ΟΙ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ - Jo Nesbo

March 16, 2017 | Author: GerasimosPlegas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download ΟΙ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ - Jo Nesbo...

Description

Ψηφιακή έκδοση Οκτώβριος 2014

Τίτλος πρωτοτύπου Jo Nesbø, Kakerlakkene, Aschehoug 1998

© 1998, Jo Nesbø © 2014, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-916-4

Published with arrangement with Salomonsson Agency

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση

του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

Jo Nesbo Οι κατσαρίδες Μετάφραση από τα νορβηγικά Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Κυκλοφορεί μια φήμη ανάμεσα στους Νορβηγούς που είναι εγκατεστημένοι στην Ταϊλάνδη, ότι ένας νορβηγός πρέσβης που πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Μπανγκόκ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δολοφονήθηκε στην πραγματικότητα κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Οι φήμες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ από το Υπουργείο Εξωτερικών και το σώμα του πρέσβη αποτεφρώθηκε την επομένη του δυστυχήματος, χωρίς να γίνει επίσημη νεκροψία. Τα άτομα και τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο δεν θα πρέπει να συγχέονται σε καμία περίπτωση με πραγματικούς ανθρώπους ή γεγονότα. H πραγματικότητα είναι πολύ πιο απίθανη από όλα αυτά.

Μπανγκόκ, 23 Φεβρουαρίου 1998

1

ο φανάρι άναψε πράσινο και ο βρυχηθμός των αυτοκινήτων, των μοτοσικλετών και των τουκ τουκ ήταν τόσο δυνατός, που η Ντιμ είδε τη βιτρίνα του πολυκαταστήματος Robertson να δονείται. Ύστερα τα οχήματα ξεκίνησαν και το μακρύ κόκκινο μεταξωτό φόρεμα στη βιτρίνα χάθηκε ξοπίσω τους, στο σκοτάδι. Πήρε ταξί. Ούτε λεωφορείο, που θα ήταν γεμάτο, ούτε κάποιο σκουριασμένο τουκ τουκ· ταξί, με κλιματισμό και οδηγό που κρατούσε το στόμα του κλειστό. Έγειρε το κεφάλι της πίσω στο μαξιλαράκι και προσπάθησε ν’ απολαύσει τη διαδρομή. Κανένα πρόβλημα. Ένα μοτοποδήλατο τους προσπέρασε σαν τρελό κι η κοπέλα στο πίσω του κάθισμα, που κρατιόταν μόνο από ένα κόκκινο κοντομάνικο με κράνος και προσωπίδα, γύρισε και τους κοίταξε με βλέμμα αδειανό.

Τ

Κρατήσου γερά, σκέφτηκε η Ντιμ. Στη λεωφόρο Ράμα ΙV ο οδηγός χώθηκε πίσω από ένα φορτηγό ντίζελ που έφτυνε καπνούς τόσο πυκνούς και μαύρους, που ήταν αδύνατον να διακρίνεις την πινακίδα του. Περνώντας μέσα από τα φίλτρα του κλιματισμού ο καπνός πάγωσε κι έγινε σχεδόν άοσμος. Σχεδόν. Η Ντιμ κούνησε διακριτικά το χέρι της για να δείξει την ενόχλησή της και ο οδηγός, αφού κοίταξε τον καθρέφτη, άλλαξε λωρίδα. Κανένα πρόβλημα. Τα πράγματα δεν είχαν πάντα έτσι, βέβαια. Στο αγρόκτημα όπου είχε μεγαλώσει, η Ντιμ ήταν το ένα από τα έξι κορίτσια – έξι παραπάνω απ’ όσα χρειάζονταν, έλεγε ο πατέρας της. Ήταν εφτά χρονών όταν στάθηκαν βήχοντας μες στην κίτρινη σκόνη για ν’ αποχαιρετήσουν την άμαξα που κουβαλούσε, τρίζοντας και στενάζοντας, τη μεγαλύτερη αδερφή τους στον χωματόδρομο που έτρεχε κατά μήκος του καφετί καναλιού. Η αδερφή της φορούσε ρούχα καθαρά και είχε πάνω της ένα εισιτήριο τρένου για την Μπανγκόκ και μια διεύθυνση στην Πατπόνγκ γραμμένη στο πίσω μέρος μιας επαγγελματικής κάρτας. Έτρεχαν τα δάκρυά της καταρράκτης, παρόλο που η Ντιμ κουνούσε το χέρι της με τόση μανία, που νόμιζε ότι θα της κοβόταν και θα έπεφτε. Η μητέρα είχε χαϊδέψει το κεφάλι της Ντιμ λέγοντάς της πως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά δεν ήταν και τόσο άσχημα

τελικά. Τουλάχιστον η αδερφή της δεν θα τριγυρνούσε από αγρόκτημα σε αγρόκτημα ως κουάι, όπως είχε κάνει η μάνα της πριν παντρευτεί. Επιπλέον, η μις Γουόνγκ τούς είχε υποσχεθεί ότι θα την πρόσεχε. Ο πατέρας της συγκατένευσε, έφτυσε μπέτελ μέσα απ’ τα μαύρα του δόντια και πρόσθεσε ότι οι φαράνγκ στα μπαρ πλήρωναν καλά για φρέσκο αίμα. Η Ντιμ δεν καταλάβαινε τι εννοούσε η μητέρα της όταν έλεγε κουάι, αλλά δεν είχε σκοπό να ρωτήσει. Ήξερε, φυσικά, ότι κουάι σήμαινε ταύρος. Όπως και οι περισσότερες γειτονικές τους φάρμες, δεν είχαν λεφτά για ν’ αγοράσουν δικό τους ζωντανό, κι έτσι νοίκιαζαν έναν από τους πλανόδιους ταύρους που περιφέρονταν εδώ κι εκεί όταν ερχόταν ο καιρός να οργώσουν τους ορυζώνες. Μόνο αργότερα έμαθε ότι το κορίτσι που συνόδευε τον ταύρο ονομαζόταν επίσης κουάι κι ότι οι υπηρεσίες της περιλαμβάνονταν στην τιμή του ζώου. Έτσι έλεγε η παράδοση. Κι η Ντιμ ευχόταν να συναντήσει κάποιον αγρότη που θα την ήθελε πριν εκείνη μεγαλώσει πολύ. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, άκουσε μια μέρα τον πατέρα της να τη φωνάζει από τον ορυζώνα, τσαλαβουτώντας ανάμεσα στα φυτά, έχοντας τον ήλιο πίσω του και το καπέλο στο χέρι. Δεν του απάντησε αμέσως· τέντωσε μόνο την πλάτη της και κοίταξε τους πράσινους λόφους που περιτριγύριζαν τη

μικρή τους φάρμα, κλείνοντας τα μάτια για ν’ αφουγκραστεί το κάλεσμα ενός πουλιού-τρομπετίστα στις φυλλωσιές και εισπνέοντας τη μυρωδιά από τους ευκάλυπτους και τα καουτσουκόδεντρα. Κατάλαβε ότι είχε έρθει η σειρά της. Την πρώτη χρονιά έζησε με άλλα τρία κορίτσια σ’ ένα δωμάτιο, όπου μοιραζόταν μαζί τους τα πάντα: κρεβάτι, φαγητό και ρούχα. Τα ρούχα ειδικά ήταν μεγάλη υπόθεση, γιατί χωρίς ωραία ρούχα δεν έπιανες καλούς πελάτες. Έμαθε μόνη της να χορεύει, να χαμογελάει, να καταλαβαίνει ποιοι άντρες ήθελαν να της αγοράσουν ποτά και ποιοι ν’ αγοράσουν το κορμί της. Ο πατέρας της είχε ήδη συμφωνήσει με τη μις Γουόνγκ ότι τα λεφτά θα στέλνονταν κατευθείαν σπίτι, κι έτσι η Ντιμ δεν είδε πολλά χρήματα τα πρώτα χρόνια. Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός κι η μις Γουόνγκ έμενε ευχαριστημένη μαζί της, άρχισε να βάζει όλο και περισσότερα στην άκρη για την Ντιμ. Η μις Γουόνγκ είχε κάθε λόγο να μένει ευχαριστημένη. Η Ντιμ δούλευε σκληρά κι οι πελάτες αγόραζαν ποτά. Μάλιστα, η μις Γουόνγκ θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη που η Ντιμ ήταν ακόμη μαζί της: Μια δυο φορές κόντεψε να τη χάσει. Την πρώτη ένας Ιάπωνας θέλησε να την παντρευτεί, αλλά απέσυρε την προσφορά του όταν του ζήτησε λεφτά για το αεροπορικό εισιτήριο. Ένας Αμερικανός αργότερα την πήρε μαζί του στο Πουκέτ, ανέβαλε την πτήση της επιστροφής του

και της αγόρασε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. H Ντιμ το έδωσε ενέχυρο την επομένη της αναχώρησής του. Ορισμένοι την πλήρωναν λίγο και την έστελναν στον διάολο αν παραπονιόταν· άλλοι έκαναν παράπονα στη μις Γουόνγκ αν δεν υπάκουε σ’ όλα όσα της ζητούσαν να κάνει. Δεν καταλάβαιναν ότι από τη στιγμή που την είχαν πληρώσει στο μπαρ κι η μις Γουόνγκ είχε πάρει τα χρήματά της η Ντιμ ήταν κυρία του εαυτού της. Κυρία του εαυτού της. Έφερε στον νου το κόκκινο φόρεμα στη βιτρίνα του πολυκαταστήματος. Η μητέρα της είχε δίκιο: Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά. Είχε καταφέρει να διατηρήσει το αθώο της χαμόγελο, το χαρούμενο γέλιο της. Άρεσαν αυτά. Ίσως γι’ αυτό και να είχε πάρει τη δουλειά που ο Γουάνγκ Λι διαφήμιζε στην εφημερίδα Thai Rath, υπό τον τίτλο G.R.O.: Guest Relation Officer, αρμόδιος για τις σχέσεις πελατών. Ο Γουάνγκ Λι ήταν ένας μικρόσωμος σκουρόχρωμος Κινέζος που είχε ένα μοτέλ μακριά απ’ το κέντρο, στην οδό Σουκουμβίτ. Οι πελάτες του ήταν κυρίως ξένοι κι είχαν παράξενες προτιμήσεις, αλλά όχι τόσο παράξενες ώστε η Ντιμ να μην μπορεί ν’ αντεπεξέλθει. Στην πραγματικότητα τους προτιμούσε απ’ το να χορεύει ώρες ολόκληρες στο μπαρ. Εξάλλου, ο Γουάνγκ Λι πλήρωνε αδρά. Το μόνο μειονέκτημα

ήταν ότι της έπαιρνε πολλή ώρα να φτάσει στη δουλειά από το διαμέρισμά της στο Μπανγκλαφού. Καταραμένη κίνηση! Τα αυτοκίνητα είχαν κολλήσει ξανά κι η Ντιμ είπε στον οδηγό ότι θα κατέβαινε, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διασχίσει έξι λωρίδες κυκλοφορίας μέχρι να φτάσει στο μοτέλ στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Βγαίνοντας από το ταξί, ο αέρας τυλίχτηκε γύρω της σαν ζεστή υγρή πετσέτα. Προσπάθησε να βρει ένα κενό για να διασχίσει την κυκλοφορία, με το χέρι στο στόμα, ξέροντας πως ήταν μάταιο, πως δεν υπήρχε άλλος αέρας ν’ αναπνεύσεις στην Μπανγκόκ, μόνο τις μυρωδιές γλίτωνες έτσι. Γλίστρησε ανάμεσα στα οχήματα, απέφυγε ένα φορτηγάκι με την καρότσα γεμάτη αγόρια που της σφύριξαν και παραλίγο να την πατήσει ένας καμικάζι με Toyota. Ύστερα απ’ όλα αυτά έφτασε απέναντι.

Ο Γουάνγκ Λι σήκωσε το κεφάλι του καθώς η Ντιμ μπήκε στην άδεια ρεσεψιόν. «Ήσυχο βράδυ βλέπω» είπε εκείνη. Εκείνος κατένευσε θυμωμένα. Είχαν και τέτοια τα τελευταία χρόνια. «Έφαγες;»

«Ναι» απάντησε ψέματα η Ντιμ. Ήξερε ότι οι προθέσεις του ήταν καλές, αλλά δεν είχε καμία όρεξη για νερουλά νουντλ βρασμένα στο πίσω καμαράκι. «Πρέπει να περιμένεις» είπε εκείνος. «Ο φαράνγκ ήθελε να κοιμηθεί λίγο πρώτα. Θα πάρει τηλέφωνο όταν είναι έτοιμος». Εκείνη γκρίνιαξε. «Λι, το ξέρεις ότι πρέπει να βρίσκομαι και πάλι στο μπαρ πριν από τα μεσάνυχτα». Ο Λι κοίταξε το ρολόι του. «Δώσ’ του μία ώρα μόνο». Η Ντιμ ανασήκωσε τους ώμους της και κάθισε κάτω. Έναν χρόνο πριν, ο Λι θα την είχε πετάξει έξω εάν του μιλούσε έτσι, αλλά τώρα χρειαζόταν μέχρι και το τελευταίο μπατ. Θα μπορούσε φυσικά να σηκωθεί να φύγει, αλλά τότε θα πήγαινε στράφι όλο της το ταξίδι. Άλλωστε, όφειλε χάρη στον Λι: Είχε δουλέψει με πολύ χειρότερους νταβατζήδες από αυτόν.

Έσβησε το τρίτο της τσιγάρο και ξέπλυνε το στόμα της με το πικρό κινέζικο τσάι του Λι. Σηκώθηκε όρθια κι ήλεγξε το μακιγιάζ της στον καθρέφτη πάνω από τον πάγκο. «Πάω να τον ξυπνήσω» είπε. «Μμμμ. Έφερες τα πέδιλα;» Εκείνη σήκωσε την τσάντα που κουβαλούσε.

Τα τακούνια της έτριξαν πάνω στα χαλίκια που κάλυπταν το προαύλιο μεταξύ των χαμηλών κτισμάτων του μοτέλ. Το δωμάτιο 120 ήταν στο πίσω μέρος. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο απέξω, αλλά το παράθυρο είχε φως. Ίσως να ξύπνησε, λοιπόν. Το ελαφρύ αεράκι σήκωσε την κοντή της φούστα δίχως να τη δροσίσει. Η Ντιμ λαχταρούσε τους μουσώνες, τις βροχές. Βέβαια, έπειτα από λίγες βδομάδες με πλημμύρες, λασπωμένους δρόμους και υγρασία στα φρεσκοπλυμένα της ρούχα, θ’ αποζητούσε και πάλι τους ξηρούς, απάνεμους μήνες. Χτύπησε απαλά την πόρτα και φόρεσε το αθώο της χαμόγελο· κρέμασε την ερώτηση «Πώς σε λένε;» στα χείλη της. Κανείς δεν απάντησε. Ξαναχτύπησε και κοίταξε το ρολόι της. Μπορούσε να παζαρέψει να της κόψουν μερικές εκατοντάδες μπατ από την τιμή του φορέματος, ακόμα κι αν επρόκειτο για το Ρόμπινσον. Γύρισε το πόμολο και, προς μεγάλη της έκπληξη, ανακάλυψε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο άνδρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι και στην αρχή η Ντιμ νόμιζε ότι κοιμόταν. Ύστερα μόνο είδε τη λάμψη από την μπλε γυάλινη λαβή του μαχαιριού που προεξείχε από το κραυγαλέο κίτρινο σακάκι του. Δύσκολο να πει κανείς ποια απ’ όλες τις σκέψεις που πλημμύρισαν το μυαλό της γεννήθηκε πρώτη, αλλά μία εξ αυτών ήταν πως η διαδρομή από το Μπανγκλαφού είχε πάει τελικά στράφι. Και

τότε κατάφερε επιτέλους να ελέγξει τις φωνητικές της χορδές. Μα η κραυγή της πνίγηκε από τη βροντώδη κόρνα ενός φορτηγού που προσπάθησε ν’ αποφύγει ένα αφηρημένο τουκ τουκ στην οδό Σουκουμβίτ.

2

θνικό Θέατρο» ανακοίνωσε μια ένρινη, κοιμισμένη φωνή από τα μεγάφωνα, πριν οι πόρτες του τραμ ανοίξουν κι ο Ντάγκφιν Τούρχους βγει έξω, στο παγωμένο και υγρό χειμωνιάτικο χάραμα. Ο αέρας έτσουξε τα φρεσκοξυρισμένα του μάγουλα κι η παγωμένη του ανάσα καθώς έβγαινε από το στόμα του φωτίστηκε από τη λάμψη των ελάχιστων επιγραφών φθορισμού της πόλης του Όσλο. Πρώιμος Γενάρης· ο καιρός θα καλυτέρευε σε μερικές εβδομάδες, καθώς θα πάγωνε το φιόρδ κι ο αέρας θα έπαιρνε να ξηραίνει. Άρχισε ν’ ανεβαίνει την Ντραμενσβάιεν προς το Υπουργείο Εξωτερικών. Τον προσπέρασαν ένα δυο άδεια ταξί. Κατά τ’ άλλα, οι δρόμοι ήταν έρημοι. Tο ρολόι της εταιρείας Γενσίντιγε φέγγιζε κατακόκκινο πάνω στον μαύρο χειμωνιάτικο ουρανό που απλωνόταν πάνω απ’ το απέναντι

«Ε

κτίριο. Η ώρα ήταν έξι το πρωί. Στην είσοδο έβγαλε την κάρτα του. Έγραφε Διευθυντής πάνω από μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί δέκα χρόνια πριν. Ο Ντάγκφιν Τούρχους κοίταζε στα ίσια τον φακό, με το πιγούνι του να προεξέχει και το βλέμμα του αποφασιστικό πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με ατσάλινο σκελετό. Πέρασε την κάρτα από το ειδικό μηχάνημα, πληκτρολόγησε τον κωδικό του κι έσπρωξε τη βαριά γυάλινη πόρτα του κτιρίου στη Βικτόρια Τεράσε. Μόνο εύκολα δεν είχαν ανοίξει γι’ αυτόν οι πόρτες από τη στιγμή που βρέθηκε εδώ μέσα, είκοσι πέντε χρονών παιδί, πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Στη Διπλωματική Ακαδημία, τη σχολή εκπαίδευσης Αξιωματικών του Υπουργείου Εξωτερικών, η ιδιαίτερη προφορά του από το Έστερνταλ κι οι χωριάτικοι τρόποι του δεν ταίριαζαν με το περιβάλλον, όπως είχε φροντίσει να τον πληροφορήσει αμέσως αμέσως ένα πλουσιόπαιδο από το Μπάρουμ. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι ήταν πολιτικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι και δικηγόροι, με γονείς ακαδημαϊκούς, πολιτικούς ή ακόμα και μέλη της αριστοκρατίας του Διπλωματικού Σώματος, στους κόλπους του οποίου ευελπιστούσαν όλοι οι υποψήφιοι να μπουν. Ο Ντάγκφιν Τούρχους ήταν γιος κτηνοτρόφου, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής του Ος. Όχι ότι τον ένοιαζε και πολύ,

ήξερε όμως ότι οι σωστοί φίλοι σήμαιναν πολλά για την καριέρα του. Προσπάθησε να μάθει τις κοινωνικές νόρμες αντισταθμίζοντας την άγνοιά του με τη σκληρή δουλειά. Παρά τις διαφορές τους, ήξερε πως όλοι είχαν μια ασαφή ιδέα για το πώς ήθελαν να πορευτούν στη ζωή τους· μα και τη γνώση ότι μία μόνο κατεύθυνση μετρούσε: προς τα πάνω. Ο Τούρχους αναστέναξε κι έγνεψε προς τη μεριά του φρουρού, που έσπρωξε προς το μέρος του τις εφημερίδες κι έναν φάκελο κάτω από το προστατευτικό τζάμι. «Κανείς άλλος;...» Ο φρουρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Φτάσατε πρώτος, κύριε Τούρχους, ως συνήθως. Ο φάκελος είναι από το Επικοινωνιών. Τον έστειλαν χθες το βράδυ». Καθώς ανέβαινε με τον ανελκυστήρα, ο Τούρχους έβλεπε τα φωτάκια των ορόφων να αναβοσβήνουν. Στο μυαλό του κάθε όροφος συμβόλιζε και μια συγκεκριμένη περίοδο στην καριέρα του. Κάθε πρωί ήταν λες και την ξαναεπιθεωρούσε. Ο πρώτος όροφος αντιπροσώπευε τα δύο πρώτα χρόνια της Διπλωματικής Ακαδημίας, τις μακροσκελείς, άτυπες συζητήσεις περί πολιτικής και ιστορίας και τα μαθήματα γαλλικών, τα οποία τελικά είχε περάσει με τρομερή δυσκολία. Ο δεύτερος όροφος ήταν τα πόστα του στο εξωτερικό. Τον

είχαν τοποθετήσει στην Καμπέρα για δυο χρόνια κι ύστερα, για άλλα τρία, στην Πόλη του Μεξικού. Υπέροχες πόλεις, δεν είχε παράπονο. Κι ήταν αλήθεια ότι είχε δηλώσει το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ως τις δύο πρώτες του επιλογές, αλλά αυτά ήταν πόστα μεγάλου κύρους και τα ζητούσαν όλοι· είχε αποφασίσει να μη θεωρήσει ήττα την απώλειά τους. Στον τρίτο όροφο ξαναγυρνούσε στη Νορβηγία κι έχανε τα γενναιόδωρα επιδόματα εξωτερικού και τις παροχές κατοικίας, που του είχαν επιτρέψει έως τότε να ζει μια ζωή ξεγνοιασιάς κι αφθονίας. Στο μεταξύ είχε γνωρίσει την Μπέριτ, η οποία έμεινε έγκυος, κι όταν έφτασε τελικά η ώρα να κάνει ξανά αίτηση για το εξωτερικό το δεύτερο παιδί τους ήταν ήδη στα σκαριά. Η Μπέριτ καταγόταν από τα ίδια μέρη μ’ εκείνον και μιλούσε καθημερινά με τη μάνα της. Ο Ντάγκφιν αποφάσισε να περιμένει λίγο καιρό και να το παίξει ήρωας, γράφοντας χιλιόμετρα αναφορών για το διμερές εμπόριο της Νορβηγίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες, συνθέτοντας τις ομιλίες του υπουργού Εξωτερικών και κερδίζοντας την αναγνώριση στην ανέλιξή του προς τα υψηλότερα κλιμάκια –και πατώματα– του κτιρίου. Πουθενά αλλού στον δημόσιο τομέα δεν συναντά κανείς εντονότερο ανταγωνισμό απ’ ό,τι στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου οι ιεραρχίες είναι πασιφανείς. Κι ο Ντάγκφιν Τούρχους, που είχε μπει στο υπουργείο σαν απλός στρατιώτης στο μέτωπο και,

κρατώντας το κεφάλι χαμηλά και τα νώτα καλυμμένα, πυροβολούσε μόνο όταν είχε κάποιον στο στόχαστρό του, έπειτα από μερικά ελαφριά χτυπήματα στην πλάτη κατάλαβε ότι είχε γίνει «αντιληπτή» η παρουσία του. Προσπάθησε τότε να εξηγήσει στην Μπέριτ ότι είχε έρθει η ώρα να πάρει απόσπαση για το Παρίσι ή το Λονδίνο, αλλά για πρώτη φορά στον μέχρι τότε βαρετό τους γάμο εκείνη πάτησε πόδι. Κι αυτός πήγε με τα νερά της. Στη συνέχεια, στον τέταρτο όροφο, απέκτησε έναν γραμματέα κι έναν ελαφρώς υψηλότερο μισθό, πριν βρεθεί απότομα στο Τμήμα Προσωπικού του δεύτερου ορόφου. Παρεμπιπτόντως, το να διατηρεί κάποιος θέση εργασίας στο Τμήμα Προσωπικού του ΥΠΕΞ ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μιας και σήμαινε ότι ο δρόμος προς τα επάνω ήταν ακόμη ανοιχτός. Κάτι όμως πρέπει να συνέβη, εντωμεταξύ. Σε συνεργασία με το Γραφείο Αποσπάσεων, το Τμήμα Προσωπικού ήταν υπεύθυνο για τους διορισμούς στα πόστα του εξωτερικού, μια διαδικασία που είχε άμεσο αντίκτυπο στη σταδιοδρομία των διπλωματών. Ενδεχομένως ο Ντάγκφιν να υπέγραψε κάποια λάθος απόσπαση ή να αντιτάχθηκε στον διορισμό κάποιου διπλωμάτη που, εντέλει, τα κατάφερε ν’ αναρριχηθεί στην ιεραρχία και τώρα κοίταζε τους πάντες αφ’ υψηλού, κουνώντας τα αόρατα νήματα που κυβερνούσαν τη

ζωή του Ντάγκφιν Τούρχους και των υπολοίπων στο ΥΠΕΞ. Γιατί η ανοδική πορεία που κάποτε ένιωθε ότι έπαιρνε η καριέρα του είχε εξαφανιστεί. Κι ένα πρωί ο Ντάγκφιν Τούρχους αντίκρισε στον καθρέφτη του μπάνιου του έναν στάσιμο διευθυντή, έναν γραφειοκράτη με μέτρια επιρροή, που ποτέ του δεν θα έκανε το αποφασιστικό άλμα προς τον πέμπτο όροφο, ειδικά όταν του έμεναν λιγότερα από δέκα χρόνια για συνταξιοδότηση. Εκτός εάν κατάφερνε να πετύχει κάτι συγκλονιστικό. Κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει εξίσου εύκολα στην προαγωγή όσο και στην απόλυση. Μα εκείνος συνέχιζε όπως παλιά, προσπαθώντας να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Ερχόταν πρώτος στο γραφείο κάθε πρωί, ώστε να διαβάσει τις εφημερίδες και τα φαξ με την ησυχία του και να έχει ήδη έτοιμα τα συμπεράσματά του στις πρωινές συνεδριάσεις, όπου οι άλλοι κάθονταν κι έτριβαν ακόμη τα μάτια τους, να διώξουν τον ύπνο. Ήταν λες κι η προσπάθεια του είχε γίνει πια δεύτερη φύση. Ξεκλείδωσε την πόρτα του γραφείου του και για μια στιγμή δίστασε ν’ ανάψει τον διακόπτη. Ακόμα κι αυτή η κίνηση έκρυβε μια ιστορία, από εκείνες που δυστυχώς διαρρέουν κι αποκτούν θρυλικές προεκτάσεις μέσα στους κόλπους του υπουργείου. Χρόνια πριν, ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στο Όσλο είχε πάρει τηλέφωνο τον Τούρχους πρωί πρωί για να τον

ρωτήσει ποια ήταν η γνώμη του για τις δηλώσεις που είχε κάνει ο πρόεδρος Κάρτερ το προηγούμενο βράδυ. Ο Τούρχους μόλις είχε μπει στο γραφείο και δεν είχε προλάβει να διαβάσει τις εφημερίδες και τα φαξ και δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Το επεισόδιο του είχε χαλάσει όλη την ημέρα, αλλά τα πράγματα έμελλαν να χειροτερέψουν. Το επόμενο πρωί ο πρέσβης τον κάλεσε τη στιγμή που άνοιγε την εφημερίδα του για να τον ρωτήσει πώς θα επηρέαζαν την κατάσταση στη Μέση Ανατολή τα γεγονότα που είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Και την επομένη, μια από τα ίδια. Ο Τούρχους, γεμάτος επιφυλάξεις κι ελλείψει πληροφοριών, είχε ψελλίσει κάποια ανούσια απάντηση. Άρχισε να έρχεται στη δουλειά ακόμα πιο νωρίς, αλλά ήταν λες κι ο πρέσβης είχε μια έκτη αίσθηση και τον καλούσε στο τηλέφωνο τη στιγμή που καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του. Μόνο όταν ανακάλυψε ότι ο πρέσβης έμενε στο ξενοδοχείο Άκερ, ακριβώς απέναντι από το νορβηγικό ΥΠΕΞ, συνειδητοποίησε ο Τούρχους τι συνέβαινε. Ο αμερικανός πρέσβης, που, όπως όλοι ήξεραν, ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, είχε καταλάβει ότι το φως στο γραφείο του Τούρχους άναβε πρώτο απ’ όλα τ’ άλλα και θέλησε να πειράξει τον σχολαστικό διπλωμάτη. Τελικά, ο Τούρχους

πήγε κι αγόρασε έναν φακό και κάθε πρωί διάβαζε πρώτα όλες τις εφημερίδες και τα φαξ, πριν ανάψει τα φώτα του γραφείου του. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες πέρασαν πριν ο αμερικανός πρέσβης τα παρατήσει. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, του Ντάγκφιν Τούρχους δεν του καιγόταν καρφάκι για τα καπρίτσια του αμερικανού πρέσβη. Είχε ανοίξει τον φάκελο από τον Κλάδο Επικοινωνιών και είχε δει ότι στο αποκρυπτογραφημένο αντίγραφο της σελίδας του κρυπτοφάξ, σφραγισμένο μ’ ένα μεγάλο ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ, υπήρχε κάτι που τον έκανε να ρίξει τον καφέ του πάνω στις παραπεταμένες εδώ κι εκεί σημειώσεις του γραφείου του. Το σύντομο κείμενο άφηνε τη φαντασία να καλπάζει, αλλά η ουσία της υπόθεσης ήταν η εξής: Ο Άτλε Μούλνες, πρέσβης της Νορβηγίας στην Ταϊλάνδη, είχε βρεθεί μαχαιρωμένος πισώπλατα σ’ ένα μπουρδέλο της Μπανγκόκ. Ο Τούρχους ξαναδιάβασε το μήνυμα πριν το βάλει στην άκρη. Ο Άτλε Μούλνες, πρώην πολιτευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, ήταν τώρα πρώην γενικά. Τα νέα ήταν τόσο συνταρακτικά, που ο Ντάγκφιν Τούρχους γύρισε και κοίταξε προς τη μεριά του ξενοδοχείου Άκερ, να δει αν τον κοιτούσε κανείς πίσω από τις κουρτίνες.

Προφανώς, ο αποστολέας ήταν η νορβηγική πρεσβεία στην Μπανγκόκ. Ο Τούρχους έβρισε από μέσα του. Γιατί έπρεπε να συμβεί τώρα αυτό; Και πού; Στην Μπανγκόκ! Μήπως έπρεπε να ενημερώσει τον Άσκιλσεν πρώτα; Όχι, θα το μάθαινε αργά ή γρήγορα. Ο Τούρχους κοίταξε το ρολόι του και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. Κάλεσε τον αριθμό του υπουργού Εξωτερικών.

Ο Μπγιάρνε Μέλερ χτύπησε απαλά την πόρτα πριν την ανοίξει. Οι φωνές στην αίθουσα συνεδριάσεων σώπασαν και διάφορα πρόσωπα γύρισαν προς το μέρος του. «Από εδώ ο Μπγιάρνε Μέλερ, επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών» είπε η διευθύντρια της αστυνομίας, κάνοντάς του νόημα να καθίσει. «Μέλερ, από εδώ ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ Μπιορν Άσκιλσεν και ο διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών Ντάγκφιν Τούρχους». Ο Μέλερ κατένευσε, τράβηξε μία καρέκλα και προσπάθησε να βολέψει τα ασυνήθιστα μακριά του πόδια κάτω από το μακρύ οβάλ δρύινο τραπέζι. Σκέφτηκε ότι είχε ξαναδεί το νέο κι αψεγάδιαστο πρόσωπο του Άσκιλσεν στην τηλεόραση. Παρά τω Πρωθυπουργώ; Συνέβαινε, προφανώς, κάτι υπερβολικά σοβαρό.

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να μας συναντήσετε τόσο σύντομα» είπε ο υφυπουργός, προφέροντας τα ρο του πεντακάθαρα και χτυπώντας ανυπόμονα τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Κυρία διευθύντρια, δώστε μας, σας παρακαλώ, μια σύντομη περίληψη των όσων συζητήσαμε». Πριν από είκοσι λεπτά η αστυνομική διευθύντρια είχε πάρει τον Μέλερ στο τηλέφωνο για να τον πληροφορήσει ότι θα πρέπει να βρίσκεται σε δεκαπέντε λεπτά στο Υπουργείο Εξωτερικών, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις. «Ο Άτλε Μούλνες βρέθηκε νεκρός, πιθανόν δολοφονημένος, στην Μπανγκόκ» είπε η διευθύντρια. Ο Μέλερ είδε τον Τούρχους να στρέφει το βλέμμα του προς το ταβάνι μέσα από τους φακούς των μεταλλικών του γυαλιών. Κι όταν έμαθε το υπόλοιπο της ιστορίας, κατανόησε εκείνη την αρχική του αντίδραση. Μόνο ένας αστυνομικός θα έμπαινε στον κόπο να πει ότι ένας άνδρας που είχε βρεθεί μ’ ένα μαχαίρι χωμένο από τη σπονδυλική του στήλη μέχρι τον πνεύμονα και την καρδιά ήταν πιθανόν δολοφονημένος. «Βρέθηκε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου από μία γυναίκα...» «Σ’ έναν οίκο ανοχής» διέκοψε ο διευθυντής. «Από μία πόρνη». «Μίλησα με τον συνάδελφό μου στην Μπανγκόκ»

συνέχισε η διευθύντρια της αστυνομίας. «Λογικός άνθρωπος. Μου υποσχέθηκε να μην του ξεφύγει λέξη για την ώρα». Η ενστικτώδης αντίδραση του Μέλερ ήταν ν’ αναρωτηθεί γιατί δεν έπρεπε να πάρει δημοσιότητα η δολοφονία. Όσο ένα συμβάν είναι ακόμη νωπό στη συνείδηση του κόσμου, η άμεση δημοσιογραφική κάλυψη έφερνε συχνά στο φως σημαντικά στοιχεία κι υποδείξεις. Κάτι όμως του έλεγε ότι η ερώτησή του θα ακουγόταν υπερβολικά αφελής. Κι έτσι, ρώτησε για πόσο διάστημα περίπου υπολόγιζαν να κρατήσουν τη δολοφονία μυστική. «Μέχρι να βρούμε μια εύπεπτη εκδοχή των γεγονότων» είπε ο υφυπουργός. «Η παρούσα εκδοχή καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, ότι δεν μας κάνει». Η παρούσα; Ο Μέλερ αναγκάστηκε να χαμογελάσει. Δηλαδή είχαν ήδη ζυγίσει κι απορρίψει την αληθινή εκδοχή. Ως σχετικά νέος τμηματάρχης, ο Μέλερ είχε έως σήμερα γλιτώσει τις πολλές συναναστροφές με πολιτικούς, αλλά ήξερε ότι όσο πιο ψηλά ανέβαινες τόσο πιο δύσκολο γινόταν να τους αποφύγεις. «Kατανοώ το δυσάρεστο της παρούσας εκδοχής, αλλά τι ακριβώς εννοείτε ότι δεν σας κάνει;» Η διευθύντρια της αστυνομίας έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στον Μέλερ. Ο υφυπουργός μειδίασε.

«Δεν έχουμε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας, Μέλερ, αλλά επιτρέψτε μου να σας κάνω ένα σύντομο μάθημα πολιτικής. Ό,τι σας πω είναι, φυσικά, αυστηρά εμπιστευτικό». Ενστικτωδώς, ο Άσκιλσεν ίσιωσε τη γραβάτα του, μια κίνηση που ο Μέλερ θυμήθηκε από τις τηλεοπτικές του συνεντεύξεις. «Λοιπόν. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας έχουμε μία κεντρώα κυβέρνηση με πιθανότητες επιβίωσης. Όχι για κοινοβουλευτικούς λόγους φυσικά, αλλά επειδή ο πρωθυπουργός τυγχάνει να είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς της χώρας». Η αστυνομική διευθύντρια και ο διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών χαμογέλασαν. «Εντούτοις, η δημοτικότητά του στηρίζεται στην ίδια εύθραυστη βάση με οποιουδήποτε άλλου πολιτικού: στην εμπιστοσύνη του κόσμου. Σημασία δεν έχει τόσο να είναι κανείς συμπαθής ή χαρισματικός όσο να είναι φερέγγυος. Ξέρετε γιατί η Γκρου Χάρλεμ Μπρούντλαν έγινε τόσο δημοφιλής, Μέλερ;» Ο Μέλερ δεν είχε ιδέα. «Όχι επειδή ήταν γοητευτική, αλλά επειδή ο κόσμος πείστηκε ότι ήταν όντως ο άνθρωπος που έλεγε ότι ήταν. Επειδή την εμπιστεύονταν, με λίγα λόγια· αυτό είναι το κλειδί». Οι υπόλοιποι γύρω από το τραπέζι κούνησαν τα κεφάλια

τους. Επρόκειτο, προφανώς, για βασικό μάθημα του προγράμματος σπουδών. «Στη δική μας περίπτωση, ο πρέσβης Μούλνες και ο πρωθυπουργός συνδέονταν στενά λόγω φιλίας αλλά και πολιτικής καριέρας. Πήγαν μαζί πανεπιστήμιο, μαζί αναρριχήθηκαν στο κόμμα, μαζί αγωνίστηκαν για τον εκσυγχρονισμό της κομματικής νεολαίας, μέχρι και συγκάτοικοι υπήρξαν όταν εξελέγησαν κι οι δύο στη Βουλή σε πολύ μικρή ηλικία. Και όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι για την αρχηγία του κόμματος, ο Μούλνες έκανε αυτοβούλως ένα βήμα πίσω, έδωσε στον πρωθυπουργό την αμέριστη υποστήριξή του και γλίτωσε το κόμμα από μία οδυνηρή προσωπική αντιπαλότητα. Κι όλα αυτά σημαίνουν, βεβαίως, ότι ο πρωθυπουργός ήταν υπόχρεος απέναντί του». Ο Άσκιλσεν σάλιωσε τα χείλη του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Με άλλα λόγια, ο Μούλνες, που δεν είχε βγάλει τη Διπλωματική Ακαδημία, δεν θα είχε αποσταλεί ποτέ στην Μπανγκόκ αν δεν είχε βάλει τα μέσα ο πρωθυπουργός. Μπορεί ν’ ακούγεται ως ευνοιοκρατία, αλλά είναι μια αποδεκτή μορφή της, θεμελιωμένη και διαδεδομένη πρωτίστως απ’ τους Εργατικούς. Oύτε ο Ρέιουλφ Στέεν είχε εμπειρία στο Υπουργείο Εξωτερικών όταν έγινε πρεσβευτής

στη Χιλή». Το βλέμμα του επέστρεψε στον Μέλερ· κάτι εύθυμο άστραφτε μέσα του. «Δεν χρειάζεται, φαντάζομαι, να τονίσω πόσο πολύ θα μπορούσε να βλάψει τον πρωθυπουργό η αποκάλυψη ότι ένας φίλος και κομματικός του σύντροφος, τον οποίο ο ίδιος είχε τοποθετήσει στο πόστο του, πιάστηκε επ’ αυτοφώρω σε ένα μπουρδέλο και, συν τοις άλλοις, δολοφονημένος». Με μια χειρονομία ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ έδωσε τον λόγο στην αστυνομική διευθύντρια, αλλά ο Μέλερ δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί: «Και ποιος δεν έχει φίλους που πάνε στα μπουρδέλα;». Το χαμόγελο του Άσκιλσεν πάγωσε· ο διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών ξερόβηξε κάτω από τα μεταλλικά γυαλιά του: «Μάθατε ό,τι ήταν να μάθετε, Μέλερ. Αφήστε εμάς να κρίνουμε τα περαιτέρω. Χρειαζόμαστε να μας εγγυηθείτε ότι η διερεύνηση της υπόθεσης δεν θα τύχει καμίας... ατυχούς τροπής. Προφανώς και θέλουμε να συλληφθεί ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι, αλλά οι συνθήκες της δολοφονίας θα πρέπει να παραμείνουν κρυφές μέχρι νεωτέρας. Για το καλό της χώρας. Καταλάβατε;». Ο Μέλερ έριξε το βλέμμα του στα χέρια του. Σκάσε. Για το καλό της χώρας. Δεν τα πήγαιναν καλά με τις

προειδοποιήσεις στην οικογένειά του. Ο πατέρας του δεν είχε καταφέρει ποτέ να γίνει τίποτα παραπάνω από ένας απλός αστυφύλακας. «Η εμπειρία μου λέει ότι η αλήθεια δύσκολα κρύβεται, κύριε διευθυντά». «Έχετε δίκιο. Είμαι υπεύθυνος της όλης επιχείρησης εκ μέρους του Υπουργείου Εξωτερικών. Όπως αντιλαμβάνεστε, το θέμα είναι πολύ λεπτό και απαιτεί στενή συνεργασία με την ταϊλανδέζικη αστυνομία. Εφόσον εμπλέκεται η πρεσβεία, έχουμε κάποια περιθώρια χειρισμών –διπλωματική ασυλία και τα τοιαύτα–, αλλά στην ουσία ισορροπούμε σε τεντωμένο σχοινί. Γι’ αυτό θα ήθελα να σταλεί κάποιος με μεγάλη ερευνητική εμπειρία, γνώση του διεθνούς έργου της αστυνομίας και αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα». Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Μέλερ, ο οποίος εντωμεταξύ αναρωτιόταν γιατί αισθανόταν τέτοια απροθυμία απέναντι σ’ αυτόν τον γραφειοκράτη με το θεληματικό πιγούνι. «Θα μπορούσαμε να στήσουμε μια ομάδα...» «Καμία ομάδα, Μέλερ. Όσο λιγότερο θόρυβο κάνουμε τόσο το καλύτερο. Εξάλλου, η ίδια η διευθύντριά σας πιστεύει ότι η παρουσία ολόκληρης ομάδας θα δυσχέραινε τη συνεργασία με την τοπική αστυνομία. Έναν άνθρωπο,

λοιπόν». «Έναν άνθρωπο;» «Η διευθύντρια έχει ήδη προτείνει ένα όνομα· το θεωρούμε καλή επιλογή. Θα θέλαμε λοιπόν και τη γνώμη σας. Από συνομιλίες που είχε η αρχηγός σας με τον συνάδελφό της στο Σίδνεϊ, ο άνθρωπος αυτός έκανε καταπληκτική δουλειά πέρυσι στην Αυστραλία, με τη δολοφονία της Ίνγκερ Χόλτερ». «Είχα διαβάσει για την υπόθεση στις εφημερίδες τον περασμένο χειμώνα» είπε ο Άσκιλσεν. «Εντυπωσιάστηκα. Αυτός δεν θα πρέπει να είναι ο άνθρωπός μας;» Ο Μπγιάρνε Μέλερ ξεροκατάπιε. Άρα η αστυνομική διευθύντρια είχε προτείνει να σταλεί στην Μπανγκόκ ο Χάρι Χόλε. Κι ο ίδιος είχε κληθεί να επιβεβαιώσει ότι ο Χόλε ήταν όντως ο καλύτερος που είχε να επιδείξει το Σώμα, ο ιδανικός άνθρωπος για τη δουλειά. Κοίταξε γύρω στο τραπέζι. Πολιτική, δύναμη κι επιρροή: ένα παιχνίδι που δεν πολυκαταλάβαινε, αλλά να δεις που θα του έβγαινε στο τέλος σε καλό. Συνειδητοποιούσε πως ό,τι έλεγε κι έκανε τώρα θα είχε συνέπειες στην καριέρα του. Η διευθύντρια της αστυνομίας είχε ρισκάρει προσωπικά προτείνοντας ένα συγκεκριμένο όνομα. Κι ύστερα κάποιος από τους υπολοίπους ζήτησε επιβεβαίωση των προσόντων του Χόλε από τον άμεσα ανώτερό του. Ο Μέλερ κοίταξε το

αφεντικό του προσπαθώντας να ερμηνεύσει το βλέμμα της. Ποιος ξέρει, μπορεί στο τέλος τα πράγματα να πήγαιναν μια χαρά με τον Χόλε. Άσε που, αν τους συμβούλευε να μην τον στείλουν στην Ταϊλάνδη, θα έφερνε και την προϊσταμένη του σε δύσκολη θέση και θα του ζητούσαν να προτείνει ο ίδιος μια εναλλακτική λύση· και τότε στον τορβά θα βρισκόταν το δικό του κεφάλι, αν ο Χόλε τα έκανε θάλασσα. Ο Μέλερ κοίταξε τον πίνακα που κρεμόταν πάνω από τη διευθύντρια της αστυνομίας: ο Τρίγκβε Λίε, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, τους κοιτούσε αγέρωχα αφ’ υψηλού. Πολιτικός κι αυτός. Από τα παράθυρα ξεχώριζαν οι στέγες των πολυκατοικιών μες στο λιγοστό χειμωνιάτικο φως, το φρούριο του Άκερσχους κι ένας τρεμάμενος ανεμοδείκτης στον παγωμένο αέρα πάνω απ’ το ξενοδοχείο Continental. Ο Μπγιάρνε Μέλερ ήξερε ότι ήταν καλός αστυνομικός, αυτό εδώ όμως ήταν άλλου είδους παιχνίδι· δεν ήξερε τους κανόνες του. Τι θα τον συμβούλευε άραγε ο πατέρας; Ο αξιωματικός Μέλερ πατήρ μπορεί να μην είχε σχέση με την πολιτική, αλλά καταλάβαινε τι χρειαζόταν κανείς για να τον πάρουν στα σοβαρά, κι έτσι είχε απαγορεύσει στον γιο του να μπει στην Αστυνομική Ακαδημία πριν τελειώσει το πρώτο μέρος των σπουδών του στη Νομική. Κι ο Μέλερ είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του πατέρα του και κατά τη

διάρκεια της τελετής αποφοίτησης ο γερο-Μέλερ έβηχε και ξανάβηχε από συγκίνηση, χτυπώντας τον γιο του στην πλάτη, ώσπου εκείνος αναγκάστηκε να του ζητήσει να σταματήσει. «Πολύ καλή πρόταση» άκουσε τη φωνή του να λέει ο Μπγιά​ρνε Μέλερ, δυνατά και καθαρά. «Ωραία» είπε ο Τούρχους. «Ο λόγος για τον οποίο θέλαμε τη γνώμη σας τόσο σύντομα ήταν επειδή η υπόθεση επείγει, φυσικά. Ο αξιωματικός σας θα πρέπει να σταματήσει οτιδήποτε κάνει και να φύγει για Μπανγκόκ αύριο κιόλας». Ίσως τελικά να ήταν ακριβώς η δουλειά που ο Χάρι Χόλε χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκε ο Μέλερ. «Μας συγχωρείτε που θα σας αποσπάσουμε έναν τόσο σημαντικό συνάδελφο» είπε ο Άσκιλσεν. Ο αστυνόμος Β' Μπγιάρνε Μέλερ κρατήθηκε για να μη σκάσει στα γέλια.

3

ον βρήκαν στου Σρέντερ στην οδό Βάλντεμαρ Τράνες, σ’ ένα παλιό κι αξιοσέβαστο μπαρ, εκεί που το ανατολικό Όσλο συναντά το δυτικό. Για την ακρίβεια, ήταν περισσότερο παλιό παρά αξιοσέβαστο. Ο όποιος σεβασμός πήγαζε από την απόφαση της δημοτικής αρχής να κηρύξει διατηρητέα τα ντουμανιασμένα του δωμάτια κι όχι από την πελατεία του αυτή καθαυτή: κάτι παλιούς, κυνηγημένους κι υπό εξαφάνιση μέθυσους, διάφορους αιώνιους φοιτητές και κάτι κουρασμένα παλικάρια με πεπαλαιωμένη ημερομηνία λήξεως. Η ριπή του αέρα από την ανοιχτή πόρτα παραμέρισε για λίγο την κουρτίνα του καπνού κι οι δύο αστυνομικοί εντόπισαν την ψηλή μορφή που έψαχναν κάτω από έναν πίνακα της εκκλησίας του Άκερ. Τα ξανθά του μαλλιά ήταν τόσο κοντοκουρεμένα, που οι τρίχες στέκονταν όρθιες σαν

Τ

βούρτσα· είχε γένια τριών ημερών, πασπαλισμένα με γκρι, παρόλο που δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα πέντε. Καθόταν μόνος του, ευθυτενής, φορώντας ένα ημίπαλτο, λες κι ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει ανά πάσα στιγμή. Λες κι η μπίρα μπροστά του δεν ήταν απόλαυση αλλά δουλειά που έπρεπε να διεκπεραιωθεί. «Μας είπαν ότι θα σε βρούμε εδώ» είπε ο πιο μεγάλος σε ηλικία αστυνομικός και κάθισε απέναντί του. «Αξιωματικός Βαλέρ». «Βλέπεις τον τύπο στη γωνία;» είπε ο Χόλε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. Ο Βαλέρ γύρισε και κοίταξε έναν ισχνό γεράκο που είχε κολλήσει το βλέμμα στο ποτήρι του με το κόκκινο κρασί, ταλαντευόμενος μια μπρος, μια πίσω. Του φάνηκε ότι τουρτούριζε. «Ο Τελευταίος των Μοϊκανών, έτσι τον φωνάζουν». Ο Χόλε σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε πλατιά. Τα μάτια του, δυο γαλαζόλευκες μπίλιες πάνω από ένα πλέγμα από κατακόκκινες φλέβες, εστίασαν στο πουκάμισο του Βαλέρ. «Παλιός ναύτης του Πολεμικού» είπε, προσέχοντας την εκφορά του λόγου του. «Είχαμε πολλούς τέτοιους εδώ γύρω, αλλά έχουν μείνει πια ελάχιστοι. Δυο φορές τον τορπίλισαν στον πόλεμο. Νομίζει ότι είναι αθάνατος. Την περασμένη

βδομάδα τον βρήκα να κοιμάται στον δρόμο μες στον χιονιά, κάτω στην Γκλουκσταντγκάτα, μετά το κλείσιμο του Σρέντερ. Οι δρόμοι έρημοι, σκοτάδι παντού. Μείον δεκαοχτώ βαθμοί. Όταν κατάφερα να τον ξαναζωντανέψω ταρακουνώντας τον, γύρισε, με κοίταξε και μ’ έστειλε στον διάολο». Ο Χόλε έσκασε στα γέλια. «Άκου, Χόλε...» «Πήγα στο τραπέζι του χθες το βράδυ και τον ρώτησα αν θυμόταν τι συνέβη, αν θυμόταν ότι τον έσωσα από το κρύο, από βέβαιο θάνατο». «Σε θέλει ο Μέλερ, Χόλε, θέλει να σε δει». «Γύρισε και μου ’πε ότι ήταν αθάνατος. Δεν με νοιάζει να ’μαι ένας άχρηστος ναυτικός σ’ αυτή την κωλοχώρα, είπε, αλλά να μη με θέλει ούτε ο άγιος Πέτρος, ρε γαμώτο; Ακούς; Ο άγιος Πέτρος!» «Έχουμε εντολή να σε συνοδέψουμε ως το τμήμα». Ένα ακόμα ποτήρι μπίρα προσγειώθηκε στο τραπέζι με γδούπο μπροστά από τον Χάρι Χόλε. «Για πες μου τον λογαριασμό, Ρίτα» είπε. «Διακόσιες ογδόντα» είπε εκείνη χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει τις αποδείξεις της. «Χριστός κι Απόστολος!» μουρμούρισε ο νεαρός αστυνομικός.

«Είμαστε εντάξει, Ρίτα». «Πωπώ, ευχαριστώ πολύ!» είπε η κοπέλα κι έφυγε. «Η καλύτερη σερβιτόρα της πόλης» είπε ο Χάρι. «Να φανταστείς ότι καμιά φορά σε βλέπει και χωρίς να κουνήσεις και τα δυο σου χέρια στον αέρα». Το δέρμα στο μέτωπο του Βαλέρ τεντώθηκε και μια μπλε φλέβα, σαν χοντρό σκουλήκι, πετάχτηκε προς τα έξω. «Δεν έχουμε χρόνο να καθόμαστε και ν’ ακούμε τις μεθυσμένες σου ιστορίες, Χόλε. Σου προτείνω να μην πιεις αυτή την μπίρα...» Ο Χάρι Χόλε είχε ήδη φέρει προσεκτικά το ποτήρι στα χείλια του κι έπινε. Ο Βαλέρ έσκυψε προς το μέρος του και χαμήλωσε τη φωνή του. «Έχω ακούσει για σένα, Χόλε. Και δεν μου αρέσεις. Είμαι μάλιστα της άποψης ότι έπρεπε να σ’ έχουν πετάξει έξω από το Σώμα εδώ και χρόνια. Ο κόσμος έχει χάσει τον σεβασμό του προς την αστυνομία για κάτι τύπους σαν κι εσένα. Αλλά δεν έχω έρθει γι’ αυτό. Ήρθαμε να σε πάρουμε μαζί μας. Ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών είναι καλός άνθρωπος. Ίσως θέλει να σου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία». Ο Χόλε ρεύτηκε και ο Βαλέρ τραβήχτηκε πίσω στην καρέκλα του. «Μια δεύτερη ευκαιρία να κάνω τι;» «Να δείξεις τι αξίζεις» είπε ο νεαρότερος εκ των δύο, χαρίζοντάς του ένα εφηβικό χαμόγελο.

«Θα σου δείξω τι αξίζω». Ο Χόλε χαμογέλασε, έφερε το ποτήρι στα χείλια κι έριξε μονομιάς το κεφάλι του προς τα πίσω. «Γαμώ το κέρατό σου, Χόλε!» Τα μάγουλα του Βαλέρ κατακοκκίνισαν βλέποντας το μήλο του Αδάμ ν’ ανεβοκατεβαίνει στον αξύριστο λαιμό του. «Ευχαριστημένος;» ρώτησε ο Χόλε, αφήνοντας το άδειο ποτήρι στο τραπέζι. «Η δουλειά μας είναι...» «Χεσμένη την έχω τη δουλειά σας». Ο Χόλε κούμπωσε το παλτό του. «Αν με θέλει ο Μέλερ, μπορεί να με πάρει τηλέφωνο ή να περιμένει να πάω στη δουλειά αύριο. Για την ώρα θα πάω σπίτι και καλά θα κάνετε να μη δω τα μούτρα σας για τις επόμενες δώδεκα ώρες. Κύριοι...» Ο Χόλε σηκώθηκε, ξεδιπλώθηκε σ’ όλο το ύψος των 190 εκατοστών του κι έγειρε ανεπαίσθητα προς το πλάι. «Αλαζονικό καθοίκι...» είπε ο Βαλέρ κι έγειρε πίσω την καρέκλα του. «Χαμένο κορμί... Έτσι κι οι δημοσιογράφοι που έγραφαν για τα κατορθώματά σου στην Αυστραλία ήξεραν ότι δεν είχες τ’ αρχίδια...» «Τ’ αρχίδια να κάνω τι, Βαλέρ;» Ο Χόλε συνέχιζε να χαμογελάει. «Να κλείσω στη στενή έξι εφήβους μόνο και μόνο επειδή είχαν μοϊκάνες;»

Ο νεαρός αξιωματικός γύρισε και κοίταξε τον Βαλέρ. Πέρυσι στην Αστυνομική Ακαδημία κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχαν πιάσει κάτι πιτσιρίκια πανκάδες να πίνουν μπίρες δημοσίως και τους είχαν τουλουμιάσει στο κρατητήριο με πορτοκάλια τυλιγμένα σε βρεγμένες πετσέτες. «Ποτέ σου δεν κατάλαβες το esprit de corps, Χόλε» είπε ο Βαλέρ. «Μόνο τον εαυτούλη σου σκέφτεσαι. Όλοι ξέρουν ποιος οδηγούσε στο Βίντερεν και γιατί ένας άξιος αστυνομικός έσπασε το κεφάλι του πάνω στον φράχτη. Γιατί είσαι ένας μέθυσος, Χάρι Χόλε, κι οδηγούσες υπό την επήρεια του αλκοόλ. Θα ’πρεπε να χαίρεσαι που παραχώσανε τα αποδεικτικά στοιχεία κάτω απ’ το χαλί. Έτσι και δεν τους ένοιαζε η οικογένειά του ή το γόητρο της αστυνομίας...» Κάθε μέρα που περνούσε, ο νεαρός αστυνομικός που συνόδευε τον Βαλέρ μάθαινε και κάτι καινούργιο. Εκείνη τη μέρα, λόχου χάρη, έμαθε πόσο βλακώδες είναι να κάθεσαι σε κεκλιμένη καρέκλα ενώ προσβάλλεις κάποιον: Είσαι εντελώς ανυπεράσπιστος σε περίπτωση που ο θιγόμενος πλησιάσει και σου χώσει ένα ντιρέκτ στο δόξα πατρί. Μιας και οι πελάτες του Σρέντερ έπεφταν απ’ τις καρέκλες τους κάθε λίγο και λιγάκι, ακολούθησαν ένα δυο δευτερόλεπτα σιγής κι ύστερα ο βόμβος των συνομιλιών ξαναξεκίνησε. Ο νεαρός βοήθησε τον Βαλέρ να σηκωθεί όρθιος ρίχνοντας μια ματιά στο παλτό του Χόλε, που εξαφανιζόταν

τώρα έξω από την πόρτα. «Πωπώ... καθόλου άσχημα ύστερα από οκτώ μπίρες, ε;» είπε, αλλά το βούλωσε αμέσως όταν είδε το βλέμμα που του έριξε ο Βαλέρ.

Τα πόδια του Χάρι πήραν ανέμελα τον κατήφορο της Ντοβρεγκάτα. Τα δάχτυλα του χεριού του δεν πονούσαν ακόμη· ο όποιος πόνος ή πιθανές τύψεις θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρωί. Δεν έπινε εν ώρα εργασίας, αν και το είχε κάνει στο παρελθόν κι ο δόκτωρ Άουνε έλεγε ότι κάθε νέα υποτροπή άρχιζε εκεί που τελείωνε η προηγούμενη. Ο ασπρομάλλης, γεματούλης σωσίας του Πίτερ Ουστίνοφ είχε σκάσει τόσο πολύ στα γέλια, που το διπλοσάγονό του έτρεμε, όταν ο Χάρι τού εξήγησε ότι προσπαθούσε ν’ αποφύγει την παλιά του νέμεση, τον κύριο Jim Beam, αντικαθιστώντας τον με μπίρες. Γιατί ήξερε πως δεν του άρεσε η μπίρα. «Έχεις υπάρξει χάλια στο παρελθόν, Χάρι. Από τη στιγμή που θ’ ανοίξεις το μπουκάλι, θα ξανακατρακυλήσεις. Δεν υπάρχει μέση οδός». Καλά τώρα. Ο Χάρι τα κατάφερνε πια να γυρνά στο σπίτι όρθιος, να γδύνεται και να ξαναπηγαίνει στη δουλειά την επόμενη μέρα, πράγμα διόλου αυτονόητο στο παρελθόν.

Ήταν, λοιπόν, μια μέση οδός: λίγο αναισθητικό πριν πέσει για ύπνο, τίποτα παραπάνω. Μια κοπέλα με μαύρο γούνινο καπέλο τον χαιρέτησε προσπερνώντας τον. Την ήξερε; Πέρυσι τέτοιον καιρό όλο τον χαιρετούσαν, ειδικά έπειτα από εκείνη την τηλεοπτική συνέντευξη στην Άννε Γκρόσβολ, όταν ρωτήθηκε πώς αισθανόταν που είχε πυροβολήσει έναν κατά συρροήν δολοφόνο. «Καλύτερα απ’ το να κάθομαι εδώ πέρα και ν’ απαντώ σε τέτοιου είδους ερωτήσεις» είχε απαντήσει τότε μ’ ένα στραβό χαμόγελο, κάνοντας τεράστιο σουξέ και χαρίζοντας στη Λιβ Φίνστα την πιο διάσημη φράση της προεκλογικής της καμπάνιας. Ο Χάρι έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά στο διαμέρισμα της Σοφίες Γκάτε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε μετακομίσει στην περιοχή του Μπίσλετ. Ίσως γιατί οι γείτονές του στο Τέγιεν είχαν αρχίσει να τον κοιτάζουν με μισό μάτι, κρατώντας απόσταση, που στην αρχή την είχε εκλάβει λανθασμένα ως σεβασμό. Τουλάχιστον εδώ οι γείτονες τον άφηναν στην ησυχία του. Πού και πού έβγαιναν και στον διάδρομο να ελέγξουν αν ήταν εντάξει τις σπάνιες φορές που μπουρδουκλωνόταν στις σκάλες και κατρακυλούσε στο αποκάτω πάτωμα. Το πισωκύλισμα είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβρη,

όταν έφτασε σε αδιέξοδο στην υπόθεση με την αδερφή του. Στην αρχή τα ’χασε και ύστερα ξανάρχισε να βλέπει όνειρα. Και ήξερε μόνο έναν τρόπο για να τα κρατήσει μακριά του. Προσπάθησε να στηριχτεί ξανά στα δυο του πόδια, να πάει την αδερφή του μέχρι το εξοχικό τους στο Ράουλαν, αλλά μετά τον βιασμό εκείνη είχε κλειστεί στον εαυτό της και δεν γελούσε όπως παλιά. Έτσι ο Χόλε αποφάσισε να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα τους. Οι συζητήσεις τους δεν είχαν κρατήσει πολύ· αρκετά όμως ώστε να καταλάβει ότι ο πατέρας του ήθελε την ησυχία του. Κλείνοντας την πόρτα του διαμερίσματός του, φώναξε ότι γύρισε σπίτι και έγνεψε μ’ ευχαρίστηση καθώς δεν πήρε καμία απάντηση. Τέρατα υπάρχουν όλων των ειδών. Εφόσον όμως δεν τον περίμεναν κρυμμένα στην κουζίνα καθώς επέστρεφε, πιθανόν και να κατάφερνε να κοιμηθεί ανενόχλητος εκείνο το βράδυ.

4

πεσε τόσο απότομα παγωνιά, που του Χάρι τού κόπηκε η ανάσα βγαίνοντας στον δρόμο. Σήκωσε το βλέμμα του στον κόκκινο ουρανό ανάμεσα στις στέγες των σπιτιών κι άνοιξε το στόμα να φύγει η μυρωδιά της χολής και της Κολγκέιτ. Στην πλατεία Χόλμπαρς ανέβηκε στο τραμ που κατηφόριζε με κρότο την οδό Βελχάβενς. Κάθισε σε μια άδεια θέση κι άνοιξε την εφημερίδα του, την Aftenposten. Κι άλλο κρούσμα παιδοφιλίας, το τρίτο μέσα σε λίγους μήνες. Ήταν όλοι τους Νορβηγοί, που τους έπιασαν στα πράσα στην Ταϊλάνδη. Ο αρχισυντάκτης υπενθύμιζε στους αναγνώστες την προεκλογική υπόσχεση του πρωθυπουργού να εντείνει την αστυνομική έρευνα γύρω από τα εγκλήματα με σεξουαλικό

Έ

κίνητρο –συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που είχαν διαπραχθεί από Νορβηγούς στο εξωτερικό– κι αναρωτιόταν πότε επιτέλους θα έβλεπαν οι πολίτες αποτελέσματα. Ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ Μπιορν Άσκιλσεν σχολίαζε ότι συνεχίζονταν οι προσπάθειες συνεργασίας με την ταϊλανδέζικη αστυνομία για την αντιμετώπιση των νορβηγών παιδεραστών που διέμεναν στην Ταϊλάνδη κι ότι οι εξελίξεις θα ήταν ραγδαίες από τη στιγμή που θα έρχονταν σε συνεννόηση. «Είναι επείγουσα ανάγκη!» έγραφε ο αρχισυντάκτης της Aftenposten. «Οι πολίτες περιμένουν να δουν αποτελέσματα. Δεν επιτρέπεται ένας χριστιανός πρωθυπουργός ν’ αφήνει τέτοια αίσχη να διαιωνίζονται».

«Περάστε!» Ο Χάρι άνοιξε την πόρτα κι έπεσε κατευθείαν πάνω στο ορθάνοιχτο στόμα του Μπγιάρνε Μέλερ, που χασμουριόταν γερμένος πίσω στην καρέκλα του. Τα μακριά του πόδια εξείχαν κάτω απ’ το γραφείο. «Α, να σε λοιπόν. Σε περίμενα χθες, Χάρι». «Ναι, το έμαθα». Ο Χάρι κάθισε. «Δεν έρχομαι στη δουλειά μεθυσμένος. Και τούμπαλιν. Είναι μία από τις αρχές

μου» είπε προσπαθώντας ν’ ακουστεί ειρωνικός. «Ένας αστυνομικός παραμένει αστυνομικός όλο το εικοσιτετράωρο, είτε μεθυσμένος είτε νηφάλιος. Να ξέρεις, είδα κι έπαθα να πείσω τον Βαλέρ να μη σε αναφέρει». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του σε ένδειξη ότι δεν είχε τίποτα άλλο να προσθέσει. «Καλά, Χάρι, δεν θα το συζητήσουμε τώρα αυτό. Σε χρειάζομαι για μια δουλειά. Μια δουλειά που δεν αξίζεις, κατά τη γνώμη μου, αλλά θα σ’ τη δώσω έτσι κι αλλιώς». «Κι αν σου έλεγα ότι δεν τη θέλω, θα ήσουν ευχαριστημένος;» «Κόψε τις ατάκες αλά Φίλιπ Μάρλοου, Χάρι, δεν σου πάνε» απάντησε κοφτά ο Μέλερ. Ο Χάρι μειδίασε. Ήξερε ότι κατά βάθος ο αρχηγός τον συμπαθούσε. «Δεν σου είπα καν περί τίνος πρόκειται». «Να υποθέσω ότι δεν θες να με χώσεις στην Τροχαία. Αλλιώς δεν θα έστελνες ολόκληρο αυτοκίνητο να με συνοδέψει εκτός υπηρεσίας». «Σωστά, οπότε άφησέ με να τελειώσω αυτό που έχω να σου πω». Ο Χάρι γέλασε κοφτά κι έγειρε προς τα εμπρός. «Μπορώ να σου μιλήσω στα ίσια, αρχηγέ;» Ο Μέλερ έγνεψε καταφατικά. «Δεν είμαι για σημαντικές αποστολές σε αυτήν τη φάση.

Φαντάζομαι πως έχεις δει πώς πάνε τα πράγματα. Ή μάλλον πώς δεν πάνε. Μετά βίας κυλάνε. Κάνω τη δουλειά μου, δουλειά ρουτίνας, προσπαθώντας να μην μπλέκομαι στα πόδια των άλλων, κι ίσα ίσα που καταφέρνω να έρχομαι και να φεύγω απ’ τη δουλειά νηφάλιος. Στη θέση σου, θα ανέθετα τη δουλειά σε κάποιον άλλο». Ο Μέλερ αναστέναξε, μάζεψε με κόπο τα πόδια του και σηκώθηκε όρθιος. «Τελείωσες; Σειρά μου να σ’ τα πω στα ίσια, Χάρι. Αν ήταν στο χέρι μου, όντως θα έπαιρνε κάποιος άλλος τη δουλειά. Έλα όμως που θέλουν εσένα. Οπότε θα μου έκανες μεγάλη χάρη αν...» Ο Χάρι γύρισε και τον κοίταξε ανήσυχος. Ο Μπγιάρνε Μέλερ τον είχε γλιτώσει πάρα πολλές φορές τον τελευταίο χρόνο και μάλλον είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να του ζητήσει εξόφληση του χρέους. «Για μισό λεπτό! Ποιοι είναι αυτοί που με θέλουν;» «Διάφοροι υψηλά ιστάμενοι. Άνθρωποι που θα κάνουν τη ζωή μου κόλαση αν δεν τους δώσω αυτό που ζητάνε». «Και τι θα κερδίσω εγώ αν αποδεχτώ τη δουλειά;» Ο Μέλερ συνοφρυώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, αλλά ποτέ του δεν είχε καταφέρει να κάνει το αγορίστικο κι ανοιχτό πρόσωπό του να φαίνεται αυστηρό.

«Εσύ τι θα κερδίσεις; Τον μισθό σου. Για όσο κρατήσει η αποστολή. Άκου τι είπε τώρα!» «Α, μα το έχω μυριστεί το σχέδιο, αφεντικό. Κάποιοι από αυτούς τους υψηλά ιστάμενους σκέφτηκαν ότι ο άνθρωπος που έλυσε την περσινή υπόθεση στο Σίδνεϊ πρέπει να είναι και γαμώ τους τύπους κι είναι τώρα δική σου δουλειά να τον κάνεις να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους». «Χάρι, σε παρακαλώ. Μην το παρατραβάς». «Δίκιο έχω. Και χθες που είδα τη μούρη του Βαλέρ πάλι δίκιο είχα. Γι’ αυτό κάθισα και το σκέφτηκα όλο το βράδυ κι ήρθα προετοιμασμένος να σου προτείνω τα εξής: Εγώ θα παίξω το καλό παιδί, θα σας κάνω τη δουλειά, κι όταν τελειώσω, θα μου δώσεις δυο επιθεωρητές πλήρους απασχόλησης για δυο μήνες κι ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και τα αρχεία του Σώματος». «Τι είναι αυτά που λες;» «Ξέρεις πολύ καλά τι λέω». «Χάρι, αν αναφέρεσαι στην υπόθεση βιασμού της αδερφής σου, λυπάμαι, αλλά η απάντηση είναι όχι. Η υπόθεση έχει κλείσει μια και καλή, το ξέχασες;» «Καθόλου, αφεντικό. Πώς να ξεχάσω την αναφορά που έλεγε ότι, επειδή έχει σύνδρομο Ντάουν, μπορεί και να κατασκεύασε την ιστορία του βιασμού για να αποκρύψει ότι έμεινε έγκυος από μία περιστασιακή γνωριμία; Αυτά τα

πράγματα δεν ξεχνιούνται». «Δεν υπήρχαν χειροπιαστά...» «Τίποτα δεν απέκρυψε! Για τ’ όνομα του Θεού, πήγα στο διαμέρισμά της στο Σον και ξέρεις τι βρήκα στο μπάνιο; Το σουτιέν της, στο καλάθι των αχρήστων, μες στα αίματα. Έπρεπε να την αναγκάσω να μου δείξει το στήθος της. Ο τύπος τής είχε τραυματίσει τις θηλές κι αυτή αιμορραγούσε πάνω από μια εβδομάδα. Νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι σαν κι εκείνη. Εμφανίστηκε λοιπόν ένας κουστουμαρισμένος τύπος και τη ζήτησε σε δείπνο κι ύστερα τη ρώτησε αν ήθελε να δουν ταινία στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, κι εκείνη νόμιζε ότι ήταν απλά ευγενικός. Ακόμα κι αν θυμόταν το νούμερο του δωματίου, οι καθαρίστριες θα το είχαν καθαρίσει, θα το είχαν περάσει με ηλεκτρική και θα είχαν αλλάξει τα σεντόνια πάνω από είκοσι φορές από τη στιγμή που τη βίασε. Τι σόι χειροπιαστά στοιχεία να υπάρχουν;» «Κανείς δεν θυμόταν τίποτα αιματοβαμμένα σεντόνια όμως...» «Έχω δουλέψει σε ξενοδοχεία, Μέλερ. Θα σε εξέπληττε αν μάθαινες πόσα αιματοβαμμένα σεντόνια αλλάζονται μέσα σε μία και μόνο εβδομάδα. Όλο αιμορραγούν οι άνθρωποι, γαμώτο». Ο Μέλερ κούνησε το κεφάλι του με μανία. «Με συγχωρείς,

Χάρι, αλλά είχες ήδη την ευκαιρία να το αποδείξεις». «Δεν έφτανε, αφεντικό. Δεν έφτανε». «Ποτέ δεν φτάνει. Αλλά κάπου πρέπει να πει κανείς τέρμα. Οι πόροι μας...» «Άσε με τουλάχιστον να το χειριστώ όπως θέλω εγώ. Για έναν μήνα». Ο Μέλερ σήκωσε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε τον Χάρι με σφαλιστό το ένα μάτι. Ο Χάρι κατάλαβε ότι τον πήρε χαμπάρι. «Ρε απατεώνα! Από την αρχή την ήθελες τη δουλειά, ε; Απλώς είπες να διαπραγματευτείς και λίγο πρώτα». Ο Χάρι τέντωσε το κάτω χείλος του και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Ο Μέλερ κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ύστερα αναστέναξε. «Εντάξει, Χάρι, θα δω τι μπορώ να κάνω. Αλλά έτσι και τα σκατώσεις, θα πρέπει να πάρω σκληρές αποφάσεις, που πολλοί εδώ μέσα πιστεύουν πως έπρεπε να έχουν παρθεί εδώ και καιρό. Και ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει αυτό». «Ότι θα με διώξεις με τις κλοτσιές, αφεντικό» είπε χαμογελώντας ο Χάρι. «Τι δουλειά μού ετοιμάζεις;» «Ελπίζω να έχεις πάει καθαριστήριο το καλοκαιρινό σου κουστούμι και να θυμάσαι πού έχεις καταχωνιάσει το διαβατήριό σου. Φεύγεις αεροπορικώς σε δώδεκα ώρες για κάπου πολύ μακριά».

«Όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο, αφεντικό».

Ο Χάρι καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα του στενού διαμερίσματος στο Σον. Η αδερφή του καθόταν στο παράθυρο και χάζευε τις χιονονιφάδες στο φως της λάμπας του δρόμου. Ρούφηξε τη μύτη της μια δυο φορές. Με την πλάτη της γυρισμένη, ο Χάρι δεν μπορούσε να καταλάβει αν της έφταιγε η παγωνιά ή η επικείμενη αναχώρησή του. H αδερφή του διέμενε εδώ και δυο χρόνια στις λεγόμενες «κοινωνικές κατοικίες» και, δεδομένων των συνθηκών, τα κατάφερνε μια χαρά. Μετά τον βιασμό και την άμβλωση, ο Χάρι είχε πακετάρει μερικά πράγματα κι είχε έρθει να μείνει μαζί της, αλλά λίγες μέρες αργότερα εκείνη τον έδιωξε. Αρκετά· ήταν μεγάλο κορίτσι πια. «Θα γυρίσω σύντομα, αδερφούλα». «Πότε;» Καθόταν τόσο κοντά στο τζάμι, που τα χνότα της σχημάτιζαν ένα τριαντάφυλλο κάθε φορά που μιλούσε. Ο Χάρι την πλησίασε κι ακούμπησε το ένα του χέρι στην πλάτη της. Από το τρεμούλιασμα κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. «Θα πιάσω τους κακούς και θα γυρίσω αμέσως σπίτι».

«Είναι ο...» «Όχι, δεν είναι αυτός. Αυτόν θα τον πιάσω μετά. Μίλησες με τον μπαμπά καθόλου σήμερα;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Χάρι αναστέναξε. «Αν δεν σε πάρει τηλέφωνο, να τον πάρεις εσύ. Θα το κάνεις για μένα, αδερφούλα μου;» «Ο μπαμπάς δεν λέει ποτέ τίποτα» ψιθύρισε τότε εκείνη. «Ο μπαμπάς είναι στεναχωρημένος γιατί πέθανε η μαμά, αδερφούλα». «Μα έχει περάσει τόσος καιρός πια». «Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι καιρός να τον κάνουμε να μιλήσει πια, κι εσύ πρέπει να με βοηθήσεις σ’ αυτό, αδερφούλα μου. Τι λες; Θα το κάνεις, αδερφούλα μου;» Χωρίς να πει τίποτα, εκείνη γύρισε και τον αγκάλιασε χώνοντας το πρόσωπό της στον λαιμό του. Ο Χάρι τής χάιδεψε τα μαλλιά κι ένιωσε το πουκάμισό του να υγραίνεται.

Η βαλίτσα ήταν έτοιμη. Ο Χάρι είχε πάρει τηλέφωνο τον Στούλε Άουνε να τον ενημερώσει ότι θα πήγαινε στην Μπανγκόκ για δουλειά. Εκείνος δεν είχε και πολλά να του πει

κι ο Χάρι αναρωτήθηκε γιατί τον κάλεσε στο τηλέφωνο. Ίσως επειδή ήταν καλό να ενημερώνεις τους ανθρώπους που ενδεχομένως να αναρωτιούνται πού βρίσκεσαι; Ο Χάρι όμως δεν πίστευε ότι ήταν καλή ιδέα να πάρει τηλέφωνο και τους σερβιτόρους στου Σρέντερ. «Πάρε μαζί τις ενέσεις βιταμίνης Β που σου έδωσα» είπε ο Άουνε. «Γιατί;» «Γιατί θα σε βοηθήσουν να κρατηθείς νηφάλιος. Καινούργιο περιβάλλον, Χάρι. Θα μπορούσε να είναι μια νέα ευκαιρία, ξέρεις». «Θα το σκεφτώ». «Δεν φτάνει να το σκεφτείς». «Το ξέρω. Γι’ αυτό δεν θα τις πάρω». Ο Άουνε μούγκρισε. Σε ένδειξη γέλιου. «Κωμικός έπρεπε να είχες γίνει, Χάρι». «Κάνω ό,τι μπορώ».

Ένα από τα αγόρια του ασύλου λίγο πιο πάνω στον δρόμο του βρισκόταν ακουμπισμένο στον τοίχο κι έτρεμε μες στο στενό του τζιν μπουφάν. Είδε τον Χάρι να βάζει τη βαλίτσα του στο πορτμπαγκάζ του ταξί. Ρούφηξε το τσιγάρο του και

είπε: «Φεύγεις;». «Ναι». «Για τον Νότο;» «Μπανγκόκ». «Μόνος;» «Ναι». «Say no more». Σήκωσε τον αντίχειρα προς τη μεριά του Χάρι και του έκλεισε το μάτι.

Ο Χάρι παρέλαβε το εισιτήριό του από τη γυναίκα πίσω από τον πάγκο του τσεκ ιν κι έκανε μεταβολή. «Ο Χάρι Χόλε;» Ένας άνδρας που φορούσε γυαλιά με μεταλλικό σκελετό τον κοιτούσε με θλιμμένο χαμόγελο. «Ποιος είστε;» «Ντάγκφιν Τούρχους, από το Υπουργείο Εξωτερικών. Θα θέλαμε να σας ευχηθούμε καλή τύχη. Και να σιγουρευτούμε ότι έχετε κατανοήσει την... ευαισθησία του θέματος. Μιας κι έγιναν όλα τόσο γρήγορα». «Σας ευχαριστώ που με σκεφτήκατε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, δουλειά μου είναι να εντοπίσω έναν δολοφόνο δίχως να γίνει

σούσουρο. Έχω πάρει συγκεκριμένες οδηγίες από τον Μέλερ». «Ωραία. Η διακριτικότητα είναι υψίστης προτεραιότητας. Μην εμπιστεύεστε κανέναν. Ούτε καν τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι δουλεύουν για το Υπουργείο Εξωτερικών. Θα μπορούσαν να προέρχονται, λόγου χάρη, από την εφημερίδα Dagbladet». Ο Τούρχους άνοιξε το στόμα του σαν να ήθελε να γελάσει, αλλά ο Χάρι κατάλαβε ότι δεν αστειευόταν καθόλου. «Οι δημοσιογράφοι της Dagbladet δεν φορούν το σηματάκι του ΥΠΕΞ στο πέτο, χερ Τούρχους. Ούτε καμπαρντίνα Γενάρη μήνα. Παρεμπιπτόντως, τα χαρτιά μου λένε ότι εσείς είστε ο δίαυλός μου με το Υπουργείο Εξωτερικών». Ο Τούρχους κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, μάλλον προς τον εαυτό του, τίναξε μπροστά το πιγούνι του και χαμήλωσε τη φωνή του κατά ένα ημιτόνιο. «Το αεροπλάνο σας φεύγει σύντομα, οπότε δεν θα σας κρατήσω πολύ. Ακούστε μόνο τι έχω να σας πω». Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες της καμπαρντίνας του και τα σταύρωσε στο στήθος. «Τι ηλικία έχετε, Χόλε; Τριάντα τρία; Τριάντα τέσσερα; Έχετε ακόμη ολόκληρη καριέρα μπροστά σας. Βλέπετε, έκανα μια μικρή έρευνα σε σχέση με το πρόσωπό σας. Έχετε

ταλέντο, όπως και θαυμαστές και προστάτες στα υψηλά κλιμάκια, αυτό είναι εμφανές. Και θα συνεχίσετε να έχετε εφόσον τα πράγματα πάνε καλά. Αλλά δεν απέχετε και πολύ από το να φάτε τα μούτρα σας, κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πάρετε στον λαιμό σας και τους συνεργάτες σας. Και τότε θ’ ανακαλύψετε ότι οι μέχρι τότε φίλοι σας την έχουν κάνει με ελαφριά πηδηματάκια. Προτιμότερο, λοιπόν, να μη βιαστείτε για να μη σκοντάψετε και να στηριχτείτε στα δικά σας πόδια. Για το καλό όλων μας. Σας το λέω φιλικά, ως παλιός παγοδρόμος». Το στόμα του χαμογέλασε, μα τα μάτια του περιεργάζονταν τον Χόλε εξεταστικά. «Ξέρετε κάτι, Χόλε; Κάθε φορά που έρχομαι στο Φόρνεμπου έχω μια περίεργη, θλιβερή αίσθηση του τέλους. Μια αίσθηση τέλους αλλά και μιας καινούργιας αρχής». «Σοβαρά;» είπε ο Χάρι, τη στιγμή που αναρωτιόταν από μέσα του αν προλάβαινε να πιει μια μπίρα στο μπαρ πριν κλείσει η θύρα αναχώρησής του. «Ε, πού και πού καλό δεν είναι κι αυτό; Η καινούργια αρχή εννοώ». «Ας το ελπίσουμε» είπε ο Τούρχους. «Ας το ελπίσουμε».

5

Χάρι Χόλε ίσιωσε τα γυαλιά ηλίου του και κοίταξε τη σειρά των ταξί που περίμεναν έξω από το διεθνές αεροδρόμιο Ντον Μουάνγκ. Ένιωθε λες κι είχε προσγειωθεί σε μια μπανιέρα και κάποιος μόλις είχε ανοίξει το καυτό νερό. Ήξερε πως το μυστικό για ν’ αντιμετωπίσεις αυτή την τρομερή υγρασία ήταν να την αγνοήσεις. Ν’ αφήσεις τον ιδρώτα να κυλάει και να σκεφτείς κάτι άλλο. Το εκτυφλωτικό φως ήταν ακόμα χειρότερο. Διαπερνούσε τα φτηνά φιμέ πλαστικά του γυαλιά και έφτανε ως τα μάτια του, που γυάλιζαν από το αλκοόλ, και έκανε τον πονοκέφαλο, που μέχρι τότε απλώς σιγόκαιγε στους κροτάφους του, να πιάνει κόκκινο. «250 baht or metel taxi, sil?» Ο Χάρι προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του

Ο

ταξιτζή. Η πτήση είχε πάει χάλια. Στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης πουλούσαν βιβλία μόνο στα γερμανικά και στο αεροπλάνο είχαν δείξει το Ελευθερώστε τον Γουίλι 2. «Ταξίμετρο» είπε ο Χάρι. Ένας φλύαρος Δανός στο αεροπλάνο, αγνοώντας την εμφανή κατάσταση μέθης του Χάρι, τον είχε φορτώσει συμβουλές για το πώς να μη σου πιάσουν τον κώλο στην Ταϊλάνδη – προφανώς, θέμα ανεξάντλητου περιεχομένου. Πρέπει να νόμιζε ότι οι Νορβηγοί είναι ένας γοητευτικά αφελής λαός, τον οποίο κάθε Δανός έχει την υποχρέωση να σώσει από κάθε λογής απατεωνιά. «Πρέπει να κάνεις παζάρια στα πάντα» του είχε πει. «Αυτό είναι το κόλπο». «Κι αν δεν κάνω;» «Θα μας καταστρέψεις». «Συγγνώμη;» «Έτσι συμβάλλεις στο ν’ ανεβούν οι τιμές κι η Ταϊλάνδη γίνεται πιο ακριβή για όλους εμάς τους υπόλοιπους». Ο Χάρι είχε κοιτάξει καλά καλά τον άνδρα με το μπεζ Marlboro πουκάμισο και τα ολοκαίνουργια δερμάτινα σανδάλια κι αποφάσισε να πιει ακόμα περισσότερο. «Οδός Σουρασάκ 111» είπε ο Χάρι και ο οδηγός του ταξί χαμογέλασε, έβαλε τη βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ και κράτησε την πόρτα ανοιχτή. Ο επιβάτης του χώθηκε στην καμπίνα και

παρατήρησε ότι το τιμόνι βρισκόταν στη δεξιά μεριά. «Στη Νορβηγία παραπονιόμαστε για τους Άγγλους που επιμένουν να οδηγούν στ’ αριστερά» είπε καθώς έμπαιναν στον αυτοκινητόδρομο. Ο οδηγός κοίταξε στον καθρέφτη χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. «Surasak Road, yes?» Ο Χάρι κάτι μουρμούρισε, χαρούμενος που ο αυτοκινητόδρομος διέσχιζε σαν ένα ευθύ γκρίζο βέλος το γεμάτο ουρανοξύστες θολό τοπίο. Ήταν σίγουρος ότι με μια δυο απότομες στροφές η ομελέτα της Swissair θα βρισκόταν στο πίσω κάθισμα. «Γιατί δεν γράφει το ταξίμετρο;» «Surasak Road, five hundred baht, yes?» Ο Χάρι έγειρε πίσω στο κάθισμα και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Κάπου ψηλά, τέλος πάντων, γιατί ουρανός δεν φαινόταν, μόνο ένα θολό στερέωμα που φωτιζόταν από τον αθέατο επίσης ήλιο. Μπανγκόκ, η Πόλη των Αγγέλων. Οι άγγελοι φορούσαν μάσκες, έκοβαν την ατμόσφαιρα με το μαχαίρι και προσπαθούσαν πια να θυμηθούν τι χρώμα είχε παλιά ο ουρανός. Θα πρέπει να τον πήρε ο ύπνος, γιατί, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, το αυτοκίνητο είχε σταματήσει. Σηκώθηκε όρθιος

στη θέση του και είδε ότι ήταν περικυκλωμένοι από οχήματα. Μικρά ανοιχτά καταστήματα κι εργαστήρια, το ένα πάνω στο άλλο, απλώνονταν κατά μήκος των πεζοδρομίων που έσφυζαν από ανθρώπους, φαινομενικά σίγουρους για τον προορισμό τους. Και βιαστικούς κιόλας. Ο οδηγός είχε ανοίξει ένα παράθυρο και η κακοφωνία από τους διάφορους θορύβους της πόλης παρενέβαινε στη ραδιοφωνική μετάδοση. Μύριζε καυσαέριο και ιδρώτας μέσα στο αυτοκίνητο που έβραζε. «Μποτιλιάρισμα;» Ο οδηγός χαμογέλασε και κατένευσε. Ο Χάρι έτριξε τα δόντια του. Πού το είχε διαβάσει, να δεις, ότι όλος ο μόλυβδος που εισέπνεες κατέληγε, αργά ή γρήγορα, στον εγκέφαλό σου; Και προκαλούσε απώλεια μνήμης. Ή μήπως ψύχωση; Ως εκ θαύματος, η κίνηση ξεκόλλησε ξαφνικά και οι μοτοσικλέτες και τα μοτοποδήλατα άρχισαν να τους προσπερνούν σαν σμήνη από θυμωμένα έντομα, διασχίζοντας τις διασταυρώσεις με πλήρη απαξίωση του φόβου και του θανάτου. Ο Χάρι μέτρησε τέσσερα ωραιότατα παρά τρίχα δυστυχήματα. «Είναι απίστευτο που δεν γίνονται ατυχήματα» είπε ο Χάρι, για να πει κάτι. Ο οδηγός κοίταξε στον καθρέφτη και χαμογέλασε πλατιά.

«Γίνονται. Συνέχεια». Όταν τελικά έφτασαν έξω από το αστυνομικό τμήμα της οδού Σουρασάκ, ο Χάρι είχε αποφασίσει ότι δεν του άρεσε αυτή η πόλη. Ήθελε να κρατήσει την αναπνοή του, να κάνει τη δουλειά του και να πάρει την πρώτη πτήση για το Όσλο, όσο χάλια κι αν ήταν.

«Καλώς ήλθατε στην Μπανγκόκ, Hally». Ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν μικρόσωμος, μελαψός και προφανώς αποφασισμένος ν’ αποδείξει ότι και στην Ταϊλάνδη οι άνθρωποι ήξεραν να χαιρετούν με τρόπο δυτικό. Άρπαξε το χέρι του Χάρι, το έσφιξε και το ταρακούνησε με ενθουσιασμό, χαρίζοντάς του ένα πλατύ χαμόγελο. «Μας συγχωρείτε που δεν μπορέσαμε να σας συναντήσουμε στο αεροδρόμιο, αλλά η κίνηση στην Μπανγκόκ...» Έδειξε προς το παράθυρο ξοπίσω του. «Πάνω στον χάρτη η απόσταση είναι μικρή, αλλά...» «Ξέρω τι εννοείτε, σερ» είπε ο Χάρι. «Αυτό μου είπαν και από την πρεσβεία». Στάθηκαν και κοιτάχτηκαν σιωπηλά. Ο αρχηγός χαμογέλασε. Ένα χτύπημα στην πόρτα. «Περάστε!»

Ένα ξυρισμένο κεφάλι φάνηκε στο άνοιγμα. «Περάστε, Κράμλεϊ. Ήρθε ο νορβηγός επιθεωρητής». «Α, ο επιθεωρητής». Το κεφάλι απέκτησε σώμα κι ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυο φορές για να σιγουρευτεί ότι δεν έκανε λάθος. Το σώμα που εμφανίστηκε είχε πλάτες μεγάλες σαν του Χάρι· το ξυρισμένο κεφάλι κατέληγε σ’ ένα μυώδες πιγούνι και είχε δυο έντονα μπλε μάτια πάνω από ένα λεπτό ίσιο στόμα. Η στολή ήταν ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα ζευγάρι αθλητικά Nike και μια φούστα. «Από εδώ η Λιζ Κράμλεϊ, επιθεωρητής του Ανθρωποκτονιών» είπε ο αρχηγός. «Λένε ότι είστε καταπληκτικός επιθεωρητής, Χάρι» είπε εκείνη με μια πλατιά αμερικάνικη προφορά και στάθηκε μπροστά του με τα χέρια στη μέση. «Δεν ξέρω αν είμαι ακριβώς...» «Δεν είστε; Εμένα μου φαίνεται ότι κάποιο ταλέντο θα έχετε, αφού σας έστειλαν από την άλλη άκρη του κόσμου. Εσείς τι λέτε;» «Πιθανόν». Ο Χάρι μισόκλεισε τα μάτια του. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν μια υπερβολικά αυταρχική αντρογυναίκα. «Έχω έρθει εδώ για να βοηθήσω» συμπλήρωσε. «Αν

μπορέσω». «Ε, τότε ίσως ήρθε η ώρα να ξεμεθύσετε, ε, Χάρι;» Ο αρχηγός της αστυνομίας ξέσπασε σ’ ένα ηχηρό, ένρινο γέλιο πίσω της. «Έτσι είναι» είπε εκείνη, δυνατά και καθαρά, λες κι ο αρχηγός ήταν απών. «Κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μη θιχτεί η υπόληψη κανενός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δική σας. Προσποιείται ότι αστειεύομαι. Αλλά δεν αστειεύομαι καθόλου. Είμαι επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών και, αν δεν μου αρέσει κάτι, το λέω στα ίσια. Θεωρείται αγένεια σε αυτή τη χώρα, αλλά το κάνω δέκα χρόνια τώρα». Ο Χάρι έκλεισε εντελώς τα μάτια του. «Από το χρώμα του προσώπου σας, Χάρι, καταλαβαίνω ότι νιώθετε ντροπή, αλλά σας το ξεκαθαρίζω να το ξέρετε: Δεν χρησιμοποιώ μεθυσμένους επιθεωρητές. Ελάτε πάλι αύριο. Θα βρω κάποιον να σας πάει μέχρι το διαμέρισμά σας». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του και καθάρισε τον λαιμό του. «Πετοφοβία». «Με συγχωρείτε;» «Πάσχω από πετοφοβία, φοβάμαι τα αεροπλάνα. Τα τζιν με τόνικ με βοηθούν. Και το πρόσωπό μου είναι κόκκινο γιατί

το αλκοόλ έχει αρχίσει να εξατμίζεται μέσα από τους πόρους του δέρματός μου». Η Λιζ Κράμλεϊ τον κοίταξε προσεκτικά. Ύστερα έξυσε το γυμνό της κρανίο. «Λυπάμαι πολύ, ντετέκτιβ. Κι από τζετ λαγκ πώς πάτε;» «Είμαι καθ’ όλα ξύπνιος». «Καλώς. Θα περάσουμε από το διαμέρισμά σας στον δρόμο για τη σκηνή του εγκλήματος». Το διαμέρισμα που του είχε παραχωρήσει η πρεσβεία βρισκόταν σ’ ένα υπερσύγχρονο συγκρότημα κατοικιών ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο Shangri-La. Ήταν μικροσκοπικό και σπαρτιατικό, αλλά διέθετε μπάνιο, ανεμιστήρα δίπλα στο κρεβάτι και θέα στον ποταμό Tσάο Πράγια, που κυλούσε από κάτω τεράστιος και καφετής. Ο Χάρι στάθηκε στο παράθυρο. Μακρόστενα ξύλινα σκάφη διέσχιζαν το ποτάμι προς όλες τις κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα βρόμικα νερά με τις προπέλες τους δεμένες στο τέρμα μακριών πασσάλων. Στην αντίπερα όχθη ξεπρόβαλλαν νεόκτιστα ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα πάνω από μια ακαθόριστη μάζα σπιτιών από λευκά τούβλα. Ήταν δύσκολο να πάρει κανείς μια ιδέα για το μέγεθος της πόλης, γιατί αυτή εξαφανιζόταν μέσα σε μια πορτοκαλί ομίχλη λίγα οικοδομικά τετράγωνα παρακάτω. Ο Χάρι υπέθεσε ότι ήταν μεγάλη. Τεράστια. Έσπρωξε ν’ ανοίξει το

παράθυρο και μια βοή εισχώρησε στο δωμάτιο. Είχε χάσει τις ωτοασπίδες του στο ασανσέρ ανεβαίνοντας και άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο της πόλης. Ξεχώρισε το περιπολικό της Κράμλεϊ σαν μικρό σπιρτόκουτο παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο από κάτω του. Άνοιξε ένα κουτάκι με ζεστή μπίρα που είχε πάρει από το αεροπλάνο και συνειδητοποίησε ότι η Singha ήταν εξίσου κακή μπίρα με τις νορβηγικές. Το υπόλοιπο της ημέρας τού φαινόταν ήδη πολύ πιο υποφερτό.

6

επικεφαλής έσπρωξε την κόρνα. Κυριολεκτικά. Με το πλούσιο στήθος της έσκυψε πάνω στο τιμόνι του μεγάλου τζιπ Toyota κι η κόρνα ούρλιαξε. «Καθόλου ταϊλανδέζικος ο τρόπος μου, το ξέρω» είπε γελώντας. «Εξάλλου, δεν πιάνει. Δεν σ’ αφήνουν να περάσεις αν κορνάρεις. Μάλλον έχει να κάνει με τον βουδισμό, δεν ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να μην κορνάρω, γαμώτο μου. Από το Τέξας είμαι, δεν γίνεται αλλιώς». Έσκυψε ξανά πάνω στο τιμόνι κι οι αυτοκινητιστές τριγύρω τους γύρισαν επιδεικτικά τα κεφάλια τους προς την αντίθετη μεριά. «Βρίσκεται λοιπόν ακόμη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου;» ρώτησε ο Χάρι, πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Εντολές από ψηλά. Κανονικά θα κάναμε νεκροψία το

Η

συντομότερο δυνατόν και θ’ αποτεφρώναμε το πτώμα την επομένη. Αλλά ήθελαν να το δείτε εσείς πρώτα. Μη με ρωτάτε γιατί». «Γιατί είμαι και γαμώ τους ντετέκτιβ ή μήπως το ξεχάσατε;» Εκείνη του έριξε ένα πλάγιο βλέμμα κι ύστερα έχωσε το αμάξι σ’ ένα κενό που άνοιξε στα δεξιά τους και πάτησε γκάζι. «Εξυπνάδες. Μη νομίζετε ότι οι Ταϊλανδοί θα σας δουν ως “γαμώ τους ντετέκτιβ” μόνο και μόνο επειδή είστε φαράνγκ – το αντίθετο μάλιστα». «Φαράνγκ;» «Ξασπρισμένος. Γκρίνγκο. Μισο-υποτιμητικό, μισοουδέτερο, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς. Να θυμάστε απλώς ότι, ασχέτως του πόσο ευγενικά σας φέρονται, από αυτοεκτίμηση οι Ταϊλανδοί τα πάνε μια χαρά. Ευτυχώς για εσάς, έχω τοποθετήσει δυο νεαρούς αξιωματικούς σήμερα, τους οποίους σίγουρα θα καταφέρετε να εντυπωσιάσετε. Το ελπίζω τουλάχιστον, για το καλό σας. Εάν τα κάνετε θάλασσα, θα έχετε μεγάλα προβλήματα στην περαιτέρω συνεργασία με το Ανθρωποκτονιών». «Νόμιζα ότι εσείς είστε η επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών». «Αυτό εννοώ».

Είχαν βγει στον αυτοκινητόδρομο. Η επικεφαλής, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του κινητήρα, σανίδωσε το γκάζι. Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει και στα δυτικά ένας ήλιος κόκκινος σαν κεράσι έδυε ανάμεσα στους ουρανοξύστες. «Τουλάχιστον η ρύπανση μας δίνει όμορφα ηλιοβασιλέματα» είπε η Κράμλεϊ, απαντώντας στις σκέψεις του Χάρι. «Πείτε μου για την πορνεία στην Μπανγκόκ» είπε ο Χάρι. «Τα ίδια χάλια με την κίνηση». «Ναι, το διαπίστωσα. Αυτό που θέλω να μάθω είναι πώς γίνεται. Είναι η κλασική πορνεία του δρόμου με νταβατζήδες και τα λοιπά, είναι σε μπουρδέλα με μαντάμ ή εργάζονται τα κορίτσια ως ελεύθερες επαγγελματίες; Πάνε σε μπαρ, κάνουν στριπτίζ, βάζουν αγγελίες στις εφημερίδες ή πάνε και βρίσκουν πελάτες στα πολυκαταστήματα;» «Όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Εάν δεν υπάρχει στην Μπανγκόκ, δεν υπάρχει πουθενά, λένε. Αλλά οι περισσότερες δουλεύουν σε go-go μπαρ, όπου χορεύουν προσπαθώντας να πείσουν τους πελάτες να τους αγοράσουν ποτά, από τα οποία φυσικά παίρνουν ποσοστό. Ο ιδιοκτήτης του μπαρ δεν έχει καμία ευθύνη για τα κορίτσια, τους δίνει απλώς έναν χώρο για να βγουν στην αγορά, κι αντ’ αυτού τα κορίτσια δεσμεύονται να παραμείνουν στο μπαρ μέχρι να κλείσει. Εάν

ένας πελάτης θέλει να φύγει με κάποια κοπέλα, θα πρέπει να την εξαγοράσει για το υπόλοιπο της βραδιάς. Τα χρήματα πάνε στον ιδιοκτήτη, αλλά τα κορίτσια προτιμούν τις περισσότερες φορές να περνούν όλο το βράδυ τους σεινάμενες κουνάμενες πάνω στη σκηνή». «Μια χαρά τα τσεπώνει δηλαδή ο ιδιοκτήτης». «Από τη στιγμή που κάποιος εξαγοράζει ένα κορίτσι για το βράδυ, ό,τι βγάλει η νεαρή πάει στην τσέπη της». «Και το κορίτσι που βρήκε τον πρέσβη σε τέτοια μπαρ δουλεύει;» «Ναι. Δουλεύει για ένα από τα μπαρ King Crown στην Πατπόνγκ. Ξέρουμε ότι ο ιδιοκτήτης του μοτέλ έχει επίσης ένα μικρό κύκλωμα από κολ-γκερλ για αλλοδαπούς με ιδιαίτερες προτιμήσεις. Θα είναι δύσκολο να την κάνετε να μιλήσει: Στην Ταϊλάνδη η μαστροπεία είναι παράνομη, ξέρετε. Για την ώρα, το μόνο που επαναλαμβάνει η κοπέλα είναι ότι διέμενε στο ξενοδοχείο και μπήκε κατά τύχη στο λάθος δωμάτιο». H Λιζ εξήγησε ότι πιθανότατα ο Άτλε Μούλνες είχε καλέσει το κορίτσι με το που έφτασε στο ξενοδοχείο. Αλλά ο ρεσεψιονίστ, δηλαδή ο ιδιοκτήτης, είχε αρνηθεί τα πάντα κατηγορηματικά, λέγοντας ότι το μόνο που έκανε αυτός ήταν να του νοικιάσει το δωμάτιο. «Φτάσαμε».

Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από ένα χαμηλό κτίριο από λευκά τούβλα. «Τα καλύτερα μπουρδέλα της Μπανγκόκ έχουν μανία με τα αρχαιοελληνικά ονόματα» είπε εκείνη ξινά και κατέβηκε από το τζιπ. Ο Χάρι σήκωσε το βλέμμα του προς τη φωτεινή ταμπέλα που έγραφε Οlympussy. Το γράμμα m αναβόσβηνε σποραδικά, ενώ το l είχε σβήσει για τα καλά και περιέβαλλε το μέρος μ’ έναν αέρα μελαγχολίας που θύμισε στον Χάρι κάτι απομονωμένα φαστφούντ στα προάστια των νορβηγικών πόλεων. Το ξενοδοχείο ήταν κόπια αυτών των αμερικάνικων μοτέλ που έχουν στη σειρά δίκλινα δωμάτια γύρω από μια κεντρική αυλή και θέσεις για πάρκινγκ έξω από κάθε δωμάτιο. Υπήρχε και μια βεράντα κατά μήκος του τοίχου, όπου οι πελάτες μπορούσαν να κάθονται σε κάτι γκρίζες ψάθινες καρέκλες, κατεστραμμένες από την υγρασία και τη βροχή. «Ωραίο μέρος». «Πιστέψτε με, όταν φτιάχτηκε κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ, ήταν ένα από τα hot spot της πόλης. Χτισμένο για καυλιάρικα Αμερικανάκια που έρχονταν μέχρι εδώ για R&R». «R&R;» «Rest and Rehabilitation: ξεκούραση κι αποκατάσταση. Γνωστό και ως Σ&Μ: συνουσία και μεθύσι. Έφταναν από τη

Σαϊγκόν με διήμερες άδειες. Η ταϊλανδέζικη βιομηχανία του σεξ δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τον αμερικανικό στρατό. Ένας από τους δρόμους με τα κόκκινα φανάρια λέγεται επισήμως Σόι Καουμπόι, να φανταστείτε». «Και γιατί, λοιπόν, δεν έμεναν εκεί κι έρχονταν εδώ έξω, στην ερημιά;» «Τα Αμερικανάκια που τους έλειπε περισσότερο η πατρίδα γούσταραν να γαμάνε με τον αμερικάνικο τρόπο: σε αυτοκίνητα ή σε μοτέλ. Γι’ αυτό χτίστηκε κι αυτό εδώ το πράμα. Μπορούσες να νοικιάσεις αμερικάνικο αμάξι από το πάρκινγκ και να πιεις αμερικάνικες μπίρες στο μπαρ». «Για δες! Κι εσείς πού τα ξέρετε όλα αυτά;» «Μου τα ’πε η μάνα μου». Ο Χάρι γύρισε και την κοίταξε, αλλά παρόλο που τα λιγοστά γράμματα του Olympussy φώτιζαν μπλε το κρανίο της δεν μπόρεσε να δει την έκφραση του προσώπου της. Η Κράμλεϊ φόρεσε ένα πηλήκιο και μπήκε στη ρεσεψιόν.

Το δωμάτιο ήταν λιτά επιπλωμένο, αλλά η βρόμικη γκρίζα του μοκέτα έδειχνε ότι είχε δει πολύ καλύτερες μέρες. Ο Χάρι ανατρίχιασε. Όχι μόνο λόγω του κίτρινου κουστουμιού, που αχρήστευε την περαιτέρω αναγνώριση του πτώματος –μόνο

μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού ή του ακροδεξιού Κόμματος της Προόδου φορούσαν οικειοθελώς τέτοια χρώματα–, ούτε λόγω του μαχαιριού με τ’ ανατολίτικα στολίδια στη λαβή, που είχε κολλήσει το ύφασμα πάνω στην πλάτη του πρέσβη και δημιουργούσε έναν απαίσιο όγκο ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Ο λόγος ήταν η παγωνιά που έκανε μες στο δωμάτιο. Στα ζεστά και υγρά κλίματα ο χρόνος αποσύνθεσης ενός πτώματος αυξανόταν ραγδαία, είχε πει η Κράμλεϊ· κι αφού έπρεπε να κρατήσουν το πτώμα ακέραιο για δύο σχεδόν μέρες, περιμένοντας τον νορβηγό επιθεωρητή, είχαν βάλει τον κλιματισμό στο φουλ. Παρ’ όλα αυτά, οι μύγες έκαναν σεργιάνι κι ένα μαύρο σμήνος σηκώθηκε στον αέρα καθώς οι δύο νεαροί αστυνομικοί γύρισαν απαλά το σώμα ανάσκελα. Τα γυάλινα μάτια του Άτλε Μούλνες κοίταζαν τη μύτη του, λες και προσπαθούσαν να δουν τις άκρες των ανατομικών του παπουτσιών, μάρκας Ecco. Οι αγορίστικες αφέλειες έκαναν τον πενηνταδυάχρονο πρέσβη να μοιάζει πολύ νεότερος· έπεφταν στο πρόσωπο, ξανοιγμένες από τον ήλιο, λες κι ήταν ακόμη ζωντανές. «Η γυναίκα κι η έφηβη κόρη του;» ρώτησε ο Χάρι. «Ήρθαν καθόλου να τον δουν;» «Όχι. Ενημερώσαμε τη νορβηγική πρεσβεία κι είπαν ότι θα ειδοποιούσαν εκείνοι την οικογένεια. Για την ώρα έχουμε

οδηγίες να μην αφήσουμε κανέναν να μπει εδώ μέσα». «Ούτε από την πρεσβεία;» «Μόνο την επιτετραμμένη. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά της...» «Τόνιε Βίιγκ μήπως;» «Αυτή, ναι. Ήταν ψύχραιμη μέχρι που τον γυρίσαμε ανάσκελα για να τον αναγνωρίσει». Ο Χάρι κοίταξε προσεκτικά τον πρέσβη. Να ήταν άραγε γοητευτικός άνδρας; Ένας άνδρας που, αν εξαιρέσει κανείς το απαίσιο κουστούμι και τα παχάκια στην κοιλιά, θα μπορούσε να κάνει την καρδιά μιας νεαρής επιτετραμμένης να χτυπάει σαν τρελή; Το ηλιοκαμένο δέρμα είχε αποκτήσει μια χλωμή χροιά και η μπλε γλώσσα έμοιαζε να προσπαθεί να δραπετεύσει από το στόμα. Ο Χάρι κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Το παρουσιαστικό των νεκρών αλλάζει ταχύτατα και, έχοντας δει αρκετά πτώματα στη ζωή του, ο Χάρι γνώριζε ότι δεν θα μάθαινε πολλά συνεχίζοντας να κοιτάζει το πτώμα. Ό,τι μυστικά έκρυβε η προσωπικότητα του Άτλε Μούλνες είχαν χαθεί μαζί του· το μόνο που έμεινε πια ήταν το άδειο, εγκαταλειμμένο κουφάρι του. Ο Χάρι τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά στο κρεβάτι. Οι δύο νεαροί αστυνομικοί πλησίασαν. «Τι βλέπετε;» ρώτησε η Κράμλεϊ.

«Βλέπω έναν πορνόγερο που έτυχε να γίνει πρέσβης κι άρα πρέπει να προστατεύσουμε τη φήμη του για το καλό της χώρας και του βασιλιά». Η γυναίκα γύρισε έκπληκτη και του έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα. «Όσο καλός κι αν είναι ο κλιματισμός, η μπόχα δεν κρύβεται» είπε ο Χάρι. «Αλλά αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. Όσον αφορά τον τύπο εδώ πέρα...» Ο Χάρι άρπαξε το πιγούνι του νεκρού πρέσβη. «Νεκρική ακαμψία. Είναι δύσκαμπτος, αλλά η ακαμψία έχει αρχίσει να υποχωρεί, πράγμα φυσιολογικό ύστερα από τρεις μέρες. Η γλώσσα του είναι μπλε, αλλά το μαχαίρι προφανώς αποκλείει τον στραγγαλισμό. Θα πρέπει να το ελέγξουμε». «Το ελέγξαμε» είπε η Κράμλεϊ. «Ο πρέσβης είχε πιει κόκκινο κρασί». Ο Χάρι μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Ο γιατρός μάς είπε ότι ο θάνατος επήλθε κάποια στιγμή ανάμεσα στις τέσσερις το απόγευμα και στις δέκα το βράδυ» συνέχισε η αστυνομικός. «Ο πρέσβης έφυγε από το γραφείο του στις οκτώ και μισή το πρωί και η κοπέλα τον βρήκε στις έντεκα το βράδυ». «Ανάμεσα στις τέσσερις και στις δέκα; Αυτό είναι έξι ολόκληρες ώρες». «Σωστά υπολογίσατε, επιθεωρητά» είπε η Κράμλεϊ

σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος. «Μάλιστα» είπε ο Χάρι και γύρισε να την κοιτάξει. «Στο Όσλο τοποθετούμε συνήθως την ώρα του θανάτου με μια απόκλιση είκοσι λεπτών πιο πριν ή πιο μετά, όταν έχουμε να κάνουμε με πτώματα που εντοπίζονται έπειτα από μερικές ώρες». «Επειδή ζείτε στον Βόρειο Πόλο, γι’ αυτό. Στους τριάντα πέντε βαθμούς Κελσίου η θερμοκρασία ενός πτώματος δεν πέφτει πολύ. Η ώρα του θανάτου καθορίζεται με βάση τη νεκρική ακαμψία, κι άρα δίνεται κατά προσέγγιση». «Κι η πτωματική υπόσταση; Θα έπρεπε να υπάρχουν χρωματικές αλλοιώσεις ύστερα από τρεις ώρες». «Συγγνώμη, αλλά, όπως βλέπετε, στον πρέσβη άρεσε πολύ η ηλιοθεραπεία, οπότε δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις». Ο Χάρι χάιδεψε με το δάχτυλο το ύφασμα του σακακιού γύρω από την οπή και το μαχαίρι. Μια κολλώδης γκρίζα ουσία σαν βαζελίνη έμεινε στα δάχτυλά του. «Τι είναι αυτό;» «Το μαχαίρι ήταν προφανώς αλειμμένο με γράσο. Έχουμε στείλει δείγματα για ανάλυση». Ο Χάρι έψαξε τις τσέπες κι έβγαλε ένα φθαρμένο καφετί πορτοφόλι. Περιείχε ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μπατ, μια ταυτότητα του ΥΠΕΞ και τη φωτογραφία ενός

χαμογελαστού κοριτσιού πάνω σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. «Βρήκατε τίποτα άλλο πάνω του;» «Τίποτα». Η Κράμλεϊ είχε βγάλει το πηλήκιό της για να διώξει τις μύγες. «Ελέγξαμε ό,τι βρήκαμε και τα ξαναβάλαμε στη θέση τους». Ο Χάρι χαλάρωσε τη ζώνη, κατέβασε το παντελόνι και γύρισε το πτώμα μπρούμυτα. Ύστερα σήκωσε ψηλά το σακάκι και το πουκάμισο. «Κοιτάξτε, έχει τρέξει λίγο αίμα στην πλάτη του». Σήκωσε το λάστιχο του εσώρουχου. «Φτάνει μέχρι τα οπίσθια. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν τον μαχαίρωσαν ξαπλωμένο. Ήταν όρθιος. Μετρώντας πόσο βαθιά χώθηκε η λεπίδα και βρίσκοντας τη γωνία κρούσης, μπορούμε να βρούμε και το ύψος του δολοφόνου». «Υποθέτετε, φυσικά, ότι ο δολοφόνος βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το θύμα όταν τον μαχαίρωσε» είπε η Κράμλεϊ. «Αλλά το θύμα θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα και στο πάτωμα και το αίμα να κύλησε καθώς το μετέφεραν στο κρεβάτι». «Τότε θα είχαμε βρει λεκέδες αίματος στο χαλί» είπε ο Χάρι, σηκώνοντας ξανά το παντελόνι και δένοντας τη ζώνη του θύματος. Γύρισε και κοίταξε τη Λιζ Κράμλεϊ στα ίσια. «Και τότε δεν θα χρειαζόταν να προβείτε σε εικασίες, θα ξέρατε στα σίγουρα. Οι άνθρωποι της Σήμανσης θα είχαν προ πολλού βρει ίνες από το χαλί πάνω στο κουστούμι του,

σωστά;» Το βλέμμα της δεν έδειξε ούτε για μια στιγμή ταραχή, αλλά ο Χάρι ήξερε ότι είχε αποκαλύψει τη μικρή της δοκιμασία. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και ο Χάρι γύρισε προς τη μεριά του νεκρού. «Υπάρχει μια λεπτομέρεια στο θύμα που δείχνει ότι πιθανόν να περίμενε επισκέψεις από κάποια γυναίκα». «Ναι;» «Βλέπετε τη ζώνη; Πριν τη λύσω ήταν δεμένη δυο τρύπες πιο σφιχτά από το σημάδι της φθοράς. Οι μεσήλικοι άνδρες με κοιλιά συχνά ρουφάνε το στομάχι τους όταν έχουν να συναντήσουν νεαρές γυναίκες». Αν οι υπόλοιποι εντυπωσιάστηκαν, δεν φάνηκε. Οι νεαροί αστυνομικοί μετακίνησαν απλώς το βάρος τους στο άλλο πόδι και τα ανέκφραστα πρόσωπά τους δεν πρόδιδαν τίποτα. Η Κράμλεϊ έφαγε ένα νύχι της και το έφτυσε μέσα απ’ τα σουφρωμένα χείλια της. «Για να δούμε και το μίνι μπαρ» είπε ο Χάρι, ανοίγοντας την πόρτα του μικρού ψυγείου. Μπίρα Singha, Johnnie Walker και αναψυκτικά Canadian Club σε μινιατούρες, ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Έμοιαζαν όλα ανέγγιχτα. «Τι άλλο έχουμε;» Ο Χάρι γύρισε και κοίταξε τον νεαρότερο από τους δύο αστυνομικούς.

Οι δυο τους αντάλλαξαν ένα βλέμμα κι ύστερα του έδειξαν το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο απέξω. «Το αμάξι». Βγήκαν όλοι έξω, μπροστά από μία σκούρα μπλε Mercedes από τα τελευταία μοντέλα, με διπλωματικές πινακίδες. Ένας από τους αστυνομικούς ξεκλείδωσε την πόρτα του οδηγού. «Το κλειδί;» ρώτησε ο Χάρι. «Ήταν στην τσέπη του σακακιού του...» Ο αστυνομικός έγνεψε προς το δωμάτιο του ξενοδοχείου. «Δακτυλικά αποτυπώματα;» Ο Ταϊλανδός γύρισε και κοίταξε με παραίτηση το αφεντικό του. Εκείνη ξερόβηξε. «Προφανώς και ψάξαμε για αποτυπώματα, Χόλε». «Δεν σας ρώτησα αν ψάξατε, αλλά τι βρήκατε». «Τα δικά του. Αλλιώς θα σας το λέγαμε εξαρχής». Ο Χάρι δάγκωσε τη γλώσσα του. Τα καθίσματα και το πάτωμα της Mercedes ήταν γεμάτα σκουπίδια. Ο Χάρι είδε περιοδικά, κασέτες, άδεια κουτιά τσιγάρων, ένα κουτάκι κόκα κόλα κι ένα ζευγάρι σανδάλια. «Τι άλλο βρήκατε;» Ο ένας από τους δύο αστυνομικούς έβγαλε μια λίστα κι άρχισε να διαβάζει. Πώς είχε πει το όνομά του; Νιο; Τα ξένα ονόματα ήταν δύσκολο να τα συγκρατήσεις. Ίσως να

ένιωθαν κι αυτοί το ίδιο για το δικό του. Ο Νιο είχε ένα λεπτό, σχεδόν κοριτσίστικο σώμα, κοντοκουρεμένα μαλλιά κι ένα ανοιχτό φιλικό πρόσωπο. Ο Χάρι ήξερε ότι σε λίγα χρόνια αυτό θα άλλαζε ανεπιστρεπτί. «Στοπ!» είπε ο Χάρι. «Επαναλαμβάνεις, σε παρακαλώ, το τελευταίο;» «Κουπόνια για τις ιπποδρομίες, σερ». «Ο πρέσβης πήγαινε προφανώς στις ιπποδρομίες» είπε η Κράμλεϊ. «Είναι πολύ δημοφιλές σπορ στην Ταϊλάνδη». «Κι αυτό τι είναι;» Ο Χάρι είχε ήδη σκύψει προς τη θέση του συνοδηγού και σήκωνε τώρα μια μικρή κάψουλα θαμμένη σχεδόν κάτω από το πατάκι, δίπλα στη ράγα του καθίσματος. Ο αστυνομικός ξανακοίταξε τη λίστα του, αλλά δεν βρήκε τίποτα. «Κάτι τέτοιες αμπούλες χρησιμοποιούνται για υγρό Έκσταση» είπε η Κράμλεϊ, που είχε πλησιάσει για να δει καλύτερα. «Έκσταση;» ρώτησε ο Χάρι Χόλε κουνώντας το κεφάλι του. «Οι μεσήλικες Χριστιανοδημοκράτες μπορεί να ξενοπηδούν, αλλά Έκσταση δεν κάνουν». «Θα πρέπει να το ελέγξουμε» είπε η Κράμλεϊ. Ο Χάρι είδε από την έκφρασή της ότι δεν της άρεσε που τους είχε ξεφύγει

η κάψουλα. «Ας κοιτάξουμε το πορτμπαγκάζ» είπε ο Χάρι. Όση καθαριότητα έλειπε από το εσωτερικό τόση υπήρχε στο πορτμπαγκάζ. «Τακτικός άνδρας ο πρέσβης» είπε ο Χάρι Χόλε. «Στην καμπίνα είχαν το πάνω χέρι οι γυναίκες του, αλλά το πορτμπαγκάζ δεν τις άφηνε να το αγγίξουν με τίποτα». Μια γεμάτη εργαλειοθήκη έλαμψε στο φως του φακού της Κράμλεϊ. Ήταν πεντακάθαρη· μόνο λίγη σκόνη από σοβά στην άκρη ενός κατσαβιδιού πρόδιδε ότι είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί. «Κι άλλη θεωρία που αφορά το θύμα, παίδες: Στοιχηματίζω ότι ο Μούλνες δεν ήταν πρακτικός άνθρωπος. Τα εργαλεία αυτά δεν έχουν αντικρίσει ποτέ στη ζωή τους τη μηχανή ενός αυτοκινήτου. Το πολύ πολύ να χρησιμοποίησε το κατσαβίδι για να κρεμάσει καμιά οικογενειακή φωτογραφία στον τοίχο του σπιτιού». Ένα κουνούπι ξέσπασε σε χειροκροτήματα δίπλα στο αυτί του. Ο Χάρι έφερε το χέρι του στ’ αυτί και συνειδητοποίησε πόσο κρύο ήταν το υγρό του δέρμα. Ο ήλιος είχε δύσει, αλλά η ζέστη δεν έλεγε να κοπάσει. Είχε πέσει κι ο αέρας κι ένιωθες την υγρασία να αχνίζει από το έδαφος προς τα πάνω, συμπυκνώνοντας τον αέρα σε βαθμό που μπορούσες σχεδόν να τον ρουφήξεις.

Δίπλα στη ρεζέρβα υπήρχε ο γρύλος, εξίσου αχρησιμοποίητος φαινομενικά, και ένας λεπτός δερμάτινος καφέ χαρτοφύλακας, από εκείνους που περιμένει κανείς να βρει μέσα σε αυτοκίνητα του Διπλωματικού Σώματος. «Τι έχει μέσα ο χαρτοφύλακας;» ρώτησε ο Χάρι. «Είναι κλειδωμένος» είπε η Κράμλεϊ. «Το αυτοκίνητο ανήκει στην πρεσβεία και άρα είναι εκτός της δικαιοδοσίας μας. Δεν προσπαθήσαμε να τον παραβιάσουμε. Αλλά, μιας κι εκπροσωπείτε τη Νορβηγία, ίσως θα μπορούσαμε να...» «Συγγνώμη, αλλά δεν τελώ υπό διπλωματικό καθεστώς» είπε ο Χάρι, παίρνοντας τον χαρτοφύλακα κι αφήνοντάς τον στο χώμα. «Αλλά σας διαβεβαιώ ότι αυτή τη στιγμή ο χαρτοφύλακας δεν βρίσκεται πια σε νορβηγικό έδαφος, οπότε σας προτείνω να τον ανοίξετε, ενώ εγώ θα πάω στη ρεσεψιόν για να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη». Ο Χάρι διέσχισε το αίθριο με αργά μεγάλα βήματα. Τα πόδια του είχαν πρηστεί μετά την πτήση· μια σταγόνα ιδρώτα γλίστρησε μέσα από το πουκάμισό του γαργαλώντας τον· είχε μεγάλη ανάγκη από ένα ποτό. Πλην αυτών, δεν του φαινόταν και άσχημα που καταγινόταν με την επίλυση μιας σοβαρής υπόθεσης. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά. Γύρισε και κοίταξε την ταμπέλα του μοτέλ και παρατήρησε ότι το γράμμα m είχε σβήσει για τα καλά.

7

ουάνγκ Λι, Διευθυντής, έγραφε στην επαγγελματική κάρτα που έδωσε στον Χάρι ο άνδρας πίσω από τον πάγκο, παροτρύνοντας ίσως τον αστυνομικό να ξαναπεράσει μιαν άλλη μέρα. Ο λιπόσαρκος άνδρας με το φλοράλ πουκάμισο φαινόταν να μην έχει ξυπνήσει ακόμη κι έμοιαζε να μην έχει όρεξη ν’ ασχοληθεί με τον Χάρι. Έψαχνε κάτι σε μια στοίβα χαρτιά. Σηκώνοντας το βλέμμα του και βλέποντας τον Χάρι ακόμη μπροστά του, γρύλισε χαμηλόφωνα. «Καταλαβαίνω ότι είστε πολυάσχολος» είπε ο Χάρι «σας προτείνω λοιπόν να τελειώνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εγώ είμαι ξένος, βέβαια, κι εσείς Ταϊλανδός...». «Όχι Ταϊλανδό, Κινέζο» γρύλισε ο άνδρας πίσω από τον πάγκο.

