Oi Mpalantes & Alla Poihmata - Francois Villon
March 15, 2017 | Author: ekiri | Category: N/A
Short Description
Download Oi Mpalantes & Alla Poihmata - Francois Villon...
Description
FRANÇOIS VILLON
ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
FRANÇOIS VILLON ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
J
1η ίκδοση στα ελληνικά: Institut Français d'Athènes, 1947 2η έκδοση στα ελληνικά: ΠΛΕΘΡΟΝ, 'Αθήνα 1979 'Επιμέλεια: Άλεξ. Ζήρας
ΡΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Κοδριγκτώνος 29, Άθήνα-τηλ. 3234 803 "Αννα Σκιαδαρέση, Άλιβερίου 9, 'Αθήνα
\ Τότες ό Βιγιόν τοϋ αποκρίθηκε ήρ^-μα και κοροϊδευτικά: « Ά ρ χ ο ν τ α μου, κύρ Φίλιππε, είσαστε θυμωμένος; Μήπως σας πείραξα;
ι8
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Τ ί θέλετε άπό μένα; Πιστεύω πώς δε σας έ'βλαψα σέ τίπο τ α ! » * . Τότε ό Σερμουάζ, χωρίς νά αποκριθεί, τράβηξε μέσ' άπό τό ράσο του Ινα στιλέτο, και χτυπώντας τον μ' αυτό κατάμουτρα τοϋ έ'σκισε πέρα για πέρα τ ' άπάνου χείλι. Ή 'Τζαμπώ, ό παπα-Ζίλ κι ό Ζάν λέ Μερντί, σαν είδαν πώς ό καβγάς σοβάρεψε, τό 'στριψαν γλήγορα-γλήγορα για νά μη μπλεχτούν κι αυτοί. Ό Σερμουάζ είχε γίνει πια σωστό θερίο. Ά π ό τήν άλλη μεριά ό Βιγιόν, πού άπό τήν πληγή του έτρεχε ποτάμι τό αΐμα, βλέποντας πώς ό Σερμουάζ ήταν αποφασισμένος νά τόν σκοτώσει, τράβηξε κι αύτος το στιλέτο του και χτύπησε μ' αυτό τόν παπά στο βουβώνα. Μά εκείνη τή στιγμή ξαναγύρισε ό Ζάν λέ Μερντί και κατάφερε ν' αρπά ξει τό στιλέτο άπό τό χέρι τοϋ Βιγιόν. Τότες ό παπα-Σερμουάζ, πάνω στή λύσσα του, μή δίνοντας προσοχή στή βαριά λαβωματιά πού τ ' άνοιξε ό αντίπαλος του, χύθηκε κατά πάνω του μέ βλαστημιες και βρισιές για νά τόν ξαναμαχαιρώσει. Ό Βιγιόν δμως χωρίς νά χάσει καιρό άρπαξε μιά μεγάλη πέτρα και τοϋ τήν κατάφερε κατάμουτρα. Ζαλισμένος τότες άπό τό χτύπημα ό Σερμουάζ κι εξαντλημένος άπό τήν αιμορραγία της λαβωματιάς του σωριάστηκε καταγής. Α μ έ σως ό Βιγιόν τό 'σκάσε κι έτρεξε σ' έναν μπαρμπέρη για νά τοϋ σταματήσει τό αΐμα πού 'τρέχε άπό τό σκισμένο του αχείλι. Μά ό μπαρμπέρης, σύμφωνα μέ τή διαταγή πού ' χ ε άπό τήν αστυνομία, τοϋ γύρεψε πρώτα τ ' δνομά του' κι ό Βιγιόν για νά ξεγελάσει τους αστυνομικούς τοϋ 'πε πώς λέγεται Μισέλ Μουτόν, κι άφοΰ έδεσε τήν πληγή του γύρισε βιαστικός στην κάμαρα του, στο μέγαρο τής Πόρτ-Ρούζ, πήρε Ινα μπογαλάκι μέ τ' απαραίτητα του πράματα και τό 'σκάσε αμέσως μακριά άπό τό Παρίσι, πριν προφτάσει νά τόν βάλει στο χέρι ή δικαιοσύνη. Τόν Σερμουάζ τόν κουβάλησαν σέ κακά χάλια στο μέγαρο τών φυλακών τοϋ Σαίν Μπενουά, κι άφοΰ τοϋ περιποιήθηκαν πρόχειρα τις πληγές, κάλεσαν έναν ανακριτή άπό τό Σατελέ, ό όποιος ανάκρινε τόν πληγωμένο και τόν ρώτησε αν, σε * Ό διάλογος κι οΕ λεπτομέρειες τοϋ δραματικού αύτοΰ καβγά βρίσκονται στα πραχτικά τής δίκης του Βιγιόν, πού διασώθηκαν στα δικαστικά αρχεία τοΰ Σατελέ. Γ
9
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
περίπτωση θανάτου του, ήθελε ν' αφήσει εντολή στους δικούς του να καταδιώξουν ποινικά τον Βιγιόν. Ό Σερμουάζ τότες είπε πώς δεν θέλει τή δίωξη τοΰ φονιά του, προσθέτοντας δτι τόνε συχωράει και πώς τή συχώρεση αυτή του τήν υπαγορεύουν ορισμένοι λόγοι. Το άλλο Σάββατο ό παπαΣερμουάζ πέθανε στο νοσοκομείο Ώ τ έ λ - Ν τ ι έ , δπου τον μετάφεραν ΰστερα άπό τήν ανάκριση. Το δτι συχώρεσε τον Βιγιόν δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, αν συλλογιστούμε πώς εκείνο τον καιρό κι ο'ι πιο πωρωμένοι άνθρωποι διατηρούσαν στα βάθη της ψυχής τους μια σπίθα θρησκευτικότητας, πού ξελαμπάδιζε τή στιγμή πού αντίκριζαν το θάνατο. Ή αιτία τοΰ καβγά και τοΰ ματοκυλίσματος πού προκάλεσε ό Σερ μουάζ ήταν κάποια γυναικοδουλειά. Γ ι ' αυτό ό ετοιμοθάνα τος παπάς, βλέποντας πώς πέθαινε βουτηγμένος σε θανάσιμο κρίμα, συχώρεσε το φονιά του ελπίζοντας πώς έτσι θα πετύχαινε ευκολότερα τ ή συχώρεση τοΰ Θεοΰ. Ποΰ πήγε ό Βιγιόν σαν έ'φυγε άπό το Παρίσι, δεν ξέρουμε. Μπορεί να τράβηξε κατά τό Ά ν ζ ο ύ , κάνοντας στό δρόμο οποία δουλειά τοΰ ερχόταν βολική για να κερδίζει τό ψωμί του. Ε κ ε ί ν ο πού ξέρουμε είναι πώς μόλις βρέθηκε μακριά άπό τα νύχια της δικαιοσύνης, υπόβαλε αμέσως αίτηση να τοΰ δώσουν χάρη για τό φονικό πού 'κάμε. Προ νοητικός όμως και πονηρός καθώς ήταν, έγραψε δυο λογιών αιτήσεις. Τ ή μια τήν έστειλε στή Μικρή Καγκελαρία —σαν να λέμε στό Υ π ο υ ρ γ ε ί ο της Δικαιοσύνης— πού εϊχε τήν έ'δρα της στό Παρίσι, και τήν υπόγραψε με τ ' δνομα Φραν σουά ντε Μονκορμπιέ, πού μ' αυτό μόνο ήταν επίσημα γνωστός. Τήν άλλη τήν έστειλε στό Μεγάλο Συμβούλιο, πού συνόδευε τότες τό βασιλιά στό Μπερύ. Αυτήν τή δεύτερη αίτηση τήν υπόγραψε με τ ' όνομα «μαιτρ Φρανσουά ντέ Λ ό ζ ό επιλεγόμενος Βιγιόν». Και νά γιατί ό τετραπέρατος Βιγιόν ενέργησε έ'τσι. Ή αίτηση για χάρη μπορούσε νά υποβληθεί ή στή Μεγάλη Καγκελαρία ή στή Μικρή• ποτέ δμως και στις δυό μαζί για έ'να και τό αυτό πρόσωπο. Ό Βιγιόν δμως κατάφερε νά εκμεταλλευτεί και τα τρία επώνυμα με τα οποία ήταν γνωστός στό Παρίσι. "Ετσι αν ή Μικρή Καγκελαρία δέν έ'δινε χάρη στον «Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ», μπορούσε νά 'δίνε ή Μεγάλη στον «μαιτρ Φρανσουά ντέ Λ ό ζ τον έπι-
λεγόμενο Βιγιόν», κι ό ποιητής μας θα ξαναγύριζε στό Παρίσι μ' οποίο άπ' αυτά του τα επώνυμα θά πετύχαινε τή χάρη. Α υ τ ή του λοιπόν ή κατεργαριά πέτυχε καλύτερα άπ' δσο φανταζόταν κι ό ίδιος, γιατί τό Γεννάρη τοΰ 1456, ό βασιλιάς Κάρολος ό Ζ', ευδόκησε νά εγκρίνει και τις δυό αιτήσεις τοΰ ποιητή μας, χωρίς νά πάρει μυρουδιά πώς κι οί δυό διαφορετικές τους υπογραφές άνηκαν στό ίδιο πρόσωπο. Για κάμποσο λοιπόν καιρό χάνουμε τ ' άχνάρια τοΰ Βιγιόν και μόνο κατά τό Νοέμβρη ή Δεκέμβρη τοΰ 1455 τον ξαναβρίσκουμε στό Μπούρ-λά-Ρεν νά περιμένει τή χάρη του στρογγυλοκαθισμένος στό σπίτι τοΰ Περρό Ζιράρ, επι στήμονα κουρέα, πού έπί μια βδομάδα καλότρεφε, τζάμπα εννοείται, τον καλό μας τόν Φρανσουά. Έ κ ε ϊ , εξόν άπό τό καλό φαΐ, βρήκε και τήν απαραίτητη στα τόσα βάσανα του παρηγοριά στην αγκαλιά μιας γλεντζοΰς πρώτης γραμμής, της ήγουμένισσας, αν αγαπάτε, τοΰ Πουρά —έ'τσι λεγόταν τότες τό Πόρ-Ρουαγιάλ— «θεοσεβοΰς κυρίας κι έντιμης αδελφής» Ούγκέτ ντύ Ά μ έ λ . "Ολα αυτά μας τα λέει ό ίδιος ό Βιγιόν στή Διαθήκη του, δπου κληροδοτεί στον κουρέα Περρό Ζιράρ —πού φαίνεται πώς στάθηκε τό κορόιδο τοΰ Βιγιόν και της ήγουμένισσας— δυό λεκάνες κι ενα καζάνι, άναθυμούμενος τα παχιά γουρουνόπουλα πού τόν τάιζε έπί μια βδομάδα ό κουβαρντάς κουρέας, και σ' αυτό έπικαλιέται τή μαρτυρία της ήγουμένισσας τοΰ Πουρά. Τέλος πάντων ή πολυπόθητη χάρη έφτασε, κι ό Βιγιόν ξαναγύρισε χαρούμενος στό αγαπημένο του Παρίσι, κατά τό Γενάρη ή Φλεβάρη τοΰ 1456, κι εγκαταστάθηκε πάλι στό μέγαρο της Πόρτ-Ρούζ, κοντά στον αγαθό προστάτη του μαιτρ Γ κ υ γ ι ώ μ ντέ Βιγιόν. "Υστερα δμως άπό λίγον καιρό, τόν βλέπουμε νά ετοιμά ζεται νά φύγει για τήν Ά ν ζ έ ρ , μέσα στην καρδιά τοΰ χειμώνα, για νά γλιτώσει άπό τ ' αβάσταχτο ερωτικό μαρτύριο πού τόν είχε καταδικασμένο ή άκατάδεχτη Κατερίνα ντε Βωσσέλ. 'Επειδή δμως δέν ξέρει αν θά ξαναγυρίσει άπ' αυτό του τό ταξίδι, κάθεται και γράφει τό ποίημα του Ή Κληροδοσία {Le Lais). Στό ποίημα του αυτό, πρώτα-πρώτα εξιστορεί τα ερωτικά του βάσανα κι ΰστερα κληροδοτεί στον ευεργέτη και προστάτη του π α π α - Β ι γ ι ό ν , στους φίλους του, στις
20
21
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
διάφορες αδελφότητες κι εκκλησιαστικές κοινότητες, μια σειρά άπό αστείους κι αναπάντεχους κλήρους, δπου το κέφι κι ή φαντασία του συναγωνίζονται σε δύναμη και σε πρωτο τυπία. Μα πριν στεγνώσει ακόμα το μελάνι του χειρόγραφου του, δέχτηκε μια μοιραία επίσκεψη, πού ήταν γραφτό να τοϋ αλλάξει τα σχέδια και να τοϋ καταστρέψει τή ζωή. Ό μοιραίος αυτός επισκέπτης ήταν ό παστρικός του φίλος Κολέν ντε Καγές, πού ήρτε να τοϋ προτείνει μιαν επι κερδέστατη επιχείρηση. Να διαρρήξουνε δηλαδή τό χρηματο κιβώτιο τοϋ παρεκκλησίου τοϋ Κολεγίου της Ναβάρρας και να κλεψουνε Ινα σεβαστά ποσό άπό χρυσά νομίσματα, πού άνηκαν στή Θεολογική Σχολή, και πού 'χαν κατατεθεί εκεί για φύλαξη. Ό Βιγιόν, πού δ αδύνατος χαραχτήρας του κι ή φτώχεια πού τον έδερνε τον παράδωσαν χωρίς καμιά δυσκο λία στή δυνατή κι ολέθρια επίδραση τοϋ Κολέν, δέχτηκε την πρόταση αυτή. ' Α μ έ σ ω ς λοιπόν πήγαν κι αντάμωσαν το σύντροφο τους Γκύ Ταμπαρί, στον όποιον ό Βιγιόν έ'δωσε λίγα λεφτά για ν' αγοράσει ό,τι θα χρειαζόταν για να δειπνήσει ή παρέα στό ξενοδοχείο της Μονλάρας, στην όδό Σαίν Ζάκ. Στό δείπνο αυτό έ'λαβαν μέρος ό Βιγιόν, ό Κολέν, ό Ταμπαρί, ένας καλόγερος άπό τήν Πικαρδία πού τον έλεγαν Ντον Νικόλα, και κάποιος Πετί Ζάν, διαπρεπής διαρρήχτης. Ά φ ο ΰ λοιπόν δείπνησαν, τράβηξαν γραμμή κατά το Κολέγιο της Ναβάρρας, όπου και τρύπωσαν κατά τις δέκα το βράδυ, αφήνοντας άπ' εξω τόν Γκύ Ταμπαρί για να τους φυλάει τα ροΰχα και να κρατάει «τσίλιες». Κατά τα μεσάνυχτα ή επιχείρηση τέλειωσε με μεγάλη επιτυχία χάρη στην καπατσοσύνη τοϋ Πετί Ζάν. ' Α μ έ σ ω ς οι σύντροφοι μοιράστηκαν τα πεντακόσια χρυσά σκοΰδα πού βρήκαν στό χρηματοκι βώτιο, και μόνο τόν Γκύ Ταμπαρί έ'πιασαν κορόιδο και τοϋ 'δωσαν δέκα σκοΰδα μονάχα. Τήν άλλη μέρα έ'στησαν όλοι μαζί γλέντι τρικούβερτο στην ταβέρνα της Κουκουνάρας, για να γιορτάσουν τήν επιτυχία της επιχείρησης τους αυτής κι άπάνου στό κέφι ό Βιγιόν πρότεινε στην παρέα του μια καινούρια επιχείρηση. Ε ί χ ε πληροφορηθεί πώς στην Ά ν ζ έ ρ , δπου εϊχε αποφασίσει να πάει, κάποιος κληρικός ενός μονα στηρίου αυτής της πόλης είχε ενα γερό κομπόδεμα άπό καμιά εξακοσαριά σκοΰδα. Φτάνοντας λοιπόν έκεϊ ό Βιγιόν
θα μελετοΰσε τα κατατόπια, κι αν έ'βλεπε πώς μπορούσε να γίνει ή κλεψιά αότοΰ τοϋ θησαυροΰ θα ειδοποιούσε τους συντρόφους του να ρθοΰν γιά να ληστέψουν μαζί τόν πλούσιο αυτόν ιερωμένο. Μείνανε σύμφωνοι, κι αμέσως ό Φρανσουά έ"φυγε γιά τήν Ά ν ζ έ ρ . Φαίνεται δμως πώς, άγνωστο γιατί, δεν πήγε έκεϊ, ή κι αν πήγε θά 'μείνε πολύ λίγο. Κι αυτό το συμπεραίνουμε άπό μια περικοπή της Διαθήκης του, δπου μας λέει πώς τράβηξε κατά τις Μαρς της Μπρετάνι ή τοϋ Πουατού κι έ'φτασε στό Σαίν Ζενερού δπου, κατά πώς λέει, γνωρίστηκε με δυο «κυρίες» τοϋ τόπου, πού τόν υπο δέχτηκαν με μεγάλη εγκαρδιότητα και τόν έκαμαν να ξεχάσει κοντά τους γιά κάμποσον καιρό τα βάσανα του. Σ τ ' αναμεταξύ ή κλεψιά τοϋ Κολεγίου της Ναβάρρας ανακαλύφτηκε, τό Μάρτη τοϋ 1457, κι ύστερα άπό δυο μήνες μαθεύτηκαν κι οι δράστες άπό τόν Γκύ Ταμπαρί, ό όποιος κάποιο βράδυ πού ήταν μεθυσμένος διηγήθηκε τήν υπόθεση της κλεψιάς σ' έναν παπά πού γνώρισε στην ταβέρνα. Ό παπάς αυτός τότε κατάδωσε αμέσως στή δικαιοσύνη τόν κοκορόμυαλο Ταμπαρί, τόν όποιο κι έφυλάκισαν, άφοΰ πρώτα τόν ανάγκασαν στην ανάκριση να ομολογήσει, μ' δλες τις λεπτομέρειες, τήν κλεψιά τοΰ Κολεγίου και να καταδώσει τους συντρόφους του έναν προς έ'να. Ό λ ' αυτά τα πληροφορήθηκε ό Βιγιόν, κι είδε πώς θά 'κάνε σωστή τρέλα αν ξαναγύριζε στό Παρίσι. Οί συνέ πειες αυτής της κλεψιάς θά τόν βαραίνουν πια σ' όλη του τή ζωή, περσότερο κι άπό τό φόνο τοΰ παπα-Σερμουάζ. Μή μπορώντας λοιπόν να ξαναγυρίσει στό Παρίσι, ήταν αναγ κασμένος να περιπλανιέται άπό επαρχία σ' επαρχία, χασομέρης κι απένταρος, άφοΰ τα σκοΰδα πού πέσαν στό μερτικό του άπό τήν κλεψιά τοΰ Κολεγίου τά 'φάγε γλήγορα-γλήγορα σέ γλέντια και σε γυναίκες. Στις περιπλάνησές του αύ-ςές γνωρίστηκε και συνδέθηκε μ' ενα σωρό αλήτες κακοποιούς που απάντησε στό δρόμο του, και προπάντων με τους δια βόητους εκείνους κακούργους πού λυμαίνονταν τότες ολό κληρη σχεδόν τή Γαλλία, και πού ήταν μέλη της τρομερής συμμορίας των Κοκιγιάρ, τήν όποια κυβερνούσε ό Βασιλιάς της Κοκίγι, έχοντας υποτελή του δλον αυτόν τόν επικίνδυνο λαό των κακούργων. Τήν πολυάριθμη αυτή συμμορία άπο-
22
23
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ τελούσαν λωποδύτες, απατεώνες τών ζαριών και της τρά πουλας, κλέφτες άλογων, διαρρήχτες κι άγαπητικοί πορνών. "Ολοι τους μιλούσαν ένα αποκλειστικά δικό τους γλωσσικό ιδίωμα πού τ ' ονόμαζαν ζαργκόν. Το γλωσσικό αυτό ιδίωμα ήταν συνθηματικό κι ακατανόητο για όσους δεν τό 'ξεραν, και τό μεταχειρίζονταν οι Κοκιγιάρ για να μην τους παίρνουν χαμπάρι οί άλλοι, όταν αυτοί κουβέντιαζαν μεταξύ τους για καμιά βρωμοεπιχείρηση. Σ ' αυτήν τή γλώσσα σύνθεσε αργό τερα ό Βιγιόν μερικές μπαλάντες του, με τις όποιες εκθειάζει κι απαθανατίζει τα κατορθώματα τών Κοκιγιάρ, κι ακόμα —σαν παλαίμαχος κι ειδικός στην επιστήμη τοϋ εγκλήμα τος— τους δίνει συμβουλές χρήσιμες για τις παστρικές τους επιχειρήσεις. Φαίνεται λοιπόν πώς ό Φρανσουά όχι μόνο γνωρίστηκε με τους κακούργους αυτούς, άλλα έγινε και μέλος της συμμορίας τους και διάπρεψε σ' όλες τις έντιμες ειδικό τητες πού απαιτούσε ή ύπολήψιμη θέση του στην τρομερή εκείνη οργάνωση. Αυτές λοιπόν οί τιμημένες παρέες του σκότωναν σιγάσιγά κάθε του ελπίδα και προσπάθεια να γυρίσει στον ίσιο δρόμο. Κι άβουλος πιά, άφηνε τον εαυτό του να κατρακυλά στον κατήφορο τοϋ κριμάτου. Έ τ σ ι , τραβώντας τον άλήτικο δρόμο του, έφτασε στο Μπλουά απένταρος, πεινασμένος και κουρελής. Έ κ ε ϊ έμενε τότες ό Δούκας Κάρολος της 'Ορλεάνης, πού ήταν κι αυτός ένας άπό τους καλύτερους ποιητές της εποχής του. Στην απελπισία του λοιπόν ό Βιγιόν χτύπησε τήν πόρτα τοϋ δουκικοΰ παλατιοΰ με τήν ελπίδα πώς ό Δούκας δεν θα τοϋ αρνιόταν τή βοήθεια του. Και δεν γελάστηκε. Ό φιλόξενος αυτός άρχοντας ποιητής δέχτηκε καλόκαρδα τον αλήτη συνά δελφο του, και τον φιλοξένησε στο παλάτι του εγγράφοντας τον στον κατάλογο τών μισθωτών ποιητάδων πού συντηρούσε στην αυλή του. "Ολ' αυτά μας τα επιβεβαιώνει ή μπαλάντα πού 'γράψε ό Βιγιόν για τό ποιητικό αγώνισμα πού άγωνοθέτησε τότες ό ΐδιος ό Δούκας, δίνοντας αυτός τον πρώτο στίχο: Je meurs de seuf auprès Πλάι στη βρύση πεθαίνω
24
de la fontaine... διψασμένος...
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Οί ποιητές λοιπόν πού θα λάβαιναν μέρος στο διαγω νισμό, ήταν υποχρεωμένοι, αρχινώντας άπ' αυτόν τό στίχο, να γράψουν μια μπαλάντα ό καθένας τους, πού ό κάθε στίχος της έπρεπε να περιέχει κι άπό μιαν αντίφαση. Είναι γνωστές οί μπαλάντες πού γράφτηκαν στο διαγωνισμό αυτό, μα ή μπαλάντα τοϋ Βιγιόν τις ξεπερνάει όλες. Δίνοντας σ' αυτή τόν προσωπικό του τόνο μας δείχνει τις άντίφασες της αδύ ναμης κι άστατης φύσης του και μας κάνει να νιώσουμε ζωηρά τήν τραγική του κατάντια μέ τό στίχο: Γελώντας
κλαίω
χωρίς
ελπίδα
πιά...
και μέ τήν επωδό αυτής του της μπαλάντας: Καλόδεχτος,
διωγμένος
με
κλωτσιές.
Στο στάλσιμο της ΐδιας μπαλάντας βρίσκει μέ τρόπο τήν ευκαιρία να ζητήσει άπό τό Δούκα να τοϋ ξαναδώσει τό μιστό πού τοϋ όρισε, όταν τόν πρωτοπήρε στην αυλή του. Φαίνεται λοιπόν πώς είχε πάψει να τοϋ πληρώνει αυτόν τό μιστό. Για ποια αιτία; "Αγνωστο. Σίγουρα όμως ή αιτία θά 'ταν πολύ σοβαρή, γιατί ό Βιγιόν δείχνει πώς αναγνωρίζει σιωπηλά κάποιο βαρύ του φταίξιμο, μέ τόν τρόπο πού κάνει έκκληση στή μακροθυμία τοϋ Δούκα, ζητώντας πάλι τήν εύνοια και τήν προστασία του: Δεν κατάφερε Ομως να μετα πείσει τό Δούκα μέ τήν έκκληση του αυτή. Γι' αυτό κι έφυγε απελπισμένος άπό τό Μπλουά, και συνεχίζοντας τήν άλήτικη ζωή του τράβηξε κατά τις Μπούρζ. Φτάνοντας έκεΐ τά 'βαλε μέ δυο συντρόφους του, τους αδερφούς Ζάν και Φρανσουά Περντριέ, επειδή τόν κατηγόρησαν συκοφαντικά στον αρχι επίσκοπο τών Μπούρζ, άγνωστο για ποια αιτία και μέ ποια κατηγορία. Αυτή ή κακοψυχιά κι ή κακογλωσσιά τών αδελ φών Περντριέ έδωσαν αφορμή στό Βιγιόν να γράψει τήν μπαλάντα Τών φτονερώιν γλωσσών, στην όποια αραδιάζει μια περίφημη, για τό καυτερό της χιούμορ και τόν κυνικό έξωφρενισμό της, συνταγή μαγερέματος τών γλοισσών αυτών. Στις Μπούρζ δεν έμεινε πολύν καιρό. Οί φασαρίες πού 'χε μ.έ τόν αρχιεπίσκοπο και μια βαριά επιδημία πού έπεσε σ' αυτήν τήν πόλη, τόν ανάγκασαν να φύγει μια ώρα
25
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
ΒΙΓΙΟΝ
Ή πριγκιποπούλα αυτή στάθηκε πραγματικά ό καλός του άγγελος καί σ αυτή χρωστάει τή ζωή του - και νά π ώ ς :
Τις 17 Ιουλίου του 1460, ακριβώς τόν καιρό πού ό Βιγιόν βρισκόταν στή φυλακή της 'Ορλεάνης, ό Δούκας Κάρολος, ή γυναίκα του κι ή κορούλα τους Μαρία, πού ήταν τότε τριώ χρονών, έφτασαν στην 'Ορλεάνη. Τ Ηταν ή πρώτη πανηγυρική είσοδο της μικρής πριγκιποπούλας στην πρωτεύουσα τοϋ Δουκάτου, τοϋ οποίου ήταν ή μοναδική κληρονόμα. Χάρη λοιπόν στό χαρμόσυνο αυτό γεγονός λευτέρωσαν δλους τους φυλακισμένους της πόλης αυτής καί τόν Βιγιόν μαζί. Καί τότες ό ποιητής μας, μέ τήν καρδιά ξεχειλισμένη άπό ευγνω μοσύνη για τήν πριγκιποπούλα πού στάθηκε ή αιτία της αναπάντεχης λευτέρωσής του, έγραψε γ ι ' αυτήν μιαν έμμετρη εγκωμιαστική επιστολή στην οποία εξυμνεί τή γέννηση της, τή διαβεβαιώνει για τήν αφοσίωση του καί της εκφράζει τήν άμετρη ευγνωμοσύνη του καί τόν πόθο του νά μπορέσει νά τήν υπηρετήσει κάποτε, αν εννοείται ό Θεός τοϋ χαρίσει μέρες νά ζήσει. Τί έκαμε υστέρα άπό τήν αποφυλάκιση του ; "Αγνωστο. Σίγουρα δμως θά έκαμε ελεεινή καί τρισάθλια χρήση της λευτεριάς του, γιατί τ ' άλλο καλοκαίρι τόν ξαναβρίσκουμε στό Μέν-σύρ-Λουάρ, κλεισμένο στις φυλακές τοϋ επίσκοπου της 'Ορλεάνης Τ ι μ π ώ ντ' Ώσσινύ. Έ κ ε ΐ , ριγμένος μέσα σ' έ'να βαθύ καί σκοτεινό σαν πηγάδι κελί, σιδεροδεμένος καί καταδικασμένος σέ νηστεία μέ ψωμί καί μέ νερό μονάχα, περίμενε άπό στιγμή σέ στιγμή τό θά νατο. Μέσα στό φριχτό αυτό μπουντρούμι σύνθεσε δυό άπό τις καλύτερες του μπαλάντες. Τή μιά τήν απευθύνει στους φίλους του ικετεύοντας τους νά κάμουν δ,τι μποροΰν για νά τόν βγάλουν άπό τήν απαίσια εκείνη φυλακή. Μέ τήν άλλη, μας δίνει τό διάλογο τοϋ καβγά πού έστησε τάχατες ή καρδιά του μέ τό κορμί του, εξαιτίας πού εκείνο, αφήνοντας τα πάθη νά τό κυριέψουν, έριξε τό δόλιο ποιητή στό βοΰρκο τοϋ κριμάτου καί της τρισάθλιας ζωής του. Στις μπαλάντες αυτές, εξόν άπό τήν αριστουργηματική τους σύνθεση, θαυμά ζουμε τή δύναμη καί τή γαλήνη της ψυχής τοϋ Βιγιόν, πού, αν καί κλεισμένη μέσα στ' άρρωστιάρικο καί ψόφιο άπό τους τόσους παραδαρμούς καί κακουχίες της φυλακής κορμί του, διατήρησε ολη της τή φρεσκάδα καί τό κέφι, πού σπιθοβολάει ζωηρά στα δυό του αυτά ποιήματα.
26
27
άρχήτερα άπό κει και να πάει στους Μουλέν, απένταρος, κακομοιριασμένος και με μόνο του εφόδιο τήν ελπίδα του στη Θεία πρόνοια, ή όποια και σ' αυτήν τήν περίσταση δεν τον παράτησε. Γιατί μόλις έ'φτασε στους Μουλέν, πήγε στο αρχοντικό του Δούκα 'Ιωάννη του Β ' ντε Μπουρμπόν, πού τον δέχτηκε φιλόφρονα, και μάλιστα του δάνεισε κι έ'ξι σκοΰδα, καθώς μας λέει ό ΐδιος ό Βιγιόν σε μιά του αίτηση σε φόρμα μπαλάντας πού υποβάλλει στον ευγενικό αυτόν "Αρ χοντα. Με τήν αΐτησή του αυτή τον παρακαλεί να του ανα νεώσει τό δάνειο των εξι σκούδων, δίνοντας του τήν υπόσχεση πώς θα του ξεπληρώσει τό χρέος του με πρώτη ευκαιρία, και διαβεβαιώνοντας τον πώς τό μόνο πού ' χ ε ι να χάσει θά 'ναι ή προσμονή της εξόφλησης. Σ τ ή χαριτωμένη αυτή μπαλάντα του, τ ή γιομάτη άπό σπιθόβολη εξυπνάδα, ό Βιγιόν εκθέτει στο Δούκα μέ συγκινητική αφέλεια τή φτώχεια και τήν κακο μοιριά πού τον δέρνουν κι έπικαλιέται τον οίχτο του. Πόσον καιρό έμεινε στους Μουλέν και για ποιο λόγο έφυγε άπό κει δεν ξέρουμε. Ξέρουμε μόνο πώς υστέρα άπό 'να αξιοθρήνητο, όπως και τ ' άλλα του, ταξίδι, γιομάτο στέρηση και κακοπάθεια, έφτασε στό Ρουσιγιόν. Έ κ ε ΐ χά νουμε πάλι τ ' άχνάρια του και τόν ξαναβρίσκουμε, τό καλο καίρι του 1460, κλεισμένο στις φυλακές τοϋ Δούκα της 'Ορλεάνης. Φαίνεται πώς ή πράξη για τήν οποία φυλακί στηκε ήταν πολύ σοβαρή. Σίγουρα θά ' χ ε καταδικαστεί σέ θάνατο και θα περίμενε άπ' ώρα σ' ώρα τήν έχτέλεσή του, αν κρίνουμε άπό τό παρακάτου απόσπασμα της έμμετρης επιστολής του στην πριγκιποπούλα Μαρία της 'Ορλεάνης: Μολογάω Πώς Λείψει
μπρος
κουφάρι
ή γέννηση
Πού με δύναμη 'Ανασταίνει Να ρουφήξει
στο Θεό, με τήν ψυχή
κρύο κι άψυχο ή γλυκιά
θε νά
σου, θεία σκεπή
και μ' οίχτο,
και στηρίζει ό μαϋρος
μου,
'μουν
οποίον Χάρος
αρχόντισσα δω
μου, μου,
χάμου
πολεμά.
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
νά πάρει ικανοποίηση άπό τον αδικητή. Ή πρώτη λοιπόν δουλειά τής Θεολογικής Σχολής, δστερ' άπό τήν ανακάλυψη τής κλεψιάς, ήταν νά βάλει καινούριες κλειδαριές στό χρη ματοκιβώτιο της, κι υστέρα νά εξαναγκάσει τους ένοχους νά επιστρέψουν τα λεφτά πού 'κλεψαν. Κι αυτήν τήν υπό θεση τήν ανάθεσε σέ δικούς της αστυνομικούς. Πρώτος λοιπόν και καλύτερος πιάστηκε ό Γκύ Ταμπαρί πού, κατά πώς είδαμε παραπάνω, μαρτύρησε• πάνω στό μεθύσι του τό ιστορικό τής κλεψιάς κι Ολους τους συνένοχους του. Αυτόν τον απόλυσαν, άφοΰ ή φτωχιά του μάνα ανάλαβε τήν υπο χρέωση νά πληρώσει, μέσα σέ δυο χρόνια, πενήντα χρυσά σκοΰδα στή Θεολογική Σχολή για λογαριασμό τοΰ κανα κάρη της. "Υστερα άπό λίγο πιάστηκε κι ό Κολέν ντε Καγιές. "Οσο για τον Βιγιόν, αποφάσισαν νά τον αποφυλακίσουν, άφοΰ πρώτα τόν υποχρέωσαν νά υποσχεθεί πώς θα πλήρωνε μέσα σέ τρία χρόνια εκατόν εϊκοσι σκοΰδα στή Σχολή. Για εγγυητές μπήκαν κάτι φίλοι του κι ό αγαθός μαιτρ Γκυγιώμ ντε Βιγιόν, πού δέν εννοούσε ν' άποκαρδιωθεΐ άπό τή δια γ ω γ ή τοΰ αδιόρθωτου προστατευόμενου του. Τόν άλλο χρόνο, τό Νοέμβρη τοΰ 1463, κάποιος Ρομπέν Ντοζίς πού καθόταν στην όδό ντε Παρσεμινιέ, δέχτηκε έ'να βράδυ στό σπίτι του τήν επίσκεψη τοΰ Βιγιόν, πού τοΰ γύρεψε νά δειπνήσει μαζί του. ' Ο Ντοζίς τόν υποδέχτηκε πρόθυμα και τοΰ σύστησε δυο καινούριους συνδαιτημόνες, τόν Ροζέ Πισάρ και τόν Ύτέν ντύ Μουτιέ. Ά φ ο ΰ λοιπόν δείπνησαν, έ'φυγαν όλοι μαζί για νά πάνε στην κάμαρα τοΰ Βιγιόν. Έ κ ε ΐ όμως πού διάβαιναν άπό τήν όδό Σαίν Ζάκ, ό Πισάρ στάθηκε μπρος στό γραφείο τοΰ μαιτρ Φρανσουά Φερεμπούκ —άρχιερατικοΰ συμβολαιογράφου και βασιλικοΰ επίτροπου στην υπόθεση τής κλεψιάς τοΰ Κολεγίου τής Ναβάρρας— Ιφτυσε άπό τ ' ανοιχτό παράθυρο μέσα στό συμβολαιογραφείο, κι έ'βρισε μ' Ινα σωρό αΐσχρόλογα τους γραφιάδες του. 'Εκεί νοι τότες, χωρίς νά χάσουν καιρό, άρπαξαν άπό 'ναν κεροστάτη ό καθένας τους και χύμηξαν έ'ξω φωνάζοντας: «Ποιοί ειν' αυτοί οί βρωμιάρηδες;»*. ' Ο Πισάρ τότε τους περίλουσε
"Αξαφνα Ινα πρωί, τις 20 τοΰ Ό χ τ ώ β ρ η τοϋ 1461, τον έβγαλαν άπό το κελί του και τοϋ είπαν πώς είναι λεύτερος. Μα ό κακομοίρης ό Βιγιόν, πού εϊχε τέλεια απελπιστεί πώς θα ξανάβλεπε το φως της μέρας, δεν πίστεψε στ' αφτιά του, και ρώτησε να μάθει πώς έγινε αυτό το θάμα. Και τότε τοΰ είπαν πώς την 'ίδια αύτη μέρα πέρασε για πρώτη φορά άπό το Μεν ό καινούριος βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ό Ι Α ' , και σύμφωνα με το έθιμο λευτέρωσε όλους τους φυλακισμέ νους τοΰ Μέν. Τότες ό Βιγιόν, τρελός άπό τή χαρά του, ξέ σπασε σ' Ινα σωρό ύμνους, ευχαριστίες κι ευχές για «τον Λουδοβίκο τον καλό βασιλιά της Γαλλίας!», καθώς τον αποκαλεί στα 7ο, 8ο και 9ο οχτάστιχα της Διαθήκης του, δπου εκδηλώνει όλη την ευγνωμοσύνη του σ' αυτόν το βασιλιά. Μόλις λοιπόν αποφυλακίστηκε, τράβηξε αμέσως για το Παρίσι, ανυπομονώντας να ξαναβρεθεί στην αγαπημένη του αυτή πόλη. Μα ή χάρη πού τοΰ δόθηκε ΰστερ' άπό αϊτησή του για την κλεψιά τοΰ Κολεγίου της Ναβάρρας, δέν είχε επικυρωθεί ακόμη, κι έτσι ό Βιγιόν δέν μπορούσε για την ώρα να μπει στό Παρίσι. Αυτός όμως τα κατάφερε και μπήκε κρυ φά, κι άφοΰ έμεινε εκεί για λίγο, άποτραβήχτηκε στα περί χωρα, όπου περιμένοντας τήν επικύρωση της χάρης του, σύν θεσε τή Διαθήκη του, στα τέλη τοΰ 1461 με αρχές τοΰ 1462. Τέλος πάντων, με τις ενέργειες τοΰ καλόκαρδου και μακρόθυμου προστάτη του παπα-Γκυγιώμ, επικυρώθηκε ή χάρη του, κι έτσι ό καλός μας ό Φρανσουά ξαναγύρισε στό Παρίσι, εγκαταστάθηκε και πάλι στην καμαρούλα του, στην Πόρτ Ρούζ, και χωρίς να πολυχασομερήσει ξανάμπλεξε με τους φαυλόβιους κι εγκληματίες συντρόφους του. Τότε σύν θεσε και τις μπαλάντες του σε γλώσσα ζαργκόν. "Ετσι λοιπόν δέν πρέπει να μας φανεί παράξενο πού, τις αρχές τοΰ Νοέμ βρη τοΰ 1462, τον ξαναβρίσκουμε κλεισμένο στις φυλακές τοΰ Σατελέ για κλεψιά. Φαίνεται όμως πώς ή ένοχη του δέν αποδείχτηκε, κι ήταν κοντά ν' αποφυλακιστεί, όταν μια ένσταση της Θεολογικής Σχολής σχετική με τήν κλεψιά τοΰ Κολεγίου τής Ναβάρρας, τον κράτησε και πάλι στη φυλακή. Ή χάρη πού ' χ ε πάρει γ ι ' αυτήν τήν κλεψιά τον απάλλασσε μόνο άπό τήν ποινική δίωξη, άφηνε Ομως λεύ τερη τήν πολιτική α γ ω γ ή —μια και δέν είχε αποζημιωθεί—
* Κι έδώ όλες αυτές οί λεπτομέρειες είναι παρμένες άπό τα πραχτικά της δίκης τοϋ Βιγιόν και των συντρόφων του, πού 'γίνε γι' αυτόν τόν καβγά.
28
29
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ με καινούριο υβρεολόγιο, κι ό καβγάς ξελαμπάδισε. Σ ε μια στιγμή, πάνω στον τσακωμό, οί γραφιάδες άρπαξαν τον Ύτέν ντύ Μουτιέ και τον πέταξαν μες στο συμβολαιογραφείο, ένώ εκείνος έσκουζε: «Βοήθεια!... Φονιάδες!... Με σκοτώ νουν!... Πέθανα !...». "Ολος αυτός ό σαματάς ξεσήκωσε τό συμβολαιογράφο μαιτρ Φερεμπούκ, πού μανιασμένος ρίχτηκε κι αυτός στον καβγά και με μια γερή σπρωξιά πέταξε κατά γης τον Ντοζίς. Αυτός όμως ξανασηκώθηκε μ' ορμή, και τραβο')ντας τό μαχαίρι του πλήγωσε μ' αυτό τόν συμβολαιο γράφο, κι αμέσως τό 'βαλε στα πόδια. "Εφτασε λαχανιασμέ νος ως τα προπύλαια του Σαίν Μπενουά, όπου βρήκε κρυμμένον τόν Ροζέ Πισάρ, τόν όποιο και σκυλόβρισε για τό κάμα>μά του. Ό Βιγιόν μόλις είδε πώς ό καβγάς σοβάρεψε, τό 'σκάσε φρόνιμα-φρόνιμα" τόν άρπαξε όμως τό μάτι του μαιτρ Φερεμπούκ, ό όποιος και τόν κατάδωσε μαζί με τους συντρόφους του στή Δικαιοσύνη. "Ετσι ό Βιγιόν, ό Ντοζίς κι ό Ύτέν ντύ Μουτιέ φυλακίστηκαν στο Σατελέ" κι αμέσως εισηγήθηκε τη δίκη τους ό Πιέρ ντε λα Ντεόρ, κακουργοδίκης τοϋ Πρεβότου του Παρισιού Βιλιέ ντε λ' " Ι λ - Ά ν τ ά μ . Ό Πισάρ, ό πρωταίτιος όλης αυτής της φασαρίας, κατάφερε να ξεφύγει άπό τα νύχια τής Δικαιοσύνης και να φτάσει στο μοναστήρι των Κορντελιέ, όπου βρήκε άσυλο. Ό Βιγιόν είχε πολλά ελαφρυντικά σχετικά με τή συμ μετοχή του στον αίματόβρεχτον αυτόν καβγά, γιατί στάθηκε μάλλον θεατής παρά δράστης τής συμπλοκής. Ό κακουργοδίκης όμως άγαναχτισμένος να βλέπει διαρκώς να τοϋ κου βαλούν στο δικαστήριο αυτόν τόν αδιόρθωτο φοιτητή, τόν υπόβαλε πρώτα στό βασανιστήριο τοϋ νεροΰ * και χωρίς να πολυμακρύνει την ανάκριση, τόν καταδίκασε να κρεμαστεί και να στραγγαλιστεί. Αυτήν τή φορά ή θέση τοϋ Βιγιόν ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. "Ετσι, στην απελπισία του, έκαμε έφεση τής θανατικής του καταδίκης στό Παρλαμέντο (Βουλή), ζητώντας χάρη, μα χωρίς μεγάλες ελπίδες. Παράλληλα με την έφεση του αυτή, έβαλε σ' ενέργεια κι όλα τα μέσα πού * Στο βασανιστήριο αυτό ίβαζαν ενα χωνί πάνινο σ,το στόμα τοϋ κατάδικου, και μέσ' άπ' αυτό τοϋ 'χυναν μεγάλη ποσότητα νεροΰ, πού τοϋ τέντωνε υπερβολικά τό στομάχι προξενώντας του φριχτούς πόνους.
3θ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
μπορούσε να διαθέσει. ' Α μ έ σ ω ς τότε τόν μετάφεραν στή φυλακή τής Κονσιερζερί, όπου και περίμενε μέ αγωνία την απόφαση τοϋ Παρλαμέντου. Έ κ ε ϊ , κυριεμένος άπό την ιδέα τοϋ θανάτου, πού τόν ένιωθε πια τόσο κοντά του, και μπρος στή φριχτήν οπτασία τής κρεμάλας, σύνθεσε τήν περίφημη του μπαλάντα Των κρεμασμένων, όπου μέ μια σπαραχτική πνευματική διαύγεια, μετάνοια και χριστιανική ταπεινοσύνη, γυρεύει τόν οϊχτο και τή συγγνώμη των ανθρώπων, παρα καλώντας τους να μεσιτέψουν στό Γιό τής Παρθένας Μαρίας να συχωρέσει τα κρίματά του, καθώς και των συντρόφων του πού θα κρεμιόνταν μαζί του. Κι ακόμα τους ικετεύει να μή γελάσουν και να μήν τους κοροϊδέψουν σαν αντικρίσουν τα χάλια των κρεμασμένων τους κουφαριών. Κι αυτή ή τελευ ταία του ικεσία έχει τό λόγο της, γιατί κείνο τόν καιρό στή Γαλλία ή νοοτροπία τοΰ κοσμάκη έβρισκε στις κρεμάλες και στους κρεμασμένους κατάδικους μιαν ανεξάντλητη πηγή γ ι ' άστεϊα και κοροϊδίες. "Ομως ή τραγική του θέση δεν τοΰ κόβει καθόλου τήν όρεξη για τα συνηθισμένα του άστεϊα, και μ' ενα κέφι τέλεια ασυμβίβαστο κι ασυνήθιστο για Ινα μελλοθάνατο, σκαρώνει ενα μονόριμο τετράστιχο, με τό όποιο κοροϊδεύει τό τραγικό τέλος πού τόν περιμένει, λέγοντας πώς σε λίγο, άπό τό σκοινί τής κρεμάλας θα ιδεί ό λαιμός του πόσο ζυγιάζει ό πισινός του ! Φανταστείτε λοιπόν τή χαρά του, σαν τοϋ ανάγγειλαν πώς ή έ'φεσή του έγινε δεχτή άπό τό Παρλαμέντο και πώς ή θανατική του ποινή εϊχε μετατραπεί σέ εξορία. Κι αλήθεια, τό Παρλαμέντο βρίσκοντας υπερβολικά αυστηρή τή θανατική καταδίκη τοΰ Βιγιόν, ακύρωσε τήν απόφαση τοΰ Πρεβότου, τις 3 τοΰ Γενάρη τοΰ 1463. "Ομως, κατά τό κείμενο τής απόφασης τοΰ Παρλαμέντου: «"Εχοντας υπόψη τήν κακή ζωή τοΰ εν λόγω Βιγιόν, τόν εξορίζει για δέκα χρόνια άπό τήν πόλη, τήν πρεβοτεία και ύποκομητεία τοΰ Παρισιοΰ». Και τότες πάνω στον ενθουσιασμό του για τήν αναπάντεχη επιτυχία τής έ'φεσής του, ό Βιγιόν απευθύνει στό δεσμο φύλακα τοΰ Σατελέ, Στέφανο Γκαρνιέ —ό όποιος φαίνεται πώς θα τοΰ 'πε ότι τοΰ κάκου έκαμε αυτήν τήν έφεση— μια μπαλάντα όλο κέφι και τσαχπινιά. Και σύγχρονα, υποβάλλει στό Παρλαμέντο μιαν αίτηση σέ φόρμα μπαλάντας, μέ τήν 3
1
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ όποια —άφοΰ πρώτα τοϋ εκφράζει, μ' ενα σωρό επαίνους, τήν ευγνωμοσύνη του γιατί τον γλίτωσε άπό την κρεμάλα— τοϋ ζητάει μια τελευταία χάρη: Να τοϋ δώσει τήν άδεια να μείνει τρεις μόνο μέρες ακόμα στο Παρίσι, για ν' αποχαιρε τήσει τους δικούς του και να τους παρακαλέσει να τοϋ δώσουν τ ' απαραίτητα για το ταξίδι του λεφτά. Ά π ό δώ και πέρα χάνουμε τελειωτικά τ ' άχνάρια τοϋ Βιγιόν, και δεν ξέρουμε πια τίποτα το θετικό για τήν υπό λοιπη ζωή του. Οΰτε ποΰ πήγε, οΰτε πότε πέθανε, οΰτε κάτου άπό ποιες συνθήκες πέθανε. Πάντως ή σιωπή πού σκεπάζει τ ' δνομά του ΰστερ' άπό τήν αναχώρηση του άπό το Παρίσι, μας κάνει να υποθέσουμε πώς ό άμοιρος αυτός ποιητής δεν έζησε πολύ. Τσακισμένος άπό τή φτώχεια καΐ τΙς στέρησες, με τήν υγεία του καταστρεμμένη άπό τις άσωτεΐες του, κι αηδιασμένος άπό τον ίδιο τον εαυτό του, χάθηκε στο σκοτάδι και στην αθλιότητα, μακριά άπό τους δικούς του, πριν προφτάσει να δώσει — μ έ πλέρια τήν ωριμότητα της τόσο πρωτότυπης όσο και προσωπικής ιδιοφυΐας του— όλους τους ποιητικούς θησαυρούς πού 'κρύβε μέσα του.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Τέτοια στάθηκε ή βασανισμένη, πονεμένη κι αξιοθρήνητη ύπαρξη τοϋ Φρανσουά Βιγιόν. Για να τον νιώσουμε και νά τον κρίνουμε αμερόληπτα, πρέπει νά ξεγυμνωθούμε άπό κάθε προκατάληψη, σεμνοτυφία και στενοκεφαλιά, ν' ανακατευ τούμε νοερά μέ τους ανθρώπους της εποχής του και νά δανειστούμε τή νοοτροπία τους. Στο 15ον αιώνα επικρατούσε μεγάλη σύγχυση• ανάμεσα στην κοινωνική και τήν εκκλησιαστική ηθική, κι ή έννοια τοϋ εγκλήματος ταυτιζόταν μέ τήν έννοια της αμαρτίας. "Ενα έγκλημα λοιπόν, Οσο μεγάλο κι αν ήταν, συχωριόταν και σβηνόταν τέλεια μέ τήν ειλικρινή μετάνοια. "Ετσι δασκά λευε ή 'Εκκλησία, πού ήταν τόσο επιεικής γ ι ' αυτούς πού παράβαιναν τις θείες εντολές δσο κι αυστηρή και σκληρή γ ι ' αυτούς πού παράβαιναν τις δικές της. Πρέπει απαραίτητα να νιώσουμε καλά αυτές τις αλήθειες, για νά μήν αντικρί ζουμε τον Βιγιόν σαν Ινα αίνιγμα άλυτο. Γιατί πώς αλλιώς μπορούμε να παραδεχτούμε πώς αυτός ό εγκληματίας, πού
ζοΰσε διαρκώς ανάμεσα, σέ κακοποιούς, φαυλόβιους και πόρ νες, μπόρεσε νά διατηρήσει μέσα του τόσο ζωντανά κι αμείωτα τα αισθήματα της στοργής και τοϋ σεβασμού στη μάνα του και στον προστάτη του μαιτρ Γκυγιώμ ντέ Βιγιόν, τοϋ πατριωτισμού και της θρησκευτικής πίστης, και πώς μπορούσε ν' άνθεϊ μέσα σ' αυτό το χαμένο κορμί τό πιό αβρό ποιητικό λουλούδι, αν δέν παραδεχόμαστε γ ι ' αυτόν και για τους ανθρώπους τοϋ καιρού του μια ολότελα διαφορετική αντίληψη τοϋ εγκλήματος και της τιμής άπ' αύτη πού έ'χουμε σήμερα; Σ τ ή γενική, μπορεί νά πει κανείς, έξαχρείωση των ανθρώπων της εποχής εκείνης τό αΐσθημα της τιμής απου σίαζε σχεδόν άπό παντοΰ. Κ ι ένώ δλοι μιλούσαν τότε διαρκώς περί τιμής, στην πραγματικότητα δέν υπήρχε σπανιότερο πράμα άπ' αυτή. Για τους πολεμιστές ή κλεψιά, ό βιασμός, ή λεηλασία κι ό σκοτωμός ήταν κανόνας, και τίποτα άπό δλα αυτά δέν τους εμπόδιζε νά χαίρουνται τήν εύνοια τοϋ βασιλιά και νά κατέχουν τ ' ανώτατα πολιτικά και στρατιω τικά αξιώματα. Για τους λειτουργούς της δικαιοσύνης οί αυθαίρετες καταδικαστικές αποφάσεις ήταν κάτι τό πολύ συνηθισμένο, γιατί εϊχαν για συνέπεια τή δήμεψη της περι ουσίας τοΰ θύματος και τήν αδιάντροπη μοιρασιά της μεταξύ των κατήγορων, των δικαστάδων και τοΰ ΐδιου τοΰ βασιλιά και τών ερωμένων του. Ή προδοσία, ή συνεννόηση μέ τους εξωτερικούς εχθρούς, Βουργουνδούς και "Αγγλους, ήταν απο κλειστικότητα τών ανώτατων αφεντάδων τοΰ βασιλείου της Γαλλίας, πού είχαν στην ίδιοχτησία τους τό μεγαλύτερο εδαφικό μερίδιο. Ά ν καμιά φορά τύχαινε νά καταδικαστούν άπό τή Δικαιοσύνη για προδοσία ή καμιά άλλη παρόμοια βρωμοδουλειά, τότες αυτοί πετύχαιναν —συνήθως μέ πλούσια δώρα— τή χάρη ή τό μετριασμό της ποινής τους άπο τό βασιλιά. Κι ή επιείκεια αυτή τοΰ βασιλιά τους έδινε τό κου ράγιο νά ξαναρχίσουν τις 'ίδιες και χειρότερες ατιμίες. ΟΊ φοιτητές, έκφυλοι και χτηνώδεις οί περσότεροι τους, ενθαρ ρύνονταν συχνά στα βρωμοκαμώματά τους άπό τους ίδιους τους καθηγητές τους, πού δέν ήσαν καλύτεροι τους. "Οσο για τους κληρικούς, αυτοί δα ήταν πού ζούσαν μες στή μεγαλύ τερη έξαχρείωση. 'Εξόν άπό ελάχιστες εξαιρέσεις, δλοι τους
32
33
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ είχαν τα ήθη των λαϊκών. Μεθοκοπούσαν στις ταβέρνες, κυλιόνταν μές στα πορνεία, πήγαιναν στα κοινά λουτρά δπου γίνονταν εξωφρενικά οργιά, σύχναζαν στις πιο ύποπτες συν τροφιές των κακοποιών και των ρουφιάνων, προκαλώντας μ' αυτά τους τα καμώματα τήν ανίσχυρη αγανάχτηση κι επι τίμηση τών ιεροκηρύκων του καιροΰ εκείνου. Βλέποντας λοιπόν ό Βιγιον τριγύρω του δλην αύτη τήν ανθρώπινη βρωμιά, και συγκρίνοντας τα δικά του κρίματα μέ τα κρίματα τών άλλων, έβλεπε πώς δέν ήταν ό χειρότερος, και διατηρούσε τήν ελπίδα πώς θα μπορούσε κάποτε να διορθωθεί. Και μάλιστα πολύ συχνά, μα και πολύ εφήμερα, ένιωθε τύψεις για τα ελεεινά του καμο'^ματα. "Ομως ή γλύκα της καλοπέρασης, της εύκολης ζωής, κι ή άσβηστη δίψα του για τις ηδονές, πού ή φτώχεια του σπάνια τον άφηνε να ικανοποιήσει, τον έσπρωχναν δξω άπα τον ϊσιο δρόμο, δπου μια ταχτική δουλειά θα μπορούσε να του πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής του: καλό φαί, καλό κρε βάτι... και τα ρέστα. Μα ή καλοζωία αύτη σίγουρα θα του έπνιγε όλη τή δύναμη της ποιητικής του μεγαλοφυίας και θα τον καταντούσε έ'να μέτριο ποιητάκο, πού οί πομπώδεις και κούφιοι στίχοι του θά 'ταν γραμμένοι πάνω στα κοινότοπα κι έπιτηδεμένα άχνάρια τών ποιητών της εποχής εκείνης. Ευτυχώς δμως ή αθανασία τον φύλαξε άπ' αυτό το κατάν τημα, χαρίζοντας του τήν αθλιότητα και τήν τυραννισμένη ζωή του, άπό τις όποιες τράβηξε τους πρωτάκουστους τόνους της ρεαλιστικής και βαθιά ανθρώπινης ποίησης του. *Ας ξεχάσουμε λοιπόν τον άνθρωπο, πού είμαστε ανίκανοι νά τον κρίνουμε με πλέρια δικαιοσύνη και πού μας ξεφεύγει άπό τόσες μεριές, κι ας αντικρίσουμε το μεγάλο λυρικό ποιητή πού, κάνοντας —πρώτος αυτός— ποίηση τήν ίδια του τή ζωή, στάθηκε ό πατέρας τής ρωμαλέας και ζωντανής μοντέρνας τέχνης του στίχου, τής ατομικής ποίησης.
34
Τό έργο του Φρανσουά Βιγιον
Τ
ΗΝ ΕΠΟΧΗ πού ό Φρανσουά Βιγιον θ' άρχισε να παίρνει τις πρώτες εντυπώσεις άπό τις όποιες ξεκινά κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, δηλαδή στή μέση τοϋ 15ου αιώνα, ή γαλλική ποίηση βρισκόταν σε μεγάλο μαρασμό. ΟΊ σύγχρονοι του Βιγιον ήξεραν τήν κλασική λατινική ποίηση, μα ήσαν ανίκανοι να πάρουν άπ' αυτή δ,τι θά τους χρειαζόταν για να διαπλάσουν τή δική τους ποίηση. Ξεδιάλεγαν μόνο διάφορα ενδιαφέροντα γεγονότα ή στοιχεία μέ διδαχτικό περιεχόμενο, και τα χρησιμοποιούσαν για θέματα τών ποιημάτων τους. Κι δμως ή μεγάλη εκείνη πνευματική επανάσταση, πού θά ξανάφερνε στον κόσμο τό αίσθημα τής κλασικής ομορφιάς, είχε αρχίσει ενάμιση αιώνα πρωτύτερα στην 'Ιταλία μέ τον Ντάντε, τον Πετράρκα και τον Μποκάτσιο. Μα στή Γαλλία δέν είχε βρει ακόμα καμιάν απήχηση. Ή ποίηση λοιπόν του παλιότερου μεσαίωνα στή Γαλλία, είχε πια εξαντλήσει δλες τις φόρμες της, άπό τή μέση του 14ου αιώνα. Και πρώτα-πρώτα ή εθνική εποποιία, αφού πέρασε άπό πολλά διαδοχικά φρεσκαρίσματα, έχασε κάθε της ζωντάνια. Τα τραχιά και γιομάτα αρρενωπή δύναμη μεσαιωνικά ηρωικά ποιήματα τοϋ 11ου α'ιώνα, για νά γίνον ται πιό εύκολοθύμητα, διασκευάζονταν κατά πολλούς και διάφορους τρόπους. ΟΊ διασκευές δμως αυτές τα εΐχαν εκφυ λίσει κι αδυνατίσει, κι οΊ διασκευαστές τους, προσπαθώντας νά τα στολίσουν καΊ να τα συγχρονίσουν σύμφωνα μέ τήν ποιητική μόδα κάθε εποχής, τα ξεγύμνωσαν άπό τή μεγαλο πρέπεια και τήν απλότητα πού αποτελούσαν τή δύναμη και τήν ομορφιά τους. Κι δμως, παρ' δλες αυτές τις διασκευές, έπαψαν σιγά-σιγά νά είναι τής μόδας στους αριστοκρατικούς
35
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ κύκλους γιά τους οποίους είχαν συντεθεί, κι οί εκφυλισμένοι απόγονοι των παλιών τρουβαδούρων δεν τα τραγουδούσαν πια στις βασιλικές κι αρχοντικές αυλές, άλλα στίς δημόσιες πλα τείες γιά να διασκεδάζουν τους αστούς και τον όχλο. "Τστερα δε άπό τη μέση τοϋ 14ου αιώνα, έπαψαν ολότελα νά 'χουν πέραση, κι ή φριχτή αθλιότητα τοϋ εκατονταετή πόλεμου βοήθησε στο νά μή διαδίνονται πια προφορικά αυτά τα τρα γούδια, δπως γινόταν τότε στίς περιοχές τών Πικαρδών και τών Βαλλόνων. "Οσο γιά τή λυρική ποίηση τοϋ πρώτου μεσαίωνα, είχε σβήσει πολύ πριν της εποχής τοϋ Βιγιόν, στο τέλος δηλαδή τοϋ 13ου αιώνα. Εΐχε δμως δημιουργηθεί μια καινούρια λυρική ποίηση άπό τον Γκυγιώμ ντέ Μασώ ( G u i l l a u m e de M a c h a u t , 1300-1377), ή οποία συνεχίστηκε άπό τον Ευστά θιο Ντεσάν ή Μορέλ ( E u s t a c h e D e s c h a m p s o u Morel, 1346-1407), τ ή Χριστίνα ντέ Πιζάν ( C h r i s t i n e d e P i s a n , 1364-1430) κι άπό πολλούς ερασιτέχνες ποιητές, άπό τους οποίους ό τελευταίος και καλύτερος ήταν ό δούκας Κάρολος της'Ορλεάνης ( D u c Charles d ' O r l é a n s , 1394-1465). Ό , τ ι χαρακτηρίζει αυτήν τήν ποίηση είναι, ώς προς τή φόρμα, τό πώς αφήνει πια εντελώς το νόμο της παλιάς ποιητικής τέχνης —απομίμηση της τέχνης τών τρουβαδούρων— σύμ φωνα με τό όποιο κάθε τραγούδι έπρεπε νά 'χει κανωμένες τις στροφές του κατά τρόπο πού νά ταιριάζουν μόνο σ' αυτό. 'Αντίθετα λοιπόν άπ' αυτόν τό νόμο, ή καινούρια λυρική ποίηση δεν παραδέχεται σχεδόν παρά δύο ορισμένες φόρμες: τήν μπαλάντα και τό ροντό*. * Ή μπαλάντα πού ήταν κι ή πιο ευνοούμενη φόρμα, απο τελείται άπό τρεις στροφές. Κάθε στροφή πρέπει νά 'χει τόν ίδιο αριθμό στίχων καί τό ίδιο μέτρο με τίς άλλες, " ϊ σ τ ε ρ α άπό τίς τρεις αυτές στροφές, ακολουθεί μια άλλη μέ λιγότερους στίχους μέ τήν οποία καί τελειώνει ή μπαλάντα. Ή στροφή αυτή λέγεται στάλσιμο (envoi) καί μας δίνει πάντα να καταλάβουμε για ποιο πρόσωπο ή γιά ποια ιδέα γράφτηκε ή μπαλάντα στην όποια ανήκει. Οί στίχοι κάθε στροφής είναι άπό οχτώ ώς δώδεκα, καί τοϋ στάλσιμου άπό τέσσαρες ώς εξι. "Οσο γιά τό μέτρο, ό ποιητής 'έχει κάθε ελευθερία νά μεταχειριστεί οποίο θέλει. Ό τελευταίος στίχος της πρώτης στρο φής —ή κι οί δυό τελευταίοι— πρέπει κατά κανόνα απαράβατο νά 'ναι ό τελευταίος καί της καθεμιάς άπ' τις άλλες στροφές καθώς καί τοϋ
36
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Ή μπαλάντα είναι μια ποιητική φόρμα, πού ταιριάζει σέ κάθε είδος ποίησης καί σ' οποιοδήποτε θέμα - μπορεί δηλαδή νά 'ναι διδαχτική, ερωτική, σατιρική ή απλώς αστεία καί παιχνιδιάρικη. Μπορεί ακόμα καμιά φορά —δπως μερικές μπαλάντες τοϋ Ευστάθιου Ντεσάν— νά 'χει γιά θέμα της καί μικρούς διδαχτικούς μύθους. Τό κυριότερο της δμως θέμα είναι ό έρωτας. Μά ό έρωτας στή σχολή τοϋ Γκυγιώμ ντέ Μασώ δέν είναι πια ό έ'ρωτας της αυλικής φιλοφροσύνης τοϋ 12ου καί 13ου αιώνα, δέν είναι δμως καί λιγότερο προσποιητός. Είναι ακόμα εξαιρετικά κομψός καί γιομάτος χάρη. Ό ποιητής παραπονιέται αδιάκοπα γιά τή σκληρότητα της αγαπημένης του, καί τή διαβεβαιώνει γιά τήν ειλικρίνεια καί τή διακρι τικότητα του. Περιγράφει τα αισθήματα του μέ αλληγορίες στάλσιμου. Αυτός ό τελευταίος στίχος ονομάζεται επωδός (refrain). Ή επωδός αυτή αναδείχνει κυρίως τό τεχνικό φκιάξιμο της μπα λάντας, γιατί τό ξαναγύρισμά της σέ κάθε στροφή πρέπει να γίνεται τόσο περίτεχνο, ώστε τό νόημα της νά 'ναι δεμένο μέ τό νόημα πού κλεϊ ή στροφή. Οί ρίμες στην τεχνική μπαλάντα είναι άπό τρεις ώς πέντε τό πολύ• καί τό πλέξιμο τους μπορεί νά γίνεται μέ λογής-λογής τρόπους, κι ανάλογα μέ τόν αριθμό τών στίχων κάθε στροφής. Πάντως οί ρίμες αυτές καί τό πλέξιμο τους πρέπει να γίνουνται ομοιόμορφα σ' δλες τις στροφές της κάθε μπαλάντας. "Οσο γιά τό στάλσιμο, έχει κι αυτό υποχρεωτικά τίς ίδιες ρίμες μέ τίς άλλες στροφές, μά τό πλέξιμο τους γίνεται κατά τό κέφι τοΰ ποιητή. Τό στάλσιμο αρχίζει συνήθως μέ τήν προσφώνηση: «Πρίγκιπα» (Prince). Ή προσφώνηση αύτη είναι μια εντελώς μηχανική επιβίωση τής συνήθειας πού επι κρατούσε στον παλιότερο μεσαίωνα, δταν οί ποιητές απεύθυναν πραγ ματικά τίς μπαλάντες τους στον «Πρίγκιπα τοϋ Πουΐ» (Prince de Pui). Τό flout ήταν Ινα είδος ποιητικής 'Ακαδημίας, πού ό πρόεδρος της λεγόταν Πρίγκιπας. Ή 'Ακαδημία αυτή προκήρυσσε ποιητικούς διαγωνισμούς καί βράβευε δσες μπαλάντες έκρινε καλύτερες. "Ολοι αυτοί οί αυστηροί κανόνες τής φόρμας τής μπαλάντας δίνουν μια ξεχωριστή γοητεία, πού γεννιέται άπό τή δυσκολία τής σύνθεσης της, ένα πικάντικο ύφος πού χρωστιέται στην ομοιόμορφη, γιά όλες τίς στροφές, επανάληψη τών ίδιων ριμών, κι ενα ιδιαίτερο θέλγητρο πού τής χαρίζει ό ποιητής της ξαναφέρνοντας επιδέξια τήν επωδό σαν αναγκαία κατάληξη τής κάθε στροφής καί τοΰ σταλσίματος. Ό Βιγιόν αναδείχτηκε εξαιρετικός τεχνίτης τής ποιητικής αυτής φόρμας, τής τόσο ταιριαστής στην Ιδιοφυΐα του, καί τής χάρισε για πάντα τήν άξεθώριαστη ομορφιά τής τέχνης του. "Οσο γιά τό ροντό —όχτάστιχο ποιηματάκι μέ δυό μονάχα ρίμες— ελάχιστα τό μετα χειρίστηκε.
37
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ όσο το δυνατό πιο έξυπνες, βάνει πάντα σ' ενέργεια δλον το μικρόκοσμο των αισθηματικών προσωποποιήσεων πού πρωτοδημιουργήθηκε άπό Το Ρομάντσο τοϋ Ρόδου*, βάνει να κουβεντιάζουν την καρδιά του και τα μάτια του —έρωτα και λογική—επιχειρηματολογεί, αναπτύσσει, λεπτολογεί. Τέτοιες είναι όλες οι ερωτικές μπαλάντες τοϋ Μασώ, τοϋ Ντεσάν, τοϋ Ζάν Φρουασάρ ( J e a n F r o i s s a r t , 1377-1404) και άλλων, καθώς και οι περσότερες της Χριστίνας ντέ Πιζάν, της γυναί κας αυτής με τή γνήσια αισθηματική καρδιά και το λεπτό πνεϋμα. "Ομως ή εξαιρετική αύτη ποιήτρια σε πολλές της μπαλάντες ξεφεύγει, ευτυχώς για τήν τέχνη της, άπο τις συμβατικές αυτές φόρμες και μας παρουσιάζει έναν πλοΰτο πραγματικά ειλικρινών αισθημάτων γιομάτων άπο δυνατή συγκίνηση. Μα τήν τελειότητα σ' αυτά τό εΐδος της ποίησης τήν πέτυχε ό δούκας Κάρολος της 'Ορλεάνης, τόν όποιο κανένας άλλος ποιητής δέν μπόρεσε να φτάσει. Ό Βιγιόν δταν έγινε δεχτός άπό τόν δούκα αυτόν στο Μπλουά, θα ήταν πάνω-κάτω είκοσι πέντε χρονών και σίγου ρα θα διάβασε τό χειρόγραφο μέ τα ποιήματα τοϋ ξακου σμένου αφέντη του, και δεν μπορεί παρά να τό θαύμασε. Ή ιδιοφυΐα δμως τοϋ άρχοντα ποιητή ήταν πολύ διαφορετική από τήν ιδιοφυία τοϋ αλήτη συνάδελφου του, και γι' αυτό ελάχιστα, για να μήν ποϋμε καθόλου, έπίδρασε στο έ'ργο του. Γενικά δλη αυτή ή ερωτική ποίηση πού αναφέραμε παραπάνω, πολύ λίγο επηρέασε τόν Βιγιόν. Περσότερο ί'σως επηρεάστηκε ό ποιητής μας άπό ενα
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
* Τό Ρομάντσο τοϋ Ρόδου (Le Roman de la Rose), μεσαιωνικό ποίημα αλληγορικό και διδαχτικό, χωρίζεται σε δυο μέρη. Τό πρώτο μέρος αποτελείται άπό 4.058 στίχους, γράφτηκε άπό τόν Γκυγιώμ ντέ Λορίς (Guillaume de Lorris) γύρω στό 1235, κι είναι ενα άπό τα ωραιότερα ποιήματα της αρχής τοϋ 13ου αιώνα. Τό δεύτερο του μέρος, γραμμένο άπό τό 1265 ώς τό 1270 αποτελείται άπό 18.722 στίχους. Γράφτηκε άπό τόν Ζάν ντε Μέν (Jean de Meung, 12401305) κι είναι εντελώς διαφορετικό σ' έμπνευση και σε φόρμα άπό τό πρώτο. "Ετσι, ένώ τό θέμα τοϋ πρώτου είναι ή τέχνη τοϋ 'έρωτα., τό δεύτερο είναι μια εγκυκλοπαίδεια και μια τσουχτερή σάτιρα. Τό μοναδικό αυτό ποίημα τό διακρίνει κυρίως ή ορμητικότητα μέ τήν όποια ό ποιητής του χτυπά τις δεισιδαιμονίες και τή θρησκοληψία της σύγχρονης του κοινωνίας, καθώς και τήν απληστία κι ακολασία των κληρικών εκείνης της εποχής.
άλλο εΐδος ποίησης, πού ό αναμφισβήτητος δάσκαλος της ήταν ό Ά λ α ί ν Σαρτιέ (Alain Chartier, 1385-1440). Τήν ποίηση αυτή χαρακτηρίζει κυρίως ενα ανακάτωμα τοϋ λυρι κού στοιχείου μ' ενα στοιχείο διδαχτικό ή μάλλον διαπαιδαγωγικό (πάντα, εννοείται, σχετικά μέ τόν έρωτα). Τό ποιη τικό αυτό εΐδος αρχίζει άπό τόν Μασώ πού εγκαινίασε τήν έμμετρη ερωτική συζήτηση (Débat) ή κρίση (Jujement).'EScù πια δέν πρόκειται για μπαλάντες άλλα για μεγάλα ποιήματα, δπου ενα ερωτικό θέμα συζητιέται άπό δυό συζητητές πού στό τέλος καταφεύγουν στην κρίση ενός τρίτου. Τα πρόσωπα αυτά, συζητητές και κριτές, ανήκουν συνήθως στην εκλεχτή κοινωνική τάξη. Κοντά σ' αυτές τις κρίσεις πρέπει να βάλουμε τ' αλληγορικά ποιήματα στα όποια παρεμβάλλονται ροντό ή μπαλάντες είπωμένες άπό διάφορα πρόσωπα για θέματα πού τ άφοροϋν, καθώς επίσης και ποιήματα μισοαλληγορικα, μισοαφηγηματικά, δπως πολλά τοϋ Φρουασάρ και της Χρι στίνας ντέ Πιζάν, παραγιομισμένα κι αυτά μέ παρεμβολές λυρικών ποιημάτων. Αυτό τό εΐδος της ποίησης, κάτω άπό διαφορετικές εννοείται συνθήκες, τό βλέπουμε στή Διαθήκη τοϋ Βιγιόν. Ή κύρια δμως φόρμα τών δύο αυτών ποιητικών ειδών δέν οφείλεται ούτε στον Μασώ ούτε σε κανέναν ποιητή της άμεσης σχολής του, άλλα στον Ά λ α ί ν Σαρτιέ, πού 'ναι ό ποιητής ό πιο κοντινός χρονολογικά στον Βιγιόν, ό όποιος διάβασε τό έργο του και δέχτηκε τήν επίδραση του. Ό Ά λ α ί ν Σαρτιέ κυριάρχησε, σαν ποιητής και σαν πεζο γράφος, δλο τό πρώτο μισό τοϋ 15ου αιώνα. Είναι πιο δυνα τός σαν πεζογράφος, μα και σαν ποιητής δέν είναι ασήμαντος, γι' αυτό κι ή επιτυχία του τήν εποχή εκείνη ήταν εξαιρετική. Ή ποίηση του μας παρουσιάζει ενα μοναδικό ανακάτεμα χαριτολογίας και σοβαρότητας, μιας λεπτής αίσθηματικότητας και μιας κάπως προσποιητής χάρης. Είναι αυτός πού μέ τό Ξυπνητήρι (Le reveille-matin), τή Λογομαχία τών δνό τυχερών στον εραπα (Le Débat des deux fortunés a" amour) και προ πάντων τήν 'Ανήλεη όμορφη Κυρία (La belle Dame sans merci) δημιούργησε τή φόρμα πού 'γίνε κοινή για δλα σχεδόν τα ποιήματα τοϋ αιώνα του. Πήρε δηλαδή τ' όχτασύλλαβο όχτάστιχο —πού τόσο τό χρησιμο ποιούσαν στην μπαλάντα— μέ τις τρεις ρίμες του, άπό τις
38
39
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ όποιες ή μια ξαναγυρίζει τέσσαρες φορές (α-β-α-β-β-γ-β-γ) χωρίς δμως επωδό, το όποιο δεν πρέπει νά 'χει τις ίδιες ρίμες οΰτε με το προηγούμενο του ούτε με το επόμενο του όχτάστιχο. Σ ' αυτήν τή φόρμα έ'γραψε κι ό Βιγιόν την Κλη ροδοσία και τή Διαθήκη του. Μ' άπ' δλη αυτή τήν προγενέστερη του ποίηση, έ'να μόνο έργο τοϋ έ'καμε τόσο βαθιά εντύπωση, ώστε —όπως κι δλοι οί ποιητές των 14ου και 15ου αιώνων— να επηρεαστεί άπό τή σοφή, διδαχτική, κυνική κι ευτράπελη ομορφιά του. Κι αυτό το έ'ργο είναι το περίφημο μεσαιωνικό ποίημα: Το Ρομάντσο τοϋ Ρόδου. Τα ποιήματα πού 'γράψε ό Βιγιόν στην πρώτη του δημι ουργική περίοδο είναι μάλλον κοινότοπα. Τέτοια είναι ή μπα λάντα πού 'γράψε γιά λογαριασμό τοϋ Πρεβότου τοΰ Παρι σιού Ρομπέρ ντ' Έτουτεβίλ, για να τή χαρίσει στή γυναίκα του Ά μ π ρ ο υ ά ζ ντε Λορέ. Τό ποίημα αυτό είναι το πιό ανού σιο έ'ργο τοΰ Βιγιόν, πού δείχνει πώς ό ποιητής μας δεν θα πρόκοβε ποτέ στ' αριστοκρατικό και προσποιητό ποιητικό ΰφος πού ήταν τότε τόσο της μόδας*. Τήν ΐδια εποχή έ'γραψε και τήν Μπαλάντα της καλής διδαχής, έργο κι αυτό πολύ αδύνατο μα πού παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί άντικαθρεφτίζει τις πρώτες εντυπώσεις τοΰ ακόμα τίμιου και φρόνιμου έαυτοΰ του άπό τήν πρώτη του επαφή με τήν άθλια εκείνη παρέα, της οποίας έγινε αργότερα Ινα άπό τα πιό ενεργά μέλη. Στην μπαλάντα του αυτή ξεσηκώνεται ενάντια στους εγκληματίες συντρόφους του, τους επιτιμά και τους συμβουλεύει να ξαναγυρίσουν στον ΐσιο δρόμο. Αυτά τα λέει σαν τίμιος άνθρωπος, μα σαν ποιητής δεν έ'χει βρει ακόμα τό δρόμο του. Τότε φαίνεται πώς έγραψε και μια ολόκληρη σειρά άπό μπαλάντες, πού ανήκουν σ' Ινα είδος ποιητικοΰ παιχνιδιοΰ, πού ήταν πολύ της μόδας στο 15ον αιώνα και πού τό καλ λιέργησαν ιδιαίτερα ό Ντεσάν κι ό Σαρτιέ. Οί μπαλάντες αυτές αποτελούνται άπό μιαν αλληλουχία αστείων κι απο φθεγμάτων, άντιλεγμένων ή επιβεβαιωμένων άπό τήν επωδό.
!
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Τέτοιες είναι οί μπαλάντες του: 'Ενάντια στην αλήθεια, των Παροιμιών, των Μικρών στοχασμών, κι ή περίφημη για τή χάρη κι εξυπνάδα της Μπαλάντα των γυναικών τοΰ Παρισιού. "Ετσι λοιπόν στα 1456, χάρη στις μπαλάντες του και στό Ρομάντσο τής Διαολοπορδής (Le Roman du Pet au Déable), πού δυστυχώς χάθηκε, ήταν πασίγνωστος• γι' αυτό και τοϋ άρεσε ν' αύτοτιτλοφορεϊται: « Ό πολυξακουσμένος Βιγιόν». 'Ολόκληρο τό ποιητικό έ'ργο του, αυτό δηλαδή πού δια σώθηκε και μας είναι γνωστό, μπορεί νά μήν είναι πολύ μεγάλο —τρεις χιλιάδες στίχοι πάνω-κάτω— είναι δμως εξαι ρετικά σημαντικό και πρωτότυπο. 'Αποτελείται άπό την Κληροδοσία, τή Διαθήκη, τά Διάφορα άλλα ποιήματα και τις Μπαλάντες πού 'γράψε σε γλώσσα ζαργκόν.
«Η Κληροδοσία (Le L a i s ) , 1456.
* Είναι ή μόνη μπαλάντα πού δέν μετάφρασα, γιατί οί υπερβο λικά κολακευτικές παρομοιώσεις της είναι τόσο αλλόκοτες κι ακατα νόητες, πού θαρρώ πώς είναι αδύνατο ν' αποδοθούν στή γλώσσα μας.
Καθώς εΐδαμε στή βιογραφία τοΰ Βιγιόν, τις τελευταίες μέρες τοΰ Δεκέμβρη τοΰ 1456, Ινα περιστατικό εντελώς προσωπικό —τό σκληρόκαρδο φέρσιμο μιας γυναίκας πού άγαποΰσε— ανάγκασε τον Βιγιόν ν' αποφασίσει να φύγει άπό τό Παρίσι. 'Επειδή δμως δέν ήταν σίγουρος δτι θα ξαναγύ ριζε, κάθισε κι έ'γραψε μια έμμετρη διαθήκη του —τήν Κλη ροδοσία— στην οποία ύστερ' άπό τή συνηθισμένη τότε επί κληση στην Α γ ί α Τριάδα, αναφέρει πρώτα-πρώτα τον προ στάτη του εφημέριο Γκυγιώμ ντε Βιγιόν, τήν άσπλαχνη ερωμένη του, κι ύστερα μερικούς φίλους και γνώριμους του, παρμένους άπ' δλες τις τάξεις τής παριζιάνικης κοινωνίας, κληρικούς και λαϊκούς. Σ ' δλους αυτούς κληροδοτεί διάφορα μοιράδια: τραγούδια κι Ινα σωρό αστεία και εξωφρενικά πράματα. Τό ποίημα αυτό προχωρεί αβίαστα, σύμφωνα με τήν αλληλουχία των ιδεών του και τό παιχνίδισμα τής φαντα σίας του, ως τ ή σ τ ι γ μ ή πού ό ποιητής ακούει τήν καμπάνα τής Σορμπόνης νά σημαίνει τον εσπερινό. Τότε σταματά το γράψιμο του γιά να προσευχηθεί, και πέφτει σ' Ινα όνειροπόλημα πού τον κάνει ν' άναθυμάται τα σχολικά του χρόνια και νά μιλά κοροϊδευτικά γιά τους δασκάλους του, πού τοΰ
4θ
4ΐ
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Πέντε χρόνια πέρασαν άπ' δταν γράφτηκε Ή Κληροδοσία. Ό Βιγιόν, χτυπημένος άπό τήν κακομοιριά, άρρωστος και κυριεμένος άπό τό προαίσθημα τοϋ θανάτου, πού τόν ένιωθε τόσο κοντά του, βιάζεται να δώσει διέξοδο στις εντυπώσεις του και στα αισθήματα πού τόν πλημμυρίζουν. Και τοϋ ξανάρχεται ή ιδέα—αυτή τή φορά δμως στα σοβαρά—να γράψει μια διαθήκη. Σ ' αυτό τόν σπρώχνει περσότερο ή ακα τανίκητη ανάγκη, πού πιέζει κάθε αληθινό ποιητή να ξαλα φρώσει τήν καρδιά του, και ξεριζώνοντας τη να τήν προσφέρει θυσία και τροφή στή σύγχρονη και στις κατοπινές του γενιές. Τήν ανάγκη αύτη πρώτος άπ' Ολους τους προγενέστερους και σύγχρονους του ποιητές τήν ένιωσε ό Βιγιόν, και γ ι ' αυτόν κυρίως τό λόγο τό έργο του εϊναι πρωτότυπο, κι ό δημιουργός του παίρνει επάξια τόν τίτλο τοϋ πρώτου μοντέρνου ποιητή. Ή Διαθήκη του αύτη είναι Ινα έργο αρτιότατο σέ σύν θεση. Τ ό καθετί σ' αυτήν είναι ταιριαχτό, επίκαιρο και δια-
τυπωμένο με μια λογική γιομάτη κέφι κι εξυπνάδα. Ή αλυ σίδα τών ιδεών ξετυλίγεται τόσο περίτεχνα, πού τό ενδιαφέρον δεν αδυνατίζει ούτε στιγμή. "Ολες οι λεπτομέρειες, κι οι πιο διαφορετικές ακόμα, είναι βαλμένες στή θέση τους μέ τέτοια φροντίδα, ώστε να πετυχαίνουν μια παραδειγματική ενότητα τοϋ όλου έ'ργου. "Αν ποΰ και ποϋ δεν αντιλαμβανόμαστε αμέσως τ ή σχέση τών μοιραδιών της Διαθήκης μεταξύ τους, αυτό δέν πρέπει να τό καταλογίζουμε σέ βάρος τοϋ Βιγιόν άλλα στ' δτι αγνοούμε τις κρυφές προθέσεις τοϋ ποιητή και τους υπαινιγμούς του, πού δέν ήταν κατανοητοί παρά μόνο άπό τό ειδικό και περιορισμένο κοινό πού ' χ ε υπόψη του δταν έγραφε τό ποίημα του αυτό. Τό έργο πού τοϋ 'δώσε τήν έ'μπνευση και τοϋ χρησίμεψε για υπόδειγμα στή σύνθεση της Διαθήκης του, είναι αναμφι σβήτητα Ή διασκεδαστική Διαθήκη {Le Testament par esbatement) τοϋ Ευστάθιου Ντεσάν. Σ ' αυτή βρήκε ό Βιγιόν τό πλαίσιο και τήν αστεία φόρμα τής δικής του Διαθήκης. "Ομως τό σοβαρό, φιλοσοφικό κι ανθρώπινο υφός τοϋ έργου του αυτοΰ, τό χρωστά αποκλειστικά στον εαυτό του. Τό πήρε μέσ' άπ' τήν ϊδια του τήν καρδιά κι άπό τις πιό από κρυφες γωνιές τοϋ βασανισμένου και βαρύθυμου έαυτοΰ του. Μ' αν ό Βιγιόν δέν μπορεί να διεκδικήσει απόλυτα τήν πρωτοτυπία τοϋ τρόπου μέ τόν όποιο κληροδοτεί στην Κλη ροδοσία και στή Διαθήκη του, νεωτερίζει δμως αναμφισβή τητα μέ τήν πρωτότυπη έμπνευση πού ' χ ε να παραγεμίσει τή Διαθήκη του με μπαλάντες κι άλλα μικρότερα ποιήματα σχετικά μέ τό νόημα ορισμένων περικοπών της. Κι αυτό τό παραγέμισμα γίνεται τόσο περίτεχνα και τόσο επίκαιρα, ώστε τα ποιήματα αυτά να συγχωνεύονται μέ τό έργο χαρίζοντας του μια ξεχωριστή ποικιλία. Ή Διαθήκη αποτελείται άπό εκατόν εξήντα τρία όχτάστιχα, ανάμεσα στα όποια μπαίνουν: δεκάξι μπαλάντες (άπό τις όποιες δύο είναι διπλές), δύο ροντό κι έ'να επιτάφιο, μαζί με μια προσευχή σέ φόρμα ροντό. Τα ποιήματα αυτά είναι τόσο τεχνικά υφασμένα μέ τό δλο έργο, ώστε τοϋ δίνουν μια ποικιλία τόνου και φόρμας πού δέν μας αφήνει να κουρα στούμε άπό τή μονοτονία τής στερεότυπης χρησιμοποίησης τοϋ οχτάστιχου. Ά π ό τα ποιήματα αυτά άλλα είναι γραμμένα
42
43
παραγιόμισαν τό κεφάλι μ' Ινα σωρό ανοησίες. Μετά βγαίνει άπ' αυτή του τήν ονειροπόληση κι ετοιμάζεται να συνεχίσει τήν κληροδοσία του. Μά το μελάνι του έχει πήξει άπό τήν παγωνιά, το κερί του έχει σβήσει, κι αυτός μαργωμένος άπα τό κρύο αποκοιμιέται, σταματώντας ώς εκεί τήν κληροδοσία του, άφοϋ πρώτα τήν υπόγραψε μ' αυτό τό υστερόγραφο: «Κανωμένη τήν ημερομηνία πού είπαμε, άπό τόν πολυξακουσμένο Βιγιόν». Τό έργο αυτό είναι ανάλαφρο, γιομάτο κοροϊδευτικό κέφι, δπου ή έξυπνη σάτιρα του ποιητή παιχνιδίζει τρελά με τήν αυθόρμητη ευθυμία του. Μα ή δύναμη τοϋ ποιήματος αύτοϋ είναι πολύ μεγαλύτερη άπό λογοτεχνική άποψη, γιατί φέρνει Ινα σημαντικό νεωτερισμό στην ποίηση, τόσο με τ ή φόρμα του δσο και μέ τήν ουσία του —για πρώτη φορά στην ώς τότε γνωστή ποίηση ό ποιητής γίνεται τό κέντρο και τό θέμα τοϋ έργου του— και φαντάζει σαν πρόπλασμα τοϋ αρι στουργήματος πού μας κάνει να προαισθανόμαστε: της Δια θήκης του.
*Η Διαθήκη ( L e T e s t a m e n t ) , 1461.
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ πρίν άπα τό 1456, πρίν δηλαδή γραφτεί Ή Διαθήκη, και τά 'χει βάλει αργότερα σ' αύτη ό ποιητής, κι άλλα είναι γραμμένα επίτηδες για να μπουν στο έργο αυτό, καθώς συμ περαίνουμε άπα το σχετικό με κάθε τέτοιο ποίημα νόημα τοϋ κειμένου της Διαθήκης. Ή Κληροδοσία κι Ή Διαθήκη αποτελούν ενα έργο πλή ρες κι ολοκληρωμένο, πού τό κυριότερο χαρακτηριστικό του, καθώς είπαμε, εϊναι τ' δτι πρωτοεγκαινιάζει ενα νέο είδος ποίησης, εξαιρετικά ζωντανό και ρωμαλέο, τήν προσωπική ή μάλλον τήν ατομική ποίηση, με τό όποιο ό Βιγιόν εκφράζει τά ατομικά του αισθήματα και κάνει διάφορους υπαινιγμούς για χίλια-δυό περιστατικά της ζωής του, άπό τους όποιους οι περσότεροι είναι για μας ακατανόητοι, επειδή μας χωρί ζουν πέντε σχεδόν αιώνες άπό τήν εποχή πού γράφτηκαν*. Τότες δμως οι υπαινιγμοί αυτοί ήσαν ευκολονόητοι, προ πάντων άπό τον κύκλο στον όποιο απευθύνονταν.
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
φτηκαν πριν άπό τις 5 τοϋ Γενάρη τοϋ 1463. Ή 'Ερώτηση στο δεσμοφύλακα καί τό 'Εγκώμιο στή Βουλή, είναι κατά λίγες μέρες μόνο μεταγενέστερα άπό τά δυο προηγούμενα.
Μπαλάντες γραμμένες oè γ λ ώ σ σ α ζαργκόν.
* Οί υπαινιγμοί αυτοί στάθηκε αδύνατο να ερμηνευτούν κι άπό τους πιό δόκιμους ακόμα Γάλλους μελετητές καί σχολιαστές τοϋ Βιγιόν. "Ετσι δημιουργούνται αρκετά κενά στην κατανόηση της Κ?,ηροδοσιας κοά της Διαθήκης, κενά πού αφήνουν κάποια άπογοήτεψη στό σημερνό αναγνώστη. Γι' αυτόν κυρίως τό λόγο δέν καταπιάστηκα μέ τη μετάφραση των Ιργων αυτών, άλλα ξεδιάλεξα μόνο τις μπαλάντες καί τ' όίλλα ποιήματα τοϋ Βιγιόν, πού τό νόημα τους είναι τέλεια ξεκάθαρο.
Αυτές τις εφτά μπαλάντες φαίνεται πώς τις έγραψε ό Βιγιόν τό 1462, στό χρονικό διάστημα μεταξύ της σύνθεσης της Διαθήκης καί της ιστορίας Φερεμπούκ-Ντοζίς, στην όποια βρέθηκε τόσο άσχημα μπλεγμένος. Στις μπαλάντες αυτές, εξόν άπό τήν πρωτοτυπία τοϋ δτι γράφτηκαν στην ιδιαίτερη γλώσσα τών κακοποιών της εποχής εκείνης, βρίσκουμε έ'να εξαιρετικά ζωντανό κι ενδιαφέρον άντικαθρέφτισμα τοϋ έκτος νόμου υπόκοσμου, ανάμεσα στον όποιο έζησε κι έδρασε ό Βιγιόν, καί μια συγκλονιστική δσο κι ανατριχιαστικά ρεαλι στική περιγραφή της ψυχολογικής κατάστασης τοϋ μελλο θάνατου εγκληματία καί της θανατικής του εκτέλεσης. Κι ακόμα καταφέρνει να μας μεταδώσει δλη τή φρίκη τοϋ βραχνά τής κρεμάλας τοϋ Μονφωκόν, βραχνά πού άφοΰ τον βασάνισε επίμονα κόντεψε να τοϋ γίνει σκληρή πραγματικότητα. "Ολες γενικά οί μπαλάντες τοϋ Βιγιόν καθώς καί τ' άλλα μικρά ποιήματα του αποτελούν ενα εξαιρετικά σημαντικό καί πολύτιμο μέρος τοϋ δλου ποιητικού του έργου. Καί —χωρίς να μειώνεται ή αναμφισβήτητη αξία τής Κληροδοσίας καί τής Διαθήκης του— μποροΰμε να ποΰμε αδίσταχτα δτι οί μπαλάντες του κυρίως συντέλεσαν να γίνει ξακουστός. Καί τόσο γοήτεψαν τους μεταγενέστερους τοϋ Βιγιόν ποιητές, ώστε οί περσότεροι τους τις μιμήθηκαν. Ή επιτυχία πού 'χαν τά ποιήματα τοϋ Βιγιόν, σαν πρωτοφάνηκαν, επιβεβαιώνεται άπό τόν αριθμό τών χειρογρά φων αντιτύπων τους πού διασώθηκαν ώς με σήμερα, αν καί τά χαμένα φαίνεται πώς είναι πολύ περσότερα. Τό 1489 έγινε ή πρώτη τυπογραφική έκδοση πού γνωρίζουμε τών έργων τοϋ Βιγιόν, κανωμένη άπό τόν Πιέρ Λεβέ (Pierre L e v e t ) . Τήν έκδοση αυτή ακολούθησαν δεκαεννέα άλλες —τόσες τουλάχιστο εϊναι γνωστές— ώς τό 1533, πού ό ποιη τής Κλεμάν Μαρό ( C l é m e n t M a r r o t ) δημοσίεψε τήν πρώτη
44
45
Τά διάφορα ποιήματα. Ά π ό τά δεκάξι ποιήματα πού αποτελούν τό τρίτο αυτό μέρος τοϋ έργου τοϋ Βιγιόν, τά εξι πρώτα είναι νεανικές συνθέσεις του. Τ ' άλλα είναι μεταγενέστερα τοϋ 1456, όπως ή Μπα λάντα τον διαγωνισμού τοϋ Μπλουά (1458), ή Αίτηση στον Δούκα τοϋ Μπουρμπόν, γραμμένη κι αυτή τήν ίδια εποχή, κι ή "Εμμετρη επιστολή στή Μαρία της 'Ορλεάνης ('Ιούλιος τοϋ 1460). Ή "Εμμετρη επιστολή στους φίλους του, σε φόρμα μπαλάντας, γράφτηκε τό 1461, καθώς κι Ό καβγάς της καρδιάς καΐ τοϋ κορμιού τον Βιγιόν, κι ακόμα ίσως τό Πρόβλημα ή ή Μπαλάντα στ' όνομα της Τύχης Τό Τετρά στιχο και τό 'Επιτάφιο (Μπαλάντα των κρεμασμένων) γρά-
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
ασυνήθιστη γι' αυτόν, φλόγα πού μαρτυράει τή διάθεση πού 'χει να λογομαχήσει. Γιατί πραγματικά, τα 6σα γράφει για τόν Βιγιόν είναι μια απάντηση σ' ένα δυσφημιστή τοΰ Βιγιόν, αρκετά γνωστό τότε, μα πού ό Νιζάρ δέν καταδέχε ται να τόν αναφέρει μέ τ ' ονομά του. Ό δυσφημιστής αυτός ήταν ό Σαμπολιόν Φιζάκ, βιβλιο θηκάριος τοΰ τμήματος τών χειρογράφων τής Βασιλικής Βιβλιοθήκης, ό όποιος, στην έκδοση τών ποιημάτων τοΰ Δούκα Κάρολου τής 'Ορλεάνης πού έκαμε τό 1842, έγραφε προλογίζοντας τα: « Ή φαιδρότητα, ή χάρη κι ή τσαχπινιά σπιθοβολοΰν προπάντων στα τραγούδια και στα ροντό, πού οί αξιωματούχοι τής αυλής του προσπάθησαν να μιμηθοΰν σαν εξαιρετικά υποδείγματα. Κι αυτός ακόμη ό Βιγιόν, πολύ κατώτερος τοΰ επαίνου πού τοΰ χαρίζει ό Μπουαλώ, πώς τάχα "...πρώτος αυτός στην εποχή εκείνη τής αμορφωσιάς πετυχαίνει να ξεμπερδέψει τήν μπερδεμένη τέχνη τών παλιών μας λογοτεχνών..." (έπαινος πού ανήκει αποκλειστικά στον Κάρολο τής 'Ορλεάνης), κι αυτός λοιπόν ό Βιγιόν προσπάθησε να διαμορφωθεί στην τέλεια ποιητική αυτή εποχή, κατά τήν όποια βασίλευε ένα ξεκαθαρισμένο πια γοΰστο, μια πλούσια γλώσσα, αρμονική και κομψή. "Οπως κι οί άλλοι καλεσμένοι τοΰ πρίγκιπα, σύνθεσε κι ό Βιγιόν μπαλάντες και τραγούδια' τα ευγενικά βμως παραδείγματα πού βρήκε εκεί (στην αυλή δηλ. τοΰ Πρίγκιπα, ό όποιος φιλοξένησε για λίγο τόν Βιγιόν) δεν έπίδρασαν καθόλου σ' αυτόν. Οί συνήθειες κι οί τρόποι του έμειναν οί ϊδιοι, τα έργα και τό ύφος του ξεσκεπάζουν συχνά τήν κακή του φύση, και μας κάνουν να πιστέψουμε πώς ή αγνότητα τών εκφράσεων, ή καθαρότητα τών ιδεών, ή γλαφυρότητα και τό καλό γοΰστο, ήσαν ακόμη εκείνη τήν εποχή προνόμιο τών μεγάλων αφεντάδων».
επίσημη και φροντισμένη έκδοση τών έργων τοΰ Βιγιόν ΰστερ' άπό εντολή τοΰ φιλόμουσου βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου τοΰ Α ' . Ή επιτυχία αύτη συνεχίστηκε ως το 1542, κι αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο, άφοΰ ακόμα και σήμερα —αν και πολύ συχνά μας ξεφεύγουν οί προθέσεις τοΰ ποιητή— το διάβασμα τών ποιημάτων τοΰ Βιγιόν είναι πάντα εξαιρετικά συναρπαστικό παρά τις σκο τεινές περικοπές τους, τή δυσκολία της γλώσσας τής εποχής εκείνης και τήν αδυναμία να κατανοήσουμε πλέρια το έργο του. Μετά το 1542 όμως, ή εμφάνιση τής Πλειάδας (Pléiade) μέ τήν εντελώς αριστοκρατική νοοτροπία της, γίνεται αίτια —μέ τήν περιφρόνηση πού κήρυττε ενάντια στον Βιγιόν και τή σχολή του— να ξεχαστούν για κάμποσο τα ποιήματα του. Σ ' όλον το 17ον αιώνα δεν βρίσκουμε ούτε μια έκδοση τών έργων του. Μόνο ένας μικρός αριθμός θαυμαστών του, πού τοΰ 'μειναν πιστοί, τον διάβαζαν και τον άπολάβαιναν. Στις αρχές τοΰ 18ου αιώνα γίνονται δύο εκδόσεις τών έργων τοΰ Βιγιόν: ή μια στο Παρίσι το 1723 κι ή άλλη στή Χάγη το 1742. "Τστερ' άπό τήν έκδοση αυτή τοΰ 1742, πρέπει να περιμένουμε ενενήντα χρόνια για να ξαναδούμε ακόμη μια έκδοση κανωμένη άπό τον άββά Προμπσώ, τό 1832. Ή έκδοση αυτή προκάλεσε τήν εξαιρετικά συμπαθή και σωστή έχτίμηση τοΰ Θεόφιλου Γκωτιέ, πού μιλά για τόν Βιγιόν σαν ποιητής για ποιητή, τοΰ οποίου μελέτα μέ προσοχή τήν έμπνευση και τή μέθοδο, θαυμάζοντας του τήν ποικιλία τών εικόνων και τή γραφικότητα πού ξέρει να τους χαρίζει. 'Επαινεί προπάντων τόν «έγωτισμό του», πού Οχι μόνο δέν είναι αντιπαθής, άλλ' απεναντίας δίνει στή φυσιο γνωμία τοΰ Βιγιόν ένα ξεχωριστό θέλγητρο. Ό Βιγιόν εκθειάστηκε εξαιρετικά άπό τή ρομαντική σχολή, μα κι οί κλασικοί δέν έκρυψαν τό θαυμασμό τους γι' αυτόν. "Ετσι ό αναγνωρισμένος υπέρμαχος τοΰ κλασικού δογματισμού Ζάν Μαρί Νιζάρ, εξαίρετος κριτικός (18061888), στην 'Ιστορία τής Γαλλικής Λογοτεχνίας (1844), παρουσιάζει ανάγλυφα και μέ μια σπάνια φραστική ομορφιά τα εξαιρετικά χαρίσματα τοΰ Βιγιόν, και τοΰ δίνει τήν πραγ ματική θέση πού κατέχει στή γαλλική ποίηση. Φτάνει μάλι στα σε σημείο να πυρώνει τις εκφράσεις του μέ μια φλόγα
"Τστερ' άπό δυό χρόνια ό Σαμπολιόν έβγαζε ενα καινού έργο του: Λουδοβίκος και Κάρολος, δούκες τής 'Ορλεά Ή επίδραση τους στις τέχνες, ή φιλολογία και τό πνεϋμα αιώνα τους. Στό έργο του αυτό καταπιανόταν πάλι μέ Βιγιόν γράφοντας τα παρακάτοο: «Μας μένει να συγκρίνουμε τό βασιλικό ποιητή (τόν Κάρολο τής 'Ορλεάνης) μέ τους σύγχρονους του και μέ τους αντίζηλους του. Κι ό πιο ξακουστός άπ' δλους, αυτός πού
46
47
ριο νης. τοΰ τόν
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ σφετερίζεται την ξεχωριστή θέση πού ανήκει στο δούκα Κάρολο, στην ιστορία της λογοτεχνίας της εποχής εκείνης, είναι 6 Φρανσουά Βιγιόν. Σ έ τέλεια αντίθεση με τό πνεύμα και τό γούστο, τήν ξεκάθαρη και κομψή γλώσσα, τ ή σύνεση κι εξαίρετη λεπτότητα των εκφράσεων, έξοχα χαραχτηριστικά τών ποιημάτων του δούκα Κάρολου, βρίσκουμε στα ποιήματα τοϋ Φρανσουά Βιγιόν μια τραχιά κι ακατάστατη γλώσσα, ένα πολύ μελετημένο ξαδιάλεγμα εκφράσεων πού χρησιμοποιούν οι κάτω κοινωνικές τάξεις, τις πιο αλληλο συγκρουόμενες αντιθέσεις, ενα σωρό κακόηχες και τραχιές λέξεις, πού μπορούν να δώσουν άπό πρώτη δψη τήν εντύπωση δτι χαρίζουν κάποια δύναμη στις σκέψεις του και στην ποίηση του. Μα ό κυνισμός πού δείχνεται στα έργα του, οι χυδαίες ιδέες πού εκφράζουν τα γραψίματα του με μια αδιαφορία πού δεν έχει τίποτα το φιλοσοφικό, προπάντων δμως οι πρόστυχες και κωμικές σκηνές πού διηγιέται ό Φρανσουά Βιγιόν, δίνουν α δλα του τά ποιήματα μια σφραγίδα πρωτο τυπίας ΐσως, νεωτερισμού και μοναδικότητας. Τ ό κακό δμως γούστο του αισθήματος, τών ιδεών και της έκφρασης του, τον βάνουν πολύ πιο κάτω άπό τον αφέντη του (τό δούκα Κάρολο). Προικισμένος με ζωηρή φαντασία, ό Βιγιόν θα μπορούσε 'ίσως να είχε συνθέσει καλύτερα έργα, αν είχε τύχει καλύτερης ανατροφής. Ή διαφορά τών συνθηκών της ζωής (κι εκείνη τήν εποχή ξεχώριζαν απόλυτα) είναι ϊσως ή μόνη αίτια της αισθητής ανισότητας μεταξύ τών δυο ποιητών. Τό καλό γούστο είναι Ινας άπό τους πιο θετικούς κανόνες τής καλής ποίησης».
