«Δεν είναι περισσότερες από τριακόσιες σελίδες και πιστεύω πως θα έχουν την ίδια διάρκεια ας σελίδες που έχουν διασωθεί από το έργο του Σοφοκλή».
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ΧΟΥΑΝ
ΡΟΥΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ Μετάφραση ΕΦΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Επίμετρο ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ ΤΖΟΖΕΦ ΣΟΜΕΡΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ
m
ΕΚΔΟΣΗ
εκδοχείς
ΠΑΤΑΚΗ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματι κής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμί σθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σημείωμα Εκδόσεις Πατάκη - Σύγχρονοι κλασικοί - 19 Χουάν Ρούλφο, Πέδρο
Πόφαμο
Juan Rulfo, Pedro Paramo Μετάφραση Έ φ η Γιαννόπουλου Υπεύθυνος έκδοσης Κώστας Γιαννόπουλος
9
της μεταφράστριας
Πρόλογος στην αμερικανική (της Σούζαν Σόνταγκ)
έκδοση
Σύντομες αναμνήσεις από τον Χουάν Ρούλφο (του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες)
^9
25
Διορθώσεις Ελεάννα Λαμπάκη Σελιδοποίηση Α γ γ ε λ ι κ ή Κουτσούκου
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
3 5
Φιλμ Παναγιώτης Καπένης Μοντάζ Παναγιώτης Σαράτσης Copyright® κληρονόμοι του Juan Rulfo, 1955 Copyright® γ ι α το κείμενο « Σ ύ ν τ ο μ ε ς αναμνήσεις α π ό τον Χουάν Ρ ο ύ λ φ ο » Gabriel Garcia Marquez, 1980 Copyright® γ ι α την ελληνική γλώσσα, Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ (Εκδόσεις Πατάκη), Αθήνα, 2003 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2005 Ακολούθησαν οι ανατυπώσεις Ιανουαρίου 2006, Απριλίου 2006 Η παρούσα είναι η τέταρτη εκτύπωση, Ιούλιος 2009 ΚΕΤ 4185
ΚΕΠ 791/09
ISBN 978-960-16-1651-3
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.3650000, 210.5205600, 8011002665 Fax: 210.3650069 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ EMM. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.3831078 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΕΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΤΗΛ.: 2310.706354, 2310.706715 Fax: 2310.706355 web site: http://www.patakis.gr e-mail:
[email protected],
[email protected]
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ρούλφο, ο χρόνος του μύθου (του Κάρλος Φουέντες)
219
Οι νεκροί δεν έχουν ούτε τόπο ούτε χρόνο (του Τζόζεφ Σόμερς)
251
Σημείωμα
Ο
της
μεταφράστριας
ΣΤΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΜΤΘΟΣ
«Σε τέσσερις μήνες έγραψα το Πέδρο Πάραμο και χρειάστηκε να του αφαιρέσω εκατό σελίδες. Σε μια νύχτα έγραφα ένα διήγημα. Είχα μεγάλη ορμή, μου κόψαν όμως τα φτερά». Μ αυτά τα λόγια δι καιολογεί ο Χουάν Ρούλφο τα περισσότερα από τριάντα χρόνια της συγγραφικής του σιωπής μετά την έκδοση του μοναδικού του μυθιστορήματος, του Πέδρο Πάραμο, το 1955. Δύο χρόνια πριν είχε εκ δώσει τη συλλογή διηγημάτων Η πεδιάδα στις φλό γες, κάποια από τα οποία είχαν νωρίτερα δημο σιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έπειτα, τριάντα χρόνια σιωπής, πέρα από κάποια σενάρια για τον κινηματογράφο και την υποτιθέμενη (;) συγγραφή ενός δεύτερου μυθιστορήματος, που με τον τίτλο La cordillera το ανακοίνωνε για χρόνια ο εκδότης του, ωστόσο δεν εκδόθηκε ποτέ. Τα δύο βιβλία και η σιωπή του δημιουργούν ένα μύθο γύρω από τον Χουάν Ρούλφο. Πολλά θα ειπω θούν, ακόμη και ότι δεν έγραψε μόνος του το Πέ-
ίο
ΧΟΤΑΝΡΟΪΛΦΟ
δρο Πάραμο και ότι η ιδιαίτερη και νεοτερική δο μή του μυθιστορήματος οφείλεται στην ενεργητική παρέμβαση φίλων συγγραφέων, που ξεδιάλεξαν και αναδιέταξαν τις σκόρπιες σελίδες που είχε γρά ψει, αλλά δεν ήξερε τι να τις κάνει. Η φήμη αυτή θα αποδειχθεί εντέλει ανυπόστατη και ο Ρούλφο θα διατηρήσει την πλήρη πατρότητα του μυθιστορή ματος του. Θα θεωρήσουν το ταλέντο του έμφυτο και θα υποστηρίξουν πως ο ίδιος δεν είχε συνείδη ση του έργου του, πως για μια στιγμή τον άγγιξε η χάρη και σχεδόν τυχαία είπε αυτό που του δόθηκε να πει και μετά σώπασε για πάντα, ανίκανος να επαναλάβει το θαύμα. Ποιος είναι όμως αυτός ο λιγομίλητος, συνε σταλμένος άνδρας και γιατί θεωρείται τόσο σημα ντικό το τόσο μικρό σε έκταση έργο του; Ο Ρούλ φο γεννήθηκε στην επαρχία του Χαλίσκο, έζησε στα παιδικά του χρόνια την επανάσταση των κριστέρος, κατά τη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκε ο πατέρας του, και πολύ σύντομα έχασε και τη μητέ ρα του, μυήθηκε στη λογοτεχνία καταβροχθίζοντας τη βιβλιοθήκη ενός ιερέα, ο οποίος την άφησε στη γιαγιά του κατά τη διάρκεια του πολέμου για να τη διασώσει. Όλα αυτά θα αφήσουν τα ίχνη τους στη γραφή του. Αυτό που επιχειρεί είναι να εντάξει στο έργο του τον προφορικό λόγο της ιδιαίτερης πατρί δας του και το επιτυγχάνει με έναν τρόπο που τον φέρνει πιο κοντά στον Τζόυς ή τον Φόκνερ παρά στην ηθογραφία, που επιλέγει το φολκλόρ και πε-
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ριγράφει τοπικά ήθη και έθιμα. Έτσι, θα καταφέ ρει να αναγάγει το τοπικό σε οικουμενικό. Το έρ γο του μοιάζει να είναι ένα βήμα -τεράστιο και πο λύ σημαντικό- που πατά στην παράδοση του με ξικανικού μυθιστορήματος της επανάστασης, για να τη συνδέσει όμως με το μοντερνισμό και να γίνει πρόδρομος του ρεύματος της λατινοαμερικανικής σκέψης που έμεινε γνωστό με το όνομα «φιλοσο φία του αμερικανικού ή του μεξικανικού». Η παραγωγική συγγραφική καριέρα του ξεκινά το 1945, όταν δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα, και τελειώνει δέκα μόλις χρόνια μετά, όταν εκδίδεται το Πέδρο Πάραμο. Στα επόμενα τριάντα ένα χρό νια «απολαμβάνει» τη φήμη: πλήθος μεταφράσεων, σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, συνεντεύξεις και διαλέξεις σε όλο τον κόσμο, τεράστια αναγνώριση από τους πιο εξέχοντες και τους πιο διαφορετικούς μεταξύ τους ομοτέχνους του, πλήθος μελέτες από θεωρητικούς. Παράξενη αντίφαση, ο Ρούλφο μιλά ως συγγραφέας και ταυτοχρόνως σιωπά ως συγ γραφέας. Στη διαρκώς επαναλαμβανόμενη ερώτη ση γιατί δεν γράφει, απαντά άλλοτε με χιούμορ, άλ λοτε με πικρία, άλλοτε με εκνευρισμό ή με υπεκ φυγές. Κι όμως, παρά το μύθο που τον συνοδεύει και τη σιωπή που ίσως έθρεψε αυτόν το μύθο, αυ τό που μένει είναι το έργο, που αν και μικρό σε έκταση τον κατατάσσει ανάμεσα στους σημαντικό τερους συγγραφείς της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
12
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑVtO
ΤΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΩΝ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΝ
Αν τα διηγήματα του κερδίζουν αμέσως την ανα γνώριση, το Πέδρο Πάραμο, όταν εκδίδεται, δη μιουργεί αρκετή αμηχανία. Είναι τόσο καινούργιο αυτό που φέρνει στη μεξικανική λογοτεχνία, ώστε τα ίδια στοιχεία που στη συνέχεια θα το καταστή σουν κλασικό, στην εποχή του αντιμετωπίζονται ως μειονεκτήματα: η δυσκολία ταξινόμησης του ύφους του, η ανάμειξη ρεαλισμού και ποίησης, η χαλαρή δομή και η έλλειψη ενός πυρήνα προς τον οποίο να συγκλίνει όλο το μυθιστόρημα, το γεγονός ότι τα πρόσωπα παρουσιάζονται μονοδιάστατα, σαν το πία, και το τοπίο σαν πρόσωπο. Ωστόσο δε θα λείψουν και οι θετικές κριτικές και σύντομα το Πέδρο Πάραμο θα αναγνωριστεί εντός των συνόρων του Μεξικού ως ένα σημαντικό μυθιστόρημα, ίσως και το σημαντικότερο στη με ξικανική λογοτεχνία. Στη δεκαετία του '60 και ενώ έχει κάνει ήδη την εμφάνιση του το περίφημο λατι νοαμερικανικό μπουμ, ο Ρούλφο θα αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Ομότεχνοι του όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Κάρλος Φουέντες, ο Οκτάβιο Πας, ο Μάριο Μπενεντέττι, ο Αουγκούστο Ρόα Μπάστος, ο Ρεϊνάλντο Αρένας θα γράψουν για το έργο του και θα τεκμηριώσουν την τεράστια αξία του• θα τον θεωρήσουν πρόδρομο του «μαγικού
13
ρεαλισμού», του ρεύματος που θα κάνει την ισπα νόφωνη λογοτεχνία της Αμερικής διάσημη σε όλο τον κόσμο. Όμως, παρ' όλο που συγγραφείς και μελετητές συμφωνούν ομόφωνα για την αξία του μυθιστορή ματος του Ρούλφο, δεν καταφέρνουν να συμφωνή σουν και ως προς τα στοιχεία που καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα κλασικό. Οι αναγνώσεις είναι πολ λές και διαφορετικές, καθένας από τους μελετη τές και τους σχολιαστές του διαλέγει τη δική του οπτική γωνία για να μιλήσει γι αυτό. Αναγνώσεις μορφολογικές, που ρίχνουν το βά ρος στη γλώσσα και στο ύφος, στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την προφορικότητα και το τοπικό ιδίωμα και στην ιδιότυπη δομή του μυθιστορήματος, μέσα από την οποία θα αναγνω ρίσουν την επιρροή του Φόκνερ, αλλά και αφηγη ματικών τεχνικών, που ακόμα ήταν σε πειραματι κή κατάσταση στο λατινοαμερικανικό μυθιστόρη μα αλλά πολύ γνωστές στην αγγλοσαξονική λογο τεχνία, ήδη από το έργο του Τζόυς, του Κόνραντ ή της Γουλφ. Αναγνώσεις θεματικές, που διακρίνονται σε «συμβολικές», «φιλοσοφικές» και «μυθικές» και αναζητούν την ερμηνεία του μυθιστορήματος άλλο τε στη φιλοσοφία, άλλοτε στη θρησκεία, άλλοτε στους αρχαιοελληνικούς μύθους και άλλοτε στη λαϊ κή παράδοση του Χαλίσκο. Ο Ούγκο Ροδρίγκες-Αλκαλά θα επιχειρήσει μια ανάγνωση του Πέδρο Πά-
I 14
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
ραμο παραλληλίζοντας το με τη Θεία Κωμωδία και ο Κάρλος Φουέντες, ένας από τους κυριότερους εκ προσώπους της «μυθικής ανάγνωσης», θα δει στο μυθιστόρημα μια μεξικανική Τηλεμάχεια, αλλά και μια επαναδιαπραγμάτευση του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Αναγνώσεις κοινωνικές, ιστορικές και ανθρω πολογικές, που επιχειρούν να ερμηνεύσουν το μυ θιστόρημα μέσα από τη βιογραφία του συγγραφέα, την ιστορία του Μεξικού και την εποχή στην οποία γράφτηκε. Αν και λιγοστές, υπάρχουν και οι προσπάθειες για μια συνολική ανάγνωση του μυθιστορήματος, μια ανάγνωση που θα λάμβανε υπόψη της όλα τα παραπάνω στοιχεία και θα τοποθετούσε το μυθι στόρημα του Ρούλφο στο σταυροδρόμι όπου συ ναντιούνται το νεοτερικό και το οικουμενικό με το παραδοσιακό και το μεξικανικό. Μυθιστόρημα κλασικό, άρα ανοιχτό σε πλήθος αναγνώσεων, το Πέδρο Πάραμο, αν και δεν κα τάφερε να αποκτήσει έξω από τον ισπανόφωνο κόσμο τη φήμη μυθιστορημάτων όπως τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή 0 θάνατος του Αρτέμιο Κρους του Κάρλος Φουέντες, αποκαλύπτει στον αναγνώστη σταδια κά τα πολλαπλά του πρόσωπα και του επιτρέπει να αναγνωρίσει την επιρροή που άσκησε σε ση μαντικούς συγγραφείς όπως οι δύο που προανα φέρθηκαν.
ΙΙΙΪΔΡΟΠΑΡΑΜΟ
15
ΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΣΤΗΝ
ΚΟΜΑΑΑ
ΤΟΥ ΧΟΥΑΝ
ΤΑΞΙΔΙ ΡΟΥΛΦΟ
Από την πρώτη φορά που διάβασα το Πέδρο Πάραμο, πριν από δώδεκα περίπου χρόνια, μα γεύτηκα από το παράξενο αυτό μυθιστόρημα. Λί γο σαν τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το διά βασα δύο απανωτές φορές, όχι σε μια νύχτα, αλ λά σε μια βδομάδα. Και η επιθυμία μου να το με ταφράσω ήταν ακατανίκητη και σταθερή όλα αυ τά τα χρόνια. Δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς γι αυτό το μυθιστόρημα- ήδη ανέφερα συνοπτικά το πλήθος των αναγνώσεων που έχουν ήδη παρουσιάσει ειδι κοί μελετητές, ώστε οποιαδήποτε απόπειρα να προσθέσει κανείς τη δική του θα απαιτούσε βαθιά μελέτη και πολύ χώρο. Κατοίκησα ωστόσο σ αυτό για πολλά χρόνια, συναναστράφηκα με τους ήρωες του, είδα με τα μάτια της φαντασίας την άνυδρη Κομάλα του Πέδρο Πάραμο αλλά και την παραδείσια Κομάλα της Ντολορίτας, αυτό το χωριό του Χαλίσκο που βρίσκεται στο στόμιο της Κόλασης και θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει, εξίσου αν όχι περισσότερο από τα πρόσωπα, πρωταγωνιστή αυ τού του αφηγήματος. Ένα μικρό μέρος αυτής της μετάφρασης έγινε πολύ πριν από την ανάθεση της, μιας και η επιθυμία μου να βυθιστώ σ αυτό το μυ θιστόρημα υπήρξε πολύ παλαιότερη. Στην Άννα Πατάκη οφείλω την εκπλήρωση αυ-
l6
ΧΟΤΑΝΡΟΪΛΦΟ
της της επιθυμίας και την ευχαριστώ πολύ που δέ χτηκε να ξαναεκδώσει αυτό το σημαντικό βιβλίο σε μια καινούργια μετάφραση, από τα ισπανικά αυ τή τη φορά, αλλά και που μου πρόσφερε τον απα ραίτητο χρόνο για να ολοκληρωθεί αυτή η εργασία όπως τη φανταζόμουν. Δύσκολα αποχωρίζεται ένας μεταφραστής ένα κείμενο το οποίο τον γοητεύει τό σο και ταυτοχρόνως το θεωρεί τόσο σημαντικό ώστε να μην μπορεί εύκολα να θεωρήσει το έργο του τελειωμένο. Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα βιβλίο αρκετά δύ σκολο εξαιτίας της ιδιαίτερης δομής του, της πολυ φωνίας του, των διασταυρούμενων αφηγήσεων που το αποτελούν. Μία από τις δυσκολίες του υπήρξε και η αρκετά περίπλοκη στίξη του. Διάλογοι μέσα σε άλλους διάλογους ή μονολόγους, σκέψεις και ονειροπολήσεις, έπρεπε κάπως να διακρίνονται. Επέλεξα να ακολουθήσω σχεδόν πιστά τη στίξη του συγγραφέα και ελπίζω αυτό να διευκολύνει και να μην μπερδέψει περισσότερο τον αναγνώστη. Στην παρούσα μετάφραση χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές ισπανικές εκδόσεις: Djuan Rulfo, Pedro Pâramo, εκδ. Catedra, Letras Hispanicas, σε επιμέλεια του José Carlos Gonzalez Boixo, η οποία είχε και εξαιρετικά χρήσιμες υποση μειώσεις για την κατανόηση των περισσότερων μεξικανισμών, 2) Juan Rulfo, Toda la obra, κριτική έκ δοση υπό τη διεύθυνση του Claude Fell στη συλλο γή Archivos της Unesco, η οποία περιέχει πολύτιμο
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
17
υλικό αναλύσεων για το έργο του Ρούλφο και από την οποία προέρχονται τα περισσότερα στοιχεία αυτού του σημειώματος, καθώς και τα κείμενα των Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και Κάρλος Φουέντες και 3) Juan Rulfo, Pedro Pâramo - El llano en Hamas, εκδ. Planeta, με την επιμέλεια του Ιδρύματος Χουάν Ρούλφο. Βοήθεια επίσης μου προσέφεραν η αμερικανική και η γαλλική μετάφραση. Από την πρώτη είναι και ο πρόλογος της Σούζαν Σόνταγκ που εμπεριέχεται σ αυτή την έκδοση. ΕΦΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πρόλογος
στην αμερικανική
έκδοση
«Ήρθα στην Κομάλα γιατί μου είπαν πως εδώ ζούσε ο πατέρας μου, κάποιος Πέδρο Πάραμο. Μου το 'πε η μητέρα μου. Κι εγώ της υποσχέθη κα πως θα ερχόμουν να τον βρω μόλις θα πέθαι νε. Της έσφιξα τα χέρια, σημάδι ότι θα το έκανα, γιατί εκείνη βάδιζε τότε προς το θάνατο κι εγώ ήμουν πρόθυμος να της υποσχεθώ τα πάντα...» Με τις πρώτες φράσεις του Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο, όπως και με την αρχή της νουβέ λας του Κλάιστ Μίκαελ Κούλχαας και του μυθι στορήματος του Γιόζεφ Ροτ Το εμβατήριο Ραντέτσκι, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε στα χέρια ενός δεξιοτέχνη αφηγητή. Αυτές οι φράσεις, με την υπνωτιστική ακρίβεια και αμεσότητα με τις οποίες ωθούν τον αναγνώστη μέσα στο βιβλίο, έχουν την πατίνα του ήδη ειπωμένου που παρα πέμπει στην αρχή ενός παραμυθιού. Αλλά το λιτό και υποβλητικό ξεκίνημα του βι βλίου είναι μόνο η πρώτη κίνηση του. Στην πραγ ματικότητα, το Πέδρο Πάραμο είναι μια πολύ πιο σύνθετη αφήγηση από αυτό που υπαινίσσεται το
2θ
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
ξεκίνημα του. Η εισαγωγή του μυθιστορήματος -μια νεκρή μητέρα στέλνει το γιο της έξω στον κό σμο, ένας γιος που αναζητά τον πατέρα του- με ταλλάσσεται σε μια πολυφωνική διαμονή στην Κό λαση. Η αφήγηση συμβαίνει σε δύο κόσμους: στην Κομάλα του παρόντος, όπου ταξιδεύει ο Χουάν Πρεσιάδο, το « ε γ ώ » των πρώτων προτάσεων και στην Κομάλα του παρελθόντος, το χωριό των ανα μνήσεων της μητέρας και της νιότης του Πέδρο Πάραμο. Η αφήγηση κινείται προς τα εμπρός και προς τα πίσω, μεταξύ του πρώτου και του τρίτου προσώπου, μεταξύ του παρόντος και του παρελ θόντος. (Οι σπουδαίες αφηγήσεις δε λέγονται μό νο σε παρελθοντικό χρόνο, αναφέρονται και στο παρελθόν.) Η Κομάλα του παρελθόντος είναι ένα χωριό ζωντανό. Η Κομάλα του παρόντος κατοι κείται από τους νεκρούς, κι αυτοί που συναντά ο Χουάν Πρεσιάδο όταν φτάνει στην Κομάλα είναι φαντάσματα. Στα ισπανικά, paramo σημαίνει ανεμοδαρμένο οροπέδιο, έρημος τόπος. Όχι μόνο ο πατέρας τον οποίο αναζητά είναι νεκρός, νεκροί είναι και όλοι οι άλλοι στο χωριό. Ως νεκροί, δεν έχουν τίποτ' άλλο να εκφράσουν παρά μονάχα τη βαθύτερη ουσία τους. «Στη ζωή μου υπάρχουν πολλές σιωπές» είπε κάποτε ο Ρούλφο. «Στη γραφή μου επίσης». 0 Ρούλφο έχει πει ότι κουβαλούσε μέσα του το Πέδρο Πάραμο για πολλά χρόνια πριν κατα λάβει πώς έπρεπε να το γράψει. Μάλλον θα πρέ-
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
21
πει να έγραψε εκατοντάδες σελίδες κι έπειτα να ξεδιάλεγε από αυτές - κάποτε αποκάλεσε το μυ θιστόρημα μια άσκηση στην εκκαθάριση. «Η πρα κτική του γραψίματος των διηγημάτων μού επέ βαλλε μια πειθαρχία» είπε «και με έκανε να δω την ανάγκη να εξαφανιστώ και να αφήσω στους χαρακτήρες μου την ελευθερία να μιλούν κατά βού ληση, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα μια φαι νομενική έλλειψη δομής. Ναι, υπάρχει μια δομή στο Πέδρο Πάραμο, αλλά είναι μια δομή φτιαγμέ νη από σιωπές, από εκκρεμότητες, από κομμένες σκηνές, όπου τα πάντα συμβαίνουν σε έναν ταυ τόχρονο χρόνο, ο οποίος τελικά είναι μη χρόνος».* Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα μυθικό βιβλίο από ένα συγγραφέα που επίσης έγινε μύθος κατά τη διάρκεια της ζωής του. 0 Ρούλφο γεννήθηκε το 1918 σε ένα χωριό της Πολιτείας του Χαλίσκο, ήρ θε στην Πόλη του Μεξικού όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο και άρχισε να γράφει, αλλά όχι να δημοσιεύει, στα τέ λη της δεκαετίας του '30. Τα πρώτα του διηγήμα τα εμφανίστηκαν σε περιοδικά τη δεκαετία του '40, και μια συλλογή διηγημάτων εκδόθηκε το 1953. Ο τίτλος ήταν El llano en llamas, που μετα* Από ένα κείμενο του Ρούλφο στο Inframundo: The Mexico of Juan Rulfo (Hanover, N.H.: Ediciones del Norte, 1983). Πρό κειται για την αγγλική εκδοχή ενός βιβλίου με φωτογραφίες του Ρούλφο, που εκδόθηκε πρώτη φορά από το Ινστιτούτο Καλών Τε χνών της Πόλης του Μεξικού το 1980. (Σ.τ.Σ.)
2 2 ΧΟΤΑΝΡΟΤΛΦΟ
φράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο The Burning Plain and Other Stories* Δύο χρόνια αργότερα εκ δόθηκε το Πέδρο Πάραμο. Τα δύο βιβλία τον κα θιέρωσαν ως μια φωνή πρωτόγνωρης αυθεντικό τητας και κύρους στη μεξικανική λογοτεχνία. Ήσυχος (ή σιωπηλός), ευγενικός, σχολαστικός, μορφωμένος και εντέλει χωρίς φιλοδοξίες, ο Ρούλφο ήταν κατά κάποιον τρόπο ένας αόρατος άν θρωπος που κέρδιζε τα προς το ζην με τρόπους εντελώς άσχετους με τη λογοτεχνία (για χρόνια ήταν πλασιέ ελαστικών), που παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά και που πέρασε τις περισσότε ρες νύχτες της ζωής του διαβάζοντας («ταξιδεύω μέσα στα βιβλία») και ακούγοντας μουσική. Έγι νε επίσης πάρα πολύ διάσημος και κέρδισε το σε βασμό των συναδέλφων του συγγραφέων. Είναι σπάνιο για ένα συγγραφέα να εκδίδει τα πρώτα του βιβλία όταν είναι ήδη στα μέσα της δεκαε τίας των σαράντα χρόνων, κι ακόμα πιο σπάνιο τα πρώτα του βιβλία να αναγνωριστούν αμέσως ως αριστουργήματα. Και ακόμα σπανιότερο για έναν τέτοιο συγγραφέα να μη δημοσιεύσει ποτέ άλλο βιβλίο. Για πολλά χρόνια ο εκδότης του Ρούλφο ανακοίνωνε ως το επόμενο βιβλίο του ένα μυθι στόρημα με τον τίτλο La Cordillera, πράγμα που ξε* The Burning Plain and Other Stories, μτφρ. George D. Schade (Austin: University of Texas Press). [Στα ελληνικά: Η πεδιάδα στις φλόγες, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, εξαντλημένο. (Σ.τ.Μ.)]