Γ

«Ωραία, κι εσείς ξένος λοιπόν. Το θέμα είναι...» Ένα κοφτό λαχάνιασμα ακούστηκε πίσω από τον πάγκο. Καγχασμός άραγε; Εν πάση περιπτώσει, ο ιδιοκτήτης του μοτέλ είχε ανοίξει τώρα το στόμα του, επιδεικνύοντας μια συλλογή από τυχαία διασκορπισμένα καφέ δόντια. «Όχι ξένο. Κινέζο. Εμείς δουλεύουμε Ταϊλάνδη. Χωρίς Κινέζο δεν έχει μπίζνες». «Εντάξει. Είσαι επιχειρηματίας, Γουάνγκ. Θα σου κάνω λοιπόν μια καθαρά επαγγελματική πρόταση. Έχεις ολόκληρο μπουρδέλο εδώ πέρα και μπορείς να κάθεσαι να ψάχνεις τα χαρτιά σου όσο θες, αλλά άκου να δεις πώς έχουν τα πράγματα». Ο Γουάνγκ κούνησε με μανία το κεφάλι του πέρα δώθε. «Όχι μπουρδέλο. Μοτέλ. Δωμάτια για ενοικίαση». «Χαλάρωσε, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι ο φόνος, δεν είναι δική μου δουλειά να κυνηγάω νταβατζήδες. Αυτό το κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Γι’ αυτό και έχω να σου κάνω μια πρόταση. Εδώ στην Ταϊλάνδη κανείς δεν τσεκάρει ανθρώπους σαν και σένα: Είστε πάρα πολλοί. Ούτε έχει νόημα να σε καταγγείλουν στην αστυνομία. Με λίγα μπατ σ’ έναν φάκελο γλιτώνεις την όλη διαδικασία, σωστά; Γι’ αυτό δεν μας πολυφοβάσαι». Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ ξανακούνησε με μανία το κεφάλι του.

«Όχι χρήματα. Παράνομο». Ο Χάρι χαμογέλασε. «Την τελευταία φορά που κοίταξα, η Ταϊλάνδη ήταν στο νούμερο τρία στην παγκόσμια κατάταξη διαφθοράς. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και μη μου φέρεσαι σαν να είμαι ηλίθιος». Ο Χάρι χαμήλωσε τη φωνή του. Οι απειλές είναι πολύ πιο αποτελεσματικές σε ουδέτερο τόνο. «Το πρόβλημά σου όμως, όπως και το δικό μου, είναι ότι ο τύπος που βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό σου είναι διπλωμάτης της χώρας μου. Εάν αναφέρω ότι βρέθηκε νεκρός μέσα σ’ ένα μπουρδέλο, τότε το ζήτημα γίνεται πολιτικό και οι φίλοι σου στην αστυνομία δεν θα μπορούν να σε βοηθήσουν. Ως ένδειξη καλής θέλησης, οι αρχές θα σου κλείσουν το μαγαζί και θα σε χώσουν μέσα, για να δείξουν ότι εφαρμόζουν τον νόμο. Κατάλαβες;» Ήταν αδύνατο να συμπεράνει αν τα λόγια του είχαν πιάσει τόπο. Το πρόσωπο του Κινέζου ήταν ανέκφραστο. «Από την άλλη, εάν αναφέρω ότι η γυναίκα κι ο άνδρας είχαν συμφωνήσει από πριν να συναντηθούν κι η επιλογή του ξενοδοχείου έγινε εντελώς τυχαία...» Ο άνδρας κοίταξε τον Χάρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι ύστερα τα έκλεισε λες κι είχε μπει σκόνη. Τότε γύρισε, τράβηξε στο πλάι μια κουρτίνα που έκρυβε από πίσω της μια

πόρτα κι έκανε νόημα στον Χάρι να τον ακολουθήσει. Πίσω από την πόρτα υπήρχε ένα δωματιάκι μ’ ένα τραπέζι και δυο καρέκλες. Ο άνδρας έγνεψε στον Χάρι να καθίσει. Τοποθέτησε μπροστά του ένα φλιτζάνι και το γέμισε με τσάι από μια τσαγιέρα. Το άρωμα της μέντας ήταν τόσο δυνατό, που του έτσουξε τα μάτια. «Κορίτσια δεν θέλουν δουλέψει όσο πτώμα ακόμη εδώ» είπε ο Γουάνγκ. «Πόσο γρήγορα το πάρεις;» Οι επιχειρηματίες είναι ίδιοι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σκέφτηκε ο Χάρι ανάβοντας τσιγάρο. «Εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα ανακαλύψουμε τι ακριβώς συνέβη». «Άνδρας ήρθε εδώ γύρω εννιά βράδυ και είπε θέλει δωμάτιο. Είδε μενού, είπε θέλει Ντιμ, μόνο ξεκουραστεί ανάγκη πρώτα. Μου είπε πω πότε έρθει. Εγώ είπα ότι πρέπει πληρώσει ώρα με ώρα, αυτός είπε οκέι και πήρε κλειδί». «Το μενού;» Ο άνδρας τού έδωσε κάτι που έμοιαζε όντως με κατάλογο. Ο Χάρι τον ξεφύλλισε: Υπήρχαν φωτογραφίες νεαρών κοριτσιών ντυμένων νοσοκόμες, με διχτυωτά καλσόν ή στενούς δερμάτινους κορσέδες· άλλες κρατούσαν μαστίγια, άλλες φορούσαν σχολικές ποδιές και είχαν κοτσιδάκια, μέχρι και αστυνομικίνες είχαν ντυθεί μερικές. Κάτω από τις φωτογραφίες, υπό τον τίτλο ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ,

ήταν καταγεγραμμένα η ηλικία τους, η τιμή τους και το ιστορικό τους. Ο Χάρι παρατήρησε ότι όλες τους ισχυρίζονταν πως ήταν μεταξύ δεκαοκτώ και είκοσι δύο ετών. Οι τιμές κυμαίνονταν μεταξύ χιλίων και τριών χιλιάδων μπατ και σχεδόν όλες τους είχαν σπουδάσει κάποια γλώσσα και είχαν δουλέψει ως νοσοκόμες. «Μόνος του ήρθε;» ρώτησε ο Χάρι. «Ναι». «Δεν ήταν κανείς άλλος στο αμάξι μαζί του;» Ο Γουάνγκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος; Τα παράθυρα της Mercedes είναι φιμέ κι εσύ καθόσουν συνεχώς εδώ, στη ρεσεψιόν». «Συνήθως βγαίνω τσεκάρω. Ίσως είχε φίλο του μαζί. Τότε πληρώνουν διπλό δωμάτιο». «Κατάλαβα. Διπλό δωμάτιο, διπλή τιμή, ε;» «Όχι διπλή τιμή» είπε ο Γουάνγκ, αποκαλύπτοντας ξανά τα δόντια του. «Φτηνότερο όταν μοιράζεσαι». «Και τι συνέβη μετά;» «Δεν ξέρω. Άνδρας οδήγησε μέχρι 120, εκεί που είναι τώρα. Δωμάτιο πίσω, εγώ δεν βλέπει στο σκοτάδι. Πήρα τηλέφωνο Ντιμ και ήρθε και περίμενε. Λίγο αργότερα έστειλα Ντιμ στο δωμάτιο».

«Και πώς ήταν ντυμένη η Ντιμ, σαν οδηγός του τραμ;» «Όχι, όχι». Ο Γουάνγκ γύρισε στην τελευταία σελίδα του καταλόγου και έδειξε με περηφάνια στον Χάρι τη φωτογραφία μιας νεαρής Ταϊλανδής με κοντό φορεματάκι με πούλιες, λευκά πέδιλα για τον πάγο κι ένα τεράστιο χαμόγελο. Υποκλινόταν, με τον έναν αστράγαλο πίσω από τον άλλο, τα γόνατα ελαφρώς λυγισμένα και τα χέρια στο πλάι, σαν να είχε μόλις ολοκληρώσει με επιτυχία το πρόγραμμά της. Το σκουρόχρωμο πρόσωπό της ήταν βαμμένο με κόκκινες φακίδες. «Κι αυτή υποτίθεται ότι είναι η...» είπε ο Χάρι με έκπληξη και δυσπιστία, διαβάζοντας το όνομα κάτω από τη φωτογραφία. «Ακριβώς, ναι, ναι. Τόνια Χάρντινγκ. Αυτή σκότωσε άλλο κορίτσι στην Αμερική, όμορφο κορίτσι». «Δεν νομίζω ότι τη σκότωσε...» «Η Ντιμ μπορεί γίνει και άλλη, αν θες...» «Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Χάρι. «Ω, πολύ πουλάει. Ειδικά Αμερικανοί. Μπορεί κλάψει, αν θες». Ο Γουάνγκ έτρεξε τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό του. «Η Ντιμ, λοιπόν, τον βρήκε στο δωμάτιο μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη. Τι έγινε μετά;» «Ντιμ έτρεξε εδώ ουρλιάζοντας». «Πάνω στα παγοπέδιλα;»

Ο Γουάνγκ κοίταξε τον Χάρι επιτιμητικά. «Πέδιλα φοριούνται όταν βγαίνει κιλότα». Ο Χάρι εκτίμησε την πρακτικότητα του θέματος. Έκανε νόημα στον Γουάνγκ να συνεχίσει. «Τίποτα άλλο, αστυνόμε. Πήγαμε δωμάτιο, κοιτάξαμε ξανά, κλείδωσα πόρτα, πήρα αστυνομία». «Σύμφωνα με την Ντιμ λοιπόν, η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη όταν έφτασε εκεί. Είπε τίποτα πιο συγκεκριμένο; Μήπως ήταν μισάνοιχτη ή ήταν απλώς κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη;» Ο Γουάνγκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Πόρτα κλειστή αλλά ξεκλείδωτη. Έχει σημασία;» «Ποτέ δεν ξέρεις. Είδες κανέναν άλλον να γυροφέρνει το δωμάτιο εκείνο το βράδυ;» Ο Γουάνγκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Και το βιβλίο επισκεπτών πού είναι;» ρώτησε ο Χάρι. Είχε αρχίσει να κουράζεται. Ο ιδιοκτήτης σήκωσε απότομα το κεφάλι του. «Όχι βιβλίο επισκεπτών». Ο Χάρι τον παρατήρησε σιωπηλά. «Όχι βιβλίο επισκεπτών» επανέλαβε ο Γουάνγκ. «Γιατί χρειάζομαι; Κανείς δεν έρθει αν γράψω όνομα και διεύθυνση». «Δεν είμαι βλάκας, Γουάνγκ. Κανείς δεν ξέρει ότι τους

καταγράφεις, αλλά εσύ τη λίστα την κρατάς. Για καλό και για κακό. Από εδώ μέσα περνούν διάφορες γνωστές προσωπικότητες και δεν είναι κακό να υπάρχει κι ένα βιβλίο επισκεπτών σε περίπτωση που κάποιος σου δημιουργήσει πρόβλημα, έτσι δεν είναι;» Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαν βάτραχος. «Έλα, Γουάνγκ, μην κάνεις τον δύσκολο τώρα. Όσοι δεν είχαν σχέση με τον φόνο δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Ειδικά τα δημόσια πρόσωπα. Σου δίνω τον λόγο μου. Δώσε μου το βιβλίο τώρα». Ο Χάρι κοίταξε το πυκνογραμμένο με ταϊλανδέζικους χαρακτήρες βιβλιαράκι. «Θα έρθει κάποιος να το αντιγράψει» είπε. Οι υπόλοιποι τρεις τον περίμεναν στη Mercedes, με τα φώτα αναμμένα να φωτίζουν τον χαρτοφύλακα, που ήταν ανοιγμένος πάνω στο έδαφος. «Βρήκατε τίποτα;» «Φαίνεται πως ο πρέσβης είχε ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις». «Το ξέρω. Τόνια Χάρντινγκ: Αν αυτό δεν είναι βίτσιο, δεν ξέρω τι είναι». Ο Χάρι σταμάτησε ξαφνικά πάνω από τον ανοιχτό χαρτοφύλακα. Στο κίτρινο φως των προβολέων οι

λεπτομέρειες από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ξεχώριζαν έντονα. Ο Χάρι κοκάλωσε. Προφανώς και είχε ακούσει για τέτοια, μέχρι και εκθέσεις είχε διαβάσει για όλα αυτά· είχε μιλήσει και με συναδέλφους του Ηθών πάνω στο θέμα. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ένα παιδάκι να το πηδάει ένας ενήλικας.

8

γήκαν στην οδό Σουκουμβίτ, όπου ξενοδοχεία τριών αστέρων, πολυτελείς βίλες και παράγκες από τσίγκο και ξύλο συνυπήρχαν το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Χάρι δεν έβλεπε τίποτα απ’ όλα αυτά. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό. «Η κίνηση έκοψε λίγο» είπε η Κράμλεϊ. «Ναι». Η γυναίκα χαμογέλασε με σφιχτά τα χείλη. «Δυστυχώς, στην Μπανγκόκ μιλάμε για την κίνηση όπως μιλάνε αλλού για τον καιρό. Δεν χρειάζεται να ζεις εδώ για να καταλάβεις το γιατί. Ο καιρός παραμένει απαράλλαχτος από τώρα μέχρι τον Μάη. Κι ύστερα, ανάλογα με τους μουσώνες, αρχίζουν οι βροχές, κάποια στιγμή στα τέλη του καλοκαιριού, και τότε βρέχει για τρεις συνεχόμενους μήνες. Τι άλλο να πει κανείς

Β

για τον καιρό εκτός από το ότι είναι ζεστός; Το επαναλαμβάνουμε ο ένας στον άλλο μονίμως, πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει πια; Με ακούτε που σας μιλάω;» «Χμ». «Η κίνηση όμως καθορίζει όλη μας τη ζωή, καθημερινά κι ανελλιπώς, ακόμα περισσότερο κι απ’ τους περιστασιακούς τυφώνες. Ποτέ δεν ξέρω πόση ώρα θα μου πάρει να πάω στη δουλειά. Μπορεί σαράντα λεπτά, μπορεί και τέσσερις ώρες. Δέκα χρόνια πριν έφτανα μέσα σε είκοσι πέντε λεπτά». «Και τι συνέβη τότε;» «Ανάπτυξη, αυτό συνέβη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούμε μια αδιάκοπη οικονομική ανάπτυξη κι η Μπανγκόκ έχει γίνει η γη της επαγγελίας για όλη την Ταϊλάνδη. Οι άνθρωποι φτάνουν κατά ορδές από την επαρχία· όλες οι δουλειές είναι εδώ. Αυτό σημαίνει περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους το πρωί, περισσότερα στόματα στο σπίτι για τάισμα, μεγαλύτερη ανάγκη μετακινήσεων. Ο αριθμός των αυτοκινήτων έχει εκτοξευτεί στα ύψη κι οι πολιτικοί βγαίνουν και υπόσχονται νέους δρόμους, ενώ στην πραγματικότητα κάθονται και τρίβουν τα χέρια τους που πέτυχαν τέτοιες καλές εποχές». «Και τι κακό έχουν οι καλές εποχές;» «Δεν με ενοχλούν οι άνθρωποι με τις τηλεορασάρες στις καλύβες τους· απλώς συνέβησαν όλα τόσο γρήγορα. Κι αν

θέλετε τη γνώμη μου, η ανάπτυξη για την ανάπτυξη είναι σαν τη λογική των καρκινικών κυττάρων. Καμιά φορά χαίρομαι που φάγαμε τα μούτρα μας πέρυσι. Από τη στιγμή που υποτιμήσαμε το νόμισμα είναι λες και βάλαμε την οικονομία στην κατάψυξη. Και οι επιπτώσεις φάνηκαν πρωτίστως στην κίνηση». «Δηλαδή ήταν ακόμα χειρότερα πιο πριν;» «Φυσικά. Κοιτάξτε εκεί...» Η Κράμλεϊ έδειξε ένα τεράστιο πάρκινγκ γεμάτο εκατοντάδες σταθμευμένες μπετονιέρες. «Πέρυσι το πάρκινγκ αυτό ήταν σχεδόν άδειο, αλλά τώρα που κανείς δεν χτίζει πια ο στόλος ακινητοποιήθηκε, όπως βλέπετε. Οι άνθρωποι πάνε πια στα εμπορικά κέντρα για τον κλιματισμό, όχι για να ψωνίσουν». Οδήγησαν για λίγο σιωπηλά. «Ποιος πιστεύετε ότι κρύβεται πίσω απ’ όλη αυτή τη μαλακία;» ρώτησε ο Χάρι. «Συναλλαγματικοί κερδοσκόποι». Ο Χάρι την κοίταξε μπερδεμένος. «Για τις φωτογραφίες εννοώ». «Α». Η Κράμλεϊ τού έριξε μια γρήγορη ματιά. «Δεν σας άρεσε ό,τι είδατε, ε;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Είμαι

μισαλλόδοξος άνθρωπος ώρες ώρες. Καμιά φορά πιστεύω ότι πρέπει να επαναφέρουμε τη θανατική ποινή». Η επιθεωρητής κοίταξε το ρολόι της. «Υπάρχει ένα εστιατόριο στον δρόμο για το διαμέρισμά σας. Τι θα λέγατε για ένα σύντομο μάθημα πάνω στην παραδοσιακή ταϊλανδέζικη κουζίνα;» «Εντάξει. Αλλά δεν μου απαντήσατε». «Ποιος κρύβεται πίσω από τις φωτογραφίες; Χάρι, η Ταϊλάνδη συγκεντώνει πιθανώς τους περισσότερους διεστραμμένους ανθρώπους ανά την υφήλιο, ανθρώπους που έχουν έρθει μέχρι εδώ μόνο και μόνο για μια βιομηχανία του σεξ που καλύπτει ό,τι βίτσιο μπορείς να φανταστείς. Και εννοώ ό,τι μπορείς να φανταστείς. Πώς στο καλό να ξέρω ποιος βρίσκεται πίσω από τις φωτογραφίες;» Ο Χάρι έκανε μια γκριμάτσα και τέντωσε τον λαιμό του μια δεξιά, μια αριστερά. «Είπα να ρωτήσω, απλώς. Δεν είχατε ένα παρόμοιο θέμα παιδεραστίας πριν από ένα δυο χρόνια, που ήταν μπλεγμένος και κάποιος πρέσβης;» «Ναι, ξεσκεπάσαμε ένα δίκτυο παιδεραστίας με διάφορους εμπλεκόμενους διπλωμάτες, μεταξύ αυτών και τον αυστραλό πρέσβη. Πολύ δυσάρεστα πράγματα». «Και για εσάς ακόμα, την αστυνομία;» «Είστε καλά; Για μας ήταν λες και κερδίσαμε Μουντιάλ

και Όσκαρ μαζί. Μας έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα ο πρωθυπουργός, o υπουργός Τουρισμού εκστασιάστηκε μαζί μας, άρχισε να βρέχει μετάλλια... Κάτι τέτοια ενισχύουν την αξιοπιστία μας στα μάτια του κόσμου, ξέρετε». «Και τότε γιατί δεν ξεκινάμε να ψάχνουμε από εκεί;» «Δεν ξέρω. Καταρχήν, όποιος είχε σχέση με το δίκτυο ή έχει φυλακιστεί ή έχει απελαθεί. Κατά δεύτερον, δεν είμαι πεπεισμένη ότι οι φωτογραφίες έχουν σχέση με τη δολοφονία». H Κράμλεϊ μπήκε σ’ ένα γκαράζ κι ένας φύλακας της υπέδειξε ένα απίθανο κενό μεταξύ δύο αυτοκινήτων. Η επιθεωρητής πάτησε ένα κουμπί και το ηλεκτρονικό σύστημα του αυτοκινήτου άρχισε να δονείται. Τα δύο μεγάλα πλαϊνά παράθυρα του τζιπ κατέβηκαν, η Κράμλεϊ έβαλε το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων στην όπισθεν και πάτησε το γκάζι. «Δεν νομίζω ότι...» πήγε να πει ο Χάρι, αλλά η επιθεωρητής είχε ήδη παρκάρει. Οι εξωτερικοί πλαϊνοί καθρέφτες του αυτοκινήτου δονούνταν ολόκληροι. «Και πώς θα βγούμε έξω τώρα;» ρώτησε ο Χάρι. «Δεν κάνει καλό ν’ ανησυχείτε τόσο, ντετέκτιβ». Η Κράμλεϊ πιάστηκε από το παράθυρο και με μια έλξη βρέθηκε εκτός αυτοκινήτου, πάτησε το πόδι στο παρμπρίζ και πήδηξε στο έδαφος. Με δυσκολία ο Χάρι κατάφερε να τη μιμηθεί.

«Θα το συνηθίσετε» του είπε εκείνη κι άρχισε να περπατάει. «Στην Μπανγκόκ δεν έχουμε περιθώρια για άπλες». «Το ραδιόφωνο;» είπε ο Χάρι κοιτώντας τα προκλητικά ανοιχτά παράθυρα. «Θα είναι στη θέση του όταν γυρίσουμε;» Η Κράμλεϊ έδειξε το αστυνομικό της σήμα στον φύλακα, ο οποίος στάθηκε αμέσως προσοχή. «Ναι».

«Το μαχαίρι δεν είχε δακτυλικά αποτυπώματα» είπε η Κράμλεϊ γλείφοντας τα χείλια της ικανοποιημένη. Το σομ ταμ, ένα είδος σαλάτας με πράσινη παπάγια, δεν ήταν τόσο παράξενο όσο το περίμενε ο Χάρι. Για την ακρίβεια, ήταν πεντανόστιμο. Και καυτερό. Η επιθεωρητής ρούφηξε δυνατά τον αφρό της μπίρας της. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω, αλλά κανείς δεν φαινόταν να τους δίνει σημασία: Η πόλκα που έπαιζε η ορχήστρα των εγχόρδων στο πίσω μέρος της αίθουσας κάλυπτε ό,τι ήχους ξέφευγαν από τη φασαρία της κίνησης του δρόμου. Ο Χάρι είχε αποφασίσει να πιει δύο μπίρες και να σταματήσει. Θα αγόραζε μια εξάδα μετά, στον δρόμο για το διαμέρισμα. «Κι η διακόσμηση της λαβής;» ρώτησε. «Ο Νιο πιστεύει ότι το μαχαίρι μπορεί να προέρχεται από τον Βορρά, από τις ορεινές φυλές της επαρχίας Τσιανγκ Ράι ή

κάπου εκεί γύρω. Λόγω του γυάλινου ψηφιδωτού στη λαβή, απ’ ό,τι κατάλαβα. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος, αλλά εν πάση περιπτώσει ένα τέτοιο μαχαίρι δεν είναι ό,τι πιο συνηθισμένο, οπότε θα το στείλουμε αύριο σ’ έναν καθηγητή ιστορίας της τέχνης στο μουσείο Μπεντσαμαμπόπιτ. Αν κάποιος γνωρίζει τα πάντα γύρω από παλιά μαχαίρια, είναι αυτός». Η Λιζ έκανε νόημα και ο σερβιτόρος ήρθε και τους σέρβιρε αχνιστή σούπα από γάλα καρύδας μέσα από μια σουπιέρα. «Να προσέχετε τα μικρά λευκά κομμάτια. Και τα κόκκινα. Καίνε» του είπε, δείχνοντάς τα με το κουτάλι. «Α, και τα πράσινα». Ο Χάρι κοίταξε με δυσπιστία τα διάφορα υλικά που επέπλεαν μες στη σούπα του. «Υπάρχει κάτι που μπορώ να φάω;» «Τις ρίζες γκαλάνγκα». «Έχετε κάποια θεωρία;» ρώτησε ο Χάρι φωναχτά, για να πνίξει το ηχηρό ρούφηγμα της συναδέλφου του. «Περί δολοφόνου; Ολόκληρη λίστα. Κατά πρώτον, την ίδια την πόρνη. Τον ιδιοκτήτη του μοτέλ. Ή και τους δύο». «Και το κίνητρο;» «Λεφτά». «Το πορτοφόλι του Μούλνες είχε μέσα πεντακόσια μπατ». «Ας πούμε ότι έβγαλε το πορτοφόλι του στη ρεσεψιόν κι

ότι ο φίλος μας είδε ότι περιείχε αρκετό χρήμα, πράγμα διόλου απίθανο. Ο πειρασμός θα ήταν μεγάλος. Ο Γουάνγκ δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι ο άνδρας ήταν διπλωμάτης κι ότι θα δημιουργούνταν τελικά τόσο μεγάλο ζήτημα». «Και πώς λέτε ότι συνέβη;» Κρατώντας το πιρούνι της στον αέρα, η Κράμλεϊ έγειρε προς τα εμπρός με ανυπομονησία. «Περίμεναν να μπει ο πρέσβης στο δωμάτιο, του χτύπησαν την πόρτα και τον κάρφωσαν στην πλάτη όταν αυτός έκανε μεταβολή. Ο πρέσβης έπεσε στο κρεβάτι, εκείνοι του άδειασαν το πορτοφόλι και άφησαν πεντακόσια μπατ για να μη φαίνεται ότι ήταν ληστεία. Περίμεναν τρεις ώρες κι ύστερα κάλεσαν την αστυνομία. Ο Γουάνγκ επιστράτευσε έναν δυο φίλους του από την υπηρεσία μας για να σιγουρευτεί ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα κίνητρο, κανένας ύποπτος και μια πρόθυμα θαμμένη υπόθεση πορνείας. Επόμενη υπόθεση, παρακαλώ!» Ξαφνικά, τα μάτια του Χάρι γούρλωσαν απότομα. Άρπαξε την μπίρα και την έφερε γρήγορα στο στόμα του. «Ένα από τα κόκκινα;» ρώτησε χαμογελαστά η Κράμλεϊ. Ο Χάρι ξαναβρήκε την ανάσα του. «Καθόλου άσχημη η θεωρία σας, επιθεωρητά, αλλά πάσχει σ’ ένα σημείο» είπε ο Νορβηγός με βραχνή φωνή.

Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Πού ακριβώς;» «Καταρχήν, πώς είμαστε σίγουροι ότι η γυναίκα δεν πραγματοποίησε τον φόνο μόνη της, χωρίς τη βοήθεια του Γουάνγκ;» Η Κράμλεϊ το σκέφτηκε για λίγο. «Να σας πω. Εάν ο Γουάνγκ δεν ήταν στο κόλπο, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι μας λέει την αλήθεια. Κι αυτό σημαίνει ότι η Ντιμ δεν θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τον πρέσβη πριν πάει μόνη της στο δωμάτιο στις 11:30 το βράδυ. Ο γιατρός όμως είπε ότι ο φόνος συνέβη το αργότερο μέχρι τις δέκα. Συμφωνώ λοιπόν μαζί σας, Χόλε, δεν θα μπορούσε να έχει ενεργήσει μόνη της». Το ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι είχε γυρίσει και την κοίταζε. «Ωραία τα είπατε. Κατά δεύτερον, προσθέτω εγώ, υποθέτουμε ότι την ώρα του φόνου ο Γουάνγκ δεν ήξερε ότι ο Μούλνες εργαζόταν σε κάποια πρεσβεία, γιατί αλλιώς δεν θα είχε μπει στον κόπο να τον σκοτώσει ξέροντας ότι θα προκαλούνταν τόσος ντόρος σε σχέση μ’ έναν απλό τουρίστα, σωστά;» «Σωστά». «Το θέμα μας είναι ότι ο τύπος κρατάει λίστα με τους επισκέπτες του, η οποία είναι σίγουρα γεμάτη με πολιτικούς κι άλλους ανθρώπους της δημόσιας διοίκησης. Η ημερομηνία

κι η ώρα της κάθε επίσκεψης είναι καταγεγραμμένες ως μέσα μόχλευσης σε περίπτωση προβλημάτων με την επιχείρηση. Αλλά, αν παρουσιαστεί κάποιος πελάτης τον οποίο δεν γνωρίζει ο Γουάνγκ, δεν μπορεί να γυρίσει και να του ζητήσει και την ταυτότητά του κιόλας. Οπότε τι κάνει; Συνοδεύει τον πελάτη μέχρι το αυτοκίνητο με το πρόσχημα να ελέγξει ότι δεν βρίσκεται κανείς άλλος μαζί του. Κι έτσι ανακαλύπτει για ποιον πρόκειται». «Ένα λεπτό, σας έχασα». «Πάει και καταγράφει την πινακίδα του αυτοκινήτου. Ύστερα την ελέγχει στο μητρώο της τροχαίας. Και βλέποντας τις μπλε πινακίδες της Mercedes, κατάλαβε αμέσως ότι ο Μούλνες ήταν διπλωμάτης». Η Κράμλεϊ τον κοίταξε προσεκτικά. Ύστερα γύρισε απότομα προς το διπλανό τραπέζι με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το ζευγάρι αναπήδησε από τον φόβο του και ξαναγύρισε βιαστικά στο φαγητό του. Η επιθεωρητής έξυσε το πόδι της με το πιρούνι. «Έχει να βρέξει τρεις μήνες». «Με συγχωρείτε;» είπε ο Χάρι. Εκείνη σήκωσε το χέρι να ζητήσει τον λογαριασμό. «Τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεσή μας;» ρώτησε ο Χάρι. «Καμία» είπε εκείνη.

Η ώρα είχε πάει σχεδόν τρεις το πρωί. Η φασαρία της πόλης υποχωρούσε κάτω από τη μονότονη βουή του ανεμιστήρα δίπλα στο κρεβάτι. Όμως ο Χάρι μπορούσε να διακρίνει τον ήχο από τις περιστασιακές νταλίκες πάνω στη γέφυρα Τάκσιν και τον βρυχηθμό ενός μεμονωμένου ποταμόπλοιου που αποχωριζόταν την προβλήτα του ποταμού Τσάο Πράγια. Ξεκλειδώνοντας την πόρτα του διαμερίσματός του, είχε δει ένα κόκκινο φωτάκι ν’ αναβοσβήνει στο τηλέφωνο: δύο μηνύματα στον τηλεφωνητή. Το ένα ήταν από τη νορβηγική πρεσβεία. Η Τόνιε Βίιγκ, επιτετραμμένη της πρεσβείας, είχε μια ένρινη προφορά που μαρτυρούσε ότι είτε ήταν από το δυτικό Όσλο είτε είχε τη διακαή επιθυμία να βρίσκεται εκεί. Η ένρινη φωνή ζητούσε αρχικά από τον Χάρι να βρίσκεται στην πρεσβεία στις δέκα το πρωί της επομένης, αλλά στη συνέχεια μετέθεσε το ραντεβού για τις δώδεκα, συνειδητοποιώντας ότι είχε μία συνάντηση στις δέκα και τέταρτο. Το δεύτερο μήνυμα ήταν από τον Μπγιάρνε Μέλερ. Είχε πάρει να ευχηθεί καλή επιτυχία. Αυτό μόνο. Προφανώς, δεν του άρεσαν οι αυτόματοι τηλεφωνητές. Ο Χάρι ξάπλωσε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του μες στο σκοτάδι. Δεν είχε αγοράσει τελικά εκείνη την εξάδα μπίρες. Οι

ενέσεις βιταμίνης Β-12 βρίσκονταν ακόμη μες στη βαλίτσα του. Θυμόταν ένα άγριο μεθύσι στο Σίδνεϊ, μετά το οποίο είχε χάσει κάθε αίσθηση στα πόδια του. Μια ένεση βιταμίνης Β-12 όμως, κι είχε πεταχτεί όρθιος σαν τον Λάζαρο. Αναστέναξε. Πότε το είχε πάρει τελικά απόφαση; Όταν του είπαν για τη δουλειά στην Μπανγκόκ; Όχι· πιο πριν, κάτι βδομάδες πιο πριν μάλιστα, όταν έθεσε ο ίδιος ημερομηνία λήξεως στον εαυτό του: τα γενέθλια της αδερφής του. Ένας Θεός ξέρει γιατί το ’χε πάρει απόφαση. Ίσως κουράστηκε πια να μην είναι παρών, να του φεύγουν οι μέρες και οι νύχτες μέσα από τα χέρια. Ή κάτι τέτοιο. Βαριόταν να κάθεται να ψάχνει τώρα γιατί ο Μέθυσος δεν ήθελε πια να τα πιει. Όταν ο Χάρι έπαιρνε μια απόφαση, αυτή ήταν τελική, αμείλικτη, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς καθυστερήσεις. Αν γουστάρω, το κόβω όποτε θέλω: Πόσους τύπους δεν είχε ακούσει να προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους στου Σρέντερ ότι δεν είχαν καταντήσει αλκοολικοί... Κι ο ίδιος εξίσου κολλημένος ήταν, όμως ήταν ο μοναδικός που μπορούσε όντως να το κόψει όποτε ήθελε. Τα γενέθλια της αδερφής του ήταν σε εννέα ημέρες κι ο Άουνε είχε δίκιο: Αυτό το ταξίδι θα μπορούσε να αποδειχθεί αφορμή για μια καινούργια αρχή. Ο Χάρι είχε λοιπόν αποφασίσει να επισπεύσει τη διαδικασία. Σκεφτόμενος αυτά, βόγκηξε και γύρισε από την άλλη πλευρά.

Αναρωτήθηκε τι να έκανε η αδερφή του, αν είχε τολμήσει να βγει έξω το βράδυ, αν είχε πάρει τελικά τον πατέρα τους τηλέφωνο, όπως είχε υποσχεθεί. Κι αν ναι, είχαν άραγε καταφέρει να μιλήσουν ή της είχε απαντήσει πάλι με κοφτά ναι και όχι; Η ώρα ήταν περασμένες τρεις και, παρόλο που στη Νορβηγία ήταν ακόμη εννιά το βράδυ, ο ύπνος θα τον έπαιρνε εύκολα: Είχε κοιμηθεί ελάχιστα την τελευταία μιάμιση ημέρα. Κάθε φορά όμως που έκλεινε τα μάτια του έβλεπε μπροστά του την εικόνα ενός μικρού γυμνού αγοριού στο φως των προβολέων. Προτίμησε να τα κρατήσει ανοιχτά λίγο ακόμα. Ίσως να έπρεπε να ’χε αγοράσει εκείνη την εξάδα μπίρες τελικά. Όταν κατάφερε να αποκοιμηθεί, η πρωινή ώρα αιχμής είχε ήδη ξεκινήσει στη γέφυρα του Τάκσιν.

9

Νιο μπήκε στην κεντρική είσοδο του αστυνομικού τμήματος και κοντοστάθηκε βλέποντας τον ψηλό ξανθό αστυνομικό που προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον χαμογελαστό θυρωρό. «Καλημέρα σας, μίστερ Χόλε, μπορώ να σας βοηθήσω;» Ο Χάρι γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και κατακόκκινα. «Ναι, θα μπορούσες να με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτό εδώ το παλούκι;» Ο Νιο έκανε νόημα στον φύλακα κι αυτός παραμέρισε και τους άφησε να περάσουν. «Ισχυριζόταν ότι δεν με θυμόταν από χθες» είπε ο Χάρι καθώς στεκόντουσαν και περίμεναν τον ανελκυστήρα. «Τι σκατά, είναι δυνατόν να ξεχνά κανείς από τη μια μέρα στην

Ο

άλλη;» «Δεν ξέρω. Είστε σίγουρος ότι ήταν ο ίδιος φύλακας και χθες;» «Αν όχι αυτός, ήταν σίγουρα κάποιος που του έμοιαζε». Ο Νιο ανασήκωσε τους ώμους του. «Σας φαίνονται όλες οι φάτσες μας ίδιες;» Ο Χάρι πήγε ν’ απαντήσει, αλλά είδε το μειδίαμα στα χείλη του Νιο. «Ακριβώς. Θα μου πεις, και σε σας εμείς οι λευκοί φαινόμαστε όλοι ίδιοι, ε;» «Α, όχι. Εμείς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ από την Πάμελα Άντερσον, ξέρετε». Ο Χάρι αποκάλυψε την οδοντοστοιχία του. Τον συμπαθούσε τον μικρό. «Εντάξει. Πάω πάσο. Νιο – Χάρι: ένα – μηδέν». «Νιό». «Ναι, Νιο. Αυτό δεν είπα;» Ο Νιο χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ο ανελκυστήρας ήταν γεμάτος και βρομοκοπούσε· ήταν λες κι έμπαινες σε μια γιγαντιαία τσάντα με ιδρωμένα αθλητικά ρούχα. Ο Χάρι έριχνε στους γύρω του τουλάχιστον δυο κεφάλια ύψος. Ένας άνδρας σήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος του κι έσκασε στα γέλια εντυπωσιασμένος. Ένας άλλος γύρισε και ρώτησε κάτι τον Νιο. Ύστερα γύρισε προς

τον Χάρι. «Ah, Norway. That’s, that’s... I can’t remember his name. Please help me». Ο Χάρι χαμογέλασε και προσπάθησε ν’ ανοίξει τα χέρια του σ’ ένδειξη συγγνώμης, αλλά δεν υπήρχε χώρος. «Ναι, ναι! Πολύ διάσημος!» επέμεινε ο άνδρας. «Ίψεν;» ρώτησε ο Χάρι. «Νάνσεν;» «Νο, no, πιο διάσημος!» «Χάμσουν; Γκριγκ;» «No, no...» O άνδρας τούς στραβοκοίταξε όταν κατέβηκαν στον τέταρτο όροφο.

«Ορίστε και το γραφείο σας» είπε η Κράμλεϊ δείχνοντάς του ένα δωμάτιο. «Μα κάθεται ήδη κάποιος εκεί» είπε ο Χάρι. «Όχι εκεί, εκεί». «Εκεί;» Ο Χάρι κοίταξε την καρέκλα πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι στο οποίο κάθονταν μια σειρά ανθρώπων, ο ένας δίπλα στον άλλο. Μπροστά από την καρέκλα ίσα ίσα που υπήρχε χώρος για ένα φύλλο χαρτί και μια συσκευή

τηλεφώνου. «Αν μείνετε μαζί μας για πολύ, θα κοιτάξω να σας βρω κάτι καλύτερο». «Ελπίζω να μη χρειαστεί» μουρμούρισε ο Χάρι. Η επιθεωρητής κάλεσε το στράτευμα για πρωινή συνάντηση στο γραφείο της. Το «στράτευμα» αποτελούνταν από τον Νιο και τον Σούντχορν, τους δύο αστυνομικούς που ο Χάρι είχε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ, καθώς και τον Ράνγκσαν, τον γηραιότερο επιθεωρητή του τμήματος. Ο Ράνγκσαν καθόταν και τους άκουγε φαινομενικά απορροφημένος στην εφημερίδα του, αλλά πού και πού πετούσε και κανένα σχόλιο στα ταϊλανδέζικα, το οποίο η Κράμλεϊ κατέγραφε με προσοχή στο μικρό μαύρο της μπλοκάκι. «Εντάξει» είπε η Κράμλεϊ κλείνοντας το μπλοκάκι της. «Είμαστε πέντε. Σε μας έλαχε να λύσουμε αυτή την υπόθεση. Μιας κι έχουμε μαζί μας έναν νορβηγό συνάδελφο, κάθε επικοινωνία μεταξύ μας θα γίνεται από εδώ και στο εξής στα αγγλικά. Ας ξεκινήσουμε με μια επισκόπηση των ευρημάτων της Σήμανσης. Ο Ράνγκσαν είναι ο σύνδεσμός μας με τους τεχνικούς· πείτε μας, Ράνγκσαν». Ο Ράνγκσαν δίπλωσε προσεκτικά την εφημερίδα του και ξερόβηξε. Είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του και φορούσε στην άκρη της μύτης ένα ζευγάρι γυαλιά με κορδονάκι. Στον

Χάρι θύμιζε καθηγητή που βαριόταν θανάσιμα και κοιτούσε τριγύρω μ’ ένα συγκαταβατικό σαρκαστικό βλέμμα. «Μίλησα με τον Σουπαγουαντί στη Σήμανση. Όπως περιμέναμε, βρήκαν ένα σωρό δακτυλικά αποτυπώματα μες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά κανένα από αυτά δεν ανήκε στον νεκρό». Τα υπόλοιπα αποτυπώματα δεν είχαν αναγνωριστεί. «Δεν είναι εύκολη δουλειά» πρόσθεσε ο Ράνγκσαν. «Παρόλο που το Olympussy δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο άλλα μέρη, βρήκαμε τ’ αποτυπώματα τουλάχιστον εκατό ανθρώπων». «Τίποτα αποτυπώματα στο πόμολο της πόρτας;» ρώτησε ο Χάρι. «Δυστυχώς, υπερβολικά πολλά. Και κανένα ολόκληρο». Η Κράμλεϊ έβαλε τα πόδια της, με τα αθλητικά παπούτσια, πάνω στο τραπέζι. «Πολύ πιθανόν ο Μούλνες να πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι με το που μπήκε στο δωμάτιο· δεν υπήρχε λόγος να γυρίζει από εδώ κι από εκεί αφήνοντας τ’ αποτυπώματά του παντού. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον άνθρωποι που ακούμπησαν το χερούλι της πόρτας μετά τον δολοφόνο: η Ντιμ και ο Γουάνγκ». Η Κράμλεϊ έγνεψε καταφατικά στον Ράνγκσαν κι εκείνος

ξανάνοιξε την εφημερίδα του. «Η νεκροψία επιβεβαίωσε αυτό που υποψιαζόμασταν, ότι ο πρέσβης πέθανε από τη μαχαιριά. Η λάμα τρύπησε τον αριστερό πνεύμονα πριν χωθεί στην καρδιά και γεμίσει το περικάρδιο με αίμα». «Καρδιακός επιπωματισμός» είπε ο Χάρι. «Συγγνώμη;» «Έτσι λέγεται. Είναι σαν να παραχώνεις βαμβάκι σε μια καμπάνα: Η καρδιά αδυνατεί να χτυπήσει και πνίγεται στο αίμα της». Η Κράμλεϊ έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας. «Καλά. Ας αφήσουμε τις τεχνικές λεπτομέρειες στην άκρη για την ώρα κι ας επιστρέψουμε στη γενική εικόνα της δολοφονίας. Ο νορβηγός συνάδελφός μας έχει απορρίψει ήδη το κίνητρο της κλοπής. Ίσως μπορείτε να μας εξηγήσετε τι είδους δολοφονία νομίζετε εσείς ότι είναι, Χάρι». Όλοι στράφηκαν προς το μέρος του. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Για την ώρα δεν νομίζω τίποτα. Απλώς βλέπω διάφορα περίεργα πράγματα στην όλη υπόθεση». «Είμαστε όλοι αυτιά, επιθεωρητά». «Παραδείγματος χάριν, ο ιός του Έιτζ είναι σχετικά διαδεδομένος στην Ταϊλάνδη, σωστά;» Σιωπή. Ο Ράνγκσαν τον κοίταξε πάνω από την άκρη της

εφημερίδας του. «Σύμφωνα με επίσημες πηγές, έχουμε μισό εκατομμύριο φορείς. Εκτιμάται δε ότι στα επόμενα πέντε χρόνια θα έχουμε δύο με τρία εκατομμύρια νέα κρούσματα». «Σας ευχαριστώ. Βλέπετε, ο Μούλνες δεν είχε προφυλακτικά πάνω του. Ποιος κάνει σεξ με μια πόρνη στην Μπανγκόκ χωρίς προφυλακτικό;» Κανείς δεν απάντησε. Ο Ράνγκσαν μουρμούρισε κάτι στα ταϊλανδέζικα και οι υπόλοιποι γέλασαν. «Περισσότεροι απ’ όσο νομίζετε» μετέφρασε η Κράμλεϊ. «Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ελάχιστες πόρνες στην Μπανγκόκ ήξεραν τι σημαίνει HIV και Έιτζ» είπε ο Νιο. «Αλλά τώρα οι περισσότερες κουβαλούν μαζί τους προφυλακτικά». «Εντάξει, αλλά, εάν εγώ ήμουν οικογενειάρχης σαν τον Μούλνες, θα κουβαλούσα πάντα τα δικά μου, έτσι για να είμαι καλυμμένος». Ο Σούντχορν κάγχασε ρουθουνίζοντας. «Εάν ήμουν οικογενειάρχης, δεν θα πήγαινα με sõphenii» είπε. «Πουτάνες» μετέφρασε η Κράμλεϊ. «Προφανώς και όχι» είπε ο Χάρι, χτυπώντας αφηρημένα ένα μολύβι πάνω στην πολυθρόνα του. «Τίποτα άλλο που θεωρείτε παράξενο, Χόλε;»

«Ναι. Τα χρήματα». «Ποια χρήματα;» «Ο πρέσβης είχε επάνω του μόνο πεντακόσια μπατ, ήτοι δέκα αμερικάνικα δολάρια. Αλλά η κοπέλα που διάλεξε κόστιζε χίλια πεντακόσια μπατ». Έπεσε σιωπή τριγύρω. «Σωστή παρατήρηση» είπε η Κράμλεϊ. «Μήπως αυτό σημαίνει ότι η κοπέλα πλήρωσε τον εαυτό της πριν μας ειδοποιήσει;» «Εννοείτε ότι τον έκλεψε;» «Τον έκλεψε, δεν τον έκλεψε, δεν έχει σημασία. Εννοώ ότι εκείνη τήρησε απλώς τη συμφωνία τους». Ο Χάρι κατένευσε δείχνοντας ότι συμφωνούσε. «Ίσως. Πότε θα της μιλήσουμε;» «Σήμερα το απόγευμα». Η Κράμλεϊ έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Εάν δεν έχει κανείς να προσθέσει τίποτα άλλο, θα σας παρακαλούσα όλους να αποχωρήσετε τώρα». Κανείς δεν είχε να προσθέσει κάτι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Νιο, ο Χάρι υπολόγισε ότι θα έφτανε στην πρεσβεία σε τρία τέταρτα. Κατεβαίνοντας με τον ανελκυστήρα, άκουσε μια φωνή. Την αναγνώρισε αμέσως: «To βρήκα! Το βρήκα! Σόλσκιερ! Σόλσκιερ!» Ο Χάρι γύρισε το κεφάλι του και χαμογέλασε καταφατικά. Να λοιπόν ποιος ήταν ο πιο διάσημος Νορβηγός στον

κόσμο: ένας ποδοσφαιριστής δεύτερης διαλογής στην ομάδα μιας αγγλικής βιομηχανικής πόλης, κι όχι κάποιος εξερευνητής, ζωγράφος ή συγγραφέας. Ο Χάρι το ξανασκέφτηκε. Και αποφάσισε ότι ο άνθρωπος είχε δίκιο.

10

τον δέκατο έβδομο όροφο, πίσω από μια δρύινη πόρτα και δύο ελέγχους ασφαλείας, ο Χάρι συνάντησε επιτέλους την πινακίδα με το νορβηγικό λιοντάρι. Η ρεσεψιονίστ, μια νεαρή, χαριτωμένη Ταϊλανδή με μικρό στόμα, ακόμα πιο μικρή μύτη και δύο βελούδινα καστανά μάτια στο στρογγυλό της πρόσωπο, συνοφρυώθηκε εξετάζοντας την ταυτότητά του. Στη συνέχεια σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου της, ψιθύρισε τρεις συλλαβές και το ξανάκλεισε. «Το γραφείο της δεσποινίδος Βίιγκ είναι το δεύτερο στα δεξιά, κύριε» είπε μ’ ένα τόσο λαμπερό χαμόγελο, που ο Χάρι ένιωσε κεραυνοβολημένος από έρωτα. «Περάστε» άκουσε μια φωνή να του απαντά όταν χτύπησε την πόρτα. Μπαίνοντας, είδε την Τόνιε Βίιγκ σκυμμένη πάνω

Σ

από ένα μεγάλο τραπέζι από ξύλο τικ, απορροφημένη στις σημειώσεις της. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, στο πρόσωπό της σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο και σηκώθηκε όρθια για να τον χαιρετήσει, με το χέρι τεντωμένο και το αθλητικό της σώμα να κάθεται όμορφα μες στο λευκό σατέν ταγέρ της. Ήταν το ακριβώς αντίθετο της ρεσεψιονίστ: Η μύτη, το στόμα και τα μάτια της πάλευαν για χώρο μες στο μακρόστενο πρόσωπό της, με τη μύτη να κερδίζει τον αγώνα. Ήταν σαν οζώδες γογγύλι, αλλά δημιουργούσε τουλάχιστον χώρο ανάμεσα στα δύο υπερβολικά μακιγιαρισμένα της μάτια. Όχι, η Τόνιε Βίιγκ δεν ήταν άσχημη· ορισμένοι άνδρες μάλιστα μπορεί να της απέδιδαν και κάποια κλασική ομορφιά. «Χαίρομαι που ήρθατε επιτέλους, επιθεωρητά. Λυπάμαι μόνο που γνωριζόμαστε υπό αυτές τις συνθήκες». Ο Χάρι ίσα που πρόλαβε ν’ αγγίξει τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της πριν εκείνη τα τραβήξει μακριά. Η Τόνιε Βίιγκ σιγουρεύτηκε ότι το διαμέρισμά του ήταν εντάξει και τον ρώτησε εάν θα μπορούσε η ίδια ή κάποιος από την πρεσβεία να τον βοηθήσει σ’ οτιδήποτε. «Θα θέλαμε ν’ αφήσουμε πίσω μας αυτό το θέμα το συντομότερο δυνατό» του είπε τρίβοντας τη ράχη της μύτης της προσεκτικά, για να μη χαλάσει το μακιγιάζ της. «Το αντιλαμβάνομαι αυτό».

«Περνάμε δύσκολες ημέρες, αλλά, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, ο κόσμος προχωράει κι εμείς πρέπει να προχωρήσουμε μαζί του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι το μόνο που κάνουν οι διπλωμάτες απ’ το πρωί ως το βράδυ είναι να πηγαίνουν σε δεξιώσεις και να διασκεδάζουν, αλλά, πιστέψτε με, αυτό δεν ανταποκρίνεται με τίποτα στην πραγματικότητα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχω οκτώ Νορβηγούς στο νοσοκομείο κι έξι στη φυλακή, τέσσερις εκ των οποίων είναι μέσα για κατοχή ναρκωτικών. Η εφημερίδα Verdens Gang με παίρνει καθημερινά τηλέφωνο. Μία εκ των φυλακισμένων είναι έγκυος! Και τον προηγούμενο μήνα στην Πατάγια ένας Νορβηγός έχασε τη ζωή του πέφτοντας από το παράθυρο. Είναι η δεύτερη φορά φέτος. Μεγάλο πρόβλημα». Κούνησε το κεφάλι της απελπισμένα. «Μεθυσμένοι ναύτες και λαθρέμποροι ηρωίνης... Έχετε δει τις ταϊλανδέζικες φυλακές; Παναγία μου... Οι άνθρωποι χάνουν τα διαβατήριά τους και δεν έχουν ούτε ασφάλιση ούτε καν χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής. Όλα αυτά τ’ αναλαμβάνουμε εμείς. Οπότε έχει μεγάλη σημασία ό,τι κάνουμε να το κάνουμε γρήγορα κι αποτελεσματικά». «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εσείς είστε επικεφαλής της πρεσβείας τώρα που ο πρέσβης δεν βρίσκεται εν ζωή» είπε ο Χάρι.

«Ναι, εγώ είμαι η επιτετραμμένη, σωστά». «Πόσο χρόνο παίρνει ο διορισμός ενός νέου πρέσβη;» «Όχι πολύ, θέλω να ελπίζω. Συνήθως έναν δύο μήνες». «Δεν τους απασχολεί που καλείστε να επωμισθείτε όλες τις ευθύνες μόνη σας;» Η Τόνιε Βίιγκ χαμογέλασε πικρόχολα. «Δεν εννοούσα αυτό. Δούλευα στην πρεσβεία ως επιτετραμμένη έξι ολόκληρους μήνες πριν στείλουν τον Μούλνες στην Μπανγκόκ. Απλώς θα προτιμούσα να βρεθεί μια μόνιμη λύση το συντομότερο δυνατόν». «Εκτιμάτε ότι θα προσφέρουν σ’ εσάς τη θέση του πρέσβη;» «Τι να σας πω». Του χάρισε ένα στεγνό χαμόγελο. «Δεν θα ήταν κάτι το αφύσικο. Αλλά ποτέ δεν ξέρετε με το Υπουργείο Εξωτερικών». Μια σκιά έφερε στον Χάρι ένα φλιτζάνι. «Πίνετε chaa ráwn, Χάρι;» ρώτησε η Τόνιε Βίιγκ. «Δεν ξέρω». «Ω, με συγχωρείτε» γέλασε εκείνη. «Ξεχνώ συνεχώς ότι υπάρχουν και νεοφερμένοι στην πόλη μας. Είναι μαύρο ταϊλανδέζικο τσάι. Είμαι υπέρ της συνήθειας του απογευματινού τσαγιού, βλέπετε. Αν και, σύμφωνα με την αγγλική παράδοση, το high tea σερβίρεται πάντα μετά τις δύο το μεσημέρι».

Ο Χάρι απάντησε καταφατικά κι όταν ξανακοίταξε το φλιτζάνι του το βρήκε γεμάτο τσάι. «Νόμιζα ότι αυτές οι παραδόσεις πέθαναν μαζί με την αποικιοκρατία». «Η Ταϊλάνδη δεν ήταν ποτέ αποικία» είπε χαμογελαστά εκείνη. «Ούτε της Αγγλίας ούτε της Γαλλίας, όπως τα γειτονικά της κράτη. Οι Ταϊλανδοί είναι πολύ περήφανοι γι’ αυτό. Υπερβολικά περήφανοι, κατά τη γνώμη μου. Λίγη αγγλική επιρροή δεν έβλαψε ποτέ κανέναν». Ο Χάρι έβγαλε ένα σημειωματάριο και ρώτησε αν ο πρέσβης ήταν μπλεγμένος σε τίποτα ύποπτο. «Ύποπτο, Χόλε;» Εκείνος της εξήγησε εν συντομία τι εννοούσε λέγοντας ύποπτο: Στο 70% των δολοφονιών το θύμα ήταν μπλεγμένο σε κάτι παράνομο. «Σε κάτι παράνομο; Ο Μούλνες;» Η Βίιγκ κούνησε το κεφάλι της με έμφαση. «Δεν είναι... δεν ήταν του στιλ του». «Ξέρετε αν είχε εχθρούς;» «Δεν μπορώ να το φανταστώ. Ήταν συμπαθέστατος. Γιατί ρωτάτε; Δεν πιστεύω να πρόκειται περί πολιτικής δολοφονίας;» «Γνωρίζουμε ακόμη ελάχιστα, οπότε καλό είναι να είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις πιθανότητες».

Η Τόνιε Βίιγκ εξήγησε ότι ο Μούλνες είχε πάει σε μια συνάντηση κατευθείαν μετά το μεσημεριανό του γεύμα. Δεν είχε πει πού ακριβώς, αλλά τα συνήθιζε κάτι τέτοια. «Είχε πάντα μαζί το κινητό του, ώστε να μπορούμε να τον βρίσκουμε αν παρουσιαζόταν κάτι». Ο Χάρι ζήτησε να δει το γραφείο του. Η Τόνιε Βίιγκ ξεκλείδωσε δύο ακόμα πόρτες, που είχαν τοποθετηθεί «για λόγους ασφαλείας». Το δωμάτιο είχε μείνει ανέγγιχτο, όπως είχε ζητήσει ο Χάρι πριν από την αναχώρησή του από το Όσλο. Ξεχείλιζε από έγγραφα, φακέλους και αναμνηστικά ενθύμια που κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να τοποθετήσει στους τοίχους. Το νορβηγικό βασιλικό ζεύγος τούς κοιτούσε μεγαλοπρεπώς πάνω από τις στοίβες των χαρτιών κι έξω από το παράθυρο φαινόταν το πάρκο της βασίλισσας Σιρικίτ, όπως πληροφορήθηκε από τη Βίιγκ. Ο Χάρι βρήκε ένα ημερολόγιο, αλλά οι σημειώσεις του ήταν αραιές. Κοίταξε την ημερομηνία του φόνου. Μan U, έγραφε – Mάντσεστερ Γιουνάιτεντ, εκτός κι αν έκανε λάθος. Ίσως ο πρέσβης ήθελε να δει κάποιον αγώνα ποδοσφαίρου στην τηλεόραση, σκέφτηκε ο Χάρι, ψάχνοντας ευσυνείδητα τα συρτάρια του γραφείου, πριν συνειδητοποιήσει ότι είναι ανόητο να ψάχνεις μην ξέροντας τι ψάχνεις. «Δεν βρίσκω το κινητό του» είπε ο Χάρι.

«Όπως σας είπα, το είχε πάντα μαζί του». «Δεν βρήκαμε κινητό στον τόπο του εγκλήματος. Και δεν πιστεύω ότι ο δολοφόνος ήταν κλέφτης». Η Τόνιε Βίιγκ ανασήκωσε τους ώμους της. «Μήπως το “κατάσχεσαν” οι ταϊλανδοί συνάδελφοί σας;» Ο Χάρι δεν απάντησε· αντ’ αυτού, ρώτησε αν ο πρέσβης είχε δεχτεί κάποιο τηλεφώνημα στην πρεσβεία την ημέρα της δολοφονίας του. Η Τόνιε Βίιγκ φάνηκε ν’ αμφιβάλλει, αλλά υποσχέθηκε να το ελέγξει. Ο Χάρι έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο. «Ποιος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Μούλνες πριν φύγει από την πρεσβεία;» Η γυναίκα σκέφτηκε για λίγο. «Μάλλον ο Σανπέτ, ο σοφέρ του. Ήταν πολύ καλοί φίλοι με τον πρέσβη. Το έχει πάρει πολύ βαριά, κι έτσι του έδωσα μερικές μέρες άδεια». «Αφού είναι ο σοφέρ του, γιατί δεν οδηγούσε εκείνος το αυτοκίνητο του πρέσβη;» Εκείνη ξανασήκωσε τους ώμους της. «Κι εγώ αναρωτήθηκα γι’ αυτό. Του πρέσβη δεν του άρεσε να οδηγεί στην Μπανγκόκ μόνος του». «Χμ. Τι άλλο μπορείτε να μου πείτε για τον σοφέρ;» «Για τον Σανπέτ; Δούλευε ανέκαθεν στην πρεσβεία. Δεν έχει πάει ποτέ του στη Νορβηγία, αλλά μπορεί να

κατονομάσει όλες τις πόλεις μας απέξω κι ανακατωτά. Και τους βασιλείς. Ω, και λατρεύει τον Γκριγκ. Δεν ξέρω αν έχει πικάπ στο σπίτι του, αλλά έχει σίγουρα όλους τους δίσκους. Είναι ένας πολύ γλυκός, μεγαλούτσικος σε ηλικία άνδρας». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι κι αποκάλυψε τα ούλα της. Ο Χάρι τη ρώτησε αν ήξερε πού μπορούσε να βρει τη Χίλντε Μούλνες. «Στο σπίτι. Φοβάμαι ότι είναι σε άθλια κατάσταση. Θα σας συμβούλευα να περιμένετε λίγο πριν της μιλήσετε». «Σας ευχαριστώ για τη συμβουλή σας, δεσποινίς Βίιγκ, αλλά η αναμονή αποτελεί αυτή τη στιγμή περιττή πολυτέλεια. Θα μπορούσατε να την καλέσετε στο τηλέφωνο και να την ενημερώσετε για την άφιξή μου;» «Καταλαβαίνω, με συγχωρείτε». «Από πού είστε, δεσποινίς Βίιγκ;» Η Τόνιε Βίιγκ τον κοίταξε έκπληκτη. Ύστερα κάγχασε χαμηλόφωνα. «Με ανακρίνετε, επιθεωρητά;» Ο Χάρι δεν απάντησε. «Αν θέλετε να μάθετε, λοιπόν, μεγάλωσα στο Φρεντερίκστα». «Σωστά λοιπόν άκουσα» της είπε, κλείνοντάς της το μάτι. Η μικροκαμωμένη γυναίκα στη ρεσεψιόν είχε γείρει στη ράχη της καρέκλας της και ψέκαζε στη μύτη της ένα μπουκαλάκι σπρέι. Όταν ο Χάρι ξερόβηξε διακριτικά, εκείνη

αναπήδησε κι ένα ντροπαλό γελάκι ξέφυγε κάτω απ’ τα υγρά της μάτια. «Με συγχωρείτε, η ατμόσφαιρα της Μπανγκόκ είναι πραγματικά χάλια» του εξήγησε. «Το παρατήρησα. Θα μπορούσατε να μου δώσετε το τηλέφωνο του σοφέρ, σας παρακαλώ;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και ρουθούνισε απαλά. «Δεν έχει τηλέφωνο». «Καλά λοιπόν, έχει όμως κάποιο σπίτι, φαντάζομαι, ε;» Ο Χάρι αστειευόταν, αλλά η ρεσεψιονίστ δεν το εκτίμησε. Έγραψε τη διεύθυνση σ’ ένα χαρτάκι και του το έδωσε μ’ ένα μικρό ξερό χαμόγελο.

11

νας υπάλληλος στεκόταν και περίμενε τον Χάρι στην πόρτα μέχρι αυτός να διασχίσει το μονοπάτι ως την είσοδο της κατοικίας του πρέσβη. Τον οδήγησε μέσα από δύο μεγάλα δωμάτια, γουστόζικα επιπλωμένα με μπαμπού και τικ, προς τη βεράντα και τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Οι ορχιδέες στραφτάλιζαν μες στα κίτρινα και τα γαλάζια τους και στις σκιερές ιτιές πετάριζαν πεταλούδες φτιαγμένες σαν από πολύχρωμο χαρτί. Στην πισίνα σε σχήμα κλεψύδρας βρήκαν τη γυναίκα του πρέσβη Χίλντε Μούλνες να κάθεται πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μ’ ένα τεράστιο ζευγάρι γυαλιά ηλίου να κρύβει το μισό της πρόσωπο. Φορούσε μια ροζ ρόμπα. Στο τραπεζάκι μπροστά της ήταν ακουμπισμένο ένα εξίσου ροζ ποτό. «Εσείς πρέπει να είστε ο επιθεωρητής Χόλε» του είπε με

Έ

μια έντονη προφορά από το Σινμέρε. «Τηλεφώνησε η Τόνιε λέγοντας ότι ήσαστε ήδη στον δρόμο. Θα πιείτε κάτι, επιθεωρητά;» «Όχι, σας ευχαριστώ». «Ω, μα πρέπει. Με τέτοια ζέστη πρέπει να πιείτε κάτι. Χρειάζεστε ενυδάτωση, ακόμα κι αν δεν διψάτε. Μπορεί ν’ αφυδατωθείτε πριν καλά καλά σας προειδοποιήσει το σώμα σας». Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου της και ο Χάρι είδε –όπως είχε στοιχηματίσει βλέποντας τα κατάμαυρα μαλλιά και το σκούρο δέρμα της– ότι τα μάτια της ήταν καστανά. Ζωηρά αλλά κατακόκκινα. Απ’ τη θλίψη ή απ’ το ποτό, σκέφτηκε ο Χάρι. Ή και τα δύο. Υπολόγισε ότι η γυναίκα ήταν γύρω στα σαράντα, καλοβαλμένη. Μια μεσόκοπη μεγαλοαστή με ελαφρώς ξεθωριασμένη ομορφιά· είχε δει πολλές του λόγου της. Ο Χάρι κάθισε στην ψάθινη καρέκλα δίπλα της. Η καρέκλα τον αγκάλιασε λες και τον περίμενε. «Τότε θα ήθελα ένα ποτήρι νερό, φρι Μούλνες». Εκείνη γύρισε προς τον υπηρέτη και τον έστειλε μέσα. «Σας ενημέρωσαν ότι μπορείτε να πάτε πια να δείτε τον σύζυγό σας;» «Ναι, σας ευχαριστώ» είπε εκείνη. Ο Χάρι διέκρινε μια υπόνοια αγανάκτησης. «Τώρα με αφήνουν να τον δω, ναι.

Τον άνδρα με τον οποίο ήμουν παντρεμένη είκοσι χρόνια». Τα καφέ μάτια της είχαν γίνει μαύρα κι ο Χάρι σκέφτηκε ότι τελικά πρέπει να ήταν αλήθεια οι θρύλοι που έλεγαν ότι πολλοί πορτογάλοι και ισπανοί ναυτικοί είχαν ναυαγήσει στις νορβηγικές ακτές του Σινμέρε. «Είμαι υποχρεωμένος να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις» της είπε. «Τότε κάντε τες τώρα, που βρίσκομαι ακόμη υπό την επήρεια του τζιν». Σταύρωσε το ένα λεπτό μαυρισμένο και φρεσκοξυρισμένο της πόδι πάνω στο άλλο. Ο Χάρι έβγαλε ένα σημειωματάριο. Δεν του χρειάζονταν οι σημειώσεις, αλλά έτσι μπορούσε να μην την κοιτάζει ενώ εκείνη απαντούσε στις ερωτήσεις του. Τους συγγενείς των θυμάτων τούς βοηθούσαν κάτι τέτοια. Του είπε ότι ο σύζυγός της είχε φύγει το πρωί από το σπίτι δίχως ν’ αναφέρει ότι θα αργούσε το βράδυ, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν σπάνιο. Στις δέκα το βράδυ πια, όταν ακόμη δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της, τον πήρε εκείνη τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσε ούτε στο γραφείο ούτε στο κινητό. Παρ’ όλα αυτά, η σύζυγός του δεν είχε ανησυχήσει. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα πήρε τηλέφωνο η Τόνιε Βίιγκ και την πληροφόρησε ότι ο σύζυγός της είχε βρεθεί νεκρός στο

δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Ο Χάρι παρατήρησε το πρόσωπο της Χίλντε Μούλνες. Ο τόνος της φωνής της ήταν σταθερός και δεν έκανε δραματικές χειρονομίες. Η Τόνιε Βίιγκ είχε δώσει στη Χίλντε Μούλνες την εντύπωση ότι δεν ήξεραν ακόμη ποια ήταν η αιτία του θανάτου του πρέσβη. Την επόμενη μέρα η πρεσβεία την ενημέρωσε ότι είχε δολοφονηθεί κι ότι το Όσλο είχε διατάξει απόλυτη εχεμύθεια σχετικά με τα αίτια του θανάτου. Αυτό επεκτεινόταν ακόμα και στη Χίλντε Μούλνες, παρόλο που δεν εργαζόταν στην πρεσβεία, διότι σε περιπτώσεις «εθνικής ασφαλείας» το απόρρητο επεκτείνεται σε όλους τους νορβηγούς πολίτες. Η Χίλντε Μούλνες πρόφερε τις τελευταίες λέξεις γεμάτη σαρκασμό κι ύστερα σήκωσε το ποτήρι της να ευχηθεί στην υγειά τους. Ο Χάρι απλώς κατένευσε και κράτησε σημειώσεις. Τη ρώτησε μήπως ο πρέσβης είχε κατά λάθος αφήσει το κινητό του στο σπίτι κι εκείνη του απάντησε με σιγουριά αρνητικά. Παρορμητικά, τη ρώτησε τι μάρκα κινητό είχε ο πρέσβης. Η γυναίκα δεν ήταν σίγουρη, αλλά νόμιζε ότι ήταν φινλανδικό. Όχι, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον που να ήθελε τον θάνατο του συζύγου της. Ο Χάρι χτύπησε ρυθμικά το μολύβι του στο σημειωματάριο.

«Ο σύζυγός σας αγαπούσε τα παιδιά;» «Ω, ναι, πολύ!» φώναξε αυθόρμητα η Χίλντε Μούλνες και για πρώτη φορά ο Χάρι άκουσε ένα τρέμουλο στη φωνή της. «Ξέρετε, ο Άτλε ήταν ο πιο γλυκός πατέρας του κόσμου». Ο Χάρι έστρεψε γρήγορα το βλέμμα του στις σημειώσεις του. Κάτι στο βλέμμα της έδειχνε ότι είχε καταλάβει το διφορούμενο της ερώτησης. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η γυναίκα δεν γνώριζε τίποτα, αλλά σε αυτόν έπεφτε δυστυχώς ο άχαρος κλήρος της επόμενης ερώτησης: Γνώριζε, άραγε, ότι ο σύζυγός της ήταν κάτοχος παιδικού πορνογραφικού υλικού; Ο Χάρι έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του. Ένιωθε σαν χειρουργός με το νυστέρι ανά χείρας, ανίκανος να πραγματοποιήσει την πρώτη τομή. Δεν θα συνήθιζε ποτέ τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις, τις περιπτώσεις που αναγκαζόταν να εκθέσει σε αθώους ανθρώπους λεπτομέρειες από τον βίο των αγαπημένων τους, πράγματα που δεν ήθελαν καν να ξέρουν, πόσο μάλλον να τα καταπιούν και να τα χωνέψουν. Η Χίλντε Μούλνες, όμως, πρόλαβε και πήρε πρώτη τον λόγο. «Ο Άτλε αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά, που σκεφτόμασταν να υιοθετήσουμε ένα μικρό κοριτσάκι». Τα

μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα τώρα. «Ένα μικρό προσφυγόπουλο από τη Βιρμανία. Ναι, ξέρω, στην πρεσβεία λένε Μιανμάρ για να μην προσβάλουν κανέναν, αλλά εγώ είμαι αρκετά μεγάλη για να λέω ακόμη Βιρμανία». Γέλασε στεγνά κάτω απ’ τα δάκρυά της και ξανασυγκεντρώθηκε. Ο Χάρι απέστρεψε το βλέμμα του. Ένα κόκκινο κολιμπρί πετάρισε ήσυχα μπροστά από τις ορχιδέες, σαν μικρό ελικοπτεράκι. Δεν ξέρει τίποτα λοιπόν, σκέφτηκε ο Χάρι. Αν οι φωτογραφίες είχαν τελικά σχέση με την υπόθεση, θα έπρεπε να της μιλήσει κάποια στιγμή αργότερα. Αν όχι, δεν θα της τις ανέφερε ποτέ. Ο Χάρι τη ρώτησε πόσα χρόνια γνωρίζονταν με τον πρέσβη κι εκείνη απάντησε ότι πρωτοσυναντήθηκαν όταν ο Άτλε Μούλνες ήταν φρέσκος πτυχιούχος των πολιτικών επιστημών, ένας εργένης που είχε γυρίσει για οικογενειακές χριστουγεννιάτικες διακοπές στην Έρστα. Η οικογένεια Μούλνες ήταν πολύ πλούσια. Είχαν δύο εργοστάσια επίπλων και ο νεαρός κληρονόμος θεωρούνταν κελεπούρι απ’ όλα τα νεαρά κορίτσια της περιοχής. Ο ανταγωνισμός ήταν έντονος. «Κι εγώ ήμουν απλώς η Χίλντε Μέλε από το αγρόκτημα των Μέλε, αλλά ήμουν η πιο όμορφη απ’ όλες» είπε η γυναίκα με το ίδιο στεγνό γέλιο. Το πρόσωπό της συσπάστηκε σε ένδειξη πόνου κι εκείνη έφερε το ποτήρι της

στα χείλη. Ο Χάρι δεν είχε καμία δυσκολία να φανταστεί τη χήρα ως νεαρή, όμορφη κοπέλα. Πόσο μάλλον όταν η εικόνα αυτή είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της στην ανοιχτή συρόμενη πόρτα του κήπου. «Ρούνα, αγάπη μου, πού ήσουν; Ο νεαρός αυτός κύριος είναι ο Χάρι Χόλε. Είναι αξιωματικός της νορβηγικής αστυνομίας και θα μας βοηθήσει να μάθουμε τι συνέβη στον μπαμπά». Η κόρη τούς έριξε ένα γρήγορο ξινό βλέμμα και κατευθύνθηκε προς την απέναντι μεριά της πισίνας χωρίς να δώσει καμιά απάντηση. Ήταν σκουρόχρωμη σαν τη μητέρα της και ο Χάρι υπολόγισε ότι το ψηλό λεπτό σώμα μέσα από το εφαρμοστό μαγιό δεν ήταν παραπάνω από δεκαεπτά χρονών. Θα έπρεπε να ξέρει την ακριβή της ηλικία: Ήταν γραμμένη στην έκθεση που είχε λάβει πριν φύγει από το Όσλο. Η κόρη θα είχε κι αυτή την τέλεια ομορφιά της μητέρας της, αν δεν υπήρχε μια λεπτομέρεια που δεν αναφερόταν στην έκθεση της αστυνομίας. Μέχρι η νεαρή κοπέλα να φτάσει στην άλλη μεριά της πισίνας και να κάνει τρία αργά χαριτωμένα βήματα πάνω στον βατήρα, ενώνοντας τα πόδια της και πηδώντας στον αέρα, το στομάχι του Χάρι είχε γίνει

ήδη κόμπος. Απ’ τον δεξή ώμο της νεαρής προεξείχε ένα ισχνό κομμένο χέρι, που χάριζε στο σώμα της ένα παράξενο, ασύμμετρο σχήμα, σαν αεροπλάνο με χτυπημένο το ένα του φτερό, καθώς εκείνη στροβιλίστηκε γύρω από τον εαυτό της στον αέρα. Μια βοή από φυσαλίδες ακούστηκε καθώς το σώμα της έσπασε την πράσινη επιφάνεια του νερού κι εξαφανίστηκε. «Η Ρούνα κάνει καταδύσεις» είπε η Χίλντα Μούλνες, εντελώς περιττά. Το βλέμμα του Χάρι ήταν ακόμη καρφωμένο στο μέρος που εξαφανίστηκε η κοπέλα, όταν μια μορφή αναδύθηκε δίπλα στη σκάλα της πισίνας στην απέναντι μεριά. Το κορίτσι ανέβηκε τα σκαλιά κι ο Χάρι είδε το δέρμα της μυώδους υγρής της πλάτης να στραφταλίζει στον ήλιο, κάτω από τα λαμπερά κατάμαυρα μαλλιά της. Το κοντό της χέρι κρεμόταν προς τα κάτω σαν φτερούγα κοτόπουλου. Εξαφανίστηκε από τον κήπο όσο ήσυχα είχε έρθει και βουτήξει στο νερό: Δίχως λέξη, γλίστρησε ξανά μες στο σπίτι. «Μάλλον δεν γνώριζε ότι είχατε έρθει» είπε απολογητικά η Χίλντε Μούλνες. «Δεν της αρέσει να τη βλέπουν άγνωστοι δίχως το προσθετικό της χέρι, ξέρετε». «Καταλαβαίνω... Πώς πήρε τα νέα;» «Ποιος ξέρει;» Η Χίλντε Μούλνες κοίταξε σκεφτική το κενό όπου είχε εξαφανιστεί η Ρούνα. «Είναι στην ηλικία που

τα παιδιά δεν σου εκμυστηρεύονται τίποτα πια. Ούτε και κανείς άλλος, εδώ που τα λέμε». Ξανασήκωσε το ποτήρι της. «Φοβάμαι ότι η Ρούνα είναι μια πολύ ιδιαίτερη κοπέλα». Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος, την ευχαρίστησε για τις πληροφορίες που του έδωσε και της είπε ότι θα ξαναεπικοινωνούσε μαζί της. Η Χίλντε Μούλνες τού επεσήμανε ότι δεν είχε πιει σταλιά νερό. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και της ζήτησε να του το κρατήσει για την επόμενη επίσκεψή του. Την ώρα που το έλεγε σκέφτηκε ότι ένα τέτοιο αστείο ίσως και να ήταν λίγο απρεπές, αλλά εκείνη γέλασε έτσι κι αλλιώς κι άδειασε το ποτήρι της καθώς εκείνος αποχωρούσε. Ενώ όδευε προς την έξοδο, μια κόκκινη καμπριολέ Porsche μπήκε στον κήπο. Ο Χάρι πρόλαβε να δει μια ξανθιά φράντζα κι ένα ζευγάρι γυαλιά Ray-Ban πάνω από ένα γκρίζο κουστούμι Armani, πριν το αυτοκίνητο τον προσπεράσει και σταθμεύσει στη σκιά μπροστά από το σπίτι.

12

επιθεωρητής Λιζ Κράμλεϊ έλειπε όταν ο Χάρι επέστρεψε στο αστυνομικό τμήμα. Ευτυχώς, ο Νιο σήκωσε τον ένα του αντίχειρα λέγοντας roger that! όταν ο Χάρι τού ζήτησε ευγενικά να επικοινωνήσει με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και να ελέγξει τις κλήσεις από και προς το τηλέφωνο του πρέσβη τη μέρα της δολοφονίας. Είχε πάει σχεδόν πέντε το απόγευμα όταν ο Χάρι κατάφερε επιτέλους να επικοινωνήσει με την επιθεωρητή Κράμλεϊ. Επειδή η ώρα ήταν περασμένη, εκείνη του πρότεινε να πάρουν ένα ποταμόπλοιο και να δούνε τα κανάλια, «ώστε να τελειώνετε κι εσείς με τα αξιοθέατα». Στην προβλήτα του ποταμού Τσάο Πράγια τούς πρόσφεραν μια μακρόστενη βάρκα για εξακόσια μπατ, αλλά η τιμή έπεσε γρήγορα στα τριακόσια, όταν η Κράμλεϊ έκανε

Η

τον βαρκάρη με τα κρεμμυδάκια στα ταϊλανδέζικα. Κατέβηκαν για λίγο τον Τσάο Πράγια πριν στρίψουν σ’ ένα από τα στενά κανάλια του. Ετοιμόρροπα ξύλινα υπόστεγα στέκονταν πάνω σε πασσάλους που εξείχαν από το νερό· κάθε κύμα που περνούσε έφερνε μαζί του μυρωδιές από φαγητό, λύματα και βενζίνη. Ο Χάρι ένιωθε λες και διέσχιζαν τα σαλόνια των ντόπιων. Το μόνο πράγμα που εμπόδιζε το βλέμμα τους να διαπεράσει στο εσωτερικό ήταν σειρές από πράσινα φυτά. Κανείς όμως δεν έμοιαζε να νοιάζεται, το αντίθετο μάλιστα: Οι άνθρωποι χαμογελούσαν και κουνούσαν τα χέρια τους για να τους χαιρετήσουν. Σε μια αποβάθρα ήταν καθισμένα τρία βρεγμένα αγόρια με κοντά παντελονάκια. Είχαν μόλις βγει από τα καφετιά νερά του ποταμού. Γύρισαν προς τους αστυνομικούς και τους φώναξαν. Η Κράμλεϊ κούνησε πρόσχαρα τη γροθιά της προς το μέρος τους και ο βαρκάρης γέλασε. «Τι φώναξαν;» ρώτησε ο Χάρι. Εκείνη έδειξε το κεφάλι της. «Mâe chii – σημαίνει γυναίκα πάστορας ή μοναχή. Οι μοναχές στην Ταϊλάνδη ξυρίζουν τα κεφάλια τους. Εάν φορούσα λευκή ρόμπα, θα μου έδειχναν μεγαλύτερο σεβασμό» είπε. «Αλήθεια; Εμένα μου φαίνεται ότι ήδη απολαμβάνετε τον σεβασμό. Οι συνάδελφοί σας...» «Είναι επειδή τους δείχνω κι εγώ τον αντίστοιχο» τον

διέκοψε. «Κι επειδή ξέρω τη δουλειά μου». Καθάρισε τον λαιμό της κι έφτυσε στο ποτάμι. «Εκπλήσσεστε επειδή είμαι γυναίκα;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο». «Πολλοί ξένοι εκπλήσσονται όταν ανακαλύπτουν ότι μια γυναίκα μπορεί να προοδεύσει σ’ αυτήν τη χώρα. Δεν είμαστε τόσο ματσό όσο νομίζετε. Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα είναι ότι είμαι ξένη, όχι ότι είμαι γυναίκα». Ένα ελαφρύ αεράκι δρόσισε κάπως την υγρή ατμόσφαιρα. Από μια συστάδα δέντρων ακούστηκε το τρίξιμο των ακρίδων κι οι αστυνομικοί γύρισαν και κοίταξαν τον ίδιο αιματοβαμμένο ήλιο, όπως και χθες. «Τι σας έκανε να μετακομίσετε εδώ;» Ο Χάρι διαισθάνθηκε ότι πέρασε κάποια αόρατη κόκκινη γραμμή, αλλά την αγνόησε. «Η μητέρα μου είναι από την Ταϊλάνδη» του απάντησε εκείνη έπειτα από μία παύση. «Ο πατέρας μου υπηρετούσε στη Σαϊγκόν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ και γνωρίστηκαν εδώ στην Μπανγκόκ το 1967». Η Κράμλεϊ γέλασε και τοποθέτησε ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη της. «Η μητέρα μου ορκίζεται ότι έμεινε έγκυος το πρώτο τους βράδυ». «Σε εσάς;»

Εκείνη κατένευσε. «Μετά τη συνθηκολόγηση, ο μπαμπάς μάς πήρε μαζί του στις ΗΠΑ, στο Φορτ Λοτερντέιλ, όπου υπηρετούσε ως αντισυνταγματάρχης. Όταν ξαναγυρίσαμε στην Ταϊλάνδη, η μαμά ανακάλυψε ότι ο μπαμπάς ήταν παντρεμένος όταν γνωρίστηκαν. Επικοινώνησε με τους δικούς του και κανόνισε το διαζύγιο με το που ανακάλυψε ότι η μητέρα μου ήταν έγκυος». Η Κράμλεϊ κούνησε το κεφάλι της. «Θα μπορούσε να μας εγκαταλείψει ανά πάσα στιγμή εδώ στην Μπανγκόκ, αν το ήθελε. Ίσως κατά βάθος και να το ήθελε, ποιος ξέρει;» «Δεν τον ρωτήσατε ποτέ;» «Ποιος σας είπε ότι οι άνθρωποι θέλουν ειλικρινείς απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις; Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω ότι θα μου απαντούσε πραγματικά, έτσι κι αλλιώς. Πάντα έτσι ήταν». «Ήταν;» «Ναι, έχει πεθάνει». Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του. «Σας ενοχλεί να σας μιλώ για την οικογένειά μου;» Ο Χάρι δάγκωσε το φίλτρο του τσιγάρου του. «Καθόλου». «Η αλήθεια είναι ότι ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ την επιλογή να σηκωθεί να φύγει. Είχε πολύ έντονο το αίσθημα της ευθύνης. Όταν ήμουν έντεκα χρονών, ήθελα να πάρω ένα γατάκι από τους γείτονές μας στο Φορτ Λοτερντέιλ. Έπειτα

από πολλή γκρίνια, ο μπαμπάς μού επέτρεψε να το πάρω υπό την προϋπόθεση ότι θα το φρόντιζα. Δυο εβδομάδες αργότερα βαρέθηκα και τον ρώτησα αν μπορούσα να το επιστρέψω. Ο μπαμπάς με πήρε μαζί με το γατί και πήγαμε στο γκαράζ. “Δεν μπορείς ν’ αποφεύγεις τις ευθύνες σου” είπε. “ Έτσι χάνονται ολόκληροι πολιτισμοί”. Πήρε το υπηρεσιακό του περίστροφο και πυροβόλησε το γατί στο κεφάλι. Μετά με έβαλε να τρίψω το δάπεδο του γκαράζ με νερό και σαπούνι μέχρι να καθαρίσει. Έτσι ήταν. Γι’ αυτό...» Έβγαλε τα γυαλιά του ηλίου της και τα καθάρισε με την άκρη του πουκαμίσου της, κλείνοντας τα μάτια της στο φως του ήλιου. «Γι’ αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί το ότι οι ΗΠΑ αποχώρισαν από το Βιετνάμ. Η μητέρα μου με πήρε και γυρίσαμε στην Ταϊλάνδη όταν ήμουν δεκαοκτώ χρονών». Ο Χάρι κατένευσε. «Φαντάζομαι ότι δεν ήταν εύκολο για τη μητέρα σας να μετακομίσει σε αμερικάνικη στρατιωτική βάση μετά τον πόλεμο, με το ασιατικό της παρουσιαστικό, ε;» «Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα στη βάση. Το πρόβλημα ήταν οι υπόλοιποι Αμερικανοί, αυτοί που δεν είχαν βρεθεί στο Βιετνάμ αλλά είχαν χάσει έναν γιο ή έναν αρραβωνιαστικό στον πόλεμο, αυτοί μας μισούσαν. Γι’

αυτούς, όποιος είχε σχιστά μάτια ήταν Τσάρλι, Βιετκόγκ». Ένας κουστουμαρισμένος άνδρας καθόταν και κάπνιζε ένα πούρο δίπλα σε μια καμένη παράγκα. «Κι ύστερα πήγατε στην Αστυνομική Ακαδημία, γίνατε επιθεωρητής και ξυρίσατε το κεφάλι σας;» «Όχι με αυτή τη σειρά. Και τα μαλλιά μου δεν τα ξύρισα. Έπεσαν από μόνα τους μέσα σε μία εβδομάδα, όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών. Μία σπάνια μορφή αλωπεκίας. Χρήσιμη, όμως, σε αυτά τα κλίματα». Χάιδεψε το κρανίο της με το ένα χέρι και του χάρισε ένα πικρό χαμόγελο. Ο Χάρι παρατήρησε για πρώτη φορά ότι δεν είχε ούτε φρύδια ούτε βλεφαρίδες ούτε τίποτα. Τους πλεύρισε ένα ποταμόπλοιο φορτωμένο με ψάθινα καπέλα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα έδειξε πρώτα τα κεφάλια τους κι ύστερα τα καπέλα. Η Κράμλεϊ χαμογέλασε ευγενικά και της είπε κάτι στα ταϊλανδέζικα. Πριν η γυναίκα φύγει μακριά τους, έγειρε προς τον Χάρι και του πρόσφερε ένα λευκό λουλούδι. Έδειξε την Κράμλεϊ και γέλασε. «Πώς λέτε “ευχαριστώ” στα ταϊλανδέζικα;» «Khàwp khun khráp» είπε εκείνη. «Μάλιστα. Αυτό να της πείτε». Γλίστρησαν μπροστά από έναν ναό, ένα βατ, πάνω στο ποτάμι. Οι ψαλμωδίες των μοναχών ξεγλιστρούσαν από την ανοιχτή του πόρτα. Στα σκαλιά απέξω κάθονταν άνθρωποι

με τα χέρια σταυρωμένα και προσεύχονταν. «Για τι πράγμα προσεύχονται;» ρώτησε ο Χάρι. «Δεν ξέρω. Ειρήνη. Αγάπη. Μια καλύτερη ζωή, τώρα ή στην επόμενη. Για τα ίδια πράγματα που προσεύχεται όλος ο κόσμος». «Δεν νομίζω ότι ο Άτλε Μούλνες περίμενε κάποια πόρνη. Νομίζω ότι περίμενε κάποιον άλλο». Το πλοιάριο συνέχισε την πορεία του και οι ψαλμωδίες των μοναχών έσβησαν ξοπίσω τους. «Ποιον;» «Ιδέα δεν έχω». «Και γιατί το λέτε αυτό;» «Eίχε πάνω του χρήματα μόνο για το δωμάτιο, οπότε στοιχηματίζω ότι δεν σκόπευε να πληρώσει κάποια πόρνη. Από την άλλη, τι έκανε σ’ ένα ξενοδοχείο αν δεν είχε σκοπό να συναντήσει κάποιον; Ο Γουάνγκ μάς είπε ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη όταν τον βρήκαν. Δεν ακούγεται περίεργο αυτό; Οι πόρτες των ξενοδοχείων κλειδώνουν αυτόματα όταν τις κλείσεις. Θα πρέπει να είχε πιέσει επιτούτου το κουμπί στο πόμολο, ώστε να μην κλειδώσει. Ο ή η δολοφόνος δεν είχε κανέναν λόγο να το πιέσει ο ίδιος ή η ίδια. Υποθέτω ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι φεύγοντας άφηνε την πόρτα ξεκλείδωτη. Γιατί λοιπόν να πατήσει ο Μούλνες το κουμπί; Οι

περισσότεροι πελάτες τέτοιων ξενοδοχείων προτιμούν να κλειδώνουν τις πόρτες όταν κοιμούνται, σωστά;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Ίσως φοβόταν ότι δεν θ’ άκουγε τον άνθρωπο που περίμενε;» «Ακριβώς. Και αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν η Τόνια Χάρντινγκ, γιατί είχαν ήδη συμφωνήσει με τον ρεσεψιονίστ να τον έπαιρνε τηλέφωνο όταν ερχόταν η κοπέλα, συμφωνείτε;» Μες στον ενθουσιασμό του, ο Χάρι είχε μετακινηθεί προς τη μια πλευρά του σκάφους και ο βαρκάρης τού φώναξε να κάτσει στη μέση για να μην αναποδογυρίσουν. «Nομίζω ότι ήθελε να κρατήσει μυστικό το όνομα του ανθρώπου που θα συναντούσε. Γι’ αυτό κι είχαν κανονίσει να συναντηθούν σ’ ένα μοτέλ μακριά από την πόλη, μέρος κατάλληλο για κρυφές συναντήσεις, ένα μοτέλ χωρίς επίσημα βιβλία επισκεπτών». «Χμ. Σκέφτεστε τις φωτογραφίες, ε;» «Μου είναι αδύνατον να μην τις σκεφτώ». «Ξέρετε, τέτοιες φωτογραφίες πωλούνται παντού στην Μπανγκόκ». «Ίσως ο πρέσβης να είχε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Ίσως είμαστε αντιμέτωποι με υπόθεση παιδικής πορνείας». «Ίσως. Συνεχίστε». «Το κινητό του τηλέφωνο. Δεν το είχε πάνω του όταν τον βρήκαμε και δεν είναι ούτε στο γραφείο ούτε στο σπίτι του».

«Μπορεί να το πήρε ο δολοφόνος». «Ναι, αλλά για ποιον λόγο; Αν ήταν κλέφτης, τότε γιατί ν’ α​φ ήσει τα λεφτά ή το αυτοκίνητο;» Η Κράμλεϊ έξυσε το αυτί της. «Ενοχοποιητικά στοιχεία» είπε ο Χάρι. «Ο δολοφόνος ήταν εξαιρετικά προσεκτικός να μην αφήσει ίχνη. Ίσως το τηλέφωνο περιείχε σημαντικά στοιχεία και γι’ αυτό να το πήρε». «Σαν τι δηλαδή;» «Τι κάνει ένας τυπικός χρήστης κινητού όταν βρίσκεται καθισμένος σ’ ένα μοτέλ, περιμένοντας κάποιον που επίσης έχει κινητό τηλέφωνο και βρίσκεται καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο, μες στην κίνηση της Μπανγκόκ;» «Τον παίρνει τηλέφωνο να τον ρωτήσει αν θ’ αργήσει πολύ ακόμα» είπε η Κράμλεϊ, χωρίς όμως να κατανοεί πλήρως πού το πήγαινε ο Χάρι. «Ο Μούλνες είχε ένα Nokia, σαν και το δικό μου» είπε και της έδειξε το τηλέφωνό του. «Τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα αποθηκεύουν τους τελευταίους πέντε με δέκα κληθέντες αριθμούς. Ίσως ο Μούλνες κι ο δολοφόνος να μίλησαν στο τηλέφωνο λίγο πριν από τη συνάντησή τους κι ο δολοφόνος ήξερε ότι, αν βρίσκαμε το τηλέφωνο, θα βρίσκαμε κι αυτόν».

«Μπα» είπε εκείνη, προφανώς διόλου εντυπωσιασμένη. «Και γιατί να μη διαγράψει απλώς τους αριθμούς και ν’ αφήσει το τηλέφωνο στη θέση του; Ενώ τώρα έχει αφήσει ασυνείδητα ένα κάποιο ίχνος: ότι ο δολοφόνος ήταν κάποιος που ο Μούλνες γνώριζε». «Κι αν το τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημένο; Η Χίλντε Μούλνες προσπάθησε να καλέσει τον σύζυγό της δίχως αποτέλεσμα. Χωρίς το PIN ο δολοφόνος δεν θα μπορούσε να διαγράψει τους αριθμούς». «Οκέι. Αλλά το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να επικοινωνήσουμε με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και να πάρουμε μία λίστα των τηλεφωνημάτων που έκανε ή δέχθηκε ο Μούλνες εκείνο το βράδυ. Όλοι όσοι θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν σε αυτό έχουν πάει σπίτι τέτοια ώρα, αλλά θα τους πάρω τηλέφωνο αύριο πρωί πρωί». Ο Χάρι έξυσε το πιγούνι του. «Δεν χρειάζεται, έχω μιλήσει ήδη με τον Νιο και το έχει αναλάβει εκείνος». «Εντάξει» απάντησε εκείνη. «Κάποιος ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο δεν απευθυνθήκατε πρώτα σε μένα;» Δεν υπήρχε ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της. Τον ρωτούσε απλώς επειδή ο Νιο ήταν υφιστάμενός της κι ο Χάρι είχε παρακάμψει την ιεραρχία. Δεν ήταν ζήτημα του ποιος ήταν ο αρχηγός αλλά του πώς διεξάγεται αποτελεσματικά μια

έρευνα. Κι αυτή ήταν αποκλειστικά δική της ευθύνη. «Εσείς λείπατε από το γραφείο» είπε ο Χάρι. «Με συγχωρείτε για την προχειροδουλειά». «Δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι, Χάρι. Το είπες κι ο ίδιος, έλειπα. Και από εδώ και πέρα να με λες Λιζ, σε παρακαλώ». Είχαν προχωρήσει αρκετά μες στο ποτάμι. Η αστυνόμος Κράμλεϊ τού έδειξε ένα σπίτι στην άκρη ενός μεγάλου κήπου. «Εκεί ζει ένας συμπατριώτης σου» είπε. «Πώς το ξέρεις;» «Είχε γίνει ολόκληρος ντόρος στις εφημερίδες όταν έχτιζε το σπίτι. Όπως βλέπεις, μοιάζει με ναό. Οι βουδιστές εξοργίστηκαν που ένας άπιστος ήθελε να ζήσει εδώ μέσα, το θεώρησαν βλασφημία. Ακόμα χειρότερα, αποκαλύφθηκε ότι το σπίτι είναι χτισμένο από τα υλικά ενός ναού της Βιρμανίας που βρισκόταν σε αμφισβητούμενη περιοχή, στα σύνορα με την Ταϊλάνδη. Η κατάσταση εκεί πάνω ήταν πολύ τεταμένη, έπεφταν πυροβολισμοί και τα λοιπά, κι έτσι οι κάτοικοι της περιοχής σηκώθηκαν κι έφυγαν. Ο Νορβηγός πήγε και αγόρασε ολόκληρο τον ναό για ψίχουλα και, μιας κι οι ναοί της βόρειας Βιρμανίας είναι χτισμένοι όλοι από ξύλο τικ, αποσυναρμολόγησε όλο το κτίσμα και το μετέφερε εδώ, στην Μπανγκόκ».

«Τι περίεργο» είπε ο Χάρι. «Και ποιος είναι αυτός ο Νορβηγός;» «Λέγεται Ούβε Κλίπρα. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργολάβους της Μπανγκόκ. Αν μείνεις αρκετά στην πόλη μας, θα ακούσεις πολλά γι’ αυτόν». Η Κράμλεϊ ζήτησε από τον βαρκάρη να γυρίσουν πίσω. «Ο Νιο θα πρέπει να έχει έτοιμη τη λίστα μας. Σου αρέσει το take away;»

Η λίστα ήταν όντως έτοιμη και τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια της θεωρίας του Χάρι. «Η τελευταία καταγεγραμμένη κλήση είναι στις 17:55» είπε ο Νιο. «Με άλλα λόγια, δεν κάλεσε κανέναν μετά την άφιξή του στο μοτέλ». Ο Χάρι κοίταξε το πλαστικό μπολ με τη σούπα του με νουντλ. Οι λευκές λωρίδες έμοιαζαν με χλωμά ισχνά μακαρόνια και η σούπα τον άγχωνε έτσι όπως κινούνταν σε απρόσμενες κατευθύνσεις κάθε φορά που έβαζε τα ξυλάκια του ανάμεσα στα νουντλ. «Ο δολοφόνος μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να βρίσκεται στη λίστα των κλήσεων» είπε η Λιζ με το στόμα γεμάτο. «Γιατί να κλέψει αλλιώς το τηλέφωνο;»

Ο Ράνγκσαν ήρθε για ν’ αναφέρει ότι είχε φτάσει η Τόνια Χάρντινγκ για εξακρίβωση δακτυλικών αποτυπωμάτων. «Μπορείτε να της μιλήσετε, αν θέλετε. Α, και κάτι ακόμα. Ο Σουπαγουαντί είπε ότι ελέγχουν τώρα την πλαστική κάψουλα που βρήκαμε στο αυτοκίνητο. Τα αποτελέσματα θα είναι έτοιμα αύριο. Μας έχουν δώσει προτεραιότητα». «Δώσ’ του τα χαιρετίσματά μου και πες του κο κουν κραπ» είπε ο Χάρι. «Τι να του πω;» «Ευχαριστώ, εννοώ». Ο Χάρι χαμογέλασε ντροπαλά και η Λιζ πνίγηκε απ’ τα γέλια, φτύνοντας το ρύζι της πάνω στον τοίχο.

13

Χάρι δεν είχε ιδέα πόσες πόρνες είχε ανακρίνει σε παρόμοια δωμάτια κατά τη διάρκεια της καριέρας του, αλλά ήταν αρκετές. Έμοιαζαν να τις τραβούν οι φόνοι όπως τις μύγες τα σκατά. Όχι επειδή εμπλέκονταν κατ’ ανάγκη σ’ αυτούς, αλλά επειδή είχαν πάντα κάποια ιστορία να σου πουν. Τις είχε ακούσει να γελάνε, να βρίζουν και να κλαίνε, είχε γίνει φίλος τους, είχε γίνει εχθρός τους· είχε γίνει βαποράκι τους, είχε δώσει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις κι είχε λάβει φτύσιμο και ξύλο. Ωστόσο υπήρχε κάτι στη μοίρα αυτών των γυναικών, στις περιστάσεις που τη διαμόρφωσαν, που ο Χάρι έβρισκε οικείο, που νόμιζε ότι το καταλάβαινε. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν η ακατάσχετη αισιοδοξία τους: Έχοντας δει την πιο βαθιά άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής,

Ο

διατηρούσαν ακόμη την πίστη τους στο καλό εκεί έξω. Ο Χάρι ήξερε ένα σωρό αστυνομικούς που αδυνατούσαν να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χάρι χάιδεψε την Ντιμ στον ώμο και της πρόσφερε ένα τσιγάρο πριν ξεκινήσουν την ανάκριση. Όχι επειδή πίστευε ότι θα έβγαζε τίποτα από αυτό, αλλά επειδή η κοπέλα έμοιαζε να το χρειάζεται. Tα μάτια της ήταν σκληρά σαν πέτρα και το στόμα της αποφασιστικό, σημάδι ότι δεν μπορούσες να την εκφοβίσεις εύκολα· κι όμως, καθόταν τώρα πίσω από ένα πλαστικό τραπέζι κι έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλα στην αγκαλιά της, λες και θα ξέσπαγε σε κλάματα ανά πάσα στιγμή. «Pen yangai?» τη ρώτησε. Πώς είσαι; Η Λιζ τού είχε μάθει τις δυο λέξεις πριν μπει στο δωμάτιο. Ο Νιο μετέφρασε την απάντησή της. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα το προηγούμενο βράδυ και δεν ήθελε να ξαναδουλέψει σ’ εκείνο το ξενοδοχείο. Ο Χάρι κάθισε απέναντί της, ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι και προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα της. Οι ώμοι της κοπέλας χαμήλωσαν λίγο, αλλά εκείνη γύρισε μακριά του, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ξαναπήραν απ’ την αρχή τα γεγονότα, βήμα προς βήμα, αλλά η κοπέλα δεν είχε τίποτα καινούργιο να προσθέσει. Επιβεβαίωσε ότι η πόρτα του δωματίου ήταν κλειστή αλλά

όχι κλειδωμένη. Δεν είχε δει κάποιο κινητό τηλέφωνο, ούτε κανέναν που δεν εργαζόταν στο μοτέλ κατά την άφιξη ή την αναχώρησή της. Όταν ο Χάρι ανέφερε τη Mercedes και τη ρώτησε αν είχε δει τις διπλωματικές πινακίδες, εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν είχε δει κανένα αυτοκίνητο. Η ανάκριση δεν έβγαζε πουθενά και στο τέλος ο Χάρι άναψε τσιγάρο και τη ρώτησε, σχεδόν αδιάφορα, ποιος νόμιζε ότι θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος. Ο Νιο μετέφρασε την ερώτησή του και ο Χάρι είδε από την έκφρασή της ότι είχε πετύχει διάνα. «Τι είπε;» «Λέει ότι το μαχαίρι είναι από τον Κουν Σα». «Τι σημαίνει αυτό;» «Δεν έχετε ακούσει ποτέ για τον Κουν Σα;» Ο Νιο τον κοίταξε με δυσπιστία. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ο Κουν Σα είναι ο μεγαλύτερος έμπορος ηρωίνης στην ιστορία. Μαζί με την κυβέρνηση της Ινδοκίνας και τη CIA, ελέγχει το εμπόριο οπίου στο Χρυσό Τρίγωνο από τη δεκαετία του ’50. Από εκεί έβγαζαν οι Αμερικανοί χρήματα για τις επιχειρήσεις που έκαναν στην περιοχή. Ο τύπος έχει ολόκληρο στρατό δικό του εκεί πάνω στη ζούγκλα». Σιγά σιγά ο Χάρι θυμήθηκε ότι είχε ξανακούσει για τον

Εσκομπάρ της Ν.Α. Ασίας. «O Κουν Σα παραδόθηκε στις αρχές της Βιρμανίας πριν από δυο χρόνια και είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό σε μια πολυτελή έπαυλη. Λένε ότι αυτός βρίσκεται πίσω από τη χρηματοδότηση των νέων τουριστικών συγκροτημάτων στη Βιρμανία κι ορισμένοι πιστεύουν ότι εξακολουθεί να ηγείται της μαφίας του οπίου στον Βορρά. Όταν η Ντιμ μιλάει για τον Κουν Σα, εννοεί τη μαφία. Γι’ αυτό τη βλέπετε φοβισμένη». Ο Χάρι κοίταξε την κοπέλα προσεκτικά, πριν κάνει νόημα στον Νιο. «Ας την αφήσουμε να φύγει» είπε. Ο Νιο μετέφρασε και η Ντιμ φάνηκε να ξαφνιάζεται. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρι πριν ενώσει τις παλάμες της στο ύψος του προσώπου της και υποκλιθεί. Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι περίμενε να τη συλλάβουν για πορνεία. Ο Χάρι τής χαμογέλασε. Εκείνη έσκυψε πάνω από το τραπέζι. «You like ice-skating, sil?»

«Κουν Σα; CIA;» Η τηλεφωνική γραμμή με το Όσλο έτριξε κι ο Χάρι άκουγε τον εαυτό του να επαναλαμβάνεται, σαν ηχώ, μαζί με τα

λεγόμενα του Τούρχους. «Με συγχωρείτε, Χόλε, αλλά μήπως σας βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι; Ένας άνδρας βρέθηκε μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη, ένα μαχαίρι που θα μπορούσε να έχει αγοραστεί οπουδήποτε στη βόρεια Ταϊλάνδη. Σας λέμε να είστε διακριτικός κι εσείς αποφασίζετε να τα βάλετε με το οργανωμένο έγκλημα σ’ ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία;» «Όχι». Ο Χάρι έβαλε τα πόδια του πάνω στο τραπέζι. «Δεν πρόκειται να τα βάλω με κανέναν, Τούρχους. Απλώς λέω ότι ένας ειδικός από κάποιο μουσείο λέει ότι το εν λόγω μαχαίρι είναι ιδιαιτέρως σπάνιο. Η τοπική αστυνομία λέει ότι μπορεί να πρόκειται για προειδοποίηση από τη μαφία του οπίου να μην ανακατευόμαστε. Αλλά εγώ διαφωνώ. Αν η μαφία ήθελε όντως να μας πει κάτι, υπάρχουν τόσοι και τόσοι πιο άμεσοι τρόποι να το κάνει απ’ το να θυσιάσει ένα μαχαίρι-αντίκα». «Τότε τι ακριβώς θέλετε να πείτε;» «Θέλω να πω ότι εκεί μας οδηγούν για την ώρα τα στοιχεία που έχουμε. Ο αρχηγός της αστυνομίας εδώ κάτω φρίκαρε εντελώς όταν ανέφερα το όπιο. Κατάλαβα ότι σ’ αυτό τον τομέα επικρατεί το χάος. Μέχρι πρόσφατα, είπε, η κυβέρνηση είχε κάποιον σχετικό έλεγχο, είχαν μάλιστα εφαρμόσει και προγράμματα παροχής κινήτρων για τους φτωχότερους αγρότες, ώστε να φύγουν από την καλλιέργεια

οπίου δίχως να χάσουν πολλά χρήματα, διατηρώντας τη δυνατότητα καλλιέργειας λίγης σοδειάς για προσωπική χρήση». «Για προσωπική χρήση;» «Ναι, οι ορεινές φυλές έχουν τέτοιο δικαίωμα. Καπνίζουν όπιο εδώ κι εκατοντάδες χρόνια και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι οι εισαγωγές οπίου από το Λάος και τη Βιρμανία έχουν πέσει κατακόρυφα, εκτινάσσοντας τις τιμές· για να καλυφθεί η ζήτηση, λοιπόν, διπλασιάστηκε η εγχώρια παραγωγή. Κυκλοφορούν τεράστια χρηματικά ποσά, πολλοί νέοι παίκτες και παντού κυριαρχεί σύγχυση. Ας πούμε απλώς ότι ο αρχηγός δεν ήθελε να βγάλει το φίδι από την τρύπα αυτή τη στιγμή. Σκέφτηκα, λοιπόν, να ξεκινήσω εξετάζοντας ορισμένες θεωρίες. Όπως εκείνη που θέλει τον πρέσβη μπλεγμένο σ’ εγκληματικές πράξεις. Όπως η παιδική πορνογραφία, ας πούμε». Σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι...» πήγε να πει ο Τούρχους, αλλά το υπόλοιπο χάθηκε μες στον θόρυβο της γραμμής. «Επαναλαμβάνετε;» «Δεν υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι ο πρέσβης Μούλνες ήταν παιδόφιλος, αν αυτό υπονοείτε».

«Σοβαρά; Τούρχους, δεν μιλάτε στους δημοσιογράφους αυτή τη στιγμή. Αν θέλετε να κάνουμε προόδους, πρέπει να ξέρω ορισμένα πράγματα». Σιωπή και πάλι απ’ την άλλη άκρη της γραμμής · για μια στιγμή ο Χάρι νόμισε ότι η σύνδεση είχε διακοπεί. Και τότε ξανακούστηκε η φωνή του Τούρχους, τόσο παγωμένη, που ο Χάρι μπορούσε να νιώσει το κρύο από την άλλη άκρη της Γης. «Θα σας πω εγώ τι πρέπει να ξέρετε, Χόλε: ότι πρέπει να βρείτε έναν δολοφόνο, στα παπάρια μου ποιος θα είναι αυτός. Στα παπάρια μου, επίσης, αν ο πρέσβης ήταν μπλεγμένος σε λαθρεμπόριο ηρωίνης ή σε παιδεραστία – αυτό που με νοιάζει είναι να μην το μάθει ούτε ο Τύπος ούτε κανείς άλλος. Αν ξεσπάσει έστω και ένα σκάνδαλο, ό,τι κι αν είναι αυτό, θα σας θεωρήσω προσωπικά υπεύθυνο. Έγινα κατανοητός, Χόλε, ή θέλετε και να σας το ζωγραφίσω;» Όλα αυτά με μία και μοναδική ανάσα. Ο Χάρι κλότσησε το τραπέζι, κάνοντας το τηλέφωνο και τους συναδέλφους του να αναπηδήσουν. «Σας άκουσα μια χαρά» είπε με τα δόντια σφιγμένα. «Ακούστε με όμως κι εσείς τώρα». Έκανε μία παύση και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μια μπίρα, μία γαμημένη μπίρα μόνο. Έχωσε ένα τσιγάρο στο στόμα και προσπάθησε ν’ αγνοήσει τις σκέψεις του. «Εάν ο Μούλνες ήταν μπλεγμένος σε

οτιδήποτε, αποκλείεται να ήταν κι ο μόνος. Δεδομένου ότι είχε έρθει πρόσφατα στην Μπανγκόκ, μάλλον δεν είχε προλάβει να συνδεθεί με τον υπόκοσμο της Ταϊλάνδης · συν τοις άλλοις, έχω μάθει ότι συγχρωτιζόταν πολύ με τη νορβηγική κοινότητα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε πού το πάω. Πολύ πιθανόν οι περισσότεροι Νορβηγοί στην Ταϊλάνδη να είναι μια χαρά άνθρωποι, αλλά, εδώ που τα λέμε, όλο και κάποιον λόγο είχαν για να φύγουν από τη Νορβηγία, σωστά; Μερικοί μάλιστα, επιτακτικούς λόγους: όπως προβλήματα με τον νόμο. Να ένας εξαιρετικός λόγος να την κοπανήσεις το ταχύτερο δυνατό για μια χώρα με ευχάριστο κλίμα και δίχως διμερή συμφωνία έκδοσης με τη Νορβηγία. Αναρωτιέμαι εάν διαβάσατε για τον Νορβηγό που έπιασαν με κάτι αγοράκια σ’ ένα ξενοδοχείο στην Πατάγια. Η τοπική αστυνομία τα γουστάρει κάτι τέτοια: Οι παιδόφιλοι είναι εύκολη λεία σε σχέση με τις συμμορίες ναρκωτικών κι έτσι κάνουν κι εκείνοι το κομμάτι τους στα ΜΜΕ. Ας πούμε, λοιπόν, το εξής: Φανταστείτε την ταϊλανδέζικη αστυνομία να έχει μυρίσει κελεπούρι στην υπόθεσή μας και να κάνει τα στραβά μάτια μέχρι να κλείσει επισήμως και να γυρίσω εγώ στο Όσλο. Έναν δυο μήνες μετά “ξεσκεπάζουν” ολόκληρο δίκτυο παιδικής πορνογραφίας στο οποίο εμπλέκονται και διάφοροι Νορβηγοί. Εσείς τι νομίζετε ότι θα κάνουν οι

νορβηγικές εφημερίδες όταν το μυριστούν; Θα στείλουν σωρεία δημοσιογράφων εδώ κάτω και πριν καλά καλά το καταλάβετε να σου το όνομα του πρέσβη στη δημοσιότητα. Ενώ, αν καταφέρουμε και τους συλλάβουμε τώρα, τώρα που έχουμε συμφωνήσει με τους Ταϊλανδούς ότι γίνονται όλα κεκλεισμένων των θυρών, ίσως μπορέσουμε ν’ αποφύγουμε το σκάνδαλο αργότερα». Ο Χάρι κατάλαβε ότι ο διευθυντής είχε μπει στο νόημα. «Και τι θέλετε από μένα, Χόλε;» «Θέλω να μάθω τι δεν μου λέτε. Τι ξέρετε για τον Μούλνες, σε τι ήταν μπλεγμένος;» «Ό,τι πρέπει να ξέρετε, το γνωρίζετε ήδη. Δεν υπάρχουν άλλα, είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψετε;» γκρίνιαξε ο Τούρχους. «Τι προσπαθείτε να πετύχετε; Νόμιζα ότι θα θέλατε να τελειώνετε με την υπόθεση όσο γρήγορα θέλουμε κι εμείς». «Αστυνομικός είμαι, Τούρχους, τη δουλειά μου προσπαθώ να κάνω». Ο Τούρχους γέλασε. «Με συγκινείτε, Χόλε. Αλλά μην ξεχνάτε ότι ξέρω το ιστορικό σας· μη μου πουλάτε το παραμυθάκι του έντιμου μπάτσου, λοιπόν, οκέι;» Ο Χάρι έβηξε στο ακουστικό κι άκουσε την ηχώ να επαναλαμβάνεται σαν πνιγμένοι πυροβολισμοί. Μουρμούρισε κάτι.

«Τι;» «Είπα ότι η σύνδεση είναι πολύ κακή. Σκεφτείτε το, Τούρχους, και πάρτε με ξανά όταν έχετε κάτι να μου πείτε».

Ο Χάρι ξύπνησε απότομα, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του και ίσα που πρόλαβε να φτάσει στο μπάνιο πριν ξεράσει. Κάθισε στην τουαλέτα. Τα υγρά έβγαιναν από πάνω κι από κάτω τώρα. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, παρόλο που το δωμάτιο ήταν κρύο. Την προηγούμενη φορά που το έκοψα ήταν χειρότερα, είπε στον εαυτό του. Όλα θα περάσουν, θα περάσουν, ήλπιζε. Είχε κάνει μια ένεση βιταμίνης Β στον γλουτό του πριν πέσει για ύπνο κι είχε πονέσει απίστευτα πολύ. Θυμήθηκε τη Βέρα, μια πόρνη στο Όσλο, που ήταν ηρωινομανής για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Καμιά φορά λιποθυμούσε ακόμη όταν έχωνε μέσα της τη βελόνα. Είδε κάτι να κινείται πάνω στον νεροχύτη μες στο μισοσκόταδο· δυο κεραίες κουνήθηκαν από εδώ κι από εκεί. Κατσαρίδα. Ήταν μεγάλη σαν τον αντίχειρά του κι είχε μια πορτοκαλί γραμμή στην πλάτη. Ο Χάρι δεν είχε ξαναδεί τέτοια κατσαρίδα, αλλά δεν ήταν και τόσο περίεργο: Υπήρχαν πάνω από τρεις χιλιάδες διαφορετικά είδη. Είχε επίσης

διαβάσει ότι μπορούσαν να διαισθανθούν τις δονήσεις ενός σώματος που πλησίαζε και να κρυφτούν· κι ότι για κάθε κατσαρίδα που έβλεπες υπήρχαν κρυμμένες εκεί γύρω τουλάχιστον άλλες δέκα. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν παντού κατσαρίδες. Πόσο ζυγίζει μια κατσαρίδα; Δέκα γραμμάρια; Εάν υπήρχαν εκατό απ’ αυτές στις ρωγμές πίσω από τα έπιπλα, αυτό σημαίνει ότι στο δωμάτιο υπήρχαν ένα κιλό κατσαρίδες. Ο Χάρι ανατρίχιασε. Και τι έγινε που τον φοβόντουσαν περισσότερο απ’ ό,τι τις φοβόταν αυτός; Καμιά φορά σκεφτόταν ότι το ποτό τού έκανε τελικά περισσότερο καλό παρά κακό. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να μη σκέφτεται τίποτα.

14

το τέλος πάρκαραν κι άρχισαν να ψάχνουν με τα πόδια τη διεύθυνση. Ο Νιο είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον Χάρι το ευρηματικό σύστημα αρίθμησης των οδών, με τους κεντρικούς δρόμους και τα αριθμημένα κάθετα σοκάκια τους, τα επονομαζόμενα σόι. Το πρόβλημα ξεκινούσε από το γεγονός ότι τα κτίρια δεν ήταν σε αύξουσα ή φθίνουσα σειρά, αφού τα νέα σπίτια λάμβαναν τον επόμενο διαθέσιμο αριθμό, σε όποιο ύψος του δρόμου κι αν βρίσκονταν. Διέσχισαν στενά δρομάκια με πεζοδρόμια που αποτελούσαν επεκτάσεις των σπιτιών κι όπου οι άνθρωποι διάβαζαν τις εφημερίδες τους, οι γυναίκες έραβαν στις ραπτομηχανές τους, άλλοι μαγείρευαν κι άλλοι έπαιρναν τον απογευματινό τους υπνάκο. Κάποια κορίτσια με σχολικές ποδιές τούς φώναξαν κάτι χαχανίζοντας. Ο Νιο έδειξε τον

Σ

Χάρι και τους απάντησε κάτι στα ταϊλανδέζικα. Τα κορίτσια κάλυψαν με τα χέρια τους το στόμα και ξέσπασαν στα γέλια. Ο Νιο πήγε και μίλησε σε μια γυναίκα πίσω από μια ραπτομηχανή· εκείνη τού έδειξε μια πόρτα. Χτύπησαν την πόρτα κι όταν αυτή άνοιξε είδαν έναν άνδρα με χακί βερμούδα κι ανοιχτό πουκάμισο να τους κοιτάζει. Ο Χάρι τον έκανε γύρω στα εξήντα, αλλά μόνο τα μάτια και οι ρυτίδες του αποκάλυπταν την ηλικία του. Τα κομψά μαύρα του μαλλιά ήταν χτενισμένα προς τα πίσω κι είχαν ελάχιστες γκρίζες κηλίδες· το λυγερό, νευρώδες σώμα του θα μπορούσε ν’ ανήκει σε τριαντάχρονο άνδρα. Ο Νιο τού είπε μερικές λέξεις και ο άνδρας κατένευσε, κοιτάζοντας τον Χάρι. Ύστερα ζήτησε συγγνώμη κι εξαφανίστηκε. Επέστρεψε έπειτα από ένα λεπτό, φορώντας ένα σιδερωμένο λευκό πουκάμισο και μακρύ παντελόνι. Είχε φέρει μαζί του δύο καρέκλες και τις εναπόθεσε στο πεζοδρόμιο. Με απρόσμενα καλά αγγλικά, πρόσφερε τη μία στον Χάρι και κάθισε ο ίδιος στη δεύτερη. Ο Νιο έμεινε να στέκεται όρθιος δίπλα τους· όταν ο Χάρι του είπε να κάτσει δίπλα τους, στο κράσπεδο, εκείνος τον ευχαρίστησε και απέρριψε την πρότασή του μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. «Ονομάζομαι Χάρι Χόλε, κύριε Σανπέτ. Είμαι της νορβηγικής αστυνομίας. Θα ήθελα να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με τον Μούλνες».

«Εννοείτε τον πρέσβη Μούλνες». Ο Χάρι κοίταξε τον άνδρα. Καθόταν ολόστητος στην καρέκλα του, με τα καφέ, γεμάτα φακίδες χέρια του να πέφτουν ήρεμα στην αγκαλιά του. «Φυσικά, τον πρέσβη Μούλνες εννοώ. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχετε υπηρετήσει ως σοφέρ στην πρεσβεία τα τελευταία τριά​ντα χρόνια, σωστά;» Ο Σανπέτ έκλεισε τα μάτια του ως ένδειξη κατάφασης. «Τον εκτιμούσατε τον πρέσβη;» «Ο κύριος πρέσβης ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ένας σπουδαίος άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και μεγάλο μυαλό». Σκούντηξε το κεφάλι του με τον δείκτη του χεριού του και κοίταξε προειδοποιητικά τον Χάρι. Ο Χάρι ανατρίχιασε καθώς ο ιδρώτας κύλησε κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης και μέσα στο παντελόνι του. Κοίταξε τριγύρω μήπως βρει μια σκιά για να μετακινηθούν, αλλά ο ήλιος ήταν στο ζενίθ του και τα κτίρια του δρόμου χαμηλά. «Ήρθαμε να σας βρούμε γιατί ξέρετε τις συνήθειες του πρέσβη καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο, ξέρετε ποιον συναντούσε και ποιον ήξερε. Κι επειδή τα πηγαίνατε περίφημα οι δυο σας σε προσωπικό επίπεδο. Πείτε μου, τι συνέβη τη μέρα του θανάτου του;»

Ήρεμα, ο Σανπέτ τούς εξήγησε ότι ο πρέσβης είχε φύγει δίχως να ενημερώσει για το πού πήγαινε, λέγοντας ότι ήθελε να οδηγήσει μόνος του, πράγμα πολύ περίεργο κατά τις εργάσιμες ώρες, αφού ο σοφέρ του δεν είχε άλλα καθήκοντα. Ο Σανπέτ τον περίμενε στην πρεσβεία μέχρι τις πέντε κι ύστερα έφυγε για το σπίτι του. «Μένετε μόνος σας;» «Η γυναίκα μου σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα πριν από δεκατέσσερα χρόνια». Ο Χάρι στοιχημάτιζε ότι ήξερε και τον ακριβή αριθμό των μηνών και των ημερών. Δεν είχαν παιδιά. «Τον πρέσβη πού τον πηγαίνατε;» «Σε άλλες πρεσβείες, σε συναντήσεις. Στα σπίτια διαφόρων Νορβηγών». «Ποιων Νορβηγών;» «Όλων των ειδών. Ανθρώπων από τη Statoil, τη Hydro και τη Statskonsult». Η προφορά των νορβηγικών ονομάτων ήταν άψογη. «Ξέρετε κανένα από αυτά τα ονόματα;» ρώτησε ο Χάρι δίνοντάς του μια λίστα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συνομίλησε ο πρέσβης στο κινητό του την ημέρα του θανάτου του. Μας τους έδωσε η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας». Ο Σανπέτ έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά, αλλά έπρεπε να

κρατήσει το χαρτί σ’ ενός χεριού απόσταση για να διαβάσει. «11:10, Bangkok Betting Service». Γύρισε και κοίταξε τον Χάρι πάνω από τα γυαλιά του. «Στον κύριο πρέσβη άρεσε να παίζει στον ιππόδρομο πού και πού» είπε. «Καμιά φορά κέρδιζε κιόλας» πρόσθεσε με χαμόγελο. Ο Νιο μετατόπισε το βάρος του στο άλλο πόδι. «11:34, Δρ Σίγκμουν Γιοχάνσεν». «Ποιος είναι αυτός;» «Ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Τόσο πλούσιος, που μπόρεσε ν’ αγοράσει τον τίτλο του λόρδου στην Αγγλία πριν από δύο χρόνια. Προσωπικός φίλος της βασιλικής οικογένειας της Ταϊλάνδης. Τι σημαίνει αυτό το οδός Βορατσάκ;» «Εισερχόμενη κλήση από τηλεφωνικό θάλαμο. Προχωρήστε παρακάτω, παρακαλώ». «11:55, νορβηγική πρεσβεία». «Το περίεργο είναι ότι καλέσαμε την πρεσβεία σήμερα το πρωί, αλλά κανείς δεν θυμόταν να έχει μιλήσει με τον πρέσβη στο τηλέφωνο εκείνη τη μέρα, ούτε καν η ρεσεψιονίστ». Ο Σανπέτ ανασήκωσε τους ώμους του κι ο Χάρι τού έκανε νόημα να προχωρήσει. «12:50, Ούβε Κλίπρα. Tον έχετε ακουστά;»

«Ίσως». «Είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Μπανγκόκ. Διάβασα στις εφημερίδες ότι μόλις πούλησε έναν υδροηλεκτρικό σταθμό στο Λάος. Ζει σ’ έναν ναό» χαχάνισε ο Σανπέτ. «Γνωρίζονταν με τον πρέσβη από παλιά. Κατάγονταν από το ίδιο μέρος. Έχετε ακουστά το Όλεσουν; Ο πρέσβης τον προσκάλεσε...» Ο Σανπέτ σήκωσε τα χέρια του στον αέρα· δεν είχε πια νόημα να μιλάει για όλα αυτά. Ξαναγύρισε στη λίστα. «13:15, Γενς Μπρέκε. Δεν τον ξέρω. 17:55 οδός Μανγκόν;» «Κι άλλη κλήση από τηλεφωνικό θάλαμο». Η λίστα δεν είχε άλλα ονόματα. Ο Χάρι έβρισε από μέσα του. Δεν ήξερε ακριβώς τι περίμενε, αλλά ο σοφέρ δεν του είχε πει τίποτα που να μην το ’ξερε ήδη από την Τόνιε Βίιγκ, όταν της τηλεφώνησε μια ώρα πιο πριν. «Πάσχετε από άσθμα, κύριε Σανπέτ;» «Άσθμα; Όχι, γιατί;» «Βρήκαμε μια κάψουλα στο αμάξι και ζητήσαμε από το εργαστήριο της Σήμανσης να το ελέγξει για ναρκωτικά. Μην ανησυχείτε, κύριε Σανπέτ, είναι θέμα ρουτίνας. Αποδείχθηκε ότι ήταν φάρμακο για το άσθμα. Ξέρετε σε ποιον θα μπορούσε να ανήκει;» Ο Σανπέτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Ο Χάρι τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στον οδηγό. Δεν συνήθιζε να διεξάγει ανακρίσεις στον δρόμο κι είχε την αίσθηση ότι τους κρυφάκουγε όλο το σοκάκι. Χαμήλωσε τη φωνή του. «Με όλο τον σεβασμό, κύριε Σανπέτ, αλλά μου λέτε ψέματα. Είδα τη ρεσεψιονίστ στην πρεσβεία να παίρνει φάρμακα για το άσθμα με τα ίδια μου τα μάτια. Εσείς κάθεστε στην πρεσβεία μισή μέρα, δουλεύετε εκεί τριάντα ολόκληρα χρόνια· βάζω στοίχημα ότι δεν σας ξεφεύγει τίποτα, ούτε καν πότε αλλάζουν τα χαρτιά υγείας στην τουαλέτα. Μου λέτε ότι δεν γνωρίζατε ότι η κοπέλα υποφέρει από άσθμα;» Ο Σανπέτ τον κοίταξε με ήρεμο παγωμένο βλέμμα. «Σας λέω, κύριε, ότι δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να έχει αφήσει τέτοια φάρμακα στο αυτοκίνητο. Στην Μπανγκόκ υποφέρουν πολλοί από άσθμα και προφανώς κάποιοι από αυτούς έχουν μπει και στο αυτοκίνητο του πρέσβη. Η δεσποινίς Άο, απ’ ό,τι ξέρω, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσά τους». Ο Χάρι τον κοίταξε προσεκτικά. Πώς μπορούσε να κάθεται έτσι δίχως να ιδρώνει, όταν ο ήλιος μεσουρανούσε κι έλαμπε σαν ορειχάλκινο κύμβαλο στον ουρανό; Ο Χάρι κοίταξε το σημειωματάριό του λες κι είχε γράψει εκεί την επόμενη ερώτηση.

«Και τα παιδιά;» «Με συγχωρείτε;» «Είχε πάρει ποτέ μαζί του παιδιά στο αυτοκίνητο, να τα συνοδεύσει, ας πούμε, στο νηπιαγωγείο ή κάτι τέτοιο; Καταλαβαίνετε τι εννοώ;» Ο Σανπέτ δεν έδειξε να ταράζεται, τέντωσε όμως την πλάτη του ακόμα περισσότερο. «Καταλαβαίνω. Ο κύριος πρέσβης δεν ήταν ένας από αυτούς, όχι» είπε. «Πώς το ξέρετε;» Ένας άνδρας σήκωσε το βλέμμα από την εφημερίδα του και ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι είχε υψώσει άθελά του τη φωνή. Ο Σανπέτ έσκυψε το κεφάλι του. Ο Χάρι ένιωσε βλάκας. Βλάκας, άθλιος και κάθιδρος. Με αυτή τη σειρά. «Με συγχωρείτε» είπε. «Δεν ήθελα να σας προσβάλω». Ο οδηγός κοίταξε πάνω από τους ώμους του Χάρι, προσποιούμενος ότι δεν τον είχε ακούσει. «Πρέπει να φύγουμε» είπε ο Χάρι. «Έμαθα ότι σας αρέσει ο Γκριγκ, οπότε σας πήρα αυτό εδώ». Του έδωσε μια κασέτα. «Είναι η Συμφωνία σε Ντο ελάσσονα. Έκανε πρεμιέρα μόλις το 1981, οπότε σκέφτηκα ότι μπορεί και να μην την είχατε. Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη δισκοθήκη κάποιου που αγαπάει πραγματικά τον Γκριγκ. Σας παρακαλώ, δεχτείτε τη».

Ο Σανπέτ σηκώθηκε όρθιος, την πήρε στα χέρια του έκπληκτος και έμεινε να την κοιτάζει. «Αντίο σας» είπε ο Χάρι, χαιρετώντας αδέξια αλλά καλοπροαίρετα με το παραδοσιακό γουάι και κάνοντας νόημα στον Νιο ότι έπρεπε να φύγουν. «Μισό λεπτό» είπε ο σοφέρ με το βλέμμα ακόμη κολλημένο στην κασέτα. «Ο κύριος πρέσβης ήταν καλός άνθρωπος. Αλλά δεν ήταν ευτυχής. Είχε μία αδυναμία. Δεν θέλω να αμαυρώσω τη μνήμη του, αλλά φοβάμαι ότι περισσότερα έχανε παρά κέρδιζε στα άλογα». «Όπως οι περισσότεροι» είπε ο Χάρι. «Όχι πέντε εκατομμύρια μπατ όμως». Ο Χάρι προσπάθησε να τα υπολογίσει στο κεφάλι του, αλλά τον πρόλαβε ο Νιο. «Εκατό χιλιάδες δολάρια». Ο Χάρι σφύριξε. «Πωπώ... Αν άντεχε τέτοια χρέη...» «Δεν τα άντεχε» είπε ο Σανπέτ. «Αναγκάστηκε να δανειστεί από τοκογλύφους της Μπανγκόκ. Τον πήραν τηλέφωνο πολλές φορές τις προηγούμενες εβδομάδες». Ο οδηγός κοίταξε τον Χάρι, αλλά αυτός δεν μπορούσε να διαβάσει την έκφραση του προσώπου του. «Προσωπικά, πιστεύω ότι τα χρέη πρέπει να εξοφλούνται. Αλλά, αν τον σκότωσαν για τα χρήματα, τότε πρέπει να τιμωρηθούν».

«Ώστε ο πρέσβης δεν ήταν ευτυχής, ε;» «Η ζωή του δεν ήταν εύκολη». Ο Χάρι θυμήθηκε ξαφνικά κάτι. «Πείτε μου, σας λέει τίποτα το Μan U;» Ο Σανπέτ συνοφρυώθηκε. «Το βρήκα σημειωμένο στην ατζέντα του πρέσβη κάτω από την ημερομηνία του θανάτου του. Κοίταξα το πρόγραμμα της τηλεόρασης, αλλά κανένα κανάλι δεν έδειχνε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εκείνη τη μέρα». «Α, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ!» είπε χαμογελαστά ο Σανπέτ. «Εννοεί τον Κλίπρα. Ο κύριος πρέσβης τον φώναζε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Πηγαίνει στην Αγγλία για να δει τα παιχνίδια της κι έχει αγοράσει πολλές μετοχές της ομάδας. Πολύ παράξενος άνθρωπος». «Μάλιστα. Θα του μιλήσω λοιπόν αργότερα». «Αν τον βρείτε». «Τι εννοείτε;» «Τον Ούβε Κλίπρα δεν τον βρίσκεις. Σε βρίσκει αυτός». Αυτό μας έλειπε τώρα, σκέφτηκε ο Χάρι. Μια καρικατούρα.

«Το χρέος απ’ τον ιππόδρομο αλλάζει ριζικά το τοπίο» είπε ο Νιο όταν γύρισαν στο αυτοκίνητο.

«Ίσως» απάντησε ο Χάρι. «Εφτακόσιες πενήντα χιλιάδες κορόνες είναι πολλά λεφτά, αλλά είναι αρκετά;» «Ω, στην Μπανγκόκ δολοφονούνται άνθρωποι για πολύ λιγότερα» είπε ο Νιο «πιστέψτε με». «Δεν μιλώ για τους τοκογλύφους, για τον Άτλε Μούλνες μιλάω. Προέρχεται από μια πάμπλουτη οικογένεια. Θα πρέπει να μπορεί να ξεχρεώσει, ειδικά αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Κάτι δεν μου κολλάει εδώ πέρα. Τι γνώμη έχεις για τον κύριο Σανπέτ;» «Έλεγε ψέματα όταν μας είπε για τη δεσποινίδα Άο». «Ναι, ε; Γιατί το λες αυτό;» Ο Νιο δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε πονηρά και έδειξε το κεφάλι του. «Τι προσπαθείς να μου πεις, Νιο; Ότι ξέρεις πότε λένε ψέματα οι άνθρωποι;» «Έμαθα από τη μητέρα μου. Στον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν παίκτρια του πόκερ στο σόι Καουμπόι». «Ανοησίες. Ξέρω αστυνομικούς που έχουν ανακρίνει χιλιάδες ανθρώπους σ’ όλη τους τη ζωή και λένε όλοι το ίδιο πράγμα: Τον καλό τον ψεύτη δεν τον καταλαβαίνεις». «Φτάνει να ’χει κανείς τα μάτια του ανοιχτά. Φαίνεται από τα πιο μικρά πράγματα. Όπως όταν δεν ανοίξατε αρκετά το στόμα σας λέγοντας ότι κάθε φαν του Γκριγκ πρέπει να έχει εκείνη την κασέτα».

Ο Χάρι ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν. «Εντάξει, έτυχε να έχω την κασέτα στο γουόκμαν μου. Ένας αυστραλός αστυνομικός μού είπε για τη Συμφωνία σε Ντο ελάσσονα του Γκριγκ και πήγα και πήρα την κασέτα για να τον θυμάμαι». «Όπως και να ’χει, έπιασε». Ο Νιο έστριψε γρήγορα το τιμόνι αποφεύγοντας ένα φορτηγό που ερχόταν καταπάνω του. «Θεέ και Κύριε!» Ο Χάρι δεν πρόλαβε καν να φοβηθεί. «Ο τύπος πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα!» Ο Νιο σήκωσε απλά τους ώμους. «Ήταν πιο μεγάλος από μας». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να πάμε από το τμήμα κι ύστερα έχω και την κηδεία». Σκέφτηκε με απελπισία το ζεστό σακάκι που τον περίμενε κρεμασμένο στο ντουλάπι έξω από το «γραφείο» του. «Ελπίζω να έχουν κλιματισμό στην εκκλησία. Τι μανία είναι κι αυτή να κάθονται όλοι κάτω από τον ήλιο; Γιατί δεν μας κάλεσε ο Σανπέτ μέσα, στη σκιά;» «Από περηφάνια» είπε ο Νιο. «Τι εννοείς;» «Ζει σ’ ένα δωματιάκι που δεν έχει καμία σχέση με το πολυτελές αυτοκίνητο που οδηγεί και το μέρος όπου εργάζεται. Δεν ήθελε να μας προσκαλέσει μέσα, γιατί θα ήταν

δυσάρεστο τόσο γι’ αυτόν όσο και για εμάς». «Τι περίεργος άνθρωπος». «Καλώς ορίσατε στην Ταϊλάνδη» είπε ο Νιο. «Ούτε εγώ θα σας καλούσα στο σπίτι μου. Θα προτιμούσα να σας προσφέρω τσάι στα σκαλοπάτια». Έκανε μια απότομη στροφή στα δεξιά και δυο τρίκυκλα τουκ τουκ απέφυγαν το αυτοκίνητο τρομοκρατημένα. Ο Χάρι έβαλε ενστικτωδώς τα χέρια του στο ταμπλό. «Είμαστε...» «... μεγαλύτεροι από αυτούς» είπε ο Χάρι. «Σ’ ευχαριστώ, Νιο, νομίζω ότι το ’πιασα το νόημα».

15

γινε καπνός πια» είπε ο διπλανός του Χάρι κάνοντας τον σταυρό του. Ήταν άνδρας στιβαρός, με μαύρισμα βαθύ και μάτια γαλανά, που θύμιζε στον Χάρι επιχρωματισμένο ξύλο και ξεβαμμένα τζιν. Το μεταξωτό του πουκάμισο ήταν ανοιχτό στο στέρνο κι απ’ τον λαιμό του κρεμόταν μια βαριά χρυσή αλυσίδα που λαμπύριζε στον ήλιο, θαμπή και παχιά. Η μύτη του ήταν καλυμμένη μ’ ένα δίκτυο από λεπτά αιμοφόρα αγγεία και το καφετί κρανίο του έλαμπε σαν μπάλα του μπιλιάρδου κάτω απ’ τα αραιά του μαλλιά. Το ζωηρό βλέμμα του Ρούαλ Μπορκ τον έκανε να μοιάζει νεότερος από τα εβδομήντα του χρόνια. Μιλούσε δυνατά και φαινομενικά ανενόχλητος από το γεγονός ότι βρισκόταν σε κηδεία. Η βορειονορβηγική τραγουδιστή του προφορά ξεχώριζε κάτω από τον θόλο της

«Έ

εκκλησίας, αλλά κανείς δεν γυρνούσε να τον επιπλήξει με το βλέμμα. Όταν πια είχαν βγει από το κρεματόριο, ο Χάρι συστήθηκε στον άνδρα. «Κοίτα να δεις, τόση ώρα είχα δίπλα μου έναν αστυνομικό και δεν πήρα χαμπάρι. Ευτυχώς που δεν μου ξέφυγε τίποτα, θα την πλήρωνα ακριβά». Έσκασε στα γέλια κι εξέτεινε το ξερό τραχύ ηλικιωμένο του χέρι. «Μπορκ, συνταξιούχος βασικών αποδοχών». Η ειρωνεία της φωνής δεν καθρεφτίστηκε στα μάτια του. «Η Τόνιε Βίιγκ μού είπε ότι είστε κάτι σαν πνευματικός ηγέτης της εδώ νορβηγικής κοινότητας». «Α, τότε μάλλον θα σας απογοητεύσω. Όπως βλέπετε, αυτό που είμαι είναι ένας εξαθλιωμένος ηλικιωμένος άνθρωπος κι όχι κανένας στρατηλάτης. Εξάλλου, έχω μετακομίσει στην περιφέρεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά». «Α, ναι;» «Στον βόθρο της αμαρτίας, στα Σόδομα της Ταϊλάνδης». «Στην Πατάγια». «Ακριβώς. Ζούνε και μερικοί άλλοι Νορβηγοί εκεί, τους οποίους προσπαθώ να καθοδηγώ στην αξιοπρέπεια». «Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, Μπορκ. Προσπαθώ να επικοινωνήσω με τον Ούβε Κλίπρα, αλλά το μόνο που έχω καταφέρει είναι να μιλήσω με τον φύλακα του σπιτιού του. Κι

αυτός μου είπε ότι ούτε ξέρει πού είναι ο Κλίπρα ούτε πότε θα επιστρέψει». Ο Μπορκ χασκογέλασε. «Ναι, ναι, έτσι είναι ο Ούβε». «Μου έχουν πει ότι προτιμά να επικοινωνεί ο ίδιος μαζί σου, αλλά βρίσκομαι στη μέση της διερεύνησης ενός φόνου και δεν μου περισσεύει χρόνος. Καταλαβαίνω ότι είστε στενός του φίλος, κάτι σαν συνδετικός του κρίκος με τον έξω κόσμο, σωστά;» Ο Μπορκ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Δεν είμαι υπασπιστής του, αν αυτό εννοείτε. Αλλά έχετε δίκιο, κατά καιρούς έχω διευκολύνει επαφές μαζί του. Στον Κλίπρα δεν αρέσει να μιλάει σε αγνώστους». «Εσείς φέρατε σ’ επαφή τον Κλίπρα με τον πρέσβη;» «Αρχικά ναι. Αλλά ο Κλίπρα συμπάθησε τον πρέσβη, κι έτσι περνούσαν πολλή ώρα μαζί. Ήταν κι οι δύο απ’ το Σινμέρε, αν κι ο πρέσβης ήταν από χωριό κι όχι από την πόλη του Όλεσουν, όπως ο Κλίπρα». «Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που απουσιάζει σήμερα από εδώ;» «Ο Κλίπρα ταξιδεύει συνεχώς. Έχει ν’ απαντήσει στο τηλέφωνο εδώ και λίγες μέρες, οπότε υποθέτω ότι επιβλέπει τις εγκαταστάσεις του στο Βιετνάμ ή στο Λάος και δεν γνωρίζει για τον θάνατο του πρέσβη. Η υπόθεση δεν είναι

ακριβώς πρωτοσέλιδη...» «Οι καρδιακές ανεπάρκειες σπάνια γίνονται πρωτοσέλιδα» είπε ο Χάρι. «Και τότε τι δουλειά έχει η νορβηγική αστυνομία στα μέρη μας;» ρώτησε ο Μπορκ, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα απ’ τον αυχένα του μ’ ένα μεγάλο λευκό μαντίλι. «Συνήθης διαδικασία όταν ένας πρέσβης πεθαίνει στο εξωτερικό» είπε ο Χάρι γράφοντας στο πίσω μέρος μιας επαγγελματικής κάρτας το τηλέφωνο του αστυνομικού τμήματος. «Ορίστε το τηλέφωνο, μπορείτε να με βρείτε εδώ εάν ο Κλίπρα επικοινωνήσει μαζί σας». Ο Μπορκ περιεργάστηκε την κάρτα, πήγε να πει κάτι, το μετάνιωσε, έβαλε την κάρτα στην τσέπη του πουκαμίσου του και κατένευσε. «Οπότε έχω τον αριθμό σας» είπε, έσφιξε το χέρι του Χάρι και προχώρησε προς τη μεριά ενός Land Rover. Πίσω από το τζιπ, μισο-ανεβασμένο στο πεζοδρόμιο, ένα κόκκινο φρεσκοπλυμένο αμάξι στραφτάλιζε στον ήλιο. Ήταν η Porsche που ο Χάρι είχε δει να μπαίνει στον κήπο του Μούλνες. Η Τόνιε Βίιγκ τον πλησίασε. «Σας βοήθησε καθόλου ο Μπορκ;» «Όχι ακόμη».

«Τι είπε για τον Κλίπρα; Ξέρει πού βρίσκεται;» «Τίποτα δεν ξέρει». Η γυναίκα παρέμεινε δίπλα του κι ο Χάρι είχε την εντύπωση ότι περίμενε κάτι. Σε μια στιγμή παράνοιας ο Χάρι έφερε στον νου το πέτρινο βλέμμα του διπλωμάτη στο αεροδρόμιο του Φόρνεμπου – «Δεν θέλω σκάνδαλα, καταλάβατε;». Λες να ήταν επιφορτισμένη με το να τον προσέχει και ν’ αναφέρει στον Τούρχους αν ο Χάρι έβγαινε εκτός ορίων; Ο Χάρι την κοίταξε προσεκτικά κι απέρριψε μονομιάς αυτή τη θεωρία. «Ποιανού είναι η κόκκινη Porsche;» «Ποια Porsche;» «Εκείνη εκεί. Νόμιζα ότι τα κορίτσια στο ανατολικό Όσλο ήξεραν όλες τις μάρκες αυτοκινήτων πριν γίνουν καλά καλά δεκάξι». Η Τόνιε Βίιγκ αγνόησε το σχόλιο και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της. «Είναι το αυτοκίνητο του Γενς». «Ποιος είναι ο Γενς;» «Ο Γενς Μπρέκε. Συναλλαγματικός κερδοσκόπος. Ήρθε στην Barclays Ταϊλάνδης από την De Norske Bank πριν από λίγα χρόνια. Αυτός εκεί είναι». Ο Χάρι γύρισε το κεφάλι του. Στο κατώφλι στεκόταν η Χίλντε Μούλνες ντυμένη μ’ ένα εντυπωσιακό, άνετο, μαύρο

μεταξωτό φόρεμα και δίπλα της ο σοβαρός μαυροντυμένος Σανπέτ. Από πίσω τους βρισκόταν ένας νεαρός ξανθός άνδρας, που ο Χάρι είχε προσέξει και στην εκκλησία. Παρά τους τριάντα πέντε βαθμούς Κελσίου, φορούσε γιλέκο κάτω από το σακάκι του. Τα μάτια του έκρυβε ένα ζευγάρι ακριβά γυαλιά ηλίου. Συνομιλούσε σιγανά με μια γυναίκα, επίσης ντυμένη στα μαύρα. Ο Χάρι την κοίταξε, κι εκείνη, λες κι είχε νιώσει το βλέμμα του, στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν η Ρούνα Μούλνες· δεν την είχε αναγνωρίσει γιατί η παράξενη εκείνη ασυμμετρία είχε εξαφανιστεί. Ήταν ψηλότερη απ’ οποιονδήποτε άλλο στο κατώφλι. Τον κοίταξε για λίγο, αλλά το βλέμμα της δεν πρόδιδε τίποτα άλλο εκτός από πλήξη. Ο Χάρι ζήτησε συγγνώμη, ανέβηκε τα σκαλιά και συλλυπήθηκε τη Χίλντε Μούλνες. Το χέρι της ήταν αδύναμο, νωθρό μες στο δικό του. Τον κοίταξε με μάτια θολά. Η έντονη μυρωδιά ενός αρώματος κάλυπτε τη μυρωδιά του αλκοόλ. Ο Χάρι γύρισε στη Ρούνα. Εκείνη σκίασε τα μάτια της απ’ τον ήλιο και τα έκανε δυο σχισμές, λες και τον είχε μόλις πρωτοδεί. «Γεια» του είπε. «Επιτέλους και κάποιος πιο ψηλός από εμένα ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους πυγμαίους. Είστε ο ντετέκτιβ που ήρθε στο σπίτι μας, σωστά;»

Η φωνή της είχε τόνο επιθετικό, αυτή την επιτηδευμένη εφηβική αυτοπεποίθηση. Η χειραψία της ήταν δυνατή, σταθερή. Τα μάτια του Χάρι έψαξαν αυτομάτως το άλλο της χέρι. Ένα κέρινο προσθετικό χέρι προεξείχε από το μαύρο της μανίκι. «Επιθεωρητά;» Η φωνή ανήκε στον Γενς Μπρέκε. Είχε βγάλει τα γυαλιά του και κοιτούσε με μάτια μισόκλειστα. Είχε ένα αθώο, αγορίστικο σχεδόν, πρόσωπο. Μια ατίθαση τούφα ξανθών μαλλιών έπεφτε μπροστά από τα διαφανή σχεδόν γαλάζια του μάτια. Το στρογγυλό του πρόσωπο είχε ακόμη τα παχάκια της εφηβείας, αλλά οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του μαρτυρούσαν ότι είχε περάσει τα τριάντα. Το κουστούμι Armani είχε αντικατασταθεί από ένα κλασικού τύπου Del Giorgio και χειροποίητα παπούτσια Bally, μαύρα και γυαλισμένα σαν καθρέφτες. Κάτι στην εμφάνισή του έδινε στον Χάρι την εντύπωση ενός δωδεκάχρονου κωλόπαιδου, ντυμένου με τα ρούχα των μεγάλων. Ο Χάρι τού συστήθηκε. «Είμαι από τη νορβηγική αστυνομία. Βρίσκομαι εδώ για μια έρευνα ρουτίνας». «Μάλιστα. Και συνηθίζεται αυτό;» «Μιλήσατε με τον πρέσβη την ημέρα του θανάτου του, αν

δεν κάνω λάθος;» Ο Μπρέκε κοίταξε τον Χάρι έκπληκτος. «Σωστά. Πώς το ξέρετε;» «Βρήκαμε το κινητό του τηλέφωνο. Ο αριθμός σας ήταν μία από τις πέντε τελευταίες του κλήσεις». Ο Χάρι τον κοίταξε προσεκτικά, μα η έκφραση του προσώπου του Μπρέκε δεν πρόδιδε τίποτα παραπάνω από ειλικρινή έκπληξη. «Μπορούμε να μιλήσουμε;» ρώτησε ο Χάρι. «Φυσικά» είπε ο Μπρέκε, προσφέροντάς του ασυναίσθητα μια επαγγελματική κάρτα που κρατούσε ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο. «Στο σπίτι σας ή στο γραφείο;» «Στο σπίτι μου κοιμάμαι» είπε ο Μπρέκε. Ο Χάρι μπορούσε να μαντέψει το υπόγειο μειδίαμα που έπαιζε αόρατα πάνω στα χείλη του. Λες και το να μιλά μ’ έναν αστυνομικό επιθεωρητή ήταν κάτι το συναρπαστικό, κάτι σχεδόν απίστευτο. «Να με συγχωρείτε τώρα». Ο Μπρέκε γύρισε κι είπε λίγα λόγια στο αυτί της Ρούνα, έκανε νόημα προς τη Χίλντε Μούλνες κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τη μεριά της Porsche. Ο χώρος είχε σχεδόν αδειάσει από ανθρώπους· ο Σανπέτ συνόδευσε τη Χίλντε μέχρι το αυτοκίνητο της πρεσβείας κι ο Χάρι έμεινε να στέκει

μόνος δίπλα στη Ρούνα. «Έχετε συγκέντρωση στην πρεσβεία» είπε εκείνος. «Το ξέρω. Η μαμά δεν έχει όρεξη». «Λογικό. Μάλλον έχετε και συγγενείς που έχουν έρθει να σας επισκεφτούν». «Όχι» απάντησε απλώς εκείνη. Ο Χάρι κοίταξε τον Σανπέτ να κλείνει την πόρτα της Χίλντε Μούλνες και να κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου. «Καλά. Μπορείς να έρθεις στο ταξί μαζί μου αν θες». Ο Χάρι ένιωσε τ’ αυτιά του να καίνε όταν κατάλαβε πώς μπορεί ν’ ακούστηκε η πρότασή του. Ήθελε να πει με το ταξί, μαζί μου. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν κατάμαυρα και δυσανάγνωστα. «Δεν έχω όρεξη» είπε και ξεκίνησε προς το αυτοκίνητο της πρεσβείας.

16

ατμόσφαιρα ήταν βαριά και κανείς δεν πολυμιλούσε. Η Τόνιε Βίιγκ είχε καλέσει και τον Χάρι στη συνάθροιση και τώρα στέκονταν μαζί σε μια γωνία, ζαλίζοντας τα ποτά τους. Η Τόνιε βρισκόταν ήδη στο δεύτερο Martini. Ο Χάρι είχε ζητήσει νερό, αντ’ αυτού όμως είχε λάβει ένα κολλώδες γλυκό ποτό από πορτοκάλι. «Έχεις οικογένεια, Χάρι;» «Λίγα πράγματα» είπε εκείνος, αβέβαιος για τη σημασία της αλλαγής του θέματος. «Κι εγώ» είπε εκείνη. «Γονείς, έναν αδερφό, μιαν αδερφή. Κάτι θείους και θείες, αλλά όχι παππούδες και γιαγιάδες. Αυτά. Εσύ;» «Κάτι παρόμοιο». Η δεσποινίς Άο λικνίστηκε ανάμεσά του κουβαλώντας

Η

έναν δίσκο με ποτά. Φορούσε ένα απλό παραδοσιακό ταϊλανδέζικο φόρεμα με ένα μεγάλο σκίσιμο στο πλάι. Την ακολούθησε με το βλέμμα του. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ο πρέσβης υπέκυψε σ’ έναν τέτοιο πειρασμό. Στην απέναντι μεριά του δωματίου, μπροστά σ’ έναν μεγάλο παγκόσμιο χάρτη, στεκόταν ένας άνδρας, αμφιταλαντευόμενος στις σόλες των παπουτσιών του με τα πόδια ανοιχτά, μεγάλες, ολόισιες πλάτες και ψαρά μαλλιά, κοντοκουρεμένα σαν του Χάρι. Τα μάτια του ήταν χωμένα βαθιά μες στο πρόσωπο, το σαγόνι του μυώδες και στιβαρό και στεκόταν με τα χέρια ενωμένα πίσω από την πλάτη του. Μύριζε στρατό από μακριά. «Ποιος είναι εκείνος;» «Ο Ίβαρ Λέκεν. Ο πρέσβης τον αποκαλούσε απλώς ΖΜ». «Λέκεν; Περίεργο, δεν ήταν στη λίστα με τους υπαλλήλους που μου δόθηκε στο Όσλο. Τι δουλειά κάνει;» «Καλή ερώτηση». Η Βίιγκ χαχάνισε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Συγγνώμη, Χάρι –σε πειράζει να σε λέω Χάρι;–, νομίζω ότι έχω πιει λίγο παραπάνω. Δουλεύω τόσο πολύ και κοιμάμαι τόσο λίγο τις τελευταίες μέρες. Ο Λέκεν μάς ήρθε πέρυσι, λίγο μετά τον Μούλνες. Για να το πω χοντρά, ανήκει στο τμήμα του ΥΠΕΞ που δεν βγάζει πουθενά».

«Και τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι η καριέρα του βρίσκεται σε τέλμα. Μας ήρθε από κάποιο πόστο στο ΓΕΕΘΑ, αλλά κάποια στιγμή μαζεύτηκαν πολλά “ναι μεν αλλά” στο βιογραφικό του». «“Ναι μεν αλλά”;» «Δεν έχεις ακούσει ποτέ τους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ να μιλούν ο ένας για τον άλλο; “Καλός διπλωμάτης μεν, αλλά πίνει, αλλά γουστάρει υπερβολικά τις γυναίκες” και ούτω καθεξής. Κι εντέλει, ό,τι έπεται αυτού του “ναι μεν αλλά” είναι πολύ σημαντικότερο απ’ ό,τι προηγείται. Καθορίζει πόσο μακριά θα φτάσει κανείς στο υπουργείο. Γι’ αυτό υπάρχουν τόσες φαρισαϊκές μετριότητες στην κορυφή». «Και το δικό του “ναι μεν αλλά” τι είναι και βρέθηκε ως εδώ;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Ξέρω ότι έχει διάφορες συναντήσεις κι ότι γράφει αναφορές που τις στέλνει στο Όσλο, αλλά τον βλέπουμε σπανίως. Νομίζω ότι προτιμά τη μοναξιά. Πού και πού παίρνει μια σκηνή, χάπια για την ελονοσία κι ένα σακίδιο γεμάτο φωτογραφικό εξοπλισμό και φεύγει για περιήγηση στο Βιετνάμ, το Λάος, την Καμπότζη... Από τους τύπους που κάθονται και μονολογούν μόνοι τους, ξέρεις τι εννοώ;» «Ίσως. Τι είδους αναφορές γράφει;»

«Δεν ξέρω. Ήταν δουλειά του πρέσβη αυτή». «Δεν ξέρεις; Δεν είστε και πολλοί στην πρεσβεία. Μήπως είναι των Μυστικών Υπηρεσιών;» «Και τι δουλειά έχει εδώ;» «Το προφανές. Η Μπανγκόκ είναι πύλη όλης της Ασίας». Η Τόνιε Βίιγκ τον κοίταξε και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Μακάρι να κάναμε τόσο συναρπαστικά πράγματα. Αλλά νομίζω ότι το Υπουργείο Εξωτερικών τον έστειλε εδώ ως ευχαριστώ για τη μακρόχρονη υπηρεσία και την αφοσίωση προς τον βασιλιά και τη χώρα. Συν τοις άλλοις, δεσμεύομαι από διπλωματικό απόρρητο». Ξαναχαχάνισε κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Χάρι. «Δεν αλλάζουμε συζήτηση, τι λες;» Ο Χάρι άλλαξε συζήτηση κι ύστερα πήγε να πάρει κάτι άλλο να πιει. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά εξήντα τοις εκατό από νερό κι αισθανόταν ότι, όλη μέρα τώρα, το δικό του είχε εξατμιστεί προς τον γκρίζο ουρανό. Βρήκε τη δεσποινίδα Άο να κάθεται μαζί με τον Σανπέτ στο πίσω μέρος του δωματίου. Ο Σανπέτ κούνησε μετρημένα το κεφάλι του. «Υπάρχει νερό;» ρώτησε ο Χάρι. Η δεσποινίς Άο τού έδωσε ένα ποτήρι. «Τι σημαίνει ΖΜ;» Ο Σανπέτ σήκωσε το ένα του φρύδι. «Αναφέρεστε στον

κύριο Λέκεν;» «Ναι». «Και γιατί δεν τον ρωτάτε ο ίδιος;» «Γιατί μπορεί να τον αποκαλείτε έτσι πίσω από την πλάτη του». Ο Σανπέτ χαμογέλασε πλατιά. «Ζ για ζωντανή και Μ για μορφίνη. Είναι ψευδώνυμο που του ’χαν κολλήσει όταν δούλευε για τον ΟΗΕ στο Βιετνάμ, προς το τέλος του πολέμου». «Στο Βιετνάμ;» Ο Σανπέτ κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του και η Άο εξαφανίστηκε. «Ο Λέκεν ήταν με τη μονάδα του σ’ ένα Landing Zone στο Βιετνάμ το ’75, περιμένοντας να επιβιβαστούν σε ελικόπτερα, όταν δέχτηκαν επίθεση από μια ομάδα Βιετκόγκ. Πνίγηκαν στο αίμα και ο Λέκεν ήταν ανάμεσα στους τραυματίες. Τον διαπέρασε μια σφαίρα δεξιά στον λαιμό, στους μυς. Οι Αμερικανοί είχαν αποσύρει προ πολλού τα στρατεύματά τους από τη χώρα, αλλά υπήρχαν ακόμη γιατροί τριγύρω. Έτρεχαν από στρατιώτη σε στρατιώτη ανάμεσα στα χορτάρια, προσφέροντας τις πρώτες βοήθειες. Με μια κιμωλία έγραφαν στα κράνη των τραυματιών κάτι σαν σύντομο ιατρικό ιστορικό. Εάν έγραφαν Ν, σήμαινε νεκρός, ώστε οι υπόλοιποι

να μη χάνουν ώρα εξετάζοντάς τον. Ζ σήμαινε ζωντανός· κι αν έγραφαν και Μ, σήμαινε ότι του είχαν δώσει μορφίνη. Το έκαναν ώστε κανείς να μην πάρει παραπάνω ενέσεις και πεθάνει από υπερβολική δόση». Ο Σανπέτ έδειξε με το κεφάλι τον Λέκεν. «Όταν τον βρήκαν ήταν ήδη λιπόθυμος, οπότε δεν του έδωσαν μορφίνη, τον έχωσαν απλώς μέσα στο ελικόπτερο μαζί με τους άλλους. Ξύπνησε επειδή κραύγαζε απ’ τον πόνο και στην αρχή δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. Αλλά, όταν έσπρωξε από πάνω του το πτώμα που τον πλάκωνε και είδε έναν άνδρα με λευκό περιβραχιόνιο να κάνει ένεση σ’ έναν στρατιώτη, συνειδητοποίησε τι γινόταν και ούρλιαξε για μορφίνη. Αλλά ένας από τους νοσοκόμους του χτύπησε το κράνος και του είπε: “Σόρι, φιλαράκο, αλλά είσαι ήδη φτιαγμένος ως τα μπούνια”. Ο Λέκεν δεν πείσθηκε κι έβγαλε με μανία το κράνος του, πάνω στο οποίο ήταν φυσικά γραμμένο ΖΜ. Έλα όμως που δεν ήταν δικό του το κράνος. Ξανακοίταξε τον στρατιώτη που μόλις του είχαν κάνει ένεση μορφίνης. Το κράνος του έγραφε επάνω Z· ο Λέκεν αναγνώρισε το τσαλακωμένο πακέτο με τα τσιγάρα κάτω από το λάστιχο και το σήμα του ΟΗΕ και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Ο τύπος είχε αλλάξει τα κράνη τους για να πάρει κι άλλη μορφίνη. Ούρλιαξε, αλλά οι φωνές του χάθηκαν μες στον βόμβο της μηχανής, καθώς το ελικόπτερο

απογειώθηκε. Ούρλιαζε για τριάντα ολόκληρα λεπτά πριν φτάσουν στο γήπεδο του γκολφ». «Ποιο γήπεδο του γκολφ;» «Στο στρατόπεδο. Έτσι το λέγαμε τότε». «Ώστε ήσαστε κι εσείς εκεί;» Ο Σανπέτ κατένευσε. «Γι’ αυτό, λοιπόν, ξέρετε την ιστορία με τόσες λεπτομέρειες». «Ήμουν εθελοντής νοσοκόμος, εγώ τους υποδέχτηκα». «Τι συνέβη τελικά;» «Ο Λέκεν στέκεται εκεί απέναντί μας. Ο άλλος δεν ξύπνησε ποτέ ξανά». «Υπερβολική δόση;» «Λέτε να πέθανε από το τσίμπημα της βελόνας;» Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Και να λοιπόν που δουλεύετε με τον Λέκεν στο ίδιο μέρος». «Κατά τύχη». «Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο;» «Ο κόσμος είναι πολύ μικρός» είπε ο Σανπέτ. «ΖΜ» επανέλαβε ο Χάρι και, αφού ήπιε όλο το νερό του, μουρμούρισε ότι χρειαζόταν κι άλλα υγρά και πήγε να βρει τη δεσποινίδα Άο.

«Σας λείπει ο πρέσβης;» τη ρώτησε όταν τη βρήκε στην κουζίνα. Έβαζε χαρτοπετσέτες γύρω από τα κρυστάλλινα ποτήρια και τις συγκρατούσε με λαστιχάκια. Εκείνη τον κοίταξε αμήχανα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Ο Χάρι κρατούσε το άδειο του ποτήρι στα δυο του χέρια. «Πόσον καιρό ήσασταν εραστές;» Είδε το μικρό όμορφο στόμα της ν’ ανοίγει για να δώσει κάποια απάντηση που ο εγκέφαλος δεν είχε προετοιμάσει ακόμη· ύστερα να ξανακλείνει, σαν να ήταν χρυσόψαρο. Όταν ο θυμός έλαμψε στα μάτια της κι ο Χάρι νόμιζε ότι θα τον χαστουκίσει, εκείνη ηρέμησε ξαφνικά. Αντί για θυμό, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Με συγχωρείτε» είπε ο Χάρι δίχως απολογητικό τόνο. «Εσείς...» «Με συγχωρείτε, αλλά υποχρεούμαι να σας κάνω αυτές τις ερωτήσεις». «Μα εγώ...» Καθάρισε τον λαιμό της, ανασήκωσε τους ώμους της, τους κατέβασε ξανά, λες και προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από κάποια κακή σκέψη. «Ο πρέσβης ήταν παντρεμένος. Κι εγώ...» «Είστε κι εσείς παντρεμένη;» «Όχι, αλλά...»

Ο Χάρι την έπιασε απαλά από το μπράτσο και την οδήγησε μακριά από την πόρτα της κουζίνας. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε και μαζί επέστρεψε κι ο θυμός στο βλέμμα της. «Ακούστε, δεσποινίς Άο, ο πρέσβης βρέθηκε νεκρός σ’ ένα ξενοδοχείο. Καταλαβαίνετε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι δεν ήσαστε η μοναδική γυναίκα που πηδούσε». Την παρατήρησε για να δει τι επίδραση είχαν επάνω της τα λόγια του. «Ερευνούμε ολόκληρη δολοφονία εδώ πέρα. Δεν υπάρχει λόγος να νιώθετε κανενός είδους αφοσίωση προς τον άνδρα αυτό, με καταλάβατε;» Εκείνη άρχισε να κλαψουρίζει κι ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε με μανία το χέρι της. Το άφησε. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Οι κόρες των ματιών της ήταν μεγάλες και κατάμαυρες. «Μήπως φοβάστε; Αυτό είναι;» Το στήθος της φούσκωσε και ξεφούσκωσε. «Θα βοηθούσε αν σας υποσχόμουν ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να βγει στη φόρα, εκτός φυσικά κι αν έχετε σχέση με τη δολοφονία;» «Δεν ήμασταν εραστές!» Ο Χάρι την κοίταξε καλά καλά, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν δυο μαύρες κόρες. Μακάρι να ήταν ο Νιο μαζί του.

«Καλά λοιπόν. Πείτε μου τότε τι δουλειά έχει ένα κορίτσι σαν κι εσάς στο αυτοκίνητο ενός παντρεμένου πρέσβη; Εκτός από το ότι έκανε θεραπεία για το άσθμα της;» Ο Χάρι ακούμπησε το άδειο του ποτήρι στον δίσκο και βγήκε από το δωμάτιο. Μέσα στο ποτήρι βρισκόταν η πλαστική αμπούλα. Μια ηλίθια, προφανώς, κίνηση, αλλά ο Χάρι ήταν διατεθειμένος να κάνει πολλές ηλιθιότητες ώστε να τρέξουν λίγο τα πράγματα. Πραγματικά πολλές.

17

Eλίζαμπεθ Δωροθέα Κράμλεϊ είχε πολύ κακή διάθεση. «Γαμώτο! Ένας ξένος μαχαιρωμένος πισώπλατα σ’ ένα μοτέλ χωρίς αποτυπώματα, χωρίς υπόπτους, χωρίς ένα κωλο-ίχνος. Μόνο ένας ρεσεψιονίστ, η Τόνια Χάρντινγκ, ιδιοκτήτες μοτέλ και τώρα η μαφία. Ξέχασα τίποτα;» «Τους τοκογλύφους» είπε ο Ράνγκσαν πίσω από την Bangkok Post. «Οι τοκογλύφοι είναι η μαφία» είπε ο επιθεωρητής. «Όχι οι τοκογλύφοι που συναναστρεφόταν ο Μούλνες» είπε ο Ράνγκσαν. «Τι εννοείτε;» Ο Ράνγκσαν άφησε κάτω την εφημερίδα του. «Χάρι, μας είπατε ότι ο σοφέρ πιστεύει ότι ο πρέσβης χρωστούσε χρήματα σε κάτι τοκογλύφους. Τι κάνει ένας τοκογλύφος αν

H

πεθάνει ο οφειλέτης του; Προσπαθεί να πάρει τα χρήματα από την οικογένεια του νεκρού, σωστά;» Η Λιζ έμοιαζε σκεπτική. «Γιατί; Τα χρέη είναι προσωπική υπόθεση, δεν επηρεάζουν την οικογένεια». «Μα τι λέτε; Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ανησυχούν για το οικογενειακό όνομα. Κι οι τοκογλύφοι θα προσπαθήσουν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους απ’ όπου μπορούν». «Εμένα αυτό μου ακούγεται παρατραβηγμένο» είπε η Λιζ, σουφρώνοντας τη μύτη της. Ο Ράνγκσαν ξανασήκωσε την εφημερίδα του. «Εν πάση περιπτώσει, εγώ βρήκα ότι οι Thai Indo Travellers πήραν την οικογένεια του Μούλνες τρεις φορές τηλέφωνο τις τρεις τελευταίες ημέρες». Η Λιζ σφύριξε χαμηλόφωνα και διάφορα κεφάλια κατένευσαν γύρω γύρω στο τραπέζι. «Τι;» είπε ο Χάρι, που δεν είχε πιάσει το νόημα. «Οι Thai Indo Travellers είναι, υποτίθεται, ταξιδιωτικό γραφείο» εξήγησε η Λιζ. «Η πραγματική ωστόσο δουλειά γίνεται στον πρώτο όροφο: Δανείζουν χρήματα σε ανθρώπους που δεν μπορούν να δανειστούν από πουθενά αλλού. Έχουν υψηλά επιτόκια και πολύ αποτελεσματικούς τρόπους συλλογής των χρεών. Τους έχουμε στο στόχαστρο

εδώ και καιρό». «Σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία;» «Θα μπορούσαμε να συλλέξουμε και τέτοια, αν το θέλαμε αρκετά. Απλώς νομίζουμε ότι η εναλλακτική θα είναι ακόμα χειρότερη: δηλαδή αυτοί που θα πάρουν στα χέρια τους την αγορά αν οι Thai Indo Travellers βάλουν λουκέτο. Οι Travellers έχουν καταφέρει να λειτουργούν παράλληλα με τη μαφία και, απ’ όσο ξέρουμε, δεν χρειάζεται καν να πληρώνουν προστασία. Εάν σκότωσαν αυτοί τον πρέσβη, θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο». «Ίσως είχε έρθει η ώρα να παραδειγματίσουν μερικούς» είπε ο Νιο. «Πρώτα σκοτώνεις έναν άνθρωπο και μετά παίρνεις τηλέφωνο την οικογένειά του και ζητάς τα λεφτά; Τι ανάποδη σειρά είναι αυτή;» είπε ο Χάρι. «Γιατί όχι; Οι κακοί οφειλέτες που χρειάζονταν προειδοποίηση την έλαβαν» είπε ο Ράνγκσαν, γυρνώντας τη σελίδα του νωχελικά. «Εάν μάλιστα καταφέρουν να πάρουν πίσω και τα χρήματα, αυτό είναι έξτρα μπόνους». «Εντάξει» είπε η Λιζ. «Νιό και Χάρι, κάντε, σας παρακαλώ, μια ευγενική επίσκεψη στους τοκογλύφους. Και κάτι ακόμα: Μόλις μίλησα με τη Σήμανση. Δεν ξέρουν τι να πουν για το γράσο που βρέθηκε στο μαχαίρι του Μούλνες. Είναι, λέει,

οργανικό λίπος και πρέπει να προέρχεται από κάποιο ζώο. Αυτά για την ώρα. Κάντε μου τη χάρη τώρα και κοπανήστε την».

Ο Ράνγκσαν πρόλαβε τον Χάρι και τον Νιο στον δρόμο προς το ασανσέρ. «Να προσέχετε. Οι τύποι αυτοί είναι σκληρά καρύδια. Έχω ακούσει ότι χρησιμοποιούν προπέλες στους κακοπληρωτές». «Προπέλες;» «Τους πάνε βόλτα με μια βάρκα, τους δένουν σ’ έναν πάσσαλο μες στο νερό, βάζουν όπισθεν και βγάζουν την προπέλα από το νερό καθώς προχωρούν σιγά σιγά προς το μέρος τους. Το φαντάζεστε;» Ο Χάρι το φανταζόταν μια χαρά. «Πριν από δυο χρόνια βρήκαμε έναν τύπο που είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Του είχαν γδάρει πρώτα το πρόσωπο, με το σκεπτικό ότι θα τον άφηναν μετά να τριγυρνάει στην πόλη δίχως δέρμα, ως προειδοποίηση προς τους κακοπληρωτές. Αλλά η καρδιά του δεν άντεξε τη λαχτάρα όταν άκουσε τη μηχανή να ξεκινά κι είδε την προπέλα να έρχεται προς το μέρος του». Ο Νιο κατένευσε. «Άσχημα πράγματα. Καλύτερα να

πληρώσεις δηλαδή».

AMAZING THAILAND, έγραφε με μεγάλα έντονα γράμματα πάνω σε μια πολύχρωμη φωτογραφία κάτι ταϊλανδών χορευτών. Η αφίσα κρεμόταν στον τοίχο του μικροσκοπικού ταξιδιωτικού γραφείου στη Σανμπένγκ Λέιν, στην Τσαϊνατάουν. Πλην του Χάρι, του Νιο κι ενός άνδρα και μιας γυναίκας πίσω από τα γραφεία τους, το λιτό δωμάτιο ήταν εντελώς άδειο. Ο άνδρας φορούσε κάτι γυαλιά με τόσο χοντρούς φακούς, που έμοιαζε να τους κοιτάζει μέσα από γυάλα. Ο Νιο τούς είχε μόλις δείξει την αστυνομική του ταυτότητα. «Τι είπε;» «Ότι η αστυνομία είναι πάντα ευπρόσδεκτη και ότι έχουν ειδικές τιμές στα ταξίδια». «Κλείσε ένα δωρεάν ταξίδι για τον πάνω όροφο». Ο Νιο είπε λίγα λόγια και ο άνδρας σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. «Ο κύριος Σόρενσεν πρέπει να τελειώσει πρώτα το τσάι του» τους πληροφόρησε στα αγγλικά. Ο Χάρι κάτι πήγε να πει, αλλά τον έκοψε ο Νιο με μια

προειδοποιητική ματιά. Κάθισαν και περίμεναν. Λίγα λεπτά αργότερα ο Χάρι έδειξε τον ανεμιστήρα στο ταβάνι που δεν λειτουργούσε. Ο Γυάλας χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Καπούτ». Ο Χάρι άρχισε να έχει φαγούρα στο κρανίο του. Μερικά λεπτά αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο· ο άνδρας τούς ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Πριν ανεβούν τη σκάλα τούς ζήτησε να βγάλουν τα παπούτσια τους. Ο Χάρι σκέφτηκε τις υγρές τρύπιες αθλητικές του κάλτσες και συλλογίστηκε ότι θα ήταν καλύτερο για όλους αν δεν το έκανε, αλλά ο Νιο κούνησε αργά το κεφάλι του. Βρίζοντας, ο Χάρι έβγαλε τα παπούτσια του κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια με βαριά βήματα. Ο Γυάλας χτύπησε την πόρτα. Εκείνη άνοιξε κι ο Χάρι έκανε ασυναίσθητα δυο βήματα πίσω. Ένα βουνό από σάρκες και μυς γέμιζε το άνοιγμα της πόρτας. Το βουνό είχε για μάτια δυο σχισμές, ένα βαρύ, μακρύ και μαύρο μουστάκι και ξυρισμένο κεφάλι, πλην μιας λεπτής μακριάς κοτσίδας. Το κρανίο του έμοιαζε με ξεθωριασμένη μπάλα του μπιλιάρδου. Πάνω από το στέρνο δεν ξεχώριζες λαιμό ή ώμους, μόνο έναν διογκωμένο μυώδη κορμό που άρχιζε από τ’ αυτιά του και κατέβαινε έως τα μπράτσα του, που ήταν τόσο χοντρά, λες και του τα είχες φορέσει εκ των υστέρων. Ο Χάρι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του έναν τόσο ογκώδη

άνθρωπο. Ο άνδρας έκανε μεταβολή και με μικρά βηματάκια σείστηκε προς το εσωτερικό του δωματίου. «Τον λένε Γου» ψιθύρισε ο Νιο. «Φρίλανς γορίλας. Πολύ κακή φήμη». «Θεέ μου. Μοιάζει με κακό καρτούν του Χόλιγουντ». «Κινέζος από τη Μαντζουρία. Φημίζονται για...» Τα παντζούρια ήταν κλειστά και στο μισοσκόταδο ο Χάρι άρχισε τώρα να διακρίνει τη σιλουέτα ενός άνδρα πίσω από ένα μεγάλο γραφείο. Ένας ανεμιστήρας στροβιλιζόταν στην κορυφή κι από τον τοίχο γρύλιζε το ταριχευμένο κεφάλι μιας τίγρης. Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα νόμιζες ότι η κίνηση στον δρόμο περνούσε μέσ’ από το δωμάτιο. Ένας τρίτος άνδρας καθόταν στο πλάι της. Ο Γου χώθηκε με δυσκολία στην εναπομείνασα καρέκλα του δωματίου. Ο Χάρι κι ο Νιο στάθηκαν στη μέση του δωματίου. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριοι;» Η φωνή πίσω από το γραφείο ήταν βαθιά, η προφορά βρετανική, σχεδόν οξφορδιανή. Ο άνδρας σήκωσε το χέρι του κι ένα δαχτυλίδι έλαμψε στο λιγοστό φως. Ο Νιο γύρισε στον Χάρι. «Εμ... είμαστε από την αστυνομία, χερ Σόρενσεν...» «Το ξέρω».

«Δανείσατε χρήματα στον Άτλε Μούλνες, τον νορβηγό πρέσβη. Μετά τον θάνατό του καλέσατε τη γυναίκα του στο τηλέφωνο. Γιατί; Για να σας ξεπληρώσει τα χρέη του;» «Δεν έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς με κανέναν πρέσβη. Εξάλλου, δεν προσφέρουμε τέτοιου είδους δάνεια, κύριε...» «Χόλε. Λέτε ψέματα, κύριε Σόρενσεν». «Τι είπατε, χερ Χόλε;» Ο Σόρενσεν έγειρε προς τα εμπρός. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ταϊλανδέζικα, αλλά το δέρμα και τα μαλλιά του ήταν κατάλευκα και τα μάτια του καταγάλανα. Ο Νιο έπιασε τον Χάρι από το μανίκι, αλλά αυτός τράβηξε το χέρι του και κοίταξε στα ίσια τον Σόρενσεν. Ήξερε ότι μόλις είχε κάνει το κρίσιμο βήμα απειλώντας τον κι ότι ο Σόρενσεν θα έχανε την υπόληψή του τώρα, αν παραδεχόταν το οτιδήποτε. Αλλά ο Χάρι στεκόταν μπροστά του με τις κάλτσες του τρύπιες, ιδρώνοντας σαν το γουρούνι κι έχοντας σιχαθεί πια το τακτ, τη διπλωματία και τις υπολήψεις. «Κύριε Χόλε, βρίσκεστε στην Τσαϊνατάουν, όχι σε κάποια χώρα των φαράνγκ. Ο αρχηγός της αστυνομίας της Μπανγκόκ δεν έχει να χωρίσει τίποτα μαζί μου. Σας προτείνω να μιλήσετε πρώτα σ’ εκείνον πριν πείτε οτιδήποτε άλλο κι εγώ σας υπόσχομαι ότι θα ξεχάσω ότι βρεθήκατε σε τόσο δύσκολη θέση». «Συνήθως η αστυνομία διαβάζει στους υπόπτους τα

δικαιώ​ματά τους, όχι το ανάποδο». Τα δόντια του Σόρενσεν γυάλισαν ανάμεσα στα υγρά κόκκινα χείλια του. «Α, ναι, you have the right to remain silent, και τα λοιπά. Αυτή τη φορά ήταν το ανάποδο, λοιπόν. Γου, συνόδευσε έξω τους κυρίους». «Έτσι και βγουν στο φως οι δραστηριότητές σας, κύριε Σόρενσεν, θα σας κάψουν. Δεν το αντέχετε το φως. Στη θέση σας θα πήγαινα ν’ αγοράσω αμέσως ένα δυνατό αντηλιακό. Δεν παρέχουν τέτοια στις αυλές των φυλακών». Η φωνή του Σόρενσεν βάθυνε έναν τόνο. «Μη με προκαλείτε, κύριε Χόλε. Φοβάμαι ότι τα ταξίδια στο εξωτερικό μού έχουν διαβρώσει τη θρυλική ταϊλανδέζικη υπομονή μου». «Θα την ξαναποκτήσετε ύστερα από δυο χρονάκια στη φυλακή». «Γου, πέτα τους έξω». To ογκώδες σώμα κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα. Ο Χάρι μύρισε τη στυφή μυρωδιά του κάρι, αλλά πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε τα πόδια του είχαν αφήσει το πάτωμα κι ο Γου τον κρατούσε σαν αρκουδάκι που κερδίζει κανείς στα πανηγύρια. Ο Χάρι προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά η λαβή γινόταν ακόμα πιο δυνατή κάθε φορά που εξέπνεε, με τον τρόπο που οι βόες κόβουν την παροχή αέρα στα θύματά

τους. Τα πάντα γύρω σκοτείνιασαν και ο θόρυβος των αυτοκινήτων δυνάμωσε. Κάποια στιγμή ο Χάρι ένιωσε να ελευθερώνεται και να ίπταται. Όταν άνοιξε πια τα μάτια του, ήξερε ότι είχε λιποθυμήσει, λες κι είχε ονειρευτεί για μια στιγμή. Είδε μπροστά του μια πινακίδα με κινέζικα σύμβολα, ένα μάτσο καλώδια ανάμεσα σε δυο τηλεφωνικούς πασσάλους, έναν γκριζόλευκο ουρανό κι ένα πρόσωπο να τον κοιτάζει καλά καλά. Κατόπιν επέστρεψαν οι ήχοι· άρχισε να καταλαβαίνει ότι από το πρόσωπο έβγαιναν λέξεις. Ο άνδρας τού έδειχνε μια το μπαλκόνι και μια την οροφή ενός τουκ τουκ που είχε βουλιάξει προς τα μέσα. «Πώς είστε, Χάρι;» Ο Νιο έδιωξε με χειρονομίες τον οδηγό του τρίκυκλου. Ο Χάρι κοίταξε τον εαυτό του. Τον πονούσε η πλάτη του και το θέαμα των τρύπιων αθλητικών του καλτσών πάνω στη βρόμικη γκρίζα άσφαλτο ήταν απίστευτα θλιβερό. «Ούτε στου Σρέντερ δεν θα μ’ άφηναν να μπω έτσι. Τα παπούτσια μου;» Ο Χάρι θα ορκιζόταν ότι ο Νιο κρατιόταν για να μη σκάσει στα γέλια.

«Ο Σόρενσεν μου είπε να ξανάρθουμε με ένταλμα την

επόμενη φορά» είπε ο Νιο όταν ξαναγύρισαν στο αυτοκίνητο. «Eν πάση περιπτώσει, τώρα μπορούμε να τους σύρουμε μέσα για αντίσταση κατά της αρχής». Ο Χάρι χάιδεψε μια μακρόστενη αμυχή στο πόδι του. «Δεν μπορούμε να τους σύρουμε. Μόνο τον γορίλα έχουμε στα χέρια μας. Ίσως όμως και να μας πει κι αυτός κάτι. Τι στο καλό παίζει μ’ εσάς τους Ταϊλανδούς και τα ύψη; Σύμφωνα με την Τόνιε Βίιγκ, είμαι ο τρίτος Νορβηγός που εκπαραθυρώνεται τον τελευταίο καιρό». «Είναι παλιά μαφιόζικη μέθοδος. Την προτιμούν απ’ το να σε γεμίζουν σφαίρες. Η αστυνομία δεν μπορεί να αποκλείσει ποτέ την πιθανότητα ότι το πτώμα δεν έπεσε στο κενό από ατύχημα. Λαδώνεις και διάφορους εδώ κι εκεί, η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο, κανείς δεν κατηγορείται κι όλοι μένουν ευχαριστημένοι. Οι σφαίρες περιπλέκουν τα πράγματα». Σταμάτησαν στο κόκκινο. Μια ηλικιωμένη, ροζιασμένη Κινέζα καθόταν σε μια κουβέρτα στο πεζοδρόμιο και τους χαμογελούσε με τα σάπια της δόντια. Το πρόσωπό της τρεμούλιαζε μες στον μπλε τρεμάμενο αέρα.

18

ο τηλέφωνο το σήκωσε η γυναίκα του Στούλε Άουνε. «Είναι αργά» είπε νυσταγμένη. «Νωρίς είναι» τη διόρθωσε ο Χάρι. «Συγγνώμη που παίρνω σε ακατάλληλη ώρα, αλλά θα ήθελα να μιλήσω στον Στούλε πριν πάει στη δουλειά». «Θα σηκωνόμασταν σε λίγο έτσι κι αλλιώς, Χάρι. Μια στιγμή, σ’ τον δίνω». «Έλα, Χάρι. Τι θες;» «Χρειάζομαι μια μικρή βοήθεια. Τι ακριβώς είναι ένας παιδόφιλος;» Ο Χάρι άκουσε τον Στούλε Άουνε να γρυλίζει και να στριφογυρνάει στο κρεβάτι του. «Ένας παιδόφιλος; Ωραία εισαγωγή. Με λίγα λόγια, ένας ενήλικας που έλκεται σεξουαλικά από ανήλικα».

Τ

«Και με πολλά;» «Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που δεν γνωρίζουμε γι’ αυτό το φαινόμενο, αλλά αν μιλούσες σε κάποιον σεξολόγο πιθανόν να έκανε κάποια διάκριση μεταξύ παιδόφιλων βάσει προτίμησης και παιδόφιλων βάσει καταστάσεων. Η κλασική φιγούρα με τις καραμέλες στην παιδική χαρά είναι η πρώτη περίπτωση. Το παιδοφιλικό τους ενδιαφέρον ξυπνάει κάποια στιγμή στην εφηβεία, χωρίς κατ’ ανάγκη την ύπαρξη κάποιας εξωτερικής σύγκρουσης. Οι άνθρωποι αυτοί ταυτίζονται με το παιδί, προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους στην ηλικία του ανηλίκου και καμιά φορά προσλαμβάνουν κι έναν ψευδογονεϊκό ρόλο. Η σεξουαλική πράξη είναι συνήθως επιμελώς σχεδιασμένη εκ των προτέρων κι αποτελεί προσπάθεια επίλυσης προσωπικών τους προβλημάτων. Δεν μου λες, θα με πληρώσεις για όλα αυτά;» «Και οι παιδόφιλοι βάσει καταστάσεων;» «Είναι μια πολύ πιο διάχυτη ομάδα. Ενδιαφέρονται σεξουαλικά κυρίως για ενήλικες και τα παιδιά είναι συχνά ένα υποκατάστατο για κάποιον με τον οποίο ο παιδόφιλος βρίσκεται σε σύγκρουση. Ενώ ο κλασικός παιδόφιλος είναι συχνά και παιδεραστής, τον ενδιαφέρουν δηλαδή τα μικρά αγόρια, ο τύπος στη δεύτερη κατηγορία ενδιαφέρεται κυρίως για κοριτσάκια. Πολλοί δράστες αιμομιξίας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία».

«Πες μου κι άλλα για τους τύπους με τις καραμέλες. Πώς δουλεύει ο εγκέφαλός τους;» «Όπως ο δικός σου κι ο δικός μου, Χάρι. Με ελάχιστες εξαιρέσεις». «Οι οποίες είναι;» «Δεν κάνει να γενικεύουμε, με ανθρώπους έχουμε να κάνουμε. Συν τοις άλλοις, αυτή δεν είναι η ειδικότητά μου». «Ξέρεις όμως πιο πολλά από μένα». «Τέλος πάντων. Οι παιδόφιλοι έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση κι αυτό που αποκαλούμε “εύθραυστη σεξουαλικότητα”. Δηλαδή νιώθουν αβεβαιότητα, αδυνατούν να χειριστούν την ενήλικη σεξουαλικότητα και αισθάνονται ότι υστερούν απέναντι στους άλλους. Μόνο με παιδιά νιώθουν ότι μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση και να πραγματώσουν τις επιθυμίες τους». «Οι οποίες είναι;» «Παρόμοιες με αυτές των υπόλοιπων ανθρώπων: από ανώδυνες αγκαλιές μέχρι βιασμούς και φόνους. Εξαρτάται από τον άνθρωπο». «Και όλο αυτό είναι θέμα ανατροφής και περιβάλλοντος;» «Είναι σύνηθες οι παραβάτες να έχουν πέσει και οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης όταν ήταν παιδιά, ναι. Είναι σαν τις περιπτώσεις των παιδιών που έχουν φάει ξύλο

στο σπίτι, κι όταν μεγαλώνουν γίνονται και τα ίδια βίαια προς τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Επαναλαμβάνουν τα μοτίβα της δικής τους ανατροφής». «Γιατί;» «Μπορεί ν’ ακούγεται τρελό, αλλά έχει σίγουρα σχέση με τα ενήλικα πρότυπα που είχαν και την εμπιστοσύνη τους προς αυτά· υιοθετούν ό,τι έχουν συνηθίσει». «Και πώς τους αναγνωρίζει κανείς;» «Τι εννοείς;» «Εννοώ, τι χαρακτηριστικά πρέπει να ψάχνω να βρω για να τους αναγνωρίσω;» Ο Άουνε γρύλισε. «Λυπάμαι, Χάρι, αλλά δεν νομίζω ότι ξεχωρίζουν ιδιαιτέρως απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους. Είναι συνήθως άνδρες που ζουν μόνοι τους κι έχουν, ας πούμε, φτωχή κοινωνική δικτύωση. Αλλά ακόμα κι αν έχουν στρεβλή σεξουαλικότητα, στους υπόλοιπους τομείς της ζωής τους μπορούν και λειτουργούν μια χαρά. Μπορείς να τους βρεις οπουδήποτε». «Τι εννοείς οπουδήποτε; Πόσοι παιδόφιλοι υπάρχουν στη Νορβηγία, ας πούμε;» «Αυτή είναι μια ανούσια ερώτηση. Εξαρτάται πού θέτεις τα όρια. Στην Ισπανία, που η νόμιμη ηλικία συγκατάθεσης είναι τα δώδεκα χρόνια, πώς θα αποκαλέσεις κάποιον που

εξιτάρεται από κορίτσια στην πρώιμη εφηβεία; Υπάρχει η λέξη ηβηφιλία, ας πούμε. Ή κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για την ηλικία του ή της παρτενέρ του, εφόσον αυτή έχει τα σωματικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού, όπως άτριχο σώμα και απαλό δέρμα;» «Το ’πιασα· είναι παντός είδους, είναι πολλοί κι είναι παντού». «Ξέρεις, η κατακραυγή και η ντροπή τούς κάνει ικανότατους στις μεταμφιέσεις. Οι περισσότεροι παιδόφιλοι αυτεκπαιδεύονται διά βίου στο να κρατούν τη σεξουαλικότητά τους κρυφή από τους άλλους, οπότε το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι κυκλοφορούν πολύ περισσότεροι εκεί έξω απ’ όσους συλλαμβάνει η αστυνομία». «Για κάθε έναν, υπάρχουν άλλοι δέκα». «Τι είπες;» «Τίποτα. Σ’ ευχαριστώ, Στούλε. Παρεμπιπτόντως, έχω σφραγίσει στόμα και μπουκάλι». «Ω! Εδώ και πόσες μέρες;» «Εδώ και πενήντα ώρες». «Δύσκολο;» «Ας τα λέμε. Τουλάχιστον τα φαντάσματα παραμένουν κρυμμένα. Το περίμενα πολύ χειρότερο». «Τώρα ξεκίνησες, να θυμάσαι ότι θα υπάρξουν κι άσχημες

μέρες». «Γιατί, υπάρχει και τίποτα άλλο εκτός από άσχημες μέρες;»

Ήταν βράδυ κι ο οδηγός του ταξί τού έδωσε ένα μικρό πολύχρωμο φυλλάδιο όταν του ζήτησε να τον πάει μέχρι την Πατπόνγκ. «Μασάζ; Καλό μασάζ. Σας πάω εγώ». Στο μισόφωτο ο Χάρι είδε φωτογραφίες χαμογελαστών κοριτσιών, αθώων κι άσπιλων, σαν τις διαφημίσεις των Ταϊλανδέζικων Αερογραμμών. «Όχι, ευχαριστώ. Για φαγητό πάω μόνο». Ο Χάρι τού επέστρεψε το φυλλάδιο, παρόλο που η πονεμένη του πλάτη ούρλιαζε ότι το μασάζ ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Από περιέργεια ρώτησε τι είδους μασάζ ήταν αυτό και ο οδηγός έκανε μια διεθνή χειρονομία που δεν σήκωνε παρεξηγήσεις: Σχημάτισε έναν κύκλο και τον τρύπησε με τον δείκτη του άλλου του χεριού. Το εστιατόριο Le Boucheron στην Πατπόνγκ τού το είχε συστήσει η Λιζ. Το φαγητό έμοιαζε πραγματικά καλό, αλλά ο Χάρι δεν είχε όρεξη. Χαμογέλασε απολογητικά στη σερβιτόρα που πήρε το πιάτο του και της άφησε ένα γενναίο

φιλοδώρημα για να μη νομίζει ότι έμεινε δυσαρεστημένος. Ύστερα βγήκε έξω, στην υστερία της Πατπόνγκ. Το Σόι 1 ήταν κλειστό στην κυκλοφορία, αλλά έσφυζε από ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν σαν ποτάμι που κοχλάζει ανάμεσα σε πάγκους και σε μπαρ. Από κάθε άνοιγμα στους τοίχους ξεχυνόταν το σφυροκόπημα της μουσικής και κατά μήκος των πεζοδρομίων ιδρωμένοι άνδρες και γυναίκες έψαχναν για θήραμα. Μυρωδιές υπονόμων, φαγητών και ανθρώπων κονταροχτυπιούνταν στον αέρα. Ο Χάρι πέρασε μπροστά από μια κουρτίνα, αυτή τραβήχτηκε στο πλάι κι ο Νορβηγός είδε από μέσα νεαρά κορίτσια να χορεύουν πάνω στα ψηλοτάκουνά τους φορώντας τα υποχρεωτικά G-string. «Χωρίς κουβέρ, ενενήντα μπατ το ποτό» φώναξε κάποιος μες στο αυτί του. Εκείνος προχώρησε, αλλά ήταν σαν να έμενε ακίνητος· το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν συνεχώς καθώς κατέβαινε τον πολυσύχναστο δρόμο. Ένιωσε το στομάχι του να πάλλεται και δεν ήξερε αν έφταιγε ο ρυθμός της μουσικής, οι χτύποι της καρδιάς του ή το υπόκωφο γουργουρητό από τα κατασκευαστικά μηχανήματα που νυχθημερόν φύτευαν τους πυλώνες του νέου αυτοκινητόδρομου της Μπανγκόκ πάνω από την οδό Σιλόμ. Σ’ ένα μπαρ, ένα κορίτσι με φανταχτερό κόκκινο σατέν φόρεμα είδε που την κοιτούσε κι έδειξε μια άδεια καρέκλα

δίπλα της. Ο Χάρι συνέχισε να προχωρά, νιώθοντας σχεδόν μεθυσμένος. Στ’ αυτιά του έφτασε η φασαρία από ένα άλλο μπαρ με την εντοιχισμένη τηλεόραση σε μια γωνία: Κάποια ομάδα μόλις είχε σκοράρει. Δυο Άγγλοι με ροδοκοκκινισμένους σβέρκους τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και τραγουδούσαν «“..I’m forever blowing bubbles...”» «Πέρνα μέσα, ξανθούλη». Μια ψηλή λεπτή γυναίκα τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες της κοιτάζοντάς τον. Προέταξε δύο μεγάλα στητά στήθη και σταύρωσε τα πόδια της, ώστε το θεόστενο παντελόνι της να μην αφήνει τίποτα στη φαντασία. «Είναι κατόι» είπε μια φωνή στα νορβηγικά κι ο Χάρι γύρισε αμέσως προς το μέρος της. Ήταν ο Γενς Μπρέκε. Μια μικροσκοπική Ταϊλανδή με στενό δερμάτινο μίνι κρεμόταν από το μπράτσο του. «Δεν είναι καταπληκτικό; Αυτές οι καμπύλες, το στήθος, ο τεχνητός κόλπος. Μερικοί άνδρες μάλιστα προτιμούν τις κατόι από το αυθεντικό πράγμα. Και γιατί όχι;» Ο Μπρέκε αποκάλυψε μια σειρά κατάλευκα δόντια στο μαυρισμένο του πρόσωπο. «Το μόνο πρόβλημα, φυσικά, είναι ότι οι εμφυτευμένοι κόλποι δεν αυτοκαθαρίζονται όπως στις πραγματικές γυναίκες. Την ημέρα που θα καταφέρουν να φτιάξουν κάτι

τέτοιο, ακόμα κι εγώ θα το σκεφτώ να πάω με μία κατόι. Εσείς τι λέτε, επιθεωρητά;» Ο Χάρι ξανακοίταξε την ψηλή γυναίκα που τους είχε γυρίσει την πλάτη ξεφυσώντας από τη μύτη σαν άκουσε τη λέξη κατόι. «Τι να πω, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μερικές απ’ τις γυναίκες εδώ γύρω δεν είναι πραγματικές γυναίκες». «Το απαίδευτο μάτι ξεγελιέται εύκολα, αλλά μπορείτε να τις ξεχωρίσετε από το καρύδι στον λαιμό, το οποίο συνήθως δεν αφαιρείται. Επίσης, πολύ συχνά είναι ένα κεφάλι πιο ψηλές, λίγο περισσότερο προκλητικά ντυμένες και λίγο πιο επιθετικές στο φλερτ από τις υπόλοιπες. Και πάρα πολύ όμορφες. Στο τέλος αυτό είναι που τις προδίδει, μου φαίνεται. Δεν μπορούν να συγκρατηθούν· πρέπει πάντα να φτάνουν στην υπερβολή». Άφησε τις λέξεις του να αιωρούνται στον αέρα, λες κι υπονοούσε κάτι, αλλά ο Χάρι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. «Παρεμπιπτόντως, επιθεωρητά, μήπως κι εσείς υπερβάλατε λίγο πρόσφατα; Βλέπω ότι κουτσαίνετε». «Ας πούμε ότι έδειξα υπερβολική εμπιστοσύνη σε δυτικότροπες διαλογικές τεχνικές. Θα περάσει». «Ποια; Η εμπιστοσύνη ή ο τραυματισμός;» Ο Μπρέκε κοίταξε τον Χάρι με το ίδιο κρυφό χαμόγελο

που είχε μετά το τέλος της κηδείας. Λες κι έπαιζε κάποιο παιχνίδι στο οποίο ήθελε να συμμετάσχει και ο Χάρι. Μα ο Χάρι δεν είχε όρεξη για παιχνίδια. «Και τα δύο ευελπιστώ. Γυρνούσα σπίτι». «Κιόλας;» Οι επιγραφές φθορισμού έκαναν το ιδρωμένο μέτωπο του Μπρέκε να γυαλίζει. «Τότε ανυπομονώ να σας ξαναδώ αύριο σε καλύτερη κατάσταση». Στην οδό Σουραγουόνγκ ο Χάρι μπήκε σ’ ένα ταξί. «Μασάζ, κύριε;»

19

ταν ο Νιο πήρε τον Χάρι με τ’ αυτοκίνητο έξω από το Ρίβερ Γκάρντεν, ο ήλιος είχε μόλις σηκωθεί κι έλαμπε γλυκά πάνω τους ανάμεσα στα χαμηλά κτίσματα. Βρήκαν την Barclays Ταϊλάνδης πριν από τις οχτώ το πρωί. Ένας χαμογελαστός φύλακας με κόμμωση αλά Τζίμι Χέντριξ και ακουστικά στ’ αυτιά τούς άφησε να περάσουν στο υπόγειο γκαράζ του κτιρίου. Εντέλει ο Νιο βρήκε μία άδεια θέση για τους επισκέπτες ανάμεσα σε όλες αυτές τις BMW και τις Mercedes, κοντά στους ανελκυστήρες. Ο Νιο προτίμησε να περιμένει στο αυτοκίνητο, καθώς το νορβηγικό του λεξιλόγιο ήταν περιορισμένο στη μία και μοναδική λέξη, τακ, ευχαριστώ, την οποία του είχε μάθει ο Χάρι ενώ έπιναν καφέ κάποια στιγμή. Η Λιζ είπε χασκογελώντας ότι το τακ ήταν πάντα η πρώτη λέξη που οι

Ό

λευκοί προσπαθούσαν να μάθουν στους αυτόχθονες. Στον Νιο δεν άρεσε η γειτονιά αυτή· τέτοια πανάκριβα αυτοκίνητα τραβούσαν τους κλέφτες, είπε. Τι κι αν το γκαράζ είχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης; Δεν πολυεμπιστευόταν φρουρούς που κουνιούνταν στον ρυθμό κάποιας άηχης μουσικής ενώ σήκωναν την μπάρα. Ο Χάρι πήρε το ασανσέρ για τον ένατο όροφο και μπήκε στη ρεσεψιόν της τράπεζας. Ανέφερε τ’ όνομά του και κοίταξε το ρολόι. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα έπρεπε να περιμένει τον Μπρέκε, αλλά μια γυναίκα τον συνόδευσε αμέσως ξανά πίσω στο ασανσέρ, πέρασε την κάρτα της από το ηλεκτρονικό μηχάνημα και πάτησε το κουμπί Ρ, για ρετιρέ. Ύστερα πετάχτηκε έξω κι ο Χάρι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τους ουρανούς. Οι πόρτες άνοιξαν κι ο Χάρι είδε τον Μπρέκε να στέκεται καταμεσής ενός απαστράπτοντος ξύλινου καφέ δαπέδου ακουμπώντας πάνω σ’ ένα μεγάλο μαονένιο τραπέζι μ’ ένα ακουστικό τηλεφώνου στο ένα του αυτί κι ένα άλλο γαντζωμένο στον ώμο του. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν όλο τζάμι: Τοίχοι, ταβάνι, τραπεζάκι, ακόμα κι οι καρέκλες ήταν γυάλινες. «Τα λέμε αργότερα, Τομ. Κοίτα να μην τις φας σήμερα. Κι όπως είπαμε, μην αγγίξεις τη ρουπία». Χαμογέλασε απολογητικά προς τον Χάρι, έφερε το άλλο

ακουστικό στ’ αυτί, κοίταξε το τίκερ που κυλούσε στην οθόνη του και είπε ένα κοφτό «ναι». Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Χάρι. «Η δουλειά μου». «Η οποία είναι;» «Αυτή τη στιγμή να εξασφαλίσω ένα δάνειο σε δολάρια για έναν πελάτη». «Μιλάμε για πολλά λεφτά;» Ο Χάρι κοίταξε την πόλη της Μπανγκόκ, μισοκρυμμένη απ’ την ομίχλη κάτω από τα πόδια τους. «Ανάλογα με τι τα συγκρίνει κανείς. Ο μέσος προϋπολογισμός ενός νορβηγικού δήμου, υποψιάζομαι. Περάσατε καλά χθες το βράδυ;» Πριν ο Χάρι προλάβει ν’ απαντήσει, χτύπησε ένα τηλέφωνο κι ο Μπρέκε πίεσε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης. «Σίνα, πες τους ν’ αφήσουν μήνυμα, σε παρακαλώ, είμαι απασχολημένος». Άφησε το κουμπί χωρίς να περιμένει απάντηση. «Είστε πολύ απασχολημένος;» Ο Μπρέκε γέλασε. «Δεν διαβάζετε εφημερίδες; Όλα τ’ ασιατικά νομίσματα πηγαίνουν κατά διαόλου. Έχουν χεστεί όλοι επάνω τους κι έχουν πέσει με τα μούτρα στο δολάριο.

Τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες χρεοκοπούν καθημερινά κι οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να πηδούν απ’ τα παράθυρα». «Αλλά εσείς όχι;» είπε ο Χάρι, τρίβοντας ασυναίσθητα τη μέση του. «Εγώ; Εγώ είμαι χρηματομεσίτης, της συνομοταξίας των όρνεων». Τίναξε τα χέρια του μια δυο φορές κι έδειξε τα δόντια του. «Κερδίζω χρήματα ό,τι κι αν γίνει, εφόσον υπάρχει δράση κι άνθρωποι που παίζουν ακόμη. Show time is a good time, κι αυτή τη στιγμή έχουμε show time είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο». «Δηλαδή είστε ο κρουπιέρης του παιχνιδιού;» «Ναι! Ωραία το θέσατε. Θα το έχω υπόψη μου αυτό. Και οι υπόλοιποι βλάκες είναι οι παίκτες». «Βλάκες;» «Σαφώς». «Νόμιζα ότι όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες ήταν έξυπνοι». «Έξυπνοι, ναι, αλλά και βλάκες. Είναι το αιώνιο παράδοξο: Όσο πιο έξυπνοι γίνονται τόσο πιο πολύ κυνηγούν την κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος. Θα ’πρεπε να ξέρουν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο ότι είναι αδύνατον να κερδίσεις στη ρουλέτα χρήματα μακροπρόθεσμα. Θεωρώ τον εαυτό μου χαζό, αλλά αυτό το

ξέρω ακόμα κι εγώ». «Δηλαδή δεν συμμετέχετε ποτέ στη ρουλέτα, Μπρέκε;» «Ε, καμιά φορά ποντάρω κι εγώ». «Γίνεστε κι εσείς ένας από τους βλάκες;» Ο Μπρέκε τού πρόσφερε ένα κουτί με πούρα, αλλά ο Χάρι αρνήθηκε. «Σοφή κίνηση. Έχουν απαίσια γεύση. Τα καπνίζω μόνο και μόνο επειδή νομίζω ότι πρέπει να τα καπνίσω. Επειδή μπορώ να τ’ αγοράσω». Κούνησε το κεφάλι του κι έβαλε ένα πούρο στο στόμα. «Έχετε δει την ταινία Καζίνο, επιθεωρητά; Με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τη Σάρον Στόουν;» Ο Χάρι κατένευσε. «Θυμάστε τη σκηνή που ο Τζο Πέσι μιλάει για έναν τύπο που είναι ο μοναδικός που μπορεί να βγάλει χρήματα από τον τζόγο; Αλλά ο τύπος δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, παίζει στοιχήματα. Ιπποδρομίες, στοίχημα στο μπάσκετ και τα λοιπά. Πολύ διαφορετικά πράγματα από τη ρουλέτα». Ο Μπρέκε τράβηξε μια γυάλινη καρέκλα για τον Χάρι και κάθισε απέναντί του. «Ο τζόγος βασίζεται στην τύχη· το στοίχημα όχι. Το στοίχημα έχει να κάνει με δύο πράγματα: ψυχολογία και πληροφόρηση. Ο πιο έξυπνος κερδίζει. Πάρτε, ας πούμε, τον τύπο από το Καζίνο. Περνάει τον χρόνο του συλλέγοντας

πληροφορίες για τα άλογα: τη γενεαλογία τους, τις προπονήσεις της προηγούμενης εβδομάδας, τη διατροφή τους, το βάρος του αναβάτη εκείνο το πρωί – όλες αυτές τις πληροφορίες που οι υπόλοιποι βαριούνται ή αδυνατούν να συλλέξουν ή να απορροφήσουν. Ύστερα τα βάζει κάτω, υπολογίζει τις πιθανότητες και παρατηρεί τι κάνουν οι υπόλοιποι. Αν ένα άλογο έχει πολύ υψηλή απόδοση ποντάρει σ’ αυτό, ασχέτως αν πιστεύει ότι θα κερδίσει ή όχι. Και τελικά αυτός βγάζει τα χρήματα κι οι άλλοι είναι που τα χάνουν». «Τόσο απλά;» Ο Μπρέκε σήκωσε το ένα χέρι αποδοκιμαστικά και κοίταξε το ρολόι του. «Χθες το βράδυ ήξερα ότι ένας γιαπωνέζος επενδυτής της τράπεζας Asahi θα ήταν στην Πατπόνγκ. Τελικά τον βρήκα στο Σόι 4. Tον γέμισα στην αρχή πληροφορίες κι ύστερα του άντλησα ακόμα περισσότερες, μέχρι τις τρεις το πρωί, οπότε και του άφησα το κορίτσι μου και πήγα σπίτι. Ήρθα στη δουλειά στις έξι κι από εκείνη τη στιγμή έχω τρελαθεί ν’ αγοράζω μπατ. Ο τύπος θα έρθει σύντομα στη δουλειά και θα βρει τέσσερα δισ. μπατ. Και τότε θα τα ξαναπουλήσω». «Πολλά χρήματα μου ακούγονται, δεν λέω, αλλά μου ακούγεται και λίγο παράνομο, όχι;» «Σχεδόν, Χάρι. Σχεδόν». Ο Μπρέκε είχε πάρει φωτιά τώρα,

σαν αγόρι που ήθελε να δείξει το καινούργιο του παιχνίδι. «Ζήτημα ηθικής δεν τίθεται. Ο προωθημένος επιθετικός στο ποδόσφαιρο είναι μονίμως μισο-οφσάιντ. Οι κανόνες υπάρχουν για να τους παρακάμπτουμε». «Kι αυτοί που τους παρακάμπτουν συχνότερα κερδίζουν;» «Όταν ο Μαραντόνα σκόραρε με το χέρι του Θεού, όλοι το δέχτηκαν ως μέρος του παιχνιδιού: Ό,τι δεν βλέπει ο διαιτητής δεν μετράει». Ο Μπρέκε σήκωσε ένα δάχτυλο. «Από την άλλη, όλα αυτά τα οποία συζητάμε έχουν να κάνουν με πιθανότητες. Μια στις τόσες όλοι χάνουν, αλλά αν παίζεις όταν έχεις τις πιθανότητες με το μέρος σου μακροπρόθεσμα έχεις κέρδος». Ο Μπρέκε έκανε μια γκριμάτσα κι έσβησε το πούρο του. «Σήμερα έχω τον Ιάπωνα που αποφάσισε πώς θα κινηθώ, αλλά το καλύτερο ξέρεις πότε είναι; Όταν τρέχεις ο ίδιος τα πράγματα. Ας πούμε ότι πας και διαδίδεις τη φήμη ότι ο Γκρίνσπαν της Fed είπε σε ιδιωτικό δείπνο ότι τα επιτόκια πρέπει ν’ ανέβουν· κι όλα αυτά λίγο πριν δημοσιευτούν τα στοιχεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ. Παραπλανάς τον αντίπαλο και κάνεις μεγάλα κέρδη. Μιλάμε, είναι καλύτερο ακόμα κι απ’ το σεξ!» Γέλασε και χτύπησε το πόδι στο πάτωμα μ’ ενθουσιασμό.

«Η αγορά συναλλάγματος είναι η αγορά των αγορών, Χάρι. Είναι η Φόρμουλα Ένα: μεθυστική και επικίνδυνη. Το ξέρω ότι είναι διαστροφή, αλλά είμαι ένας από αυτούς τους τύπους που θέλουν να έχουν τον πλήρη έλεγχο, που, αν πεθάνουν σε τροχαίο, θέλουν να ξέρουν ότι το φταίξιμο είναι δικό τους». Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω. Ο τρελός καθηγητής στον γυάλινο πύργο του. «Κι αν σας πιάσουν για υπερβολική ταχύτητα;» «Εφόσον έχω κέρδος και μένω εντός ορίων, κανείς δεν παραπονιέται. Συν τοις άλλοις, είμαι σταθερά ο κορυφαίος κερδοφόρος υπάλληλος της εταιρείας. Το βλέπετε αυτό το γραφείο; Σ’ αυτό το γραφείο καθόταν κάποτε ο διευθυντής της Barclays Ταϊλάνδης. Τι δουλειά έχω εγώ, ένας φόρεξ τρέιντερ, εδώ μέσα; Ξέρετε, το μοναδικό πράγμα που μετράει σε μια χρηματιστηριακή είναι το πόσα λεφτά βγάζεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι γαρνιτούρα. Ακόμα και τ’ αφεντικά. Είναι απλοί διαχειριστές που εξαρτώνται για τις δουλειές και τους μισθούς τους από εμάς, που παίζουμε στις αγορές. Το αφεντικό μου μετακόμισε σ’ ένα άνετο γραφείο στον αποκάτω όροφο γιατί εγώ απείλησα ότι θα τους άφηνα για κάποιον ανταγωνιστή εάν δεν έπαιρνα μεγαλύτερο μπόνους. Κι αυτό το γραφείο». Έβγαλε το γιλέκο του και το κρέμασε στην καρέκλα του.

«Αρκετά είπαμε για μένα όμως. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω, Χάρι;» «Αναρωτιόμουν τι είπατε με τον πρέσβη στο τηλέφωνο την ημέρα του θανάτου του». «Με πήρε για να επιβεβαιώσουμε τη συνάντησή μας. Πράγμα που και έγινε». «Και μετά;» «Μετά ήρθε από εδώ κατά τις τέσσερις, όπως είχαμε κανονίσει. Τέσσερις και πέντε πιθανόν. Η Σίνα στη ρεσεψιόν θα έχει την ακριβή ώρα. Σταμάτησε πρώτα εκεί και υπέγραψε για την άδεια εισόδου του». «Και για ποιο πράγμα μιλήσατε;» «Για χρήματα. Είχε ορισμένα χρήματα που ήθελε να επενδύσει». Ούτε ένας μυς του προσώπου του δεν μαρτυρούσε ότι έλεγε ψέματα. «Καθίσαμε μαζί μέχρι τις πέντε. Κι ύστερα τον συνόδευσα μέχρι το αμάξι του στο υπόγειο γκαράζ». «Είχε παρκάρει εκεί που είμαστε τώρα παρκαρισμένοι εμείς;» «Εάν έχετε παρκάρει στις θέσεις των επισκεπτών, τότε ναι». «Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδατε;» «Σωστά». «Ευχαριστώ. Αυτά ήθελα μόνο» είπε ο Χάρι.

«Πωπώ, τόσο μεγάλο ταξίδι για τόσο λίγες πληροφορίες!» «Όπως σας είπα και προηγουμένως, είναι θέμα ρουτίνας». «Σωστά. Πέθανε από ανακοπή. Αυτό δεν ήταν;» ρώτησε ο Γενς Μπρέκε μειδιώντας. «Μάλλον αυτό φαίνεται να συνέβη» είπε ο Χάρι. «Είμαι οικογενειακός φίλος» είπε ο Γενς. «Κανείς δεν λέει τίποτα, αλλά καταλαβαίνω τι παίζει. Σας το λέω για να ξέρετε». Τη στιγμή που ο Χάρι σηκωνόταν από την καρέκλα του, οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και η ρεσεψιονίστ ήρθε μέσα μ’ έναν δίσκο πάνω στον οποίο υπήρχαν δυο μπουκάλια και δυο ποτήρια. «Λίγο νερό πριν φύγετε, Χάρι; Το φέρνω με αεροπλάνο μια φορά τον μήνα». Γέμισε τα ποτήρια με εμφιαλωμένο νορβηγικό νερό Farris από το Λάρβικ. «Παρεμπιπτόντως, Χάρι, η ώρα της τηλεφωνικής κλήσης που μου αναφέρατε χθες ήταν λάθος». Άνοιξε ένα εντοιχισμένο ντουλάπι και ο Χάρι είδε ένα μηχάνημα που έμοιαζε με ΑΤΜ. Ο Μπρέκε πληκτρολόγησε κάτι αριθμούς. «Η ώρα ήταν 1:13 μ.μ., όχι 1:15. Μπορεί να μην έχει καμία σημασία, αλλά ίσως και να θέλετε να το ελέγξετε κιόλας».

«Τις ώρες των κλήσεων τις πήραμε από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι οι δικές σας είναι πιο ακριβείς;» «Οι δικές μου είναι όντως πιο ακριβείς». Μια λάμψη από τα λευκά του δόντια. «Αυτό εδώ το μηχάνημα ηχογραφεί όλες μου τις συνομιλίες. Στοίχισε μισό εκατομμύριο κορόνες κι έχει ένα δορυφορικά ελεγχόμενο ρολόι. Πιστέψτε με, είναι πέρα για πέρα ακριβές». Ο Χάρι έσμιξε τα φρύδια του. «Ποιος στο καλό θα πλήρωνε μισό εκατομμύριο για ένα μαγνητόφωνο;» «Πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι νομίζετε. Μεταξύ αυτών και οι περισσότεροι χρηματομεσίτες συναλλάγματος. Εάν διαφωνήσετε στο τηλέφωνο με τον πελάτη σας για το ποιος είπε πούλα και ποιος αγόρασε, μισό εκατομμύριο κορόνες μοιάζουν αμέσως αμέσως ψίχουλα. Το μαγνητόφωνο αποτυπώνει αυτομάτως έναν ψηφιακό κωδικό χρόνου σ’ αυτήν εδώ την ειδική ταινία». Του έδειξε κάτι που έμοιαζε με βιντεοκασέτα. «Ο κωδικός χρόνου δεν μπορεί να αλλοιωθεί κι όταν μια κλήση έχει καταγραφεί δεν μπορείς ν’ αλλάξεις την εγγραφή χωρίς να καταστρέψεις τον κωδικό. Το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να κρύψεις την ίδια την ταινία, αλλά μετά είναι εμφανές ότι λείπουν ηχογραφημένες ταινίες από το επίμαχο

χρονικό διάστημα. Ο λόγος για τον οποίο είμαστε τόσο ενδελεχείς είναι ότι αυτές οι ταινίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στα δικαστήρια». «Αυτό σημαίνει ότι έχετε ηχογραφημένη τη συζήτησή σας με τον Μούλνες;» «Φυσικά». «Θα μπορούσαμε να;...» «Μισό λεπτό». Ήταν πολύ περίεργο ν’ ακούει την ολοζώντανη φωνή ενός ανθρώπου που είχε δει προσφάτως νεκρό, μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη. «Στις τέσσερις λοιπόν» είπε ο πρέσβης. H φωνή ήταν άτονη, σχεδόν θλιμμένη. Στη συνέχεια έκλεισε το τηλέφωνο.

20

ώς πάει η πλάτη;» ρώτησε η Λιζ ανήσυχα, βλέποντας τον Χάρι να μπαίνει κουτσαίνοντας στο γραφείο για την πρωινή τους συνάντηση. «Καλύτερα» είπε εκείνος και κάθισε βάζοντας μια καρέκλα ανάμεσα στα σκέλια. Ο Νιο τού πρόσφερε τσιγάρο, αλλά ο Ράνγκσαν έβηξε πίσω απ’ την εφημερίδα του, κι έτσι ο Χάρι δεν το άναψε. «Έχω νέα που μπορεί να σου φτιάξουν τη διάθεση» είπε η Λιζ. «Μια χαρά είναι η διάθεσή μου». «Καταρχήν, αποφασίσαμε να καλέσουμε τον Γου για ανάκριση. Να δούμε τι έχει να μας πει αν τον απειλήσουμε με τρία έτη κάθειρξης για επίθεση κι αντίσταση κατά της αστυνομικής αρχής. Ο κύριος Σόρενσεν ισχυρίζεται ότι δεν

«Π

τον έχει δει εδώ και κάποιες μέρες, γιατί δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Δεν έχουμε τη διεύθυνσή του, αλλά ξέρουμε ότι συχνάζει σ’ ένα εστιατόριο δίπλα στο στάδιο Ρατσανταμνόεν, εκεί που παίζουν μποξ. Μιλάμε για μεγάλα στοιχήματα σ’ αυτούς τους αγώνες. Οι τοκογλύφοι στριφογυρίζουν συνεχώς γύρω από το στάδιο, ψάχνοντας να βρουν νέους πελάτες και παρακολουθώντας τους ήδη χρεωμένους. Επίσης, ο Σούντχορν ερεύνησε διάφορα ξενοδοχεία που υποψιαζόμαστε ως έδρες γραφείων συνοδών και βρήκε ότι ο πρέσβης ήταν τακτικός πελάτης σ’ ένα από αυτά: Θυμήθηκαν το αυτοκίνητο με τις διπλωματικές πινακίδες. Είχε μια γυναίκα, λένε, μαζί του». «Μάλιστα». Η Λιζ απογοητεύτηκε με τη χλιαρή αντίδραση του Χάρι. «Μάλιστα;» «Πήγε τη δεσποινίδα Άο σ’ ένα ξενοδοχείο και την κουτούπωσε. Ε, και; Δεν μπορούσε να τον καλέσει και στο σπίτι της, μπορούσε; Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το μόνο που μπορεί να βγει από όλο αυτό είναι ότι η Χίλντε Μούλνες είχε κίνητρο να δολοφονήσει τον σύζυγό της. Ή αυτή ή ο σύντροφος της δεσποινίδος Άο, αν είχε σύντροφο». «Και η δεσποινίς Άο μπορεί να είχε κίνητρο αν είχε πάρει πρέφα ότι ο πρέσβης ήταν έτοιμος να την παρατήσει» είπε ο Νιο.

«Καλή πρόταση κι αυτή» είπε η Λιζ. «Από πού ξεκινάμε λοιπόν;» «Ελέγξτε τα άλλοθί τους» ακούστηκε η φωνή πίσω από την εφημερίδα.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων της πρεσβείας η δεσποινίς Άο κοίταξε τον Χάρι και τον Νιο με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Είχε αρνηθεί οποιαδήποτε επίσκεψη σε ξενοδοχείο, είπε ότι ζούσε με τη μητέρα και την αδερφή της κι ότι έλειπε από το σπίτι τη νύχτα του φόνου. Ήταν μόνη της κι επέστρεψε στο σπίτι πολύ αργά, μετά τα μεσάνυχτα. Όταν ο Νιο την πίε​σε να τους πει πού είχε πάει, την έπιασαν τα κλάματα. «Καλύτερα να μας το πείτε τώρα, δεσποινίς Άο» είπε ο Χάρι, κλείνοντας τις γρίλιες προς την είσοδο. «Μας έχετε ήδη πει ψέματα μια φορά. Τα πράγματα έχουν σοβαρέψει. Μας είπατε ότι ήσαστε έξω το βράδυ του φόνου χωρίς να είστε σε θέση να μας αναφέρετε κάποιον που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει πού βρισκόσαστε». «Η μητέρα κι η αδερφή μου...» «...θα μας επιβεβαιώσουν ότι επιστρέψατε στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Αυτό δεν βοηθάει, δεσποινίς Άο». Τα δάκρυα έτρεχαν στο γλυκό κουκλίστικο πρόσωπό της.

Ο Χάρι αναστέναξε. «Τότε θα πρέπει να μας συνοδεύσετε ως το τμήμα» της είπε. «Εκτός αν αλλάξετε γνώμη και μας πείτε πού βρισκόσαστε». Εκείνη κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της και ο Χάρι κι ο Νιο αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Νιο ανασήκωσε τους ώμους και την πήρε από το μπράτσο, αλλά εκείνη πίεσε το κεφάλι της στο τραπέζι με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε απαλά η πόρτα. Ανοίγοντάς τη μια σχισμή, ο Χάρι είδε τον Σανπέτ. «Σανπέτ...» Ο οδηγός έφερε το δάχτυλο στα χείλη. «Ξέρω» ψιθύρισε κι έκανε νόημα στον Χάρι να βγει έξω. Ο Χάρι έκλεισε την πόρτα ξοπίσω του. «Τι;» «Ανακρίνετε τη δεσποινίδα Άο. Αναρωτιέστε πού βρισκόταν την ώρα της δολοφονίας». Ο Χάρι δεν απάντησε. Ο Σανπέτ ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και τέντωσε την πλάτη του. «Είπα ψέματα. Η δεσποινίς Άο ήταν στο αμάξι του πρέσβη». «Α, ναι;» είπε ο Χάρι έκπληκτος. «Ναι, αρκετές φορές». «Άρα ξέρατε για κείνη και τον πρέσβη». «Δεν ήταν ο πρέσβης». Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα του Χάρι για να μπει στο

νόημα κι ύστερα κοίταξε τον οδηγό αποσβολωμένος. «Εσείς, Σανπέτ; Εσείς ήσαστε με τη δεσποινίδα Άο;» «Είναι μεγάλη ιστορία και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα την καταλάβετε». Κοίταξε δειλά τον Χάρι. «Η δεσποινίς Άο ήταν μαζί μου το βράδυ που σκοτώθηκε ο πρέσβης. Δεν θα τ’ ομολογούσε ποτέ γιατί θα χάναμε κι οι δυο τη δουλειά μας. Οι σχέσεις μεταξύ συναδέλφων απαγορεύονται». Ο Χάρι χάιδεψε το κεφάλι του. «Ξέρω τι σκέφτεστε, αστυνόμε. Ότι εγώ είμαι γέρος κι αυτή ένα μικρό κορίτσι». «Για να πω την αλήθεια, δεν το πολυκαταλαβαίνω, Σανπέτ». Ο Σανπέτ έσκασε ένα πικρό χαμόγελο. «Η μητέρα της κι εγώ ήμασταν εραστές πολύ παλιά, χρόνια ολόκληρα πριν γεννηθεί η Άο. Στην Ταϊλάνδη έχουμε κάτι που το ονομάζουμε phîi, το οποίο μπορείτε να μεταφράσετε ως αρχαιότητα, ως προτεραιότητα, όταν ένας πρεσβύτερος άνθρωπος έρχεται πρώτος στην ιεραρχία σε σχέση με κάποιον νεότερο. Σημαίνει επίσης ότι ο πρεσβύτερος αυτός άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον νεότερο. Η δεσποινίς Άο βρήκε δουλειά στην πρεσβεία κατόπιν εισηγήσεώς μου και τυχαίνει να είναι μια στοργική και ευγνώμων γυναίκα». «Ευγνώμων;» επανέλαβε ενστικτωδώς ο Χάρι. «Πόσων

χρονών ήταν όταν;...» Σταμάτησε. «Και η μητέρα της τι λέει για όλο αυτό;» Ο Σανπέτ χαμογέλασε πικρά. «Η μητέρα της έχει την ηλικία μου και καταλαβαίνει. Δανείζομαι την Άο για λίγο καιρό, μέχρι να βρει τον άνδρα με τον οποίο θα κάνει οικογένεια. Δεν είναι τόσο ασυνήθιστο, ξέρετε...» Ο Χάρι ξεφύσηξε μ’ ένα βογκητό. «Δηλαδή το άλλοθί της είστε εσείς; Και είστε σίγουρος ότι ο πρέσβης δεν έπαιρνε τη δεσποινίδα Άο μαζί του στο ξενοδοχείο όπου ήταν τακτικός πελάτης;» «Αν ο πρέσβης πήγαινε σε ξενοδοχείο, σίγουρα δεν πήγαινε με την Άο». Ο Χάρι σήκωσε ένα δάχτυλο. «Μου έχετε ήδη πει ψέματα μια φορά και θα μπορούσα να σας συλλάβω για παρεμπόδιση αστυνομικής έρευνας. Εάν έχετε κάτι να μου πείτε, πείτε το τώρα». Τα ηλικιωμένα καστανά μάτια κοίταξαν τον Χάρι χωρίς ν’ ανοιγοκλείσουν. «Τον συμπαθούσα τον κύριο Μούλνες. Ήταν φίλος. Ελπίζω ο δολοφόνος του να τιμωρηθεί. Και κανείς άλλος». Ο Χάρι κάτι πήγε να πει, αλλά το μετάνιωσε.

21

ήλιος είχε πάρει ένα βαθύ μπορντό χρώμα, με πορτοκαλί αχτίδες. Κρεμόταν πάνω από τον γκρίζο ορίζοντα της Μπανγκόκ σαν καινούργιος πλανήτης που είχε εμφανιστεί ξαφνικά στον ουράνιο θόλο. «Ιδού το στάδιο Ρατσανταμνόεν» είπε η Λιζ καθώς σταμάτησαν με τον Χάρι, τον Νιο και τον Σούντχορν, με το Toyota τους, μπροστά από το γκρίζο τούβλινο κτίριο. Κάνα δυο παράνομοι μικροπωλητές εισιτηρίων χάρηκαν για λίγο, αλλά η Λιζ τούς απομάκρυνε με μια κίνηση του χεριού. «Μπορεί να μη μοιάζει εντυπωσιακό, αλλά αυτό είναι το Θέατρο των Ονείρων της Μπανγκόκ. Αν έχεις ευκίνητα χέρια και πόδια, μπορείς να γίνεις ένας μικρός θεός εδώ μέσα. Γεια σου, Ρίκι!» Ένας από τους φρουρούς της πύλης πλησίασε το

Ο

αυτοκίνητο και ο Χάρι είδε τη Λιζ να μεταμορφώνεται σε μία αναπάντεχα γοητευτική γυναίκα. Έπειτα από έναν σύντομο διάλογο και πολύ γέλιο, γύρισε και χαμογέλασε προς τους υπολοίπους. «Άντε, πάμε να συλλάβουμε τον Γου όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μόλις καπάρωσα δυο θέσεις δίπλα στο ρινγκ για μένα και τον τουρίστα μας. Ο Ιβάν αγωνίζεται έβδομος απόψε. Πλάκα θα ’χει». Το εστιατόριο ήταν απλό: φορμάικα, μύγες κι ένας και μοναδικός ανεμιστήρας, ίσα ίσα για να φέρνει τις μυρωδιές από την κουζίνα στον υπόλοιπο χώρο. Πάνω από τον πάγκο κρέμονταν πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας. Δυο τραπέζια ήταν μόνο κατειλημμένα κι ο Γου δεν φαινόταν πουθενά. Ο Νιο κι ο Σούντχορν κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι προς την είσοδο κι ο Χάρι με τη Λιζ προς το βάθος της αίθουσας. Ο Χάρι παρήγγειλε σπρινγκ ρολ και, για καλό και για κακό, ένα απολυμαντικού τύπου αναψυκτικό κόλα. «Ο Ρικ ήταν ο προπονητής μου στο τάι μποξ» είπε η Λιζ. «Θυμάμαι, είχα τα διπλάσια κιλά απ’ τους συναθλητές μου – όλοι αγόρια–, τους έριχνα τρία κεφάλια και τις έτρωγα κάθε φορά. Τους ρίχνουν πυγμαχία στο γάλα της μαμάς τους εδώ πέρα... Δεν τους άρεσε που έπαιζαν ξύλο με μια γυναίκα όμως. Όχι ότι εγώ το καταλάβαινα, αλλά τέλος πάντων». «Τι κόλλημα είναι αυτό με τον βασιλιά;» ρώτησε ο Χάρι.

«Παντού βλέπω τη φωτογραφία του». «Τι να σου πω, κάθε έθνος χρειάζεται τους ήρωές του. Η βασιλική οικογένεια δεν ήταν και πολύ δημοφιλής μέχρι τον Β′ Παγκόσμιο πόλεμο. Όμως τότε ο βασιλιάς κατάφερε να συμμαχήσει πρώτα με τους Ιάπωνες, κι όταν αυτοί βρέθηκαν να χάνουν, με τους Αμερικανούς. Κι έτσι έσωσε τη χώρα από λουτρό αίματος». Ο Χάρι σήκωσε το ποτήρι με την κόλα προς το πορτρέτο. «Ακούγεται κουλ τύπος». «Άκου για να καταλάβεις: Με δύο πράγματα δεν αστειεύε​ται κανείς στην Ταϊλάνδη...» «Με τη βασιλική οικογένεια και τον Βούδα· ναι, ευχαριστώ, μ’ έχουν ήδη πληροφορήσει». Η πόρτα άνοιξε. «Καλώς τον» ψιθύρισε η Λιζ και σήκωσε το ανύπαρκτο φρύδι της. «Συνήθως μοιάζουν μικρότεροι στην πραγματικότητα». Ο Χάρι δεν γύρισε προς την πόρτα. Το σχέδιο ήταν να περιμένουν τον Γου να σερβιριστεί πρώτα. Ο άνδρας που κρατάει ξυλάκια αργεί περισσότερο να τραβήξει όπλο. «Κάθεται» είπε η Λιζ. «Θεέ μου, ο τύπος θα έπρεπε να είναι φυλακή μόνο και μόνο για το παρουσιαστικό του. Θα ’μαστε τυχεροί αν μπορέσουμε να προλάβουμε να του

κάνουμε ορισμένες ερωτήσεις στο τμήμα». «Τι εννοείς; Ο τύπος εκπαραθύρωσε ολόκληρο αστυνομικό». «Το ξέρω, αλλά μην περιμένεις και πολλά. Ο Γου ο Μάγειρας δεν είναι όποιος κι όποιος. Δουλεύει για μια από τις οικογένειες, κι έχουν πολύ καλούς δικηγόρους. Εδώ υπολογίζουμε ότι έχει σφάξει τουλάχιστον δώδεκα ανθρώπους, έχει ακρωτηριάσει καμιά κατοσταριά κι ακόμη το μητρώο του είναι καθαρό». «Ο Μάγειρας;» Ο Χάρι μπουκώθηκε με το καυτό σπρινγκ ρολ που είχε έρθει στο τραπέζι. «Το παρατσούκλι το κόλλησε πριν από κάνα δυο χρόνια. Μας είχε έρθει ένα από τα θύματά του οριζοντίως· η υπόθεση έλαχε σε μένα και ήμουν παρούσα κατά τη νεκροψία. Το πτώμα ήταν εκτεθειμένο στον ανοιχτό αέρα αρκετές ημέρες κι είχε διογκωθεί απ’ τα αέρια. Έμοιαζε με μπάλα ποδοσφαίρου, ασπρόμαυρο και φουσκωμένο. Τα αέρια ήταν τοξικά κι ο ιατροδικαστής μάς είπε να βγούμε από το δωμάτιο. Ο ίδιος φόρεσε μια μάσκα για να σχίσει το στομάχι. Παρατηρούσα τι έκανε από ένα παράθυρο. Το δέρμα της κοιλιάς έτρεμε όταν το άνοιξε· μπορούσες να δεις τα πράσινα αέρια να ξεχύνονται από μέσα». Ο Χάρι άφησε το ρολό στο πιάτο του με μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο, αλλά η Λιζ δεν πήρε χαμπάρι.

«Το σοκαριστικό ήταν ότι το στομάχι του ήταν γεμάτο ζωή. Ο ιατροδικαστής οπισθοχώρησε και κόλλησε στον τοίχο βλέποντας τα μαύρα πλάσματα να βγαίνουν από το στομάχι, να κυλούν στο πάτωμα και να εξαφανίζονται σε κάθε γωνιά και κόγχη που έβρισκαν». Με τον αντίχειρα και τον δείκτη έκανε ένα μικρό ζευγάρι κέρατα κι ακούμπησε το μέτωπό της. «Σκαθάρια του διαβόλου». «Σκαθάρια;» Ο Χάρι έκανε μια γκριμάτσα. «Νόμιζα ότι τα σκαθάρια δεν εισβάλλουν σε σώματα». «Ο νεκρός είχε στο στόμα έναν πλαστικό σωλήνα όταν τον βρήκαμε». «Δηλαδή...» «Τα ψητά σκαθάρια είναι μια λιχουδιά που βρίσκει κανείς παντού στην Τσαϊνατάουν. Ο Γου τον είχε βάλει να τα καταπιεί με το ζόρι, τον κακομοίρη». «Χωρίς ψήσιμο;» είπε ο Χάρι κι έσπρωξε το πιάτο του μακριά. «Είναι φοβερά πλάσματα αυτά τα έντομα» είπε η Λιζ. «Θέλω να πω, πώς γίνεται να επιζήσουν μες στο στομάχι του με τόσα τοξικά αέρια;» «Προτιμώ να μην το σκέφτομαι». «Καίει πολύ;» Του Χάρι τού πήρε λίγο να καταλάβει ότι εννοούσε το

φαγητό. Είχε σπρώξει τόσο πολύ το πιάτο του, που είχε φτάσει στην άκρη του τραπεζιού. «Θα το συνηθίσεις, Χάρι. Σιγά σιγά. Το ξέρεις ότι υπάρχουν πάνω από τριακόσια παραδοσιακά ταϊλανδέζικα πιάτα; Να μάθεις καμιά συνταγή, να κάνεις το κομμάτι σου στη φιλενάδα σου όταν γυρίσεις σπίτι». Ο Χάρι ξερόβηξε. «Ή στη μάνα σου» είπε η Λιζ. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Συγγνώμη, ούτε από αυτήν έχω». «Εγώ σου ζητώ συγγνώμη» είπε η Λιζ και η συνομιλία σταμάτησε εκεί. Είχε έρθει το φαγητό του Γου. Η κοπέλα έβγαλε ένα μαύρο υπηρεσιακό περίστροφο από τη θήκη του και το απασφάλισε. «Smith & Wesson 650» είπε ο Χάρι. «Βαρύ πράμα». «Μείνε πίσω μου» είπε η Λιζ και σηκώθηκε όρθια. Ο Γου ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια του όταν σήκωσε το κεφάλι του και συνάντησε το όπλο της επιθεωρητή. Είχε τα ξυλάκια του στο αριστερό χέρι· το δεξί ήταν κρυμμένο κάτω από το τραπέζι. Η Λιζ γάβγισε κάτι στα ταϊλανδέζικα, αλλά εκείνος έκανε πως δεν άκουσε. Χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του, τα μάτια του έκαναν έναν γύρο σε όλο το δωμάτιο, είδαν τον Νιο και τον Σούντχορν και σταμάτησαν στον Χάρι. Χαμογέλασε.

Η Λιζ ξαναφώναξε κι ο Χάρι ένιωσε τον αυχένα του ν’ ανατριχιάζει. Η σφύρα του όπλου άρχισε ν’ ανεβαίνει και το δεξί χέρι του Γου εμφανίστηκε πάνω στο τραπέζι. Άδειο. Ο Χάρι άκουσε τη Λιζ να ξεφυσάει ανάμεσα απ’ τα δόντια της. Καθώς ο Νιο και ο Σούντχορν τού περνούσαν τις χειροπέδες, ο Γου δεν έπαιρνε το βλέμμα του από τον Χάρι. Έτσι όπως τον συνόδευαν έξω έδιναν την εντύπωση μιας μικρής παρέλασης σε τσίρκο: ένας γίγαντας και δύο νάνοι. Η Λιζ τοποθέτησε το όπλο της στη θήκη του. «Νομίζω ότι σε αντιπαθεί» είπε στον Χάρι, δείχνοντάς του τα ξυλάκια που ήταν καρφωμένα στο μπολ με το ρύζι, όρθια. «Αλήθεια;» «Ναι. Αυτό είναι παλιό ταϊλανδέζικο σημάδι. Σημαίνει ότι σε θέλει νεκρό». «Τότε θα πρέπει να περιμένει στην ουρά». Ο Χάρι θυμήθηκε ότι έπρεπε να δανειστεί ένα όπλο. «Για να δούμε τι θα δούμε από δράση πριν από το βράδυ» είπε η Λιζ.

Μπαίνοντας στην αρένα βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από τα ουρλιαχτά ενός εκστατικού κοινού. Μια τριμελής ορχήστρα βαρούσε διάφορα κλαπατσίμπαλα και σφύριζε σαν σχολική

μπάντα μαστουρωμένη με LSD. Δυο μποξέρ με πολύχρωμες κορδέλες στο κεφάλι και κουρέλια δεμένα γύρω από τα χέρια τους έμπαιναν στο ρινγκ. «Ο δικός μας, ο Ιβάν, είναι αυτός με το μπλε σορτσάκι» είπε η Λιζ. Πριν μπουν μέσα, του είχε αδειάσει τις τσέπες κι είχε δώσει ό,τι είχε και δεν είχε σ’ έναν πράκτορα στοιχημάτων. Βρήκαν τις θέσεις τους: πρώτη σειρά, πίσω από τον διαιτητή. Η Λιζ κακάρισε ικανοποιημένη. Αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον διπλανό της. «Όπως το φαντάστηκα» είπε. «Τίποτα δεν χάσαμε. Οι καλοί αγώνες είναι τις Τρίτες. Ή τις Πέμπτες στο στάδιο Λουμπίνι. Όλα τ’ άλλα είναι... ξέρεις». «Σούπες». «Τι;» «Σούπες. Αγώνες-σούπες. Έτσι λέμε στη Νορβηγία όταν συναγωνίζονται δυο κακοί πατινέρ». «Σούπες;» «Ναι. Ζεστές. Είναι η κατάλληλη ώρα για να σηκωθείς και να πας να πάρεις τη σούπα σου». Τα μάτια της Λιζ έγιναν δύο μικρές λαμπερές σχισμές κι η κοπέλα έσκασε στα γέλια. Ο Χάρι ανακάλυψε ότι του άρεσε να τη βλέπει και να την ακούει να γελάει. Οι δυο μονομάχοι είχαν αφαιρέσει τις κορδέλες από το

κεφάλι τους και τώρα περπατούσαν γύρω γύρω στο ρινγκ πραγματοποιώντας κάποιο είδος τελετουργικού· ακουμπούσαν τα κεφάλια τους σε κάθε γωνιακό πάσσαλο του αγωνιστικού χώρου κι ύστερα έκαναν κάτι χορευτικά βηματάκια. «Το λέμε ραν μουάι» είπε η Λιζ. «Χορεύουν προς τιμήν του προσωπικού τους κρου, γκουρού και φύλακα άγγελου του τάι μποξ». Η μουσική σταμάτησε και ο Ιβάν πήγε στη γωνία του, έσκυψε προς τον προπονητή του, ο προπονητής του προς αυτόν κι ένωσαν τις παλάμες τους. «Προσεύχονται» είπε η Λιζ. «Γιατί, το χρειάζεται;» ρώτησε ο Χάρι ανήσυχα. Πριν τον ξαφρίσουν είχε αρκετά χρήματα στην τσέπη του. «Όχι αν φανεί αντάξιος του ονόματός του». «Του Ιβάν;» «Ναι. Οι μποξέρ διαλέγουν τα ονόματά τους κι ο Ιβάν διάλεξε να ονομαστεί έτσι λόγω του Ιβάν Ιπολίτ, ενός Ολλανδού που κέρδισε έναν αγώνα στο στάδιο Λουμπίνι το 1995». «Έναν μόνο;» «Είναι ο μοναδικός ξένος που έχει κερδίσει ποτέ στο Λουμπίνι».

Ο Χάρι γύρισε να δει μήπως του έκλεισε το μάτι κοροϊδευτικά, αλλά ήχησε το γκονγκ κι ο αγώνας άρχισε. Οι πυγμάχοι πλησίασαν ο ένας τον άλλο προσεκτικά, κρατώντας ασφαλή απόσταση και κάνοντας κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο. Μια μπουνιά αποκρούστηκε εύκολα και μια ψηλή κλοτσιά κατέληξε στον αέρα. Η μουσική δυνάμωσε μαζί με τις κραυγές του κοινού. «Ανεβάζουν πρώτα τη θερμοκρασία» φώναξε η Λιζ. Κι ύστερα χύμηξαν ο ένας στον άλλο. Δυο αστραπές, σε μια δίνη ποδιών και χεριών. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ο Χάρι δεν πρόλαβε να δει και πολλά, αλλά η Λιζ γκρίνιαξε: Ο Ιβάν αιμορραγούσε ήδη από τη μύτη. «Έφαγε αγκωνιά» είπε η Λιζ. «Καλά, ο διαιτητής δεν το είδε;» Η Λιζ χαμογέλασε. «Οι αγκωνιές δεν απαγορεύονται. Μάλλον επιβάλλονται. Λακτίσματα με χέρια και πόδια δίνουν πόντους, αλλά συνήθως τα νοκ άουτ γίνονται μ’ αγκώνες και γόνατα». «Είναι επειδή η τεχνική τους στα πόδια δεν είναι τόσο καλή όσο στο καράτε». «Στη θέση σου θα πρόσεχα τι λέω, Χάρι. Πριν από μερικά χρόνια μάς έστειλαν από το Χονγκ Κονγκ τους πέντε καλύτερους μαχητές του κουνγκ φου, για να δούμε ποια πολεμική τέχνη είναι πιο αποτελεσματική. Η προθέρμανση κι

η τελετουργία πήραν πάνω από μία ώρα, αλλά οι πέντε αγώνες διήρκεσαν συνολικά εξίμισι λεπτά. Πέντε ασθενοφόρα έφυγαν απ’ την αρένα γραμμή για το νοσοκομείο. Μάντεψε ποιοι ήταν εντός». «Καλά, δεν βλέπω να τρέχει τίποτα τέτοιο τώρα» είπε ο Χάρι και χασμουρήθηκε επιδεικτικά. «Αυτό εδώ είναι... Όχι, ρε πούστη!» Ο Ιβάν είχε πιάσει τον αντίπαλό του από τον σβέρκο και με μία αστραπιαία κίνηση είχε φέρει με μανία το κεφάλι του προς το δεξί του γόνατο. Ο αντίπαλος εκτοξεύθηκε προς τα πίσω, αλλά πρόλαβε να πιαστεί από τα σχοινιά. Κρεμόταν ακριβώς μπροστά στη Λιζ και τον Χάρι. Το αίμα ανάβλυζε απ’ το στόμα του και γέμιζε το ματ λες κι είχε τρυπήσει σωλήνας. Ο Χάρι άκουσε τους ανθρώπους από πίσω να διαμαρτύρονται και συνειδητοποίησε ότι του φώναζαν να κάτσει κάτω. Η Λιζ τον τράβηξε στη θέση του. «Πω!! Είδες τι γρήγορος που ήταν;» του φώναξε. «Σ’ το ’πα ότι θα ’χει φάση, δεν σ’ το ’πα;» Ο πυγμάχος με τα κόκκινα είχε γυρίσει προφίλ. Ο Χάρι κοίταξε το πρόσωπό του: Το δέρμα κάτω από το ένα μάτι φούσκωνε, γεμίζοντας εσωτερικά με αίμα. Σαν στρώμα αέρα που διογκωνόταν. Ο Χάρι ένιωσε ένα περίεργο αηδιαστικό συναίσθημα

ντεζαβού, καθώς ο Ιβάν προχώρησε προς τον αντίπαλό του, που τώρα πια δεν είχε συναίσθηση ότι βρισκόταν μέσα σε ρινγκ. Ο Ιβάν δεν βιαζόταν· περιεργάστηκε τον αντίπαλό του λες κι ήταν γκουρμέ κι αναρωτιόταν από πού ν’ αρχίσει να ξεσκίζει το κοτόπουλο: απ’ το φτερό ή από το μπούτι; Στο φόντο, ανάμεσα από τους πυγμάχους, ο Χάρι διέκρινε τον διαιτητή. Παρακολουθούσε κι εκείνος με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι. Ο Χάρι κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να παρέμβει κι ένιωσε την καρδιά του να κλοτσάει στο στήθος του. Η τριμελής ορχήστρα δεν ακουγόταν πια σαν την μπάντα του δήμου· είχε ξεφύγει και χτυπιόταν ουρλιάζοντας, σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Σταμάτα, σκέφτηκε ο Χάρι κι εκείνη τη στιγμή άκουσε την ίδια του τη φωνή: «Βάρα τον!». Ο Ιβάν τον βάρεσε. Ο Χάρι δεν παρακολούθησε την αντίστροφη μέτρηση. Δεν μπόρεσε να δει τον διαιτητή να σηκώνει το χέρι του Ιβάν για το νικηφόρο γουάι τέσσερις φορές, σε κάθε γωνιά του ρινγκ. Γιατί κοιτούσε το υγρό, ραγισμένο τσιμέντο μπροστά στα πόδια του, όπου ένα μικρό έντομο πάσχιζε ν’ απελευθερωθεί από μια σταγόνα αίματος. Παγιδευμένο σε μια δίνη γεγονότων και συμπτώσεων, χωμένο μέχρι τα γόνατα στο αίμα. Είχε γυρίσει σε μιαν άλλη χώρα, μιαν άλλη εποχή κι

επέστρεψε στην Μπανγκόκ μόνο όταν ένα χέρι τού χτύπησε την πλάτη. «Νικήσαμε!» ούρλιαξε η Λιζ μες στο αυτί του.

Στέκονταν στην ουρά για να πάρουν τα κέρδη τους από το στοίχημα όταν ο Χάρι άκουσε μια οικεία φωνή να του μιλάει στα νορβηγικά. «Κάτι μου λέει ότι ο κύριος επιθεωρητής στοιχημάτισε σοφά και δεν άφησε τα πάντα στην τύχη. Αν ναι, τότε σας συγχαίρω». «Ε» είπε ο Χάρι. «Η αστυνόμος Κράμλεϊ ισχυρίζεται ότι είναι εξπέρ σε αυτά, οπότε μπορεί και να έχετε δίκιο». Ο Χάρι σύστησε τον Γενς Μπρέκε στην αξιωματικό. «Ποντάρατε κι εσείς;» ρώτησε η Λιζ. «Ένας φίλος με πληροφόρησε ότι ο αντίπαλος του Ιβάν ήταν λίγο κρυωμένος. Πόσο αντίκτυπο μπορεί να έχει ένα απλό κρυολόγημα, ε, δεσποινίς Κράμλεϊ;» Ο Μπρέκε χαμογέλασε πλατιά και γύρισε προς τον Χάρι. «Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να με βοηθήσετε σε κάτι, Χόλε. Έχω έρθει εδώ με την κόρη του Μούλνες και θα την πήγαινα κανονικά σπίτι της, αλλά ένας από τους πιο σημαντικούς πελάτες μου στις ΗΠΑ μού τηλεφώνησε μόλις

στο κινητό και πρέπει να πάω στο γραφείο. Γίνεται χαμός εκεί έξω, το δολάριο έχει εκτοξευθεί και πρέπει να ξεφορτωθούμε κάτι τόνους μπατ». Ο Χάρι κοίταξε προς τη μεριά που έγνεψε ο Μπρέκε. Γερμένη πάνω σ’ έναν τοίχο, φορώντας μια μακρυμάνικη μπλούζα Adidas και μισοκρυμμένη πίσω από τον κόσμο που εγκατέλειπε την αρένα, στεκόταν η Ρούνα Μούλνες, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, κοιτάζοντας από την άλλη μεριά. «Όταν σας είδα εδώ μέσα, θυμήθηκα ότι η Χίλντε Μούλνες μού είπε ότι μένετε στο διαμέρισμα της πρεσβείας, πάνω στο ποτάμι. Είναι στον δρόμο σας, αν πάρετε ταξί. Υποσχέθηκα στη μητέρα της ότι θα την προσέχω και τα λοιπά...» Ο Μπρέκε κούνησε το χέρι του για να δείξει ότι τόσο πολύ μητρικό μέλημα ήταν υπερβολικό μεν, καλύτερα όμως να κρατούσε την υπόσχεσή του. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. «Φυσικά και μπορεί» είπε η Λιζ. «Το καημένο το κορίτσι. Και δεν είναι παράξενο που η μητέρα της είναι έντρομη ακόμη». «Φυσικά» αποκρίθηκε ο Χάρι, προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Τέλεια» είπε ο Μπρέκε. «Α, και κάτι ακόμα. Θα

μπορούσατε να πάρετε και τα δικά μου κέρδη, παρακαλώ; Πληρώστε από εκεί το ταξί. Κι ό,τι μείνει βάλτε το στο ταμείο για τις χήρες των αστυνομικών ή κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν τέτοια πράγματα, δεν υπάρχουν;» Έδωσε στη Λιζ μια απόδειξη κι εξαφανίστηκε. Όταν εκείνη κοίταξε το ποσό, γούρλωσε τα μάτια της. «Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν αρκετές χήρες...» είπε εκείνη.

22

τη Ρούνα Μούλνες δεν φάνηκε να αρέσει που θα τη συνόδευαν σπίτι. «Ευχαριστώ, αλλά τα καταφέρνω και μόνη μου» είπε. «Η Μπανγκόκ είναι όσο επικίνδυνο είναι το χωριό μας στην Έρστα Δευτέρα βράδυ». Ο Χάρι, που δεν είχε βρεθεί ποτέ στην Έρστα Δευτέρα βράδυ, φώναξε ένα ταξί και της άνοιξε την πόρτα. Εκείνη μπήκε μέσα δυσφορώντας, μουρμούρισε μια διεύθυνση και κάρφωσε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. «Του είπα να μας πάει στο Ρίβερ Γκάρντεν» του είπε ύστερα από λίγο. «Εκεί δεν κατεβαίνετε;» «Οι εντολές που έχω είναι να σας πάω πρώτα σπίτι, δεσποινίς Μούλνες». «Δεσποινίς;» γέλασε εκείνη και τον κοίταξε με τα

Σ

κατάμαυρα μάτια της μάνας της. Τα σμιχτά της φρύδια την έκαναν να μοιάζει με ξωτικό. «Λες κι ακούω τη θεία μου. Πόσων χρονών είστε;» «Καθένας είναι όσο αισθάνεται» είπε ο Χάρι. «Οπότε γύρω στα εξήντα». Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ανανεωμένη περιέργεια. «Διψάω» είπε ξαφνικά. «Εάν με κεράσετε ένα ποτό, θα σας αφήσω να με συνοδεύσετε ως την πόρτα του σπιτιού μου». Ο Χάρι γύρισε προς τον οδηγό και προσπάθησε να του μιλήσει, δίνοντας τη διεύθυνση του Μούλνες. «Ξεχάστε το» είπε η μικρή. «Εγώ θα επιμείνω στη διεύθυνση του Ρίβερ Γκάρντεν κι αυτός θα νομίζει ότι προσπαθείτε να με ξεμοναχιάσετε. Έχετε όρεξη για σκηνή;» Ο Χάρι χτύπησε τον οδηγό στον ώμο, η Ρούνα έμπηξε τις φωνές κι ο οδηγός πάτησε απότομα το φρένο, κάνοντας τον Χάρι να χτυπήσει το κεφάλι του στην οροφή. Ο οδηγός γύρισε προς τους επιβάτες του, η Ρούνα πήρε βαθιά ανάσα για να ξαναφωνάξει κι έτσι ο Χάρι σήκωσε τις παλάμες σε ένδειξη ήττας. «Εντάξει, εντάξει. Πού; Η Πατπόνγκ είναι στον δρόμο μας τουλάχιστον». «Η Πατπόνγκ;» είπε εκείνη και γύρισε το βλέμμα προς τον ουρανό. «Τελικά, είστε όντως πολύ μεγάλος. Στην Πατπόνγκ πάνε μόνο οι βρομόγεροι και οι τουρίστες. Θα πάμε στην

πλατεία Σιάμ». Γύρισε κι αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον οδηγό σε άπταιστα ταϊλανδέζικα – ή έτσι, τέλος πάντων, φάνηκε στον Χάρι. «Σχέση έχετε;» τον ρώτησε όταν έφτασε στο τραπέζι η μπίρα της, προϊόν μιας ακόμα απειλής δημιουργίας χάους. Κάθονταν σ’ ένα μεγάλο υπαίθριο εστιατόριο, στην κορυφή ενός επιβλητικού κλιμακοστασίου γεμάτου νεαρόκοσμο –φοιτητές, υπέθεσε ο Χάρι– που χάζευαν ο ένας τον άλλο και την κίνηση στον δρόμο. Η Ρούνα για μια στιγμή είχε κοιτάξει καχύποπτα τον χυμό πορτοκάλι που παρήγγειλε ο Χάρι, αλλά μάλλον είχε συνηθίσει όσους απείχαν από το αλκοόλ, λόγω οικογενειακού ιστορικού. Ή μπορεί και όχι. Ο Χάρι είχε την αίσθηση ότι η οικογένεια Μούλνες δεν τηρούσε όλους τους άγραφους κανόνες. «Όχι» της απάντησε. «Τι διάολο έχουν πάθει όλοι και με ρωτούν το ίδιο πράγμα;» «Τι διάολο, ε;» Στριφογύρισε στην καρέκλα της. «Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι που σας ρωτούν είναι κορίτσια». Εκείνος χασκογέλασε. «Προσπαθείτε να με φέρετε σε δύσκολη θέση; Πείτε μου λοιπόν για τη δική σας σχέση». «Ποια απ’ όλες;»

Το αριστερό της χέρι ήταν κρυμμένο στην ποδιά της. Σήκωσε το ποτήρι της με το δεξί. Μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη, έγειρε πίσω και τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Δεν είμαι παρθένα, αν αυτό πιστεύετε». Ο Χάρι παραλίγο να φτύσει τον χυμό πάνω στο τραπέζι. «Και γιατί να είμαι;» πρόσθεσε, φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη της. Ναι, γιατί να είσαι; αναρωτήθηκε ο Χάρι. «Είστε σοκαρισμένος;» Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι και πήρε το σοβαρό της ύφος. «Γιατί να είμαι;» Ακούστηκε σαν αντίλαλος, κι ο Χάρι έσπευσε να προσθέσει: «Κι εγώ το ντεμπούτο μου στην ηλικία σας το έκανα». «Ναι, αλλά όχι στα δεκατρία» είπε εκείνη. Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα, σκέφτηκε προσεκτικά το σχόλιό της κι άφησε σιγά σιγά τον αέρα να βγει ανάμεσα απ’ τα δόντια του. «Σοβαρά; Κι αυτός πόσων χρονών ήταν;» «Αυτό είναι μυστικό». Το πρόσωπό της ξαναφόρεσε την περιπαιχτική του έκφραση. «Πείτε μου γιατί δεν έχετε κοπέλα». Εκείνος κοντοστάθηκε για μια στιγμή σιωπηλός, παρορμητικά, ίσως για να δει αν θα μπορούσε να της προσφέρει τίποτα σοκαριστικά αντίποινα. Και να της πει ότι οι μόνες δύο γυναίκες που είχε ποτέ του πραγματικά αγαπήσει

ήταν κι οι δύο νεκρές. Η μία αυτόχειρας, η άλλη δολοφονημένη. «Είναι μεγάλη ιστορία» είπε τελικά. «Τις έχασα». «Α, είναι πολλές; Γι’ αυτό μάλλον σας άφησαν, ε; Τις απατήσατε;» Ο Χάρι άκουσε τον παιδικό ενθουσιασμό και το γέλιο που εγκυμονούσε η φωνή της. Δεν μπορούσε να γυρίσει να τη ρωτήσει τι είδους σχέση είχε με τον Γενς Μπρέκε. «Όχι. Απλώς δεν τις πρόσεχα αρκετά». «Σοβαρέψατε πολύ ξαφνικά». «Συγγνώμη». Κάθισαν για λίγο δίχως να πουν τίποτα. Εκείνη πείραζε την ετικέτα της μπίρας της. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρι. Λες και προσπαθούσε να πάρει κάποια απόφαση. Η ετικέτα ξεκόλλησε. «Ελάτε» του είπε τραβώντας τον από το χέρι. «Θέλω να σας δείξω κάτι». Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια ανάμεσα στους φοιτητές, διέσχισαν το πεζοδρόμιο κι ανέβηκαν σε μια στενή πεζογέφυρα πάνω από την πλατιά λεωφόρο. Σταμάτησαν στη μέση. «Κοιτάξτε» του είπε. «Δεν είναι πανέμορφο;» Ο Χάρι κοίταξε τη ροή της κυκλοφορίας να τους πλησιάζει

κι ύστερα ν’ απομακρύνεται. Ο δρόμος απλωνόταν μέχρι τον ορίζοντα και τα φώτα απ’ όλα αυτά τα αυτοκίνητα, τις μοτοσικλέτες και τα τρίτροχα έμοιαζαν μ’ ένα ποτάμι λάβας που συμπυκνωνόταν κι έφθινε στο τέλος σε μια λεπτή κίτρινη λωρίδα. «Μοιάζει με φίδι που σπαρταράει, σαν να ’χει ένα φωτεινό σχέδιο στην πλάτη, το βλέπετε;» Η μικρή έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα. «Ξέρετε ποιο είναι το παράξενο; Υπάρχουν άνθρωποι στην Μπανγκόκ που θα σκότωναν για τα λίγα χρήματα που έχω στην τσέπη μου αυτή τη στιγμή. Κι όμως εγώ δεν φοβήθηκα ποτέ σ’ αυτή την πόλη. Στη Νορβηγία τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε πάντα στο εξοχικό μας στο βουνό. Μπορώ να γυρίσω τα μονοπάτια εκεί γύρω με κλειστά μάτια. Και στις γιορτές πηγαίναμε στην Έρστα, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους κι οι ληστείες γίνονται πρωτοσέλιδα. Κι όμως εγώ νιώθω πιο ασφαλής εδώ πέρα. Εδώ, με τόσους αγνώστους γύρω μου. Δεν είναι πολύ περίεργο;» Ο Χάρι δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. «Αν μπορούσα να διαλέξω, θα ζούσα εδώ όλη μου τη ζωή. Και θα ερχόμουν εδώ πάνω τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα και θα καθόμουν να χαζεύω». «Την κίνηση;» «Ναι, μ’ αρέσει η κίνηση». Γύρισε απότομα προς το μέρος

του. Τα μάτια της έλαμπαν. «Εσάς σας αρέσει;» Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η Ρούνα ξαναέστρεψε το βλέμμα της στον δρόμο. «Τι κρίμα. Ξέρετε πόσα αυτοκίνητα βρίσκονται στους δρόμους της Μπανγκόκ αυτή τη στιγμή; Τρία εκατομμύρια. Και αυξάνονται κατά χίλια καθημερινά. Στην Μπανγκόκ περνάμε δύο με τρεις ώρες καθημερινά στο τιμόνι. Έχετε ακούσει ποτέ για το Κόμφορτ 100; Μπορείτε να το αγοράσετε στα βενζινάδικα, είναι ένα ειδικό σακουλάκι για κατούρημα αν κολλήσετε στην κίνηση. Πιστεύετε ότι οι Εσκιμώοι έχουν στο λεξιλόγιό τους τη λέξη “κίνηση”; Οι Μαορί;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Σκεφτείτε τι χάνουν» είπε η Ρούνα «όλοι αυτοί που ζουν σε μέρη που δεν έχουν τόσο κόσμο όσο εδώ. Σηκώστε το χέρι σας...». Πήρε το χέρι του και το σήκωσε. «Τη νιώθετε; Τη δόνηση; Είναι η ενέργεια όλων αυτών τριγύρω μας. Eίναι στην ατμόσφαιρα. Αν πεθαίνεις και νομίζεις ότι κανείς δεν μπορεί να σε σώσει, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βγεις έξω, να σηκώσεις τα χέρια σου στον ουρανό και ν’ απορροφήσεις όλη αυτή την ενέργεια. Και να ζήσεις για πάντα! Είναι αλήθεια!» Τα μάτια της έλαμπαν, όλο το πρόσωπό της έλαμπε· πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στο μάγουλό της.

«Νιώθω ότι θα ζήσετε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Πιο πολλά κι από εμένα». «Μη λες τέτοια πράγματα» είπε ο Χάρι. Το δέρμα της έκαιγε πάνω στην παλάμη του. «Είναι κακή τύχη». «Καλύτερα κακότυχη παρά άτυχη, έλεγε πάντα ο μπαμπάς». Ο Χάρι τράβηξε το χέρι του μακριά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κατάλαβε ότι το μυαλό του είχε μόλις πάρει φωτογραφία αυτή τη σκηνή: τους δυο τους πάνω σε μια πεζογέφυρα στην Μπανγκόκ, μ’ ένα κάρο ανθρώπους να σπεύδουν από πίσω τους και μια απαστράπτουσα φιδοθάλασσα κάτω από τα πόδια τους. Όπως παίρνει κανείς φωτογραφία τα μέρη που επισκέπτεται ξέροντας ότι δεν θα μείνει για πολύ εκεί. Το είχε ξανακάνει· μια νύχτα, στη μέση μιας βουτιάς από τον βατήρα στην πισίνα του Φρόγκνερ· μια άλλη νύχτα στο Σίδνεϊ, με μια κόκκινη χαίτη από μαλλιά ν’ ανεμίζει· κι ένα κρύο απόγευμα του Φλεβάρη στο αεροδρόμιο του Φόρνεμπου, όταν τον περίμενε η αδερφή του ανάμεσα σε μια θάλασσα από φωτορεπόρτερ. Ήξερε πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτές οι εικόνες δεν θα εξασθενούσαν ποτέ, θα μπορούσε πάντα να επιστρέφει σε αυτές. Και μάλιστα με τα χρόνια θα γίνονται ολοένα και πιο πλήρεις, ολοένα και πιο ζωντανές. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια σταγόνα στο πρόσωπό του.

Και μετά άλλη μία. Κοίταξε τον ουρανό έκπληκτος. «Mου είπαν ότι δεν βρέχει πριν από τον Μάιο». «Ξαφνικές μπόρες» είπε η Ρούνα, στρέφοντας το πρόσωπό της προς τον ουρανό. «Τις λέμε μπόρες των μάνγκο, που σημαίνει ότι τα μάνγκο είναι ώριμα πια. Μέσα σε ένα λεπτό θα βρέχει καταρρακτωδώς. Έλα...»

23

ον Χάρι τον έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος. Οι θόρυβοι έπαψαν να είναι επιτακτικοί και παρατήρησε ότι η κίνηση είχε έναν κάποιο ρυθμό, μια προβλεψιμότητα. Την πρώτη νύχτα ξυπνούσε από τα κλάξον των αυτοκινήτων. Σε λίγες νύχτες θα ξυπνούσε πιθανότατα από την απουσία τους. Η βοή ενός σιλανσιέ έπαψε ν’ ακούγεται αναπάντεχη, είχε πια τη θέση της μέσα στο φαινομενικό χάος. Θα του έπαιρνε απλώς λίγο χρόνο να το συνηθίσει, όπως με την ισορροπία σ’ ένα σκάφος θαλάσσης. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν με τη Ρούνα σ’ ένα καφέ δίπλα στο πανεπιστήμιο την επόμενη μέρα· έπρεπε να τη ρωτήσει διάφορα σχετικά με τον πατέρα της. Τα μαλλιά της έσταζαν ακόμη όταν βγήκε από το ταξί. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό ο Χάρι ονειρεύτηκε

Τ

την Μπιργκίτα. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στο χλωμό της δέρμα. Αλλά του χαμογελούσε· ήταν ζωντανή.

Σε τέσσερις ώρες ο δικηγόρος είχε βγάλει τον Γου από το κρατητήριο. «Ο δρ Λι. Δουλεύει για τον Σόρενσεν» είπε η Λιζ κατά την πρωινή συνεδρίαση. Αναστέναξε. «Ο Νιο ίσα που πρόλαβε να τον ρωτήσει πού ήταν το βράδυ της δολοφονίας. Αυτό μόνο». «Και τι ανακάλυψε ο κινητός μας ανιχνευτής ψεύδους από την απάντησή του;» ρώτησε ο Χάρι. «Τίποτα» είπε ο Νιο. «Δεν μας είπε απολύτως τίποτα». «Τίποτα; Γαμώτο, κι εγώ που σκεφτόμουν πόσο καλοί είσαστε εσείς οι Ταϊλανδοί με τα υδάτινα βασανιστήρια, τις ηλεκτροπληξίες κι όλα αυτά». «Έχει κανείς σας τίποτα καλά νέα; Σας παρακαλώ» είπε η Λιζ. Ακούστηκε το θρόισμα της εφημερίδας. «Ξαναπήρα τηλέφωνο στο ξενοδοχείο Maradiz. Ο πρώτος με τον οποίο μίλησα μου είπε ότι υπήρχε όντως ένας φαράνγκ που σύχναζε στο ξενοδοχείο τους μαζί με μια κοπέλα στο αμάξι της πρεσβείας. Ο τύπος είπε ότι η γυναίκα

ήταν λευκή κι ότι συνομιλούσαν μεταξύ τους σε μια γλώσσα που του ακουγόταν σαν γερμανικά ή ολλανδικά». «Νορβηγικά» είπε ο Χάρι. «Προσπάθησα ν’ αποσπάσω κάποια περιγραφή των δύο, αλλά ξέρετε τώρα πώς είναι αυτά...» «Σούντχορν, πήγαινε ως εκεί μαζί με μερικές φωτογραφίες και κοίτα μήπως μπορούν ν’ αναγνωρίσουν τον πρέσβη και τη σύζυγό του» είπε η Λιζ. Ο Χάρι σούφρωσε τη μύτη του. «Γίνεται δυο σύζυγοι να έχουν ερωτική φωλίτσα της τάξης των διακοσίων δολαρίων λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι τους; Δεν είναι παράλογο;» «Σύμφωνα με τον τύπο στον οποίο μίλησα, τα Σαββατοκύριακα ζούσαν εκεί» είπε ο Ράνγκσαν. «Πήρα και μερικές ημερομηνίες». «Στοιχηματίζω τα χθεσινά μας κέρδη ότι δεν ήταν η γυναίκα του» είπε ο Χάρι. «Μπορεί και όχι» είπε η Λιζ. «Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω να μας οδηγήσει και πουθενά όλο αυτό». Έδωσε τέλος στη συνεδρίαση λέγοντας στους υπόλοιπους να ασχοληθούν με τη σύνταξη αναφορών πάνω σε υποθέσεις που η δολοφονία του νορβηγού πρέσβη είχε παραγκωνίσει. Όταν οι υπόλοιποι έφυγαν, ο Χάρι ξανακάθισε στη θέση του. «Δηλαδή ξεκινάμε πάλι απ’ το μηδέν;» ρώτησε.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν προχωρήσαμε ποτέ παρακάτω» είπε η Λιζ. «Ίσως και να τα καταφέρετε τελικά». «Ποιοι; Ποιο πράγμα;» «Εσείς οι Νορβηγοί. Μίλησα με τον αρχηγό της αστυνομίας σήμερα το πρωί. Χθες μίλησε με τον κύριο Τούρχους στη Νορβηγία, που ενδιαφερόταν να μάθει πόσο θα κρατήσει το όλο θέμα. Οι νορβηγικές αρχές μάς ζήτησαν εξηγήσεις στα μέσα της βδομάδας, αφού δεν είχαμε ακόμη τίποτα συγκεκριμένο, λέει. Ο αρχηγός τούς είπε ότι η υπόθεση ήταν στα χέρια της ταϊλανδέζικης αστυνομίας κι ότι εμείς δεν βάζουμε τις υποθέσεις στο ψυγείο έτσι απλά. Λίγο αργότερα τον πήραν τηλέφωνο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ευτυχώς που σε γύρισα στα αξιοθέατα, Χάρι. Απ’ ό,τι κατάλαβα, πας σπίτι την Παρασκευή. Εκτός κι αν βρούμε τίποτα πιο συγκεκριμένο, λέει».

«Χάρι!» H Τόνιε Βίιγκ τον συνάντησε στο λόμπι με μάγουλα ξαναμμένα και χείλια κατακόκκινα· ο Χάρι υποψιάστηκε ότι είχε βάλει κραγιόν πριν έρθει να τον βρει. «Ας πιούμε λίγο τσάι» είπε. «Άο!» Όταν ο Χάρι έφτασε στην πρεσβεία, η δεσποινίς Άο τον

είχε κοιτάξει με μια έκφραση σιωπηλού τρόμου και, παρόλο που της είχε εξηγήσει ότι η επίσκεψή του δεν είχε σχέση μ’ εκείνη, το βλέμμα της έμοιαζε με της αντιλόπης που πίνει νερό χωρίς να αφήνει από τα μάτια της τα λιοντάρια. «Όμορφο κορίτσι» είπε η Τόνιε, κοιτάζοντας εξεταστικά τον Χάρι. «Γλυκό ίσως» είπε εκείνος. «Πολύ νέο όμως». Η απάντησή του φάνηκε να ικανοποιεί την Τόνιε, που τον συνόδεψε ως το γραφείο της. «Προσπάθησα να σε βρω στο τηλέφωνο χτες το βράδυ» είπε η Τόνιε «αλλά προφανώς δεν ήσουν στο σπίτι». Ο Χάρι κατάλαβε ότι ήθελε να τη ρωτήσει γιατί τον είχε πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν ενέδωσε. Η δεσποινίς Άο ήρθε και τους βρήκε μ’ έναν δίσκο τσάι· εκείνος περίμενε μέχρι ν’ αποχωρήσει. «Χρειάζομαι ορισμένες πληροφορίες» είπε ο Χάρι. «Σαν τι;» «Ως επιτετραμμένη της πρεσβείας όταν έλειπε ο πρέσβης, θα πρέπει να κρατούσες κάποιο αρχείο με τις μέρες που απουσίαζε». «Προφανώς». Ο Χάρι τής διάβασε τέσσερις ημερομηνίες, τις οποίες η Τόνιε Βίιγκ ήλεγξε σε σχέση με τις καταχωρίσεις στο ημερολόγιό της. Ο πρέσβης είχε πάει στο Τσιανγκ Μάι τρεις

φορές και την τέταρτη στο Βιετνάμ. Ο Χάρι κρατούσε σημειώσεις αργά αργά, προετοιμάζοντας τη συνέχεια. «Ήξερε ο πρέσβης τίποτα άλλες Νορβηγίδες στην Μπανγκόκ πλην της συζύγου του;» «Όχι...» είπε η Τόνιε. «Απ’ όσο ξέρω, όχι. Εκτός από εμένα δηλαδή». Ο Χάρι την περίμενε ν’ αφήσει κάτω το φλιτζάνι της πριν τη ρωτήσει: «Τι θα απαντούσες αν σου έλεγα ότι νομίζω ότι είχες σχέση με τον πρέσβη Μούλνες;». Η Τόνιε Βίιγκ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν ζωντανή διαφήμιση της νορβηγικής οδοντιατρικής μέριμνας. «Ω, Παναγίτσα μου!» είπε με τόση απουσία ειρωνείας, που ο Χάρι συμπέρανε ότι η έκφραση «Παναγίτσα μου» συμπεριλαμβανόταν ακόμη στο λεξιλόγιο ορισμένων γυναικών. Ο Χάρι ξερόβηξε. «Έχω την εντύπωση ότι εσύ κι ο πρέσβης περάσατε τις ημέρες που μόλις σου ανέφερα μαζί στο ξενοδοχείο Maradiz· αν ισχύει κάτι τέτοιο, θα ήθελα να μου εξηγήσεις τι σχέση είχατε και πού βρισκόσουν το βράδυ του θανάτου του». Ήταν εντυπωσιακό το πόσο πιο χλωμό μπορούσε να γίνει το κατάλευκο πρόσωπο της Τόνιε Βίιγκ. «Μήπως πρέπει να μιλήσω στον δικηγόρο μου;» τον

ρώτησε ύστερα από μία παύση. «Μόνο αν μου κρύβεις κάτι». Ένα δάκρυ σχηματίστηκε στη γωνία του ματιού της. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω» του είπε. «Τότε καλά θα έκανες να μου μιλήσεις». Η Τόνιε Βίιγκ έσπρωξε μια πετσέτα απαλά πάνω στο μάτι της, προσέχοντας να μη χαλάσει το μακιγιάζ της. «Καμιά φορά μου ερχόταν να τον σκοτώσω, επιθεωρητά». Ο Χάρι σημείωσε την αλλαγή στον τρόπο προσφώνησης και περίμενε υπομονετικά. «Τόσο πολύ μάλιστα, που σχεδόν χάρηκα όταν έμαθα ότι πέθανε». Ο Χάρι κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να μιλήσει. Έπρεπε να προσέξει να μην πει ή να μην κάνει τίποτα που θα σταματούσε τώρα αυτή τη ροή: Η μία εξομολόγηση οδηγεί στην άλλη. «Επειδή δεν ήθελε να παρατήσει τη σύζυγό του;» «Όχι!» είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνετε. Επειδή με κατέστρεψε! Κατέστρεψε οτιδήποτε...» Ο πρώτος λυγμός ήταν τόσο βαθύς, που ο Χάρι κατάλαβε ότι είχε αγγίξει μια πολύ λεπτή χορδή. Η Τόνιε Βίιγκ συμμαζεύτηκε, σκούπισε τα δυο της μάτια και καθάρισε τον λαιμό της:

«Ο διορισμός του ήταν μια καθαρά πολιτική κίνηση. Δεν είχε τα προσόντα για ν’ αναλάβει το πόστο εδώ. Τον έστειλαν από τη Νορβηγία σχεδόν πανικοβλημένοι, λες και έπρεπε να φύγει από τη χώρα το συντομότερο δυνατόν. Κλήθηκα να παραδώσω τα κλειδιά του γραφείου σε κάποιον που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον επιτετραμμένο από τον ακόλουθο πρεσβείας. Και δεν είχαμε ποτέ μας σχέση. Η σκέψη και μόνο αυτή μού ακούγεται παράλογη, δεν το καταλαβαίνετε;». «Και τότε τι συνέβη;» «Όταν με έστειλαν ν’ αναγνωρίσω το πτώμα, ξέχασα τον διορισμό του, ξέχασα τα πάντα, ήταν λες κι είχα μια δεύτερη ευκαιρία. Θυμόμουν μόνο πόσο καλός και σοφός άνθρωπος ήταν. Πραγματικά ήταν!» Το είπε λες κι ο Χάρι είχε φέρει αντιρρήσεις. «Παρόλο που ως πρέσβης δεν ήταν ικανός, αυτό εννοώ. Και ξέρετε, κάθισα και το σκέφτηκα, σκέφτηκα ότι ίσως και να μην έχω ζυγίσει τη ζωή πολύ σωστά: Υπάρχουν πράγματα που είναι πολύ πιο σημαντικά από τη δουλειά και την καριέρα. Ίσως και να μην κυνηγήσω τελικά το πόστο του πρέσβη. Θα δείξει. Υπάρχουν τόσο πολλά που πρέπει να σκεφτώ. Ναι, όχι, δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω τίποτα πια με σιγουριά». Ρούφηξε τη μύτη της μια δυο φορές· φαινόταν να έχει

επανέλθει. «Είναι πολύ παράξενο να διορισθεί ο επιτετραμμένος ως πρέσβης στην ίδια πρεσβεία, ξέρετε. Απ’ όσο ξέρω, δεν έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο». Έβγαλε ένα καθρεφτάκι και τσέκαρε το μακιγιάζ της, λέγοντας, σχεδόν στον εαυτό της: «Αλλά υπάρχει πάντα η πρώτη φορά, υποθέτω».

Στο ταξί για το αστυνομικό τμήμα, ο Χάρι αποφάσισε να βγάλει την Τόνιε Βίιγκ από τη λίστα των υπόπτων. Όχι μόνο επειδή τον είχε πείσει αλλά κι επειδή μπορούσε ν’ αποδείξει ότι βρισκόταν μακριά από το ξενοδοχείο Maradiz στις ημερομηνίες που είχε αναφέρει ο Χάρι. Στο τέλος τού είχε επιβεβαιώσει κιόλας ότι υπήρχαν ελάχιστες Νορβηγίδες που έμεναν στην Μπανγκόκ κι απ’ τις οποίες καλούνταν να επιλέξει. Ως εκ τούτου, όταν ο Χάρι κλήθηκε να σκεφθεί το αδιανόητο, ένιωσε λες κι είχε φάει γροθιά στο στομάχι. Γιατί απλώς δεν ήταν και τόσο αδιανόητο τελικά.

Το κορίτσι που τον πλησίασε μέσα από τις γυάλινες πόρτες του Hard Rock Café ήταν διαφορετικό από το κορίτσι που είχε

δει στον κήπο της πρεσβευτικής κατοικίας ή στην κηδεία, από το κορίτσι με την απωθητική, εσωστρεφή γλώσσα του σώματος και την κακόκεφη, προκλητική έκφραση στο πρόσωπο. Η Ρούνα έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο όταν τον είδε να κάθεται και να την περιμένει με μια κόκα κόλα και μια εφημερίδα μπροστά του. Φορούσε ένα κοντομάνικο μπλε λουλουδάτο φόρεμα. Σαν εξασκημένη θαυματοποιός, κρατούσε το προσθετικό της χέρι με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην ξεχωρίζει σχεδόν καθόλου. «Ήρθες πιο νωρίς» του είπε ενθουσιασμένη. «Με τόση κίνηση, είναι δύσκολο να υπολογίσω την ώρα. Δεν ήθελα ν’ αργήσω». Η Ρούνα κάθισε κάτω και παρήγγειλε παγωμένο τσάι. «Χτες. Η μητέρα σου...» «...είχε πέσει ήδη για ύπνο» είπε εκείνη κοφτά. Τόσο κοφτά, που ο Χάρι το πήρε ως προειδοποίηση. Αλλά δεν του έμενε χρόνος για διπλωματίες πια. «Μήπως θες να πεις ότι είχε μεθύσει;» Γύρισε και τον κοίταξε. Το χαμόγελο είχε εξαφανιστεί. «Για τη μητέρα μου ήθελες να μιλήσουμε;» «Μεταξύ άλλων. Πώς ήταν η σχέση των γονιών σου;» «Γιατί δεν ρωτάς την ίδια;» «Γιατί εσύ δεν είσαι τόσο καλή στα ψέματα» της απάντησε με ειλικρίνεια.

«Α, ναι; Ε, τότε η σχέση τους ήταν φανταστική». Είχε ξαναφορέσει εκείνη την προκλητική της έκφραση. «Τόσο χάλια, ε;» Εκείνη στριφογύρισε στην καρέκλα της. «Συγγνώμη, Ρούνα, τη δουλειά μου κάνω». Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους του. «Με τη μητέρα μου δεν τα πάμε και τόσο καλά. Αλλά με τον μπαμπά ήμασταν φιλαράκια· νομίζω ότι η μαμά ζήλευε». «Ποιον;» «Και τους δυο μας. Τον μπαμπά. Δεν ξέρω». «Γιατί εκείνον;» «Γιατί έμοιαζε να μην τη χρειάζεται. Ήταν αόρατη για κείνον...» Ο Χάρι δεν πίστευε ούτε ο ίδιος ότι πήγαινε να κάνει την επόμενη ερώτηση. Αλλά είχε δει τόσες τραγωδίες όλα αυτά τα χρόνια... Κοντοστάθηκε. «Μήπως ο πατέρας σου σε πήγαινε σε κάποιο ξενοδοχείο πού και πού, Ρούνα; Στο ξενοδοχείο Maradiz, ας πούμε;» Είδε το έκπληκτο βλέμμα της. «Τι εννοείς; Γιατί να το κάνει αυτό;» Ο Χάρι κοίταξε την εφημερίδα του, αλλά πίεσε τον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα. «Τι;» ξέσπασε η μικρή, στριφογυρίζοντας το κουτάλι με

τόση μανία μες στο ποτήρι, που έχυσε το τσάι της. «Λες κάτι περίεργα ώρες ώρες. Πού ακριβώς το πας;» «Ε, Ρούνα, θέλω να πω... καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι δύσκολο, αλλά νομίζω ότι ο πατέρας σου έκανε ορισμένα πράγματα για τα οποία μετάνιωσε». «Ο μπαμπάς; Ο μπαμπάς μονίμως μετάνιωνε. Μετάνιωνε, αναλάμβανε την ευθύνη, ζητούσε συγγνώμη... αλλά εκείνη η μάγισσα δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Τον εκφόβιζε όλη την ώρα, “δεν είσαι έτσι” και “δεν είσαι αλλιώς” και “με κουβάλησες εδώ κάτω με το ζόρι” και τα λοιπά και τα λοιπά. Νόμιζε ότι δεν την άκουγα, αλλά την άκουγα μια χαρά. Άκουγα κάθε λέξη. Ότι δεν είχε σκοπό να ζήσει μ’ έναν ευνούχο, ότι ήταν καθαρόαιμη γυναίκα. Εγώ του είπα να σηκωθεί να φύγει, αλλά εκείνος έμενε. Για χάρη μου. Δεν το έλεγε βέβαια, αλλά εγώ το ήξερα πολύ καλά». «Αυτό που προσπαθώ να πω» είπε ο Χάρι, χαμηλώνοντας το κεφάλι του για να συναντήσει το βλέμμα της, «είναι ότι ο πατέρας σου δεν είχε τα ίδια σεξουαλικά γούστα με τους υπόλοιπους». «Γι’ αυτό αγχώνεσαι τόσο; Νομίζεις ότι δεν ήξερα ότι ο μπαμπάς ήταν γκέι;» Του Χάρι παραλίγο να του πέσει το σαγόνι από την έκπληξη. «Τι ακριβώς εννοείς γκέι;» «Αδερφή. Ομοφυλόφιλος. Πούστης. Κωλομπαράς. Πώς

το λένε; Είμαι το αποτέλεσμα κάποιου απ’ τα γαμήσια που η μάγισσα κατάφερε ν’ αποσπάσει απ’ τον μπαμπά μου. Την έβρισκε αποκρουστική». «Σου τα είπε εκείνος όλα αυτά;» «Ήταν πολύ καθωσπρέπει για να πει τέτοια πράγματα. Αλλά εγώ το ήξερα. Ήμουν η καλύτερή του φίλη. Αυτό μου το είπε, ναι. Τώρα μου φαίνεται ότι ήμουν κι η μοναδική του φίλη. “Εσύ και τα άλογα είστε τα μόνα πράγματα που μου αρέσουν” μου είπε μια φορά. Εγώ και τα άλογα, καλό, ε; Νομίζω ότι είχε εραστή, έναν τύπο όταν σπούδαζε, πριν γνωρίσει τη μαμά. Αλλά ο τύπος τον παράτησε γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχαν σχέση. Οκέι, ούτε ο μπαμπάς το ήθελε. Μιλάμε για χρόνια πριν. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά τότε». Τα είπε όλα αυτά με την αδιαμφισβήτητη σιγουριά της εφηβείας. Ο Χάρι έφερε το ποτήρι του στα χείλη και ήπιε αργά αργά. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί όπως τα περίμενε. «Θες να μάθεις ποιος ήταν στο ξενοδοχείο Maradiz;» ρώτησε η Ρούνα. Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Η μάνα μου κι ο εραστής της».

24

ευκά, παγωμένα κλαδιά τεντώνονταν προς τον χλωμό χειμερινό ουρανό μπροστά από τους Κήπους του Παλατιού. Ο Ντάγκφιν Τούρχους καθόταν στο παράθυρο και χάζευε έναν άνδρα που ανέβαινε τρέχοντας και τουρτουρίζοντας την οδό Χόκον Σίβενες, με το κεφάλι χωμένο στις ωμοπλάτες. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Τούρχους κοίταξε το ρολόι· ήταν μεσημέρι. Ακολούθησε με το βλέμμα τον άνδρα μέχρι που τον έχασε κάπου στη στάση του μετρό· ύστερα σήκωσε το ακουστικό και απάντησε, δίνοντας το όνομά του. Ήχος στατικού ηλεκτρισμού και τριξίματα. Ύστερα μια φωνή: «Θα σας δώσω μια τελευταία ευκαιρία, Τούρχους. Αν δεν την εκμεταλλευτείτε, θα κάνω τ’ αδύνατα δυνατά το Υπουργείο Εξωτερικών ν’ ανακοινώσει την αντικατάστασή

Λ

σας πριν προλάβετε να ψελλίσετε “Διευθυντής ΥΠΕΞ παραπλανεί σκόπιμα νορβηγό αστυνομικό” ή “Πρέσβης Μούλνες: θύμα γκέι δολοφονίας”. Ηχηρά πρωτοσέλιδα και τα δύο, δεν βρίσκετε;». Ο Τούρχους κάθισε. «Πού είστε, Χόλε;» ρώτησε, μη βρίσκοντας τίποτα καλύτερο να πει. «Μόλις είχα μια μακριά συζήτηση με τον Μπγιάρνε Μέλερ, στο Ανθρωποκτονιών. Τον ρώτησα δεκαπέντε φορές τι δουλειά είχε ο Άτλε Μούλνες στην Μπανγκόκ. Ό,τι έχω ανακαλύψει μέχρι σήμερα δείχνει ότι ήταν πιο ακατάλληλος για πρέσβης κι από τον Ρέιουλφ Στέεν. Τον λάκκο στη φάβα δεν τον βρήκα, αλλά είμαι πια σίγουρος ότι υπάρχει. Ο Μέλερ ορκίστηκε, λέει, εχεμύθεια και με παρέπεμψε σε σας. Σας απευθύνω, λοιπόν, την ίδια ερώτηση. Τι ξέρετε που δεν ξέρω; Επίσης σας πληροφορώ ότι κάθομαι δίπλα σε μια συσκευή φαξ και μια λίστα με τα νούμερα για τις εφημερίδες Verdens Gang, Aftenposten και Dagbladet». Η φωνή του Τούρχους έφερε τον χειμώνα στην Μπανγκόκ: «Δεν πρόκειται να τυπώσουν τους αστήρικτους ισχυρισμούς ενός μεθύστακα αστυνομικού, Χόλε». «Αν πρόκειται για διάσημο μεθύστακα αστυνομικό, τότε θα το κάνουν». Ο Τούρχους δεν απάντησε. «Παρεμπιπτόντως, μέχρι κι η SunnmØrsposten θ’

ασχοληθεί με το ζήτημα». «Έχετε ορκιστεί εχεμύθεια» είπε ο Τούρχους μειλίχια. «Θα σας πάμε στα δικαστήρια». Ο Χόλε έσκασε στα γέλια. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ε; Κοίτα να δεις όμως που, αν δεν συνεχίσω την έρευνα πάνω στα στοιχεία που έχω βρει, τότε πάω μέσα για παράβαση καθήκοντος. Κι αυτό έγκλημα είναι. Για κάποιον λόγο έχω την εντύπωση ότι έχω πολύ λιγότερα να χάσω παραβιάζοντας τον όρκο εχεμύθειας που έχω δώσει». «Τι εγγυήσεις...» πήγε να πει ο Τούρχους, αλλά η γραμμή έτριξε έντονα. «Ναι;» «Εδώ είμαι». «Τι εγγυήσεις έχω ότι αυτά που θα σας πω θα μείνουν μεταξύ μας;» «Καμία». Με την ηχώ ήταν λες κι ο Χόλε υπογράμμισε τα λόγια του τρεις φορές. Σιωπή. «Μπορείτε να μ’ εμπιστευτείτε» είπε ο Χάρι. Ο Τούρχους ρουθούνισε ξιπασμένα. «Γιατί;» «Γιατί δεν έχετε άλλη επιλογή». Ο διευθυντής κοίταξε το ρολόι και συνειδητοποίησε ότι θ’ αργούσε για το μεσημεριανό γεύμα. Τα σάντουιτς με ροσμπίφ θα είχαν ήδη τελειώσει στην καφετέρια, αλλά δεν τον ένοιαζε

πια, είχε χάσει την όρεξή του. «Τίποτα απ’ όσα σας πω δεν μπορεί να βγει παραέξω» είπε. «Σοβαρολογώ απόλυτα». «Δεν έχω σκοπό να τα βγάλω προς τα έξω». «Εντάξει, Χόλε. Σε πόσα σκάνδαλα έχετε ακούσει να εμπλέκεται το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα;» «Σε ελάχιστα». «Ακριβώς. Χρόνια τώρα οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν αυτό το μικρό φιλικό κόμμα στο οποίο λίγοι έδιναν σημασία. Ενώ ο Τύπος ξετρύπωνε βρομιές για την ελίτ των Εργατικών ή τους καμένους του Κόμματος της Προόδου, οι βουλευτές των Χριστιανοδημοκρατών ζούσαν τη ζωούλα τους χωρίς να τους πολυπροσέχει κανείς. Με την αλλαγή της κυβέρνησης άλλαξε κι αυτό. Κι όταν έγινε ο ανασχηματισμός, ήταν πια φανερό ότι ο Άτλε Μούλνες, παρά τις ικανότητές του και τη μακρά του πορεία στο κοινοβούλιο, δεν γινόταν να είναι υποψήφιος για υπουργός. Ένα χριστιανικό κόμμα με συγκεκριμένες αξίες στο εκλογικό του πρόγραμμα δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο ν’ αρχίσουν να ψάχνουν διάφοροι την προσωπική του ζωή. Δεν γίνεται να απορρίπτεις τη χειροτόνηση ομοφυλόφιλων ιερέων και να έχεις ομοφυλόφιλους υπουργούς. Μέχρι κι ο Μούλνες πρέπει να το καταλάβαινε αυτό. Αλλά όταν έγιναν γνωστά τα ονόματα της νέας κυβέρνησης, υπήρξαν ένα σωρό αντιδράσεις: Γιατί

δεν συμπεριλήφθηκε ο Άτλε Μούλνες; Όταν παραμέρισε για να δώσει στον πρωθυπουργό την αρχηγία του κόμματος, οι περισσότεροι τον θεώρησαν το νούμερο δύο στο κόμμα· κι αν όχι το δύο, το τρία ή το τέσσερα. Άρχισαν οι ερωτήσεις και οι φήμες περί ομοφυλοφιλίας του, που είχαν ξεκινήσει όταν παραιτήθηκε από την υποψηφιότητά του για αρχηγός του κόμματος, αναζωπυρώθηκαν. Τόσοι γκέι βουλευτές υπάρχουν, θα πει κανείς, οπότε γιατί τέτοιος χαμός; Δεν λέει κανείς ότι δεν υπάρχουν, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός του ότι ο Μούλνες ήταν Χριστιανοδημοκράτης, ήταν και αδελφικός φίλος του πρωθυπουργού. Σπούδασαν μαζί, συγκατοικούσαν και κάποια εποχή. Ο Μούλνες δεν έγινε μέλος του κυβερνητικού σχήματος, δεν έπαψε όμως να είναι βάρος στον πρωθυπουργό. Όλοι ήξεραν ότι ήταν ο κύριος πολιτικός υποστηρικτής του πρωθυπουργού από την αρχή και κανείς δεν θα πίστευε τον πρωθυπουργό αν έλεγε ότι δεν γνώριζε για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του φίλου του τόσα χρόνια. Και τι θα έλεγαν τότε όλοι οι ψηφοφόροι που έδωσαν την ψήφο τους στο κόμμα λόγω των ξεκάθαρων θέσεων που είχε σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης κι άλλες τέτοιες αισχρότητες; Όταν συνειδητοποιούσαν ότι έτρεφαν φίδι στον κόρφο τους, για να μιλήσουμε και λίγο βιβλικά; Τι σόι

εμπιστοσύνη θα ξαναέδειχναν; Η δημοτικότητα του πρωθυπουργού ήταν μέχρι τότε μία από τις πιο σημαντικές εγγυήσεις της κυβέρνησης μειοψηφίας· το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η κυβέρνηση ήταν ένα σκάνδαλο. Κατέστη λοιπόν σαφές ότι ο Μούλνες έπρεπε να φύγει από τη χώρα το συντομότερο δυνατόν. Η θέση του πρέσβη στο εξωτερικό ήταν ό,τι καλύτερο γινόταν, γιατί τότε κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον πρωθυπουργό ότι βάζει στον πάγο έναν συνάδελφο με μακριά και πιστή πορεία μες στο κόμμα. Τότε ήταν που επικοινώνησαν μαζί μου. Ενεργήσαμε ταχύτατα. Το πόστο της Μπανγκόκ δεν είχε επισήμως καλυφθεί ακόμη και ήταν κι αρκετά μακριά ώστε τα ΜΜΕ να τον αφήσουν στην ησυχία του». «Θεέ και Κύριε» είπε ο Χάρι ύστερα από λίγο. «Συμφωνώ» είπε ο Τούρχους. «Γνωρίζατε ότι η σύζυγός του είχε εραστή;» Ο Τούρχους μισογέλασε. «Όχι, αλλά η πιθανότητα να μην έχει θα πρέπει να έδινε πολύ μεγάλη απόδοση στο στοίχημα». «Γιατί;» «Πρώτον, γιατί υποθέτω ότι ένας ομοφυλόφιλος σύζυγος δεν θα καταδεχόταν να φάει αυτό το πιάτο. Δεύτερον, επειδή το ΥΠΕΞ φαίνεται να ενθαρρύνει τις εξωσυζυγικές σχέσεις. Μερικές φορές, μάλιστα, έχουμε και νέους γάμους μέσα από

αυτές. Είναι δύσκολο να διασχίσεις τους διαδρόμους του υπουργείου χωρίς να πέσεις πάνω σε πρώην συζύγους ή εραστές, πρώην ή νυν. Η υπηρεσία είναι διαβόητη για την αιμομιξία της· είμαστε χειρότεροι κι από τη Νορβηγική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση». Ο Τούρχους συνέχισε να χαχανίζει χαμηλόφωνα. «Ο εραστής της δεν προέρχεται από το Υπουργείο Εξωτερικών» είπε ο Χάρι. «Υπάρχει ένας Νορβηγός που είναι ο τοπικός Γκόρντον Γκέκο, ένας μεγαλομεσίτης συναλλάγματος. Γενς Μπρέκε είναι τ’ όνομά του. Στην αρχή νόμιζα ότι τα ’χε με την κόρη, αλλά τα ’χει τελικά με τη Χίλντε Μούλνες. Γνωρίστηκαν με το που η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Μπανγκόκ και, σύμφωνα με την κόρη, έχουν κάτι παραπάνω από μια απλή ερωτική σχέση. Η κόρη μάλιστα εκτιμά ότι η σχέση είναι σοβαρή και κανονίζουν να συγκατοικήσουν σύντομα». «Δεν το ’ξερα». «Κι αυτό δίνει στη σύζυγο και τον εραστή της πιθανό κίνητρο». «Γιατί, ο Μούλνες τούς ήταν εμπόδιο;» «Όχι, το αντίθετο μάλιστα. Σύμφωνα πάλι με την κόρη, η Χίλντε Μούλνες αρνούνταν να εγκαταλείψει τον σύζυγό της. Όταν αυτός παράτησε τις πολιτικές του φιλοδοξίες, το

παραπέτασμα καπνού έπαψε να είναι αναγκαίο. Θα πρέπει να χρησιμοποίησε την επιμέλεια της κόρης ως μέσο εκβιασμού. Δεν είναι αναμενόμενο; Όχι, το κίνητρο είναι ακόμα πιο ποταπό: Στην οικογένεια Μούλνες ανήκει η μισή Έρστα». «Σωστά». «Ζήτησα από την αστυνομία να κοιτάξει εάν υπήρχε διαθήκη και τι σόι περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο Άτλε, ακίνητα ή κινητά, μετοχές ή οτιδήποτε άλλο». «Χόλε, δεν είναι δικό μου θέμα βέβαια αυτό, αλλά μήπως περιπλέκετε υπερβολικά τα πράγματα τώρα; Θα μπορούσε κάλλιστα να το έκανε κάποιος μουρλός που χτύπησε την πόρτα του πρέσβη και τον μαχαίρωσε». «Θα μπορούσε. Εσάς θα σας πείραζε εάν αυτός ο μουρλός ήταν Νορβηγός;» «Τι εννοείτε;» «Κανένας τρελός δεν μαχαιρώνει κάποιον και μετά καθαρίζει τη σκηνή από οποιοδήποτε ίχνος. Συνήθως, οι πραγματικά τρελαμένοι δολοφόνοι αφήνουν μια σειρά από γρίφους ώστε να μπορούν να παίξουν κλέφτες κι αστυνόμους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα. Πιστέψτε με, αυτή ήταν μια προσεκτικά σχεδιασμένη δολοφονία από κάποιον που όχι μόνο δεν είχε όρεξη για παιχνίδια αλλά ήθελε η δουλειά να γίνει αποτελεσματικά και η υπόθεση να κλείσει λόγω έλλειψης αποδεικτικών

στοιχείων. Αλλά ποιος ξέρει; Ίσως χρειάζεται και λίγη τρέλα σε τέτοιου είδους φονικά. Και οι μόνοι τρελοί που έχω γνωρίσει κατά τη διάρκεια αυτής της υπόθεσης είναι όλοι τους Νορβηγοί».

25

Χάρι βρήκε επιτέλους την είσοδο ανάμεσα σε δύο στριπτιζάδικα του Σόι 1 στην Πατπόνγκ. Ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο μ’ έναν τεράστιο ανεμιστήρα που στριφογύριζε νωχελικά στο ταβάνι. Ακούσια, έσκυψε το κεφάλι περνώντας κάτω από τις τεράστιες λεπίδες του· είχε ήδη καταλάβει ότι οι πόρτες κι άλλες οικιακές κατασκευές δεν προορίζονταν για ανθρώπους του ύψους του: ένα και ενενήντα δύο. Η Χίλντε Μούλνες καθόταν σ’ ένα τραπέζι στο βάθος του εστιατορίου. Τα γυαλιά ηλίου της, παρότι αποσκοπούσαν στην ανωνυμία της, είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: Τραβούσαν την προσοχή, σκέφτηκε ο Χάρι. «Στην πραγματικότητα δεν μου αρέσει το κρασί από ρύζι» είπε αδειάζοντας το ποτήρι της. «Με την εξαίρεση του

O

Mekong. Θα πιείτε λίγο, επιθεωρητά;» Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η Χίλντε Μούλνες χτύπησε τα δάχτυλά της και το ποτήρι της ξαναγέμισε. «Με ξέρουν εδώ πέρα» είπε. «Σταματούν μόνο όταν νομίζουν ότι έχω πιει αρκετά. Κατά κανόνα, έχουν δίκιο». Γέλασε βραχνά. «Ελπίζω να μη σας πειράζει που συναντιόμαστε εδώ. Στο σπίτι είναι... λίγο θλιβερά. Ποιο είναι το θέμα της συζήτησής μας, επιθεωρητά;» Πρόφερε τις λέξεις προσεκτικά, καθαρά, με τον τρόπο που κάνουν οι άνθρωποι όταν προσπαθούν να κρύψουν ότι έχουν πιει. «Μόλις μάθαμε ότι συχνάζατε στο ξενοδοχείο Maradiz με τον Γενς Μπρέκε». «Ορίστε!» είπε η Χίλντε Μούλνες. «Επιτέλους, κάποιος που ξέρει τη δουλειά του. Εάν μιλήσετε με τους σερβιτόρους, θα σας επιβεβαιώσουν ότι ο κύριος Μπρέκε κι εγώ συχνάζαμε κι εδώ» έφτυσε μία μία τις λέξεις. «Είναι σκοτεινά, ανώνυμα, δεν κυκλοφορούν άλλοι Νορβηγοί και σερβίρουν και το καλύτερο πλάα λοτ της πόλης. Σας αρέσει το χέλι, Χόλε; Το θαλάσσιο χέλι;» Ο Χάρι έφερε στον νου του έναν άνδρα που είχαν βγάλει από τη θάλασσα στο Ντρόμπακ. Ήταν στο νερό αρκετές μέρες και το χλωμό νεκρό του πρόσωπο τους κοιτούσε με μια

έκπληξη παιδική. Κάτι είχε φάει τις βλεφαρίδες του. Αλλά αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή τους ήταν το χέλι. Η ουρά του εξείχε από το στόμα του πτώματος και χτυπιόταν με μανία σαν ασημένιο μαστίγιο. Ο Χάρι ακόμη θυμόταν τη μυρωδιά του αλατιού, οπότε πρέπει να ήταν θαλάσσιο χέλι. «Ο παππούς μου δεν έτρωγε σχεδόν τίποτε άλλο από χέλι» είπε εκείνη. «Άρχισε λίγο πριν από τον πόλεμο, μέχρι και που πέθανε. Τα καταβρόχθιζε, δεν χόρταινε να τα τρώει». «Έχω και ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη διαθήκη». «Ξέρετε γιατί έτρωγε τόσο πολλά χέλια; Θα μου πείτε, γιατί να ξέρετε; Ήταν ψαράς, αλλά πριν από τον πόλεμο οι άνθρωποι δεν έτρωγαν χέλια στην Έρστα. Ξέρετε γιατί;» Ο Χάρι είδε τον πόνο στο πρόσωπό της, όπως τον είχε δει και στον κήπο. «Κυρία Μούλνες...» «Σας ρωτώ αν ξέρετε γιατί». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Η Χίλντε Μούλνες χαμήλωσε τη φωνή της και χτύπησε το τραπεζομάντιλο με το κόκκινο νύχι της, τονίζοντας κάθε της συλλαβή. «Ναι λοιπόν, εκείνο τον χειμώνα ναυάγησε ένα καΐκι. Ο καιρός ήταν καλός και συνέβη μερικές εκατοντάδες μέτρα απ’ την ακτή, όμως έκανε τόσο κρύο, που κανείς από τους εννιά επιβαίνοντες δεν σώθηκε. Υπάρχει ένα ρεύμα κάτω

από εκεί που ναυάγησαν και δεν βρέθηκε ούτε ένας. Στη συνέχεια οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ότι το φιόρδ είχε γεμίσει χέλια. Τα χέλια τρώνε τους πνιγμένους, έλεγαν. Πολλοί απ’ τους νεκρούς είχαν συγγενείς στην Έρστα, κι έτσι οι πωλήσεις των χελιών έπεσαν κατακόρυφα. Κανείς δεν τολμούσε να εμφανιστεί δημοσίως κρατώντας σακούλες με χέλια. Έτσι ο παππούς αποφάσισε ότι άξιζε να πουλά όλα τα υπόλοιπα ψάρια και να κρατάει τα χέλια για την πάρτη του. Γέννημα θρέμμα του Σινμέρε, καταλαβαίνετε...» Ήπιε μια γουλιά κι άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Ένα υγρό δαχτυλίδι εμφανίστηκε πάνω στο τραπεζομάντιλο. «Και κάποια στιγμή, υποθέτω, άρχισε να του αρέσει. “Εννιά ήταν όλοι κι όλοι” έλεγε ο παππούς. “Αποκλείεται να έφτασαν για όλα αυτά τα χέλια. Εντάξει, μπορεί να έφαγα κάνα δυο που είχαν φάει κάποιον απ’ τους ταλαίπωρους, αλλά τι να κάνουμε τώρα; Δεν κατάλαβα διαφορά στη γεύση”. Δεν κατάλαβε διαφορά! Καλό, ε;» Τα λόγια της ακούστηκαν σαν την ηχώ κάποιου άλλου πράγματος. «Λοιπόν, Χόλε, τι λέτε; Έφαγαν τα χέλια τους ναυαγούς;» Ο Χάρι έξυσε πίσω από τ’ αυτί του. «Τι να πω, μερικοί λένε ότι και τα σκουμπριά τρώνε ανθρώπινο κρέας. Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι όλα κάπου κάπου τρώνε. Τα ψάρια εννοώ». Ο Χάρι την άφησε να τελειώσει το ποτό της.

«Ένας συνάδελφός μου στο Όσλο μίλησε πριν από λίγο με τον δικηγόρο της επιχείρησης του συζύγου σας, τον Μπιορν Χαρντάιντ, στο Όλεσουν. Όπως ίσως ξέρετε, οι δικηγόροι παύουν να περιορίζονται από την υποχρέωση της εχεμύθειας όταν ο πελάτης τους αποδημήσει εις Κύριον κι οι πληροφορίες που κατέχουν δεν βλάπτουν τη φήμη του θανόντος». «Όχι, δεν το ήξερα». «Εν πάση περιπτώσει, ο Μπιορν Χαρντάιντ δεν ήθελε να μιλήσει. Οπότε ο συνάδελφός μου πήρε τηλέφωνο τον αδερφό του Άτλε, αλλά δυστυχώς ούτε αυτός μας είπε τίποτα το ιδιαίτερο. Έγινε δε ιδιαιτέρως σιωπηλός όταν ο συνάδελφός μου του ανέπτυξε τη θεωρία ότι ο Άτλε Μούλνες δεν είχε τελικά όλη αυτή την οικογενειακή περιουσία που όλοι πίστευαν ότι είχε». «Γιατί το λέτε αυτό;» «Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεπληρώσει ένα χρέος 750.000 κορονών δεν είναι απαραιτήτως φτωχός, αλλά σίγουρα δεν διαθέτει οικογενειακό μερίδιο σε μια περιουσία διακοσίων σχεδόν εκατομμυρίων». «Πώς...» «Ο συνάδελφός μου πήρε τηλεφωνικά τα στοιχεία ισοζυγίου της Έπιπλα Μούλνες Α.Ε. από το Εμπορικό και

Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Στα βιβλία το κεφάλαιο της εταιρείας είναι σαφώς μικρότερο, αλλά ανακάλυψε ότι η εταιρεία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, οπότε επικοινώνησε με έναν χρηματιστή για να του δώσει τη χρηματιστηριακή της αξία. Η οικογενειακή επιχείρηση Μούλνες Εταιρεία Συμμετοχών έχει τέσσερις μετόχους, τρεις αδερφούς και μια αδερφή. Και οι τέσσερις αποτελούν το Δ.Σ. της Έπιπλα Μούλνες Α.Ε. και δεν υπάρχουν στοιχεία για πώληση μετοχών από τη στιγμή που η εταιρεία μετέφερε τις μετοχές της στη Συμμετοχών. Άρα, εάν ο σύζυγός σας δεν έχει πουλήσει το μερίδιο που του ανήκει στη Συμμετοχών σε κάποιο από τ’ αδέρφια του, τότε θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του τουλάχιστον...» Ο Χάρι συμβουλεύτηκε το μπλοκάκι του, όπου είχε καταγράψει επί λέξει ό,τι είχε μόλις πει «...πενήντα εκατομμύρια κορόνες». «Καλή δουλειά, βλέπω». «Δεν καταλαβαίνω τα μισά από αυτά που μόλις σας είπα, ξέρω μόνο ότι σημαίνουν πως κάποιος έχει δεσμεύσει τα χρήματα του συζύγου σας και θέλω να μάθω το γιατί». Η Χίλντε Μούλνες τον κοίταξε πάνω από το ποτήρι της. «Πραγματικά θέλετε;» «Γιατί όχι;» «Δεν νομίζω ότι αυτοί που σας έστειλαν φαντάστηκαν ότι θα εισχωρούσατε τόσο βαθιά στην προσωπική ζωή του

πρέσβη». «Ξέρω ήδη πάρα πολλά, κυρία Μούλνες». «Ξέρετε για;...» «Ναι». «Ακριβώς...» Σταμάτησε να μιλάει και αποτελείωσε το Mekong της. Πλησίασε ο σερβιτόρος, έτοιμος να το ξαναγεμίσει, αλλά αυτή του έκανε νόημα να απομακρυνθεί. «Εάν ξέρετε και τη μακρά παράδοση που έχει η οικογένεια Μούλνες με την ιεραποστολή και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, τότε μπορείτε να κάνετε τον λογαριασμό». «Πιθανόν. Θα το εκτιμούσα όμως εάν μου εξηγούσατε εσείς τα πράγματα». Εκείνη ανατρίχιασε σαν να την έπιασε ξαφνικά η πικρή γεύση του ποτού της. «Την απόφαση την πήρε ο πατέρας του Άτλε. Όταν άρχισαν να διαδίδονται οι φήμες εξαιτίας της υποψηφιότητάς του για πρόεδρος του κόμματος, ο Άτλε είπε στον πατέρα του την αλήθεια. Μια βδομάδα αργότερα ο πατέρας του ξανάγραψε τη διαθήκη του. Η νέα διαθήκη έλεγε ότι η ψιλή κυριότητα ανήκε στον Άτλε, αλλά η επικαρπία θα περνούσε στη Ρούνα από τα εικοστά τρίτα της γενέθλια και μετά». «Και μέχρι τότε ποιος έχει την επικαρπία;»

«Κανείς. Πράγμα που σημαίνει ότι παραμένει στην οικογενειακή επιχείρηση». «Και τώρα που ο σύζυγός σας δεν βρίσκεται πια εν ζωή;» «Τώρα» είπε η Χίλντε, χαϊδεύοντας το χείλος του ποτηριού με το δάχτυλό της, «τώρα η Ρούνα κληρονομεί όλα τα χρήματα. Και η επικαρπία μεταβιβάζεται στον άνθρωπο που έχει την επιμέλειά της μέχρι την ηλικία των είκοσι τριών ετών». «Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, τα χρήματα αυτά είναι πια στη διάθεσή σας». «Έτσι φαίνεται, ναι. Μέχρι η Ρούνα να γίνει είκοσι τριών ετών». «Και τι ακριβώς προβλέπει αυτό το δικαίωμα της επικαρπίας;» Η Χίλντε Μούλνες ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν το πολυέχω σκεφτεί, ξέρετε. Το έμαθα κι εγώ λίγες μέρες πριν. Από τον Χαρντάιντ». «Δηλαδή δεν γνωρίζατε από πριν ότι υπήρχε ρήτρα μεταβίβασης της επικαρπίας σε σας;» «Μπορεί και ν’ αναφέρθηκε κάποια στιγμή. Θυμάμαι να υπογράφω κάτι χαρτιά, αλλά η όλη υπόθεση είναι τόσο περίπλοκη, δεν νομίζετε; Εν πάση περιπτώσει, δεν είχα δώσει σημασία μέχρι τώρα». «Σοβαρά δεν είχατε δώσει σημασία;» είπε ο Χάρι ειρωνικά.

«Σας άκουσα να λέτε κάτι για τους ανθρώπους απ’ το Σινμέρε πριν από λίγο...» Εκείνη γέλασε αδύναμα. «Ποτέ δεν ήμουν αντιπροσωπευτικό δείγμα». Ο Χάρι την παρατήρησε. Μήπως προσποιούνταν ότι ήταν πιο μεθυσμένη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα; Έξυσε τον σβέρκο του. «Πόσον καιρό γνωρίζεστε με τον Γενς Μπρέκε;» «Πόσον καιρό πηδιόμαστε, εννοείτε;» «Και αυτό». «Ας τα βάλουμε στη σειρά. Για να δω...» Η Χίλντε Μούλνες συνοφρυώθηκε και κοίταξε το ταβάνι. Προσπάθησε να στηρίξει το πιγούνι στο χέρι της, αλλά γλίστρησε κι ο Χάρι κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος. Η γυναίκα ήταν τύφλα. «Γνωριστήκαμε στη δεξίωση καλωσορίσματος του Άτλε, δυο μέρες αφότου ήρθαμε στην Μπανγκόκ. Το πάρτι ξεκινούσε στις οκτώ κι ήταν καλεσμένη όλη η παροικία. Ήμασταν στον κήπο μπροστά από την πρεσβευτική κατοικία. Ο Γενς με πήδηξε στο γκαράζ μερικές ώρες αργότερα, δυο, τρεις, ξέρω γω. Λέω ότι με πήδηξε γιατί εγώ μάλλον ήμουν τύφλα κι η συμμετοχή μου δεν ήταν απαραίτητη. Ή η συγκατάθεσή μου. Αλλά την επόμενη φορά συναίνεσα. Ή τη μεθεπόμενη. Δεν πολυθυμάμαι. Τέλος πάντων, μερικά

πηδήματα αργότερα αρχίσαμε να γνωριζόμαστε. Αυτό με ρωτήσατε; Ναι, κι έκτοτε αυτό κάνουμε. Τώρα πια γνωριζόμαστε αρκετά καλά. Σας ικανοποιεί αυτή η απάντηση, επιθεωρητά;» Ο Χάρι είχε εκνευριστεί. Ίσως να έφταιγε η επιτηδευμένη αυτοπεριφρόνηση, η αδιαφορία που ήθελε να δείξει. Όπως και να ’χε, του είχε δώσει κάθε λόγο να πάψει να της συμπεριφέρεται με το γάντι. «Είπατε ότι ήσαστε σπίτι τη μέρα που πέθανε ο σύζυγός σας. Πού ακριβώς βρισκόσαστε μεταξύ πέντε το απόγευμα και της ώρας που πληροφορηθήκατε τον θάνατό του;» «Δεν θυμάμαι». Η Χίλντε Μούλνες ξέσπασε σε χάχανα. Ήταν σαν την κραυγή ενός κορακιού σε ένα ήσυχο δάσος, κι ο Χάρι κατάλαβε ότι είχαν αρχίσει να τραβούν την προσοχή των υπολοίπων. Για μια στιγμή παραλίγο να πέσει από την καρέκλα της, αλλά τελικά κατάφερε να ξαναβρεί την ισορροπία της. «Ω, μην ανησυχείτε, επιθεωρητά. Έχω άλλοθι, βλέπετε. Έτσι δεν το λέτε; Ναι, ναι, ένα πραγματικά καταπληκτικό άλλοθι. Ακούστε να σας το πω: Νομίζω ότι η κόρη μου θα μπορέσει να επιβεβαιώσει ότι δεν ήμουν διόλου σε θέση να μετακινηθώ εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι ν’ ανοίγω ένα μπουκάλι τζιν μετά το φαγητό και υποθέτω ότι τελικά

αποκοιμήθηκα, ξύπνησα, ξανάπια, ξανακοιμήθηκα, ξαναξύπνησα και τα λοιπά και τα λοιπά. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω». Ο Χάρι καταλάβαινε μια χαρά. «Άλλες ερωτήσεις, Χόλε;» Τόνισε τα δύο σύμφωνα του ονόματός του όχι πολύ, αλλά όσο χρειαζόταν για να τον προκαλέσει. «Ναι. Εσείς σκοτώσατε τον σύζυγό σας, κυρία Μούλνες;» Με μια εκπληκτικά γρήγορη κι επιδέξια κίνηση η γυναίκα άρπαξε το ποτήρι της και, πριν προλάβει ο Χάρι να τη σταματήσει, το ένιωσε να περνάει ξυστά από το αυτί του και το άκουσε να συνθλίβεται στον τοίχο από πίσω του. Εκείνη μόρφασε. «Μπορεί και να μη με πιστεύετε έπειτα από αυτό, αλλά ήμουν πρώτη σκόρερ στην ομάδα χάντμπολ κορασίδων της Έρστα». Η φωνή της ήταν ήρεμη, λες κι είχε ήδη ξεχάσει τι συνέβη. Ο Χάρι κοίταξε τα τρομαγμένα πρόσωπα που τους κοιτούσαν με τη σειρά τους. «Δεκαπέντε χρονών, μιλάμε για πάρα πολλά χρόνια πριν. Ήμουν η πιο όμορφη στην... χμ, αλλά μάλλον σας το είπα ήδη αυτό. Κι είχα καμπύλες, μη με βλέπετε τώρα. Τρυπώναμε με μια κολλητή μου στα αποδυτήρια των διαιτητών, δήθεν κατά λάθος, φορώντας μόνο τις μικροσκοπικές μας πετσέτες,

και λέγαμε ότι και καλά μπήκαμε στη λάθος πόρτα καθώς βγαίναμε από τα ντους. Για το καλό της ομάδας, φυσικά. Αλλά δεν νομίζω ότι οι διαιτητές μάς έδιναν και πολλή προσοχή. Μάλλον αναρωτιούνταν γιατί κάναμε μπάνιο πριν από τον αγώνα!» Ξαφνικά, πετάχτηκε όρθια κι άρχισε να φωνάζει: «Νέοι της Έρστα, νέοι της Έρστα, νέοι της Έρστα, ολέ ολέ ολέ!». Έπεσε σαν σακί πάνω στην καρέκλα της. Στην αίθουσα είχε πέσει σιωπή. «Αυτό φωνάζαμε. Δεν λέγαμε νεαρές, λέγαμε νέοι, γιατί με το άλλο δεν έβγαινε ο ρυθμός, καταλάβατε; Τέλος πάντων. Ποιος ξέρει; Ίσως θέλαμε απλώς να κάνουμε μπούγιο». Ο Χάρι την έπιασε από το μπράτσο και τη βοήθησε να κατέβει τα σκαλοπάτια. Έδωσε στον ταξιτζή τη διεύθυνσή της κι ένα πεντοδόλαρο και του είπε να την πάει γραμμή στο σπίτι. Ο ταξιτζής δεν πολυκατάλαβε τα λόγια του Χάρι, αλλά μάλλον έπιασε το νόημα. Ο Χάρι μπήκε σ’ ένα μπαρ στο τέρμα του Σόι 2, από τη μεριά της Σιλόμ. Ο πάγκος του μπαρ ήταν σχεδόν άδειος και στην πίστα χόρευαν δυο στριπτιζέζ που κανείς δεν τις είχε αγοράσει για εκείνο το βράδυ και, έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, ούτε κι επρόκειτο. Τι κουνούσαν πόδια και στήθη στον ρυθμό του «When Susannah cries», τι έπλεναν τα πιάτα, το ίδιο ήταν. Ο Χάρι δεν ήξερε ποιο από τα δύο ήταν

πιο θλιβερό. Μια μπίρα που δεν είχε παραγγείλει προσγειώθηκε μπροστά του. Δεν την άγγιξε· την πλήρωσε και πήγε να καλέσει το αστυνομικό τμήμα από ένα καρτοτηλέφωνο δίπλα στις ανδρικές τουαλέτες. Δεν υπήρχε πόρτα για γυναικείες.

26

να ελαφρύ αεράκι χάιδεψε τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά. O Χάρι στεκόταν στην τούβλινη προεξοχή της στέγης και χάζευε την πόλη. Αν έκλεινε τα μάτια του και άφηνε απλώς μια σχισμή, η πόλη στραφτάλιζε σαν πυκνό λαμπερό χαλί από φώτα. «Κατέβα αποκεί» είπε μια φωνή από πίσω του. «Με φοβίζεις». Η Λιζ καθόταν σε μια σεζ λονγκ μ’ ένα κουτάκι μπίρα στο χέρι. Ο Χάρι την είχε βρει στο αστυνομικό τμήμα πνιγμένη μέσα σε ντάνες αναφορών που έπρεπε να διαβαστούν· ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και συμφώνησε να τα παρατήσει για την επομένη. Κλείδωσαν το γραφείο, πήραν τον ανελκυστήρα για τον ενδέκατο όροφο, ανακάλυψαν ότι η πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα ήταν κλειδωμένη για το βράδυ, βγήκαν από

Έ

ένα παράθυρο, τράβηξαν τη σκάλα κινδύνου κι ανέβηκαν στην ταράτσα. Η βοή μιας κόρνας ομίχλης ξεχώρισε μέσα από το μάλλινο χαλί της κίνησης. «Το άκουσες αυτό;» ρώτησε η Λιζ. «Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου έλεγε ότι μπορούσες ν’ ακούσεις τους ελέφαντες που χαιρετιούνταν όταν συναντιούνταν πάνω στα πλοία που τους μετέφεραν από εδώ κι από εκεί. Τους μετέφεραν από τη Μαλαισία, από τα αποψιλωμένα δάση του Βόρνεο, στη βόρεια Ταϊλάνδη, αλυσοδεμένους στο κατάστρωμα. Για χρόνια ήμουν πεπεισμένη ότι αυτοί οι ήχοι ήταν όντως ελέφαντες που φυσούσαν μέσ’ από τις προβοσκίδες τους». Η ηχώ έσβησε. «Η Χίλντε Μούλνες έχει κίνητρο, αλλά φτάνει αυτό;» είπε ο Χάρι και πήδηξε πίσω στην ταράτσα. «Θα σκότωνες εσύ κάποιον για να έχεις την επικαρπία πενήντα εκατομμυρίων κορονών για έξι χρόνια;» «Εξαρτάται από το ποιον έπρεπε να σκοτώσω» είπε η Λιζ. «Ξέρω δυο τρεις ανθρώπους που θα σκότωνα για πολύ λιγότερα». «Θέλω να πω, είναι πενήντα εκατομμύρια κορόνες για έξι χρόνια το ίδιο με πενήντα εκατομμύρια κορόνες για εξήντα χρόνια;» «Αρνητικό».

«Ακριβώς. Γαμώτο μου!» «Θα ’θελες να είναι αυτή; Η κυρία Μούλνες;» «Θα σου πω τι θα ’θελα. Θα ’θελα να βρούμε αυτό τον γαμημένο δολοφόνο για να πάω σπίτι μου». Η Λιζ άφησε ένα δυνατό εντυπωσιακό ρέψιμο, έγνεψε επιδοκιμάζοντας τον εαυτό της κι άφησε κάτω την μπίρα της. «Την κακομοίρα την κόρη τους. Ρούνα δεν τη λένε;» «Μπα, είναι σκληρό κορίτσι». «Πώς είσαι σίγουρος;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και τέντωσε ένα χέρι στα ουράνια. «Τι κάνεις;» «Σκέφτομαι». «Εννοώ με το χέρι σου. Τι κάνεις εκεί;» «Μαζεύω ενέργεια, ενέργεια απ’ όλους τους ανθρώπους εκεί κάτω. Δίνει, λένε, αιώνια ζωή. Πιστεύεις σε κάτι τέτοια;» «Σταμάτησα να πιστεύω στην αιώνια ζωή όταν ήμουν δεκάξι, Χάρι». Ο Χάρι γύρισε και την κοίταξε, αλλά δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι. «Ο πατέρας σου;» Είδε τη σιλουέτα απ’ το προφίλ της να γνέφει καταφατικά. «Ναι. Σήκωνε όλο τον κόσμο στους ώμους του ο μπαμπάς

μου. Τελικά του έπεσε πολύ βαρύς». «Πώς;...» ξεκίνησε να λέει, αλλά σταμάτησε. Ακούστηκε ένα τρίξιμο καθώς η Λιζ συνέθλιψε το κουτάκι της μπίρας. «Είναι η κλασική θλιβερή ιστορία των βετεράνων του Βιετνάμ, Χάρι. Τον βρήκαμε στο γκαράζ ντυμένο με τη στολή του και το περίστροφο στο πλάι. Είχε γράψει ολόκληρο γράμμα, όχι σε μας, στον αμερικάνικο στρατό. Έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο να αποποιείται τις ευθύνες του. Το ’χε πρωτονιώσει όταν στεκόταν στην μπουκαπόρτα ενός ελικοπτέρου που προσγειωνόταν στην ταράτσα της αμερικανικής πρεσβείας στη Σαϊγκόν, το ’73, κι έβλεπε κάτω από τα πόδια του απελπισμένους Νοτιοβιετναμέζους να προσπαθούν να βρουν καταφύγιο από τις δυνάμεις των Βιετκόγκ που πλησίαζαν. Έλεγε ότι ήταν εξίσου υπεύθυνος με τη στρατιωτική αστυνομία που χρησιμοποίησε τους υποκόπανους των όπλων τους για να τους κόψει τον δρόμο, μ’ αυτούς τους ανθρώπους που τους είχαν υποσχεθεί ότι θα κέρδιζαν τον πόλεμο, που τους είχαν υποσχεθεί δημοκρατία. Ως αξιωματικός θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για την απόφαση του αμερικανικού στρατού για εκκένωση, εις βάρος των Βιετναμέζων που είχαν πολεμήσει στο πλευρό τους. Στο γράμμα ο μπαμπάς αφιέρωνε τις πολεμικές του προσπάθειες σ’ αυτούς και μετάνιωνε που αποδείχθηκε ανεύθυνος

απέναντί τους. Στο τέλος είχε γράψει ένα αντίο σε μένα και τη μαμά, λέγοντάς μας να προσπαθήσουμε να τον ξεχάσουμε το συντομότερο δυνατόν». Ο Χάρι ένιωσε την ανάγκη να καπνίσει. «Μεγάλη ευθύνη να την κουβαλά κανείς πάνω του». «Ναι, αλλά καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι ευκολότερο ν’ αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη των νεκρών παρά των ζωντανών. Και μένουμε εμείς ν’ αναλάβουμε τη φροντίδα τους, Χάρι. Των ζωντανών εννοώ. Αυτή η ευθύνη μάς οδηγεί». Ευθύνη. Ένα πράγμα είχε προσπαθήσει να θάψει την προηγούμενη χρονιά: το αίσθημα της ευθύνης. Όχι μόνο τροφοδοτούσε ενοχές, δεν ανταμειβόταν και ποτέ. Όχι, δεν καθοδηγούνταν από το αίσθημα της ευθύνης ο Χάρι. Ίσως ο Τούρχους να είχε δίκιο, ίσως ήθελε ν’ αποδώσει δικαιοσύνη λόγω άλλων, πιο χαμερπών κινήτρων. Λόγω μιας βλακώδους φιλοδοξίας, ας πούμε, που δεν του επέτρεπε να βάλει την υπόθεση στο ράφι, αλλά του επέβαλλε να πιάσει κάποιον, οποιονδήποτε, φτάνει να υπήρχαν εναντίον του ενοχοποιητικά στοιχεία που θα σφράγιζαν την υπόθεση με τη λέξη ΕΛΥΘΗ. Είχε πιστέψει ότι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και το χάιδεμα στ’ αυτιά δεν τον είχαν επηρεάσει όταν επέστρεψε από την Αυστραλία· μήπως είχε κάνει λάθος;

Μήπως τελικά αυτή η ιδέα να πατήσει επί πτωμάτων, μόνο και μόνο επειδή ήθελε να τελειώνει και να γυρίσει ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση της αδερφής του, ήταν απλώς μια δικαιολογία; Για ποιον άλλο λόγο να νιώθει ότι ήταν τόσο σημαντικό πια να πετύχει; Για μια στιγμή έπεσε σιωπή κι ήταν λες κι η Μπανγκόκ κρατούσε την ανάσα της. Και μετά η βοή από την κόρνα ομίχλης ξανά. Σαν θρήνος. Σαν ένας μοναχικός, θλιμμένος ελέφαντας, σκέφτηκε ο Χάρι. Κι ύστερα ξανάρχισαν κι οι κόρνες των αυτοκινήτων.

Όταν γύρισε στο διαμέρισμα, βρήκε ένα σημείωμα στο χαλάκι της εξώπορτας: Είμαι στην πισίνα, Ρούνα. Ο Χάρι είχε παρατηρήσει ότι στον ανελκυστήρα έγραφε «πισίνα» δίπλα στον αριθμό 5, κι όταν κατέβηκε στον πέμπτο όροφο μύρισε, όντως, το έντονο χλώριο. Στρίβοντας στη γωνία είδε την υπαίθρια πισίνα, πλαισιωμένη από δύο μπαλκόνια. Το νερό στραφτάλιζε απαλά στο φως του φεγγαριού. Ο Χάρι κάθισε ανακούρκουδα στην άκρη κι έβαλε το ένα χέρι στο νερό. «Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εδώ, ε;» Η Ρούνα δεν απάντησε, απλώς έδωσε μια κλοτσιά στο

νερό, πέρασε από μπροστά του και χώθηκε κάτω από την επιφάνεια. Τα ρούχα και το προσθετικό της χέρι ήταν πεταμένα σε μια ξαπλώστρα. «Ξέρεις τι ώρα είναι;» τη ρώτησε. Εκείνη εμφανίστηκε ακριβώς από κάτω του, τον άρπαξε από τον λαιμό, λύγισε τα γόνατα και κλότσησε απαλά το τοίχωμα της πισίνας. Ο Χάρι, εντελώς απροετοίμαστος, έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο νερό μαζί της, με τα χέρια του ν’ αγγίζουν το γυμνό και λείο δέρμα της. Δεν έβγαλαν ούτε έναν ήχο, μόνο έσπρωξαν το νερό στο πλάι σαν βαρύ ζεστό πάπλωμα και βυθίστηκαν μέσα του. Φουσκάλες δημιουργήθηκαν στ’ αυτιά του και τον γαργάλησαν κι ένιωσε ότι το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Έφτασαν στον βυθό κι εκεί ο Χάρι πάτησε τα πόδια του κι έσπρωξε προς τα πάνω, ανεβάζοντάς τους στην επιφάνεια. «Είσαι τρελή!» φώναξε με το νερό στο στόμα. Εκείνη χαχάνισε κι απομακρύνθηκε με γρήγορες απλωτές. Ο Χάρι ήταν ξαπλωμένος στην άκρη της πισίνας με τα ρούχα του να στάζουν, όταν εκείνη βγήκε από το νερό. Όταν άνοιξε τα μάτια του, την είδε να προσπαθεί να πιάσει μια τεράστια λιβελούλα, που επέπλεε στο νερό, με την απόχη της πισίνας. «Θαύμα!» είπε ο Χάρι. «Ήμουν πεπεισμένος ότι τα μόνα έντομα που επιβίωναν σ’ αυτή την πόλη ήταν οι κατσαρίδες».

«Τα καλά παιδιά επιβιώνουν πάντα» είπε εκείνη, σηκώνοντας προσεκτικά την απόχη. Απελευθέρωσε τη λιβελούλα κι αυτή πέταξε πάνω από την πισίνα μ’ ένα χαμηλό βουητό. «Κι οι κατσαρίδες δεν είναι καλά παιδιά;» «Μπλιαχ! Είναι αηδιαστικές!» «Κι επειδή είναι αηδιαστικές; Αυτό δεν τις κάνει κακές». «Ίσως όχι. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι καλές. Απλώς... υπάρχουν, πώς να το πω;» «Απλώς υπάρχουν» επανέλαβε ο Χάρι, χωρίς ίχνος σαρκασμού, μάλλον στοχαστικά. «Έτσι είναι φτιαγμένες. Φτιαγμένες για να θες να τις πατάς. Μόνο που είναι πάρα πολλές». «Ενδιαφέρουσα ιστορία». «Άκου» ψιθύρισε. «Όλοι κοιμούνται». «Η Μπανγκόκ δεν κοιμάται ποτέ». «Πώς, αμέ. Άκου. Είναι οι ήχοι του ύπνου». Η απόχη ήταν στερεωμένη σ’ έναν λεπτό αλουμινένιο σωλήνα. Η Ρούνα φύσηξε μέσα του κι έκανε έναν κούφιο ήχο, σαν να έπαιζε ντιτζεριντού. Ο Χάρι αφουγκράστηκε. Η Ρούνα είχε δίκιο. Τον ακολούθησε στο διαμέρισμα, να κάνει ένα μπάνιο. Ο Χάρι ήταν ήδη στον διάδρομο με πατημένο το κουμπί του

ανελκυστήρα όταν η Ρούνα βγήκε τυλιγμένη με μια πετσέτα. «Τα ρούχα σου είναι πάνω στο κρεβάτι» της είπε κι έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος. Έπειτα στάθηκαν στον διάδρομο περιμένοντας το ασανσέρ. Το κόκκινο φωτάκι πάνω από την πόρτα μετρούσε την αντίστροφη μέτρηση. «Πότε φεύγεις;» τον ρώτησε. «Σύντομα. Αν βρεθούν τα στοιχεία». «Ξέρω ότι συναντηθήκατε με τη μαμά απόψε». Ο Χάρι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε τα νύχια των ποδιών του. Χρειάζονται κόψιμο, του είχε πει. Οι πόρτες άνοιξαν κι ο Χάρι στάθηκε φράζοντας το άνοιγμα. «Η μητέρα σου λέει ότι ήταν σπίτι το βράδυ που πέθανε ο πατέρας σου. Κι ότι μπορείς να το επιβεβαιώσεις». Εκείνη γκρίνιαξε. «Σοβαρά τώρα, θες να σου απαντήσω;» «Ίσως και να μη θέλω» είπε εκείνος κι έκανε ένα βήμα πίσω. Την ώρα που εκείνη είχε μπει στο ασανσέρ και ο Χάρι ήταν απέξω, αλληλοκοιτάχτηκαν, περιμένοντας τις πόρτες να ξανακλείσουν. «Ποιος νομίζεις ότι το έκανε;» τη ρώτησε τελικά. Εκείνη τον κοίταζε απλώς, όταν τελικά έκλεισαν οι πόρτες.

27

ες στη μέση του κιθαριστικού σόλο του Τζίμι στο «All along the watchtower», η μουσική σταμάτησε· ο Τζιμ Λαβ αναπήδησε κι ύστερα κατάλαβε ότι κάποιος τού είχε αφαιρέσει τα ακουστικά. Στριφογύρισε στην καρέκλα του κι είδε έναν ψηλό ξανθό τύπο, που είχε προφανώς επιπόλαια σχέση με τ’ αντηλιακά, να δεσπόζει από πάνω του μες στο στενό φυλάκιό του. Το μισό του πρόσωπο ήταν κρυμμένο πίσω από κάτι γυαλιά αεροπόρου αμφίβολης ποιότητας. Ο Τζιμ τα ’πιανε αμέσως κάτι τέτοια: Τα δικά του του είχαν κοστίσει τους μισθούς μιας βδομάδας. «Χελόου» είπε ο άνδρας. «Σε ρώτησα αν μιλάς αγγλικά». Ο τύπος είχε μια απροσδιόριστη προφορά κι ο Τζιμ απάντησε με προφορά του Μπρούκλιν:

Μ

«Καλύτερα, πάντως, απ’ ό,τι μιλάω τα ταϊλανδέζικα. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Ποια εταιρεία ψάχνετε;» «Καμιά εταιρεία. Εσένα θέλω». «Εμένα; Δεν είστε ο επιβλέπων της εταιρείας ασφαλείας; Να σας εξηγήσω για το γουόκμαν...» «Όχι, δεν είμαι. Αστυνομικός είμαι. Τ’ όνομά μου είναι Χόλε. Από εδώ ο συνάδελφός μου, ο Νιο...» Ο Χάρι έκανε στο πλάι και πίσω του, στο άνοιγμα της πόρτας, ο Τζιμ είδε έναν Ταϊλανδό με το κλασικό σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι και το φρεσκοσιδερωμένο του λευκό πουκάμισο. Πράγμα που τον έκανε να μην αμφιβάλει λεπτό για τη γνησιότητα της αστυνομικής ταυτότητας που του έδειξε. Σφάλισε το ένα του μάτι. «Αστυνομία, ε; Όλοι στον ίδιο κουρέα κουρεύεστε; Σκεφτήκατε ποτέ ν’ αλλάξετε κούρεμα; Κάτι σαν κι αυτό ίσως;» είπε κι έδειξε τη χαίτη του. Ο ψηλός γέλασε. «Μπα, δεν νομίζω ότι η εϊτίλα έχει επανέλθει στη μόδα στα αστυνομικά τμήματα». «Εϊτίλα;» «Άσ’ το καλύτερα. Έχεις αντικαταστάτη για να μπορέσουμε να τα πούμε κάπου;» O Τζιμ τούς εξήγησε ότι είχε έρθει στην Ταϊλάνδη πριν από τέσσερα χρόνια, για διακοπές με κάτι φίλους. Είχαν νοικιάσει μοτοσικλέτες και ξεκίνησαν για τον Βορρά και σ’ ένα

χωριουδάκι δίπλα στον ποταμό Μεκόνγκ, στα σύνορα με το Λάος, ένας από αυτούς έκανε το λάθος ν’ αγοράσει λίγο όπιο και να το βάλει στο σακίδιό του. Στον δρόμο της επιστροφής τούς σταμάτησε η αστυνομία και τους έψαξε. Και σ’ εκείνο τον επαρχιακό χωματόδρομο, στα βάθη της Ταϊλάνδης, συνειδητοποίησαν ότι ο φίλος τους θα πήγαινε φυλακή και θα έμενε μέσα για χρόνια. «Ο νόμος λέει ότι μπορούν μέχρι και να εκτελέσουν ανθρώπους που εισάγουν παράνομα ναρκωτικά. Το ξέρατε αυτό; Και οι τρεις μας που δεν κάναμε τίποτα σκεφτήκαμε: Σκατά, θα μας μπαγλαρώσουν κι εμάς ως συνένοχους ή κάτι τέτοιο. Γάμησέ τα. Εγώ είμαι μαύρο Αμερικανάκι, δεν μοιάζω με λαθρέμπορος ηρωίνης, σωστά; Τους χιλιοπαρακαλέσαμε, μέχρι που κάποιος από τους αστυνομικούς είπε κάτι για λεφτά, ότι θα μπορούσε να μετατρέψει, λέει, την ποινή μας σε πρόστιμο. Οπότε βάλαμε κι εμείς κάτω όσα είχαμε, τους δώσαμε και το όπιο και μας άφησαν να φύγουμε. Ήμασταν τόσο χαρούμενοι! Το πρόβλημα, φυσικά, ήταν ότι τους είχαμε δώσει και τα λεφτά του εισιτηρίου επιστροφής στις ΗΠΑ. Οπότε...» Ο Τζιμ τούς περιέγραψε με πολλά λόγια κι ακόμα περισσότερες χειρονομίες πώς το ένα έφερε το άλλο, πώς ξεκίνησε να δουλεύει ως ξεναγός για αμερικανούς τουρίστες,

αλλά τα βρήκε σκούρα με την άδεια παραμονής κι άρχισε να ψιλοκρύβεται, γνώρισε μια Ταϊλανδή που τον φρόντιζε τελικά και, όταν οι υπόλοιποι αποφάσισαν να σηκωθούν και να φύγουν, αυτός αποφάσισε να μείνει. Με τα πολλά, κατάφερε να πάρει άδεια παραμονής γιατί βρήκε δουλειά ως φύλακας σε πάρκινγκ, όπου χρειάζονταν ανθρώπους που μιλούσαν αγγλικά λόγω των πολυεθνικών. Ο Τζιμ μιλούσε τόσο πολύ, που ο Χάρι έπρεπε να τον διακόψει. «Ω, γαμώτο, ελπίζω ο ταϊλανδός φίλος σου να μη μιλάει αγγλικά» είπε, κοιτάζοντας νευρικά τον Νιο. «Οι τύποι που δωροδοκήσαμε εκεί στον Βορρά...» «Χαλάρωσε, Τζιμ. Για άλλο πράγμα έχουμε έρθει. Στις 3 Ιανουαρίου, γύρω στις τέσσερις, μια σκούρα μπλε Mercedes με διπλωματικές πινακίδες: Σου λέει τίποτα;» Ο Τζιμ έσκασε στα γέλια. «Αν με ρωτούσες ποιο κομμάτι του Τζίμι Χέντριξ άκουγα πριν από λίγο, μαν, μπορεί και να θυμόμουν, αλλά τα αυτοκίνητα που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα...» Σούφρωσε τα χείλη του. «Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ πήρα κάτι σαν εισιτήριο. Δεν μπορείς να ελέγξεις τα εισιτήρια, ας πούμε; Για την πινακίδα του αυτοκινήτου;» Ο Τζιμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν τα προσέχουμε κάτι τέτοια. Τα περισσότερα σημεία του γκαράζ

καλύπτονται από κάμερες κλειστού κυκλώματος, οπότε, αν χρειαστεί, το ελέγχουμε μετά». «Μετά; Δηλαδή κρατάτε βίντεο από τις κάμερες;» «Φυσικά». «Μα δεν βλέπω τίποτα οθόνες». «Δεν υπάρχουν οθόνες. Το γκαράζ έχει έξι επίπεδα, οκέι; Δεν γίνεται να καθόμαστε και να κοιτάζουμε και τα έξι. Του πούστη, οι περισσότεροι κλέφτες αν δουν κάμερα την κοπανάνε, σωστά; Να η μισή δουλειά, έτοιμη. Ε, κι αν τύχει και κάποιος είναι αρκετά ηλίθιος ώστε να πάρει κάτι από κάποιο αυτοκίνητο, τότε τον έχουμε σε βίντεο». «Και πόσον καιρό κρατάτε αυτές τις βιντεοκασέτες;» «Δέκα μέρες. Οι περισσότεροι ξέρουν αν τους έχουν κλέψει ή όχι μέχρι τότε. Μετά το πέρας αυτών των ημερών ξαναγράφουμε πάνω στις βιντεοταινίες». «Αυτό σημαίνει ότι έχεις βιντεοσκοπημένο το διάστημα από τις τέσσερις έως τις πέντε το απόγευμα της 3ης Ιανουαρίου, σωστά;» Ο Τζιμ κοίταξε το ημερολόγιο τοίχου. «Το πέτυχες». Κατέβηκαν μια σκάλα και μπήκαν σ’ ένα ζεστό και υγρό υπόγειο, όπου ο Τζιμ άναψε τη μοναδική λάμπα και ξεκλείδωσε ένα από τα σιδερένια ντουλάπια κατά μήκος ενός τοίχου. Οι κασέτες ήταν αραδιασμένες μέσα στη σειρά.

«Αν θες όλο το γκαράζ, μιλάμε για πολλές κασέτες». «Όχι, μου φτάνει το πάρκινγκ των επισκεπτών» είπε ο Χάρι. Ο Τζιμ έψαξε τα ράφια. Προφανώς, κάθε κάμερα είχε και το ράφι της και οι ημερομηνίες ήταν γραμμένες στη ράχη της κάθε κασέτας με μολύβι. Ο Τζιμ έβγαλε μία έξω. «Διάνα». Άνοιξε ένα άλλο ντουλάπι που περιείχε ένα βίντεο και μια οθόνη, έβαλε την κασέτα μέσα και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μια ασπρόμαυρη εικόνα έκανε την εμφάνισή της. Ο Χάρι αναγνώρισε αμέσως τις θέσεις των επισκεπτών· είχαν προφανώς καταγραφεί από την κάμερα που είχε παρατηρήσει κι αυτός την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στο γκαράζ. Ένας κωδικός στην κάτω γωνία έδειχνε τη μέρα, τον μήνα και την ώρα. Προχώρησαν γρήγορα μέχρι τις 15:30. Κανένα διπλωματικό αυτοκίνητο. Περίμεναν. Ήταν λες και είχαν πατήσει παύση· τίποτα δεν γινόταν. «Για να το τρέξουμε λίγο πιο γρήγορα» είπε ο Τζιμ. Εκτός από το ρολόι στο κάτω μέρος που έτρεχε, καμιά άλλη διαφορά στην οθόνη. Στις 17:15 κάτι αυτοκίνητα πέρασαν γρήγορα, αφήνοντας βρεγμένα ίχνη στο τσιμέντο. 17:40, τα ίχνη είχαν αρχίσει να στεγνώνουν και να εξαφανίζονται, αλλά κανένα ίχνος από τη Mercedes του πρέσβη. Όταν το ρολόι έδειξε 17:50, ο Χάρι είπε στον Τζιμ να

κλείσει το βίντεο. «Θα έπρεπε να υπάρχει μια Mercedes με διπλωματικές πινακίδες σε μια από τις θέσεις των επισκεπτών» είπε ο Χάρι. «Σόρι» είπε ο Τζιμ. «Μάλλον σας έδωσαν λάθος πληροφορίες». «Θα μπορούσε να έχει παρκάρει πουθενά αλλού;» «Φυσικά. Αλλά οποιοδήποτε αυτοκίνητο μπαίνει εδώ μέσα πρέπει να περάσει μπροστά από αυτή την κάμερα. Θα το είχαμε δει». «Ας δούμε ένα άλλο βίντεο» είπε ο Χάρι. «Οκέι, ποιο;» Ο Νιο έψαξε στις τσέπες του. «Ξέρεις πού παρκάρει το αμάξι που έχει αυτές τις πινακίδες;» ρώτησε δίνοντάς του ένα κομμάτι χαρτί. Ο Τζιμ τον κοίταξε έντρομος. «Ω, ρε πούστη, μιλάς αγγλικά!» «Είναι μια κόκκινη Porsche». Ο Τζιμ του ξανάδωσε το χαρτάκι. «Δεν χρειάζεται να τσεκάρω. Κανείς τακτικός πελάτης μας δεν οδηγεί κόκκινη Porsche». «Faen!» φώναξε ο Χάρι. «Τι είπες;» ρώτησε ο Τζιμ χαμογελώντας. «Τίποτα, μια νορβηγική λέξη που δεν θες να ξέρεις». Ξαναβγήκαν έξω στη λιακάδα.

«Μπορώ να σου βρω ένα καλό ζευγάρι σε καλή τιμή» είπε ο Τζιμ δείχνοντας τα γυαλιά ηλίου του Χάρι. «Όχι, ευχαριστώ». «Με χρειάζεστε τίποτα άλλο;» Ο Τζιμ τούς έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε. Είχε ήδη αρχίσει να χτυπά τα δάχτυλά του στον νοητό ρυθμό. Του έλειπε, φαίνεται, το γουόκμαν του. «Ε, κυρ αστυνομικέ!» τους φώναξε καθώς έφευγαν. Ο Χάρι γύρισε. «Φά-αν!» Το γέλιο του αντηχούσε σ’ όλη τη διαδρομή προς το αμάξι τους.

«Τι ξέρουμε λοιπόν;» ρώτησε η Λιζ βάζοντας τα πόδια πάνω στο γραφείο της. «Ξέρουμε ότι ο Μπρέκε λέει ψέματα» είπε ο Χάρι. «Είπε ότι μετά τη συνάντησή τους συνόδευσε τον πρέσβη στο αμάξι του, που ήταν παρκαρισμένο στο υπόγειο γκαράζ». «Και γιατί να πει ψέματα για κάτι τέτοιο;» «Ο πρέσβης τον παίρνει τηλέφωνο και λέει ότι θέλει να επιβεβαιώσει το ραντεβού τους για τις τέσσερις το απόγευμα. Είναι εξακριβωμένο ότι ο πρέσβης πήγε όντως στο γραφείο του Μπρέκε. Μιλήσαμε με τη ρεσεψιονίστ και μας το επιβεβαίωσε. Μας επιβεβαίωσε επίσης ότι έφυγαν μαζί από

το γραφείο, γιατί ο Μπρέκε πέρασε να της αφήσει κάποιο μήνυμα. Το θυμάται καλά γιατί ήταν γύρω στις πέντε κι ετοιμαζόταν να πάει σπίτι της». «Ευτυχώς που υπάρχουν και μερικοί που θυμούνται κάποια πράγματα». «Αλλά δεν ξέρουμε τι έκαναν ο Μπρέκε κι ο πρέσβης αμέσως μετά». «Πού βρισκόταν το αμάξι; Αμφιβάλλω αν θα ρίσκαρε να το παρκάρει έξω στον δρόμο σ’ αυτή τη γειτονιά της Μπανγκόκ». «Ίσως συμφώνησαν να πάνε κάπου αλλού και ο πρέσβης έβαλε κάποιον να προσέχει το αμάξι του για να πάει να πάρει τον Μπρέκε» πρότεινε ο Νιο. Ο Ράνγκσαν ξερόβηξε και γύρισε σελίδα στην εφημερίδα του. «Σ’ ένα μέρος γεμάτο μικροεγκληματίες που καραδοκούν ανά πάσα στιγμή;» «Σωστά, συμφωνώ» είπε η Λιζ. «Παραμένει περίεργο που δεν χρησιμοποίησε το υπόγειο γκαράζ τη στιγμή που είναι το ευκολότερο και πιο ασφαλές μέρος που υπήρχε. Θα μπορούσε να έχει παρκάρει δίπλα στο ασανσέρ, στην κυριολεξία». Το μικρό της δαχτυλάκι στριφογύρισε μες στο αυτί της και το πρόσωπό της φωτίστηκε ξαφνικά.

«Πού ακριβώς το πάμε με όλα αυτά;» ρώτησε. Ο Χάρι σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παραίτησης. «Ήλπιζα ότι θα μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι ο Μπρέκε έφυγε για τα καλά από το γραφείο όταν έφυγαν μαζί με τον Μούλνες στις πέντε, με το αμάξι του πρέσβη. Και ότι οι κασέτες θα αποδείκνυαν ότι η Porsche του παρέμεινε στο γκαράζ όλο το βράδυ. Αλλά δεν σκέφτηκα ότι μπορεί ο Μπρέκε να μην παίρνει το αμάξι στη δουλειά». «Ας ξεχάσουμε για μια στιγμή όλα αυτά τα αυτοκίνητα» είπε η Λιζ. «Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο Μπρέκε μάς λέει ψέματα. Άρα τι κάνουμε;» Χτύπησε την εφημερίδα του Ράνγκσαν. «Ελέγχουμε το άλλοθι» απάντησε η φωνή πίσω από την εφημερίδα.

28

ι αντιδράσεις των ανθρώπων όταν συλλαμβάνονται είναι τόσο διαφορετικές όσο κι απρόβλεπτες. Ο Χάρι νόμιζε ότι είχε δει τις περισσότερες εκδοχές, κι έτσι δεν πολυξαφνιάστηκε βλέποντας το ηλιοκαμένο πρόσωπο του Γενς Μπρέκε να χλωμιάζει και τα μάτια του να κοιτάζουν παντού σαν μάτια κυνηγημένου ζώου. Αλλάζει η γλώσσα του σώματος κι ακόμα και το ραμμένο στο χέρι κουστούμι του Armani δεν σου κάθεται πια καλά. Ο Μπρέκε κρατούσε το κεφάλι του ψηλά, αλλά έμοιαζε να έχει μαζέψει. Ο Μπρέκε δεν είχε συλληφθεί, για ανάκριση τον είχαν φέρει μόνο στο τμήμα, αλλά για κάποιον που δεν του είχε ξανατύχει να συνοδεύεται από δύο ένστολους αστυνομικούς που μπουκάρουν μέσα και δεν ρωτούν καν αν ενοχλούν η διαφορά είναι ακαδημαϊκή. Όταν ο Χάρι είδε τον Μπρέκε

Ο

στην αίθουσα ανακρίσεων, η ιδέα ότι ο άνδρας που στεκόταν μπροστά του ήταν ικανός να διαπράξει εν ψυχρώ δολοφονία έμοιαζε γελοία. Αλλά και στο παρελθόν το είχε ξανασκεφτεί αυτό κι είχε κάνει λάθος. «Πολύ φοβάμαι ότι η ανάκριση πρέπει να γίνει στα αγγλικά» είπε ο Χάρι και κάθισε απέναντι από τον Μπρέκε. «Μας ηχογραφούν». Έδειξε το μικρόφωνο ανάμεσά τους. «Μάλιστα» είπε ο Μπρέκε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Ήταν λες και δυο αγκίστρια του τραβούσαν τις άκρες του στόματος. «Πάλεψα πολύ για να κάνω εγώ αυτή την ανάκριση» είπε ο Χάρι. «Αφού ηχογραφείται, θα έπρεπε κανονικά να γίνει από κάποιον ταϊλανδό αξιωματικό, αλλά, αφού είστε νορβηγός πολίτης, ο αρχηγός έδωσε το οκέι». «Σας ευχαριστώ». «Δεν ξέρω αν πρέπει να μ’ ευχαριστείτε. Ξέρετε ότι έχετε το δικαίωμα να επικοινωνήσετε με κάποιον δικηγόρο, σωστά;» «Ναι». Ο Χάρι πήγε να ρωτήσει γιατί δεν το είχε εκμεταλλευτεί, αλλά σταμάτησε. Δεν υπήρχε λόγος να του δώσει κι άλλη ευκαιρία να σκεφτεί. Είχε μάθει ότι το νομικό σύστημα της Ταϊλάνδης έμοιαζε με αυτό της Νορβηγίας και άρα δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι οι δικηγόροι θα διέφεραν και πολύ μεταξύ τους. Πράγμα που σήμαινε ότι το πρώτο πράγμα που

θα έκανε ο δικηγόρος του Μπρέκε θα ήταν να κάνει τον πελάτη του να το βουλώσει. Τέλος πάντων, είχαν ακολουθήσει όλους τους κανόνες και τώρα ήταν καιρός πια ν’ αρχίσουν. O Χάρι έκανε νόημα ότι μπορούσε ν’ αρχίσει η ηχογράφηση. Ο Νιο μπήκε στην αίθουσα, διάβασε μερικές τυπικές διατυπώσεις ως εισαγωγή στην κασέτα κι έφυγε. «Αληθεύει το γεγονός ότι διατηρείτε σχέση με τη Χίλντε Μούλνες, τη χήρα του εκλιπόντος Άτλε Μούλνες;» «Τι;» Δυο τεράστια φοβισμένα μάτια τον κοίταξαν από την άλλη μεριά του τραπεζιού. «Έχω μιλήσει με την κυρία Μούλνες. Σας συνιστώ να πείτε την αλήθεια». «Ναι». «Πιο δυνατά, παρακαλώ». «Ναι!» «Εδώ και πόσον καιρό;» «Δεν ξέρω. Πολύ». «Από το πάρτι υποδοχής του πρέσβη πριν από δεκαοκτώ μήνες;» «Ε...» «Ε;» «Ναι, νομίζω ότι αυτό είναι αληθές».

«Γνωρίζατε ότι η κυρία Μούλνες θα έπαιρνε την επικαρπία μιας μεγάλης περιουσίας σε περίπτωση θανάτου του συζύγου της;» «Περιουσίας;» «Μήπως δεν με καταλαβαίνετε;» Ο Μπρέκε ξεφύσηξε σαν σκασμένη πλαστική μπάλα. «Πρώτη φορά το ακούω. Νόμιζα ότι το κεφάλαιό τους ήταν περιορισμένο». «Σοβαρά; Την τελευταία φορά που μιλήσαμε μου είπατε ότι στη συνάντηση που είχατε με τον Μούλνες στο γραφείο σας στις 3 Ιανουαρίου μιλήσατε για επενδύσεις. Συν τοις άλλοις, γνωρίζουμε ότι ο Μούλνες χρωστούσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς συνάδουν αυτά τα δύο». Σιωπή. Ο Μπρέκε κάτι πήγε να πει, αλλά σταμάτησε. «Είπα ψέματα» είπε στο τέλος. «Να λοιπόν η ευκαιρία σας να πείτε τώρα την αλήθεια». «Ήρθε για να συζητήσουμε τη σχέση μου με τη Χίλντε... με τη γυναίκα του. Ήθελε να διακόψουμε». «Δεν ακούγεται παράλογο, έτσι δεν είναι;» Ο Μπρέκε ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω πόσα γνωρίζετε για τον Άτλε Μούλνες». «Υποθέστε ότι δεν ξέρουμε τίποτα». «Ας πούμε ότι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν

ευνοούσε τον γάμο». Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Χάρι. Εκείνος τού έκανε νόημα να συνεχίσει. «Η επιθυμία του να σταματήσουμε να βλεπόμαστε με τη Χίλντε δεν ήταν επειδή ζήλευε. Ήταν επειδή είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν διάφορες φήμες στη Νορβηγία. Μου είπε ότι αν μαθευόταν η σχέση μας οι φήμες θα τροφοδοτούνταν, γεγονός που θα έβλαπτε όχι μόνο αυτόν αλλά και άλλους που κατείχαν σημαντικά πόστα, και μάλιστα άδικα. Προσπάθησα να τον κάνω να μου εξηγήσει τι εννοούσε, αλλά δεν μου είπε τίποτε άλλο». «Πώς σας απείλησε;» «Πώς με απείλησε; Τι εννοείτε;» «Υποθέτω ότι δεν ήρθε και σας είπε “σας παρακαλώ, θα μπορούσατε να πάψετε να βλέπετε τη γυναίκα που μάλλον αγαπάτε”». «Για την ακρίβεια, αυτό ακριβώς είπε. Αυτή την έκφραση χρησιμοποίησε». «Ποια;» «“Σας παρακαλώ”». Ο Μπρέκε δίπλωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Περίεργος άνθρωπος. “Σας παρακαλώ”». Χαμογέλασε αχνά. «Ναι, φαντάζομαι ότι δεν το πολυακούτε αυτό στη δουλειά

σας». «Ούτε στη δική σας, υποθέτω». Ο Χάρι τον κοίταξε απότομα, αλλά το βλέμμα του Μπρέκε δεν ήταν διόλου προκλητικό. «Και τι συμφωνήσατε;» «Τίποτα. Είπα ότι θα το σκεφτώ. Τι να έλεγα δηλαδή; Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». «Σκεφτήκατε καθόλου να διακόψετε αυτή τη σχέση;» Ο Μπρέκε συνοφρυώθηκε λες κι είχε ακούσει κάτι αναπάντεχο. «Όχι... θα ήταν... θα ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσω να τη βλέπω, ξέρετε». «Μου είπατε ότι μετά τη συνάντησή σας συνοδεύσατε τον πρέσβη στο υπόγειο γκαράζ, όπου είχε παρκάρει τη Mercedes του. Μήπως θέλετε να διαφοροποιήσετε τη δήλωσή σας αυτή τώρα;» «Όχι...» είπε ο Μπρέκε έκπληκτος. «Ελέγξαμε το βίντεο από το γκαράζ για εκείνη την ημερομηνία, μεταξύ 15:50 και 17:15. Η Mercedes του πρέσβη δεν ήταν παρκαρισμένη στις θέσεις των επισκεπτών. Μήπως θέλετε να αλλάξετε την κατάθεσή σας;» «Να την αλλάξω;...» Ο Μπρέκε τον κοίταξε απορημένος. «Προς Θεού, άνθρωπέ μου, όχι. Βγήκα από το ασανσέρ και είδα το αμάξι του. Θα πρέπει να είμαστε κι οι δύο σ’ αυτό το

βίντεο. Θυμάμαι μάλιστα ότι ανταλλάξαμε και μερικές λέξεις πριν μπει στο αμάξι. Του υποσχέθηκα ότι δεν θα ανέφερα τη συζήτησή μας στη Χίλντε». «Μπορούμε να αποδείξουμε ότι τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Για τελευταία φορά σάς ρωτώ: Θέλετε ν’ αλλάξετε την κατάθεσή σας;» «Όχι!» Ο Χάρι άκουσε στη φωνή του μια αποφασιστικότητα που δεν υπήρχε πριν από την έναρξη της ανάκρισης. «Και τι κάνατε μετά, αφού συνοδεύσατε τον πρέσβη στο υπόγειο γκαράζ, όπως ισχυρίζεστε;» Ο Μπρέκε εξήγησε ότι είχε ανέβει ξανά στο γραφείο του για να τελειώσει μια εταιρική έκθεση και ότι έμεινε εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα περίπου, οπότε και πήρε ένα ταξί για το σπίτι. Ο Χάρι ρώτησε εάν κάποιος τον είχε επισκεφθεί ή του είχε τηλεφωνήσει όλες αυτές τις ώρες, αλλά ο Μπρέκε εξήγησε ότι κανείς δεν μπορούσε να μπει στο γραφείο του δίχως τον κωδικό κι ότι είχε βάλει φραγή στις εισερχόμενες κλήσεις, ώστε να μπορεί να δουλέψει με την ησυχία του, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που είχε να τελειώσει παρόμοιες εκθέσεις. «Δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να σας δώσει άλλοθι; Κανείς δεν σας είδε, ας πούμε, να πηγαίνετε σπίτι;»

«Ο Μπεν, ο θυρωρός του κτιρίου μου. Ίσως να το θυμάται. Συνήθως το παρατηρεί όταν γυρίζω σπίτι αργά φορώντας ακόμη το κουστούμι μου». «Ένας θυρωρός που σας είδε να επιστρέφετε στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, αυτό είναι όλο;» Ο Μπρέκε το σκέφτηκε. «Πολύ φοβάμαι πως ναι». «Εντάξει» είπε ο Χάρι. «Θα έρθει κάποιος άλλος για να συνεχίσετε τώρα. Μήπως θα θέλατε κάτι να πιείτε; Λίγο καφέ; Νερό;» «Όχι, ευχαριστώ». Ο Χάρι σηκώθηκε να φύγει. «Χάρι;» «Καλύτερα να με αποκαλείτε Χόλε. Ή επιθεωρητή». «Κατάλαβα. Σκούρα τα πράγματα;» ρώτησε, αυτή τη φορά στα νορβηγικά. Ο Χάρι σφάλισε με δύναμη τα μάτια του. Ο Μπρέκε ήταν ένα θέαμα θλιβερό, έτσι όπως καθόταν σωριασμένος στην καρέκλα του σαν σακί με πατάτες. «Στη θέση σας θα καλούσα τον δικηγόρο μου». «Μάλιστα. Ευχαριστώ». Ο Χάρι σταμάτησε στο άνοιγμα της πόρτας. «Παρεμπιπτόντως, τι έγινε με την υπόσχεση που δώσατε στον πρέσβη; Την κρατήσατε;» Ο Μπρέκε τον κοίταξε μ’ ένα αχνό απολογητικό

χαμόγελο. «Ήταν βλακώδης. Προφανώς κι είχα σκοπό να το πω στη Χίλντε, θέλω να πω, θα έπρεπε να της το είχα πει. Αλλά όταν έμαθα ότι πέθανε... τι να σας πω, ήταν παράξενος άνθρωπος και μου καρφώθηκε σώνει και καλά ότι έπρεπε να κρατήσω την υπόσχεσή μου, παρόλο που πια δεν είχε καμία σημασία» είπε.

«Μια στιγμή. Να σε βάλουμε σε ανοιχτή ακρόαση». «Μ’ ακούτε;» «Σ’ ακούμε, Χάρι. Λέγε». Ο Μπγιάρνε Μέλερ, ο Ντάγκφιν Τούρχους κι η αστυνομική διευθύντρια άκουγαν την τηλεφωνική αναφορά δίχως να τον διακόπτουν. Ο πρώτος που μίλησε αμέσως μετά ήταν ο Τούρχους. «Έχουμε, λοιπόν, έναν Νορβηγό υπό κράτηση, ύποπτο για φόνο. Το ερώτημα είναι: Πόσον καιρό μπορούμε να το κρατήσουμε μυστικό όλο αυτό;» Η αστυνομική διευθύντρια ξερόβηξε. «Αφού η δολοφονία δεν έχει γίνει γνωστή στα ΜΜΕ, νομίζω ότι έχουμε ακόμη μερικές μέρες περιθώριο, ειδικά τώρα που δεν έχουμε και πολλά στοιχεία εναντίον του Μπρέκε, εκτός από μια ψευδή κατάθεση και το κίνητρο. Εάν αναγκαστείτε τελικά να τον

αφήσετε, προτιμώ να μη μάθει κανείς γι’ αυτήν τη σύλληψη». «Χάρι, μ’ ακούς;» είπε ο Μπγιάρνε Μέλερ. Ένας θόρυβος ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής, τον οποίο ο Μέλερ εξέλαβε ως κατάφαση. «Ο τύπος είναι ένοχος, Χάρι; Αυτός το έκανε;» Κι άλλος θόρυβος κι ο Μέλερ σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. «Τι είπες, Χάρι; Πώς;... Κατάλαβα. Καλά, θα το συζητήσουμε εδώ πέρα και θα τα ξαναπούμε». Ο Μέλερ έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι είπε;» «Δεν ξέρει».

Ήταν αργά όταν ο Χάρι γύρισε πια σπίτι. Το Le Boucheron ήταν πλήρες, κι έτσι πήγε κι έφαγε σ’ ένα εστιατόριο στο Σόι 4 της Πατπόνγκ, έναν δρόμο γεμάτο γκέι μπαρ. Κατά τη διάρ​κεια του φαγητού τον πλησίασε ένας άνδρας, τον ρώτησε ευγενικά μήπως ήθελε να του την παίξει, κι όταν ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, εκείνος αποσύρθηκε διακριτικά. Ο Χάρι βγήκε από το ασανσέρ στον πέμπτο. Δεν υπήρχε ψυχή και τα φώτα γύρω απ’ την πισίνα ήταν σβηστά. Έβγαλε

τα ρούχα του και βούτηξε μέσα. Το νερό τον έκλεισε στη δροσερή αγκαλιά του. Η Ρούνα του είχε πει ότι κάθε πισίνα είναι διαφορετική, κάθε νερό έχει την ιδιοσυγκρασία του, τη δική του υπόσταση, τη δική του μυρωδιά, το δικό του χρώμα. Αυτή η πισίνα είναι βανίλια, του είχε πει. Γλυκιά και κολλώδης. Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά μύριζε μόνο χλώριο και Μπανγκόκ. Γύρισε ανάσκελα κι έκλεισε τα μάτια του. Ο ήχος της ανάσας του κάτω από το νερό τον έκανε να νιώσει ότι βρισκόταν κλεισμένος σ’ ένα δωματιάκι. Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Το φως ενός δωματίου έσβησε στην απέναντι πτέρυγα. Ένας δορυφόρος κινούνταν αργά ανάμεσα στ’ αστέρια. Ένα μηχανάκι με σπασμένη εξάτμιση προσπαθούσε να πάρει τον δρόμο του. Και τότε το βλέμμα του ξανάπεσε στο διαμέρισμα. Μέτρησε τα πατώματα. Κατάπιε νερό. Το φως που έσβησε ήταν απ’ το δικό του διαμέρισμα. Ο Χάρι βγήκε απ’ την πισίνα εν ριπή οφθαλμού. Φόρεσε το παντελόνι του και κοίταξε μάταια τριγύρω του για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως όπλο. Άρπαξε την απόχη της πισίνας, που ήταν ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο, έτρεξε μέχρι τον ανελκυστήρα και πάτησε το κουμπί. Οι πόρτες άνοιξαν, ο Χάρι μπήκε μέσα κι ένιωσε μια απαλή μυρωδιά από κάρι. Ήταν λες και του έκλεψαν λίγα δευτερόλεπτα απ’ τη ζωή του. Όταν ξαναπέκτησε τις αισθήσεις του, βρισκόταν

ανάσκελα στον παγωμένο διάδρομο. Ευτυχώς, το χτύπημα τον είχε βρει στο μέτωπο, αλλά μια γιγαντιαία φιγούρα στεκόταν τώρα από πάνω του. Ο Χάρι ήξερε ότι οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος του. Σημάδεψε με την απόχη ακριβώς πάνω από τα γόνατα, αλλά η αλουμινένια ράβδος δεν είχε αποτέλεσμα. Κατάφερε ν’ αποφύγει την πρώτη κλοτσιά και να μισοσηκωθεί όρθιος, η δεύτερη όμως τον βρήκε στον ώμο και τον έκανε να περιστραφεί γύρω από τον άξονά του. Η πλάτη του πονούσε αφόρητα, αλλά η έκρηξη αδρεναλίνης τον ανάγκασε να σηκωθεί μ’ έναν βρυχηθμό πόνου. Στο φως από τις πόρτες του ανελκυστήρα είδε μια λεπτή αλογοουρά να χορεύει πίσω από ένα ξυρισμένο κεφάλι, πριν την ακολουθήσει μια γροθιά που τον βρήκε πάνω από το μάτι και τον εκτόξευσε προς τα πίσω, προς την πισίνα. Η φιγούρα τον ξαναπλησίασε κι o Xάρι προσποιήθηκε ένα αριστερό ντιρέκτ πριν χώσει ένα δεξί κροσέ στο περίπου, εκεί που υπολόγιζε ότι ήταν το πρόσωπο του αντιπάλου του. Ένιωσε λες κι είχε χτυπήσει γρανίτη, πως περισσότερο πόνεσε αυτός παρά ο άλλος. Ο Χάρι έκανε ένα βήμα πίσω και έγειρε γρήγορα το κεφάλι του στο πλάι. Αισθάνθηκε την αύρα ενός χτυπήματος και το στήθος του να γεμίζει τρόμο. Ψαχούλεψε τη ζώνη του, βρήκε τις χειροπέδες και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα. Περίμενε να τον

ξαναπλησιάσει το κτήνος, έσκυψε διακινδυνεύοντας να δεχτεί άπερκατ κι έριξε στον αντίπαλό του μια σιδερόφραχτη γροθιά, στρίβοντας τον μηρό κι ακολουθώντας πρώτα με τον ώμο κι ύστερα μ’ όλο του το σώμα, έξαλλος από απελπισία μες στο σκοτάδι. Οι αρθρώσεις του συνάντησαν σάρκα και κόκαλα, που υποχώρησαν μ’ έναν κριτσανιστό ήχο. Ο Χάρι ξαναχτύπησε κι ένιωσε το σίδερο να σκίζει δέρμα. Το αίμα ήταν ζεστό και παχύ ανάμεσα στα δάχτυλά του. Δεν ήξερε αν ήταν δικό του ή του αντιπάλου του, αλλά ετοιμάστηκε να ρίξει κι άλλη γροθιά, έκπληκτος που ο άνδρας στεκόταν ακόμη όρθιος. Και τότε άκουσε εκείνο το χαμηλό, βραχνό γέλιο και αισθάνθηκε λες και μια μπετονιέρα προσγειώθηκε στο κεφάλι του, το σκοτάδι έγινε ακόμα πιο πηχτό και οι έννοιες πάνω και κάτω έπαψαν να υφίστανται.

29

Χάρι ξύπνησε από το νερό· ενστικτωδώς, πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά την επόμενη στιγμή τον τράβηξαν προς τα κάτω. Αντιστάθηκε, αλλά μάταια. Το νερό ενίσχυσε τον μεταλλικό ήχο μιας κλειδαριάς και το χέρι που τον κρατούσε ξαφνικά τον άφησε. Άνοιξε τα μάτια του· τα πάντα γύρω του είχαν τιρκουάζ χρώμα· κάτω απ’ τα πόδια του ένιωσε τα πλακάκια της πισίνας. Κλότσησε τον πάτο προσπαθώντας ν’ ανέβει, αλλά ένα τράνταγμα του καρπού τού είπε ό,τι το μυαλό του προσπαθούσε να κατανοήσει μα αρνιόταν να παραδεχτεί: Θα πνιγόταν. Ο Γου τον είχε δέσει στη σχάρα στον πάτο της πισίνας με τις ίδιες του τις χειροπέδες. Ο Χάρι σήκωσε το βλέμμα προς την επιφάνεια. Η Σελήνη έφεγγε μέσα απ’ το υδάτινο φίλτρο. Τέντωσε το άλλο του

Ο

χέρι κι ένιωσε τον αέρα. Διάολε! Η πισίνα είχε μόνο ένα μέτρο βάθος σ’ αυτήν τη μεριά. Ο Χάρι λύγισε τα πόδια του και προσπάθησε να σηκωθεί, τεντώθηκε όσο μπορούσε. Η χειροπέδη τού έκοψε τον αντίχειρα, αλλά το στόμα του εξακολουθούσε να βρίσκεται είκοσι εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του νερού. Είδε τη σκιά στην άκρη της πισίνας να απομακρύνεται. Σκατά! Μην πανικοβάλλεσαι, σκέφτηκε. Όταν πανικοβάλλεσαι, χάνεις οξυγόνο. Βούτηξε στον βυθό και ψηλάφησε τη σχάρα. Φτιαγμένη από ατσάλι και χωρίς να κουνιέται καθόλου· ο Χάρι τράβηξε και με τα δυο του χέρια: μάταια. Πόσο ακόμα να κρατήσει την ανάσα του; Ένα λεπτό; Δύο; Οι μύες του πονούσαν, οι κρόταφοί του πάλλονταν και κόκκινα αστέρια άρχισαν να χορεύουν μπρος στα μάτια του. Προσπάθησε να ξανατραβηχτεί προς την επιφάνεια, γνωρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια του στερούσε οξυγόνο. Το στόμα του είχε ξεραθεί από τον φόβο κι ο εγκέφαλος είχε αρχίσει να δημιουργεί ψευδαισθήσεις: λίγα καύσιμα, λίγο νερό. Μια παράλογη σκέψη τού καρφώθηκε στο μυαλό: Αν έπινε όσο πιο πολύ νερό μπορούσε, ίσως η στάθμη του νερού να έπεφτε αρκετά και να μπορούσε να βγάλει το κεφάλι του έξω. Χτύπησε το ελεύθερο χέρι του στον τοίχο της πισίνας, ξέροντας ότι κανείς δεν τον άκουγε. Ο υποβρύχιος κόσμος ήταν ήσυχος, αλλά από πάνω η μητροπολιτική βοή της

Μπανγκόκ συνέχιζε απτόητη, πνίγοντας οποιονδήποτε άλλο ήχο. Και να τον άκουγαν όμως, τι μ’ αυτό; Το πολύ πολύ να του κρατούσαν παρέα καθώς πέθαινε. Ένα καυτό φωτοστέφανο πίεσε το κεφάλι του κι ο Χάρι προετοιμάστηκε να ζήσει αυτό που ζει κάθε άνθρωπος που πνίγεται: εισπνοή νερού. Το ελεύθερο χέρι του έπιασε κάτι μεταλλικό. Η απόχη! Ήταν στην άκρη της πισίνας. Ο Χάρι την άρπαξε και την τράβηξε μες στο νερό. Η Ρούνα έπαιζε ντιτζεριντού με το κοντάρι. Που σημαίνει ότι ήταν κούφιο. Που σήμαινε αέρας. Έχωσε το κοντάρι στο στόμα του και πήρε ανάσα. Το στόμα του γέμισε νερό, ο Χάρι το κατάπιε, σχεδόν πνίγηκε· νεκρά, ξεραμένα μαμούνια πάνω στη γλώσσα του· ο Χάρι δάγκωσε τον σωλήνα προσπαθώντας να μη βήξει. Γιατί το έλεγαν οξυγόνο; Από την ελληνική λέξη οξύ; Μα δεν είναι οξύ, είναι γλυκό, ακόμα και στην Μπανγκόκ ο αέρας είναι γλυκός σαν μέλι. Ο Χάρι εισέπνευσε σκόνη και ξύσματα αλουμινίου, που κόλλησαν στον λαιμό του, αλλά ούτε που το πρόσεξε. Ανέπνεε με μανία, λαίμαργα, λες κι είχε μόλις τρέξει μαραθώνιο. Το μυαλό του άρχισε να ξαναλειτουργεί. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι είχε απλώς κερδίσει μια μικρή παράταση. Το οξυγόνο στο αίμα μετατρέπεται σε διοξείδιο του άνθρακα, το καυσαέριο του ανθρώπινου σώματος, και ο

σωλήνας ήταν πολύ ψηλός για να μπορέσει να φυσήξει μέχρι επάνω και ν’ απαλλαγεί τελείως από το άζωτο. Αυτό σήμαινε ότι ανέπνεε ανακυκλωμένο αέρα, ξανά και ξανά, ένα μείγμα φθίνοντος οξυγόνου και ολοένα και περισσότερου θανατηφόρου διοξειδίου. Η υπερβολική συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα ονομάζεται υπερκαπνία, η οποία σύντομα θα γινόταν η αιτία του θανάτου του. Για την ακρίβεια, πολύ σύντομα, έτσι γρήγορα που ανέπνεε. Σε λίγη ώρα θ’ άρχιζε να νυστάζει, το μυαλό του θα έχανε την επιθυμία ν’ αναπνεύσει, θα ανέπνεε λοιπόν όλο και λιγότερο, όλο και λιγότερο, και μετά θα σταματούσε. Τι μοναξιά, σκέφτηκε ο Χάρι. Έτσι δεμένος. Σαν τους ελέφαντες στα ποταμόπλοια. Τους ελέφαντες. Φύσηξε στον σωλήνα με όση δύναμη είχε και δεν είχε.

Η Άννε Βερκ έμενε στην Μπανγκόκ εδώ και τρία χρόνια. Ο σύζυγός της ήταν διευθυντής του γραφείου της Shell στην Ταϊλάνδη. Παιδιά δεν είχαν, μισοδυστυχείς ήταν, αλλά άντεχαν ακόμη μερικά χρόνια μαζί. Κατόπιν η Άννε θα επέστρεφε στην Ολλανδία, θα τελείωνε τις σπουδές της και θα έψαχνε για νέο σύζυγο. Από καθαρή πλήξη είχε κάνει αίτηση για να διδάξει στην Empire αφιλοκερδώς και, προς

μεγάλη της έκπληξη, την είχαν προσλάβει. Η Empire ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο εκπαίδευσης των εκδιδόμενων κοριτσιών της Μπανγκόκ μέσω της διδασκαλίας, κυρίως στ’ αγγλικά. Η Άννε Βερκ τούς δίδασκε ό,τι χρειαζόταν να ξέρουν στα μπαρ· και γι’ αυτό την αποζητούσαν. Κάθονταν πίσω από τα θρανία τους, κάτι ντροπαλά χαμογελαστά κορίτσια, και χαχάνιζαν όταν τις έβαζε να επαναλάβουν έπειτα από εκείνη: «Να σας ανάψω το τσιγάρο, κύριε;» ή «Παρθένα είμαι. Είστε πολύ όμορφος, κύριε. Θα θέλατε ένα ποτό;». Σήμερα ένα από τα κορίτσια της φορούσε ένα καινούργιο κόκκινο φόρεμα, για το οποίο έμοιαζε πολύ περήφανη. Εξήγησε στην τάξη με τα μέτρια αγγλικά της ότι το είχε αγοράσει από το κατάστημα Robertson. Μερικές φορές τής ήταν πολύ δύσκολο να φανταστεί ότι αυτά τα κορίτσια εργάζονταν ως πόρνες στις πιο δύσκολες γειτονιές της Μπανγκόκ. Όπως και οι περισσότεροι Ολλανδοί, η Άννε μιλούσε άψογα αγγλικά και μια φορά την εβδομάδα δίδασκε και σε μέλη του διδακτικού προσωπικού. Βγήκε από το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο. Η μέρα ήταν πολύ κουραστική, γεμάτη διαφωνίες για τις μεθόδους διδασκαλίας. Η Άννε λαχταρούσε να βγάλει τα παπούτσια της και να χαλαρώσει στο διαμέρισμά της των διακοσίων τετραγωνικών, όταν άκουσε κάτι παράξενους, βραχνούς θορύβους. Στην αρχή

σκέφτηκε ότι έρχονταν από το ποτάμι, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι έρχονταν από την πισίνα. Βρήκε τον διακόπτη και της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε σ’ εκείνο τον άνδρα που βρισκόταν κάτω από το νερό με μια απόχη πάνω από το κεφάλι του. Κι ύστερα άρχισε να τρέχει.

Ο Χάρι είδε τα φώτα ν’ ανάβουν και μια φιγούρα να στέκεται δίπλα στην πισίνα. Ύστερα έφυγε. Έμοιαζε γυναικεία. Μήπως πανικοβλήθηκε; Ο Χάρι είχε αρχίσει να νιώθει τις πρώτες ενδείξεις υπερκαπνίας. Θεωρητικά, η υπερκαπνία ήταν ένα μη δυσάρεστο συναίσθημα, σαν την υπνηλία που σε πιάνει από το αναισθητικό, αλλά το μόνο που ένιωθε ο Χάρι ήταν τρόμος, που έτρεχε στις φλέβες του σαν νερό από παγετώνα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να αναπνέει ήρεμα, όχι πολύ, ούτε λίγο, αλλά ακόμα και η σκέψη ήταν πια δύσκολη. Ως εκ τούτου, δεν κατάλαβε ότι η στάθμη του νερού είχε αρχίσει να κατεβαίνει και, όταν η γυναίκα πήδηξε στην πισίνα και τον σήκωσε στην επιφάνεια, νόμισε ότι κατέβηκε ένας άγγελος για να τον πάρει μαζί του στα ουράνια.

Το υπόλοιπο βράδυ πέρασε κυρίως με πονοκεφάλους. Ο Χάρι καθόταν σε μια καρέκλα στο διαμέρισμά του, ήρθε ένας γιατρός, του πήρε λίγο αίμα και του είπε ότι ήταν πολύ τυχερός. Λες και χρειαζόταν να του το πει κάποιος αυτό. Αργότερα ήρθε η Λιζ, κάθισε δίπλα του και σημείωσε στο μπλοκάκι της ό,τι του συνέβη. «Και τι δουλειά είχε στο διαμέρισμά σου;» τον ρώτησε. «Δεν έχω ιδέα. Για να με τρομάξει ίσως;» «Πήρε τίποτα;» Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω. «Αν η οδοντόβουρτσά μου είναι ακόμη στο μπάνιο, τότε τίποτα». «Ωραίο αστείο! Πώς αισθάνεσαι;» «Σαν να έχω πάθει χανγκόβερ». «Αρχίζουμε αμέσως σχετική έρευνα». «Ξέχνα το, Λιζ. Πήγαινε σπίτι και κοιμήσου για λίγο». «Πολύ ευδιάθετος μου είσαι ξαφνικά». «Ξέρω να παίζω καλά τον ρόλο». Ο Χάρι έτριψε το πρόσωπο με τα χέρια του. «Δεν είναι αστείο, Χάρι. Καταλαβαίνεις ότι δηλητηριάστηκες από διοξείδιο του άνθρακα;» «Όχι περισσότερο από τον μέσο κάτοικο της Μπανγκόκ, σύμφωνα με τον γιατρό. Έλα, Λιζ, πήγαινε σπίτι, το εννοώ. Δεν αντέχω να σου μιλήσω άλλο. Αύριο θα ’μαι καλά».

«Αύριο να πάρεις άδεια». «Όπως θες. Απλώς φύγε». Ο Χάρι κατέβασε τα χάπια που του έδωσε ο γιατρός, κοιμήθηκε σαν κούτσουρο και δεν ξύπνησε μέχρι που η Λιζ τον πήρε τηλέφωνο την επομένη, να τον ρωτήσει πώς ήταν. Αντί για άλλη απάντηση, ο Χάρι μούγκρισε. «Δεν θέλω να δω τα μούτρα σου σήμερα» του είπε. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» είπε εκείνος, έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε για να ντυθεί.

Ήταν η πιο ζεστή μέρα του χρόνου και στο αστυνομικό τμήμα όλοι γκρίνιαζαν. Ακόμα και το κλιματιστικό στο γραφείο της Λιζ δεν κατάφερνε ν’ αντεπεξέλθει στον καύσωνα. Η μύτη του Χάρι είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει κι ο Νορβηγός έμοιαζε με τον Ρούντολφ το ελαφάκι. Ήταν στα μισά του τρίτου λίτρου νερό. «Αν έτσι είναι η κρύα σας εποχή, τότε η...» «Οκέι, Χάρι». Η Λιζ προφανώς δεν πίστευε ότι το να μιλάς για τη ζέστη την έκανε πιο υποφερτή. «Πείτε μου για τον Γου. Νιο; Κανένα στοιχείο;» «Τίποτα. Είχα μια σοβαρή συζήτηση με τον κύριο Σόρενσεν του Thai Indo Travellers. Λέει ότι δεν ξέρει πού

βρίσκεται ο Γου, δεν είναι πια υπάλληλός του». Η Λιζ αναστέναξε. «Κι ούτε έχουμε ιδέα τι δουλειά είχε στο διαμέρισμα του Χάρι. Τέλεια. Κι ο Μπρέκε;» Ο Σούντχορν είχε μιλήσει στον θυρωρό της πολυκατοικίας του. Θυμόταν, λέει, τον Νορβηγό να επιστρέφει σπίτι κάποια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, αλλά δεν ήξερε ακριβώς πότε. Η Λιζ τούς πληροφόρησε ότι οι άνθρωποι της Σήμανσης έκαναν ήδη φύλλο και φτερό το διαμέρισμα και το γραφείο του Μπρέκε. Εξέταζαν, ειδικά, ρούχα και παπούτσια, για να δουν μήπως βρουν τίποτα σημαντικό –αίμα, τρίχες, ίνες, οτιδήποτε– που θα συνέδεε τον Μπρέκε με το θύμα ή τη σκηνή του εγκλήματος. «Στο μεταξύ» είπε ο Ράνγκσαν «έχω διάφορα νέα σχετικά με τις φωτογραφίες που βρήκαμε στον χαρτοφύλακα του Μούλνες». Καρφίτσωσε τρεις μεγεθυμένες φωτογραφίες σ’ έναν πίνακα δίπλα στην πόρτα. Παρόλο που οι εικόνες τριγύριζαν αρκετό καιρό στο μυαλό του Χάρι, χάνοντας την αρχική τους σοκαριστική εντύπωση, ο αστυνομικός ένιωσε και πάλι μια αναγούλα στο στομάχι. «Τις στείλαμε στο Ηθών να δούμε τι θα μας πουν. Δεν μπορούν να τις συνδέσουν με τα γνωστά κυκλώματα παιδικής πορνογραφίας». Ο Ράνγκσαν γύρισε ανάποδα μία από τις φωτογραφίες. «Πρώτον, έχουν τυπωθεί σε γερμανικό

χαρτί που δεν κυκλοφορεί στην Ταϊλάνδη. Δεύτερον, είναι λίγο θολές και θυμίζουν ιδιωτικές, ερασιτεχνικές φωτογραφίες που δεν προορίζονται για διανομή. Οι άνθρωποι της Σήμανσης μίλησαν σ’ έναν ειδικό που είπε ότι τραβήχτηκαν από μακριά, με χρήση τηλεφακού, πιθανόν από εξωτερικό χώρο. Αυτό εδώ πρέπει να είναι παραθυρόφυλλο». Ο Ράνγκσαν έδειξε μια γκρίζα σκιά στην άκρη της εικόνας. «Το γεγονός ότι οι φωτογραφίες παραμένουν επαγγελματικές μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχουν κενά στην αγορά παιδικής πορνογραφίας τα οποία καλύπτουν τέτοιου είδους φωτογραφίες, φωτογραφίες για ματάκηδες». «Και λοιπόν;» « Στις ΗΠΑ η βιομηχανία του πορνό βγάζει τόνους χρημάτων πουλώντας κάτι τέτοιες, και καλά ιδιωτικές, ερασιτεχνικές φωτογραφίες, στις οποίες πρωταγωνιστούν στην πραγματικότητα επαγγελματίες και οι φωτογράφοι σκοπίμως τις κάνουν να μοιάζουν ερασιτεχνικές, χρησιμοποιώντας τον πιο απλό εξοπλισμό κι αποφεύγοντας τα πιο εμφανίσιμα φωτομοντέλα. Αποδεικνύεται ότι οι άνθρωποι πληρώνουν με το παραπάνω αυτό που νομίζουν για αυθεντικό υλικό από τα υπνοδωμάτια άλλων. Το ίδιο συμβαίνει με βίντεο ή φωτογραφίες που μοιάζουν να έχουν τραβηχτεί από το απέναντι διαμέρισμα, ας πούμε, εν αγνοία

των πρωταγωνιστών. Αυτές είναι περιζήτητες στους ματάκηδες, ανθρώπους που ερεθίζονται βλέποντας άλλους απαρατήρητοι. Νομίζουμε ότι οι φωτογραφίες που βρήκαμε ανήκουν σε αυτή την κατηγορία». «Ή» είπε ο Χάρι «αυτές οι φωτογραφίες δεν προορίζονταν για διανομή, μόνο για εκβιασμό». Ο Ράνγκσαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Κι αυτό το σκεφτήκαμε, αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα έπρεπε οι ενήλικες που εικονίζονται να ήταν αναγνωρίσιμοι. Ενώ στην παιδική πορνογραφία, τυπικά, τα πρόσωπα των δραστών δεν φαίνονται, όπως εδώ». Έδειξε τις τρεις φωτογραφίες. Διακρίνονταν οι γλουτοί και η μέση ενός άνδρα. Ο άνθρωπος ήταν γυμνός, εκτός από μια κόκκινη μπλούζα, πάνω στην οποία διακρινόταν το κάτω μέρος των αριθμών δύο και μηδέν. «Κι αν θα χρησιμοποιούνταν έτσι κι αλλιώς για εκβιασμό, απλώς ο φωτογράφος δεν θέλησε να συμπεριλάβει το πρόσωπο;» ρώτησε ο Χάρι. «Ή απλώς θέλησε να δείξει στο θύμα του φωτογραφίες στις οποίες δεν μπορούσε ν’ αναγνωριστεί;» «Στοπ!» είπε η Λιζ, διακόπτοντας με το ένα χέρι. «Τι ακριβώς υπονοείς, Χάρι; Ότι ο άνδρας στις φωτογραφίες είναι ο Μούλνες;» «Είναι κι αυτό μια θεωρία. Τον εκβίαζαν, αλλά αυτός δεν

μπορούσε να πληρώσει λόγω των χρεών του απ’ τις ιπποδρομίες». «Και λοιπόν;» είπε ο Ράνγκσαν. «Τι κίνητρο έχει ο εκβιαστής να σκοτώσει τον Μούλνες;» «Μπορεί ο Μούλνες να τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία». «Για να καταδικαστεί μετά για παιδοφιλία;» Ο Ράνγκσαν γύρισε το βλέμμα του προς το ταβάνι. Ο Σούντχορν κι ο Νιο προσπάθησαν αποτυχημένα να κρύψουν τα χαμόγελά τους. Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. «Όπως είπα, είναι απλώς μια θεωρία. Ας την ξεχάσουμε, συμφωνώ. Η δεύτερη θεωρία είναι ο εκβιαστής να ήταν ο ίδιος ο Μούλνες...» «Κι ο Μπρέκε ο δράστης» είπε η Λιζ και στήριξε το κεφάλι πάνω στα χέρια της, χαζεύοντας σκεφτικά τον αέρα. «Ο Μούλνες χρειαζόταν τα λεφτά κι αυτό δίνει στον Μπρέκε κίνητρο. Τι λέτε, Ράνγκσαν; Μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ο άνδρας στις φωτογραφίες να είναι ο Μπρέκε;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Οι φωτογραφίες είναι τόσο θαμπές, που δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε κανέναν· εκτός αν ο Μπρέκε έχει τίποτα χαρακτηριστικά σημάδια». «Ένας εθελοντής για να πάει να τσεκάρει τον κώλο του Μπρέκε;» ρώτησε η Λιζ εν μέσω γέλιων.

Ο Σούντχορν έβηξε διακριτικά. «Εάν ο Μπρέκε δολοφόνησε τον Μούλνες λόγω των φωτογραφιών, γιατί τις άφησε στο αμάξι;» Μακρά σιωπή. «Μόνο εγώ νιώθω ότι χάνουμε τον χρόνο μας;» ρώτησε εντέλει η Λιζ. Το κλιματιστικό γουργούρισε κι ο Χάρι σκέφτηκε ότι η μέρα θα ήταν εξίσου μακριά και ζεστή...

Ο Χάρι στεκόταν στην πόρτα του κήπου του πρέσβη. «Χάρι;» Η Ρούνα ανοιγόκλεισε τα υγρά της μάτια και βγήκε από την πισίνα. «Γεια σου» είπε εκείνος. «Η μητέρα σου κοιμάται». Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Συλλάβαμε τον Γενς Μπρέκε». Περίμενε να του απαντήσει κάτι, να τον ρωτήσει γιατί, αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα. Ο Χάρι αναστέναξε. «Δεν θέλω να σ’ ενοχλώ μ’ αυτά τα πράγματα, Ρούνα, αλλά είμαι ως τον λαιμό μπλεγμένος στην υπόθεση, κι εσύ το ίδιο, κι έτσι αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να βοηθήσει ο ένας τον άλλο». «Μάλιστα» απάντησε η Ρούνα. Ο Χάρι προσπάθησε να

ερμηνεύσει τον τόνο της φωνής της. Τελικά αποφάσισε να μπει κατευθείαν στο ψητό. «Πρέπει να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν, τι είδους άνθρωπος είναι, αν είναι όντως αυτό που πρεσβεύει ότι είναι και ούτω καθεξής. Σκέφτηκα ν’ αρχίσω από τη σχέση του με τη μητέρα σου. Θέλω να πω, έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας και...» «Υποψιάζεσαι ότι την εκμεταλλεύεται;» «Κάτι τέτοιο». «Εγώ νομίζω ότι η μάνα μου τον εκμεταλλεύεται κι όχι το αντίθετο...» Ο Χάρι κάθισε σε μια καρέκλα κάτω από μία ιτιά· η Ρούνα παρέμεινε όρθια. «Η μαμά δεν θέλει να είμαι στα πόδια τους όταν βρίσκονται οι δυο τους, γι’ αυτό δεν τον ξέρω και πολύ καλά». «Καλύτερα από μένα, πάντως». «Έτσι λες; Χμ... Mοιάζει σοφιστικέ, αλλά ίσως όλο αυτό να είναι μόνο μια μάσκα. Μαζί μου, πάντως, προσπαθεί να είναι ευγενικός. Δική του ιδέα ήταν, ας πούμε, να πάμε να δούμε τον αγώνα μποξ. Νομίζω ότι του έχει κολλήσει στο μυαλό ότι μου αρέσει ο αθλητισμός λόγω των καταδύσεων. Αν την εκμεταλλεύεται; Δεν ξέρω. Συγγνώμη, ξέρω ότι δεν βοηθάω και πολύ, αλλά δεν ξέρω πώς σκέφτονται οι άνδρες

της ηλικίας του. Δεν είστε κι ανοιχτά βιβλία...» Ο Χάρι ίσιωσε τα γυαλιά του ηλίου του. «Σ’ ευχαριστώ, Ρούνα, αυτά φτάνουν. Θα πεις στη μητέρα σου να με πάρει τηλέφωνο όταν ξυπνήσει;» Η Ρούνα στάθηκε δίπλα στην πισίνα με την πλάτη στο νερό, έσκυψε κι ύστερα τινάχτηκε προς τα πάνω, κάνοντας για χάρη του μια τούμπα και μπαίνοντας στο νερό με το κεφάλι και την πλάτη της ολόισια. Ο Χάρι είδε φυσαλίδες να σκάνε στην επιφάνεια καθώς γύρισε να φύγει.

Ο διευθυντής του Μπρέκε στην Barclays Ταϊλάνδης είχε χωρίστρα υπερβολικά στο πλάι και ένα πρόσωπο ρυτιδιασμένο από τις έγνοιες. Έβηχε και ξανάβηχε και ζήτησε από τον Χάρι να επαναλάβει τ’ όνομά του τρεις φορές. Ο Χάρι κοίταξε τριγύρω στο γραφείο του κι αποφάσισε ότι ο Μπρέκε δεν του είχε πει ψέματα: Του διευθυντή ήταν πολύ μικρότερο. «Ο Μπρέκε είναι ένας από τους πιο ικανούς μας χρηματιστές» είπε ο διευθυντής. «Έχει καταπληκτική μαθηματική μνήμη». «Μάλιστα». «Οξυδερκής, ναι. Η δουλειά του είναι».

«Οκέι». «Ορισμένοι λένε ότι μπορεί να γίνει κι ανελέητος, αλλά κανένας πελάτης δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ότι ήταν άδικος». «Κι ως άνθρωπος πώς είναι;» «Αυτό δεν σας είπα μόλις;» Ο Χάρι πήρε τηλέφωνο τον Τούρε Μπο, διευθυντή του Φόρεξ, του τμήματος συναλλάγματος της De Norske Bank, από το αστυνομικό τμήμα. Πληροφορήθηκε ότι ο Μπρέκε είχε μια περιπετειούλα με μια κοπέλα από το μπακ όφις του Φόρεξ, η οποία είχε τελειώσει απότομα, προφανώς με δική της πρωτοβουλία. Υπέθεσε ότι ίσως κι αυτός να ήταν ο λόγος που ο Μπρέκε είχε κατόπιν παραιτηθεί και είχε αποδεχτεί το πόστο του στην Barclays Ταϊλάνδης. «Αν δεν λάβει κανείς υπόψη το μπόνους μετακίνησης και τον υψηλότερο μισθό, φυσικά» πρόσθεσε.

Μετά το μεσημεριανό, ο Χάρι κι ο Νιο κατέβηκαν με το ασανσέρ στον πρώτο, όπου βρισκόταν υπό κράτηση ακόμη ο Γενς Μπρέκε. Ο Μπρέκε φορούσε το κουστούμι με το οποίο είχε συλληφθεί, μόνο που τώρα είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισο και είχε σηκώσει τα μανίκια του· δεν έμοιαζε πια με

χρηματιστή. Η ιδρωμένη του φράντζα είχε κολλήσει στο πρόσωπό του. Κοιτούσε, με έκπληξη μάλλον, τα αδρανή του χέρια πάνω στο τραπέζι. «Από εδώ ο Νιο, συνάδελφός μου» είπε ο Χάρι. Ο Μπρέκε σήκωσε το βλέμμα του, χαμογέλασε αδύναμα κι έγνεψε. «Μία ερώτηση έχω να σας κάνω μόνο» είπε ο Νιο. «Συνοδεύσατε τον πρέσβη Μούλνες στο υπόγειο γκαράζ όπου ήταν παρκαρισμένο το αμάξι του τη Δευτέρα 3 Ιανουαρίου, στις πέντε το απόγευμα;» Ο Μπρέκε κοίταξε πρώτα τον Χάρι, μετά τον Νιο. «Τον συνόδευσα» απάντησε. Ο Νιο κοίταξε τον Χάρι και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ευχαριστώ» είπε ο Χάρι. «Αυτό ήταν όλο».

30

κίνηση προχωρούσε με βήμα χελώνας, ο Χάρι είχε πονοκέφαλο και ο κλιματισμός σφύριζε απειλητικά. Ο Νιο σταμάτησε στην μπάρα του γκαράζ της Barclays Ταϊλάνδης, κατέβασε το παράθυρο και πληροφορήθηκε από έναν άνδρα με φρεσκοσιδερωμένη στολή ότι ο Τζιμ Λαβ έλειπε. Ο Νιο έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα κι εξήγησε ότι ήθελαν να δουν μια από τις βιντεοκασέτες, αλλά ο φύλακας κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και πρόσθεσε ότι θα έπρεπε να μιλήσουν με την εταιρεία φύλαξης. Ο Νιο γύρισε στον Χάρι κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Εξήγησέ του ότι πρόκειται για υπόθεση δολοφονίας» είπε ο Χάρι. «Του το εξήγησα».

Η

«Ε, τότε θα του το εξηγήσω λεπτομερώς». Ο Χάρι βγήκε από το αμάξι. Η ζέστη κι η υγρασία τον χτύπησαν στο πρόσωπο: Ήταν λες κι έβγαζες το καπάκι από μια χύτρα βραστό νερό. Τεντώθηκε, περπάτησε αργά γύρω από το αμάξι, ήδη αρκετά ζαλισμένος, και πλησίασε τον φρουρό. Ο φρουρός συνοφρυώθηκε έχοντας μπροστά του την εικόνα του δίμετρου φαράνγκ με τα κατακόκκινα μάτια κι έφερε την παλάμη στο πιστόλι του. Ο Χάρι στάθηκε μπροστά του, έδειξε τα δόντια του και τον άρπαξε από τη ζώνη με το αριστερό του χέρι. Ο φρουρός φώναξε, αλλά δεν πρόλαβε ν’ αντισταθεί: Ο Χάρι τράβηξε τη ζώνη κι έχωσε μες στο παντελόνι του το δεξί του χέρι. Ύστερα το τράβηξε προς τα πάνω, ο άνδρας ξεκόλλησε από το έδαφος κι άκουσε το σώβρακό του να σχίζεται μ’ έναν δυνατό ήχο. Ο Νιο κάτι φώναξε, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Χάρι κρατούσε ήδη το λευκό μποξεράκι πάνω από το κεφάλι του εν είδει τροπαίου. Το εκτόξευσε πάνω από το κεφάλι του φρουρού, προς τους θάμνους, στράφηκε προς το αυτοκίνητο κι άρχισε να περπατάει και πάλι αργά προς τη θέση του συνοδηγού. «Παλιό κόλπο απ’ το σχολείο» είπε στον άναυδο Νιο. «Αναλαμβάνεις εσύ από εδώ και πέρα. Γαμώ τη ζέστη μου, γαμώ». Ο Νιο πετάχτηκε από το αμάξι και έπειτα από μια σύντομη

διευθέτηση ξανάχωσε το κεφάλι του μέσα κι έκανε νόημα στον Χάρι, ο οποίος βγήκε κι ακολούθησε τους άλλους δύο στο υπόγειο. Ο φρουρός τον κοιτούσε μ’ άγρυπνο βλέμμα, κρατώντας αποστάσεις. Το βίντεο ξεκίνησε, ο Χάρι άναψε τσιγάρο σκεφτόμενος ότι η νικοτίνη υπό ορισμένες συνθήκες τονώνει τη σκέψη. «Οκέι» είπε ο Χάρι. «Δηλαδή πιστεύεις ότι ο Μπρέκε λέει την αλήθεια». «Κι εσείς το ίδιο πιστεύετε» είπε ο Νιο. «Αλλιώς δεν θα με κουβαλούσατε εδώ κάτω». «Σωστά». Ο καπνός έτσουξε τα μάτια του Χάρι. «Κι εδώ καταλαβαίνεις γιατί». Ο Νιο κοίταξε καλά καλά τις εικόνες, αλλά παραιτήθηκε, κουνώντας το κεφάλι του. «Η κασέτα αυτή είναι από τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου» είπε ο Χάρι. «Στις δέκα το βράδυ περίπου». «Λάθος» είπε ο Νιο. «Είναι η ίδια κασέτα που είδαμε την προηγούμενη φορά· 3 Ιανουαρίου, τη μέρα της δολοφονίας. Ορίστε και η ημερομηνία στο κάτω μέρος της οθόνης». Ο Χάρι φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού, αλλά ένα ρεύμα αέρα το πήρε και το διέλυσε αμέσως. «Η ημερομηνία είναι λάθος, είναι η κασέτα της 10ης Ιανουαρίου. Βάζω στοίχημα ότι ο ξεβράκωτος φίλος μας από

εδώ μπορεί να επιβεβαιώσει ότι το ν’ αλλάξει κανείς την ημερομηνία και την ώρα στο μηχάνημα –κι άρα στην ταινία– είναι παιχνιδάκι». Ο Νιο κοίταξε τον φρουρό, που ανασήκωσε τους ώμους κι έγνεψε καταφατικά. «Και πάλι, δεν καταλαβαίνω πώς ξέρετε πότε τραβήχτηκαν αυτές οι εικόνες» είπε ο Νιο. Ο Χάρι έγνεψε προς τη μεριά της οθόνης. «Το συνειδητοποίησα σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησα από τον θόρυβο της κίνησης στη γέφυρα Τάκσιν, που βρίσκεται δίπλα στο διαμέρισμά μου» είπε. «Οι εικόνες μαρτυρούν υπερβολικά λίγη κίνηση. Υποτίθεται ότι είναι τέσσερις με πέντε το απόγευμα στο εξαώροφο γκαράζ ενός πολυσύχναστου εμπορικού συγκροτήματος –και περνούν μόνο δύο αυτοκίνητα μέσα σε μία ώρα;» Ο Χάρι τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του. «Κι ύστερα σκέφτηκα αυτό». Σηκώθηκε κι έδειξε τις μαύρες γραμμές που είχαν αφήσει τ’ αυτοκίνητα στο μπετόν. «Ίχνη από βρεγμένα λάστιχα. Κι από τα δύο αμάξια. Πότε ήταν τελευταία φορά βρεγμένοι οι δρόμοι στην Μπανγκόκ;» «Πριν από δύο μήνες; Ίσως και παραπάνω». «Λάθος. Πριν από τρεις μέρες, στις 10 Ιανουαρίου, μεταξύ δέκα και δέκα και μισή το βράδυ, έριξε καρεκλοπόδαρα· μπόρα των μάνγκο. Το ξέρω γιατί έγινα μούσκεμα».

«Ναι, σωστά» είπε ο Νιο και συνοφρυώθηκε. «Μόνο που οι κάμερες πρέπει να καταγράφουν συνεχώς τι συμβαίνει. Αν αυτό το υλικό δεν είναι από τις 3 αλλά από τις 10 Ιανουαρίου, τότε κάποιος σταμάτησε την κασέτα της 10ης Ιανουαρίου εκείνη την ώρα και την έβγαλε από το βίντεο, για να την αντικαταστήσει με αυτήν». Ο Χάρι ζήτησε από τον φρουρό να βρει την κασέτα που έγραφε 10 Ιανουαρίου. Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα ανακάλυπταν ότι η εγγραφή σταματούσε στις 21:30. Ακολούθησε κενό πέντε δευτερολέπτων κι ύστερα η εικόνα επανήλθε. «Οι εικόνες από εδώ και πέρα είναι από προηγούμενες εγγραφές, πιο παλιές» είπε ο Χάρι κι έδειξε την ημερομηνία και την ώρα. 1 Ιανουαρίου, ώρα 05:25. Ο Xάρι ζήτησε από τον φρουρό να παγώσει την εικόνα. Κάθισαν και κοιτούσαν την οθόνη ενώ ο Χάρι τελείωνε το τσιγάρο του. Ο Νιο έφερε τις παλάμες του μπροστά από το στόμα και τις πίεσε μεταξύ τους. «Κάποιος, λοιπόν, πείραξε την κασέτα έτσι ώστε να φαίνεται ότι το αμάξι του πρέσβη δεν μπήκε ποτέ στο γκαράζ. Γιατί;» O Χάρι δεν απάντησε. Κοίταξε το ρολόι. 05:25, τριάντα πέντε λεπτά πριν μπει ο νέος χρόνος στο Όσλο. Πού

βρισκόταν; Τι έκανε; Μήπως ήταν στου Σρέντερ; Αποκλείεται, πρέπει να ήταν κλειστό. Τότε μάλλον κοιμόταν. Όπως και να ’χει, ούτε πυροτεχνήματα ούτε βεγγαλικά μπορούσε να θυμηθεί.

Η εταιρεία φύλαξης τους επιβεβαίωσε ότι νυχτοφύλακας στις 10 Ιανουαρίου ήταν ο Τζιμ Λαβ. Έδωσαν στον Νιο τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας. Ο Νιο κάλεσε τον αριθμό, αλλά κανείς δεν το σήκωσε. «Στείλτε ένα περιπολικό να το ελέγξετε» είπε η Λιζ. Έμοιαζε χαρούμενη που είχαν, επιτέλους, κάτι χειροπιαστό. Ο Σούντχορν μπήκε στο γραφείο κουβαλώντας έναν φάκελο. «Ο Τζιμ Λαβ δεν έχει ποινικό μητρώο» είπε «αλλά τον αναγνώρισε από την περιγραφή ο Μαϊσάν, ένα από τα γεράκια του Ναρκωτικών. Αν όντως είναι αυτός, τότε συχνάζει στης Μις Ντουγέν». «Που σημαίνει τι ακριβώς;» είπε ο Χάρι. «Σημαίνει ότι μπορεί και να μην ήταν όσο αθώος έλεγε σ’ εκείνη την ιστορία με το όπιο» είπε ο Νιο. «Η Μις Ντουγέν είναι ένας τεκές στην Τσαϊνατάουν» εξήγησε η Λιζ.

«Τεκές; Δεν είναι... ε, παράνομοι αυτοί;» «Φυσικά». «Συγγνώμη, χαζή ερώτηση» είπε ο Χάρι. «Απλώς νόμιζα ότι η αστυνομία τα κυνηγούσε κάτι τέτοια». «Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην πατρίδα σου, Χάρι, αλλά εμείς είμαστε άνθρωποι πρακτικοί. Εάν κλείσουμε τον τεκέ της Μις Ντουγέν, κάποιος άλλος θ’ ανοίξει κάπου αλλού μέσα σε μια βδομάδα. Ή όλοι αυτοί οι οπιομανείς θα ξεχυθούν στους δρόμους. Το καλό με το στέκι της Μις Ντουγέν είναι ότι το ελέγχουμε· οι μυστικοί μας πράκτορες μπαινοβγαίνουν κατά το δοκούν. Και όσοι θέλουν να καταστρέψουν το μυαλό τους με όπιο μπορούν να το κάνουν σε αξιοπρεπείς τουλάχιστον συνθήκες». Κάποιος ξερόβηξε. «Συν τοις άλλοις, η Μις Ντουγέν τα σκάει μια χαρά» ακούστηκε μια σιγανή φωνή πίσω από την Bangkok Post. Η Λιζ έκανε πως δεν άκουσε. «Αφού ο Λαβ δεν πήγε σήμερα στη δουλειά και δεν είναι ούτε σπίτι, βάζω στοίχημα ότι βρίσκεται φαρδύς πλατύς πάνω σ’ ένα από τα τατάμι από μπαμπού στης Μις Ντουγέν. Νιο, γιατί δεν πάτε με τον Χάρι να δείτε; Μιλήστε πρώτα στον Μαϊσάν, θα σας βοηθήσει. Να δει και τίποτα ενδιαφέρον ο τουρίστας μας».

Ο Μαϊσάν κι ο Χάρι μπήκαν σ’ ένα στενό δρομάκι όπου ο ζεστός αέρας φυσούσε τα σκουπίδια κατά μήκος των πλίνθινων τοίχων των σπιτιών. Ο Νιο έμεινε στο αμάξι: Ο Μαϊσάν είπε ότι βρόμαγε μπατσίλα από χιλιόμετρο. Άσε που θα κινούσαν υποψίες αν έμπαιναν στης Μις Ντουγέν κι οι τρεις μαζί την ίδια στιγμή. «Το να καπνίζεις όπιο δεν είναι και πολύ ομαδικό σπορ» εξήγησε ο Μαϊσάν με αμερικάνικη προφορά. Ο Χάρι αναρωτήθηκε μήπως η προφορά και η μπλούζα με τη στάμπα των Doors ήταν λίγο υπερβολικά για έναν μυστικό του Ναρκωτικών. Ο Μαϊσάν σταμάτησε μπροστά από μια ανοιχτή σιδερόπορτα, έσβησε το τσιγάρο του στην άσφαλτο με τη φτέρνα της δεξιάς του μπότας κι εξαφανίστηκε σε ένα δωμάτιο. «Σκατά!» Ο Χάρι χτύπησε το κεφάλι του στην πόρτα και γύρισε απότομα όταν άκουσε ένα οικείο γελάκι. Μες στο σκοτάδι του χολ νόμιζε ότι είδε μια γνωστή φιγούρα, αλλά μπορεί να έκανε και λάθος. Προχώρησε για να μη χάσει τους δύο που προπορεύονταν. Εκείνοι εξαφανίστηκαν κατεβαίνοντας μια σκάλα κι ο Χάρι έτρεξε να τους προλάβει. Λεφτά αντάλλαξαν χέρια και η πόρτα άνοιξε ίσα ίσα για να χωρέσουν μέσα.

Ο χώρος μύριζε χώμα, κάτουρο, καπνό και γλυκό όπιο. Η μόνη επαφή του Χάρι με τεκέ οπιομανών ήταν μια ταινία του Σέρτζιο Λεόνε, όπου κάτι γυναίκες με μεταξωτά σαρόνγκ περιποιούνταν τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο πάνω σε μαλακά κρεβάτια με τεράστια μαξιλάρια, κάτω από ένα απαλό κίτρινο φως που έδινε στη σκηνή διαστάσεις ιερές. Εκτός από το λιγοστό φως, τίποτα εδώ μέσα δεν θύμιζε Χόλιγουντ. Η σκόνη που ίπτατο στον αέρα δυσκόλευε την αναπνοή και, με την εξαίρεση ορισμένων κρεβατιών κατά μήκος των τοίχων, όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε χαλιά ή τατάμι πάνω στο πατημένο χώμα. Το υγρό σκοτάδι αντηχούσε από πνιχτούς βήχες και τραχιά κρωξίματα και στην αρχή ο Χάρι νόμισε ότι υπήρχαν λίγοι άνθρωποι εκεί μέσα. Όταν όμως τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σ’ ένα μεγάλο απλόχωρο δωμάτιο, γεμάτο τουλάχιστον με εκατό ανθρώπους, σχεδόν όλοι τους άνδρες. Εκτός από τον βήχα, επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. Οι περισσότεροι έμοιαζαν να κοιμούνται· άλλοι ίσα που κουνιούνταν. Είδε έναν γέρο να κρατάει μια πίπα και με τα δυο του χέρια να ρουφάει με τέτοια μανία, που το δέρμα πάνω στα ζυγωματικά του κολλούσε στο κρανίο. Όλη αυτή η τρέλα ήταν πλήρως οργανωμένη: Οι πελάτες ήταν ξαπλωμένοι σε σειρές που δημιουργούσαν τετράγωνα,

έτσι ώστε να μπορεί κανείς να περπατήσει ανάμεσά τους, όπως γίνεται και στα νεκροταφεία. Ο Χάρι ακολούθησε τον Μαϊσάν, που διέσχιζε τους διαδρόμους, ψάχνοντας ένα ένα τα πρόσωπα και προσπαθώντας να κρατήσει την ανάσα του. «Βλέπεις πουθενά τον φίλο σου;» ρώτησε. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είναι πάρα πολύ σκοτεινά εδώ μέσα». Ο Μαϊσάν χαμογέλασε πλατιά. «Θυμάμαι όταν έβαλαν κάτι φώτα από νέον, για να σταματήσουν οι κλεψιές. Τελικά σταμάτησαν να έρχονται οι πελάτες». Ο Μαϊσάν χώθηκε πιο βαθιά στο σκοτάδι της αίθουσας. Επέστρεψε σύντομα κι έδειξε προς την έξοδο κινδύνου. «Μου είπαν ότι ο μαύρος τυπάκος πάει συχνά και στο Yupa House, λίγο πιο κάτω. Ορισμένοι αγοράζουν το όπιο και πάνε να το καπνίσουν εκεί. Ο ιδιοκτήτης κάνει τα στραβά μάτια». Τα μάτια του Χάρι, που είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι, ξαναβρέθηκαν εκτεθειμένα στη μεγάλη οδοντιατρική λάμπα που κρεμόταν μονίμως στον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Βρήκε τα γυαλιά του και τα φόρεσε. «Χάρι, ξέρω ένα μέρος με φτηνά...» «Όχι, ευχαριστώ. Κι αυτά καλά είναι». Ο Νιο αντικατέστησε τον Μαϊσάν. Στο Yupa House θα χρειά​ζονταν αστυνομική ταυτότητα για να ελέγξουν τα

βιβλία των επισκεπτών κι ο Μαϊσάν δεν ήθελε να πέσει σύρμα στη γειτονιά για το ποιόν του. «Ευχαριστώ» είπε ο Χάρι. «Να προσέχεις» είπε ο Μαϊσάν κι εξαφανίστηκε μες στις σκιές.

31

ρεσεψιονίστ του Yupa House έμοιαζε με αντανάκλαση σε μαγικό καθρέφτη στα πανηγύρια. Το μακρόστενο πρόσωπό του καθόταν πάνω σ’ έναν ψηλό γερακίσιο λαιμό, που στηριζόταν σε δύο μαραμένους ώμους. Είχε αραιά μαλλιά, σχιστά μάτια που έκλιναν προς τα κάτω και μια μακριά αδύνατη γενειάδα. Ήταν σοβαρός, ευγενικός και μες στο μαύρο του κουστούμι θύμιζε στον Χάρι κοράκι γραφείου τελετών. Ο ρεσεψιονίστ διαβεβαίωσε τους αστυνομικούς ότι κανείς με το όνομα Τζιμ Λαβ δεν διέμενε στο Yupa House. Όταν του τον περιέγραψαν, αυτός χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Πάνω από τον πάγκο του κρεμόταν μια πινακίδα με τον βασικό κανονισμό του ξενοδοχείου: Απαγορεύονται τα όπλα, οτιδήποτε δύσοσμο και το

O

κάπνισμα στο κρεβάτι. «Συγγνώμη μισό λεπτό» είπε ο Χάρι στον ρεσεψιονίστ και τράβηξε τον Νιο προς την έξοδο. «Για πες εσύ που είσαι τόσο καλός στο να καταλαβαίνεις τους ψεύτες...» «Δύσκολο» είπε ο Νιο. «Ο τύπος είναι Βιετναμέζος». «Και λοιπόν;» «Δεν έχετε ακούσει τι είχε πει ο Νγουέν Κάο Κέι για τους συμπατριώτες του στον πόλεμο του Βιετνάμ; Ότι οι Βιετναμέζοι είναι γεννημένοι ψεύτες. Είναι στο DNA τους, έχοντας μάθει έπειτα από παθήματα γενεών ότι η αλήθεια μόνο δυστυχία φέρνει». «Θες να πεις ότι ο τύπος λέει ψέματα;» «Θέλω να πω ότι δεν ξέρω. Αν ναι, είναι πολύ καλός». Ο Χάρι έκανε μεταβολή, πλησίασε τη ρεσεψιόν και ζήτησε το πασπαρτού του ξενοδοχείου. Ο ρεσεψιονίστ χαμογέλασε νευρικά. «Θα ερευνήσουμε ένα προς ένα τα δωμάτια. Κατάλαβες; Αν βρούμε οτιδήποτε ύποπτο, θα χρειαστεί φυσικά να βάλουμε λουκέτο στο ξενοδοχείο, αλλά δεν νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα». Ο ρεσεψιονίστ κούνησε το κεφάλι του λες και ξαφνικά δυσκολευόταν να καταλάβει αγγλικά. «Είπα ότι δεν νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα. Βλέπω εδώ βέβαια ότι απαγορεύεται το κάπνισμα στο κρεβάτι».

Ο Χάρι ξεκρέμασε την ταμπέλα και τη χτύπησε με δύναμη στον πάγκο. Ο ρεσεψιονίστ κόλλησε το βλέμμα του πάνω της. Κάτι κινούνταν κάτω απ’ τον γερακίσιο του λαιμό. «Στο 304 υπάρχει ένας άνδρας που τον λένε Τζόουνς» είπε. «Μπορεί να είναι αυτός». Ο Χάρι γύρισε και χαμογέλασε στον Νιο, που απλώς σήκωσε τους ώμους του. «Κι ο κύριος Τζόουνς μήπως τυχαίνει να βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο ξενοδοχείο;» «Βρίσκεται στο δωμάτιό του από την ώρα που έκανε τσεκ ιν». Ο ρεσεψιονίστ τούς οδήγησε στους πάνω ορόφους. Χτύπησε την πόρτα του 304, αλλά δεν πήρε απάντηση. Ο Νιο τού έκανε νόημα να τους ανοίξει κι από μια θήκη στο πόδι του έβγαλε μια μαύρη Beretta 35 χιλιοστών, με την ασφάλεια κατεβασμένη. Το κεφάλι του ρεσεψιονίστ άρχισε να πηγαινοέρχεται μπρος πίσω σαν της κότας. Ξεκλείδωσε κι έκανε γρήγορα δυο βήματα πίσω. Ο Χάρι έσπρωξε προσεκτικά την πόρτα. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το δωμάτιο σκοτεινό. Έβαλε το χέρι του μέσα και βρήκε τον διακόπτη για το φως. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο Τζιμ Λαβ, ακίνητος, με τα μάτια του κλειστά και τ’ ακουστικά

στ’ αυτιά. Ο ανεμιστήρας γύριζε στο ταβάνι, ταράζοντας τις κουρτίνες. Ένας ναργιλές στεκόταν σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι δίπλα του. «Τζιμ Λαβ!» φώναξε ο Χάρι, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε. Ή κοιμόταν ή είχε τη μουσική στη διαπασών, σκέφτηκε ο Χάρι, κοιτάζοντας τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι ο Τζιμ ήταν ολομόναχος. Τότε είδε μια μύγα να βγαίνει αργά αργά από το δεξί ρουθούνι του Τζιμ. Ο Χάρι πλησίασε το κρεβάτι κι ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του άνδρα. Ήταν παγωμένο σαν μάρμαρο.

O Χάρι καθόταν σε μια άβολη καρέκλα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και περίμενε. Μουρμούριζε κάποιο τραγούδι, αλλά δεν θυμόταν ποιο. Ο γιατρός ήρθε και αποφάνθηκε ότι ο Λαβ ήταν νεκρός πάνω από δώδεκα ώρες, πράγμα που ήξερε κι ο Χάρι εκ των προτέρων. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε πόση ώρα θα έκαναν να βγουν τ’ αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης, απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους, κι ο Χάρι κατάλαβε ότι η απάντηση ήταν η ίδια: πάνω από δώδεκα ώρες. Όλοι, εκτός από τον Ράνγκσαν, συγκεντρώθηκαν στο γραφείο της Λιζ το ίδιο εκείνο βράδυ. Η καλή διάθεση της

ημέρας είχε εξαφανιστεί. «Πείτε μου ότι έχουμε κάτι» είπε η Λιζ απειλητικά. «Η Σήμανση βρήκε ένα κάρο πράγματα» είπε ο Νιο. «Έστειλαν τρεις και βρήκαν ολόκληρη σειρά από αποτυπώματα, τρίχες και ίνες. Ήταν, λέει, λες και το Yupa House δεν είχε καθαριστεί εδώ κι έξι μήνες». Ο Σούντχορν κι ο Χάρι κρυφογέλασαν, αλλά η Λιζ τούς κάρφωσε με το βλέμμα της. «Κάποιο στοιχείο που να μπορεί να συνδέεται με τη δολοφονία;» «Δεν ξέρουμε καν αν είναι φόνος» είπε ο Χάρι. «Φυσικά και το ξέρουμε, γαμώτο μου» φώναξε η Λιζ. «Οι ύποπτοι για συνέργεια σε δολοφονία δεν πεθαίνουν κατά τύχη από υπερβολική δόση λίγες ώρες πριν τους συλλάβουμε». «Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει, λένε στον τόπο μου» είπε ο Χάρι. «Τι;» «Συμφωνώ». Ο Νιο εξήγησε ότι ο θάνατος από υπερβολική δόση ήταν εξαιρετικά σπάνιος στους οπιομανείς. Κατά κανόνα έχαναν τις αισθήσεις τους πολύ πριν προλάβουν να αυτοδηλητηριαστούν. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Ράνγκσαν.

«Φέρνω νέα» είπε και κάθισε στην καρέκλα σηκώνοντας την εφημερίδα του. «Βρήκαν την αιτία του θανάτου». «Δεν περίμενα η αυτοψία να βγει πριν από την αυριανή μέρα» είπε ο Νιο. «Γιατί όχι; Τα παιδιά στη Σήμανση βρήκαν υδροκυάνιο στο όπιο του Λαβ, μια πολύ λεπτή στρώση. Ο τύπος πρέπει να πέθανε με την πρώτη ρουφηξιά». Για λίγο απλώθηκε σιωπή τριγύρω. «Βρείτε μου τον Μαϊσάν». Η Λιζ είχε ξαναμπεί στο κλίμα. «Πρέπει να μάθουμε από πού πήρε το όπιο ο Λαβ». «Εγώ δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος» προειδοποίησε ο Ράνγκσαν. «Ο Μαϊσάν μίλησε στο βασικό βαποράκι του Λαβ κι είχε, λέει, να τον δει πολύ καιρό». «Τέλεια» είπε ο Χάρι. «Εν πάση περιπτώσει, τώρα ξέρουμε ότι κάποιος ήθελε σώνει και καλά να φανεί ότι ο δολοφόνος ήταν ο Μπρέκε». «Αυτό δεν μας βοηθάει σε τίποτα» είπε η Λιζ. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος» είπε ο Χάρι. «Δεν ξέρουμε κατά πόσο διάλεξαν στην τύχη τον Μπρέκε ως αποδιοπομπαίο τράγο. Ίσως ο δολοφόνος να είχε κίνητρο να τον ενοχοποιήσει, τίποτα ανοιχτούς λογαριασμούς». «Και τι μ’ αυτό;» «Αν αφήσουμε ελεύθερο τον Μπρέκε, ίσως κάτι προκύψει.

Ίσως καταφέρουμε να δελεάσουμε τον δολοφόνο». «Λυπάμαι» είπε η Λιζ και κάρφωσε το βλέμμα της στο τραπέζι. «Αλλά ο Μπρέκε θα μείνει μέσα». «Τι;» Ο Χάρι δεν πίστευε στ’ αυτιά του. «Διαταγές του αρχηγού». «Μα...» «Έτσι έχουν τα πράγματα». «Εκτός αυτού, έχουμε νέα δεδομένα που δείχνουν προς τη Νορβηγία» είπε ο Ράνγκσαν. «Η Σήμανση έστειλε τα αποτελέσματα για το γράσο απ’ τη λαβή του μαχαιριού στους Νορβηγούς, με την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάτι. Και βρήκαν. Ανακάλυψαν ότι είναι λίπος από τάρανδο, πράγμα σχεδόν ανύπαρκτο στην Ταϊλάνδη. Κάποιος μάλιστα πρότεινε να συλλάβουμε τον Αϊ-Βασίλη». Ο Νιο κι ο Σούντχορν ξέσπασαν σε χαχανητά. «Κι ύστερα μας είπαν από το Όσλο ότι οι Λάπωνες χρησιμοποιούν αυτό το λίπος για να προστατεύουν τα μαχαίρια τους». «Ταϊλανδέζικο μαχαίρι, νορβηγικό λίπος. Όσο πάει το θέμα γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον». Η Λιζ σηκώθηκε απότομα όρθια. «Καληνύχτα σας. Εύχομαι να ξεκουραστείτε και να μου έρθετε ανανεωμένοι αύριο το πρωί». Ο Χάρι την πρόλαβε στον ανελκυστήρα και της ζήτησε εξηγήσεις.

«Άκου, Χάρι, εδώ είναι Ταϊλάνδη και οι κανόνες διαφέρουν. Ο αρχηγός μας μπλέχτηκε στην υπόθεση και είπε στην αστυνομική διευθύντρια του Όσλο ότι βρήκαμε τον δολοφόνο, νομίζοντας ότι ήταν ο Μπρέκε. Όταν τον πληροφόρησα για τις τελευταίες εξελίξεις, δεν χάρηκε και επέμεινε ότι ο Μπρέκε πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να βρεθεί τουλάχιστον ένα πειστικό άλλοθι». «Μα...» «Αξιοπρέπεια, Χάρι, αξιοπρέπεια. Μην ξεχνάς ότι στην Ταϊλάνδη τα παιδιά μεγαλώνουν μαθαίνοντας να μην παραδέχονται ποτέ τα λάθη τους». «Κι όταν όλοι ξέρουν ποιος έκανε το λάθος;» «Τότε όλοι τσακίζονται να βοηθήσουν ώστε να μη φανεί ότι ήταν λάθος». Ευτυχώς, οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και ξανάκλεισαν μέσα τους τη Λιζ πριν ο Χάρι προλάβει να μοιραστεί μαζί της τη γνώμη του πάνω στο θέμα. Αντ’ αυτού, ξαναμουρμούρισε το τραγούδι που είχε τόση ώρα στο κεφάλι του. «All along the watchtower», αυτό ήταν. Και θυμήθηκε τώρα και τον στίχο που έλεγε: Πρέπει να υπάρχει διέξοδος από εδώ, είπε ο χωρατατζής στον κλέφτη. Υπήρχε άραγε;

Έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του τον περίμενε ένα γράμμα· είδε το όνομα της Ρούνα στον φάκελο. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του. Στέρνο και στομάχι ήταν καλυμμένα μ’ ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα, σαν λάδι. Προσπάθησε να θυμηθεί πώς ήταν στα δεκαεφτά του. Ήταν ερωτευμένος; Πολύ πιθανόν. Ακούμπησε το γράμμα στο κομοδίνο δίχως να το ανοίξει, έτσι όπως είχε σκοπό να το επιστρέψει. Ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άφησε ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα κι ένα σύστημα κλιματισμού να τον νανουρίσουν. Σκέφτηκε την Μπιργκίτα, τη Σουηδέζα που γνώρισε στην Αυστραλία· του είχε πει ότι τον αγαπούσε. Τι είχε πει ο Άουνε επ’ αυτού; Ότι φοβόταν, λέει, «να δεθεί με άλλους ανθρώπους». Το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι η λύτρωση έρχεται πάντα με τη συνοδεία πονοκεφάλου. Και τούμπαλιν.

32

Γενς Μπρέκε έμοιαζε να μην έχει κοιμηθεί λεπτό από την τελευταία φορά που τον είδε ο Χάρι. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και τα χέρια του κινούνταν νευρικά πάνω στο τραπέζι. «Άρα δεν θυμάστε τον φρουρό στο γκαράζ με το άφρο μαλλί» είπε ο Χάρι. Ο Μπρέκε κούνησε το κεφάλι του. «Σας το έχω ξαναπεί, εγώ δεν χρησιμοποιώ το γκαράζ». «Ας ξεχάσουμε τον Τζιμ Λαβ για μια στιγμή» είπε ο Χάρι. «Ας σκεφτούμε ποιος θα μπορούσε να θέλει να σας χώσει στη στενή». «Τι εννοείτε;» «Κάποιος μπήκε σε πολύ κόπο για να καταστρέψει το άλλοθί σας».

O

Ο Γενς σήκωσε τα φρύδια του τόσο ψηλά, που σχεδόν εξαφανίστηκαν στις ρίζες των μαλλιών του. «Στις 10 Ιανουαρίου κάποιος έβαλε τη βιντεοκασέτα της 3ης Ιανουαρίου να καταγράφει εικόνες από τις κάμερες, διαγράφοντας έτσι τις ώρες κατά τις οποίες το αμάξι του πρέσβη φαινόταν στην οθόνη, καθώς και το γεγονός ότι τον συνοδεύσατε στο γκαράζ». Τα φρύδια του Γενς ξανακατέβηκαν και σχημάτισαν ένα συνοφρυωμένο Μ. «Ε;» «Σκεφτείτε λίγο». «Εννοείτε ότι έχω εχθρούς;» «Ίσως. Ή ίσως τους βόλευε να βρουν κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο». Ο Γενς έτριψε τον σβέρκο του. «Εχθρούς; Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν, όχι αυτού του είδους τουλάχιστον». Το πρόσωπό του έλαμψε ξαφνικά. «Μα όλο αυτό σημαίνει ότι θα με αφήσετε ελεύθερο, σωστά;» «Συγγνώμη, δεν είστε ακόμη υπεράνω υποψίας». «Μα μόλις μου είπατε πως...» «Ο αρχηγός της αστυνομίας αρνείται να σας αφήσει μέχρι να επιβεβαιωθεί το άλλοθί σας. Σας ζητώ λοιπόν να σκεφτείτε πολύ καλά: Θυμάστε να σας έχει δει κανένας, οποιοσδήποτε, στο διάστημα αφότου αφήσατε τον πρέσβη

στο γκαράζ και μέχρι να επιστρέψετε σπίτι σας; Υπήρχε κανείς στη ρεσεψιόν όταν φύγατε από το γραφείο, ας πούμε, ή όταν πήρατε ταξί; Σταματήσατε σε κάποιο περίπτερο; Οτιδήποτε». Ο Γενς ακούμπησε το μέτωπό του στ’ ακροδάχτυλά του. Ο Χάρι άναψε τσιγάρο. «Γαμώτο, Χάρι! Μπλόκαρε το μυαλό μου με όλα αυτά τα βίντεο! Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα». Μούγκρισε και χτύπησε την παλάμη του στο τραπέζι. «Ξέρετε τι συνέβη χτες το βράδυ; Ονειρεύτηκα ότι σκότωσα τον πρέσβη. Ότι βγήκαμε από την κεντρική είσοδο του κτιρίου και πήγαμε με το αυτοκίνητο μέχρι ένα μοτέλ, όπου του κάρφωσα στην πλάτη ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο. Προσπαθούσα να σταματήσω, αλλά δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου, ήταν λες κι ήμουν παγιδευμένος μέσα σ’ ένα ρομπότ κι όλο κάρφωνα, κάρφωνα...» Για μια στιγμή σταμάτησε να μιλάει. Ο Χάρι δεν είπε τίποτα, του άφησε τον χρόνο του. «Ξέρετε, δεν αντέχω να με κλειδώνουν σε δωμάτιο» είπε ο Γενς. «Ποτέ μου δεν το άντεξα. Ο πατέρας μου...» Στραβοκατάπιε κι έσφιξε τη δεξιά γροθιά του. Ο Χάρι είδε τις αρθρώσεις του ν’ ασπρίζουν. Ο Γενς συνέχισε, σχεδόν ψιθυρίζοντας: «Αν κάποιος είχε έρθει χτες με μια ομολογία και μου ’λεγε

ότι έτσι και υπέγραφα θα έφευγα αποκεί μέσα, ούτε εγώ δεν ξέρω πώς θ’ αντιδρούσα». Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος. «Συνεχίστε να προσπαθείτε να θυμηθείτε, έστω και κάτι. Ίσως τώρα που τελειώσαμε με την υπόθεση των βίντεο να μπορέσετε να σκεφτείτε καθαρά». Προχώρησε προς την πόρτα. «Χάρι;» Ο Χάρι αναρωτήθηκε τι στο καλό έκανε τους ανθρώπους τόσο φλύαρους με το που τους γύριζες την πλάτη. «Ναι;» «Γιατί πιστεύετε ότι είμαι αθώος, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι μοιάζουν να πιστεύουν το ακριβώς αντίθετο;» Ο Χάρι τού απάντησε δίχως να γυρίσει. «Πρώτον, γιατί δεν έχουμε αποδεικτικά στοιχεία εναντίον σας, μόνο ένα ετοιμόρροπο κίνητρο και καθόλου άλλοθι». «Και δεύτερον;» Ο Χάρι χαμογέλασε και γύρισε το κεφάλι του. «Γιατί την πρώτη φορά που σας γνώρισα νόμιζα ότι ήσασταν μεγάλο αρχίδι». «Και;» «Και είμαι σκράπας στις πρώτες εντυπώσεις. Καλή σας ημέρα».

Ο Μπγιάρνε Μέλερ άνοιξε το ένα του μάτι, μισοκοίταξε το ρολόι πάνω στο κομοδίνο κι αναρωτήθηκε ποιος ανεκδιήγητος θεωρούσε τις έξι το πρωί κατάλληλη ώρα για κουβέντα. «Ξέρω τι ώρα είναι» είπε ο Χάρι πριν το αφεντικό του προλάβει να μιλήσει. «Άκου όμως· θέλω να τσεκάρεις έναν τύπο για χάρη μου. Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες τώρα, έχω απλώς προαίσθημα». «Προαίσθημα;» «Ναι, ένστικτο, πώς το λένε; Νομίζω ότι ο δράστης είναι Νορβηγός, οπότε οι επιλογές είναι σχετικά περιορισμένες». Ο Μέλερ καθάρισε τον λαιμό του και το στόμα του γέμισε φλέγματα. «Γιατί Νορβηγός;» «Βρήκαμε λίπος από τάρανδο στο σακάκι και στο μαχαίρι που σκότωσε τον Μούλνες. Και η γωνία κρούσης δείχνει ότι ο δράστης πρέπει να ήταν σχετικά ψηλός. Άρα όχι ο μέσος Ταϊ​λ ανδός». «Καλά, Χόλε, και δεν μπορούσε να περιμένει όλο αυτό;» «Φυσικά» απάντησε ο Χάρι. Κι ύστερα σιώπησε. «Άρα προς τι η βιασύνη;» «Γιατί έχω πέντε αξιωματικούς κι έναν αρχηγό Αστυνομικού Σώματος εδώ κάτω που περιμένουν να κουνήσεις τον κώλο σου απ’ το κρεβάτι, αφεντικό».

Ο Μέλερ πήρε τηλέφωνο δυο ώρες αργότερα. «Τι ακριβώς σ’ έκανε να μας βάλεις να ελέγξουμε αυτό τον τύπο, Χόλε;» «Κοίτα να δεις, σκέφτηκα ότι όποιος ξέρει ότι το λίπος από τάρανδο χρησιμοποιείται για να προστατεύσει τα μαχαίρια πρέπει να έχει βρεθεί στη βόρεια Νορβηγία. Ύστερα θυμήθηκα κάτι φιλαράκια μου που είχαν κάνει στρατό στο Φίνμαρκ και γύρισαν κουβαλώντας κάτι τεράστια λαπωνικά μαχαίρια που είχαν αγοράσει. Ο Ίβαρ Λέκεν ήταν στον στρατό για πολλά χρόνια, και μάλιστα τοποθετημένος στο Βάρντε. Συν τοις άλλοις, κάτι μου λέει ότι ξέρει να χειρίζεται μαχαίρια». «Όλα αυτά μπορεί και ν’ αληθεύουν» είπε ο Μέλερ. «Τι άλλο ξέρουμε γι’ αυτόν;» «Όχι πολλά. Η Τόνιε Βίιγκ πιστεύει ότι τον πάρκαραν εδώ κάτω μέχρι ν’ αποστρατευτεί». «Λοιπόν, δεν έχουμε τίποτα γι’ αυτόν στο Ποινικό Μητρώο. Αλλά...» Ο Μέλερ κοντοστάθηκε. «Αλλά;» «Βρήκαμε φάκελο στ’ όνομά του». «Δηλαδή;»

«Το όνομά του εμφανίστηκε στην οθόνη, αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε στον φάκελό του. Μια ώρα αργότερα με πήραν απ’ το ΓΕΕΘΑ στο Χούσεμπι και με ρώτησαν γιατί προσπαθούσα να μπω στον φάκελό του». «Πωπώ...» «Αν ήθελα, λέει, πληροφορίες για τον Ίβαρ Λέκεν, έπρεπε να τους στείλω επιστολή». «Ξέχνα το». «Το ξέχασα ήδη, Χάρι. Δεν πρόκειται να μας βγάλει πουθενά». «Μίλησες και με τον Χάμερβολ, στο Ηθών;» «Ναι». «Και τι είπε;» «Ότι προφανώς και δεν υπάρχει μητρώο καταγεγραμμένων νορβηγών παιδόφιλων στην Ταϊλάνδη». «Αυτό που περίμενα. Κωλοπροστασία δεδομένων». «Καμία σχέση». «Τι;» «Ξεκινήσαμε να καταγράφουμε ονόματα εδώ και λίγα χρόνια, αλλά δεν καταφέραμε ποτέ να το ενημερώνουμε όπως θα ’πρεπε. Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί από δαύτους».

Όταν ο Χάρι πήρε τηλέφωνο την Τόνιε Βίιγκ για να συναντηθούν το συντομότερο δυνατόν, εκείνη επέμενε να βρεθούν στο Σαλόνι των Συγγραφέων στο ξενοδοχείο Oriental για τσάι. «Όλοι εκεί πάνε» είπε. Ο Χάρι ανακάλυψε ότι «όλοι» αυτοί ήταν λευκοί, πλούσιοι και καλοντυμένοι. «Καλώς ήρθες στο καλύτερο ξενοδοχείο του κόσμου, Χάρι» τιτίβισε η Τόνιε από τα βάθη μιας πολυθρόνας στο λόμπι του ξενοδοχείου. Φορούσε ένα μπλε βαμβακερό φόρεμα κι είχε ακουμπισμένο στα πόδια της ένα ψάθινο καπέλο, που μαζί με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους έδιναν στο λόμπι έναν αέρα παλιάς, ανέμελης αποικιοκρατικής εποχής. Αποσύρθηκαν στο Σαλόνι των Συγγραφέων, όπου πήραν το τσάι τους και έγνεψαν ευγενικά προς τους άλλους λευκούς παρευρισκόμενους, που προφανώς πίστευαν ότι η ράτσα τους και μόνο ήταν λόγος αρκετός για χαιρετούρες. Ο Χάρι χτυπούσε νευρικά το πορσελάνινο φλιτζάνι του. «Δεν είναι του στιλ σου, Χάρι;» Η Τόνιε ρούφηξε το τσάι της και τον κοίταξε τσαχπίνικα. «Προσπαθώ να καταλάβω γιατί στο καλό χαμογελάω σ’ όλους αυτούς τους Αμερικανούς με τα ρούχα του γκολφ».

Εκείνη γέλασε. «Έλα τώρα, σε τι βλάπτει ένα πιο πολιτισμένο περιβάλλον;» «Από πότε έγιναν πολιτισμός τα καρό παντελόνια;» «Χμ, ας πούμε πολιτισμένοι άνθρωποι τότε». Ο Χάρι κατάλαβε ότι η κωμόπολη του Φρεντερίκστα δεν είχε διδάξει και πολλά στη γυναίκα που καθόταν απέναντί του. Θυμήθηκε τον Σανπέτ, τον μεσήλικα σοφέρ που είχε φορέσει κολλαριστό πουκάμισο και μακρύ παντελόνι για να καθίσει μαζί του κάτω από τον καυτό ήλιο, μόνο και μόνο για να μην ντροπιάσει τους επισκέπτες του με το πόσο απλά ζούσε. Αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερη ένδειξη πολιτισμού απ’ οτιδήποτε είχε δει στον κύκλο των ξένων της Μπανγκόκ. Ο Χάρι ρώτησε την Τόνιε τι ήξερε για τους παιδεραστές στην Ταϊλάνδη. «Μόνο ότι η Ταϊλάνδη είναι δημοφιλής προορισμός ανάμεσά τους. Θα θυμάσαι, φαντάζομαι, τον Νορβηγό που πιάστηκε ξεβράκωτος στην κυριολεξία πέρσι στην Πατάγια. Οι νορβηγικές εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει κάτι γοητευτικότατες εικόνες από τρία αγοράκια στη σειρά να τον επισημαίνουν στην αστυνομία. Το πρόσωπό του ήταν σβησμένο, αλλά όχι και των αγοριών. Στην αγγλική έκδοση της Pattaya Mail συνέβαινε το ανάποδο. Επιπλέον χρησιμοποίησαν και το πλήρες όνομα του ανθρώπου στo κύριο άρθρο, ενώ στην υπόλοιπη εφημερίδα τον ανέφεραν

απλώς ως ο Νορβηγός». Η Τόνιε κούνησε το κεφάλι της. «Άνθρωποι που ποτέ τους δεν είχαν ακούσει για τη Νορβηγία έμαθαν ξάφνου ότι πρωτεύουσα της χώρα ήταν το Όσλο, γιατί οι νορβηγικές αρχές ήθελαν να τον γυρίσουν αεροπορικώς εκεί. Κι όλοι αναρωτιούνταν γιατί τέτοιος ζήλος για να γυρίσει. Αν έμενε εδώ, θα έκανε χρόνια ολόκληρα στη στενή». «Εάν οι ποινές είναι τόσο αυστηρές, γιατί υπάρχουν τόσοι παιδεραστές στην Ταϊλάνδη;» «Οι αρχές θέλουν ν’ απαλλαγεί η Ταϊλάνδη από τις φήμες που τη θέλουν Ελντοράντο των παιδεραστών. Βλάπτουν, λέει, τον τουρισμό που δεν έρχεται για τη βιομηχανία του σεξ. Αλλά στους κόλπους της αστυνομίας η σύλληψή τους δεν είναι προτεραιότητα· περισσότερο κακό φέρνει παρά καλό, με όλες αυτές τις συλλήψεις αλλοδαπών. Οι παιδεραστές προέρχονται κυρίως από τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, την Ιαπωνία ή τις ΗΠΑ, χώρες που απαιτούν άμεση έκδοση των κατηγορουμένων, βάζοντας τους ακολούθους των πρεσβειών τους να τρέχουν από εδώ κι από εκεί για να καταγγείλουν, να δωροδοκήσουν και ούτω καθεξής». «Και το αποτέλεσμα δηλαδή είναι οι κυβερνήσεις να αλληλοϋπονομεύονται;» Η Τόνιε έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο, που όμως δεν

προοριζόταν για εκείνον, αλλά για έναν από «όλους» αυτούς που περνούσαν πίσω από την πλάτη του. «Και ναι και όχι» του απάντησε. «Ορισμένες συνεργάζονται. Οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Δανίας, ας πούμε, έχουν συμφωνήσει με την Ταϊλάνδη να τοποθετήσουν δικούς τους αστυνομικούς στην Μπανγκόκ ειδικά για τις υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται σουηδοί ή δανοί παιδεραστές. Έχουν επίσης θεσπίσει νόμους που προβλέπουν ότι σουηδοί ή δανοί παιδεραστές που έχουν διαπράξει παιδική κακοποίηση στην Ταϊλάνδη μπορούν να δικαστούν και να τιμωρηθούν στα εθνικά δικαστήρια». «Και η Νορβηγία;» Η Τόνιε ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχουμε ακόμη τέτοια διακρατική συμφωνία. Ξέρω ότι η νορβηγική αστυνομία το έχει ζητήσει πολλές φορές, αλλά δεν νομίζω ότι η νορβηγική κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει στην Πατάγια και την Μπανγκόκ. Έχεις δει τα παιδάκια που τριγυρνούν πουλώντας τσίχλες;» Ο Χάρι έγνεψε καταφατικά· ήταν παντού γύρω από τα στριπτιζάδικα της Πατπόνγκ. «Οι τσίχλες είναι το σύνθημα. Σημαίνει ότι τα παιδάκια αυτά εκδίδονται». Ο Χάρι συνειδητοποίησε ανατριχιάζοντας ότι είχε αγοράσει ένα πακέτο τσίχλες από ένα ξυπόλυτο μαυρομάτικο αγόρι

που έμοιαζε τρομοκρατημένο. Κι ο Χάρι είχε νομίσει ότι έφταιγαν ο κόσμος και ο θόρυβος... «Θυμάσαι τον άνδρα που μου έδειξες στην κηδεία, τον Ίβαρ Λέκεν; Τι μπορείς να μου πεις για το χόμπι του ως φωτογράφου; Έχεις δει φωτογραφίες του;» «Όχι, αλλά έχω δει τον εξοπλισμό του και είναι εντυπωσια​κός». Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν όταν συνειδητοποίησε γιατί ο Χάρι έσκασε άθελά του ένα χαμόγελο. «Και τα ταξίδια του στην Ινδοκίνα; Είσαι σίγουρη ότι πήγαινε εκεί;» «Αν είμαι σίγουρη; Γιατί να πει ψέματα;» «Δεν ξέρω, μήπως ξέρεις εσύ;» Η Τόνιε δίπλωσε τα μπράτσα της στο στήθος, λες και ξαφνικά είχε αρχίσει να κάνει κρύο. «Όχι. Πώς ήταν το τσάι σου;» «Τόνιε, πρέπει να σου ζητήσω μια χάρη». «Τι χάρη;» «Πρόσκληση σε δείπνο». Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη. «Αν έχεις χρόνο» συμπλήρωσε ο Χάρι. Της πήρε λίγη ώρα ν’ αλλάξει έκφραση, αλλά τελικά τον ξανακοίταξε μ’ εκείνο το τσαχπίνικο χαμόγελο. «Έχω πάντα

κενό για σένα, Χάρι. Όποτε θες». «Ωραία» είπε ο Χάρι και έτριξε τα δόντια του. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσες να προσκαλέσεις τον Ίβαρ Λέκεν για δείπνο απόψε, μεταξύ εφτά και δέκα το βράδυ». Η Τόνιε Βίιγκ ήξερε πώς να κρατάει τα προσχήματα και να μη δείχνει τη δυσαρέσκειά της. ΄Οταν ο Χάρι της εξήγησε την υπόθεση, δέχτηκε μάλιστα να του κάνει το χατίρι. Ο Χάρι ξαναχτύπησε νευρικά το πορσελάνινο φλιτζάνι του, εξήγησε ότι έπρεπε να πηγαίνει κι έκανε μια αδέξια, απότομη έξοδο.

33

ποιοσδήποτε μπορεί να διαρρήξει ένα σπίτι· το μόνο που έχει να κάνει είναι να χώσει έναν λοστό στο ύψος της κλειδαριάς και να ρίξει πάνω όλο του το βάρος, μέχρι το ξύλο της κάσας να γίνει σκλήθρες. Αλλά το να διαρρήξεις ένα σπίτι δίχως ο ιδιοκτήτης να πάρει χαμπάρι ότι είχε απρόσκλητους επισκέπτες αυτό είναι ολόκληρη τέχνη. Μια τέχνη που, όπως φάνηκε, ο Σούντχορν κατείχε στην εντέλεια. Ο Ίβαρ Λέκεν ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα από την απέναντι μεριά της γέφυρας Πρα Πινκλάο. Ο Σούντχορν κι ο Χάρι περίμεναν παρκαρισμένοι μια ολόκληρη ώρα μέχρι να τον δουν να φεύγει. Μέτρησαν ακόμα δέκα λεπτά για να σιγουρευτούν ότι δεν θα επέστρεφε να πάρει κάτι που είχε ξεχάσει. H ασφάλεια του κτιρίου ήταν σχετικά χαλαρή. Δυο

Ο

ένστολοι φρουροί στέκονταν και κουβέντιαζαν δίπλα στην πόρτα του γκαράζ. Σήκωσαν τα κεφάλια τους, είδαν έναν λευκό άνδρα κι έναν καλοντυμένο Ταϊλανδό να πηγαίνουν προς τα ασανσέρ και συνέχισαν τη συζήτησή τους. Όταν ο Χάρι και ο Σούντχορν έφτασαν μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος του Λέκεν στον δωδέκατο όροφο – στο 12Β, όπως έγραφε και το κουμπί του ανελκυστήρα–, ο Σούντχορν έβγαλε δυο τσιμπίδες, κράτησε την καθεμία στο ένα χέρι και τις έχωσε στην κλειδαριά, αφαιρώντας τες σχεδόν αμέσως. «Ήρεμα» ψιθύρισε ο Χάρι. «Μην αγχώνεσαι. Έχουμε όσο χρόνο χρειαζόμαστε. Δοκίμασε τις άλλες». «Δεν έχω άλλες». Ο Σούντχορν χαμογέλασε κι έσπρωξε απαλά την ανοιχτή πια πόρτα. Ο Χάρι δεν πίστευε στα μάτια του. Ίσως τελικά ο Νιο να μην αστειευόταν όταν υπαινισσόταν διάφορα για το παρελθόν του συναδέλφου του πριν πάει στην αστυνομία. Και παραβάτης να μην ήταν στο παρελθόν ο Σούντχορν, μόλις είχε γίνει, σκέφτηκε ο Χάρι βγάζοντας τα παπούτσια του και μπαίνοντας στο σκοτεινό διαμέρισμα. H Λιζ τούς είχε εξηγήσει ότι για να πάρουν ένταλμα χρειαζόντουσαν την υπογραφή εισαγγελέα, άρα και την ενημέρωση του αρχηγού της αστυνομίας. Κι αυτό μπορεί να τους δημιουργούσε

προβλήματα, μιας κι ο αρχηγός είχε ζητήσει επισταμένως όλες οι έρευνες να επικεντρωθούν στον Γενς Μπρέκε. Ο Χάρι επεσήμανε ότι δεν βρισκόταν υπό τις διαταγές του αρχηγού· γιατί να μην περάσει από το διαμέρισμα του Λέκεν να δει μήπως έτρεχε τίποτα; Η Λιζ μπήκε αμέσως στο νόημα. Όχι, δεν ήθελε να ξέρει τι σχεδίαζε να κάνει ο Χάρι. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Σούντχορν θα ήταν καλή παρέα. «Πήγαινε στο αυτοκίνητο και περίμενέ με εκεί» του ψιθύρισε ο Χάρι. «Αν εμφανιστεί ο Λέκεν, πάρε τηλέφωνο στο διαμέρισμα από το αυτοκίνητο κι άσ’ το να χτυπήσει μόνο τρεις φορές. Τρεις μόνο, οκέι;» Ο Σούντχορν έγνεψε καταφατικά κι εξαφανίστηκε. Ο Χάρι σιγουρεύτηκε ότι κανένα παράθυρο δεν έβλεπε στον δρόμο κι άναψε το φως. Βρήκε το τηλέφωνο κι ήλεγξε ότι λειτουργούσε. Ύστερα κοίταξε τριγύρω του. Ήταν μια τυπική γκαρσονιέρα, δίχως περιττά μπιχλιμπίδια και θαλπωρή. Τρεις γυμνοί τοίχοι· ο τέταρτος ήταν γεμάτος ράφια τίγκα στα βιβλία, όρθια, οριζόντια, και μια φορητή τηλεορασούλα. Το φυσικό κέντρο του μεγάλου ενιαίου χώρου ήταν ένα ξύλινο τραπέζι με αρχιτεκτονικά πόδια κι ένα λαμπατέρ σχεδιαστηρίου. Σε μια γωνία υπήρχαν δυο ανοιχτές φωτογραφικές τσάντες κι ένα τρίποδο, κλειστό και γερμένο πάνω στον τοίχο. Το

τραπέζι ήταν καλυμμένο με λωρίδες χαρτί, προφανώς αποκόμματα, γιατί πάνω του υπήρχαν και δύο ψαλίδια, ένα μικρό κι ένα μεγάλο. Δυο φωτογραφικές μηχανές, μια Leica και μια Nikon F5 με τηλεφακό, κοιτούσαν τον Χάρι στα τυφλά· δίπλα τους, ένα ζευγάρι κιάλια νυχτερινής οράσεως. Ο Χάρι τα είχε ξαναδεί. Ήταν η ισραηλινή μάρκα που χρησιμοποιούσαν και στο Όσλο για παρακολουθήσεις. Οι μπαταρίες τους ενίσχυαν όλες τις εξωτερικές πηγές φωτός, επιτρέποντάς σου να βλέπεις ακόμα κι όταν είχε πίσσα σκοτάδι διά γυμνού οφθαλμού. Μια πόρτα οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ήταν ξέστρωτο κι ο Χάρι υπέθεσε ότι ο Λέκεν ανήκε στη μειο​ψηφία των ξένων που δεν είχαν υπηρετικό προσωπικό. Πε​ρίεργο· κόστιζε πολύ λίγο κι ο Χάρι είχε την εντύπωση ότι οι ξένοι σχεδόν αναμένονταν να συμβάλλουν κατ’ αυτό τον τρόπο στα εγχώρια ποσοστά απασχόλησης. Το υπνοδωμάτιο είχε το δικό του μπάνιο. Ο Χάρι άναψε το φως και κατάλαβε μεμιάς γιατί ο Λέκεν δεν είχε υπηρετικό προσωπικό. Το μπάνιο χρησίμευε ως σκοτεινός θάλαμος. Βρομούσε χημικά και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μια σειρά από αυτές βρισκόταν κρεμασμένη από ένα σχοινί πάνω από την μπανιέρα. Έδειχναν έναν άνδρα σε προφίλ από

το στήθος και κάτω, κι ο Χάρι κατάλαβε τελικά ότι δεν ήταν παντζούρι αυτό που έμπαινε μπροστά στην κάμερα αλλά ένα περίτεχνο βιτρό, στο πάνω μέρος του παραθύρου, με σχέδια λωτών και του Βούδα. Ένα αγόρι μικρότερο των δέκα ετών εξαναγκαζόταν σε πεολειχία κι ο φακός της κάμερας είχε ζουμάρει τόσο πολύ, που ο Χάρι μπορούσε να δει τα μάτια του. Ήταν άδεια, ανέκφραστα και φαινομενικά τυφλά. Φορούσε ένα κοντομάνικο με το γνωστό σήμα της Nike. «Just Do It» μουρμούρισε ο Χάρι. Προσπάθησε να φανταστεί τι σκεφτόταν το αγόρι. Πλην της μπλούζας του, το αγόρι ήταν γυμνό. Ο Χάρι πλησίασε τη γεμάτη κόκκους εικόνα. Ο άνδρας είχε το ένα του χέρι στον γοφό, το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του αγοριού. Ο Χάρι διέκρινε τη σκιά του προφίλ του πίσω από το βιτρό, αλλά αδυνατούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ξαφνικά το μικρό δύσοσμο μπάνιο έμοιαζε να συρρικνώνεται και οι φωτογραφίες να ξεπηδούν προς το μέρος του. Ο Χάρι υπέκυψε στην παρόρμηση κι έσκισε τις φωτογραφίες από τους τοίχους, μία λόγω θυμού, μία λόγω απόγνωσης, μία λόγω του αίματος που σφύριζε στα μηνίγγια του. Έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει τον καθρέφτη πριν βγει ζαλισμένος έξω απ’

το υπνοδωμάτιο, με μια στοίβα φωτογραφίες κάτω απ’ τη μασχάλη, και σωριαστεί σε μια πολυθρόνα. «Ερασιτέχνη του κώλου!» μουρμούρισε όταν ξαναβρήκε την ανάσα του. Μόλις είχε παραβιάσει το όλο σχέδιο. Λόγω έλλειψης εντάλματος είχαν συμφωνήσει να μην αφήσουν καθόλου ίχνη, να βρουν απλώς ό,τι υπήρχε στο διαμέρισμα κι ύστερα, αν άξιζε τον κόπο, να επιστρέψουν με το ένταλμα ανά χείρας. Ο Χάρι έψαξε στον τοίχο ένα σταθερό σημείο για να ξεκουράσει το βλέμμα του και να πειστεί ότι ήταν απαραίτητο να πάρει μαζί του απτά στοιχεία για να αντιταχθεί στο γαϊδουρινό πείσμα του αρχηγού της αστυνομίας. Αν ενεργούσαν τάχιστα, ίσως προλάβαιναν να βρουν εισαγγελέα το ίδιο κιόλας βράδυ, ώστε να περιμένουν με το ένταλμα στο χέρι τον Λέκεν κατά την επιστροφή του απ’ το δείπνο. Ενώ ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, σήκωσε τα κιάλια με τους φακούς νυχτερινής όρασης και κοίταξε έξω από το παράθυρο, προς τον ακάλυπτο. Έψαχνε ασυνείδητα κάποιο παράθυρο με βιτρό, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν ασπρισμένους τοίχους ντυμένους με την πράσινη αχλή των φακών. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ξανακρεμάσει τις φωτογραφίες στη θέση τους. Ο αρχηγός έπρεπε να πειστεί με τα λόγια και μόνο. Και ξαφνικά πάγωσε. Είχε ακούσει κάτι. Δηλαδή είχε ακούσει χίλια πράγματα,

αλλά ένας θόρυβος ανάμεσά τους δεν ανήκε στην οικεία πια κακοφωνία της πόλης. Κι είχε έρθει από τον διάδρομο. Ένα καλολαδωμένο κλικ. Βενζίνη και μέταλλο. Όταν η ριπή του αέρα μαρτύρησε πως κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο, ο Χάρι σκέφτηκε τον Σούντχορν· μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος αυτός προσπαθούσε να κάνει όσο λιγότερο θόρυβο γινόταν. Εκεί που καθόταν, ο Χάρι δεν φαινόταν από την κεντρική πόρτα. Κράτησε την ανάσα του, ενώ το μυαλό του έτρεχε με χίλιες στροφές προσπαθώντας ν’ ανακτήσει μνήμες από την ηχητική του βιβλιοθήκη: Ένας ειδικός στην Αυστραλία τού είχε πει ότι η τυμπανική μεμβράνη μπορεί να καταλάβει τη διαφορά πίεσης ανάμεσα σ’ ένα εκατομμύριο διαφορετικές συχνότητες. Κι ο ήχος που μόλις είχε ακούσει δεν ήταν το χερούλι της πόρτας που γύρισε αλλά ένα καλολαδωμένο περίστροφο που μόλις είχε οπλιστεί. Ο Χάρι ήταν στο πίσω μέρος του δωματίου, ζωντανός στόχος μπροστά στους κατάλευκους τοίχους, και ο διακόπτης του φωτός ήταν στην απέναντι μεριά, δίπλα στην πόρτα. Άρπαξε το μεγάλο ψαλίδι από το τραπέζι, έσκυψε κι ακολούθησε το καλώδιο της σχεδιαστικής λάμπας ως την πρίζα. Έβγαλε το φις κι έχωσε στην πρίζα το ψαλίδι μ’ όλη του τη δύναμη. Ένα μπλε φως έλαμψε απ’ την πρίζα, ακολουθούμενο από

μια υπόκωφη μικρή έκρηξη. Και μετά σκοτάδι. Το χέρι του παρέλυσε από την ηλεκτροπληξία. Γλίστρησε δίπλα στον τοίχο στενάζοντας, με τη μυρωδιά καμένου πλαστικού και σιδήρου στα ρουθούνια. Αφουγκράστηκε τριγύρω, αλλά το μόνο που ακουγόταν ήταν η κίνηση απ’ τον δρόμο και οι χτύποι της καρδιάς του, τόσο δυνατοί, που τους ένιωθε να τραντάζουν το στήθος του λες κι ίππευε άλογο σε πλήρη καλπασμό. Άκουσε κάτι ν’ ακουμπάει στο έδαφος και κατάλαβε ότι ο άλλος είχε βγάλει τα παπούτσια του. Ο Χάρι είχε ακόμη το ψαλίδι στο χέρι του. Σκιά ήταν αυτό που κινήθηκε; Αδυνατούσε να καταλάβει· ήταν τόσο σκοτεινά, που ούτε οι λευκοί τοίχοι δεν φαίνονταν. Η πόρτα του υπνοδωματίου έτριξε, ακούστηκε ένα κλικ. Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι ο εισβολέας είχε προσπαθήσει ν’ ανάψει το φως, αλλά το βραχυκύκλωμα είχε ρίξει όλες τις ασφάλειες. Αυτό σήμαινε ότι ο εισβολέας ήξερε τον χώρο. Αν ήταν ο Λέκεν, όμως, ο Σούντχορν θα είχε πάρει τηλέφωνο. Ή μήπως όχι; Η εικόνα του Σούντχορν με το κεφάλι στο παρμπρίζ και μια μικρή τρύπα πάνω από το αυτί του πέρασε από μπροστά του. Ο Χάρι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να μπουσουλήσει μέχρι την εξώπορτα, αλλά κάτι του ’λεγε πως ακριβώς αυτό περίμενε κι ο άλλος. Με το που θ’ άνοιγε την πόρτα, η σιλουέ​τα του θα ήταν σαν στόχος στην αίθουσα σκοποβολής

του Όκερν. Σκατά! Ο άλλος πολύ πιθανόν να τον περίμενε καθισμένος κάπου στο πάτωμα, με το πιστόλι να σημαδεύει ήδη την πόρτα. Να μπορούσε μόνο να επικοινωνήσει με τον Σούντχορν! Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι είχε τα κιάλια ακόμη γύρω από τον λαιμό του. Τα έφερε μπροστά στα μάτια του, αλλά το μόνο που είδε ήταν πράσινη ομίχλη, λες και κάποιος είχε αλείψει τους φακούς με μύξες. Γύρισε το κουμπί της εστίασης όσο πιο πίσω μπορούσε. Τα πάντα ήταν θολά ακόμη, αλλά κατάφερε μες στο σκοτάδι να διακρίνει τη σιλουέτα ενός ανθρώπου να στέκεται δίπλα στον τοίχο από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Είχε λυγισμένο το χέρι και η κάννη του όπλου του έβλεπε το ταβάνι. Η άκρη του τραπεζιού με τον τοίχο απείχαν περίπου δύο μέτρα. Ο Χάρι τινάχτηκε, άρπαξε τη σανίδα του τραπεζιού και την έσπρωξε μπροστά σαν πολιορκητικό κριό. Άκουσε ένα βογκητό και τον γδούπο ενός όπλου που έπεφτε στο πάτωμα. Γλίστρησε πάνω στο τραπέζι κι άρπαξε κάτι που έμοιαζε με κεφάλι, πέρασε το χέρι του γύρω από τον λαιμό και πίεσε. «Αστυνομία!» φώναξε και ο άλλος πάγωσε καθώς ο Χάρι πίεσε το κρύο μέταλλο του ψαλιδιού στο ζεστό του πρόσωπο. Έμειναν έτσι ακίνητοι για λίγο, κλειδωμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, δυο ξένοι μες στο απόλυτο σκοτάδι,

λαχανιασμένοι λες κι είχαν τρέξει μαραθώνιο. «Χόλε;» βόγκηξε ο άλλος άνδρας. Ο Χάρι κατάλαβε ότι μες στον πανικό του είχε φωνάξει τη λέξη αστυνομία στα νορβηγικά. «Καλύτερα να με αφήσεις τώρα. Είμαι ο Ίβαρ Λέκεν και δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».

34

Λέκεν άναψε ένα κερί, ενώ ο Χάρι περιεργαζόταν το περίστροφό του, ένα Glock 31, ειδική κατασκευή. Είχε βγάλει τον γεμιστήρα και τον είχε βάλει στην τσέπη του. Το όπλο ήταν βαρύτερο απ’ οποιοδήποτε άλλο είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του. «Το πήρα όταν υπηρετούσα στην Κορέα» είπε ο Λέκεν. «Μάλιστα. Στην Κορέα. Και τι ακριβώς έκανες εκεί;» Ο Λέκεν έβαλε τα σπίρτα σ’ ένα συρτάρι και κάθισε στο τραπέζι απέναντι από τον Χάρι. «Η Νορβηγία είχε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο εκεί κάτω, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, κι εγώ νόμιζα ότι μου άρεσαν κάτι τέτοια. Μετά την εκεχειρία το 1953 συνέχισα να δουλεύω για τα Ηνωμένα Έθνη, για τη νεοσύστατη Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες έρχονταν ορδές από τα

Ο

σύνορα με τη Βόρεια Κορέα και η κατάσταση ήταν άναρχη. Κοιμόμουν μ’ αυτό κάτω απ’ το μαξιλάρι μου». Έδειξε το όπλο. «Κατάλαβα. Και μετά τι έκανες;» «Βρέθηκα στο Μπανγκλαντές και στο Βιετνάμ. Πείνα, πόλεμος και πρόσφυγες σε βάρκες. Ύστερα από αυτό η ζωή στη Νορβηγία μού φαινόταν ανυπόφορα ασήμαντη και δεν άντεξα πάνω από δύο χρόνια. Έπρεπε να ξαναφύγω. Ξέρεις τώρα». Ο Χάρι δεν ήξερε. Ούτε ήξερε τι να σκεφτεί για τον λεπτό άνδρα που καθόταν μπροστά του. Έμοιαζε με ηλικιωμένο ινδιάνο αρχηγό, με μύτη κυρτή και μάτια χωμένα βαθιά μες στις κόγχες τους. Τα μαλλιά του ήταν λευκά, το δέρμα του μαυρισμένο και γεμάτο ρυτίδες. Κι έμοιαζε εντελώς άνετος μες στην όλη κατάσταση, πράγμα που έκανε τον Χάρι ακόμα πιο ανήσυχο. «Και γιατί γύρισες στο διαμέρισμα; Και πώς δεν σε είδε ο συνάδελφός μου;» Ο ασπρομάλλης Νορβηγός χαμογέλασε λυκίσια κι ένα χρυσό δόντι έλαμψε στο τρεμάμενο φως του κεριού. «Το αυτοκίνητό σας δεν ταιριάζει στη γειτονιά αυτή. Εδώ έχουμε μόνο τουκ τουκ, ταξί και μπαγκατέλες. Κοίταξα κι είδα δύο άτομα μες στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, και τα δύο σε αναμμένα κάρβουνα. Οπότε έστριψα στη γωνία και

κάθισα στο καφέ, απ’ όπου μπορούσα να σας παρατηρώ. Ύστερα από λίγο είδα το φως του αυτοκινήτου ν’ ανάβει και σας είδα να βγαίνετε. Κατάλαβα ότι ένας από εσάς θα φιλούσε τσίλιες, κι έτσι τον περίμενα να ξαναβγεί από το κτίριο. Τότε μπήκα σ’ ένα ταξί, του είπα να με πάει στο υπόγειο γκαράζ και πήρα από εκεί τον ανελκυστήρα για επάνω. Έξυπνη κίνηση το βραχυκύκλωμα...» «Οι νορμάλ άνθρωποι δεν παρατηρούν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Το κάνουν μόνο αυτοί που έχουν εκπαιδευτεί ή όσοι έχουν τον λόγο τους». «Τι να πω, η Τόνιε Βίιγκ δεν θα κερδίσει ποτέ το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού...» «Καλά λοιπόν. Πες μου, τι πραγματικά επαγγέλλεσαι εδώ πέρα, Λέκεν;» Ο Λέκεν κούνησε το χέρι του προς τις φωτογραφίες και τον εξοπλισμό που ήταν τώρα πεταμένα στο πάτωμα. «Ζεις πουλώντας τέτοιου... είδους φωτογραφίες;» ρώτησε ο Χάρι. «Ναι». Ο Χάρι ένιωσε τους σφυγμούς του ν’ ανεβαίνουν. «Έχεις ιδέα πόσα χρόνια θα φας γι’ αυτά εδώ στην Ταϊλάνδη; Δέκα, αν υπολογίσω από αυτά που κρατώ και μόνο...» Ο Λέκεν γέλασε· ένα κοφτό, ξερό γέλιο. «Νομίζεις ότι είμαι

ηλίθιος, επιθεωρητά; Αν είχες ένταλμα έρευνας, δεν θα είχες κάνει διάρρηξη στην πόρτα. Αν κινδύνευα να καταδικαστώ για το περιεχόμενο του διαμερίσματός μου, τότε αυτό που μόλις κάνατε με τον συνάδελφό σου ισοδυναμεί με την αθώωσή μου. Δεν υπάρχει δικαστής που να δεχτεί σε δίκη αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συλλεγεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Δεν πρόκειται για απλή παρατυπία αλλά για καθαρή παρανομία. Εμένα μου φαίνεται ότι μάλλον εσύ θα κατέληγες στη στενή, Χόλε». Ο Χάρι τον χτύπησε με το πιστόλι. Ήταν λες κι είχε ανοίξει βρύση: Το αίμα ξεχύθηκε από τη μύτη του Λέκεν. Ο Λέκεν δεν κουνήθηκε, κοίταξε απλώς το εμπριμέ του πουκάμισο και το άσπρο του παντελόνι να γίνονται κατακόκκινα. «Είναι από πραγματικό ταϊλανδέζικο μετάξι, ξέρεις» είπε. «Καθόλου φτηνό». Η βιαιότητα της πράξης του θα έπρεπε να τον είχε ηρεμήσει. Ο Χάρι όμως ένιωθε την οργή του ολοένα να μεγαλώνει. «Σου περισσεύουν, γαμημένε κωλοπαιδεραστή. Υποθέτω ότι σε πληρώνουν μια περιουσία γι’ αυτά τα σκατά». Ο Χάρι κλότσησε τις φωτογραφίες στο πάτωμα. «Ε, μην τα παραλέμε» είπε ο Λέκεν, που πίεζε τη μύτη του μ’ ένα λευκό μαντίλι. «Μισθό δημοσίου υπαλλήλου παίρνω.

Κι ένα μικρό μπόνους επειδή ζω στο εξωτερικό». «Τι είναι αυτά που λες;» Το χρυσό δόντι ξαναγυάλισε. Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε τόσο πολύ το περίστροφο, που το χέρι του είχε αρχίσει να πονάει. Ευτυχώς που είχε αφαιρέσει τον γεμιστήρα. «Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν γνωρίζεις, Χόλε. Ίσως και να έπρεπε να σ’ τα είχαν πει, αλλά μάλλον η αστυνομική διευθύντρια το θεώρησε μάταιο, αφού δεν έχουν καμία σχέση με την έρευνα για τη δολοφονία του Μούλνες. Αλλά, μιας κι αποκαλύφθηκα, τι στο καλό, ας μάθεις και τα υπόλοιπα. Η διευθύντρια και ο Ντάγκφιν Τούρχους από το Υπουργείο Εξωτερικών μου είπαν για τις φωτογραφίες που βρήκατε στον χαρτοφύλακα του πρέσβη και τώρα πια ξέρεις, φυσικά, ότι τις τράβηξα εγώ». Τέντωσε την παλάμη του και συνέχισε: «Οι φωτογραφίες που είδες εδώ μέσα είναι μέρος ολόκληρης έρευνας για το δίκτυο παιδεραστίας, η οποία για διάφορους λόγους κρατιέται κρυφή χρόνια ολόκληρα μέχρι νεωτέρας. Παρακολουθώ αυτό τον άνδρα εδώ και έξι μήνες. Οι φωτογραφίες είναι η απόδειξη». Ο Χάρι δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί, κατάλαβε ότι ο Λέκεν έλεγε την αλήθεια. Τα πάντα ξαφνικά μπήκαν στη θέση τους, λες κι ήξερε τι συνέβαινε εδώ και καιρό. Όλη αυτή η μυστικότητα που περιέβαλλε τον Λέκεν, ο φωτογραφικός

του εξοπλισμός, τα κιάλια νυκτός, τα ταξίδια στο Λάος και το Βιετνάμ· τα πάντα ταίριαζαν. Και ο άνδρας που ρινορραγούσε μπροστά του ξαφνικά δεν ήταν ο εχθρός του αλλά συνάδελφος, ένας σύμμαχος που ο Χάρι είχε προσπαθήσει με πυγμή να διαλύσει. Έγνεψε ότι καταλάβαινε κι άφησε το πιστόλι στο τραπέζι. «Καλώς. Σε πιστεύω. Γιατί όμως τέτοια μυστικότητα;» «Ξέρεις για τις συμφωνίες που έχουν η Σουηδία κι η Δανία στη διερεύνηση υποθέσεων παιδικής κακοποίησης;» Ο Χάρι κατένευσε. «Ε, η Νορβηγία βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αντίστοιχες συνομιλίες με τις ταϊλανδέζικες αρχές και, εντωμεταξύ, εγώ πραγματοποιώ ανεπίσημες έρευνες. Έχουμε αρκετά στοιχεία για να τον συλλάβουμε, αλλά πρέπει να περιμένουμε. Έτσι και τον πιάσουμε τώρα, θα μαθευτεί ότι ερευνούμε την υπόθεση τόσο καιρό παράνομα σε ταϊλανδέζικο έδαφος, κι αυτό είναι πολιτικά απαράδεκτο». «Άρα για ποιον δουλεύεις;» Ο Λέκεν άνοιξε τις παλάμες του. «Για την πρεσβεία». «Το ξέρω αυτό, εννοώ από ποιον παίρνεις εντολές; Ποιος βρίσκεται πίσω απ’ όλο αυτό; Και το κοινοβούλιο; Ξέρει τι συμβαίνει;» «Είσαι σίγουρος ότι θες να τα μάθεις όλα αυτά, Χόλε;» Το έντονο βλέμμα του συνάντησε τον Χάρι. Αυτός κάτι

πήγε να πει, αλλά κρατήθηκε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πες μου απλώς ποιος είναι ο άνδρας στις φωτογραφίες». «Δεν γίνεται, Χάρι. Συγγνώμη». «Ο Άτλε Μούλνες;» Ο Λέκεν κοίταξε το τραπέζι και χαμογέλασε. «Όχι, δεν είναι ο πρέσβης. Ο πρέσβης ήταν που πήρε την πρωτοβουλία να ερευνήσει την υπόθεση». «Είναι;...» «Σ’ το ξαναείπα, δεν μπορώ να σου πω αυτή τη στιγμή. Εάν οι δύο υποθέσεις τελικά συνδέονται, τότε ίσως να το ξανασυζητήσουμε, αλλά αυτό έγκειται στην κρίση των ανωτέρων μας». Σηκώθηκε όρθιος. «Είμαι κουρασμένος».

«Πώς πήγε;» ρώτησε ο Σούντχορν όταν ο Χάρι επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Ο Χάρι τον ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα ένα τσιγάρο, το άναψε και ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό μες στα πνευμόνια. «Δεν βρήκα τίποτα. Χάσαμε τον χρόνο μας. Θα ειδοποιήσω ότι ο τύπος είναι καθαρός».

Ο Χάρι καθόταν στο διαμέρισμά του. Όταν επέστρεψε από το διαμέρισμα του Λέκεν, μίλησε με την αδερφή του στο τηλέφωνο για μισή ώρα. Για την ακρίβεια, εκείνη του μιλούσε. Είναι απίστευτο πόσο πολλά πράγματα μπορούν να συμβούν στη ζωή ενός ανθρώπου σε διάστημα περίπου μίας εβδομάδας. Του είπε ότι είχε πάρει τηλέφωνο τον πατέρα τους κι ότι θα πήγαινε από το σπίτι του να φάνε μαζί την Κυριακή. Κεφτεδάκια. Θα μαγείρευε εκείνη. Ήλπιζε ο μπαμπάς να της μιλούσε, έστω και λίγο. Κι ο Χάρι αυτό ευχόταν. Ύστερα έψαξε λίγο την ατζέντα του και πήρε άλλο ένα τηλέφωνο. «Παρακαλώ;» ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. Κράτησε την ανάσα του. «Παρακαλώ;» επανέλαβε η φωνή. Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο. Κάτι το σχεδόν παρακλητικό υπήρχε στη φωνή της Ρούνα. Δεν ήξερε γιατί την είχε πάρει τηλέφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Χάρι σήκωσε το ακουστικό κι ετοιμάστηκε ν’ ακούσει τη φωνή της. Ήταν ο Γενς Μπρέκε.

«Το βρήκα!» Η φωνή του ήταν ενθουσιώδης. «Όταν πήρα το ασανσέρ από το γκαράζ προς το γραφείο, συναντήθηκα μ’ ένα κορίτσι, που μπήκε στο ισόγειο και κατέβηκε στον τέταρτο. Μπορεί και να με θυμάται». «Γιατί;» Ένα νευρικό γελάκι ακούστηκε. «Γιατί της ζήτησα να βγούμε». «Της ζητήσατε να τη βγάλετε έξω;» «Ναι, είναι ένα από τα κορίτσια που δουλεύουν για την McEllis. Την είχα ξαναδεί κάνα δυο φορές. Ήμασταν μόνοι μας στο ασανσέρ κι είχε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, που δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ». Κι ύστερα, παύση. «Και τώρα το θυμηθήκατε αυτό;» «Όχι, τώρα θυμήθηκα πότε συνέβη. Αφού είχα συνοδεύσει τον πρέσβη στο αυτοκίνητό του. Για κάποιον λόγο νόμιζα ότι είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα. Αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι, αφού εκείνη είχε μπει στο ασανσέρ στο ισόγειο, εγώ θα πρέπει να είχα επιβιβαστεί από πιο κάτω. Και σπάνια κατεβαίνω στο γκαράζ». «Και τι σας απάντησε, λοιπόν;» «Δέχτηκε κι ύστερα το μετάνιωσε αμέσως. Ένα φλερτ ήταν, οπότε της ζήτησα την κάρτα της και της είπα ότι θα την καλούσα μια μέρα να συμφωνήσουμε την ώρα του ραντεβού.

Αυτό δεν έχει συμβεί, βεβαίως, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι με θυμάται». «Την έχετε ακόμη την κάρτα της;» «Μάλιστα. Δεν είναι τέλειο;» Ο Χάρι το σκέφτηκε. «Ακούστε, Γενς. Όλα αυτά καλά είναι, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Εξακολουθείτε να μην έχετε άλλοθι. Θεωρητικά, θα μπορούσατε να έχετε ανέβει στο γραφείο και να ξανακατεβείτε μετά στο γκαράζ. Ίσως να ξεχάσατε κάτι στο γραφείο, σωστά;» «Α». Ο Μπρέκε ακουγόταν άναυδος. «Μα...» Σταμάτησε να μιλάει κι ο Χάρι τον άκουσε να ξεφυσά. «Γαμώτο. Έχετε δίκιο, Χάρι». Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο.

35

Χάρι πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του. Πάνω από τη μονότονη βοή των οχημάτων στη γέφυρα Τάκσιν, άκουσε τον βρυχηθμό ενός ποταμόπλοιου που ξεκινούσε το ταξίδι του στον Τσάο Πράγια. Ακούστηκε ο ήχος μιας σφυρίχτρας και το φως τού έτσουξε τα μάτια. Κάθισε στο κρεβάτι, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες και περίμενε τη σφυρίχτρα να σωπάσει, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ήταν το τηλέφωνο. Απρόθυμα σήκωσε το ακουστικό. «Σας ξύπνησα;» Ο Γενς πάλι. «Δεν πειράζει» είπε ο Χάρι. «Είμαι χαζός. Είμαι τόσο ηλίθιος, που δεν ξέρω καν αν τολμώ να σας τα πω όλα αυτά». «Ε, τότε μη μου τα πείτε». Σιωπή. Μόνο ο ήχος ενός κέρματος στη σχισμή του

Ο

τηλεφώνου. «Αστειεύομαι. Πείτε μου». «Εντάξει. Χάρι, δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ καθώς σκεφτόμουνα και προσπαθούσα να θυμηθώ τι έκανα ενώ ήμουν στο γραφείο εκείνο το βράδυ. Ξέρετε, μπορώ να θυμηθώ μέχρι και τα δεκαδικά ψηφία από συναλλαγματικές συναλλαγές που έχω κάνει εδώ και μήνες, αλλά αδυνατώ να θυμηθώ απλά γεγονότα, καθισμένος έτσι μέσα σ’ ένα κελί, με μια καταδίκη για φόνο να εκκρεμεί εις βάρος μου. Καταλαβαίνετε;» «Ναι, ότι αυτός μπορεί και να είναι ο λόγος. Αλλά δεν τα έχουμε ξαναπεί όλα αυτά;» «Καλά, εν πάση περιπτώσει, ορίστε τι συνέβη: Θυμάστε που σας είπα ότι είχα κάνει φραγή εισερχόμενων κλήσεων εκείνο το βράδυ, ώστε να μπορέσω να δουλέψω; Καθόμουν πριν από λίγο και σκεφτόμουν τι γκαντεμιά κι αυτή... Αν το τηλέφωνο λειτουργούσε και μ’ είχε πάρει κάποιος, τότε το τηλεφώνημα θα είχε ηχογραφηθεί και θα μπορούσα ν’ αποδείξω πού βρισκόμουν. Και με το μηχάνημα που έχω εγώ δεν μπορείς ν’ αλλάξεις την ώρα και την ημερομηνία όπως έκανε ο φρουρός με το βίντεο στο γκαράζ». «Πού ακριβώς θέλετε να καταλήξετε;» «Δόξα τω Θεώ, θυμήθηκα ότι, παρόλο που είχα μπλοκάρει τις εισερχόμενες κλήσεις, μπορούσα εγώ ο ίδιος να πάρω

τηλέφωνο. Πήρα λοιπόν την κοπέλα στη ρεσεψιόν και της ζήτησα να πάει να ελέγξει τις ηχογραφήσεις. Και ξέρετε τι; Βρήκε ένα τηλεφώνημα που έκανα εκείνο το βράδυ κι όταν μου το ’πε θυμήθηκα τα πάντα! Στις οκτώ πήρα τηλέφωνο την αδερφή μου στο Όσλο! Ορίστε!» «Θέλετε να πιστέψω ότι η αδερφή σας μπορούσε να σας δώσει άλλοθι κι εσείς απλώς δεν το θυμόσαστε;» «Όχι. Γιατί δεν της μίλησα. Της άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή λέγοντας απλώς ότι πήρα τηλέφωνο». «Και δεν το θυμόσαστε όλο αυτό;» επανέλαβε ο Χάρι. «Χριστέ μου, Χάρι, κάτι τέτοια τηλεφωνήματα τα ξεχνά κανείς πριν καλά καλά κατεβάσει το ακουστικό. Εσείς θυμάστε όλα τα τηλεφωνήματα που κάνατε και στα οποία δεν πήρατε απάντηση;» Ο Χάρι έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Μπρέκε είχε δίκιο. «Μιλήσατε με τον δικηγόρο σας;» «Όχι ακόμη. Ήθελα να ενημερώσω εσάς πρώτα». «Εντάξει. Πάρτε τηλέφωνο τον δικηγόρο σας και θα στείλω κάποιον στο γραφείο σας να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά σας». «Ξέρετε, τέτοιου είδους μηχανήματα είναι έγκυρα ως αποδεικτικά στοιχεία». Η φωνή του ήταν τεταμένη. «Ηρεμήστε, Γενς. Δεν θα κρατήσει πολύ ακόμα όλο αυτό.

Θα σας αφήσουν να φύγετε πια». Η γραμμή έτριξε καθώς ο Γενς ξεφύσηξε με δύναμη. «Ξαναπείτε το αυτό, Χάρι, σας παρακαλώ». «Θα σας αφήσουν να φύγετε». Ο Γενς γέλασε μ’ ένα παράξενο, στεγνό γέλιο. «Ε, τότε σας κερνάω δείπνο, Χάρι». «Καλύτερα όχι». «Γιατί;» «Γιατί είμαι αστυνομικός». «Πείτε το ανάκριση». «Δεν νομίζω, Γενς». «Εσείς ξέρετε». Ένας κρότος ακούστηκε από τον δρόμο· ένα βεγγαλικό ίσως ή κάποιο λάστιχο που έσκασε. «Θα το σκεφτώ». Ο Χάρι έκλεισε το τηλέφωνο, πήγε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να έχει περάσει τόσες μέρες σε τροπικό κλίμα και να είναι ακόμη τόσο άσπρος. Ποτέ του δεν τρελαινόταν για τον ήλιο, αλλά συνήθως μαύριζε πολύ πιο γρήγορα. Ίσως ο τρόπος ζωής του τον τελευταίο καιρό να είχε επηρεάσει την παραγωγή μελανίνης. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του, σκέφτηκε τους μελαψούς πότες του Σρέντερ και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ο ήλιος είχε δώσει

τουλάχιστον στη μύτη του ένα βαθυκόκκινο χρώμα.

«Φτου κι απ’ την αρχή» είπε η Λιζ. «Ο Μπρέκε έχει άλλοθι και πρέπει για την ώρα να ξεχάσουμε τον Λέκεν». Έγειρε πίσω την καρέκλα της και κοίταξε το ταβάνι. «Ακούω προτάσεις, παιδιά. Αν όχι, η πρωινή μας συνάντηση τελείωσε και μπορείτε να κάνετε ό,τι γουστάρετε, φτάνει να έχω μέχρι αύριο το πρωί όλες τις εκθέσεις που εκκρεμούν». Οι αξιωματικοί βγήκαν απ’ το γραφείο σέρνοντας τα πόδια τους. Έμεινε μόνο ο Χάρι. «Και τώρα;» ρώτησε η Λιζ. «Τίποτα» είπε εκείνος, μ’ ένα τσιγάρο που δεν το είχε ανάψει ν’ ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στα χείλη του. Η αστυνόμος Α´ είχε απαγορεύσει το κάπνισμα στο γραφείο της. «Εγώ νομίζω ότι κάτι τρέχει». Ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του Χάρι. «Αυτό ήθελα να μάθω μόνο, κυρία συνάδελφε. Ότι κι εσείς νομίζετε ότι κάτι τρέχει». Η Λιζ συνοφρυώθηκε. «Πες μου όταν βρεις κάτι, οκέι;» Ο Χάρι πήρε το τσιγάρο του και το έβαλε πάλι μέσα στο

πακέτο. «Φυσικά» είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Αυτό θα κάνω».

36

Γενς έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του και χαμογέλασε. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα και φορούσε ένα γυαλιστερό παπιγιόν. Στον Χάρι θύμιζε παιδάκι στο πάρτι γενεθλίων του. «Σχεδόν χαίρομαι που ήμουν μέσα για λίγο, Χάρι. Νιώθω ευγνώμων για τα πιο απλά πράγματα τώρα. Όπως γι’ αυτή την Dom Perignon του 1985, ας πούμε». Χτύπησε τα δάχτυλα και ο σερβιτόρος έσπευσε στο τραπέζι τους, έβγαλε το μπουκάλι της σαμπάνιας που έσταζε από τον κουβά με τα παγάκια και γέμισε το ποτήρι του Μπρέκε. «Μ’ αρέσει όταν το κάνουν αυτό! Νιώθω σαν τον Σούπερμαν. Τι λέτε, Χάρι;» Ο Χάρι έπαιζε με το ποτήρι του. «Όπως τη βρίσκει ο καθένας. Εγώ όχι και τόσο».

Ο

«Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι». Ο Γενς χαμογέλασε. Έμοιαζε να έχει ξαναπάρει μερικά από τα κιλά που είχε χάσει. Εκτός αν είχε φτιάξει ένα κουστούμι ολόιδιο με το προηγούμενο, σε μικρότερο μέγεθος. Ο Χάρι δεν ήταν σίγουρος. «Ορισμένοι άνθρωποι χρειάζονται την πολυτέλεια όπως άλλοι χρειάζονται οξυγόνο» είπε ο Γενς. «Ένα ακριβό αμάξι, ωραία ρούχα, καλή εξυπηρέτηση... όλα αυτά μού είναι απαραίτητα για να νιώθω καλά, για να νιώθω ότι... χμ, ότι υπάρχω. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω;» Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Χμ». Ο Γενς κράτησε το ποτήρι του από τον κορμό. «Είμαι πολύ πιο έκλυτος από εσάς. Να εμπιστεύεστε περισσότερο το ένστικτό σας, Χάρι. Είμαι όντως μεγάλο αρχίδι. Κι όσο υπάρχει θέση για τύπους σαν κι εμένα σ’ αυτή τη γη προτίθεμαι να συνεχίσω να είμαι ένα μεγάλο αρχίδι. Στην υγειά μας!» Στριφογύρισε τη σαμπάνια στο στόμα του πριν την καταπιεί. Ύστερα χαμογέλασε και βόγκηξε από ευχαρίστηση. Ο Χάρι δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει και να σηκώσει κι αυτός με τη σειρά του το ποτήρι του, αλλά ο Γενς τον κοίταξε γεμάτος αποδοκιμασία. «Νερό πίνετε; Χάρι, μήπως έχει έρθει η ώρα ν’ αρχίσετε να ζείτε; Δεν χρειάζεται να είστε τόσο σκληρός με τον εαυτό

σας». «Ορισμένες φορές χρειάζεται». «Αηδίες. Όλοι οι άνθρωποι είναι κατά βάθος ηδονιστές. Απλώς μερικούς τους παίρνει λίγο καιρό μέχρι να το συνειδητοποιήσουν. Σχέση έχετε;» «Όχι». «Μήπως θα ’πρεπε;» «Σαφώς. Αλλά δεν βλέπω τη σύνδεση μεταξύ του να έχω σχέση και του ν’ αρχίσω να ζω». «Αυτό ξαναπείτε το». Ο Γενς κοίταξε το ποτήρι του. «Σας έχω μιλήσει για την αδερφή μου;» «Αυτήν που πήρατε τηλέφωνο;» «Ακριβώς. Είναι ελεύθερη, ξέρετε». Ο Χάρι έσκασε στα γέλια. «Μη νομίζετε ότι μου χρωστάτε κιόλας, Γενς. Δεν έκανα τίποτα. Απλώς σας συνέλαβα». «Δεν αστειεύομαι. Είναι υπέροχο κορίτσι. Εκδότρια, αλλά δουλεύει υπερβολικά πολύ και δεν βρίσκει χρόνο να γνωρίσει άνδρες. Αφήστε που τους τρομάζει κι αποπάνω. Είναι σαν εσάς: αυστηρή, αυτόφωτη. Παρεμπιπτόντως, έχετε προσέξει ότι αυτό λένε πάντα τα κορίτσια που κερδίζουν κάποιον διαγωνισμό ομορφιάς όταν περιγράφουν στους δημοσιογράφους τον εαυτό τους; Ότι είναι αυτόφωτες; Στη Νορβηγία τουλάχιστον φαίνεται να έχουμε πληθώρα

αυτόφωτων νεανίδων». Ο Γενς φάνηκε σκεφτικός. «Η αδερφή μου πήρε το επώνυμο της μητέρας μας όταν ενηλικιώθηκε. Και τι ενηλικίωση ήταν αυτή!» «Δεν νομίζω ότι θα ταίριαζα με την αδερφή σας». «Γιατί όχι;» «Καταρχήν, είμαι δειλός. Ψάχνω μια γυναίκα συνεσταλμένη, επαγγελματία, που είναι τόσο, μα τόσο όμορφη, που κανείς δεν είχε τα κότσια να της το πει μέχρι τώρα». Ο Γενς έσκασε στα γέλια. «Μην ανησυχείτε, αν παντρευτείτε την αδερφή μου θα έχετε το κεφάλι σας ήσυχο. Κι αν δεν σας αρέσει, μην ανησυχείτε! Δουλεύει τόσο πολύ, που δεν θα την πολυβλέπετε έτσι κι αλλιώς». «Και τότε γιατί την καλέσατε στο σπίτι κι όχι στο γραφείο της; Ήταν δύο το μεσημέρι ώρα Νορβηγίας όταν πήρατε, σωστά;» Ο Γενς κούνησε το κεφάλι του. «Μην το πείτε πουθενά, αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω εύκολα τη διαφορά της ώρας. Ξεχνάω αν πρέπει να προσθέσω ή να αφαιρέσω ώρες και τα λοιπά. Ντρέπομαι που το λέω. Ο πατέρας μου λέει ότι είμαι ένα βήμα πριν από την άνοια, ότι το έχω πάρει από τη μεριά της μαμάς». Και για να καθησυχάσει τον Χάρι, έσπευσε να προσθέσει

ότι η αδερφή του δεν έδειχνε τέτοια σημάδια καθυστέρησης, μάλλον το αντίθετο. «Φτάνει, Γενς. Πείτε μου για εσάς καλύτερα. Σκέφτεστε, λοιπόν, τον γάμο;» «Σσσσς! Μη λέτε τέτοια πράγματα, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μόνο και μόνο που το σκέφτομαι. Γάμο λέει...» Ο Γενς ανατρίχιασε. «Το πρόβλημα είναι ότι από τη μία δεν αντέχω τη μονογαμία, αλλά απ’ την άλλη είμαι και ρομαντικός. Αν είναι να παντρευτώ, δεν θέλω να σαλιαρίζω με άλλες γυναίκες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Μα η σκέψη του να μην κάνω σεξ με άλλη γυναίκα για το υπόλοιπο της ζωής μου με συντρίβει, πώς να το κάνουμε;» Ο Χάρι προσπάθησε να συναισθανθεί το πρόβλημά του. «Κι ας υποθέσουμε ότι βγαίνω ραντεβού με το κορίτσι από το ασανσέρ. Τι λέτε να συμβεί; Ο απόλυτος πανικός, ε; Μόνο και μόνο για ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να ενδιαφερθώ ακόμη για άλλες γυναίκες. Απογοήτευση. Η Χίλντε...» Ο Γενς έψαξε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Η Χίλντε έχει κάτι που δεν το έχω βρει σε καμία άλλη. Και, πιστέψτε με, έχω ψάξει πολύ! Δεν ξέρω αν μπορώ να σας το περιγράψω, αλλά ξέρω ότι δεν θέλω να το χάσω, γιατί θα είναι δύσκολο να το ξαναβρώ». Ο Χάρι σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ένας πραγματικά καλός

λόγος να παντρευτεί κανείς. Ο Γενς στριφογύρισε τον κορμό του ποτηριού ανάμεσα στα δάχτυλά του και του χάρισε ένα πικρόχολο χαμόγελο. «Το κελί προφανώς κάτι μου έκανε, γιατί δεν συνηθίζω να μιλάω για τέτοια πράγματα. Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα πείτε τίποτα στους φίλους μου». Ο σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι και τους έκανε νόημα. «Ελάτε. Έχουν ήδη αρχίσει». «Ποιοι έχουν αρχίσει τι;» Ο σερβιτόρος τούς οδήγησε στο πίσω μέρος του εστιατορίου. Πέρασαν μέσα από την κουζίνα κι ανέβηκαν μια στενή σκάλα. Κάτι σκάφες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη βρίσκονταν κατά μήκος του διαδρόμου και δίπλα τους μια γριά γυναίκα καθόταν και τους χαμογελούσε με δόντια κατάμαυρα. «Καρποί μπέτελ» είπε ο Γενς. «Απαίσια συνήθεια. Τους μασούν μέχρι που σαπίζει το μυαλό και πέφτουν τα δόντια». Πίσω από μια πόρτα ο Χάρι άκουσε φωνές. Ο σερβιτόρος την άνοιξε και βρέθηκαν σε μια μεγάλη σοφίτα δίχως παράθυρα. Είκοσι με τριάντα άνδρες βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω γύρω σ’ έναν στενό κύκλο. Χέρια χειρονομούσαν κι έδειχναν, μετρούσαν κι αντάλλασσαν τσαλακωμένα χαρτονομίσματα με μανία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν λευκοί και μερικοί φορούσαν ανοιχτόχρωμα

λινά κουστούμια. Ο Χάρι νόμισε ότι αναγνώρισε μερικά πρόσωπα από το Σαλόνι των Συγγραφέων στο ξενοδοχείο Oriental. «Κοκορομαχίες» εξήγησε ο Γενς. «Ιδιωτική εκδήλωση». «Γιατί ιδιωτική;» φώναξε ο Χάρι, μήπως κι ακουστεί. «Απ’ ό,τι ξέρω, οι κοκορομαχίες επιτρέπονται στην Ταϊλάνδη». «Μέχρι έναν βαθμό. Οι αρχές επιτρέπουν ένα τροποποιημένο είδος τους, όπου τα νύχια του πτηνού είναι δεμένα στο πίσω μέρος του ποδιού, για να μην μπορούν οι κόκορες ν’ αλληλοσκοτώνονται. Κι υπάρχει και χρονικός περιορισμός. Δεν είναι μάχη ζωής και θανάτου. Εδώ παίζουμε με τους παλιούς κανόνες, δεν υπάρχουν περιορισμοί. Πάμε πιο κοντά;» Ο Χάρι έριχνε αρκετό ύψος στους άνδρες που βρίσκονταν μπροστά του, κι έτσι έβλεπε εύκολα το αυτοσχέδιο ρινγκ. Δυο πετεινοί, καφεκόκκινοι με πορτοκαλί φτερά, περπατούσαν κορδωμένοι, με τα κεφάλια τους να πηγαίνουν πέρα δώθε, αγνοώντας φαινομενικά ο ένας τον άλλο. «Και πώς θα τους κάνετε να παλέψουν;» ρώτησε ο Χάρι. «Μην ανησυχείτε. Αυτοί οι δυο αλληλομισιούνται όσο δεν φαντάζεστε». «Πώς κι έτσι;» Ο Γενς τον κοίταξε καλά καλά. «Γιατί βρίσκονται στον

ίδιο χώρο. Και γιατί είναι κι οι δύο κόκορες». Τότε, λες κι έπεσε σινιάλο, οι πετεινοί ρίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο. Το μόνο που έβλεπε ο Χάρι ήταν φτερά να ξεπουπουλιάζονται και άχυρα να στροβιλίζονται. Οι άνδρες ούρλιαζαν με μανία· κάποιοι χοροπηδούσαν κιόλας. Μια περίεργη, γλυκόπικρη μυρωδιά αδρεναλίνης και ιδρώτα απλώθηκε στο δωμάτιο. «Βλέπεις;» είπε ο Γενς ενθουσιασμένος, σε πιο οικείο τόνο. «Βλέπεις αυτόν με το λειρί που χωρίζεται στη μέση;» Ο Χάρι δεν μπορούσε να δει καθαρά. «Αυτός θα κερδίσει». «Από πού το βλέπεις αυτό;» «Δεν το βλέπω. Το ξέρω. Το ήξερα πριν αρχίσει ο αγώνας». «Πώς;...» «Μη ρωτάς». Ο Γενς χαμογέλασε πλατιά. Οι κραυγές υποχώρησαν απότομα. Ο ένας κόκορας βρισκόταν στο πάτωμα. Ορισμένοι γκρίνιαξαν κι ένας τύπος με γκρίζο λινό κουστούμι πέταξε με απογοήτευση το καπέλο του καταγής. Ο Χάρι κοίταξε τον πετεινό που ψυχορραγούσε. Ένας μυς συσπάστηκε κάτω από τα πούπουλα, κι ύστερα το πουλί έμεινε ακίνητο. Ήταν εντελώς παράλογο· πριν από λίγο έμοιαζε με παιχνίδι: μια μάζα από φτερά, πόδια κι ουρλιαχτά.

Ένα αιματοβαμμένο πούπουλο πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του. Ένας άνδρας με φαρδιά παντελόνια είχε σηκώσει τον πετεινό από το ρινγκ κι έμοιαζε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο άλλος κόκορας είχε ξαναρχίσει τα κορδώματα. Ο Χάρι μπόρεσε να δει τη χωρίστρα στο λειρί του. Ο σερβιτόρος πλησίασε τον Γενς μ’ ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Ορισμένοι γύρισαν και τον κοίταξαν, άλλοι κατένευσαν, αλλά κανείς δεν είπε τίποτα. «Δεν χάνεις ποτέ;» ρώτησε ο Χάρι όταν επέστρεψαν στο εστιατόριο κι ο Γενς είχε ανάψει πούρο και είχε παραγγείλει κονιάκ, ένα πεπαλαιωμένο Richard Hennessy 40%. Χρειάστηκε να πει στον σερβιτόρο το όνομα δυο φορές. Του Χάρι τού ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει ότι αυτός ήταν ο ίδιος άνθρωπος με το ράκος που παρηγορούσε στο τηλέφωνο το προηγούμενο κιόλας βράδυ. «Ξέρεις, Χάρι, γιατί ο τζόγος είναι ασθένεια κι όχι επάγγελμα; Γιατί ο τζογαδόρος γουστάρει το ρίσκο. Ζει κι αναπνέει μ’ αυτή την τρομερή αβεβαιότητα». Φύσηξε τον καπνό του σε φαρδιά δαχτυλίδια. «Ενώ εγώ είμαι το αντίθετο. Πάω στ’ άκρα για να εξαλείψω το ρίσκο. Αυτά που είδες να κερδίζω σήμερα καλύπτουν τα έξοδα και τον κόπο μου· και πίστεψέ με, μιλάμε για λεφτά, όχι

αστεία». «Αλλά δεν χάνεις ποτέ;» «Ας πούμε ότι δίνω καλές αποδόσεις». «Καλές αποδόσεις; Δηλαδή αρκετά ώστε, αργά ή γρήγορα, οι τζογαδόροι να θέλουν να παίξουν ό,τι έχουν και δεν έχουν;» «Κάπως έτσι». «Κι η γοητεία του τζόγου; Δεν χάνεται αν ξέρεις εκ των προτέρων το αποτέλεσμα;» «Ποια γοητεία;» Ο Γενς σήκωσε ψηλά τη χούφτα τα χαρτονομίσματα. «Αυτά εδώ έχουν όση γοητεία μού χρειάζεται. Μου χαρίζουν όλα αυτά» είπε κι έδειξε με το χέρι του τριγύρω. «Είμαι απλός άνθρωπος, Χάρι». Κοίταξε εξεταστικά την καύτρα του πούρου του. «Ή, για να λέμε την αλήθεια, από γοητεία είμαι λίγο σκράπας». Έσκασε στα γέλια, σαν πρόβατο που βέλαζε. Ο Χάρι έσκασε άθελά του ένα χαμόγελο. Ο Γενς κοίταξε το ρολόι του και πετάχτηκε όρθιος. «Έχω ένα κάρο πράγματα να κάνω πριν ανοίξει η Αμερική. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Τα λέμε! Και σκέψου αυτό που σου είπα για την αδερφή μου». Ο Γενς έφυγε κι ο Χάρι έμεινε να καπνίζει το τσιγάρο του και να σκέφτεται αυτό που του είχε πει για την αδερφή του.

Ύστερα πήρε ένα ταξί και πήγε στην Πατπόνγκ. Δεν ήξερε τι ακριβώς έψαχνε, αλλά μπήκε μέσα σ’ ένα στριπτιζάδικο και παρατρίχα να παραγγείλει μια μπίρα, πριν φύγει σχεδόν τρέχοντας. Πήγε κι έφαγε βατραχοπόδαρα στο Le Boucheron, όπου ο ιδιοκτήτης ήρθε και του εξήγησε, σε χείριστα αγγλικά, πόσο πολύ ήθελε να γυρίσει στη Νορμανδία. Ο Χάρι τού είπε ότι ο πατέρας του ήταν εκεί στην Απόβαση. Δεν ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά τουλάχιστον το Γαλλάκι χάρηκε. Ο Χάρι πλήρωσε και βρήκε άλλο μπαρ. Ένα κορίτσι με απαράδεκτα ψηλά τακούνια κούρνιασε δίπλα του, τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια και τον ρώτησε εάν ήθελε να του πάρει πίπα. Το ρωτάς, σκέφτηκε ο Χάρι και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Στην τηλεόραση, πάνω από τα γυάλινα ράφια του μπαρ, έδειχναν στιγμιότυπα από ένα παιχνίδι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στον καθρέφτη έβλεπε τα κορίτσια που χόρευαν στη μικρή σκηνή ακριβώς από πίσω του. Είχαν κολλήσει μικρά χρυσά αστεράκια στα στήθη τους, τα οποία μόλις και μετά βίας έκρυβαν τις ρώγες τους, ώστε το μπαρ να μην παραβιάζει τους νόμους περί γυμνισμού. Κάθε κορίτσι είχε έναν αριθμό στο μικρό του εσώρουχο. Η αστυνομία δεν έκανε ερωτήσεις κι όλοι ήξεραν ότι οι αριθμοί ήταν για την αποφυγή παρεξηγήσεων όταν κάποιος πελάτης ήθελε ν’

αγοράσει κάποιο κορίτσι στο μπαρ. Ο Χάρι την είχε ήδη δει: το νούμερο 20. Η Ντιμ ήταν πίσω από τέσσερα άλλα κορίτσια που χόρευαν. Τα κουρασμένα της μάτια σάρωναν τους άνδρες στο δωμάτιο σαν ραντάρ. Πού και πού ένα μειδίαμα σχηματιζόταν στα χείλη της, αλλά τα μάτια της παρέμεναν νεκρά. Έμοιαζε να συνεννοείται μ’ έναν άνδρα που φορούσε κάτι σαν αποικιοκρατική στολή. Γερμανός, σκέφτηκε ο Χάρι, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί. Κοίταξε τους γοφούς της να λικνίζονται νωχελικά πέρα δώθε, τα γυαλιστερά μαύρα της μαλλιά να χορεύουν στην πλάτη της καθώς εκείνη έκανε μεταβολή και το καθαρό λαμπερό της δέρμα που ήταν λες και φωτιζόταν από μέσα. Αν τα μάτια της δεν ήταν τόσο κουρασμένα, θα ήταν πανέμορφη, σκέφτηκε ο Χάρι. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη κι ο Χάρι ένιωσε άβολα μεμιάς. Εκείνη δεν έδειξε να τον αναγνωρίζει, αλλά εκείνος γύρισε το βλέμμα του προς την τηλεόραση, που έδειχνε την πλάτη ενός ποδοσφαιριστή που έβγαινε για αλλαγή. Ο ίδιος αριθμός: 20. Solskjær έγραφε στην κορυφή της φανέλας. Ο Χάρι λες και ξύπνησε από όνειρο. «Όχι, ρε γαμώτο μου!» φώναξε, ρίχνοντας το ποτήρι με την κόκα κόλα στην αγκαλιά της αφοσιωμένης παλλακίδας του. Έσπρωξε κόσμο από εδώ κι από εκεί για να βγει έξω, ενώ μια αγανακτισμένη φωνή ξοπίσω του ούρλιαζε: «You not

my friend!».

Όταν δεν βρήκε τον Ίβαρ Λέκεν στο σπίτι, ο Χάρι κάλεσε την Τόνιε Βίιγκ. «Χάρι, κι εγώ σ’ έψαχνα!» είπε εκείνη. «Ο Λέκεν δεν εμφανίστηκε χτες το βράδυ και σήμερα στη δουλειά μού είπε ότι τάχα δεν κατάλαβε ποιο εστιατόριο εννοούσα κι ότι καθόταν και με περίμενε κάπου αλλού. Τι συμβαίνει;» «Θα σου εξηγήσω κάποιαν άλλη στιγμή» είπε ο Χάρι. «Ξέρεις πού μπορώ να τον βρω;» «Όχι. Ή μάλλον ναι, περίμενε, είναι Τετάρτη σήμερα. Πηγαίνει με άλλους δυο της πρεσβείας στο FCCT, το Κλαμπ των Ξένων Ανταποκριτών της Μπανγκόκ, που όμως είναι πάντα γεμάτο ένα κάρο άσχετους ex-pats». «Ex-pats;» «Α, σόρι, εννοώ expatriates, δηλαδή ξένους που ζουν ή εργάζονται εδώ». «Μετανάστες δηλαδή;» Εκείνη γέλασε κοφτά. «Δεν χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο, Χάρι». «Και πότε ξεκινά η συνάντησή τους;» ρώτησε εκείνος. «Στις εφτά κι εννιά».

«Και εννέα λεπτά;» «Ναι, είναι κάτι σαν βουδιστικό έθιμο. Το εννιά είναι τυχερός αριθμός». «Πωπώ». «Αυτό δεν είναι τίποτα, πού να δεις άλλα κι άλλα. Πριν έρθουν απ’ το Χονγκ Κονγκ για να υπογράψουν τη συμφωνία για το ΣΥΣΔΡΟΜ, είχαν βάλει τέσσερις μάντεις να ψάχνουν επί δύο εβδομάδες ποια ήταν η καταλληλότερη ημερομηνία και ώρα για την υπογραφή της συνθήκης. Δεν λέω, οι Ασιάτες παραμένουν εργατικότατοι και γλυκύτατοι, μόνο που σε ορισμένα θέματα, τι να πω; Είναι σαν να μην έχουν κατέβει ακόμη από τα δέντρα...» «Ενδιαφέρον, αλλά πρέπει να...» «Κι εγώ πρέπει να σε κλείσω, Χάρι, να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή;» Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε μ’ όλη αυτή την τρέλα που έδερνε τον κόσμο. Κι από την άλλη, οι τυχεροί αριθμοί δεν του φαίνονταν και τόσο παράλογοι. Πήρε τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε τον Ράνγκσαν, που του έδωσε το προσωπικό τηλέφωνο του καθηγητή από το μουσείο Μπεντσαμαμπόπιτ.

37

υο άνδρες στα πράσινα πετάχτηκαν από τους θάμνους, ο ένας σκυφτός, κουβαλώντας έναν πληγωμένο σύντροφο στους ώμους. Τον απίθωσαν κρυφά πίσω από έναν κορμό δέντρου κι ύστερα σήκωσαν τα τουφέκια τους, σημάδεψαν και πυροβόλησαν μες στη βλάστηση. Μια ξερή φωνή ανακοίνωσε ότι αυτός ήταν ο άγονος αγώνας του Ανατολικού Τιμόρ κατά του βάναυσου καθεστώτος Σουχάρτο. Στο βήμα ένας άνδρας ανακάτεψε νευρικά τα χαρτιά του. Είχε ταξιδέψει πολύ και παντού για να μιλήσει για τη χώρα του και η αποψινή εκδήλωση ήταν σημαντική. Μπορεί το ακροα​τήριο του Κλαμπ των Ξένων Ανταποκριτών να μην ήταν μεγάλο –σαράντα με πενήντα άτομα–, αλλά ήταν ζωτικής σημασίας: Μπορούσε να μεταφέρει το μήνυμα σε

Δ

εκατομμύρια αναγνώστες. Ο ομιλητής είχε δει το βίντεο που παιζόταν τώρα εκατό φορές και ήξερε ότι σε δύο λεπτά έπρεπε να πέσει στη μάχη. Ο Ίβαρ Λέκεν αναπήδησε όταν ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπά στον ώμο και μια φωνή να του ψιθυρίζει: «Πρέπει να μιλήσουμε. Τώρα». Μες στο μισοσκόταδο ξεχώρισε το πρόσωπο του Χάρι Χόλε. Σηκώθηκε κι αποχώρησαν μαζί από την αίθουσα, ενώ ένας αντάρτης, με το μισό πρόσωπο καμένο κι ακίνητο σαν μάσκα, εξηγούσε γιατί είχε περάσει τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του στη ζούγκλα της Ινδονησίας. «Πώς με βρήκες;» ρώτησε ο Λέκεν όταν πια είχαν βγει έξω. «Μίλησα με την Τόνιε Βίιγκ. Έρχεσαι συχνά εδώ;» «Δεν ξέρω πόσο συχνά, αλλά μου αρέσει να ενημερώνομαι. Και να συναντώ χρήσιμους ανθρώπους». «Όπως υπαλλήλους της σουηδικής και της δανέζικης πρεσβείας;» Το χρυσό δόντι άστραψε. «Όπως σου είπα, μου αρέσει να ενημερώνομαι. Τι τρέχει;» «Τα πάντα». «Α, ναι;» «Ξέρω ποιον κυνηγάς. Και ξέρω πώς συνδέονται οι δύο υποθέσεις».

Το χαμόγελο του Λέκεν έσβησε. «Το αστείο είναι ότι όταν πρωτοήρθα στην Ταϊλάνδη βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι που παρακολουθείς». «Μη μου πεις». Ήταν δύσκολο να πει κανείς αν αυτό που ακούστηκε στη φωνή του Λέκεν ήταν σαρκασμός. «Η επιθεωρητής Κράμλεϊ με πήγε περιήγηση στο ποτάμι κι από το πλοίο μού έδειξε το σπίτι ενός Νορβηγού που είχε, λέει, μεταφέρει ολόκληρο ναό από τη Βιρμανία στην Μπανγκόκ. Μάλιστα ο πρέσβης τού μίλησε την ημέρα του θανάτου του, αλλά δεν έχουμε καταφέρει να επικοινωνήσουμε μαζί του. Συναντήθηκα με τον φίλο του τον Μπορκ στην κηδεία και μου είπε ότι έλειπε για δουλειές. Τον ξέρεις τον Ούβε Κλίπρα φαντάζομαι, έτσι δεν είναι;» Ο Λέκεν δεν απάντησε. «Και δεν είχα κάνει τη σύνδεση μέχρι που έτυχε να χαζέψω έναν αγώνα ποδοσφαίρου πριν από λίγο». «Έναν αγώνα ποδοσφαίρου;» «Ο πιο διάσημος Νορβηγός στον πλανήτη τυχαίνει να παίζει για την ομάδα του Ούβε Κλίπρα». «Και λοιπόν;» «Ξέρεις ποιον αριθμό έχει ο Ούλε Γκούναρ Σόλσκιερ στη φανέλα του;»

«Όχι, γιατί να ξέρω;» «Δεν πειράζει, τον ξέρουν τα αγοράκια ανά τον κόσμο. Μπορείς να αγοράσεις τη φανέλα του σε καταστήματα αθλητικών ειδών από το Κέιπ Τάουν μέχρι το Βανκούβερ. Καμιά φορά την αγοράζουν κι οι ενήλικες». Ο Λέκεν κάρφωσε το βλέμμα του στον Χάρι και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Το νούμερο 20» είπε. «Όπως στις φωτογραφίες σου. Κι ύστερα κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή μου. Η λαβή του μαχαιριού που βρήκαμε στην πλάτη του Μούλνες έχει ένα πολύ ιδιαίτερο γυάλινο ψηφιδωτό. Ένας καθηγητής ιστορίας της τέχνης μάς είπε ότι προέρχεται από τη βόρεια Ταϊλάνδη, πιθανόν από τη φυλή Σαν. Μίλησα μαζί του σήμερα το απόγευμα. Μου είπε ότι η φυλή Σαν βρίσκεται και σε περιοχές της Βιρμανίας, όπου, μεταξύ άλλων, χτίζει και ναούς. Χαρακτηριστικό αυτών των ναών είναι ότι οι πόρτες και τα παράθυρά τους είναι συχνά διακοσμημένα με τα ίδια γυάλινα ψηφιδωτά που χρησιμοποιούν στα μαχαίρια τους. Συνάντησα τον καθηγητή καθώς ερχόμουν να σε βρω και του έδειξα μία από τις φωτογραφίες σου. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι επρόκειτο για παράθυρο από ναό Σαν». Ο ομιλητής είχε αρχίσει να μιλάει. Η φωνή του έβγαινε μεταλλική και διαπεραστική μέσα από τα μεγάφωνα. «Πολύ καλή δουλειά, Χόλε. Και τώρα;»

«Τώρα πες μου τι συμβαίνει κεκλεισμένων των θυρών κι αναλαμβάνω εγώ τα υπόλοιπα». Ο Λέκεν έσκασε στα γέλια. «Θα αστειεύεσαι βέβαια!» Ο Χάρι δεν αστειευόταν καθόλου. «Ενδιαφέρουσα πρόταση, Χόλε, αλλά δεν νομίζω ότι θα πιάσει. Τ’ αφεντικά μου...» «Δεν νομίζω ότι η λέξη πρόταση αποτυπώνει την κατάσταση, Λέκεν. Ας πούμε τελεσίγραφο». Ο Λέκεν γέλασε ακόμα πιο δυνατά. «Πωπώ, έχεις αρχίδια, φίλε μου, το παραδέχομαι. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να θέτεις και τελεσίγραφα;» «Το γεγονός ότι θα βρεις τον μπελά σου όταν εξηγήσω στον αρχηγό της ταϊλανδέζικης αστυνομίας τι τρέχει». «Θα σε διώξουν με τις κλοτσιές, Χόλε». «Για ποιον λόγο; Καταρχήν, βρίσκομαι εδώ με εντολές να διαλευκάνω έναν φόνο, όχι να σώσω το τομάρι διαφόρων υπαλλήλων στο Όσλο. Εμένα προσωπικά δεν με πειράζει που προσπαθείς να πιάσεις έναν παιδεραστή, αλλά δεν είναι και δικιά μου η ευθύνη. Όταν το κοινοβούλιο μάθει ότι τους κρατήσατε όλη αυτή την παράνομη παρακολούθηση κρυφή, σου βάζω στοίχημα ότι πολλοί θα πάρουν πόδι, κι εγώ δεν θα είμαι ανάμεσά τους. Αν θες τη γνώμη μου, μου φαίνεται πολύ πιθανό το ταμείο ανεργίας αν γίνω συνεργός και δεν

βγάλω κιχ για την όλη υπόθεση. Τσιγάρο;» Ο Χάρι τού πρόσφερε ένα ανοιχτό πακέτο Camel των είκοσι. Ο Λέκεν αρνήθηκε πρώτα, ύστερα άλλαξε γνώμη. Ο Χάρι άναψε τα τσιγάρα και των δύο κι ύστερα κάθισαν σε δυο καρέκλες δίπλα στον τοίχο. Από την αίθουσα ακούστηκε δυνατό χειροκρότημα. «Τι θες και χώνεσαι, βρε Χόλε; Ήξερες καιρό τώρα ότι η δουλειά σου ήταν να ’ρθεις και να συμμαζέψεις την κατάσταση χωρίς πολλά πολλά. Τι σ’ έπιασε και δεν θες να πας κατά κει που φυσάει ο άνεμος, να γλιτώσεις και σένα κι εμάς από τον κόπο;» Ο Χάρι ρούφηξε βαθιά και φύσηξε αργόσυρτα τον καπνό. Ο περισσότερος έμεινε μέσα του. «Ξανάρχισα τα Camel το περασμένο φθινόπωρο» είπε χτυπώντας απαλά την τσέπη του. «Είχα κάποτε μια κοπέλα που κάπνιζε Camel· δεν μ’ άφηνε να καπνίσω τα δικά της. Έλεγε ότι θα μου γίνει κακό συνήθειο. Είχαμε πάει τον γύρο της Ευρώπης με τρένο και στη διαδρομή από την Παμπλόνα στις Κάννες ξέμεινα από τσιγάρα. Να σου γίνει μάθημα, μου είπε. Η διαδρομή ήταν σχεδόν δέκα ώρες και στο τέλος αναγκάστηκα να πάω να κάνω τράκα από κάποιον στο διπλανό κουπέ, ενώ εκείνη συνέχισε να καπνίζει τα Camel της. Φοβερό, ε;» Σήκωσε το τσιγάρο του και φύσηξε την καύτρα.

«Έτσι λοιπόν, συνέχισα να κάνω τράκες όταν φτάσαμε στις Κάννες. Στην αρχή τής είχε φανεί αστείο, αλλά όταν άρχισα να πηγαίνω από τραπέζι σε τραπέζι στο Παρίσι έπαψε να γελάει και μου είπε να πάρω ένα από τα δικά της. Εγώ αρνήθηκα. Όταν συναντηθήκαμε με κάτι νορβηγούς φίλους της στο Άμστερνταμ, εγώ έκανα πάλι τράκα από αυτούς, ενώ το δικό της πακέτο βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Άρχισε να το βρίσκει παιδαριώδες και πήγε και μου αγόρασε ένα πακέτο, εννοώντας αρκετά με τις τράκες, αλλά εγώ το άφησα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Όταν πια γυρίσαμε στο Όσλο κι εγώ συνέχισα να ζητάω τσιγάρα από εδώ κι από εκεί, νόμιζε ότι κάτι πήγαινε στραβά με το κεφάλι μου». «Θες να καταλήξεις κάπου;» «Ναι. Η κοπέλα σταμάτησε να καπνίζει». Ο Λέκεν χασκογέλασε. «Ορίστε λοιπόν, τέλος καλό, όλα καλά». «Και κάπου εκεί γνώρισε κι έναν μουσικό από το Λονδίνο». Ο Λέκεν πνίγηκε. «Ε, κάπου το παρατράβηξες, φαίνεται». «Προφανώς». «Έμαθες τουλάχιστον τίποτα απ’ όλο αυτό;» «Όχι». Συνέχισαν να καπνίζουν σιωπηρά.

«Μάλιστα» είπε ο Λέκεν κι έσβησε το τσιγάρο του. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να βγαίνουν από την αίθουσα. «Άντε, πάμε κάπου για μια μπίρα και θα σ’ τα πω όλα».

«Ο Ούβε Κλίπρα κατασκευάζει δρόμους. Πέραν αυτού, γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτόν. Ξέρουμε ότι έφυγε για την Ταϊλάνδη στα είκοσι πέντε του, χωρίς να έχει τελειώσει το Πολυτεχνείο και κουβαλώντας μαζί του κακές φήμες. Επίσης άλλαξε το επώνυμό του από Πέντερσεν σε Κλίπρα, που είναι το όνομα της περιοχής του Όλεσουν όπου μεγάλωσε». Κάθονταν σ’ έναν βαθύ δερμάτινο καναπέ, έχοντας ακριβώς μπροστά τους ένα στερεοφωνικό, μια τηλεόραση κι ένα τραπέζι με μια μπίρα, ένα μπουκάλι νερό, δύο μικρόφωνα κι ένα βιβλίο με τραγούδια. Ο Χάρι νόμιζε ότι ο Λέκεν αστειευόταν όταν του είπε ότι θα πήγαιναν για καραόκε, μέχρι που κατάλαβε τον λόγο. Εκεί μπορούσες να νοικιάσεις ηχομονωμένα δωμάτια με την ώρα, ανώνυμα, να παραγγείλεις τα ποτά σου και να σ’ αφήσουν στην ησυχία σου. Συν τοις άλλοις, με τόσους που έρχονταν κι έφευγαν, θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητοι. Ήταν το απόλυτο μέρος για μυστικές συναντήσεις και, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Λέκεν το είχε ξαναχρησιμοποιήσει στο παρελθόν.

«Τι σόι κακές φήμες;» «Όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε την υπόθεση, καταλάβαμε ότι είχαν υπάρξει κάνα δυο επεισόδια με ανήλικα αγόρια στο Όλεσουν. Δεν υπήρξαν καταγγελίες, αλλά οι φήμες εξαπλώθηκαν κι ο Κλίπρα αποφάσισε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία για να την κάνει. Όταν ήρθε εδώ πέρα, ίδρυσε μια κατασκευαστική εταιρεία, τύπωσε και μερικές επαγγελματικές κάρτες, στις οποίες παρουσιαζόταν ως κάτοχος διδακτορικού, κι άρχισε να χτυπάει πόρτες λέγοντας ότι έχτιζε δρόμους. Τότε –μιλάμε για είκοσι χρόνια πριν– υπήρχαν δυο τρόποι να πάρει κανείς εργολαβίες δημόσιων έργων: Είχες ή κάποιον συγγενή στην κυβέρνηση ή αρκετά λεφτά για να λαδώσεις κάποιον της κυβέρνησης. Ο Κλίπρα δεν είχε τίποτε από τα δύο και φυσικά οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Αλλά έμαθε τα δυο πράγματα που αποτελούν σήμερα τη βάση της περιουσίας του: πώς να μιλάει ταϊλανδέζικα και πώς να κολακεύει. Δεν τα βγάζω από το κεφάλι μου, ο ίδιος τα υπερηφανεύεται στους υπόλοιπους Νορβηγούς. Εγώ νομίζω ότι έγινε τόσο καλός στα χαμόγελα, που ακόμα κι οι Ταϊλανδοί κάποια στιγμή άρχισαν να τον βρίσκουν υπερβολικό. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι είχε προσεγγίσει διάφορους πολιτικούς που μοιράζονταν το ενδιαφέρον του για τ’ αγοράκια. Εντέλει, οι κοινές αμαρτίες φαίνεται πως μέτρησαν υπέρ του όταν ήρθε η ώρα να κατασκευαστεί το

Πρότζεκτ Χόπγουελ, αλλιώς ΣΥΣΔΡΟΜ, Σύστημα Υπερυψωμένων Σιδηροδρόμων και Δρόμων της Μπανγκόκ. Το BERTS, όπως λέγεται στα αγγλικά». «Και σιδηροδρόμων και δρόμων;» «Ναι. Φαντάζομαι έχεις δει τους τεράστιους χαλύβδινους πυλώνες που ξεφυτρώνουν ανά την πόλη». Ο Χάρι κατένευσε. «Για την ώρα έχουν φτιάξει έξι χιλιάδες από δαύτους, αλλά έπονται κι άλλοι. Κι όχι μόνο για τον αυτοκινητόδρομο αλλά και για το νέο εναέριο τρένο, πάνω από αυτόν. Μιλάμε για πενήντα χιλιόμετρα υπερσύγχρονων δρόμων και εξήντα χιλιόμετρα σιδηροτροχιών αξίας 25 τρισ., μόνο και μόνο για να γλιτώσει η πόλη από την ασφυξία. Καταλαβαίνεις για τι μεγέθη μιλάμε; Είναι το μεγαλύτερο οδικό έργο στην ιστορία οποιασδήποτε πόλης· ο Μεσσίας της ασφάλτου και των στρωτήρων». «Κι ο Κλίπρα είναι μέσα σ’ όλο αυτό;» «Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι μπλεγμένος και ποιος όχι. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο αρχικός μεγαλομέτοχος από το Χονγκ Κονγκ αποσύρθηκε, κι έτσι ο προϋπολογισμός και το χρονοδιάγραμμα έχουν αρχίσει να πηγαίνουν κατά διαόλου». «Έχουμε υπέρβαση προϋπολογισμού; Σοκαριστικό» είπε ειρωνευόμενος ο Χάρι.

«Αυτό όμως σημαίνει ότι μένει παραπάνω πίτα για τους υπόλοιπους παίκτες. Εγώ νομίζω ότι ο Κλίπρα συμμετέχει ήδη με τα μπούνια στο έργο. Όταν αποχωρεί κάποιος, οι πολιτικοί δεν μπορούν παρά ν’ αποδεχτούν αναπροσαρμογή των προσφορών των υπολοίπων. Αν ο Κλίπρα έχει τα χρήματα ν’ αναλάβει το γλυκό που του προσφέρεται, τότε μπορεί πολύ σύντομα να είναι ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες της περιοχής». «Οκέι, αλλά τι σχέση έχει όλο αυτό με την κακοποίηση ανηλίκων;» «Το ότι οι ισχυροί άνδρες έχουν συνήθως την τάση να παρακάμπτουν τους νόμους κατά το δοκούν. Δεν έχω λόγους ν’ αμφισβητώ την ακεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης, αλλά ποιες είναι οι πιθανότητες έκδοσης στο εξωτερικό ενός άνδρα με πολιτική επιρροή, του οποίου η σύλληψη ισοδυναμεί, επιπλέον, με περαιτέρω καθυστερήσεις του κατασκευαστικού έργου;» «Κι εσύ, λοιπόν, τι ρόλο βαράς;» «Τα πράγματα προχωρούν. Μετά τον Νορβηγό που συνελήφθη στην Πατάγια εδώ και κάποιους μήνες, οι πολιτικοί μας στο Όσλο ξύπνησαν και προσπαθούν να πετύχουν διμερή συμφωνία έκδοσης τύπου Σουηδίας και Δανίας. Με το που θα συμβεί κάτι τέτοιο, περιμένουμε λίγο, συλλαμβάνουμε τον Κλίπρα κι εξηγούμε στις ταϊλανδέζικες

αρχές ότι οι φωτογραφίες πάρθηκαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας». «Και τον χώνετε μέσα για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων;» «Κι ίσως και για φόνο». Ο Χάρι μαζεύτηκε απότομα στη θέση του. «Νόμιζες ότι ήσουν ο μοναδικός άνθρωπος που συνέδεσε τον Κλίπρα με το μαχαίρι, επιθεωρητά;» ρώτησε ο Λέκεν προσπαθώντας ν’ ανάψει την πίπα του. «Τι ξέρεις για το μαχαίρι;» «Συνόδευσα την Τόνιε Βίιγκ στο μοτέλ όπου αναγνώρισε τον πρέσβη. Πήρα κάνα δυο φωτογραφίες». «Ενώ ήσουν περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς;» «Τι να πω; Η φωτογραφική μου είναι πολύ μικρή. Τοποθετείται σε ρολόι χειρός, όπως αυτό εδώ». Ο Λέκεν χαμογέλασε. «Δεν τη βρίσκεις στα καταστήματα». «Και συνέδεσες το ψηφιδωτό στη λαβή με το σπίτι του Κλίπρα;» ρώτησε ο Χάρι. «Επικοινώνησα μ’ έναν από τους ανθρώπους που βοήθησαν στην αγοραπωλησία του ναού, έναν πονγκίι στο Κέντρο Μαχάσι της Ρανγκούν. Το μαχαίρι ήταν μέρος της διακόσμησης του ναού, άρα το αγόρασε κι αυτό ο Κλίπρα. Σύμφωνα με τον μοναχό, κάτι τέτοια μαχαίρια

κατασκευάζονται σε ζευγάρια. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει άλλο ένα, ολόιδιο με αυτό, κάπου». «Για μια στιγμή» είπε ο Χάρι. «Εάν επικοινώνησες με τον μοναχό, τότε θα πρέπει να ήξερες από πριν ότι το μαχαίρι συνδεόταν με τους ναούς της Βιρμανίας». Ο Λέκεν ανασήκωσε απλώς τους ώμους του. «Έλα, Λέκεν» είπε ο Χάρι. «Δεν είσαι ιστορικός της τέχνης. Εμείς χρησιμοποιήσαμε ολόκληρο καθηγητή για να καταλάβουμε ότι το μαχαίρι είχε σχέση με τη φυλή Σαν, Μαν ή όπως τους λένε. Εσύ υποπτευόσουν τον Κλίπρα πριν καλά καλά ρωτήσεις». Ο Λέκεν έκαψε τα δάχτυλά του και πέταξε μακριά το σπίρτο εκνευρισμένος. «Είχα λόγους να πιστεύω ότι ο φόνος πιθανόν να είχε σχέση με τον Κλίπρα. Βλέπεις, βρισκόμουν στο διαμέρισμα απέναντι απ’ το σπίτι του τη μέρα που δολοφονήθηκε ο πρέσβης». «Και λοιπόν;» «Ο Άτλε Μούλνες πέρασε από του Κλίπρα γύρω στις εφτά. Στις οκτώ αποχώρησαν μαζί με το αμάξι της πρεσβείας». «Είσαι σίγουρος ότι ήταν αυτοί; Όπως πολλά αυτοκίνητα του Διπλωματικού Σώματος, το αμάξι έχει φιμέ τζάμια, είναι σχεδόν αδύνατο να δει κανείς μέσα».

«Είδα τον Κλίπρα μέσα από τον τηλεφακό όταν πρωτοέφτασε το αμάξι. Το αυτοκίνητο ήρθε και πάρκαρε στο γκαράζ κι απ’ το γκαράζ υπάρχει πόρτα που οδηγεί στο σπίτι. Είδα τον Κλίπρα να σηκώνεται και να πηγαίνει προς την πόρτα, ύστερα δεν είδα κανέναν για λίγο, μέχρι που φάνηκε η φιγούρα του πρέσβη να περπατάει πάνω κάτω στο καθιστικό. Ύστερα το αυτοκίνητο ξανάφυγε και ο Κλίπρα εξαφανίστηκε». «Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ήταν ο πρέσβης». «Γιατί όχι;» «Γιατί από εκεί που καθόσουν μπορούσες μόνο να τους δεις από τη μέση και κάτω· το πάνω μέρος το έκρυβε το βιτρό του παραθύρου». Ο Λέκεν γέλασε. «Ε, το κάτω μισό ήταν υπεραρκετό» είπε κι επιτέλους κατάφερε ν’ ανάψει την πίπα του. Ρούφηξε ευχαριστημένος. «Γιατί μόνο ένας άνθρωπος στην Ταϊλάνδη φορούσε τέτοια φανταχτερά κίτρινα κουστούμια». Υπό άλλες συνθήκες ο Χάρι μπορεί και να του είχε χαρίσει ένα χαμόγελο, αλλά υπήρχαν τόσο πολλά που στριφογύριζαν στο μυαλό του, που έμεινε φαινομενικά απαθής. «Και γιατί δεν ενημερώθηκαν ο Τούρχους κι η διευθύντρια της αστυνομίας για όλα αυτά;» «Και ποιος σου είπε ότι δεν ενημερώθηκαν;»

Ο Χάρι ένιωσε ξαφνικά έναν πόνο πίσω από τα μάτια του. Κοίταξε τριγύρω με μανία, νιώθοντας την ανάγκη ν’ αρπάξει κάτι και να το κάνει κομμάτια.

38

Μπγιάρνε Μέλερ στεκόταν δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Ήταν νωρίς το βράδυ, αλλά το σκοτάδι είχε ήδη απλωθεί παντού. Το κρύο δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Στα αγόρια του άρεσε το κρύο· ήρθαν στο τραπέζι με τα δάχτυλα παγωμένα και τα μάγουλα κατακόκκινα, ενώ τσακώνονταν ποιος είχε καταφέρει να πηδήξει πιο μακριά. Ο χρόνος περνούσε τόσο γρήγορα... Πότε ήταν που τα έβαζε, μπόμπιρες ακόμη, ανάμεσα στα σκι του και κατέβαιναν μαζί την πλαγιά του Γκρεφσεσκούλεν; Χτες είχε μπει στο δωμάτιό τους να τους ρωτήσει αν ήθελαν να τους διαβάσει κανένα βιβλίο, κι εκείνα απλώς γύρισαν και τον κοίταξαν περίεργα. Η Τρίνε έλεγε ότι φαινόταν κουρασμένος. Ήταν

Ο

κουρασμένος; Μπορεί. Είχε πολλά στο μυαλό του, πολύ περισσότερα ίσως απ’ όσα είχε φανταστεί όταν αποδεχόταν να γίνει τμηματάρχης. Δεν του έφταναν όλες αυτές οι εκθέσεις, οι συναντήσεις, οι προϋπολογισμοί, όλο και κάποιος από τους άνδρες του ερχόταν να του χτυπήσει την πόρτα και να του πει για προβλήματα που ο Μπγιάρνε δεν μπορούσε να λύσει – για κάποια σύζυγο που ήθελε διαζύγιο, ένα στεγαστικό δάνειο που είχε εκτοξευθεί στα ύψη, ένα μάτσο νεύρα που είχαν αρχίσει να σπάνε. Οι βασικές του αστυνομικές υποχρεώσεις, αυτές στις οποίες προσέβλεπε όταν δέχτηκε ν’ αναλάβει τη θέση –να ηγείται αστυνομικών ερευνών, λόγου χάριν–, είχαν μπει σε δεύτερη μοίρα. Κι ακόμα να συνηθίσει τις κρυφές ατζέντες, τα υπονοούμενα, τα παιχνίδια καριέρας. Πού και πού αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να παραιτηθεί, ήξερε όμως ότι η Τρίνε εκτιμούσε το πρόσθετο μισθολογικό κλιμάκιο. Και τ’ αγόρια του ήθελαν πέδιλα για άλμα στο σκι. Ίσως είχε έρθει η ώρα να τους πάρει και τους υπολογιστές που τόσο ζητούσαν. Μικρές χιονονιφάδες στροβιλίζονταν μπροστά στο παράθυρο. Ήταν πραγματικά καλός αστυνομικός, γαμώτο. Χτύπησε το τηλέφωνο. «Μέλερ εδώ». «Κι εδώ Χόλε. Το ήξερες τόσον καιρό;» «Λέγετε; Χάρι; Εσύ είσαι;»

«Το ήξερες ότι διάλεξαν ειδικά εμένα, ώστε αυτή η έρευνα να μην καταλήξει πουθενά;» Ο Μέλερ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Ξέχασε και τα πέδιλα και τους υπολογιστές. «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς». «Θέλω απλώς να σε ακούσω να λες ότι δεν ήξερες ότι το Όσλο υποψιαζόταν από την αρχή ποιος ήταν ο δολοφόνος». «Εντάξει, Χάρι, δεν το ήξερα... Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη δεν καταλαβαίνω τι στο καλό θες να πεις». «Η διευθύντρια της αστυνομίας κι ο Ντάγκφιν Τούρχους του Υπουργείου Εξωτερικών ήξεραν από την αρχή ότι ο πρέσβης Μούλνες κι ένας Νορβηγός ονόματι Ούβε Κλίπρα έφυγαν με το ίδιο αυτοκίνητο από το σπίτι του Κλίπρα μισή ώρα πριν ο πρέσβης φτάσει στο μοτέλ. Ήξεραν επίσης ότι ο Κλίπρα είχε ένα πάρα πολύ ωραίο κίνητρο για να σκοτώσει τον πρέσβη». Ο Μέλερ έπεσε μ’ όλο το βάρος του σε μια καρέκλα. «Το οποίο είναι;» «Ο Κλίπρα είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Μπανγκόκ. Ο πρέσβης είχε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες κι είχε μάλιστα ξεκινήσει να παρακολουθεί τον Κλίπρα παράνομα για παιδεραστία. Όταν βρέθηκε νεκρός ο πρέσβης, είχε στον χαρτοφύλακά του φωτογραφίες του

Κλίπρα μ’ ένα αγοράκι. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους λόγους για τους οποίους ο Μούλνες επισκέφτηκε τον Κλίπρα εκείνο το βράδυ. Μάλλον ήθελε να τον πείσει ότι είχε τραβήξει ο ίδιος τις φωτογραφίες και να του δώσει μια τιμή και για το όλο αρχείο –έτσι δεν το λένε; Προφανώς κι ο Κλίπρα δεν γινόταν να ξέρει πόσες κόπιες είχε κάνει ο Μούλνες, αλλά μάλλον κατάλαβε ότι ένας εκβιαστής που τυγχάνει κι ανίατος τζογαδόρος, όπως ο πρέσβης, δεν θ’ αργούσε να τον ξαναενοχλήσει. Όταν ο Κλίπρα πήγε στο ξενοδοχείο, δεν χρειάστηκε καν να ψάξει για το δωμάτιο! Το αυτοκίνητο του πρέσβη ήταν παρκαρισμένο απέξω, καταλαβαίνεις; Πω, ρε φίλε, ο τύπος ήξερε ήδη πως το μαχαίρι συνδεόταν με τον Κλίπρα!» «Ποιος τύπος;» «Ο Λέκεν, ο Ίβαρ Λέκεν. Ένας παλιός των μυστικών υπηρεσιών που βρίσκεται τοποθετημένος εδώ πέρα κάτι χρόνια τώρα. Ήταν κάποτε στον ΟΗΕ, δούλευε με τους πρόσφυγες, λέει, αλλά ξέρω κι εγώ; Βάζω στοίχημα ότι ο μισθός του προερχόταν από το ΝΑΤΟ ή κάτι τέτοιο. Παρακολουθεί τον Κλίπρα εδώ και μήνες». «Κι ο πρέσβης δεν το ήξερε αυτό; Νόμιζα ότι μου είπες ότι αυτός ξεκίνησε την έρευνα». «Τι εννοείς;» «Μόλις μου είπες ότι ο πρέσβης πήγε να εκβιάσει τον

Κλίπρα τη στιγμή που ήξερε ότι ο τύπος παρακολουθούνταν». «Φυσικά και το ήξερε. Οι φωτογραφίες που βρήκαμε στο πορτμπαγκάζ του ήταν κόπιες από τις φωτογραφίες του Λέκεν. Τι θες να πεις; Δεν υπάρχει τίποτα ύποπτο σε μια ευγενική επίσκεψη του πρέσβη της Νορβηγίας στον πιο πλούσιο Νορβηγό της Μπανγκόκ, υπάρχει;» «Μπορεί και όχι. Και τι άλλο σού είπε ο Λέκεν;» «Μου είπε τον πραγματικό λόγο που επέλεξαν εμένα γι’ αυτή τη δουλειά». «Και ο οποίος είναι;» «Αυτοί που ξέρουν για την έρευνα γύρω από τον Κλίπρα πήραν ένα ρίσκο: Εάν τους έπιαναν, θα γινόταν χαμός, πολιτικός σάλος, θα έπεφταν κεφάλια, τα γνωστά. Όταν λοιπόν βρέθηκε δολοφονημένος ο πρέσβης κι αυτοί είχαν μια ιδέα για το ποιος μπορεί να το έκανε, έπρεπε να σιγουρευτούν ότι η έρευνα για τη δολοφονία δεν θα έριχνε φως στη δική τους υπόθεση. Έπρεπε να βρουν τη χρυσή τομή: να ενεργήσουν δίχως να αποκαλυφθούν. Καταρχήν λοιπόν, έστειλαν έναν νορβηγό αστυνομικό στην Μπανγκόκ για να μην πει κανείς ότι μένουν αδρανείς. Δεν γινόταν να στείλουν ολόκληρη ομάδα γιατί θα προσέβαλλαν τις ταϊλανδέζικες αρχές».

Το γέλιο του Χάρι μπλέχτηκε με κάποια άλλη συζήτηση που αιωρούνταν κάπου μεταξύ Γης και δορυφόρου. «Που λες όμως, διάλεξαν τον αστυνομικό με τις μικρότερες πιθανότητες ν’ ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβαινε. Ο Ντάγκφιν Τούρχους έψαξε από εδώ κι από εκεί και βρήκε τελικά τον τέλειο υποψήφιο, κάποιον που δεν υπήρχε περίπτωση να τους δημιουργήσει προβλήματα. Γιατί το πιο πιθανό ήταν να περνούσε τα βράδια του πάνω από ένα καφάσι μπίρες και τα πρωινά στο κρεβάτι λόγω πονοκεφάλων. Ο Χάρι Χόλε ήταν ο τέλειος υποψήφιος, γιατί ίσα που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Κι αν κανείς τους ρωτούσε, θα έλεγαν ότι είχε λάβει κι εξαιρετικές συστάσεις έπειτα από μια αντίστοιχη υπόθεση στην Αυστραλία. Άσε που τον είχε συστήσει ο ίδιος ο νέος αρχηγός του Ανθρωποκτονιών, ο Μπγιάρνε Μέλερ· αν αυτός δεν ξέρει, ποιος ξέρει;» Στον Μέλερ δεν άρεσαν αυτά που άκουγε. Πόσο μάλιστα τώρα που τα έβλεπε όλα ξεκάθαρα: το βλέμμα της αστυνομικής διευθύντριας όταν ετέθη η ερώτηση, το διακριτικά σηκωμένο της φρυδάκι. Δεν ήταν ερώτηση, διαταγή ήταν. «Και γιατί να ρισκάρουν τις καριέρες τους η διευθύντρια κι ο Τούρχους για να πιάσουν έναν παιδεραστή;» «Καλή ερώτηση».

Ησυχία. Κανείς τους δεν τολμούσε να εκφωνήσει αυτό που κι οι δυο τους σκέφτονταν. «Και τώρα, Χάρι, τι γίνεται;» «Τώρα ξεκινάει η αποστολή Save Ass». «Δηλαδή;» «Δηλαδή σημαίνει ότι κανείς μας δεν πρέπει να μείνει εκτεθειμένος, ούτε ο Λέκεν ούτε εγώ. Η συμφωνία είναι ότι για την ώρα το βουλώνουμε κι όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή μπαγλαρώνουμε μαζί τον Κλίπρα. Υποθέτω ότι θ’ αναλάβεις εσύ από εκεί και πέρα, έτσι, αρχηγέ; Να πας κατευθείαν στο κοινοβούλιο, ας πούμε; Πρέπει να σώσεις και το δικό σου το τομάρι, ξέρεις». Ο Μέλερ σκεφτόταν. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος ότι ήθελε να σώσει το τομάρι του. Το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να τον υποβιβάσουν ξανά στις αστυνομικές έρευνες. «Χάρι, είναι πολύ σοβαρά όλα αυτά που μου λες. Πρέπει να τα σκεφτώ. Θα σε ξαναπάρω, εντάξει;» «Εντάξει». Τα ασθενή σήματα από κάποια άλλη συνομιλία κάπου στο διάστημα σώπασαν ξαφνικά. Οι δυο συνομιλητές αφουγκράστηκαν για λίγο τον ήχο των αστεριών. «Χάρι;»

«Ναι;» «Γάμα τις σκέψεις. Μαζί σου είμαι». «Αυτό περίμενα ν’ ακούσω, αφεντικό». «Πάρε με όταν τον συλλάβετε». «Α, ναι, ξέχασα να σ’ το πω. Κανείς δεν έχει δει τον Κλίπρα από τότε που δολοφονήθηκε ο πρέσβης».

Κι ήρθε λοιπόν η μέρα που ο Χάρι δεν είχε να κάνει απολύτως τίποτα. Καθόταν και μουντζούρωνε από εδώ κι από εκεί, κοιτάζοντας να δει αν οι μουντζούρες του έμοιαζαν με κάτι. Πήρε τηλέφωνο ο Γενς, να ρωτήσει πώς πήγαιναν οι έρευνες. Ο Χάρι απάντησε πως αυτό ήταν κρατικό μυστικό. Το ξέρω, είπε ο Γενς, απλώς θα κοιμόταν πιο ήσυχος αν ήξερε πως είχαν κι άλλον κυρίως ύποπτο. Κι ύστερα μετέφερε στον Χάρι ένα ανέκδοτο που μόλις είχε ακούσει στο τηλέφωνο, για έναν γυναικολόγο, λέει, που πάει σ’ έναν συνάδελφό του και του λέει ότι μια ασθενής του έχει μια κλειτορίδα σαν αγγουράκι τουρσί. «Τόσο μεγάλη;» ρωτάει ο συνάδελφος. «Όχι» λέει ο γυναικολόγος. «Τόσο αλμυρή». Ο Γενς ζήτησε συγγνώμη· μόνο τέτοια σοβινιστικά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν στον χρηματιστηριακό χώρο.

Ο Χάρι προσπάθησε να μεταφέρει το ανέκδοτο στον Νιο, αλλά είτε τα δικά του αγγλικά είτε του Νιο τον πρόδωσαν, γιατί μόνο αστείο δεν ακούστηκε. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο της Λιζ να ρωτήσει αν μπορούσε να καθίσει για λίγο μαζί της. Μια ώρα αργότερα η επιθεωρητής είχε βαρεθεί αυτή τη σιωπηρή τους εγγύτητα και του ζήτησε να της αδειάσει τη γωνιά. Πήγε και ξανάφαγε στο Le Boucheron. Ο Γάλλος τού μίλησε γαλλικά· ο Χάρι χαμογέλασε και απάντησε κάτι στα νορβηγικά. Η ώρα είχε πάει σχεδόν έντεκα όταν γύρισε σπίτι. «Έχετε επισκέψεις» είπε ο θυρωρός. Ο Χάρι πήρε τον ανελκυστήρα, ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα στην πισίνα κι αφέθηκε στους ρυθμικούς ήχους που έκανε η Ρούνα καθώς κολυμπούσε. «Πρέπει να πας σπίτι» της είπε ύστερα από λίγο. Εκείνη δεν απάντησε, αυτός σηκώθηκε και ανέβηκε τις σκάλες μέχρι το διαμέρισμά του.

39

Λέκεν πέρασε τα κιάλια νυκτός στον Χάρι. «Όλα εντάξει» είπε. «Την ξέρω τη ρουτίνα: Τώρα ο φρουρός θα πάει να κάτσει στο φυλάκιο δίπλα στην πύλη και δεν πρόκειται να ξανασηκωθεί για τα επόμενα είκοσι λεπτά». Βρίσκονταν στη σοφίτα ενός σπιτιού γύρω στα εκατό μέτρα από την έπαυλη του Κλίπρα. Το παράθυρο ήταν καλυμμένο με σανίδες, αλλά μια σχισμή ανάμεσά τους άφηνε αρκετό κενό για ένα ζευγάρι κιάλια. Ή για μια κάμερα. Ανάμεσα στη σοφίτα και στο ξύλινο σπίτι με τις κεφαλές δράκων υπήρχαν μια σειρά από παραπήγματα, ένας δρόμος κι ένας ψηλός λευκός τοίχος με συρματόπλεγμα στην κορυφή. «Το πρόβλημα μ’ αυτή την πόλη είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι παντού. Και πάντα. Οπότε πρέπει να πάμε από πίσω και να σκαρφαλώσουμε στον τοίχο πίσω από εκείνο το

Ο

παράπηγμα». Ο Λέκεν έδειξε κι ο Χάρι άρπαξε τα κιάλια. Φορούσε διακριτικά, στενά και σκούρα ρούχα, όπως του είχε πει ο Λέκεν. Μαύρο τζιν και μια παλιά μαύρη μπλούζα των Joy Division, η οποία κάθε φορά που την έβαζε τού έφερνε στον νου την Κριστίν: Ήταν η μόνη μπάντα που ο Χάρι την είχε καταφέρει ν’ αγαπήσει. Της έδωσε και κάτι σε αντάλλαγμα της σιχασιάς που της άφησε για τα Camel. «Πάμε» είπε ο Λέκεν. Δεν φυσούσε καθόλου, κι έτσι η σκόνη χοροπηδούσε ελεύθερη στον χωματόδρομο. Μια ομάδα αγοριών έπαιζαν τακράο: Σχημάτιζαν έναν κύκλο και προσπαθούσαν να κρατήσουν στον αέρα, μόνο με τα πόδια, ένα πολύ μικρό λαστιχένιο μπαλάκι. Γι’ αυτό ούτε που πήραν χαμπάρι τους δύο μαυροφορεμένους φαράνγκ. Ο Χάρι κι ο Ίβαρ διέσχισαν τον δρόμο, χώθηκαν ανάμεσα στις παράγκες κι έφτασαν ως τον τοίχο απαρατήρητοι. Ο ομιχλώδης νυχτερινός ουρανός αντανακλούσε το βρόμικο κίτρινο φως που έβγαινε από τα εκατομμύρια φώτα της πόλης και δεν την άφηνε να σκοτεινιάσει τις νύχτες σαν κι αυτή. Ο Λέκεν πέταξε τον μικρό του σάκο πάνω από τον τοίχο κι έριξε ένα λεπτό λαστιχένιο στρώμα πάνω από το συρματόπλεγμα. «Εσύ πρώτος» είπε κι έπλεξε τα δάχτυλά του να κάνει σκαλοπατάκι στον Χάρι.

«Κι εσύ;» «Μην ανησυχείς για μένα, έλα». Έσπρωξε τον Χάρι προς τα πάνω κι ο Χάρι πιάστηκε από έναν πάσσαλο στην κορυφή του φράχτη. Πέρασε το ένα πόδι πάνω από το στρώμα κι ύστερα το δεύτερο· άκουσε το σύρμα να σχίζει το λάστιχο του στρώματος. Προσπάθησε να μη σκέφτεται την ιστορία με το αγόρι στο πανηγύρι του Ρόμσνταλ, που είχε γλιστρήσει από την κορυφή του ιστού της σημαίας ξεχνώντας πως υπήρχε γάντζος για το κορδόνι στη βάση του. Ο παππούς του έλεγε ότι τα ουρλιαχτά του ευνουχισμένου αγοριού αντηχούσαν μέχρι την απέναντι πλευρά του φιόρδ. Ο Λέκεν στεκόταν ήδη δίπλα του. «Γρήγορος είσαι» ψιθύρισε ο Χάρι. «Βραδινή εξάσκηση του συνταξιούχου». Μπρος ο συνταξιούχος, πίσω ο Χάρι, άρχισαν να τρέχουν σκυμμένοι πάνω στο γρασίδι, μέχρι που έφτασαν στον τοίχο του σπιτιού και κοντοστάθηκαν στη μια γωνία. Ο Λέκεν έβγαλε τα κιάλια και περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί ότι ο φρουρός κοιτούσε από την άλλη μεριά. «Τώρα!» Ο Χάρι πετάχτηκε μπροστά, προσπαθώντας να φανταστεί τον εαυτό του αόρατο. Το γκαράζ δεν απείχε πολύ, αλλά

ήταν φωτισμένο και δεν υπήρχε μέρος να κρυφτείς από τη θέα του φύλακα. Πόσοι τρόποι υπάρχουν να μπει κανείς σ’ ένα σπίτι πια; είχε σκεφτεί ο Χάρι, μα ο Λέκεν επέμενε να σχεδιάσουν την αποστολή τους μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Όταν επέμεινε ότι έπρεπε να τρέξουν μαζί στο τελευταίο κρίσιμο κομμάτι, ο Χάρι αναρωτήθηκε γιατί να μην τρέξει πρώτα ο ένας κι ο άλλος να φυλάει τσίλιες. «Για ποιον λόγο; Αν μας δουν, μας είδανε. Αν τρέξει πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος, έχουμε διπλές πιθανότητες να μας πάρουν χαμπάρι. Μα καλά, τι σας διδάσκουν πια στην αστυνομία;» Από εκείνη τη στιγμή ο Χάρι δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις στο σχέδιο του Λέκεν. Μια λευκή Lincoln ήταν παρκαρισμένη μες στη μέση του γκαράζ, απ’ όπου μια πλάγια πόρτα οδηγούσε, όντως, στο σπίτι. Ο Λέκεν είχε υποθέσει ότι η κλειδαριά της πλαϊνής πόρτας θα ήταν πιο εύκολο να παραβιαστεί από την κεντρική είσοδο και επιπλέον δεν έπρεπε να τους δουν από την πύλη. Έβγαλε τα σύνεργά του κι έπιασε δουλειά. «Κρατάς ώρα;» ψιθύρισε κι ο Χάρι κατένευσε. Σύμφωνα με το σχέδιο, είχαν δεκάξι λεπτά μέχρι ο φρουρός να ξανακάνει την περιπολία του. Έπειτα από δώδεκα λεπτά τον Χάρι τον έπιασε ξαφνικά

φαγούρα σ’ όλο του το κορμί. Έπειτα από δεκατρία άρχισε να προσεύχεται να εμφανιστεί σαν τζίνι ο Σούντχορν από το πουθενά. Έπειτα από δεκατέσσερα λεπτά ήξερε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το εγχείρημα. «Πάμε να φύγουμε» ψιθύρισε. «Μια στιγμή» είπε ο Λέκεν, σκυμμένος πάνω στην κλειδαριά. «Λίγα δευτερόλεπτα ακόμη». «Τώρα!» σφύριξε ο Χάρι μέσ’ απ’ τα δόντια. Ο Λέκεν δεν του απάντησε. Ο Χάρι πήρε μια ανάσα κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο. Ο Λέκεν γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Το χρυσό δόντι άστραψε στο φως. «Διάνα!» ψιθύρισε. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Χώθηκαν μέσα και την έκλεισαν απαλά πίσω τους. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα στο γκαράζ και το φως ενός φακού φάνηκε μέσ’ απ’ το παράθυρο πάνω από την πόρτα. Το χερούλι της τραντάχτηκε με δύναμη. Οι δύο άνδρες στάθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Ο Χάρι κράτησε την ανάσα του κι αισθάνθηκε την καρδιά του να γεμίζει το σώμα του με αίμα. Κι ύστερα τα βήματα απομακρύνθηκαν. Ο Χάρι προσπάθησε να διατηρήσει τον τόνο της φωνής του χαμηλό.

«Είπες είκοσι λεπτά!» Ο Λέκεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Στο περίπου». Ο Χάρι άρχισε το μέτρημα, με το στόμα ανοιχτό για ν’ αναπνέει. Άναψαν τους φακούς τους και πήγαν να μπουν στο σπίτι όταν κάτι έτριξε κάτω από τα πόδια του Χάρι. «Τι ήταν αυτό;» είπε κι έριξε το φως στο πάτωμα. Μικρά άσπρα εξογκώματα στο μαύρο παρκέ. Ο Λέκεν έστρεψε το φως στον σοβατισμένο τοίχο. «Πω, τι απατεώνας αυτός ο Κλίπρα. Υποτίθεται ότι το σπίτι είναι εξολοκλήρου από ξύλο τικ. Ε, τώρα έχασα πάσα ιδέα για τη μούρη του. Έλα, Χάρι. Ο χρόνος τρέχει!» Έψαξαν στο σπίτι γρήγορα και συστηματικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Λέκεν. Ο Χάρι συγκεντρώθηκε στο να υπακούει σε εντολές, να ξαναβάζει τα πράγματα στη θέση τους, να μην αφήνει αποτυπώματα και να ελέγχει συρτάρια και ντουλάπια για αυτοκόλλητη ταινία πριν τ’ ανοίξει. Σχεδόν τρεις ώρες αργότερα κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Λέκεν είχε βρει μερικά πορνοπεριοδικά με παιδιά κι ένα περίστροφο που έμοιαζε αχρησιμοποίητο χρόνια τώρα. Είχε φωτογραφίσει και τα δύο. «Ο τύπος έφυγε πολύ βιαστικά» είπε. «Έχει δυο άδειες βαλίτσες στο υπνοδωμάτιο, το νεσεσέρ του είναι στο μπάνιο κι οι ντουλάπες του είναι τίγκα στα ρούχα».

«Μπορεί να είχε και τρίτη βαλίτσα» είπε ο Χάρι. Ο Λέκεν τον κοίταξε μ’ ένα μείγμα αηδίας κι επιείκειας. Με τον τρόπο που θα κοιτούσε έναν πρόθυμο αλλά καθυστερημένο νεοσύλλεκτο, σκέφτηκε ο Χάρι. «Ποιος άνδρας έχει παραπάνω από ένα νεσεσέρ, Χόλε;» Νεοσύλλεκτος, σκέφτηκε ο Χάρι. «Ένα δωμάτιο έμεινε» είπε ο Λέκεν. «Το γραφείο στον πρώτο όροφο είναι κλειδωμένο με μια γερμανική κλειδαριάτέρας, που δεν μπορώ να διαρρήξω». Έβγαλε από την τσάντα του έναν λοστό. «Ήλπιζα να μην τον χρειαστούμε» είπε. «Τη βλέπω από τώρα την τρυπάρα που θα κάνουμε στην πόρτα». «Δεν έχει σημασία» είπε ο Χάρι. «Έτσι κι αλλιώς νομίζω ότι έβαλα τις παντόφλες του στο λάθος ράφι». Ο Λέκεν χαχάνισε. Χρησιμοποίησαν τον λοστό στους μεντεσέδες αντί για την κλειδαριά. Ο Χάρι άργησε ν’ αντιδράσει κι η βαριά πόρτα έπεσε μες στο δωμάτιο μ’ έναν δυνατό γδούπο. Στάθηκαν ακίνητοι για μια στιγμή, περιμένοντας τις κραυγές του φρουρού. «Λες να μας άκουσε;» ρώτησε ο Χάρι. «Μπα, υπάρχουν τόσοι θόρυβοι ανά κάτοικο σ’ αυτή την πόλη, που ποιος θα προσέξει έναν γδούπο παραπάνω;»

Οι φακοί τους διέτρεξαν τους τοίχους σαν κίτρινες κατσαρίδες. Στον τοίχο πάνω από το γραφείο κρεμόταν μια ερυθρόλευκη σημαία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πάνω από μια κορνιζαρισμένη αφίσα της ομάδας. Από κάτω ο θυρεός της πόλης, στα κόκκινα και τα λευκά, ένα πλοίο σκαλισμένο σε ξύλο. O φακός σταμάτησε σε μια φωτογραφία: ένας άνδρας με πλατύ χαμόγελο, προγούλι και δύο κάπως διογκωμένα μάτια που άστραφταν πονηρά. Ο Ούβε Κλίπρα φαινόταν άνθρωπος που φχαριστιόταν να γελάει. Οι ξανθιές του μπούκλες ανέμιζαν στον άνεμο. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί μάλλον σε κάποιο σκάφος, στη θάλασσα. «Δεν πολυφέρνει σε κλασικό παιδεραστή, ε;» είπε ο Χάρι. «Ποιος παιδεραστής μοιάζει με παιδεραστή;» είπε ο Λέκεν. Ο Χάρι γύρισε και τον κοίταξε, αλλά τυφλώθηκε από το φως του φακού. «Τι είναι αυτό;» Ο Χάρι γύρισε και κοίταξε εκεί που ο Λέκεν φώτιζε ένα γκρίζο μεταλλικό κουτί σε μια γωνία. Ο Χάρι το αναγνώρισε αμέσως. «Θα σου πω τι είναι» είπε χαρούμενος που επιτέλους μπορούσε να συνεισφέρει τις γνώσεις του. «Είναι ένα μαγνητόφωνο μισού εκατομμυρίου κορονών. Ο Μπρέκε έχει ένα ολόιδιο στο γραφείο του. Καταγράφει τηλεφωνικές

συνομιλίες που δεν μπορείς να αλλοιώσεις –ούτε ως προς την ώρα ούτε ως προς την ημερομηνία–, κι έτσι μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις ως αποδεικτικά στοιχεία στα δικαστήρια. Βοηθάει αν κλείνεις συμφωνίες εκατομμυρίων από το τηλέφωνο». «Βοηθάει όταν συνομιλείς με ανθρώπους σ’ έναν από τους πιο διεφθαρμένους κλάδους του κόσμου, σε μια από τις πιο διεφθαρμένες χώρες του κόσμου» πρόσθεσε ο Λέκεν. Ο Χάρι έψαξε στα γρήγορα τα έγγραφα πάνω στο γραφείο. Είδε λογότυπα μεγάλων γιαπωνέζικων και αμερικανικών εταιρειών, συμφωνίες, συμβόλαια, σχέδια συμφωνιών και τροπολογίες σχεδίων. Η συμφωνία για το ΣΥΣΔΡΟΜ αναφερόταν σε πολλά από αυτά. Είδε ένα βιβλιαράκι με το λογότυπο της Barclays Ταϊλάνδης στο εξώφυλλο. Ήταν η έκθεση για μια εταιρεία με το όνομα Φουριντέλ. Έστρεψε τον φακό του προς τα πάνω. Και σταμάτησε, καθώς κάτι έλαμψε στον τοίχο στο φως του φακού. «Διάνα! Κοίτα, Λέκεν. Αυτό πρέπει να είναι το δίδυμο μαχαίρι που μου έλεγες». Ο Λέκεν δεν απάντησε· είχε την πλάτη του γυρισμένη στον Χάρι. «Άκουσες τι σου;...» «Πρέπει να φύγουμε, Χάρι. Τώρα».

Ο Χάρι γύρισε και είδε στο φως του φακού του Λέκεν ένα κόκκινο φωτάκι ν’ αναβοσβήνει σ’ ένα μικρό κουτί στον τοίχο. Και στη στιγμή ένιωσε λες και του έχωσαν βελόνα πλεξίματος στο αυτί. Η στριγκλιά ήταν τόσο διαπεραστική, που σχεδόν τον κούφανε. «Συναγερμός με χρονική καθυστέρηση!» φώναξε ο Λέκεν, που είχε ήδη αρχίσει να τρέχει. «Σβήσ’ τον φακό!» Ο Χάρι κατέβηκε όπως όπως τις σκάλες μες στο σκοτάδι. Έτρεξαν στην πλαϊνή πόρτα που οδηγούσε στο γκαράζ. Ο Λέκεν σταμάτησε το χέρι του Χάρι, που είχε ήδη αρπάξει το πόμολο. «Περίμενε». Απέξω ακούστηκαν φωνές κι η κλαγγή μιας αρμαθιάς κλειδιών. «Είναι έξω από την κεντρική είσοδο» είπε ο Λέκεν. «Ας φύγουμε λοιπόν!» «Όχι, θα μας δουν αν βγούμε έξω τώρα» ψιθύρισε ο Λέκεν. «Με το που θα μπουν μέσα, την κοπανάμε, εντάξει;» Ο Χάρι κατένευσε. Μια αχτίδα φεγγαριού, βαμμένη μπλε από το βιτρό του παραθύρου πάνω από την πόρτα, έπεφτε στο παρκέ μπροστά τους. «Τι στον διάολο κάνεις εκεί;» Ο Χάρι είχε πέσει στα γόνατα και μάζευε με τα χέρια τον σοβά από το πάτωμα. Δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει, γιατί η

πόρτα της εισόδου άνοιξε. Ο Λέκεν άνοιξε την πλαϊνή πόρτα, ο Χάρι πετάχτηκε έξω και την επόμενη στιγμή βρέθηκαν να τρέχουν καμπουριασμένοι πάνω στο γρασίδι, ενώ οι υστερικές στριγκλιές του συναγερμού ολοένα και απομακρύνονταν. «Close call» είπε ο Λέκεν όταν πια βρίσκονταν από την άλλη μεριά του τοίχου. Ο Χάρι τον κοίταξε καλά καλά. Το σεληνόφως γυάλιζε στο χρυσό του δόντι. Ο συνταξιούχος Λέκεν δεν είχε καν λαχανιάσει.

40

άποιο εντοιχισμένο καλώδιο πρέπει να είχε καεί όταν ο Χάρι έχωσε το ψαλίδι στην πρίζα, γιατί και πάλι αναγκάστηκαν ν’ ανάψουν κεριά στο διαμέρισμα του Λέκεν. Ο Λέκεν άνοιξε ένα μπουκάλι Jim Beam. «Γιατί σουφρώνεις τη μύτη σου, Χόλε; Δεν σ’ αρέσει η μυρωδιά;» «Η μυρωδιά είναι μια χαρά». «Η γεύση τότε;» «Κι η γεύση μια χαρά είναι. Είμαστε παλιοί φίλοι με τον Jim». «Α». Ο Λέκεν σέρβιρε γενναιόδωρα τον εαυτό του. «Μήπως δεν είστε πια;» «Λένε ότι είναι κακή παρέα». «Και με ποιον κάνεις παρέα τώρα;»

Κ

Ο Χάρι σήκωσε το ποτήρι με την κόκα κόλα. «Με τον αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό». «Είσαι εντελώς καθαρός;» «Είχα σχέσεις και με κάτι μπίρες το φθινόπωρο». Ο Λέκεν γέλασε. «Ορίστε λοιπόν. Κι αναρωτιόμουν γιατί σε διάλεξε ο Τούρχους». Ο Χάρι κατάλαβε το έμμεσο της φιλοφρόνησης: Υπήρχαν και πιο ηλίθιοι να διαλέξει ο Τούρχους. Τον Χάρι τον είχαν στείλει για άλλο λόγο, όχι επειδή ήταν ανίκανος ως αστυνομικός. Ο Χάρι έγνεψε προς τη μεριά του μπουκαλιού. «Σου ανακουφίζει την αναγούλα;» Ο Λέκεν σήκωσε τα φρύδια του. «Εννοώ αν σε κάνει να ξεχνάς, έστω και για λίγο. Τα παιδιά, τις φωτογραφίες, όλα αυτά τα σκατά». Ο Λέκεν το κατέβασε με τη μία και το ξαναγέμισε. Ήπιε μια γουλιά, άφησε το ποτήρι κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Έχω τα ιδιαίτερα προσόντα γι’ αυτή τη δουλειά, Χάρι». Ο Χάρι κατάλαβε στο περίπου τι εννοούσε. «Ξέρω τι σκέφτονται, τι τους οδηγεί, τι τους ανεβάζει, σε ποιους πειρασμούς μπορούν ν’ αντισταθούν και σε ποιους όχι». Έβγαλε την πίπα του. «Τα ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου».

Ο Χάρι δεν ήξερε τι να πει. Κι έτσι, σιώπησε. «Καθαρός είπες, ε; Κι είσαι καλός σ’ αυτά, Χάρι; Στην αποχή; Όπως μ’ εκείνη την ιστορία με τα τσιγάρα: Παίρνεις μια απόφαση κι ύστερα την ακολουθείς ό,τι κι συμβεί, αυτό κάνεις;» «Ναι, υποθέτω πως ναι» είπε ο Χάρι. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποφασίζω πάντα σωστά». Ο Λέκεν ξαναγέλασε. Στον Χάρι θύμισε έναν παλιό του φίλο που γελούσε με τον ίδιο τρόπο. Ήταν θαμμένος στο Σίδνεϊ, αλλά επισκεπτόταν συχνά τον Χάρι τις νύχτες... «Ε, τότε μοιάζουμε» είπε ο Λέκεν. «Δεν έχω αγγίξει παιδάκι σ’ όλη μου τη ζωή. Το ’χω ονειρευτεί, το ’χω φαντασιωθεί, το ’χω θελήσει, αλλά δεν το έχω κάνει ποτέ μου. Μπορεί να το χωρέσει αυτό το μυαλό σου;» Ο Χάρι ξεροκατάπιε. «Δεν ξέρω πόσων χρονών ήμουν την πρώτη φορά που με βίασε ο πατριός μου, αλλά δεν πρέπει να ήμουν πάνω από πέντε. Του κάρφωσα ένα τσεκούρι στο πόδι όταν έγινα δεκατριών. Πέτυχα αρτηρία, ο άνθρωπος έπαθε σοκ και παραλίγο να τα τινάξει. Επέζησε, αλλά κατέληξε σε αναπηρική καρέκλα. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ατύχημα. Ότι το τσεκούρι τού ξέφυγε ενώ έκοβε ξύλα. Σκέφτηκε ότι προφανώς είχαμε πατσίσει».

Ο Λέκεν σήκωσε το ποτήρι και κοίταξε το καφέ υγρό σχεδόν θυμωμένος. «Ίσως και να το βρίσκεις εντελώς παράδοξο» είπε. «Το γεγονός ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ασελγήσουν σε άλλα παιδιά στο μέλλον εννοώ». Ο Χάρι έκανε μια γκριμάτσα. «Αλήθεια είναι» είπε ο Λέκεν. «Οι περισσότεροι παιδεραστές ξέρουν ακριβώς τι πόνο προκαλούν, οι πιο πολλοί έχουν βιώσει οι ίδιοι την αγωνία, τη σύγχυση, τις ενοχές. Ήξερες ότι πολλοί ψυχολόγοι λένε ότι υπάρχει έντονη σχέση μεταξύ της σεξουαλικής διέγερσης και της λαχτάρας για τον θάνατο;» Ο Χάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ο Λέκεν κατέβασε με τη μία το ποτό του κάνοντας έναν μορφασμό. «Eίναι σαν δάγκωμα βρικολάκων. Νομίζεις ότι πέθανες κι ύστερα ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι έχεις γίνει κι εσύ βρικόλακας. Απέθαντος, με μια άσβεστη δίψα για αίμα». «Και μια αιώνια λαχτάρα για τον θάνατο;» «Ακριβώς». «Και τι είναι αυτό που σε κάνει διαφορετικό από τους άλλους;» «Όλοι μας είμαστε διαφορετικοί, Χόλε». Ο Λέκεν γέμισε την πίπα του και την άφησε στο τραπέζι. Είχε βγάλει το μαύρο

του ζιβάγκο και το σώμα του γυάλιζε, ιδρωμένο. Ήταν νευρώδης και καλοστεκούμενος, αλλά η χαλάρωση του δέρματος και των μυών μαρτυρούσε πως κάποτε τελικά θα πέθαινε κι αυτός. «Όταν βρήκαν ένα περιοδικό παιδικής πορνογραφίας στο ντουλάπι μου στην αίθουσα αξιωματικών στο Βάρντε, με φώναξε ο διοικητής του στρατοπέδου. Ήμουν τυχερός, τελικά, που δεν με ανέφερε. Ούτε μου μαύρισε τον φάκελο. Απλώς μου ζήτησε να παραιτηθώ από την πολεμική αεροπορία. Λόγω του πόστου μου στην υπηρεσία πληροφοριών είχα έρθει σ’ επαφή με αυτό που τότε αποκαλούσαν Special Services, έναν πρόδρομο της CIA. M’ έστειλαν για μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ κι ύστερα στην Κορέα με το πρόσχημα ότι θα εργαζόμουν στο νορβηγικό στρατιωτικό νοσοκομείο». «Και τώρα για ποιον δουλεύεις δηλαδή;» Ο Λέκεν ανασήκωσε τους ώμους για να δείξει ότι δεν είχε καμία σημασία. «Ντρέπεσαι καθόλου για όλο αυτό;» ρώτησε ο Χάρι. «Φυσικά» είπε ο Λέκεν μ’ ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Καθημερινά. Είναι η αχίλλειος πτέρνα μου». «Και τότε γιατί μου τα λες όλα αυτά;» ρώτησε ο Χάρι. «Καταρχήν, γιατί γέρασα και δεν έχει νόημα να κρύβομαι

πίσω απ’ το δάχτυλό μου. Δεύτερον, γιατί έχω κι άλλους να σκεφτώ πέρα από τον εαυτούλη μου. Και, τρίτον, γιατί ντρέπομαι περισσότερο για τα αισθήματά μου παρά για τις πράξεις μου». Το στόμα του στράβωσε σ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ήμουν συνδρομητής στo Archives of Sexual Behavior, για να δω μήπως οι ερευνητές καταφέρουν να προσδιορίσουν τι είδος τέρατος ήμουν. Από περιέργεια περισσότερο παρά από ντροπή. Διάβασα ένα άρθρο για έναν ελβετό μοναχό παιδόφιλο, που σίγουρα δεν είχε κάνει ποτέ του τίποτα κι αυτός, σαν κι εμένα, αλλά στα μισά έγραφε ότι είχε κλειδωθεί σ’ ένα δωμάτιο κι είχε πιει μουρουνέλαιο γεμάτο θραύσματα γυαλιών. Δεν τελείωσα ποτέ το άρθρο. Προτιμώ να βλέπω τον εαυτό μου ως προϊόν της ανατροφής και του περιβάλλοντός μου από τη μία πλευρά και ως ηθικό άνθρωπο από την άλλη. Τον έχω αποδεχτεί τον εαυτό μου, Χόλε». «Μα πώς μπορείς να δουλεύεις πάνω στην παιδική πορνεία ενώ είσαι ο ίδιος παιδόφιλος; Δεν αναστατώνεσαι;» Ο Λέκεν κάρφωσε το βλέμμα του στο τραπέζι σκεφτικός. «Έχεις φανταστεί ποτέ σου να βιάζεις μια γυναίκα, Χόλε; Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις, το ξέρω πως το έχεις. Δεν σημαίνει κι ότι θα το κάνεις όμως, έτσι δεν είναι; Ούτε σημαίνει ότι είσαι ανίκανος να δουλεύεις σε υποθέσεις

βιασμού. Ακόμα κι αν μπορείς να καταλάβεις πώς ένας άνδρας μπορεί να χάσει τον έλεγχο, τα πράγματα είναι απλά: Είναι λάθος. Είναι παράνομο. Τα γουρούνια πρέπει να πληρώνουν». Είχε κατεβάσει και το τρίτο ποτήρι μπέρμπον. Η στάθμη του Jim Beam είχε φτάσει στην ετικέτα. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Συγγνώμη, Λέκεν, αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ. Εάν αγοράζεις παιδική πορνογραφία, τότε είσαι κι εσύ μέρος του συστήματος. Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν κι εσένα, δεν θα υπήρχε κι η αγορά γι’ αυτές τις βρομιές». «Δίκιο έχεις». Τα μάτια του Λέκεν είχαν αρχίσει να θολώνουν. «Δεν είμαι άγιος. Έχω συμβάλει κι εγώ στο να γίνει ο κόσμος μια κοιλάδα των δακρύων. Τι να πω; Όπως λέει και το άσμα: Είμαι σαν τους άλλους: Κι εγώ, αν βρέξει, βρέχομαι». Ο Χάρι ένιωσε ξαφνικά γέρος. Και πολύ κουρασμένος. «Και για πες μου τελικά, προς τι ο σοβάς;» ρώτησε ο Λέκεν. «Μια τρελή ιδέα ήταν. Μου θύμισε τον σοβά που βρήκαμε στο κατσαβίδι απ’ το πορτμπαγκάζ του Μούλνες. Κιτρινωπός, όχι ο στάνταρ λευκός σοβάς. Θα στείλω τα κομμάτια για ανάλυση και θα τα συγκρίνω με αυτά απ’ το

αμάξι». «Κι αν ταιριάζουν, τι σημαίνει αυτό;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σημαίνει το οτιδήποτε. Το 99% των στοιχείων που συλλέγει κανείς σε μια έρευνα αποδεικνύεται άχρηστο. Ελπίζεις, λοιπόν, να είσαι μονίμως σ’ επιφυλακή γι’ αυτό το 1% που υπάρχει μπροστά στη μύτη σου». «Σωστά, σωστά». Ο Λέκεν έκλεισε τα μάτια του και βολεύτηκε στην καρέκλα του. Ο Χάρι κατέβηκε στον δρόμο κι αγόρασε μια σούπα με νουντλ και γαρίδες από έναν φαφούτη με καπελάκι της Λίβερπουλ. Του τη σέρβιρε από μια μαύρη χύτρα μέσα σε μια πλαστική σακούλα, την έδεσε κόμπο κι έδειξε τα ούλα του. Πίσω στην κουζίνα, ο Χάρι βρήκε δυο πιάτα σούπας. Ο Λέκεν ξύπνησε ξαφνιασμένος όταν ο Χάρι τον σκούντηξε απαλά· έφαγαν σιωπηλοί. «Νομίζω πως ξέρω ποιος διέταξε την έρευνα» είπε ο Χάρι. Ο Λέκεν δεν απάντησε. «Καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούσες να περιμένεις να ξεκινήσεις την παρακολούθηση μέχρι την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας. Το ζήτημα ήταν επείγον, έτσι δεν είναι; Tα αποτελέσματα προείχαν, γι’ αυτό προέτρεξες κι εσύ». «Δεν τα παρατάς, ε;» «Έχει σημασία;»

Ο Λέκεν φύσηξε το κουτάλι του. «Παίρνει χρόνο να συγκεντρώσει κανείς αποδεικτικά στοιχεία» είπε. «Μπορεί και χρόνια ολόκληρα. Ο χρόνος ήταν που μετρούσε πάνω απ’ όλα». «Βάζω στοίχημα ότι δεν υπάρχουν γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που να οδηγούν πίσω στον υποκινητή της έρευνας. Ό,τι υπάρχει δείχνει ότι αυτός ο Τούρχους, του Υπουργείου Εξωτερικών, έδρασε μόνος του, σωστά;» «Οι καλοί πολιτικοί πάντα καλύπτουν τα νώτα τους. Για τις βρόμικες δουλειές έχουν τον υπουργό Παρά τω Πρωθυπουργώ, που δεν δίνει εντολές, απλώς λέει στους διάφορους διευθυντές και γενικούς γραμματείς τι να κάνουν για να επιταχύνουν μια στάσιμη καριέρα». «Μήπως τυχαίνει ν’ αναφέρεσαι στον Άσκιλσεν;» Ο Λέκεν ρούφηξε μια γαρίδα και τη μασούλησε σιωπηλά. «Και τι του πρόσφεραν του Τούρχους για να ηγηθεί της έρευνας; Τη δουλειά του γενικού γραμματέα;» «Δεν ξέρω. Δεν πολυμιλάμε γι’ αυτά». «Κι η διευθύντρια της αστυνομίας; Ρισκάρει πολλά». «Εγώ νομίζω ότι είναι απλώς πιστή σοσιαλδημοκράτης». «Τι, λες να έχει πολιτικές βλέψεις;» «Μπορεί. Κανείς τους όμως δεν ρισκάρει τόσα όσα νομίζεις. Το ότι το γραφείο μου συστεγάζεται με την πρεσβεία

δεν σημαίνει ότι...» «...σε πληρώνουν κιόλας. Και τότε ποιος σε πληρώνει; Για την πάρτη σου δουλεύεις;» Ο Λέκεν χαμογέλασε στην αντανάκλασή του στη σούπα. «Πες μου, Χόλε, τι συνέβη στην κοπέλα σου;» Ο Χάρι τον κοίταξε μπερδεμένος. «Σ’ εκείνη που έκοψε το κάπνισμα». «Σου είπα. Γνώρισε έναν άγγλο μουσικό κι έφυγαν μαζί για το Λονδίνο». «Και μετά;» «Ποιος είπε ότι συνέβη κάτι άλλο ύστερα από αυτό;» «Εσύ. Με τον τρόπο που μιλάς για εκείνη». Ο Λέκεν γέλασε. Είχε αφήσει το κουτάλι του και είχε ξαναγείρει στην πλάτη της καρέκλας του. «Έλα, Χόλε, πες μου. Το έκοψε πραγματικά; Για τα καλά;» «Όχι» είπε ο Χάρι απαλά. «Αλλά τώρα το έχει σταματήσει. Για τα καλά». Κοίταξε το μπουκάλι του Jim Beam, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να θυμηθεί τη ζεστασιά ενός ποτού, του πρώτου ποτού. Ο Χάρι κάθισε έτσι μέχρι που ο Λέκεν αποκοιμήθηκε. Ύστερα τον κουβάλησε ως το κρεβάτι, τον σκέπασε με μια κουβέρτα κι έφυγε.

Ο ύπνος είχε πάρει και τον θυρωρό του Ρίβερ Γκάρντεν. Ο Χάρι σκέφτηκε να τον ξυπνήσει, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει – όλοι χρειάζονταν ύπνο απόψε. Ένα γράμμα βρισκόταν κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός του. Ο Χάρι το άφησε στο κομοδίνο χωρίς να το ανοίξει, μαζί με το άλλο, στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και χάζεψε ένα φορτηγό πλοίο να κυλά, μαύρο και σιωπηλό, κάτω από τη γέφυρα Τάκσιν.

41

ώρα κόντευε δέκα όταν ο Χάρι έφτασε στο γραφείο. Μπαίνοντας, έπεσε πάνω στον Νιο, που έφευγε. «Τα μάθατε;» «Τι να μάθω;» ρώτησε ενώ χασμουριόταν ο Χάρι. «Νέες εντολές από τους αρχηγούς». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μας το είπαν στην πρωινή συνάντηση. Τα μεγάλα κεφάλια τη συζήτησαν την υπόθεσή μας». Η Λιζ πετάχτηκε τρομαγμένη καθώς ο Χάρι μπήκε φουριόζος στο γραφείο της. «Καλή μέρα, Χάρι;» «Στραβή κι ανάποδη. Με πήρε ο ύπνος στις πέντε. Τι είναι αυτά που ακούω περί επιβράδυνσης της έρευνας;» Η Λιζ αναστέναξε. «Απ’ ό,τι φαίνεται, τ’ αφεντικά μας τα

Η

ξανάπανε και η δικιά σου μιλούσε συνέχεια για προϋπολογισμούς και ελλείψεις προσωπικού κι έλεγε ότι σε χρειάζονται πίσω, ενώ ο δικός μου άρχισε να τα παίρνει λόγω όλων αυτών των υποθέσεων που βάλαμε στην άκρη για να σας βοηθήσουμε. Δεν μιλάμε, φυσικά, για παύση της έρευνας, απλώς συζητάνε μήπως και σταματήσουμε να της δίνουμε πρώτη προτεραιότητα». «Πράγμα που σημαίνει τι;» «Που σημαίνει ότι πρέπει να σε βάλω στο αεροπλάνο για το Όσλο μες στις επόμενες δυο μέρες». «Και;» «Κι εγώ τους είπα ότι τα αεροπλάνα είναι συνήθως τίγκα τον Γενάρη κι ότι μπορεί και να μας πάρει ολόκληρη βδομάδα». «Άρα έχουμε μια βδομάδα». «Όχι· αν η οικονομική θέση είναι γεμάτη, μου είπαν να σου κλείσω μπίζνες». Ο Χάρι έσκασε στα γέλια. «Τριάντα χιλιάδες κορόνες! Ποιος προϋπολογισμός και μαλακίες; Κάθονται σ’ αναμμένα κάρβουνα, Λιζ!» Η Λιζ έγειρε πίσω στην καρέκλα της, η οποία έτριξε. «Θες να το συζητήσουμε, Χάρι;» «Εσύ θες;» «Δεν ξέρω αν θέλω» είπε. «Κάποια πράγματα καλύτερα να

τ’ αφήνεις ως έχουν». «Ας τ’ αφήσουμε λοιπόν ως έχουν». Η Λιζ γύρισε το κεφάλι της, άνοιξε τις γρίλιες και κοίταξε έξω. Από εκεί που καθόταν ο Χάρι, το φως δημιουργούσε γύρω απ’ το λαμπερό της κρανίο ένα λευκό φωτοστέφανο. «Ξέρεις ποιος είναι ο μέσος μισθός ενός νεοσύλλεκτου αστυνομικού, Χάρι; Εκατόν πενήντα δολάρια τον μήνα. Υπάρχουν εκατόν είκοσι χιλιάδες αξιωματικοί στο Σώμα, που πρέπει να θρέψουν τις οικογένειές τους, κι εμείς δεν τους δίνουμε ούτε καν τ’ απαραίτητα για να θρέψουν τον εαυτό τους. Δεν είναι τόσο παράλογο που πολλοί από αυτούς ψάχνουν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους κάνοντας τα στραβά μάτια, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι». Η Λιζ αναστέναξε. «Προσωπικά, δεν μπόρεσα ποτέ μου να το κάνω. Ένας Θεός ξέρει πόσο τα χρειάζομαι τα έξτρα χρήματα, αλλά δεν είναι του τύπου μου. Ξέρω ότι ακούγομαι σαν προσκοπάκι, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει σωστά τη δουλειά του». «Συν τοις άλλοις, είναι δική σου...» «Ευθύνη, ναι». Χαμογέλασε πικρά. «Όλοι κάνουμε τις προσωπικές μας θυσίες». O Χάρι άρχισε να μιλάει. Η Λιζ έφερε καφέ, ζήτησε από το

τηλεφωνικό κέντρο να μην της προωθούν τηλεφωνήματα, σημείωσε κάτι, έβαλε κι άλλον καφέ, κοίταξε το ταβάνι, έβρισε και τελικά είπε στον Χάρι να βγει έξω γιατί έπρεπε να σκεφτεί. Μια ώρα αργότερα τον ξαναφώναξε μέσα. Ήταν έξαλλη. «Γαμώτο, Χάρι, καταλαβαίνεις τι μου ζητάς να κάνω;» «Ναι. Και βλέπω ότι κι εσύ το καταλαβαίνεις». «Αν δεχτώ να σας καλύψω εσένα και τον Λέκεν, κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου». «Ευχαριστώ εκ των προτέρων». «Άι γαμήσου!» Ο Χάρι χαμογέλασε πλατιά.

Η γυναίκα που απάντησε στο τηλέφωνο στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Μπανγκόκ κατέβασε το ακουστικό όταν ο Χάρι μίλησε στα αγγλικά. Ζήτησε απ’ τον Νιο να ξαναπάρει τηλέφωνο και του έγραψε το όνομα Φουριντέλ, που είχε δει στο εξώφυλλο της έκθεσης στο γραφείο του Κλίπρα. «Μάθε τι κάνουν, σε ποιον ανήκει και τα λοιπά, έτσι;» Ο Νιο πήγε να πάρει τηλέφωνο κι ο Χάρι έμεινε να χτυπάει τα δάχτυλά του στο τραπέζι, μέχρι που σήκωσε κι αυτός το ακουστικό και πήρε έναν αριθμό.

«Χόλε εδώ» απάντησε η φωνή. Αυτό ήταν φυσικά το όνομα του πατέρα του, αλλά ο Χάρι ήξερε ότι το έλεγε από συνήθεια, ότι εννοούσε όλη την οικογένεια μαζί. Ήταν λες κι η μητέρα του βρισκόταν ακόμη καθισμένη στην πράσινη πολυθρόνα στο σαλόνι, κεντώντας ή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Ο Χάρι υποψιαζόταν ότι ο πατέρας του είχε αρχίσει και να της μιλάει κιόλας. Ο πατέρας του μόλις είχε σηκωθεί. Ο Χάρι τον ρώτησε πώς θα περνούσε τη μέρα του και, έκπληκτος, ανακάλυψε ότι θα πήγαινε στην καλύβα τους στο βουνό, στο Ράουλαν. «Πάω να κόψω ξύλα» είπε. «Μου τελειώνουν σιγά σιγά». Σπάνια πήγαινε ο πατέρας του στο Ράουλαν. «Πώς τα πας;» ρώτησε τον Χάρι. «Καλά. Σύντομα θα ’μαι σπίτι. Τι κάνει η αδερφή μου;» «Προσπαθεί. Αλλά από μαγείρεμα άσ’ τα να πάνε». Γέλασαν κι οι δυο τους. Ο Χάρι μπορούσε να φανταστεί την κουζίνα μετά τις μαγειρικές προσπάθειες της αδερφής του την προηγούμενη Κυριακή. «Καλά θα κάνεις να της φέρεις κάτι ωραίο» είπε η φωνή. «Κάτι θα βρω. Εσύ; Δεν θες τίποτα;» Σιωπή από την άλλη μεριά. Ο Χάρι έβρισε από μέσα του· ήξερε ότι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα, κι αυτό το κάτι ο Χάρι δεν μπορούσε να το βρει στην Μπανγκόκ. Έτσι γινόταν κάθε φορά: Πάνω που νόμιζε ότι είχε βγάλει τον πατέρα του από τη

φυλακή του, κάτι έλεγε, κάτι που θύμιζε τη μητέρα του, κι ο πατέρας του ξαναγλιστρούσε στη σιωπηλή του αυτοεξορία. Με την αδερφή του τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Εκείνη ήταν δυο φορές πιο μόνη όταν έλειπε ο Χάρι. Ο πατέρας του έβηξε. «Μπορείς... μπορείς να μου φέρεις κανένα από αυτά τα ταϊλανδέζικα πουκάμισα». «Σοβαρά;» «Ναι, μια χαρά είναι. Κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια Nike· απ’ ό,τι κατάλαβα, είναι πάμφθηνα στην Ταϊλάνδη. Πήγα να φορέσω τα παλιά μου χτες κι έχουν τα χάλια τους. Πώς πάει το τρέξιμο, παρεμπιπτόντως; Έχεις όρεξη για έναν αγώνα στη Χανσεκλάιβα;» Κατεβάζοντας το ακουστικό, ο Χάρι ένιωσε έναν περίεργο κόμπο στο στέρνο.

Ο Χάρι την ξαναονειρεύτηκε. Τα κόκκινα μαλλιά της να τα παίρνει ο άνεμος· το ήρεμο, γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα της. Περίμενε τις συνήθεις, επακόλουθες εικόνες, τα φύκια που έβγαιναν μέσ’ απ’ το στόμα και τα μάτια της, αλλά δεν πρόλαβε. «Ο Γενς είμαι». Ο Χάρι ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι είχε απαντήσει

στο τηλέφωνο στον ύπνο του. «Γενς;» Γιατί η καρδιά του πήγαινε να σπάσει; «Συγγνώμη, Χάρι, αλλά επείγει. Η Ρούνα εξαφανίστηκε». Ο Χάρι ήταν ξαφνικά εντελώς ξύπνιος. «Η Χίλντε πάει να τρελαθεί. Η Ρούνα έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι για δείπνο κι έχει πάει τρεις το πρωί. Πήρα την αστυνομία κι έχουν ενημερώσει όλα τα περιπολικά, αλλά ήθελα να ζητήσω και τη δική σου βοήθεια». «Ως προς τι;» «Ως προς τι; Δεν ξέρω! Μπορείς να έρθεις ως εδώ; Η Χίλντε έχει πλαντάξει στο κλάμα». Ο Χάρι μπορούσε να φανταστεί το όλο σκηνικό. Δεν είχε καμιά όρεξη να το ζήσει κιόλας. «Άκου, Γενς, δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Δώσ’ της ένα Βάλιουμ, αν δεν έχει ήδη πιει πάρα πολύ, και πάρε τηλέφωνο όλους τους φίλους της Ρούνα». «Αυτό είπε κι η αστυνομία. Η Χίλντε λέει ότι δεν έχει φίλους». «Σκατά!» «Τι;» Ο Χάρι ανακάθισε στο κρεβάτι. Δεν επρόκειτο να τον ξαναπάρει ο ύπνος τώρα. «Συγγνώμη, θα είμαι εκεί σε μία ώρα». «Σ’ ευχαριστώ, Χάρι».

42

Χίλντε Μούλνες είχε πιει υπερβολικά πολύ για να πάρει Βάλιουμ. Είχε πιει υπερβολικά πολύ για να κάνει οτιδήποτε, εκτός ίσως από το να πιει ακόμα περισσότερο. Ο Γενς δεν φαινόταν να έχει πάρει χαμπάρι. Μπαινόβγαινε στην κουζίνα κουβαλώντας νερό και πάγο λες κι ήταν κατατρεγμένο ζώο. «Νομίζει ότι της συνέβη κάτι τρομερό» είπε. «Πες της ότι πάνω από το 80% των εξαφανισθέντων επιστρέφουν σώοι κι αβλαβείς σπίτι τους» είπε ο Χάρι, λες και τα λόγια του έπρεπε να μεταφραστούν στη δική της ασυνάρτητη γλώσσα. «Της το έχω πει. Αλλά πιστεύει ότι κάποιος της έκανε κακό. Έχει διαίσθηση, λέει». «Ανοησίες!»

Η

Ο Γενς κάθισε στην άκρη μιας καρέκλας κάνοντας γροθιές τα χέρια του. Έμοιαζε παντελώς ανίκανος να σκεφτεί ή να δράσει, μόνο κοιτούσε παρακλητικά τον Χάρι. «Η Χίλντε κι η Ρούνα τσακώνονταν πολύ τον τελευταίο καιρό. Αναρωτιέμαι μήπως... μήπως έφυγε για να τιμωρήσει τη μάνα της. Δεν είναι εντελώς απίθανο». Η Χίλντε Μούλνες έβηξε κι έμοιαζε να κινείται πάνω στον καναπέ. Ανασηκώθηκε και κατάπιε ακόμα περισσότερο τζιν. Το τόνικ είχε ξεχαστεί εδώ και ώρα. «Τα κάνει αυτά καμιά φορά» είπε ο Γενς, λες κι η Χίλντε δεν ήταν εκεί. Και, κατά μία έννοια, δεν ήταν. Με το στόμα ανοιχτό, ροχάλιζε απαλά. Ο Γενς γύρισε και την κοίταξε. «Την πρώτη φορά που τη γνώρισα μου είπε ότι πίνει τόνικ για να μην πάθει ελονοσία. Το τόνικ περιέχει κινίνη, ξέρεις. Είναι τόσο άνοστο χωρίς καθόλου τζιν όμως». Χαμογέλασε πικρά και ξανασήκωσε το τηλέφωνο, να σιγουρευτεί ότι λειτουργούσε. «Σε περίπτωση που...» «Καταλαβαίνω» είπε ο Χάρι. Κάθισαν στη βεράντα κι αφουγκράστηκαν την πόλη· τον ήχο των κομπρεσέρ πάνω από τη βοή των αυτοκινήτων. «Ο νέος υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος» είπε ο Γενς. «Δουλεύουν νυχθημερόν για να τον φτιάξουν. Θα περάσει κατευθείαν μέσα από εκείνη τη γειτονιά» είπε κι έδειξε. «Άκουσα ότι είναι κι ένας Νορβηγός στα σχέδια, ο Ούβε

Κλίπρα. Τον ξέρεις;» Ο Χάρι κοίταξε τον Γενς με την άκρη του ματιού του. «Τον Ούβε Κλίπρα; Φυσικά. Είμαστε οι μεγαλύτεροι χρηματιστές του. Έχω κλείσει αρκετές συναλλαγματικές στ’ όνομά του». «Α, ναι; Και με τι ασχολείται τώρα;» «Με τι ασχολείται; Αγοράζει ένα σωρό επιχειρήσεις, αν αυτό εννοείς». «Τι σόι επιχειρήσεις;» «Κυρίως μικρές κατασκευαστικές. Προσπαθεί να συσσωρεύσει δυναμικό ώστε ν’ αναλάβει μεγαλύτερο μέρος του συμβολαίου του ΣΥΣΔΡΟΜ, αγοράζοντας τους υπεργολάβους». «Κι είναι έξυπνο αυτό;» Ο Γενς αναθάρρησε, προφανώς ανακουφισμένος που μιλούσαν για κάτι άλλο. «Εφόσον μπορεί να χρηματοδοτήσει την αγορά τους, γιατί όχι; Κι εφόσον οι επιχειρήσεις δεν φαλιρίσουν πριν προλάβουν να πέσουν οι υπογραφές, φυσικά». «Ξέρεις μια εταιρεία με το όνομα Φουριντέλ;» «Φυσικά» είπε γελώντας ο Γενς. «Ο Κλίπρα μάς ζήτησε να του φτιάξουμε μια έκθεση για το ποιόν της κι εμείς τον συμβουλέψαμε να την αγοράσει. Το ερώτημα όμως είναι πώς

ξέρεις εσύ για τη Φουριντέλ». «Δεν ήταν και πολύ πετυχημένη η συμβουλή, έτσι δεν είναι;» «Όχι, όχι ακριβώς...» είπε ο Γενς, κάπως μπερδεμένος. «Έβαλα κάποιον να την ψάξει λίγο χτες και, απ’ ό,τι φαίνεται, η εταιρεία έχει ήδη πτωχεύσει» είπε ο Χάρι. «Σωστά, αλλά εσύ γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για τη Φουριντέλ;» «Θα σ’ το πω αλλιώς: Ενδιαφέρομαι για τον Κλίπρα. Εσύ ξέρεις σε γενικές γραμμές τι έχει και τι δεν έχει. Πόσο βαριά θα του πέσει αυτή η πτώχευση;» Ο Γενς ανατρίχιασε. «Κανονικά, δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αλλά ο Κλίπρα έχει χρηματοδοτήσει τόσο πολλές εξαγορές με πίστωση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΣΥΣΔΡΟΜ, που το όλο θέμα είναι ένας χάρτινος πύργος. Μια ριπή του αέρα και πάρ’ τον κάτω, αν με πιάνεις. Και μαζί μ’ αυτόν πάρ’ τον κάτω και τον Κλίπρα». «Άρα αγόρασε τη Φουριντέλ λόγω των συστάσεων της εταιρείας σου – ή ίσως και των δικών σου. Μόλις δύο βδομάδες αργότερα η Φουριντέλ φουντάρει και ξαφνικά υπάρχει ο κίνδυνος να γκρεμιστούν όλα όσα έχει χτίσει μόνο και μόνο λόγω της ατυχούς συμβουλής ενός χρηματιστή. Δεν ξέρω πολλά από εταιρικές αναλύσεις και εκθέσεις, αυτό που ξέρω όμως είναι ότι τρεις βδομάδες είναι ένα πολύ μικρό

διάστημα. Φαντάζομαι ότι ένιωσε σαν να του πούλησες μεταχειρισμένο αμάξι δίχως κινητήρα. Κι ότι απατεώνες σαν και του λόγου σου πρέπει να βρίσκονται πίσω απ’ τα σίδερα της φυλακής». Ο Γενς άρχισε να καταλαβαίνει πού το πήγαινε ο Χάρι. «Δεν θες να πεις ότι ο Ούβε Κλίπρα;... Αστειεύεσαι, φυσικά!» «Δεν ξέρω, έχω κι εγώ μια θεωρία». «Που λέει τι;» «Ότι ο Ούβε Κλίπρα δολοφόνησε τον πρέσβη στο μοτέλ κι ύστερα φρόντισε ώστε οι υποψίες να πέσουν πάνω σου». Ο Γενς σηκώθηκε όρθιος. «Τώρα είσαι εντελώς εκτός, Χάρι». «Κάτσε κάτω κι άκουσέ με, Γενς». Ο Γενς βυθίστηκε ξανά στην καρέκλα του μ’ έναν αναστεναγμό. Ο Χάρι έσκυψε προς το μέρος του, πάνω από το τραπέζι. «Ο Ούβε Κλίπρα είναι επιθετικός άνθρωπος, δεν είναι; Άνθρωπος της δράσης, που λένε». Ο Γενς δίστασε. «Ναι». «Ας υποθέσουμε ότι ο Άτλε Μούλνες ξέρει κάτι για τον Κλίπρα και τον εκβιάζει χρηματικά, την ίδια στιγμή που ο Κλίπρα πολεμά να μην καταρρεύσει οικονομικά».

«Τι να ξέρει δηλαδή;» «Ας πούμε για την ώρα ότι ο Μούλνες χρειάζεται χρήματα κι ότι έχει στα χέρια του υλικό που θα κάνει τη ζωή του Κλίπρα πολύ δύσκολη. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Κλίπρα ίσως και να μπορούσε να το χειριστεί, αλλά βρίσκεται ήδη με την πλάτη στον τοίχο και η πίεση είναι εξαντλητική. Νιώθει σαν ποντικός στη φάκα. Με παρακολουθείς;» Ο Γενς κατένευσε. «Φεύγουν λοιπόν από το σπίτι του Κλίπρα με το αμάξι της πρεσβείας, επειδή ο Κλίπρα επιμένει η ανταλλαγή του υλικού με το χρήμα να γίνει κάπου πιο διακριτικά. Ο πρέσβης δεν έχει αντίρρηση, κι έχει δίκιο. Πολύ αμφιβάλλω αν ο Κλίπρα σ’ έχει στο μυαλό του όταν κατεβαίνει από το αμάξι για να πάει στην τράπεζα, στέλνοντας τον πρέσβη σ’ ένα ξενοδοχείο. Πράγμα που κάνει ώστε να πάει μετά κι ο ίδιος από εκεί, εντελώς ινκόγκνιτο. Εντωμεταξύ, το μυαλό του έχει αρχίσει να δουλεύει: Ίσως μπορεί να σκοτώσει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Ξέρει ότι ο πρέσβης σε επισκέφτηκε το ίδιο απόγευμα κι ότι θα εμπλεκόσουν στην αστυνομική έρευνα έτσι κι αλλιώς. Τότε αρχίζει να στριφογυρίζει στο μυαλό του την εξής ιδέα: Ίσως ο καλός μας κύριος Μπρέκε να μην έχει άλλοθι γι’ απόψε». «Γιατί να σκεφτεί κάτι τέτοιο;» «Γιατί έχει ήδη ζητήσει μια έκθεση από την εταιρεία σου

για την επομένη. Έχεις υπάρξει χρηματιστής του τόσο καιρό, που ξέρει περίπου πώς δουλεύεις. Ίσως σε παίρνει και τηλέφωνο από κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο και σιγουρεύεται ότι έχεις κάνει φραγή εισερχόμενων κλήσεων για να δουλέψεις, κι άρα κανείς δεν μπορεί να σου προσφέρει άλλοθι. Έχει ήδη αίμα στα χέρια του, τώρα θέλει να πάει κι ένα βήμα παραπέρα και να πείσει την αστυνομία ότι λες ψέματα». «Με τις βιντεοκασέτες του γκαράζ;» «Μιας κι είσαι ο βασικός σύμβουλος του Κλίπρα σε θέματα συναλλάγματος, θα πρέπει να σ’ έχει επισκεφθεί αρκετές φορές και να ξέρει πώς δουλεύει το υπόγειο γκαράζ. Μπορεί κι ο ίδιος ο Μούλνες ν’ ανέφερε ότι τον συνόδευσες στο αμάξι του το ίδιο απόγευμα. Ο Κλίπρα κατάλαβε ότι θα το ανέφερες αυτό στην κατάθεσή σου στην αστυνομία και ότι ακόμα κι ο πιο τελειωμένος αστυνομικός θα ήλεγχε το βίντεο από τις κάμερες». «Δηλαδή ο Ούβε Κλίπρα δωροδόκησε πρώτα τον φρουρό κι ύστερα τον σκότωσε με υδροκυάνιο; Συγγνώμη, Χάρι, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον Ούβε Κλίπρα να παζαρεύει μ’ ένα μαυράκι, ν’ αγοράζει όπιο κι ύστερα να το περιλούζει με υδροκυάνιο στην κουζίνα του». Ο Χάρι έβγαλε το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο του·

κρατήθηκε να μην το καπνίσει όσο περισσότερο μπορούσε. Κοίταξε το ρολόι του. Δεν υπήρχε λόγος να πιστεύει ότι η Ρούνα θα τηλεφωνούσε στις πέντε τα ξημερώματα. Κι όμως, είχε το τηλέφωνο μονίμως μες στο οπτικό του πεδίο. Ο Γενς πρόλαβε και του πρόσφερε αναπτήρα πριν ο Χάρι βρει τον δικό του. «Ευχαριστώ. Τι ξέρεις για το παρελθόν του Κλίπρα, Γενς; Ξέρεις ότι ήρθε εδώ κάτω ως πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, ενώ στην πραγματικότητα την είχε κοπανήσει από τη Νορβηγία λόγω διαφόρων άσχημων φημών;» «Ξέρω ότι δεν τελείωσε ποτέ το Πολυτεχνείο, ναι. Τα υπόλοιπα πρώτη φορά τ’ ακούω». «Και πιστεύεις ότι ένας πρόσφυγας σαν και του λόγου του, ένας απόκληρος, έχει ενδοιασμούς να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να πετύχει, ειδικά όταν τα μέσα αυτά είναι ως επί το πλείστον αποδεκτά; Ο Κλίπρα έχει χωθεί σ’ έναν από τους πιο διεφθαρμένους κλάδους του κόσμου, σε μια από τις πιο διεφθαρμένες χώρες του κόσμου τα τελευταία χρόνια. Έχεις ακούσει το τραγούδι που λέει: Είμαι σαν τους άλλους: Κι εγώ, αν βρέξει, βρέχομαι;» Ο Γενς κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ως επιχειρηματίας ο Κλίπρα παίζει με τους ίδιους κανόνες όπως κι οι υπόλοιποι. Αυτοί οι άνθρωποι προσέχουν να φαίνονται καθαροί, κι έτσι

βάζουν άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές τους. Βάζω στοίχημα ότι ο Κλίπρα δεν έχει ιδέα από τι πέθανε ο Τζιμ Λαβ». Ο Χάρι ρούφηξε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. Η γεύση του δεν ήταν τόσο καλή όσο την περίμενε. «Κατάλαβα» είπε στο τέλος ο Γενς. «Αλλά υπάρχει εξήγηση για τη χρεοκοπία της Φουριντέλ, οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί σώνει και καλά να κατηγορήσει εμένα. Αυτό που συνέβη ήταν ότι αγοράσαμε την εταιρεία από μια πολυεθνική που δεν είχε οριστικοποιήσει το χρέος της σε δολάρια, γιατί είχε έσοδα σε δολάρια κι από άλλες θυγατρικές». «Και λοιπόν;» «Για να μην τα πολυλογώ, με το που έφυγε η Φουριντέλ και περιήλθε στην κατοχή του Κλίπρα, το δολάριο δέχτηκε τρομερές πιέσεις. Ήταν σαν ωρολογιακή βόμβα. Του είπα να οριστικοποιήσει το δολαριακό χρέος αμέσως πουλώντας προθεσμιακούς τίτλους σε δολάρια, αλλά εκείνος επέμενε να περιμένει γιατί πίστευε ότι το δολάριο ήταν υπερτιμημένο. Υπό κανονικές συναλλαγματικές συνθήκες, μπορείς να πεις ότι έπαιρνε ένα κάποιο ρίσκο, στη χειρότερη των περιπτώσεων. Μόνο που το σενάριο που ζήσαμε ήταν χίλιες φορές χειρότερο. Όταν το δολάριο διπλασιάστηκε σε αξία σε

σχέση με το μπατ μέσα σε τρεις εβδομάδες, το χρέος της Φουριντέλ διπλασιάστηκε μαζί του. Η εταιρεία δεν φαλίρισε μέσα σε τρεις εβδομάδες, Χάρι· μέσα σε τρεις μέρες φαλίρισε!» Η Χίλντε Μούλνες αντέδρασε στη φωνή που έβγαλε ο Γενς και μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της, μες στο σαλόνι. Ο Γενς γύρισε και την κοίταξε ανήσυχος και περίμενε μέχρι να ξαναγυρίσει στο πλάι και να ξαναρχίσει το ροχαλητό. «Τρεις μέρες!» επανέλαβε ψιθυρίζοντας κι έδειξε πόσο σύντομο ήταν αυτό το διάστημα, κρατώντας παράλληλα τον αντίχειρα και τον δείκτη. «Συνεπώς, δεν πιστεύεις ότι είναι λογικό να σε θεωρεί υπεύθυνο, ε;» Ο Γενς κούνησε το κεφάλι του. Ο Χάρι έσβησε το τσιγάρο: τι απογοήτευση. «Απ’ ό,τι έχω μάθει για τον Κλίπρα» είπε ο Χάρι «η λέξη λογική δεν υφίσταται στο λεξιλόγιό του. Ποτέ μην υποτιμάς το παράλογο της ανθρώπινης φύσης, Γενς». «Τι θες να πεις;» «Όταν καρφώνεις ένα καρφί κι αντ’ αυτού χτυπάς το δάχτυλό σου, τι πετάς στον τοίχο;» «Το σφυρί». «Και πώς αισθάνεσαι που είσαι το σφυρί, Γενς;»

Στις πέντε και μισή ο Χάρι πήρε τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα, μίλησε με τρεις ανθρώπους μέχρι να καταφέρει να βρει κάποια που μιλούσε κουτσά στραβά αγγλικά και η οποία του είπε ότι ακόμη δεν ήξεραν τίποτα. «Θα τη βρούμε» είπε η γυναίκα. «Σίγουρα θα τη βρούμε» είπε ο Χάρι. «Σε κάποιο ξενοδοχείο θα είναι, φαντάζομαι. Αργά ή γρήγορα θα καλέσει για πρωινό ρουμ σέρβις». «Τι;» «Φαντάζομαι ότι... δεν έχει σημασία. Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια». Ο Γενς τον συνόδευσε στις σκάλες. Ο Χάρι κοίταξε τον ουρανό· είχε αρχίσει να χαράζει. «Όταν όλα αυτά τελειώσουν, θα ήθελα μια χάρη από σένα» είπε ο Γενς. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε ντροπαλά. «Η Χίλντε δέχτηκε να με παντρευτεί και χρειάζομαι κουμπάρο». Του Χάρι τού πήρε κάνα δυο δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι εννοούσε. Ήταν τόσο απρόσμενο, που δεν ήξερε τι να πει. Ο Γενς κοιτούσε τις μύτες των παπουτσιών του. «Το ξέρω ότι ακούγεται περίεργο που θα παντρευτούμε τόσο σύντομα

μετά τον θάνατο του συζύγου της, αλλά έχουμε τους λόγους μας». «Ναι, αλλά...» «Τι, μόλις με γνώρισες; Το ξέρω, Χάρι, αλλά χωρίς εσένα τώρα δεν θα ήμουν ελεύθερος». Σήκωσε το πιγούνι του και χαμογέλασε. «Σκέψου το, εν πάση περιπτώσει». Καθώς ο Χάρι βγήκε στον δρόμο ψάχνοντας για ταξί, ο ουρανός είχε πάρει να χαράζει πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Το νέφος από τα αυτοκίνητα, που ο Χάρι νόμιζε ότι εξαφανιζόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχε απλώς κουρνιάσει ανάμεσα στα σπίτια και τώρα σηκωνόταν μαζί με τον ήλιο, χαρίζοντάς του ένα υπέροχο κατακόκκινο χάραμα. Το ταξί κατέβηκε την οδό Σιλόμ και οι πυλώνες κατά μήκος της έριχναν τις μεγάλες σιωπηλές σκιές τους στην αιματοβαμμένη άσφαλτο, σαν κοιμώμενοι δεινόσαυροι.

Ο Χάρι κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε το κομοδίνο. Δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι το γράμμα της Ρούνα μπορεί να έγραφε πού είχε πάει. Τράβηξε το συρτάρι, έβγαλε τον πιο πρόσφατο φάκελο και τον έσχισε με το κλειδί του διαμερίσματος. Είχε υποθέσει ότι ήταν από τη Ρούνα επειδή οι φάκελοι ήταν ολόιδιοι. Το γράμμα ήταν τυπωμένο σε

λέιζερ εκτυπωτή, σύντομο και συνοπτικό:

Χάρι Χόλε. Σε βλέπω. Μην πλησιάζεις. Θα την επιστρέψω σώα και αβλαβή όταν πάρεις το αεροπλάνο για τη Νορβηγία. Όπου κι αν πας, θα σε βρω. Είσαι μόνος σου, ολομόναχος. Νούμερο 20.

Ήταν λες και κάποιος τον είχε πιάσει από τον λαιμό κι έπρεπε να σηκωθεί όρθιος για να πάρει ανάσα. Όχι, δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό το πράγμα – όχι πάλι. Σε βλέπω. Νούμερο 20. Ξέρει ότι ξέρω, σκέφτηκε ο Χάρι. Σκατά! Είσαι μόνος σου. Κάποιος είχε κελαηδήσει. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, αλλά το ξανακατέβασε. Σκέψου, σκέψου. Ο Γου δεν είχε πάρει τίποτα. Σήκωσε και πάλι το ακουστικό και ξεβίδωσε το καπάκι ομιλίας. Δίπλα στο μικρόφωνο, που σωστά ήταν εκεί, υπήρχε μια μικρή μαύρη συσκευή που έμοιαζε με μικροτσίπ. Ο Χάρι είχε ξαναδεί τέτοιες. Ήταν

ρωσικό μοντέλο, ακόμα καλύτερο κι από τους κοριούς της CIA. Ο πόνος στο πόδι καταλάγιασε για μια στιγμή όλους τους άλλους πόνους, καθώς ο Χάρι έχωσε μια δυνατή κλοτσιά στο κομοδίνο και το έριξε στο πάτωμα.

43

Λιζ έφερε στα χείλη την κούπα του καφέ και ρούφηξε τόσο δυνατά, που ο Λέκεν γύρισε και κοίταξε τον Χάρι με το ένα φρύδι σηκωμένο, λες κι αναρωτιόταν τι σόι πλάσμα είχε κουβαλήσει μαζί του. Καθόντουσαν στο Καραόκε της Μίλι. Σε μια φωτογραφία στον τοίχο από πάνω τους μια ξανθιά πλατινέ Μαντόνα τούς κοιτούσε πεινασμένα, ενώ μια ψηφιοποιημένη βερσιόν του «Ι just called to say I love you» έπαιζε χαρωπά τριγύρω. Ο Χάρι προσπάθησε απεγνωσμένα να κλείσει τη μουσική με το τηλεχειριστήριο. Είχαν διαβάσει το γράμμα, αλλά κανείς δεν είχε σχολιάσει ακόμη τίποτα. Ο Χάρι βρήκε επιτέλους το σωστό κουμπί και η μουσική σταμάτησε απότομα. «Αυτά είχα να σας πω» είπε ο Χάρι. «Όπως βλέπετε, έχουμε κάποια διαρροή».

Η

«Κι ο κοριός που λες ότι έβαλε ο Γου στο τηλέφωνό σου;» ρώτησε ο Λέκεν. «Δεν εξηγεί πώς ο τύπος ξέρει ότι τον κυνηγάμε. Δεν έχω πει πολλά στο τηλέφωνο. Όπως και να ’χει, από εδώ και πέρα προτείνω να συναντιόμαστε εδώ. Αν βρούμε τον πληροφοριοδότη, ίσως μας οδηγήσει και στον Κλίπρα, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί». «Γιατί όχι;» ρώτησε η Λιζ. «Έχω την αίσθηση ότι ο πληροφοριοδότης κρύβεται εξίσου καλά με τον Κλίπρα». «Σοβαρά;» «Με το γράμμα αυτό ο Κλίπρα μάς κοινοποιεί ότι παίρνει πληροφορίες εκ των έσω. Αν υπήρχε πιθανότητα ν’ ανακαλύψουμε την πηγή, δεν θα διακινδύνευε ποτέ να μας το αποκαλύψει». «Και γιατί να μην κάνουμε την προφανή ερώτηση;» είπε ο Λέκεν. «Πώς ξέρεις ότι ο πληροφοριοδότης δεν είναι ένας από εμάς;» «Δεν το ξέρω. Αλλά, αν είναι, τότε έχουμε ήδη χάσει το παιχνίδι, οπότε δέχομαι να το ρισκάρω». Οι άλλοι δύο έγνεψαν καταφατικά. «Περιττό να πω ότι ο χρόνος τρέχει εναντίον μας και περιττό να προσθέσω ότι οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ του κοριτσιού. Στο 70% παρόμοιων περιπτώσεων απαγωγής το

θύμα καταλήγει νεκρό». Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει όσο πιο ουδέτερο τόνο στη φωνή του γινόταν και ν’ αποφύγει το βλέμμα τους, ξέροντας ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματά του καθρεφτίζονταν στο δικό του πρόσωπο. «Ωραία, κι από πού θ’ αρχίσουμε;» ρώτησε η Λιζ. «Θ’ αρχίσουμε με εις άτοπον απαγωγή» είπε ο Χάρι. «Βγάζοντας από τη μέση τα μέρη όπου δεν βρίσκεται». «Εφόσον έχει μαζί του το κορίτσι, είναι απίθανο να διασχίσει τα σύνορα» είπε ο Λέκεν. «Ή να πάει σε κάποιο ξενοδοχείο». Η Λιζ συμφώνησε. «Βρίσκεται πιθανόν κάπου όπου μπορούν να παραμείνουν κρυμμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα». «Είναι μόνος του;» ρώτησε ο Χάρι. «O Κλίπρα δεν συνδέεται με καμία από τις τοπικές οικογένειες» είπε η Λιζ. «Ούτε είναι μπλεγμένος με το οργανωμένο έγκλημα που ασχολείται με απαγωγές. Το να βρεις κάποιον να ξεπετάξει ένα πρεζόνι σαν τον Τζιμ Λαβ δεν είναι δύσκολο. Αλλά να απαγάγεις ένα λευκό κορίτσι, και μάλιστα την κόρη ενός πρέσβη... Οποιονδήποτε κι αν προσπάθησε να προσλάβει, θα έπρεπε να είναι επαγγελματίας· κι οι επαγγελματίες τσεκάρουν τα πάντα πριν

δεχτούν μια δουλειά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ας πούμε, θα ήξεραν ότι θα τους έπαιρνε στο κυνήγι η αστυνομική δύναμη ολόκληρης της χώρας». «Πιστεύεις δηλαδή ότι ενήργησε μόνος του;» «Όπως είπα και πριν, δεν ανήκει σε καμιά από τις γνωστές οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές έχουν παραδόσεις, απαιτούν πίστη, ενώ οι άνθρωποι που θα μπορούσε να προσλάβει ο Κλίπρα είναι ελεύθεροι επαγγελματίες. Δεν μπορείς να τους εμπιστεύεσαι εκατό τοις εκατό. Αργά ή γρήγορα θ’ ανακάλυπταν για ποιον λόγο ήθελε το κορίτσι και πιθανόν να τον εκβίαζαν κιόλας. Το γεγονός ότι ξεπάστρεψε τον Τζιμ Λαβ σημαίνει ότι θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει την πραγματική του ταυτότητα». «Οκέι, ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ενήργησε μόνος του. Πού βρίσκεται;» «Οπουδήποτε» είπε η Λιζ. «Έχει ένα σωρό εταιρείες που έχουν με τη σειρά τους ένα σωρό κτίρια, μερικά εκ των οποίων πρέπει να είναι άδεια». Ο Λέκεν έβηξε έντονα, κράτησε την ανάσα του και κατάπιε. «Από καιρό υποψιαζόμουν ότι ο Κλίπρα είχε κάποια μυστική ερωτική φωλίτσα. Πού και πού έπαιρνε αγόρια μαζί του στο αμάξι κι επέστρεφε το επόμενο πρωί. Ποτέ δεν κατάφερα να βρω πού πήγαιναν και στο όνομά του δεν έχει άλλο σπίτι. Αλλά είναι προφανές ότι έχει και κάποιο άλλο

απομονωμένο μέρος, κάπου κοντά στην Μπανγκόκ». «Μπορούμε να εντοπίσουμε κανένα από τ’ αγόρια και να το ρωτήσουμε;» είπε ο Χάρι. Ο Λέκεν ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε τη Λιζ. «Η Μπανγκόκ είναι μεγάλη πόλη» είπε εκείνη. «Η εμπειρία λέει ότι τ’ αγόρια αυτά εξατμίζονται σαν πρωινή δροσιά στον ήλιο αν ψάξεις να τα βρεις. Άσε που θα ’πρεπε να μπλέξουμε κι ένα σωρό άλλους ανθρώπους». «Καλά, ξεχάστε το» είπε ο Χάρι. «Δεν γίνεται να διακινδυνεύσουμε να μας πάρει χαμπάρι ο Κλίπρα». Ο Χάρι άρχισε να χτυπάει ρυθμικά ένα στιλό στην άκρη του τραπεζιού. Εκνευρισμένος, συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη το «I just called to say I love you» στο κεφάλι του. «Άρα, συνοψίζοντας, υποθέτουμε ότι ο Κλίπρα απήγαγε τη Ρούνα μόνος του κι ότι βρίσκεται σε κάποιο απομονωμένο μέρος λίγο έξω από την Μπανγκόκ». «Και τι κάνουμε λοιπόν;» ρώτησε ο Λέκεν. «Εγώ, πάντως, πάω στην Πατάγια» είπε ο Χάρι.

Ο Ρούαλ Μπορκ στεκόταν στην πόρτα όταν ο Χάρι οδήγησε το μεγάλο Toyota 4x4 μπροστά στο σπίτι του. Η σκόνη κατακάθισε στον χωματόδρομο κι ο Χάρι προσπάθησε ν’

απαγκιστρώσει τη ζώνη ασφαλείας και το κλειδί απ’ τη μηχανή. Ως συνήθως, ήταν εντελώς απροετοίμαστος για τη ζέστη που τον χτύπησε με το που άνοιξε την πόρτα· ενστικτωδώς προσπάθησε να πάρει περισσότερες ανάσες. Ο αέρας μύριζε αλάτι, πράγμα που σήμαινε ότι από την άλλη μεριά των λοφίσκων βρισκόταν η θάλασσα. «Σε άκουσα απ’ τον δρόμο» είπε ο Μπορκ. «Μικρό το αυτοκινητάκι σου, βλέπω». «Νοίκιασα το μεγαλύτερο που είχαν» είπε ο Χάρι. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το μέγεθος δίνει και προτεραιότητα. Πράγμα που χρειάζομαι μ’ όλους αυτούς τους τρελούς που οδηγούν στ’ αριστερά». Ο Μπορκ γέλασε. «Βρήκες τον νέο αυτοκινητόδρομο που σου είπα;» «Τον βρήκα, ναι. Μόνο που δεν έχει ακριβώς τελειώσει. Τον έχουν κλείσει ανά σημεία με διάφορους αμμόσακους, τους οποίους φυσικά όλοι καβαλούσαν, πράγμα που έκανα κι εγώ». «Μια χαρά μού ακούγεται» είπε ο Μπορκ. «Μισο-νόμιμο, μισο-παράνομο. Είναι ν’ απορεί κανείς που ερωτευόμαστε αυτή τη χώρα μετά;» Έβγαλαν τα παπούτσια τους και μπήκαν στο σπίτι. Το κρύο πέτρινο πάτωμα ίδρωσε κάτω από τα πόδια του Χάρι. Στο σαλόνι υπήρχαν πορτρέτα του Φρίντγιουφ Νάνσεν, του

Ερρίκου Ίψεν και της νορβηγικής βασιλικής οικογένειας. Σε μια φωτογραφία ένα αγόρι καθόταν πάνω σε μια συρταριέρα και κοιτούσε τον φακό. Θα πρέπει να ήταν περίπου δέκα ετών κι είχε μια μπάλα ποδοσφαίρου κάτω απ’ τη μασχάλη του. Χαρτιά κι εφημερίδες βρίσκονταν τακτοποιημένα προσεκτικά σε ντάνες πάνω στην τραπεζαρία και στο πιάνο. «Προσπαθώ να βάλω λίγη τάξη στη ζωή μου» είπε ο Μπορκ. «Να βρω τι συνέβη και γιατί». Έδειξε μία από τις ντάνες. «Αυτά είναι τα χαρτιά του δια​ζυγίου μου. Τα κοιτάζω και προσπαθώ να θυμηθώ». Ένα κορίτσι μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας έναν δίσκο. O Χάρι δοκίμασε τον καφέ που του σέρβιρε και την κοίταξε ξαφνιασμένος όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν παγωμένος. «Είσαι παντρεμένος, Χόλε;» ρώτησε ο Μπορκ. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Καλά κάνεις. Μείνε μακριά τους. Αργά ή γρήγορα θα προσπαθήσουν να σου τη φέρουν. Έχω μια γυναίκα που με κατέστρεψε κι έναν ενήλικο γιο που προσπαθεί να κάνει ακριβώς το ίδιο. Και δεν μπορώ να καταλάβω τι τους έχω κάνει». «Και πώς βρέθηκες εδώ κάτω;» ρώτησε ο Χάρι, πίνοντας λίγο καφέ. Δεν ήταν κι άσχημος, τελικά. «Είχα κατέβει για μια δουλειά για την Televerket που

εγκαθιστούσε καινούργιους τηλεφωνικούς πίνακες για μια ταϊλανδέζικη εταιρεία. Στο τρίτο ταξίδι απλώς δεν ξαναγύρισα πίσω». «Ποτέ;» «Ήμουν διαζευγμένος κι ό,τι χρειαζόμουν το έβρισκα κι εδώ. Για λίγο καιρό ήμουν πεπεισμένος ότι μου έλειπε το νορβηγικό καλοκαίρι, τα φιόρδ και τα βουνά, ξέρεις τώρα». Έγνεψε προς τη μεριά των φωτογραφιών στον τοίχο, λες και θα έλεγαν αυτές την υπόλοιπη ιστορία. «Πήγα στη Νορβηγία δυο φορές, αλλά και τις δύο ήθελα να γυρίσω πίσω μέσα σε μια βδομάδα. Δεν άντεχα, ήθελα να επιστρέψω στην Ταϊλάνδη από τη στιγμή που πατούσα το πόδι μου σε νορβηγικό έδαφος. Έχω καταλάβει πλέον ότι ανήκω εδώ». «Και τι κάνεις εδώ;» «Είμαι ένας σύμβουλος τηλεπικοινωνιών που πολύ σύντομα θα βγει στη σύνταξη και που αναλαμβάνει και καμιά δουλειά, αλλά με το μέτρο. Προσπαθώ να υπολογίσω πόσα έχω και πόσα θα χρειαστώ για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν θέλω ν’ αφήσω ούτε κορόνα σ’ αυτά τα όρνια». Γέλασε και κούνησε το χέρι του προς τα χαρτιά του διαζυγίου λες κι έδιωχνε μακριά κάποια δυσοσμία. «Κι ο Ούβε Κλίπρα; Αυτός γιατί είναι ακόμη εδώ;» «Ο Κλίπρα; Χμ... Φαντάζομαι ότι θα ’χει κι αυτός κάποια αντίστοιχη ιστορία. Κανείς μας δεν είχε σοβαρούς λόγους να

επιστρέψει στη Νορβηγία». «Ο Κλίπρα είχε εξαιρετικούς λόγους να μην επιστρέψει, απ’ ό,τι φαίνεται». «Όλες αυτές οι φήμες είναι μπούρδες. Αν ο Ούβε έκανε τέτοια πράγματα, δεν θα είχα καμία σχέση μαζί του». «Είσαι σίγουρος;» Τα μάτια του Μπορκ πέταξαν σπίθες. «Φυσικά κι υπάρχουν κάνα δυο Νορβηγοί που κατέβηκαν στα μέρη μας για τους λάθος λόγους. Όπως ξέρεις, είμαι ένα είδος Νέστορα της νορβηγικής κοινότητας της πόλης, κι όπως και να το κάνουμε, νιώθω μια κάποια ευθύνη για το τι κάνουν οι συμπατριώτες μου. Οι περισσότεροι είμαστε άνθρωποι αξιοπρεπείς. Κάναμε ό,τι χρειαζόταν να γίνει. Αυτά τα καθάρματα οι παιδεραστές έχουν καταστρέψει τόσο πολύ τη φήμη της Πατάγια, που όταν μας ρωτούν πού μένουμε πολλοί από εμάς λέμε στη Νακλούα ή στην Τζομτιέν». «Τι ακριβώς εννοείς “κάνατε ό,τι χρειαζόταν να γίνει”;» «Να σ’ το θέσω αλλιώς: Δύο από αυτούς γύρισαν πίσω κι ένας, δυστυχώς, δεν τα κατάφερε». «Τι; Πήδησε από το παράθυρο;» πρότεινε ο Χάρι. Ο Μπορκ έσκασε στα γέλια. «Ε, όχι κι έτσι. Αλλά υποθέτω ότι είναι η πρώτη φορά που η ταϊλανδέζικη αστυνομία έλαβε ανώνυμο τηλεφώνημα με προφορά βόρειας Νορβηγίας».

Ο Χάρι χαμογέλασε. «Ο γιος σου;» είπε κι έγνεψε προς τη φωτογραφία του μικρού στη συρταριέρα. Ο Μπορκ έμοιαζε να ξαφνιάζεται, αλλά κατένευσε. «Μοιάζει καλό παιδί». «Ήταν κάποτε». Ο Μπορκ χαμογέλασε με μάτια θλιμμένα κι επανέλαβε: «Κάποτε». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Του είχε πάρει σχεδόν τρεις ώρες να φτάσει ως εδώ απ’ την Μπανγκόκ, αλλά οδηγούσε σαν καθυστερημένος μέχρι που άρχισε να νιώθει ασφαλής πίσω από το τιμόνι τα τελευταία χιλιόμετρα. Ίσως να κατάφερνε να επιστρέψει σε δύο. Έβγαλε τρεις φωτογραφίες και τις άφησε πάνω στο τραπέζι. Ο Λέκεν τις είχε μεγεθύνει σε 24 x 30 εκατοστά για να πετύχει το πιο σοκαριστικό εφέ. «Πιστεύουμε ότι ο Ούβε Κλίπρα έχει ένα κρησφύγετο κοντά στην Μπανγκόκ. Θα μας βοηθήσεις να το βρούμε;»

44

αδερφή του ακουγόταν χαρούμενη στο τηλέφωνο. Είχε, λέει, γνωρίσει ένα αγόρι, τον Άνερς. Αυτός μόλις είχε μετακομίσει στη φοιτητούπολη του Σον, στον ίδιο διάδρομο, κι ήταν έναν χρόνο μικρότερός της. «Φοράει και γυαλιά. Αλλά δεν έχει σημασία, γιατί είναι ιδιοφυΐα». Ο Χάρι γέλασε και προσπάθησε να φανταστεί τον Αϊνστάιν της αδερφής του. «Είναι εντελώς μουρλός. Νομίζει ότι θα μας αφήσουν να κάνουμε μαζί παιδιά κι έτσι. Το φαντάζεσαι;» Ο Χάρι το φαντάστηκε και κατάλαβε ότι το μέλλον προμήνυε μερικές δύσκολες συζητήσεις. «Γιατί είσαι στεναχωρημένος;» ήρθε η ερώτηση στην εκπνοή της, σαν φυσική επέκταση της είδησης ότι ο πατέρας

Η

τους είχε πάει να την επισκεφτεί. «Στεναχωρημένος; Εγώ;» ρώτησε ο Χάρι, ξέροντας πολύ καλά ότι η αδερφή του πάντα καταλάβαινε τη διάθεσή του καλύτερα απ’ αυτόν. «Ναι, κάτι σε στεναχωρεί. Η Σουηδέζα είναι;» «Όχι, δεν είναι η Μπιργκίτα. Κάτι με απασχολεί αυτή τη στιγμή, αλλά πολύ σύντομα θα φτιάξει. Θα τη βρω την άκρη». «Ωραία». Ακολούθησε μια σπάνια σιωπή, καθώς η αδερφή του έπαψε να μιλάει. Ο Χάρι πρότεινε να κλείσουν. «Χάρι;» «Ναι, αδερφούλα μου;» Την άκουσε που προετοιμαζόταν να του πει κάτι. «Νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να τον ξεχάσουμε πια;» «Ποιον, αγάπη μου;» «Ξέρεις, τον άνδρα εκείνο. Εγώ κι ο Άνερς... περνάμε τόσο καλά μαζί. Δεν θέλω να τον σκέφτομαι πια». Ο Χάρι δεν μίλησε. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα κι είπε: «Μα σου επιτέθηκε, αδερφούλα». Η φωνή της γέμισε δάκρυα μεμιάς. «Το ξέρω. Δεν χρειάζεται να μου το ξαναπείς. Δεν θέλω να το σκέφτομαι πια, δεν ακούς;» Εκείνη μυξόκλαιγε κι ο Χάρι ένιωσε κάτι να του σφίγγει το

στήθος. «Χάρι, σε παρακαλώ;» Ο Χάρι κατάλαβε ότι έσφιγγε το ακουστικό. «Μην το σκέφτεσαι, αδερφούλα μου, μην το σκέφτεσαι. Όλα θα πάνε καλά».

Βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο γιγαντιαίο γρασίδι εδώ και δυο ώρες, περιμένοντας τη δύση του ηλίου. Εκατό μέτρα πιο πέρα, στην άκρη του δάσους, υπήρχε ένα μικρό σπίτι χτισμένο από ξύλο και μπαμπού σε παραδοσιακό ταϊλανδέζικο στιλ, με ανοιχτό αίθριο στη μέση. Δεν υπήρχε πύλη, μόνο ένας μικρός χωματόδρομος που οδηγούσε στην πόρτα. Κοντά στην είσοδο υπήρχε κάτι που έμοιαζε με πολύχρωμο κλουβί πάνω σε στύλο. Ήταν ένα πρα πουμ, ένας βωμός που προστατεύει τα σπίτια από τα κακά πνεύματα. «Ο ιδιοκτήτης κατασκευάζει ένα σπίτι για τα κακά πνεύματα, ώστε να μην μπουν στο δικό του» εξήγησε η Λιζ, τεντώνοντας τα πόδια της. «Τους προσφέρει τρόφιμα, θυμίαμα, τσιγάρα, διάφορα πράγματα, για να είναι ευχαριστημένα». «Και φτάνουν αυτά;» «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι».

Ούτε άκουγαν ούτε έβλεπαν σημάδια ζωής. Ο Χάρι προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο, για να διώξει τη σκέψη του από το τι μπορεί να συνέβαινε μέσα. Τους είχε πάρει μόνο μιάμιση ώρα να φτάσουν ως εκεί από την Μπανγκόκ, αλλά ήταν λες κι είχαν μπει σ’ έναν άλλο κόσμο. Πάρκαραν πίσω από μια παράγκα δίπλα στον δρόμο, πλάι σ’ ένα χοιροστάσιο, και βρήκαν ένα ανηφορικό μονοπάτι που διέσχιζε τη δασώδη πλαγιά και κατέληγε στο οροπέδιο όπου βρισκόταν το σπίτι του Κλίπρα. Όλα σύμφωνα με τις οδηγίες του Ρούαλ Μπορκ. Το δάσος ήταν καταπράσινο, ο ουρανός καταγάλανος και πολύχρωμα πουλιά, σ’ όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, πετούσαν πάνω από τον Χάρι καθώς εκείνος βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα και αφουγκραζόταν την ησυχία. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε βαμβάκι στ’ αυτιά του, μέχρι που κατάλαβε ότι είχε να βρεθεί σε τόσο ήσυχο μέρος από τότε που έφυγε από το Όσλο. Όταν έπεσε το σκοτάδι, έπαψε να υφίσταται και η ησυχία. Στην αρχή ακούστηκαν διάφορα τριξίματα και βουητά, σαν συμφωνική ορχήστρα που κούρδιζε τα όργανά της. Κι ύστερα άρχισε η συναυλία, με κοάσματα και κακαρίσματα, μέχρι που ένα κρεσέντο από αιχμηρά και σπαρακτικά σφυρίγματα ενώθηκαν με τα ζώα, όταν τα δέντρα άρχισαν να ουρλιάζουν με τον άνεμο. «Όλα αυτά τα ζώα ήταν εδώ όλη αυτή την ώρα;» ρώτησε

ο Χάρι. «Εμένα τι με ρωτάς; Παιδί της πόλης είμαι» είπε η Λιζ. Ο Χάρι ένιωσε κάτι κρύο να του χαϊδεύει το χέρι και το τράβηξε αμέσως πάνω του. Ο Λέκεν χασκογέλασε. «Βατράχια είναι. Έχουν βγει για βραδινή περαντζάδα». Και σύντομα, παντού τριγύρω τους, βατράχια χοροπηδούσαν όπου τους κάπνιζε. «Αν είναι μόνο βατράχια, έχει καλώς» είπε ο Χάρι. «Και τα βατράχια φαγητό είναι» είπε ο Λέκεν. Φόρεσε μια μαύρη κουκούλα. «Κι όπου υπάρχουν βατράχια, υπάρχουν και φίδια». «Πλάκα μού κάνεις!» Ο Λέκεν ανασήκωσε τους ώμους του. Ο Χάρι δεν ήθελε να μάθει την αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε και να μη ρωτήσει. «Τι σόι φίδια;» «Πεντέξι διαφορετικά είδη κόμπρας, πράσινες οχιές, μια έχιδνα του Ράσελ και πολλά άλλα. Να προσέχεις. Από τα τριάντα είδη φιδιών της Ταϊλάνδης, τα είκοσι έξι είναι δηλητηριώδη, λένε». «Και πώς ξέρεις αν είναι δηλητηριώδη;» Ο Λέκεν τον κοίταξε πάλι με αυτό το βλέμμα τύπου τι βλάκας νεοσύλλεκτος.

«Χάρι, με δεδομένες τις πιθανότητες, νομίζω ότι καλό θα ήταν να τα θεωρήσεις όλα δηλητηριώδη». Η ώρα πήγε οκτώ. «Είμαι έτοιμη» είπε η Λιζ ανυπόμονα κι ήλεγξε για τρίτη φορά αν ήταν γεμάτο το Smith & Wesson 650 που κρατούσε. «Φοβάσαι;» τη ρώτησε ο Λέκεν. «Μόνο να μην το μάθει ο αρχηγός πριν προλάβουμε να τελειώσουμε» είπε εκείνη. «Ξέρεις ποιος είναι ο μέσος όρος ζωής ενός τροχονόμου στην Μπανγκόκ;» Ο Λέκεν ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο της. «Οκέι, πάμε». Η Λιζ χώθηκε τρέχοντας στο ψηλό γρασίδι και χάθηκε μες στο σκοτάδι. Ο Λέκεν περιεργάστηκε το σπίτι μέσα από τα κιάλια του, ενώ ο Χάρι κάλυπτε την είσοδο με την καραμπίνα για ελέφαντες που είχε κατασχέσει η Λιζ από την οπλαποθήκη της αστυνομίας – μαζί μ’ ένα πιστόλι, ένα Ruger SP101, το οποίο κουβαλούσε σε μια θήκη στην κνήμη του, αφού σε μια χώρα που δεν σήκωνε σακάκια δεν φορούσες και θήκη στα πλευρά. Η πανσέληνος στον ουρανό τον βοηθούσε να ξεχωρίζει τα περιγράμματα από τα παράθυρα και τις πόρτες. Η Λιζ αναβόσβησε μία φορά τον φακό της, σημάδι ότι ήταν στη θέση της κάτω απ’ το ένα παράθυρο. «Σειρά σου, Χάρι» είπε ο Λέκεν όταν τον είδε να διστάζει. «Γαμώτο, ήταν ανάγκη να μας πεις για τα φίδια;» είπε ο

Χάρι και τσέκαρε αν είχε το μαχαίρι στη ζώνη του. «Δεν σου αρέσουν τα φίδια;» «Ας πούμε ότι όσα συνάντησα μου έκαναν πολύ κακή εντύπωση». «Αν σε δαγκώσουν, κοίτα να πιάσεις το φίδι για να ξέρουμε τι αντίδοτο να σου δώσουμε. Εξάλλου, δεν έχει σημασία αν σε τσιμπήσει και δεύτερη φορά». Ο Χάρι δεν μπορούσε να δει μες στο σκοτάδι, αλλά υπέθεσε ότι ο Λέκεν χαμογελούσε. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι, που έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά μες στη νύχτα. Έτσι όπως έτρεχε, του φάνηκε πως η τρομακτική σιλουέτα απ’ το κεφάλι του δράκου στη στέγη κουνιόταν. Κι όμως, το σπίτι έμοιαζε χωρίς ίχνος ζωής. Η λαβή απ’ τη βαριοπούλα στο σακίδιό του του χτυπούσε την πλάτη. Είχε πάψει να σκέφτεται πια τα φίδια. Έφτασε στο δεύτερο παράθυρο, έκανε σινιάλο στον Λέκεν και κούρνιασε από κάτω. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχε τρέξει τόσο μακριά κι η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Άκουσε μια απαλή ανάσα δίπλα του· ήταν ο Λέκεν. Ο Χάρι τούς είχε προτείνει να χρησιμοποιήσουν δακρυγόνο, αλλά ο Λέκεν ήταν εντελώς αντίθετος μ’ αυτή την ιδέα. Θα τους εμπόδιζε από το να βλέπουν και επιπλέον

δεν υπήρχε λόγος να υποθέσουν ότι ο Κλίπρα τούς περίμενε με το μαχαίρι στον λαιμό της Ρούνα. Ο Λέκεν σήκωσε τη γροθιά του ως σινιάλο προς τον Χάρι. Ο Χάρι κατένευσε, νιώθοντας το στόμα του ξερό, σημάδι ότι η αδρεναλίνη έρεε στο αίμα του σε μεγάλες ποσότητες. Η λαβή του τουφεκιού είχε ιδρώσει στα χέρια του. Ήλεγξε ότι η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα, πριν ο Λέκεν σηκώσει τη βαριοπούλα. Το σεληνόφως αντανακλούσε πάνω στο σίδερο και για μια στιγμή ο Λέκεν έμοιαζε με παίκτη του τένις που έκανε σερβίς. Ύστερα η βαριοπούλα κατέβηκε με τρομερή δύναμη κι έκανε την κλειδαριά κομμάτια. Ο Χάρι χώθηκε αμέσως μέσα. Το φως του φακού του ξεχύθηκε τριγύρω στο δωμάτιο. Την είδε αμέσως, αλλά το φως του συνέχισε να ψάχνει, σαν από μόνο του. Ράφια κουζίνας, ένα ψυγείο, ένας πάγκος, ένας σταυρός. Οι φωνές των ζώων δεν έφταναν πια στ’ αυτιά του. Ήταν λες και βρισκόταν ξανά στο Σίδνεϊ κι άκουγε μόνο αλυσίδες και κύματα που έσκαγαν πάνω στο σκάφος, αγκυροβολημένο στη μαρίνα, και γλάρους που ούρλιαζαν, ίσως γιατί η Μπιργκίτα βρισκόταν ξαπλωμένη στο κατάστρωμα νεκρή. Ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, ένα ντουλάπι, δυο μπουκάλια μπίρα, ένας άνδρας στο πάτωμα, ακίνητος, αίμα κάτω απ’ το κεφάλι του, το χέρι του χωμένο κάτω από τα

μαλλιά της, ένα πιστόλι κάτω από την καρέκλα, ένας πίνακας με μια φρουτιέρα κι ένα άδειο βάζο. Νεκρή φύση. Ο φακός ξαναπέρασε από πάνω της κι ο Χάρι το ξανάδε: το χέρι της, που έδειχνε προς τον ουρανό, δίπλα στο πόδι του τραπεζιού. Άκουσε τη φωνή της: «To νιώθεις; Αιώνια ζωή!», λες και προσπαθούσε να μαζέψει ενέργεια για μια τελική διαμαρτυρία ενάντια στον θάνατο. Μια πόρτα, ένας καταψύκτης, ένας καθρέφτης. Πριν τυφλωθεί, είδε τον εαυτό του για μια απειροελάχιστη στιγμή – μια φιγούρα στα μαύρα, με κουκούλα στο κεφάλι. Έμοιαζε με δήμιο. Πέταξε τον φακό στο πάτωμα.

«Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Λιζ, ακουμπώντας τον στον ώμο. Ο Χάρι ήθελε ν’ απαντήσει, άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. «Ναι, αυτός είναι ο Ούβε Κλίπρα» είπε ο Λέκεν. Γονάτισε δίπλα στον νεκρό άνδρα. Η σκηνή φωτιζόταν από έναν και μοναδικό λαμπτήρα στην οροφή. «Τι περίεργο... παρακολουθώ αυτό τον άνδρα μήνες τώρα». Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό του. «Μην αγγίζεις τίποτα!» Ο Χάρι άρπαξε τον Λέκεν από τον γιακά και τον τράβηξε

προς τα πίσω. «Μη!» Τον άφησε σχεδόν αμέσως. «Συγγνώμη... απλώς μην αγγίζεις, οκέι; Όχι ακόμη». Ο Λέκεν δεν είπε τίποτα, μόνο γύρισε και τον κοίταξε. Το μέτωπο της Λιζ ήταν σημαδεμένο από μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα ανύπαρκτα φρύδια της. «Χάρι;» Ο Χάρι έπεσε σε μια καρέκλα βαρύς. «Έλα, Χάρι, τελείωσε. Λυπάμαι πολύ, όλοι λυπούμαστε, αλλά τελείωσε πια». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. Η Λιζ έσκυψε από πάνω του κι ακούμπησε το μεγάλο ζεστό της χέρι στον αυχένα του. Έτσι όπως έκανε κάποτε η μητέρα του. Σκατά, σκατά κι απόσκατα. Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος, την έσπρωξε μακριά του και βγήκε έξω. Άκουγε τη Λιζ και τον Λέκεν να σιγοψιθυρίζουν εντός. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό, έψαξε να βρει κάποιο αστέρι, αλλά δεν είδε τίποτα.

Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν ο Χάρι έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε η Χίλντε Μούλνες. Εκείνος έριξε το βλέμμα του στο πάτωμα. Δεν είχε πάρει τηλέφωνο πιο πριν κι άκουγε

τώρα απ’ τις ανάσες της ότι σύντομα θα ξέσπαγε σε κλάματα. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο στο σαλόνι. Στο μπουκάλι του τζιν δεν είχε μείνει σταγόνα, αλλά η γυναίκα έμοιαζε αρκετά νηφάλια. Σκούπισε τα δάκρυά της. «Έπρεπε να ’χε γίνει καταδύτρια, ξέρετε». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Αλλά δεν την άφηναν να πάρει μέρος στο εθνικό πρωτάθλημα. Οι κριτές, λέει, δεν ήξεραν πώς να την κρίνουν. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν άδικο, ότι η απουσία του ενός χεριού τής έδινε πλεονέκτημα». «Λυπάμαι πολύ» είπε εκείνος. Ήταν το πρώτο πράγμα που ξεστόμισε από τότε που έφτασε στο σπίτι. «Δεν το ’ξερε» είπε η γυναίκα. «Αν το ’ξερε, δεν θα μου είχε μιλήσει έτσι». Το πρόσωπό της συσπάστηκε μ’ έναν μορφασμό · ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρυα κυλούσαν σαν ρυάκια στις ρυτίδες δίπλα στο στόμα της. «Δεν ήξερε τι, κυρία Μούλνες;» «Ότι είμαι άρρωστη!» φώναξε εκείνη κι έχωσε το πρόσωπο μες στις παλάμες της. «Τι έχετε;» «Για ποιον άλλο λόγο πίνω μέχρι να μουδιάσω, νομίζετε; Το σώμα μου τρώγεται από μέσα. Είναι σάπιο, ένα μάτσο νεκρά κύτταρα, τίποτα άλλο».

Ο Χάρι δεν απάντησε. «Ήθελα να της πω» ψιθύρισε εκείνη ανάμεσα στα δάχτυλά της «ότι οι γιατροί μού δίνουν έξι μήνες. Αλλά ήθελα να της το πω την κατάλληλη ώρα, σε μια καλή μέρα». Η φωνή της ίσα που ακουγόταν πια. «Αλλά δεν υπήρχαν καλές μέρες». Ο Χάρι δεν μπορούσε να κάθεται άλλο· σηκώθηκε όρθιος. Περπάτησε μέχρι το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο, αποφεύγοντας να κοιτάξει τις οικογενειακές φωτογραφίες στον τοίχο, γιατί ήξερε ποιανού το βλέμμα θα συναντούσε. Η Σελήνη αντικατοπτριζόταν στην πισίνα. «Σας ξαναπήραν τηλέφωνο αυτοί στους οποίους χρωστούσε χρήματα ο σύζυγός σας;» Εκείνη κατέβασε τα χέρια της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα κι άσχημα από το κλάμα. «Ναι, πήραν, αλλά ήταν εδώ ο Γενς και τους μίλησε. Από τότε δεν ξανάκουσα τίποτα». «Σας προσέχει δηλαδή, σωστά;» Ο Χάρι αναρωτήθηκε γιατί της έκανε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Ίσως να ήταν μια αδέξια προσπάθεια να την παρηγορήσει, να της υπενθυμίσει ότι είχε ακόμη κάποιον. Εκείνη κατένευσε σιωπηλά. «Και θα τον παντρευτείτε τώρα;»

«Έχετε αντίρρηση;» Ο Χάρι γύρισε και την κοίταξε. «Όχι, για ποιον λόγο να έχω;» «Η Ρούνα...» Δεν είπε τίποτα άλλο και τα δάκρυα άρχισαν να ξανακυλούν στο πρόσωπό της. «Δεν έχω νιώσει πολλή αγάπη στη ζωή μου, χερ Χόλε. Ζητάω πολλά που θέλω να ζήσω λίγους μήνες ευτυχίας πριν από το τέλος; Γιατί να μη μου επιτραπεί κάτι τέτοιο;» Ο Χάρι κοίταξε ένα μοβ πέταλο που επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. Σκέφτηκε τα φορτηγά πλοία από τη Μαλαισία. «Τον αγαπάτε, κυρία Μούλνες;» Ακολούθησε σιωπή κι ο Χάρι περίμενε την έκρηξη. «Αν τον αγαπώ; Τι σημασία έχει; Μπορώ να πεισθώ ότι τον αγαπώ. Νομίζω ότι θα μπορούσα ν’ αγαπήσω οποιονδήποτε μ’ αγαπάει. Καταλαβαίνετε τι σας λέω;» Ο Χάρι κοίταξε προς το μπαρ, τρία βήματα μακριά του. Τρία βήματα, δυο παγάκια κι ένα ποτήρι. Έκλεισε τα μάτια του κι άκουσε τα παγάκια να χορεύουν στο ποτήρι, το κελάρυσμα του καφετί υγρού που έρεε πάνω τους και στο τέλος τη σόδα που άφριζε καθώς αναμειγνυόταν με το αλκοόλ.

45

ώρα ήταν εφτά το πρωί όταν ο Χάρι επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος. Στις πέντε είχε παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια να κοιμηθεί, είχε ντυθεί και είχε μπει στο νοικιασμένο του αμάξι, που ήταν ακόμη στο γκαράζ. Κανείς δεν υπήρχε τριγύρω· η Σήμανση είχε τελειώσει τη βραδινή δουλειά και δεν θα εμφανιζόταν για μία ακόμα ώρα περίπου. Ο Χάρι έσπρωξε την πορτοκαλί αστυνομική κορδέλα και μπήκε στο σπίτι. Στο φως της ημέρας το σπίτι έμοιαζε διαφορετικό: ήρεμο και τακτοποιημένο. Μόνο το αίμα και το περίγραμμα των δύο πτωμάτων με κιμωλία στο πάτωμα μαρτυρούσαν ότι είχε βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο το προηγούμενο βράδυ. Γράμμα δεν βρέθηκε, αλλά κανείς δεν είχε αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Το ερώτημα ήταν γιατί ο Ούβε Κλίπρα είχε

Η

πυροβολήσει πρώτα τη Ρούνα και μετά τον εαυτό του. Είχε καταλάβει ότι τελείωσαν τα ψέματα; Αν ναι, γιατί δεν την άφησε να φύγει; Ίσως δεν το σχεδίαζε έτσι, ίσως την πυροβόλησε ενώ προσπάθησε να του ξεφύγει ή επειδή του είπε κάτι που τον έβγαλε εκτός εαυτού. Κι ύστερα αυτοκτόνησε. Γιατί; Ο Χάρι έξυσε το κεφάλι του. Κοίταξε την κιμωλία και το αίμα που δεν είχε καθαριστεί. Ο Κλίπρα την είχε πυροβολήσει στον αυχένα με το πιστόλι που είχαν βρει, ένα Dan Wesson. Η σφαίρα την είχε διαπεράσει ολότελα κι είχε σκίσει την κύρια αρτηρία. Το αίμα ήταν τόσο πολύ, που είχε φτάσει ως την κουζίνα πριν σταματήσει η καρδιά της να χτυπάει. Ο γιατρός εξήγησε ότι η Ρούνα είχε λιποθυμήσει μεμιάς, γιατί κόπηκε η παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο· τρεις τέσσερις σφυγμούς μετά ήταν νεκρή. Μια τρύπα στο τζάμι μαρτυρούσε πού στεκόταν ο Κλίπρα όταν την πυροβόλησε. Ο Χάρι στάθηκε μέσα στο περίγραμμα του πτώματος του Κλίπρα. Η οπτική γωνία ταίριαζε. Κοίταξε το πάτωμα. Ένα μαύρο φωτοστέφανο από πηγμένο αίμα υπήρχε στο σημείο που κάποτε ήταν το κεφάλι του. Αυτό μόνο. Είχε πυροβοληθεί στο στόμα. Ο Χάρι είδε ότι η Σήμανση είχε σημειώσει με κιμωλία το σημείο που η σφαίρα είχε εισχωρήσει στον τοίχο από διπλό μπαμπού. Φαντάστηκε τον Κλίπρα να ξαπλώνει στο πάτωμα, να γυρίζει το κεφάλι του

και να την κοιτάζει, καθώς ίσως αναρωτιόταν πού βρισκόταν, πριν τραβήξει τη σκανδάλη. Ο Χάρι βγήκε από το σπίτι και βρήκε την τρύπα από τη σφαίρα στον τοίχο. Κοίταξε μέσ’ από το άνοιγμα και είδε τον πίνακα στον απέναντι τοίχο. Νεκρή φύση. Τι περίεργο, περίμενε να δει τη σιλουέτα του πτώματος. Προχώρησε προς το μέρος όπου βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο γρασίδι χτες το βράδυ, πατώντας με δύναμη στο έδαφος για να τρομάξει τα ερπετά, και σταμάτησε δίπλα στο κλουβί των πνευμάτων. Μια μικρή χαμογελαστή φιγούρα του Βούδα με στρογγυλό στομάχι καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος, μαζί με κάτι ξεραμένα λουλούδια σ’ ένα βάζο, τέσσερα τσιγάρα με φίλτρο και δυο χρησιμοποιημένα κεράκια. Μια μικρή οπή στο πίσω μέρος της φιγούρας έδειχνε το μέρος όπου είχε χτυπήσει η σφαίρα. Ο Χάρι έβγαλε τον ελβετικό του σουγιά κι αποκόλλησε ένα παραμορφωμένο κομμάτι μολύβι. Γύρισε και κοίταξε το σπίτι. Η σφαίρα είχε ταξιδέψει σε ευθεία οριζόντια πορεία. Ο Κλίπρα στεκόταν όρθιος όταν αυτοπυροβολήθηκε. Γιατί του είχε κολλήσει στο μυαλό ότι ήταν ξαπλωμένος; Ξαναμπήκε στο σπίτι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα πάντα ήταν τόσο τακτοποιημένα, τόσο καθαρά. Άνοιξε το ψυγείο. Άδειο, τίποτα που θα μπορούσε να κρατήσει εν ζωή δυο

ανθρώπους. Άνοιξε το ντουλάπι και μια ηλεκτρική σκούπα έπεσε πάνω στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Ο Χάρι έβρισε και την ξανάχωσε μέσα, αλλά αυτή ξανακύλησε έξω πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα. Ο Χάρι κοίταξε με προσοχή κι είδε έναν γάντζο από τον οποίο θα έπρεπε να κρέμεται κανονικά η σκούπα. Υπάρχει σύστημα εδώ μέσα, σκέφτηκε, αλλά κάποιος το παραβίασε. Έβγαλε τα μπουκάλια της μπίρας πάνω από τον καταψύκτη και τον άνοιξε. Χλωμό κόκκινο κρέας έλαμψε μες στο άσπρο. Δεν ήταν τυλιγμένο, απλώς τοποθετημένο ανά μεγάλα κομμάτια· σε κάποια σημεία το αίμα είχε παγώσει και είχε σχηματίσει μια μαύρη μεμβράνη. Έβγαλε ένα κομμάτι και το παρατήρησε προσεκτικά, πριν καταραστεί τη νοσηρή του φαντασία και το ξανατοποθετήσει στον καταψύκτη. Έμοιαζε με κανονικό απλό χοιρινό. Ο Χάρι άκουσε έναν ήχο κι έκανε μεταβολή. Μια φιγούρα πάγωσε στο άνοιγμα της πόρτας. Ήταν ο Λέκεν. «Χριστέ μου, με τρόμαξες, Χάρι. Ήμουν σίγουρος πως το μέρος θα ’ταν άδειο. Τι κάνεις εδώ πέρα;» «Τίποτα. Χαζεύω. Εσύ;» «Ψάχνω να δω μήπως βρω τίποτα έγγραφα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην υπόθεση παιδεραστίας». «Για ποιον λόγο; Η υπόθεση πρέπει να κλείσει τώρα που

πέθανε ο Κλίπρα». Ο Λέκεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Χρειαζόμαστε απτές αποδείξεις ότι ενεργήσαμε σωστά τώρα που η παρακολούθηση θα βγει στο φως». Ο Χάρι κοίταξε καλά καλά τον Λέκεν. Δεν έμοιαζε λίγο σφιγμένος; «Για τ’ όνομα του Θεού, τόσες φωτογραφίες έχεις. Τι άλλες αποδείξεις θες;» Ο Λέκεν χαμογέλασε, αλλά ο Χάρι δεν είδε το χρυσό του δόντι. «Μπορεί και να ’χεις δίκιο, Χάρι. Μάλλον είμαι ένας ανήσυχος γερο-παράξενος που θέλει να είναι εντελώς εξασφαλισμένος στη δουλειά του. Βρήκες τίποτα;» «Αυτό» είπε ο Χάρι και του έδειξε τη μολυβένια σφαίρα. «Χμ» είπε ο Λέκεν καθώς την περιεργαζόταν. «Πού τη βρήκες;» «Στο κλουβί των πνευμάτων, εκεί έξω. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί». «Γιατί όχι;» «Γιατί σημαίνει ότι ο Κλίπρα ήταν όρθιος όταν αυτοπυροβολήθηκε». «Και λοιπόν;» «Τότε θα έπρεπε το αίμα να έχει πιτσιλίσει όλη την

κουζίνα. Αλλά δεν υπάρχει αλλού δικό του αίμα παρά μόνο στο σημείο που τον βρήκαμε ξαπλωμένο. Κι ακόμα κι εκεί δεν μοιάζει αρκετό». Ο Λέκεν κράτησε τη σφαίρα ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Δεν έχεις ακούσει για το κενό αέρα που δημιουργείται όταν αυτοπυροβολείται κανείς στο στόμα;» «Για πες». «Όταν το θύμα εκπνέει αέρα απ’ τα πνευμόνια και κλείνει το στόμα του γύρω από την κάννη του όπλου, δημιουργείται ένα κενό αέρα, που σημαίνει ότι το αίμα κυλάει μες στον λαιμό του και δεν βγαίνει από την πληγή προς τα έξω. Από εκεί κατεβαίνει στο στομάχι κι αφήνει πίσω του όλα αυτά τα μυστήρια φαινόμενα». Ο Χάρι κοίταξε τον Λέκεν. «Πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό». «Πόσο βαρετό θα ήταν να ήξερες τα πάντα στα τριάντακάτι, ε;» είπε ο Λέκεν. Η Τόνιε Βίιγκ είχε πάρει τηλέφωνο ν’ ανακοινώσει ότι την είχαν ταράξει όλες οι μεγάλες εφημερίδες της Νορβηγίας κι ότι οι πιο αιμοσταγείς από αυτές είχαν ήδη προγραμματίσει την άφιξή τους στην Μπανγκόκ. Στη Νορβηγία τα πρωτοσέλιδα μιλούσαν για την κόρη του νεοεκλιπόντος πρέσβη. Το όνομα του Ούβε Κλίπρα, παρ’ όλο το κύρος του στην Μπανγκόκ, ήταν ακόμη άγνωστο στα νορβηγικά ΜΜΕ. Το περιοδικό Kapital τού είχε πάρει συνέντευξη πριν από δύο

χρόνια, σωστά, αλλά αφού δεν είχε εμφανιστεί στην τηλεόραση στις εκπομπές του Περ Στούλε Λένινγκ ή της Άννε Γκρούσβολ ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν. Η «Κόρη του πρέσβη» κι ο «Άγνωστος νορβηγός εφοπλιστής» είχαν βρεθεί, σύμφωνα με τις εφημερίδες, πυροβολημένοι, κατά πάσα πιθανότητα από διαρρήκτες ή ληστές. Στην Ταϊλάνδη, όμως, οι φωτογραφίες του Κλίπρα γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα. Ο δημοσιογράφος της Bangkok Post αμφισβητούσε τη θεωρία της αστυνομίας περί ληστείας. Έγραφε ότι δεν μπορούσε ν’ αποκλειστεί η πιθανότητα ότι ο Ούβε Κλίπρα είχε δολοφονήσει πρώτα τη Ρούνα Μούλνες κι ύστερα αυτοκτόνησε. Στη συνέχεια η εφημερίδα πιθανολογούσε γενναιόδωρα για το τι συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό το συμβάν στην εξέλιξη του ΣΥΣΔΡΟΜ. Ο Χάρι είχε εντυπωσιαστεί. Όπως και να ’χει οι εφημερίδες και των δύο χωρών τόνιζαν ότι οι πληροφορίες που είχε δημοσιοποιήσει η αστυνομία ήταν ελάχιστες.

Ο Χάρι οδήγησε μέχρι την πύλη του σπιτιού του Κλίπρα κι ύστερα κόρναρε. Έπρεπε να το παραδεχτεί: Είχε αρχίσει να

γουστάρει το τεράστιο τζιπ Toyota. Ο φρουρός τον πλησίασε κι ο Χάρι κατέβασε το παράθυρο. «Αστυνομία. Πήρα τηλέφωνο» είπε. Ο φρουρός τον κοίταξε μ’ αυτό το υποχρεωτικό βλέμμα των φρουρών κι ύστερα άνοιξε την πύλη. «Μπορείς να ξεκλειδώσεις την πόρτα του σπιτιού;» ρώτησε ο Χάρι. Ο φρουρός πήδηξε στο μαρσπιέ του αυτοκινήτου κι ο Χάρι ένιωσε τα μάτια του πάνω του. Πάρκαραν στο γκαράζ. Ο φρουρός έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά. «Η κεντρική πόρτα είναι απ’ την άλλη μεριά» είπε ο φρουρός κι ο Χάρι παραλίγο να κάνει τη βλακεία ν’ απαντήσει ότι το ήξερε. Καθώς ο φρουρός έβαζε το κλειδί στην κλειδαριά και πήγε να το στρίψει, γύρισε να τον κοιτάξει. «Σας έχω ξαναδεί, σερ;» Ο Χάρι χαμογέλασε. Τι έφταιγε; Το άφτερ σέιβ του; Το σαπούνι του; Λένε ότι η όσφρηση είναι η αίσθηση που εντυπώνεται καλύτερα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. «Πολύ αμφιβάλλω». Ο φρουρός τού χαμογέλασε. «Με συγχωρείτε, κύριε, σας μπέρδεψα μάλλον με κάποιον άλλο. Δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίζω τους φαράνγκ μεταξύ τους». Ο Χάρι πήγε να στρέψει το βλέμμα του στον ουρανό, αλλά σταμάτησε απότομα.

«Πες μου» είπε στον φρουρό. «Μήπως θυμάσαι να έρχεται εδώ κάποιο μπλε αμάξι με διπλωματικές πινακίδες λίγο πριν φύγει ο Κλίπρα από το σπίτι;» Ο φρουρός κατένευσε. «Τα αυτοκίνητα τα θυμάμαι εύκολα. Κι εκείνος φαράνγκ ήταν, κύριε». «Και πώς έμοιαζε;» Ο φρουρός χαμογέλασε. «Μα σας είπα...» «Τι φορούσε;» Ο φρουρός κούνησε το κεφάλι του. «Κουστούμι;» «Νομίζω πως ναι». «Ένα κίτρινο κουστούμι; Κίτρινο, σαν κοτόπουλο;» Ο φρουρός συνοφρυώθηκε και τον κοίταξε αγριεμένος. «Κοτόπουλο; Κανείς δεν έχει κουστούμι σαν κοτόπουλο». Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ε, μερικοί έχουν». Ο Χάρι στάθηκε στο χολ, εκεί που είχαν μπει με τον Λέκεν, και περιεργάστηκε έναν μικρό κύκλο στον τοίχο. Έμοιαζε λες και κάποιος είχε προσπαθήσει να κρεμάσει μια κορνίζα, αλλά τα είχε παρατήσει πριν βιδώσει τη βίδα. Ανέβηκε στον πάνω όροφο, στο γραφείο, ξεφύλλισε διάφορα έγγραφα στην τύχη, άνοιξε τον υπολογιστή και του ζητήθηκε κωδικός. Έγραψε MAN U. Λάθος.

Ευγενικά. Και στ’ αγγλικά. OLD TRAFFORD. Πάλι λάθος. Μια τελευταία προσπάθεια πριν ο υπολογιστής τον πετάξει αυτομάτως έξω. Κοίταξε τριγύρω, μήπως και βρει έμπνευση. Ο δικός του κωδικός ποιος ήταν; Χασκογέλασε. Φυσικά· ο πιο συχνός κωδικός της Νορβηγίας. Προσεκτικά, πληκτρολόγησε τη λέξη PASSWORD και πάτησε το έντερ. Ο υπολογιστής φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή. Ύστερα έσβησε κι ο Χάρι είδε ένα όχι και τόσο ευγενικό μήνυμα στην οθόνη, μαύρο σε λευκό, που έλεγε ότι η πρόσβαση δεν ήταν δυνατή. «Σκατά». Προσπάθησε να σβήσει και να ξανανοίξει τον υπολογιστή, αλλά το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν μια λευκή οθόνη. Ξεφύλλισε κι άλλα έγγραφα και βρήκε μια πρόσφατη λίστα με τους μετόχους της Φουριντέλ. Μια νέα μετοχική εταιρεία, η Ελέμ Α.Ε., φαινόταν να έχει αγοράσει πρόσφατα το 3% των μετοχών. Μια τρελή ιδέα τού καρφώθηκε στο μυαλό, αλλά την απέρριψε. Στο τελευταίο συρτάρι βρήκε το εγχειρίδιο του μαγνητοφώνου. Κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε. Έπρεπε ν’ αρχίσει να διαβάζει. Μισή ώρα αργότερα η μαγνητοφωνημένη ταινία έπαιζε: κυρίως η φωνή του Κλίπρα,

να φλυαρεί στα ταϊλανδέζικα, αλλά ακούστηκε και το όνομα της Φουριντέλ μια δυο φορές. Τρεις ώρες αργότερα τα παράτησε. Η συνομιλία του Κλίπρα με τον πρέσβη τη μέρα του θανάτου του δεν υπήρχε σε καμιά κασέτα. Καμία συνομιλία από εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε στις κασέτες. Ο Χάρι άρπαξε μια κασέτα, την έχωσε στην τσέπη του, έσβησε το μαγνητόφωνο κι έχωσε μια κλοτσιά στον υπολογιστή καθώς έβγαινε έξω.

46

εν ένιωσε και πολλά. Η κηδεία ήταν σαν επανάληψη τηλεοπτικής σειράς: το ίδιο μέρος, ο ίδιος παπάς, το ίδιο δοχείο για τις στάχτες, το ίδιο σοκ στον αμφιβληστροειδή όταν βγήκε ξανά έξω στον ήλιο, οι ίδιοι άνθρωποι στην κορυφή της σκάλας, να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο γεμάτοι αμηχανία. Σχεδόν οι ίδιοι. Ο Χάρι πήγε και χαιρέτησε τον Ρούαλ Μπορκ. «Toυς βρήκες, λοιπόν» ήταν το μόνο που είπε εκείνος. Ένα γκρίζο πέπλο κάλυπτε το ξύπνιο βλέμμα του· έμοιαζε αλλαγμένος, λες κι ό,τι συνέβη είχε προσθέσει χρόνια στο παρουσια​στικό του. «Τους βρήκαμε, ναι». «Ήταν τόσο νέα». Ακούστηκε σαν ερώτηση. Σαν να ’θελε να του εξηγήσουν πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια

Δ

πράγματα. «Ζέστη έχει» είπε ο Χάρι, έτσι για ν’ αλλάξει συζήτηση. «Έχει πιο πολλή ζέστη εκεί που είναι ο Ούβε». Το είπε αδιάφορα, αλλά η φωνή του είχε μια σκληρή, πικρή χροιά. Ο Μπορκ σκούπισε το μέτωπό του μ’ ένα μαντίλι. «Παρεμπιπτόντως, συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι μία ανάπαυλα απ’ όλη αυτή τη ζέστη. Έκλεισα εισιτήριο για την πατρίδα». «Για την πατρίδα;» «Ναι, για τη Νορβηγία. Άμεσα. Πήρα τηλέφωνο τον γιο μου και του ’πα να συναντηθούμε. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι δεν ήταν αυτός στο τηλέφωνο, αλλά ο γιος του. Χα χα. Έχω αρχίσει και τα χάνω. Ο παππούς που τα ’χασε, τι ωραία». Στη σκιά της εκκλησίας, ο Σανπέτ και η δεσποινίς Άο στέκονταν δίπλα δίπλα, μακριά από τους άλλους. Ο Χάρι τούς πλησίασε κι ανταπέδωσε το γουάι τους. «Δεσποινίς Άο, εσείς είστε επί της αλληλογραφίας στην πρεσβεία. Μήπως θυμάστε να έχει πέσει στα χέρια σας τίποτα από μια εταιρεία με την επωνυμία Φουριντέλ;» H νεαρή σκέφτηκε καλά την ερώτηση πριν απαντήσει μ’ ένα απολογητικό χαμόγελο: «Δεν θυμάμαι, επιθεωρητά. Τόσα γράμματα περνούν από τα χέρια μου. Μπορώ να ψάξω στο γραφείο του πρέσβη

αύριο, αν θέλετε. Ενδεχομένως να πάρει λίγη ώρα, βέβαια. Δεν ήταν και πολύ τακτικός». «Δεν με απασχολεί αυτός καθαυτός ο πρέσβης». Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη. Ο Χάρι αναστέναξε. «Δεν ξέρω καν αν έχει σημασία, αλλά θα με ειδοποιήσετε αν βρείτε τίποτα, σας παρακαλώ;» Η δεσποινίς Άο γύρισε και κοίταξε τον Σανπέτ. «Φυσικά, επιθεωρητά» είπε εκείνος.

Ο Χάρι καθόταν στο γραφείο της Λιζ και την περίμενε όταν εκείνη μπήκε μέσα φουριόζα και λαχανιασμένη. Σταγόνες ιδρώτα ύγραιναν το μέτωπό της. «Θεέ μου!» είπε εκείνη. «Νιώθω την άσφαλτο να καίει μέσ’ απ’ τις σόλες των παπουτσιών μου!» «Πώς πήγε η συνάντηση;» «Υποθέτω καλά. Τ’ αφεντικά μάς συνεχάρησαν που λύσαμε την υπόθεση και δεν ρώτησαν καθόλου λεπτομέρειες από την έκθεση. Να φανταστείς ότι έχαψαν μέχρι και την ιστορία που τους είπαμε για το ανώνυμο τηλεφώνημα που μας οδήγησε στον Κλίπρα. Δεν ξέρω αν ο αρχηγός τα μάσησε όλα αυτά, πάντως δεν ήθελε να δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα».

«Δεν περίμενα να δημιουργήσει προβλήματα. Δεν έχει κάτι να κερδίσει». «Διακρίνω κάποιον σαρκασμό, κύριε Χόλε;» «Καθόλου, μις Κράμλεϊ. Είμαι ένας αθώος, νεαρός αξιωματικός που μόλις τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τους κανόνες του παιχνιδιού». «Μπορεί. Αλλά κατά βάθος όλοι τους χάρηκαν που ο Κλίπρα είναι νεκρός. Αν η υπόθεση είχε φτάσει ως τα δικαστήρια, θα επακολουθούσαν διάφορες δυσάρεστες αποκαλύψεις, όχι μόνο για τους αρχηγούς μας αλλά και για τις αρχές, γενικά, των δύο κρατών». Η Λιζ κλότσησε τα παπούτσια της κι ακούμπησε στην πολυθρόνα της ευχαριστημένη. Τα ελατήρια έσκουξαν κι η μπόχα των ιδρωμένων ποδιών γέμισε το δωμάτιο. «Σωστά, όλα αποδείχτηκαν εντυπωσιακά βολικά για ορισμένους ανθρώπους, δεν νομίζεις;» είπε ο Χάρι. «Τι εννοείς;» «Δεν ξέρω. Κάτι μου βρομάει». Η Λιζ κοίταξε τα πόδια της κι ύστερα τον Χάρι. «Σου έχουν πει ποτέ πως είσαι παρανοϊκός, Χάρι Χόλε;» «Φυσικά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με κυνηγούν εξωγήινοι». Η Λιζ τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει. «Χάρι, λέω να χαλαρώσεις λίγο».

«Θα προσπαθήσω». «Πότε φεύγεις;» «Με το που μιλήσω στον ιατροδικαστή». «Τι τον θες αυτόν;» «Ας πούμε ότι τον χρειάζομαι για να μου φύγει η παράνοια. Ξέρεις... κάτι τρελές ιδέες που μου μπαίνουν στο κεφάλι». «Καλά» είπε η Λιζ. «Έχεις φάει;» «Ναι» είπε ψέματα ο Χάρι. «Κρίμα, σιχαίνομαι να τρώω μόνη μου. Θες να μου κάνεις τουλάχιστον παρέα;» «Μια άλλη φορά». Ο Χάρι σηκώθηκε και βγήκε απ’ το γραφείο.

Ο νεαρός ιατροδικαστής μιλούσε ενώ καθάριζε τα γυαλιά του. Ώρες ώρες σιωπούσε για τόσο πολύ, που ο Χάρι αναρωτήθηκε αν το αργόσυρτο λογύδριό του είχε επιτέλους φτάσει στο τέλος του. Αλλά τότε να σου μια ακόμα λέξη κι ύστερα άλλη μία· έβγαινε ο φελλός, χυνόταν η ομιλία. Ήταν λες και φοβόταν ότι ο Χάρι θα του την έλεγε για τ’ αγγλικά του. «Ο άνδρας βρισκόταν ξαπλωμένος εκεί μάξιμουμ δύο

μέρες» είπε ο ιατροδικαστής. «Όχι παραπάνω, γιατί αλλιώς η ζέστη... και το κορμί του...» Φούσκωσε τα μάγουλά του κι έδειξε με τα χέρια του. «...θα είχαν φουσκώσει σαν μπαλόνι. Και θα είχατε νιώσει και τη μυρωδιά. Ως προς το κορίτσι...» Κοίταξε τον Χάρι και ξαναφούσκωσε τα μάγουλά του. «Μια από τα ίδια». «Πόσο γρήγορα πέθανε ο Κλίπρα μετά τον πυροβολισμό;» Ο ιατροδικαστής σάλιωσε τα χείλια του κι ο Χάρι ήταν λες και μπορούσε να αισθανθεί τον χρόνο να περνά. «Γρήγορα». «Κι εκείνη;» Ο ιατροδικαστής έχωσε στην τσέπη το μαντίλι του. «Αμέσως». «Θέλω να πω, μπορούσε ένας από τους δύο να κουνηθεί μετά τον πυροβολισμό, να κάνει συσπάσεις, ας πούμε, ή τίποτα τέτοιο;» Ο ιατροδικαστής φόρεσε τα γυαλιά του, σιγουρεύτηκε ότι κάθονταν ίσια πάνω στη μύτη του και τα ξανάβγαλε. «Όχι». «Έχω διαβάσει ότι κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, πριν από την περίοδο της γκιλοτίνας, όταν οι αποκεφαλισμοί γίνονταν ακόμη με το χέρι, έλεγαν στους καταδικασμένους ότι καμιά φορά οι δήμιοι αστοχούσαν κι ότι

αν μπορούσαν μετά την εκτέλεση να σηκωθούν και να περπατήσουν ήταν ελεύθεροι. Σύμφωνα με πληροφορίες, αρκετοί από αυτούς προσπάθησαν να σηκωθούν όρθιοι ακέφαλοι, μερικοί μάλιστα έκαναν κι ένα δυο βήματα πριν πέσουν, προς φοβερή τέρψη του κοινού. Κι αν θυμάμαι καλά, ένας επιστήμονας εξηγούσε ότι το μυαλό μπορεί να είναι προγραμματισμένο εκ των προτέρων κι ότι οι μύες κάνουν υπερωρίες αν τεράστιες ποσότητες αδρεναλίνης εκκριθούν στην καρδιά πριν το κεφάλι αποσπαστεί από το σώμα. Αυτό συμβαίνει και στα κοτόπουλα όταν τ’ αποκεφαλίζουν». Ο ιατροδικαστής μόρφασε. «Πολύ αστείο, επιθεωρητά. Αλλά φοβάμαι ότι όλα αυτά είναι μπούρδες». «Και τότε πώς το εξηγείτε αυτό;» Έδωσε στον γιατρό μία φωτογραφία που έδειχνε τον Κλίπρα και τη Ρούνα ξαπλωμένους στο πάτωμα. Ο ιατροδικαστής κοίταξε τη φωτογραφία, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του και την κοίταξε ακόμα πιο προσεκτικά. «Πώς εξηγώ ποιο πράγμα;» Ο Χάρι έδειξε ένα μέρος της φωτογραφίας. «Κοιτάξτε εκεί. Το χέρι του καλύπτεται από τα μαλλιά της». Ο ιατροδικαστής ανοιγόκλεισε τα μάτια του, λες και

κάποιο μόριο σκόνης δεν τον άφηνε να δει ό,τι έβλεπε ο Χάρι. Ο Χάρι έδιωξε μια μύγα με το χέρι του. «Ακούστε με λίγο, ξέρετε πως καμιά φορά το ασυνείδητο βγάζει ενστικτωδώς τα δικά του συμπεράσματα;» Ο ιατροδικαστής ανασήκωσε τους ώμους του. «Ε, λοιπόν, το δικό μου έβγαλε ασυνείδητα το συμπέρασμα ότι ο Κλίπρα πρέπει να ήταν ήδη ξαπλωμένος όταν αυτοπυροβολήθηκε γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να έχει βάλει το χέρι του κάτω από τα μαλλιά της. Αλλά η γωνία του πυροβολισμού λέει ότι ήταν όρθιος. Πώς γίνεται να την έχει πρώτα πυροβολήσει, ύστερα να πυροβολήσει τον εαυτό του, κι όμως το κεφάλι της να είναι πάνω από το χέρι του;» Ο ιατροδικαστής ξανάβγαλε τα γυαλιά του κι έπιασε να τα ξανακαθαρίζει. «Ίσως αυτή να πυροβόλησε και τους δυο τους» είπε, αλλά ο Χάρι είχε ήδη γίνει καπνός.

Ο Χάρι έβγαλε τα γυαλιά του ηλίου και μισόκλεισε τα μάτια του που έτσουζαν, για να δει καλύτερα στο σκιερό εστιατόριο. Ένα χέρι κυμάτισε στο βάθος κι ο Χάρι προχώρησε προς τη σκιά ενός κοκοφοίνικα. Μια αχτίδα του ήλιου έκανε τα

μεταλλικά του γυαλιά ν’ αστράψουν, καθώς ο άνδρας σηκώθηκε όρθιος. «Βλέπω πήρατε το μήνυμά μου» είπε ο Ντάγκφιν Τούρχους. Το πουκάμισό του είχε μεγάλους μαύρους κύκλους κάτω από τις μασχάλες και το σακάκι του κρεμόταν στην πλάτη της καρέκλας του. «Με ειδοποίησε η αστυνόμος Κράμλεϊ ότι με πήρατε τηλέφωνο. Τι σας φέρνει εδώ κάτω;» ρώτησε ο Χάρι, εκτείνοντας το χέρι του για χειραψία. «Διοικητικά καθήκοντα στην πρεσβεία. Έφτασα σήμερα το πρωί· πρέπει να ξεκαθαρίσω διάφορα γραφειοκρατικά έγγραφα, ώστε να μπορέσουμε να διορίσουμε νέο πρεσβευτή». «Την Τόνιε Βίιγκ;» Ο Τούρχους χαμογέλασε αχνά. «Θα δείξει. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πολλά πράγματα. Μπορούμε να φάμε τίποτα εδώ;» Ένας σερβιτόρος είχε ήδη έρθει στο τραπέζι τους κι ο Χάρι τον κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό. «Χέλι» είπε ο σερβιτόρος. «Βιετναμέζικη σπεσιαλιτέ. Με βιετναμέζικο ροζέ κρασί και...» «Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Χάρι, κοιτάζοντας το μενού και δείχνοντας μια σούπα με γάλα καρύδας. «Αυτό, παρακαλώ, και εμφιαλωμένο νερό».

Ο Τούρχους σήκωσε τους ώμους του και παρήγγειλε το ίδιο. «Συγχαρητήρια». Ο Τούρχους έχωσε μια οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα δόντια του. «Πότε φεύγετε;» «Σας ευχαριστώ, αλλά φοβάμαι ότι είναι λίγο νωρίς για συγχαρητήρια. Υπάρχουν ακόμη μερικά θεματάκια που χρειά​ζονται ξεκαθάρισμα». Η οδοντογλυφίδα σταμάτησε. «Τι θέματα; Δεν είναι δική σας δουλειά να γυαλίσετε τ’ ασημικά, Χόλε. Εσείς απλώς πακετάρετε τις βαλίτσες σας και πάτε σπίτι». «Δεν είναι τόσο απλό». Το σκληρό γαλανό βλέμμα του γραφειοκράτη άστραψε. «Τελείωσε το ανέκδοτο, καταλάβατε; Η υπόθεση εξιχνιάστηκε. Όλα τα πρωτοσέλιδα στο Όσλο βροντοφώναζαν χτες ότι ο Κλίπρα σκότωσε τον πρέσβη και την κόρη του. Αλλά θα επιβιώσουμε, Χόλε. Αν αναφέρεστε στον αρχηγό της αστυνομίας της Μπανγκόκ, που επιμένει ότι δεν μπορεί να δει το κίνητρο κι ότι ο Κλίπρα μπορεί να ήταν και τρελός, τότε τι να πω; Τόσο απλό και συνάμα τόσο ακατανόητο. Το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος τα χάφτει κάτι τέτοια. Όπως και τα έχαψε». «Δηλαδή το σκάνδαλο είναι πια γεγονός;» «Και ναι και όχι. Καταφέραμε να μη βγει παραέξω η φάση

με το μοτέλ. Το σημαντικό είναι ότι ο πρωθυπουργός δεν μπλέχτηκε καθόλου σε όλη αυτή την ιστορία. Τώρα προέχουν άλλα πράγματα πια. Τα ΜΜΕ παίρνουν συνέχεια τηλέφωνο για να ρωτήσουν γιατί δεν έγινε νωρίτερα γνωστή η δολοφονία του πρέσβη». «Και τι τους απαντάτε;» «Τι στον διάβολο να τους απαντήσω; Ασυνεννοησία λόγω γλώσσας, παρεξήγηση, ότι η ταϊλανδέζικη αστυνομία μάς έστειλε αρχικά λανθασμένες πληροφορίες, αυτά τους λέω». «Και τα χάφτουν;» «Όχι. Αλλά δεν μπορούν και να μας κατηγορήσουν ότι τους παραπλανούμε. Το δελτίο Τύπου λέει ότι ο πρέσβης βρέθηκε νεκρός σ’ ένα ξενοδοχείο. Τι είπατε όταν βρήκατε την κόρη του και τον Κλίπρα, Χόλε;» «Τίποτα δεν είπα». Ο Χάρι πήρε βαθιές ανάσες. «Ακούστε, Τούρχους, στο σπίτι του Κλίπρα βρήκα διάφορα πορνοπεριοδικά που μαρτυρούν ότι ο τύπος ήταν μάλλον παιδεραστής. Καμία αστυνομική έκθεση δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο». «Σοβαρά; Για δες, για δες...» Η φωνή του δεν έδειχνε να λέει ψέματα. «Εν πάση περιπτώσει, Χόλε, εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά εδώ στην Ταϊλάνδη κι ο Μέλερ σάς θέλει πίσω

το συντομότερο δυνατόν». Δυο καυτές σούπες από γάλα καρύδας προσγειώθηκαν στο τραπέζι μπροστά τους κι ο Τούρχους κοίταξε σκεφτικός το μπολ του. Τα γυαλιά του θόλωσαν. «Η εφημερίδα Verdens Gang θα σας πάρει σίγουρα μια ωραία φωτογραφία όταν προσγειωθείτε στο αεροδρόμιο στο Όσλο» είπε ξινά. «Δοκιμάστε ένα από τα κόκκινα» είπε ο Χάρι, δείχνοντάς του ποια εννοούσε.

47

ύμφωνα με τη Λιζ, ο άνθρωπος που είχε λύσει τις περισσότερες υποθέσεις δολοφονίας στην Ταϊλάνδη δεν ήταν άλλος από τον Σουπαγουαντί. Τα σημαντικότερα σύνεργά του ήταν ένα μικροσκόπιο, κάτι δοκιμαστικοί σωλήνες και το βάμμα ηλιοτροπίου, για τη μέτρηση της οξύτητας και της αλκαλικότητας. Καθισμένος απέναντι απ’ τον Χάρι, ο Σουπαγουαντί έλαμπε σαν τον ήλιο. «Έχετε δίκιο, Χάλι. Τα κομμάτια σοβά που μας δώσατε περιέχουν την ίδια χρωστική με τη σκόνη που βρέθηκε στο κατσαβίδι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της πρεσβείας». Αντί ν’ απαντήσει μ’ ένα απλό ναι ή ένα όχι στο ερώτημα του Χάρι, ο Σουπαγουαντί είχε επαναλάβει ολόκληρη την ερώτηση ώστε ν’ αποφευχθούν παρεξηγήσεις. Είχε εξαιρετική αίσθηση της γλώσσας κι ήξερε ότι ερωτήσεις κι απαντήσεις

Σ

στ’ αγγλικά μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση σε έναν Ταϊλανδό. Για παράδειγμα, αν ο Χάρι είχε επιβιβαστεί στο λάθος λεωφορείο και, αμφιβάλλοντας για τον προορισμό του, είχε ρωτήσει έναν άλλον επιβάτη: «Αυτό δεν είναι το λεωφορείο για το Χούα Λάμπονγκ;», ο ταϊλανδός συνεπιβάτης του μπορεί και να του είχε απαντήσει ναι, εννοώντας «Ναι, έχετε δίκιο, αυτό δεν είναι το λεωφορείο για το Χούα Λάμπονγκ». Όλοι οι φαράνγκ θα πρέπει να ξέρουν ότι μπορεί να τους τύχει κάτι τέτοιο. Η εμπειρία του Σουπαγουαντί έλεγε ότι οι περισσότεροι φαράνγκ όμως, καθότι λιγότερο ξύπνιοι, δεν καταλάβαιναν πώς ακριβώς λειτουργούσαν οι ερωτήσεις, κι έτσι είχε αποφανθεί ότι ήταν προτιμότερο ν’ απαντάει στις ερωτήσεις τους εκτενώς. «Κι αυτό είναι αλήθεια, Χάλι. Το περιεχόμενο της ηλεκτρικής σκούπας που βρήκατε στο σπίτι του Κλίπρα αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρον. Περιείχε ίνες από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της πρεσβείας, από το κουστούμι του πρέσβη, καθώς κι από το σακάκι του Κλίπρα». Ο Χάρι, με αυξανόμενο ζήλο, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Και οι μαγνητοφωνημένες ταινίες που σας έστειλα; Τις στείλατε στο Σίδνεϊ;» Ο Σουπαγουαντί χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά· αυτό φαίνεται ήταν το αγαπημένο του σημείο. «Είμαστε στον εικοστό αιώνα, Χάλι, δεν στέλνουμε

κασέτες. Θα μας είχε φάει τουλάχιστον τέσσερις μέρες. Τις ηχογραφήσαμε ψηφιακά σε μορφή DAT και στείλαμε τ’ αρχεία ηλεκτρονικά συνημμένα στον ειδικό ήχων που μας είπατε». «Πωπώ... μπορείτε να κάνετε και τέτοια;» ρώτησε ο Χάρι, για να ευχαριστήσει τον Σουπαγουαντί αλλά και με μια αίσθηση παραίτησης ταυτόχρονα. Οι κομπιουτεράδες πάντα τον έκαναν να αισθάνεται γέρος. «Και τι σας απάντησε ο Ζεζού Μαρκές;» «Στην αρχή τού είπα ότι ήταν αδύνατον να καταλάβεις από τι δωμάτιο τηλεφωνούσε κανείς, με βάση μόνο ένα μήνυμα σε τηλεφωνητή. Αλλά ο φίλος σας ήταν ιδιαίτερα πειστικός. Μου μίλησε κατατοπιστικότατα για συχνότητες και χερτζ και διάφορα τέτοια. Ξέρατε, λόγου χάριν, ότι το ανθρώπινο αυτί σ’ ένα μόνο μικροδευτερόλεπτο μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σ’ ένα εκατομμύριο διαφορετικούς ήχους; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να...» «Και το συμπέρασμα, Σουπαγουαντί;» «Το συμπέρασμά του είναι ότι οι ηχογραφήσεις προέρχονται από δύο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά είναι πολύ πιθανόν να συνέβησαν στο ίδιο δωμάτιο». Ο Χάρι ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά. «Και το κρέας στον καταψύκτη;»

«Και πάλι είχατε δίκιο, Χάλι. Το κρέας στον καταψύκτη ήταν όντως χοιρινό». Ο Σουπαγουαντί ανοιγόκλεισε τα μάτια του και γέλασε, φανερά ενθουσιασμένος. Ο Χάρι ήξερε ότι δεν είχε τελειώσει. «Και;» «Το αίμα όμως δεν ήταν μόνο χοιρινό, υπήρχε και λίγο ανθρώπινο». «Ξέρετε από ποιον;» «Θα μας πάρει μερικές μέρες να έχουμε στα χέρια μας την τελική απάντηση από το τεστ DNA, οπότε για την ώρα μπορώ να σας πω μόνο με 90% βεβαιότητα». Αν ο Σουπαγουαντί κρατούσε τύμπανα, θα είχαμε τυμπανοκρουσίες τώρα, σκέφτηκε ο Χάρι. «Το αίμα ανήκει στον φίλο μας, νάι Κλίπρα».

Επιτέλους, ο Χάρι πέτυχε τον Γενς στο γραφείο του. «Πώς τα πας, Γενς;» «Καλά». «Είσαι σίγουρος;» «Τι εννοείς;» «Μου ακούγεσαι...» Ο Χάρι δεν μπορούσε να βρει τη λέξη. «Μου ακούγεσαι κάπως θλιμμένος» είπε.

«Ναι. Όχι. Δεν είναι τόσο απλό. Έχει χάσει όλη της την οικογένεια και...» Η φωνή του έσπασε. «Κι εσύ;» «Μην αρχίζεις». «Έλα τώρα, Γενς». «Να, είναι απλώς ότι, και να ήθελα να ξεφύγω από αυτό τον γάμο, τώρα πια είναι αδύνατο». «Γιατί;» «Μα για τον Θεό, Χάρι! Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που της έχει απομείνει. Και το ξέρω ότι θα έπρεπε να τη σκέφτομαι κι όλα αυτά που έχει τραβήξει, αλλά αντ’ αυτού σκέφτομαι τον εαυτό μου και το πού πάω να μπλέξω. Προφανώς, είμαι κακός άνθρωπος, αλλά, τι να κάνω, η όλη φάση με τρομοκρατεί. Με καταλαβαίνεις;» «Νομίζω πως ναι». «Γαμώτο, γιατί να μην είναι όλο αυτό μόνο για τα λεφτά... Τα λεφτά τουλάχιστον τα καταλαβαίνω. Αλλά αυτά τα...» Έψαξε να βρει τη λέξη. «Τα συναισθήματα;» πρότεινε ο Χάρι. «Ναι. Είναι μαλακίες». Ο Γενς γέλασε πικρόχολα. «Τέλος πάντων, αποφάσισα κι εγώ ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου θα κάνω κάτι που δεν είναι για την πάρτη μου. Και θέλω να είσαι εκεί, μαζί μου, και να μου κόψεις τον κώλο αν

προσπαθήσω να ξεφύγω. Η Χίλντε έχει ανάγκη να σκεφτεί άλλα πράγματα, κι έτσι όρισα ήδη εγώ την ημερομηνία. Στις 4 Απριλίου. Πάσχα στην Μπανγκόκ, πώς σου ακούγεται; Εκείνη βλέπει λίγο πιο θετικά τα πράγματα κι αποφάσισε να ελαττώσει και το ποτό. Θα σου στείλω το εισιτήριό σου με το ταχυδρομείο, Χάρι. Μη με ξεχάσεις. Βασίζομαι πάνω σου. Δεν θα τη γλιτώσεις». «Αν εγώ είμαι ο καλύτερος υποψήφιος που έχεις για κουμπάρο, δεν θέλω να ξέρω τι σόι κοινωνική ζωή έχεις, Γενς». «Όσους ξέρω τους έχω εξαπατήσει τουλάχιστον μια φορά. Δεν γουστάρω τέτοιες ιστορίες απ’ τον κουμπάρο στη δεξίωση, οκέι;» Ο Χάρι γέλασε. «Δώσ’ μου μια δυο μέρες να το σκεφτώ. Εγώ σε πήρα, πάντως, να σου ζητήσω μια χάρη. Προσπαθώ να μάθω κάτι για έναν από τους μετόχους της Φουριντέλ, μια εταιρεία με την επωνυμία Ελέμ Α.Ε., αλλά το μόνο που φαίνεται στο μητρώο είναι μια ταχυδρομική θυρίδα στην Μπανγκόκ και μια βεβαίωση ότι έχει καταβληθεί το μετοχικό κεφάλαιο». «Θα πρέπει να είναι σχετικά νέος μέτοχος. Δεν την έχω ξανακούσει. Θα πάρω μερικά τηλέφωνα να δω αν μπορώ να βρω τίποτα. Θα σε ξαναπάρω».

«Όχι, Γενς. Χρειάζομαι απόλυτη εχεμύθεια. Μόνο η Λιζ, ο Λέκεν κι εγώ γνωρίζουμε για την Ελέμ, οπότε δεν γίνεται να ρωτήσεις κανέναν. Ούτε κανείς άλλος στην αστυνομία ξέρει. Θα σε ξαναπάρω εγώ, εντάξει;» «Εντάξει. Ακούγεται σοβαρό, νόμιζα ότι το όλο θέμα έχει κλείσει». «Θα κλείσει πολύ σύντομα».

Ο ήχος του κομπρεσέρ στους βράχους ήταν εκκωφαντικός. «Είστε ο Τζορτζ Γουόλτερς;» φώναξε ο Χάρι στο αυτί του άνδρα με το κίτρινο κράνος, αφού του τον είχε επισημάνει ο άνδρας με τη φόρμα εργασίας. Αυτός γύρισε προς τη μεριά του Χάρι. «Ναι, εσείς ποιος είστε;» Είκοσι μέτρα κάτω από τα πόδια τους τα αυτοκίνητα προχωρούσαν με βήμα σημειωτόν. Ένα ακόμα απόγευμα χαμένο στην κίνηση. «Αξιωματικός επιθεωρητής Χάρι Χόλε. Νορβηγική αστυνομία». Ο Γουόλτερς μάζεψε ένα σχέδιο και το έδωσε σε κάτι ανθρώπους πίσω του. «Α, μάλιστα».

Έκανε το σημάδι του τάιμ άουτ στον άνδρα με το κομπρεσέρ και μια σχετική ησυχία έπεσε σαν φίλτρο στα τύμπανα των αυτιών του Χάρι όταν αυτό σταμάτησε να λειτουργεί. «Wacker, βλέπω» είπε ο Χάρι. «Μοντέλo LHV5». «A, το ξέρετε λοιπόν;» «Δούλευα σε εργοτάξιο ένα καλοκαίρι, χρόνια πριν. Παραλίγο να μου φύγουν τα νεφρά με δαύτο». Ο Γουόλτερς κατένευσε. Τα φρύδια του είχαν γίνει κάτασπρα από τον ήλιο κι έμοιαζε κουρασμένος. Βαθιές ρυτίδες διέσχιζαν ήδη το μεσήλικο πρόσωπό του. Ο Χάρι έδειξε τον τσιμεντένιο δρόμο που υψωνόταν σαν ρωμαϊκό υδραγωγείο κατά μήκος μιας πέτρινης θάλασσας από σπίτια κι ουρανοξύστες. «Ώστε αυτό είναι το ΣΥΣΔΡΟΜ, η σωτηρία της Μπανγκόκ;» «Ναι» είπε ο Γουόλτερς, κοιτάζοντας προς τα εκεί που έδειχνε ο Χάρι. «Στέκεστε πάνω του αυτή τη στιγμή». Ο σεβασμός στη φωνή του και το γεγονός ότι βρισκόταν στο εργοτάξιο κι όχι σ’ ένα γραφείο μαρτυρούσαν στον Χάρι ότι το αφεντικό της Φουριντέλ απολάμβανε περισσότερο τη μηχανική από τη λογιστική. Ήταν πολύ πιο συναρπαστικό να παρακολουθεί κανείς πώς το έργο έπαιρνε σάρκα και οστά από το να κάθεται και ν’ ασχολείται με το δολαριακό χρέος

της εταιρείας. «Μου θυμίζει το Σινικό Τείχος» είπε ο Χάρι. «Αυτό το έργο έχει σκοπό να φέρει κοντά τους ανθρώπους, όχι να τους κρατήσει χώρια». «Έχω έρθει να σας ρωτήσω για τον Ούβε Κλίπρα και τη συμμετοχή του στο έργο. Και για τη Φουριντέλ». «Τι τραγική ιστορία» είπε ο Γουόλτερς, χωρίς να ξεκαθαρίζει σε τι ακριβώς απ’ όλα αναφερόταν. «Τον ξέρατε τον Ούβε Κλίπρα, κύριε Γουόλτερς;» «Δεν θα έλεγα ότι τον ήξερα. Είχαμε συναντηθεί σε διάφορα διοικητικά συμβούλια και με είχε πάρει τηλέφωνο κάνα δυο φορές». Ο Γουόλτερς ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Μέχρι εκεί». «Σας είχε πάρει τηλέφωνο κάνα δυο φορές; Μα η Φουριντέλ δεν είναι μια μεγάλη εταιρεία;» «Ναι, έχουμε πάνω από οκτακόσιους εργαζομένους». «Είστε το αφεντικό και μιλήσατε μόνο δυο φορές με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας σας;» «Καλώς ήλθατε στον κόσμο των επιχειρήσεων». Ο Γουόλτερς κοίταξε τον αυτοκινητόδρομο και την πόλη, λες και οτιδήποτε άλλο δεν τον αφορούσε. «Ο Κλίπρα επένδυσε αρκετά χρήματα στη Φουριντέλ. Θέλετε να μου πείτε ότι δεν τον ενδιέφερε;»

«Όχι, αλλά προφανώς δεν είχε αντιρρήσεις στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η εταιρεία». «Έχετε ακουστά μια άλλη εταιρεία με την επωνυμία Ελέμ Α.Ε.;» «Έχω δει το όνομά της στη λίστα των μετόχων. Δεν είχα χρόνο να την ψάξω, είχαμε άλλα πράγματα στο μυαλό μας τον τελευταίο καιρό». «Το πώς να λύσετε το πρόβλημα με το χρέος της εταιρείας σε δολάρια;» Ο Γουόλτερς ξαναγύρισε προς τη μεριά του Χάρι. Ο Νορβηγός είδε το παραμορφωμένο του είδωλο στα γυαλιά ηλίου. «Τι ξέρετε εσείς για το χρέος;» «Ξέρω ότι η εταιρεία σας χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση αν δεν θέλει να πάει για φούντο. Ότι δεν υποχρεούστε να δημοσιεύσετε καμιά πληροφορία, αφού δεν είστε πια εισηγμένοι στο χρηματιστήριο, κι άρα μπορείτε να αποκρύψετε για λίγο τα προβλήματά σας, ευελπιστώντας να παρουσιαστεί κάποιος σωτήρας με νέα κεφάλαια. Θα ήταν σπαστικό να τα παρατήσετε τώρα που είστε σε θέση να πάρετε κι άλλα μεγάλα συμβόλαια για το ΣΥΣΔΡΟΜ, σωστά;» Ο Γουόλτερς έκανε νόημα στους μηχανικούς να κάνουν ένα διάλειμμα. «Η γνώμη μου είναι ότι ο σωτήρας θα εμφανιστεί»

συνέχισε ο Χάρι. «Θ’ αγοράσει την εταιρεία για ψίχουλα και θα γίνει πάμπλουτος όταν αρχίσουν να πέφτουν οι υπογραφές. Πόσοι άνθρωποι ξέρουν για τα χρέη της εταιρείας;» «Ακούστε, μίστερ...» «Χόλε. Το διοικητικό συμβούλιο, φυσικά. Ποιος άλλος;» «Έχουμε ενημερώσει όλους τους ιδιοκτήτες. Πλην αυτού, δεν βρίσκω τον λόγο γιατί θα πρέπει να κάνουμε βούκινο πράγματα που δεν αφορούν τον υπόλοιπο κόσμο». «Ποιος νομίζετε ότι θ’ αγοράσει την εταιρεία, κύριε Γουόλ​τερς;» «Εγώ είμαι ο διευθύνων σύμβουλος» αγρίεψε ο Γουόλτερς. «Είμαι υπάλληλος των μετόχων και δεν ασχολούμαι με ζητήματα ιδιοκτησίας». «Ακόμα κι αν η αλλαγή ιδιοκτησίας σημάνει την απόλυση τη δική σας και των άλλων οκτακοσίων υπαλλήλων; Ακόμα κι αν πάψετε να συμμετέχετε σ’ αυτό εδώ το έργο;» Ο Χάρι έγνεψε προς το τσιμέντο που εξαφανιζόταν στον ορίζοντα, μες στην ομίχλη. Ο Γουόλτερς δεν απάντησε. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι» είπε ο Χάρι «μου θυμίζει περισσότερο εκείνο τον κίτρινο λιθόστρωτο δρόμο από τον Μάγο του Οζ, θυμάστε;».

Ο Τζορτζ Γουόλτερς κατένευσε αργά. «Ακούστε, κύριε Γουόλτερς. Μίλησα στο τηλέφωνο με τον δικηγόρο του Ούβε Κλίπρα και μερικούς από τους υπόλοιπους μειοψηφικούς μετόχους. Τις τελευταίες μέρες η Ελέμ Α.Ε. αγόρασε τις μετοχές της Φουριντέλ. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει την εταιρεία, κι έτσι χαίρονται τουλάχιστον που πούλησαν τις μετοχές τους και δεν έχασαν την επένδυσή τους. Λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρουν οι ιδιοκτήτες της Φουριντέλ, κύριε Γουόλτερς, αλλά εμένα μου φαίνεστε υπεύθυνος άνθρωπος. Κι οι καινούργιοι σας ιδιοκτήτες είναι η Ελέμ Α.Ε.». Ο Γουόλτερς έβγαλε τα γυαλιά του κι έτριψε τα μάτια του με τη ράχη της παλάμης του. «Θα μου πείτε ποιος βρίσκεται πίσω από την Ελέμ Α.Ε., κύριε Γουόλτερς;» Τα κομπρεσέρ ξανάρχισαν κι ο Χάρι έπρεπε να πλησιάσει τον άνδρα για ν’ ακούσει τι του έλεγε. Ύστερα κατένευσε. «Ήθελα απλώς να το ακούσω κι από εσάς» του φώναξε καθώς έφευγε.

48

Xάρι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Γυρνούσε από εδώ, γυρνούσε από εκεί, αλλά όταν άνοιξε πια το φως ο ύπνος τού είχε φύγει τελείως. Αναστέναξε, τεντώθηκε από το κρεβάτι και πάτησε το κουμπί του αυτόματου τηλεφωνητή. Η ένρινη φωνή της ακούστηκε από το μεγάφωνο ξανά. «Χάι, η Τόνιε είμαι. Ήθελα απλώς να ξανακούσω τη φωνή σου». Πρέπει να ήταν η δέκατη φορά που ξανάπαιζε το μήνυμά της, αλλά τον πονούσε κάθε φορά το ίδιο: Ακουγόταν σαν κάτι που είχε αντιγράψει από κάποιο φωτορομάντζο. Ο Χάρι ξανάσβησε το φως. Δεν του πήρε παραπάνω από ένα λεπτό. «Γαμώτο» είπε και ξανάναψε το φως. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν το ταξί σταμάτησε έξω

Ο

από ένα μικρό μα επιβλητικό σπίτι, περιτριγυρισμένο από έναν χαμηλό λευκό τοίχο. Η Τόνιε Βίιγκ ακούστηκε ξαφνιασμένη στο θυροτηλέφωνο και τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα όταν του άνοιξε την πόρτα. Συνέχισε να ζητάει συγγνώμη για την ακαταστασία του σπιτιού ακόμα κι όταν ο Χάρι άρχισε να τη γδύνει, βγάζοντάς της ένα ένα ρούχο. Ήταν λεπτή, λευκή σαν κιμωλία, κι ο Χάρι έβλεπε τον σφυγμό της να χτυπάει γρήγορα και δυνατά κάτω από το λεπτό δέρμα του λαιμού της. Κι ύστερα έπαψε να μιλάει κι έδειξε σιωπηλά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, όταν εκείνος την πήρε στα χέρια του κι αυτή άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω και τα μακριά μαλλιά της να συρθούν στο παρκέ. Κλαψούρισε όταν την άφησε πάνω στο κρεβάτι, της κόπηκε η ανάσα όταν τον είδε να ξεκουμπώνεται και διαμαρτυρήθηκε απαλά όταν τον είδε ν’ ακουμπά τα γόνατα στο σεντόνι και να την τραβά προς το μέρος του. «Φίλα με» του ψιθύρισε, αλλά ο Χάρι δεν της έδωσε σημασία και μπήκε μέσα της με τα μάτια κλειστά. Εκείνη έπιασε το παντελόνι του, θέλοντας να τον κάνει να το βγάλει τελείως, αλλά εκείνος της απομάκρυνε τα χέρια. Στο κομοδίνο υπήρχε μια φωτογραφία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, των γονιών της δίχως άλλο. Ο Χάρι έσφιξε τα δόντια του, είδε εκείνη τη λάμψη πίσω από τα βλέφαρά του και προσπάθησε να τη φέρει στο μυαλό του.

«Τι είπες;» τον ρώτησε εκείνη, σηκώνοντας το κεφάλι, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ξόρκιζε μουρμουρίζοντας. Προσπάθησε ν’ ακολουθήσει τις κινήσεις του, να βογκήξει, αλλά εκείνος της έκοβε την ανάσα λες κι ήταν αναβάτης του ροντέο και μια την κρατούσε και μια την έσπρωχνε μακριά του. Ο Χάρι τελείωσε μ’ έναν άναρθρο βρυχηθμό και την ίδια στιγμή εκείνη έχωσε τα νύχια της στην πλάτη του, πάνω απ’ το κοντομάνικο, σπαρτάρισε κι ούρλιαξε. Τον τράβηξε πάνω της κι εκείνος έχωσε το πρόσωπό του στον λαιμό της. «Ωραία ήταν» είπε εκείνη, αλλά οι λέξεις έμειναν ξεκρέμαστες στον αέρα, σαν ένα παράλογο, αχρείαστο ψέμα, κι εκείνος δεν απάντησε. Όταν την άκουσε να αναπνέει ξανά ήρεμα, σηκώθηκε όρθιος και ντύθηκε ήσυχα. Κι οι δυο τους ήξεραν ότι η Τόνιε δεν κοιμόταν. Ο Χάρι βγήκε έξω. Είχε αρχίσει να φυσάει. Κατέβηκε τον χαλικόστρωτο δρόμο, με τη μυρωδιά της να απομακρύνεται ολοένα. Το σχοινί χτυπούσε με μανία στον ιστό στην πύλη εισόδου. Ίσως οι μουσώνες ν’ άρχιζαν νωρίς φέτος, ίσως ήταν το Ελ Νίνιο. Ή ίσως ήταν μια φυσιολογική αλλαγή του καιρού. Έξω από την πύλη αναγνώρισε το σκούρο αμάξι. Νόμιζε ότι ξεχώρισε μια σιλουέτα πίσω από τα βρόμικα παράθυρα,

αλλά δεν ήταν σίγουρος μέχρι που άκουσε τον ηλεκτρικό ήχο ενός παραθύρου που γλίστρησε προς τα κάτω και τον αδύναμο ήχο της Συμφωνίας σε Ντο ελάσσονα του Γκριγκ από το εσωτερικό. «Να σας πάω σπίτι, χερ Χόλε;» Ο Χάρι κατένευσε, μια πόρτα άνοιξε κι αυτός μπήκε μέσα. Ο οδηγός ίσιωσε το κάθισμά του. «Τι κάνεις εδώ έξω τέτοια ώρα, Σανπέτ;» «Μόλις γύρισα από τον χερ Τούρχους. Δεν είχε νόημα να πάω σπίτι, σε λίγες ώρες πρέπει να πάω τη μις Βίιγκ στη δουλειά». Έβαλε μπρος τη μηχανή και γλίστρησε στους νυχτερινούς δρόμους της συνοικίας με τις βίλες. «Και πού πήγαινε ο κύριος Τούρχους τόσο αργά τη νύχτα;» ρώτησε ο Χάρι. «Ήθελε να δει την Πατπόνγκ». «Α, μάλιστα. Του πρότεινες κανένα μπαρ;» «Όχι, κύριε. Φαινόταν να ξέρει πού ήθελε να πάει. Ο καθένας ξέρει από μόνος του το φάρμακο που του χρειάζεται». Το βλέμμα του συνάντησε αυτό του Χάρι στον καθρέφτη. «Έχεις απόλυτο δίκιο» είπε εκείνος και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Βγήκαν στη λεωφόρο Ράμα V και η κυκλοφορία ήταν εντελώς σταματημένη. Μια γριά χωρίς καθόλου δόντια τούς

κοιτούσε από την καρότσα ενός φορτηγού. Του Χάρι τού φάνηκε πως είχε κάτι γνώριμο και ξαφνικά εκείνη του χαμογέλασε. Του πήρε μια στιγμή να συνειδητοποιήσει ότι η γυναίκα δεν μπορούσε να δει στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, ότι χαμογελούσε στην αντανάκλασή της στο παράθυρο του αυτοκινήτου της πρεσβείας.

49

Ίβαρ Λέκεν ήξερε ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Κάθε μόριο του κορμιού του πάλευε ακόμη, μα τα πάντα είχαν τελειώσει. Ο πανικός ερχόταν κατά κύματα, μια τον πλημμύριζε, μια υποχωρούσε. Και καθ’ όλη τη διάρκεια ο Ίβαρ Λέκεν ήξερε ότι θα πεθάνει. Ήταν ένα συμπέρασμα καθαρά διανοητικό, η σιγουριά του όμως τον διαπέρασε σαν λιωμένος πάγος. Ούτε τότε που είχε πέσει στην παγίδα στο Μάι Λάι, τότε που στεκόταν μ’ ένα παλούκι από μπαμπού που μύριζε σκατά χωμένο στον μηρό του, κι άλλο ένα, από το πέλμα έως το γόνατο – ούτε τότε δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι θα πέθαινε. Ούτε τότε που ήταν ξαπλωμένος και έτρεμε από τον πυρετό στην Ιαπωνία, τότε που του ’χαν πει ότι θα πρέπει να του κόψουν το πόδι κι αυτός επέμενε ότι ήταν καλύτερα να πεθάνει από το να τον ακρωτηριάσουν·

O

ήξερε ότι ο θάνατος δεν ήταν επιλογή, ήταν αδύνατος. Κι όταν του έφεραν το αναισθητικό, είχε πετάξει τη σύριγγα απ’ τα χέρια του νοσοκόμου. Βλακείες. Κι όμως, το πόδι δεν του το ’κοψαν. Εφόσον υπάρχει πόνος, υπάρχει ζωή, αυτό είχε χαράξει στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του. Για έναν σχεδόν χρόνο πάλευε το ίδιο του το μολυσμένο αίμα, στο νοσοκομείο στο Οκάμπε, και κέρδισε. Είπε στον εαυτό του ότι είχε ζήσει μια καλή ζωή· και είχε διαρκέσει πολύ. Κάτι ήταν κι αυτό. Είχε δει άλλους να περνούν πολύ χειρότερα. Γιατί ν’ αντισταθεί λοιπόν; Το σώμα του αρνιόταν να τα παρατήσει, όπως αρνιόταν σ’ όλη του τη ζωή: όταν αρνιόταν να ξεπεράσει τα όρια σαν φούντωνε η επιθυμία, όταν αρνήθηκε να σκύψει το κεφάλι σαν τον έδιωξαν από τον στρατό, όταν αρνήθηκε την αυτολύπηση σαν τον μαστίγωσε η ταπείνωση κι άνοιξαν πάλι οι πληγές του. Πάνω απ’ όλα, όμως, αρνήθηκε να κλείσει τα μάτια του. Τα είχε δει όλα: πολέμους, δυσκολίες, βαναυσότητες, γενναιότητα και ανθρωπιά. Τόσο πολύ, που μπορούσε με ασφάλεια να πει ότι είχε ζήσει μια μεστή, μακρά ζωή. Κι έτσι ούτε τώρα έκλεισε τα μάτια του· ούτε καν τα ανοιγόκλεισε. Ο Λέκεν ήξερε ότι θα πέθαινε. Κι αν του ’χαν μείνει δάκρυα, θα έκλαιγε.

Η Λιζ κοίταξε το ρολόι της. Ήταν οκτώ και μισή και κάθονταν με τον Χάρι στο Καραόκε της Μίλι εδώ και μία ώρα. Ακόμα κι η Μαντόνα στη φωτογραφία έμοιαζε να ’χει χάσει την υπομονή της περισσότερο παρά την πείνα της. «Μα πού είναι;» ρώτησε η Λιζ. «Θα έρθει» είπε ο Χάρι. Στεκόταν στο παράθυρο· είχε σηκώσει τις περσίδες και χάζευε την αντανάκλασή του καθώς τη διαπερνούσαν τα φώτα των αυτοκινήτων στην οδό Σιλόμ. «Πότε του μίλησες;» «Αμέσως μόλις κλείσαμε. Ήταν σπίτι, τακτοποιούσε τις φωτογραφίες και τον φωτογραφικό του εξοπλισμό. Θα έρθει ο Λέκεν, θα δεις». Πίεσε τις ράχες των χεριών του μες στα μάτια του. Ήταν κόκκινα κι ερεθισμένα όταν ξύπνησε. «Ας αρχίσουμε» της είπε. «Με τι; Ακόμη δεν μου έχεις πει τι θα κάνουμε». «Πρέπει να τα ξαναβάλουμε όλα στη σειρά, μια τελευταία επαναπροσέγγιση». «Εντάξει, αλλά γιατί;» «Γιατί όλον αυτό τον καιρό βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο». Ο Χάρι άφησε το κορδόνι και οι περσίδες ξεδιπλώθηκαν

με δύναμη, σαν κάποιος να έπεφτε μέσα σε πυκνό φύλλωμα.

Ο Λέκεν καθόταν σε μια καρέκλα. Στο τραπέζι μπροστά του ήταν αραδιασμένη μια σειρά από μαχαίρια. Καθένα τους μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο σε δευτερόλεπτα. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πόσο εύκολα μπορείς να σκοτώσεις έναν άλλο άνθρωπο. Τόσο εύκολο, που καμιά φορά του Λέκεν του φαινόταν απίστευτο που οι περισσότεροι έφταναν μέχρι τα γεράματα. Μια κυκλική κίνηση σαν να ξεφλουδίζεις πορτοκάλι και να σου ο λαιμός σκισμένος. Το αίμα ξεχύνεται τόσο γρήγορα, που ο θάνατος είναι ζήτημα δευτερολέπτων – αν ο δολοφόνος ξέρει, φυσικά, τι κάνει. Η μαχαιριά στην πλάτη απαιτεί μεγαλύτερη ακρίβεια. Μπορείς να καρφώσεις κάποιον είκοσι, τριάντα φορές χωρίς να του προκαλέσεις ζημιά ζωτικής σημασίας, πετσοκόβοντας απλώς τις σάρκες του. Αλλά, αν γνωρίζεις από ανατομία, αν ξέρεις πώς να τρυπήσεις πνευμόνι ή καρδιά, η υπόθεση είναι παιχνιδάκι. Αν τον μαχαιρώσεις από μπροστά, καλύτερα να στοχεύσεις χαμηλά και να τραβήξεις το μαχαίρι προς τα πάνω, ώστε να χωθεί η λάμα κάτω από τα πλευρά και να φτάσει τα ζωτικά όργανα. Αλλά από πίσω είναι πιο εύκολο, αν φυσικά χτυπήσεις δίπλα στη σπονδυλική στήλη.

Πόσο εύκολο είναι να πυροβολήσεις κάποιον; Πανεύκολο. Την πρώτη φορά που σκότωσε κάποιον ο Λέκεν είχε χρησιμοποιήσει ένα ημιαυτόματο τουφέκι στην Κορέα. Είχε στοχεύσει, είχε τραβήξει τη σκανδάλη και είχε δει τον άνδρα να πέφτει. Αυτό ήταν. Ούτε τύψεις ούτε εφιάλτες ούτε νευρικοί κλονισμοί αργότερα. Ίσως κι επειδή είχαν πόλεμο, αλλά ποτέ του δεν πίστεψε ότι αυτή ήταν όλη η αλήθεια. Ίσως του έλειπε η ενσυναίσθηση. Κάποτε ένας ψυχολόγος του είχε εξηγήσει ότι ήταν παιδόφιλος επειδή είχε τραυματισμένη ψυχή. Δηλαδή κακή ψυχή.

«Άκουσέ με προσεκτικά». Ο Χάρι είχε καθίσει απέναντι από τη Λιζ. «Την ημέρα της δολοφονίας του πρέσβη το αμάξι της πρεσβείας πήγε στο σπίτι του Ούβε Κλίπρα στις εφτά το απόγευμα, αλλά δεν το οδηγούσε ο πρέσβης». «Όχι;» «Όχι. Ο φρουρός δεν θυμάται το κίτρινο κουστούμι του». «Και λοιπόν;» «Έλα, βρε Λιζ, το είδες το κουστούμι. Κι ένας υπάλληλος βενζινάδικου με στολή πιο διακριτικός θα ήταν. Θα ξεχνούσες ποτέ εσύ κουστούμι σαν κι αυτό;»

Η Λιζ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά· ο Χάρι συνέχισε. «Ο οδηγός πάρκαρε το αμάξι στο γκαράζ, χτύπησε το κουδούνι της πλαϊνής πόρτας κι όταν ο Κλίπρα πήγε ν’ ανοίξει πολύ πιθανόν να βρέθηκε φάτσα κάρτα με την κάννη ενός όπλου. Ο επισκέπτης μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και ζήτησε ευγενικά από τον Κλίπρα ν’ ανοίξει το στόμα του». «Ευγενικά;» «Προσπαθώ να διανθίσω τα γεγονότα, εντάξει;» Η Λιζ έσφιξε τα χείλη κι έφερε το ένα της δάχτυλο μπροστά τους. «Ύστερα έβαλε την κάννη του όπλου στο στόμα του Κλίπρα, τον διέταξε να τη δαγκώσει και πάτησε τη σκανδάλη εν ψυχρώ κι ανηλεώς. Η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του Κλίπρα και καρφώθηκε στον τοίχο. Ο δολοφόνος σκούπισε το αίμα και... καλά, ξέρεις τώρα τι γίνεται μετά από κάτι τέτοιο». Η Λιζ κατένευσε και του έκανε νόημα να συνεχίσει. «Με λίγα λόγια, ο μυστηριώδης επισκέπτης αφαίρεσε όλα τ’ αποδεικτικά στοιχεία. Στο τέλος πήρε και το κατσαβίδι από το πορτμπαγκάζ κι έβγαλε και τη σφαίρα που είχε σφηνωθεί στον τοίχο». «Πώς το ξέρεις αυτό;» «Βρήκα σοβά στο πάτωμα του χολ και μια τρύπα εκεί που πρέπει να χώθηκε η σφαίρα. Η Σήμανση απέδειξε ότι

πρόκειται για τον ίδιο σοβά που βρήκαμε στο κατσαβίδι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της πρεσβείας». «Και μετά;» «Μετά ο δολοφόνος ξαναπήγε στο αυτοκίνητο και μετακίνησε το σώμα του πρέσβη για να βάλει το κατσαβίδι πίσω στη θέση του, στο πορτμπαγκάζ». «Δηλαδή είχε ήδη σκοτώσει τον πρέσβη;» «Θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό. Ο δολοφόνος αλλάζει ρούχα και φορά το κουστούμι του πρέσβη, ανεβαίνει στο γραφείο του Κλίπρα, παίρνει το ένα από τα δύο μαχαίρια Σαν και τα κλειδιά του κρησφύγετου στην ύπαιθρο. Κάνει επίσης κι ένα γρήγορο τηλεφώνημα από το γραφείο του Κλίπρα και παίρνει μαζί του την κασέτα της μαγνητοφώνησης. Ύστερα παραχώνει το πτώμα του Κλίπρα στο πορτμπαγκάζ και φεύγει από το σπίτι κατά τις οκτώ». «Χάρι, δυσκολεύομαι να σε πιάσω». «Στις οκτώ και μισή κάνει τσεκ ιν στο μοτέλ του Γουάνγκ Λι». «Έλα τώρα, Χάρι. Αφού ο Γουάνγκ Λι αναγνώρισε το πτώμα ως τον άνδρα στον οποίο είχε δώσει τα κλειδιά». «Ο Γουάνγκ Λι δεν είχε κανέναν λόγο να υποψιάζεται ότι το πτώμα στο κρεβάτι δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που του είχε ζητήσει τα κλειδιά. Το μόνο που είδε ήταν ένας

φαράνγκ με κίτρινο κουστούμι. Γι’ αυτόν όλοι οι φαράνγκ...» «...φαίνονται ίδιοι. Άι στον διάολο!» «Ειδικά όταν κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Και μην ξεχνάς ότι ο πρέσβης είχε ένα πολύ ιδιαίτερο μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη του». «Ναι, τι παίζει με το μαχαίρι;» «Ο πρέσβης όντως δολοφονήθηκε με μαχαίρι, αλλά πολύ πριν φτάσει το πτώμα του στο ξενοδοχείο. Ένα λαπωνικό μαχαίρι, υποθέτω, μιας κι είχε επάνω του λίπος ταράνδου. Τέτοια μαχαίρια υπάρχουν παντού στο Φίνμαρκ, στη Νορβηγία». «Μα ο ιατροδικαστής είπε ότι η μαχαιριά ταίριαζε στη λάμα του μαχαιριού Σαν». «Φυσικά. Το Σαν είναι μακρύτερο και πιο πλατύ από τα λαπωνικά μαχαίρια, οπότε είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς ότι είχε χρησιμοποιηθεί πρώτα άλλο μαχαίρι. Παρακολούθησέ με, σε παρακαλώ. Ο δολοφόνος ήρθε στο μοτέλ με δυο πτώματα στο πορτμπαγκάζ, ζήτησε ένα δωμάτιο όσο πιο μακριά από τη ρεσεψιόν γίνεται, ώστε να μπορεί να παρκάρει με την όπισθεν προς το δωμάτιο και να μεταφέρει το πτώμα του πρέσβη στο δωμάτιο και ζήτησε να μην τον ενοχλήσουν μέχρι να τους ειδοποιήσει ότι ήταν έτοιμος. Στο δωμάτιο ξανάλλαξε ρούχα και ξαναφόρεσε στον πρέσβη το κίτρινο κουστούμι του. Αλλά πιεζόταν κι

έκανε λάθη: Θυμάσαι που σχολίασα το γεγονός ότι η ζώνη του πρέσβη ήταν δεμένη πιο σφιχτά απ’ ό,τι συνήθως, νομίζοντας ότι περίμενε να συναντήσει μια γυναίκα;» Η Λιζ χτύπησε κατ’ επανάληψη τη γλώσσα της στον ουρανίσκο: «Τς, τς, τς... Ο δολοφόνος δεν πρόσεξε τις εγκοπές της ζώνης όταν την έδενε». «Ένα μικρό λάθος, τίποτα που να μπορεί να τον ενοχοποιήσει, αλλά ένα από τα πάρα πολλά μικρά στοιχεία που μαζί δείχνουν ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Κι ενώ ο Μούλνες βρισκόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι, έχωσε προσεκτικά το μαχαίρι Σαν στην παλιά πληγή κι ύστερα σκούπισε τη λαβή κι απομάκρυνε κάθε ίχνος». «Έτσι λοιπόν εξηγείται και γιατί δεν υπήρχε πολύ αίμα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Γιατί ο πρέσβης δολοφονήθηκε κάπου αλλού. Γιατί δεν το κατάλαβε αυτό ο ιατροδικαστής;» «Πάντα είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσο αιμορραγεί μια μαχαιριά: Εξαρτάται απ’ το ποιες αρτηρίες κόβονται και το κατά πόσο η ίδια η λάμα σταματάει τη ροή του αίματος. Τίποτα το εξωπραγματικό δεν συνέβη. Γύρω στις εννιά ο δολοφόνος έφυγε από το μοτέλ με το πτώμα του Κλίπρα ακόμη μες στο πορτμπαγκάζ και πήγε στο κρησφύγετό του στην εξοχή».

«Ήξερε πού ήταν το σπίτι; Ε, τότε πρέπει να ήξερε καλά και τον Κλίπρα». «Τον ήξερε καλά, ναι».

Μια σκιά έπεσε στο τραπέζι κι ένας άνδρας ήρθε και κάθισε απέναντι από τον Λέκεν. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και η εκκωφαντική βοή των αυτοκινήτων γέμιζε το δωμάτιο μαζί με τα καυσαέρια. «Είσαι έτοιμος;» ρώτησε ο Λέκεν. Ο γίγαντας με την κοτσίδα τον κοίταξε, προφανώς έκπληκτος που ο Λέκεν μιλούσε ταϊλανδέζικα. «Έτοιμος είμαι» του απάντησε. Ο Λέκεν, χλωμός, χαμογέλασε. Ένιωθε πολύ κουρασμένος. «Τι περιμένεις λοιπόν; Άντε, τελείωνε».

«Όταν έφτασε στο εξοχικό του Κλίπρα, ξεκλείδωσε την πόρτα κι έχωσε το πτώμα στον καταψύκτη. Ύστερα έπλυνε και καθάρισε το πορτμπαγκάζ με την ηλεκτρική σκούπα, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε ίχνος από τα δύο πτώματα».

«Εντάξει, αλλά αυτό πώς το ξέρεις;» «Η Σήμανση βρήκε στον καταψύκτη αίμα που ανήκε στον Ούβε Κλίπρα και ίνες από το πορτμπαγκάζ και τα ρούχα του πρέσβη και του Κλίπρα στην ηλεκτρική σκούπα». «Kοίτα να δεις. Και δηλαδή ο πρέσβης δεν ήταν και τόσο τακτικός όσο νόμιζες όταν πρωτοανοίξαμε το πορτμπαγκάζ, ε;» Ο Χάρι χαμογέλασε. «Κατάλαβα ότι ο πρέσβης δεν ήταν τακτικός από τη στιγμή που είδα το γραφείο του». «Για περίμενε, άκουσα καλά; Μήπως μόλις παραδέχτηκες ότι έκανες λάθος;» «Καλά άκουσες» είπε ο Χάρι και σήκωσε όρθιο τον δείκτη του χεριού του. «Αλλά ο Κλίπρα ήταν όντως τακτικός. Τα πάντα στο κρησφύγετό του ήταν καθαρά, τακτοποιημένα, θυμάσαι; Μέχρι και γάντζο είχε βάλει στο ντουλάπι για να κρεμάει την ηλεκτρική σκούπα. Όταν άνοιξα εγώ το ντουλάπι όμως, η ηλεκτρική σκούπα μού έπεσε στο πόδι. Λες κι όποιος την είχε χρησιμοποιήσει τελευταία δεν ήξερε τα κατατόπια. Γι’ αυτό έστειλα τη σκούπα στη Σήμανση». Η Λιζ κούνησε το κεφάλι της, ενώ ο Χάρι συνέχισε: «Όταν είδα όλα εκείνα τα κρέατα στον καταψύκτη, συνειδητοποίησα ότι μπορούσες άνετα να κρατήσεις ένα πτώμα εκεί μέσα για εβδομάδες ολόκληρες, δίχως το σώμα να...».

Ο Χάρι φούσκωσε τα μάγουλά του κι έδειξε ανοίγοντας τα χέρια του. «Δεν πας καλά» είπε η Λιζ. «Να πας να δεις κάνα γιατρό». «Θες να μάθεις τα υπόλοιπα ή όχι;» Ήθελε. «Μετά ο δολοφόνος ξαναπήγε στο ξενοδοχείο, πάρκαρε το αμάξι, μπήκε στο δωμάτιο κι άφησε το κλειδί στην τσέπη του Μούλνες. Κι ύστερα εξαφανίστηκε μες στη νύχτα δίχως ίχνος. Στην κυριολεξία». «Για μια στιγμή! Μας πήρε μιάμιση ώρα να πάμε στου Κλίπρα τις προάλλες. Είναι σχεδόν η ίδια απόσταση από εδώ. Η Ντιμ βρήκε τον Μούλνες στις έντεκα και μισή, δηλαδή δυόμισι ώρες αφότου ο δολοφόνος έφυγε την πρώτη φορά από το ξενοδοχείο. Δεν γίνεται να πήγε και να ’ρθε πριν η Ντιμ βρει το πτώμα του πρέσβη. Το ξέχασες αυτό;» «Καθόλου. Να φανταστείς ότι ξανάκανα τη διαδρομή. Ξεκίνησα στις εννιά, περίμενα μισή ώρα στο εξοχικό του Κλίπρα και ξαναγύρισα πίσω». «Και;» «Έφτασα στις δώδεκα και τέταρτο». «Βλέπεις; Δεν βγαίνει ο λογαριασμός». «Δεν θυμάσαι τι είπε η Ντιμ για το αυτοκίνητο όταν την ανακρίναμε;»

Η Λιζ δάγκωσε το πάνω χείλος της. «Δεν θυμόταν να ’χει δει κανένα αυτοκίνητο» είπε ο Χάρι. «Γιατί πολύ απλά δεν ήταν εκεί. Στις δώδεκα και τέταρτο ήταν κι οι δυο τους στη ρεσεψιόν και περίμεναν την αστυνομία, κι έτσι δεν είδαν το αμάξι του πρέσβη να γλιστράει από πίσω τους». «Πωπώ... κι εγώ που νόμιζα ότι είχαμε να κάνουμε με προσεκτικό δολοφόνο. Θα μπορούσε να ’χει πέσει πάνω στην αστυνομία κατά την επιστροφή του!» «Ήταν προσεκτικός, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει ότι ο φόνος θα γινόταν αντιληπτός πριν επιστρέψει. Η συμφωνία ήταν ότι η Ντιμ δεν θα έμπαινε στο δωμάτιο πριν την πάρει τηλέφωνο, θυμάσαι; Μόνο που ο Γουάνγκ Λι άρχισε να γίνεται ανυπόμονος και παραλίγο να του καταστρέψει όλο το σχέδιο. Ο δολοφόνος δεν πρέπει να ’ξερε για την αστυνομία όταν έβαζε τα κλειδιά στην τσέπη του Μούλνες». «Καθαρή τύχη δηλαδή;» «Μια χαραμάδα τύχης σε μια σειρά κακοτυχίες. Συνήθως, ο άνθρωπος αυτός δεν αφήνει τίποτα στην τύχη».

Από τη Μαντζουρία πρέπει να ’ναι, σκέφτηκε ο Λέκεν. Ίσως από την επαρχία Τζιλίν. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της

Κορέας τού είχαν πει ότι ο Κόκκινος Στρατός στρατολογούσε πολλούς στρατιώτες από εκείνες τις περιοχές επειδή ήταν πολύ ψηλοί. Ένας Θεός ξέρει τι σόι λογική ήταν κι αυτή, γιατί όσο ψηλότεροι ήταν τόσο πιο βαθιά βούλιαζαν στις λάσπες και τόσο πιο εύκολα γίνονταν στόχοι. Ο άνδρας στάθηκε από πίσω του σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. Ο Λέκεν δεν έπαιρνε κι όρκο, αλλά του ακουγόταν σαν το «I wanna hold your hand». Ο Κινέζος είχε πάρει ένα μαχαίρι από το τραπέζι – αν υποθέσουμε ότι ένα γιαταγάνι εβδομήντα εκατοστών μπορεί να ονομαστεί μαχαίρι. Το ζύγισε στα χέρια του, σαν παίκτης του μπέιζμπολ που διαλέγει μπαστούνι, κι ύστερα το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του αμίλητος. Ο Λέκεν έτριξε τα δόντια του. Την ίδια στιγμή ο ευχάριστος λήθαργος που του είχε χαρίσει το βαρβιτουρικό ναρκωτικό πέρασε, το αίμα πάγωσε στις φλέβες του κι ο Λέκεν έχασε τον αυτοέλεγχο. Κι ενώ άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται, με τα χέρια του δεμένα στο τραπέζι με δερμάτινα λουριά, το μουρμουρητό πλησίασε από πίσω του. Ένα χέρι τού άρπαξε τα μαλλιά, τράβηξε το κεφάλι του πίσω κι ο Λέκεν βρέθηκε με μια μπάλα του τένις παραχωμένη στο στόμα του. Ένιωσε τις τριχούλες στη γλώσσα και τον ουρανίσκο του: Τραβούσαν το σάλιο του σαν στουπί· οι στριγκλιές του Λέκεν έγιναν ανήμπορα βογκητά. Το αιμοστατικό περίδεμα γύρω από το μπράτσο του ήταν

τόσο σφιχτοδεμένο, που ο Λέκεν είχε χάσει την αίσθηση στο χέρι του εδώ και πολλή ώρα, κι όταν το γιαταγάνι κατέβηκε με γδούπο κι αυτός δεν ένιωσε τίποτα νόμιζε για μια στιγμή ότι ο Κινέζος είχε αστοχήσει. Τότε είδε το δεξί του χέρι στην απέναντι μεριά του τραπεζιού. Είχε σφιγμένη τη γροθιά και τώρα άνοιγε σιγά σιγά. Το κόψιμο ήταν πεντακάθαρο. Είδε δυο κομμένα λευκά κόκαλα να εξέχουν: την κερκίδα και την ωλένη. Τα είχε ξαναδεί σε άλλους ανθρώπους, μα ποτέ πάνω του. Λόγω του περιδέματος, δεν υπήρχε πολύ αίμα. Κι αυτό που έλεγαν για τους ξαφνικούς ακρωτηριασμούς, ότι δηλαδή δεν πονάνε, δεν ήταν αλήθεια: Ο πόνος ήταν αφόρητος. Περίμενε το σοκ, εκείνη την παραλυτική αίσθηση του τίποτα, αλλά αυτή η οδός διαφυγής κόπηκε αμέσως. Ο άνδρας που σιγομουρμούριζε έχωσε στο πάνω μέρος του μπράτσου του μια σύριγγα, μέσα από το πουκάμισο, χωρίς καν να προσπαθήσει να βρει φλέβα. Αυτό ήταν το καταπληκτικό με τη μορφίνη: Δούλευε όπου κι αν την έβαζες. Ο Λέκεν συνειδητοποίησε ότι θα επιβίωνε. Για πολλή ώρα. Για όση ώρα τον ήθελαν να επιβιώσει.

«Κι η Ρούνα Μούλνες;» Η Λιζ καθάριζε τα δόντια της μ’ ένα σπίρτο.

«Θα μπορούσε να την έχει μαζέψει απ’ οπουδήποτε» είπε ο Χάρι. «Στον δρόμο από το σχολείο στο σπίτι, ας πούμε». «Και την πήγε στο εξοχικό του Κλίπρα. Και τι συνέβη μετά;» «Το αίμα και η τρύπα στο παράθυρο μαρτυρούν ότι την πυροβόλησε μέσα στο σπίτι. Μάλλον με το που έφτασαν εκεί». Ήταν σχεδόν εύκολο όταν μιλούσε για εκείνη έτσι, λες κι ήταν ένα απλό θύμα δολοφονίας. «Δεν καταλαβαίνω» είπε η Λιζ. «Γιατί να την απαγάγει και να τη σκοτώσει αμέσως; Νόμιζα ότι ο σκοπός ήταν να τη χρησιμοποιήσει για να σταματήσεις τις έρευνες. Θα έπρεπε να την κρατήσει ζωντανή. Μπορεί να χρειαζόσουν αποδείξεις ότι ήταν εν ζωή πριν υποκύψεις στις απαιτήσεις του». «Και πώς ακριβώς θα υπέκυπτα στις απαιτήσεις του; Θα γυρνούσα στη Νορβηγία κι ύστερα η Ρούνα θα επέστρεφε σπίτι χοροπηδώντας; Κι ο απαγωγέας θα ξεφυσούσε από ανακούφιση μόνο και μόνο επειδή του υποσχέθηκα ότι θα τον άφηνα ήσυχο, παρόλο που δεν είχε άλλα μέσα πίεσης; Έτσι είδες να γίνονται τα πράγματα; Νόμιζες απλώς ότι θα την άφηνε να...» Ο Χάρι πρόσεξε τα μάτια της Λιζ και συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να φωνάζει. Το βούλωσε. «Όχι, δεν αναφερόμουν σ’ αυτό, αναρωτιόμουν τι ακριβώς

σκεφτόταν» είπε η Λιζ, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει στα μάτια. Είχε πάλι εκείνη τη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της. «Με συγχωρείς, Λιζ». Πίεσε τις άκρες των δαχτύλων στο σαγόνι του. «Πρέπει να είμαι κουρασμένος». Σηκώθηκε όρθιος και ξαναπήγε ως το παράθυρο. Η ψύχρα μες στο δωμάτιο και ο ζεστός κι υγρός αέρας απέξω δημιουργούσαν ένα λεπτό γκρίζο στρώμα υγρασίας πάνω στο τζάμι. «Δεν την απήγαγε επειδή φοβόταν ότι είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πολύ παραπάνω απ’ όσα θα ’πρεπε. Δεν είχε λόγους να πιστεύει κάτι τέτοιο. Δεν έβλεπα πέρα από τη μύτη μου». «Κι άρα ποιο ήταν το κίνητρο της απαγωγής; Να επιβεβαιώσει τη θεωρία μας ότι πίσω από τους φόνους του Μούλνες και του Τζιμ Λαβ ήταν ο Κλίπρα;» «Αυτό ήταν το δευτερεύον κίνητρό του» είπε ο Χάρι πάνω στο τζάμι. «Το βασικό του κίνητρο ήταν ότι έπρεπε να σκοτώσει και εκείνη. Όταν την...» Το μπάσο από το διπλανό δωμάτιο έφτανε αμυδρά στ’ αυτιά τους. «Ναι, Χάρι;» «Όταν την πρωτογνώρισα ήταν ήδη καταδικασμένη».

Η Λιζ πήρε μια ανάσα. «Έχει πάει σχεδόν εννιά. Μήπως να μου πεις ποιος είναι ο δολοφόνος πριν έρθει ο Λέκεν;»

Ο Λέκεν είχε κλειδώσει την εξώπορτα του διαμερίσματός του στις εφτά κι είχε βγει στον δρόμο για να πάρει ταξί για το Καραόκε της Μίλι. Είχε δει το αυτοκίνητο αμέσως: ένα Toyota Corolla μ’ έναν οδηγό που έμοιαζε να γεμίζει ολόκληρη την καμπίνα. Στη θέση του συνοδηγού είδε τη σιλουέτα κάποιου άλλου. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πάει κατευθείαν στο αμάξι να τους ρωτήσει τι ήθελαν, αλλά αποφάσισε να τους τεστάρει πρώτα. Νόμιζε πως ήξερε τι ήθελαν και ποιος τους είχε στείλει. Μπήκε σ’ ένα ταξί και λίγα τετράγωνα πιο κάτω επιβεβαίω​σε ότι όντως το Toyota Corolla τούς ακολουθούσε. Ο ταξιτζής κατάλαβε ότι ο φαράνγκ στο πίσω κάθισμα δεν ήταν τουρίστας και δεν του πρόσφερε φυλλάδιο με μασάζ. Αλλά, όταν ο Λέκεν τού ζήτησε να κάνει διάφορες παρακάμψεις, πρέπει να άλλαξε γνώμη. «Sightseeing, sil?» «Yes, some sightseeing». Δέκα λεπτά αργότερα δεν είχε πια αμφιβολία. Το σχέδιο ήταν να οδηγήσει ο Λέκεν τους μυστικούς αστυνομικούς

στην κρυφή του συνάντηση. Ο Λέκεν αναρωτήθηκε πώς είχε καταλάβει ο αρχηγός της αστυνομίας ότι θα συναντιούνταν. Και γιατί τον ένοιαζε τόσο πολύ που ένα από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του είχε περίεργη συνεργασία με δυο ξένους; Μπορεί να μην έπαιζαν σύμφωνα με τους κανόνες, είχαν όμως φέρει αποτελέσματα. Στην οδό Σούα Πα έπεσαν σε μποτιλιάρισμα. Ο ταξιτζής πήγε και χώθηκε στο κενό ανάμεσα σε δύο λεωφορεία και του έδειξε τους πυλώνες που χτίζονταν από εδώ κι από εκεί. Μια χαλύβδινη δοκός είχε πέσει και είχε σκοτώσει έναν μοτοσικλετιστή την προηγούμενη εβδομάδα. Το είχε διαβάσει στις εφημερίδες. Είχαν μάλιστα δημοσιεύσει και φωτογραφίες. Ο ταξιτζής κούνησε το κεφάλι του, έβγαλε ένα πανί και σκούπισε το ταμπλό, τα παράθυρα, μια φιγούρα του Βούδα και τη φωτογραφία της βασιλικής οικογένειας. Ύστερα άνοιξε την εφημερίδα Thai Rath πάνω στο τιμόνι και μ’ έναν αναστεναγμό γύρισε στα αθλητικά. Ο Λέκεν κοίταξε έξω από το πίσω παράθυρο. Δυο αυτοκίνητα τους χώριζαν από το Toyota Corolla. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Εφτά και μισή. Θ’ αργούσε έτσι και δεν ξεφορτωνόταν αυτούς τους δύο ηλίθιους. Πήρε την απόφασή του και χτύπησε τον οδηγό στον ώμο. «Βλέπω κάποιον που ξέρω» είπε στα αγγλικά κι έκανε μια χειρονομία προς τα πίσω.

Ο ταξιτζής δεν πείστηκε και φοβήθηκε ότι ο φαράνγκ θα την κοπανούσε δίχως να τον πληρώσει. «Επιστρέφω αμέσως» είπε ο Λέκεν και βγήκε με δυσκολία από την πόρτα. Μια μέρα ζωής λιγότερο, σκεφτόταν καθώς εισέπνεε διοξείδιο του άνθρακα αρκετό για να σκοτώσει μια οικογένεια αρουραίων. Περπάτησε ήρεμα μέσα στην κίνηση προς τη μεριά του Toyota. Ένα από τα φώτα του πρέπει να είχε χτυπήσει κάτι, γιατί το φως του λαμπτήρα έπεφτε κατευθείαν στο πρόσωπό του. Προετοίμασε τον λόγο του, ανυπομονώντας να δει τα έκπληκτα μούτρα τους. Ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά και μπορούσε να δει τους επιβάτες του αυτοκινήτου. Ξαφνικά, είχε αμφιβολίες. Κάτι στο παρουσιαστικό τους δεν πήγαινε καλά. Παρόλο που οι αστυνομικοί δεν είναι, γενικά, τα εξυπνότερα παιδιά, ήξεραν ότι η διακριτικότητα ήταν η πρώτη εντολή όταν παρακολουθούσες κάποιον. Ο άνδρας, όμως, στη θέση του συνοδηγού φορούσε γυαλιά ηλίου, παρόλο που ο ήλιος είχε δύσει εδώ και κάποια ώρα. Και ο γίγαντας που οδηγούσε ήταν απλώς εντυπωσιακού μεγέθους. Ο Λέκεν πήγε να κάνει μεταβολή, όταν άνοιξε η πόρτα. «Mistel» ακούστηκε μια απαλή φωνή. Γαμώτο. Ο Λέκεν προσπάθησε να ξαναμπεί στο ταξί, αλλά ένα αυτοκίνητο είχε

χωθεί από δίπλα και του έκοβε τον δρόμο. Γύρισε και κοίταξε το Corolla. Ο Κινέζος τον πλησίαζε. «Mistel» επανέλαβε, καθώς τα αυτοκίνητα προς την αντίθετη κατεύθυνση άρχισαν να κινούνται. Ακουγόταν σαν ψίθυρος σε τυφώνα. Ο Λέκεν είχε σκοτώσει κάποτε άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια. Είχε συνθλίψει τον λάρυγγά του με μια γροθιά στον λαιμό, όπως ακριβώς του είχαν μάθει να κάνει στο στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Γουισκόνσιν. Αλλά είχαν περάσει χρόνια από τότε, τότε ήταν νέος. Και τρομοκρατημένος. Τώρα πια δεν ήταν· ήταν μόνο οργισμένος. Όχι ότι θα έκανε μεγάλη διαφορά. Όταν ένιωσε δυο μπράτσα να τον σφίγγουν και να τον σηκώνουν από το έδαφος, κατάλαβε ότι δεν θα έκανε καμία διαφορά. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά ο αέρας που χρειάζονταν οι φωνητικές του χορδές για να ταλαντευτούν είχε συμπιεστεί και είχε φύγει απ’ τα πνευμόνια του. Ο Λέκεν είδε τον έναστρο ουρανό να στριφογυρίζει γρήγορα πριν εξαφανιστεί πίσω από την επενδυμένη οροφή ενός αυτοκινήτου. Ένιωσε μια ζεστή, τσουχτερή ανάσα στον σβέρκο του και κοίταξε μέσα από το παρμπρίζ του Corolla. Ο άνδρας με τα γυαλιά στεκόταν δίπλα στο ταξί κι έδινε κάτι χαρτονομίσματα στον οδηγό. Η λαβή που τον κρατούσε χαλάρωσε κι ο Λέκεν

ρούφηξε τον βρόμικο αέρα λες κι ήταν νερό της πηγής. Ο ταξιτζής έκλεισε το παράθυρο κι ο άνδρας με τα γυαλιά επέστρεφε προς το μέρος τους. Έβγαλε τα γυαλιά του και καθώς περπάτησε μπροστά απ’ τη λάμπα του σπασμένου φαναριού ο Λέκεν τον αναγνώρισε. «Γενς Μπρέκε;» ψιθύρισε έκπληκτος.

50

Γενς Μπρέκε;» φώναξε η Λιζ. Ο Χάρι κατένευσε. «Αδύνατον! Και το άλλοθί του, εκείνη η καταραμένη αναλλοίωτη κασέτα που δείχνει ότι πήρε την αδερφή του στις οκτώ τηλέφωνο;» «Όντως την πήρε. Αλλά όχι από το γραφείο. Τον ρώτησα γιατί να πάρει την εργασιομανή αδερφή του στο σπίτι εν ώρα εργασίας. Κι απάντησε ότι ξέχασε τι ώρα ήταν στη Νορβηγία». «Ε, και;» «Ξέρεις πολλούς χρηματομεσίτες που παίζουν συνάλλαγμα και ξεχνούν τι ώρα είναι στις άλλες χώρες;» «Δεν καταλαβαίνω». «Το κατάλαβα όταν είδα ότι ο Κλίπρα διέθετε το ίδιο

«Ο

ακριβώς μηχάνημα με του Μπρέκε. Πυροβόλησε τον Κλίπρα, πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της αδερφής του από το γραφείο του Κλίπρα, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν θα ήταν κανείς εκεί, έβγαλε την κασέτα και την πήρε μαζί του. Η κασέτα δείχνει τι ώρα πήρε τηλέφωνο, αλλά όχι κι από πού. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι η κασέτα μπορεί να προερχόταν από κάποιο άλλο μαγνητόφωνο. Μόνο που εγώ μπορώ ν’ αποδείξω ότι την πήρε από το γραφείο του Κλίπρα». «Πώς;» «Θυμάσαι που στη λίστα της τηλεφωνικής εταιρείας βρήκαμε ένα τηλεφώνημα από τον Κλίπρα προς τον πρέσβη Μούλνες στις 3 Ιανουαρίου; Δεν υπάρχει σε καμία από τις κασέτες στο γραφείο του». Η Λιζ έσκασε στα γέλια. «Απίστευτο! Θες να πεις ότι ο απατεώνας κατασκεύασε ολόκληρο αδιάσειστο άλλοθι και κάθισε στη φυλακή περιμένοντας να βγάλει τον άσο από το μανίκι, ώστε να φανεί όσο πιο πειστικό γίνεται;» «Θαυμασμός είναι αυτός που ακούω στη φωνή σας, κυρία επιθεωρητά;» «Καθαρά επαγγελματικός. Λες να τα είχε σχεδιάσει όλα από την αρχή;» Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Ο εγκέφαλός του είχε αρχίσει να στέλνει σήματα Μορς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Εάν υπάρχει κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος, αυτό είναι ότι ο Μπρέκε σχεδίασε τα πάντα. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη». «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Να σου πω» είπε ο Χάρι κι έφερε ένα άδειο ποτήρι στο μέτωπό του. «Μου το είπε. Σιχαίνεται το ρίσκο. Δεν παίζει εκτός κι αν ξέρει ότι θα κερδίσει». «Να υποθέσω ότι ξέρεις λοιπόν και πώς σκότωσε τον πρέσβη;» «Καταρχήν, ακολούθησε τον πρέσβη στο υπόγειο γκαράζ. Η ρεσεψιονίστ μπορεί να το επιβεβαιώσει. Ύστερα ξανανέβηκε στο γραφείο του με το ασανσέρ. Αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει το κορίτσι που συναντήθηκε μαζί του στον ανελκυστήρα. Πολύ πιθανόν να σκότωσε τον πρέσβη στο γκαράζ, μαχαιρώνοντάς τον πισώπλατα με το λαπωνικό μαχαίρι καθώς εκείνος έμπαινε στο αμάξι του, να του πήρε τα κλειδιά και να τον έχωσε στο πορτμπαγκάζ. Ύστερα κλείδωσε το αμάξι, πήγε στο ασανσέρ και περίμενε κάποιον να πατήσει το κουμπί ώστε να είναι σίγουρος ότι θα είχε κι άλλον μάρτυρα κατά την άνοδό του». «Της ζήτησε να βγουν και ραντεβού για να είναι σίγουρος ότι θα τον θυμάται!» «Ακριβώς. Αν κάποιος άλλος ήταν στη θέση της

κοπέλας, θα είχε σκεφτεί να πει κάτι άλλο. Ύστερα ενεργοποίησε τη φραγή σε όλες τις εισερχόμενες κλήσεις για να φανεί ότι ήταν και καλά απασχολημένος, αλλά ξανακατέβηκε με το ασανσέρ στο γκαράζ και πήγε στου Κλίπρα με το αυτοκίνητο του πρέσβη». «Μα, αν είχε σκοτώσει τον πρέσβη στο γκαράζ, θα τον είχαν καταγράψει οι κάμερες». «Και γιατί νομίζεις ότι έλειπε η συγκεκριμένη βιντεοκασέτα; Φυσικά, κανείς δεν προσπάθησε να σαμποτάρει το άλλοθί του! Ανάγκασε τον Τζιμ Λαβ να του δώσει τη βιντεοκασέτα. Το βράδυ που τον πετύχαμε στην αρένα του μποξ βιαζόταν να επιστρέψει στο γραφείο του. Όχι για να μιλήσει σε πελάτες, όπως έλεγε, αλλά για να συναντήσει τον Τζιμ Λαβ, που θα του ξεκλείδωνε την πόρτα, ώστε να πάει να γράψει πάνω από τον φόνο του πρέσβη νέο υλικό· και να ξαναπρογραμματίσει το ρολόι, ώστε να δείχνει ότι κάποιος προσπάθησε να σαμποτάρει το άλλοθί του». «Και γιατί δεν αφαίρεσε απλώς τη βιντεοταινία;» «Γιατί είναι τελειομανής. Γιατί ήξερε ότι κάποιος ξύπνιος ντετέκτιβ θα συνειδητοποιούσε κάποια στιγμή ότι υλικό και ώρα δεν ταίριαζαν». «Πώς;» «Επειδή χρησιμοποίησε υλικό από κάποιο άλλο βράδυ για ν’ αντικαταστήσει την ώρα της δολοφονίας, η αστυνομία

αργά ή γρήγορα θα επικοινωνούσε με κάποιους από τους υπαλλήλους στο κτίριο που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ότι είχαν περάσει με το αυτοκίνητό τους μπροστά από την κάμερα μεταξύ πέντε και πέντε και μισή το απόγευμα της 3ης Ιανουαρίου. Η απόδειξη ότι η βιντεοταινία είναι πειραγμένη, φυσικά, είναι ότι όλοι αυτοί δεν φαίνονται στην κάμερα. Απλώς η βροχή και τα ίχνη από βρεγμένα λάστιχα σημαίνουν ότι το καταλάβαμε πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς». «Δηλαδή δεν είσαι εξυπνότερος απ’ ό,τι υπολόγιζε;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Τσου. Αλλά εγώ το αντέχω. Ο Τζιμ Λαβ δεν το άντεξε. Έλαβε την πληρωμή του στο όπιό του». «Επειδή ήταν μάρτυρας;» «Όπως είπα και πριν, ο Μπρέκε σιχαίνεται το ρίσκο». «Και το κίνητρό του ποιο ήταν;» Ο Χάρι ξεφύσηξε από τη μύτη κι ήταν λες κι είχε πατήσει φρένο ολόκληρη νταλίκα. «Θυμάσαι που αναρωτιόμασταν αν το δικαίωμα της επικαρπίας πενήντα εκατομμυρίων κορονών για έξι χρόνια ήταν αρκετό κίνητρο για να δολοφονήσει κανείς τον πρέσβη; Και δεν ήταν. Αλλά η επικαρπία τους για μια ολόκληρη ζωή είναι μια χαρά κίνητρο, κι έτσι ο Γενς Μπρέκε αποφάσισε να

σκοτώσει τρεις ανθρώπους. Σύμφωνα με τη διαθήκη, η Ρούνα θα κληρονομούσε τα χρήματα όταν γινόταν είκοσι τριών ετών· αλλά, μιας και η διαθήκη δεν λέει τίποτα για την περίπτωση του δικού της θανάτου, τα λεφτά θα πήγαιναν στον προφανή κληρονόμο. Δηλαδή στη Χίλντε Μούλνες. Η διαθήκη δεν της απαγορεύει πια να διαθέσει τα χρήματα κατά το δοκούν». «Και πώς θα την καταφέρει να του δώσει αυτά τα χρήματα;» «Δεν χρειάζεται να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Η Χίλντε Μούλνες έχει κάτι λιγότερο από έξι μήνες ζωής. Αρκετό χρόνο για να παντρευτούν και όσο αντέχει ο Μπρέκε να παίξει τον απόλυτο τζέντλεμαν». «Δηλαδή ξεφορτώθηκε μπαμπά και κόρη για να κληρονομήσει τη σύζυγο όταν κι αυτή πεθάνει;» «Όχι μόνο αυτό» είπε ο Χάρι «αλλά έχει ήδη ξοδέψει τα χρήματα αυτά». Η Λιζ συνοφρυώθηκε. «Αγόρασε μια χρεοκοπημένη εταιρεία με το όνομα Φουριντέλ. Αν οι προβλέψεις της Barclays Ταϊλάνδης είναι σωστές, η εταιρεία μπορεί και να αξίζει είκοσι φορές το ποσό που έδωσε για να την αγοράσει». «Και τότε γιατί του την πούλησαν οι υπόλοιποι;» «Σύμφωνα με τον Τζορτζ Γουόλτερς, διευθυντή της

Φουριντέλ, οι “υπόλοιποι” είναι κάνα δυο μικρομέτοχοι που αρνήθηκαν να πουλήσουν το μερίδιό τους στον Ούβε Κλίπρα όταν αυτός έγινε ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας, καταλαβαίνοντας ότι κάτι μεγάλο ψηνόταν. Αλλά με την εξαφάνιση του Κλίπρα έμαθαν ότι η εταιρεία μπορεί και να λύγιζε κάτω από το βαρύ δολαριακό της χρέος, κι έτσι δέχτηκαν με χαρά την πρόταση του Μπρέκε. Το ίδιο συνέβη και στο δικηγορικό γραφείο που διαχειριζόταν την περιουσία του Κλίπρα. Η συνολική τιμή αγοράς είναι γύρω στα εκατό εκατομμύρια κορόνες». «Μα ο Μπρέκε δεν έχει πάρει ακόμη τα λεφτά». «Ο Γουόλτερς είπε ότι το μισό ποσό καταβάλλεται με το που πέσουν οι υπογραφές, το άλλο μισό έξι μήνες μετά. Πώς θα πληρώσει τα πρώτα πενήντα δεν ξέρω. Κάπως πρέπει να τα μάζεψε πάντως». «Και τι θα συμβεί αν η Χίλντε Μούλνες δεν πεθάνει σε έξι μήνες;» «Για κάποιον λόγο πιστεύω ότι ο Μπρέκε θα επιληφθεί του ζητήματος. Αυτός της φτιάχνει τα ποτά...» Η Λιζ χάζεψε το κενό ενώ σκεφτόταν. «Και δεν σκέφτηκε ότι θα φαινόταν ύποπτο αν εμφανιζόταν ως ο νέος ιδιοκτήτης της Φουριντέλ αυτήν εδώ ακριβώς τη χρονική στιγμή;»

«Ναι, γι’ αυτό και αγόρασε τις μετοχές της Φουριντέλ στο όνομα μιας άλλης εταιρείας, της Ελέμ Α.Ε.». «Θα μπορούσαμε να είχαμε βρει ότι ο Μπρέκε κρύβεται πίσω από την Ελέμ». «Μα στην πραγματικότητα δεν κρύβεται. Η εταιρεία είναι στο όνομα της Χίλντε Μούλνες. Αλλά κι αυτή θα την κληρονομήσει όταν η Χίλντε πεθάνει». Η Λιζ σχημάτισε με το στόμα της ένα σιωπηρό Ο. «Και πώς τα κατάλαβες όλα αυτά;» «Με τη βοήθεια του Γουόλτερς. Αλλά μου πρωτομπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά όταν είδα τους μετόχους της Φουριντέλ σε μια λίστα στο γραφείο του Κλίπρα». «Σοβαρά;» «Ελέμ». Ο Χάρι χαμογέλασε. «Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ο Ίβαρ Λέκεν. Το παρατσούκλι του από τον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν ΖΜ, ζωντανός, μορφίνη, στα αγγλικά δηλαδή L M, living morphine. Αλλά η πραγματικότητα είναι πιο πεζή». Η Λιζ έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. «Παραδίνομαι». «Ελέμ. Αν το διαβάσεις ανάποδα, είναι Μέλε, το πατρικό όνομα της Χίλντε Μούλνες». Η Λιζ κοίταξε τον Χάρι λες κι ήταν έκθεμα σε ζωολογικό κήπο. «Δεν παίζεσαι, ρε πούστη μου» μουρμούρισε.

Ο Γενς κοίταξε την παπάγια που κρατούσε στο χέρι του. «Ξέρεις κάτι, Λέκεν; Όταν δαγκώνω παπάγια, μου μυρίζει εμετό· το παθαίνεις κι εσύ;» Έχωσε τα δόντια του στη σάρκα του φρούτου. Ο χυμός έτρεξε στα μάγουλά του. «Κι ύστερα μυρίζει μουνί». Έγειρε πίσω και γέλασε με την καρδιά του. «Ξέρεις, η παπάγια κοστίζει πέντε μπατ εδώ στην Τσαϊνατάουν, δηλαδή τίποτα. Μπορεί να την αγοράσει οποιοσδήποτε. Είναι μία από τις απλές απολαύσεις της ζωής, που λένε. Και όπως με τις υπόλοιπες απλές απολαύσεις, τις εκτιμάς μόνο αφού τις χάσεις. Όπως ας πούμε...» Ο Γενς κούνησε τα χέρια του από εδώ κι από εκεί σαν να έψαχνε τη σωστή αναλογία. «Όπως το να μπορείς να σκουπίσεις τον κώλο σου, ας πούμε. Ή να την παίξεις. Χρειάζεσαι τουλάχιστον ένα χέρι». Σήκωσε το ακρωτηριασμένο χέρι του Λέκεν από το μεσαίο δάχτυλο και το κούνησε μπροστά στο πρόσωπό του. «Κι εσύ έχεις ακόμη ένα. Για σκέψου το. Και σκέψου και όλα αυτά τα πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις χωρίς χέρια. Θα σε βοηθήσω, μιας και το ’χω ήδη σκεφτεί: Δεν

μπορείς να καθαρίσεις πορτοκάλι, να περάσεις δόλωμα σε αγκίστρι, να χαϊδέψεις το σώμα μιας γυναίκας ή να κουμπώσεις το παντελόνι σου. Δεν μπορείς καν να αυτοπυροβοληθείς αν γουστάρεις! Χρειάζεσαι κάποιον να σε βοηθάει στα πάντα. Στα πάντα! Για σκέψου το». Αίμα έσταξε από το χέρι, χτύπησε την άκρη του τραπεζιού και πιτσίλισε το πουκάμισο του Λέκεν. Ο Γενς άφησε το μέλος στο τραπέζι. Τα δάχτυλα έδειχναν το ταβάνι. «Από την άλλη, δεν υπάρχει όριο στο τι μπορείς να κάνεις με δύο χέρια. Να πνίξεις κάποιον, να στρίψεις έναν μπάφο, να κρατήσεις μπαστούνι του γκολφ... Ξέρεις πόσο έχει προχωρήσει η ιατρική στις μέρες μας;» Ο Γενς περίμενε να σιγουρευτεί ότι ο Λέκεν δεν θα του απαντούσε. «Μπορούν να σου ξαναράψουν το χέρι χωρίς να καταστρέψουν ούτε ένα νεύρο. Παίρνουν νεύρα από ψηλά στο μπράτσο και τα τραβούν προς τα κάτω σαν λάστιχα. Μέσα σ’ έξι μήνες δεν θα θυμάσαι καν ότι κάποτε είχες ακρωτηριαστεί. Φτάνει, φυσικά, να πας γρήγορα σε γιατρό και να θυμηθείς να πάρεις το χέρι σου μαζί». Πέρασε δίπλα από την καρέκλα του Λέκεν, ακούμπησε το πιγούνι του στον ώμο του και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίτα τι ωραίο χεράκι. Τι όμορφο, ε; Μοιάζει με το χέρι σ’ εκείνο τον πίνακα του Μικελάντζελο. Πώς τον λένε;».

Ο Λέκεν δεν απάντησε. «Ξέρεις, εκείνον που χρησιμοποίησαν στη διαφήμιση της Levi’s». Ο Λέκεν είχε καρφώσει το βλέμμα σ’ ένα απροσδιόριστο σημείο πάνω από αυτόν. Ο Γενς αναστέναξε. «Κατάλαβα, κανείς μας δεν είναι γνώστης των τεχνών. Καλά, ίσως αγοράσω τίποτα διάσημους πίνακες όταν τελειώσουν όλα αυτά, μήπως και μου τονώσουν το ενδιαφέρον. Παρεμπιπτόντως, πόση ώρα νομίζεις ότι έχουμε ακόμη πριν είναι πολύ αργά για να σου ράψουν το χέρι; Μισή; Μία ώρα; Ίσως παραπάνω, αν το βάλουμε σε πάγο, αλλά φοβάμαι ότι δεν μας έχει μείνει πάγος. Ευτυχώς για σένα, απέχουμε μόνο δεκαπέντε λεπτά με τ’ αυτοκίνητο από το νοσοκομείο Ανσβούτ». Πήρε μια βαθιά ανάσα, έβαλε το στόμα του δίπλα στο αυτί του Λέκεν και ούρλιαξε: «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΟΛΕ ΚΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;». Ο Λέκεν τινάχτηκε κι έδειξε τα δόντια του σε μια έκφραση πόνου. «Συγγνώμη» είπε ο Γενς. Έβγαλε ένα κομματάκι παπάγια από το μάγουλο του Λέκεν. «Απλώς είναι πολύ σημαντικό να τους βρω». Ένας βραχνός ψίθυρος ξέφυγε από τα χείλη του Λέκεν.

«Έχεις δίκιο...» «Τι;» είπε ο Γενς κι έσκυψε προς το στόμα του. «Τι είπες; Μίλα, άνθρωπέ μου!» «Έχεις δίκιο με τις παπάγιες, όντως βρομάνε σαν εμετός».

Η Λιζ δίπλωσε τα χέρια πάνω στο κεφάλι της. «Αυτή η υπόθεση με τον Τζιμ Λαβ... Δεν μπορώ να φανταστώ τον Μπρέκε στην κουζίνα ν’ αναμειγνύει υδροκυάνιο και όπιο». Ο Χάρι μειδίασε. «Αυτό είπε κι ο Μπρέκε για τον Κλίπρα. Έχεις δίκιο. Κάποιος τον βοήθησε. Κάποιος επαγγελματίας». «Δεν βρίσκεις τέτοιους τύπους στις αγγελίες στις εφημερίδες». «Προφανώς». «Μήπως κάποιος που έτυχε να γνωρίσει; Συχνάζει σε διάφορα περίεργα μέρη. Ή...» Σταμάτησε να μιλάει όταν τον είδε να την κοιτάζει. «Τι; Τι συμβαίνει;» «Μα δεν είναι προφανές; Είναι το φιλαράκι μας ο Γου. Από την αρχή δούλευαν μαζί αυτοί οι δύο. Ο Γενς τον έστειλε να βάλει κοριό στο τηλέφωνό μου». «Τι σόι σύμπτωση είναι αυτή; Ο τύπος που δουλεύει για

τους δανειστές του Μούλνες δούλευε και για τον Μπρέκε;» «Μα ακριβώς γι’ αυτό δεν είναι σύμπτωση. Η Χίλντε Μούλνες μού είπε ότι με το που μίλησε στον Μπρέκε στο τηλέφωνο οι μπράβοι των τοκογλύφων που την είχαν πάρει μετά τον θάνατο του συζύγου της σταμάτησαν να την ενοχλούν. Πολύ αμφιβάλλω αν τους φόβισε, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Όταν πήγαμε στους Thai Indo Travellers, ο μίστερ Σόρενσεν είπε ότι δεν είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Μούλνες. Μπορεί και να έλεγε την αλήθεια. Μαντεύω ότι ο Μπρέκε πήγε και ξεπλήρωσε τα χρέη του πρέσβη, σε αντάλλαγμα με άλλα οφέλη φυσικά». «Τις υπηρεσίες του Γου». «Ακριβώς». Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. «Τι σκατά έχει συμβεί στον Λέκεν, γαμώτο;» Η Λιζ σηκώθηκε μ’ έναν αναστεναγμό. «Ας του τηλεφωνήσουμε. Ίσως τον πήρε ο ύπνος». Ο Χάρι έξυσε το πιγούνι του, χαμένος στις σκέψεις του. «Ίσως».

Ο Λέκεν ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Ποτέ του δεν είχε πρόβλημα με την καρδιά του, αλλά κάτι ήξερε για τα συμπτώματα. Αν όντως ήταν καρδιακή προσβολή, ήλπιζε

τουλάχιστον να τον σκοτώσει. Έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε, άρα γιατί να μη στερήσει τη χαρά από τον Μπρέκε; Αν και, ποιος ξέρει, ίσως ο τύπος να μην το φχαριστιόταν κιόλας. Ίσως ο Μπρέκε να ήταν σαν κι αυτόν: Έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει. Ένας πυροβολισμός, ένας άνθρωπος που πέφτει στο χώμα, αυτά. Παρατήρησε προσεκτικά τον Μπρέκε. Κοίταξε το στόμα του να κινείται και συνειδητοποίησε, έκπληκτος, ότι δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα. «Όταν, λοιπόν, ο Ούβε Κλίπρα μου ζήτησε να επιληφθώ του δολαριακού χρέους της Φουριντέλ, ήμασταν σε γεύμα, πρόσεξε, όχι απ’ το τηλέφωνο» είπε ο Γενς. «Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Μια εντολή μισού δισεκατομμυρίου, και μου τη δίνει προφορικά, χωρίς να καταγραφεί πουθενά! Να μια ευκαιρία σαν κι αυτές που περιμένεις μια ολόκληρη ζωή». Ο Γενς σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα. «Επέστρεψα στο γραφείο κι έκανα όλες τις συναλλαγές δολαρίων στ’ όνομά μου. Αν το δολάριο έπεφτε, θα περνούσα τις οψιόν στη Φουριντέλ λέγοντας ότι φιξάριζα την τιμή του χρέους της όπως είχαμε συζητήσει. Αν ανέβαινε, θα καρπωνόμουν το κέρδος και θ’ αρνιόμουν ότι ο Κλίπρα μου είχε ζητήσει ν’ αγοράσω προθεσμιακές σε δολάρια. Δεν μπορούσε ν’ αποδείξει τίποτα! Και μάντεψε τι συνέβη, Ίβαρ. Σε πειράζει να σε λέω Ίβαρ;» Τσαλάκωσε τη χαρτοπετσέτα και την πέταξε προς το

καλάθι των αχρήστων δίπλα στην πόρτα. «Φυσικά, ο Κλίπρα απείλησε να με καταγγείλει στη διοίκηση της Barclays Ταϊλάνδης για το όλο θέμα. Του εξήγησα ότι αν η Barclays Ταϊλάνδης τού έδινε δίκιο, θα έπρεπε να τον αποζημιώσουν. Και ν’ απολύσουν τον καλύτερο χρηματιστή τους. Με λίγα λόγια, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να με υποστηρίξουν. Οπότε απείλησε ότι θα χρησιμοποιούσε τις πολιτικές του διασυνδέσεις. Και ξέρεις τι; Δεν πρόλαβε. Γιατί συνειδητοποίησα ότι μπορούσα ν’ απαλλαγώ από τον Ούβε Κλίπρα και την ίδια στιγμή να εξαγοράσω την εταιρεία του, τη Φουριντέλ, που η αξία της θα εκτοξευόταν στο μέλλον. Και δεν το λέω αυτό επειδή ελπίζω ή πιστεύω ότι θα συνέβαινε, σαν αξιολύπητος κερδοσκόπος. Ξέρω ότι θα συμβεί. Θα το κάνω εγώ να συμβεί». Τα μάτια του Γενς γυάλιζαν. «Όπως ξέρω ότι ο Χάρι Χόλε κι η καραφλή γυναίκα θα πεθάνουν απόψε. Θα συμβεί». Κοίταξε το ρολόι του. «Συγγνώμη για το μελόδραμα της υπόθεσης, αλλά ξέρεις, Ίβαρ, tempus fugit. Ώρα να σκεφτείς το δικό σου καλό, ε;» Ο Λέκεν τον κοιτούσε με βλέμμα κενό. «Δεν φοβάσαι, ε; Τι, είσαι σκληρό καρύδι εσύ;» Ελαφρώς σαστισμένος, ο Μπρέκε τράβηξε ένα χαλαρό

νήμα από μια κουμπότρυπα. «Θες να σου πω πώς θα ’ναι όταν τους βρουν, Ίβαρ; Δεμένοι ο καθένας σ’ έναν πάσσαλο, με μια σφαίρα στο κορμί τους και πρόσωπα σαν κώλους μπαμπουίνου. Την έχεις ξανακούσει αυτή την έκφραση, Ίβαρ; Όχι; Ίσως και να μην τη χρησιμοποιούσαν στα νιάτα σου, ε; Ούτε εγώ ήξερα τι ακριβώς σήμαινε, μέχρι που το φιλαράκι μου από εδώ, ο Γου, μου εξήγησε ότι η προπέλα μιας βάρκας μπορεί να γδάρει στην κυριολεξία το πρόσωπο ενός ανθρώπου, αφήνοντας να φαίνεται η σάρκα. Με πιάνεις; Είναι ένα καταπληκτικό κόλπο που έμαθε ο Γου από την τοπική μαφία. Προφανώς, θ’ αρχίσουν διάφοροι να ρωτάνε τι σκατά έκαναν οι δυο τους και τσαντίστηκε τόσο πολύ η μαφία, αλλά δεν πρόκειται να μάθουν τίποτα. Πόσο μάλλον από εσένα, που θα έχεις δωρεάν χειρουργική επέμβαση και επιπλέον θα πάρεις πέντε εκατομμύρια δολάρια για να μου πεις πού βρίσκονται. Ξέρεις εσύ πώς να εξαφανίζεσαι, ν’ αποκτάς νέα ταυτότητα και τα λοιπά, ε;» Ο Ίβαρ Λέκεν κοίταζε τα χείλη του Μπρέκε να κινούνται κι άκουγε την ηχώ μιας φωνής σαν από μακριά. Λέξεις όπως προπέλα βάρκας, πέντε εκατομμύρια και νέα ταυτότητα φτερούγισαν στ’ αυτιά του. Ποτέ του δεν περνιόταν για ήρωας, ούτε είχε καμιά όρεξη να πεθάνει ηρωικά. Αλλά ήξερε τη διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους και, εντός λογικών

ορίων, είχε προσπαθήσει να κάνει το σωστό όλη του τη ζωή. Κανείς άλλος πλην του Γου και του Μπρέκε δεν θα μάθαινε αν συνάντησε τον θάνατο με το κεφάλι ψηλά ή όχι. Κανείς δεν θα τον θυμόταν με μια μπίρα στο χέρι στις συζητήσεις των βετεράνων του ΓΕΕΘΑ ή του ΥΠΕΞ – κι ούτε του καιγόταν καρφάκι. Τι να την κάνει την υστεροφημία; Η ζωή του ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, κι έτσι ήταν λογικό κι ο θάνατός του να παραμείνει το ίδιο. Ήξερε όμως ότι, παρόλο που η κατάσταση δεν ήταν ευκαιρία για μεγάλες χειρονομίες, το μόνο που θα κέρδιζε αν έδινε στον Μπρέκε αυτό που του ζητούσε ήταν ένας γρήγορος θάνατος. Κι είχε πάψει από ώρα να πονάει. Άρα δεν άξιζε. Κι ούτε θα ’χε διαφορά αν ο Λέκεν είχε ακούσει τις λεπτομέρειες της προσφοράς του Μπρέκε. Τίποτα δεν θα έκανε καμία διαφορά. Διότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή το κινητό τηλέφωνο που είχε στη ζώνη του άρχισε να χτυπάει.

51

αθώς ο Χάρι ήταν έτοιμος να κλείσει το τηλέφωνο, άκουσε ένα κλικ κι ύστερα έναν διαφορετικό τόνο κλήσης και κατάλαβε ότι το τηλεφώνημά του μεταφερόταν από το σταθερό τηλέφωνο του Λέκεν στο κινητό του με εκτροπή. Περίμενε, το άφησε να χτυπήσει εφτά φορές κι ύστερα τα παράτησε κι ευχαρίστησε το κορίτσι με τα καρτουνίστικα κοτσιδάκια στη ρεσεψιόν για τη χρήση του τηλεφώνου. «Έχουμε πρόβλημα» είπε επιστρέφοντας στο δωμάτιο. Η Λιζ είχε βγάλει τα παπούτσια της κι επιθεωρούσε το ξηρό της δέρμα. «Έχει κίνηση» είπε εκείνη. «Η κίνηση φταίει πάντα». «Έχει κάνει εκτροπή στο κινητό, κι ούτε σ’ αυτό απαντούσε. Δεν μου αρέσει καθόλου».

Κ

«Χαλάρωσε, τι θα μπορούσε να του συμβεί στη γαλήνια Μπανγκόκ μας; Ίσως να ξέχασε το κινητό στο σπίτι». «Έκανα ένα λάθος. Είπα στον Μπρέκε ότι θα συναντιόμασταν με τον Λέκεν και του ζήτησα να μάθει ποιος κρύβεται πίσω από την Ελέμ Α.Ε.». «Τι είπες;» Η Λιζ κατέβασε αμέσως τα πόδια της από το τραπέζι. Ο Χάρι τράνταξε το τραπέζι με τη γροθιά του ταρακουνώντας τις κούπες του καφέ. «Σκατά! Σκατά! Σκατά! Ήθελα να δω πώς θ’ αντιδρούσε!» «Πώς θ’ αντιδρούσε; Χάρι, δεν παίζουμε εδώ πέρα!» «Δεν παίζω, γαμώτο μου. Συμφωνήσαμε να τον πάρω τηλέφωνο από τη συνάντηση, έτσι ώστε να κανονίσουμε ένα μέρος να συναντηθούμε. Σκεφτόμουν το Lemon Grass». «Ποιο, το εστιατόριο που πήγαμε εμείς;» «Είναι κοντά και χίλιες φορές καλύτερα από το να του στήναμε ενέδρα σπίτι του. Θα ’μασταν τρεις, οπότε φαντάστηκα μια σύλληψη αλά Γου». «Κι ύστερα τον τρόμαξες αναφέροντας την Ελέμ!» γκρίνιαξε η Λιζ. «Ο Μπρέκε δεν είναι χαζός. Κάτι θα είχε μυριστεί πολύ πιο πριν. Μου ξανάπε αυτές τις βλακείες περί κουμπαριάς για να με τεστάρει, να δει αν τον υποψιαζόμουν».

Η Λιζ ρουθούνισε με απέχθεια. «Τι ματσό μαλακίες! Αν έχετε προσωπικές διαφορές, βγάλ’ τες απ’ το σύστημά σου. Για τ’ όνομα του Θεού, Χάρι, νόμιζα πως ήσουν επαγγελματίας». Ο Χάρι δεν απάντησε. Ήξερε ότι είχε δίκιο: Είχε συμπεριφερθεί σαν ερασιτέχνης. Γιατί ν’ αναφέρει την Ελέμ, γαμώτο; Θα μπορούσε να σκεφτεί εκατοντάδες άλλα προσχήματα για να ξανασυναντηθούν με τον Μπρέκε. Ίσως ο Γενς να είχε δίκιο: Κάποιοι άνθρωποι αγαπούν το ρίσκο για το ρίσκο. Ίσως να ήταν ένας από αυτούς τους τζογαδόρους που ο Μπρέκε θεωρούσε άθλιους. Όχι, δεν ήταν αυτό. Όχι μόνο αυτό, τέλος πάντων. Ο παππούς του του είχε κάποτε εξηγήσει γιατί δεν πυροβολούσε τσαλαπετεινούς όταν βρίσκονταν στο έδαφος: Γιατί δεν ήταν σωστό. Αυτό ήταν λοιπόν; Ένα είδος κληρονομημένων κανόνων κυνηγιού; Τρομάζεις το θήραμα για να το πυροβολήσεις στον αέρα, να του δώσεις έστω και συμβολικά την ευκαιρία να ξεφύγει; Η Λιζ διέκοψε τις σκέψεις του. «Και τώρα, επιθεωρητά, τι κάνουμε;» «Περιμένουμε» απάντησε ο Χάρι. «Δίνουμε στον Λέκεν μισή ώρα. Αν δεν εμφανιστεί, παίρνω τηλέφωνο τον Μπρέκε».

«Κι αν ούτε ο Μπρέκε απαντήσει;» Ο Χάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τότε παίρνουμε τηλέφωνο τον αρχηγό της αστυνομίας και κινητοποιούμε ολόκληρο το Σώμα». Η Λιζ έβρισε τρίζοντας τα δόντια της. «Σου έχω πει τι ωραία που είναι να είσαι τροχονόμος στην Μπανγκόκ;»

Ο Γενς κοίταξε την οθόνη του κινητού του Λέκεν και χασκογέλασε. Είχε σταματήσει να χτυπάει. «Και γαμώ τα τηλεφωνάκια, Ίβαρ» είπε. «Ωραία δουλειά έκανε η Ericsson, ε; Βλέπεις και τον αριθμό που σε καλεί, κι αν θες απαντάς, αν δεν θες δεν απαντάς. Αν δεν κάνω λάθος, κάποιος αναρωτιέται πού εξαφανίστηκες. Δεν πρέπει να ’χεις και πολλούς φίλους που σε παίρνουν τέτοια ώρα, Ίβαρ, έτσι δεν είναι;» Πέταξε το τηλέφωνο πάνω από τον ώμο του κι ο Γου με ένα σβέλτο βήμα στο πλάι το έπιασε στον αέρα. «Βρες ποιανού αριθμός είναι κι από πού παίρνουν. Τώρα». Ο Γενς κάθισε δίπλα στον Λέκεν. «Η όλη επιχείρηση αρχίζει κι επείγει, Ίβαρ». Έπιασε τη μύτη του και κοίταξε το πάτωμα, όπου γύρω

από την καρέκλα είχε σχηματιστεί μια λιμνούλα. «Έλα, Ίβαρ, σοβαρά τώρα;» «Το Καραόκε της Μίλι» είπε ο Γου σε κοφτά αγγλικά. «Ξέρω πού είναι». «Να μας συγχωρείς, Ίβαρ, αλλά πρέπει να φύγουμε. Το νοσοκομείο πρέπει να περιμένει μέχρι να γυρίσουμε. Σ’ το υπόσχομαι». Ο Λέκεν αισθάνθηκε τη δόνηση από τα βήματα που απομακρύνονταν και περίμενε να νιώσει τη ριπή του αέρα από την πόρτα που έκλεινε. Δεν την ένιωσε. Αντ’ αυτού, άκουσε μια μακρινή ηχώ μιας ανθρώπινης φωνής δίπλα στο αυτί του. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω, Ίβαρ». Ένιωσε μια καυτή ανάσα στον κρόταφό του. «Χρειαζόμαστε κάτι για να τους δέσουμε στους πασσάλους. Σε πειράζει να δανειστώ το περίδεμά σου; Θα σ’ το ξαναφέρω. Το υπόσχομαι». Ο Λέκεν άνοιξε το στόμα του κι ένιωσε τα φλέγματα να ξεκολλούν απ’ τον οισοφάγο του καθώς βρυχήθηκε. Κάποιος άλλος είχε πάρει τα ηνία του εγκεφάλου του και δεν ένιωσε το τίναγμα από τα δερμάτινα λουριά μέχρι που είδε το αίμα να τινάζεται στο τραπέζι και τα μανίκια του να το ρουφούν μέχρι που έγιναν κατακόκκινα. Δεν κατάλαβε την πόρτα που έκλεισε.

Ο Χάρι τινάχτηκε όρθιος στο απαλό χτύπημα της πόρτας. Μόρφασε άθελά του όταν είδε ότι δεν ήταν ο Λέκεν αλλά το κορίτσι από τη ρεσεψιόν. «You Hally, sil?» Ο Χάρι κατένευσε. «Telephone». «Τι σου είπα;» είπε η Λιζ. «Στοίχημα εκατό μπατ ότι έχει μπλέξει στην κίνηση». Ο Χάρι ακολούθησε το κορίτσι ως τη ρεσεψιόν, παρατηρώντας ασυνείδητα ότι είχε τα κατάμαυρα μαλλιά και τον λεπτό λαιμό της Ρούνα. Παρατήρησε τις μαύρες τριχούλες στον σβέρκο της. Εκείνη έκανε μεταβολή, του χάρισε ένα γρήγορο χαμόγελο και τέντωσε το χέρι της. Ο Χάρι κατένευσε και πήρε το ακουστικό. «Ναι;» «Χάρι, εγώ είμαι». Ο Χάρι αισθάνθηκε τα αιμοφόρα αγγεία του να διαστέλλονται, καθώς η καρδιά του άρχισε να στέλνει πιο γρήγορα το αίμα σ’ όλο του το σώμα. Πήρε μια δυο ανάσες πριν απαντήσει ήρεμα και καθαρά. «Πού είναι ο Λέκεν, Γενς;» «Ο Ίβαρ; Eίναι απασχολημένος, δεν θα μπορέσει να

έρθει». Ο Χάρι κατάλαβε από τη φωνή του ότι οι μάσκες είχαν πέσει· μιλούσε με τον αυθεντικό Γενς Μπρέκε, τον άνθρωπο με τον οποίο είχε μιλήσει εκείνη την πρώτη φορά στο γραφείο του. Η φωνή του είχε τον εκνευριστικό, προκλητικό τόνο του ανθρώπου που ξέρει ότι θα κερδίσει, αλλά θέλει να το ευχαριστηθεί πριν δώσει τη χαριστική βολή. Ο Χάρι προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που γύρισε τις πιθανότητες εναντίον του. «Περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο, Χάρι». Όχι, δεν ήταν η φωνή ενός ανθρώπου απελπισμένου αλλά η φωνή ενός ανθρώπου που καθόταν στη θέση του οδηγού, με το τιμόνι στο ένα χέρι. «Τι να πω, με πρόλαβες, Γενς». Ο Γενς γέλασε δυνατά. «Μάλλον αυτό γίνεται πάντα, Χάρι. Πώς σου φαίνεται;» «Κουραστικό. Πού είναι ο Λέκεν;» «Θες να μάθεις τι μου είπε η Ρούνα πριν πεθάνει;» Ο Χάρι ένιωσε ένα τσίμπημα στο μέτωπό του. «Όχι» άκουσε την ίδια του τη φωνή. «Θέλω να μάθω πού βρίσκεται ο Λέκεν, τι του έκανες και πού θα σε βρούμε». «Χάρι, αυτές είναι τρεις ευχές σε μία!» Η μεμβράνη του τηλεφώνου παλλόταν από το δυνατό του γέλιο. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο, κάτι που προσπαθούσε ν’

αποσπάσει την προσοχή του Χάρι κι αυτός δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Το γέλιο κόπηκε απότομα. «Ξέρεις πόση αυταπάρνηση χρειάζεται για να εκτελεστεί ένα τέτοιο σχέδιο, Χάρι; Για να ελέγξεις και να ξαναελέγξεις και να προσέξεις όλες τις λεπτομέρειες ώστε να είναι άψογο; Για να μη μιλήσω για τη φυσική ταλαιπωρία: από τη μία να σκοτώνω κι από την άλλη να πρέπει να περάσω όλες εκείνες τις μέρες στη φυλακή. Μπορεί να μη με πιστεύεις, αλλά ό,τι σου είπα περί κλειστοφοβίας ισχύει». «Και γιατί λοιπόν να ταλαιπωρηθείς με τις λεπτομέρειες;» «Σ’ το έχω ξαναπεί, το να εξαλείψεις το ρίσκο έχει ένα κάποιο κόστος, αλλά πάντα αξίζει τον κόπο. Το να ενοχοποιή​σω τον Κλίπρα απαιτούσε επίπονη εργασία». «Και γιατί να μην απλοποιήσεις τα πράγματα; Να τους έσφαζες όλους μια και καλή και να έριχνες το φταίξιμο στη μαφία;» «Σκέφτεσαι σαν τους λούζερ που κυνηγάς, Χάρι, σαν τζογαδόρος. Ξεχνάς τη συνολική εικόνα, τις επιπτώσεις. Φυσικά και θα μπορούσα να έχω σκοτώσει τον Μούλνες, τον Κλίπρα και τη Ρούνα με πολύ πιο απλό τρόπο και δίχως ν’ αφήσω ίχνη. Αλλά δεν μου έφτανε. Γιατί, όταν θα αναλάμβανα την περιουσία των Μούλνες και τη Φουριντέλ, θα ήταν πια ξεκάθαρο ότι είχα κίνητρο να τους δολοφονήσω,

κατάλαβες; Τρεις φόνοι κι ένας άνθρωπος με κίνητρο να σκοτώσει και τους τρεις. Ακόμα κι η αστυνομία θα το μυριζόταν τότε, χα χα. Ακόμα κι αν δεν βρίσκατε ενοχοποιητικά στοιχεία, θα μου κάνατε τη ζωή πατίνι. Έπρεπε λοιπόν να δημιουργήσω ένα εναλλακτικό σενάριο, όπου ένα εκ των θυμάτων ήταν και ο θύτης. Μια λύση του μυστηρίου που θα ήταν και αρκετά εύκολη ώστε να τη βρεις και αρκετά δύσκολη ώστε να το ευχαριστηθείς κι αποπάνω. Θα έπρεπε να μ’ ευγνωμονείς, Χάρι. Σ’ έκανα να μοιάζεις τεράστιος όταν ήσουν στα ίχνη του Κλίπρα». Ο Χάρι τον άκουγε μεν, αλλά είχε γυρίσει έναν χρόνο πίσω. Είχε και τότε τη φωνή ενός δολοφόνου στο αυτί του. Τον είχε μαρτυρήσει το νερό που ακουγόταν από πίσω του τότε. Μα τώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν το χαμηλό βουητό της μουσικής που θα μπορούσε να προέρχεται απ’ οπουδήποτε. «Τι θέλεις, Γενς;» «Τι θέλω; Για να δούμε, τι θέλω; Να μιλήσουμε λίγο, υποθέτω». Να με κρατήσεις στη γραμμή, σκέφτηκε ο Χάρι. Γιατί; Συνθετικά τύμπανα έκρουσαν κι ένα κλαρινέτο κελάηδησε από μέσα. «Αλλά, αν θες να ξέρεις πιο συγκεκριμένα, πήρα να σου πω...» «I just called to say I love you!»

«...ότι ο συνάδελφός σου θα χρειαστεί ένα καλό λίφτινγκ προσώπου. Τι λες, Χάρι; Χάρι;» Το ακουστικό ταλαντευόταν πέρα δώθε στο κενό λίγο πάνω από το πάτωμα.

Ο Χάρι ένιωσε το γλυκό σοκ της αδρεναλίνης, λες και του την είχαν χώσει με σύριγγα, καθώς έτρεξε στον διάδρομο. Το κορίτσι με τα κοτσιδάκια κόλλησε στον τοίχο όταν τον είδε ν’ αφήνει το ακουστικό, να βγάζει το δανεικό Ruger SP101 από τη θήκη στη γάμπα του και να το γεμίζει με μια γρήγορη κίνηση. Κατάλαβε άραγε ότι της φώναξε να καλέσει την αστυνομία; Δεν υπήρχε καιρός ν’ αναρωτιέται τέτοια τώρα, είχε φτάσει. Ο Χάρι κλότσησε την πρώτη πόρτα κι είδε τέσσερα σοκαρισμένα πρόσωπα να τον κοιτούν πάνω από τη διόπτρα. «Συγγνώμη». Στο επόμενο δωμάτιο παραλίγο να πυροβολήσει απ’ τον φόβο του. Στη μέση του δωματίου στεκόταν ένας μικροσκοπικός μαυριδερός Ταϊλανδός με τα πόδια ανοιχτά, φορώντας ένα λαμέ ασημένιο κουστούμι κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου στιλ πορνοστάρ. Ο Χάρι χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε,

αλλά όταν το κατάλαβε το «Hound Dog» είχε προ πολλού καθίσει στον λαιμό του ταϊλανδού Έλβις Πρίσλεϊ. Ο Χάρι ξαναβγήκε στον διάδρομο. Πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα δωμάτια. Ένας συναγερμός βαρούσε κάπου μες στο κεφάλι του, αλλά το μυαλό του ήταν τόσο επιβαρυμένο, που είχε προσπαθήσει να τον κλείσει. Τώρα τον ξανάκουσε πεντακάθαρα. Λιζ! Σκατά, σκατά κι απόσκατα! Ο Γενς τον είχε όντως κρατήσει στη γραμμή. Ο Χάρι έτρεξε μ’ όλη του τη δύναμη στον διάδρομο και στρίβοντας στη γωνία είδε ότι η πόρτα του δωματίου τους ήταν ανοιχτή. Δεν σκεφτόταν πια· δεν φοβόταν, δεν ήλπιζε, απλώς έτρεχε, ξέροντας ότι είχε ήδη ξεπεράσει τα όρια που σε δυσκολεύουν να σκοτώσεις. Δεν ζούσε πια σε εφιάλτη, δεν ήταν λες και προσπαθούσε να τρέξει μες στο νερό ως τη μέση. Χώθηκε στο δωμάτιο και είδε τη Λιζ να κουρνιάζει πίσω από τον καναπέ. Γύρισε απότομα μαζί με το όπλο του, αλλά ήταν αργά. Κάτι τον χτύπησε στα νεφρά και του ’κοψε την ανάσα. Ένιωσε κάτι να τον πνίγει στον λαιμό κι είδε την άκρη του καλωδίου του μικροφώνου· η μυρωδιά του κάρι ήταν αποπνικτική. Ο Χάρι έχωσε μια αγκωνιά προς τα πίσω, χτύπησε κάτι κι άκουσε έναν βρυχηθμό. «Τάι» είπε μια φωνή και μια μπουνιά ήρθε από πίσω και τον χτύπησε κάτω από το αυτί, ζαλίζοντάς τον. Κατάλαβε

αμέσως ότι έπαθε κάποια ζημιά στο σαγόνι του. Το καλώδιο γύρω από τον λαιμό του ξανασφίχτηκε. Προσπάθησε να περάσει από μέσα ένα δάχτυλο, αλλά δεν γινόταν. Η γλώσσα του, μουδιασμένη, πιεζόταν έξω από το στόμα του, λες και κάποιος τον φιλούσε από μέσα. Ίσως και να μη χρειαζόταν τελικά να πληρώσει τον οδοντογιατρό, τα πάντα είχαν ξαφνικά μαυρίσει. Το μυαλό του άφριζε σαν σόδα. Δεν άντεχε άλλο, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να πεθάνει, αλλά το σώμα του δεν τον άφηνε. Ενστικτωδώς, τίναξε ένα χέρι στον ουρανό, αλλά δεν υπήρχε πια απόχη για να τον βοηθήσει. Μόνο προσευχές, λες και στεκόταν στη γέφυρα της πλατείας Σιάμ εκλιπαρώντας για αιώνια ζωή. «Στοπ!» Το καλώδιο γύρω από τον λαιμό του χαλάρωσε και το οξυγόνο πλημμύρισε τα πνευμόνια του. Κι άλλο, χρειαζόταν κι άλλο! Του φαινόταν πως δεν υπήρχε αρκετός αέρας στο δωμάτιο και τα πνευμόνια του πήγαιναν να εκραγούν μέσα στο στέρνο του. «Άφησέ τον!» Η Λιζ είχε καταφέρει να σηκωθεί στα γόνατα κι είχε στρέψει το Smith & Wesson 650 προς τη μεριά του Χάρι. Ο Χάρι ένιωσε τον Γου να γονατίζει πίσω του και να

ξανασφίγγει το καλώδιο, αλλά είχε προλάβει να χώσει από μέσα το αριστερό του χέρι. «Βάρα τον!» έκρωξε ο Χάρι με φωνή Ντόναλντ Ντακ. «Άφησέ τον! Τώρα!» Οι κόρες των ματιών της Λιζ ήταν κατάμαυρες από τον φόβο και την οργή. Μια γραμμή αίματος έτρεχε από το αυτί της στην κλείδα και τον γιακά της. «Δεν θα με αφήσει. Πρέπει να πυροβολήσεις!» ψιθύρισε τραχιά ο Χάρι. «Τώρα!» φώναξε η Λιζ. «Πάτα τη σκανδάλη!» ούρλιαξε ο Χάρι. «Σκάσε!» Το χέρι της Λιζ έτρεμε καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία της. Ο Χάρι έσκυψε προς τα πίσω. Ήταν λες κι έσπρωχνε έναν τοίχο. Η Λιζ είχε δάκρυα στα μάτια και το κεφάλι της έγερνε προς τα εμπρός. Ο Χάρι είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο: Η Λιζ είχε πάθει σοβαρή διάσειση και τους έμενε ελάχιστος χρόνος. «Λιζ, άκουσέ με!» Το καλώδιο σφίχτηκε κι άλλο κι ο Χάρι άκουσε το δέρμα του χεριού του να σκίζεται. «Οι κόρες σου έχουν διασταλεί, θα πέσεις σε σοκ, Λιζ! Άκου με! Πρέπει να πυροβολήσεις τώρα, πριν να ’ναι αργά! Θα χάσεις τις αισθήσεις σου, Λιζ!» Ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της.

«Χέσε με, Χάρι. Δεν μπορώ... δεν...» Το καλώδιο του έκοβε τη σάρκα λες κι ήταν βούτυρο. Προσπάθησε να σφίξει τη γροθιά του, αλλά κάποια νεύρα πρέπει να ’χαν κοπεί. «Λιζ! Κοίταξέ με, Λιζ!» Η Λιζ ανοιγόκλεισε τα μάτια ξανά και ξανά και τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά της. «Mια χαρά είναι, γαμώτο μου, Λιζ! Δεν βλέπεις γιατί στέλνουν αυτούς τους τύπους στον στρατό στην Κίνα; Δεν υπάρχει μεγαλύτερος στόχος από αυτόν στον κόσμο! Κοίτα τον, Λιζ! Αν καταφέρεις να μ’ αποφύγεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον πετύχεις!» Εκείνη τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό κι ύστερα κατέβασε το όπλο και ξέσπασε σε γέλια. Ο Χάρι προσπάθησε να συγκρατήσει τον Γου, που είχε αρχίσει να κινείται προς τα εμπρός, αλλά ήταν λες και στεκόταν μπροστά από μηχανή τρένου. Είχαν φτάσει από πάνω της όταν κάτι εξερράγη στο πρόσωπο του Χάρι. Ένας τσουχτερός πόνος ταξίδεψε στους νευρώνες του, ένας νέος πόνος, καυτός. Μύρισε το άρωμά της κι ένιωσε το σώμα της να υποχωρεί κάτω από το βάρος του Γου, που πλάκωσε και τους δυο τους. Η ηχώ της βροντής βγήκε από την ανοιχτή πόρτα και ξεδιπλώθηκε στον διάδρομο. Κι ύστερα ησυχία.

Ο Χάρι ανέπνεε. Ήταν σφηνωμένος ανάμεσα στη Λιζ και τον Γου, αλλά το στήθος του ανεβοκατέβαινε. Πράγμα που σήμαινε ότι ήταν ζωντανός. Κάτι έσταζε. Προσπάθησε ν’ απωθήσει τις μνήμες του, δεν ήταν ώρα τώρα γι’ αυτά, τα υγρά σχοινιά, τις κρύες αλατισμένες σταγόνες στο κατάστρωμα. Δεν ήταν στο Σίδνεϊ. Οι σταγόνες έπεφταν στο μέτωπο της Λιζ, στα βλέφαρά της. Ύστερα ξανάκουσε το γέλιο της. Τα μάτια της ξανάνοιξαν κι ήταν σαν δυο μαύρα παράθυρα με άσπρες κορνίζες σε κόκκινο τοίχο. Το τσεκούρι του παππού, ο ξηρός θαμπός του ήχος όταν συναντούσε ξύλο, η σκληρή πατημένη γη. Ο ουρανός ήταν γαλανός, το γρασίδι τού χάιδευε τ’ αυτιά, ένας γλάρος πέρασε από πάνω του. Ήθελε να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί, αλλά το πρόσωπό του έκαιγε, μπορούσε να μυρίσει την ίδια του τη σάρκα απ’ το μπαρούτι που είχε χωθεί στους πόρους του. Μ’ ένα βογκητό κύλησε έξω από το ανθρώπινο σάντουιτς. Η Λιζ γελούσε ακόμη, τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. Την άφησε να γελάει και γύρισε τον Γου ανάσκελα. Το πρόσωπό του είχε παγώσει σε μια έκφραση έκπληξης· το σαγόνι του κρεμόταν σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μαύρη οπή στο μέτωπό του. Μετακίνησε τον Γου, μα από κάπου έσταζε ακόμη. Γύρισε προς τη μεριά του τοίχου και κατάλαβε ότι δεν ήταν στη φαντασία του. Η Μαντόνα είχε αλλάξει πάλι χρώμα στα μαλλιά της. Η κοτσίδα του Γου είχε κολλήσει πάνω στην

κορυφή της κορνίζας και της έδινε ένα μαύρο πανκ λουκ, που έσταζε με κάτι που έμοιαζε με μείγμα αυγού και χυμού κόκκινων φρούτων. Γλίστρησε κι έπεσε στην παχιά μοκέτα μ’ έναν απαλό γδούπο. Η Λιζ γελούσε ακόμη. «Πάρτι έχετε;» άκουσε μια φωνή να λέει από την πόρτα. «Και δεν καλέσατε τον Γενς; Κι εγώ που νόμιζα ότι ήμασταν φίλοι...» Ο Χάρι δεν γύρισε προς την πόρτα, τα μάτια του έψαχναν απεγνωσμένα το πάτωμα για το όπλο του. Πρέπει να έπεσε κάτω από το τραπέζι ή πίσω από την καρέκλα όταν ο Γου τού έχωσε την μπουνιά στον λαιμό. «Αυτό ψάχνεις, Χάρι;» Φυσικά. Έκανε αργά αργά μεταβολή και βρέθηκε αντιμέτωπος με την κάννη του Ruger SP101. Πήγε ν’ ανοίξει το στόμα του να πει κάτι, αλλά είδε πως ο Γενς ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Κρατούσε το πιστόλι και με τα δυο του χέρια κι είχε ήδη γείρει μπρoστά μια σπιθαμή για ν’ απορροφήσει την ανάκρουση. Ο Χάρι θυμήθηκε τον αστυνομικό που είχε κάτσει απέναντί του στου Σρέντερ κι είχε γείρει πίσω, στα δυο πόδια της καρέκλας του· θυμήθηκε τα υγρά του χείλη, το περιφρονητικό χαμόγελο που δεν ήταν χαμόγελο. Το ίδιο αδιόρατο

χαμόγελο που θα ’χε στα χείλη του όταν η διευθύντρια της αστυνομίας θα ζητούσε ενός λεπτού σιγή για τον Χάρι Χόλε. «Τέρμα τ’ αστεία, Γενς» άκουσε τη φωνή του να λέει. «Δεν θα γλιτώσεις». «Τέρμα τ’ αστεία; Ποιος το λέει αυτό;» Ο Γενς αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Βλέπεις πάρα πολλές κωλοταινίες δράσης, Χάρι». Το δάχτυλό του αγκάλιασε τη σκανδάλη. «Αλλά έχεις δίκιο, τέρμα τ’ αστεία εδώ μέσα. Μόλις έκανες τα πράγματα ακόμα καλύτερα απ’ ό,τι τα είχα φανταστεί. Ποιον λες να υποψιαστούν όταν βρουν ένα τσιράκι της μαφίας και δυο αστυνομικούς νεκρούς από τους μεταξύ τους πυροβολισμούς;» Ο Γενς σφάλισε το ένα του μάτι, πράγμα αχρείαστο από απόσταση τριών μέτρων. Κανένα ρίσκο, σκέφτηκε ο Χάρι κι έκλεισε τα μάτια του, παίρνοντας ασυνείδητα μια βαθιά ανάσα, έτοιμος να δεχτεί τον πυροβολισμό. Τα τύμπανα των αυτιών του έγιναν θρύψαλα. Τρεις φορές. Κανένα ρίσκο. Ο Χάρι ένιωσε την πλάτη του να χτυπάει τον τοίχο, το πάτωμα, ούτε κι αυτός ήξερε τι, κι η μυρωδιά της άκαπνης πυρίτιδας του έτσουξε τα ρουθούνια. Η μυρωδιά της άκαπνης πυρίτιδας. Δεν καταλάβαινε. Δεν είχε πυροβολήσει τρεις φορές ο Γενς; Δεν θα έπρεπε να μην μπορεί να μυρίσει τίποτα;

«Γαμώτο!» ακούστηκε μια φωνή λες και προερχόταν κάτω από πάπλωμα. Ο καπνός διαλύθηκε κι ο Χάρι είδε τη Λιζ με την πλάτη στον τοίχο, με το ένα χέρι στο όπλο που ακόμη κάπνιζε και με το άλλο να πιάνει το στομάχι της. «Γαμώτο! Με χτύπησε! Χάρι, είσαι εδώ;» Είμαι; αναρωτήθηκε ο Χάρι. Θυμήθηκε αμυδρά την κλοτσιά στο ισχίο που τον ανάγκασε να πέσει κάτω. «Τι συνέβη;» φώναξε ο Χάρι, σχεδόν κουφός ακόμη. «Πυροβόλησα πρώτη. Τον πέτυχα. Τον πέτυχα, το ξέρω! Πώς ξέφυγε;» Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος, ρίχνοντας τις κούπες από το τραπέζι, και κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Το αριστερό του πόδι είχε μουδιάσει. Έβαλε το χέρι στον μηρό του κι ένιωσε το παντελόνι του μούσκεμα. Δεν ήθελε να κοιτάξει. Τέντωσε το χέρι του. «Δώσ’ μου το πιστόλι, Λιζ». Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην είσοδο του δωματίου. Αίμα. Υπήρχε αίμα στο λινέλαιο. Από εκεί. Από εκεί, Χόλε. Ακολούθησε απλώς το μονοπάτι του αίματος. Γύρισε και κοίταξε τη Λιζ. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο άνθιζε ανάμεσα στα δάχτυλά της στο γαλάζιο της πουκάμισο. Σκατά, σκατά κι απόσκατα!

Εκείνη βόγκηξε και του έδωσε το Smith & Wesson 650. «Φέρ’ τον πίσω, Χάρι». Εκείνος δίστασε. «Σε διατάζω, διάολε!»

52

ε κάθε βήμα που έκανε έφερνε το χτυπημένο του πόδι μπροστά, ελπίζοντας να μη ραγίσει κάτω από το βάρος του. Ο κόσμος τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια του κι ο Χάρι ήξερε ότι ο εγκέφαλός του προσπαθούσε να ξεφύγει από τον πόνο. Πέρασε κουτσαίνοντας μπροστά από το κορίτσι στη ρεσεψιόν, που έμοιαζε να ποζάρει για την Κραυγή του Μουνκ, σιωπηρή κι ακίνητη. «Κάλεσε ασθενοφόρο!» φώναξε ο Χάρι και το κορίτσι ξύπνησε. «Έναν γιατρό!» Βγήκε έξω. Είχε σταματήσει να φυσάει και είχε μόνο ζέστη, απίστευτη ζέστη. Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει κάθετα στον δρόμο, υπήρχαν μαύρα ίχνη από λάστιχα στην άσφαλτο, η πόρτα ήταν ανοιχτή κι ο οδηγός απέξω κουνούσε τα χέρια του. Έδειχνε τον αέρα. Ο Χάρι σήκωσε τα χέρια του

Μ

και διέσχισε τον δρόμο δίχως να κοιτάζει, ξέροντας ότι μπορεί και να σταματούσαν αν έβλεπαν ότι δεν τον ένοιαζε. Ήχος από φρενάρισμα. Ο Χάρι κοίταξε ψηλά, εκεί που έδειχνε ο άνδρας. Μια σειρά από γκρίζες γιγαντιαίες φιγούρες δέσποζαν από πάνω του. Το βλέμμα του τις προσπερνούσε μία προς μία, σαν ραδιόφωνο που κάνει διακοπές, και ξαφνικά μια τρομπέτα ήχησε μες στο βράδυ και πλημμύρισε τα πάντα. Ο Χάρι ένιωσε το ρεύμα από το τρέιλερ που κορνάριζε και πέρασε ξυστά δίπλα του και παραλίγο να του σκίσει το πουκάμισο. Κι ύστερα τα μάτια του άρχισαν να ξαναψάχνουν τους μπετονένιους πυλώνες. Ο κίτρινος λιθόστρωτος δρόμος. Το ΣΥΣΔΡΟΜ. Ναι, γιατί όχι; Κατά μία έννοια, ήταν απολύτως λογικό. Μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε σ’ ένα άνοιγμα στο μπετόν, δεκαπέντε με είκοσι μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Μέσα από το άνοιγμα έβλεπε ένα κομμάτι της Σελήνης. Έβαλε τη λαβή του όπλου ανάμεσα στα δόντια του, παρατήρησε ότι η ζώνη του κρεμόταν, προσπάθησε να μη σκέφτεται τι μπορεί να είχε πάθει ο μηρός του από μια σφαίρα που πέρασε τη ζώνη του κι ανέβηκε το πρώτο σκαλί στηριζόμενος στα χέρια του. Το σίδερο πίεζε το κόψιμο από το καλώδιο του μικροφώνου. Δεν αισθάνομαι τίποτα, σκέφτηκε ο Χάρι και καταράστηκε

από μέσα του καθώς το αίμα που σκέπαζε το χέρι του σαν κόκκινο γάντι τον έκανε να γλιστρήσει. Έχωσε το δεξί του πόδι υπό γωνία στο επόμενο σκαλί και σηκώθηκε προς τα πάνω, ύστερα στο επόμενο και προς τα πάνω. Καλύτερα αυτή τη φορά. Αρκεί να μη λιποθυμούσε. Κοίταξε κάτω. Δέκα μέτρα; Καλά θα έκανε να μη λιποθυμήσει. Ακόμα πιο ψηλά. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Στην αρχή νόμιζε ότι έφταιγαν τα μάτια του και σταμάτησε, αλλά όταν κοίταξε προς τα κάτω είδε αυτοκίνητα κι άκουσε τη σειρήνα ενός αστυνομικού να σκίζει τον αέρα σαν αλυσοπρίονο. Ξανακοίταξε ψηλά. Το άνοιγμα στην κορυφή της σκάλας ήταν μαύρο· δεν μπορούσε πια να δει το φεγγάρι. Είχε συννεφιάσει ξαφνικά; Μια σταγόνα έπεσε στην κάννη του όπλου του. Κι άλλη μπόρα των μάνγκο; Ο Χάρι ανέβηκε στο επόμενο σκαλί, η καρδιά του πονούσε, πήδηξε κάνα δυο χτύπους κι ύστερα ξανάρχισε, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ποιο το νόημα; σκέφτηκε, κοιτάζοντας προς τα κάτω. Η αστυνομία θα έφτανε σύντομα. Ο Γενς θα είχε ήδη εξαφανιστεί στον δρόμο-φάντασμα γελώντας με την καρδιά του, θα είχε ήδη κατέβει από μια άλλη σκάλα, δυο τετράγωνα πιο πέρα, και θα χανόταν τώρα ανάμεσα στα πλήθη. Ένας γαμημένος μάγος του Οζ. Η σταγόνα γλίστρησε στη λαβή του όπλου κι ανάμεσα στα

δόντια του. Τρεις σκέψεις γεννήθηκαν μεμιάς: Πρώτον, αν ο Γενς τον είχε δει να βγαίνει ζωντανός από το Καραόκε της Μίλι, δεν θα είχε φύγει· δεν είχε επιλογή, έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά. Δεύτερον, οι στάλες της βροχής δεν έχουν γλυκιά, μεταλλική γεύση. Και, τρίτον, δεν είχε συννεφιάσει· κάποιος έφραζε την τρύπα, κάποιος που αιμορραγούσε. Ξαφνικά τα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ελπίζοντας ότι του είχαν μείνει αρκετά νεύρα ανέπαφα στο αριστερό χέρι ώστε να τον κρατήσουν πάνω στη σκάλα, άρπαξε το όπλο του με το δεξί από το στόμα, είδε σπινθήρες να βγαίνουν από το πιο πάνω σκαλί κι άκουσε το σφύριγμα από τον εκτροχιασμό της σφαίρας, ένιωσε κάτι να τσιμπάει το μπατζάκι του παντελονιού του κι ύστερα σημάδεψε τον μαύρο κύκλο κι ένιωσε την ανάκρουση της εκπυρσοκρότησης στο σπασμένο του σαγόνι. Το στόμιο ενός όπλου άστραψε κι ο Χάρι άδειασε όλo τον γεμιστήρα προς τα πάνω. Κλικ, κλικ. Τι ερασιτέχνης. Ο Χάρι μπορούσε να δει ξανά το φεγγάρι, πέταξε το όπλο του και πριν αυτό προσγειωθεί στο έδαφος άρχισε να ξανανεβαίνει τη σκάλα. Έφτασε. Ο δρόμος, οι

εργαλειοθήκες, τα βαριά μηχανήματα, ήταν όλα πλημμυρισμένα από το κίτρινο φως ενός εξωφρενικά μεγάλου μπαλονιού, που κάποιος είχε δέσει από πάνω τους. Ο Γενς καθόταν πάνω σε έναν σωρό από άμμο, με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο στομάχι του, ταλαντευόμενος μπρος πίσω και ξεκαρδισμένος στα γέλια. «Ε, Χάρι, κοίτα τι χάλια που τα έκανες. Κοίτα!» Ξεδίπλωσε τα χέρια του. Το αίμα πετάχτηκε έξω, πηχτό και λαμπερό. «Μαύρο αίμα. Πέτυχες συκώτι, Χάρι! Ο γιατρός μπορεί να μου πει τέρμα το αλκοόλ. Δεν μ’ αρέσει αυτό!» Οι σειρήνες της αστυνομίας ακούγονταν ολοένα και πιο δυνατά. Ο Χάρι προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του. «Στη θέση σου δεν θα το έπαιρνα τόσο βαριά, Γενς. Το κονιάκ που σερβίρουν στις ταϊλανδέζικες φυλακές είναι χάλια, λένε». Πλησίασε κουτσαίνοντας τον Γενς, που σήκωσε το όπλο και τον σημάδεψε. «Ε, ε! Μην τα παραλές, Χάρι. Απλώς πονάει λίγο. Με λίγα χρήματα όλα φτιάχνονται». «Δεν έχεις άλλες σφαίρες» είπε ο Χάρι, προχωρώντας προς το μέρος του. Ο Γενς γέλασε κι άρχισε να βήχει. «Καλή προσπάθεια,

αλλά φοβάμαι πως εσύ δεν έχεις σφαίρες. Βλέπεις, εγώ ξέρω να μετράω». «Ξέρεις;» «Χα χα. Νόμιζα ότι σ’ το ’χα πει. Αριθμοί. Από αυτούς ζω». Έδειξε στον Χάρι με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του. «Δύο σε σένα και τη λεσβία στο καραόκε και τρεις στη σκάλα. Μένει μία ολόδικιά σου, Χάρι. Καμιά φορά αξίζει να βάζεις κάτι στην άκρη για τις δύσκολες στιγμές, ε;» Ο Χάρι απείχε μόνο δύο βήματα. «Βλέπεις πάρα πολλές κωλοταινίες δράσης, Γενς». «A, διάσημη τελευταία ρήση». Ο Γενς πήρε μια απολογητική έκφραση και τράβηξε τη σκανδάλη. Το κλικ ήταν εκκωφαντικό. Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε σε δυσπιστία. «Μόνο στις κωλοταινίες δράσης έχουν όλα τα πιστόλια έξι σφαίρες, Γενς. Αυτό εδώ είναι Ruger SP101. Έχει πέντε». «Πέντε;» Ο Γενς κοίταξε θυμωμένος το όπλο. «Πέντε; Πώς το ξέρεις;» «Από αυτό ζω». Ο Χάρι μπορούσε να δει τα μπλε φώτα στον δρόμο κάτω από τα πόδια τους. «Καλύτερα να μου το δώσεις, Γενς. Η αστυνομία συνηθίζει να πυροβολεί εν ψυχρώ αν δει όπλο».

Η σύγχυση ήταν εμφανής στο πρόσωπο του Γενς Μπρέκε καθώς έδινε το όπλο του στον Χάρι, που το έχωσε στη ζώνη του παντελονιού του. Ίσως έφταιγε ότι η κανονική του ζώνη έλειπε και το πιστόλι γλίστρησε μες στο μπατζάκι του, ίσως ήταν κουρασμένος, ίσως επειδή χαλάρωσε όταν νόμισε ότι ο Γενς παραιτήθηκε, αλλά πετάχτηκε προς τα πίσω καθώς τον χτύπησε η μπουνιά, εντελώς απροετοίμαστος για την ταχύτητα με την οποία κινήθηκε ο Γενς. Ένιωσε το αριστερό του πόδι να λυγίζει κάτω από το βάρος του κι ύστερα το κεφάλι του χτύπησε στο μπετόν μ’ έναν γδούπο. Για μια στιγμή έχασε τις αισθήσεις του. Δεν πρέπει! Το ραδιόφωνο έψαχνε απεγνωσμένα να βρει σταθμό. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένα χρυσό δόντι να γυαλίζει. Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν ήταν χρυσό δόντι· ήταν το φεγγάρι που γυάλιζε πάνω στη λεπίδα του λαπωνικού μαχαιριού. Το διψασμένο μέταλλο στράφηκε καταπάνω του. Ο Χάρι ποτέ δεν κατάλαβε αν ενήργησε ενστικτωδώς ή αν έδρασε έπειτα από σκέψη. Το αριστερό του χέρι τεντώθηκε με ανοιχτά τα δάχτυλα προς τη λάμα του μαχαιριού. Το μαχαίρι τού έσχισε την παλάμη με σχετική ευκολία. Όταν το μαχαίρι έφτασε στη λαβή, ο Χάρι τράβηξε το χέρι του και κλότσησε μπροστά με το καλό του πόδι. Πέτυχε τον στόχο του κάπου στην πηγή του μαύρου αίματος κι ο Γενς διπλώθηκε στα δύο,

βόγκηξε κι έπεσε στο πλάι πάνω στην άμμο. Ο Χάρι σηκώθηκε με δυσκολία στα γόνατα. Ο Γενς είχε γίνει ένα κουβάρι και κρατούσε το στομάχι του και με τα δυο του χέρια. Ούρλιαζε. Απ’ τα γέλια ή απ’ τους πόνους, ο Χάρι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. «Διάολε, Χάρι, πονάει τόσο πολύ! Είναι φανταστικό!» είπε ανάμεσα σ’ ανάσες κομμένες και γέλια. Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε το μαχαίρι που εξείχε κι απ’ τις δυο μεριές του χεριού του, μην ξέροντας τι ήταν πιο σοφό να κάνει: να το τραβήξει έξω ή να το αφήσει εκεί που ήταν, για να σταματά την αιμορραγία; Κάτω από τον δρόμο άκουσε μια φωνή μέσα από ένα μεγάφωνο. «Ξέρεις τι θα συμβεί τώρα, Χάρι;» είπε ο Γενς κι έκλεισε τα μάτια του. «Όχι». Ο Γενς έκανε μια παύση προσπαθώντας ν’ ανακτήσει δυνάμεις. «Να σου πω εγώ τότε. Έχει έρθει η μέρα πληρωμής μεγάλων μπόνους για ένα σωρό αστυνομικούς, δικηγόρους και δικαστές. Θα με κάνεις να ξοδέψω τα κέρατά μου, μπάσταρδε». «Τι εννοείς;» «Τι εννοώ; Ξανάγινες προσκοπάκι, Χάρι; Τα πάντα είναι προς πώληση αν έχεις χρήμα. Κι εγώ έχω. Εξάλλου...»

Έβηξε. «Υπάρχουν διάφοροι πολιτικοί με συμφέροντα στον κατασκευαστικό κλάδο, που καμιά όρεξη δεν έχουν να δουν το ΣΥΣΔΡΟΜ να πηγαίνει κατά διαόλου». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι αυτήν τη φορά, Γενς. Όχι πια». Ο Γενς έδειξε τα δόντια του σε μια γκριμάτσα πόνου και χαμόγελου. «Βάζεις στοίχημα;» Έλα τώρα, σκέφτηκε ο Χάρι. Μην κάνεις τίποτα για το οποίο θα μετανιώσεις. Κοίταξε το ρολόι του, μια αυτόματη κίνηση στο επάγγελμά του. Ώρα σύλληψης, για την αναφορά. «Αναρωτιόμουν κάτι, Γενς. Η επιθεωρητής Κράμλεϊ νόμιζε ότι σου είπα παραπάνω απ’ όσα έπρεπε όταν ανέφερα την Ελέμ Α.Ε. Κι ίσως να έχει δίκιο. Αλλά εσύ ήξερες καιρό ότι ήξερα ότι ήσουν εσύ, έτσι δεν είναι;» Ο Γενς προσπάθησε να εστιάσει στον Χάρι. «Εδώ και λίγο καιρό, ναι. Γι’ αυτό δεν κατάλαβα γιατί ήθελες σώνει και καλά να με βγάλεις από το κρατητήριο. Γιατί;» Ο Χάρι ένιωσε να ζαλίζεται και κάθισε πάνω σε μια εργαλειοθήκη. «Ίσως να μην είχα συνειδητοποιήσει ακόμη ότι ήξερα ότι ήσουν εσύ. Ίσως ήθελα να δω τι χαρτί θα έπαιζες μετά. Ίσως ήθελα να σε κάνω ν’ αποκαλυφθείς. Δεν ξέρω. Από πού το

κατάλαβες ότι το ήξερα;» «Κάποιος μου το ’πε». «Αποκλείεται. Δεν είχα πει λέξη σε κανέναν μέχρι απόψε». «Κάποιος το ήξερε χωρίς να το ’χεις πει». «Η Ρούνα;» Τα μάγουλα του Γενς έτρεμαν και σάλια έβγαιναν από τις άκρες του στόματός του. «Ξέρεις κάτι, Χάρι; Η Ρούνα είχε αυτό που λέμε διαίσθηση. Εγώ το λέω παρατηρητικότητα. Πρέπει να μάθεις να κρύβεις καλύτερα τις σκέψεις σου, Χάρι. Μην ανοίγεσαι στον αντίπαλο. Είναι απίστευτο τι μπορεί να σου πει μια γυναίκα αν την απειλήσεις ότι θα της κόψεις ό,τι την κάνει γυναίκα. Είναι...» «Πώς την απείλησες;» «Απείλησα ότι θα της κόψω τις ρώγες. Πώς σου φαίνεται, Χάρι;» Ο Χάρι σήκωσε το πρόσωπό του στον ουρανό κι έκλεισε τα μάτια του λες και περίμενε τη βροχή να πέσει. «Είπα κάτι λάθος, Χάρι;» Ο Χάρι ένιωσε την καυτή του ανάσα να βγαίνει απ’ τα ρουθούνια του. «Εσένα περίμενε, Χάρι». «Σε ποιο ξενοδοχείο μένεις όταν πας στο Όσλο;» ψιθύρισε ο Χάρι.

«Η Ρούνα είπε ότι θα ερχόσουν να τη σώσεις, είπε ότι ήξερες ποιος την είχε απαγάγει. Έκλαιγε σαν μωρό παιδί και με χτυπούσε με το προσθετικό της χέρι. Ήταν αστείο. Οπότε...» Ο ήχος από τα σίδερα που δονούνταν. Κλανγκ, κλανγκ. Ανέβαιναν τη σιδερένια σκάλα. Ο Χάρι κοίταξε το μαχαίρι που ήταν ακόμη σφηνωμένο στο χέρι του. Όχι. Κοίταξε τριγύρω. Η φωνή του Γενς του έγδερνε τ’ αυτιά. Μια γλυκιά αίσθηση γεννήθηκε στο στομάχι του· ένα απαλό άφρισμα πλημμύρισε τον εγκέφαλό του, λες και μεθούσε με σαμπάνια. Μην το κάνεις, Χόλε. Κάτσε στ’ αυγά σου. Αλλά ένιωθε ήδη την έκσταση της ελεύθερης πτώσης. Άφησε τον εαυτό του να πέσει. Η κλειδαριά της εργαλειοθήκης έσπασε με τη δεύτερη κλοτσιά. Το κομπρεσέρ ήταν ένα μικρό Wacker, ελαφρύ, όχι παραπάνω από είκοσι κιλά. Ξεκινούσε με το που πατούσες το κουμπί. Ο Γενς το βούλωσε αμέσως και τα μάτια του γούρλωσαν καθώς το μυαλό του συνειδητοποίησε τι επρόκειτο να συμβεί. «Χάρι, δεν μπορείς να...» «Άνοιξε το στόμα, Γενς» είπε εκείνος. Ο βρυχηθμός του παλλόμενου σιδήρου πνίγηκε κάτω από την κίνηση των αυτοκινήτων, το μεγάφωνο που ούρλιαζε και

τον ήχο από τη σκάλα που δονούνταν. Ο Χάρι έσκυψε πάνω από τον Γενς με τα πόδια ανοιχτά, σήκωσε το πρόσωπο προς τον ουρανό κι έκλεισε τα μάτια του. Έβρεχε. Ο Χάρι σωριάστηκε στην άμμο. Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν σε μια παραλία κι εκείνη του ζητούσε να της βάλει αντηλιακό στην πλάτη, είχε πολύ ευαίσθητο δέρμα. Δεν ήθελε να καεί. Να καεί. Και τότε έφτασαν· δυνατές φωνές, μπότες στο τσιμέντο και ο ήχος από καλολαδωμένες σφύρες όπλων. Άνοιξε τα μάτια του και τυφλώθηκε από το φως ενός φακού. Το φως απομακρύνθηκε κι ο Χάρι ξεχώρισε τη σιλουέτα του Ράνγκσαν. O Χάρι ίσα που πρόλαβε να μυρίσει τη χολή του, πριν το περιεχόμενο του στομαχιού του πλημμυρίσει το στόμα και τη μύτη του.

53

Λιζ ξύπνησε και όταν άνοιξε τα μάτια της ήξερε ότι θα έβλεπε το κίτρινο ταβάνι με τη ρωγμή σε σχήμα Τ στον σοβά. Την κοιτούσε καθημερινά εδώ και δύο εβδομάδες. Της απαγορευόταν να διαβάσει ή να δει τηλεόραση λόγω του κρανιακού κατάγματος· μόνο ραδιόφωνο μπορούσε ν’ ακούσει. Η πληγή από τη σφαίρα θα γιατρευόταν γρήγορα, της είχαν πει· δεν είχε αγγίξει όργανα ζωτικής σημασίας. Τουλάχιστον, όχι γι’ αυτήν. Ένας γιατρός ήρθε να την επισκεφτεί, να τη ρωτήσει αν είχε σχέδια να κάνει παιδιά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και του είπε ότι δεν ήθελε να μάθει τα υπόλοιπα. Ο γιατρός κατένευσε κι έφυγε. Υπήρχε άπλετος χρόνος για κακά νέα αργότερα. Για την ώρα, η Λιζ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα καλά νέα. Όπως το γεγονός ότι δεν θα

Η

χρειαζόταν να κάνει τον τροχονόμο για τα επόμενα χρόνια. Κι ότι ο αρχηγός της αστυνομίας είχε περάσει αυτοπροσώπως για να της δώσει λίγες εβδομάδες άδεια. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο πλαίσιο του παραθύρου. Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι της, αλλά της είχαν φτιάξει ένα κατασκεύασμα σαν εξέδρα πετρελαίου πάνω από το κεφάλι, που δεν την άφηνε να το κουνήσει. Δεν της άρεσε που ήταν μόνη της, ποτέ δεν της είχε αρέσει. Την προηγουμένη την είχε επισκεφτεί η Τόνιε Βίιγκ, να ρωτήσει αν ήξερε τι απέγινε ο Χάρι. Λες κι ο Χάρι είχε επικοινωνήσει μαζί της τηλεπαθητικά, ενώ εκείνη βρισκόταν σε κώμα. Συνειδητοποίησε όμως ότι το ενδιαφέρον της Τόνιε δεν ήταν καθαρά επαγγελματικό κι απέφυγε να το σχολιάσει. Της είπε μόνο ότι θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή. Η Τόνιε Βίιγκ έμοιαζε ολομόναχη, χαμένη, λες κι είχε μόλις ανακαλύψει ότι έχασε το τρένο. Δεν πειράζει, θα το ξεπερνούσε. Φαινόταν από μακριά. Είχε μάθει μόλις ότι ήταν η νέα πρέσβης της Νορβηγίας στην Ταϊλάνδη. Θα αναλάμβανε καθήκοντα από τον Μάιο. Κάποιος έβηξε. Η Λιζ άνοιξε τα μάτια της. «Πώς πάει;» ρώτησε μια τραχιά φωνή. «Χάρι;» Άκουσε τον ήχο ενός αναπτήρα και μύρισε καπνό. «Γύρισες;» του είπε.

«Προσπαθώ». «Τι κάνεις;» «Πειραματίζομαι» είπε εκείνος. «Προσπαθώ να βρω τον καλύτερο τρόπο να χάνει κανείς τις αισθήσεις του». «Μου είπαν ότι σηκώθηκες κι έφυγες από το νοσοκομείο». «Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μου κάνουν». Εκείνη γέλασε προσεκτικά, αφήνοντας τον αέρα να βγει σιγά σιγά. «Τι σου είπε;» ρώτησε ο Χάρι. «Ο Μπγιάρνε Μέλερ; Ότι στο Όσλο βρέχει. Ότι η άνοιξη θα έρθει νωρίς. Αυτά. Μου είπε να σου πω γεια κι ότι κι οι δυο πλευρές είναι ικανοποιημένες και μπορούν ν’ ανασάνουν με ανακούφιση. Πέρασε κι ο γενικός γραμματέας Τούρχους μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια και ρωτούσε τι κάνεις. Μου είπε να σου δώσω συγχαρητήρια». «Τι είπε ο Μπγιάρνε Μέλερ;» επανέλαβε ο Χάρι. Η Λιζ αναστέναξε. «Καλά, καλά. Του μετέφερα το μήνυμά σου και το ήλεγξε». «Και;» «Το ξέρεις πόσο απίθανο είναι ο Μπρέκε να έχει σχέση με τον βιασμό της αδερφής σου, ε;» «Ναι». Η Λιζ άκουσε τον καπνό που καιγόταν καθώς ο Χάρι

τράβηξε μια ρουφηξιά. «Μήπως να το ξεχάσεις καλύτερα, Χάρι;» «Γιατί;» «Η πρώην κοπέλα του Μπρέκε δεν καταλάβαινε τι τη ρωτούσαμε. Τον παράτησε γιατί ο τύπος ήταν, λέει, βαρετός, όχι για τίποτε άλλο. Και...» Πήρε μια ανάσα. «Και ο Μπρέκε δεν ήταν καν στο Όσλο όταν επιτέθηκαν στην αδερφή σου». Προσπάθησε ν’ ακούσει πώς το πήρε ο Χάρι. «Συγγνώμη» πρόσθεσε. Άκουσε το τσιγάρο να πέφτει στο πάτωμα και μια σόλα να το συνθλίβει στα πλακάκια. «Εντάξει λοιπόν, πέρασα να δω πώς είσαι» είπε εκείνος. Ακούστηκαν τα πόδια μιας καρέκλας να γδέρνουν το πάτωμα. «Χάρι;» «Εδώ είμαι ακόμη». «Κάτι τελευταίο. Γύρνα πίσω, μου το υπόσχεσαι; Μη μένεις εκεί έξω». Άκουσε τις ανάσες του. «Θα γυρίσω πίσω» είπε εκείνος άχρωμα, λες κι είχε βαρεθεί το ίδιο ρεφρέν.

54

οίταξε τη σκόνη που χόρευε στην αχτίδα του φωτός που έμπαινε από τη χαραμάδα στο ξύλινο ταβάνι. Το πουκάμισό του κολλούσε πάνω του σαν κατατρομαγμένη γυναίκα, ο ιδρώτας τού έτσουζε τα χείλη και η μυρωδιά του χωμάτινου πατώματος τού έφερνε αναγούλα. Τότε όμως του έδωσαν την πίπα, ένα χέρι έπιασε τη λαβίδα και άλειψε τη μαύρη πίσσα μες στην τρύπα. Ο Χάρι κράτησε την πίπα πάνω από τη φλόγα και η ζωή ξαναγλύκανε. Με τη δεύτερη ρουφηξιά εμφανίστηκαν μπροστά του: ο Ίβαρ Λέκεν, ο Τζιμ Λαβ, η Χίλντε Μούλνες. Με την τρίτη, όλοι οι υπόλοιποι. Εκτός από μία. Ρούφηξε τον καπνό βαθιά μες στα πνευμόνια του, τον κράτησε εκεί μέχρι που νόμιζε ότι θα σκάσει και, τελικά, την είδε. Στεκόταν στην μπαλκονόπορτα με τον ήλιο να φωτίζει από μια μεριά το πρόσωπό της. Έκανε δυο βήματα

Κ

κι υψώθηκε στον αέρα, μαύρη, καμπυλόγραμμη, από τις φτέρνες μέχρι και τα δάχτυλα των χεριών της, σε μια απαλή τοξωτή κίνηση, απείρως αργή· διέρρηξε την επιφάνεια του νερού μ’ ένα φιλί, βούτηξε βαθιά, ακόμα πιο βαθιά μες στο νερό, μέχρι που αυτό την αγκάλιασε. Η επιφάνεια γέμισε φουσκάλες· ένα κυματάκι έσκασε στην άκρη της πισίνας. Κι ύστερα ησυχία και το πράσινο νερό καθρέφτισε και πάλι τον ουρανό, λες και το κορίτσι δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ο Χάρι ρούφηξε για μια τελευταία φορά, ξάπλωσε στο στρώμα από μπαμπού κι έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε τους μαλακούς παφλασμούς κάποιου που κολυμπούσε.

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες από το επόμενο βιβλίο του Jo Nesbo O γιος μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ 2015

1

Ρόβερ κοίταξε το λευκοβαμμένο τσιμεντένιο πάτωμα του ορθογώνιου κελιού, εμβαδού έντεκα τετραγωνικών μέτρων, και έσφιξε τα δόντια του, τους μεγάλους κεντρικούς κοπτήρες της κάτω γνάθου, που ήταν από χρυσό. Είχε φτάσει στο δύσκολο μέρος της εξομολόγησης. Το μόνο που ακουγόταν στο κελί ήταν τα νύχια του, που έξυναν τώρα το τατουάζ της Παναγίας στον πήχη του χεριού του. Το αγόρι που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι απέναντί του δεν είχε βγάλει μιλιά από τη στιγμή που ο Ρόβερ είχε μπει στο κελί. Απλώς κατένευε και χαμογελούσε σαν τον Βούδα, ικανοποιημένο, με το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο ακαθόριστο σημείο πάνω στο μέτωπο του άνδρα απέναντί του. Το φώναζαν Σόνι και έλεγαν ότι στα δέκα είχε σκοτώσει ήδη δύο ανθρώπους, ότι ο πατέρας του ήταν ένας

O

διεφθαρμένος αστυνομικός και ότι είχε υπερφυσικές ικανότητες. Δύσκολο να πει κανείς αν είχε ακούσει τίποτα τώρα: Τα πράσινα μάτια και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του ήταν κρυμμένα πίσω από τα μακριά βρόμικα μαλλιά του. Αλλά δεν είχε σημασία. Το μόνο που ήθελε ο Ρόβερ ήταν άφεση αμαρτιών, την ευλογία του, ώστε να διαβεί την επομένη τις πύλες των φυλακών υψίστης ασφαλείας με την αίσθηση ότι είχε εξιλεωθεί. Όχι ότι ήταν άνθρωπος θρησκευόμενος. Αλλά λίγη πίστη δεν βλάπτει όταν κανείς αποφασίζει ν’ αλλάξει τα πράγματα και να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πάρει τον ίσιο δρόμο. Για την ώρα, ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Νομίζω πως ήταν Λευκορωσίδα. Εκεί δεν βρίσκεται το Μινσκ; Στη Λευκορωσία, ε;» είπε και σήκωσε απότομα το βλέμμα, αλλά ο νεαρός άνδρας δεν του απάντησε. «Ο Νέστωρ τη φώναζε Μινσκ» είπε ο Ρόβερ. «Αυτός μου ’πε ότι έπρεπε να την πυροβολήσω». Το πλεονέκτημα του να εξομολογείται κανείς σε κάποιον με καμένο εγκέφαλο ήταν ότι ο ακροατής δεν θυμόταν κατόπιν ούτε ονόματα ούτε γεγονότα· ήταν λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γι’ αυτό οι κρατούμενοι προτιμούσαν το αγόρι αντί για κάποιον παπά ή ψυχολόγο. «Ο Νέστωρ την είχε μαζί με άλλα οκτώ κορίτσια σε κάτι

κλουβιά κάτω στο Ενερχάουγκεν. Ανατολικοευρωπαίες και Ασιάτισσες. Μικρές. Έφηβες. Έτσι ήθελε να πιστεύει τουλάχιστον. Αλλά η Μινσκ ήταν μεγαλύτερη. Δυνατότερη. Κατάφερε να δραπετεύσει. Πρόλαβε κι έφτασε μέχρι το πάρκο Τέγεν, πριν η σκύλα του Νέστορα την προλάβει. Ένα αργεντίνικο ντόγκο, τα ξέρεις;» Το βλέμμα του νεαρού δεν άλλαξε, απλώς το χέρι του σηκώθηκε, βρήκε τη γενειάδα του κι άρχισε να τη χτενίζει αργά με τα δάχτυλά του. Το μανίκι του βρόμικου μεγάλου πουκαμίσου του γλίστρησε και αποκάλυψε σημάδια και κοψίματα. Ο Ρόβερ συνέχισε: «Μια θεόρατη αλμπίνο σκύλα, ρε φίλε. Σκότωνε ό,τι της έδειχνε ο κύριός της. Κι άλλα τόσα. Στη Νορβηγία απαγορεύονται. Ο Νέστωρ την είχε φέρει από την Τσεχία, μέσω ενός κυνοκομείου στο Ράλινγκεν, όπου την είχαν καταγράψει ως λευκό μπόξερ. Πήγαμε και την αγοράσαμε όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Πενήντα χιλιάρικα κολλαριστά μάς κόστισε. Κι ανάθεμά την, ήταν τόσο χαριτωμένη, που ήταν αδύνατον να φανταστείς πώς...». Ο Ρόβερ σταμάτησε απότομα. Ήξερε ότι μιλούσε για τη σκύλα, μόνο και μόνο για να καθυστερήσει να πει τα υπόλοιπα. «Τέλος πάντων...» Τέλος πάντων. Κοίταξε το τατουάζ που είχε στον άλλο του

πήχη. Έναν καθεδρικό ναό με δυο καμπαναριά. Ένα για κάθε ποινή που είχε εκτίσει. Καμιά τους δεν είχε, τέλος πάντων, σχέση με τα τατουάζ του. Ο Ρόβερ είχε φέρει στη λέσχη μοτοσικλετιστών ένα περίστροφο λαθραία. Τροποποιούσε διάφορα τέτοια στο ιδιωτικό του συνεργείο. Ήταν καλός σ’ αυτά. Υπερβολικά καλός. Tόσο καλός, που στο τέλος η δουλειά του έπαψε να περνάει απαρατήρητη και τον τσάκωσαν. Τόσο καλός τέλος πάντων, που, με το που βγήκε την πρώτη φορά από τη φυλακή, τον ψάρεψε ο Νέστωρ με τη μία. Κι έγινε δικός του μέχρι το κόκαλο, μια κι οι άνθρωποι του Νέστορα –εν αντιθέσει με τους μοτοσικλετάδες ή όποιους άλλους ανταγωνιστές– έπρεπε πάντα να ’χουν τα καλύτερα όπλα. Για λίγους μήνες δουλειάς ο Νέστωρ τον είχε πληρώσει παραπάνω απ’ όσα θα ’βγαζε δουλεύοντας στο συνεργείο μια ολόκληρη ζωή. Αλλά του είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα πολλά. Πάρα πολλά. «Ήταν ξαπλωμένη στο δασάκι με τα αίματα να τρέχουν. Εκεί, ακίνητη, να μας κοιτάζει. Η σκύλα τής είχε φάει ένα ολόκληρο κομμάτι απ’ το πρόσωπο · μπορούσες να δεις τα δόντια της». Ο Ρόβερ έκανε μια γκριμάτσα. Είχε φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης. «Ο Νέστωρ μάς είπε πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν ένα μάθημα και τα υπόλοιπα κορίτσια, να καταλάβουν τι διακινδύνευαν. Και ότι η Μινσκ δεν είχε πια καμιά αξία, σαν το πρόσωπό της...» Ο Ρόβερ ξεροκατάπιε.

«Και μου ζήτησε να το κάνω, να τελειώνω εγώ την υπόθεση. Είπε ότι έτσι θα αποδείκνυα την αφοσίωσή μου, καταλαβαίνεις; Είχα πάνω μου ένα Ρούγκερ ΜΚ2, λίγο πειραγμένο. Και ήθελα να το κάνω. Πραγματικά ήθελα. Δεν ήταν αυτό...» Ο Ρόβερ ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Πόσο συχνά δεν τα ’χε σκεφτεί όλα αυτά, πόσες φορές δεν είχε ξαναπαίξει στο μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα στο πάρκο Τέγεν, εκείνο το βράδυ; Εκατό φορές; Χίλιες; Σ’ επανάληψη· η κοπέλα, ο Νέστωρ κι αυτός σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλοι οι υπόλοιποι, σιωπηλοί μάρτυρες. Ακόμα και η σκύλα το είχε βουλώσει τότε. Κι όμως τώρα, που τ’ ομολογούσε πρώτη φορά στα φωναχτά, τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν όνειρο, ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Ή, μάλλον, ήταν λες και το σώμα του το κατανοούσε για πρώτη φορά και προσπάθησε να τον κάνει ν’ αναγουλιάσει. Ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη για να διώξει το αίσθημα ναυτίας. «Αλλά δεν μπόρεσα. Παρόλο που ήξερα ότι θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Εκείνοι περίμεναν, με τη σκύλα έτοιμη, κι εγώ σκεφτόμουν ότι, στη θέση της, από σφαίρα θα διάλεγα κι εγώ να πάω. Αλλά ήταν λες και η σκανδάλη ήταν από μπετόν. Δεν μπορούσα να την τραβήξω με τίποτα». Ο νεαρός φάνηκε να γνέφει ελάχιστα. Είτε προς αυτά που

έλεγε ο Ρόβερ είτε στον ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνος άκουγε. «Ο Νέστωρ είπε ότι δεν γινόταν να περιμένουμε για πάντα, εξάλλου ήμασταν στη μέση ενός δημόσιου πάρκου. Κι έτσι έβγαλε από τη θήκη που είχε στο πόδι του ένα μικρό, κυρτό μαχαίρι, έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τα μαλλιά, σήκωσε λίγο το κεφάλι της και της έσχισε τον λαιμό με τη μία. Λες και καθάριζε ψάρι. Το αίμα πετάχτηκε τρεις, πέντε φορές και ύστερα άδειασε. Αλλά ξέρεις τι μου ’χει μείνει στο μυαλό; Η σκύλα. Πώς άρχισε να ουρλιάζει με το που πετάχτηκε το αίμα απ’ τον λαιμό της κοπέλας». Ο Ρόβερ έγειρε προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα, γαμώ το κέρατό μου. Τους κοιτούσα απλώς που την τύλιξαν σ’ ένα χαλί και τη μετέφεραν στο αμάξι. Την πήγαμε ως το δάσος, στην Εστμάρκα, στο δασικό περίπτερο. Κατεβήκαμε την πλαγιά και την κουβαλήσαμε μέχρι τη λίμνη Ούλσρουντ. Πολλά σκυλιά βγαίνουν βόλτα εκεί κάτω, κι έτσι τη βρήκαν την επομένη κιόλας. Ακριβώς αυτό ήθελε κι ο Νέστωρ, να τη βρουν, καταλαβαίνεις; Για να δει τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, που έδειχναν τι της συνέβη. Για να τις δείξει στα υπόλοιπα κορίτσια».

Ο Ρόβερ πήρε τα χέρια από τ’ αυτιά του. «Σταμάτησα να κοιμάμαι. Κάθε φορά που κοιμόμουν έβλεπα μόνο εφιάλτες. Την κοπέλα να μου χαμογελάει με τα γυμνά της δόντια. Πήγα λοιπόν στον Νέστορα και του ’πα ότι αυτό ήταν, φεύγω. Τέρμα το λιμάρισμα των Ούζι και των Γκλογκ, από εδώ και πέρα θα βίδωνα βίδες μόνο σε μοτοσικλέτες. Ήθελα να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου, χωρίς να πρέπει ν’ ανησυχώ για τους μπάτσους κάθε τρεις και λίγο. Ο Νέστωρ είπε εντάξει, καταλάβαινε, λέει, ότι δεν είχα ίχνος κακού τύπου μέσα μου. Όμως μου εξήγησε λεπτομερώς τι θα πάθαινα έτσι κι άνοιγα το στόμα μου. Εγώ καταχάρηκα και ξανάρχισα τη ζωή μου. Αρνήθηκα κάθε προσφορά, παρόλο που μου ’χαν μείνει διάφορα γαμάτα Ούζι. Αλλά είχα μονίμως την αίσθηση ότι κάτι μαγειρευόταν, καταλαβαίνεις; Ότι ήθελαν να με καθαρίσουν. Ναι, τόσο πολύ μάλιστα, που σχεδόν ανακουφίστηκα όταν μ’ έπιασαν οι μπάτσοι και μ’ έχωσαν μέσα, σ’ ένα ασφαλές κελί. Για μια παλιά υπόθεση ήταν, όπου είχα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά τσάκωσαν δυο τύπους που μαρτύρησαν ότι τους είχα προμηθεύσει τα όπλα. Έτσι κι εγώ ομολόγησα επιτόπου». Ο Ρόβερ έσκασε στα γέλια. Έβηξε. Έσκυψε μπροστά: «Βγαίνω αποδώ σε οκτώ ώρες. Δεν έχω ιδέα τι σκατά με περιμένει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Νέστωρ γνωρίζει ότι

θα βγω, παρόλο που βγαίνω τέσσερις βδομάδες νωρίτερα. Ξέρει ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα και ό,τι τρέχει με την μπατσαρία. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχουν κόσμο παντού. Οπότε, αν ήταν να με καθαρίσει, μπορούσε να το κάνει κι εδώ μέσα, αντί να περιμένει να βγω έξω πρώτα. Εσύ τι λες;». Ο Ρόβερ περίμενε. Σιωπή. Ο νεαρός δεν φαινόταν να πολυσκέφτεται. «Τέλος πάντων» είπε ο Ρόβερ. «Μια ευλογία δεν βλάπτει, βλάπτει;» Με το άκουσμα της λέξης «ευλογία» ήταν λες και τα μάτια του άλλου άστραψαν· σήκωσε το δεξί του χέρι κάνοντας νόημα στον Ρόβερ να έρθει πιο κοντά και να γονατίσει. Αυτός γονάτισε πάνω στο μικρό χαλάκι που βρισκόταν μπροστά στο κρεβάτι. O Φρανκ δεν άφηνε κανέναν άλλο κρατούμενο να ’χει χαλί στο πάτωμα· σύμφωνα με το ελβετικό μοντέλο που ακολουθούσαν στη φυλακή, απαγορευόταν καθετί περιττό. Κάθε κρατούμενος μπορούσε να έχει μόνο είκοσι υπάρχοντα. Αν ήθελες ένα ζευγάρι παπούτσια, έπρεπε να στερηθείς δυο σώβρακα ή δυο βιβλία, παραδείγματος χάριν. Ο Ρόβερ κοίταξε το πρόσωπο του νεαρού. Η άκρη της γλώσσας του ύγραινε τα ξερά του χείλη. Η φωνή του ήταν αναπάντεχα λεπτή όταν ακούστηκε και, παρόλο που οι λέξεις έβγαιναν αργά και ψιθυριστά, ήταν ξεκάθαρες:

«Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί ελεούν σε και οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θα πεθάνεις, αλλά του μετανοημένου η ψυχή στον παράδεισο και πάλι καταλήγει. Αμήν». Ο Ρόβερ έσκυψε το κεφάλι. Ένιωσε το αριστερό χέρι του άλλου πάνω στο ξυρισμένο του κρανίο. Το αγόρι ήταν αριστερόχειρας, αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι στατιστικολόγος για να ξέρεις ότι είχε μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους δεξιόχειρες. Ο θάνατος από υπερβολική δόση μπορεί να ερχόταν αύριο, μπορεί σε δέκα χρόνια· κανείς δεν ήξερε. Αλλά αυτό που έλεγαν, ότι το αριστερό του χέρι θεράπευε, ο Ρόβερ δεν το έχαβε. Εδώ δεν πίστευε καλά καλά σε όλα αυτά περί ευλογίας... Τότε τι δουλειά είχε εδώ πέρα; Τα γνωστά. Τι θρησκεία, τι ασφάλεια πυρός: Πολύ πιθανόν να μην τη χρειάζεσαι, αλλά όταν όλοι σού λένε ότι το αγόρι μπορεί να σε ξαλαφρώσει από τα βάσανά σου γιατί να μην πεις κι εσύ ένα ναι στην ψυχική γαλήνη; Ο Ρόβερ απορούσε περισσότερο με το πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να έχει σκοτώσει εν ψυχρώ. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ίσως τελικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε: Ο διάβολος φορά πολλά κοστούμια. «Σαλάαμ αλέκουμ» είπε η φωνή και το χέρι αποτραβήχτηκε.

Ο Ρόβερ παρέμεινε καθιστός με το κεφάλι του σκυμμένο. Πιέζοντας τη λεία πίσω επιφάνεια των χρυσών του δοντιών με τη γλώσσα. Ήταν έτοιμος άραγε; Έτοιμος να συναντήσει τον Δημιουργό του, αν αυτό τον περίμενε εκεί έξω; Σήκωσε το κεφάλι του. «Το ξέρω ότι δεν ζητάς ποτέ πληρωμή αλλά...» Κοίταξε το γυμνό πόδι του νεαρού, που ήταν διπλωμένο από κάτω του. Eίδε την κατατρυπημένη μεγάλη φλέβα του ταρσού. «Την προηγούμενη φορά ήμουν στην Μπότσεν και όλοι εκεί μέσα έβρισκαν ντόπα εύκολα, χωρίς πρόβλημα. Αλλά δεν ήταν και υψίστης ασφαλείας. Εδώ λένε ότι ο Φρανκ έχει καταφέρει να κλείσει όλα τα κανάλια. Αλλά...» ο Ρόβερ έχωσε το χέρι του στην τσέπη «...δεν είναι αλήθεια». Έβγαλε έξω ένα αντικείμενο στο μέγεθος κινητού τηλεφώνου, μια επίχρυση θήκη που έμοιαζε με μίνι πιστόλι. Πάτησε τη μικροσκοπική σκανδάλη. Μια μικρή φλόγα ξεπήδησε από την κάννη. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα; Σίγουρα έχεις δει. Οι φρουροί που με ξάφρισαν όταν πρωτομπήκα ήξεραν τι είναι. Με ενημέρωσαν, μάλιστα, ότι πουλούσαν φτηνά λαθραία τσιγάρα, αν ενδιαφερόμουν. Και μ’ άφησαν να κρατήσω αυτό τον μικρό αναπτήρα. Προφανώς δεν είχαν διαβάσει όλο μου το μητρώο. Δεν έχει ενδιαφέρον που η χώρα λειτουργεί συνολικά, τη στιγμή που τόσο πολλοί άνθρωποι κάνουν τσαπατσοδουλειές όλη την ώρα;»

O Ρόβερ ζύγισε τον αναπτήρα στο χέρι του. «Έφτιαξα δυο τέτοια πριν από οκτώ χρόνια. Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι κανείς σ’ αυτή τη χώρα δεν κάνει καλύτερη δουλειά από μένα. Έμαθα από τον μεσάζοντα ότι ο πελάτης ήθελε ένα όπλο που να μη χρειάζεται καν να το κρύψει· ήθελε να μοιάζει, λέει, με κάτι άλλο. Κι έτσι έφτιαξα αυτό. Το μυαλό των ανθρώπων λειτουργεί πολύ παράξενα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όταν βλέπουν τούτο δω είναι, φυσικά, πιστόλι. Αλλά αν τους δείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναπτήρας, ξεχνούν αμέσως την πρώτη τους σκέψη. Μπορεί να είναι ανοιχτοί ακόμα και στην ιδέα ότι χρησιμοποιείται ως οδοντόβουρτσα ή ως κατσαβίδι. Αλλά ως πιστόλι, με τίποτα πια. Κι όμως...» Ο Ρόβερ γύρισε μια βίδα στο κάτω μέρος της λαβής. «Παίρνει δυο σφαίρες εννιά χιλιοστών. To ονόμασα γυναικοσκοτώστρα». Ο Ρόβερ έστρεψε την κάννη προς το αγόρι. «Μία για σένα, αγάπη μου...» Και ύστερα προς τον κρόταφό του. «Και μία για μένα...» Το γέλιο του ακούστηκε παράξενο, μοναχικό μες στο μικρό κελί. «Τέλος πάντων. Βασικά, έπρεπε να ’χω φτιάξει μόνο ένα, ο πελάτης δεν ήθελε να ξέρει κανείς άλλος το μυστικό αυτής της εφεύρεσης. Αλλά εγώ έφτιαξα άλλο ένα. Και το πήρα μαζί μου προληπτικά, σε περίπτωση που ο Νέστωρ έστελνε

κάποιον να με καθαρίσει εδώ μέσα. Αλλά μια και βγαίνω αύριο και δεν μου χρειάζεται πια είναι δικό σου. Να, πάρε κι αυτό...» Ο Ρόβερ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την άλλη του τσέπη. «Θα ’ναι πολύ περίεργο αν δεν έχεις και τσιγάρα, ε;» Έβγαλε το πλαστικό απ’ την κορυφή του πακέτου, το άνοιξε, τράβηξε μια ξεθωριασμένη κάρτα που έγραφε Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ» και την έχωσε μέσα. «Έτσι έχεις και τη διεύθυνσή μου σε περίπτωση που χρειαστείς επιδιόρθωση σε καμιά μηχανή. Ή αν θες κάνα γαμάτο Ούζι. Όπως σου ’πα, έχω μερικά...» Η πόρτα άνοιξε και μια φωνή βρυχήθηκε: «Ρόβερ! Έξω τώρα!». O Ρόβερ γύρισε προς τη φωνή. Του δεσμοφύλακα που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας τού έπεφτε το παντελόνι, λόγω της μεγάλης αρμαθιάς κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη του, μισοκρυμμένη από την κοιλιά του, η οποία ξεχείλιζε πάνω από το παντελόνι του σαν φουσκωμένη ζύμη. «Η Αγιότητά Του έχει επισκέψεις. Από έναν στενό συγγενή, μπορείς να πεις». Ο αξιωματικός γέλασε χλιμιντρίζοντας και γύρισε προς το μέρος κάποιου που στεκόταν πίσω από την πόρτα. «Θα το αντέξεις, Περ;» Ο Ρόβερ έχωσε το πιστόλι και τα τσιγάρα κάτω από τα

σκεπάσματα του κρεβατιού του αγοριού, σηκώθηκε και τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ύστερα βγήκε γρήγορα έξω.

Ο ιερέας της φυλακής ίσιωσε το καινούργιο του λευκό κολάρο, που ποτέ δεν έμοιαζε να κάθεται σωστά. Ένας στενός συγγενής. Θα το αντέξεις, Περ; Πόσο θα ’θελε να φτύσει το γελαστό, χοντρό και λιπαρό πρόσωπο του φύλακα! Αντ’ αυτού, κατένευσε φιλικά προς τον κρατούμενο που έβγαινε από το κελί, προσποιούμενος ότι τον αναγνώριζε. Είδε τα τατουάζ στους πήχεις των χεριών του. Την Παναγία και τον καθεδρικό ναό. Αλλά όχι· είχε δει τόσα και τόσα τατουάζ και πρόσωπα τόσα χρόνια τώρα, που του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ο ιερέας πέρασε μέσα. Μύριζε λιβάνι. Κάτι, τέλος πάντων, που θύμιζε θυμίαμα. Ίσως και καμένη φούντα. «Καλημέρα, Σόνι». O νεαρός στο κρεβάτι δεν σήκωσε το κεφάλι του, ωστόσο κατένευσε αργά. Ο Περ Βολάν υπέθεσε ότι η παρουσία του καταγράφηκε και αναγνωρίστηκε. Kαι εγκρίθηκε. Κάθισε στην καρέκλα, νιώθοντας λίγο άβολα όταν αισθάνθηκε τη ζέστη από το σώμα που καθόταν εκεί προηγουμένως. Ακούμπησε την Αγία Γραφή που είχε φέρει

μαζί του πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο αγόρι. «Πήγα και άφησα λουλούδια στον τάφο των γονιών σου σήμερα» είπε. «Το ξέρω ότι δεν μου το ζήτησες, αλλά...» Ο Περ Βολάν προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα του νεαρού. Είχε κι ο ίδιος δύο γιους, ενήλικες· είχαν φύγει κι οι δύο από το σπίτι. Όπως κι αυτός. Με τη διαφορά ότι εκείνοι ήταν ευπρόσδεκτοι να ξαναγυρίσουν. Στα πρακτικά της δίκης, ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ένας δάσκαλος, είχε καταθέσει ότι ο Σόνι ήταν πρότυπο μαθητή· ταλαντούχος παλαιστής, αρεστός σε όλους, πάντα εξυπηρετικός και, ναι, αλήθευε ότι το αγόρι είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει αστυνομικός, σαν τον πατέρα του. Μόνο που ο Σόνι δεν ξαναπάτησε στο σχολείο από την ημέρα που βρήκαν το σημείωμα αυτοκτονίας του πατέρα του, όπου παραδεχόταν τη διαφθορά του. Ο ιερέας προσπάθησε να φανταστεί τι ντροπή μπορεί να είχε νιώσει ένας δεκαπεντάχρονος. Προσπάθησε να φανταστεί την ντροπή και των δικών του γιων αν μάθαιναν ποτέ τι έκανε και ο δικός τους πατέρας. Ίσιωσε το κολάρο του. «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι. Ο Περ σκέφτηκε πόσο παράξενα νέος έμοιαζε ο νεαρός. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα πια. Είχε μπει εδώ μέσα στα δεκαοχτώ κι είχαν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια. Ίσως έφταιγαν τα ναρκωτικά που τον είχαν μουμιοποιήσει, δεν τον

άφηναν να μεγαλώσει. Μόνο τα μαλλιά και η γενειάδα του μάκραιναν, ενώ αυτός κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα ίδια αθώα, παιδικά μάτια. Έναν κόσμο κακό. Γιατί ο Θεός ήξερε ότι ήταν κακός. Ο Περ Βολάν ήταν ιερέας των φυλακών για πάνω από σαράντα χρόνια και είχε δει τον κόσμο να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το Κακό ήταν σαν καρκινικό κύτταρο, που πολλαπλασιαζόταν κι έκανε τα υγιή κύτταρα άρρωστα, τα δάγκωνε σαν βρικόλακας και τα εκφύλιζε. Kαι κανένα δεν γλίτωνε από τη στιγμή που δαγκωνόταν το πρώτο. Κανένα. «Πώς πάει, Σόνι; Πώς πήγε η άδεια; Είδες τη θάλασσα;» Καμία απάντηση. Ο Περ Βολάν ξερόβηξε. «Ο αξιωματικός μού είπε ότι είδατε και τη θάλασσα. Μάλλον το διάβασες στις εφημερίδες, ε; Βρήκανε μια γυναίκα, δολοφονημένη, κοντά στο μέρος που πήγατε, την επόμενη μέρα. Τη βρήκαν στο κρεβάτι της, μες στο σπίτι της. Το κεφάλι της ήταν... ναι. Οι πληροφορίες βρίσκονται εδώ...» Χτύπησε με τον δείκτη του τη ράχη της Αγίας Γραφής. «Ο αξιωματικός έχει ήδη αναφέρει ότι το έσκασες όταν ήσασταν δίπλα στη θάλασσα και ότι σε βρήκε μια ώρα αργότερα, στον δρόμο. Και ότι δεν ήθελες να του πεις πού είχες πάει. Είναι σημαντικό να μην πεις κάτι που θα διαψεύσει την κατάθεσή του, καταλαβαίνεις;

Θα πεις, ως συνήθως, όσο το δυνατόν λιγότερα. Σύμφωνοι, Σόνι;» Ο Περ Βολάν συνάντησε το βλέμμα του αγοριού. Τα μάτια του δεν αποκάλυπταν τι συνέβαινε εντός του, αλλά ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι ο Σόνι Λόφτχους θα ακολουθούσε τις οδηγίες του. Δεν θα έλεγε τίποτα το περιττό ούτε στους αστυνομικούς επιθεωρητές ούτε στους εισαγγελείς. Θα έλεγε απλώς ένα απαλό, ελαφρύ ναι, όταν τον ρωτούσαν αν παραδεχόταν την ενοχή του. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Περ παρατηρούσε καμιά φορά έναν σκοπό, μια βούληση, ένα ένστικτο επιβίωσης σ’ αυτό τον τοξικομανή, που τον έκαναν να διαφέρει από τους υπόλοιπους, όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν μονίμως ελεύθεροι, που δεν είχαν ποτέ τους άλλα σχέδια, που μονίμως βρίσκονταν με το ένα πόδι εδώ μέσα. Κι αυτή η βούληση μπορούσε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μέσα από μια απότομη καθαρότητα στο βλέμμα του, μια ερώτηση που έδειχνε ότι ήταν τελικά παρών όλη την ώρα, ότι είχε ακούσει και είχε αντιληφθεί τα πάντα. Ή ακόμα και από τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε άξαφνα να σηκωθεί, με έναν συντονισμό, μια ισορροπία και μια ευκινησία που δεν συναντούσες σε άλλους χρήστες. Ενώ άλλες φορές, όπως τώρα, κανείς δεν μπορούσε να πει αν το αγόρι είχε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Βολάν κουνήθηκε ανυπόμονα στην καρέκλα του.

«Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι δεν πρόκειται να πάρεις άλλη άδεια για μερικά χρόνια. Αλλά έτσι κι αλλιώς, δεν σ’ αρέσει να είσαι έξω, έτσι δεν είναι; Άσε που τώρα έχεις δει και τη θάλασσα». «Ποτάμι ήταν. Ο σύζυγός της το ’κανε;» Ο ιερέας αναπήδησε. Όπως όταν αναπηδάει κανείς στην αναπάντεχη θέα κάποιου πράγματος που ξεπηδάει μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του νερού. «Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;» Καμία απάντηση. Ο Βολάν αναστέναξε. Ξανάνιωσε ναυτία. Ερχόταν κι έφευγε ανά διαστήματα τώρα. Ίσως θα έπρεπε να κλείσει ραντεβού με τον γιατρό και να κάνει εξετάσεις. «Μην το σκέφτεσαι, Σόνι. Το σημαντικό είναι ότι εκεί έξω άλλοι σαν κι εσένα ψάχνουν όλη μέρα για να βρουν μια δόση. Ενώ εδώ μέσα σού παρέχονται τα πάντα. Και να θυμάσαι ότι ο καιρός περνάει. Όταν οι προηγούμενες δολοφονίες παλιώσουν, παύεις να τους είσαι χρήσιμος. Με αυτήν εδώ τουλάχιστον πήρες παράταση της προθεσμίας». «Ο σύζυγός της το ’κανε. Είναι πλούσιος;» Ο Βολάν τού έδειξε την Αγία Γραφή. «Το σπίτι στο οποίο μπήκες περιγράφεται εδώ μέσα. Μοιάζει μεγάλο και πλήρως εξοπλισμένο. Αλλά ο συναγερμός που θα έπρεπε να προστατεύει όλον αυτό τον πλούτο δεν λειτουργούσε, η

πόρτα δεν ήταν καν κλειδωμένη. Το όνομά του είναι Μούρσαν. Ο εφοπλιστής με την καλύπτρα στο μάτι. Μήπως τον έχεις δει στις εφημερίδες;» «Ναι». «Σοβαρά; Δεν πιστεύεις πως...» «Ναι, εγώ τη σκότωσα. Και, ναι, θα διαβάσω για να δω πώς το έκανα». Ο Περ Βολάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει καλώς. Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες στον τρόπο που σκοτώθηκε, τις οποίες πρέπει να προσέξεις». «Εντάξει». «Η κορυφή του κεφαλιού της... ήταν κομμένη. Θα πρέπει να χρησιμοποίησες πριόνι, με κατάλαβες;» Τις λέξεις του ακολούθησε μια μακρά σιωπή, την οποία ο Περ Βολάν αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γεμίσει με εμετό. Ναι, καλύτερα ο εμετός παρά οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. Κοίταξε τον νεαρό άνδρα. Τι αποφασίζει πώς θα είναι η ζωή του καθενός; Μια σειρά από τυχαία γεγονότα, των οποίων κύριος δεν είναι κανείς, ή κάποια κοσμική βαρύτητα, που, άθελά σου, σε τραβάει προς τα εκεί που πρέπει να πας; Ο Περ Βολάν ξαναπίεσε το καινούργιο, περιέργως άκαμπτο κολάρο του μες στο πουκάμισό του. Έδιωξε την αίσθηση ναυτίας, προετοιμάστηκε ψυχικά. Σκέφτηκε αυτό που θα ακολουθούσε.

Σηκώθηκε όρθιος. «Αν θες να επικοινωνήσεις μαζί μου, μένω πια στην πανσιόν της πλατείας Αλεξάντερ Χίλαν». Συνάντησε το απορημένο βλέμμα του νεαρού. «Προσωρινά μόνο». Γέλασε κοφτά. «Με πέταξε έξω η γυναίκα μου και ξέρω τα παιδιά στην πανσιόν, οπότε...» Σταμάτησε απότομα. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει γιατί τόσο πολλοί από τους κρατουμένους αναζητούσαν τον νεαρό για να του μιλήσουν. Για τη σιωπή του. Αυτό το απορροφητικό κενό των ανθρώπων που μόνο ακούνε, δίχως ν’ αντιδρούν ή να καταδικάζουν. Που, χωρίς να κάνουν τίποτα, σε ωθούν να βγάλεις από μέσα σου λέξεις και μυστικά. Είχε προσπαθήσει να κάνει κι αυτός το ίδιο ως ιερέας, αλλά ήταν λες κι οι κρατούμενοι μπορούσαν να οσμιστούν ότι είχε κάποια κρυφή ατζέντα. Δεν ήξεραν τι ακριβώς, μόνο ότι θα χρησιμοποιούσε τα μυστικά τους για να επιτύχει κάτι. Πρόσβαση στην ψυχή τους ίσως, κι ένα καλό πριμ για τον παράδεισο αργότερα. Ο ιερέας είδε το αγόρι ν’ ανοίγει την Αγία Γραφή. Ήταν τόσο αναμενόμενο, που έμοιαζε σχεδόν αστείο: Οι σελίδες είχαν κοπεί για να δημιουργήσουν μια κοιλότητα. Και μέσα στην κοιλότητα, διπλωμένα, υπήρχαν τα χαρτιά με τις οδηγίες που χρειαζόταν το αγόρι για να ομολογήσει. Και τρία μικρά σακουλάκια με ηρωίνη.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF