλευα να την πάρετε από κει. Βρείτε άλλο μέρος για τα ραντεβουδάκια σας. Ένα διαμέρισμα ίσως. Αλλά όχι ξενοδοχείο, στρατηγέ. Αν ξέρω εγώ για την Μπέτι, πολύ σύντομα και κάποιος άλλος θα το μάθει». «Ναι, καταλαβαίνω. Σας ευχαριστώ, κομισάριε. Ειλικρινά σας ευχαριστώ πολύ». Έκλεισα την πόρτα και για λίγο ο Κάλο κι εγώ κοιταχτήκαμε μέσα σε μια αμήχανη σιωπή. «Τι διάολο ήταν όλο αυτό;» «Ακούσατε». «Ναι, έτσι φαίνεται». «Τον είχατε στο χέρι», ξεφύσηξε ο Κάλο. «Ήταν κρίμα να μην το εκμεταλλευτούμε, κύριε. Σκέφτηκα ότι δεν θα υπήρχε καλύτερη ευκαιρία να του κάνουμε μερικές ερωτήσεις που έπρεπε να γίνουν». «Αυτές οι ερωτήσεις με ενδιαφέρουν, Κουρτ. Βλέπεις σκέφτη-

[297]

κα ότι πρέπει να παρατραβήξω το σκοινί. Μόνο που, απ’ ό,τι (ραίνεται, εσύ το άρπαξες για να το φτάσεις ως το τέρμα. Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι τι είδους παιχνίδι παίζουμε εδώ». Ο Κάλο έμοιαζε κάπως φοβισμένος. «Είμαστε από την ίδια πλευρά, κύριε. Αυτό έχει σημασία, έτσι δεν είναι;» «Λοιπόν αναρωτιέμαι ακόμα και γι’ αυτό. Για την Ομάδα του Προδότη X που ανέφερες. ΓΓ αυτήν που ο Χάιντριχ οργάνωνε για να βρει έναν υψηλόβαθμο κατάσκοπο που έδινε πληροφορίες στους Τσέχους. Δεν είσαι μέλος αυτής της ομάδας, είσαι, Κουρτ;» «Δεν το είπα;» «Το ξέρεις πολύ καλά, που να σε πάρει, ότι δεν το είπες». «Μάλλον θα σκέφτηκα ότι ήταν προφανές υστέρα απ’ όσα σας είπα στο μεσημεριανό για την ομάδα αυτή. Για το ότι ο λοχαγός Κούτνερ ήρθε στα κεντρικά του Εγκληματολογικού για να μας ενημερώσει. Από που κι ως που θα ήξερα για τις υποκλοπές δί­ χως να είμαι μέλος αυτής της ομάδας; Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να σας μιλήσω καθόλου». «Και τι άλλο δεν μου έχεις πει;» «Βασικά σκέφτηκα ότι, επειδή σας εμπιστεύεται ο στρατηγός Χάιντριχ, γνωρίζατε κι εσείς για τον προδότη X. Ό τι γνωρίζατε επίσης...» «Τ ι πράγμα;» «Ό τι οι πάντες σ’ αυτό το σπίτι είναι ύποπτοι». «Ό τι είναι ο προδότης X;» «Ακριβώς, κύριε. Υπέθεσα ότι σε κάθε περίπτωση γνωρίζατε τουλάχιστον αυτό». Κούνησα το κεφάλι μου. «Στάσου να το κάνουμε λιανά. Ό λοι σ’ αυτό το σπίτι είναι ύποπτοι ως προδότες και συνεργάτες των Τσέχων;» Ο Κάλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Δεν πιστεύω ότι είστε εσείς. Και ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Βέ­

P H I L I P K E RR

[298]

βαια είμαι σίγουρος και για τον Χάιντριχ. Ή και για τους τρεις υπασπιστές. Για όλους τους υπόλοιπους όμως υπάρχει ένα ερω­ τηματικό», ξεφύσηξε. «Λυπάμαι, κύριε. Ειλικρινά νόμιζα ότι τα ξέ­ ρατε όλα αυτά». «Όχι». «Δεν φταίω όμως εγώ γι’ αυτό, έτσι δεν είναι; Απλώς κάνω ό,τι σκατά μου λένε. Από τον Χάιντριχ εξαρτάται το τι σας λένε, όχι από μένα. Εγώ είμαι απλώς βοηθός Εγκληματολογικού». Έ γλειψ ε το τσιγάρο του και συνέχισε: «Ίσως του διέφυγε. Ίσως υπέθεσε ότι εγώ θα σας το έλεγα. Πράγμα που έκανα». «Όταν κουβεντιάζαμε για το πιθανό κίνητρο κάποιου να σκο­ τώσει τον λοχαγό Κούτνερ...» «Ό χι, κύριε», είπε αυστηρά. «Ποτέ δεν το κουβεντιάσατε αυτό μαζί μου. Το κουβεντιάσατε με τον στρατηγό Χένλαϊν». «Δεν νομίζεις λοιπόν ότι μπορεί να το έχεις αναφέρει πριν; Εν τη ρύμη του λόγου. Δηλαδή αν κάποιος σε υποψιάζεται για κατά­ σκοπο, τότε αυτό είναι πολύ ισχυρό κίνητρο για φόνο, που να με πάρει, δεν νομίζεις; Μπορεί ο Κούτνερ να είχε από κοντά κά­ ποιον από δω μέσα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που δολοφονήθη­ κε. Γιατί όμως θα έπρεπε να το ξέρω αυτό; Εγώ είμαι απλώς ο επιθεωρητής που κάνει την έρευνα. Για όνομα του Θεού, νιώθω σαν παπαγάλος που έχουν σκεπάσει το κλουβί του». «Προσπαθήστε να έρθετε στη θέση μου, κομισάριε. Ο Κούτνερ καταφτάνει στο Εγκληματολογικό της Πράγας τη Δευτέρα. Επι­ λέγουν πολλούς από μας για να πάρουν μέρος στην Ομάδα του Προδότη X που οργανώνει ο Χάιντριχ. Ο Κούτνερ όμως μας λέει ότι δεν πρέπει να μιλήσουμε σε κανέναν γι’ αυτό. Είναι άκρως απόρρητο, αναφέρει. Για όσους ανοίξουν το στοματάκι τους να μιλήσουν σε οποιονδήποτε, η τιμωρία θα είναι ένα εισιτήριο με το τρένο των παρτιζάνων. Μετά σκοτώνεται κι εσείς αναλαμβάνετε την έρευνα. Ο Χάιντριχ είναι αλεπού. Αυτό λέει ο Πλετς. Εδώ

[299]

τα λέμε, αυτό λένε οι πάντες. Και υστέρα είναι και ο τρόπος ιιου μιλάτε στο στρατηγό - σαν να έχετε ειδική άδεια. Πώς να mod

φανταστώ ότι δεν ξέρατε τα πάντα, κύριε; Έχω συνηθίσει να μα­ θαίνω μερικά πράγματα, βλέπετε; Είμαι απλός στρατιώτης, κύριε. Κι όλο αυτό με τους γαλονάδες δεν το γνωρίζω. Και οπωσδήποτε δεν έχω συνηθίσει ν’ ακούω να τους προσβάλλει ένας απλός λο­ χαγός όπως εσείς». «Ό λοι στο σπίτι;» επανέλαβα αποσβολωμένος. «Σχεδόν. Όπως σας είπα όλοι εκτός από μένα, εσάς και τους υπασπιστές. Και τον Χάιντριχ εννοείται. Υπάρχει λίστα βλέπετε. Ύποπτοι. Δεν έχω αντίγραφο, αλλά θυμάμαι ποιοι είναι σ’ αυτή. Και το όνομα του Χένλαϊν ήταν σίγουρα ανάμεσά τους». Έβαλα ένα φλιτζάνι καφέ και το ήπια σκεφτικός. «Ο Χίλντεμπραντ;» Ο Κάλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Είναι όμως παλιός φίλος του Χάιντριχ», είπα. «Για να μην πω ότι είναι και παλιός φίλος του Χίτλερ. Ο Φον Εμπερστάιν; Κι αυ­ τός είναι ύποπτος;» Ο Κάλο κούνησε και πάλι καταφατικά το κεφάλι. «Πώς γίνεται; Πώς γίνεται να είναι ύποπτοι; Αυτή η χρυσή κονκάρδα του Κόμματος υποτίθεται ότι σημαίνει κάτι». «Ξέρω μόνο ό,τι μου έχουν πει. Και δεν μου έχουν πει τα πά­ ντα. Ο Χίλντεμπραντ είναι ύποπτος επειδή για δύο χρόνια, από το 1928 ως το 1930, ήταν στην Αμερική. Όσο βρισκόταν εκεί, πτώχευσε ως ιδιοκτήτης φάρμας, αλλά κάποιος πλήρωσε όλα του τα χρέη και μετά τον βοήθησε να γίνει βιβλιοπώλης στη Νέα Υόρκη. Η υποψία της Υπηρεσίας Ασφαλείας είναι ότι τον βοήθη­ σαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Και ότι αυτοί τον έπεισαν να επιστρέψει στη Γερμανία και να καταταγεί στα Ες Ες το 1931, ώστε να είναι κατάσκοπος για λογαριασμό των Βρετανών. » 0 Φον Εμπερστάιν ήταν τραπεζίτης πριν τον πόλεμο και πού και πού ναζί, αν με πιάνεις. Βασικά παραιτήθηκε από το

P H I L I P K E RR

[ boo]

Κόμμα μετά τα γεγονότα του Μονάχου, πράγμα που αυτομάτως τον καθιστά ύποπτο. Για τρία χρόνια δεν είχε καμία σχέση με το Κόμμα. Κι αυτή την περίοδο, από τραπεζίτης της Εμπορικής και Ιδιωτικής Τράπεζας αναλαμβάνει το εργοστάσιο της συζύ­ γου του στην Γκότα - όταν όμως βρίσκεται πάλι στον αέρα, τα χρέη του καλύπτονται ανώνυμα και ιδρύει ένα πρακτορείο ταξιδιών. Αυτή η επιχείρηση τον πηγαίνει στο Λονδίνο για το μεγα­ λύτερο διάστημα κατά τα έτη 1927 και 1928. Το 1929 όμως επιστρέφει στο Κόμμα. Άρα λοιπόν οι Εγγλέζοι τον βοήθησαν με το πρακτορείο και τον εκπαίδευσαν να χειρίζεται ραδιόφωνο όσο ήταν στο Λονδίνο; Αυτό είναι κάτι που ο Χάιντριχ θα πρέ­ πει να μάθει». Ο Κάλο χαμογέλασε σαρκαστικά και κούνησε το δάχτυλό του. «Βλέπετε πόσο εύκολο είναι να θεωρηθεί κανείς ύποπτος; Και δεν έχει καμία σημασία ούτε ποιος είσαι, ούτε πόσο ψηλά έχεις φτάσει στο Κόμμα. Ο δόκτωρ Γιούρι είναι ύποπτος γιατί, προτού ενταχθεί στο αυστριακό ναζιστικό κόμμα το 1932, έλαβε μέρος σε πολλά ιατρικά συνέδρια στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Ό ταν ήταν στο Παρίσι, είχε σχέση με μια γυναίκα που είχε με τη σειρά της σχέση με ένα Γάλλο συνταγματάρχη της υπηρεσίας πληροφοριών της Γαλλίας. Επίσης η φιλία του με τον Μάρτιν Μπόρμαν τον κα­ θιστά αυτομάτως ύποπτο στα μάτια του Χίμλερ, από τη στιγμή που φαίνεται ότι ο Χίμλερ πολύ θα ήθελε να μειώσει στα μάτια του Χίτλερ οποιονδήποτε φίλο του Μπόρμαν. » 0 στρατηγός Φρανκ είναι ύποπτος εξαιτίας κάποιων πληρο­ φοριών που έδωσε η πρώην σύζυγός του Άννα στον νέο της σύζυ­ γο, τον δόκτορα Κόλνερ. Διαδέχθηκε τον Φρανκ στη θέση του αναπληρωτή κυβερνήτη της Σουδητίας και είχε προβάλει συγκε­ κριμένους ισχυρισμούς, που βασίζονταν σε ό,τι του είχε πει η Άννα Κόλνερ για την πίστη του στον Φύρερ. Επίσης επειδή για τη νέα του σύζυγο, την Κάρολα Μπλάσεκ, υπάρχουν υποψίες ότι διατηρεί επαφές με διάφορα μέλη της τσεχικής αντίστασης. Κα-

Μ ι άγεται από την Μπρουξ και υπάρχει η υποψία ότι κάποιοι φίλοι και γνωστοί της σ’ αυτή την πόλη συμμετείχαν στην αντίσταση». «Και ο Φον Νόιρατ; Αυτός δεν είναι ύποπτος, δεν μπορεί. Ήταν υπουργός Εξωτερικών, για όνομα του Θεού». «Ο Κονσταντίν φον Νόιρατ είναι ύποπτος για στρατολόγηση ως κατάσκοπος των Βρετανών ήδη από το 1903, τότε που υπηρειουσε ως διπλωμάτης στη γερμανική πρεσβεία στο Λονδίνο —ή πιθανόν όταν ήταν στη γερμανική πρεσβεία στη Δανία το 1919. Οταν ήταν πρέσβης στο Λονδίνο το 1930, θεωρήθηκε ύποπτος από την Άμπβερ, αλλά τη γλίτωσε ύστερα από έρευνα - ωστόσο το 1937 η Άμπβερ έπεσε θύμα ληστείας από μια ειδική ομάδα των Ες Ες και χάθηκαν συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία έδειχναν ότι όλη η έρευνα ήταν παραμύθι. Κατά συνέπεια ο Φον Νόιρατ μπήκε στο Κόμμα για πρώτη φορά για να αποδείξει την πίστη του. Λες και ξαφνικά έπρεπε να τονίσει την πίστη του. Πράγμα που, αντιθέτως, απ’ ό,τι φαίνεται, τον κατέστησε ύποπτο». Ο Κάλο έσβησε το τσιγάρο του και έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ. Δεν είχε τελειώσει όμως. «Κι αυτός είναι μάλλον ο λόγος που ο ταγματάρχης Τούμελ θε­ ωρείται ύποπτος ως ο προδότης X. Ήταν υπεύθυνος ενός τμήμα­ τος της Άμπβερ που υποτίθεται θα έπρεπε να είχε ερευνήσει σχε­ τικά με τον Φον Νόιρατ. Μπορεί να είναι φίλος του Χίμλερ και να φορά χρυσή κονκάρδα, είναι όμως και στενός φίλος του αφε­ ντικού της Άμπβερ, του ναυάρχου Κανάρις, που είναι ο πιο σκλη­ ρός αντίπαλος του Χίμλερ. »Για να δούμε τώρα. Ποιος άλλος ήταν στη λίστα; Ο ταξίαρχος Φος; Διοικεί τη Σχολή Αξιωματικών των Ες Ες στο Μπενεσάου. Ως το 1938 ήταν υπεύθυνος στη σχολή εκπαίδευσης αξιω­ ματικών στο Μπαντ Τολτς, όπου υπάρχει ένας ισχυρός ραδιοφω­ νικός αναμεταδότης. Ό ταν αξιωματικοί απ’ αυτή τη σχολή μετα­ φέρονταν για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1938, κάποιος ενημέρωσε τις μυστικές υπηρεσίες των Τσέχων. Ο Φος ανήκε σε

P H I L I P K E RR

M

μια χούφτα ανθρώπων που γνώριζαν ότι ετοιμαζόταν η εισβολή. Ασχολείται επίσης μανιωδώς ερασιτεχνικά με το ραδιόφωνο. Ποιος μπορεί καλύτερα απ’ αυτόν να μεταδώσει μυστικά στους Τσέχους; Μ ιλάει και τη γλώσσα. «Ο Βάλτερ Γιακουμπι διώχθηκε από την αστυνομία το 1937 από το τότε αφεντικό του, τον στρατηγό Βέρνερ Λόρεντς. Δεν ξέ­ ρω για ποιο λόγο. Την άνοιξη του 1938 έκανε διακοπές στο Μαρίενμπαντ στη Σουδητία. Τυχαία ίσως, μπορεί και όχι, ένας από τους άλλους φιλοξενούμενους στο σπα ήταν ένας συνταξιούχος Βρετανός διοικητής του ναυτικού, που τώρα θεωρείται επικεφαλής μιας τσέχικης ομάδας δράσης μέσα στις βρετανικές μυστικές υπη­ ρεσίες. Μετά τις διακοπές του ο Γιακούμπι επανήλθε στην αστυνο­ μία». «Ένοχος λόγω συσχέτισης». «Πιθανόν», είπε ο Κάλο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ο Χένλαϊν —ακούσατε τι του είπα. Και ο Φλάισερ ήταν ύποπτος για λίγο επειδή απέτυχε να συλλάβει τον τρίτο από τους Τρεις Μάγους. "Ισως γνωρίζετε όσα κι εγώ για το ζήτημα. Είναι κοινό μυστικό ότι οι Τσέχοι τον κοροΐδευαν για ένα διάστημα. Για τους υπόλοιπους γαλονάδες δεν θυμάμαι ή δεν ξέρω. Τώρα ξέρετε όσα ξέρω κι εγώ». «Πολύ αμφιβάλλω», είπα. «Και παρεμπιπτόντως τι απέγιναν τα “έχω έφεση στη μάθηση”, “έχετε την πλήρη συνεργασία μου ” και “είναι γρίφος, κύριε”;» «Δεν θεωρείτε ότι είναι γρίφος;» «Και βέβαια είναι. Απλώς δεν μου πολυαρέσει ότι είχες ένα από τα κομμάτια της υπόθεσης στα χέρια σου όλο αυτό το διάστημα». «Να υποθέσω ότι δεν έχετε κρατήσει ποτέ το στόμα σας κλει­ στό για κάτι;» - ο Κάλο κούνησε το κεφάλι του. «Ελάτε τώρα, κύ­ ριε. Ξέρουμε και οι δυο ότι δουλειά μας είναι το να λέμε κάτι και να σκεφτόμαστε και κάτι άλλο. Μη μου πείτε ότι δεν είναι έτσι για σας. Ελάτε».

[303]

Δεν μίλησα. «Π είτε μου ότι είπατε σ’ εμένα τα πάντα. Ό τι δεν υπάρχει κάτι που μου κρύβετε». Παρέμεινα σιωπηλός. Πώς μπορούσα να το πω όταν η Αριάνε ήταν στο ξενοδοχείο; Αν του έλεγα τα μισά απ’ όσα ήξερα για την Αριάνε Τάουμπερ, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το τι την περίμενε μετά. Ο Κάλο γέλασε σαρκαστικά. «Ό χι, δεν το πίστεψα. Βλέπετε, όταν φτάνει η συζήτηση σ’ αυ­ τό το θέμα, κομισάριε, θαρρώ ότι έχετε βρεγμένη τη φωλιά σας, όπως κι εγώ». Ξεφυσηξα και πήγα να βάλω ένα μπράντι από την καράφα. Ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένος και ήξερα ότι το μπράντι δεν θα με βοηθούσε. «Ίσως έχεις δίκιο». «Κοιτάξτε, κύριε. Θέλετε ν’ ακούσετε τι πιστεύω; Πιστεύω ότι πρέπει να συνεχίσουμε κανονικά την προσπάθειά μας να βρούμε το δολοφόνο του Κούτνερ, όπως ακριβώς σας έχουν πει. Κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις, κάνουμε το καθήκον μας, έτσι δεν είναι; Σαν κανονικοί μπάτσοι. Αυτό μονάχα μπορούμε να κάνουμε και δεν έχει σημασία αν σκεφτόμαστε ότι μπορούμε να κάνουμε πε­ ρισσότερα. Όμως όταν φτάνει αυτή η στιγμή, τι διάολο έχει σημα­ σία, ε; Π είτε μου εσείς. Ποιος νοιάζεται ποιος σκότωσε αυτό τον μπάσταρδο; Εγώ δεν νοιάζομαι, ούτε κι εσείς. Απ’ όσα έχω ακού­ σει, έκανε κι αυτός το κομμάτι του με τις δολοφονίες στα ανατολι­ κά. Και βάσει των πιθανοτήτων φαίνεται ότι θα ερχόταν και η δική του σειρά. Όπως και όλων μας. Και τι πά’ να πει ένας ακόμα φό­ νος, ε; Μια σταγονίτσα στον ωκεανό, αυτό είναι. Ακούστε τη συμ­ βουλή μου, κύριε. Μην τρελαίνεστε. Χαρείτε το δωρεάν φαγητό, τα ποτά και τα τσιγάρα. Για όσο καιρό μάς παίρνει, έτσι;» «Ίσως». «Αυτό είναι όλο το παιχνίδι, κύριε. Και ποιος ξέρει; Μπορεί να

σταθούμε τυχεροί. Ακόμα και ένα τυφλό κοτόπουλο βρίσκει καλα­ μπόκι που και που». Έπρεπε να περπατήσω και να πάρω λίγο καθαρό αέρα υστέρα απ’ όλες αυτές τις πληροφορίες, παρότι μπορεί να έφταιγε το μπράντι και το γλυκό. Έκανα το γύρο του σπιτιού πηγαίνοντας προς τον Χειμερινό Κήπο, όπου έβλεπε το δωμάτιο του Κουτνερ. Στο θερμοκήπιο υπήρχε ένα σιντριβάνι σε σχήμα λάρνακας, το νερό έβγαινε από το κεφάλι μιας νύμφης του νερού και από πάνω υπήρχε ένα μπρούντζινο άγαλμα ενός Κένταυρου που είχε ερωτιδείς στην πλάτη του. Και από τις δύο πλευρές του σιντριβανιού έβλεπες μια κανονική ζούγκλα από σάγους και γεράνια. Παράξε­ νο μέρος για να συναντήσεις κένταυρο ή ερωτιδείς, αλλά τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση πια. Η νύμφη του νερού θα μπορούσε να μου πει ότι η μοίρα μου είναι μια φάρμα με γουρούνια, κι εμένα να μη μου κάνει καμία αίσθηση. Τα πάντα φαίνονταν καλύτερη φάση από το να είσαι επιθεωρητής στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν. Μια σκάλα βρισκόταν στο έδαφος και, υποθέτοντας ότι ήταν μάλλον αυτή που είχε διατάξει ο Κρίτσινγκερ τον Φέντλερ, τον τραπεζοκόμο, να φέρει για να ανέβουν στο παράθυρο του λοχα­ γού Κούτνερ, πέρασα τα επόμενα δέκα λεπτά για να τη στηρίξω στον τοίχο. Μετά σκαρφάλωσα για να δω από το παράθυρο. Το μόνο που κατάλαβα όμως ήταν ότι το τζάμι ήθελε καθάρισμα, ότι ο ήλιος ήταν ακόμη δυνατός, παρότι ήμασταν στην πρώτη βδομά­ δα του Οκτωβρίου, και ότι δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν θα σκοτωνόμουν πέφτοντας από κει ψηλά. Κατέβηκα τη σκάλα και βρήκα έναν τραπεζοκόμο να με περιμένει. «Είμαι ο Φέντλερ, κύριε», είπε πριν τον ρωτήσω. «Ο κύριος Κρίτσινγκερ είδε πως ήσασταν εδώ και με έστειλε να δω μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι, κύριε». Πρέπει να ήταν κοντά στα δύο μέτρα. Φορούσε ένα κοντό λευκό σακάκι με τα διακριτικά των Ες Ες στο γιακά, άσπρο που­ κάμισο, μαύρη γραβάτα, μαύρο παντελόνι, λευκή ποδιά και γκρί­

[305]

ζα επιμανίκια, και φαινόταν ότι καθάριζε κάτι πριν τον διατάξει ο μπάτλερ να έρθει να με περιμένει. Ήταν αδιάφορος εμφανισιακά, μι μια έκφραση που έλεγε ότι δεν ήταν και κανένα τζιμάνι, ευχα­ ρίστως όμως θα άλλαζα τη θέση μου με τη δική του. Το γυάλισμα ιων ασημικών ή το καθάρισμα της στάχτης απ’ το τζάκι έμοιαζε ιι ιο ικανοποιητική δουλειά σε σχέση μ’ αυτή που είχα αναλάβει. «Σ ’ εσένα είχε πει ο Κρίτσινγκερ να φέρεις τη σκάλα για να δεις απ’ το παράθυρο του λοχαγού Κούτνερ, σωστά;» «Μάλιστα, κύριε». «Και τι είδες όταν έφτασες τελικά εκεί πάνω; Παρεμπιπτό­ ντως, τι ώρα νομίζεις πως ήταν;» «Περίπου εφτά και τέταρτο, κύριε». Τράβηξα το πουκάμισό μου που κολλούσε από τον ιδρώτα στο στήθος μου. «Θα σε ρωτούσα γιατί σου πήρε τόσο χρόνο να φέρεις τη σκά­ λα και να τη στηρίξεις στο παράθυρο, νομίζω όμως ότι τώρα ξέρω ήδη το λόγο. Είναι βαριά». «Μάλιστα, κύριε. Δεν ήταν όμως στον Χειμερινό Κήπο όπως είναι τώρα, κύριε». «Σωστά. Ήταν κάπου κλειδωμένη, έτσι δεν είναι;» «Ο Μπρούνο ο κηπουρός - Μπρούνο Κόπκοφ - με βοήθησε να την κουβαλήσω ως εδώ και να τη στηρίξω». «Πώς ήξερες ποιο ήταν το σωστό παράθυρο;» «Ο Κρίτσινγκερ μου είπε ότι ήταν το παράθυρο που έβλεπε στον Χειμερινό Κήπο, κύριε. Και να είμαι προσεχτικός, για να μη μου πέσει στη γυάλινη οροφή, κύριε». «Οπότε στηρίζεις τη σκάλα στο παράθυρο. Και μετά; Πες μου τι είδες και τι έκανες». Ο Φέντλερ ξεφύσηξε. «Ακούσαμε - ο Κόπκοφ κι εγώ - ένα δυνατό μπαμ, κύριε, κι αμέσως, καθώς πατούσα στο τελευταίο σκαλοπάτι, κύριε, ο στρα­ τηγός Χάιντριχ κοίταξε απ’ το παράθυρο και, βλέποντας εμένα

P H I L I P K E RR

[306]

και τον Μπρούνο, μας είπε ότι δεν υπάρχει πια λόγος να μπούμε στον κόπο να ανεβούμε, αφού είχαν ήδη σπάσει την πόρτα του λοχαγού Κούτνερ». «Κι εσύ του είπες κάτι;» «Τον ρώτησα αν ήταν όλα εντάξει, κι εκείνος είπε όχι, γιατί φαινόταν ότι μάλλον ο λοχαγός Κούτνερ είχε αυτοκτονήσει παίρ­ νοντας πολλά χάπια». «Και τι κάνατε μετά;» «Κατεβάσαμε τη σκάλα και την αφήσαμε εκεί που τη βρήκατε, κύριε, για την περίπτωση που κάποιος τη χρειαζόταν πάλι». «Πώς ήταν ο στρατηγός;» «Λίγο αναστατωμένος νομίζω. Όπως θα ήταν ο καθένας, κύ­ ριε. Εκείνος και ο λοχαγός ήταν φίλοι πιστεύω», ο τραπεζοκόμος σταμάτησε. «Ξέρω ότι πρέπει να ήταν αναστατωμένος γιατί κά­ πνιζε. Συνήθως ο στρατηγός δεν καπνίζει ποτέ το πρωί και ποτέ προτού ξιφομαχήσει, κύριε. Καπνίζει κυρίως μόνο το βράδυ. Εί­ ναι πολύ πειθαρχημένος σ’ αυτό το θέμα, κύριε». Κοίταξα ψηλά προς το παράθυρο του Κούτνερ και κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν αμφιβάλλω». «Θα θέλατε κάτι άλλο, κύριε;» «Ό χι, τελειώσαμε. Σ ’ ευχαριστώ». Επέστρεψα στο σαλόνι. Ο Κάλο με περίμενε. «Ο κομισάριος Τροτ τηλεφώνησε ενώ λείπατε, κύριε. Από το Αλεξ. Μου είπε να σας πω ότι πήγε να δει τον Λόταρ Ο τ στο δια­ μέρισμα του λοχαγού Κούτνερ στην Πεταλότσι Στράσε και του είπε ότι ο λοχαγός είναι νεκρός. Απ’ ό,τι μάθαμε, ο Ο τ έκλαιγε σαν μωρό. Είναι ακριβώς τα λόγια του κομισάριου. Αυτό μάλλον επιβεβαιώνει, δεν νομίζετε, ότι ο λοχαγός ήταν χαριτωμένος». Κούνησα το κεφάλι μου. Απλώς επιβεβαίωνε ό,τι ήδη ήξερα. «Ποιος να το έλεγε», είπε ο Κάλο. «Θέλω να πω ότι ο τύπος έδειχνε νορμάλ υπό πολλές έννοιες. Σαν εσάς ή σαν εμένα».

[307]

«Υποθέτω πως αυτό είναι το θέμα. Ό τ ι είναι ίσως σαν εσένα και σαν εμένα». «Να μιλάτε για τον εαυτό σας, κύριε». «Κάποτε σκεφτόμουν όπως εσύ. Ο ι ναζί όμως με δίδαξαν να σκέφτομαι διαφορετικά. Τους το αναγνωρίζω. Αυτή την εποχή λέω ζωή και πάλι ζωή, κι αν μάθουμε να το κάνουμε αυτό, τότε ίσως καταφέρουμε να συμπεριφερόμαστε και πάλι σαν πολιτισμέ­ νη χώρα. Υποψιάζομαι όμως ότι είναι πολύ αργά πια για κάτι τέιοιο». Κοίταξα το ρολόι μου. Ένα φτηνό Μπούλοβα που είχε δυο ιρόπους να μου υπενθυμίζει ότι είχαμε να κάνουμε μια νεκροψία στο νοσοκομείο Μπούλοβκα στις τέσσερις, και μόνο ο ένας ήταν η ώρα. «Έλα», είπα στον Κάλο. «Καλύτερα να πηγαίνουμε. Σ ε λίγο θα ανακαλύψεις πόσο ίδιος μ’ εσένα και μ’ εμένα ήταν ο Άλμπερτ Κουτνερ».

Ο λοχίας Κλάιν είχε επιστρέψει από το παλάτι Χράντσανι στην Πράγα για να μας μεταφέρει στο νοσοκομείο. Είχε διαβάσει το λόγο του Φυρερ στην πρωινή εφημερίδα και, αντί να νιώσει θλί­ ψη, τα «έργα και αι ημέραι» του Χίτλερ τον είχαν αφήσει με μια αισιόδοξη διάθεση για τις προοπτικές μας στα ανατολικά. «Δυόμισι εκατομμύρια Ρώσοι φυλακισμένοι», είπε. «Καμιά χώρα δεν θα μπορούσε ποτέ να συνέλθει απ’ το χαμό τόσων ανθρώπων. Αν ήταν αυτό μονάχα, θα ήταν αρκετό - αλλά επίσης δεκατέσσε­ ρις χιλιάδες ρωσικά αεροπλάνα και δεκαοχτώ χιλιάδες τανκς κα­ ταστράφηκαν. Τεράστιος αριθμός». «Ακόμα και ο Φυρερ πιστεύει ότι έχουμε μάχες να δώσουμε», παρατήρησα. «Γιατί είναι σοφός», επέμεινε ο Κλάιν. «Το λέει αυτό για να μη μας δώσει ψεύτικες ελπίδες σε περίπτωση που τα αδύνατα γίνουν

δυνατά. Είναι όμως φανερό, οι Ρώσοι έχουν αποκάμει, αυτό πι­ στεύω εγώ». «Ας ελπίσουμε ότι έχεις δίκιο», είπε ο Κάλο. «Δεν μ’ αρέσει καθόλου να σκέφτομαι τι θα κάνουμε τους δυό­ μισι εκατομμύρια Ρώσους φυλακισμένους αν κάνει λάθος», είπα. «Αν φτάσουμε εκεί, δεν μ’ αρέσει καθόλου η σκέψη τι θα τους κά­ νουμε σε περίπτωση που έχει δίκιο». Σταμάτησα για μια στιγμή προτού προσθέσω αυτό που μερικές φορές ονομάζαμε «πολιτικό υστερόγραφο» - κάτι που συνήθως λέγεται για λόγους αυτοσυντήρησης. «Ό χι ότι περιμένω να κάνει λάθος βέβαια. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Φυρερ θα δώσει τη νικητήρια ομιλία του στη Μόσχα πολύ σύντομα». Αμέσως δάγκωσα τη γλώσσα μου και έφτυσα στο δρόμο, μόνο που το έκανα εντέχνως, ώστε να μην το πάρει είδηση ο Κλάιν. Χτισμένο σε ένα λόφο, κοιτώντας από ψηλά το βορειοανατολι­ κό μέρος της πόλης, το νοσοκομείο Μπούλοβκα είναι ένα κτίριο με τέσσερις ή πέντε ορόφους από μπεζ πέτρα, με κόκκινη τραπε­ ζοειδή στέγη και έναν πρασινωπό πυργίσκο, που σκίζει τον αέρα σαν μιαρό δάχτυλο. Χτισμένο πριν απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, το νοσοκομείο το περιέβαλλαν κατάφυτοι κήποι, όπου οι ασθενείς που βρίσκονταν στην ανάρρωση μπορούσαν να καθίσουν στα ξύλι­ να παγκάκια, να απολαύσουν τα άνθη των λουλουδιών και γενικά να εκτιμήσουν τα δημοκρατικά ιδανικά του κυρίαρχου κράτους της Τσεχοσλοβακίας - τέλος πάντων, μπορούσαν να το κάνουν όταν υπήρχε ακόμη κυρίαρχο κράτος της Τσεχοσλοβακίας. Όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτίριο στην Πράγα, στο νοσοκομείο κυμά­ τιζε η σημαία του λιγότερο δημοκρατικού ευρωπαϊκού κράτους από την εποχή που ο Βλαντ ο Τρίτος ανασκολόπισε τον πρώτο Βογιάρο. Ο Κλάιν σταμάτησε στην είσοδο. Δύο άντρες με χειρουργικές ρόμπες μάς περίμεναν εκεί, κάτι που έμοιαζε υπερβολικά δούλο-

[309]

ιιμεπές, ώσπου να θυμηθείς βέβαια τη φήμη που είχε ο Χάιντριχ για την εμμονή του στη συνέπεια, καθώς και την ανηλεή απανθρωιι ιά του. Ο ένας ήταν ο Χόνεκ, ο Τσέχος γιατρός που είχε έρθει υιόν τόπο του εγκλήματος στο Κάτω Κάστρο το πρωί. Μας σύο ιησε τον άλλο, έναν όμορφο Γερμανοτσέχο γύρω στα σαράντα. «Από δω ο καθηγητής Χέρβιγκ Χάμπερλ», είπε ο Χόνεκ, «δια­ κεκριμένος στον τομέα της ιατροδικαστικής. Θεώρησε μεγάλη ιου τιμή να αναλάβει τη νεκροψία». «Σας ευχαριστούμε, κύριε», είπα. Γρήγορα, λες και ήθελε να εξαφανιστούμε, ο Χάμπερλ μουρ­ μούρισε από μέσα του ένα κοφτό «Καλησπέρα» και μας πήγε πά­ νω ακολουθώντας ένα μακρύ, φωτεινό διάδρομο με τοίχους όπου είχαν απομείνει τα βρώμικα λευκά τετραγωνάκια όπου κάποτε ήταν κρεμασμένες πινακίδες και αφίσες γραμμένες στα τσέχικα, μέχρι που τα γερμανικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της Βοημίας. Ο Χάμπερλ μπορεί να ήταν Γερμανοτσέχος, αλλά σύντομα διαπίοτωσα ότι δεν ήταν ναζί. «Έχει κάποιος από σας, κύριοι, παρακολουθήσει ξανά νεκρο­ ψία;» ρώτησε. «Ναι», είπα. «Πολλές». «Είναι η πρώτη μου», είπε ο Κάλο. «Μήπως νιώθετε νευρικότητα;» «Λιγάκι». «Το να είσαι νεκρός είναι σαν να είσαι πόρνη», είπε ο Χά­ μπερλ. «Ξοδεύεις τον περισσότερο χρόνο σου ανάσκελα, ενώ κά­ ποιος - εν προκειμένω εγώ - κάνει τη χειρωνακτική δουλειά. Μπορεί η διαδικασία να μοιάζει προβληματική, μερικές φορές ίσως και λιγάκι εξωφρενική, αλλά ποτέ δεν είναι αποτρόπαια. Η συμβουλή μου για κάποιον που δεν έχει παρακολουθήσει νεκρο­ ψία στο παρελθόν είναι να προσπαθήσει να δει την ελαφρά πλευ­ ρά των πραγμάτων. Αν αρχίζει να γίνεται αηδιαστική, τότε είναι ώρα να φύγει απ’ το δωμάτιο, για να αποφύγουμε κάποιο ατύχη-

P H I L I P K E RR

[310]

μα. Η μυρωδιά του πτώματος είναι συνήθως πολύ άσχημη από μόνη της και δεν χρειαζόμαστε και τη μυρωδιά του εμετού. Έγινα κατανοητός;» «Μάλιστα, κύριε». Ο Χάμπερλ ξεκλείδωσε μια ξύλινη πόρτα με σκούρα τζάμια στα παράθυρα και μας οδήγησε στο χώρο της νεκροψίας, όπου ένα γεροδεμένο σώμα κείτονταν κάτω από ένα σεντόνι, πάνω σε μια πλάκα. Καθώς ο Χάμπερλ άρχισε να τραβά το σεντόνι για να αποκαλύψει το κορμί του Κούτνερ, είδα τα μάτια του Κάλο που πετάχτηκαν. «Χριστέ μου», μουρμούρισε. «Δεν θυμάμαι να είχε τόσο μεγάλο στομάχι». Ο Χάμπερλ σταμάτησε. «Σας βεβαιώ ότι δεν είναι λίπος», είπε. «Μπορεί ο άνθρωπος να είναι νεκρός, αλλά τα ένζυμα και τα βακτήρια στην κοιλιά του εξακολουθούν να είναι ζωντανά και τρέφονται με ό,τι υπάρχει ακόμη στο στομάχι του. Πιθανόν με το χθεσινό δείπνο. Κατά τη διαδικασία αυτή τα συγκεκριμένα ένζυμα και τα βακτήρια παρά­ γουν αέρια. Ορίστε, επιτρέψτε μου να σας δείξω». Ο Χάμπερλ πίεσε δυνατά το σεντόνι που κάλυπτε ακόμη το στομάχι του Κούτνερ, με αποτέλεσμα ο νεκρός να κλάσει με θό­ ρυβο. «Βλέπετε τι εννοώ;» Η άξεστη, θεατρική συμπεριφορά του Χάμπερλ ήταν σαν να εί­ χε στόχο να μας κάνει να νιώσουμε άβολα. Από μια άποψη δεν του έριχνα κανένα φταίξιμο. Ο ι ναζί ήταν αυθεντίες στο να κάνουν τους άλλους να νιώθουν άβολα. Σίγουρα ο καθηγητής έπαιρνε το αίμα του πίσω - σε είδος. Ακόμα και η κλανιά ενός νεκρού ναζί έκανε έντονη τη γερμανική παρουσία στην Τσεχοσλοβακία, τόσο που θα μπορούσα να την ακούσω ή ακόμα και να τη μυρίσω. Ο Κάλο όμως έκανε έναν έντονο μορφασμό και έπειτα δάγκωσε τα χείλη του, προσπαθώντας μάταια να συγκροτήσει τα νεύρα του.

Μ Ο Χάμπερλ πήρε ένα μακρύ και κοφτερό ξέστρο από το τρα­ πέζι με τα χειρουργικά εργαλεία, που είχαν προετοιμαστεί προσε­ χτικά, και το κράτησε στο χέρι του όπως ο μαέστρος την μπαγκέ­ τα. Το λιγοστό φως που έμπαινε από τα παράθυρα, τα οποία ήταν σαν μοναστηριού, έπεσε πάνω στο ξέστρο και το έκανε να λάμψει. Ο Κάλο τράβηξε το βλέμμα του ενστικτωδώς και ο Χά­ μπερλ, παρατηρώντας τη δυσφορία του μπροστά στη συμφωνία καταστροφής που ετοιμαζόταν να διευθύνει, αντάλλαξε ένα βλέμ­ μα όλο νόημα με τον γιατρό Χόνεκ λέγοντας: «Ένα πράγμα μπορείς να πεις με σιγουριά για τους νεκρούς, αγαπητέ μου. Έχουν μια μοναδική ικανότητα να αντιμετωπίζουν τον πόνο. Κάθε πόνο. Όσο οδυνηρό κι αν σου φαίνεται. Πίστεψέ με, ο φιλαράκος μας από δω δεν θα αισθανθεί τίποτα όσο του κάνω τα χειρότερα. "Ισως πολύ χειρότερα απ’ όσα έχεις δει να κάνουν σε άνθρωπο μέχρι τώρα. Μην αφήσεις τη φαντασία σου να καλπάσει όμως. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί σ’ αυτό τον άντρα συνέβη μερικές ώρες πριν φτάσει σ’ αυτό το νοσοκομείο». Ο Κάλο κούνησε το κεφάλι του και κατάπιε τόσο δυνατά, που ακούστηκε σαν να έβγαινε ένας βάτραχος απ’ το λαιμό του. «Συγγνώμη, κύριε», μου είπε, «απλώς δεν μπορώ». Κάλυψε με το χέρι το στόμα του και βγήκε γρήγορα απ’ το δω­ μάτιο. «Ο καημένος», είπε ο Χάμπερλ, «καλύτερα που έφυγε. Πρέπει να είμαστε απερίσπαστοι στο έργο μας». «Είμαι βέβαιος πως αυτή ήταν η πρόθεσή σας», είπα, «να τον τρομοκρατήσετε». «Απεναντίας, κομισάριε. Είδατε πως προσπαθούσα να τον κα­ θησυχάσω, έτσι; Ωστόσο δεν μπορούν όλοι να παρακολουθήσουν αυτή τη διαδικασία με ψυχραιμία. Εσείς είστε σίγουρος για τον εαυτό σας;» «Δεν έχω συναισθήματα, καθηγητά Χάμπερλ. Είμαι σαν το ξέ­ στρο που έχετε στο χέρι σας. Ψυχρός και σκληρός. Γι’ αυτό να το

P H I L I P K E RR

[312j

χρησιμοποιείτε με εξαιρετική προσοχή. Μια λάθος κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία. Έγινα κατανοητός;» «Απολύτως, κομισάριε». Ο Χάμπερλ πέταξε πίσω το υπόλοιπο σεντόνι που κάλυπτε το σώμα του Κουτνερ και έπιασε αμέσως δουλειά. Αφού φωτογράφι­ σε και εξέτασε τα τραύματα εισόδου στο στέρνο του νεκρού άντρα, έκανε μια τομή σε σχήμα Υ, πρώτα με τα δάχτυλά του και έπειτα με έναν ξύλινο πείρο, η οποία ξεκινούσε από τους ωχρούς του ώμους, περνούσε από το άτριχο στέρνο του και έφτανε ως την ηβική περιοχή, που, παράξενο, φαινόταν ξυρισμένη, και μάλι­ στα πρόσφατα. Ο Χάμπερλ το σχολίασε. «Ε, λοιπόν δεν συναντάς κάτι τέτοιο κάθε μέρα. Ούτε και στη δουλειά μου. Αναρωτιέμαι γιατί το έκανε». «Έχω μια υποψία», είπα, «δεν είναι όμως ακόμη η ώρα της». Ο Χάμπερλ έγνεψε καταφατικά. Έπειτα πήρε το νυστέρι του και άρχισε να κόβει το υποδόριο λίπος και τους μυς με απίστευτη ταχύτητα, ενώ η σάρκα ξεκολλούσε από τα κόκαλα με ευκολία, όπως το δέρμα ενός μεγάλου φιδιού. Μέσα σε μερικά λεπτά δεν υπήρχε παρά μόνο ένα χάος από όργανα και εξαιρετικά παΐδια, που κάθε καλός Βερολινέζος χασάπης θα ζήλευε. Ειδικά σε καιρό πολέμου. «Φαίνεται ότι υπάρχει κάτι στην κορυφή του στοματοφάρυγγα», είπε ο Χάμπερλ. Μ ε κοίταξε και πρόσθεσε: «Είναι το μέρος του λάρυγγα ακριβώς πίσω από το στόμα». Περισυνέλεξε ένα μικρό λευκό εύρημα, το μετέφερε με τις άκρες των δαχτύλων του σε ένα δοχείο σε σχήμα νεφρού και το σήκωσε ψηλά για να το εξετάσει. «Φαίνεται πως είναι ένα δισκίο», είπε. Και συνέχισε: «Ό χι, δεν προοριζόταν να διαλυθεί στο λάρυγγα αλλά στο στομάχι. Δεν έχει διαλυθεί σχεδόν καθόλου. Ένα χάπι. Ίσως μια ταμπλέτα».

Ν «Έπαιρνε Βερονάλ», είπα, «βαρβιτουρικό». «Αλήθεια;» Η φωνή του Χάμπερλ ήταν όλο σαρκασμό. «Επομένως αυτό θα είναι. Μόνο που δεν νομίζω να τον έπιασε και πολύ, ειδικά στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Αν και κάιι τέτοιο θα ταίριαζε σε περίπτωση υπερβολικής δόσης, όπου κά­ ποιος έχει κατεβάσει πολλά χάπια με τη μία. Ο γιατρός Χόνεκ εί­ πε πως αρχικά υπήρχαν υποψίες πως επρόκειτο για υπερβολική δόση βαρβιτουρικών». «Ακριβώς», είπα, «μέχρι που βρήκα τα τραύματα από τις σφαί­ ρες». «Προφανώς». Ύστερα από ένα ανεπαίσθητο νεύμα του καθηγητή Χάμπερλ, ο γιατρός Χόνεκ πλησίασε κρατώντας χειρουργικούς κόπτες και άρχισε να κόβει ένα ένα τα πλευρά, τα οποία, κάτω από τα ατσά­ λινα σαγόνια τους, κροτάλιζαν σαν χοντρά κλαριά προσπαθώντας να αποκαλύψουν τη θωρακική κοιλότητα. Ένα πλευρό όμως δεν κοβόταν. «Ένα απ’ αυτά τα πλευρά φαίνεται κατεστραμμένο, δεν νομί­ ζετε, κύριε;» ρώτησε ο Χόνεκ. Ο Χάμπερλ έσκυψε για να δει καλύτερα. «Ραγισμένο», είπε, «σαν δόντι. Σίγουρα όχι από Βερονάλ. Π ι­ θανότατα από σφαίρα». Ο Χόνεκ συνέχισε τη δουλειά του. Ήταν πιο γρήγορος από τον καθηγητή και μέσα σε λίγα λεπτά ο Χάμπερλ πετσόκοψε ό,τι είχε απομείνει στο διάφραγμα και πήγε πάλι πίσω στο θώρακα, που φαινόταν σαν κορυφή σφιχτού αυγού και αποκάλυπτε την καρδιά και τα πνευμόνια του νεκρού. «Έχει συγκεντρωθεί αρκετό αίμα στο διάφραγμα», μουρμούρισε. Ο Άλμπερτ Κούτνερ δεν αναγνωριζόταν πλέον. Τα εσωτερικά του όργανα —τα περισσότερα απ’ αυτά —βρίσκονταν στην ανα­ ποδογυρισμένη παλάμη του χεριού του, σαν να βοηθούσε και ο

P H I L I P K E RR

|_314 j

ίδιος στη νεκροψία του, όπως θα έκανε ο τέλειος στρατιωτικός επιτελάρχης που ήλπιζε να γίνει κάποτε. Ο Χάμπερλ τοποθέτησε το θώρακα σε ένα τραπέζι λίγο πιο πέρα, όπου και παρέμεινε σαν να ήταν υπολείμματα χριστουγεν­ νιάτικης γαλοπούλας. Καθάρισα δυνατά τη μύτη μου. «Κομισάριε, είστε καλά;» «Απλώς προσπαθώ να δω την αισιόδοξη πλευρά όσων λέγατε νωρίτερα, κύριε». «Καλώς». Ο καθηγητής ακουγόταν σχεδόν απογοητευμένος που δεν είχα σωριαστεί ακόμη στο πάτωμα. «Κόβουμε την πνευμονική αρτηρία», είπε στον Χόνεκ, «ψά­ χνουμε για θρόμβο, τον οποίο και βρίσκουμε. Πιθανότατα πρό­ κειται για μεταθανάτιο θρόμβο». Έσκισε λίγο ακόμα τους πνεύμονες και έσφιξε την καρδιά. «Κάτι σκληρό έχει σφηνωθεί εδώ μέσα. Μάλλον σφαίρα. Προ­ σπαθήστε να τη βρείτε. Εντάξει, γιατρέ Χόνεκ;» Παρέδωσε την καρδιά στον άλλο άντρα και συνέχισε τη δου­ λειά με το νυστέρι, σκίζοντας τη σάρκα που προστάτευε μια κόκ­ κινη αστραφτερή μπάλα. «Το συκώτι δεν είναι αυτό;» ρώτησα. «Μπράβο, κομισάριε Γκούντερ. Είναι πράγματι το συκώτι». Ο Χάμπερλ τοποθέτησε το συκώτι σε ένα άλλο δοχείο προτού αφαιρέσει και το σπλήνα. «Φαίνεται πως χτυπήθηκε κι αυτός από σφαίρα», είπε. «Είναι σχεδόν κομματιασμένος». Πήγα προς το τραπέζι, όπου ο Χόνεκ ψηλάφιζε την καρδιά για να απομονώσει τη σφαίρα και έριξα μια ματιά στο σπλήνα. «Χαμός γίνεται». «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη περιγραφή γι’ αυτό που βλέπουμε», είπε ο Χάμπερλ.

Μ Ο Χόνεκ απομόνωσε τη σφαίρα. Την έβγαλε και την τοποθέιησε σε έναν άλλο μεταλλικό δίσκο με πολλή προσοχή, σαν να ήταν χρυσοθήρας και άφηνε στην άκρη ένα πολύτιμο μέταλλο. Αυτό ήταν πιο ευχάριστο από το να παρακολουθείς τον Χάμπερλ να στριμώχνει τα εσωτερικά όργανα του Κούτνερ μέσα σε ένα μι­ κρό σκεύος. Είχα δει αρκετά όργανα να κρέμονται από τα χιτώνια των συντρόφων μου στα χαρακώματα μες στο ψοφόκρυο, ώστε να μην καταφέρω να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Ήμασταν εκεί λιγότερο από τριάντα λεπτά και είχαν ήδη αφαιρεθεί τα νεφρά. Η δεύτερη σφαίρα είχε σφηνωθεί βαθιά στη σπονδυλική στήλη και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να αφαιρεθεί. Ό ταν ολοκληρώθηκε κι αυτό, ο Χάμπερλ ρώτησε: «Επιθυμείτε να αφαιρέσω και τον εγκέφαλο;» «Ό χι, δεν νομίζω πως είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο». «Αυτά για την ώρα επομένως», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Βεβαίως θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να αναλύσουμε τα όργα­ να, το αίμα και το περιεχόμενο του στομάχου. Εννοείται πως θα ελέγξω και την ποσότητα Βερονάλ που υπάρχει». «Θα ήθελα τώρα να ζητήσω κι από τους δύο να μην αναφέρετε τίποτα για τη δεύτερη σφαίρα», είπα. «Ό λοι θα ξέρουν πως πυροβολήθηκε με μία σφαίρα». «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, πρόκειται να χρησιμοποιήσετε αυτό το τέχνασμα ως ενοχοποιητικό στοιχείο στην ανάκριση;» είπε ο κα­ θηγητής. «Ναι», απάντησα. «Φυσικά μπορείτε να αναφέρετε τα πραγ­ ματικά ευρήματα στη γραπτή αναφορά σας». «Καλώς», είπε ο καθηγητής. «Θα είναι το μικρό μας μυστικό μέχρι νεοτέρας, κομισάριε». Ό ταν και οι δύο σφαίρες τοποθετήθηκαν στο δίσκο, κοίταξα καλύτερα. Είχα δει πολύ μολύβι στη ζωή μου για να μην αναγνω­ ρίσω το μέταλλο από τριανταοχτάρι.

P H I L I P K E RR

|_316 j

«Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου λέγατε ποια είναι τα πρώτα σας συμπεράσματα, κύριε». «Βεβαίως». Ο καθηγητής Χάμπερλ αναστέναξε και έμεινε σκεφτικός για λίγο. «Και οι δύο βολές φαίνεται να είναι εξ επαφής», είπε. «Φυσικά θα πρέπει να ελέγξω και το πουκάμισο για ίχνη πυρίτιδας, ώστε να μπορέσω να σας δώσω την ακριβή απόσταση, όμως το μέγε­ θος των τραυμάτων εισόδου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δράστης δεν πρέπει να ήταν σε απόσταση μεγαλύτερη από μισό μέτρο όταν πυροβόλησε. Η γωνία των τραυμάτων δείχνει ότι το άτομο που πυροβόλησε βρισκόταν ακριβώς μπροστά του. Είναι σαν να έριξε τις σφαίρες τη μία μετά την άλλη, προτού προλάβει να κινηθεί το θύμα». «Αν ο δράστης βρισκόταν μονάχα μισό μέτρο μακριά, τότε για­ τί τα βλήματα δεν τον χτύπησαν απευθείας;» «Μάλλον το ένα χτύπησε στο πλευρό και έχασε μεγάλο μέρος της ταχύτητάς του προτού διεισδύσει στην καρδιά», είπε σκεφτι­ κός ο Χάμπερλ. «Και το άλλο σφηνώθηκε βαθιά στη σπονδυλική στήλη, όπως είδατε. Έ τσι εξηγείται». «Νομίζω πως πρέπει να διαπιστώσουμε πόση ποσότητα βαρβιτουρικού απορροφήθηκε από τα όργανά του, όμως βασιζόμενοι στη ζημιά των οργάνων και στην ποσότητα αίματος που βρέθηκε στο διάφραγμα, θα έλεγα πως οι σφαίρες τον σκότωσαν και όχι το Βερονάλ». «Τι γνωρίζετε γι’ αυτό;» «Τη βαρβιτάλη; Κυκλοφορεί εδώ και αρκετά χρόνια. Περίπου σαράντα. Συντέθηκε αρχικά από δύο Γερμανούς φαρμακοποιούς. Την πουλάει η Μπάγιερ σε μορφή διαλυτού άλατος ή ταμπλέτας. Δέκα με δεκαπέντε γραμμάρια είναι ασφαλής ποσότητα. Ωστόσο πενήντα με εξήντα μπορούν να αποβούν μοιραία». «Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια λάθους», είπα. «Βέβαια στην περίπτωση τακτικής χρήσης, σύντομα δημιουργεί-

[3,7]

κιι ανθεκτικόχητα στην ουσία και πιθανότατα απαιτείται ισχυρότε|ΐ,| δύση, η οποία και λαμβάνεται χωρίς επιπλοκές. Εντούτοις σε πε­ ρίπτωση που διακοπεί για ένα χρονικό διάστημα, θα είναι λάθος να Ληφθεί εκ νέου σε μεγάλη δόση. Που συνήθως αποβαίνει μοιραία». «Επομένως θα πρέπει να λαμβάνεται με προσοχή». «Σίγουρα. Είναι πανίσχυρη ουσία. Εγώ πρέπει να έχω μεγάλο πρόβλημα στον ύπνο για να τα πάρω. Είναι όμως σίγουρα καλύιερη από τον προκάτοχό της: το βρόμιο. Το Βερονάλ δεν έχει δυ­ σάρεστη γεύση. Για την ακρίβεια δεν έχει καθόλου γεύση». «Και από παρενέργειες;» «Μπορεί να επηρεάσει το ρυθμό της καρδιάς, το σφυγμό και ιην πίεση. Και φυσικά μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την αι­ μορραγία. "Ισως έβγαινε περισσότερο αίμα από τα τραύματα αν αυτός ο άντρας δεν ήταν ναρκωμένος. Γι’ αυτό το λόγο το περισοότερο αίμα από τα τραύματα βρίσκεται στο διάφραγμα». «Κάτι άλλο;» «Δεν είναι καλό να αναμειγνύεται αυτή η ουσία με αλκοόλ. Προκαλεί άσχημη αντίδραση στο στομάχι. Έχω δει περιπτώσεις ανθρώπων που τα ανακάτεψαν και πνίγηκαν ενώ κοιμούνταν από τον εμετό τους». «Ευχαριστώ». «Κάτι άλλο;» «Πιστεύω πως υπάρχει τρόπος να διαπιστώσετε αν ήταν ομο­ φυλόφιλος». Ο Χάμπερλ δεν κούνησε καν τα βλέφαρά του. «Α, ναι. Η ξυρισμένη ηβική περιοχή. Είναι ασυνήθιστο για άντρα να ξυρίζεται εκεί κάτω. Υποδηλώνει ίσως θηλυπρεπή τάση. Μάλιστα. Πραγματικά ενδιαφέρον». «Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που με κάνουν να σκέφτομαι πως ίσως ήταν ομοφυλόφιλος», πρόσθεσα. «Πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να σας μιλήσω. Θα ήθελα όμως να βεβαιωθώ». «Κάποιες φορές», συμφώνησε ο Χάμπερλ, «σε όσους σοδομίζο-

P H I L I P KERR

[318]

νται τακτικά διαστέλλεται ο πρωκτός. Χάνει τη φυσική, ζαρωμένη οπή του και διαμορφώνεται ένα πιο σκληρό, κερατινοποιημένο δέρμα. Μπορεί να γίνει ακόμα και σαν κλείστρο φωτογραφικής μηχανής. Φαντάζομαι σ’ αυτό αναφέρεστε. Θα θέλατε να ρίξω μια ματιά;» «Μάλιστα». «Δόκτωρ Χόνεκ, σας παρακαλώ θα μπορούσατε να με βοηθή­ σετε να γυρίσω ανάποδα το πτώμα;» Ο ι δύο άνδρες με δυσκολία ξάπλωσαν μπρούμυτα το χωρίς εσωτερικά όργανα σώμα. Λίγο μετά ο Χάμπερλ άρχισε να κουνάει το κεφάλι του. «Ο πρωκτός μού φαίνεται εντάξει. Φυσικά το ότι δεν είναι εμ­ φανής κάποια παρεμβολή δεν υποδηλώνει ότι δεν ήταν ομοφυλό­ φιλος. Μπορώ όμως να πάρω δείγμα για σπερματοζωάρια από τον πρωκτό όσο θα κάνω κάποιες άλλες εξετάσεις, καθώς και να πάρω δείγμα από το πέος του για ίχνη περιττωμάτων». «Ναι, σας παρακαλώ». Ο Χάμπερλ προσπαθούσε να κρύψει ένα χαρούμενο και θριαμ­ βευτικό χαμόγελο. «Ένας αξιωματικός των Ες Ες ομοφυλόφιλος. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που δολοφονήθηκε. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ανεχόταν κάτι τέτοιο το Βερολίνο». Ο Χάμπερλ αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον δόκτορα Χόνεκ, ο οποίος φαινόταν να το διασκεδάζει εξίσου. «Φυσικά ακούγονται διάφορα. Για το Βερολίνο και για τους τραβεστί», κούνησα το κεφάλι. «Ωστόσο, αν ήμουν στη θέση σας, δεν θα το ανέφερα. Τα Ες Ες δεν έχουν αναπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ με κάτι τέτοια πράγματα. Θα ήταν κρίμα να το δια­ πιστώσετε με τον χειρότερο τρόπο». «Θα έχετε την ιστολογική αναφορά μου για τα όργανα, καθώς και την παθολογική διάγνωση μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες, κομι­ σάριε».

[319]

«Και πάλι ευχαριστώ». Ο καθηγητής με συνοδέυσε ως την πόρτα. «Λοιπόν, κομισάριε, θα χαρίσετε το σώμα σας στην επιστήμη για να το χρησιμοποιήσουν οι φοιτητές της Ιατρικής στο εργα­ στήριο ανατομίας;» Έριξα μια ματιά στα απομεινάρια του ανθρώπου στον οποίο κάποτε μιλούσα για έναν πίνακα του Γκούσταβ Κλιμτ στο Γιουνγκφερν-Μπρεσάν, ακριβώς πριν από είκοσι τέσσερις ώρες. «Ό χι, δεν νομίζω». «Κρίμα. Κάποιος με το δικό σας ύψος πρέπει να έχει εξαιρετι­ κό σκελετό. Μερικές φορές σκέφτομαι πως η πραγματική πλάκα για το σώμα μας ξεκινάει από τη στιγμή που πεθαίνουμε». «Ήδη με κάνατε να ανυπομονώ».

Ο Κάλο απολογήθηκε ξανά όταν ο Κλάιν μας πήρε απ’ το νοσο­ κομείο με το αμάξι. «Συνηθίζεις», είπα. «Ό χι εγώ. Ποτέ. Νομίζω πως αυτό που στ’ αλήθεια με ενό­ χλησε ήταν η μυρωδιά του αιθέρα. Μου θύμισε το θάνατο της μη­ τέρας μου». «Άσχημος, ε;» είπε ο Κλάιν. Ο Κάλο κούνησε το κεφάλι του, όμως η έκφρασή του έλεγε μια διαφορετική ιστορία και, βλέποντας κάτι τέτοιο απ’ τον μεσαίο καθρέφτη, ο Κλάιν έβγαλε από το δερμάτινο εσωτερικό της πόρ­ τας του οδηγού ένα ασημένιο φλασκί. «Το κρατώ για τις κρύες μέρες», είπε και μου το έδωσε. «Δεν γίνεται να πιάσει περισσότερο κρύο από τώρα», είπα. «Σίγουρα όχι για τον λοχαγό Κουτνερ». Ήπια μια γουλιά από το φλασκί, που ήταν γεμάτο με δυνατό αλκοόλ, και το έδωσα πίσω στον Κάλο. «Ο μπάσταρδος», ο Κάλο σήκωσε το φλασκί. «Αυτός ο μπά­

P H I L I P K E RR

[320]

σταρδος ο καθηγητής απολάμβανε τη δυσφορία μου. Ακούσατε, κύριε, πώς προσπαθούσε να με ψαρώσει; Σκύφτηκα να τα παρα­ τήσω και να φύγω. Να κάθεται και να γελάει εις βάρος μου;» «Μα αυτό έκανε», είπα. «Ωστόσο καλό είναι να αντλεί κανείς ικανοποίηση από τη δουλειά του όπου και όποτε μπορεί. Ειδικά σ’ αυτή τη χώρα». Έσκυψα προς το πάτωμα του αυτοκινήτου, άναψα ένα τσιγά­ ρο και του το έδωσα. «Κι εγώ κάποια περίοδο αντλούσα ευχαρίστηση από τη δου­ λειά μου. Τότε που την έκανα καλά. Εκείνες τις μέρες που το Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Βερολίνου ήταν το καλύτερο στον κόσμο. Τότε που ήμουν πραγματικός αστυνομικός. Επαγγελμα· τίας. Ό λα όσα δεν γνώριζα για την επιστήμη της εγκληματολο­ γίας δεν ήταν άξια να τα γνωρίζει κανείς. Εκτός από τώρα», κού­ νησα το κεφάλι μου. «Τώρα είμαι ένας απλός ερασιτέχνης. Ένας γραφικός και παλιομοδίτης ερασιτέχνης».

Ήταν πεντέμισι το απόγευμα και στη βιβλιοθήκη του Κάτω Κά­ στρου πλανιούνταν στον αέρα εκνευρισμός και απογοήτευση, σαν να επρόκειτο για αέριο μουστάρδας, έτοιμο να μολύνει τα πνευμό­ νια όλων εκείνων που θα είχαν την ατυχία να το εισπνεύσουν. Ο ι αξιωματικοί των Ες Ες και της Γκεστάπο κουνούσαν τα κεφάλια τους και κάπνιζαν μανιωδώς, ενώ κοίταζαν γύρω τους για να ρίξουν το φταίξιμο σε κάποιον. Γνώμες έπεφταν στο τραπέζι και απορρί­ πτονταν η μία μετά την άλλη με θυμό και μετά ξανά, μέχρι που υψώ­ νονταν οι φωνές και άρχιζαν οι κατηγορίες. Βρίσκονταν αρκετοί απ’ αυτούς στη βιβλιοθήκη, και ενώ στην ουσία υπήρχε μόνο ένας άντρας του οποίου η γνώμη μετρούσε, υπήρχαν κι άλλοι που ήταν αποφασισμένοι να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι για «την αποτυχία». Ο Κάλο κι εγώ συρθήκαμε στο σαλόνι για να αποφύγουμε αυ­ τές τις αλληλοκατηγορίες. Αφήσαμε όμως ορθάνοιχτη την πόρτα,

Η ι ιοι ώστε να μπορούμε να ακούμε και να γίνουμε πιο δυνατοί, γιατί ο σοφός είναι δυνατός κι αυτός που κρυφακούει στις πόρτες α ιιοκτάει περισσότερη δύναμη. «Τον αφήσαμε να ξεφύγει μέσα από τα χέρια μας», είπε με λύσοα ο Χάιντριχ. «Έχουμε στη διάθεση μας την πιο ισχυρή αστυνο­ μική δύναμη που έχει περάσει ποτέ από αυτή την πόλη και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πιάσουμε έναν άνθρωπο». «Είναι πολύ νωρίς για να απελπιζόμαστε, κύριε». Αυτός θα πρέπει να ήταν ο Χορστ Μπόμε, ο αρχηγός της αστυνομίας της Πράγας. Κατάλαβα αμέσως τη βερολινέζικη προ­ φορά του. «Συνεχίζουμε τις έρευνες για τον Μόραβεκ από σπίτι σε σπίτι, κι ακόμα και τώρα είμαι σίγουρος πως κάτι θα βγει». «Ξέρουμε το όνομά του», είπε ο Χάιντριχ αγνοώντας τον. «Ξέ­ ρουμε πώς είναι εμφανισιακά. Ξέρουμε επίσης ότι βρίσκεται κά­ που μέσα στην πόλη και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να τον βρούμε. Μιλάμε για το απόλυτο φιάσκο. Ξεφτίλα». «Μάλιστα, κύριε». «Μια χαμένη ευκαιρία, κύριοι», είπε μαινόμενος ο Χάιντριχ. «Δεν θα έπρεπε ωστόσο να με εκπλήσσει κάτι τέτοιο παίρνοντας υπόψη τι συνέβη εδώ τον Μάιο. Στο κρησφύγετο της UVOD οτην οδό - ποιο ήταν το όνομα εκείνου του τσέχικου κωλόδρομου, Φλάισερ;» «Ποντ Τέρεμπκοβ, κύριε», είπε ο Φλάισερ. «Τους είχες όλους στα χέρια σου, γαμώτο», φώναζε ο Χάιντριχ. «Ήταν παγιδευμένοι σ’ εκείνο το αναθεματισμένο διαμέρι­ σμα. Και παρ’ όλα αυτά, κατάφερες να αφήσεις να σου ξεφύγουν δύο. Χριστέ μου, θα έπρεπε να σε στείλω στο απόσπασμα για ανι­ κανότητα ή για συνεργία κατά τη διαφυγή τους. Όπως και να χει, έπρεπε να σε σκοτώσω». «Μα, κύριε», διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισερ. «Μ ε όλο το σεβα­ σμό, βρίσκονταν τριάντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Χρήσιμο-

P H I L I P K E RR

N

ποίησαν μια μεταλλική κεραία για να γλιστρήσουν τα τριάντα μέ­ τρα που μεσολαβούσαν απ’ το παράθυρο ως την αυλή. Η κεραία ήταν καλυμμένη με αίμα όταν τη βρήκαμε. Τα δάχτυλα κάποιου βρίσκονταν στο έδαφος». «Γιατί δεν είχες άντρες στην αυλή; Υπάρχει έλλειψη από άντρες στην Γκεστάπο και στα Ες Ες εδώ στην Πράγα; Ε, Μπόμε; Υπάρχει;» «Ό χι, κύριε». «Φλάισερ;» «Ό χι, στρατηγέ μου». «Ώστε νομίζετε πως αυτή τη φορά θα γίνουν όλα σωστά. Αυτή τη φορά έχουμε φωτογραφία του Βάσλαβ Μόραβεκ. Γνωρίζουμε το κρησφύγετο που χρησιμοποιεί τους τελευταίους πέντε μήνες. Και τι ανακαλύπτουμε; Ένα σημείωμα που απευθύνεται σ’ εμένα. Θύμισέ μου τι έλεγε το σημείωμα του Μόραβεκ, Φλάισερ». «Θα προτιμούσα να μην το κάνω, κύριε». «Έλεγε: “Γλείψε μου τον κώλο, στρατηγέ Χάιντριχ”. Είναι γραμμένο και στα γερμανικά και στα τσέχικα, όπως επιβάλλει ο νόμος, κάτι που δείχνει πολύ μεγάλο θράσος, δεν νομίζεις; “Γλεί­ ψε μου τον κώλο, στρατηγέ Χάιντριχ.” Θα έλεγε κανείς πως είμαι μεγαλύτερο αρχίδι από σένα, Φλάισερ. Εσύ ήδη έχεις γίνει περί­ γελος μετά το περιστατικό στο Πρίκοπι Μπαρ». «Στο συγκεκριμένο περιστατικό που αναφέρεστε, κύριε, ο ά­ ντρας φορούσε το σήμα του Κόμματος στο πέτο του». «Κι αυτό φυσικά κάνει τη διαφορά, έτσι; Μακάρι να έπαιρνα δέκα βαθμούς για κάθε μπάσταρδο με σήμα του Κόμματος που έπρεπε να σκοτώσω από το 1933». «Κάποιος του το κάρφωσε, κύριε. Ο Μόραβεκ πρέπει να ήξερε ότι ερχόμασταν». «Είναι τόσο προφανές, αγαπητέ μου κομισάριε. Αυτό που δεν είναι προφανές είναι τι στο διάολο κάνουμε για να βρούμε τον προδότη που του τα πρόλαβε. Ταγματάρχη Πλετς;»

Ν «Κύριε;» «Ποιος συνεργάζεται με την ειδική ομάδα της αστυνομίας που διέταξα να συσταθεί; Τ η VXG». «Ο λοχαγός Κούτνερ, κύριε». «Το γνωρίζω, Άχιμ. Ρωτάω ποιος ανέλαβε τώρα». «Δεν έχετε ορίσει, κύριε». «Πρέπει να τα σκέφτομαι όλα εγώ; Πέρα απ’ τα παιδιά μου, που παρεμπιπτόντως φτάνουν σε λιγότερο από σαράντα οχτώ ώρες, τίποτα άλλο, επαναλαμβάνω, τίποτα δεν είναι πιο σημαντι­ κό από το να βρούμε αυτόν που κρύβεται πίσω από τις διαβιβά­ σεις. Τον προδότη X ή όπως αλλιώς θέλετε να τον αποκαλείτε. Τίποτα. Αυτές είναι οι διαταγές που μου έδωσε ο ίδιος ο Φύρερ. Ούτε ο Βάσλαβ Μόραβεκ ούτε οι Τρεις Μάγοι ούτε και το δίκτυο της αντίστασης της UVOD είναι τόσο σημαντικό όσο αυτό, κατα­ λάβατε;» Τότε πήρε το λόγο μια άλλη φωνή, που δεν αναγνώρισα. «Ειλικρινά, κύριε, χωρίς να θέλω να μιλήσω άσχημα για τον νε­ κρό, ο λοχαγός Κούτνερ δεν ήταν καλός αξιωματικός-σύνδεσμος». «Ποιος μιλάει;» ρώτησα τον Κάλο. Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω». «Είναι γεγονός πως ο Κούτνερ ήταν αλαζόνας και αγενής, και συχνά αρκετά απρόβλεπτος. Μέχρι που κατάφερε στο άψε σβήσε να τσαντίσει το τοπικό Εγκληματολογικό και την Γκεστάπο όσο βρισκόταν εδώ». «Όπως έλεγα, ήταν αρχίδι» μουρμούρισε ο Κάλο. «Δεν σας υπηρέτησε καλά, στρατηγέ μου», συνέχισε να λέει η ίδια φωνή. «Και μια και πέθανε, επιτρέψτε μου να αναλάβω εγώ τις επαφές με την VXG. Σας εγγυώμαι πως θα κάνω καλύτερη δουλειά απ’ αυτόν». «Πολύ καλά, λοχαγέ Κλούκολν», είπε ο Χάιντριχ. «Αν ο λοχα­ γός Κούτνερ ήταν τόσο κακός όσο ισχυρίζεστε...»

P H I L I P KERR

[324]

«Ήταν, κύριε», επέμεινε μια άλλη φωνή. «Τότε λοιπόν τράβα στο παλάτι Πέτσεκ και μετά στο Εγκληματολογικό, προσπάθησε να εξομαλύνεις κάθε αναστάτωση και βεβαιώσου πως γνωρίζουν ποια είναι η δουλειά τους. Έγινα κα­ τανοητός;» «Μάλιστα, κύριε». Ακόυσα μια καρέκλα να σύρεται και έπειτα κάποιον, φαντάζο­ μαι πως ήταν ο Κλούκολν, να χτυπάει προσοχή και να βγαίνει από το δωμάτιο. «Μιλώντας για αναστάτωση, κύριε», αυτός ήταν ο ταγματάρ­ χης Πλετς. «Ο επιθεωρητής σας, ο Γκούντερ, έχει ήδη καταφέρει να αναστατώσει όλο το κοτέτσι. Δέχτηκα ήδη αρκετά παράπονα για τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι η επιθυμητή». Έγνεψα στον Κάλο. «Πράγματι», του είπα. «Συμφωνώ με τον ταγματάρχη Πλετς, κύριε», αυτός ήταν και πάλι ο συνταγματάρχης Μπόμε. «Μάλλον πιστεύετε πως έπρεπε να επιλέξω εσάς για να ανα­ λάβετε την ανάκριση, συνταγματάρχη Μπόμε». «Ξέρετε ότι είμαι εκπαιδευμένος αστυνομικός, κύριε». Ο Χάιντριχ γέλασε ψυχρά. «Λες για τότε που πήγες στην εκπαίδευση αστυνομικών-υπολοχαγών στην Αστυνομική Ακαδημία του Σαρλότεμπουργκ; Μά­ λιστα, τώρα καταλαβαίνω γιατί κάποιος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του Ηρακλή Πουαρό. Αγαπητέ μου Μπόμε, θα σου πω κά­ τι. Δεν έχουν απομείνει πια καλοί αστυνομικοί στην αστυνομία και στην Γκεστάπο. Στο σύστημα που διοικούμε μπορείς να δεις όλα τα είδη ανθρώπων: φιλόδοξους δικηγόρους, σαδιστές αστυνο­ μικούς, γλείφτες δημόσιους υπαλλήλους, όλοι τους, τολμώ να πω, είναι πιστοί στο Κόμμα. Κάποιες φορές τούς αποκαλούμε ντετέκτιβ ή επιθεωρητές και τους ζητάμε να ερευνήσουν μια υπόθεση. Όμως σας διαβεβαιώνω πως δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.

Μ Το να είναι σωστοί ντετέκτιβ είναι πέραν των ικανοτήτων τους. Λεν μπορούν να το κάνουν, επειδή δεν μπορούν να χώνουν τη μύι η τους εκεί που δεν τους σπέρνουν. Και δεν μπορούν επειδή φο­ βούνται να κάνουν ερωτήσεις που υποτίθεται πως δεν πρέπει να κάνουν. Και ακόμα κι αν τις έκαναν, θα τρόμαζαν επειδή δεν θα ιούς άρεσαν οι απαντήσεις. Θα προσέβαλε την αφοσίωσή τους στο Κόμμα. Ναι, αυτή είναι η φράση που θα χρησιμοποιούσαν για να δικαιολογήσουν την ανικανότητά τους. Ο Γκούντερ μπορεί να είναι πολλά πράγματα, χώνει όμως τη μύτη του παντού. Είναι πραγματικό λαγωνικό. Κι εγώ αυτό χρειάζομαι». «Σίγουρα όμως η αφοσίωση στο Κόμμα πρέπει να υπολογιστεί κάπως, κύριε», είπε ο Μπόμε. «Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;» «Τ ι να έχω να πω; Ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός αξιωμα­ τικός των Ες Ες είναι νεκρός. Γιατί αυτό ήταν, κύριοι, παρά τις επιφυλάξεις σας. Και ίσως δολοφονήθηκε από κάποιον εδώ μέ­ σα. Μπορούμε να προσποιηθούμε ότι ο δολοφόνος ήταν κάποιος κακομοίρης Τσέχος, όμως όλοι γνωρίζουμε πως είναι αδύνατον για κάποιον να παρακάμψει όλους τους φύλακες, να μπει στο σπίτι μου και να πυροβολήσει τον λοχαγό Κούτνερ. Εξάλλου, αν θέλω να περιαυτολογήσω, αν ένας Τσέχος έμπαινε στον κόπο να ξεπεράσει τα μέτρα ασφαλείας, τότε θα προτιμούσε να πυροβο­ λήσει εμένα και όχι τον υπασπιστή μου. Ό χι, κύριοι, αυτή ήταν δουλειά από μέσα. Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό, και ο Γκούντερ είναι ο σωστός άνθρωπος - ο άνθρωπός μου - για να βρει ποιος το έκανε». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Και όσο για την αφοσίωση προς το Κόμμα, αυτό είναι δική μου δουλειά και όχι δική σας, συνταγματάρχη Μπόμε. Εγώ θα πω ποιος είναι αφοσιωμένος και ποιος όχι». Είχα ακούσει αρκετά. Σηκώθηκα και έκλεισα την πόρτα του σαλονιού. «Σας έκανε καλή διαφήμιση, κύριε», είπε ο Κάλο.

«Ο Χάιντριχ; Μην το συζητάς. Καλύτερα δεν γίνεται», είπα σηκώνοντας τους ώμους. Κάθισα στο πιάνο και αποπειράθηκα να παίζω μερικές νότες. «Παρ’ όλα αυτά έχω την αίσθηση ότι με χρησιμοποιούν. Και πολύ καλά μάλιστα». «Όλους μάς χρησιμοποιούν», είπε ο Κάλο. «Εσάς, εμένα, ακό­ μα και τον Χάιντριχ. Μόνο ένας είναι αυτός που έχει το πάνω χέ­ ρι. Κι αυτός είναι ο Γκρόφαζ». Το «Γκρόφαζ» ήταν υποτιμητικό προσωνύμιο του Χίτλερ. «Μπορεί να είναι κι έτσι. Λοιπόν. Ποιος είναι ο επόμενος στη λίστα μας; Μου ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να τους αναστατώσω λίγο». «Ο αντιστράτηγος Φρανκ, κύριε». «Είναι αυτός με τη νέα σύζυγο, σωστά; Την Τσέχα». «Σωστά, κύριε. Και πιστέψτε με, είναι εξαιρετική. Πραγματικά αξιολάτρευτη. Είκοσι οχτώ χρόνων, ψηλή, ξανθιά και έξυπνη». «Ο Φρανκ θα πρέπει να έχει κρυφά προσόντα». «Οπωσδήποτε, κύριε». «Ή και κάποια κουσούρια. Για να βρούμε ποια είναι λοιπόν».

«Γνωρίζατε καλά τον λοχαγό Κούτνερ, στρατηγέ Φρανκ;» «Ό χι πολύ καλά. Αρκετά θα έλεγα. Ο Πλετς, ο Πόμε, ο Κλούκολν και ο Κούτνερ...» χαμογέλασε ο Φρανκ, «ακούγονται σαν παλιό ραφτάδικο στο Βερολίνο. Είναι σαν να είναι όλοι μαζί ένα. Υποθέτω αυτό ζητά κανείς από έναν υπασπιστή. Εγώ δεν μπορώ να το ξέρω, μια και δεν έχω υπασπιστή. Φαίνεται να τα καταφέρ­ νω καλά χωρίς κανέναν, πόσο μάλλον χωρίς τέσσερις. Αν όμως εί­ χα υπασπιστή, θα ήθελα να είναι ανώνυμος, όπως αυτοί οι τρεις. Είναι αποτελεσματικοί βέβαια. Ο Χάιντριχ δεν θα ανεχόταν τίπο­ τα λιγότερο. Και ακριβώς επειδή είναι αποτελεσματικοί, παραμέ­ νουν μακριά απ’ το προσκήνιο.

Η »Ήξερα ελάχιστα τον Κούτνερ προτού πάρει μετάθεση στην I Ιράγα. Ό ταν ήταν ακόμη στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μ ε βοή­ θησε σε κάποια διοικητικά θέματα, κάτι για το οποίο του ήμουν ευγνώμων, και γι’ αυτό, όταν εμφανίστηκε εδώ, προσπάθησα να ιον βοηθήσω. Ήταν φυσικό να μου εκμυστηρευτεί κάποια πράγ­ ματα. Γι’ αυτό και ξέρω τι σας λέω. » 0 Κουτνερ ήταν το τελευταίο απόκτημα του Χάιντριχ ως υπασπιστής. Και κάτι τέτοιο σήμαινε πως αυτός και ο τρίτος υπασπιστής του Χάιντριχ, ο Κλούκολν, δεν υπήρχε ποτέ περί­ πτωση να τα πάνε καλά, καθώς η πρώτη αρχή για να κάνεις σω­ στά τη δουλειά σου είναι να καταφέρεις να διώξεις τον ανώτερο σου. Γι’ αυτό και ο Κλουκολν δυσανασχετούσε με τον Κουτνερ. Και μάλλον τον φοβόταν. Κάτι που είναι απολύτως κατανοητό. Ο Κούτνερ ήταν έξυπνος. Πολύ πιο έξυπνος από τον Κλούκολν. Ήταν λαμπρός δικηγόρος πριν μετακινηθεί στα ανατολικά τον Ιούνιο. Από την άλλη ο Κούτνερ αισθανόταν πως ο Κλούκολν προσπαθούσε να τον κρατήσει στάσιμο ή ακόμα και να τον υπο­ βαθμίσει». Για μια στιγμή φαντάστηκα τους δύο άντρες να μαλώνουν στον κήπο το προηγούμενο βράδυ. Να ήταν άραγε αυτή η σκηνή στην οποία ήμουν παρών; Ο Κλούκολν να προσπαθεί να βάλει τον Κούτνερ στη θέση του; Και ο Κούτνερ να αντιστέκεται; Ή μήπως κάτι πιο προσωπικό; «Ο Χάιντριχ γνώριζε για τον ανταγωνισμό;» «Φυσικά και γνώριζε. Θα έλεγα πως δεν υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζει ο Χάιντριχ. Του αρέσει όμως να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό. Πιστεύει πως έτσι ωθεί τους ανθρώπους να κατα­ βάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες. Επομένως δεν θα τον ενο­ χλούσε καθόλου που αυτοί οι δύο ανταγωνίζονταν για χάρη του. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα κόλπο που διδάχθηκε από τον Φύρερ». «Οπωσδήποτε».

P H I L I P K E RR

[328]

Ο αντιστράτηγος Καρλ Χέρμαν Φρανκ φαινόταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τα σαράντα τρία του. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδιασμένο, ενώ υπήρχαν σακούλες κάτω από τα μά­ τια του, καθώς ήταν ένας ναζί που δεν κοιμόταν πολύ καλά. Ήταν βαρύς καπνιστής, κρατούσε το τσιγάρο με τα δυο του δά­ χτυλα, σαν να το είχε μόλις βουτήξει στη σάλτσα, ενώ τα δόντια του έμοιαζαν με κιτρινισμένα πλήκτρα παλιού πιάνου. Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τι βρήκε μια όμορφη κοπέλα είκοσι οχτώ χρόνων σ’ αυτό τον αδύνατο και δύσκαμπτο άντρα. Τ η δύναμη ίσως; Ο Χίτλερ μάλλον τον προόριζε για διάδοχο του Φον Νόιρατ, ωστόσο ως αρχηγός των Ες Ες και της αστυνομίας της Βοη­ μίας και της Μοραβίας ο Φρανκ ήταν εκ των πραγμάτων ο δεύτε­ ρος πιο σημαντικός άντρας στο προτεκτοράτο. Το πιο ενδιαφέ­ ρον ήταν ίσως γιατί μια όμορφη Τσέχα γιατρός παντρεύτηκε έναν άντρα που, όπως παραδεχόταν ο ίδιος, οι Τσέχοι μισούσαν τόσο πολύ. Η εχθρότητα που άκουσα να εκφράζει για τους Τσέχους μια μέρα πριν ακόμη ηχούσε στ’ αυτιά μου. Αναρωτήθηκα τι να συζητούσαν ο κύριος και η κυρία Φρανκ μετά το δείπνο. Για τη χρεοκοπία των τσέχικων τραπεζών; Για τις προτάσεις στα τσέχι­ κα που δεν περιείχαν φωνήεντα; Για την UVOD; Για τους Τρεις Μάγους ίσως; «Κύριε, όταν λέτε πως υπήρχε έχθρα ανάμεσα στους λοχαγούς Κλούκολν και Κούτνερ, εννοείτε πως μισούσε ο ένας τον άλλο;» «Ναι. Υπήρχε μεγάλη έχθρα. Είναι φυσικό. Αν όμως ψάχνετε κάποιον που μισούσε πραγματικά τον λοχαγό Κούτνερ - τόσο ώστε ίσως να τον σκοτώσει - , τότε ο Βάλτερ Γιακούμπι είναι αυ­ τός που ψάχνετε». «Αυτός δεν είναι ο αντισυνταγματάρχης της αστυνομίας που ασχολείται με τη μαγεία και τον αποκρυφισμό;» «Ακριβώς. Και συγκεκριμένα με την αριοσοφία. Μη μου ζητή­ σετε λεπτομέρειες. Πιστεύω πως είναι κάποιου είδους αποκρυφιστικές βλακείες που αφορούν τη γερμανική ταυτότητα. Για μένα

[329]

αρκεί να διαβάζω το βιβλίο του Φΰρερ. Ο Γιακούμπι όμως ήθελε να μάθει περισσότερα. Μ ε έπρηζε συνέχεια να ασχοληθώ με την αριοσοφία, μέχρι που του είπα να πάει να πνιγεί. Δεν ήμουν ο μό­ νος που θεωρούσε πως το ενδιαφέρον του γι’ αυτά τα πράγματα ήταν γελοίο. Ο Κούτνερ, που είχε πατέρα προτεστάντη πάστορα και ήταν εξοικειωμένος με τις θρησκευτικές ανοησίες, πίστευε ότι η αριοσοφία ήταν για πέταμα, και του το έλεγε κιόλας». «Το έλεγε κατάμουτρα στον αντισυνταγματάρχη Γιακουμπι;» «Κυρίως σ’ εκείνον. Ήταν κάτι πολύ διασκεδαστικό για μας τους υπόλοιπους. Συνέβη ένα περιστατικό όταν βρίσκονταν και οι δυο στη Σχολή Αξιωματικών των Ες Ες στην Πράγα. Την πε­ ρασμένη Κυριακή, στις 29 Σεπτεμβρίου. Μια μέρα αφότου ο Χάιντριχ έφτασε εδώ στην Πράγα. Η Σχολή τον κάλεσε σε γεύμα προς τιμήν του και, όπως ήταν φυσικό, οι υπασπιστές του τον ακολούθησαν. Κάποιος, όχι ο Κούτνερ όμως, ρώτησε τον αντισυνταγματάρχη Γιακούμπι για το δαχτυλίδι με τη νεκροκεφαλή που φορούσε —προφανώς δώρο του Χίμλερ. Το ένα έφερε το άλλο και μέσα σε λίγη ώρα ο Γιακούμπι άρχισε τις παπαριές για τον Βουόταν, τη λατρεία του ήλιου και τους μασόνους. Στη μέση της κου­ βέντας ο λοχαγός Κούτνερ ξέσπασε σε γέλια και είπε ότι όλοι αυ­ τοί οι γερμανικοί μύθοι ήταν “μπούρδες”. Αυτή τη λέξη χρησιμο­ ποίησε. Επικράτησε μια αμήχανη σιωπή για λίγο και έπειτα ο Φος - είναι ο επικεφαλής αξιωματικός στο Μπενεσάου και ένας απ’ τους φιλοξενούμενους εδώ στο Κάτω Κάστρο και, αν μου επι­ τρέπετε, ένας ηλίθιος - προσπάθησε να αλλάξει θέμα. Ο Κούτνερ όμως το συνέχισε και τότε ο Γιακούμπι του είπε κάτι». Ο Φρανκ συνοφρυώθηκε για λίγο. «Τι του είπε;» «Προσπαθώ να θυμηθώ ακριβώς τα λόγια του. Ναι. Είπε κάτι σαν: “Αν δεν φόραγες τη στολή των Ες Ες, λοχαγέ Κούτνερ, θα σε σκότωνα μετά χαράς τώρα, ενώπιον όλων αυτών των ανθρώ­ πων».

P H I L I P K E RR

[330]

«Είστε βέβαιος γι’ αυτό, κύριε;» «Μάλιστα. Είμαι σχεδόν σίγουρος. Και είμαι και βέβαιος ότι ο Φος θα το επιβεβαιώσει. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, δεν είπε “σκότωνα”, είπε “πυροβολούσα”». «Και τι του απάντησε ο Κούτνερ;» «Γέλασε. Αυτό δεν εκτόνωσε την κατάσταση όμως. Και έκανε και κάποιο άλλο σχόλιο, το οποίο δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, είχε όμως σχέση με την αντιπαλότητα που υπήρχε ήδη μεταξύ τους. Προφανώς γνωρίζονταν από το πανεπιστήμιο και ήταν ε­ χθροί». «Νόμιζα πως ο Γιακούμπι ήταν από το Μόναχο, κύριε», είπε ο Κάλο. «Έτσι είναι». «Και πως σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Τίμπιγκεν», πρόσθεσε ο Κάλο. «Τουλάχιστον αυτό αναφέρεται στο φάκελό του». «Πράγματι. Σπούδασε όμως νομικά και στο Πανεπιστήμιο Μαρτίνος Λούθηρος στο Χάλε. Όπως και ο Κούτνερ. Ίσως δεν του φαίνεται, αλλά ο Γιακούμπι ήταν μόνο ένα δύο χρόνια μεγα­ λύτερος από τον Κούτνερ. Σύμφωνα με τον Χάιντριχ, μέχρι που μονομάχησαν όταν ήταν φοιτητές». «Μονομάχησαν;» γέλασε ο Κάλο. «Τι, με σπαθιά;» «Ακριβώς». «Για ποιο λόγο;» ρώτησε. «Ζούσαν σε μια κοινωνία μονομαχίας. Δεν χρειαζόταν κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Αυτό συμβαίνει όταν ζεις σε μια τέτοια κοι­ νωνία». «Επομένως ο Γιακούμπι πρέπει να χαράκωσε τον Κούτνερ στο πρόσωπο». «Πολύ πιθανόν. Πρέπει οπωσδήποτε να τον ρωτήσετε». «Εφόσον ο Γιακούμπι ήταν ο ανώτερος του Κούτνερ», είπα, «τότε ο Κούτνερ σίγουρα εκδήλωσε απειθαρχία λέγοντας όσα εί-

Μ ιιε. Σίγουρα θα είχε συνέπειες γι’ αυτά που είπε. Γιατί δεν του αποδόθηκαν κατηγορίες;» «Από τη μια δεν επρόκειτο για επίσημο περιστατικό. Όπως ίσως γνωρίζετε, υποτίθεται πως υπάρχει μια κάποια ελευθερία στο τι μπορούν να πουν οι αξιωματικοί μεταξύ τους σε τέτοιες περιστάσεις. Μέχρι ενός σημείου. Πέρα απ’ αυτό όμως δεν υπήρ­ χε πρόβλημα επειδή ο Κούτνερ είχε φυσικά “δόντι”». «Εννοείτε τον Χάιντριχ». «Φυσικά αυτόν εννοώ». Ο Φρανκ άναψε τσιγάρο με έναν όμορφο χρυσό αναπτήρα προτού σταυρώσει νωχελικά τα πόδια του δείχνοντάς μας τα σπι­ ρούνια του. Ίσως στην Τσέχα σύζυγό του, την Κάρολα, άρεσε η μεγαλοπρεπής τύπου καβαλάρη εμφάνιση του αξιωματικού. Αυτή σίγουρα ήταν καλύτερη από τη φυσική του εμφάνιση, μια εμφάνι­ ση ανθρώπου που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Το κοκαλιάρικο κεφάλι του, τα χαρακτηριστικά του που φανέρωναν κούραση, τα δυνατά του δάχτυλα, το θλιμμένο χαμόγελό του και η μανία του με το κάπνισμα τον έκαναν να φαίνεται σαν να βγήκε από γαλλι­ κό μυθιστόρημα. «Αυτό που πρέπει επίσης να καταλάβετε», είπε ο Φρανκ, «εί­ ναι ότι μετά το φιάσκο του Κούτνερ στη Λετονία, και επειδή ο Χάιντριχ και ο Φον Εμπερστάιν ήταν αυτοί που γλίτωσαν τον νε­ αρό από την απόταξη, οι συνάδελφοι αξιωματικοί τού φέρονταν με επιείκεια. Αν πήγαινε ο Γιακούμπι το θέμα στους ανωτέρους, θα σήμαινε ότι τα βάζει με τον Χάιντριχ. Κι από τη στιγμή που ο Χάιντριχ είναι η πηγή κάθε ανέλιξης στη Βοημία, θα έκανε κάτι τέτοιο μόνο αν ήθελε να πετάξει την καριέρα του στα σκουπίδια. Μπορεί ο Γιακούμπι να είναι ένα μουνόπανο με κερωμένο μου­ στάκι, αλλά ηλίθιος δεν είναι. Ό χι εντελώς». «Είναι φονιάς όμως;» ρώτησα. «Το να σκοτώσεις ένα συνάδελ­ φο εν ψυχρώ σίγουρα είναι ηλίθιο». Ο Φρανκ γούρλωσε τα μάτια και μερικά δευτερόλεπτα αργότε-

P H I L I P K E RR

|_332j

ρα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο λεπτό πρόσωπό του, λες και έπεσε στα χέρια του καλό χαρτί. «Κι εγώ που νόμιζα πως είστε λαγωνικό». «Ο Γιακουμπι ενδιαφέρεται για τον αποκρυφισμό, κύριε, όχι εγώ. Και γενικό ανακρίνω μάρτυρες, γιατί πολύ συχνά αποδεικνυεται πως είναι πιο αξιόπιστοι από μια κρυστάλλινη σφαίρα ή από τις κάρτες ταρό». Έ γειρε μπροστά, σαν να ήταν μαϊμού, και έπαιξε για λίγο με ένα δαχτυλίδι στο δεξί του χέρι, ενώ εξακολουθούσε να χαμογελά σαν να τον διασκέδαζε το γεγονός ότι ήξερε κάτι που εγώ δεν ήξερα, τουλάχιστον για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη. Ήταν προ­ φανές πως ήταν έτοιμος κάτι να μου πει. «Ο Χάιντριχ σας έχει σε μεγάλη εκτίμηση, Γκουντερ. Δεν μπο­ ρώ να καταλάβω όμως το λόγο». «Για κάποιους μπάτσους αυτό θα ήταν ένα κακεντρεχές σχό­ λιο, κύριε, όμως νομίζω πως θα μπορέσω να το ξεπεράσω με ένα δυο ποτάκια». «Δεν θα έλεγα όχι». Ο Φρανκ κοίταξε τον Κάλο, που πήγε στο δίσκο με τα ποτά. «Τ ι να σας βάλω, κύριε;» «Μπράντι». «Και για μένα», είπα. «Βάλε και για σένα ένα». Περίμενα μέχρι να πάρουμε όλοι το ποτό μας και έπειτα έκα­ να πρόποση στο στρατηγό. «Πίνω εις υγείαν των ανωτέρων μας, που δεν μας εκτιμούν όσο θα θέλαμε». Ο Φρανκ κατάλαβε ότι αυτό προοριζόταν για εκείνον - ίσως επειδή θα ήθελε να γινόταν αυτός ο νέος Προστάτης του Ράιχ της Βοημίας και όχι ο Χάιντριχ, αν και ο Φυρερ τον είχε σε μεγα­ λύτερη εκτίμηση. Προς τιμήν του ο Φρανκ κατάπιε με αξιοπρέ­ πεια την μπηχτή και κατέβασε με τη μία το ποτό του, λες και έπι­ νε παιδικό σιρόπι. Είχα ξαναδεί άντρες να πίνουν έτσι, και τότε

κατάλαβα πώς γίνεται να έχουμε περίπου την ίδια ηλικία αλλά διαφορετικούς χάρτες στα πρόσωπά μας. Υποθέτω ότι ο δικός μου ήταν μια χαρά, ο δικός του όμως έμοιαζε με το Δέλτα του Γάγγη. «Καλύτερα να φέρεις εδώ την καράφα, Κουρτ», είπα. «Καλή ιδέα», είπε ο Φρανκ. Ό ταν ο Φρανκ γέμισε το ποτήρι του, το περιεργάστηκε προ­ σεχτικά για λίγο και αμέσως μετά είπε: «Συνήθως υπάρχει ανταμοιβή για τον καλό πληροφοριοδότη, σωστά;» «Κάποιες φορές», απάντησα. «Μ ε όλο το σεβασμό, δεν μου φαίνεστε άνθρωπος που θα ήταν ικανοποιημένος με πέντε μάρκα κι ένα τσιγάρο». «Μια χάρη, κομισάριε. Ή και παραπάνω από μία ίσως». «Τ ι είδους χάρη;» «Πληροφορίες. Βλέπετε από τότε που με παρέβλεψαν γι’ αυτή τη σημαντική θέση εδώ στη Βοημία — όπως πολύ ευγενικά μου υπενθυμίσατε - , δεν ακούω τόσο καλά όπως παλιά». «Και θέλετε εμείς να γίνουμε τα ακουστικά σας;» Ο Φρανκ κοίταζε με δυσπιστία τον Κάλο. «Δεν ζερώ γι’ αυτόν. Εσύ όμως μου κάνεις για την ώρα». «Κατάλαβα». «Απλώς θέλω να μείνω μέσα στα πράγματα. Αυτό είναι όλο. Τα μαθαίνω όλα τελευταίος πια. Μ ε αυτό τον διακριτικό τρόπο ο Χάιντριχ μου δείχνει πως έχει το πάνω χέρι. Είδατε πώς αντιμε­ τώπισε τον Φον Νόιρατ τις προάλλες. Έτσι φέρεται και σ’ εμέ­ να», είπε και σήκωσε τους ώμους. «Δεν ζητώ πολλά, κομισάριε. Εξάλλου...» και γέμισε το ποτήρι του με μπράντι, χωρίς να έχει τελειώσει ακόμη το προηγούμενο, ενώ έγλειψε δυνατά τα χείλη του, «δεν έχει καμία σχέση με κατασκοπεία ή οτιδήποτε άλλο». Ο Κάλο κι εγώ ανταλλάξαμε μια γρήγορη ματιά. Χαμογέλασα και γέμισα κι εγώ το ποτήρι μου.

P H I L I P K E RR

[334]

«Είστε σίγουρος γι’ αυτό;» — συνέχισα να χαμογελάω για να τον κάνω να νομίσει πως αστειεύομαι και να ακούει χωρίς να θι­ χτεί. «Ας το δούμε λογικά. Ένας άντρας σαν κι εσάς που έχει λό­ γους νομίζω πως θα γινόταν πολύ καλός κατάσκοπος». Ο Φρανκ με αγνόησε. «Μην αλλάζεις κουβέντα. Ό χι τώρα που σημειώνουμε κάποια πρόοδο. Απλώς πες μου: Είμαστε σύμφωνοι;» «Να ανταλλάσσουμε πληροφορίες από δω και πέρα; Ναι, έτσι νομίζω. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και μερικούς φίλους στην Πράγα. Αυτή τη στιγμή δεν έχω καθόλου. Και μια και το ανέφερα, δεν έχω ούτε στην πατρίδα». Ο Φρανκ έγνεψε με μάτια που έλαμπαν. «Εντάξει», είπε, «εσύ πρώτος. Δώσ’ μου μια πληροφορία ως δείγμα καλής θέλησης». «Μάλιστα, ακούω». «Ποιο είναι το όνομα αυτής της μουλωχτής που ο Χένλάίν έχει σπιτώσει στο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ; Έχω ακούσει πως ξέρεις τα πάντα γι’ αυτήν». «Το όνομά της είναι Μ πέτι Κίπσντορφ». «Μάλιστα». «Π είτε μου τώρα γιατί θέλατε να μάθετε». «"Ισως γιατί ήθελα να διαπιστώσω κατά πόσο θα τηρούσες τη συμφωνία μας προτού σου μιλήσω για το ενδιαφέρον παρελθόν του αντισυνταγματάρχη Γιακούμπι». «Αποκλείεται να υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον από μια μονομα­ χία με το θύμα, καθώς και απειλή ότι θα τον πυροβολήσει». «Και όμως υπάρχει κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ αυτό, κομισά­ ριε. Αυτό ήταν απλώς το ορεκτικό. Τώρα θα σας περάσω στο κυ­ ρίως πιάτο. Ο Γιακούμπι μπήκε στα Ες Ες το 1930, όσο ήταν ακό­ μη φοιτητής της Νομικής στο Τίμπιγκεν. Φυσικά δεν υπάρχει κάτι περίεργο εδώ, αν εξαιρέσεις ότι δεν είναι πολλοί οι φοιτητές που συλλαμβάνονται για φόνο τη βδομάδα της αποφοίτησής τους.

Η »Ναι, το ήξερα όχι αυτό θα σας έκοβε την ανάσα. Το 1932 ο Γιακούμπι δολοφόνησε κάποιον στη Στουτγάρδη, που βρίσκεται μόλις είκοσι χιλιόμετρα έξω από το Τίμπιγκεν. Το θύμα ήταν διακεκριμένο μέλος του KPD,* αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία του θανάτου του. Υπάρχουν υποψίες πως ήταν αδερφή και πως αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος που δολοφονήθηκε. Δεν χρειάζεται να σας πω πώς είχαν τα πράγματα το 1932. Κατά κάποιο τρόπο η κυβέρνηση του Φον Πάπεν ήταν δεξιά, ακριβώς σαν του Χίτλερ. Το γραφείο του ει­ σαγγελέα της Στουτγάρδης χειρίστηκε κάπως με αργούς ρυθμούς την υπόθεση κατά του Βάλτερ Γιακουμπι. Μ ε τόσο αργούς ρυθ­ μούς μάλιστα, που τελικά η υπόθεση δεν εκδικάστηκε ποτέ, όπως ήταν φυσικό, επειδή τον Ιανουάριο του 1933 εξελέγησαν οι ναζί και κανείς δεν ενδιαφερόταν πλέον να ασχοληθεί με μια υπόθεση ενάντια σε ένα αφοσιωμένο μέλος του Κόμματος όπως ήταν ο Γιακούμπι. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι να απορείς που μπή­ κε στα Ες Ες και στην αστυνομία αμέσως μετά. Μάλλον ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μην μπει φυλακή. Και όπως είναι λογι­ κό, το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις κατέλαβε μια θέση εξου­ σίας στα Ες Ες ήταν να καταστρέψει όλα τα σχετικά έγγραφα. Κάτι που παραλίγο να του στοιχίσει την αποπομπή του από την αστυνομία το 1937. Μπήκε όμως στη μέση ο Χίμλερ και έδειξε πόσο ισχυρός είναι». «Και είχατε την εντύπωση πως ένας καλός επιθεωρητής θα μπορούσε να ανακαλύψει κάτι τέτοιο από μόνος του, κύριε;» «Κάπως έτσι». «Μ ε έχετε υπερεκτιμήσει, στρατηγέ. Από την άλλη δεν υπάρ­ χουν πολλά που μπορεί να βρει κάποιος μέσα σε λιγότερες από δώδεκα ώρες. Γιατί τόσο ασχολούμαι με την υπόθεση. Και εννοεί* Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (Kommunistische Partei Deutschlands). (Σ.τ.Ε.)

P H I L I P K E RR

|_336j

ται πως υπάρχει και ένα όριο σ’ αυτά που μπορώ να ρωτήσω τους ανώτερους μου χωρίς να τιμωρηθώ για απείθεια». Ο Φρανκ γέλασε. «Ξέρουμε και οι δύο πως αυτό δεν είναι αλήθεια». Γέλασε και πάλι με έναν τρόπο που με έκανε να σκεφτώ πως υπήρχαν πολλά πράγματα τα οποία, σε αντίθεση μ’ εμένα, έβρι­ σκε αστεία. «Γνωρίζουμε και οι δύο πως θα ταίριαζε στον στρατηγό Χάιντριχ να σας βάλει να μας γελοιοποιήσετε όλους. Ειδικά τώρα που γίνεται Προστάτης του Ράιχ της Βοημίας. Αποτελεί χαρακτηριστι­ κό παράδειγμα δύναμης για όλους μας. "Ισως για να ελέγξει την αφοσίωσή μας. Ο Χίτλερ τον θαυμάζει επειδή υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα. Ανάμεσα σε όλους κι εμένα. Ειδικά εμένα». «Και γιατί να υποπτεύεται εσάς, στρατηγέ;» Ο Φρανκ κοίταξε τον Κάλο σαν να ήξερε ότι ήταν εκείνος που μου είπε για τη VXG. «Μην κάνετε τον αφελή. Είμαι παντρεμένος με Τσέχα, κομι­ σάριε. Την Κάρολα. Η πρώτη μου σύζυγος, η Άννα, ζηλεύει το κουράγιο μου και πήγε και παντρεύτηκε κάποιον που το παίζει Φύρερ και η δουλειά του είναι να διαδίδει ψέματα για μένα και τη νέα σύζυγό μου. Μόνο και μόνο επειδή είναι Γερμανοτσέχα. "Ηδη έχουν καταφέρει να στρέψουν τους δύο γιους μου εναντίον μου. Και τώρα ισχυρίζονται ότι ο μόνος λόγος που με παντρεύτηκε η γυναίκα μου ήταν επειδή είναι Τσέχα κατάσκοπος και ότι, όταν γυρίζω το βράδυ σπίτι, με πείθει να της αποκαλύψω κρατικά μυ­ στικά. Κάτι το οποίο απλώς δεν αληθεύει. Και είναι και ο λόγος που δεν γέλασα με το αστείο σας. Είμαι πιστός στη Γερμανία και στο Κόμμα και ελπίζω πως κάποτε θα έχω την ευκαιρία να απο­ δείξω σε όλο τον κόσμο πόσο αφοσιωμένος είμαι στον Φύρερ και στο σκοπό του εθνικοσοσιαλισμού. Μέχρι τότε ελπίζω να μπορώ να βασίζομαι στη βοήθειά σας — και των δύο —, για να πάψουν αυτές οι αβάσιμες υπόνοιες».

Μ Σηκώθηκε και δώσαμε τα χέρια και για να με υποστηρίξει το ίδιο έκανε και ο Κάλο. Ήταν ιδέα του Φρανκ και όχι δική μου, κι εκείνη τη στιγμή δεν το είχα σε τίποτα —μια χειραψία φαινόταν μικρό τίμημα μπροστά στις σημαντικές πληροφορίες για έναν πι­ θανό καινούργιο ύποπτο. Πέρασαν οχτώ με εννιά μήνες και τότε συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει χειραψία μ’ αυτόν που είχε διαιάξει την καταστροφή της μικρής πόλης Λίντιτσε και τη δολοφο­ νία όλων των κατοίκων ως αντίποινα για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ.

Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Ήταν εφτά. «Αν δεν ήμουν πιο πριν μπερδεμένος, είμαι σίγουρα τώρα», πα­ ραδέχτηκε ο Κουρτ Κάλο. «Κάθε φορά που μιλάμε σε κάποιον, ανακαλύπτουμε και κάτι επιπλέον. Το μόνο πρόβλημα είναι πως νιώθω ότι ξέρω ακόμα λιγότερα. Είναι πραγματικά περίεργο. Θα ιο έλεγα ακόμα και παράδοξο. Εκεί που νομίζω πως οδηγούμαι κάπου, ανακαλύπτω κάτι που κόβει τον ειρμό των σκέψεών μου, οαν να ορθώνεται ένας τοίχος ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μου. Εκεί που βρίσκω μια ψηλή καρέκλα για να ανέβω και να κοιτάξω από την άλλη πλευρά, ξεχνάω τι είναι αυτό που πρέπει να ψάξω. Και προτού ακόμη το καταλάβω, έχω ξεχάσει το λόγο για τον οποίο ανέβηκα στην καρέκλα». Ο Κάλο αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του λυπημένος. «Συγγνώμη κύριε, δεν βοηθάω έτσι, το ξέρω». Ακόμα και όταν μιλούσε ο Κάλο, προσπαθούσα να αντιταχθώ στο καταστρεπτικό μίασμα της απόλυτης σύγχυσής του. Μέσα στο μυαλό μου ήταν λες και άκουγα χαμένες συγχορδίες και έβλε­ πα κάποιες λέξεις κάτω από ένα παλίμψηστο χειρόγραφο. Ένα απατηλό κομμάτι πραγματικής διορατικότητας, που άστραφτε σαν σκόνη μαγνησίου μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του κρανίου μου, προτού όλα μαυρίσουν και πάλι. Για μια στιγμή ερχόταν η

P H I L I P K E RR

[338]

επιφοίτηση και καταλάβαινα τα πάντα και ήμουν στο τσακ να πω ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα και ποια η λύση του, και πώς γί­ νεται να μην ξέρει ο Κάλο ότι αυτό που περιέγραφε ήταν ακριβώς το πνευματικό δίλημμα που αντιμετώπιζε κάθε επιθεωρητής; Ακρι­ βώς τότε όμως μια γκρίζα ομίχλη κάλυπτε τα μάτια μου και προ­ τού το καταλάβω, η ίδια σκέψη που έμοιαζε με απάντηση ασφυκτιούσε σαν ψάρι που ο ψαράς το πέταξε στις όχθες του ποταμού και ανοιγοκλείνει το στόμα του χωρίς να βγάζει ήχο. Του είπα ότι έπρεπε να φύγω από το Κάτω Κάστρο για να βά­ λω σε τάξη τις σκέψεις μου. Το ίδιο είπα και στον εαυτό μου. Πήρα αρκετή δόση απ’ όλους αυτούς μέσα σε μία μέρα, κι ανάμεσά τους συμπεριλαμβανόταν και ο Κάλο. Αποφάσισα ότι ήθελα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο και να αφιερώσω για λίγο την ενέργειά μου στην Αριάνε και να περάσουμε μαζί το τελευταίο μας βράδυ, προτού τη στείλω το πρωί στην πατρίδα. «Ζήτα από τον ταγματάρχη Πλετς να βρει ένα αμάξι για να επιστρέψω στην Πράγα», είπα. Ο Κάλο φάνηκε λυπημένος για λίγο, για να μην πω απογοη­ τευμένος που δεν ήμουν έτοιμος να είμαι ειλικρινής μαζί του για το πού θα πήγαινα. «Μάλιστα, κύριε». Δεν περίμενα πολύ μέχρι να βρεθεί αμάξι, δυστυχώς όμως ανα­ κάλυψα πως θα το μοιραζόμουν με τον Χάιντριχ. «Τώρα μπορείς να μου πεις τα συμπεράσματα που έβγαλες», είπε καθώς ο Κλάιν μας έβγαλε από τις πύλες της κολάσεως του Κάτω Κάστρου και μπήκε σε ένα γραφικό δρόμο. «Δεν έχω καταλήξει ακόμη». «Ήλπιζα πως θα τα είχες τακτοποιήσει όλα μέχρι το Σαββα­ τοκύριακο. Προτού φτάσει η σύζυγός μου, η Λίνα». «Μάλιστα, το γνωρίζω. Μου το ξαναείπατε». «Και προτού αναγκαστούν οι καλεσμένοι μου να φύγουν. Έχουν καθήκοντα που πρέπει να αναλάβουν».

[339]

«Χμμ...» «Μου κάνει πραγματικά εντύπωση που νομίζεις ότι μπορείς να πάρεις άδεια για το βράδυ ενώ ένας δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος στο σπίτι μου. Ισως δεν έγινα κατανοητός το πρωί. Επείγει να λυθεί η υπόθεση προτού φτάσουν τα νέα στο Βερο­ λίνο». «Ό χι, γίνατε απολύτως κατανοητός, κύριε». «Και παρ’ όλα αυτά πας να δεις την πόρνη σου». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Π είτε μου κάτι, κύριε. Παίζετε σκάκι;» «Ναι, δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει μ’ αυτό ή με την πόρνη σου». «Τότε λοιπόν ίσως γνωρίζετε ότι στα μεγάλα τουρνουά δεν συ­ νηθίζεται να σηκώνονται οι παίκτες και να αφήνουν το τραπέζι όσο παίζουν. Το διάβασμα, ο ύπνος και κάθε ευχάριστος περι­ σπασμός μπορεί να αναζωογονήσουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, κάνοντας τον παίκτη να αποδώσει σε υψηλότερο πνευματικό επί­ πεδο. Τώρα, από τη στιγμή που δεν έχω σκοπό να το ρίξω στην ανάγνωση απόψε, περιμένω από τη φίλη μου να μου προσφέρει πολύ ευχάριστους περισπασμούς και ύστερα είναι πολύ πιθανόν να καταφέρω να κοιμηθώ. Ό λα αυτά σημαίνουν ότι χρειάζομαι λίγο χρόνο μακριά από σας και το σπίτι σας, ώστε να βγάλω νόη­ μα απ’ όλα όσα ανακάλυψα σήμερα». «Όπως;» Επιτέλους βγήκαμε στον κύριο δρόμο και ο Κλάιν πάτησε το γκάζι αφήνοντας πίσω του το Γιούνγκφερν-Μπρεσάν, ενώ κινούμασταν προς την Πράγα με περίπου ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα, κάτι που με υποχρέωνε να μιλάω δυνατά στο στρατηγό. «Γνωρίζω τουλάχιστον τρεις ανθρώπους που μένουν στο Κάτω Κάστρο και μισούσαν τον λοχαγό Κούτνερ. Τον Χένλαϊν, τον Γιακούμπι και τον Κλούκολν. Ωστόσο δεν μπορώ να πω αν τον μι­ σούσαν τόσο πολύ ώστε να τον σκοτώσουν. Τον μισούσαν για

P H I L I P K E RR

[340]

διάφορους λόγους, οι οποίοι είχαν κυρίως να κάνουν με το ότι ο Κουτνερ ήταν απείθαρχος και έξυπνος, ίσως και λίγο αλαζόνας, ενώ δεν ήταν καθόλου γλείφτης των ανώτερων του, όπως όφειλε να είναι ένας καλός υπασπιστής. Υπήρχαν και άλλοι λόγοι επίσης - μάλλον πιο σημαντικοί - που ίσως τον οδήγησαν στο θάνατο. Πρώτα πρώτα το γεγονός ότι ήταν ο σύνδεσμός σας με την ομά­ δα της αστυνομίας για τον προδότη X. Σ ε περίπτωση που είχε βρει κάτι σχετικά με την ταυτότητα του προδότη, αυτό από μόνο του θα ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να τον σκοτώσουν. Νομί­ ζω πως κι εσείς μου το έχετε αναφέρει αυτό, στρατηγέ». «Πότε;» «Σήμερα το πρωί. Ό ταν ήμασταν στο γραφείο σας και μου αναθέσατε την υπόθεση». «Δεν ήθελα να διαδώσω τα νέα για την ύπαρξη μιας τέτοιας ομάδας μπροστά στον μπάτλερ μου. Εξάλλου υπέθεσα πως ο βοη­ θός σου από το Εγκληματολογικό θα σε ενημέρωνε γι’ αυτό. Ο ταγματάρχης Πλετς μου είπε πως ο Κάλο είναι μέλος της VXG». «Υπέθεσε πως ήταν μυστικό. Κι εγώ μόλις τώρα το ανακάλυψα». «Λοιπόν το γνωρίζεις τώρα». «Ό λοι οι καλεσμένοι σας θεωρούνται ύποπτοι;» «Μέχρι να συλληφθεί ο προδότης; Μα φυσικά. Τ ι γελοία ερώ­ τηση. Παραδόξως, Γκουντερ, προδότες συνηθίζουν να είναι τα άτομα που εμπιστευόμαστε περισσότερο. Θα ήταν ανόητο να θε­ ωρήσω πως κάποιοι είναι υπεράνω κάθε υποψίας μόνο και μόνο επειδή έχουν την τιμή να γνωρίζουν καλά εμένα ή τον Φύρερ, ή επειδή εκδηλώνουν συνεχώς την αφοσίωσή τους στο Κόμμα. Ένας Τσέχος κατάσκοπος δεν θα ήταν καλός αν τον υποπτεύονταν, σω­ στά; Ωστόσο συμφωνώ πως πιθανότατα αυτός ήταν ο λόγος που δολοφονήθηκε ο Κουτνερ. Πράγμα που καθιστά επιτακτικό το να πιάσουμε τον μπάσταρδο το συντομότερο, συμφωνείς;» «Σας έχω και έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο μπορεί να δο­ λοφονήθηκε».

[341] «Ακούω». «Ο λοχαγός Κούτνερ ήταν ομοφυλόφιλος». «Ανοησίες. Πώς σου ήρθε μια τέτοια γελοία ιδέα; Γνωρίζω τον Κουτνερ πάνω από μία δεκαετία. Θα το ήξερα. Αποκλείεται να μην ήξερα κάτι τέτοιο». «Είναι γεγονός όμως». «Το καλό που σου θέλω να έχεις αποδείξεις γι’ αυτό που ισχυ­ ρίζεσαι, Γκουντερ». «Θα σας δώσω λεπτομέρειες, κύριε, σκεφτείτε όμως πως δεν θα ανέφερα κάτι τέτοιο μπροστά στον μπάτλερ σας. Και δεν θα το ανέφερα ούτε τώρα μπροστά στον οδηγό σας αν δεν ήμουν βέ­ βαιος για όσα λέω. Επίσης νομίζω πως συμφωνείτε ότι το να εί­ σαι ομοφυλόφιλος, ειδικά στα Ες Ες, είναι ένας ικανός λόγος να σε σκοτώσουν σ’ αυτούς τους ανοιχτόμυαλους καιρούς που ζουμε. Θεωρώ πως σε οποιοδήποτε μέλος των Ες Ες θα φαινόταν λογικό να σκοτώσει έναν τέτοιο άντρα. Επίσης υποπτεύομαι έναν δυο που θα έβρισκαν λογικό να σκοτώσουν τον Κουτνερ για —πώς να το πω - παραμέληση καθήκοντος με εκείνη την ομάδα ειδικής δράσης στη Λετονία». «Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να ξέρεις από πρώτο χέρι, Γκουντερ. "Ισως έχεις αναρωτηθεί πώς σου επέτρεψαν να φύγεις από το τάγμα της αστυνομίας στο Μινσκ τόσο εύκολα. Αν δεν το έχεις κάνει μέχρι τώρα, καλύτερα να το κάνεις». Κούνησα το κεφάλι. «Ο Άρτουρ Νέμπε μου έδωσε μια κάποια εξήγηση τότε». «Και ο Νέμπε παίρνει εντολές από μένα. Δεν συμφωνείς;» «Μάλιστα, κύριε». «Μου θυμίζεις κάποιον, Γκούντερ. Κάποιον πεισματάρη Βέλγο ονόματι Πολ Άνσπαχ. "Ηταν πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπον­ δίας Ξιφασκίας. Μετά την ήττα του Βελγίου τον Ιούνιο του 1940, ο Άνσπαχ, που δούλευε ως συνήγορος στη στρατιωτική εισαγγε­ λία, συνελήφθη ως συμμέτοχος σε εγκλήματα πολέμου και φυλά-

P H I L I P K E RR

[342]

κίστηκε. Ό ταν αποφυλακίστηκε, τον κάλεσα στο Βερολίνο, όπου και του ζήτησα να μου παραδώσει την προεδρία. Αρνήθηκε. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο ενοχλητικό ήταν. Αμέσως όμως θαύμασα το κουράγιο του και τον έστειλα σπίτι του». «Δεν μπορούμε να παίρνουμε πάντα αυτό που θέλουμε, στρα­ τηγέ». «Εγώ μπορώ. Μ ε τη βοήθεια του Ιταλού προέδρου ξιφασκίας κατάφερα να του πάρω την προεδρία. Δεν ωφελεί να είσαι ξερο­ κέφαλος μαζί μου, Γκουντερ. Στο τέλος πάντα παίρνω αυτό που θέλω. Θα έπρεπε να το έχεις μάθει ως τώρα. Δεν είναι φρόνιμο να μου πας κόντρα. Σ ε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, αυτή είναι η ουσία της γαμημένης ιστορίας». «Ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν φρόνιμο να σας πάω κόντρα», εί­ πα. «Ακόμα κι όταν το έκανα. Όπως επίσης πιστεύω πως δεν εί­ ναι φρόνιμο να οδηγείτε χωρίς συνοδεία σε ανοιχτό αμάξι. Είναι σαν να δίνετε την ευκαιρία σε οποιονδήποτε Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Σ ε περίπτωση που το ξεχνάτε, ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας ταξίδευε επίσης με ανοιχτό αμάξι». Ο Χάιντριχ γέλασε και, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν απίθανο, σκέφτηκα πως τον αντιπαθώ περισσότερο από πριν. «Αν είχα ποτέ την εντύπωση πως κάτι τέτοιο θα ήταν φρόνιμο ή απερίσκεπτο - αν επρόκειτο ποτέ κάποιος να επιτεθεί στο αμά­ ξι - , δεν θα δίσταζα να απαντήσω με πρωτοφανή βία. Υποπτεύο­ μαι πως ο λαός της Πράγας το γνωρίζει. Και παρ’ όλο που βρί­ σκω πολύ συγκινητικό το ενδιαφέρον σου, Γκούντερ, μου φαίνε­ ται σχεδόν απίθανο να λάβω ποτέ υπόψη μου τις συμβουλές σου». «Δεν έχω πρόθεση να ακουστώ σαν να με ενδιαφέρει τι θα σας συμβεί, κύριε. Πόσο μάλλον να ακουστώ μελό. Εγώ απλώς σας λέω ό,τι θα έλεγε κάθε επιθεωρητής. Ή ο σωματοφύλακάς σας. Εσείς αποφασίζετε πώς θα με πείτε. Δεν ξέρω πολλά από ξιφα­ σκία, αν όμως ασχολείσαι με το μποξ, τότε μαθαίνεις όταν αγωνί­ ζεσαι να προστατεύεις πάντα τον εαυτό του. Δεν πρόκειται για

[343] αδυναμία, στρατηγέ. Το ίδιο ισχύει και όταν πρέπει να έχεις στο νου σου ένα συνάδελφο αξιωματικό με τον οποίο πηγαίνατε μαζί υχολείο». «Είναι προφανές μέχρι στιγμής πως δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη». «Π είτε μου, κύριε. Ο Κούτνερ ήταν καλός στη δουλειά του;» «Ήταν, με τον τρόπο του». «Τ ι εννοείτε;» «Έχω τρεις υπασπιστές ακόμα, που όλοι είναι αρκετά ικανοί. Σκέφτηκα πως άλλος ένας δεν θα πείραζε. Ένας φυσικά είναι αρ­ κετός για τους περισσότερους. Φυσικά δεν ανήκω σ’ αυτούς. Ωστόσο ο μοναδικός λόγος που έχω τέσσερις υπασπιστές - διόρ­ θωση, τρεις - είναι για να μου υπενθυμίζουν πως πρέπει να κάνω περισσότερες αναθέσεις. Έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα με το να εμπιστεύομαι στους ανθρώπους την εκτέλεση των εντολών μου. Συνήθως πιστεύω πως δεν υπάρχει κάτι που αυτοί θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερα από μένα. Βλέποντάς τους όμως κάθε φορά που γνέφω και τους φωνάζω, θυμάμαι πως υπάρχουν πιο σοβαρά θέματα που απαιτούν την προσοχή μου. Το να έχω τρεις υπασπι­ στές με κάνει πιο παραγωγικό, πιο αποτελεσματικό. Ειλικρινά όμως δεν μπορώ ούτε να τους βλέπω. Ο Κούτνερ τουλάχιστον ήταν κάποιος που νόμιζα πως συμπαθώ. Ο ι υπασπιστές όμως εί­ ναι αναγκαίο κακό για κάποιον που έχει τη θέση μου. Όπως ακριβώς κι εσύ». «Μ ε κολακεύετε». «Σίγουρα δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου». «Ο πατέρας σας γνώριζε τον πατέρα του Κούτνερ. Σωστά;» «Ναι. Αλλά αφού ρωτάς, πιο σχετικό είναι ότι η μητέρα μου παρέδιδε μαθήματα μουσικής στον Κούτνερ». «Έτσι γνωριστήκατε;» «Νομίζω ναι. Τον θυμάμαι όταν γύρισα με άδεια από το ναυτι­ κό. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από είκοσι τότε. Ο Κούτνερ ήταν

P H I L I P K E RR

[344]

πολύ μικρότερος φυσικά. Προσπαθούσα να τον πείσω να μπει στη ναυτική ακαδημία, όπως κι εγώ. Εξάλλου πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Ο πατέρας του όμως ήταν λιγότερο εθνικιστής από τον δικό μου, και ίσως γι’ αυτό διάλεξε τελικά καριέρα νομικού. Βέ­ βαια όσα σου λέω δεν έχουν σχέση με την υπόθεση». «Διαφωνώ. Το να ανακαλύψω τα πάντα για έναν άντρα που δολοφονήθηκε είναι κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος τρόπος να ανακαλυψω γιατί δολοφονήθηκε. Και μόλις ανακαλυψω το λόγο, είναι συνήθως πολύ εύκολο να ανακαλύψω και το δράστη». Ο Χάιντριχ σήκωσε τους ώμους του. «Αυτό είναι δική σου δουλειά. Εσύ ξέρεις καλύτερα πώς να το χειριστείς. Κάνε ό,τι κρίνεις πως είναι σωστό, Γκούντερ». Περίπου στα μισά της διαδρομής μεταξύ Γιούνγκφερν-Μπρεσάν και Πράγας το αμάξι πέρασε ανάμεσα σε φρεσκοοργωμένα χωράφια. Το τοπίο ήταν θλιβερό, υπήρχε ελάχιστη κίνηση, μέχρι που κοντά στο νοσοκομείο Μπούλοβκα συναντήσαμε ένα ασθε­ νοφόρο και λίγο πιο πέρα ένα τραμ που ανέβαινε το λόφο προς τα προάστια. Περνώντας τη γέφυρα Τρόγια, το αμάξι έκοψε τα­ χύτητα και έστριψε, και ένας άντρας έβγαλε το πηλήκιο του και υποκλίθηκε βλέποντας αμάξι του γερμανικού επιτελείου. Τώρα που δεν πηγαίναμε τόσο γρήγορα, μπορούσα ν’ ακούσω τον Χάιντριχ ευκολότερα και κατάφερα για μία φορά ακόμα να του κάνω ερωτήσεις σχετικά με τον Αλμπερτ Κούτνερ. «Συμπαθούσατε τον Αλμπερτ Κούτνερ;» «Με ρωτάς διακριτικά αν τον σκότωσα;» «Τον σκοτώσατε;» «Ό χι. Η απάντηση και στα δύο είναι όχι, δεν τον συμπαθού­ σα. Ό χι πια. Κάποτε ναι. Πριν λίγο καιρό. Ό χι τώρα τελευταία όμως. Μ ε απογοήτευσε. Και κατά κάποιο τρόπο μού γινόταν βά­ ρος. Και μια και ανέφερες τον αντισυνταγματάρχη Γιακούμπι, φαντάζομαι ότι γνωρίζεις λεπτομερώς τι συνέβη εκεί. Για τη διέ­ νεξη που είχαν. Για να είμαι ειλικρινής, Γκούντερ, δεν λυπάμαι

[345]

καθόλου που ο Κούτνερ είναι νεκρός. Όμως έχω τη συνείδησή μου καθαρή. Του έδωσα πολλές ευκαιρίες να επανορθώσει την ανεπάρκεια που έδειξε. Παράλληλα όμως δεν γίνεται να σκοτώ­ νουν άντρες του επιτελείου μου επειδή απλώς δεν τους συμπα­ θούν. Χριστέ μου, αν εσύ κι εγώ σκοτώναμε όλους αυτούς που δεν συμπαθούμε στο Κάτω Κάστρο, τότε δεν θα αφήναμε σχεδόν κανέναν στην τοπική αστυνομία: τον Γιακούμπι, τον Φλάισερ, τον Γκέσκε και τον Φον Νόιρατ. Δεν θα έχυνα ούτε ένα δάκρυ αν τους έβρισκε μια σφαίρα». «Νομίζω πως ήταν αρκετά ειλικρινής η απάντησή σας». «Ο Χένλαϊν και ο Γιούρι είναι εξαιρετικά ανυπόφοροι, δεν νο­ μίζεις; Μουνόπανα κι οι δύο». «Όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά, κύριε, χθες στον κήπο, ανα­ φέρατε μια απόπειρα δολοφονίας που έγινε εις βάρος σας. Π ι­ στεύετε πως συνδέεται με τη δολοφονία του Κούτνερ; Υπάρχει περίπτωση να σας μπέρδεψαν; Ο Κούτνερ ήταν ψηλός και ξαν­ θός, περίπου σαν εσάς. Η φωνή και η προφορά του δεν διέφεραν και πολύ απ’ τη δική σας». «Εννοείς ότι ήταν έντονη;» «Μάλιστα, κύριε. Ποιος ξέρει... "Ισως μέσα στο σκοτάδι ο δο­ λοφόνος σάς μπέρδεψε». «Μου πέρασε κι εμένα φυσικά απ’ το μυαλό». «Σ ’ αυτή την περίπτωση ίσως χάνω το χρόνο μου ψάχνοντας κά­ ποιον από τους συναδέλφους που θα είχε έναν καλό λόγο να δολο­ φονήσει τον λοχαγό Κούτνερ, ενώ θα έπρεπε να ξοδεύω την ενέργειά μου σε κάποιον που επιθυμεί απεγνωσμένα να σας δει νεκρό». «Ενδιαφέρουσα θεωρία. Κι από τους αγαπητούς φίλους και σε­ βαστούς συναδέλφους στο νέο μου σπίτι, ποιος νομίζεις πως έχει έναν καλό λόγο να με θέλει νεκρό;» «Εννοείτε εκτός από μένα;» «Εσύ έχεις άλλοθι, σωστά; Βασικά δεν ήσουν στο σπίτι όταν δολοφονήθηκε ο Κούτνερ».

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να μου δώσετε άλλοθι», είπα. «Δεν είναι;» «Θα σκεφτόμουν ότι ο Φρανκ ή ο Φον Νόιρατ έχουν τους πε­ ρισσότερους λόγους, από επαγγελματική άποψη. Ο Φον Νόιρατ ίσως θα ήθελε να σας εκδικηθεί μόνο και μόνο γιατί έτσι. Αν και δεν μου φαίνεται δολοφόνος. Ο Φρανκ όμως ναι. Μ ε εσάς νεκρό, ο Φρανκ πιθανότατα θα έπαιρνε τη θέση σας». «Ενδιαφέρον. Κανείς άλλος;» «Ο Χένλάίν και ο Γιουρι μάλλον σας μισούν κι αυτοί, δεν νομί­ ζετε;» «Είμαι σχεδόν σίγουρος». «Και με τίποτα δεν θα εμπιστευόμουν τον Γιακούμπι». «Μ ε κάνει κι ανατριχιάζω». «Ούτε και ο Γκέσκε και ο Φλάισερ μου δίνουν την εντύπωση καλών φίλων». «"Ισως όχι φίλοι. Απλώς συνάδελφοι. Και καλοί ναζί. Κι αφού μιλάμε για τους άντρες του επιτελείου μου που ίσως με μισούν, υπάρχει και ο Κρίτσινγκερ. Δεν εννοώ ότι θέλει να με σκοτώσει, αλλά δεν θα παραξενευόμουν αν μάθαινα ότι με μισεί. Είναι Αυ­ στριακός, από τη Βιέννη, και πριν τον πόλεμο δούλευε για τον Εβραίο που διηύθυνε το κτήμα». «Τον Φέρντιναντ Μπλοχ-Μπάουερ. Μου το είπε ο Κούτνερ». «Μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τους ναζί, αυτός και ο κύριός του δραπέτευσαν από τη Βιέννη και ήρθαν εδώ ελπίζοντας να γλιτώσουν από το αναπόφευκτο, προτού τελικά ο ΜπλοχΜπάουερ πάει στην Ελβετία το 1939». «Ο Κρίτσινγκερ όμως δουλεύει στα Ες Ες. Ο ι περισσότεροι από το επιτελείο δουλεύουν στα Ες Ες, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Λίγοι απ’ αυτούς όμως ήταν στα Ες Ες μέχρι το Ράιχ να καταλάβει το Κάτω Κάστρο». «Νόμιζα πως γι’ αυτό τους προσλάβατε. Επειδή ξέρατε ότι μπο­ ρείτε να τους εμπιστευτείτε».

[347]

«Είναι όλοι στα Ες Ες για να μη χρειαστεί ο Προστάτης του Ι’άιχ να τους πληρώνει από την τσέπη του, Γκούντερ. Διαφορετι­ κά δεν θα μπορούσα να συντηρήσω ένα τόσο μεγάλο σπίτι με το μισθό μου». Αυτό μου κίνησε την προσοχή: Ο Χάιντριχ δεν μου θύμιζε άν­ θρωπο σπαγκοραμμένο. Ύπουλο ναι, όχι όμως καταχραστή. Και να που το παραδέχτηκε τόσο φανερά. Ήξερα βέβαια πως δεν θα μου το έλεγε ποτέ αν ο Χίμλερ δεν το ήξερε και δεν το ενέκρινε. I Ιράγμα που σημαίνει πως όλοι ήταν στο κόλπο. Ό λο το επιτε­ λείο σάπιο. Ζούσαν στην πολυτέλεια, ενώ οι απλοί πολίτες στε­ ρούνταν την μπίρα, τα λουκάνικα και τα τσιγάρα. «Είμαι σίγουρος πως ο Κρίτσινγκερ είναι καλός Γερμανός», συ­ νέχισε ο Χάιντριχ. «Όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως ήταν αφοσιωμένος στους Μπλοχ-Μπάουερ». «Τότε τι στην ευχή τον κρατάτε;» «Μα επειδή είναι εξαιρετικός μπάτλερ. Δεν βρίσκεις κάθε μέρα καλούς μπάτλερ σαν κι αυτόν. Ειδικά τώρα που έχουμε πόλεμο. Δεν θα περίμενα από κάποιον σαν κι εσένα να καταλάβει πόσο σημαντικό είναι, ο Κρίτσινγκερ όμως βάζει πάντα τα επαγγελμα­ τικά του καθήκοντα πάνω από τις προσωπικές του απόψεις. Π ι­ στεύει ειλικρινά πως είναι καθήκον του να παρέχει καλές υπηρε­ σίες και είναι αφοσιωμένος μόνο στο καθήκον του ως μπάτλερ. Αν τον ανέκρινες, πιθανόν να σου έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει ή κάτι τέτοιο, προκειμένου να σε αποφύγει διακριτικά». «Παρ’ όλα αυτά είπατε πως ίσως σας μισεί». «Φυσικά. Πρέπει να παραδεχτώ πως είναι κι αυτό μια πιθανό­ τητα. Θα ήταν ανόητο να μην το σκεφτώ. Δεν είναι φρόνιμο να εμπιστεύεσαι κάποιον αν κάνεις τη δουλειά που κάνω εγο). Το μόνο που ζητάω απ’ όλους είναι να εκτελούν τα καθήκοντά τους, κι από αυτή την άποψη ο Κρίτσινγκερ είναι άψογος». Φάνηκε ανυπόμονος για λίγο. « Ισως η διαφορά είναι πολύ λεπτή για κάποιον σαν εσένα,

όμως υπάρχει. Αυτά είναι διλήμματα που απασχολούν όποιον βρί­ σκεται σε μια θέση ισχύος όπως εγώ». «Εντάξει, στρατηγέ. Ό ,τι πείτε». «Ναι, καλύτερα να μείνουμε σ’ αυτό». Ό ταν βρισκόμασταν μερικά τετράγωνα ανατολικά από το ξε­ νοδοχείο Ιμπίριαλ, ο Κλάιν πλησίασε μια πολυκατοικία με τερά­ στιους, άγριους άτλαντες στην όψη, παράθυρα Γιούγκνστιλ και μια οροφή που θύμιζε βαβαρικό κάστρο. Η είσοδος ήταν καλυμ­ μένη με μωσαϊκό και είχε ένα περίτεχνα διακοσμημένο μπαλκόνι. Το κτίριο φαινόταν σαν να το σχεδίασε κάποιος που είχε ως αρ­ χιτεκτονικές επιρροές τον Όμηρο και τους αδελφούς Γκριμ. Αυτό που έκανε κυρίως εντύπωση ήταν η απουσία φρουρών, των Ες Ες ή του στρατού, ενώ κατάλαβα αμέσως ότι δεν επρόκειτο για επί­ σημο κτίριο. «Τ ι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησα. «Είναι η πανσιόν Μάτζκι. Ένα μπουρδέλο που διευθύνει η Γκεστάπο για να διασκεδάζουν επιφανείς Τσέχοι. Έ χει τις είκοσι ομορφότερες ερασιτέχνιδες πόρνες όλης της Βοημίας και Μορα­ βίας. Χρειάζεται συνθηματικό για να μπεις». «Βάζω στοίχημα πως αυτό σας κρατάει ανεβασμένο». «Επισκέπτομαι πού και πού το μέρος. Ή όταν θέλω να επιβραβεύσω τους άντρες που δουλεύουν για μένα με κάτι ξεχωρι­ στό. Και τα πάντα εδώ μέσα είναι ξεχωριστά». Καθώς καθόμασταν εκεί, ένας άντρας, ρίχνοντας κλεφτές μα­ τιές ολόγυρα, μπήκε από την κύρια είσοδο. Ωστόσο δεν ήταν και τόσο προσεχτικός ώστε να μην τον αναγνωρίσω. Ή ταν ο καθηγη­ τής Χάμπερλ, ο γιατρός που έκανε νεκροψία στον λοχαγό Κούτνερ. «Ποιος είναι; Μήπως κάποιος από εκείνους τους επιφανείς πολίτες της Πράγας;» ρώτησα. «Πραγματικά δεν έχω ιδέα», απάντησε ο Χάιντριχ. «Μάλλον. Παρεμπιπτόντως το συνθηματικό εδώ είναι Ρούντερμπουργκ. Και

[349]

τώρα περιμένω να με ρωτήσεις γιατί σ’ το είπα, Γκούντερ». «Γιατί μου το είπατε;» «Για να σκεφτείς τι χάνεις όταν δεις την πόρνη που έφερες από το Βερολίνο. Και σε ρωτώ, Κλάιν, διανοείσαι κάτι τέτοιο όταν κυκλοφορούν χιλιάδες πρόθυμα κορίτσια στην πόλη;» Ο Κλάιν χαμογέλασε. «Ό χι, κύριε». Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Κομίζεις γλαύκας εις Αθήνας». «Ίσως εγώ προτιμώ τις γερμανικές γλαύκες». Ο Χάιντριχ χαμογέλασε ύπουλα, βγήκε απ’ το αμάξι και μπήκε στην πανσιόν χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Ωραία. Επέστρεψες. Τώρα μπορούμε να πάμε κάπου». Ήταν εφτά και σαράντα πέντε, λίγο μετά όμως, όταν κοίταξα το ρολόι μου, ήταν εννιά. Έχοντας καλυμμένο το κεφάλι της, η Αριάνε ήταν απλώς ένα γυμνό κορμί, σαν μαρμάρινο γλυπτό. Την κατέκλυζε το φως και η μορφή της, που δεν έμοιαζε ανθρώπινη, ελάχιστα μου θύμιζε όσα είχα δει στο νοσοκομείο Μπούλοβκα. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και άπλωσα το χέρι μου στην καμπυλωτή, λευκή βουνοπλαγιά, την κορυφή των οπισθίων της, κατεβαίνοντας το μεγάλο λιβάδι του μηρού της σχεδόν μέχρι το αόρατο γόνατό της. «Δεν είναι πως δεν σε θέλω εδώ». «Το ξέρω ότι με θέλεις, εντάξει;» είπε μια φωνή που ήταν λες και δεν έβγαινε από σώμα. «Μου το ξεκαθάρισες. Το μόνο που κάνεις είναι να με πηδάς». «Η Πράγα δεν είναι πλέον ασφαλής για σένα. Σ ’ το είπα. Υπάρχει μια ειδική ομάδα της αστυνομίας που συστάθηκε για να ψάξει τον Γκούσταβ. Αν ήξεραν πως τον έχεις συναντήσει —όσο αθώα κι αν ήταν αυτή η συνάντηση - , δεν μπορείς να φανταστείς

P H I L I P K E RR

[350]

τι θα συνέβαινε. Τουλάχιστον ελπίζω να μην μπορείς να φαντα­ στείς τι θα συνέβαινε. Κινδυνεύεις, Αριάνε. Κινδυνεύεις πραγμα­ τικά. Γι’ αυτό πρέπει να επιστρέφεις επειγόντως στο Βερολίνο. Αύριο πρωί πρωί. Για την ασφάλειά σου». «Κι εσύ τι θα κάνεις;» «Θα γυρίσω στο σπίτι του Χάιντριχ στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν». «Το αυτοκίνητό του ήταν αυτή η Μερσεντές με την οποία έφυ­ γες χθες το πρωί;» - σταμάτησε να μιλάει. «Σε ακολούθησα μέχρι κάτω για να σου πω αντίο και είδα κάτι άντρες στο αυτοκίνητο που θα σε έπαιρνε». «Ναι, αυτό είναι το αυτοκίνητό του. Ένα απ’ όλα». «Μα τι κάνεις εκεί, στο σπίτι του Χάιντριχ; Ποτέ δεν μου λες τίποτα». «Δεν υπάρχει κάτι να πω. Ό χι ακόμη. Γίνονται μερικές πολύ βαρετές συναντήσεις με μερικούς πολύ βαρετούς στρατηγούς». «Κι αυτός ανάμεσά τους». «Ο Χάιντριχ μπορεί να είναι διάφορα, βαρετός όμως δεν είναι. Τ ις περισσότερες φορές φοβάμαι μήπως βαρεθεί αυτός». Η Αριάνε σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια της στο λαιμό μου. «Εσύ να φοβάσαι; Δεν το πιστεύω, Πάρσιφαλ. Εσύ είσαι γεν­ ναίος. Νομίζω πως είσαι πολύ γενναίος». «Για να γίνεις γενναίος, πρέπει πρώτα να φοβηθείς. Να το θυ­ μάσαι. Οτιδήποτε άλλο είναι παράτολμο. Και δεν είναι η ανδρεία αυτή που κρατάει τους ανθρώπους ζωντανούς, ομορφούλα. Ο φό­ βος είναι». Άρχισε να με γεμίζει φιλιά στο κεφάλι και στο λαιμό μου. «Ό χι εσύ», είπε, «δεν το πιστεύω». «Και όμως τον φοβάμαι. Όλους τούς φοβάμαι. Φοβάμαι αυτά που μπορεί να μου κάνουν. Φοβάμαι αυτά που μπορεί να κάνουν στη Γερμανία. Τώρα όμως φοβάμαι αυτά που μπορεί να κάνουν σ’ εσένα. Γι’ αυτό και πήγα, προτού έρθω εδώ, στο σταθμό Μάσαρικ και σου έβγαλα εισιτήριο για το Βερολίνο».

Μ Η Αριάνε αναστέναξε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. «Θα σε ξαναδώ;» «Φυσικά». «Πότε;» «Ελπίζω σύντομα. Τώρα όμως όλα είναι περίπλοκα. Δεν έχεις ιδέα πόσο». «Και το να με στείλεις πίσω στο Βερολίνο θα τα ξεμπλέξει;» «Ναι. Σ ’ το είπα και πάλι. Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο πρέπει να πας πίσω. Ωστόσο θα κοιμάμαι πιο ήσυχος αν ξέρω πως είσαι εντάξει». Μου χάιδεψε το κεφάλι για μια στιγμή και έπειτα είπε: «Υπό έναν όρο». «Δεν θέλω όρους». «Να μου πεις πως μ’ αγαπάς». « Σ ’ αγαπώ, εντάξει; Βασικά σ’ αγαπώ πάρα πολύ, Αριάνε. Γι’ αυτό και πρέπει να σε διώξω. Ήταν λάθος μου που σ’ έφερα εδώ. Το διαπιστώνω τώρα. Ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου. Πολύ εγω­ ιστικό. Το έκανα για μένα και τώρα πρέπει να κάνω αυτό για σέ­ να. Δεν θέλω καθόλου να γυρίσεις πίσω. Επειδή όμως σ’ αγαπώ, πρέπει να σε διώξω». Ίσως πράγματι την αγαπούσα. Μόνο που δεν είχε και μεγάλη σημασία τώρα που έφευγε από την Πράγα. Και κάπου μέσα μου ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να την ξαναδώ ποτέ πια. Για όσο και­ ρό θα είχε σχέση μαζί μου, θα κινδύνευε εξαιτίας του ποιος είμαι. Πηγαίνοντας στην πατρίδα, θα ήταν ασφαλής, γιατί εγώ ήμουν ο μόνος που μπορούσε να τη συνδέσει με τον Γκούσταβ και τον Φραντζ Κότσι. Ήξερα πως θα ένιωθα χάλια που την έχανα, όμως αυτό δεν μπορούσε να συγκριθεί με ό,τι ήξερα πως θα ένιωθα αν το να είναι μαζί μου την έστελνε στα ψυχρά, σκληρά χέρια του Χάιντριχ. Θα της έσκιζε τα σωθικά για να πάρει πληροφορίες, ακριβώς όπως συνέβη με τον άμοιρο Αλμπερτ Κούτνερ στο Μπούλοβκα...

P H I L I P K E RR

[352

«Θα σ’ αγαπώ για πάντα», της είπα για να την εντυπωσιάσω. «Κι εγώ θα σ’ αγαπώ». Κούνησα το κεφάλι μου. «Ωραία λοιπόν. Πάμε να φάμε βραδινό».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

14

Δεν είχα ύπνο εκείνο το βράδυ, αλλά η Αριάνε δεν είχε σχέση μ’ αυτό, παρ’ όλο που ούτε εκείνη μπορούσε να κοιμηθεί καλά. Πριν ξημερώσει, πρέπει να αποκοιμήθηκα για λίγο, γιατί ονειρεύτηκα ότι είχα γυρίσει σε ένα σχεδόν υπερφυσικό τόπο και χρόνο πριν την εποχή των ναζί. Το ίδιο όνειρο όμως το έβλεπα τακτικά. Υπήρξε μια ξεκάρφωτη απόπειρα οικειότητας μεταξύ μας, αλ­ λά κανείς μας δεν είχε διάθεση, εκείνη ακόμα λιγότερο από μένα. Πλυθήκαμε, ντυθήκαμε και φάγαμε κάτι για πρωινό στο καφέ με τα ψηφιδωτά που βρισκόταν στον κάτω όροφο. Φαινόταν θλιμμέ­ νη και μιλούσε ελάχιστα, λες και είχε ήδη μπει στο τρένο για να επιστρέψει στο Βερολίνο - από την άλλη όμως ούτε εγώ ήμουν ιδιαίτερα ομιλητικός. «Φαίνεσαι πολύ ήσυχος σήμερα», είπε. «Το ίδιο σκεφτόμουν για σένα». «Για μένα; Είμαι μια χαρά», μιλούσε αμυντικά. «Δεν κοιμήθηκα πολύ καλά». «Μπορείς να κοιμηθείς στο τρένο». «Ναι, μάλλον αυτό θα κάνω». Αφού παραμέρισα το αλατοπίπερο, προσπάθησα να πιάσω το χέρι της, αλλά το τράβηξε. «Μην υποκρίνεσαι, Μπέρνι. Είναι σαν να μη βλέπεις την ώρα να με ξεφορτωθείς».

P H I L I P KERR

[354]

«Ας μην πιάσουμε πάλι το ίδιο θέμα, Αριάνε». «Όπως νομίζεις». Προχωρήσαμε προς το ασανσέρ. Το παιδί άνοιξε τις διπλές πόρτες και μας άφησε να περάσουμε στον μικρό κάθετο κόσμο του, όμως τη στιγμή που πήγα να μπω κι εγώ πίσω από την Αριάνε, εμφανίστηκε μπροστά μας ο υπάλληλος του ξενοδοχείου και μου έδωσε ένα σφραγισμένο φάκελο. Ενώ ο θάλαμος ανέβαινε στο φρεάτιο τρίζοντας, διάβασα το σημείωμα που περιείχε ο φά­ κελος. «Τι είναι;» ρώτησε η Αριάνε. «Μόλις έχασα το μεταφορικό μέσο που θα με πήγαινε στο Γιουνγκφερν-Μπρεσάν». Η Αριάνε συνοφρυώθηκε. «Αλήθεια; Γιατί;» «Μάλλον ο Χάιντριχ μου θυμίζει ποιος είναι το αφεντικό». «Θες να πεις ότι δεν έχεις αυτοκίνητο;» «Ακριβώς». «Και πώς θα πας εκεί; Είναι δεκατέσσερα χιλιόμετρα από δω». «Όπως φαίνεται, θα πρέπει να πάω περπατώντας μέχρι το Κάστρο Χράντσανι κι εκεί να παρακαλέσω κάποιον να με πάρει μαζί του μέχρι το Γιουνγκφερν-Μπρεσάν». Το ασανσέρ είχε φτάσει στον τελευταίο όροφο, όπου βγήκαμε. «Είναι μεγάλη απόσταση από δω μέχρι το Κάστρο Χράντσανι», είπε εκείνη. «Την έκανα χθες. Τουλάχιστον σαράντα λεπτά. Ίσως και περισσότερο. Πρέπει να τους τηλεφωνήσεις και να τους ζητή­ σεις να στείλουν αυτοκίνητο», χαμογέλασε αβέβαια. «Έτσι μπο­ ρείς να περάσεις περισσότερο χρόνο μαζί μου». Κούνησα το κεφάλι. «Πίστεψέ με, δεν βιάζομαι καθόλου να πάω εκεί. Εξάλλου η μέρα είναι ωραία. Και το περπάτημα θα μου κάνει καλό. Θα μου δώσει λίγο χρόνο να σκεφτώ. Και μπορώ να σε αποχαιρετήσω στο σταθμό».

Η «Ναι. Ωραία». Καθώς προχωρούσαμε στο διάδρομο, εκείνη πήγε στο μπάνιο κι εγώ επέστρεψα στο δωμάτιο. Άναψα τσιγάρο, κάθισα στο κρε­ βάτι και την περίμενα. Η Αριάνε άργησε λίγο, πράγμα καθόλου ασυνήθιστο. Πάντα ήταν καλοντυμένη και περιποιημένη και ήταν ένας από τους λό­ γους που μου άρεσε. Τίποτα δεν είναι πιο σεξουαλικό από το να αποσυναρμολογείς κάτι που πήρε ώρα να συναρμολογηθεί: ζώνη, φόρεμα, παπούτσια, καλτσοδέτες, κορσέ, στηθόδεσμο, καλσόν, κιλότα. Ό ταν όμως επέστρεψε έπειτα από τουλάχιστον δεκαπέ­ ντε λεπτά, φαινόταν ακόμα πιο ψυχρή απ’ ό,τι ήταν πριν, λες και ιο μακιγιάζ στο όμορφο πρόσωπό της δεν προοριζόταν απλώς να αναδείξει την ομορφιά της, αλλά και να καλύψει τα πραγματικά της συναισθήματα. «Πάντως», είπε κάπως ξέπνοα ενώ περνούσε την πόρτα, «θα προτιμούσα να μην έρθεις στο σταθμό, αν δεν σε πειράζει. Μόλις έβαψα το πρόσωπό μου και ξέρω πως θα κλάψω αν σε δω να στέ­ κεσαι στην αποβάθρα και να με αποχαιρετάς. Γ ι’ αυτό, αν δεν σε πειράζει, αγάπη μου, άσε με να πάω μόνη μου. Είναι μόλις πέντε λεπτά περπάτημα. Η τσάντα μου δεν είναι βαριά. Και μπορώ να τα καταφέρω θαυμάσια μόνη μου». Δεν πρόβαλα καμιά αντίρρηση. Ήταν σαφές ότι το είχε απο­ φασίσει. Κι αυτό ήταν όλο. Ό ταν βγήκα από το ξενοδοχείο και έστρι­ ψα δεξιά και έπειτα κατευθύνθηκα δυτικά για να πάω στη Γέφυρα του Καρόλου και στο Κάστρο που ήταν μετά, δεν περίμενα ότι θα ξανάβλεπα ποτέ την Αριάνε Τάουμπερ, και ήταν σαν να είχε φύ­ γει ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου. Ένιωθα, αν όχι ξέγνοια­ στος, τουλάχιστον μια έντονη αίσθηση ελευθερίας. Είναι παράξε­ νο πόσο λάθος μπορούμε να κάνουμε για τόσα πράγματα. Όντας αστυνομικός, έστω και κακός, θα έπρεπε να έχω εξοικειωθεί πια με αυτή τη διαπίστωση: το να κάνεις λάθος συνιστά σημαντικό

P H I L I P K E RR

|_356j

μέρος του να έχεις δίκιο, και μόνο ο χρόνος αποφασίζει τι θα αποδειχθεί ότι ισχύει τελικά. Στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης σταμάτησα λίγο για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ακριβώς αυτό. Μερικοί τουρίστες, κυρίως Γερμανοί στρατιώτες εκτός υπηρεσίας, είχαν συγκεντρω­ θεί μπροστά από το γιγάντιο ρολόι του δημαρχείου για να παρα­ κολουθήσουν το ωριαίο μάθημα μεσαιωνικής ηθικής που είχε να κάνει με τη Ματαιοδοξία, την Τέρψη, την Απληστία και το Θά­ νατο, το οποίο γινόταν σε δυο μικρά παράθυρα πάνω από τους περίτεχνους αστρολάβους. Ο ι στρατιώτες που δεν είχαν υπηρε­ σία τραβούσαν πολλές φωτογραφίες στις παραστάσεις του μηχα­ νισμού του ρολογιού και κοιτούσαν το ρολόι τους, κανένας τους όμως δεν έδειχνε να μαθαίνει και πολλά. Έ τσι συμβαίνει με τα μαθήματα ηθικής. Κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τίποτα. Ήμασταν αντιμέτωποι με το παρελθόν, αλλά κανείς μας δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι ήμασταν αντιμέτωποι και με μια αλληγορία του μέλλοντος μας. Επέστρεψα στο Κάτω Κάστρο γύρω στις δέκα και βρήκα τον Κουρτ Κάλο να με περιμένει ανυπόμονος στο σαλόνι. «Ο λοχαγός Κλούκολν ήταν εδώ πριν λίγο», είπε. «Τ ι ήθελε;» Μου έδωσε ένα χαρτί. «Είναι ένας κατάλογος με τα προσωπικά αντικείμενα του Κούτνερ», είπε. «Προφανώς αυτά τα αντικείμενα είναι στη διάθεσή μας για έρευνα στο γραφείο του ταγματάρχη Πλετς». Έριξα μια ματιά στον κατάλογο. Ο Κάλο μου έδωσε έναν καφέ φάκελο και χαμογέλασε κουνώ­ ντας το κεφάλι του. «Έδωσε και από δυο εισιτήρια στον καθένα μας για το τσίρκο, είναι για το βράδυ της επόμενης Τετάρτης». «Τσίρκο; Για ποιο λόγο πάλι;» Ο Κάλο κούνησε το κεφάλι.

«Το Τσίρκο Κράουν της Πράγας. Ακούω ότι είναι πολύ καλό. Ολοι έχουν πάρει προσκλήσεις. Ακόμα κι εγώ. Βολτίτσα για την αστυνομία, τα Ες Ες και την Γκεστάπο. Ωραίο δεν είναι; Θα πάει και ο κύριος και η κυρία Χάιντριχ. Και ο κύριος και η κυρία Φρανκ. Προφανώς έχει προσκληθεί και η φιλενάδα σας, η δε­ σποινίς Τάουμπερ. Ό ποια τέλος πάντων είναι αυτή. Δεν ήξερα καν ότι έχετε φιλενάδα εδώ στην Πράγα». «Δεν έχω. Πια. Τώρα που μιλάμε, είναι στο τρένο και επιστρέ­ φει στο Βερολίνο». «Θ εέ μου. Μακάρι να επέστρεφα κι εγώ». «Κι εγώ». «Τώρα καταλαβαίνω γιατί θέλατε να φύγετε χθες βράδυ. Εκεί­ νη την ώρα νόμιζα ότι θα σας πήγαιναν στην πανσιόν Μάτζκι». «Την έχεις υπόψη σου, ε;» «Ναι, και μάλιστα πολύ καλά. Ένας φίλος μου στο τοπικό Τμήμα Ηθών έπρεπε να ανακρίνει τα κορίτσια. Ο Χάιντριχ είχε στήσει ολόκληρη παγίδα εκεί προτού ακόμη γίνει Προστάτης του Ράιχ». «Δεν μου φαινόταν ποτέ τύπος που θα ρουφιάνευε τους συνα­ δέλφους του αξιωματικούς». «Μπα, δεν είναι τέτοιος τύπος. Το μέρος είναι παγιδευμένο. Είναι εγκατεστημένα κρυφά μικρόφωνα, ώστε να μπορεί να ακού­ ει σημαντικούς Τσέχους ή κορυφαίους αξιωματούχους όταν έρχο­ νται από το Βερολίνο. Ο φίλος μου υποθέτει ότι ο Χάιντριχ εκβιάζει τους μισούς αξιωματούχους του Γενικού Επιτελείου. Προφανώς έχει δώσει εντολή να στηθεί ένα παρόμοιο μέρος στο Βερολίνο. Στην Γκίζεμπρεχτ Στράσε. Αν ήμουν στη θέση σας, κύ­ ριε, θα κρατούσα αποστάσεις κι από τα δύο». «Ευχαριστώ για τη συμβουλή. Νομίζω ότι αυτό θα κάνω». «Παρακαλώ». «Κάτι άλλο;» Στο χέρι του ο Κάλο είχε και ένα δεύτερο φάκελο. Μου τον

P H I L I P K E RR

[358]

έδωσε. Στο φάκελο υπήρχε ένα γράμμα από τον πατέρα του Γκέερτ Φράνκεν από την Ολλανδία, όπου με ευχαριστούσε που είχα επικοινωνήσει με τη νύφη του — ήταν τόσο αναστατωμένη, που δεν μπορούσε να μου γράψει η ίδια - και τους είχα ενημερώσει για το «ατύχημα» του γιου του. Μου ζητούσε επίσης να τον ενη­ μερώσω πότε και πού ακριβώς θα ενταφιαζόταν τελικά η σορός του γιου του. «Ειδήσεις από την πατρίδα;» «Ό χι ακριβώς». Έβαλα το γράμμα και τα εισιτήρια του τσίρκου στην τσέπη μου. «Ποιος είναι ο επόμενος μάρτυράς μας;» «Ο ταξίαρχος Μπέρναρντ Φος». «Θύμισέ μου ποιος είναι». «Είναι επικεφαλής της Σχολής Αξιωματικών των Ες Ες στο Μπενεσάου. Και είναι όπως θα περίμενε κανείς από το διοικητή μιας σχολής εκπαίδευσης αξιωματικών: κανονικός μαλάκας. Το πιθανότερο είναι ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις ακόμα χειρότε­ ρο χαρακτηρισμό. Ειδικά αν είσαι Τσέχος. Τον Νοέμβριο του 1939 κάποιοι φοιτητές του τοπικού πανεπιστημίου οργάνωσαν διαδήλωση, στη διάρκεια της οποίας ο οδηγός του Φρανκ τραυ­ ματίστηκε. Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται καν τότε σε εκείνο το μέ­ ρος, αυτό είναι όμως μια άλλη ιστορία. Εν πάση περιπτώσει χίλιοι διακόσιοι φοιτητές συνελήφθησαν και ο Φος διέταξε τα εκτελε­ στικά αποσπάσματα να τουφεκίσουν αρκετούς. Για τον παραδειγ­ ματισμό των υπολοίπων». Έκανα ένα μορφασμό. Εύκολα περιφρονείς κάποιον που έχει κάνει μια τέτοια πράξη. Το ήξερα γιατί είχα κάνει κι εγώ κάτι αντίστοιχο. «Και ο Φος κάποτε συνάντησε τον Χίτλερ», πρόσθεσε ο Κάλο, «γεγονός βέβαια που δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο σ’ αυτό το σπίτι. Πάντως όταν μιλάς μαζί του γι’ αυτή τη συνάντηση, φαίνε­ ται πως ήταν η σημαντικότερη μέρα της ζωής του».

[359]

Δεν ήταν δύσκολο να το πιστέψεις αν είχες περάσει έστω και δέκα λεπτά παρέα με τον Φος. Θεωρούσε τον Χίτλερ σύγχρονο Μαρτίνο Λούθηρο - και ίσως δεν είχε και τόσο άδικο: ο Λούθη­ ρος ήταν άλλος ένας παραπλανημένος Γερμανός, για τον οποίο έτρεφα μεγάλη αποστροφή. Ευτυχώς για την έρευνά μου ο Φος χαιρόταν εξίσου να μιλάει για το περιστατικό στο Μπενεσάου, στο οποίο είχαν εμπλακεί οι Κούτνερ και Γιακούμπι, όπως και για τη μέρα που είχε συναντή­ σει τον Χίτλερ. «Ο λοχαγός Κούτνερ ήταν ένας εξαιρετικά ευφυής νεαρός αξιωματικός και με εξέπληξαν όσα είπε. Ωστόσο δεν εξεπλάγην καθόλου όταν ο αντισυνταγματάρχης Γιακούμπι του απάντησε με αυτό τον τρόπο. Από την άλλη όμως αυτός είναι ο Γιακούμπι για σας». «Πού ήταν ο στρατηγός Χάιντριχ όταν συνέβη αυτό;» «Στην τραπεζαρία στο Μπενεσάου έχουμε ένα μακρύ μονα­ στηριακό τραπέζι. Εγώ καθόμουν ακριβώς δίπλα στον Γιακούμπι. Ο Χάιντριχ καθόταν στην απέναντι άκρη του τραπεζιού». «Γιατί δεν καθόταν δίπλα σας, κύριε; Ασφαλώς αυτό υπαγό­ ρευε το εθιμικό». Ο Φος σήκωσε τους ώμους του. «Ο διοικητής είχε αργήσει. Είχε καθυστερήσει εξαιτίας κά­ ποιας επίσημης υπόθεσης». Η φωνή του ήταν χοντρή σαν φρεσκοασφαλτοστρωμένος δρό­ μος. «Γιατί δεν σας έκανε εντύπωση που ο Γιακούμπι είπε αυτά που είπε;» Ο Φος σήκωσε πάλι αδιάφορα τους ώμους του. Δεν ήταν όσο ψηλός θα έπρεπε να είναι - αυτή την εποχή δεν χρειάζεται να δείχνεις αυταρχικός για να κάνεις κουμάντο. Πράγματι όμως έδειχνε σκληρός για άντρας πενήντα χρόνων, όπως πενήντα ήταν και τα ράμματα που είχε κάνει για να ράψει τις τιμητικές ουλές

P H I L I P K E RR

[360]

στο αριστερό του μάγουλο, και δεν γινόταν να αμφισβητείς έναν άντρα που έχει τιμηθεί με τον Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως ή τον θαρραλέο, ακόμα και παρακινδυνευμένο τρόπο που κάπνιζε, λες και κάθε τσιγάρο του ήταν το τελευταίο. «Δεν είναι μυστικό ότι εκείνος κι εγώ διαφωνούμε σε μερικά θέματα. Εντούτοις δεν δικαιολογείται ο νεαρός Κούτνερ να είναι τόσο απείθαρχος. Ήταν έκπληξη. Ανέκαθεν πίστευα ότι ήταν ένας πολύ ευγενικός νέος, με αβρούς τρόπους. Ανέκαθεν. Από τό­ τε που τον συνάντησα για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια». «Ώστε τον γνωρίζατε προτού έρθει στην Πράγα;» «Α, ναι. Ήταν μαθητευόμενος αξιωματικός στη Στρατιωτική Σχολή των Ες Ες στο Μπαντ Τελτς όταν ήμουν διοικητής εκεί». «Πότε ήταν αυτό;» «Πότε ήμουν διοικητής στο Μπαντ Τελτς; Για να σκεφτώ... Από τον Ιούλιο του 1935 ως τον Νοέμβριο του 1938. Ο Κούτνερ ήταν ένας απ’ τους καλύτερους νεαρούς αξιωματικούς που βγήκαν ποτέ από κει. Αποφοίτησε ως ο καλύτερος της τάξης του. Όπως θα περίμενε κανείς. Στο κάτω κάτω ήταν ένας ευφυής πτυχιούχος της νομικής. Και όλοι περίμεναν σπουδαίες επιτυχίες από τον Κούτνερ. Τον προετοίμαζαν για μια από τις κορυφαίες θέσεις στα Ες Ες. Ναι, είναι αλήθεια ότι είχε σημαντικές διασυνδέσεις. Όμως είχε και εξαιρετικές ικανότητες. Αν τα πράγματα δεν είχαν εξελι­ χθεί άσχημα γι’ αυτόν στη Λετονία, σήμερα θα ήταν ταγματάρχης. Θα κατείχε μια σπουδαία θέση γραφείου στο Βερολίνο». Ο Φος κούνησε το κεφάλι του. «Φυσικά δεν είναι ο πρώτος αξιωματικός των Ες Ες που του συνέβη κάτι τέτοιο. Το γνωρίζω γιατί διατηρώ επαφές με αρκε­ τούς νεαρούς που πέρασαν απ’ τα χέρια μου στο Μπαντ Τελτς. Άντρες όπως ο Κούτνερ. Η δουλειά είναι τόσο πολλή, που δεν γί­ νεται να περιμένεις ότι κάποιος θα τη φέρει σε πέρας χωρίς να επηρεαστεί η ηθική υπόστασή του και ο χαρακτήρας του. Στο κά­ τω κάτω άνθρωποι είναι».

[361]

Ήταν παράξενο πώς ακριβώς το ίδιο δεν ίσχυε για τα θύματα της «δουλειάς» που περιέγραφε ο Φος. «Απαιτείται νέα προσέγγιση στη δουλειά της εκκένωσης και της μετεγκατάστασης. Μια διαφορετική λύση στο εβραϊκό ζήτη­ μα. Μια καλύτερη λύση. Και το έχω αναφέρει στον Χάιντριχ. Απαιτείται κάτι που θα λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη υπόστα­ ση αυτών απ’ τους οποίους ζητάμε να εκτελέσουν τέτοιου είδους πράξεις». Ακουγονταν τόσο λογικά όσα έλεγε, που έπρεπε να υπενθυμί­ ζω στον εαυτό μου ότι μιλούσε για μαζικές δολοφονίες. «Μετά το Μπαντ Τελτς που και πότε ακριβώς ξαναείδατε τον Κούτνερ;» «Στο επίσημο γεύμα, όπου συνέβη το περιστατικό για το οποίο μιλούσαμε». «Όταν τον ξαναείδατε, θα λέγατε ότι είχε αλλάξει;» «Α, βέβαια. Πολύ. Και η αλλαγή ήταν εμφανής. Μου φάνηκε ράκος. Που φυσικά ήταν. Εντούτοις ήταν εξαιρετικά ευφραδής. Και συμπαθής. Ναι, ακόμη τον συμπαθούσα. Παρά τα όσα είχαν γίνει. Ήταν πολύ κρίμα που συνέβησαν αυτά». Ό ταν τελείωσα με τον ταξίαρχο Φος, εμφανίστηκε ο λοχαγός Κλουκολν στο σαλόνι και ανέφερε ότι ο ταγματάρχης Τουμελ έπρεπε να επιστρέψει στη Δρέσδη μέχρι το βράδυ και, με τη σύμ­ φωνη γνώμη τους, είχε αναγκαστεί να παρακάμψει τους Γκέσκε, Μπόμε και Γιακουμπι στον κατάλογο των μαρτύρων για να προ­ λάβει. «Έχετε καμιά αντίρρηση γι’ αυτό, Γκούντερ;» «Ό χι. Αλλά τώρα που είσαι εδώ, λοχαγέ, έχω μερικές ερωτή­ σεις που θα ήθελα να σου κάνω». «Σ ’ εμένα;» «Σ ’ εσένα, ναι. Φυσικά. Και επ’ ευκαιρία ευχαριστώ για τα ει­ σιτήρια του τσίρκου». «Μην ευχαριστείτε εμένα αλλά το στρατηγό».

P H I L I P K E RR

[362]

«Θα τον ευχαριστήσω». Ανοιξα την ταμπακιέρα μου και του πρόσφερα τσιγάρο. Ο Κλοΰκολν κούνησε το κεφάλι του. «Δεν καπνίζω». «Χέρμαν, έτσι δεν σε λένε;» Άναψα ένα τσιγάρο και κατέβασα τον καπνό. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Τ ι υπασπιστής είσαι; Πρώτος, δεύτερος ή τρίτος; Ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ». «Τρίτος». Ο Κλοΰκολν σταύρωσε τα χέρια του πίσω του και περίμενε ευ­ γενικά. Ήταν ο ψηλότερος και πιο εντυπωσιακός από τους εναπομείναντες τρεις υπασπιστές του Χάιντριχ. Και ο λεπτότερος επίσης. Τα μαλλιά του ήταν σκούρα και λίγο πιο μακριά απ’ ό,τι των άλλων αξιωματικών στην αστυνομία, γεγονός που πρόσθετε στην εμφάνισή του τη γοητεία και τον αέρα κινηματογραφικού αστέρα. Η στολή τού πήγαινε, και το γνώριζε. Φορούσε ένα κα­ τώτερης κατηγορίας σιρίτι του Σιδηρού Σταυρού περασμένο στη δεύτερη κουμπότρυπα του χιτωνίου του, ενώ οι σωστές γωνίες στο φαρδύ μέρος της κιλότας ιππασίας που φορούσε ήταν τόσο τέλειες, που ήταν σαν να τις είχε φτιάξει ο Πυθαγόρας. Ο ι ψ η­ λές, ισπανικής κατασκευής μπότες του ήταν γυαλισμένες σαν χάμουρα αλόγου και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι τις είχε προμηθευτεί από κάποια ακριβή εταιρία ειδών ιππασίας, όπως η Koenig. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι αν ο Χάιντριχ τον κατηγορούσε ποτέ ότι δεν ήταν κατάλληλα ντυμένος, ο Κλούκολν θα απαγχονιζόταν χρησιμοποιώντας το κορδόνι της ίδιας του της στολής. «Πες μου, Χέρμαν. Το βράδυ προτού βρεθεί νεκρός ο λοχαγός Κούτνερ για ποιο λόγο τσακωθήκατε εσείς οι δύο;» «Φοβάμαι πως κάνετε λάθος. Ποτέ δεν τσακωθήκαμε». «Α, έλα τώρα. Σας είδα στον μπροστινό κήπο. Όσο ο Φύρερ μας έλεγε στο ραδιόφωνο πόσο θαυμάσια εξελίσσονται τα πράγ­

[363]

ματα για τα στρατεύματά μας στη Ρωσία, εσείς οι δυο τρωγόσα­ σταν σαν ένα από εκείνα τα πέτρινα γλυπτά που βρίσκονται στην μπροστινή πύλη». «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να διαφωνήσω με όσα λέτε, Γκούντερ. Ισως είδατε κάτι και νομίσατε ότι ήταν διαφωνία, αλλά αν συμ­ μετείχατε κι εσείς στην κουβέντα μας, θα ακούγατε κάτι εντελώς διαφορετικό από καβγά». «Τ ι ήταν λοιπόν;» «Μια ευγενική συζήτηση». «Σφιγμένες γροθιές. Δόντια που τρίζουν. Πρόσωπο με πρόσω­ πο, σαν δυο μποξέρ που αναμετριούνται πριν τον αγώνα. Νομίζω ότι είμαι σε θέση να αναγνωρίσω έναν τσακωμό όταν τον δω». «Με αποκαλείτε ψεύτη, λοχαγέ Γκουντερ;» Άφησα το τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη μου για ένα δευτερό­ λεπτο, που κύλησε αργά, πριν του απαντήσω. «Ό χι, κάθε άλλο. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν η ευγενική κουβέντα μεταξύ κυρίων που κάνατε, η οποία ήταν πολύ διαφορετική από έναν καβγά, σε καθιστά ύποπτο δολοφο­ νίας. Εξάλλου δεν τον συμπαθούσες». «Ποιος το είπε;» «Εσύ. Χθες το απόγευμα, όταν ο στρατηγός Χάιντριχ τα έψελ­ νε σε όλους στη βιβλιοθήκη. Δεν γινόταν να μην ακούσω το εν­ θουσιώδες εγκώμιο που έπλεξες για τον λοχαγό Κούτνερ. Θα έλε­ γα ότι κρυφάκουγα, αλλά νομίζω ότι ο επικεφαλής σας άφησε επίτηδες την πόρτα ανοιχτή, ώστε εγώ και μερικοί άλλοι στο σπί­ τι να ακούμε ακριβώς τι λέγεται. Δεν συνηθίζει να κάνει κάτι που δεν έχει ένα διαβολεμένα βάσιμο λόγο να γίνει. Παρεμπιπτόντως, δεν είμαι ο μόνος που αναρωτιέται αν ήσουν σε θέση να ρίξεις μια σφαίρα στον υπασπιστή υπ’ αριθμόν τέσσερα. Κάποιοι απ’ τους υπόλοιπους αξιωματικούς σπεύδουν να κατηγορήσουν το χαρακτήρα των συναδέλφων τους αξιωματικών. Έτσι δεν είναι, Κουρτ;»

P H I L I P K E RR

[364]

«Φοβάμαι πως ναι. Είναι όμως απογοητευτικό, κύριε. Πίστευα πως μεταξύ συναδέλφων αξιωματικών των Ες Ες και της αστυνο­ μίας θα ήταν πιο ανεπτυγμένο το αίσθημα της τιμής και της συ­ ναδελφικότητας. Και για να είμαι ειλικρινής, υπήρξαν στιγμές τις τελευταίες μέρες που αυτή η αίθουσα έμοιαζε περισσότερο με γραφείο διευθυντή σχολείου, με όλες αυτές τις ιστορίες που λέγο­ νται εδώ μέσα». «Και τι έχεις να πεις γι’ αυτό, Χέρμαν;» Ο Κλούκολν κούνησε το κεφάλι. «Ό ,τι και αν ακούσατε, λοχαγέ Γκουντερ, σας διαβεβαιώ ότι δεν σκότωσα εγώ τον λοχαγό Κούτνερ. Ίσως ήμουν κάπως υπερ­ βολικός χθες στη βιβλιοθήκη. Είχα όμως καλύτερη άποψη για κεί­ νον απ’ αυτή που ίσως με ακούσατε να εκφράζω». Ο Κλούκολν μιλούσε σαν να καταγραφόταν η φωνή του σε δί­ σκο γραμμοφώνου. Κοίταξα τον Κάλο. «Κουρτ, μπορείς σε παρακαλώ να κλείσεις εκείνη την πόρτα;» Ο Κάλο απομακρύνθηκε από το πιάνο και έκλεισε την πόρτα αθόρυβα πίσω του. «Τ ι κρύβεις, Χέρμαν;» Ο Κλούκολν κούνησε το κεφάλι. «Σας διαβεβαιώ ότι δεν κρύβω τίποτα». «Σίγουρα κάτι κρύβεις, Χέρμαν», σήκωσα τους ώμους αδιάφο­ ρα. «Ό λοι σ’ αυτό το σπίτι κάτι κρύβουν. Μικρά μυστικά. Μεγά­ λα μυστικά. Βρώμικα μυστικά. Κι εσύ δεν αποτελείς εξαίρεση, Χέρμαν». «Θα προτιμούσα να μη με αποκαλείτε “Χέρμαν” με τέτοια οι­ κειότητα. Προτιμώ το “Κλούκολν” ή το “λοχαγέ Κλούκολν”. Και τα υπονοούμενά σας ότι κάτι κρύβω είναι όχι μόνο ανόητα αλλά και προσβλητικά». Αναψοκοκκινισμένος από οργή και με πληγωμένη περηφάνια, ο Κλούκολν προχώρησε προς την κλειστή πόρτα.

[365]

«Και δεν πρόκειται να μείνω άλλο εδώ και να ανέχομαι τους υπαινιγμούς σας». «Και βέβαια θα μείνεις, Χέρμαν». Έκανα νόημα στον Κάλο, ο οποίος γύρισε γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά και έπειτα το έβαλε στην τσέπη του. Στο μεταξύ ο Κλούκολν φαινόταν λες και του πατούσα τον κάλο. «Είστε πραγματικά ένας χυδαίος και κουραστικός τύπος, Γκούντερ. Σας το έχει πει ποτέ κανείς αυτό;» «Πολλές φορές. Ίσως έχει σχέση με όλες αυτές τις χυδαίες δο­ λοφονίες που έχω ερευνήσει. Για να μην αναφερθώ στις δολοφο­ νίες που ήμουν υποχρεωμένος να διαπράξω ο ίδιος. Φυσικά κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά αταίριαστο με κάνει μέσα σ’ αυτό το σπί­ τι. Όμως, όπως και ο λοχαγός Κούτνερ, ανακάλυψα ότι υπήρχε κάτι σε όλα αυτά που δεν μου άρεσε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι τώρα εδώ και μιλάω σ’ εσένα, αντί να συνεχίζω το καλό έργο στα ανατολικά μαζί με όλους τους νέους που έχουν αναλάβει ειδικές δράσεις. Παρεμπιπτόντως, πώς κατάφερες να αποφύγεις αυτή τη συγκεκριμένη πορεία καθήκοντος, Χέρμαν;» «Σ ε διατάζω να ξεκλειδώσεις αυτή την πόρτα», είπε ο Κλού­ κολν στον Κάλο. Ο Κλούκολν σταύρωσε τα χέρια του και έδειχνε θλιμμένος, σαν να ένιωθε απογοήτευση που δεν μπορούσε να υπακούσει στην εντολή. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ήταν κάτι περισσότε­ ρο από ικανός να αντεπεξέλθει στο καθήκον του, που του επέ­ βαλλε να αντιμετωπίσει τον Κλούκολν αν ο τρίτος υπασπιστής αποφάσιζε να δοκιμάσει σκληρή στάση απέναντι του. Ο Κάλο φαινόταν πιο σκληρός. Ο Κάλο θα φαινόταν σκληρός ακόμα και σε ένα χαμάμ με Τούρκους παλαιστές. «Ίσως έπαιρνες κι εσύ βιταμίνη Β», είπα. «Ή, ακόμα καλύτε­ ρα, ίσως έπαιρνες βιταμίνη Α. Ποιο είναι το μεγάλο όνομα στο Βερολίνο που σε βοηθά να κρατάς τις κομψές, γυαλισμένες μπό­

P H I L I P K E RR

|_366j

τες σου μακριά από τους λάκκους των φόνων στο Μινσκ και στη Ρίγα, Χέρμαν;» Ο Κλουκολν στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Κάλο και άπλω­ σε το χέρι του. «Ως ανώτερος σου αξιωματικός σε διατάζω να μου παραδώσεις το κλειδί». «Γιατί δεν κάθεσαι να μας πεις τι κρύβεις, Χέρμαν; Για παρά­ δειγμα, γιατί δεν μιλάμε γι’ αυτό τον κατάλογο με τα προσωπικά αντικείμενα του λοχαγού Κούτνερ; Εσύ δεν τον συνέταξες;» «Άνοιξε την κωλόπορτα, αλλιώς θα το μετανιώσεις». «Φοβάμαι πως το πρόβλημα είναι ότι παρέλειψες μερικά αντι­ κείμενα. Και δεν μου αρέσει όταν προσπαθούν να με εξαπατήσουν. Βλέπεις έκανα μια πολύ γρήγορη έρευνα στην αίθουσα πριν προλάβεις να τη συμμαζέψεις. Έτσι κατάλαβα ότι αυτός ο κατά­ λογος δεν περιλαμβάνει εκείνα τα αντίτυπα του περιοδικού Der

Fvhrer που ήταν στο συρτάρι του Κούτνερ». Είδα ότι ο Κάλο κατσούφιασε ακούγοντας όσα είπα. «Δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις», είπα στον Κάλο. «Το Der Fvhrer είναι, ή μάλλον ήταν, περιοδικό για ομοφυλόφιλους. Παλιότερα ήταν δημοφιλές ανάμεσα στα θερμόαιμα αγόρια του Βερολίνου. Το ίδιο και τα άλλα περιοδικά σ’ εκείνο το συρτάρι. Όπως το Der Kreise και το Der Inset. Ένα σωρό γυμνοί άντρες που παίζουν με μπάλες γυμναστικής ή κάνουν κάμψεις ο ένας πά­ νω στον άλλο», κούνησα το κεφάλι. «Βλέπεις τη διαφθορά που έπρεπε να αντιμετωπίσω στη σταδιοδρομία μου ως αξιωματικός της αστυνομίας, Κουρτ; Είναι θαύμα που δεν έχω αλλάξει κι εγώ με τόση βρωμιά που έχω συναντήσει». «Πολλοί κώλοι, έτσι, κύριε;» «Πολλοί. Συλλεκτικά αντικείμενα τώρα, στη μαύρη αγορά του Βερολίνου, αφού τα πορνογραφικά έντυπα σπανίζουν πια αυτή την εποχή. Κοστίζουν πολύ. Για ειδήμονες του είδους, θα μπο­ ρούσε να πει κανείς».

[367]

Ο Κάλο έκανε μια γκριμάτσα που φανέρωνε αηδία. «Βρώμικη δουλειά, κύριε, το να είσαι αστυνομικός». «Μην το πεις σε κανέναν, Κουρτ. Ό χι μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Ό λοι θα θέλουν να την κάνουν». Ο Κλούκολν είχε ηρεμήσει κάπως και φαινόταν λιγότερο δια­ τεθειμένος να τα βάλει με τον Κάλο για το κλειδί που θα άνοιγε την πόρτα του σαλονιού. Ένα λεπτό μετά όμως γύρισε και κάθισε στον καναπέ. «Φυσικά», είπε ο Κάλο, «ενδέχεται ο λοχαγός εδώ να παρέλειψε αυτά τα πρόστυχα περιοδικά από τον κατάλογο όχι επειδή ήθελε να σας εξαπατήσει, κύριε, αλλά επειδή ήθελε να τα κρατή­ σει για τον εαυτό του». «Ό χι», φώναξε ο Κλούκολν. «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό, Κουρτ. Καλή σκέψη». Ο Κάλο χαμογέλασε ειρωνικά απολαμβάνοντάς το. Δεν είχε την άδεια να προσβάλλει ανώτερους αξιωματικούς της Γκεστάπο και των Ες Ες και τώρα θα εκμεταλλευόταν στο έπακρο την ευ­ καιρία που του δινόταν. «Φυσικά», είπα. «Τα πήρε για να τα χρησιμοποιήσει όσο χαϊ­ δολογούσε τον πούτσο του». «Ό χι», επέμεινε ο Κλούκολν. «Ό χι. Απλώς προσπαθούσα να διαφυλάξω τη φήμη του Κούτνερ. Αν όχι όλου του τάγματος». Ο ι χαριτωμένοι καλοαναθρεμμένοι άνθρωποι όπως ο Κλού­ κολν αποκαλούσαν τα Ες Ες τάγμα. «Ο Κούτνερ δεν ήταν τέτοιος, είμαι σίγουρος. Του άρεσαν οι γυναίκες. Εκείνα τα ελεεινά περιοδικά πρέπει σίγουρα να ανήκαν σε κάποιον άλλο. Ίσως ήταν κιόλας εδώ όταν κατέλαβαν το σπί­ τι. Ίσως ανήκαν στους Εβραίους που είχαν το μέρος αυτό πριν τον Φον Νόιρατ. Εν πάση περιπτώσει, απ’ όσο μπορούσα να κρί­ νω, δεν ήταν καν καινούργια τεύχη», κούνησε το κεφάλι του. «Όπως και να έχει το θέμα, το ξανασκέφτηκα με γνώμονα τη συ­ νείδησή μου και κατέληξα ότι θα ήταν καλύτερο να τα κάψω.

PHILI

E

[368]

Ήταν φανερό ότι δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση». «Τα έκαψες;» «Ναι, τα έκαψα όλα. Ήταν ήδη έτσι κι αλλιώς τόσο λυπηρό το γεγονός ότι ο Κοΰτνερ είχε δολοφονηθεί και δεν θα θέλαμε σε κα­ μιά περίπτωση να αρχίσετε να αμφισβητείτε τη φήμη του ως αξιωματικού και ευγενους». «Θέλαμε; Εννοείς ότι εσύ και ο Πλετς τα κάψατε;» «Ναι. Και ασφαλώς δεν θέλαμε να σταλούν εκείνα τα πρόστυ­ χα περιοδικά στους γονείς του στο Χάλε μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά του αντικείμενα». «Αυτό το καταλαβαίνω». «Αμφιβάλλω, Γκούντερ. Πραγματικά αμφιβάλλω». «Τ ι σε κάνει να πιστεύεις ότι του άρεσαν οι γυναίκες, Χέρμαν;» «Γιατί μιλούσε για κάποια κοπέλα που είχε γνωρίσει. Μια κο­ πέλα στην Πράγα. ΓΓ αυτό». «Έχει όνομα αυτό το κορίτσι;» «Γκρέτε. Δεν ξέρω το επίθετό της». «Μήπως τυχαίνει να είναι η γυναίκα στην κορνίζα με τη φωτο­ γραφία που αναφέρεται μεταξύ των προσωπικών του αντικειμένων;» «Ό χι, εκείνη είναι η μητέρα του». «Ίσως αυτή η Γκρέτε να ήταν απλώς πρόσχημα», είπα. «Για να σας πείσει ότι ήταν εξίσου φυσιολογικός με τους υπόλοιπους». «Ή ίσως», είπε ο Κάλο δίνοντας μια διαφορετική εκδοχή, «βουτούσε το πόδι του στο νερό για να δει αν του αρέσει». «Ή ίσως ο Χέρμαν μας επινοεί αυτή την ιστορία», είπα. «Για να κάνει τον συνάδελφο υπασπιστή να φαίνεται λιγότερο ιδιόρ­ ρυθμος στα μάτια μας απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα». «Ίσως είναι και ο ίδιος χαριτωμένος, κύριε. Ίσως νιώθει ότι πρέπει να δώσει στον Κούτνερ ένα άλλοθι για να έχει και ο ίδιος άλλοθι. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο διαφωνούσαν. Ένα καβγαδάκι μεταξύ εραστών». Ο Κλούκολν σηκώθηκε και κοίταξε οργισμένος τον Κάλο.

[369]

«Δεν είμαι υποχρεωμένος να ανέχομαι τέτοιες διαπιστώσεις από σένα». Γύρισε και με κοίταξε. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να τις ανέχομαι από κανέναν απ’ τους δυο σας». «Κάθισε», είπα. «Τι άλλα στοιχεία κατέστρεψες όταν έκαιγες τα πορνοπεριοδικά του Κούτνερ;» Ο Κλουκολν κούνησε το κεφάλι και κάθισε. «Τίποτα», είπε. «Τίποτα άλλο». «Κάποιο ημερολόγιο ίσως. Ερωτικά γράμματα; Φωτογραφίες των δυο σας σε κάποιο ωραίο ταξίδι στη Νήσο Ρούγκεν με όλα τα αγόρια μαζί;» Δεν με ενδιέφερε τίποτα απ’ αυτά, αν και θα μπορούσα ίσως να ενδιαφέρομαι αν θεωρούσα ότι πράγματι συγκαταλέγονταν με­ ταξύ των προσωπικών του αντικειμένων. Υπήρχε όμως κάτι ακό­ μα που με ενδιέφερε —κάτι που ήξερα ότι ήταν στο συρτάρι του, γιατί το είχα δει εγο') ο ίδιος. «Η πίπα;» «Ποια πίπα;» «Υπήρχε μια σπασμένη πήλινη πίπα στο συρτάρι του. Πού πήγε;» «Δεν είδα καμία πήλινη πίπα. Δεν καταλαβαίνω όμως τι σχέση μπορεί να έχει μια σπασμένη παλιά πίπα με κάτι απ’ αυτά». «Εξαρτάται», είπα. «Έτσι δεν είναι, Κουρτ;» «Από τι εξαρτάται;» ρώτησε ο Κλούκολν. «Εξαρτάται τι κάπνιζε μ’ αυτή», είπε ο Κάλο. «Καπνό. Μαρι­ χουάνα. Ό πιο. Λένε πως ο πηλός είναι ό,τι καλύτερο για το όπιο, έτσι δεν είναι, κύριε; Ο πηλός διατηρεί θαυμάσια τη θερμότητα». «Σωστά», είπα. «Το όπιο ή η μαριχουάνα θα ήταν καλή λύση για κάποιον που δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Ή θα καθησύχαζε τη συνείδηση ενός ανθρώπου που νιώθει τόσο ένοχος για όσα έκανε στη Ρίγα».

P H I L I P K E RR

[370]

«Φυσικά», πρόσθεσε ο Κάλο, «0α την πέχαγες μόνο αν υπο­ πτευόσουν για τι είχε χρησιμοποιηθεί. Δεν θα την πέταγες αν πί­ στευες ότι την είχε χρησιμοποιήσει μόνο για να καπνίσει καπνό». «Σωστό επιχείρημα», είπα. «Φυσικά αν την είχαμε ακόμη, θα μπορούσαμε να τη δώσουμε να την ελέγξουν στο εργαστήριο. Θα τον απάλλασσαν από κάθε υποψία σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Τώ­ ρα όμως δεν θα μάθουμε ποτέ γι’ αυτό». Ο Κλουκολν ετοιμάστηκε κάτι να πει, αλλά μετά φάνηκε να το ξανασκέφτεται. Για μια στιγμή τα καστανά του μάτια, που συνα­ ντήθηκαν με τα δικά μου, φάνηκαν ικετευτικά, σαν να ήθελε να με κάνει να σταματήσω την έρευνα και σαν να είχε πράγματι κά­ ποιο μυστικό που δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να αποκαλυψει. Έβαλε το ένα χέρι του σφιγμένο γροθιά μέσα στην πα­ λάμη του άλλου και άρχισε να το πιέζει προσπαθώντας να το εμποδίσει να με χτυπήσει, σχεδόν όπως ο Βαλτάσαρ είχε καταφέ­ ρει να αρπάξει το ακρωτηριασμένο χέρι που διέκοπτε το περίφη­ μο συμπόσιό του. «Αντε λοιπόν», είπα. «Χτυπά με στη μύτη. Τότε θα έχω κάθε λόγο να σου ανταποδώσω το χτύπημα και να μάθω όσα θέλω να μάθω. Έτσι δεν είναι, Κουρτ;» «Φτάνει να το πείτε, κύριε. Ανυπομονώ να χαστουκίσω αυτό τον μπάσταρδο». Ο Κλουκολν μας κοίταζε με αληθινό μίσος, ώσπου υποχώρησε σιωπηλός, μαζεύτηκε στη γωνιά του και έγινε μια μικροσκοπική φιγούρα, που με έκανε να σκεφτώ ότι πραγματικά έπρεπε να τον δείρω για να μου αποκαλύψει τα πάντα. Κάτι που ουσιαστικά σήμαινε ότι η ανάκριση είχε φτάσει στο τέλος της. «Στο Αλεξ, όταν ένας ύποπτος επιμένει να μη μιλάει, τον κλεί­ νουμε σε ένα κελί για να το ξανασκεφτεί. Αυτό θα έκανα και μ’ εσένα, Χέρμαν, αν δεν γινόταν η ανάκριση σε ένα χαριτωμένο σπίτι στην επαρχία, με ένα ωραίο πιάνο και μερικά εκλεκτά έργα

[371] τέχνης. Αυτό θα κάναμε αν η ανάκριση γινόταν στο Βερολίνο. Θα οε κλειδώναμε στο κελί τη νύχτα, αν γινόταν η ανάκριση με την ορθή μέθοδο της αστυνομίας, όχι σαν να ήταν καμιά κωλοσκηνή οε κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα, γραμμένο από εκείνη την Αγγλίδα μυθιστοριογράφο που φαίνεται πως θαυμάζει τόσο πολύ ο Χάιντριχ». Πέταξα το τσιγάρο μου στο τζάκι και χτύπησε στον τοίχο της καμινάδας μέσα σε έναν καταιγισμό από μικροσκοπικές σπίθες. «Είσαι ελεύθερος να φύγεις», είπα. «Αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα θελήσω να σου ξαναμιλήσω, Χέρμαν. Έχεις το λόγο μου γι’ αυτό». Ο Κλούκολν σηκώθηκε και, χωρίς να πει κουβέντα, πήγε κα­ τευθείαν στην πόρτα, την οποία στο μεταξύ είχε ξεκλειδώσει ο Κάλο επιδεικνύοντας προκλητική αυθάδεια, που μου θύμιζε έντο­ να εμένα. Ό ταν ο λοχαγός έφυγε, ο Κάλο πήγε στο τραπεζάκι όπου είχα αφήσει την ταμπακιέρα μου και πήρε ένα τσιγάρο. «Ένοχη συνείδηση, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Σ ’ αυτό το μέρος; Δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει ένοχη συνεί­ δηση εδώ μέσα». «Ο μπάσταρδος έτρεμε σαν ζελέ. Αν δεν το έκανε αυτός ή αν δεν ξέρει ποιος το έκανε, τότε εγώ είμαι Μπλε Δραγόνος». Μπλε Δραγόνοι ήταν το παρατσούκλι ενός τάγματος τιμωρίας του Ιππικού που είχε τοποθετηθεί στα πλούσια σε τύρφη βαλτο­ τόπια της περιοχής γύρω από τον ποταμό Εμς. Έλεγαν ότι αν δεν σε σκότωνε η υγρασία, σίγουρα θα σε σκότωνε η δουλειά - η εξόρυξη τύρφης κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. «"Ισως γι’ αυτό ανησυχεί», είπα. «Μήπως τον στείλουν εκεί. Ή σε όποιο άλλο τάγμα των Ες Ες τελικά θεωρείται αντίστοιχο των Μπλε Δραγόνων. Σ ε κάποιο μικρότερο ίσως κύκλο της κόλασης». «Το εκτελεστικό απόσπασμα μοιάζει πιθανότερο, αν θέλετε τη γνώμη μου. Καταστρέφει στοιχεία και αρνείται να πει για ποιο

P H I L I P K E RR

N

πράγμα διαφωνούσαν ο Κούτνερ κι εκείνος; Να πάει να γαμηθεί. Επιπλέον έχουμε και τη δηλωμένη αντιπάθειά του για τον Κούτ­ νερ. Αν ήταν στο χέρι μου, θα τον συλλάμβανα επιτόπου και θα του αποσπούσα τις πληροφορίες με ένα σφυράκι». Ο Κάλο τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και ύστερα έδειξε τα δό­ ντια του σαν να πονούσε. «Και ξέρετε κάτι, κύριε; Ο Κλούκολν ίσως είναι ό,τι καλύτερο για μας. Μάλιστα νομίζω ότι είναι το ιδανικό πρόσωπο γι’ αυτό». «Τ ι ακριβώς εννοείς;» «Απλώς ότι στέκεται μπροστά στη φωτογραφική σας μηχανή με ένα όνομα και έναν αριθμό πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Πραγ­ ματικά. Θα μπορούσατε κάλλιστα να τον τσακώσετε γι’ αυτή τη δολοφονία όπως και οποίονδήποτε άλλο». «Μερικές φορές, όταν μιλάς, μοιάζεις τόσο πολύ με γκεσταπίτη, που αναρωτιέμαι γιατί σε συμπαθώ, Κουρτ». «Εσάς πιέζει ο Χάιντριχ. Ό ταν έχετε έναν ύποπτο που κινεί υποψίες, είναι ανόητο να πάτε και να αναζητήσετε κάποιον με ευγενικό πρόσωπο και ισχυρό άλλοθι. Ελάτε τώρα, κύριε. Κάθε αστυνομικός το κάνει πού και πού, ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτό πρέπει να κάνετε», σταμάτησε για λίγο. «Να το κάνουμε». Χαμογέλασα ειρωνικά. «Θυμάμαι τις παλιές εποχές όταν δουλεύω μαζί σου. Θυμάμαι το λόγο που έφυγα από την αστυνομία την πρώτη φορά». «Η δική σας κηδεία θα γίνει», είπε ο Κάλο και σήκωσε αδιάφο­ ρα τους ώμους. «Εγώ απλώς εύχομαι να είμαι ο πρώτος που θα θρηνήσω». «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν πρόκειται ν’ απλώσω τα χέ­ ρια μου και να σε τραβήξω στον τάφο μαζί μου». «Δεν είναι μόνο αυτό». «Τότε τι είναι;» «Πρέπει να προχωρήσω. Στη δουλειά. Δεν μπορώ να μείνω

Μ βοηθός Εγκληματολογικού για το υπόλοιπο της παλιοζωής μου. Σε αντίθεση μ’ εσάς έχω μια συζυγο που πρέπει να στηρίξω. Ο μόνος τρόπος να πάρω προαγωγή είναι αν παραδώσετε το κεφάλι κάποιου για τη δολοφονία του Κουτνερ ή αν καταταγώ σε ένα από τα αστυνομικά τάγματα των Ες Ες στη Ρωσία. Ε, ελάτε τώ­ ρα, κύριε, βρεθήκατε κι εσείς εκεί. Ό λοι λένε ότι είναι διακοπές στην κόλαση». «Αυτό είναι», συμφώνησα. «Αυτό οδήγησε τον Κουτνερ στην παραφροσύνη. Το ξέρουμε. Δεν θέλω να συμβεί το ίδιο και σ’ εμένα. Θέλω να κάνω παιδιά. Θέλω να μπορώ να τα κοιτάζω στα μάτια όταν θα πηγαίνουν για ύπνο το βράδυ». «Ναι, το καταλαβαίνω». «Ωραία λοιπόν. Μέχρι τώρα κατάφερα να αποφυγω όλες αυτές τις ηλίθιες μετεγκαταστάσεις. Δεν ξέρω όμως για πόσο ακόμη θα μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να σας αφήσω να σκοτώσετε αυτή την υπόθεση, γιατί βλέπω ότι πολύ το παιδεύετε το ζήτημα και διστάζετε να ενοχοποιήσετε κάποιον, κύριε». «Επομένως παραδέχεσαι ότι δεν πιστεύεις στ’ αλήθεια πως το έκανε αυτός;» «Δεν έχει σημασία τι πιστεύω. Αυτό που έχει σημασία είναι αν θα το πιστέψει ο στρατηγός Χάιντριχ». «Δεν νομίζω ότι θα το πιστέψει. Συμφωνώ ότι ο Κλουκολν κάτι μας κρύβει. Αν θυμάσαι όμως, είπε ότι ο ταγματάρχης Πλετς ήταν συνένοχος, ότι μαζί αποφάσισαν να κάψουν τα πορνοπεριοδικά. Απ’ όσο γνωρίζουμε, ήξερε και για την πίπα. Δεν μπορείς να στήσεις κάποιον στο εκτελεστικό απόσπασμα απλώς και μόνο επειδή προσπαθεί να αποφύγει μερικές άβολες ερωτήσεις». «Ό χι; Εδώ είναι Γερμανία, κύριε. Το θυμάστε; Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα. Πρέπει να πέσουν κεφάλια, κι αν θέλετε τη γνώμη μου, θα μπορούσε κάλλιστα να πέσει το δικό του. Εξάλλου είτε εί­ ναι υπασπιστής είτε όχι, είναι απλώς ένας κωλολοχαγός και θα

P H I L I P K E RR

I374]

είναι ευκολότερο να προσάψουμε μια κατηγορία σ’ αυτόν παρά σε οποιονδήποτε γαλονά. Δεν υπάρχει ούτε ένας απ’ αυτούς τους μπάσταρδους που να μην έχει τα μέσα στην κορυφή της ιεραρχίας». Το επιχείρημά του έστεκε. Δεν μου άρεσαν όσα έλεγε, αλλά ήταν η πραγματικότητα. «Σας διακόπτω;» Το κεφάλι ενός αξιωματικού με στολή του στρατού πρόβαλε στην πόρτα και για μια στιγμή δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. «Μόλις τώρα ο λοχαγός Κλούκολν είπε ότι θα προσπαθούσε να με περάσει μερικές θέσεις μπροστά στη λίστα σας, αλλά - πα­ ράξενος τύπος —δεν μου απάντησε όταν τον ρώτησα πριν λίγο αν συμφωνείτε», σταμάτησε. «Λοιπόν, συμφωνείτε; Μπορώ να επι­ στρέφω σε λίγα λεπτά αν θέλετε, μόνο που ήλπιζα να προλάβω το απογευματινό τρένο για τη Δρέσδη. Μ ε περιμένει πολλή δου­ λειά στο γραφείο. Ο ναύαρχος - δηλαδή ο ναύαρχος Κανάρις με κρατά απασχολημένο τις τελευταίες μέρες, σας διαβεβαιώ». «Μ ε συγχωρείτε, ο ταγματάρχης Τούμελ, σωστά;» «Ακριβώς». «Καλύτερα να περάσετε». «Καλοσύνη σας», είπε σαν να τραγουδούσε. Ο Πάουλ Τούμελ μπήκε στο σαλόνι. Προχώρησε φανερά απα­ θής, σαν παίχτης του γκολφ που ετοιμάζεται να ρίξει την μπάλα στην τρύπα και περιμένει ότι θα μπει χωρίς κανένα πρόβλημα, και κάθισε στον καναπέ απ’ όπου λίγο νωρίτερα είχε σηκωθεί ο Χέρμαν Κλούκολν. «Είμαι καλά εδώ;» Ακούμπησε τα χέρια του στα μεταξωτά μαξιλάρια σαν σχολιαρόπαιδο και έπειτα ακούμπησε πίσω την πλάτη του με άνεση. «Δεν έχω ξανάρθει σ’ αυτό το δωμάτιο», πρόσθεσε κοιτάζοντας γύρω του. «Πολύ άνετο. Αν και ίσως υπερβολικά γυναικείο για το γούστο μου. Ό χι ότι έχω γούστο. Τουλάχιστον έτσι λέει η γυναι-

Μ κα μου. Εκείνη διαλέγει την ταπετσαρία στο σπίτι μας, όχι εγώ. Ιγώ απλώς την πληρώνω». Ο Τούμελ ήταν γύρω στα σαράντα. Είχε σκούρα μαλλιά, τα οποία, όπως σχεδόν όλοι όσοι φορούσαν γερμανική στολή, τα εί­ χε κοντά στα πλάγια, έτσι που ό,τι υπήρχε στην κορυφή του κρα­ νίου του έμοιαζε με μικρό πηλήκιο. Το πρόσωπό του είχε γωνίες και μια πολύ σουβλερή μύτη, που φαινόταν λες και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να συναντήσει στο μέσον το εξίσου μυτερό πιγούνι του. Ήταν φιλικός και τόσο ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, όπως ακριβώς θα περίμενες να είναι ο άντρας που φορά ένα χρυ­ σό έμβλημα του Κόμματος, ένα Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως, μια αξιοπρεπή κολόνια και μια ασημένια βέρα. «Κανένας ύποπτος μέχρι τώρα;» «Είναι κάπως νωρίς ακόμη για ύποπτους, ταγματάρχα». «Χμ, άσχημες υποθέσεις παντού. Μ ένεις με μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα όταν σκέφτεσαι ότι κάποιος τύπος που καθόταν δίπλα σου σε ένα δείπνο ίσως δολοφόνησε εν ψυχρώ έναν άλλο τύπο που ήξερες». «Έχετε κάποιον κατά νου;» «Ποιος; Εγώ; Ό χι». Ο Τούμελ σταύρωσε τα πόδια του, έπιασε την μπότα του στο ύψος της κνήμης και την αγκάλιασε σαν κουπί σε διπλό σκιφ. «Παρ’ όλα αυτά αρχίστε τις ερωτήσεις σας, κομισάριε». «Αισθάνεστε καλύτερα σήμερα;» «Μμ;» «Ο πονοκέφαλος μετά το μεθύσι;» «Α, αυτό. Ναι. Τέλεια, ευχαριστώ. Ένα έχω να πω για τον Χάιντριχ, διατηρεί μια εξαιρετική κάβα. Ο Χίμλερ θα ζηλέψει όταν του το πω». Αυτό ακούστηκε κάπως άχαρο, σκέφτηκα. Ενώ τα πήγαινε τό­ σο καλά δημιουργώντας μια χαλαρή εικόνα, ήταν ανάγκη να τη χαλάσει αναφέροντας τον Χίμλερ, με τον οποίο πιθανότατα γνω-

P H I L I P K E RR

[376]

ρίζονταν; Κοίταξα τον Κάλο, που ένευσε με ένα βλέμμα, σαν να ήθελε να δηλώσει ότι, σε αντίθεση με τον Κλούκολν, άδικα σπαταλούσα το χρόνο μου - ο Τουμελ ήταν από εκείνους τους αν­ θρώπους που είχαν καλοσυνάτο πρόσωπο και ένα ισχυρό άλλοθι, για το οποίο μιλούσε. «Εντούτοις δεν θα με δυσαρεστουσε καθόλου αν επέστρεφα στη Δρέσδη. Δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα εδώ στη Βοημία. Δεν έχει σε καμία περίπτωση να κάνει βέβαια με τη φιλοξενία που μας προσφέρει ο Προστάτης του Ράιχ. Όμως έχει κάτι αυτή η χώρα που σε κάνει να νιώθεις ότι μπορεί και να σου συνθλίψουν το κεφάλι καθώς πηγαίνεις στην εκκλησία, όπως συνέβη με τον δύστυχο γέρο βασιλιά Βέντσεσλας. Ή ότι θα σε πετάξει απ’ το παράθυρο ένα τσούρμο δύσοσμων Χουσιτών.* Άχαρος, βρωμερός συρφετός αυτοί οι Τσέχοι. Πάντα έτσι ήταν. Σ ε όλη την ιστορία. Πάντα έτσι θα είναι. Αν θες τη γνώμη μου, ο στρατηγός ξεμπέρ­ δεψε μ’ αυτούς τους μπάσταρδους. Ήσουν στο Παρίσι πριν έρ­ θεις εδώ, έτσι ακούω». «Μάλιστα, κύριε». «Νομίζω πως δεν χρειάζεται να σου πω πόσο διαφέρει η Πρά­ γα απ’ το Παρίσι. Ο ι Γάλλοι είναι πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο ρεα­ λιστές. Ξέρουν ποιο χέρι τούς ταΐζει προς το παρόν. Ο Τσέχος όμως είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση. Ο μέσος Τσέχος είναι μια πληγή που πραγματικά κακοφορμίζει. Θυμήσου τα λόγια μου, κομισάριε, θα χυθεί πολύ αίμα αν παραμείνει αυτή η χώρα στην κατοχή μας». Έκανε ένα μορφασμό. «Συγγνώμη. Φλυαρώ σαν γαλατού ως συνήθως. Θες να μιλή-

* Οι Χουσίτες ή Ουσίτες ήταν οι οπαδοί του κινήματος που ακολουθούσε τις διδασκαλίες του Τσέχου μεταρρυθμιστή Γιαν Χους (1369-1415), ο οποίος ήταν ένας από τους πρόδρομους της Μεταρρύθμισης. Ενδιαφέρθηκαν για κοινωνικά ζητήματα και ενίσχυσαν την τσεχική εθνική συνείδηση. (Σ .τ.Ε .)

Η σεις για τον άμοιρο τον λοχαγό Κουτνερ, σωστά; Δεν θες την άποψή μου για τους Τσέχους». «Βρήκα έναν άδειο κάλυκα στο πλατύσκαλο μπροστά στην πόρτα σας. Από ένα Ρ38. Γεγονός που, όπως φαίνεται, φανερώ­ νει ότι έπεσε πυροβολισμός σ’ αυτό το μέρος. Ακούσατε κάποιο πυροβολισμό το πρωί του φόνου;» «Εννοείς μέσα στο σπίτι. Ό χι έξω. Μου φαίνεται πως πάντα υπάρχει κάποιος που πυροβολεί κάτι εκεί έξω. Ό χι, δεν άκουσα τίποτα. Έ χε υπόψη σου ότι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα σαν μεθυ­ σμένη μαρμότα υστέρα από τόσο οινόπνευμα που είχα κατεβάσει. Κοιμήθηκα όλο το βράδυ μέχρι περίπου — για να δω —, λοιπόν πρέπει να ήταν περίπου εφτά το πρωί όταν άκουσα κάτι δυνα­ τούς κρότους. Σηκώθηκα να δω γιατί όλη αυτή η αναταραχή και ο λοχαγός Πόμε, νομίζω, μου εξήγησε ότι εκείνος και ο μπάτλερ είχαν αναγκαστεί να γκρεμίσουν την πόρτα του Κουτνερ επειδή νόμιζαν πως είχε πάρει υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Τουλά­ χιστον αυτό νομίζω ότι είπε. Έ τσι τριγύρισα λίγο για να δω αν μπορώ να βοηθήσω και άκουσα τον δόκτορα Γιουρι να λέει ότι ο καημένος ο Κουτνερ ήταν νεκρός. Ασφαλώς δεν υπήρχε κάτι να κάνω, γι’ αυτό επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Έμεινα εκεί μέχρι τις εννιά περίπου. Πλύθηκα, ντύθηκα, βγήκα πάλι από την πόρτα μου, και να σου εσυ να σέρνεσαι στο πάτωμα στα τέσσερα αναζη­ τώντας τον κάλυκα εκείνης της σφαίρας. Ειλικρινά σπάω το κε­ φάλι μου από τότε να βρω γιατί τον σκότωσαν. Και πώς το έκα­ ναν. Η πόρτα του δωματίου ήταν κλειδωμένη και αμπαρωμένη από μέσα, έτσι δεν είναι; Το παράθυρο μανταλωμένο. Και ακόμη δεν έχει βρεθεί κανένα όπλο. Πραγματικά μυστήριο». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Έριξα μια ματιά και στο υπνοδωμάτιο του νεκρού χθες βράδυ, μήπως μου έρθει καμία έμπνευση. Δεν προσπαθώ να το παίξω έξυ­ πνος ή κάτι τέτοιο, αλλά ενώ βρισκόμουν εκεί, βρήκα αρκετές σανί­ δες κάτω απ’ το χαλί λαοκαρισμένες. Τόσο λασκαρισμένες, που

P H I L I P K E RR

[378]

μπορούσες να τις σηκώσεις. Υπήρχε χώρος κάτω απ’ αυτές. Αρκε­ τός για να κρυφτεί εκεί ένας μεγαλόσωμος άντρας. Και μου πέρασε απ’ το νου ότι ο δολοφόνος, πραγματικά πολύ ψύχραιμος, ίσως κρυβόταν εκεί όση ώρα όλοι εσείς ήσασταν στο δωμάτιο, πάνω απ’ αυτόν, για να το πω αλλιώς. Φυσικά θα πρέπει να είχε βρει έναν τρόπο να ξαναβάλει τις σανίδες πάνω από την κρυψώνα του και να τραβήξει το χαλί στη θέση του. Ίσως με μερικά κομμάτια πετονιά. Ναι, αυτό θα χρησιμοποιούσα αν ήμουν εγώ εκεί μέσα. Μ ε μερικές πρόκες τοποθετημένες στα κατάλληλα σημεία θα μπορούσε κανείς να τυλίξει το χαλί εύκολα, σαν ένα ρόμαν». Κοίταξα τον Κάλο, που μου απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Συγγνώμη» - ο Τούμελ χαμογέλασε θλιμμένα. «Απλώς νόμιζα ότι όφειλες να το γνωρίζεις. Πραγματικά δεν προσπαθούσα να σε κάνω να φανείς ηλίθιος ή κάτι τέτοιο, κομισάριε Γκοΰντερ». «Κοιτάξτε, κύριε, φαίνεται πως είμαι σε θέση να διαχειριστώ άριστα αυτή τη συγκεκριμένη αποστολή και μόνος μου». Αναστέναξα και σήκωσα τα μάτια στο ταβάνι, όπου ακριβώς στον πάνω όροφο βρισκόταν το δωμάτιο του Κουτνερ. «Γιατί δεν το σκέφτηκα αυτό;» «Δεν μπορείς να σκέφτεσαι τα πάντα. Μια έρευνα σαν αυτή που προσπαθείς να κάνεις σ’ αυτό το σπίτι θα δοκίμαζε την υπο­ μονή και την ευφυΐα κάθε ανθρώπου. Και πρόσεξε, δεν λέω ότι εκεί κρυβόταν ο δολοφόνος. Το μόνο που προτείνω είναι μια πι­ θανότητα, αν και δεν είναι ισχυρή νομίζω». Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Ωστόσο θα πω το εξής: Στις Μυστικές Υπηρεσίες δεν παύου­ με να εντυπωσιαζόμαστε από την επινοητικότητα και τη φαντα­ σία του εχθρού. Ειδικά των Βρετανών στρατιωτών. Εξάλλου η απόγνωση είναι ο πατέρας της καινοτομίας», αναστέναξε. «Δεν υποστηρίζω ότι έτσι έγινε, κομισάριε. Το μόνο που λέω είναι ότι έτσι θα μπορούσε να έχει γίνει».

[379]

Κούνησα to κεφάλι. «Σας ευχαριστώ, κύριε». «Ούτε να το σκέφτεσαι, κομισάριε. Εγώ πάντως σίγουρα δεν το σκέφτομαι. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Καλύτερα να ανεβούμε στον πάνω όροφο και να ρίξουμε μια ματιά μόνοι μας». Σηκωθήκαμε και οι τρεις και προχωρήσαμε ταυτόχρονα προς την πόρτα του σαλονιού. «Παρεμπιπτόντως, ταγματάρχα Τούμελ», είπα καθώς θυμήθη­ κα το γράμμα που είχα λάβει το πρωί από το Βερολίνο. «Μήπως το όνομα Γκέερτ Φράνκεν σας θυμίζει κάτι;» «Γκέερτ Φράνκεν;» Ο Τούμελ έκανε μια μικρή παύση και στη συνέχεια κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ό χι, δεν νομίζω. Γιατί, θα έπρεπε;» «Γινόταν μια έρευνα δολοφονίας στο Βερολίνο το καλοκαίρι. Ο δολοφόνος των σιδηροδρόμων, θυμάστε; Ο Φράνκεν ήταν αλλο­ δαπός εργάτης στους σιδηροδρόμους και τον ανέκρινε η αστυνο­ μία ως ύποπτο· ανέφερε λοιπόν κάποιο Γερμανό αξιωματούχο που θα μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης». «Και νομίζεις πως ήμουν εγώ;» «Μόλις έλαβα ένα γράμμα από τον πατέρα του στην Ολλαν­ δία, στο οποίο λέει ότι ο γιος του είχε συναντηθεί με κάποιο λο­ χαγό Τούμελ στη Χάγη πριν τον πόλεμο, το 1939». «Ορίστε λοιπόν, κομισάριε. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κι άλλος αξιωματικός με το όνομα Τούμελ. Τελευταία φορά που ήμουν στη Χάγη ήταν το 1933. Ή ίσως το 1934. Σίγουρα όμως όχι το 1939. Το 1939 με είχαν στείλει στο Παρίσι. Το Τούμελ δεν είναι σπάνιο όνομα. Ο υπεύθυνος υποδοχής του ξενοδοχείου Άντλον ονομάζεται Τούμελ. Το ξέρεις;» «Ναι, κύριε. Το ξέρω. Έχετε δίκιο, πρέπει να είναι κάποιος άλλος αξιωματικός που ονομάζεται Τούμελ».

P H I L I P K E RR

N

Ο Τοΰμελ χαμογέλασε ευτυχής. «Εκτός αυτου δεν συνηθίζω να παρέχω εγγυήσεις ήθους σε αλ­ λοδαπούς εργάτες». Έκανε νόημα δείχνοντας τον πάνω όροφο. «Όμως δεν θα με πείραζε να σου δείξω εκείνες τις λασκαρισμένες σανίδες για τις οποίες σου είπα, κομισάριε».

Ό ταν ο Τουμελ είχε φύγει πια από το υπνοδωμάτιο του Κούτνερ, ο Κάλο μπήκε στον κενό χώρο που υπήρχε στο πάτωμα και περίμενε υπομονετικά μέχρι να τοποθετήσω τις σανίδες στη θέση τους. Ύστερα τις έβγαλα πάλι. Ο Κάλο βγήκε από κει γεμάτος σκόνη. «Εντάξει, μπορεί κάποιος να κρυφτεί εδώ», είπα. «Αλλά είναι μάλλον απίθανο». «Γιατί το λέτε αυτό, κύριε;» «Από τη σκόνη που έχεις πάνω σου. Αν κάποιος κρυβόταν εκεί όλο το πρωί της Παρασκευής, θα περίμενα λιγότερη σκόνη σε εκείνο το χώρο απ’ ό,τι υπάρχει τώρα. Ή τουλάχιστον από εκεί­ νη που υπήρχε μέχρι που μπήκες εσυ μέσα». Έδωσα στον Κάλο τη βούρτσα που είχα πάρει από το πάνω μέρος του ντουλαπιού. «Τυχερός είσαι που δεν φοράς το καλό σου κοστούμι», είπα. Ο Κάλο γκρίνιαξε, πέταξε μια βρισιά και άρχισε να βουρτσίζει τη σκόνη απ’ το σακάκι και το παντελόνι του. «Εξαρτάται από το πόση σκόνη υπήρχε εκεί πιο πριν, σωστά;» μουρμούρισε. «Ίσως». «Και μ’ όλους τους γαλονάδες τυφλά στα δωμάτιά τους, ο κα­ θένας τους μπορούσε να έχει κρυφτεί εκεί μέσα και κανένας δεν θα το έπαιρνε είδηση». «Κοίταξα και το χαλί και δεν βλέπω με ποιο τρόπο μπορεί κά-

[381]

ποιος να το τράβηξε ξανά στη θέση του πάνω από τις σανίδες ενώ κρυβόταν από κάτω. Ούτε πετονιές - ούτε πρόκες στα σοβα­ τέπι». «Ίσως», είπε ο Κάλο, «ο δολοφόνος επέστρεψε και τις έβγαλε». «Ίσως. Τέλος πάντων, αν ο δολοφόνος κατάφερε πράγματι να κρυφτεί εκεί κάτω, αυτό απαλλάσσει τον Κλούκολν από τις υπο­ ψίες. Αμέσως μετά τη δολοφονία βρισκόταν εδώ στο δωμάτιο, το θυμάσαι; Μαζί μ’ εσένα και μ’ εμένα». «Κρίμα. Ακόμη όμως μου κάνει για ύποπτος. Και όπως είπατε κι εσείς, είναι σχεδόν απίθανο να κρύφτηκε ο δολοφόνος εδώ μέ­ σα». Ο Κάλο κούνησε το κεφάλι. «Ό χι, έχεις δίκιο. Ο Κλούκολν θα πρέπει να το έκανε με κά­ ποιον άλλο τρόπο. Ίσως μεταμορφώθηκε σε νυχτερίδα». Χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι. «Ούτε έτσι θα μπορούσε να το κάνει. Το παράθυρο ήταν κλει­ στό, θυμάσαι;» «Έτσι λέει ο στρατηγός. Ό λοι μας το θεωρούμε δεδομένο επειδή είναι ο στρατηγός και η κατάθεσή του είναι αδιαμφισβή­ τητη. Κι αν έκανε λάθος σ’ αυτό; Κι αν το παράθυρο ήταν τελικά ανοιχτό;» «Ο Χάιντριχ δεν κάνει λάθος με τέτοια πράγματα». «Γιατί όχι; Άνθρωπος είναι». «Τ ι σου έδωσε αυτή την εντύπωση;» Ο Κάλο σήκωσε τους ώμους. «Σ ε λίγο θα είναι ώρα για το μεσημεριανό», είπε. «Θα μπορού­ σατε να τον ρωτήσετε τότε». «Γιατί δεν τον ρωτάς εσύ;» «Ναι, καλά. Αυτά που είπα για την προαγωγή τα εννοούσα ξέ­ ρετε». Μου έδωσε τη βούρτσα για τα ρούχα και ύστερα γύρισε από την άλλη.

P H I L I P K E RR

[382]

«Έχετε την καλοσύνη, κύριε;» Βούρτσισα την πλάτη του και έφυγε η περισσότερη σκόνη απ’ το σακάκι του και τότε σκύφτηκα την Αριάνε, που βούρτσιζε το δικό μου σακάκι την προηγούμενη μέρα. Μου άρεσε που έδινε σημασία στην εμφάνισή μου, που ίσιωνε τη γραβάτα μου, που έστρωνε το γιακά του πουκαμίσου μου και μάζευε εκείνη το πα­ ντελόνι μου από το πάτωμα και το έβαζε κάτω από το στρώμα για να διατηρείται η τσάκιση. Ήταν χειρονομίες που έδειχναν εν­ διαφέρον και ήδη τις πεθυμούσα. Τώρα θα είχε κιόλας περάσει τα σύνορα της Βοημίας, θα είχε γυρίσει στη Γερμανία και θα ήταν πιο ασφαλής απ’ ό,τι στην Πράγα. Ήξερα τι εννοούσε ο Τούμελ - η Πράγα είχε κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. «Ανυπομονώ για το γεύμα», είπε ο Κάλο. Μύριζε τον αέρα σαν κάποιο μεγαλόσωμο, πεινασμένο σκυλί. «Ό ,τι κι αν είναι, μυρίζει ωραία». «Όλα σού μυρίζουν ωραία». «Όλα εκτός από αυτή την υπόθεση». «Πράγματι. Λοιπόν πήγαινε εσύ στο γεύμα. Εγώ θα μείνω για λίγο εδώ». «Και τι θα κάνετε;» «Α, τίποτα σπουδαίο. Θα κοιτάξω το πάτωμα. Θ ’ ακούσω το κοράκι έξω απ’ το παράθυρο. Θα πυροβολήσω τον εαυτό μου. Ή ίσως να προσευχηθώ για λίγη έμπνευση». «Δεν θα χάσετε το γεύμα, έτσι;» Ο τόνος στη φωνή του Κάλο έκανε την ερώτησή του να ακου­ στεί τόσο σοβαρή, λες και σχέδιαζα πραγματικά να πυροβολήσω τον εαυτό μου. Κάτι που δεν απείχε και πολύ από την πραγματι­ κότητα. «Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι άσχημη ιδέα», είπα. «Το φαγητό συνήθως δεν με αφήνει να σκέφτομαι. Από αυτή την άποψη είναι εξίσου βλαβερό με την μπίρα. Αν απέχω από το φα­ γητό για ένα διάστημα, ίσως μου έρθει η επιφοίτηση για το πώς

[383]

έγινε η δολοφονία. Ναι, γιατί όχι; Ίσως αν λιμοκτονήσω κι εγώ όπως ο Μωυσής για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, τότε θα έρθει ο Παντοδύναμος και θα μου πει ποιος το έκανε. Φυσικά θα πρέπει να βάλει φωτιά στο σπίτι για να τραβήξει την προσο­ χή μου, αλλά αξίζει τον κόπο. Εξάλλου είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έχω ένα προβάδισμα έναντι του Μωυσή, αν το δεις από μια άποψη». «Αλήθεια; Τ ι προβάδισμα;» Άνοιξα την ταμπακιέρα μου. «Τον καπνό. Μια πολύ μικρή φλέγόμενη βάτος, απ’ όπου μπο­ ρεί κανείς να αποκτήσει τεράστια σοφία. Νομίζω πως ο καθένας από εκείνους τους άγιους θα μπορούσε να γλίτωνε χρόνο και τα­ λαιπωρία κάνοντας απλώς ένα τσιγάρο». Ό ταν ο Κάλο με άφησε μόνο μου με το φόβο μου, κάθισα στην άκρη του στρώματος στο κρεβάτι του Κούτνερ και άναψα ένα τσιγάρο, κι αφού κοίταξα για ώρα το μυστικιστικό ίχνος της θείας έμπνευσης που άφηνε το τσιγάρο μου, αποφάσισα να ρίξω μια ματιά στο σπίτι. Εφόσον τώρα σχεδόν όλοι είχαν συγκεντρω­ θεί στην τραπεζαρία, μπορούσα να πηγαίνω όπου θέλω χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να δίνω εξηγήσεις για το τι κάνω. Εκτός αυ­ τού δεν ήμουν βέβαιος ότι υπήρχε εξήγηση γι’ αυτό που αναζη­ τούσα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι έπρεπε να σκεφτώ κάτι —οτι­ δήποτε - και μάλιστα γρήγορα. Ό ταν άκουσα δυνατές επευφημίες κάτω στην τραπεζαρία, σκέφτηκα το πρώτο πράγμα. Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά τουλάχιστον είχε το πλεονέκτημα ότι είχε πρακτική αξία. Ένα πείραμα. Μια εμπειρική δοκιμασία της εικασίας που εγώ και όλοι οι υπόλοιποι είχαμε κάνει απ’ την αρχή κιόλας αυτής της υπόθεσης. Προχώρησα και πήγα στο υπνοδωμάτιό μου, απ’ όπου πήρα το Walther ΡΡΚ απ’ το σακίδιό μου. Γύρισα στο δωμάτιο του Κούτνερ, έκλεισα την πόρτα όσο καλύτερα μπορούσα, έβαλα δύο

P H I L I P K E RR

[384]

σφαίρες στη θαλάμη, πυροβόλησα γρήγορα δυο συνεχόμενες φο­ ρές και υστέρα κάθισα περιμένοντας να δω τι θα συμβεί. Αν όμως περίμενα οι πυροβολισμοί να φέρουν ένα τσούρμο ανήσυχων αξιωματικών στο δωμάτιο του Κούτνερ, ήμουν γελασμένος. Π έ­ ρασε ένα λεπτό, έπειτα δυο - και όταν πια είχαν περάσει πέντε λεπτά, ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι κανείς δεν επρόκειτο να έρθει, γιατί κανείς δεν είχε ακούσει τους πυροβολισμούς. Φυσικά αυτό το γεγονός απλώς μου έλεγε ότι ο Κουτνερ μπορούσε κάλλιστα να πυροβολήθηκε χωρίς να ακούσει κανείς τίποτα ή να θορυβηθεί και να ερευνήσει για τους πυροβολισμούς, όμως κάτι ήταν κι αυ­ τό. Ήταν μια εικασία που είχα κάνει και εύκολα μπορούσε να αποδειχθεί εσφαλμένη. Και όταν γίνεται μια εικασία, άνετα μπο­ ρεί να γίνει ακόμα μία. Επέστρεψα στο δωμάτιό μου και έβαλα πάλι το όπλο στο σα­ κίδιό μου προτού βγω και φτάσω στο κεφαλόσκαλο με τα μαύρα αγάλματα, τις δερμάτινες καρέκλες κυνηγετικού στιλ, τις διακοσμητικές πορσελάνες Μάισιν και τις λιγότερο διακοσμητικές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των Χίτλερ, Χίμλερ, Γκέμπελς, Γκέρινγκ, Μπόρμαν και Φον Ρίμπεντροπ. Ήταν ένα σπίτι που σου θύμιζε την πατρίδα αν ζούσες στο Μπέργκχοφ. Ήξερα τα πιο όμορφα μέρη του Κάτω Κάστρου, μεταξύ αυτών τη βιβλιοθήκη, την τραπεζαρία, την αίθουσα με τα μπιλιάρδα, τον Χειμερινό Κήπο, την αίθουσα συνεδριάσεων και το σαλόνι - υπήρ­ χαν όμως και άλλα μέρη για τα οποία δεν γνώριζα τίποτα ή κατα­ λάβαινα ότι η πρόσβαση σ’ αυτά ήταν απαγορευμένη. Το γραφείο του Χάιντριχ καταλάβαινες ότι ήταν σίγουρα απαγορευμένος χώ­ ρος, ακόμα και για κάποιον που υποτίθεται ότι ήταν αστυνομικός στην υπηρεσία του Χάιντριχ. Σταμάτησα για λίγο έξω από την πόρτα, χτύπησα και ύστερα, αφού δεν άκουσα κανέναν και πι­ στεύοντας ότι θα τη βρω κλειδωμένη, γύρισα το χοντρό, μπρού­ ντζινο χερούλι της. Η βαριά πόρτα άνοιξε. Μπήκα. Την έκλεισα πίσω μου.

[385]

Το δωμάτιο —ένα από τα μεγαλύτερα του σπιτιού —ήταν ήσυ­ χο και δροσερό - σου έδινε την αίσθηση τάφου παρά γραφείου. Περιδιάβηκα για ένα λεπτό στο χώρο προτού γυρίσω πίσω, ενώ τα βήματά μου, βήματα φαντάσματος, ήταν εντελώς αθόρυβα μέ­ σα σ’ εκείνο το δωμάτιο, σαν να μην υπήρχα καν. Μάλλον ο Χάιντριχ θα το είχε κανονίσει φυσικά, και μάλιστα εύκολα. Τόσο εύ­ κολα όσο να αδειάσει το κρυστάλλινο τασάκι πάνω στο γραφείο, που φαινόταν καθαρό και καλογυαλισμένο. "Ισως ήταν ένα από τα καθήκοντα που είχε ο Κρίτσινγκερ. Δεν ξέρω αν περίμενα να ανακαλύψω κάτι. Ήμουν απλώς πε­ ρίεργος, αλλά, όπως κάθε αστυνομικός, σκεφτόμουν ότι είχα το ελεύθερο να ικανοποιώ αυτή την τάση, που καταλαβαίνεις ότι γί­ νεται ελάττωμα όταν συνοδεύεται από κάτι λιγότερο σοβαρό και κατακριτέο, όπως ο φθόνος ή η απληστία. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα που λαχταρούσα διακαώς, αν και πάντα ήθελα ένα ωραίο γραφείο με μια άνετη καρέκλα, ίσως όμως αυτά τα έπιπλα ήταν κάπως εξεζητημένα για τη δουλειά μου. Παρ’ όλα αυτά κά­ θισα, άπλωσα τα χέρια μου πάνω στο γραφείο του Προστάτη του Ράιχ, ακούμπησα την πλάτη μου στην καρέκλα του, κοίταξα ολό­ γυρα το δωμάτιο για μια στιγμή, πασπάτεψα μερικά από τα βι­ βλία του στα ράφια - κυρίως γνωστά μυθιστορήματα - , έριξα μια ματιά στις πολλές φωτογραφίες του, εξέτασα το σουμέν για να δω την πρόσφατη αλληλογραφία του —δεν είχε —και ύστερα κατέλη­ ξα ότι χαιρόμουν αφάνταστα που δεν ήμουν ο Ράινχαρντ Χάιντριχ. Ούτε για τον κόσμο ολόκληρο δεν θα ήθελα να είχα γίνει Χάιντριχ. Το δερμάτινο ημερολόγιο γραφείου ήταν γεμάτο σχεδόν μονά­ χα με κανονισμένες συναντήσεις. Σ ε αυτό ήταν σημειωμένες πολ­ λές παλιότερες συναντήσεις στο Κρησφύγετο του Λύκου στο Ράστενμπουργκ, στο Μπέργκχοφ, στην Καγκελαρία του Ράιχ - και μελλοντικές βραδινές επισκέψεις στο τσίρκο - για κάποιο λόγο, που δεν μπορούσα να εξηγήσω, ήταν υπογραμμισμένες - , μια μέ­

P H I L I P K E RR

[386]

ρα στο Ράστενμπουργκ, ένα Σαββατοκύριακο στο Κάρινχαλ, ένα βράδυ στη Γερμανική Όπερα, Χριστούγεννα στο Κάτω Κάστρο και υστέρα μια συνέλευση τον Ιανουάριο σε κάποια βίλα των Ες Ες στην Γκρόσερ Βάνζεε. Ως αστυνομικός στην υπηρεσία του Χάιντριχ θα χρειαζόταν να πάω σε όλα εκείνα τα μέρη; Στο Ράστενμπουργκ; Στην Καγκελαρία του Ράιχ; Στη σκέψη μιας συνά­ ντησης με τον Χίτλερ ένιωσα φρίκη. Έψαξα στο καλάθι των αχρήστων κάτω από το γραφείο και βρήκα μόνο μια κάλτσα με μία τρύπα. Δεν υπήρχαν συρτάρια στο γραφείο που θα μπορούσα να ψάξω. Αν ο Χάιντριχ είχε μυστικά αρχεία, ήταν σίγουρο ότι τα κρατούσε σε κάποιο κρυφό μέρος. Κοίταξα ολόγυρα το δωμάτιο. Το χρηματοκιβώτιο αποφάνθηκα τελικά ότι πρέπει να βρισκό­ ταν πίσω από το πορτρέτο του Χίτλερ - και πράγματι εκεί ήταν - , αλλά δεν θα προσπαθούσα να το ανοίξω - ακόμα και το θράσος μου είχε όρια. Εξάλλου υπήρχαν πράγματα που δεν ήθελα στην πραγματικότητα να γνωρίζω. Ειδικά τα μυστικά του Χάιντριχ. Ο ι καλοφοδραρισμένες κουρτίνες ήταν σαν να είχαν βγει από κάποιο θέατρο και θα μπορούσαν άνετα να μου προσφέρουν μια βολική κρυψώνα αν κάποιος έμπαινε στο γραφείο. Τα τζάμια στα μεγάλα παράθυρα ήταν παχιά όσο το μικρό μου δάχτυλο και μάλ­ λον αλεξίσφαιρα. Πίσω από τις κουρτίνες υπήρχαν μερικά αυτό­ ματα και ένα κουτί με χειροβομβίδες - ο Χάιντριχ δεν άφηνε πολ­ λά πράγματα στην τύχη. Αν κάποιος επιχειρούσε να επιτεθεί στο σπίτι του, ήταν σαφές ότι σκόπευε να αμυνθεί μέχρι εσχάτων. Ήθελα όμως ο Χάιντριχ ή κάποιος από τους υπασπιστές του να με τσακώσουν εκεί μέσα; Ίσως. Αν με πετούσαν έξω απ’ το γραφείο του, θα με πετούσαν και έξω απ’ την υπόθεση και θα με έστελναν πίσω στο Βερολίνο ως βδέλυγμο, μια εξέλιξη που ευχό­ μουν με όλη μου την καρδιά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και τε­ λικά, αφού είχα μείνει στο δωμάτιο εκείνο για δεκαπέντε περίπου λεπτά, σηκώθηκα και βγήκα έξω στο πλατύσκαλο, χωρίς να έχει

[387]

καταλάβει κανείς την παρουσία μου εκεί μέχρι εκείνη την ώρα. Η επόμενη πόρτα μετά το γραφείο του Χάιντριχ ήταν μια σου­ ίτα με δωμάτια που έμοιαζαν περισσότερο γυναικεία - σίγουρα τα δωμάτια αυτά είχαν παραχωρηθεί στη Λίνα Χάιντριχ - , όπου, ανάμεσα στους καναπέδες που είχαν ταπετσαρίες με τριαντάφυλ­ λα, στις κομψές καρέκλες και στους μεγάλους καθρέφτες, βρισκό­ ταν μια τουαλέτα μεγάλη σαν καταδιωκτικό Messerschmitt. Κατέβηκα στον κάτω όροφο και κατάφερα να περάσω απαρα­ τήρητος μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του σαλονιού, που ήταν γεμάτη γαλονάδες - όταν πλησίασα στον πίσω κήπο, έχωσα το κεφάλι μου μέσα από την πόρτα μιας αίθουσας παιχνιδιού και υστέρα ενός παιδικού σταθμού. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα ιδέα για τα εκτεταμένα κατα­ λύματα των υπηρετών που βρίσκονταν εκεί και πέρασα από έναν υποφωτισμένο διάδρομο, που φαινόταν να είναι η ραχοκοκαλιά και το νευρικό σύστημα του σπιτιού. Ακόμα και μια ηλιόλουστη μέρα όπως αυτή, ο πλακόστρωτος διάδρομος του ισογείου έμοια­ ζε περισσότερο με φυλακή στο Αλεζ, αν και μύριζε πολύ καλύτε­ ρα. Ο Κάλο είχε δίκιο γι’ αυτό. Στην ευρύχωρη κουζίνα διάφοροι μάγειρες καταγίνονταν με την προετοιμασία του επόμενου πιάτου του μεσημεριανού, το οποίο σέρβιραν σερβιτόροι που τα πρόσωπά τους ήταν πιο οι­ κεία. Μ ε κοίταζαν με καχυποψία και φόβο. Ο Φέντλερ, ο υπηρέ­ της στον οποίο είχα μιλήσει νωρίτερα και ο οποίος έτυχε να κα­ πνίζει κοντά στην πίσω πόρτα, με πλησίασε και με ρώτησε αν εί­ χα χαθεί. Φυσικά του είπα πως δεν είχα χαθεί, αλλά, αποθαρρη­ μένος κάπως από τα βλέμματα που μου έριχναν, ήμουν έτοιμος να ανέβω πάλι στον πάνω όροφο και να φάω το μεσημεριανό μου, όταν, στην πιο σκοτεινή άκρη του διαδρόμου, μια πόρτα άνοιξε και ένας λοχίας των Ες Ες, που ήμουν βέβαιος ότι δεν είχα ξαναδεί, βγήκε, έκλεισε την πόρτα προσεχτικά πίσω του και ύστερα μπήκε στο απέναντι δωμάτιο.

P H I L I P K E RR

[388]

Λίγο πριν κλείσει η πόρτα, πρόλαβα να δω ένα φωτεινό, γεμά­ το κίνηση δωμάτιο, όπου βρισκόταν κάτι που έμοιαζε με τηλεφω­ νικό κέντρο, και αφού σκέφτηκα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να συστηθώ αυτοπροσώπως - άλλωστε υπήρχε και ένα τηλεφώνημα που ήθελα να κάνω στο Άλεξ - , προχώρησα στο διάδρομο και άνοιξα την πόρτα. Αμέσως ένας γεροδεμένος δεκανέας των Ες Ες σηκώθηκε από έναν ξύλινο πάγκο όπου καθόταν, πέταξε κάτω την εφημερίδα του και με εμπόδισε να προχωρήσω. Συγχρόνως κλότσησε και έκλεισε μια άλλη πόρτα πίσω του, αλλά είχα ήδη προλάβει να δω μερικά μεγάλα μαγνητόφωνα και μερικούς ακόμα άντρες των Ες Ες που φορούσαν ακουστικά μπροστά απ’ αυτά. «Συγγνώμη, κύριε», είπε ο δεκανέας, «λυπάμαι, αλλά δεν επι­ τρέπεται να μπείτε εδώ». «Είμαι αστυνομικός». Του έδειξα το αστυνομικό σήμα μου. «Κομισάριος Γκουντερ, από το Άλεξ. Ο στρατηγός Χάιντριχ μου έχει επιτρέψει την είσοδο στο σπίτι για να ερευνήσω μια δο­ λοφονία». «Δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος είστε, κύριε, δεν μπορείτε να μπείτε εδώ. Είναι απαγορευμένη περιοχή». «Πώς ονομάζεσαι, δεκανέα;» «Δεν χρειάζεται να το γνωρίζετε αυτό, κύριε. Δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν εδώ μέσα. Δεν αφορά ούτε εσάς ούτε τη συγκεκριμένη έρευνά σας». «Τη συγκεκριμένη έρευνά μου; Εδώ πρόκειται για το καθήκον μου, δεκανέα. Ό χι για το δικό σου. Τ ι είναι αυτό το μέρος εν πάση περιπτώσει; Και τι συμβαίνει πίσω από εκείνη την πόρτα; Θυ­ μίζει την Deutsches Grammophon». «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να επιμείνω να φύγετε από δω, κύριε. Αμέσως». «Δεκανέα, γνωρίζεις ότι εμποδίζεις έναν αξιωματικό της αστυ­

[389] νομίας να εκτελέσει το καθήκον του; Δεν σκοπεύω να φύγω μέχρι να μου εξηγήσει κάποιος τι ακριβώς συμβαίνει εδώ μέσα». Στο σημείο πια αυτό είχαμε υψώσει τις φωνές μας και σπρώ­ χναμε δυνατά ο ένας τον άλλο στήθος με στήθος. Πιο πολύ είχα θυμώσει με τον εαυτό μου παρά με το δεκανέα - είχα εκνευριστεί που δεν είχα καταφέρει να εντοπίσω τις λασκαρισμένες σανίδες νωρίτερα, ενώ τώρα είχα ανακαλύψει ένα χώρο όπου κάποιοι μπορούσαν να κρυφακουν τους επισκέπτες του σπιτιού - , μόνο που ο δεκανέας δεν το ήξερε αυτό, και όταν κάποιος εμφανίστη­ κε πίσω μου στην πόρτα και είχα μόλις προλάβει να περάσω μέ­ σα και να γυρίσω να δω ποιος ήταν, ο δεκανέας με χτύπησε. Δυ­ νατά. Δεν τον κατηγόρησα. Δεν κατηγόρησα κανέναν. Όπως όταν υψώνεις τη φωνή σου και τσακώνεσαι και κάνεις χειρονομίες, το να κατηγορείς τους άλλους δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις όταν βουλιάζεις στη μαύρη τρύπα που έχει ξαφνικά εμφανιστεί κάτω από τα πόδια σου. Ο δόκτωρ Φρόιντ δεν του έδωσε όνομα και, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, καταλαβαίνεις ακριβώς τι ση­ μαίνει να πέφτεις αναίσθητος αν ένας φονιάς με δυνατή γροθιά σαν ρόπαλο των Ζουλού χρησιμοποιεί αυτό το ίδιο φονικό όπλο για να σε χτυπήσει επιδέξια στο πίσω μέρος του κεφαλιού, λες και προσπαθεί να σκοτώσει ένα μεγάλο, εριστικό και μάλλον αφελή λαγό. Ό χι, για μια στιγμή. Εγώ κατηγόρησα κάποιον. Κα­ τηγόρησα τον εαυτό μου. Κατηγόρησα τον εαυτό μου αρχικά επειδή δεν ακολούθησα τη συμβουλή του δεκανέα των Ες Ες που κρυφάκουγε. Κατηγόρησα τον εαυτό μου επειδή δεν κατάλαβα το κόλπο με τις σανίδες στο υπνοδωμάτιο του Κούτνερ. Κατηγό­ ρησα τον εαυτό μου επειδή πίστεψα όσα είχε πει ο Χάιντριχ και σκέφτηκα ότι έχω πράγματι το ελεύθερο να ερευνήσω το σπίτι. Κυρίως όμως κατηγόρησα τον εαυτό μου επειδή πίστεψα ότι μπορούσα να συμπεριφέρομαι σαν αληθινός αστυνομικός σε έναν κόσμο που είχαν δημιουργήσει και κυβερνούσαν εγκληματίες.

P H I L I P K E RR

[390]

Δεν νομίζω πως έμεινα αναίσθητος παραπάνω από λίγα λεπτά. Ό ταν συνήλθα, ευχόμουν να είχα παραμείνει περισσότερη ώρα σ’ αυτή την κατάσταση. Ένα άλλο πράγμα που δεν μπορείς να κά­ νεις όταν είσαι αναίσθητος είναι να νιώσεις ναυτία ή να έχεις φριχτό πονοκέφαλο, ή να αναρωτιέσαι αν πρέπει να αποτολμήσεις να κουνήσεις τα πόδια σου στην περίπτωση που ο λαιμός σου είναι πράγματι σπασμένος. Αγνοώντας τον τρομερό πόνο που ένιωθα καθώς άνοιγα τα βλέφαρά μου, τελικά τα άνοιξα και βρέθηκα να κοιτάζω ένα όμοιο με τρομπόνι, μεγάλο ποτήρι του μπράντι. Ήταν πολύ καλύτερο από ένα τουφέκι ή ένα πιστόλι, πράγματα που επιτάσσουν οι συνθήκες αυτού του είδους. Πήρα μια βαθιά, μεθυστική ανάσα από το μπράντι και την άφησα να ζε­ στάνει τις αδενοειδείς εκβλαστήσεις μου για λίγο, προτού πάρω το ποτήρι απ’ το χέρι που το έτεινε μπροστά μου και κατεβάσω όλο το περιεχόμενο προσεχτικά στο λαιμό μου - αν έγερνα το κε­ φάλι, θα κουνιόταν ο σβέρκος μου. Έδωσα το ποτήρι και ανακάλυψα ότι το είχε πάρει ο Κρίτσινγκερ· Βρισκόμουν σε ένα τακτοποιημένο μικρό καθιστικό με ένα πα­ ράθυρο που έβλεπε στο διάδρομο του ισογείου, ένα μικρό γρα­ φείο, μερικές αναπαυτικές καρέκλες, ένα χρηματοκιβώτιο και μια σεζ λογκ, στην οποία ήμουν ξαπλωμένος. «Που βρίσκομαι;» «Στο γραφείο μου, κύριε», είπε ο Κρίτσινγκερ. Πίσω του βρίσκονταν δύο άντρες των Ες Ες, ο ένας ήταν ο δε­ κανέας που είχε διαπληκτιστεί μαζί μου λίγο νωρίτερα. Ο άλλος ήταν ο ταγματάρχης Πλετς. «Ποιος με χτύπησε;» «Εγώ, κύριε», απάντησε ο δεκανέας. «Τ ι ήθελες να καταφέρεις; Να μου θυμίσεις κάτι;»

Μ «Μ ε συγχωρείτε, κύριε». «Ό χι, μη ζητάς συγγνώμη. Κρίτσινγκερ;» «Παρακαλώ;» «Δώσε στο παιδί ένα γλειφιτζούρι. Νομίζω το κέρδισε με την αξία του. Την τελευταία φορά που ένιωσα τέτοιο χτύπημα ήταν όταν καθόμουν σε ένα χαντάκι και είχα αγκάθια στο κεφάλι μου». «Μακάρι να είχατε ακούσει αυτό που σας είπα, κύριε», είπε ο δεκανέας. «Νομίζω ότι αυτό ακριβώς κάνεις», έτριψα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και βόγκηξα. «Σ ’ εμένα και σ’ όλους τους υπόλοι­ πους εδώ μέσα». «Ο ι διαταγές είναι διαταγές, κύριε». Ο Πλετς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Πώς αισθάνεσαι, λοχαγέ;» Ακούστηκε παράξενα ανήσυχος, σαν να ενδιαφερόταν πραγ­ ματικά. «Αλήθεια σας λέω, κύριε», επέμεινε ο δεκανέας. «Αν ήξερα ότι ήσασταν εσείς, κύριε...» «Δεν πειράζει, δεκανέα», είπε μαλακά ο Πλετς. «Αναλαμβάνω εγώ από δω και πέρα». «Σίγουρα, γιατρέ, σίγουρα», είπα. «Μπορείτε να υποκριθείτε ότι υπάρχει μια εντελώς αθώα εξήγηση για όλον αυτό τον εξοπλι­ σμό μαγνητοφώνησης, και όσο εσείς θα προσπαθείτε, εγώ θα το παίζω κανονικός αστυνομικός. Αυτή τη στιγμή το μοναδικό πράγ­ μα για το οποίο είμαι απολύτως βέβαιος είναι η ποιότητα του μπράντι. Καλύτερα να μου βάλεις ένα ακόμα ποτήρι, Κρίτσινγκερ. Υποκρίνομαι καλύτερα όταν έχω πιει». «Μην του δώσεις άλλο», είπε ο Πλετς στον Κρίτσινγκερ - και ύστερα: «Η γλώσσα σου τρέχει ροδάνι ακόμα κι έτσι, Γκούντερ. Δεν θα θέλαμε να πεις κάτι που θα σε βλάψει. Ειδικά τώρα που σ’ έχει πάρει με καλό μάτι ο στρατηγός».

P H I L I P K E RR

[392]

To αγνόησα. Δεν είχα ακούσει καλά. Ήταν σαφές ότι το χτύπη­ μα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου είχε επηρεάσει την ακοή μου. «Εντάξει, γιατρέ. Πρέπει να προσέχουμε όσα λέμε. Τ ι λέει η επιγραφή; “Προσοχή! Ο εχθρός ακούει”. Ε, λοιπόν πράγματι ακούει. Και είναι πολύ καλός σ’ αυτό. Δεν είστε, παλικάρια; Τ ι ακούγατε λοιπόν; Και μη μου πείτε ότι ακούγατε τον Φύρερ που μιλούσε για το Σχέδιο Χειμερινής Ανακούφισης. Μήπως κάτι στην αίθουσα συνεδριάσεων; Ή στα υπνοδωμάτια; Ίσως έχετε μαγνητοφωνήσει τον Κούτνερ την ώρα που τον πυροβολούν. Αυ­ τό θα ήταν χρήσιμο. Σ ’ εμένα τουλάχιστον. Μήπως κάτι άλλο στο σαλόνι; Εμένα ίσως; Τ ι νόημα θα είχε αυτό όμως; Δεν έχω κανένα πρόβλημα να σας αποκαλέσω όλους απατεώνες και ψεύτες κατά­ μουτρα. Για δοκιμάστε με λοιπόν». Ο Πλετς έκανε νόημα προς την πόρτα και οι δύο άντρες των Ες Ες αποχώρησαν. «Κοίτα, Γκούντερ», είπε ο Πλετς, «νομίζω ότι θα ήταν καλύτε­ ρα να επιστρέφεις στο δωμάτιό σου και να ξαπλώσεις λίγο. Θα ενημερώσω το στρατηγό για ό,τι συνέβη. Υπό αυτές τις συνθήκες θα θέλει να βεβαιωθεί ότι είσαι καλά». Εκείνη την ώρα η πρόταση να ξαπλώσω ήταν δελεαστική. Ο Πλετς βγήκε απ’ το δωμάτιο, ενώ ο Κρίτσινγκερ με βοηθού­ σε να σταθώ στα πόδια μου. «Είστε εντάξει, κύριε; Θέλετε να σας βοηθήσω να επιστρέφετε στο δωμάτιό σας;» «Ευχαριστώ, όχι, θα τα καταφέρω. Είμαι συνηθισμένος σ’ αυ­ τά. Ένας απ’ τους κινδύνους της δουλειάς όταν είσαι αστυνομι­ κός είναι να σου επιτίθενται. Είναι αποτέλεσμα της τάσης που έχω να φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. Θα έπρεπε να το είχα μάθει μέχρι τώρα. Παλιότερα ένας αστυνομικός μπορούσε να εμ­ φανίζεται σε ένα επαρχιακό σπίτι, να ανακρίνει τους πάντες, να ανακαλύπτει κάποια στοιχεία και στη συνέχεια να συλλαμβάνει τον μπάτλερ πίνοντας παράλληλα δροσιστικά κοκτέιλ στη βιβλίο-

[393]

θήκη. Όμως αυτή τη φορά φοβάμαι πως δεν έγινε έτσι ακριβώς, Κρίτσινγκερ. Δυστυχώς δεν θα ζήσεις μεγαλειώδεις στιγμές όταν καταλάβουν όλοι πόσο έξυπνα φέρθηκες». «Είναι απογοητευτικό, κύριε. Ισως τελικά χρειάζεστε ένα ακό­ μα μπράντι». Κούνησα το κεφάλι μου. «Ό χι. Νομίζω ότι ο δόκτωρ Πλετς έχει δίκιο. Πράγματι μιλάω πολύ. Επειδή δεν παίρνω απαντήσεις. Μήπως παρεμπιπτόντως γνωρίζετε ποιος σκότωσε τον λοχαγό Κούτνερ;» «Ό χι, κύριε». Χαμογέλασε λίγο και έπειτα έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του αμήχανα. «Κρίμα». «Καταλαβαίνετε, κύριε, ότι υπάρχουν πολλά πράγματα σ’ αυτό το σπίτι που θα προτιμούσα να μην ακούω, αλλά αν ανάμεσά τους ήταν ένας πυροβολισμός ή ίσως ένα απόσπασμα από μια συ­ ζήτηση που θα μπορούσε να ρίξει φως στον ατυχή θάνατό του, τότε σίγουρα θα σας το έλεγα, κομισάριε. Αλήθεια θα σας το έλε­ γα. Ωστόσο είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι σε θέση να σας πω κάτι». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Ωραία, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που μου το λες, Κρίτσινγκερ. Νομίζω ότι πραγματικά το εννοείς. Και το εκτιμώ που μου το λες». «Αλήθεια;» - το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό του για λί­ γο. «Αυτό με εκπλήσσει». «Ό χι, αλήθεια το εκτιμώ». «Θέλω να πιστεύω ότι μάλλον καταλαβαίνω τον ανεξάρτητο τρόπο σκέψης σας. Δεν γίνεται κάποιος να αποφεύγει ν’ ακούει διάφορα πράγματα σε ένα σπίτι όπως αυτό». «Το πρόσεξα». «Συνεπώς ξέρω ότι πιστεύετε πως σκέφτομαι με ένα συγκεκρι­ μένο μόνο τρόπο, ό,τι κι αν σας λέει αυτό, αλλά δεν είναι έτσι.

P H I L I P K E RR

N

Ποτέ δεν σκεφτόμουν με ένα μόνο τρόπο. Είμαι ένας καλός Γερ­ μανός. Όπως εσείς ενδεχομένως. Δεν ξέρω τι άλλο να είμαι. Αλλά σε αντίθεση μ’ εσάς, δεν είμαι θαρραλέος. Ελπίζω να καταλαβαί­ νετε τι θέλω να πω». «Ο Σίδηρους Σταυρός στην κουμπότρυπά σου άλλα λέει, κύριε Κρίτσινγκερ». «Σας ευχαριστώ, κύριε. Όμως αυτό συνέβη κάποτε. Νομίζω ότι τα πράγματα ήταν απλούστερα σ’ εκείνο τον πόλεμο, δεν νο­ μίζετε; Μπορούσαμε ίσως να αναγνωρίσουμε το θάρρος ευκολό­ τερα, όχι μόνο στον εαυτό μας αλλά και στους άλλους. Τέλος πά­ ντων, τότε ήμουν νεότερος. Τώρα έχω γυναίκα. Κι ένα παιδί. Και πριν πολύ καιρό κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο μοναδικός πρα­ κτικός τρόπος δράσης που έχω στη διάθεσή μου είναι απλώς να κάνω αυτό που μου λένε». «Κι εγώ το ίδιο». Κατευθύνθηκα προς τις σκάλες με κάποια αστάθεια. Είχαμε κάνει μια πολύ γερμανική συζήτηση. Καθώς περνούσα από την τραπεζαρία, πρόσεξα ότι το μεσημε­ ριανό γεύμα έφτανε στο τέλος του. Ό ταν με είδε ο Χάιντριχ, ζή­ τησε συγγνώμη απ’ τους υπόλοιπους γαλονάδες και χαμογελώ­ ντας μου έκανε νόημα να πάω στο σαλόνι. Δεν μου χαμογελούσε κάθε μέρα ο Χάιντριχ. Τον ακολούθησα και με οδήγησε στην μπαλκονόπορτα και έπειτα έξω στη βερά­ ντα, όπου μου πρόσφερε ένα τσιγάρο, και μάλιστα καταδέχτηκε να μου το ανάψει. Εκείνος δεν κάπνισε. Και φαινόταν παράξενα ευδιάθετος, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Βάσλαφ Μόραβεκ συνέχιζε να διαφεύγει από την Γκεστάπο. Μόνο άλλη μια φο­ ρά τον είχα δει έτσι, κι αυτό ήταν τον Ιούνιο του 1940, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας. «Ο ταγματάρχης Πλετς μου είπε τι σου συνέβη στον κάτω όροφο», είπε με σχεδόν απολογητικό ύφος. «Θα έπρεπε να σ’ έχω ενημερώσει σχετικά με το κέντρο μαγνητοφώνησης της Υπηρε-

[395]

αίας Ασφαλείας, αλλά πραγματικά ήταν πάρα πολλά αυτά που έπρεπε να φροντίσω. Σαν να μην έφταναν όσα είχα να κάνω εδώ στη Βοημία με τους Τσέχους αντιστασιακούς, τους επονομαζόμε­ νους Τρεις Μάγους, την Κεντρική Επιτροπή Εθνικής Αντίστασης και τον προδότη X, ο στρατάρχης του Ράιχ Γκέρινγκ μου ανέθεσε να του παραδώσω ένα λεπτομερές σχέδιο σχετικά με το πώς μπο­ ρούμε να βρούμε έναν τρόπο αντιμετώπισης των Εβραίων σε όλες τις νέες περιοχές οι οποίες περιέρχονται σε γερμανική κατοχή. Είμαι βέβαιος ότι δεν χρειάζεται να σου πω πώς έχει η κατάστα­ ση στα ανατολικά. Σκέτο χάος. Αυτό όμως δεν σε αφορά. »Αλλά για να επιστρέφουμε στον προδότη X: Όπως γνωρίζεις, όλοι οι επισκέπτες σ’ αυτό το σπίτι ήταν ύποπτοι για προδοσία. Ωστόσο με μια απλή μέθοδο αποκλεισμού, οι αναλυτές της υπη­ ρεσίας πληροφοριών είχαν περιορίσει την αναζήτηση της ταυτό­ τητας του προδότη σε έξι εφτά αξιωματικούς. Επομένως ό,τι έλε­ γαν αυτοί οι άντρες για οποιοδήποτε θέμα μάς ενδιέφερε. Και γι’ αυτό το λόγο μερικά δωμάτια στο Κάτω Κάστρο έχουν κρυφά μι­ κρόφωνα, για την περίπτωση που διαρρεύσει ένα σημαντικό στοι­ χείο από κάποιον ύποπτο». «Εννοείτε όπως στην πανσιόν Μάτζκι;» Ο Χάιντριχ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ξέρεις για τα μικρόφωνα, έτσι δεν είναι;» - χαμογέλασε. «Ναι, όπως στην πανσιόν Μάτζκι». «Και ανάμεσα σ’ αυτά τα δωμάτια περιλαμβάνεται και το σα­ λόνι;» «Ναι». Το στομάχι μου ανακατεύτηκε λίγο - όχι για μένα προσωπικά, για τον Χάιντριχ ήμουν τελειωμένη υπόθεση —, αλλά για τον Κουρτ Κάλο, και άρχισα να σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ όσα είχε πει και θα μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν ως αποδείξεις απιστίας. «Ακούτε λοιπόν τα πάντα όσα λέγονται εδώ μέσα;»

P H I L I P K E RR

[396j

«Ό χι, όχι εγώ προσωπικά. Έχω διαβάσει ωστόσο μερικά αντί­ γραφα απομαγνητοφωνήσεων». «Στο δωμάτιο του Κούτνερ;» «Ό χι. Ο τέταρτος υπασπιστής μου δεν ήταν τόσο σημαντικός ώστε να κατατάσσεται σ’ αυτό το επίπεδο παρακολούθησης», ο Χάιντριχ έκανε ένα μορφασμό. «Δυστυχώς, γιατί αν τον παρακο­ λουθούσαμε τότε, ασφαλώς θα γνωρίζαμε τώρα ποιος του φύτεψε δύο σφαίρες στο στήθος». Άφησα ένα επιφώνημα βαριεστημάρας και προσπάθησα να πάρω μια έκφραση ανοχής και κατανόησης υπό το φως των πρό­ σφατων αποκαλύψεων. «Στο σημειωματάριό μου ο προδότης είναι προδότης. Ασφα­ λώς καταλαβαίνω γιατί θέλετε να εφαρμόσετε κάθε μέθοδο που έχετε στη διάθεσή σας για να τον συλλάβετε. Όπως τα κρυφά μι­ κρόφωνα. Ελπίζω ωστόσο ότι θα συγχωρέσετε τα λόγια που ξέφυγαν απ’ το βοηθό μου του Εγκληματολογικού στο σαλόνι. Για πολλά απ’ όσα είπε μπορείτε να κατηγορήσετε εμένα. Εκείνος εί­ ναι καλός άνθρωπος. Φοβάμαι πως ασκώ αρνητική επιρροή πάνω του». «Αντιθέτως, Γκούντερ. Χάρη σ’ εσένα και στις αντισυμβατικές, για να μην πω ανυπότακτες, μεθόδους σου αποκαλύφθηκε πλέον ο προδότης. Μάλιστα όλα εξελίχθηκαν ακριβώς όπως ήλπιζα να εξελιχθούν. Εσύ, Γκούντερ, ήσουν ο καταλύτης που άλλαξε τα πάντα. Δεν ξέρω ποιον πρέπει να συγχαρώ περισσότερο: εμένα που είχα την έμπνευση να σε φέρω εξαρχής εδώ ή εσένα για τον πεισματικά ανεξάρτητο τρόπο σκέψης σου». Ένιωσα το πρόσωπό μου να παίρνει μια έκφραση δυσπιστίας. «Ναι, είναι αλήθεια. Απ’ ό,τι φαίνεται, σου χρωστάμε τα πά­ ντα όσον αφορά αυτό το θέμα, Γκούντερ. Αυτή η διαπίστωση κα­ θιστά ακόμα πιο ατυχές το γεγονός ότι η άμεση ανταμοιβή σου ήταν να σε χτυπήσει και να σε ρίξει λιπόθυμο ένας από τους πιο μυώδεις συνεργάτες μας στην αστυνομία. Πράξη για την οποία,

[397]

για άλλη μια φορά, σου ζητώ ειλικρινά συγγνώμη. Στο κάτω κάτω τη δουλειά σου έκανες. Μια δουλειά που διεκπεραίωσες. Γιατί τώρα που μιλάμε ο προδότης έχει κιόλας συλληφθεί και οδηγείται στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην Πράγα». «Ποιος ήταν ο προδότης;» «Ήταν ο ταγματάρχης Τουμελ. Πάουλ Τουμελ, της Υπηρε­ σίας Πληροφοριών». «Ο Τουμελ. Δηλαδή μου λέτε πως ήταν ένας άντρας που φέρει τη χρυσή κονκάρδα του Κόμματος;» «Εγώ το είχα πει ότι τελικά θα αποδεικνυόταν πως προφανώς είναι κάποιος υπεράνω πάσης υποψίας». «Μα είναι και φίλος του Χίμλερ». Ο Χάιντριχ χαμογέλασε. «Ναι. Κι αυτό είναι η επιπλέον ανταμοιβή. Θα είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα να δω τη μεγάλη ντροπή που θα προκαλέσει στον αρχηγό του Ράιχ αυτός ο συγκεκριμένος συσχετισμός με το όνομά του. Ανυπομονώ να δω το πρόσωπο του Χίμλερ όταν το πω στον Φυρερ. Για τον ίδιο όμως λόγο δεν είναι σε καμία περί­ πτωση σίγουρο ότι θα καταφέρουμε να προσάψουμε στον Τουμελ αυτή την κατηγορία. Θα κάνουμε φυσικά ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας». Κούνησα το κεφάλι. «Αρχίζω να καταλαβαίνω. Έ χει κάποια σχέση μ’ εκείνο το γράμμα που έλαβα σήμερα το πρωί από την Ολλανδία, έτσι δεν είναι;» «Πράγματι. Ρώτησες τον ταγματάρχη Τουμελ αν ήταν ο ίδιος ο λοχαγός Τουμελ που βρισκόταν στη Χάγη το 1939. Βεβαίως το αρνήθηκε. Γιατί όμως; Γιατί θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει; Έλεγε όμως ψέματα. Ήταν ζήτημα μόνο λίγων λεπτών να ελέγξεις τα αρχεία της στρατιωτικής θητείας του. Όταν ο Τουμελ ήταν λοχα­ γός το 1939, πέρασε από τη Χάγη ενώ μετέβαινε στο Παρίσι. Ξ έ­ ρουμε ότι βρισκόταν στη Χάγη επειδή επισκέφθηκε τον στρατιω-

P H I L I P K E RR

[398]

τικό ακόλουθό μας στη γερμανική πρεσβεία. Όσο όμως βρισκό­ ταν στη Χάγη, πιστεύουμε ότι συναντήθηκε επίσης με τον Τσέχο ελεγκτή, έναν άντρα ονόματι ταγματάρχη Φρανκ. Ο Φρανκ και ο Τούμελ είχαν την ίδια κοπέλα, που ονομαζόταν Φράνκεν. Θα πρέπει να κοιτάξω το γράμμα που έλαβες φυσικά, αλλά όλα δεί­ χνουν ότι η Ίνγκε Φράνκεν ήταν η μικρή αδελφή του φίλου σου του Γκέερτ. Υποπτευόμαστε ότι ο Τούμελ είναι κατάσκοπος των Τσέχων ήδη από το 1936. Για πολύ καιρό χρησιμοποιούσε ένα ραδιοπομπό για να στέλνει μηνύματα εδώ στην Πράγα. Όπως γνωρίζεις, υποκλέπταμε ένα μέρος των μηνυμάτων που εξέπεμπε —ήταν το σχέδιο που ονομαζόταν “εναέριες υποκλοπές”. Ο ι Τσέχοι τον αποκαλούσαν Α54. Μη με ρωτήσεις γιατί. Μάλλον ήταν συνθηματικό κλήσης. Τα ραδιοφωνικά μηνύματα προωθούνταν με αγγελιοφόρο στην τσεχική κυβέρνηση που είναι εξόριστη στο Λονδίνο. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Κά­ ποια στιγμή όμως ο Τούμελ άρχισε να φοβάται. Σταμάτησε εντε­ λώς να χρησιμοποιεί το ραδιοπομπό. Ήταν φανερό από κάθε άποψη ότι είχε σταματήσει αυτή τη δραστηριότητα, και έτσι εί­ χαμε πολύ λιγότερες πιθανότητες να τον πιάσουμε. «Υποπτευόμαστε ότι η τσεχική αντιστασιακή οργάνωση βρέθη­ κε σε απόγνωση όταν έχασε τον καλύτερο πράκτορά της. Ιδιαίτε­ ρα επειδή οι πληροφορίες του είχαν δημιουργήσει ανάμεσα στην εξόριστη κυβέρνηση του Έντβαρντ Μπένες στο Λονδίνο και στον Ουίνστον Τσόρτσιλ μια πολύ καλή σχέση. Το τέλος της παροχής πληροφοριών σήμαινε το τέλος των επιχειρησιακών συναλλαγών στην κορυφή της εξουσίας. Γ ι’ αυτό το λόγο τα μέλη της αντίστα­ σης άρχισαν να προσπαθούν να εδραιώσουν την επικοινωνία τους μαζί του στο Βερολίνο, σε προσωπικό πια επίπεδο - και για ένα μικρό διάστημα το κατάφεραν. Καθώς όμως το δίκτυο συρρικνωνόταν επικίνδυνα, ο Τούμελ έχασε την υπομονή του και συνεπώς τον τρόπο επικοινωνίας. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι από καιρό περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο».

[399]

«Μα γιατί; Γιατί ένας παλιός σύντροφος του Κόμματος —ένας άνθρωπος στον οποίο πίστευε ο Χίτλερ - , γιατί ένας τέτοιος άν­ θρωπος να είναι κατάσκοπος των Τσέχων; Γιατί να είναι πρώτα απ’ όλα κατάσκοπος;» «Καλή ερώτηση. Όμως πολύ φοβάμαι πως δεν έχω ακόμη την απάντηση. Ασφαλώς εξακολουθεί να αρνείται τα πάντα. Είναι πι­ θανόν ότι θα περάσουν πολλές ακόμα μέρες πριν καταλάβουμε το λόγο της προδοσίας του ή και το πλήρες μέγεθος της». Υπήρχε περίπτωση ο Τούμελ να ήταν ο Γκούσταβ; Για μια στιγμή σκέφτηκα τον Τούμελ στα χέρια της τοπικής Γκεστάπο και αναρωτήθηκα πόσο καιρό θα χρειάζονταν για να ανακαλύψουν «το πλήρες μέγεθος της προδοσίας του» βασανίζοντάς τον. «Είμαι βέβαιος ότι δεν θα χρειαστούν οι άνθρωποί σας πολύ καιρό για να το ανακαλύψουν». Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Και όμως. Όπως είπα πριν, ο Τούμελ έχει βιταμίνη Β. Θα πρέπει να τον ανακρίνουμε πολύ προσεχτικά. Ο Χίμλερ δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ αν τον υπέβαλλα σε βασανιστήρια. Προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι μια εξονυχιστική ανάκριση θα αποκαλύψει κενά στην ιστορία του». «Καταλαβαίνω». Ο Χάιντριχ κούνησε σιωπηλός το κεφάλι. «Λοιπόν», είπε. «Έκανες καλή δουλειά, Γκούντερ. Ως προσω­ πικός μου αστυνομικός είχες νομίζω ένα πολλά υποσχόμενο ξεκί­ νημα». Προχωρούσε ήδη προς την μπαλκονόπορτα όταν άρχισα πάλι να μιλάω. «Αυτό που δεν κατανοώ απόλυτα, στρατηγέ, είναι γιατί δολο­ φονήσατε τον λοχαγό Κούτνερ». Ο Χάιντριχ σταμάτησε και γύρισε αργά πατώντας στο τακούνι του παπουτσιού του.

P H I L I P K E RR

|400j

«Ορίστε;» «Σκοτώσατε τον ίδιο σας τον υπασπιστή. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Ξέρω πως το κάνατε. Όμως δεν ξέρω το λόγο. Θέλω να πο> γιατί να μπείτε στον κόπο να τον δολοφονήσετε όταν είχατε την ευκαιρία να τον οδηγήσετε στο στρατοδικείο; Ό χι, δεν το κατα­ λαβαίνω. Ό χι απόλυτα. Και σίγουρα δεν καταλαβαίνω γιατί βά­ λατε εμένα να κάνω τόσο κόπο και να ερευνήσω μια δολοφονία που εσείς ο ίδιος είχατε διαπράξει». Ο Χάιντριχ δεν είπε κουβέντα. Μάλλον περίμενε να πω κι άλ­ λα πριν πει εκείνος οτιδήποτε. Κι έτσι έκανα. Είχα την αίσθηση ότι μιλώντας έβαζα μόνος μου τη θηλιά στο λαιμό μου, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα γίνει πιο επώδυνο απ’ όσο ήδη ήταν. «Ασφαλώς έχω κάποιες σκέψεις γι’ αυτό το θέμα. Όμως αρχι­ κά, αν μου επιτρέπετε, κύριε, θα ασχοληθώ με το πώς τον σκοτώ­ σατε». Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι. «Ακούω». «Δεν το αρνείστε βλέπω». «Σ ’ εσένα;» - ο Χάιντριχ γέλασε. «Γκούντερ, υπάρχουν τρία πρόσωπα στον κόσμο στα οποία πρέπει να αιτιολογώ όσα κάνω, κι εσύ δεν είσαι ένα από αυτά. Εντούτοις θα ήθελα ευχαρίστως να ακούσω την εξήγηση που δίνεις για την εξιχνίαση του εγκλήματος σύμφωνα με τη δική σου οπτική». «Τη νύχτα πριν τη δολοφονία του δώσατε στον Κούτνερ μία δόση Βερονάλ, την οποία ήπιε, χωρίς να το γνωρίζει, με ένα πο­ τήρι μπίρα. Ήταν το μοναδικό ποτό που ήπιε εκείνο το βράδυ ο Κούτνερ, μια και ήξερε ότι πρέπει να αποφεύγει την κατανάλωση αλκοόλ σε συνδυασμό με το υπνωτικό. Στοιχηματίζω όμως ότι εσείς τον πείσατε να πιει αυτό το ένα και μοναδικό ποτήρι. Ό λοι γιόρταζαν στο κάτω κάτω. Και τι τιμή γι’ αυτόν να τον σερβίρετε εσείς ο ίδιος. Νομίζω πως η μπίρα ήταν τέλεια για το σκοπό σας. Δεν περιείχε τόσο αλκοόλ ώστε να αρνηθεί να την πιει. Και φυσι-

Μ κά η μπίρα έχει πικρή γεύση, επομένως ο Κούτνερ σε καμία περί­ πτωση δεν θα καταλάβαινε την υπερβολική δόση του υπνωτικού με το οποίο την είχατε ανακατέψει. »Και φυσικά τα ανακατέψατε αυτά τα δύο. Ο Κρίτσινγκερ ανέφερε ότι πρόσεξε πως ο Κούτνερ φαινόταν πολύ κουρασμένος γύρω στις δύο το βράδυ. Άρα είχε ήδη αρχίσει η δράση του υπνω­ τικού. Ο Κούτνερ όμως δεν το ήξερε, κι έτσι, όταν επέστρεψε στο δωμάτιό του, πήρε την κανονική δόση Βερονάλ που ήταν να πάρει και πέθανε με ένα από τα χάπια αδιάλυτο ακόμη στο λαιμό του. Έ τσι εξηγείται γιατί βρέθηκε να έχει βγάλει μόνο τη μία μπότα του. Αυτό που μαντεύω είναι ότι θέλατε να τον κάνετε να πέσει σε πολύ βαθύ ύπνο, αν και δεν είμαι εντελώς σίγουρος γιατί δεν τον αποκοιμίσατε απλώς με υπερβολική δόση. Ίσως θέλατε να βεβαιωθείτε ότι θα ήταν πράγματι νεκρός και, όπως μάλλον γνωρίζετε, πάντα επικρατεί μια κάποια αβεβαιότητα με την υπερ­ βολική δόση. Είναι απίστευτο πόσα χάπια μπορεί να καταπιεί κά­ ποιος και να μην πεθάνει. Μια σφαίρα όμως προσφέρει σίγουρα μεγαλύτερη βεβαιότητα. Ειδικά όταν έχει σημαδέψει κατευθείαν την καρδιά. »Το επόμενο πρωί αφήσατε τον λοχαγό Πόμε και τον ΚρίτσινΥκερ να προσπαθήσουν να τον ξυπνήσουν, μέχρι που φτάσατε εκεί και τους δώσατε την άδεια να ρίξουν την πόρτα. Και ως στρατηγός που είστε, φυσικά ήσασταν ο πρώτος που μπήκε στο δωμάτιο, πράγμα που σημαίνει ότι ήσασταν εκείνος που μπορού­ σε να αναλάβει την ευθύνη και να εξετάσει το πτώμα του Κούτ­ νερ, που είχε καταναλώσει το υπνωτικό, και να δηλώσει επισήμως το θάνατό του. Φυσικά σας πίστεψαν, στρατηγέ. Δεν είναι εύκολο να σας ανακρούσει κανείς, κύριε. «Κρίνοντας βέβαια από την όψη του, φαινόταν σχεδόν απίθα­ νο να είναι ακόμη ζωντανός. Ήταν μισοντυμένος από το προη­ γούμενο βράδυ και ένα ανοιχτό φιαλίδιο Βερονάλ βρισκόταν στο κομοδίνο του, κι έτσι όλοι θεώρησαν ότι η προφανής εξήγηση

P H I L I P K E RR

[402]

ήταν και η σωστή: Ο Κούτνερ είχε πάρει υπερβολική δόση υπνω­ τικού, μάλλον εσκεμμένα - εξάλλου οι περισσότεροι από τους συ ναδέλφους του αξιωματικούς γνώριζαν ότι είχε περάσει κάποιο απογοήτευση - και ήταν νεκρός. Κανείς δεν υποπτευθηκε ότι τον είχαν πυροβολήσει, γιατί η αλήθεια ήταν ότι δεν τον είχαν πυρο­ βολήσει. Τουλάχιστον όχι μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη στιγ­ μή ήταν απλώς αναίσθητος. »Αφου δώσατε στον Κρίτσινγκερ την εντολή να καλέσει ασθε­ νοφόρο και στον λοχαγό Πόμε να φέρει τον δόκτορα Γιούρι, μεί­ νατε μόνος σας στο δωμάτιο με τον αναίσθητο λοχαγό. Το δωμά­ τιο του δόκτορα Γιουρι είναι στην άλλη πτέρυγα του σπιτιού, έτσι ξέρατε ότι ο Πόμε θα χρειαζόταν αρκετή ώρα μέχρι να γυρίσει φέρνοντας το γιατρό μαζί του. Εκτός από το τηλέφωνο που υπάρ­ χει στο γραφείο σας, το κοντινότερο τηλέφωνο είναι στο ισόγειο, έτσι ο Κρίτσινγκερ ήταν κι αυτός μακριά. Ωστόσο ίσως περιμένα­ τε μερικά λεπτά μέχρι να σιγουρευτείτε ότι δεν ήταν κανείς εκεί γύρω και έπειτα κλείσατε την πόρτα όσο καλύτερα μπορούσατε. Ύστερα απ’ όλα αυτά είχατε άφθονο χρόνο να βγάλετε ένα όπλο από το γιλέκο σας, να παραμερίσετε το χιτώνιό του και να ρίξετε χαλαρά, εξ επαφής, δυο σφαίρες, τη μία μετά την άλλη, στο σώμα του Κουτνερ, σκοτώνοντάς τον ακαριαία μ’ αυτό τον τρόπο. Επειδή φορούσε ακόμη το χιτώνιό του, οι πληγές από τον πυρο­ βολισμό δεν έγιναν αμέσως αντιληπτές απ’ όσους είχαν ήδη δει το πτώμα. Επιπλέον οι πληγές δεν αιμορραγουσαν σοβαρά επει­ δή ο Κουτνερ κείτονταν ανάσκελα. Συν το γεγονός ότι η παραπά­ νω δόση Βερονάλ είχε επηρεάσει την πίεση του νεκρού». Ο Χάιντριχ άκουγε υπομονετικά, ενώ εξακολουθούσε να μην αρνείται τίποτα. Σταύρωσε τα χέρια του και ακούμπησε το δά­ χτυλό του στα λεπτά του χείλη παίρνοντας μια έκφραση περισυλ­ λογής. Ίσως σκεφτόταν ένα σχέδιο για την εκκένωση της Πράγας από τους Εβραίους. «Ξαναβάλατε το όπλο στο γιλέκο σας. Ύστερα ανοίξατε το πα-

[403]

ράθυρο για να αεριστεί το δωμάτιο καλύτερα, στην περίπτωση που κάποιος αντιλαμβανόταν τη μυρωδιά από τους πυροβολισμούς. Όταν ανοίξατε το παράθυρο, είδατε τον υπηρέτη, τον Φέντλερ, με τη σκάλα και του είπατε ότι δεν χρειαζόταν πια η σκάλα —ο δύ­ στυχος ο Κουτνερ ήταν ήδη νεκρός από υπερβολική δόση, επειδή έτσι κι αλλιώς οφείλατε να υποκριθείτε ότι συμφωνείτε με τη δια­ πίστωση που τότε όλοι οι υπόλοιποι είχαν πιστέψει. »Στη συνέχεια ψάξατε στα γρήγορα στο κρεβάτι και στο πά­ τωμα για τους κάλυκες. Θέλατε να τους μαζέψετε για να θολώσε­ τε τα νερά και να ενισχυθεί το πέπλο μυστηρίου που επρόκειτο να περιβάλει μια δολοφονία σε ένα δωμάτιο κλειδωμένο από μέ­ σα. Αυτό ίσως διαρκουσε κάμποση ώρα. Υπάρχουν πράγματα που ξεφεύγουν από την προσοχή σου όταν βιάζεσαι να τα ανακαλύ­ ψεις. Φυσικά αν τύχαινε κάποιος να μπει εκείνη την ώρα στο δω­ μάτιο, θα είχατε τη δικαιολογία πως ψάχνετε να βρείτε στοιχεία. Έτσι κι αλλιώς υπήρχαν χάπια στο πάτωμα. Κι εσείς απλώς τα μαζεύατε. Εξάλλου είστε αστυνομικός. Ίσως ήσασταν εσείς εκεί­ νος που τα πέταξε εκεί, για να δημιουργηθούν ψευδείς εντυπώ­ σεις. Ίσως εσείς στήσατε όλο το σκηνικό. Μου φάνηκε όμως πως κάτι δεν πήγαινε καλά όταν είδα ότι το φιαλίδιο με το Βερονάλ ήταν όρθιο στο κομοδίνο, ενώ υπήρχαν χάπια στο πάτωμα. »Όταν βρήκατε τους κάλυκες, τους πετάξατε στο διάδρομο, ανάψατε τσιγάρο για να καλύψετε τη μυρωδιά από τους δύο πυ­ ροβολισμούς - παρ’ όλο που, όπως ανακάλυψα πριν λίγο, δεν έχουν έντονη μυρωδιά, και με σιγουριά μπορώ να πω ότι δεν είναι τόσο έντονη όσο ο θόρυβος των δύο πυροβολισμών. Πυροβόλησα με το πιστόλι μου στο δωμάτιο του Κούτνερ όση ώρα τρώγατε όλοι το μεσημεριανό σας και φυσικά κανείς δεν άκουσε τίποτα. Ο ι περισσότεροι νομίζουν ότι αυτός ο θόρυβος είναι κάτι άλλο, κάτι λιγότερο σοβαρό. Ένα αυτοκίνητο που τυλίγεται στις φλόγες για παράδειγμα. Ένα βάζο με λουλούδια που πέφτει. Μια πόρτα που τη χτυπά με δύναμη ένας απρόσεχτος υπηρέτης. Φυσικά όλα

P H I L I P K E RR

[404]

αυτά τα γνωρίζετε ήδη. Πάω στοίχημα ότι δοκιμάσατε να κάνετε ένα παρόμοιο πείραμα μόνος σας ενώ καταστρώνατε το σχέδιό σας. »Τότε περίπου ο λοχαγός Πόμε και ο δόκτωρ Γιούρι μπήκαν στο δωμάτιο. Ο δόκτωρ Γιουρι ήταν καλή επιλογή. Καταρχήν ο Γιουρι ίσως ήταν ακόμη μεθυσμένος ή, αν μη τι άλλο, υπέφερε ακόμη από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας, οπότε είναι πι­ θανόν να μην παρατήρησε καν ότι ο νεκρός άντρας εξακολουθού­ σε να αιμορραγεί, παρά μόνο ότι είχε δεχτεί πυροβολισμούς. Και πάλι λοιπόν κανένας δεν θα είχε υποψίες για την αρχική σας εκ­ δοχή των γεγονότων. Εξάλλου υπήρχε τώρα ακόμα ένα σκοτεινό­ τερο μυστήριο μπροστά σε όλους, δηλαδή πώς βρέθηκε ένας άντρας σκοτωμένος σε ένα δωμάτιο που ήταν κλειδωμένο από μέ­ σα, χωρίς να υπάρχει στον τόπο του εγκλήματος το όπλο της δο­ λοφονίας. Χρήσιμο πράγμα το μυστήριο. Και ο μάγος της σκηνής γνωρίζει την αξία της παραπλάνησης. Τραβήξατε την προσοχή στις κινήσεις του ενός χεριού, ενώ την ίδια στιγμή το άλλο χέρι κάνει τη βρωμοδουλειά. «Στον κόσμο αρέσει ένα καλοστημένο μυστήριο, έτσι δεν είναι; Και σ’ εσάς, στρατηγέ. Ίσως σ’ εσάς περισσότερο από τους πε­ ρισσότερους. Στα ράφια της βιβλιοθήκης σας ανακάλυψα ένα πολυδιαβασμένο αντίτυπο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος εκεί­ νης της συγγραφέως που μου είχατε αναφέρει όταν έφτασα εδώ: της Άγκαθα Κρίστι. Είναι ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ποιος σκότω­

σε τον Ακρόιντ. Και το μόνο που χρειάστηκε ήταν να το ξεφυλλί­ σω λίγα λεπτά για να καταλάβω ότι το βιβλίο έχει μερικές ομοιό­ τητες με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ένα πτώμα σε κλειδωμένο δωμάτιο. Μόνο που αυτό το πρόσωπο, ο Ρότζερ Ακρόιντ, κάθε άλλο παρά νεκρός είναι - στην αρχή τουλάχιστον - και το πρό­ σωπο που υποτίθεται ότι ανακαλύπτει το πτώμα — δόκτωρ Σέπαρντ, έτσι δεν λέγεται; — στο τέλος αποδεικνύεται ότι είναι ο δολοφόνος του. Όπως είστε κι εσείς στην πραγματικότητα. Μά-

[405]

λίστα θα στοιχημάτιζα ότι πήρατε την ιδέα απ’ αυτό το βιβλίο. »Όμως ο αυχένας και το κεφάλι μου πονουν κι ακόμη δεν μπο­ ρώ να καταλάβω γιατί. Γιατί να θέλετε να δολοφονήσετε τον αγα­ πημένο μαθητή πιάνου της μητέρας σας; Δεν νομίζω να ήταν αυ­ τός ο λόγος, ε; Η ζήλια; Ό χι, όχι, εσείς δεν ζηλεύετε. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά ανθρώπινο για το χαρακτήρα σας, στρατηγέ Χάιντριχ. Ό χι, κάποιος άλλος λόγος πρέπει να υπάρχει. Κάτι πο­ λύ πιο σημαντικό από την προσωπική εκδίκηση». Σταμάτησα να μιλάω και άναψα άλλο ένα τσιγάρο. «Μη σταματάς λοιπόν εδώ», είπε ο Χάιντριχ. «Τα πας τόσο καλά και οφείλω να παραδεχτώ ότι έχω πραγματικά εντυπωσια­ στεί. Τα πας πολύ καλύτερα απ’ όσο περίμενα, Γκούντερ», κούνη­ σε αποφασιστικά το κεφάλι. «Συνέχισε. Επιμένω». «Διασώσατε την καριέρα του Άλμπερτ Κούτνερ για χάρη των παλιών καιρών. Κάτι τέτοιο ήταν παραδόξως συναισθηματικό εκ μέρους σας. Και εντελώς ασύμβατο με το χαρακτήρα σας, αν μου επιτρέπετε, κύριε. Ή ίσως πάλι το κάνατε επειδή σας παρακάλεσε κάποιος άλλος. Ο πατέρας του Κούτνερ. Ή η μητέρα σας ίσως». «Καλά θα κάνεις ν’ αφήσεις τη μητέρα μου απ’ έζω, Γκούντερ, αν δεν έχεις αντίρρηση». «Ευχαρίστως. Γλιτώσατε την καριέρα του Άλμπερτ Κούτνερ και ανακαλύψατε, όπως εσείς ο ίδιος μου είπατε, ότι ήταν σκέτη απογοήτευση. Κάτι περισσότερο από απογοήτευση, είχε γίνει μπελάς, ακόμα και ντροπή. Ο Κούτνερ ήταν απείθαρχος. Για πα­ ράδειγμα συνέβη εκείνο το περιστατικό στη Σχολή Εκπαίδευσης Αξιωματικών με τον συνταγματάρχη Γιακούμπι. Κι αυτό που χει­ ροτέρεψε τα πράγματα ήταν το ότι ανακαλύψατε πως σχεδόν σί­ γουρα ήταν ομοφυλόφιλος. Έπειτα απ’ όσα είχαν συμβεί στον Ερνστ Ρεμ και σε μερικούς στενούς φίλους του στα Τάγματα Εφόδου, αυτό πήγαινε πολύ. Μήπως ανησυχούσατε ότι θα ήταν μίασμα για σας μια τέτοια σχέση; Αναρωτιέμαι. Στη Γερμανία εί­

P H I L I P KERR

[406]

ναι άλλο πράγμα να σε υποπτεύονται για Εβραίο, όπως συμβαίνει μ’ εσάς, και εντελώς άλλο πράγμα να υποπτεύονται ότι είσαι επι­ εικής απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ακόμα κι αν ίσχυε αυτό όμως, θα μπορούσατε, χωρίς να σας καταλάβει κανείς, να στείλε­ τε τον Κούτνερ πίσω στο Βερολίνο. Σ ε μια από εκείνες τις ωραίες ιδιωτικές κλινικές στη Βάνζεε, όπου πηγαίνουν κορυφαία στελέχη των ναζί για θεραπεία ή απεξάρτηση από τα ναρκωτικά. Σ ε κά­ ποιες απ’ αυτές μάλιστα ισχυρίζονται ότι μπορούν να σε θεραπεύ­ σουν κι από την ομοφυλοφιλία. Επομένως πρέπει να είχατε κά­ ποιο σημαντικό λόγο που τον σκοτώσατε εν ψυχρώ μ’ αυτό τον τρόπο. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιο όφελος για σας. Αλλά τι όφελος;» «Θαυμάσια. Κοντεύεις». Ο Χάιντριχ άναψε τσιγάρο και φάνηκε να το διασκεδάζει, σαν να του έλεγα μια πολύ αστεία ιστορία. Μ ε έκανε να υποπτεύομαι ότι επιφύλασσε ένα καλύτερο τέλος απ’ αυτό που είχα γράψει εγώ. Είχα όμως προχωρήσει πολύ για να σταματήσω σ’ εκείνο το σημείο. «Όσα κάνετε τα κάνετε για κάποιο λόγο, έτσι δεν είναι, στρα­ τηγέ; Είτε πρόκειται για το φόνο Εβραίων είτε για το φόνο του ίδιου του υπασπιστή σας». Ο Χάιντριχ κούνησε το κεφάλι του. «Μην αλλάζεις πορεία», είπε. «Μ είνε στο θέμα σου». «Γιατί όμως βάλατε εμένα να ερευνήσω τη δολοφονία; Στην αρχή υπέθεσα ότι το κάνατε επειδή νομίζατε πως δεν ήμουν τόσο καλός για την υπόθεση αυτή - ότι θέλατε να αποτύχω - , όμως κάτι τέτοιο ήταν πολύ προφανές. Θα μπορούσατε να έχετε επιλέξει οποιονδήποτε για την υπόθεση. Ο Βίλι Άμπεντσεν από το το­ πικό Εγκληματολογικό είναι καλός, απ’ όσο ακούω. Έξυπνος. Αποτελεσματικός. Ή θα μπορούσατε να επιλέξετε κάποιον πε­ ρισσότερο ευεπηρέαστο από εμάς τους δύο. Εκτός βέβαια κι αν αυτό ακριβώς θέλατε. Κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για το μέλ­

[407]

λον του στην αστυνομία. Κάποιον που είναι αρκετά ξεροκέφαλος ώστε να κάνει δύσκολες ερωτήσεις, στις οποίες οι γαλονάδες εδώ δεν θα ενδιαφέρονταν ούτε καν να απαντήσουν. Κάποιον για τον οποίο η εξέλιξη και η προαγωγή δεν θα είχαν καμία σημασία. Εμένα. Ναι, αυτό πρέπει να είναι. Διαλέξατε εμένα για να χειρι­ στώ την έρευνα για τη δολοφονία του Κούτνερ επειδή στην πραγ­ ματικότητα θέλατε να ψάξω να βρω τον κατάσκοπό σας. Χρησι­ μοποιήσατε τη δολοφονία του Κουτνερ ως πρόφαση για ένα μυ­ στικό κυνήγι κατασκόπων». «Τώρα είσαι στον σωστό δρόμο», είπε ο Χάιντριχ. «Δεν γινόταν να ρισκάρετε χρησιμοποιώντας έναν αδέξιο ηλί­ θιο, που θα ανέκρινε όλους τους υπόπτους σας για κατασκοπεία ρωτώντας τους αν είναι ο προδότης X ή ο Α54, ή όπως τέλος πά­ ντων ονομάζεται ο κατάσκοπος, αφήστε που θα κινούσε υποψίες κιόλας. Αν όμως τους ανέκρινα όλους για κάτι διαφορετικό, κάτι σοβαρό, που θα καθιστούσε απαραίτητη την κράτησή τους εδώ, τότε ίσως όλοι ηρεμούσαν κάπως, αφού καθένας θα ήξερε ότι εί­ ναι αθώος για τη δολοφονία. Και φυσικά οι συνομιλίες μου μαζί τους μαγνητοφωνούνταν, καθαρογράφονταν, εξετάζονταν από τους ειδικούς αναλυτές σας της αστυνομίας για κάτι ασήμαντο, μια αντίφαση ίσως. Ένα στοιχείο. Ένα πραγματικό αποδεικτικό στοιχείο. Δεν γνωρίζατε τι ήταν ακριβώς, αλλά νομίζατε ότι θα το αναγνωρίζατε όταν θα το βλέπατε. Και είχατε δίκιο. Αυτό ακρι­ βώς συνιστά στ’ αλήθεια ένα στοιχείο. Οφείλω να σας παραδε­ χτώ, κύριε — ήταν έξυπνο. Φανήκατε εντελώς αδίστακτος, αλλά ήταν έξυπνο». Ο Χάιντριχ χτύπησε τα χέρια του τρεις φορές. Σ τ ’ αυτιά μου ακούστηκε σχεδόν ειρωνικό, αλλά η έκφραση αυτή της επιδοκι­ μασίας του έκρυβε, όπως μου φάνηκε, και αληθινή εκτίμηση. «Συγχαρητήρια. Σ ε υποτίμησα, Γκούντερ. Πάντα θεωρούσα ότι ως αστυνομικός είσαι ο πιο δυνατός τύπος. Σκληρός, πολυμή­ χανος και εκνευριστικά επίμονος, αλλά κάθε άλλο παρά διανοού-

P H I L I P KERR

[408]

μένος. Φαίνεται πως σ’ αυτό έκανα λάθος. Διαθέτεις πολύ πιο δυ­ νατό μυαλό απ’ ό,τι πίστευα. Ήλπιζα ότι ίσως ξεσκέπαζες τον κατάσκοπο, είναι αλήθεια. Όμως δεν περίμενα ότι θα εξίχνιαζες και τη δολοφονία. Αυτό ήταν πράγματι πέρα από κάθε προσδο­ κία. Τώρα όμως μου έχεις εξάψει τη φαντασία. Θέλω να μάθω. Είμαι σίγουρος ότι κάπου έκανα λάθος. Πώς ακριβώς κατέληξες στο συμπέρασμα ότι εγώ ήμουν αυτός που πυροβόλησε τον λοχα­ γό Κουτνερ;» «Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω. Δεν έχει να κάνει καθό­ λου με την εξυπνάδα». «Α, έλα τώρα. Είσαι υπερβολικά μετριόφρων». «Στην πραγματικότητα εσείς ο ίδιος μου το είπατε. Μόλις πριν λίγο. Μόνο εγώ και ο γιατρός που έκανε τη νεκροψία γνωρί­ ζουμε ότι ο Κουτνερ δέχτηκε δυο πυροβολισμούς. Ούτε ο Γιουρι το πρόσεξε. Και το κράτησα μυστικό, ελπίζοντας ότι τελικά ο πραγματικός δολοφόνος θα έκανε λόγο για δυο πυροβολισμούς, ενώ όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ο Κουτνερ σκοτώθηκε με έναν πυ­ ροβολισμό». Ο Χάιντριχ συνοφρυώθηκε. «Αυτό είναι όλο;» Μ ε μεγάλη μου ευχαρίστηση είδα πως το είπε σαν να είχε απογοητευτεί. «Τ ι άλλο μπορεί να είναι; Εμένα δεν μου αρέσουν τα σταυρό­ λεξα, στρατηγέ. Ούτε τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Εδώ που τα λέμε, δεν τα αντέχω καν. Εγώ... εγώ είμαι ένας απλός αστυνομι­ κός της παλιάς σχολής. Και με περιγράψατε σχετικά εύστοχα λί­ γο νωρίτερα, όταν είπατε ότι είμαι εκνευριστικά επίμονος. Δεν έχω το δυνατό μυαλό που νομίσατε ότι έχω. Στην εποχή αυτή δεν θα ήξερα τι να το κάνω. Βλέπετε, κύριε, οι περισσότερες δολοφο­ νίες δεν είναι ιδιαίτερα μυστηριώδεις. Ο ι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι. Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία εξιχνίασης των εγκλη­ μάτων. Δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις σκηνές αποκάλυψης. Μόνο

Μ μικρά στοιχεία. Κι εδώ είναι που μπαίνω εγώ στη μέση. Πράγματι αν η δουλειά ενός αστυνόμου ήταν τόσο δύσκολη όσο φαίνεται στα βιβλία, τότε δεν θα άφηναν τους αστυνόμους να την κάνουν». «Ναι, καταλαβαίνω τι λες», είπε ξεφυσώντας ο Χάιντριχ. «Τώ­ ρα όμως έχω μία ακόμα ερώτηση. Και ίσως πρέπει να απαντήσεις πιο προσεχτικά». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Τ ι σκέφτεσαι να κάνεις γι’ αυτό;» Δεν απάντησα. Δεν ήξερα τι θα κάνω. Τ ι μπορούσα να κάνω απέναντι σ’ έναν άνθρωπο με τη φήμη και την εξουσία του Χάιντριχ; «Αυτό που εννοώ είναι το εξής: Σκοπεύεις να προσπαθήσεις να με συλλάβεις ίσως; Να δημιουργήσεις σκηνή;» «Δολοφονήσατε έναν άνθρωπο, στρατηγέ». «Φυσικά έχεις δίκιο. Και μετάνιωσα πραγματικά που διέσωσα την καριέρα του Κούτνερ. Θα μπορούσα να έχω ανεχτεί αυτή τη συμπεριφορά του στη Λετονία και όταν έφυγε από κει. Αυτό που του συνέβη εκεί δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυνήθιστο - και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο στρατάρχης του Ράιχ Γκέρινγκ μου ανέθεσε να βρω μια καλύτερη λύση στο πρόβλημα. Θα μπορούσα μάλιστα να έχω ανεχτεί αυτή τη συμπεριφορά του προς τον αντισυνταγματάρχη Γιακούμπι. Ο ι δυο τους φαίνεται πως είχαν πα­ ρελθόν - ωστόσο ο Γιακούμπι είναι ένας μαλάκας και ειλικρινά όποιον εκμεταλλεύεται αυτό τον άνθρωπο πρέπει να τον θαυμά­ ζουν και όχι να τον αποδοκιμάζουν. »Σοκαρίστηκα όμως όταν η Γκεστάπο στο Βερολίνο με ενημέ­ ρωσε ότι ο ίδιος ο υπασπιστής μου ήταν μάλλον ομοφυλόφιλος. Ό χι ότι φαινόταν ιδιαίτερα - πραγματικά προβληματίστηκα σε τέτοιο βαθμό, που τον έστειλα στην πανσιόν Μάτζκι, όπου, λυ­ πάμαι που το λέω, ντροπιάστηκε όταν βρέθηκε με μια κοπέλα που τη λένε Γκρέτε. Ό ταν δεν κατάφερε να λειτουργήσει σεξουα­ λικά μαζί της, δυστυχώς εκείνη περιγέλασε την ανικανότητά του

P H I L I P K E RR

[410]

και εξασφάλισε για τον εαυτό της ένα γερό χέρι ξύλο. Στη συνέ­ χεια εκείνος είπε ότι λυπάται πολύ για το περιστατικό - της έστειλε μάλιστα και λουλούδια για να επανορθώσει - το πιο πα­ ράξενο είναι ότι έπειτα φαίνεται πως υιοθέτησε μια εντελώς δια­ φορετική γνώμη για το δύστυχο κορίτσι και αποφάσισε ότι έτρε­ φε μια ρομαντική συμπάθεια για το πρόσωπό της. Είμαι βέβαιος ότι οι γιατροί θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη διανοητική κατάστασή του. Και να το έκαναν όμως, δεν είχα χρόνο να ασχο­ ληθώ με το ζήτημα. Τότε ήταν που αποφάσισα να τον ξεφορτω­ θώ. Αντιπαθώ τους άντρες που φέρονται βίαια στις γυναίκες, όπως αντιπαθώ και τους ανθρώπους που είναι αναξιόπιστοι. »Τέλος πάντων, αν τον είχα στείλει πίσω στο Βερολίνο, έτσι ντροπιασμένος που ήταν, θα ξαναντροπιαζόταν πολύ σύντομα και, το σημαντικότερο, θα ντρόπιαζε την οικογένειά του στο Χάλε. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Συμπαθώ πάρα πολύ αυ­ τούς τους ανθρώπους. Τόσο, που θέλω να τους απαλλάξω απ’ τον περιττό πόνο. Σκέφτηκα λοιπόν πως θα ήταν καλύτερα για κεί­ νον να τον σκοτώσω ήρεμα και ωραία, με τρόπο που δεν θα φαι­ νόταν σαν δολοφονία, αντί να αφήσω την οικογένειά του να ζήσει τον δημόσιο διασυρμό που θα ακολουθούσε την καταδίκη του από ένα τάγμα τιμωρίας των Ες Ες. Μάλιστα μου φαίνεται κιόλας πι­ θανότερο ότι σε κάποια φάση στο - ας ελπίσουμε —όχι και τόσο μακρινό μέλλον ο λοχαγός Κούτνερ θα θεωρηθεί πως ήταν άλλο ένα ατυχές θύμα του Βάσλαφ Μόραβεκ και έπεσε ηρωικά από τους πυροβολισμούς του, ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει στη σύλ­ ληψη του Τσέχου τρομοκράτη. Ίσως κιόλας πρέπει να τον παρα­ σημοφορήσουμε μετά θάνατον. Να μια ιστορία που θα γίνει πι­ στευτή στην πατρίδα, δεν νομίζεις;» «Γιατί όχι; Είναι ένας ήρωας των ναζί εξίσου καλός με όλους τους άλλους που μπορώ να σκεφτώ». Ο Χάιντριχ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Ναι, το σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε. Έκανες λάθος όμως σε

Μ ένα πράγμα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να διακινδυνεύσω και να ψά­ χνω για ώρα τους κάλυκες στο πάτωμα στο δωμάτιο του Κουτνερ. Γι’ αυτό το λόγο είχα βάλει το όπλο μέσα σε μια κάλτσα, ώστε να πυροβολήσω χωρίς να πέσει κανένας κάλυκας στο πάτωμα ή στο κρεβάτι. Ο ι κάλυκες έμειναν μέσα στην κάλτσα. Μέχρι που, όπως είπες, τους πέταξα στο διάδρομο. Εν πάση περιπτώσει, αφού πια το είχα αποφασίσει ότι θα τον σκότωνα - όπως λες κι εσύ, το βι­ βλίο Ποιος σκότωσε τον Ακρόιντ μου έδωσε την ιδέα —, στη συνέ­ χεια αναρωτήθηκα αν η δολοφονία του έπρεπε να εξυπηρετεί κά­ ποιο σκοπό. Αν θα μπορούσα να βασιστώ σ’ εσένα, όντας βέβαιος ότι θα ήσουν ο συνηθισμένος αμήχανος εαυτός σου και θα έκανες ένα σωρό άγαρμπες ερωτήσεις σε πρόσωπα όπως ο Χένλάίν, ο Φρανκ, ο Φον Εμπερστάιν, ο Χίλντεμπραντ, ο Τουμελ και ο Φον Νόιρατ, για τους οποίους διατηρούσαμε κάποιες επιφυλάξεις εδώ και καιρό. Και ξεπέρασες τις προσδοκίες μου. Τίποτα απ’ όσα εί­ πες δεν μπορεί να επηρεάσει αρνητικά όσα νιώθω τώρα. Και σί­ γουρα θα χαρείς όταν ανακαλύψεις ότι βοήθησες να αποκτήσω ακόμα μεγαλύτερη φήμη. Η σύλληψη του προδότη X θα δημιουρ­ γήσει μια πολύ καλή σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και στον Φυρερ. Από την εισβολή στην Πολωνία και ύστερα ο προδότης ήταν πά­ ντα ένα αγκάθι για μας. Τώρα πια δεν είναι. Και ο θρίαμβός μου θα ολοκληρωθεί όταν και ο τρίτος από τους Τρεις Μάγους πέσει στα χέρια μου. Βλέπεις, τώρα που έχω τον Τούμελ, δεν θα αργή­ σουν και όλα τα υπόλοιπα θέματα να τακτοποιηθούν με τον καλύ­ τερο τρόπο». «Δεν νομίζω», είπα. «Δεν πρόκειται να σας αφήσω να ξεφύγετε έχοντας διαπράξει φόνο, στρατηγέ». «Ξεφεύγουμε κάθε λεπτό που περνάει», μουρμούρισε ο Χάιντριχ. «Νόμιζα πως το είχες καταλάβει». «Ο Κούτνερ το άξιζε, απ’ όσο καταλαβαίνω, αλλά ακόμα και στα Ες Ες υπάρχουν κανόνες που πρέπει να τηρηθούν. Στρατιω­ τική πειθαρχία. Σωστή διαδικασία. Ίσως μου κοστίσει τη δουλειά

μου. Ακόμα και τη ζωή μου, αλλά τουλάχιστον μπορώ να προσπα­ θήσω να σας καταστρέψω». «Είσαι ανόητος αν πιστεύεις ότι μπορείς να με καταστρέφεις. Όμως νομίζω πως το ξέρεις ήδη, σωστά; Είναι ασφαλώς αλή­ θεια, μπορείς να προκαλέσεις σάλο γύρω από μένα, Γκούντερ. Ο Χίμλερ δεν θα με ευχαριστήσει που αποκάλυψα τον Πάουλ Τουμελ - και φυσικά η έρευνα θα πρέπει να είναι υπεράνω κάθε μομφής. Το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθείς κι εσύ μπλεγμένος. Οπότε δεν πιστεύω ότι θα μπορέσω να βάλω κάποιον να σε κα­ θαρίσει ή να σε στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ό χι, καταλαβαίνω ότι θα πρέπει να σου προσφέρω έναν καλύτερο, πιο επιτακτικό λόγο απ’ ό,τι η αφοσίωσή σου σ’ εμένα, ένα λόγο που θα διασφαλίσει ότι θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό για όλα αυτά». Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν νομίζω ότι θα γίνει αυτό, κύριε. Ό χι αυτή τη φορά». «Προσπάθησε να το διασκεδάσεις, Γκούντερ. Τουλάχιστον άσε με να δοκιμάσω». «Παρακαλώ». Ο Χάιντριχ πέταξε το τσιγάρο του και κοίταξε το ρολόι του. «Θα πάμε κατευθείαν στο αρχηγείο της Γκεστάπο. Εκεί, αν θες, μπορείς να συντάξεις την αναφορά σου με όσες λεπτομέρειες επιθυμείς. Το παλάτι Πέτσεκ είναι το ιδανικό μέρος που μπορείς να καταθέσεις τις κατηγορίες σου για το άτομό μου. Αυτό βέβαια αν δεν καταφέρω να σου δώσω έναν καλύτερο λόγο από το λόγο της αυτοσυντήρησης». «Το πιθανότερο είναι ότι εκεί έχετε ανθρώπους που μπορούν να πείσουν οποιονδήποτε να κάνει οτιδήποτε». «Α, με παρεξηγείς, Γκούντερ. Ίσως δεν άκουγες. Είπα ότι θα σου δώσω έναν πολύ καλύτερο λόγο για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό απ’ ό,τι το λόγο της αυτοσυντήρησης, και το εννοού­ σα. Είσαι πολύ ασφαλής όσον αφορά αυτό, σε διαβεβαιώ. Θα σου

[413]

προσφέρω κάτι πολύ πιο επιτακτικό απ’ ό,τι η βία εναντίον σου, Γκούντερ. Τ ι λες;» Συμφώνησα, κάτι όμως μου έλεγε ότι είχα κιόλας χάσει. Ό τι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν ένας δολοφόνος, αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα ξέφευγε χωρίς την παραμικρή γρατζουνιά.

Ήταν τρεισήμισι το απόγευμα όταν ο Χάιντριχ κι εγώ μπήκαμε στη Μερσεντές με τον Κλάιν και ξεκινήσαμε για να πάμε στο κέ­ ντρο της Πράγας. Κανείς δεν μιλούσε πολύ, αλλά ήταν φανερό ότι ο Χάιντριχ είχε καλή διάθεση, αφού σιγομουρμούριζε μια χα­ ρούμενη μελωδία που ήταν το ακριβώς αντίθετο από τη θρηνωδία που παιζόταν μέσα στο χοντροκέφαλο μου. Καθώς πλησιάζαμε στις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγού­ σαν δυτικά, στο σταθμό Μάσαρικ, προσπεράσαμε μια νεκροφόρα που την έσερναν άλογα και κατευθυνόταν νότια, στο νεκροταφείο του Όλσανι. Ο ι πενθούντες, που περπατούσαν ακολουθώντας τη νεκροφόρα, έριξαν ένα βλέμμα γεμάτο κακία στον Χάιντριχ, σαν να τον θεωρούσαν κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνο για το θάνατο του νεκρού που συνόδευαν στην εκκλησία. Απ’ όσο ξέρω, ήταν αλήθεια, ενώ βλέποντας το χαρακτηριστικό αυτοκίνητο των Ες Ες πρέπει να ήταν σαν να κοίταζαν τον ίδιο τον αποτρόπαιο εγκληματία. Καταλάβαινες ότι το μίσος μάς ακολουθούσε σαν ακτίνες X και, παρά την αυταρχική αυτοπεποίθηση του Χάιντριχ ότι ήταν αήττητος, ήταν σαφές ότι το μίσος που είχε αυτόν ως αποδέκτη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας καταιγισμός από σφαίρες πολυβόλου. Μια ενέδρα θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να σκοτώσουν τον Χάιντριχ, ενώ απ’ τη στιγμή που ήσουν στο αυτοκίνητο μαζί του, μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Αν συνέβαινε κάτι ακριβώς εκείνη τη στιγμή εκεί, δεν θα με ενοχλούσε ιδιαί­ τερα. Ό ταν φτάσαμε πια στα περίχωρα της πόλης, ακόμα και η ελά­

P H I L I P KERR

[414]

χιστη πεποίθηση που είχα ότι κάτι μπορούσα να προσάψω στον Χάιντριχ είχε εξανεμιστεί ήδη. Η αισιοδοξία έχει και τα όριά της. Ήμουν ιδεαλιστής και μπροστά μου απλωνόταν μια δυσάρεστη, ίσως επώδυνη, ακόμα και μοιραία εικόνα για το πού μπορεί να σε οδηγήσει ο ιδεαλισμός. Σ ε ένα κελί. Στον ξυλοδαρμό. Σ ε ένα τρέ­ νο με προορισμό το στρατόπεδο συγκέντρωσης που χτίζεται γύρω από το οχυρό Τερεζίν. Μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφα­ λιού. Μπορεί ο Χάιντριχ να με είχε διαβεβαιώσει ότι ήμουν ασφαλής, εγώ όμως δεν πίστευα και τόσο τις διαβεβαιώσεις του ενώ οι σκέψεις που έκανα για τη δύσκολη θέση μου εξουδετέρω­ ναν κάθε άλλη σκέψη για το τι μου επιφύλασσε ο άντρας που κα­ θόταν στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, η σκέψη του οποί­ ου φαινόταν πως ήταν περισσότερο επικεντρωμένη στον Σούμπερτ και στη γριά καρακάξα του - , ώστε να με κάνει να λοξο­ δρομήσω από την προσπάθειά μου να του απαγγείλω κατηγορίες. Έτσι συνεχίσαμε να προχωρούμε σε κάτι που υποσχόταν ότι θα είναι κάποιου είδους τελική τακτοποίηση λογαριασμών μεταξύ μας. Το παλάτι Πέτσεκ, που λειτουργούσε παλιότερα ως τσέχικη τράπεζα, ανήκε σε μια περιοχή με αρκετά ψηλά και τραχιά εξω­ τερικά, γκρίζα κτίρια, που καθένα από αυτά θα μπορούσε να είναι το αρχηγείο της Γκεστάπο. Το πραγματικό όμως αρχηγείο κατα­ λάβαινες ότι βρισκόταν στο τέλος του δρόμου, εφόσον είχε ολό­ γυρα σημεία ελέγχου και το στόλιζαν δύο μεγάλες ναζιστικές ση­ μαίες. Ήταν ένα ζοφερό, γρανιτένιο κτίριο, αντίγραφο του κε­ ντρικού αρχηγείου της Γκεστάπο στην Πριντς Άλμπερτ Στράσε στο Βερολίνο, με τεράστιες λάμπες από χυτοσίδηρο, που ανήκαν παλιότερα στο κάστρο ενός δράκου, και ένα προστέγασμα με κίο­ νες δωρικού ρυθμού, που θα μπορούσε να δείχνει αριστοκρατικό, αν εξαιρούσες τις ομάδες με άντρες των Ες Ες που στέκονταν μπροστά του και εύκολα μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από τα δερμάτινα παλτά τους, τα γουρουνόμορφες φάτσες τους και τους τρόπους τους, που θύμιζαν μποξέρ. Κανένας απ’ αυτούς δεν έδει­

Μ χνε ότι μπορεί να ασχολήθηκε έστω και στο ελάχιστο με κάποιον Τσέχο που πέταξαν απ’ το παράθυρο και έσκασε πάνω στα μαύ­ ρα χαλίκια μπροστά στα ανέκφραστα μάτια τους. Πέντε ορόφους πάνω από το δρόμο τα κιγκλιδώματα αναπαριστουσαν πέτρινα βάζα που έμοιαζαν με τεράστιες τεφροδόχους. Σίγουρα οι Τσέχοι δεν θα εκπλήσσονταν αν τους έλεγαν ότι τα χρησιμοποιούσαν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Έπειτα από τρία χρόνια που κατείχε το παλάτι Πέτσεκ, η Γκεστάπο είχε αποκτήσει την πιο τρομακτική φήμη σε όλη την Ευρώπη. Ο Κλάιν σταμάτησε το αυτοκίνητο στην είσοδο και οι φρουροί στάθηκαν προσοχή. Ακολούθησα τον Χάιντριχ, που πέρασε τις πύλες, οι οποίες ήταν φτιαγμένες από σφυρήλατο σίδηρο, και ανέβηκε μια μικρή, καλογυαλισμένη σκάλα, στρωμένη με ασβε­ στόλιθο, που τη φώτιζε ένας μεγάλος μπρούντζινος πολυέλαιος. Στο κεφαλόσκαλο υπήρχαν διπλές γυάλινες πόρτες, απ’ όπου κρέμονταν πράσινες κουρτίνες, και μπροστά τους στέκονταν δύο φρουροί των Ες Ες, υπήρχαν επίσης δύο σημαίες των ναζί και ανάμεσά τους ένα πορτρέτο του Φύρερ - εκείνο που είχε φιλοτε­ χνήσει ο Χάινριχ Κνιρ και τον έκανε να μοιάζει με εκκεντρικό κομμωτή. Αριστερά βρισκόταν ένας χώρος υποδοχής, όπου έδειξα τα χαρτιά μου και υπέμεινα τον εξονυχιστικό έλεγχο του υπαξιωματικού υπηρεσίας. «Πες στον συνταγματάρχη Μπόμε να έρθει να μας πάρει», εί­ πε ο Χάιντριχ στον υπαξιωματικό. Ύστερα γύρισε σ’ εμένα και είπε: «Χάνομαι εδώ μέσα». «Συχνό φαινόμενο φαντάζομαι». «Ο Μπόμε πίστευε ότι μπορούσε να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Κούτνερ», είπε ο Χάιντριχ. «Θα του τα πείτε εσείς ή εγώ;» «Α, ξέρω πως δεν το πιστεύεις και τόσο, αλλά έμμεσα το απο­ λαμβάνω κι εγώ που εξιχνίασες τη δολοφονία του Κούτνερ. Δήλα-

P H I L I P K E RR

[416]

δή θαυμάζω όλη αυτή την αλυσίδα συλλογισμών που παρουσίασες. Και ανυπομονώ να δω την έκφραση στο ηλίθιο σαξονικό πρόσωπό του». «Κι εγώ ανυπομονώ το ίδιο. Ο Μπόμε ήταν ο αξιωματικός που εξομάλυνε την κατάσταση μετά το λόγο που βγάλατε την προηγούμενη φορά. Ό ταν γλίτωσε την καμαριέρα, τη Ρόζα, από το άγαρμπο καμάκι του μεθυσμένου Χένλαϊν. Κρίμα που δεν θα έχω την ευκαιρία να τον κάνω να νιώσει ότι πρέπει να κρύψει κάτι». «Είσαι γεννημένος αντιδραστικός, Γκουντερ», παρατήρησε ο Χάιντριχ. «Νομίζω ότι το πρόβλημά σου δεν είναι οι ναζί αλλά κάθε μορφή εξουσίας. Δεν σου αρέσει να σου υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνεις». «Ίσως». Κοίταξα τριγύρω. «Ο ταγματάρχης Τούμελ είναι εδώ;» ρώτησα. «Ναι». «Τον ανακρίνει ο Μπόμε;» «Ο Άμπεντσεν έχει αναλάβει την ανάκριση. Είναι πολύ πιο εύ­ στροφος από τον Μπόμε. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να βά­ λει τρικλοποδιά στον Τούμελ χωρίς ν’ ανοίξει μύτη, αυτός είναι ο Βίλι Άμπεντσεν». Πέρασαν λίγα λεπτά πριν ακούσουμε βήματα να ανεβαίνουν την πλατιά σκάλα. Ο Μπόμε ανέβηκε στο κεφαλόσκαλο και προχώρησε ζωηρά στο διάδρομο, ώσπου έφτασε στο χώρο υποδοχής. Χαιρέτησε με τον συνηθισμένο ναζιστικό χαιρετισμό, υπό αυτές τις συνθήκες όμως δεν μπήκα καν στον κόπο να του τον ανταποδώσω —ο Χάιντριχ ωστόσο τον χαιρέτησε. «Ας πάμε λοιπόν να δούμε τον κρατούμενο», είπε ο Χάιντριχ. Ο Μπόμε προχώρησε μπροστά, πέρασε το διάδρομο και κατέ­ βηκε στον κάτω όροφο. Στο τέλος της σκάλας συνεχίσαμε να

Μ περπατάμε και περάσαμε ένα λαβύρινθο διαδρόμων και κελιών με άσχημη μυρωδιά και αχνό φωτισμό. «Μαθαίνω πως χάρη σ’ εσένα, λοχαγέ Γκούντερ, βρήκαμε ότι ο Τούμελ ήταν ο προδότης», μου είπε ο Μπόμε. «Συγχαρητήρια». «Ευχαριστώ». Ο Μπόμε σταμάτησε έξω από την πόρτα ενός κελιού. «Φτάσαμε». «Ό χι μόνο αυτό, αλλά εξίχνιασε και τη δολοφονία του λοχα­ γού Κούτνερ», είπε ο Χάιντριχ. «Επομένως νιώθεις πως όλη η δόξα είναι δική σου, σωστά;» ρώτησε ο Μπόμε. «Ποιος το έκανε λοιπόν;» Κοίταξα το Χάιντριχ. «Πώς είναι το παιχνίδι, στρατηγέ;» ρώτησα. «Αν έχεις ένα χαρ­ τί που θες να παίξεις, καλύτερα να το παίξεις τώρα, αλλά μη με μεταχειρίζεσαι σαν να είμαι ηλίθιος». «Παρ’ όλα αυτά είσαι ηλίθιος», είπε ο Χάιντριχ. «Ένας πολύ έξυ­ πνος ηλίθιος. Μόνο ένας έξυπνος θα μπορούσε να συμπεράνει ποι­ ος σκότωσε τον λοχαγό Κούτνερ, πώς τον σκότωσε και γιατί. Όμως μόνο ένας ηλίθιος θα συμπεριφερόταν όπως συμπεριφέρθηκες εσύ». Ο Χάιντριχ άνοιξε την πόρτα ενός μεγάλου κελιού ανάκρισης, που ήταν εξοπλισμένο με στενογράφο, αρκετές ξύλινες καρέκλες, αλυσίδες που κρέμονταν από το ταβάνι και ένα εσωτερικό μπά­ νιο. Δίπλα από τη στενογράφο βρίσκονταν δύο μεγαλούτσικοι άντρες και μια γυμνή γυναίκα. «Μόνο έναν ηλίθιο θα μπορούσαν να εξαπατήσουν τόσο εύκο­ λα οι Τσέχοι», είπε ο Χάιντριχ. «Δηλαδή αυτή εδώ». Έδειξε την κοπέλα. Μ ε δυσκολία κατάφερα να καταλάβω ποια ήταν, γιατί ήταν σχεδόν αδύνατον να την αναγνωρίσω. Η γυμνή κοπέλα ήταν η Αριάνε Τάουμπερ.

PHIL IP KERR

[418]

Αμέσως μόλις είδα την Αριάνε, έτρεξα να τη βοηθήσω, αλλά μι συγκρότησαν ο Μπόμε και άλλος ένας κάπως μεγαλόσωμος άντρας, που στεκόταν ως εκείνη τη στιγμή πίσω από τη βαριά, ξύλινη πόρτα του κελιού ανάκρισης χωρίς να τον έχω δει - με εμπόδισαν και ύστερα, με εντολή του Χάιντριχ, με έψαξαν για όπλο, που δεν είχα, και με έδεσαν σε απόσταση ασφαλείας, με μια αλυσίδα από μια θερμάστρα από χυτοσίδηρο μεγάλη όσο ένα στρώμα. Τραβούσα την αλυσίδα που είχαν δέσει γύρω απ’ τους καρ­ πούς μου και έβριζα οργισμένος, αλλά κανείς δεν μου έδινε σημα­ σία. Ήμουν σαν σκύλος προστατευμένος στο σκυλόσπιτό μου —ή κάτι χειρότερο. Ο Χάιντριχ γέλασε, κι αυτό έδωσε το έναυσμα και στους υπό­ λοιπους να κάνουν το ίδιο. Ακόμα και η στενογράφος, μια νεαρή γυναίκα με στενό πρόσωπο και αιχμηρά χαρακτηριστικά, που φο­ ρούσε τη στολή των Ες Ες, κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε, σαν να διασκέδαζε πραγματικά με τις απειλές και τις βρισιές που ξεστόμιζα. Έπειτα ίσιωσε το μικρό δίκοχο που φορούσε στο κε­ φάλι της. Μάλλον κατάλαβε ότι ήθελα να της το πετάξω κάτω. Κοίταξα γύρω μου το κελί, που δεν είχε παράθυρα. Ήταν με­ γάλο σαν παρεκκλήσι μιας εγκαταλειμμένης εκκλησίας. Ο ι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με πράσινα πλακάκια. Γυμνοί και σκονισμένοι γλόμποι κρέμονταν απ’ το αραχνιασμένο ταβάνι. Στο πάτωμα υπήρχαν λιμνούλες νερού. Μ ια ελαφριά μυρωδιά περιττωμάτων πλανιόταν στον αέρα. Τράβηξα άλλη μια φορά την αλυσίδα μου χωρίς αποτέλεσμα. Βρισκόμουν, όπως μου φαινόταν, σε τέτοια κατάσταση ανημπόριας όσο απελπιστική ήταν η κατάσταση της Αριάνε. Εκείνη δεν κουνιόταν. Τα χτυπημένα μπλαβιά μάτια της έμε­ ναν κλειστά, σαν θαλάσσιες ανεμώνες. Τα βρεγμένα μαλλιά της ήταν τυλιγμένα γύρω από το πρόσωπό της σαν σκουροκίτρινα φί­ δια στο κεφάλι μιας νεκρής Μέδουσας. Στα ρουθούνια της είχε

[419]

αίμα, ενώ φαινόταν ότι της έλειπαν μερικά νύχια από τα δάχτυλα, αλλά δεν ήταν νεκρή. Ο ι άκρες του γυμνού στήθους της σάλευαν ελαφρά καθώς ο αέρας έμπαινε και έβγαινε απ’ το κορμί της δεν μπορούσε να κουνηθεί, γιατί ήταν δεμένη σε έναν ξύλινο μη­ χανισμό. Δεν επρόκειτο ωστόσο να της κόψουν το κεφάλι, παρ’ όλο που αυτό καταλάβαινες πως εξυπηρετεί ο μηχανισμός: να συ­ γκροτείται το σώμα και να τοποθετείται το κεφάλι του καταδικα­ σμένου μαλακά μέσα από ένα άνοιγμα, έτσι ώστε να αποκεφαλι­ στεί ακαριαία όταν πέσει το τσεκούρι. Η Αριάνε ήταν δεμένη στο μηχανισμό για έναν εντελώς διαφο­ ρετικό αλλά σχεδόν εξίσου φριχτό λόγο. Ο μηχανισμός ήταν τοποθετημένος κατακόρυφα πάνω από την άκρη μιας μπανιέρας γεμάτης με κοκκινοκαφέ νερό, έτσι που λειτουργούσε περίπου σαν μοχλός. Ένας απ’ τους βασανιστές της Αριάνε είχε το πόδι του στην άκρη του μηχανισμού, κάτω από τα γυμνά της πόδια, και το μόνο που χρειαζόταν να κάνει για να αφήσει την ξύλινη σανίδα που μετέφερε το σώμα της να γείρει μπροστά, πάνω στο σημείο στήριξης, το οποίο ήταν το χείλος της μπανιέρας, ήταν να μετακινήσει τη μαύρη μπότα του μερικά εκα­ τοστά - στη συνέχεια εκείνη έπεφτε, με το κεφάλι πρώτα, μέσα στο νερό και έμενε εκεί μέχρι είτε να πνιγεί είτε να αποφασίσουν οι βασανιστές της να ανεβάσουν και πάλι το μηχανισμό. Ήταν ευφυές και απλό και παρ’ όλο που η μπανιέρα ήταν λεκιασμένη με αίμα, λες και ο μηχανισμός μερικές φορές έπεφτε αδέξια - και ίσως αυτό δικαιολογούσε τους μώλωπες στα μάτια, στα μάγουλα και στο μέτωπό της —, ήταν προφανώς αποτελεσματικός. Το σημείο που τελείωνε η αλυσίδα μου απείχε τουλάχιστον ένα μέτρο απ’ όλους, κι αυτό έδειχνε ότι κι άλλοι άνθρωποι είχαν σταθεί εκεί που στεκόμουν τώρα εγώ, αλυσοδεμένοι στην ίδια θερμάστρα και αναγκασμένοι να βλέπουν τους φίλους τους να βα­ σανίζονται. Δεν μπορούσα να κλοτσήσω καν την άκρη του τακτο­ ποιημένου, γωνιακού τραπεζιού της στενογράφου, πάνω στο

P H I L I P K E RR

[420]

οποίο βρίσκονταν η γραφομηχανή, το μολύβι, το σημειωματάριο, το περιοδικό, το φλιτζάνι του καφέ και η λίμα των νυχιών της -, υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου ότι αν η σκρόφα άρχιζε να λι­ μάρει τα νύχια της την ώρα που οι άλλοι βασάνιζαν την Αριάνε, τότε θα έβγαζα το παπούτσι μου και θα της το πετούσα. Κοιτάζοντας την Αριάνε, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ήταν η ίδια γυναίκα που είχα αφήσει πίσω στο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ εκείνο το πρωί. Μ ε κάποιο τρόπο ο Χάιντριχ ή η αστυνομία ή η Γκεστάπο είχαν ανακαλύψει κάποιο στοιχείο σχετικά με την Αριάνε που τους έπεισε ότι έπρεπε να τη συλλάβουν. Ποιο ήταν όμως αυτό το στοιχείο; Μόνο εγώ κι εκείνη γνωρίζαμε για τον Γκουσταβ και το φάκελο που της είχε ζητήσει να δώσει στον Φραντς Κότσι. Κανείς άλλος δεν γνώριζε τίποτα. Κανείς εκτός από τον Γκουσταβ. Κι αν ο Πάουλ Τουμελ ήταν όντως ο Γκου­ σταβ, φαινόταν αδύνατον να συσχετίζεται η σύλληψή της με τη δική του. Ό χι ακόμη τουλάχιστον. Ήμουν βέβαιος ότι την είχαν συλλάβει στο σταθμό προτού υποδείξω εγώ τον Πάουλ Τουμελ ως προδότη X. «Μίλησε;» ρώτησε ο Χάιντριχ τον Μπόμε. Ο άλλος έκανε μια γκριμάτσα. «Α, μα φυσικά, κύριε. Τ ι ερώτηση». «Νομίζεις, ε; Θυμάσαι τους Μάσιν και Μπάλαμπαν; Δεν μπο­ ρούσες να τους αναγκάσεις να μιλήσουν, ε; Κρατούσες εκείνους τους δύο Τσέχους πέντε μήνες, μέχρι να καταφέρεις να τους απο­ σπάσεις μια πληροφορία». «Ήταν πάρα πολύ δυνατοί και αποφασισμένοι, κύριε». «Δεν εκπλήσσομαι τώρα που βλέπω πώς είναι αυτό το μέρος. Δεν μου φαίνεται και τόσο πολύ για δωμάτιο βασανιστηρίων. Για κάποιο λόγο φανταζόμουν κάποιο χειρότερο μέρος. Στο σχολείο που πή­ γαινα στο Χάλε αυτά τα κάναμε στα άλλα αγόρια έτσι για πλάκα». «Με όλο το σεβασμό, κύριε, δεν υπάρχουν πολλά βασανιστή­ ρια χειρότερα από το μηχανισμό του νερού. Αν εξαιρέσετε τον

[421]

ίδιο το θάνατο, που δεν θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση, καμιά άλλη μορφή βασανιστηρίου δεν σε πείθει τόσο ότι σίγουρα θα πεθάνεις». «Κατάλαβα. Λοιπόν, τι μας είπε;» Ο Μπόμε πλησίασε τη στενογράφο, η οποία του έδωσε μερικά δακτυλογραφημένα χαρτιά - ο Μπόμε τα έδωσε στον Χάιντριχ και ενώ ο Προστάτης του Ράιχ κοίταζε όσα είχαν γραφτεί, ένας από τους βασανιστές της Αριάνε τη χαστούκισε για να τη συνεφέρει από τη λιποθυμία της. Μ ε γυρισμένα τα μανίκια των ριγέ πολιτικών πουκαμίσων τους πάνω από τους τεράστιους δικέφαλους και αφού είχαν βγάλει τα κολάρα τους, οι βασανιστές της Αριάνε φαίνονταν έτοιμοι να πιάσουν δουλειά. Ο άντρας με το πόδι στο μηχανισμό εξέταζε τις αρθρώσεις του για να διαπιστώσει αν είχαν πάθει κάποια βλάβη. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν σχεδόν λευκά και έδειχνε αδιάφορος μπροστά στον πόνο της Αριάνε. Ο άλλος κάπνιζε ένα τσιγάρο, που κρατούσε στα χείλη του όση ώρα τη χαστούκιζε. «Έλα», είπε σχεδόν ευγενικά, σαν πατέρας ο οποίος μιλά στο παιδί του που χαζολογάει μένοντας πίσω του ενώ κάνουν μια βόλ­ τα στο πάρκο κάποιο απόγευμα Κυριακής. «Μπράβο, Αριάνε. Ξυ­ πνητούρια. Χαιρέτησε τους σπουδαίους επισκέπτες μας». Η Αριάνε αναγούλιασε με το νερό της μπανιέρας και έκανε εμετό με λίγο αίμα και υστέρα έβηξε περίπου για ένα λεπτό. «Έλα, άνοιξε τα μάτια σου». Εκείνη άρχισε να τρέμει, πιθανόν από το σοκ αλλά κι από το κρύο, όμως εξακολουθούσε να μην ανοίγει τα μάτια της - τουλά­ χιστον ως τη στιγμή που ο ανακριτής της με την πατρική αγάπη ρούφηξε για δεύτερη φορά το τσιγάρο του, το έβγαλε από τα χεί­ λη του και άγγιξε μ’ αυτό το στήθος της. Η Αριάνε άνοιξε τα μάτια και ούρλιαξε. «Μπράβο το κορίτσι μου», είπε ο άντρας που την είχε κάψει. Παράξενο πόσο φαίνεται να λυπάται, σκέφτηκα - λες και με-

P H I L I P K E RR

[422]

τάνιωσε που την είχε κάνει να υποφέρει, λες και δεν είχε κάνει κανέναν να υποφέρει συνειδητά —, ως τη στιγμή που στα χείλη του εμφανίστηκε ένα χαμόγελο κοφτερό σαν ξυράφι και έπειτα την έκαψε για δεύτερη φορά, για να το απολαύσει. Τώρα το έβλε­ πα καθαρά: Απολάμβανε να προκαλεί πόνο. Η Αριάνε ούρλιαξε ξανά και άρχισε να κλαίει με αόρατα δά­ κρυα. «Σ ε παρακαλώ, σταμάτα», του είπα ικετευτικά. Ο Χάιντριχ με αγνόησε. Τελείωσε την ανάγνωση του κειμένου της ανάκρισης και έδωσε τις σελίδες στον Μπόμε. «Νομίζεις πως αυτά είναι όλα όσα ξέρει;» ρώτησε. Ο Μπόμε σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Λίγο δύσκολο να το πω, κύριε. Την κρατάμε εδώ μόνο λίγες ώρες. Σ ’ αυτό το στάδιο κανείς δεν μπορεί να πει πόσα γνωρίζει για οτιδήποτε». Αυτό ήταν αλήθεια - η σύλληψή της είχε προηγηθεί της σύλ­ ληψης του Πάουλ Τούμε —και στην περίπτωση αυτή οι δύο συλ­ λήψεις δεν θα μπορούσε να συνδέονται μεταξύ τους. «Λοχία Σόπα, σωστά;» είπε ο Χάιντριχ και κοίταξε τον κατάξανθο άντρα που είχε το πόδι του στη σανίδα πλάι στο νερό. «Κύριε». «Νομίζω πως είσαι ειδικός σ’ αυτά τα θέματα. Εσύ δεν έκανες τον Μπάλαμπαν να μιλήσει;» «Στο τέλος. Ναι, κύριε». «Τ ι γνώμη έχεις;» Ο λοχίας Σόπα σήκωσε λίγο το πόδι του, αλλά κρατούσε ακό­ μη το κεφάλι της Αριάνε ψηλά. Η Αριάνε έμοιαζε με ανθρώπινη τορπίλη που σε λίγο θα εκτοξευόταν στο νερό. «Η εμπειρία μου λέει ότι πάντα κρατούν κάτι για το τέλος, κύ­ ριε», είπε θλιμμένος. «Πάντα υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο που κρατούν ως το τέλος. Για να διαφυλάξουν τον αυτοσεβασμό τους, θα έλεγε κανείς. Και νομίζουν ότι δεν θα το προσέξεις, γιατί

[423]

σου έχουν ήδη πει όλα τα υπόλοιπα. Μόνο όταν αρχίζουν να παρακαλούν να σου πουν κάτι που νομίζεις ότι δεν ξέρεις - οτιδή­ ποτε —, μόνο τότε μπορείς να είσαι βέβαιος ότι άκουσες όλα όσα ήταν να μάθεις απ’ αυτούς. Αυτό σημαίνει ότι πάντα είναι προτι­ μότερο να αφήνεις την ανάκριση να παρατείνεται περισσότερο απ’ όσο φαίνεται ικανοποιητικό». Ο Χάιντριχ επιδοκίμασε την άποψή του. «Ναι», είπε. «Καταλαβαίνω τι εννοείς. Άρα νομίζω ότι πρέπει να μάθουμε αν ξέρει κάτι που δεν έχουμε μάθει ακόμη». Ο Χάιντριχ έκανε νόημα στον λοχία Σόπα, ο οποίος αμέσως έκανε ένα βήμα πίσω, έτσι που ο μηχανισμός απ’ όπου κρεμόταν το γυμνό σώμα της Αριάνε έγειρε μπροστά και χτύπησε στο νερό κι εκείνη έπεσε πρώτα με το κεφάλι και ύστερα ακούστηκε ένας παφλασμός. Ακολούθησε ένα φριχτό κελάρυσμα, σαν αποχέτευση που στραγγίζει. Η Αριάνε κατάπινε νερό. Τα χέρια και τα πόδια της σπαρταρούσαν με απόγνωση κάτω από τα δεσμά τους, σαν τα πτερύγια ενός ψαριού που βρέθηκε ξαφνικά στη στεριά. Ύστερα ο Σόπα πήρε ένα κομμάτι πλαστικό καλώδιο που ήταν στο βρεγ­ μένο πάτωμα και άρχισε να χτυπά την Αριάνε με τόση δύναμη, που κανένα ζωντανό πλάσμα, ούτε καν ένα πεισματάρικο μουλά­ ρι, δεν θα χτύπαγε έτσι. Κάθε χτύπημα με το καλώδιο έοκαγε πά­ νω στη σάρκα της και ακουγόταν σαν επικίνδυνο βραχυκύκλωμα. Έβλεπα το υπέροχο κορμί της να τα υπομένει όλα αυτά για αρκετά δευτερόλεπτα. Θυμήθηκα την απίστευτη απόλαυση που είχαμε δώσει ο ένας στον άλλο μόλις λίγες ώρες πριν, στο δωμά­ τιο του ξενοδοχείου Ιμπίριαλ. Κάτι που τώρα έμοιαζε τόσο μακρι­ νό. Έμοιαζε σαν μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο τόπο, όπου δεν υπήρχε σκληρότητα και πόνος. Κι ακόμα χειρότερα, το κορμί που είχα τότε γνωρίσει και φιλήσει τόσο τρυφερά δεν έμοιαζε πια κα­ θόλου μ’ αυτό που έβλεπα αυτή τη στιγμή. Γιατί είχα συμφωνήσει να τη φέρω στην Πράγα; Θα μπορού­

P H I L I P K E RR

[424]

σα εύκολα να αρνηθώ την πρότασή της να με συνοδεύσει. Όλο αυτό ήταν σίγουρα δικό μόυ λάθος. Είχα προβλέψει ότι κάτι τέ­ τοιο μπορούσε να συμβεί, απλώς δεν πίστευα ότι θα γινόταν τό­ σο σύντομα. Τα μαλλιά της επέπλεαν και στροβιλίζονταν μέσα στο νερό σαν κιτρινωπά θαλάσσια φύκια. Ό λα αυτά μπορούσε να τα αντέξει μόνο μέχρι ενός σημείου. Οποιοσδήποτε μπορούσε να τα αντέξει μέχρι ενός σημείου. Ό χι παραπάνω. Είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να κάνω κάτι γι’ αυτό και τράβηξα την αλυσίδα με όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Καθώς συνει­ δητοποίησα αυτή την ανικανότητά μου, ένιωσα μια δυσάρεστη αίσθηση και γεύση να ανεβαίνει από τα σωθικά μου στο στόμα μου και την έδιωξα φτύνοντας στο βρεγμένο πάτωμα. Αν το είχα σκεφτεί λίγο καλύτερα, θα μπορούσα να είχα φτύσει στα μούτρα του Χάιντριχ. «Για όνομα του Θεού, τη σκοτώνετε», φώναξα. «Όχι. Καθόλου», είπε ο χαμογελαστός συνάδελφος του Σόπα με ένα χλευαστικό τόνο στη φωνή του. «Μπορείς να πεις μάλιστα ότι εμείς την κρατάμε ζωντανή μέχρι τώρα. Π ίστεψέ με, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις για να φτάσεις κάποιον στα όριά του μ’ αυτό τον τρόπο. Σχεδόν να τον σκοτώσεις, αλλά να μην τον σκο­ τώσεις τελικά. Αυτό θέλει ταλέντο, κύριε. Εξάλλου αυτή εδώ η σκύλα είναι πολύ πιο σκληρό καρύδι απ’ ό,τι δείχνει. Το πολύ πο­ λύ να πανικοβληθεί λίγο αν ποτέ πάει πάλι για μπάνιο στη θάλασ­ σα. Αλλά όχι, δεν θα τη σκοτώσουμε», είπε και έριξε μια ματιά στον Χάιντριχ. «Εκτός κι αν εκείνος μας διατάξει να το κάνουμε». Το κεφάλι της Αριάνε παρέμεινε κάτω απ’ το νερό, αλλά ο λοχίας Σόπα σταμάτησε να τη χτυπάει για λίγο, σκούπισε το φρύδι του και έγνεψε καταφατικά. «Έτσι είναι. Βοηθάμε διάφορους ανθρώπους να κάνουν το σπα τους στην Πράγα εδώ και κάμποσο καιρό. Αυτό το μέρος είναι κάτι σαν το Μαρίενμπαντ ή το Μπαντ Κίσινγκεν».

[425]

Χαμογέλασε ειρωνικά μ’ αυτή του την προσπάθεια να κάνει λί­ γο χιούμορ και άρχισε να χτυπάει πάλι την Αριάνε. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα γύρισα προς τον τοίχο, έκλει­ σα τα μάτια μου παρά τη θέλησή τους κι ακούμπησα το μέτωπό μου στα πλακάκια, που ήταν κρύα και σκληρά, ακριβώς όπως η συνείδηση του Χάιντριχ. Μπορεί να είχα κλείσει τα μάτια μου, αλλά δεν μπορούσα να κλείσω και τ ’ αυτιά μου, όπου έφτανε ένας απαίσιος συνδυασμός ήχων από την Αριάνε που πνιγόταν, ενώ παράλληλα δεχόταν έναν τρομερό ξυλοδαρμό για τα επόμενα δε­ καπέντε δευτερόλεπτα, που έμοιαζαν με αιωνιότητα. Τότε μόνο άκουσα το φριχτό τρίξιμο της βρεγμένης δοκού, καθώς ανυψωνό­ ταν από την μπανιέρα και η Αριάνε έβγαλε ένα απόκοσμο σκούξι­ μο, καθώς προσπαθούσε με οδύνη να αναπνεύσει, ενώ τα πνευμό­ νια της ήταν ήδη γεμάτα νερό. Μέχρι τώρα είχα ήδη πειστεί ότι ο συνταγματάρχης Μπόμε εί­ χε δίκιο τελικά: Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από αυτή τη φριχτή ανατρεπόμενη δοκό, που με ευκολία έμπαινε στο νερό κι έβγαινε απ’ αυτό. Και μόνο που την άκουσα, φαινόταν ό,τι πιο απαίσιο. Ό ταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα ότι η Αριάνε βρισκόταν μόλις λί­ γα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Έσταζε ολό­ κληρη και έτρεμε ανεξέλεγκτα, το κορμί της, γεμάτο φρέσκες με­ λανιές, το συντάρασσαν σπασμοί στην αγωνιώδη προσπάθειά της να αναπνεύσει. Ο λοχίας Σόπα είχε βάλει στην άκρη το καλώδιο με το οποίο τη χτυπούσε και ακουμπούσε τη βάση της παλάμης του στην άκρη της δοκού, έτοιμος να κάνει ακριβώς ό,τι έκανε και πριν αμέσως μόλις ο Χάιντριχ ή ο Μπόμε του έδιναν την εντολή. Ο συνάδελφος του Σόπα πέταξε το τσιγάρο του και άνοιξε τη βρύση για να γεμίσει η μπανιέρα με λίγο νερό ακόμα. Είχε κατα­ πιεί η Αριάνε τόσο πολύ νερό; Ή απλώς είχε χυθεί στο πάτωμα; Ήταν δύσκολο να καταλάβω. Τότε σήκωσε το κεφάλι της τραβώ­ ντας το απ’ τα μαλλιά, το κούνησε σαν να κρατούσε ένα καμπα­ νάκι και ψιθύρισε στο αυτί της:

P H I L I P KERR

[426]

«Μήπως έχεις να μας πεις τίποτα, αγαπούλα; Κάτι σημαντικό ίσως; Τ ην επόμενη φορά θα σε πνίξουμε αν χρειαστεί. Έ τσι δεν είναι, λοχία;» «Έτσι είναι. Και όσο θα πνίγεται, θα την πηδάω», είπε ο Σόπα και χάιδεψε λάγνα τα γυμνά οπίσθια της Αριάνε χτυπώντας τα ελαφρά. «Ρώτα τη. Ρώτα τη αν ξέρει που κρύβεται ο Βάσλαβ Μόραβεκ», είπε ο Χάιντριχ. Ο συνάδελφος του Σόπα επανέλαβε την ερώτηση στο αυτί της Αριάνε. Εκείνη ξεροκατάπιε και είπε ψιθυριστά: «Ό χι. Σας είπα όλα όσα ξέρω. Δεν έχω ακούσει ποτέ γι’ αυτό τον Βάσλαβ Μόραβεκ. Σας παρακαλώ. Π ιστέψτε με». Πήρε ακόμα μια επώδυνη ανάσα, ρεΰτηκε και προσπάθησε να πει και κάτι άλλο, αλλά η προηγούμενη απάντησή της είχε προκαλέσει έναν περιφρονητικό μορφασμό στον Χάιντριχ, που με ένα νεύμα έδωσε το σύνθημα για μία ακόμα βουτιά στο νερό. Αυ­ τή τη φορά το κεφάλι της χτύπησε στην άκρη της μπανιέρας κα­ θώς βυθιζόταν στο νερό. Το κορμί της πάλευε με τα δερμάτινα λουριά και τις πόρπες, που της έκοβαν ανελέητα το δέρμα, ενώ ένα λεπτό ρυάκι αίμα έτρεχε από τους ώμους της και έσταζε στα ταραγμένα νερά της μπανιέρας. Προσπάθησα να κρατήσω κι εγώ την αναπνοή μου τη στιγμή που τη βύθιζαν στο νερό, έτσι ώστε να μπορέσω να βιώσω του­ λάχιστον ένα μικρό μέρος από το μαρτύριό της. Όμως αυτή τη φορά την κράτησαν κάτω από το νερό πολύ περισσότερο από ένα λεπτό και όταν, με τα πνευμόνια μου έτοιμα να σκάσουν, συ­ νειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο την αναπνοή μου, ανέπνευσα βγάζοντας μια δυνατή κραυγή, καθώς οι αγωνιώ­ δεις προσπάθειες της Αριάνε φαίνονταν να έχουν σταματήσει οριστικά. Τα χέρια και τα πόδια της σταμάτησαν να κουνιού­ νται. Το νερό ηρέμησε. Ό λα ήταν ακίνητα. Όπως και η καρδιά μου.

[427]

«Βγάλτε την απ’ το νερό, μπάσταρδοι». «Είναι νεκρή;» ρώτησε ο Χάιντριχ. «Ό χι», απάντησε ο Σόπα. «Ούτε κατά διάνοια. Μ ην ανησυχεί­ τε, κύριε. Έχουμε συνεφέρει ανθρώπους που ήταν κάτω απ’ το νερό πολύ περισσότερη ώρα από αυτή εδώ». Αυτός κι ο άλλος άντρας έβγαλαν την Αριάνε από την μπανιέ­ ρα και άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα συνδυασμό αμμωνίας, χαστουκιών, μπράντι και μασάζ για να την επαναφέρουν κάπως στη ζωή. «Αφήστε την ήσυχη», τους ικέτεψα. «Για όνομα του Θεού. Δεν έχει κάνει τίποτα». «Έτσι νομίζεις; Πολύ φοβάμαι ότι κάνεις λάθος, Γκούντερ. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδωσε ο συνταγματάρχης Μπόμε στο τηλέφωνο το μεσημέρι», είπε ο Χάιντριχ και γύρισε προς το μέρος της στενογράφου. «Διάβασε στο λοχαγό τι μας έχει πει ήδη, σε παρακαλώ». «Μάλιστα, κύριε». «Μόνο τα βασικά σημεία αν μπορείς». «Μάλιστα, κύριε». Η στενογράφος σήκωσε τα πρακτικά και άρχισε να διαβάζει χωρίς κανένα συναίσθημα, σαν να ανακοίνωνε απλώς την άφιξη ή την αναχώρηση ενός τρένου.

Ερώτηση: Ποιο είναι το όνομα και η διεύθυνσή σου; Απάντηση: Ονομάζομαι Αριάνε Τάονμπερ και μένω σε ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα 6, Ούλαντ Στράσε 3, στο Βερολίνο, το οποίο ανήκει στην κυρία Μαργκερίτ Αίπερτ. Μένω εκεί δέκα μήνες. Δουλεύω στο Τζόκεϊ Μπαρ στη Αούτερ Στράσε, όπου είμαι υπεύθυνη του βεστιαρίου. Ερώτηση: Είσαι από το Βερολίνο; Απάντηση: Όχι, κατάγομαι από τη Δρέσδη. Η μητέρα μου ζει ακό­ μη εκεί. Μένει στη Γιόχαν Γκεόργκεν Αλέ.

P H I L I P K E RR

[428]

Ερώτηση: Γιατί λοιπόν βρίσκεσαι εδώ στην Πράγα; Απάντηση: Είμαι εδώ για διακοπές. Ήρθα με ένα φίλο. Εμενα στο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ. Ερώτηση: Πώς ονομάζεται αυτός ο φίλος; Απάντηση: Κομισάριος Μπέρνχαρντ Γκούντερ, τον Εγκληματολογικού. Από τα κεντρικά της αστυνομίας στην Αλεξάντερπλατς στο Βε­ ρολίνο. Είμαι η ερωμένη τον. Θα εγγνηθεί για μένα. Δ ονλεύει για τον στρατηγό Χάιντριχ. Προφανώς έχει γίνει κάποιο λάθος εδωπέρα. Πέ­ ρασα το διήμερο μαζί τον εδώ και επέστρεφα στο Βερολίνο όταν με σννέλαβαν. Ερώτηση: Ξέρεις γιατί σννελήφθης στο σταθμό Μάσαρικ σήμερα το πρωί; Απάντηση: Όχι. Προφανώς έχει γίνει κάποιο λάθος. Είμαι μια κα­ λή Γερμανίδα. Μια νομοταγής πολίτις. Ο κομισάριος Γκούντερ θα εγ­ γνηθεί για μένα. Το ίδιο θα κάνουν και οι εργοδότες μου. Ερώτηση: Δουλεύεις όμως και για την UVOD, έτσι δεν είναι; Απάντηση: Δεν ξέρω τι εννοείτε. Τι είναι η UVOD; Δεν καταλα­ βαίνω. Ερώτηση: Η UVOD είναι το Εθνικό Δ ίκτνο Αντίστασης εδώ στην Πράγα. Το ξέρουμε ότι δουλεύεις για την UVOD. Γιατί; Η κρατούμενη αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση. Η κρατούμενη αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση. Η κρατούμενη αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση. Απάντηση: Ναι, δουλεύω για την UVOD. Ύστερα από το θάνατο του συζύγου και του πατέρα μου τον Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1940, για τους οποίους θεωρώ αποκλειστικά υπεύθυνο τον Αδόλφο Χίτλερ, αποφάσισα να δουλέψω για μια ξένη κυβέρνηση κατά της εθνικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Αφού είμαι από τη Δρέσδη και η μητέρα μου είναι Τσέχα, φαινόταν λογικό αυτή η ξένη κυβέρνηση να είναι της Τσεχίας. Ερώτηση: Πώς κατάφερες να αποκτήσεις επαφές με την UVOD; Η κρατούμενη αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση.

[429]

Ο Χάιντριχ διέκοψε τη στενογράφο. «"Ισως δεν ήμουν απολύτως σαφής, αγαπητή μου», είπε στωικά. «Σου ζήτησα να διαβάσεις μόνο τα βασικά σημεία. Εννοούσα ότι θα γλιτώναμε πολύ χρόνο αν παρέλειπες τα σημεία στα οποία η κρατούμενη αρνήθηκε να απαντήσει σε κάποια ερώτηση». Η στενογράφος κοκκίνισε λίγο. «Μ ε συγχωρείτε, κύριε». «Συνέχισε τώρα». «Μάλιστα, κύριε».

Ερώτηση: Πώς κατάφερες να αποκτήσεις επαφές με την UVOD; Απάντηση: Ήρθα σε επαφή με έναν παλιό φίλο από το πανεπιστή­ μιο στη Δρέσδη, ένα Σουδήτη Γερμανό κομμουνιστή, ο οποίος ονομά­ ζεται Φρίντριχ Ρόζε. Εκείνος με έφερε σε επαφή με μια τσέχικη τρο­ μοκρατική οργάνωση που ήταν μέλος της Κεντρικής Ηγεσίας της Εθνικής Αντίστασης —της UVOD. Είμαι μισή Τσέχα και μιλάω λίγα τσέχικα, επομένως χάρηκα πολύ όταν με δέχτηκαν στην οργάνωσή τους, αφού ερεύνησαν το παρελθόν μου. Είπαν ότι μια Γερμανίδα γέννημα-θρέμμα θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη για το σκοπό τους. Ακρι­ βώς αυτό ήθελα κι εγώ. Μετά το θάνατο του άντρα μου σε ένα υποβρύ­ χιο το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσει ο πόλεμος. Να ηττηθεί η Γερμανία. Ερώτηση: Τι σου ζήτησαν να κάνεις; Απάντηση: Μου ζήτησαν να φύγω από τη Δρέσδη και να αναλάβω μια ειδική αποστολή για λογαριασμό τους. Στο Βερολίνο. Ερώτηση: Ποια ήταν αυτή η αποστολή; Η κρατούμενη αρνήθηκε να... «Με συγχωρείτε, κύριε...» "Επειτα από μια σύντομη παύση, κατά την οποία διέτρεζε τα πρακτικά με το τέλεια μανικιουρισμένο νύχι της, η στενογράφος άρχισε πάλι να διαβάζει. Απάντηση: Κατόπιν αιτήσεως της UVOD κατάφερα να προσληφθώ στην Εταιρία Συγκοινωνιών του Βερολίνου το φθινόπωρο του 1940

P H I L I P K E RR

[430]

και δούλευα για το διευθυντή της, τον κύριο Γιούλιους Βάλεν, ως η ιδιαιτέρα γραμματέας του και ενίοτε ερωμένη του. Η δουλειά μου ήταν να παρακολουθώ τις μετακινήσεις των στρατευμάτων της Βέρμαχτ από το σταθμό Ανχάλτερ στο Βερολίνο και να αναφέρω τις κινήσεις αυτές στον τσέχικο σύνδεσμό μου στο Βερολίνο. Αυτό έκανα για αρκετούς μήνες. Ερώτηση: Ποιος ήταν ο σύνδεσμός σου στο Βερολίνο; Απάντηση: Ο σύνδεσμός μου ήταν ένας Τσέχος πρώην αξιωματικός του γερμανικού στρατού ονόματι Ντέτμαρ. Δεν ήξερα το επώνυμό του. Κάθε βδομάδα έπρεπε να του παραδίδω μια λίστα με τις μετακινήσεις των στρατευμάτων. Επειτα η λίστα αυτή παραδιδόταν νομίζω στο Λον­ δίνο. Κάθε φορά ο Ντέτμαρ μου έδινε κάποιες επιπλέον οδηγίες, κα­ θώς και χρήματα. Πάντα είχα πολύ λίγα χρήματα. Δεν μου περίσσευ­ αν. Η διαμονή στο Βερολίνο κόστιζε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Δρέσδη. Ερώτηση: Τι άλλο σου είπε ο Ντέτμαρ να κάνεις; Απάντηση: Στην αρχή είχα να κάνω πολύ λίγα πράγματα. Επρεπε απλώς να του δίνω τις αναφορές για τις μετακινήσεις των στρατευμά­ των. Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 1940 ο Ντέτμαρ μου ζήτησε να βοη­ θήσω την οργάνωση «Τρεις Μάγοι» στο Βερολίνο να βάλει μια βόμβα στο σταθμό. Αυτή ήταν μια πολύ πιο σημαντική δουλειά, και πολύ πιο επικίνδυνη φυσικά. Αρχικά έπρεπε να αποκτήσω ένα σχέδιο του κτι­ ρίου του σταθμού. Και μετά, όταν η βόμβα θα ήταν έτοιμη, έπρεπε να την οπλίσω και να την τοποθετήσω σε ένα μέρος απ’ όπου είχε αποφασιστεί ότι θα επέφερε τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά. Ερώτηση: Ποιος σου έμαθε να οπλίζεις μια βόμβα; Απάντηση: Είμαι διπλωματούχος χημικός. Σπούδασα Χημεία στο πανεπιστήμιο. Ξέρω τα πάντα για τη διαχείριση ευπαθών υλικών. Δεν είναι δύσκολο να οπλίσεις μια βόμβα. Είμαι πολύ καλύτερη σ’ αυτό παρά στη στενογραφία. Ερώτηση: Τι σκοπό είχε η τοποθέτηση αυτής της βόμβας; Απάντηση; Ο σκοπός της τοποθέτησης της βόμβας στο σταθμό Αν-

Μ χάλτερ ήταν να προκαλέσει πανικό. Να σπάσει το ηθικό των κατοίκων τον Βερολίνου και να διαταράζει τις μετακινήσεις των στρατευμάτων προς και από την πόλη. Ερώτηση: Ο πραγματικός λόγος που τοποθετήθηκε αυτή η βόμβα ήταν τελείως διαφορετικός, έτσι δεν είναι; Ο πραγματικός λόγος δεν ήταν το γεγονός ότι είχατε πληροφορίες εκ των έσω για το τρένο του Ραϊχσφνρερ των Ες Ες Χάινριχ Χίμλερ, το οποίο επρόκειτο να αναχω­ ρήσει από αυτό το σταθμό; Και η βόμβα προοριζόταν να τον σκοτώσει, έτσι; Απάντηση: Ναι. Παραδέχομαι ότι αυτή η βόμβα στην πραγματικό­ τητα σχεδιάστηκε για τη δολοφονία τον Ραϊχσφνρερ των Ες Ες Χάινριχ Χίμλερ. Εγώ έβαλα τη βόμβα στο χώρο φύλαξης των αποσκευών τον Φεβρουάριο τον 1941. Το γραφείο αυτό βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην αποβάθρα από την οποία επρόκειτο να αναχωρήσει το τρένο τον Χίμλερ. Και ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι αυτό το γραφείο ήταν επίσης ακριβώς στο σημείο της αποβάθρας όπου συνήθως στάθ­ μευε το προσωπικό βαγόνι τον Χίμλερ. Η δολοφονία δεν πέτυχε γιατί η βόμβα δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Υποτίθεται ότι έπρεπε να ρίξει ένα δοκάρι πάνω στο τρένο, αλλά αυτό δεν συνέβη. Ερώτηση: Και μετά τι έγινε; Ύστερα από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα; Απάντηση: Μ ε τον πόλεμο στην Ευρώπη να έχει σχεδόν κερδηθεί, ο αρχηγός μου αποφάσισε ότι οι μετακινήσεις των στρατευμάτων στη Γΐρμανία είχαν λιγότερη σημασία για την UVOD. Έτσι μερικούς μή­ νες αργότερα εγκατέλειψα το πόστο μου στην Εταιρία Συγκοινωνιών. Δεν μπορώ να πω ότι δυσαρεστήθηκα ιδιαιτέρως γ ι’ αυτό, αφού το αφεντικό μου είχε ξεμυαλιστεί μαζί μου και είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός. Κατόπιν δούλεψα σε διάφορα κλαμπ. Κυρίως δούλεψα στο Τζόκεϊ Μπαρ, όπου έπρεπε να πιάνω φιλίες με Γερμανούς του Υπουργείου Εξωτερικών, ώστε να κοιμάμαι μαζί τους και να αντλώ χρήσιμες πληροφορίες για λογαριασμό των Τσέχων. Και έτσι έκανα. Και πάλι όμως δεν είχα χρήματα και μερικές φορές αναγκαζόμουν να

P H I L I P KERR

[432]

κοιμάμαι με κάποιους απ’ αυτούς τους άντρες του Υπουργείου Εξωτε­ ρικών επ' αμοιβή, για να μπορώ να συντηρώ τον εαυτό μου. Επίσης δούλευα για την UVOD ως αγγελιαφόρος. Το καλοκαίρι του 1941 ο σύνδεσμός μου στο Βερολίνο, ο Ντέτμαρ, αντικαταστάθηκε από έναν άλλο Τσέχο με το όνομα Βίκτορ Κάιλ. Δεν ξέρω τι απέγινε ο Ντέτμαρ και δεν γνωρίζω το πραγματικό όνομα του Βίκτορ. Αλλά η συνεργασία μας ήταν δύσκολη, δεν ήμασταν καλοί σύντροφοι. Ο Βίκτορ ήταν πο­ λύ απαιτητικός και δεν τον συμπαθούσα καθόλου. Δεν ήταν γενναίος όπως ο Ντέτμαρ. Ήταν φοβητσιάρης και δεν μου ενέπνεε και πολλή εμπιστοσύνη. Δεν καταλάβαινε την κατάστασή μου, πόσο δύσκολο ήταν για μένα να ζω στο Βερολίνο. Συχνά καβγαδίζαμε. Συνήθως για λεφτά. Ερώτηση: Πες μου τι σου ζήτησε ο Βίκτορ να κάνεις γι ’ αυτόν. Απάντηση: Μου έδωσε ένα όπλο και μου ζήτησε να σκοτώσω κά­ ποιον για την UVOD. Δεν ξέρω το όνομα αυτού του άντρα. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να συναντήσω τον τύπο και να τον πυροβολήσω. Δεν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο όμως. Φοβόμουν ότι κάποιος θα πρό­ σεχε το όπλο και θα με έπιαναν. Ετσι ο Βίκτορ μου έδωσε ένα μαχαίρι και με διέταξε να χρησιμοποιήσω αυτό αντί για όπλο. Ομως και πάλι αρνήθηκα. Δεν είμαι δολοφόνος. Έτσι ο Βίκτορ σκότωσε μόνος του τον τύπο σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στο Βερολίνο, όπου είχα κανο­ νίσει να τον συναντήσω. Ήταν ένας ξένος εργάτης, Ολλανδός νομίζω, και το μόνο που είχα να κάνω ήταν να του ζητήσω έναν αναπτήρα για να του αποσπάσω την προσοχή και ο Βίκτορ να μπορέσει να τον σκο­ τώσει. Κι αυτό έκανε. Όμως ήταν φριχτό. Κι έτσι είπα ότι δεν θα μπο­ ρούσα ποτέ ξανά να κάνω κάτι τέτοιο. Ερώτηση: Και ποιος σταθμός ήταν αυτός; Απάντηση: Ο σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής στη γέφυρα Ειάνοβιτς. Ερώτηση: Τι άλλο σου ζήτησε να κάνεις; Απάντηση: Ο Βίκτορ είχε στην κατοχή του μια σημαντική λίστα Τσέχων που δούλευαν για τους Γερμανούς στην Πράγα. Δεν ξέρω πώς

[433]

βρέθηκε στα χέρια του αυτή η λίστα. Σκόπευε να πάει στην Πράγα μ ’ αυτήν. Και να μ ’ αφήσει πίσω μόνη. Αυτό με έκανε να ανησυχήσω πο­ λύ, καθώς υποψιαζόμουν ότι δεν είχε σκοπό να επιστρέψει ποτέ από κει. Φοβόταν ότι κάποιος τον παρακολουθούσε και έτσι έδωσε τη λ ί­ στα σ’ εμένα να τη φυλάξω προσωρινά, μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν τον παρακολουθεί η Γκεστάπο. Έπειτα καβγαδίσαμε για ακόμα μια φορά για λεφτά. Ήμουν άφραγκη και είπα ότι, αν επρόκειτο να μείνω στο Βερολίνο και να κάνω σημαντικές δουλειές για την UVOD, όπως το να βοηθάω στις δολοφονίες διαφόρων ανθρώπων, ήθελα περισσότερα χρή­ ματα για να καλύπτω τα έξοδά μου. Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στο σταθμό Νολεντόρφπλατς μετά τη συσκότιση, αλλά, καθώς έφευ­ γε, είχε ένα ατύχημα, ο Βίκτορ χτυπήθηκε και σκοτώθηκε από ένα τα­ ξί. Αυτό ήταν μεγάλη καταστροφή για μένα. Ερώτηση: Τι έκανες λοιπόν μετά; Απάντηση: Ήμουν πραγματικά σε πολύ δύσκολη θέση. Χωρίς κα­ μία επαφή στο Βερολίνο, δεν είχα κανέναν τρόπο να παραδώσω τη λ ί­ στα με τους προδότες στους ανθρώπους μας στην Πράγα. Και δεν είχα τρόπο να βρω περισσότερα χρήματα. Ετσι αποφάσισα να προσπαθήσω να πάω η ίδια στην Πράγα και να βρω επαφή με κάποιον από την UVOD εκεί. 'Ομως ήταν πολύ επικίνδυνο και φυσικά εξακολουθούσα να μην έχω χρήματα. Για να μην αναφέρω ότι χρειαζόμουν και ένα πι­ στευτό πρόσχημα για να πάω στην Πράγα. Ερώτηση: Πώς το έκανες λοιπόν; Απάντηση: Μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Βίκτορ ήρθα πολύ κοντά με έναν αστυνομικό ονόματι Μπέρνχαρντ Γκούντερ, ο οποίος ερευνούσε το θάνατο του Βίκτορ. Όταν τον συνάντησα, δεν ήξερα ότι ήταν αστυνομικός. Όμως όταν εμφανίστηκε ξαφνικά μια νύχτα στο μπαρ, μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά και έψαξα τις τσέπες του παλτού τον στην γκαρνταρόμπα. Εκεί βρήκα την αστυνομική του ταυτότητα από το Εγκληματολογικό. Στην αρχή νόμισα ότι με υποπτευόταν για το θάνατο του Βίκτορ, γι ’ αυτό σκέφτηκα ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να τον πάρω με το μέρος μου και να κερδίσω την έμπιστο-

P H I L I P K E RR

[434]

σύνη τον. Να θέσω τον εαυτό μου στο έλεος τον και να τον πείσω ότι ήμουν απλώς μια γυναίκα ελαφρών ηθών, η οποία είχε κάνει ένα τρα­ γικό λάθος. Όταν τον είπα την ιστορία, αυτός δεν ήξερε ότι εγώ ήδη γνώριζα πως ήταν μπάτσος. Τέλος πάντων, τον είπα ότι ένας άντρας που είχα γνωρίσει στο Τζόκεϊ Μπαρ, για τον οποίο ήξερα μόνο ότι τον έλεγαν Γκούσταβ, με είχε προσλάβει για να παραδώσω ένα φάκελο σε κάποιον άγνωστο σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό για εκατό μάρκα. Είπα στον Γκούντερ ότι φέρθηκα με απληστία, γι ’ αυτό και η συναλλαγή πήγε κατά διαβόλου. Επίσης τον είπα ότι δεν είχα ιδέα τι περιείχε ο φάκελος, αφού λίγο αργότερα τον έχασα. Ερώτηση: Ποιος σταθμός ήταν αυτός; Απάντηση: Ο σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής στο Νολεντόρφπλατς. Ερώτηση: Πες μας για τον Γκονσταβ. Απάντηση: Δεν υπήρξε κανένας Γκονσταβ. Στην πραγματικότητα ο Βίκτορ μου είχε δώσει το φάκελο. Και δεν ανέφερα τίποτα για τη λ ί­ στα των Τσέχων πρακτόρων που δούλευαν για την Γκεστάπο. Απλώς τον είπα για το φάκελο και ότι ήθελα μόνο να βγάλω εύκολα εκατό μάρκα. Επειτα ο Γκούντερ μου αποκάλνψε ότι ήταν αστυνομικός, μου είπε ότι πίστευε ότι ο Βίκτορ δούλευε για τους Τσέχονς και ότι κινδύ­ νευε η ζωή μου. Νομίζω ότι τον κολάκευε η ιδέα ότι μπορούσε να με βοηθήσει. Κι έτσι επέτρεψα να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια πιο στενή σχέση. Ερώτηση: Πες μου περισσότερα για τη σχέση σου με τον Μπέρνχαρντ Γκούντερ. Απάντηση: Μετά το θάνατο τον Βίκτορ δεν είχα κανέναν να με βοη­ θήσει στο Βερολίνο. Σκύφτηκα να επιστρέψω στη Δρέσδη, αλλά η ιδέα να χρησιμοποιήσω τον ανυποψίαστο Γκούντερ ως πηγή μυστικών πληροφοριών απλώς μου ήρθε ξαφνικά. Ήξερα ότι ήταν ανώτερος επιθεωρητής τον Εγκληματολογικού. Ετσι ξεκίνησα μια ερωτική σχέ­ ση μαζί τον. Τον είπα ότι τον αγαπούσα και νομίζω με πίστεψε. Ήταν

[435]

εξαιρετικά επικίνδυνο, αλλά πίστευα ότι τα πιθανά οφέλη άξιζαν πραγματικά να ρισκάρω. Όταν μάλιστα μου είπε ότι μετατέθηκε στην Πράγα, θεώρησα ότι ήταν ένας καλός τρόπος να πάω εκεί με σχετική ασφάλεια και άνεση, ως ερωμένη του Γκούντερ. Ήταν μια φανταστική ευκαιρία, πολύ καλή για να την αγνοήσω. Εξάλλου τι καλύτερη βιτρί­ να μπορούσα να έχω για να ταξιδέψω στην Πράγα από το να είμαι η ερωμένη τον κομισάριου του Εγκληματολογικού; Πλήρωσε μάλιστα ακόμα και το εισιτήριό μου και κανόνισε για τη βίζα μου στο Αλεξ. Όπως και να χει, μου φέρθηκε πολύ καλά. Ερώτηση: Ο κομισάριος Γκούντερ ήξερε για την ανάμειξή σου με την UVOD; Απάντηση: Όχι, φυσικά όχι. Δεν υποψιαζόταν τίποτα, εκτός ίσως απ’ το ότι μπορεί να ήμουν πόρνη. Ή πολύ ηλίθια. Ή και τα δύο. Είτε κάτι τέτοιο σννέβαινε είτε δεν τον ενδιέφερε να ρωτήσει πολλά πολλά. Ίσως ήταν λίγο κι από τα δύο. Ήταν ερωτευμένος μ ’ εμένα και του άρεσε να κοιμάται μαζί μου. Και φυσικά ήταν πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του. Ερώτηση: Μιλούσε για τη δουλειά του; Απάντηση: Όχι. Ήταν πολύ δύσκολο να του αποσπάσω οποιαδήπο­ τε πληροφορία. Είπε ότι έτσι ήταν πιο ασφαλές για μένα. Μου πήρε αρκετό καιρό για να μάθω ότι δούλευε για τον στρατηγό Χάιντριχ και ότι ερχόταν στην Πράγα για να δουλέψει στο εξοχικό του Χάιντριχ. Όμως δεν είπε τι θα έκανε εκεί. Ερώτηση: Τι συνέβη όταν φτάσατε στην Πράγα; Απάντηση: Φτάσαμε στην Πράγα και μείναμε στο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ. Περάσαμε την πρώτη μέρα μαζί. Τις περισσότερες ώρες της επό­ μενης μέρας ο Γκούντερ έλειπε για υπηρεσιακές εργασίες. Επέστρεψε μόνο το βράδυ για να κοιμηθεί μαζί μου. Αυτό φυσικά με βόλεψε πολύ, αφού είχα όλη την υπόλοιπη μέρα για μένα. Ο Ντέτμαρ μου είχε πει τι να κάνω σε περίπτωση που χάναμε την επαφή μεταξύ μας. Σε ποια μέ­ ρη να πάω για να ζητήσω βοήθεια. Υπήρχε ένας άντρας στην Πράγα, ένας πράκτορας της UVOD που λεγόταν Ραντέκ. Έπρεπε να πάω σ’αυ­

P H I L I P K E RR

[436]

τά τα μέρη μόνη μον και να προσπαθήσω να έρθω σε επαφή μ ’ αυτό τον άντρα. Έτσι αποφάσισα να πάω εκεί και να ψάξω για τον Ραντέκ. Ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Ερώτηση: Ποια ήταν αυτά τα μέρη που πήγες; Απάντηση: Στο Ηλέκτρα. Ένα καφέ στην Χούβερα Ούλιτσε, δίπλα στο Εθνικό Μουσείο. Και στο Κα Ν τ’ Ορο, μια μπιραρία στη Ναρόντνι Τρίντα, που βρίσκεται στο ίδιο κτίριο με την Αδριατική Ένωση Ασφαλείας. Ο Ντέτμαρ μου είχε δώσει κάποιες οδηγίες για το τι ακριβώς έπρεπε να κάνω: Έπρεπε να τυλίξω ένα κόκκινο τριαντάφυλ­ λο σε ένα παλιό φύλλο της «Πριτομνόστ» και να το αφήσω στο τραπέ­ ζι παραγγέλνοντας κάτι. Η «Πριτομνόστ» είναι το «Παρόν», μια εβδο­ μαδιαία επιθεώρηση που μπόρεσα να βρω στο σταθμό Μάσαρικ. Ήταν πολύ εύκολο να αγοράσω ένα αντίτυπο στη μαύρη αγορά. Κι έτσι ακρι­ βώς έγινε. Μόλις ήρθα σε επαφή με τον Ραντέκ στο Ηλέκτρα —δεν γνωρίζω το επώνυμό του —, του παρέδωσα τη λίστα με τους προδότες. Ερώτηση: Ο Ραντέκ ήταν αυτός που σχεδίασε τη δολοφονία του στρατηγού Χάιντριχ σήμερα το πρωί; Απάντηση: 'Οχι. Ήταν κάποιος άλλος, στον οποίο με σύστησε ο Ραντέκ. Τους είπα για τον Γκούντερ και ότι δούλευε στο Κάτω Κάστρο στο Πανένσκε-Μπρέζανι. Ότι ένα αυτοκίνητο με έναν μόνο οδηγό θα ερχόταν από τα κεντρικά της Γκεστάπο για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει εκεί. Το σχέδιο ετοιμάστηκε γρήγορα —η ευκαιρία ήταν πολύ καλή και δεν έπρεπε να τη χάσουμε. Δύο άντρες από την UVOD θα καταλάμβαναν το αυτοκίνητο του Γκούντερ και θα κρύβονταν στο πάτωμα πίσω από τα καθίσματα, για να μπορέσουν να μπουν στο χώρο του Κάστρου, να εμφανιστούν ξαφνικά και να πυροβολήσουν όποιον και όσους περισσότερους μπορούσαν. Ελπίζαμε ότι ο Χάιντριχ θα ήταν ένα από τα θύματα. Ερώτηση: Και μέχρι τότε εσύ θα είχες ήδη επιβιβαστεί με ασφά­ λεια στο τρένο για να επιστρέψεις στο Βερολίνο; Απάντηση: Ναι. Αυτό ήταν το σχέδιο. Ερώτηση: Και ο Γκούντερ;

Μ Απάντηση: θα τον σκότωναν κι αυτόν οι δύο δολοφόνοι της UVOD. 'Ομως το σχέδιο πήγε κατά διαβόλου όταν ακυρώθηκε το αυτοκίνητο του Γκούντερ από το παλάτι Πέτσεκ και ο καημένος έπρεπε να πάει με τα πόδια στο Κάστρο για να βρει ένα αυτοκίνητο από κει. Έπειτα απ’ αυτό δεν είχα άλλη επιλογή από το να ανέβω στο τρένο, όπως εί­ χαμε κανονίσει. Έκανα ό,τι μπορούσα. Τι θα απογίνω; Πείτε μου, σας παρακαλώ. «Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση», είπε ο Χάιντριχ και γύρι­ σε προς το μέρος μου. «Κι αυτή τη στιγμή, όπως βλέπεις και μό­ νος σου, τα πράγματα δεν φαίνονται και πολύ καλά για τη φιλεναδίτσα σου. Όμως νομίζω πως τουλάχιστον έχεις μια απάντηση για την προηγούμενη παρατήρησή σου, Γκούντερ: Ό τ ι δεν έχει κάνει τίποτα. Τώρα ξέρεις. Προσπάθησε να δολοφονήσει τον Χίμλερ. Σχεδίαζε να δολοφονήσει εμένα και όσο περισσότερους από τους καλεσμένους μου μπορούσε. Και σχεδίαζε να δολοφονή­ σει κι εσένα. Αυτό είναι μεγάλο επίτευγμα. Φαίνεται ότι σ’ έπιασε κορόιδο για τα καλά, δεν νομίζεις;» Δεν είπα τίποτα. «Είσαι τυχερός που σου είμαι ακόμη ευγνώμων επειδή μας βοήθησες να πιάσουμε τον Πάουλ Τούμελ, διαφορετικά μπορεί κι εσύ να είχες την ίδια τύχη μ’ αυτή που σίγουρα επιφυλάσσουμε σε τούτη την ανόητη νέα». Όσο η στενογράφος διάβαζε τα πρακτικά, η Αριάνε είχε ανα­ κτήσει τις αισθήσεις της, τουλάχιστον ήταν ακόμη ζωντανή. Είχε όμως λιποθυμήσει ακόμα μια φορά και, παρ’ όλο που δεν έβρισκα κανέναν τρόπο να τη σώσω από μια μελλοντική εκτέλεση ή από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, στην καλύτερη των περιπτώσεων σκέφτηκα ότι υπήρχε τρόπος να τη γλιτώσω τουλάχιστον από άλ­ λα βασανιστήρια πάνω σ’ αυτό τον απαίσιο μηχανισμό. Πολλά απ’ όσα είχα ακούσει έβγαζαν νόημα, αλλά ήταν φανερό ότι η Αριάνε έκρυβε αρκετά ακόμα απ’ τους βασανιστές της. Επίσης ήταν εξίσου φανερό ότι τώρα μπορούσα να πω στον Χάιντριχ

P H I L I P K E RR

[438]

ακριβώς ό,τι ήξερα, κι έτσι να σώσω την Αριάνε από τον εαυτό της, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έβαζα το δικό μου κεφάλι στον τορβά της Γκεστάπο. Ήταν ολοφάνερο ότι με πρόδωσε. Ωστόσο, μόλις άρχισα να μιλάω, έμοιαζε σαν να ήμουν εγώ αυτός που πρόδωσε την Αριάνε. Φαντάζομαι ότι ήταν πιο εύκολο, αφού σιχαινόμουν τον εαυτό μου τόσο πολύ όχι για όσα λέγονταν τώρα, αλλά για όσα δεν εί­ χαν ειπωθεί πριν - από την Ουκρανία και μετά. Και δεν υπολόγι­ σα καν το λογύδριο που είχα βγάλει στον Χάιντριχ την πρώτη μέ­ ρα μου στο Κάτω Κάστρο. Προσπαθούσα να πιστέψω ότι, παρά τα όσα είχα δει και είχα κάνει στην Ανατολή, ήμουν ένα άτομο σαν την Αριάνε, με μια αίσθηση ηθικού σκοπού και αξίες. Για την ακρίβεια δεν είχα κανένα τέτοιο προτέρημα και δεν μπορούσα να την κατηγορήσω που ήθελε να με σκοτώσει. Στα μάτια της Αριάνε άξιζα το θάνατο, όπως και όλοι όσοι φορούσαν τη στολή των Ες Ες ή της αστυνομίας, και δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω μ’ αυτό. Ό ,τι και να συνέβαινε τώρα ή στο μέλλον, μου άξιζε. Σε όλους μας άξιζε. Όμως για να πιάσει το σχέδιό μου —για να μπο­ ρέσω να τη γλιτώσω από περαιτέρω βασανιστήρια - , έπρεπε να σιγουρευτώ ότι ο Χάιντριχ θα καταλάβαινε ό,τι έλεγα με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να τα καταλάβει: πως έλεγα αυτά τα πράγ­ ματα όχι επειδή λυπόμουν την Αριάνε αλλά από απέχθεια και πε­ ριφρόνηση. Και επειδή ήθελα να την εκδικηθώ. Αν ο Χάιντριχ κα­ ταλάβαινε τα πραγματικά μου αισθήματα για κείνη, τότε αυτό θα της προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο κακό. Έτσι, για το καλό της, έπρεπε να αφανίσω όποια αγάπη ένιωθα γι’ αυτήν, και μάλιστα γρήγορα. Έπρεπε να κάνω την καρδιά μου πέτρα. Όπως ένας αληθινός ναζί.

Έβγαλα τα τσιγάρα μου και άναψα ένα για να τραβήξω μια τζού­ ρα πριν κάνω αυτό που επρόκειτο να κάνω. Δεν ήταν βέβαια και

[439]

πολύ εύκολο έτσι αλυσοδεμένος που ήμουν. Τίποτα απ’ όλα αυτά που έκανα δεν ήταν εύκολο. Φύσηξα τον καπνό προς το ταβάνι για να δώσω έναν τόνο αδιαφορίας και έγειρα πίσω στον τοίχο. Δεν ξέρω πόσα απ’ αυτά που είπα στη συνέχεια τα άκουσε η Αριάνε. Ελπίζω να μην άκουσε τίποτα. «Αυτό είναι αλήθεια. Μάλλον πιάστηκα για τα καλά κορόιδο», είπα κι αναστέναξα βαθιά. «Ε, δεν είναι και η πρώτη φορά που ένας τύπος σαν κι εμένα γίνεται περίγελος της κοινωνίας από ένα όμορφο κορίτσι σαν κι αυτή. Μόνο που πάει καιρός από τότε που είχα να γίνω τόσο ρεζίλι, όπως τα κατάφερε η κυρία από δω. Κα­ νονικά, στην ηλικία που είμαι, θα έπρεπε να φροντίζω να μην πιάνομαι κορόιδο μ’ αυτό τον τρόπο βέβαια, αλλά από τότε που σταμάτησα να πιστεύω στον Αι'-Βασίλη, δεν παίρνω πολύ συχνά δώρα με τέτοιο περιτύλιγμα, όπως αυτή εδώ η νεαρή με το μετα­ ξένιο κορμί», είπα και σήκωσα τάχα αδιάφορα τους ώμους. «Δεν προσπαθώ να βρω δικαιολογίες, στρατηγέ. Έ τσι είναι για έναν άντρα που νομίζει ότι περνάει ακόμη η μπογιά του. Εξάλλου δεν κοιμάμαι πια και πολύ καλά όταν είμαι μόνος μου. Όπως ακρι­ βώς ο λοχαγός Κούτνερ. Αυτή εδώ ήταν η δική μου εκδοχή του Βερονάλ. Μου ήταν λίγο πιο εύκολο να καταπιώ την ιστορία της βέβαια, αλλά ήταν εξίσου θανατηφόρα», είπα και χαμογέλασα ει­ ρωνικά. »Ώστε προσπάθησε να με ξαποστείλει στον άλλο κόσμο, ε; Σκύλα. Και ύστερα απ’ όλα όσα έκανα γι’ αυτή. Αυτό πραγματικά μου ραγίζει την καρδιά. Δεν της κάνεις ακόμα ένα μπανάκι, λοχία; Τέρμα η κοροϊδία. Διάβολε, τώρα καταλαβαίνω γιατί ήταν τόσο νευρική όταν ξύπνησε σήμερα το πρωί. Νόμιζα ότι ήταν στενο­ χωρημένη επειδή έπρεπε να επιστρέψει στο Βερολίνο. Επειδή έπρεπε να αποχωριστούμε. Μα τι βλάκας είμαι. Ξέρει πάντως καλά να λέει ψέματα. Αυτό της το αναγνωρίζω. Μου κάνει εντύ­ πωση που μπορέσατε να κάνετε τη δουλειά σας εδωπέρα, με ή χωρίς το μηχανισμό στην μπανιέρα. Θα μπορούσες να στείλεις

P H I L I P K E RR

[440]

αυτό το μουνόπανο στην γκιλοτίνα και να καταφέρει να ξεγλι­ στρήσει σαν το χέλι χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Α, και μια και το ανέφερα... Μ ην ξεχάσετε να μου στείλετε εισιτήριο, δεν θέλω να χάσω το θέαμα. Ποιος ξέρει; Ισως σας βοηθήσω με τα χεράκια μου να τη στείλουμε εκεί μια ώρα αρχύτερα. Γιατί, ξέρετε κάτι; Νομίζω ότι η ιστορία της έχει κάποια κενά, και ίσως μπορώ να βοηθήσω να τα καλύψετε. Βασικά θα ήταν ευχαρίστησή μου να βοηθήσω». Ο Χάιντριχ μου έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα, σαν να προ­ σπαθούσε να καταλάβει αν διέφεραν αυτά που έλεγα απ’ αυτά που μπορούσε να πιστέψει. Ήταν σαν να ήμουν αντιμέτωπος με έναν καχύποπτο γονιό, ο οποίος μάλιστα είναι κι ο ίδιος τόσο πε­ πειραμένος ψεύτης, που ήξερε τι ακριβώς να ψάξει για να ξεχω­ ρίσει την αλήθεια από τα ψέματα. Ήταν σαν ένας εμπειρογνώμο­ νας τέχνης που είχε στα χέρια του έναν πίνακα αμφίβολης προέ­ λευσης και έπρεπε να είναι πολύ σχολαστικός στον τρόπο που μελετά κάθε πινελιά και την υπογραφή στην ιδανική εικόνα που είχα πλάσει γι’ αυτόν. «Δηλαδή πώς ακριβώς μπορείς να βοηθήσεις;» είπε ψυχρά. «Μ ε το να σας πω ότι το πραγματικό όνομα του Βίκτορ Κάιλ ήταν Φραντς Κότσι», είπα και πέταξα το τσιγάρο μου μέσα στην μπανιέρα, σαν να μη μ’ ένοιαζε αν θα βουτούσαν ξανά το κεφάλι της Αριάνε μέσα σ’ αυτό το νερό. «Και το ξέρω αυτό γιατί εγώ ήμουν ο μπάτσος που ερεύνησε το θάνατό του. Και μάλιστα έπει­ τα από ειδική πρόσκληση του φίλου σου, του συνταγματάρχη Σέλενμπεργκ. Ο Κότσι βρέθηκε νεκρός στο Πάρκο Κλάιστ στο Βε­ ρολίνο. Μετά τη σύγκρουση που ανέφερε η κοπελιά από κει με το ταξί στο Νολεντόρφπλατς, πρέπει να κατέβηκε τρικλίζοντας τη Μάσεν Στράσε. Τον βρήκαμε κάτω από ένα μεγάλο, κόκκινο ρο­ δόδεντρο με το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τον Ολλανδό, τον Γκέερτ Φράνκεν, ακόμη στην κατοχή του. «Σκεφτόμουν το γράμμα που είχα λάβει από τον πατέρα του

[441]

Φράνκεν από την Ολλανδία και πως το όνομα του εγγυητή που εί­ χε δώσει ο Γκέιρτ στην αστυνομία όταν ήταν πιθανός ύποπτος για τους φόνους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ήταν αυτό του Πάουλ Τούμελ. Λοιπόν, επειδή ο Τούμελ είχε κάποια σχέση με την αδελφή του Φράνκεν, φαντάζομαι ότι πρέπει να έμαθε από εκείνη ότι ο Φράνκεν δούλευε στους κρατικούς σιδηρόδρομους του Βερο­ λίνου. Αυτός πρέπει να είναι και ο λόγος για τον οποίο η Υπηρε­ σία Ασφαλείας ζήτησε να δει τα αρχεία για τους φόνους στη σιδη­ ροδρομική γραμμή. Όπως και έγινε. Πιο συγκεκριμένα, ήθελε να δει τις συνεντεύξεις όλων των ξένων εργατών. Η επίσημη αιτιολο­ γία ήταν ότι απλώς έψαχναν για κατασκόπους. Στην πραγματικό­ τητα όμως ο Τούμελ μάλλον έψαχνε για τον Γκέερτ Φράνκεν. Ο Φράνκεν ήταν το μοναδικό άτομο στη Γερμανία που μπορούσε να συνδέσει τον Τούμελ με τον Τσέχο αρχηγό του στη Χάγη. Και όταν είδε τη δήλωση του Φράνκεν, στην οποία ανέφερε ότι γνωρί­ ζει ένα Γερμανό που μπορεί να εγγυηθεί για κείνον, ο Τούμελ μάλ­ λον πανικοβλήθηκε. Το πιο πιθανό είναι ότι ο Φραντς Κότσι σκό­ τωσε τον Φράνκεν κατόπιν ρητής εντολής του Πάουλ Τούμελ». Ο Χάιντριχ κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, αυτό βγάζει μάλλον κάποιο νόημα». «Είτε έστειλε σήμα με τον ασύρματο στην UVOD εδώ στην Πράγα είτε το είπε στην Αριάνε, που είναι και το πιο πιθανό. Αυ­ τή μάλλον ήταν ο σύνδεσμος μεταξύ Τούμελ και Φραντς Κότσι, τον οποίο εκείνη γνώριζε ως Βίκτορ Κάιλ». Ο Χάιντριχ συνέχισε να γνέφει καταφατικά. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Θα ερχόταν όμως ένα ακόμα καλύτερο. «Χορστ», ο Χάιντριχ έγνεψε στον συνταγματάρχη Μπόμε. «Ελευθέρωσέ τον». Κάπως απρόθυμα - ακόμη δεν με είχε συγχωρήσει που ήμουν καλύτερος επιθεωρητής από κείνον - ο Μπόμε έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του παντελονιού ιππασίας που φορούσε και ξε­ κλείδωσε τις χειροπέδες μου.

P H I L I P K E RR

[442]

Έ τριψα τους καρπούς μου και ψέλλισα ένα «ευχαριστώ». Δεν είπα τίποτα για την Αριάνε, η οποία παρέμενε δεμένη στη δοκό που ισορροπούσε πάνω από την μπανιέρα με το νερό. Ήταν πο­ λύ σημαντικό να πιστέψει ο Χάιντριχ ότι η αποκάλυψή του για τη συμμετοχή της στη συνωμοσία δολοφονίας μου είχε καταφέ­ ρει να με κάνει πλέον αδιάφορο για το τι θα απογίνει. Επίσης ήταν εξίσου σημαντικό να φαίνεται η ιστορία μου εξαιρετικά αληθοφανής και έγκυρη, παρά το γεγονός ότι βασιζόταν απο­ κλειστικά σε εικασίες, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό πως δεν είχε πλέον νόημα να βασανίσουν την Αριάνε κι άλλο, για την ώρα τουλάχιστον. Μ ε μεγάλη μου ανακούφιση είδα ότι ο Χάιντριχ κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. «Πηγαίνετε την κοπέλα πίσω στο κελί της», είπε στον λοχία Σόπα. «Μάλιστα, κύριε». Ο Σόπα κι ο άλλος άντρας ακούμπησαν τη δοκό στο βρεγμένο πάτωμα και άρχισαν να λύνουν την Αριάνε. Εκείνη βόγκηξε ελα­ φρά όταν ξέσφιξαν τα λουριά, αλλά ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν τα μελανιασμένα μάτια της ήταν ανοιχτά ή όχι. Έτσι δεν ήξερα αν με έβλεπε. Όπως και να ’ταν, αυτή ήταν σίγουρα η τελευταία φορά που την έβλεπα. «Ας συνεχίσουμε την κουβέντα μας πάνω, στο γραφείο σου, Χορστ», είπε ο Χάιντριχ. «Γκούντερ;» είπε και μου έδειξε το δρό­ μο για να βγω από το κελί της ανάκρισης. Περπάτησα προς την πόρτα. Η καρδιά μου ήταν πλέον στα πατώματα, δίπλα στο βρεγμένο, ταλαιπωρημένο και μισοπνιγμένο κορμί της Αριάνε, που σπαρταρούσε ανεξέλεγκτα σαν ετοιμο­ θάνατη πέστροφα. Ο Χάιντριχ με έπιασε απ’ το μπράτσο για και μου χαμογέλασε για λίγο σαρκαστικά.

[443]

«Τι; Δεν θα πεις ένα τρυφερό αντίο στη φουκαριάρα την ερω­ μένη σου; Μια τελευταία κουβέντα;» Ούτε που γύρισα πίσω να την κοιτάξω. Αν γύριζα, τότε ο Χάιντριχ θα έβλεπε την αλήθεια στο πρόσωπό μου. Αντί γι’ αυτό κοί­ ταξα τα παγερά μπλε, πονηρά μάτια του Χάιντριχ, μετέτρεψα ένα βαθύ αναστεναγμό σε ειρωνικό γέλιο και κούνησα σιωπηλά το κε­ φάλι μου. «Στο διάολο», είπα. Νομίζω ότι αυτό ήταν το μοναδικό μέρος στο οποίο θα μπο­ ρούσαμε ποτέ να συναντηθούμε ξανά με την Αριάνε. Στο διάολο. Μόνο εκεί.

Σ ε ένα μεγάλο γραφείο στον πάνω όροφο του παλατιού Πέτσεκ ο Χάιντριχ είπε σε έναν αξιωματικό να μας φέρει σναπς. «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε όλοι ένα ποτηράκι ύστερα από αυ­ τή τη δοκιμασία, έτσι δεν είναι, κύριοι;» Δεν θα διαφωνούσα μ’ αυτό. Ήθελα απεγνωσμένα ένα ποτό για να σκληρύνω λίγο την ψυχή μου. Έφεραν ένα μπουκάλι. Μ ε κανονικό αλκοόλ, που είχε πραγμα­ τική κόλλα συκωτιού και όχι αίμα ελαφιού ή τάρανδου, όπως έλε­ γαν μερικοί Γερμανοί ότι περιέχει. Αυτή η ιστορία ήταν απλώς ράδιο αρβύλα, ακριβώς όπως αυτή που ετοιμαζόμουν να πω στον Χάιντριχ και στον Μπόμε. Κατέβασα ένα ολόκληρο ποτήρι από αυτό το πράγμα. Ήταν παγωμένο, όπως ακριβώς έπρεπε να εί­ ναι, όμως εγώ ήμουν ακόμα πιο ψυχρός. Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο πιο παγωμένο απ’ αυτό που ένιωθα εγώ εκείνη τη στιγμή. Πήγα και κάθισα στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξα έξω, την παλιά, μεσαιωνική πόλη της Πράγας. Κάπου εκεί έξω, κάτω από μια απ’ αυτές τις σκοτεινές, αρχαίες σκεπές, κρυβόταν ένα μοιραίο ον θανάτου και καταστροφής, που ήταν ακριβώς σαν δί­ δυμος αδελφός μου. Μάλιστα αν το γκόλεμ μπορούσε να δει μέσα

P H I L I P K E RR

[444]

στα μάτια μου αυτό που ακαθόριστα ονομάζεται ψυχή, θα μπο­ ρούσε κάλλιστα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήμουν ένας άν­ θρωπος προς αποφυγή. Όπως ακριβώς οι άνθρωποι κάτω στο δρόμο απέφευγαν την κύρια είσοδο του παλατιού Πέτσεκ, σαν να ήταν λοιμοκαθαρτήριο στην Τζάφα. Ύστερα από τα απαίσια, αποκρουστικά και απάνθρωπα συμβάντα που μόλις είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια κάτω στο υπόγειο, δεν είχαν κι άδικο. Χωρίς να περιμένω πρόσκληση, έπιασα το μπουκάλι και έβαλα ακόμα ένα ποτήρι από το αρωματισμένο υγρό ταρίχευσης που βοηθά τους Γερμανούς σαν κι εμένα να γίνουν πιο Γερμανοί απ’ ό,τι ήταν πρωτύτερα. Έπειτα άναψα ένα τσιγάρο, ελπίζοντας να βάλει φωτιά στα σωθικά μου και να με κάνει παρανάλωμα, σαν όλα αυτά που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα γίνονταν στάχτη πολύ σύντομα. «Φαντάζομαι ότι αναρωτιέσαι πώς μυριστήκαμε τη δουλειά», είπε ο Χάιντριχ. «Ό χι, αλλά δεν θα αργούσα να την πάρω είδηση κι εγώ». «Η λίστα με τους Τσέχους που δουλεύουν για την Γκεστάπο εδώ στην Πράγα μετά βίας ήταν σωστή. Ένας από τους ανθρώ­ πους που πλησίασε η Αριάνε Τάουμπερ σ’ αυτό το δεύτερο καφέ που ανέφερε - δεν μπορώ να θυμηθώ πώς το λένε - ήταν δικός μας». «Κα Ν τ’ Ό ρο», είπε ο Μπόμε. «Ήταν το Κα Ν τ’ Ό ρο, κύριε. Ο αρχισερβιτόρος εκεί είναι ένας Γάλλος φασίστας, που δουλεύει για την Γκεστάπο ήδη απ’ τον Ισπανικό Εμφύλιο. Μόλις την είδε να κάθεται στην καφετέρια με το τριαντάφυλλο μέσα στο περιο­ δικό, μας ειδοποίησε». «Έπειτα το μόνο που έμενε ήταν να την παρακολουθήσουμε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Εκείνη μας οδήγησε στον Ραντέκ, τον οποίο υποψιαζόταν ήδη ο Μπόμε, έτσι δεν εί­ ναι, Χορστ;» πρόσθεσε ο Χάιντριχ. «Ακριβώς, κύριε».

[445]

Ο Μπόμε χαμογέλασε χαιρέκακα και αφού πήρε το μπουκάλι από το περβάζι όπου καθόμουν, ξαναγέμισε το ποτήρι μου και μετά σέρβιρε το στρατηγό και τον εαυτό του. «Γι’ αυτό δεν ήρθε το αυτοκίνητο να σε πάρει σήμερα το πρωί, Γκούντερ. Συλλάβαμε τους δύο δολοφόνους στη διπλανή γωνία απ’ το ξενοδοχείο σου. Και λίγο αργότερα πιάσαμε και το κορί­ τσι, όταν έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ελπίζαμε να πετύχουμε κάποιον από την UVOD να την ξεπροβοδίζει, αλλά δεν ήρ­ θε κανείς. Έτσι την τσιμπήσαμε και τη βάλαμε στο ίδιο τσουβάλι με τους δύο φονιάδες», σήκωσε τους ώμους του. «Ό χι ότι πίστε­ ψα ποτέ ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή κανενός από τους δυο σας. Ήταν ένα αρκετά απεγνωσμένο και αυθόρμη­ το σχέδιο. Και το πιθανότερο είναι ότι θα τους σκότωναν οι φρουροί στο Κάτω Κάστρο προτού προλάβουν να πάνε πολύ μα­ κριά». «Γενικά», είπε ο Χάιντριχ αυτάρεσκα, «σήμερα ήταν μια εξαι­ ρετική μέρα στη δουλειά. Πιάσαμε τον προδότη. Πιάσαμε και με­ ρικούς ακόμα τρομοκράτες. Είναι θέμα χρόνου να πιάσουμε και τον Βάσλαβ Μόραβεκ». «Ναι, συγχαρητήρια, κύριε», είπε ο Μπόμε και ύψωσε το πο­ τήρι του εις υγείαν του στρατηγού. «Π είτε μου ποιες είναι οι εντολές σας σχετικά με την Αριάνε Τάουμπερ; Θέλετε να την ανακρίνουμε ξανά;» Ο Χάιντριχ ακόμη το σκεφτόταν, όταν είπα: «Πιστεύω ότι μπορώ να συμπληρώσω εγώ τα υπόλοιπα κενά στην ιστορία της». «Ναι, γιατί δεν μας λες πάλι πώς ακριβώς γνωριστήκατε;» είπε ο Χάιντριχ. «Λεπτομερώς». Του είπα όλη την ιστορία πάνω κάτω. Πώς δηλαδή γνώρισα την Αριάνε στο σταθμό Νολεντόρφπλατς και πώς ξεμυαλίστηκε ένας μεσήλικας σαν και του λόγου μου με την πάρτη της. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκρύψω οτιδήποτε άλλο εκτός από

P H I L I P K E RR

[446]

το πραγματικό μου κίνητρο να του πω αυτή την ιστορία. «Προφανώς ο Πάουλ Τούμελ ήταν αυτός ο τύπος, ο Γκούσταβ, που μου είχε αναφέρει τότε στο Βερολίνο. Μπορεί να αρνήθηκε την ύπαρξή του κάτω, αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό πλέον. Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που απέκρυψε απ’ τον λοχία Σόπα. Είχε δίκιο γι’ αυτό. Επίσης πιστεύω ότι όταν ο Τουμελ την ξαναδεί, δεν θα ξέρει που να κρυφτεί. Ειδικά αν τη δει στην κατάσταση που είναι τώρα». Άναψα ένα τσιγάρο, ενώ κουνούσα αδιάφορα το πόδι μου. «Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, ο Πάουλ Τουμελ ήταν αυτός που της έδωσε τη λίστα με τους πράκτορες για να την παραδώσει στον Φραντς Κότσι. Όντας ταγματάρχης στην Υπηρεσία Ασφα­ λείας, ήταν σε θέση να ξέρει ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι πράκτο­ ρες. Αλλά όταν εκείνη συναντήθηκε με τον Φραντς Κότσι για να του δώσει τη λίστα, τσακώθηκαν, όπως ακριβώς είπε, και πρέπει εκείνος να νόμιζε ότι του πάει κόντρα. Ίσως πράγματι να του πή­ γε κόντρα. Πιστεύω ότι απαίτησε να του δώσει τη λίστα και, όταν δεν το έκανε - τουλάχιστον όχι μέχρι να ακούσει τα παράπονά της —, εκείνος αγρίεψε καί αποφάσισε να ψάξει τα εσώρουχά της »Τότε την είδα για πρώτη φορά. Νόμιζα, έκανα λάθος βέβαια, ότι προσπαθούσε να τη βιάσει. Ή ακόμα χειρότερα. Όπως ξέρε­ τε, φέτος το καλοκαίρι συμβαίνουν πολλά τέτοια περιστατικά κα­ τά τη συσκότιση. Πολλές γυναίκες δέχονται επίθεση και δολοφο­ νούνται μέσα ή γύρω απ’ τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Μάλ­ λον κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Έτσι ήταν φυσικό να πάω να τη βοηθήσω». «Πολύ γενναίο εκ μέρους σου, είμαι σίγουρος», είπε ο Χάιντριχ. «Πιαστήκαμε στα χέρια με τον Κότσι, αλλά μπόρεσε να ξεφύγει και χάθηκε στο σκοτάδι. Την επόμενη μέρα βρέθηκα να εξε­ τάζω το πτώμα του κάτω από ένα θάμνο στο Πάρκο Κλάιστ». «Κατ’ απαίτησιν του Βάλερ Σέλενμπεργκ», είπε ο Χάιντριχ.

[447]

«Ακριβώς. Η Γκεστάπο του Βερολίνου υπέθεσε ότι ήταν Τσέχος πράκτορας, αλλά δεν είχαν ιδέα για το πώς πέθανε. Ποιος τον σκότωσε ή γιατί. Συμφώνησα να βοηθήσω. Και σχετικά γρή­ γορα ήμουν σε θέση να συνδέσω τον Φραντς Κότσι με τον Γκέερτ φράνκεν». «Αποφάσισες όμως ν’ αφήσεις το κορίτσι έξω απ’ όλα αυτά». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Έτσι ώστε να μπορέσεις να την εκμεταλλευτείς φαντάζομαι». Δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά δεν υπήρχε λόγος να πω ότι πί­ στευα ειλικρινά ότι ήταν πιο αθώα απ’ ό,τι τελικά αποδείχθηκε. Έπρεπε να δώσω στον Χάιντριχ έναν ψυχρό και σκληρό λόγο, ■ σου θα μπορούσε να κατανοήσει. Ένα λόγο για τον οποίο και ο ίδιος θα μπορούσε αδιαμφισβήτητα να κάνει κάτι παρόμοιο. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ήθελα να την πηδήξω. Είχα την εντύπωση ότι ήταν απλώς αφελής, αλλά μάλλον εγώ ήμουν ο αφελής σ’ αυτή την υπόθεση. Φυσικά απ’ τη στιγμή που άρχισα να κοιμάμαι μαζί της, δεν μπορούσα πια να δω τι συνέβαινε κάτω από τη μύτη μου. Ό τι ήταν βουτηγμένη στα σκατά μέχρι το λαι­ μό. Όμως είχε ωραίο λαιμό η άτιμη». «Και όλα τα υπόλοιπα πάνω της δεν είναι καθόλου άσχημα πάντως», είπε ο Μπόμε. «Σχετικά μ’ αυτό το ωραίο λαιμουδάκι, Γκούντερ», είπε ο Χάιντριχ. «Δεν θα μπορέσω να το σώσω. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν εί­ ναι; Το γεγονός ότι ήταν μπλεγμένη σε ένα σχέδιο δολοφονίας μου δεν έχει και πάρα πολύ μεγάλη σημασία, αλλά η απόπειρα δολοφονίας του Χίμλερ είναι τελείως διαφορετική ιστορία. Ο Ράίχσφύρερ παίρνει πολύ πιο προσωπικά από μένα μια απόπειρα κατά της ίδιας του της ζωής». Σήκωσα τους ώμους μου σαν να μην με ένοιαζε για το τι θα απογινόταν η Αριάνε. Και το έκανα γιατί ήξερα ότι ο Χάιντριχ εί­ χε δίκιο. Κανείς δεν μπορούσε πια να σώσει την Αριάνε. Ούτε καν ο Χάιντριχ.

P H I L I P K E RR

[448]

«Το πραγματικό ερώτημα τώρα είναι τι θα απογίνεις εσύ, Γκούντερ. Για πολλούς λόγους είσαι πολύ χρήσιμος τύπος και θα ήθελε να τον έχει κάποιος κοντά του. Όπως μια λυγισμένη κρε­ μάστρα μέσα σε μια εργαλειοθήκη, δεν είσαι κάτι που σχεδιάστη­ κε για μια συγκεκριμένη δουλειά, αλλά αποδεικνύεσαι χρήσιμος μερικές φορές. Ναι, είσαι εξαιρετικός επιθεωρητής. Επίμονος. Ανυποχώρητος. Και πολλές φορές έχεις κάνει πολύ καλή δουλειά ως σωματοφύλακας. Όμως είσαι και πολύ ανεξάρτητος, κι αυτό είναι που σε κάνει επικίνδυνο. Έχεις κάποιες αξίες που προσπα­ θείς να τηρείς, αλλά είναι οι δικές σου αξίες, που σημαίνει ότι ου­ σιαστικά είσαι αναξιόπιστος. Και τώρα που είμαι μέσα στα πράγ­ ματα, δεν μπορώ να ανεχτώ κάτι τέτοιο. Ήλπιζα να μπορέσω να σε λυγίσω κατά βούληση και να σε χρησιμοποιώ όποτε θέλω. Όπως ακριβώς μια κρεμάστρα. Όμως τώρα καταλαβαίνω ότι έκανα λάθος. Ναι, είναι δύσκολο να καταδώσεις μια γυναίκα στην Γκεστάπο, ειδικά αν αυτή η γυναίκα είναι τόσο όμορφη όσο η Αριάνε Τάουμπερ. Κάποιοι μπορούν και κάποιοι όχι, κι εσύ ανή­ κεις στη δεύτερη κατηγορία. Έτσι δεν μου είσαι πλέον χρήσιμος εδώ. Έγινες ένα θλιβερό βάρος, Γκούντερ». Αυτό που είπε ακούστηκε σαν το καλύτερο πράγμα που μπο­ ρούσε να μου πει ποτέ. Είχα όμως τελειώσει με το να ανοίγω το στόμα μου και απλώς να μιλάω εδώ και καιρό τώρα. "Ισως και για πάντα. Ο Χάιντριχ δεν είχε πει ακόμη τι είχε αποφασίσει για τη μοίρα μου. «Θα επιστρέψεις στο γραφείο σου στο Εγκληματολογικό και θα αφήσεις την τύχη της Γερμανίας στα χέρια αντρών σαν εμένα, που πραγματικά καταλαβαίνουν τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο». Μου χαμογέλασε μ’ αυτό το δολοφονικό χαμόγελό του και σή­ κωσε το ποτήρι του χωρίς να πει τίποτα. Σήκωσα κι εγώ το δικό μου, αλλά μόνο γιατί είχα την ελπίδα να του υποδείξω ότι πάλι του διαφεύγει κάτι, ίσως για τελευταία φορά. «Και η απόπειρα κατά της ζωής σας, κύριε; Η δηλητηρίαση

[449] στο Ράστενμπουργκ; Δέχομαι το γεγονός ότι δεν επιθυμείτε να έχετε τις υπηρεσίες μου ως σωματοφύλακα. Να υποθέσω όμως ότι δεν επιθυμείτε πλέον ούτε να ερευνήσω την πρόσφατη από­ πειρα δολοφονίας σας;» Μ ε κοίταξε για λίγη ώρα και με μια κρυφή αίσθηση ευχαρίστη­ σης διαπίστωσα ότι είχε ξεχώσει αυτό το περιστατικό. «Δεν υπήρξε ποτέ τέτοια απόπειρα», είπε περιφρονητικά. «Ήταν μια κατασκευασμένη ιστορία για να έχω έναν αληθοφανή λόγο να σε καλέσω στην Πράγα μαζί με τους υπόλοιπους». Κατένευσα μειλίχια, παρ’ όλο που μου έκανε εντύπωση ότι πα­ ραδέχθηκε έτσι απλά κάτι τέτοιο. Αναρωτήθηκα ποια ήταν στην πραγματικότητα η αλήθεια. Είχε όντως γίνει απόπειρα να δηλη­ τηριάσουν τον Χάιντριχ στο Ράστενμπουργκ; «Εξάλλου, ως ο πιο ισχυρός άντρας σε όλη τη Βοημία και Μορα­ βία, νομίζω ότι είμαι αρκετά ασφαλής εδώ, δεν συμφωνείς, Χορστ;» Και αυτή η φράση του επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Έλεγε όντως ψέματα. Ο Μπόμε χαμογέλασε δουλοπρεπώς. «Φυσικά, κύριε. Τα Ες Ες και η αστυνομία της Πράγας είναι στη διάθεσή σας. Για να μην αναφέρω την Γκεστάπο και τον γερ­ μανικό στρατό». «Βλέπεις;» κοκορεΰτηκε ο Χάιντριχ. «Δεν χρειάζεται να ανησυ­ χώ για τίποτα. Ειδικά εδώ στην Πράγα. Τη μέρα που οι Τσέχοι θα προσπαθήσουν να με σκοτώσουν - θα προσπαθήσουν πραγμα­ τικά να με σκοτώσουν, όχι σαν τη σημερινή ξεψυχισμένη απόπει­ ρα, η οποία βέβαια δεν θα μείνει ατιμώρητη - να το θυμάσαι αυ­ τό... Η μέρα λοιπόν που θα προσπαθήσουν να με σκοτώσουν θα είναι η χειρότερη μέρα στην ιστορία αυτής της χώρας και θα κά­ νει την περίφημη Εκπαραθύρωση της Πράγας να μοιάζει με παι­ δική φάρσα. Έ τσι δεν είναι, Χορστ;» «Μάλιστα, κύριε. Αν οι Τσέχοι είχαν κάποια τρελή ιδέα, αυτή θα ήταν η πιο τρελή απ’ όλες».

P H I L I P K E RR

M

Εγώ βέβαια είχα τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό. Δεν είχα μείνει στη Βοημία για πολύ καιρό, αλλά από τα λίγα που ήξερα για τη χώρα δεν μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ο όρος Μποέμ —δη­ λαδή ο τύπος που δεν μπορεί να καταταχθεί σε μια συγκεκριμένη κατηγορία και δεν συμπεριφέρεται ποτέ με ένα συμβατικό ή ανα­ μενόμενο τρόπο - είχε ξεκινήσει από δω, από την Πράγα. Σ ’ αυ­ τή την πόλη η εκπαραθύρωση κάποιου ήταν απλώς μια παιδική φάρσα. Μια αθώα διασκέδαση. Δεν ϊτερίμενα όμως από έναν ρω­ μαιοκαθολικό Γερμανό από το Χάλε στον Ζάλε να είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και αν πραγματικά ήμουν τόσο ανυποχώρητος και ανεξάρτητος όσο είπε ο Χάιντριχ, τότε ίσως έπρεπε να του εί­ χα πει ότι κάνει λάθος. Ένας φόνος - ακόμα και μια πολιτική δο­ λοφονία —σπάνια διαπράττεται από κάποιον που δεν είναι τίπο­ τα άλλο παρά τρελός. Και μέσα στους αιώνες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλά τρελά πράγματα έχουν συμβεί στην Πράγα. Έτσι λοιπόν κούνησα απλώς το κεφάλι και είπα στον Χάιντριχ ότι έχει δίκιο, ενώ ήξερα ότι δεν είχε. Κι αυτό είναι που κάνει κάποιον επικίνδυνο.

Γύρισα στον ξενοδοχείο Ιμπίριαλ και περίμενα τη διαταγή για να επιστρέψω στο Βερολίνο με το τρένο. Ο Χάιντριχ την έβρισκε να κάνει τους περισσότερους ανθρώπους να περιμένουν, κι εγώ περί­ μενα αρκετές μέρες. Έτσι επισκέφθηκα τα αξιοθέατα και προ­ σπάθησα να μη σκέφτομαι τι μπορούσε να συμβαίνει στην Αριάνε. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατον. Προτιμούσα να πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν είχε εγκρίνει τη δολοφονία μου, αλλά απλώς είχε αισθανθεί την υποχρέωση να την αποδεχθεί ως μέρος του γενικού σχεδίου δολοφονίας του Χάιντριχ. Εξάλλου όταν πυ­ ροβολείς Γερμανούς, είναι δύσκολο να διακρίνεις ποιος είναι ναζί και ποιος δεν είναι. Είναι ένα δίλημμα που κατανοώ απολύτως. Επιτέλους τα ταξιδιωτικά μου έγγραφα ετοιμάστηκαν και την

Μ τελευταία μου νύχτα στην Πράγα θυμήθηκα ότι είχα εισιτήριο για το Τσίρκο Κρόνε και αποφάσισα να πάω. Ήταν ένα κρύο, φθινοπωρινό βράδυ με καθαρό ουρανό και πανσέληνο. Ο κόσμος φορούσε ήδη τα πιο ζεστά χειμωνιάτικα παλτά του. Κάθισα αρκετά μακριά από τους υπόλοιπους συνα­ δέλφους μου των Ες Ες, αλλά είχα πολύ καλή θέα στα μπροστινά καθίσματα, όπου ήταν θρονιασμένοι όλοι τους. Οφείλω να ομολο­ γήσω ότι έδωσα μεγαλύτερη σημασία βέβαια στον κύριο και στην κυρία Χάιντριχ, καθώς και στον κύριο και στην κυρία Φρανκ απ’ ό,τι στους κλόουν και στα ζώα του τσίρκου. Δεν είχα ξαναδεί τη Λίνα Χάιντριχ ποτέ στο παρελθόν. Ήταν περισσότερο γοητευτική παρά πραγματικά όμορφη. Φορούσε μαύρα, μια χοντρή γούνινη εσάρπα και ένα μικροσκοπικό γυναι­ κείο καπέλο. Η κυρία Φρανκ φορούσε ένα μάλλινο πανωφόρι με φαρδύ γιακά και καφέ καπέλο Παναμά. Ο ι δύο κυρίες κάθονταν η μια δίπλα στην άλλη και πλάι τους ήταν καθισμένοι οι σύζυγοί τους, με πολιτικά ρούχα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι της αστυνο­ μίας και της Γκεστάπο που βρίσκονταν εκείνη τη βραδιά στο τσίρκο. Ο Φρανκ φορούσε μια απλή καμπαρντίνα, λευκό πουκά­ μισο και εμπριμέ μεταξωτή γραβάτα. Ο Χάιντριχ φορούσε ένα χοντρό σταυροκουμπωτό παλτό και κρατούσε μια μαύρη ρεπούμπλικα. Φορούσε επίσης ένα ζευγάρι γυαλιά με κοκάλινο σκελε­ τό, με τα οποία δεν τον είχα δει ποτέ άλλοτε. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι, αυτοί οι τέσσερις θαύμαζαν τα ακροβατικά, γελούσαν με τους κλόουν - φαίνονταν να διασκεδά­ ζουν. Σαν όλους τους άλλους. Αυτό μου έκανε μεγαλύτερη εντύ­ πωση απ’ όλα. Ό τ ι χωρίς στολή ο Χάιντριχ και ο Φρανκ ήταν σαν όλους τους υπόλοιπους, παρά το γεγονός ότι, ενώ εκείνοι πα­ ρακολουθούσαν το τσίρκο, μια επιχείρηση καταστολής ήταν ήδη σε εξέλιξη στην πόλη. Αργότερα έμαθα ότι ο δήμαρχος της Πρά­ γας Οτοκάρ Κλάπχα είχε εκτελεστεί, και μάλιστα την ίδια μέρα που συνέλαβαν την Αριάνε. Εκατοντάδες μέλη της UVOD είχαν

P H I L I P K E RR

[452]

συλληφθεί και διάφορα κτίρια είχαν καλυφθεί απ’ άκρη σ’ άκρη με αφίσες όπου αναγράφονταν τα ονόματα πολλών ακόμα που εί­ χαν καταδικαστεί σε θάνατο. Δεν μπορούσες να φανταστείς τίπο­ τα απ’ όλα αυτά αν έβλεπες εκείνο το βράδυ τον Χάιντριχ στο τσίρκο, ο οποίος γελούσε τρανταχτά, καθώς τρεις κλόουν, σαν ένα είδος ηλιθίων που οι ναζί μάλλον θα σκότωναν για λόγους φυ­ λετικής καθαρότητας, έπεφταν από καρέκλες και πετουσαν ο ένας στον άλλο κουβάδες με νερό. Δυο μέρες αργότερα ο Χάιντριχ ανακοίνωσε ότι η απέλαση όλων των Εβραίων του προτεκτοράτου - περίπου ενενήντα χιλιά­ δες άνθρωποι - επρόκειτο να ξεκινήσει στο τέλος του χρόνου. Δεν είπε που θα πήγαιναν. Εγώ είχα μια ιδέα για το που μπορεί να τους έστελνε, αλλά είχα ήδη επιστρέψει στο Βερολίνο μέχρι τότε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Ένιωθα ωραία που επέστρεψα στο Βερολίνο. Τουλάχιστον για μια δυο ώρες μετά την άφιξή μου. Λίγο μετά την επιστροφή μου στο διαμέρισμά μου στη Φαζάνεν Στράσε, προς μεγάλη μου απο­ γοήτευση ανακάλυψα ότι οι αδελφές Φρίντμαν από τον κάτω όροφο είχαν απελαθεί σε μια τρύπα στην Πολωνία. Ο Μπένκε, ο θυρωρός της πολυκατοικίας, που υποτίθεται ότι τα ήξερε αυτά, επέμενε ότι τις είχαν στείλει σε μια πολύ ωραία πόλη ονόματι Λοτζ και ότι θα ήταν πολύ πιο χαρούμενες εκεί, «ζώντας με τους δικούς τους» παρά με κάποιους «αξιοπρεπείς Γερμανούς». Του είπα ότι διατηρούσα κάποιες επιφυλάξεις γι’ αυτό, αλλά ο Μπένκε δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Τον ενδιέφερε περισσότερο να μάθει ρωσικά, ώστε να μπορεί να μιλάει με τους χωρικούς στο αγρόκτη­ μά του, ότάν τους συναντούσε κάποια στιγμή. Πίστευε στ’ αλή­ θεια ότι θα του δίνονταν κάποια εδάφη στη Ρωσία ή στην Ουκρα­ νία, όπως διακήρυττε συνεχώς ο Γκέμπελς. Εγώ διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου και γι’ αυτό το θέμα. Έπιασε κρύο. Ο αέρας πήρε τα φύλλα από τα δέντρα και τα παρέσυρε προς τα ανατολικά κατά χιλιάδες. Τα νερά του Σπρέε θύμιζαν κυματοειδείς λαμαρίνες. Το κρύο είχε μια αίσθηση συρ­ ματοπλέγματος. Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που έπρεπε να γίνει πριν πέσουν τα χιόνια —μια συναισθηματική χειρονομία που δεν σήμαινε τίποτα για κανέναν απ’ όσους είχα γνωρίσει. Φαντάζο-

P H I L I P K E RR

[454]

μαι όμως ότι απλώς ήθελα να νιώσω καλά με τον εαυτό μου. Φρό­ ντισα να πάρω τη σορό του Γκέερτ Φράνκεν από το νοσοκομείο Σαριτέ του Βερολίνου και πλήρωσα για να ταφεί μέσα σε ένα ξύ­ λινο κουτί με μεταλλικά τελειώματα —σε περίπτωση που μετά τον πόλεμο η οικογένειά του ήθελε να το ξεθάψει και να μεταφέρει τα λείψανά του στην Ολλανδία. Στην κηδεία παρευρέθη ακόμα ένα άτομο: ο Βέρνερ Σάξε από την Γκεστάπο. Μ ε το μαύρο δερμάτινο σακάκι του, το μαύρο κα­ πέλο και τη μαύρη γραβάτα του, έμοιαζε πραγματικά σαν τεθλιμ­ μένος συγγενής. Η σύντομη τελετή έγινε από τον πάστορα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη στην Πλότσενζεε και όταν τελείωσε, ο Σάξε μου είπε ότι θαύμασε αυτή τη φάση, αν όχι την πράξη αυ­ τή καθ’ αυτή. «Τι θα γινόμασταν αν κάθε αστυνομικός πλήρωνε για την κηδεία κάθε ξένου εργάτη που πεθαίνει σε κάποιο ατύχημα;» ρώτησε. «Δεν ήταν ατύχημα», του υπενθύμισα. Ο Σάξε σήκωσε τους ώμους σαν να μην είχε και πολλή σημα­ σία η διόρθωσή μου. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο νεκρός δεν ήταν Γερμανός, επομένως ο θάνατός του είχε ελάχιστη ή καθόλου σημασία. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν ήταν λάθος να του εξηγήσω γιατί έκανα αυτό που έκανα, αλλά εν πάση περιπτώσει του το εί­ πα. «Το κάνω αυτό έτσι ώστε κάπου, κάποιος που δεν είναι Γερμα­ νός να έχει καλύτερη γνώμη για μας απ’ αυτή που πραγματικά αξίζουμε». Ο Σάξε έκανε τον έκπληκτο, αλλά προτού αποχωριστούμε, δώσαμε τα χέρια και κατάλαβα ότι δεν ήταν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Ο κομισάριος Φρίντριχ-Βίλχελμ Λίντκε ήταν γνωστός και ως Πρό­ χειρος Λίντκε εξαιτίας του ονόματος του και επειδή κανείς δεν περίμενε να επιβιώσει σ’ αυτή τη δουλειά, αφού δεν ήταν μέλος του Κόμματος. Όμως έκανε ό,τι του έλεγαν και όταν κάποιος του είπε να με βάλει στη βραδινή βάρδια, το έκανε χωρίς πολλά πολλά. Ό χι ότι με πείραξε ιδιαίτερα. Η βραδινή βάρδια με κρατούσε έξω από το οπτικό πεδίο και τη σκέψη ορισμένων. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι τα ξημερώματα της Δευτέρας 17 Νοεμβρίου. Ανα­ φέρω το φόνο που ερεύνησα εκείνη τη νύχτα μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος ο Χάιντριχ διέταξε να με βγάλουν απ’ την υπόθεση. Π ι­ στεύω ότι ανησύχησε ότι μπορεί και να τη διαλεύκανα. Ήταν περίπου πέντε το πρωί όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον επιθεωρητή Χάιμεντς του Εγκληματολογικού στο αστυ­ νομικό τμήμα του Γκρούνεβαλντ. Είχε γίνει ένας φόνος σε μια από αυτές τις φανταχτερές μοντέρνες βίλες στη Χερ Στράσε. Δεν ήθελε να μου πει απ’ το τηλέφωνο το όνομα του θύματος. Το μό­ νο που ήξερα ήταν ότι ήταν κάποιος διάσημος. Ένα από τα πλεονεκτήματα της βραδινής βάρδιας ήταν ότι εί­ χα δικό μου αυτοκίνητο, κι έτσι έφτασα στον τόπο του εγκλήμα­ τος σε λιγότερο από μισή ώρα. Ήταν εύκολο να βρω τη διεύθυν­ ση. Απ’ έξω ήταν παρκαρισμένα πολλά περιπολικά, για να μην αναφέρω και μια τεράστια ασημί Ρολς Ρόις. Μ ε το που πέρασα

P H I L I P K E RR

[456]

το κατώφλι της καλαίσθητης, μοντέρνας εισόδου, κατάλαβα σε ποιον ανήκε το σπίτι. Δεν περίμενα όμως να είναι αυτός το θύμα. Ο στρατηγός Ερνστ Ούντετ ήταν ένας από τους πιο διάση­ μους άντρες στη Γερμανία. Σ ε ηλικία μόλις είκοσι δύο ετών επι­ βίωσε απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο ως ο πιο επιτυχημένος πιλότος της γερμανικής αεροπορίας. Μόνο ο Μάνφρεντ φον Ριχτόφεν εί­ χε περισσότερες νίκες από εκείνον. Μετά τον πόλεμο είχε γυρίσει πολλές ταινίες με τη Λένι Ρίφενσταλ* και ήταν κασκαντέρ πτήσε­ ων στο Χόλιγουντ. Το σπίτι ήταν γεμάτο με αφίσες ταινιών, αε­ ροπορικά τρόπαια και φωτογραφίες αεροπλάνων. Σ ε έναν τοίχο ήταν κρεμασμένος ένας λουστραρισμένος ξύλινος έλικας αερο­ πλάνου και πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να μπορέσω να πάρω τα μάτια μου από τα διάφορα ενθύμια του Ούντετ και να κοιτάξω το άψυχο σώμα του. Δεν ήταν πολύ ψηλός, αλλά πάλι δεν χρειάζεται να είσαι πολύ ψηλός για να πετάξεις με αεροπλάνο, ειδικά όταν αυτό είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Ο Ούντετ ήταν ο γενι­ κός διευθυντής της ερευνητικής πτέρυγας της Λουφτβάφε. Ήταν επίσης στενός φίλος του Χέρμαν Γκέρινγκ. Μέχρι που κάποιος τον πυροβόλησε βέβαια. Το πτώμα ήταν γυμνό. Κείτονταν στο μέσον ενός τεράστιου, διπλού κρεβατιού και ολόγυρα υπήρχαν άδεια μπουκάλια μπρά­ ντι, τα περισσότερα από τα οποία ήταν γαλλικά, πολύ καλής ποι­ ότητας. Είχε μια ξεγυρισμένη τρύπα στο μέτωπο και ένα τριανταοχτάρι Σάουερ χωρίς επικρουστήρα στο δεξί του χέρι. Πάντως για τόσο μικροκαμωμένος άντρας —δεν πρέπει να ήταν πάνω από ένα και εξήντα - , είχε μεγάλα «προσόντα». Καμία από αυτές τις λεπτομέρειες όμως δεν μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Ούτε καν το καλώδιο του τηλεφώνου, που ήταν τυλιγμένο στο ένα απ’ τα εξαι-

* Η Λένι Ρίφενσταλ (1902-2003) ήταν ηθοποιός, σκηνοθέτις και φωτογράφος, η οποία έγινε διάσημη χάρη στις προπαγανδιστικές ταινίες που γύρισε για λο­ γαριασμό της ναζιστικής Γερμανίας. (Σ.τ.Ε.)

Ν ρετικά γυμνασμένα χέρια του σαν εβραϊκό φυλαχτό. Αυτό που ήταν γραμμένο στο κεφαλάρι του κρεβατιού με κόκκινο κραγιόν μου τράβηξε το βλέμμα και με έκανε να σκεφτώ ότι βρισκόμουν μπροστά σε ένα μεγάλο σκάνδαλο. ΣΤΡΑ ΤΑ ΡΧΗ Τ Ο Υ ΡΑΪΧ, ΓΙΑΤΙ Μ Ε ΕΓΚΑΤΕΛ ΕΙΨ ΕΣ;

Φαντάζομαι ότι η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων έγινε για να μας κάνει να το παραλληλίσουμε με τον Ιησού Χριστό, σταυ­ ρωμένο και εγκαταλειμμένο από τον Πατέρα του, το Θεό. Όμως εγώ δεν σκέφτηκα αυτό. Ούτε ο επιθεωρητής Χάιμεντς. «Αυτή είναι μια ανθρωποκτονία που θα χαρώ να αφήσω σ’ εσάς, παιδιά», είπε. «Ευχαριστούμε. Να σου πω την αλήθεια, ο τύπος μοιάζει όπως ακριβώς αισθάνομαι». «Η πορεία του ήταν προκαθορισμένη, ε;» «Α, θα αναλάβεις εσνχχ\ν υπόθεση λοιπόν». «Ό χι εγώ. Θέλω να μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια». «Τότε είσαι σε λάθος δουλειά». «Το Γκρούνεβαλντ δεν είναι σαν το υπόλοιπο Βερολίνο. Είναι ήσυχη περιοχή». «Το βλέπω. Ποιος βρήκε το πτώμα;» «Η φιλενάδα του. Ονομάζεται Τνγκε Μπλάιλε. Λέει ότι μιλού­ σαν στο τηλέφωνο όταν άκουσε τον πυροβολισμό. Πήρε αυτό το απλό και διακριτικό αυτοκινητάκι που είδες παρκαρισμένο απ’ έξω και ήρθε κατευθείαν εδώ. Και τον βρήκε νεκρό». «Η Ρολς Ρόις έξω είναι δική της;» «Απ’ ό,τι φαίνεται. Προφανώς ο κύριος Ούντετ έπινε σαν καταβόθρα όλη τη βδομάδα». «Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, το Μαρτέλ και το Ρέμι Μαρτίν θα είναι απαρηγόρητα». «Φαίνεται ότι ο Ούντετ και το Υπουργείο Αεροπορίας είχαν κάποιες διαφορές όσον αφορά την επιτυχία των αεροπορικών δυ­ νάμεων κατά των Βρετανών».

P H I L I P K E RR

[458]

«Εννοείς την αποτυχία τους, έτσι δεν είναι;» «Ξέρω τι εννοώ. Ίσως είναι καλύτερα να μιλήσετε ο ίδιος με τη δεσποινίδα Μπλέιλε, κύριε». «Ίσως. Πού βρίσκεται τώρα;» «Στην αίθουσα υποδοχής». Τον ακολούθησα στον κάτω όροφο. «Απίστευτο μέρος, έτσι δεν είναι, κύριε;» «Ναι». «Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάποιος που έχει ένα σπίτι σαν αυτό θα αυτοκτονήσει». «Αυτό νομίζεις ότι συνέβη;» «Βασικά, ναι. Είχε το όπλο στο χέρι του». Σταμάτησα στις σκάλες και έδειξα μιά από τις πολλές φωτο­ γραφίες που ήταν κρεμασμένες στον τοίχο. Έδειχνε τον Ερνστ Ούντετ και τον ηθοποιό Μπέλα Λουγκόζι* σε ένα γήπεδο τένις στην Καλιφόρνια. «Εμένα μου φαίνεται ότι ο Ερνστ Ούντετ ήταν αριστερόχειρας», είπα. «Ε, και;» «Το όπλο ήταν στο δεξί του χέρι. Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ αν ήθελα να αυτοκτονήσω — και πίστεψέ με το σκέφτομαι πολύ σοβαρά τους τελευταίους μήνες - , μάλλον θα κρατούσα το όπλο με το καλό μου χέρι». «Κι αυτά που ήταν γραμμένα στο κεφαλάρι του κρεβατιού, κύ­ ριε; Σίγουρα ήταν κάτι σαν σημείωμα αυτοκτονίας». «Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι έτσι φαίνεται. Αν όντως είναι ή δεν είναι, θα το μάθουμε μόνο όταν τον εξετάσει ο γιατρός στο νεκροτομείο. Απλώς θα έπρεπε να υπάρχει κάψιμο

* Ηθοποιός του Χόλιγουντ, ουγγρικής καταγωγής, που έπαιξε σε δεκάδες ται­ νίες τρόμου και μυστηρίου. Καθιερώθηκε στο ρόλο του Δράκουλα στην ομώνυ­ μη ταινία του 1931, σε σκηνοθεσία Τοντ Μπράουνινγκ. (Σ.τ.Ε)

[459]

από πυρίτιδα στο δέρμα του αν πραγματικά έβαλε το πιστόλι στο μέτωπό του, και δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Αυτό είναι όλο». Ο επιθεωρητής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ήταν ένας μικροσκοπικός άντρας με μικρά χέρια και λίγο μυαλό. «Όπως είπα και πριν, αυτή είναι μια ανθρωποκτονία που ευ­ χαρίστως θα την αφήσω σ’ εσάς, στο Αλεξ». Η Ίνγκε Μπλάιλε είχε σταματήσει να κλαίει. Ήταν περίπου τριάντα χρόνων, ψηλή - πολύ ψηλότερη από τον Ερνστ Ούντετ και θα μπορούσε να πει κανείς, επιεικώς, όμορφη. Φορούσε ένα γούνινο παλτό και κρατούσε ποτό στο ένα χέρι και τσιγάρο στο άλλο, αλλά δεν έδινε και πολλή σημασία σε κανένα από τα δύο απ’ όταν βρέθηκαν στα χέρια της. Βρήκα ένα σταχτοδοχείο, το κράτησα κάτω από το τσιγάρο της και χτύπησα ελαφρά το πάνω μέρος του χεριού της. Εκείνη σήκω­ σε τα μάτια της από το πάτωμα, χαμογέλασε θλιμμένα και έσβησε το τσιγάρο της στο σταχτοδοχείο, που εξακολουθούσα να κρατάω. «Είμαι ο κομισάριος Γκούντερ. Από το Αλεξ. Έχετε όρεξη για λίγη κουβεντούλα;» Σήκωσε τους ώμους. «Φαντάζομαι ναι. Φαντάζομαι ότι πρέπει, έτσι δεν είναι; Θ έ­ λω να πω... εγώ ήμουν αυτή που τον βρήκε και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Επομένως κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή». «Νομίζω είπατε στον άλλο επιθεωρητή ότι μιλούσατε στο τη­ λέφωνο με τον κύριο Ούντετ όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. Είναι αλήθεια;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Τ ι συζητούσατε;» «Όταν τον πρωτογνώρισα, πολύ πριν τον πόλεμο, ο Ερνστ Ούντετ ήταν η ψυχή στα πάρτι. Ό λοι τον συμπαθούσαν. Ήταν πραγματικά κύριος. Καλοσυνάτος, γενναιόδωρος, με άψογους τρόπους. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον σημερινό Ερνστ Ούντετ. Τώρα έπινε, ήταν ευέξαπτος και αγενής. Πάντα έπινε πολύ. Ο ι

μισοί από τους πιλότους του Μεγάλου Πολέμου έπιναν μόνο και μόνο για να βρουν το κουράγιο να ανέβουν σ’ αυτά τα αεροπλά­ να. Πάντα όμως φαινόταν ότι ο Ερνστ το σήκωνε το ποτό, ότι μπορούσε να το διαχειριστεί. Ωστόσο τώρα τελευταία είχε αρχί­ σει να πίνει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε. Κυρίως έπινε γιατί ήταν δυστυχισμένος. Πολύ δυστυχισμένος. Τον άφησα εξαιτίας του προβλήματος του με το ποτό βλέπετε. Κι εκείνος με ήθε­ λε πίσω. Κι εγώ δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, γιατί ήταν φανερό ότι ακόμη έπινε. Όπως διαπιστώσατε και με τα ίδια σας τα μάτια. Εκεί μέσα μοιάζει σαν πάρτι για έναν και μόνο καλεσμένο». «Γιατί έπινε; Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος; Προτού τον αφήσετε εννοώ». «Ναι, καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Έπινε εξαιτίας όλων αυ­ τών που συνέβαιναν στο Υπουργείο Αεροπορίας. Αυτός ο Εβραίος, ο Έρχαρντ Μιχ, προσπαθούσε να υπονομεύσει τον Ερνστ. Όλα τα άτομα στο τμήμα του είχαν απολυθεί και ο Ερνστ το είχε πάρει πολύ προσωπικά». «Γιατί απολύθηκαν;» «Γιατί αυτός ο μπάσταρδος ο Γκέρινγκ δεν είχε τα κότσια να απολύσει τον ίδιο τον Ερνστ. Σκέφτηκε ότι αν απέλυε όλους τους ανθρώπους του Ερνστ, τότε εκείνος θα ένιωθε θιγμένος και θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί. Ο Γκέρινγκ κατηγορούσε τον Ερνστ για την αποτυχία των αεροπορικών επιθέσεών μας στη Βρετανία. Αυτό είπε στον Χίτλερ για να σώσει το τομάρι του. Φυσικά ούτε μία λέξη απ’ όσα είπε δεν ήταν αλήθεια, αλλά ο Χίτλερ τον πίστε­ ψε όπως και να ’χει. Όμως αυτός ήταν ο ένας μόνο λόγος που ο Ερνστ είχε κατάθλιψη». Αναστέναξα από μέσα μου. Μετά την Πράγα το μόνο που μου έλειπε ήταν μια υπόθεση σαν κι αυτή —όπως ένα ζευγάρι μεταξω­ τές κάλτσες, σαν αυτές που φορούσε η Ίνγκε Μπλάιλε στα υπέ­ ροχα πόδια της. «Κι ο άλλος λόγος;»

Μ Σήκωσε τους ώμους της. Ξαφνικά άρχισε τις υπεκφυγές, σαν να συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή ότι μιλάει με μπάτσο. «Να, αυτός ο πόλεμος στη Ρωσία. Αυτή η υπόθεση τον έριχνε πολύ. Ναι, είχε κατάθλιψη και έπινε πολύ. Μόνο που... Ε, δεν ήταν και πολύς καιρός που είχε επιστρέψει από μια κλινική στο Μπιλερχέε. Είχε απεξαρτηθεί από το αλκοόλ. Το έκανε για μένα. Επειδή με ήθελε πίσω και του το είχα βάλει σαν όρο, αν ήθελε να είμαστε και πάλι μαζί. Όμως ήθελα να περιμένω λίγο ακόμα. Για να βεβαιωθώ ότι είχε απεξαρτηθεί τελείως». Ή πιε μια γουλιά απ’ το ουίσκι της και έκανε ένα μορφασμό αηδίας. «Δεν μου αρέσει το ουίσκι», είπε. «Σ ’ αυτό το σπίτι; Ε, δεν είναι και περίεργο». Πήρα το ποτήρι απ’ το χέρι της και το έβαλα πάνω στο τρα­ πέζι που βρισκόταν ανάμεσά μας. «Μετά, πριν μερικές μέρες, κάτι του συνέβη. Δεν ξέρω τι ακρι­ βώς. Ο Πλοχ, ο οποίος ήταν αρχηγός του επιτελείου του στο υπουργείο μέχρι που τον απέλυσε ο Μιχ, μόλις είχε επιστρέφει από το Κίεβο. Πήγε να επισκεφθεί τον Ερνστ και του είπε κάτι. Κάτι φριχτό. Ο Ερνστ δεν έλεγε τι ακριβώς ήταν, μόνο ότι κάτι συνέβαινε στα ανατολικά, στη Ρωσία, και ότι κανείς δεν θα το πίστευε». Κούνησα το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν να είσαι αστυνομικός για να καταλάβεις τι ήταν αυτό που μάλλον του είχε πει ο Πλοχ. Και σίγουρα δεν είχε σχέση με αεροπλάνα. «Εξαιτίας αυτού ο Ερνστ τηλεφώνησε στον Γκέρινγκ να τον ρωτήσει και καβγάδισαν. Άσχημα. Και ο Ερνστ απείλησε ότι θα έλεγε αυτό που του είχε πει ο Πλοχ σε κάποιον στην αμερικανική πρεσβεία». «Είπε κάτι τέτοιο;» «Ναι. Είχε πολλούς Αμερικανούς φίλους βλέπετε. Ο Ερνστ ήταν πολύ δημοφιλής. Ειδικά με τις κυρίες. Η κόρη του μακαρί­ τη πρέσβη - εννοώ η κόρη του Αμερικανού πρέσβη - η Μάρθα

P H I L I P K E RR

[462j

Ντοντς ήταν πολύ στενή φίλη του Ερνστ. Ίσως ήταν και κάτι πα­ ραπάνω από φίλη. Δεν ξέρω». Έκανε μια παύση. «Και σας τα είπε όλα αυτά απ’ το τηλέφωνο;» «Ναι. Μιλήσαμε πολύ. Ο Ερνστ έκλαιγε για αρκετή ώρα. Με παρακαλούσε να έρθω να τον δω. Ένα ακόμα πράγμα που θυμά­ μαι ότι είπε είναι πως δεν πίστευε πλέον στη Γερμανία - ότι η Γερμανία ήταν μια κακόψυχη χώρα και της άξιζε να χάσει τον πόλεμο». Όσο περισσότερα άκουγα για τον Ερνστ Ούντετ, τόσο περισ­ σότερο τον συμπαθούσα. Η Ίνγκε Μπλάιλε όμως ένιωσε την υποχρέωση να διαφωνήσει μαζί του. Ο καθένας έτσι θα ένιωθε. «Δεν μου άρεσε που έλεγε αυτά τα πράγματα. Θέλω να πω τέ­ τοιες κουβέντες δεν είναι καλές, κομισάριε. Ακόμα κι αν είσαι παρασημοφορημένος ήρωας όπως ο Ερνστ. Ό λοι έχουμε ακούσει διάφορες ιστορίες για την Γκεστάπο. Για ανθρώπους που συλλαμβάνονται επειδή μίλησαν κατά της πατρίδας. Είπα στον Ερνστ να ηρεμήσει και να κρατήσει το στόμα του κλειστό, γιατί μπορεί να βρίσκαμε και οι δυο τον μπελά μας. Εκείνος γιατί έλεγε τέτοια πράγματα κι εγώ γιατί τον άκουγα χωρίς να του κλείσω κατάμου­ τρα το τηλέφωνο. Γιατί αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις όταν ακούς τέτοιες κουβέντες. Ο μόνος λόγος που έμενα στη γραμμή ήταν επειδή ανησυχούσα για την ψυχική του κατάσταση, καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Καταλαβαίνω». «Και μετά άκουσα τον πυροβολισμό». «Είχε αναφέρει ότι σκεφτόταν να αυτοκτονήσει;» «Βασικά όχι. Τουλάχιστον όχι έτσι ξεκάθαρα». «Ακούσατε τίποτα άλλο; Φωνές ίσως; Βήματα; Κάποια πόρτα να κλείνει;» «Ό χι, έκλεισα το τηλέφωνο και ήρθα κατευθείαν εδώ. Μένω

[463]

πολύ κοντά, στη Δυτική Πλευρά. Ό ταν έφτασα εδώ, όλα τα φώ­ τα ήταν αναμμένα. Είχα ακόμη το κλειδί του σπιτιού και μπήκα μόνη μου μέσα. Τον φώναξα μια δυο φορές και μετά ανέβηκα πά­ νω, όπου τον βρήκα νεκρό, όπως είδατε κι εσείς. Κατέβηκα πάλι κάτω και χρησιμοποίησα το τηλέφωνο που βρίσκεται στο γραφείο - έχει διαφορετική τηλεφωνική γραμμή - για να καλέσω την αστυνομία. Δεν ήθελα να ακουμπήσω το τηλέφωνο που ήταν στο χέρι του. Κι όλα αυτά συνέβησαν περίπου πριν από μία ώρα. Από τότε βρίσκομαι εδώ». «Εσείς νομίζετε ότι αυτοκτόνησε;» Άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελε κάτι να πει, αλλά συγκρατή­ θηκε - όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι - και μετά είπε: «Σίγουρα έτσι φαίνεται, έτσι δεν είναι;» Λογικό κορίτσι. Γι’ αυτό οδηγεί Ρολς Ρόις. Δεν τα δίνουν αυτά τα αυτοκίνητα σε οποιονδήποτε. Ύστερα απ’ αυτό εμφανίστηκαν δύο τύποι από το Υπουργείο Αεροπορίας: ο συνταγματάρχης Μαξ Πέντελε, ο οποίος ήταν υπασπιστής του Ούντετ, κι ένας άλλος αξιωματικός. Αυτό έγινε στις οχτώ το πρωί. Στις εννιά εμφανίστηκε και κάποιος από το Υπουργείο Εσωτερικών. Περίπου στις έντεκα το πρωί επέστρεψα στο Άλεξ για να γρά­ ψω την αναφορά μου. Αργότερα ο Λίντκε ζήτησε να με δει στο γραφείο του και όταν πήγα, με ενημέρωσε ότι βγαίνω από την υπόθεση. Δεν ρώτησα γιατί. Δεν χρειαζόταν κιόλας. Ήταν ολοφάνερο ότι κάποιος μεγαλόσχημος δεν ήθελε ν’ αρχίσω να ρωτάω πράγ­ ματα που δεν έπρεπε —και ήταν πολλά τα ερωτήματα που μπο­ ρούσαν να τεθούν για το θάνατο του Ερνστ Ούντετ. Μάλιστα μό­ νο μετά το θάνατο του Χάιντριχ έμαθα ότι εκείνος είχε πει στον Λίντκε να με βγάλει από την υπόθεση. Πέντε μέρες μετά ακολούθησε η ταφή του Ούντετ. Η κηδεία έγινε δημοσία δαπάνη.

P H I L I P KERR

[464]

Τον έβγαλαν από το Υπουργείο Αεροπορίας σε ένα φέρετρο καλυμμένο με τη σημαία των ναζί, το τοποθέτησαν σε έναν κιλλί­ βαντα και μετά προχώρησαν προς το νεκροταφείο Ινβαλίντεν, όπου τον έθαψαν κοντά στον παλιό του φίλο βαρόνο Φον Ριχτόφεν. Βέβαια οι κηδείες δημοσία δαπάνη ήταν για ήρωες, όχι για αυτόχειρες ή εχθρούς του κράτους. Αυτό όμως δεν ήταν πρόβλη­ μα, αφού η επίσημη ιστορία που δημοσιοποιήθηκε από τις αρχές — κι αυτός ήταν ο λόγος που απομακρύνθηκα από την υπόθεση, αφού φυσικά ήξερα ότι όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια - έλεγε ότι ο Ούντετ είχε σκοτωθεί στη δοκιμή ενός πειραματικού μαχητικού αεροσκάφους. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ έβγαλε τον επικήδειο λόγο και ένα αντιαε­ ροπορικό πολυβόλο εννέα εκατοστών έριξε μια βολή ως χαιρετι­ σμό στον αποθανόντα, κάτι που έκανε πολλούς Βερολινέζους να τρέξουν στα αντιαεροπορικά καταφύγια, πιστεύοντας ότι η βρε­ τανική αεροπορία είχε επιστρέψει στον γερμανικό ουρανό. Μ ερι­ κές μέρες αργότερα όντως επέστρεψε, αλλά όχι για να βομβαρ­ δίσει. Ήταν καλύτερα που είχα βγει από την υπόθεση. Η δουλειά μου ως επιθεωρητή με είχε κάνει παράλογα καχύποπτο. Έβλεπα σχέσεις και συνωμοσίες εκεί που οι άλλοι απλώς ένιωθαν την ανάγκη να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού και να κρατήσουν τις υποψίες τους για τον εαυτό τους. Ακόμα ένας άσος της αεροπο­ ρίας, ο Βέρνερ Μέλντερς, σκοτώθηκε καθώς πετούσε από την Κριμαία στη Γερμανία για την κηδεία του Ούντετ. Σ ε όλο το Άλεξ κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο θάνατός του έκρυβε πολύ πε­ ρισσότερα - το Χάινκελ στο οποίο επέβαινε συνετρίβη κατά την προσπάθεια προσγείωσής του στο Μπρεσλάου —απ’ ό,τι είχε δο­ θεί στη δημοσιότητα. Σίγουρα αυτό πίστευαν και οι Βρετανοί, γιατί λίγες μέρες μετά η βρετανική αεροπορία έριξε φυλλάδια σε όλη τη Γερμανία που έλεγαν ότι ο Βέρνερ Μέλντερς, όπως και ο Ερνστ Ούντετ, είχε

[465]

αντιτεθεί στο ναζιστικό καθεστώς. Και ότι είχε δολοφονηθεί. Έ ξι μέρες αργότερα ο Μέλντερς κηδεύτηκε κι αυτός δημοσία δαπάνη και θάφτηκε στο νεκροταφείο Ινβαλίντεν, δίπλα στον κα­ λό του φίλο και έμπιστό του Ερνστ Ούντετ. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, και οι δυο αυτές κη­ δείες ήταν σαν μια πρόβα τζενεράλε για όσα επακολούθησαν έξι μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1942.

Ήταν έξι τα ξημερώματα. Ήμουν έτοιμος να φύγω για το σπίτι ύστερα από άλλη μια νυχτερινή βάρδια στο Άλεξ, όταν μου τηλε­ φώνησαν και μου είπαν να συναντήσω τον Άρτουρ Νέμπε στο γραφείο του στην Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ στην Πριντς Άλμπρεχτ Στράσε. Πολύ τη φοβόμουν αυτή την πρό­ σκληση. Γνώριζα ήδη για την απόπειρα δολοφονίας του Χάιντριχ: Στις 27 Μαΐου μια ομάδα Τσέχων τρομοκρατών έριξε μια χειρο­ βομβίδα στο ανοιχτό αυτοκίνητό του, καθώς οδηγούσε στους δρό­ μους της Πράγας. Ο Χάιντριχ είχε τραυματιστεί σοβαρά, αλλά, απ’ ό,τι ξέραμε, η ανάρρωσή του πήγαινε πολύ καλά. Εξάλλου μόνο κάτι τέτοιο μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν τόσο γενναίο ήρωα - αυτό τουλάχιστον έγραφαν οι εφημερίδες. Ο Νέμπε είχε ήδη στείλει δύο ανώτερους επιθεωρητές από το Αλεξ στην Πράγα - τον Χορστ Κόπκοβ και τον δόκτορα Μπέρνχαρντ Βίνερ —, για να βοηθήσουν στις έρευνες. Αυτοί που επιτέθη­ καν στον Χάιντριχ κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι και μια τερά­ στια επιχείρηση ήταν σε εξέλιξη σε όλη τη Βοημία και Μοραβία για να βρεθούν και να συλληφθούν. Ό λοι στο Εγκληματολογικό ανάμεσά τους κι εγώ - πίστευαν ότι σύντομα θα τους έπιαναν. Ο Νέμπε, ο οποίος είχε επιστρέψει στο Βερολίνο αφού δολο­ φόνησε δεκάδες χιλιάδες Εβραίους στην Ουκρανία, έμοιαζε πιο κουρασμένος απ’ ό,τι συνήθως. Ωστόσο φαινόταν ότι οι προσπάθειές του είχαν αποδώσει, αφού είχε πολύ περισσότερα παράσημα

P H I L I P K E RR

[466]

στο χιτώνιό του απ’ όσα θυμόμουν, αρχίζοντας να θυμίζει τουλάχι­ στον νοτιαμερικανό αρχιστράτηγο. Η μακριά του μύτη είχε γίνει λίγο μοβ, σίγουρα αποτέλεσμα του πολύ ποτού που ήταν απαραί­ τητο για να μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας τα ιστορικά γερμα­ νικά μας καθήκοντα, και είχε σακούλες κάτω από τα μάτια. Κάπνι­ ζε μανιωδώς και είχε μπαλώματα από ένα άσχημο έκζεμα στο πά­ νω μέρος των χεριών του. Τα μαλλιά του είχαν σχεδόν ασπρίσει, αλλά τα φρύδια του παρέμεναν σκούρα και πυκνά, όπως το δάσος με τις αγριοτριανταφυλλιές στην Ωραία Κοψωμένη, το οποίο προ­ στάτευε το μαγεμένο κάστρο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ψυχή του Νέμπε από τον έξω κόσμο. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό. «Ο Χάιντριχ πέθανε στις τέσσερις και τριάντα σήμερα το πρωί». «Ωραία μέρα διάλεξε». Ο Νέμπε άφησε να σχηματιστεί ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του. «Μόνο αυτό έχεις να πεις;» «Ναι. Τον είχα προειδοποιήσει να είναι πιο προσεχτικός. Τ ε­ λικά όμως μάλλον δεν ήταν και πολύ προσεχτικός». «Σε μία ώρα πετάω για Πράγα. Θα είμαι μέλος μιας τιμητικής φρουράς των Ες Ες που θα φέρει τη σορό του πίσω στο Βερολίνο». «Νομίζω πως θα διαπιστώσεις ότι είχε γεννηθεί στο Χάλε, Άρτουρ». «Όσο θα είμαι εκεί, θα εξετάσω και πώς πηγαίνουν οι έρευνες για τη δολοφονία του. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει καμία πρόο­ δος. Επικρατεί χάος εκεί κάτω, γαμώτο μου. Ένα χάος καταστρο­ φικών διαστάσεων. Η τοπική Γκεστάπο συλλαμβάνει τους πάντες». «Είναι ένας τρόπος για να πιάσουν τους δολοφόνους φαντάζο­ μαι». «Χρειάζομαι ένα δικό μου άνθρωπο εκεί. Κάποιον που εκτιμώ τις ικανότητές του. Γι’ αυτό θα έρθεις μαζί μου, Μπέρνι. Για να ανακαλύψεις την αλήθεια».

[467]

«Την αλήθεια; Δεν ζητάς και πολλά, ε;» «Μπορούμε να διαφωνήσουμε γι’ αυτό στο αυτοκίνητο πηγαί­ νοντας στο αεροδρόμιο. Οτιδήποτε χρειαστείς μπορείς να το αγοράσεις εκεί». Πήγαμε κατευθείαν στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, όπου μας περίμενε ήδη ένα Χάινκελ. Επιβιβαστήκαμε και απογειώθηκε αμέ­ σως. Το Βερολίνο φαινόταν ακόμη καλά από κει πάνω. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να δεις αυτή την πόλη είναι μάλλον από ψηλά. Φαινόταν καταπράσινη και τόσο φυσική, σαν ένα αξιοπρεπές μέρος για να ζει κανείς, ακριβώς όπως το Βερολίνο της νιότης μου. Από κει πάνω δεν μπορούσες να δεις τη διαφθο­ ρά και την αγριότητα που υπήρχε τώρα. «Απλώς θα παρατηρείς τι συμβαίνει. Τίποτα άλλο. Θα παρα­ τηρείς και θα δίνεις αναφορά απευθείας σ’ εμένα». «Αυτό δεν θ’ αρέσει καθόλου στον Μπέρνχαρντ Βίνερ. Ως κο­ μισάριος είναι ανώτερος μου, Άρτουρ. Από τον τρόπο που συμπεριφέρεται, νομίζω ότι είναι ανώτερος ακόμα κι από τον Χέρμαν Γκέρινγκ». «Ο Βίνερ δεν είναι επιθεωρητής, είναι απλώς γραφειοκράτης. Για να μην πω και μουνόπανο». «Αυτός είναι υπεύθυνος;» «Ό χι. Ο Φρανκ νομίζει ότι έχει τη γενική εποπτεία. Το ίδιο νομίζει και ο Νταλουέγκε. Ο Χάινς Πάνβιτς είναι υπεύθυνος της εγκληματολογικής έρευνας». «Αρχίζω να καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα. Τ ι κάνει εκεί ο Ντούμι;» Ο Κουρτ «Ντούμι» Νταλουέγκε ήταν ο αρχηγός της γερμανι­ κής αστυνομίας. «Όπως φαίνεται, ήταν στην Πράγα για κάποια ιατρική θερα­ πεία», είπε ο Νέμπε και χαμογέλασε χαιρέκακα. «Δεν είναι και πολύ στα καλά του απ’ ό,τι φαίνεται». «Τ ι έχει;»

P H I L I P KERR

[468]

«Κάτι σοβαρό ελπίζω». «Τον Χάινς Πάνβιτς δεν τον γνωρίζω». «Είναι απ’ το Βερολίνο, όπως εμείς. Και είναι εξαιρετικά ικα­ νός, ως ένα βαθμό. Όμως λίγο τραμπούκος, για να πω την αλή­ θεια. Είναι στην αστυνομία της Πράγας από το 1940, επομένως είναι αρκετά μέσα στα πράγματα της περιοχής». «Αναρωτιέμαι γιατί δεν τον γνώρισα ποτέ». «Ναι, είχα ακούσει ότι ήσουν εδώ τον περασμένο Οκτώβριο». «Ήλπιζα ότι δεν θα χρειαζόταν να έρθω πάλι». «Δύσκολα, ε;» «Ό χι για μένα. Ό χι ιδιαίτερα. Όμως ήταν ένα κορίτσι. Η Αριάνε Τάουμπερ. Γι’ αυτήν ήταν πολύ δύσκολα». «Αυτή δεν είναι που προσπάθησε να ανατινάξει τον Χίμλερ;» «Ναι. Η απόπειρα δολοφονίας για την οποία δεν μιλάει κα­ νείς. Μήπως ξέρεις τι απέγινε αυτό το κορίτσι;» «Ό χι, αλλά μάλλον μπορώ να μάθω. Ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά σου εδώ στην Πράγα». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Σύμφωνοι. Ήταν κι ένας άλλος τύπος. Ο κατάσκοπος. Ο Πάουλ Τούμελ. Τ ι απέγινε, ξέρεις;» «Δύσκολη περίπτωση», είπε ο Νέμπε. «Υπάρχουν δύο πλευρές σ’ αυτή την ιστορία. Η Υπηρεσία Ασφαλείας λέει ότι ο Τούμελ προσποιούνταν ότι ήταν κατάσκοπος των Τσέχων μόνο και μόνο για να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις επαφές της UVOD στο Λονδίνο. Η αστυνομία ωστόσο επιμένει ότι ήταν πραγματικός Ησαύ. Και κανείς δεν θέλει να τον πάει σε δίκη για να αποδειχθεί ποιος έχει δίκιο σ’ αυτή την υπόθεση. Έτσι κι αλλιώς κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο για ορισμένους. Έτσι ο Τούμελ εί­ ναι κλεισμένος στην απομόνωση σε ένα κελί σε φρούριο στο Τερεζίν, με ψεύτικο όνομα ο φουκαριάρης».

[469]

Όταν φτάσαμε στην Πράγα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο χαοτι­ κά απ’ ό,τι είχε περιγράφει ο Νέμπε. Ο ι δρόμοι ήταν άδειοι. Δεν κυκλοφορούσε κανείς, εκτός από πολλούς στρατιώτες των Ες Ες, οι οποίοι, απ’ ό,τι έλεγαν, ήταν μονίμως με το δάχτυλο στη σκαν­ δάλη, ενώ τα κελιά στο παλάτι Πέτσεκ και στη φυλακή στο Πάνγκρατς ήταν γεμάτα ύστερα από τη σύλληψη σχεδόν πεντακοσίων Τσέχων, οι περισσότεροι από τους οποίους προφανώς ήταν αθώοι. Η κατάσταση στο Κάστρο Χράντσανι όμως δεν ήταν κα­ θόλου αστεία. Ο Νταλουέγκε είχε συμπεράνει ότι η δολοφονία αποτελούσε την αρχή μιας οργανωμένης εξέγερσης των Τσέχων. Είχε καλέσει ενισχύσεις από τη Δρέσδη και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις εννέα το βράδυ. Ο ι περισσότεροι Τσέχοι που είχαν συλληφθεί είχαν απλώς παραβεί την απαγόρευση κυ­ κλοφορίας του Νταλουέγκε. Ο Πάνβιτς και ο Φρανκ πίστευαν ότι η ενέδρα είχε στηθεί από μια ομάδα Βρετανών και είχαν ξεκινήσει μια εξονυχιστική έρευνα από σπίτι σε σπίτι στην Πράγα, ελπίζοντας να ανακαλύψουν πού κρύβονταν οι δολοφόνοι. Μόλις είδαν τον Άρτουρ Νέμπε, ο Κόπκοβ και ο Βίνερ παραπονέθηκαν ότι δέν υπήρχε καμία ελπίδα να πιάσουν οποιονδήποτε, δεδομένου ότι η εκδίκηση ήταν το μόνο θέμα στην ημερήσια διάταξη των αρχών, αφού εκτός από τη σύλληψη πεντακοσίων Τσέχων η Γκεστάπο φαινόταν να έχει ήδη σκοτώσει πάνω από εκατόν πενήντα άντρες και γυναίκες που θεωρούνταν ύποπτοι για συνεργασία με την UVOD, ανάμεσά τους και δύο μάρτυρες της δολοφονίας. Κι αυτό δεν βοήθησε ιδιαίτερα την έρευνά τους. Ο Νέμπε κι εγώ είδαμε το κατεστραμμένο αυτοκίνητο, τον τό­ πο του εγκλήματος και άλλα στοιχεία της υπόθεσης, καθώς και ένα ποδήλατο που χρησιμοποίησε ένας από τους δολοφόνους και το παλτό που φορούσε. Ό λα αυτά είχαν τοποθετηθεί σε κοινή θέα, στη βιτρίνα ενός γνωστού καταστήματος υποδημάτων στο κέ­ ντρο της Πράγας. Έπειτα πήγαμε στο νοσοκομείο Μπούλοβκα

P H I L I P KERR

[470]

για να δούμε το πτώμα του Χάιντριχ και μάθαμε ότι η νεκροψία δεν είχε τελειώσει ακόμη. Τη νεκροψία την είχαν αναλάβει ο κα­ θηγητής Χάμπερλ - ο οποίος είχε διεξαγάγει και τη νεκροψία του λοχαγού Κούτνερ πριν από οχτώ μήνες - και ο καθηγητής Βάιγκριχ από το Γερμανικό Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα. Ο Νέμπε, ο οποίος δεν συμπαθούσε καθόλου τα νοσοκομεία, με άφησε εκεί να μιλήσω με τους δύο καθηγητές, ενώ εκείνος πή­ γε στο παλάτι Πέτσεκ για να συναντήσει τον Φρανκ και τον Πάνβιτς. Δεν μπήκα μέσα στο νεκροτομείο. Παρ’ όλο που ολόκληρος ο όροφος φρουρούνταν από αρκετούς άντρες των Ες Ες - μου φαι­ νόταν σαν να φύλαγαν τα πρόβατα αφού τα έφαγε ο λύκος - , θα μπορούσα εύκολα να μπω μέσα, γιατί ο Νέμπε είχε κάνει σαφές στον υπαξιωματικό υπηρεσίας της φρουράς ότι έχω το ελεύθερο. Δεν μπήκα όμως. Ίσως δεν εμπιστευόμουν τον ίδιο μου τον εαυ­ τό, γιατί, αν έμπαινα, μπορεί να έλεγα στον Χάιντριχ ότι αν με εί­ χε ακούσει, τώρα θα ήταν ζωντανός. Ίσως. Νομίζω όμως ότι μάλ­ λον ήθελα να αποφύγω την πιθανότητα να νιώσω έστω Και τον παραμικρό οίκτο γι’ αυτό τον τόσο μοχθηρό άντρα. Έτσι κάθισα σε έναν ξύλινο πάγκο έξω από την αίθουσα και περίμενα τα ευχά­ ριστα νέα σαν μέλλοντας μπαμπάς. Ό ταν η νεκροψία ολοκληρώθηκε, ο Χάμπερλ ήταν ο πρώτος που βγήκε απ’ το νεκροτομείο και με χαιρέτησε σαν παλιόφιλος. «Λοιπόν, είναι στ’ αλήθεια νεκρός, έτσι;» ρώτησα. «Ω, ναι». Άναψα ένα τσιγάρο. Ποτέ δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα τα πούρα. Προχωρήσαμε μέχρι τη σκάλα. «Π είτε μου, πιάσατε τελικά το δολοφόνο του καημένου του λο­ χαγού;» ρώτησε ο Χάμπερλ. Τα επίσημα αρχεία έδειχναν ότι ο φόνος του Κούτνερ παρέμε­ νε άλυτος. Ο Χάμπερλ μάλλον το γνώριζε, αλλά ήταν ο τρόπος του να με πειράξει. Ήμουν στο τσακ να του πω ότι μόλις τελείω-

Μ σε τη νεκροψία του δολοφόνου του Κούτνερ, αλλά για κάποιο πε­ ρίεργο λόγο δεν μου φαινόταν σωστό να κάνω κάτι τέτοιο. Εξάλ­ λου εκτός από τους φρουρούς των Ες Ες, στον όροφο κυκλοφο­ ρούσαν και αρκετοί άντρες της Γκεστάπο. «Ό χι. Δεν τον πιάσαμε ποτέ», είπα. «Πρώτο πληθυντικό ακούω. Υπεύθυνος γι’ αυτή την υπόθεση ήσασταν εσείς, κομισάριε Γκουντερ, έτσι δεν είναι;» «Κι εγώ έτσι νόμιζα. Αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήμουν». «Ποιος ήταν;» Έδειξα με ένα νεύμα του κεφαλιού μου το νεκροτομείο. «Αυτός. Ο Χάιντριχ». «Φαντάζομαι ότι αυτός εκεί μέσα είναι ο λόγος που είστε εδώ, έτσι;» «Πάντως σίγουρα δεν είμαι εδώ επειδή μου αρέσει το μέρος». «Πράγματι. Εν πάση περιπτώσει χάρηκα που σας είδα ξανά». «Ό χι, μη φεύγετε. Έκανα τόσο δρόμο από το Βερολίνο για να σας μιλήσω, κύριε καθηγητά». «Δεν έχω τίποτα να πω». «Ελάτε, κύριε καθηγητά. Βοηθήστε με λιγάκι». «Θα χρειαστούν μια δυο μέρες μέχρι εγώ και ο καθηγητής Βάιγκριχ να ολοκληρώσουμε την αναφορά μας», είπε ο Χάμπερλ. «Μπορείτε να τη διαβάσετε τότε. Και τώρα, αν δεν σας πειράζει, κομισάριε, έχω πολλή δουλειά στο εργαστήριο». Τον ακολούθησα στον κάτω όροφο. «Το μόνο που θέλω από σας είναι μια εκτίμηση. Και μετά θα σας αφήσω ήσυχο». «Ό χι. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Η αναφορά μου είναι μό­ νο για τον στρατηγό Φρανκ. Μ έχρι να εγκρίνει εκείνος τη δημο­ σιοποίησή της, δεν μπορώ να συζητήσω την υπόθεση με κανό­ ναν. Αυτό μου είπε. Και δεν θα ήθελα με τίποτα να τον απογοη­ τεύσω. Έ χει σκοπό να βλάψει αυτή την πόλη. Ίσως και ολόκλη­ ρη τη χώρα».

P H I L I P K E RR

[472J

Προηγήθηκα μερικά βήματα και σταμάτησα μπροστά στον Χάμπερλ. «Το αναγνωρίζω και το εκτιμώ αυτό. Όμως φοβάμαι ότι πρέ­ πει να επιμείνω». «Μην είστε παράλογος, κομισάριε. Δεν είστε σε θέση να επιμείνετε για τίποτα. Η αναφορά πρέπει να παραμείνει μυστική προς το παρόν. Και τώρα φύγετε από μπροστά μου». Εγώ όμως έμεινα στη θέση μου. «Μήπως θα αλλάζατε γνώμη αν σας έλεγα τη λέξη Ρότενμπουργκ, κύριε;» Ο Χάμπερλ δεν απάντησε. «Είμαι σίγουρος ότι ζέρετε για τι πράγμα μιλάω, καθηγητό Χά­ μπερλ. Για την πανσιόν Μάτζκι». «Επισκεπτόμουν έναν ασθενή», είπε. «Μ ε την ιδιότητα του γιατρού, καταλαβαίνετε. Γι’ αυτό ήμουν εκεί». «Φυσικά. Σας καταλαβαίνω απολύτως. Αυτό που ίσως δεν ξέ­ ρετε είναι ότι τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν εκεί δεν μένει κρυφό. Τίποτα απολύτως». Το σφιγμένο σαγόνι του Χάμπερλ χαλάρωσε λίγο. «Τ ι εννοείτε;» «Υπήρχαν κρυμμένα μικρόφωνα». «Κατάλαβα». «Το μόνο που σας ζητάω είναι να μου διαθέσετε μερικά λεπτά από το χρόνο σας, κύριε καθηγητά. Ιδιαιτέρως. Έ χετε το αυτοκί­ νητό σας εδώ, κύριε;» «Ναι. Γιατί;» «"Ισως με πηγαίνατε ως το κέντρο της Πράγας με το αυτοκίνη­ τό σας, κύριε. Και στη διαδρομή μπορούμε να μιλήσουμε». «Ναι. Γιατί όχι; Σίγουρα μπορούμε. Καλή ιδέα. Ακολουθή­ στε με».

[473]

Εκείνο το βράδυ συνάντησα τον Άρτουρ Νέμπε στο ξενοδοχείο Εσπλανάντ, όπου μέναμε και οι δυο, και κατά τη διάρκεια ενός εξαιρετικού δείπνου του είπα όσα είχα μάθει εκείνο το απόγευμα από τον καθηγητή Χάμπερλ. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η ανάρρωση του Χάιντριχ ήταν πολύ καλή μέχρι χθες το μεσημέρι. Μόλις είχε τελειώσει ένα γεύμα, που είχε μαγειρέψει ειδικά για κείνον η σύζυγός του, η Λίνα, όταν κατέρρευσε και έχασε τις αισθήσεις του». «Ελπίζω να μην προσπαθείς να μου πεις ότι τον δηλητηρίασε». Ο Νέμπε χαμογέλασε ειρωνικά και γέμισε το ποτήρι του με κρασί. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διασκεδάσει παρά τα όσα εί­ χαν συμβεί και η επιφυλακτικότητα που έβλεπες σχεδόν πάντα στα αυστηρά του μάτια δεν υπήρχε πια. "Ισως έφταιγε απλώς το κρασί. Στον Νέμπε άρεσε ιδιαίτερα το καλό κρασί και τα καλά εστιατόρια. Έβαλε τη μακριά του μύτη μέσα στο ποτήρι του κρα­ σιού και πήρε βαθιά ανάσα. «Πίνε, Μπέρνι. Αυτό το κρασί είναι ένα θεσπέσιο μπορντό». «Δεν τον δηλητηρίασε αυτή. Ωστόσο...» Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και κοίταξε προσεχτικά το πρόσωπό μου ψάχνοντας για κάποιο σημάδι που να δείχνει ότι αστειεύομαι. «Δεν μιλάς σοβαρά». «Ο καθηγητής Χάμπερλ φοβάται, Άρτουρ. Θα ήθελε η αναφο­ ρά να γράφει ότι ο Χάιντριχ πέθανε από αναιμικό σοκ». «Ο άνθρωπος έχασε τη σπλήνα του, έτσι δεν είναι; Το αναιμι­ κό σοκ θα ήταν ένα λογικό συμπέρασμα για έναν τραυματισμό αυτού του είδους». «Ωστόσο ο καθηγητής Βάιγκριχ θέλει να αναφέρει την οργανι­ κή βλάβη ως αποτέλεσμα μιας μόλυνσης. Από κάποιο βακτήριο ή δηλητήριο», είπα και σήκωσα τους ώμους. «Από την άλλη μια μό­ λυνση μπορεί να προέλθει επίσης και από θραύσματα βόμβας». «Ασφαλώς».

P H I L I P KERR

[474]

«Ωστόσο...» «Οχ, όχι αυτή η λέξη πάλι». «Ο Χάμπερλ θα προτιμούσε να μην αναφερθεί καθόλου αυτή η φλεγμονή των ιστών. Μεσοθωρακίτιδα την αποκάλεσε». «Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να υπάρ­ χουν δυο ζοφερά “ωστόσο”. Ο ι μολύνσεις είναι συχνό φαινόμενο σε τέτοιες καταστάσεις». «Παρ’ όλο που ο ασθενής έχει τόσο καλή ανάρρωση;» κούνησε το κεφάλι μου με δυσπιστία. «Άκου, Άρτουρ. Την Τρίτη ο Χάιντριχ είχε πυρετό τριάντα οχτώ και οχτώ. Χθες όμως ο πυρετός είχε πέσει και η παροχέτευση των υγρών από την πληγή του γινό­ ταν κανονικά. Αυτό συνέβαινε μέχρι το μεσημέρι και μετά ξαφνι­ κά η μόλυνση επανήλθε. Η κατάστασή του αντιστράφηκε εντε­ λώς». «Τι θέλεις να πεις, Μπέρνι;» «Εγώ δεν λέω τίποτα. Ο Χάμπερλ το λέει. Και ειλικρινά δεν νομίζω να το πει ποτέ ξανά σε κανέναν. Ήταν ήδη πολύ δύσκολο να τον κάνω να το πει την πρώτη φορά. Υπάρχει και κάτι άλλο, Άρτουρ. Ούτε εγώ πρόκειται να επαναλάβω κάτι απ’ όλα αυτά. Αν με ξαναρωτήσεις γι’ αυτό το θέμα, απλώς θα σου πω ότι δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς». «Εντάξει», ο Νέμπε κούνησε το κεφάλι του. «Τώρα πες μου». «Ο Χάμπερλ πιστεύει ότι η μόλυνση προκλήθηκε πολύ μετά την επούλωση της πληγής. Θεωρεί ότι ο Χάιντριχ μολύνθηκε από ένα βακτήριο που εισήχθη στον οργανισμό από κάποιον εξωτερι­ κό παράγοντα. Μ ε άλλα λόγια δηλητηριάστηκε». «Θ εέ μου. Σοβαρολογείς;» Ο Νέμπε άρπαξε το ποτήρι του και το άδειασε μονομιάς. «Ποιος το έκανε;» «Δεν λέει. Όμως έριξα μια ματιά στα ιατρικά αρχεία και δεί­ χνουν ότι τον Χάιντριχ τον είχε αναλάβει αρχικά ο προσωπικός γιατρός του Χίμλερ, ο καθηγητής Καρλ Γκίμπχαρτ».

[475]

«Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Νέμπε. «Μόλις ο Χίμλερ έμαθε ότι ο Χάιντριχ είχε τραυματιστεί, έδωσε εντολή στον Γκίμπχαρτ να έρθει στην Πράγα και να αναλάβει την ιατρική παρακολούθη­ ση του Χάιντριχ». «Αργότερα όμως ο γιατρός του ίδιου του Χίτλερ, ο δόκτωρ Καρλ Μπραντ, έφτασε στην Πράγα κι αφού εξέτασε ο ίδιος τον Χάιντριχ, συνέστησε τη λήψη αντιβακτηριδιακής σουλφοναμίδης. Ο Γκίμπχαρτ όμως αρνήθηκε και είπε ότι το φάρμακο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα διαλυτό και μπορεί να δημιουργήσει κρυστάλλους στα νεφρά, προκαλώντας αισθητό πόνο στον ασθενή. Δεν θα ήταν συνετό να χορηγηθεί σε κάποιον που δεν τρεφόταν ή δεν λάμβανε τα απαραίτητα υγρά». «Μα είπες ότι ο Χάιντριχ τρεφόταν και έπινε κανονικά». «Ακριβώς», είπα. «Και αν έπαιρνε τα απαραίτητα υγρά, κάθε πόνος που του προκαλούσαν οι σουλφοναμίδες θα έπρεπε να εί­ ναι αισθητά μειωμένος». «Τι λες λοιπόν; Ό τι ο Γκίμπχαρτ δηλητηρίασε τον Χάιντριχ;» «Απλώς λέω ότι είναι μια πιθανότητα. Την τελευταία φορά που ήμουν στην Πράγα ο Χάιντριχ μου είπε ότι οι γιατροί των Ες Ες πειραματίζονταν με διάφορες ενώσεις σουλφοναμίδης για τη θεραπεία των μολύνσεων των πληγών. Δεν είναι περίεργο που απ’ όλους τους ανθρώπους ο Χάιντριχ ήταν αυτός ο οποίος απετράπη από το να εκμεταλλευτεί τη χρήση ενός νέου φαρμάκου που πα­ ρασκευάστηκε στα εργαστήρια των Ες Ες;» «Ναι, είναι περίεργο», παραδέχθηκε ο Νέμπε. «Πράγματι, τουλάχιστον μέχρι να θυμηθεί κανείς ότι ο Χάιντριχ ήδη υποπτευόταν ότι ο Χίμλερ προσπαθούσε να τον σκοτώ­ σει», είπα και σήκωσα τους ώμους μου. «Ποιος είναι ιδανικότερος από ένα γιατρό για να αποτελειώσει το έργο των Βρετανών αλεξι­ πτωτιστών; Έπειτα ανακάλυψα και κάτι άλλο στο νοσοκομείο Μπούλοβκα. Μ ετά το θάνατο του συζύγου της η Λίνα Χάιντριχ είχε κάποια λογομαχία με τον δόκτορα Γκίμπχαρτ και βασικά τον

P H I L I P K E RR

[476j

κατηγόρησε ότι εκείνος σκότωσε τον άντρα της. Μάλιστα έπρεπε να τη συγκροτήσουν, γιατί προσπάθησε να τον χτυπήσει». «Θ εέ μου. Δεν το ήξερα αυτό». «Απ’ ό,τι φαίνεται, είπε στον ταγματάρχη Πλετς, τον υπασπι­ στή του Χάιντριχ, ότι εκείνη δεν θα συνοδεύσει την τιμητική φρου­ ρά των Ες Ες στο Βερολίνο». «Τι;» «Αυτό που άκουσες. Φαίνεται πως πιστεύει ότι ο άντρας της δεν πέθανε με τον τρόπο που λένε». «Ο Χίμλερ θα γίνει έξαλλος. Το ίδιο και ο Χίτλερ». «Ναι, είναι πιθανόν». Ο Νέμπε έξυσε ανήσυχος το πιγούνι του. «Έχεις δίκιο, Μπέρνι. Δεν κάναμε ποτέ αυτή τη συζήτηση», εί­ πε και σήκωσε το ποτήρι του. «Θα έπρεπε να το ξέρω ότι θα ανα­ κάλυπτες έναν τελείως διαφορετικό ένοχο απ’ αυτούς που ήλπιζα να βρεις. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να το σταματήσουμε εδώ και να τα ξεχάσουμε όλα. Τ ι λες;» «Τα έχω ήδη ξεχάσει. Ό ταν επιστρέψω στο Βερολίνο, θα υποκριθώ ότι δεν ήρθα ποτέ εδώ. Όπως ανακάλυψα και τον περα­ σμένο Οκτώβριο, η παραμονή στην Πράγα μπορεί να αποβεί επι­ βλαβής για την υγεία σου. Ακόμα και θανατηφόρα». Ο Νέμπε αναστέναξε θλιμμένα. «Σχετικά με τη φιλενάδα σου, την Αριάνε Τάουμπερ. Φοβάμαι ότι δεν έχω καλά νέα. Μακάρι να είχα κάτι καλό να σου πω, αλλά δεν μπορώ. Λυπάμαι». «Δεν περίμενα καλά νέα, Άρτουρ. Απλώς θέλω να ξέρω με σι­ γουριά τι απέγινε». «Την έστειλαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στην Κρακοβία». Κούνησα το κεφάλι. «Ε, δεν είναι και τόσο άσχημα. Αρκετοί έχουν επιβιώσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».

[477]

«Ό χι σ’ αυτό. Είναι ένα νέο είδος στρατοπέδου. Μόνο ένα μέ­ ρος του είναι πραγματικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως αυτά που γνωρίζουμε εγώ κι εσύ. Σαν το Νταχάου ή το Μπούχενβαλντ. Κατά κύριο λόγο είναι ένα νέο, ιδιαίτερο είδος στρατοπέδου συ­ γκέντρωσης. Πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Ονομάζεται Άουσβιτς».

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσα για το Άουσβιτς. Κατά τη διάρκεια ενός όμορφου δείπνου με εξαιρετικό κρασί σε ένα ακρι­ βό εστιατόριο. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν συγκρότησα στη μνήμη μου για πολύ αυτό το όνομα και σε μερικές μέρες το είχα κιόλας ξεχάσει. Πολλά χρόνια αργότερα άκουσα ξανά αυτό το όνομα, κι αυτή τη φορά χαράχτηκε για τα καλά στη μνήμη μου. Είναι πια πάντα στο μυαλό μου και κάθε φορά που το σκέ­ φτομαι, ξέρω ότι μπορώ να προσθέσω τουλάχιστον ένα πρόσωπο και ένα όνομα στις πολλές χιλιάδες ανθρώπων που πέθαναν εκεί.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥ ΓΓΡΑ Φ Ε Α

Ο ι Τρεις Μάγοι ήταν ο Γιόσεφ Μασίν, ο Γιόσεφ Μπαλαμπάν και ο Βάσλαβ Μόραβεκ. Ο Μπαλαμπάν πέθανε στη φυλακή Ρούζνιε στην Πράγα, στις 3 Οκτωβρίου του 1941. Ο Βάσλαβ Μόραβεκ σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με την Γκεστάπο στην Πράγα, στις 21 Μαρτίου του 1942. Ο Γιόσεφ Μασίν εκτελέστηκε τον Μάιο του 1942, ως αντίποινα των ναζί για την επίθεση κατά του Ράινχαρντ Χάιντριχ. Στις 9 Ιουνίου του 1942 ένα τρένο που μετέφερε χίλιους Εβραί­ ους αναχώρησε από την Πράγα για το Άουσβιτς. Το τρένο έφερε μια πινακίδα που έγραφε A T T E N T A T A U F H E Y N D R IC H (Δολο­ φονία του Χάιντριχ). Την ίδια μέρα ο στρατηγός Καρλ Χέρμαν Φρανκ έδωσε εντολή στον Χορστ Μπόμε να καταστρέψει την τσέχικη κωμόπολη Λίντιτσε, βορειοδυτικά της Πράγας, γιατί υπήρχε μια αμυδρή υποψία ότι εκεί κρύβονταν κάποιοι από τους δολοφόνους του Χάιντριχ. Εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικα­ σίες εκατόν ενενήντα άντρες άνω των δεκαέξι ετών. Εκατόν ογδόντα τέσσερις γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Ράβενσμπρικ και ογδόντα οχτώ παιδιά στάλθηκαν στο Λοτζ. Την 1η Ιουλίου 1942 ο Άιχμαν έδωσε εντολή να μεταφερθούν οι γυναίκες και τα παιδιά στο Κέλμνο, όπου και εξοντώθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένους κι­ νητούς θαλάμους αερίων. Το ίδιο το χωριό καταστράφηκε ολο σχερώς.

P H I L I P KERR

M

Στις 16 Ιουνίου του 1942 ο Κάρελ Κούρντα πήγε στο παλάτι Πέτσεκ και κατέδωσε πολλά σημαντικά μέλη της U V O D (ονόματα και διευθύνσεις), μεταξύ των οποίων την οικογένεια Μόραβεκ (καμία συγγένεια). Η Μαρί Μόραβεκ προτίμησε να πιει δηλητή­ ριο παρά να συλληφθεί ζωντανή από την Γκεστάπο. Ο γιος της, ο Άτα, συνελήφθη και βασανίστηκε. Ο ι ανακριτές του του έδειξαν το κομμένο κεφάλι της μητέρας του προτού το ρίξουν μέσα σε ένα ενυδρείο. Ο Άτα Μόραβεκ έσπασε και αποκάλυψε την κρυ­ ψώνα των δολοφόνων του Χάιντριχ, που ήταν η εκκλησία των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στην οδό Ρεσόλβα. Ο ι Γερμανοί την ονόμασαν εκκλησία του Καρόλου Μπορομέο. Κρυμμένοι στην κρυπτή του Αγίου Κυρίλλου (ρωσική ορθόδοξη εκκλησία και όχι ρωμαιοκαθολική, όπως ίσως θα υπέθετε κανείς) ήταν οι Γιαν Κούμπις, Άντολφ Οπάλκα, Γιάροσλαβ Σβαρτς, Γιόσεφ Γκάμπτσικ, Γιόσεφ Μπουμπλικ, Γιόσεφ Βάλτσικ και Γιαν Χρουμπι —όλοι μέλη μιας ομάδας που εκπαιδεύτηκε από τη Βρε­ τανική Υπηρεσία Ειδικών Αποστολών για μια αποστολή με το κω­ δικό όνομα «Επιχείρηση Ανθρωποειδές». Ακολούθησε μάχη κατά την οποία και οι έξι άντρες σκοτώθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Η ανα­ γνώριση των πτωμάτων έγινε από τον «προδότη» Κουρντα. Ο ι οι­ κογένειες όλων αυτών των γενναίων αντρών οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, όπου και εκτελέστηκαν στις 24 Οκτωβρίου του 1942. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1942 οι αξιωματουχοι της εκκλησίας του Αγίου Κυρίλλου στην οδό Ρεσόλβα δικάστηκαν στην αίθουσα συ­ νεδριάσεων στο παλάτι Πέτσεκ στην Πράγα. Η δίκη διήρκεσε τρεισήμισι ώρες. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο επίσκοπος Γκόραζντ και οι Γιαν Σόνεβεντ, Βλαντιμίρ Πετρέκ και Βάσλαβ Τσικλ εκτελέστηκαν διά απαγχονισμού.

Μ Ο Αδόλφος Χίτλερ παραχώρησε στη Λίνα Χάιντριχ το Κάτω Κά­ στρο στο Γιούνγκφερν-Μπρεσάν (το τσέχικο όνομά του είναι Πανένσκε-Μπρεζάνι) ως αναγνώριση του «ηρωικού έργου» του συζύ­ γου της. Ο μεγαλύτερος γιος του Χάιντριχ, ο Κλάους, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα έξω από την πύλη του σπιτιού του τον Οκτώβριο του 1943 και είναι θαμμένος σε ανώνυμο τάφο στον περίβολό του. Τον Ιανουάριο του 1945 η οικογένεια Χάιντριχ εγκατέλειψε οριστικά το σπίτι. Ο Πάουλ Τούμελ αφέθηκε ελεύθερος και συνελήφθη ξανά πολλές φορές. Τον Φεβρουάριο του 1942 έσπασε κατά την ανάκριση και παραδέχθηκε ότι ήταν κατάσκοπος. Φυλακίστηκε στο φρούριο του Τερεζίν με το ψεύτικο όνομα δόκτωρ Πάουλ Τούμαν, όπου και παρέμεινε τα επόμενα τρία χρόνια. Τον Αύγουστο του 1944 πήρε διαζύγιο από τη γυναίκα του Έλσα, κι αυτή ήταν και η τε­ λευταία φορά που την είδε. Τον Απρίλιο του 1945 «αυτοκτόνησε» στο Τερεζίν. Ο Καρλ Χέρμαν Φρανκ συνελήφθη το 1945, δικάστηκε από τους Τσέχους, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε έξω από τη φυλακή Πάνγκρατς, στις 22 Μαΐου του 1946. Για όποιον ενδιαφέρεται, ολόκληρη η εκτέλεσή του υπάρχει στο διαδίκτυο, στη σελίδα http://www.executedtoday.com/2009/05/22/1946-karl-hermannfrank/ Είναι απλώς η γνώμη μου, αλλά πέθανε επιδεικνύοντας μεγάλη γενναιότητα, διατηρώ κάθε επιφύλαξη βέβαια. Συνταγματάρχης των Ες Ες δόκτωρ Βάλτερ Γιακούμπι: Συνελή­ φθη από τους Αμερικανούς τον Σεπτέμβριο του 1945. Εκτελέστη­ κε στην Πράγα στις 3 Μαΐου του 1947. Στρατηγός των Ες Ες Ρίχαρντ Χίλντεμπραντ: Εκτελέστηκε διά

απαγχονισμού για εγκλήματα πολέμου στην Πολωνία, στις 10 Μαρτίου του 1952. Στρατηγός Α των Ες Ες Καρλ φον Εμπερστάιν: Ήταν μάρτυρας κατηγορίας στις δίκες της Νυρεμβέργης. Αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση και ευθύνη για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, το οποίο ήταν στη δικαιοδοσία του ως ανώτατου αξιωματικού των Ες Ες και αρχηγού της αστυνομίας του Μονάχου. Πέθανε στη Βαβαρία στις 10 Φεβρουαρίου του 1979. Αντιστράτηγος των Ες Ες Κόνραντ Χένλάίν: Συνελήφθη από τους Αμερικανούς και αυτοκτόνησε τον Μάιο του 1945. Ωστόσο ενδέχεται να ήταν στην πραγματικότητα κατάσκοπος των Βρετα­ νών. Αντιστράτηγος των Ες Ες δρ Ούγκο Γιούρι: Αυτοκτόνησε τον Μάιο του 1945. Ταξίαρχος των Ες Ες Μπέρνχαρντ Φος: Απαγχονίστηκε στην Πράγα στις 4 Φεβρουαρίου του 1947. Συνταγματάρχης των Ες Ες δρ Χανς Ούλριχ Γκέσκε: Πιθανόν σκοτώθηκε κατά τη Μάχη της Βουδαπέστης τον Φεβρουάριο του 1945. Δηλώθηκε νεκρός το 1959. Συνταγματάρχης των Ες Ες Χορστ Μπόμε: Σκοτώθηκε στη Μά­ χη του Κόνιγκσμπεργκ τον Απρίλιο του 1945. Δηλώθηκε νεκρός το 1954. Ταγματάρχης των Ες Ες δρ Άχιμ Πλετς: Ο συγγραφέας δεν γνω­ ρίζει τι απέγινε.

[m ] Ο Κονσταντίν φον Νόιρατ δικάστηκε στη Νυρεμβέργη και κατα­ δικάστηκε σε κάθειρξη δεκαπέντε ετών: Αποφυλακίστηκε το 1954 και πέθανε σε ηλικία ογδόντα τριών ετών τον Αύγουστο του 1956. Ο στρατηγός Κουρτ Νταλουέγκε απαγχονΐστηκε από τους Τσέχους στην Πράγα τον Οκτώβριο του 1946. Η Λίνα Χάιντριχ πέθανε στις 14 Αυγούστου 1985. Υπερασπιζό­ ταν το όνομα του συζύγου της μέχρι τέλους. Το πορτρέτο της Αντέλε Μπλοχ-Μπάουερ από τον Γκούσταβ Κλιμτ παρέμεινε στην κατοχή της Εθνικής Πινακοθήκης της Αυ­ στρίας, στη Βιέννη, ως το 2006, όταν κάποιο αυστριακό δικαστή­ ριο όρισε ότι αυτός και τρεις ακόμα πίνακες ανήκουν δικαιωματι­ κά στην ανιψιά του Φέρντιναντ Μπλοχ-Μπάουερ Μαρία Αλτμαν, στην οποία τους είχε κληροδοτήσει με τη διαθήκη του, πριν πεθάνει φτωχός στη Ζυρίχη τον Νοέμβριο του 1945. Η προσω­ πογραφία της Αντέλε Μπλοχ-Μπάουερ από τον Κλιμτ ήταν ένας από τους τέσσερις πίνακες που πουλήθηκαν από τον οίκο Κρίστις στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 2006. Απέφερε ογδόντα οχτώ εκατομμύρια δολάρια και το κοινό μπορεί να τον θαυμάσει στην γκαλερί Neue στη Νέα Υόρκη. Ο συγγραφέας επισκέφθηκε το σπίτι στο Πανένσκε-Μπρεζάνι τον Φεβρουάριο του 2011. Ωστόσο το σπίτι είναι κλειστό για το κοινό και σχεδόν ερειπωμένο. Υπό την παλιά κομμουνιστική κυ­ βέρνηση της Τσεχοσλοβακίας στο σπίτι αυτό γίνονταν έρευνες για μυστικά όπλα. Σύμφωνα με μια εφημερίδα της Πράγας, τον Μάρτιο του 2011 ο επιζών γιος του Χάιντριχ, ο Χάιντερ Χάιντριχ, εβδομήντα έξι ετών, προσφέρθηκε να «βρει χρηματοδότηση» για την αποκατά­ σταση του σπιτιού στο Πανένσκε-Μπρεζάνι. Η ιστορία αυτή προ-

P H I L I P K E RR

[484]

κάλεσε σάλο στην Τσεχική Δημοκρατία. Ωστόσο η γνώμη του συγ­ γραφέα είναι ότι ο γιος δεν είναι ο πατέρας κι αυτό το άλλοτε πα­ νέμορφο σπίτι αξίζει να αναπαλαιωθεί. Φαντάζομαι ότι ο Χάιντριχ θα ήθελε να βρει και τον τάφο του μεγαλύτερου αδελφού του.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF