Patagonia Express - Luis Sepúlveda
April 2, 2017 | Author: ekiri | Category: N/A
Short Description
Download Patagonia Express - Luis Sepúlveda...
Description
L-uis Sepulveda
Patagonia Express
Τίτλος πρωτοτύπου:
Luis Sepulveda
Patagonia Express
Patagonia Express Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Τέταρτη έκδοση
Patagonia Express Επιμέλεια: Αχιλλέας Κυριακίδης Εκτύπωση: Πάνος Γκόνης Βιβλιοδεσία: Θ. Ηλιόπουλος - Π. Ροδόπουλος
Γ * ©ι Κ Ε Λ Α Ι A
ΙαΗΜΟΤΙΚΜ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Wl QJ--
® Luis Sepulveda, 1989 By arrangement with Dr. Ray-Gflde Mertin, Literarische Agentur, Bad Homburg, FRG Εκδόσεις opera Κωλέττη 23 A, 106 77 Αθήνα Τηλ. 330 45 46 - Fax: 330 36 34
Εκδόσεις o p e r a
ISBN: 960-7073-30-4
Αθήνα 1998
Σημειώσεις γι' αυτές τις σημειώσεις
Σ
το μεξικανικό σπίτι της Μάρι Κάρμεν και του Πά κο Ιγνάσιο Τάιμπο Α' υπάρχει ένα τεράστιο τραπέ ζι, γύρω απ' το οποίο μπορούν να καθίσουν ώς και είκοσι τέσσερις συνδαιτυμόνες. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τη φράση με την οποία ο Τάιμπο τιτλοφόρησε ένα βι βλίο του: «Για ν' αναχαιτίσουμε τα νερά της λήθης». Όταν, αργότερα, διάβασα το έργο, απ' τη μια η αγάπη μου και η εκτίμηση μου για τον αστουριανό συγγραφέα μεγάλωσαν, κι απ' την άλλη συνειδητοποίησα πως κά ποια γραφτά σου είναι αναπόφευκτο να τ' αποχωρι στείς, όσο κι αν τ' αγαπάς, όσο κι αν τα θεωρείς τελείως προσωπικά κείμενα. Να λοιπόν που κι εγώ, σήμερα, αποχωρίζομαι αυ τές τις σημειώσεις, που με συντρόφεψαν για πολύ καιρό, που ήταν πάντα μαζί μου, για να μου θυμίζουν ότι δεν έχω σχεδόν κανένα δικαίωμα να αισθάνομαι μόνος, να περνάω κατάθλιψη, ή να 'χω τη σημαία με σίστια. Οι σημειώσεις αυτές γράφτηκαν σε διάφορους τόπους,
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
κάτω από διάφορες συνθήκες. Ποτέ δεν ήξερα πώς να τις ονομάσω — κι εξακολουθώ να μην ξέρω. Μια φορά, κάποιος μου 'πε πως θα πρέπει να 'χα πολλά γραφτά του συρταριού, κι επειδή η φράση του με εξέ πληξε, του ζήτησα να εξηγηθεί. «Γραφτά του συρταριού... Αυτές οι σημειώσεις που κρατάει κανείς, χωρίς να ξέρει ούτε γιατί ούτε για ποιον» διευκρίνισε. Ε λοιπόν, όχι. Αυτά δεν είναι γραφτά του συρταριού, πρώτα απ' όλα γιατί προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός συρταριού που, κατά κανόνα, αποτελεί τμήμα ενός γρα φείου, κι εγώ δεν έχω γραφείο. Ούτε έχω ούτε θέλω ν' αποκτήσω, γιατί γράφω πάνω σε μια χοντρή τάβλα, που μου τη χάρισε ένας γερο-φούρναρης στο Αμβούργο. Μια βραδιά που παίζαμε σκατ* ο γερο-φούρναρης ανακοίνωσε στους συμπαίκτες του ότι η αρθρίτιδα τον υποχρέωνε να «πετάξει πετσέτα» και να κλείσει το φούρνο. «Και τι θα κάνεις τώρα, βρομόγερε;» τον ρώτησε ευγε νικά ένας απ' τους χαρτοπαίκτες. «Με δεδομένο ότι κανένας απ' τους γιους μου δε θέλει ν' ακολουθήσει το επάγγελμα, κι ότι τα μηχανήματα μου θεωρούνται απαρχαιωμένα, λέω να τα στείλω όλα στο διάολο, κι ό,τι μου είναι αγαπητό, να το χαρίσω» απά ντησε ο γερο-Γιαν Κέλερ, λίγο πριν μας καλέσει όλους σ' ένα τρικούβερτο γλέντι στο φούρνο. Εκεί μου δώρισε τη χοντρή τάβλα που πάνω της ζύμω-
νε ψωμί για πενήντα ολόκληρα χρόνια, και τώρα εγώ ζυ μώνω τις ιστορίες μου. Την αγαπάω αυτή την τάβλα που μοσχοβολάει αλεύρι, σουσάμι, γλυκάνισο και το ευγενέ στερο των επαγγελμάτων. Οπότε, ένα γραφείο... Μα τι στο διάολο να το κάνω το γραφείο; Αυτές οι σημειώσεις που δεν ξέρω πώς να τις ονομά σω, ζούσαν στα ράφια μιας βιβλιοθήκης, σκεπάζονταν με σκόνη και, καμιά φορά, εκεί που έψαχνα τίποτα πα λιές φωτογραφίες ή έγγραφα, έπεφτα πάνω τους, κι ομο λογώ πως τις διάβαζα μ' ένα κράμα φόβου και περηφά νιας, γιατί αυτές οι σελίδες —άλλες χειρόγραφες, άλλες άθλια δακτυλογραφημένες— δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά μια προσπάθεια να κατανοηθούν τα δυο κεφαλαιώδη θέ ματα που τόσο ωραία προσδιόρισε ο Χούλιο Κορτάσαρ: το τι σημαίνει να 'σαι άνθρωπος, και τι σημαίνει να 'σαι καλλιτέχνης. Μπορεί, βέβαια, αυτές οι σημειώσεις να 'ναι γεμάτες προσωπικές εμπειρίες, κανείς όμως δε θα 'πρεπε να τις θεωρήσει σαν ένα είδος εξορκισμού της νόσου τού Αλτσχάιμερ, γιατί δεν είχα ποτέ την πρόθεση να γράψω απομνημονεύματα. Αποχωρίζομαι, λοιπόν, αυτές τις σημειώσεις που, κά που κάπου, εγκατέλειψαν τους κρυψώνες τους για να δη μοσιευτούν σε ανθολογίες ή περιοδικά και, τώρα πρό σφατα, να εκδοθεί ένα μέρος τους στην Ιταλία. Τελικά, σχημάτισαν αυτόν τον τόμο που εσύ, αναγνώ στη, κρατάς στα χέρια σου αυτή τη στιγμή, χάρη στις αδελφικές προτροπές της Μπεατρίς δε Μόουρα. Τις τιτλοφόρησα Patagonia Express, ως φόρο τιμής σ' ένα σιδηρόδρομο που δεν υπάρχει πια, γιατί, στις μέρες
* skatt: Χαρτοπαίγνιο που συνηθίζεται στα (πολύ) βόρεια της Γερμα νίας. (Σ.τ,Σ.)
LUIS SEPULVEDA μας, η ποίηση δε φέρνει πια λεφτά, αν και ο σιδηρόδρο μος αυτός εξακολουθεί να ταξιδεύει στη μνήμη των αν δρών και των γυναικών της Παταγονίας. Σας προσκαλώ να με συνοδέψετε σ' ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, μαζί με κάποιους εκπληκτι κούς ανθρώπους, όπως είναι όλοι αυτοί που αναφέρο νται εδώ μέσα με τα ονόματα τους, κι απ' τους οποίους έχω μάθει —κι εξακολουθώ να μαθαίνω— πάρα πολλά. Λανθαρότε, Κανάριοι Νήσοι Αύγουστος 1995
Πρώτο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι στο πουθενά
Τ
ο πέρασμα στο πουθενά ήταν δώρο του παππού . μου. Ο παππούς μου: τρομερός και απρόβλεπτος. Το πέρα σμα θα πρέπει να μου το χάρισε όταν είχα μόλις κλείσει τα έντεκα. Περπατούσαμε στο Σαντιάγο, ένα πρωί του καλοκαι ριού. Ο γέρος μ' είχε κεράσει πέντ'-έξι αναψυκτικά κι άλλα τόσα παγωτά, που 'χαν γεμίσει την κοιλιά μου υγρά, κι εγώ ήξερα ότι περίμενε να του πω πως ήθελα να κατουρήσω. Θα πρέπει ν' ανησυχούσε πραγματικά για τα νεφρά μου, γιατί κάθε τόσο με ρωτούσε: «Τι;! Δε θες τσίσα σου; Σε καλό σου, παιδί μου! Μ' όλα αυτά που 'χεις πιει...» Η φυσιολογική και συνήθης απάντηση μου θα 'πρεπε να ηχήσει δραματικά καταφατική και να συνοδευτεί με χτύπημα των τακουνιών στην προσοχή. Τότε εκείνος, πετώντας το πουράκι που κρεμόταν πάντα από τα χείλια του, θ' αναστέναζε πριν αναφωνήσει με τον πιο διδακτι κό τόνο που μπορούσες να φανταστείς: 13
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Βάστα, παιδί μου. Βάστα ώσπου να βρούμε την κα τάλληλη εκκλησία». Εκείνο το πρωί, όμως, εγώ είχα αποφασίσει χίλιες φο ρές να τα κάνω πάνω μου, παρά να υποστώ ξανά τους προπηλακισμούς κάποιου παπά. Το κόλπο να με τουμπανιάζει με παγωτά και γκαζόζες, για να με βάζει μετά να κατουράω στις πόρτες των εκκλησιών, το 'χαμέ κάνει πάμπολλες φορές απ' τη μέρα που περπάτησα, κι ο γέρος μ' είχε καταστήσει σύντροφο στις εφόδους του, μικρό συνεργό στις κατεργαριές του — τις κατεργαριές ενός παλαίμαχου αναρχικού. Πόσες πόρτες εκκλησιών είχα κατουρήσει! Πόσοι πα πάδες και πόσες θεούσες μ' είχαν καθυβρίσει! «Βρομόπαιδο! Δεν έχεις τουαλέτα στο σπίτι σου;» (Αυτό ήταν το πιο ευγενικό που άκουγα.) «Πώς τολμάς να προσβάλλεις τον εγγονό μου, έναν ελεύθερο άνθρωπο; Παράσιτο! Κατακάθι της κοινω νίας! Φονιά της ταξικής συνείδησης!» τους πετούσε ο παππούς μου, ενώ εγώ άφηνα να πέσει κι η τελευταία σταγόνα, καθώς μέσα μου ορκιζόμουν ότι, την επόμενη Κυριακή, δε θα 'πίνα ούτε μία Papaya, ούτε μία Bilz, ούτε ένα Orange Crush — τ' αναψυκτικά που με κερνού σε με ύποπτη γενναιοδωρία. Εκείνο το πρωί, όμως, πάτησα πόδι. «Ναι, παππού. Θέλω τσίσα μου. Θέλω όμως να πάω σ' ένα αποχωρητήριο.» Ο γέρος δάγκωσε ό,τι είχε απομείνει απ' το πουράκι, πριν το πετάξει, κι ύστερα μουρμούρισε ένα «να χέσω μέσα...», απομακρύνθηκε μερικά βήματα και ξαναγύρι σε αμέσως για να μου χαϊδέψει το κεφάλι.
«Μήπως γι' αυτό που έγινε την περασμένη Κυριακή;» ρώτησε, βγάζοντας άλλο ένα πουράκι από την τσέπη του. «Θέλει ρώτημα, παππού; Εκείνον τον παπά μού 'ρθε να τον σκοτώσω.» «Έχεις δίκιο, παιδί μου. Αυτοί οι γιοι της πουτάνας είναι επικίνδυνοι. Επειδή, όμως, η ζωή δεν περιμένει, νο μίζω ότι μπορούμε να περάσουμε σε σπουδαιότερα πράγ ματα.» Την προηγούμενη Κυριακή, είχα κατουρήσει την εκα τονταετή πόρτα του Ναού του Αγίου Μάρκου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που εκείνα τα παμπάλαια σανίδια μού χρησίμευαν για ουρητήριο, φαίνεται όμως ότι ο παπάς ήταν επί ποδός, γιατί με συνέλαβε στο καλύτερο σημείο της ούρησης, εκεί που είναι πια αδύνατον να συγκρατή σεις τη ροή, και, πιάνοντας με από το μπράτσο, μ' ανά γκασε να στρίψω το σώμα μου προς τα εκεί όπου στεκό ταν ο παππούς, κι ύστερα, δείχνοντας το ορμητικό κατρουλιό μου με δάχτυλο βιβλικού προφήτη, ούρλιαξε: «Πώς φαίνεται πως είναι εγγόνι σου! Βρομάει το σόι από μακριά!» Κυριακή να σου πετύχει... Τέλειωσα το κατούρημα πάνω στα σκαλιά της εκκλησίας, βλέποντας συντετριμ μένος τον παππού μου να βγάζει το σακάκι, ν' ανασηκώ νει τα μανίκια του πουκαμίσου και να προκαλεί τον παπά σε πυγμαχικο αγώνα, που ευτυχώς αποφεύχθηκε από τα παπαδοπαίδια και τους ψάλτες, αν και ο παπάς είχε απα ντήσει στην πρόκληση ανασκουμπώνοντας το ράσο του. Κυριακή να σου πετύχει... Όταν ανακουφίστηκα στην καθωσπρέπει τουαλέτα
Η
ΐ5
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ενός μπαρ, ο γέρος αποφάσισε πως ο καλύτερος τρόπος να τελειώσουμε την πρωινή μας βόλτα, ήταν να τιμή σουμε το παραδοσιακό κυριακάτικο γεύμα των δημο κρατικών εξόριστων: όσπρια και καμπράλες* Για μένα, το καμπρόΐες ήταν ένας δυσώδης και απο κρουστικός πολτός. Οι μόνοι που τους άρεσε, ήταν αυ τά τα γεροντάκια με τα μπερέ, που έρχονταν κάθε μέρα στο σπίτι του παππού μου, κι η πρώτη τους ερώτηση ήταν πάντα η ίδια: «Τι;! Ζει ακόμα ο παλιόγερος;» Καθώς απολάμβανα ένα πιλάφι με γάλα, σκεφτόμουν τι μπορεί να 'θελε να πει ο παππούς μ' εκείνα τα «σπου δαιότερα πράγματα», και φοβήθηκα μήπως τα λόγια του υπονοούσαν τίποτα σκατολογικό, όμως οι φόβοι μου διαλύθηκαν όταν τον είδα να μπαίνει, με άλλους καλε σμένους, στο μεγάλο σαλόνι με τη μαυροκόκκινη ση μαία της CNT.** Από εκείνο το σαλόνι έβγαιναν τα βι βλία του Ιουλίου Βερν, του Εμίλιο Σαλγκάρι, του Στίβενσον, του Φένιμορ Κούπερ, που ο παππούς μού διάβαζε τ' απογεύματα. Τον είδα να βγαίνει κρατώντας ένα βιβλίο σε σχήμα τσέπης. Με φώναξε να πάω κοντά του, κι ενώ τον άκου γα να μου μιλάει, διάβασα τον τίτλο του βιβλίου: Έτσι δέσαμε τ' ατσάλι. Νικολάι Οστροβίσκι. «Άκου, παιδί μου... Αυτό το βιβλίο πρέπει να το διαβά-
σεις μόνος σου, πριν όμως του παραδοθείς, θέλω να μου υποσχεθείς δύο πράγματα.» «Ό,τι θέλεις, παππού.» «Αυτό το βιβλίο θα 'ναι το κάλεσμα για ένα μεγάλο ταξίδι. Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το κάνεις.» «Σ' το υπόσχομαι, παππού. Όμως... ένα μεγάλο ταξίδι για πού;» «Πιθανόν για πουθενά, σε διαβεβαιώνω όμως πως αξί ζει τον κόπο.» «Κι η δεύτερη υπόσχεση;» «Πως, μια μέρα, θα πας στο Μάρτος.» «Στο Μάρτος; Πού είν' αυτό το Μάρτος;» «Εδώ» είπε και χτύπησε το στήθος του με τη γροθιά.
* cabrales: είδος τυριού που θυμίζει, ως προς την έντονη γεύση, το roquefort ή το camembert. (Σ.τ.Μ.) ** Αρκτικόλεξο της Confederation National de Trabajadores (Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών). (Σ.τ.Μ.)
ι6
PATAGONIA EXPRESS
Έ
να γνωστό χιλιάνικο τραγούδι λέει: «Δυο άκρες έχει κάθε δρόμος, και στην καθεμιά έχω κάποιον να με περιμένει». Σύμφωνοι, αλλά αυτές οι δυο άκρες δεν ορίζουν έναν ίσιο δρόμο, αλλά ένα μονοπάτι κακοτρά χαλο, όλο στροφές, λακκούβες και παρακάμψεις, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο πουθενά. Το Έτσι δέσαμε τ' ατσάλι (μου πήρε πολύ χρόνο να το διαβάσω, γιατί έπρεπε κάθε τόσο ν' ανατρέχω σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες) ανέλαβε να μ' οδηγήσει για πρώτη φορά στην περιοχή όπου τα όνειρα αποκαλούνται που θενά. Όπως όλοι οι νέοι που διάβασαν το έργο του Οστροβίσκι, έτσι κι εγώ ήθελα να 'μαι ο Πάβελ Κορτσάγκιν, ο τυραννισμένος κεντρικός ήρωας, ο σύντροφος Κομσομόλ που θα 'φτάνε να θυσιάσει ώς και την ίδια τη ζωή του, προκειμένου να εκπληρώσει το χρέος του ως προλεταριακού νεολαίου. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ο Πάβελ Κορτσάγκιν και, για να βγει τ' όνειρο μου αλη θινό, γράφτηκα στην Κομμουνιστική Νεολαία. Ο παππούς μου δεν είδε με καλό μάτι την απώλεια της
κυριακάτικης συντροφιάς του εγγονού του, και για μή νες καταριόταν αυτόν που 'χε μεταφράσει στα ισπανικά το Έτσι δέσαμε τ' ατσάλι. Υποτίθεται ότι η ανάγνωση του βιβλίου θα 'πρεπε να μ' οδηγήσει στην ατραπό των φιλε λεύθερων ιδεών, ως πρώτο βήμα για το ταξίδι στο πουθε νά, αλλά η οργή του κράτησε ώς τη μέρα που του ανα κοίνωσα πως δε θα πήγαινα σχολείο, γιατί όλοι οι μαθη τές είχαν κηρύξει απεργία αλληλεγγύης προς τους αν θρακωρύχους. Μόνο μια φορά τον είδα να πίνει υπερβο λικά, κι αυτή ήταν τη μέρα της απεργίας. Σκνίπα απ' το κρασί, μουρμούριζε, πνίγοντας τους λυγμούς του: «Το εγγόνι μου στην απεργία, που να μη σώνω... Αίμα μου είναι». Ο παππούς μου... Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον ανάγκασα να διαβάσει ένα αντίτυπο του «Gente Joven», του Δελτίου της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Διά βασε προσεκτικά το τετρασέλιδο και κατέληξε στο συ μπέρασμα ότι, αν και δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν έκδοση μιας συμμορίας σταλινικών, δεν ήταν άσχημο για να μυήσει κάποιον στην αληθινή τάξη πραγμάτων: «Όχι αυτήν που επιβάλλει το κράτος, μαλάκες, αλλά τη φυσική τάξη, αυτήν που πηγάζει απ' την αδελφοσύ νη των ανθρώπων». Το ότι έγινα κομμουνιστής νεολαίος ευχαρίστησε πο λύ τους γονείς μου, γιατί ένας κομμουνιστής νεολαίος όφειλε να είναι πρώτος στο σχολείο, ο καλύτερος αθλη τής, ο πιο καλλιεργημένος, ο πιο μορφωμένος και, στο σπίτι, υπόδειγμα υπευθυνότητας και εργατικότητας. Κά θε κομμουνιστής νεολαίος κυοφορούσε το κοινωνικό, συλλογικό και αλληλέγγυο ον που θα χαρακτήριζε τη
19
LUIS SEPULVEDA νέα κοινωνία, κι αυτό τον έκανε να μοιάζει με καλό γερο — έναν κόκκινο καλόγερο, ασκητικό και στερημέ νο. «Κανονική μάστιγα», όπως θα μου 'λέγε, χρόνια αρ γότερα, μια κοπέλα, όταν της ζήτησα να μου εξηγήσει αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω: γιατί δεν ήθελε να με παντρευτεί. Το ότι υπήρξα κομμουνιστής νεολαίος για πάνω από έξι χρόνια, σήμανε ότι είχα στο πετσί μου το ταξίδι για το πουθενά. Όλοι οι παιδικοί μου φίλοι είχαν συγκε κριμένους στόχους: κάποιοι πήγαν να σπουδάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες- άλλοι, στην Ουρουγουάη• άλλοι, στην Ευρώπη" κι άλλοι μπήκαν κατευθείαν στην παρα γωγική διαδικασία. Μόνο εγώ φιλοδοξούσα να μην το κουνήσω ρούπι από την πολεμίστρα μου. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών όταν θέλησα ν' ακολουθήσω το παράδειγμα του πιο οικουμενικού ανθρώπου που γέν νησε ποτέ η Λατινική Αμερική: του Τσε. Στο σημείο αυ τό, το ταξίδι στο πουθενά χρειάζεται ένα συμπλήρωμα.
Π
άντα απέφευγα να θίξω το θέμα της φυλάκισης μου στη διάρκεια της δικτατορίας. Και το απέ φευγα για δύο λόγους. Επειδή πάντα θεωρούσα τη ζωή συναρπαστική και άξια να τη ζήσεις ώς την τελευταία πνοή σου, αν έθιγα ένα τόσο χυδαίο επεισόδιο, θα 'ταν σαν να την προσέβαλλα αισχρά" κι ύστερα, γιατί έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία (τα περισσότερα, δυστυχώς, πολύ κακά) με σχετικές μαρτυρίες. Πέρασα δυόμισι χρόνια της νεανικής μου ηλικίας έγκλειστος σε μιαν απ' τις αθλιότερες φυλακές της Χι λής: τη φυλακή του Τεμούκο. Το χειρότερο απ' όλα δεν ήταν αυτός ο ίδιος ο εγκλει σμός, αφού η ζωή μέσα στη φυλακή συνεχιζόταν — και πολλές φορές, μάλιστα, πιο ενδιαφέρουσα απ' ό,τι απ' έξω. Οι «prigué»* ανώτερου μορφωτικού επιπέδου —κι εκεί βρισκόταν το σύνολο σχεδόν των καθηγητών των * Από τα αρχικά των λέξεων ^n'sonieros (de) gwerra (αιχμάλωτοι πολέ μου). (Σ.τ.Σ.)
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Πανεπιστημίων του Νότου— οργάνωσαν διάφορες ακα δημίες, κι έτσι, πολλοί από τους «prigué» διδασκόμαστε γλώσσες, μαθηματικά, κβαντική φυσική, παγκόσμια Ιστορία, ιστορία της τέχνης και της φιλοσοφίας. Ένας καθηγητής, ονόματι Ιριάρτε, έδωσε ένα θαυμάσιο σεμι νάριο δύο εβδομάδων με θέμα τον Κέινς και την πολιτι κή σκέψη των σύγχρονων οικονομολόγων, το οποίο πα ρακολούθησαν, εκτός από καμιά εκατοστή κρατουμέ νους, και πολλοί αξιωματικοί του στρατού. Ο Αντρες Μίλερ, δημοσιογράφος και συγγραφέας, έδωσε μια διά λεξη με θέμα τα σφάλματα τακτικής των ηγετών της Πα ρισινής Κομμούνας, προς μεγάλη έκπληξη της φανταρίας που φρουρούσε το εργαστήριο υποδηματοποιίας, μετονομασμένο από εμάς σε Μέγα Αθήναιον του Τεμούκο. Ένας άλλος διάσημος «prigué», ο Χενάρο Αβενδάνιο (τον εξαφάνισαν το 1979), συγκίνησε κρατουμένους και στρατιωτικούς με μια δραματοποιημένη παρουσίαση της διάλεξης του Ουναμούνο στη Σαλαμάνκα. Είχαμε ακόμα και μια μικρή βιβλιοθήκη, με τίτλους που ήταν απαγορευμένοι έξω, χάρη στην περίεργη λογο κρισία που ασκούσε ο υπαξιωματικός ο επιφορτισμένος να «διυλίζει» τα βιβλία που μας έστελναν οι συγγενείς και οι φίλοι. Του χρωστούσαμε ευγνωμοσύνη για το ότι είχε κατατάξει μεταξύ των βιβλίων για Πρώτες Βοή θειες και το αντίτυπο του Οι ανοιχτές πληγές της Λατινικής Αμερικής που κοσμούσε τη βιβλιοθήκη μας. Είχαμε ακό μα και μαθήματα υψηλής μαγειρικής. Πώς να ξεχάσω το πάθος του Χούλιο Γκαρσές, πρώην μάγειρου του Club de la Union, της Μέκκας της χιλιανής αριστοκρατίας, όταν υποστήριζε ότι το λίπος του κουνελιού ήταν εκ
των ων ουκ άνευ για την παρασκευή μιας καλής σάλτσας από το συκώτι του ίδιου ζώου, κι όταν επέμενε ότι ήταν βασικό να μαγειρεύεις σούπα από χέλι με το ίδιο λευκό κρασί που θα σέρβιρες αργότερα στο τραπέζι; Χρόνια αργότερα, συνάντησα τον Γκαρσές στο Βέλγιο. Ήταν chef ενός περιώνυμου εστιατορίου στις Βρυξέλλες, και μου 'δείξε με καμάρι τα δύο διπλώματα με τα οποία ο Οδηγός Michelin είχε επιβραβεύσει τη μαγειρική του τέχνη. Ήταν δυο κομψά διπλώματα, που πλαισίωναν τιμητικά ένα τρίτο, γραμμένο με το χέρι σ' ένα φύλλο τετραδίου: το Michelin του Τεμούκο, που του το 'χαμέ απονείμει για ένα εξαίσιο σουφλέ με θαλασσινά, φτιαγ μένο με πολύ μεράκι, μια τηγανιά μύδια, γαλέτα κι αρω ματικά βότανα, καλλιεργημένα σε μια γλάστρα που την είχαμε όλοι σαν τα μάτια μας, από φόβο για τις γάτες της φυλακής. Εννιακόσιες σαράντα δύο μέρες κράτησε η παραμονή μου σ' αυτή τη χώρα των πάντων και του κανενός. Το «μέσα» δεν ήταν το χειρότερο που μπορούσε να μας συμ βεί. Ήταν άλλη μια μορφή τού να μένεις όρθιος στη ζωή. Το χειρότερο ήταν όταν, περίπου κάθε δεκαπέντε μέρες, μας πήγαιναν στο στρατόπεδο του Τουκαπέλ για τις ανα κρίσεις. Τότε συνειδητοποιούσαμε πως, επιτέλους, πλη σιάζαμε το πουθενά.
PATAGONIA EXPRESS
ι στρατιωτικοί είχαν σε αρκετά μεγάλη υπόληψη τις καταστροφικές μας δυνατότητες. Μας ρωτού σαν για σχέδια να δολοφονήσουμε όλους τους ηγέτες της στρατιωτικής Ιστορίας της Αμερικής, ν' ανατινά ξουμε γέφυρες, να σκάψουμε σήραγγες και να προετοι μάσουμε την απόβαση ενός φοβερού και τρομερού εξω τερικού εχθρού, που δεν μπορούσαν να εξακριβώσουν ποιος ήταν. Το Τεμούκο είναι μια θλιβερή πόλη — βροχερή και γκρίζα. Κανείς δε θα 'λέγε πως είναι άξια για τουριστι κή εκμετάλλευση, κι έτσι, το στρατόπεδο του Τουκαπέλ έφτασε να θεωρείται σαν ένα διαρκές συνέδριο των σα διστών όλου του κόσμου. Στις ανακρίσεις, εκτός από τους χιλιανούς στρατιωτικούς που, όπως και να το κά νουμε, ήταν οι αμφιτρύονες, συμμετείχαν πράκτορες της βραζιλιανής στρατιωτικής κατασκοπίας (οι χειρότε ροι όλων), βορειοαμερικανοί διπλωμάτες, αργεντινοί παραστρατιωτικοί, ιταλοί νεοφασίστες, ακόμα και κάτι τύποι της Μοσάντ.
Πώς να ξεχάσω τον Ρούντι Βάισμαν, Χιλιανό, εραστή του Νότου και των ιστιοφόρων, που βασανίστηκε και ανακρίθηκε στη γλυκιά γλώσσα των συναγωγών! Ο Ρού ντι, που είχε δώσει την ψυχή του για το Ισραήλ (πήγε κι έζησε σ' ένα κιμπούτς, αλλά η νοσταλγία της Γης τού Πυρός ήταν πολύ δυνατή, κι επέστρεψε στη Χιλή), δεν μπόρεσε ν' αντέξει αυτή την προσβολή. Δεν το χωρού σε ο νους του πως το Ισραήλ ήταν δυνατόν να υποθάλ πει αυτή τη σπείρα των εγκληματιών, κι ο Ρούντι Βάι σμαν, που υπήρξε πάντα το πιο φωτεινό παράδειγμα του καλοδιάθετου ανθρώπου, μαράθηκε σαν ξεχασμένο φυτό. Ένα πρωί, τον βρήκαμε νεκρό μέσα στον υπνόσα κο του. Η έκφραση του καθιστούσε περιττή οποιαδήπο τε νεκροψία: ο Ρούντι Βάισμαν είχε πεθάνει από θλίψη. Ο διοικητής του στρατοπέδου του Τουκαπέλ (δεν ανα φέρω τ' όνομα του από λόγους στοιχειώδους σεβασμού προς το χαρτί) ήταν ένας φανατικός θαυμαστής του στρα τάρχη Ρόμελ. Όταν συμπαθούσε κανέναν κρατούμενο, τον καλούσε για ανάκριση στο γραφείο του. Εκεί, αφού τον διαβεβαίωνε πως ό,τι συνέβαινε στο στρατόπεδο, υπηρετούσε τα όσια και ιερά συμφέροντα της πατρίδας, τον κερνούσε ένα ποτηράκι Korn (κάποιος του 'στέλνε απ' τη Γερμανία αυτό το άγευστο ρακί από σιτάρι) και τον υποχρέωνε ν' ακούσει μια διάλεξη με θέμα το Afrikakorps. Ο τύπος ήταν γιος ή εγγονός Γερμανών, αλλά η όψη του δεν μπορούσε να 'ναι πιο χιλιάνικη: ζουμπάς, κοντοπόδαρος, μαλλιά μαύρα κι ανακατεμένα. Θα μπο ρούσες να τον πάρεις κάλλιστα για φορτηγατζή ή μανά βη, αλλά όταν μιλούσε για τον Ρόμελ, μεταμορφωνόταν σε μια γελοιογραφία χιτλερικού εθνοφύλακα.
24
25
Ο
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Η διάλεξη τελείωνε με μιαν αναπαράσταση της αυτο κτονίας του Ρόμελ: ο διοικητής χτυπούσε τα τακούνια, έφερνε το δεξί του χέρι στο μέτωπο, χαιρετώντας μιαν αόρατη σημαία, ψιθύριζε ένα adieu, geliebtes Vaterland,* κι έκανε πως φύτευε μια σφαίρα στο στόμα του. Όλοι ελπίζαμε πως, μια μέρα, θα το 'κάνε στ' αλήθεια. Υπήρχε κι ένας άλλος περίεργος αξιωματικός στο στρατόπεδο: ένας υπολοχαγός, ο οποίος πάσκιζε να κρύ ψει μια ομοφυλοφιλία που του ξέφευγε απ' όλες τις μπά ντες. Οι στρατιώτες τον φώναζαν Μαργαρίτο — κι αυτός το 'ξέρε. Όλοι εμείς οι «prigué» αντιληφθήκαμε πως ο Μαργα ρίτο υπέφερε απ' το γεγονός ότι δεν μπορούσε να στολι στεί με διάφορα πραγματικά ωραία πλουμίδια, κι ο φου καράς τ' αναπλήρωνε με ό,τι συμπραγκαλο επέτρεπαν οι κανονισμοί. Είχε πάνω του ένα περίστροφο των 45, δυο γεμιστήρες, μια κυρτή κάμα των καταδρομέων, δυο χει ροβομβίδες, ένα φακό, ένα ουόκι-τόκι, τα διακριτικά τού βαθμού του και τ' ασημένια φτερά του αλεξιπτωτιστή. Κρατούμενοι και στρατιώτες συμφωνούσαμε πως έμοια ζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο κύριος αυτός μας αιφνιδίαζε κάπου κάπου με γεν ναιόδωρες χειρονομίες, χωρίς να περιμένει τίποτα σε αντάλλαγμα (δεν ξέραμε ότι το Σύνδρομο της Στοκχόλ μης** είναι γέννημα στρατιωτικής διαστροφής), κι αμέ-
* Γάλλο...γερμανικά στο κείμενο: Έχε γεια, αγαπημένη πατρίδα! (Σ.τ.Μ.) * * Το σύνδρομο της προοδευτικής ταύτισης του απαχθέντος με τις θέσεις και τους στόχους του απαγωγέα. (Σ.τ.Μ.)
σως μετά τις ανακρίσεις, μας γέμιζε τις τσέπες με πουράκια ή με τις περιζήτητες ασπιρίνες με τη βιταμίνη C. Ένα απόγευμα, με κάλεσε στο γραφείο του. «Ώστε εσύ είσαι λοιπόν ο λογοτέχνης» μου είπε, προσφέροντας μου ένα κουτάκι Coca Cola. «Έχω γράψει κάνα-δυο διηγήματα» απάντησα. «Αυτό είν' όλο.» «Δε σε κάλεσα για να σ' ανακρίνω. Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που γίνονται εδώ μέσα; Τι να κά νουμε, όμως; Έτσι είναι ο πόλεμος. Θέλω να μιλήσουμε σαν συγγραφέας προς συγγραφέα. Σ' αιφνιδιάζω; Ο στρατός έχει δώσει κι άλλους μεγάλους συγγραφείς. Μου 'ρχεται στο νου, π.χ., ο Αλόνσο δε Ερσίγια ι Σουνίχα.» «Ή ο Θερβάντες» πρόσθεσα. Ο Μαργαρίτο περιλάμβανε και τον εαυτό του στους μεγάλους. Δικό του πρόβλημα. Κι αν ήθελε κομπλιμέν τα, θα τα 'χε. Καθώς έπινα την Coca Cola μου, σκέφτηκα τον Γκαρσές ή, μάλλον, την κοτούλα του Γκαρσές, για τί, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, ο μάγειρος είχε μια κό τα και την είχε βγάλει Δουλτσινέα. Ένα πρωί, η κότα είχε πηδήξει τον τοίχο που χώριζε τους «prigué» απ' τους κρατουμένους του κοινού ποινι κού δικαίου. Θα πρέπει να 'ταν κότα με βαθιά ριζωμένες πολιτικές απόψεις, γιατί αποφάσισε να μείνει μαζί μας. Ο Γκαρσές την κανάκευε κι αναστέναζε όταν της έλε γε: «Αχ, έτσι κι είχα εδώ μια πρέζα πάπρικα και λίγο κύ μινο, θα τους έκανα ένα πάτε που θα 'γλειφαν τα δάχτυλα τους». «Θέλω να διαβάσεις την ποίηση μου και να μου πεις τη
26
27
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
γνώμη σου—με κάθε ειλικρίνεια» μου 'πε ο Μαργαρίτο, εγχειρίζοντας μου ένα τετράδιο. Βγήκα από κει με τις τσέπες γεμάτες πουράκια, καρα μέλες, φακελάκια τσάι κι ένα βαζάκι μαρμελάδα U.S. Army. Εκείνο το βράδυ, άρχισα να πιστεύω στην αδελ φοσύνη μεταξύ συγγραφέων. Από τη φυλακή στο στρατόπεδο και τούμπαλιν, μας μετέφεραν σ' ένα καμιόνι για ζώα. Οι στρατιώτες φρόντι ζαν να υπάρχει μπόλικη κοπριά αγελάδας στο πάτωμα πριν μας διατάξουν να ξαπλώσουμε μπρούμυτα, με τα χέ ρια πίσω από το σβέρκο. Μας επιτηρούσαν τέσσερις έν στολοι, οπλισμένοι με τουφέκια GAL κι ακροβολισμένοι στις τέσσερις γωνίες της καρότσας. Όλοι σχεδόν ήσαν νεαροί, αποσπασμένοι απ' τα στρατόπεδα του Βορρά, και το βαρύ κλίμα του Νότου τους έκανε να 'ναι συνε χώς γριπιασμένοι και κακοδιάθετοι. Είχαν διαταγές να πυροβολήσουν τα σακιά (εμείς ήμαστε τα σακιά) στην παραμικρή ύποπτη κίνηση, αλλά και κάθε πολίτη που θα προσπαθούσε να πλησιάσει το καμιόνι. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, η πειθαρχία χαλάρωσε, κι οι στρατιώτες έκαναν τα στραβά μάτια για ένα πακέτο τσι γάρα ή ένα φρούτο που 'πέφτε από κάποιο παράθυρο, ή για μια όμορφη και θαρραλέα κοπελιά που 'τρέχε δίπλα στο καμιόνι, στέλνοντας μας φιλιά και φωνάζοντας: «Κουράγιο, σύντροφοι! Venceremos!» Στη φυλακή, όπως πάντα, μας περίμενε η επιτροπή υποδοχής, με επικεφαλής τον δόκτορα «Φλάκο»* Πρά-
γναν (σήμερα, διάσημο ψυχίατρο στο Βέλγιο). Πρώτους απ' όλους εξέταζαν αυτούς που δεν μπορούσαν να περπα τήσουν, κι αυτούς που έφταναν με καρδιακά προβλήμα τα, κι ύστερα όσους είχαν πάθει καμιά θλάση ή είχαν τίποτα σπασμένα πλευρά. Ο Πράγναν ήταν ειδικός στο να υπολογίζει πόση ηλεκτρική ενέργεια είχαμε δεχτεί στο πέρασμα από την «ψηστιέρα», κι έλεγε ποιοι από μας μπορούσαμε να πάρουμε υγρά μέσα στις επόμενες ώρες. Στο τέλος, έφτανε η ώρα της μετάληψης• δηλα δή, η ώρα που παίρναμε τις ασπιρίνες με τη βιταμίνη C και τα αντιπηκτικά χάπια για τα ενδεχόμενα εσωτερι κά αιματώματα. «Η Δουλτσινέα μετράει ώρες» είπα στον Γκαρσές κι έψαξα να βρω μια γωνιά, για να διαβάσω με την ησυχία μου το τετράδιο του Μαργαρίτο. Οι σελίδες του τετραδίου, γραμμένες με λεπτή καλλιγραφία, ξεχείλιζαν έρωτα, μέλι, υπέροχους καημούς και λησμονημένα άνθη. Δε χρειάστηκε να πάω στην τρί τη σελίδα για να καταλάβω ότι ο Μαργαρίτο δεν είχε κάνει καν τον κόπο να κλέψει τις ιδέες του μεξικανού ποιητή Αμάδο Νέρβο — είχε αντιγράψει τα ποιήματα λέξη προς λέξη. Φώναξα τον Πεγιούκο Γάλβες, έναν καθηγητή των ισπανικών, και του διάβασα λίγους στίχους. «Τι σου λένε, Πεγιούκο;» «Αμάδο Νέρβο. Από τη συλλογή Οι εσωτερικοί κήποι.» Είχα μπλέξει — και μάλιστα, πολύ άσχημα. Αν ο Μαργαρίτο μάθαινε ότι γνώριζα το έργο του Νέρβο, ενός ποιητή λίγο ζαχαρωτού, τότε εγώ (κι όχι η κότα του Γκαρσές) θα μετρούσα ώρες. Το θέμα ήταν σοβα-
* «Κοκαλιάρης» (Σ.τ.Μ.)
28
29
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ρό. To ίδιο βράδυ, το 'φερα στο Συμβούλιο των Παλιών. «Δε μου λες...» ρώτησε ο Ιριάρτε, «ο Μαργαρίτο είναι ενεργητικός ή παθητικός;» «Κόφ' την πλάκα» έκανα. «Εδώ παίζεται το κεφάλι μου.» «Δεν κάνω καθόλου πλάκα. Δεν αποκλείεται, ο καρα βάνας να θέλει να κάνετε δεσμό, και να σου 'δώσε το τε τράδιο όπως αν άφηνε να του πέσει μπροστά σου το με ταξωτό του μαντιλάκι. Κι εσύ, μαλάκα, έσκυψες και το μάζεψες. Ίσως ν' αντέγραψε τα ποιήματα για να σου πε ράσει ένα μήνυμα. Έχω γνωρίσει πολλές αδελφές που αποπλάνησαν αγοράκια πασάροντας τους το Ντέμιαν* Αν, λοιπόν, ο Μαργαρίτο είναι παθητικός, τότε δε θα 'σαι πια ο Αμάδο Νέρβο του, αλλά ο amado nervio** του. Κι αν είναι από τους ενεργητικούς, μου φαίνεται πως πρέπει να πονάει λιγότερο από μια κλοτσιά στ' αρ χίδια.» «Ούτε μήνυμα ούτε τίποτα» παρενέβη ο Αντρες Μί λερ. «Ο καραβάνας σού 'δώσε τα ποιήματα για δικά του, κι εσύ πρέπει να του πεις πως σ' άρεσαν πολύ. Αν ήταν να στείλει κάποιο μήνυμα, τότε θα 'δίνε το τετρά διο στον Γκαρσές• είναι ο μόνος που καλλιεργεί εσωτε ρικό κήπο. Εκτός αν ο Μαργαρίτο δεν ξέρει για τη γλά στρα...» «Δε σοβαρευόμαστε, λέω 'γώ;» είπε ο Πράγναν. «Κάτι
πρέπει να του πει ο συνάδελφος, κι ο Μαργαρίτο δεν πρέπει να υποψιαστεί τίποτα περί στίχων του Νέρβο.» «Πες του πως σου άρεσαν τα ποιήματα» εισηγήθηκε ο Γάλβες, «αλλά πως σου φάνηκαν κάπως υπερβολικά τα επίθετα. Παράθεσε του τον Ουιδόβρο: "Όταν το επίθετο δε δίνει ζωή, σκοτώνει". Μ' αυτό θα του δείξεις πως διά βασες προσεκτικά τους στίχους του και πως του κάνεις κριτική ως συνάδελφος προς συνάδελφο.» Το Συμβούλιο των Παλιών επικρότησε την ιδέα τού Γάλβες, εγώ όμως πέρασα δυο βδομάδες με την ψυχή στο στόμα. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Λαχταρούσα να με σηκώσουν απ' το κρεβάτι με κλοτσοπατινάδες και ηλεκτρικά σοκ, για να τους αποκαλύψω πού είχα κρύψει το καταραμένο τετράδιο. Είχα φτάσει, μάλιστα, να σιχα θώ το καλαμπούρι του Γκαρσές: «Σύντροφε, αν όλα πάνε καλά κι αν, μαζί με το κύμινο και την πάπρικα, 'κονομή σεις και κάνα βαζάκι κάππαρη, αχ, αγόρι μου!, τι τσι μπούσι έχουμε να κάνουμε με την κότα!» Στις δεκαπέντε μέρες (επιτέλους!), ξαναβρέθηκα μπρούμυτα και με τα χέρια πίσω από το σβέρκο, πάνω σ' ένα παχύ στρώμα κοπριάς. Σκέφτηκα πως μάλλον εί χα αρχίσει να τρελαίνομαι: όδευα πανευτυχής να συνα ντήσω κάτι που το λένε βασανιστήρια. Στρατόπεδο Τουκαπέλ. Διοικητήριο. Στο βάθος, ο αειπράσινος Νιελόλ, ο ιερός λόφος των μαπούτσε* Έξω απ' το γραφείο των ανακρίσεων υπήρχε μια αίθουσα αναμο νής, όπως σ' ένα ιατρείο. Εκεί, μας κάθιζαν σ' ένα παγκά-
* Το γνωστό εφηβικό μυθιστόρημα του Hermann Hesse. (Σ.τ.Μ.) ** Ευρηματικό (αλλά δυσμετάφραστο) λογοπαίγνιο με το όνομα του μεξικανού ποιητή και τις λέξεις amado nervio ( = νευρικός ερα στής). (Σ.τ.Μ.)