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ
ΒΙΓΙΟΝ
Βέβαια ό καθένας είναι λεύτερος νά 'χει τή γ ν ώ μ η του και νά τή λέει - αυτό δμως πού μειώνει τήν άξια τής λευτερογνωμίας τοϋ Σαμπολιόν, είναι τ ' δτι στην κρίση του αυτή, ό αυλοκόλακας πάει νά πνίξει τον κριτικό. Κι αυτό μας τό επιβεβαιώνει ή αφιέρωση τοϋ βιβλίου του αύτοΰ: «Στον 'Αφέντη μου, τό δούκα ντε Νεμούρ». Ό Σαμπολιόν λοιπόν ήταν φιλόδοξος —αυτό δεν τό 'κρύβε ούτε κι ό ίδιος— και προπάντων τυχοδιώχτης. Γ ι ' αυτό εϊναι άξιοκατάκριτος, δχι τόσο για τό φιλοβασιλισμο του,-πού στο κάτω-κάτω τής γραφής δεν μας ενδιαφέρει, δσο για τ ' δτι αφήνει τό φιλοβα σιλισμο του αυτό να στρεβλώνει τις φιλολογικές του κρίσεις.
Μα ή απάντηση τοϋ Νιζάρ δέν άργησε νά τοϋ 'ρθει κατακέφαλα, γιατί σίγουρα τήν έγραψε ειδικά για τον Σαμ πολιόν. Στην 'Ιστορία του λοιπόν τής Γαλλικής Λογοτεχνίας, πού έβγαλε τήν ϊδια χρονιά, τό 1844, ανασκευάζει μία προς μία κι αποδείχνει τιποτένιες δλες τις οικτρές σοφιστίες τοϋ Σαμπολιόν πού διαβάσαμε παραπάνω. Κι αυτό τό κάνει μ' ένα υπέροχο υφός, και μ' δλο τό κύρος πού τοϋ δίνει ή σοφία του κι ή κριτική του ευσυνειδησία. Μιλάει δε μέ τόση πειστική δύναμη, ώστε ή κριτική του αυτή δίνει περσότερο τήν εντύ πωση απόφασης μέ ισχύ νόμου παρά προσωπικής γνώμης. «"Ενας μονάχα ποιητής», γράφει, «σημειώνει στον α'ιώνα αυτό, τό 15ο, μια καινούρια εποχή στή γαλλική ποίηση και τής χαρίζει ένα αιώνιο μνημείο μέ τό έργο του. Ό ποιητής αυτός είναι ό Βιγιόν... Σ τ ο Μπλουά, αυτός ό 'ίδιος ό Βιγιόν έγινε δεχτός• ευτυχώς δμως κει πέρα δέν άνόστεψε. Μια κάποια πρώιμη κομψότητα στα ποιήματα τοϋ γερασμένου βασιλικού ποιητή (τοϋ δούκα Κάρολου τής 'Ορλεάνης) δέν φτάνει για νά σημειώσει μια εποχή για τό γαλλικό πνεύμα και για τήν πρόοδο τής γλώσσας... Οι τίτλοι αυτοί δέν έχουν τ ή δύναμη νά βγάλουν τόν Βιγιόν άπό τή θέση πού τοϋ ανή κει, σέ όφελος ενός ποιητή (τοϋ δούκα Κάρολου), πού είναι ό τελευταίος πού μιμήθηκε Τό Ρομάντσο τον Ρόδου, κι ό πρώτος πού μιμήθηκε τήν ιταλική ποίηση. Ό πραγματικός νεωτεριστής είναι ό Βιγιόν... Ό Βιγιόν νεωτερίζει στις ιδέες και στο ύφος. Δέν μιμείται Το Ρομάντοο τοϋ Ρόδον, αφήνει στην άκρη τις κρύες αλληγορίες και τήν άχώνευτη πολυμά θεια... Νεωτεριστής στις ιδέες ό Βιγιόν, μα επίσης και στή φόρμα. Βρίσκουμε σ' αυτόν τόν ποιητή εκφράσεις ζωηρές, γραφικές, αληθινά ευρήματα. "Ενας ύφος φαινομενικά πιό δυσκολονόητο, σέ πρώτη ανάγνωση, άπ' αυτό τοϋ Κάρολου τής 'Ορλεάνης, μα πιό αληθινό, πιό νιωμένο, πιό γαλλικό... Ό Βιγιόν γράφει τή γαλλική γλώσσα τοϋ λαοΰ τοϋ Παρισιού, παίρνει τή γλώσσα του μέσ' άπ' τήν ΐδια τήν καρδιά τοϋ έθνους... Α υ τ ό πού μας κάνει νά χαιρόμαστε τά ποιήματα τοϋ Βιγιόν, είναι ή μελαγχολική τους ευθυμία, ή πιό λαγαρή ΐσως πηγή τής ποίησης, γιατί είναι ή πιό φυσική πνευματική διάθεση τοϋ άνθρωπου, πού δέν πλάστηκε ούτε για τήν άκρατη χαρά οΰτε γ ι α τήν άκρατη λύπη... "Ετσι, παρά τους κάποιους
48
49
ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ ευχάριστους στίχους τοϋ Κάρολου της 'Ορλεάνης, πρέπει ν' αφήσουμε πια στον Βιγιον τήν τιμή τοΰ δτι αυτός σημείωσε τήν πιό αισθητή πρόοδο της γαλλικής ποίησης μετά άπό Το Ρομάντσο τοϋ Ρόδου... Πρώτος αυτός άντλησε τήν ποίη ση του μέσ' άπό τήν καρδιά του, πρώτος αύτος δημιούργησε εκφράσεις ζωντανές, πρωτότυπες, αιώνιες. Ό Κάρολος της 'Ορλεάνης είναι ό τελευταίος ποιητής της φεουδαρχικής κοι νωνίας, ό Βιγιον εϊναι ό ποιητής τοΰ αληθινού έθνους πού θεμελιώνεται πάνω στα ερείπια τοϋ φεουδαλισμοΰ πού γκρε μίζεται... 'Επέμεινα στον Βιγιον, γιατί ή συλλογή του δίνει τήν πρώτη καθαρή και λαϊκή εικόνα της ποίησης μας. Είναι προικισμένος με τήν υπέρτατη γι' αυτό ικανότητα: μέτρο και γοΰστο. Ξέρει να μήν εκφράζει άπό τα αισθήματα του παρά μόνο εκείνα πού νιώθει πώς τά 'χει κοινά μ' δλους τους άλλους ανθρώπους, και νά φυλάει για τον εαυτό του δσα νιώ θει αποκλειστικά δικά του. Παιδί τοΰ λαοΰ, γεννημένο μές στή φτώχεια, δεν φανερώνει άπό τή ζωή του, παρά μόνο δ,τι μπορεί να τραβήξει τό ενδιαφέρον δλου τοΰ κόσμου... Ό Βιγιον σίγουρα δέν υποψιάστηκε καθόλου τήν τύχη πού έμελλε νά 'χουν οι στίχοι του- δείχνει δμως πώς είχε τήν ντροπαλότητα της δόξας πού τον περίμενε». 'Εκατό χρόνια πέρασαν άπό τόν καιρό πού 'γράψε ό Νιζάρ αυτή του τήν κριτική, μα τίποτα άπ' δσα είπε δέν γέρασε ακόμα. "Ετσι μποροΰμε νά ποΰμε αδίσταχτα, πώς ό σοφός αυτός κριτικός μίλησε τή γλώσσα των επιγόνων.
Τ
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ μου αυτή τήν έκαμα έχοντας για κύ ριο βοήθημα τήν εξαίρετη έκδοση: Thuasne (Louis), François Villon. Œuvres, édition critique avec notices et glossaire, Paris, Auguste Picard, éditeur, 1923, 3 vol. in-8. 'Εκφράζω τις πιό θερμές μου ευχαριστίες στο σοφό μελετητή τοΰ Villon κ. Louis Thuasne και στον εκδοτικό οίκο Auguste Picard για τήν τόσο υποχρεωτική προθυμία τους νά μοΰ επιτρέψουν τήν ανατύπωση τοΰ γαλλικοΰ κείμε νου της έκδοσης τους πλάι στο ελληνικό κείμενο της μετά φρασης μου. Τήν εξαιρετικά τιμητική για μένα έκδοση αυτής μου της εργασίας άπό τό Institut Français d'Athènes, τή χρωστώ αποκλειστικά στην ευγενική πρωτοβουλία τοΰ Διευθυντή του κ. Octave Merlier. Για τοΰτο ας δεχτεί ό διαλεχτός αυτός εκπρόσωπος τοΰ γαλλικοΰ πολιτισμού και της διανόησης στον τόπο μας τήν αφιέρωση αυτής μου της μετάφρασης, μαζί μέ τις πιό εγκάρδιες ευχαριστίες κι ευγνωμοσύνη μου: Ad ce droit et devoir m'enhorte: On doit dire du bien le bien. (Fr. Villon)
50
51
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΚΙ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ Π Ο Ϊ Τ Ρ Α Τ Ε Ο ΣΠΤΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΡΑΝΣΟΤΑ ΒΙΓΙΟΝ
Φονιά, άγιογδύτη, αλήτη, σιχαμένο Ρεμάλι τοϋ μπορντέλου, μαυλιστή, Ά π ' τις χοντρο-Μαργκό σου μολεμένο Να κρατήσει το σάπιο σου κορμί Σχάθη ώς και της κρεμάλας το σκοινί. "Ομως, θρεφτάρι εγώ της ηθικής, Ύπογραμμός άστοΰ νομοταγή, Αΐστάνομαί σε εντός μου ν' άναζεϊς. Βαριά άπ' το ριζικό σου χτυπημένο "Ισια στο βοΰρκο σ' έριξε ή ζωή. Γιομάτο άπό πληγές, αρρωστημένο, "Ιδιο αχαμνό ψωριάρικο σκυλί, "Ολοι σέ διώχναν. Μόνη στοργική Να σέ δεχτεί ή αγκαλιά τής φυλακής. Μ' αυτήν τήν πίκρα μέσα στην ψυχή Αΐστάνομαί σε εντός μου ν' άναζεϊς. Μα έσύ, μέ κέφι άψύ, διαολεμένο, Με γλώσσα οξ' άπό νόμο και ντροπή Το στίχο σου ξαπόλαες δουλεμένο Με δύναμη, φωτιά, ζωντάνια ώμή, Πιο βαρύ κι άπό γρόθο στή σκληρή
53
ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ
Τή Μοίρα σου κατάμουτρα. Μ' αυτής Τής μάχης σου τα τρόπαια θριαμβευτή Αΐστάνομαί σε εντός μου ν' άναζεΐς. Πρίγκιπα του κριμάτου, μα ποιητή, Πατέρα εσύ τής τέχνης τής τρανής Πού παίρνει ζωή άπ' τή φλόγα τής ζωής, Οι στίχοι σου είναι πάντα σημερνοί. Νόμου, τόπου καΐ χρόνου νικητή, Αΐστάνομαί σε εντός μου ν' άναζεΐς.
54
ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ Τ'ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
FRANÇOIS VILLON
DU T E M P S
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ι. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
I. BALADE B. DES DAMES
ΚΑΙ ΑΛΑ A ΠΟΙΗΜΑΤΑ
JADIS
ΤΩΝ ΚΤΡΑΔΩΝ T O T ΠΑΛΙΟΤ
ΚΑΙΡΟΪ
Dictes moy ou, n'en quel pays, Est Flora la belle Rommaine; Archipiada, ne Thaïs, Qui fut sa cousine germaine; Echo, parlant quant bruyt on maine Dessus riviere ou sus estan, Qui beaulté ot trop plus qu'umaine? Mais ou sont les neiges d'antan?
Ποϋ νά 'ναι —να μοϋ πει μπορεί κανείς— Ή ξακουστή ομορφιά της Ρώμης Φλόρα, Ή Άρχιπιάδα, ή ξαδέρφη της Θαΐς Πού ακούστηκε οπού γης χωριά και χώρα; Κι ή 'Ηχώ ή αντιλαλούσα, πού 'χε δώρα 'Ομορφιάς, πού γυναίκα άλλη καμιά 'Ανθρώπου δεν απόχτησε ώς με τώρα; Μα τα χιόνια ποΰ να εϊν' τα περσινά;
Ou est la très sage Heloys, Pour qui chastré fut et puis moyne Pierre Esbaillart a Saint Denis? Pour son amour ot ceste essoyne. Semblablement, ou est la royne Qui commanda que Buridan Fust gecté en ung sac en Saine? Mais ou sont les neiges d'antan?
Ποϋ βρίσκεται ή τετράσοφη Έλοΐς, Πού ό Πέτρος Έμπαγιάρ, σε μαύρην ώρα, Γι' αυτή εύνουχίστη και στο Σαίν Ντενίς "Εθαψε τή ζωή του ρασοφόρα; Κι ή Ρήγισσα, πού άφοΰ έκαμε τή γνώρα Του Μπουριντάν, τήν άνομη, βαθιά Τον έριξε στή Σέν, ποϋ νά'ναι τώρα; Μα τα χιόνια ποΰ να εϊν' τα περσινά;
La royne Blanche comme lis Qui chantoit a voix de seraine, Berte au grant pié, Bietris, Alis, Ilarernbourgis qui tint le Maine, Et Jehanne, la bonne Lorraine, Qu'Englois brûlèrent a Rouan; Ou sont ilz, Vierge souveraine? Mais ou sont les neiges d'antan?
Βασίλισσα Λευκή, άστρο της αυγής, Πού γλυκοτραγουδοϋσες ποθοφόρα, Μπέρτα μεγάποδη, Μπιετρίς, Άλίς, Άρεμβουργΐς πού 'χες της Μαίν τή χώρα, 'Ιωάννα, πού στή Ρουένη λευκοφόρα Οι "Αγγλοι σέ κάψανε μαρτυρικά, Στ' δνομα της Παρθένας, ποΰ είστε τώρα; Μα τα χιόνια ποΰ να εϊν' τα περσινά;
56
57
ΜΠΑίΑΝΤΕΣ
FRANÇOIS VILLON Prince, n'enquerez de sepmaine Ou elles sont, ne de cest an, Que ce reffrain ne vous remaine: Mais ou sont les neiges d'antan?
DU TEMPS
Ίρίγκιπα, βπου κι αν ψάξεις κι οσην ώρα του κάκου' δεν τις βρίσκεις πουθενά, Κι αυτήν την επωδό ξέχασ' τη τώρα: Μα τα χιόνια ποϋ να εϊν' τα περσινά;
Π. ΑΛΛΗ
II. A U T R E BALADE B. DES S E I G N E U R S
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
JADIS
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΑΔΩΝ T O T Π Α Λ Ι Ο Ϊ Κ Α Ι Ρ Ο Ϊ
Qui plus, ou est le tiers Calixte, Dernier decedé de ce non, Qui quatre ans tint le papaliste? Alphonce le roy d'Aragon, Le gracieux duc de Bourbon, Et Artus le duc de Bretaigne, Et Charles septiesme le bon? Mais ou est le preux Gharlemaigne ?
Κι ακόμα. Ποϋ 'ναι ή δόξα τοϋ Καλίστου Τοϋ τρίτου και στέρνου άπό τη γενιά, Πού τοϋ Πάπα τ' όφφίτσιο στης ζωής του 'Αξιώθηκε να πάρει τα ύστερνά; Τοϋ Δούκα τοϋ Μπουρμπόν, τοϋ βασιλιά Της Άραγκον Άλφόνσου και τοϋ Άρτύς Τοϋ Δούκα της Μπρετάνης;... Οΰτε σκιά! Μα ποϋ εΐν' κι ό Καρλομάγνος ό πολύς;
Semblablement, le roy Scotiste Qui demy face ot, ce dit on, Vermeille comme une amatiste Depuis le front jusqu'au menton? Le roy de Chippre de renon, Helas! et le bon roy d'Espaigne Duquel je ne sçay pas le non? Mais ou est le preux Charîemaigne?
Παρόμοια και τοϋ βασιλιά Σκωτίστου, Πού τοϋ προσώπου του ή μισή μεριά Το ρόδινο είχε χρώμα τοϋ αμέθυστου; Τοϋ βασιλιά της Κύπρου ποϋ είν' ή άντρειά; 'Αλί ! Και τοϋ γενναίου βασιλιά Της 'Ισπανίας, της χώρας της τρανής, Πού τ' δνομά του δέ θυμοϋμαι πιά; Μα ποϋ εΐν' κι ό Καρλομάγνος ό πολύς;
D'en plus parler je me désiste; Le monde n'est qu'abusion. Il n'est qui contre mort résiste 58
Για ν' αραδιάσω κι άλλους, μά τοϋ Υψίστου Τή δύναμη, είναι μάταιη δουλειά. Κανείς, δ"ση και νά 'ναι ή δύναμης του, 59
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
Ne qui treuve provision. Encor fais une question: Lancelot le roy de Behaigne, Ou est il? Ou est son tayon? Mais ou est le preux Charlemaigne ?
Τό Χάρο δέ νικάει. 'Ακόμη μια Στερνή φορά ρωτώ: Τό βασιλιά Της Βοημίας τον Λανσελό κανείς Μην είδε; Ποϋ'ναι ή τόση του γενιά; Μα ποϋ είν' κι ό Καρλομάγνος ό πολύς;
Ou est Claquin le bon Breton? Ou le conte Daulphin d'Auvergne Et le bon feu duc d'Alençon? Mais ou est le preux Charlemaigne?
Τ'αντρείου Κλακέν ποϋ είν'ή παλικαριά; Ποϋ ό Δελφίν της Ώβέρνης κι ό ευγενής Ό Δούκας τοΰ Άλανσόν;... Οΰτε σκιά! Μά ποϋ είν' κι ό Καρλομάγνος ό πολύς ;
III. A U T R E BALADE B. EN VIEIL LANGAGE F R A N C O Y S
III. ΑΛΛΗ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΣΕ ΠΑΛΙΑ ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Car, ou soit ly sains apostolles, D'aubes vestus, d'amys coeffez, Qui ne saint fors saintes estolles Dont par le col prent ly mauffez De mal talant t o u t eschauffez, Aussi bien meurt que filz, servans, De ceste vie cy bouffez: Autant en emporte ly vens.
Μα ποϋ νά 'ναι κι εκείνοι οι άγιοι απόστολοι, Ντυμένοι μέ στιχάρια κι ιερά, Ζωσμένοι πετραχήλια, πού ο'ι διάολοι Τους τρέμανε, οί φτωχοί, γιατί γερά Τους πιάναν άπ' τό σβέρκο σα γατιά; Κι ό αφέντης σαν το δοΰλο του πεθαίνειΜ' δμοια τους τρώει ό Χάρος λαιμαργία. Πρόσκαιρα εϊν' δλα, τίποτα δέ μένει.
Voire, ou soit de Constantinobles L'emperieres au poing dorez, Ou de France ly roy très nobles Sur tous autres roys décorez, Qui pour ly grans Dieux aourez Bastist églises et couvens,
Κι ο'ι αυτοκράτορες ποϋ 'ναι, οπού τήν Πόλη Κρατοΰσαν μέ τα χέρια τα χρυσά, Και της Γαλλίας ποϋ να βρίσκεται δλη Των Βασιλιάδων ή εκλεχτή γενιά, Πού χτίσανε στο θεόν ευλαβικά Ναούς και μοναστήρια; Δοξασμένοι
60
6ι
FRANÇOIS VILLON S'en son temps il fut honnourez, Autant en emporte ly vens.
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Κι αν ζήσαν στον καιρό τους, πάνε πιά. Πρόσκαιρα εΐν' δλα, τίποτα δέ μένει.
Ou soit de Vienne et de Grenobles Ly Dauphins, ly preux, ly senez, Ou de Digon, Salins et Doles Ly sires et ly îilz ainsnez, Ou autant de leurs gens privez, Heraulx, trompettes, poursuivans, Ont ilz bien bouté soubz le nez? Autant en emporte ly vens.
Που 'ναι οι σοφοί, οί Δελφίνοι άπ' τήν Γκρενόμπλη Κι άπο τη Βιέννη, ποΰ εΐν' ή αρχοντιά; Κι άπ' τήν Ντιζόν, Σαλέν κι άπο τήν Ντόλη ΟΊ αφέντες τα πρωτότοκα παιδιά; Χωρίς ακολουθία πια καμιά —Κήρυκες, μουσικούς—ποϋ εΐν' οί καημένοι; "Εφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν γερά; Πρόσκαιρα εΐν' δλα, τίποτα δε μένει.
Princes Et tous S'ilz en Autant
Πρίγκιπα, κι δσους ζοϋνε τώρα δα Ό θάνατος παρόμοια τους προσμένει. Μπούρικα και χτικιάρικα κορμιά. Πρόσκαιρα εΐν' δλα, τίποτα δε μένει.
a mort sont destinez, autres qui sont vivans: sont courciez n'atainez, en emporte ly vens.
IV. LES
REGRETS
DE L A B E L L E
HEAULMIERE
Advis m'est que j ' o y regrete La belle qui fut hëaulmiere, Soy jeune fille soushaiter Et parler en telle manière: «Ha! viellesse félonne et fiere, Pour quoy m'as si tost abatue? Qui me tient que je ne me fiere, Et qu'a ce coup je ne me tue?
62
IV. ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ
ΑΡΜΑΤΟΠΟΐΛΗΤΡΑΣ
Τήν όμορφη, πού έπούλαε έ"ναν καιρό "Αρματα, λέω πώς τήν ακούω θλιμμένη Να λαχτάρα, με μάταιο πια καημό, Κοπέλα σαν και πριν να ξαναγένει, Κι «"Αχ, γερατειά —να λέει— τή βουλιασμένη Γιατί έτσι πρώιμα μ' έχετε κουρσέψει; Πώς δέ σκοτώνουμαι; Ή τυραννισμένη Ζωή μου πώς δέ λέει πια να τελέψει;
63
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
«Tollu m'as la haulte franchise Que beaulté m'avoit ordonné Sur clers, marchans et gens d'Eglise: Car lors il n'estoit homme né Qui tout le sien ne m'eust donné, Quoy qu'il en fust des repentailles, Mais que luy eusse abandonné Ce que reffusent truandailles.
«Μοϋ κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες Πού σκόρπαε τσ' ομορφιάς μου ό πειρασμός Σ' εμπόρους, σέ σοφούς και σέ παπάδες• Γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός Μοϋ χάριζε άσκεφτα ολο του τό βίος —Κι υστέρα ας τό 'κλαίγε δσο ζοϋσε— φτάνει Να τοΰ 'δινα Ο,τι τώρα ούτε στραβός Θέλει, ούτε κι οι πιο βρώμικοι ζητιάνοι.
«A maint homme l'ay reffusé, Qui n'estoit a moy grant sagesse, Pour l'amour d'ung garçon rusé, Auquel j ' e n feiz grande largesse. A qui que le feisse finesse, Par m'ame, je l'amoye bien! Or ne me faisoit que rudesse, Et ne m'amoit que pour le mien.
«"Α, κόσμο τότες πού 'διωξα, σωρό, Για την αγάπη κάποιου κατεργάρη Μορφονιοΰ —άμυαλο ήμουν θηλυκό— Πού, αν τα ψευτόχαϊδά μου άλλοι είχαν πάρει, Του έρώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη. Τον άγάπαα, τ' ορκίζομαι, τρελά ! Μ' αυτός να μέ χτυπάει τό'χε καμάρι Και να μοϋ τρώει τα δσα έβγαζα λεφτά.
«Sy ne me sceust t a n t detrayner, Fouler aux piez, que ne l'aymasse; E t m'eust il fait les rains trayner, S'il m'eust dit que je le baisasse, Que tous mes maulx je n'oubliasse! Le glouton, de mal entechié, M'embrassoit... J'en suis bien plus grasse! Que m'en reste il? Honte et pechié. «Or est il mort, passé trente ans, Et je remains vielle, chenue. Quant je pense, lasse! au bon temps, Quelle fus, quelle devenue; 64
«Δέ θά 'χα φάει τέτοιον κωλοσυρμό, Τόσες κλωτσιές, αν δεν τον αγαπούσα. Πώς μ' έδερνε, τη δόλια, σαν τό ζό ! "Ομως σαν μοϋ 'λέγε και τόν φιλοΰσα, Τό ξύλο πού 'χα φάει τό λησμονούσα ! Τ' αρκούδι, τοϋ κριμάτου αύτη ή πομπή, Μ' έφίλιε... Γι' αυτό πρόκοψα! Νά λοϋσα Όπώχω τώρα: Κρίμα και ντροπή. «Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πιά, Και τα μαλλιά μου, όιμένα, έχουν ασπρίσει. Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά, Πώς ήμουν και πώς έ'χω καταντήσει! 65
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Quant me regarde toute nue, Et je me voy si très ehangiée, Povre, seiche, megre, menue, Je suis presque toute enragiée.
Σα θωρώ τ6 κορμί μου, ως τό 'χω γδύσει, ΚαΙ βλέπω ή δόλια πόσο εΐμ' αλλαγμένη, Φτωχή, στεγνή, πώς εχω αδυνατίσει, Μια μάνητα μέ πιάνει λυσσασμένη.
«Qu'est devenu ce front poly, Ces cheveulx blons, sourcilz voultiz, Grant entroeil, le regart joly, Dont prenoie les plus soubtilz; Ce beau nez droit, grant ne petiz, Ces petites joinctes oreilles, Menton fourchu, cler vis traictiz, Et ces belles lèvres vermeilles?
«Ποϋ 'ναι του κούτελου μου ή ομορφιά, Ποϋ τα ξανθά μαλλιά μου, τα γραφτά Φρύδια μου, εκείνη ή σφάχτρα μου ματιά — Ά π ' τις πιο φίνες— τί έγιναν τ' αφτιά Τα φιλντισένια μου, τα φλογερά Κόκκινα χείλια, ή μύτη ή κοντυλένια —Οΰτε κοντή ήταν ούτε και μακριά— Τοΰ πηγουνιοΰ μου ή χάρη ή αγαλματένια;
«Ces gentes espaules menues, Ces bras longs et ces mains traictisses, Petiz tetins, hanches charnues, Eslevees, propres, faictisses A tenir amoureuses lisses; Ces larges rains, ce sadinet Assis sur grosses fermes cuisses, Dedens son joly jardinet?
«Οι ώμοι μου οί χυτοί ποϋ εϊν' τώρα, άλί μου, Και τών μπράτσων μου ή σάρκα ή αφροπλασμενη, Τα βυζιά μου, κείνοι οί εγγομοι γοφοί μου Όρθόστητοι, καθάριοι, καμωμένοι Νά'ναι άπο αψιά φιλιά σημαδεμένοι; Κι ή απόκρυφη ομορφιά μου, δλο μεράκι, Στ' άσπρα κρουστά μου σκέλια ποστιασμενη Μες στο ξανθό Ομορφο της κηπαράκι;...
«Le front ridé, les cheveux gris, Les sourcilz cheus, les yeuls estains, Qui faisoient regars et ris Dont mains marchans furent attains; Nez courbes de beaulté loingtains, Oreilles pendantes, moussues, Le vis pally, mort et destains, Menton froncé, lèvres peaussues...
«Ζάρες στο κούτελο, μαλλιά ψαρά, Φρύδια στουβιές, τα μάτια έχουν σβηστεί —Πού σφάζαν και γελοΰσαν μια φορά Και πού γι' αυτά είχαν τόσοι τρελαθεί— Ή μύτη μου σαν τοΰ όρνιου έχει γενεί, Τ' αφτιά κρέμασαν πια νερουλιασμένα, Μαράθη κι έξεθώριασε ή μορφή Κι εχω πηγούνι, χείλια σουρωμένα...
66
67
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
FRANÇOIS VILLON
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
«C'est d'umaine beaulté l'issue! Les bras cours et les mains contraites, Des espaules toute bossue; Mamelles, quoy? toutes retraites; Telles les hanches que les tettes; Du sadinet, fy ! Quant des cuisses, Cuisses ne sont plus, mais cuissettes Grivelees comme saulcisses.
« Ή ανθρώπινη ομορφιά πώς κατανταίνει! Μπράτσα ξερά και χέρια ροζιασμένα, Τ Ωμοι σκεβροί, αχαμνοί, καμπουριασμένοιΚαι τα βυζιά κρεμάνε σιχαμένα• Παρόμοια κι οί γοφοί. Κι άλί σέ μένα, *Αν πώ και για το κρύφιο κηπαράκι! Και τα μηριά, μηράκια εϊν' γινωμένα "Ιδια στο χρώμα με το σουτζουκάκι.
«Ainsi le bon temps regretons Entre nous, povres vielles sottes. Assises bas, a crouppetons, Tout en ung tas comme pelottes, A petit feu de chenevottes Tost allumées, tost estaintes; Et jadis fusmes si mignottes !... Ainsi en prent a mains et maintes.»
«*Ας κλαίμε τώρα έδέτσι τα παλιά Χρόνια μας, δόλιες γριές ξεμωραμένες, 'Ανάμεσα μας. Κωλοκαθιστά Κατάχαμα στή γη, κουβαριασμένες Κι άπο θαμπά λυχνάρια φωτισμένες, 'Οπού νωρίς ανάβουν, νωρίς σβένουν. Κι είμαστε άλλοτε τόσο χαϊδεμένες!... Πόσες και πόσοι ϊδια με μας παθαίνουν».
V. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
V. BALADE LA BELLE HEAULMIERE AUX FILLES
DE
JOIE
«Or y pensez, belle Gantière Qui m'escoliere soûliez estre, Et vous, Blanche la Savetiere, Or est il temps de vous congnoistre. Prenez a destre et a senestre; N'espargnez homme, je vous prie: Car vielles n'ont ne cours ne estre, Ne que monnoye qu'on descrie. 68
Η ΟΜΟΡΦΗ Α Ρ Μ Α Τ Ο Π Ο Τ Λ Η Τ Ρ Α ΟΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ
Σκέψου τα αυτά λοιπόν, Γαντιεροπούλα "Ομορφη, πού εγώ σ' εχω ξεσκολίσει. Τό ΐδιο κι εσύ, Λευκή Τσαγκαροπούλα. Κάθε μιά σας τί αξίζει πια ας γνωρίσει. Δεξιά, ζερβιά, άντρα γι' άντρα ας μην αφήσει Καμιά σας. Γιατί οί γριές οί βουλιασμένες Πιο πεταμένες ζουν σ' αυτήν τή ζήση Κι άπο παλιομονέδες ξεπεσμένες. 69
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
«Et vous, la gente Saulciciere Qui de dancier estes adestre, Guillemette la Tappiciere, Ne mesprenez vers vostre maistre: Tost vous fauldra clorre fenestre, Quand devendrez vielle, flestrie, Plus ne servirez qu'ung viel prestre, Ne que monnoye qu'on descrie.
Κι εσύ, μαριόλα μου Μπακαλόπουλα, Πού στο χορό έ'χεις βνομα αποχτήσει, Γουλιελμετίτσα Ταπετσιεροπούλα, Τ' αφεντικό σας μην καμιά αδικήσει. Γριές πιά, το μαγαζί σας θέ να κλείσει, Και θα ρεύετε αύτου, πιο αχρηστεμένες Κι άπό γέρο παπά πού 'χει ξοφλήσει Κι άπό παλιομονέδες ξεπεσμένες.
«Jehanneton la Chapperonniere, Gardez qu'amy ne vous empestre; Et Katherine la Bourciere, N'envoyez plus les hommes paistre: Car qui belle n'est ne perpètre Leur male grace, mais leur rie. Laide viellesse amour n'impetre, Ne que monnoye qu'on descrie.
"Εχε το νου σου, Καπελού Γιαννούλα, Μην κανένας στα βρόχια του σε κλείσει. Κι έσύ, Κατερινιώ Χασαποπούλα, Τον άντρα μην τον στέρνεις να βοσκήσειΜπαίγνιο του είν' ή γυναίκα ως άσκημίσει, Κι ο'ι μαραμένες γριές ζουν στερημένες Κι άπο έρωτα —δπως έχουν καταντήσει— Κι άπο παλιομονέδες ξεπεσμένες.
«Filles, vueillez vous entremettre D'escouter pour quoy pleure et crie: Pour ce que je ne me puis mettre, Ne que monnoye qu'on descrie».
Κορίτσια, ή πίκρα μ' έχει, οϊμέ, αφανίσει. Νιώστε το. Γιατί τώρα πιά, καημένες, Λιγότερο φελάω σ' αυτήν τη ζήση Κι άπό παλιομονέδες ξεπεσμένες.
VI. DOUBLE BALADE Pour ce, amez tant que vouldrez, Suyvez assemblées et festes, En la fin ja mieulx n'en vauldrez Et si n'y romprez que vos testes; 70
VI. ΔΙΠΛΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ Κι αν άγαπεΐστε δίχως χορτασμό, Γλεντήσετε ή πηδήξτε άπάνου-κάτου, Κανένας βφελος- μόνο το ξερό Κεφάλι σας θα σπάστε. Τα μυαλά του 7ΐ
FRANÇOIS VILLON Folles amours font les gens bestes: Salmon en ydolatria, Samson en perdit ses lunettes. Bien heureux est qui riens n'y a!
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Χάνει ό πού ερωτευτεί. Για τήν κυρά του Είδωλα ό Σολομώντας προσκυνά Κι ό Σαμψών γι' άλλη χάνει τα γυαλιά του. Μακάριος οποίος δέν έχει καμιά!
Orpheus, le doux menestrier, Jouant des fleustes et musettes, En fut en dangier du murtrier Chien Cerberus a quatre testes; Et Narcisus, le bel honnestes, En ung parfont puis se noya Pour l'amour de ses amourettes. Bien heureux est qui riens n'y a!
Ό 'Ορφέας, ό λυράρης ό γλυκός, Πδπαιζε δμορφα φλάουτα και ζουρνάδες, Με τ' άγριου σκύλου Κέρβερου, ό φτωχός, Τα τρία κεφάλια, πήε να βρει μπελάδες. Κι ό Νάρκισσος ό βλάκας, πού όμορφάδες Περίσσιες είχε, στα βαθιά νερά Έπνίγηκε γι' αγάπης ζουρλαμάδες. Μακάριος οποίος δέν έχει καμιά!
Sardana, le preux chevalier, Qui conquist le règne de Crêtes, En voulut devenir moullier Et filer entre pucelletes; David le roy, sage prophètes, Crainte de Dieu en oublia, Voyant laver cuisses bien faites. Bien heureux est qui riens n'y a!
Ό Σαρντανά, ό ιππότης ό λάμπρος Πού κατάχτησε ολόκληρη τήν Κρήτη, Γυναίκα εντύθη, άπα έρωτα κι αυτός, Γιά να τρυπώσει σε γυναικωνίτη. Κι ό βασιλιάς Δαυίδ —λέω τον προφήτη— Έξέχασε το Θεό μπρος στα γυμνά Μηριά πού είδε στο μπάνιο και λιμπίστη. Μακάριος όποιος δέν έχει καμιά !
Amon en voult deshonnourer, Faignant de mengier tartelettes, Sa seur Thamar et desflourer, Qui fut inceste deshonnestes ; Herodes, pas ne sont sornettes, Saint Jehan Baptiste en decola Pour dances, saulx et chansonnettes. Bien heureux est qui riens n'y a! 72
Μ' άνομο πόθο ό 'Αμνών, ό πονηρός, Καμώθηκε γλυκά πώς πεθυμούσε Να φάει, γιά να ξεπαρθενέψει, ό αισχρός, Τήν αδερφή του Θάμαρ, π' αγαπούσε. Κι ό 'Ηρώδης, γιά χορούς πού λαχταρούσε, Το κεφάλι του δόλιου Γιοχανά Χάρισε στή Σαλώμη πού ποθούσε. Μακάριος οποίος δέν έχει καμιά!
73
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
De moy, povre, je vueil parler: J'en fus batu comme a ru telles, Tout nu, ja ne le quiers celer. Qui me feist maschier ces groselles, Fors Katherine de Vauselles? Noel le tiers est qui fut la. Mitaines a ces nopces telles... Bien heureux est qui riens n'y a!
Ά ν πείτε και για μένα, τό φτωχό, Μωρ' έφαγα τό ξύλο της χρονιάς μου, Τσίτσιδος —το λέω δίχως να ντραπώ— 'Από τή Βωζελιώτισα κυρά μου Κατερινιώ. Κι ό Νοέλ, πού ήταν κοντά μου, Πήρε γενναίο μερτικό άπ' αυτά, Τα όρεχτικά κεράσματα τοΰ γάμου!... Μακάριος δποιος δεν έχει καμιά!
Mais que ce jeune bacheler Laissast ces jeunes bachelettes? Non! et le deust on vif brusler Comme ung chevaucheur d'escouvettes. Plus doulces luy sont que civettes; Mais toutesfoys fol s'y fya: Soient blanches, soient brunettes, Bien heureux est qui riens n'y a!
Τώρα έπαψε αυτός ό μορφονιδς Να κυνηγάει τις Ομορφες νεράιδες; Μπά ! Κι αν να καεϊ τοΰ μέλλει ζωντανός, "Οπως καίνε τους μάγους σα λαμπάδες, Πιο νόστιμες—θα πει—είν'κι άπό πουλάδες. Μ' αν κι άμυαλος, μολόησε ειλικρινά: 'Απ' όλων τώ λογιώνε τις κυράδες, Μακάριος οποίος δεν έχει καμιά !
VII. BALADE B. P O U R P R I E R N O S T R E DAME
Dame du ciel, régente terrienne, Emperiere des infernaux palus, Recevez moy, vostre humble chrestienne, Que comprinse soye entre vos eslus, Ce non obstant qu'oncques rien ne valus. Les biens de vous, ma Dame et ma Maistresse, Sont trop plus grans que ne suis pécheresse, Sans lesquelz biens ame ne peut merir
74
VII. ΜΠΑΛΑΝΤΑ Π Ο Ϊ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΒΙΓΙΟΝ ΣΤΗ ΜΑΝΑ T O T ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ Λ Ε Ε Ι ΣΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
'Αφέντρα τ' ούρανοϋ, της γης κυρία, Ρήγισσα στ' "Αδη τους θανατερούς Βουρκότοπους, για με δείξε έσπλαχνία Και βάλε με με τσ' άλλους σου εκλεχτούς, Κι ας μην είπα πολλούς πατερημούς. Τ' αγαθά σου, στ' αλήθεια, αρχόντισσα μου, Δέν αξίζουν στα τόσα κρίματά μουΜα δίχως τ' αγαθά σου αυτά ή ψυχή
75
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑ/, ΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
N'avoir les cieulx, je n'en suis jangleresse: En ceste foy je vueil vivre et mourir.
Δέ βλέπει Θεό- τό λέω μέ τα σωστά μου. Ά ς ζώ κι άς σβήσω μές στην πίστη αυτή.
A vostre Filz dictes que je suis sienne; De luy soyent mes péchiez abolus: Pardonne moy comme a l'Egipcienne, Ou comme il feist au clerc Theophilus, Lequel par vous fut quitte et absolus, Combien qu'il eust au deable fait promesse. Préservez moy de faire jamais ce, Vierge portant, sans rompure encourir, Le sacrement qu'on célèbre a la messe. En ceste foy je vueil vivre et mourir.
Στο Γιό σου ανήκω. Πές του, 8,τι αμαρτία "Εχω ας μοΰ λύσει. Σε παλιούς καιρούς "Ετσι συχώρεσε την Αιγύπτια Κι εσβησεν δλους τους αμαρτωλούς Τοΰ παπα-Θεόφιλου λογαριασμούς, Πού μέ το διάολο ξάνοιξε. Κυρά μου, Φύλαξε άπ' δμοιο κρίμα την καρδιά μου. Παρθένα μου, πού άμόλευτη κρατεί Ή αγκαλιά σου τήν άγια κοινωνία μου, "Ας ζώ κι ας σβήσω μές στην πίστη αυτή.
Femme je suis povrette et ancienne, Qui riens ne sçay; oncques lettre ne lus. Au moustier voy, dont suis paroissienne, Paradis paint ou sont harpes et lus, Et ung enfer ou dampnez sont boullus: L'ung me fait paour, l'autre joye et liesse. La joye avoir me fay, haulte Déesse, A qui pécheurs doivent tous recourir, Comblez de foy, sans fainte ne paresse. En ceste foy je vueil vivre et mourir.
Μια γυναίκα φτωχούλα είμαι και γρία. Δέν ξέρω γρύ άπ' τους άγιους σου ψαρμούς. Βλέπω ζωγραφιστά στην εκκλησία Στον Παράδεισο λαούτα και χορούς, Στην Κόλαση φωτιές κι αμαρτωλούς Πού βράζουν. Κι είναι τρόμος και χαρά μου Τούτη ή εικόνα. Σπλαχνίσου, Δέσποινα μου, Κι εμένα πού, όπως τόσοι αμαρτωλοί, Φέρνω πιστά σ' έσέ τα βήματα μου. ,ν Ας ζώ κι ας σβήσω μές στην πίστη αυτή.
Vous portastes, Vierge, digne princesse, Iesus regnant qui n'a ne fin ne cesse. Le Tout Puissant, prenant nostre foiblesse, Laissa les cieulx et nous vint secourir, Offrit a mort sa très chiere jeunesse; Nostre Seigneur tel est, tel le confesse. En ceste foy je vueil vivre et mourir.
Βάσταξες τον αφέντη, ρήγισσά μου, Ιησού Χριστό, πού άπο τά ουράνια πάνου Για να μας σώσει ήρτε σ' εμάς δώ χάμου Ισιος μας- και στο Χάρο τη χρυσή "Ομορφη νιότη του έδωσε. Ή ματιά μου Να σβηστεί α δέ μιλώ μέ τήν καρδιά μου. *Ας ζώ κι ας σβήσω μές στην πίστη αυτή.
76
77
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
VIII. BALADE
VIII. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
B. A S'AMYE
TOT ΒΙΓΙΟΝ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ T O T
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Faulse beaulté qui tant me couste chier, Rude en effect, ypocrite doulceur, Amour dure plus que fer a maschier, Nommer que puis de ma deffaçon seur, Cherme felon, la mort d'ung povre cuer, Orgueil mussié qui gens met au mourir, Yeulx sans pitié ! ne veult droit de rigueur, Sans empirer, ung povre secourir?
Ψεύτρα ομορφιά, πού τόσο μοΰ κοστίζεις, Γλυκιά ύποκρίτρα με καρδιά σκληρή, 'Αγάπη πού σαν πέτρα δε λυγίζεις, Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή, Πού τήν καρδιά μου θές να δεις νεκρή, Περήφανη, πού θάνατο δλο σπέρνεις, 'Ανήλεη ! Δέ σοΰ λέει ποτέ ή ψυχή, Άντίς απελπισία χαρά να φέρνεις;
Mieulx m'eust valu avoir esté serchier Ailleurs secours, c'eust esté mon honneur; Riens ne m'eust sceu hors de ce fait haschier. Trotter m'en fault en fuyte et deshonneur. Haro, haro, le grant et le mineur 1 Et qu'est ce cy? mourray sans coup ferir? Ou Pitié veult, selon ceste teneur, Sans empirer, ung povre secourir?
Τη συμπόνια πού εσύ δε μου χαρίζεις Κάλλιο να ζήταα άλλου, μα δε βολεΐ. Ά π ' το φαρμάκι π' δλο με ποτίζεις Για να γλιτώσω, φεύγω δλος ντροπή. Βοήθεια, όιμέ, μεγάλοι και μικροί! "Ετσι άμαχο νεκρό γιατί μέ σέρνεις; Λυπήσου με πιά, δείξου σπλαχνική, Άντίς απελπισία χαρά να φέρνεις.
Vng temps vendra qui fera dessechier, Jaunir, flestrir vostre espanye fleur; Je m'en risse, se tant peusse maschier Lors; mais nennil, ce seroit donc foleur: Las! viel seray; vous, laide, sans couleur; Or buvez fort, tant que ru peut courir; Ne donnez pas a tous ceste douleur, Sans empirer, ung povre secourir.
Θα ρθεΐ καιρός, πού κλαίοντας θ' αντικρίζεις Μαραμένη τήν άνθηση σου αυτή. Πώς θα γελώ, αν μπορώ, δταν θα τσακίζεις ! Θέ νά 'μαι ως τότε γέροντας• κι έσύ "Ασκημη, δίχως χρώμα και ζωή. Μέθα λοιπόν, και τη χαρά μην παίρνεις 'Απ' δλους —δσο νια είσαι και ζωηρή— Κι άντίς απελπισία χαρά να φέρνεις.
78
79
FRANÇOIS VILLON Prince amoureux, des amans le greigneur, Vostre mal gré ne vouldroye encourir, Mais tout franc cuer doit, par Nostre Seigneur, Sans empirer, ung povre secourir.
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Πρίγκιπα, άπ' δλους πρώτε σύ εραστή, Πιότερο ή θλίψη ας μή σέ συνεπαίρνει. "Εχει δμως χρέος κάθε καρδιά πιστή Άντίς απελπισία χαρά να φέρνει.
IX. LAY
IX. ΛΑΙ
(RONDEAU)
(ΡΟΝΤΩ)
Mort, j'appelle de t a rigueur, Qui m'as ma maistresse ravie, Et n'es pas encore assouvie Se t u ne me tiens en langueur: One puis n'eus force ne vigueur; Mais que te nuysoit elle en vie, Mort? Deux estions et n'avions qu'ung cuer; S'il est mort, force est que dévie, Voire, ou que je vive sans vie Comme les images, par cuer, Mort!
80
Χάρε, εγκαλώ τήν τόση σου άπονιά, Πού πλάνεψες κι επήρες τήν καλή μουΚι αχόρταγος ρουφάς και τή ζωή μου Τόσο πού, ό δόλιος, έχω χάσει πια "Ολο το κέφι και τή δύναμη μου. Ζωντανή τί σ' έπείραζε ή φτωχιά, Χάρε ; Είμαστε δυό κι είχαμε μια καρδιά. Πέθανε, ας πάει μαζί της κι ή ψυχή μουΔίχως ζωή να ζώ ποια ή προκοπή μου, Σαν άψυχη και κρύα ζωγραφιά, Χάρε;
8ι
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
X. BALADE
Χ. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
B. E T ORAISON
κι ε π ι κ ή δ ε ι ο ς
Père Noé, qui plantastes la vigne, Vous aussi, Loth, qui beustes ou rochier, Par tel party qu'Amours, qui gens engigne, De voz filles si vous feist approuchier (Pas ne le dy pour le vous reprouchier), Archetriclin, qui bien sceustes cest art, Tous trois vous pry qu'o vous vueillez perchier L'ame du bon feu maistre Jehan Cotart. Jadis extraict il fut de vostre ligne, Luy qui buvoit du meilleur et plus chier, Et ne deust il avoir vaillant ung pigne; Certes, sur tous, c'estoit ung bon archier: On ne luy sceut pot de mains arrachier; De bien boire oncques ne fut fetart. Nobles seigneurs, ne souffrez empeschier L'ame du bon feu maistre Jehan Cotart! Comme homme beu qui chancelle et trépigne L'ay veu souvent, quant il s'aloit couchier; Et une fois il se feist une bigne, Bien m'en souvient, a Testai d'ung bouchier. Brief, on n'eust sceu en ce monde serchier Meilleur pyon, pour boire tost et tart. Faictes entrer quant vous orrez huchier L'ame du bon feu maistre Jehan Cotart ! 82
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Μπάρμπα Νώε, πού φύτεψες τ' αμπέλι, Κι εσύ Λώτ, πού έτσι τό 'τσουξες γερά "Ωστε ό "Ερωτας —πού μπαίγνια του μας θέλειMè τις κόρες σου σ' έσμιξε —δλα αυτά Δε σου τα λέω άπα κακογλωσσιά— Άρχιτρίκλινε, πρώτε κεραστή, Στη συντροφιά σας πάρτε στοργικά Του μακαρίτη Κόταρ την ψυχή 1 . Τ
Ηταν κι αύτος αντάξιο σας κοπέλι, "Επινε άπο τα πιο σπάνια κρασιά. Κι απένταρος αν ήθελε τοΰ μέλει Να μείνει, δέν αρνιόταν τα βουτσιά. Ποτήρι να τ' αρπάξουν μια φορά Δέν μπόρεσαν. Κύριοι μου ευγενικοί, Μην τύχει κι άποπάρετε σκληρά Τοΰ μακαρίτη Κόταρ την ψυχή ! Τον έβλεπα συχνά σα μωρουδέλι Να ντρεκλίζει και να παραπατά. Και μια φορά σέ χασαπιοϋ πουντέλι Τράκαρε το ξερό του για καλά. Μέ λίγα λόγια, τα κρασοπουλιά Δέ γνώρισαν καλύτερο μπεκρή. Μπάστε, σαν την άκοϋστε να χτυπά, Τοΰ μακαρίτη Κόταρ την ψυχή ! 83
FRANÇOIS VILLON Prince, il n'eust sceu jusqu'à terre crachier; Toujours crioit: «Haro, la gorge m'art!» Et si ne sceust oncq sa seuf estanchier L'ame du bon feu maistre Jehan Cotart.
XI. BALADE B. DES L A N G U E S
ENVIEUSES
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Πρίγκιπα, δλο κι έφώναζε έτσι δά: «"Ε, το λαρύγγι μου έ'χει ξεραθεί!». Κι έπινε, μα δε χόρταινε ή φτωχιά Τοϋ μακαρίτη Κόταρ ή ψυχή.
XI. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΤΟΝΕΡΩΝ
ΓΛΩΣΣΩΝ
En realgar, en arsenic rochier; En orpiment, en salpestre et chaulx vive; En plomb boullant pour mieulx les esmorchier; En suif et poix, destrempez de lessive Faicte d'estrons et de pissat de juifve; En lavailles de jambes a meseaulx; En racleure de piez et viels houseaulx; En sang d'aspic et drogues venimeuses; En fiel de loups, de regnars et blereaulx Soient frittes ces langues envieuses !
Σ' αρσενικό, σέ νίτρο, στή φωτιά Τ' άσβεστη, σέ μολύβι άναβρασμένο —Για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά— Σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο, Σέ ζουμί άπ' Όβριάς κατουρά φτιασμένο Και σκατά. Σ' άποπλύματα λεπρών, Σέ λίγδες ποδαριών και παπουτσιών, Σ' αψιά φαρμάκια ή μέσα σέ καμπόσες Χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών, Τοΰτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες !
En cervelle de chat qui hayt peschier, Noir, et si viel qu'il n'ait dent en gencive; D'ung viel mastin, qui vault bien aussi chier, Tout enragié, en sa bave et salive; En l'escume d'une mule poussive Detrenchiee menu a bons ciseaulx; En eaue ou ratz plongent groings et museaulx, Raines, crappaulx et bestes dangereuses, Serpens, lesars et telz nobles oyseaulx, Soient frittes ces langues envieuses !
Σέ μαύρου γερογάτου τα μυαλά Φαφούτη, με τομάρι ψωριασμένο, Σέ γέρου μούργου —π' δμοια έχει καλά— Λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο, Σ' αφρούς άπό μουλάρι αρρωστημένο Πού τ' Οργωσαν οί κόψες ψαλιδιών, Σέ νερά πού πνιγμένων ποντικών Πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες Φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών, Τούτες ο'ι φτονερές ας βράσουν γλώσσες 1
84
85
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
En sublimé, dangereux a touchier; Et ou nombril d'une couleuvre vive; En sang qu'on voit es palletes sechier Sur ces barbiers, quant plaine lune arrive, Dont l'ung est noir, l'autre plus vert que cive; En chancre et fiz, et en ces ors cuveaulx Ou nourrisses essangent leurs drapeaulx; En petiz boings de filles amoureuses (Qui ne m'entent n'a suivy les bordeaulx) Soient frittes ces langues envieuses!
Σέ σουμπλιμέ πού καίει τα σωθικά, Και σ' αφαλό άπό φίδι μανιασμένοΣ' αίμα πού τό ξεραίνουνε σ' άγγειά Οι κουρέηδες —σα βγαίνει γιομισμένο Τό φεγγάρι— μαυροπρασινισμένο" Σέ φάουσας ^μπυα, σέ νερά σγουρνών Πού πλένουν κωλοπάνια- σέ πόρνων Κλύσματα —δέ μέ νιώθουν δσοι κι δσες Δεν τρέχουν στα μπορντέλα όπως έγώ— Τοΰτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες !
Prince, passez tous ces frians morceaulx, S'estamine, sacs n'avez, ou bluteaulx, Parmy le fons d'unes brayes breneuses; Mais, par avant, en estrons de pourceaulx Soient frittes ces langues envieuses!
Για τό σούρωμα αυτών τών λιχουδιών Πάρ' τον πάτο χεσμένωνε βρακιών, Πρίγκιπα μου. Πρώτα δμως σέ καμπόσες Τσίρλες μικρούλικώνε γουρουνιών Τοϋτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες !
XII. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
XII. BALADE LES CONTREDIZ
DE F R A N C
GONTIER
Sur mol duvet assis, ung gras chanoine, Lez ung brasier, en chambre bien natee, A son costé gisant dame Sidoine, Blanche, tendre, polie et attintee: Boire ypocras, a jour et a nuytee, Rire, jouer, mignonner et baisier, Et nu a nu, pour mieulx des corps s'aisier, Les vy tous deux, par ung trou de mortaise: Lors je congneus que, pour dueil appaisier, Il n'est trésor que de vivre a son aise. 86
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ Τ Ο Ϊ ΦΡΑΝ ΓΚΟΝΤΙΕ
Σέ πουπουλόστρωμα ένας πάπαρδος θρεμμένος Κοντά στη στια πού τριζοβόλαε κορωμένη Καθόταν κι είχε στο πλευρό του ό ιερωμένος Τη Σιδωνία του τήν αφράτη ξαπλωμένη. Να σκρεμιδεύουν μέρα νύχτα μεθυσμένοι, Κι δλο να σμίγουν σ' αγκαλιάσματα τρελά Κι οι δυό τους τσίτσιδοι —έτσι εϊν' πιό βολικά— Νά πώς τους εϊδα και τους δυό άπό μια τρυπούλα. Και τότε σκέφτηκα: «Στη θλίψη αν θές γιατρειά, Πρέπει άνετα να ζεις και νάν τα χαίρεσαι ούλα». 87
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Se Franc Gontier et sa compaigne Helaine Eussent ceste doulce vie hantée, D'oignons, civotz, qui causent forte alaine, N'acontassent une bise tostee. Tout leur matbon, ne toute leur potée, Ne prise ung ail, je le dy sans noysier. S'ilz se vantent couchier soubz le rosier, Lequel vault mieulx? Lit costoyé de chaise? Qu'en dites vous? F a u t il a ce musier? Il n'est trésor que de vivre a son aise.
Κι δ Φράν Γκοντιέ ζοϋσε έτσι 8α ζευγαρωμένος Μέ τή Λενιώ του, καί περνούσαν ζηλεμένη Ζωή μέ σκόρδα και κρεμμύδια, πού όρισμένως Ά π ' τό φαΐ τους μόνο ή βρώμα σοϋ απομένει. Μα για δλα τα γαλατερά τους τσακισμένη Δυάρα δέ δίνω, σας τό λέω παστρικά. Για πέστε, αντί να γέρνουν κάτου άπ' τή ροδιά, Κάλλιο δεν ήταν σέ ζεστή μια καμαρούλα Νά 'χαν κρεβάτι μέ στρωσίδια μαλακά; Πρέπει άνετα να ζεις καί νάν τα χαίρεσαι ούλα.
De gros pain bis vivent, d'orge, d'avoine, Et boivent eaue tout au long de l'année. Tous les oyseaulx d'icy en Babiloine A tel escot une seule journée Ne me tendroient, non une matinee. Or s'esbate, de par Dieu, Franc Gontier, Helaine ο luy, soubz le bel aiglentier: Se bien leur est, cause n'ay qu'il me poise; Mais, quoy que soit du laboureux mestier, Il n'est trésor que de vivre a son aise.
Μέ κριθινίτσα ολοχρονίς περνά, ό καημένος, Καί κρύο νερό" τό ϊδιο κι εκείνη ή βουλιασμένη. Σέ τέτοια δίαιτα δμως έγώ περιορισμένος Στιγμή δέ μένω για ν' ακούω τή μαγεμένη Λαλιά των πιό Ομορφων πουλιών πδχει ή οικουμένη. Κι άν παίζουν κάτουθε άπό τήν τριανταφυλλιά Ό Φράν Γκοντιέ μέ τή Λενιώ του τή γλυκιά, Άφοϋ τσ' αρέσει, έγώ δέ δίνω δεκαρούλαΜα δπως κι άν τό 'χει γράψει ή μοίρα σου, σκαφτιά, Πρέπει άνετα να ζεις καί νάν τα χαίρεσαι ούλα.
Prince, jugiez, pour tous nous accorder. Quant est de moy, mais qu'a nul n'en desplaise, Petit enfant, j ' a y ouy recorder: Il n'est trésor que de vivre a son aise.
Πρίγκιπα, σκέψου νά 'βρεις λύση λογικιά. Μα έγώ, σαν ήμουνα παιδί, κάθε στιγμούλα "Ακουα να λένε —τό θυμάμαι αυτό καλά— «Πρέπει άνετα νά ζεις καί νάν τα χαίρεσαι ούλα».
88
89
FRANÇOIS VILLON
XIII. BALADE B. DES FEMMES
DE
PARIS
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
XIII. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ T O T Π Α Ρ Ι Σ Ι Ο Ϊ
Quoy qu'on tient belles langagières Florentines, Venicïennes, Assez pour estre messagieres, Et mesmement les anciennes; Mais, soient Lombardes, Rommaines, Genevoises, a mes perilz, Pimontoises, Savoisiennes, Il n'est bon bec que de Paris.
"Οσο κι αν λέν γλωσσοϋδες διαλεχτές Τις Φλορεντίνες και τις Βενετσιάνες, Για κάθε προξενιά μοναδικές, Μάλιστα οι πιό γριές γι' αυτά είναι μάνες. Μα εΐτε Λομπάρδες είναι είτε Ρωμάνες, Γκενοβέζες, έγγυώμαι για δλ 'αυτά, *Η Πιεμοντέζες ή Σαβουαζιάνες, Στο Παρίσι δεν πιάνουν χαρτωσιά.
De très beau parler tiennent chaieres, Ce dit on, les Neapolitaines, Et sont très bonnes caquetieres Allemandes et Pruciennes; Soient Grecques, Egipciennes, De Hongrie ou d'autre pays, Espaignolles ou Cathelennes, Il n'est bon bec que de Paris.
Για δασκάλες φημίζονται γερές Στην όμορφη μιλιά οι Ναπολιτάνες, Καί, λένε, στη φλυαρία τους θελχτικές Πώς είναι οί Γερμανίδες κι οι Πρωσιάνες. Μ' ακόμα κι Ελληνίδες, 'Αφρικανές, Ούγγαρέζες ή άλλοϋθε πουθενά, Σπανιόλες, Άνταλοϋζες, Καστιλιάνες, Στό Παρίσι δέν πιάνουν χαρτωσιά.
Brettes, Suysses, n'y sçavent guires, Gasconnes, n'aussi Toulousaines: De Petit Pont deux harengieres. Les concluront, et les Lorraines, Engloises et Calaisiennes, (Ay je beaucoup de lieux compris?) Picardes de Valenciennes; Il n'est bon bec que de Paris.
9°
Μπρεττόνες —αυτές πια είναι νάν τις κλαΐςΈλβετίδες, Γκασκόνες, Τουλουζάνες, Νά τΙς βουβάνουν τέλεια είναι καλές Δυο ψαροπούλες τοϋ Πτί Πόν ! Λορράνες, 'Εγγλέζες, Ίρλανδέζες, Καλαιζιάνες —Δέν πιστεύω να ξέχασα καμιά— Κι ακόμα Πικαρδές ή Βαλεντσιάνες, Στό Παρίσι δέν πιάνουν χαρτωσιά. 91
FRANÇOIS VILLON Prince aux dames Parisiennes De beau parler donnez le pris; Quoy qu'on die d'Italiennes, Il n'est bon bec que de Paris.
XIV. BALADE B. DE LA GROSSE MARGOT
Se j ' a y m e et sers ma dame de bon het, M'en devez vous tenir ne vil ne sot? Ellea en soy des biens a fin souhet. Pour son amour sains bouclier et passot; Quant viennent gens, je cours et happe ung pot, Au vin m'en voys, sans démener grant bruit; Je leur tens eaue, frommage, pain et fruit. S'ilz paient bien, je leur dis «bene stat; Retournez cy, quant vous serez en ruit, En ce bordeau ou tenons nostre estât!» Mais adoncques li y a grant deshet, Quant sans argent s'en vient couchier Margot; Veoir ne la puis, mon cuer a mort la het. Sa robe prens, demy saint et surcot, Si luy jure qu'il tendra pour l'escot. Par les costés se prent cest Antecrist; Crie, et jure par la mort Jhesucrit Que non sera. Lors j'empongne ung esclat; Dessus son nez luy en fais ung escript, En ce bordeau ou tenons nostre estât. 92
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Πρίγκιπα, στις κυρίες τις Παριζιάνες Δώσ' το βραβείο για τήν ωραία μιλιά*Ας λένε τόσα για τις ΊταλιάνεςΣτο Παρίσι δέν πιάνουν χαρτωσιά.
XIV. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ
ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΡΓΚΟ
Τήν αγαπώ καί τή δουλεύω άπ' τήν καρδιά- * Γι' αύτο με λέτε έσεϊς βρωμιάρη καί χαζό; * Μ' αυτή έχει χίλια-δυό χαρίσματα κρυφά. * Γι' αγάπη της σκουτάρι καί σπαθί κρατώ. * Σαν μπουν πελάτες, μια καράφα πάω κι άρπώ, Βαστάω φανάρι δίχως φασαρία πολλήΤους κουβαλώ νερό, ψωμί, φρούτα, τυρί. Καλά αν πληρώσουνε τους κράζω: «Γεια χαρά, Να ρθεϊτε πάλι, Οταν σας βράσουν οί χυμοί, Μές στο μπορντέλο αύτο πού ή ζήση μας περνά!». Μα σε λιγάκι ξεσηκώνω έναν καβγά, Δίχως λεφτά αν έρθει στο στρώμα μου ή Μαργκό" Δεν μπορώ νάν τή δώ, ή καρδιά μου τή μισά. Της παίρνω ρόμπες, σώρουχα, δ,τι κι αν της βρώ, Μα πώς θα πάω ναν τα πουλήσω σαν της πώ, Βάζει τα χέρια στους γοφούς της, τή θανή Βρίζει του Ίησοϋ, ό αντίχριστος, καί σκούζει: «Μή !». 'Αρπάζω τότες ενα κούτσουρο άπ' τή στια Καί, γκάπ, της κάνω άπα στή μούρη μια γραφή, Μές στο μπορντέλο αυτό "πού ή ζήση μας περνά. 93
FRANÇOIS VILLON Puis paix se fait, et me lasche ung gros pet, Plus enflée qu'ung vlimeux escarbot. Riant m'assiet son poing sur mon sommet, Go, go! me dit, et me fiert le jambot... Tous deux yvres, dormons comme ung sabot. Et, au resveil, quant le ventre luy bruit, Monte sur moy, que ne gaste son fruit. Soubz elle geins, plus qu'un aiz me fait plat; De paillarder tout elle me destruit, En ce bordeau ou tenons nostre estât. Vente, gresle, gelle, j ' a y mon pain cuit. le suis paillart, la paillarde me suit. Lequel vault mieulx? Chascun bien s'entresuit. L'ung l'autre vault; c'est a mau rat mau chat. Ordure amons, ordure nous assuit; Nous deffuyons honneur, il nous deffuit, En ce bordeau ou tenons nostre estât.
XV. BELLE LEÇON AUX ENFANS P E R D U Z
«Beaulx enfans, vous perdez la plus Belle rose de vo chappeau; Mes clers près prenans comme glus, Se vous alez a Montpipeau Ou a Ruel, gardez la peau: Car, pour s'esbatre en ces deux lieux, Cuidant que vaulsist le rappeau, Le perdit Colin de Cayeux. 94
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Μετά φιλιώνουμε, και μ' άπολάει μια Πορδή, πιό φουσκωτή κι άπ' τό φαρμακερά Σκάθαρο. Μέ χτυπάει στην κούτρα χαϊδευτά, Φουχτώνει τ' αχαμνά μου και μου λέει: «Γκό, γκό!» Ξεροί κοιμώμαστε κι οί δυό άπα το πιοτό. Μα σαν ξυπνήσει κι ή κοιλιά της βουρλιστεΐ, Μέ καβαλάει, μήν ό καρπός της χαλαστεϊ. Κάτουθέ της βογγώ' μέ λιώνει, για καλά Μέ ξεπατώνει μέ τή λύσσα πού ασελγεί, * Μές στο μπορντέλο αυτό πού ή ζήση μας περνά. Βρέχει χιονίζει, εχω τή σούπα μου ζεστή. Σ' έμέ τον πόρνο αρέσει ή πόρνη. Οί δυο μαζί "Αξια ταιριάζουμε, σαν κώλος μέ βρακί. Κακό ποντίκι για τή γάτα τήν κακιά. Τή βρώμα θέλουμε κι ή βρώμα μας ποθεί. Φεύγουμε τήν τιμή, μακριά μας πάει κι αυτή, Μές στο μπορντέλο αυτό πού ή ζήση μας περνά.
XV. ΩΡΑΙΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ
ΧΑΜΕΝΑ
ΠΑΙΔΙΑ
«Όμορφόπαιδα, χάνετε έτσι δα Της ζήσης σας τον πιο δμορφον καιρό" Τσιράκια μου, ξεφτέρια στην κλεψιά, Στή Ρυέλ σαν πάτε για στο Μονπιπώ, Φυλάχτε τό τομάρι σας γερό "Ετσι έ'μπλεξε σ' αυτές τις γειτονιές, Σίγουρος για τό κόλπο τοϋ εκκαλώ, Και τό 'χάσε ό Κολέν άπ' τό Καγές. 95
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
«Ce n'est pas ung jeu de trois mailles, Ou va corps, et peut estre l'ame. Qui pert, riens n'y sont repentailles Qu'on n'en meure a honte et diffame; Et qui gaigne n'a pas a femme Dido, la royne de Cartage. L'omme est donc bien fol et infâme Qui, pour si peu, couche tel gage.
«Δέν εϊναι παΐξε-γέλασε, σας λέω, Να χάστε τό κορμί και τήν ψυχή σας. "Άν σας σκοτώσουν, τότενες θα κλαίω Για τήν ντροπή και κακοφήμησή σας. Κι άν κερδίστε, δέ θά 'χετε αμοιβή σας Τή Διδώ, τήν κυρά της Καρχηδόνας" Και θά 'σαστε μουρλοί αν τήν δπαρξή σας Παίζετε για τή μύτη μιας βελόνας.
«Qu'ung chascun encore m'escoute ! On dit, et il est vérité, Que charretée se boit toute, Au feu l'yver, au bois l'esté. S'argent avez, il n'est enté, Mais le despendez tost et viste. Qui en voyez vous hérité? Jamais mal acquest ne proffite.»
«*Ας ακούσει τα λόγια μου οποίος θέλει ! Λένε, σωστά, πώς δίπλα στή φωτιά Μέ το κρύο, μέ τή ζέστη μές στ' αμπέλι 'Αδειάζουν μονορούφι τά βουτσιά. Δέ φυτρώνουν —τ' άκοϋτε ;— τά λεφτά, Σκορπιώνται μοναχά στδ πι και φί. Μπας και τά 'χετε άπο κληρονομιά ; Κλεμμένο βιός δέν έχει προκοπή».
XVI. BALADE B. DE BONNE D O C T R I N E
Car ou soies porteur de bules, Pipeur ou hasardeur de dez, Tailleur de faulx coings, t u te brusles Comme ceulx qui sont eschaudez, Traistres parjurs, de foy vuidez; Soies larron, ravis ou pilles, Ou en va l'acquest, que cuidez? Tout aux tavernes et aux filles. 96
XVI. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ
ΔΙΔΑΧΗΣ
Γιατί είτε αγύρτες είστε εΐτε άγιογδύτες, 'Απατεώνες στα ζάρια ή στα χαρτιά, *H κιβδηλοποιοί ή λωποδύτες, Θα πεθάνετε άπάνου στή φωτιά Σαν άθεοι, σαν προδότες. Μα ή κλεψιά Κάμετε ή καμιάν άλλην ατιμία, Ποϋ πάνε τα δσα βγάνετε λεφτά; "Ολα στα καπηλειά και στα πορνεία. 97
s
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ryme, raille, cymballe, luttes, Comme fol, fainctif, eshontez; Farce, broulle, joue des fleustes; Fais, es villes et es citez, Farces, jeux et moralitez; Gaigne au berlanc, au glic, aux quilles. Aussi bien va, or escoutez ! Tout aux tavernes et aux filles.
Κι άν είσαστε ποιητάδες, καμποτίνοι, Κι άν ζείτε σά λωλοί μ' άδιαντροπιά, Κι άν είστε οργανοπαίχτες, θεατρίνοι, Κι άν γυρίζετε χώρες καΐ χωριά Και φάρσες παίζετε ή έργα σοβαρά, Κι αν κερδατε στον τζόγο μ' ευκολία, Για πέστε, που ξοδεύονται βλ' αυτά; "Ολα στα καπηλειά καΐ στα πορνεία.
De telz ordures te recules? Laboure, fauche champs et prez, Sers et pense chevaux et mules, S'aucunement t u n'es lettrez; Assez auras, se prens en grez. Mais, se chanvre broyés ou tilles, Ne tens ton labour qu'as ouvrez Tout aux tavernes et aux filles?
Ά π ' τις βρωμιές αυτές άλάργου ζήστε, Θρέψετε άλογα κι άλλα ζωντανά, 'Αμπέλια καΐ χωράφια καλλιεργήστε" Κι άν γράμματα δέν ξέρετε, λεφτά Θα κερδίστε άν δουλέφτε με καρδιά. Μα δσο βαριά κι άν κάνετε αγγαρεία, Που παν' και κόποι και δουλευτικά; "Ολα στα καπηλειά και στά πορνεία.
Chausses, Robes, et Ains que Tout aux
Παπούτσια, ρόμπες κι άλλα ρουχικά Καινούρια, δίχως λύπηση καμία, Πουλάτε τα και φέρτε τα λεφτά "Ολα στα καπηλειά και στα πορνεία.
pourpoins esguilletez, toutes vos drappilles, vous fassiez pis, portez tavernes et aux filles.
XVII. CHANSON
Au retour de dure prison Ou j'ai laissié presque la vie, Se Fortune a sur moy envie, Jugiez s'elle fait mesprison ! 98
r
XVII. ΤΡΑΓΟΥΔΙ Στό γυρισμό άπ' τη μαύρη φυλακή —πού, άπα κουκί, ή ζωή ήθελε μ' άφήσειΆ ν μ' έχτρεύεται ή μοίρα βγάλτε κρίση 'Απ' τις αναποδιές πού δλο μου στηεϊ. 99
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Il me semble que, par raison, Elle deust bien estre assouvie Au retour!
Λέω πώς αν ήταν δίκαιη, λογική, "Ησυχο πια είχε χρέος να μ' αφήσει Στό γυρισμό !
Se si plaine est de desraison Que vueille que du tout desvie, Plaise a Dieu que l'ame ravie En soit lassus en sa maison, Au retour!
Μ' αν θέλει μέ τό ζόρι άπ' τή ζωή, Καλά και σώνει, να μέ ξεκαμπίσει, *Ας δώσει ό Θεός γαλήνη ν' αποχτήσει, Σαν πάει κοντά του, ή δόλια μου ή ψυχή, Στό γυρισμό !
XVIII. E P I T A P H E CY GIST ET DORT EN CE SOLLIER, QU'AMOURS OCCIST DE SON RAILLON, UNG POVRE PETIT ESCOLLIER, QUI FUT NOMMÉ FRANÇOIS VILLON. ONCQUES DE TERRE NOT SILLON. IL DONNA TOUT, CHASCUN LE SCET: TABLES, TRESTEAULX, PAIN, CORBEILLON. AMANS, DICTES EN CE VERSET:
VERSET Repos éternel donne a cil, Sire, et clarté perpétuelle, Qui vaillant plat ni escuelle N'ot oncques, n'ung brin de percil. ioo
XVIII. ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΕΔΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑ ΑΥΤΟ, ΑΠ' ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗ ΣΑ-ΓΤΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ, ΕΝΑ ΣΚΟΛΙΤΑΡΟΥΔΙ ΤΡΥΦΕΡΟ: ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ ΤΟ ΛΕΓΑΝ, ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ. ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΡΟΥΠΙ ΓΗΣ, ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ ΕΙΧΕ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΒΙΟΣ ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ: ΣΚΑΜΝΙΑ, ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΨΩΜΙ ΦΡΥΜΕΝΟ. ΠΕΣΤΕ ΓΓ ΑΥΤΟΝ ΣΤΟ ΘΕΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΥΚΗ:
ΕΥΚΗ Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως, Κύριε, σ' αύτόνε τό συφοριασμένο, Πού οΰτε ενα ρούπι γης, οίίτε στρωμένο Πλούσια τραπέζι απόχτησε ό φτωχός. ΙΟΙ
FRANÇOIS VILLON Il fut rez, chief, barbe et sourcil, Comme ung uavet qu'on ret ou pelle. Repos éternel donne a cil. Rigueur le transmit en exil, Et luy frappa au cul la pelle, Non obstant qu'il dit: «J'en appelle!» Qui n'est pas terme trop subtil. Repos éternel donne a cil.
XIX. BALADE B. DE
MERCY
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΑΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
'Απα μαλλιά και γένεια ήταν σπανός, Ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο. Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως. Τον στεΐλαν στό μπουντρούμι στανικώς Μέ μιά κλωτσιά στον κώλο, συστημένο, Κι ας φώναζε: «Έκκαλώ!», πετυχημένο Δεν είναι και πολύ τό κόλπο αυτό. Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.
XIX. TOT
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
A Chartreux et a Celestins, A Mendians et a Devottes, A musars et claquepatins, A servans et filles mignottes Portans surcotz et justes cottes, A cuidereaux d'amours transis, Chaussans sans meshaing fauves bottes, Je crie a toutes gens mercis.
Σέ κάθε ιερωμένο ή καλογριά, Σέ φρόνιμους και σέ παραλυμένους, Σέ ζητιάνους, τεμπέλικα κορμιά, Σέ ρουφιάνους, σέ πόρνες πού σφιγμένους Μπούστους φοροΰν και φούστες, σέ σβημένους Κορτάκηδες άπό έ'ρωτα καημό, Με φίνες στενές μπότες ποδεμένους, Σ' δλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
A fillettes monstrans tetins Pour avoir plus largement hostes, A ribleurs mouveurs de hutins, A bateleurs traynans marmottes, A folz et folles, sotz et sottes, Qui s'en vont siflant six a six, A marmosetz et mariottes, Je crie a toutes gens mercis.
Σέ κορίτσια πού δείχνουν τα βυζιά Για νά 'χουν πιό πολλούς προσκαλεσμένους, Σέ χήρες καΐ κοπέλες για παντρειά, Σέ θεατρίνους και σέ μασκαρεμένους Παλιάτσους, σέ ξενύχτες μεθυσμένους, Σ' αγύρτες πού δετές άπ' τδ λαιμό Σέρνουν μαϊμούδες, σέ χρεοκοπημένους, Σ' δλον τόν κόσμο κράζω ευχαριστώ.
102
ι ο 3
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Si non aux traistres chiens mastins Qui m'ont fait rongier dures crostes Et maschier, mains soirs et matins, Qu'ores je ne crains pas trois crottes. Je feisse pour eulx petz et rottes; Je ne puis, car je suis assis. Au fort, pour éviter riottes, Je crie a toutes gens mercis.
Ό ξ ' άπό κείνα τ' άτιμα σκυλιά, Πού μ' έκαμαν να φάω μουχλιασμένα Ψωμιά και να πιω βρώμικα νερά —Πού τ' άντερα μου εΐν' άπ' αυτά αργασμένα— Μέ πορδές θέ να τά 'χα φιλεμένα, Τώρα δμως κάθουμαι και δέν μπορώ. Δυνατά, μή μαλώσω μέ κανένα, Σ' δλον τδν κόσμο κράζω ευχαριστώ.
Qu'on leur froisse les quinze costes De gros mailletz, fors et massis, De plombées et telz pelottes. Je crie a toutes gens mercis.
Ά ς τους λιανίσουν τά πλευρά, ενα-ενα, Μ' ενα μεγάλον κόπανο γερο *Η μέ ματσούκια σιδεροδεμένα. Σ' δλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
XX. A U T R E BALADE
XX. ΑΛΛΗ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Icy se clost le testament Et finist du povre Villon. Venez a son enterrement Quant vous orrez le carrillon, Vestus rouge com vermillon, Car en amours mourut martir; Ce jura il sur son couillon, Quand de ce monde voult partir.
Έδώ ή διαθήκη τέλειωσε και κλεϊ Του Φρανσουά Βιγιον του φουκαρά. Στην κηδεία του ελάτε, χριστιανοί, Σαν χτυπήσει ή καμπάνα θλιβερά. Φορέστε άλικα ροϋχα μοναχά: Στοϋ έρώτου τη φωτιά μαρτυρικό Θάνατο ήβρε- τ' όρκίστη στ' αχαμνά, Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
Et je croy bien que pas n'en ment, Car chassie fut comme ung souillon De ses amours hayneusement ; Tant que, d'icy a Roussillon,
Και τόν πιστεύω, μά το ναί, γιατί 'Απ' δλες τις αγάπες του σκληρά Διώχτηκε σάν ψωριάρικο σκυλί. Σέ τόπο πού δε βρέθηκε αγκάθια
104
ι ο 5
FRANÇOIS VILLON Brosse n'y a ne brossillon Qui n'eust, ce dit il sans mentir, Ung lambeau de son cotillon, Quant de ce monde voult partir. Il est ainsi, et tellement, Quant mourut n'avoit qu'ung haillon. Qui plus, en mourant, malement D'espoignoit d'Amours l'esguillon; Plus agu que le ranguillon D'ung baudrier luy faisoit sentir, C'est de quoy nous esmerveillon, Quant de ce monde voult partir. Prince, gent comme esmerillon, Sachiez qu'il fist au départir: Ung traict but de vin morillon, Quant de ce monde voult partir.
106
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΑΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ "Ως με τό Ρουσιγιόν, δπου γερά Να μήν κράτειε ξεσκλίδια άπ' τό φτωχό Βρακί του, τό 'πε ό ίδιος στα σωστά, Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό. Κι έτσι τά 'φέρε ή μοίρα του ή σκληρή, Στο χαροπάλεμά του μοναχά Μ' έ'να κουρέλι, δ δόλιος, να βρεθεί. Κι ακόμα ό έρωτας νά τον τυραννά Μπήζοντας του ολοένα πιδ βαθιά Το κοπίδι του τό φαρμακερό: Γι' αυτό κι εμείς θαμάξαμε έτσι δά, Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό. Πρίγκιπα, πδχεις χάρη εύγενικιά, Νά τί έκαμε γι' αποχαιρετισμό: "Ηπιε άπ' τό μπρούσκο μια γερή ρουφιά, Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
ιο7
IL TA
ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ TOY
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ
FRANÇOIS VILLON
I. BALADE B. DE BON
CONSEIL
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ι. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ
ΣΤΜΒΟΐΛΗΣ
Hommes faillis, despourveuz de raison, Desnaturez et hors de congnoissance, Desmis du sens, comblez de desraison, Fols abusez, plains de descongnoissance, Qui procurez contre vostre naissance, Vous soubzmettans a detestable mort Par lascheté, las ! que ne vous remort L'orribleté qui a honte vous maine? Voyez comment maint jeune homs est mort Par offenser et prendre autruy demaine.
Κορμιά χρεοκοπημένα δίχως σπυρί μυαλό, "Εκφυλα και χωρίς συνείδηση καμία, 'Αναίσθητα με σκάρτο το έρμο σας λογικό, Γιομάτα μοναχά άπο τρέλα και βλακεία.• Πού δίνετε ντροπή στο σόι σας κι ατιμία, Πού τα ύστερνά σας πάντα κακά είναι και ψυχρά, Δόλιοι, άπο τις πομπές σας ! Δέν έχετε σταλιά Τύψη άπ' τη φρίκη αυτής τής τόσης σας κακίας; Δέστε πώς τη ζωή τους χάσαν τόσα παιδιά Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Chascun en soy voye sa mesprison, Ne nous venjons, prenons en pacience; Nous congnoissons que ce monde est prison: Aux vertueux franchis d'impacience Battre, touiller, pour ce n'est pas science, Tollir, ravir, piller, meurtrir a tort. De Dieu ne chault, trop de verte se tort Qui en telz faiz sa jeunesse demaine, Dont a la fin ses poins doloreux tort Par offenser et prendre autruy demaine.
Καθένας άπ' ατός του ας νιώσει το κακό, Και για να εκδικηθεί ας μήν τον πιάνει βία. Ξέρουμε πώς σα σκλάβοι ζοϋμε στον κόσμο αυτό. Υπομονή ! Θαρρώ πώς κάνουν ανοησία "Οσοι λεβέντες ζουν μέσα στην αμαρτία, Κλέβοντας, ξεγελώντας, κάνοντας φονικά. 'Απ' του Θεόΰ τη χάρη ζουν πάντα τους μακριά "Οσοι άσκεφτα χαλούν τα νιάτα τους με μίας" Και στο ύστερο τους γρόθους σφίγγουν μ' απελπισία Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Que vault piper, flater, rire en trayson, Quester, mentir, affermer sans fiance, Farcer, tromper, artifier poison, Vivre en pechié, dormir en deffiance no
Ποιο τ' όφελος να ζούμε βίον υποκριτικό, Μ' άπατη, ζητιανιά, δόλο και ψευδορκία, Γελώντας και φαρμάκια φτιάνοντας, στα κακό Ζώντας, χωρίς στιγμή να βρίσκουμε ησυχία, III
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
De son prouchain sans avoir confiance? Pour ce conclus: de bien faisons effort, Reprenons cuer, ayons en Dieu confort, Nous n'avons jour certain en la sepmaine; De nos maulx ont noz parens le ressort Par offenser et prendre autruy demaine.
Και να μας τυραννούν ό φόβος κι ή υποψία; Γι' αυτό, με λίγα λόγια, ας κάμουμε καρδιά, Στον 'όσιο δρόμο ας μπούμε —δέν εϊναι ακόμα άργάΚάτου άπό τη σκεπή της θείας προστασίας" Κάθε πομπή μας πέφτει στα έρμα μας γονικά Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Vivons en paix, exterminons discort; Ieunes et vieulx, soyons tous d'ung accort: La loy le veult, l'apostre la ramaine Licitement en l'epistre rommaine; Ordre nous fault, estât ou aucun port. Notons ces points; ne laissons le vray port Par offenser et prendre autruy demaine.
"Ας ζούμε φιλιωμένοι βίον ειρηνικό, Γέροι και νιοί, ενωμένοι σ' έναν κοινό σκοπό" Ό νόμος το απαιτεί κι ή τάξη της θρησκείας, Να ζούμε ταχτικά, μακριά άπ' της ανομίας Τα δίχτυα. Κι όλοι νιώστε το αύτο πού θα σας πω: Τό σίγουρο λιμάνι μήν παρατάμε πλιο Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
IL BALADE B, DES PROVERBES
Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant
grate chievre que mal gist, va le pot a l'eaue qu'il brise, chauffe on le fer qu'il rougist, le maille on qu'il se debrise, vault l'omme comme on le prise, s'eslongne il qu'il n'en souvient, mauvais est qu'on le desprise, crie l'on Noel qu'il vient.
Tant parle on qu'on se contredist, Tant vault bon bruyt que grace acquise, 112
II. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ
"Οσο πάει στή βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι" Τόσο ή γίδα κακοπέφτει, δσο πιο βαθιά σκαλίζει. "Οσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει, "Οσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει. "Οσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ό κόσμος σε μανίζει. "Οσο πιο πολύ άλαργεύεις, τόσο κι οί άλλοι σε ξεχνούνε. "Οσον ένας έχτιμιέται, τόσο και μονάχα αξίζει" "Οσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ρθοϋνε. "Οση αξία σου δίνει ή φήμη, ή αξία σου δε στή δίνει. "Οποιος ολο λέει και λέει, να ξελέει γλήγορα αρχίζει. "3
FRANÇOIS VILLON
ΑΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Tant Tant Tant Tant Tant Tant
promet on qu'on s'en desdist, prie on que chose est acquise, plus est chiere et plus est quise, la quiert on qu'on y parvient, plus commune et mains requise, crie l'on Noel qu'il vient.
Ό σ ο πιό εύκολα ένας τάζει, τόσο πιό δύσκολα δίνει. 'Οπού κάτι δλο γυρεύει, δέ θ' αργήσει να τ' ορίζει. Τόσο πεθυμάμε κάτι, δσο πιο ακριβά κοστίζει"Οσοι επίμονα τό θέλουν, στό φινάλε τ' άποχτοΰνε"Οσο πιο πολύ κοινά είναι, τόσο καΐ πιο λίγο αξίζει. "Οσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιό νωρίς θα ρθοϋνε.
Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant
ayme on chien qu'on le nourrist, court chanson qu'elle est apprise, garde on fruit qu'il se pourrist, bat on place qu'elle est prise, tarde on que faut entreprise, se haste on que mal advient, embrasse on que chiet la prise, crie l'on Noel qu'il vient.
Τό σκυλί του δποιος πονάει, πεινασμένο δέν τ' αφήνει. "Οσο τό φυλάς τό φρούτο, τόσο πιό πολύ σαπίζει. Τρώει σιγά-σιγά τή γούρνα τό νερό πού ή βρύση χύνει. Χάνει οποίος πολυψειρίζει τ ό,τι ή μοίρα του χαρίζει. Δυο λαγούς δποιος ξετρέχει, και τους δυο τους άστοχίζει. "Οσοι βιάζουνται και τρέχουν, στα κοτρώνια σκουντουφλοΰνε. "Οσο λές τό 'ίδιο τραγούδι, τόσο ό κόσμος τό μπουχτίζει. "Οσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιό νωρίς θα ρθοϋνε.
Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant Tant
raille on que plus on n'en rit, despent on qu'on n'a chemise, est on franc que tout y frit, vault «tien» que chose promise, ayme on Dieu qu'on suit l'Eglise, donne on qu'emprunter convient, tourne vent qu'il chiet en bise, crie l'on Noel qu'il vient.
"Οσο πιότερο άναμπαίζεις, τόσο και τό γέλιο σβήνει. "Οσο ή χούφτα σου σκορπίζει, τόσο ή γούνα σου ξεφτίζει. "Οποιος λέει πάντα του αλήθεια, ζόρκος γλήγορα θα μείνει. "Οσο δέρνεται ό αγέρας, τόσο στό χιονιά γυρίζει. "Οποιος τό Θεό λατρεύει, σ' εκκλησιές ξεροσταλίζει. Τόσα χάρισες, πού τώρα δανεικά θα σου χρειαστούνε. Ά π ' τα δέκα πού σοϋ τάζουν, τό 'να πδχεις κάλλιο αξίζει. "Οσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιό νωρίς θα ρθοϋνε.
Prince, t a n t vit fol qu'il s'avise, Tant va il qu'après il revient, Tant le mate on qu'il se ravise, Tant crie l'on Noel qu'il vient.
114
Πρίγκιπα, τοϋ βουρλισμένου τό μυαλό στό τέλος πήζει"Οσο τόνε δέρνουν, τόσο οί τρέλες του τον παρατούνε. "Οσο φρονιμεύει, τόσο τό δσο ξύλο έφαγε αξίζει. Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιό νωρίς θα ρθοϋνε.
"5
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
III. BALADE Β. DES MENUS
congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois
bien mouches en let, a la robe Tomme, le beau temps du let, au pommier la pomme, l'arbre a veoir la gomme, quant tout est de mesmes, qui besongne ou chomme, tout, fors que moy mesmes.
Je Je Je Je Je Je Je Je
congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois
pourpoint au colet, le moyene a la gonne, le maistre au varlet, au voille la nonne, quant pipeur jargonne, fols nourris de cresmes, le vin a la tonne, tout, fors que moy mesmes.
Je Je Je Je Je Je Je Je
congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois congnois
cheval et mulet, leur charge et leur somme, Bietris et Belet, get qui nombre et somme, vision et somme, la faulte des Boesmes, le povoir de Romme, tout, fors que moy mesmes. 116
III. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
PROPOS
Je Je Je Je Je Je Je Je
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ
Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω
μύγες στο γάλα μου να ιδώ, κάθε άνθρωπο άπ' τή φορεσιά, τον αίθριο άπ' τόν κακόν καιρό, το μήλο πάνω στη μηλιά, άπ' την κόλλα νά 'βρω τον ΐξό, δσα άπ' δμοια πάστα είναι φτιαγμένα, ποιος έχει σκόλη, ποιος δουλειά, το καθετί, δξ' άπό μένα.
Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω
άπ' τό ράσο κάθε κληρικό, κάθε ζακέτα άπ' το γιακά, τό δοϋλο άπ' τόν αφεντικό, άπ' τόν πέπλο κάθε καλογριά, τόν άγιογδύτη άπ' τή ζαριά, γελοία κορμιά καλοθρεμμένα, κάθε κρασί άπ' τα βουτσιά, τό καθετί, όξ' άπό μένα.
Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω Νιώθω
μουλάρι άπ' άλογο να βρω, τί άγώι καθένα τους κρατά, ποια εΐν' ή Μπιετρίς και ποια ή Ύζαμπώ, όταν ζάρι αθροίζει και μετρά, νά ιδώ στον ΰπνο μου βραχνά, άντρες, νιους, παιδιά, έναν προς ένα, των Μποέμ την αίρεση καλά, τό καθετί, οξ' άπό μένα. ιΐ7
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
Prince, je congnois tout en somme, Je congnois coulourez et blesmes, Je congnois Mort qui tout consomme, Je congnois tout, fors que moy mesmes.
Πρίγκιπα, δλα τα νιώθω, γενικά" Νιώθω μοϋτρα ανθηρά κι αρρωστημένα, Νιώθω το Χάρο πού μας καρτερά, Νιώθω τό καθετί, οξ' άπα μένα.
IV. BALADE B. DES
CONTRE
VÉRITÉS
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
IV. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ
ΑΛΗΘΕΙΑ
Il n'est soing que quant on a fain, Ne service que d'ennemy, Ne maschier qu'ung botel de foing, Ne fort guet que d'omme endormy, Ne clémence que felonnie, N'asseurence que de peureux, Ne foy que d'omme qui regnie, Ne bien conseillé qu'amoureux.
Δέ χαίρεσαι θαράπαψη, παρά άπ' τον πεινασμένο, Οΰτε κι εξυπηρέτηση, παρά άπα τον εχτρό, Οΰτε και μάσημα, αν δέ φας σανό δεματιασμένο, Οΰτε και φύλαξη, παρά άπ' τον ύπναρά φρουρό, Ούτε συμπόνια ή σχώρεση, παρά άπ' την άσπλαχνιά, Ούτε και καθησύχασην άλλη άπο τοϋ σκιαγμένου, Οΰτε και πίστη, παρά άπ' τον αγύρτη μοναχά, Οΰτε κι όρμήνεια γνωστική άλλη άπ' τοϋ ερωτεμενου.
Il n'est engendrement qu'en boing, Ne bon bruit que d'omme banny, Ne ris qu'après ung coup de poing, Ne los que debtes mettre en ny, Ne vraye amour qu'en flaterie, N'encontre que de maleureux, Ne vray rapport que menterie, Ne bien conseillé qu'amoureux.
Δέ χαίρεσαι δξω στα λουτρά γάμο πιο τιμημένο, Οΰτε και φήμη, παρά μόνο αν κάμεις φονικό, Οΰτε έπαινο, αν δεν αρνηθείς χρέος ποχεις φαγωμένο, Οΰτε χωρίς ξεπλάνεμα έρωτα αληθινό, Οΰτε και γέλιο, αν δέ γευτείς καμιά γερή γροθιά, Οΰτε ευτυχία πιο τρανή άπ' τοϋ συφοριασμένου, Οΰτε μαντάτο αληθινό, παρά άπό τήν ψευτιά, Οΰτε κι όρμήνεια γνωστική άλλη άπ' τοϋ ερωτεμενου.
Ne tel repos que vivre en soing, N'onneur porter que dire: «Fi!», Ne soy vanter que de faulx coing,
Οΰτε είναι άλλος πιο ξένοιαστος άπ' τό συλλογισμένο, Ούτε άπ' τό: «Φτού!» είναι τίποτις άλλο πιο ευγενικό, Οΰτε πιο ΰγιος άνθρωπος άπ' τό δροπικιασμένο,
118
"9
FRANÇOIS VILLON Ne Ne Ne Ne Ne
santé que d'omme bouffy, hault vouloir que couardie, conseil que de furieux, doulceur qu'en femme estourdie, bien conseillé qu'amoureux.
Voulez vous que verte vous die? Il n'est jouer qu'en maladie, Lettre vraye que tragédie, Lasche homme que chevalereux, Orrible son que mélodie, Ne bien conseillé qu'amoureux.
V. BALADE B. P O U R
FRANCE
Rencontré soit de bestes feu getans, Que Jason vit, querans la toison d'or; Ou transmué d'omme en beste sept ans, Ainsi que fut Nabugodonosor; Ou perte il ait et guerre aussi villaine Que les Troyens pour la prinse d'Elaine; Ou avallé soit avec Tantalus Et Proserpine aux infernaux palus; Ou plus que Job soit en griefve souffrance, Tenant prison en la tour Dedalus, Qui mal vouldroit au royaume de France 1 Quatre mois soit en ung vivier chantans, 120
ΔΙΑΦΟΡΑ
Οΐίτε Οΰτε Ούτε Οΰτε Ούτε
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
άπ' τοϋ κιβδηλοποιού έργο πιό σεβαστό, κουμάντο πιο γερο άλλο άπ' τοϋ μπουνταλά, και γνώμη πιο σοφή άπδ τοϋ μανιασμένου, γυναίκα πιο ήρεμη άπ' τήν ύστερικιά, κι όρμήνεια γνωστική άλλη άπ' τοϋ έρωτεμένου.
Θέτε μια αλήθεια να σας πω τίμια και παστρικιά; Καλύτερη άπα τ' άρρωστου δεν είναι άλλη χαρά" Γράμματα πιο καλόδεχτα άπο τ' άναμπαιχτικά, Ούτε δειλία χειρότερη άπό τ' αντρειωμένου, Ούτε φριχτότερος αχός άπ' τή γλυκιά λαλιά, Ούτε κι όρμήνεια γνωστική άλλη άπ' τοϋ έρωτεμένου.
V. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Μες στα θεριά να πέσουν πού ξεφυσούν φωτιές, Πού στην Κολχίδα ό 'Ιάσων αψήφησε μ' άντρειά" *Η να βοσκούν σα χτήνη εφτά χρονιές σωστές, 'Ωσάν της Βαβυλώνας τον άθεο βασιλιά"Η, πιό καλά, να πάθουν φριχτή πανωλεθρία, "Οπως για τήν Ελένη έπάθανε στην Τροία" 'Ή όπως ή Περσεφόνη κι ό Ίξίονας να χάφτουν Σύψυχοι άπό τόν "Αδη κι έκεϊ να μαρτυρούν Κι άπό τοϋ Ίώβ το πάθος τά κρεάτα τους να φάνε, Στοΰ Δαίδαλου τόν πύργον άφοϋ φυλακιστοΰν, "Ολοι δσοι της Γαλλίας το χαλασμό ζητάνε ! Σωστούς τέσσαρους μήνες μέ,ς στις λασπονεριές 121
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
La teste au fons, ainsi que le butor; Ou au Grant Turc vendu deniers contans, Pour estre mis au harnois comme ung tor; Ou trente ans soit, comme la Magdalaine, Sans drap vestir de linge ne de laine; Ou soit noyé comme fut Narcisus, Ou aux cheveulx, comme Absalon, pendus, Ou, comme fut Judas, par Desperance; Ou puist périr comme Simon Magus, Qui mal vouldroit au royaulme de France!
Νά 'χουνε τό κεφάλι σαν δρνια νερικά*Η για τρανοϋ Σουλτάνου άγγάρεψες βαριές Ν' αγοραστούν κι ώς βόδια να οργώνουνε σκληρά" ""Η τριάντα τόσα χρόνια να ζουν μέσα στα κρύα, Σαν τή Μαγδαληνή έτσι γυμνοί στην έρημία*Η σαν τό Νάρκισσο δμοια, στη λίμνη να πνίγουν Α Η ώς ό Άβεσσαλώμ στή δρυ να μαλλιοκρεμαστοϋν "Ή άπ' τή θηλιά, ώς ό Γιούδας, φριχτά να σπαρταράνε*Η τοΰ Σίμωνα Μάγου τό θάνατο να βρουν, "Ολοι δσοι της Γαλλίας τό χαλασμό ζητάνε !
D'Octovien puisse venir le tems: C'est qu'on luy coule au ventre son trésor; Ou qu'il soit mis entre meules flotans En ung moulin, comme fut saint Victor; Ou transglouty en la mer, sans alaine, Pis que Jonas au corps de la balaine; Ou soit banny de la clarté Phebus, Des biens Juno et du soûlas Venus, Et du dieu Mars soit pugny a oultrance, Ainsy que fut roy Sardanapalus, Qui mal vouldroit au royaulme de France I
"Αμποτε τ' Όχταβιανοϋ να ρθοΰν πάλι ο! χρονιές, Έτσι για να τους χύσουν τό βιός τους στην κοιλιά Λιωτό. '"Η μέσα σε δύο μυλόπετρες τραχιές, Σαν τόν "Αη-Βίχτωρα ΐδια, ν' άλέσουνε γερά*Η νάν τους καταπιούνε τοϋ πέλαου τα θερία Κι άπ' τοϋ Ίωνά νά πάθουν χειρότερη ίστορίαΚι άπό τό φώς τοϋ Φοίβου τέλεια νά στερηθοΰν ΚαΙ πλούτια, ηδονές, γλέντια ποτέ νά μή χαροΰν *Η ώς ό Σαρδανάπαλος καταραμένοι νά 'ναι Κι άπό τό Θεό τόν "Αρη σκληρά νά χτυπηθοΰν, "Ολοι δσοι της Γαλλίας τό χαλασμό ζητάνε !
Prince, porté soit des serfs Eolus En la forest ou domine Glaucus; Ou privé soit de paix et d'espérance: Car digne n'est de posséder vertus Qui mal vouldroit au royaulme de France!
Στους τέσσαρους άνεμους, Πρίγκιπα, ας σκορπιστοΰν Στοΰ Γλαύκου τα λημέρια για πάντα νά χαθοΰν Κι ελπίδα και γαλήνη μάταια νά λαχταρανεΓιατί άπ' αυτόν τόν κόσμο πρέπει ν' αφανιστούν "Ολοι δσοι της Γαλλίας τό χαλασμό ζητάνε !
122
123
FRANÇOIS VILLON
VI. BALADE VILLON B. DU C O N C O U R S
DE BLOIS
Je meurs de seuf auprès de la fontaine, Chault comme feu, et tremble dent a dent; En mon païs suis en terre loingtaine; Lez ung brasier frissonne tout ardent; Nu comme ung ver, vestu en president, Je ris en pleurs et attens sans espoir; Confort reprens en triste desespoir; Je m'esjouys et n'ay plaisir aucun; Puissant je suis sans force et sans povoir, Bien recueully, débouté de chascun.
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
VI. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΒΙΓΙΟΝ
\/
ΜΠΑΛΑΝΤΑ Τ Ο ΐ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Τ Ο Ϊ Μ Π Λ Ο Ϊ Α
Πλάι στή βρύση πεθαίνω διψασμένος" Καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ" Στον τόπο μου ενώ ζώ, είμαι τέλεια ξένος" Κοντά στή στια τα δόντια κουρταλώ. Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ" Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πιά" Κουράγιο παίρνω άπ' τήν απελπισία" Χαίρουμαι, κι δμως δεν εχω χαρές" Θεριά είμαι δίχως δύναμη καμιά" Καλόδεχτος, διωγμένος με κλωτσιές.
Rien ne m'est seur que la chose incertaine; Obscur, fors ce qui est tout evident; Doubte ne fais, fors en chose certaine; Science tiens a soudain accident; Je gaigne tout et demeure perdent; Au point du jour dis: «Dieu vous doint bon soir!» Gisant envers, j ' a y grant paour de cheoir; J'ay bien de quoy et si n'en ay pas ung; Eschoitte attens et d'omme ne suis hoir, Bien recueully, débouté de chascun.
Στ' αβέβαιο πάντα βρίσκω τ' ορισμένος" Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό" Διστάζω για δ,τι πλέρια είμαι πεισμένος• Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ. Κερδίζω, και χαμένος θέ να βγώ" "Οταν χαράζει, λέω: «Καλή νυχτιά!» Ξαπλώνω, λέω: «Θα φάω καμιά βροντιά!» Εϊμαι πλούσιος κι ολο έχω άδεκαριές" Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά" Καλόδεχτος, διωγμένος με κλωτσιές.
De riens n'ay soing, si mectz toute ma paine D'acquérir biens et n'y suis prétendent; Qui mieulx me dit, c'est cil qui plus m'ataine, Et qui plus vray, lors plus me va bourdent;
"Εγνοιες δεν εχω, κι είμαι ΐδεασμένος Πλούτια να βρώ, μα δεν τα επιθυμώ. 'Απ' δσους με παινανε προσβαλμένος, Και κοροϊδεύω δ,τι είναι σοβαρό.
124
125
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Mon amy est, qui me fait entendent D'ung eigne blanc que c'est un corbeau noir; Et qui me nuyst, croy qui m'ayde a povoir; Boude, verte, au jour d'uy m'est tout u n ; Je retiens tout, rien ne sçay concepvoir, Bien recueully, débouté de chascun.
Φίλο έχω δποιον με πείσει πώς γλυκό Κελάδημα εϊν' της κάργιας ή σκουξιά' Για οποίον με βλάφτει λέω πώς μ' αγαπά' Τό 'ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές' Τα ξέρω δλα, δέ νιώθω τόσο δά' Καλόδεχτος, διωγμένος μέ κλωτσιές.
Prince clement! or vous plaise sçavoir Que j'antens moult et n'ay sens ne sçavoir: Parcial suis, a toutes loys commun. Que sais je plus? Quoy? Les gages ravoir, Bien recueully, débouté de chascun.
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμιά Γνώση δεν εχω και μυαλά σταλιά, Μα υπακούω στους νόμους. Τί άλλο θές; Πώς; Τους μιστούς να πάρω, είπες, ξανά' Καλόδεχτος, διωγμένος μέ κλωτσιές;
VII. REQUESTE A MONSEIGNEUR DE BOURBON
VII. ΑΙΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΦΕΝΤΗ ΝΤΕ ΜΠΟΥΡΜΠΟΝ
Le mien seigneur et prince redoubté, Fleuron de lys, royalle geniture, François Villon, que Travail a dompté A coups orbes, par force de bature, Vous supplie, par ceste humble escripture, Que lui faciez quelque gracieux prest. De s'obliger en toutes cours est prest; Si ne doubtez que bien ne vous contente: Sans y avoir dommaige n'interest, Vous n'y perdrez seulement que l'attente.
Πρίγκιπα, αφέντη μου τρανέ, γενιά Έσύ, τοΰ κρίνου ανθέ, βασιλική' Ό Φρανσουά Βιγιόν, πού ή δυστυχία Του άργασε τό κακότυχο κορμί, Σε ικετεύει μ' αυτή του τη γραφή Να τοΰ δανείσεις μερικά ψιλά. Θα σου εγγυηθεί μ' επίσημα χαρτιά, *Αν φοβάσαι μη κάρπη τόνε πιάσεις. Χωρίς όφελος μα οΰτε και ζημιά' Την προσμονή μονάχα θέ να χάσεις.
A prince n'a ung denier emprunté, Fors a vous seul, vostre humble creature. De six escus que luy avez preste,
Δέν πήρε άπ' άλλο αφέντη δανεικά "Οξω άπό σε, ό φτωχός- κι εκείνα κει Τα εξι σκοϋδα, πού τώρα σου χρωστά
126
127
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Cela pieça il meist en nourriture. Tout se paiera ensemble, c'est droiture, Mais ce sera legierement et prest; Car, si du glan rencontre en la forest D'entour Patay, et chastaignes ont vente, Paie serez sans delay ny arrest: Vous n'y perdrez seulement que l'attente.
Δώ και καιρό, τά 'δώσε για φαΐ. Θα τα πληρώσει, ώς πρέπει, βλα μαζί Τό γληγορότερο, με προθυμία" Γιατί άν βρει στο Παταί καλή σοδειά Στων καστανιών το δάσος, να ησυχάσεις" Θα πληρωθείς στην ώρα ταχτικά" Την προσμονή μονάχα θέ να χάσεις.
Se je peusse vendre de ma santé A ung Lombart, usurier par nature, Faulte d'argent m'a si fort enchanté Qu'en prendroie, ce cuide, l'aventure. Argent ne pens a gippon n'a sainture; Beaux sire Dieux! je m'esbahis que c'est Que devant moy croix ne ce comparoist, Si non de bois ou pierre, que ne mente; Mais s'une fois la vraye m'apparoist, Vous n'y perdrez seulement que l'attente.
Είπα να μπω άμανάτι στή σκλαβιά Μιανοϋ άτιμου Λομπάρδου τοκιστή" Τόσο μ' έσφιξε ή φτώχεια στα γερά Πού θά 'κάνα τήν κουτουράδα αυτή. Δέν εχω πια πεντάρα τσακιστή" Μά το Θεό, άν σου πώ στ' αληθινά Πώς σταυρούς βλέπω τώρα μοναχά Ξύλινους ή πετρένιους, θα θαμάσεις" Μ' αν πετύχω το βέρο μια φορά, Τήν προσμονή μονάχα θέ να χάσεις.
Prince du lys, qui a tout bien complaist, Que cuidez vous comment il me desplaist Quant je ne puis venir a mon entente? Bien entendez; aidez moy, s'il vous plaist: Vous n'y perdrez seulement que l'attente.
Πρίγκιπα, πού 'χεις σπλαχνική καρδιά, Τήν ανέχεια και τήν απελπισία Πού μέ δέρνουν, το δόλιο, ας λογαριάσεις 1 Βοήθα με, σε παρακαλώ θερμά" Τήν προσμονή μονάχα θέ να χάσεις.
SUSCRIPTION DE LADICTE REQUESTE
ΠΑΝΩΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΙΤΗΣΗΣ
Allez, lettres, faictes ung sault; Combien que n'avez pié ne langue, Remonstrez en vostre harangue Que faulte d'argent si m'assault. 128
Τρέξτε, πηδηχτέ γράμματα, γοργά" Κι αν δέν έ'χετε πόδια ,ουτε ομιλία, Μέ τή βουβή σας πείσετε εΰγλωττία Πώς τρακάρω άπ' ανάγκη γιά λεφτά. 129
FRANÇOIS VILLON
VIII. É P I T R E A MARIE
D'ORLÉANS
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
VIII. ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Σ Τ Η ΜΑΡΙΑ Τ Η Σ Ο Ρ Λ Ε Α Ν Η Σ
Jam nova progenies celo demittitur alto
Jam nova progenies celo demittitur alto
Ο louée conception Envoiee ça jus des cieulx, Du noble lis digne syon, Don de Jhesus très precieulx, MARIE, nom très gracieulx, Fons de pitié, source de grace, La joye, confort de mes yeulx, Qui nostre paix bastist et brasse !
*Ω παινεμένη εσύ γονή, Σταλμένη εδώ άπ' τον ουρανό, Του ευγενικού Κρίνου στολή, Δώρο του Ίησοϋ μυριακριβό, ΜΑΡΙΑ, τί όνομα γλυκό ! Χάρης πηγή, βρύση σπλαχνιάς, Χρυσόραμά μου χαρωπό, Πού τήν ειρήνη μας κρατάς !
La paix, c'est assavoir, des riches, Des povres le substantement, Le rebours des felons et chiches, Très nécessaire enfantement, Conceu, porté honnestement, Hors le pechié originel, Que dire je puis sainctement Souvrain bien de Dieu éternel!
Ειρήνη, πλούσιων και φτωχών Στήριγμα, κι άγριε εσύ βραχνά Φιλάργυρων και προδοτών, Χρειαζούμενη άπ' τα παιδικά Χρόνια' πιασμένη τίμια, αγνά, "Οξω άπ' το προπατορικό Κρίμα, σέ κράζω ευλαβικά Του αιώνιου Θεοϋ μέγα αγαθό !
Nom recouvré, joye de peuple, Confort des bons, des maulx retraicte; Du doulx seigneur premiere et seule Fille, de son cler sang extraicte, Du dextre costé Clovis traicte; Glorieuse ymage en tous fais, Ou hault ciel créée et pourtraicte Pour esjouyr et donner paix!
"Ονομα αθάνατο, σκεπή Τοϋ δίκαιου, ελπίδα τοϋ κακοΰ" Τ' αφέντη κόρη μοναχή, Τοϋ αίμάτου του τοϋ ευγενικού Καμάρι κι άπό τοϋ τρανοϋ Κλοβίς τη δεξιά πλευρά Φτιαγμένη, πλάσμα τ' ούρανοΰ Πού ειρήνη δίνεις κι ευτυχία!
130
ΐ3ΐ
FRANÇOIS VILLON En l'amour et crainte de Dieu Es nobles flans Cesar conceue, Des petis et grans en tout lieu A très grande joye receue, De l'amour Dieu traicte, tissue Pour les discordez ralier Et aux enclos donner yssue, Leurs lians et fers délier.
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Βγαλμένη άπο τα ευγενικά Σπλάχνα του Καίσαρα, μέ αγνή Πλασμένη αγάπη θεϊκιά, Ά π δλους μέ χαρά δεχτή, Σταλμένη άπό Θεοϋ βουλή Για να φιλιώσεις τους οχτρούς Κι άπο τή μαύρη φυλακή Να μας γλιτώσεις, τους φτωχούς.
Aucunes gens, qui bien peu sentent, Nourris en simplesse et confis, Contre le vouloir Dieu attentent, Par ignorance desconfis, Desirans que feussiez ung fils; Mais qu'ainsi soit, ainsi m'aist Dieux, Je croy que ce soit grans proufis. Raison: Dieu fait tout pour le mieulx.
Καμπόσοι άναίστητοι, απλοϊκοί, Δίχως σταλιά κρίση, μυαλό, Κόντρα στην πάνσοφη θεϊκή Θέληση λεν πώς πιο σωστό Θά 'τανε να ήσουν σερνικό. Μα εγώ δοξάζω άπό καρδιάς Του Θεοϋ το θέλημα: σοφό Κι άγιο δ,τι κάνει έδώ για μας.
Du Psalmiste je prens les dis: Delectasti me, Domine, In factura tua; si dis: Noble enfant, de bonne heure né, A toute doulceur destiné, Manne du Ciel, celeste don, De tous bienfais le guerdonné, Et de noz maulx le vray pardon!
Του Ψαλτηρίου είν' τα λόγια αυτά: «Στο έργο σου, Κύριε, το σοφό Βρήκα αγαλλίαση και χαρά!». Και λέω: Παιδάκι ευγενικό, "Αξιο για καθετί καλό, Του οόρανοΰ μάννα, θεία δωρεά, Στο βίο μας τόν αμαρτωλό Συγγνώμη και παρηγοριά !
DOUBLE BALADE Combien que j ' a y leu en ung dit: Inimicum putes, y a, 132
ΔΙΠΛΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ "Άν και παίρνω γώ πολύ τοις μετρητοίς Τό ρητό πού λέει πώς: «Σίγουρο σου οχτρό 133
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Qui te presentem laudabit, Toutesfois, non obstant cela, Oncques vray homme ne cela En son courage aucun grant bien, Qui ne le montrast ça et la: On doit dire du bien le bien.
"Οποιον μπρος σου σέ παινεύει να θεωρείς», "Ομως λέω πώς δέν είναι βολετό Στον τίμιο άνθρωπο να κρύβει το καλό Κι δπου στέκεται να μήν το διαλαλά, Μοναχά να παρασταίνει το βουβόΠάντα ας λέμε το κάλο για τα καλά.
Saint Jehan Baptiste ainsy le fist, Quant l'Aignel de Dieu descela. En ce faisant pas ne mesfist, Dont sa voix es tourbes vola; De quoy saint Andry Dieu loua, Qui de lui cy ne sçavoit rien, Et au Fils de Dieu s'aloua: On doit dire du bien le bien.
"Ετσι κι έκαμε ό "Αη-Γιάννης Βαφτιστής Σαν φανέρωσε του Θεοϋ μας τον 'Αμνό. Δέν αμάρτησε όταν βγήκε άπο ψυχής Ή φωνή του κι έξεχύθη στο λαό. 'Από τότες κι ό "Αγι-'Αντρέας στό Θεό —Πού ώς με τότες δέν τόν είχε ούτε ακουστά— Άφοσιώθη και στό γιό του τό Χριστό: Πάντα ας λέμε τό καλό για τα καλά.
Envoiee de Jhesuschrist, Rappeliez ça jus par deçà Les povres que Rigueur proscript Et que Fortune betourna. Si sçay bien comment il m'en va: De Dieu, de vous, vie je tien. Benoist celle qui vous porta! On doit dire du bien le bien.
Τοϋ Χρίστου ξαποσταλμένη εδώ στή γης, Ξανάφερε πάλι πίσω δποιο φτωχό Σ' εξορία τόν κρατάει Νόμος βαρύς Χτυπημένο άπ' τό σκληρό του ριζικό. Παθός είμαι, και γι' αυτό έτσι σου μιλώ* 'Απ' τό Θεό μα κι άπό σέ ζώ τώρα δάΤη μητέρα σου βλογάω κι ευχαριστώ ! Πάντα ας λέμε τό καλό για τα καλά.
Cy, devant Dieu, fais congnoissance Que creature feusse morte, Ne feust vostre doulce naissance, En charité puissant et" forte, Qui ressuscite et reconforte Ce que Mort avoit prins pour sien.
Μολογάω μπρος στό Θεό, μέ τήν ψυχή μου, Πώς κουφάρι κρύο κι άψυχο θέ νά 'μουν Λείψει ή γέννηση ή γλυκιά σου, θεία σκεπή μου, Πού μέ δύναμη και μ' οίχτο, αρχόντισσα μου, 'Ανασταίνει και στηρίζει οποίον δώ χάμου Να ρουφήξει ό μαύρος Χάρος πολεμά.
J
34
135
FRANÇOIS VILLON Vostre presence me conforte: On doit dire du bien le bien. Gy vous rans toute obeyssance, Ad ce faire raison m'exorte, De toute m a povre puissance; Plus n'est deul qui me desconforte, N'aultre ennuy de quelconque sorte. Vostre je suis et non plus mien; Ad ce, droit et devoir m'enhorte: On doit dire du bien le bien. Ο grace et pitié très immence, L'entrée de paix et la porte, Some de bénigne clémence, Qui noz faultes toult et supporte, Si de vous louer me déporte, Ingrat suis, et je le maintien, Dont en ce refrain me transporte: On doit dire du bien le bien. Princesse, ce loz je vous porte, Que sans vous je ne feusse rien. A vous et a tous m'en rapporte: On doit dire du bien le bien. Euvre de Dieu, digne, louée Autant que nulle creature, De tous biens et vertus douée, Tant d'esperit que de nature Que de ceulx qu'on dit d'aventure, 136
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ή θωριά σου είναι ζωή και στήριγμα μου: Πάντα άς λέμε το καλό γιά τα καλά. Σου χαρίζω τήν τυφλήν υποταγή μου —Τέτοια όρμήνια παίρνω άπα τα λογικά μου— Μ' δλη, όση έχω, τη φτωχή τή δύναμη μουΤώρα πίκρες δε σπαράζουν τήν καρδιά μου, Δέ ρημάζει ή αγωνία τα σωθικά μου. Δικός σου είμαι, δχι δικός μου, τώρα πιάΧρέος και δίκιο υπαγορεύουν το εϊπωμά μου: Πάντα άς λέμε το καλό για τα καλά. *Ω χάρη άπειρη και ψυχοπόνεσή μου, Πύλη ειρήνης και τρανή προστάτισσά μου, Έσπλαχνίας θεία κορφή μακρόθυμή μου, Πού σηκώνεις και σχωράς τα κρίματά μου. Ά ν τυχόν και δέ σ' ύμνοϋσα, ή αχαριστία μου Δέ θά 'χε δμοια της, το λέω ειλικρινά, Νά γιατί στό στίχο αυτό ξεσπά ή λαλιά μου: Πάντα άς λέμε το καλό για τα καλά. Πριγκιπέσσα, δέξου αυτό τό παίνεμά μουΛείψει εσύ δε θά 'μουν τώρα οΰτε σκιά. Σου τό κράζω, κι είναι για όλους τό νόημα μου: Πάντα άς λέμε τό καλό για τα καλά. "Αξιον έργο του Θεοϋ τρισδοξασμένο, "Οσο πλάσμα δέ δοξάστη άλλο κανένα, Πού μέ μύριες χάρες είσαι στολισμένο 'Εξυπνάδας κι ομορφιάς, όπου για σένα Φύλαε ή μοίρα, πιο ακριβές κι άπ' τό καθένα ΐ37
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Plus que rubis noble ou balais; Selon de Caton l'escripture: Patrem insequitur proies.
Άξετίμωτο πετράδι. Μέσα σ' δλες Τίς σοφές γραφές τοϋ Κάτωνα γραμμένα Διάβασα αυτά: Patrem insequitur proles.
Port asseuré, maintien rassiz, Plus que ne peut nature humaine, Et eussiez des ans trente six; Enfance en riens ne vous demaine. Que jour ne le die et sepmaine, Je ne sçay qui le me deffant. Ad ce propos ung dit ramaine: «De saige mere saige enfant.»
Λιμάνι απάγκιο, στήριγμα γλυκό Πιότερο άπ' Οσο οι άλλοι άνθρωποι μπορούμε, Οΰτε τριανταέξι να ήσουνα χρονώ" Παιδιού μυαλό σέ σένα δέ θωρούμε. 'Ολοένα θα το λέω κι άναρωτιοϋμαι, Ποιος θα κοτήσει «Πάψε!» να μου πει. Μια παροιμία σωστή τώρα θυμούμαι: «Φρόνιμης μάνας φρόνιμο παιδί».
Dont resume ce que j ' a y dit: Nova progenies celo, Car c'est du poëte le dit, Jamjam demittitur alto. Saige Cassandre, belle Echo, Digne Judith, caste Lucresse, Je vous cognois, noble Dido, A ma seule dame et maistresse.
Nova progenies celo —λέω ξανά— Jamjam demittitur alto. Ρητό Τοϋτο είναι τοϋ ποιητή —λόγια σοφά— Κι δσα εϊπα συνοψίζονται σ' αυτό. Τετράσοφη Κασσάντρα, όμορφη Ήχώ, "Αξια Ίουδήθ, φρόνιμη Λουκρητία, Σ' αναγνωρίζω, εύγενικιά Διδώ, Γιά μονάχη μου αφέντρα και κυρία.
En priant Dieu, digne pucelle, Qu'il vous doint longue et bonne vie; Qui vous ayme, ma damoiselle, J a ne coure sur luy envie. Entière dame et assouvie, J'espoir de vous servir ainçoys, Certes, se Dieu plaist, que dévie Vostre povre escolier FRANÇOYS.
Παρακαλώ τό Θεόν, άξια κοπέλα, Να σοϋ χαρίζει χρόνια κι ευτυχία" "Οποιος κι αν σ άγαπα, Μαντεμουαζέλα, Δέ φοβάται καμιά ζηλοφτονία. 'Αληθινή και τέλεια εσύ, κυρία, Στή δούλεψη σου τάζουμαι πιστά" Φτάνει να δώσει ό Θεός μακροζωία Στό δόλιο μαθητή σου ΦΡΑΝΣΟΥΑ.
138
139
FRANÇOIS VILLON
IX. EPISTRE
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
IX. ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΪΣ ΦΙΛΟΤΣ ΤΟΪ
Aiez pitié, aiez pitié de moy, A tout le moins, si vous plaist, mes amis ! En fosse gis, non pas soubz houx ne may, En cest exil ouquel je suis transmis Par Fortune, comme Dieu l'a permis. Filles, amans, jeunes gens et nouveaulx, Danceurs, saulteurs faisans les piez de veaux, Vifz comme dars, agus comme aguillon, Gousiers tintans cler comme cascaveaux, Le lesserez la, le povre Villon?
"Ελεος, έλεος για μέ το φουκαρά Δείξετε, αδέρφια, φίλοι γκαρδιακοί ! Σέ τάφο κείτομαι, δχι σ' ΐσκιερά Δάσια, σ' αυτήν τη μαύρη φυλακή Πού ή μοίρα μ' έχει μ' άδεια θεϊκή. Κορίτσια, βλάμηδες, νιοί, γέροι, γριές, Φορτσαδόροι, ακροβάτες, χορευτές, Πού πηδάτε μέ μπρίο κωμικό, Λυγερόφωνοι έσεϊς τραγουδιστές, Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;
Chantres chantans a plaisance, sans loy, Galans, rians, plaisans en fais et dis, Courens, alans, francs de faulx or, d'aloy, Gens d'esperit, ung petit estourdis, Trop demourez, car il meurt entandis. Faiseurs de laiz, de motetz et rondeaux, Quant mort sera, vous lui ferez chaudeaux ! Ou gist, il n'entre escler ne tourbillon: De murs espoix on lui a fait bandeaux. Le lesserez la, le povre Villon?
Ψάλτες π' δλα τα ψέλνετε στραβά, 'Αλήτες δίχως δυάρα τσακιστή, Μάγκες πού κάνετε δλο χωρατά, Διανοούμενοι λίγο ή πολύ χαζοί, Τρέχατε, πριν ό χάρος τόνε βρει. Σαν πεθάνει, έσεΐς πρόθυμοι ποιητές, Θαν του φτιάξετε δεκάρικες ωδές. 'Αγέρας, φώς, δε βλέπουν το φτωχό Μέ βαριούς τοίγρυς του 'καμαν φασκιές. Ta δόλιο τον Βιγιον θ' αφήστε έδώ;
Venez le veoir en ce piteux arroy, Nobles hommes, francs de quart et de dix, Qui ne tenez d'empereur ne de roy, Mais seulement de Dieu de paradis: Jeûner lui fault dimenches et merdis,
Στα χάλια έλατε ίδέστε τον αυτά, 'Αφέντες σπλαχνικοί κι ευγενικοί, Πού δεν είστε ρηγάδωνε γενιά, Παρά τ αφέντη Θεοΰ είσαστε γονή: Τον έχουν σέ νηστεία στανική,
140
141
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Dont les dens a plus longues que ratteaux; Après pain sec, non pas après gasteaux, En ses boyaulx verse eaue a gros bouillon; Bas en terre, table n'a ne tresteaulx. Le lesserez la, le povre Villon?
Πληγιάσαν οι μασέλες του ol φτωχές 'Αλέθοντας ψωμόφλουδες ξερές• Και γρούζουν τ' άντερα του άπ' τό νερό Πού πίνει μέ χοντρές-χοντρές γουλιές. Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;
Princes nommez, anciens, jouvenceaux, Impetrez moy graces et royaulx seaux, Et me montez en quelque corbillon. Ainsi le font, l'un a l'autre, pourceaux, Car, ou l'un brait, ils fuyent a monceaux. Le lesserez la, le povre Villon?
Πρίγκιπες, χάρη μέ βασιλικές Βοΰλες πετύχετε μου- και τριχιές Μ' ενα καλάθι ρίχτε μου να βγώ. Κι οί χοίροι ακόμα τρέχουν μπουλουκιές, Σάν ακούσουν συντρόφου των σκουξιές. Τό δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;
X. LE DEBAT DU CUER ET DU CORPS DE VILLON
Χ. ΚΑΒΓΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ ΤΟΥ ΒΙΓΙΟΝ
Qu'est ce que j'oy? —Ce suis je. —Qui? —Ton cuer, Qui ne tient mais qu'a ung petit filet: Force n'ay plus, substance ne liqueur, Quant je te voy retraict ainsi seulet, Com povre chien tapy en reculet. • Pour quoy est ce ? — Pour ta folle plaisance. •Que t'en chaut il? — J'en ay la desplaisance. Laisse m'en paix! — P o u r quoy? — J ' y penseray. •Quant sera ce? — Q u a n t seray hors d'enfance. • Plus ne t'en dis.— Et je m'en passeray.
— Τί ακούω;—'Εγώ είμαι.—Ποιος εσύ;—Ή καρδιά σου Πού κρέμεται άπό μια ψιλή κλωστή. "Εχασα θάρρος και χαρά, στοχάσου, Σα σ' είδα μόνο εκεί σέ μια αγκωνή Σα δαρμένο να κρύβεσαι σκυλί. — Γιατί αυτό ; —Για τις τρέλες σου νομίζω. — Τί έχεις ; —"Αρχισα πια να βαριεστίζω. — Παράτα με. —Γιατί; —Θέ να σκεφτώ. — Μπά! πότε;—"Οταν πια δέ θα παιδιαρίζω. —"Αλλο δέ λέω. —Σκοτίστηκα κι εγώ.
• Que penses tu ? — Estre homme de valeur. • Tu as trente ans.— C'est l'aage d'un mulet: 142
Τί σκέφτεσαι; —Πώς έ'χω αξία. —ΣτάσουΤριάντα χρονώ είσαι. —"Οσο μουλάρι ζει. 143
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- E s t ce enfance?—Nennil.—C'est donc foleur Qui te saisist ? —Par ou ? —Par le collet ? - Rien ne congnois. —Si fais. —Quoy ? —Mouche en let ; L'ung est blanc, noir l'autre, c'est la distance. -Est ce donc tout?—Que veulx tu que je tance? - Se n'est assez, je recommenceray. - Tu es perdu ! —J'y mettray resistance. - Plus ne t'en dis. —Et je m'en passeray.
-Μα παιδιαρίζεις;—"Οχι.—Τα μυαλά σου Σοϋ 'στριψαν τότε.—Πότε;—Μια στιγμή. Μύγα στο γάλα μέσα θά 'χεις δειΤοϋτο άσπρο εκείνη μαύρη, ξεχωρίζω Τή διαφορά. —"Ετσι ε ! —Να καβγαδίζω Σα θές, καΐ πάλι θα στα ξαναπώ. - Χάθηκες ! —Μή φοβάσαι, δέν ποδίζω. -"Αλλο δέ λέω. —Σκοτίστηκα κι εγώ.
-J'en ay le dueil; toy, le mal et douleur. Se feusses ung povre ydiot et folet, Encore eusses de t'excuser couleur; Si n'as t u soing, tout t'est ung, bel ou let. Ou la teste as plus dure qu'ung jalet, Ou mieulx te plaist qu'onneur ceste meschance! Que respondras a ceste consequence? • J'en seray hors quant je trespasseray. Dieu, quel confort ! Quelle sage eloquence ! Plus ne t'en dis. —Et je m'en passeray.
- Σέ συμπονώ για την κακομοιριά σου. *Αν ήσουν κάνας άλαλος, μπορεί Νά 'χες μια πρόφαση στην κατάντια σουΜα ή δέ σοΰ καίεται για δλ' αυτά καρφί ,ν Η σαν πέτρα εϊν' ή κούτρα σου ξερή *Η στα χάλια πού τώρα σ' αντικρίζω Θές να ζεις! Άποκρίσου μου, σ' ορκίζω. - Σαν πεθάνω, άπ' αυτά θ' απαλλαγώ. -Ώραϊα τα λές ! Σ' ακούω καΐ σαστίζω ! "Αλλο δέ λέω. —Σκοτίστηκα κι έγώ.
Dont vient ce mal ? —Il vient de mon maleur. Quant Saturne me feist mon fardelet, Ces maulx y meist, je le croy. —C'est foleur: Son seigneur es, et te tiens son varlet. Son seigneur es, et te tiens son varlet. Voy que Salmon escript en son rolet: «Homme sage, ce dit il, a puissance Sur planètes et sur leur influence.» Je n'en croy riens; tel qu'ilz m'ont fait seray. Que dis t u ? — D e a ! certes, c'est ma créance. Plus ne t'en dis. —Et je m'en passeray. 144
- Ποϋθε νά 'πέσε τούτη ή συφορά σου ; -Ό Κρόνος μου την πόστιασε κι αυτή Στό φόρτωμα μου. —Μπρε εϊσαι στα καλά σου; Δέν του είσαι σκλάβος, κύρης του είσαι σύ. "Ακου του Σολομώντα τή σοφή Γραφή: «Σαν είμαι γνωστικός ορίζω Τ' αστέρια, κι δσα γράφουν κανονίζω». - Γώ πιστεύω στης μοίρας το γραφτό. - Τί είπες;—Τίποτα! έτσι μου νομίζω. -"Αλλο δέ λέω. —Σκοτίστηκα κι έγώ.
ίο
145
FRANÇOIS VILLON -Veulx t u vivre?—Dieu m'en doint la puissance! - I l te fault...—Quoy?—Remors de conscience, Lire sans fin. —En quoy? —Lire en science, Laisser le folz! —Bien j ' y adviseray. •Or le retien!—J'en ay bien souvenance. • N'aten pas t a n t que tourne a desplaisance. Plus ne t'en dis. —Et je m'en passeray.
XL PROBLEME B. AU NOM DE LA FORTUNE
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
• Θέλεις να ζεις ; —Γι' αυτό στον Θεόν ελπίζω Ι • Την τύψη, πού 'χεις χρεία, σου χαρίζωΣοφίας μελέτη αδιάκοπη σου ορίζω Κι άσε τις τρέλες ! —Θέ να το σκεφτώ. - Μην το ξεχνάς 1 Στο νοϋ μου τ' ασφαλίζω. - Γρήγορα πριν χαθείς, σου δίνω άβίζο. "Αλλο δέ λέω. —Σκοτίστηκα κι εγώ.
XI. ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤ' ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΤΪΧΗΣ
Fortune fus par clers jadis nommée, Que toy, François, crie et nomme mutriere, Qui n'es homme d'aucune renommée. Meilleur que toy fais user en plastiere, Par povreté, et fouyr en carrière; S'a honte vis, te dois tu doncques plaindre? Tu n'es pas seul; si ne te dois complaindre. Regarde et voy de mes fais de jadis, Mains vaillans homs par moy mors et roidis; Et n'es, ce sçais, envers eulx ung souillon. Appaise toy, et mets fin en tes dis. Par mon conseil prens tout en gré, Villon !
Ή Τύχη είμαι—τέτοιο Ονομα για μένα οί σοφοί βρήκαν— Πού εσύ, Φρανσουά, στρίγγλα μέ λες κι 8λο τά 'χεις με μένα, Πού είσαι ένας άνθρωπος κοινός" ένώ άλλους πού στάθηκαν Καλύτεροι σου, τσόκαμα να ζουν τυραννισμένα Μέσα σέ μίνες σκάβοντας μέ χέρια ροζιασμένα, Κι έχεις εσύ παράπονο, τομάρι ντροπιασμένο; Δέν είσαι ό μόνος πού θαρρείς πώς έχω αδικημένο. Κοίτα και ίδές τό χέρι μου πώς ξάπλωσε νεκρά, Κορμιά αντρειωμένα, πού 'ζησαν σέ χρόνια αλλοτινάΚι εσύ δέν είσαι μπρος σ' αυτά παρά ένα βρωμερό Κουρέλι. Τώρα ησύχασε, σώπα, κι άλλη φορά, Βιγιόν, να μή βαρυγγωμάς για δ,τι σου στέρνω εγώ !
Contre grans roys me suis bien anymee, Le temps qui est passé ça en arrière: Priam occis et toute son armée, Ne luy valut tour, dongon, ne barrière; E t Hannibal demoura il derrière?
Τρανοί ρηγάδες άπό μέ στό χώμα βροντηχτήκαν, Τα χρόνια εκείνα τα παλιά. "Ετσι στα περασμένα Ό Πρίαμος κι δλος του ό στρατός είπα και σκοτώθηκαν Κι οί πύργοι και τα κάστρα του πήγανε,στα χαμένα. Κι ό 'Αννίβας δέ χτυπήθηκεν έτσι σκληρά άπό μένα
146
ΐ47
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
En Cartage par Mort le feis attaindre; Et Scypion l'Affriquain feis estaindre; Jules Cesar au sénat je vendis; En Egipte Pompée je perdis; En mer noyé Jason en ung bouillon; Et une fois Romme et Rommains ardis. Par mon conseil prens tout en gré, Villon !
Στην Καρχηδόνα; Μην έγώ τον κοσμοξακουσμένο Σκιπίωνα τον 'Αφρικανό δεν εχω σκοτωμένο; Στη Σύγκλητο τον Καίσαρα θυσίασα μια χαρά. Και τον Πομπήιο σκότωσα στην Αίγυπτο σκληράΚι έπνιξα τον 'Ιάσονα στοϋ πέλαου το βυθό" Κι δλη τή Ρώμην έκαψα, σέ χρόνια παλαιικά... Βιγιόν, να μη βαρυγγωμάς για δ,τι σου στέρνω έγώ !
Alixandre, qui t a n t feist de hemee, Qui voulut veoir l'estoille pouciniere, Sa personne par moy fut envlimee; Alphasar roy, en champ, sur sa baniere Rué jus mort, cela est ma manière.
Τ' 'Αλέξαντρου —πόσα αίματα για χάρη του χυθήκανΠού θέλησε να πάει ψηλά ώς στα πιο άλαργεμένα Τ' άστρα, τα νιάτα αλύπητα άπα με φαρμακώθηκαν. Στον πόλεμο το βασιλιά Άλφασαρ μέ ματωμένα Τα στήθια ξάπλωσα νεκρό" έτσι μ' αρέσει έμενα.
Holofernes l'ydolastre mauldis, Qu'occist Judith (et dormoit entandis !) De son poignart, dedens son pavillon; Absalon, quoy? en fuyant le pendis. Par mon conseil prens tout en gré, Villon !
Τον Όλοφέρνην ή Ίουδήθ μ' άδείλιαστη καρδιά Σκότωσε, ένώ κοιμότουνε, μέ μιά της μαχαιριά Μέσα στην ίδια του σκηνή. Και στο κυνηγητό Κρέμασα τον Άβεσσαλώμ στο δέντρο άπ' τα μαλλιά. Βιγιόν, να μη βαρυγγωμάς για δ,τι σοϋ στέρνω έγώ !
Pour ce, François, escoute que te dis: Se riens peusse sans Dieu de paradis, A toy n'autre ne demourroit haillon, Car, pour ung mal, lors j'en feroye dix. Par mon conseil prens tout en gré, Villon !
Δόλιε Φρανσουά, τα λόγια μου δέσε στο νου καλά: Το κέφι μου αν δεν μπόδιζε θέληση θεϊκιά, Κι εσένα κι δλους θά 'κάνα στάχτη και κουρνιαχτό' Γιατί θ' άπόστερνα, αντί ένοΰ, δέκα λογιών κακά. Βιγιόν, να μη βαρυγγωμάς για δ,τι σοΰ 'στέρνω έγώ !
148
149
FRANÇOIS VILLON
XII. T E T R A S T I Q U E Je suis François, dont ce me poise, Né de Paris emprès Pontoise, Qui d'une corde d'une toise Sçaura mon col que mon cul poise.
XIII. L ' E P I T A P H E VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
XII. ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ Είμαι ό Φρανσουά, πολύ τούτη ή έγνοια μέ ταράζει, Παιδί τοϋ Παρισιού κοντά άπ' την Ποντουάζη• Σε λίγο άπ' το σκοινί πού ό μπόγιας μοϋ ετοιμάζει Θα ιδεί ό λαιμός μου πόσο ό κώλος μου ζυγιάζει.
XIII. ΤΟ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΒΙΓΙΟΝ
Frères humains qui après nous vivez, N'ayez les cuers contre nous endurcis, Car, se pitié de nous povres avez, Dieu en aura plus tost de vous mercis. Vous nous voiez cy attachez cinq, six: Quant de la chair, que trop avons nourrie, Elle est pieça dévorée et pourrie, Et nous, les os, devenons cendre et pouldre. De nostre mal personne ne s'en rie; Mais priez Dieu que tous nous vueille absouldre!
"Ανθρωποι, αδέρφια, πού ΰστερά μας ζείτε, Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά. Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστεϊτε, Πιότερη ό Θεός για σας θά 'χει σπλαχνιά. Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά" Κι ή σάρκα μας, πού πλούσια ε'ίχαμε θρέψει, Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει, Κι ό σκελετός μας στάχτη θέ να πέσει. Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει, Μονάχα πέστε: « Ό Θεός να τους σχωρέσει!».
Se vous clamons frères, pas n'en devez Avoir desdaing, quoy que fusmes occis Par justice. Toutesfois, vous sçavez Que tous hommes n'ont pas bon sens rassis; Excusez nous, puis que sommes transis, Envers le fils de la Vierge Marie,
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε, 'Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα Ή δικαιοσύνη. Μόνο, άφοϋ σκεφτείτε Πώς δλων τα μυαλά δέν εϊν' σωστά, Μ' ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά Στης Παρθένας το Γιό να μή στερέψει
150
J51
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Que sa grace ne soit pour nous tarie, Nous préservant de l'infernale fouldre. Nous sommes mors, ame ne nous harie; Mais priez Dieu que tous nous vueille absouldre!
Τή χάρη του για μας και νά μήν πέψει Τή .φλόγα τ' "Αδη άπάνου μας να πέσει. Πεθάναμε, κάνεις μη μας παιδέψει, Μονάχα πέστε: « Ό Θεός νά τους σχωρέσει!».
La pluye nous a buez et lavez, Et le soleil desséchiez et noircis; Pies, corbeaulx, nous ont les yeux cavez, Et arrachié la barbe et les sourcis. Jamais nul temps nous ne sommes assis; Puis ça, puis la, comme le vent varie, A son plaisir sans cesser nous charie, Plus becquetez d'oyseaulx que dez a couldre. Ne soiez donc de nostre confrarie; Mais priez Dieu que tous nous vueille absouldre!
Ά π ' τις βροχές πλυμένους μας θωρείτε, Μαύρους, ξερούς άπ' του ήλιου τή φωτιάΤα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε Φρύδια μας μεΐναν μήτε και μαλλιά. 'Ανάπαψη δέ βρίσκουμε καμιά: Εδώθε, έκεΐθε, άπ' δπου ό άνεμος πνέψει Στο κέφι του φριχτά θα μας χορέψει Τσίμπιους σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει Στην παρέα μας κανείς σας μή γυρέψει, Μονάχα πέστε: « Ό Θεάς να τους σχωρέσει!».
Prince Jhesus, qui sur tous seigneurie, Garde qu'Enfer n'ait de nous la maistrie: A luy n'ayons que faire ne que souldre. Hommes, icy n'a point de mocquerie; Mais priez Dieu que tous nous vueille absouldre!
Ή ισχύς σου, αφέντη Ίησοϋ, ας μας προστατέψειΌ "Αδης λογαριασμούς μή μας σκαλέψει, Στα νύχια του ή ψυχή μας νά μήν πέσει. "Ανθρωποι, έδώ τ' άνάμπαιγμα ας τελέψεΐ" Μονάχα πέστε: « Ό Θεός να τους σχωρέσει!».
XIV. QUESTION AU CLERC DU GUICHET
XIV. ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑ
BALADE
DE L ' A P P E L
Que vous semble de mon appel, Garnier? Feis je sens ou folie? Toute beste garde sa pel; Qui la contraint, efforce ou lie, !52
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ
Τί λές, Γκαρνιέ, για τήν εφεσή μου αυτή; Φρόνιμα έπραξα ή μήν έκαμα άλαλιά; Κάθε ζ ο φυλάει τή γούνα του γερήΚι αν το κλείσουν ή το δέσουνε σφιχτά, 153
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
S'elle peult, elle se deslie. Quant donc par plaisir voluntaire Chanté me fut ceste omelie, Estoit il lors temps de moy taire?
Δέρνεται άγρια ώσπου νά βρεϊ τή λευτεριά. Μα σαν ,εϊδα πώς μ' έκριναν στανικώς Σέ παρόμοια τιμωρία μέ μπαμπεσιά, "Επρεπε έτσι δα ν' απόμενα βουβός;
Se feusse des hoirs Hue Cappel, Qui fut extrait de boucherie, On ne m'eust, parmy ce drappel, Fait boire en ceste escorcherie. Vous entendez bien joncherie? Mais quant ceste paine arbitraire On me juga par tricherie, Estoit il lors temps de moy taire?
*Αν κρατούσα άπ' τοΰ Καπέτου τή γονή, Πού άναδείχτη μέσ' άπδ τα χασαπιά, Δέ θα μ' έβαναν νά πιω άπό τδ πανί Στα γδαρτήρια μέσα εκείνα τα φριχτά. Μπας καΐ λές πώς ολ' αυτά είναι χωρατά; Σά λοιπόν, για κέφι, μοϋ 'ψαλαν όπως Δίχως άλλο θα μοϋ σφίξουν τή θηλιά, "Επρεπε έ'τσι δα ν' απόμενα βουβός;
Cuidiez vous que soubz mon cappel N'y eust t a n t de philosophie Comme de dire: «J'en appel»? Si avoit, je vous certiffie, Combien que point trop ne m'y fie. Quant on me dist, present notaire: «Pendu serez!» je vous affie, Estoit il lors temps de moy taire?
Λές πώς κάτου δω άπό τοϋτο τό σκουφί, Το ξερό μου δέ δουλεύει μια σταλιά "Οσο φτάνει «Έκκαλώ» μόνο για νά πει; Πίστεψε μου πώς δουλεύει, ώστε καμιά Νά μήν έχει πίστη πια στα κόλπα αυτά. "Οταν μοϋ 'πε ό δικαστής μου σοβαρός: «Θά πεθάνεις στην κρεμάλα!» στα σωστά, "Επρεπε έ'τσι δα ν' απόμενα βουβός;
Prince, se j'eusse eu la pépie, Pieça je feusse ou est Clotaire, Aux champs debout comme une espie. Estoit il lors temps de moy taire?
Πρίγκιπα, άν δέν είχα βγάλει τσιμουδιά, Έκεΐ πού 'ναι κι ό Κλοταιρ θά 'μουν στητός, 'Ωσάν σκιάχτρο στά χωράφια, τώρα δά. "Επρεπε έτσι δά ν' απόμενα βουβός;
154
!55
1 FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ
XV. LOUENGE A LA C O U R T R E Q U E S T E A M E S S E I O N E U R S DE
PARLEMENT
Tous mes cinq sens: yeulx, oreilles et boche, Le nez, et vous, le sensitif aussy; Tous mes membres ou il y a reproche, En son endroit ung chascun die ainsy: «Souvraine Court, par qui sommes icy, Vous nous avez gardé de desconfire. Or la langue seule ne peut souffire A vous rendre souffisantes louenges; Si parlons tous, fille du souvrain Sire, Mères des bons et seur des benois anges!» Cuer, fendez vous, ou percez d'une broche, Et ne soyez, au moins, plus endurcy Qu'au desert fut la forte bise roche Dont le peuple des Juifs fut adoulcy: Fondez lermes et venez a mercy; Comme humble cuer qui tendrement souspire, Louez la Court, conjointe au Saint Empire, L'eur des Françoys, le confort des estranges, Procréée lassus ou ciel empire, Mere des bons et seur des benois anges! Et vous, mes dens, chascune si s'esloche; Saillez avant, rendez toutes mercy Plus hautement qu'orgue, trompe, ne cloche, Et de maschier n'ayez ores soulcy; 156
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
XV. ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ Α Ι Τ Η Σ Η Σ Τ Ο Ϊ Σ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ TOT ΠΑΡΛΑΜΕΝΤΟΥ
Τα πέντε μου αισθητήρια: μάτια, αφτιά, μύτη, στόμα Κι ή άφή" κι δλα τα μέλη μου, πού πάντα τους μακριά Ζήσαν άπα την αρετή, βόσκοντας μες στη βρώμα, Ξέχωρα, άπό τή θέση του, καθένα έτσι μίλα: «Κυρά Βουλή, για χάρη σου βρισκόμαστε εδώ νά, Άφοϋ μας έδιαφέντεψες για να μή χαλαστοΰμε. Μα δέ βοηθάει ή γλώσσα μας επαίνους να σοϋ ειπούμε Καθώς σου αξίζει και καθώς καθένας μας ποθεί. "Ομως, κόρη τοΰ Βασιλιά, για σε παρακαλούμε, Μάνα των δίκαιων, των αγίων αγγέλων αδερφή !». Καρδιά, τρυπήσου για άνοιξε στα δυό" μήν είσαι ακόμα Σκληρότερη κι άπ' τον τραχύ βράχον, οπού βαθιά Σκίστηκε μές στην "Ερημο, και στων Εβραίων το στόμα Τή ζωοδότρα ξέχυσε των σπλάχνων του δροσιά. Λιώσετε δάκρυα και βοήθεια δώστε στην καρδιά Στεναγμούς νά 'βρει τρυφερούς πού τή Βουλή νά ύμνοϋνε, Πού Αυτή και τ' "Αγιο Κράτος μας αντάμα κυβερνούνε, Κι εϊναι των Γάλλων ή εύτυχιά, των ξένων ή σκεπή, Γέννημα του λαμπρού ουρανού, πού δλοι τήν προσκυνούνε, Μάνα των δίκαιων, των αγίων αγγέλων αδερφή ! Κι έσεϊς βγάτε άπ' τή θέση σας, δόντια μου, και στο στόμα Πάρτε ζωή κι ευχαριστώ κράχτε, πιο δυνατά 'Απο καμπάνα, άπ' δργανο κι άπο τρουμπέτα ακόμα, Κι άλλη έγνοια για το μάσημα μή σας παιδέψει πιά. 157
FRANÇOIS VILLON
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Considérez que je feusse transy, Foye, polmon et rate, qui respire; Et vous, mon corps, qui vil estes et pire Qu'ours ne pourceau qui fait son nyt es fanges, Louez la Court, avant qu'il vous empire, Mere des bons et seur des benois anges!
Σπλήνα, πλεμόνι, σκότι μου πού 'σαστε ζωντανά, Πώς ξυλιασμένος θά 'μουνα τήν ώρα αυτή, άς σκεφτούμε. Κι εσύ κορμί πιο βρωμερό κι άπό τα ζά πού ζοϋνε Μέσα σε βούρκους και κοπριές, ύμνήστε 6λα μαζί —Πριν πάθετε χειρότερο κακό— τή Βουλή πού 'ναι Μάνα τών δίκαιων, τών αγίων αγγέλων αδερφή !
Prince, trois jours ne vueillez m'escondire, Pour moy pourveoir et aux miens adieu dire; Sans eulx argent je n'ay, icy n'aux changes. Court triumphant, fiat, sans me desdire, Mere des bons et seur des benois anges I
Τρεις μέρες μόνο, Πρίγκιπα, δός μου- θα μοϋ χρειαστούνε Νά βολευτώ κι αντίο νά πώ σ' αυτούς πού μ' αγαπούνε• Δίχως αυτούς δέ θενά βρω πεντάρα τσακιστή. Βουλή ένδοξη, τα χείλη σου το Fiat μή μ' αρνηθούνε,. Μάνα τών δίκαιων, τών αγίων αγγέλων αδερφή !
158
r
59
III.
ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΠΟΥ 'ΓΡΑΨΕ Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΠΟΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ
ΖΑΡΓΚΟΝ ΖΟΜΠΕΛΕΝ
FRANÇOIS VILLON
I. BALADE A Parouart, la grant mathe gaudie, Ou accoliez sont duppez et noirciz Et par anges suivant la paillardie Sont greffiz et prinz cinq ou six. La sont bleffleurs au plus hault bout assis Pour le evaige et bien hault mis au vent Eschequés moy tost ces coffres massis Car vendengeurs des ances circuncis S'en brouent du tout a néant. Eschec, eschec pour le fardis.
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ
ΖΑΡΓΚΟΝ
Ι. ΜΠΑΛΑΝΤΑ Στοϋ Παρισιού τή φούρκα κουρνιασμένη Σαπίζει μια παρέα καμαρωτή: Πεντέξι νοματέοι κρεμασμένοι Πού άπ' τους μπάτσους πιαστήκανε σκαστοί. Ληστάδες, πού στην πιό ψηλή κορφή Θρονιασμένοι άερίζουνται καλά. Ά π ό τοϋτα τα μπουντρούμια, φσστ, λαγοί ! Γιατί εδώ άσκημα ξοφλάνε άπ' τή ζωή Οί άγιογδύτες μέ κομμένα τα δυο αφτιά. Βάρδα, αλάργα άπ' της κρεμάλας τό σκοινί.
Brouez moy sur gours passans, Advises moy bien tost le blanc Et pictonnés au large sus les champs. Qu'au mariage ne soiez sur le banc Plus qu'un sac n'est de piastre blanc Si gruppés estes des carieux Rebignés tost ces enterveux Et leur montrés des trois le bris Qu'enclavés ne soyés deux a deux. Eschec, eschec, pour le fardis !
Τους χαζούς τρακάρετε τους ξαφνικά, Στο φτερό βουτήξετε τους τα λεφτά Κι άψε-σβήσε σκάσετε το άπ' τα σπαρτά. Μήν τυχο χλωμοί άπ' το φόβο σας, παιδιά, Στην κρεμάλα φιγουράρετε ψηλά. Κι αν οί μάγκες δέ σας βροϋνε τον παρά, Σα σας πιάσουν, παίξετε τους τον παπά. Φως φανάρι 8τι είστε αθώοι νάν τους φανεί, Μή σας κλείσουνε στή χάψη για καλά. Βάρδα, αλάργα άπ' της κρεμάλας τ6 σκοινί.
Plantés aux hurmes voz picons De paour des bisans si très durs Et aussi d'estré sur les joncs Enmahés en coffres en gros murs Escharicés ne soies point durs
Της κλεψιάς κρύφτε τα σύνεργα- αν τα βρουν Θα δαρτεΐτε άπ' τους βοριάδες κρεμαστοί, "Ή άλλοι ισόβια σε κελιά θ' αμπαρωθούν Μ' αλυσίδες χεροπόδαρα δετοί, Mè τους μπάτσους μήν τά βάζετε, γιατί
162
163
FRANÇOIS VILLON Que le grant Can ne vous face essorez Songears ne soies pour dorer Et babignés tousjours aux ys Des sires pour les desbousés. Eschec, eschec pour le fardis ! Prince froart, dis arques petis L'un des sires si ne soit endormis Leués au bec, que ne soies greffiz Et que vos empz n'en aient du pis. Escbec, eschec pour le fardis!
IL BALADE
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ
ΖΑΡΓΚΟΝ
Θα σας στείλει ό Πρεβότος στή θηλιά. Μήν κοιμάστε σαν εϊν' ώρα για δουλειά, Μπρος σέ κάθε πόρτα κλαίτε αρχοντική, "Ως πού νά 'βρετε ευκαιρία γιά τήν κλεψιά. Βάρδα, αλάργα άπ' της κρεμάλας τδ σκοινί. Κλέφτη Πρίγκιπα, άκουσε με: Προσοχή, Σα βουτάς τήν κάσα αφέντη παραλή, Μη στο δόκανο πιαστείς πού ϊσως σοϋ στιεϊ,' Γιατί σέρτικος μπελάς θέ να σέ βρει. Βάρδα, αλάργα άπ' της κρεμάλας το σκοινί.
II. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Coquillars en arvans a Ruel, Men ys vous chante que gardés Que n'y laissez et corps et pel, Qu'on fit de Colin l'Escailler Devant la roe a babiller Il babigna pour son salut Pas ne scavoit oingnons peller Dont l'amboureux luy rompt le suc.
Κοκιγιάρ, οπού στή Ρυέλ κοπροσκυλάτε, 'Ορμηνεύω σας εγώ τραγουδιστά Το πετσί σας άπ' τή φούρκα νά φυλάτε Μη σας έβρει τοϋ Κολέν ή συφορά, Πού στή ρόδα τοϋ μαρτυρίου μπροστά Παρακάλαε νά τον σώσουν, το φτωχό, —Μά γι' αύτόνε σωτηρία δεν είχε πιά— "Ως πού τοϋ 'σπασεν ό μπόγιας τό λαιμό.
Changés, andossés souvent Et tirés tout droit au temple Et eschicqués tost, en brouant Qu'en la jarte ne soiez emple. Montigny y fut par example Bien ataché au halle grup
Φορεσιές πρέπει ν' αλλάζετε συχνά, Μασκαρεύεστε άπ' τα νύχια ώς τήν κορφή. Στην τρεχάλα μήν αφήνετε φαρδιά Ν' ανεμίζει τή ζακέτα σας, γιατί 'Απ' αυτή άρπαξαν τό δόλιο Μοντινύ Και τόν στεϊλαν στην κρεμάλα, δπου σ' άργκο
164
165
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ
Et y jargonnast il le tremple, Dont l'amboureux luy rompt le suc.
Παραμίλαγε άπ' τον τρόμο τόν πολύ, *Ως πού του 'σπασεν ό μπόγιας το λαιμό.
Gailleurs faitz en piperie Pour ruer les ninars au loing A Γ assault tost, sans suerie, Que les mignons ne soient au gaing Farci d'un plumbis a coing Qui griffe au grard le duc Et de la dure si tresloing Dont l'amboureux luy rompt le suc.
Άγιογδύτες, τέλεια πια ξεσκολισμένοι Να ψειρίζετε το χάχα πι και φί, Στο φτερό τρακάρετε τον ώς διαβαίνει, > Μην τυχόν για μόνο κέρδος μια γερή 'Αλυσίδα στο λαιμό σας περαστεί, Ά π ' αυτές οπού γερά κρατούν δετό Το πουλί στον κήπο, ανάερα άπ' τή γη, "Ως πού ό μπόγιας να τοϋ σπάσει το λαιμό.
Prince, erriere de Ruel Et n'eussiés vous denier ne plue Qu'au giffle ne laissez lappel Pour l'amboureux luy rompt le suc.
Πρίγκιπες μου, άπό τή Ρυέλ μακριά φευγάτε Και πεντάρα ας μήν κρατάτε, οΰτε κλεφτό. Το κορμί σας μή στή φούρκα παρατάτε, Γιατί ό μπόγιας θα σας σπάσει το λαιμό.
III. A U T R E BALADE Spelicans Qui en tous temps Avancés dedans le pogoiz Gourde piarde Et sur la tarde Desboursez les pouvres nyais, Et pour soustenir voz pois Les duppes sont privés de caire Sans faire haire Ne hault braire
III. ΑΛΛΗ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Σελέμηδες, οπού δλο τον καιρό "Οπου ταβέρνα βρείτε ή καπηλειό Τζάμπα και βερεσέ μπεκρολογατε Μέ κρασί και μεζέδες διαλεχτούς Κι ώς νυχτώσει τους δόλιους τους χαζούς Κλέβετε και γυμνούς τους παρατάτε, Κι αυτοί, επειδή ή καρδούλα τους φοβάται, Στέκουν χωρίς αντίσταση καμιά Σαν ξόανα έτσι δίχως τσιμουδιά Κι δσα κρατούν σας δίνουνε λεφτά,
ν
\
\ 166
167
\
\\
ν •Λ Γ
FRANÇOIS VILLON Metz plantez ilz sont comme joncz Par les sires qui sont si longs. Souvent aux arques A leurs marques Se laissent tous desbouses Pour ruer Et enterver Pour leur contre, que lors faisons La fee les arques vous respons Et rue deux coups ou trois Aux gallois. Deux ou trois Nineront trestout au frontz Pour les sires qui sont si longs. Et pour ce, bevards, Coquillars Rebecquez vous de la montjoye Qui desvoye Vostre proye Et vous fera du tout brouer Par joncher Et enterver Qui est aux pigons bien chair Pour rifler Et placquer Les angelz de mal tous rons. Pour les sires qui sont si longs. De paour des hurmes 168
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΣΕ ΓΑΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ Γιατί σας τρέμουν μή καμιά στιγμή Τους χαρίστε στον μπαρμπα-παντρευτή. Συχνά στά ζάρια για τις γκόμενες τους Χάνουνε ώς κι αυτές τις φορεσιές τους• Και σέ καβγάδες συχνά θέ να μπλεχτούν *Η μεταξύ τους για νά χτυπηθούν *Η να χωρίσουν άλλους σαν πιαστούν 'Ενώ εμείς έχουμε έγνοια, ποϋ μπορεί Να βροϋμε καμιά κάσα μυστική. Μά έσεΐς δώστε δυό-τρεϊς κατεβατές Σ' αυτούς τους κουτομόγηδες. Γερές Δώστε τους, λέω, δυο-τρεΐς κατεβατές, 'Οπού ό ουρανός σφοντύλι νάν τσού έρθει, Για χάρη έτσι τοϋ μπαρμπα-παντρευτη. Γι' αυτό λοιπόν, καπάτσοι Κοκιγιάρ, Ά π ' τήν κρεμάλα φεύγετε μακριά Πού τον κώλο σας τέλεια παραλύει Καί σας κάνει να χέζεστε οι φτωχοί, Τήν ώρα πού ξοφλάτε άπ' τή ζωή. Επειδή μέ ξυπνές μπαγαποντιές "Ολο καί μπάζες κάνετε γερές Για να γδυεϊτε τους μάπηδες. Μ' αυτές "Οπου ξέρετε έσεϊς τις πονηριές, 'Αμολάτε μελάνι στό λεφτό Καί κάντε να κρεπάρει άπό θυμό Καί ντροπή κάθε σπιούνο σταυρωτή, Για καπρίτσιο τοϋ μπαρμπα-παντρευτη. 'Από φόβο τ' ανήλιαγου κελιού 169
FRANÇOIS VILLON Et des grumes Rasurez voz en droguerie Et faierie, Et ne soiez plus sur les joncs Pour les sires qui sont si longs.
IV. A U T R E BALADE
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ ΚαΙ τ' άραχλου της φούρκας δοκαριού Κάθε κόλπο σκεδιάζετε καλά, Μην καμιά ώρα σας πάρουν μυρουδιά Και σας κλείσουν, κολέηδες, στή στενή Για ρεγάλο τοϋ μπαρμπα-παντρευτη.
IV. ΑΛΛΗ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Saupicquez fronans des gours arques Pour desbouses beaussire dieux Allés ailleurs planter vos marques. Bevards, vous estes rouges gueux. Berart s'en va chez les joncheux Et babigne qu'il a plongis. Mes frères, soiez embraieux Et gardez les coffres massis.
'Ατσίδες, πού μαστορικά ρίχνετε τις ζαριές σας Γιά να ξεπενταριάζετε μέ κόλπα τους χαζούς, Πηαίνετε νά ξηγήσετε άλλου τΙς γκόμενες σας, Κορόιδα μή σας πιάσουνε εσάς τους πονηρούς. Εκείνος ό άτιμος Μπεράρ πηαίνει στους ποντικούς Και τάχατες πώς τό 'σκάσε, τους λέει, άπ' τή Στενή. Μην τον άκοϋτε, βλάμηδες, τι έχει κακούς σκοπούς, Για νά μή σάς στριμώξουνε στή μαύρη φυλακή.
Si gruppés estes desgrappez De ces angels si graveliffes, Incontinant mantheaulx et chappes Pour l'emboue ferés eclipses De vos farges serés besifles Tout de bout nom pas assis Pour ce gardés d'estre griffez En ces gros coffres rnassis.
"Αν σας αρπάξουν, σκάστε το τ' άτιμου σταυρωτή 'Οπού βουτάει τα ροϋχα σας καί δίνει τα ρεγάλο Στον μπόγια για τον κόπο του, πού, σαν τό γεμιτζή Θα σάς βιράρει εκεί ψηλά στ' άρμπουρο σα σινιάλο, Όλόρτους κι δχι καθιστούς. Γι' αυτό, το δίχως άλλο, Τα μάτια έχετε τέσσερα μήν πάει και γραπωθεί Κανείς σας άπ' τους ταχτικούς, γιατί κακό μεγάλο Θέ νά σάς βρει αν σάς κλείσουνε στή μαύρη φυλακή.
Niaiz qui seront attrapez Bien tost s'en brouent au halle Plus n'y vault que tost ne happés
Σαν μπούφους άν σάς πιάσουνε, πάει, θα σάς κρεμάσουν Στή φούρκα, ώς στο χασάπικο κρεμάνε τα σφαχτά, Ά ν πρώτα τό τομάρι σας γερά δέ σάς τ' αργάσουν
170
Ι7ΐ
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΣΕ ΓΛΏΣΣΑ
ΖΑΡΓΚΟΝ
La bauldrouse de quatre talle. Destirés fait la hirenalle Quant le gosier est assegis Et si hurcque la pirenalle Au saillir des coffres massis.
Μέ νου χαδιάρη βούρδουλα τά τέσσερα λουριά. Τήν ώρα πού σοϋ σφίγγουνε, κολέα, τη λαιμαριά, Τα σωθικά νά ξεκολλούν νιώθεις άπ' τό κορμί, Κι άπ' τήν άγκούσα ό λάρυγγας στεγνώνει καί κολλά Καθώς σέ βγάζουν στανικά άπ' τή μαύρη φυλακή.
Prince des gayeuls les sarpes Que voz contres ne soient greffiz Pour doubte de frouer aux arques, Gardés vous des coffres massis.
Πρίγκιπα, αγύρτες, άπό σας κι άπ' τους κολέηδές σας Κανείς στων σταυρωτήδωνε τά βρόχια άς μήν πιαστεί Τήν ώρα πού μαστορικά ρίχνετε τις ζαριές σας, Για νά μή σας στριμώξουνε στή μαύρη φυλακή.
V. A U T R E BALADE
V. ΑΛΛΗ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Joncheurs, jonchans en joncherie Rebignez bien ou joncherez Ou'ostac n'embroue vostre arerie Ou accollés sont voz ainsnez Poussez de la quille et brouez Car tost seriez rouppieux. Eschec qu'acollez ne soies Ear la poe du marieux.
'Απατεώνες πού μ' άπατες απατάτε Σέ κάθε άπατη προσέχετε καλά, Μήν τυχό νωρίς-νωρίς ταξίδι πάτε Κει πού οί πιο παλιοί σας κρέμουνται ψηλά. Τά ποδάρια σας ας κάνουνε φτερά, Γιατί γρήγορα θα ρέψετε δλοι εκεί, *Αν μέ μπόσικα πορεύεστε μυαλά, Σαν σας στείλουνε στοΰ μπόγια τό σκοινί.
Bendez vous contre la faerie Quant vous auront desbousés N'estant a juc la rifflerie Des angelz et leurs assosés Berard, se vous puist, renversez Si greffir laissés voz carrieux La dure bien tost renversés Pour la poe du marieux.
Φυλαγώστε άπ' τά καρτέρια, δπου κι αν πάτε. Σαν αρχίζετε καμιά βρωμοδουλειά Κάνετε την στα κρυφά. Να ξεπλανατε Τσ' αστυνόμους και τους σμπίρους τους, παιδιά, Του Μπεράρ θολώνετε του τα νερά. Ά ν πιαστείτε στην κλεψιά πάνω σκαστοί 'Απ' τά πόδια σας τή γης θά χάστε πια Σαν σας στείλουνε στοϋ μπόγια τό σκοινί.
172
173
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ
ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ
ΖΑΡΓΚΟΝ
Entervez a la floterie Chanter leur trois sans point songer Qu'en astes ne soies en surie Blanchir voz cuirs et essurgez Bignés la mathe, sans targer Que voz ans n'en soient ruppieux Plantés ailleurs, contre siege assegier Pour la poe du marieux.
Τα κορόιδα δταν μέ τέχνη ξεγελάτε Φυλαγώστε άπδ καμιά τρικλοποδιά, Μή σας κάμουν κρεμαστοί νά ίδρωκοπατε ΚαΙ στον ήλιο σας ξεράνουν τα κορμιά. Στρίβετε το δίχως άργητα καμιά Μή σας σφίξουν τή θηλιά στο πΐ καΐ φί. Σ' άλλους τόπους λημεριάστε μακριά ΠρΙν σας στείλουνε στοϋ μπόγια τό σκοινί.
Prince bevardz en esterie Querez couplaus pour l'amboureux Et, au tour de vos ys, luezie Pour la poe du marieux.
Τους χαζούς οπού βουτούν οι μπάτσοι κλάφτε, Δυό-δυο τους παν δετούς στον παντρευτή. Τσίλιες γύρω άπ' τα λημέρια σας κρατάτε, Μή σας στείλουνε στοϋ μπόγια το σκοινί.
VI. A U T R E BALADE Contres de la gaudisserie Entervez tousjours blanc pour bis, Et frappés en la hunterie Sur les beaulx sires bas assis Ruez des fueilles cinq ou six Et vous gardés bien de la roe Qui au sires plante du gris Et leur faisant faire la moe. La giffle gardés de rurie Que voz corps n'en aient du pis Et que point a la turterie En la hurme ne soies assis 174
VI. ΑΛΛΗ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Κολέηδες στή γλεντζέδικη αλητεία, Τους μπούφους σημαδεύετε καλά Σέ κάθε άναμπουμπούλα ή φασαρία Και κάνετε στις τσέπες τους βουτιά. 'Αβέρτα καμακίζετε πουγγιά. "Ομως άπό τή ρόδα προσοχή Μήν οργώσει τή μούρη σας βαθιά Ή γριμάτσα τοϋ πόνου ή φριχτή. Μέ τήν κρεμάλα δέ χωροϋν αστεία, Μήν πάει και τή γευτείτε στα σωστά, Και τα κορμιά σας ρέψουνε τά κρύα Πάνω στοϋ Μονφωκόν τα πατερά. 175
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ
FRANÇOIS VILLON Prens du blanc, laisse du bis Ruez par les fondes la poe Car le bizac avoir advis Fait au beroars faire la moe.
"Αστε τα μαϋρα, τ' άσπρα μοναχά Βουτάτε καί φευγάτε στη στιγμή, Πριν άπ' τδ κρύο δαρμένοι του βοριά Κάμετε τή γριμάτσα τή φριχτή.
Plantez tost de la mouargie Puis ça, puis la, pour l'urtis, Et n'espargne point la flogie Des doulx dieux sue les patis. Vos ens soient assez hardis Pour leur avancer la droe Mais soient memoradis Qu'on ne vous face faire la moe.
Παντοϋ Οπου πάτε ζήστε μ' άγυρτεία "Ως νά 'ρτει κι ή στιγμή για τήν κλεψιά" Άργάστε δίχως λύπηση καμία Αυτών των κουτοτράγων τήν προβιά. Κι άν σας το λέει μάλιστα ή καρδιά Δώστε τους καί φαρμάκι. Προσοχή Μονάχα μήν τυχόν καμιά φορά Κάμετε τήν γριμάτσα τή φριχτή. Πρίγκιπα, δποιος δέν έχει πονηρία Για να ξεφύγει, αυτό ας άκουρμαστεΐ: Μπρος στή φούρκα οι χαζοί μ' απελπισία Κάνουνε τήν γριμάτσα τή φριχτή.
Prince, qui n'a bauderie Pour eschever de la soe Danger de grup en arderie Fait aux sires faire la moe.
VII. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
VII. BALADE
(Χειρογρ. Στοκχόλμης, LUI, fol. 26 Vo)
(Ms. de Stockholm LUI, fol. 26 Vo)
Χαζοί, στό λόγγο μείνετε κρυμμένοι, Στή ρόδα μή σας κάμουνε κιμά. 'Αγύρτες, φυλαχτείτε μή χαμένοι Βγείτε άπ' αυτή σας τήν μπαγαποντιά' Οι μπάτσοι δέ σηκώνουν χωρατά, "Οποιος μανταλωθεϊ στή φυλακή,
Brouez, benards, eschequez a la saulve, Car escornez vous estez a la roue. Fourbe, joncheur, chacun de vous se saulve, Eschec, eschec, coquille si s'enbrouel Cornette court, nul planteur ne s'i jouel Qui est en plant, en ce coffre joyeulx, 176
12
ΐ77
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ
Pour ces raisons il a, ains qu'il s'escroue, Jonc verdoiant, havre du marieux.
Θά 'χει ρεγάλο πάνω στη θηλιά Τ' αγκάλιασμα του μπαρμπα-παντρευτη.
Maint coquillart, escorné de sa sauve Et desbousé de son ence on poue, Beau de bourdes, blandy de langue fauve, Quide au ront faire aux grimes la moue, Pourquarre bien affin que on ne le noe Couplez vous trois a ces beaulx sires dieux, Ou vous le ruffle en la joue Jonc verdoiant, havre du marieux.
Καμπόσοι Κοκιγιάρ, μέ στραγγιγμένη Για να μη ρέψουν ραχοκοκαλιά —Μέ ψέματα κι άπατες παστωμένοι— Και ξυνίσουν στη φούρκα τη θωριά Στον μπάλλο των κατάδικων, γερά Πάλεψαν. Κρατάτε δμοια ταχτική, Μη ροσοπίλια βγάλετε βαριά Στ' αγκάλιασμα τοϋ μπαρμπα-παντρευτη.
Qui stat plain en gaudie ne se mauve. Luez au bec que l'en ne vous encloue ! C'est mon advis, tout autre conseil sauve. Car quoy? aucun de la faulx ne se loue! La fin en est telle comme deloue: Car qui est grup, il a, mais c'est au mieulx, Par la vergne, tout au long de la voue, Jonc verdoiant, havre du marieux.
"Οσοι στη γης πατάτε στεριωμένοι Προσέχτε μη σας κλείσουν για καλά. Άκοϋστε με: κανείς δέν περιμένει Τη βίζιτα τοϋ Χάρου μέ χαρά. Τέτοιο εΐν' το τέλος πού σας καρτερά Πού αν τό σκεφτώ, μοϋ κόβεται ή χολή. Κι ή κοινωνία σάς κάνει μπουναμά Τ' αγκάλιασμα τοϋ μπαρμπα-παντρευτη.
-
View more...
Comments