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
23
κίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '60 και εντέ λει ο ίδιος ο συγγραφέας ανακοίνωσε ότι το είχε καταστρέψει λίγα χρόνια πριν από το θάνατο του το 1986. Οι πάντες ρωτούσαν τον Ρούλφο γιατί δεν εξέ δωσε κανένα άλλο βιβλίο, λες και το σημαντικό στη ζωή ενός συγγραφέα είναι να συνεχίζει να γρά φει και να δημοσιεύει. Στην πραγματικότητα, το σημαντικό στη ζωή ενός συγγραφέα είναι να γρά ψει ένα σπουδαίο βιβλίο -δηλαδή, ένα βιβλίο που θα έχει διάρκεια-, και αυτό ακριβώς έκανε ο Ρούλ φο. Κανένα βιβλίο δεν αξίζει να το διαβάσουμε αν δεν αξίζει να το διαβάσουμε πολλές φορές. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει πει ότι, αφού ανακάλυψε το Πέδρο Πάραμο (μαζί με τη Μετα μόρφωση του Κάφκα, το ανάγνωσμα που τον επη ρέασε περισσότερο στα πρώτα συγγραφικά του χρόνια), μπορούσε να απαγγέλλει από μνήμης εκτενή αποσπάσματα και κατά πάσα πιθανότητα γνώριζε όλο το βιβλίο απέξω, τόσο πολύ το θαύ μαζε και ήθελε να εμποτιστεί από αυτό. Το μυθιστόρημα του Ρούλφο δεν είναι μόνο ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λο γοτεχνίας του εικοστού αιώνα, αλλά και ένα από τα βιβλία του εικοστού αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή• πράγματι, τίποτα δε θα ήταν υπερβολι κό αν προσπαθούσαμε να εκτιμήσουμε τον απόη χο του στην ισπανόφωνη λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια. Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα κλασικό βι-
24
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
βλίο με όλη τη σημασία του όρου. Είναι ένα βι βλίο που αναδρομικά φαίνεται σαν να έπρεπε να γραφτεί. Είναι ένα βιβλίο που επηρέασε βαθύτα τα τη δημιουργία λογοτεχνίας και συνεχίζει να αντηχεί σε άλλα βιβλία. Αυτή η νέα μετάφραση, που εκπληρώνει την επιθυμία που εξέφρασε προς εμένα ο Χουάν Ρούλφο όταν τον συνάντησα στο Μπουένος Άιρες πριν από το θάνατο του, να εκ δοθεί το Πέδρο Πάραμο σε μια πιστή και χωρίς περικοπές αγγλική μετάφραση, αποτελεί σημα ντικό λογοτεχνικό γεγονός. ΣΟΥΖΑΝ ΣΟΝΤΑΓΚ
Σύντομες αναμνήσεις από τον Χουάν Ρούλφο Η ανακάλυψη του Χουάν Ρούλφο -όπως και του Φραντς Κάφκα- θα αποτελεί το δίχως άλλο ένα σημαντικό κεφάλαιο των αναμνήσεων μου. Εί χα φτάσει στο Μεξικό τη μέρα ακριβώς που ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αυτοκτόνησε με μια σφαίρα -στις 2 Ιουλίου του 1961-, και όχι μόνο δεν είχα διαβά σει τα βιβλία του Χουάν Ρούλφο αλλά ούτε καν είχα ακούσει να μιλούν γι' αυτόν. Ήταν πολύ πα ράξενο. Κατά πρώτον, επειδή εκείνη την εποχή παρακολουθούσα από πολύ κοντά τη λογοτεχνι κή επικαιρότητα, και ιδίως το μυθιστόρημα στην Αμερική. Κατά δεύτερον, γιατί οι πρώτοι με τους οποίους ήρθα σε επαφή στο Μεξικό ήταν οι συγ γραφείς που δούλευαν με τον Μανουέλ Μπαρμπατσάνο Πόνσε στον πύργο του Δράκουλα που δια τηρούσε στους δρόμους της Κόρδοβα, και με τους συντάκτες του λογοτεχνικού ένθετου της Novedades, το οποίο διηύθυνε ο Φερνάντο Μπενίτες. Φυ σικά, όλοι αυτοί γνώριζαν πολύ καλά τον Χουάν Ρούλφο. Ωστόσο, πέρασαν τουλάχιστον έξι μήνες
26
ΧΟΪΑΝ ΡΟΐΛΦΟ
χωρίς κανείς να μου μιλήσει γι' αυτόν. Ίσως για τί ο Χουάν Ρούλφο, σε αντίθεση με αυτό που συμ βαίνει με τους μεγάλους κλασικούς, είναι ένας συγγραφέας που διαβάζεται πολύ, αλλά για τον οποίο δε γίνεται πολύ λόγος. Ζούσα τότε σε ένα διαμέρισμα χωρίς ασανσέρ της οδού Ρενάν, στη συνοικία Ανσούρες, με τη Μερσέδες και τον Ροδρίγο, που ακύμα δεν είχε κλεί σει τα δύο του χρόνια. Είχαμε ένα διπλό στρώμα στο πάτωμα του μεγάλου υπνοδωματίου, μια κού νια στο άλλο δωμάτιο κι ένα τραπέζι για φαγητό και γράψιμο στο σαλόνι, με δυο μοναδικές καρέ κλες που χρησίμευαν για τα πάντα. Είχαμε απο φασίσει να μείνουμε σ' αυτή την πόλη που διατη ρούσε ακόμη ένα ανθρώπινο μέγεθος, με το διά φανο αέρα της και τα εκθαμβωτικά πολύχρωμα λουλούδια στις λεωφόρους, αλλά η υπηρεσία με τανάστευσης δεν έμοιαζε να συμμερίζεται την ευ τυχία μας. Χάναμε τη μισή μας ζωή στημένοι σε ακίνητες ουρές, ενίοτε υπό βροχή, σαν φυλακισμέ νοι, στις εσωτερικές αυλές της Γραμματείας της Κυβέρνησης. Στις ώρες που μου περίσσευαν έγρα φα σημειώματα για την κολομβιανή λογοτεχνία, που τα μετέδιδα προφορικά από το Ράδιο Ουνιβερσιδάδ, το οποίο διηύθυνε τότε ο Μαξ Άουμπ. Επρόκειτο για σημειώματα τόσο ειλικρινή, ώστε ο πρέσβης της Κολομβίας τηλεφώνησε μια μέρα στην εκπομπή για να καταθέσει επίσημη διαμαρ τυρία. Κατά τη γνώμη του, τα σημειώματα μου δεν
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
2
7
ήταν γιατ~ψ κολομβιανή λογοτεχνία, αλλά εναντίον της κολομβιανής λογοτεχνίας. 0 Μαξ Άουμπ με κάλεσε στο γραφείο του κι εγώ σκέφτηκα πως αυ τό ήταν το τέλος του μοναδικού μέσου επιβίωσης που είχα καταφέρει να αποκτήσω μέσα σε έξι μή νες. Συνέβη όμως το αντίθετο. «Δεν έχω προλάβει να ακούσω την εκπομπή» μου είπε ο Μαξ Άουμπ. «Αλλά αν είναι όπως λέει ο πρεσβευτής σου, πρέπει να είναι πολύ καλή». Εγώ ήμουν τριάντα δύο χρόνων, είχα στην Κο λομβία μια εφήμερη καριέρα ως δημοσιογράφος, είχα περάσει μόλις τρία πολύ χρήσιμα και δύσκο λα χρόνια στο Παρίσι, και οκτώ μήνες στη Νέα Υόρ κη, και ήθελα να κάνω σενάρια για το μεξικανι κό κινηματογράφο. Εκείνη την εποχή ο κόσμος των Μεξικανών συγγραφέων ήταν παρόμοιος με τον αντίστοιχο κόσμο της Κολομβίας, και αισθα νόμουν πολύ καλά ανάμεσα τους. Έξι χρόνια πριν είχα εκδώσει το πρώτο μου μυθιστόρημα, La hojarasca, και είχα έτοιμα τρία ανέκδοτα βιβλία: Ο συ νταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, που είχε βγει εκείνον τον καιρό περίπου στην Κολομ βία, Η κακιά ώρα, που δημοσιεύτηκε από τον εκ δοτικό οίκο Era λίγο καιρό αργότερα κατόπιν σύ στασης του Βιθέντε Ρόχο- και τη συλλογή διηγη μάτων Η κηδεία της Μάμα Γκράντε. Μόνο που από αυτό το τελευταίο είχα μόνα τα ανολοκλήρωτα πρόχειρα, γιατί ο Άλβαρο Μούτις είχε δανείσει τα πρωτότυπα στη λατρεμένη μας Ελένα Πονια-
28
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
τόφσκα, πριν από την άφιξη μου στο Μεξικό, κι εκείνη τα είχε χάσει. Αργότερα κατάφερα να ανα συνθέσω όλα τα διηγήματα και ο Σέρχιο Γκαλίντο τα εξέδωσε στο Πανεπιστήμιο της Βερακρούς μετά από σύσταση του Άλβαρο Μούτις. Έτσι λοιπόν ήμουν ήδη ένας συγγραφέας με πέντε άγνωστα σχεδόν βιβλία. Αλλά το πρόβλη μα μου δεν ήταν αυτό, γιατί δεν έγραφα, ούτε τό τε ούτε ποτέ, για να γίνω διάσημος αλλά για να με αγαπούν περισσότερο οι φίλοι μου, κι αυτό πίστευα πως το είχα επιτύχει. Το μεγάλο μου πρόβλημα ως μυθιστοριογράφου ήταν πως μετά από εκείνα τα βιβλία είχα βρεθεί σε αδιέξοδο, και αναζητούσα παντού μια χαραμάδα για να δρα πετεύσω. Ήξερα καλά και τους καλούς και τους κακούς συγγραφείς που θα μπορούσαν να μου δείξουν το δρόμο, κι ωστόσο ένιωθα σαν να στρι φογύριζα διαρκώς σε ομόκεντρους κύκλους. Δεν πίστευα πως είχα στερέψει. Αντίθετα: ένιωθα ότι έμεναν ακόμα πολλά βιβλία να γράψω, αλλά δεν μπορούσα να βρω έναν πειστικό και ποιητικό τρό πο για να το κάνω. Σ' αυτή την κατάσταση βρι σκόμουν όταν ο Άλβαρο Μούτις ανέβηκε με μεγά λες δρασκελιές τους επτά ορόφους του σπιτιού μου μ' ένα πακέτο βιβλία στο χέρι, ξεχώρισε από το σωρό το πιο μικρό και το πιο σύντομο και μου το έδειξε σκασμένος στα γέλια: «Διάβασε αυτό το πράγμα, γαμώτο, για να μά θεις! »
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
29
Ήταν το Πέδρο Πάραμο. Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ προ τού τελειώσω τη δεύτερη ανάγνωση. Ποτέ, από την τρομερή νύχτα που διάβασα τη Μεταμόρφωση του Κάφκα σε μια θλιβερή φοιτητική εστία στην Μπο γκοτά -σχεδόν δέκα χρόνια νωρίτερα-, δεν είχα νιώ σει παρόμοια συγκίνηση. Την επόμενη μέρα διά βασα την Πεδιάδα στις φλόγες, και το θάμβος πα ρέμεινε άθικτο. Πολύ αργότερα, στην αίθουσα ανα μονής ενός γιατρού, βρήκα ένα ιατρικό περιοδικό με ένα άλλο μικρό αριστούργημα: την Κληρονομιά της Ματίλντε Αρκάνχελ. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς δεν μπόρεσα να διαβάσω κανέναν άλλο συγγραφέα, γιατί όλοι μου φαίνονταν ασήμαντοι. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να συνέλθω από την έκπληξη, όταν κάποιος είπε στον Κάρλος Βέ λο ότι ήμουν ικανός να απαγγείλω από μνήμης πα ραγράφους ολόκληρες από το Πέδρο Πάραμο. Η αλήθεια ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή: μπορού σα να απαγγείλω ολόκληρο το βιβλίο, απ' την κα λή κι απ' την ανάποδη, χωρίς κανένα σημαντικό λάθος, και μπορούσα να πω σε ποια σελίδα της έκδοσης μου βρισκόταν το κάθε επεισόδιο, και δεν υπήρχε ούτε ένα χαρακτηριστικό κάποιου προσώ που που να μην το γνώριζα εις βάθος. Ο Κάρλος Βέλο μου πρότεινε τη διασκευή για τον κινηματογράφο ενός άλλου διηγήματος του Χουάν Ρούλφο, που ήταν το μοναδικό που εγώ δε γνώριζα εκείνη τη στιγμή, του Χρυσού κόκορα.
30
ΧΟΥΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
Ήταν δεκαέξι πολύ πυκνογραμμένες σελίδες, γραμ μένες από τρεις διαφορετικές γραφομηχανές σε μεταξόχαρτο που ήταν έτοιμο να γίνει σκόνη. Ακόμα κι αν δε μου είχαν πει τίνος ήταν, θα το αναγνώρι ζα αμέσως. Η γλώσσα δεν ήταν τόσο λεπτοδουλε μένη όσο στο υπόλοιπο έργο του Χουάν Ρούλφο, και υπήρχαν πολύ λίγα από τα τεχνικά του μέσα, αλ λά ο προσωπικός του φύλακας άγγελος πετούσε σε όλη την έκταση της γραφής. Αργότερα, ο Κάρ λος Βέλο και ο Κάρλος Φουέντες με κάλεσαν να γράψω ένα κριτικό σημείωμα για την πρώτη δια σκευή του Πέδρο Πάραμο για τον κινηματογράφο. Αναφέρω αυτές τις δυο δουλειές -που το τε λικό τους αποτέλεσμα απείχε πολύ από το να εί ναι καλό-, γιατί με υποχρέωσαν να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο σε ένα έργο που οπωσδήπο τε το γνώριζα πια καλύτερα κι από τον ίδιο του το συγγραφέα. Τον οποίο, βέβαια, δε γνώρισα προσωπικά παρά μόνο αρκετά χρόνια αργότερα. 0 Κάρλος Βέλο είχε κάνει κάτι εντυπωσιακό: εί χε χωρίσει χρονολογικά τα αποσπάσματα του Πέ δρο Πάραμο και είχε στήσει την ιστορία με αυστη ρή χρονολογική σειρά. Ως απλή μέθοδος εργασίας μου φάνηκε νόμιμη, αν και το αποτέλεσμα ήταν ένα διαφορετικό βιβλίο: επίπεδο και ασύνδετο. Μου φάνηκε χρήσιμο ωστόσο για να κατανοήσω καλύτερα τη μυστική χειροτεχνία του Χουάν Ρούλφο, και μου αποκάλυψε κυριολεκτικά την εξαιρετική δεξιοτεχνία του.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
3ΐ
Υπήρξαν δύο ουσιώδη προβλήματα στη δια σκευή του Πέδρο Πάραμο. Το πρώτο ήταν το πρό βλημα των ονομάτων. Όσο υποκειμενικό κι αν εί ναι, κάθε όνομα μοιάζει με κάποιον τρόπο μ' εκεί νον που το φέρει, κι αυτό είναι πολύ πιο φανερό στη μυθοπλασία απ' ό,τι στην πραγματική ζωή. 0 Χουάν Ρούλφο έχει πει, ή τον έβαλαν να πει, ότι δημιουργεί τα ονόματα των ηρώων του διαβάζο ντας επιτύμβιες πλάκες στα νεκροταφεία του Χαλίσκο. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς με από λυτη βεβαιότητα είναι πως δεν υπάρχουν ονόμα τα πιο ταιριαστά από τα ονόματα των ανθρώπων στα βιβλία του. Εμένα μου φαινόταν αδύνατο -και έτσι εξακολουθεί να μου φαίνεται- να βρε θεί ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να ταυτιστεί χωρίς κανένα δισταγμό με το όνομα του ήρωα. Το άλλο πρόβλημα -αδιαχώριστο από το προηγούμενο- ήταν το πρόβλημα των ηλικιών. Σε όλο του το έργο ο Χουάν Ρούλφο είχε φροντίσει ιδιαιτέρως να είναι εντελώς απρόσεκτος όσον αφορά το χρόνο των πλασμάτων του. 0 Ναρσίσο Κόστα Ρος έκανε πρόσφατα μια εντυπωσιακή προσπάθεια να συστήσει τις ηλικίες των προσώ πων στο Πέδρο Πάραμο. Εγώ πάντοτε σκεφτό μουν, από καθαρή ποιητική διαίσθηση, ότι, όταν ο Πέδρο Πάραμο καταφέρνει επιτέλους να φέρει τη Σουσάνα Σαν Χουάν στο απέραντο βασίλειο της Μέδια Λούνα, εκείνη είναι πια μια γυναίκα εξήντα δύο ετών. Αλλά και ο Πέδρο Πάραμο θα
32
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
πρέπει να ήταν περίπου πέντε χρόνια μεγαλύτε ρος από εκείνη. Στην πραγματικότητα, το δράμα μου φαινόταν μεγαλύτερο, ομορφότερο και πιο τρομερό, αν καταποντιζόταν στην άβυσσο ενός αγιάτρευτου γεροντικού πάθους. Οι ηλικίες και των δύο έτσι όπως προσδιορίστηκαν από τον Κόστα Ρος δεν είναι οι ίδιες, αλλά δεν είναι πολύ μα κριά από αυτές που εγώ είχα υποθέσει. Τέτοιο ποιητικό μεγαλείο είναι αδιανόητο στον κινημα τογράφο. Στις σκοτεινές αίθουσες κανείς δε συ γκινείται από τους έρωτες ηλικιωμένων. Το κακό με αυτές τις σημαντικές έρευνες εί ναι ότι οι λόγοι της ποίησης δεν είναι πάντοτε ίδιοι με αυτούς της λογικής. Οι μήνες κατά τους οποίους συμβαίνουν κάποια γεγονότα είναι σημα ντικοί για την ανάλυση του έργου του Χουάν Ρούλφο, και αμφιβάλλω αν ο ίδιος είχε συνείδη ση αυτού του πράγματος. Στην ποιητική εργασία -και το Πέδρο Πάραμο είναι μια τέτοια εργασία στον υψηλότερο βαθμό της- οι συγγραφείς συνη θίζουν να επικαλούνται τους μήνες για διαφορε τικούς λόγους από την αυστηρή χρονολογική πε ριγραφή. Ακόμα περισσότερο: σε πολλές περι πτώσεις αλλάζει το όνομα του μήνα, της μέρας, ακόμα και του χρόνου, μόνο και μόνο για να εξα φανιστεί μια αταίριαστη ομοιοκαταληξία ή μια κακοφωνία, χωρίς ο συγγραφέας να σκεφτεί πως αυτές οι αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν έναν κρι τικό σε κάποιο αναντίρρητο συμπέρασμα. Αυτό
ΙΙΚΔΡΟΠΑΡΑΜΟ
33
συμβαίνει όχι μόνο με τις μέρες και τους μήνες αλ λά και με τα λουλούδια. Υπάρχουν συγγραφείς που τα χρησιμοποιούν μόνο και μόνο για τη δύ ναμη των ονομάτων τους, χωρίς να προσέχουν ιδιαίτερα αν ταιριάζουν με τον τόπο ή με την επο χή. Έτσι, δεν είναι σπάνιο να βρούμε καλά βιβλία όπου φυτρώνουν γεράνια στην αμμουδιά και του λίπες στο χιόνι. Στο Πέδρο Πάραμο, όπου είναι αδύνατο να καθορίσει κανείς με τρόπο οριστικό πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, η ακρίβεια γίνεται ακό μα πιο χιμαιρική. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, πράγματι, πόσο διαρκούν τα χρόνια του θανάτου. Θέλησα να τα πω όλα αυτά για να καταλήξω λέγοντας ότι η εις βάθος έρευνα στο έργο του Χουάν Ρούλφο μου πρόσφερε επιτέλους το δρό μο που αναζητούσα για να συνεχίσω τα βιβλία μου, και πως γι' αυτό μου είναι αδύνατο να γρά ψω γι' αυτόν χωρίς τελικά να καταλήξω να μιλώ για τον εαυτό μου. Τώρα θέλω να πω επίσης πως το ξαναδιάβασα ολόκληρο για να γράψω αυτές τις σύντομες αναμνήσεις, και ότι ξανάγινα το αθώο θύμα της ίδιας έκπληξης όπως και την πρώτη φο ρά. Δεν είναι περισσότερες από τριακόσιες σελί δες, αλλά είναι σχεδόν τόσες, και νομίζω πως θα έχουν την ίδια διάρκεια με τις σελίδες που έχουν διασωθεί από τον Hocpoxkq. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
Ηρθα στην Κομάλα* γιατί μου είπαν πως εδώ ζούσε ο πατέρας μου, κάποιος Πέδρο Πάραμο. Μου το 'πε η μητέρα μου. Κι εγώ της υποσχέθη κα πως θα ερχόμουν να τον βρω μόλις θα πέθαι νε. Της έσφιξα τα χέρια, σημάδι ότι θα το έκανα, γιατί εκείνη βάδιζε τότε προς το θάνατο κι εγώ ήμουν πρόθυμος να της υποσχεθώ τα πάντα. «Μην παραλείψεις να πας να τον δεις» με ορμήνεψε. «Κάποιοι τον φωνάζουν με το ένα όνομα, κάποιοι με το άλλο. Και είμαι σίγουρη πως θα χαρεί να σε γνωρίσει». Τότε δεν μπόρεσα να κάνω τίποτ' άλ λο παρά μονάχα να της λέω ότι έτσι θα 'κάνα, κι από τις τόσες φορές που της το είπα, συνέχισα να της το λέω ακόμα και μετά, αφού με κόπο ελευ θέρωσα τα χέρια μου απ' τα νεκρά της χέρια. * Κομάλα• από τη λέξη cornai, που δηλώνει πήλινο σκεύος το οποίο τοποθετείται πάνω στα αναμμένα κάρβουνα για να ζεστα θούν οι τορτίγιες. 0 Ρούλφο εξηγεί ότι γι' αυτό διάλεξε αυτό το όνομα. Κομάλα: τόπος πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, πολύ ζε στός. Στην πραγματικότητα η Κομάλα είναι ένα χωριό στα νο τιοδυτικά, πολύ κοντά στην Κολίμα, την πρωτεύουσα της επαρ χίας του Χαλίσκο. (Σ.τ.Μ.)
36
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
Νωρίτερα ακόμα μου είχε πει: — Μην πας να του ζητήσεις τίποτα. Να απαι τήσεις μόνο ό,τι μας ανήκει. Αυτό που ήταν υπο χρεωμένος να μου δώσει και ποτέ δε μου 'δώσε... Τα χρόνια που μας ξέχασε, παιδί μου, καν' τον να τα πληρώσει ακριβά. — Έτσι θα κάνω, μητέρα. Ωστόσο δε σκεφτόμουν να τηρήσω την υπό σχεση μου. Μέχρι πριν από λίγο που άρχισαν να με πλημμυρίζουνε τα όνειρα, ν' ανοίγουν μέσα μου φτερά οι αυταπάτες. Κι έτσι σιγά σιγά έφτιαξα έναν κόσμο γ ύ ρ ω από την ελπίδα που ήταν αυ τός ο άντρας π ο υ λεγόταν Πέδρο Πάραμο, ο άντρας της μητέρας μου. Γι' αυτό ήρθα στην Κομάλα.
Η τ α ν η εποχή των κυνικών καυμάτων, όταν ο αυ γουστιάτικος αέρας φυσάει ζεστός, δηλητηριασμέ νος απ' τη σάπια μυρωδιά του σαπουνόχορτου. 0 δρόμος ανέβαινε και κατέβαινε. Ανεβαίνει ή κατεβαίνει ανάλογα αν φεύγεις ή αν έρχεσαι. Γι αυτόν που φεύγει, ανεβαίνει. Γι αυτόν που έρχε ται, κατεβαίνει. — Πώς είπατε πως λέγεται το χωριό που φαί νεται εκεί κάτω; — Κομάλα, κύριε. — Και είστε σίγουρος ότι αυτή είναι η Κομάλα ; — Σίγουρος, κύριε.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
37
— Και γιατί δείχνει τόσο μελαγχολική; — Φταίνε οι καιροί, κύριε. Ε γ ώ περίμενα να τα δω όλα αυτά μέσα απ' τις αναμνήσεις της μητέρας μου• μέσα απ' τη νο σταλγία της, μια νοσταλγία πλεγμένη με αναστε ναγμούς. Έζησε όλη τη ζωή της λαχταρώντας την Κομάλα, το γυρισμό• αλλά ποτέ δε γύρισε. Τώρα έρχομαι εγώ στη θέση της. Έχω τα μάτια με τ α οποία εκείνη κοίταξε αυτά τα πράγματα, γιατί μου έδωσε τα μάτια της για να βλέπω. Υπάρχει εκεί, μόλις περάσεις την κλεισούρα του Λος Κολιμότες, η πανέμορφη θέα μιας πράσινης πεδιάδας, μια στάλα κίτρινης από τα ώριμα καλαμπόκια. Απ' αυτό το σημείο φαίνεται η Κομάλα, ν ασπρίζει τη γη, να τη φωτίζει μες στη νύχτα. Και η φωνή της ήταν μυστική, σχεδύν σβησμένη, σαν να μιλούσε μοναχή της... Η μητέρα μου. — Και για ποιο λόγο πηγαίνετε στην Κομάλα, αν επιτρέπεται; άκουσα να με ρωτούν. — Πάω να δω τον πατέρα μου, αποκρίθηκα. — Α ! είπε εκείνος. Και επανήλθαμε στη σιωπή. Κατηφορίζαμε, ακούγοντας το ρυθμικό τ ρ ο χασμό των γαϊδουριών. Τα μάτια θολωμένα απ' την αχλή της νύστας, μέσα στον καύσωνα του Α υ γούστου. — Σπουδαίο πανηγύρι θα στηθεί για χάρη σας, άκουσα πάλι τη φωνή αυτού που προχωρούσε
38
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
πλάι μου. Θα χαρούν να δούνε κάποιον μετά από τόσα χρόνια που δεν έρχεται κανείς εδώ. Κι έπειτα πρόσθεσε: — Όποιος κι αν είστε, θα χαρούνε να σας δουν. Στην αντανάκλαση του ήλιου, η π ε δ ι ά δ α έμοιαζε με διάφανη λίμνη που εξατμίζεται - ανά μεσα στους υδρατμούς διακρινόταν ένας γκρίζος ορίζοντας. Πιο πέρα, μια οροσειρά. Κι ακόμα πα ραπέρα, η πιο μακρινή απεραντοσύνη. — Και σαν πώς μοιάζει ο πατέρας σας, αν επι τρέπεται; — Δεν τον γνωρίζω, του είπα. Ξέρω μονάχα πως τον λένε Πέδρο Πάραμο. — Α! μάλιστα. — Ναι, έτσι μου είπαν πως τον λένε. Άκουσα άλλη μια φορά το « α ! » του ονηλάτη. Είχα συναντηθεί μαζί του στο Λος Ενκουέντρος,* εκεί που διασταυρώνονται κάμποσα μο νοπάτια. Είχα σταθεί εκεί προσμένοντας, ώσπου στο τέλος εμφανίστηκε αυτός ο άνθρωπος. — Για πού πηγαίνετε; τον ρώτησα. — Πηγαίνω προς τα κάτω, κύριε. — Ξέρετε ένα μέρος που ονομάζεται Κομάλα; — Εκεί ακριβώς πηγαίνω. Και τον ακολούθησα. Πήγαινα πίσω του πα σχίζοντας να συντονίσω το βήμα μου με το δικό του, μέχρι που φάνηκε να κατάλαβε πως τον ακο* Los E n c u e n t r o s : στα ισπανικά « ο ι σ υ ν α ν τ ή σ ε ι ς » . (Σ.τ.Μ.)
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
39
λουθούσα και βράδυνε το ρυθμό του. Έπειτα περ πατούσαμε τόσο κολλημένοι οι δυο μας, ώστε σχε δόν αγγίζονταν οι ώμοι μας. — Είμαι κι εγώ γιος του Πέδρο Πάραμο, μου είπε. Ένα κοπάδι από κοράκια διέσχισε τον άδειο ουρανό, κάνοντας κρα, κρα, κρα. Ανεβήκαμε και κατεβήκαμε τους λόφους, κι έπειτα όλο και κατηφορίζαμε. Είχαμε αφήσει το ζεστό αέρα εκεί πάνω και βυθιζόμασταν σιγά σι γά στη σκέτη ζέστη χωρίς αέρα. Όλα έμοιαζαν σαν να περιμένουν κάτι. — Κάνει ζέστη εδώ, είπα. — Αλήθεια, κι αυτό δεν είναι τίποτα, μου απά ντησε ο άλλος. Μη δίνετε σημασία. Θα το νιώσε τ ε ακόμα πιο πολύ σαν φτάσουμε στην Κομάλα. Αυτό το μέρος βρίσκεται πάνω στη χόβολη της γης, στο στόμα ακριβώς της Κόλασης. Μάλιστα λένε πως πολλοί απ' αυτούς που πεθαίνουνε εδώ, σαν φτάνουνε στην Κόλαση γυρίζουν πίσω για να πάρουν την κουβέρτα τους. — Εσείς τον ξ έ ρ ε τ ε τον Πέδρο Πάραμο; τον ρώτησα. Τόλμησα να το κάνω, γιατί στα μάτια του διέ κρινα μια στάλα εμπιστοσύνης. — Ποιος είναι; ξαναρώτησα. — Μια ζωντανή μνησικακία, μου απάντησε. Κι έδωσε μια καμτσικιά στα γαϊδούρια, ανώ φελη, αφού τα γαϊδούρια προχωρούσαν πολύ πιο
4o ΧΟΐΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
μπροστά από μας, παρασυρμένα απο την κατη φόρα. Ένιωσα το πορτρέτο της μητέρας μου, που το 'χα φυλαγμένο στην τσέπη του πουκαμίσου μου, να μου ζεσταίνει την καρδιά, σαν να ίδρωνε κι αυ τή. Ήτανε μια παλιά φωτογραφία, φαγωμένη στις άκρες• μα ήταν η μοναδική που είχα από εκείνη. Την είχα βρει μες στο ντουλάπι της κουζίνας, α ένα τσουκάλι γεμάτο με μυρωδικά: φύλλα μελισσοβότανου, άνθη της Καστίλης, βλαστάρια απήγανου. Από τότε την έχω φυλάξει. Δεν υπήρχε άλ λη. Η μητέρα μου αρνιόταν πάντοτε με πείσμα να φωτογραφίζεται. Έλεγε ότι οι φωτογραφίες εί ναι πράγματα μαγικά. Κι έτσι έμοιαζε• γιατί η δική της ήταν γεμάτη τρύπες σαν από βελόνα, και στο σημείο της καρδιάς υπήρχε μια πολύ μεγάλη όπου χωρούσε άνετα το μεσαίο δάχτυλο. Αυτή την ίδια έχω φέρει τώρα εδώ, με τη σκέ ψη πως θα μπορούσε να βοηθήσει για να με ανα γνωρίσει ο πατέρας μου. — Κοιτάξτε, μου είπε ο ονηλάτης και σταμάτη σε. Βλέπετε αυτό το ύψωμα που είναι σαν φούσκα γουρουνιού; Πίσω απ' αυτό ακριβώς βρίσκεται η Μέδια Λούνα.* Και τώρα στρίψτε προς τα εκεί. Βλέ πετε το φρύδι αυτού του λόφου; Κοιτάξτε το. Και τώρα στρίψτε από την άλλη. Βλέπετε το άλλο φρύ δι, αυτό που είναι τόσο μακριά ώστε σχεδόν δε φαί-
νεται; Αυτή λοιπόν είναι η Μέδια Λούνα, από τη μια της άκρη ως την άλλη. Όση γη μπορεί ν' αγκα λιάσει το βλέμμα, καταπώς λένε. Και όλη αυτή η έκταση είναι δική του. Το θέμα είναι ότι οι μανά δες μας μας ξεπετάξανε πάνω στην ψάθα κι ας ήμα σταν γιοι του Πέδρο Πάραμο. Και το καλύτερο εί ναι ότι αυτός μας πήγε για να μας βαφτίσουν. Αυ τό θα πρέπει να συνέβη και α εσάς, έτσι δεν είναι; — Δε θυμάμαι. — Δεν πας στο δαίμονα! — Τι λέτε; — Πως φτάνουμε κιόλας, κύριε. — Ναι, ναι, το βλέπω. Τι πέρασε από δω; — Ένα κορεκαμίνος* κύριε. Έτσι τα λένε ετούτα τα πουλιά. — Όχι, εγώ σας ρώτησα για το χωριό, που δεί χνει τόσο έρημο, σαν εγκαταλειμμένο. Μοιάζει σαν να μη ζει κανείς εδώ. — Δε μοιάζει. Έτσι είναι. Δε ζει κανείς εδώ. — Κι ο Πέδρο Πάραμο; — Ο Πέδρο Πάραμο πέθανε πριν πολλά χρόνια.
Media Luna, στα ισπανικά «ημισέληνος». (Σ.τ.Μ.)
4ΐ
* Correcaminos tropical (Geococcyx velox), μικρό πουλί που απαντάται στην Κεντρική Αμερική, από το Μεξικό μέχρι τη Νι καράγουα. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον χούχο και το κύ ριο χαρακτηριστικό του είναι η μεγάλη του ταχύτητα• εξ ου και το κοινό του όνομα, σύνθετο από το ρήμα correr (τρέχω) και camino (δρόμος, μονοπάτι). (Σ.τ.Μ.)
42
ΧΟΤΑΝ ΡΟΥΛΦΟ
Μταν η ώρα που τα παιδιά παίζουν στους δρό μους όλων των χωριών, γεμίζοντας με τις φωνές τους το απόγευμα. Όταν ακόμα και οι μαύροι τοί χοι αντανακλούν το κίτρινο φως του ήλιου. Τουλάχιστον αυτό είχα δει ε γ ώ στη Σαγιούλα, χτες μόλις, αυτή την ίδια ώρα. Και είχα δει και το πέταγμα των περιστεριών που έσκιζαν τον ήρε μο αέρα, κουνώντας τα φτερά τους σαν ν' αποχαιρετούσανε τη μέρα. Πετούσαν κι έπεφταν πάνω στα κεραμίδια, ενώ οι φωνές των παιδιών πετάριζαν κι έμοιαζαν σαν να βάφονταν μπλε από τον ουρανό του δειλινού. Τώρα ήμουν εδώ, σ ετούτο το χωριό χωρίς θο ρύβους. Άκουγα τα βήματα μου πάνω στις στρογ γυλές πέτρες με τις οποίες ήταν στρωμένοι οι δρό μοι. Τα κούφια βήματα μου να πολλαπλασιάζο νται αντηχώντας πάνω στους τοίχους που βάφο νταν απ' τον ήλιο του δειλινού. Αυτή την ώρα βρέθηκα να περπατώ στον κε ντρικό δρόμο του χωριού. Κοίταξα τα άδεια σπί τια• οι πόρτες βγαλμένες απ' τους μεντεσέδες τους και μέσα να χουνε ορμήσει τα αγριόχορτα. Πώς μου είπε εκείνος ο τύπος ότι ονομάζεται αυτός ο θά μνος; «Η καπετάνισσα,* κύριε. Αληθινή πληγή, που περιμένει να φύγουνε οι άνθρωποι για να εισβά λει μες στα σπίτια. Θα το δείτε και μοναχός σας». * Αειθαλής θάμνος, το επιστημονικό του όνομα είναι λάρρεια η μεξικανική. (Σ.τ.Μ.)
ΙΙΚΛΓΟ ίΙΛΡΛΜΟ
43
Περνώντας ένα σταυροδρόμι είδα μια γυναί κα τυλιγμένη στο σάλι της, που εξαφανίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μετά ξανάρχισαν να προ χωρούν τα πόδια μου, και τα μάτια μου συνέχι σαν να εισχωρούν στα ανοίγματα που άφηναν οι πόρτες. Μέχρι που η γυναίκα με το σάλι ξαναπέ ρασε από μπροστά μου. — Καληνύχτα! μου είπε. Την ακολούθησα με το βλέμμα. Της φώναξα: — Πού μένει η δόνια Εδουβίχες; Κι εκείνη έδειξε με το δάχτυλο. — Εκεί. Στο σπίτι δίπλα από τη γέφυρα. Κατάλαβα πως η φωνή της είχε ανθρώπινο ηχόχρωμα, πως το στόμα της είχε δόντια και μια γλώσσα που μπερδευόταν και ξεμπερδευόταν κα θώς μίλαγε, και πως τα μάτια της ήταν όπως τα μάτια όλων των ανθρώπων που ζουν πάνω στη γη. Είχε σκοτεινιάσει. Μου ξαναείπε καληνύχτα. Και παρ 1 όλο π ο υ δεν υπήρχανε παιδιά να παίζουν, ούτε περιστέρια ούτε γαλάζια κεραμίδια, αισθάνθηκα πως το χω ριό εκείνο ζούσε. Κι ότι αν εγώ άκουγα μόνο τη σιωπή, ήταν γιατί δεν είχα ακόμη συνηθίσει τη σιωπή• ίσως γιατί το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από θορύβους και φωνές. Ναι, φωνές. Κι εδώ, που ο αέρας ήταν αραιός, ακούγονταν καλύτερα. Κάθονταν μέσα μου. βα ριές. Θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου. Ε κεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά
44
ΧΟΪ'ΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των ανα μνήσεων μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέ βαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή. Η μητέρα μου... η ζωντανή. Θα 'θελα να της πω: «Έκανες λάθος τόπο. Δε μου 'δωσες σωστή διεύθυνση. Μ' έστειλες στο " π ο ύ 'ναι αυτό και πού 'ναι εκείνο". Σε ένα έρη μο χωριό. Να αναζητώ κάποιον που δεν υπάρχει». Έφτασα στο σπίτι της γέφυρας ακολουθώντας το βουητό του ποταμού. Χτύπησα την πόρτα - ή μάλλον όχι ακριβώς. Το χέρι μου έμεινε μετέω ρο, σαν να την άνοιξε ο αέρας. Μια γυναίκα στε κόταν εκεί. Μου είπε: — Περάστε. Και μπήκα.
Jl/μεινα στην Κομάλα. Ο ονηλάτης, που συνέχισε το δρόμο του, μου ανακοίνωσε λίγο πριν μ' απο χαιρετήσει: — Ε γ ώ πάω πιο πέρα, εκεί που ενώνονται οι λόφοι. Εκεί είναι το σπίτι μου. Αν θέλετε να 'ρθείτε, είστε καλοδεχούμενος. Αν πάλι θέλετε να μεί νετε εδώ, αυτό να κάνετε - δε χάνετε τίποτα να ρίξετε μια ματιά στο χωριό, ίσως να βρείτε κά ποιον που να είναι ακόμα ζωντανός. Και έμεινα. Γι' αυτό είχα έρθει. — Και πού μπορώ να μείνω; τον ρώτησα φω νάζοντας σχεδόν.
Ι1ΕΔΡ0 ΠΑΡΑΜΟ
45
— Ψάξτε τη δόνια Εδουβίχες, αν είναι ακόμα ζωντανή. Πείτε της ότι έρχεστε εκ μέρους μου. — Κι εσείς πώς λέγεστε; — Αμπούνδιο, μου αποκρίθηκε. Αλλά δεν πρό λαβα να ακούσω το επώνυμο του.
— Ε ί μ α ι η Εδουβίχες Διάδα. Περάστε. Έμοιαζε σαν να με περίμενε. Τα είχε όλα έτοι μα, όπως μου είπε, ζητώντας μου να την ακολου θήσω μέσα από μια μακριά σειρά σκοτεινών δω ματίων, άδειων απ' ό,τι έδειχναν. Μα όχι - γιατί μόλις τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι και τη λεπτή κλωστή από φως που μας ακολουθούσε, εί δα σκιές να ορθώνονται κι από τις δυο πλευρές και κατάλαβα πως π ε ρ π α τ ο ύ σ α μ ε μέσα σε ένα στενό διάδρομο που ανοιγόταν ανάμεσα σε ακα θόριστους όγκους. — Τι είναι αυτά εδώ; ρώτησα. — Παλιατσαρίες, μου απάντησε. Όλο το σπίτι μου έχει γίνει σκουπιδότοπος. Το διάλεξαν για να φυλάξουνε τα έπιπλα τους όσοι έφυγαν, όμως κα νένας τους δε γύρισε για να τα πάρει. Μα το δω μάτιο που κράτησα για σας είναι στο βάθος. Το έχω πάντα ελεύθερο μήπως έρθει κανείς. Είστε λοιπόν γιος της; — Ποιας; αποκρίθηκα. — Της Ντολορίτας. — Ναι, αλλά πώς το ξέρετε;
φ
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
— Αυτή με ειδοποίησε πως θα ερχόσασταν. Και σήμερα ακριβώς. Ότι θα φτάνατε σήμερα. — Ποια; Η μητέρα μου; — Ναι. Αυτή. Ε γ ώ δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Ούτε κι εκείνη μου άφησε χρόνο να σκεφτώ. — Αυτό είναι το δωμάτιο σας, μου είπε. Δεν είχε άλλες πόρτες, μονάχα εκείνη από την οποία μπήκαμε. Άναψε το κερί και το είδα άδειο. — Εδώ δεν έχει πού να ξαπλώσεις, της είπα. — Μη σας ανησυχεί αυτό. Θα πρέπει να 'στε κουρασμένος, κι η νύστα είναι το καλύτερο στρώ μα για την κούραση. Αύριο κιόλας θα σας ετοιμά σω το κρεβάτι σας. Δεν ετοιμάζεται εύκολα κα νείς στο πι και φι, το ξέρετε. Γι' αυτό και πρέπει να τον έχουνε ειδοποιήσει έγκαιρα, και η μητέρα σας δε με ενημέρωσε παρά μονάχα μόλις τώρα. — Η μητέρα μου, είπα, η μητέρα μου έχει πε θάνει. — Άρα, γι' αυτό η φωνή της ακουγόταν τόσο αδύναμη, σαν να 'χε κάνει πολύ δρόμο για να φτά σει ως εδώ. Τώρα καταλαβαίνω. Πόσος καιρός πάει που πέθανε; — Πάνε πια εφτά μέρες. — Την καημενούλα. Θα πρέπει να αισθάνθηκε εγκαταλειμμένη. Είχαμε ορκιστεί πως θα πεθαί ναμε μαζί. Ότι θα φεύγαμε κι οι δυο για να δίνει θάρρος η μια στην άλλη στο μακρύ ταξίδι, αν χρειαζόταν, αν ίσως συναντούσαμε κάποια δυ-
ΙΙΚΔΙΌ ΠΑΡΑΜΟ
47
σκολία. Ήμασταν πολύ φίλες. Ποτέ δε σας μίλη σε για μένα; — Όχι, ποτέ. — Παράξενο. Βέβαια, τότε ήμασταν κοριτσά κια. Κι εκείνη είχε μόλις παντρευτεί. Αλλά αγα πιόμασταν πολύ. Η μητέρα σου ήταν τόσο χαρι τωμένη, τόσο, πώς να το πω, τόσο τρυφερή, π ο υ ειλικρινά χαιρόσουν να την αγαπάς. Σου 'κάνε κέ φι να την αγαπάς. Ώστε λοιπόν με πρόλαβε, έτσι; Να είσαι όμως σίγουρος πως θα τη φτάσω. Μόνο εγώ ξέρω πόσο μακριά είναι από μας ο Ουρανός• μα ξέρω και να κόψω δρόμο. Το παν είναι να π ε θάνει κανείς, με τη βοήθεια του Θεού, όταν ο ίδιος το θελήσει κι όχι όταν τον απολύσει Εκείνος. Ή, αν το θες, να τον υποχρεώσει να τον απολύσει πριν την ώρα του. Συγχωρά με που σου μιλώ στον ενικό" είναι επειδή σε βλέπω σαν παιδί μου. Ναι, πολλές φορές είπα: « 0 γιος της Ντολόρες θα 'πρεπε να είναι δικός μ ο υ » . Άλλη ώρα θα σου πω γ ι α τί. Το μόνο που θέλω τώρα να σου πω είναι π ω ς θα προλάβω τη μητέρα σου σε κάποιο απ' τα μο νοπάτια της αιωνιότητας. Πίστεψα πως η γυναίκα αυτή ήταν τρελή. Έ π ε ι τ α πια δεν πίστευα τίποτα. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σ έναν άλλο κόσμο και αφέθηκα να παρασυρθώ. Το σώμα μου, που έμοιαζε να αιω ρείται, λύγιζε εμπρός στο καθετί, είχε λύσει τους κάβους του και ο οποιοσδήποτε μπορούσε να παί ξει μαζί του σαν να 'ταν πάνινη κούκλα.
48
ΧΟΥΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
— Είμαι κουρασμένος, της είπα. — Έ λ α πρώτα να φας καμιά μπουκιά. Κάτι.
νους όχθους. Όταν πετούσαμε αϊτούς την εποχή των ανέμων. Ακούγαμε από δω κάτω τη ζωντανή βουή του χωριού ενώ εμείς βρισκόμαστε από πά νω του, ψηλά στον όχθο, την ώρα που μας ξέφευ γ ε ο σπάγκος παρασυρμένος από τον αέρα. "Βοή θα με, Σουσάνα". Και δυο απαλά χέρια σφίγγο νταν γ ύ ρ ω από τα χέρια μου. " Α μ ό λ α κι άλλο σκοινί".
Ό,τι να 'ναι. — Θα 'ρθω. Θα 'ρθω αργότερα.
Τ ο νερό που έσταζε απ τα κεραμίδια άνοιγε μια λακκούβα στην άμμο του αίθριου. Ηχούσε, πλατς πλατς, κι ύστερα πάλι πλατς, στη μέση ενός φύλ λου δάφνης που στριφογύριζε κι αναπηδούσε σφη νωμένο στη σχισμή των τούβλων. Είχε περάσει πια η καταιγίδα. Τώρα το αεράκι ταρακουνούσε πό τε πότε τα κλωνάρια της ροδιάς κι εκείνα έστα ζαν βαριά βροχή μουσκεύοντας το χώμα με αστρα φτερές σταγόνες που κατόπιν θάμπωναν. Οι κό τες, κουρνιασμένες σαν να κοιμούνταν, τίναζαν ξάφνου τα φτερά τους κι έβγαιναν στην αυλή, τσι μπολογώντας βιαστικά, αρπάζοντας τα σκουλή κια που είχε ξεθάψει η βροχή. Όταν αποτραβήχτηκαν τα σύννεφα, ο ήλιος φώτισε τις πέτρες, έλουσε τα πάντα με πολύχρωμους ιριδισμούς, ρούφηξε το νερό της γης και στίλβωσε τα φύλλα με τα οποία έπαιζε ο άνεμος. — Τι κάνεις τόση ώρα στο μέρος, νεαρέ; — Τίποτα, μαμά. — Αν μείνεις κι άλλο εκεί μέσα, θα βγει μια οχιά και θα σε δαγκώσει. — Ναι, μαμά. «Σκεφτόμουνα εσένα, Σουσάνα. Τους πράσι-
49
» 0 αέρας μάς έκανε να γελάμε• ένωνε τα βλέμματα μας, ενώ ο σπάγκος έτρεχε ανάμεσα στα δάχτυλα πίσω απ' τον άνεμο, μέχρι που έσπα γ ε μ' ένα ελαφρύ τρίξιμο σαν να χε χτυπηθεί απ' τα φτερά ενός πουλιού. Κι εκεί ψηλά, το χάρτινο πουλί έπεφτε κουτρουβαλιστό σέρνοντας την ου ρά του από κουρέλια ώσπου χανόταν στην κατα πράσινη γη. »Τα χείλη σου ήταν υγρά σαν να τα χε φιλή σει η πρωινή δροσιά». — Σου είπα να βγεις από το μέρος, νεαρέ. — Ναι, μαμά. Τώρα, έρχομαι. «Εσένα θυμόμουν. Όταν ήσουν εκεί και με κοι τούσες με τα γαλαζοπράσινα σου μάτια». Σήκωσε το βλέμμα και είδε τη μητέρα του στην πόρτα. — Γιατί αργείς τόσο πολύ να βγεις; Τι κάνεις εδώ μέσα; — Σκέφτομαι. — Και δεν μπορείς να σκεφτείς αλλού; Είναι κακό να κάθεσαι πολλή ώρα στο μέρος. Άσε που
50
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
π ρ έ π ε ι να κάνεις και καμιά δουλειά. Γιατί δεν πας με τη γιαγιά σου να ξεκοκκίσεις καλαμπόκι; — Τώρα πάω, μαμά. Τώρα πάω.
— 1 ιαγιά, έρχομαι να σε βοηθήσω να ξεκοκκίσουμε το καλαμπόκι. — Τέλειωσε πια - πάμε όμως ν' αλέσουμε τη σο κολάτα. Πού είχες χωθεί; Σε ψάχναμε όση ώρα κράτησε η καταιγίδα. — Ήμουν στην άλλη αυλή. — Και τι έκανες; Προσευχόσουν; — Όχι, γιαγιά, έβλεπα μόνο τη βροχή. Η γιαγιά τον κοίταξε με τα γκριζοκίτρινα μά τια της, που έμοιαζαν σαν να μάντευαν ό.τι έκρυ βε ο καθένας μέσα του. — Έλα, λοιπόν, να καθαρίσουμε το μύλο. «Εκατοντάδες μέτρα μακριά, πάνω απ' όλα τα σύννεφα, πιο πάνω, πολύ πιο πέρα απ' όλα, ήσουν κρυμμένη εσύ, Σουσάνα. Κρυμμένη στην απερα ντοσύνη του Θεού, πίσω απ' τη Θεία Πρόνοια του, εκεί που εγώ δεν μπορώ να σε φτάσω ούτε και να σε δω, κι όπου δε φτάνουνε τα λόγια μου». — Γιαγιά, ο μύλος δε δουλεύει, έχουν σπάσει τα δόντια του. — Η Μικαέλα θα άλεσε πάλι μικρά καλαμπό κια. Δεν μπορεί να την κόψει ετούτη την κακιά συ νήθεια - τι να το κάνεις όμως, δε διορθώνεται πια.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΛΜΟ
5'
— Γιατί δεν αγοράζουμε άλλον; Αυτός είναι πια τόσο παλιός που δε δουλεύει. — Καλά λες. Αν και με τα έξοδα που κάναμε για την κηδεία του παππού σου και τη δεκάτη που πληρώσαμε στην Εκκλησία, έχουμε μείνει απέντα ροι. Ωστόσο, θα κάνουμε τη θυσία και θ' αγορά σουμε. Δεν πας να δεις τη δόνια Ινες Βιγιαλπάντο, να της ζητήσεις να μας κάνει πίστωση ως τον Οκτώβρη. Θα την πληρώσουμε με τις σοδειές. — Ναι, γιαγιά. — Κι αφού θα πας, κάν' το ολόκληρο το θέλη μα και π ε ς της να μας δανείσει ένα κόσκινο κι ένα κλαδευτήρι - έτσι όπως μεγαλώνουν τα χορτά ρια, θα μας πνίξουν. Αν είχα ακόμα το μεγάλο σπί τι μου, με τις μεγάλες του αυλές, δε θα παραπο νιόμουν τώρα. Μα ο παππούλης σου την πάτησε π ο υ ήρθε εδώ. Όλα τα φέρνει ο Θεός: π ο τ έ τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Πες στη δόνια Ινες ότι θα της πληρώσουμε με τις σοδειές όλα όσα της χρωστάμε. — Ναι, γιαγιά. Υπήρχαν κολιμπρί. Ήταν η εποχή τους. Ακου γόταν το θρόισμα των φτερών τους ανάμεσα στα γιασεμιά που λύγιζαν από το βάρος των λουλου διών τους. Πέρασε απ' το εικονοστάσι της Αγίας Καρδιάς και βρήκε είκοσι τέσσερα σεντάβος. Άφησε τα τέσσερα σεντάβος και πήρε το εικοσάρικο. Πριν φύγει, τον σταμάτησε η μάνα του:
5^
ΧΟΓΑΝ ΡΟΊΙ'ΛΦΟ
— Πού πας; — Στη δόνια Ινες Βιγιαλπάντο για έναν και νούργιο μύλο. Αυτός που είχαμε έσπασε. — Πες της να σου δώσει ένα μέτρο μαύρο ταφτά, σαν κι αυτόν. Και του 'δώσε το δείγμα. Και να το γράψει στο λογαριασμό μας. — Μάλιστα, μαμά. — Κι όταν γυρίζεις, αγόρασε μου ασπιρίνες. Θα βρεις λεφτά στο βάζο στο διάδρομο. Βρήκε ένα πέσο. Άφησε το εικοσάρικο και άρ παξε το πέσο. « Τ ώ ρ α θα μου περισσέψουνε λεφτά αν τύχει κ ά τ ι » σκέφτηκε. — Πέδρο, του φώναξαν. Πέδρο! Όμως εκείνος πια δεν άκουγε. Ήταν πολύ μα κριά.
1 η νύχτα ξανάρχισε να βρέχει. Άκουγε το γουργουρητό του νερού ώρα πολλή• μετά θα π ρ έ π ε ι να αποκοιμήθηκε, γιατί όταν ξύπνησε ακουγόταν μόνο ένα σιγανό ψιλόβροχο. Τα τζάμια του πα ράθυρου ήταν θαμπά, κι από την άλλη πλευρά κυ λούσαν οι σταγόνες σε χοντρές γραμμές σαν δά κρυα. «Κοιτούσα τις σταγόνες να πέφτουν φωτι σμένες απ' τους φανοστάτες, και κάθε μου ανά σα ήταν κι ένας στεναγμός, κάθε μου σκέψη ήταν μια σκέψη για σένα, Σουσάνα». Η βροχή έγινε απαλός αέρας. Άκουσε: « Ά φ ε -
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
53
ση αμαρτιών και ανάσταση σαρκός. Αμήν». Αυ τό ήταν από μέσα, όπου οι γυναίκες τέλειωναν την προσευχή. Σηκώθηκαν έκλεισαν στα κλουβιά τους τα πουλιά - αμπάρωσαν την πόρτα• έσβησαν το φως. Έ μ ε ν ε μόνο το φως της νύχτας, ο ψίθυρος της βροχής σαν το μουρμουρητό των γρύλων... — Γιατί δεν ήρθες να προσευχηθείς μαζί μας; Έχουμε τα εννιάμερα του παππού σου. Η μάνα του στεκόταν εκεί, στο κατώφλι της πόρτας, μ' ένα κερί στο χέρι. Η σκιά της έφτανε μέχρι το ταβάνι, μακριά, σχεδόν διπλάσια. Και τα δοκάρια της στέγης την έκαναν κομμάτια, την τε μάχιζαν. — Είμαι λυπημένος, είπε. Τότε εκείνη έκανε μεταβολή. Φύσηξε κι έσβη σε τη φλόγα του κεριού. Έκλεισε την πόρτα κι άφησε ελεύθερα τα αναφιλητά της, που συνέχισαν ν' ακούγονται ανάμεικτα με τη βροχή. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε τις ώρες, τη μια μετά την άλλη, τη μια μετά την άλλη, σαν να είχε συρρικνωθεί ο χρόνος.
— Λ ο ι π ό ν ναι, λίγο έλειψε εγώ να είμαι η μητέ ρα σου. Εκείνη δε σου μίλησε ποτέ γι' αυτό; — Όχι. Μου διηγιόταν μόνο πράγματα καλά. Για σας έμαθα πριν από λίγο, από τον ονηλάτη που με οδήγησε ως εδώ, κάποιον Αμπούνδιο.
54
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΑΦΟ
— Ο καλός μου ο Αμπουνδιο. Ώστε ακόμα με θυμάται; Ε γ ώ του έδινα φιλοδωρήματα γ ι α κά θε τ α ξ ι δ ι ώ τ η π ο υ έφερνε στο σπίτι μου. Κι οι δυο είχαμε κέρδος. Τώρα, αλίμονο, έχουν αλλά ξει οι καιροί, γιατί από τότε π ο υ αυτός ο τ ό π ο ς ξ έ π ε σ ε , κανείς δεν ε π ι κ ο ι ν ω ν ε ί μαζί μας πια. Ώ σ τ ε λοιπόν αυτός σου σ ύ σ τ η σ ε να έρθεις να με δεις; — Μου πρότεινε να σας αναζητήσω. — Το λιγότερο π ρ έ π ε ι να τον ευχαριστήσω. Ήταν καλός άνθρωπος και πολύ υποχρεωτικός. Αυτός μας έφερνε τα γράμματα, και συνέχισε να το κάνει ακόμα και μετά που κουφάθηκε. Θυμά μαι την αναθεματισμένη εκείνη μέρα που τον βρή κε το κακό. Όλοι μας λυπηθήκαμε, γιατί όλοι μας τον α γ α π ο ύ σ α μ ε . Μας έπαιρνε και μας έφερνε τα γράμματα. Μας διηγιόταν πώς πηγαίνανε τα πράγματα στην άλλη πλευρά του κόσμου, και σί γουρα σ εκείνους διηγιόταν πώς πηγαίναμε εμείς. Ήταν σπουδαίος συζητητής. Έ π ε ι τ α όχι πια. Έ π α ψ ε να μιλάει. Έ λ ε γ ε πως δεν είχε νόημα να λέει πράγματα που αυτός δεν άκουγε, που δεν ηχούσανε στ' αυτιά του, πως πια δεν έβρισκε σ' αυτά κανένα γούστο. Όλα γινήκανε επειδή έσκα σε πολύ κοντά στο κεφάλι του μια από κείνες τις ρουκέτες που έχουμε για να τρομάζουμε τις νεροφίδες. Από τότε βουβάθηκε, αν και δεν ήταν μουγγός• αλλά, η αλήθεια να λέγεται, δεν έχασε την καλή του την καρδιά.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
55
— Αυτός για τον οποίο σας μιλάω άκουγε μια χαρά. — Τότε δε θα 'ναι αυτός. Εξάλλου, ο Αμπουν διο είναι πεθαμένος πια. Σίγουρα πρέπει να 'ναι πεθαμένος. Καταλαβαίνεις; Άρα δεν μπορεί να εί ναι αυτός. — Συμφωνώ μαζί σας. — Ωραία, για να γυρίσω στη μητέρα σου, σου έλεγα... Χωρίς να πάψω να την ακούω βάλθηκα να κοι τάζω τη γυναίκα που είχα απέναντι μου. Σκέφτη κα πως θα πρέπει να είχε περάσει δύσκολα χρό νια. Το π ρ ό σ ω π ο της ήταν διάφανο σαν να μην είχε αίμα, τα χέρια της μαραμένα• μαραμένα και γεμάτα ρυτίδες. Δε φαίνονταν τα μάτια της. Φο ρούσε ένα άσπρο φόρεμα πολύ παλιό και παρα φορτωμένο με βολάν, κι απ' το λαιμό της, περα σμένη σε κορδόνι, κρεμόταν μια Παναγία Παρηγορήτρια με μια επιγραφή που έλεγε: «Παρηγο ριά των αμαρτωλών». —... Αυτός ο τύπος για τον οποίο σου μιλάω δούλευε «δαμαστής αλόγων» στη Μέδια Λούνα έ λ ε γ ε ότι τ' όνομα του ήταν Ινοσένσιο Οσόριο. Αν κι όλοι τον γνωρίζαμε με το παρατσούκλι Πηδηχτουλης, γιατί ήταν ελαφρύς και επιδέξιος στα πη δήματα. Ο κουμπάρος μου ο Πέδρο έλεγε π ω ς ήταν κυριολεκτικά φτιαγμένος για να δαμάζει τα πουλάρια αλλά το σίγουρο είναι ότι είχε κι άλλο ε π ά γ γ ε λ μ α : ήταν « μ ε σ ί τ η ς » . Μεσίτης ονείρων.