30
* mapuche: Φυλή ιθαγενών της κεντρικής Χιλής. (Σ.τ.Μ.)
31
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
κι, με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, και το κεφάλι σκεπα σμένο με μια μαύρη κουκούλα. Ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο ύπαρξης της κουκούλας, αφού, όταν περνούσαμε μέσα, μας την έβγαζαν, και μπορούσαμε να δούμε τους ανακριτές, τα φανταράκια που γύριζαν πανικόβλητα τη μανιβέλα της ηλεκτρικής γεννήτριας, τους υγειονομι κούς που μας έβαζαν τα ηλεκτρόδια στον πρωκτό, στους όρχεις, στα ούλα, στη γλώσσα, και μετά την «ψηστιέρα» μας στηθοσκοπούσαν, για να διαπιστώσουν ποιος υπο κρινόταν και ποιος είχε λιποθυμήσει στ' αλήθεια. Ο Λάγος, ένας διάκονος των «Ρακοσυλλεκτών της Εμ μαούς», ήταν ο πρώτος που ανακρίθηκε εκείνη τη μέρα. Εδώ κι ένα χρόνο τον βασάνιζαν για να τους αποκαλύψει πώς είχαν πέσει στα χέρια του κάτι παλιές στρατιωτικές στολές που είχαν βρεθεί στις αποθήκες των ρακοσυλλε κτών. Τους τις είχε δωρίσει κάποιος που πουλούσε στρα τιωτικές παλιατζούρες. Ο Λάγος ούρλιαζε απ' τον πόνο κι επαναλάμβανε ξανά και ξανά ό,τι ήθελαν ν' ακούσουν οι καραβανάδες: οι στολές αυτές ανήκαν στο στρατό ενός εισβολέα που απ' ώρα σε ώρα θα 'κάνε απόβαση στις ακτές της Χιλής. Περίμενα τη σειρά μου, όταν ένα χέρι μού αφαίρεσε την κουκούλα. Ήταν ο υπολοχαγός Μαργαρίτο. «Ακολούθησε με» διέταξε. Μπήκαμε σ' ένα γραφείο. Πάνω στο μοναδικό έπιπλο του γραφείου είδα ένα φλιτζάνι με κακάο κι ένα κουτί με πουράκια που, προφανώς, έμελλε να επιβραβεύσουν τα θετικά μου σχόλια για το λογοτεχνικό του έργο. «Διάβασες την ποίηση μου;» με ρώτησε, δείχνοντας μου ένα κάθισμα.
«Ποίηση»... Ο Μαργαρίτο δεν τα 'λέγε ποιήματα—τα 'λέγε ποίηση. Ένας άνθρωπος κάργα στα πιστόλια και τις χειροβομβίδες, δεν μπορεί να λέει τη λέξη «ποίη ση» και να μην ακούγεται γελοίος και θηλυπρεπής. Εκείνη τη στιγμή, ο τύπος μού προκάλεσε ναυτία, κι αποφάσισα πως, αν κατουρούσα αίμα, σύριζα όταν μι λούσα, και μπορούσα να φορτίσω μπαταρίες μόνο και μόνο με το να τις αγγίζω, δε θα κώλωνα μπροστά σ' έναν καραβάνα πούστη και λογοκλόπο. «Έχετε ωραίο γραφικό χαρακτήρα, υπολοχαγέ» του είπα, επιστρέφοντας του το τετράδιο. «Ξέρετε όμως πως οι στίχοι αυτοί δεν είναι δικοί σας.» Τον είδα να τρέμει. Ο τύπος κουβαλούσε πάνω του όπλα ικανά να με σκοτώσουν χίλιες φορές, κι αν δεν ήθελε να λεκιάσει τη στολή του, μπορούσε να διατάξει άλλον να το κάνει. Τρέμοντας απ' την οργή του, σηκώ θηκε όρθιος, γκρέμισε στο πάτωμα ό,τι ήταν πάνω στο έπιπλο, και ούρλιαξε: «Τρεις βδομάδες στον κύβο, αναρχικό σκουλήκι, αφού περάσεις πρώτα απ' τον πεντικιουρίστα!» Ο πεντικιουρίστας ήταν ένας πολίτης, ένας γαιοκτήμο νας που, κατά την αγροτική μεταρρύθμιση, είδε να του απαλλοτριώνουν χιλιάδες στρέμματα, κι έπαιρνε την εκ δίκηση του συμμετέχοντας ως εθελοντής στις ανακρί σεις. Η ειδικότητα του ήταν να ξεριζώνει τα νύχια των ποδιών, κάτι που προκαλούσε τρομερές μολύνσεις. Τον κύβο τον ήξερα. Πέρασα τους πρώτους έξι μήνες φυλακή σε πλήρη απομόνωση στον κύβο, ένα υπόγειο καμαράκι γύρω στο ενάμισι μέτρο πλάτος και περίπου το ίδιο μήκος και ύψος. Παλιά, στη φυλακή του Τεμού-
32
33
LUIS SEPULVEDA KO, υπήρχε ένα βυρσοδεψείο, κι ο κύβος χρησίμευε για ν' αποθηκεύουν λίπη. Οι τσιμεντένιοι τοίχοι εξακολου θούσαν να βρομάνε λίπος, αλλά, μετά από μια βδομάδα, τα ίδια σου τα περιττώματα μετέτρεπαν τον κύβο σ' ένα χώρο κατάδικο σου. Μόνο διαγωνίως μπορούσες ν' απλώσεις κάπως το σώ μα σου, αλλά οι χαμηλές θερμοκρασίες του Νότου, το νερό των βροχών και τα κατρουλιά των φαντάρων σε υποχρέωναν να κάθεσαι αγκαλιάζοντας τα γόνατα σου, να μένεις εκεί, να εύχεσαι να μικραίνεις και να μικραί νεις, ώσπου να μπορέσεις ν' ανεβείς σ' ένα απ' αυτά τα νησάκια από κουράδα που έπλεαν και σου 'φερναν στο νου παραδεισένιας διακοπές. Έμεινα εκεί τρεις βδομά δες, προσπαθώντας να θυμηθώ σκηνή προς σκηνή ται νίες του Χοντρού και του Λιγνού, λέξη προς λέξη μυθι στορήματα του Σαλγκάρι, του Στίβενσον, του Λόντον, παίζοντας ατέλειωτες παρτίδες σκάκι, γλείφοντας τα δά χτυλα των ποδιών μου για να τα προστατέψω απ' τις μο λύνσεις. Στον κύβο, ορκίστηκα πάνω από μια φορά πως δε θ' ασχολιόμουν ποτέ με την κριτική της λογοτεχνίας.
Μ
ια μέρα του Ιουνίου 1976, το ταξίδι στο πουθενά έφτασε στο τέλος του. Χάρη στις ενέργειες της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκα και, μολονότι ζαρωμένος και είκοσι κιλά πιο αδύνατος, γέμισα τα πνευμόνια μου με τον πηχτό αέρα μιας ελευθερίας περιο ρισμένης απ' το φόβο τού να την ξαναχάσεις. Πολλοί από τους συντρόφους που παρέμειναν μέσα, δολοφονή θηκαν απ' τους στρατιωτικούς. Καμαρώνω για το ότι ού τε ξεχνώ ούτε συγχωρώ τους θύτες τους. Έχω δεχτεί πολ λές και ωραίες ικανοποιήσεις στη ζωή μου, αλλά καμία δε συγκρίνεται με τη χαρά τού ν' ανοίγεις ένα μπουκάλι κρασί μόλις μαθαίνεις ότι κάποιος απ' αυτούς τους εγκληματίες πολυβολήθηκε εν μέση οδώ. Υψώνω τότε το ποτήρι μου και λέω: «Ένα κάθαρμα λιγότερο! Ζήτω η ζωή!» Αρκετούς απ' τους συντρόφους μου που επέζησαν, τους συνάντησα κάπου στον κόσμο, κι άλλους δεν τους ξαναείδα — όλοι τους, όμως, κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μου. 35
LUIS SEPULVEDA Μια μέρα, στα τέλη του 1985, σ' ένα μπαρ της Βαλέν θια, έπεσα προς μεγάλη μου έκπληξη πάνω στον Γάλβες. Μου 'πε πως ζούσε στην Ιταλία, στο Μιλάνο, πως είχε αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα και τέσσερις πανέ μορφες κόρες — όλες Ιταλίδες. Αφού μείναμε αγκαλια σμένοι κλαίγοντας για πολλή ώρα, πιάσαμε να λέμε για τα παλιά, και, φυσικά, ήταν αδύνατον να μην μπει στην κουβέντα κι η κότα. «Ας αναπαύεται εν ειρήνη» είπε ο Γάλβες. «Υπήρξα ο τελευταίος απ' τους παλιούς που βγήκα, στα τέλη του εβδομήντα οκτώ, και την πήρα μαζί μου. Έζησε ευτυχι σμένη και παχουλή παχουλή στο σπίτι μου, στο Λος Άντζελες, ώσπου πέθανε από γηρατειά. Την έθαψα στον κήπο, κάτω από μια επιγραφή που λέει: "Ενθάδε κείται η Δουλτσινέα, ηγερία ιπποτών της ελεεινής μορφής, αυτο κράτειρα του πουθενά"».
Δεύτερο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι πηγαιμού
Ή
ξερα πως τα σύνορα ήταν κοντά. Πάλι είχα σύ νορα μπροστά μου, μόνο που αυτά δεν τα 'βλεπα. Το μόνο που διέκοπτε το μονότονο σούρουπο των Άνδεων, ήταν η αντανάκλαση του ήλιου πάνω σε μια με ταλλική κατασκευή. Εκεί τελείωνε η Λα Κιάκα και η Αργεντινή. Απ' την άλλη μεριά ήταν η Βιγιασόν και η Βολιβία. Μέσα σε δυο μήνες και κάτι, είχα διατρέξει όλο το δρόμο που ενώνει το Σαντιάγο της Χιλής με το Μπουέ νος Άιρες, το Μοντεβίδεο με το Πελότας, το Σάο Πάουλο με το λιμάνι του Σάντος, όπου πήγαν στο διάολο και οι τελευταίες μου ελπίδες να μπαρκάρω σ' ένα καράβι με προορισμό την Αφρική ή την Ευρώπη. Στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο, οι χιλιανοί στρατιωτι κοί είχαν σφραγίσει το διαβατήριο μου με το αινιγματι κό γράμμα L. Τι σήμαινε άραγε; Ladron; Lunâtico; Libre; Lucido;* Δεν ξέρω αν η λέξη-μίασμα άρχιζε με L * Αντίστοιχα: κλέφτης, παράφρων, ελεύθερος, λαμπρός (ή, στην αρ γκό, τσακισμένος). (Σ.τ.Μ.)
39
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
σε κάποιαν άλλη γλώσσα του κόσμου, ξέρω όμως πως το διαβατήριο μου προκαλούσε αποστροφή κάθε φορά που το 'δειχνα σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. «Όχι. Δε θέλουμε Χιλιανούς με L στο διαβατήριο.» «Μήπως όμως μπορείτε να μου πείτε κι εμένα τι στο διάσλο σημαίνει;» «Ελάτε, τώρα! Το ξέρετε καλύτερα από μένα! Χαίρε τε.» Κάθε εμπόδιο για καλό. Κι επειδή είχα χρόνο (όλο το χρόνο του κόσμου), αποφάσισα να πάω και να μπαρκά ρω στον Παναμά. Από το Σάντος ώς τη Διώρυγα μεσο λαβούν γύρω στα τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα ξηρά, κι αυτό είναι παιχνιδάκι για όποιον έχει το ταξίδι στο αίμα του. Μετά από διαδρομές σε ξεχαρβαλωμένα λεωφορεία, σε καμιόνια, σε τρένα αργά και ράθυμα, πέρασα στην Ασουνσιον, την πολιτεία της διάφανης θλίψης, που τη δέρνει αδιάκοπα ο άνεμος της συμφοράς από το Τσάκο. Από την Παραγουάη, ξαναγύρισα στην Αργεντινή, κι αφού διέσχισα την άγνωστη χώρα Ουμαουάκα, έφτα σα στη Λα Κιάκα, με σκοπό να συνεχίσω από κει το τα ξίδι μου για τη Λα Πας. Για μετά, θα 'βλεπα τι θα 'κάνα. Το σημαντικό ήταν να ξεπεράσω τους καιρούς του φό βου, ακριβώς όπως τα πλεούμενα ανοίγονται στη θάλασ σα για να ξεπεράσουν τις παράκτιες φουρτούνες. Αυτούς τους καιρούς του φόβου τους ένιωσα πάνω στο πετσί μου. Σε κάθε πόλη όπου σταματούσα, επισκεπτόμουν πα λιούς γνωστούς ή θεμελίωνα καινούργιες φιλίες. Εκτός από εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα, όλοι μού άφη-
σαν στην ψυχή την ίδια πικρή γεύση: οι άνθρωποι ζού σαν μέσα στο φόβο, για το φόβο. Είχαν χτίσει με το φόβο έναν αδιέξοδο λαβύρινθο, κι ο φόβος συνόδευε κάθε κουβέντα τους, κάθε τους γεύμα. Ακόμα και τα πιο ασή μαντα γεγονότα τα επένδυαν με μια εξωφρενική προνοη τικότητα, και τις νύχτες δεν ξάπλωναν για να ονειρευ τούν ένα καλύτερο μέλλον (ή παρελθόν), αλλά για να βυ θιστούν στον πηχτό και ζοφερό βάλτο του φόβου. Το ξημέρωμα τους έβρισκε με σακούλες κάτω από τα μά τια, κι ακόμα πιο φοβισμένους. Μιαν από τις νύχτες του ταξιδιού μου την πέρασα στο Σάο Πάουλο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κάνω έρω τα. Το ναυάγιο ήταν ολοκληρωτικό, και το μόνο πράγμα που διασώθηκε, ήταν τα πόδια της συντρόφου μου, που έψαχναν τα δικά μου με την ανυπόκριτη γλώσσα τού δέρματος. Ώσπου ξημέρωσε. «Τι άσχημα που το κάνουμε...» νομίζω ότι είπα. «Τι περίμενες δηλαδή;» μου απάντησε εκείνη. «Είναι σαν να μας παρακολουθούν σαν να χρησιμοποιούμε το χρόνο και τα σώματα μας κάτω απ' την πίεση του φό βου.» Αυτοί οι άχρηστοι χοντρούληδες που λέγονται μεγά λα δάχτυλα των ποδιών, χαϊδεύονταν μεταξύ τους, ενό σω η κοπέλα κι εγώ μοιραζόμαστε ένα πουράκι. «Παλιά» συμφώνησα, «ήταν πανεύκολο να πάει κανείς στη χώρα της ευτυχίας. Δεν υπήρχε σε κανένα χάρτη, αλλά όλοι ξέραμε πώς να πάμε. Είχε μονόκερους και δά ση ολόκληρα με μαριχουάνα. Τώρα πια, χάσαμε το δρό μο μας...» Έφτασα στη Λα Κιάκα κατά το σούρουπο, κι όταν κα-
4ο
4ΐ
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
τέβηκα απ' το τρένο, ένιωσα να με χαστουκίζει η παγω νιά των Άνδεων. Έκανα ν' ανοίξω το σακίδιο και να βγά λω ένα πουλόβερ, αλλά το μετάνιωσα και προτίμησα να περπατήσω γρήγορα και να βρω ένα μέρος να ζεστάνω το κοκαλάκι μου. Πρώτα, όμως, πήγα στο εκδοτήριο του σταθμού. «Θέλω να ταξιδέψω αύριο για τη Λα Πας. Μπορείτε να μου πείτε τι ώρα φεύγει το τρένο;» Ο υπάλληλος έπινε μάτε. Κρατούσε μια μεγάλη κούπα με επάργυρη διακόσμηση, που άφηνε ν' αναδυθεί εκείνη η ευλογημένη, γλυκόπικρη ευωδιά. Σκέφτηκα τι καλό που θα μου 'κάνε ένα μάτε μ' αυτή την παγωνιά... Ο υπάλληλος με κοίταξε καλά καλά, από το ένα αφτί στο άλλο, κι απ' το κούτελο ώς το πιγούνι, κι ύστερα αποτράβηξε το βλέμμα του. Ο φόβος: μ' έψαχνε στην αφίσα με τις φωτογραφίες των επικηρυγμένων. Δε με κέρασε μάτε και, πριν μου αποκριθεί, ακούμπησε κά που την κούπα. «Να ρωτήσεις τους Βολιβιανούς. Τα σύνορα είναι δυο βήματα από δω, τώρα όμως δε θα βρεις κανέναν.» Ο υπάλληλος μιλούσε τραγουδιστά θα 'λεγες πως καταγό ταν απ' τη Σάλτα ή από τη Λα Ριόχα.* Κοντά στο σταθμό, υπήρχε ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας, όπως όλα τα ξενοδοχεία στα χωριουδάκια. Όταν μπήκα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου (ένα μπρούντζινο κρεβάτι, ένα τραπεζάκι κουτσό, ένα καντηλέρι με δυο
* Salta, La Rioja: μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της Αργεντινής. (Σ.τ.Μ.)
κεριά, ένας καθρέφτης, ένα τσίγκινο λαβομάνο, μια καράφα με νερό, κι ένα σφουγγαρόπανο που υποτίθεται πως ήταν πετσέτα), άνοιξα το σακίδιο και φόρεσα ένα χοντρό πουλόβερ. Στο δωμάτιο έκανε όσο κρύο έκανε κι έξω, αλλά το κρεβάτι ήταν καλό για μια νύχτα. Τα κολλαριστά σεντόνια είχαν την ίδια τραχύτητα με την πετσέτα, αλλά οι κουβέρτες ήταν παχιές και μάλλινες. Θυμήθηκα που 'χε πει κάποιος (μα ποιος διάολο ήταν;) πως το κρύο είναι η ασφαλιστική δικλείδα της ξενοδο χειακής υγιεινής. Βγήκα απ' το ξενοδοχείο για να γνωρίσω τη Λα Κιάκα, και βρέθηκα να διασχίζω κάτι μοναχικά και σιωπη λά δρομάκια, ανάμεσα σε πήλινα σπίτια που, όσο έπεφτε το σκοτάδι, τόσο έπαιρναν να μοιάζουν με τα γύρω βου νά. Κάνα-δυο τετράγωνα πιο πέρα, συνάντησα ένα μαγα ζί ανοιχτό. Μύρισα το ψητό κρέας, και το επιτακτικό γουργουρητό της κοιλιάς μου με οδήγησε να καθίσω σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο με λαδόκολλα. «Έχουμε μόνο ψητό της κατσαρόλας» είπε ο σερβιτό ρος. Ήταν κοντοστούπης, με φαρδιές πλάτες, χαμηλοκώλης, και κάτι μαλλιά σκληρά σαν βούρτσα, που τόνι ζαν το τοτεμικό του πρόσωπο. Μιλούσε συριχτά, σαν να 'λέγε τα σίγμα μέσα από τα δόντια του. Το κρέας ήταν πολύ νόστιμο κι αφράτο. Βούτηξα όλο το ψωμί μου στο ζουμί. Το κρασί ήταν λίγο στυφό, αλλά ευχάριστο. Όταν απόσωσα, παράγγειλα ένα ποτήρι ρούμι κι αφέ θηκα ν' αναριγήσω απ' την ασύγκριτη αγαλλίαση του ρεψίματος. Και τότε είδα το γέρο. Φορούσε ένα λιωμένο, καφετί, δερμάτινο αμπέχωνο.
42
43
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Μπήκε κι ακούμπησε πάνω στο τραπέζι κάτι γάντια της δουλειάς κι ένα τσίγκινο φανάρι. Ο γέρος συγκατένευε με το κεφάλι στις υποδείξεις τού σερβιτόρου, κι όταν αυτός του 'φ ε Ρ ε τ Τ 1 ν κανάτα με το κρασί, γέμισε ένα ποτήρι και το 'πιε μονορούφι, με τα μάτια κλειστά και με την ικανοποίηση κάποιου που έχει μόλις τελειώσει μια εξαντλητική μέρα. Πήγα κο ντά του. «Συγγνώμη... Είστε υπάλληλος των σιδηροδρόμων;» «Και ναι και όχι» μου απάντησε. Η απάντηση του μου προκάλεσε αμηχανία, τον είδα όμως να μου προσφέρει κάθισμα. «Ναι για το σιδηροδρόμων. Όχι για το υπάλληλος. Εί μαι εργάτης.» «Κατάλαβα. Με συγχωρείτε.» «Χιλιανός;» «Φαίνεται, ε;» «Θες να φας κάτι;» Τον ευχαρίστησα, λέγοντας ότι είχα μόλις φάει, και τον ρώτησα για τα δρομολόγια του τρένου για τη Λα Πας. Εκείνη τη στιγμή, έφτασε το κρέας του. Τα μάτια του γέρου άστραψαν. Σκούπισε με την πετσέτα το πιρού νι και το μαχαίρι του. «Καλή όρεξη.» «Να 'σαι καλά. Θες λίγο κρασί;» Χωρίς να περιμένει την απάντηση μου, κροτάλισε τα δάχτυλα του για να ζητήσει άλλη μια κανάτα. Έβαλε στο στόμα την πρώτη μπουκιά κρέας και πήρε ένα ύφος ρεμβώδες. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο νόστιμο απ' το ψητό μοσχάρι.
Αυτό το ζώο είναι όλο ψαχνό, αλλά είναι καλύτερο ψητό στην κατσαρόλα.» «Έχετε δίκιο. Στην υγειά σας.» «Στην υγειά σου. Ξέρεις τι λείπει εδώ, στο Βορρά; Το τσιμιτσούρι* Αυτό λείπει. Απ' τους στίχους λείπει η ρί μα, κι απ' το ψητό το τσιμιτσούρι.» «Συμφωνώ απολύτως.» Ο γέρος μασουλούσε με μακροβιοτική πειθαρχία. Λί γο ζουμί πήγε να φύγει απ' τη σχισμή των χειλιών του, αλλά η γλώσσα του έδρασε με άψογη ταχύτητα. Αφού μασουλούσε με το πάσο του, κατέβαζε τις μπουκιές με μπόλικο κρασί. «Στή Λα Πας, λοιπόν, ε; Πρόσεχε το υψόμετρο εκεί πάνω. Αν σου 'ρθει καμιά ζάλη, φάε κρεμμύδι. Βάλε ένα κρεμμύδι στη μηχανή σου. Στη Λα Πας — μάλι στα... Το τρένο φεύγει μεταξύ οκτώ και δώδεκα. Όχι και πολύ εγγλέζικο, ε; Έχεις εισιτήριο;» Μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη σ' ένα κομματάκι κρέας που ψυχορρα γούσε στο ζουμί του, ώσπου το πιάτο καθάρισε εντελώς. «Όχι. Δεν το 'χω πάρει ακόμα» είπα κι έκανα να σηκω θώ, αλλά ο γέρος παράγγειλε άλλη μια κανάτα κρασί. «Να με συμπαθάς, αλλά είχα μια πείνα! Φαντάσου: πά νω από δώδεκα ώρες θεονήστικος!» «Μη σας απασχολεί.» «Ώστε, λοιπόν, δεν έχεις εισιτήριο. Θα πρέπει τότε να
* chimichurri: πικάντικη σάλτσα για το ψητό κρέας των Αργεντινών. (Σ.τ.Μ.)
44
45
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
περάσεις τα σύνορα πρωί πρωί. Οι στρατιώτες τ' ανοί γουν στις επτά, και πάντα υπάρχει ουρά που περιμένει.» «Θα κοιτάξω να 'μαι εκεί απ' τους πρώτους.» «Καλά θα κάνεις, αλλά αυτό δε φτάνει. Οι Βολιβιανοί θα σου πουν πως δεν υπάρχει εισιτήριο ούτε για δείγμα, πως έχουν εξαντληθεί. Αυτό θα σου πουν. Τη μάνα που τους γέννησε! Οπότε, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις; Διπλώ νεις ένα χαρτονόμισμα των πενήντα μάνγκο... Με πιά νεις;» «Κατάλαβα. Ευχαριστώ για την πληροφορία.» Ο γέρος άρχισε να με κοιτάζει περιπαικτικά. Έβγαλε στα μουλωχτά από το αμπεχωνο μια πλατιά ασημένια καρφίτσα κι έπιασε να καθαρίζει τα δόντια του. «Ώστε Χιλιανός, ε;» «Όλοι κάπου γεννιόμαστε.» «Τα πράγματα είναι ακόμα άσχημα εκεί κάτω, ε;» Τα πράγματα... Αν σιχαινόμουν κάτι, ήταν οι ερωτή σεις που περικλείουν την απάντηση τους• και, σ' εκεί νους τους καιρούς του φόβου, το να μιλάς για «τα πράγ ματα» δεν ήταν και πολύ φρόνιμο. «Γιατί... πού πάνε καλά...;» «Έχεις δίκιο. Σάπισε ο κόσμος.» Εξίσου ανόητο ήταν το να φιλοσοφείς παρέα μ' έναν άγνωστο για την παγκόσμια σήψη. Έκανα πάλι να ση κωθώ, κι ο γέρος μ' έπιασε απ' το μπράτσο. «Ξέρεις τι συμβαίνει, Χιλιανέ;» «Όχι. Τι συμβαίνει;» «Δε χόρτασα. Αυτό συμβαίνει. Τι θα 'λεγες να παραγ γείλουμε ακόμα μια μερίδα και να τη μοιραστούμε στη μέση;»
Και τότε ο νους μου πήγε πάλι σ' αυτούς τους γαμημέ νους καιρούς του φόβου. Αναλογίστηκα ότι, σ' όλο αυτό το ταξίδι, έτρωγα πάντα μόνος και στα πεταχτά, και σκέ φτηκα πως το να μείνω λίγες ώρες καρφωμένος σ' εκείνο το τραπέζι, ήταν μια μορφή αντίστασης. «Σύμφωνοι, εγώ όμως θα κεράσω το κρασί.» «Κόλλα το!» φώναξε ο γέρος και μου 'τείνε το χέρι. Φάγαμε. Ήπιαμε. Μιλήσαμε για έναν ποδοσφαιριστή που, αν τον άφηναν να εξελιχθεί, θα γινόταν ο νέος Μαραντόνα, συγκρίναμε τις γροθιές του Όσκαρ Ρίνγκο Μποναβένα με αυτές του Μαρτίν Βάργας, και συμφωνή σαμε ότι το πάθος του Καρλίτος* είναι απαράμιλλο, κι η φωνή του Χούλιο Σόσα, του βαρόνου του ταγκό, ασυνα γώνιστη. Το τραπέζι με τη λαδόκολλα μεταμορφώθηκε σε οικογενειακή γιορτή, σ' ένα οποιοδήποτε λατινοαμε ρικάνικο βραδάκι που το μοιράζονταν ένας Αργεντινός κι ένας Χιλιανός. Οι καιροί του φόβου είχαν μείνει απ' έξω, κι ένας αόρατος κι αμείλικτος πορτιέρης δεν τους άφηνε να μπουν, δίνοντας τους να καταλάβουν πως ήταν ανεπιθύμητοι. Όταν τελειώσαμε το δείπνο, ο γέρος μού θύμισε πως έπρεπε να 'μαι στα σύνορα απ' τα χαράματα, κι έκανε μια χειρονομία κλείνοντας την αριστερή του γροθιά κι αφήνοντας τεντωμένο τον αντίχειρα, σαν να 'δείχνε κά τι που 'πέφτε απ' τον ουρανό ή βρισκόταν πίσω του. «Είναι πολύ κοντά τα σύνορα» είπε. «Τα σύνορα αρχί ζουν με το τρένο.» * Εννοεί τον ξακουστό αργεντινό τροβαδούρο του ταγκό Carlos Gardel (1890-1935). (Σ.τ.Μ.)
46
47
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Στο ξενοδοχείο, το κρεβάτι ήταν παγωμένο, σχεδόν υγρό, κι άργησα πολύ να ζεσταθώ. Με πλάκωναν όμως η κούραση του ταξιδιού κι οι πέντε κρασοκανάτες που 'χαμέ αδειάσει με τον σιδηροδρομικό. Ήθελα να κοιμη θώ, μα φοβόμουν μη και δεν ξυπνήσω, και χάσω το τρέ νο. Η ιδέα τού να υποχρεωθώ να μείνω άλλη μια μέρα στη Λα Κιάκα, δε μου καλάρεσε. Κατά καλή μου τύ χη, είχα μαζί μου αρκετά πουράκια, και το κάπνισμα βοήθησε στο να συντομέψει η νύχτα. Ξημέρωσε έτσι, απότομα, θαρρείς κι ένα πανίσχυρο χέρι είχε τραβήξει βίαια το παραπέτασμα της νύχτας, κι ένα φως που πλήγωνε τα μάτια, πλημμύρισε το δωμά τιο. Κοίταξα το ρολόι: ήταν έξι. Μια χαρά ώρα για να τραβήξω για τα σύνορα. Καθώς πήγαινα, έπεσα πάνω στο περίεργο κτίσμα που 'χα δει την προηγουμένη από μακριά: μια σιδερένια γέ φυρα. Στη μια της άκρη, ένα φυλάκιο βαμμένο με τα χρώματα της αργεντινής σημαίας• στην άλλη, ένα άλλο φυλάκιο, βαμμένο με τα χρώματα της βολιβιανής ση μαίας. Κάτω από τη γέφυρα δεν περνούσε κανένας ποτα μός. Στις επτά και κάτι, δυο-τρεις αργεντινοί χωροφύλακες, αγουροξυπνημένοι, άνοιξαν τα σύνορα. Ήταν πολύς κό σμος: άνδρες, γυναίκες και παιδιά με πρόσωπα τοτεμικά, αινιγματικά, που μιλούσαν μεταξύ τους τα συριστικά ώ'μάρα* ενώ ταυτόχρονα μασουλούσαν φύλλα κόκας,
κι αυτό έκανε τα μάγουλα τους να φουσκώνουν. Κουβα λούσαν βαλίτσες, δέματα, κούτες με φρούτα, ζαρζαβατικά και χορταρικά, κότες που κρέμονταν με το κεφάλι προς τα κάτω, με κάτι άσπρα μάτια και τα φτερά απλω μένα άγαρμπα, μαγειρικά σκεύη, κάτι ακαθόριστα χει ροτεχνήματα. Απ' την άλλη μεριά της γέφυρας στεκό ταν ένα παρόμοιο πλήθος, και θυμήθηκα τα λόγια τού σιδηροδρομικού όταν είδα ότι οι γραμμές του τρένου άρ χιζαν δίπλα ακριβώς απ' το βολιβιανό φυλάκιο. Οι αργεντινοί χωροφύλακες επιθεώρησαν το διαβατή ριο μου, έψαξαν κι αυτοί να με βρουν στην αφίσα με τους επικηρυγμένους, και μου το επέστρεψαν δίχως να μου πουν λέξη. Πέρασα τη γέφυρα. Αντίο, Αργεντινή. Κα λημέρα, Βολιβία. Οι Βολιβιανοί επανέλαβαν την τελετή• αυτή τη φορά, όμως, με ερωτήσεις που μου υπέβαλλε ένας στρατιώτης. «Για πού;» «Λα Πας.» «Εισιτήριο, έχεις;» «Όχι. Γι' αυτό ήρθα πρωί πρωί.» «Πόσες μέρες θα μείνεις στη Βολιβία; Έχεις πού να μείνεις στη Λα Πας;» «Όχι. Θα συνεχίσω.» «Για πού;» Για πού; Κόμπιασα. Θυμήθηκα έναν μικρό σχολικό χάρτη της Νοτίου Αμερικής που κουβαλούσα στο σα κίδιο μου. Ο χάρτης ήταν γεμάτος με ονόματα που μπορούσα να επικαλεστώ: Λίμα, Γουαγιάκιλ, Μπο γκοτά, Καρταχενα, Παραμαρίμπο, Μπελέμ, αλλά η μόνη λέξη που ανέβηκε στα χείλη μου, ήταν η ονομα-
* aymara: γλώσσα των ιθαγενών Αϊμάρα του Περού και της Βολιβίας. (Σ.τ.Μ.)
48
49
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
σία μιας πόλης που 'χα πρωτακουσει απ' τον παππού μου: «Στο Μάρτος... Στην Ισπανία...» Ο στρατιώτης μού επέτρεψε να συνεχίσω, ένιωσα όμως να με καρφώνει μ' ένα βλέμμα μίσους. Ήταν τα μά τια ενός οργίλου θεού: μαύρο φως σ' ένα πέτρινο πρόσω πο. Στο σταθμό της Βιγιασόν, ακολούθησα τις συμβουλές του σιδηροδρομικού, και το αριστοτεχνικά διπλωμένο χαρτονόμισμα μετέτρεψε τις αρνήσεις του υπαλλήλου σε γκρίνια γι' αυτούς που 'ρχονται ν' αγοράσουν εισιτή ριο την τελευταία στιγμή. Ο σταθμός της Βιγιασόν ήταν πιο μικρός απ' αυτόν της Λα Κιάκα. Είχε δυο τσιμεντέ νιες αποβάθρες, πεντακάθαρες. «Το τρένο έρχεται μεταξύ οκτώ και δέκα, ανεφοδιάζε ται μεταξύ δέκα και δώδεκα, και φεύγει όταν γεμίσει» με πληροφόρησε ο υπάλληλος. Είχα χρόνο στη διάθεση μου για να κάνω μια βόλτα. Από μια καντίνα αγόρασα δυο κρεατόπιτες κι έναν κα φέ. Καθισμένος πάνω στο σακίδιο μου, είδα το σταθμό να μεταμορφώνεται σ' ένα χαρούμενο παζάρι για φαγώ σιμα, φρούτα, χειροτεχνήματα και ζώα. Πανευτυχής, ρουφούσα αυτή την άγνωστη πραγματικότητα. Στις οκτώ, ο ήλιος άρχισε να τσουρουφλίζει. Χτυπού σε στους ασβεστωμένους τοίχους, κι η εκτυφλωτική του λάμψη πολλαπλασιαζόταν. Καθάριζα τα γυαλιά ηλίου μου, όταν άκουσα μια φωνή που μου φάνηκε γνωστή: η φωνή του γέρου σιδηροδρομικού. «Φύγε, Χιλιανέ! Φύγε!» Γύρισα το κεφάλι. Ο γέρος πέρασε από κοντά μου χω-
ρίς να με κοιτάζει, αλλά μουρμουρίζοντας μέσα απ' τα δόντια του: «Φύγε, Χιλιανέ! Φύγε πριν σε πιάσουν!» Ο ήλιος των Άνδεων σταμάτησε τις ώρες, την περι στροφή του πλανήτη, τις άστατες περιφορές του σύμπα ντος. Δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, ούτε πουλί πετούμενο• στη στιγμή, όμως, θαρρείς κι είχαν ακούσει ένα μυστικό σύνθημα, μια σάλπιγγα συναγερ μού που αντηχούσε από αιώνων στη μοναξιά των γύρω λόφων, τα τοτεμικά πλάσματα μάζεψαν όπως όπως τις πραμάτειες τους, και μια ανεκλάλητη ριπή φόβου που φύσηξε στις αποβάθρες, σάρωσε το χαρούμενο παζάρι. Κοιτάζοντας προς το σημείο όπου άρχιζαν οι γραμμές του τρένου, προς τα σύνορα, είδα ένα στρατιωτικό από σπασμα να κατεβαίνει από ένα καμιόνι. Υπακούοντας στα νεύματα ενός αξιωματικού, βάδισαν αναπτυσσόμε νοι ριπιδοειδώς, έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν μια ενέδρα. Κι εγώ, ολομόναχος, καθισμένος πάνω στο σακίδιο μου. Εκείνη ν ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε ένα σφύριγμα που μ' έκανε να γυρίσω το κεφάλι στην αντίθετη μεριά, κι είδα την παλιά ντιζελομηχανή να μπαίνει στο σταθμό. Ήταν ένα μεγάλο, πράσινο θηρίο, με μια κίτρινη ουλή στην κοιλιά, κι έσερνε πίσω της τα βαγόνια, ξεφυσώντας σαν γερο-δράκοντας. Είδα να περνούν τα γκρίζα βαγό νια, σαν ψάρια αραδιασμένα, θλιβερά, με τις λέξεις La Paz γραμμένες στα πλευρά τους. Η ατμομηχανή σταμάτησε, σχεδόν ακουμπώντας στη γέφυρα, γιατί, όπως είπε κι ο σιδηροδρομικός, τα σύνο ρα άρχιζαν με το τρένο. Τότε μ' έσπρωξαν πάνω σ' έναν τοίχο, κι έμεινα εκεί, με τα πόδια ορθάνοιχτα και τα χέ-
5ο
5ΐ
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ρια ακουμπισμένα σε μια τραχιά επιφάνεια, ενω γαντο φορεμένα χέρια άδειαζαν το σακίδιο μου, πετώντας έξω βιβλία, φωτογραφίες, αναμνήσεις που 'χαν αντέξει στους καιρούς του φόβου, ώσπου, με κοντακιές, μ' ανά γκασαν να πέσω μπρούμυτα, με τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Ύστερα από μια-δυο ώρες, οι στρατιώτες επανέλαβαν το κυνηγετικό τους παιχνίδι και ξάπλωσαν δίπλα μου έναν άλλο εκδρομέα. Ήταν ένας αργεντινός οπαδός των Χάρε Κρίσνα, ο οποίος, με τον ήλιο ν' ανακλάται στο ξυρισμένο του κεφάλι, και ντυμένος με το φανταχτε ρό, πορτοκαλί του ράσο, δεν έπαυε να τους εύχεται «Αιώνια ειρήνη». «Τι γίνεται, αδελφέ;» με ρώτησε ψιθυριστά. «Κλείσ' το, για να μη σ' το κλείσουν.» «Μα γιατί, αδελφέ; Τι κάναμε;» «Τους αποκαλέσαμε αδέλφια, και μπορεί να 'ναι μονα χοπαίδια.» Πέρασαν ώρες, κι άρχισα να μην αισθάνομαι πια τις κράμπες. Αυτό όμως που σίγουρα αισθανόμουν, ήταν η όρεξη να καπνίσω, κι από κείνη την ταπεινωτική θέση του ερπετού, έβλεπα τους τροχούς του τρένου, τα βιαστι κά πόδια των επιβατών, τις κούτες και τα δέματα που, ως δια μαγείας, έχαναν όλο τους το βάρος κι ανέβαιναν. Όταν ακούστηκε το σφύριγμα, κι οι τροχοί πήραν να κι νούνται, ένιωσα πως έχανα τη μοναδική μου ευκαιρία ν' αφήσω πίσω μου τους καιρούς του φόβου, πως έμενα αιχμάλωτος τους για πάντα. «Τους είπα την αλήθεια... όλη την αλήθεια» κλάφτηκε ο Χάρε Κρίσνα.
«Κι εγώ το ίδιο. Είναι όμως δύσπιστοι.» «Τους είπα πως απ' τη Λα Πας θα πετούσα για την Καλκούτα. Τους έδειξα το διαβατήριο, τα χαρτιά μου — τα πάντα.» «Πάλι θα σ' το ξαναπώ; Είναι δύσπιστοι.» «Πηγαίνω να βρω το φως, αδελφέ.» «Μην είσαι και πολύ σίγουρος...» «Το φως είναι στην Καλκούτα, αδελφέ.» Στις πέντε το απόγευμα, μας επέτρεψαν να σηκωθούμε. Τα χέρια μας κι οι σβέρκοι μας είχαν καεί απ' τον ήλιο. Μετά από μια συνοπτική διαδικασία, μας επέστρεψαν τα λεφτά και τα ρολόγια μας, κι ύστερα μας έδιωξαν από τη Βολιβία ως ανεπιθύμητους. Στην άλλη άκρη της γέφυρας μας περίμενε ο γερο-σιδηροδρομικός, με μια καράφα νερό κι ένα βαζάκι αλοι φή για τα εγκαύματα. «Τυχεροί ήσαστε, κουμπάροι. Αυτοί οι σκατόψυχοι θα μπορούσαν να σας κλείσουν σε κάνα μπουντρούμι, και τότε, adios pampa mia. Τυχεροί ήσαστε.» «Εγώ θα πάω στην Καλκούτα» επέμεινε ο Χάρε Κρίσ να. Δεν είχα αμφιβολία πως θα τα κατάφερνε, κι ενώ απο μακρυνόμουν με το γέρο, ευχήθηκα μ' όλη μου την καρ διά να τα καταφέρει — κι αμέσως, μάλιστα- γιατί, αν αυ τός ο φαλακρός πιστός με το πορτοκαλί ράσο έφτανε στην Καλκούτα, τουλάχιστον ένας, μέσα σε χιλιάδες, θα ξανάβρισκε τον χαμένο του ορίζοντα, αυτόν που μας επιτρέπει το πέρασμα στον τόπο της ευτυχίας.
52
PATAGONIA EXPRESS
πό το 1973 και μετά, πάνω από ένα εκατομμύριο Χιλιανοί άφησαν πίσω τους μια χώρα άρρωστη, αποκαρδιωμένη και καχεκτική: άλλοι σπρωγμένοι στην εξορία, άλλοι για να ξεφύγουν απ' το φόβο της αθλιότητας, κι άλλοι με την απλή ιδέα ν' αναζητήσουν την τύχη τους βόρεια. Στόχος αυτών των τελευταίων ήταν ένας και μοναδικός: οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότεροι ξεπουλούσαν τα ελάχιστα υπάρχο ντα τους για ένα εισιτήριο λεωφορείου ώς το Γουαγιάκιλ ή το Κίτο. Λογάριαζαν πως, από κει, αρκούσε να κά νουν ένα-δυο βήματα, και θα βρίσκονταν βόρεια, στη Γη της Επαγγελίας. Μετά από κάμποσες μέρες ταξίδι, κατέβαιναν απ' τα λεωφορεία πιασμένοι, πεινασμένοι, κάθιδροι, και μετά απ' τις πρώτες διερευνήσεις σχετικά με τη συνέχεια του ταξιδιού τους, διαπίστωναν πως η Νότια Αμερική είναι αχανής και πως, προς μεγάλη τους δυστυχία, ο πα ναμερικανικός σιδηρόδρομος χανόταν κάπου στην κολομβιανή ζούγκλα. Κι έτσι έμεναν στη μέση του κό-
σμου, σαν καράβια ακυβέρνητα- χωρίς ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο πιανίστας του Ali Kan: ένας τύπος λεπτός, ψηλός κι άσπρος σαν το κερί. Με τα μάτια σχεδόν πάντα κόκκινα, και τα κιτρινισμένα δόντια του να καβαλάνε το κάτω χείλος του, έμοιαζε με λυπημένο κουνέλι. Του ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, κάθε φορά που θυμόταν τότε που έπαιζε με την ορχή στρα του American Bar, του αιωνόβιου καμπαρέ τού Βαλπαραΐσο, που το στρατιωτικό καθεστώς το 'σβήσε απ' το χάρτη, όταν επέβαλε την απαγόρευση κυκλοφο ρίας που κράτησε δεκατρία χρόνια. «Αυτό κι αν ήταν καθωσπρέπει μαγαζί! Τα κορίτσια δεν ήταν πουτάνες• ήταν misses. Κι οι ναυτικοί άφηναν στους μουσικούς κάτι πουρμπουάρ, να σου φύγει το κα φάσι! Όχι όπως σ' αυτό το χοιροστάσιο...» κλαιγόταν, κι ύστερα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που 'χε ξεπέ σει (γιατί σ' αυτή την πόλη δεν πηγαίνεις — ξεπέφτεις) στο Πουέρτο Μπολίβαρ. Το Πουέρτο Μπολίβαρ είναι στον Ειρηνικό, πολύ κο ντά στη Ματσάλα, νότια του Γουαγιάκιλ. Τη θάλασσα την καταλαβαίνεις απ' το αεράκι που, καμιά φορά, τα κα ταφέρνει να διαλύσει την υγρή και ζεστή καταχνιά που πλακώνει από την ενδοχώρα. Τη θάλασσα τη βλέπεις, την ακούς, αλλά δεν τη μυρίζεις. Στο Πουέρτο Μπολίβαρ φορτώνεται η εκουατοριανή μπανάνα για όλο τον κόσμο. Γύρω στα πέντε χιλιόμε τρα απ' την προκυμαία, υπάρχει μια χωματερή, τερά στια σαν ποδοσφαιρικό γήπεδο και με βάθος άγνωστο.
54
55
Α
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Εκεί θάβονται τόνοι και τόνοι μπανάνες που δεν είναι κατάλληλες για εξαγωγή, είτε γιατί έχουν ωριμάσει πρό ωρα, είτε γιατί παρουσιάζουν κηλίδες που πρέπει να οφείλονται σε παράσιτα, είτε γιατί ο ιδιοκτήτης της φυ τείας ή της μεταφορικής εταιρείας έχουν ξεχάσει να πληρώσουν κάποιον απ' τους φόρους που επιβάλλει η μαφία του κλάδου. Η χωματερή αυτή λέγεται Λα Όγια και βορβορύζει αδιάκοπα. Οι χιλιάδες τόνοι φρούτα σε συνεχή αποσύν θεση σχηματίζουν μια μάζα παχιά, εμετική, που ανακοχλάζει. Ό,τι είναι άχρηστο, καταλήγει στη Λα Όγια, κι αυτή η τερατώδης χύτρα δε γεμίζει μόνο με φυτικά προϊόντα: εδώ σαπίζουν και οι αντίπαλοι των κομματαρ χών, με κάμποσο μολύβι στο σώμα ή ακρωτηριασμένοι ή πετσοκομμένοι με τη ματσέτα. Η Λα 'Ογια βράζει χωρίς αναπαμό. Κι η δυσωδία της είναι τόσο μεγάλη, που όχι μόνο σκεπάζει το άρωμα της θάλασσας, αλλά ούτε και τα όρνια δεν την πλησιάζουν. «Κοπάνα την!» μου 'λέγε ο πιανίστας, κάθε φορά που συναντιόμαστε. «Κοπάνα την όσο ε,ίναι καιρός... πριν αυτή η καταραμένη βρόμα σού σκοτώσει τη θέληση και καταντήσεις σαν κι εμένα, να σαπίσεις εδώ ζωντα νός.» Έφτασα στη Ματσάλα γιατί ήθελα να φύγω αμέσως απ' το Εκουαδόρ, κι ο μόνος τρόπος για να επισπεύδεις τα ταξίδια, είναι να μη λες όχι σ' όποια δουλειά σού πέ φτει. Αυτός είναι κι ο λόγος που δέχτηκα να υπογράψω μια εξαμηνιαία σύμβαση με το Πανεπιστήμιο της Μα τσάλα, προκειμένου να αναπτύξω σε μια φούχτα σπου δαστές το κοινωνιολογικό πλέγμα των μέσων επικοινω-
νίας. Με το που έφτασα, άρχισα να μη βλέπω την ώρα να ξαναφύγω, αλλά δεν είχα ούτε δεκάρα στις τσέπες, κι έπρεπε να περιμένω ώς τη λήξη του συμβολαίου για να εισπράξω το μισθό μου. Σύμφωνα με μια εξόχως τροπι κή γραφειοκρατική ρήτρα, οι έκτακτοι καθηγητές πλη ρώνονταν αμέσως μετά το πέρας του εξαμήνου — κι αυ τό, χάρη στις υπηρεσίες ενός διαχειριστή, που κρατούσε για τον εαυτό του το πενήντα τοις εκατό. Για να εξοικονομήσουμε λίγα χρήματα απ' αυτά που δεν είχαμε, κάποιοι καθηγητές (ένας Ουρουγουανός, ένας Αργεντινός, δύο Χιλιανοί, ένας Καναδός κι ένας Εκουατοριανός, από το Κίτο, που σιχαινόταν τους τρο πικούς με όλο του το είναι) αποφασίσαμε να συγκατοι κήσουμε σ' ένα οίκημα βαμμένο χτυπητό πράσινο, με στέγη από καλαμίνα και με θέα στη ζούγκλα. Εκεί μέσα κρεμάσαμε έξι αιώρες και, τα βράδια, λικνιζόμαστε κα πνίζοντας, κουβεντιάζοντας για το τι θα κάναμε όταν θα μας πλήρωναν, αδειάζοντας κασόνια μπίρες και κοι τάζοντας τα πτερύγια του ανεμιστήρα να γυρίζουν μά ταια πάνω απ' τα κεφάλια μας. Στη Ματσάλα δεν είχες και πολλά πράγματα να δεις, κι ακόμα λιγότερα πράγματα να κάνεις. Ο παπάς, ο οποίος είχε αναλάβει χρέη λογοκριτή των ταινιών που προβάλλονταν στον υπαίθριο κινηματογράφο, δε φημι ζόταν για το καλό του γούστο, κι έτσι, τις ζεστές νύ χτες, που ερχόταν κι η ευωδιά από τη Λα Όγια, όταν θέ λαμε να δροσιστούμε, δεν είχαμε άλλη διέξοδο απ' το να πάμε στο καζίνο ή στα μπορντέλα του Πουέρτο Μπολίβαρ. Στο καζίνο πηγαίναμε για ν' απολαύσουμε λίγο κλι ματισμό και για να δούμε κάποιον απ' τους φοιτητές μας
56
57
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
να χάνει σε λίγα λεπτά τα χρήματα που εμείς θα βγάζαμε σ' έξι μήνες με τον ιδρώτα μας. «Ένα ποτό από μένα στους teachers» παράγγελνε ο φοιτητής, με τα μάτια καρφωμένα στην μπίλια της ρου λέτας. Εμείς τον ευχαριστούσαμε και του ευχόμαστε κα λή τύχη. Στα μπορντέλα πηγαίναμε μετά χαράς, ιδίως στο ΑΗ Kan: ένα πελώριο ξύλινο παράπηγμα, με στέγη από καλαμίνα. Ματρόνα του ήταν η δόνια Εβαρίστα, μια χο ντρή, εξηντάχρονη Χιλιάνα που ίδρωνε ακατάπαυστα κι εκτόνωνε στην αγκαλιά μας τις δακρύβρεχτες κρί σεις νοσταλγίας της για το Σαντιάγο ή το Μπουένος Άιρες — τις πόλεις όπου είχε κάνει τα πρώτα της βήμα τα στο επάγγελμα. Αν καλούσες τη δόνια Εβαρίστα να χορέψει μαζί σου ένα ταγκό, κέρδιζες ένα μπουκάλι ου ίσκι κι ένα κουτί πουράκια. Αυτό το ταγκό, όπως είναι φυσικό, το χορέψαμε όλοι κατά καιρούς — όλοι, εκτός από τον Καναδό, που ήταν πάντα απασχολημένος με το να κρατάει σημειώσεις για ό,τι έβλεπε κι ό,τι άκου γε, προκειμένου να γράψει κάποτε ένα μυθιστόρημα που, όπως έλεγε, θα 'ταν ανώτερο απ' το Εκατό χρόνια μοναξιά. Η χοντρή έλιωνε στον έρωτα για τον Καναδό και, κάθε φορά που τον έβλεπε να γράφει, έλεγε στα κο ρίτσια να κάνουν ησυχία. Στο Ali Kan δούλευαν καμιά εικοσαριά γυναίκες, που -δέχονταν τους πελάτες τους στρωματσάδα, σε κάτι καμαράκια μια σταλιά. Καμιά φορά, όταν κανένας γεροδεμέ νος ναυτικός έκανε με την ερωτική παράφορα του να τρέμει ολόκληρο το οίκημα, που ήταν χτισμένο πάνω σε πασσάλους, εμείς, οι υπόλοιποι θαμώνες του σαλο-
νιου, του χαρίζαμε ένα ολόθερμο χειροκρότημα. Κι έτσι περνούσαν οι νύχτες — οι νύχτες του Ali Kan. Την επομένη, άρχιζε η ρουτίνα των τροπικών: ξύπνη μα με τη δυσωδία της Λα Όγια, πήδημα από την αιώρα, προσπάθεια να ξανάρθει η ραχοκοκαλιά στη θέση της, άδειασμα των παπουτσιών απ' τις κατσαρίδες και τους σκορπιούς, ένα χορταστικό ντους, έξοδος στη γλιτζερή καταχνιά του δρόμου, ένας υπέροχος πικρός καφές στην καντίνα, πέντε τετράγωνα περπάτημα. Όταν φτάναμε στο πανεπιστήμιο, χρειαζόμαστε άλλο ένα ντους πριν αρχίσουμε το μάθημα. Στο μάθημα μου της κοινωνιολογίας της επικοινωνίας είχα γραμμένους πέντε φοιτητές, αλλά δεν αξιώθηκα να γνωρίσω παρά μόνο τρεις, για τους οποίους κι αναρωτιό μουν συνεχώς τι στο διάολο έκαναν εκεί. Ο ένας απ' αυτούς, στα είκοσι του χρόνια, ήταν ειδικός στα αφροδίσια νοσήματα- τα 'χε περάσει όλα και καμά ρωνε γι' αυτό. Ο άλλος, γιος ενός μεγιστάνα της μπανά νας, περνούσε τις μέρες του με το να μελετάει εξονυχι στικά προσπέκτους αγωνιστικών αυτοκινήτων. Τ' όνει ρο του ήταν ν' αποκτήσει κάποτε μια Porsche. Το ότι στο μέρος όπου ζούσε δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, δε φαινόταν να τον απασχολεί καθόλου. Όσο για τον τρίτο, δεν κατάφερα ποτέ μου να εξακριβώσω αν, τουλά χιστον, ήξερε να διαβάζει. Στους τρεις μήνες πάνω, άρχισα να δίνω δίκιο στον πιανίστα του Ali Kan. Έπρεπε να φύγω πάση θυσία απ' αυτόν τον καταραμένο τόπο. Ούτε όμως και η κοινωνία της Ματσάλα μάς καλοέβλεπε. Ήμαστε έξι τύποι που ζούσαμε επί πιστώσει
58
59
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
(πέντε από τους οποίους ήταν ξένοι) και συχνάζαμε στα μπορντέλα. Πάντως, αν και δε μας έκαναν τη ζωή δύσκολη, η ανοχή τους, που βασιζόταν στην αποστρο φή και τη δυσπιστία, κράτησε ως το βράδυ που μια από τις κοπέλες του Ali Kan μάς είπε, με δάκρυα στα μά τια, πως ο παπάς είχε απαγορέψει σ' αυτήν και σε δυο άλλες συναδέλφους της να μπουν στο σινεμά, κι έτσι έχασαν το Cat Ballou* «Όχι τίποτ' άλλο» πρόσθεσε κλαίγοντας, «αλλά γου στάρουμε πολύ αυτόν τον παιδαρά, τον Αι Μάρβιν...» Ελεεινοί, αλλά πάντα ιππότες, οι έξι σωματοφύλακες κινήσαμε γραμμή για τον παπά, να του πούμε μερικές αλήθειες. «Στο σινεμά δεν μπαίνουν γυναίκες του δρόμου» γρύ λισε ο κληρικός. «Το σινεμά είναι καλλιέργεια. Το αποκλείετε να βρουν σε κάποια ταινία την ηθική αξία που θα τις κάνει ν' αλλάξουν ζωή; Άλλωστε, εσείς διαλέγετε τις ται νίες...» είπε ο Αργεντινός. «Δεν το αρνούμαι. Ας έρχονται, αλλά να συνοδεύονται με άτομα αποδεδειγμένης ηθικότητας.» «Όπως, ας πούμε...» είπε ο Καναδός, «...καθηγητές πα νεπιστημίου;» «Εσείς;! Θα διακινδυνεύατε τις σταδιοδρομίες σας για να πάτε σινεμά με πουτάνες; Ας γελάσω!» Από τότε, κάθε Παρασκευή, πηγαίναμε σινεμά με όσα
* Ταινία του Eliot Silverstein (1965). Στην Ελλάδα παίχτηκε με τον τίτ λο «Η λησταρχίνα». (Σ.τ.Μ.)
απ' τα κορίτσια ήθελαν. Στημένος στην πόρτα, ο παπάς μας κοιτούσε με μίσος, αλλά δεν μπορούσε πια ν' απαγο ρέψει την είσοδο στις ντάμες μας. Εκτελούσαμε ένα ιπ ποτικό χρέος, αλλά η κοινωνία της Ματσάλα δεν το 'βλέπε έτσι. Οι ντόπιοι καθηγητές έπαψαν να μας κα λούν στα σπίτια τους, οι αστυνομικοί μάς κοιτούσαν με μισό μάτι, κι άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι συν δυάζαμε την παιδαγωγική με την κραιπάλη. Είχε φτάσει η στιγμή να φύγω. Το πρόβλημα ήταν πώς. Έμενε ακόμα καιρός ώς το τέλος του εξαμήνου. Η ευκαιρία να ξαναπάρω δρόμο, μου παρουσιάστηκε μια νύχτα στο καζίνο. Καθόμουν κι απολάμβανα τη δρο σιά που έκανε όλους τους παίκτες να 'ναι συναχωμένοι, κι έδινε την ευκαιρία σ' όλες τις κυρίες της Ματσάλα να επιδείξουν τις γούνες τους. Ήμουν μόνος. Οι συνάδελφοι μου είχαν πάει στο Ali Kan, γιατί, την προηγουμένη, είχε συμβεί κάποιο θαύ μα: ο Καναδός, αφού κατέβασε μισό μπουκάλι ρούμι, αποφάσισε επιτέλους να χορέψει με τη χοντρή: ταγκό, σάλσα, μερένγκε, κρεολέζικα βαλσάκια, πασίγιο, σανχουανίτο — όλα τα χόρεψε. Έχοντας μεταμορφωθεί σε ανθρώπινη σβούρα, ο Καναδός ανακοίνωσε ότι το σχέδιο του για το μυθιστόρημα είχε πάει οριστικά στα κομμάτια, και μοίρασε τις σελίδες με τις σημειώσεις του στους πελάτες του μπορντέλου. Από τώρα και στο εξής, θα ζούσε όσο πιο έντονα τη ζωή του, δίπλα στον μεγάλο του έρωτα, είπε, αγκαλιάζοντας τη δόνια Εβαρίστα, που ξεχείλιζε από ευτυχία. Ή χοντρή μάς κάλεσε σ' ένα γλέντι αρραβώνων, στο οποίο ασφαλώς και θα πή γαινα απλώς, ήθελα πρώτα να νιώσω εκείνη την υπέρο-
6ο
6ι
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
χη δροσιά του καζίνου. Κι εκεί βρισκόμουν, όταν ένα χέρι με ταρακούνησε απ' τον ώμο. Ήταν κάποιος που τον γνώριζα εξ όψεως. Τον ήξερα για πράκτορα μεταφοράς μπανάνας, ιδιοκτήτη φορτη γών και πλοίων. Ο λεγόμενος μιλούσε όπως οι Γουαγιακιλένοι: αργά και ρυθμικά. «Για να σου πω κάτι, teacher... Πιστεύεις στο νόμο των πιθανοτήτων;» «Κάτι πρέπει να ισχύει...» «Κοίτα να δεις: έχω ποντάρει έξι φορές συνέχεια στο μηδέν, και δε βγήκε ακόμα. Λες να βγει τώρα;» «Ο μόνος τρόπος να μάθεις, είναι να το ρισκάρεις.» «Έτσι μ' αρέσουν οι άντρες» είπε κι έριξε ένα μπρελόκ με κλειδιά πάνω στην τσόχα. «Chrysler. Περσινό μοντέλο. Μου κόστισε είκοσι χι λιάδες δολάρια.» Ο κρουπιέρης ζήτησε συγγνώμη, πήγε σ' ένα διπλανό δωμάτιο κι επέστρεψε. «Δέκα χιλιάδες, και πέντε τοις εκατό προμήθεια για το μαγαζί.» «Δεκαπέντε χιλιάδες και δέκα τοις εκατό.» «Πάει. Κάντε παιχνίδι, κύριοι.» Η μπίλια άρχισε να γυρίζει, κι ο Γουαγιακιλένος πα ρακολουθούσε τις περιστροφές της απαθής. Ακουμπού σε τα χέρια στο τραπέζι, χωρίς να προδίδει την παραμι κρή αγωνία. Ήταν πραγματικός παίκτης. Η αδιαφορία του έδειχνε πως ήθ^ να χάσει. Όταν η μπίλια σταμάτη σε κι έπεσε στο 7, ο τύπος σήκωσε τους ώμους. «Την πατήσαμε, teacher. Μας έφυγε όμως η αμφιβο λία.»
«Ακριβώς.» «Έτσι είν' η τύχη. Πάμε στο μπαρ. Κερνάω.» Στο μπαρ, αλληλοσυστηθήκαμε. Ο Γουαγιακιλένος ήθελε να μάθει περισσότερα για μένα, κι αφού μ' άκου σε προσεκτικά, μου μίλησε σαν να 'χε μπροστά του έναν μπανανέμπορο. «Teacher, στον ουρανό σε γύρευα και στη γη σε βρή κα. Έλα να ζήσεις μαζί μου κάνα-δυο μήνες στο Ροκαφουέρτε. Έχω ένα γιο που τελειώνει το λύκειο, και θέλω να γίνει δικηγόρος. Εσύ θα μου τον ετοιμάσεις να μπει στο πανεπιστήμιο, κι εγώ θα σου λύσω κάθε οικονομικό πρόβλημα. Σύμφωνοι;» «Μα στα πανεπιστήμια του Εκουαδόρ μπαίνει όποιος θέλει...» «Ο γιος μου θα σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί έχουν εισαγωγικές εξετάσεις κι όλες αυτές τις μαλακίες. Δυο χιλιάδες δολάρια το μήνα...; Ας κάνουμε κάτι άλλο, teacher, πιο πρακτικό. Θα σου δώσω μια επι ταγή. Λευκή. Την αλλάζεις αύριο. Συμπληρώνεις ό,τι θες: χίλια, δυο χιλιάδες δολάρια — όσα χρειάζεσαι. Το θέμα είναι να βρίσκεσαι σπίτι μου τέλος της βδομά δας. Και τώρα, teacher, άντε γεια. Όταν χάνω, θέλω να μένω μόνος.» Έφτασα στο Ali Kan μετά τα μεσάνυχτα. Η δόνια Εβαρίστα είχε μαγειρέψει δεκάδες κρεατόπιτες, που ήταν πιο νόστιμες κι απ' το χαβιάρι σ' αυτή τη γαστρονομική κόλαση, όπου η δίαιτα δεν περιλάμβανε παρά μόνο ρύζι και ροδέλες μπανάνας. Εκείνη τη νύχτα, το γλεντήσαμε για τα καλά. Η δόνια Εβαρίστα αναγνώρισε την υπογραφή πάνω στην επιτα-
62
63
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
γή και είπε πως ο τύπος ήταν ένας από τους λεφτάδες της περιοχής. Έτσι, το θέμα έπαψε να μ' απασχολεί, και μπορούσα να θεωρώ τον εαυτό μου ήδη υπ' ατμόν. Φάγαμε κρεατόπιτες με το τσουβάλι, αδειάσαμε ανα ρίθμητα μπουκάλια χιλιάνικο κρασί, κι αφού τραγουδή σαμε διάφορα ταγκό που προκάλεσαν ποταμούς δακρύ ων στη χοντρή, ο Καναδός μας αιφνιδίασε μ' ένα λόγο που εκφώνησε ανεβασμένος πάνω στο τραπέζι. «Σύντροφοι, θέλω να σας πω πως αυτή η γυναίκα είναι θαυμάσια, κι αύριο θα 'ρθω να ζήσω μαζί της. Θα είμαι ο man αυτού του σπιτιού, κι εσείς, σύντροφοι, αδέλφια μου, από τώρα και στο εξής θα 'στε σαν παιδιά μας. Να ζήσουν τα παιδιά της πουτάνας!» Την επομένη, πήγα στην Τράπεζα, απέσυρα ένα σημα ντικό ποσό, ξεπλήρωσα τα χρέη μου, μοίρασα λίγα λε φτά στους συναδέλφους μου και, με το σακίδιο στον ώμο, περπάτησα ώς την αφετηρία των λεωφορείων. Εκεί με περίμενε ο πιανίστας: λεπτός, ψηλός κι άσπρος σαν το κερί. «Δεν ξέρεις τι χαρά μού δίνεις, αδελφέ. Καλή τύχη» μου 'πε και μου 'δώσε το χέρι. Πριν ανέβω στο λεωφορείο, πήρα μια βαθιά εισπνοή, γέμισα τα σπλάχνα μου με τον μολυσμένο αέρα της Λα Όγια, κι απ' τα μεγάφωνα της πλατείας άκουσα τη φωνή του παπά ν' απειλεί με αφορισμό όσους θα πήγαιναν να δουν την ταινία Κράμερ εναντίον Κράμερ* κατηγορώντας την ότι προπαγάνδιζε το διαζύγιο.
«Απόψε, το σινεμά θα 'ναι τίγκα» ψιθύρισε ο πιανί στας. Αρκετά χρόνια αργότερα, και πολύ μακριά απ' το Εκουαδόρ, σ' ένα λογοτεχνικό περιοδικό του Κεμπέκ, αναγνώρισα το όνομα του Καναδού από τη Ματσάλα. Υπέγραφε ένα διήγημα με τίτλο «Στους τροπικούς, όλοι οι γάτοι είναι γκρίζοι». Το αφήγημα ήταν καλό κι αφο ρούσε στις αναμνήσεις του απ' την εποχή που ζούσε μαζί με πέντε άλλα άτομα σε μια χώρα που την εξουσίαζε η δυσωδία της κόλασης. Το διήγημα ήταν καλό, όπως κα λές ήταν κι εκείνες οι μέρες που εξαρτιόνταν από ένα μισθό ο οποίος δεν έλεγε να 'ρθει, κάτω απ' τα πτερύγια ενός ανεμιστήρα ο οποίος δεν έλεγε να βγάλει τον παρα μικρό αέρα, κι αυτές τις μέρες τις μοιράστηκα με άντρες και γυναίκες μεγάλης αρχοντιάς, που μου χάρισαν ό,τι καλύτερο είχαν.
Η γνωστή ταινία του Robert Benton (1979). (Σ.τ.Μ.)
64
PATAGONIA EXPRESS
Ε
κείνο το πρωί, σηκώθηκα πριν χαράξει, μάζεψα τα λίγα πράγματα μου κι αποχαιρέτησα τη χασιέντα* «La Conquistada». Ήταν ένα ωραίο μέρος, μια πραγμα τική όαση πρασίνου μέσα στην έρημο, κι ένιωσα γε λοίος, ταπεινωμένος απ' το γεγονός ότι ήμουν αναγκα σμένος να φύγω από κει με τη μυστικότητα και τη σπου δή του δραπέτη. Το 'χα σκεφτεί όμως όλη νύχτα, κι όπως είπε ο Λιχτενσταιν, πρέπει να συμμορφωνόμαστε πάντα μ' αυτά που μας υπαγορεύει το μαξιλάρι. Η μαγείρισσα με είδε να βγαίνω απ' την εξώπορτα του σπιτιού, κι έκανε πως κοίταζε αλλού. Όταν έφτασα στην αυλόθυρα, τη βρήκα ασφαλισμένη με μια χοντρή αλυσί δα και μια καδένα. Ευτυχώς, ο φράχτης δεν ήταν ψηλός, και τον πήδηξα εύκολα. Είχα περπατήσει καμιά εκατοστή μέτρα, όταν
* hacienda: μεγάλο αγρόκτημα ή φυτεία της Λατινικής Αμερικής, με τα συμπεριλαμβανόμενα οικήματα. Συχνά αφορά μόνο στο κεντρικό κτίριο-κατοικία του γαιοκτήμονα. (Σ.τ.Μ.)
66
ένα φορτηγό σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. «Για πού το 'βαλες;» με ρώτησε ένας από την καμπίνα του οδηγού. «Για το Μπαράνκο» απάντησα. «Να πάρω το αεροταξί.» «Αν δεν σε πειράζει να ταξιδεύεις με παρέα, μπορούμε να σε πάρουμε μαζί. Εμείς πάμε μέχρι την Ιμπάρα» είπε ο οδηγός. «Θαυμάσια! Ευχαριστώ πολύ» είπα και σκαρφάλωσα στην καρότσα. Το φορτηγό κουβαλούσε κάτι τεράστια γουρούνια, που με υποδέχτηκαν σαν δικό τους. Καθισμένος σε μια γωνιά, πάνω στο σακίδιο μου, σκέφτηκα πως είχα φτά σει στο σημείο απ' όπου μπορούσα να δώσω το μεγάλο πήδημα, να φτάσω στην Ευρώπη, αλλά η ζωή μού 'χε κλείσει γι' άλλη μια φορά το δρόμο. Για να παρηγορη θώ, έπιασα να θαυμάζω το πανόραμα με τους λόφους και τα φαράγγια που τα 'λούζε η άγρια φωτεινότητα του ξη μερώματος στην έρημο. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκα πως τα γουρούνια δεν ξε κολλούσαν τα μάτια τους από πάνω μου. Κάποιος —δε θυμάμαι ποιος— έγραψε πως τα γουρούνια έχουν πολύ διεστραμμένο βλέμμα. Όχι όμως αυτά. Αυτά, τα γουρού νια που με κοίταζαν, είχαν κάτι αθώα, τρομαγμένα ματά κια. Ίσως προαισθανονταν πως έκαναν το ύστατο ταξίδι τους. «Μπορεί και να 'χουμε κάτι κοινό, και να το μυρίστη καν. Εγώ, όμως, κατάφερα να δραπετεύσω έγκαιρα. Εσείς, σύντροφοι, θα καταλήξετε ζαμπονάκια. Τι στο διάολο... Έτσι είν' η ζωή...» 67
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Τρεις βδομάδες νωρίτερα, βρισκόμουν στο Αμπάτο, την πόλη που φημίζεται για τα λουλούδια της και, δι καίως, για τις πιο ωραίες γυναίκες του Εκουαδόρ. Προ ορισμός μου ήταν η Κόκα, στην Αμαζονία, για ένα ρε πορτάζ γύρω από τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Όπως πάντα, είχα μείνει από λεφτά, κι ένα αμερικανικό περιο δικό μού πρόσφερε αυτή τη δουλειά και μιαν αμοιβή που μου 'κάνε και με το παραπάνω. Στο Αμπάτο, θα 'ρχόμουν σ' επαφή με το μηχανικό που θα με πήγαινε με το τζιπ του ώς την Κουένκα, απ' όπου θα συνέχιζα το ταξίδι μ' ένα αεροπλανάκι της Texaco. Εκεί, λοιπόν, βρισκόμουν, καθισμένος σ' ένα υπαίθριο café, κοιτάζοντας πανευτυχής τα κορίτσια που αποτε λούσαν το καμάρι της πόλης, όταν, για να ξεκουράσω τα μάτια μου απ' την τόση ομορφιά, είπα να ρίξω μια μα τιά στην εφημερίδα, κι έπεσα σε μια περίεργη αγγελία: «Ζητείται νέος, μορφωμένος, καλής καταγωγής, με συγγραφικό ταλέντο, για να συνεργαστεί στη σύνταξη των απομνημονευμάτων ενός εξέχοντος δημοσίου αν δρός. Θα προτιμηθούν υποψήφιοι με ισπανικές ρίζες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνήσουν στο τη λέφωνο...» Τηλεφώνησα, κεντρισμένος απ' την περιέργεια. Στο τηλέφωνο μου απάντησε μια γυναίκα με αυταρχική φω νή, που όχι μόνο δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή στα ερωτήματα μου ως προς την ταυτότητα του εξέχοντος δημοσίου ανδρός, αλλά και με υπέβαλε σε σωστή ανά κριση, οι περισσότερες ερωτήσεις της οποίας αφορού σαν στις ισπανικές μου ρίζες. Στο τέλος, και προς μεγά λη μου έκπληξη, είπε πως γινόμουν δεκτός, αναφέρο-
ντάς μου εν παρόδω μιαν αμοιβή που έστελνε στο διάολο το ρεπορτάζ για τις εγκαταστάσεις της Κόκα. Πριν κλεί σει, μου 'δώσε οδηγίες για το πώς να φτάσω στη χασιέντα, που απείχε γύρω στα ογδόντα χιλιόμετρα απ' το Αμπάτο, διευκρινίζοντας πως με περίμενε εξάπαντος την επομένη. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, χτυπούσα την αυλόθυρα της «La Conquistada», μιας επιβλητικής έπαυλης αποικιακού στιλ, τριγυρισμένης από κήπους. Στην εξώ πορτα του σπιτιού ήταν κρεμασμένα δεκάδες κλουβιά με πουλιά του δάσους, κι εκεί με υποδέχτηκε η γυναίκα που, την προηγουμένη, είχε μιλήσει μαζί μου στο τηλέφωνο. «Είναι της κόρης μου. Λατρεύει τα πουλιά. Ελπίζω να μη σας ενοχλεί το πρωινό τους κελάηδημα. Τα τουκάν* ιδίως, κάνουν πολλή φασαρία.» «Να μη σας απασχολεί καθόλου. Δεν μπορώ να φαντα στώ καλύτερο τρόπο να ξυπνάει κανείς...» «Περάστε. Θα σας δείξω το σπίτι.» Στην είσοδο του σπιτιού, δέσποζε το ολόσωμο, σε φυ σικό μέγεθος πορτρέτο ενός άνδρα, ντυμένου όπως ο Κορτές, ο Αλμάγρο ή, τελοσπάντων, κάποιος από τους κονκισταδόρες.** Ο πολέμαρχος ακουμπούσε τα χέρια του στο σπαθί. «Ο αδελαντάδο*** δον Πέδρο δε Σαρμιέντο ι Φιγκε* tucân: χαρακτηριστικό πτηνό της τροπικής Λατινικής Αμερικής, με μακρύ ράμφος και εκθαμβωτικά χρώματα. (Σ.τ.Μ.) ** conquistadores: οι Ισπανοί που, τον 16ο αιώνα, κατέκτησαν και εποί κισαν τις χώρες της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής. (Σ.τ.Μ.) *** adelantado: κατά λέξη, «αυτός που πάει μπροστά»• διοικητής επαρ χίας στην Ισπανία (και τις αποικίες της) του 17ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
68
69
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ρόα. Είμαστε απευθείας απόγονοί του. Προς μεγάλην μας τιμήν» είπε η γυναίκα. «Το δικό μου ισπανικό αίμα» έσπευσα να δηλώσω,, «δεν είναι τόσο ευγενές.» «Κόβε ισπανικό αίμα είναι ευγενές» μου απάντησε. Το δωμάτιο που μου 'δωσαν, ήταν λιτό. Είχε ένα κρε βάτι, ένα κομοδίνο και μια ντουλάπα, που τριζολογούσαν την παλαιότητα τους. Σε μια γωνιά υπήρχε ένα πε ρίεργο έπιπλο που, στην αρχή, μου φάνηκε σαν προδρο μικό μοντέλο «καλόγερου» για τα ρούχα, όταν όμως είδα τον Εσταυρωμένο που είχε μπροστά, κατάλαβα πως ήταν προσκυνητάριο. «Βολευτείτε τώρα. Σε μισή ώρα, σας περιμένουμε στην τραπεζαρία.» Στη διάρκεια του γεύματος, διαπίστωσα πως οι απόγο νοι του αδελαντάδο δεν ήταν πολλοί και πως μ' αυτούς τελείωνε η δυναστεία. Η γυναίκα, που ήταν χήρα, διαχειριζόταν τη χασιέντα κι έβρισκε πραγματική απόλαυση στο να εξευτελίζει τις ιθαγενείς υπηρέτριες του σπιτιού και τους πεόν* Είχε μια κόρη, την Απαρίσια, που κόντευε τα σαράντα και βάδιζε με δυσκολία, σαν να ζητούσε συγγνώμη από τα έπιπλα, είχε ύψος γύρω στο ένα ενενήντα, και το σώμα της, αν και καλοφτιαγμένο, δεν έπαυε να είναι ογκώ δες. Απ' την πρώτη στιγμή που την είδα, αυτή η γυναίκα μου 'δώσε την εντύπωση ότι είχε βγει από κάποιον πίνα-
κα ζωγραφικής της εποχής του μπαρόκ. Οι μαιτρ του μπαρόκ ζωγράφιζαν στρουμπουλές μικρούλες. Για κά ποιον άγνωστο λόγο, καποιανού το χέρι ξέφυγε και ζω γράφισε την Απαρίσια, μια γυναικάρα με πλούσια τα ελέη, κι ο μαιτρ, για να μην ξεφύγει απ' τη γραμμή τής Σχολής, αποφάσισε να τη διώξει από τον πίνακα. Το πρόσωπο της μπορεί κάποτε να ήταν όμορφο, τώρα όμως το ασχήμαινε η ρυτίδα της πίκρας (αν όχι μί σους) που 'χε κληρονομήσει απ' τη μητέρα της. Η Απα ρίσια περνούσε τις μέρες της κεντώντας και, παρ' όλο που ανέκαθεν απεχθανόμουν τις ζωολογικές παρομοιώ σεις, όταν την πλησίαζα, δεν μπορούσα να μη νιώσω τη χαρακτηριστική οσμή που αφήνουν τα θηλυκά την εποχή του ζευγαρώματος. Κύριος του σπιτιού ήταν ο εξέχων δημόσιος άνδρας και πατέρας της χήρας, ένας βετεράνος του αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας, στη δεκαετία του '20. Τον προσφωνούσαν (σαν να 'ταν ήρωας του Γκαρσία Μάρκες) συνταγματάρχη, και τρε φόταν με λίγες ρώγες γιούκα, πασπαλισμένες με μέλι φοι νικιάς. Τέλος, υπήρχε και ο πάτερ Χουστινιάνο, ένας γέ ρος ιερωμένος που βάδιζε σαν αγριόγαλος κι απέπνεε αλκοόλ απ' όλους του τους πόρους.
* peon: στη Λατινική Αμερική, μεροκαματιάρης αγρότης• καματάρης. (Σ.τ.Μ.)
Η ζωή στη «La Conquistada» κυλούσε μέσα σε μιαν απαρέγκλιτη ρουτίνα: στις επτά το πρωί, έπρεπε να πα ρακολουθήσω τον όρθρο στο οικογενειακό παρεκκλή σι - μετά το πρόγευμα, κουβέντιαζα μια-δυο ώρες με τον γερο-συνταγματάρχη και τον παπά- έπειτα, πριν το γεύ μα, ήταν η σειρά της ευχαριστήριας προσευχής• τ' απο γεύματα, μετά τη σιέστα, έπινα καφέ με τους δυο γέρους ώς την ώρα του ροζάριου και, μετά το δείπνο, περνούσα-
70
7ΐ
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
με στο σαλόνι, όπου η Απαρίσια κεντούσε, οι γέροι έπαιζαν ντόμινο, κι η χήρα μού διηγιόταν κατορθώματα του αδελαντάδο. Ένα πρωί, μετά από μια βδομάδα που ήμουν εκεί, βγή κα από την πόρτα του σπιτιού κι είδα την Απαρίσια να μιλάει σ' ένα απ' τα πουλιά της. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου, κόρωσαν τα μάγουλα της, κι άρχισε να βαριανασαίνει. Απ' ό,τι φαίνεται, την είχα αιφνιδιά σει σε μια πολύ ιδιωτική της στιγμή, και προσπάθησα να ξεπεράσω την όλη αμηχανία μ' ένα φιλόφρον σχόλιο. «Είναι πανέμορφα τα πουλιά σας. Αυτό πώς λέγεται;» είπα, δείχνοντας στην τύχη ένα κλουβί. «Ταυροπούλι» απάντησε, χωρίς να με κοιτάζει. «Μπορείτε να το κάνετε να κελαηδήσει;» «Αυτό το πουλί, καλύτερα να μην κελαηδάει» είπε κι απομακρύνθηκε, αφήνοντας στην εξώπορτα μιαν οσμή σαν από ξινόγαλα. Εγώ έμεινα κοντά στο κλουβί. Το πουλί ήταν μια σπι θαμή, και το φτέρωμά του ήταν μαύρο, αλλά τόσο στιλ πνό, που 'φέρνε προς το γαλάζιο. Είχε ένα λοφίο με πρά σινα και γκρίζα φτερά, κι απ' το στήθος του κρέμονταν κάτι φτερά ίδια με του παγονιού. Ζύγωσα το χέρι μου, και το πουλί, μάλλον τρομαγμένο, φούσκωσε σαν φρύνος κι έβγαλε ένα κρώξιμο εντελώς παράταιρο με τη λε πτή ομορφιά του — ένα κρώξιμο τραχύ και άγριο, ίδιο με τον τριγμό των ρεζέδων στα παράθυρα όταν έχει κα ταιγίδα. Μια καθαρίστρια με πλησίασε, κάνοντας πως ξεσκό νιζε το πόμολο. «Μην το κάνεις να κελαηδήσει, αφεντικό. Αυτό το
πουλί είναι πολύ δυστυχισμένο. Κάθε φορά που κελαη δάει εκεί, στο δάσος, τ' άλλα πουλάκια όπου φύγει φύγει, και το αφήνουν μόνο. Το καημενούλι... Αυτό όμως αγα πάει πιο πολύ απ' όλα η δεσποινίς Απαρίσια.» Τ' απογεύματα, η χήρα χαμογελούσε ικανοποιημένη όταν μ' έβλεπε να γράφω στο τετράδιο μου, εγώ όμως εί χα αρχίσει να τα βλέπω όλα αυτά σαν ένα καλοπληρω μένο χάσιμο χρόνου. Οι αναμνήσεις του εξέχοντος δη μοσίου ανδρός αποδείχθηκε ότι είχαν ξεθωριάσει αρκε τά απ' την αρτηριοσκλήρωση και τη λογοκρισία του πα πά. Του γέρου δεν του 'χε απομείνει τίποτα το φιλελεύ θερο, και, καμιά φορά, μπέρδευε επεισόδια που τα 'χε ζή σει, με άλλα, που τα 'χε διαβάσει στα βιβλία. Έτσι, δε μου φάνηκε διόλου παράξενο όταν χαρακτήρισε τη δο λοφονία του Ελόι Αλφάρο απόρροια των ναπολεό ντειων πολέμων. Στις δεκαπέντε μέρες πάνω, είπα μέσα μου πως η ζωή στη «La Conquistada» ήταν οι πρώτες διακοπές που περ νούσα εδώ και πολλά χρόνια. Έτρωγα καλά, ποτέ δεν εί χα κοιμηθεί καλύτερα, εισέπνεα έναν αέρα απαράμιλλο, έπινα καλά ισπανικά κρασιά, η χήρα με ενημέρωνε για τα οικονομικά οφέλη της κτηνοτροφίας, κι η Απαρίσια φρόντιζε ώστε τα ρούχα μου να 'ναι πάντα καθαρά και άψογα σιδερωμένα. Καμιά φορά, όταν μου 'ρχόταν η μυ ρωδιά της του ξαναμμένου θηλυκού, μου άναβαν κι εμέ να τα αίματα, κι έλεγα πως, μετά από κάνα-δυο μπουκά λια κρασί, μπορεί και να τ' αποφάσιζα να επισκεφθώ την κάμαρα της. Κάθε πρωί, στον όρθρο, η Απαρίσια καθόταν δίπλα μου. Ποτέ δεν κατάφερα ν' ακούσω τι μουρμούριζε εκεί
72
73
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
γονατισμένη μπροστά σ' ένα άγαλμα της Παναγίας, έργο του Καπισκάρα, που ήταν το καμάρι της οικογενείας. Ποτέ δεν άκουσα τι έλεγε, απ' τις χειρονομίες της όμως μάντευα πως αυτή η γυναίκα, εκτός απ' το να προσεύχε ται, καταριόταν κιόλας κι έβριζε, μπορεί μάλιστα και να βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που είχε γεννηθεί τόσο ψηλή και σωματώδης. Σ' αυτές τις δυο βδομάδες, γέμισα δυο τετράδια με ανα μνήσεις του συνταγματάρχη και σχόλια του παπά. Απ' όλη την παρέα, αυτός που μου κινούσε πιο πολύ το εν διαφέρον, ήταν ο γερο-κληρικός. Τ' απογεύματα, την ώρα του ροζάριου, είχε ήδη κατεβάσει κάμποσα μπουκά λια ρακί, και τότε του 'βγαίνε όλη η λύσσα για τους κα τοίκους της Αμαζονίας, που τους αποκαλούσε αγρίους, αιρετικούς, έκφυλους, και τους κατηγορούσε ότι αυτοί έφταιγαν για την κατάντια του. Αυτός λοιπόν ο αλκοολι κός μ' είχε καταγοητεύσει, ιδίως από τότε που η μαγεί ρισσα μου αφηγήθηκε πως, στα νιάτα του, ήταν ιεραπό στολος στους αούκα* «Ο άνθρωπος πήγε εκεί ν' αγιάσει, αλλά οι γυναίκες της ζούγκλας τού πήραν τα μυαλά και την παρθενιά. Καθώς είναι όλες τους ομορφούλες και τριγύριζαν τσίτσιδες, ξέχασε κι όρκους κι αγαμίες, και λένε πως έκα νε πέντε γιους στη ζούγκλα. Αργότερα, πήγε να τρελα θεί στη σκέψη πως αυτά τα κακόμοιρα τα μπάσταρδα γυρόφερναν εκεί, ολόγυμνα, τρώγοντας ωμό κρέας
* auca: πρωτόγονη φυλή ιθαγενών της δυτικής και νότιας Λατινικής Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)
και πηδώντας από δέντρο σε δέντρο, σαν πιθηκάκια.» Προσπάθησα να λύσω τη γλώσσα του παπά, αλλά ο μπεκρής ήταν λιγομίλητος. Όταν το ρακί που 'χε κατε βάσει, δεν του επέτρεπε να στέκεται στα πόδια του, η χή ρα κι η Απαρίσια τον πήγαιναν σηκωτό ώς το δωμάτιο του. Επέστρεφαν σε λίγη ώρα, χωρίς να δίνουν περαιτέ ρω σημασία στον διψομανή χαρακτήρα της σεβασμιότητάς του, η χήρα μού σερβίριζε ένα ποτήρι κονιάκ, και κουβεντιάζαμε για τα απομνημονεύματα του συνταγ ματάρχη, για το πότε προέβλεπα το τελευταίο «χέρι», και για τη χαρά που θα 'νιώθε όταν θα τα 'βλέπε δημο σιευμένα. Την παραμονή τής όχι και τόσο αξιοπρεπούς αναχώ ρησης μου απ' τη «La Conquistada», η χήρα μού πρότει νε μια καινούργια δουλειά: να γράψω τη βιογραφία τού αδελαντάδο. Η πρόταση της μ' έκανε ν' αναριγήσω, αφού περιλάμβανε κι ένα ταξίδι στην Ευρώπη: «Φυσικά, θα χρειαστεί να πάτε στην Ισπανία, προκει μένου ν' αναδιφήσετε τα Αρχεία των Ινδιών. Γι' αυτό, όμως, θα μιλήσουμε όταν τα απομνημονεύματα του συνταγματάρχη γίνουν πραγματικότητα». Εκείνη τη νύχτα, παρ' όλες τις γυροβολιές που έφερα στην κάμαρα μου, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Αυτή η οικογένεια, μ' όλους τους αναχρονισμούς και την ηλι θιότητα για τα οποία καμάρωνε, ήταν για μένα σωστό χρυσωρυχείο. Χωρίς να ψάξω πολύ, είχα χτυπήσει τη μεγαλύτερη φλέβα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, με πε ριποιούνταν, με υπολόγιζαν και με πλήρωναν γι' αυτό που ανέκαθεν ήθελα να κάνω: να γράφω. Κι από πάνω (ω τύχη αγαθή!) με ξαπόστελναν και στην Ευρώπη!
74
75
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Βγήκα απ' το δωμάτιο και πήγα ώς την κουζίνα, να πιω ένα φλιτζάνι γάλα. Δίπλα στη μαγείρισσα στεκόταν ένας άντρας που τον είχα ξαναδεί να δαμάζει ένα άγριο άλο γο. Ήταν ντυμένος στα κάτασπρα, και γύρω στο λαιμό του είχε εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο μαντίλι των βουνίσιων. Ενόσω η μαγείρισσα ζέσταινε το γάλα σ' ένα κατσαρολάκι, ο τύπος με περιεργαζόταν από πάνω ώς κάτω, χαμογελώντας κάπως σαρκαστικά. «Αυτό κι αν είναι απ' τ' άγραφα!» είπε, βάζοντας τα γέ λια. «Σου φαίνομαι αστείος;» «Για να 'μαι ειλικρινής, μου φαίνεσαι κάτι παραπάνω από αστείος- μου φαίνεσαι μαλάκας.» «Κόφ' το, κουμπάρε. Δε μ' έχεις ξαναδεί και με βρίζεις. Μπορώ να μάθω γιατί;» «Μην του λες τίποτα, Χοσέ» μπήκε στη μέση η μαγεί ρισσα. «Θα βρεις κάνα μπελά...» «Να χέσω μέσα! Κάποιος πρέπει να του το πει.» «Να μου πει τζ;» Τότε ο τύπος σηκώθηκε όρθιος, προχώρησε ίσαμε την πόρτα, κι από κει, μου 'κάνε νόημα να τον ακολουθήσω. Πάντα εμβρόντητος, γύρισα και κοίταξα τη μαγείρισσα. «Τράβα μαζί του, αφεντικό. Όσο απίστευτο κι αν φαί νεται, δεν έχεις ιδέα τι σου μαγειρεύεται.» Βγήκαμε στην παγερή νύχτα της ερήμου. Ο τύπος μού 'γνέψε να πάμε στο στάβλο. Μόλις βρεθήκαμε εκεί, μου 'δείξε να καθίσω σ' ένα κασόνι, και μου πρότεινε ένα μπουκάλι. «Πιες μια γουλιά. Θα τη χρειαστείς.»
Ήπια. Ένιωσα να μου καίγονται τα σωθικά. Ήταν αυτό το τσίπουρο, το «καθαρό», που μένει στην πρέσα. Έπια σα να βήχω, καθώς ο τύπος με χτυπούσε στην πλάτη. «Συμπάθα με, ρε φίλε, που σ' είπα μαλάκα. Κι εσύ ό μως, βρε παιδί μου...» «Ξέχασε το. Έχεις κάνα πουράκι να πάει κάτω το φαρ μάκι;» Από μια τσέπη της πουκαμίσας του έβγαλε δυο μεγάλα πούρα, μου πρόσφερε το ένα και, την ώρα που μου 'δίνε φωτιά, με κοιτούσε όπως κοιτάει κανείς έναν ηλίθιο. «Έλα τώρα, ξέρασ' τα.» «Σε παχαίνουν, φίλε. Σαν το σφαχτάρι.» «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.» «Αχ, Κύριε, λυπήσου τους μαλάκες! Σε παχαίνουν, ρε φίλε, αλλά όχι για να το σφαγείο. Σε πάνε για παντρειά.» «Τι στο διάολο μου τσαμπούνας;» «Σε πάνε για παντρειά. Η χήρα το 'χει ήδη αποφασίσει πως είσαι ο κατάλληλος άντρας για την νταρντανα. Δεν είσαι από δω, δεν ξέρεις κανέναν, στον ήλιο μοίρα δεν έχεις, οικογένεια δεν έχεις και, συμπάθα με γι' αυτό που θα πω, όπως όλοι οι γραμματισμένοι θα πρέπει να 'σαι κι εσύ ένας απ' αυτούς που περπατάνε στα σύννε φα. Δεν υπάρχει λοιπόν κίνδυνος να μπλεχτείς στα πό δια της χήρας. Είσαι γεννημένος σύζυγος.» «Είσαι τρελός. Από πού τις βγάζεις αυτές τις βλα κείες;» «Πώς φαίνεται πως δεν είσαι από τα μέρη μας! Αλλιώς, θα το 'χες πάρει χαμπάρι. Για βάλ' το μυαλό σου να δου λέψει: στη Λειτουργία, σε καθίζουν δίπλα στην νταρντα να στο τραπέζι, σε καθίζουν δίπλα στην νταρντανα στο
76
77
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ροζάριο, ξανά δίπλα στην νταρντάνα. Και ποιος σου πλένει και σου σιδερώνει τα ρούχα; Η νταρντάνα. Ποιος σου στρώνει το κρεβάτι και σου βάζει λουλούδια στο δωμάτιο; Η νταρντάνα. Έχεις δει τι 'ν' αυτό που κε ντάει; Σεντόνια, φίλε. Νυφικά σεντόνια. Καμιά γυναίκα από τα μέρη μας δεν το κάνει αυτό μπροστά σ' έναν άντρα που δεν είναι ο αρραβωνιάρης της.» Τα λόγια του βουνίσιου μ' άφησαν άναυδο. Ο καπνός του πούρου μου 'γδάρε το λαιμό, και του ζήτησα να μου ξαναδώσει το μπουκάλι. Αυτή τη φορά, το τσίπουρο μου φάνηκε λιγότερο επιθετικό, κι άρχισα να βλέπω κάποια λογική στην όλη ιστορία. «Ας υποθέσουμε πώς είναι έτσι. Γιατί μου το λες;» «Γιατί μου πονάει η ψυχή, φίλε. Άκου να δεις: είμαστε πολλοί διατεθειμένοι να παντρευτούμε μ' αυτό το φαινόμενο — λόγω της χασιέντας, εννοείται. Επειδή όμως έχουμε και μιαν αξιοπρέπεια, κανείς από μας δεν είναι διατεθειμένος ν' απαρνηθεί το επώνυμο του. Δεν το πιάνεις; Εσένα σε παχαίνουν για να είσαι ο επιβήτορας που θα σώσει την πατριά των Σαρμιέντο ι Φιγκερόα. Η χήρα είναι μια τρελογρια που, όπως ο πατέρας κι ο παπάς, το 'χει βάλει αμανάτι να γκαστρωθεί η νταρντά να και να γεννοβολήσει κάνα-δυο αρσενικά που θα συνε χίσουν τη δυναστεία του αδελαντάδο ή όπως αλλιώς τον λένε αυτόν τον κωλοσπανιόλο. Αυτή, βέβαια, είναι χή ρα, αλλά, πριν χηρέψει, περνούσε τις μέρες της βρίζο ντας τον πατέρα της Απαρίσια, έναν απ' τη Λατακούνγκα που την παράτησε — και με το δίκιο του. Όταν γεν νήθηκε η Απαρίσια, αυτός ο γερο-μαλάκας ο συνταγμα τάρχης έβαλε να τους μαστιγώσουν και τους δυο που
'χαν φέρει στον κόσμο ένα θηλυκό αντί για το γιο που περίμεναν. Κατάλαβες; Κι αν αναρωτιέσαι γιατί η χήρα δεν πήγε να γκαστρωθεί από κάναν άλλον, η απάντηση είναι πολύ απλή: γιατί ο συνεχιστής των Σαρμιέντο ι Φι γκερόα δεν έπρεπε να 'χει ινδιάνικο αίμα στις φλέβες του. Το κατάλαβες τώρα, ή όχι;» «Εγώ όμως έχω αίμα από Ινδιάνους της πατρίδας μου» ψέλλισα. «Καλοί μαλάκες θα 'ναι κι αυτοί... Γιατί εμείς, οι από δω Ινδιάνοι, ξέρουμε πού πατάμε τα πόδια μας. Σε πάνε για παντρειά, φίλε. Κι αλίμονο σου αν δεν γκαστρώσεις αμέσως την νταρντάνα, και τρισαλίμονό σου αν δεν της κάνεις γιο.» «Και τι θα γίνει αν αρνηθώ το γάμο;» «Φίλε, κανείς δε θα 'θελε να 'ναι στη θέση ενός ξένου που τόλμησε να προσβάλει τους δεσπότες της "La Conquistada".» Το σούρουπο, οι φορτηγατζήδες μ' άφησαν στην Ιμπάρα. Το πρώτο που έκανα μόλις αποχωρίστηκα αυτούς και τα γουρούνια, ήταν να τηλεφωνήσω σ' ένα φίλο μου δικηγόρο, στο Κίτο, για να του ζητήσω τη γνώμη του για το θέμα. «Έχεις μπλέξει άσχημα, κακομοίρη. Αυτοί οι παρα νοϊκοί γίνονται απρόβλεπτοι όταν τους θίγεις.» «Μα είναι τρελό! Είναι τελείως τρελό!» «Στο Εκουαδόρ, όλα είναι τόσο τρελά, που κανείς πια δεν εκπλήσσεται για τίποτα. Οι Σαρμιέντο ι Φιγκερόα είναι μια από τις σαράντα φαμίλιες. Λύνουν και δένουν εδώ πέρα. Κοπάνα την γι' αρκετό καιρό.» Ακολούθησα τη συμβουλή του φίλου μου. Πήγα στην
78
79
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Μπογκοτά, κι από κει, στην Καρταχένα. Δεν ξέρω αν η χήρα έβαλε τίποτα δικούς της να με ψάξουν, κι είχα ξε χάσει την όλη ιστορία, ώσπου, λίγα χρόνια αργότερα, ο δρόμος με ξανάφερε στο Εκουαδόρ. Στο πανηγύρι τού Οταβάλο, έπεσα πάνω στη μαγείρισσα της «La Conquistada». Η καλή γυναικούλα δε δούλευε πια στη χασιέντα. Είχε ένα καροτσάκι, όπου έψηνε μεζεδάκια, και γύριζε στα πανηγύρια. Μου πρόσφερε το ψάθινο σκαμνάκι της, κι αφού με κέρασε την πιο ζουμερή απ' τις λιχουδιές της, μου αφηγήθηκε το τέλος της ιστορίας. «Όταν πήραν είδηση το φευγιό σου, αφεντικό, η χήρα κι οι δυο γέροι πλάκωσαν στο ξύλο τη δεσποινίδα Απαρίσια. Τη χτυπούσαν και της φώναζαν ότι είναι ηλίθια που 'χε αφήσει να περάσουν τόσες βδομάδες χωρίς να μπει στο κρεβάτι σου. Μετά απ' αυτό, η κακομοιρούλα, κατάμαυρη απ' το ξύλο, μες στις μελανιές, βρήκε το κουράγιο να σκοτώσει όλα τα πουλιά που 'χε στα κλουβιά. Ένα μονάχα το άφησε να ζήσει: ένα μαυροπούλι της ζούγκλας που μουκάνιζε σαν αγελάδα. Εγώ λυπή θηκα για τη δεσποινίδα, χάρηκα όμως για πάρτη σου.» «Και μετά...;» «Μετά από τέσσερις-πέντε μήνες, εμφανίστηκε ένας άλλος νεαρός για να γράψει τ' απομνημονεύματα του συνταγματάρχη• ένας νεαρός που δε μιλούσε πολύ. Έλε γε κάτι σαν obrigado κάθε φορά που του σέρβιρα κάτι.» «Βραζιλιάνος. Δεν πειράζει. Συνέχισε, σε παρακαλώ.» «Τον πάντρεψαν με τη δεσποινίδα. Στο τέλος, τα κατά φεραν.» «Και...;»
«Τίποτ' άλλο. Τώρα υπάρχει ένα αγοράκι στη χασιέντα. Θες να μάθεις πώς το λένε; Πεδρίτο δε Σαρμιέντο ι Φιγκερόα» είπε η μαγείρισσα, χαμογελώντας μ' εκείνον τον υπέροχο τρόπο που μόνο οι γυναίκες τού Οταβάλο ξέρουν να χαμογελούν.
8ο
Τρίτο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι επιστροφής
'
Ε
ντάξει, εδώ είμαστε, λέω με σιγανή φωνή, κι ένας γλάρος γυρίζει το κεφάλι και με κοιτάζει για λί γο. «Άλλος για δέσιμο» θα σκέφτεται ο γλάρος, γιατί εί μαι ολομόναχος μπροστά στη θάλασσα, στο Τσόντσι, ένα λιμάνι στη Μεγαλόνησο Τσιλοέ, στα νότια πέρατα του κόσμου. Περιμένω να μας επιτρέψουν να επιβιβαστούμε στο «El Colouo», ένα φεριμποτ βαμμένο ασπροκόκκινο που, αφού ταξίδεψε για χρόνια στη Βαλτική, τη Μεσό γειο και την Αδριατική, σήμερα περιπλέει τα παγωμέ να, βαθιά κι απρόβλεπτα νερά του Νότου. Το «El Colono», μετά από είκοσι τέσσερις ώρες τα ξίδι, που μπορεί να 'ναι και τριάντα ή περισσότερες (όλα εξαρτώνται απ' τα καμώματα της θάλασσας και τους ανέμους), θα μ' αφήσει καμιά πεντακοσαριά μί λια ακόμα πιο νότια, στο κέντρο της χιλιανής Παταγονίας. Ενόσω περιμένω, σκέφτομαι αυτούς τους δυο γερογκρίνγκο που κίνησαν τ' αραχνοΰφαντα νήματα της μοί«5
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
* Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας (1940-1989), μέγας λάτρης της Παταγονίας. Το βιβλίο του In Patagonia (1977) κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση του Τάκη Κίρκη (Εκδ. Χατζηνικολή, 1993). (Σ.τ.Μ.)
Μου 'γνέψε να καθίσω σε μια καρέκλα. Κάθισα, άνα ψα ένα πουράκι, και μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλ λον, χωρίς να λέμε λέξη. Εκείνος ήξερε ότι εγώ ήξερα για τους δυο γκρίνγκο, κι εγώ ήξερα ότι εκείνος ήξερε για τους δυο γκρίνγκο. «Είσαι απ' την Παταγονία;» ρώτησε, σπάζοντας τη σιωπή. «Όχι. Από πολύ πιο βόρεια.» «Καλύτερα. Δεν πιστεύω ούτε το ένα τέταρτο απ' αυτά που λένε οι Παταγόνες. Είναι οι μεγαλύτεροι ψεύτες τής γης» σχολίασε, απλώνοντας το χέρι για να πιάσει την μπίρα του. Ένιωσα υποχρεωμένος ν' ανταποδώσω το χτύπημα. «Το 'χουν πάρει απ' τους Εγγλέζους. Ξέρεις τα ψέματα που ξεφούρνιζε ο Φιτσρόι στο φουκαρά τον Τζίμι Μπάτον;» «Ένα ένα» είπε ο Μπρους και μου 'δώσε το χέρι. Η τελετή των συστάσεων είχε ολοκληρωθεί ικανοποι ητικά, και πιάσαμε να κουβεντιάζουμε για κείνους τους δυο γκρίνγκο που από κάποιον τόπο, άγνωστο στους χάρ τες, μας παρακολουθούσαν, ευχαριστημένοι για το ότι ήταν μάρτυρες αυτής της συνάντησης. Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από κείνο το μεσημέ ρι στη Βαρκελώνη. Κάμποσα χρόνια και μερικές ώρες, γιατί τώρα, καθώς περιμένω να τελειώσει το φόρτωμα του «El Colono» και να μας επιτραπεί να επιβιβαστού με, είναι πάλι Φεβρουάριος, αλλά τρεις η ώρα το απομε σήμερο. Επισήμως, στο νότιο ημισφαίριο είναι καλο καίρι, αλλά ένας παγερός άνεμος απ' τον Ειρηνικό δε δί νει την παραμικρή σημασία σ' αυτή τη λεπτομέρεια- φυ-
86
87
ρας και κατάφεραν ώστε ο Μπρους Τσάτουιν* κι εγώ να συναντηθούμε ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι στην ταράτσα του Café Zurich της Βαρκελώνης. Ένας Εγγλέζος κι ένας Χιλιανός• και, σαν να μην έφτα νε αυτό, δυο τύποι χωρίς πολύ μεγάλη εκτίμηση για τη λέξη «πατρίδα». Ο Εγγλέζος, νομάδας, γιατί δεν μπορού σε να ζήσει αλλιώς• ο Χιλιανός, ρέμπελος, για τους ίδιους λόγους. Διάολε! Κάποιος θα 'πρεπε ν' απαγορεύει αυτού του είδους τις συναντήσεις ή, τουλάχιστον, να διασφαλί ζει ότι θα πραγματοποιούνται μακριά από ανηλίκους. Το ραντεβού είχε κανονιστεί από τον ισπανό εκδότη του Μπρους για το μεσημέρι, κι έφτασα ακριβώς στην ώρα μου. Ο Εγγλέζος είχε φτάσει πρώτος• ήταν καθισμέ νος μπροστά σε μια μπίρα, διαβάζοντας ένα από εκείνα τα διεστραμμένα κόμικς της «Οχιάς». Για να τραβήξω την προσοχή του, χτύπησα το χέρι μου μια-δυο φορές στο τραπέζι. Ο Εγγλέζος σήκωσε το κεφάλι κι ήπιε μια γουλιά μπί ρα πριν μιλήσει. «Ένας Νοτιοαμερικάνος που 'ρχεται στην ώρα του, εί ναι κάτι που μπορώ να το ανεχτώ, αλλά ένας τύπος που, έχοντας ζήσει κάμποσα χρόνια στη Γερμανία, φτάνει σ' ένα πρώτο ραντεβού χωρίς να φέρνει λουλούδια, είναι κάτι σχεδόν ανυπόφορο.» «Αν θέλεις» είπα, «φεύγω και ξανάρχομαι σε πέντε λεπτά — και με λουλούδια.»
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
σάει κατά ριπές που φτάνουν ώς τα κόκαλα και σ' ανα γκάζουν ν' αναζητάς τη θαλπωρή των αναμνήσεων. Οι δυο γκρίνγκο για τους οποίους κουβεντιάσαμε στη Βαρκελώνη, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην τραπεζιτική, η οποία, ως γνωστόν, μπορεί ν' ασκη θεί με δύο τρόπους: ή με το να γίνει κανείς τραπεζίτης, ή με το να ληστεύει Τράπεζες. Αυτοί προτίμησαν τον δεύ τερο, γιατί, σαν καλοί γκρίνγκο που ήταν, στις φλέβες τους έρεε ένας φιλεύσπλαχνος πουριτανισμός, που τους υποχρέωνε να μοιράζονται αμέσως τη λεία απ' τις λη στείες τους. Τη μοιράζονταν με θεατρίνες απ' τη Βαλτι μόρη, λυρικές αοιδούς απ' τη Νέα Υόρκη, κινέζους μά γειρους απ' το Σαν Φρανσίσκο, σοκολατένιες πόρνες απ' τα μπορντέλα του Κίνγκστον ή της Αβάνας, μάντισσες και μάγισσες απ' τη Λα Πας, συζητήσιμης αξίας ποιή τριες απ' τη Σάντα Κρους, μελαγχολικές μούσες απ' το Μπουένος Άιρες, χήρες ναυτικών απ' την Πούντα Αρέ νας, και κατέληξαν να χρηματοδοτούν ουτοπικές επανα στάσεις στην Παταγονία και τη Γη του Πυρός. Ονομά ζονταν Ρόμπερτ Λιρόι Πάρκερ και Χάρι Λόνγκαμπό, Μίστερ Ουίλσον και Μίστερ Έβανς, Μπίλι και Τζακ, Δον Πέδρο και Δον Χοσέ. Στα αχανή πεδία του θρύλου μπήκαν σαν Μπουτς Κάσιντι και Σάντανς Κιντ. Τα θυμάμαι όλα αυτά ενόσω περιμένω, καθισμένος πά νω σ' ένα κρασοβάρελο, μπροστά στη θάλασσα, στα νό τια του κόσμου, και γράφω σ' ένα σημειωματάριο με καρεδάκια που μου χάρισε ο Μπρους ακριβώς γι' αυτό το ταξίδι. Και δεν είναι ένα σημειωματάριο όποιο κι όποιο. Πρόκειται για ένα μουσειακό αντικείμενο, ένα αυθεντικό Moleskin, απ' αυτά που τόσο εκτιμούσαν συγ-
γραφείς όπως ο Σελίν ή ο Χέμινγκουεϊ και δεν τα βρί σκεις πια στα χαρτοπωλεία. Ο Μπρους μού υπέδειξε, πριν το χρησιμοποιήσω, να κάνω όπως αυτός: πρώτα ν' αριθμήσω τις σελίδες, ύστε ρα να σημειώσω στο εσώφυλλο τουλάχιστον δύο διευ θύνσεις μου στον κόσμο και, τέλος, να υποσχεθώ αντα μοιβή σ' όποιον θα μου επίστρεφε το σημειωματάριο στην περίπτωση που το 'χανα. Όταν του είπα πως όλα αυτά μου φαίνονταν πολύ εγγλέζικα, ο Μπρους απά ντησε πως, ακριβώς χάρη σ' αυτές τις προφυλάξεις, οι Εγγλέζοι συντηρούν την ψευδαίσθηση πως αποτε λούν ακόμα αυτοκρατορία- σε όλες τους τις αποικίες χάραξαν δια πυρός και σιδήρου την ιδέα τού ανήκειν στην Αγγλία, κι όταν τις έχασαν, τις επανέκτησαν, με αντάλλαγμα μια μικρή οικονομική ανταμοιβή, κάτω απ' τον ευφημισμό της Βρετανικής Κοινοπολιτείας των Εθνών. Τα Moleskins ήταν έργο των χεριών ενός βιβλιοδέτη από την Τουρ, που η οικογένεια του τα 'φτιάχνε από τις αρχές του αιώνα. Όταν όμως ο βιβλιοδέτης πέθανε, κανείς απ' τους απογόνους του δε θέλησε να συνεχίσει την παράδοση. Συνηθισμένο το φαινόμενο. Τους κανό νες του παιχνιδιού τους επέβαλε ένας δήθεν μοντερνι σμός, ο οποίος, μέρα με τη μέρα, εξαφανίζει τελετές, έθι μα και λεπτομέρειες που δε θ' αργήσουμε να τα νοσταλ γήσουμε. Μια φωνή αναγγέλλει πως θα σαλπάρουμε σε λίγα λε πτά, χωρίς να λέει σε πόσα. Τα περισσότερα απ' τα λιμανάκια και τα χωριουδά κια της Τσιλοέ χτίστηκαν από πειρατές (ή για προστα89
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
σία από τους πειρατές) κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Κουρσάροι ή ιδαλγοί, όλοι έπρεπε να διασχίσουν τον Πορθμό του Μαγγελάνου και, επομένως, να πιάσουν κάποιο αραξοβόλι, όπως το Τσόντσι, για ν' ανεφοδια στούν. Από εκείνους τους καιρούς χρονολογείται και ο χρηστικός χαρακτήρας των κτισμάτων: όλα επιτε λούν δύο λειτουργίες, απ' τις οποίες μία είναι η βασι κή. Τα μαγαζιά είναι μπαρ και σιδηρουργείο, μπαρ και ταχυδρομείο, μπαρ και ναυτιλιακό γραφείο, μπαρ και φαρμακείο, μπαρ και γραφείο κηδειών. Μπαίνω σε ένα που είναι μπαρ και κτηνιατρικό κατάστημα, αλ λά μια επιγραφή, κρεμασμένη στην είσοδο, με πληρο φορεί πως το μαγαζί επιτελεί κι άλλη μία λειτουργία:
Κάθομαι σ' ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Στα δι πλανά τραπέζια παίζουν τρούκο, ένα χαρτοπαίγνιο που επιτρέπει κάθε είδους νεύματα στον συμπαίκτη σου κι απαιτεί να συνοδεύεις το χαρτί που παίζεις, με στίχους αυστηρά ομοιοκατάληκτους. Παραγγέλνω κρασί. «Κρασί ή κρασάκι;» με ρωτάει ο σερβιτόρος. Σ' αυτόν τον τόπο έχω γεννηθεί — λίγο βορειότερα. Μόλις δύο χιλιάδες χιλιόμετρα χωρίζουν το Τσόντσι απ' τη γενέθλια πόλη μου, κι ίσως λόγω της μακρόχρο νης απουσίας μου απ' αυτά τα μέρη να ξέχασα ορισμένες σημαντικές λεπτομέρειες. Χωρίς να το σκεφτώ, επιμένω πως θέλω να πιω λίγο κρασί. Σε λίγο, ο σερβιτόρος επιστρέφει με μια τεράστια κανάτα — του λίτρου, σχεδόν. Σ' αυτά τα μέρη, δεν εί ναι να ξεχνάς τα υποκοριστικά.
Καλό κρασί το πιπένιο — αψύ, στυφό, τραχύ, σαν την ίδια τη φύση που με περιμένει πολύ πιο πέρα από την πόρτα. Αρχίζω να το απολαμβάνω και, καθώς πίνω, μου 'ρχεται στο νου μια ιστορία που ο Μπρους τη θυμό ταν με αγαλλίαση. Σ' ένα ταξίδι επιστροφής του απ' την Παταγονία, με τη βαλίτσα του γεμάτη από Moleskins που περιείχαν την πρώτη ύλη αυτού που έμελλε να πάρει τον τίτλο Στην Παταγονία (ένα απ' τα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία όλων των εποχών), ο Μπρους πέρασε μια μέρα στο Κουκάο, στην ανατολική πλευρά του νησιού. Είχε να φάει κάμποσες μέρες, αλλά δεν ήθελε και να βαρύνει πολύ το στομάχι του. «Σας παρακαλώ, θέλω να φάω κάτι ελαφρό» είπε στο σερβιτόρο της ταβέρνας. Του σέρβιραν μισό αρνίσιο μπούτι, κι όταν διαμαρτυ ρήθηκε, λέγοντας πως είχε ζητήσει να φάει κάτι ελαφρό, πήρε μιαν απ' αυτές τις απαντήσεις που δε σηκώνουν συ ζήτηση: «Μα το αρνάκι ήταν πετσί και κόκαλο. Ο κύριος δε θα βρει ελαφρότερο ζωντανό σ' ολόκληρο το νησί». Τι περίεργη ράτσα! Η Τσιλοέ είναι ο προθάλαμος της Πάταγονίας, υπό την έννοια ότι εδώ αρχίζουν οι ωραίες και μοναδικές εκκεντρικότητες που θα συ ναντήσουμε ή θ' ακούσουμε γι' αυτές πολύ πιο νότια. Ένας καθηγητής μού αφηγήθηκε μιαν απίθανη ιστο ρία. Σε μια έκθεση με θέμα το ρολόι, ένας απ' τους μαθητές του είχε γράψει: «Το ρολόι χρησιμεύει για να μετράει τις καθυστερήσεις. Ακόμα κι ένα ρολόι μπορεί να χαλάσει. Όπως λοιπόν ένα αυτοκίνητο χά-
90
9ΐ
ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΩΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΡΡΟΙΑ ΣΕ ΑΝΘΡΩ ΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ.
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
νει λάδια, έτσι κι ένα χαλασμένο ρολόι χάνει χρόνο». Μίλησε κανείς για θάνατο του σουρεαλισμού; Στο λιμάνι, η κίνηση μεγαλώνει. Τα μεγάλα καμιόνια έχουν φορτωθεί, και τώρα μπαίνουν τα μικρότερα αυτο κίνητα. Όπου να 'ναι, θα καλέσουν και τους επιβάτες, μόλις δηλαδή οι λιμενεργάτες τελειώσουν με τα εμπο ρεύματα. Οι νησιώτες είναι δυνατοί άνδρες. Βραχύσω μοι, με πόδια κοντά αλλά γερά, κουβαλάνε βαριούς σά κους με πατάτες και όσπρια, ρολά υφασμάτων, μαγειρι κά σκεύη, κάσες με αλάτι, σάκους με τσάι, ζάχαρη και φύλλα του μήτε — πραμάτειες, που ανήκουν σ' εμπό ρους κατά κανόνα γιους ή εγγονούς Λιβανέζων, οι οποίοι, κάποτε, μόλις πάτησαν το πόδι τους στην ξη ρά, γύρισαν με τ' άλογα τους τις χασιέντες και τ' αγροτόσπιτα τα χαμένα μέσα στα βουνά, στους μυχούς των φιόρδ ή στην απέραντη πάμπα. Τελειώνω το κρασί. Η κίνηση απ' έξω μ' έχει συνεπά ρει, και δεν κρατιέμαι με τίποτα. Αυτό το ταξίδι άρχισε εδώ και κάμποσα χρόνια — δεν έχει σημασία πόσα. Άρχισε εκείνη την κρύα μέρα τού Φεβρουαρίου στη Βαρκελώνη, όταν ήμουν καθισμένος με τον Μπρους σ' ένα τραπέζι του Café Zurich. Μας συ ντρόφευαν οι δυο γερο-γκρίνγκο, αλλά μόνο εμείς μπο ρούσαμε να τους δούμε. Ήμαστε τέσσερις στο τραπέζι, κι έτσι, κανείς δεν έπρεπε να σκανδαλιστεί που είχαμε αδειάσει δυο μπουκάλια κονιάκ. Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ πώς αυτοί οι δύο ληστές οργάνωναν τις επιθέσεις τους στις Τράπεζες, μπορώ όμως να εξιστορήσω πώς ένας Εγγλέζος κι ένας Χιλια νός, αρκετά σουρωμένοι εκείνο το απόγευμα, γύρω στις
πέντε η ώρα που βραδιάζει* σχεδίασαν ένα ταξίδι στα πέ ρατα του κόσμου. «Πότε φεύγουμε, Χιλιανέ;» «Όποτε μ' αφήσουν, Εγγλέζε.» «Ακόμα έχεις προβλήματα μ' αυτούς που κυβερνούν τη χώρα σου;» «Εγώ, όχι. Αυτοί έχουν προβλήματα μαζί μου.» «Κατάλαβα. Δεν πειράζει. Έτσι θα μπορέσουμε να ορ γανώσουμε καλύτερα το ταξίδι.» Και συνέχισαν να κουβεντιάζουν γι' άλλα θέματα, μι κρότερης σημασίας, όπως, ας πούμε, για το πώς μπορεί να βρει κανείς τη χασιέντα όπου υποτίθεται ότι σκότω σαν τον Μπουτς Κάσιντι και τον Σάντανς Κιντ, πώς να επισκεφθεί το μνήμα όπου λένε ότι είναι θαμμένοι οι δυο τυχοδιώκτες, πώς ν' ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες της ζωής τους και, τέλος, πώς μπορούν να γρα φτούν από δύο κάποιες σελίδες με τη μορφή έπους ή μυ θιστορήματος. Όταν πήρα την πολυπόθητη άδεια να επιστρέψω στα νότια του κόσμου, ο Μπρους Τσάτουιν είχε ήδη πάρει το δρόμο για το ανεπίστρεπτο ταξίδι. Σκέφτομαι πως, με το ν' αγοράσει όλα τα διαθέσιμα Moleskins από ένα παλιό παρισινό χαρτοπωλείο, στην οδό ντε λ' Ανσιέν Κομεντί, το μοναδικό που τα πουλούσε, ο Μπρους ετοι* Στο πρωτότυπο: a las cinco de la tarde. Πιθανόν να αποδίδω στο συγ γραφέα φανταστικές προθέσεις, αλλά ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος για να μην υποκύψω. Δανείζομαι, λοιπόν, την εκπληκτική απόδοση (από τον Νίκο Γκάτσο) αυτού του αρκτικού —και επίμονα επαναλαμβανόμενου— στίχου του Lorca από το «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». (Σ.τ.Μ.)
92
93
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
μαζόταν, χωρίς να το 'χει συνειδητοποιήσει, για το με γάλο, τελευταίο ταξίδι. Τι στο διάολο μπορεί να σημειώ νει σ' αυτά, όπου κι αν είναι; Η άδεια να επιστρέψω στον κόσμο μου, με βρήκε στο Αμβούργο, εκεί που δεν το περίμενα. Για εννιά ολόκλη ρα χρόνια, κάθε Δευτέρα, πήγαινα στο χιλιανό προξε νείο για να ρωτήσω αν μπορούσα να γυρίσω — εννιά χρόνια, και πρέπει να πήρα, γύρω στις πεντακόσιες φο ρές, την ίδια απάντηση: «Όχι- τ' όνομα σας είναι στον κατάλογο αυτών που δεν μπορούν να επιστρέψουν...» Και ξαφνικά, μια Δευτέρα κάποιου Ιανουαρίου, ο θλι βερός υπάλληλος έσπασε τη ρουτίνα του και τη συνή θεια μου ν' ακούω τα «όχι» του: «Μπορείτε να επιστρέ ψετε όποτε θέλετε. Τ' όνομα σας έχει διαγραφεί από τον κατάλογο». Βγήκα από το προξενείο τρέμοντας. Έμεινα πολλές ώρες καθισμένος μπροστά στον Άλστερ, ώσπου θυμήθη κα πόσο ιερές είναι οι συμφωνίες που κάνεις με τους φί λους σου, κι αποφάσισα να φύγω τις επόμενες μέρες για τα νότια του κόσμου. Επιτέλους, καλούν τους επιβάτες. Πάμε λοιπόν, Μπρους, καταραμένε Εγγλέζε που θα ταξιδέψεις λα θραία, κρυμμένος ανάμεσα στα φύλλα του Moleskin. Αύ ριο το βράδυ θα 'μαστέ στην Παταγονία, στα ίχνη των δυο γκρίνγκο που ξεκίνησαν αυτή την περιπέτεια, κι όταν μας δουν να καταφθάνουμε, ούτε αυτοί θα εκπλα γούν ούτε κι οι γκάουτσο, γιατί οι Παταγόνες, απ' την ακατάλυτη μοναξιά των ράντσο τους, μας διαβεβαιώ νουν πως «ο θάνατος αρχίζει απ' τη στιγμή που κάποιος παραδέχεται ότι έχει πεθάνει».
Έχουν λύσει τους κάβους του «El Colono», αλλά δεν έχουν σηκώσει ακόμα την πόρτα. Δυο ναύτες τσακώνο νται μ' ένα γέρο, κίτρινο σαν το φλουρί, που επιμένει να ταξιδέψει μ' ένα φέρετρο. Οι ναύτες ισχυρίζονται πως το φέρετρο φέρνει γρουσουζιά. Ο γέρος αποκρίνεται πως έχει δικαίωμα σε εβδομήντα κιλά αποσκευές. Οι ναυτι κοί απειλούν να πετάξουν την κάσα στη θάλασσα. Ο γέ ρος τους βρίζει, φωνάζει πως έχει καρκίνο, πως είναι δι καίωμα του να φιλοδοξεί να θαφτεί σαν κύριος, όπως έζησε όλη του τη ζωή. Τελικά, παρεμβαίνει ο καπετά νιος, και τα βρίσκουν: τον παίρνουν, μαζί με το φέρε τρο, υπό τον όρο να δεσμευτεί ο γέρος ότι δε θα πεθάνει στη διάρκεια του ταξιδιού. Μια χειραψία επισφραγίζει τη συμφωνία. Αργότερα, βρίσκω το γέρο καθισμένο πά νω στην κάσα του. Με κάτι τέτοια τρέφεται το Moleskin. Το καράβι ξεκινάει, βάζοντας πλώρη για τον Κόλπο Κορκοβάδο. Σε λίγο θα νυχτώσει, κι αγαλλιάζω με τη σκέψη πως το παγούρι μου είναι γεμάτο από εκείνο το δυνατό κρασί, το πιπένιο, πως έχω μπόλικο καπνό μαζί μου και πως είμαι διατεθειμένος ν' αποθησαυρίσω στο σημειωματάριο μου ό,τι βλέπω. Δε θ' αργήσουμε να πλεύσουμε, μες στη βαθιά νύχτα του Νότου, με ρότα για το τέλος του κόσμου. Τη στιγμή που, κάτω απ' το φως του Σταυρού του Νό του, πίνω στην υγειά του καταραμένου Εγγλέζου που έφυ γε πρώτος, ο άνεμος μπορεί και να μου φέρνει τον απόηχο από τ' άλογα των δυο γερο-γκρίνγκο: καλπάζουν κατά μή κος της θαμπής ακρογιαλιάς, σε μια περιοχή τόσο αχανή και γεμάτη περιπέτειες, ώστε να μην μπορεί να την κόψει το άθλιο σύνορο που χωρίζει τη ζωή απ' το θάνατο.
94
95
PATAGONIA EXPRESS μπούμε στα ήρεμα νερά του Μεγάλου Φιόρδ. Η επιφά νεια της θάλασσας είναι σαν μια μεταλλική πλάκα, όπου ο ανατέλλων ήλιος προκαλεί ασημιές ανταύ γειες. Στην κουβέρτα, ο τιμονιέρης και δύο αξιωματικοί κοι τάζουν με πολλή προσοχή το ήσυχο υδάτινο μονοπάτι. Οι θαλασσινοί προτιμούν το φιόρδ με φουσκοθαλασσιά. Στις κινήσεις των κυμάτων διαβάζουν τις ύπουλες αμμούδες και τις ξέρες που είναι κρυμμένες σε δυο σπι θαμές βάθος. «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' την κάλμα» συνηθίζουν να λένε οι ναυτικοί του Νότου. Πλέ ουμε νοτιοανατολικά και, με λίγη τύχη, θα μπορέσουμε να δέσουμε σ' ένα μέρος που λέγεται Τραπανάντα.
Σ
την είσοδο του Μεγάλου Φιόρδ Αϊσέν, το «El Colono» κόβει ταχύτητα, για να πάρει τη στροφή των σαράντα πέντε μοιρών που θα του επιτρέψει να προσεγ γίσει την Παταγονία. Τώρα το ταξίδι γίνεται πολύ αργό, σχεδόν μονότονο, σαν τις κινήσεις των φορτηγατζήδων που ταξιδεύουν με το φέριμποτ: άνδρες που σκοτώνουν την ώρα τους με το να παίζουν ντόμινο, να πίνουν πικρό μάτε ή να ξυρίζονται μπροστά στα καθρεφτάκια των φορτηγών τους. Άλλοι, αυτοί που δεν παίζουν ή δεν καλ λωπίζονται, εξακριβώνουν αν το φορτίο τους είναι καλά στερεωμένο στα καμιόνια, αν τα σακιά με το σκόρδο, τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τα λαχανικά και μ' όλα αυτά που δε φυτρώνουν, δεν ανθίζουν και δεν κατασκευάζονται στην αχανή περιοχή όπου κατευθύνονται, συνεχίζουν να 'ναι ασφαλή στις πλάτες των φορτηγών που ξεκουρά ζονται σαν κοιμισμένα ζώα στην κοιλιά μιας ασπροκόκ κινης φάλαινας. Είναι ένα ξημέρωμα με άπνοια ίσα ίσα ένα ελαφρό αεράκι μάς λέει πως αφήνουμε τον Ειρηνικό για να
«Πώς πάει κανείς στην Τραπανάντα;» ρωτάω ένα φορτηγατζή. «Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να ξέρει ο καπετάνιος» μου απαντάει, χωρίς να σταματήσει να ξυρίζεται. Όχι- αυτός δεν είναι Παταγόνας. «Πώς πάει κανείς στην Τραπανάντα;» επιμένω, αλλά αυτή τη φορά ρωτώντας έναν απ' αυτούς που πίνουν μάτε. «Αγάλι, πατριώτη. Αγάλι αγάλι» μου αποκρίνεται και με καρφώνει μ' ένα συνωμοτικό βλέμμα. Μάλιστα- αυτός είναι σίγουρα Παταγόνας. Τραπανάντα. Το 1579, ο Κυβερνήτης της Χιλής, δον Γκαρσία Ουρτάδο δε Μεντόσα, αναγκάστηκε να παρα δεχτεί, προς μεγάλη του λύπη, ότι οι φήμες που μιλού σαν για μεγάλα κοιτάσματα χρυσού και αργύρου νότια της Λα Φροντέρα, στην περιοχή όπου δεσπόζει ο λόφος Νιελόλ, απ' τον οποίο ξεκίνησε η εξέγερση των φυλών
96
97
-
Ι
LUIS SEPULVEDA
Ι
PATAGONIA EXPRESS
μαποότσε, τιεοοέντσε και τεουέλτσε* (ήσαν οι πρώτοι αντάρτες της Αμερικής) και κράτησε πάνω από τέσσε ρις αιώνες, δεν ήταν παρά κοροϊδίες και μυθεύματα. Τον δον Γκαρσία Ουρτάδο δε Μεντόσα δεν τον εν διέφεραν και τόσο πολύ τα ευγενή μέταλλα. Ο ίδιος ήταν αγρότης, κι όπως πολλοί άλλοι καστιλιάνοι κονκισταδόρες (μεταξύ των οποίων και ο Πέδρο δε Βαλδιβία), είχε διαπιστώσει κι αυτός με ικανοποίη ση την απίστευτη ευφορία της γης στα βόρεια του πο ταμού Μπίο Μπίο. Εκεί, ευδοκιμούσαν τα πάντα. Δε χρειαζόταν παρά να σπείρεις — η γόνιμη γη έκανε τα υπόλοιπα. Ακόμα και κρασί έβγαζε. Το 1562, στα εδάφη που κα τέκτησε ο Επιτετραμμένος της Βασιλικής Αυλής τής Ισπανίας Χερόνιμο δε Ουρμενέτα, είκοσι λεύγες νότια του Σαντιάγο δελ Νουέβο Εχτρέμο,** παράχθηκαν τα πρώτα πενήντα βαρέλια χιλιάνικο κρασί. Ήταν πηχτό, δυνατό, ξηρό και σκούρο σαν τη νύχτα — καλό κρασί για μετάληψη, αλλά ακόμα καλύτερο για πιόσιμο. Οι απόγονοι του Επιτετραμμένου συνέχισαν την παραγω γή του και, στις μέρες μας, το Urmeneta της Κοιλάδας του Μάιπο θεωρείται ένα απ' τα καλύτερα κρασιά τού κόσμου. Απ' όλα έβγαζε αυτή η γη, αλλά απ' την Ισπανία ζη τούσαν χρυσάφι κι ασήμι, κι έτσι ο δον Γκαρσία αποφά-
σισε να ξαναδώσει πίστη στις φήμες που μιλούσαν για ανεξάντλητα κοιτάσματα. Αυτή τη φορά, ο τόπος βούιζε για ένα μυστηριώδες βα σίλειο: το βασίλειο της Τραλαλάντα, Τραπαλάντα ή Τραπανάντα, όπου οι πολιτείες ήταν στρωμένες με ρά βδους χρυσού, κι οι πόρτες των σπιτιών άνοιγαν πάνω σε τεράστιους μεντεσέδες από ατόφιο ασήμι. Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να διατείνονται ότι η Τραλαλά ντα, Τραπαλάντα ή Τραπανάντα δεν ήταν άλλη απ' τη μυθική χαμένη Πόλη των Καισάρων, κάτι σαν ένα Ελ Δοράδο του Νότου. Σύμφωνα με τις ίδιες διαδόσεις, αυ τό το θρυλικό βασίλειο εκτεινόταν νότια του Ρελονκαβί, γύρω στα χίλια διακόσια χιλιόμετρα απόσταση απ' τη νεοσύστατη χιλιανή πρωτεύουσα. Τότε, ο δον Γκαρσία Ουρτάδο δε Μεντόσα έστειλε ένα απόσπασμα με επικεφαλής τον αδελαντάδο Αρίας Πάρδο Μαλδονάδο και με τη διαταγή να κατακτήσει εξ ονόμα τος της Ισπανίας το βασίλειο της Τραλαλάντα, Τραπα λάντα, Τραπανάντα ή όπως διάολο ονομαζόταν. Κανείς ιστορικός δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν ο Αρίας Πάρδο Μαλδονάδο κατάφερε ή όχι να φτάσει στην περιοχή νοτίως του Ρελονκαβί (στην περιοχή, δη λαδή, της πάταγονικής ενδοχώρας), αλλά στα Αρχεία των Ινδιών, στη Σεβίλη, μπορεί να διαβάσει κανείς κά ποιες σημειώσεις του αδελαντάδο:
* mapuche, pehuenche και tehuelche: φυλές ιθαγενών της κεντρικής Χιλής και (προκειμένου περί των «τεουέλτσε» ειδικότερα) της Παταγονίας. (Σ.τ.Μ.) ** Santiago del Nuevo Extremo (Σαντιάγο των Νέων Περάτων): αρχική ονομασία της σημερινής πρωτεύουσας της Χιλής. (Σ.τ.Μ.)
«Οι κάτοικοι της Τραπανάντα είναι υψηλόσωμοι, τερατόσχημοι και τριχωτοί. Έχουν τόσο μεγάλα κι αφύσικα πόδια, ώστε περπατάνε αργά και βαριά, κι έτσι γίνονται εύκολη λεία των αρκεβουζιοφόρων.
98
99
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
»Οι κάτοικοι της Τραπανάντα έχουν τόσο μεγάλα αφτιά, ώστε, όταν κοιμούνται, δε χρειάζονται μήτε κου βέρτα μήτε πάπλωμα, αφού σκεπάζονται με τ' αφτιά τους. »Οι κάτοικοι της Τραπανάντα είναι τόσο βρομεροί και μολυσμένοι, ώστε δεν υποφέρουν ο ένας τον άλλον και, γι' αυτό, ούτε πλησιάζονται, ούτε ζευγαρώνουν, ούτε έχουν απογόνους».
μενο, γύρω στα οκτώ μέτρα μήκος και τρία φάρδος, που πηγαίνει μ' όσο αεράκι φυσάει το μοναδικό πανί του. Το βλέπω να πλησιάζει, και ξέρω πως τούτο το ανάλαφρο πλεούμενο αποτελεί μέρος αυτού που με καλεί απ' τα νό τια του κόσμου. «Όποιος έχει κότσια, τρώει» λένε στην Τσιλοέ. Αυτός, που τον βλέπω να περνάει, καθισμένος στην πρύμη τής σκαμπαβίας, κρατώντας το δοιάκι σταθερά στα χέρια του, σαν να 'ταν προέκταση του σώματος του που χάνε ται κάτω απ' τη μάσκα της πρύμης, θαρρείς κι ανήκει στο νερό, είναι ένας κάτοικος της Τσιλοέ που «τόλμη σε» να φυτέψει βελανιδιές, αγριόπευκα, λεύκες, ευκαλύ πτους και τικ, που τα βοήθησε για χρόνια να μεγαλώ σουν, κρεμώντας τους πέτρες κάθε βάρους, ώσπου να ωριμάσουν οι κορμοί τους και να πάρουν την καμπυλό τητα που θα του χρειαζόταν για να φτιάξει ένα γερό κι ελαστικό σκαρί. Τον βλέπω να κουμαντάρει τη βάρκα του, ευχαριστώντας με το 'να του χέρι τον καπετάνιο που 'δώσε διαταγή να κόψουν ταχύτητα για να μη τον τουμπάρουν τ' απόνερα του «El Colono». Τώρα διαπλέει το Μεγάλο Φιόρδ, μα ξέρω πως το ίδιο κάνει και στο Κορκοβάδο, και στον τρομερό Κόλπο των Στεναγμών, και στα στενά του Μεσιέ, του Ινδικού, και στον Πορθμό του Μαγγελάνου, και στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς ρα ντάρ, χωρίς ασύρματο, χωρίς όργανα πλεύσης, χωρίς βοηθητική μηχανή, χωρίς τίποτα περισσότερο και τίπο τα λιγότερο απ' τις γνώσεις το,υ για τη θάλασσα και τους ανέμους.
Δεν έχει καμία σημασία αν ο Αρίας Πάρδο Μαλδονάδο έφτασε ή όχι στην Τραπανάντα, αν πάτησε ή όχι το πόδι του στην Παταγονία. Σημασία έχει ότι μ' αυτόν γεν νιέται η αμερικανική λογοτεχνία του φανταστικού, η υπέρμετρη φαντασία μας, κι αυτό αρκεί για να τον δι καιώσει ως ιστορικό πρόσωπο. Μπορεί και να 'φτάσε στην Παταγονία και, μαγεμένος από τα τοπία της, να επινόησε ιστορίες με εφιαλτικά όντα για ν' αποθαρρύνει μελλοντικούς τυχοδιώκτες. Αν πράγματι ήταν αυτή η πρόθεση του, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι πέτυχε εκατό τοις εκατό, για τί η χιλιανή Παταγονία παρέμεινε απάτητη ώς τις αρχές του αιώνα μας, οπότε κι άρχισε ο αποικισμός της. Έχουμε ήδη πλεύσει πέντε μίλια μες στα φιόρδ, όταν το «El Colono» ξανακόβει ταχύτητα. Μαζί με άλλους επιβάτες, βγαίνω στο δεξιό κατάστρωμα για να δω τι συμβαίνει. Σ' αυτά τα νερά, αν έχεις τύχη, μπορεί να πέ σεις στη μετατόπιση μιας φάλαινας ή σε κανένα σχημα τισμό δελφινιών αυτή τη φορά, όμως, δεν έχουμε να κά νουμε με τίποτα κήτη, αλλά μ' ένα πλεούμενο που, όσο πλησιάζει, τόσο καλύτερα φαίνεται. Είναι μια σκαμπαβία απ' την Τσιλοέ ένα μικρό πλεού100
Αυτός ο ρέμπελος της θάλασσας είναι αδελφός μου κι είναι ο πρώτος που με καλωσορίζει στην Παταγονία. ιοί
PATAGONIA EXPRESS
Ο
Λαδισλάο Εσναόλα και τα μικρότερα αδέλφια του, ο Ινιάκι κι ο Αγουστίν, έχτισαν το σπίτι του υποστατικού τους στη βόρεια όχθη μιας λίμνης που στη Χιλή λέγεται Χενεράλ Καρέρα, ενώ στην Αργε ντινή, Μπουένος Άιρες. Κοντά χίλιες αγελάδες και πέ ντε χιλιάδες βόδια βόσκουν στα εξήντα χιλιάδες στρέμ ματα της ιδιοκτησίας του. Οι Εσναόλα ζουν απ' την κτη νοτροφία κι απ' το εμπόριο προϊόντων που έρχονται δια θαλάσσης απ' τη Βόρεια Χιλή και που τα μεταφέρουν με τις τσάτα τους, κάτι θεόρατες νταλίκες, ως τις δυο σχε δίες που έχουν στη λίμνη. Οι κάτοικοι του Περίτο Μορένο κι άλλων χωριών τής αργεντινής Παταγονίας περιμένουν με λαχτάρα τις σχε δίες των Εσναόλα, ιδίως κατά τους ατέλειωτους μήνες του χειμώνα, όταν οι δρόμοι γίνονται αδιάβατοι, κι εί ναι πια αδύνατον ν' ανεφοδιαστούν από το Πουέρτο Δεσεάδο ή το Κομοδόρο Ριβαδαβία, πόλεις των ακτών τού Ατλαντικού. Ο Λαδισλάο με υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες, και
τον ρωτάω για τον πατέρα του, τον θρυλικό Γερο-Εσναόλα. «Το βιολί του. Δεν αλλάζει ο γέρος. Ούτε θ' αλλάξει. Έχει κλείσει και τα ογδόντα...» μου απαντάει μ' ένα ύφος σαν να το διασκεδάζει και ν' ανησυχεί μαζί. «Το βιολί του» είναι το καΐκι του. Κι ο Γερο-Εσναόλα είναι ένας ρέμπελος της θάλασσας, διαφορετικός όμως απ' αυτούς της Τσιλοέ. Αρμενίζει στα στενά, ψάχνο ντας ένα πλοίο-φάντασμα που μπορεί να 'ναι το «Caleuche», μεσημβρινή εκδοχή του «Ιπτάμενου Ολλαν δού», ή το «Cacafuego», μια εγγλέζικη πειρατική γαλέ ρα, καταδικασμένη να γυροφέρνει αιώνια στα στενά, χω ρίς να μπορεί να βγει ποτέ στην ανοιχτή θάλασσα, αιχ μάλωτη μιας κατάρας, γιατί το τσούρμο της στασίασε και σκότωσε τους δυο καπετάνιους. Αυτή η κατάρα κρα τάει τώρα πάνω από τετρακόσια χρόνια, κι ο Γερο-Εσ ναόλα είναι της γνώμης πως, νισάφι πια, αυτοί οι δύστυ χοι κολασμένοι την πλήρωσαν και με το παραπάνω. Γι' αυτό και το καΐκι του ανεβοκατεβαίνει τα στενά, με υψω μένες τις παντιέρες της αμνηστίας. Τους ψάχνει για να τους οδηγήσει, σαν πιλοτίνα, στη μεγάλη ελευθερία της θάλασσας. «Κόπιασε. Άσ' τα σαλιαρίσματα» μου λέει η Μάρτα, η γυναίκα του Λαδισλάο, και μου προσφέρει ένα πιάτο με δυο κρεατόπιτες. Χαιρετώ τις γυναίκες του υποστατικού. Η Μάρτα είναι κτηνίατρος. Η Ισαβέλ, η γυναίκα του Ινιάκι, είναι καθη γήτρια κι έχει αναλάβει τη μόρφωση της νέας γενιάς των Εσναόλα, καθώς και των υπόλοιπων παιδιών του υπο στατικού. Η Φλορ, η γυναίκα του Αγουστίν, είναι ένας 103
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
θρύλος στην Παταγονία. Δούλευε νοσοκόμα σ' ένα νο σοκομείο στο Ρίο Μάγιο, στην Αργεντινή. Ο Αγουστίν την ερωτεύτηκε τρελά, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να της εξομολογηθεί τα αισθήματα του. Την έβλεπε μια φορά το χρόνο και, κάθε φορά, ο έρωτας του φούντωνε όλο και πιο πολύ. Μια μέρα, πληροφορήθηκε πως η Φλορ θα παντρευόταν μ' έναν τραπεζικό υπάλληλο. Ο Αγου στίν καβάλησε την νταλίκα του, πήρε μαζί του την κιθά ρα του και ζήτησε απ' τ' αδέλφια και τις νύφες του να στολίσουν το σπίτι, γιατί θα γύριζε μαζί με τη γυναίκα των ονείρων του. Έφτασε στο Ρίο Μάγιο την Κυριακή του γάμου και, με την κιθάρα στα χέρια, πήγε και θρονιάστηκε στην εκ κλησία, περιμένοντας τη γυναίκα που αγαπούσε. Η Φλορ εμφανίστηκε ντυμένη νύφη, με τη συνοδεία των γονιών της. Δε θ' αργούσε κι ο γαμπρός. Ο Αγουστίν την παρακάλεσε να τον ακούσει χωρίς να πει τίποτα, ώσπου να 'ρθει ο γαμπρός. Πήρε λοιπόν την κιθάρα κι έπιασε να τραγουδάει κάτι δεκάστιχα όπου ο έρωτας του εκδηλώθηκε με όλη την ομορφιά της ποίησης κι όλο τον καημό του άντρα που την αγαπούσε και θα την αγαπούσε ακόμα και μετά το θάνατο. Όταν έφτασε ο γαμπρός, πήγε να διακόψει τον τραγουδιστή, αλλά η Φλορ κι οι κάτοικοι του Ρίο Μάγιο τον απέτρεψαν. Δυο ώρες τραγούδησε ο Αγουστίν και, στο τέλος, εκεί που ήταν έτοιμος να σπάσει την κιθάρα του, για να μην μπορέσει κανένας να μαγαρίσει τους στίχους της αγάπης του, η Φλορ τον έπιασε απ' το χέρι, τον πήγε ώς την νταλίκα, και πήραν μαζί το δρόμο της επιστρο φής στο υποστατικό. Η Φλορ κατέφθασε ντυμένη νύ-
φη, κι από τότε, ο Αγουστίν, που είναι ένας από τους κα λύτερους κανταδόρους της περιοχής, την αποκαλεί «η λευκή μούσα μου». «Κι ο Μπάλδο Αράγια...;» ρωτάω, ανήσυχος που δε βλέπω πουθενά γύρω μου έναν απ' τους καλύτερους παταγόνες φίλους μου. «Δε θ 'αργήσει. Είναι μ' αυτούς απ' το σταθμό. Όλοι οι άλλοι είν' εδώ. Έλα να τους γνωρίσεις» μου λέει ο Λαδισλάο, κι αρχίζουν οι συστάσεις. «Σάντος Γκαμπόα, απ' το Ρίο Μάγιο.» «Στις προσταγές σου, φίλε» λέει ο περί ου ο λόγος κι αγγίζει με δυο δάχτυλα το γείσο του πλατύγυρου καπέ λου του. «Ακόμα παίζει η μουσική στο Ρίο Μάγιο;» τον ρωτάω. Ο γκάουτσο ξύνει το κεφάλι του πριν μου απαντήσει καταφατικά. Το Ρίο Μάγιο, μια πολίχνη της αργεντινής Παταγονίας, μαστιγώνεται αδιάκοπα από έναν δυνατό άνεμο που φυσάει απ' τον Ατλαντικό και, στο πέρασμα του, ξε ριζώνει θάμνους και χαμόδεντρα, και σηκώνει τόνους σκόνη. Συνήθως, στους δρόμους του Ρίο Μάγιο, η σκό νη δε σ' αφήνει να δεις το απέναντι πεζοδρόμιο. Το 1977, διαρκούσης της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, ένας συνταγματάρχης του Τάγματος Πυροβολικού του Τσουμπούτ είχε μια φαεινή ιδέα—φαεινότητα στρατιωτική, να εξηγούμαστε— για ν' αποτρέ ψει ενδεχόμενες υπαίθριες συνωμοτικές συναθροίσεις των πολιτών. Σε κάθε γωνία του δρόμου κρέμασε απ' τους στύλους του ηλεκτρικού μεγάφωνα που βομβάρδι ζαν την πόλη με στρατιωτική μουσική (συγγνώμη που
ιο4
105
I
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
την χαρακτηρίζω μουσική) από τις επτά το πρωί ώς τις επτά το βράδυ. Όταν η Αργεντινή εντάχθηκε στην ομάδα των κρατών υπό ελεγχόμενη δημοκρατία, οι νέες Αρχές δε θέλησαν ν' αποσύρουν τα μεγάφωνα, για να μην έρθουν σε ρήξη με τους στρατιωτικούς, και οι κάτοικοι του Ρίο Μάγιο συνέχισαν να υφίστανται τον καθημερινό, δωδεκάωρο ντεσιμπελικό βομβαρδισμό. Από το 1977, τα πουλιά της Παταγονίας αποφεύγουν να πετάνε πάνω από την πόλη, κι οι περισσότεροι κάτοικοι της έχουν προβλήμα τα ακοής. «Λορένσο Ουριόλα, απ' το Περίτο Μορένο. Κάρλος Άινς, απ' το Κογιάικε. Μάρκος Σαντελίσες, απ' το Τσίλε Τσίκο. Ισιδόρο Κρους, απ' το Λας Έρας» συνεχίζει τις συστάσεις ο Λαδισλάο. «Πέρασε η ώρα, και θαρρώ πως πρέπει ν' αρχίσουμε. Ο Μπάλδο και οι άλλοι απ' το σταθμό ας χάσουν το πρώτο μέρος» λέει ο Ινιάκι και μου προσφέρει ένα πεπό νι που, αφού του άνοιξαν μια τρύπα στη μια του άκρη, έβγαλαν από μέσα τον καρπό του και το γέμισαν με δρο σερό άσπρο κρασί. Κάποιοι πεόν φέρνουν το πρώτο αρνί, και τότε αρχίζει η κάπα, ο ευνουχισμός των ζώων που δε θα χρησιμοποι ηθούν στην αναπαραγωγή και που μοναδικός τους ρό λος είναι να παχύνουν για να παραγάγουν όσο περισσό τερα γίνεται κιλά κρέας. Με το πρώτο αρνί καταπιάνεται ο Μάρκος Σαντελί σες. Δυο βοηθοί το ξαπλώνουν πάνω σ' έναν ταμπλά και του ανοίγουν τα πίσω πόδια, έτσι ώστε ο Σαντελί σες, αφού δοκιμάσει την κόψη του μαχαιριού του με
την ασημένια λαβή, ξυρίσει το απαλό τρίχωμα που κα λύπτει τους όρχεις του τρομαγμένου αρνιού. Όταν φανεί το λαμπερό και ροδαλό δέρμα, ο Σαντελί σες καρφώνει το μαχαίρι στο τραπέζι και χώνει το κεφά λι του ανάμεσα στα σκέλια του ζώου. Με το 'να χέρι γρα πώνει επιδέξια τους όρχεις, ενώ με το άλλο ψηλαφεί τις φλέβες στον δερμάτινο ασκό που τους περιβάλλει. Όταν τις βρει, σφίγγει με δύναμη, για να κόψει τη ροή του αί ματος, και πατάει μια γερή δαγκωνιά. Κανείς απ' τους παρόντες δεν καταλαβαίνει για πότε οι όρχεις του αρνιού έχουν περάσει στο στόμα του Σαντε λίσες, σε λίγο όμως τον βλέπουμε να οπισθοχωρεί δυοτρία βήματα και να τους φτύνει σ' ένα κανάτι, ενόσω οι βοηθοί δένουν το άδειο κι άχρηστο πια όσχεο, για ν' αποτρέψουν την αιμορραγία. Όλοι επικροτούμε την επιδεξιότητα του γκάουτσο απ' το Τσίλε Τσίκο. Το αρνί που ευνουχίζεται με τα δό ντια, δεν πρέπει να χάσει ούτε μία σταγόνα αίμα. Καμιά ντουζίνα ζώα έχουν ήδη περάσει από τα δόντια των μουνουχιστών, κι εμείς απολαμβάνουμε τα νόστιμα ψητά αμελέτητα, όταν βλέπουμε να φτάνει το τζιπ με το λογότυπο: ΡΑΔΙΟ ΒΕΝΤΊΣΚΕΡΟ,ΗΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΑΤΑΓΟΝΙΑΣ. Ο πρώτος που βλέπω να κατεβαίνει από το τζιπ, είναι ο Μπάλδο Αράγια, ο πεισματάρης καθηγητής λυκείου από το Κογιάικε και ιστορικός της Παταγονίας, ο οποίος, τα μαύρα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας στη Χιλή, αρνήθηκε να τραγουδήσει τις στροφές που οι γορίλες είχαν προσθέσει στον Εθνικό Ύμνο. Έτσι, κάθε Δευτέρα, μαθητές και καθηγητές τραγουδούσαν το μιση τό «vuestros nombres, valientes soldados que habeis sido
ιο6
107
LUIS SEPULVEDA de Chile el sostén...».* Όλοι τραγουδούσαν — όλοι, εκτός από τον Μπάλδο Αράγια, που έμενε σιωπηλός. Τον χτύπησαν, τον φυλάκισαν για μήνες, κατηγορώ ντας τον για ασέβεια προς τις Αρχές, αλλά δεν κατόρθω σαν να λυγίσουν το φρόνημα του. Τελικά, αποφάσισαν να τον απολύσουν απ' το λύκειο, τότε όμως, ένα πρωί, μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου Μπακεδάνο, βρέ θηκε το κεφάλι ενός απ' τα μαντρόσκυλα του στρατώνα, μ' ένα σημείωμα στο μουσούδι: «Ηλίθιοι, δεν έχετε πά ρει είδηση πως σας έχουμε περικυκλώσει; Εσείς είστε μέσα στο στρατώνα- εμείς, έξω. Κάτω τα χέρια απ' τον καθηγητή Αράγια». Δεν τον απέλυσαν απ' το λύκειο, αλλά σταμάτησαν να του καταβάλλουν το μισθό. Ο Μπάλδο αδιαφόρησε κι εξακολούθησε να παραδίδει την Παγκόσμια Ιστορία του. Έζησε δεκατέσσερα χρόνια χάρη στην ακλόνητη αλληλεγγύη των Παταγονων. Δεν του 'λειψέ ποτέ ούτε το βαρελάκι με το κρασί, ούτε οι κότες που του γεν νούσαν καφετιά αβγά, ούτε το κρέας για το κυριακάτικο ψητό. «Έζησα με υποτροφία του λαού» μου είπε ο Μπάλδο, κλείνοντας την αφήγηση της ιστορίας του, πριν από κάνα-δυο χρόνια. Ο άλλος που κατέβηκε απ' το τζιπ, είναι ο Χόρχε Ντίας, εκφωνητής, διευθυντής, υπεύθυνος προγράμμα τος, ντισκ-τζόκεϊ και τεχνικός του Ράδιο Βεντισκέρο.
* «Τα ονόματα σας, γενναίοι στρατιώτες, που καταστήσατε τη Χιλή προπύργιο...» (Σ.τ.Μ.)
ιο8
PATAGONIA EXPRESS To 1972, ο Χόρχε Ντίας, αθλητικός ραδιοσχολιαστής, οδηγός φορτηγού, ιδιοκτήτης ψαροκάικου, μεταλλωρύ χος και τραγουδιστής ταγκό, είχε την ιδέα ν' ανοίξει ένα ραδιοσταθμό διαφορετικό απ' αυτούς που έφταναν με τα κύματα τους ώς τα νότια του κόσμου. Θα 'πρεπε να 'ναι ένας πομπός στην υπηρεσία των ανθρώπων εκείνων που, ιδίως τους μακριούς χειμώνες χωρίς δρόμους, χωρίς τη λέφωνο και χωρίς ταχυδρομείο, έμεναν απομονωμένοι. Με τις οικονομίες του και χάρη σε κάτι δάνεια από φί λους, αγόρασε μεταχειρισμένο εξοπλισμό, τον εγκατέ στησε, πήρε μια άδεια λειτουργίας κι άρχισε να εκπέ μπει στα μακρά. Σε χρόνο μηδέν, το «Εδώ Παταγονία», ένα πρόγραμμα διάρκειας δύο ωρών, έγινε το δημοφιλέστερο. Απ' αυτό μεταδίδονταν χρήσιμες αγγελίες: «Ειδοποιείται η οικο γένεια Μοράν της Λίμνης Κοκρέιν, ότι ο δον Εβαρίστο είναι στο δρόμο. Να τον περιμένουν με ξεκούραστα άλο γα, γιατί ο άνθρωπος έρχεται βαρυφορτωμένος και με φί λους», ή: «Η οικογένεια Μπράουν της Λίμνης Ελισάλδε, προσκαλεί όλους τους κατοίκους της περιοχής και όσους ακούν αυτή την εκπομπή, σε μια φιέστα με την ευ καιρία των γάμων του πρωτότοκου γιου Οκτάβιο Μπρά ουν με τη δεσποινίδα Φαουμελίντα Μπρότιγκαν. Θα 'χει τουρνουά τρούκο και ντάμας, ροντέο, κρέας αρνίσιο, χοι ρινό και βοδινό. Θα 'χει επίσης και ποιητικές βραδιές, με τη φροντίδα του Σάντος δε λα Ρόκα, του κανταδόρου απ' το Ρίο Γκαγιέγος. Συνιστάται να φέρετε αντίσκηνα για τις διανυκτερεύσεις. Η φιέστα θα διαρκέσει μια βδο μάδα...» Το 1976, η δικτατορία άρχισε να εκτοπίζει πολιτικούς ιο9
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
της αντιπάλους στην Παταγονία. Η αλληλογραφία που διατηρούσαν οι εκτοπισμένοι με τους οικείους τους στο Βορρά, περνούσε από μια προληπτική στρατιωτική λο γοκρισία που, κατά κανόνα, κατέληγε στην καταστροφή των επιστολών. Τότε, το Ράδιο Βεντισκέρο, η Φωνή τής Παταγονίας, άρχισε να στέλνει μηνύματα στα βραχέα, κι οι εξόριστοι μπορούσαν όχι μόνο να επικοινωνή σουν με τους δικούς τους, αλλά και να εκπέμπουν προ γράμματα πολιτικής ανάλυσης. Σε λίγους μήνες, το Ρά διο Βεντισκέρο ακουγόταν μέχρι την Αρίκα, στα σύνορα με το Περού, σε ακτίνα δηλαδή περίπου τεσσάρων χι λιάδων χιλιομέτρων. Η αντίδραση των στρατιωτικών ήταν αναπάντεχη. Μια νύχτα, τις ώρες της απαγόρευσης της κυκλοφο ρίας, «άγνωστοι» δυναμίτισαν την κεραία του σταθμού. Και οι Παταγόνες, όμως, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια: ο Χόρχε Ντίας δέχτηκε τους μεγαλύτερους και πιο ελαστικούς κορμούς ευκαλύπτων, για να μπορεί να σηκώνει την κεραία όποτε χρειαζόταν. Κι ο σταθμός συνέχισε να εκπέμπει. Και συνεχίζει. Και θα συνεχίσει. Ο Λαδισλάο Εσναόλα ζήτησε να κάνουμε ησυχία, χτυπώντας την ψηστιέρα με το μαχαίρι του. «Πατριώτες, όπως είναι πατροπαράδοτο στο υποστα τικό μας, κηρύσσω την έναρξη του Δέκατου Όγδοου Πρωταθλήματος Ψεμάτων της Παταγονίας. Όλα τα ψέ ματα που θ' ακουστούν εδώ, θα μεταδοθούν αργότερα από το Ράδιο Βεντισκέρο. Ο Χόρχε Ντίας θα τα μαγνη τοφωνήσει- γι' αυτό, να μη σας τρομάζει το μικρόφωνο. Όπως και στις προηγούμενες διοργανώσεις, το βραβείο για το νικητή θα 'ναι ένα δαμάλι Holsten».
Μα γίνονται άραγε πουθενά αλλού στον κόσμο τέτοιοι αγώνες... ψεμάτων; Ο Ισιδόρο Κρους, απ' το Λας Έρας της επαρχίας Τσουμπούτ, ήπιε μια γερή δόση κρασί κι άρχισε: «Αυτό που θα σας διηγηθώ, συνέβη πριν κάμποσο και ρό, τη χρονιά του βαρύτερου χειμώνα—θα πρέπει να τη θυμάστε. Τότε ήμουνα φτωχούλης και ξερακιανός. Τόσο ξερακιανός, που δεν έδινα σκιά. Τόσο ξερακιανός, που δεν μπορούσα να φορέσω το πόντσο* μου, γιατί, μόλις περνούσα το κεφάλι μου απ' την τρύπα, το πόντσο κατρα κυλούσε στα πόδια μου. Μια μέρα, είπα μέσα μου: "Ισι δόρο, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί- πρέπει να πας στη Χιλή". Επειδή όμως τ' άλογο μου ήταν κι αυτό ξερακια νό σαν κι εμένα, πριν το καβαλήσω, το ρώτησα: "Τι λες, φιλαράκο; Θα μπορέσεις να με σηκώσεις;" Κι εκείνο μου αποκρίθηκε: "Ναι, αλλά δίχως σέλα. Βολέψου εδώ, ανάμεσα στα παίδια μου". Έκανα ό,τι μου 'πε, και πιάσαμε ν' ανηφορίζουμε την κορδιγιέρα.** Βρισκόμα στε πολύ κοντά στα σύνορα με τη Χιλή, όταν, από κά που εκεί κοντά, άκουσα μιαν αδύνατη φωνούλα να μου λέει: "Δεν αντέχω άλλο- θα κατέβω εδώ". Έκπληκτος, κοίταξα ολόγυρα μου μπας και βρω ποιος ήταν αυτός που μιλούσε, αλλά δεν είδα κανέναν. Τότε μίλησα στην ερημιά: "Δε σε βλέπω. Παρουσιάσου". Η φωνή ξανα κούστηκε: "Κάτω απ' την αριστερή σου μασχάλη. Εί-
* poncho: παραδοσιακό, απλό, κοντομάνικο (ή αμανίκωτο) πανωφόρι των κατοίκων της Λατινικής Αμερικής, που φοριέται απ' το κεφάλι, χάρη σε μια τρύπα που υπάρχει στη μέση. (Σ.τ.Μ.) ** cordillera: οροσειρά. (Σ.τ.Μ.)
110
111
LUIS SEPULVEDA μαι κάτω απ' την αριστερή σου μασχάλη". Έχωσα το χέ ρι μου μέσα στο πουκάμισο κι έπιασα κάτι μες στις δί πλες της μασχάλης. Βγάζοντας το χέρι μου, είδα κολλη μένη στο δάχτυλο μου μια ψείρα — μια ψείρα τόσο αδύ νατη όσο και τ' άλογο μου- όσο κι εγώ. "Κακόμοιρη ψειρούλα" σκέφτηκα και τη ρώτησα από πότε ζούσε πάνω μου. "Πολλά χρόνια, πολλά. Ήρθε όμως η στιγμή να χωριστούμε. Αν και δε ζυγίζω ούτε ένα γραμμάριο, σας είμαι άχρηστο βάρος — κι εσένα και τ' αλόγου σου. Άσε με χάμω, σύντροφε." Κατάλαβα πως η ψείρα είχε δίκιο, και την έκρυψα κάτω από μια πέτρα, για να μην τη φάει κάνα πετούμενο. "Αν πιάσω την καλή εκεί που πάω, θα 'ρθω να σε βρω στην επιστροφή μου, και θα σ' αφήσω να τσιμπήσεις όσο θέλεις" της είπα, αποχαιρετώ ντας την. »Στη Χιλή, έπιασα την καλή, πήρα βάρος, πάχυνε και τ' άλογο μου, κι όταν, ένα χρόνο αργότερα, πήραμε το δρόμο του γυρισμού με το πουγκί γεμάτο, με καινούρ για σέλα και σπιρούνια, αναζήτησα την ψείρα στο ση μείο όπου την είχα αφήσει. Τη βρήκα. Ήταν ακόμα πιο αδύνατη απ' όταν την άφησα — φέγγριζε και σχε δόν δεν κουνιόταν. "Εδώ μου 'σαι, ψειρούλα μου, ε; Έλα λοιπόν και τσίμπα. Τσίμπα όσο θέλεις" της είπα, βάζοντας την πάλι κάτω απ' την αριστερή μου μασχά λη. Η ψείρα τσίμπησε (στην αρχή, σιγά σιγά αργότε ρα, με δύναμη), διψασμένη για αίμα. Τότε έπιασε να γε λάει, κι έβαλα κι εγώ τα γέλια, και τα κόλλησα και στ' άλογο μου. Διασχίσαμε τα βουνά γελώντας, μεθυσμένοι από ευτυχία, κι από τότε, αυτό το πέρασμα του βουνού ονομάζεται Πέρασμα της Χαράς. Όλα αυτά συνέβη-
112
PATAGONIA EXPRESS σαν, όπως σας είπα, πριν κάμποσο καιρό, τη χρονιά του βαρύτερου χειμώνα...» Ο Ισιδόρο Κρους τελειώνει το ψέμα του με προσποιη τή σοβαρότητα. Οι γκάουτσο ζυγίζουν την ιστορία του, την αξιολογούν, αποφασίζουν πως είναι ένα υπέροχο ψέμα, χειροκροτούν, πίνουν, ορκίζονται να μην το ξεχά σουν ποτέ, κι έρχεται η σειρά του Κάρλος Άινς, του ξαν θού γκάουτσο απ' το Κογιάικε. Όταν νυχτώνει, οι γκάουτσο συνεχίζουν τα ψέματα τους δίπλα στη φωτιά. Κάποιοι πεόν ψήνουν τ' αρνιά. Οι κυρίες του υποστατικού αναγγέλλουν πως μπορούμε να περάσουμε στο τραπέζι. Αποφασίζουμε με τον Μπάλδο Αράγιο να πάμε μια βόλτα ίσαμε τις βατομουριές. Εκεί, καθώς κατουράω, σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω τον ουρανό γεμάτο αστέρια — χιλιάδες αστέρια. «Καλούλι το ψέμα με την ψείρα» σχολιάζει ο Μπάλδο. «Κι αυτός ο ουρανός, Μπάλδο; Κι αυτά τ' αστέρια; Εί ναι κι αυτά ένα ψέμα της Παταγονίας;» «Τι σημασία έχει; Σ' αυτόν τον τόπο, λέμε ψέματα για να 'μαστέ ευτυχισμένοι. Κανείς μας όμως δεν μπερδεύει το ψέμα με την απάτη.»
PATAGONIA EXPRESS
ο Λος Αντίγουος είναι μια μεθοριακή πολίχνη, στις όχθες της λίμνης Μπουένος Άιρες, στην αρ γεντινή Παταγονία. Οι απαλές πλαγιές του βουνού που ζώνουν τη λίμνη, αποτελούν οδυνηρές μαρτυρίες ενός μεγαλείου που, σήμερα, δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Είναι τα σκέλεθρα χιλιάδων γκρεμισμένων γιγάντων, τα λείψανα τριών εκατομμυρίων στρεμμάτων απανθρα κωμένου δάσους, αφανισμένων απ' τη φωτιά για να γί νουν βοσκοτόπια για τους κτηνοτρόφους. Υπάρχουν κούτσουρα που η διάμετρος τους ξεπερνάει το ύψος ενός μέσου ανθρώπου. Ο Πάμπλο Κασόρλα είναι ένας δασονόμος που ζει κι εργάζεται στο Λος Αντίγουος, με σκοπό να κατα γράψει τον δασικό πλούτο που 'χει απομείνει. Οραμα τίζεται ένα δρυμό προστατευμένο απ' την UNESCO, κά τι σαν ένα πράσινο κληροδότημα στην ανθρωπότη τα, που θα επιτρέπει στις μελλοντικές γενεές να φαντάζονται πώς ήταν εκείνη η περιοχή πριν φτά σει εκεί η λεγόμενη «πρόοδος». Τον βλέπω να ξεπε-
ζεύει απ' τ' άλογο του για να εξετάσει έναν κορμό. «Αυτό το δέντρο είναι μεταξύ οκτακοσίων και χιλίων ετών. Θα πρέπει να 'χε ύψος γύρω στα εβδομήντα μέτρα» λέει, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια να κρύψει τη στε νοχώρια του. «Ξέρεις πότε το έκαψαν;» «Πριν τριάντα χρόνια πάνω-κάτω.» Τριάντα χρόνια. Πρόσφατος θάνατος. Τα τριάντα χρόνια είναι μια ανάσα στην ηλικία αυτών των νικημέ νων γιγάντων που μας περιστοιχίζουν, δείχνοντας μας τα σημάδια που τους άφησε η φωτιά. «Έχουμε ακόμα δρόμο για να φτάσουμε;» τον ρω τάω. «Φτάσαμε» μου απαντάει, δείχνοντας μου μια καλύβα εκεί κοντά. Πλησιάζοντας, μπορούμε να δούμε τη στερεότητα των κορμών με τους οποίους είναι χτισμένη. Δεν έχει πόρτα, και τα κουφώματα των παραθύρων μοιάζουν με άδειες κόγχες. Χωρίς να κατεβούμε απ' τ' άλογα, μπαίνουμε σε μια μεγάλη αίθουσα, μ' ένα πέτρινο τζάκι σε μια γω νιά. Εκεί μέσα μηρυκάζουν κάτι αγελάδες που μας κοι τούν με μάτια χαυνωμένα, συνηθισμένες θαρρείς να στη λιτεύουν με την απάθεια τους το θράσος των ανθρώπων που εισβάλλουν στη λέσχη τους. Σ' ένδειξη σεβασμού προς τις αγελάδες, ξεπεζεύουμε. «Την έχτισαν το 1913» με πληροφορεί ο Πάμπλο Κα σόρλα. «Και πρέπει να 'ταν εξαιρετικοί μαραγκοί. Κοίτα πόσο καλοδουλεμένα είναι αυτά τα δοκάρια!» Πραγματικά, τα καπνισμένα δοκάρια που στηρίζουν την οροφή, αφήνουν να φανεί η λεπτοτεχνία χεριών
ιΐ4
U5
Τ
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
που ήξεραν να δουλεύουν το καλέμι, το σκαρπέλο- η τέ χνη της σωστής συναρμογής. Οι χτίστες της καλύβας ήταν γνωστοί ως Δον Πέδρο και Δον Χοσέ, σήμερα όμως ξέρουμε πως τα πραγματι κά τους ονόματα ήταν Μπουτς Κάσιντι και Σάντανς Κιντ. Έχτισαν πολλές καλύβες στα νότια του κόσμου, κι η πιο γνωστή απ' αυτές είναι στα περίχωρα της Τσολίλα, σε μια ζώνη χιλιετών δασών που σήμερα ονομά ζεται Εθνικός Δρυμός Λος Αλέρσες. Η σημερινή ιδιο κτήτρια είναι μια Χιλιάνα, η δόνια Ερμελίνδα Σεπούλβεδα, που κάποτε φιλοξένησε τον Μπρους Τσάτουιν σ' ένα απ' τα ταξίδια του στην περιοχή και προσπάθησε να τον παντρέψει με μιαν απ' τις κόρες της, αλλά το κορίτσι προτίμησε τα ερωτικά καλέσματα ενός νταλι κέρη. «Εδώ έζησαν δυο χρόνια και κάτι, κι ύστερα τράβηξαν γι' ακόμα πιο νότια, κοντά στο Φουέρτε Μπούλνες, στον Πορθμό του Μαγγελάνου. Εκεί οργάνωσαν την τελευ ταία μεγάλη τους ληστεία, στην Τράπεζα De Londres y Tarapaca της Πούντα Αρένας. Τι ωραία που θα 'ταν αν ζούσαν...» λέει μ' έναν αναστεναγμό ο Πάμπλο Κασόρλα. «Αν ζούσαν;! Θα 'ταν πάνω από εκατό χρονών!» «Και λοιπόν; Όποιος τζίτζικας γεννιέται, το τραγούδι το βαριέται; Αν ζούσαν αυτοί οι δυο, θα πήγαινα μαζί τους σε μια-δυο ληστείες και, με τα λεφτά που θα βγάζα με, θ' αγοράζαμε τη μισή Παταγονία. Τι κρίμα που πέθα ναν!» λέει ο Πάμπλο, αναστενάζοντας ξανά, και δίπλα στις αγελάδες με το ενοχλημένο βλέμμα πίνουμε λίγο κρασί στην υγεία αυτών των δυο ληστών που δολοφονή-
θηκαν απ' τη χιλιανή αστυνομία, αφού λήστεψαν Τρά πεζες και Τράπεζες στα νότια του κόσμου, για να χρημα τοδοτούν με τα λάφυρα τους ωραίες και ουτοπικές επα ναστάσεις.
ιι6
PATAGONIA EXPRESS
τα μέσα Μαρτίου, οι μέρες μικραίνουν, και μέσα απ' τον Πορθμό του Μαγγελάνου εφορμούν δυνα τοί άνεμοι απ' τον Ατλαντικό. Αυτό είναι το σημάδι για τους κατοίκους του Πορβενίρ ώστε ν' ανεφοδια στούν σε καυσόξυλα, κοιτώντας με μελαγχολία τους αγριόγαλους να εγκαταλείπουν τη Γη του Πυρός για την Παταγονία. Σκεφτόμουν να συνεχίσω το ταξίδι μου ώς την Ουσουάγια, αλλά μαθαίνω ότι ο δρόμος έχει κοπεί σε διά φορα σημεία από τις τελευταίες βροχές και δε θα φτια χτεί πριν την άνοιξη. Δεν πειράζει. Σ' αυτή την περιο χή, είναι παράλογο να κάνεις σχέδια και, εκτός αυτού, είναι μια χαρά στο El Austral, ένα καπηλειό για θαλασ σινούς, όπου μαγειρεύουν το καλύτερο αρνί στιφάδο, με αρνί του Μαγαγιάνες, αρωματισμένο με μοσχοκάρφια μέσα σε μικρά κρεμμύδια. Καμιά δωδεκαριά πελάτες περιμένουμε με αγωνία την ταβερνιάρισσα να μας φωνάξει ότι είναι ώρα να φάμε. Πίνουμε κρασί κι αφήνουμε να μας τυραννάνε οι ευω-
διές που 'ρχονται απ' την κουζίνα. Έχει κάτι το τελε τουργικό αυτή η αναμονή που κάνει να μας τρέχουν τα σάλια. Σε μια γωνιά της μπάρας, κουβεντιάζουν τρεις άνδρες. Μιλάνε εγγλέζικα με οξφορδιανή προφορά και κατεβά ζουν το ένα ποτήρι τζιντζερέιλ μετά το άλλο. Το ποτό αυτό δεν το 'χουν σε μεγάλη εκτίμηση στη Γη του Πυ ρός, όπου, συνήθως, αναπληρώνει τη λοσιόν για μετά το ξύρισμα. Ένας απ' τους Εγγλέζους ρωτάει στα ισπα νικά αν αργεί ακόμα το φαΐ. «Κανείς δεν ξέρει... Αρνί από αρνί διαφέρει. Όπως οι άνθρωποι» αποκρίνεται η δόνια Σόνια Μαρίνκοβιτς, ένα κι ογδόντα ύψος και καμιά ενενηνταριά κιλά σλαβοσύνη, κατανεμημένη αρμονικά κάτω απ' το μαύρο της φου στάνι. «Δεν έχουμε χρόνο» επιμένει ο Εγγλέζος. «Εδώ, φίλε» λέει ένας απ' τους θαμώνες, «από χρόνο, άλλο τίποτα.» «Είναι ότι πρέπει να σαλπάρουμε με το φως της μέρας. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Και για πού, παρακαλώ; Σ' το ρωτάω, για τί απόψε θα σηκώσει έναν αέρα ο Θεός να φυλάει». «Για τον Όρμο του Ραούλ.» «Θες να πεις, για τον Όρμο της Αιμομιξίας» τον διορ θώνει ο θαμώνας. Ο Εγγλέζος κατεβάζει τη γροθιά του στον πάγκο, βγάζει και πετάει κάτι χαρτονομίσματα για το λογαριασμό, και φεύγει με την παρέα του, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Πλησιάζω το θαμώνα που μιλούσε με τον ευέξαπτο Βρετανό.
ιι8
ιΐ9
Σ
LUIS SEPULVEDA «Σαν να τον πρόσβαλες, μου φαίνεται. Τι είναι πάλι αυτός ο Όρμος της Αιμομιξίας;» «Αυτοί οι Εγγλέζοι δεν έχουν διόλου χιούμορ. Δεν πα' να χεστούν... Αυτοί θα χάσουν το στιφάδο! Δεν την ξέ ρεις την ιστορία;» Του λέω όχι, κι ο θαμώνας ρίχνει μια ματιά στη δόνια Σόνια. Απ' ανάμεσα στα κατσαρολικά, η γυναίκα τού γνέφει καταφατικά. «Τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι: Γύρω στο 1935, ένα βρετανικό βαπόρι ναυάγησε στη Διώρυγα Μπιγκλ, κι απ' ό,τι φαίνεται, οι μοναδικοί που επέζησαν, ήταν ένας προτεστάντης ιεραπόστολος και η αδελφή του. Οι δυο ναυαγοί θα μπορούσαν να βαδίσουν ανατολικά, οπότε, σε μια βδομάδα, θα 'φταναν στην Ουσουάγια, επειδή όμως είχαν χάσει τελείως τον προσανατολισμό τους, τράβηξαν βόρεια. Περπάτησαν καμιά ογδονταριά χιλιό μετρα, πέρασαν ζούγκλες και ποτάμια, ανεβοκατέβηκαν βουνά και, τελικά, μετά από τέσσερις μήνες, εμφανίστη καν σ' αυτό που κάποτε ονομαζόταν Όρμος του Ραούλ, στη νότια ακτή του Αλμιραντάσγο. Εκεί τους βρήκαν κάποιοι τεουέλτσε και τους οδήγησαν ώς το Πορβενίρ. Αυτή είναι η ιστορία.» «Και γιατί λέγεται σήμερα Όρμος της Αιμομιξίας;» «Γιατί η γυναίκα έμεινε έγκυος. Απ' τον αδελφό της.» «Το φαΐ είναι έτοιμο! Στο τραπέζι!» αναγγέλλει η δό νια Σόνια, και πέφτουμε ψυχή τε και σώματι στην ευω χία του αρνιού στιφάδο που οι Εγγλέζοι το 'χασαν, επει δή δεν είχαν χιούμορ.
Β
όρεια του Μαναντιάλες, ενός πετρελαϊκού καταυ λισμού της Γης του Πυρός, είναι ένα ψαροχώρι με δώδεκα-δεκαπέντε σπίτια, που το λένε Ανγκοστούρα, γιατί βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ' το πρώτο στε νό του Πορθμού του Μαγγελάνου.* Τα σπίτια κατοικού νται μόνο στη διάρκεια του —σύντομου—καλοκαιριού. Μετά, στη διάρκεια του —φευγαλέου— φθινοπώρου και του —ατέλειωτου— χειμώνα, δεν είναι παρά ένα στίγμα στο τοπίο. Η Ανγκοστούρα δεν έχει κοιμητήριο, έχει όμως έναν μικρό, ασπροβαμμένο τάφο, αντίκρυ στη θάλασσα. Εκεί αναπαύεται ο Παντσίτο Μπαρία, που πέθανε στα έντεκα του χρόνια. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα (όπως λέει ένα ταγκό, «ο θάνατος είναι μια συνή θεια»), εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ξεχωριστή περίπτωση: ο μικρός Παντσίτο πέθανε από θλίψη.
* Angostura σημαίνει, ακριβώς, στενό. (Σ.τ.Μ.)
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Πριν καλά καλά κλείσει τα τρία, ο Παντσίτο προσ βλήθηκε από πολιομυελίτιδα, που τον άφησε ανάπηρο. Κάθε χρόνο, οι γονείς του, ψαράδες απ' το Σαν Γρεγόριο, ξεκαλοκαίριαζαν στην Ανγκοστούρα. Το αγόρι τα ξίδευε μαζί τους, σαν ένα αγαπημένο μπογαλάκι, που το απίθωναν πάνω σε κάτι κουβέρτες και το άφηναν εκεί, ν' αγναντεύει τη θάλασσα. Μέχρι τα πέντε του, ο Παντσίτο ήταν ένα παιδί θλιμ μένο, ντροπαλό, που σχεδόν δεν ήξερε να μιλάει, ώσπου, μια μέρα, συνέβη ένα απ' αυτά τα θαύματα που είναι συ νηθισμένα στα νότια του κόσμου: ένας σχηματισμός από είκοσι και παραπάνω δελφίνια πέρασε μπροστά απ' την Ανγκοστούρα, πηγαίνοντας απ' τον Ατλαντικό στον Ει ρηνικό. Οι ντόπιοι που μου αφηγήθηκαν την ιστορία του Παν τσίτο, μου ορκίστηκαν πως ο μικρός, μόλις είδε τα δελ φίνια, άφησε να του ξεφύγει μια σπαραχτική κραυγή, και πως, όσο τα δελφίνια απομακρύνονταν, τόσο οι κραυγές του δυνάμωναν σε ένταση και απόγνωση. Τελι κά, όταν τα δελφίνια εξαφανίστηκαν, απ' το λαρύγγι τού μικρού βγήκε ένα οξύτατο ουρλιαχτό, μια πολύ ψηλή νότα, που ανησύχησε τους ψαράδες, τρόμαξε τους κορ μοράνους κι έφερε πίσω ένα απ' τα δελφίνια. Το δελφίνι ζύγωσε την ακτή κι έπιασε να κάνει πήδους στο νερό. Ο Παντσίτο το εμψύχωνε με τις οξείες νότες που έβγαιναν απ' το λαιμό του. Όλοι κατάλαβαν πως ανάμεσα στο παιδί και το κήτος είχε στηθεί μια γέφυρα επικοινωνίας που δε χρειαζόταν την παραμικρή εξήγη ση. Συνέβη, γιατί έτσι είν' η ζωή. Τελεία και παύλα. Το δελφίνι παρέμεινε μπροστά στην Ανγκοστούρα
όλο εκείνο το καλοκαίρι. Κι όταν ο χειμώνας που πλησίαζε, τους ανάγκασε να φύγουν από κει, οι γο νείς του Παντσίτο και οι άλλοι ψαράδες διαπίστωσαν προς μεγάλη τους έκπληξη πως ο μικρός δεν έδειξε το παραμικρό σημείο θλίψης. Με μια σοβαρότητα ανή κουστη για παιδί πέντε χρονών, ο Παντσίτο τους δή λωσε πως κι ο φίλος του, το δελφίνι, έπρεπε να φύ γει, γιατί θα τον έβρισκαν οι πάγοι, αλλά το επόμενο καλοκαίρι θα ξαναγύριζε. Και το δελφίνι ξαναγύρισε. Ο Παντσίτο άλλαξε: έγινε ένα παιδί ομιλητικό, χαρού μενο, που δε δίσταζε να κάνει χωρατά, ακόμα και για την ίδια την αναπηρία του. Άλλαξε ριζικά. Τα παιχνίδια του με το δελφίνι επαναλήφθηκαν έξι καλοκαίρια στη σειρά. Ο Παντσίτο έμαθε να γράφει, να διαβάζει και να ζωγρα φίζει το φίλο του, το δελφίνι. Συνεργαζόταν με τ' άλλα παιδιά στο μπάλωμα των διχτύων, ετοίμαζε σαβούρες, ξέραινε θαλασσινά, πάντα με το δελφίνι να δίνει πήδους στο νερό, να κάνει χορευτικές φιγούρες αποκλειστικά για τον μικρό του φίλο. Ένα πρωί, το καλοκαίρι του 1990, το δελφίνι δεν ήρθε στο καθημερινό ραντεβού. Ανήσυχοι, οι ψαράδες το αναζήτησαν, ξεψαχνίζοντας το στενό απ' τη μιαν άκρη του ώς την άλλη. Δεν το βρήκαν, έπεσαν όμως πάνω σ' ένα ρώσικο καράβι, απ' αυτούς τους φονιάδες της θά λασσας, που έπλεε πολύ κοντά στο δεύτερο στενό τού Πορθμού. Στους δυο μήνες πάνω, ο Παντσίτο Μπαρία πέθανε από θλίψη. Έσβησε χωρίς ούτε ένα δάκρυ, ούτε ένα πα ράπονο. 123
LUIS SEPULVEDA Επισκέφθηκα τον τάφο του, κι από κει, αγνάντεψα τη θάλασσα• την γκρίζα και φουρτουνιασμένη θάλασσα του χειμώνα που άρχιζε• τη θάλασσα που, μέχρι πριν λί γο καιρό, την έσκιζαν τα δελφίνια.
Ο
τύπος που έχω μπροστά μου, που μου προσφέρει την κούπα με το μάτε, κι ύστερα ανασκαλεύει τη χόβολη στο τζάκι, λέγεται Κάρλος κι είναι ο πιο παλιός και, μαζί, ο πιο καλός μου φίλος. Όχι πως δεν έχει επώ νυμο, αλλά μ' έχει βάλει να του ορκιστώ πως, αν τυχόν γράψω κάτι απ' όσα θα μου διηγηθεί αυτή τη βροχερή μέρα, δε θ' αναφέρω το πλήρες του ονοματεπώνυμο. «Κάρλος σκέτο» επιμένει, ενόσω κόβει φέτες από τσάρκι, το αλογίσιο κρέας που ξεραίνεται στον αέρα και πάει θαυμάσια με το μάτε. «Σύμφωνοι. Κάρλος σκέτο» λέω κι εγώ, κι ακούω τη βροχή να δυναμώνει καθώς πέφτει πάνω στο υπόστεγο που μας προστατεύει. Από πολύ μικρός, ο Κάρλος Σκέτο δεν έδειξε παρά ένα ενδιαφέρον: να πετάξει. Διάβαζε κόμικς με αεροπόρους, οι αγαπημένοι του ήρωες ήταν ο Μαλρό, ο Σεντ Εξιπερί κι ο Φον Ριχτχοφεν, ο «Κόκκινος Βαρόνος», πήγαινε στο σινεμά μόνο και μόνο για να δει ταινίες με αεροπό ρους, έκανε συλλογή από μοντέλα αεροπλάνων και, στα
125
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
δεκαπέντε του, ήξερε όλα τα εξαρτήματα ενός αεροσκά φους. Στα δεκαεπτά του, ένα βράδυ, στην παραλία του Βαλπαραΐσο, άνοιξε την καρδιά του στην οικογένεια. «Θέλω να γίνω πιλότος. Γράφτηκα στη Σχολή Αερο πλοΐας.» «Στρατιωτικός θα γίνεις, βλάκα. Η Σχολή Αεροπλοΐας ανήκει στην Αεροπορία, ηλίθιε» του αποκρίθηκαν με τον πιο αδελφικό τόνο. «Όχι. Έχω ένα σχέδιο για ν' αποφύγω το στρατό.» «Ναι; Μπορούμε να μάθουμε σε τι ιστορίες πας να μπλεχτείς;» «Είναι απλούστατο: μόλις μάθω να πιλοτάρω, θα λιπο τακτήσω.» Έμαθε να πιλοτάρει μικρά δικινητήρια κι ελικόπτερα, αλλά δε χρειάστηκε να λιποτακτήσει. Όταν, το 1973, η δικτατορία κατέλαβε την εξουσία, ο Κάρλος Σκέτο εκ διώχθηκε απ' την Αεροπορία για τις σοσιαλιστικές του ιδέες. Όταν οι Χιλιανοί θέλουν να εκφράσουν τη μεγάλη ευ εξία τους, λένε: «Είμαι πιο ευχαριστημένος από ένα σκυ λί με ψύλλους». Ο Κάρλος Σκέτο είπε: «Είμαι πιο ευτυ χισμένος από έναν κόνδορα με ψύλλους». Και πού θ' αναζητούσε την τύχη του ένας άνεργος πι λότος; Πού αλλού; Στα νότια του κόσμου. Ο Κάρλος Σκέτο πήρε το δρόμο για την Παταγονία. Ήξερε ότι υπήρχαν κάμποσοι πιλότοι που εκτελούσαν μεταφορές ταχυδρομείου σ' αυτή την περιοχή, την ξεχασμένη από την κεντρική γραφειοκρατία. Έφτασε στο Αϊσέν και, σε λίγες βδομάδες, γνωρίστηκε μ' έναν θρυλικό πι-
λότο της περιοχής: τον Καπετάν Εσκέγια, ο οποίος, με το DC-3 του, προμήθευε τα κτηνοτροφικά υποστατικά της Παταγονίας και της Γης του Πυρός. Η πρώτη δουλειά του Κάρλος ήταν μηχανικός συντή ρησης του «El Loro con Hipo»,* του δικινητήριου που κυβερνούσε ο Εσκέγια και μόνο ο Εσκέγια, ώσπου συνέ βη κάτι που έριξε το αεροπλάνο στα χέρια του Κάρλος Σκέτο. «Α, ο Εσκέγια! Αυτός ήταν πιλότος!» αναφωνεί ο Κάρ λος Σκέτο, καθώς μου σερβίρει κι άλλο μάτε. Το Μάιο του 1975, ο Εσκέγια έκανε αναγκαστική προ σγείωση σε μια μικρούλα ακρογιαλιά του Ακρωτηρίου Τρες Μόντες, μπροστά στον Κόλπο των Στεναγμών. To DC-3, το «El Loro con Hipo», ήταν φορτωμένο με προβατίνες, απ' αυτές που δίνουν το καλύτερο μαλλί, κι η πτήση, που 'χε ξεκινήσει απ' το Πουέρτο Μοντ, πή γαινε ομαλά, ώς τη στιγμή που χάλασε ο ένας κινητή ρας, και το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος. Ο συγκυ βερνήτης του Εσκέγια συνέστησε ν' αδειάσουν το φορ τίο (μ' άλλα λόγια, να ρίξουν τις προβατίνες στη θάλασ σα) για να ελαφρώσουν το σκάφος, να κρατήσουν ένα σταθερό ύψος και να κοιτάξουν να προσγειωθούν σε κά ποια πίστα στην ενδοχώρα. Ο Εσκέγια αρνήθηκε. Είπε πως δε θα 'βάζε χέρι στο φορτίο, κι έψαξε να βρει μιαν ακρογιαλιά. Η επαφή με τη γη δεν ήταν από τις κομψότερες. Κατα στράφηκε ένα μέρος του αριστερού συστήματος προσ-
120
* «Ο Παπαγάλος με το Λόξιγκα». (Σ.τ.Μ.)
127
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
γειώσεως, και το αεροπλάνο ακινητοποιήθηκε, τελικά, με το ρύγχος του μέσα στη θάλασσα. Όμως, καμία προ βατίνα δεν έπαθε το παραμικρό, αλλά ούτε (ευτυχώς) κι ο ασύρματος. Έτσι, με το που πήρε το SOS, ο Κάρλος Σκέ το βγήκε μ' ένα καΐκι για να μαζέψει το φορτίο και να δει τι μπορούσε να γίνει με το αεροπλάνο. Μόλις φόρτωσαν τις προβατίνες στο καΐκι, επιθεώρη σαν το αεροσκάφος. Η βλάβη της μηχανής ήταν εύκολο να επιδιορθωθεί, κι αν εξαιρέσεις το αριστερό σύστημα προσγειώσεως, το «El Loro con Hipo» δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα. Ήταν εύκολο να φέρουν το αεροπλά νο στα καλά του, το πρόβλημα όμως ήταν πώς στο διά ολο θα το σήκωναν από κει. «Κατάλαβα... Μας τελείωσε το "El Loro con Hipo"» σχολίασε ένας από το καΐκι. «Σκάσε, μαλάκα. Τι λες, Καρλίτος; Το βγάζουμε;» ρώ τησε ο Εσκέγια. «Άκου λέει!» απάντησε ο Κάρλος Σκέτο. Ο τύπος που 'χε διαγνώσει το τέλος του «El Loro con Hipo», ήταν ένας δερματέμπορος, ξακουστός για το πά θος του με τα στοιχήματα, και δεν άντεξε στον πειρασμό. «Εσκέγια, σε πάω στοίχημα πέντε χιλιάδες πέσο ότι δε θα το βγάλεις» είπε ο τύπος. «Δέκα χιλιάδες, κι έφυγε» απάντησε ο αεροπόρος. «Είκοσι ότι δεν το βγάζεις» επέμεινε ο έμπορος. «Πενήντα χιλιάδες ότι το βγάζω και το σηκώνω στον αέρα»! ούρλιαξε ο Εσκέγια. «Πήγε. Πενήντα χιλιάρικα. Κόλλα το!» Το στοίχημα επισφραγίστηκε με μια χειραψία. Πενή ντα χιλιάδες πέσο. Για τον Κάρλος Σκέτο, αυτό ήταν
ολόκληρη περιουσία. Ο Εσκέγια τον φώναξε ν' ανέβει στο αεροπλάνο. «Καρλίτος, εδώ παίζονται πενήντα χιλιάρικα. Το ση κώνουμε, και τα μοιραζόμαστε. Έχεις καμιά ιδέα;» «Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να μάθουμε πώς είναι ο και ρός.» Πήραν απ' τον ασύρματο το μετεωρολογικό δελτίο: τις επόμενες εβδομήντα δύο ώρες, θα φυσούσαν μέτριοι άνε μοι. «Πες στον καϊκτσή, μόλις παραδώσει τις προβατίνες στο Πουέρτο Τσακαμπούκο, να νοικιάσει δυο ζευγάρια βόδια και ν' αγοράσει ή να κλέψει ένα καταμαράν απ' τη μαρίνα. Πρέπει να 'χει γυρίσει εδώ πριν περάσουν σαράντα οκτώ ώρες.» Το καΐκι έφυγε. Ο Εσκέγια, ο συγκυβερνήτης κι ο Κάρλος Σκέτο έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Πρώτα, έκοψαν δέντρα με ελαστικούς κορμούς και τα χρησιμοποίησαν για να υποστυλώσουν το αεροπλάνο. Ύστερα, έκοψαν κι άλλους κορμούς κι έφτιαξαν κάτι σαν εξέδρα, πάνω στην οποία ακούμπησαν την κοιλιά του σκάφους. Τέλος, έβγαλαν τους τροχούς του συστή ματος προσγειώσεως που δεν είχε πειραχτεί, κι έπιασαν να ελαφρώνουν το αεροπλάνο, πετώντας κάθε περιττό βάρος. Όταν τελείωσαν, μετά από δεκαοκτώ ώρες δου λειά, στο εσωτερικό του «El Loro con Hipo» είχαν μεί νει μόνο τα όργανα και το κάθισμα του πιλότου. Το καΐκι γύρισε εγκαίρως, φέρνοντας ό,τι είχαν ζητή σει. Μαζί του ξαναγύρισε κι ο στοιχηματίας έμπορος, που δε σταματούσε να λέει πως μ' ένα μέρος αυτών των πενήντα χιλιάδων πέσο (που τα 'χε για σίγουρα) θα τους
128
129
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
πλήρωνε ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο στο καλύτερο μπορντέλο του Κογιάικε. Οι τρεις άνδρες, απορροφημέ νοι στο να κάνουν το «El Loro con Hipo» να ξαναπετάξει, τον άφησαν να κορδώνεται. Τα βόδια έσυραν το αεροπλάνο ώσπου να βγει το ρύγ χος του από το νερό. Δούλεψαν σκληρά τα βόδια. Ένα DC-3 ζυγίζει πιο πολύ από ένα βαγόνι, αλλά ήταν ζώα ρω μαλέα και το απίθωσαν, τέλεια οριζοντιωμένο, πάνω στην εξέδρα των κορμών. Στη συνέχεια, οι άνδρες αποσυνέδεσαν τα βαρέλια απ' το καταμαράν και τα 'βαλαν στη θέση των τροχών που είχαν αφαιρέσει. Τέλος, έδεσαν μια σωσίβια σχεδία στο σταθερό ουραίο πτερύγιο, μετα τρέποντας έτσι το «El Loro con Hipo» σε υδροπλάνο. Ενόσω οι άνδρες από το καΐκι απασχολούνταν με το να φτιάξουν άλλες δυο εξέδρες από κορμούς, μία για κά θε βαρέλι του καταμαράν, ο Εσκέγια κι ο Κάρλος Σκέτο ανέβηκαν στο αεροπλάνο κι έβαλαν μπρος τις μηχανές. Οι έλικες του DC-3 δούλευαν ρολόι. «Και τώρα, μένει το πιο εύκολο: ν' απογειωθούμε» είπε ο Εσκέγια. «Έχεις γύρω στα τριακόσια μέτρα θάλασσα λάδι» είπε ο Κάρλος Σκέτο. «Μετά από κει αρχίζουν οι ξέρες.» «Το πρόβλημα είναι να κατέβω. Δεν έχω ξαναοδηγήσει υδροπλάνο» ομολόγησε ο Εσκέγια. «Τα νερά του φιόρδ είναι ήσυχα- τουλάχιστον για τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Τώρα, αν μου 'χεις εμπι στοσύνη, άσε με να το πιλοτάρω εγώ το σαράβαλο. Στη Σχολή Αεροπλοΐας οδήγησα Grummans και Catalinas, που μπορεί να μη ζύγιζαν όσο ένα DC-3, αλλά πιστεύω πως μπορώ να τα καταφέρω.»
«Όλο δικό σου, Καρλίτος! Και, για να το ελαφρώσουμε ακόμα πιο πολύ, λέω ν' αδειάσουμε λίγα καύσιμα. Θα πετάξεις με την απολύτως αναγκαία ποσότητα. Απ' το καράβι θα σου πω πότε να σηκωθείς.» «Εν τοιαύτη περιπτώσει, σήκω από το κάθισμα. Τώρα κάνω κουμάντο εγώ!» «Τα πενήντα χιλιάρικα είναι όλα δικά σου, Καρλί τος.» Τα καλά βοδάκια τράβηξαν το «El Loro con Hipo» ώσπου να βγει όλο έξω απ' το νερό. Τα βαρέλια τού καταμαράν σήκωσαν το βάρος, κι η σχεδία κράτησε την ουρά έξω απ' το νερό. Ο Κάρλος Σκέτο περίμενε ώσπου το καΐκι να πλησιάσει τις ξέρες, κι έπειτα έβαλε τις μηχανές να δουλεύουν στο φουλ. Το αεροπλάνο άρ χισε να κινείται. Ο Κάρλος ένιωσε αγαλλίαση βλέπο ντας να ταλαντεύονται οι δείκτες των οργάνων. Κι όταν είδε τον Εσκέγια να σηκώνει τους δυο αντίχειρες, τρά βηξε το πηδάλιο, και το «El Loro con Hipo» σηκώθη κε, κερδίζοντας γρήγορα το επιθυμητό ύψος. Η πτήση ήταν καλή, αν και το αεροπλάνο ήταν τόσο ελαφρό, που οι αύρες το ταρακουνούσαν σαν φτερό στον άνεμο. Ο Κάρλος πέταξε χωρίς προβλήματα τα ενενήντα μίλια βόρεια, πάνω απ' το Ακρωτήρι Ταϊτάο και τον Πα γετώνα Σαν Ραφαέλ, ώς την είσοδο του Μεγάλου Φιόρδ Αϊσέν. Εκεί, έστριψε προς τα ανατολικά και, οδηγημέ νος απ' τη λάμψη του νερού, χώθηκε στην ενδοχώρα. Του 'μεναν οκτώ μίλια για να φτάσει στον Κόλπο τού Πουέρτο Τσακαμπούκο, όταν οι δείκτες των καυσίμων έδειξαν μηδέν. Ήταν όμως ασφαλής και, προστατευμέ νος απ' τις αύρες του Ειρηνικού, πλανάρησε χωρίς προ-
130
ΐ3ΐ
Ί LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
βλήματα. Προσθαλασσώθηκε σαν κύκνος, μέσα στις επευφημίες του πλήθους που είχε συναχτεί στο μώλο. Ο δερματέμπορος πλήρωσε το στοίχημα, κι ο Κάρλος Σκέτο εισέπραξε τα πενήντα χιλιάδες πέσο κι αποφάσι σε να ανεξαρτητοποιηθεί. Σε λίγο καιρό, γνώρισε τον Πετ Μανχάιμ, άλλον έναν αεροπόρο που αναζητούσε ελεύθερους ουρανούς, και μαζί ίδρυσαν την πρώτη εται ρεία αεροπορικής μεταφοράς φρούτων και λαχανικών. Ξεκίνησαν μ' ένα αεροπλανάκι Piper κι ένα ελικόπτε ρο Shirkowsky, κατάλοιπο του πολέμου της Κορέας. Στο Πουέρτο Μοντ, φόρτωσαν το αεροπλανάκι με κρεμμύ δια, μαρούλια, ντομάτες, μελιτζάνες, πορτοκάλια κι άλ λα ζαρζαβατικά, τα πήγαν ώς το Πουέρτο Αϊσέν, όπου ήταν η βάση τους, κι από κει, έπιασαν με το ελικόπτερο να τα μοιράζουν στα σπίτια και τα κτήματα της Παταγονίας. Οι δουλειές άνθιζαν, ώς τη μέρα που ο Πετ και το ελι κόπτερο εξαφανίστηκαν σε μιαν απρόβλεπτη θύελλα. Δεν τους βρήκαν ποτέ- ούτε τον Πετ ούτε τα συντρίμμια του ελικόπτερου. Αναπαύεται σε κάποιον απ' τους παγε τώνες, τα δάση και τις λίμνες της Παταγονίας, που προσ ελκύουν και, καμιά φορά, καταπίνουν τους ριψοκίνδυ νους. Όταν έχασε το συνεταίρο του και το ελικόπτερο, ο Κάρλος Σκέτο άλλαξε δραστηριότητα κι αφιερώθηκε στη μεταφορά ταχυδρομείου μεταξύ Παταγονίας και Γης του Πυρός. Κι επειδή αυτά τα πράγματα συμβαί νουν στα νότια του κόσμου, του έλαχε μια μέρα να πιλο τάρει την πρώτη αεροπορική κηδεία στον ουρανό τού Νότου.
Ένα πρωί Ιουνίου, καταχείμωνο, ο Κάρλος Σκέτο βρι σκόταν σ' ένα υποστατικό κοντά στην Ουσουάγια. Επι θεωρούσε το Piper, έτοιμος να επιστρέψει βόρεια, και πε ρίμενε τους γκάουτσο του υποστατικού να τελειώσουν με το ψήσιμο ενός αρνιού. Εμφανίστηκε τότε ένα Land Ro ver, απ' το οποίο ξεπέζεψαν τέσσερις άγνωστοι. «Ποιος είναι ο πιλότος του Piper;» ρώτησε ένας. «Εγώ είμαι. Τι τρέχει;» «Πρέπει να μας κάνεις μια χάρη. Θα σου πληρώσουμε ό,τι ζητήσεις» είπε ο ξένος. «Ό,τι ζητήσεις. Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα» σιγοντάρησε ένας άλλος. «Ηρεμήστε. Περί τίνος πρόκειται;» «Πέθανε ο δον Νικάνορ Εστράδα, ο ιδιοκτήτης τού υποστατικού Σαν Μπενίτο. Εγώ είμαι ο επιστάτης» είπε αυτός με την τραγουδιστή φωνή. «Τα συλλυπητήρια μου. Τι θέλετε όμως από μένα;» «Θέλουμε να μας τον πας στο Κομοδόρο Ριβαδαβία. Εκεί τον περιμένει η οικογένεια για την ξαγρύπνια. Ο δον Νικάνορ πρέπει να θαφτεί στον οικογενειακό τάφο.» Οι τύποι δεν ήξεραν τι έλεγαν. Το Σαν Μπενίτο ήταν στο Ρίο Γκράντε, και το Κομοδόρο Ριβαδαβία απείχε γύρω στα οκτακόσια χιλιόμετρα — κι αυτό, αν πετούσε όλο ευθεία. «Μάλιστα. Όμως το αεροπλάνο μου δεν έχει την αυτο νομία που χρειάζεται. Τα καύσιμα που παίρνει, του φτά νουν ίσα ίσα για την Πούντα Αρένας» δικαιολογήθηκε ο Κάρλος Σκέτο. «Θα τον πας. Δεν άκουσες για ποιον πρόκειται;» διευ κρίνισε ο επιστάτης.
132
133
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Όχι. Δε νομίζω πως θα τον πάω. Και, για να συνεννο ούμαστε: εγώ αποφασίζω πότε θα πετάξω, για πού θα πε τάξω, και ποιοι θα 'ναι οι επιβάτες μου.» «Δεν έχεις καταλάβει: αν αρνηθείς να πάρεις τον δον Νικάνορ Εστράδα, δε θα ξαναπετάξεις ούτε στην Παταγονία, ούτε στη Γη του Πυρός, ούτε και σε κανένα άλλο κωλομέρος του κόσμου.» Ο επιστάτης δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του, όταν οι συνοδοί του σήκωσαν τα πόντσο τους για να δείξουν τις κοντόκαννες καραμπίνες τους. Κάπου κάπου, δε βλάπτει να κάνεις και μερικές εξαι ρέσεις. Αυτό σκεφτόταν ο Κάρλος Σκέτο, την ώρα που πετούσε για το Σαν Μπενίτο, συντροφιά μ' ένα μαχαιροβγάλτη. Ο δον Νικάνορ Εστράδα τον περίμενε γαλαζωπός, κα τεψυγμένος, στο νεκροθάλαμο που 'χαν φτιάξει πρόχει ρα στο ψυγείο του υποστατικού. Καμιά εκατοστή ψόφια αρνιά τού κρατούσαν συντροφιά. Μερικοί γκάουτσο και πεόν έπιναν μάτε και κάπνιζαν, κοιτώντας τρομαλέα το πτώμα. «Είναι πανύψηλος!» σχολίασε ο Κάρλος, βλέποντας τον. «Όπως όλοι οι Εστράδα. Ένα ενενήντα οκτώ» είπε ο επιστάτης. «Δε χωράει» είπε ο Κάρλος Σκέτο. «Το πακέτο δε χω ράει στο Piper.» «Μεγαλύτερο σεβασμό στον δον Νικάνορ! Χωράει!» επέμεινε ο επιστάτης. «Άκου: καταλαβαίνω πολύ καλά ότι είσαι υποχρεωμέ νος να κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να στείλεις
το κουφάρι στο Κομοδόρο Ριβαδαβία. Πρέπει όμως και να καταλάβεις ότι αυτό που ζητάς, δε γίνεται. Αυτό το αεροπλανάκι είναι Piper, τετραθέσιο. Η καμπίνα του, απ' το ταμπλό ώς την ουρά, είναι ίσα ίσα ένα κι εβδομή ντα. Δε χωράει ούτε διαγώνια.» «Αν όμως τον πάρεις στο πλάι...; Ή καθιστό...; Χω ράει.» «Ούτε. Το πίσω κάθισμα είναι ενενήντα εκατοστά πλάτος. Όσο για καθιστός... Πότε μου 'πες ότι πέθανε;» «Πριν τέσσερις μέρες. Γιατί;» «Τέσσερις μέρες! Θα 'ναι πιο ντούρος από δέντρο• απ' την κατάψυξη κι από κάτι άλλο που λέγεται rigor mortis.* Θα πρέπει να του σπάσουμε τη σπονδυλική στήλη, και δε νομίζω ότι αυτό θ' αρέσει στην οικογέ νεια...» «Γαμώτο, έχεις δίκιο...» συμφώνησε ο επιστάτης. Ο νεκρός, εκτός από πανύψηλος, ήταν και γεροδεμέ νος. Θα πρέπει να ζύγιζε πάνω από εκατόν είκοσι κιλά χωρίς τα ρούχα του, κι εκεί, ξαπλωμένος με όλα του τα συμπράγκαλα —ασημένια σπιρούνια, μπότες «ακορ ντεόν», τσιριπα,** πέτσινη ζώνη με ασημένια αγκράφα, μαχαίρι και πόντσο—, θα πρέπει να ξεπερνούσε τα εκα τόν πενήντα κιλά. «Δε μου λες...» ρώτησε ο επιστάτης, «μπορείς να ξεμοντάρεις κάνα κομμάτι της οροφής;» «Κι όλη την οροφή, άμα θες. Θα ξυλιάσω, όμως.»
* Λατινικά στο κείμενο: νεκρική ακαμψία. (Σ.τ.Μ.) ** chiripa: χαρακτηριστική, μεσάτη καζάκα των «γκάουτσο», που δένει με διάφορους τρόπους γύρω απ' τους γοφούς και τους μηρούς. (Σ.τ.Μ.)
134
135
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Μόνο ένα μέρος φτάνει. Ισα που να χωρέσει το σώμα. Και να πετάς χαμηλά.» «Είσαι τρελός; Εννοείς να τον πάρω όρθιο;» «Κάπως θα τον πάρεις, μουλόσπερμα!» ούρλιαξε ο επι στάτης, κολλώντας στο ρουθούνι του Κάρλος Σκέτο μια κάννη από τριανταοκτάρι. Τον πήρε. Αφού σήκωσαν το πορτάκι του συγκυβερ νήτη κι έδεσαν τον νεκρό σ' έναν ταβλά, τον έβαλαν στο Piper. Τον έβαλαν με τα πόδια, που τα 'δεσαν σφι χτά στη βάση του πίσω καθίσματος. Ο νεκρός ακου μπούσε τη μέση του στην πλάτη του καθίσματος του συ γκυβερνήτη, κι ένα μέρος του κορμού, οι ώμοι και το κε φάλι ήταν στον αέρα. Κι όπως τον έβαλαν ανάσκελα, ήταν σαν να κοίταζε το δεξιό φτερό. Για «κερασάκι», του σκέπασαν το κεφάλι με μια πλαστική σακούλα που έγραφε: «San Benito — Τα καλύτερα κρέατα». Πριν ξεκινήσει, ο Κάρλος Σκέτο σκέφτηκε πως αυτές οι αεροπορικές κηδείες αφήνουν μια χαρά λεφτά. Ο επι στάτης τού εγχείρισε μια επιταγή για πενήντα χιλιάδες χιλιάνικα πέσο, και τ' άλλα μισά τον περίμεναν στο Κομοδόρο Ριβαδαβία. Κοίταξε τη βελόνα των καυσίμων: Full. Οι πεόν τού κτήματος είχαν καταφέρει να βρουν τα αναγκαία καύσι μα για το πρώτο στάδιο της πτήσης ώς το Ρίο Γκαγιέγος. Θα διένυε τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα πετώντας χα μηλά, τυλιγμένος σαν Εσκιμώος και μ' έναν επιβάτη με το μισό κορμί έξω. Απογειώθηκε στις δύο το απομεσήμερο. Ευτυχώς, ο καιρός έδειχνε καλός, αν και οι δυνατοί άνεμοι απ' τον Ατλαντικό κουνούσαν το Piper σαν σέικερ για κο-
κτέιλ. Μετά από τρία τέταρτα, διέκρινε στο βάθος το Ακρωτήρι Εσπίριτου Σάντο και διέσχισε τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Ξελαρυγγίστηκε στο τραγούδι. Εξά ντλησε όλο του το ρεπερτόριο σε ταγκό, κουμπιά, μπο λερό, και συνέχισε με τον Εθνικό Ύμνο και κάτι μισοξε χασμένα σχολικά τραγούδια. Έπρεπε να τραγουδάει με δυνατή φωνή, για να κρατάει το σώμα του ζεστό. Στις πέντε το απόγευμα, είχε ήδη νυχτώσει, και με το ζόρι διακρινόταν ο αφρός των ακτών του Ατλαντικού. Όταν ζήτησε άδεια να προσγειωθεί στο Ρίο Γκαγιέγος, τον ρώτησαν αν μετέφερε τίποτα που έπρεπε να δηλωθεί. «Δε μεταφέρω φορτίο. Μεταφέρω έναν νεκρό. Over.» «Έχεις ιατρικό πιστοποιητικό που ν' αναφέρει αιτία θανάτου; Over.» «Όχι- κανείς δε μου 'πε τίποτα τέτοιο. Over.» «Ε τότε, τράβα να το φέρεις. Over.» «Το πτώμα λέγεται Νικάνορ Εστράδα. Over.» Πανίσχυρος άνδρας ο δον Νικάνορ. Ασκούσε επιρ ροή, ακόμα και νεκρός. Στην πίστα του αεροδρομίου τον περίμενε ένας παπάς που, όταν είδε σε τι συνθήκες είχε ταξιδέψει ο επιβάτης, κόντεψε να πάθει έμφραγμα. «Κατέβασε τον! Για όνομα του Θεού! Κατέβασε τον και πήγαινε τον στην εκκλησία» φώναξε ο παπάς. «Ούτε που να το συζητάς. Θα μείνει εδώ. Στο ύπαιθρο» είπε ο Κάρλος Σκέτο. «Μα τι κτήνος είσαι εσύ; Πρόκειται για τον δον Νικά νορ Εστράδα!» ούρλιαξε ο παπάς. «Έτσι και τον πας στην εκκλησία, θα ξεπαγώσει και θ' αρχίσει να σαπίζει. Φαντάζομαι πως η οικογένεια του τον περιμένει άθικτο.»
136
137
LUIS SEPULVEDA Αφού αφορίστηκε, ο Κάρλος Σκέτο έπεισε τον παπά: Λειτουργία, ναι, αλλά εκεί, με τον νεκρό στο αεροπλά νο. Κι έτσι, η νεκρώσιμη ακολουθία για τον δον Νικάνορ ψάλθηκε στην πίστα του αεροδρομίου, στους δέκα βαθμούς υπό το μηδέν. Εκείνη τη νύχτα, ο Κάρλος Σκέτο κοιμήθηκε σαν πα σάς, τυλιγμένος με τις κουβέρτες τριών κρεβατιών, σε μια πανσιόν κοντά στο αεροδρόμιο. Την άλλη μέρα, στις έξι το πρωί, κατέβασε ένα λίτρο καφέ, γέμισε δυο θερμός με το ίδιο ζεστό ρόφημα και, με το πρώτο φως, απογειώθηκε, ξεκινώντας το δεύτερο στάδιο της πτή σης μέχρι το Ρίο Τσίκο, πετώντας πάνω απ' τον Ατλαντι κό και πάνω απ' την Μπαΐα Γκράντε, ώσπου να δει το φάρο του Ακρωτηρίου Σαν Φρανσίσκο δε Πάουλα, ση μάδι να μπει στην ενδοχώρα. Ήταν καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα ήσυχη πτήση, γιατί η ανάγκη να ζεσταθεί, του 'φέρε στη μνήμη κάμποσα τραγούδια του Μουστά κι, που τα τραγούδησε στη διαπασών, εναλλάξ με διάφο ρα μπολερό. Στις δέκα το πρωί, κι αφού ανεφοδιάστηκε στο Ρίο Τσίκο, ξεκίνησε για το τρίτο στάδιο του επικήδειου tour ώς το Λος Μαρτινέτας, ένα χωριό άλλα διακόσια χιλιόμετρα απόσταση, κι αρκετά μέσα απ' την ακτή. Πέ ταξε ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή που οδη γεί στο Κομοδόρο Ριβαδαβία. Από κάτω περνούσαν γρήγορα η πάμπα, τα κοπάδια οι προβατίνες, τα ναντού* που, από ψηλά, φαίνονταν σαν γκροτέσκα που-
* nandou: είδος στρουθοκαμήλου της Νοτίου Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)
138
1
PATAGONIA EXPRESS λερικά με τον κώλο στον αέρα. Τα ναντού έφευγαν τρο μαγμένα με το θόρυβο του Piper. Στις δύο το απομεσήμερο, ο Κάρλος Σκέτο κι ο δον Νικάνορ Εστράδα ξεκίνησαν το τελευταίο στάδιο του ταξι διού. Άλλα διακόσια χιλιόμετρα, και θα 'φταναν στο Κο μοδόρο Ριβαδαβία. Δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό, ο ήλιος χτυπούσε την κατεψυγμένη κουκούλα του νεκρού, κι ο Κάρλος Σκέτο εξακολουθούσε να τρα γουδάει, κι ενώ ο λαιμός του κόντευε να κλείσει, ορκί στηκε πως το πρώτο πράγμα που θα 'κάνε όταν θα γύριζε στη Χιλή, ήταν να πάρει μαθήματα τραγουδιού. Όταν ζήτησε άδεια να προσγειωθεί στο Κομοδόρο Ρι βαδαβία, τον ρώτησαν γιατί πετούσε τόσο χαμηλά. Το ρα ντάρ της Αργεντινής Αεροπορίας δεν τον είχε «πιάσει». «Είναι γιατί κουβαλάω έναν νεκρό' έναν σπουδαίο νε κρό. Over.» «Ποιος διάολο είσαι; Over.» «Μεσημβρινές Αεροκηδείες. Over» απάντησε ο Κάρ λος Σκέτο, με ό,τι αξιοθρήνητη φωνή τού 'χε απομείνει. Στην πίστα του αεροδρομίου, οι οικείοι και οι Αρχές του τόπου τον υποδέχτηκαν με λιποθυμίες, βρισιές, απει λές, οι οποίες, μετά τις εξηγήσεις που έδωσε, μετατράπη καν σε θεατρινίστικες συγγνώμες. Περιμένοντας τη δεύ τερη επιταγή, ο Κάρλος Σκέτο αναγκάστηκε ν' ακολου θήσει τη νεκρώσιμη πομπή. Στο νεκροταφείο, τον περίμενε μια έκπληξη. Μετά από μια επιβλητική ακολουθία, η πομπή κατευθύνθηκε στον οικογενειακό τάφο — ένα είδος μαυσωλείου από άσπρο μάρμαρο. Αφού έβγαλαν τον νεκρό απ' το φέρε τρο με τη βοήθεια ενός γερανού, τον σήκωσαν, κρατώ139
LUIS SEPULVEDA ντας τον απ' τις μασχάλες, του φόρεσαν στο κεφάλι ένα καπέλο των γκάοοτσο και, τέλος, τον κατέβασαν σ' έναν τεράστιο λάκκο. Ο Κάρλος Σκέτο έσκυψε να δει: από κάτω ήταν ένα βαλσαμωμένο άλογο. Έθαψαν τον δον Νικάνορ Εστράδα καβάλα στ' άλογο του. «Και μετά...;» τον ρωτάω, καθώς η καταιγίδα δυναμώ νει. «Πήρα τα λεφτά, χαιρέτησα τους συγγενείς κι έφυγα. Σκάλισε τη φωτιά. Πάω να βρω κάνα κομμάτι κρέας να το ρίξουμε στη χόβολη» λέει ο Κάρλος Σκέτο κι απο μακρύνεται με βήμα αργό. Είναι ο πιο παλιός κι ο πιο καλός μου φίλος. Πολλές φορές, όταν είμαι μακριά του, τον σκέφτομαι και τρέμω στην ιδέα μην του 'χει συμβεί κάτι κακό. Ακόμα και τώ ρα τρέμω, όταν βλέπω τα χτυπήματα στην άτρακτο του Piper. Ο Κάρλος Σκέτο επιστρέφει με κάτι αρνίσια παϊδάκια. «Τι θα κάνεις, Καρλίτος;» «Λέω να τα ψήσω.» «Όχι* λέω: τι θα κάνεις αύριο... αργότερα... ξέρω 'γώ...;» «Θα πετάξω. Μόλις φτιάξει ο καιρός, θα κάνω μια βόλτα πάνω από τον Κόλπο Ελέφαντες. Δεν ήρθες να δεις φάλαινες; Ε, έλα λοιπόν να δεις φάλαινες» λέει ο Κάρλος Σκέτο, καθώς πασπαλίζει το κρέας με λίγο δε ντρολίβανο, κοιτώντας με το παιδικό του βλέμμα πότε τη φωτιά, πότε εμένα και πότε το αεροπλάνο που, σαν άλλος σύντροφος κι αυτό, απολαμβάνει τη ζεστασιά του υπόστεγου, προστατευμένο απ' τη βροχή που πέ φτει, πέφτει, πέφτει πάνω στην Παταγονία.
χειμώνας με βρίσκει απροετοίμαστο στο Πουέρ το Νατάλες. Μόλις πριν από σαράντα οκτώ ώρες ήμουν καθισμένος στην ακρογιαλιά, απέναντι απ' τον Κόλπο Αλμιράντε Μοντ, και θαύμαζα ένα υπέροχο απριλιάτικο ηλιοβασίλεμα. Χτες, όμως, άρχισε να χιονί ζει βαριά, κι η θερμοκρασία έπεσε απότομα από τους έξι βαθμούς στους τέσσερις υπό το μηδέν. Το ραδιόφωνο αναγγέλλει πως το αεροδρόμιο έχει κλείσει, κι έτσι, μου είναι πολύ δύσκολο να φύγω από δω. Το Πουέρτο Νατάλες βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Κόλπου Αλμιράντε Μοντ. Προς τα δυτικά, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα διώρυγες διασταυρώνονται ίσαμε τον Πορθμό Νέλσον και τον Ειρηνικό. Οι ναυτικοί απ' την Τσιλοέ είναι οι μόνοι που ριψοκινδυνεύουν σ' αυτά τα στενά περάσματα όπου παραμονεύει ο παγωμέ νος θάνατος: τα παγόβουνα που τα νερά αποσπούν από τους παγετώνες και που, πολλές φορές, φράζουν τις διώ ρυγες για μήνες ολόκληρους. Το χειμώνα, είναι αδύνατον να φύγεις απ' το Πουέρτο
140
ΐ4ΐ
8
Ο
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
Νατάλες δια θαλάσσης. Μόνο δια ξηράς μπορείς: περ νάς τα σύνορα και φτάνεις στο αργεντινό χωριό Ελ Τούρμπιο. Από εκεί ξεκινάει η νοτιότερη σιδηροδρομική γραμ μή, το αληθινό Patagonia Express, το οποίο, αφού κάνει μια διαδρομή διακοσίων σαράντα χιλιομέτρων που ενώ νει πόλεις όπως το Ελ Σούρδο και το Μπεγιαβίστα, φτά νει στο Ρίο Γκαγιέγος, στις ακτές του Ατλαντικού. Ο σιδηρόδρομος, που αποτελείται από δύο βαγόνια για επιβάτες κι άλλα δύο για εμπορεύματα, σέρνεται από μια παλιά ατμομηχανή με κάρβουνο, κατασκευα σμένη στην Ιαπωνία, τη δεκαετία του '30. Κάθε επιβατη γό βαγόνι διαθέτει δύο μεγάλους ξύλινους πάγκους, που φτάνουν απ' τη μιαν άκρη ώς την άλλη. Σε μια γωνιά, υπάρχει μια σόμπα με καυσόξυλα που πρέπει να τη φρο ντίζουν οι ίδιοι οι επιβάτες, και, κοντά στη σόμπα, μια λιθογραφία της Παναγίας του Λουχάν. Δεν είναι πολλοί οι συνεπιβάτες μου. Κάνας-δυο πεόν που, δεν πρόλαβαν να ξαπλώσουν στους πάγκους, κι άρ χισαν να ροχαλίζουν, κι ένας προτεστάντης πάστορας που διαβάζει και ξαναδιαβάζει το Ευαγγέλιο, με τη μύτη χωμένη στις σελίδες. Ο άνθρωπος είναι διπλωμένος στα δυο, κι έτσι μου 'ρχεται να του δανείσω τα γυαλιά μου. «Έχει εδώ καυσόξυλα. Κοιτάξτε μη σας σβήσει η σό μπα» συμβουλεύει ο ελεγκτής. «Ευχαριστώ. Δεν έχω εισιτήριο. Πήγα ν' αγοράσω στο Ελ Τούρμπιο, αλλά δεν είχαν.» «Μη σκοτίζεσαι. Τ' αγοράζεις στον επόμενο σταθμό• στο Χαραμίγιο.» Ένα στρώμα χιονιού σκεπάζει τα βοσκοτόπια, κι η
πάμπα, πασπαλισμένη πάντα με πράσινα και καφετιά στίγματα, παίρνει μιαν όψη φαντάσματος. Έτσι, το Pata gonia Express διασχίζει ένα τοπίο άσπρο και μονότονο, που νανουρίζει τον πάστορα. Η Αγία Γραφή τού πέφτει από τα χέρια και κλείνει. Μοιάζει με μαύρο τούβλο. To Patagonia Express είναι το τρένο των προβατάρηδων. Κάθε τέλος χειμώνα, εκατοντάδες άνδρες απ' την Τσιλοέ φτάνουν στο Πουέρτο Νατάλες, περνούν τα σύ νορα και, με το τρένο, πάνε στα κτηνοτροφικά υπο στατικά — άνδρες στιβαροί που, μπαϊλντισμένοι από τη φτώχεια και την παροιμιώδη δύναμη του χαρακτήρα που έχουν οι νησιώτισσες, αναζητούν την τύχη τους στην ενδοχώρα. Είναι στιβαροί, μα ζούνε λίγο. Στην Τσιλοέ, τρέφονται με θαλασσινά και πατάτες• στην Παταγονία, με αρνί και πατάτες. Ελάχιστοι έχουν δοκιμά σει στη ζωή τους κάποιο ζαρζαβατικό —εκτός από μελιτζάνες— ή χορταρικό. Ο καρκίνος του στομάχου εί ναι μια ασθένεια ενδημική στην Τσιλοέ. Ο σταθμός του Χαραμίγιο είναι ένα ξύλινο κτίσμα, βαμμένο κόκκινο. Η αρχιτεκτονική του έχει κάτι το σκανδιναβικό. Τα σκαλιστά κεραμίδια που κοσμούν τις υδρορρόες, κουνιούνται πέρα-δώθε με τον άνεμο, πολλά λείπουν, κι όσα μένουν, θα πέσουν κι αυτά, αν κά ποιο χέρι δεν φροντίσει να τα στερεώσει ή να τα φτιάξει. Όλο κι όλο το Χαραμίγιο είναι ο σταθμός και κάνα-δυο σπίτια, αλλά το τρένο σταματάει εδώ για να πάρει νερό. Αυτή, απ' ό,τι φαίνεται, είναι η μοναδική σημασία του μέρους, παρ' όλο που, εδώ, διατηρείται ζωντανή η τραγι κή μνήμη της Παταγονίας, η μνήμη που έχει παραλύσει στο ρολόι του σταθμού: εννέα και είκοσι οκτώ λεπτά.
142
143
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
To 1921, στο υποστατικό «La Anita», ξεκίνησε η τε λευταία μεγάλη εξέγερση των πεόν και των Ινδιάνων. Με αρχηγό τους έναν σπανιόλο αναρχικό, τον Αντόνιο Σότο, πάνω από τέσσερις χιλιάδες άτομα, άνδρες και γυ ναίκες, κατέλαβαν το υποστατικό και το σταθμό του Χαραμίγιο. Διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιαχείρι σης, έζησαν για δυο βδομάδες την ψευδαίσθηση ότι υπήρξαν η πρώτη Ελεύθερη Κομμούνα της Παταγονίας, που ευφυώς τη βάπτισαν Σοβιέτ. Η αντίδραση των γαιοκτημόνων ήταν αναπάντεχη. Η αργεντινή κυ βέρνηση έστειλε ένα ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα για να καταπνίξει την εξέγερση. Οι στρατιώτες έφτα σαν το μεσημέρι της 18ης Ιουνίου 1921. Οι άνδρες ταμπουρώθηκαν στο σταθμό του Χαραμίγιο κι οι γυναίκες έμειναν στα σπίτια του υποστατικού. Τα όπλα τους ήταν μαχαίρια, κάνα-δυο περίστροφα, που τα 'χαν κλέψει από τους επιστάτες, λόγχες και /to/lmδόρας* Ο στρατός είχε τουφέκια και μυδραλλιοβόλα. Ο λοχαγός Βαρέλα, επικεφαλής του αποσπάσματος, αφού περικύκλωσε το σταθμό, τους έδωσε προθεσμία ώς τις δέκα το βράδυ για να παραδοθούν, εγγυώμενος να σεβαστεί τη ζωή σ' όποιους θα κατεθεταν τα όπλα τους, αλλά (λόγος στρατκστικής τιμής ήταν στο κάτω κά τω) δε σεβάστηκε την προθεσμία και, στις εννέα και εί κοσι οκτώ λεπτά, έδωσε διαταγή στους άνδρες του ν' ανοίξουν πυρ.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον ακριβή αριθμό των θυμάτων. Εκατοντάδες άνδρες τουφεκίστηκαν δίπλα σε τάφους που είχαν ανοίξει πριν οι ίδιοι με τα χέρια τους. Εκατο ντάδες κάηκαν ζωντανοί, κι απλώθηκε στην πάμπα η μυ ρωδιά απ' τα απανθρακωμένα σώματα. Εννέα και είκοσι οκτώ λεπτά. Μια σφαίρα σταμάτησε το μηχανισμό του ρολογιού, κι οι δείκτες έμειναν εκεί. «Το φτιάχνουν και το ξαναφτιάχνουν, μα όλο και κά ποιοι το χαλάνε και το σταματάνε στην ώρα που πρέπει να δείχνει» μου λέει ο ελεγκτής. «Αναρχικοί — όλοι τους» παρεμβαίνει ο πάστορας. «Ο αρχηγός τους, αυτός ο Σπανιόλος, τους έπεισε ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Καλά έκαναν και τους ξεπά στρεψαν. Τους αναρχικούς, δεν πρέπει να τους λυπά σαι.» Οι πεόν, που έχουν ξυπνήσει, του απαντούν με χυδαίες χειρονομίες, ο ελεγκτής σηκώνει τους ώμους, κι ο πά στορας καταφεύγει στην ανάγνωση του μαύρου τού βλου του. Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του, βυθίζεται στον Ειρη νικό, κι οι τελευταίες ακτίνες του στέλνουν τη σκιά τού Patagonia Express πάνω στην άσπρη πάμπα, καθώς το τρένο πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τον Ατλαντικό, εκεί όπου γεννιούνται οι μέρες.
* boleadoras: το χαρακτηριστικό λάσο με τις μπίλιες των αργεντινών «γκάουτσο». (Σ.τ.Μ.)
144
PATAGONIA EXPRESS
Π
άντα επιστρέφω στο Ρίο Μάγιο, μια παταγονική πόλη γύρω στα εκατό χιλιόμετρα απ' το Κογιάικε κι άλλα διακόσια απ' το Κομοδόρο Ριβαδαβία. Πάντα επιστρέφω, και το πρώτο πράγμα που κάνω μόλις κατέ βω απ' το λεωφορείο, το φορτηγό ή κάποιο άλλο όχημα που μ' αφήνει στο σταυροδρόμι, είναι να κλείσω τα μά τια, για να μη με τυφλώσει η σκόνη. Μετά, τ' ανοίγω σι γά σιγά, φορτώνομαι το σακίδιο μου στην πλάτη και τραβάω για ένα ωραίο, ξύλινο κτίριο. Είναι ένα αρχοντικό ερείπιο, ένα βουβό τεκμήριο κα λύτερων εποχών: με το που ανοίγεις την πόρτα και μπαί νεις, βλέπεις πού ήταν η αίθουσα του χορού, το καζίνο, το βάθρο της ορχήστρας, το μπαρ με τα σκαμπό του, τα ταπετσαρισμένα με καφετί δέρμα, που τώρα τα 'χουν σχεδόν καταφάει οι κατσίκες, και, στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας υποδοχής, το πορτρέτο της Βασίλισσας Βικτωρίας, έργο ενός ζωγράφου με περίεργη αίσθηση της ανατομίας. Τα μάτια της βρετανής βασίλισσας αγγί ζουν σχεδόν τ' αφτιά της, κοντεύουν να της φτάσουν 146
στους ώμους, και τα πολύ αφρικανικά ρουθούνια της κα ταλαμβάνουν το μισό της πρόσωπο. «Salve, Regina»* τη χαιρετίζω και κάθομαι να καπνί σω μπροστά της ένα πουράκι, πριν της ζητήσω την άδεια ν' αποσυρθώ. Ξέρω πως, έξω, δεν υπάρχει περίπτωση, όλο και κά ποιος ντόπιος θα 'χει στηθεί και θα με περιμένει. Αυτή τη φορά, είναι μια γυναίκα. Βαστάει ένα καλάθι και με κοιτάει καχύποπτα. «Έχεις κάνει λάθος» μου λέει. «Δεν είν' αυτό το Ξενοδοχείο Inglés;» «Ναι, αλλά πάνε δέκα χρόνια τώρα που είναι κλειστό. Από τότε που πέθανε ο γκρίνγκο» πρόσθεσε. «Πώς; Πέθανε ο Μίστερ Σίμπσον; Πότε;» τη ρωτάω, αν και ξέρω την ιστορία, μόνο και μόνο για να 'χω την ευχαρίστηση ν' ακούσω άλλη μία εκδοχή της. «Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Κλείστηκε εδώ μέσα με πέ ντε γυναίκες... καταλαβαίνεις τώρα... απ' αυτές του δρό μου. Και πέθανε ο ακόλαστος.» Πέντε γυναίκες. Σε μια προηγούμενη επίσκεψη μου, ένας ντόπιος μου μίλησε για δώδεκα γαλλίδες πόρνες. Μπορεί να φθίνουν και οι θρύλοι... Εν πάση περιπτώ σει, το σίγουρο είναι πως ο Τόμας Σίμπσον, μόλις έμαθε ότι ο καρκίνος τού ροκάνιζε τα κόκαλα, κι ο γιατρός τού 'δίνε δεν του 'δίνε τρεις μήνες ζωή, χάρισε το ξενοδοχείο στους υπαλλήλους του, κρατώντας για τον εαυτό του μό νο την προεδρική σουίτα. Παράγγειλε να του φέρουν
* Λατινικά στο κείμενο: «Χαίρε, Βασίλισσα». (Σ.τ.Μ.)
147
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
κάμποσα κουτιά με πούρα Αβάνας, ένα βαρέλι σκοτσέζι κο ουίσκι και κλείστηκε εκεί μέσα με ακαθορίστου αριθ μού καλοπληρωμένες κοκότες, που είχαν το καθήκον να του επισπεύσουν το θάνατο, αλλά με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Δεν πέρασε μια βδομάδα, και τα νέα για τη γλυκιά επι θανάτια αγωνία του έφτασαν ώς το Κομοδόρο Ριβαδαβία. Η αγγλική παροικία αποφάσισε να στείλει έναν ιερωμένο για να σταματήσει το σκάνδαλο, αλλά, όταν ο allelujah brother προσπάθησε να μπει στη σουίτα, τον αναχαίτισε μια σφαίρα από σαρανταπεντάρι που του τσάκισε το πόδι. Ο Σίμπσον πέθανε όπως ήθελε, και το ξενοδοχείο, σε πολύ λίγο καιρό, πήγε κατά διαό λου. «Υπάρχει άλλο ξενοδοχείο... στο τέλος του δρόμου» με πληροφορεί η γυναίκα. Την ευχαριστώ και παίρνω το δρόμο για κει που μου 'δείξε. Ξέρω πως εκεί βρίσκεται το San Martin, το καλύ τερο ξενοδοχείο της Παταγονίας. Είναι ένα μονώροφο γωνιακό κτίσμα. Μέσα από το σύννεφο σκόνης που διασχίζει αιωνίως το δρόμο, δια κρίνω έναν τύπο πάνω σε μια σκάλα, ακουμπισμένη στην πρόσοψη, που φρεσκάρει με μπογιά την επιγραφή του ξενοδοχείου. «Έι, φίλε! Δικό σου είναι το ξενοδοχείο;» του φωνάζω από κάτω. «Αν ήταν δικό μου, εδώ θα 'μουν;» μ 0 υ απαντάει από πάνω. «Μπορείς να μου φωνάξεις αυτόν που το 'χει;» ξανα φωνάζω από κάτω.
«Δεν υπάρχει. Κανείς δεν το 'χει. Μπες και βάλε να πιεις ένα μάτε» φωνάζει ο μπογιατζής. Κάνω ό,τι μου λέει, κι ενώ σπρώχνω τη δίφυλλη πόρ τα, σκέφτομαι πως αυτός δεν είναι Αργεντινός. Μιλάει πολύ τραγουδιστά. Η τραπεζαρία δεν έχει αλλάξει αυτά τα τελευταία δυο χρόνια: τα ίδια τραπέζια από φορμάικα και με σιδερένια πόδια, οι ίδιες ξύλινες καρέκλες και, δίπλα σε κάθε τρα πέζι, από ένα κομψό ανθοδοχείο με πλαστικά τριαντά φυλλα και γαρίφαλα. Πίσω από την ξύλινη μπάρα είναι αραδιασμένα μπουκάλια με κρασί, τσίπουρο και ρούμι. Και, σε περίοπτη θέση, στον καθρέφτη, μια φωτογρα φία του Κάρλος Γαρδέλ, που μοστράρει μια τέλεια οδο ντοστοιχία. Το Ξενοδοχείο San Martin. Μέχρι το 1978, το μαγαζί αυτό ασκούσε χρέη δημοτικού κυλικείου. Την ίδια χρο νιά, έφτασαν στο Ρίο Μάγιο δυο πολιτικοί εξόριστοι: ο Τούρκος Χεράρδο Γαρίμπ, που δεν ήταν διόλου Τούρ κος αφού ήταν Αργεντινός, απ' το Μπουένος Άιρες, συν δικαλιστής που δεν είχε διαφθαρεί απ' τον περονισμό και απόγονος Παλαιστινίων, κι η γυναίκα του, η Τουρ κάλα Σουζάνα Γκριμαλντι, που επίσης δεν είχε τίποτα να κάνει με Τουρκάλα (πέρα απ' το ότι ήταν παντρεμένη με τον Τούρκο), αφού ήταν Ουρουγουανή, απ' την Κο λονία, καθηγήτρια μουσικής, κι ήξερε να βρίζει υπέρο χα στα ιταλιάνικα των προγόνων της. Η Σουζάνα κι ο Χεράρδο υπήρξαν τυχεροί στη διάρ κεια της δικτατορίας. Πέρασαν απ' τη φριχτή δοκιμα σία των αναμμένων τσιγάρων, των εξαφανίσεων, γνώρι σαν τα βασανιστήρια, αλλά βγήκαν σώοι απ' το λαβύ-
148
ΐ49
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ρινθο της φρίκης, καταδικασμένοι σε πέντε χρόνια εξο ρία στην Παταγονία. Είχαν κι οι δυο επιχειρηματικό μυαλό, κι έτσι, σ' ενά μιση χρόνο, η Σουζάνα έδινε μαθήματα μουσικής σε κα μιά ντουζίνα υποψήφιους Γαρδέλ, κι ο Χεράρδο κατάφε ρε να νοικιάσει το κτίριο και να το κάνει ξενοδοχείο. «Έβαλες μάτε;» με ρωτάει, μπαίνοντας, ο μπογιατζής. «Όχι ακόμα. Τώρα θα το κάνω.» «Πεινάς; Αν θες, σου φτιάχνω τηγανίτες. Κάνω τις κα λύτερες τηγανίτες στην Παταγονία. Είναι ξακουστές οι τηγανίτες μου.» «Χιλιανός;» «Απ' την Τσιλοέ. Ήρθα να δουλέψω σ' ένα κτήμα, αλ λά αρρώστησα, κι ο Τούρκος με πήρε στη δούλεψη του για μάγειρα, μπάρμαν και συντηρητή.» «Και πού 'ναι ο Τούρκος; Η Σουζάνα;» «Α! Τους ξέρεις, βλέπω. Πήγαν στην κηδεία.» «Σε ποια κηδεία; Ποιανού;» «Ένας γέρος. Καρλίτος τον έλεγαν.» «Καρλίτος Καρπιντέρο;» «Ακριβώς. Κι αυτόν τον ήξερες;» Καρλίτος Καρπιντέρο. Το 1988, στη Στοκχόλμη, μια οργάνωση που προτείνει και απονέμει εναλλακτικά βρα βεία Νόμπελ, αποφάσισε ν' απονείμει σ' έναν μυστηριώ δη καθηγητή, ονόματι Κλάους Κουσίμαβιτς, το Εναλ λακτικό Βραβείο Νόμπελ Φυσικής. Ο περί ου ο λόγος καθηγητής Κουσίμαβιτς είχε στείλει, το 1980, μακρο σκελείς επιστολές σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστή μια, στις οποίες έγραφε ότι, σύμφωνα με μελέτες που εί χε κάνει στην Παταγονία, μια επικίνδυνη τρύπα είχε
ανοίξει στο στρώμα του όζοντος που προστατεύει την ατμόσφαιρα. Έδινε τη διάμετρο της τρύπας και τις παρα μέτρους της προόδου της με απόλυτη ακρίβεια, κι οκτώ χρόνια αργότερα, οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώθηκαν τό σο από τη NASA όσο κι από επιστημονικά Ινστιτούτα της Ευρώπης. Ο καθηγητής Κουσίμαβιτς δεν μπόρεσε να πάει για να παραλάβει το βραβείο του, γιατί κανείς δεν ήξερε πώς να τον καλέσει. Η διεύθυνση του στις επι στολές που έστελνε, έγραφε: Επαρχία Τσουμπούτ, Αργε ντινή, και τίποτ' άλλο. Ένα γερμανικό περιοδικό μού ανέθεσε να ταξιδέψω στην Παταγονία και να βρω αυτόν τον μυστηριώδη κα θηγητή. Πήγα σε διάφορα χωριά και πόλεις, χωρίς επι τυχία, ώσπου έφτασα και στο Ρίο Μάγιο. Εκεί, ένα βρά δυ, η Σουζάνα κι ο Χεράρδο, αφού γνωρίστηκα μαζί τους κι έγινα φίλος τους, με κάλεσαν σε μια παρτίδα τρουκο που διοργάνωνε ο Κάρλος Αλμπέρτο Βαλέντε, ένας απ' τους πιο ιδιόρρυθμους και αρχοντικούς γκάοοτσο που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Παίξαμε και γελάσαμε ώς αργά το βράδυ, κι όταν, μετά το φαΐ, πιάσαμε να μιλάμε για τα σχέδια που είχε ο καθένας, αφηγήθηκα στον Βαλέντε το σκοπό της παρουσίας μου στο Ρίο Μάγιο. «Πώς είπες πως λέγεται;» «Κουσίμαβιτς. Κλάους Κουσίμαβιτς.» «Καρλίτος Καρπιντέρο. Εδώ λέγεται Καρλίτος Καρ πιντέρο.» «Ποιος είναι ο Καρλίτος Καρπιντέρο;» «Αυτός που ψάχνεις. Ένας γερο-τρελός που εμφανί στηκε εδώ πάνε κάμποσα χρόνια. Τρελός, μα διόλου βλά κας. Εφευρέτης. Για μένα, να σου δώσω ένα παράδειγμα,
ΐ5ο
ΐ5ΐ
Τ LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
σκαρφίστηκε ένα σύστημα που μετατρέπει τα σκατά της αγελάδας σε αέριο. Έχω τζάμπα ζεστό νερό. Ο γέρος το ονομάζει Biogas. Μάλιστα. Τρελός, μα διόλου βλάκας. Περνάει τον περισσότερο καιρό του κοιτάζοντας τον ου ρανό και μετρώντας τις ακτίνες του ήλιου με κάτι κιάλια. Λέει πως, σε λίγα χρόνια, θα 'χουμε τυφλωθεί όλοι.» Την άλλη μέρα, γνωρίστηκα με τον Κουσίμαβιτς. Ήταν ένα ξερακιανό γεροντάκι, που φορούσε μια λι γδιασμένη φόρμα μηχανικού. Όταν τον επισκέφθηκα, επιδιόρθωνε ή βελτίωνε ένα σύστημα καταιονισμού για να διώχνει τα παράσιτα απ' τις κότες. Απ' την πρώτη στιγμή, αρνήθηκε ότι λεγόταν Κλάους Κουσίμαβιτς και, με τα πρωτότυπα ισπανικά του, ορκί στηκε ότι ήταν Αργεντινός εκ γενετής. «Πώς μπορείς να 'σαι Αργεντινός αφού μιλάς σαν το ζούδι;» τον πείραξε ο Βαλέντε. «Εγώ, βρε όρνιο» απάντησε ο γέρος, «τα καστιλιάνικα τα μιλάω καλύτερα από σένα!» Ο Βαλέντε, ωστόσο, είχε στα χέρια του ένα πιστοποι ητικό των αργεντινών Αρχών, όπου ο γέρος ήταν γραμ μένος ως Κλάους Κουσίμαβιτς. Ο γέρος τού το 'χε δώσει κάποτε να του το φυλάει. Όταν πια δεν μπορούσε ν' αρνηθεί την πραγματική του ταυτότητα, μιλούσε, αλλά με το τσιγκέλι. Είχε γεννηθεί στη Σλοβενία. Στον Β' Παγκόσμιο Πό λεμο, στρατεύτηκε στις γραμμές των κροατών ουστάτσα*
* ustachas: κροατική οργάνωση αυτονομιστών, προσκείμενη στην Άκρα Δεξιά. (Σ.τ.Μ.)
και πολέμησε στα Βαλκάνια με τους Ναζί. Όταν τέλειω σε ο Πόλεμος, ξέφυγε απ' τη δικαιοσύνη των παρτιζά νων του Τίτο και μετανάστευσε στην Αργεντινή, αποφα σισμένος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή στη Νότια Αμερική, αλλά, σε λίγο καιρό, έπεσε πάνω στους Ισραη λίτες που, αναθαρρημένοι απ' την επιτυχία της σύλλη ψης του Άντολφ Αιχμαν, είχαν στήσει στην Αργεντινή ένα συστηματικό κυνήγι πρώην Ναζί ή συνεργατών τους. Έτσι, ο Κλάους Κουσίμαβιτς εγκατέλειψε την έδρα της Φυσικής που είχε στο πανεπιστήμιο του Μπου ένος Άιρες, και κρύφτηκε στην Παταγονία, σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου όπου κανείς δεν κάνει ερωτήσεις, και το παρελθόν είναι κάτι αυστηρώς προσωπικό για τον καθένα. Στο Ρίο Μάγιο, όλοι τον αγαπούσαν. Ήταν εξυπηρετι κός, κι αν εξαιρέσεις τη φήμη του μονοχνωτου που τον συνόδευε, δε δίσταζε να φτιάξει ένα ραδιόφωνο, μια σι δερώστρα, μια βρύση, μια μηχανή, χωρίς να πάρει ούτε δεκάρα. Μου επιβεβαίωσε τις μετρήσεις για την τρύπα του όζοντος, κι αρνήθηκε πεισματικά να μιλήσει για το βρα βείο. «Πες σ' αυτούς τους ανεγκέφαλους, αντί να δίνουν βραβεία, να κάνουν κάτι για την ατμοσφαιρική ρύπαν ση. Τα βραβεία είναι για τα κοριτσούδια στα καλλι στεία» είπε, εξαγριωμένος. Είχα στα χέρια μου αρκετό υλικό για ένα μεγάλο ρε πορτάζ γύρω απ' τον άνθρωπο που ανακάλυψε την τρύ πα του όζοντος, αλλά, αν το δημοσίευα, θα κατέλυα την αρμονία των κατοίκων του Ρίο Μάγιο- έτσι, ξέχασα
152
153
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
το όλο θέμα, κι ο Κουσίμαβιτς έγινε και για μένα ο Καρλίτος Καρπιντέρο. «Πάει κι ο Καρλίτος μας...» είπε ο Τούρκος, αγκαλιά ζοντας με. «Ήξερα πως θα ξαναγύριζες. Καλωσόρισες» με χαιρέ τησε η Σουζάνα. Εκείνο το βράδυ, καθίσαμε νωρίς στο τραπέζι. Διαπί στωσα πως ο μπογιατζής απ' την Τσιλοέ ήταν πράγματι καλός μάγειρας και πως οι τηγανίτες του ήταν μπουκιά και συχώριο. Μιλήσαμε για τις ζωές μας. Εγώ μπορού σα πια να γυρίσω στη Χιλή, αλλά εξακολουθούσα να μέ νω στην Ευρώπη. Εκείνοι μπορούσαν πια να γυρίσουν στο Μπουένος Άιρες, αλλά εξακολουθούσαν να μένουν στην Παταγονία. Η κουβέντα με τους δυο φίλους μ' έκα νε να πιστέψω γι' άλλη μια φορά πως τόπος σου είναι εκεί όπου νιώθεις καλύτερα. «Να σου πω κάτι; Την προηγούμενη φορά, όταν έφυ γες, μου άφησες την εντύπωση ότι σε βασάνιζε ένα μεγά λο πρόβλημα. Φαντάζομαι πως θα σου κόστισε το να μη γράψεις τίποτα για τον Καρλίτος» είπε η Σουζάνα, γεμί ζοντας τα ποτήρια μας με τσίπουρο. «Ναι. Έφυγα μ' ένα τρομερό βάρος στην ψυχή. Έλεγα μέσα μου και ξανάλεγα: κι αν ο Καρλίτος ήταν πράγματι εγκληματίας πολέμου, ένας απ' αυτούς τους ίδιους φασί στες που μας γάμησαν τη ζωή...;» «Όχι. Ο Καρλίτος ήταν ένας τύπος που πολέμησε με τη λάθος παράταξη. Δεν ήταν εγκληματίας» βεβαίωσε ο Τούρκος. «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Η Παταγονία σε διδάσκει να γνωρίζεις τους ανθρώ-
πους απ' τον τρόπο που σε κοιτάνε. Ο Καρλίτος ήταν μύωψ, γι' αυτό και φορούσε εκείνα τα γυαλιά σαν πά τους μπουκαλιών, όταν όμως κουβέντιαζε με τους φί λους του, έβγαζε τα γυαλιά του και σε κοίταζε μες στα μάτια. Και το βλέμμα του ήταν πεντακάθαρο.» «Πες του ποια ήταν τα τελευταία του λόγια» τον παρό τρυνε η Σουζάνα. «Αχ, τα τελευταία του λόγια... Τι να σου πω... Βγήκε από το κώμα για λίγα λεπτά πριν πεθάνει. Μ' έπιασε απ' το χέρι και μου είπε: "Να χέσω μέσα, ρε Τούρκε. Δε σου 'φτιαξα το ψυγείο." Κατάλαβες; Αν ο Καρλίτος είχε το παραμικρό βάρος στη συνείδηση του, δε θα πέ θαινε με την έγνοια του ψυγείου μου.» Η Σουζάνα σηκώθηκε για να περιποιηθεί άλλους πε λάτες,' κι άνοιξε τα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Έξω δε φυσούσε, κι η απουσία της σκόνης σού επέτρε πε να δεις το απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνη την ώρα, τί ποτα δεν έμπαινε ανάμεσα στους ανθρώπους και την ήσυχη νύχτα της Παταγονίας.
154
PATAGONIA EXPRESS
10 σ' το μπουκάλι» λέω στο παιδί που μόλις μου σέρβιρε ένα ποτήρι ρούμι. Πίνω. Το ρούμι κυ \ \ / \ σε λάει μέσα μου σαν μια ελαφριά παρηγοριά, διαλύοντας την εξάντληση και την υπνηλία που μου προκαλεί ο ζε στός και υγρός αέρας της ζούγκλας. Βρίσκομαι στο Σελ, ένα χωριουδάκι του Εκουαδόρ στα σύνορα με την Αμαζονία, σε μια καντίνα χωρίς πόρ τες και παράθυρα. Κοιτάζω έξω και βλέπω πως τα κλαδιά στις φοινικιές του μοναδικού δρόμου μένουν ασάλευτα, σαν να 'χουν ναρκωθεί κι αυτά κάτω από έναν ανέφελο ουρανό. Μια χαρά ουρανός για,να πετάξεις με τον Καπετάν Παλάσιος. Πώς διάολο ήταν το μικρό του; Για τους κα τοίκους του χωριού, ο αεροπόρος που, όταν ήταν στη γη, σκότωνε την ώρα του λικνιζόμενος στην αιώρα κι αδειάζοντας μπουκάλια ρούμι San Miguel, ήταν απλώς ο Καπετάν Παλάσιος. Κι έτσι τον ήξεραν σε εκατοντά δες χωριά κι αγροτόσπιτα της Αμαζονίας που τα επι σκεπτόταν με το σαραβαλιασμένο αεροπλανάκι του. ι56
Αμ' ο συνεταίρος του; Πώς λεγόταν ο συνεταίρος του; Τους γνώρισα ένα βράδυ που έπρεπε να πετάξω απ' το Σελ στο Σαν Σεμπαστιάν δελ Κόκα. Ένα φορτηγό μ' άφησε σε κάτι που έμοιαζε σαν φαρδιά δημοσιά. Με το που κατέβηκα, ένιωσα τα πόδια μου να βουλιάζουν στη λάσπη, κι είδα πως δεν ήμουν μόνος• κάτι γουρού νια κυλιόνταν τρισευτυχισμένα στο βούρκο. «Και πώς πάει κανείς στο αεροδρόμιο;» ρώτησα το φορτηγατζή. «Στο αεροδρόμιο είσαι, man. Όλο αυτό που είναι έξω από τη δημοσιά, είναι το αεροδρόμιο» μου αποκρίθηκε, δείχνοντας μου ένα τεράστιο, λασπωμένο χωράφι. Σε μια γωνιά του χωραφιού, φαινόταν ένα ξύλινο πα ράπηγμα με τσίγκινη στέγη. Έπιασα να βαδίζω προς τα κει, κι όσο ζύγωνα, άκουγα όλο και πιο καθαρά τη φωνή ενός αθλητικού σχολιαστή που μετέδιδε έναν πο δοσφαιρικό αγώνα. Οι συρταρωτές πόρτες της παράγκας ήταν ανοιχτές. Μέσα, ένας ογκώδης μιγάς εξέταζε κάτι μεταλλικά νομί σματα που ήταν μισοβουτηγμένα σ' ένα βαρελάκι λάδι. Με το 'να χέρι έβγαζε ένα ένα τα νομίσματα, αφήνοντας τη βενζίνη να τα βγάλει πέρα με τη σκουριά, και με τ' άλλο κρατούσε ένα μεγάλο πούρο. Οι κινήσεις του κε φαλιού του έδειχναν ότι δε συμφωνούσε καθόλου μ' αυ τά που έλεγε ο εκφωνητής. Ένα πράσινο καραβόπανο, απλωμένο από τοίχο σε τοίχο, χώριζε το παράπηγμα, κρύβοντας το πίσω μέρος. Ο μιγάς με κοίταξε χωρίς να μου δώσει την παραμικρή σημασία, και προσηλώθηκε ξανά στον ποδοσφαιρικό αγώνα. «Καλησπέρα» χαιρέτησα. 157
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Αυτό σηκώνει συζήτηση. Τι μπορώ να κάνω για σέ να, mister;» «Πρέπει να πετάξω για την Κόκα. Μπορείς να μου πεις πώς γίνεται;» «Βεβαίως! Για να πετάξεις, κούνα τα χέρια σου, πάρε φόρα και μάζεψ' τα πόδια σου. Τίποτ' άλλο;» «Δεν κάνω πλάκα, κουμπάρε. Πρέπει να πετάξω για την Κόκα.» «Εντάξει, mister. Μίλα με τον Καπετάν Παλάσιος.» «Και πού μπορώ να τον βρω;» «Εκεί που είναι πάντα: στο μπαρ του Καταλίνα. Βουτήξου στη λάσπη ώς το τέλος της δημοσιάς. Και το νου σου στα γουρούνια. Είναι πολύ μπαμπέσικα ζώα.» Το μπαρ του Καταλίνα ήταν μια παράγκα γύρω στα τριάντα τετραγωνικά. Η μπάρα ήταν στο βάθος, και γύ ρω της ήταν καθισμένοι μερικοί άνδρες που 'πιναν τα ποτηράκια τους και κουβέντιαζαν. Στη μέση κρεμόταν μια αιώρα από γιούτα, μέσα στην οποία ένας γκριζομάλλης κοιμόταν του καλού καιρού. Σε μια γωνιά, και με μια έκφραση υπέρτατης εγκαρτέρησης, μια γυναίκα κι ένας άντρας περίμεναν, μη κάνοντας τίποτ' άλλο απ' το να πη γαινοέρχονται πάνω στις κουνιστές πολυθρόνες τους. Η γυναίκα κρατούσε ένα καλάθι στα γόνατα της. Απ' το καλάθι ξεπρόβαλλαν τα κεφάλια δυο μικρούτσικων γου ρουνιών. Ο άντρας ακουμπούσε τα πόδια του σ' ένα συρ μάτινο κλουβί, μέσα απ' το οποίο ένας κόκορας με άγρια μάτια κοιτούσε με μίσος τα γουρουνάκια. «Ζητώ τον Καπετάν Παλάσιος» είπα στη γυναίκα που σέρβιρε.
«Εδώ είναι, καμάρι μου» απάντησε η γυναίκα, δείχνο ντας μου τον τύπο στην αιώρα. «Μπορείς να τον ξυπνήσεις;» «Εξαρτάται τι τον θες. Γίνεται έξαλλος όταν τον ξυ πνάς για ψύλλου πήδημα.» «Πρέπει να πετάξω για την Κόκα...» Δεν πρόλαβα να πω περισσότερα. Η γυναίκα με τα γουρουνάκια πετάχτηκε πάνω σαν να την είχε τσιμπή σει μύγα, κι έπιασε να ταρακουνάει την αιώρα. «Τι τρέχει, που να πάρει...;» τραύλισε ο αγουροξυπνη μένος. «Έλα... Ήρθε κι άλλος επιβάτης. Τώρα είμαστε κομ πλέ. Μπορούμε να πετάξουμε» είπε η γυναίκα, χωρίς να σταματήσει να ταρακουνάει την αιώρα. Ο Καπετάν Παλάσιος τεντώθηκε, έτριψε τα μάτια του, χασμουρήθηκε και, επιτέλους, κατέβηκε απ' την αιώρα. Δεν ήταν πάνω από ένα κι εβδομήντα, και φορούσε μια ξεθωριασμένη φόρμα πιλότου, απ' αυτές που είναι γεμά τες φερμουάρ. «Πώς είναι ο καιρός;» ρώτησε, χωρίς ν' απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. «Σκατά» απάντησε ένας τύπος απ' την μπάρα. «Έχω δει και χειρότερα» απάντησε ο Παλάσιος. «Φύγαμε!» Βγήκε από το μπαρ με σταθερό βήμα. Η γυναίκα με τα γουρουνάκια, ο άντρας με τον κόκορα κι εγώ τον ακο λουθήσαμε. Στο αεροδρόμιο, ο μιγάς ήταν ακόμα απα σχολημένος με τα μεταλλικά του νομίσματα και το πο δόσφαιρο. «Συνέταιρε, πάρ' τους τα λεφτά» πρόσταξε ο Παλάσιος.
158
159
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Τι;! Θα πετάξεις μ' αυτόν τον καιρό;» είπε ο μιγάς, δείχνοντας το ταβάνι. Λίγο πιο ψηλά, γκρίζα σύννεφα προμήνυαν καταιγίδα. «Άμα πετάνε οι αγριόγαλοι, που είναι πιο άσχημοι από μένα, δε βλέπω γιατί να μην μπορώ να πετάξω κι εγώ» ήταν η απάντηση του Παλάσιος. «Ε, ρε, πείσμα που το 'χεις! Εσείς! Για δώστε μου τα ονόματα σας! Μας χρειάζεται για ν' αναγνωρίσουμε τα πτώματα... Διακόσια πενήντα σούκρε το κεφάλι» είπε ο μιγάς. Η γυναίκα με τα γουρουνάκια πήγαινε στη Μοντάνια, ένα αγρόκτημα γύρω στα ενενήντα χιλιόμετρα απ' το Σελ, όπου, βέβαια, μπορούσε να πάει και με άλλα μέ σα: πρώτα με τα πόδια ώς την Τσονταπούντα, κι ύστερα με πιρόγα στον ποταμό Νάπο, αρκεί να 'βρίσκε καλό καιρό και να 'χε την απαραίτητη υπομονή για να κάνει το ταξίδι σε δυο-τρεις μέρες. Ο άντρας με τον κόκορα πήγαινε στο Σαν Χοσέ δε Παγιαμίνο, ένα χωριό κοντά στον ποταμό Παγιαμίνο. Οι κοκορομαχιες του Σαν Χοσέ δε Παγιαμίνο είναι ξα κουστές σ' όλη την Αμαζονία. Πέφτουν βαριά στοιχή ματα, και πολλές περιουσίες, μαζεμένες απ' τους γκαριμπέφο* με πολλά χρόνια σκληρή δουλειά για τον αφανισμό της ζούγκλας και της ίδιας της ζωής τους, έπλεαν στο αίμα του ηττημένου κόκορα, για να φτάσουν στις τσέπες των επαγγελματιών στοιχηματιών. Ο άντρας πήγαινε να δοκιμάσει την τύχη του με
τον πρωταθλητή του κόκορα. Αυτός ο κοκκινοτρίχης κοκοράκος ήταν μια μηχανή θανάτου. Έτσι τον έλεγε ο κύριος του, διευκρινίζοντας ότι, την περασμένη βδο μάδα, είχε ξεντεριασει οκτώ αντιπάλους στις κοκορομαχίες του Μάκας. Κι αυτός θα μπορούσε να ταξιδέψει δια ξηράς κι απ' το ποτάμι, αλλά θα του 'παίρνε γύρω στις πέντε μέρες, κι αυτό θα 'ταν εξαντλητικό για τον κόκορα. «Τι περιμένετε; Φέρτε το έξω!» διέταξε ο Παλάσιος, τραβώντας πέρα ώς πέρα το πράσινο καραβόπανο. Εκεί ήταν το αεροπλανάκι: ένα παλιό και ξεβαμμένο, τετρα θέσιο Cessna. Οι άνδρες λύσαμε τα σκοινιά που έδεναν το σύστημα προσγειώσεως, και σύραμε το σαράβαλο ώς την πίστα. Πρόσεξα τα χιλιάδες μπαλώματα στην άτρακτο, και πο τέ στη ζωή μου δε βρέθηκα τόσο κοντά στο ν' αλλάξω απόφαση, όμως έπρεπε οπωσδήποτε να πάω στην Κό κα, κι ο πιο σύντομος τρόπος ήταν να πετάξω. Επαναλαμβάνοντας συνέχεια μέσα μου, σαν προσευ χή: «Αυτά τα αεροπλάνα είναι ασφαλή, πολύ ασφαλή, απολύτως ασφαλή», ανέβηκα. Μου 'λάχε το κάθισμα του συγκυβερνήτη. Πίσω μου, τα γουρουνάκια γρύλι ζαν νευρικά, κι ο κόκορας έδειχνε αδιάφορος στις προ ετοιμασίες της απογείωσης. «Σαν Σεμπαστιάν... Σαν Σεμπαστιάν... Απαντήστε...» Ο Καπετάν Παλάσιος μιλούσε σ' ένα μικρόφωνο. Αντί γι' απάντηση, ακούστηκαν παρατεταμένα σφυρίγματα. Αφού πασπάτεψε κάτι μοχλούς (το μόνο που κατάφε ραν, ήταν να μεγαλώσουν την ένταση των σφυριγμά των), κρέμασε το μικρόφωνο.
f
garimpeiro: χρυσωρύχος (στα βραζιλιάνικα). (Σ.τ.Μ.)
ι6ο
ι6ι
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Δε σ' το 'πα να το φτιάξεις αυτό το σαράβαλο; Σ' το 'πα.» «Αυτή η μαλακία δε φτιάχνεται. Εγώ είμαι μηχανικός — δεν κάνω θαύματα» διευκρίνισε ο μιγάς. «Έχει καλώς. Μικρή η ζημιά. Αφού θα μας δουν όταν θα φτάνουμε...» Το αεροπλανάκι έπιασε να τρέχει στον βουρκότοπο, κι όταν το βλέμμα μου έπεσε στο ταμπλό των οργάνων, μου 'ρθε να πηδήξω έξω. Δεν είχα ξαναδεί πιο φτωχικό ταμπλό. Ανάμεσα σε διάφορες άδειες κόγχες και κομμέ να σύρματα που, το δίχως άλλο, κάποτε θ' αποτελούσαν όργανα πλοήγησης, έβλεπες να ταλαντεύεται η βελόνα του υψόμετρου και ο δείκτης των καυσίμων. Ο «ορίζο ντας» ή δείκτης ευστάθειας, που έπρεπε να 'ναι παράλ ληλος προς το έδαφος, ήταν σχεδόν κάθετος. «Να σου πω κάτι; Ο "ορίζοντας" δε δουλεύει...» σχο λίασα, προσπαθώντας να κρύψω τον πανικό μου. «Δεν πειράζει. Ο ουρανός είναι πάνω, κι η γη, κάτω. Όλα τ' άλλα είναι μαλακίες» είπε ο Παλάσιος κι έκλει σε το θέμα. Απογειωθήκαμε. Το αεροπλανάκι σηκώθηκε εκατόν πενήντα μέτρα και σταθεροποιήθηκε ομαλά. Πετούσα με κάτω από μια στέγη από παχιά και γκρίζα σύννεφα. Ο ζεστός αέρας των καταιγίδων πλημμύρισε την καμπί να. Με κάποια ανακούφιση, διαπίστωσα πως η πυξίδα λειτουργούσε: είχαμε κατεύθυνση βορειοανατολικά. Σε είκοσι λεπτά, είδαμε την πράσινη, φιδίσια γραμμή ενός ποταμού. «Κοίτα τι όμορφος που είναι ο Ουαπούνο!» αναφώνη σε ο πιλότος. «Έχουμε μπει στην Αμαζονία.»
«Είχα την εντύπωση πως η Αμαζονία άρχιζε πολύ πιο ανατολικά» σχολίασα. «Μαλακίες των πολιτικών. Η Αμαζονία αρχίζει με τις πρώτες σταγόνες που τρέχουν να βρουν τον μεγάλο πο ταμό. Τι δουλειά έχεις στην Κόκα, man;» «Καμιά δουλειά. Πάω να δω κάτι φίλους.» «Καλό αυτό. Τους φίλους δεν πρέπει να τους ξεχνάμε. Αν και θα ξαναβρεθούμε όλοι στην ίδια κόλαση, καλό είναι να τους βλέπουμε πού και πού. Στην αρχή σε πήρα για γκαριμπέφο. Δεν τους κάνω κέφι τους γκαριμπέιρο.» «Ούτε κι εγώ.» «Μάστιγα είναι. Μόλις βγει η παραμικρή βρόμα για κουράδες που αστράφτουν, πλακώνουν κατά χιλιάδες. Καμιά φορά, έτσι μου 'ρχεται να γεμίσω το αεροπλανά κι με δηλητηριώδες αέριο και να τους το πετάξω στο κε φάλι. Πώς σου φαίνεται η πτήση;» «Μέχρι στιγμής, μια χαρά. Κανένα παράπονο.» Το σχέδιο πτήσης του Καπετάν Παλάσιος ήταν απλούστατο: πάντα κάτω από τα σύννεφα, θ' ακολουθού σε τον ποταμό Ουαπούνο ώς το σημείο όπου ενώνεται με τον Αραχούνο και σχηματίζει έναν μεγάλο ποταμό, που συνεχίζει να κυλάει προς τα βορειοανατολικά. Από κά τω μας, η ζούγκλα ήταν σαν ένα γιγαντιαίο ζώο σε ανά παυση, έτοιμο να δεχτεί τη νεροποντή που δε θ' αργούσε να πέσει. «Εσύ, man, δεν είσαι από τα μέρη μας.» «Όχι• είμαι Χιλιανός.» «Αχά — και πάλι αχά.» «Τι πά' να πει αυτό;» «Πά' να πει πως, για να 'σαι εδώ, ή είσαι παλαβός, ή ι6 3
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
δεν μπορείς να ζήσεις στον τόπο σου. Είτε το ένα εί ναι, είτε το άλλο, δεν έχω πρόβλημα. Κοίτα τα φλαμίνγκο εκεί κάτω! Έχεις δει πιο ωραία πουλιά;» Σε όλα είχε δίκιο: και στο ότι μόνο ένας παλαβός θα μπορούσε ν' ανέβει σ' ένα αεροπλανάκι όπως αυτό, και στο ότι δεν μπορούσα να ζήσω στον τόπο μου, και στο ότι εκεί κάτω, σε μια λίμνη σχηματισμένη απ' τις υπερ χειλίσεις του Ουαπούνο, ένα πλήθος όμορφα φλαμίνγκο περίμεναν την καταιγίδα. Μετά από μια ώρα πτήση, διακρίναμε ένα ξέφωτο στη ζούγκλα δίπλα στη δυτική όχθη του ποταμού Νάπο, με τέσσερις-πέντε καλύβες από καλάμια και φοινικόφυλλα: η Μοντάνια. Αφού κατεβήκαμε καμιά πενηνταριά μέτρα, πιάσαμε να κάνουμε κύκλους από πάνω της. «Μην ταράζεσαι. Το κάνω για να δώσω χρόνο στα παιδιά να ετοιμάσουν την πίστα.» Κάτω, κάποιοι άνθρωποι έτρεξαν ώς την όχθη, μάζε ψαν κλαδιά και πέτρες, και, κουνώντας τα χέρια τους, μας έδειξαν ότι μπορούσαμε να κατεβούμε. Ο Παλάσιος απέδειξε ότι ήταν ικανός να προσγειωθεί και πάνω σε μια πετσέτα. Αφού αφήσαμε τη γυναίκα και τα γουρουνάκια της, κι αφού πήραμε κάμποσες παραγγελίες απ' τους ντόπιους, ξεκινήσαμε για τη δεύτερη απογείωση. Ο Παλάσιος οδήγησε το σκάφος στην ακροποταμιά, ανέπτυξε ταχύ τητα, κι απογειωθήκαμε σύρριζα στο νερό. Σε λίγα λε πτά, ακολουθούσαμε το ρεύμα του ποταμού Νάπο. «Ακόμα είσαι νευρικός, man;» με ρώτησε ο Παλάσιος, όλο ειρωνεία. «Όχι όπως στην αρχή. Πετάς πολλά χρόνια; Σ' το ρω-
τάω, γιατί η απογείωση σου στην όχθη ήταν υπέροχη.» «Εγώ όμως χέστηκα απ' το φόβο μου» είπε από πίσω ο άντρας με τον κόκορα. «Πολλά; Ούτε κι εγώ ξέρω πόσα...» απάντησε ο Καπε τάν Παλάσιος. «Δικό σου είναι το αεροπλανάκι;» «Δικό μου; Ας πούμε ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Εγώ, χωρίς αυτό, δε θα 'ξέρα τι να κάνω, κι αυτό, χωρίς εμένα, δε θα πήγαινε πουθενά. Κοίτα τι όμορφος που εί ναι ο Νάπο! Σ' αυτό το σημείο, δυο φορές το χρόνο, πλημμυρίζει μεγάλη έκταση της ζούγκλας, και μπορείς να ψαρέψεις κάτι τεράστια γατόψαρα.» «Έτσι είναι» συμφώνησε ο άντρας με τον κόκορα. «Πριν λίγο καιρό, είδα να βγάζουν ένα γατόψαρο εβδο μήντα κιλά.» «Γιατί ρωτάς για τ' αεροπλανάκι; Ξέρεις από αερο πλάνα;» «Κάτι λίγα. Η μηχανή του ακούγεται καλά.» «Δε λες τίποτα, man. Έχω καλό μηχανικό. Ο μιγάς που είδες στο Σελ, είναι ο συνεταίρος μου, και δουλειά του είναι να φροντίζει ώστε να 'ναι όλα εντάξει. Αυτό το σκάφος ανήκε σε κάτι παπάδες που έκαναν μιαν αναγκα στική προσγείωση κοντά στο Μάκας. Προσγειώθηκαν στην κορυφή ενός δέντρου και το άφησαν εκεί. Εμείς το αγοράσαμε για παλιοσίδερα και, σε δυο βδομάδες, το κάναμε ξανά να πετάει.» Ο διάδρομος προσγειώσεως του Σαν Χοσέ δε Παγιαμίνο ήταν ένα πλατύ ξέφωτο, ανοιγμένο με ματσέτες. Το χρησιμοποιούσαν επίσης και για ποδοσφαιρικό γήπε δο, παζάρι και κεντρική πλατεία. Αφήσαμε εκεί τον
164
ι65
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
άντρα με τον κόκορα, του ευχηθήκαμε καλή επιτυχία, ξεκουραστήκαμε και συνεχίσαμε το ταξίδι μας πετώ ντας πάνω από τον ποταμό Παγιαμίνο ώς εκεί όπου τα νερά του ενώνονται με τα νερά του Πούνο, κι αργότε ρα, πάντα με κατεύθυνση βορειοανατολικά, πετώντας πάνω από το Πουέρτο Φρανσίσκο δε Ορεγιάνα, είδαμε τον Πούνο και τον Κόκα να χύνονται στον μεγάλο ποτα μό Νάπο. Τα νερά του ταξιδεύουν χίλια τριακόσια χι λιόμετρα για να θρέψουν τον μεγαλοπρεπή Αμαζόνιο. Στη διάρκεια της τελευταίας φάσης της πτήσης, ο αε ροπόρος μού αφηγήθηκε ιστορίες απ' τη ζωή του. Είχε δουλέψει πιλότος για την Texaco, με πολύ καλό μισθό, ώσπου μια μέρα ανακάλυψε πως δε γούσταρε τους γκρίνγκο κι είχε ερωτευτεί την Αμαζονία. «Είναι σαν γυναίκα, man. Μπαίνει μέσα σου, γίνεται ένα μ' εσένα. Δε σου ζητάει τίποτα, αλλά εσύ φαντάζε σαι ποιο θα 'ταν το χατίρι της, και της το κάνεις.» Στο Σαν Σεμπαστιάν δελ Κόκα, συνεχίσαμε να κουβε ντιάζουμε και, μετά από μια νύχτα κραιπάλης όπου γεμί σαμε ρούμι μέχρι τ' αφτιά, αποφασίσαμε πως θα μπορού σαμε να γίνουμε φίλοι. Και γίναμε. Του οφείλω το ότι είδα από ψηλά τις πιο κρυφές και σαγηνευτικές περιο χές της Αμαζονίας, πολλά μυστήρια αυτού του πράσι νου κόσμου που τον ήξερε καλύτερα κι απ' ό,τι τον εαυ τό του, κι όταν, πολλά χρόνια μετά από εκείνη την πρώ τη μας πτήση, ξαναγύρισα στην Αμαζονία για να κάνω μια σειρά ρεπορτάζ με θέμα την εγκληματική ερήμωση της πράσινης πλάσης, ο Καπετάν Παλάσιος ήταν εκεί, πρόθυμος να με πετάξει όπου χρειαζόταν. Τον είδα για τελευταία φορά στο Ελ Παντανάλ, στο
Κάτω Μάτο Γκρόσο. Αποχωριστήκαμε κεφάτοι, με τη χαρά που σου φέρνουν κάμποσα μπουκάλια ρούμι όταν τα πίνεις με φίλους, και την ικανοποίηση ότι είχα κάνει καλή δουλειά, γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την εξόντωση των χακαρές* που το δέρμα τους καταλήγει σε επιδείξεις μόδας στην Ευρώπη. Όλο το συνεργείο που δούλεψε στο ντοκιμαντέρ, συμφώνησε πως, χωρίς τη συνδρομή του Καπετάν Παλάσιος, το γύρισμα δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. «Τα ξαναλέμε, man. Δε χρειάζεται να σου πω να ξα νάρθεις. Σου 'χει μπει κι εσένα η Αμαζονία, και δεν μπο ρείς να ζήσεις μακριά της. Άμα θες να γαμήσουμε αυτούς τους πούστηδες που την καταστρέφουν, ψάξε με. Ξέρεις πού να με βρεις.» Και τον έψαξα. Πριν καθίσω σ' αυτή την καντίνα και παραγγείλω αυτό το μπουκάλι ρούμι που το αδειάζω σιγά σιγά, τον έψαξα μέχρις εξαντλήσεως. Δεν τον βρήκα. Ού τε και το συνεταίρο του, το μιγάδα. Κάποιος μου είπε πως είχαν φύγει οι δυο τους, άγνωστο για πού, και δεν ξαναγύ ρισαν. Ο ίδιος δε θυμόταν πότε ακριβώς είχε γίνει αυτό. Σ' αυτή την περιοχή του κόσμου, η ζωή και η λήθη διαδέχο νται η μια την άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα. Τι απέγιναν άραγε αυτοί οι δυο υπέροχοι τυχοδιώκτες, που δεν κατάφερα ποτέ να μάθω τα μικρά τους ονόματα; Τι απέγινε αυτός που πάντα με προσφωνούσε man, ο φί λος μου, ο Καπετάν Παλάσιος;
* jacarés: είδος αλλιγάτορα της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)
166
ι67
Τελευταίο Μέρος Σημειώσεις από μιαν άφιξη
Κ
άποιος με σκουντάει στον ώμο. «Ξύπνα. Φτάσαμε στο Μάρτος.» Τρόμαξα ν' αναγνωρίσω τον οδηγό και να θυμηθώ πως βρισκόμουν σ' ένα λεωφορείο. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από τότε που το πήρα στη Χαέν, και μόλις ακούμπη σα το κεφάλι μου στη ράχη του καθίσματος, με πήρε ο ύπνος. «Μάρτος;» «Ναι, ρε φίλε! Μάρτος.» Μόλις κατέβηκα απ' το λεωφορείο, ένιωσα τον μεση μεριάτικο ήλιο να χτυπάει κατακέφαλα. Δεν υπήρχε ού τε ένα σύννεφο στον ουρανό, και δε φυσούσε το παραμι κρό αεράκι. Όλα τα σπίτια ήταν κατάλευκα με πράσινα παραθυρόφυλλα, και παντού υπήρχαν γλάστρες με τα λουλούδια που αγαπώ πιο πολύ απ' όλα: τα ταπεινά κι ανθεκτικά γεράνια. Δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους, αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο με τέτοιο λιοπύρι. Από ένα σπί τι ακούστηκε κάποιο ραδιόφωνο, κι έκανα έναν περίπα το ανάμεσα σε κάτασπρους τοίχους, ώσπου έφτασα σε μια πηγή. Λίγο νερό έτρεχε από μια βρύση κι έπεφτε μα λακά στη λεία επιφάνεια της στέρνας. Ένωσα τις φού171
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
χτες μου κι ήπια αυτό το κρύο, ανακουφιστικό νερό με τη μεταλλική γεύση, που κατέβαινε απ' τα βουνά για να παρηγορήσει τους διψασμένους, κι ύστερα να συνεχί σει ώς τις ρίζες των ελαιόδεντρων στους γύρω γήλοφους. Την ώρα που έπινα, είδα το πρόσωπο μου να καθρεφτί ζεται στο νερό, κι ανακάλυψα κάποια στοιχεία ξένα, κι όμως οικεία. Πλησίασα στην επιφάνεια του νερού και, σιγά σιγά, το πρόσωπο μου γέμισε με τα χαρακτηριστι κά του παππού μου. «Έφτασα, παππού. Βρίσκομαι στο Μάρτος.» Ο γέρος με κοίταξε με τα πονηρά ματάκια του κι είπε έναν ακόμα απ' τους αφορισμούς του: «Δεν είναι ντροπή να 'ναι κανείς ευτυχισμένος». Τότε αισθάνθηκα πως η κούραση του ταξιδιού μού 'φέρνε ρίγη, κι έκλεισα τα μάτια μου. Βούτηξα το κεφά λι μου στο νερό κι έπιασα πάλι τον περίπατο μου. Έφτασα σε μια πλατεΐτσα μ' ένα μπαρ. Μπήκα. Οι πέντ'-έξι θαμώνες που στέκονταν στην μπάρα, με κοίτα ξαν για λίγο, κι ύστερα συνέχισαν τη ζωηρή τους συζή τηση. «Τι θα πάρετε;» με ρώτησε ο μαγαζάτορας. «Δεν ξέρω... Τι πίνετε εδώ, στο Μάρτος, αυτή την ώρα;» «Κρασί... ρακί... Ό,τι γουστάρει ο καθένας...» «Δώσ' του ένα φίνο* Μανόλο» του συνέστησε ένας απ' τους θαμώνες. Ο μαγαζάτορας με σέρβιρε. Δοκίμασα. Σ' αυτό το φίνο
' fino: λευκό, ξηρό ισπανικό κρασί, που πίνεται σαν απεριτίφ. (Σ.τ.Μ.)
βρισκόταν ο ίδιος ήλιος που έκαιγε έξω. Άδειασα το πο τήρι μου με κατάφωρη ευχαρίστηση. «Καλό, ε;» είπε ο μαγαζάτορας. «Πολύ καλό.» Ήθελα ν' ανοίξω κουβέντα μ' αυτούς τους άνδρες, να τους πω πως ερχόμουν από πολύ μακριά, ψάχνοντας ένα χνάρι, έναν ίσκιο, ό,τι ελάχιστο είχε απομείνει απ' τις ανδαλουσιάνικες ρίζες μου, αλλά ήθελα και να τους ακούω, να γεμίσω απ' αυτή την «κλειστή» προφορά, τη λίγο σκοτεινή, που δε θύμιζε σε τίποτα τα τραγουδι στά ανδαλουσιάνικα της ακτής. Μπήκαν δυο καινούργιοι πελάτες, συνεχίζοντας την κουβέντα τους που την είχαν αρχίσει απ' το δρόμο. Πα ράγγειλαν δυο ποτήρια κόκκινο κρασί. Ο ένας ύψωσε το ποτήρι του χωρίς να πει λέξη, αλλά η κομψή του χειρο νομία άξιζε όσο μια ολόκληρη διάλεξη. Ο άλλος, πιο ομιλητικός, απάντησε με μια σύντομη πρόποση: «Στην υγειά σου». Ήπιαν με τελετουργικές κινήσεις. Μετά, αφήνοντας το ποτήρι στην μπάρα, αυτός που είχε μιλήσει, σκούπι σε τα χείλη του με την ανάστροφη της παλάμης. Ο κό σμος ήταν ήσυχος. Η ζωή δεν μπορούσε να 'ναι πιο αρ μονική, κι έτσι, συνέχισαν την κουβέντα τους. «Σ' το ξαναλέω: αυτή η δουλειά με τις ντομάτες είναι σπουδαία. Αρκεί, φυσικά, να μην είσαι άσχετος.» «Και τι μου λέει ο ηλίθιος; Ότι έχω ρευματισμούς! Ακούς εκεί ρευματισμούς! Αν είναι δυνατόν!» «Οι Ολλανδοί έχουν κάνει περιουσίες με τις ντομάτες. Και πες μου, αν έχεις το Θεό σου: πού τον βρίσκουν τον ήλιο οι Ολλανδοί;»
172
173
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Κι ότι πρέπει να πάω, λέει, σε ιαματικά λουτρά! Γαμώ την όστια μου, γαμώ! Αυτοί οι γιατροί του Δημοσίου νο μίζουν πως είμαστε παιδαρέλια. Να χέσω μέσα!» «Η καλή ντομάτα δε βγαίνει σε θερμοκήπια. Έχεις δει τι ντομάτες βγάζουν στο Τορεδονχιμένο; Ήλιο και νερό απ' το φαράγγι — αυτό θέλουν οι ντομάτες!» «Ξέ'ς τι λέω εγώ; Πως, άμα έχεις καλό έμπλαστρο, ού τε πόνοι στα κόκαλα ούτε τίποτα. Φτου, να πάρει! Άργη σα πάλι!» «Άντε, Πέπε! Ώρα για φαΐ! Χαιρέτα μου τους δικούς σου, και τα ξαναλέμε μια απ' αυτές τις μέρες. Και πρόσε χε.» «Αγόρι μου, ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα...» «Εμένα θα μου πεις, Πέπε...;» Αυτός που, προφανώς, δεν είχε ρευματισμούς, έφυγε, κι αμέσως μου 'ρθε στο νου μια από τις αναμνήσεις του παππού μου. «Υπάρχει στο Μάρτος ένα μπαρ που το λένε De los Cazadores;»* «Απ' ό,τι ξέρω, όχι» είπε ο μαγαζάτορας. «Πώς δεν υπάρχει!» μπήκε στη μέση ο ντοματοκαλλιεργητής. «Για να δούμε: υπάρχει του Μιγκέλ, το Castillo, αυτό του Λα Πένια...» «Μανόλο, πρόσεξε με: πώς λεγόταν παλιά αυτό το μπαρ;» «Είχε πολλά ονόματα. Άσε με να σκεφτώ...»
«Μέχρι το '50, λεγόταν De los Cazadores. Να χέσω μέ σα! Όλα τα ξεχνάς!» «Εγώ γεννήθηκα το '52. Πού θες να το ξέρω;» «Έχει δίκιο. Λοιπόν: αυτό το μπαρ, παλιά, λεγόταν De los Cazadores, κι είχε δυο γάντζους δίπλα στην πόρτα. Στον έναν κρεμούσαν τα δισάκια, και στον άλλο, τα του φέκια τους. Ε, ρε, μνήμη που την έχω!» είπε ένας άλλος θαμώνας. Ήταν, λοιπόν, πολύ πιθανό, να βρισκόμουν στο ίδιο μαγαζί όπου ο παππούς μου κατέβαζε τα ποτηράκια του. Μόλις διαφωτίστηκε το θέμα της ονομασίας του μπαρ, οι άνδρες έπιασαν να με παρατηρούν με ανυπόκριτη πε ριέργεια, και τους εξήγησα το λόγο που βρισκόμουν εκεί. Τους μίλησα για τον παππού μου και για το μεγάλο ταξίδι μου ώς το Μάρτος. Ενόσω μιλούσα, κάποιοι πήραν τηλέφωνο για να ειδο ποιήσουν τα σπίτια τους ότι θ' αργούσαν για το φαγητό, κι άλλοι ανέθεσαν το ίδιο καθήκον σε κάτι παιδιά που είχαν μπει για ν' αγοράσουν παγωτά. Ο μαγαζάτορας, μη θέλοντας να χάσει ούτε μία λεπτομέρεια, έφερε κι αράδιασε πάνω στην μπάρα μπουκάλια απ' ό,τι πινόταν και δεν πινόταν. Όταν είπα αυτά που 'χα να πω, κοιτά χτηκαν αναμεταξύ τους. «Τι ιστορία κι αυτή, ρε Χιλιανέ! Τι ιστορία! Υπάρχει κάποιος που 'χετε το ίδιο επώνυμο. Εδώ κοντά μένει. Εί ναι ένας γέροντας, και θαρρώ πως τον λένε Άνχελ» είπε αυτός με τις ντομάτες. «Μάλιστα, κύριε» μπήκε στη μέση ένας τρίτος. «Λέ γεται Άνχελ και ζει με την κυρά του. Μου φαίνεται,
* (Το μπαρ) των Κυνηγών. (Σ.τ.Μ.)
174
175
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
όμως, πως δεν είναι από το Μάρτος• πως είναι απ' τη Σεγκόβια.» «Αγόρι μου, ο δον Άνχελ ζει εδώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου» επέμεινε αυτός με τις ντομάτες. «Ξέρεις πότε είχε γεννηθεί ο παππούς σου;» «Ναι. Ξέρω την ημερομηνία.» «Λοιπόν, ακούστε τι πρέπει να κάνουμε: να πάμε να ρωτήσουμε τον παπά. Αυτός ξέρει τη ζωή του Μάρτος καλύτερα από τον καθένα.» «Φυσικά και την ξέρει... Αφού χώνει τη μύτη του πα ντού!» «Αυτή είν' η δουλειά του. Έκαστος στο είδος του, κι ο παπάς στα ψου-ψου-ψου με τις γριές.» «Αυτή την ώρα, όμως, θα τρώει, κι άμα τρώει, δεν ανοί γει ούτε στο Χριστό τον ίδιο.» «Εγώ λέω να περιμένουμε. Μανόλο, δε φέρνεις κάνα μεζεδάκι...;» Στις τέσσερις το απόγευμα, είχαμε εξαφανίσει μισό χοιρομέρι, και δεν είχε μείνει τορτίγια* ούτε για δείγ μα. Ήρθαν κι άλλοι και προστέθηκαν στην ομάδα, που ενημερώθηκαν πολύ γρήγορα απ' αυτούς που ήξεραν την ιστορία. Με επικεφαλής αυτόν με τις ντομάτες, κινήσαμε να επισκεφθούμε τον παπά, πρώτα, όμως, θέλησα να πλη ρώσω το λογαριασμό. «Μα τι λες τώρα!» είπε ο μαγαζάτορας. «Με την ιστο-
* tortilla: ένα είδος μπομπότας' ίσως το πιο τυπικό μεξικανικό έδεσμα. (Σ.τ.Μ.)
ρία σου περάσαμε καλύτερα κι απ' την τηλεόραση! Πε ριμένετε να 'ρθω κι εγώ μαζί σας στον παπά.» Ο παπάς τα 'χε σίγουρα πατημένα τα εβδομήντα, κι ήταν απ' αυτούς που φοράνε ράσο. Με σημάδια πανι κού, όρμησε ν' αντιμετωπίσει την ομάδα που είχε διατα ράξει τη γαλήνη της εκκλησίας του. «Πώς ήταν αυτό;» «Ησύχασε, παπά μου. Έχουμε καλές προθέσεις.» «Το ρωτάω, γιατί κανέναν σας δε βλέπω στη Λειτουρ γία.» Αυτός με τις ντομάτες, που είχε ήδη γίνει αποδεκτός ως εκπρόσωπος της ομάδας, εξέθεσε στον παπά την ιστορία μου και τους λόγους της επίσκεψης μου. Ο πα πάς μάς οδήγησε σ' ένα πολύ ψηλοτάβανο δωμάτιο, που οι τοίχοι του ήταν όλοι καλυμμένοι με παμπάλαια βιβλία. Δεν του πήρε πολύ χρόνο για να βρει το πιστο ποιητικό βαπτίσεως του παππού μου. «Πλησίασε» μου φώναξε ο παπάς. Είχε περάσει ένας αιώνας και κάτι από εκείνη την εγ γραφή. Είχα μπροστά μου το όνομα του παππού μου και τα ονόματα των προπάππων μου: Χεράρδο δελ Κάρμεν, του Κάρλος Ισμαέλ και της Βιρχίνια δελ Πιλάρ. Αυτό το έγγραφο μαρτυρούσε την πρώτη δημόσια πράξη ενός ανθρώπου στον οποίο ταίριαζαν απολύτως οι στίχοι του Σέσαρ Βαγιέχο: «Γεννήθηκε τόσος δα, κοιτάζοντας τον ουρανό, κι ύστερα μεγάλωσε, θέριεψε, πάλεψε με τα κύτταρα του, τις πείνες του, τις σάρκες του, τα "όχι" και τα "όχι ακόμα" του...» κι ο οποίος, στη διάρκεια της ζω ής του, θα γνώριζε τη φυλακή, τον κατατρεγμό και την εξορία για τις φιλελεύθερες ιδέες του.
176
177
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
«Τούτοι δω έχουν δίκιο. Πάρε αυτόν το δρόμο που λέ γεται Δε Λα Βίρχεν, και φτάσε στο δώδεκα. Εκεί μένει ο Άνχελ, ο μικρός αδελφός του παππού σου, ο μόνος απ' τα πέντε αδέλφια του που ζει ακόμα. Πρέπει να φωνάζεις, γιατί είναι θεόκουφος. Ας σ' έχει καλά ο Θεός που τον βρήκες. Είναι ένα θαύμα» είπε ο παπάς και με συνόδεψε ώς την πόρτα. Βγαίνοντας απ' την εκκλησία, η φήμη για το θαύμα είχε ήδη κάνει το γύρο της, και κάποιες γριούλες, με το που περνούσα από δίπλα τους, σταυροκοπιόνταν. Σέρνοντας ξωπίσω μου μια πολυάριθμη κουστωδία, πή ρα την οδό Δε Λα Βίρχεν και σταμάτησα μπροστά στον αριθμό που μου 'χαν πει. Το σπίτι ήταν άσπρο, όπως όλα, κι είχε ένα πορτάκι από πράσινο ξύλο. Δεν τολμούσα να φωνάξω, και κα νείς από τους συνοδούς μου δεν έλεγε να πάρει πρωτο βουλία. Ήσαν όλοι τους σιωπηλοί, και βλέποντας αυτά τα ηλιοκαμένα πρόσωπα, μου φάνηκε πως η όλη κατά σταση θύμιζε πολύ αρχαία τραγωδία, χωρίς να ξέρω γιατί. Χρόνια αργότερα, όταν έμαθα ό,τι έπρεπε να ξέρω για το Μάρτος, κατάλαβα πως, σ' αυτή την περιοχή, την πιο φτωχική (αλλά όχι φτωχή) της Ανδαλουσίας, οι άνδρες, αργά ή γρήγορα, κατέβαιναν στην κόστα και δε γύριζαν ποτέ. Κι αν κάποιος γύριζε, τον θεωρούσαν πάντα ξερι ζωμένο. «Τι θα γίνει, ρε κουσέλια; Δεν έχετε καμιά δουλειά να κάνετε;» ρώτησε αυτός με τις ντομάτες, κι η επιτροπή άρχισε να οπισθοχωρεί. «Πάμε. Γυρίστε στις δουλειές σας, γιατί εδώ ο ήλιος
θα σας κουρκουτιάσει τελείως» είπε ένας άλλος από την ομάδα. «Θα περάσεις μετά απ' το μπαρ, ε;» πέταξε ο μαγαζάτορας. Μ' άφησαν μόνο μπροστά στο πορτάκι. Πριν φωνάξω, πέρασα το χέρι μου στην τραχιά επιφάνεια. Έκαιγε. Η σκούρα πράσινη μπογιά τραβούσε και κρατούσε τη θερ μότητα του ήλιου. Άφησα το χέρι μου εκεί, περιμένοντας να περάσει αυτή η ενέργεια στο σώμα μου και να μου δώσει το κουράγιο που χρειαζόμουν για να φωνάξω. Δε χρειάστηκε όμως, γιατί το πορτάκι υποχώρησε απ' την πίεση του χεριού μου. Έσπρωξα, και τότε είδα το γέροντα. Κοιμόταν ήρεμα, ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ, στον ίσκιο μιας λεμονιάς. Το πορτάκι έβγαζε κατευθείαν σε μια πλακόστρωτη αυλή. Στο βάθος ήταν το σπίτι, απα ράλλαχτα λευκό κι αυτό, κι είχε παντού γλάστρες με γε ράνια. Δίπλα στο γέροντα υπήρχε ένα τραπέζι και, πάνω στο τραπέζι, μια καράφα με νερό και λίγοι κύβοι ζάχα ρη. Αναζήτησα στα πλακάκια μια μνήμη από τα παιδι κά μου χρόνια και τη βρήκα, σε δυο-τρεις ζουληγμένες μύγες, ξεραμένες απ' τον ήλιο. Ο παππούς μου περνούσε κι αυτός την ώρα του έτσι: έβαζε λίγη ζάχαρη στο στόμα, τη μούσκευε με μια γου λιά νερό, κι ύστερα έφτυνε το κράμα, σήκωνε ελαφρά το πόδι πάνω απ' τη γλυκιά παγίδα και περίμενε να πλακώ σουν οι μύγες. Και μετά, πλατς! «Άι, Χεράρδο! Πώς μπορείς να 'σαι τόσο κακός;» τον μάλωνε η γιαγιά. «Η ανθρωπότητα πρέπει να μ' ευγνωμονεί» απαντούσε
178
179
LUIS SEPULVEDA
PATAGONIA EXPRESS
ο παππούς. «Αν αυτά τα ζωύφια εξελιχθούν, θα γίνουνε παπάδες ή στρατιωτικοί.» Γονάτισα δίπλα στον ξαπλωμένο γέροντα, προσέχο ντας να μην ταράξω τη γαλήνη του. Κοιμόταν με το κε φάλι ελαφρά γερμένο στον ένα του ώμο. Κάπου κάπου σάλευε τα χείλια και τα φρύδια του. Ποιες εικόνες ενοικούσαν τα όνειρα του; Μπορεί, ανάμεσα σ' αυτές, να 'ταν κι η εικόνα του αδελφού του, του Χεράρδο, παιδιού ακό μα, να μαζεύει ελιές, ή να κατηφορίζουν μαζί για τη Χαέν, μια Κυριακή που 'χε ταυρομαχίες, ή να σκαρφαλώ νουν στην κορφή του Βράχου του Μάρτος, εκεί απ' όπου, τα παλιά χρόνια, γκρέμιζαν τους θανατοποινίτες. Το πρόσωπο του, σκαμμένο με άπειρες ρυτίδες, και μ' ένα αραιό, λευκό γένι, έδειχνε υγιέστατο. Το σώμα του ήταν λεπτό, με μεγάλα χέρια, και τα χοντρά δάχτυλα μαρτυρούσαν τον αγρότη. Και τα πόδια του ήταν μεγάλα — όπως του παππού μου. Καλά πόδια για περπά τημα. Ο γέροντας άνοιξε τα μάτια. Είδα το είδωλο μου στις γκρίζες κόρες των ματιών του, που αστραποβολούσαν. Προσπαθούσε να κατατάξει την εικόνα μου ανάμεσα στις αναμνήσεις του. «Ο Πακίτο είσαι, έτσι; Ο γιος της γαλατούς.» «Όχι- δεν είμαι ο Πακίτο.» «Δε σ' ακούω, γιε μου. Τι είπες;» «Όχι, δον Άνχελ• δεν είμαι ο Πακίτο» επανέλαβα, ανε βάζοντας τον τόνο της•φωνής μου. «Ε, τότε, θα 'σαι ο Μιγκελίγιο. Σαν πολλή ώρα δε σου πήρε να 'ρθεις;» «Δον Άνχελ, θυμάσαι τον αδελφό σου, τον Χεράρδο;»
Κι εκείνη τη στιγμή, το βλέμμα του γέροντα διαπέρα σε το δέρμα μου, τρύπησε όλα μου τα κόκαλα, βγήκε απ' το πορτάκι έξω, στο δρόμο, ανηφόρισε και κατηφόρισε, προσκύνησε κάθε δέντρο, κάθε σταγόνα λάδι, κάθε γου λιά κρασί, κάθε σβησμένο χνάρι, κάθε τραγουδισμένη καντάδα, κάθε ταύρο θυσιασμένο την κακιά ώρα, κάθε ηλιοβασίλεμα, κάθε τρίκωχο καπέλο που «σήκωσε κε φάλι» στους νοικοκυραίους, κάθε μαντάτο που ήρθε από μακριά, κάθε γράμμα που σταμάτησε να 'ρχεται για τί έτσι είν' η ζωή η πουτάνα, κάθε σιωπή που παρατάθη κε ώσπου να παγιωθεί η απόλυτη αποξένωση. «Χεράρδο...; Αυτόν που τον έλεγαν "Φίδι";» Όλο το 'σκαγε ο παππούς μου. Τον φοβόνταν και τον έψαχναν. Κι εκείνος άλλαζε πετσί κι ονόματα, κι όλο την ίδια εξεγερμένη αγάπη ζέσταινε στον κόρφο του. «Ναι, δον Άνχελ. Έτσι τον έλεγαν.» «Ο αδελφός μου...; Αυτός που πήγε στην Αμερική;» Ναι. Αυτός που πήγε στην Αμερική. Ένας απ' όλους αυτούς που μπήκαν στα καράβια γεμάτοι ελπίδα, απ' αυ τούς τους Ισπανούς που, τέσσερις αιώνες μετά την ένο πλη εισβολή στην Αμερική, έφυγαν αναζητώντας τη γα λήνη, κι εκεί τους καλοδέχτηκαν, και βρήκαν ξυλεία για να χτίσουν τα σπίτια τους, κι αρχοντικό κερί από μέλισ σες δουλεύτρες για να γυαλίσουν τα τραπέζια τους, και ξηρά κρασιά για να πλάσουν τα καινούργια τους όνει ρα, και μια γη που τους είπε: τόπος σου είναι εκεί όπου νιώθεις καλύτερα. Ο παππούς μου. Αυτός που πήγε στην Αμερική. Αυτός που διέσχισε τη θάλασσα και, στην άλλη άκρη, βρήκε ανθρώπους έτοιμους ν' ακούσουν τη φωνή του: «Το κοι-
ι8ο
LUIS SEPULVEDA νωνικό συμβόλαιο είναι μια ατιμία των εχθρών του αν θρώπου. Η φύση μας απαιτεί να λύνουμε τις διαφορές μας συζητώντας αδελφικά. Δεν μπορούμε να ρυθμίσου με αυτό που η ζωή έχει ήδη ρυθμίσει». Αυτά έλεγε ο παπ πούς μου όταν ήμουνα παιδάκι, και μ' έπαιρνε μαζί του στις συνεδριάσεις της Εργατικής Αλληλεγγύης. «Ναι, δον Ανχελ. Αυτός που πήγε στην Αμερική.» «Εσύ είσαι ο αδελφός μου;» Από πολύ βαθιά μέσα μου, ο παππούς μου με παρακινούσε ν' απαντήσω: «Ναι. Πες του "ναι" κι αγκάλιασε τον. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια, και στα ανυπε ράσπιστα γηρατειά θάλλουν οι αιώνιες κι εύθραυστες αλήθειες». «Όχι, δον Άνχελ. Ο αδελφός σου, ο Χεράρδο, ήταν παππούς μου.» Το πρόσωπο του γέροντα σκοτείνιασε. Ανασηκώθηκε στην πολυθρόνα, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατα του και με περιεργάστηκε από πάνω ώς κάτω. Αραγε, θα μου ζητούσε κάνα χαρτί; Ή να του ανοίξω το στήθος μου και να του δείξω την καρδιά μου; «Μαρία!» φώναξε. Από το σπίτι βγήκε μια γερόντισσα, ντυμένη στα κα τάμαυρα. Τ' ασημένια της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο, και με κοίταζε καλοσυνάτα. Ο δον Άνχελ ξερόβηξε, κι ύστερα είπε το πιο ωραίο ποίημα που μου χάρισε ποτέ η ζωή, και τότε κατάλαβα πως, επιτέλους, είχα κλείσει τον κύκλο, γιατί βρισκόμουν στην αφετηρία του ταξι διού που 'χε ξεκινήσει ο παππούς μου. Ο δον Άνχελ είπε: «Γυναίκα, φέρε κρασί, γιατί μας ήρθε ένας συγγενής απ' την Αμερική». 182
Περιεχόμενοι
Σημειώσεις γι' αυτές τις σημειώσεις
7
Πρώτο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι στο πουθενά
11
1 2 3 4 5
13 18 21 24 35
Δεύτερο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι πηγαιμου
37
1 2 3
39 54 66
Τρίτο Μέρος Σημειώσεις από ένα ταξίδι επιστροφής
83
1
85
ι8 5
LUIS SEPULVEDA 2 3 4 5 6 7 8 9 10
96 102 114 118 121 125 141 146 156
Τελευταίο Μέρος Σημειώσεις από μιαν άφιξη
169
Περιεχόμενα
183
opera ΜΙΚΡΗ ΣΕΙΡΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ Ambrose Bierce Το μεδούλι της ζωής Μετάφραση: Βασίλης Νικολαΐδης Alonso de Contreras Αναμνήσεις ενός κουρσάρου Μετάφραση: Βασίλης Νικολαΐδης Alexander Lernet-Holenia Τα πέπλα της στάχτης Μετάφραση: Φοίβος Αρβανίτης Edward John Trelawny Οι περιπέτειες ενός ευγενούς κουρσάρου Μετάφραση: Βασίλης Νικολαΐδης ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ Adolfo Bioy Casares Το όνειρο των ηρώων Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης Biaise Cendrars Μοραβαζίν, βίος και πολιτεία Μετάφραση: Γιώργος Σπανός Vladimir Nabokov Επικίνδυνη στροφή Μετάφραση: Τάσος Σαμαρτζής Robert Pinget Ο κύριος Συλλσγίδης Μετάφραση: Γιώργος Σπανός R. Queneau Φταίμε εμείς που είμαστε καΜ με τις γυναίκες Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης R. Queneau Το απόκρυφο ημερολόγιο της Σάλλυ Μάρα Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
View more...
Comments