Τα αριστουργήματα σε διδάσκουν πως να τα διαβάζεις....
\
NTON NTEAIAAO 01 XPONOI TOY IOMATOI M u 8 i o i o p q | j a Mexacppaori ©DMAI I K A I I H I
[StpXionoAeiov mq EZTIAZ
Οι χρόνοι του σ ώ μ α τ ο ς
Του ιδ ίο υ Α π ό τ ο Βι,βλι,οπωλείον της " Ε σ τ ί α ς "
Ντον ΝτεΛιλλο
Λευκός θόρυβος, 1991 Μετάφραση: Πέτρος Αμπατζόγλου Τα Ονόματα, 1996 Μετάφραση: Νινίλα Παπαγιάννη Υπόγειος κόσμος, 2000 Μετάφραση: Έφη Φρυδά
Οι χρόνοι του σώματος Μυθιστόρημα
lb---'.' Μετάφραση ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ
Παρακαλο') φροντίστε, το βιβλίο να επιστραφεί στην ίοκ? κατάσταση που το δανεΐϋϋήκαιε. Σε αντίθετη περιπί ο ι ρέπει να το αντικαιαοτησετε με καινούργιο.
'Z/J 117• ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕ10Ν ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ' Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΛΣ Α . Ε . ΑΘΗΝΑ 2002
ο χ ρ ο ν ο ς μ ο ι ά ζ ε ι να κυλάει. Ό,τι συμβαίνει στον κό
σμο εκτυλίσσεται μέσα σε στιγμές, κι εσύ στέκεσαι και παρατηρείς μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της. Στιλ πνές λωρίδες γοργοκίνητου φωτός αυλακώνουν τον όρμο και το περίγραμμα των πραγμάτων διακρίνεται ανάγλυφο. Μια ολόλαμπρη μέρα μετά την καταιγίδα, όταν η συναίσθηση τού ποιος είσαι διαπερνά και το πα ραμικρό πέσιμο ενός φύλλου, γνωρίζεις καλύτερα τον Σειρά ^ένηςΛογοτεχνίας Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2002 Τίτλος πρωτοτύπου: Don DeLillo. The Body Artist © 2001, by Don DeLillo Σχεδιασμός εξωφύλλου: Φωκίων Κοπανάρης Διόρθωση: Βασιλική Δουκάκη Επεξεργασία κειμένου: Μαρία Γεωργακοπούλου Φιλμ. μοντάζ: «Αλφάβητο» Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «Corfu» Βιβλιοδεσία: Α. Πετρέλης & Υιός ΒΙΒΛΙΟΙΙΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΤ & ΣΙΛΣ Α.Ε. Ευριπίδου 84 - Αθήνα 105 53
[email protected] . www.hestia.gr ISBN 960-05-1001 -β
εαυτό σου. 0 αέρας σιγοσφυρίζει ανάμεσα στα κλα διά των πεύκων, ο κόσμος υπάρχει, αμετάκλητα, και η αράχνη τρέχει πάνω στον ιστό της που πάλλεται από την πνοή του ανέμου. Συνέβη το τελευταίο πρωινό που βρίσκονταν μαζί, την ίδια ώρα, εδώ, στην κουζίνα, διασταυρώνοντας τα κοντόσυρτα βήματα τους, βγάζοντας πράγματα από ντουλάπια και συρτάρια και περιμένοντας έπειτα ο ένας τον άλλο δίπλα στο νεροχύτη ή το ψυγείο μισοβυθισμένοι ακόμη στην αχλή του ονείρου, κι ενώ εκεί νη ξέπλενε με νερό της βρύσης μια χούφτα βατόμου-
8
Ντον
ΝτεΛιλλο
ρα κλείνοντας τα μάτια για να οσφρανθεί το άρωμα που ανέδιναν.
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
πατήματα ώσπου να ροδίσουν, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι τ ο υ συγκατανεύοντας αφηρημένα, μια π ο υ
Εκείνος πήρε την εφημερίδα, κάθισε και ανακάτε
επρόκειτο για τη δική του φρυγανιά και το δικό του
ψε τον καφέ του. Είχε το δικό του καφέ και το δικό
βούτυρο, κι έπειτα άναψε το ραδιόφωνο και πέτυχε το
του φλιτζάνι. Η εφημερίδα ήταν κοινή• στην πραγμα
δελτίο καιρού.
τικότητα όμως, σιωπηρά, ήταν δική της.
Τα σπουργίτια φτεροκοπούσαν στην ταΐστρα, πα
«Κάτι ήθελα να πω, αλλά τ ι ; »
λεύοντας να κερδίσουν χώρο πάνω στα τσέρκια που
Εκείνη άφηνε το νερό της βρύσης να τρέξει και τότε
την περιέβαλλαν.
της φάνηκε ότι το πρόσεξε. Ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχε κάτι τέτοιο. « Α , ναι, για το σπίτι. Αυτό είναι» είπε εκείνος. «Ήθελα κάτι να σου π ω » . Παρατήρησε ότι το νερό της βρύσης, μετά από μερι κά δευτερόλεπτα, θόλωνε. Στην αρχή έτρεχε ασημί και διαυγές κι έπειτα, μέσα σε δευτερόλεπτα, θόλωνε, και
Εκείνη άνοιξε το διπλανό ντουλάπι, πήρε ένα μπολ, κούνησε το κουτί για να πέσει μέσα μια ποσότητα δη μητριακών και ύστερα έριξε από πάνω τα βατόμου ρα. Σκούπισε το χέρι της πάνω στο τζιν νιώθοντας κά που μια αίσθηση υγρού και ξέθωρου γαλάζιου. Πώς τον λένε; Μοχλό. Πίεσε προς τα κάτω το μο χλό για να κάνει το ψωμί του να ροδίσει.
της φάνηκε πολύ περίεργο που όλους αυτούς τους μή
Η φρυγανιά προοριζόταν για εκείνον, ο καιρός για
νες, τόσες φορές που είχε ανοίξει τη βρύση της κουζίνας
εκείνη. Άκουγε τα μετεωρολογικά δελτία κι έπαιρνε
δεν είχε προσέξει π ο τ έ π ω ς στην αρχή το νερό ήταν
συχνά τηλέφωνο για να μάθει τι καιρό θα έκανε, ενώ
διαυγές και ύστερα γινόταν όχι ακριβώς αδιαφανές,
κάποιες φορές έβγαινε και στεκόταν στην είσοδο
του
αλλά θαμπό- ίσως όμως και να μην είχε ξανασυμβεί, ή
σπιτιού αγναντεύοντας τον ουρανό πάνω από την πα
να το είχε παρατηρήσει και μετά να το είχε ξεχάσει.
ραλία κι αναζητώντας στην αύρα τα σημάδια κρυφών
Διέσχισε την κουζίνα, πήγε στο ντουλάπι κρατώντας στη χούφτα τα βρεγμένα βατόμουρα, άπλωσε το άλλο χέρι, πήρε το καφετί και άσπρο κουτί με τα δημητρια κά, το ακούμπησε στον πάγκο και τότε το μαραφέτι της φρυγανιέρας πετάχτηκε• εκείνη το ξαναπίεσε προς τα κάτω γιατί οι φέτες του ψωμιού χρειάζονταν δύο
επιπλοκών. «Μάλιστα. Ξέρω τι ήταν» είπε εκείνος. Εκείνη πλησίασε το ψυγείο και άνοιξε την πόρτα του. Κοντοστάθηκε εκεί και θυμήθηκε κάτι. « Τ ι ; » είπε. Εννοώντας τι είπες και όχι τι ήθελες να μου πεις.
10
Ν ΤΟΝ Ν ΤHΛ ΙΛΛ ο
Θυμήθηκε τις νιφάδες της σόγιας. Έκανε δυο βή ματα προς το απέναντι ντουλάπι, κατέβασε το κουτί κι έπειτα άρπαξε την πόρτα του ψυγείου που πήγαινε να κλείσει. Τη στιγμή που έπιανε το γάλα κατάλαβε τι της είχε πει πριν από οχτώ δευτερόλεπτα περίπου, που εκείνη δεν το είχε ακούσει. Κάθε φορά που χρειαζόταν να σκύψει, για να πιά σει κάτι που βρισκόταν στα πιο χαμηλά μέρη του ψυ γείου ή χωμένο στο βάθος -δηλαδή, στην πραγματι κότητα, όχι κάθε φορά- άφηνε ένα βογγητό που έμοια ζε με θρήνο ζωής. Ήταν αρκετά λεπτή και ευλύγιστη για να ζορίζεται από μια τέτοια κίνηση, και απλώς επαναλάμβανε ταυτόσημα το βογγητό του Ρέι σαν ηχώ του δικού του βογγητού, μόνο που το έκανε με τρόπο τόσο φυσικό και βαθύ, που ακουγόταν λες και η ενό χληση ήταν δική της. Τώρα που είχε θυμηθεί αυτό που ήθελε να της πει, ήταν σαν να είχε πάψει να τον ενδιαφέρει. Δεν χρεια ζόταν να τον κοιτάξει για να το καταλάβει. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Υπήρχε στην παύση των οχτώ, δέκα, δώδεκα δευτερολέπτων που ακολούθησε την παρατή ρηση του. Ήταν κάτι ασήμαντο. Θα θεωρούσε ότι θί γοντας ένα τόσο τετριμμένο ζήτημα υποτιμούσε τον εαυτό του. Πήγε στον πάγκο κι έριξε τη σόγια πάνω από τα δημητριακά και τα φρούτα. 0 μοχλός της φρυγανιέρας πετάχτηκε ή είχε πεταχτεί κι εκείνος σηκώθηκε,
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
πήρε τη φρυγανιά του, την άφησε στο τραπέζι κι έπειτα γύρισε για να πάρει το βούτυρο και, καθώς την πλη σίαζε, εκείνη αναγκάστηκε να τραβηχτεί από τον πά γκο κρατώντας μετέωρο στον αέρα το χαρτόκουτο με το γάλα της, για να μπορέσει αυτός ν' ανοίξει το συρ τάρι και να πάρει ένα μαχαίρι για το βούτυρο. Οι φωνές από το ραδιόφωνο ακούγονταν σαν να μι λούσαν ινδικά. Εκείνη έχυσε γάλα μέσα στο μπολ. Εκείνος κάθισε κι αμέσως ξανασηκώθηκε. Πήγε στο ψυγείο, πήρε την πορτοκαλάδα και στάθηκε στη μέση του δωματίου τα ρακουνώντας το χαρτόκουτο για ν' ανακατευτεί ο πολ τός και να γίνει ο χυμός πιο πυκνόρρευστος. Ποτέ του δεν θυμόταν το χυμό πριν γίνει η φρυγανιά. Μετά τα ρακουνούσε το χαρτόκουτο. Μετά, έχυνε το χυμό και κοιτούσε το κολάρο του αναβράζοντος αφρού που σχη ματιζόταν στην κορυφή του ποτηριού. Έβγαλε μια τρίχα από το στόμα της. Στεκόταν δίπλα στον πάγκο και κοίταζε αυτή την κοντή ανοιχτόχρωμη τριχούλα, που δεν ήταν ούτε δική της ούτε δική του. Εκείνος στεκόταν ταρακουνώντας το κουτί. Εκείνη σκέφτηκε ότι αυτό κράτησε περισσότερο απ' όσο χρεια ζόταν, γιατί το έκανε αφηρημένα και γιατί, για κάποιο χαζό αλλά αθώο λόγο, η κίνηση τού ήταν ευχάριστη, επειδή η αναπήδηση, το γλουγλούκισμα και το χαρτονέ νιο άρωμα της πορτοκαλάδας είχαν κάτι το παιδικό. «Θέλεις καθόλου;» είπε εκείνος.
Ντον
12
ΝτεΛιλλο
0 1 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
13
Εκείνη κοιτούσε την τρίχα.
νισμένη, καθώς το στόμα της είχε μείνει τραβηγμένο
«Πες μου, γιατί δεν είμαι σίγουρος αν πίνεις χ υ μ ό »
σαν παράλυτο. « Α υ τ ό π ι σ τ ε ύ ω » .
είπε εξακολουθώντας να ταρακουνάει το καταραμένο κουτί, ενώ έφραζε το στόμιο του με δυο δάχτυλα. Έξυσε τη γλώσσα της στα πάνω δόντια, για να απο
« Ί σ ω ς την είχες από παιδί». Ξανάσκυψε πάνω από την εφημερίδα. «Μήπως είχες κανένα σκυλάκι στο σπί τι;»
διώξει τη συγκεχυμένη ανάμνηση της αίσθησης της τρί
« Ε ! Τι έγινε ξαφνικά;» είπε εκείνη.
χας κάποιου άλλου.
Η εφημερίδα ήταν δική της. Το τηλέφωνο δικό του
Μετά είπε: « Τ ι ; Δεν το πίνω ποτέ αυτό το πράγμα.
εκτός από τις φορές που εκείνη καλούσε το μετεωρο
Αφού το ξέρεις. Πόσο καιρό έχουμε που μένουμε μαζί;»
λογικό δελτίο. Το κομπιούτερ το χρησιμοποιούσαν και
«Όχι και π ο λ ύ » είπε εκείνος.
οι δύο, αλλά ψυχολογικά ήταν δικό της.
Πήρε ένα ποτήρι, έχυσε το χυμό και κοίταξε τον
Στεκόταν μπροστά στον πάγκο κοιτώντας την τρί
αφρό που σχηματιζόταν. Μετά έκανε στροφή σαν να
χα. Έπειτα, έστριψε τα δάχτυλα της και την άφησε να
πονούσε
και κάθισε στην καρέκλα του.
«Όχι τόσο ώστε να προσέχω τις λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς » ξανάπε. «Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε εδώ. Οπουδήποτε αλλού ναι, αλλά όχι ε δ ώ » . Εκείνος είπε: « Π ο ι ο ; » «Να έχω μια τρίχα στο στόμα μου. Α π ό το κεφάλι κάποιου άλλου».
πέσει στο πάτωμα. Γύρισε στο νεροχύτη, άνοιξε το ζε στό νερό, έπλυνε το χέρι της και πήρε μετά το μπολ με τα δημητριακά και το ακούμπησε στο τραπέζι. Μό λις πλησίασε στο παράθυρο, τα πουλιά σκορπίστηκαν μακριά. « Σ ' έχω δει να πίνεις γαλόνια χυμού, απίστευτες ποσότητες, πώς να ο το π ω ; » είπε εκείνος. Το στόμα της στράβωνε ακόμη από την εμπειρία
Άλειψε τη φρυγανιά του με βούτυρο.
τού να έχει μοιραστεί την άγνωστη ζωή κάποιου σερ
«Πιστεύεις ότι συμβαίνει μόνο στις μεγάλες πόλεις,
βιτόρου ή από την πιο παράξενη και δαιδαλώδη πραγ
όπου υπάρχει λογιών λογιών κ ό σ μ ο ς ; »
ματικότητα της κρυφής διαδρομής της τρίχας από άτο
«Οπουδήποτε αλλού, αλλά πάντως όχι εδώ π έ ρ α » .
μο σε άτομο και, με κάποιο τρόπο, από στόμα σε στό
Κρατούσε την τριχούλα ανάμεσα στον αντίχειρα και το
μα δια μέσου των ετών, των πόλεων, των ασθενειών,
δείκτη της και την κοιτούσε με προσποιητή αποστρο
των ακάθαρτων τροφών και πολλών ολέθριων σωμα
φή, ή με πραγματική αποστροφή, αλλά θεατρικά το-
τικών υγρών.
Ντον
14
Ν τ ε Λ ι λ λ ο
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι
ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
15
« Τ ι ; Δεν νομίζω» είπε εκείνη.
ήξερε το γιατί. Το σπίτι που είχαν νοικιάσει, χωρίς να
Εντάξει, ακούμπησε το μπολ πάνω στο τραπέζι.
το δουν προηγουμένως, ήταν παλιό, ξύλινο, με πολλά
Πήγε στην κουζίνα του γκαζιού, πήρε το τσαγιερό και
δωμάτια, τζάκια που λειτουργούσαν ακόμη, μέσα
το γέμισε από τη βρύση. Εκείνος άλλαζε σταθμούς στο
στους τοίχους του κυκλοφορούσαν διάφορα ζωύφια και
ραδιόφωνο και είπε κάτι που της ξέφυγε. Έβαλε το
η μούχλα βρισκόταν παντού- ένα απομεινάρι της επο
τσαγιερό πάνω στο μάτι, γιατί έτσι γεμίζει κανείς τη
χής που ανθούσαν τα επαγγέλματα του ξυλουργού και
ζωή του ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί, και μετά
του ναυπηγού, που παραήταν μεγάλο για τους δυο
ξανάξυσε τη γλώσσα της πάνω στα δόντια για έμφα
τους, είχε στο πάτωμα σανίδες που έτριζαν και κουζι-
ση, κοιτάζοντας τη γαλάζια φλόγα που ξεπήδησε από
νικά που χρονολογούνταν ένας θεός ξέρει από πότε.
τα μπεκ.
Σχεδόν ξεγλίστρησε από την καρέκλα της κάνοντας
Όταν εκείνος είχε πλησιάσει για να πάρει το μα
μια κίνηση αυτοσαρκασμού και πήγε στον πάγκο να
χαίρι για το βούτυρο, εκείνη είχε σχεδόν διπλωθεί στα
πάρει ένα κουτάλι. Με την ευκαιρία έφερε στο τρα
δύο καθώς αποτραβιόταν από τον πάγκο.
πέζι και τις νιφάδες της σόγιας. Η μυρωδιά της σό
Κινήθηκε προς το τραπέζι και τα πουλιά ξανάρχι
γιας τής φαινόταν αταίριαστη με το αμμώδες περιε
σαν να τσιμπολογούν μέσα από την ταΐστρα. Έβγαι
χόμενο του κουτιού• μια ελαφριά μπόχα σταριού ανα
ναν από τη σκιά που έριχναν οι μαρκίζες και πετού
κατεμένη με ποδαρίλα. Κάθε φορά που έβαζε σόγια,
σαν μέσα στη λάμψη του ήλιου και τη σιωπή, κίνηση
τη μύριζε. Μύριζε το κουτί δυο τρεις φορές.
ασύλληπτη μες στη βουβή ομορφιά της που εκείνη
«Κόπηκες π ά λ ι ; »
έβλεπε εν μέρει, καθώς τα κεραυνοβολημένα από τον
« Τ ι ; » Έβαλε το χέρι του στο σαγόνι, ενώ το κεφά
ήλιο πουλιά διαλύονταν στο φως, εξαϋλώνονταν και
λι του ήταν βυθισμένο στην εφημερίδα. «Μια αμυχή εί
γίνονταν διάφανα, φευγαλέα, φωτεινά ξεφτίδια.
ναι».
Κάθισε και το βλέμμα της άρχισε να διατρέχει μια
Εκείνη άρχισε να διαβάζει ένα ρεπορτάζ στο δικό
σελίδα της εφημερίδας, όταν κατάλαβε ότι δεν είχε
της κομμάτι της εφημερίδας. Η εφημερίδα ήταν πα
κουτάλι. Δεν είχε κουτάλι. Τον κοίταξε και είδε ότι στο
λιά, Κυριακάτικη, από την πόλη, μια που δεν έφταναν
μάγουλο του είχε κολλήσει ένα τσιρότο.
μέχρις εδώ.
Εκείνη χρησιμοποιούσε το παλιό χτυπημένο τσαγιε
«Τελευταία το παθαίνεις συνεχώς, δεν ξέρω, ίσως
ρό αντί του καινούργιου που είχε αγοράσει γιατί - δεν
δεν θα 'πρεπε να ξυρίζεσαι πρωί πρωί. Περίμενε να κα-
16
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
17
λοξυπνήσεις πρώτα. Εξάλλου γιατί να ξυρίζεσαι; Ά σ ε
«Απίστευτα σκατά».
το μουστάκι σου να ξαναβγεί. Άσε γένια».
Ο τρόπος που τόνιζε το τα στη λέξη σκατά την εξευ
«Γιατί να ξυρίζομαι; Όλο και κάποιος λόγος θα
γένιζε.
υ π ά ρ χ ε ι » είπε εκείνος. « Θ έ λ ω να βλέπει ο Θεός το
«Δεν το άναψα εγώ. Εσύ το άναψες» είπε εκείνη.
πρόσωπο μου».
Εκείνος πήγε στο ψυγείο και γύρισε κρατώντας ένα
Σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα και γέ λασε με εκείνο το ανέκφραστο γέλιο που δεν της άρε σε. Εκείνη έφαγε μια μπουκιά δημητριακά και διάβα
μεγάλο μαύρο σύκο. Έκλεισε και το ραδιόφωνο. «Δωσ' μου λίγο» είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την εφημερίδα.
σε ένα άλλο ρεπορτάζ. Τελευταία είχε την τάση να βά
«Δεν κατηγορούσα κανέναν. Ποιος τ' άναψε και
ζει τον εαυτό της να συμμετέχει σε κάποια από τα ρε
ποιος δεν τ' άναψε. Κάποιος είναι λιγάκι ευέξαπτος
πορτάζ της εφημερίδας. Ήταν μια μορφή ονειροπόλη
σήμερα. Κι εγώ είμαι αυτός που -πώς το λ έ ν ε ; - π ρ έ
σης. Πρώτα το έκανε και μετά αντιλαμβανόταν ότι το
πει να απολογούμαι. Όχι η νεαρά κυρία που τρώει,
κάνει• μερικές φορές μάλιστα το ξανάκανε ύστερα από
κοιμάται και ζει αιώνια».
μερικά λεπτά με το ίδιο ή κάποιο άλλο ρεπορτάζ και
« Τ ι ; Έλα Ρέι. Κόφ' τ ο » .
το αντιλαμβανόταν ξανά σε λίγο.
Έ κ ο ψ ε το κοτσάνι και το πέταξε στο νεροχύτη.
Άπλωσε το χέρι της στο κουτί της σόγιας, χωρίς να ση
Μετά άνοιξε με τα νύχια τού αντίχειρα το σύκο στα
κώσει τα μάτια από την εφημερίδα, κι έριξε λίγες νιφά
δύο, πήρε το κουτάλι από το χέρι της, το έγλειψε και
δες μέσα στο μπολ, ενώ από το ραδιόφο)νο ακούγονταν
το χρησιμοποίησε για να βγάλει μια κουταλιά βαθυ
τα νέα για την κυκλοφορία και διάφορες συζητήσεις.
κόκκινη σάρκα μέσα από το χαίνοντα φλοιό του. Την
Της φαινόταν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το πα
έριξε πάνω στη φρυγανιά του -τη σάρκα, τη μάζα, τον
λιό τσαγιερό μέχρι τελικής πτώσεως, ξανά και ξανά
π ο λ τ ό - και την άπλωσε με την ανάποδη του κουτα
μέχρι να γεμίσει σκουριές και τρύπες, και μόνο τότε
λιού σχηματίζοντας αιματόχροες βουτυρένιες δίνες, απ'
θα της πήγαινε να το αντικαταστήσει με το καινούρ
όπου προεξείχαν σποράκια ζωής.
γιο που είχε μόλις αγοράσει.
« Ε γ ώ πρέπει να είμαι ευερέθιστος τα πρωινά. Εγώ
«Θες σώνει και καλά ν' ακούσεις ραδιόφωνο;»
πρέπει να παραπονιέμαι. Η φρίκη μιας ακόμη συνηθι
« Ό χ ι » είπε εκείνη διαβάζοντας την εφημερίδα.
σμένης μ έ ρ α ς » είπε εκείνος πονηρά. « Ε σ ύ δεν το έχεις
«Τι;»
νιώσει αυτό ακόμη».
18
Ντον
Ν τ ε Λ ι λ λ ο
ΟΙ Χ 1 Ό Ν 0 1 Τ Ο Ϊ
ΣΩΜΑΤΟΣ
19
« Ά σ ε μας στην ησυχία μ α ς » .
μετέωρο δυο εκατοστά μακριά από το στόμα, σκεφτό
Εκείνη έσκυψε προς τα μπρος κι εκείνος της άπλωσε
ταν κάτι, χωρίς να είναι σίγουρη τι ήταν αυτό.
τη φέτα του ψωμιού. Στα δέντρα που βρίσκονταν κο
Εκείνος είπε: « Τ ι ; »
ντά στο σπίτι είχαν μαζευτεί κοράκια που έκρωζαν
«Δεν είπα τ ί π ο τ ε » .
βραχνά. Έκοψε μια δαγκωνιά κι έκλεισε τα μάτια της
Σηκώθηκε να πάρει κάτι. Κοίταξε το τσαγιερό και κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που γύρευε. Ήξερε ότι
για να εκτιμήσει τη γεύση. Της επέστρεψε το κουτάλι. Μετά άναψε το ραδιό
θα της ερχόταν στο μυαλό, γιατί έτσι γινόταν πάντο
φωνο, θυμήθηκε ότι μόλις το είχε σβήσει και το ξανά-
τε, και τότε το βρήκε. Ήθελε μέλι για το τσάι της πα
κλεισε.
ρόλο που το νερό δεν είχε βράσει ακόμη. Βρισκόταν
Εκείνη έριξε νιφάδες μέσα στο μπολ. Η μυρωδιά της
σε μια κατάσταση υπερετοιμότητας ή υπερδιάχυσης ή
ναι,
υπερευαισθησίας -ο Ρέι το έλεγε συνέχεια ή το είπε
των κάτω άκρων, και σε αυθεντική γήινη φυτική ζωή,
κ ά π ο τ ε - ακούγοντας μια φωνή να αντηχεί στο μυαλό
βαθιά και ξεφλουδισμένη. Η περιγραφή αυτή, όμως,
της, μια φωνή που δεν ήταν δική της και μια έκανε διά
ήταν ελλιπής. Διάβασε στην εφημερίδα για ένα παιδί
λογο, μια μονολογούσε, και σηκώθηκε και πήγε στο
που το είχαν εγκαταλείψει σε κάποια ερημιά. Τίποτε
ντουλάπι, απ' όπου πήρε το μέλι και τα σακουλάκια
δεν μπορούσε να περιγράψει τη μυρωδιά. Ήταν σκέ
με το τσάι - μια φωνή που προερχόταν από ένα ρε
τη μυρωδιά. Ήταν αυτό που ήταν η μυρωδιά, πέρα
πορτάζ της εφημερίδας.
σόγιας ήταν κάτι ανάμεσα σε μυρωδιά σώματος,
από κάθε πηγή γνώσης. Λες και κάποιος, και παραλί
«Δεν ήθελες κάτι να μου π ε ι ς ; »
γο να κάνει κάποια σχετική παρατήρηση, μια που σκέ
Εκείνος είπε: « Τ ι ; »
φτηκε ότι μπορεί να τον διασκέδαζε, αλλά μετά το
Περνώντας δίπλα του, ακούμπησε το χέρι της στον
άφησε - λ ε ς και κάποιος σχολαστικός επιστήμονας, του
ώμο του και κατευθύνθηκε στη δική της πλευρά του
μεσαίωνα ίσως, είχε προσπαθήσει να ταξινομήσει όλες
τραπεζιού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά από την ταΐ
τις γνωστές μυρωδιές και βρίσκοντας μία που δεν ταί
στρα με ένα φτεροκόπημα που ήταν όλο β και ρ, μια που
ριαζε στο σύστημα του, την αποκάλεσε σόγια, λέξη που
το βήτα το ακολουθούσε μια σειρά από τρεμουλιαστά
θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τμήμα ενός βαρύγδου
ρο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήταν καθόλου έτσι.
που λατινικού όρου, αλλά, και πάλι, δεν θα μπορού
«Κάτι έλεγες. Δεν ξέρω. Για το σπίτι».
σε. Έμεινε καθισμένη και, κρατώντας το κουτάλι της
«Δεν είναι τίποτε σημαντικό. Ξέχασε τ ο » .
20
Ντον
ΝτεΛιλλο
21
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
«Δεν θέλω να το ξεχάσω».
στο στήθος του, να κοντοστέκεται κι έπειτα να κατε
«Μα δεν είναι τίποτα ενδιαφέρον. Για να το πω αλ
βαίνει προς το φλιτζάνι. Ο καφές του, το φλιτζάνι του
λιώς, είναι ανούσιο».
και το τσιγάρο του. Πώς ένα συμβάν που περιγραφό
«Πες μου το πάντως».
ταν στην εφημερίδα έμοιαζε να ξεπηδάει μέσα από τις
«Είναι πολύ πρώιμο. Δεν αξίζει τον κόπο, είναι
μελανωμένες αράδες και να την παίρνει μαζί του. Ξε
ανούσιο». «Αντί να κάθεσαι εκεί και να μουρμουρίζεις, πες μ ο υ » είπε εκείνη. Έφαγε μια μπουκιά δημητριακά και διάβασε εφη μερίδα. «Θέλει προσπάθεια. Είναι σαν... είναι σαν να ξεκουνάς ολόκληρη κοτρόνα».
χωρίζεις τα Κυριακάτικα ένθετα από το σώμα της εφη μερίδας. «Πες το μου πάντως, γιατί έτσι κι αλλιώς το ξέρω». Εκείνος είπε: « Τ ι ; Επιμένεις να μου το βγάλεις με το ζόρι. Ευτυχώς που συνήθως δεν τρώμε μαζί το πρωί. Γιατί τα δικά μου π ρ ω ι ν ά . . . » « Σ ο υ είπα ότι το ξέρω. Λοιπόν, πες το μ ο υ » .
«Συνεχίζεις τα λ ό γ ι α » .
Εκείνος δεν σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα.
« Έ λ α κοντά» είπε εκείνος.
«Ωραία. Αφού το ξέρεις, δεν χρειάζεται να σ το π ω » .
« Ε ί π ε ς για το σπίτι. Τίποτε για το σπίτι δεν είναι
Διάβαζε κι ετοιμαζόταν να πιάσει τα τσιγάρα του.
ανούσιο. Μου αρέσει το σπίτι». « Ε σ έ ν α όλα σ' αρέσουν. Όλα τα λατρεύεις. Είσαι η ευτυχία του σπιτιού μου. Έ λ α » της είπε. Της έδωσε το υπόλοιπο της φρυγανιάς του κι εκεί
« Γ ι α το θόρυβο λ ε ς » είπε εκείνη. Την κοίταξε. Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε. Και τότε της χαμογέλασε πλατιά μ' εκείνα τα αστραφτερά δόντια πάνω στο σκουρόχρωμο σαν ελιά πρόσωπο του.
νη την έφαγε με μικρές δαγκωνιές μαζί με δημητρια
Είχε καιρό να το δει αυτό το έντονο
κά και βατόμουρα. Ξαφνικά κατάλαβε τι ήθελε να της
Ρέι να αναδύεται πίσω του με βλέμμα ευθύ, μάτια φω
πει. Άκουσε τα κοράκια που είχαν πληθύνει και φω
τισμένα και τις βαθιές ρυτίδες χαραγμένες
νασκούσαν στα δέντρα, καθώς γυρόφερναν, ίσως απει
από το στόμα του.
λητικά, κάποιο γεράκι. « Έ λ α , πες μου. Μια στιγμή θα σου πάρει μ ό ν ο » είπε εκείνη ξέροντας πια ξεκάθαρα τι ήταν. Είδε το χέρι του να κατευθύνεται προς το τσεπάκι
χαμόγελο και τον γύρω
« Ο ι θόρυβοι μέσα στους τοίχους. Ναι. Διάβασες τη σκέψη μ ο υ » . « Έ ν α ς θόρυβος ήταν» είπε, «ένας θόρυβος. Και δεν ήταν από μέσα από τον
τοίγρ».
Ντον
22
ΝτεΛιλλο
«Εντάξει. Ένας θόρυβος. Έχω καιρό να τον ακού
(II
ΧΡΟΝΟΙ
Τ 0 Ϊ
ΣΩΜΑΤΟΣ
23
τι κάνεις και σταματάς' και τότε, ό,τι κι αν βρίσκεται
σω. Αυτό ήταν που ήθελα να σου πω. Πάει. Πέρασε.
μπροστά σου σού φαίνεται σαν ένα μισογεμάτο ποτή
Τέρμα η συζήτηση».
ρι με πορτοκαλάδα στο χέρι του συζύγου σου.
«Σωστά. Μόνο που εγώ τον άκουσα χτες, έτσι μου φαίνεται». «Τότε δεν πέρασε. Ωραία. Χαίρομαι για λογαρια σμό σ ο υ » .
Έφαγε μια μπουκιά δημητριακά ξεχνώντας να νιώ σει τη γεύση τους. Η γεύση χάθηκε κάπου ανάμεσα στη στιγμή που έβαλε τη μπουκιά στο στόμα της και στο θλιβερό δευτερόλεπτο που την κατάπιε.
« Τ ο σπίτι είναι παλιό. Όλο ακούγονται θόρυβοι.
Εκείνος άφησε κάτω το ποτήρι με το χυμό. Έβγα
Αλλά ετούτος είναι διαφορετικός. Δεν είναι από εκεί
λε από την τσέπη του πουκαμίσου του το πακέτο και
να τα καταραμένα ζώα που τρέχουν πάνω κάτω όλη
άναψε ένα τσιγάρο, το τσιγάρο που, όπως της είχε πει,
νύχτα. Ούτε από το σπίτι που κάθεται. Δεν ξ έ ρ ω » είπε
κάπνιζε μαζί με τον καφέ του από τότε που ήταν δώ
μη θέλοντας να ακουστεί ανήσυχη. «Είναι σαν να
δεκα ετών, κρατώντας το σπίρτο αναμμένο για λίγο,
υπάρχει κάτι».
πριν το κουνήσει δεξιά αριστερά, για να σβήσει με μια
Διάβαζε την εφημερίδα, η φωνή της αργοσερνόταν.
στοχαστική, αργή κίνηση και να το αφήσει στην άκρη
«Ωραία. Χαίρομαι» είπε εκείνος. « Σ ο υ χρειάζεται
του πιάτου του. Η μυρωδιά του καπνού τής ήταν ευ
παρέα». Ξεχωρίζεις τα Κυριακάτικα ένθετα τα γ ε μ ά τ α με ατελείωτα πανομοιότυπα τυπωμένα κατεβατά με αν θρώπους που ζουν κάπου ανάμεσα στις λέξεις, και αυτή η παράξενη πραγματικότητα, που περικλείει το χαρτί και το μελάνι, διαποτίζει το σπίτι όλη την εβδο μάδα, κι όποτε κοιτάξεις κάποια σελίδα και ξεχωρίσεις τη μια αράδα από την άλλη, αρχίζουν να σε ρουφάνε
χάριστη. Αποτελούσε μέρος της γνώσης που είχε για το κορμί του. Αποτελούσε την αύρα του άντρα, ένα κατάλοιπο καπνού και αδιάσπαστης συνήθειας, μια διάσταση που είχε η νύχτα, όταν την έγλειφε από τις κατσαρές γκρίζες τρίχες του στήθους του και τη γευό ταν. Αντιπροσώπευε αυτό που ήταν εκείνος μες στο σκοτάδι, τσιγάρο, κοιμισμένα μουρμουρητά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ρητά και άρρητα.
μέσα τους και βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που
Η τρίχα, όμως, που είχε βρει στο στόμα της δεν ήταν
μιλάνε άλλες γλώσσες και βασανίζονται στα περισσότε
δική του. Οι υπάλληλοι πρέπει να πλένουν τα χέρια
ρα μέρη του κόσμου, και πιάνεις λίγο πολύ ανεξέλε
τους πριν βγουν από την τουαλέτα. Η φρυγανιά ήταν
γκτα τη συζήτηση μαζί τους, μέχρι που αντιλαμβάνεσαι
για εκείνον, αλλά τη μισή σχεδόν την είχε φάει αυτή.
24
Ντον
ΝτεΛιλλο
Είχε το δικό του καφέ και το δικό του φλιτζάνι. Αν άγγιζες το φλιτζάνι του, σου έριχνε ένα λοξό βλέμμα γεμάτο από την τελετουργική αγριάδα που έχει στο μάτι το προφίλ του πυγμάχου πριν αρχίσει ο αγώνας. Αυτή, όμως, ήξερε πως ήταν προσποιητό, αφού στην πραγματικότητα δεν έδινε δεκάρα για το τι έκανες με το φλιτζάνι του. Υπήρχαν ένα σωρό φλιτζάνια που μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Το τηλέφωνο ήταν δικό του. Τα πουλιά, τα σπουργίτια που τσιμπολογούσαν τα σπόρια του ηλιοτρόπιου, ήταν δικά της. Η τρίχα ήταν κάποιου άλλου. Κάτι είπε για το αυτοκίνητο του, για τα μίλια που έχει διανύσει, κάνοντας μια χειρονομία. Του άρεσε να διευθύνει, να τονίζει μια παρατήρηση κατευθύνοντας την με το χέρι κρατώντας δυο δάχτυλα ενωμένα. «Όλη μέρα χτες νόμιζα ότι ήταν Παρασκευή». Εκείνος είπε: «Τι;» Ή γίνεσαι κάποια άλλη, κάποιος άνθρωπος από αυτούς στο ρεπορτάζ, εφευρίσκοντας διάλογους. Με ρικές φορές γίνεσαι άντρας, ζώντας ανάμεσα στις γραμμές και δίνοντας μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Σκεφτόταν και διάβαζε. Έκανε να πιάσει ψηλαφη τά το κουτί με τη σόγια και το χέρι της σκούντησε το χαρτόκουτο της πορτοκαλάδας. Σήκωσε τα μάτια και αντιλήφθηκε ότι εκείνος δεν διάβαζε την εφημερίδα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της, αλλά δεν την διάβαζε τότε κατάλαβε αναδρομικά ότι όλη αυτή την
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
25
ώρα εκείνος κοίταζε την εφημερίδα, χωρίς να βλέπει τις λέξεις στη σελίδα. Η πορτοκαλάδα έμεινε όρθια. Έριξε λίγη σόγια ακόμη μέσα στο μπολ χάριν της σπυρωτής υφής και της μακροζωίας. «Όλη μέρα χτες νόμιζα ότι ήταν Παρασκευή». Εκείνος είπε: «Ήταν;» Του χαμογέλασε βεβιασμένα. Εκείνος είπε: «Μήπως έχει καμιά σημασία;» Είχε απλώσει το χέρι της στον ώμο του κι ύστερα της ήρθε να χαϊδέψει το σβέρκο του μέχρι πάνω στα μαλλιά του, αλλά δεν το έκανε. «Θέλω να πω μόνο πώς γίνεται η Πέμπτη να μοιά ζει με Παρασκευή. Είμαστε μακριά από την πόλη κι έχουμε χάσει τις μέρες. Η Παρασκευή εδώ δεν έχει τί ποτα το ξεχωριστό. Θες άλλο καφέ;» Πήγε να ρίξει κι άλλο νερό για το τσάι της και κο ντοστάθηκε μπροστά στην κουζίνα, περιμένοντας να ακούσει ένα ναι ή ένα όχι για τον καφέ. Μόλις στράφη κε για να γυρίσει στη θέση της, είδε μια κίσσα που είχε κουρνιάσει πάνω στην ταΐστρα. Έμεινε ακίνητη κρατώ ντας την αναπνοή της. Έτσι που την έβλεπε να στέκει παράμερα, με το πολύχρωμο φτέρωμά της και τη βασι λική αδιαφορία με την οποία αντιμετώπιζε τα άλλα πουλιά που το είχαν ρίξει στο φαί, κόντεψε να πιστέψει πως δεν είχε ξαναδεί κίσσα στη ζωή της. Ξεχώριζε, τε ράστια, και κοίταζε προς τα μέσα, προς το μέρος της,
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ 1Λ Λ Ο
26
ι>\ Μ Ό Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
27
βλέποντας ό.τι κι αν ήταν αυτό που έβλεπε, κι εκείνη
εί;ω απο τις πτυχές της κουρτίνας τη μέρα και τη νύ
ήθελε να πει του Ρέι να σηκώσει τα μάτια του.
χτα. Κοιτώντας ανάσανε προσεκτικά. Ρουφούσε τη
Κοίταζε τα μαύρα σιρίτια που αυλάκωναν τα φτε
διαύγεια της στιγμής ξέροντας ταυτόχρονα ότι τέλειοονε
ρά και την ουρά της και σκέφτηκε ότι ήταν σαν μόλις
ήδη. Ένιωσε ότι προερχόταν από την κίσσα. Ίσως πάλι
τώρα να είχε μάθει να βλέπει. Ποτέ δεν είχε αντικρί
και να μην ήταν έτσι. Το προκαλούσε η ίδια, γιατί δεν
σει κάτι τόσο ξεκάθαρα κι αυτό δεν οφειλόταν απλώς
μπορούσε να συνεχίσει να κοιτάει. Κάπως έτσι πρέ
στο ότι η κίσσα βρισκόταν εκεί που βρισκόταν, τόσο
πει να είναι όταν καταλαβαίνεις ότι ήσουνα σχεδόν τυ
κοντά ώστε να μπορεί να παρατηρεί τις λεπτομέρειες
φλός σε όλη σου τη ζωή. Είπε κάτι του Ρέι, ο οποίος
του φτερώματος και των χρωμάτων. Οφειλόταν επί
σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του διώχνοντας την κίσσα.
σης στο απόλυτο ξάφνιασμα της παρουσίας της ανά
χωρίς όμως να τρομάξει τα σπουργίτια.
μεσα στα μικρότερα καφετιά πουλάκια, στο φαρδύ
«Την είδες;»
γιορντάνι του λαιμού της με τις μεταλλικές μπλε, τις
Μισογύρισε για να της απαντήσει.
μουντές μπλε και τις μαύρες αποχρώσεις. Αν ο Ρέι σή
«Κάθε μέρα δεν τις β λ έ π ο υ μ ε ; »
κωνε το βλέμμα, το πουλί θα πετούσε μακριά.
«Όχι κάθε μέρα. Και ποτέ απύ τόσο κοντά».
Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό της τις λεπτο
«Εντάξει. Ποτέ από τόσο κοντά».
μέρειες και να συγκεντρωθεί στο ίδιο το πουλί, τον
«Με κοιτούσε».
κλέφτη των φωλιών και επιδέξιο μίμο, να συγκεντρω
« Σ ε κοιτούσε».
θεί στο ενδιαφέρον που έδειχναν αυτά τα μάτια, κάτι
Στεκόταν ακίνητη, λίγο πιο μακριά από τον αριστε
σαν ψυχρή περιέργεια, που έμοιαζε κάπως με πρό
ρό του ώμο. Μόλις κινήθηκε προς την καρέκλα της. τα
κληση.
σπουργίτια πέταξαν μακριά.
Τι απίστευτους κόσμους αντικρίζουν τα πουλιά, όταν κοιτούν μέσα στα σπίτια! Σκέψου. Τι ανατροπή κάθε γνωστής επιφάνειας και διαδικασίας! Ήθελε να πιστεύει ότι το πουλί έβλεπε αυτή την ίδια, μια γυ ναίκα που βαστούσε στο χέρι ένα φλιτζάνι του τσα γιού, ανεξάρτητα από το πώς του φαινόταν ένας εσω τερικός χώρος ξεκομμένος από το χρόνο, που κρατούσε
« Μ ε παρατηρούσε». «Και σου 'φτιάξε το κέφι;» «Ναι, και για σήμερα και για όλη τη βδομάδα. Τι άλλο;» Έπινε το τσάι της και διάβαζε. Σχεδόν όλα όσα διά βαζε, την έκαναν να αφαιρείται. Άναψε το ραδιόφωνο και, εξακολουθώντας να δια-
28
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
29
βάζει την εφημερίδα, έψαχνε τους σταθμούς για να πε
άκουσε. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για το δελτίο, μόνο
τύχει το δελτίο καιρού.
αφού αυτό είχε τελειώσει.
Εκείνος τελείωσε τον καφέ του και κάπνιζε. Καθόταν σκυμμένη πάνω από το μπολ με τα δη μητριακά. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί σ' ένα σημείο
Εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω κι έπει τα το έστρεψε αργά δεξιά κι αριστερά, για να χαλα ρώσει το σφίξιμο στο σβέρκο του.
που βρισκόταν πέρα από το μπολ και μέσα στο μυα
Έγλειψε το δάχτυλο του χεριού της που είχε χώσει
λό της, ένα σημείο που, ταυτόχρονα, ήταν εκεί μπρο
στο σύκο και σκέφτηκε τι πράγματα χρειάζονταν να
στά της.
ψωνίσουν.
Δίπλωσε ένα κομμάτι της εφημερίδας, διάβασε μια δυο αράδες, διάβασε κι άλλες, ή δεν τις διάβασε, πί νοντας γουλιές τσαγιού και ταξιδεύοντας μακριά. Τα νέα στο ραδιόφωνο κάτι έλεγαν για μια μυστη ριώδη υπόγεια έκρηξη πυραύλου στη Μοντάνα, αλλά δεν κατάλαβε αν είχε οπλισμένη κεφαλή ή όχι. Διάβαζε και ταξίδευε. Βρισκόταν εκεί κι αλλού. Το τσάι ήταν χωρίς μέλι. Είχε αφήσει το βάζο κλει στό δίπλα στην
κουζίνα.
Εκείνος κοίταξε τριγύρω γυρεύοντας τασάκι. Εκείνη είχε πιάσει συζήτηση μ' ένα γιατρό σε κά ποιο ρεπορτάζ.
Εκείνος έκλεισε το ραδιόφωνο. Ρούφηξε μια γουλιά τσάι και διάβασε. Έ β λ ε π ε τον εαυτό της να μιλάει μ' ένα γιατρό κάπου στη ζούγκλα, ενώ τριγύρω υπήρχαν πεινασμένοι άνθρωποι μες στη σκόνη. Το τσιγάρο κόντευε να του κάψει το χέρι. Έπιασε το κουτί της σόγιας, το έγειρε προς το πρό σωπο της και το μύρισε. Μόλις εκείνος βγήκε από το δωμάτιο, θυμήθηκε ότι κάτι ήθελε να του πει. Της συμβαίνει κάποιες φορές να μη σκέφτεται τι θέλει να του πει, μέχρι να βγει εκείνος από το δωμά
Για να φτάσεις στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που
τιο όπου βρίσκονται, όποιο κι αν είναι αυτό. Τότε της
πήγαινε στην πόλη, έπρεπε να διανύσεις δυο μίλια χα-
έρχεται στο νου. Και τότε. άλλοτε του φωνάζει κι άλ
λικόδρομου.
λοτε όχι, κι εκείνος άλλοτε απαντάει κι άλλοτε όχι.
Πήρε το σύκο από το πιάτο του, έχωσε μέσα το δά
Έμεινε καθισμένη εκεί τελειώνοντας το τσάι της και
χτυλο της και το γύρισε γύρω γύρω για να βρει λίγη
το μυαλό της το διαπερνούσαν οι σκέψεις που το δια
σάρκα.
περνούσαν, ξεφτίδια μνήμης και θαμπές εικόνες, και μια
Μια φωνή ανήγγειλε τον καιρό, αλλά εκείνη δεν τον
φίλη π ο υ είχε επιθυμήσει κι όλα τα δυσδιάκριτα πράγ-
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ ΙΛ Λ ο
30
ματα μιας αδιάσπαστης στιγμής ενός συνηθισμένου πρωινού, όταν κάποιος τρελαίνεται με τρόπο τόσο συ νηθισμένο στους ανθρώπους, που δεν μπορείς ούτε καν να σταματήσεις και να σκεφτείς κάτι άλλο εκτός από το Άζαξ που πρέπει ν' αγοράσει και τα πουλιά που κρο ταλίζουν το μεταλλικό πλαίσιο της ταΐστρας πίσω από την πλάτη της. Τι χαζό πράγμα π ο υ είναι να τρως διαβάζοντας εφημερίδα!
ΡΕΙ ΡΟΜΠΛΣ, 64 ετών, Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΕΡΗΜΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ
Τον είδε που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Μήπως είδες τα κλειδιά μ ο υ ; » Εκείνη είπε: « Τ ι ; »
Ο Ρέι Ρομπλς, δημιουργός δύο ταινιών που έτυχαν πα
Εκείνος περίμενε μέχρι να καταγραφεί η ερώτηση
γκόσμιας αναγνώρισης στα τέλη της δεκαετίας του '70,
από το μυαλό της.
βρέθηκε νεκρός χθες, Κυριακή πρωί, στο διαμέρισμα
«Ποια κλειδιά;» του είπε.
της πρώτης του γυναίκας, της συμβούλου μόδας Ιζα
Την κοίταξε.
μπέλ Κοράλες, στο Μανχάταν.
Εκείνη είπε: «Αγόρασα χτες μια αλοιφή. Ήθελα να σ το πω. Είναι για μυϊκές εντριβές. Ένα πράσινο και
Ο θάνατος, σύμφωνα με επιτόπια έρευνα της αστυ νομίας, οφείλεται σε αυτοπυροβολισμό.
άσπρο σωληνάριο στο ράφι του μεγάλου μπάνιου επά
Τα βιογραφικά στοιχεία που αφορούν στα παιδικά
νω. Δεν λεκιάζει. Είναι για εντριβές. Τρίψου, αγάπη
χρόνια του κυρίου Ρομπλς είναι αντιφατικά, αλλά οι
μου. Ή ζήτησε μου το ευγενικά και θα το κάνω ε γ ώ » . «Όλα τα κλειδιά μου είναι περασμένα ο έναν κρί κ ο » είπε εκείνος. Της ήρθε να πει: Και είναι έξυπνο αυτό; Αλλά δεν
πειστικότερες εκδοχές από διαφορετικές πηγές συμ φωνούν ότι ήταν 64 ετών. Γεννήθηκε στη Βαρκελώνη με το όνομα Αλεχάντρο Αλκεθάρ. Μια σύντομη βιογραφία του δημοσιευμένη
το έκανε. Γιατί θα ήταν τόσο ανούσιο, θα ήταν τόσο
στο περιοδικό Cahiers du Cinema βεβαιώνει ότι ο πα
μηδαμινό να ξεστομίσει κάτι τέτοιο το πρωί ή οποιαδή
τέρας του, εργάτης υφαντουργίας και στρατευμένος
ποτε ώρα μιας ολόλαμπρης μέρας μετά την καταιγίδα.
αντιφασίστας, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των αγριό-
Ντον
32
ΝτεΛιλλο
33
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
τερων οδομαχιών που έλαβαν χώρα σ' αυτή την πόλη.
οποία και έπεισε να του βρει δουλειά ως σκηνοθέτη
Το άρθρο αναφέρει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο
δεύτερου συνεργείου σ' ένα σπαγκέτι-γουέστερν, που
Αλεχάντρο, που ήταν τότε μικρός, βρισκόταν ανάμε
επρόκειτο να γυριστεί στην Ισπανία.
σα στα «παιδιά του πολέμου»
της Ισπανίας που στάλ
Δέκα χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ Κινηματογρά
θηκαν από τις οικογένειες τους στη Σοβιετική Ένωση,
φου των Καννών, ο κύριος Ρομπλς έλεγε σ' ένα κοινό
όταν έγινε φανερό ότι επίκειται η δικτατορία της δε
που τον άκουγε με θαυμασμό: « 0 κινηματογράφος εί
ξιάς.
ναι η απάντηση στη ζωή».
Δεν είναι σαφές πόσα χρόνια έζησε στην ΕΣΣΔ ούτε
Σκηνοθέτησε οκτώ ταινίες συνολικά. Η τρίτη από
αν συνάντησε ξανά τη μητέρα του. Γνωρίζουμε ότι πέ
αυτές, το Ή εγώ ή εσύ, μια γαλλοϊταλική συμπαρα
ρασε τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι κουβαλώντας
γωγή με θέμα την απαγωγή μιας πλούσιας γυναίκας
σκουπίδια, κάνοντας τον πλανόδιο ταχυδακτυλουργό
από Κορσικανούς ληστές, κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα.
και παίζοντας μικρούς ρόλους κλεφτών ή μαστροπών
Την ακολούθησε το Πολάρις,
σε αρκετές ταινίες. Τότε υιοθέτησε και το όνομα Ρέι
αστυνομικό δράμα, π ο υ το διέτρεχε ένας υ π ό γ ε ι ο ς
ένα έντονο αμερικανικύ
Ρομπλς, που το δανείστηκε από έναν ήρωα που υπο
ισπανικός σουρεαλισμός. Η ταινία έγινε καλτ και παι
δυόταν σε μια αστυνομική ταινία τρίτης διαλογής.
ζόταν για μακρές περιόδους σε καλλιτεχνικές αίθου
Έζησε μερικά χρόνια στη Νέα Τόρκη γράφοντας
σες στη χώρα μας και στο εξωτερικό.
υπότιτλους σε μια δράκα ισπανόφωνες και ρωσικές
«Οι καλύτερες στιγμές της δουλειάς του διευρύνουν
ταινίες κι έπειτα μετακόμισε δυτικά, όπου εργάστηκε
την κινηματογραφική γ λ ώ σ σ α » έγραψε ο κριτικός Φί-
ως ιδιωτικός σοφέρ πλουσίων στο Λος Άντζελες, ενώ
λιπ Στάνσκι. « Θ έ μ α του: ο άνθρωπος σε μέρη π ο υ
διατήρησε μια χαλαρή επαφή με τον κινηματογράφο,
αποξενώνουν. Στην ποίηση των απόκοσμων τοπίων,
εμφανιζόμενος ως έκτακτος σε πεντέξι ταινίες. Πίσω
όπου οι ακραίες καταστάσεις είναι αναπόφευκτες και
από την κάμερα πρωτοβρέθηκε, όταν έγινε προσωπι
οι ήρωες υποχρεωμένοι ν' αντιμετωπίσουν στιγμές απο
κός οδηγός ενός πολυεκατομμυριούχου τσιμεντοβιο-
φασιστικής σημασίας για τη ζωή τους, ανακάλυψε
μήχανου από το Λίχτενστάίν, ο οποίος ήταν ένας από
μια διάσταση της υπαρξιακής κόψης του ξυραφιού».
τους βασικούς χρηματοδότες διεθνών κινηματογραφι
Οι επύμενες ταινίες του ήταν εμπορικές αποτυχίες
κών παραγωγών. Κατά τη μαρτυρία του ίδιου του κυ
και καταδικάστηκαν σχεδόν ομόφωνα από την κριτι
ρίου Ρομπλς, είχε ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του, την
κή. Φίλοι του κυρίου Ρομπλς αποδίδουν την παρακμή
34
Ντον
ΝτεΛιλλο
του στον αλκοολισμό και στις περιόδους κατάθλιψης που περνούσε. Εκείνο τον καιρό παντρεύτηκε την ηθο ποιό του θεάτρου Άννα Λάνγκτον. Πολύ γρήγορα βρέ θηκαν σε διάσταση εν μέσω κραυγαλέων τίτλων στις βρετανικές ταμπλόιντ, και τελικώς χώρισαν. Άφησε πίσω του την τρίτη του σύζυγο, την Άόρεν Χάρτκι, την Body a r t i s t ' . Η ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΟΛΗ ΚΑΙ ΞΕΘΩΡΗ κι ο αυτοκινητόδρομος προεκτείνεται σ' ένα μουντό ουρανό. Το ρεύμα που πάει προς βορράν έχει τέσσερις λωρίδες κι εσύ οδηγείς στην τρίτη, ενώ μπροστά σου, πίσω σου και δίπλα σου, κι από τις δυο πλευρές, υπάρχουν άλλα αυτοκίνητα, κι ας μην είναι ούτε τόσο πολλά ούτε τόσο κοντά. Όταν φτάνεις στην κορυφή της ανωφέρειας, κάτι συμβαίνει και τα αυτοκίνητα κινούνται τώρα με λιγότερη βιασύ νη, μοιάζουν σαν να πηγαίνουν από μόνα τους γ λ ι στρώντας απαλά πάνω στην ε π ί π ε δ η επιφάνεια. Τα πάντα είναι αργά, θολά και μουντά και εξαρτώνται από τη λέξη μοιάζει.
Όλα τ α αυτοκίνητα, μαζί και το
δικό σου, μοιάζουν, δίνουν την εντύπωση ή φαίνονται σαν να κυλούν με μια ανεξάρτητη κίνηση, και ο αυτο κινητόδρομος μένει πίσω μ' έναν υπόκωφο βόμβο. Μετά, αυτή η διάθεση σού περνάει. 0 θόρυβος, η βιασύνη και η θολούρα επιστρέφουν κι εσύ ξαναγλιστράς μες στη ζωή σου νιώθοντας το οδυνηρό βάρος 1
(Σ.τ.μ.) Καλλιτέχνης ο οποίος εκφράζεται επεμβαίνοντας στο ίδιο του το σώμα.
στο στήθος σου.
36
Ν Τ ON Ν Τ Ε Λ Ι Λ Λ Ο
Αυτές τις μέρες τις θεωρούσε ως τις πρώτες μέρες του γυρισμού. Τις πρώτες μέρες του γυρισμού ανανέωνε τις προ μήθειες στο κελάρι και ψέκαζε με απορρυπαντικά τα πλακάκια του μπάνιου. Το κελάρι βρισκόταν δίπλα στην χοοζίνα
και ήταν ένα κανονικό σε μέγεθος σκο
τεινό δωμάτιο, που μύριζε κλεισούρα και δεν είχε ανά γκη από άλλες προμήθειες. Καθάριζε και γέμιζε τις ταΐστρες των πουλιών, οργανώνοντας τη μέρα της με άξονα ένα κύριο έργο με όλα του τα παρεπόμενα και την ποικιλία μιας πληθώρας παραλλαγών. Ψέκαζε τα πλακάκια και τα είδη υγιεινής με απορρυπαντικά π ο υ είχαν άρωμα πεύκου, μισοζαλισμένη από τις αναθυ μιάσεις. Σύμφωνα με το μισθωτήριο, έμεναν ακόμη δύο μήνες. Είχαν νοικιάσει το σπίτι για έξι και απέμεναν δύο. Ένα άτομο, δύο μήνες. Χρησιμοποιούσε μια φιά λη που είχε πάνω της βιδωμένο το πιστολάκι-ψεκαστήρι. Εδώ ένιωθε σαν στο σπίτι της, και οι καθημερινές ευχάριστες μικροασχολίες την απορροφούσαν βοηθώ ντας την να διατρέχει τη μια μέρα πίσω από την άλλη - μ έ ρ ε ς ίδιες, ελεγχόμενες και οργανωμένες, αλλά ταυ τόχρονα ρευστές και έκκεντρες, με κάποια νεκρά ση μεία, μέρες τόσο αργόσυρτες, που πονούσαν. Κοίταζε τις σελίδες της ψεύτικης αυτοβιογραφίας του Ρέι που είχαν δουλέψει μαζί. Το δακτυλογραφη μένο αντίγραφο βρισκόταν εκεί μπροστά της, τόσο ξερό
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι
TOT
ΣΩΜΑΤΟΣ
37
απέναντι στην αίσθηση που της είχαν αφήσει οι προ φορικές αναμνήσεις του, ένα ψηφιδωτό γεμάτο ψέμα τα και επινοήσεις, ιστορίες διαμορφωμένες από μια απόγνωση που οι αιτίες της δεν της ήταν πάντα ξεκά θαρες. Χάιδεψε με την παλάμη της κάθε ρούχο του που είχε μείνει στην ντουλάπα του υπνοδωματίου. Δεν την καταρράκωναν τα πράγματα που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν. Έπειτα, μάζεψε τα ρούχα σε μια κούτα για τους απόρους. Όποτε βρισκόταν στο ισόγειο, τον ένιωθε να κυκλο φορεί στα δωμάτια τού πάνω πατώματος. Συνήθιζε να περιφέρεται σ' αυτά τα δωμάτια, μ' ένα τσιγάρο να κρέμεται από το στόμα, ενόσω μιλούσε σ ένα μικρο σκοπικό μαγνητόφωνο καταγράφοντας ιδέες για κά ποιο χιλιοδουλεμένο σενάριο π ο υ απευθύνονταν σε κάποιο σεναριογράφο, του οποίου
το όνομα δεν μπο
ρούσε ποτέ να θυμηθεί. Τώρα. καπνός είχε γίνει ο ίδιος ο Ρέι, είχε γίνει αυτό το πράγμα στον αέρα, το εξαχνωμένο, που διαχεόταν αργά ή γρήγορα παντού, το άμορφο, που είχε όμως ένα πρόσωπο και αποτελούσε μέρος της ιδιαίτερης παρουσίας του περιφερόμενου άντρα. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια ακούγοντας τον ήχο που κάνει κάποιος που ανεβαίνει σκαλιά, και φτάνοντας στο κεφαλοσκαλο άγγιζε το δρύινο ακροστατη στην κορυφή της κουπαστής. Όλα ήταν εντάξει. Κι εκείνη θα ήταν εντάξει, επει-
38
Ντον
ΝτεΛιλλο
0 1 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
39
δη ήθελε να βρίσκεται εδώ. Σ' αυτό το μέρος πέρασαν
κι ενα μικρότερο εαυτό να αιωρείται κάπου εκεί γύρω,
όλο τους το γάμο, όλο τον καιρό που έζησαν μαζί.
ενώ ήδη σκεφτόταν ότι είχε έρθει η επόμενη μέρα.
Ένιωθε το σώμα της διαφορετικό, χωρίς να καλο-
Ήθελε να χαθεί μέσα στον καπνό του Ρέι, να είναι
καταλαβαίνει πώς. Σφιγμένο, περιορισμένο - δ ε ν μπο
νεκρή, να είναι εκείνος, και έσκισε μια κόλλα λαδόχαρ
ρούσε να πει ακριβώς. Ελαφρώς ξένο και άγνωστο.
του πιέζοντας την πάνω στην οδοντωτή κόχη του κου
Διαφορετικό, πιο λεπτό - δ ε ν είχε σημασία.
τιού, απλώνοντας έπειτα το χέρι για να πιάσει το σα
Σ' ένα από τα ράφια, στο κελάρι, υπήρχε ένα σα
κουλάκι με τη γαλέτα.
κουλάκι γαλέτα. Θυμόταν ότι είχε βρει λαδόχαρτο
Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, δεν γύριζε να το κοι
μέσα σε κάποιο κουτί που ήταν απέξω μπλε και κάτι
τάξει όπως κάνουν στις ταινίες. Οι πραγματικοί άν
άλλο. Αυτά τα πράγματα ήταν τώρα τα σημαντικά: τα
θρωποι δεν κοιτούν τα τηλέφωνα που κουδουνίζουν.
γεύματα, τα καθήκοντα, οι μικροδουλειές.
Η λαδόκολλα κόπηκε από το ρολό κάνοντας δια
Βημάτιζε αργά μέσα στα δωμάτια. Όποτε γδυνό
δοχικούς κρακ-κρακ-κρακ ήχους, καθώς σκιζόταν
ταν, πατώντας ξυπόλητη στο κρύο πάτωμα, έχοντας
πάνω στην πριονωτή κόχη του κουτιού, κι εκείνης της
την πλάτη γυρισμένη στο κρεβάτι, βγάζοντας από πάνω
φάνηκε ότι αυτός ο ήχος προερχόταν από τη ραχοκο
της ένα παλιό πουλόβερ, τον ένιωθε να στέκεται πίσω
καλιά της.
της και τότε μισογυρνούσε προς το κρεβάτι.
Σκεφτόταν διαρκώς τι θα έκανε την επόμενη μέρα.
Τις πρώτες μέρες του γυρισμού βγήκε μια φορά από
Προγραμμάτιζε τις μέρες της. Καθόταν στο δωμάτιο
το αυτοκίνητο και κόντεψε να λιποθυμήσει - όχι, δεν
με την ξύλινη επένδυση. Στεκόταν όρθια μέσα στην
ήταν αυτή η κατάρρευση κάθε σημαντικής λειτουργίας
μπανιέρα και ψέκαζε τα πλακάκια του τοίχου από
του οργανισμού, αλλά ένα μικρό ανήμπορο βούλιαγ-
ψηλά, μέχρι που την κατέκλυζε η βαριά μυρωδιά πεύ
μα προς το έδαφος, κάτι σαν να είχε ξεχάσει π ώ ς στέ
κου που ανέδινε το οξύ κι ο αιθέρας. Της ήταν δύσκολο
κεται κανείς όρθιος.
να πάψει να πατάει τη σκανδάλη.
Σκεφτόταν να τηγανίσει μια κοτολέτα και είχε πλή
Έκαψε το χέρι της στο τηγάνι και πήγε γραμμή στο
ρη συναίσθηση πως ήταν μόνη, άλλοτε παρακολουθώ
ψυγείο, αλλά δεν υπήρχε πάγος στην καταραμένη. Δεν
ντας τον εαυτό της σαν από απόσταση, κι άλλοτε νιώ
είχε γεμίσει την καταραμένη παγοτέτοια.
θοντας τον να στέκεται εκεί ακριβώς που στεκόταν και
Οι άνθρωποι ή σηκώνουν τα τηλέφωνα που χτυ
να είναι αυτός που ήταν, αλλά βλέποντας ταυτόχρονα
πάνε ή δεν τα σηκώνουν. Το άκουγε να χτυπάει. Αντη-
40
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
41
χούσε σ' ολόκληρο το σπίτι, μια που όλα τα ακου
Όταν σήκωνε το μπράτσο της ψηλά, για να βγάλει
στικά κουδούνιζαν ταυτόχρονα πάνω στις συσκευές
από πάνω της ένα παλιό πουλόβερ, και χτυπούσε ελα
τους.
φρά το χέρι της σε κάτι που βρισκόταν από πάνω, ανα
Πόσο παράδοξο της φάνηκε ξαφνικά το γεγονός ότι
ρωτιόταν τι ήταν, παρόλο που αυτό είχε ξανασυμβεί,
κάποιες από τις μεγαλύτερες εταιρείες παρήγαν μα
και τότε θυμόταν την κρεμαστή λάμπα με το μεταλλι
ζικά γαλέτα, τη συσκεύαζαν και την πουλούσαν σ' ολό
κό αμπαζούρ που πήγαινε πέρα δώθε, τη λάμπα που
κληρο τον κόσμο. Τότε κοίταξε για πρώτη φορά πραγ
ήταν εντελώς αταίριαστη με το δωμάτιο, και στρεφό
ματικά το σακουλάκι και είδε στ' αλήθεια τι ήταν και
ταν προς το κρεβάτι και κοιτούσε - έριχνε μια φευγα
τι περιείχε, δηλαδή γαλέτα.
λέα ματιά, δεν κοιτούσε με προσμονή, κάτι άλλο ήταν
Καθόταν στο δωμάτιο με την ξύλινη επένδυση και προσπαθούσε να διαβάσει. Προηγουμένως είχε ανάψει φωτιά στο τζάκι. Το δωμάτιο είχε σχεδιαστεί φιλόδο
- έ ν α νόημα τόσο αδιόρατο, που της ξέφευγε. Υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να καταλά βει, και κυρίως ένα.
ξα ως χώρος όπου κάθεσαι και πίνεις ένα μπράντι δί πλα στη φωτιά, ήταν όμως καθαρή αποτυχία με τα
Στην πόλη αντίκρισε μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά, μια
τόσο παράταιρα έπιπλα. Εκεί καθόταν πίνοντας τσάι
Γιαπωνέζα, που στεκόταν μόνη σ' ένα λιθόστρωτο μο-
και προσπαθώντας να διαβάσει ένα βιβλίο. Μόλις όμως
νοπατάκι μπροστά στο σπίτι της. Κρατούσε ένα λά
το μάτι της διέτρεξε την πρώτη σελίδα, το βλέμμα της
στιχο του κήπου και φαινόταν τόσο ανάλαφρη κάτω
ξέφυγε κι έμεινε καρφωμένο αδιάφορα στα αντικείμενα
από το βαρύ ουρανό, τόσο επίπεδη και ακίνητη, που,
που υπήρχαν τριγύρω.
έτσι όπως πότιζε ένα παρτέρι με άλικες φλόγες κι ο
Τις πρώτες μέρες του γυρισμού έτρωγε κάτι θαλασ
ανάλαφρος πίδακας διέγραφε μια καμπύλη από το
σινά της συμφοράς και περνούσε κάποιες από τις επό
στόμιο, έμοιαζε με εικόνα σε χαρτί περιτυλίγματος
μενες ώρες τρέχοντας στην τουαλέτα. Τουλάχιστον
δώρων.
ένιωθε ξανά το σώμα της. Σκεφτόταν ότι τίποτε δεν
Ό,τι έβλεπε της φαινόταν συγκεχυμένο - ό χ ι συγκε
συνεφέρνει το μυαλό και το σώμα, όσο ένα γερό κό
χυμένο, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενο, σε διαδικασία
ψιμο.
μεταμόρφωσης, κάτι που ταυτόχρονα είναι και κάτι
Ανέβαινε τις σκάλες και είχε την εντύπωση ότι ακούει τον εαυτό της από άλλα σημεία του σπιτιού.
άλλο• τι όμως, τι; Άρχισε ν' απαντάει στο τηλέφωνο. Στην αρχή η φωνή
42
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
43
που έλεγε «εμπρός, ποιος είναι, ναι» δεν ήταν ακρι
λουθώντας το λασπωμένο μονοπάτι π ο υ περνούσε
βώς η δική της• έβγαινε πολύ μαλακή, σαν στρεβλή, δι
μπροστά από ανεμοδαρμένα σπίτια και μια εκκλησία
στακτική απόπειρα άλλης φωνής. Είχε μαθευτεί ότι
δίχως καμπαναριό, ένα σαραντάλεπτο περπάτημα μέ
βρισκόταν εδώ και την έπαιρναν από τη Νέα Τόρκη,
χρι το εγκαταλειμμένο εργαστήρι χειροτεχνίας, όπου
όπου βρισκόταν το σπίτι της, ή φίλοι και συνάδελφοι
μάλλον θα έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα και ξυλόγλυ
από άλλες πόλεις. Της τηλεφωνούσαν από διάφορες
πτα, σίγουρα πάντως κεραμικά, κι έπειτα γυρνούσε
πόλεις, για να της πουν ότι δεν καταλάβαιναν γιατί είχε
αμέσως πίσω. Το φέριμποτ είχε τακτικά δρομολόγια
επιστρέψει σ αυτύ το μέρος. Αυτό ήταν το τελευταίο
κι αυτό ήταν αρκετός λόγος για να κάνει κάθε τόσο
μέρος που θα έπρεπε να βρίσκεται, μόνη σ' ένα μεγά
το ταξίδι.
λο σπίτι στην ερημική παραλία, κι εκείνη περιδιάβαζε στα δωμάτια κι ανέβαινε τις σκάλες και προγραμμά
Το σχέδιο της ήταν να οργανώνει το χρόνο μέχρι να μπορέσει να ξαναζήσει.
τιζε τις δουλειές της επομένης, γιατί τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν ήταν πολλά κι ο χρόνος λιγόστευε καθώς έπεφτε το φως. Ξαφνικά κοιτούσες και ήταν κιόλας σκοτάδι, αναπάντεχα.
Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες του γυρισμού, ξανάρ χισε τις αναπνευστικές της ασκήσεις. Έ π ρ ε π ε να ξα ναδούλεψει το σώμα της, να επαναλάβει την αγωγή με
Τα πρωινά ξυπνούσε νωρίς κι αυτή ήταν η χειρότε
τις εκτατικές κινήσεις και τις μεθοδικές συστροφές.
ρη ώρα, η πρώτη φονική στιγμή που, ξαπλωμένη όπως
Ξεκινούσε με τη σπονδυλική στήλη και προχωρούσε
ήταν στο κρεβάτι, θυμόταν κάτι και μέχρι να πάρει μια
προς τα άκρα κινούμενη με τα τέσσερα στο πάτωμα
ανάσα, καταλάβαινε τι ήταν.
και νιώθοντας την αορτή της ν' αναπηδά σε κάθε εκ
Της τηλεφωνούσαν πεντέξι φορές την ημέρα κι έπει
πομπή του αίματος από την καρδιά. Έ π ρ ε π ε να κάνει
τα λίγο πιο αραιά, κι εκείνη σκεφτόταν ότι αυτό που
κατακόρυφο και κυβιστήσεις. Έβγαζε έξω τη γλώσ
έκανε η Γιαπωνέζα -αν ήταν Γιαπωνέζα- να ποτίζει
σα της κι έπαιρνε κοφτές ανάσες σε μια εσωτερικά
τον κήπο της, όταν ο ουρανός έδειχνε ότι θα βρέξει,
χρονομετρημένη αλληλουχία με την ακρίβεια που ανα
ήταν όμορφο και συνάμα προβληματικό.
γνώριζε στο κρακ-κρακ-κρακ των μεσοσπονδύλιων δί
Έπαιρνε το μικρό σαραβαλιασμένο φέριμποτ για το Λιτλ Μουν, όπου δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει παρά έναν περίπατο μέχρι την άλλη άκρη του νησιού, ακο-
σκων, καθώς η πλάτη της τραβιόταν από πάνω προς τα κάτω. Μέσα της όμως είχε χάσει τον κόσμο.
Ντον
44
ΝτεΛιλλο
Ο νυχτερινός ουρανός, διάσπαρτος από αστρική σκόνη και κατακλυσμούς ακτινών γάμμα, βρισκόταν τόσο κοντά, εκείνη όμως δεν τον έβλεπε, όπως άλλο τε, σαν πλάτεμα ψυχής, σαν ένα θαύμα που την άφηνε άφωνη, κάτι που υπήρχε πέρα από τη γλώσσα, κλει σμένο στο πιο αρχέγονο κομμάτι του εαυτού της. Σταμάτησε να ακούει τα δελτία καιρού. Αποδεχό ταν τον καιρό όπως ήταν μέρα με τη μέρα, άλλοτε κρύος, άλλοτε βροχερός κι άλλοτε όλο αέρα, ενώ στις πλαγιές οι καμπούρες των μεγάλων ογκόλιθων, που θύμιζαν εμβλήματα κάποιας φυλής, πάλλονταν κάτω από τις αστραπές της θύελλας της ιστορίας και του χρόνου. Έκοβε ξύλα για το τζάκι. Περνούσε ώρες και ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, χαζεύοντας τη συνεχή ροή του ζωντανού προγράμματος από την άκρη ενός δρόμου με δυο λωρίδες σε κάποια πόλη της Φινλανδίας. Στην Κότκα, στη Φινλανδία, ήταν μεσά νυχτα, κι εκείνη κοίταζε την οθόνη. Την ενδιέφερε γιατί ήταν κάτι που συνέβαινε τώρα, καθώς ήταν καθισμένη εκεί, και γιατί συνέβαινε συνεχώς όλο το εικοσιτετράω ρο, απρόσωπα' φαίνονταν αυτοκίνητα να μπαίνουν και να βγαίνουν από την Κότκα ή απλώς ο άδειος δρόμος στους νεκρούς χρόνους. Οι νεκροί χρόνοι ήταν οι κα λύτεροι. Καθόταν και κοίταζε την οθόνη. Παρακολουθούσε καταναγκαστικά, αλλά το θέαμα ήταν αρκετά αληθι νό, ώστε να αντέχεται η συγκυρία όταν δεν συνέβαινε
01 ΧΡΟΝΟΙ Τ 0 Γ
ΣΩΜΑΤΟΣ
45
τίποτε. Η συγκυρία έτρεφε την κατάσταση. Στην Κότ κα ήταν τρεις το πρωί' εκείνη περίμενε να εμφανιστεί κάποιο αυτοκίνητο - ό χ ι πως αναρωτιόταν ποιος ήταν μέσα. Υπήρχε απλώς το γεγονός που διαδραματιζό ταν στην Κότκα. Η αίσθηση της οργάνωσης, ένας τό πος βαλμένος σ' ένα σταθερό πλαίσιο όπως φαίνεται τη στιγμή που τον κοιτάς, ενώ σε μια γωνιά της οθό νης αναγραφόταν ψηφιακά η τοπική ώρα. Η Κότκα ήταν ένας εντελώς άλλος κόσμος, αλλά εκείνη τον έβλε πε μέσα στη δική του πραγματικύτητα, με τις ώρες του, τα λεπτά του και τα δευτερόλεπτα του. Σκέφτηκε ότι μπορεί κάποιος ν' αυνανιζόταν με αυτό το θέαμα, με την εμφάνιση ενός αυτοκινήτου στο δρόμο της Κότκα στη μέση της νύχτας. Η σκέψη πήγε να την κάνει να γελάσει. Έκοβε ξύλα. Καθημερινά φρόντιζε να έχει κάποιες ώρες για τη μετάδοση μέσω ίντερνετ από την Κότκα. Δεν γνώριζε το νόημα αυτής της μετάδοσης, αλλά την αντιμετώπιζε ως ποιητική πράξη που αιωρείται στον αέρα. Ήταν καλύτερα στους νεκρούς χρόνους. Το μυαλό της άδειαζε και η ίδια αι σθανόταν τη βαθιά σιωπή άλλων τόπων, το μυστήριο τού να βλέπει στην άλλη μεριά της γης ένα μέρος απο γυμνωμένο από οτιδήποτε άλλο πέραν ενός δρόμου που έρχεται και φεύγει -δύο πραγματικότητες που συμπίπτουν χρονικά-, ενώ οι αριθμοί στο ψηφιακό κα ντράν άλλαζαν με μια παράξενη και υπόκωφη βιασύ νη, με τα δευτερόλεπτα να αυξάνονται σε λεπτά, τα
Ντον
46
ΝτκΛιλλο
λεπτά να κυλούν προς τη συμπλήρωση της ώρας, κι εκείνη καθόταν και κοιτούσε περιμένοντας να δει στο
01 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
47
«Μπουκώνομαι» είπε η Μαριέλα, «κοιτάω έξω από το παράθυρο και σου μιλάω».
βάθος του δρόμου το φευγαλέο σχήμα ενός αυτοκινή
«Τι τρως;»
του.
«Καροτάκια κομμένα λουρίδες». « Α υ τ ό δεν λέγεται μπούκωμα».
Τηλεφώνησε η Μαριέλα, μια φίλη της, συγγραφέας, από τη Νέα Υόρκη.
« Α υ τ ό λέγεται λιμοκτονώ - το ξέρω. Παίζονται κά ποιες από τις πρώτες ταινίες του στο Κέντρο Κινημα
«Είσαι καλά;»
τογράφου. Εσύ δεν τον ήξερες από τόσο παλιά. Αυτό
«Τι περιμένεις να σου π ω ; »
θα μπορούσε να είναι στα συν».
«Δεν ξέρω. Μήπως νιώθεις μοναξιά;» «Θα 'πρεπε να υπάρχει κάποια άλλη λέξη. Όλοι νιώθουν μοναξιά. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό». «Μην το σκέφτεσαι όμως. Δεν ξέρω. Θα σου ήταν πιο εύκολο».
Το πρωί άκουσε το θόρυβο. Είχε γίνει αντιληπτός με τον ίδιο τρόπο που τον είχε ξεχωρίσει την πρώτη φορά, πριν από τρεις μήνες περίπου, τότε που είχαν ανεβεί μαζί με τον Ρέι για να δουν τι ήταν. Εκείνος είπε ότι
«Αυτήν τη συζήτηση θα έπρεπε να την κάνεις με κά-
ήταν κάποιος σκίουρος ή ρακούν, που είχε παγιδευτεί
ποιαν άλλη. Εγώ δεν είμαι καλή σε τέτοιου είδους συ
σε κάποιο σημείο. Εκείνη σκέφτηκε ότι ήταν ηθελημέ
ζητήσεις».
να φευγαλέος. Ότι είχε μια συγκρατημένη χροιά. Δεν
«Αν δεν είχες εξοριστεί εκεί πέρα... Κανονικά θα
νόμιζε ότι προερχόταν από ζώο. Της έδωσε την αίσθηση
έπρεπε να βρίσκεσαι ανάμεσα στους δικούς σου αν
του σχεδόν οικείου, σαν κάτι να βρίσκεται εδώ, ν' ανα
θρώπους, στα πράγματα σου. Μόνη, δεν σου κάνει
πνέει τον ίδιο αέρα με μας και να κινείται όπως εμείς.
καλό. Ξέρω πώς ένιωθες για εκείνον. Και πόσο σπα
0 θόρυβος είχε τη χροιά ενός σώματος που διασχίζει
ρακτικό είναι. Θεέ μου. Αλλά δεν πρέπει να κλειστείς
το χώρο, αλλά, όταν κοίταξαν, δεν βρήκαν τίποτε.
στον εαυτό σου. Ξέρω ότι είσαι αποφασισμένη. Είσαι
Τούτη τη φορά τον άκουσε ενώ βρισκόταν στην κου
αρκετά ισχυρογνώμων παρά τους υπόγειους τρόπους
ζίνα. Πήρε το τσάι της κι ανέβηκε επάνω. Πέρασε τα
σου. Αλλά πρέπει να βγεις από αυτή την κατάσταση,
δωμάτια στο τέρμα του σαλονιού του δευτέρου ορό
όχι να χωθείς πιο βαθιά. Μην κλείνεσαι».
φου. Τον σκοτεινό τρίτο όροφο με τις καμένες λάμπες,
«Πες μου τι κάνεις τ ώ ρ α » .
απ' όπου τα περισσότερα έπιπλα είχαν αφαιρεθεί. Ανέ-
48
Ν ΤΟΝ ΝΤΕΛ ΙΛΛΟ
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
49
βηκε την κοντή σκαλίτσα που έβγαζε στη θολωτή σο
κτο. Διέτρεξε το χρόνο μέχρι πίσω στις πρώτες ενδεί
φίτα. Την ώρα που το πάνω μέρος του σώματος της
ξεις ότι υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι, και όλες οι
πρόβαλε μέσα στο χώρο που ήταν αρκετά φαρδύς και
εντυπώσεις της, ξεκαθαρισμένες πια και επιβεβαιωμέ
χρησίμευε ως αποθτίΧΎ], γύρισε το κεφάλι της δεξιά κι
νες, την οδήγησαν αδιάψευστα στην παρούσα στιγμή.
αριστερά κοιτώντας την ακινησία. Όταν πάτησε το πάτωμα της σοφίτας, το τσάι της είχε κρυώσει. Ψα χούλεψε τα χαρτόκουτα με τις στρώσεις των παλιών ρούχων και κοίταξε έγγραφα που είχαν κιτρινίσει μέσα σε δερμάτινα ντοσιέ. Πιο κει υπήρχε μια βαλσαμωμέ νη κουκουβάγια και μια στοίβα υδατογραφίες χωρίς κορνίζα, πολύ σκεβρωμένες. Είδε ένα φύλλο που στρι φογύριζε στον αέρα, ακριβώς έξω από το παράθυρο. Ένα κεχριμπαρένιο φυλλαράκι κάτω από το κλαδί του δέντρου που απλωνόταν πάνω από τη σκεπή. Δεν φαι νόταν ίχνος ιστού χρυσαλλίδας απ' όπου θα μπορούσε να κρέμεται το φύλλο ούτε κάποια άκρη από τα υλι κά με τα οποία φτιάχνουν τα πουλιά τη φωλιά τους. Μόνο το φύλλο που στριφογύριζε στον αέρα. Τον ανακάλυψε την επόμενη μέρα σ ένα μικρό υπνοδωμάτιο του τρίτου πατώματος, που βρισκόταν δίπλα στο μεγάλο άδειο δωμάτιο στην άλλη άκρη του σαλονιού. Ήταν μικροκαμωμένος και λεπτύκορμος ώστε στην αρχή τον πήρε για παιδί, με μαλλιά στο χρώ μα της άμμου, και φαινόταν σαν να είχε μόλις ξυπνή σει από βαθύ ύπνο ή νάρκωση. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού φορώντας τα εσώρουχα του. Ακαριαία σκέφτηκε ότι ήταν αναπόφευ-
ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΖΕ.
«Πες μου. Πόσον καιρό βρίσκεσαι εδώ;» Δεν σήκωσε το κεφάλι του. Η παρουσία του είχε κάτι το τόσο παράξενο, που εκείνη άκουσε τα λόγια της να αιωρούνται στο δωμάτιο, αναμενόμενα και τε τριμμένα. Δεν ένιωσε φόβο. Της έδινε μια εντύπωση εγκατάλειψης -κάποιου που χάθηκε και βρέθηκε- κι εκείνη θεώρησε ευρέτη τον εαυτό της. «Ήσουνα εδώ» είπε μιλώντας αργά και καθαρά. Την κοίταξε και τώρα της φάνηκε μεγαλύτερος, λες κι αυτή η ελάχιστη κίνηση του σηκώματος του κε φαλιού, το απλό ανασήκωμα του πιγουνιού και των ματιών, να στάθηκε αποφασιστική για τη μεταμόρφωση του - μεγαλύτερος και ελαφρώς ιδρωμένος, μια γυα λάδα απλωνόταν στο μέτωπο και τα μάγουλα του. Κάτι της είπε. Εκείνη είπε: «Τι;» Τα εσώρουχα του αποτελούνταν από ένα λευκό μποξεράκι και μια κοντομάνικη φανέλα που του έπε φτε πολύ μεγάλη. Εκείνη τον παρατηρούσε από πάνω ως κάτω, ανοιχτά, παντού.
52
Ν 'Γ Ο Ν Ν Τ Ε Λ Ι Λ Λ ο
53
0 1 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
«Δεν μ π ο ρ ε ί » της είπε.
εδώ έξω. Προσπάθησε να μην τον πιέσει
«Μα, γιατί βρίσκεσαι εδώ; Ήσουνα πολύ καιρό;»
ρίες. Η απόσταση που κρατούσε, ο διστακτικός τρόπος
Έσκυψε το κεφάλι του και φάνηκε σαν να τα σκέ
που μιλούσε και κινούνταν σαν αυτοδίδακτος, η εντύ
φτεται, λες και επεξεργαζόταν τα δεδομένα ενός σύν
πωση που έδινε ότι δεν τον απασχολούσε το τι θα απο
θετου προβλήματος.
γίνει τώρα, όλα αυτά της κέντριζαν το ενδιαφέρον.
Στέκονταν έξω από το σπίτι, κοντά στην κορυφή του
ρία, αλλά στην περιορισμένη δυνατότητα του να σταθ
επικλινούς αγρού, κι αγνάντευαν στη θάλασσα ένα ψα
μίσει τις επιπλοκές. Δεν ήταν σίγουρη τι σήμαινε για
ροκάικο αστακών, που διέσχιζε αγκομαχώντας τις λευ
εκείνον το να τον έχουν βρει μέσα στο σπίτι αλλουνού.
κές κορυφές των κυμάτων. Τον είχε ταΐσει με τη σού
0 αέρας φυσούσε τώρα πιο δυνατά κι εκείνοι έκα
πα που είχε περισσέψει και λίγο ψωμί, μια δυο φρυ
ναν μεταβολή. Την διασκέδαζε η σκέψη ότι είχε έρθει
για πληροφο
Σκεφτόταν ότι δεν οφείλονταν σε απάθεια ή αδιαφο
γανιές. Έ π ρ ε π ε να πατήσεις δυο φορές το μαραφέτι
από τον κυβερνοχώρο, ότι ήταν ένας άντρας που είχε
για να ψηθούν σωστά οι φέτες του ψωμιού.
προβάλει μέσα από την οθόνη του κομπιούτερ της κα
« Τ ι βλέπεις;» του είπε, δείχνοντας με το χέρι προς το καΐκι και τα σύννεφα που μαζεύονταν.