56
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
Αυτό ήταν στην πραγματικότητα. Και τη μητέρα σου την τύλιξε όπως και τόσες άλλες. Ανάμεσα τους κι εμένα. Κάποια φορά που ήμουν άρρωστη παρουσιάστηκε μπροστά μου και μου είπε: « Έ ρ χομαι να σε ψαχουλέψω να συνέλθεις». Κι ετού το σήμαινε πως άρχιζε να σε μαλάζει, πρώτα στ' ακροδάχτυλα. έπειτα να σου τρίβει τα χέρια - με τά τα μπράτσα, και τέλος ριχνότανε στα πόδια σου, εν ψυχρώ, έτσι που όλο αυτό, μετά από λί γη ώρα, σου 'φέρνε ζέστη. Κι ενώ σε ζύμωνε, μί λαγε για το μέλλον σου. Έ π ε φ τ ε σε έκσταση, γ υ ρίζανε τα μάτια του, κι άρχιζε επικλήσεις και κα τάρες- γεμίζοντας σε με φτυσιές σαν τους τσιγ γάνους. Κάποιες φορές κατέληγε ολοτσίτσιδος κι έλεγε ότι το 'κάνε γιατί εμείς το θέλαμε. Κάποιες φορές έπεφτε διάνα• έριχνε σε τόσες μεριές, που όλο και κάπου θα 'βρίσκε το στόχο του. »Το θέμα είναι πως εκείνος ο Οσόριο πρόβλε ψε στη μητέρα σου όταν πήγε να τον δει ότι « α υ τή τη νύχτα δεν πρέπει να πλαγιάσει με κανέναν άντρα γιατί είναι φουσκωμένο το φ ε γ γ ά ρ ι » . »Η Ντολόρες ήρθε πολύ αναστατωμένη να μου πει πως δεν μπορούσε. Ότι απλούστατα ήταν αδύνατο να πλαγιάσει τη νύχτα εκείνη με τον Πέδρο Πάραμο. Ήταν η πρώτη νύχτα του γάμου της. Και να που βρέθηκα εγώ να προσπαθώ να την πεί σω να μην πιστέψει τον Οσόριο, που εξάλλου ήταν ψεύτης και απατεώνας.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
57
«Δεν μ π ο ρ ώ » μου είπε. «Πήγαινε εσύ για μέ να. Δε θα το π ρ ο σ έ ξ ε ι » . »Βέβαια ε γ ώ ήμουν πολύ πιο νέα από αυτήν. Κι όχι τόσο μελαχρινή• όμως αυτό δεν το προσέ χεις στο σκοτάδι. «Δε γίνεται, Ντολόρες, πρέπει να πας ε σ ύ » . «Κάνε μου αυτή τη χάρη. Κι εγώ θα σου την ξεπληρώσω». »Η μάνα σου εκείνον τον καιρό ήταν μια κο πελίτσα με ντροπαλά μάτια. Αν είχε κάτι όμορ φο η μητέρα σου, αυτό ήταν τα μάτια. Και ήξε ραν να πείθουν. «Πήγαινε εσύ στη θέση μ ο υ » μου έλεγε. »Και πήγα. »Πιάστηκα απ' το σκοτάδι κι από κάτι άλλο που αυτή δεν το 'ξέρε: ότι κι εμένα μου άρεσε ο Πέδρο Πάραμο. »Κοιμήθηκα μαζί του, πρόθυμα, με τη θέληση μου. Κόλλησα στο κορμί του αλλά το γλέντι της προηγούμενης ημέρας τον είχε αφήσει αποκάμωμένο, κι έτσι πέρασε ολόκληρη τη νύχτα ροχαλί ζοντας. Το μόνο που έκανε ήταν να μπλέξει τα πό δια του με τα δικά μου. »Πριν ξημερώσει σηκώθηκα και πήγα να βρω την Ντολόρες. Της είπα: « Τ ώ ρ α πήγαινε εσύ. Σήμερα είναι πια άλλη μέρα». « Τ ι σου 'κάνε;» με ρώτησε. « Α κ ό μ α δεν το ξ έ ρ ω » της απάντησα.
58
Ι1ΕΔΡ0 ΠΑΡΑΜΟ
ΧΟΪΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
59
»Τον άλλο χρόνο γεννήθηκες εσύ - όχι όμως από μένα. παρ' όλο που παρά τρίχα να γινόταν έτσι. »Ίσως να μη σου το 'πε η μητέρα σου από
με σμήνη από τσίχλες να περνούν. Ένα μοναχικό όρνιο ζυγιαζόταν στον ουρανό. «Γιατί αναστενάζεις, Ντολορίτας;»
ντροπή. Πράσινες πεδιάδες. Να βλέπεις τον ορίζοντα ν ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τον αέρα που λυ γάει τα στάχυα, το τρεμούλιασμα του απόβραδου με τριπλοπλόκαμη βροχή. Το χρώμα της γης. η μυ ρωδιά του τριφυλλιού και του ψωμιού. Ένα χωριό που μυρίζει χυμένο μέλι... »Και φυσικά τον μίσησε τον Πέδρο Πάραμο. «Ντολορίτας! Πρόσταξες να μου ετοιμάσουνε το πρωινό;» Και η μητέρα σου ξυπνούσε πριν το χά ραμα. Άναβε την πυροστιά. Οι γάτες ξύπναγαν από τη μυρωδιά του ξύλου που καιγόταν. Κι εκεί νη πήγαινε πέρα δώθε, και πίσω της η συμμορία των γάτων. «Δόνια Ντολορίτας!» »Πόσες φορές δεν άκουσε η μητέρα σου αυτήν τη φράση; «Δόνια Ντολορίτας, αυτό είναι κρύο. Αυτό δεν είναι καλό». Πόσες φορές; Παρ' όλο που ήτανε συνηθισμένη στα χειρότερα, τα ντροπαλά της μάτια σκλήρυναν.
« Θ α ήθελα να ήμουν όρνιο για να πετάξω εκεί που ζει η αδελφή μου».
... Να μη νιώθεις άλλη μυρωδιά των ανθών της πορτοκαλιάς
παρά
στη χλιαρή
μονάχα ατμόσφαι
ρα της εποχής... »Τότε άρχισε να αναστενάζει. «Γιατί αναστενάζεις, Ντολορίτας;» » Ε γ ώ είχα πάει μαζί τους εκείνο το απόγευ μα. Ήμαστε στη μέση του κάμπου και κοιτούσα -
«Μέχρις εδώ και μη παρέκει, δόνια Ντολορί τας. Τώρα αμέσως θα πας να δεις την αδελφή σου. Γυρίζουμε. Να σου ετοιμάσουν τις βαλίτσες σου. Μέχρις εδώ και μη π α ρ έ κ ε ι » . »Και η μητέρα σου έφυγε. «Καλή αντάμωση, δον Πέδρο». «Αντίο, Ντολορίτας». » Έ φ υ γ ε για πάντα από τη Μέδια Λούνα. Πολ λούς μήνες μετά, ρώτησα τον Πέδρο Πάραμο για κείνη. « Α γ α π ο ύ σ ε την αδελφή της περισσότερο από μένα. Θα πρέπει να περνάει καλά εκεί. Άσε που είχε αρχίσει και να μ' εκνευρίζει. Δε σκέφτομαι να πάω να τη ζητήσω, αν αυτό σε ανησυχεί». «Με τι θα ζήσουν ό μ ω ς ; » «Με τη βοήθεια του Θεού». ... Τα χρόνια που μας εγκατέλειψε, κάν τον να τα πληρώσει ακριβά.
παιδί
μου,
»Και μέχρι τώρα που με ειδοποίησε ότι θα 'ρχόσουν να με δεις, δεν ξανακούσαμε ποτέ για εκείνη. — Έγιναν τόσα πράγματα, της είπα. Ζούσα με στην Κολίμα, φιλοξενούμενοι της θείας Γερ-
ΠΙΪΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ 6ο
6ι
ΧΟΤΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
τρούδης, που μας πετούσε κατάμουτρα πως είμα στε βάρος. «Γιατί δεν πας πίσω στον άντρα σ ο υ ; » έλεγε στη μητέρα μου. «Μήπως έστειλε να με πάρουν; Δεν πρόκειται να πάω αν δε με ζητήσει. Ήρθα γιατί λαχταρού σα να σε δω. Γιατί σε αγαπούσα, γι' αυτό ήρθα». « Τ ο ξέρω. Μα τώρα είναι πια ώρα να φύγεις». «Αν εξαρτιόταν από μένα». Νόμιζα ότι εκείνη η γυναίκα μ' άκουγε - πρό σεξα όμως ότι είχε το κεφάλι της γ ε ρ μ έ ν ο σαν να αφουγκραζόταν ένα μακρινό θόρυβο. Έ π ε ι τ α είπε: — Πότε θα αναπαυτείς;
« 1 η μέρα που έφυγες κατάλαβα πως δε θα σε ξα νάβλεπα. Ήσουν βαμμένη κόκκινη από τον ήλιο του απογεύματος, από το ματωμένο σούρουπο του ουρανού. Χ α μ ο γ ε λ ο ύ σ ε ς . Άφηνες πίσω σου ένα χωριό για το οποίο πολλές φορές μου είχες πει: " Τ ο αγαπώ για σένα• μα το μισώ για όλα τ' άλλα, ακόμα κι επειδή γεννήθηκα σ' αυτό". Σκέφτηκα: "Δε θα ξαναγυρίσει• δε θα επιστρέψει π ο τ έ " » . — Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ; Δε δουλεύεις; — Όχι, γιαγιά. Ο Ροχέλιο θέλει να του φυλάω το παιδί. Περνάω όλη την ώρα κάνοντας το βόλ τες. Είναι κουραστικό να τα προσέχω και τα δυο: και το παιδί και τον τηλέγραφο, ενώ αυτός περ-
νάει τις μέρες του πίνοντας μπίρες στο μπιλιάρ δο. Εξάλλου δε μου δίνει τίποτα. — Δεν πας εκεί για να βγάζεις λεφτά, αλλά για να μαθαίνεις• όταν θα ξέρεις κάτι, τότε θα μπο ρείς να έχεις κι απαιτήσεις. Προς το παρόν είσαι απλώς μαθητευόμενος• ίσως αύριο ή μεθαύριο να καταφέρεις να 'σαι εσύ το αφεντικό. Αλλά γι' αυ τό χρειάζεται υπομονή και, πάνω απ' όλα, ταπει νότητα. Αν σε βάζουν να κάνεις βόλτες το παιδί, κάν' το, για την αγάπη του Θεού. Είναι αναγκαίο να υποχωρείς. — Να υποχωρούν οι άλλοι, γιαγιά, εγώ δεν εί μαι για υποχωρήσεις. — Εσύ και οι παραξενιές σου! Φοβάμαι ότι θα σου βγούνε σε κακό, Πέδρο Πάραμο.
— 1 ι τρέχει, δόνια Εδουβίχες; Τίναξε το κεφάλι της σαν να ξύπνησε από όνειρο. — Είναι το άλογο του Μιγέλ Πάραμο, που καλ πάζει στο δρόμο προς τη Μέδια Λούνα. — Άρα, ζει κάποιος στη Μέδια Λούνα; — Όχι, κανείς δε ζει εκεί. — Τότε; — Μόνο το άλογο πηγαίνει κι έρχεται. Ήταν αχώριστοι οι δυο τους. Τρέχει εδώ κι εκεί αναζη τώντας τον και πάντα επιστρέφει αυτή την ώρα. Ίσως το άμοιρο να μην αντέχει τις τύψεις. Βλέ-
62
ΧΟΓΛΝ ΡΟΤΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΛΜΟ
63
πεις, ακόμη και τα ζώα το καταλαβαίνουν όταν κάνουνε κάποιο έγκλημα, έτσι δεν είναι; — Δεν καταλαβαίνω. Δεν άκουσα κανένα θό ρυβο από κανένα άλογο.
μου, κοιμότανε μαζί μου, μέχρι που γνώρισε εκεί νη την κοπέλα που του πήρε τα μυαλά.
-Όχι; -Όχι. — Τότε, είναι δική μου έκτη αίσθηση. Δώρο από το Θεό - ή ίσως πάλι να 'ναι και κατάρα. Μό νο εγώ γνωρίζω πόσο υπέφερα απ' αυτό. Έμεινε σιωπηλή για λίγο κι έπειτα πρόσθεσε: — Όλα ξεκίνησαν με τον Μιγέλ Πάραμο. Μόνο εγώ ξέρω τι του συνέβη τη νύχτα που πέθανε. Εί χα ξαπλώσει ήδη όταν άκουσα το άλογο του να επιστρέφει προς τη Μέδια Λούνα. Παραξενεύτη κα, γιατί ποτέ δε γύριζε αυτή την ώρα. Πάντα με τά το χάραμα. Πήγαινε να τα πει με το κορίτσι του σ ένα χωριό που το λένε Κόντλα, λίγο πιο μακριά από δω. Έ φ ε υ γ ε νωρίς κι αργούσε να γυρίσει. Αλ λά τη νύχτα εκείνη δεν επέστρεψε... Το ακούς τώ ρα; Ακούγεται ολοκάθαρα. Επιστρέφει... — Δεν ακούω τίποτα. — Τότε είναι δικό μου. Λοιπόν, όπως σου έλε γα, το ότι δεν επέστρεψε είναι τρόπος του λέγειν. Μόλις είχε περάσει το άλογο του όταν άκουσα να μου χτυπάνε το παράθυρο. Πες μου τώρα εσύ αν το φαντάστηκα. Το σίγουρο είναι ότι κάτι μ' ανά γκασε να σηκωθώ να δω ποιος είναι. Και ήταν αυ τός, ο Μιγέλ Πάραμο. Δεν ξαφνιάστηκα που τον είδα, γιατί περνούσε μια εποχή τις νύχτες σπίτι
«Όχι. Εκείνη μ' αγαπάει α κ ό μ α » μου ε ί π ε . «Μόνο που ε γ ώ δεν μπορώ να τη βρω. Έχασα το χωριό. Είχε πολλή ομίχλη ή καπνό ή δεν ξέρω τι αυτό που ξέρω όμως είναι πως η Κόντλα δεν υπάρχει. Πήγα πιο μακριά, έτσι υπολόγισα του λάχιστον, αλλά δε βρήκα τίποτα. Έρχομαι να το π ω σ εσένα, γιατί με καταλαβαίνεις. Αν το 'λεγα σ' όλους τους άλλους στην Κομάλα, θα λέγανε ότι είμαι τρελός, όπως το λένε πάντοτε».
« Τ ι έ γ ι ν ε ; » του λέω του Μιγέλ Πάραμο. « Σ ο υ δώσε τα παπούτσια στο χ έ ρ ι ; »
«Όχι. Όχι τρελός, Μιγέλ. Πρέπει να είσαι π ε θαμένος. Θυμήσου που σου λέγανε ότι αυτό το άλογο θα σε σκοτώσει κάποια μέρα. Θυμήσου, Μι γ έ λ Πάραμο. Ίσως να έκανες και καμιά τρέλα, αλ λά αυτό τώρα είναι μια άλλη ιστορία». «Πήδηξα μόνο πάνω απ' τον πέτρινο φράχτη που τελευταία έβαλε να χτίσουν ο πατέρας μου. Έβαλα τον Κολοράδο να τον πηδήξει για να μην κάνω το μεγάλο γύρο που πρέπει πια να κάνου με για να βγούμε στο δρόμο. Ξέρω ότι τον πήδη ξα κι ότι μετά συνέχισα να τρέχω• αλλά, όπως σου λέω, το μόνο που υπήρχε ήταν καπνός, καπνός κι άλλος καπνός». « Α ύ ρ ι ο ο πατέρας σου θα σφαδάζει από τον πόνο, του είπα. Τον λυπάμαι. Πήγαινε τώρα και
64
ΧΟΥΆΝ ΡΟΓΛΦΟ
αναπαύσου εν ειρήνη, Μιγέλ. Σ' ευχαριστώ που ήρθες να με αποχαιρετήσεις». »Κι έκλεισα το παράθυρο. »Πριν ξημερώσει ήρθε ένας παραγιός από τη Μέδια Λούνα και μου είπε: « Τ ο αφεντικό, ο δον Πέδρο, σε παρακαλεί να έρθεις. Ο μικρός Μιγέλ πέθανε. Παρακαλάει για τη συντροφιά σου». « Τ ο ξέρω ή δ η » του είπα. « Σ ο υ ζήτησαν να κλάψεις;» «Ναι, ο δον Φουλγόρ μου είπε να σ' το πω κλαίγοντας». «Εντάξει. Πες στον δον Πέδρο ότι τώρα έρ χομαι. Πάει πολλή ώρα που τον έφεραν;» « Ο ύ τ ε μισή ώρα. Αν ήτανε νωρίτερα, ίσως και να σωζότανε. Αν και, όπως είπε ο γιατρός που τον εξέτασε, είχε π α γ ώ σ ε ι εδώ και πολλή ώρα. Το ξέραμε γιατί ο Κολοράδο γύρισε μοναχός του και ήταν τόσο ανήσυχος, που δεν άφησε κανέναν να κοιμηθεί. Εσείς το ξέρετε πόσο αγαπιόντουσαν αυτός και το άλογο, μέχρι που πιστεύω ότι το ζώο υποφέρει περισσότερο από τον δον Πέδρο. Ούτε έφαγε ούτε κοιμήθηκε και έχει γίνει ένα σκέτο πη γαινέλα. Σαν να το ξέρει, καταλαβαίνετε; Σαν κά τι να το τρώει και να το κομματιάζει από μέσα του». «Μην ξεχάσεις να κλείσεις την πόρτα φεύγο ντας». »Κι ο παραγιός από τη Μέδια Λούνα έφυγε.
ΠΕΔΡΟ ΠΛΡΑΜΟ
65
Άκουσες ποτέ σου το παράπονο ενός πεθαμένου; με ρώτησε. — Όχι, δόνια Εδουβίχες. — Τόσο το καλύτερο για σένα.
Ζ^τη γούρνα οι σταγόνες πέφτουνε η μια μετά την άλλη. Ακούς το καθαρό νερό, βγαλμένο από την πέτρα, να πέφτει πάνω στο λαγήνι. Ακούς. Ακούς θορύβους• πόδια που γδέρνουνε το χώμα, περπα τούν, πηγαινοέρχονται. Οι σταγόνες πέφτουνε πά ντα ακατάπαυστα. Το λαγήνι ξεχειλίζει και το νε ρό κυλάει πάνω στο βρεγμένο χώμα. « Ξ ύ π ν α ! » του λένε. Αναγνωρίζει τον ήχο της φωνής. Προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι - αλλά το σώμα χαλαρώνει και πέφτει κοιμισμένο, συντετριμμένο από το βά ρος του ύπνου. Χέρια αρπάζονται απ' τα σκεπά σματα και τα τραβάνε κάτω απ' τη ζέστη τους το σώμα κρύβεται αναζητώντας τη γαλήνη. « Ξ ύ π ν α ! » του ξαναλένε. Η φωνή ταρακουνά τους ώμους. Κάνει το σώ μα να ανασηκωθεί. Μισανοίγει τα μάτια. Ακού γονται οι σταγόνες του νερού που πέφτουν απ' τη γούρνα πάνω στο ξέχειλο λαγήνι. Ακούγονται βήματα που σέρνονται... Και το κλάμα. Τότε άκουσε το κλάμα. Αυτό τον ξύπνησε: ένα κλάμα ισχνό και απαλό, που ακριβώς επειδή ήταν ισχνό κατάφερε να γλιστρήσει μέσα απ το δίχτυ
66
ΧΟΓΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
του ύπνου, να φτάσει ως εκεί που φωλιάζουν οι φόβοι. Σηκώθηκε αργά και είδε ένα γυναικείο πρό σωπο ακουμπισμένο στην παραστάδα της πόρτας, σκοτεινιασμένο ακόμα από τη νύχτα, να κλαίει με αναφιλητά. — Γιατί κλαις, μαμά; ρώτησε - γιατί, μόλις ακού μπησε τα πόδια του στο πάτωμα, αναγνώρισε το πρόσωπο της μητέρας του. — Ο πατέρας σου πέθανε, του είπε. Κι έπειτα, σαν να είχαν λασκάρει τα ελατή ρια του πόνου της, άρχισε να στριφογυρίζει γύ ρω από τον εαυτό της, πάλι και πάλι, ώσπου χέ ρια απλώθηκαν μέχρι τους ώμους της και κατά φεραν να σταματήσουν τον αναβρασμό του κορ μιού της. Από την πόρτα φαινότανε το χάραμα στον ου ρανό. Δεν είχε αστέρια. Μόνο έναν γκρίζο, μολυ βένιο ουρανό, που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ' το φως του ήλιου. Ένα φαιοκιτρινο φως, σαν να μην ήταν το ξεκίνημα της μέρας, σαν μόλις ν' άρ χιζε να πέφτει η νύχτα. Έ ξ ω στην αυλή, βήματα - σαν από ανθρώπους που περιφέρονταν. Πνιγμένοι θόρυβοι. Κι εδώ, ετούτη η γυναίκα, όρθια στο κατώφλι - το σώμα της εμπόδιο στον ερχομό της μέρας - ν' αφήνει να εισχωρούνε, μέσα από τα μπράτσα της, θραύσμα τα ουρανού, και κάτω από τα πόδια της ρυάκια από φως ένα νωπό φως λες και το πάτωμα κάτω
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
67
από κείνη είχε ποτιστεί με δάκρυα. Κι έπειτα το αναφιλητό. Και πάλι το απαλό αλλά οξύ κλάμα, κι ο πόνος που έκανε το κορμί της να σφαδάζει. — Σκότωσαν τον πατέρα σου. — Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;
« ΐ π ά ρ χ ε ι ήλιος και αέρας, υπάρχουν σύννεφα. Εκεί ψηλά ένας γαλάζιος ουρανός και πίσω του ίσως υπάρχουνε τραγούδια - ίσως γλυκύτερες φω νές... Υπάρχει ελπίδα, με δυο λόγια. Υπάρχει ελ πίδα για μας. ενάντια στη θλίψη μας. »Όχι όμως και για σένα, Μιγέλ Πάραμο, που πέθανες χωρίς συγχώρεση και δε θα γνωρίσεις κα μιά χάρη». 0 πατήρ Ρεντερία έκανε το γύρο του σώματος κι έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Βιάστηκε να τε λειώσει γρήγορα και βγήκε χωρίς να δώσει την ύστα τη ευλογία στον κόσμο που γέμιζε την εκκλησία. — Πάτερ, θέλουμε να μας τον ευλογήσετε! — Όχι! είπε αρνούμενος με μια κίνηση του κε φαλιού. Δε θα το κάνω. Ήταν κακός άνθρωπος και δε θα γίνει δεκτός στη Βασιλεία των Ουρανών. 0 Θεός θα τα βάλει μαζί μου αν μεσολαβήσω για λο γαριασμό του. Μιλούσε, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα χέρια του για να μη φανερώσουνε το τρέμουλο του. Φάνηκε όμως. Αυτό το πτώμα βάραινε πολύ στην ψυχή όλων.
68
ΧΟΥΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
Βρισκόταν πάνω α ένα βάθρο, στη μέση της εκ κλησίας, τριγυρισμένο από ολοκαίνουργια κεριά, λουλούδια, έναν πατέρα που στεκόταν πίσω του, μόνος, να περιμένει να τελειώσει η ολονυχτία. Ο πατήρ Ρεντερία πέρασε δίπλα από τον Πέδρο Πάραμο προσπαθώντας να μην αγγίξει τους ώμους του. Σήκωσε με ήρεμες κινήσεις το δισκο πότηρο και ράντισε με αγιασμό από πάνω ως κά τω, ενώ απ' το στόμα του έβγαινε ένα μουρμου ρητό που θα μπορούσε να 'ναι προσευχή. Μετά γονάτισε, κι όλος ο κόσμος γονάτισε μαζί του: — Ελέησον τον δοόλον σου, Δέσποτα. — Ας αναπαύεται εν ειρήνη, αμήν, απάντησαν οι φωνές. Κι όταν άρχισε πάλι να πλημμυρίζει από ορ γή, είδε πως όλοι έφευγαν από την εκκλησία παίρ νοντας μαζί τους το πτώμα του Μιγέλ Πάραμο. Ο Πέδρο Πάραμο πλησίασε και γονάτισε στο πλάι του. — Ξέρω πως τον μισούσατε, πάτερ. Και με το δίκιο σας. Η δολοφονία του αδερφού σας, που σύμφωνα με τις φήμες τη διέπραξε ο γιος μου η ιστορία της ανιψιάς σας της Άννας, που βιάστη κε από αυτόν κατά τη γνώμη σας• οι προσβολές και η έλλειψη σεβασμού που σας έδειξε σε κά ποιες περιστάσεις, αυτοί είναι λόγοι που ο καθέ νας θα μπορούσε να δεχτεί. Αλλά ξεχάστε τα τώ ρα, πάτερ. Κρίνετε τον και συγχωρήστε τον όπως τον έχει ίσως συγχωρήσει κι ο Θεός.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
6g
Έβαλε πάνω στο προσκυνητάριο μια χούφτα χρυσά νομίσματα και σηκώθηκε. — Δεχτείτε αυτό σαν μια ελεημοσύνη για την εκκλησία σας. Η εκκλησία ήταν άδεια πια. Στην πόρτα δύο άντρες περίμεναν τον Πέδρο Πάραμο, που ενώ θηκε μαζί τους, κι όλοι μαζί ακολούθησαν το φέ ρετρο που αναπαυόταν στους ώμους τεσσάρων επιστατών της Μέδια Αούνα. Ο πατήρ Ρεντερία μάζεψε ένα ένα τα νομίσμα τα και πλησίασε στο βωμό. — Είναι δικά σου, είπε. Αυτός μπορεί να αγο ράζει τη σωτηρία. Εσύ ξέρεις αν είναι αυτή η τι μή της. Όσο για μένα, Κύριε, έρχομαι εδώ στα πό δια σου να σου ζητήσω το δίκαιο ή το άδικο που όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε... Από π λ ε υ ράς μου, καταδίκασε τον. Κύριε. Και έκλεισε το ιερό. Μπήκε στο σκευοφυλάκιο, σωριάστηκε σε μια γωνιά, κι εκεί έκλαψε από πόνο κι από θλίψη μέ χρι που στέρεψαν τα δάκρυα του. — Εντάξει, Κύριε, εσύ κερδίζεις, είπε στο τέλος.
Ζ^τη διάρκεια του δείπνου ήπιε τη σοκολάτα του όπως κάθε βράδυ. Ένιωθε ήσυχος. — Άκου, Αννίτα. Ξέρεις ποιον κήδεψαν σήμερα; — Όχι, θείε. — Θυμάσαι τον Μιγέλ Πάραμο;
ηο
ΧΟΥΑΝ ΡΟΥΛΦΟ
— Ναι, θείε. — Αυτόν λοιπόν. Η Άννα έγειρε το κεφάλι. — Είσαι σίγουρη ότι ήταν αυτός, έτσι δεν είναι; — Σίγουρη όχι, θείε. Δεν είδα το πρόσωπο του. Μου όρμησε τη νύχτα και στα σκοτεινά. — Τότε πώς ήξερες ότι ήταν ο Μιγέλ Πάραμο; — Γιατί εκείνος μου το είπε: «Είμαι ο Μιγέλ Πάραμο, Άννα. Μη φοβάσαι». Αυτό μου είπε. — Ήξερες όμως ότι αυτός ήταν ο δράστης της δολοφονίας του πατέρα σου, έτσι δεν είναι; — Ναι, θείε. — Τότε, τι έκανες για να τον απωθήσεις; — Δεν έκανα τίποτα. Κι οι δύο έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ακου γόταν ο χλιαρός αέρας ανάμεσα στα φύλλα της μυρτιάς. — Μου είπε ότι ακριβώς γι' αυτό ερχόταν: για να μου ζητήσει σ υ γ γ ν ώ μ η και να τον συγχωρή σω. Χωρίς να κουνηθώ απ' το κρεβάτι τού υπέδει ξα: « Τ ο παράθυρο είναι ανοιχτό». Κι εκείνος μπήκε. Και μόλις μπήκε με αγκάλιασε, λες και αυ τός ήταν ο τρόπος να ζητήσει συγγνώμη για ό,τι είχε κάνει. Κι εγώ του χαμογέλασα. Σκέφτηκα αυ τό που εσύ μ' έχεις διδάξει: ότι ποτέ δεν πρέπει να μισούμε κανέναν. Του χαμογέλασα για να του το πω - ύστερα όμως σκέφτηκα ότι εκείνος δεν μπορούσε να δει το χαμόγελο μου, γιατί εγώ δεν έβλεπα εκείνον, μέσα στη μαύρη νύχτα. Μόνο τον
ΙΙΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ένιωσα επάνω μου κι οτι άρχισε να μου κάνει πρά ματα κακά. »Πίστεψα ότι θα με σκότωνε. Αυτό πίστεψα, θείε. Μέχρι που έπαψα να σκέφτομαι, για να πε θάνω προτού με σκοτώσει. Όμως εντέλει δεν τόλ μησε να το κάνει. »Το κατάλαβα όταν άνοιξα τα μάτια κι είδα το φως του πρωινού να μπαίνει από το παράθυ ρο. Πριν από κείνη τη στιγμή, πίστευα ότι είχα πά ψει να υπάρχω. — Θα π ρ έ π ε ι ωστόσο να χεις κάποια βεβαιό τητα. Η φωνή. Δεν αναγνώρισες τη φωνή του; — Δεν τον γνώριζα καθόλου. Ήξερα μόνο ότι είχε σκοτώσει τον πατέρα μου. Δεν τον είχα δει ποτέ, και ούτε και μετά τον είδα. Δε θα μπορού σα, θείε. — Ήξερες όμως ποιος ήταν. — Ναι. Και τι είδους άνθρωπος ήταν. Ξ έ ρ ω πως τώρα πρέπει να 'ναι στην καρδιά της Κόλα σης• γιατί αυτό ακριβώς ζήτησα απ' όλους τους αγίους και μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς μου. — Μην είσαι τόσο σίγουρη γι' αυτό, κόρη μου. Ποιος ξέρει πόσοι προσεύχονται τώρα γι' αυτόν! Εσύ είσαι μόνη. Μια ικεσία ενάντια σε χίλιες ικε σίες. Κι ανάμεσα τους, κάποιες πολύ βαθύτερες απ' τη δική σου, όπως η ικεσία του πατέρα του. Ήταν έτοιμος να της πει: «Εξάλλου, εγώ του έδωσα σ υ γ χ ώ ρ ε σ η » . Αλλά μόνο το σκέφτηκε. Δεν ήθελε να τραυματίσει την ήδη τσακισμένη ψυχή
72
ΧΟΤΑΝ ΙΌΤΛΦΟ
του κοριτσιού. Αντίθετα, την έπιασε απ' το μπρά τσο και της είπε: — Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο μας, που τον πήρε απ' αυτή τη γη όπου προξένησε τόσο κακό, δεν έχει σημασία αν τον έχει τώρα κοντά Του στον Ουρανό.
Jl/va άλογο πέρασε καλπάζοντας από κει που συ ναντιέται ο κεντρικός δρόμος με το μονοπάτι της Κόντλας. Κανένας δεν το είδε. Ωστόσο μια γ υ ναίκα που περίμενε στις παρυφές του χωριού εί πε πως είχε δει το άλογο να τρέχει με τα πόδια λυγισμένα, σαν να σερνόταν μπρούμυτα. Αναγνώ ρισε τον αλιτζέ του Μιγέλ Πάραμο. Σκέφτηκε μά λιστα: « Α υ τ ό το άλογο θα σπάσει το κεφάλι τ ο υ » . Έ π ε ι τ α πρόσεξε πώς όρθωνε το σώμα του και, δί χως να χαλαρώνει το τρέξιμο, πήγαινε με το στή θος του ριγμένο προς τα πίσω σαν να το είχε τρο μάξει κάτι που είχε αφήσει πίσω του. Αυτές οι ιστορίες έφτασαν στη Μέδια Λούνα τη νύχτα της ταφής, ενώ οι άντρες ξεκουράζονταν από τη μακριά πορεία που είχαν κάνει ως το κοι μητήριο. Κουβέντιαζαν, όπως κουβεντιάζουνε οι άνθρω ποι παντού, πριν πάνε για ύπνο. — Πόνεσα πολύ μ' ετούτο τον νεκρό, είπε ο Τερένσιο Λουμπιάνες. Ακόμα υποφέρω απ' τους ώμους μου.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
73
— Κι εγώ, είπε ο αδελφός του ο Ουμπιγιάδο. Μέχρι που πρήστηκαν τα κότσια μου. Βλέπεις, το αφεντικό ήθελε όλοι να φορέσουμε παπούτσια. Ούτε μέρα γιορτής να ήτανε, δε συμφωνείς, Τορίμπιο; — Εγώ, τι θέλετε να πω. Σκέφτομαι ότι πέθα νε ακριβώς στην ώρα του. Σε λίγο έφτασαν κι άλλες ιστορίες απ' την Κόντλα. Τις έφερε η τελευταία άμαξα. — Λένε πως η ψυχή του τριγυρνάει εκεί πέρα. Την είδαν να χτυπάει το παράθυρο της κοπελιάς. Ολόιδιος αυτός. Με το πέτσινο παντελόνι και με τα όλα του. — Κι εσύ θαρρείς πως ο δον Πέδρο, με τα μυα λά που κουβαλάει, θα άφηνε το γιο του να συνε χίσει να γυρίζει με γυναίκες; Φαντάζομαι τι θα 'λέ γ ε αν το ήξερε: « Ε ν τ ά ξ ε ι » θα του έλεγε. «Είσαι πια πεθαμένος. Να μείνεις ήσυχος λοιπόν στο μνή μα σου. Και άσε σ' εμάς αυτές τις υ π ο θ έ σ ε ι ς » . Κι αν τον έβλεπε να τριγυρνάει, στοιχηματίζω πως θα τον έστελνε και πάλι στο νεκροταφείο. — Δίκιο έχεις, Ησαΐα. 0 γέρος δε σηκώνει και πολλά πολλά. Ο αμαξάς συνέχισε το δρόμο του: « Έ τ σ ι τα άκουσα, έτσι τα μ ε τ α φ έ ρ ω » . Υπήρχαν πεφταστέρια. Ήταν σαν να 'βρέχε ο ουρανός φωτιά. — Κοίτα να δεις, είπε ο Τερένσιο, τι πανηγύ ρι γίνεται εκεί πάνω.
74
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
— Φαίνεται πως καλωσορίζουνε τον Μιγελίτο, πετάχτηκε ο Χεσούς. — Μήπως είναι κακό σημάδι; — Για ποιον; — Ίσως η αδερφή σου λαχταράει το γυρισμό του. — Σε ποιον μιλάς; — Σ' εσένα. — Καλύτερα να πηγαίνουμε, μάγκες. Κάναμε πολύ δρόμο σήμερα κι αύριο πρέπει να ξυπνήσου με νωρίς. Και διαλύθηκαν σαν σκιές.
Ι πήρχαν πεφταστέρια. Τα φώτα στην Κομάλα έσβησαν. Και τότε ο ουρανός κυρίευσε τη νύχτα. 0 πατήρ Ρεντερία στριφογυρνούσε στο κρεβά τι του, ανίκανος να αποκοιμηθεί. « Ό λ α αυτά γίνονται από δικό μου σ φ ά λ μ α » συλλογίστηκε. « Α π ό το φόβο μου να συγκρουστώ μ' αυτούς που με στηρίζουν. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια αυτοί μου δίνουνε τα προς το ζην. Απ' τους φτωχούς δεν παίρνω τίποτα - οι προσευχές τους δε γεμίζουν το στομάχι. Έτσι γινόταν μέχρι τώρα. Κι αυτές εδώ είναι οι συνέπειες. Το σφάλ μα μου. Πρόδωσα αυτούς που μ' αγαπούν και που μου πρόσφεραν την πίστη τους και που μ' αποζη τούν για να μεσολαβήσω για λογαριασμό τους στο
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
75
Θεό. Τι έχουν καταφέρει όμως με την πίστη τους; Κέρδισαν τάχατες τον Ουρανό; Ή μήπως εξάγνι σαν την ψυχή τους; Και για ποιο λόγο να εξαγνί σουν την ψυχή τους όταν την ύστατη στιγμή... Ακό μα έχω μπροστά στα μάτια μου το βλέμμα της Μα ρίας Διάδα, που ήρθε να μου ζητήσει τη σωτηρία για την αδελφή της την Εδουβίχες: — Πάντοτε υπηρετούσε τον πλησίον της. Τους έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. Μέχρι κι ένα παιδί τους έδωσε, σε όλους. Και το "βαλε απέναντι τους μήπως κάποιος το αναγνωρίσει για δικό του - κα νείς όμως δε θέλησε να το κάνει. Τότε τους είπε: "Αν έτσι έχουν τα πράγματα, εγώ θα γίνω και πα τέρας του, κι ας το 'φέρε η τύχη να 'μαι η μητέρα τ ο υ " . Εκμεταλλεύτηκαν τη φιλοξενία της, γιατί ήτανε τόσο καλή και δεν ήθελε να τους προσβά λει ούτε να τα τσουγκρίσει με κανέναν τους. — Μόνο που αυτοκτόνησε. Έ π ρ α ξ ε ενάντια στο θέλημα του Θεού. — Δεν είχε άλλη επιλογή. Κι αυτό από καλο σύνη το 'κάνε. — Δείλιασε την ύστατη ώρα, αυτό ακριβώς της είπα. Την ύστατη στιγμή. Τόσα καλά συγκεντρω μένα για τη σωτηρία της και να τα χάσει έτσι ξαφνικά! — Αν όμως δεν τα έχασε... Πέθανε με πολύ πό νο. Κι ο πόνος... Εσείς μας είπατε κάτι για τον πό νο, που τώρα πια δεν το θυμάμαι. Εκείνη έφυγε εξαιτίας αυτού του πόνου. Πέθανε σφαδάζοντας
76
XOTA.N ΡΟΪΑΦΟ
από το αίμα που την έπνιγε. Ακόμα βλέπω μπρο στά μου την έκφραση της, κι η έκφραση της ήταν ό,τι πιο θλιβερό έχω δει σε ανθρώπινο πλάσμα. — Ίσως αν προσευχηθούμε πολύ. — Προσευχόμαστε πολύ, πάτερ. — Λέω ίσως, μπορεί, με τις γρηγοριανές ακο λουθίες•* αλλά γι' αυτό θα πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια, να στείλουμε να φέρουνε ιερείς. Κι αυ τό κοστίζει χρήματα. »Ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου, το βλέμ μα της Μαρίας Διάδα - φτωχή γυναίκα με πολλά παιδιά. — Δεν έχω χρήματα. Αυτό το ξέρετε, πάτερ. — Ν' αφήσουμε τότε τα πράγματα όπως είναι. Και να 'χουμε ελπίδα στο Θεό. — Ναι, π ά τ ε ρ » . Γιατί αυτό το βλέμμα γινόταν θαρραλέο μπρο στά στην παραίτηση; Τι του κόστιζε να συγχω ρήσει, όταν ήταν τόσο εύκολο να πει μια δυο λέ ξεις, ή και εκατό ακόμα αν τόσες ήταν απαραί τητες για να σωθεί η ψυχή; Τι ήξερε για τον Ου ρανό και για την Κόλαση; Κι ωστόσο, αυτός, χα μένος σε μια πόλη δίχως όνομα, ήξερε σε ποιους άξιζε ο Ουρανός. Είχε έναν κατάλογο. Άρχισε να διατρέχει τους αγίους του καθολικού εορτολογίου ξεκινώντας από κείνη τη μέρα: « Α γ ί α Νουνιλό* Οι ακολουθίες που ψάλλονται για την ψυχή ενός νεκρού, συ νήθως από την επομένη της κηδείας και για τριάντα μέρες. (Σ.τ.Μ.)
ΠΕΔΡΟ ΠΑ ΡΑ MO
77
να, παρθένος και μάρτυρας• Ανέρσιο, επίσκοπος• Αγίες Σαλώμη, χήρα, Αλόδια ή Ελόδια, και Νουλίνα, παρθένοι• Κόρδουλα και Αονάτο». Και συ νέχισε. Άρχιζε ήδη να τον ρουφάει ο ύπνος όταν ανακάθισε στο κρεβάτι: «Διαβάζω έναν κατάλο γο αγίων σαν να μετρούσα προβατάκια». Βγήκε έξω και κοίταξε τον ουρανό. Έ β ρ ε χ ε αστέρια. Λυπήθηκε γιατί θα προτιμούσε να αντι κρίσει έναν ήσυχο ουρανό. Άκουσε το τραγούδι των κοκόρων. Ένιωσε το μανδύα της νύχτας να σκεπάζει τη γη. Τη γη, «ετούτη την κοιλάδα των δακρύων».
— 1 όσο το καλύτερο για σένα, γιε μου. Τόσο το καλύτερο για σένα, μου είπε η Εδουβίχες Διάδα. Η νύχτα ήταν πια προχωρημένη. Η λάμπα που έκαιγε σε μια γωνιά άρχισε να εξασθενεί - μετά τρεμόπαιξε και στο τέλος έσβησε. Ένιωσα τη γυναίκα να σηκώνεται και σκέφτη κα ότι θα πήγαινε να φέρει άλλο φως. Άκουγα τα βήματα της όλο και πιο μακριά. Έμεινα να την περιμένω. Πέρασε λίγη ώρα και βλέποντας ότι δε γύρι ζε, σηκώθηκα κι εγώ. Περπάτησα με μικρά βή ματα, ψηλαφιστά μες στο σκοτάδι, μέχρι π ο υ έφτασα στο δωμάτιο μου. Εκεί, κάθισα στο πά τωμα και περίμενα τον ύπνο. Κοιμόμουν και ξυπνούσα, με διαλείμματα.
78
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
Σ' ένα από εκείνα τα διαλείμματα άκουσα την κραυγή. Ήτανε μια μακρόσυρτη κραυγή, σαν το ουρλιαχτό του μεθυσμένου: «Αχ, ζωή, δε μου αξί ζεις!» Ανασηκώθηκα με βιάση γιατί την άκουσα σχε δόν δίπλα στ' αυτιά μου - μπορεί να ήταν απ' το δρόμο - όμως εγώ την άκουσα εδώ, να κολλάει στους τοίχους του δωματίου μου. Όταν ξύπνησα, όλα ήταν σιωπηλά - μόνο το τρίξιμο των σκόρων και ο ήχος της σιωπής. Όχι, δεν ήταν δυνατόν να υπολογίσω το βά θος της σιωπής που γέννησε εκείνη η κραυγή. Λες και η γη είχε αδειάσει από αέρα. Κανένας ήχος• ούτε η ανάσα ούτε ο χτύπος της καρδιάς• σαν να σταμάτησε μέχρι κι ο θόρυβος της συνείδησης. Κι όταν τελείωσε η παύση και άρχισα πάλι να ηρε μώ, ε π έ σ τ ρ ε ψ ε η κραυγή και εξακολούθησε να ακούγεται για κάμποση ώρα: «Αφήστε μου του λάχιστον το τελευταίο δικαίωμα του κρεμασμέ νου, να κλοτσήσω μόνος μου το σκαμνί μ ο υ ! » Τότε άνοιξαν διάπλατα την πόρτα. — Εσείς είστε, δόνια Εδουβίχες; ρώτησα. Τι συμβαίνει; Τρομάξατε; — Δε με λένε Εδουβίχες. Είμαι η Νταμιάνα. Έμαθα ότι βρίσκεσαι εδώ και ήρθα να σε δω. Ήρ θα να σε καλέσω να κοιμηθείς στο σπίτι μου. Εκεί θα έχεις χώρο για να αναπαυτείς. — Η Νταμιάνα Σισνέρος; Δεν είστε απ' τις γυ ναίκες που έζησαν στη Μέδια Λούνα;
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
79
— Εκεί ζω. Γι' αυτό άργησα νά 'ρθω. — Η μητέρα μου μου μίλησε για μια Νταμιά να που με φρόντιζε όταν γεννήθηκα. Άρα εσείς;... — Ναι, εγώ είμαι. Σε ξέρω απ' τη στιγμή που άνοιξες τα μάτια σου. — Θά 'ρθω μαζί σας. Εδώ δε μ' έχουνε αφήσει σε ησυχία οι κραυγές. Δεν ακούσατε τι γινόταν; Σαν να δολοφονούσαν κάποιον. Δεν το ακούσατε; — Ίσως ήταν κάποιος αντίλαλος φυλακισμένος εδώ μέσα. Σ' ετούτο το δωμάτιο, πάει πολύς και ρός, κρέμασαν τον Τορίμπιο Αλντρέτε. Έ π ε ι τ α σφράγισαν την πόρτα, μέχρι να ξεραθεί - για να μη βρίσκει το κορμί του ανάπαυση. Δεν ξέρω πώς κα τάφερες να μπεις, γιατί δεν υπάρχει κλειδί π ο υ ν' ανοίγει αυτή την πόρτα. — Η δόνια Εδουβίχες μου άνοιξε. Μου είπε πως ήταν το τελευταίο δωμάτιο που είχε διαθέσιμο. — Η Εδουβίχες Διάδα; — Αυτή. — Άμοιρη Εδουβίχες. Ακόμα θα γυρίζει και θα βασανίζεται η ψυχή της.
«Γ^γώ, ο Φουλγόρ Σεδάνο, πενήντα τεσσάρων ετών, άγαμος, διαχειριστής στο επάγγελμα, ικα νός να καταθέτω και να διεκπεραιώνω αγωγές, λόγω της εξουσίας μου και του ιδίου δικαιώματος μου, δηλώνω και επικαλούμαι τα ακόλουθα...» Αυτό είχε πει όταν ξεκίνησε την αγωγή ενά-
8ο
ΧΟΥΆΝ ΡΟΤΛΦΟ
ντια στον Τορίμπιο Αλντρετε. Και κατέληξε: «Να καταγραφεί η κατηγορία μου για κατάχρηση». — Για σένα δε θα πει κανείς ότι δεν είσαι άντρας, δον Φουλγόρ. Ξέρω πως έχεις τον τρόπο σου. Κι όχι χάρη στην εξουσία που έχεις πίσω σου, αλλά χάρη α αυτό που είσαι. Θυμήθηκε. Ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε ο Αλντρετε, αφού μεθύσανε μαζί, δήθεν για να γιορτάσουνε την αγωγή: — Μ' ετούτο το χαρτί στο τέλος θα σκουπίσου με τον κώλο μας εσύ κι εγώ, δον Φουλγόρ, γιατί δεν πρόκειται να χρησιμέψει σε τίποτ άλλο. Κι αυ τό εσύ το ξέρεις. Εντέλει, απ' τη μεριά σου, έκα νες πλέον το καθήκον σου, κι εμένα με γλίτωσες από μπελάδες• γιατί μ' έβαλες σε μεγάλη ανησυ χία, για το τι ανήκει στον καθένα. Τώρα που ξέ ρω πλέον περί τίνος πρόκειται, μου φέρνει γέλια. Ακούς εκεί, κατάχρηση. Να ντρέπεται θα πρέπει το αφεντικό σου. γιατί δεν ξέρει τι του γίνεται. Θυμήθηκε. Βρισκόντουσαν στο πανδοχείο της Εδουβίχες. Και μάλιστα αυτός τη ρώτησε: — Άκου, Βίχες, μπορείς να μου παραχωρήσεις το γωνιακό δωμάτιο; — Ό,τι θέλετε εσείς, δον Φουλγόρ• χρησιμο ποιήστε τα και όλα, αν θέλετε. Θα μείνουνε να κοιμηθούν εδώ οι άντρες σας; — Όχι, μονάχα ένας. Εσύ μη νοιάζεσαι για μας και πήγαινε να κοιμηθείς. Μόνο άφησε μας το κλειδί.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
8ι
— Λοιπόν, εγώ σ το λέω, δον Φουλγόρ, του εί πε ο Τορίμπιο Αλντρετε. Για σένα δε θα βρεθεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν είσαι άντρας• αλλά αυτός ο μπάσταρδος το αφεντικό σου μου παραζάλισε τ' αρχίδια. Θυμήθηκε. Ήταν το τελευταίο που τον άκου σε να λέει στα συγκαλά του. Έπειτα φέρθηκε σαν χέστης, έβαλε τις φωνές. «Ακούς εκεί την εξου σία που έχω πίσω μου. Ά ν τ ε ! »
.Με τη λαβή του καμτσικιού χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του Πέδρο Πάραμο. Σκέφτηκε την πρώτη φορά που το είχε κάνει, πριν από δυο βδο μάδες. Περίμενε κάμποση ώρα, ακριβώς όπως χρειάστηκε να περιμένει κι εκείνη τη φορά. Κοί ταξε πάλι, όπως το έκανε και την άλλη φορά, το 1 μαύρο φιόγκο που κρεμόταν απ το πρέκι. Μα δε σχολίασε από μέσα του: « Γ ι α δες! Τους έβαλαν τον έναν πάνω από τον άλλον. Ο πρώτος έχει ξε θωριάσει πια, ενώ ο τελευταίος γυαλίζει σαν να είναι από μετάξι κι ας μην είναι τίποτα παρα πάνω από ένα βαμμένο κουρέλι». Την πρώτη φορά περίμενε μέχρι που τον κυ ρίεψε η σκέψη μήπως το σπίτι ήταν ακατοίκητο. Κι έφευγε πια σαν εμφανίστηκε η μορφή του Πέ δρο Πάραμο. — Πέρασε, Φουλγόρ. Ήταν η δεύτερη φορά που συναντιόντουσαν.
82
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
Την πρώτη μόνο αυτός τον είχε δει - γιατί ο Πεδρίτο ήταν νεογέννητος. Κι ετούτη εδώ. Σχεδόν θα έλεγε κανείς πως ήταν η πρώτη φορά. Και να που του φερότανε σαν ίσος προς ίσον. Ωραία! Τον ακολούθησε με μεγάλες δρασκελιές και το μαστί γιο να χτυπάει στις γ ά μ π ε ς του. « Θ α μάθει γρή γορα ότι εγώ είμαι αυτός που ξέρει. Θα το μά θει. Και για ποιο λόγο έρχομαι». — Κάτσε, Φουλγόρ. Εδώ θα κουβεντιάσουμε πιο ήσυχα. Βρίσκονταν στην αυλή. 0 Πέδρο Πάραμο ξά πλωσε ο ένα παχνί και περίμενε. — Γιατί δεν κάθεσαι; — Προτιμώ όρθιος, Πέδρο. — Όπως α αρέσει. Αλλά μην ξεχνάς το « δ ο ν » . Ποιος ήταν αυτός ο νεαρός που του μιλούσε έτσι; Ούτε ο πατέρας του, ο δον Λουκάς Πάραμο, δεν είχε τολμήσει να το κάνει. Και ξαφνικά αυτός, που δεν είχε πατήσει το πόδι του στη Μέδια Λού να, ούτε καν ακουστά δεν είχε τη δουλειά, και του μιλούσε λες και ήταν παραγιός. Για δες, λοιπόν! — Πώς πάνε τα πράγματα; Ένιωσε ότι έφτανε η δική του ευκαιρία. « Τ ώ ρα είναι η σειρά μ ο υ » σκέφτηκε. — Άσχημα. Δεν έχει μείνει τίποτα. Πουλήσα με και το τελευταίο ζώο. Άρχισε να βγάζει τα χαρτιά για να τον ενημε ρώσει πόσα χρωστούσανε ακόμα. Και ήταν έτοι μος να πει « Χ ρ ω σ τ ά μ ε τόσα», όταν άκουσε:
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
83
— Σε ποιον χρωστάμε ; Δε με νοιάζει πόσα, αλ λά σε ποιον. Του έδωσε μια λίστα με ονόματα. Και κατέ ληξε: — Δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε τα λεφτά για να πληρώσουμε. Αυτό είναι το ζήτημα. — Και γιατί; — Γιατί η οικογένεια σας τα έφαγε όλα. Ζητού σαν και ζητούσαν, χωρίς να δίνουν πίσω τίποτα. Αυτό πληρώνεται ακριβά. Εγώ το έλεγα από και ρό: «Στο τέλος δε θα μείνει τίποτα». Λοιπόν, δεν έχει μείνει τίποτα. Αν και υπάρχουν εδώ γύρω κά ποιοι που ενδιαφέρονται ν' αγοράσουν τη γη. Και πληρώνουν καλά. Θα μπορούσαν να καλυφθούν οι εκκρεμότητες και στο τέλος όλο και κάτι θα έμε νε - αν και. είναι αλήθεια, κάτι ελάχιστο. — Μήπως αυτός ο κάποιος είσαι εσύ; — Πώς είναι δυνατόν να υποπτεύεστε ότι εγώ!... — Ε γ ώ υποπτεύομαι και το Θεό τον ίδιο. Αύ ριο θα ξεκινήσουμε να τακτοποιούμε τις υποθέ σεις μας. Θα αρχίσουμε από τις Πρεσιάδο. Είπες ότι σ' αυτές χρωστάμε τα περισσότερα; — Ναι. Κι είναι αυτές που τους έχουμε πλη ρώσει τα λιγότερα. 0 πατέρας σας πάντοτε τις άφηνε για το τέλος. Έχω μάθει ότι η μία από τις δύο, η Ματίλντε, πήγε να ζήσει στην πόλη. Δεν ξέρω αν πήγε στη Γουαδαλαχάρα ή στην Κολίμα. Και η Λόλα, θέλω να πω η δόνια Ντολόρες, έμει νε ιδιοκτήτρια των πάντων. Ξέρετε εσείς: το ρά-
84
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΑΦΟ
ντσο του Ενμέδιο. Σ' αυτήν λοιπόν πρέπει να πλη ρώσουμε. — Αύριο θα πας να ζητήσεις το χέρι της Λόλας. — Μα τι σας κάνει να πιστεύετε πως θα με θέ λει, εγώ είμαι γέρος πια. — Θα το ζητήσεις για λογαριασμό μου. Στο κά τω κάτω. έχει κάποια χάρη. Θα της πεις ότι εί μαι πολύ ερωτευμένος μαζί της. Και ρώτησε τη αν το βλέπει θετικά. Και όπως θα πηγαίνεις, πες στον πατέρα Ρεντερία να τακτοποιήσει την υπό θεση. Πόσα λεφτά έχεις; — Ούτε δεκάρα, δον Πέδρο. — Ε τότε, τάξε του. Πες του πως μόλις έχω θα του τα πληρώσω. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως δε θα φέρει εμπόδια. Να το κάνεις αύριο κιόλας. — Και με τον Αλντρέτε; — Τι γίνεται με τον Αλντρέτε; Εσύ μου ανέ φερες τις Πρεσιάδο και τους Φρεγόσο και τους Γκουσμάν. Από πού ξεφύτρωσε τώρα ο Αλντρέ τε; — Θέμα συνόρων. Αυτός διέταξε να περιφρά ξουν και τώρα θέλει να κάνουμε κι εμείς τη μά ντρα που χρειάζεται για να φτιαχτεί το χώρισμα. — Αυτό άφησε το για μετά. Μη σε ανησυχούν οι μάντρες. Δε θα υπάρξουν μάντρες. Η γη δε χω ρίζεται. Αυτό να σκέφτεσαι, Φουλγόρ, αλλά να μην αφήσεις κανέναν να το καταλάβει. Κανόνισε το συντομότερο το ζήτημα της Λόλας. Δε θέλεις να καθίσεις;
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑ MO
8.5
— Θα καθίσω, δον Πέδρο. Στο λόγο μου, μ' αρέσει να μιλάω μαζί σας. — Να πεις στη Λόλα, ξέρεις εσύ, κι ότι την αγαπάω. Αυτό είναι σημαντικό. Αλήθεια είναι, Σεδάνο, την α γ α π ά ω . Για τα μάτια της, ξ έ ρ ε ι ς εσύ. Αυτό θα κάνεις αύριο νωρίς νωρίς. Και σε απαλλάσσω απ τα καθήκοντα του διαχειριστή. Ξέχνα τη Μέδια Λούνα.
« Ι Ι ο ύ διάβολο τα έμαθε αυτά τα κόλπα ο νεα ρ ό ς » σκεφτόταν ο Φουλγόρ Σεδάνο ενώ επέστρε φε στη Μέδια Λούνα. «Δεν περίμενα τίποτα από αυτόν. "Είναι ένας άχρηστος" έλεγε για του λό γου του ο μακαρίτης ο αφέντης μου ο δον Λου κάς. " Έ ν α ς τεμπέλης ολκής". Κι εγώ συμφωνού σα μαζί του. "Όταν πεθάνω ψάξε να βρεις άλλη δουλειά, Φουλγόρ". "Μάλιστα, δον Λ ο ύ κ α ς " . " Α ρ κ ε ί να σου πω, Φουλγόρ, ότι προσπάθησα να τον στείλω ακόμα και στο εκκλησιαστικό σχολείο, μήπως αυτό τουλάχιστον μπορέσει να του δώσει κάτι να τρώει και να συντηρεί τη μάνα του όταν εγώ θα λείψω - μα ούτε αυτό το παίρνει απόφα ση". "Δε σας αξίζει εσάς αυτό, δον Λούκας". " Γ ι α τίποτα μη βασιστείς σ αυτόν, ούτε καν πως θα τον έχω στήριγμα όταν γεράσω. Μου βγήκε σκάρτος, τι τα θες, Φουλγόρ". "Είναι μεγάλο κρίμα, δον Λούκας"». Και τώρα αυτό. Κι αν δεν ήταν τόσο δεμένος
86
ΧΟΤΑΝ ΡΟΥΆΦΟ
με τη Μέδια Λούνα, ούτε που θα 'χε έρθει να τον δει. Θα είχε φύγει έτσι απροειδοποίητα. Αλλά την αγαπούσε αυτή τη γη• αυτούς τους φαλακρούς λό φους, τους τόσο δουλεμένους που εξακολουθού σαν να υπομένουνε το αλέτρι, δίνοντας κάθε χρό νο περισσότερα... Η αγαπημένη Μέδια Λούνα Κι όλα τα γύρω γύρω: « Γ ι α ελάτε προς τα εδώ, κτηματάκια του Ε ν μ έ δ ι ο » . Τα έ β λ ε π ε να έρχο νται. Πες ότι ήταν ήδη εδώ. Αυτό στο κάτω κάτω είναι και το νόημα της γυναίκας. « Έ τ σ ι μάλιστα! » είπε. Και χτύπησε τις γ ά μ π ε ς του με το καμτσίκι καθώς περνούσε τη μεγάλη πόρτα του αγρο κτήματος.
Γ ι τ α ν πολύ ζύχολο να τυλίξει την Ντολόρες. Εξάλλου τα μάτια της αμέσως έλαμψαν και τα ραχή ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. — Συγχωρήστε με που κοκκινίζω, δον Φουλγόρ. Δε φαντάστηκα ποτέ πως ο δον Πέδρο θα έρι χνε τα μάτια του σ' εμένα. — Δεν κοιμάται επειδή σας σκέφτεται. — Κι όμως, αυτός μπορεί να διαλέξει όποια θέλει. Δε λείπουνε τα όμορφα κορίτσια στην Κομάλα. Τι θα πουν όλες αυτές όταν το μάθουν; — Εκείνος σκέφτεται μόνο εσάς, Ντολόρες. Εσάς και καμιά άλλη. — Τα λόγια σας μου φέρνουν ρίγη, δον Φουλγόρ. Ούτε που θα το φανταζόμουν.
Γ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
«7
— Φταίει που είναι τόσο συγκρατημένος. 0 δον Λούκας Πάραμο, ο πατέρας του, που ας τον αναπάψει εν ειρήνη ο Θεός, του είχε πει ότι δεν είστε άξια του. Γι' αυτό και κράτησε το στόμα του κλειστό, μόνο και μόνο από υπακοή. Τώρα που εκείνος δε ζει πια, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Αυτή ήτανε η πρώτη του απόφαση• εγώ άργησα να την εκτελέσω, ας όψονται οι πολλές υποχρεώ σεις μου. Να κανονίσουμε την ημερομηνία του γά μου για μεθαύριο; Ποια είναι η γνώμη σας; — Δεν είναι πολύ γρήγορα; Δεν έχω τίποτα έτοιμο. Πρέπει να παραγγείλω τα νυφικά μου. Θα γράψω στην αδελφή μου. Ή, μάλλον, καλύτερα να της στείλω αγγελιοφόρο - όπως και να χει όμως, δε θα είμαι έτοιμη πριν τις οχτώ του Απρίλη. Σή μερα έχουμε μία. Ναι, ίσα ίσα στις οχτώ. Πες του να περιμένει λίγες μέρες. — Εκείνος θα 'θελε να γίνει τώρα αμέσως. Αν είναι για τα νυφικά, θα σας τα δώσουμε εμείς. Η μακαρίτισσα η μάνα του δον Πέδρο θα ήθελε να βάλετε τα ρούχα της. Στην οικογένεια υπάρχει αυτό το έθιμο. — Μόνο που υπάρχει κάτι ακόμα αυτές τις μέ ρες. Πράγματα γυναικεία, ξέρετε. Ω! πόσο ντρέ πομαι που σας το λέω αυτό, δον Φουλγόρ. Με κά νετε να χάνω το χρώμα μου. Τότε πέφτουν οι μέ ρες μου. Ω! τι ντροπή. — Και λοιπόν; Τι σχέση έχει ο γάμος με τις μέ-
88
ΧΟΥΑΝ ΡΟΥΛΦΟ
ρες; Το θέμα είναι ν' αγαπιόσαστε. Άμα υπάρχει αυτό, όλα τα άλλα περισσεύουν. — Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνετε, δον Φουλγόρ. — Καταλαβαίνω. Ο γάμος θα γίνει μεθαύριο. Και την άφησε με τα χέρια απλωμένα να εκλι παρεί οκτώ μέρες, τίποτα παραπάνω, μόνο οκτώ μέρες. «Να μην ξεχάσω να π ω στον δον Πέδρο - π α νέξυπνος τύπος αυτός ο Πέδρο!- να του πω να μην ξεχάσει να πει στο δικαστή ότι η περιουσία τους θα είναι κοινή. "Θυμήσου το, Φουλγόρ, να του το πεις αύριο κ ι ό λ α ς " » . Η Ντολόρες, αντίθετα, έτρεξε στην κουζίνα μ' ένα κατσαρολάκι για να βράσει νερό. «Πρέπει να τα κάνω να κατέβουν γρηγορότερα. Να κατέβουν απόψε κιόλας. Όπως και να 'χει όμως, θα κρατήσουνε τρεις μέρες. Δεν υπάρχει λύση. Τι ευτυχία! Αχ, τι ευτυχία! Σ' ευχαριστώ, Θεούλη μου, που μου δίνεις τον δον Πέδρο». Και πρόσθεσε: «Ακόμη κι αν αργότερα με βαρεθεί».
— 1 η ζήτησα και δέχτηκε μετά χαράς. Ο ιερέας θέλει εξήντα πέσος για να κάνει τα στραβά μά τια για τα αγγελτήρια. Του είπα πως θα τα πά ρει όταν έρθει η ώρα τους. Είπε ότι χρειάζεται να φτιάξει τον άμβωνα και ότι το τραπέζι του σπι τιού του είναι ξεχαρβαλωμένο. Του υποσχέθηκα πως θα του στείλουμε καινούργιο τραπέζι. Είπε
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ότι ποτέ δεν πηγαίνετε στη λειτουργία. Του υπο σχέθηκα πως θα πηγαίνετε. Κι ότι, από τότε που πέθανε η γιαγιά σας, δεν του 'χετε δώσει τις δέ κατες. Του είπα να μην ανησυχεί. Συμφώνησε. — Δε ζήτησες καμιά προκαταβολή από την Ντολόρες; — Όχι, αφεντικό. Δεν τόλμησα. Αυτή είναι η αλήθεια. Ήταν τόσο χαρούμενη που δεν ήθελα να της χαλάσω τον ενθουσιασμό. — Είσαι παιδί. «Άκου να δεις! Εγώ, παιδί. Και έχω κλείσει ήδη τα πενήντα πέντε. Αυτός μόλις που αρχίζει τη ζωή του κι εγώ απέχω λίγα βήματα απ' το θάνατο». — Δεν ήθελα να της διαλύσω τη χαρά. — Παρ' όλα αυτά, είσαι παιδί. — Εντάξει, αφεντικό. — Την ερχόμενη βδομάδα θα πας να βρεις τον Αλντρέτε. Και θα του πεις να τραβήξει πίσω τη μάντρα. Έχει καταπατήσει γη της Μέδια Λούνα. — Εκείνος μέτρησε σωστά. Αυτό μπορώ να το βεβαιώσω. — Λοιπόν, π ε ς του πως έπεσε έξω. Πως δεν τα υπολόγισε καλά. Και γκρέμισε τις μάντρες άμα χρειαστεί. — Και οι νόμοι; — Ποιοι νόμοι, Φουλγόρ; Το νόμο από δω κι εμπρός τον φτιάχνουμε εμείς. Έχεις κανένα ρε μάλι στη δούλεψη σου στη Μέδια Λούνα; — Ναι, υπάρχουν κάνα δυο.
go
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
— Στείλε τους να δουλέψουνε με τον Αλντρέτε. Και κάνε του μια μήνυση για « κ α τ α π ά τ η σ η » ή ό,τι άλλο σου περάσει απ' το μυαλό. Και θύμι σε του ότι πέθανε πια ο Λουκάς Πάραμο. Μαζί μου πρέπει να κάνει καινούργιες συμφωνίες. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός. Υπήρχαν λί γα σύννεφα. Εκεί ψηλά πρέπει να φυσούσε αέρας, αν και εδώ κάτω είχε κάψα.
Χ τ ύ π η σ ε πάλι με τη λαβή του καμτσικιού, μόνο και μόνο για να επιμείνει, μιας κι ήξερε πια ότι θα του ανοίγανε όταν το αποφάσιζε ο Πέδρο Πά ραμο. Κοίταξε προς το πρέκι και είπε: «Φαίνο νται τόσο όμορφοι αυτοί οι μαύροι φιόγκοι, ό,τι και να 'ναι ο καθένας τ ο υ ς » . Εκείνη τη στιγμή τού άνοιξαν και μπήκε. — Πέρνα, Φουλγόρ. Κανόνισες το ζήτημα του Τορίμπιο Αλντρέτε; — Καθάρισα, αφεντικό. — Μας μένει μόνο η υπόθεση των Φρεγόσο. Άσ' το προς το παρόν σε εκκρεμότητα. Τώρα είμαι πο λύ απασχολημένος με το «μήνα του μέλιτος».
— Ε τ ο ύ τ ο το χωριό είναι γ ε μ ά τ ο αντίλαλους. Μοιάζουνε σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές των τοί χων ή κάτω από τις πέτρες. Σαν περπατάς, νιώ θεις ότι ακολουθούν τα βήματα σου. Ακούς τρι-
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
91
ξίματα. Γέλια. Γέλια τόσο παλιά πια, σαν κουρα σμένα να γελάνε. Φωνές λιωμένες ήδη απ' τη χρή ση. Όλα αυτά ακούς. Σκέφτομαι πως θα 'ρθεί μια μέρα που θα σβήσουνε αυτοί οι ήχοι. Αυτά μου έλεγε η Νταμιάνα Σισνέρος ενώ δια σχίζαμε το χωριό. — Μια εποχή άκουγα για πολλές νύχτες το βουητό κάποιας γιορτής. Οι θόρυβοι έφταναν ως εμένα και τη Μέδια Λούνα. Πλησίασα να δω το πανηγύρι εκείνο και τι είδα; Αυτό που βλέπουμε και τώρα. Τίποτα. Κανείς. Οι δρόμοι τόσο έρη μοι όσο και τώρα. » Έ π ε ι τ α έπαψα να το ακούω. Βλέπεις, η ευ θυμία εξαντλεί. Γι' αυτό και δεν ξαφνιάστηκα που τέλειωσε. »Ναι, ξανάρχισε να λέει η Νταμιάνα Σισνέρος. Ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Εγώ πια δεν τρομάζω. Ακούω το ουρλιαχτό των σκύλων και τους αφήνω να ουρλιάζουν. Τις μέρες που φυσάει βλέπει κανείς τον άνεμο να παρασέρνει φύλλα δέ ντρων, όταν εδώ, κι εσύ το βλέπεις, δεν υπάρχουν δέντρα. Κάποτε πρέπει να υπήρξαν, γιατί, αν δεν είναι έτσι, από πού έρχονται τα φύλλα; »Και το χειρότερο απ' όλα είναι όταν ακούς τον κόσμο να κουβεντιάζει, λες κι οι φωνές τους βγαίνουν από κάποια χαραμάδα, κι ωστόσο τόσο καθαρές που τις αναγνωρίζεις. Για να μην πάμε μακριά, τώρα που ερχόμουν, συνάντησα μια νε κρική πομπή. Στάθηκα για να πω ένα πάτερ ημών.
92
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
Αυτό έκανα όταν μια γυναίκα απομακρύνθηκε απ' τις υπόλοιπες, ήρθε κοντά μου και μου είπε: «Νταμιάνα! Προσευχήσου στο Θεό για μένα, Νταμιάνα! » » Έ β γ α λ ε τη μαντίλα της και αναγνώρισα το πρόσωπο της αδερφής μου της Σιξτίνας. «Τι κάνεις εδώ π έ ρ α ; » τη ρώτησα. » Τ ό τ ε εκείνη έτρεξε και κρύφτηκε ανάμεσα στις άλλες γυναίκες. »Η αδελφή μου η Σιξτίνα, άμα δεν το ξέρεις, πέθανε όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Ήταν η με γαλύτερη. Και στο σπίτι μου ήμαστε δεκάξι αδέλ φια, οπότε υπολόγισε πόσο καιρό πρέπει να έχει πεθαμένη. Και δες την τώρα, να τριγυρνάει ακό μα σ' αυτόν τον κόσμο. Γι' αυτό μη φοβηθείς άμα ακούσεις πιο πρόσφατους αντίλαλους, Χουάν Πρεσιάδο. — Σας ειδοποίησε κι εσάς η μητέρα μου πως θα ε ρ χ ό μ ο υ ν ; τ η ρώτησα. — Όχι. Και, με την ευκαιρία, τι κάνει η μητέ ρα σου; — Πέθανε, είπα. — Πέθανε κιόλας; Α π ό τι; — Δεν ξέρω από τι. Μπορεί από στενοχώρια. Αναστέναζε πολύ. — Αυτό είναι κακό. Κάθε αναστεναγμός είναι και μια γουλιά ζωής που χάνεται. Ώστε πέθανε; — Ναι. Ίσως θα 'πρεπε να το ξέρετε.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
93
— Και γιατί να το ξέρω; Πάνε πολλά χρόνια που δεν ξέρω τίποτα. — Τότε, πώς ήρθατε να με βρείτε; — Είστε ζωντανή, Νταμιάνα; Απαντήστε μου, Νταμιάνα! Και ξάφνου βρέθηκα ολομόναχος στους ά δειους δρόμους. Α π ' τα παράθυρα των σπιτιών που ανοίγονταν στον ουρανό φαίνονταν οι ευλύ γιστοι βλαστοί των αγριόχορτων. Σκισμένες ψά θες φανέρωναν διαλυμένους πλίνθους από λάσπη και άχυρο. — Νταμιάνα! φώναξα. Νταμιάνα Σισνέρος! Μου απάντησε ο αντίλαλος: «...άνα ...νέρος! ...άνα . . . ν έ ρ ο ς ! »
Α κ ο υ σ α να γαβγίζουν τα σκυλιά, λες και τα είχα ξυπνήσει. Είδα έναν άντρα να περνά το δρόμο. — Έι, εσύ! φώναξα. — Έι, εσύ! μου απάντησε η φωνή μου. Και σαν να βρίσκονταν πίσω από τη γωνία, κα τάφερα ν' ακούσω κάτι γυναίκες που κουβέντια ζαν: — Κοίτα ποιος έρχεται κατά δω. Δεν είναι ο Φιλοτέο Αρέτσιγα; — Αυτός είναι. Κάνε πως δεν τον είδες. — Καλύτερα να φύγουμε. Αν έρθει από πίσω
94
ΧΟΤΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
μας, τότε στ αλήθεια θέλει κάποια από τις δυο μας. Εσύ ποια λες να ακολουθήσει; — Εσένα σίγουρα. — Εμένα μου φαίνεται εσένα. — Σταμάτα πια να τρέχεις. Έχει μείνει στα ματημένος σ' εκείνη τη γωνία. — Τότε, καμιά απ τις δυο, βλέπεις; — Αλλά τι θα γινόταν αν τελικά ήταν για μέ να ή για σένα; Τι θα γινόταν; — Μην κάνεις όνειρα. — Στο κάτω κάτω, ίσως να 'ναι και καλύτερα. Οι φήμες λένε πως είναι αυτός που έχει αναλά βει να προμηθεύει γυναίκες στον δον Πέδρο. Να από τι γλιτώσαμε. — Α, ναι; Μ' αυτόν το γ έ ρ ο εγώ δε θέλω κα μιά σχέση. — Καλύτερα να φύγουμε. — Σωστά μιλάς. Α ς φύγουμε από δω.
Ν ύ χ τ α . Περασμένα μεσάνυχτα. Και οι φωνές: —... Σου λ έ ω πως, αν το καλαμπόκι φέτος πάει καλά, θα έχω χρήματα να σε πληρώσω. Τώ ρα, αν μου τύχει και το χάσω, θα περιμένεις. — Δε σε πιέζω. Το ξέρεις πως πάντα ήμουν συ νεπής μαζί σου. Αλλά η γη δε σου ανήκει. Βάλθη κες να δουλεύεις ξένα χωράφια. Πού θα τα βρεις να με πληρώσεις; — Και ποιος το λέει π ω ς η γη δε μου ανήκει;
Ι1ΕΔΡΟ ΠΑΡΑ MO
95
— Ακούγεται ότι την πούλησες στον Πέδρο Πάραμο. — Εγώ ούτε που τον πλησίασα αυτόν τον κύ ριο. Η γη εξακολουθεί να μου ανήκει. — Αυτό το λες εσύ. Αλλά εδώ γύρω λένε ότι όλα του ανήκουν. — Ας έρθουν να το πουν α εμένα. — Κοίτα, Γκαλιλέο, εγώ εσένα, μεταξύ μας, σ εκτιμάω. Στο κάτω κάτω άντρας της αδελφής μου είσαι. Κι ότι της φέρεσαι καλά, δε θα το αρνηθεί κανένας. Αλλά μη μου αρνείσαι ότι πούλησες τα χωράφια. — Σου λέω, σε κανέναν δεν τα πούλησα. — Κι όμως, είναι του Πέδρο Πάραμο. Τουλά χιστον αυτός έτσι αποφάσισε. Δεν ήρθε να σε δει ο δον Φουλγόρ; -Όχι. — Σίγουρα αύριο θα τον δεις να έρχεται. Κι αν όχι αύριο, κάποια απ' τις επόμενες μέρες. — Τότε ή θα με σκοτώσει ή θα πεθάνει• αλλά δεν πρόκειται να γίνει το δικό του. — Αναπαύου εν ειρήνη, αμήν, γαμπρέ μου. Για κάθε ενδεχόμενο. — Θα με ξαναδείς, σ το λέω. Να μην ανησυ χείς για μένα. Ευτυχώς η μάνα μου μου τις έβρε χε συχνά και μ' έκανε χοντρόπετσο. — Τότε τα λέμε αύριο. Να πεις στη Φελισίτας ότι δε θα περάσω απόψε για φαΐ. Δε θέλω να λέω μετά: « Ε γ ώ ήμουνα μαζί του την παραμονή».
96
ΧΟΤΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
— Θα σου κρατήσουμε κάτι μήπως κι αλλάξεις γνώμη τελευταία στιγμή. Ακούστηκε ο γδούπος των βημάτων που απο μακρύνονταν μαζί με θόρυβο σπιρουνιών.
— . . . Α ύ ρ ι ο , το ξημέρωμα, θα 'ρθεις μαζί μου, Τσόνα. Έ χ ω ήδη ζέψει τα ζώα. — Κι αν ο πατέρας μου πεθάνει απ' το θυμό του; Είναι και τόσο γέρος... Ποτέ δε θα συγχω ρούσα τον εαυτό μου αν κάτι πάθαινε εξαιτίας μου. Είμαι ο μόνος άνθρωπος που έχει για να τον φροντίζει. Δεν έχει κανέναν άλλον. Τι βιάζεσαι να με κλέψεις; Κάνε λιγάκι οπομοντ\. Δε θα αρ γήσει να πεθάνει. — Τα ίδια μου 'λεγες πριν από ένα χρόνο. Και μέχρι που με κατηγόρησες κατάμουτρα για δει λό, γιατί, όπως έλεγες, εσύ είχες μπουχτίσει μ' όλα αυτά. Έχω πληρώσει τα μουλάρια κι είναι έτοι μα. Θα 'ρθεις μαζί μου; — Άσε με να το σκεφτώ. — Τσόνα! Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσεις. Και δεν μπορώ να κρατηθώ πια, Τσόνα. Σ' το λέω, δεν έχεις άλλη λύση, θα φύγεις μαζί μου. — Άσε με να το σκεφτώ. Κατάλαβε το. Πρέ πει να περιμένουμε να πεθάνει. Δε θ' αργήσει πο λύ. Τότε θα φύγω μαζί σου και δε θα υπάρχει λό γ ο ς να με κλέψεις. — Αυτά μου έλεγες και πριν από ένα χρόνο.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
«)7
— Και λοιπόν; — Να, αναγκάστηκα να νοικιάσω τα μουλάρια. Τώρα τα έχω. Εσένα περιμένουν. Άσ' τόνε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εσύ είσαι όμορφη. Είσαι νέα. Όλο και κάποια γριά θα 'ρθει να τον φροντί σει. Εδώ δε λείπουνε οι σπλαχνικές ψυχές. — Δεν μπορώ. — Και βέβαια μπορείς. — Δεν μπορώ. Τον λυπάμαι, καταλαβαίνεις; Όπως και να 'χει είναι ο πατέρας μου. — Τότε, τέρμα τα λόγια. Θα πάω να βρω τη Χουλιάνα, που ξεψυχάει για μένα. — Πολύ καλά. Ε γ ώ δε σου λέω τίποτα. — Δε θέλεις να με δεις αύριο; — Όχι. Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ.
Η ό ρ υ β ο ι . Φωνές. Ψίθυροι. Μακρινά τραγούδια. Ένα μαντίλι Ένα μαντίλι
μου 'δώσε η αγαπητικιά μου με δάκρυα κεντημένο...
Σε φαλτσέτο. Σαν να το τραγουδούσανε γ υ ναίκες.
Jl/ίδα τα κάρα να περνούν. Τα βόδια να κινού νται αργά. Το τρίξιμο της πέτρας κάτω από τις ρόδες. Τους άντρες σαν να έρχονταν κοιμισμένοι. Κάθε ξημέρωμα η πόλη τρέμει από το πέρα-
g8
ΧΟΥΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
σμα των κάρων. Έρχονται από παντού, φορτωμέ να νίτρο, καλαμπόκια και ζωοτροφή. Τρίζουν οι ρό δες τους και κάνουν να δονούνται τα παράθυρα, ξυπνώντας τους ανθρώπους. Την ίδια ώρα ανοίγουνε οι φούρνοι και μυρίζει φρεσκοφουρνισμένο ψω μί. Και ξαφνικά μπορεί να βροντήξει ο ουρανός. Να βρέξει. Μπορεί να έρθει η άνοιξη. Εκεί θα συνηθί σεις στα «ξαφνικά», γιε μου. Άδεια κάρα. που αλέθουνε τη σιωπή των δρό μων. Χάνονται στο σκοτεινό μονοπάτι της νύχτας. Και οι σκιές. 0 αντίλαλος των σκιών. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Αισθάνθηκα εκεί ψηλά το μονοπάτι απ' όπου είχα έρθει σαν ανοι χτή πληγή μες στη μαυρίλα των λόφων. Τότε κάποιος με ά γ γ ι ξ ε στους ώμους. — Τι κάνετε εδώ; — Ήρθα να βρω... και ήμουν έτοιμος να π ω ποιον, μα συγκρατήθηκα: Ήρθα να βρω τον πα τέρα μου. — Γιατί δεν μπαίνετε μέσα; Μπήκα. Ήταν ένα σπίτι με τη μισή σκεπή του πεσμένη. Τα κεραμίδια στο πάτωμα. Η στέγη στο πάτωμα. Και στο άλλο μισό ένας άντρας και μια γυναίκα. — Εσείς δεν είσαστε νεκροί; τους ρώτησα. Και η γυναίκα χαμογέλασε. 0 άντρας με κοί ταξε σοβαρός. — Είναι μεθυσμένος, είπε ο άντρας. — Είναι μονάχα τρομαγμένος, είπε η γυναίκα.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑ MO
99
Είχανε μια γκαζόλαμπα. Ένα κρεβάτι από κα λάμι και μια καρέκλα όπου ήταν πεταμένα τα ρούχα της γυναίκας. Γιατί εκείνη ήταν τσίτσιδη, όπως την έστειλε ο Θεός στον κόσμο. Κι αυτός το ίδιο. — Ακούσαμε κάποιον να βογκάει και να χτυ πάει το κεφάλι του στην πόρτα μας. Κι εκεί βρι σκόσασταν εσείς. Τι σας συνέβη; — Μου έχουν συμβεί τόσα πολλά, που θα προ τιμούσα να κοιμηθώ. — Εμείς είχαμε ήδη κοιμηθεί. — Ας κοιμηθούμε λοιπόν.
Η αυγή έσβηνε σιγά σιγά τις αναμνήσεις μου. Άκουγα πότε πότε τον ήχο των λέξεων, και κα ταλάβαινα τη διαφορά. Γιατί οι λέξεις που είχα ακούσει μέχρι τότε, τότε ακριβώς το αντιλήφθη κα, δεν είχαν ήχο, δεν ηχούσαν τις ένιωθα - ωστό σο χωρίς ήχο, όπως αυτές που ακούγονται στα όνειρα. — Ποιος να 'ναι; ρώταγε η γυναίκα. — Ποιος ξέρει, απαντούσε ο άντρας. — Τι να τον φέρνει ως εδώ; — Ποιος ξέρει. — Σαν να τον άκουσα να λέει κάτι για τον πα τέρα του. — Κι εγώ τον άκουσα να το λέει αυτό. — Λες να 'χάσε το δρόμο του; Θυμήσου όταν
100
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
βρέθηκαν εδώ εκείνοι οι άνθρωποι που είπαν ότι έχασαν το δρόμο τους. Έψαχναν ένα μέρος που το λένε Λος Κονφίνες* κι εσύ τους είπες πως δεν ήξερες πού βρίσκεται. — Ναι, το θυμάμαι - άσε με τώρα να κοιμηθώ. Ακόμα δεν ξημέρωσε. — Δε θ' αργήσει όμως. Αν σου μιλώ για κά ποιο λόγο, είναι για να ξυπνήσεις. Μου ζήτησες να σε ξυπνήσω πριν το χάραμα. Γι' αυτό το κά νω. Σήκω! — Και για ποιο λόγο θες να με ξυπνήσεις; — Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Χ τ ε ς βράδυ μού ζή τησες να σε ξυπνήσω. Δε μου εξήγησες γιατί. — Αν είναι έτσι, άσε με να κοιμηθώ. Δεν άκου σες τι είπε ετούτος όταν έφτασε; Να τον αφήσου με να κοιμηθεί. Ήταν το μόνο που είπε. Σαν να σβήνουνε οι φωνές. Σαν να χάνεται ο ήχος τους. Σαν να πνίγονται. Κανένας πια δε λέει τίποτα. Ο ύπνος. Και έπειτα από λίγο, πάλι: — Μόλις κουνήθηκε. Βάζω στοίχημα πως όπου να 'ναι θα ξυπνήσει. Και αν μας δει εδώ, δε θα γλιτώσουμε τις ερωτήσεις. — Τι ερωτήσεις μπορεί να μας κάνει; — Εντάξει. Όλο και κάτι θα 'χει να πει, έτσι δεν είναι; — Άφησε τον. Πρέπει να είναι πολύ κουρασμένος. Los Confines: Οι εσχατιές, τα όρια. (Σ.τ.Μ.)
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
— Έτσι νομίζεις; — Πάψε πια, γυναίκα. — Κοίτα, κουνιέται. Προσέχεις πώς στριφογυ ρίζει; Σαν να τον ταρακουνάνε από μέσα. Το ξέ ρω γιατί μου έχει συμβεί κι εμένα. — Τι σου έχει συμβεί εσένα; — Αυτό. — Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς. — Δε θα μιλούσα άμα δε θυμόμουν, βλέποντας τούτον δω να σπαρταράει, αυτό που μου συνέβη εμένα την πρώτη φορά που το έκανες. Πόσο με πόνεσε και πόσο πολύ μετάνιωσα γι' αυτό. — Για ποιο αυτό; — Πώς ένιωθα αμέσως μόλις μου το έκανες, γιατί, ακόμη κι αν δεν το 'θελες, κατάλαβα πως κάναμε κάτι κακό. — Αυτή την ιστορία αναμασάς ακόμα; Γιατί δεν κοιμάσαι να μ' αφήσεις κι εμένα να κοιμηθώ; — Μου ζήτησες να σε ξυπνήσω. Αυτό κάνω. Για το Θεό, κάνω ό,τι μου ζήτησες να κάνω. Εμπρός λοιπόν! Είναι ώρα να σηκωθείς. — Άσε με ήσυχο, γυναίκα. 0 άντρας φάνηκε να κοιμάται. Η γυναίκα συ νέχισε να γκρινιάζει, αλλά με πολύ σιγανή φωνή: — Πρέπει πια να ξημέρωσε, γιατί έχει φως. Μπορώ να δω αυτόν τον άντρα από δω, κι αν τον β λ έ π ω είναι επειδή έχει αρκετό φως για να τον δω. Δε θ' αργήσει να βγει ο ήλιος. Είναι σίγουρο, δε χωράει συζήτηση. Και βάζω στοίχημα ότι ο τύ-
1 02
ΧΟΤΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
πος είναι κακούργος. Κι εμείς του δώσαμε κατά λυμα. Δεν έχει σημασία που είναι μόνο για μια νύ χτα- αλλά τον κρύψαμε... Κι αυτό στο μέλλον θα μας φέρει συμφορές... Κοίτα τον πώς κουνιέται, σαν να μην μπορεί να βολευτεί. Βάζω στοίχημα πως τον βαραίνει η ψυχή του. Φώτιζε η μέρα. Η μέρα διαλύει τις σκιές. Τις σβήνει. Το δωμάτιο όπου βρισκόμουν ζεσταινό ταν από τη ζεστασιά των κοιμισμένων σωμάτων. Μέσα απ' τα βλέφαρα μου έφτανε η λευκότητα του πρωινού. Ένιωθα το φως. Άκουγα: — Γυρίζει γύρω από τον εαυτό του σαν κολα σμένος. Κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός παλιάνθρωπου. Ξύπνα, Ντόνις! Κοίτα τον. Τρίβεται πάνω στο πάτωμα, σφαδάζει. Τρέχουν τα σάλια του. Σίγουρα είναι κάποιος που τον βαραίνουν πολλοί θάνατοι. Κι εσύ ούτε που το κατάλαβες. — Ένας φτωχός άνθρωπος θα πρέπει να 'ναι. Κοιμήσου κι άσε μας να κοιμηθούμε! — Και γιατί πρέπει να κοιμηθώ αν δε νυστά ζω; — Σήκω και φύγε από δω, κάπου να μη μας σκοτίζεις. — Αυτό θα κάνω. Θα πάω να ανάψω τη φω τιά. Και με την ευκαιρία θα πω σ' αυτόν το μά γκα να έρθει να κοιμηθεί εδώ μαζί σου, στο μέ ρος που θα του αφήσω. — Πες του το. — Δε θα τα καταφέρω. Με τρομάζει.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ίο;-}
— Τότε άντε να κάνεις τις δουλειές σου κι άφη σε μας ήσυχους. — Αυτό θα κάνω. — Τι περιμένεις; — Πάω. Ένιωσα τη γυναίκα να κατεβαίνει από το κρε βάτι. Τα γυμνά πόδια της χτυπούσαν ρυθμικά στο πάτωμα και πέρασαν δίπλα από το κεφάλι μου. Άνοιξα κι έκλεισα τα μάτια. Όταν ξύπνησα, ο ήλιος ήτανε στη μέση του ου ρανού. Δίπλα μου μια κούπα με καφέ. Προσπά θησα να τον πιω. Κατέβασα λίγες γουλιές. — Δεν έχουμε άλλο. Συγχωρά μας που είναι τόσο λίγος. Στερούμαστε τόσο πολύ τα πάντα, στερούμαστε τόσο πολύ... Ήταν μια γυναικεία φωνή. — Μη νοιάζεστε για μένα, της είπα. Για μένα να μη νοιάζεστε. Είμαι συνηθισμένος. Πώς μπο ρεί να φύγει κανείς από δω; — Για πού; — Για όπου να 'ναι. — Υπάρχουν πολλοί δρόμοι. Υπάρχει ένας π ο υ πάει προς την Κόντλα - άλλος που έρχεται από εκεί. Κι ένας άλλος που οδηγεί κατευθείαν στα βουνά. Αυτός που φαίνεται από δω, που δεν ξέ ρω πού πηγαίνει... κι έδειξε με τα δάχτυλα της το κενό στη στέγη, εκεί που ήτανε σπασμένη η οροφή. Κι ακόμα ένας άλλος από εκεί, που περ νάει μέσα απ' τη Μέδια Λούνα. Κι υπάρχει κι άλ-
104
ΧΟΤΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
λος ένας, που διασχίζει όλη τη γη και είναι αυτός που πάει πιο μακριά. — Απ' αυτόν μάλλον ήρθα. — Και πού πηγαίνει; — Πηγαίνει στη Σαγιούλα. — Για φαντάσου. Κι ε γ ώ που νόμιζα πως η Σα γιούλα ήταν από κείνη τη μεριά. Πάντα ονειρευό μουν να τη γνωρίσω. Λένε ότι έχει πολύ κόσμο εκεί, είναι αλήθεια; — Όσο έχει παντού. — Για φαντάσου. Κι εμείς εδώ τόσο μόνοι. Να λαχταράμε να γνωρίσουμε έστω και λίγο τη ζωή. — Πού πήγε ο άντρας σου; — Δεν είναι άντρας μου. Αδελφός μου είναι κι ας μη θέλει αυτός να μαθευτεί. Πού λες να πή γ ε ; Σίγουρα να ψάξει ένα δαμάλι που το έσκασε και τριγυρνάει εδώ πέρα. Έτσι μου είπε τουλά χιστον. — Πόσο καιρό είστε εσείς οι δυο εδώ; — Α π ό πάντα. Εδώ γεννηθήκαμε. — Τότε θα π ρ έ π ε ι να γνωρίσατε την Ντολόρες Πρεσιάδο. — Ίσως αυτός, ο Ντόνις. Εγώ ξέρω τόσο λίγο τον κόσμο. Ποτέ δε βγαίνω. Εδώ που με βλέπε τε, εδώ βρισκόμουν πάντα... Όχι, όχι ακριβώς πά ντα. Μόνο από τότε που αυτός με έκανε γυναίκα του. Από τότε ζω κλειδαμπαρωμένη, γιατί φοβά μαι μη με δουν. Αυτός αρνείται να το πιστέψει, αλλά, ειλικρινά, δεν προκαλώ το φόβο; είπε και
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
πήγε κάπου που να τη χτυπάει ο ήλιος. Δείτε το π ρ ό σ ω π ο μου! Ήταν ένα πρόσωπο κοινό, συνηθισμένο. — Τι ακριβώς θέλετε να δω; — Δε βλέπετε την αμαρτία μου; Δε βλέπετε αυ τές τις βιολετιές κηλίδες σαν οστρακιά, που με κα λύπτουν από πάνω μέχρι κάτω; Κι αυτό είναι μό νο απ' έξω• γιατί από μέσα έχω γίνει μια θάλασ σα από λάσπη. — Και ποιος μπορεί να το δει άμα δε ζει κα νείς εδώ; Γύρισα όλο το χωριό και δεν είδα κανέ ναν. — Έτσι θαρρείτε εσείς• όμως υπάρχουνε ακό μα κάποιοι. Πείτε μου αν δε ζει ο Φιλομένο, η Ντοροτέα, ο Μέλκιαδες, ο γέρος ο Προυδένσιο, ο Σόστενες, αν όλοι αυτοί δε ζούνε; Αυτό που συμβαί νει είναι πως όλοι αυτοί περνάνε τη ζωή τους κλειδαμπαρωμένοι. Τη μέρα δεν ξέρω τι κάνουν αλ λά τις νύχτες τις περνούν στη φυλακή τους. Εδώ αυτές οι ώρες είναι γεμάτες φαντάσματα. Αν βλέ πατε το πλήθος των ψυχών που τριγυρνούν ελεύ θερες στους δρόμους. Αρχίζουνε να βγαίνουν μό λις σκοτεινιάσει. Και σε κανέναν δεν αρέσει να τις βλέπει. Είναι τόσο πολλές, κι εμείς τόσο λίγοι, που πια ούτε που κάνουμε τον κόπο να προσευ χηθούμε, μήπως γλιτώσουν απ' τα βάσανα τους. Δε θα 'φταναν για όλους τους οι προσευχές μας. Ίσα ίσα λίγες λέξεις από το πάτερ ημών για τον καθένα τους. Και δε θα τους χρησίμευαν σε τίπο-
!Γ io6
ΧΟΥΑΝ ΡΟΪΛΦΟ
τα. Κι έπειτα είναι στη μέση οι δικές μας αμαρ τίες. Κανένας από μας που είμαστε ακόμα ζωντα νοί δε βρίσκεται στη χάρη του Θεού. Κανένας δεν μπορεί να σηκώσει τα μάτια του στον Ουρανό χω ρίς να τα νιώσει βρόμικα απ' την ντροπή. Και η ντροπή δε σώζει. Τουλάχιστον αυτό μου είπε ο επί σκοπος που πέρασε από δω πριν χάμποσο καιρό και έδινε συγχωροχάρτια. Ε γ ώ στάθηκα απένα ντι του και του εξομολογήθηκα τα πάντα: « Α υ τ ό δε συγχωρείται» μου είπε. «Ντρέπομαι». «Δεν είναι αυτή η γ ι α τ ρ ε ι ά » . «Παντρέψτε μ α ς ! » «Ζήστε μακριά ο ένας απ' τον ά λ λ ο ν ! » » Ε γ ώ ήθελα να του πω πως η ζωή μάς ένωσε, μας στρίμωξε σαν ζώα και μας κόλλησε τον έναν πλάι στον άλλον. Ήμαστε τόσο μόνοι μας εδώ, μό νο εμείς οι δυο υπήρχαμε. Και κάπως έπρεπε να γεννηθούνε νέοι άνθρωποι στο χωριό. Ίσως να έβρισκε κάποιον για να συγχωρήσει όταν θα ε π έ στρεφε. « Χ ω ρ ί σ τ ε ! Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να γίνει». «Μα τότε πώς θα ζήσουμε;» « Ό π ω ς ζουν οι άνθρωποι». »Και έφυγε, καβάλα στο μουλάρι του, με όψη αυστηρή, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, σαν να άφη νε εδώ την ίδια την εικόνα της απώλειας. Ποτέ δε γύρισε. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο τόπος
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
107
γ έ μ ι σ ε ψυχές• ένας συρφετός ανθρώπων που πέ θαναν χωρίς συγχώρεση και που δε θα την αποκτήσουνε ποτέ, τουλάχιστον όχι χάρη σ' εμάς. Έρ χεται κιόλας. Τον ακούτε; — Ναι, τον ακούω. — Αυτός είναι. Άνοιξε η πόρτα. — Τι έγινε με το δαμάλι; ρώτησε εκείνη. — Αποφάσισε να μην εμφανιστεί τώρα - ωστό σο ακολούθησα τα ίχνη του και τώρα ξέρω πού περίπου κρύβεται. Απόψε τη νύχτα θα το πιάσω. — Θα με αφήσεις μόνη μου τη νύχτα; — Ίσως να χρειαστεί. — Δε θα το αντέξω. Το 'χω ανάγκη να σε έχω πλάι μου. Είναι η μόνη ώρα που νιώθω ήρεμη. Η ώρα της νύχτας. — Αυτή τη νύχτα θα πάω να πιάσω το δαμάλι. — Μόλις έμαθα, μπήκα στη μέση εγώ, πως εί σαστε αδέλφια. — Μόλις το μάθατε; Εγώ το ξέρω πολύ πριν από σας. Γι' αυτό καλύτερα να μην ανακατεύε στε. Δε μας αρέσει να μιλούν για μας. — Ε γ ώ το είπα για να δείξω πως καταλαβαί νω. Όχι για τίποτ' άλλο. — Τι καταλαβαίνετε; Εκείνη στάθηκε στο πλάι του, στηρίχτηκε στους ώμους του και είπε κι αυτή: — Τι καταλαβαίνετε; — Τίποτα, είπα. Καταλαβαίνω όλο και λιγότε-
lo8
ΧΟΪΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
ρα, και πρόσθεσα: Θα ήθελα να γυρίσω εκεί απ' όπου ήρθα. Θα εκμεταλλευτώ το λίγο φως που έχει μείνει απ' τη μέρα. — Καλύτερα να περιμένετε, μου είπε αυτός. Κάντε υπομονή ως αύριο. Θα σκοτεινιάσει γρήγο ρα κι όλοι οι δρόμοι θα μπερδευτούνε μες στους λόγκους. Μπορεί και να χαθείτε. Αύριο θα σας δείξω εγώ το δρόμο. — Εντάξει.
Α π ό τη στέγη που ανοιγότανε στον ουρανό είδα να περνούν σμήνη από τσίχλες, εκείνα τα πουλιά που πετούν το σούρουπο μέχρι να τους κλείσει τους δρόμους το σκοτάδι. Έπειτα, λίγα σύννεφα ήδη θρυμματισμένα από τον άνεμο που έρχεται και παίρνει τη μέρα. Ύστερα βγήκε ο αποσπερίτης, κι αργότερα ακόμα το φεγγάρι. 0 άντρας κι η γυναίκα δεν ήταν μαζί μου. Βγή καν από την πόρτα που οδηγούσε στο αίθριο κι όταν επέστρεψαν είχε πια νυχτώσει. Έτσι, αυτοί δεν έμαθαν όσα έγιναν όσο έλειπαν απ' το σπίτι. Και να τι έγινε: Μια γυναίκα ήρθε απ' το δρόμο και μπήκε μέ σα στο δωμάτιο. Ήτανε εκατό χρονών γρια, και τόσο αδύνατη λες και το δέρμα της είχε κολλήσει στα κόκαλα της. Μπήκε και με τα μεγάλα στρογ γυλά της μάτια σάρωσε το δωμάτιο. Ίσως και να
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ιο« δρόμο για να αποκαλυφθεί σε κάθε αφηγηματικό έργο ένα μυθικό υπόστρωμα στενά συνδεδεμένο με το λεκτικό υπόστρωμα του έργου. Όχι όμως στο ελάχιστο επίπεδο αλλά, αντιθέτως, στο επί πεδο της μέγιστης γενίκευσης, είναι επίσης δυ νατό να προτείνουμε ένα σχεδίασμα οικουμενικής θεματικής που θα συμπεριλάμβανε τις παρακά τω σταθερές: 1. Ο δημιουργημένος κόσμος 2. Η μάχη μεταξύ των θεών και των προγόνων 3. Η Χ ρ υ σ ή Εποχή 4. Η απώλεια του Παραδείσου 5. Οι πρωτόπλαστοι εραστές 6. Η παρεξηγημένη γυναίκα 7. Η δολοφονία της θεότητας 8. Η κλοπή της ιερής φωτιάς 9. Η ετήσια αναγέννηση του κόσμου 10. Η παρθενική σύλληψη του ήρωα 11. Η αιμομειξία 12. Η αντιπαλότητα μεταξύ αδελφών
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑ MO
241
13. Η πονεμένη μητέρα 14. Η εξολόθρευση του τέρατος 15. Η ανάσταση του ήρωα 16. Η γη των νεκρών Υπάρχουν νέοι μύθοι, που να έχουν γεννηθεί από νέες συνθήκες; Ο μεγάλος κριτικός του Χ ά ρ βαρντ Χ ά ρ ρ υ Λεβίν θυμάται ότι ο Έμερσον ζήτη σε μια βιομηχανική μυθολογία του Μάντσεστερ και ο Ντίκενς του την έδωσε: ο Τρότσκι ζήτησε μια επαναστατική τέχνη που θα αντανακλούσε όλες τις αντιφάσεις του επαναστατικού κοινωνι κού συστήματος, αλλά ο Στάλιν του την αρνήθη κε. Αντιθέτως, είναι δύσκολο να μη βρούμε κά ποιους απόηχους, ευτελισμένους όπως λέει ο Μιρτσέα Ελιάντε, ωστόσο εξίσου δηλωτικούς, των γ ε νικότερων σταθερών που απαρίθμησα παραπάνω. Ο Ροβινσώνας Κρούσος παρίσταται στη δη μιουργία του κόσμου: είναι ο διαμαρτυρόμενος Δίας, ο Γιαχβέ του καπιταλισμού. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ στον 18ο αιώνα και ο Προυστ στον 20ό δίνουν την καμπύλη της διαστροφής στη μάχη με ταξύ των Θεών και των Προγόνων: τα όργια στον πύργο του Μπλανζί είναι ίσως λιγότερο απειλη τικά από τη βαθιά πρόκληση προς τη θεότητα που διαπράττουν η δεσποινίς Βεντέμ και η λεσβία ερωμένη της φτύνοντας πάνω στο πορτρέτο του νεκρού πατέρα. Η Χρυσή Εποχή επανεμφανίζε ται ως ανακλαστική επίκληση στον Θερβάντες, η απώλεια του Παραδείσου και οι πρωτόπλαστοι
242
ΓΤΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ΧΟΤΑΝ ΡΟΓΛΦΟ
εραστές αποχτούν την υψηλότερη μυθιστορημα τική τους πραγματικότητα στα Ανεμοδαρμένα ύφη της Έ μ ι λ υ Μπροντέ και οι νεοτερικές ενσαρκώ σεις της Εύας, της παρεξηγημένης γυναίκας, ονο μάζονται Έμμα Μποβαρύ και Άννα Καρένινα. Η δολοφονία της θεότητας είναι η απαραίτητη προϋ πόθεση για να καθιερώσουν, με όποιον τρόπο, στην ιστορία οι δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφ σκι το μηδενισμό και τον ολοκληρωτισμό, και η ετήσια αναγέννηση του κόσμου παρουσιάζεται σε μια μακριά γραμμή μυθιστορημάτων,/από τον Ρουσσό μέχρι τον Ντ. Ε. Λόρενς περνώντας από τον Τόμας Χάρντυ. Η παρθενική σύλληψη του ήρωα υπονοείται σε όλες τις αγνές μητέρες του αισθηματικού μυθιστο ρήματος του 19ου αιώνα, ακόμα και στις μεγα λύτερες: τη μητέρα του Δαυίδ Κόππερφιλντ και τη μητέρα του Λυσιέν ντε Ρυμπανπρέ.* Η mater dolorosa είναι η μητέρα του Ρασκόλνικοφ και η μά να του Γκόρκι, και η αντιπαλότητα μεταξύ αδελ φών είναι ο μύθος που κινεί την πλοκή των Αδελ φών Καραμάζοφ, του Ανθρώπου με το σιδηρούν προσωπείο, των Κορσικανών αδελφών** και του Οίκου των Πύντσον του Ναθάνιελ Χόθορν. Ο μύ θος της αιμομειξίας βρίσκεται στο κέντρο των νεο* Κεντρικός ή ρ ω α ς τ ο υ μυθιστορήματος τ ο υ Μπαλζάκ νες ψευδαισθήσεις. (Σ.τ.Μ.)
Χαμέ
** Ο άνθρωπος με το σιδηρούν προσωπείο και Οι Κορσικανοί αδελφοί, μυθιστορήματα τ ο υ Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ Δουμά. (Σ.τ.Μ.)
2
43
τερικών έργων του Τόμας Μαν και του Ρόμπερτ Μούζιλ, η εξολόθρευση του τέρατος είναι ο μύ θος του Μόμπυ Ντικ και η ανάσταση του ήρωα εί ναι ο μύθος στο Έγκλημα και τιμωρία μέσα από την επαφή με τη ρωσική γη, και του Τόνιο Κραίγκερ στη ζωή της τέχνης, και του Δον Κιχότη στην πίστη στην ανάγνωση: αλλά και του Στίβεν Ντένταλους στους λαβυρίνθους της «αδημιούργητης συνείδησης της φυλής μου». Την ιερή φωτιά καταφέρνουν να κλέψουν ο Δον Κιχότης μέσα από τα μονοπάτια της Μάντσας και ο καπετάνιος Άχαμπ* μέσα απ' τις λεωφόρους του ωκεανού, ο Βοτρέν** στην κατάκτηση του Παρι σιού και ο Σορέλ*** στη ναπολεόντεια κατάκτη ση της δεσποινίδας ντε Λα Μολ, όλοι τους εκδο χές του Προμηθέα και του πιο γνωστού βλασταριού του, του δρα Φάουστους, αναγεννησιακού στον Μάρλοου, ατομιστή στον Γκαίτε και τελικά του Λέβερκυν του Τόμας Μαν, του Φάουστους, διεφθαρμένου από την απόσταση μεταξύ της τέ χνης και της ιστορίας στον 20ό αιώνα. Η γη των νεκρών, αντιθέτως, έχει ελάχιστους μυθιστορηματικούς απογόνους. Είναι ο μύθος του Χουάν Ρούλφο, και εδώ αυτός ο συγγραφέας δη* Κεντρικός ή ρ ω α ς του Μόμπυ Ντικ. (Σ.τ.Μ.) ** Ένας από τους ήρωες του Πατέρα Γκοριό του Μπαλζάκ. (Σ.τ. Μ. ) *** 0 κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος του Σταντάλ Το κόκ κινο και το μαύρο. (Σ.τ.Μ.)
244
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
μιουργεί και βρίσκει το αφηγηματικό του αρχέ τυπο. Για τον Γιουνγκ, το αρχέτυπο είναι το περιε χόμενο του συλλογικού ασυνείδητου και εκδηλώ νεται σε δύο κινήσεις: μέσω της μητέρας, της μή τρας που του δίνει μορφή• και μέσω του πατέρα, του φορέα του αρχετύπου, του μυθοφόρου. Από αυτό το παράθυρο μπορούμε να δούμε το μυθι στόρημα του Ρούλφο ως μια επίσκεψη στη χώρα του θανάτου, που χρησιμοποιεί, ως υπέρτατο μυ θικό νήμα, την επιστροφή στη μήτρα, στη μητέρα που είναι το δοχείο του μύθου - στην Ντολορίτας και στις μητέρες-υποκατάστατα, την Εδουβίχες, την Νταμιάνα, την Ντοροτέα. Προς ποια κατεύθυνση μας οδηγούν όλες αυ τές μαζί με τον Χουάν Πρεσιάδο; Προς το φορέα του μύθου, τον πατέρα της φυλής, τον καταραμέ νο πρόγονο, τον Πέδρο Πάραμο, τον ιδρυτή του Νέου Κόσμου, το βιαστή των μητέρων, τον πατέ ρα όλων των γιων της γαμημένης.* Όλα τα δυνατά και αδύνατα ζευγάρια της λο* La chingada. Λέξη-κλειδί στη μεξικανική κουλτούρα, το ρή μα c h i n g a r υ π ο δ η λ ώ ν ε ι τ ο β ι α σ μ ό π ρ ο σ ώ π ω ν ή π ρ α γ μ ά τ ω ν . Η παθητική μετοχή la chingada α ν α φ έ ρ ε τ α ι στη βιασμένη μητέρα, απαρχή και λίκνο της φυλής, στην π ρ ώ τ η Ινδιάνα π ο υ αποκτήθη κε α π ό τον Ισπανό κατακτητή. Σ ύ μ β ο λ ο τ ο υ β ι α σ μ ο ύ τ ο υ Μεξι κού α π ό τ ο υ ς κατακτητές, η λ έ ξ η αυτή αναφέρεται στην ίδια τ η ζωή αυτής της χ ώ ρ α ς . Για τη σημασία της έχουν γ ρ ά ψ ε ι π ο λ λ ο ί Μεξικανοί σ υ γ γ ρ α φ ε ί ς , μ ε τ α ξ ύ των ο π ο ί ω ν ο Κάρλος Φουέντες και ο Οκτάβιο Πας. (Σ.τ.Μ.)
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
2
45
γοτεχνίας που απαριθμεί η Χουλιέτα Κάμπος στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημα της, από τον Ορφέα και την Ευρυδίκη μέχρι τον Χανς Κάστορπ και την Κλαούντια Σοσά, πασχίζουν να σωθούν μαζί από το θάνατο και να ανακτήσουν το ειδυλλιακό πα ρελθόν, το χαμένο προσωπικό παράδεισο. Αλλά εδώ πώς να ανασυστήσει κανείς οτιδήποτε μέσω αυτής της ταπεινωμένης μητέρας και αυτού του απάνθρωπου πατέρα; Πώς να διώξει κανείς το θά νατο με το μίσος, την εκδίκηση, τις τύψεις και την ταπείνωση; Η μεταβίβαση της υπόσχεσης ζωής και ανα γέννησης του ρημαγμένου κόσμου του Πέδρο Πά ραμο και της Ντολορίτας, των γονιών του Χουάν Πρεσιάδο, στον ερωτικό κόσμο της Σουσάνας Σαν Χουάν αποδεικνύεται αδύνατη γιατί, όπως είπα με, η Σουσάνα ανήκει στον κόσμο του μύθου και ο Πέδρο Πάραμο στο έπος. Η Σουσάνα Σαν Χουάν, πρωταγωνίστρια πολλών διασταυρούμε νων μύθων - τ η ς αιμομειξίας με τον πατέρα της Μπαρτολομέ, του ειδυλλιακού ζευγαριού με τον εραστή της Φλορένσιο-, είναι φορέας ενός μύθου που τους συγκεντρώνει όλους: του μύθου του αιώ νιου παρόντος του θανάτου. Θαμμένη ζωντανή, κάτοικος ενός κόσμου που τρίζει, φυλακισμένη σε ένα «σάβανο από σεντόνια», η Σουσάνα δεν κά 1 νει καμία διάκριση ανάμεσα σ αυτό που ο Πέ δρο Πάραμο θα αποκαλούσε ζωή και σ αυτό που θα αποκαλούσε θάνατο: αν εκείνη έχει το « σ τ ό -
246
ΧΟΥΑΝ ΡΟΥΛΦΟ
μα της γεμάτο χώμα», είναι ταυτόχρονα γιατί έχει το « σ τ ό μ α της γεμάτο από σένα, από το στόμα σου, Φλορένσιο». Η Σουσάνα Σαν Χουάν αγαπά έναν νεκρό: μια νεκρή αγαπά έναν νεκρό. Κι αυτή είναι η πόρτα μέσα από την οποία δραπετεύει η Σουσάνα από την επικράτεια του Πέδρο Πάραμο. Γιατί, αν ο τύ ραννος έχει επικράτειες, εκείνη έχει δαίμονες. Τρελό έρωτα θα τον αποκαλούσε ο Μπρετόν τρε λός έρωτας του Πέδρο Πάραμο για τη Σουσάνα Σαν Χουάν και τρελός έρωτας της Σουσάνας Σαν Χουάν γι' αυτό το όνομα του θανάτου που είναι ο Φλορένσιο. Όχι όμως τρελός έρωτας της Σου σάνας και του Πέδρο. Λ ό γ ω του κλίματος και της ιδιοσυγκρασίας του, το Πέδρο Πάραμο είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει σε κάποιο άλλο: στα Ανεμοδαρμένα όψη της Έμιλυ Μπροντέ. Είναι ενδιαφέρον να τα συ γκρίνουμε, γιατί υπήρξε μια ανόητη διαμάχη γύ ρω από το μυθιστόρημα του Ρούλφο, μια διχοτομία που επιμένει να το κρίνει είτε μόνο εντάσσο ντας το στο ποιητικό είδος είτε μόνο εντάσσοντας το στο πολιτικό είδος, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η ένταση του μυθιστορήματος βρίσκεται ανά μεσα στους δύο πόλους, το μύθο και το έπος, και ανάμεσα στις δύο διάρκειες, τη διάρκεια του πά θους και τη διάρκεια του συμφέροντος. Αυτό ισχύει και για το μυθιστόρημα της Έμι λυ Μπροντέ, όπου ο Χίθκλιφ και η Κάθυ ανήκουν.
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
247
ταυτοχρόνως και με ένταση, στην παθιασμένη διάρκεια της ανάκτησης του ερωτικού παραδεί σου της παιδικής ηλικίας, και στην ιδιοτελή διάρ κεια της κοινωνικής τους θέσης και της οικονομι κής τους κατοχής. Ο Ζορζ Μπατάιγ βλέπει στα Ανεμοδαρμένα όψη την ιστορία της ρήξης μιας ποιητικής ενότητας και αμέσως μετά την ιστορία μιας εξέγερσης των εξόριστων από το πρωτογε νές βασίλειο, των καταραμένων που διακατέχο νται από τον πόθο να αναδημιουργήσουν τον Πα ράδεισο. Αντιθέτως, ο μαρξιστής κριτικός Άρνολντ Κετλ βλέπει στο έργο την ιστορία μιας επαναστα τικής παράβασης των ηθικών αξιών της αστικής τά ξης μέσω της χρήσης των ίδιων της των όπλων: ο Χίθκλιφ ταπεινώνει και καταστρέφει τους Λύντον χρησιμοποιώντας το χρήμα και την ιδιοκτησία, τα κληρονομικά αγαθά και τη γαμήλια προίκα. Και οι δύο έχουν δίκιο σχετικά με την Μπρο ντέ, και θα είχαν δίκιο και σχετικά με τον Ρούλ φο. Ωστόσο τα δύο μυθιστορήματα δεν μπορούν να εξομοιωθούν. Η διαφορά τους είναι πιο βαθιά και μυστική: ο Χίθκλιφ και η Κάθυ ενώνονται από ένα πάθος π ο υ γνωρίζουν και οι δύο πως είναι προορισμένο για το θάνατο. Το σκοτεινό μεγαλείο του Χίθκλιφ βρίσκεται στο γεγονός ότι γνωρίζει πως, όσο κι αν εξευτελίζει την οικογένεια της Κά θυ, όσο κι αν χειραγωγεί και διαφθείρει τα πα λιά του αφεντικά, ο χρόνος της παιδικής ηλικίας που μοιράστηκε με την Κάθυ - α υ τ ό το εξαίσιο
248
ΧΟΤΑΝ ΡΟΥΑΦΟ
στιγμιαίο- δε θα επιστρέψει• και η Κάθυ το ξέ ρει και γι' αυτό, επειδή η ίδια είναι ο Χίθκλιφ, σπεύδει στη μόνη δυνατή ομοιότητα με τη χαμέ νη χώρα της στιγμής: στη χώρα του θανάτου. Η Κάθυ πεθαίνει για να πει στον Χίθκλιφ: Αυτό εί ναι το αληθινό μας σπίτι, έλα εκεί να ενωθείς μα ζί μου. Η Σουσάνα Σαν Χουάν κάνει μόνη της αυτό το ταξίδι και γι' αυτό η μοίρα της είναι πιο τρο μερή από τη μοίρα της Κάθριν Έρνσο. Δε μοιρά ζεται με τον Πέδρο Πάραμο ούτε την παιδική ηλι κία ούτε το πάθος ούτε το συμφέρον: ο Πέδρο Πά ραμο αγαπά μια γυναίκα ριζικά χωρισμένη από αυτόν, ένα φάντασμα που, όπως η Κάθυ, πηγαί νει πριν απ' αυτόν στον τάφο αλλά μόνο και μό νο επειδή η Σουσάνα ήταν ήδη νεκρή και ο Πέδρο δεν το ήξερε. Κι ωστόσο ο Πέδρο την αγάπησε, ο Πέδρο την ονειρεύτηκε και επειδή την ονειρεύ τηκε και την αγάπησε είναι ένα ευάλωτο πλάσμα, άξιο κι αυτό για την αγάπη, και όχι ο μοχθηρός γαιοκτήμονας, ο κακός της βωβής ταινίας, ο κα τακτητής των τειχών του Παλατιού που θα μπο ρούσε να έχει υπάρξει. 0 Πέδρο οφείλει στη Σου σάνα την πληγή τον η Σουσάνα τον καλεί να ανα γνωρίσει τον εαυτό του στο θάνατο. 0 θάνατος, λέει ο Μπατάιγ για τα Ανεμοδαρμένα ύφη, είναι η μεταμφιεσμένη καταγωγή. Δεδο μένου ότι η επιστροφή στο στιγμιαίο χρόνο της παιδική ηλικίας είναι αδύνατη, ο τρελός έρωτας
ΙΙΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
2
49
μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο στον αιώνιο και ακί νητο χρόνο του θανάτου: σε μια στιγμή χωρίς τέ λος. Το απόλυτο τέλος περιέχει στην αγκαλιά του όλες τις δυνατότητες του παρελθόντος, του παρό ντος και του μέλλοντος. Η παιδική ηλικία και ο θά νατος είναι τα σημάδια της στιγμής, γιατί, ακρι βώς επειδή είναι στιγμιαία, μόνο αυτά μπορούν να αρνηθούν τον υπολογισμό του συμφέροντος. Παιδική ηλικία και θάνατος: μήπως αυτά εί ναι τα δύο αληθινά θέματα του Πέδρο Πάραμο; Μήπως λύνονται σ' αυτή την εγγύτητα οι αντιθέ σεις μεταξύ μύθου και έπους, το ειδυλλιακό πα ρελθόν που θυμάται η Ντολορίτας και η παλιά δυ στυχία που θυμάται η Κουτσοπόδαρη, το άναρθρο μουγκρητό των αγελάδων και οι βαριές λέξεις που σκοτώνουν τον Χουάν Πρεσιάδο; 0 Ρούλφο, όπως ο Ιώβ στο όνειρο του τάφου, γράφει ένα ποιητικό μυθιστόρημα όπου δεν μπο ρούμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ ύπνου και θανάτου. Η αγωγή του Χουάν Πρεσιάδο, όχι μια αισθηματική αγωγή, ούτε ένα Bildungsroman, αλ λά ένα Totensroman, ένα μυθιστόρημα για το θά νατο, και ένα Angstraum, ένα όνειρο για το φό βο, συνίσταται σε ένα ταξίδι προς την αρχή γ ι α να φτάσει στον πατέρα και να ανακαλύψει ότι ο πατέρας είναι ιστορία και ότι η ιστορία είναι άδι κη και ότι ο πατέρας, ο αρχηγός, ο κατακτητής, πρέπει να πεθάνει για να εισέλθει στο αιώνιο πα ρόν που είναι ο θάνατος.
250
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
Το σύνολο του Πέδρο Πάραμο συμβαίνει, ανα δρομικά, στην επικράτεια του θανάτου. Ε ξ ου και η παράλληλη και συνεχής δομή των ιστοριών: κα θεμιά από αυτές είναι σαν ένας τάφος• ακόμα κα λύτερα, είναι ένας τάφος υγρός, που τρίζει και βρίσκεται κοντά σε όλους τους υπόλοιπους. Εδώ, αφού συμπληρωθεί η αγωγή του στη γη, η αγωγή του για το θάνατο και τον τρόμο, ίσως ο Χουάν Πρεσιάδο να απλώσει το χέρι και να βρει, αυτός ναι, τώρα ναι, το δικό του πάθος, το δικό του έρω τα, τη δική του αναγνώριση: ίσως ο Χουάν Πρε σιάδο, στο νεκροταφείο της Κομάλας, ξαπλωμέ νος δίπλα της, μαζί της, να γνωρίσει και να αγα πήσει τη Σουσάνα Σαν Χουάν και να αγαπηθεί από κείνη, όπως πόθησε και δεν μπόρεσε ο πα τέρας του, και ίσως γι' αυτό ο Χουάν Πρεσιάδο μεταμορφώνεται σε φάντασμα για να γνωρίσει και να αγαπήσει τη Σουσάνα Σαν Χουάν μέσα στον τάφο. Η μοίρα τότε θα έχει εκπληρωθεί, έξω από τις σελίδες του βιβλίου στο κέντρο του οποίου τα ζώα μουγκρίζουν, μια ζητιάνα νανουρίζει ένα πανί σαν να ήταν το μωρό της γιατί της συνέβη κάποια συμ φορά στα νιάτα της και η σιωπή αναζητά απελ πισμένα τη λέξη. ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΤΕΝΤΕΣ
Οι. νεκροί δεν έχουν ούτε τόπο ούτε χρόνο (Ένας διάλογος
με τον Χουάν
Ρούλφο)
Τζ.Σ.: Καταρχάς, κύριε Ρούλφο, θα θέλατε να σχολιάσετε λίγο την παιδεία σας ως συγγραφέα; Χ.P.: Κοιτάξτε, στην πραγματικότητα είναι λί γο δύσκολο να αναζητήσω την απαρχή αυτής της παιδείας. Δεν πρόκειται για μια τυπική εκπαίδευ ση αλλά για μια εκπαίδευση μάλλον αυθαίρετη, αν θέλετε βασισμένη σε μη συστηματικές αναγνώ σεις, στην πραγματικότητα διάβαζα οτιδήποτε έ π ε φ τ ε στα χέρια μου. Γι' αυτό και δεν έχω μια τυπική παιδεία - αλλά περισσότερο ίσως μια ανα ζήτηση κάποιου πράγματος που θα μου άρεσε, που θα είχε ανθρώπινες πλευρές που θα συνέπι πταν με τις δικές μου. Τζ.Σ.: Μεταξύ αυτών των λίγο πολύ χαοτικών αναγνώσεων υπήρξαν κάποια έργα που είχαν ει δική σημασία; Χ . P . : Πράγματι, ναι. Ανάμεσα σ' αυτά, τα έρ-
252
ΧΟΪΑΝ ΡΟΥΑΦΟ
γα του Κνουτ Χαμσούν, που τα διάβασα - τ α ρού φηξα στην κυριολεξία- σε νεαρή ηλικία. Ήμουν δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων όταν ανακά λυψα αυτόν το συγγραφέα, που με εντυπωσίασε πολύ, μεταφέροντας με σε άγνωστα μέχρι τότε πεδία. Σ' έναν ομιχλώδη κόσμο, όπως είναι ο κό σμος της Σκανδιναβίας, καταλαβαίνετε. Αλλά ταυ τοχρόνως με απομάκρυνε από αυτή την τόσο φω τεινή κατάσταση στην οποία ζούμε εμείς - αυτή την τόσο λαμπερή χώρα, με το τόσο έντονο φως. Ίσως εξαιτίας κάποιας τάσης μου να αναζητήσω ακριβώς κάτι συννεφιασμένο, κάτι θαμπό, όχι τόσο σκλη ρό και αιχμηρό όπως ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσα. Λοιπόν, από τους Σκανδιναβούς συγ γραφείς ο Κνουτ Χαμσούν ήταν πραγματικά η αρ χή, αλλά έπειτα συνέχισα να τους αναζητώ, να τους διαβάζω, μέχρι που εξάντλησα τους λίγους συγ γραφείς που ήταν γνωστοί εκείνη την εποχή, όπως τους Boyersen, Jens Peter Jakobsen, Selma Lagerlof. Αληθινή αποκάλυψη υπήρξε για μένα ο Halldor Laxness - αυτό συνέβη πολύ πριν πάρει το βραβείο Νό μπελ. Αισθανόμουν λοιπόν μια κάποια συμπάθεια γι' αυτούς τους συγγραφείς. Μου έδιναν μια αίσθη ση πιο ακριβή, ή μάλλον πιο αισιόδοξη από ό,τι αυ τός ο κάπως τραχύς κόσμος που είναι ο δικός μας. Τζ.Σ.: Και είχατε διαβάσει και τη μεξικανική λογοτεχνία, παραδείγματος χάρη το μυθιστόρημα της Μεξικανικής Επανάστασης;
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
2
53
Χ . P . : Ναι. Στην πραγματικότητα, το μυθιστό ρημα της Μεξικανικής Επανάστασης μου έδωσε λίγο πολύ μια ιδέα για το τι ήταν η επανάσταση. Ε γ ώ γνώρισα την ιστορία μέσα από την πεζογρα φία. Έτσι κατάλαβα τι ήταν η επανάσταση. Δε μου έτυχε να τη ζήσω. Αναγνωρίζω ότι αυτοί οι συγ γραφείς, υποτιμημένοι σήμερα, ήταν εκείνοι που άνοιξαν πραγματικά τον κύκλο του μεξικανικού μυθιστορήματος. Για παράδειγμα, ο Rafael F. Munoz, ο Azuela, ο Luis Guzman, ο Lopez y Fuentes κυρίως στο Campamento [Στρατόπεδο], περισσότε ρο απ' ό,τι στο υπόλοιπο έργο του. Από τον Munoz σημαντικό είναι το Se llevaron el canon para Bachimba [Πήρανε το κανόνι για την Μπατσίμπα]. Αλλά και το ιστορικό του μυθιστόρημα για τον Σάντα Άννα, που πραγματεύεται με αρκετή ειρωνεία αυ τό το πρόσωπο της μεξικανικής ιστορίας. Τζ.Σ.: Και είχατε χίσετε να γράφετε;
διαβάσει
τονΥαήεζ
πριν
αρ
Χ.Ρ. : Ναι, είχα διαβάσει το Alfilo del agua [Στην κόψη του νερού] πριν γράψω το Πέδρο Πάραμο. Τζ.Σ. : Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια ιδέα για το πώς καταφέρατε να βρείτε τον τρόπο με τον οποίο θα γράφατε το Πέδρο Πάραμο; Χ . P . : Κοιτάξτε, καταρχάς ήταν μια αναζήτη ση ύφους. Είχα τα πρόσωπα και το περιβάλλον. Ήμουν εξοικειωμένος με εκείνη την περιοχή της
254
ΧΟΓΛΝ ΡΟΤΛΦΟ
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
χώρας, όπου είχα περάσει την παιδική μου ηλικία, και είχα εμβαθύνει πολύ σ αυτές τις καταστάσεις. Αλλά δεν έβρισκα τον τρόπο για να τις εκφρά σω. Κι έτσι προσπάθησα απλώς να το κάνω χρη σιμοποιώντας τη γλώσσα που είχα ακούσει από τους δικούς μου ανθρώπους, από τους ανθρώπους του χωριού μου. Είχα κάνει κι άλλες τέτοιες προ σπάθειες - γ λ ω σ σ ι κ ο ύ τ ύ π ο υ - που είχαν αποτύ χει γιατί μου έβγαιναν κάπως ακαδημαϊκές και λί γο πολύ ψεύτικες. Ήταν ακατανόητες στο περι βάλλον όπου εγώ είχα εξελιχθεί. Το σύστημα που τελικά εφάρμοσα, πρώτα στα διηγήματα και έπει τα στο μυθιστόρημα, ήταν να χρησιμοποιήσω τη γ λ ώ σ σ α του λαού, την καθομιλουμένη που είχα ακούσει από τους μεγαλύτερους μου και που συ νεχίζει να είναι ζωντανή μέχρι σήμερα. Τζ.Σ.: Και πώς βλέπετε
το γεγονός
ότι
κάποιοι
κριτικοί λένε ότι το Πέδρο Πάραμο είναι ένα σκο τεινό μυθιστόρημα; Χ . P . : Πράγματι, και για μένα στην πραγμα τικότητα είναι σκοτεινό. Δεν πιστεύω πως είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα. Κυρίως προσπάθησα να υπαινιχθώ κάποια πράγματα, όχι να τα φανερώσω. Ήθελα να κλείνω τα κεφάλαια με έναν ολοκληρωτικό τρόπο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου ο κεντρικός ήρωας είναι το χω ριό. Πρέπει να επισημάνουμε ότι κάποιοι κριτι κοί θεωρούν κεντρικό ήρωα τον Πέδρο Πάραμο.
2
55
Στην πραγματικότητα είναι το χωριό. Είναι ένα νεκρό χωριό όπου ζουν μονάχα ψυχές, όπου όλα τα π ρ ό σ ω π α είναι νεκρά, ακόμα κι αυτός π ο υ αφηγείται είναι νεκρός. Επομένως δεν υπάρχει όριο μεταξύ χώρου και χρόνου. Οι νεκροί δεν έχουν χώρο και χρόνο. Δεν κινούνται ούτε μέσα στο χρόνο ούτε μέσα στο χώρο. Γι' αυτό και έτσι όπως εμφανίζονται, έτσι και εξαφανίζονται. Και μέσα σ αυτόν το σκοτεινό κόσμο, υποτίθεται π ω ς οι μόνοι που επιστρέφουν στη γη (αυτό είναι μια πολύ διαδεδομένη δοξασία) είναι οι ψυχές, οι ψυ χές εκείνων των νεκρών που πέθαιναν αμαρτωλοί. Και καθώς πρόκειται για ένα χωριό όπου όλοι π έ θαναν αμαρτωλοί, οι περισσότεροι επιστρέφουν. Κατοικούν και πάλι το χωριό, αλλά τώρα είναι ψυ χές, δεν είναι ζωντανά πλάσματα. Τζ.Σ.: Μια ακόμα ερώτηση, που είναι σημα ντική για μένα: Πώς συνταιριάζεται το όραμα ενός νεκρού κόσμου, πράγμα που υπονοεί κι ένα νεκρό Μεξικό, αυτό το τόσο πεσιμιστικό όραμα που αρ νείται την πρόοδο του ανθρώπου μέσα στο χρόνο, πώς συνταιριάζεται αυτή η τόσο πικρή ερμηνεία με το όραμα του Χουάν Ρούλφο ως χαρακτήρα και ως ατόμου; Χ.Ρ. : σα, ούτε μο, τίποτα εκεί που
Είναι αλήθεια πως ποτέ δε χρησιμοποίη στα διηγήματα ούτε στο Πέδρο Πάρα αυτοβιογραφικό. Δεν υπάρχουν σελίδες να έχουν οποιαδήποτε σχέση με εμένα
256
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
ΧΟΓΑΝ ΡΟΥΛΦΟ
και με την οικογένεια μου. Δε χρησιμοποιώ ποτέ άμεσα την αυτοβιογραφία. Όχι επειδή έχω κάτι εναντίον αυτού του λογοτεχνικού τρόπου. Απλού στατα επειδή τα γνωστά πρόσωπα δε μου δίνουν την πραγματικότητα που χρειάζομαι, μια πραγ ματικότητα που μου τη δίνουν τα επινοημένα πρό σωπα. Τζ.Σ.: Υποτίθεται αντανακλά
την άποψη
όμως ότι ένα
μυθιστόρημα
που έχει ο συγγραφέας
του
για τον κόσμο. Χ.P.: Ίσως στο βάθος να υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει με εμφανή τρόπο στην επιφάνεια του μυ θιστορήματος. Εγώ έζησα μια πολύ σκληρή, πο λύ δύσκολη παιδική ηλικία. Μια οικογένεια που διαλύθηκε πολύ εύκολα σε έναν τόπο που κατα στράφηκε ολοκληρωτικά. Από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, συμπεριλαμβανομένων και όλων των αδελφών του πατέρα μου, όλοι δολοφονήθη καν. Δεν ήταν μόνο μια ανθρώπινη, αλλά και μια γεωγραφική ερήμωση. Ποτέ δεν κατάλαβα - ο ύ τ ε την έχω καταλάβει μέχρι σ ή μ ε ρ α - τη λογική όλων αυτών. Δεν μπορεί να τα αποδώσει κανείς στην επανάσταση. Ήταν μάλλον κάτι αταβιστικό, μοι ραίο, παράλογο. Μέχρι σήμερα δεν έχω βρει το σημείο εκείνο που θα μου έδειχνε για ποιο λόγο στην οικογένεια μου συνέβησαν μ' αυτόν τον τρό πο, και τόσο συστηματικά, όλες αυτές οι δολο φονίες και οι αγριότητες.
257
Τζ.Σ.: Επιστρέφοντας στην τέχνη της συγγρα φής μυθιστορημάτων, πώς είναι η διαδικασία δη μιουργίας ενός προσώπου; Χ.P.: Δεν έχω καταφέρει να μάθω μέχρι τώρα τι ήταν αυτό που με οδήγησε να πραγματευτώ τα θέματα του αφηγηματικού μου έργου. Δεν έχω κα μία προϋπάρχουσα κριτική/αναλυτική αίσθηση. Απλώς φαντάζομαι ένα πρόσωπο και προσπαθώ να δω πού θα με οδηγήσει αυτό το πρόσωπο ακο λουθώντας την πορεία του. Ε γ ώ αρχίζω π ρ ώ τ α με το να φανταστώ ένα πρόσωπο. Έχω πολύ σα φή ιδέα για το πώς είναι αυτό το πρόσωπο. Και τότε το ακολουθώ. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να με οδηγήσει με συνεχή τρόπο, ότι κάποιες φορές θα κάνει άλματα. Κάτι που είναι φυσιολογικό, γιατί η ζωή ενός ανθρώπου ποτέ δεν είναι συνεχής. Έτσι λοιπόν προσπαθώ να αποφεύγω τις νεκρές στιγ μές, τις στιγμές που δε συμβαίνει τίποτα. Κάνω ένα άλμα μέχρι τη στιγμή που κάτι συμβαίνει στο πρόσωπο, τη στιγμή που κάτι αρχίζει να συμβαί νει και τυχαίνει σ αυτό το πρόσωπο να δράσει, να διατρέξει τα γεγονότα της ζωής του. Τζ.Σ. : Αλλάζοντας λίγο το θέμα αυτής της κου βέντας, θα λέγατε ότι το Πέδρο Πάραμο είναι ένα μυθιστόρημα άρνησης; Χ . P . : Όχι, καθόλου. Απλώς αρνείται κάποιες αξίες που παραδοσιακά έχουν θεωρηθεί έγκυρες. Για μένα, όσο με αφορά προσωπικά, αυτές οι
258
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
αξίες δεν είναι έγκυρες. Για παράδειγμα, το ζή τημα της πίστης, της θρησκευτικής πίστης. Εγώ μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον πιστών, αλλά ξέρω ότι η πίστη αντιστράφηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε φαινομενικά να αρνηθούν σε αυτούς τους ανθρώ πους να πιστεύουν, να έχουν πίστη σε κάτι. Στην πραγματικότητα όμως, ακριβώς επειδή πίστευαν σε κάτι, γι' αυτό έφτασαν α αυτή την κατάστα ση. Αναφέρομαι σε μια κατάσταση σχεδόν αρνη τική. Η πίστη τους έχει καταστραφεί. Κάποτε πί στεψαν σε κάτι, τα πρόσωπα του Πέδρο Πάραμο, και παρ' όλο που συνεχίζουν να είναι πιστοί, στην πραγματικότητα η πίστη τους είναι κενή. Δεν έχουν από πού να πιαστούν, κάτι από το οποίο να μπορούν να κρατηθούν. Ίσως με αυτή την έν νοια υπάρχει η εκτίμηση ότι το μυθιστόρημα εί ναι αρνητικό. Αυτό όμως με κάνει να σκεφτώ αυ τούς τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η πιο δί καιη δικαιοσύνη είναι η καλύτερη δικαιοσύνη όταν είναι η μεγαλύτερη από τις αδικίες. Έτσι. α αυ τές τις περιπτώσεις, η φανατική πίστη παράγει ακριβώς το αντίθετο της, την αντι-πίστη, την άρ νηση της πίστης. Πρέπει να κάνω εδώ μια επισή μανση. Κατάγομαι από μια περιοχή όπου έγινε κάτι περισσότερο από μια επανάσταση -η Μεξι κανική Επανάσταση, η γνωστή-, μια περιοχή όπου έγινε επίσης και η επανάσταση των κριστέρος. Σ' αυτήν οι άνθρωποι πολεμούσαν οι μεν εναντίον των δε χωρίς να πιστεύουν στο σκοπό για τον
ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ
2
59
οποίο συγκρούονταν. Πίστευαν πως μάχονταν για την πίστη τους, για έναν άγιο σκοπό, αλλά στην πραγματικότητα, αν κοιτάξει κανείς με προσοχή ποια ήταν η βάση του αγώνα τους, θα βρει πως εκείνοι οι άνθρωποι ήταν αυτοί που βρίσκονταν πιο μακριά απ' όλους από το χριστιανισμό. Τζ.Σ.: Δεδομένου ότι ήδη αναφερθήκατε στην επαρχία σας (το Χαλίσκο), δε θέλετε να εξηγήσετε λίγο την ιστορική προσωπικότητα αυτής της πε ριοχής; Χ.P.: Ναι, γιατί πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυ τόν το φανατισμό για τον οποίο μόλις μιλήσαμε. Κατάγομαι από μια περιοχή όπου η ισπανική κα τάκτηση ήταν πολύ άγρια. Οι κατακτητές εκεί δεν άφησαν ψυχή ζώσα. Λεηλάτησαν, εξολόθρευσαν τον ιθαγενή πληθυσμό, και εγκαταστάθηκαν. Όλη η επαρχία αποικίστηκε εκ νέου από Ισπανούς αγρότες. Αλλά το γεγονός ότι εξολόθρευσαν τον ιθαγενή πληθυσμό τους προσέδωσε ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, αυτή τη στάση του κρεολού, που σε κάποιο βαθμό είναι αντιδραστι κή, συντηρητική σε σχέση με τα δημιουργημένα συμφέροντα της. Είναι συμφέροντα που αυτοί τα θεωρούν αναπαλλοτρίωτα. Ήταν αυτό που κέρδι σαν επειδή συμμετείχαν στην κατάκτηση και στον αποικισμό αυτής της επαρχίας. Γι' αυτό και οι γιοι των αποίκων, οι απόγονοι τους, πάντοτε θεωρού-
26ο
ΧΟΓΑΝ ΡΟΤΛΦΟ
νταν απόλυτοι ιδιοκτήτες. Εναντιώνονταν σε όποια δύναμη έμοιαζε να απειλεί την ιδιοκτησία τους. Απ' αυτό προέρχεται και η ατμόσφαιρα ισχυρογνωμοσύνης, συσσωρευμένης εδώ και αιώ νες μνησικακίας, που είναι κατά κάποιον τρόπο ο αέρας που αναπνέει το μυθιστορηματικό πρό σωπο του Πέδρο Πάραμο από την παιδική του ηλι κία. Τώρα, γ ι α να κλείσουμε αυτή την κουβέντα, επιστρέφω στο σημείο του ενδεχόμενου αρνητι σμού του Πέδρο Πάραμο. Δεν πιστεύω πως είναι κάτι αρνητικό, αλλά μάλλον το αντίθετο, γιατί θέ τει υπό κρίση αυτές τις ολέθριες παραδόσεις, αυ τές τις απάνθρωπες τάσεις που οι μοναδικές τους συνέπειες είναι η αγριότητα και η οδύνη. ΤΖΟΖΕΦ ΣΟΜΕΡΣ